Τ ο Μ υ σ τ ή ρ ι ο το υ Μ ι λ Χ ά ο υ ζ της Αγκάθα Κρίστι
Μετάφραση Χρύσας Κοντοθεοδώρου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΡΜΕΙΑΣ
© Εκδόσεις Ερμείας
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 1 Η Ν αντίνα, η χ ο ρ εύ τρ ια που είχε κα τακτήσ ει εξ εφ ό δο υ το Π αρίσ ι, τα λα ντεύ τη κε σ τον ήχο τω ν χ ειρ ο κρ ο τη μ ά τω ν, υποκλίθηκε και υποκλίθηκε ξανά και ξανά. Τα στενά μα ύρ α μ ά τια της σ τένεψ αν ακόμη π ερισ σ ότερο κι η λεπτή μ α κρ ιά γρ α μμή των άλικω ν χειλιώ ν σχημάτισ ε ένα α μ υ δ ρ ό χαμόγελο. Το γ α λ λικό κοινό εξα κολουθούσ ε να χτυπά με ενθ ο υ σ ια σ μ ό το πάτω μα ότα ν η α υ λα ία έπεσε μ ’ ένα θ ρ ό ισ μ α , καλύπ τοντας τις κόκκινες, μπλε και φ ούξια αποχρώ σεις το υ παράξενου ντεκόρ. Μ έσ α σε σ ύννεφ ο από μπλε και π ο ρ το καλιά πέπλα η χ ο ρ εύ τρ ια εγκα τέλειψ ε την σκηνή. Ένας α ρ ισ το κ ρ α τικ ό ς ά ντρ α ς με γενιάδα την έκλεισε θερμά σ την α γκαλιά του. Ή τ α ν ο δ ιευ θυντής του θεά τρου . — Υπέροχη μικρή μου, φώ ναξε. Σήμερα ξεπέρασες το ν ε α υτό σου. Τη φ ίλησ ε, μ ’ ενθου σ ια σ μ ό και στα δύο μάγουλα. — Η μα ντά μ Ν αντίνα δέχτηκε α υτή ν τη ν έκφ ραση θ α υ μ α σμού με το ύφος του ανθρώ που που είναι από κα ιρ ό σ υ ν η θ ι σμένος σ ’ α υ τά και μπήκε σ το κα μαρίνι της. Μ π ο υκέτα από λο υ λο ύ δ ια π λημ μύριζα ν το χώ ρο, β α λμένα χω ρίς τάξη παν τού, θ αυ μά σ ια ρούχα με φ ο υ το υ ρ ισ τικ ά σχέδια κρέμ ονταν στα κρ εμ α σ τά ρ ια και ο αέρας μέσα στο κα μαρίνι ή ταν ζεστός και γλυκός από τις μυρω διές των μπ ουμπουκιώ ν και τω ν εξεζη τη μένων αρω μ άτω ν της α ρ τίσ τα ς. Η Ζαν, η αμπιγιέζ, έτρεξε προς την κυ ρία της μιλώ ντας συνέχεια και κα τακλύζοντά ς τη ν με κομπ λιμέντα. Έ να χτύπ ημα σ την πόρτα διέξοψ ε τη ροή τω ν λόγω ν της. Η Ζαν πήγε σ την πόρτα κι επέστρεψε κρατώ ντας μια κάρτα. — Θα δεχτεί η κυρία ; — Για να δω. Η χ ο ρ εύ τρ ια άπλωσε νω χελικά το χέρι της, α λλά καθώς διάβα σε το όνομ α «κόμης Σέργιος Πάβλοβιτς», μια αστραπή ενδ ια φ έρ ο ντο ς πέρασε από το βλέμ μα της. — Θα τον δω. Το κίτρ ιν ο πενιουάρ, Ζαν, και γρήγορα . Κι όταν θα έρθει ο Κόμης μπορείς να φύγεις. — Μ ά λ ισ τα , κυρία.
8
Αγκάθα Κ ρίσ η
Η Ζαν έφ ερε το π ενιουάρ, ένα εξαίσ ιο ύφ α σ μα σ το χρώ μα του κα λαμπ οκιού γα ρ νιρ ισ μ ένο με ερ μ ίνα . Η Ν αντίνα το φ ό ρεσε και κάθισε χαμογελώ ντας στον εα υτό της ενώ τα μα κριά λευ κά δ ά κτυ λά της χτυπ ούσαν έναν α ργό ρ υ θ μ ό στο γυ α λί της το υ α λέτα ς της. Ο κόμης α νταπ οκρίθηκε αμέσω ς στο π ρονόμιο που του δ ινό τα ν — επ ρόκειτο για έναν ά ντρ α μέσου α νασ τή μα το ς, πο λύ λεπ τό, πολύ κομψό, με ύφος εξα ιρ ετικά κουρ ασ μένου α ν θρώ που. Τα χ α ρ α κτη ρ ισ τικ ά το υ ήταν ιδ ια ίτερ α κοινά και θα ήταν δύ σ κολο να τον θ υμ η θ εί κανείς, αν εξαιρούσε βέβαια τους επ ιτηδ ευμ ένους τρόπ ους του. ' Εσκυψε πάνω από το χέρι της χ ο ρ εύ τρ ια ς με υπερβολική ευγένεια. — Κ υρία μου, χα ίρ ο μ α ι ιδ ια ίτερ α . Α υ τό ήταν όλο όσο άκουσ ε η Ζαν πριν κλείσει τη ν πόρτα πίσω της. Μ ό λις έμεινε μόνη με το ν επισκέπτη της, το χαμόγελο της Ν αντίνα άλλαξε ελα φ ρ ά χροιά. — Π α ρ όλο που είμα σ τε συμπ ατριώ τες, δε νομίζω πως θα μ ιλήσ ουμε στα ρώ σικα, παρατήρησε. — Α φ ού κανένας από τους δυο μας δε γνω ρίζει ο ύ τε μια λέξη από αυτή τη γλώ σσα, νομίζω πως έτσι πρέπει να κάνουμε, συμφ ώ νησ ε ο επισκέπτης της. Μ ε κοινή σ υμφ ω νία λοιπ όν σ υνέχισαν να μ ιλο ύν αγγλικά και, τώ ρα που ο κόμης είχε εγκα τα λείψ ει τους επ ιτηδευμ ένους τρόπ ους του , κανείς δε θα α μ φ ισ β η το ύσ ε πως α υτή ή ταν η μητρ ική του γλώ σσα. Είχε σ τη ν π ρ α γμ α τικό τη τα αρχίσ ει την κα ριέρα του σαν καλλιτέχνης σ ’ ένα δευ τέρ α ς διαλο γή ς μιούζικ-χωλ του Λ ονδίνου. — Είχες μεγάλη επ ιτυχία σ ήμερα , π αρατήρησε εκείνος. Συγ χα ρ ητήρ ια . — Π αρόλα α υτά , απ άντησε η γυναίκα, ανησυχώ . Τα πρά γμ α τα δεν είναι όπως παλιά. Ο ι υποψίες που γεννήθηκα ν κα τά τη δ ιάρκεια του πολέμου δεν έχουν σβήσει. Μ ε π α ρ α κο λο υ θούν και με κατασ κοπ εύουν διαρκώς. — Ω σ τόσ ο δεν κα τη γο ρ ή θ η κες ποτέ για κατασκοπεία. — Ο αρχηγός μας κα τασ τρ ώ νει πολύ π ροσ εκτικά τα σχέδιά του για να σ υμβεί κάτι τέτο ιο . — Ας είναι χιλιόχρονος λοιπόν ο σ υντα γμα τάρ χη ς! είπε ο κόμης μ ’ ένα χαμόγελο. Κ αταπ ληκτικά πάντως τα νέα που
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
9
κυ κλοφ ο ρ ο ύ ν, ότι σ κέφ τεται ν ’ αποσυρθεί... Να πάρει σ ύ ν τα ξη! Σαν να ήταν γιατρός, χασάπης ή υόραυλικός... — Ή σαν οποιοσδήπ οτε ά λλος επ ιχειρ η μα τίας, σ υμπ λή ρωσε η Ν αντίνα. Δε θα έπρεπε να μας π αραξενεύει α υτό . Α υ τός ήταν π άντοτε ο σ υντα γμα τάρ χη ς, ένας εξα ιρ ετικό ς επ ιχει ρ ημ α τία ς. Ο ργάνω σ ε το έγκλημ α με το ν ίδ ιο τρόπ ο που κά ποιος άλλος θα οργάνω νε και δ ιεύθ υ νε μια σ ειρά από εκπ λη κτικές επ ιχειρήσεις που κάλυπ ταν όλους το υ ς κλάδους το υ λ ε γάμενου «επαγγέλματος» του. Λ ησ τείες κοσ μημά τω ν, π λα σ το γρα φ ίες, κατασκοπ εία (που υπήρξε ιδ ια ίτερ α π ρ οσ οδοφ όρ α τον κα ιρό του πολέμου) σαμπ οτάζ, δ ια κ ρ ιτικ ές δολοφ ονίες, σ τ ’ α λήθ εια δεν υπάρχει το μέας που να μην το ν έχει αγγίξει. Και το σ οφ ώ τερο όλω ν είναι ότι ξέρει πότε πρέπει να σ τα μ α τήσ ει. Το παιχνίδι αρχίζει να γίνετα ι επ ικίνδυνο — α π οσ ύρεται με χ ά ρ η — και με μια τερ ά σ τια π εριουσ ία! — Χμμ! έκανε ο κόμης με κάποια δυσπ ιστία. Είναι μάλλον... α νησ υ χη τικό για όλους μας. Β ρισκόμαστε σε μια α β εβ α ιό τη τα , όπως και να ’ χει το πράγμα. — Έ χουμε όλοι πληρω θεί για τις υπηρεσίες μας — και μά λισ τα πολύ γεννα ιόδω ρα ! Κάτι, ένα είδος λα νθά νουσ α ς κο ρ οϊδία ς στη φωνή της έκανε τον κόμη να της ρίξει μια μ α τιά όλο υποψία. Χ αμογελούσε σ τον εα υτό της, α λλά το είδος του χαμ όγελου διέγειρ ε την π εριέργειά του. Ω σ τό σ το είπε διπ λω ματικά: — Ν αι, ο σ υ ντα γμ α τά ρ χ η ς υπήρξε πάντα γεννα ιό δω ρ ο α φ εντικό. Π ιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος της επ ιτυχίας του ο φ είλετα ι σ ’ α υ τό — καθώς και σ την ικα νό τη τά το υ να προ σ φ έρει πάντα το κα τά λλη λο θύμα. Μ εγ ά λ ο μυ α λό , δεν υπ άρ χει α μ φ ιβ ο λία , είναι ιδ ιο φ υ ία . Κι ένας απ όστολος της εντολής, «αν θες κάτι να γίνει σ ίγο υ ρ α και σω στά μην το κάνεις μόνος σου». Να 'μ α σ τέ λοιπόν όλοι μας εδώ, ο καθένας ενοχοπ οιη μένος μέχρι εκεί που δεν παίρνει, απ όλυτα σ τη ν εξουσ ία του και κανείς μας δεν έχει τίπ οτα ενα ντίο ν του. Σ τα μάτησ ε, σαν να περίμενε πως εκείνη θα διαφ ω νούσε μαζί του , α λλά η Ν αντίνα παρέμεινε σιω πηλή, με το ίδιο χ α μ ό γελο χαρ αγμένο σ το πρόσωπό της. — Κανείς μας, επανέλαβε. Κι όμως, ξέρεις, ο γέρος είναι
10
Αγκάθα Κ ρίστι
προληπτικός. Π ριν από χρ όνια, πιστεύω , πως πήγε σε κάποια μάντισ σ α. Κι εκείνη του π ροφ ήτευσ ε μια ζωή γεμ άτη επιτυχίες, α λλά δήλω σε πως η πτώση του θα π ροκληθεί από μια γ υ ν α ί κα. Τώρα είχε τραβήξει την προσοχή της. Τον κοίταζε με μεγάλο ενδιαφ έρον. — Α υ τό είναι παράξενο, πολύ παράξενο! Από μια γυναίκα είπες; Εκείνος χαμ ογέλασ ε και ανασήκω σε τους ώμους. — Δεν υπάρχει α μ φ ιβ ο λ ία πως τώ ρα που... παίρνει τη σ ύν ταξή του , θα π αντρευτεί. Κάποια καλλονή της υψηλής κοινω νίας, που θα ξοδέψει τα εκ α το μ μ ύ ρ ιά του γ ρ η γ ο ρ ό τερ α α π ’ όσο εκείνος κα τάφ ερε να τα μαζέψει. Η Ν αντίνα κούνησε το κεφάλι. — Ό χ ι, όχι, δεν π ρόκειται να γίνει κάτι τέτο ιο . Ά κ ο υ φίλε μου, α ύ ρ ιο θα πάω στο Αονδίνο. — Μ α το σ υ μ β ό λα ιό σου εδώ; — Θα λείψω μόνο ένα βράδυ. Θα πάω ιγκό γνιτο , όπως οι βασιλιάδες! Κανείς δε θα μάθει ποτέ πως έφ υγα από τη Γαλλία. Και για ποιο λόγο νομίζεις πως π ρόκειται να πάω; — Μ ά λλο ν όχι για διασ κέδασ η α υτή ν την εποχή. Τον Ια νο υά ρ ιο , έναν τόσ ο απ αίσ ιο και γεμ ά το ομίχλη μήνα! Θα πρό κειται βέβαια για μια δο υ λειά με μεγάλο κέρδος, έτσι; — Ακριβώς. (Σηκώθηκε και σ τάθηκε μπ ροστά το υ και σε κάθε γρ α μμή του τέλειο υ και α λαζο νικο ύ προσώπου της δ ια γρ α φ ό τα ν η περηφάνια). Είπες μόλις πριν πως κανένας από μας δεν είχε τίπ οτα ενα ντίο ν του αρχηγού. Έ κανες λάθος. Εγώ έχω. Εγώ, μια γυ να ίκα , είχα τη ν εξυπνάδα και, μ ά λισ τα , το θάρρος — για τί χρειά ζετα ι μεγάλο θ άρ ρ ο ς— να το ν ξεγελάσω. Θ υμά σ α ι τα δ ια μ ά ντια Ν τε Μ π έερ; — Ναι, θυμ ά μ α ι. Στο Κ ίμπ ερλυ; Δεν είχα κα μία α νάμειξη σ ’ α υτά και ποτέ δεν ά κουσ α τις λεπ τομέρειες. Η υπόθεση σκεπά στηκε στα γρ ή γο ρ α για κάποιο λόγο, ε; Και καλή μπάζα επί σης. — Π έτρες αξίας εκα τό χιλιάδω ν λιρών. Ή μ α σ τα ν δυο σ ’ α υτή ν την υπόθεση — κάτω από τις διατα γές το υ σ υ ν τα γ μ α τά ρχη, φ υσ ικά. Και τό τε κα τά λα β α πως είχα μια ευ κα ιρ ία . Βλέ πεις το σ χέδιο ήταν ν ’ α ν τικ α τα σ τή σ ο υ μ ε μερ ικά από τα δ ια
Το Μ υ σ τή ρ ιο του ΜιΛ Χάουζ
11
μ ά ντια Ντε Μ π έερ με κάποια δ ια μ ά ν τια -δ είγ μ α τα που είχαν φ έρει από τη Ν ότιο Α μερική δυο νεα ρ ο ί α δ α μ α ντω ρ ύ χ ο ι, που έτυχε να β ρ ίσ κονται σ το Κίμπερλυ εκείνη τη ν εποχή. Και όπως ήταν φ υσ ικό όλες οι υποψίες έπεσαν πάνω τους. — Π ολύ έξυπνο, π α ρατήρησε επ ιδο κιμ α σ τικά ο κόμης. — Ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς υπήρξε πάντα πολύ έξυπνος. Εγώ έκανα α υ τό που έπρεπε, α λλά έκανα και κάτι ά λλο που ο σ υ ν τα γμ α τά ρ χη ς δεν είχε προβλέψει. Κ ράτησ α μερ ικά από τα Ν οτιο -α μ ερ ικ ά ν ικ α π ετράδια — ένα ή δυο είναι μονα δικά κι εύ κ ο λα μπορεί ν ’ απ οδειχτεί πως ποτέ δεν πέρασαν από τα χέρια του Ν τε Μ π έερ. Μ ’ α υτά τα δ ια μ ά ν τια σ την κατοχή μου έχω το πάνω χέρι σε σχέση με τον α ξιο σ έβ ασ το α ρ χηγό μου. Μ ό λις αθω ω θούν οι δύο νεα ρ ο ί, η σ υμμ ετο χή του σ την υπόθεση θα θεω ρηθεί ύποπτη. Δε μίλησα όλα α υ τά τα χρ όνια, απλά ήμουν ευ χα ρ ισ τημ ένη που είχα α υ τό το όπλο σ την κατοχή μου, α λλά τώ ρα τα π ρά γμα τα είναι δ ια φ ο ρ ετικ ά . Τώρα θα απαιτήσω την εξαγορά μου — και η τιμ ή της θα είναι μεγάλη, σ υ γκλο νισ τικά μεγάλη. — Κ ατα π ληκτικό, είπε ο κόμης. Και σ ίγο υ ρ α θα κρατάς πάνω σου α υ τά τα δ ια μ ά ν τια όπου και να βρίσκεσαι; Η μ α τιά του π λανήθηκε ερ ευνη τική σ το α κ α τά σ τα το δω μ ά τιο. Η Ν αντίνα γέλασε απαλά. — Δεν πρέπει να υποθέτεις τέτο ια πράγματα. Δεν είμαι κα μιά α νόητη. Τα δ ια μ ά ν τια β ρ ίσ κο νται σε μέρος ασφ αλές, σ ’ ένα μέρος που κανένας δεν μπορεί να το φ αντα σ τεί. — Π οτέ δε σ κέφ τηκα πως είσαι α νόη τη , αγαπ ητή μου κυ ρία, α λλά τολμώ να προτείνω μήπως το κα λοσ κεφ τείς πριν επ ιχειρήσεις κάτι πολύ ριψ οκίνδυνο. Ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς δεν είναι ο τύπος που θα δεχτεί με καλή διάθεση να το ν εκβιάσουν, όπως ξέρεις. — Δεν τον φ ο β ά μ α ι, γέλασε η Ν αντίνα. Μ ό νο ν έναν ά ν θρωπο φ ο β ήθηκα σ τ ’ α λήθ εια — κι α υτός πέθανε. Ο ά ντρ α ς τη ν κοίταξε με π εριέργεια. — Ας ελπ ίσ ουμε πως δε θα ξαναζω ντανέψ ει τό τε, είπε ελαφ ρά. — Τι θες να πεις; ρώ τησε η χ ο ρ εύ τρ ια κοφτά. — Απλά πως μια τέτο ια εκ νεκρώ ν ανάσ τασ η θα σ ’ έφερνε
12
Αγκάθα Κ ρίσ η
σε δύσ κολη θέση, εξήγησε. Ένα α νό η το αστείο. Εκείνη ανασ τέναξε α νακουφ ισ μένη. — Ω , όχι, πέθανε σ τ ’ α λήθεια . Σκοτώ θηκε σ τον πόλεμο. Ή τ α ν ένας ά ντρ α ς που κάποτε... μ ’ αγάπησε. — Στη Ν ό τιο Α φ ρ ική ; ρώ τησε ο κόμης α διά φ ο ρ α . — Ναι, α φ ού ρωτάς, στη Ν ότιο Α φρική. — Α υτή είναι κι η π α τρίδα σου, έτσι δεν είναι; Εκείνη έγνεψε κα τα φ α τικά . Ο επισκέπτης της σηκώ θηκε και πήρε το καπέλο του. — Λοιπ όν, π α ρατήρησε, εσύ γνω ρίζεις κ α λύτερ α το σ υ μ φ έρον σου, α λλά , αν β ρ ισ κό μ ο υν στη θέση σου, θα φ ο β ό μ ο υν π ερισ σ ότερο το Σ σ νταγμ ατά ρ χη από έναν α π ο γοητευμένο ε ρα σ τή. Είναι ένας άνθρω πος που είναι πολύ εύ κο λο να τον... υποτιμήσεις. Εκείνη γέλασε υπ οτιμητικά. — Σαν να μην τον γνω ρίζω μετά από τόσ α χρόνια. — Α να ρω τιέμ α ι αν το ν γνω ρίζεις, είπε εκείνος απαλά. Σ τ ’ α λήθ εια α να ρ ω τιέμ α ι πόσο το ν γνωρίζεις. — Ω , δεν είμα ι α νό η τη ! Και δεν είμα ι μόνη μου σ ’ α υτή ν την υπόθεση. Το τα χ υ δ ρ ο μ ικ ό πλοίο από τη Ν ότιο Α φ ρ ική θα πιάσει Σ αουθάμ π τον α ύρ ιο και σ ’ α υτό βρ ίσ κεται ένας ά ν θρωπος που έρχεται από τη ν Α φ ρ ική με δική μου π αράκληση και α κολο υ θ εί σ υγκεκριμένες οδηγίες. Ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς θα ’ χει να κάνει λοιπόν όχι μόνο με έναν α ντίπ αλο α λλά με δύο. — Είναι φ ρ ό νιμ ο α υτό ; — Είναι αναγκαίο. — Είσαι σ ίγου ρη γι ’ α υ τό ν το ν άνθρωπο; Ένα παράξενο χαμ ό γελο π αιχνίδισε στο πρόσωπο της χο ρεύτριας. — Είμαι απ όλυτα σ ίγουρη γ ι ’ αυτόν. Είναι ανίκανος, α λλά απ όλυτα σίγουρος. Σ ταμάτησ ε για λίγο και συνέχισε με εντελώ ς α δ ιά φ ο ρ ο τόνο στη φωνή της: — Στην π ρ α γμ α τικό τη τα , τυχαίνει να είναι ο σύζυγός μου!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 2 Ό λ ο ι, δεξιά κι α ρ ισ τερ ά , έπεσαν πάνω μου για να γράψω α υ τή ν τη ν ισ τορ ία — από το υ ς μεγάλους (με αντιπ ρόσω π ο το ν Λ όρδο Νάσπμυ) ως τους πιο μικρούς (με αντιπ ρόσω π ο την τε λ ευ τα ία μας υπ ηρέτρια ' Εμιλυ, τη ν οποία είδα τη ν τελ ευ τα ία φ ο ρ ά που ήμουν σ την Α γγλία. «Θεέ μου, μις, τι ό μ ο ρ φ ο β ιβ λίο θα γρ ά φ α τε με ό λ ’ αυτά... ακριβώ ς όπως και σ το σινεμά»). Π αρα δέχομα ι πως έχω ο ρ ισ μένα τυπ ικά προσόντα, γι ’ α υ τήν την «αποστολή». Μ π ερ δ εύ τη κα σ την υπόθεση από την αρχή, τη ν π α ρακολούθ η σ α ό τα ν ακόμ α ή ταν ένα πυκνό μ υ σ τή ρ ιο και π αραβρέθηκα θ ρ ια μ β ευ τικ ά στη λύση της. Είναι επίσης ευ τύ χημα που τα κενά που δεν μπορώ να συμπληρώ σω από δικές μου γνώσεις, καλύπ τονται α π όλυτα από το η μ ερ ο λόγιο του σερ Ευστάθιου Π έντλερ, ο οποίος με παρακάλεσε με μεγάλη ευγένεια να το χρησιμοπ οιήσω . Έ τσι έχουν τα π ρά γμα τα και η Ανν Μ π έντιγκφ ελντ αρχίζει την διήγηση τω ν περιπετειώ ν της. Λ α χ τα ρ ο ύ σ α πάντα τις περιπέτειες. Βλέπετε η ζωή μου υ πήρξε α φ ό ρ η τα μονότονη. Ο πατέρας μου, ο καθηγητής Μ π έντιγκφ ελντ, ήταν μια από τις μεγαλύτερες εν ζωή αυθεντίες γύρω από τον Π ρω τόγονο Ά ν θ ρ ω π ο σ την Α γγλία. Ή τ α ν π ρά γμα τι ιδ ιο φ υ ία — όλοι το π αραδέχονται. Το πνεύμα του ζούσε σ την Π α λα ιο λιθ ικ ή εποχή και η δ υ σ τυχ ία τής ζωής του ήτα ν πως το σώμα του κα το ικο ύ σ ε στη σύγχρονη εποχή. Ο πατέρας δεν ενδ ια φ ερ ό τα ν για το σ ύγχρονο άνθρω πο — α κ ό μα και τον Ν εο λο λιθ ικό το ν έβλεπε π ερ ιφ ρ ο νη τικά σαν μια αγέλη βοοειδώ ν και ο ενθουσ ια σ μ ός του ξυπνούσε μόνον μ ό λις άγγιζε τη Μ ο υ σ τερ ια ν ή περίοδο. Δ υσ τυχώ ς είναι εντελώ ς α δ ύνα το ν να αγνοήσ ει κανείς το σ ύγχρονο άνθρωπο. Είμαστε αναγκα σ μένοι να έχουμε κ α θ η μερινές επαφές με ανθρώ π ους όπως χασάπηδες και φ ο υ ρ ν ά ρηδες, γα λα τά δ ες και μπακάληδες. Έ τσι, καθώς ο πατέρας ήταν βυθισ μένος σ το π αρελθόν και η μητέρ α μου είχε πεθάνει ότα ν ήμουν μωρό, έπεφτε σε μένα όλη η ευθύνη της πρακτικής πλευράς της ζωής μας. Ειλικρινά μισώ το ν Π α λα ιο λιθ ικό Ά ν θρωπο, είτε είναι ω ριγνάσιος, μο υστεριανός, σ ελιανός ή ο τιδ ή -
14
Αγκάθα Κ ρίση
ποτέ ά λλο και, παρόλο που δ α κ τυ λ ο γ ρ ά φ η σ α και διόρθω σ α το μ εγα λύ τερ ο μέρος του βιβλίου το υ μπαμπά: «Ο άνθρωπος του Ν εά τερ ντα λ και οι πρόγονοί του», οι αντιπρόσω ποι του Ν εά ντερ ντα λ με γεμ ίζουν με τόση απέχθεια που σ κέφ τομα ι πως ήταν μεγάλη τύχη που το είδος τους έσβησε σε τόσ ο μακρινές εποχές. Δεν ξέρω αν ο πατέρας μάντεψ ε ποτέ τα σ υνα ισ θ ή μ α τά μου γύρω α π ’ α υ τό το θέμα, μά λλον όχι, α λλά όπως και να χει το πράγμα δε νομίζω πως θα τον π ολυενδιέφ ερε. Α δ ια φ ο ρούσε πάντα για τη γνώ μη τω ν άλλω ν παντελώς. Νομίζω πως α υτό ήταν κι ένα σ ημάδι της μ εγαλο φ υίας του. Μ ε τον ίδιο τρόπ ο ζούσε εντελώ ς αποσπασμένος από τις α να γκα ιό τη τες της κα θημ ερινής ζωής. Έ τρω γε με υ π ο δειγμα τικό τρόπ ο ό,τι κι αν του έβαζες μπροστά το υ , αλλά έδειχνε ελα φ ρ ά ενοχλημένος ότα ν γινότα ν θέμα της πληρω μής του. Π οτέ δεν είχαμε λεφ τά. Η δ ια σ η μ ό τη τά του δεν ήταν από εκείνες που έφ ερ να ν μ ετρ η τά στο σπίτι. Αν και ήταν μέλος όλω ν σχεδόν τω ν σ ημαντικώ ν σ υλλόγω ν και σειρές τίτλω ν α κο λο υ θ ο ύσ α ν το όνομά το υ , το πλατύ κοινό α γνοούσ ε την ύπαρξή το υ και τα ειδικά κ α τη ρ τισμένα βιβλία το υ , παρόλο που π ρόσ θετον στη γενική μ ό ρ φ ω ση της ανθρω π ότητας, δεν είχαν καμιά απήχηση στις μάζες. Μ ία και μόνη φ ορ ά έγινε γνω στός σ το πλατύ κοινό. Είχε δώσει μια διάλεξη σε ένα σ ύλλο γο με θέμα τα μω ρά τω ν χ ιμπαντζήδων. Τα μωρά τω ν ανθρώπω ν έχουν κάποια α νθρ ω π ο ειδή χ α ρ α κτη ρ ισ τικά , ενώ τα μω ρά τω ν χιμπ αντζήδω ν πλησι άζουν πολύ π ερισ σ ότερο στο ανθρώ π ινο είδος α π ’ όσο οι ενήλικοι χιμπαντζήδες. Α υ τό τείνει ν ’ αποδείξει πως παρόλο που οι π ρόγονοί μας ή ταν σε μ εγα λύ τερ ο βαθμό π ιθ η κό μ ο ρ φοι α π ’ όσο εμείς, οι χιμπ αντζήδες α νήκα ν σ ’ έναν α νώ τερ ο τύπο από α υτό ν του σ ύγχρονου είδο υς τους — με ά λλα λό για ο σ ημερινός χιμπαντζής είναι ένα εκφ υ λισ μένο είδος. Αμέσως η σ κανδα λοθηρική εφ η μ ερ ίδ α «Ντέιλι Μπάτζετ», που δεν έχανε ευκαιρίες να παρουσ ιάσ ει π ικάντικα θέμ α τα , βγήκε τη ν επ ομέ νη με τερ ά σ τιο υ ς τίτλο υ ς : «Δεν κα τα γό μ α σ τε από το υ ς πιθή κους, α λλά οι πίθηκοι κα τά γο ντα ι από μας; Δ ια κεκρ ιμένο ς καθηγητής ισ χυρίζετα ι πως οι πίθηκοι είναι εκφ υ λισ μ ένο ι ά ν θ ρ ω ποι». Λίγες μέρες α ρ γό τερ α ένας δη μ ο σ ιο γρ ά φ ο ς ήρθε να δει τον πατέρα και προσπάθησε να τον πείσει να γράψ ει μια σειρά
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
15
εκλαϊκευμένω ν άρθρω ν γύρω α π ’ α υτή τη θεω ρία. Σπάνια έχω δει τον πατέρα τόσ ο θυμω μένο. Π έταξε το δ η μ οσ ιογρά φ ο έξω από το σπίτι χω ρίς πολλά λό για, προς μεγάλη μου απογοήτευση ωστόσο, καθώς εκείνο το ν καιρό είχαμε τρ ο μ α κτικά μεγάλες οικονομικές ανάγκες. Για μια σ τιγμή μ ά λισ τα μου πέρασε από το μυ αλό να τρέξω πίσω από το νεα ρ ό και να του πω πως ο πατέρας μου είχε αλλάξει γνώ μη και πως θα του έστελνε τα ά ρ θρ α . Θα μπ ορούσα εύκολα να τα γράψω μόνη μου και οι π ιθανότητες να το μάθει ο πατέρας μου ή ταν ελ ά χιστες α φ ού δε διάβαζε ποτέ τη ν Ν τέιλι Μ π άτζετ. Ω σ τό σ ο απέρριψα αυτή τη σκέψη σαν μά λλον επ ικίνδυνη κι έτσι φ όρεσ α το κα λύτερ ο καπέλο μου και κατέβ ηκα μελαγχολική σ το χω ριό για ν ’ αντιμετω π ίσω τον απ όλυτα δ ικα ιο λο γη μ ένο εκνευρ ισ μ ό του μπακάλη. Ο δη μ ο σ ιο γρ ά φ ο ς της Ν τέιλι Μ π ά τζετ ήταν ο μοναδικός νεαρός που ήρθε ποτέ στο σπίτι μας. Υπήρχαν σ τιγμές που ζήλευα τη ν Έ μ ιλυ , την υ π ηρ έτρ ιά μας, που «έβγαινε», όποτε της δ ινό τα ν η ευ κα ιρ ία μ ’ ένα γερ ο δεμένο ν α υ τικ ό με τον οποίο ήταν λογοδοσ μένη. Α νάμεσα σ ’ αυτές τις ευ κα ιρ ίες ω σ τόσ ο, για να μη «χάνει τη φ ό ρ μ α της», όπως το διατύπ ω νε η ίδια , έβγαινε με το νεα ρ ό του μανάβη και το βοηθό του φ α ρ μακοπ οιού. Ό λ ο ι οι φ ίλο ι το υ πατέρα ήταν ηλικιω μένοι κ α θ η γητές — συνήθω ς με μακριές γενειάδες. Είναι α λήθ εια πως μια φ ορ ά ο κα θηγητής Π έτερσ ον με είχε α γκαλιάσ ει σ το ρ γικά και λέγοντας πως έχω «μια μεσούλα δαχτυλίδι» προσπάθησε να με φ ιλήσ ει. Α λλά και μόνο η φ ρ άσ η α υτή έφ τα νε να δείξει πόσο μεγάλος ήταν. Κ αμιά γυ να ίκα που σ έβεται το ν εα υτό της δεν ενδ ια φ έρ ετα ι να έχει «μεσούλα δαχτυλίδι» ίσως κι από τη ν επο χή που β ρισ κόμ ουν α κόμ α σ την κούνια... Λ α χτα ρ ο ύ σ α για περιπέτειες, για έρω τα, για ρ ο μ α ντισ μ ό , α λλά η ύπαρξή μου έμοια ζε να είναι α φ ιερω μένη σε μια β α ρ ε τή κα θη μ ερ ινό τη τα . Το χω ριό είχε μια δ α νεισ τική β ιβ λιο θ ή κη , γεμ άτη από κουρ ελια σ μ ένα μ υ θ ισ το ρ ή μ α τα , που μου πρόσ φ εραν μια ψ ευδαίσ θηση περιπ έτειας κι έρω τα σε δεύ τερ ο χέρι βέβαια, α λλά εγώ έπ εφτα να κοιμηθώ για να ονειρευτώ βλοσ υρούς κι α μ ίλη το υ ς Ροδεσιανούς και δυνατο ύς άντρες που πάντα «έριχναν τον αντίπ αλό του μ ’ ένα και μόνο χτύπ η μα». Στο χω ριό δεν υπήρχε κανένας που έδειχνε πως «έριχνε»
16
Αγκάθα Κ ρίστι
τον α ντίπ αλό του μ ’ ένα ή και με π ερισ σ ότερα χτυπ ήματα. Κι όμως, αν και δεν το υπ οπ τευόμουν κα θόλου, κάθε σ τι γμή που περνούσε μ ’ έφερνε πιο κοντά σ την πολυπόθητη περιπέτεια. Είναι π ιθανόν να υπάρχουν πολλοί άνθρω ποι στον κόσμο που δεν έμ α θ α ν ποτέ τη ν ανακά λυψ η ενός α ρ χαίου κρανίου σ το Μ π ρόκεν Χιλ Μ ιλ της Βόρειας Ροδεσίας. Κ ατέβηκα ένα πρωί για να βρω τον π ατέρα α νασ τατω μένο, στα ό ρ ια της αποπληξίας. Μ ο υ διηγήθηκε ο ρ μ η τικ ά όλη τη ν ιστορ ία. — Κ α τα λα β α ίνεις Α νν; Υπάρχουν σ ίγο υρ α κάποιες ο μ ο ιό τη τες με το κρα νίο της Ιάβας, α λλά επ ιφ ανειακές — μόνο επι φ ανειακές. Ό χ ι, εδώ έχουμε α υ τό που υπ οσ τήριζα πάντα — την π ροπ ατορική μορφ ή της φ υλή ς του Ν εάντερ τα λ. Είναι δ ε δομένο πως το κρα νίο του Ε ιβραλτάρ είναι πιο πρω τόγονο από τα κρα νία που βρέθηκαν σ το Ν εά ντερ τα λ; Γιατί; Το λίκνο της φ υλής β ρισ κόταν σ την Α φ ρική. Π έρασαν σ την Ευρώπη... — Ό χ ι μ α ρ μ ελά δα στη ρέγγα, μπαμπά, είπα βιασ τικά α ρ πάζοντας σ τον α έρα το χέρι το υ α φ η ρ η μ ένο υ πατέρα μου. Λοιπ όν, έλεγες ότι... — Π έρασ αν στη Ευρώπη πάνω... Εδώ σ τα μ ά τη σ ε πάλι πνιγμένος στο βήχα, απ οτέλεσμα μιας τερ ά σ τια ς μπ ουκιάς γεμ άτης από κόκαλα ρέγγας. — Πρέπει όμως να ξεκινήσουμε αμέσως, δήλω σε και σηκώ θηκε όρ θιος δηλώ νοντα ς και το τέλος του γεύ μ α το ς σ υ γ χ ρ ό νως. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Πρέπει να πάμε επί τόπου, υπάρχουν σ ίγου ρα α μ έτρ η τα ευ ρ ή μ α τα εκεί τριγύρω . Είμαι πολύ περίεργος να π αρατηρήσω αν τα σκεύη είναι τυπ ικά της Μ ο υ σ τερ ια νή ς περιόδου — σ ίγο υ ρ α θα υπάρχουν υ π ο λείμ μ α τα π ρω τόγονου βοδιού, φ α ν τά ζο μ α ι, α λλά όχι και το υ μ α λ λ ι α ρού ρινόκερου. Ν αι, μια μικρή σ τρ α τιά θα κα τευ θ υ νθ εί προς τα ’ κει σ ύντομ α . Πρέπει να τους π ρολάβουμε. Θα γράψ εις σ του Κουκ σ ήμερα , Ανν; — Και τι γίνετα ι με λεφ τά , μπαμπά; ρώ τησ α με δ ια κ ρ ιτικ ό τητα. Εκείνος σ τρ ά φ ηκε προς το μέρος μου με επ ιτιμ η τικό ύφος. — Η άποψή σου πάντα με κ α τα θ λίβ ει, παιδί μου. Δεν πρέ πει να είσαι φ ιλο χρ ή μ α τη . Ό χ ι, όχι, στους σ τόχους της επ ι σ τήμης τα χρ ή μ α τα δεν έχουν καμιά θέση.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
17
— Π ιστεύω πως σ του Κουκ μπορεί να είναι φ ιλ ο χ ρ ή μ α το ι, μπαμπά. Ο πατέρας μου με κοίταξε με πόνο. — Α γαπ ητή μου Ανν, θα το υ ς πληρώ σεις με ρευστό. — Δεν έχω καθόλου ρ ευσ τό, πατέρα. Ο πατέρας έδειχνε απ όλυτα εξουθενω μένος. — Π αιδί μου, σ τ ’ α λήθ εια δεν μπορώ ν ’ α σ χο λο ύμαι μ ’ α υτές τις χρ ημ α τικές λεπ τομέρειες. Η τράπεζα... νομίζω πως κάτι μου έσ τειλε ο διευθ υ ντή ς χθες, μιλώ ντας για είκοσι επτά λίρες... — Φ α ντά ζομ α ι πως θα μιλούσ ε για το έλλειμ μ ά σου. — Α! Το βρήκα ! Γράψε σ τους εκδότες μου. Σ υγκατένευσ α σ κεφ τική , καθώς τα β ιβλία το υ πατέρα μας α π έφ εραν π ερισσότερη δόξα παρά χ ρ ή μα τα. Μ ο υ άρεσε τ ρ ο μ α κτικά η ιδέα να πάω στη Ροδεσία. Β λοσυροί κι α μ ίλ η το ι άντρες, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ α σ τον εα υτό μου γεμ άτη έκσταση. Την ίδια σ τιγμή κάτι παράξενο σ την εμφ άνισ η του πατέρα μου τρά βηξε την προσοχή μου. — Π αράξενες μπότες φ οράς, μπαμπά, π αρατήρησα. Βγάλε την καφέ και φ όρεσ ε την άλλη μαύρη. Και μην ξεχάσεις το κασκόλ σου. Σήμερα κάνει πολύ κρύο. Α ίγα λεπτά α ρ γό τερ α , ο πατέρας, με τις σωστές μπότες και καλά κουκουλω μένος, έφυγε από το σπίτι. Γύρισε αργά το απ όγευμα και με μεγάλη απελπισία είδα πως έλειπ αν το α διά β ρ ο χο και το κασκόλ του. — Θεέ μου, Ανν, έχεις δίκιο. Τα έβγαλα για να μπω στη σπηλιά. Είναι τόσ ο βρώ μικα εκεί μέσα. Κούνησα το κεφ άλι καθώς θ υ μ ή θ η κα τη μέρα που είχε γ υ ρίσει σκεπασμένος από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από π λεισ τό καινο λάσπη. Ο κύριος λόγος της εγκα τά σ τα σ ή ς μας στο Α ιτλ Χάμπσλυ ήταν πως βρ ισ κότα ν κοντά στη σπηλιά το υ Χάμπσλυ, μια υπό γεια θαμ μένη σπηλιά με πλούσια ευ ρ ή μ α τα το υ Ω ρ ιγνά σ ιο υ π ολιτισμού. Είχαμε ένα μικροσκοπ ικό μουσείο σ το χω ριό, του οπ οίου ο σ υντη ρ η τή ς μαζί με το ν πατέρα περνούσαν τις μέρες του ς ψ άχνοντας κάτω από τη γη για να φ έρ ο υ ν πάνω μικρ ο σκοπικά κο μ μ α τά κια από το μ α λ λ ια ρ ό ρ ινό κερ ο και τη ν α ρ κούδα των σπηλαίων.
18
Αγκάθα Κρίστι
Ο π ατέρας έβηχε πολύ άσχημα όλο το βράδυ και το επ όμε νο πρωί ότα ν είδα ότι είχε πυρετό, φ ώ ναξα το γιατρ ό. Ο καημένος ο πατέρας ποτέ δεν υπήρξε τυχερός. Είχε διπλή πνευμονία. Π έθανε τέσσ ερις μέρες αργότερα...
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 3 Ό λ ο ι ήταν πολύ καλοί μαζί μου. Π αρ α ζα λισ μένη καθώς ήμουν, ένιω θα ευγνω μοσύνη γ ι ’ α υτό . Δ εν ένιω θα κα μιά α ξε π έραστη θλίψ η. Ο πατέρας ποτέ δε με είχε αγαπήσει, α υ τό το ήξερα πολύ καλά. Αν με αγαπούσε μπορεί να το υ ανταπ έδιδα την αγάπη του. Α λλά όχι, δεν υπήρχε αγάπη α νάμεσ ά μας. Ω σ τό σ ο α νήκα με ο ένας σ το ν ά λλο και το ν είχα φ ρ ο ντίσ ει και μ ά λισ τα μ υ σ τικά θα ύ μ α ζα τις γνώ σεις και τη δίχως σ υ μ β ιβ α σμούς αφ οσ ίω σ ή του σ την επ ιστήμη. Μ ε πλήγωνε η σκέψη πως ο π ατέρας πέθανε ακριβώ ς τη σ τιγμή που έδειχνε να κορυ φ ώ νετα ι το ενδια φ έρ ο ν το υ για τη ζωή. Θα ένιω θα πιο ε υ τυχισ μένη αν μπ ορούσ α να το ν θάψω σε μια σπηλιά με ζω γρα φ ιές τα ράνδω ν και υπ ολλείμμα τα π ροϊστορικώ ν όπλων και εργαλείω ν, α λλά η κοινή γνώ μη α π αιτούσε ένα σω στό τά φ ο (με μ α ρ μ ά ρ ινη τα φ όπ ετρα ) σ την απ αίσ ια αυλή της εκκλησ ίας μας. Ο ι π αρηγοριές το υ εφ η μ έρ ιο υ , αν και ξεκινούσ αν από καλή πρόθεση, δε με α να κο ύφ ισ α ν καθόλου. Π έρασε κάμποσος καιρός μέχρι να σ υνειδητοπ οιήσ ω πως το αγαθό που επ ιθυμούσ α πάνω α π ’ όλα — η ελ ευ θ ερ ία — ήταν τώ ρα δικό μου. Ή μ ο υ ν ορ φ α νή και απ ένταρη, α λλά ήμουν ελεύθερη. Συγχρόνως όμως α να κά λυψ α τη ν α μ έτρ η τη καλοσ ύνη όλω ν αυτώ ν τω ν καλών ανθρώπων. Ο Εφημέριος έκανε ό,τι μπ ορούσε για να με πείσει πως η γυ να ίκα το υ είχε ανάγκη από μια βοηθό που να της κρ α τά σ υ ντρ ο φ ιά . Ο β ιβ λ ι οθ η κά ρ ιο ς απ οφ άσισε ξαφ νικά πως είχε απ όλυτη ανάγκη από ένα βοηθό. Τέλος, ο για τρ ό ς μου έκανε μια επίσκεψη κι αφού έδωσε α μ έτρ η τες γελοίες δ ικα ιο λο γίες για τί δεν κα τάφ ερ ε ποτέ να μου σ τείλει ένα σω στό λο γα ρ ια σ μ ό , μου π ρότεινε απ ρό σμενα να τον παντρευτώ . Είχα μείνει κατάπ ληκτη. Ο γ ια τρ ό ς ή ταν πιο κοντά στα σ α ρ ά ντα από τα τρ ιά ν τα και ήταν ένας σ τρ ο γγυλό ς και κοντός ανθρωπάκος. Δεν έμ οια ζε σε τίπ οτα με το υ ς βλοσ υρούς και σιω π ηλούς Ροδεσιανούς που είχα στο μυ αλό μου. Σκέφ τηκα για λίγο και μετά τον ρώ τησ α γ ια τί ήθελε να με π αντρευτεί. Η ερώ τηση φ άνηκε να το ν μπερδεύει λιγάκι και μετά μ ο υ ρ μ ο ύ ρισε πως μια σύζυγος είναι μεγάλη βοήθεια σ ’ ένα γενικό πα-
20
Α γκάθα Κ ρίσ η
θολόγο. Η κα τάσ ταση ήταν κατά πολύ λιγό τερ ο ρ ομα ντική από πριν κι όμω ς κάτι μέσα μου με ω θούσε να τη δεχτώ . Α σ φ ά λεια, α υ τό ακριβώ ς μου πρόσφερε. Α σ φ ά λεια κι ένα ά νετο σπιτικό. Καθώς το σ κέφ τομα ι ξανά τώ ρα, νομίζω πως το ν α δίκη σ α λ ι γάκι τον ανθρωπ άκο. Ή τ α ν σ τ ’ α λήθ εια ερω τευμένος μαζί μου, α λλά μια λανθασ μένη λεπ τό τη τα το ν εμπόδιζε να μου το εκμ υ σ τη ρ ευ τεί. Ό π ω ς και να ’ χουν τα π ρ άγματα, η αγάπη μου για το ρ ο μ α ντισ μ ό επ αναστάτησε. — Είναι εξα ιρ ετικά ευγενικό εκ μέρους σας, το υ είπα. Α λλά είναι α δύνα τον. Θα μπ ορούσα να παντρευτώ έναν ά νδρ α μ ό νο αν ήμουν τρ ελά ερω τευμένη μαζί του. — Δεν π ιστεύετε πως...; — Ό χ ι, δεν το πιστεύω, απάντησα σ ταθερά. Εκείνος αναστέναξε. — Α λλά, αγαπ ητό μου παιδί, τι σ κέφ τεσ τε να κάνετε; — Θ ’ αναζητήσω τη ν περιπ έτεια και θα γυρίσ ω το ν κόσμο, είπα χωρίς τον π α ραμ ικρ ό δισταγμό. — Μ ις Ανν, είσ τε πολύ παιδί ακόμη. Δεν καταλα β αίνετε... — Τις πρακτικές δυσκολίες; Ν αι, τις κ α τα λα β α ίνω , γιατρ έ. Δεν είμα ι κανένα σ υ να ισ θ η μ α τικό σ χο λια ρ ό π α ιδο — είμα ι μια ξεροκέφ α λη, παραδόπ ιστη σ τρ ίγγλα ! Θα το α να κα λύπ τα τε αν με π α ντρευόσ ασ τε! — Θα ήθελα να ξανασκεφτείτε... — Δεν μπορώ. Α νασ τέναξε και πάλι. — Τότε έχω μια άλλη πρόταση να σας κάνω. ' Εχω μια θεία που ζει σ την Ο υ α λ λ ία και χ ρ ειάζετα ι μια νεα ρή κοπέλα για να την βοηθά. Α υτό θα σας τα ίρ ια ζε μήπως; — Ό χ ι, για τρ έ. Θα πάω στο Α ονδίνο. Αν κάπου σ υ μ β α ί νουν π ρά γματα, νομίζω πως πρέπει να γίνο ντα ι στο Α ονδίνο. Θα έχω τα μ ά τια μου α νοιχτά και θα δείτε, κάτι θα σ υμβ εί! Τα επόμενα νέα μου θα σας έρ θ ο υ ν από τη ν Κίνα ή από το Τιμπουκτού. Ο επόμενος επισκέπτης μου ή ταν ο κ. Φ λέμινγκ, ο δ ικ η γ ό ρος τού πατέρα μου στο Λ ονδίνο. Ή ρ θ ε ειδικά για να με δει. Έ νας π αθιασμένος ανθρω π ολόγος και ο ίδιος, έτρ εφ ε μεγάλη εκτίμησ η για το έργο το ύ πατέρα. Ή τ α ν ένας ψηλός, λεπτός
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
21
ά νδρας με α δ ύ να το πρόσωπο και γκρίζα μα λλιά . Σηκώ θηκε για να έρθει κοντά μου καθώς μπήκα στο δ ω μ ά τιο και, π α ίρ νοντας στα δικά του και τα δυο μου χέρ ια, τα χάιδεψ ε σ το ρ γ ι κά. — Κ αημένο μου παιδί, είπε. Κ αημένο μου παιδί. Χωρίς σ υνειδητή υπ οκρισ ία, βρέθηκα σ τη ν τρ ο μ ερ ή θέση του α β ο ή θη το υ ορ φ α νο ύ π αιδιού. Μ ε υπνώτιζε λες να το απο δεχτώ. Ή τ α ν καλός, πατρικός, όλο γ λ υ κ ύ τη τα — και δεν υπ ήρ χε κα μιά α μ φ ιβ ο λία πως έβλεπε σε μένα ένα α νώ ρ ιμο πλάσμα που η μ ο ίρ α το έχει κα ταδικάσ ει να αντιμετω π ίσ ει ολο μό να χο έναν απάνθρω π ο κόσμο. Από τη ν πρώτη σ τιγμ ή ένιω σα πως θα ήτα ν α δ ύ να το ν να προσπαθήσω να το ν πείσω για το α ν τί θετο. Κι όπως ήρθαν τα π ρ ά γματα, ίσως ήταν κ α λύτερ α που δεν το έκανα. — Α γαπ ητό μου παιδί, νομίζεις πως μπορείς να μ ’ α κούσ εις αν προσπαθήσω να σου εξηγήσω μερ ικά π ρ άγματα; — Ω , ναι. — Ο πατέρας σου, όπως ξέρεις, ή ταν ένας μεγάλος ά νθρ ω πος. Ο ι μέλλουσ ες γενιές θα το εκτιμήσ ουν. Α λλά ήτα ν πολύ κακός επ ιχειρηματίας. Α υ τό το γνώ ριζα πολύ καλά και ίσως και κα λύτερ α από τον κ. Φ λέμινγκ α λλά σ υγκρ α τή θ η κα και δεν είπα τίπ οτα . Εκείνος συνέχισε: — Υποθέτω πως δεν κα τα λα β α ίνεις και πολλά σ ’ α υ τά τα θέμ ατα . Θα προσπαθήσω όμως να σου εξηγήσω όσο πιο απλά γίνετα ι. Μ ο υ έδωσε ένα σωρό άχρηστες εξηγήσεις. Το νό η μ α ήταν πάντως πως είχα μείνει ν ’ αντιμετω π ίσω τη ζωή με το ποσό των 87 λιρώ ν και 17 σελινίω ν. Α κο υγό τα ν σαν ένα ποσό τρ ο μ α κτικά μικροσκοπ ικό. Π ερίμενα με αγω νία τη συνέχεια. Φ ο β ό μουν πως ο κ. Φ λέμινγκ θα είχε σ ίγο υ ρ α μια θεία στη Σκωτία που χ ρ εια ζό τα ν επειγόντω ς τη σ υ ντρ ο φ ιά μιας έξυπνης νέας σαν κι εμένα. Π αραδόξω ς όμως δεν είχε. — Το π ρόβλημα είναι, συνέχισε, το μέλλον. Νομίζω πως δεν έχεις κανένα συγγενή εν ζωή... — Είμαι μοναχή σ τον κόσμο, είπα και ξαφ νιά σ τη κα και πάλι από την ο μ ο ιό τη τά μου με κάποια ηρω ίδα κινη μ α το γρ α φ ικο ύ έργου.
22
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Εχεις φ ίλους; — Ό λ ο ι ήταν πολύ καλοί μαζί μου, είπα μ ’ ευγνω μοσύνη. — Π οιος δε θα ήταν καλός μ ’ ένα τόσ ο νέο και χαρ ιτω μένο κο ρ ίτσ ι; π αρατήρησε ο κ. Φ λέμινγκ με γ α λα ντο μ ία . Λοιπόν, αγαπ ητή μου, πρέπει να δούμε τι μπ ορούμε να κάνουμε. Δ ί σ τασε λιγάκι και μετά είπε; — Για να δούμε ... πώς θα σου φ α ιν ό τα ν αν ερχόσ ουν σε μας για λίγο δ ιά σ τημ α ; Να η ευ κα ιρ ία ! Λ ονδίνο ! Το μέρος όπου τα πάντα μπ ορούν να συμβούν. — Είναι π ρα γμα τικά πολύ ευγενικό εκ μέρους σας! Στ ’ α λ ή θεια θα μπ ορούσ α; Για όσο δ ιά σ τη μ α το υ λ ά χ ισ το ν θα ψάξω να βρω κάτι... Ξ έρετε, θα πρέπει ν ’ αρχίσω να κερδίζω τη ζωή μου αμέσως. — Ν αι, ναι, αγαπ ητό μου παιδί. Κ αταλαβαίνω απ όλυτα. Θα ψάξουμε να βρούμε κάτι... που να σου τα ιρ ιά ζει. Το ένσ τικτό μου μου δήλω σε αμέσω ς πως οι ιδέες το υ κ. Φ λέμινγκ γ ι ’ α υτό το κάτι «που να μου ταιριάζει», απείχαν κα τά πολύ από τις δικές μου, α λλά σ ίγο υ ρ α δεν ήτα ν η κ α τά λ ληλη σ τιγμή για να τις αναπτύξω. — ' Ο λα τα κτο π ο ιο ύ ντα ι λοιπόν. Τι θα έλεγες να έρθεις μαζί μου σ ήμερα κιόλας; '— Ω , σας ευχαρισ τώ , α λλά η κυρία Φ λέμινγκ... — Η γυναίκα μου θα χαρ εί πολύ να σε δεχτεί. Α να ρ ω τιέμ α ι αν οι σύζυγοι γνω ρίζουν π ράγματι για τις γ υ ναίκες τους τόσ α όσα νομίζουν. Α ν είχα σύζυγο θα το ν μ ισ ο ύ σα αν μου έφ ερνε μερικά δυσ τυχισ μένα ο ρ φ α νά χω ρίς πρώτα να με ρω τήσει. — Θα της σ τείλουμ ε ένα τη λ εγ ρ ά φ η μ α από το σ τα θ μ ό , συνέχισε ο δικηγόρος. Τα ελά χισ τα προσωπικά μου α ντικείμ ενα μα ζεύτη κα ν πολύ σ ύντομα. Κ οίταξα με θλίψ η το καπέλο μου προτού το φορέσω . Στην αρχική του μορφ ή υπήρξε α υ τό που ο νόμα ζα ένα «καπέ λο για τη Μ αρία», δηλαδή το είδος του καπέλου που θα έπρεπε να φ ορ ά κάθε υπηρεσία τη μέρα της εξόδου της, α λλά που, φ υσ ικά, δε φ ο ρ ά ποτέ! Έ να μα λακό μα ύρ ο ψ άθινο πράγμα με το πρέπον χαμ ηλό μπορ. Σε κάποια σ τιγμή κα λλιτεχνική ς έμ πνευσης το είχα κλωτσήσει μια φ ορά, του είχα δώσει δυο μπου
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
23
νιές, είχα βαθουλώ σ ει τη ν κορ υφ ή και είχα σ τερεώ σει πάνω του ένα πράγμα που έμοια ζε με το ό ρ α μ α κάθε κυβισ τή ζω γρ ά φ ο υ ! Το απ οτέλεσμα ήτα ν εξα ιρ ετικά σικ! Τ ο -κ α ρ ό το το είχα βέβα ια κιόλας α φ α ιρ έσ ει και τώ ρ α έπρεπε να χαλάσω και την υπόλοιπη χειροτεχνία μου. Το «καπέλο τύπου Μ αρία» είχε ξανα βρεί το π ροηγούμενο σχήμα το υ , κάπως τα λαιπ ω ρ η μένο ασφαλώ ς, που έκανε α κόμ α πιο θλιμ μ ένη τη γενική το υ εμ φ ά νιση. ' Ισως όμως να τα ίρ ια ζε α π ό λυτα στη ζη το ύμενη εμ φ ά ν ι ση του δ υ σ τυχισ μ ένο υ ο ρ φ α νο ύ . Έ νιω θα λιγάκι νευ ρ ική κα θώς σ κεφ τό μ ο υ ν την υποδοχή που μου επ ιφ ύλασσε η κυρία Φ λέμινγκ, α λλά έλπιζα πως η εμ φ ά νισ ή μου θα τη ν αφόπ λιζε εντελώς. Ο κ. Φ λέμινγκ ένιω θε τη ν ίδια ν ευ ρ ικό τη τα . Το κα τάλα β α καθώς α νεβαίναμ ε τις σκάλες το υ ψ ηλού σπιτού της πλατείας Κ ένσινγκτον. Η κυρία Φ λέμινγκ με καλω σόρισε πολύ ευγενικά. Ή τ α ν μια παχουλή, ήρεμη γυ να ίκα , ο τύπος της «καλής σ υζύ γου και μητέρας». Μ ε οδήγησ ε σ ’ ένα άψ ογο δ ω μ ά τιο με κ ρ ε τόν, είπε πως ελπίζει πως δε θα μου λείψ ει τίπ οτα , πως το τσάι θα σ ερ β ιρ ισ τεί σ ’ ένα τέτα ρ το και με άφ ησ ε μόνη να τα κ το ποιηθώ. 'Α κ ό υ σ α τη φωνή της, ελα φ ρ ά υψ ω μένη, καθώς έμπαινε σ την τρα π εζαρ ία κάτω σ το ν πρώτο ό ροφ ο. — Μ α Χένρυ, τι στο καλό... δεν άκουσ α τα υπόλοιπα, α λλά ο σ τυφ ός τόνος στη φωνή της ήτα ν ολοφ άνερος. Και λίγα λ ε πτά α ρ γό τερ α μια άλλη φ ρ άσ η έφ τα σ ε ως εμένα, με ύφος α κόμ α πιο σ τυ φ ό : Συμφω νώ μαζί σου! Είναι π ράγματι πολύ κα λοφ τια γμ ένη ! Μ ’ ένα βαθύ α να σ τενα γμ ό απ οφ άσ ισ α ν ’ ασχοληθώ με το χτένισ μ ά μου. Έχω ω ραία μα λλιά . Είναι μα ύρ α — α ληθ ινό μα ύρ ο, όχι σ κούρα κα σ τα νά — και φ υτρ ώ νο υ ν ό μ ο ρ φ α γύρω από το μέτωπο και τ ’ α υ τιά . Μ ε μια ανυπ όμονη κίνηση τα τρ ά β ηξα προς τα πάνω. Ό τ α ν τελείω σ α έμ ο ια ζα απ ίσ τευτα σ το είδος του ορ φ α νού που κυκλοφ ο ρ εί με το καπελάκι και την κόκκινη κάπα του. Ό τ α ν κατέβηκα κάτω π α ρ ατήρ ησ α πως τα μά τια της κ υ ρ ί ας Φ λέμινγκ κα θυ σ τέρ η σ α ν για λίγο ευ χ α ρ ισ τη μ ένα σ τα εκτε θειμένα α υ τιά μου. Α ντίθ ετα ο κ. Φ λέμινγκ έμ οια ζε μπ ερδεμέ νος. Στο παραξενεμένο βλέμ μα το υ διάβαζα κα θα ρά τη φ ρ ά
24
Αγκάθα Κ ρίστι
ση: Μ α τι έκανε στον εα υτό του α υ τό το παιδί; Στο σ ύνολό της η υπόλοιπη μέρα πήγε καλά. Συμφω νήσαμε πως θα έπρεπε αμέσως να ψάξω να βρω κάτι να κάνω. Ό τ α ν ανέβηκα στο δ ω μά τιό μου κοίταξα π ροσεκτικά το πρόσωπό μου σ τον κα θρ έφ τη. Ή μ ο υ ν π ράγματι κ α λ ο φ τια γμένη; Ειλικρινά, δε θα το έλεγα. Δεν είχα ίσια ελληνική μύτη, ή ένα σ τόμα στο σχήμα του μπ ουμπ ουκιού του τρ ια ν τά φ υ λ λου, τίπ οτα α π ’ α υτά τα ω ραία π ράγματα που πρέπει να έχει κανείς. Είναι α λήθ εια πως κάποτε ο βοηθός το υ εφ η μ έρ ιο υ μου είχε πει πως τα μά τια μου έμ ο ια ζα ν με «φ υλακισμένη λιακά δα σ ’ ένα σ κοτεινό, σ κοτεινό δάσος» — α λλά οι β οηθοί εφ η μ έρ ιο ι γνω ρίζουν ένα σωρό ω ραίες φ ράσ εις που τις λένε παντού στα τυ φ λά . Εγώ πάντως θα π ρ ο τιμο ύσ α να έχω ιρ λανδέζικα γ α λ ά ζια μ ά τια παρά σ κούρα πράσινα με κίτρινες κηλίδες! Π άντω ς το πράσινο είναι ένα καλό χρώ μα για όσους αγαπ ούν τις περι πέτειες! Τύλιξα ένα μα ύρο ρούχο σ φ ιχτά γύρω από το κορμί μου α φ ήνοντα ς γυμνά τα μπ ράτσα και τους ώμους. Μ ε τά β ο ύ ρ τσ ι σα δ υ να τά τα μ α λλιά μου και τ ’ άφ ησ α και πάλι να πέσουν πάνω από τ ’ α υτιά . Έ β αλα πολλή πούδρα σ το πρόσωπό μου έτσι που το δέρμ α μου έδειχνε ακόμα πιο άσπρο. Έ ψ αξα μέχρι που βρήκα ένα παλιό κοκκινάδι κι έβαλα τό νο υ ς στα χείλη μου. Μ ε τά έβαψα γύρω από τα μ ά τια μου με τη ν άκρη ενός καμένου φ ελλού. Τελικά, έριξα μια κόκκινη κορ δέλα πάνω σ τους γυμνούς ώμους μου, φ ύτεψ α ένα κα τακό κκινο φ τερ ό στα μα λλιά μου κι ένα τσ ιγά ρ ο στη μια άκρη του σ τό μ α τό ς μου. Το σ ύνολο μου άρεσε πάρα πολύ. — Ά ν ν α η τυ χοδιώ κτισ σ α , είπα δ υ να τά κουνώ ντας το κε φ ά λι σ το είδω λό μου. Ά ν ν α η τυ χο διώ κτισ σ α . Επεισόδιο 1ο, «Το σπίτι σ το Κένσινγκτον». Τα κορίτσ ια είναι πολύ α νόη τα πλάσματα.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 4 Τις επόμενες βδομάδες είχα αρχίσει να πλήττω για τα καλά. Η κυ ρία Φ λέμινγκ και οι φ ίλες της μου ή ταν α νυπ ό φ ο ρ α β α ρ ε τές. Μ ιλ ο ύ σ α ν επί ώρες για το υ ς εα υ το ύ ς το υ ς και τα παιδιά τους, για τις δυσκολίες που είχαν να β ρ ο υ ν καλό γάλα για τα παιδιά και τι έλεγαν σ το γ α λ α τά ό τα ν το γά λα δεν ή ταν καλό. Μ ε τά σ υνέχιζαν με τις υπ ηρέτριες και τη δυ σ κο λία που είχαν να β ρου ν υπ ηρέτριες και τι είχαν πει σ την υπ άλληλο του γ ρ α φ είου ευρέσεω ς εργασ ίας και τι τους είχε απαντήσει εκείνη. Π οτέ δεν έδειχναν να εν δ ια φ έρ ο ν τα ι για το τι σ υμβ α ίνει στον κόσμο, να δια β ά ζου ν εφ ημερίδες. Α π εχθάνονταν τα τα ξίδ ια — όλα ήτα ν τόσ ο δ ια φ ο ρ ετικ ά έξω από τη ν Α γγλία. Μ ό ν ο η Ριβι έρα ήτα ν εντάξει, φ υσ ικά, γ ια τί εκεί σ υνα ντο ύσ ε κανείς όλους τους φίλους. Τ ιςά κ ο υ γ α και σ υ γκρ α τιό μ ο υ ν με δυσ κολία. Ο ι π ερισ σ ότε ρες απ ’ αυτές τις γυναίκες ήτα ν πλούσιες. ' Ο λος ο απέραντος ό μ ο ρ φ ο ς κόσμος ήταν δικός τους κι εκείνες έμεναν π εισ ματικά σ το βρώ μικο και π ληκτικό Λ ονδίνο και μ ιλο ύσ α ν για γ α λ α τά δες και υπηρέτριες. Τώρα που το ξα να σ κέφ το μ α ι, πιστεύω πως ήμουν λιγάκι α δ ιά λλα κτη . Ό μ ω ς ήταν α νόητες — α νόη τες α κόμα και σ ’ α υ τή ν τη δο υ λειά που είχαν επιλέξει: οι π ερισσό τερες από αυτές κρα τούσ αν τους πιο απ ίθανα α κα τά λλη λο υ ς και μπ ερδεμένους λογα ρ ια σ μ ο ύ ς της ο ικο νο μ ική ς κα τάσ τασης του σπ ιτικού τους. Ο ι υποθέσεις μου δεν προχω ρούσαν με ταχύ ρ υθμό. Είχα πουλήσει το σπίτι και τα έπιπλα και το ποσό που πήρα κάλυψε μόλις τα χρέη μας. Κι ακόμ α δεν είχα κα ταφ έρ ει να βρω μια δουλειά . Ό χ ι πως ήθελα σ τ ’ α λήθ εια να βρω! Είχα την α κ λ ό νητη πεποίθηση, πως αν εξακο λο υ θ ο ύσ α να ψάχνω για π ερι πέτειες, σ ίγο υ ρ α θα έβρισ κα σ ύντο μ α κάτι... Έχω τη θεω ρία πως κανείς βρίσκει πάντα α υ τό που ψάχνει. Και η θεω ρία μου επ ρόκειτο να γίνει και πράξη. Ή τ α ν αρχές Ια νο υ ά ρ ιο υ — 8 το υ μηνός για να είμ α ι α κ ρ ι βής. Επέστρεφα από μια σ υνά ντησ η με μια κυ ρ ία που χ ρ εια ζό τα ν μια κοπέλα για σ υ ν τρ ο φ ιά και γρ α μ μ α τέα , α λλά που στην π ρ α γμ α τικό τη τα έψαχνε για μια γερ οδεμένη π α ρ α δο υ λεύ τρ α
26
Αγκάθα Κ ρίσ η
η οπ οία θα της δούλευε δώ δεκα ώρες τη μέρα για 25 λίρ ες το χρόνο. Η σ υνάντησ ή μας τελείω σ ε με καλυμμένες αγενείς κο υ βέντες και τώ ρα β ρισ κόμ ο υν σ την οδό Έ ντγκαρ (η σ υνάντησ η είχε γίνει σ ’ ένα σπίτι τη ς Σαιν-Τζων-Γουντ) και διέσχιζα το Χ άιντ Π αρκ προς το Ν οσ οκομείο το υ Α γίου Γεω ργίου. Από κει μπήκα σ τον υπόγειο της Χάιντ Π αρκ Κόρνερ και πήρα ένα εισ ιτή ρ ιο για την οδό Γκλάουσεστερ. Ό τ α ν κατέβηκα σ την π λα τφ ό ρ μ α προχώ ρησα μέχρι την ά κρη της. Το ερ ευ νη τικό μυ αλό μου ήθελε να βεβαιω θεί αν π ρά γμα τι υπήρχαν κοινά σ ημεία κι ένα ά νοιγμα ανάμεσ α στις δυο σ ήραγγες κάτω ακριβώ ς από το σ ταθ μ ό προς τη ν κ α τεύ θυνση της οδού Ν τάουν. Μ ε α νόη τη ικανοποίηση α νακάλυψ α πως είχα δίκιο. Δεν υπήρχε πολύς κόσμος σ τη ν π λατφ όρμα· εκεί σ την άκρη της σ τεκό μο υν μόνο εγώ κι ένας άνδρας. Καθώς πέρασα από μπ ροστά του μια ύποπτη μυρ ω διά έφ τα σ ε στα ρ ο υ θ ο ύ νια μου. Αν υπάρχει μια μυρ ω διά που δεν μπορώ να υποφέρω είναι η μυρω διά της να φ θ α λίνη ς! Και το βαρύ πανω φ όρι του ανθρώ π ου α υ το ύ βρω μούσε ν α φ θ α λίνη . Ό μ ω ς ο π ερισ σ ότερος κόσμος αρχίζει να φ ο ρ ά το πανω φόρι του πολύ πριν από τον Ια νο υ ά ρ ιο και φ υσ ικά η μυ ρ ω δ ιά α υτή έχει μέχρι τό τε εξαφ α νισ τεί. Ο ά νδρας β ρ ισ κό τα ν μπ ροστά μου και σ τε κόταν σ την άκρη της σήραγγας. Φ αινό ταν χαμένος στις σ κέ ψεις του κι έτσι μπ ορούσα να το ν παρατηρώ χω ρίς να δείχνω αδιάκριτη. Ή τα ν μικρόσωμος, αδύνατος, με πολύ σ κούρο πρό σωπο, με α νοιχτά γα λά ζια μ ά τια κι ένα μικρ ό σ κούρο γενάκι. — Θα πρέπει να έχει μόλις έρθει από το εξω τερικό, συμπέρανα. Γ ι’ α υ τό μυρίζει τόσ ο έντονα το πανω φόρι του. Θα πρέπει να ήρθε από την Ινδία. Δεν είναι α ξιω ματικό ς γ ια τί τό τε δε θα είχε γένεια. Ίσ ω ς να έχει φ υτείες τσ αγιού. Την ίδια σ τιγμ ή ο ά νδρας γύρισ ε σαν να ’ θελε να κάνει μερικά β ή μ α τα κατά μήκος της π λατφ όρμας. Μ ε κοίταξε και μετά τα μ ά τια του σ υνά ντη σ α ν κάτι πίσω μου και τό τε το πρόσωπό του ά λλαξε. Π α ρ α μ ο ρ φ ώ θ η κε από τρ ό μ ο — σχεδόν πανικό. Έ κανε ένα βήμα προς τα πίσω σαν να ήθελε να αποφ ύγει κάποιον κίνδυνο, και ξεχνώ ντας πως β ρ ισ κό τα ν στην άκρη της π λα τφ όρμα ς έπεσε προς τα πίσω και κάτω. Μ ια έντονη λάμψ η από τις γρ α μμές κι ένας ήχος σαν κροτά λισ μ α ήτα ν το άμεσ ο απ οτέλεσμα. Α να τρ ίχια σ α . Κόσμος έ-
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
27
τρεξε προς το μέρος μας. Δ υο υπ άλληλοι το υ σ ταθ μ ο ύ ξεφ ύτρω σ α ν ξαφ νικά από το πουθενά και α νέλαβ α ν τα πάντα. ' Εμεινα στη θέση που β ρ ισ κόμ ουν, λες και είχα βγάλει ρίζες από τη φ ρ ίκη μιας απαίσιας φαντασίω σης. Έ να μέρος του εα υτού μου ήταν σ υγκλονισ μένο από α υτή τη ν ξαφ νική κ α τα σ τρ οφ ή κι ένα άλλο μέρος του παρέμενε ψ ύχρ αιμο και κ ο ιτο ύ σε με απ άθεια τον τρόπ ο που χρ η σ ιμο π ο ίη σ α ν για να β γάλουν το σώμα από την ηλεκτρ ισ μένη γ ρ α μ μ ή και να το α κουμπ ήσουν και πάλι σ την π λατφ όρμα. — Α φ ήσ τε με να περάσω παρακαλώ . Είμαι γιατρός. Έ νας ψηλός ά νδρας με καστανή γενειά δα με προσπέρασε κι έσκυψε πάνω στο α κίνη το σώμα. Καθώς το εξέταζε, ένα παράξενο σ υνα ίσ θ η μ α με π λημ μύ ρισε. Δεν ήταν α λήθ εια — όλα α υτά δεν ήταν α ληθ ινά . Τελικά ο γ ια τρ ό ς σηκώ θηκε και κούνησε το κεφάλι. — Είναι νεκρός. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Είχαμε όλοι σ υγκεντρω θεί τρ ιγύ ρ ω και η φωνή ενός α χθ ο φ ό ρ ο υ α κούσ τηκε πάνω από το πλήθος. — Ελάτε, ελά τε, κάντε πιο πίσω, παρακαλώ . Τι νό η μ α έχει να μ α ζευόμα σ τε όλοι πάνω το υ ; Μ ια ξαφ νική να υ τία με π λημ μύρισ ε, γύρ ισ α πίσω και έτρ εξα τυ φ λ ά στις σκάλες προς το ασανσέρ. Έ νιω σα τό τε πως ήταν π ρα γμα τικά φ ριχτό. Έπρεπε να βγω σ τον κα θα ρ ό αέρα. Ο για τρ ό ς που είχε εξετάσει το πτώμα ή ταν ακριβώ ς μπ ροστά μου. Το α σα νσ έρ ήταν έτο ιμ ο να ανεβεί, κάποιος κατέβηκε κι εκείνος πήρε β ιασ τικά τη θέση του. Καθώς έγινε α υ τό το ύ έπε σε ένα κομ μ ά τι χαρ τί. Σ τα μ ά τησ α , το μάζεψα κι έτρεξα πίσω του. Α λλά οι πόρτες του ασανσ έρ έκλεισ αν μπ ροστά στη μύτη μου κι έμεινα εκεί κρα τώ ντας το χα ρ τί σ το χέρι μου. Ό τ α ν το δ εύ τερ ο ασανσέρ έφ τα σ ε πάνω σ το δρ ό μ ο δεν υπήρχε ίχνος α π ’ α υτό ν που ζητούσ α. Έ λπ ισα πως δεν ήταν κάτι πολύ σ η μ α ντικό α υτό που είχε χάσει και για πρώτη φ ο ρ ά το κοίταξα εξετασ τικά. ΈΗταν ένα κοινό μισό φ ύλλο σ η μ ειω μ α τά ρ ιο υ και μερικά σ τοιχεία είχαν γρ α φ τεί π ρόχειρα πάνω το υ με μολύβ ι; 17.122. ΚΙΛΜΟΡΝΤΕΝ ΚΑΣΑ
28
Ay κάβα Κ ρίσ η
Μ ε τη ν πρώτη μ α τιά δε μου φ ά νη κε και πολύ σ η μαντικό . Ω σ τό σ ο δίσ τα ζα να το πετάξω. Καθώς σ τεκό μο υν εκεί και το κο ιτο ύ σ α , μια δυ σ ά ρεσ τη μυρ ω διά έφ τα σ ε στα ρ ο υ θ ο ύ ν ια μου. Ν αφ θαλίνη και πάλι! Έ φ ερ α το χ α ρ τί κοντά στη μύτη μου. Ναι μύριζε έντονα ν α φ θ α λίνη . Μ α τότε... Δίπλω σα π ροσεκτικά το χα ρ τί και το έβαλα σ την τσ ά ντα μου. Γύρισα σ το σπίτι με αργό βήμα και το μυαλό γεμ ά το σκέψεις. Εξήγησα σ την κα Φ λέμινγκ πως μπ ροστά μου είχε γίνει μέ σα σ τον υπόγειο ένα τρ ο μ ερ ό δυ σ τύχη μ α , πως ήμουν πολύ α να σ τα τω μ ένη και πως θα πήγαινα στο δ ω μ ά τιό μου να ξα πλώσω. Η καλή γυναίκα επέμενε να πιω ένα φ λιτζά νι τσάι. Μ ετά από α υ τό μ ’ άφ ησ ε μόνη μου κι εγώ απ οφ άσ ισ α να εκτελέσω ένα σ χέδιο όπως το είχα σ κεφ τεί καθώς επ έσ τρεφ α σπίτι. Η θελα να σ υνειδητοπ οιήσ ω τι ή ταν εκείνο που μου είχε δ ημ ιουρ γήσ ει το έντονο σ υνα ίσ θ η μ α το υ μη π ρ α γμα τικο ύ κα θώς π α ρατηρούσ α το γ ια τρ ό να εξετάζει το πτώμα. Στην αρχή ξάπλωσα σ το πάτωμα και πήρα τη στάση το υ πτώ ματος, μετά έβαλα μια μ α ξιλάρα στη θέση μου κι επ ανέλαβα με όσες λ ε π τομέρειες μπ ορούσα να θυμηθώ , τις α κρ ιβ είς κινήσεις το υ για τρ ο ύ . Ό τ α ν τελείω σ α είχα α υ τό που ζητούσ α. Κ άθισα κά τω και σ τήλω σα βλοσ υρ ά το βλέμμα σ τον απέναντι τοίχο. Υπήρχε μια μικρή είδηση στις βραδινές εφ η μ ερ ίδες για τον άνθρωπο που είχε σ κοτω θεί σ το ν υπόγειο, κι εκφ ρ ά σ τη κα ν κάποιες α μ φ ιβ ο λίες για το αν επ ρόκειτο για α τύ χ η μ α ή για α υ το κτο νία . Το γεγονός α υ τό έθεσε τέρ μ α σ τους δ ισ τα γμ ο ύ ς μου κι ότα ν ο κ. Φ λέμινγκ άκουσε την ισ το ρ ία μου, σ υμ φ ω νούσε μαζί μου. — Δεν υπάρχει α μ φ ιβ ο λ ία πως θα είσαι χρήσ ιμη σ την α νά κριση. Λες πως κανείς άλλος δε β ρ ισ κό τα ν α ρ κετά κοντά για να δει τι είχε συμβεί; — Είχα την αίσ θησ η πως κάποιος ερ χό ταν πίσω μου, α λλά δεν μπορώ να είμ α ι βέβαιη — κι όπως και να ’ χει το πράγμα, δε θα ήταν τόσ ο κοντά όσο εγώ. Η α νάκρισ η έγινε κι ο κ. Φ λέμινγκ τα κτο π ο ίη σ ε τα πάντα και με πήρε μαζί του. ' Εδειχνε να φ ο β ά τα ι πως θα ή ταν τρ ο μ α κτική εμ π ειρία για μένα κι έτσι χ ρ ειάσ τη κε να το υ κρύψω πόσο άνετα ένιωθα...
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
29
Ο νεκρός είχε αναγνω ρ ισ τεί με το ό νο μ α Λ.Β. Κάρτον. Τ ίτοτα δεν είχε βρεθεί στις τσέπες το υ εκτός από ένα σημείω μα από κάποιον μεσίτη για να επ ισ κεφ τεί ένα σπίτι πάνω στο ποτάμι κοντά στο Μ ά ρ λ ο ο υ . Το σ ημείω μα ή ταν στο όνομα του κ. Λ.Β. Κ άρτον, Ξ ενοδοχείο Ράσελ. Ο υπ άλληλος της ρ εσ ε ψιόν του ξενοδοχείου αναγνώ ρισ ε το νεκρό, που είχε φ τάσ ει την π ροηγουμένη και είχε κλείσει ένα δ ω μ ά τιο με α υ τό το όνομα. Είχε δώσει τα σ το ιχεία Λ.Β. Κ άρτον, Κ ίμπ ερλυ, Ν. Α φ ρ ι κή. ' Η ταν φ ανερό πως είχε πάει αμέσως μόλις είχε αποβιβαστεί από το α τμόπ λοιο. Ή μ ο υ ν το μόνο πρόσωπο που είχε δει τι ακριβώ ς είχε συμβεί. — Π ισ τεύ ετε πως π ρόκειται για α τύ χ η μ α ; με ρώ τησε ο δ ι καστικός επίτροπος. — Είμαι κα τη γο ρ η μ α τική σ ’ α υτό. Κάτι τον τρ ό μ α ξε και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, στα τυ φ λ ά , χω ρίς να σ κεφ τεί τι κάνει. — Μ α τι μπορεί να το ν τρ ό μα ξε; — Α υ τό δεν μπορώ να το ξέρω. Αλλά κάτι υπήρχε. ' Εμοιαζε πανικόβλητος. ' Ενας α δ ιά φ ο ρ ο ς ένορκος π α ρατήρησε πως μερ ικοί άνδρες φ ο β ο ύ ντα ι τις γάτες. Μ π ορεί κι α υτός να είχε δει μια γάτα. Εγώ δεν π ίστευα πως επ ρόκειτο για μια πολύ έξυπνη ιδέα, α λλά οι περισσότεροι ένορκοι που μάλλον βιάζονταν να πάνε στο σπίτι τους, έδειξαν να σ υμφ ω νούν και ή ταν π ρόθυμοι ν ’ α π ο φ ασ ί σουν σ την εκδοχή του α τυχ ή μ α το ς παρά της α υτο κτο νίας. — Μ ο υ φ α ίνετα ι εξα ιρ ετικά παράξενο, π α ρατήρησε ο δ ικ α σ τικός επίτροπος, που ο για τρ ό ς ο οποίος εξέτασε πρώτος το πτώμα δεν π αρουσ ιάσ τηκε. Θα έπρεπε να έχουμε από τό τε το όνομ α και τη διεύθυ νσ ή του. Π ρ ό κειτα ι για μια τρ ο μ ερ ή πα ρατυπ ία. Εγώ χαμ ογελούσ α μέσα μου. Είχα τη δική μου θεω ρία σχε τικά με το για τρ ό . Σύμφω να μ ’ α υτή ν θα έπρεπε να κάνω μια επίσκεψη στη Σ κότλα ντ Γιάρντ. Το επόμενο πρωινό όμως μας επ ιφ ύλασσε μια έκπληξη. ΟΙ Φ λέμινγκ α γόρ α σ α ν τη ν «Ντέιλι Μπάτζετ» και η «Ντέιλι Μ π ά τζετ» είχε ένα θέμα σ τα μέτρα της: «Εκπληκτική συνέχεια στο α τύ χη μ α του υπόγειου. Μ ια γυ να ίκα βρέθηκε δο λο φ ο νη μένη
30
Α γκάθα Κρίστι
σε έρ ημ ο σπίτι». Έπεσα με τα μ ο ύ τρ α στο δ ιά β α σ μ α : — Μ ια εκπ ληκτική α να κά λυψ η έγινε χθες σ το Μ ιλ Χάουζ, στο Μ ά ρ λ ο ο υ . Το Μ ιλ Χάουζ, που ανήκει σ το σερ Ευστάθιο Π έντλερ, β ο υ λευτή , ν ο ι κιάζεται ανεπίπλωτο και ένα σημείω μα του μεσιτικού γρ α φ είου για την επίσκεψή του βρέθηκε σ την τσέπη του νεκρού ά νδρ α, του οπ οίου ο θάνα τος σ τον υπόγειο σ τα θ μ ό το υ Χ άιντ Π αρκ Κ όρνερ θεω ρήθηκε σ την αρχή σαν α υ το κ το ν ία . Σ ’ ένα από τα πάνω δ ω μ ά τια του Μ ιλ Χάουζ β ρέθηκε χθες το πτώμα μιας σ τρ α γγα λισ μ ένη ς όμορ φ η ς γυναίκας. Π ισ τεύ ετα ι πως π ρόκει τα ι για ξένη, α λλά μέχρι τώ ρα η τα υ τό τη τα του π τώ ματος π αραμένει άγνω στη. Ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ, ο ιδιο κτή τη ς του Μ ιλ Χάουζ, περνάει το χειμώ να το υ σ την Ριβιέρα.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 5 Κανείς δεν π α ρουσ ιάσ τηκε για ν ’ αναγνω ρίσ ει τη νεκρή γυ ναίκα. Η α νάκρισ η έφ ερε σ το φως τα α κό λ ο υ θ α γεγο νό τα : Λ ίγο μετά τη μία η ώρα, στις 8 Ια ν ο υ ά ρ ιο υ , μια κα λοντυμένη γυ να ίκα , με μια ελα φ ρ ά ξενική π ρ οφ ορ ά μπήκε σ τα γ ρ α φ εία των κ.κ. Μ π άτλερ και Π αρκ, μεσίτες ακινήτω ν σ το Ν άιτμπριντζ. Εξήγησε πως ήθελε να νοικιά σ ει ή ν ’ α γορ ά σ ει ένα σπίτι πάνω σ τον Τάμεση και πολύ κοντά σ το Λ ονδίνο . Της έδω σαν σ το ι χεία για πολλά σπ ίτια σ υμπ ερ ιλαμβ α νο μένο υ και το υ Μ ιλ Χά ουζ. Εκείνη έδωσε το όνο μ α : κα ντε Κ αστίνα και σαν διεύθυνσ η το Ριτζ. Ω σ τό σ ο α ρ γό τερ α απ οδείχτηκε πως κανείς με α υ τό το όνομα δεν έμενε σ το ξενοδοχείο και οι υπ άλλη λο ί του δεν μπ όρεσαν ν ’ αναγνω ρίσ ουν το πτώμα. Η κα Τζέιμς, η γυ να ίκα το υ κηπ ουρού το υ σερ Ευστάθιου Π έντλερ, που ήτα ν επίσης επ ισ τάτης σ το Μ ιλ Χάουζ και κ α το ι κούσε σ ’ ένα μικρό σπιτάκι που έβλεπε σ τον κεντρ ικό δρ ό μο , ήρθε να καταθέσει. Γύρω στις τρ εις το απ όγευμα εκείνο το απ όγευμα ήρθε μια κυρία να επ ισκεφ θεί το σπίτι. Έ δειξε ένα σ ημείω μα του μεσ ιτικού γ ρ α φ είο υ και στη σ υνέχεια, όπως σ υ νη θ ίζετα ι, η κα Τζέιμς της έδωσε τα κλειδιά το υ σ πιτιού. Το σπίτι β ρ ίσ κεται σε κάποια απ όσταση από το δικό της και δεν είχε τη σ υνήθεια να σ υνοδεύει το υ ς μελλο ντικο ύ ς ενοικιαστές. Λ ίγα λεπ τά α ρ γό τερ α κατέφ θασ ε ένας νεαρός άνδρας. Η κα Τζέιμς τον περιέγραψ ε ψ ηλό με φ α ρ δείς ώμους, ηλιοκαμένο πρόσωπο και α νοιχτά γκρ ίζα μά τια . Δεν είχε γενειάδα και φ ο ρούσε ένα καφέ κοσ τούμ ι. Εξήγησε σ την κα Τζέιμς πως ήταν φ ίλος της κυρία ς που είχε έρθει να επ ισκεφ θεί το σπίτι, α λλά είχε κα θυ σ τερήσ ει γ ια τί είχε σ τα μ α τή σ ει σ το τα χ υ δ ρ ο μ είο να σ τείλει ένα τη λεγρ ά φ η μ α . Εκείνη του έδειξε το δ ρ ό μ ο γ ια το σπίτι και δεν τον σ κέφ τηκε πια. Πέντε λεπ τά α ρ γό τερ α ο νεαρός ξανα εμφ ανίσ τη κε, της έ δωσε πίσω τα κλειδιά και είπε πως δυστυχώ ς το σπίτι δεν τους κάνει. Η κα Τζέιμς δεν είδε τη ν κυ ρ ία , α λλά σκέφ θηκε πως θα 'χε προχω ρήσει μπ ροστά. Α υ τό που π α ρατήρησε όμως ήταν πως έδειχνε πολύ τα ραγμένος. «Έ μοιαζε σαν να ’ χε δει ένα φ ά ντα σ μ α . Ν όμισ α πως δεν α ισ θ α νό τα ν καλά».
32
Αγκάθα Κ ρίσ η
Την επομένη άλλο ένα ζευγάρι είχε έρθει να επ ισκεφ θεί το σπίτι και είχε α νακα λύψ ει το πτώμα σ ’ ένα από τα πάνω δω μ ά τια . Η κα Τζέιμς αναγνώ ρισε τη γυναίκα που είχε έρθει την π ροηγούμενη. Ο ι υπ άλληλοι του μεσιτικού γ ρ α φ είο υ επίσης α ναγνώ ρισ α ν την κυρία που είχε δώσει το όνομα ντε Καστίνα. Ο ια τρ ο δ ικα σ τή ς είπε πως κατά τη γνώμη του η γυναίκα ήταν νεκρή περίπου είκοσι τέσσ ερις ώρες. Η «Ντέιλι Μ πάτζετ» έβ γα λε το συμπ έρασμα πως ο νεκρός του υπογείου είχε δ ο λ ο φ ο ν ή σει τη γυ να ίκα και στη συνέχεια είχε α υτο κτο νή σ ει. Ω σ τόσ ο, καθώς ο άνθρωπος το υ υπογείου είχε πεθάνει στις δύο το απ όγευμα και η γυ να ίκα ήταν ζωντανή και γερή στις τρεις, το μόνο λογικό συμπ έρασμα ήταν πως τα δυο π ερ ισ τα τικά ήταν ά σχετα μεταξύ του ς και πως το σημείω μα για τη ν επίσκεψη σ το Μ ιλ Χάουζ, που βρέθηκε σ την τσέπη του νεκρού ήταν απλά μια από εκείνες τις τρ ομερ ές συμπτώ σεις που τόσ ο συχνά σ υμ β α ίνουν στη ζωή. Έ τσι το πόρισμα ή ταν «φόνος εκ π ρ ομελέτης εκ μέρους αγνώ σ του ή αγνώ στω ν προσώπων» και η α σ τυ ν ο μ ία (και η «Ντέιλι Μπάτζετ») έμεινε ν ’ ανακαλύψ ει το ν άνθρω π ο με το καφέ κοσ τούμ ι. Εφόσον η κα Τζέιμς ή ταν κα τη γ ο ρ η μ α τικ ή πως δεν υπήρχε κανείς ότα ν η γυναίκα μπήκε στο σπίτι και πως κανείς άλλος εκτός από το νεαρό α υ τό δεν μπήκε μέσα στο σπίτι μέχρι τη ν επομένη το απ όγευμα, ή ταν πια απλή λογική το σ υμπ έρασμα πως α υτός ήτα ν ο δο λο φ ό νο ς της άτυχης κας ντε Κ αστίνα. Είχε σ τρ α γ γ α λ ισ τεί μ ’ ένα κο μ μ ά τι γερ ό μα ύρο σ κοινί και ήτα ν φ α νερ ό πως την είχαν ξαφ νιάσ ει χω ρίς να π ρο λάβει να φ ω νάξει βοήθεια. Η μαύρη μεταξω τή τσ ά ντα που κρα τούσ ε περιείχε ένα π ο ρ το φ ό λι με α ρ κετά χ α ρ το ν ο μ ίσ μ α τα και μερικά ψ ιλά, ένα δα ντελένιο μα ντήλι χω ρίς δ ια κ ρ ιτικ ό μ ο νό γρ α μ μ α και το εισ ιτή ρ ιο επ ιστροφ ής, πρώτη θέση, για το Λ ονδίνο. Τίποτα που να μπορεί να δώσει π ερισ σ ότερα σ το ι χεία. Α υτές ήταν οι λεπ τομέρειες που δη μ ο σ ιεύτη κα ν σ την «Ντέιλι Μπάτζετ» της οποίας η κα θημ ερ ινή πολεμική κραυγή ήταν: «Βρείτε τον άνθρωπ ο με το καφέ κοστούμι». Κατά μέσο όρο γύρω στα π εντακόσια ά το μ α έγρ α φ α ν κα θη μ ερ ινά για να δ η λώ σουν την επ ιτυχία τους στις έρευνες, και ό λοι οι ψ ηλοί ν εα ροί με η λιοκαμένο πρόσωπο κα τα ρ ά σ τη κα ν το ρ ά φ τη τους
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
33
που τους είχε πείσει να ράψ ουν ένα καφέ κοσ τούμ ι. Το α τύ χ η μα του υπ ογείου, καθώς θεω ρήθηκε απλή σύμπ τω ση, έσβησε από τη μνήμη του κοινού. Ή τ α ν σύμπτω ση; Δεν ή μουν τόσ ο βέβαιη. Δεν υπήρχε α μ φ ιβ ο λ ία πως ήμουν π ρ ο κα τειλη μμένη — το α τύ χ η μ α το υ υ πογείου ήτα ν το όικό μου αγαπ ημένο μ υ σ τή ρ ιο — α λλά μου φ α ιν ό τα ν σχεδόν σ ίγουρο πως α νάμεσ ά το υ ς υπήρχε μια σχέ ση με κάπ οιον τρόπ ο. Και σ τις δυο περιπτώ σεις υπήρχε ένας ά νδρας με η λιοκαμένο πρόσωπο — προφανώ ς ένας Ά γ γ λ ο ς που ζούσε σ το εξω τερικό— και υπήρχαν και μερικά ά λλα π ρά γμα τα. Ή τ α ν η μελέτη αυτώ ν τω ν άλλω ν π ραγμάτω ν που μ ’ έκανε τελικά να αποφασίσω α υ τό που ονόμα ζα ένα το λ μ η ρ ό βήμα. Πήγα στη Σ κότλα ντ Γιαρντ και ζήτησα να δω το ν υπεύ θυνο για την υπόθεση του Μ ιλ Χάουζ. Το α ίτη μ ά μου άργησε κάπως να γίνει α ντιλη π τό , καθώς από λά θος είχα διαλέξει το τμ ή μ α για τις χαμένες ομπρέλες, α λλά τελικά με οδήγησ αν σ ’ ένα μικρό δ ω μ ά τιο όπου β ρ ισ κό τα ν επ ιθεω ρητής Μ ήντο ο υς. Ο επ ιθεω ρητής Μ ή ντο ο υ ς, ή ταν ένας μικρόσω μος άνδρας με κόκκινα μ α λλιά και τρόπ ους, κατά τη γνώ μη μου, λιγάκι εκνευρισ τικούς. Ένα ά λλο όργα νο με π ολιτικά κα θό ταν δ ια κρ ιτικά σε μια άκρη. — Κ αλημέρα, είπα με κάποια νευ ρ ικό τη τα . — Καλημέρα. Καθίστε παρακαλώ. Κ ατάλαβα πως έχετε κάτι να μας πείτε που ίσως μας φ ανεί χρήσιμο. Ο τόνος της φω νής το υ έμοια ζε σαν να πίστευε πως κάτι τέ το ιο ήταν εντελώ ς απίθανο. ' Ενιωσα τα νεύρα μου να τεντώ νοντα ι. — Γνωρίζετε βέβαια για το ν ά νδρ α που σ κοτώ θηκε στον Υπόγειο; Τον ά νδρα που είχε σ την τσέπη το υ ένα σ ημείω μα για να επ ισ κεφ θεί το σπίτι σ το Μ ά ρ λ ο ο υ ; — Α ! είπε ο επιθεω ρητής. Είστε η μις Μ π έντινγκφ ελντ που π α ρουσ ιασ τήκα τε σαν μά ρ τυρ α ς στην ανάκριση. Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος α υτός είχε ένα σ ημείω μα σ την τσέπη του. Π ολλοί άλλοι άνθρωποι μπορεί να είχαν — μόνο που δε σ κο τώ θηκαν. Σ υγκέντρω σα τις δυνάμεις μου. — Δεν π ιστεύετε πως είναι παράξενο που α υτός ο άνδρας
34
Αγκάθα Κ ρίσ η
δεν είχε εισ ιτή ρ ιο στην τσέπη το υ ; — Το πιο εύ κολο πράγμα είναι να πετάξει κανείς το εισ ιτή ριό του. Το κάνω κι εγώ. — Και δεν είχε χρ ή μ α τα ; — Είχε μερικά ψιλά σ την τσέπη τού π αντελονιού του. — Α λλά δεν είχε π ορτοφόλι. — Π ολλοί άνδρες δεν κρ α το ύν π ορτοφόλι. Π ροσπ άθησα ένα ά λλο μονοπ άτι. — Δεν π ισ τεύετε πως είναι παράξενο που ο για τρ ό ς δε πα ρ ο υ σ ιά σ τη κε ποτέ α ρ γό τερ α ; — Έ νας πολυάσχολος για τρ ό ς συχνά δεν διαβάζει εφ η μ ε ρίδες. Είναι πιθανόν να ξέχασε το ατύχημα . — Σ τ ' α λήθ εια , κ. επ ιθεω ρητά, είστε απ οφ ασ ισ μένος να μην βρείτε τίπ οτα παράξενο, είπα πολύ γλυκά. — Να σας πω, νομίζω πως από τη ν π λευρά σας έχετε τη ν τάση να βρίσ κετε πολλά π ρά γμα τα παράξενα, Μ ις Μ π έντινγκφ ελντ. Εσείς οι νεαρές κοπέλες είστε πολύ ρ ο μ α ντικές και... σας α ρέσ ουν τα μυ σ τή ρ ια κι αυτές οι ιστορ ίες. Α λλά καθώς έχω πολλά να κάνω... Κ α τά λα β α και σηκώ θηκα. Ο ά νδρας σ την άκρη είπε με πολύ απαλή φωνή. — Ίσ ω ς η νεαρή δεσποινίς να θέλει να μας πει με λίγα λόγια ποιες είναι οι δικές της ιδέες γύρω α π ’ α υ τό το θέμα, επ ιθεω ρητά! Ο επ ιθεω ρητής σ υγκα τένευσ ε σχεδόν αμέσω ς σ τη ν π ρ ότα ση. — Ν αι, ελά τε τώ ρα, Μ ις Μ π έντινγκφ ελντ, μην π ρ οσ β ά λλε στε. Κ άνατε ερω τήσεις έχοντας στο μυαλό σας κάποια π ρά γμ α τα . Π είτε μας λοιπ όν στα ίσα τι ακριβώ ς έχετε σ το μυαλό σας. Π άλευα ανάμεσα στην πληγωμένη μου αξιοπρέπεια και την έντονη επ ιθυμία μου να αναλύσω τη θεω ρία μου. Η πληγω μέ νη αξιοπρέπεια πήγε περίπατο. — Είπατε σ την ανάκρ ισ η πως είσ τε σ ίγο υ ρ η ό τι δεν επρόκειτο για α υ το κτο νία ; — Ναι, είμα ι σ ίγου ρη γι ’ α υτό. Ο άνθρωπος είχε τρ ο μ ά ξει. Τι τον τρ όμ α ξε; Δεν ήμουν εγώ. Α λλά κάποιος μπ ορεί να ερ χ ό ταν προς το μέρος μας — κάποιος που το ν τρ όμα ξε.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
35
— Δεν είδ α τε κανέναν; — Ό χ ι. Δε γύ ρισ α το κεφ άλι. Μ ε τά , μόλις έβγα λαν το πτώ μα από τις γραμμές, ένας ά νδρας ήρθε σπρώ χνοντας μπ ροστά λέγοντας πως είναι γιατρός. — Τίποτα το α σ υ νήθ ισ το σ ’ α υτό , είπε ο επ ιθεω ρητής ξερά. — Α λλά δεν ήταν γιατρός. — Τι; — Δεν ήταν γιατρός, επανέλαβα. — Πώς το ξέρετε α υτό , μις Μ π έντινγκφ ελντ; — Είναι δύσ κολο να το εξηγήσω , ακριβώ ς. Έχω δει γ ια τρού ς να εξετάζουν πτώ ματα ό τα ν δ ο ύ λευα σαν νοσ οκόμα στον πόλεμο. Έ χουν ένα είδος α δ ιά φ ο ρ η ς επ αγγελματικής επ ιδεξιότητας που ο ά νδρας α υτός δεν είχε. Εξάλλου, ένας γ ια τρός δεν ακούει συνήθω ς τη ν κα ρ διά σ το δεξί μέρος του σώ ματος. — Α υ τό έκανε εκείνος; — Ν αι, δεν το κα τά λα β α ακριβώ ς εκείνη τη σ τιγμή — εκτός από την αίσ θησ η που είχα πως κάτι δεν ή ταν σωστό. Α λλά το ξανα σ κέφ θηκα ότα ν γύ ρ ισ α σ το σπίτι και τό τε σ υ νειδ η το π ο ίη σα τι ακριβώ ς δε μου πήγαινε καλά εκείνη τη στιγμή. — Χμ, είπε ο επιθεω ρητής. Ά π λ ω ν ε α ργά το χέρι για να πιάσει μολύβι και χαρ τί. — Καθώς περνούσε τα χέρια το υ σ το πάνω μέρος του σώ μα τος τού πτώ ματος είχε ά νετα τη ν ευ κ α ιρ ία να πάρει ο τιδ ή ποτε από τις τσέπες του. — Δε μου φ α ίνετα ι πιθανό, είπε ο επιθεω ρητής. Α λλά — λοιπόν, μπ ορείτε να μου το ν π εριγρά φ ετε; — Ή τ α ν ψηλός με φ α ρ δ είς ώμους, φ ο ρ ο ύσ ε σ κο ύρ ο πα νω φ όρι και μα ύρες μπότες, σ κληρ ό καπέλο. Είχε σ κούρα μ υ τε ρή γενειά δα και γυ α λιά με χρυσό σ κελετό. — Αν βγά λουμε το πανω φόρι, τη γενειά δα και τα γυ α λιά δεν έχουμε και πολλά σ το ιχεία για να το ν αναγνω ρ ίσ ουμε, μ ουρμούρισ ε ανάμεσα στα δόντια το υ ο επιθεωρητής. Θα μπο ρούσε εύκολα ν ’ αλλάξει τη ν εμφ άνισ ή του μέσα σε λίγα λεπτά αν το ήθελε — π ράγμα που θα έκανε αν ήτα ν ο π ορτοφ ολάς που μας π ροτείνετε. Δεν είχα κα μιά διάθεσ η να προτείνω κάτι τέτο ιο . Α λλά από εκείνη τη σ τιγμ ή θεώ ρησα πως δεν είχα καμιά ελπίδα με τον
36
Αγκάθα Κ ρίσ η
επ ιθεω ρητή. — Τίποτε ά λλο που θα θ έλα τε να μας πείτε γ ι ’ α υ τό ν ; με ρώ τησ ε καθώς σ ηκω νόμουν να φύγω . — Ν αι, είπα. (Εδώ είχα τη ν ευ κ α ιρ ία να σημειώ σω ένα πόν το). Ή τ α ν έντονα βραχυκέφ αλος. Το σχήμα το υ κρ α νίο υ του σ ίγου ρ α θα δ υ σ κο λευτεί να το α λλάξει! Π α ρ α τή ρ η σ α με ευ χαρ ίσ τη σ η πως το μολύβι το υ επ ιθεω ρητή Μ ή ν το ο υ ς έμεινε μετέω ρο. Ή τ α ν φ α νερ ό πως δεν ήξερε πώς γρ ά φ ετα ι η λέξη βραχυκέφ αλος.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 6 Μ έσ α σ την έξαψη της α γανά κτη σ ή ς μου η π ρ α γμα το π ο ίη ση του επ όμενου βήμα το ς ή ταν πολύ πιο εύκολη. Ό τ α ν πήγα στη Σ κότλα ντ Γιαρντ είχα ήδη σ το μυαλό μου ένα πρώτο σχέ διο. Έ να σ χέδιο σ του οπ οίου τη ν εκτέλεσ η θα προχω ρούσα αν η σ υνά ντησ η που θα έκανα δεν ή τα ν ικανοπ οιητική (και ήταν β α θιά α π ογοητευτική). Και βέβαια αν είχα το θράσσ ος να το εκτελέσω . Π ρ ά γμ α τα που κανείς δισ τάζει να κάνει σε φ υσ ιο λο γικές κα τασ τά σεις, τα επ ιχειρεί κάτω από το κρά τος του θυμ ού. Ετσι χω ρίς να δώσω σ τον ευ α τό μου το χρ ό νο να το ξανασκεφ τεί ξεκίνησα κα τευ θεία ν για το σπίτι το υ Λ όρ δου Νάσμπυ. Ο Λ όρδος Νάσμπυ ήταν ο εκα το μ μ υ ρ ιο ύ χ ο ς ιδιο κτή τη ς της «Ντέιλι Μ πάτζετ». Είχε και άλλες εκδόσεις, ένα σω ρό, α λλά η «Ντέιλι Μ πάτζετ» ήτα ν το χαϊδεμ ένο το υ παιδί. Σαν εκδότης της «Ντέιλι Μ πάτζετ» ή ταν γνω στός σε ο λ ό κ λ η ρ ο το Ενωμένο Βασίλειο. Κι εξα ιτία ς ενός ά ρ θ ρ ο υ που μιλούσ ε για το κ α θη μ ε ρινό του π ρόγρα μμα ήξερα ακριβώ ς πού μπ ορούσα να τον βρω εκείνη τη σ τιγμή. Ή τ α ν η ώρα που υπ αγόρευε τη ν α λ λ η λο γρ α φ ία του σ το γρ α μ μ α τέα το υ σ το ίδ ιο του το σπίτι. Φ υσικά δεν φ α ντα ζόμ ο υν πως θα δεχόταν αμέσω ς την κάθε νεαρή που θ ’ απ οφ άσιζε να το ν επισκεφθεί. Α λλά κάτι είχα σ κεφ θεί και γι ’ α υ τό το θέμα. Στο δίσκο με τις κάρτες σ το χωλ τω ν Φ λέμινγκ είχα δει τη ν κ ά ρ τα του Μ α ρ κ ή σ ιο υ το υ Λ όμσ εη, του γνω σ τότερου σ π όρτσ μαν ευ π α τρ ίδ η της Αγγλίας. Την είχα πάρει, τη ν είχα κα θα ρίσ ει πολύ π ροσ εκτικά με ψίχα ψ ω μιού κι έγραψ α τη φ ρ ά σ η : «Σε παρακαλώ παραχώ ρησε στη μις Φ λέμινγκ λίγη από την π ολύτιμη ώ ρα σου». Ο ι τυ χ ο δ ιώ κτρ ιες δεν πρέπει να έχουν ενδοια σ μ ο ύ ς για τις μεθόδους που χ ρ η σ ιμ ο ποιούν. Και το κόλπο έπιασε. Έ νας υπηρέτης πήρε τη ν κά ρ τα κι εξαφ ανίσ τηκε. Λ ίγα λεπτά α ρ γό τερ α εμ φ α νίσ τη κε ένας χλω μός γρα μματέας. Τον αντιμετώ π ισ α με μεγάλη επ ιτυχία. Α π οσ ύρ θηκε νικημένος, για να επ ιστρέψ ει λίγο α ρ γό τερ α και να με π αρακαλέσει να το ν ακολουθήσ ω . Α υ τό έκανα κι εγώ. Μ π ή κα με σ ’ ένα τε ρ ά σ τιο δω μά τιο . Μ ια σ τενο δ α κτυ λο γρ ά φ ο ς με
38
Αγκάθα Κ ρίστι
τρ ο μ α κ τικ ή όψη πέρασε από μπ ροστά μου σαν να ήμουν μια π α ρουσ ία από τον κόσμο τω ν πνευμάτω ν. Μ ετά η π όρτα έ κλεισε και βρέθηκα αντιμέτω πη με το Λ ό ρ δο Νάσμπυ. ' Η ταν ένας μεγαλόσω μος άνόρας. Μ εγά λο κεφάλι. Μ εγά λο πρόσωπο. Μ εγά λο μουστάκι. Μ εγά λη κοιλιά. Έ σφ ιξα τα δ ό ν τια. Δε βρ ισ κόμ ουν εδώ για να κάνω σ χόλια γύρω από τη ν εμ φ ά νισ η του Λ όρδου Νάσμπυ. Εξάλλου εκείνος είχε βγάλει κιόλας ένα βρυχηθμό κα τακλύζοντά ς με με ερω τήσεις: — Λοιπ όν, τι σ υμ β α ίνει; Τι θέλει ο Λ ό μ λεη ; Είσαι γ ρ α μ μ α τέας το υ ; Για ποιο πράγμα π ρόκειται; — Για να ξεκινήσω , άρχισ α προσπαθώ ντας να δείξω όση ψ υ χρ α ιμ ία μπ ορούσ α, δε γνω ρίζω το Λ ό ρ δ ο Λ ό μ λεη , και πι στεύω πως κι εκείνος δεν έχει ακούσ ει ποτέ τίπ οτα για μένα. Π ήρα την κάρτα του από το δίσκο στο σπίτι τω ν ανθρώπω ν που με φ ιλοξενού ν κι έγραψ α μόνη μου α υ τά που διαβ ά σ α τε. Ή τ α ν πολύ σ η μ α ντικό να μπορέσω να σας δω. Για μια σ τιγμή νόμισ α πως ο Λ όρδος Νάσμπυ ή ταν έτο ιμο ς να πάθει αποπληξία. Τελικά όμως κατάπ ιε δυο φ ορές και το ξεπέρασε. — Θ αυμάζω το θράσος σας, δεσποινίς. Ο ρ ίσ τε λοιπ όν με είδ α τε! Αν έχετε κάτι ενδια φ έρ ο ν να μου πείτε θα εξα κ ο λ ο υ θ ή σετε να με βλέπετε για ακόμη δυο λεπτά ακριβώς. — Είναι υπ ερα ρκετά , το υ απ άντησα. Κι έχω κάτι εν δ ια φ έ ρον. Είναι το μυ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ. — Αν βρήκα τε τον άνθρω πο με το καφέ κο σ το ύμ ι, γράψ τε σ τον εκδότη μου, με διέκοψ ε βιασ τικά. — Αν σ υνεχίσ ετε να με διακόπ τετε θα χρειασ τώ π ερισ σ ότε ρα από δυο λεπ τά, είπα με α π ο φ α σ ισ τικό τη τα . Δεν βρήκα τον άνθρω π ο με το καφέ κο σ το ύμ ι, α λλά είναι πολύ πιθανό να το ν βρω. Μ ε όσα λ ιγό τερ α λό για μπ ορούσα το υ μίλησ α για τη ν υπό θεση του α τυ χή μ α το ς σ τον Υπόγειο και για τα σ υμπ ερά σ μ ατα που είχα βγάλει. Ό τ α ν τελείω σ α με ρώ τησε αναπ άντεχα: — Τι γνω ρίζετε για τα κρα νία τω ν β ρ αχυκεφ άλω ν; Α νέφ ερα το ν πατέρα. — Ο άνθρωπος με τις μα ϊμούδες, ε; Λοιπ όν μου φ α ίν ετα ι πως έχετε μ υ α λό και στο δικό σας κρ α νίο, νεα ρή μου. Α λλά δεν υπάρχουν πολλά σ τοιχεία . Δεν πάει και πολύ μα κρ ιά το
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
39
πράγμα. Και μά λλον άχρ ησ τη ισ το ρ ία για μας... όπως είναι τώ ρα. — Το κα ταλα βαίνω απόλυτα. — Τότε τι θέλετε; — Θέλω μια θέση σ την εφ η μ ερ ίδ α σας για να κάνω έρευνες για τη ν υπόθεση. — Δεν μπορώ να το κάνω α υτό . Έ χουμε το ν άνθρω π ο που α σ χολείτα ι ειδ ικά μ ’ αυτό. — Κι εγώ έχω τις δικές μου ειδικές γνώσεις. — Α υ τά που μου διηγήθηκες; — Ω , όχι. Κρύβω ακόμ α έναν άσσο στο μανίκι μου. — Μ π α, α λήθ εια ; Μ ο υ φ αίνεσ αι ξύπνιο κορ ίτσ ι. Και τι είναι α υτό ; — Ό τ α ν α υτό ς ο υπ οτιθέμενος για τρ ό ς μπήκε μέσα στο ασανσ έρ, άφ ησ ε να του πέσει ένα χαρ τί. Εγώ το μάζεψα. Μ ύ ριζε να φ θ α λίνη . Το ίδ ιο και ο νεκρός. Ο για τρ ό ς δε μύριζε να φ θ α λίνη κι έτσι κα τά λα β α πως θα πρέπει να το πήρε από το πτώμα. Πάνω είναι γρα μμένες κάποιες λέξεις και μερ ικοί α ρ ι θμοί. — Για να το δούμε. Ο Λ όρδος Νάσμπυ άπλωσε α δ ιά φ ο ρ α το χέρι. — Δε νομίζω , είπα χαμογελώ ντας. Είναι δικό μου εύρ ημα όπως κα ταλα βαίνετε. — Έχεις δίκιο. Είσαι ξύπνιο κο ρ ίτσ ι. Και έχεις δ ίκ ιο να επι μένεις. Δε μετάνιω σες που δεν το έδω σες σ την α σ τυ ν ο μ ία ; — Π ήγα εκεί σ ήμερα το πρωί. Επιμένουν σ την άποψη πως δεν έχει κα μία σχέση με τη ν υπόθεση του Μ ά ρ λ ο ο υ κι έτσι σ κέφ θηκα πως μ ’ αυτές τις σ υνθήκες είχα όλο το δικαίω μα να κρατήσω το χα ρ τί. Εξάλλου ο επ ιθεω ρητής δε με πήρε στα σοβαρά. — Κ οντόφ θαλμος άνθρωπος. Λοιπόν, αγαπ ητό μου παιδί, να τι μπορώ να κάνω για σένα. Συνέχισε σ την πορεία που χάραξες. Αν βρεις κάτι — κάτι που να μπορεί να δ η μ ο σ ιευ τεί— σ τείλ το και θα έχεις τη ν ευ κ α ιρ ία που ζητάς. Υπάρχει πάντα θέση για ένα α ληθ ινό τα λ έν το σ τη ν «Ντέιλι Μπάτζετ». Αλλά πρέπει πρώτα να είναι καλό. Κ ατάλαβες; Τον ευ χα ρ ίσ τη σ α και ζήτησα συγγνώ μη για τις μεθόδους μου.
40
Αγκάθα Κρίστι
— Δεν υπάρχει λόγος. Μ ’ αρέσει το θράσος — κυρίω ς από ένα ό μ ο ρ φ ο κορίτσ ι. Κι α κόμ η, είπες δυο λεπτά και σου χ ρ ει ά σ τη κα ν τρ ία με τις διακοπές. Για γυ να ίκα α υ τό είναι α ξιο σ η μ είω το! Θ α πρέπει να ο φ είλ ετα ι σ την επ ισ τημονική σου εκπ αί δευση. Β ρισ κόμουν και πάλι στο δρ ό μο , λαχανιασ μένη σαν να είχα τρέξει. Βρήκα το Λ ό ρ δ ο Νάσμπυ μ ά λλο ν εξα ντλη τικό σαν νέα γνω ριμία.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 7 Γύρισα σ το σπίτι πανηγυρίζοντας. Η επ ιτυχία τω ν σχεδίω ν μου είχε ξεπεράσει και τις πιο τρ ελές μου ελπίδες. Ο Λ ό ρ δο ς Ν άσμπυ ήταν θετικά φ ιλικός. Τώρα έπρεπε εγώ να κάνω κάτι καλό, όπως το είχε πει ο ίδιος. Μ ό λ ις κλειδώ θηκα σ το δ ω μά τιό μου έβγα λα το π ολύτιμο χα ρ τά κι μου και το μ ελέτησ α π ροσε χτικά. Α υ τό ήτα ν το κλειδί το υ μυ σ τη ρ ίο υ μου. Και κατ ’ α ρχήν τι σ ή μ α ινα ν οι α ρ ιθ μ ο ί; Υπήρχαν μόνο πέν τε και μια τελεία μετά από το υ ς δυο πρώ τους. «Δεκαεπτά, εκα τόν είκοσ ι δύο», μου ρ μ ο ύρ ισ α . Δεν οδηγού σ ε πουθενά. Στη σ υνέχεια του ς πρόσθεσα. Α υ τό γίνετα ι συχνά στα μ υ θ ισ το ρ ή μ α τα και οδηγεί σε απ ίθανα απ οτελέσματα. — Έ να και επτά κάνουν οκτώ και ένα εννιά και δύο έντεκα και δύο δ εκα τρία. Δ εκα τρ ία ! Μ ο ιρ α ίο ς α ρ ιθ μ ό ς! Μ ήπ ω ς ή τα ν μια π ρ ο ειδο ποίηση για να τα παρατήσω ; Π ολύ πιθανόν. Π άντω ς εκτός από την π ροειδοπ οίησ η, ο α ρ ιθ μ ό ς μού φ α ιν ό τα ν εντελώ ς ά χρηστος. Έ τεινα να πιστέψω πως κανένας σ υνω μότης δε θα διάλεγε α υ τό ν τον τρόπ ο για να γράψ ει δ εκα τρ ία σ την πρα γ μ α τικ ό τη τα . Αν ήθελε να πει δ εκα τρ ία θα είχε γράψ ει δ εκ α τρ ία . 13- μ ’ α υ τό ν τον τρόπο. Υπήρχε ένα δ ιά σ τη μ α α νάμεσα σ το ένα και σ το δυο. Σ ύμ φω να μ ’ α υ τό α φ α ίρ εσ α 22 από το 171. Το απ οτέλεσμα ήταν 159. Ξ α νά κανα την πράξη και βρήκα 149. Α υτές οι α ρ ιθ μ η τικές ασκήσεις ήταν α να μ φ ίβ ο λ α μια καλή εξάσκηση, α λλά δεν έδ ι ναν καμιά λύση σ το μυ σ τή ρ ιό μου. Εγκατέλειψα τη ν α ρ ιθ μ η τι κή χωρίς να τολμήσ ω να κάνω διαίρ εσ η και π ολλαπ λασιασμό και προχώ ρησα στα γρ ά μ μ α τα . Κ ιλμ όρντεν Κασλ. Α υ τό ή ταν σ ίγο υ ρ α πιο σ υγκεκριμένο. Έ να μέρος. Ίσ ω ς το π ατρικό σπίτι κάποιας α ρ ισ το κρ α τική ς οικογένειας (Χαμένος κληρονόμος; Υποψήφιος για τον τίτλ ο ;) ή πολύ π ιθανόν ένα γρ α φ ικ ό ερείπ ιο (θαμμένος θησ αυρός;). Ν αι, τελικά έκλινα προς τη θεω ρία του θ αμ μένο υ θ η σ α υ ρού. Ο ι α ρ ιθ μ ο ί πάντα έχουν σχέση με θαμμένους θησαυρούς. Έ να βήμα δεξιά, εφ τά β ή μ α τα α ρ ισ τερ ά , σκάψ τε ένα μέτρο,
42
Αγκάθα Κ ρίσ η
κα τεβ είτε είκοσ ι δυο σ καλιά. Κάπως έτσι. Θα το ξα να σ κεφ τό μουν α ρ γό τερ α . Το σ η μ α ντικό ή ταν να ανακαλύψ ω το Κ ιλμόρντεν Κασλ όσο γινό τα ν γ ρ η γο ρ ό τερ α . Έ κα να μια σ τρ α τη γική έξοδο από το δ ω μά τιό μου κι επέ σ τρεψ α με δ ιά φ ο ρ α β ο η θ ή μ α τα . Βιβλία όπως τα «Ποιος είναι Ποιος», «Γουαιτέικερ», «Γκαζετίηρ», «Ιστορία τω ν παλιώ ν π ρο γονικώ ν σπιτιώ ν της Σκωτίας» και το «Π ροσω πικότητες και ά λ λα των Α γγλικώ ν Νήσων». Η ώρα περνούσε. Έ ψ αχνα μεθοδ ικά , α λλά με αυξανόμενο εκνευρισ μ ό. Τελικά έκλεισ α και το τε λ ευ τα ίο β ιβ λίο με θόρυβ ο. Ό λ α έδειχναν πως δεν υπήρχε κανένα μέρος με το όνομα Κ ιλμ ό ρ ντεν Κασλ. Α υ τό ήταν μια αναπάντεχη α τυχία. Έπρεπε να υπάρχει τέ το ιο μέρος. Γιατί θα εφ εύ ρ ισ κε κάποιος ένα πα ρ ό μ ο ιο όνομα και θα το έγρα φ ε σ ’ ένα χ α ρ τί; Ή τ α ν π αράξε νο! Τότε μου κατέβηκε μια άλλη σκέψη. Μ ήπω ς ή ταν καμία πυργοειδής γελο ία κατασ κευή κάπου σ τα π ροάσ τεια κι ο ιδ ιο κτήτης της είχε δώσει α υ τό το φ α ντα σ μ ένο όνομα ; Αν ήταν έτσι πάντως θα ήταν εξα ιρ ετικά δύ σ κο λο να βρεθεί. Έ κα τσ α και πάλι κάτω σκυθρω πή (πάντα κά θομ αι στο πάτω μα ό τα ν π ρόκειται για κάτι π ρα γμα τικά σ ημαντικό) κι α να ρ ω τή θ η κα με ποιο τρόπ ο θα έπρεπε να ξεκινήσω. Μ ήπως υπήρχε κάποιος ά λλος δρόμος που θα μπ ορούσα ν ’ α κολουθήσ ω ; Σ κέφ τηκα εντα τικά και τελικά πετάχτηκα ό ρ θια , πολύ ευ χα ρ ισ τη μ ένη . Μ α φ υσ ικά ! Πρέπει να επισκεφθώ τον τόπο του εγκλήματος. Α υ τό κάνουν πάντα τα κα λύτερ α λα γω νικά! Κι όσος κα ιρός κι αν έχει περάσει πάντα β ρ ίσ κο υν κάτι που ξέφυγε από την προσοχή τω ν α στυνομικώ ν. Ο δ ρ ό μος μου ήταν ξεκάθαρος: έπρεπε να πάω στο Μ ά ρ λ ο ο υ . Πώς όμως θα έμπ αινα μέσα σ το σπ ίτι; Α γνόησα το υ ς δ ιά φ ορους επ ικίνδυνους τρόπ ους και κατέληξα σ το ν πιο απλό. Το σπίτι ήταν για νο ίκια σ μ α — και μ ά λλο ν θα ήταν α κόμ η. Θα γινόμ ουν μελλοντική ενο ικιά σ τρ ια . Έ τσι απ οφ άσ ισ α να επισκεφτώ τα μεσ ιτικά γρ α φ εία της περιοχής γ ια τί φ α ντά σ τη κ α πως θα έχουν λ ιγ ό τερ α σπίτια στους κα ταλόγου ς τους. Εδώ όμως λο γά ρ ια ζα χω ρίς το ν ξενοδόχο. Έ νας πολύ εξυ πηρετικός υπάλληλος μου παρουσίαζε λεπτομερώ ς καμιά ν το υ
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
43
ζίνα σπ ίτια που θα μου έκαναν. Χ ρειάσ τηκε να επ ισ τρατεύσ ω όλη μου την εξυπνάδα για να βρω α ιτίες και να τα απορρίψω . Τελικά πίστεψα πως φ τά σ α μ ε σ ’ ένα αδιέξοδο. — Σ τ ’ α λήθ εια δεν έχετε τίπ οτε ά λ λ ο ; ρ ώ τησ α κοιτά ζο ντα ς με πάθος τον υπ άλληλο σ τα μά τια . Κάτι πάνω σ το π οτάμι, με μεγάλο κήπο κι ένα μικρό περίπτερο σ τον κήπο, πρόσθεσα σ υγκεντρώ νοντας τα κύ ρ ια χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά το υ Μ ιλ Χάουζ όπως τα είχα διαβάσει στις εφ ημερίδες. — Βέβαια... υπάρχει και το σπίτι του σερ Ευστάθιου Π έν τλερ , είπε ο υπ άλληλος δια τα κ τικ ά . Το Μ ιλ Χάουζ, ξέρετε. — Ό χ ι αυτό... α υ τό που... (κόμπιασα. Στην π ρ α γ μ α τικ ό τη τα σ το κόμπ ιασμα τα καταφ έρνω πολύ καλά). — Α υ τό είνα ι! Εκεί που έγινε ο φόνος. Α λλά ίσως να μη θέλετε... — Ω , δε νομίζω πως με πειράζει, (δίνοντα ς τη ν εντύπω ση πως ξανα βρήκα την ψ υ χρ αιμία μου). Έ νιω σα πως η καλή μου πίστη είχε τώ ρα εντελώ ς α π οκατασ τα θεί. — Κι ίσως να μου το δώ σουν φ τη νά λόγω τω ν συνθηκώ ν... Π εισ τικό τα το επ ιχείρημα, σκέφ τηκα. — Ίσ ω ς, είναι πιθανόν. Δεν χρ ειά ζετα ι να υπ οκρινόμασ τε πως τώ ρα θα είναι πολύ δύσ κο λο να το διαθέσ ουμε... κι οι υπηρέτες... κα τα λα β α ίνετε. Αν σας αρέσει το σπίτι α φ ού το δείτε, σας σ υμβουλεύω να κάνετε μια προσφ ορά. Να σας γ ρ ά ψω ένα σ ημείω μα για να το επ ισκεφθείτε. — Σας παρακαλώ. Έ να τέτα ρ το α ρ γό τερ α β ρ ισ κόμ ουν σ το θυρ ω ρείο του Μ ιλ Χάουζ. Χτύπησα την π όρτα, που άνοιξε απ ότομα για να πεταχτεί έξω μια μεσόκοπη γυναίκα. — Κανείς δεν μπορεί να μπει στο σπίτι, μ ’ α κού τε; Σιχάθηκα τους δ η μ οσ ιογρ ά φ ους, βαρέθηκα. Ο ι δ ιατα γές του σερ Ευ σ τά θιου είναι... — Νομίζω πως το σπίτι είναι για νο ίκ ια σ μ α ; είπα ψυχρά δείχνοντας το σ ημείω μά μου. Φ υσικά, αν έχει κιόλας ν ο ικ ια στεί... — Ω , λυπ άμαι πολύ, μις, ζητώ συγγώ μη. Έχω τα λα ιπ ω ρ η θεί α π ’ α υτο ύ ς του ς δη μο σ ιο γρ άφ ο υς. Ό χ ι, το σπίτι δε ν ο ικ ι άστηκε... δε θα είναι εύ κο λο τώ ρ α πια. — Μ ήπως φ τα ίνε οι αποχετεύσεις; ρώ τησ α μ ’ έναν αγω νι
44
Αγκάθα Κ ρίσ η
ώδη ψ ίθυρο. — Ω , θεέ μου, όχι μις! Ο ι αποχετεύσεις είναι εντάξει. Α λλά σ ίγο υ ρ α θ ’ α κού σ α τε γ ι ’ α υτή ν τη ν ξένη που σ κοτώ θηκε εδώ μέσα; — Νομίζω πως κάτι διά β α σ α στις εφ ημερ ίδες, είπα α δ ιά φ ο ρα. Η α δ ια φ ο ρ ία μου ξάφ νιασε τη ν καλή γυναίκα. Αν είχα δείξει κάποιο ενδ ια φ έρ ο ν σ ίγο υ ρ α θα κλεινό τα ν σαν σ τρ είδι. Ό π ω ς είχαν τα π ρά γμα τα όμως, τσίμπ ησε με τη ν α δ ια φ ο ρ ία μου. — Σ ίγουρα το δια β ά σ α τε, μις! Ή τ α ν σε όλες τις εφ η μ ε ρ ί δες. Η «Ντέιλι Μπάτζετ» ακόμ α ψάχνει να βρει α υ τό ν που το έκανε. Ά μ α του ς ακούς είναι σαν να μην αξίζει τίπ οτα η α σ τυ νο μ ία μας. Α, ελπίζω να το ν πιάσουν — αν και φ α ιν ό τα ν μια χαρ ά π αλληκάρι και δεν πέφτω έξω. Έ μοια ζε λιγάκι σαν να ήταν σ το σ τρ α τό — α, ξέρετε, ίσως να πληγώ θηκε σ το ν πόλε μο... γίνο ντα ι παράξενοι μετά α π ’ α υ τό , της α δερ φ ής μου ο γιος το ’ παθε. Ίω ς να το υ φ έρ θ η κε άσχημα — α υτές οι ξένες είναι συχνά παλιογυναίκες. Αν και φ α ιν ό τα ν πολύ καλή κυρία. Να, σ τεκό τα ν εκεί που σ τέκεστε και σεις τώ ρα. — Ή τ α ν ξανθιά ή μελα χρ ο ινή ; τό λμ η σ α . Δεν μπορείς να κα τα λά β εις από τις φ ω το γρ α φ ίες στις εφ ημερίδες. — Σκούρα μ α λλιά και πολύ άσπρο πρόσωπο — πολύ ά σπρο για να είναι φ υσ ικό , σ κέφ τηκα , και τα χείλη τη ς ήταν κα τα κόκκινα και κάπως σκληρά. Δε μ ’ αρέσει α υ τό το θ έα μα — λίγη π ούδρα πού και πού, α υ τό είναι ά λλο θέμα... Κ ο υβεντιά ζα με τώ ρα σαν παλιές φίλες. Δ ο κίμ ασ α ά λλη μια ερώ τηση. — Έ δειχνε εκνευρισ μ ένη ή τα ρ α γμ ένη ; — Κ αθόλου. Ή τ α ν χα μ ο γελα σ τή , σαν να διασ κέδα ζε με κάτι. Γ ι’ α υ τό και κόντεψ α να πέσω κάτω ό τα ν τη ν επομένη το απ όγευμα, εκείνο το ζευγάρι βγήκαν έξω τρ έχο ντα ς και φ ω νάζοντας πως είχε γίνει φ όνος και να καλέσ ουμε τη ν α σ τυ νο μ ία . Π οτέ δε θα το ξεπεράσω κι ούτε π ρόκειται ποτέ να πατήσω το πόδι μου σ ’ α υ τό το σπίτι ά μα σ κοτεινιάζει... Κι ο ύ τε που θα έμενα στο θ υρ ω ρ είο αν δεν με είχε π αρακαλέσει γ ο ν α τισ τό ς ο σερ Ευστάθιος. — Ν όμιζα πως ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ ήταν στις Κάννες! — Εκεί ήταν, μις. Γύρισε σ τη ν Α γγλία ό τα ν έμ αθ ε τα νέα και
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
45
όσο για το γονατιστός, τρόπος του λέγειν, δηλαδή ήταν ο γρ α μ μα τέα ς το υ , ο κ. Π άτζετ, που μου π ρόσφερε τα διπλά για να μείνω κι όπως λέει ο Τζον μου, σ ή μερ α τα λεφ τά είναι λεφ τά . Σ υμφώ νησα με όλη μου τη ν κα ρ διά σ τη ν κα θόλου πρω τό τυπη σκέψη του Τζον. — Ο νεα ρός τώ ρα, είπε η κυ ρ ία Τζέιμς, ξανα γυρ ίζο ντα ς ξαφ νικά σ το π ροηγούμενο σ ημείο της κο υβ έντας μας. Α υτό ς ήταν α νασ τατω μένος. Τα μά τια το υ , α νοιχτά ήταν, τα πρόσεξα ιδ ια ίτε ρ α , ά σ τρ α φ τα ν. Ταραγμένος, σ κέφ τηκα . Α λλά ποτέ δεν πήγε ο νους μου στο κακό. Ο ύ τε κι ό τα ν ξανα γύρισ ε με ’ κείνο το παράξενο ύφος. — Π όσο έμεινε στο σπίτι; — Ω , όχι πολύ, ίσως πέντε λεπτά περίπου. — Π όσο ψηλός ήταν κατά τη γνώ μη σας; Γύρω στο 1,80; — Τόσο περίπου. — Κι ήταν ξυρισμένος, είπατε; — Ν αι, μις —ο ύτε καν από ’ κείνα τα μ ο υ σ τά κια που μ ο ιά ζουν με οδ ο ντό β ο υ ρ τσ α . — Μ ήπως γυάλιζε το σαγόνι το υ ; ρώ τησ α με μια ξαφνική έμπνευση. Η κυ ρία Τζέιμς με κοίταξε κατάπ ληκτη. — Λοιπ όν, τώ ρα που το α ν α φ έρ ετε, μις, ήταν. Α λλά πώς το ξέρετε; — Είναι ένα παράξενο πράγμα, α λλά συχνά οι δο λο φ ό νο ι έχουν σ αγόνια που γυ α λίζο υ ν, της εξήγησα σ την τύχη. Η κυ ρία Τζέιμς δέχτηκε κα λόβ ο λα τη ν εξήγησή μου. Α λήθεια ε; Δεν έτυχε να το ξανακούσω α υτό ποτέ. — Δεν π ροσέξατε το κεφάλι το υ , φ α ντά ζο μ α ι. Τι είδους κεφάλι είχε; — Π ολύ κοινό κεφάλι είχε, μις. Να σας φέρω τώ ρα τα κλει διά; Π ήρα τα κλειδιά και ξεκίνησα για το Μ ιλ Χάουζ. Μ έχρι τώ ρα οι υποθέσεις μου είχαν απ οδειχτεί σωστές. Μ έχρ ι σ τιμής είχα κα τα λά β ει πως οι δια φ ο ρ ές ανάμεσ α σ τον ά νδρ α που μου είχε π εριγράφ ει η κυρία Τζέιμς και το «γιατρό» μου μέσα στον Υπόγειο ήταν επουσιώδεις. Έ να πανω φ όρι, μια γενειά δα, γ υ α λιά με χρυσό σ κελετό. Ο «γιατρός» είχε εμ φ ά νισ η μεσήλικα, α λλά θ υ μ ό μ ο υ ν πως είχε σκύψει πάνω στο σώ μα σαν νέος
46
Αγκάθα Κρίστι
άνθρωπος. Υπήρχε μια ευλυγισ ία στις κινήσεις το υ σαν να ήταν νεαρός. Το θ ύ μ α του α τυ χή μ α το ς (ο άνθρω πος με τη να φ θ α λίνη όπως τον είχα ονομάσει) και η ξένη γυ να ίκα , η κυρία ντε Κ α σ τί να ή όπως αλλιώ ς τη ν λέγανε επ ρόκειτο να σ υνα ντη θ ο ύν στο Μ ιλ Χάουζ. Έ τσι έβλεπα να τα ιρ ιά ζο υ ν τα πράγματα. Επειδή φ ο β ό ντο υ σ α ν πως τους π α ρ ακο λο υθ ο ύσ α ν ή για κάποιον ά λ λο λόγο, είχαν σ κεφ τεί α υ τή ν τη ν έξυπνη μ έθ οδ ο να π άρουν σ ημείω μα από το μ εσ ιτικό γ ρ α φ είο για να επ ισ κεφ θούν το ίδιο σπίτι. Έ τσι η σ υνάντησ ή τους εκεί θα φ α ιν ό τα ν εντελώ ς τ υ χαία. Πώς ο άνθρωπος με τη να φ θ α λίνη είχε ξαφ νικά α ν τιλ η φ θ εί το «γιατρό» και πώς α υτή η σ υνάντησ η το υ ή ταν εντελώ ς α ν α πάντεχη και τρ ο μ α κτική , α υ τό ή ταν ά λλο ένα γεγονός για το οποίο ήμουν απ όλυτα σ ίγουρη. Τι είχε σ υμβεί στη συνέχεια; Ο για τρ ό ς είχε α φ α ιρέσ ει το μα σκάρεμα και είχε ακολο υ θ ή σ ει τη γυναίκα σ το Μ ά ρ λο ο υ . Ή τ α ν όμως πιθανό να το είχε α φ α ιρ έσει μά λλον β ια σ τικά και γ ι ’ α υ τό είχαν μείνει σ το σαγόνι του ίχνη από τη ν κόλλα που είχε χρησ ιμοπ οιήσ ει. Γι ’ α υ τό και είχα κάνει εκείνη την ερώ τηση σ τη ν κυ ρ ία Τζέιμς. Στο μεταξύ, κάνοντας όλες α υτές τις σκέψεις, είχα φ θάσ ει κιόλας σ την π α λιομ οδίτικη πόρτα του Μ ιλ Χάουζ. Την άνοιξα με το κλειδί και πέρασα μέσα. Το χωλ ή ταν χ α μ η λό και σ κ ο τει νό και όλο το σπίτι μύριζε εγκα τά λειψ η και μούχλα. Έ να ρίγος με διαπ έρασε ά θελά μου. Δεν είχε νιώσει η γυ να ίκα που μπήκε «χαμογελαστή» μέσα σ ’ α υ τό το σπίτι, δεν είχε νιώσει κανένα ρίγος προειδοπ οίησης; Α ναρ ω τιό μο υ ν. Μ ήπω ς το χ αμ όγελο είχε παγώσει σ τα χείλη της κι η κα ρ διά της είχε σ φ ιχτεί από έναν ανώ νυμο τρ ο μ ερ ό κίνδυνο τρ ιγύρ ω ; Ή μήπως είχε α νε βεί τις σκάλες, χαμογελώ ντας α κόμη, χωρίς να έχει σ υναίσθηση του τρ ο μ ερ ο ύ τέλο υς που τη ν π ερίμενε; Η κα ρ διά μου ά ρχισε να χτυπάει γρ η γο ρ ό τερ α . Ή τ α ν σ τ ’ α λήθ εια το σπίτι ά δειο; Μ ήπως ο τρ ό μ ο ς περίμενε κι εμ ένα; Για πρώτη φ ο ρ ά ένιω σα τι σ ήμαιναν λέξεις όπως «ατμόσφαιρα». Υπήρχε μια α τμ ό σ φ α ιρ α σ ’ α υτό το σπίτι, ένας α έρας που μύριζε λες κακία, απειλή, βία. Α π οδιώ χνοντας τα σ υνα ισ θ ή μ α τα που με πίεζαν, ανέβηκα στα γρ ή γο ρ α σ το πάνω πάτω μα. Δε δ υ σ κ ο λ εύ τη κ α κα θό λο υ να βρω το δ ω μ ά τιο της τραγω δίας. Τη μέρα που είχε γίνει η
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
47
ανακά λυψ η του π τώ ματος είχε βρέξει πολύ και τώ ρ α φ α ίν ο ν τα ν κα θα ρά τα σ ημ ά δια που είχαν αφ ήσ ει σ το χω ρίς χα λί πά τω μα ένα σω ρό βαριές μπότες. Α να ρ ω τή θ η κα αν ο δο λοφ όνος είχε αφ ήσ ει κάποια ίχνη τη ν π ροηγούμενη μέρα. Ή τ α ν π ιθα νόν η α σ τυ νο μ ία να είχε κρατήσει το θέμα μ υ σ τικό , α λλά σε τελική σκέψη απ οφ άσ ισ α πως ή ταν μ ά λλο ν απίθανο. Ο καιρός ήταν καλός και ξερός. Δεν υπήρχε τίπ οτα ενδια φ έρ ο ν σχετικά με το δω μά τιο. Ή τα ν ένα δ ω μ ά τιο σχεδόν τετρ ά γω νο με δυο μεγάλα π α ρ ά θ υ ρα, απλούς λευκούς τοίχους, γυ μ νό πάτω μα με ίχνη εκεί που κάποτε σ τα μ α το ύ σ ε το χαλί. Το έψ αξα μ εθ οδ ικά α λλά δεν υ πήρχε ούτε κα ρφ ίτσ α. Η νεαρή τα λ α ν το ύ χ ο ς ντετέκτιβ δεν επ ρόκειτο να βρει κανένα σ το ιχ είο που να έχει περάσει α π α ρ α τή ρ η το από τη ν α σ τυ νο μία. Είχα φ έρει μαζί μου ένα μολύβι κι ένα σ η μ ειω μ α τά ρ ιο . Δεν υπήρχαν και πολλά π ρά γμα τα να σ ημειω θούν, α λλά έκανα ένα απλό σ χεδ ιά γρ α μ μ α το υ δω μα τίο υ έτσι για να μειώσω την α π ογοήτευσ ή μου μετά τη ν απ οτυχία της έρευνας. Καθώς ε το ιμ α ζό μ ο υ ν να ξαναβάλω το μολύβι μέσα σ την τσ ά ντα μου, γλίσ τρ ησ ε από το χέρι και κύλησε μέσα στο δω μάτιο. Το Μ ιλ Χάουζ ήταν α λη θ ινά παλιό σπίτι και τα π ατώ ματα είχαν κιόλας σκεβρώ σει. Το μολύβι κύλησε σ τα θ ερ ά , με α υ ξα νόμενη τα χ ύ τη τα , μέχρι που σ τα μ ά τη σ ε κάτω από ένα από τα π αράθυρα. Στα πλάγια του κάθε π αράθυρου υπήρχε ένα φ α ρ δύ πεζούλι σαν κάθισ μα και κάτω από α υ τό ένα ντουλάπ ι. Το μολύβι μου είχε σ τα θεί σ την πόρτα του ντουλαπ ιού. Το ν το υ λάπι ήτα ν κλεισ τό, α λλά ξαφ νικά σ κέφ τηκα πως αν ή ταν α ν ο ι χτό το μολύβι μου θα είχε κυλήσει μέχρι μέσα. Ά ν ο ιξ α την πόρτα και π ρα γμα τικά κύλησε μέσα για να σ ταθεί σ την πιο μακρινή του γω νία. Το μάζεψα και π αρ ατήρ ησ α πως καθώς το σ ημείο ήταν σ κοτεινό και το σχήμα το υ ντο υ λαπ ιο ύ τέτο ιο δεν ήταν εύ κολο να δει κανείς μέσα, α λλά έπρεπε να ψαχουλέψει με το χέρι. Εκτός από το μολύβι μου το ντουλάπ ι ήταν εντελώ ς ά δειο, α λλά επειδή είμα ι μεθοδική εκ φύσεω ς έψαξα το απέ ναντι ντουλάπ ι κάτω από το ά λλο π αράθυρο. Μ ε την πρώτη μα τιά έμοιαζε να είναι εντελώς άδειο κι αυτό. Ω σ τό σ ο το ψ αχούλεψ α διεξο δικά σε όλες τις γω νίες και η επι μονή μου βρα β εύτηκε ό τα ν ανακά λυψ α ένα είδος χ άρ τινο υ
48
Αγκάθα Κ ρίστι
κ υ λ ίν ό ο υ σ ’ ένα είδος τρύπας στη μέσα άκρη το υ ντουλαπ ιού. Μ ό λ ις το ά γγιξα κα τά λα β α τι ή ταν ακριβώ ς. ' Ενα ρολό με φ ιλμ της Κόντακ. Α υ τό μ ά λισ τα ! Ή τ α ν ένα εύρ η μα ! Σ κέφ τηκα βέβαια πως α υ τό το φ ιλμ μπορεί να ή ταν παλιό και να ανήκε σ το σερ Ευστάθιο Π έντλερ, ένα ρ ο λό που είχε κυλήσει εκεί και δεν το βρήκαν ό τα ν ά δεια σ αν το ντουλάπ ι. Κι όμως δεν το πίστευα. Το κόκκινο χα ρ τί φ α ιν ό τα ν π ρόσφατο. Είχε τη σκόνη που θα είχε μαζέψει αν β ρ ισ κό τα ν εκεί δυο ή τρ εις μέρες — δηλα δή από τη μέρα το υ φ όνου. Α ν είχε μείνει εκεί για πολύ κα ιρό, σ ίγο υρ α θα είχε πάνω του ένα παχύ σ τρ ώ μα σκόνης. Από ποιον είχε πέσει; Από το ν ά νδρ α ή τη γυ να ίκα ; Θ υ μ ή θηκα πως το περιεχόμενο της τσ άντας της έμ οια ζε ανέπαφο. Αν είχε α νοιχτεί στη δ ιά ρ κεια μιας πάλης και το ρολό με το φ ιλμ είχε πέσει έξω, δε θα είχαν πέσει και μερ ικά από τα ψιλά που βρ ίσ κο ντα ν επίσης μέσα σ τη ν τσ ά ν τα ; Ό χ ι, δεν ή ταν από τη γυ να ίκα που είχε πέσει το φ ιλμ. Στη μύτη μου έφ τα σ ε μια παράξενη και ύποπτη μυρω διά. Μ ήπως η μυρω διά της να φ θ α λίνη ς μού γινό τα ν έμ μονη ιδέα; Θα έπ αιρνα όρ κο πως και το ρολό με το φ ιλμ μύριζε κι α υτό να φ θα λίνη. Το έβαλα κάτω από τη μύτη μου. Μ ύ ρ ιζε π ράγματι την έντονη μ υ ρω διά που έχουν τα φ ιλμ , α λλά εκτός απ ’ α υ τή ν μπ ορούσα εύ κολα να ξεχωρίσω τη μυρ ω διά που τόσ ο πολύ αντιπ αθούσα. Σ ύντομα βρήκα τη ν α ιτία . ' Ενα μικρό κομματάκι από ύ φ α σ μ α είχε πιαστεί σ το κεντρ ικό ξύλο το υ ρ ο λό κι α υ τό το κομ μ α τά κι είχε π οτισ τεί από τη μυρ ω διά της να φ θα λίνης. Κάποια σ τιγμ ή το φ ιλμ α υ τό είχε βρεθεί σ τη ν τσέπη το υ α ν θρώπου που είχε σκοτω θεί σ το ν Υπόγειο. Μ ήπω ς είχε πέσει εδώ από τη δική του τσέπη; Δ ύσ κολο. Ο ι κινήσεις το υ δε σ υ μ φ ω νούσ αν μ ’ α υτή ν την εκδοχή. Ό χ ι, ήταν ο ά λλος άνδρας, ο «γιατρός». Είχε πάρει το φ ιλμ ότα ν πήρε και το χα ρ τί. Εκείνος το είχε χάσει εδώ ενώ πάλευε με τη γυναίκα. Είχα λοιπ όν το εύ ρ η μ ά μου! Τώρα θα έδινα το φ ιλμ για εμφ άνισ η και στη σ υνέχεια θα είχα π ερισ σ ότερα σ το ιχεία για να δουλέψω. Πολύ ευ χα ρ ισ τη μ ένη έφ υ γα από το σπίτι, επέστρεψα τα κλειδιά σ την κυ ρία Τζέιμς και γ ύ ρ ισ α όσο πιο γ ρ ή γο ρ α μπο
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
49
ρούσ α σ το σ ταθμ ό. Στην επ ισ τροφ ή για τη ν πόλη, έβγαλα πάλι το χ α ρ τί μου και το μελέτησ α και πάλι με κα θα ρ ό μυαλό. Ξ αφ νικά τα νούμ ερα πήραν μια νέα σ ημασ ία. Κι αν ήτα ν μια η μ ερ ο μ η νία ; 17 1 22. 17 Ια νο υ ά ρ ιο υ 1922. Σ ίγουρα α υ τό θα πρέπει να ήταν. Τι ανόητη που ή μουν να μην το σκεφτώ ν ω ρ ί τερα . Σ ’ α υτή την περίπτωση θα έπρεπε αμέσω ς ν ’ α να κα λύψω τι σ ήμαινε το Κ ιλμόρ ντεν Κασλ γ ια τί σ ή μερ α είχαμε α κ ρ ι βώς 14 του μηνός. Τρεις μέρες. Ελάχιστος χρόνος — σχεδόν χω ρίς κα μία ελπ ίδα α φ ού δεν είχα ιδέα πού να ψάξω! Ή τ α ν πολύ α ργά για να δώσω το φ ιλμ για εμ φ ά νισ η σ ή μ ε ρα. Έπρεπε να βιαστώ για το Κένσινγκτον γ ια τί αλλιώ ς θ ’ α ρ γούσ α για το δείπνο. Σκέφ τηκα πως ίσως ή ταν εύ κο λο να πιστοποιήσω αν μερικά από τα σ υμπ ερ ά σ μ ατά μου ή ταν σω στά. Ρώτησα τον κ. Φ λέμινγκ αν υπήρχε φ ω το γρ α φ ική μηχανή α νάμεσ α σ τα π ρά γμα τα το υ νεκρού. Ή ξ ε ρ α πως είχε εν δ ια φ ερ θεί για την υπόθεση και ήξερε α ρκετές λεπ τομέρειες. Π ρος μεγάλη μου έκπληξη κι ενόχληση η απάντηση ήταν α ρ νητική. Ό λ α τα π ρά γμα τα του Κ άρτον τα είχαν ψάξει με σ χ ο λα σ τικό τη τα με την ελπ ίδα να σ χη μ α τίσ ο υν μια γνώ μη για την π νευμα τική του κα τάσ τα ση. Ή τ α ν σ ίγουρος πως δεν είχε βρεθεί κανενός είδους φ ω το γρ α φ ική μηχανή. Α υ τό π ρα γμα τικά ερ χό ταν σε α ντίθεσ η με τη θεω ρία μου. Αν δεν είχε φ ω το γρ α φ ική μηχανή, τό τε γ ια τί κρ α το ύσ ε ένα ρ ολό με φ ιλμ ; Την επομένη το πρωί ξεκίνησα νω ρίς για να δώσω για εμ φ άνισ η το π ολύτιμο φ ιλμ μου. Είχα τόση ν ευ ρ ικ ό τη τα που περπάτησα όλο το δ ρ ό μ ο για τη Ρήτζεντ σ τρ η τ μέχρι την α ν τιπροσω πεία της Κόντακ. Έ δω σα το φ ιλμ μου και ζήτησα ένα α ν τίγ ρ α φ ο από την κάθε μια. Ο υπ άλληλος τελείω σ ε τη ν τα ξ ι νόμησ η ενός σω ρού από φ ιλμ που ήταν π ακεταρισ μένα μέσα σε κίτρ ινο υ ς τενεκεδένιο υ ς κυ λίνδρ ο υ ς για τους τροπ ικούς και μετά πήρε το ρ ολό μου. Μ ε κοίταξε. — Νομίζω πως κάνατε κάποιο λάθος, είπε χαμογελώ ντας. — Ό χ ι, όχι, είπα. Είμαι σ ίγουρη πως όχι. — Μ ο υ δίνετε λάθος ρολό. Α υ τό εδώ δεν έχει χρ η σ ιμο π ο ι ηθεί. Βγήκα σ το δ ρ ό μ ο με όση αξιοπρέπ εια μπ ορούσα να περί-
50
Αγκάθα Κ ρίσ η
σώσω. Σ κέφ τομα ι πως είναι καλό για το ν καθένα ν ’ α ν τιλ α μ βά νετα ι πού και πού πόσο η λίθιος μπ ορεί να είναι. Ω σ τό σ ο σε κανέναν δεν αρέσει η δια δ ικα σ ία ! Και τό τε, ακριβώ ς καθώς περνούσα μπ ροστά από τα γ ρ α φ εία ενός μεγάλου εφ οπ λισ τικού γρ α φ είο υ , κοκάλω σα στη θ έ ση μου. Στη β ιτρ ίνα υπήρχε ένα ό μ ο ρ φ ο μ οντέλο ενός από τα πλοία της ετα ιρ ία ς το όνομα το υ οποίου ή ταν «Κένιλγορθ». Μ ια τρ ελή ιδέα μου ’ χε περάσει α π ’ το μυαλό. Έσπρωξα τη ν πόρτα και μπήκα μέσα. Π ροχώ ρησα σ το γκισέ και κομπ ιάζον τας (α ληθινά α υτή τη φ ορά) ψ έλλισ α: Κ ιλμό ρ ντεν Κασλ; — Στις 17 από το Σαουθάμπ τον. Κέιπ Τάουν; Π ρώ τη ή δ εύ τερη θέση; — Π όσο κάνει; — Π ρώ τη θέση ο γδό ντα επτά λίρες... Τον διέκοψ α. Η σύμπτω ση ή ταν πολύ μεγάλη για να τη ν αντέξω. Α κριβώ ς το ποσό της κλη ρ ο νο μ ιά ς μου! Θα τα έπαιζα όλα για όλα! — Π ρώ τη θέση, είπα. Τώρα είχα μπλέξει ο ρ ισ τικ ά και α μ ετά κ λ η τα σ την περιπέ τεια.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 8 (Αποσπάσματα από το η μ ερ ο λό γιο του σερ Ευστάθιου Π έντλερ, Βουλευτή) Είναι α π ίσ τευτο το γεγονός ό τι ποτέ δεν μπορώ να βρω μια σ τιγμή ησυχίας. Είμαι άνθρωπος που το υ αρέσει η ήσυχη ζωή. Μ ο υ αρέσει η λέσχη μου, το μπριτζ, ένα κα λομ α γειρ εμ ένο γεύμα , ένα καλό κρασί. Μ ο υ αρέσει η Α γγλία το κα λοκα ίρ ι και η Ριβιέρα το χειμώνα. Δεν έχω καμιά επ ιθυμία να παίρνω μέρος σε σ υγκλο νισ τικά γεγονότα. Μ ερ ικές φ ο ρ ές μ ά λισ τα μπ ροστά σε μια ω ραία φ ω τιά , δεν έχω καμιά α ν τίρ ρ η σ η να τα διαβάζω σ την εφ η μ ερ ίδ α . Α λλά α υ τό είναι και το σ ημείο μέχρι το οποίο δ ια τίθ εμ α ι να προχωρήσω. Ο στόχος μου στη ζωή είναι να την κάνω όσο γίνετα ι πιο άνετη. Και για το σκοπό α υ τό έχω α φ ιε ρώσει πολλές σκέψεις κι ένα σ η μ α ντικό χ ρ η μ α τικ ό ποσό. Ω σ τόσ ο δεν μπορώ να πω πως το ν επ ιτυγχάνω πάντα. Αν δεν σ υμ β α ίνο υ ν π ρά γμα τα απευθείας σε μένα, σ υμ β α ίνο υν τρ ιγ ύ ρω μου και συχνά, παρά τη θέλησή μου, είμ α ι υποχρεω μένος να μπλεχτώ. Κι α υ τό ακριβώ ς είναι που απεχθάνομαι. Ό λ α α υ τά τα λέω επειδή σ ή μερ α το πρωί ο Γκάι Π άτζετ μπήκε σ την κρ εβ α το κά μ α ρ ά μου μ ’ ένα τη λ εγ ρ ά φ η μ α στο χέρι και μ ο ύ τρ α κρεμασ μένα μέχρι το πάτωμα. Ο Γκάι Π άτζετ είναι ο γρ α μ μ α τέα ς μου, ένας τύπος με με γά λο ζήλο, τρ ο μ ερ ά ερ γα τικό ς και φ ιλόπ ονος, α ξιο θ α ύ μ α σ το ς απ ’ όλες τις απόψεις. Δε γνω ρίζω κανέναν άνθρω π ο που να με τα ρ ά ζει όσο αυτός. Για ένα μεγάλο χ ρ ο νικό δ ιά σ τη μ α έσ τιβ α το μ υ α λό μου ψ άχνοντας τρόπ ους για να το ν ξεφορτω θώ . Δεν μπορείς όμως να διώξεις ένα γ ρ α μ μ α τέα γ ια τί π ρ οτιμά ει να δου λεύει α ντί να χαζεύει, του αρέσει να ξυπνάει νω ρίς το πρωί και δεν έχει απολύτω ς κανένα βίτσ ιο. Το μόνο δια σ κεδα σ τικό σ ημείο πάνω του είναι το πρόσωπό του. Έχει το πρόσωπο ενός δ η λ η τη ρ ια σ τή του δέκα το υ τέ τα ρ το υ αιώ να — το είδος του ανθρώ π ου που οι Βοργίες θα χρ η σ ιμο π ο ιο ύσ αν για να εκτελέσ ει τα εγκλή μ α τά τους. Δε θα με πείραζε αν ο Π άτζετ δε με ανάγκαζε να δουλεύω τόσ ο πολύ. Η α ντίλη ψ ή μου για τη δο υ λειά είναι πως είναι κάτι
52
Αγκάθα Κ ρίστι
που θα έπρεπε να το παίρνει κανείς ελα φ ρ ά κι α μ έρ ιμ να — επ ιπ όλαια θα έλεγα: Α μφ ιβ ά λλω αν ο Π άτζετ έχει πάρει ποτέ κάτι στη ζωή του επιπόλαια. Ό λ α τα παίρνει στα σοβαρά. Α υ τό είναι που κάνει τη ζωή δύσκολη κοντά του. Την π ερασμένη βδο μά δα είχα τη ν εκπ ληκτική ιδέα να τον στείλω στη Φ λω ρεντία. Μ ιλο ύ σ ε για τη Φ λω ρεντία και για το πόσο πολύ ήθελε να πάει. — Α γαπ ητέ μου, φώ ναξα τό τε, θα πας α ύριο. Σου πληρώνω όλα τα έξοδα. Ο Ια νουά ρ ιος δεν είναι ο κ α τα λ λ η λ ό τερ ο ς μήνας για να επ ισκεφ θεί κανείς τη Φ λω ρ εντία, α λλά δεν είχε κα μιά σ ημασ ία για τον Π άτζετ. Μ π ορούσ α να τον φ α ντα σ τώ να π εριφ έρεται, μ ’ έναν οδηγό σ το χέρι, να επ ισκέπ τεται με θ ρ η σ κευ τική α κ ρ ί βεια όλες τις πινακοθήκες. Και μιας εβδομ άδα ς ελευ θ ερ ία ήταν ένα δώ ρο για τον εα υτό μου σε πολύ καλή τιμή. Ή τ α ν μια υπέροχη βδομάδα. Είχα κάνει ό,τι ήθελα και τ ί ποτα α π ’ όσα δεν ήθελα να κάνω. Ό τ α ν όμω ς ά νοιξα τα μά τια μου κι α ντίκρ ισ α το ν Π άτζετ να σ τέκεται μπ ροστά μου στο πρωινό φως της απάνθρω πης 9ης πρωινής, σ υ νειδ η το π ο ί ησα πως η ελευ θ ερ ία μου είχε τελειώ σει. — Α γαπ ητέ μου, ρώ τησ α, έχει κιόλας γίνει η κηδεία ή είναι για α ρ γό τερ α το πρωί; Ο Π άτζετ δεν εκτιμ ά το λεπτό χιο ύμο ρ . Απλά με κοίταζε. — Ώ σ τ ε το ξέρετε, σερ Ευστάθιε; — Τι να ξέρω; μ ού γκρ ισ α θυμω μένα. Από τη ν έκφ ραση του προσώπου σου συμπ εραίνω πως κάποιος από τους πιο κ ο ν τι νούς και πιο αγαπ ημένους σου συγγενείς π ρόκειται να θ α φ τεί σ ήμερα το πρωί. Ο Π άτζετ αγνόησε τη ν ειρ ω νία μου όσο γινόταν. — Κ α τά λα β α πως δε θα γνω ρίζατε γι ’ α υτό . (Κούνησε το τηλεγρ ά φ ημ α ). Ξέρω πως δε σας αρέσει να ξυπ νάτε νω ρίς το πρωί — α λλά είναι εννιά η ώρα — ο Π άτζετ έχει μια μα νία να θεωρεί πως εννιά η ώρα είναι σχεδόν μεσ η μέρ ι— και σ κέφ τηκα πως μ ’ αυτές τις συνθήκες.. Ξ ανα κούνησ ε το τη λεγρ ά φ η μ α . — Τι είναι α υ τό το π ράγμα; ρώ τησα. — Είναι ένα τη λεγρ ά φ η μ α από τη ν α σ τυ ν ο μ ία του Μ ά ρ λ ο ου. Μ ια γυ να ίκα δολο φ ο νή θ η κε σ το σπίτι σας.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
53
Α υ τό με ξύπνησε στ ’ α λήθεια . Τι τρ ο μ ερ ό θράσος, φώ ναξα. Γιατί στο σπίτι μου; Π οιος τη δο λο φ ό νη σ ε; — Α υ τό δεν το λένε. Φ α ντά ζο μ α ι πως θα γ υ ρ ίσ ο υ μ ε α μ έ σως σ τη ν Α γγλία, σερ Ευστάθιε; — Δε χρειά ζετα ι να φ α ντά ζεσ αι τίπ οτα τέτο ιο . Γιατί θα έ πρεπε να γυρίσ ω σ την Α γγλία; — Η ασ τυνομία... — Μ α τι σ την ευχή έχω εγώ να κάνω με τη ν α σ τυ ν ο μ ία ; — Μ α ήταν στο σπίτι σας. — Α υ τό μου φ α ίνετα ι π ερισ σ ότερο σαν α δ ικ ία παρά σαν λά θος μου. — Θ α έχει μά λλον δυσ ά ρ εσ τες επιπτώσεις σ τους ψ η φ ο φ ό ρους, π α ρατήρησε πένθιμα. Δε βλέπω για τί θα έπρεπε να έχει — κι όμω ς έχω ένα α ίσ θ η μα πως σε τέ το ια θ έμ α τα το ένσ τικτο του Π άτζετ δεν πέφτει έξω. Στην π ρ α γμ α τικό τη τα , ένας β ο υ λευτή ς δε θα είναι λ ιγ ό τε ρο α π οτελεσ μ ατικός επειδή μια άγνω στη γυ να ίκα έρχεται και δ ο λ ο φ ο ν είτα ι σ ’ ένα ά δ ειο σπίτι που το υ ανήκει — α λλά δεν γνω ρίζουμε ποτέ πώς αντιμετω π ίζει π α ρόμοια θ έμ α τα το αξιοσ έβα στο α γγλικό κοινό. — Είναι ξένη επίσης κι α υ τό κάνει τα π ρά γμα τα χειρ ό τερ α , συνέχισε ο Π ά τζετ ακόμ α πιο πένθιμα. Και πάλι κα τά λα β α πως ο Π άτζετ είχε δίκιο. Είναι δυ σ φ ή μ ιση να δ ο λο φ ο νη θ εί μια γυ να ίκα σ το σπίτι σου, α λλά είναι πολύ χειρ ό τερ ο αν π ρόκειται για μια ξένη. Μ ια άλλη ιδέα μου πέρασε από το μυαλό. — Π ρος Θ εού, φ ώ ναξα, ελπίζω να μην τα ρ ά ξο υ ν όλα α υτά την Κ αρολάιν. Η Κ α ρολά ιν είναι η γυ να ίκα που μου μα γειρεύει. Συμπτωμ α τικά είναι σύζυγος του κηπ ουρού μου. Τι είδο υς σύζυγος είναι δεν ξέρω, α λλά είναι εξαιρ ετική μαγείρισσα. Από τη ν άλλη πλευρά, ο Τζέιμς, δεν είναι καλός κηπουρός, α λλά το ν ενίσχυα στο να μην κάνει τίπ οτα και γι ’ α υ τό το υ έδω σα το θ υρ ω ρ είο για να μένει εκεί α π οκλεισ τικά χάρη στις μαγειρικές ικανότητες της Κ αρολάιν. — Δε νομίζω πως θα θέλει να μείνει μετά α π ’ α υτό , είπε ο Π άτζετ. — Π άντα ήσουν αισ ιό δο ξο ς άνθρωπος, είπα με κακία.
54
Αγκάθα Κ ρίστι
Φ α ντά ζο μ α ι πως πρέπει λοιπόν να γυρίσω σ την Α γγλία. Ο Π ά τζετ πιστεύει πως πρέπει να το κάνω. Κι έχω και τη ν Κ α ρ ο λά ιν που πρέπει να την ηρεμήσω . Τρεις μέρες α ργότερα . Μ ο υ είναι α δ ια ν ό η το γ ια τί όποιος μπ ορεί να φ ύγει από τη ν Α γγλία το χειμώ να δεν το κάνει! Το κλίμα είναι ανυπ όφ ορο. Κι όλη α υ τή η τα ρ α χή είναι πολύ ενοχλητική. Ο ι μεσίτες λένε πως το Μ ιλ Χάουζ μετά από όλη α υτή τη «διαφήμιση» δε θα ν ο ικ ι ασ τεί πολύ εύκολα. Η Κ αρολάιν ηρέμησε και δέχτηκε να μείνει με διπ λό μισθό. Γ ι’ α υ τό και μόνο θα μπ ορούσ αμε να της τη λεγρ α φ ή σ ο υ μ ε από τις Κάννες. Στην π ρ α γμ α τικό τη τα , όπως το έλεγα από την αρχή, ο ερχομός μου δε βοήθησ ε σε τίπ οτα απολύτως. Θα γυρίσ ω πίσω α ύριο. Μ ια μέρα α ργότερα . Π ολλά πολύ παράξενα γεγο νό τα συνέβησαν. Και πρώτα πρώτα, σ υνά ντησ α τον Α ύγο υ σ το Μ ιλ ρ έη , το τελ ειό τερ ο υπό δειγμα γερ ο -τρ ά γο υ που η π αρούσα κυβέρνηση έχει παραγάγει. Ο τρόπ ος του α νάδιδε διπ λω ματική μ υ σ τικ ό τη τα καθώς με τρά βηξε σε μια ήσυχη γω νία μέσα στη λέσχη. Μ ίλ η σ ε α ρ κετή ώρα. Για τη Ν ότιο Α φ ρ ική και τη β ιομηχανική κα τάσ ταση εκεί. Για τις αυξανόμενες δια δόσ εις απεργίας. Για τις κρυφές α ιτίες που π ροκαλούσ αν α υτή τη ν απεργία. Τον ά κου γα με όση υπομονή διέθετα . Τελικά η φω νή το υ έγινε ένας ψ ίθυρος για να μου εξηγήσει πως κάποια έγγρ α φ α είχαν έρθει σ το φως και πως έπρεπε να σ τα λο ύ ν σ τα χέρια του σ τρ α τη γ ο ύ Σματς. — Δεν α μ φ ιβ ά λλω πως έχεις απ όλυτο δίκιο , είπα πνίγοντας ένα χα σ μ ου ρητό. — Α λλά πώς θα του τα σ τείλ ο υ μ ε; Η θέση μας σ ’ α υ τό το θέμα είναι λεπτή — πολύ λεπτή. — Και τι έχει το τα χ υ δ ρ ο μ είο ; ρώ τησ α με α θ ω ό τη τα . Βάλε ένα γρ α μ μ α τό σ η μ ο και ρ ίξτα σ το π λησ ιέσ τερο κουτί. Έ δειξε κερα υνόπ ληκτος με τη ν υπόδειξή μου. — Αγαπ ητέ μου Π έντλερ! Μ ε το απλό τα χ υ δ ρ ο μ είο ! Για μένα ήταν πάντα ένα μυ σ τή ρ ιο το γ ια τί οι κυβερνήσεις χρησ ιμοπ οιούσ αν τους α γγελιο φ ό ρ ο υ ς το υ β α σ ιλιά και τ ρ α βούσαν τόσ ο την προσοχή ό τα ν π ρόκειτο να μ ετα φ έρ ο υ ν εμ-
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
55
π ισ τευτικά έγγραφ α. — Αν δε σου αρέσει το τα χ υ δ ρ ο μ είο , σ τείλε έναν από τους νεα ρούς σου του Φ όρεϊν Ό φ ις . Θ α το υ αρέσει πολύ το τα ξίδι. — Α δ ύ να το ν, είπε ο Μ ιλ ρ έη κουνώ ντας το κεφάλι με γε ρ ο ντικό τρόπ ο. Υπάρχουν λόγοι, αγαπ ητέ μου Π έντλερ — σε διαβεβ αιώ υπάρχουν λόγοι. — Λοιπ όν, είπα και σηκώ θηκα, όλα α υ τά είναι πολύ εν δ ια φ έρ ο ντα , α λλά πρέπει να φεύγω... — Μ ια σ τιγμ ή, αγαπητέ μου Π έντλερ , μια σ τιγμ ή , σε π αρα καλώ. Τώρα για πες μου, εμ π ισ τευτικά, δεν είναι α λ ή θ εια πως έχεις σκοπό να επ ισκεφ θείς κι εσύ τη ν Ν ό τιο Α φ ρ ική σ ύντο μ α ; Έ χεις πολλά σ υ μ φ έρ ο ν τα στη Ροδεσία, το ξέρω, και αν η Ρο δεσ ία π ρόκειτα ι να προσχω ρήσει σ την Ένω ση είναι ένα θέμα που έχει για σένα ζωτική σ ημασ ία. — Ναι, βέβα ια , είχα σ κεφ τεί να πάω σ ’ ένα μήνα. — Μ ήπω ς θα μπ ορούσες να το οργανώ σ εις για νω ρ ίτερ α ; Α υ τό το μήνα; Στην π ρ α γμ α τικό τη τα α υτή τη βδομάδα. — Θα μπ ορούσα, είπα κο ιτάζο ντάς το ν με κάποιο εν δ ια φ έ ρον. Α λλά δεν ξέρω αν σ τ ’ α λ ή θ εια το θέλω. — Θ α έκανες μεγάλη εξυπ ηρέτηση στην κυβέρνηση — πολύ μεγάλη εξυπ ηρέτηση. Και δε θα είναι... εεε... αγνώμονες. — Α υτό σ ημαίνει πως θέλεις να κάνω το ν τα χ υ δ ρ ό μ ο ; — Ακριβώ ς. Η θέση σου είναι ανεπίσημη και το τα ξίδι σου είναι αξιόπ ιστο. Ό λ α θα μπ ορούσ αν να γίνουν απ όλυτα ικ α νοπ οιητικά. — Λοιπόν, είπα αργά. Δε με πειράζει να το κάνω. Το μόνο π ράγμα που βιάζομαι να κάνω εξάλλου είναι να φύγω από τη ν Α γγλία όσο γίνετα ι πιο γρήγορα . — Θ α βρεις το κλίμα της Α φ ρ ική ς εξα ιρ ετικό , θ αυ μά σ ιο . — Α γαπ ητέ μου, γνωρίζω καλά το κλίμα τη ς Α φρικής. Ή μουν εκεί λίγο πριν από το ν πόλεμο. — Σ τ ’ α λήθ εια σου είμα ι υπόχρεος, Π έντλερ. Θα σου σ τείλω το πακέτο μ ’ έναν α γγελιο φ ό ρ ο . Θα πρέπει να το παραδώ σεις στα χέρια του ίδιου το υ σ τρ α τη γ ο ύ Σματς, με κατάλαβες; Το Κ ιλμ όρντεν Κασλ αναχω ρεί το Σ άββατο — είναι ένα πολύ καλό πλοίο. Τον σ υνοδέυσ α για λίγο α κόμ α και πριν χω ρισ τούμε πήρε τα χέρια μου στα δικά το υ και μ ’ ευχαρίσ τησ ε και πάλι θερμά.
56
Αγκάθα Κ ρίσ η
Γύρισα σ το σπίτι με τα πόδια α ναλο γιζό μενο ς το υ ς παράξε νους δ ρ ό μ ο υ ς της κυβερνητικής πολιτικής. Η ταν το επόμενο βράδυ ό τα ν ο Τζάρβις, ο μπ άτλερ μου, με π ληροφ όρησ ε πως ένας κύριος ήθελε να με δει για προσω πικό θέμα α λλά δεν ήθελε να δώσει το όνομά του. Έχω ένα τρ ο μ ερ ό φ όβο για τους κράχτες τω ν α σ φ α λισ τικώ ν ετα ιρ ιώ ν κι έτσι είπα σ τον Τζάρβις πως δεν μπ ορούσα να το ν δω. Δ υ σ τυ χώς ο Γκάι Π άτζετ, που για μια φ ο ρ ά θα μπορούσε να φ ανεί χρήσ ιμος, είχε πέσει στο κρεβάτι με μια κρίση χολής. Ό λ ο ι α υ το ί οι φ ιλόπ ονοι, δ ο υ λευτα ρ ά δες νεα ρ ο ί με τα ευ α ίσ θ η τα σ το μ ά χια κινδυνεύ ουν πάντα να πάθουν κρίσεις χολής. Ο Τζέρβις επέστρεψε: Ο κύριος μου ζήτησε να σας πω, σερ Ευστάθιε, πως έρχεται εκ μέρους το υ κ. Μ ιλρ έη . Α υ τό ά λλαζε την υφή τω ν πραγμάτω ν. Μ ερ ικ ά λεπτά α ρ γό τερ α α ντιμετώ π ιζα τον επισκέπτη μου στη β ιβ λιοθήκη. Ή τα ν ένας κα λοφ τια γμ ένο ς νεαρός με η λιο καμένο πρόσωπο. Μ ια ουλή διέσχιζε διαγώ νια το μ ά γο υλό του από τη ν άκρη του μ α τιο ύ μέχρι το σαγόνι π αρ αμ ορ φ ώ νοντα ς ένα πρόσωπο που θα μπ ορούσε να είναι ό μ ο ρ φ ο , αν και είχε μια π αράτολμη έκφ ραση. — Λοιπ όν, ρώ τησ α, για ποιο θέμα π ρόκειται; — Ο κ. Μ ιλ ρ έη με στέλνει για σας, σερ Ευστάθιε. Π ρ ό κειται να σας συνοδέψω στη Ν ό τια Α φ ρ ική σαν γρ α μ μ α τέα ς σας. — Α γαπ ητέ μου, είπα, έχω ήδη ένα γρ α μ μ α τέα . Δε θέλω κι άλλον. — Νομίζω πως θέλετε, σερ Ευστάθιε. Πού βρίσ κεται ο γρ α μ μ α τέα ς σας τώ ρα; — Είναι σ το κρεβάτι με κρίση χολής, το υ εξήγησα. — Είστε σ ίγου ρος πως π ρόκειται μόνο για κρίση χολής; — Μ α φ υσ ικά. Τις παθαίνει συχνά. Ο επισκέπτης μου χαμογέλασε. — Μ π ορεί να μην είναι μόνο κρίση χολής. Ο χρόνος θα το δείξει. Α λλά μπορώ να σας πως το εξής, σερ Ευστάθιε, ο κ. Μ ιλ ρ έη δε θα ξαφ νια ζό ταν αν είχε γίνει κάποια απόπειρα για να βγάλουν από τη μέση το γ ρ α μ μ α τέα σας. Ω , δε χρ ειά ζετα ι να φ οβόσ ασ τε για σας (φ α ντάζομαι πως ένας σ τιγμ ια ίο ς φόβος θα δ ια γρ ά φ η κε σ το πρόσωπό μου) δεν βρίσκεστε σε κίνδυνο. Αν α π ομα κρυνθεί ο γ ρ α μ μ α τέα ς σας, τό τε θα είναι πιο εύ κο λο
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
57
να σας πλησιάσει κανείς. Πάντω ς ο κ. Μ ιλ ρ έη επ ιθυμεί να σας συνοδεύσω . Η δαπάνη του τα ξιδ ιο ύ α φ ο ρ ά εμάς φ υσ ικά, α λλά θα πρέπει να α ναλά βετε τις α π α ρ α ίτη τες δια δ ικα σ ίες για το δ ια β α τή ρ ιο , σαν να έχετε απ οφ ασίσει πως χρ ειάζεσ τε τις υπη ρεσίες ενός δεύ τερ ου γρ α μματέα. Έ δειχνε πολύ απ οφ ασ ισ τικός ο νεαρός. Κ ο ιτα χτή κα μ ε στα μά τια για λίγη ώρα και τελικά το βλέμμα το υ νίκησε το δικό μου. — Π ολύ καλά, είπα αδύναμα. — Δε θα πείτε τίπ οτα σε κανέναν για το ό τι π ρόκειται να σας συνοδεύσω . — Π ολύ καλά, είπα ξανά. Στο κάτω -κάτω ίσως να ή ταν κα λ ύ τερ α να έχω α υ τό ν το ν τύπο μαζί μου, α λλά είχα ένα π ροα ίσ θημα πως β ο υ το ύσ α σε σ κοτεινά νερά. Ό π ω ς ό τα ν σ κεφ τό μ ο υ ν πως είχα βρει την ηρεμ ία μου! Σ τα μ ά τησ α το ν επισκέπτη μου καθώς ετο ιμ α ζό τα ν να φ ύ γει. — Ίσ ω ς να ήταν χρ ή σ ιμο να μάθω το όνομα το υ κ α ιν ο ύ ριου μου γ ρ α μ μ α τέα , π α ρ ατή ρ η σ α με σαρκασ μό. Μ ε κοίταξε π ροσεκτικά για μερικά δευτερόλεπ τα . Χάρρυ Ρέημπορν μου φ α ίνετα ι ένα πολύ κα τά λλη λο όνομα, είπε τελικά. ' Η ταν πολύ παράξενος τρόπ ος έκφρασης. — Πολύ καλά, είπα για τρ ίτη φ ορά.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 9 (Συνέχεια από τη διήγηση της Ανν) Είναι πολύ π ροσ βλητικό για τη ν ηρω ίδα να υποφέρει από να υ τία . Στα β ιβλία όσο π ερισ σ ότερο κουνάει το πλοίο, τόσ ο πιο πολύ εκείνη το απ ολαμβάνει. Ό τ α ν όλοι οι ά λλοι είναι ά ρ ρ ω σ τοι, εκείνη μόνο βρ ίσ κεται σ το κα τάσ τρ ω μα , α ψ ηφ ώ ν τα ς τα σ τοιχεία της φύσης και γλεντώ ντας τη ν κα ταιγίδα . Ν τρ έ πομαι που το λέω, α λλά με το πρώτο κύμα που βρήκε το Κ ιλμόρντεν, εγώ χλώ μιασ α και κατέβηκα β ιασ τικά κάτω. Μ ε υποδέχτηκε μια σ υμπ αθητική καμαρότος. Μ ο υ π ρότεινε φ ρ υ γανιές και τσ ιτσ ιμπ ύρα . Έ μ εινα βογγώ ντας σ την καμπίνα μου για τρ εις μέρες. Η έρευνά μου είχε ξεχαστεί. Δεν είχα πια κανένα εν δ ια φ έρ ο ν να λύσω κανένα μ υ σ τήρ ιο. Ή μ ο υ ν μια εντελώ ς δ ια φ ο ρ ετικ ή Ανν από εκείνην που είχε γυ ρ ίσ ει στη Σάουθ Κένσινγκτον Σ κουέαρ α λα λά ζο ντα ς από χαρά μετά τη ν επίσκεψη στο ν α υ τιλ ια κ ό γρα φ είο. Χαμογελάω τώ ρα καθώ ς θ υμ ά μ α ι τη ν απ ότομη είσ ο δό μου σ το κα θισ τικό. Η κ. Φ λέμινγκ κα θό ταν εκεί μόνη της. Γύρισε το κεφάλι της μόλις μπήκα μέσα. — Εσύ είσ αι Ανν, καλή μου; Έχω κάτι που θέλω να το κουβεντιάσ ω μαζί σου. — Ν αι; καταπ ολεμώ ντας τη ν α νυπ ομονησία μου. — Η μις Έ μ ερυ μας αφ ήνει. (Η μις Έ μ ερυ ήτα ν η γκο υβ ερ νάντα). Καθώς δεν κα τάφ ερ ες α κόμ α να βρεις κά τι, α ν α ρ ω τιέ μαι αν θα σ ’ ενδιέφ ερ ε — θα ήταν πολύ ω ραία να έμενες κοντά μας τελικά... Είχα σ υγκινηθεί. Δε με ήθελε, το ήξερα. Η π ροσ φ ορά της ήταν απλή χρισ τια νική φ ιλανθρω π ία. Έ νιω σα τύψ εις που την είχα κρυφ ά κρίνει σ κληρά. Σηκώ θηκα κι α υ θ ό ρ μ η τα έτρεξα κοντά της και τύ λιξα τα μπ ράτσα μου σ το λ α ιμ ό της. — Είστε ένας άγγελος, είπα. Έ νας άγγελος, ένας άγγελος! Και ποτέ δε θα μπορέσω να σας ευχαρισ τήσ ω α ρ κετά . Α λλά δε χ ρ ειά ζετα ι, φεύγω για τη Ν ό τιο Α φ ρική το Σάββατο. Το ξαφ νικό μου α γκά λια σ μ α είχε ξαφ νιά σ ει τη ν καλή γ υ ν α ί κα. Δεν ήτα ν σ υνηθισ μένη σε απ ότομες κι α π ρ ο γρ α μ μ ά τισ τες
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
59
εκδηλώ σεις σ τοργής. Τα λό για μου τη ν ξάφ νια σ αν ακόμ α πε ρισ σ ότερο. — Στη Ν ό τιο Α μ ερική ; Α γαπ ητή μου Ανν. Α υ τό θα πρέπει να το εξετάσ ουμε πολύ προσεκτικά. Α υ τό ήταν το τελ ευ τα ίο πράγμα που επ ιθυμούσ α. Της εξή γησα πως είχα ήδη α γορ άσ ει το εισ ιτή ρ ιό μου και πως μόλις θα έφ τα να εκεί με περίμενε μια θέση τρ α π εζοκόμου. Ή τ α ν το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο μ υ α λό εκείνη τη σ τιγμή. Υ πήρχε, της είπα, μεγάλη ζήτηση τραπ εζοκόμω ν στη Ν ό τιο Α φ ρική. Τη διαβεβ αίω σ α πως ήμουν απ όλυτα ικανή να φ ρ ο ν τί σω τον εα υ τό μου και τελικά , καθώς αποσπάστηκε από την α γκα λιά μου μ ’ έναν α να σ τενα γμ ό α νακο ύφ ισ η ς, δέχτηκε τα σ χέδιά μου χω ρίς άλλες ερω τήσεις. Στον α π ο χα ιρ ετισ μ ό γ λ ί σ τρησ ε ένα φ άκελο στη χ ο ύ φ τα μου. Μ έσ α βρήκα ένα κολαρ ισ τό χ α ρ το νό μ ισ μ α τω ν πέντε λιρ ώ ν κι ένα σ ημείω μα με τα λόγια : «Ελπίζω να μη σε προσβάλλω και να το δεχτείς με την αγάπη μου». Ή τ α ν μια πολύ καλή κι ευγενική γυ ναίκα. Δε θα μπ ορούσα να συνεχίσω να ζω σ το ίδιο σπίτι μαζί της, α λλά α ναγνώ ριζα την εσ ω τερική τη ς αξία. Εδώ β ρ ισ κό μ ο υν λοιπ όν τώ ρ α , με είκοσι πέντε λίρες σ την τσέπη μου, αντιμέτω π η με το ν κόσμο και συνεχίζοντας τη ν περιπ έτειά μου. Τελικά τη ν τέτα ρ τη μέρα το υ τα ξιδ ιο ύ η κα μαρ ό το ς κα τάφερε να με πείσει ν ’ ανεβώ στο κα τάσ τρω μα. Έ χοντας τη ν εντύπωση πως θα πέθαινα πιο γρ ή γο ρ α κάτω , είχα σ ταθ ερ ά α ρ νη θεί να εγκα τα λείψ ω τη ν κουκέτα μου. Τώρα η κα μαρ ό το ς προσπ αθούσε να με δελεάσει με τη ν άφιξή μας στη Μ α δ έρ α . Η ελπ ίδα α να σ τήθηκε σ την καρδιά μου. Θα μπ ορούσα να εγκαταλείψ ω το πλοίο εκεί και να γίνω τραπ εζοκόμος. Ο τ ιδ ή ποτε α ρκεί να π ατούσα σε ξηρά. Κ ουκουλω μένη με παλτά και σ άλια και με τρ εμ ά μ ενα γ ό να τα α φ έθ ηκα να με σ ύρο υ ν και να με το π οθετήσ ουν σαν άψυχη μάζα σε μια σ αιζ-λονγκ σ το κα τάσ τρω μα . Έ μ εινα εκεί με κλει στά μ ά τια μισώ ντας τη ζωή μου. Ο λο γισ τή ς του π λοίου, ένας ξανθός νεαρός με π αιδικό σ τρ ο γγυ λό πρόσωπο, ήρθε και κά θισε πλάι μου. — Γεια σου! Ν ιώ θεις απ έραντη λύπη για το ν εα υτό σου ε; — Ν αι, του απ άντησα μισώ ντας το ν κι αυτόν.
60
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Α, δε θ ’ αναγνω ρίζεις τον εα υτό σου για ά λλη μία μέρα ίσως και δυο. Είχαμε πολύ άσχημο κα ιρ ό σ τον Κόλπο, α λλά έρχεται καλοσ ύνη τώ ρα. Α ύρ ιο θα σε πάω να παίξουμε κ ρ ί κους. Δεν του απάντησα. — Δε νομίζεις πως δε θα σ υνέλθεις ποτέ, ε; Έχω όμως δει ανθρώ π ους σε χειρ ότερ η κα τάσ ταση από τη δική σου και δυο μέρες α ρ γό τερ α ήταν μια χαρά πάνω στο πλοίο. Το ίδιο θα είσαι κι εσύ. Δεν είχα τη ν α π α ρ α ίτη τη δύναμη για να του πω πως ήταν τρ ο μ ερ ό ς ψεύτης. Π ροσπ άθησα να του το δείξω με το βλέμμα. Κ ουβέντιασ ε για λίγο ακόμ α και τελικά ευτυχώ ς έφυγε. Κόσμος περνούσε και ξαναπ ερνούσε, β ια σ τικά ζευγά ρ ια «τρέχοντας», παιδάκια χοροπηδώ ντας, νεα ρ ο ί γελώ ντας. Υπήρχαν και μ ερ ι κοί άλλοι που, χλω μοί και ξαπλωμένοι σαν κι εμένα σε σ αιζ λόνγκ, υπ έφ εραν σιωπηλά. Ο αέρας ήταν ευχάρισ τος, δροσ ερός όχι πολύ κρύος και ο ήλιος έλαμπε ζωηρά. Χωρίς να το θέλω άρχισ α να νιώθω λίγο κα λύτερ α . Ά ρ χ ισ α να παρατηρώ τον κόσμο. Την προσοχή μου τρά βηξε ιδ ια ίτερ α μια γυ ναίκα. Ή τ α ν γύρω σ τα τρ ιά ν τα , μ έτρ ιο υ ύψους, με πολύ ξανθά μ α λλιά , με σ τρ ο γγυλό πρόσω πο και λα κκά κια στα μά γουλα και πολύ γα λάζια μάτια. Τα ρούχα της αν και πολύ απλά, είχαν χω ρίς α μ φ ιβ ο λία έναν αέρα που φώναζε από πολύ μα κρ ιά πως ερ χό ταν από το Π αρίσι. Επίσης μ ’ έναν τρόπ ο πολύ ευ χ ά ρ ισ το α λλά σ ίγο υ ρ ο για τον εα υτό της έδειχνε πως το πλοίο της ανήκε! Ο ι κα μ α ρ ό το ι έτρεχαν τρ ιγύρ ω της υπ ακούοντας σ τις δ ια ταγές της. Είχε μια ειδική π ολυθρόνα και έναν α τελείω το σω ρό από μ α ξιλά ρ ια . Τρεις φ ο ρ ές άλλαξε γνώ μη για το κ α τά λ λ η λ ο μέρος που ήθελε να της το π ο θ ετή σ ο υν τη ν π ολυθρόνα της. Και μ ’ όλα α υ τά παρέμενε γ ο η τευ τικ ή κι ευχάρ ισ τη. Έ μοια ζε ν ’ ανήκει σ την κα τη γο ρ ία τω ν ελάχισ τω ν ανθρώπω ν σ τον κό σμο που ξέρουν τι θέλουν, φ ρ ο ντίζο υ ν να το έχουν και το κα τα φ έρ νο υ ν χωρίς να νιώ θει κανείς π ροσβεβλημένος. Απο φ άσ ισα πως αν ποτέ σ υνερχόμουν — πράγμα εντελώ ς απίθανο φ υσ ικά — πως θα μ ’ ευ χα ρ ισ το ύσ ε πολύ να της μιλούσα. Φ τάσ αμε στη Μ α δ έρ α στα μέσα της μέρας. Έ νιω θα ακόμ α πολύ α δύνα μη για να κουνηθώ , α λλά διασ κέδα σ α πολύ με
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
61
τους γρ α φ ικο ύ ς εμπόρους που ανέβηκαν σ το πλοίο και σ κό ρ πισαν τα εμ π ορεύ ματα τους σ το κατάσ τρ ω μα . Είχαν και λ ο υ λούδ ια . Βύθισα τη μύτη μου σ ’ ένα μπ ουκέτο μο σ χο μυρ ω δάτες υγρές βιολέτες κι ένιω σα αμέσω ς κα λύτερ α. Στην π ρ α γμα τικ ό τη τα είχα αρχίσει να σ κέφ το μα ι πως ή ταν π ιθανόν να μπο ρέσω ν ’ αντέξω μέχρι το τέλος το υ τα ξιδ ιο ύ . ' Ο τα ν η κ α μ α ρ ό τος μου μίλησε για έναν ευ ερ γετικό ζωμό από κοτόπ ουλο α ν τέδρ α σ α πολύ α δ ύνα μ α κι ό τα ν μου το ν έφ ερε το ν απόλαυσα. Η γ ο η τευ τική μου γυ να ίκα είχε κατέβει σ τη ν ξηρά. Γύρισε σ υνοδευόμενη από έναν ψηλό ά ντρ α , μ ’ εμ φ ά νισ η σ τρ α τιω τι κού, με σ κούρα μα λλιά και η λιο καμένο πρόσωπο, το ν οποίο είχα προσέξει να π εριδιαβάζει το κα τά σ τρ ω μ α νω ρ ίτερ α το ίδιο πρωί. Αμέσως τον κα τέτα ξα σ την κ α τη γο ρ ία τω ν δυνατώ ν και σιωπηλών Ροδεσιανών. Ή τ α ν γύρω στα σ α ρ ά ντα , με ελ α φ ρά γκρίζους κροτά φ ο υ ς και σ ίγο υ ρ α ήταν ο πιο ό μο ρ φ ο ς ά ντρα ς πάνω στο πλοίο. Ό τ α ν η κα μαρότος μου έφ ερε ά λλη μια κο υβ έρ τα τη ρώ τησ α αν γνώ ριζε ποια ήταν η γ ο η τευ τικ ή γυναίκα. — Είναι η πιο δ ιάσ ημη κυρία τη ς καλής κοινωνίας, η α ξιό τι μη κυρία Κλάρενς Μ π λαιρ. Θα πρέπει να έχετε διαβά σει γ ι ’ α υτή ν στις εφ ημερίδες. Κούνησα κα τα φ α τικά το κεφάλι και τη ν κοίταξα με α να νε ω μένο ενδιαφ έρον. Η κ. Μ π λα ιρ ή ταν π ράγματι πασίγνωση σαν μια από τις κομψ ότερες γυναίκες του καιρού μας. Π α ρ α τήρ ησ α , διασ κεδά ζοντα ς κάπως, πως ήτα ν το κέντρο της προ σοχής όλων. Π ολύς κόσμος προσπ αθούσε να γνω ρισ τεί μαζί της με την ευ κα ιρ ία της ευ χάρ ισ τη ς ανεπ ισ ημότητα ς που π ρο σφέρει η ζωή σ το πλοίο. Θ α ύμ ασ α τον ευγενικό τρόπ ο με το ν όποιο η κ. Μ π λα ιρ τους απέπεμπε. Έ δειχνε να έχει υιοθετήσει το δ υ να τό , σιω πηλό ά ντρ α σαν α π οκλεισ τικό της κα β α λιέρ ο κι εκείνος να απ οδέχεται μ ’ ευχαρ ίσ τησ η το π ρονόμιο αυτό. Το επόμενο πρωί, προς μεγάλη μου έκπληξη, μετά από μερικές βόλτες στο κα τάσ τρ ω μα και πάντα σ υνοδευόμενη από το γ ο η τευ τικό σ υνοδό της, η κυρία Μ π λα ιρ σ ταμ άτη σ ε μπ ρο στά σ την π ολυθρόνα μου. — Α ισ θάνεσ αι κα λύτερ α σ ήμερα ; Την ευ χα ρ ίσ τησ α και είπα πως νιώθω κάπως πλησιέστερα στο ανθρώ π ινο είδος.
62
Αγκάθα Κ ρίστι
— Έ δειχνες πολύ άρρω σ τη χθες. Ο σ υ ντα γμ α τά ρ χ η ς Ρέις κι εγώ είχαμε πιστέψει πως θα είχαμε τη ν ευ χαρ ίσ τη σ η να πα ρ α κο λο υ θ ή σ ο υ μ ε μια κηδεία στη θάλα σ σ α — α λλά μας απ ο γοήτευσες. Γέλασα. — Ο κα θα ρός αέρας μου έκανε πολύ καλό. — Δεν υπάρχει τίπ οτα κα λύτερ ο , είπε ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς Ρέις χαμογελώ ντας. — Η κλεισ ούρα μέσα σ ’ αυτές τις αποπνικτικές καμπίνες μπορεί να σκοτώ σει άνθρω πο, δήλω σε η κ. Μ π λα ιρ καθώς έγερνε σε μια πολυθρόνα δίπλα μου κι απ ομάκρυνε το σ υνοδό της με μια ελα φ ρ ά κίνηση. Ελπίζω να έχεις καμπίνα με π α ρ ά θ υ ρ ο έξω. Κ ούνησα το κεφάλι. — Α γαπ ητό μου π αιδί! Γιατί δεν αλλάζεις; Υπάρχουν ά φθονες. Π ολύς κόσμος κατέβηκε στη Μ α δ έρ α και το πλοίο είναι σχεδόν ά δειο. Μ ίλη σ ε με το λο γισ τή . Είναι καλό παιδί — μου έδωσε εμένα μια πολύ ό μο ρ φ η γ ια τί δε μου άρεσε πια εκείνη που είχα. Να του μιλήσεις τη ν ώρα του φ α γη το ύ ότα ν θα κατεβείς κάτω. Έ να ρίγος με διαπέρασε. — Δεν μπορώ να κουνηθώ . — Κ ουταμάρες. Έ λα να κάνουμε μια β ό λτα μαζί τώ ρα. Μ ο υ χαμ ογέλασ ε για να μου δώσει θάρρος. Στην αρχή ένιω θα τα πόδια μου α δ ύνα μ α , α λλά καθώς π ερπ ατούσαμε ζωηρά πάνω -κάτω άρχισ α να νιώθω πολύ κα λύτερα. Μ ε τά από μια ή δύο βόλτες ο συντ. Ρέις ήρθε σ τη ν παρέα μας. — Μ π ορ είτε να δείτε τη Μ εγά λη Κ ορυφ ή της Τ ενερίφ ης από την άλλη πλευρά. — Α λήθεια ; Ν ομίζεις πως μπορώ να βγάλω μια φ ω το γ ρ α φ ία ; — Ό χ ι — α λλά α υ τό δε θα σ ’ εμποδίσει να τη ν τραβήξεις. Η κα Μ π λα ιρ γέλασε. — Είσαι άδικος. Μ ερ ικές από τις φ ω το γρ α φ ίες μου είναι πολύ καλές. — Έ να τρ ία τοις εκα τό θα έλεγα. Π ήγαμε όλοι από τη ν ά λλη πλευρά του κατασ τρώ μα τος.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
63
Μ α κ ρ ιά , α σ τρ ά φ το ντα ς άσπρη και χιο νισ μένη , τυ λιγμ ένη σε μία ντελικά τη ροζ ομίχλη, υψ ω νόταν η κορυφ ή. Έ β γαλα ένα επ ιφ ώ νημα θ α υ μ α σ μ ο ύ . Η κυ ρ ία Μ π λα ιρ έτρεξε να φ έρ ει τη φ ω το γρ α φ ική της μηχανή. Α νενόχλητη από τα κ ο ρ ο ϊδ ευ τικ ά σ χόλια το υ συντ. Ρέις έβγαζε με πάθος φ ω τογραφ ίες. — Ο ρ ίσ τε, τελείω σ ε το φ ιλμ. Ω , (η φω νή της γέμ ισ ε θλίψη) όλη την ώρα είχα τη μηχανή στο φλας... — Μ ’ αρέσει πάντα να π αρακολουθώ τα παιδιά με το κ α ι νο ύ ρ ιο του ς π αιχνίδι, μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε ο σ υντα γμα τάρ χης. — Τι απαίσιος που είσαι — α λλά έχω ά λλο ένα φ ιλμ. Το έβγαλε θ ρ ια μ β ευ τικ ά από τη ν τσέπη της ζακέτας της. Ενα ξαφ νικό κούνημ α το υ πλοίου τη ν έκανε να χάσει την ισ ο ρ ροπία της και καθώς πιάστηκε από τη ν κουπ αστή για να μην πέσει, το ρ ολό κύλησε πάνω α π ’ αυτήν. — Ω ! φώ ναξε η κ. Μ π λα ιρ με κω μική απόγνωση. (Έ σ κυψ ε πάνω από την κουπαστή). Λες να ’ πεσε στη θάλα σ σ α ; — Ό χ ι, α λλά μπορεί να είσ αι α ρ κετά τυχερ ή ώστε να έχεις σπάσει το κεφ άλι κάποιου ά τυχου κα μ α ρ ό το υ στο κάτω κ α τά σ τρω μα. Έ να μ ικρ ό α γόρ ι που είχε έρθει α π α ρ α τή ρ η το πίσω μας φύσηξε μέσα σ ’ ένα είδος τρ ομπ έτα ς που μας ξεκούφανε. — Το μεσ ημ ερ ια νό! δήλω σε η κυ ρ ία Μ π λα ιρ εκσ τα τική. Δεν έφ αγα τίπ οτα από το πρωί εκτός από δύο φ λ υ τζά νια απ αί σ ιο τσ άι. Θ α φ άτε, Ανν Μ π έντινγκφ ελντ; — Μ μ μ , είπα κλονισμένη. Ν αι, νομίζω πως πεινάω στ ’ α λ ή θεια. — Εξαίσια. Κάθεσαι σ το τραπέζι το υ λογισ τή. Μ ίλ η σ έ του για την καμπίνα. Κ ατέβηκα σ την τρα π εζαρ ία , ά ρ χισ α να τρώ ω δ ισ τα τικ ά και κατέληξα να καταβροχθίζω ένα τερ ά σ τιο γεύμα. Ο χθεσινός μου φ ίλος με σ υγχά ρηκε για τη ν απ οκατάσ τα σ η της υγείας μου. Ό λ ο ι α λλά ζο υ ν καμπίνες σ ή μερ α , μου είπε, και μου υποσχέθηκε πως τα π ράγματά μου θα μ ετα φ ερ θ ο ύ ν χωρίς κα θυσ τέρησ η σε μια εξω τερική καμπίνα. Στο τραπέζι μας ήταν μόνο τέσσ ερα ά το μα. Εγώ, δύο η λ ικ ι ωμένες κυρίες κι ένας ιεραπ όσ τολος που μιλούσ ε πολύ για τους «καημένους μ α ύρο υς α δελφ ο ύς μας».
64
Αγκάθα Κ ρίσ η
Κ οίταξα τρ ιγύ ρ ω τα ά λλα τραπ έζια. Η κα Μ π λα ιρ κα θόταν στο τραπέζι του καπ ετάνιου κι ο συντ. Ρέις δίπλα της. Από την ά λλη π λευρά του καπετάνιου ένας πολύ καθώς πρέπει γκ ρ ιζο μά λλης κύριος. Υπήρχαν α ρ κετά πρόσωπα τα οποία είχα προ σέξει ήδη στο κα τά σ τρω μ α , α λλά υπήρχε κι ένας άντρ ας που δεν είχε εμ φ α νισ τεί νω ρίτερα . Αν είχε σ ίγο υ ρ α δε θα ξέφευγε από την προσοχή μου. Ή τ α ν ψ ηλός και μελαχροινός και το ύφος του ήταν τόσ ο κα ταχθόνιο που με ξάφνιασε. Μ ε μεγάλη π εριέργεια ρώ τησ α το λο γισ τή ποιος ήταν. — Α υτός; Ω , είναι ο γρ α μ μ α τέα ς το υ σερ Ευστάθιου Π έν τλερ. Ο φ ο υ κα ρ ά ς ήταν πολύ άρρω σ τος γι ’ α υ τό δεν εμ φ α ν ί στηκε νω ρίτερα , ο σερ Ευστάθιος έχει δύο γρ α μ μ α τείς μαζί το υ , α λλά και οι δυο υπ οφ έρουν από να υ τία . Ο ά λλος δεν εμ φ α νίσ τη κε κα θόλου μέχρι τώ ρα. Το όνομα α υτο ύ εδώ είναι Π άτζετ. Ώ σ τ ε ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ, ο ιδ ιο κ τή τη ς του Μ ιλ Χά ουζ, ήταν κι α υτός σ το πλοίο. Ίσ ω ς απλή σύμπτω ση, αλλά ίσως... — Ο σερ Ευστάθιος, συνέχιζε ο π λη ρ ο φ ο ρ ιο δ ό τη ς μου, είναι α υτό ς που κάθεται δίπλα σ τον καπετάνιο. Φ αντασ μένος γέρο-τράγος. Ό σ ο πιο πολύ μελετο ύ σ α το πρόσωπο το υ γρ α μ μ α τέα τόσο λιγό τερ ο μου άρεσε. Η χλω μάδα το υ , τα μυστικοπ αθή μ ά τια με τα β α ρ ιά βλέφ α ρ α, το π αράξενα πλατύ κεφ άλι το υ — όλα α υ τά με γέμ ιζαν απέχθεια και φόβο. Καθώς βγήκα από τη ν τρ α π εζαρ ία τη ν ίδια σ τιγμή μ ’ εκεί νον, βρέθηκα πίσω του καθώς ανέβαινε προς το κα τάσ τρω μα. Μ ιλο ύ σ ε σ το σερ Ευστάθιο κι ά κουσ α μερικά αποσπάσματα από τις κουβέντες του. — Να κοιτάξω για τη ν καμπίνα αμέσως, εντάξει; Είναι α δ ύ να το να δουλέψ ω στη δίκιά σας μ ’ όλα α υ τά τα μπ αούλα σας. — Α γαπ ητέ μου, του απάντησε ο σερ Ευστάθιος. Η καμπίνα μου είναι για (α) να κοιμ ά μ α ι και (β) να προσπαθώ να ντυθώ σ ’ αυτήν. Π οτέ δεν είχα τη διάθεσ η να σ ’ αφήσω να απλω θείς εκεί μέσα κά νοντας α υ τό ν το δια β ο λεμ ένο θό ρ υβ ο με τη γ ρ α φ ομηχανή σου. — Α υ τό ακριβώ ς λέω κι εγώ, σερ Ευστάθιε, πρέπει να έχου με ένα χώ ρο για τη δουλειά...
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
65
Εόώ α κριβώ ς έφ υ γα από κοντά το υ ς και κατέβ ηκα κάτω για να δω την πρόοδο της μετακό μισ ή ς μου. Βρήκα τη ν κ α μ α ρ ό το πολύ απ ασχολημένη μ ’ α υτό το θέμα. — Π ολύ όμορφ η καμπίνα, μις. Στο κα τά σ τρ ω μ α D. Ν ο ύ μ ε ρο 13. — Αχ, όχι! φώ ναξα. Ό χ ι το 13. Το δ εκα τρ ία είναι το μόνο πράγμα που με κάνει π ροληπ τι κή. Ή τ α ν πάντως μια πολύ ω ραία καμπίνα. Την εξέτασ α, δ ί σ τασ α, α λλά η α νόητη πρόληψ η ήταν πιο δυνατή. Σχεδόν με δ ά κρ υα σ τα μ ά τια σ τρ ά φ η κα σ την κα μαρ ό το . Δ εν υπάρχει άλλη καμπ ίνα που να μπορώ να πάρω; Εκείνη σκέφ τηκε. — Υπάρχει η 17, από τη δεξιά π λευρά το υ πλοίου. Ή τ α ν ά δεια σ ήμερα το πρωί α λλά νομίζω πως τη ν έδω σαν σε κάπ οι ον. Επειδή όμω ς οι αποσκευές το υ κυρ ίου δεν έχουν α κόμ α μ ετα φ ερ θ εί, κι επειδή οι ά ντρ ες δεν είναι τόσ ο π ροληπ τικοί όσο οι γυναίκες, ελπίζω πως δε θα το ν πειράξει ν ’ αλλάξετε. Δ έχτηκα την πρόταση μ ’ ευχαρίσ τησ η κι η κα μαρ ότος πήγε να ζητήσει και την ά δεια το υ λογιστή. Επέστρεψε χ αμ ο γελώ ν τας. — Ό λ α εντάξει, μις. Μ π ο ρ ο ύμ ε να πάμε. Π ροχώ ρησ ε προς τη ν καμπίνα No. 17. Δεν ή ταν τόσ ο ευ ρ ύ χωρη όσο η 13, α λλά εμένα με ικανοπ οιούσ ε απ όλυτα. — Θα φέρω τα π ρά γμα τά σας αμέσως, μις. Α λλά την ίδ ια σ τιγμή ο ά ντρ α ς με το κα ταχθ ό νιο πρόσωπο (όπως τον είχα ονομάσει) εμ φ α νίσ τη κε σ την πόρτα. — Μ ε συγχω ρείτε, είπε, α λλά α υτή η καμπίνα έχει κρ α τη θ εί για το σερ Ευστάθιο Π έντλερ. — Ό λ α είναι εντάξει, κύριε, εξήγησε η καμαρότος. Σας ετο ιμ ά ζο υ μ ε τη 13 α ντί για τη 17. — Ό χ ι, επ ρόκειτο να πάρω τη 17. — Η 13 είναι κα λύτερ η — πιο ευρύχω ρη. ■— Π ρ ο τίμ η σ α ειδ ικά τη 17 και ο λο γισ τή ς είπε πως μπορώ να την έχω. — Λ υπ άμα ι, διέκοψ α ψ υχρά, α λλά τη 17 τη ν έδω σαν σε μένα. — Δεν μπορώ να συμφω νήσω . Η κα μ α ρ ότος προσπάθησε να βοηθήσει.
66
Αγκάθα Κ ρίστι — Η άλλη καμπίνα είναι ίδια μ ’ α υτή ν και μ ά λισ τα κ α λ ύ τε
ρη. — Θέλω τη 17. — Τι είναι όλα α υ τά ; ρώ τησε μια νέα φω νή. Κ αμα ρ ότε, βάλε τα π ρά γμα τά μου μέσα. Α υτή είναι η καμπίνα μου. ' Η ταν ο γείτονά ς μου στο δείπνο, ο α ιδ εσ ιμ ώ τα το ς ' Εντουα ρ ντ Τσίτσεστερ. — Ζητώ συγγνώ μη, είπα. Είναι δική μου καμπίνα. — Την έχουν δώσει στο σερ Ευστάθιο Π έντλερ, είπε ο κ. Π άτζετ. Τα α ίμ α τα είχαν αρχίσει ν ’ ανάβουν. — Λ υπ άμαι που θα το α μ φ ισ β η τή σ ω , είπε ο Τ σ ίτσ εσ τερ μ ’ ένα αχνό χαμ όγελο που δεν έκρυβε τη ν α π ο φ α σ ισ τικό τη τά του να περάσει το δικό του. Τα αχνά χαμ όγελα πάντα κρύβουν μεγάλη ξεροκεφ α λιά , α υ τό το είχα ήδη π αρατηρήσει. Π ροχώ ρησε με το πλάι προς το ά νοιγμα της πόρτας. — Έ χετε την 28, στην α ρ ισ τερ ή πλευρά, είπε η καμαρότος. Μ ια πολύ ω ραία καμπίνα, κύριε. — Φ οβάμα ι πως πρέπει να επιμείνω . Η 17 ή ταν η καμπίνα που μου υποσχέθηκαν. Είχαμε φ τάσ ει σ ’ ένα αδιέξοδο. Ο καθένας μας ή τα ν απ ο φ ασ ισ μένος να μην υποχω ρήσει. Για να πούμε τη ν α λή θ εια , από την πλευρά μου θα μπ ορούσα ν ’ αποσυρθώ από τη μάχη και να ικανοποιηθώ π αίρνοντας τη No. 28. Α φ ού δε θα έπαιρνα τη 13 δε με ενδιέφ ερε ποια άλλη θα έπαιρνα. Είχα όμως ανάψει. Δεν είχα κα μία διάθεση να υποχωρήσω πρώτη. Και α ντιπ α θούσ α τον Τσίτσεστερ. Φ ορούσ ε μασέλα που χτυπ ούσε ότα ν έτρωγε. Π ολλούς ανθρώ π ους το υ ς έχουν αντιπ αθήσ ει για μ ι κρότερες α ιτίες απ ’ α υτή ν! Ό λ ο ι είπαμε τα ίδια π ράγματα ξανά και ξανά. Η κ α μ α ρ ό τος μας διαβεβ αίω νε πως και οι δυο άλλες καμπίνες ή ταν πολύ καλύτερες α π ’ αυτήν. Κανείς μας δεν το υ έδινε σ ημασ ία. Ο Π άτζερ είχε αρχίσ ει να χάνει τη ν ψ υ χ ρ α ιμ ία του. Ο Τσί τσ εσ τερ δ ια τη ρ ο ύ σ ε τη δική του ατάραχος. Το ίδ ιο κι εγώ με κάποια προσπάθεια. Κανείς μας δεν έκανε ο ύτε πόντο πίσω. ' Ενα νεύμα κι ένας ψ ίθυρος από την πλευρά της κα μαρότου μου έδω σαν το σύνθημα. Γλύστρησα α π α ρ α τή ρ η τη και ήμουν α ρ κετά τυχερή που βρήκα το λογιστή σχεδόν αμέσως.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
67
— Ω , σε παρακαλώ , είπα, είπες πως θα μπ ορούσα να έχω την καμπίνα No. 17; Και οι άλλοι δεν υποχω ρούν. Ο κ. Τσίτσεο τερ κι ο κ. Π άτζετ. Θα μ ’ αφ ήσ εις να τη ν πάρω, δε θα μ ’ αφήσεις; Π άντα το έλεγα πως οι ν α υ τικ ο ί είναι ιδ ια ίτερ α ευγενικοί με τις γυναίκες. Ο νεαρός μου φ ίλος τα κα τάφ ερ ε π ερίφ ημα. Εμ φ α νίσ τη κε α π οφ ασ ισ τικά σ το πεδίο της μάχης, π ληροφ όρησ ε τους κυρίους πως η No 17 ή ταν δική μου και πως εκείνοι μπο ρού σ α ν να έχουν τις 13 και 28 α ν τίσ το ιχ α ή να π α ρ αμ είνουν σ ’ αυτές που είχαν μέχρι τό τε — ό,τι π ρ ο τιμο ύ σ αν να διαλέξουν. Ά φ η σ α τη μ α τιά μου να του εκφ ράσει τι ήρω ας ήταν και μετά εγκα τα σ τά θ η κα στα κα ινο ύ ρ για μου δ ια μ ερ ίσ μ α τα . Η διαμά χη μου είχε κάνει πολύ καλό. Η θάλα σ σ α ή ταν ήρεμ η, ο καιρός ζέσταινε κάθε μέρα και πιο πολύ. Η να υ τία ή ταν πλέον παρελόν! Α νέβηκα σ το κα τά σ τρ ω μ α και μυή θ η κα στα μ υ σ τή ρ ια του παιχνιδιού με τους κρίκους. Έ γραψ α το όνομά μου και σε ά λλα π αιχνίδια και σπορ. Το τσάι σ ερ β ιρ ίσ τη κε στο κα τά σ τρ ω μα κι έφ α γα με τη ν κα ρδιά μου. Μ ετά το τσ άι έπαιξα ένα ά λλο παιχνίδι με δίσκους μαζί με κάποιους πολύ σ υμπ αθητικούς νεαρούς. Ή τ α ν εξα ιρ ετικά ευγενικοί μαζί μου. Έ νιω σα πως η ζωή ήταν ικανοπ οιητική κι ευχάρισ τη. Η τρ ομ π έτα για το φ α γ η τό μάς ξάφ νιασε και κατέβηκα β ι ασ τικά σ την κα ινού ρια μου καμπίνα. Ο κα μαρ ότος με περίμενε ταραγμένος. — Υπάρχει μια τρ ο μ ερ ή μυρω διά στην καμπίνα σας, μις. Δεν ξέρω τι ακριβώ ς είναι, α λλά είμαι βέβαιος πως δε θα μπο ρέσετε να κοιμ η θ είτε το βράδυ. Υπάρχει μια καμπίνα σ το κα τά σ τρ ω μ α C νομίζω . Μ π ο ρ είτε να μετα κο μ ίσ ετε σ ’ αυτήν... το υ λά χισ το ν γι ’ απόψε το βράδυ. — Η μυρω διά ήταν π ρ α γμα τικά άσχημη — εμετική. Είπα σ τον κα μ α ρ ό το πως θα το σ κεφ τό μ ο υ ν όση ώρα θα ν τυ ν ό μουν. Μ π ήκα μέσα σ την το υ α λ έτα μ υ ρ ίζο ντας σαν λαγω νικό τριγύρω . — Τι ήταν α υ τή η μ υ ρ ω διά ; Ψ όφ ιο ποντίκι; Ό χ ι, κάτι χ ει ρ ό τερ ο — και α ρ κετά δ ια φ ο ρ ετικ ό . Κι όμως τη γνώ ριζα! ' Η ταν κάτι που το είχα ξα να μυρ ίσ ει κι άλλοτε. Κάτι... Α! Το βρήκα. Κ ομμεορητίνη! Είχα δουλέψ ει σ ’ ένα νοσοκομείο κατά τη δ ιά ρ
68
Αγκάθα Κρίστι
κεια του πολέμου και είχα γνω ρίσει α ρ κετά φ ά ρ μ α κα που μ ύ ριζαν πολύ άσχημα. Κ ομ μ εορ ητίνη. Α υτό ήταν. Α λλά πώς... Σ ω ριά σ τηκα σ τον καναπέ καθώς κα τάλα β α ακριβώ ς τι συνέβαινε. Κάποιος είχε ρίξει κο μμεο ρ η τίνη στην καμπίνα μου. Γιατί ; Για να την εγκαταλείψ ω ; Γιατί όμως ήθελαν τόσ ο πολύ να φ ύγω ; Τώρα έβλεπα την α π ογευματινή σκηνή από εντελώ ς δ ια φ ο ρ ετική άποψη. Τι ακριβώ ς συνέβαινε με τη ν καμπίνα No 17 που έκανε τόσ ο πολλούς ανθρώ π ους να τη θέλουν απελπ ι σ μένα; Ο ι άλλες δυο καμπίνες ήτα ν πολύ καλύτερες. Γιατί επέμενεν τόσ ο πολύ και οι δύο άντρες για τη 17; Ω σ τό σ ο ο α ρ ιθ μ ό ς επέμενε: ήταν στις 17 που είχαμε φύγει από το Σ αουθάμπ τον. Ή τ α ν ένα 17 — ξαφ νικά σ τα μ ά τη σ α με κομμένη τη ν ανάσα. Γρήγορα ξεκλείδω σα τη β α λίτσ α μου κι έβγαλα το π ολύ τιμο χαρ τάκι μου από τη ν κρυψώ να το υ , α ν ά μεσα σ ’ ένα ρ ολό από κάλτσες. 17 1 22... Το είχα ερμ ηνεύσ ει σαν η μ ερ ο μ η νία , την η μ ε ρ ο μηνία αναχώ ρησης του Κ ιλμόρ ντεν Κασλ. Κι αν έκανα λάθος; Σε δ εύ τερ η σκέψη, γ ια τί θα σ κεφ τό τα ν κανείς, γρ ά φ ο ντα ς μια ημ ερ ο μ η νία , να βάλει το χρόνο μαζί με το μήνα; Κι αν το 17 σ ήμαινε καμπίνα No. 17; Η ώρα — η ώρα 1. Και τό τε το 22 ήταν η μέρα. Κ οίταξα το μικρ ό μου ημερολόγιο. Α ύ ρ ιο είχαμε 22 του μηνάς!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 10 Μ ια τρ ο μ ερ ή έξαψη με πλημμύρισ ε. Τώρα ήμουν σ ίγουρ η, επ ιτέλους, πως α κολο υ θ ο ύσ α τα σω στά ίχνη. Έ να πράγμα ήταν πάντως ξεκάθα ρο: δεν έπρεπε να μετακομίσ ω από την καμπίνα μου. Θα έπρεπε να βρω τρόπ ο να υποφέρω τη μ υ ρ ω διά της κομμεορητίνης. Εξέτασα από τη ν αρχή τα γεγονότα. Α ύ ρ ιο ήτα ν 22 του μηνάς και στη 1 π.μ. ή στη 1 μ.μ. κάτι επ ρόκειτο να συμβεί. Έ κλινα προς τη 1 μ.μ. Τώρα ή ταν η ώρα 7. Σε έξι ώρες θα ήξερα. Δεν ξέρω πώς τα κα τά φ ερ α εκείνο το βράδυ. Α π οσύρθηκα σ την καμπίνα μου α ρ κετά νωρίς. Είπα σ την κα μ α ρ ό το πως ήμουν συναχω μένη και δε μ ’ ενοχλούσ αν οι μυρω διές. Εκείνη προσπάθησε να με μεταπ είθει, α λλά εγώ επέμεινα σ ταθερά. Η βρα διά μού φ α ινό τα ν α τελείω τη . Ε τοιμάστηκα να πέσω στο κρεβά τι, α λλά σ κέφ τηκα πως μπορεί να χρ εια ζό τα ν να τρέξω κάπου β ια σ τικά και γ ι ’ α υ τό φ ό ρ εσ α μια χοντρ ή φ ανελένια ρόμπα και τις π αντόφ λες μου. Μ ’ α υτή τη ν ενδυμα σ ία ένιω θα έτο ιμ η να πεταχτώ από το κρεβάτι και να τρέξω μόλις σ υνέβαινε κάτι. Τι π ερίμενα να σ υμ β εί; Δεν είχα ιδέα. Α σαφ είς φ α ν τα σ ιώ σεις, οι πιο πολλές α δ ύ να το ν να σ υμβούν, περνούσαν από το μυαλό μου. Ω σ τό σ ο για ένα π ράγμα ή μουν απ όλυτα πεπει σμένη, στη μία η ώρα κάτι θα συνέβαινε οπωσδήποτε. Κ άπου-κάπου ά κου γα το υ ς σ υντα ξιδιώ τες μου να επ ισ τρέ φ ο υν στις καμπίνες τους. Απ οσπ άσματα φ ράσεω ν, γέλια και κα ληνυχτίσ μ ατα α κού γο ντα ν από το άνοιγμα του φ ινισ τρ ινιο ύ. Μ ετά ησυχία. Τα π ερισ σ ότερα φ ώ τα έσβησαν. Ένα παρέμενε α ναμμένο σ τον δ ιά δ ρ ο μ ο έξω από τη ν καμπίνα μου κι έριχνε α ρ κετό φως στο εσ ω τερικό της. 'Α κ ό υ σ α ένα ρολόι να χτυπάει από μα κριά . Μ εσ ά νυχτα. Η ώρα που α κολο ύθ η σ ε ήταν η πιο μα κριά που είχα ζήσει μέχρι τώ ρα. Κ οίταζα το ρολόι μου κάθε τόσ ο για να βεβαιω θώ πως δεν είχα απ οκοιμηθεί. Α ν τα σ υμπ ερά σ μ ατά μου ή ταν λα νθα σ μένα , αν τίπ οτα δε συνέβαινε στη μία, τό τε θα ή μουν μια μικρή α νόητη που θα είχε ξοδέψει όλα της τα χ ρ ή μ α τα γία μια σαπ ουνόφ ουσ κα. Η κα ρδιά μου χτυπ ούσε με πόνο.
70
Αγκάθα Κ ρίσ η
Το ρ ολόι ακούσ τηκε και πάλι. Μ ία ! Και όμω ς τίπ οτα. Αλλά... Τι ήτα ν α υ τό ; 'Α κ ό υ σ α το ν απαλό ήχο από β ή μ α τα , τρ έξιμο μέσα σ το διά δρ ομ ο. Και τό τε με τη β ια ιό τη τα μιας έκρηξης η πόρτα της καμπίνας μου άνοιξε δ ιάπ λατα κι ένας ά ντρ α ς σχεδόν σω ριάστηκε μέσα. — Σώσε με, είπε βραχνά. Μ ε κυνηγούν. Δ εν ήταν ώρα για α ντιρ ρ ή σ εις ή εξηγήσεις. Ά κ ο υ γ α κιόλας β ή μ α τα έξω. Είχα γύρω σ τα σ α ρ ά ντα δ ευ τερ ό λεπ τα για να ενεργήσω . Είχα πεταχτεί ό ρ θ ια και τώ ρ α σ τεκό μ ο υ ν μπ ροστά σ τον ά γνω σ το στη μέση της καμπίνας. Μ ια καμπίνα δεν έχει και πολλούς χώ ρους για να κρύψ εις έναν ά ντρ α γύρω στο 1,80. Μ ε το ένα χέρι τρ ά β η ξα το μπ αού λο μου. Εκείνος γλίσ τρη σ ε πίσω το υ και κάτω από το κρεβάτι μου. Σήκωσα το καπάκι. Την ίδ ια σ τιγμ ή , με το ά λλο χέρι, κα τέβα σα το μικρό νεροχύτη. Μ ε μια επιδέξια κίνηση τα μ α λ λιά μου μα ζεύτηκαν στην κορυφ ή το υ κεφ αλιού. Σαν εμφάνισ η ήταν μά λλον ά σχημα, α λλά τα π ρά γμα τα, από άλλη άποψη, ήταν μ ά λλον καλά φ τια γμ ένα . Μ ια κυρία , με τα μ α λλιά τρ α β η γμένα ψηλά σ το κεφ άλι, ψ άχνοντας να βρει ένα σαπούνι για να πλύνει το σ βέρκο της, σ ίγο υ ρ α δεν μπ ορούσε να θεω ρηθεί ύποπτη για τη ν απόκρυψ η ενός φ υγάδα. Α κούσ τηκε ένα χτύπ ημα σ την πόρτα και πριν προλάβω να πω «εμπρός», η πόρτα άνοιξε. Δεν ξέρω τι ακριβώ ς π ερίμενα να δω. Νομίζω πως α μ υ δ ρ ά είχα την εικόνα το υ κ. Π άτζετ κρ α δα ίνο ντα ς ένα ρεβόλβερ. Η το ν α γαπ ητό μου φ ίλο το ν ιερ απ όσ τολο μ ’ ένα σ ακκουλάκι γεμ ά το ά μ μ ο ή κάποιο ά λλο φ ο νικό όπλο. Α λλά σ ίγο υ ρ α όχι τη νυχτερινή κα μ α ρ ό το , με βλέμμα γεμ ά το ερ ω τη μ α τικ ά και ύφος πολύ αξιοπρεπές. Μ ε συγχω ρείτε, μις, νό μ ισ α πως με καλέσ ατε; — Ό χ ι, είπα. Δε σας κάλεσα. — Λ υπ άμαι που σας ενόχλησα. — Δε πειράζει, είπα. Δεν μπ ορούσα να κοιμηθώ . Σκέφ τηκα πως ένα μπάνιο θα μου έκανε καλό. Έ δινα τη ν εντύπω ση πως δεν επ ρόκειτο για κάτι σ υ ν η θ ι σμένο. — Λ υπ άμαι, μις, είπε πάλι η καμαρότος. Α λλά κυκλοφ ο ρ εί ένας κύριος α ρ κετά μεθυσ μένος και φ ο β η θ ή κα μ ε μήπως μπει
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
71
σ την καμπίνα κάποιας κυρίας και τη ν τρ ο μ ά ξει. — Τι φ οβ ερ ό! είπα δείχνοντας τρ ο μ ο κ ρ α τη μ έν η . Δεν φ α ν τά ζομ α ι να έρθει εδώ, τι λέτε; — Ω , δε νομίζω , μις. Χτυπήστε το κουδ ούνι αν εμ φ α νισ τεί. Καλή σας νύχτα. — Καληνύχτα. Ά ν ο ιξ α την πόρτα κι έριξα μια μ α τιά σ το δ ιά δ ρ ο μ ο . Εκτός από την α π ομα κρυνόμενη σ ιλ ο υ έτα τη ς κα μ α ρ ό το υ , δεν υ πήρχε κανείς άλλος. Μ εθυσ μ ένος! 'Ω σ τ ε α υ τή ήτα ν η εξήγηση. Το υ π οκρ ιτικό μου τα λ έν το είχε πάει χαμένο! Τ ράβηξα το μπ αούλο λίγο α κό μα και είπα ξερά: Βγήτε αμέσω ς από κει παρακαλώ . Κ αμία απ άντηση. Έ ρ ιξα μια μ α τιά κάτω από τη ν κουκέτα. Ο επισκέπτης μου παρέμενε ακίνητος. Έ μ ο ια ζε να κο ιμ ά τα ι. Τον ά γγιξα σ τον ώμο. Δεν κουνήθηκε. — Α να ίσ θ ητο ς απ ’ το μεθύσ ι, σ κέφ τηκα εκνευρισμένη. Και τώ ρα τι κάνουμε; Και τό τε είδα κάτι που μου έκοψε τη ν αναπνοή ένα μικρό κα τακόκκινο λεκέ πάνω σ το πάτωμα. Χ ρησιμοπ οιώ ντας όλη μου τη δύ ναμη κ α τά φ ερ α να τρ α β ή ξω το ν α να ίσ θ η το ά νδρ α μέχρι το κέντρο της καμπίνας. Μ ια νεκρική χλω ράδα σ το πρόσωπό το υ επιβεβαίω νε τη λιπ οθυμ ία του. Και τη ν α ιτία της λιπ οθυμ ία ς το υ τη βρήκα σ χετικά εύ κ ο λα. Τον είχαν μαχαιρώ σει κάτω από τη ν α ρ ισ τερ ή ω μοπλάτη — ήταν ένα ά σ χημο βαθύ τρ α ύ μ α . Του έβγαλα το σακάκι και σ τρώ θηκα στη δο υ λειά για να το φ ροντίσω . Μ ό λις το ν άγγιξα με το κρύο νερό, εκείνος κουνήθηκε και ανακάθισ ε. — Μ η ν κουνιέσ αι σε παρακαλώ , το υ είπα. Ή τ α ν ο τύπ ος του νεα ρ ο ύ που σ υνέρχετα ι πολύ εύκολα. Τ ραβήχτηκε μ α κρ ιά μου, σηκώ θηκε και σ τήθηκε ό ρ θιος τ α λα ντευ όμ ενος ελα φ ρά. — Ευχαριστώ, α λλά δε χρ ειά ζετα ι να κάνεις τίπ ο τα για μέ να. Ο τρόπ ος το υ ήταν π ροκλητικός, μά λλον επιθετικός. Ο ύ τε ένα απλό ευχαριστώ ... τη ν ελά χισ τη έκφ ραση ευγνω μοσύνης! — Είναι ά σ χημο τρ α ύ μ α . Πρέπει να μ ’ αφήσ εις να σου το δέσω.
72
Αγκάθα Κ ρίστι
— Δεν π ρόκειται να κάνεις τίπ οτα τέτο ιο ! Μ ο υ πέταξε τα λόγια α υ τά καταπρόσω πο λες κι εγώ τον π α ρακα λούσ α να μου κάνει μια χάρη. Το α ίμ α ά ρχισε να μου α νεβ α ίνει σ το κεφάλι. — Δ εν μπορώ να σας συγχαρώ για το υ ς καλούς σας τ ρ ό πους, είπα παγωμένα. — Μ π ορώ το υ λά χ ισ το ν να σας απαλλάξω από τη ν π α ρ ο υ σία μου. Και μ ’ α υ τά τα λό για ξεκίνησε για τη ν πόρτα τρ ικλίζο ντα ς. Μ ε μια απ ότομη κίνηση το ν έσπρωξα σ το ν καναπέ. — Μ η ν είσ αι ανόητος, το υ είπα χωρίς περιστροφές. Δε φ α ν τά ζομ α ι να θέλεις να γεμίσ εις α ίμ α τα όλο το πλοίο, ε; Φ άνηκε να βρίσκει λο γικό το επ ιχείρημά μου γ ια τί κάθισε ήσυχα όση ώ ρα του έδενα το τρ α ύ μ α όσο κ α λύτερ α μ π ορ ού σα. — Ο ρ ίσ τε, θ α υ μ ά ζο ντα ς τη χ ειρ ο τεχνία μου, νομίζω πως α ρκεί για την ώρα. Είσαι σε κα λύτερ η διάθεσ η τώ ρ α και μήπως θέλεις να μου πεις τι έγινε ακριβώ ς; — Λ υπ άμαι που δεν μπορώ να ικανοποιήσω τη φ υσ ική σου π εριέργεια. — Και γ ια τί όχι; ρώ τησ α με θλίψ η. Μ ο υ χάρισ ε ένα κακό χαμόγελο. — Αν θέλεις να διαδώ σ εις κά τι, πέστο σε μια γυ ναίκα. Α λ λιώς κρά τα το σ τό μ α σου κλειστό. — Δε νομίζεις πως μπορώ να κρατήσω ένα μ υ σ τικό ; — Δε νομίζω τίπ οτα... το ξέρω. Σηκώθηκε όρθιος. — Ό π ω ς και να ’ χει, είπα με κακία, θα μπορέσω το υ λ ά χ ι σ τον να διαδώ σω το αποψ ινό π ερισ τατικό. — Δεν έχω κα μία α μ φ ιβ ο λ ία πως α υ τό θα κάνεις, είπε α δ ι άφ ορα. — Πώς τολμά ς; φ ώ ναξα θυμω μένη. Σ τεκόμ ασ τα ν ό ρ θ ιο ι, αντιμέτω π οι, α ν τα λλά σ σ ο ντα ς μα τιές όλο θυμ ό σαν τους χειρ ό τερ ο υ ς εχθρούς. Για πρώτη φ ο ρ ά μπόρεσα να π αρατηρήσω τις λεπ τομέρειες το υ προσώπου του, τα κοντοκομμ ένα σ κο ύρ α μ α λλιά , το δ υ ν α τό σ αγόνι, τη ν ουλή σ το ηλιοκα μ ένο μά γο υλο , τα α νοιχτά γκρ ίζα μ ά τια που κοίταζαν τα δικά μου μ ’ ένα είδος α νεπ ιτή δευ τη ς ειρω νίας που
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
73
δ υ σ κολεύομ α ι να π εριγράφω . Δεν υπήρχε τίπ οτα το επ ικίνδυ νο πάνω του. — Δε με ευχαρίσ τησ ες που σου έσωσα τη ζωή, είπα με ψ εύτικη γλυ κύτη τα . Α υ τό τον άγγιξε. Τα μά τια το υ π ετάρισ αν ελα φ ρ ά . Από ένσ τικτο κα τά λα β α πως πάνω α π ’ όλα σ ιχ α ινό τα ν το γεγονός ότι μου όφ ειλε τη ζωή του. Δε μ ’ ένοιαζε. Ή θ ε λ α να το ν πληγώσω. Π οτέ δεν ήθελα τόσ ο πολύ να πληγώσω κάποιον. — Θα ευ χα ρ ισ το ύσ α το Θ εό αν δεν είχε σ υμβεί α υ τό ! είπε εκρηκτικά . Κ αλύ τερα να ’ χα πεθάνει, παρά α υτό ! — Είμαι ευτυχής που αναγνω ρίζεις το χρέος σου. Α υ τό δεν μπορείς να το ξεχάσεις. Σου έσω σα τη ζωή και τώ ρα περιμένω να μ ’ ευχαριστήσεις. Αν το βλέμ μα μπορούσε να σκοτώ σ ει, νομίζω πως εκείνη τη σ τιγμ ή θα επ ιθυμούσ ε να με σκοτώ σει. Π έρασε α π ό το μα από μπ ροστά μου. Στην π όρτα σ τρ ά φ η κε προς τα πίσω και είπε πάνω από τον ώμο του. — Δε θα σε ευχαρισ τήσ ω ... ο ύ τε τώ ρα, ο ύτε άλλη φ ορά. Α λλά αναγνω ρίζω το χρέος. Κάποια μέρα θα σου το ξεπ ληρώ σω. Είχε φ ύγει, α φ ήνοντά ς με μέ σ φ ιγμένες γρ οθιές και τη ν κα ρ διά μου να χτυπάει με τρ ελ λ ό ρυθμό. Δεν υπήρξαν ά λλα απ ρόοπ τα εκείνο το βράδυ. Π ήρα το πρωινό μου σ το κρεβά τι και σ ηκώ θηκα αρ γά το επόμενο πρωί. Ε4 κ. Μ π λα ιρ μου κούνησε το χέρι μόλις ανέβηκα στο κ α τά σ τρω μα. — Κ αλημέρα, Τσιγγάνα, κάθισε εδώ κοντά μου. Μ ο ιά ζεις σαν να μην έκλεισες μάτι όλη νύχτα. — Ειατί με α π οκαλέσα τε έτσ ι; ρ ώ τησ α καθώς κα θόμ ουν πλάι της πειθήνια. — Σε π ειράζει; Σου πάει μ ’ έναν τρόπ ο. Έ τσι σε αποκαλούσ α μέσα μου από τη ν αρχή. Είναι α υ τό το τσ ιγγάνικο σ το ι χείο που σε ξεχωρίζει από το υ ς άλλους. Είχα απ οφ ασίσει πως εσύ κι ο σ υ ντα γμ α τά ρ χη ς Ρέις είσ ασ τε οι μόνοι άνθρω ποι που δε θα με κάνατε να πλήξω πάνω σ ’ α υ τό το πλοίο. — Α υ τό είναι παράξενο, είπα. Το ίδιο σ κέφ τηκα κι εγώ για
74
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
μόνο που α υ τό είναι πιο κα τα νο η τό για σας. Είσαστε... είσ ασ τε ένα τόσ ο φ ίνα επ εξεργασμένο προϊόν! — Π ολύ ω ραία το τοπ οθετείς, είπε η κ. Μ π λα ιρ κουνώ ντας κα τα φ α τικ ά το κεφ άλι. Τώρα πες τα μου όλα για σένα. Γιατί π ηγαίνεις στη Ν ότιο Α μερ ική! Της είπα κάτι σ χετικό με τις εργασ ίες και τη ζωή το υ πατέρα μου. — Ώ σ τ ε είσαι η κόρη του Τσαρλς Μ π έντινγκφ ελντ; Ν όμιζα πως ήσουν μια απλή επ αρχιω τοπ ούλα! Π ηγαίνεις σ το Μ π ρ ό κεν Χιλ για να ξεθάψεις κι ά λλα κρανία; — Μ π ορεί, είπα επ ιφ υλακτκά. Έχω κι ά λλα σχέδια. — Τι μυστηριώ δες πλάσμα που είσαι! Πάντως μου φ αίνεσαι πολύ κουρ ασ μένη σ ήμερα. Δεν κοιμήθηκες καλά; Εγώ δεν μπορώ να κρατήσω α νοιχτά τα μ ά τια μου πάνω σε πλοίο. Λένε πως δέκα ώρες ύπνου χρ ειά ζο ντα ι οι τεμπέληδες... Εγώ θα μπ ορούσ α να κοιμηθώ και είκοσ ι! Χ ασ μουρήθηκε κι έμοιαζε με νυ σ τα γμ ένο γατάκι. — Έ νας η λίθ ιο ς κα μ α ρ ό το ς με ξύπνησε στη μέση τη ς ν ύ χτας για να μου επ ισ τρέφ ει το ρ ο λό με το φ ιλμ που έχασα χθες. Το έκανε με πολύ μ ελ ο δ ρ α μ α τικ ό τρόπ ο, πέρασε το χέρι του από το φ ιν ισ τρ ίν ι και το πέταξε σχεδόν πάνω σ την κο ιλιά μου. Για μια σ τιγμή νόμ ισ α πως ήτα ν βόμβα! — Να ο σ υ ντα γμ α τά ρ χ η ς σας, είπα καθώς η σ τρ α τιω τική σ ιλο υ έτα του συντ. Ρέις εμ φ α νίσ τη κε σ το κατάσ τρω μα. — Δεν είναι ιδ ια ίτερ α ο Σ υνταγμα τά ρ χης μου. Στην πρα γ μ α τικ ό τη τα σε θαυμά ζει πάρα πολύ. Γ ι’ α υ τό μην το βάλεις στα πόδια, τσ ιγγανά κι μου! — Θέλω να δέσω κάτι γύρω α π ’ τα μ α λλιά μου. Θ α είναι πιο β ολικό από το καπέλο. Γλίστρησα β ια σ τικά μ α κρ ιά τους. Για κάποιο λόγο ένιω θα κάπως α μήχανα με το συντ. Ρέις. Ή τ α ν από το υ ς λίγο υς α ν θρώ πους που μ ’ έκαναν να νιώθω ντροπ αλή. Κ ατέβηκα σ την καμπίνα μου κι άρχισα να ψάχνω για κα μιά φ α ρ δ ιά κορδέλα ή ένα φ ο υ λ ά ρ ι με το οποίο θα μπ ορούσ α να συγκρατήσ ω τις α τίθα σ ες μπούκλες μου. Είμαι πολύ τα κτική με τα π ράγματά μου, μου αρέσει να τα τα κτοπ οιώ μ ’ ένα σ υγκεκριμένο τρόπ ο και τα κρατώ πάντα έτσι. Γ ι’ α υ τό μόλις άνοιξα το σ υ ρ τά ρ ι μου αμέσω ς κα τάλα β α πως κάποιος είχε
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
75
πειράξει τα π ρά γμα τά μου. Τα πάντα είχαν μετα κινη θ εί κι α ν α κατω θεί. Κ οίταξα και σ τ ’ ά λλα σ υ ρ τά ρ ια και τη μικρή ν το υ λ ά πα. Μ ε π ληροφ όρησ αν για το ίδιο πράγμα. Ή τ α ν σαν κάποιος να είχε ψάξει βιασ τικά, αλλά όχι απ οτελεσ μ ατικά, τα π ράγματά μου. Κ άθισα σ την άκρη της κουκέτας μου σ υλλογισ μένη. Π οιος είχε ψάξει την καμπίνα μου και τι γύ ρ ευε; Μ ήπω ς ή ταν ένα χαρ τάκι με γρ ά μ μ α τα και α ρ ιθ μ ο ύ ς; Κούνησα το κεφάλι μου, η σκέψη δε με ικανοπ οιούσε. Α υ τό ήταν πια παλιά ισ τορ ία . Α λλά τι ά λλο θα μπ ορούσε να είναι; Ή θ ε λ α να σκεφτώ . Τα γεγο νό τα της π ερασμένης νύχτας, αν και ήτα ν σ υνα ρπ α σ τικά , δεν είχαν κα θόλου βοηθήσ ει στη δ ιαλεύ κανσ η του θέματος. Π οιος ήτα ν ο νεαρός που είχε ε ι σβάλει τόσ ο ξαφ νικά σ την καμπίνα μου; Δεν το ν είχα δει προ ηγουμένω ς, ο ύ τε σ το κα τά σ τρ ω μ α ο ύτε σ τη ν τρα π εζαρ ία . Α νήκε στο προσωπικό το υ πλοίου ή ήταν κι α υτό ς επιβάτης; Π οιος τον είχε μαχαιρώ σει; Γιατί το ν είχαν μαχαιρώ σει; Και για τί, σ τ ’ όνομα του θεού, η καμπίνα No 17 ήταν τόσ ο σ η μ α ν τική ; Ό λ α ήταν ένα μ υ σ τή ρ ιο , α λλά δεν υπήρχε α μ φ ιβ ο λ ία πως μερικά πολύ παράξενα γεγονότα σ υνέβαιναν πάνω στο Κ ιλμ όρντεν Κασλ. Μ έτρ η σ α σ τα δ ά κτυ λ ά μου τα ά το μ α τα οποία έκρ ινα πως έπρεπε να π αρακολουθήσ ω στενά. Βάζοντας σ την άκρη το ν επισκέπτη μου της περασμένης νύχτας, αν και υποσχέθηκα στον εα υτό μου να το ν ανακαλύψω πάνω σ το πλοίο πριν περάσει η μέρα, επέλεξα τα επόμενα πρόσωπα ως άξια της προσοχής μου: 1) Ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ. Ή τ α ν ο ιδ ιο κ τή τη ς το υ Μ ιλ Χάουζ και η π α ρουσ ία το υ πάνω στο Κ ιλμ ό ρ ντεν Κασλ έμοιαζε κάπως σαν σύμπτωση. 2) Ο κ. Π άτζετ, ο γ ρ α μ μ α τέα ς με τη ν απ αίσ ια μορφ ή, του οποίου η επ ιθυμία να απ οκτήσει τη ν καμπίνα No 17 μου φ α ι νότα ν ύποπτη. Σημείω ση: ν ’ ανακαλύψ ω αν β ρ ισ κό ταν με το ν σερ Ευστάθιο στις Κάννες. 3) Ο α ιδεσ ιμότα τος Έ ντουα ρντ Τσίτσεστερ. Το μόνο που είχα εναντίον του ήταν η επιμονή του για την καμπίνα No 17 κι α υτό μπορεί να ο φ ειλότα ν αποκλειστικά στον παράξενο χα ρ α κτήρα του. Η επιμονή μπορεί να έχει εκπληκτικά αποτελέσματα.
76
Αγκάθα Κ ρίστι
Ω σ τό σ ο μια μικρή κο υβ εντο ύ λα με το ν κ. Τσίτσ εσ τερ δε θα έβλαπτε, απ οφ άσ ισ α. Δ ένοντας βιασ τικά ένα μα ντήλι σ τα μ α λ λιά μου α νέβηκα και πάλι στο κα τά σ τρ ω μ α γεμ ά τη α π ο φ ασ ι σ τικότη τα . ' Η ταν τυχερή. Το «θήραμά» μου ακουμπ ούσε πάνω σ την κουπ αστή κι έπινε ζωμό κρέατος. Πήγα κοντά του. — Ελπίζω να με σ υγχω ρήσατε για τη ν καμπίνα No 17, του είπα με το κα λύ τερ ο χαμ ό γελό μου. — Το θεωρώ α ν τιχ ρ ισ τια ν ικ ό να κρ α τάς κακία, είπε ο κ. Τσίτσ εσ τερ ψυχρά. Ό μ ω ς ο λο γισ τή ς μου τη ν είχε υποσχεθεί καθαρά. — Ο ι λογισ τές σ τα πλοία είναι τόσ ο π ολυάσ χολοι, ψ έμ ατα ; είπα α δ ιά φ ο ρ α . Υποθέτω πως πολύ συχνά ξεχνούν α υ τά που λένε. Ο κ. Τσίτσ εσ τερ δεν απάντησε. — Είναι η πρώτη σας επίσκεψη σ την Α φ ρ ικ ή ; ρώ τησ α θ έ λοντας να ξεκινήσω μια σ υζήτηση. — Στη Ν ό τιο Α φ ρική ναι. Α λλά εργά σ τηκα τα δυο τελευτα ία χρόνια στις α νθρω π οφ άγους φ υλές στο εσ ω τερ ικό της Α ν α το λικής Α φρικής. — Τι σ υνα ρπ α σ τικό! Κ ινδυνέψ ατε συχνά; — Αν κινδύνεψ α; — Από το να φ α γω θ είτε εννοώ... — Δε θα πρέπει να μιλά τε για τα θεία θ έμ α τα με ελ α φ ρ ό τη τα , Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. — Δεν ήξερα πως ο κα νιβ α λισ μός ή ταν θείο θέμα, το υ α ν τιγύ ρ ισ α κατάπ ληκτη. Καθώς τα λόγια α υ τά έβγα ινα ν από τα χείλη μου μια άλλη ιδέα καρφώ θηκε σ το μυ αλό μου. Αν ο κ. Τσίτσ εσ τερ είχε περά σει τα δύο τελ ευ τα ία χρ ό νια σ το εσ ω τερ ικό της Α φ ρικής, γ ια τί δεν ήταν πιο ηλιοκαμένος; Το δέρμα του ή ταν ρ ο δ α λό κι ά σπρο σαν μωρού. Σ ίγουρα α υ τό ή ταν μά λλον ύποπτο, έτσι; Κι όμως οι τρόπ οι και η φω νή του έδειχναν απ όλυτα α υ τό που ήταν. Ίσ ω ς με κάποια υπερβολή. Ή τ α ν — ή δεν ή τα ν— «ψεύ τικος» κληρικός; Π ροσπ άθησα να ξαναφέρω στο νου μου το υ ς κληρικούς που είχα γνω ρίσει παλιά σ το Λ ιτλ Χάμσλυ. Μ ερ ικ ο ί απ ’ αυτούς μου άρεσ αν, άλλοι όχι, α λλά σ ίγο υ ρ α κανένας απ ” α υτο ύ ς δεν έμοιαζε ακριβώ ς με τον κ. Τσίτσεστερ. Εκείνοι ήταν ανθρώ πινοι
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
77
— α υτό ς ήταν... ιδανικοπ οιημένος. Καθώς σ κεφ τό μ ο υ ν όλα α υτά , ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ εμ φ α νίσ τη κε σ το κα τάσ τρω μα . Ό τ α ν έφ τα σ ε σ το ύψος το υ κ. Τ σίτσ εσ τερ, έσκυψε και μάζεψε από κάτω ένα κο μ μ ά τι χ αρ τί και του το έτεινε λέγοντας: Κάτι σας έπεσε. Π έρασε χω ρίς να σ τα μ α τή σ ει και γ Γ α υ τό ίσως να μην πρόσεξε τη ν τα ρα χή του κ. Τσίτσεστερ. Εγώ τη ν πρόσεξα. Ό , τ ι κι αν ήτα ν α υτό που το υ είχε πέσει, η ανακά λυψ ή το υ το ν είχε τα ρ ά ξει α ρκετά. Έ γινε χαλκοπ ράσ ινος και τσ αλάκω σ ε το χα ρ τί σ ’ ένα μπ αλάκι. Ο ι υποψίες μου α υξή θ η καν εκα τό φ ορές παραπάνω. Έ πιασε τη μ α τιά μου και β ιάσ τηκε να μου δώσει εξηγήσεις. — Ένα., ένα μέρος από... από ένα κήρυγμα που έγρ α φ α, είπε μ ’ ένα α ρ ρω σ τημ ένο χαμόγελο. — Α λή θ εια ; σ υμφ ώ νησ α ευγενικά. Έ να κομ μ ά τι από το κή ρ υγμά το υ , α λ ή θ εια ! Ό χ ι, κ. Τσί τσεστερ... α υ τά δεν πιάνουν! Σ ύντομα με εγκα τέλειψ ε με κάποια α κ α θ ό ρ ισ τη δ ικ α ιο λ ο γία. Ευχόμουν ω! Π όσο θα ήθελα να έχω μαζέψει εγώ το χα ρ τί και όχι ο σ ερ Ευστάθιος Π έντλερ ! Έ να π ράγμα ή ταν πάντως ξεκάθα ρο: ο κ. Τ σ ίτσ εσ τερ δεν μπ ορούσε πια να εξαιρ εθεί από τον κα τά λογο τω ν υπόπτων μου. Έ τεινα , μ ά λισ τα , να το ν τ ο ποθετήσω πρώ το-π ρώ το στη σειρά. Μ ετά το μεσ ημερια νό , ό τα ν μπήκα στο σαλόνι για το ν κα φέ, είδα πως ο σερ Ευστάθιος και ο Π άτζετ κά θο νταν μαζί με την κα Μ π λα ιρ και τον συντ. Ρέις. Η κα Μ π λα ιρ με καλω σόρισε μ ’ ένα χαμ όγελο και πήγα κοντά τους. Μ ιλ ο ύ σ α ν για τη ν Ιτα λία. — Μ α είναι π αραπ λανητικό, επέμενε η κα Μ π λαιρ. Aqua Calda θα έπρεπε να σ ημαίνει κρύο νερό... όχι ζεστό. — Δεν έχετε μελετήσ ει λ α τιν ικ ά , είπε ο σερ Ευστάθιος χ α μογελώ ντας. — Ο ι ά ντρες νιώ θουν τόσ ο ανώ τεροι με τα λα τιν ικ ά τους! είπε η κα Μ π λαιρ. Π α ρ ’ ό λ ’ α υ τά όμως, έχω π αρατηρήσει πως ότα ν του ς ζητάς να σου εξηγήσουν τις επ ιγραφ ές στις παλιές εκκλησίες, πότε δεν τα κα τα φ έρ νο υ ν! Τα μασάνε κι όλο ξεγλισ τρούν! — Π ολύ σω στά, είπε ο συντ. Ρέις. Εγώ το κάνω πάντα.
78
Αγκάθα Κ ρίστι
— Ω σ τό σ ο λα τρεύ ω τους Ιταλούς, συνέχισε η κα Μ π λαιρ. Είναι τόσ ο π εριπ οιητικοί — αν κι α υ τό έχει και τη ν ενοχλητική του πλευρά. Τους ρω τάς να σου δείξουν το δρ ό μ ο και α ντί να σου πουν, «ο πρώτος από δεξιά και ο δεύ τερ ο ς από αριστερά» ή κάτι ά λλο που θα μπορούσε να σε οδηγήσει κάπου, σε πλημ μ υ ρ ίζο υ ν μ ’ ένα χείμ α ρ ρ ο κα λοπ ρ οαίρ ετω ν οδηγιώ ν κι ό ταν του ς κοιτάς σας χαμένος, σε πιάνουν ευγενικά από το χέρι και έρχονται μαζί σου μέχρι εκεί που θέλεις να πας. — Α υτές είναι και οι δικές σου εμπ ειρίες από τη Φ λω ρ εντία; ρώ τησ ε ο σερ Ευστάθιος γυρνώ ντας προς το γ ρ α μ μ α τέα του χαμογελώ ντας. Για κάποιο λόγο η ερώ τηση α υτή έφ ερε σε δύσκολη θέση τον κ. Π άτζετ. Κοκκίνισε και άρχισ ε να τρ α υλίζει. — Ω , κάπως έτσι... ναι, εε... κάπως έτσι. Μ ε τά μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε κάποια δ ικ α ιο λ ο γ ία , σηκώ θηκε κι έφ υ γε. — Αρχίζω να υπ οπ τεύομαι πως ο Π άτζετ έχει διαπ ράξει κάτι πολύ σ κοτεινό στη Φ λω ρεντία, π αρατήρησε ο σερ Ευστά θιος καθώς π α ρατηρούσ ε το γρ α μ α τέα το υ ν ’ α π ο μ α κρ ύνε ται. Ο π ότε έρχεται η κουβ έντα σ την Ιτα λία ή στη Φ λω ρ εντία, α λλάζει αμέσως θέμα ή εξαφ α νίζετα ι βιασ τικά. — Ίσ ω ς να δολοφ όνησ ε κάποιον εκεί, είπε με κάποια προσ δοκία η κα Μ π λαιρ. Μ ο ιά ζει σαν — ελπίζω να μην σας προσβάλλω σερ Ευστάθιε— α λλά π ρ α γμα τικά μοιάζει σαν να μπ ορούσε να δολοφ ονή σ ει κάποιον... — Ν αι, αγνή μεσαιω νική εγκλη μ α τική μο ρ φ ή ! Μ ε δ ια σ κ ε δάζει καμιά φ ορ ά να το σ κέφ το μ α ι — ιδ ια ίτερ α αν γνω ρίζει κανείς τόσ ο καλά όπως εγώ, πόσο φ α να τικά νο μ ο τα γής κι α ξι οπρεπής είναι ο κακομοίρης! — Είναι κοντά σας α κρ ετό κα ιρ ό , έτσι δεν είναι οσερ Ευστά θιε; ρώ τησε ο συντ. Ρέις. — Έξι χρ όνια , απάντησε ο σερ Ευστάθιος μ ’ ένα βαθύ α νασ τεναγμό. — Πρέπει να σας είναι α νεκτίμη το ς, είπε η κα Μ π λαιρ. — Ω , α νεκτίμ ητος! Ν αι, α ληθ ινά ανεκτίμητος! Ο δυστυχής έδειχνε ακόμ α πιο δυσ τυχισ μένος σαν α υ τό το χάρ ισ μα του κ. Π ά τζετ να του πρόσφερε μόνο οδύνη στη ζωή. Τότε, α π ότομα, πρόσθεσε. Κι όμω ς το πρόσωπό το υ θα πρέπει
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
79
να σας καθησ υχάζει, αγαπ ητή μου κυρία. Κανένας δο λο φ ό νο ς που σέβεται τον εα υτό του δε θα ήθελε να μοιάζει μ ’ α υ τό που είναι! Έχω ακούσ ει πως ο Κρίπεν ή ταν ένας αξιαγάπ ητος ά ν θρωπος. — Τον έπ ιασαν σ ’ ένα πλοίο νομίζω ; μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ ε η κ. Μ π λαιρ. Α κούσ τηκε ένα ελα φ ρ ό κρ ο τά λισ μ α πίσω μους. Σ τρά φ ηκα απ ότομα. Ο κ. Τσίτσ εσ τερ είχε αφ ήσ ει να το υ πέσει το φ λ υ τζά νι του σ το πάτωμα. Η παρέα μας σ ύντο μ α διαλύ θ η κε. Η κ. Μ π λα ιρ κατέβηκε κάτω για να κοιμηθεί κι εγώ βγήκα στο κατάσ τρ ω μα . Ο συντ. Ρέις με ακολούθησ ε. — Εξαφανίζεστε πολύ εύ κο λα , Αν Μ π έντινγκφ ελντ. Σας έ ψαχνα παντού χτες το βράδυ σ το χορό. — Π ήγα νω ρίς για ύπνο, εξήγησα. — Θ α εξα φ α νισ τείτε και σ ή μερ α ; Ή θα χορέψ ετε μαζί μου; — Μ ε μεγάλη μου ευ χα ρ ίσ τη σ η , είπα ντροπ αλά. Α λλά η κ. Μ π λαιρ... — Η φ ίλη μας η κ. Μ π λα ιρ δεν ενδ ια φ έρ ετα ι καθόλου για το χορό. — Και σεις ενδια φ έρ εσ τε; — Α υ τό που μ ’ ενδια φ έρ ει είναι να χορέψω μαζί σας. — Ω ! είπα με κάποια ταραχή. Ο συντ. Ρέις με φ όβιζε λιγάκι. Πάντως με διασκέδαζε. Ή τ α ν πολύ κα λύτερ α από το να κουβ εντιάζω για απ ολιθω μένα κρ α νία με απ ολιθω μένους γέρ ο -καθ η γη τές! Ο συντ. Ρέις ανταπ οκρ ινό τα ν τέλεια σ την ιδανική εικόνα το υ γερ ο δεμ ένο υ , σιω πη λού Ροδεσιανού που είχα σ το μυ αλό μου. Μ π ορεί και να τον π α ντρευόμουν! Φ υσ ικά δε μου είχε κάνει καμία πρόταση, α λ λά όπως λένε και οι πρόσκοποι... «έσο έτοιμος!» Κι εξάλλου όλες οι γυναίκες, χωρίς καν να το κα τα λα β α ίνο υν, θεω ρούν τον κάθε ά νδρα που θα γνω ρίσ ουν σαν ένα πιθανό σύζυγό τους ή α κόμ α ένα σύζυγο για τη ν κα λύτερ ή τους φ ίλη ! Χόρεψα μαζί του πολλές φ ορές εκείνο το βράδυ. Χόρευε καλά. Ό τ α ν ο χορός τελείω σ ε και σ κεφ τό μο υ ν να πάω για ύπνο, εκείνος π ρότεινε μια β ό λτα σ το κα τάσ τρω μα. Κάναμε το γύρο τρεις φ ορές και τελικά κα θίσ αμε σε δυο πολυθρόνες. Δεν
80
Αγκάθα Κ ρίσ η
υπήρχε κανείς άλλος τρ ιγύρ ω . Για λίγη ώρα κουβ εντιάσ αμ ε για δ ιά φ ο ρ α άσχετα π ράγματα. — Ξ έρετε, μις Μ π έντινγκφ ελντ, νομίζω πως κάποτε σ υνά ν τησ α τον πατέρα σας. Π ολύ ενδιαφ έρ ω ν άνθρωπος — σχετικά με το θέμ α που τον απ ασχολούσε και είναι ένα θέμα που ασκεί πάνω μου μια μεγάλη γο η τεία . Μ ε το δικό μου ταπ εινό τρόπ ο νομίζω πως κάτι έκανα κι εγώ σ ’ α υ τό ν το ν τομέα. Ό τ α ν ήμουν σ την περιοχή της Ν τορντόν... Τώρα η κουβέντα μας είχε γίνει τεχνική. Ο συντ. Ρέις δεν καμάρω νε ά δικα για τις γνώ σεις του. Ή ξ ερ ε πολλά π ράγματα. Π αρ ’ όλα α υ τά έκανε ένα ή δυο παράξενα λάθη — σαν να του ξέφ υγαν, θα έλεγα. Α λλά πολύ γρ ή γο ρ α , ό τα ν το ν διόρθω να, κα τά φ ερ νε να τα καλύψ ει. Τη μια φ ο ρ ά είπε πως η Μ ο υ σ τερ ιανή περίοδος ήταν σ υνέχεια της Ω ρ ιγνά σ ια ς — ένα λά θος πα ράξενο για κάποιον που είχε τόσες γνώσεις πάνω στο θέμα. Ή τ α ν μεσάνυχτα όταν επ έστρεψα στην καμπίνα μου. Α υτά τα περίεργα λα θά κια με απ ασ χολούσαν ακόμα. Ή τ α ν δ υ να τό να έχει δ ιαβά σ ει στα γρ ή γο ρ α α υ τό το θέμα — και πως σ τ ’ α λήθ εια δεν είχε κα μιά ιδέα για α ρ χ α ιο λο γία ; Κ ούνησα το κε φ ά λι μου, η σκέψη α υτή δε με ικανοποιούσε. Και την ώ ρα που μ ’ έπ αιρνε ο ύπνος πετάχτηκα πάνω κα θώς μια κα ινο ύ ρ για σκέψη γεννήθηκε σ το μυ αλό μου. Μ ήπως ήταν εκείνος που προσπαθούσε να με δοκιμάσ ει... εμ ένα; Μ ή πως α υτές οι α νακρίβειες δεν ή ταν παρά ένα τεσ τ — για να δει αν π ράγματι γνώ ριζα για το θέμα που μ ιλο ύσ α; Μ ε ά λλα λόγια με υπ οψ ιαζόταν, υπ οψ ιαζόταν πως μπορεί να μην ήμουν η π ρα γμα τική Ανν Μ π έντινγκφ ελντ! Α λλά γ ια τί;
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 11 (Αποσπάσματα από το η μ ερ ο λόγιο του σερ Ευστάθιου Π έντλερ) Υπάρχει κάτι για το οποίο θα πρέπει να μιλήσω σχετικά με ιη ζωή πάνω σ το πλοίο. Είναι ειρ η νική . Ευτυχώς τα γκρ ίζα μου μα λλιά με εξαιρούν από ταπεινώ σεις όπως το σημάδι στα μήλα το τρ έξιμ ο πάνω κάτω στο κα τά σ τρ ω μ α με πατάτες ή α υγά και ά λλα π α ρόμοια η λίθια σπορ. Τι ευχαρ ίσ τησ η μπορεί να β ρ ί σκουν οι άνθρωποι σε τό σ ο ο δυνη ρ ές δια δικα σ ίες για μένα υπήρξε πάντα ένα ά λυ το μυσ τή ρ ιο . Α λλά υπ άρχουν πολλοί τρελοί σ ’ α υ τό τον κόσμο. Ο φ είλει κανείς να ευ χ α ρ ισ τεί το θ ε ό για τη ύπαρξή του ς και να το υ ς απ οφ εύγει σ υσ τη μ α τικά . Ευτυχώς είμα ι εξαίρετος ναυτικός. Ο καημένος ο Π άτζετ δεν είναι. Έ γινε καταπ ράσ ινος αμέσω ς μόλις βγήκαμε από το Σόλεντ. Συμπεραίνω επίσης κι ο ά λλος υπ οτιθέμενος γ ρ α μ μ α τέας μου το ίδιο. Πάντω ς δεν έχει ακόμη κάνει τη ν εμ φ ά νισ ή του. Ίσ ω ς όμως να μην υποφέρει από να υ τία , α λλά να πρό κειται για δ ιπ λω μα τικούς ελιγμούς. Το πιο σ η μ α ντικό πάντως είναι πως εμένα δεν με ενόχλησε καθόλου. Σε γενικές γρα μμές οι επ ιβάτες του πλοίου είναι μά λλον ά θλια σ υ ντρ ο φ ιά . Μ ό ν ο δύο αξιοπρεπείς παίκτες το υ μπ ριτζ και μόνο μία αξιοπρεπής σ την εμ φ ά νισ η γυ να ίκα — η κυρία Κλάρενς Μ π λαιρ. Φ υσ ικά τη ν είχα γνω ρίσει στο Λ ονδίνο. Είναι μία από τις ελάχισ τες γυναίκες που γνω ρίζω πως μπορεί να διεκδικήσ ει το ν τίτλ ο μιας γυναίκας με χιο ύμο ρ . Μ ο υ αρέσει πολύ να κουβεντιάζω μαζί της και θα το ευ χα ρ ισ τιό μ ο υν ακόμη π ερισ σ ότερο αν δεν υπήρχε εκείνος ο μακρυκά νης σιωπηλός α νόητος τύπος που της έχει κολλήσει σαν βδέλλα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως α υτό ς ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς Ρέις τη ν κάνει πρα γμ α τικά να διασ κεδά ζει. Είναι εμ φ α νίσ ιμ ο ς με το ν τρόπ ο το υ , α λλά βα ρετός σαν τα λιμ νά ζο ντα νερά. ' Ενας απ ’ α υτο ύ ς τους δυ να τού ς σιω π ηλούς ά ντρ ες που ξετρ ελα ίνο υν τις γυναίκες σ υγγρα φ είς και τα κοριτσ όπ ουλα. Ο Γκάι Π ά τζετ κα τά φ ερ ε ν ’ α να ρ ρ ιχ η θ εί στο κα τάσ τρ ω μα μετά που εγκα τα λείψ α μ ε τη Μ α δ έρ α κι άρχισε να μ ο υ ρ μ ο υ ρ ί-
82
Αγκάθα Κ ρίστι
ζει με υπ οχθόνια φωνή για δο υ λειά . Γιατί στο καλό θα ήθελε κανείς να δουλέψ ει πάνω σ ’ ένα πλοίο; Είναι α λήθ εια πως υποσχέθηκα στους εκδότες μου τα «Απομνημονεύματά» μου για την αρχή του κα λοκα ιρ ιο ύ , α λλά τι μ ’ α υ τό ; Ποιος διαβάζει σ τ ’ α λήθ εια α π ομ νημ ο νεύμ α τα ; Ο ι ηλικιω μένες κυρίες στα προάσ τια. Και σε τι α να φ έρ ο ντα ι τα α π ο μ νη μ ο νεύμ α τά μου; Ετυχε να πέσω πάνω σε μερικούς υπ οτιθέμενους διάσ ημους ανθρώ π ους κατά τη δ ιά ρ κεια της ζωής μου. Μ ε τη βοήθεια του Π άτζετ, δ ιη γο ύμ α ι ανούσ ιες ισ τορ ίες γ ι ’ α υτούς, από τις οποίες τις πιο πολλές τις βγάζω από το μυαλό μου. Και, η φ οβ ερ ή α λήθ εια είναι πως ο Π άτζετ π αραείναι τίμ ιο ς γι ’ αυτή τη δο υ λειά . Δε μ ’ α φ ήνει να επινοήσω α νέκδο τα για α νθρ ώ πους που θα μπ ορούσα α λλά δεν έχω γνω ρίσει. Π ροσπ άθησ α να είμα ι καλός μαζί του. — Μ ο υ φ αίνεσ αι ακόμ α χάλια, φ ίλε μου, του είπα με μεγά λη ευκολία. Α υ τό που σου χρειάζετα ι είναι μια σ αιζ-λονγκ στον ήλιο. Ό χ ι - ο ύ τε λόγος. Η δο υ λειά πρέπει να περιμένει. Το επόμενο π ράγμα που έμ αθα ήταν πως σ τενο χω ρ ιό τα ν για μια καμπίνα επιπλέον. «Δεν υπάρχει χώρος να δο υλέψ ο υμ ε σ την καμπίνα σας, σερ Ευστάθιε. Είναι γεμ άτη μπαούλα». Από το ν τό νο της φω νής το υ θα μπ ορούσε κανείς να σ υμπεράνει πως τα μπ αούλα ή τα ν κάτι σαν κα τσα ρίδες, κάτι που δεν είχε λόγο ύπαρξης εκεί μέσα. Του εξήγησα πως, παρόλο που μπορεί να μην είχε α ν τιλ η φ θ εί το γεγονός, ήταν πολύ σ υνη θ ισ μένο πράγμα να παίρνει μαζί του κανείς μια α λλα ξιά ρούχα ό τα ν τα ξιδεύει. Μ ο υ χάρ ισ ε ένα άχρω μο χαμ όγελο, το οποίο πάντα συνοδεύει τις προσπάθειές μου να κάνω χιο ύ μ ο ρ , και ξανάφερε τη ν κουβ έντα στη δουλειά. — Και σ ίγου ρ α δεν μπ ορούμε να δο υλέψ ουμ ε στη δίκιά μου τρύπα! Γνωρίζω τι εννοεί ο Π άτζετ με τη λέξη «τρύπα» — συνήθω ς έχει την κα λύτερη καμπίνα πάνω στο πλοίο. — Λ υπ άμαι που ο καπετάνιος δε σου πρόσφ ερε τη δική του α υτή τη φ ο ρ ά , του είπα σ αρκα σ τικά . Ίσ ω ς να σ ’ εξυπ η ρετούσ ε να πάρω τις περιττές σου αποσκευές στη δική μου... Ο σ αρκα σ μός είναι πολύ επ ικίνδυνος με κάποιον σαν το ν Π άτζετ. Αμέσως το πρόσωπό το υ έλαμψε.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
83
— Λοιπ όν, αν μπ ορούσα να ξεφ ορτω θώ τη γρ α φ ο μ η χ α νή και το μπ αούλο με τη γρ α φ ική ύλη... Το μπ αούλο με τη γρ α φ ική ύλη ζυγίζει μερικούς τόνους. Μ α ς κοστίζει ατελείω τες δ ιαπ ρ αγμα τεύ σ εις με το υ ς α χ θ ο φ ό ρους και ο σκοπός της ζωής του Π άτζετ είναι να μου το φ ο ρ τώ σει. Είναι μια συνεχής διαμά χη μεταξύ μας. Δ είχνει να το θεω ρεί ειδ ικά απ οκλεισ τική μου ιδιο κτη σ ία . Εγώ, από τη ν άλλη πλευρά, θεωρώ πως και μόνο η ευθύνη το υ δ ικ α ιο λ ο γ εί την ύπαρξη ενός γρ α μ μ α τέα . — Θα π άρουμε άλλη μια καμπίνα, το ν έκοψ α βιασ τικά. Α υ τό φ α ινό τα ν α ρκετά απλό, α λλά ο Π άτζετ είναι ά νθρ ω πος που λ α τρ εύ ει τα μ υσ τή ρ ια . Ή ρ θ ε να με βρει τη ν επομένη μέρα με τη ν έκφ ρα σ η ενός συνω μότη της Αναγέννησης. — Θ υ μ όσ α σ τε που μου είπατε να κλείσω τη ν καμπίνα No 17 για γρ α φ είο ; — Και τι έγινε; Σφήνωσε το μπ αούλο με τα χ α ρ τικά στην πόρτα της; — Ο ι πόρτες έχουν τις ίδιες διασ τά σ εις σε όλες τις καμπίνες, μου απ άντησε ο Π ά τζετ πολύ σοβαρά. Α λλά θέλω να σας πω, σερ Ευστάθιε, πως υπάρχει κάτι πολύ παράξενο σ ’ α υ τή τη ν καμπίνα. Στο μυ αλό μου πέρασαν εικόνες από το «Πάνω κρεβάτι»... Αν εννοείς πως είναι σ τοιχειω μένη, δεν π ρόκειται να κ ο ιμ η θ ο ύ με εκεί μέσα, έτσι δε βλέπω γ ια τί να μας πειράζει. Τα φ α ν τά σ μ α τα δεν π ειράζουν τις γραφομηχανές. Ο Π άτζετ είπε πως δεν υπήρχε φ ά ντα σ μ α και πως, τελικά , δεν πήρε την καμπίνα No 17. Μ ο υ διηγήθηκε μια μακριά, μπερ δεμένη ισ τορ ία . Εια κάποιους λόγους α υτός μ ’ έναν κύ ρ ιο Τσίτσ ερ και μια κοπέλα με το ό νο μ α Μ π έντινγκφ ελντ σχεδόν παί ξανε ξύλο γι ’ α υ τή ν την καμπίνα. Δε χρ ειάζετα ι να πω πως το κορίτσ ι κέρδισε κι ο Π άτζετ δεν μπ ορούσε να το χωνέψει. — Και η 13 και η 28 είναι πολύ κα λύτερες καμπίνες, σ υνέχι σε. Α λλά οι ά λλοι ούτε που ήθελαν να τις δουν. — Μ μ μ , είπα πνίγοντας ένα χ α σ μ ο υ ρ η τό , για κάποιο λόγο το ίδιο έκανες κι εσύ, αγαπητέ μου Π άτζετ. Μ ο υ έριξε μια υ π οτιμη τική ματιά. — Εσείς μου είπατε να πάρω τη ν καμπίνα No 17. Υπάρχει πάντα κάποιο υπ ονοούμενο στα λόγια του Π άτζετ
114
Αγκάθα Κ ρίστι
του είδ ο υς «εγώ που κάνω τα πάντα για να σας ευχαριστήσω». — Α γαπ ητέ μου, τον διέκοψ α μ ’ εκνευρισ μ ό, α νέφ ερ α τη ν καμπίνα No 17 γ ια τί έτυχε να δω πως ήταν άδεια. Α λλά δεν εννοούσ α πως έπρεπε να παίξεις μπουνιές γι ’ α υτή ν — η 13 ή η 28 κάνουν εξίσου καλά για τη δ ο υ λ ειά μας. Έ δειχνε πληγωμένος. — Υπάρχει και κάτι άλλο, επέμενε. Η μις Μ π έντινγκφ ελντ πήρε τη ν καμπίνα, α λλά σ ήμερα το πρωί είδα το ν κ. Τ σίτσ ε στερ να βγαίνει στα κλεφ τά από κει μέσα. Του έριξα μια α υσ τη ρ ή ματιά. — Αν προσπαθείς να στήσεις κανένα άσχημο σ κάνδα λο μ ' α υτό ν τον Τσίτσ εσ τερ, που είναι ιεραπ όσ τολος — αν και τ ρ ο μερά κο υρ α σ τικός τύπος — και τη μις Μ π έντινγκφ ελντ α υ τό το νό σ τιμ ο νεα ρό πλάσμα, δεν π ρόκειται να πιστέψω ούτε λέξη, το υ απ άντησα κοφ τά. Η Αν Μ π έντινγκφ ελντ είναι ένα εξα ιρ ετικά καλό κορίτσ ι — με ιδ ια ίτερ α ό μο ρ φ ες γάμπες. Θα έλεγα μ ά λισ τα πως έχει τις ω ραιότερες γάμπες πάνω στο πλοίο. Του Π άτζετ δεν του άρεσε η α να φ ο ρ ά στις γάμπες τη ς Αν Μ π έντινγκφ ελντ. Είναι ο τύπος που δεν προσέχει ποτέ το υ τις γάμπες των γυναικώ ν — ή αν το κάνει, θα π ροτιμούσ ε να πεθάνει παρά να το ομολογή σ ει. Επίσης θεω ρεί πως είναι εξαιρ ετική επ ιπ ολαιότητα εκ μέρους μου να προσέχω π αρόμοια π ρά γμα τα. Εμένα μου αρέσει να πειράζω το ν Π άτζετ και γ ι ’ α υ τό σ υνέχισα με πονηριά: — Καθώς μ ά λισ τα γνω ρ ισ τή κα τε, θα μπορούσες να την καλέσεις να δειπνήσει σ το τραπέζι μας α ύ ρ ιο το βράδυ. Είναι ο χορός των μεταμφ ιεσ μένω ν. Και με τη ν ευ κ α ιρ ία πέρασε από το κουρ είο για να διαλέξεις ένα κοσ τούμ ι και για μένα. — Δεν πιστεύω να μ ετα μ φ ιεσ τείτε κι εσείς; είπε ο Π άτζετ με αποχρώσεις φ ρίκης σ τον τό νο της φω νής του. Μ π ορ ούσ α ν ’ α ντιλη φ θ ώ πως κάτι τέ το ιο δε σ υμβ ά διζε καθόλου με την ιδέα που είχε για τη ν αξιοπρέπ ειά μου. Έ δ ει χνε κατάπ ληκτος και πληγωμένος. Στην π ρ α γμ α τικό τη τα δεν είχα καμιά διάθεσ η να μα σ κα ρ ευτώ , α λλά η απ όλυτη σύγχυση του Π άτζετ ήτα ν τρ ο μ α κ τικ ό ς πειρασμός. — Τι εννοείς; είπα. Φ υσ ικά και θα μασκαρευτώ . Κι εσύ το ίδιο.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
85
Ο Π ά τζετ ανατρίχια σ ε. — Λ οιπ όν, κατέβα σ του μηα ρμπ έρη και φ ρ ό ντισ ε για τα κοσ τούμ ια . — Δεν πιστεύω να έχουν μεγάλα μεγέθη, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ ε με τρώ ντα ς με το μά τι τη σ ιλο υ έτα μου. Χωρίς να το εννοεί, ο Π άτζετ μπορεί καμιά φ ο ρ ά να είναι εξα ιρ ετικά προσβλητικός. — Και κλείσε σ την τρ α π εζαρ ία ένα τραπέζι για έξι, σ υνέχι σα. Θα έχουμε τον καπ ετάνιο, το κο ρ ίτσ ι με τις ό μ ο ρ φ ες γ ά μ πες, την κ. Μ π λαιρ... — Δεν μπ ορείτε να έχετε τη ν κα Μ π λα ιρ χω ρίς το ν συντ. Ρέις, με όιέκοψ ε ο Π άτζετ. Της ζήτησε να δειπνήσει μαζί το υ , το ξέρω. Ο Π άτζετ πάντα γνω ρίζει τα πάντα! Έ νιω θα δ ίκ α ια ενο χλημένος. — Π οιος είναι ο Ρέις; ρώ τησ α απηυδισμένος. Και όπως είπα και πριν ο Π άτζετ γνω ρίζει τα πάντα και τους πάντες — ή το υ λά χισ το ν α υ τό νομίζει. Τώρα έδειχνε πάλι μ υ στηριώ δης. — Λένε πως ανήκει στις Μ υ σ τικές Υπηρεσίες, σερ Ευστάθιε. Και μ ά λλον π ρόκειται για κάποιον σπουδαίο. Α λλά φ υσ ικά δεν είμα ι κι απ όλυτα σίγουρος. — Κάτι τέτο ια κάνει η κυβέρνησ η! σ κέφ τηκα δυνατά . Υ πάρχει πάνω σ το πλοίο ένας άνθρωπος που η δο υ λειά του είναι να κουβ αλά ει μυσ τικά έγγρα φ α κι εκείνοι τα φ ο ρ τώ νο υν σ ’ έναν ειρ η νικό άσχετο που το μόνο που ζητάει είναι να τον α φ ή σ ο υν σ την ησυχία το υ ! Τώρα ο Π άτζετ έδειχνε α κόμ α πιο μυστηριώ δης. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και χαμήλω σε τη φωνή. — Π άντω ς αν θέλετε τη γνώ μη μου, όλη α υτή η ισ τορ ία είναι παράξενη σερ Ευστάθιε. Θ υμό σ ασ τε τη ν περίεργη α ρ ρ ώ σ τια μου πριν ξεκινήσουμε... — Μ α αγαπ ητέ μου, το ν διέκοψ α απ ότομα, α υ τό ήταν κρ ί ση χολής. Π άντα υπ οφέρεις από τη χολή σου. Ο Π άτζετ έκανε ένα μικρό μο ρ φ ασ μό οδύνης. — Δεν ήταν από τις σ υνηθισ μένες μου κρίσεις. Α υτή τη φορά... — Για τ ’ όνομ α του Θ εο ύ, Π άτζετ, μην μπεις σε λ επ το μ έ
86
Αγκάθα Κ ρίστι
ρειες για τη ν κα τάσ τα σ ή σου. Δεν έχω καμία διάθεσ η να σ ’ ακούσω . — Π ολύ καλά, σερ Ευστάθιε, Πάντω ς εγώ πιστεύω πως με δη λη τή ρ ια σ α ν. — Αχά! είπα. Μ ίλη σ ες με το Ρέιμπερν! Δεν το αρνήθηκε. — Πάντως, σερ Ευστάθιε, εκείνος α υ τό πιστεύει... και ίσως είναι και σε θέση να το ξέρει. — Απροπό, πού βρίσκεται α υτό ς ο άνθρωπος; ρώ τησα. Δεν τον έχω δει από τό τε που α νεβήκαμ ε σ το πλοίο. — Λέει πως είναι ά ρρω σ τος και μένει σ την καμπίνα το υ , σερ Ευστάθιε (η φω νή το υ Π άτζετ χαμήλω σε και πάλι). Α λλά είναι κα μουφ λάζ, είμα ι βέβαιος. Έ τσι μπορεί να π αρακολουθεί κα λύτερα. — Να π α ρακολουθεί; — Να π α ρακολου θεί και να προσέχει τη ν α σ φ ά λειά σας, σερ Ευστάθιε. Για την περίπτωση που κάποιος θα επ ιχειρούσε να σας επιτεθεί. — Είσαι τόσ ο αισ ιόδο ξο ς τύπος, Π άτζετ! είπα. Π ιστεύω πως η φ α ντα σ ία σου σε ξεπερνάει... Αν ή μουν στη θέση σου θα πήγαινα σ το χορό μεταμφ ιεσ μένο ς σε νεκρ ο κεφ α λή ή σαν δ ή μιος. Θα πήγαινε π ερίφ ημα στο καταχθόνιο σ τυλ τη ς ο μ ο ρ φ ιά ς σου! Α υ τό τον αποστόμω σε για τη ν ώρα. Α νέβηκα στο κ α τά σ τρω μα. Η μις Μ π έντινγκφ ελντ φ α ινό τα ν απ ορροφ ημένη σ την κουβ έντα της μ ’ εκείνο το ν ιεραπ όσ τολο το ν Τ σίτσ εσ τερ. Ο ι γυναίκες πάντα τρ ιγυ ρ ίζο υ ν τους κληρικούς. Ένας άνθρωπος με τη δική μου σω ματική διάπ λαση σ ιχ α ί νεται το σ κύψ ιμο, α λλά χ ρ ειάσ τη κε να το κάνω καθώς ένα χα ρ τί έπεσε στα πόδια το υ κληρικού. Δε δέχτηκα κανένα ευχαρισ τώ για το ν κόπο μου. Π άντω ς δεν μπόρεσα να μη διαβάσω τις λέξεις που ή ταν γρ α μμένες πάνω στο χαρ τί. Ή τ α ν μόνο μία φ ρ ά σ η ; « Μ η ν π ρ ο σ π α θ ή σ εις να π α ίξεις γ ια π ά ρ τη σ ο υ , γ ια τ ί θ α σ ο υ σ υ μ β ε ί το χ ειρ ό τε ρ ο » .
Πολύ ενδια φ έρ ουσ α πρόταση για έναν κληρικό. Π οιος είναι τελικά α υτό ς ο Τ σίτσ εσ τερ; Φ αίνετα ι άκακος σαν αρνί. Α λλά η εμ φ ά νισ η πολλές φ ορές ξεγελάει. Θα ρω τήσω το ν Π άτζετ γ ι ’ αυτόν. Ο Π άτζετ γνω ρίζει τους πάντες και τα πάντα.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
87
Β υθίσ τηκα με χάρη σε μια σ αιζ-λονγκ πλάι σ την κ. Μ π λα ιρ δ ιακόπ τοντας μ ’ α υτό ν το ν τρόπ ο το τε τ-α -τε τ της με το Ρέις, και π α ρ α τήρ ησ α πως όεν ξέρω τι ακριβώ ς επ ιδιώ κουν οι κ λη ρικοί στις μέρες μας. Στη σ υνέχεια την π ροσκάλεσα να δειπνήσει μαζί μου το βράδυ του χορού τω ν μεταμφ ιεσ μένω ν. Μ ε κάποιο τρόπ ο που δεν π ολυ κα τά λα β α ο Ρέις κα τάφ ερ ε να σ υμπ ερ ιλη φ θ εί σ την πρόσκληση. Μ ετά το μεσημεριανό η νεαρή Μ π έντινγκφ ελντ κάθισε μαζί μας για τον καφέ. Είχα δ ίκιο για τις γάμπες της. Είναι οι ω ρ α ι ότερες σε όλο το πλοίο. Α σφ αλώ ς και θα τη ν καλέσω κι εκείνη στο δείπνο. Πολύ θα ήθελα να γνωρίζω τι β ρ ω μοδουλειά έχει σκαρώ σει ο Π ά τζετ στη Φ λω ρεντία. Ό π ο τ ε α να φ έρ ετα ι η Ιτα λ ία εκείνος δ ια λύ ετα ι!... Αν δεν ήξερα πόσο σ χολασ τικά αξιοπρεπής είναι θα μπ ορούσα να τον υποπτευθώ για κάποια ανυπ όληπ τη ε ρω τική σχέση. Α να ρω τιέμ α ι πάντως! Α κόμα και οι πιο αξιοπρεπείς ά νθρ ω ποι... Θα μ ’ ευ χαρισ τούσ ε πολύ αν ήταν αλήθεια. Ο Π άτζετ... μ ’ ένα ένοχο μυσ τικό! Εξαίσια! Α ργότερα . Ή τ α ν μια παράξενη βραδιά. Το μόνο κοσ τούμ ι που μου χώ ραγε ανάμεσα σε ό λα τις γκα ρντα ρόμ π α ς του κουρ έα ή ταν το κοσ τούμ ι μιας... α ρ κ ο ύ δας. Δε με νοιάζει να κάνω το α ρ κο υδά κι σ υ ν τρ ο φ ιά με κάποια νόσ τιμ α κο ρ ίτσ ια ένα χειμω νιάτικο βράδυ σ την Αγγλία... α λλά δεν είναι το ιδανικό κοσ τούμ ι για το ν Ισημερινό. Πάντω ς προκάλεσα α ρ κετή ιλ α ρ ό τη τα σ το π εριβάλλον και κέρδισ α το πρώ το βρα βείο μεταμφ ιέσ εω ς πάνω στο πλοίο... α λλά όπως και να ’ χουν τα π ρά γμα τα όλοι έδειχναν να διασκεδάζουν... Η κ. Μ π λα ιρ α ρνήθη κε να μα σ κα ρευτεί. Φ αίνετα ι πως έχει τις ίδιες απόψεις με το ν Π άτζετ πάνω σ ’ α υτό το θέμα. Ο συντ. Ρέις α κολού θησ ε το π αράδειγμά της. Η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ είχε διαλέξει ένα κοσ τούμ ι Τσιγγάνας για το ν εα υτό της που της πήγαινε εξαίσ ια . Ο Π άτζετ είπε πως είχε π ονοκέφαλο και δεν εμ φ α νίσ τηκε. Για να τον α ντικα τα σ τή σ ω κάλεσα έναν ιδ ιό ρ ρ υ θμο ανθρω π άκο που το ν λένε Ρηβς. Είναι δια κεκρ ιμ ένο μέλος
88
Αγκάθα Κ ρίστι
του Εργατικού Κ όμμα τος της Ν οτίου Α φρικής. Α παίσιος ανθρω πάκος α λλά θέλω να κρατήσω επαφή μαζί του γ ια τί μου δίνει τις π ληροφ ορίες που χρ ειάζομα ι. Θέλω να καταλάβω την ισ τορ ία του Ραντ κι από τις δυο πλευρές. Ο χορός ήταν μια «θερμή» δ ο κιμασ ία. Χόρεψα δυο φ ορές με τη ν Ανν Μ π έντινγκφ ελντ κι εκείνη έκανε ό,τι μπ ορούσε για να με πείσει πως της άρεσε. Χόρεψα μια φ ο ρ ά με τη ν κα Μ π λα ιρ που δεν έκανε κα μία προσπάθεια για να με πείσει για οτιδήπ ο τε και ταλαιπ ώ ρησ α και μερικές άλλες δεσποινίδες που μου άρεσε η εμ φ ά νισ ή τους. Μ ετά πήγαμε για φ α γη τό . Είχα παραγγείλει σ αμπ άνια, ο κα μ α ρ ότος π ρότεινε Κλικό 1911 σαν τη ν κα λύτερ η που είχαν πάνω στο πλοίο και σ υμφ ώ νησ α μαζί του. Φ αίνετα ι πως πέτυχα το μ ονα δικό πράγμα σ τον κόσμο που είχε τη δ υ ν α τό τη τα να λύσει τη γλώ σσα του συντ. Ρέις. Συνήθως μετρ η μένο ς στα λόγια , τώ ρα έγινε ιδ ια ίτερ α ο μιλη τικό ς. Για λίγη ώρα με δ ια σκέδασε α λλά στη συνέχεια μού πέρασε από το μ υ α λό πως τώ ρα εκείνος είχε γίνει η κα ρ διά και η ψυχή της παρέας και όχι εγώ. Μ ε πείραξε για α ρκετή ώρα για τη σ υνή θ ειά μου να κ ρ α τώ ημερολόγιο. — Κάποια μέρα θα βγουν στη φ ό ρ α όλα σας τα μυσ τικά , Π έντλερ. — Α γαπ ητέ μου Ρέις, του είπα, τολμώ να υποστηρίξω πως δεν είμα ι τόσ ο ηλίθιος όσο νομίζεις. Μ π ο ρ εί να έχω μ υ σ τικά α λλά δεν τα γράφ ω τόσ ο απ ροκάλυπ τα. Μ ετά το θ ά ν α τό μου, ο εκτελεσ τές της διαθήκη ς μου θα μ ά θ ο υν τη γνώ μη μου για πολλά ά το μ α , α λλά α μ φ ιβ ά λλω αν θα βρουν κάτι να π ροσθέ σουν ή ν ’ α φ α ιρ έσ ο υ ν από τη ν εντύπω ση που έχουν για μένα. Έ να η μ ερ ολόγιο π ροσφέρει τη χ ρ η σ ιμ ό τη τα τη ς α να φ ο ρ ά ς σ την ιδιοσ υγκρ α σ ία των άλλων... α λλά όχι του εα υτο ύ μας. — Υπάρχει ω στόσο κάτι που ονο μ ά ζετα ι α σ υ νείδ η τη απ ο κάλυψη του εα υτού μας. — Στα μ ά τια των ψ υχαναλυτώ ν όλα τα π ρά γμα τα είναι άσχημα, του απ άντησα με σ τόμφ ο. — Θ α πρέπει να ζήσατε μια πολύ ενδ ια φ έρ ο υ σ α ζωή, συντ. Ρέις, ρώ τησε η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ κο ιτάζο ντας το ν με τε ρ ά σ τια ονειροπ όλα μά τια . Α υ τό ακριβώ ς κάνουν α υτά τα κο ρ ίτσ ια ! Ο Ο θ έλλο ς γ ο ή
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
89
τευσ ε τη Δ εισ δ α ιμ ό να με τις ισ τορ ίες το υ , α λλά , μήπως και η Δ εισ δα ιμ όνα δε γοήτευσ ε το ν Ο θ έλ λ ο με το ν τρόπ ο που τις άκουγε; Πάντω ς η κοπέλα έβαλε το Ρέις σ το σω στό δρομο. Ά ρ χ ισ ε να δ ιη γ είτα ι ισ τορ ίες με λ ιο ν τά ρ ια . Έ νας ά ντρ α ς που έχει σ κο τώσει λιο ν τά ρ ια σε μεγάλες π οσότητες έχει ένα ά δικο πλεονέ κτημα σε σχέση με τους ά λλους άντρες. Μ ο υ φ ά νη κε λοιπ όν πως είχε έρθει η σ τιγμή να διηγηθώ κι εγώ μια ισ το ρ ία με λιο ντά ρ ια . Μ ία με πιο εύ θ υμ ο χα ρ α κτή ρ α . — Π αρεμπιπτόντω ς, π α ρ ατήρ ησ α , α υ τό μου θ υμ ίζει μια σ υνα ρπ α στική ισ τορ ία , που ά κουσ α τελ ευ τα ία . Έ νας φ ίλος μου ήταν σε κάποιο σ α φ ά ρ ι κάπου σ την Α να το λική Α φ ρική. Ένα βράδυ βγήκε από τη σκηνή το υ για κάποιο λόγο και ξα φ ν ι ά στηκε από ένα χαμ ηλό βρυχηθμό. Σ τρά φ ηκε απ ότομα και είδε ένα λ ιο ντά ρ ι να ετο ιμ ά ζετα ι να ο ρμήσ ει. Είχε αφ ήσ ει το όπλο του μέσα στη σκηνή. Γρήγορος σαν αστραπ ή έπεσε στα γόνα τα και το λιο ν τά ρ ι πήδησε πάνω από το κεφ άλι του. Ενο χλημένο που α στόχησ ε το λ ιο ν τά ρ ι β ρυχήθηκε κι ετο ιμ ά σ τη κε να ξαναπ ηδήσει. Εκείνος ξανάσκυψ ε και ξανά το λ ιο ν τά ρ ι πέ ρασε πάνω από το κεφ άλι του. Α υ τό έγινε και για τρ ίτη φ ο ρ ά, α λλά τώ ρα βρ ισ κότα ν ήδη κοντά σ το ά νοιγμ α της σκηνής του κι έτσι όρμησ ε κι άρπαξε τη ν καραμπ ίνα του. Ό τ α ν ξαναβγήκε με το όπλο στο χέρι, το λ ιο ν τά ρ ι είχε εξαφ α νισ τεί. Α υ τό το ν παραξένεψε πολύ. Έ κανε το γύρ ο της σκηνής όπου στο πίσω μέρος της υπήρχε ένα ξέφω το. Εκεί ακριβώ ς β ρ ισ κό ταν το λ ι ο ντά ρ ι κάνοντας εξάσκηση στα... χα μ η λά ά λμ α τα !... Το τέλος της ισ τορ ία ς μου κάλυψ αν δ υ να τά χ ειρ ο κ ρ ο τή μ α τα. Ή π ια λίγη σαμπ άνια. — Σε μια ά λλη ευ κα ιρ ία , συνέχισα, ο ίδιος φ ίλο ς μου είχε μια δ εύ τερ η παράξενη εμπ ειρία. Δ ιέσχιζε τη χώ ρα με άμαξες και καθώς βιαζόταν να φ τάσ ει στον προορισμό του πριν πιάσει η μεγάλη ζέστη της μέρας, διέτα ξε τους υπηρέτες του να ζέψουν τα ζώα όσο ήτα ν α κόμ η νύχτα. Δ υσ κο λεύ τη κα ν λίγο σ την αρχή γ ια τί τα ζώα ή τα ν α ρ κετά α νήσ υχα, α λλά σ το τέλος τα κα τά φ ερ α ν και ξεκίνησαν. Τα μ ο υ λά ρ ια έτρ εχαν σαν τον άνεμο κι ότα ν ξημέρω σε, κα τά λα β α ν το λόγο. Μ έσ α σ το σ κο τά δι οι υπηρέτες είχαν ζέψει σ την τελ ευ τα ία άμαξα ένα... λ ιο ν τάρι.
90
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
Κι α υτή η ισ τορ ία είχε καλή απήχηση σ την παρέα και μια γενική ιλ α ρ ό τη τα είχε κυριεύσ ει το τραπέζι μας αν και δεν είμα ι σ ίγου ρος πως τελ ικ ά δεν ο φ ειλ ό τα ν σ το φ ίλο μου του Εργατικού Κόμματος, ο οποίος είχε παραμείνει ωχρός και σ ο βαρός. — Θεέ μου! είπε με αγω νία. Π οιος ξέζεψε τις άμαξες; — Πρέπει να πάω στη Ροδεσία, είπε η κ. Μ π λαιρ. Μ ετά α π ’ όσα μας είπ ατε, συντ. Ρέις, πρέπει οπω σδήποτε να πάω. Είναι πάντως ένα φ ρ ικτό τα ξίδ ι, πέντε μέρες με το τρ α ίνο. — Πρέπει να έρθετε με το ιδιω τικό μου βαγόνι, είπα με γα λα τική ευγένεια. — Ω , σερ Ευστάθιε, τι γλυκός που είσ τε! Το εννοείτε στα σ οβαρά ; — Αν το εννοώ λέει; φ ώ ναξα επ ιτιμ η τικά και ήπια ά λλο ένα ποτήρι σαμπάνιας. — Ά λ λ η μια β δομ ά δα και θα είμα σ τε στη Ν ό τιο Α φ ρ ική , ανασ τέναξε η κ. Μ π λαιρ. — Α, η Ν ότιος Α φ ρική , είπα με περιπάθεια και ά ρ χισ α να επ αναλαμβάνω φ ράσ εις από έναν π ρόσ φ ατο λό γο που είχα εκφω νήσει σ το Ιν σ τιτο ύ το για τις Αποικίες. Τι έχει να δείξει σ τον κόσμο η Ν ότιος Α φ ρ ικ ή ; Τι α λή θ εια ; Τα φ ρ ο ύ τα και τις α γροικίες της, το μα λλί και τις κα λαμιές της, τις αγέλες τω ν ζώων και τα το μ ά ρ ια τους, το χρ υσ ά φ ι και τα δ ια μ ά ν τια της... Τα έλεγα όλα β ια σ τικά γ ια τί ήξερα πως αν σ τα μ α το ύ σ α ο Ρηβς θα με απ οστόμω νε λέγοντας πως τα το μ ά ρ ια δεν είχαν κα μία αξία γ ια τί τα ζώα α υ το κ το ν ο ύ σ α ν π έφτοντας πάνω στο αγκαθω τό σ ύρ μ α ή κάτι π αρόμοιο, θα ξεχνούσε όλα τα υπό λοιπα και θα κα τέληγε στις δυσκολίες τω ν α νθρ ακω ρύχω ν στο Ραντ. Και δεν ήμουν σε διάθεσ η να υποστώ ύβρεις σαν καπι τα λισ τής. Κι όμως η διακοπή ήρθε από άλλη πηγή μετά από τη μαγική λέξη «διαμάντια». — Δ ια μ ά ν τια ! είπε η κ. Μ π λα ιρ εκσ τα τική. — Δ ια μ ά ντια ! ψ ιθύρ ισ ε η μις Μ π έντινγκφ ελντ . Κι οι δυο σ τρ ά φ η κα ν προς το ν συντ. Ρέις. — Υποθέτω πως έχετε πάει σ το Κίμπερλυ; Στο Κ ίμπ ερλυ; έχω πάει κι εγώ α λλά δεν π ρόα λαβα να το πω εγκαίρως. Ο Ρέις κα τα κλυ ζό τα ν ήδη από ερω τήσεις. Πώς ήταν τα ο ρ υ χεία ; Ή τ α ν α λήθ εια πως οι ιθαγενείς ήταν π ερ ιο
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
91
ρισ μ ένοι σε ειδικές μάντρες; Και λοιπ ά, και λοιπά... Ο Ρέις α π αντούσ ε στις ερω τήσ εις κι έδειχνε πως είχε μια καλή γνώση του θέματος. Π εριέγραψ ε τις μ εθόδους οικισ μώ ν για του ς ιθαγενείς, το τρόπ ο λ ειτο υ ρ γ ία ς και τα δ ιά φ ο ρ α μέτρα που έπ αιρναν οι Ντε Μπέερς. — Τώρα είναι π ρακτικά α δ ύ ν α το ν να κλέψει κανείς ένα δ ι α μ ά ν τι; ρώ τησ ε η κ. Μ π λα ιρ με τόσ ο έντονη απ ογοήτευσ η λες κι α υτό ς ήτα ν ακριβώ ς ο σκοπός το υ τα ξιδ ιο ύ της. — Τίποτα δεν είναι α δ ύ να το ν, κ. Μ π λαιρ . Κλοπές γίνονται... όπως σας είπα για τη ν περίπτωση το υ Κ αφ ίρ που έκρυψ ε το δ ια μ ά ντι μέσα σ την πληγή του. — Ν αι, α λλά σε μεγάλη κλίμακα ; — Μ ια φ ο ρ ά τα τελ ευ τα ία χρόνια. Λ ίγο πριν το ν πόλεμο. Θ α πρέπει να θυμ όσ α σ τε τη ν περίπτωση, Π έντλερ. Ή σ α σ τα ν στη Ν ότιο Α φ ρική εκείνη τη ν εποχή. Κ ατένευσα. — Π είτε μας, φώ ναξε η μις Μ π έντινγκφ ελντ. Ω ! Σας π αρα καλώ! Ο Ρέις χαμογέλασ ε. — Π ολύ καλά, θα σας διηγηθώ τη ν ισ τορ ία . Υποθέτω πως πολλοί από σας θα έχετε ακούσ ει για το σερ Λώ ρενς ' Ερντσλυ, το μ εγα λύ τερ ο μ εγα λοεπ ιχειρ η μ α τία τω ν ορυχείω ν της Ν ότια ς Α φρικής. Τα ο ρ υ χεία το υ ή ταν χρυσω ρυχεία, α λλά σ τη ν ισ το ρία μας μπαίνει εξα ιτία ς το υ γιού του. Μ π ο ρ εί να θ υμ όσ α σ τε λίγο πριν από το ν πόλεμο πως υπήρχαν φήμες για μια νέα περιοχή ενός δ υ να μ ικο ύ Κίμπερλυ κρυμμένου μέσα στο πε τρώ δες έδαφ ος στις ζούγκλες της Β ρετανικής Γουιάνας. Δ υο νεα ροί εξερευνητές, έτσι έλεγαν οι α ναφ ορές, είχαν μόλις επιστρέψ ει από α υ τή ν την περιοχή της Ν ό τια ς Α μερ ικής φ έρ ν ο ν τας μαζί τους μια α ξιο σ η μ είω τη σ υλλογή από α κα τέρ γα σ τα δ ια μ ά ντια , μερικά από τα οποία ήτα ν σ η μ α ντικο ύ μεγέθους. Δ ια μ ά ν τια μικρού μεγέθους είχαν β ρ εθεί και π α λιότερ α κοντά στα π οτάμια Εσεκίμπο και Μ α ζα ρ ο ύ ν ι, α λλά α υ το ί οι νεα ρ ο ί, ο Τζον Έ ρντσ λυ και ο φ ίλος του Α ούκας, ισ χυρίζοντα ν πως είχαν α νακα λύψ ει σ τρ ώ μ α τα κο ιτα σ μ ά τω ν ά νθρ ακος σ την κοινή πη γή τω ν δυο ποταμώ ν. Τα δ ια μ ά ν τια ή ταν όλων τω ν χρω μάτω ν, ροζ, γα λά ζια , κίτρ ινα , πράσινα, μα ύρα και τα α γνότερ α λευκά. Ο Έ ρντσ λυ και ο Α ούκα ς ήρ θ αν στο Κίμπερλυ και κατάθεσαν
<)2
Αγκάθα Κ ρίστι
τις πέτρες του ς για επίσημο έλεγχο. Την ίδια εποχή α ν α κ α λ ύ φ θηκε μια φ α ντα σ μ α γο ρ ική λη σ τεία στους Ντε Μπέερς. Τα δ ια μ ά ντα που επ ρόκειτο να σ τα λο ύ ν σ την Α γγλία σ υσ κευ ά ζονταν σε πακέτα. Α υτά π ερέμεναν σ ’ ένα μεγάλο χ ρ η μ α το κ ι βώ τιο, του οποίου τα κλειδιά είχαν δυο δ ια φ ο ρ ετικ ο ί άνθρωποι και το σ υνδυασ μό του γνώ ριζε ένας τρίτος. Εκείνοι τα πήγαιναν σ την Τράπεζα και η Τράπεζα τα έστελνε σ την Α γγλία. Κάθε πακέτο άξιζε, χο ντρ ικά , γύρω στις 100.000 λίρες. ... Εκείνη τη φ ο ρ ά , η Τράπεζα π αρατήρησε κάποιο α σ υ νή θισ το σ ημάδι πάνω στις σ φ ρ αγίδες το υ πακέτου. Το άνοιξαν και βρήκαν πως περιείχε κ ο μ μ ά τια ζάχαρης! ... Α κριβώ ς πώς συνέβη και οι υποψίες έπεσαν πάνω σ τον Τζον Έ ρντσ λυ δεν ξέρω. Θ υ μ ή θ η κα ν πως κατά τη διά ρ κεια των σπουδών του σ το Κ αίμπ ριτζ ή ταν α ρ κετά απ ρόσεχτος και πως ο π ατέρας του είχε πληρώσει τα χρέη του πολλές φορές. Ό π ω ς και να ’ ναι σ ύντο μ α δια δό θ η κε πως η ισ το ρ ία με τα δ ια μ ά ν τια της Ν ότια ς Α μερ ικής υπήρξε μόνο στη φ α ν τα σ ία του . Ο Τζον Έ ρντσ λυ σ υνελή φ θ η . Στην κατοχή το υ βρέθηκε ένα μέρος από τα δ ια μ ά ν τια τω ν Ν τε Μπέερς. — Η υπόθεση όμως ποτέ δεν έφ τασ ε σ τα δικα σ τή ρ ια . Ο σερ Λώρενς Έ ρντσ λυ πλήρω σε ένα ποσό ισάξιο με τα χαμένα δ ια μ ά ντια και οι Ν τε Μ π έερς απέσυραν τη ν κα τη γο ρ ία . Α κ ρ ι βώς πώς είχε γίνει η λη σ τεία δεν έγινε ποτέ γνω στό. Α λλά η κα ρδιά του γερο-π α τέρ α δεν άντεξε σ την κα τη γο ρ ία πως ο γιος του ήτα ν κλέφτης. Λ ίγο κα ιρ ό α ρ γό τερ α έπαθε σ υ μ φ ό ρ η ση. Ό σ ο για τον Τζον, η μ ο ίρ α ήταν επιεικής μαζί το υ κατά κάποιον τρόπ ο. Κ ατα τά χτη κε, πήγε σ το ν πόλεμο, πολέμησε γεννα ία και σ κοτώ θηκε απ οκαθισ τώ ντας μ ’ α υ τό ν το ν τρόπ ο το κηλιδω μένο του όνομα. Ο σερ Λώ ρενς έπαθε ένα τρ ίτο εγκεφ α λικό και πέθανε πριν από ένα μήνα. Π έθανε χω ρίς ν ’ αφ ήσ ει δ ια θήκη και η τερ ά σ τια π εριουσ ία του κλη ρ ο νο μ είτα ι από τον π λησ ιέσ τερο συγγενή το υ , έναν άνθρω π ο που δεν γνώ ριζε σχεδόν καθόλου. Ο σ υντα γμ α τά ρ χη ς σώπασε. Μ ια βοή από επ ιφ ω νήματα και ερω τήσεις ξέσπασαν. Κάτι φ α ίν ετα ι πως τρά β ηξε τη ν προ σοχή της μις Μ π έντινγκ φ ελ ν τ γ ια τί σ τρ ιφ ο γ ύ ρ ισ ε σ τη ν κ α ρ έ κλα της. Μ ε τη μικρή φωνή που έβγαλε σ τρ ά φ η κα κι εγώ. Ο κα ινού ρ ιος μου γρ α μ μ α τέα ς, ο Ρέιμπερν, σ τεκό τα ν στο
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
93
ά νοιγμ α της πόρτας. Π αρά το η λιο καμένο δέρ μ α το υ , το πρό σωπό του είχε τη χλω μάδα ανθρώ π ου που μόλις είχε δει ένα φ ά ντα σ μ α . Ή τ α ν φ α νερ ό πως η ισ το ρ ία το υ Ρέις το ν είχε συγκινήσει βαθιά. — Ξ έρετε ποιος είναι α υτός; με ρώ τησ ε ξαφ νικά η μις Μ π έντινγκφ ελντ. — Α υτός είναι ο ά λλος μου γ ρ α μ μ α τέα ς, εξήγησα. Ο κ. Ρέιμπερν. Υπέφερε από να υ τία μέχρι σήμερα. Έ παιζε με τα ψ ίχουλα το υ ψ ω μιού πλάι σ το πιάτο της. — Είναι γρ α μ μ α τέα ς σας από πολύ κα ιρό; — Ό χ ι πολύ, είπα επ ιφ υλακτικά. Ο ι επ ιφ υλάξεις όμως είναι άχρ ησ τες με τις γυναίκες. Ό σ ο πιο πολύ α π οτρα βιέσ α ι τόσ ο πιο πολύ σε πιέζουν. Η Ανν Μ π έντιγκφ ελντ δεν απ οτελούσ ε εξαίρεση. — Π όσο κα ιρό; με ρώ τησε σ τα ίσα. — Χμ... εεε... τον προσέλαβα λίγο πριν φ ύγο υ με. Μ ο υ τον σ ύσ τησ ε ένας παλιός μου φίλος. Δεν είπε τίπ οτε ά λλο, α λλά β υθ ίσ τη κε σε σιωπή όλο σκέ ψεις. Σ τρ ά φ ηκα προς το ν Ρέις νιώ θοντας πως ή ταν η σειρά μου να δείξω κάποιο ενδ ια φ έρ ο ν για τη ν ισ το ρ ία του. — Π οιος είναι ο πλησιέστερος κληρονόμος του σερ Αώρενς, Ρέις; Τον γνω ρίζεις; — Θα έλεγα πως ναι, μου απ άντησε μ ’ ένα χαμόγελο. Εγώ είμα ι!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 12 (Συνέχεια στη διήγηση της Ανν) Η ταν τη νύχτα του χορού τω ν μεταμφ ιεσ μένω ν που απο φ ά σ ισ α πως είχε έρθει η σ τιγμή να μιλήσω σε κάποιον της εμπ ισ τοσ ύνης μου. Μ έχρ ι τώ ρ α α κο λο υ θ ο ύ σ α μοναχική πο ρεία και α υ τό μ ’ ευχαρισ τούσ ε. Τώρα όμω ς όλα είχαν ξαφ νικά α λλάξει. Α μ φ έβ α λλα για τη ν κρίση μου και για πρώτη φ ορά ένιω θα να με π λημμυρίζει μοναξιά και απελπισία. Κ αθόμου ν σ την άκρη της κουκέτας μου, ακόμ α με το κο σ τούμ ι της Τσιγγάνας και αναθεω ρ ούσ α τη ν κα τάσ τα ση. Στην αρχή σ κέφ τηκα τον συντ. Ρέις. Έ δειχνε πως με συμπ αθούσε. Θα ήταν πολύ καλός, ήμουν σ ίγο υ ρ η γι ’ α υτό. Κι όμως, όσο το σ κεφ τό μ ο υ ν δίσταζα. ' Η ταν ένας άνθρωπος που είχε μάθει να διευθύ νει. Θα μου έπαιρνε όλη τη ν υπόθεση μέσα από τα χέρια. Και ήτα ν το δικό μου το μ υ σ τή ρ ιο ! Υπήρχαν και άλλοι λόγοι, που δυ σ κο λευ ό μ ο υ ν να το υ ς π αραδεχτώ , α λλά που με π α ρότρυ ναν να μη μιλήσω σ τον συντ. Ρέις. Μ ετά σ κέφ τηκα την κ. Μ π λαιρ . Ή τ α ν κι εκείνη πολύ καλή μαζί μου. Δεν ξεγελούσ α το ν εα υτό μου με τη σκέψη πως α υτό μπορεί να σήμαινε και πολλά πράγματα. Π ιθανόν να επ ρόκειτο για μια πρόσκαιρη σ υμπ άθεια. Ω σ τό σ ο ή ταν σ το χέρι μου να την κάνω να ενδ ια φ ερ θ εί. Ή τ α ν μια γυ να ίκα που είχε ζήσει πολλές σ υναρπ αστικές σ τιγμές στη ζωή της. Και τώ ρα ερ χ ό μουν να της προσφέρω μια από τις πιο σ υναρπ αστικές! Και τη σ υμπ αθούσ α, μου άρεσ αν η ευ κο λία στις κινήσεις της, η έλ λ ε ι ψη σ υ να ισ θ η μ α τισ μ ο ύ , οι απλοί κι α νεπ ιτήδευτοι τρόπ οι της. Είχα πάρει την απ όφ ασή μου. Α π οφ άσισα να τη ν ψάξω αμέσως. Δε θα είχε π ρολάβει να ξαπλώσει ακόμη. Τότε θ υ μ ήθηκα πως δε γνώ ριζα το ν α ρ ιθ μ ό της καμπίνας της. Η φ ίλη μου, η νυχτερ ινή κα μαρότος, σ ίγο υ ρ α θα το ν ήξε ρε. Χτύπησα το κουδούνι. Μ ετά από λίγη καθυσ τέρησ η ήρθε ένας άντρας. Μ ο υ έδωσε τη ν π λη ρ ο φ ο ρ ία που γύρευα . Η κα μ πίνα της κ. Μ π λα ιρ ήτα ν το No 71. Ζήτησε συγγνώ μη για την κα θυσ τέρησ η α λλά μου εξήγησε πως ήταν μόνος σ τη ν υπ ηρε σία όλων τω ν καμπινών. — Πού είναι η νυχτερ ινή κα μαρ ό το ς; ρώ τησα.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
95
— Ο ι γυναίκες τελειώ νουν στις δέκα τη ν υπηρεσία τους. — Ό χ ι, εννοώ τη νυχτερινή. — Δεν υπάρχει γυ να ίκα κα μ α ρ ό το ς τη νύχτα, μις. — Ναι αλλά., χθες το βράδυ ήρθε κάποια... γύρω στη μία. — Μ ά λ λ ο ν θα ονειρ ευ τή κ α τε, μις. Δεν υπάρχει γυ να ίκα κα μ α ρ ότος σε νυχτερινή υπηρεσία. Έ φ υγε και μ ’ άφ ησ ε μόνη για να χωνέψω α υτή τη μικρή π λη ρ ο φ ο ρ ία ! Π οιο ήταν το ά το μ ο που είχε έρθει σ την καμπίνα μου τη νύ χτα της 22ας; Το πρόσωπό μου σ οβ άρ ευε όλο και πιο πολύ όσο α ντιλα μ β α ν ό μ ο υ ν τη ν π ονηριά και το θράσος των ανταγω νιστώ ν μου. Μ ε τά α π οφ άσισα πως είχε έρθει η ώρα για να ψάξω την καμπίνα της κ.ς Μ π λαιρ . Χτύπησα τη ν πόρτα. — Π οιος είνα ι; άκουσ α τη φω νή τη ς από μέσα. — Εγώ είμα ι η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. — Έ λα μέσα τσ ιγγανάκι. Μ π ήκα. Έ να σω ρό σ κορπ ισμένα ρούχα ή ταν πεταμένα τριγύρ ω και η κ. Μ π λα ιρ φ ο ρ ο ύσ ε μια από τις ω ρ αιότερ ες ρόμπες που είχα δει ποτέ. Ή τ α ν π ορ τοκαλιά, χρυσή και μ α ύ ρη και μ ' έκανε να τη ζηλέψω α φ ά ντα σ τα . — Κ υρία Μ π λα ιρ — είπα χω ρίς πρόλογο, Θέλω να σας διηγηθώ την ισ τορ ία τη ς ζωής μου — δη λα δή αν δεν είναι πολύ αργά και δεν π ρόκειται να σας κάνω να πλήξετε θ α ν ά σ ι μα. — Κ αθόλου. Π άντα σ ιχ α ίνο μ α ι να πηγαίνω για ύπνο, είπε η κ. Μ π λα ιρ και στο πρόσωπό της χαρ άχτηκε εκείνο το θεσπέσιο χαμ όγελό της. — Και θα μου άρεσε πολύ ν ’ ακούσω την ισ το ρία της ζωής σου. Είσαι από τα πιο παράξενα π λάσματα που έχω γνω ρίσει, τσ ιγγανάκι μου. Κανένας άλλος δε θα σ κεφ τότα ν να κάνει έφ οδο σ την καμπίνα μου στη 1 η ώρα το πρωί για να μου πει την ισ τορ ία της ζωής του. Ιδ ια ίτερ α α φ ού έχει εξάψει την περιέργειά μου για μέρες όπως έχεις κάνει εσ ύ ! Κι α υ τό δεν είναι μέσα σ τις σ υνήθειές μου. Είναι πάντως μια ευχάρ ισ τη κα ινοτομ ία . Κάθισε λοιπ όν σ το ν καναπέ κι άδεια σ ε την κα ρδιά σου. Της είπα όλη την ισ τορ ία . Μ ο υ πήρε κάποια ώρα καθώς επέμενα πολύ στις λεπ τομέρειες. Ό τ α ν τελείω σ α έβγαλε ένα βαθύ α να σ τενα γμ ό, α λλά δεν είπε τίπ οτα α π ’ όσα περίμενα
96
Αγκάθα Κρίστι
να πει. Α ντίθ ετα με κοίταξε, γέλασε λιγάκι και είπε: Ξ έρεις Ανν, είσ αι ένα πολύ παράξενο κο ρ ίτσ ι! Δεν έχεις ποτέ σου εν δ ο ια σμούς; — Ενδοιασμούς; — Ν αι, ενδοιασ μού ς, ενδο ιασ μο ύ ς! Ξ εκίνησες ο λομόνα χη με σχεδόν κα θόλου λεφ τά . Τι θα κάνεις ό τα ν θα βρεθείς σε μια ξένη χώ ρα με τίπ οτα σ την τσέπη; — Δε χρ ειά ζετα ι να σ τενο χω ρ ιέμα ι γ ι ’ α υ τό μέχρι να μου συμβεί. 'Εχω ακόμ α α ρ κετά λεφ τά . Ο ι είκοσι πέντε λίρες που μου έδωσε η κ. Φ λέμινγκ είναι σχεδόν απ είραχτες και χθες κέρδισ α στη λο τα ρ ία . Α υ τό μας κάνει άλλες δεκαπέντε λίρες. Ο υ , έχω ένα σω ρό λεφ τά . Σ αρά ντα λίρες! — Έ να σωρό λεφ τά ! Θεέ μου! μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε η κ. Μ π λαιρ. Εγώ δε θα μπ ορούσα να το κάνω Ανν, και με το δικό μου τρόπ ο το θάρ ρος δε μου λείπει. Δε θα μπ ορούσ α να ξεκινήσω χ α ρ ού μ ενα με μερικές λίρες σ την τσέπη χωρίς να έχω ιδέα του τι θα κάνω και πού πηγαίνω. — Μ α α υ τό ακριβώ ς είναι το σ υναρπ αστικό, φ ώ ναξα εν τε λώς α νασ τατω μένη. Α υ τό είναι ακριβώ ς το σ υνα ίσ θ η μα της περιπέτειας! Μ ε κοίταξε, κούνησε το κεφ άλι της μια δυ ο -φ ο ρ ές και μετά χαμογέλασε. — Τυχερή Α νν! Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρω ποι σ τον κό σμο που νιώ θουν όπως εσύ. — Λοιπόν, είπα α νυπ όμονα, τι σ κέφ τεσ τε για όλα α υ τά κα Μ π λαιρ; — Νομίζω πως είναι το σ υνα ρ π α σ τικό τερ ο πράγμα που ά κουσ α στη ζωή μου! Τώρα, για να κάνουμε μια καλή αρχή, δε νομίζεις πως είναι καιρός ν ’ α φ ή σ ο υμ ε τους π ληθυντικούς και το κυ ρία Μ π λα ιρ ; Σουζάν είναι πολύ κα λύτερ α, δε συμφω νείς; — Θα μου άρεσε πολύ, Σουζάν! — Καλό κορίτσ ι. Τώρα ας πιάσουμε δουλειά . Λες πως ο γρ α μ μ α τέα ς του σερ Ευστάθιου — όχι α υτό ς ο μ α κρ υμ ο ύ ρ η ς ο Π άτζετ, ο άλλος — είναι ο άνθρωπος που μπήκε σ την καμπίνα σου χθες μαχαιρω μένος για να το ν κρύψεις; Έ γνεψα κα τα φ α τικά . — Α υτό μας δίνει δυο κρίκους που σ υνδέουν το σερ Ευστά θιο με το μ υ σ τή ρ ιο . Η γυ να ίκα δ ο λο φ ο νή θ η κε σ το δικό του
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
97
σπίτι και ο γρ α μ μ α τέα ς του μα χαιρώ νετα ι τη ν κρίσιμη ώρα. Δεν υπ οπ τεύομαι το ν ίδιο το σερ Ευστάθιο, α λλά δεν μπορεί να είναι όλα συμπτώσεις. Υπάρχει κάποια σύνδεση α νάμεσά τους, α κόμ α κι αν ο ίδιος δεν το γνω ρίζει. — Κι έχουμε και την παράξενη ισ το ρ ία της γυναίκας κα μ α ρ ό το υ , συνέχισε σ κεφ τική. Πώς ήταν; — Ο ύ τε που την πρόσεξα. Ή μ ο υ ν τόσ ο α νασ τατω μένη και νευρική — και η κα μ α ρ ό το ς εμ φ α νίσ τη κε σαν κάτι τόσ ο σ υνη θισμένο. Αλλά... ναι... νομίζω τώ ρα πως το πρόσωπό της μου φ άνηκε γνω στό. Ό μ ω ς φ υσ ικά θα μου ή ταν γνω στό αν τη ν είχα δει κάπου πάνω στο πλοίο. — Το πρόσωπό της σου φ άνηκε γνω στό, είπε η Σουζάν. Είσαι σ ίγου ρη πως δεν ήτα ν ά ντρας; — Ή τ α ν πολύ ψηλή, παραδέχτηκα. — Χμ. Μ ά λ λ ο ν όχι ο σερ Ευστάθιος θα έλεγα, ο ύτε ο κ. Πάτζετ... Π ερίμενε! Π ήρε ένα φ ύ λλο χα ρ τί κι ά ρχισε να ζω γραφίζει π υρετικά. Εξέτασε το απ οτέλεσμα με το κεφ άλι γερμ ένο στο πλάι. Π ολύ καλή ο μ ο ιό τη τα με το ν αιδ. Έ ν το υ α ρ ν τ Τσίτσεστερ. Τώρα τα υπόλοιπα. (Μ ου έδωσε το χαρ τί). Α υτή είναι η κ α μ α ρ ότος σου; — Ω , ναι! φώ ναξα. Σουζάν, τι έξυπνη που είσαι! Απ έκρουσε το κομπ λιμέντο με μια ελ α φ ρ ιά κίνηση. — Π άντα τον υπ οψ ια ζόμουν α υ τό ν το ν τύπο, το ν Τ σ ίτσ ε στερ. Θ υ μά σ α ι πως του έπεσε το φ λυτζά νι με το ν καφέ και το πρόσωπό του έγινε κα ταπ ράσ ινο προχθές ό τα ν α ναφ έρ α με τον Κρίπεν; — Και προσπάθησε να πάρει τη ν καμπίνα No 17. — Ν αι, όλα τα ιρ ιά ζο υ ν μέχρις εδώ. Α λλά τι σ ημ α ίνο υν όλα α υ τά ; Τι επ ρόκειτο στ ’ α λ ή θ εια να σ υμβεί στις μία η ώρα στην καμπίνα 17; Δεν μπορεί να ήταν το μα χαίρω μα το υ γ ρ α μ μ α τέα. Δεν μπορεί να ήταν κάτι που είχε π ροβλεφ θεί για μια ειδική ώρα, σε μια ειδική μέρα και σ ’ ένα σ υγκεκριμένο μέρος. Ό χ ι, θα πρέπει να επ ρ όκειτο για κάποια συνάντησ η και τον μαχαίρω σαν στο δρ όμ ο καθώς πήγαινε σ ’ αυτήν. Α λλά με ποιον ήταν η σ υνά ντησ η; Σ ίγουρα όχι μαζί σου. Μ π ο ρ εί να ήταν με τον Τ σίτσεστερ. Ή μπορεί να ήταν με τον Π άτζετ. — Α υ τό μου φ α ίνετα ι απ ίθανο, διαφ ώ νησ α, μπ ορούσαν να
98
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
ιδω θούν οπ οιαδήπ οτε στιγμή. Και οι δυο π α ραμ είνα με σιω πηλές για ένα -δυ ο λεπ τά, μετά η Σουζάν ξανάρχισ ε από ένα ά λλο σημείο. — Μ ήπως υπήρχε κάτι κρ υμμένο σ την καμπίνα; — Α υ τό μου φ α ίνετα ι πιο πιθανό, σ υμφ ώ νησ α μαζί της. Α υ τό θα εξηγούσε και το λόγο που ψ άχτηκαν τα π ράγματά μου το επόμενο πρωί. Α λλά δεν υπήρχε τίπ οτα κρ υμμένο εκεί μέσα, είμα ι σ ίγουρη. — Ο νεαρός θα μπ ορούσε να βάλει κάτι κρυφ ά σ ’ ένα σ υ ρ τά ρ ι το π ροηγούμενο β ρά δυ; Κ ούνησα το κεφ άλι μου. — Θα τον είχα δει. — Μ ήπως έψ αχναν για το π ολύτιμο χ αρ τάκι σου; — Θα μπ ορούσαν, α λλά μου φ α ίνετα ι άσκοπο. Είχε μόνο μια ώρα και μια ημ ερ ο μ η νία και τα δυο όμως είχαν πια π ερά σει. Η Σουζάν κούνησε κα τα φ α τικ ά το κεφάλι. — Σωστά. Ό χ ι, δεν ή ταν το χαρ τί. Δε μου λες, το έχεις μαζί σου; Θα ήθελα πολύ να το δω. Είχα φ έρει το χα ρ τί μαζί μου σαν Α π οδεικτικό Σ τοιχείο No 1 και της το έδωσα. Το κοίταξε πολύ π ροσεκτικά σ υ νο φ ρ υ ω μ έ νη. — Υπάρχει μια τελεία μετά το 17. Γιατί δεν υπάρχει τελ εία μετά το ένα; — Υπάρχει ένα δ ιά σ τη μ α , της υπέδειξα. — Ναι, υπάρχει ένα δ ιά σ τη μ α , αλλά... Ξ αφ νικά σ ηκώ θηκε και κοίταξε πιο π ροσεκτικά το χ αρ τί φ έρνοντά ς το όσο πιο κοντά στο φως μπορούσε. Υπήρχε ένας α υξανόμενος ενθουσ ια σ μ ό ς σ το ν τρόπ ο της. — Ανν, δεν υπάρχει τελεία ! Είναι κάποιο ελά ττω μ α του χ α ρ τιο ύ ! Μ ια μ ο υ τζο υ ρ ίτσ α , τη βλέπεις; Κι έτσι θα πρέπει να την αγνοήσ ουμε και να κο ιτά ξο υμ ε τα δ ια σ τή μ α τα ... τα δ ια σ τή μ α τα ! Είχα σηκω θεί και σ τεκό μ ο υ ν πλάι της. Δ ιά β ασ α τα νο ύμ ερ α όπως τα έβλεπα τώ ρα. — 1 71 22 — Βλέπεις, είπε η Σουζάν, είναι το ίδιο , α λλά όχι ακριβώ ς. Είναι πάλι μία η ώρα και 22 το υ μηνάς... α λλά είναι η καμπίνα
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
99
71! Η δική μου καμπίνα, Ανν! Μ είνα μ ε κοιτάζοντας η μία τη ν ά λλη, τό σ ο ευχαρ ισ τημένες από την κα ινού ρ για μας α νακάλυψ η και τόσ ο ενθουσ ια σ μ ένες από τη συγκίνησ η που θα έλεγε κανείς πως είχαμε βρει τη λύση του μυ σ τηρίου . Τότε επ έστρεψ α επί της γης απ ότομα. — Α λλά, Σουζάν, τίπ οτα δε συνέβη εδώ τη νύχτα της 22ας στη μία η ώρα. Το π ρόσω πο'της σ κοτείνιασ ε. Ό χ ι... τίπ οτα δεν έγινε. Τότε μου ήρθε μία ά λλη ιδέα. Α υτή δεν είναι η δική σου καμπίνα, Σουζάν. Εννοώ δεν είχες κλείσει α υ τή ν από τη ν αρχή; — Ό χ ι, ο λογισ τής με άλλαξε εδώ. — Α να ρ ω τιέμ α ι αν τη ν είχε κλείσει κάποιος που δεν εμ φ α νίσ τηκε στο πλοίο. Φ α ντά ζο μ αι πως α υ τό μπ ορούμε να το μάθουμε. — Δε χρειά ζετα ι να το ψ άξουμε, τσ ιγγανά κι μου, φώ ναξε η Σουζάν. Το ξέρω! Ο λογισ τή ς μου το είπε. Η καμπίνα είχε κ ρ α τη θ εί στο όνομα της κ. Γκρέη — α λλά φ α ίν ετα ι πως το όνομα α υτό είναι μ ά λλον ψ ευδώ νυμο της π ερίφ ημης Μ α ν τά μ Ν αντίνας. Είναι μία διάσ ημη χ ο ρ εύ τρ ια ξέρεις. Δεν εμ φ α νίσ τηκε ποτέ στο Α ονδίνο, α λλά το Π αρίσ ι είναι ξετρ ελα μ ένο μαζί της. Π ι στεύω πως π ρόκειτα ι για ύποπτο πρόσωπο, α λλά είναι πάρα πολύ ελκυσ τική. Ο λογισ τή ς μου εξέφ ρασε τη λύπη το υ που δεν κα τά φ ερ ε να τα ξιδέψ ει μαζί μας με πολύ μ ελ ο δ ρ α μ α τικ ό τρόπ ο και ο συντ. Ρέις μου είπε πολλά γι ’ αυτήν. Φ αίνετα ι πως κυκλοφ όρ ησ α ν πολλές φ ήμες στο Π αρίσι. Την υποπεύονταν για κατασ κοπ εία α λλά ποτέ δεν κα τά φ ερ α ν ν ’ απ οδείξουν τ ί ποτα ενα ντίον της. Νομίζω πως ο συντ. Ρέις ξέρει α ρ κετά πάνω σ ’ α υ τό το θέμα. Μ ο υ διηγήθηκε πολύ ενδ ια φ έρ ο ντα π ρά γμ α τα . Υπήρχε μια πολύ καλά οργανω μένη σ υ μ μ ο ρ ία κ α τα σκοπείας και μ ά λισ τα όχι γερ μ α νική ς προέλευσης. Στην π ρα γ μ α τικ ό τη τα , ο αρχηγός της, ο οποίος α να φ ερ ό τα ν πάντα σαν «ο Συνταγματάρχης», π ισ τεύεται πως είναι Αγγλος, α λλά ποτέ δεν βρήκαν κανένα σ το ιχείο για τη ν τα υ τό τη τά του. Δεν υπάρ χει όμως α μ φ ιβ ο λία πως διεύθυνε και έλεγχε μία πολύ σ η μ α ν τική οργάνω σ η από διεθνείς κακοποιούς. Ληστείες, κα τα σ κο πεία, επιθέσεις, όλα τ ’ α να λά μ β α νε — και συνήθω ς είχε έτο ιμο κι ένα εξιλα σ τή ρ ιο θύμ α. Θ α πρέπει να ή ταν δ ια β ο λικά έξυ πνος! Α υτή η γυ να ίκα π ισ τεύεται πως ή ταν ένας από τους πρά-
100
Αγκάθα Κρίστι
κτορές το υ , α λλά ποτέ δεν μπ όρεσαν να β ρουν κάτι ενα ντίο ν της. Ν αι, Αν, β ρισ κόμ ασ τε στο σω στό δρόμο. Η Ν αντίνα είναι ακριβώ ς η κα τά λληλη γυ να ίκα που θα μπορούσε να είναι μπ λεγμένη σ ’ α υ τή ν τη ν υπόθεση. Το ρ α ντεβ ού της νύχτας της 22ας ήτα ν σ την καμπίνα της. Α λλά πού β ρ ίσ κετα ι; Γιατί δεν τα ξιδ εύ ει; Μ ια σκέψη πέρασε σαν αστραπ ή σ το μυαλό μου. — Είχε σκοπό να τα ξιδέψ ει, είπα αργά. — Α λλά γ ια τί δεν το έκανε; — Γιατί ήταν νεκρή. Σουζάν, η Ν αντίνα είναι η γυ να ίκα που δ ο λοφ ο νήθηκε στο Μ ά ρ λ ο ο υ ! Η σκέψη μου γύ ρισ ε στο γυ μ νό δ ω μ ά τιο στο ά δ ειο σπίτι, και ξανά ένιω σα εκείνη τη ν α κ α θ ό ρ ισ τη α ίσ θησ η απειλής και κινδύνου. Μ α ζί μ ’ α υ τό ξα να θ υμ ή θ η κα το μολύβι που μου είχε πέσει από τα χέρια και τη ν ανακά λυψ η το υ ρ ο λό με το φ ιλμ. Έ να ρολό με φιλμ... τώ ρ α η εικόνα γινό τα ν πιο π ρ όσ φ α τη. Πού είχε γίνει λόγος για ένα ρ ο λό με φ ιλ μ ; Και γ ια τί σ υνέ δεα α υ τή τη σκέψη με τη ν κ. Μ π λαιρ ; Α π ότομα σ τρ ά φ η κα προς το μέρος της και σχεδόν τη ν έρ ι ξα κάτω με τη ν ο ρ μ η τικ ό τη τά μου. — Το φ ιλμ σου! Α υ τό που σου πέταξαν από το φ ιν ισ τρ ίν ι; Μ ήπως ήταν τη νύχτα της 22ας; — Α υ τό που είχα χάσει; — Πώς ξέρεις πως ήταν το ίδ ιο ; Για τί σου το επ έστρεψ αν μ ’ α υ τό ν τον τρόπο... μέσα στη νύ χτα ; Είναι μια θ εό τρ ελη ιδέα. Ό χ ι... ήτα ν κάποιο μήνυμα, το φ ιλμ είχε βγει από το κουτάκι του και κάτι ά λλο τώ ρα υπάρχει σ ’ α υτό . Το έχεις α κόμ α; — Μ π ορεί και να το χρησ ιμοπ οίησ α . Ό χ ι, εδώ είναι. Θ υ μάμαι πως το είχα ακουμπ ήσει σ ’ ένα ρ α φ ά κι σ την άκρη της κουκέτας μου. Μ ο υ το έτεινε. Ή τ α ν ένας κοινός κύλινδρος, όπως είναι για τα φ ιλμ που π α κετά ροντα ι για του ς τροπ ικούς. Το πήρα με τρ εμ ά μ εν ο χέρι, α λ λ ά α κόμ α κι έτσι έκανε τη ν κα ρ διά μου να σ τα μ α τή σ ει. Ή τ α ν σ ημ α ντικά β α ρ ύ τερ ο από ένα κοινό φ ιλμ. Μ ε τρ εμ ά μ ενα δ ά κτυ λ α έβγαλα τη ν πλαστική τα ιν ία που το κρατούσ ε κλειστό. Ά ν ο ιξ α το καπάκι κι ένα σω ρό από άχρω μα π ετραδάκια σαν γυ α λιά κύλησ α ν πάνω σ το κρεβάτι.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
101
— Β ότσαλα, είπα τρ ο μ ερ ά απ ογοητευμένη. — Β ότσ αλα; φώναξε η Σουζάν. Ο τόνος της φω νής τη ς μ ’ έκανε να τη ν κοιτάξω υπ οψ ια σμένη. — Β ότσ αλα; Ό χ ι, Ανν, όχι β ό τσ αλα ! Δ ια μ ά ν τια ! Δ ια μ ά ν τια ! Κ οίταζα σαν μ α ρ μαρ ω μ ένη το γυ ά λινο σω ρό πάνω στο κρεβάτι. Π ήρα ένα σ την τύχη που, εκτός από το βάρος το υ , θα μπ ορούσε να είναι ένα κο μ μ ά τι από σπασμένο μπ ουκάλι. — Είσαι σ ίγου ρη, Σουζάν; — Ω , να ι, αγαπ ητή μου. Έχω δει πολύ συχνά α κα τέρ γα σ τα δ ια μ ά ν τια για να έχω α μφ ιβ ο λίες. Κι είναι π ανέμορφ α, Ανν... και μερικά από α υτά είναι μ ονα δικά , θα έλεγα. Υπάρχει κάποια ισ τορ ία που κρύβετα ι πίσω τους... — Η ισ το ρ ία που α κούσ αμε σ ή μερ α το βρ ά δυ, φώ ναξα. — Θες να πεις... — Η ισ τορ ία του συντ. Ρέις. Δεν μπορεί να είναι σύμπτω ση. Μ α ς τη διηγήθηκε επίτηδες. — Για να δει τ ’ α π οτέλεσμα που προκάλεσε; Α υ τό εννοείς; Κ ούνησα κα τα φ α τικά το κεφ άλι. — Στο σερ Ευστάθιο; — Ναι. Α λλά καθώς το έλεγα μία υποψία πέρασε από το μυαλό μου. Ή τ α ν σ τ ’ α λή θ εια ο σερ Ευστάθιος που περνούσε μια δοκιμ α σ ία ή μήπως η ισ το ρ ία είχε ειπωθεί για μένα; Θ υμήθηκα την εντύπω ση που είχα σ χηματίσ ει το π ροηγούμενο βράδυ ό τα ν γίνο ντα ν εκείνα τα «λαθάκια». Για κάποιο λόγο ο συντ. Ρέις είχε κάποιες υποψίες. Α λλά πού χω ρούσε σ την ισ το ρ ία μας; Π οια πιθανή ανάμειξη μπορούσε να έχει σ την υπόθεση; — Π οιος ι ίνπι ο συντ. Ρέις; ρώ τησα. — Α υτή ι,ιναι μια πολύ καλή ερώ τησ η, είπε η Σουζάν. Είναι πολύ γνω στός σαν κυνηγός αγρίω ν θηρίω ν, και όπως το ν άκουσα να λέει σ ήμερα το β ρ ά δυ, μα κρινός ξάδερφ ος του σερ Λώ ρενς Έ ρντσλυ. Δεν το ν είχα γνω ρίσει προηγουμένω ς μέχρι α υτό το τα ξίδι. Ταξιδεύει συχνά σ την Α φ ρική. Υπάρχει μια γ ε νική εντύπω ση πως δ ο υ λεύ ει για τις μυστικές υπηρεσίες. Δεν ξέρω αν είναι α λήθ εια ή όχι. Είναι μά λλον μυστηριώ δης τύπος. — Φ α ντά ζομ α ι πως θα κληρ ονόμησ ε πολλά λεφ τά από τον
102
Α γκάθα Κρίστι
σ ερ Λώ ρενς Έ ρντσλυ... — Α γαπ ητή μου Ανν, θα πρέπει να κολυμπάει σ το χρήμα. Ξέρεις θα ήταν ένας εξαιρ ετικό ς σύζυγος για σένα. — Δεν έχω και πολλές ελπίδες μ ’ εσένα πάνω σ το ίδιο πλοίο, είπα γελώ ντας. Αχ, α υτές οι π αντρεμένες γυναίκες! — Είσαι α ρ κετά γο η τευ τικ ή , είπε με καλοσύνη η Σουζάν. Κι όλος ο κόσμος γνω ρίζει πως είμα ι α φ οσ ιω μένη σ το ν Κλάρενς... το ν ά ντρ α μου, ξέρεις. Είναι τόσ ο σ ίγο υ ρ ο κι ευ χ ά ρ ισ το να ερω τοτροπ είς με μια π αντρεμένη κι α φ οσ ιω μένη σ το σύζυγό της γυνα ίκα ! — Θ α πρέπει να είναι πολύ ευ χ ά ρ ισ το για το ν Κλάρενς να είναι π αντρεμένος με μια γυ να ίκα σαν κι εσένα. — Μ π α, είναι εξα ντλη τικό να ζει κανείς μαζί μου! Πάντως, μπ ορεί εύ κολα να ξεφ ύγει σ το υπ ουργείο Εξωτερικών, όπου στερεώ νει το μονόκλ σ το μάτι το υ και πέφτει σ τον ύπνο β υ θ ι σμένος σε μια α ναπ α υτική π ολυθρόνα. Θ α μπ ορούσ αμε να του τη λεγρ α φ ή σ ο υ μ ε και να το ν ρ ω τήσ ουμ ε για το Ρέις. Λ α τρεύω να στέλνω τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα . Κι επίσης, γ ια τί α υ τό εν ο χλεί τον Κλάρενς. Π άντα λέει πως ένα γ ρ ά μ μ α θα έκανε τη ν ίδια δου λειά . Α λλά δεν πιστεύω πως θα μας έλεγε και τίπ ο τα σ ημ α ντικό. Είναι τόσ ο απελπ ιστικά διακρ ιτικό ς. Γ ι’ α υ τό και είναι τόσ ο δύσκολη η ζωή κοντά το υ για μεγάλο χ ρ ο νικό δ ιά σ τημα . Α λλά ας σ υνεχίσ ουμ ε με το προξενιό μας. Είμαι σ ίγ ο υ ρη πως του αρέσεις πολύ το υ συντ. Ρέις, Ανν. Χάρισέ του κάναδυο μα τιές μ ’ α υ τά τα τρ ο μ ερ ά σου μ ά τια και όλα θα είναι πολύ εύκολα. Ό λ ο ι α ρ ρ α β ω νιά ζο ντα ι πάνω σ τα πλοία. Δεν υπάρχει τίπ οτα ά λλο να κάνει κανείς. — Δε θέλω να παντρευτώ . — Δε θέλεις; είπε η Σουζάν. Για τί όχι; Μ ο υ αρέσει πολύ που είμαι παντρεμένη... ακόμ α και με το ν Κλάρενς. Α γνόησα α υτή ν τη ν επιπόλαιη απάντηση. — Α υ τό που θέλω να μάθω είναι, είπα με α π ο φ α σ ισ τικ ό τη τα , ποια είναι η σχέση το υ συντ. Ρέις με όλα α υ τά ; Κάπου είναι μπλεγμένος. — Δεν π ιστεύεις πως π ρόκειται για απλή σύμπτω ση που διηγήθηκε α υτή την ισ το ρ ία ; — Ό χ ι δεν το πιστεύω. Μ α ς π α ρ ακολουθούσ ε ό λους πολύ στενά. Θ υμά σα ι μερικά από τα δ ια μ ά ν τια β ρ έθ η κ α ν α λλά όχι
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
103
όλα. Ίσ ω ς α υτά εδώ να είναι εκείνα που λείπουν... ή ίσως... α υ τό εδώ. — Ίσ ω ς, τι; — Δεν απ άντησα απευθείας. Θ α ήθελα να ξέρω, είπα α ργά, τι απογίνε ο ά λλος νεαρός. Ό χ ι ο Έ ρντσλυ... ο ά λλος — πώς τον έλεγαν — ο Α ούκας; — Κάπως φ ω τίζοντα ι τα π ρά γμα τα πάντως. Ό λ ο ι α υ το ί κυνηγούν τα δια μ ά ντια . Θα πρέπει να σκότω σε τη Ν αντίνα για να της πάρει τα δ ια μ ά ντια ο άνθρωπος με το καφέ κο σ τούμι. — Δεν τη σκότω σε αυτός, είπα κοφτά. — Μ α φ υσ ικά τη σκότω σε. Π οιος ά λλος θα μπ ορούσε να το κάνει; — Δεν ξέρω. Α λλά είμα ι βέβαιη πως δεν τη σκότω σε. — Μ π ήκε στο σπίτι τρ ία λεπτά μετά από εκείνη και βγήκε άσπρος σαν πανί. — Γιατί τη βρήκε νεκρή. — Α λλά κανείς άλλος δεν μπήκε εκεί μέσα. — Τότε ο δολοφ όνος β ρ ισ κό τα ν ήδη μέσα στο σπίτι ή μπή κε μέσα με κάποιο άλλο τρόπο. Δεν υπήρχε ανάγκη να περάσει από το θ υρ ω ρ είο , μπ ορούσε να πηδήξει τη μάντρα. Η Σουζάν με κοίταξε διαπ ερασ τικά. — Ο άνθρωπος με το καφέ κο σ το ύμ ι, μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε. Ποιος είναι, α να ρ ω τιέμ α ι. Πάντω ς ήταν ο ίδιος με το «γιατρό» στον Υπόγειο. Είχε το χρόνο ν ’ α φ α ιρ έσ ει τη μ εταμφ ίεσ ή το υ και ν ’ ακολου θήσ ει τη γυ να ίκα σ το Μ ά ρ λ ο ο υ . Εκείνη και ο Κ άρτον επ ρόκειτο να σ υνα ντη θ ο ύν εκεί, είχαν και οι δύο σημείω μα από το μ εσ ιτικό γρ α φ είο κι αν έπ αιρναν τόσ ο μεγάλες π ρ ο φ υ λάξεις ώστε η σ υνάντησ ή το υ ς να φ ανεί τυ χ α ία ή ταν γ ια τί υπο π τεύονταν πως του ς π α ρακολουθούσ α ν. Ό π ω ς και να ’ χουν τα π ρά γμα τα, ο Κ άρτον δεν ήξερε πως η σκιά το υ ήταν ο άνθρω π ος με το καφέ κο σ το ύμ ι. Ό τ α ν το ν α ναγνώ ρισ ε, η τα ρ α χή του ήταν τόσ ο μεγάλη που έχασε εντελώ ς τη ψ υ χ ρ α ι μία του , οπισθοχώ ρισε κι έπεσε πάνω στις γραμμές. ' Ο λα α υτά είναι απ όλυτα ξεκάθα ρα, έτσι δεν είναι, Ανν; Δεν απάντησα. — Ναι, έτσι έγιναν τα πράγματα. Π ήρε το χα ρ τί από το νεκρό και στη βιασ ύνη το υ να φ ύγει το υ ’ πεσε. Μ ετά α κ ο λ ο ύ θησε τη γυ να ίκα σ το Μ ά ρ λ ο ο υ . Τι έκανε αφού έφυγε από κει,
104
Αγκάθα Κ ρίστι
μετά που τη σκότω σε — ή, σ ύμφ ω να με τη δική σου εκδοχή, ότα ν τη βρήκε νεκρή; Πού πήγε; Και πάλι δεν είπα τίπ οτα. — Α να ρ ω τιέμ α ι τώ ρα, είπε η Σουζάν μ ’ ένα μορφ ασ μό. Είναι δ υ να τό ν να έπεισε το σερ Ευστάθιο Π έντλερ να το ν πάρει μαζί του σ το πλοίο σαν γ ρ α μ μ α τέα το υ ; Θα ή ταν μοναδική ευ κα ιρ ία να ξεγλιστρήσ ει από το κυνηγη τό και να βγει μ “ ε υ κολία από την Α γγλία. Α λλά πώς κα τά φ ερ ε να πιέσει το ν σερ Ευστάθιο; Φ αίνετα ι σαν να το ν κρ α τάει με κάτι. — Ή να κρα τάει τον Π άτζετ, π ρότεινα χω ρίς να το θέλω. — Δεν φ α ίνετα ι να συμπ αθείς το ν Π άτζετ, Ανν. Ο σερ Ευ σ τά θ ιο ς λέει πως είναι πολύ ικανός και εργατικός. Λ οιπ όν, ας συνεχίσω τις υποθέσεις μου. Ο Ρέιμπορν είναι ο άνθρω πος με το καφέ κοσ τούμ ι. Είχε διαβά σει το χ α ρ τί που το υ έπεσε. Κι έτσι, κα θοδ ηγούμενος σ τρ α β ά , όπως κι εσύ, προσπαθεί να φ τά σ ει σ την καμπίνα 17 στη μία το πρωί της 22ας, α φ ο ύ ήδη έχει προσπαθήσει ν ’ απ οκτήσει τη ν καμπίνα μέσω το υ Π άτζετ. Στο δ ρ ό μ ο όμως κάποιος το ν μαχαιρώ νει. — Π οιος; τη διέκοψ α. — Ο Τ σίτσεστερ. Ναι, όλα τα ιρ ιά ζο υ ν. Τ ηλεγράφ ησ ε στον Λ ό ρ δ ο Νάσμπυ πως βρήκες το ν άνθρωπο με το καφέ κοσ τούμι κι έκανες την τύχη σου, Ανν! — Υπάρχουν α ρ κετά π ρά γμα τα που παρέλειψες. — Π οια π ρά γμα τα; Ο Ρέιμπορν έχει ένα σ η μάδι, το ξέρω — α λλά ένα σ ημάδι μπορεί εύ κο λα να το φτιάξεις. Έχει το σω στό ύψος και τη σω στή κορ μο σ τα σ ιά. Π οια είναι η π εριγραφ ή του κρα νίου με την οπ οία έκανες σκόνη τη Σ κότλα ντ Γιάρντ; Τ ρεμούλια σ α. Η Σουζάν ή ταν μορφ ω μένη γυ να ίκα , ήταν ενημερω μένη σε πολλά θ έμ α τα , α λλά π α ρακα λούσ α το Θεό να μην έχει πολλές γνώ σεις σ χετικά με τα τεχνικά θ έμ α τα της ανθρωπολογίας. — Δ ολιχοκέφ α λος, είπα α διά φ ο ρ α . Η Σουζάν με κοίταξε με α μ φ ιβ ο λία . — Α υ τό ήταν; — Ναι, μα κρυκέφ α λος, ξέρεις. Έ να κρ α νίο το υ οπ οίου το φ άρδος είναι λ ιγό τερ ο από το εβ δο μ ή ντα πέντε το ις εκα τό του μήκους του , της εξήγησα μ ’ ευκολία . Α κολούθησ ε μία παύση. Είχα αρχίσ ει ν ’ αναπνέω πιο ελ εύ
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
105
θερα ό τα ν η Σουζάν είπε α π ότομα: — Π οιο είναι το α ντίθ ετο ; — Τι εννοείς — το α ντίθ ετο ; — Μ α πρέπει να υπάρχει ένα α ντίθ ετο . Πώς λέγο ντα ι τα κρανία των οποίων το φ ά ρ δ ο ς είναι μ εγα λύ τερ ο το υ εβ δ ο μ ή ν τα πέντε το ις εκα τό του μήκους τους; — Είναι οι βρ α χυκέφ α λο ι, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ α παρά τη θέλησ ή μου. — Α υ τό είναι. Ν όμισ α πως α υ τό είχες πει. — Α λή θ εια ; Θ α έκανα λάθος. Εννοούσα δολιχοκέφ αλος, είπε με όση σ ιγο υ ρ ιά μπ ορούσα να δείξω. Η Σουζάν με κοίταζε εξετασ τικά. Μ ετά έβαλε τα γέλια. — Λες πολύ π ειστικά ψ έμ ατα , τσ ιγγανά κι μου. Α λλά θα κερδίσ ουμε κα ιρ ό αν μου πεις όλη την αλήθεια. — Δεν υπάρχει τίπ οτα να σου πω, είπα απ ρόθυμα. — Α λή θ εια ; είπε απαλά η Σουζάν. — Υποθέτω πως πρέπει να σου το πω, είπα αργά. Δεν ν τρ έ πομαι γι ’ α υτό. Δεν μπορείς να ντρέπεσαι για κάτι που... απλά σου έχει συμβεί. Α υ τό ακριβώ ς έγινε. ' Η ταν απαίσιος... αγενής και αγνώμων... α λλά α υ τό νομίζω πως μπορώ να το καταλάβω . Είναι σαν το σ κυλί που είναι α λυσ ο δεμ ένο , ή το κ α κ ο μ ετα χ ει ρίζονται... τό τε δαγκώνει όλο τον κόσμο. Έ τσι ήτα ν κι εκείνος... όλο πικρία κι απειλές. Δεν ξέρω γ ια τί νο ιά ζο μ α ι, όμω ς νο ιά ζο μαι. Ν οιά ζομα ι τρ ο μ α χτικά . Τον είδα μία φ ο ρ ά και η ζωή μου άλλαξε. Τον αγαπώ. Τον θέλω. Θα γυρίσ ω όλη τη ν Α φ ρ ική με τα πόδια, ξυπ όλητη, μέχρι να το ν βρω και να το ν κάνω να ενδ ια φ ερ θ εί για μένα. Θα πέθαινα γι ’ αυτόν. Θα μπ ορούσα να δουλέψω για χάρη του, να γίνω σ κλάβα του. Να κλέψω, ακόμα να ζητιανέψ ω ή να δανεισ τώ για κείνον! Ο ρίσ τε... τώ ρα ξέρεις! Η Σουζάν με κοίταξε για πολλή ώρα. — Τσιγγανάκι μου, είσ αι ό,τι πιο α ν τίθ ετο υπάρχει από τα αγγλικά πρότυπα, είπε σ το τέλος. Δεν υπάρχει ίχνος σ υ ν α ι σ θ η μ α τισ μ ο ύ μέσα σου. Δ εν έχω ποτέ σ υναντήσ ει άνθρωπο τόσ ο π ρακτικό και τόσ ο εμπαθή συγχρόνως. Π οτέ δε θα νιώσω για κάποιον μ ’ α υ τό ν το ν τρόπ ο — ευτυχώ ς για μένα — κι όμως — κι όμως σε ζηλεύω , τσ ιγγανά κι μου. Είναι κάτι που θα πρέπει να είναι κανείς ικανός να το νιώσει... Ο πιο πολύς κό σμος δεν μπορεί. Ό μ ω ς τι τύχη για το για τρ ο υ δ ά κ ο που δεν
106
Αγκάθα Κ ρίστι
τον παντρεύτηκες. Δε μοιάζει με το ν άνθρω π ο που θα το υ αρέσ ει να έχει σ το σπίτι το υ ισχυρές εκρ ηκτικές ύλες! Επομέ νως, δε θα γίνει το τη λεγ ρ ά φ η μ α στο Λ ό ρ δο Νάσμπυ; Κ ούνησα το κεφ άλι μου. — Και π ιστεύεις ακόμ α πως είναι αθώος; — Π ισ τεύω επίσης πως είναι δ υ ν α τό ν να κρεμ ούν και τους αθώους. — Χμ! Ν αι. Α λλά, Ανν καλή μου, αν μπορείς ν ’ α ντιμ ετω π ί σεις τα γεγονότα, αντιμετώ π ισ έ τα αμέσως. Π αρ ’ όλα όσα εσύ πιστεύεις, θα μπ ορούσε να έχει δ ο λο φ ο νή σ ει εκείνη τη γ υ ν α ί κα. — Ό χ ι, είπα. Δεν τη δολοφ όνησ ε. — Εδώ μ ιλάει η καρδιά. — Ό χ ι, δεν είναι έτσι. Θ α μπ ορούσε να τη ν έχει σκοτώ σει. Θα μπ ορούσε ίσως να τη ν έχει ακολο υ θ ή σ ει εκεί μέσα μ ’ α υ τήν τη σκέψη στο μυ αλό του. Α λλά δε θα μπορούσε να πάρει ένα κομ μ ά τι μα ύρο σ κοινί και να τη ν πνίξει μ ’ α υτό . Εκείνος θα τη ν έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια. Η Σουζάν τρ εμ ο ύ λια σ ε ελα φ ρ ά. Τα μά τια της στένεψ αν σαν να είχε κα ταλά βει επιτέλους. — Χμ! Ανν, αρχίζω να κα ταλα β αίνω γ ια τί βρίσκεις α υτό ν τον νεα ρό τόσ ο ελκυσ τκό!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 13 Το επ όμενο πρωί είχα τη ν ευ κ α ιρ ία για μία α ν α μ έτρ η σ η με το σ υ ντα γμ α τά ρ χη Ρέις. Η τόμπ ολα είχε μόλις λήξει και κάναμε ένα μικρό περίπ ατο σ το κατάσ τρ ω μα . — Πώς είναι η Τσιγγάνα μας σ ή μ ερ α ; Λ α χτα ρ ά ει τη ν ξηρά και το καραβά νι της; Κ ούνησα το κεφ άλι μου. — Τώρα που η θάλασ σα είναι τό σ ο ήρεμη, νιώθω πως θα μπ ορούσα να μείνω πάνω σ το πλοίο για πάντα. — Τι ενθουσ ιασμός. — Μ α δεν είναι ένα υπέροχο πρω ινό; Α κουμπ ήσ αμε και οι δυο σ την κουπ αστή. Η θάλα σ σ α έ μ ο ι αζε με γυ αλί. Δεν υπήρχε το π α ρ αμ ικρ ό κύμα. Πάνω σ το νερό σ χη μ α τίζο ντα ν αποχρώσεις, γα λά ζιο , α νο ιχ τό πράσινο, σ μ α ρα γδένιο, μωβ και βαθύ π ο ρ το καλί, σαν πίνακας της κ υ β ισ τι κής περιόδου. Πού και πού μια α σ η μένια λάμψ η μάς έδειχνε το π έταγμα τω ν ψαριών. Ο αέρας ή ταν υγρός και ζεστός, σχε δόν κολλώ δης. Η πνοή το υ έμ οια ζε με μυρω μένο χάδι. — Π ολύ ενδ ια φ έρ ο υ σ α η ισ το ρ ία που μας διη γη θ ή κα τε χθες το βρ ά δυ, είπα σπάζοντας τη σιωπή. — Π οια απ ’ όλες; Π ιστεύω πως οι γυναίκες πάντα ενδια φ έρ οντα ι για τα δ ια μ ά ντια . — Μ α φ υσ ικά. Π αρεμπιπτόντω ς, τι απογίνε ο ά λλος ν εα ρός. Είπατε πως ήταν δύο. — Ο νεαρός Α ούκας; Φ υσ ικά δεν μπ ορούσ αν να μηνύσουν τον έναν μόνον κι έτσι α φ έθηκε κι α υτός ελεύθερος. — Ναι, α λλά τι απέγινε τελικά , στην π ρ α γμ α τικό τη τα εννοώ. Ξέρει κανείς; Ο συντ. Ρέις κοιτούσ ε ίσ ια μπ ροστά το υ στη θ άλασ σα. Το πρόσωπό του ήταν α νέκφ ρ α σ το σαν μάσκα, α λλά είχα τη ν εντύπωση πως δεν του άρεσ αν οι ερω τήσεις μου. Ω σ τό σ ο μου απάντησε αμέσως. — Πήγε σ τον πόλεμο και πολέμησε γενναία. Α να φ έρ ετα ι ως α γνοούμενος και πληγωμένος... φ α ντά ζο μ α ι πως σ κο τώ θ η κε. Α υ τό μου έλεγε ότι ήθελα να μάθω. Δεν ρώ τησ α τίπ οτε
108
Αγκάθα Κ ρίστι
ά λλο. Α λλά τώ ρ α π ερισσότερο από πριν α ν α ρ ω τιό μ ο υ ν πόσα γνώ ριζε ο συντ. Ρέις. Το παιχνίδι που έπαιζε με μπέρδευε. Έ κα να κι ά λλο ένα πράγμα. Έ κανα ερω τήσ εις σ το ν υ χτε ρινό κα μ α ρ ότο. Μ ία μικρή ο ικο νο μ ική ενίσχυση το ν βόηθησε να μιλήσει. — Η κυ ρία δεν τρόμα ξε, ε μις; Μ ο υ φ άνηκε σαν ένα άκακο α σ τείο. Έ να σ τοίχημ α ή κάτι τέ το ιο , α υ τό κα τάλαβα. Τα έμ α θα όλα σιγά-σ ιγά. Στο τα ξίδ ι από το Κέιπ Τάουν σ την Α γγλία , ένας από τους επ ιβάτες το υ είχε δώσει ένα ρ ο λό με φ ιλμ μαζί με τις οδηγίες να το πετάξει πάνω στην κουκέτα της καμπίνας No 71, στη 1 η ώ ρα μετά τα μεσάνυχτα στις 22 Ια νο υ ά ρ ιου στο τα ξίδι της επ ιστροφ ής. Στην καμπίνα θα β ρ ι σ κόταν μια γυ να ίκα και όλα α υ τά το υ είπε ή ταν κάποιο σ το ίχ η μα. Κ ατά λαβα πως ο κα μ α ρ ό το ς θα πρέπει να είχε εισπράξει ένα καλό ποσό γ ι ’ α υτή ν τη ν υπόθεση. Το όνομα της κυρίας δεν είχε α να φ ερ θεί. Και φ υσ ικά , καθώς η κ. Μ π λα ιρ είχε πάει κα τευ θ εία ν σ την καμπίνα No 71 α φ ού σ υνεννοήθηκε με το λογισ τή μόλις ανέβηκε σ το π λοίο, ο κα μ α ρ ό το ς δεν α μφ έβ αλε καθόλου πως α υτός ήταν ο στόχος της φ άρσας. Το όνομα το υ επ ιβάτη που είχε οργανώ σει τη ν ισ το ρ ία α υτή ήτα ν Κ άρτον και η π εριγρα φ ή του τα ίρ ια ζε α π ό λυτα μ ' εκείνη το υ ανθρώ π ου που είχε σκοτω θεί σ τον Υπόγειο. Έ τσι ένα από τα μ υ σ τή ρ ια , το υ λά χ ισ το ν, είχε βρει τη λύση του και ήταν πια ο λο φ ά νερ ο πως το κλειδί ή ταν τα δ ια μ ά ν τια . Α υτές οι τελευ τα ίες μέρες πάνω σ το Κ ιλμ ό ρ ντεν έμ ο ια ζα ν να π ερνούν πολύ γρήγο ρ α . Καθώς πλησ ιάζαμε όλο και πιό πολύ σ το Κέηπ Τάουν, α ναγκα ζό μο υ ν να σκεφ τώ όλο και πιό π ροσεκτικά τα μ ελλο ντικά μου σχέδια. Ο κ. Τσίτσ εσ τερ, ο σερ Ευστάθιος και ο γρ α μ μ α τέα ς το υ και ναι, ο συντ. Ρέις. Τι έπρεπε να κάνω; Φ υσ ικά η πρώτη μου επ ιλογή ή ταν ο Τσίτσεστερ. Π ρ ά γμ α τι, β ρισ κόμ ουν α π ρ όθυμ α στο σ η μ είο να διαγράψ ω το σερ Ευστάθιο και το ν Π ά τζετ από το ν κα τά λο γο τω ν υπό πτων μου, ότα ν μία τυ χ α ία σ υζήτησ η ξύπνησε νέες υποψίες σ το μυαλό μου. Δεν είχα ξεχάσει την α κ α τα ν ό η τη τα ρ α χή το υ Π ά τζετ ότα ν είχε α να φ ερ θ εί η Φ λω ρ εντία. Το τελ ευ τα ίο βράδυ πάνω στο πλοίο κα θόμ ασ τα ν όλοι σ το κα τά σ τρ ω μ α και ο σερ Ευστάθιος απεύθυνε μια εντελώ ς αθώ α ερώ τηση σ το γ ρ α μ μ α τέα του.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
109
Ξεχνώ για τ ί ακριβώ ς επ ρόκειτο, κάτι σ χετικό με τις κ α θ υ σ τε ρήσ εις τω ν τρα ίνω ν σ την Ιτα λία , α λλά αμέσω ς π α ρ ατή ρ η σ α πως ο Π άτζετ έδειχνε το ίδ ιο ανήσυχος με τη ν π ροηγούμενη φ ορά. Ό τ α ν ο σερ Ευστάθιος ζήτησε από τη ν κα Μ π λα ιρ να χορέψ ουν, γλύ σ τρ ισ α στα γ ρ ή γο ρ α σ τη ν κενή θέση πλάι σ τον γρ α μ μ α τέα . Ή μ ο υ ν α π οφ ασισμένη να ψάξω το θέμα μέχρι το βάθος... — Π άντα λα χα ρούσ α να πάω στην Ιταλία, είπα. Κι ιδ ια ίτερ α στη Φ λω ρεντία. Σας άρεσε πολύ εκεί; — Α λή θ εια πάρα πολύ, μις Μ π έντινγκφ ελντ. Ζητώ συγγνώ μη α λλά κάποια β ιασ τική α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία γ ια το σερ Ευστάθιο με αναγκάζει... Τον έπιασα σ τα θ ερ ό από το μανίκι το υ σ ακα κιού του. — Ω , δεν πρέπει να μου το σκάσετε! φ ώ ναξα με το γλυ κερ ό ύφος μιας ηλικιω μένης γεροντοκόρης. Είμαι σ ίγο υ ρ η πως του σερ Ε υστάθιου δε θα το υ άρεσε κα θόλου αν μ ’ α φ ή να τε εδώ μόνη μου χωρίς να έχω κανέναν να κουβ εντιάσω . Δε δείχνετε να θέλετε να μιλά τε για τη Φ λω ρεντία. Ω ! κύριε Π άτζετ, πι στεύω πως κρύβετε ένα ένοχο μ υ σ τικό ! Κ ρατούσ α α κόμ α το μανίκι το υ κι ένιω σα το ξάφ νια σ μά του. — Κ αθόλου, Μ π έντινγκφ ελντ, κα θό λο υ ! είπε έντονα. Θα μου έκανε μεγάλη ευ χαρ ίσ τη σ η να σας τα διηγηθώ όλα, α λλά α λήθ εια υπάρχουν μερικά τη λεγρ α φ ή μ α τα ... — Ω , κ. Π άτζετ, τι φ τηνή δικα ιο λο γία . Θ α πω σ το σερ Ευ στάθιο... Δεν πρόλαβα να πω τίπ οτε άλλο. Τινάχτηκε άλλη μια φ ορά. Τα νεύ ρ α του θα πρέπει να β ρ ίσ κο νταν σε επ ικίνδυνο σημείο. — Τι θέλετε να μάθετε; Η υποταγή σ το μ α ρ τύ ρ ιό το υ μ ’ έκανε να χαμογελάσ ω μέσα μου. — Ω , τα π άντα! Για τους πίνακες, τα λιόδεντρα... Σ τα μάτησ α σαν να είχα χαθεί στις σκέψεις μου. — Ασφ αλώ ς θα μ ιλά τε ιτα λ ικ ά ; συμπέρανα. — Ο ύ τε μια λέξη δυστυχώ ς. Α λλά βέβαια, με τους α χ θ ο φ ό ρους και... εεε... του ς ξεναγούς. — Α κριβώ ς, β ιά σ τηκα να το υ απαντήσω . Και ποιος ήτα ν ο αγαπημένος σας πίνακας;
110
Αγκάθα Κ ρίστι
— Ω , εεε... η Μ α ντόνα... εεε... το υ Ραφαέλ, ξέρετε. — Ω ! Η Φ λω ρεντία, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ α όλο σ υνα ισ θ η μ α τισ μ ό . Τόσο γρ α φ ική στις όχθες το υ Α ρνό. Έ νας πολύ ό μο ρ φ ο ς πο ταμός. Και το Ν τουόμ ο, θυμ ό σ α σ τε το Ν το υ ό μ ο ; — Φ υσικά, φ υσικά. — Ά λ λ ο ς ένας ω ραίος ποταμός, δεν είνα ι; είπα σ την τύχη. Ω ρ α ίο ς όσ ο σχεδόν και ο Α ρνό; — Σίγουρα έτσι είναι. Π α ίρ νο ντα ς θάρ ρος από τη ν επ ιτυχία τη ς μικρής μου π αγί δας προχώ ρησα κι άλλο. Α λλά δεν υπήρχαν πια α μφ ιβ ο λίες. Ο κ. Π άτζετ είχε π α ραδοθεί, β ρ ισ κό τα ν στα χέρια μου με κάθε λέξη που πρόφερε. Ο άνθρωπος α υτό ς δεν είχε πάει ποτέ στη ζωή του στη Φ λω ρεντία. Α λλά αν δεν είχε πάει στη Φ λω ρ εντία, τό τε πού είχε πάει; Στην Α γγλία ; Μ ήπως βρ ισ κό τα ν σ τη ν Α γγλία τη ν κρίσιμη περί οδο του φ όνου σ το Μ ιλ Χάουζ; Α π οφ άσ ισα να κάνω ένα το λ μηρό βήμα. — Το πιο παράξενο είναι πως νόμιζα ό τι σας είχα δει κάπου π αλιότερα. Α λλά θα πρέπει να κάνω λά θος — α φ ού β ρ ισ κό σ α σ ταν στη Φ λω ρεντία εκείνη τη ν εποχή. Κι όμως... Τον π α ρατηρούσ α απ ροκάλυπ τα. Υπήρχε ένα κυνηγημένο βλέμ μα σ τα μ ά τια του. Π έρασε τη γλώ σσα το υ πάνω σ τα ξερά του χείλη. — Πού... εεε... πού... — ...νομίζω πως σας είδ α ; το ν β οήθησ α να τελειώ σ ει. Στο Μ ά ρ λο ο υ . Γνωρίζετε το Μ ά ρ λ ο ο υ ; Μ α φ υσ ικά , τι α νόητη που είμ α ι, ο σερ Ευστάθιος έχει ένα σπίτι εκεί! Εδώ όμως με μια α κ α θ ό ρ ισ τη δ ικ α ιο λ ο γ ία , το θύμ α μου είχε σ ηκω θεί και είχε εξαφ ανισ τεί. Εκείνη τη νύχτα έκανα έφ ο δ ο σ την καμπίνα της Σουζάν γεμ ά τη ενθουσ ια σ μ ό. — Βλέπεις, Σουζάν, φώ ναξε ό τα ν τελείω σ α τη διήγησή μου, ήταν σ την Α γγλία , σ το Μ ά ρ λ ο ο υ , τη ν ώ ρα του φ όνου. Είσαι τώ ρα το ίδιο σ ίγο υ ρ η για τη ν ενοχή το υ ανθρώ π ου με το καφέ κοσ τούμ ι; — Για ένα πράγμα είμα ι απ όλυτα σ ίγο υ ρ η , είπε η Σουζάν με μ ά τια που γελού σ α ν πονηρά. — Για ποιο;
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
111
— Πως ο άνθρωπος με το καφέ κοσ τούμ ι είναι πιο εμ φ α ν ί σιμος από το φ τω χό κ. Π άτζετ. Ό χ ι, Ανν, μη θυμώ νεις. Ή θ ε λ α να σε πειράξω μόνο. Κάθισε κάτω. Ας α φ ή σ ο υμ ε τ ’ α στεία. Νομίζω πως έκανες μια πολύ σ η μαντική α νακά λυψ η. Μ έχ ρ ι τώ ρα π ισ τεύαμε πως ο Π άτζετ είχε ά λλοθ ι. Τώρα ξέρ ουμ ε πως δεν έχει. — Α κριβώ ς, είπα. Πρέπει να το ν προσέχω. — Ό π ω ς και όλους το υ ς άλλους, είπε θ λιβ ερ ά. Λοιπ όν, υπάρχει κάτι για το οποίο θα ήθελα να σου μιλήσω . Για το οικονομικό. Ό χ ι, μη γυρ ίζεις α λλού το κεφ άλι. Ξέρω πως είσαι π αράλογα περήφανη κι α νεξά ρ τη τη , α λλά θα πρέπει ν ’ α κ ο ύ σεις τη λογική πάνω σ ’ α υ τό το θέμα. Είμαστε σ υ νετα ίρ ο ι — δε θα σου έδινα δεκά ρα γ ια τί σε συμπαθώ ή γ ια τί είσαι μόνη χωρίς φ ίλο υ ς — α υ τό που θέλω είναι η σ υγκίνηση και είμα ι έτοιμη να πληρώσω γ ι ’ αυτήν. Θα προχω ρήσουμε μαζί χω ρίς να κοιτά ξουμ ε τα έξοδα. Και για να ξεκινήσουμε θα έρθεις μαζί μου, με δικά μου έξοδα, σ το ξενοδοχείο Μ ά ο υ ν τ Ν έλσον και εκεί θα π ρ ο γρ α μ μ α τίσ ο υ μ ε τη ν εκσ τρ α τεία μας. Δ ια φ ω νήσ α με πάνω σ ’ α υ τό το θέμα. Τελικά υποχώ ρησα. Α λλά δε μου άρεσε. Ή θ ε λ α να κινούμα ι πάντα με το δικό μου τρόπο. — Τέλος λοιπόν, είπε η Σουζάν, σηκώ θηκε και τεντώ θηκε μ ’ ένα μεγάλο χα σ μ ο υ ρ η τό . Η ευ φ ρ ά δ ειά μου μ ’ εξάντλησε. Τώ ρα ας μ ιλή σ ο υ μ ε για τα θ ύ μ α τά μας. Ο κ. Τ σ ίτσ εσ τερ πηγαίνει στο Ν τάρμπ αν. Ο σερ Ευστάθιος στο ξενοδοχείο Μ ά ο υ ν τ Ν έλ σον σ το Κέηπ Τάουν και μετά στη Ροδεσία. Θα έχει το δικό του βαγόνι σ το τρ α ίνο και σε μια σ τιγμή ευφ ορ ία ς, μετά το τέτα ρ το ποτήρι σαμπ άνιας προχθές το βρ ά δυ, μου πρόσφ ερε μια θέση σ ’ α υτό. Τολμώ να πω πως δεν το εννοούσ ε στ ’ α λή θ εια , α λλά τώ ρα θα του είναι πολύ δύσ κο λο να το α ρ νη θεί αν το υ το υπενθυμίσω. — Ω ρ α ία , συμφ ώ νησ α. Εσύ θα π α ρακολουθήσ εις το σερ Ευστάθιο και τον Π άτζετ κι εγώ το ν Τσίτσεστερ. Α λλά τι θα γίνει με το συντ. Ρέις; Η Σουζάν μου έριξε μια ξαφ νια σ μένη ματιά. — Ανν, δεν είναι δ υ ν α τό να υποπτεύεσαι... — Υποπτεύομαι του ς πάντες. Είμαι στη φ άσ η που κοιτάς γύρω σου για το πιό απ ίθανο πρόσωπο.
112
Αγκάθα Κ ρίστι
— Ο συντ. Ρέις πηγαίνει κι α υτός στη Ροδεσία, είπε η Σουζάν σ κεφ τική. Α ν μπ ορούσ αμε να κα νονίσ ο υμε να το ν καλέσει κι α υ τό ν ο σερ Ευστάθιος... — Εσύ μπορείς. Εσύ μπορείς να κα ταφ έρ εις τα πάντα. — Μ ο υ άρεσε α υτό , γο υ ρ γο ύ ρ ισ ε ευχαρ ισ τη μένη η Σ ου ζάν. Χ ω ρισ τήκαμε με τη σ υμφ ω νία πως η Σουζάν θα χ ρ η σ ιμ ο ποιούσε το τα λέντο της για τη ν κα λύτερ η εξυπ ηρέτηση του σκοπού μας. Έ νιω θα μεγάλη ανασ τάτω σ η για να πάω αμέσω ς για ύπνο. Ή τ α ν η τε λ ευ τα ία μου β ρ α δ ιά πάνω στο πλοίο. Ν ω ρίς το επ όμενο πρωί θα έπρεπε να είμ α σ τε στο Τέιμπλ Μ πέι. Α νέβηκα στο κατάσ τρω μα. Το αεράκι ή ταν ευχάρ ισ το, δ ρ ο σερό. Το πλοίο κουνούσ ε ελα φ ρ ά καθώς έσχιζε τα μ ικρ ά κύ ματα. Το κα τά σ τρ ω μ α ή ταν ά δ ειο και σ κοτεινό. Ή τ α ν π ερα σμένα μεσάνυχτα. Έ γειρα πάνω σ την κουπ αστή και π α ρ ακο λο υ θ ο ύσ α τη ν α σ η μ ένια φ ω σ φ ορίζου σ α γρ α μ μ ή το υ α φ ρ ο ύ . Μ π ρ ο σ τά μας βρισ κότα ν η Α φ ρ ική κι εμείς τρ έχα μ ε με βιασύνη προς το μέ ρος της μέσα σ τα σ κοτεινά νερά. Βυθισμένη σε μια παράξενη γαλήνη σ τεκόμ ου ν εκεί, χάνοντας τη ν αίσ θησ η το υ χρόνου σαν σ ’ ένα όνειρο. Και ξαφ νικά ένιω σα μία α κα θ ό ρ ισ τη προαίσθηση κινδύνου. Δεν είχα ακούσ ει τίπ οτα α λλά σ τρ ά φ η κα απ ότομα από έν σ τι κτο. Μ ιά απ ειλητική σκιά β ρ ισ κό τα ν πίσω μου. Καθώς γυ ρ νούσ α πήδηξε πάνω μου. Έ να χέρι έσφιξε το λ α ιμ ό μου πνί γοντας κάθε κραγή που θα μπ ορούσ α να είχα βγάλει. Π άλεψ α απελπισμένα α λλά δεν είχα κα μία ελπίδα. Μ ισ οπ νιγμένη από το σ φ ίξιμο του λα ιμ ο ύ , δάγκω να, έσπρωχνα και γρ α τζο υ νο ύσ α με το ν κα λύτερ ο γυ να ικείο τρόπ ο. Ο άνθρωπος δυ σ κο λευό τα ν γ ια τί προσπαθούσε να μ ’ εμποδίσει να φωνάξω. Αν είχε κ α τα φ έρει να με π λησιάσει χω ρίς να το ν πάρω είδη σ η , θα το υ ή ταν α ρ κετά εύ κολο να με πετάξει πάνω από τη ν κουπ αστή μ ’ ένα απ ότομο τίναγμα . Ο ι καρχαρίες θα είχαν τελειώ σ ει τη δο υ λειά του. Π αρόλο που εξα κολο υ θ ο ύσ α ν ’ αγω νίζομαι ένιω θα τις δ υ νά μεις μου να εξασ θενούν. Ο διώ κτης μου το κ α τα λά β α ινε κι εκείνος. Έ βαλε όλη του τη δύναμη. Και τό τε, μ ’ ένα α θό ρ υ β ο
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
113
τρ έξιμ ο , ά λλη μια σκιά π ροσ τέθηκε σ τη ν παρέα μας. Μ ’ ένα χτύπ ημα έσ τειλε τον α ντίπ αλό το υ να σ ω ρ ια σ τεί με το κεφάλι πάνω σ το κα τάσ τρω μα . Ελεύθερη, έπεσα πάνω σ την κουπ α στή α δ ύνα μ η , τρέμοντας. Ο σ ω τήρας μου σ τρ ά φ η κε με μιά α π ότομη κίνηση προς το μέρος μου. — Χτύπησες! Υπήρχε κάτι ά γρ ιο στη φωνή το υ — μια απειλή προς το πρόσωπο που είχε το λμ ή σ ει να με πειράξει. Π ριν α κόμ α προ λάβει να μιλήσει τον είχα αναγνω ρίσ ει. Ή τ α ν ο άνθρωπός μου — ο άνθρωπος με το σ ημάδι. Α λλά το δ ιά σ τη μ α που η π αρουσ ία του είχε απ ορροφ ήσει την προσοχή του ήτα ν α ρ κετή για το ν εχθρό. Γρήγορος σαν αστραπ ή σηκώ θηκε όρ θ ιο ς κι άρχισ ε να τρέχει πάνω σ το κα τά σ τρω μα. Μ ε μια βρισ ιά ο Ρέιμπορν έτρεξε πίσω του. Π άντα σ ιχα ίνομ α ι να μένω έξω από τα γεγονότα. Α κ ο λ ο ύ θησ α του ς άλλους. Κάναμε το γύ ρ ο το υ κα τα σ τρ ώ μ α το ς από τη δεξιά πλευρά του πλοίου. Εκεί μπ ροστά σ την πόρτα της τρα π εζαρία ς ήτα ν πεσμένος ο άνθρωπός μας σ ’ έναν ά μ ο ρ φ ο σωρό. Ο Ρέιμπορν έσκυψε πάνω του. — Τον ξαναχτύπησες; ρώ τησ α με κομμένη τη ν αναπνοή. — Δε χρ ειά σ τηκε, μου απάντησε βλοσυρός. Τον βρήκα πε σμένο σ την πόρτα μπροστά. Εκτός κι αν δεν μπόρεσε να την ανοίξει και προσπ οιείται το ν α να ίσ θ η το . Α λλά α υ τό θα το μ ά θουμ ε σ ύντομ α. Και θα δο ύμε επίσης ποιος είναι. Μ ε κα ρδιά που πήγαινε να σπάσει πήγα πιο κοντά. Αμέσως κα τά λα β α πως ο άνθρω πος που μου είχε επ ιτεθεί ήτα ν πιό μεγαλόσ ω μος από τον Τσίτσεστερ. Ο Τσίτσ εσ τερ πάντως ήταν ο τύπος του ανθρώ π ου που θα μπ ορούσε πιό εύκολα να χ ρ η σιμοπ οιήσ ει μα χαίρι παρά τη δύ ναμη τω ν χεριώ ν του. Ο Ρέιμπορν άναψε ένα σ πίρτο. Κι οι δυό β γά λαμε ένα επι φ ώ νημα έκπληξης. Ή τ α ν ο Γκάι Π άτζετ. Ο Ρέιμπορν έδειχνε κα τάπ ληκτος με τη ν ανακάλυψ η. «Ο Πάτζετ», μ ου ρ μ ούρ ισ ε. Θεέ μου, ο Π άτζετ. Έ νιω σα ένα μικρό α ίσ θ η μ α α νω τερότητας. — Δείχνεις να ξαφνιασμένος. — Είμαι, είπε βαριά. Π οτέ δεν υποπτεύθηκα (Στράφ ηκε α πότομα προς το μέρος μου). Κι εσύ; Δεν είσ α ι; Φ αντά ζομ αι
114
Α γκάθα Κ ρίστι
πως τον αναγνώ ρισες ότα ν σου επιτέθηκε. — Ό χ ι, δεν τον αναγνώ ρισ α. Ό μ ω ς δεν είμα ι τόσ ο ξα φ ν ι ασμένη. Μ ε κοίταξε καχύποπτα. — Πώς μπλέχτηκες εσύ, α να ρ ω τιέμ α ι. Και πόσα γνω ρίζεις; Χ αμογέλασα. — Α ρκετά , κύριε... ε... Α ούκας! Ά ρ π α ξ ε το μπ ράτσο μου κι η α σ υ να ίσ θ η τη δύ ναμή το υ μ ’ έκανε να μορφάσω . — Πού άκουσες α υ τό το όνο μα ; ρώ τησε βραχνά. — Δεν είναι το δικό σου; το ν ρώ τησ α γλυκά. Ή μήπως π ροτιμάς να σε α π οκαλούν ο άνθρω πος με το καφέ κο σ το ύμ ι; Α υ τό τον αποτελείω σε. Ά φ η σ ε το μπ ράτσο μου κι έκανε δυο β ή μ α τα πίσω. — Είσαι γυ να ίκα ή μάγισ σ α; ψ ιθύρισε. — Είμαι φ ίλος. (Έ κα ν α ένα βήμα προς το μέρος του). Σου πρόσφερα μια φ ορ ά τη βοήθειά μου, σου τη ν προσφέρω πάλι. Τη θέλεις; Η β α να υ σ ό τη τα της απάντησής του μ ’ έκανε να πισω πατήσω. — Ό χ ι. Δε θέλω καμία βοήθεια από σένα ο ύτε από καμία γυ ναίκα. Κάνε ό,τι νομίζεις. Ό π ω ς και την ά λλη φ ο ρ ά άρχισ α να χάνω τη ν ψ υ χρ αιμία μου. — Ίσ ω ς, είπα, να μην α ντιλα μ β ά νεσ α ι πόσο πολύ β ρ ίσ κε σαι κάτω από τη ν εξουσ ία μου. Μ ια λέξη μου σ τον κα π ετά νιο... — Πες την, μόρφ ασ ε: Μ ετά μ ’ ένα γο ρ γό βήμα ήρθε κοντά μου. Και τώ ρα κορίτσ ι μου, ίσως κι εσύ να μην α ντιλα μ β ά νεσ α ι πως βρίσκεσαι κάτω από τη ν εξουσ ία μου α υτή τη σ τιγμή. Θα μπ ορούσα να σ ’ αρπάξω από το λ α ιμ ό έτσι. (Μ ε μια γρ ήγορ η κίνηση έπιασε με τα δ υ ο του χ έρ ια το λ α ιμ ό μου και πίεσε — ελάχιστα). Έ τσι — και να σου αφ α ιρ έσ ω τη ζωή! Και μετά — όπως ο α να ίσ θητος φ ίλο ς μας εδώ πέρα — να πετάξω το πτώ μα σου σ τους καρχαρίες. Τί θα έλεγες γι ’ α υτό , ε; Δεν είπα τίπ οτε. Γέλασα. Κι όμω ς ήξερα πως ο κίνδυνος ήταν πραγματικός. Α υ τό όμως που ήξερα επίσης ή ταν πως μου άρεσε α υτό ς ο κίνδυνος, μου άρεσε η αίσ θησ η τω ν χεριώ ν
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
115
του σ το λ α ιμ ό μου. Α υτή τη σ τιγμή δε θα ή θελα να τη ν α ν τα λ λάξω με κα μιά ά λλη της ζωής μου. Μ ’ ένα σ ύντομ ο γέλιο με άφησε. — Πώς σε λένε; ρώ τησε απ ότομα. — Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. — Ω , να ι, είπα με μία ψ υ χ ρ α ιμ ία που δεν τη ν ένιω θα κ α θ ό λου. Ο ι σφήκες, οι σ αρκα σ τικές γυναίκες, οι πολύ νέοι άντρες, οι κα τσ α ρίδες και οι επ ιθεω ρητές πωλητών στα μαγαζιά. Γέλασε πάλι με τον ίδιο τρόπ ο. Μ ε τά σήκω σε το ν α ν α ίσ θ η το Π άτζετ όρθιο. — Τι θα κάνουμε μ ’ α υ τό το σ κουπ ίδι; Να το πετάξουμε στη θ ά λα σ σ α ; είπε α διά φ ο ρ α . — Αν θέλεις, είπα με τη ν ίδ ια απάθεια. — Θ αυμάζω τα α ιμ ο β ό ρ α ένσ τικτά σου, Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. Α λλά θα τον α φ ή σ ο υμ ε να συνέλθει με τη ν ησυχία του. Δεν έχει τίπ οτα σοβαρό. — Α π οφ εύγεις ένα δ εύ τερ ο φ όνο, όπως βλέπω, είπα μελισ τάλα κτα . — Έ να δ εύ τερ ο φ όνο; Μ ε κοίταζε ειλικρ ινά ξαφ νιασμένος. — Τη γυ να ίκα σ το Μ ά ρ λ ο ο υ , το υ θ ύμ ισ α π α ρ ακολουθώ ν τας το πρόσωπό του για να δω τη ν α ντίδ ρ α σ ή του. Μ ια κακή έκφ ραση π αραμόρφω σ ε τα χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά του. Φ άνηκε να ξεχνάει την π αρουσ ία μου. — Θα μπ ορούσα να τη ν είχα σκοτώ σει, είπε. Μ ερ ικές φορές πιστεύω πως είχα την πρόθεση να τη σκοτώσω. Έ να άγριο σ υνα ίσ θ η μ α με κυρίευσ ε, ένα μίσος γ ι ’ α υτή ν τη νεκρή γ υ ν α ί κα. Εγώ θα μπ ορούσα να τη σκοτώσω εκείνη τη σ τιγμή αν την είχα μπροστά μου. Γιατί θα πρέπει να τη ν είχε αγαπήσει κάποτε — θα πρέπει— για να νιώ θει έτσι! Σ υγκρότησ α τον εα υτό μου και μίλησα με φ υσ ική φω νή: — Φ α ίνετα ι πως είπαμε ό,τι έπρεπε να πούμε — εκτός από καληνύχτα. — Κ αληνύχτα και α ν τίο , μις Μ π έντινγκφ ελντ. — Στο επ ανιδείν, κ. Αούκας. Ξ ανά τα μ ά τια το υ έλα μψ α ν στο ά κουσ μα του ονόματος. Ή ρ θ ε πιο κοντά μου. — Γιατί το είπες α υ τό — στο επ ανιδείν εννοώ.
116
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
— Γιατί έχω ένα π ροαίσ θημα πως θα ξανα σ υναντη θ ο ύμε. — Ό χ ι αν περνάει από το χέρι μου! Ό σ ο εμ φ α ντικό ς κι αν ήταν ο τόνος της φω νής του δε με πρόσβαλε. Α ντίθ ετα ένιω σα μια κρ υφ ή ικανοποίηση. Δεν είμα ι και τόσ ο α νόητη. — Κι όμως, είπα σ οβ αρ ά , νομίζω πως α υ τό θα γίνει. — Γιατί; Κ ούνησα το κεφ άλι ανίκανη να εξηγήσω το α ίσ θ η μ α που είχε υπαγορέψει τα λόγια μου. — Δε θέλω να σε ξαναδώ ποτέ, είπε εκείνος απ ότομα, με β ια ιό τη τα . Ή τ α ν π ρα γμα τικά πολύ αγενές εκ μέρους το υ , α λλά εγώ γέλασ α απαλά κι εξα φ α νίσ τη κα μέσα σ το σ κοτάδι. Τον άκουσ α να έρχεται πίσω μου, μετά σ τα μ ά τη σ ε και μιά λέξη ακού σ τηκε σ τον αέρα. Ή τ α ν νομίζω... «μάγισσα»!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 14 (Απόσπασμα από το η μ ερ ο λόγιο του σερ Ευστάθιου Π έντλερ) Ξ ενοδοχείο Μ ά ο υ ν τ Ν έλσον, Κέηπ Τάουν. Ή τ α ν πραγματικά η μεγαλύτερη ανακούφ ισ η η αποβίβασή μας από το Κ ιλμόρντεν. Ό λ ο το δ ιά σ τη μ α που β ρ ισ κό μ ο υν στο πλοίο είχα την έντονη πεποίθηση πως ήμουν π ερ ιτρ ιγ υ ρ ι σμένος από ένα δ ίκτυ ο μη χα νο ρ ρ αφ ιώ ν. Και σαν α π ο κο ρ ύφ ω μα όλω ν αυτώ ν ο Π άτζετ θα πρέπει να μπ λέχτηκε σ ’ έναν καβγά μεθυσ μένω ν χθες βρ ά δυ. Είναι πολύ απ λοϊκή εξήγηση α λλά όλα οδη γο ύ ν σ ’ αυτήν. Τι ά λλο θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότα ν κάποιος έρχεται μ ’ ένα κα ρούμπ αλο σε μέγεθος α υγού στο κεφ άλι του και μ ’ ένα μάτι που έχει τα χρ ώ μ α τα της ίριδας; Φ υσ ικά ο Π άτζετ επέμενε να προσπαθεί να δείξει μ υ σ τη ρ ι ώδης για όλη α υ τή τη ν ισ τορ ία . Σύμφω να με τα λεγό μ ενό το υ , θα πίστευες πως το μ α υρ ισ μ ένο το υ μάτι ή ταν το άμεσο απ ο τέλεσ μα της αφ οσ ίω σ ής το υ στο πρόσωπό μου. Η ισ το ρ ία του ήταν εξα ιρ ετικά α σ α φ ής κι α κ α τα ν ό η τη και πέρασε πολλή ώρα μέχρι να καταλάβω κάτι. Κ α τ ’ α ρχήν φ α ίνετα ι πως είδε κάποιον να σ υμπ ερ ιφ έρ ετα ι ύποπτα. Α υ τά είναι τα λό για το υ Π άτζετ. Τα έχει ξεσηκώσει ακριβώ ς από κάποιο μ υ θ ισ τό ρ η μ α με κατασκόπους. Τι εννοεί ότα ν λέει πως κάποιος σ υμπ ερ ιφ έρ ετα ι ύποπτα, ο ύτε κι ο ίδιος το ξέρει. Του το είπα. — Γλιστρούσ ε α θό ρ υ β α και ή ταν μέσα στη νύχτα, σερ Ευ στάθιε. — Κι εσύ τι έκανες; Γιατί δεν ήσουν στο κρεβάτι να κοιμάσαι σαν καλός Χ ρισ τιανός; το ν ρώ τησ α μ ’ εκνευρισμό. — Έ γρ α φ α τα τη λ εγ ρ α φ ή μ α τά σας και δ α κτυ λο γρ α φ ο ύ σ α γο η μ ερ ο λόγιό σας, σερ Ευστάθιε. Ο Π άτζετ κα ταφ έρνει να έχει πάντα δίκιο και να βγαίνει και μά ρτυρα ς! — Λοιπόν; — Σ κέφ τηκα να ρίξω μια μ α τιά πριν πάω για ύπνο. Ο άν-
116
Α γκάθα Κ ρίστι
θρωπος ερ χό τα ν από το δ ιά δ ρ ο μ ο που είναι η καμπίνα σας. Σ κέφ τηκα αμέσω ς πως κάτι δεν πήγαινε καλά από το ν τρόπ ο που κινιότα ν. Α νέβηκα τις σκάλες προς τη ν τρα π εζαρ ία . Τον α κολού θησ α . — Αγαπ ητέ μου Π άτζετ, είπα, γ ια τί θα έπρεπε ο φτω χός άνθρωπος να μην μπορεί ν ’ ανεβεί σ το κα τά σ τρ ω μ α χω ρίς να τον π α ρ α κολου θούν; Π ολύς κόσμος κο ιμ ά τα ι στο κα τά σ τρ ω μα — αν και δεν είναι καθόλου άνετα, κατά τη δική μου άποψη. Ο ι να ύτες σε κα θα ρ ίζου ν μαζί με τα σ α νίδια στις πέντε η ώρα το πρωί! είπα α να τρ ιχιά ζο ντα ς στη σκέψη. Πάντως, αν π ήγαι νες γυ ρ εύ ο ντα ς πίσω α π ’ α υτό ν το φ ο υ κ α ρ ά που υπέφερε από αϋπ νία, δε μου φ α ίν ετα ι κα θόλου παράξενο που σου τις έβρεξε. — Α κούσ τε με μέχρι το τέλος, σερ Ευστάθιε. Ή μ ο υ ν πεπει σμένος πως ο άνθρωπος α υτός κατασκόπευε τη ν καμπίνα σας. Ο ι μόνες καμπίνες που βρ ίσ κονται σ ’ α υτό ν το δ ιά δ ρ ο μ ο είναι η δική σας και του συντ. Ρέις. — Ο Ρέις, είπα α νάβ ο ντα ς π ροσ εκτικά ένα πούρο, μπορεί να φ ρ ο ντίσ ει τον εα υ τό το υ , Π άτζετ, χω ρίς τη β ο ή θ ειά σου. Και πρόσθεσα σαν δεύ τερ η σκέψη. Το ίδ ιο κι εγώ. Ο Π άτζετ ήρθε πιο κοντά μου κι α νάσ αινε β α ρ ιά όπως έκανε πάντα ότα ν επ ρόκειτο να μου εκμ υ σ τη ρ ευ τεί ένα μ υ σ τι κό. — Βλέπετε, σερ Ευστάθιε, νόμισ α — και τώ ρ α π ρ α γμα τικά είμα ι σ ίγου ρος — πως ήτα ν ο Ρέιμπορν. — Ο Ρέιμπορν; — Μ ά λ ισ τα , σερ Ευστάθιε. Κούνησα το κεφάλι μου. — Ο Ρέιμπορν είναι α ρ κετά λογικός για να προσπαθήσει να με ξυπνήσει στη μέση της νύχτας. — Σωστά, σερ Ευστάθιε. Νομίζω πως πήγε να σ υνα ντήσ ει τον συντ. Ρέις. Μ ια μυσ τική σ υνάντησ η — για διαταγές. — Μ η με τα ράζεις, Π άτζετ, είπα και τρ α β ή χ τη κ α ελα φ ρ ά προς τα πίσω. Και σε π αρακαλώ έλεγξε τη ν αναπνοή σου. Η σκέψη σου είναι παράλογη. Για τί θα σ υ ν α ν τιό ν το υ σ α ν κρ υφ ά μέσα στη νύ χτα ; Αν είχαν κάτι να πουν θα το κο υβ έντιαζαν πίνοντας ένα ζωμό κρέατος με τρόπ ο φ υσ ικό κι α διά φ ο ρ ο . Έ βλεπα πως ο Π άτζετ δεν είχε πεισθεί.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
119
— Κάτι συνέβη χθες το βρ ά δυ, σερ Ευστάθιε, επέμενε, α λ λιώς γ ια τί μου επ ιτέθηκε τόσ ο β ία ια ο Ρέιμπορν; Ο Π άτζετ έδειχνε απ όλυτα σ ίγο υ ρ ο ς γ ι ’ α υτό . Ή τ α ν το μόνο μέρος της ισ τορ ία ς το υ που δεν ή τα ν κα θόλου ασαφές. — Υπάρχει κάτι πολύ παράξενο σ ’ όλα α υ τά , είπε. Και κ α τ ’ αρχήν, πού είναι ο Ρέιμπορν; Ή τ α ν α λήθ εια πως δεν το ν είχαμε δει κα θόλου από τό τε που α π οβιβασ τήκαμε. Δεν ήρθε στο ξενοδοχείο μαζί μας. Έχω την τά σ η να πιστέψω πως ίσως να φ ο β ά τα ι το ν Π άτζετ. Ό π ω ς και να ’ χουν τα π ρά γμα τα όλη η ισ το ρ ία είναι πολύ ενοχλητική. ' Ενας από το υ ς γρ α μ μ α τείς μου εξαφ α νίσ τη κε μυσ τηριω δώ ς και ο άλλος έχει τη ν όψη π αλαισ τή δεύ τερ η ς κ α τη γορίας. Δ εν μπορώ να κυκλοφ ορώ μαζί το υ σ ’ α υτή την κ α τά σταση. Θ α γίνω ο περίγελος το υ Κέηπ Τάουν. Έχω σ ήμερα , μέσα στη μέρα, ένα ρα ντεβ ού για να παραδώ σω το «ραβασά κι», του Μ ιλ ρ έη , α λλά δε θα πάρω μαζί μου τον Π άτζετ. Ας όψ εται ο άνθρωπος με τα νυχτοπ ερ π ατήμ ατα ! Ω σ τό σ ο έχω χάσει το κέφι. Έ φ α γα ένα απ αίσ ιο πρωινό σ υ ντρ ο φ ιά με απ αίσιους ανθρώπους. Η ολλανδ έζα σ ερ β ιτό ρ α , με του ς χοντρ ού ς α σ τρα γάλο υς, χ ρ ειάσ τη κε μισή ώρα για να μου φ έρει ένα α νού σ ιο κο μ μ ά τι ψάρι. Κι όλη αυτή η φ ά ρ σ α να σε ξυπ νούν στις 5 το πρωί για να σε εξετάσει ένας α γ ο υ ρ ο ξυ πνημένος για τρ ό ς μόλις φ τάσ ει σ το λ ιμ ά ν ι, και το να κρατάω τα χέρια μου πάνω α π ’ το κεφάλι... απλά με αρ ρ ω σ τα ίνει. Α ργότερα . Κ άτι πολύ σ οβ α ρό συνέβη. Π ήγα σ το ρ α ντεβ ού μου με τον π ρω θυπουργό έχοντας μαζί μου το σ φ ρ αγισ μ ένο φ ά κελο του Μ ιλρ έη . Ο φ άκελος δεν φ α ιν ό τα ν να έχει πειραχτεί, ω στόσο μέσα δεν είχε παρά ένα λευκό φ ύλλο χ α ρ τιο ύ ! Τώρα, φ α ντά ζο μ α ι, πως έχω μπλέξει άσχημα. Γιατί, στην ευχή, ά φ ησ α α υ τό ν το γ ερ ο -η λ ίθ ιο το Μ ιλ ρ έη να με μπερδέψει σε μια τέτο ια ισ τορ ία ... μου είναι α δ ια νό η το ! Ο Π άτζετ μου δίνει στα νεύρα. Εκπέμπει μια τέτο ια βλοσυρή ικανοποίηση που με τρ ελα ίνει. Α κόμα, επω φελήθηκε από την τα ραχή μου για να μου φορτώ σει το μπαούλο με τη γραφ ική ύλη. Θα πρέπει να προσέξει πολύ γ ια τί αν συνεχίσει έτσι η επόμενη κηδεία που θα παρακολουθήσει θα είναι η δική του!
120
Αγκάθα Κ ρίσ η
Τελικά όμως α ναγκά σ τηκα να τον ακούσω. — Αν υπ οθέσουμε, σερ Ευστάθιε, πως ο Ρέιμπορν άκουσε τυ χ α ία κάτι από τη σ υζήτησ η που είχατε με το ν κ. Μ ιλ ρ έη στο δ ρ ό μ ο ; Θ υ μ η θ είτε πως δεν είχατε κα μία γραπτή επιβεβαίω ση της μ ετα φ ο ρ ά ς από τον κ. Μ ιλ ρ έη . Δ εχθήκατε το Ρέιμπορν με βάση τα δικά του λόγια. — Π ισ τεύεις λοιπόν πως ο Ρέιμπορν είναι απατεώ νας; είπα αργά. Α υ τό πίστευε ο Π άτζετ. Π όσο όμω ς αυτή η άποψη ήταν επ ηρεασμένη από το μ α υρ ισ μ ένο του μ ά τι, α υ τό δεν μπορώ να το ξέρω. Είχε φ τιά ξει ενα ντίο ν του μια ισ το ρ ία που έστεκε καλά. Και η εξαφ άνισ η το υ Ρέιμπορν μ α ρ τυρ ο ύ σ ε ενα ντίο ν του. Α υ τό που σ κεφ τό μ ο υ ν εγώ πάντως, ή ταν να μην κάνω απολύτω ς τίπ οτα. Ένας άνθρωπος που έχει επ ιτρέψ ει σ τον εα υ τό του να γελοιοπ ο ιη θ εί, δεν έχει καμία διάθεσ η να το γνω στοπ οιήσει παραπέρα. Ο Π ά τζετ όμως, που η εν ερ γ η τικ ό τη τά το υ είχε δ ιπ λα σ ια σ τεί μετά από τις νυχτερινές το υ περιπέτειες, μιλούσ ε για δ ρ α σ τικά μέτρα. Και φ υσ ικά τα κατάφ ερε να κάνει α υ τό που ήθελε. Εισέβαλε σ το α σ τυ νο μ ικ ό τμ ή μ α , έσ τειλε α μ έτρ η τα τη λ ε γ ρ α φ ή μ α τα και έπεισε μια ορδή άγγλω ν και Ολλανδών υπαλλήλω ν να πιουν α μ έτρ η τα ουίσ κι με σόδα σ την υγεία μου και με δικά μου έξοδα. Π ήραμε την απάντηση το υ Μ ιλ ρ έη το απόγευμα. Δεν είχε ιδέα για τον τέως γ ρ α μ μ α τέα μου! Α π ’ όλη α υτή τη ν υπόθεση απ οκόμισα ένα μόνο σ το ιχείο ανακούφ ισης. — Τελικά, είπα σ τον Π άτζετ, δεν προσπάθησαν να σε δ η λ η τηρ ιά σ ουν. Είχες μία από τις συνηθισ μένες σου κρίσεις χολής. Τον είδα να κάνει ένα μο ρ φ ασ μό . Ή τ α ν ο μ ο να δικός πόν τος υπέρ μου. Α ργότερα . Ο Π άτζετ β ρ ίσ κεται στο σ τοιχείο του. Το μυαλό του α σ τρ ά φ τει σ ίγο υ ρ α από τις λαμπρές το υ ιδέες. Τώρα είναι πεπεισμέ νος πως ο Ρέιμπορν δεν είναι άλλος από το ν π ερίφ ημο «άν θρωπο με το καφέ κοστούμι». Τολμώ να πω πως έχει δίκιο. Συνήθως έχει δίκιο. Α λλά ό λα α υ τά κα τα ντο ύ ν πολύ δ υ σ ά ρ ε στα. Ό σ ο πιο γρ ή γο ρ α ξεκινήσω για τη Ροδεσία τό σ ο το κα
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
121
λύ τερο. Εξήγησα σ τον Π άτζετ πως δεν π ρόκειται να με σ υνο δεύσει. — Βλέπεις, αγαπητέ, το υ είπα, πρέπει να μείνεις εδώ. Μ π ο ρεί να σε καλέσ ουν ν ’ αναγνω ρίσεις το Ρέιμπορν ανα πάσα σ τιγμή. Και, εκτός α π ’ α υτό , πρέπει να σ υλλογισ τώ και την αξιοπρέπ ειά μου σαν μέλος της Βουλής. Έ νας β ο υ λευτή ς δεν μπορεί να κυκλοφ ορεί μ ’ ένα γρ α μ μ α τέα που είναι ο λο φ άνερ ο πως έχει μπλέξει σ ’ ένα χυδ α ίο καβγά το υ δρ όμου. Ο Π άτζετ έκανε ένα μο ρ φ α σ μ ό πόνου. Είναι τό σ ο αξιοπ ρε πής που η εμφ άνισ ή του το υ προκαλεί μεγάλη οδύνη. — Α λλά τι θα γίνει με τη ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία και τις σημειώ σεις για τους λόγους σας, σερ Ευστάθιε; — Θ α τα κα ταφ έρω , είπα ελα φ ρά. — Το ιδιω τικό σας βαγόνι θα προστεθεί σ το τρ α ίν ο τω ν έντεκα α ύ ρ ιο το πρωί, ημέρα Τ ετά ρ τη , συνέχισε ο Π άτζετ. Τα έχω τα κτοπ οιήσ ει όλα. Η κ. Μ π λα ιρ θα πάρει μαζί της κ α μ α ρ ι έρα; — Η κ. Μ π λα ιρ ; ψ ιθ ύρ ισ α με δυσκολία. — Μ ο υ είπε πως της π ροσ φ έρατε θέση στο βαγόνι σας. Α υ τό είχα κάνει τώ ρα που το θ υμ ά μ α ι. Τη νύχτα το υ χορού των μεταμφ ιεσ μένω ν. Την είχα μ ά λισ τα πιέσει να δεχτεί. Α λλά δεν φ α ντα ζόμ ο υ ν πως θα το έκανε! Ό σ ο γ ο η τευ τικ ή κι αν είναι δεν ξέρω αν επιθυμώ τη σ υ ν τρ ο φ ιά τη ς κ. Μ π λα ιρ για όλη τη δ ια δ ρ ο μ ή μέχρι τη Ροδεσία και σ την επ ισ τρ οφ ή! Οι γυναίκες απ α ιτού ν μεγάλη προσοχή. Και μπ ερδεύοντα ι σε όλα μερικές φορές. — Μ ήπως κάλεσα και κανέναν ά λλον; ρώ τησ α μ ’ εκ ν ευ ρ ι σμό. Α υ τά τα π ρά γμα τα γίνο ντα ι συχνά σε στιγμές εν θ ο υ σ ια σμού. — Η κ. Μ π λα ιρ π ιστεύει πως καλέσ ατε επίσης και του συντ. Ρέις. — Θ α πρέπει να ήμουν πολύ μεθυσμένος για να καλέσω τον Ρέις. Π άρα πολύ μεθυσμένος. 'Α κ ο ύ σ ε τη σ υμβ ουλή μου, Π άτζετ, και θεώ ρησ ε το μα υρ ισ μ ένο σου μάτι σαν π ρ ο ειδο ποίηση, μην πίνεις ποτέ πολύ. — Ό π ω ς ξέρετε, σερ Ευστάθιε, εγώ δεν πίνω ποτέ ο ιν ο πνευματώ δη.
122
Αγκάθα Κρίστι
— Είναι πολύ πιο σ οφ ό ν ’ απέχει κανείς εντελώ ς ό τα ν έχει π αρόμοιες αδυναμίες. Μ ήπως έχω καλέσει και κανέναν ά λλον, Π άτζετ; — Α π ’ ό,τι ξέρω όχι, σερ Ευστάθιε. Α νασ τέναξα ανακουφ ισ μένος. — Είναι και η μις Μ π έντινγκφ ελντ, είπα σκεφτικός. Νομίζω πως θέλει να πάει στη Ροδεσία να ξεθάψ ει κόκαλα. Σ κέφ τομαι πως ίσως είναι καλή ιδέα να της προτείνω να γίνει προσω ρινά γ ρ α μ μ α τέα ς μου. Μ π ορ εί να δ α κτυλο γρ α φ ή σ ει. Το ξέρω γ ια τί μου το είπε. Π ρος μεγάλη μου έκπληξη, ο Π άτζετ είχε σ οβαρές α ν τιρ ρ ή σεις γ ι ’ α υτή τη ν ιδέα μου. Δε συμπ αθεί τη ν Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. Από το βράδυ με το μ α υρ ισ μ ένο το υ μ ά τι, δείχνει μεγάλη τα ρ α χή κάθε φ ο ρ ά που α να φ έρ ετα ι το ό νο μ ά της. Τον τελ ευ τα ίο κα ιρό ο Π άτζετ είναι όλο μυσ τήρια . Έ τσ ι, για να τον ενοχλήσω μόνο θα τη ς το ζητήσω . Ό π ω ς έχω ξαναπεί εξάλλου, η κοπέλα έχει εξα ιρ ετικά ό μο ρ φ ες γ ά μ πες.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 15 (Σ υ ν έ χ ε ια α π ό τη δ ιή γ η σ η τη ς Α ν ν )
Υποθέτω πως όσο ζω θα θ υ μ ά μ α ι τη ν πρώτη μου εντύπ ω ση από τη θέα του Τέιμπλ Μ ά ο υ ν τεν . Σηκώ θηκα πάρα πολύ νω ρίς το πρωί κι ανέβηκα σ το κα τάσ τρ ω μα . Πήγα κα τευ θ εία ν στη γέφ υ ρ α με τις βάρκες, όπου μ ά λλο ν θ εω ρ είτα ι τρ ο μ ερ ή π αράβασ η, α λλά απ οφ άσ ισ α να κάνω κάτι το λ μ η ρ ό μια και β ρ ισ κόμ ουν ολομόνα χη εκεί. Εκείνη τη σ τιγμή μπ αίναμε σ τον όρ μ ο Τέιμπλ. Πάνω από το Τέιμπλ Μ ά ο υ ν τεν π λα νιόνταν κά τασπ ρα χνουδ ω τά σ υννεφ ά κια και πιο κάτω , στις πλαγιές το υ βουνού, κ α τη φ ο ρ ίζο ντα ς προς τη θάλα σ σ α , ή ταν φ ω λια σμ ένη η κοιμισ μένη πόλη· χρ υ σ α φ ένια στο πρωινό φως έμ ο ια ζε σαν μαγεμένη. Μ ο υ κόπηκε η α νάσ α κι ένιω σα εκείνον το ν παράξενο πόνο σ το σ τήθος όπως α ισ θ α νό μ α σ τε κάθε φ ο ρ ά που α ν τικ ρ ίζο υ μ ε κάτι το υπ ερβολικά ω ραίο. Δεν τα καταφ έρνω πολύ καλά ό τα ν θέλω να εκφ ράσω π α ρόμοια π ρ άγματα, όμως κα τά λα β α α μ έ σως πως είχα βρει, έστω και για μια περαστική σ τιγμή, α υ τό που α να ζητούσ α από τη σ τιγμή που είχα εγκα τα λείψ ει το Λ ιτλ Χάμσλη. Κάτι κα ινο ύ ρ ιο , κάτι πέρα από τα ό νειρ ά μου, κάτι που ικανοπ οιούσ ε τη ν ο δ υ νη ρ ή μου δίψ α για περιπ έτειες και ρο μ α ντισ μ ό . Α π όλυτα α θό ρ υ β α , ή το υ λά χ ισ το ν έτσι μου φ άνηκε, το Κ ιλ μ όρντεν γλισ τρ ο ύ σ ε όλο και πιο κοντά. Έ μ ο ια ζε α κόμ α σαν όνειρο. Σαν όλους του ς ο νειρ ο π ό λο υς ω στόσο δεν ά φ η ν α το ό νειρ ό μου να προχω ρήσει. Εμείς οι φ τω χοί θ ν η το ί, έχουμε τόση αγω νία να μη μας ξεφ ύγει τίποτα... Α υ τή είναι η Ν ότιος Α φ ρ ικ ή , μ ο νο λο γο ύ σ α μ ’ επιμονή. Η Ν ότιος Α φ ρ ική , η Ν ότιος Α φ ρική. Βλέπεις το ν κόσμο. Α υτό ς είναι ο κόσμος. Τον βλέπεις. Σκέψου, Ανν Μ π έντινγκφ ελντ, σ υγκεντρώ σου. Βλέπεις το ν κόσμο. Ν όμιζα πως ήμουν ο λο μ ό να χη στη γέφ υ ρ α με τις βάρκες, α λλά τώ ρα π α ρατήρησ α και μιά άλλη σ ιλο υ έτα ακουμπ ισ μένη σ την κουπ ασ τή, α π ορ ρ ο φ η μ ένη όπως ακριβώ ς ήμουν κι εγώ καθώς π λησιάζαμε σ τη ν πόλη. Π ριν γυρίσ ει το κεφάλι ήξερα ποιος ήταν. Η σκηνή τη ς π ροηγούμενης νύχτας μου φ α ινό τα ν
124
Α γκάθα Κρίστι
τώ ρα εξω π ραγματική και μ ελο δ ρ α μ α τική μέσα στο ήρεμο ηλιό φ ω το πρωινό. Τι θα σ κέφ τηκε ά ραγε για μένα. Έ νιω σα τα μ ά γουλά μου να φ λο γίζο ν τα ι στη σκέψη όσω ν είχα πει. Και που δεν τα εννοούσ α — ή μήπως τα εννοούσ α; Γύρισα α π οφ ασ ισ τικά το κεφ άλι μου από τη ν άλλη μεριά και έσ τρεψ α το βλέμμα σ το Τέιμπλ Μ ά ο υ ντεν. Αν ο Ρέιμπορν είχε έρθει εδώ για να μείνει μόνος, εγώ το υ λ ά χ ισ το ν δεν θα ήθελα να το ν ενοχλήσω με τη ν π αρουσ ία μου. Π ρος μεγάλη μου έκπληξη ό μ ω ςά κ ο υ σ α πίσω μου ελ α φ ρ ι ές π α τημα σ ιές και μετά τη φω νή το υ , ευ χά ρ ισ τη και φ υσ ική : «Μις Μ π έντινγκφ ελντ; — Ν αι; Στράφηκα. — Θ α ήθελα να σας ζητήσω συγγνώ μη. Η σ υμπ ερ ιφ ορ ά μου χθες βράδυ ήταν εντελώ ς γα ϊδ ο υ ρ ινή . — Ή τα ν ... ήταν ένα παράξενο βρ ά δυ, είπα βιασ τικά. Δεν ήταν και πολύ έξυπνη π α ρ ατή ρ η σ η , α λλά ή τα ν το μ ο να δικό πράγμα που μου ήρθε σ το μυαλό. — Θ α με συγχω ρήσετε; Ά π λ ω σ α το χέρι μου χω ρίς να πω λέξη. Εκείνος το πήρε σ το δικό του. — Υπάρχει και κάτι ά λλο που θα ήθελα να πω. (Η σ ο β α ρ ό τη τά του μεγάλω σε). Μ ις Μ π έντινγκφ ελντ, μπ ορεί να μην το ξέρεις, α λλά έχεις μπλέξει σε μια πολύ επ ικίνδυνη υπόθεση. — Α υ τό το έχω κα τα λά β ει, είπα. — Ό χ ι, δεν το κατάλαβες. Δεν μπορείς να ξέρεις. Θέλω να σε προειδοποιήσω . Εγκατάλειψέ τα. Δεν μπορεί να σε α φ ο ρ ά π ραγματικά. Ό χ ι, σε π αρακαλώ μη θυμώ σεις πάλι. Δε μιλάω για τον εα υ τό μου. Δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να σου σ υμβεί — α υ το ί οι άνθρωποι δε σ τα μ α το ύ ν μπ ροστά σε τίπ οτα . Είναι εντελώ ς α δ ίσ τα κτο ι. Ή δ η έχεις μπει σε κινδύνο υ ς — κο ίτα τι έγινε χθες το βράδυ. Π ισ τεύ ο υν πως κάτι γνω ρίζεις. Η μόνη σου τύχη είναι να του ς πείσεις πως κάνουν λάθος. Ό μ ω ς πρό σεχε, να έχεις πάντα το νου σου σ το ν κίνδυνο, και, κ ο ίτα , αν τυχόν πέσεις στα χέρια τους, μην προσπαθήσεις να κάνεις την έξυπνη — πες όλη την α λ ή θ εια , θα είναι η μόνη σου π ιθ α νό τη τα να γλιτώ σεις. — Μ ε κάνεις ν ’ α να τρ ιχ ιά ζω , κ. Ρέιμπορν, είπα με κάποια
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
125
α λήθεια . Γιατί μπαίνεις σ τον κόπο να με π ροειδοπ οιήσεις; Εκείνος δεν απάντησε για λίγα λεπτά, μόνο είπε με χαμηλή φωνή: — Ίσ ω ς είναι το τε λ ευ τα ίο πράγμα που μπορώ να κάνω για σένα. Ό τ α ν θα βγούμε στη σ τερ ιά θα είμ α ι α σ φ α λής — μπορεί όμως να μην προλάβω να βγω από το πλοίο. — Τι; φώναξα. — Βλέπεις, φ οβάμα ι πως δεν είσαι το μόνο ά το μ ο στο πλοίο που γνω ρίζει πως είμαι ο άνθρωπος με το καφέ κοσ τούμι. — Αν πιστεύεις πως είπα... Μ ε διαβεβ αίω σ ε μ ’ ένα χαμόγελο. — Δεν α μ φ ιβά λλω για σένα, μις Μ π έντινγκφ ελντ. Αν ποτέ είπα κάτι τέ το ιο έλεγα ψ έματα. Υπάρχει όμως πάνω στο πλοίο ένα ά το μ ο που το ήξερε από τη ν αρχή. Δεν έχει παρά να μ ιλ ή σει και α υ τό θα είναι το τέλος μου. Π ιστεύω πάντως πως δεν θα το κάνει. — Για τί; — Για τί είναι ο άνθρωπος που το υ αρέσει το μο να χικό παι χνίδι. Και αν με πιάσει η α σ τυ ν ο μ ία δε θα το υ χρησ ιμεύω πια σε τίπ οτα. Ελεύθερος μπορεί να το υ φανώ χρήσιμος. Σε μια ώρα θα ξέρουμε. — Ό π ω ς και να ’ ναι, είπα α νά λα φ ρ α , υποθέτω πως δε θα σ υ να ντηθούμ ε ξανά. — Ό χ ι, είπε κι εκείνος α ρ γά, α υ τό πιστεύω κι εγώ. — Λοιπόν... αντίο. — Α ντίο. Ά ρ π α ξε το χέρι μου σ φ ιχτά και για μια σ τιγμή τα παράξενα γκρίζα μά τια του έμ οια ζα ν να καίνε τα δικά μου, μετά σ τρ ά φ η κε α π ότομα κι α π ομα κρύνθηκε. Α κόυσ α τα β ή μ α τά το υ να ξεμ α κρ α ίνο υν πάνω σ το κα τάσ τρω μα . Η χούσαν και πάλι η χούσαν. Έ νιω σα πως θα μπ ορούσα να τ ’ ακούω για πάντα. Βήματα... που έβγα ινα ν από τη ζωή μου. Π αρα δέχομα ι ειλικρ ιν ά πως δε μου ά ρ εσ αν και τόσ ο οι επόμενες δύο ώρες. Ανάπ νευσα και πάλι ελεύθ ερ α ό τα ν β ρ έ θηκα πάνω σ την α π οβάθρα έχοντας τελειώ σει μ ’ όλες τις η λ ί θιες διατυπ ώ σ εις που α π αιτεί η γρ α φ ειο κ ρ α τία . Δεν είχε γίνει κα μία σ ύλληψ η και τό τε α νακά λυψ α πως ή ταν μια εξαίσ ια μέ ρα κι εγώ πεινούσα τρ ο μ α κ τικ ά . Βρήκα τη Σουζάν. Θ α έμενα
126
Αγκάθα Κ ρίσ η
μαζί της τη νύ χτα σ το ξενοδοχείο. Το πλοίο δεν θα έφευγε για το Π ο ρ τ Ελίζαμπεθ και το Ν τάρμπ αν μέχρι το επόμενο πρωί. Π ήραμε ένα τα ξί που μας οδήγησ ε σ το ξενοδοχείο Μ ά ο υ ν τ Νέλσον. Ή τ α ν όλα εξαίσια. Ο ήλιος, ο αέρας, τα λ ο υ λ ο ύ δ ια ! Ό σ ο σ κεφ τόμου ν το Λ ιτλ Χάμσλη τον Ια νο υά ρ ιο, με τη λάσπη μέχρι το γό να το και τη σ ιγο υ ρ ιά της επόμενης βροχερής μέρας, ένι ωθα να με πνίγει η ευ χαρ ίσ τη σ η . Η Σουζάν δεν έδειχνε το ν ίδιο ενθουσ ια σ μ ό. Βέβαια, είχε ταξιδέψ ει πολλές φορές. Εξάλλου δεν ήταν ο τύπος της γυ ναίκας που ενθ ο υ σ ιά ζετα ι πριν από το πρωινό. Μ ε μάλλω σε α υ σ τη ρ ά ό τα ν ά φ η σ α ένα επ ιφώ νημα ενθου σ ια σ μ ού στη θέα μιας τερ ά σ τια ς περικοκλάδας. Μ ε τη ν ευ κα ιρ ία θα ήθελα να το ξεκαθαρίσω σ ’ α υ τό το σ ημείο, πως α υτή η ισ το ρ ία δεν είναι η ισ το ρ ία της Ν ότιας Α φ ρικής. Δεν υπόσχομαι κανένα γνήσ ιο τοπ ικό χρώ μα — ξέρε τε τώ ρα τι εννοώ — με ιδια ίτερες π αραγράφ ους σε κάθε σελίδα. Το θαυμά ζω πολύ α λλά δεν μπορώ να το κάνω. Στα νη σ ιά της Ν ότια ς θάλα σ σ α ς ασφαλώ ς θα πρέπει αμέσω ς να κάνει κανείς μ ια α να φ ο ρ ά σε B eche-D e-M er. Δε ξέρω τι είναι ακριβώ ς, ποτέ δεν έμ αθα και πιθανόν να μη μάθω ποτέ. Π ροσπ άθησα να μαντέψω μια ή δύο φ ο ρ ές και μάντεψ α λάθος. Στη Ν ό τια Α φ ρ ική ξέρω πως όλοι αμέσω ς μ ιλο ύν για τα STOEP — ξέρω τι είναι ένα STOEP— είναι κάτι γύρω από το σπίτι όπου κάθεσαι. Σε δ ιά φ ο ρ α ά λλα μέρη το υ κόσμου το απ οκαλούν, β ερ ά ντα , πιάτζα, μπαλκόνι. Και μετά είναι και τα πόου-π όου. Είχα δ ια βάσει γ ι ’ α υτά . Α νακά λυψ α αμέσω ς τι ή ταν γ ια τί βρέθηκα μ ’ ένα τέ το ιο μπ ροστά μου σ το πρωινό. Στην αρχή νό μ ισ α πως ήταν ένα πεπόνι που είχε ξυνίσει. Η ο λλανδ έζα σ ερ β ιτό ρ α μου εξήγησε και με π α ρότρυνε να δοκιμάσ ω χυμ ό λεμ ο νιο ύ και ζάχαρη και να το φάω. Χ άρηκα πολύ που έμ α θ α τα πόουπόου. Τα είχα α μ υ δ ρ ά μπερδέψει στο μυαλό μου με τα χ ο ύλα χούλα που, αν δεν κάνω λάθος, είναι οι α χυρένιες φ ο ύσ τες με τις οποίες χο ρ εύ ο υν οι Χαβανέζες. Ό χ ι, μά λλον λά θος κάνω... αυτές τις λένε λά βα-λά β α. Ό π ω ς και να ’ ναι όμω ς όλα α υτά τα π ρά γμα τα είναι πολύ ευ χά ρ ισ τα μετά την Α γγλία. Σ κέφ τομα ι πως θα φ ώ τιζε λιγά κι την παγωμένη ζωή του Βορρά αν το πρωί τρ ώ γα με ένα... μπέικον-μπ έικον και μετά β γα ίνα με να π ληρώ σουμε το υ ς λ ο γ ά ρ ι-
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
127
α σμούς φ ορώ ντας μία μπ λούζα-μπ λούζα! Η Σουζάν ηρέμησε λιγάκι μετά το πρωινό. Μ ο υ είχαν δώσει ένα δ ω μ ά τιο ακριβώ ς δίπλα σ το δικό τη ς με π ανέμορφ η θέα προς το Τέιμπλ Μ πέι. Κ οίταξα τη θέα όση ώ ρα η Σουζάν έψ α χνε για μια ειδική κρέμα προσώπου. Ό τ α ν τη βρήκε κι άρχισε να τη στρώ νει με προσοχή σ το πρόσωπό τη ς μπόρεσε επ ιτέ λους να μ ’ ακούσει. — Είδες το σερ Ευστάθιο; τη ρώ τησα. Έ β γαινε από τη ν τρα π εζαρ ία ό τα ν εμείς μπ αίναμε. Φ αίνετα ι πως είχε φ άει κά ποιο ά νο σ το ψ άρι ή κάτι τέ το ιο κι έλεγε σ το ν α ρ χ ισ ερ β ιτό ρ ο τη γνώ μη του γι ’ α υτό. Μ ετά πέταξε ένα ρ οδά κινο στο πάτω μα για να δείξει πόσο σ κληρό ήταν... μόνο που δεν ή ταν τόσ ο σ κληρό όσο νόμιζε γ ια τί το ρ ο δά κινο δια λύ θ η κε! Η Σουζάν χαμογέλασε. — Ο σερ Ευστάθιος δεν αγαπάει το πρωινό ξύπ νημα, όπως κι εγώ. Α λλά Ανν, είδες το ν Π άτζετ; Έπεσα πάνω το υ στο δ ιά δ ρ ο μ ο . Έχει ένα μα υρ ισ μ ένο μάτι. Τι μπορεί να έκανε; — Π ροσπ άθησε μόνο να με πετάξει στη θ άλασ σα, α π άντη σα νω χελικά. Είχα κάνει διάνα. Η Σουζάν άφ ησ ε το υπόλοιπο πρόσωπό της χωρίς κρέμα κι άρχισ ε να ρω τάει λεπ τομέρειες. Της τις έδωσα. — Ό λ α γίνο ντα ι όλο και πιο μ υ σ τη ρ ιώ δη , φώ ναξε. Π ί σ τευα πως θα έχω την εύκολη δ ο υ λ ειά α κολο υθ ώ ντα ς το σερ Ευστάθιο και πως εσύ θα διασκέδαζες με το ν Α ιδ. Έ ν το υ α ρ ν τ Τ σίτσ εσ τερ, α λλά τώ ρα δεν είμα ι και τόσ ο βέβαιη. Ελπίζω ο Π άτζετ να μην με πετάξει από το τρ α ίν ο κάποια σ κοτεινή ν ύ χτα! — Είσαι υπεράνω πάσης υποψίας, Σουζάν. Α λλά αν σ υμβεί κάτι κακό, θα τηλεγρα φ ή σ ω σ τον Κλάρενς. — Τώρα που το θ υ μ ή θ η κα — δώσε μου ένα έντυπο για τη λεγρ ά φ η μ α . Για να δούμε τώ ρα, τι να γράψ ω ; «Μ πλέχτηκα σ το σ υνα ρ π α σ τικότερ ο μ υ σ τή ρ ιο , στοπ. Π αρακαλώ σ τείλε α μέσως χίλιες λίρες. Σουζάν». Π ήρα το έντυπο από το χέρι της και π ρότεινα να α φ α ιρ έσ ει το ά ρ θ ρ ο και το «παρακαλώ» αν δεν τη ν ένοιαζε και τό σ ο να φ α νεί ευγενική. Ω σ τό σ ο η Σουζάν μου φ α ίνετα ι εντελώ ς α σ υ λ λόγισ τη στα οικο νο μ ικά θέμ ατα . Α ντί να απ οδεχτεί τη ν π ρότα
128
Αγκάθα Κ ρίστι
σή μου για οικο νο μ ία , πρόσθεσε α κόμ α δύο λέξεις: «διασκεδά ζω αφάνταστα». Η Σουζάν θα έτρω γε το μεσημέρι με κάτι φ ίλο υ ς που ήρθαν να τη ν π άρουν γύρω στις έντεκα. Έ τσι ήμουν ελεύθερη να κάνω ό,τι θέλω. Βγήκα από το ξενοδοχείο, πέρασα τις γρα μμές του τρ α μ κι α κολού θησ α ένα δρ ο σ ερ ό , σκιερό δρ όμο μέχρι που έφ τα σ α σ τον κεντρικό. Π εριπ λανήθηκα βλέπ οντας τ ’ α ξι ο θ έα τα , χά ρ ηκα τον ήλιο και τους ντόπ ιους πωλητές τω ν λο υλουδιώ ν και φ ρούτω ν. Α νακάλυψ α επίσης ένα μέρος που είχαν πολύ νό σ τιμ α παγωτά με σόδα. Τελικά α γόρ α σ α με έξι πέννες ένα καλάθι με ροδά κινα κι επ έστρεψα σ το ξενοδοχείο. Μ ε μεγάλη μου έκπληξη κι ευ χαρ ίσ τη σ η ανακά λυψ α πως με περίμενε ένα σημείω μα. Ή τ α ν από το σ υντη ρ η τή του μ ο υ σείου. Είχε διαβά σει για τη ν άφιξή μου με το Κ ιλμόρ ντεν, όπου α να φ ερ ό μ ο υ ν ως η κόρη του μα κα ρ ίτη κα θηγητή Μ π έντινγκφ ελντ. ' Ελεγε πως η γυ να ίκα του θα χ α ιρ ό τα ν πολύ αν δ εχό μουν να πάρω το τσ άι μαζί τους στη βίλα τους σ το Μ ο ύ ιζεν μπεργκ. Μ ο υ έδινε όλες τις οδηγίες για να φτάσω μέχρι εκεί. Η σκέψη πως η καημένος ο μπαμπάς ζούσε α κόμ α στη μνήμη και σ την εκτίμησ η τω ν ανθρώπω ν μ ’ ευχαρ ίσ τη σ ε πο λύ. Π ροέβλεπ α ακόμ α πως ίσως θα έπρεπε να με ξεναγήσει προσωπικά στο Μ ο υ σ είο πριν φύγω από το Κέηπ Τάουν, α λλά θα το δια κινδύνευα . Εια πολλούς ανθρώ π ους α υ τό θα μπο ρούσε να θεω ρηθεί μεγάλη τιμ ή — α λλά μπορεί κανείς να κορεσ τεί από τα καλά π ρά γμα τα αν έχει μεγαλώ σει μ ’ α υτά μέρα και νύχτα. Φ όρεσ α το κα λύτερ ό μου καπέλο (ένα από α υτά που είχε παραπετάξει η Σουζάν) και το λ ιγ ό τερ ο τσ α λα κω μ ένο μου ά σπρο λινό και ξεκίνησα μετά το μεσ ημερ ια νό γεύμα . Π ήρα ένα γρ ήγορ ο τρ α ίν ο για το Μ ούιζενμπ ερ γκ κι έφ τα σ α εκεί μισή ώρα α ρ γό τερ α . Ή τ α ν ένα ευ χάρ ισ το τα ξίδι. Α νέβ ηκα με με αργα γύρωαπό τις πλαγιές του Τέιμπλ Μ ά ο υ ν τεν και μερικά από τα λ ο υ λ ο ύ δ ια ήταν π ανέμορφ α. Καθώς είμ α ι πολύ α δ ύ να τη στη Εεωργαφία, δεν είχα κα ταλά β ει πως το Κέηπ Τάουν βρίσ κεται χτισ μ ένο σε χερσ όνησ ο' έτσι ήταν μια ευχάρ ισ τη έκπληξη ότα ν βγήκα από το τρ ένο και α ν τίκ ρ υ σ α και πάλι τη θάλασσα. Η θέα ήταν μ α γευτική . Στη θάλα σ σ α υπήρχαν κολυμ β ητές
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
129
που εξασ κούσαν ένα παράξενο σπορ. Είχαν κοντές κυρτές σ α νίδες που πάνω τους α φ ή νο ντα ν να κυλίσ ουν στη φ ορ ά των κυμάτω ν. Ή τ α ν ακόμη πολύ νω ρίς μέχρι τη ν ώρα το υ τσ α γ ι ού. Π ροχώ ρησ α προς τη ν π αραλία κι ό τα ν μου είπαν πως μπορώ κι εγώ να έχω μία σ ανίδα για σ ερφ , είπα «Ναι, σας παρακαλώ». Το σ ερφ φ α ίν ετα ι πάρα πολύ εύκολο. Ό μ ω ς δεν είναι. Δε θα πω τίπ οτα άλλο. Θ ύμω σ α πάρα πολύ και σχεδόν πέταξα τη σ ανίδα μα κρ ιά μου. Ω σ τό σ ο α π οφ άσ ισ α να ξα να δοκιμάσ ω σ την επόμενη ευ κα ιρ ία . Δεν π α ραδεχόμουν εύκολα πως είχα νικη θ εί! Τότε εντελώ ς σ υμπ τω μα τικά έπεσα σ ’ ένα μ α λακό κύμα και σ ηκώ θηκα πάνω στη σ ανίδα μου για να βγω σ την π α ραλία π αραληρώ ντας από χαρά. Α υ τά έχει το σερφ. Από τη μια βρίζεις με σθένος κι από τη ν άλλη είσαι η λίθ ια ευ χα ρισ τημ ένος με τον εα υτό σου! Βρήκα τη β ίλα Μ έτζγκε με κάποια δυσ κολία. Ή τ α ν πάνω σ την π λαγιά το υ βουνού, απομονω μένη από τα υπόλοιπα σπί τια και βίλες. Χτύπησα το κουδ ούνι κι ένας χα μ ο γελα σ τό ς Καφ ίρ ήρθε να μου ανοίξει. — Η κα Ραφίνι; ρώ τησα. Μ ο υ είπε να περάσω, προχώ ρησε μπ ροστά μου σ το δ ιά δ ρ ο μ ο και τελικά άνοιξε μια πόρτα. Τη σ τιγμή ακριβώ ς που έκανα να μπω, δίσ τασ α. Έ νιω σα απ ότομα πως κάτι δεν π ήγαι νε καλά. Π έρασ α το κατώ φλι και η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω μου. Έ νας ά ντρα ς σηκώ θηκε από τη ν καρέκλα το υ πίσω από ένα τραπέζι κι ήρθε προς το μέρος μου με απλω μένο χέρι. — Είμαι ευτυχής που σας πείσαμε να μας επ ισ κεφ θείτε, μις Μ π έντινγκφ ελντ, είπε. ' Η ταν ένας ψηλός ά ντρας, Ο λλα νδ ό ς σ ίγο υ ρ α , με μια φ λ ο γάτη π ο ρτοκαλιά γενιάδα. Δεν έμ οια ζε καθόλου με σ υντη ρ η τή μουσείου. Και τό τε, σαν αστραπ ή, πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη πως με είχαν κοροϊδέψ ει. Β ρισ κόμουν στα χέρ ια το υ εχθρού. Ό λ α α υ τά μου θ ύμ ιζα ν πολύ το έργο «Οι επ ικίνδυνες πε ριπ έτειες της Πάμελα». Πόσες φ ο ρ ές δεν είχα καθίσει στις πίσω θέσεις για έξι πέννες, μα σ ουλώ ντα ς μία σ ο κο λάτα για δύο πέννες και λα χτα ρ ώ ντα ς να μου σ υμβ ούν π αρόμοια π ρ άγματα!
130
Αγκάθα Κ ρίστι
Να λοιπ όν που τώ ρα μου σ υνέβαινε κι εμένα σαν εκδίκηση. Και οπωσδήποτε δεν ήταν τόσ ο δια σ κεδ α σ τικό όσο το είχα φ α ντα σ τεί. Είναι όλα τόσ ο ω ραία σ την οθόνη — έχεις τη σ ι γο υ ρ ιά πως όλα θα τελειώ σ ουν καλά. Α λλά σ την π ρ α γμ α τικό τη τα δεν υπάρχει απολύτω ς καμία α σ φ ά λεια πως η ζωή της Αννας της Τυχοδιώ κτισ σ ας δε θα τελείω νε απότομα. Ν αι, β ρισ κόμ ουν σε δύσκολη θέση. Ό λ α τα λόγια του Ρέιμπορν, το ίδιο κιόλας πρωί, ξα να γύρ ιζα ν σ το μυαλό με δ υ σ άρεσ τη ευ κρ ίνεια . Πες τη ν α λ ή θ εια , μου είχε πει. Βέβαια θα μπ ορούσα να το κάνω, α λλά θα με β οηθούσ ε; Και κ α τ ’ αρχή θα π ίσ τευαν την ισ τορ ία μου; Θα το θεω ρούσαν δ υ να τό ν ή πιθανό πως είχα ξεκινήσει σ ’ α υ τή ν τη ν τρελή περιπ έτεια μόνο και μόνο γ ια τί μου έπεσε σ τα χέρια ένα κο μ μ ά τι χα ρ τί που μύριζε ν α φ θ α λίνη ; Σε μένα φ α ιν ό τα ν εντελώ ς τρ ελή εκδοχή. Σ ’ α υ τή τη ν κρίσιμη σ τιγμή ά ρ χισ α να κα τα ρ ιέμ α ι το ν εα υτό μου για την α νοησ ία του και να νοσ ταλγώ τη ν ειρ η νική πλήξη του Λ ιτλ Χάμσλη. Ό λ α α υ τά πέρασαν από το νου μου σε λ ιγ ό τερ ο χρόνο απ ’ όσο χρ ειά ζετα ι κανείς για να τα πει. Η πρώτη ενσ τικτώ δης κίνησή μου ήταν να κάνω ένα βήμα πίσω και ν ’ αγγίξω το πόμολο της πόρτας. Ο αντίπ αλός μου μόρφ ασ ε απλά. — Εδώ είσαι κι εδώ θα μείνεις, π α ρατήρησε με σ τόμφ ο. Έ β αλα όλα μου τα δ υ να τά να δείξω πως δε φ οβ όμουν. — Μ ε κάλεσε εδώ ο σ υντη ρ η τή ς το υ Μ ο υ σ είο υ το υ Κέηπ Τάουν. Αν έκανα κάποιο λάθος... Εκείνος γέλασε βραχνά. — Μ ε ποιο δικαίω μα με κρ α τά τε; Θα π ληροφ ορήσ ω τη ν α σ τυ νομία. — Γαβ, γαβ, γαβ — σαν κ ο υ ρ δ ισ τό σ κυλά κι, γέλασε και πά λι. Κ άθισα σε μια καρέκλα. — Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι πως είστε ένας επ ικίνδυνος τρελός, είπα ψυχρά. — Α λήθεια ; — Θ α ήθελα μόνο να σας επισημάνω πως οι φ ίλ ο ι μου ξέρουν πολύ καλά πού β ρ ίσ κο μ α ι και πως αν δεν επ ιστρέφω μέχρι το βρ ά δυ, θ ’ α ρχίσ ο υν να με ψ άχνουν. Κ α τα λά β α τε; — Ώ σ τ ε οι φ ίλο ι σου γνω ρίζουν πού βρίσ κεσ α ι, έτσ ι; Και
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
131
ποιοι είναι α υ το ί; Μ ε τά α π ’ α υτή την πρόκληση, υπ ολόγισα β ια σ τικά τις πι θα νό τη τες που είχα. Ν ’ αναφ έρω το σερ Ευστάθιο; Ή τ α ν πολύ γνω στός και το όνομά του μπορεί να έδινε κάποιο βάρος. Αν όμως ήταν σ ’ επαφή με το ν Π άτζετ, τό τε ίσως να μά θ α ινα ν πως έλεγα ψ έματα. Κ αλύ τερ α να μη διακινδυνεύσ ω με το σερ Ευστάθιο. — Π ρώ τα-π ρώ τα η κ. Μ π λαιρ , είπα ελα φ ρ ά. Είναι μία φ ίλη μου με την οποία μένω. — Δε νομίζω , είπε εκείνος, κουνώ ντας ντρ οπ αλά το π ο ρ το καλί κεφ άλι του. Έχεις να τη δεις από τις έντεκα και πήρες το σ ημείω μά μας, που σε καλούσε να έρθεις εδώ, τη ν ώρα του μεσ ημ ερ ια νού φ αγητού . Τα λόγια του μου έδειξαν πόσο στενά π α ρ ακο λο υ θ ο ύσ α ν τις κινήσεις μου, α λλά δεν είχα σκοπό να το βάλω κάτω χω ρίς κα μιά μάχη. — Είστε πολύ έξυπνος, π α ρ ατή ρ η σ α α π τόητη. Ίσ ω ς όμως να έχετε ακούσ ει για τη ν πολύ χρήσ ιμη ανακά λυψ η, το τη λ έ φωνο. Η κ. Μ π λα ιρ μου τηλεφ ώ νησ ε ό τα ν α ναπ α υό μ ο υν στο δ ω μ ά τιό μου μετά το μεσημεριανό. Τότε της είπα πού θα πή γα ινα το απόγευμα. Μ ε μεγάλη μου ικανοπ οίηση είδα μια σκιά ανησ υχία ς στα μ ά τια . Ή τ α ν φ α νερ ό πως δεν είχε σ κεφ τεί την π ιθ ανό τη τα κάποιου τηλεφ ω νή μ α το ς εκ μέρους της Σουζάν. Μ α κ ά ρ ι να το είχε κάνει σ τ ’ α λήθ εια ! — Α ρκετά ! είπε απ ότομα και σηκώ θηκε. — Τι θα με κάνετε; ρώ τησ α προσπαθώ ντας ακόμ α να δείξω πως δεν είχα χάσει τη ψ υ χρ αιμία μου. — Θ α σε βάλω σ ’ ένα μέρος α π ’ όπου δεν μπορείς να μας βλάψεις σ την περίπτωση που έρ θ ο υ ν να σε ψ άξουν οι φ ίλοι σου. Για μια σ τιγμ ή το α ίμ α πάγωσε σ τις φ λέβες μου, α λλά τα επόμενα λόγια του με καθησύχασαν. — Α ύ ρ ιο θα πρέπει ν ’ απ αντήσεις σε μερικές ερω τήσ εις και μετά α π ’ α υ τό θα δούμε τι θα σε κάνουμε. Και μπορώ να σε διαβεβ αιώ σ ω , δεσπ οινίς μου, πως ξέρουμε πολλούς τρόπ ους για να κά νουμε να μ ιλή σ ο υ ν ά μ υα λο ι σαν κι εσένα. Η προοπ τική δεν ήταν ευ χά ρ ισ τη , α λλά το υ λ ά χ ισ το ν μου
132
Αγκάθα Κ ρίστι
ά φ ηνε κάποια π εριθώ ρια. Είχα μέχρι α ύρ ιο . Ή τ α ν φ α νερ ό πως ο άνθρωπος α υτός υπάκουε στις εντολές κάποιου ανώ τερού του. Α υτός ο ανώ τερος μπορεί να ή ταν ο Π άτζετ; Φ ώναξε και εμ φ α νίσ τη κα ν αμέσω ς δύο Κ αφίρ. Μ ε πήγαν σ τον πάνω όροφ ο. Π αρά τη ν α ντίσ τα σ ή μου με φ ίμω σ α ν και μου έδεσαν χέρια και πόδια. Το δ ω μ ά τιο σ το οπ οίο με είχαν κλείσει ήταν ένα είδος σ ο φ ίτα ς ακριβώ ς κάτω από τη στέγη. Ή τ α ν γ εμ ά το σκόνη κι έδειχνε ελά χισ τα σ η μ ά δ ια πως κάποτε είχε κατοικηθεί. Ο Ο λλα νδό ς έκανε μια κο ρ ο ϊδευτική υπόκλιση κι απ οσ ύρθηκε κλείνοντας τη ν πόρτα πίσω του. Ή μ ο υ ν εντελώ ς α βο ή θη τη . Ό σ ο κι αν σ τρ ιφ ο γ ύ ρ ιζα ήταν α δ ύ να το ν να ελευθερώ σω τα χέρια μου και το φ ίμ ω τρ ο μ ’ εμπόδιζε να βάλω τις φωνές. Αν π α ρ ’ ελπ ίδα ερ χό ταν κάποιος στο σπίτι, δε θα μπ ορούσα να κάνω τίπ οτα για να τραβήξω την προσοχή του . Από κάτω ά κουσ α το ν ήχο μιας π όρτας που έκλεινε. Π ροφανώ ς ο Ο λλα νδό ς έφευγε. Μ ’ έπιανε τρ έλα στη σκέψη πως δεν μπ ορούσα να κάνω τίπ οτα . Τ ράβηξα πάλι τα σ κοινιά α λλά οι κόμποι κρ α τούσ αν. Τελικά π α ρ α ιτήθηκα και λιπ οθύμ ησ α ή με πήρε ο ύπνος. Ό τα ν ξύπνησα πονούσα παντού. Τώρα ή ταν α ρ κετά σ κοτεινά και υπολόγισ α πως η νύχτα είχε προχω ρήσει α ρ κετά γ ια τί το φ εγγά ρι ήταν ψ ηλά σ τον ο υ ρ α ν ό κι έφεγγε δ υ να τά από το σκονισ μένο φ εγγίτη. Το φ ίμ ω τρ ο μ ’ έπνιγε σχεδόν και η α κ α μ ψία κι ο πόνος ήταν ανυπ όφ οροι. Τότε ακριβώ ς το βλέμ μα μου έπεσε σ ’ ένα κο μ μ ά τι σπα σμένο γ υ α λί πεσμένο σε μια γω νία... Μ ια α χτίδ α το υ φ εγ γ α ρ ιοιύ έπεσε πάνω του και καθώς άσ τρ α ψ ε σ το φως τρ ά β η ξε την προσοχή μου. Ό π ω ς το κοίταζα μου ήρθε μια ιδέα. Δεν μπ ορούσα να χρησ ιμοπ οιήσ ω ούτε χέρια ο ύ τε πόδια, μπορούσα όμως να κυλήσω. Ξεκίνησα. Δεν ή ταν εύκολο. Εκτός του ότι ήταν ιδ ια ίτερ α ο δυνηρ ό, καθώς δεν μπ ορούσα να προφυλάξω το πρόσωπό μου με τα χέρ ια μου, ή ταν επίσης α δ ύ ν α το να π ροσδιορίσω μια κα τεύθυνσ η σ την πορεία μου. Έ μ οια ζε να κυλάω προς όλες τις κα τευ θ ύνσ εις εκτός από κείνη που ήθελα. Τελικά όμως έπεσα ακριβώ ς πάνω από το π οθούμενο α ντικείμενο. Ά γ γ ιζ ε σχεδόν τα δεμ ένα μου χέρια. Α κόμα και τώ ρα δεν ήτα ν εύκολο. Μ ο υ πήρε μια α ιω ν ιό τη τα μέχρι να κα ταφ έρω να στηρίξω το γυ α λί σε τέτο ια θέση,
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
133
κα ρφ ω μένο σ τον τοίχο, για να μπορέσω να τρίψ ω πάνω του τα δεσ μά μου. Ή τ α ν μια σ κληρή, α τελείω τη δ ια δ ικ α σ ία και είχα σχεδόν απ ελπ ιστεί, α λλά σ το τέλος κ α τά φ ερ α να κόψω το σ χοινί που έδενε τα χέρια μου. Τα υπόλοιπα ή ταν ζή τη μ α χ ρ ό νου. Μ ό λ ις κα τά φ ερ α ν ’ απ οκατασ τήσ ω τη ν κ υ κλο φ ο ρ ία το υ α ίμ α το ς τρ ίβ ο ντα ς δ υ να τά το υ ς καρπούς μου, μπ όρεσα να ξελύσω και το φ ίμ ω τρ ο . Μ ια ή δύο βαθιές αναπνοές με σ υνέ φ ερ α ν για τα καλά. Π ολύ σ ύντομ α είχα λύσει και το ν τελ ευ τα ίο κόμπο, αν και μετά α π ’ α υ τό μου χρ ειά σ τη κε κάποιος χρόνος για να σταθώ στα πόδια μου. Ό μ ω ς τελικά σ ηκώ θηκα και κουνώ ντας μπρος-πίσω τα μπ ράτσα απ οκατάσ τησ α τη ν κ υ κλο φ ο ρ ία σ ’ όλο μου το σώ μα παρακαλώ ντας πάνω α π ’ όλα να βρω κάτι να φάω. Π ερ ίμ ενα ένα τέ τα ρ το περίπου για να βεβαιω θώ πως είχα α νακτήσ ει τις δυνάμεις μου. Μ ετά πήγα στις άκρες τω ν ποδιών μέχρι την π όρτα. Ό π ω ς το είχα ελπίσει δεν ήτα ν κλειδω μένη, μόνο μα νταλω μ ένη. Την ά νοιξα κι έριξα έξω μια π ροσεκτική μα τιά . Ό λ α ήταν σιωπηλά. Το φ εγγα ρ ό φ ω το έμπαινε από ένα π α ράθυρο και μου έδειχνε το δ ρ ό μ ο προς τη σ κονισμένη σ κά λα. Π ρ οσ εκτικά γλύ σ τρ η σ α κάτω. Δεν άκουγα τίπ οτα — α λλά καθώς έφ τα σ α σ το επόμενο κεφ α λόσ κα λο ήρθε στ ’ α υ τιά μου το μ ο υ ρ μ ο υ ρ η τό κάποιων φωνών. Έ μ εινα α κίνη τη για λίγη ώρα. Έ να ρολόι σ τον το ίχ ο μου επιβεβαίω σε πως ήτα ν π ερα σμένα μεσάνυχτα. Ή ξ ε ρ α το ν κίνδυνο που διέτρ εχα αν κα τέβ α ινα πιο κάτω, α λλά η π εριέργειά μου ήτα ν α κα τα νίκη τη . Μ ε τρ ο μ ερ ές προ φ υλά ξεις ετο ιμ ά σ τη κα να εξερευνήσω το χώρο. Κ ατέβηκα α θ ό ρ υβ α το τε λ ευ τα ίο μέρος της σκάλας και σ τάθηκα στο τε τρά γω νο χωλ. Έ ρρ ιξα μια μ α τιά τρ ιγύρ ω και — μου κόπηκε η ανάσα. Έ νας Κ αφ ίρ κα θό τα ν μπ ροστά στην πόρτα. Δε με είχε δει. Δε θα μπ ορούσε ά λλω σ τε γ ια τί, όπως κα τά λα β α από τη ν κανονική του αναπ νοή, ή ταν βα θιά κοιμισμένος. Έπρεπε να προχωρήσω ή να κάνω πίσω; Ο ι φω νές έρ χο ν τα ν από το δ ω μ ά τιο που με είχαν οδηγήσει προηγουμένω ς. Η μία από αυτές ανήκε σ τον Ολλανδό φ ίλο μου και τη ν ά λλη δεν μπ ορούσα ακόμ α ν ’ αναγνω ρίσω , αν και μου φ α ιν ό τα ν κάπως
134
Αγκάθα Κ ρίσ η
γνω στή. Στο τέλος α π οφ άσισα πως ήταν καθήκον μου ν ’ ακούσω όσα πιο πολλά μπ ορούσα. Δε θα έπρεπε να διακινδυνέψ ω να ξυπνήσω το ν Κ αφίρ. Δ ιέσχισα α θ ό ρ υ β α το χωλ και γ ο νά τισ α μπ ροστά σ την πόρτα του γρ α φ είο υ . Για ένα -δυ ο λεπτά εξακο λούθησ α να μην ξεχωρίζω τίποτα. Ο ι φωνές ήταν δυνατότερες, α λλά δεν κα τα λά β α ινα τι έλεγαν. Έ β α λα το μάτι μου σ την κλειδα ρ ό τρ υπ α α ν τί για το α υ τί μου. Ό π ω ς το είχα μαντέψει ο ένας ήταν ο χοντρός Ο λλανδός. Ο άλλος κα θόταν έξω από τη ν π ερίμετρο της οπτικής μου γωνίας. Ξ αφ νικά σηκώ θηκε για να πάρει ένα ποτό. Η πλάτη του, μα ύρη και σεμνή, πέρασε από μπ ροστά μου. Π ριν α κόμ α γ υ ρίσει ήξερα ποιος ήταν. Ο κ. Τ σίτσ εσ τερ! Τώρα άρχισ α να ξεχωρίζω και τις λέξεις. — Είναι πάντως επ ικίνδυνο. Κι αν την ψ άξουν οι φ ίλο ι της; Μ ιλ ο ύ σ ε ο μεγαλόσ ω μος Ο λλανδός. Ο Τ σ ίτσ εσ τερ το υ α πάντησε. Είχε εντελώ ς χάσει το ν εκκλη σ ια σ τικό τό ν ο από τη φω νή του. Γι ’ α υτό λοιπ όν δεν τη ν είχα αναγνω ρίσει. — Είναι μπλόφα. Δεν έχουν ιδέα πού β ρ ίσκεται. — Ή τ α ν πολύ σ ίγουρη ό τα ν μου το είπε. — Δ εν α μφ ιβ ά λλω . Το έψ αξα όμω ς και δεν έχουμε τίπ οτα να φ οβηθούμε. Α υτές είναι πάντως οι δ ιατα γές το υ σ υ ν τα γ μ α τά ρχη. Δε φ α ντά ζομ α ι να θέλεις να τις αρνηθείς; Ο Ο λλα νδ ό ς έβγαλε ένα επ ιφώ νημα στη γλώ σσα του. Κα τά λα β α πως α ρ νιό τα ν βιασ τικά. — Α λλά γ ια τί να μην της δώ σουμε μια σ το κεφ ά λι; μούγγρισε. Θα ήταν πιο απλό. Το πλοίο είναι έτο ιμ ο . Θ α την π ηγαί ναμε στ ’ ανοιχτά. — Ν αι, είπε ο Τ σ ίτσ εσ τερ συλλογισ μένος. Α υ τό θα έκανα κι εγώ. Γνωρίζει πάρα πολλά. Α υ τό είναι σ ίγουρ ο. Α λλά ο σ υ ν τα γμ α τά ρ χη ς είναι άνθρω πος που θέλει όλα να περνούν από το χέρι του — σαν να μην μπορεί κανείς άλλος να το κάνει. (Κάτι στα ίδια του του τα λό για έμ ο ια ζε να ξυπνάει μια α νάμνησ η που τον ενοχλούσε). Θ έλει κάποιες π ληροφ ορίες α π ’ α υ τό το κορίτσι. Είχε κάνει μια παύση πριν από τη λέξη «πληροφορίες» και ο
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
135
Ο λλα νδ ό ς το ’ πιασε αμέσως. — Π ληροφ ορίες; — Κάτι τέτοιο. — Δ ια μ ά ν τια ! σ κέφ τηκα εγώ. Για ένα μεγάλο διά σ τη μ α η κουβ έντα το υ ς ή ταν α κ α τα ν ό η τη για μένα. Έ μοια ζε να α να φ έρ ετα ι σε μεγάλες π οσότητες λαχανικώ ν. Α να φ έρ ο ντα ν ημερομηνίες, τιμές και δ ιά φ ο ρ α ο νό μ α τα τοπ οθεσιώ ν που δε γνώ ριζα. Π έρασε μισή ώ ρα μέχρι να τελειώ σ ου ν το μ έτρ η μ α και το ν έλεγχο. — Ω ρ α ία , είπε ο Τ σ ίτσ εσ τερ κι α κούσ τη κε ένας ήχος σαν να είχε σπρώξει προς τα πίσω τη ν καρέκλα του. Θ α τα πάρω ό λα α υ τά μαζί μου για να τα δει ο σ υντα γμα τάρχης. — Π ότε φεύγεις; — Α ύ ρ ιο το πρωί κατά τις δέκα. — Θες να δεις την κοπέλα πριν φύγεις; — Ό χ ι. Υπάρχουν α υσ τη ρ ές δια τα γές να μην τη δει κανείς μέχρι να φ τάσ ει ο σ υντα γμα τάρ χης. Είναι εντάξει; — Την είδα πριν κατεβώ για φ α γη τό . Κ ο ιμό ταν νομίζω . Τι να κάνω με το φ α γη τό της; — Λ ίγη νη σ τεία δεν κάνει κακό. Ο σ υντα γμ α τά ρ χ η ς θα έρ θει εδώ κάποια σ τιγμή α ύρ ιο . Θ ’ απαντήσει κα λύτερ α στις ερω τήσ εις του αν είναι πεινασμένη. Κανείς να μην τη ν π λησ ι άσει μέχρι τό τε. Είναι καλά δεμένη; Ο Ο λλα νδ ό ς γέλασε. — Εσύ τι νομίζεις; Γέλασαν και οι δυο. Το ίδιο κι εγώ μέσα μου. Τότε καθώς οι ήχοι μ α ρ τυ ρ ο ύ σ α ν πως σ ύντο μ α θα έβγαιναν από το δω μά τιο, υποχώρησα βιασ τικά. Μ ό λ ις που πρόλαβα. Καθώς έφ τα να στο κεφ α λόσ κα λο, άκουσ α τη ν πόρτα το υ δω μα τίο υ ν ’ ανοίγει και την ίδια σ τιγμ ή ο Κ αφ ίρ κουνήθηκε και ξύπνησε. Η απόδρασή μου από την π όρτα ήταν α δύνα τη . Ξ ανα γύρ ισ α π ροσεκτικά στη σ ο φ ίτα , μάζεψα τα σ χοινιά τρ ιγύρ ω μου και ξάπλωσα στο πάτωμα για την περίπτωση που θα σ κέφ τοντα ν να με ελέγξουν πάλι. Δ εν το έκαναν. Μ ετά από μια ώρα γλύ σ τρ η σ α και πάλι μέχρι τις σκάλες, α λλά τώ ρ α ο Κ αφ ίρ σ την πόρτα ή ταν εντελώς ξύπνιος και σ ιγο τρ α γο υδ ο ύσ ε. Β ιαζόμουν να βγω από το σπίτι, α λλά δεν έβλεπα πώς θα μπ ορούσα να το καταφ έρω .
136
Αγκάθα Κ ρίστι
Τελικά α ναγκά σ τηκα και πάλι να γυρίσω στη σ ο φ ίτα . Ή τ α ν φ α νερ ό πως ο Κ αφ ίρ θα φ ύλα γε σκοπιά όλη τη νύχτα. Έ μεινα στη θέση μου π εριμένοντας π ροσεκτικά τις πρώτες πρωινές π ροετοιμασ ίες. Ο ι ά ντρ ες πήραν το πρωινό το υ ς σ το χωλ. Ά κ ο υ γ α κα θα ρά τις φωνές τους. Είχα αρχίσει να εκνευρ ίζο μα ι. Πώς σ την ευχή θα κα τά φ ερ να να βγω από το σπίτι. Π α ρ ό τρ υ να τον εα υτό μου να κάνει υπομονή. Μ ια βιασ τική κίνηση μπ ορούσε να κα τασ τρέψ ει τα πάντα. Μ ε τά από το πρωινό ά κουσ α ήχους που ανάγγελλα ν τη ν αναχώ ρηση του Τσίτσ εσ τερ. Προς μεγάλη μου α νακο ύφ ισ η ο Ο λλα νδ ό ς το ν συνόδεψε. Π ερίμ ενα με κομμένη τη ν ανάσα. Το πρωινό είχε τελειώ σει κι οι δουλειές του σπιτιού άρχισαν. Επιτέλους οι διάφ ο ρες δ ρ α σ τη ρ ιό τη τες άρχισ αν να παίρνουν ένα τέλος. Π ολύ προσεκτικά γλύ σ τρ η σ α ά λλη μια φ ο ρ ά στις σκάλες. Το χω λ ήταν άδειο. Σαν βολίδα το διέσ χισ α, ξεκλείδω σα τη ν πόρτα και βρέθηκα έξω σ το φως του ήλιου. Έ τρεξα στο δ ρ ό μ ο σαν δα ιμονισ μένη. Μ ό λ ις βγήκα από το ν κήπο ξαναπήρα το φ υσ ικό μου β ά δ ι σμα. Ο κόσμος με κοίταζε με π εριέργεια, α λλά α υ τό δεν με παραξένευε. Το πρόσωπο και τα ρούχα μου θα πρέπει να ήταν κα τά μ α υ ρ α καθώς είχα κυλισ τεί στη σκόνη. Τελικά έφ τα σ α σ ’ ένα γκαράζ. Μ π ήκα μέσα. — Έ παθα ένα α τύχη μ α , εξηγησα. Θέλω ένα α υ το κ ίν η το για το Κέηπ Τάουν αμέσως. Πρέπει να προλάβω το πλοίο για το Ν τάρμπ αν. Δεν περίμενα πολύ. Δέκα λεπτά α ρ γό τερ α έτρεχα προς την κα τεύ θυνσ η του Κέηπ Τάουν. Έπρεπε να μάθω αν ο Τ σ ίτσ ε σ τερ β ρ ισ κό τα ν πάνω σ το πλοίο. Αν θα έφ ευγα μαζί του ή όχι δεν ήξερα α κόμ α, α λλά σ το τέλος απ οφ άσισα να φύγω . Ο Τσίτσ εσ τερ δε θα μπ ορούσε να ξέρει πως το ν είχα δει στη βίλα στο Μ ούιζεμπ εργκ. Σίγουρα θα μου έβαζε κι άλλες παγίδες, α λλά τώ ρα ήμουν π ροειδοπ οιημένη. Κι α υτό ς ή ταν ο ά ν θ ρ ω πος που κυνηγούσ α, ο άνθρω πος που έψαχνε τα δ ια μ ά ν τια για λο γα ρ ια σ μ ό του μ υ σ τη ρ ιώ δη «συνταγματάρχη». Δ υτυχώ ς όμω ς το σχέδιό μου δεν π ρ αγματοπ οιήθηκε. Κα θώς έφ τα να σ την α π οβάθρα το Κ ιλμό ρ ντεν Κ αστλ α π ο μ α κρ υ νότα ν κιόλας προς τ ’ α νο ιχ τά ! Και δεν είχα κανένα τρόπ ο για να μάθω αν ο Τ σ ίτσ εσ τερ β ρ ισ κό τα ν πάνω στο πλοίο!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 16 Π ήγα σ το ξενοδοχείο. Στο λόμπυ δεν υπήρχε κανείς γνω στός μου. ' Ετρεξα πάνω και χτύπησα τη ν π όρτα τη ς Σουζάν. Η φωνή της με κάλεσε να περάσω μέσα. Ό τ α ν με είδε έπεσε κυ ρ ιο λεκτικά πάνω μου. — Ανν, πού ήσουν; Α νησύχησα φ οβερά . Τι έκανες; — Είχα περιπέτειες, απ άντησα και της διη γή θ η κα όλη την ισ τορ ία . Ό τ α ν τελείω σ α άφ ησ ε ένα βαθύ ανασ τενα γμό. — Για τί όλα α υτά τα π ράγματα σ υμβ α ίνο υν πάντα σε σένα; ρώ τησε με πράπονο. Για τί κανείς δε με φ ιμώ νει εμένα και δε με δένει χειροπ όδα ρα; — Δ εν θα σου άρεσε αν σου σ υνέβαινε, τη διαβεβ αίω σ α. Και για να σου πω την α λήθ εια δεν έχω πια τη ν ίδ ια όρεξη για περιπέτειες όσο σ την αρχή. Α υ τά τα π ρά γμα τα μπορεί να ο δ η γήσ ουν πολύ μακριά. Η Σουζάν δεν έδειχνε να έχει πεισθεί. Ίσ ω ς αν β ρ ισ κό ταν κάπου δεμένη και φ ιμω μ ένη για μια ή δυο ώρες ν ’ άλλαζε τις απόψεις της γ ι ’ α υ τό το θέμα. Της Σουζάν της α ρ έσ ο υν οι συγκινήσ εις α λλά σ ιχα ίνεται να χάνει τη βολή της. — Και τώ ρα τι κά νουμε; ρώ τησε. — Δεν ξέρω ακριβώ ς, είπα σ κεφ τική. Εσύ βέβ α ια θα πας στη Ροδεσία για να προσέχεις το ν Π άτζετ. — Κι εσύ; Εδώ ήτα ν η μεγάλη δυσκολία. Είχε επ ιβιβαστεί ο Τσίτσεστερ σ το Κ ιλμ όρντεν ή όχι; Σ κεφ τότα ν ακόμ α ν ’ α κολο υ θ ή σ ει το α ρχικό του σ χέδιο και να πάει στο Ν τάρμπ αν; Η ώρα της αναχώ ρησης του από το Μ ο υ ίζενμπ ερ γκ απ οτελούσ ε μά λλον θετική υπόθεση της επ ιβίβασής το υ στο Κ ιλμπ όρντεν. Στην περίπτωση α υ τή θα μπ ορούσα να πάω στο Ν τάρμπ αν με το τρ α ίνο . Μ ε το τρένο θα έφ τα να πρώτη σ το Ν τάρμπ αν. Από την άλλη π λευρά όμως ο Τσίτσ εσ τερ θα μπ ορούσε να πληροφ ο ρ η θ εί τα νέα της απ όδρασ ής μου με τη λ εγ ρ ά φ η μ α και α κό μα πως έφ υ γα από το Κέηπ Τάουν για το Ν τάρμπ αν με τρ α ίν ο και να εγκα τα λείψ ει το πλοίο είτε στο Π ορτ Ελίζαμπεθ ή στο Η στ Λ ό ντο ν και να μου ξεφ ύγει εντελώς. Το π ρόβλημα ήταν πολύπλοκο.
138
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Θα π ληρ οφ ορ ηθο ύ μ ε κ α τ ’ αρχή για τα τρ α ίν α που πη γα ίνο υ ν σ το Ν τά ρμ α ν, είπα. — Και δεν είναι πολύ αργά για ένα πρωινό τσ ά ι, είπε η Σουζάν. Θα το π άρουμε στο λόμπυ. Το τρ α ίνο για το Ν τάρμπ αν έφευγε στις 8:15' το ίδιο βράδυ, όπως μας είπαν στη ρεσεψ ιόν. Έ τσι για τη ν ώ ρα α νέβ αλα τις απ οφ άσ εις και κατέβηκα με τη Σουζάν για ένα μά λλον α ρ γο π ορημένο τσ άι κα τά τις έντεκα. — Ν ομίζεις πως θα μπορέσεις ν ’ αναγνω ρίσ εις το ν Τσίτσ σ τερ ξανά σε μια ά λλη μ ετα μ φ ίεσ η εννοώ ; με ρώ τησε η Σουζάν. Κ ούνησα το κεφάλι με κατάθλιψ η. — Σ ίγουρα δεν το ν α ναγνώ ρισ α σαν γυ να ίκα κ α μ α ρ ό το και ο ύ τε που θα το σ κεφ τό μ ο υ ν α ν δεν έβλεπα το σ κίτσ ο σου. — Α υτός ο άνθρωπος είναι επ αγγελαμτίας ηθοποιός, είμαι σ ίγουρη γ ι ’ α υτό , είπε η Σουζάν σ κεφ τική. Το μ α κιγιά ζ του είναι τέλειο. Μ π ορεί να βγει από το πλοίο σαν να υ τικό ς ή οτιδήπ ο τε και να μην μπορέσεις να το ν εντοπίσεις. — Είσαι πολύ α ισ ιόδο ξη ! είπα με απελπισία. Εκείνη τη σ τιγμ ή ο συντ. Ρέις μπήκε από το π α ρ άθυρ ο και ήρθε κοντά μας. — Τι κάνει ο σερ Ευστάθιος; ρώ τησε η Σουζάν. Δεν το ν είδα πουθενά σήμερα. Μ ια παρξενη έκφ ραση πέρασε από το βλέμ μα το υ συντ. Ρέις. — Έχει ένα προσωπικό π ρ οβ λημ ατά κι που το ν κρ α τά α πασχολημένο. — Π είτε μας. — Δεν κάνει να λέω ισ τορ ίες έξω από το... σχολείο. — Π είτε μας κάτι — ακόμ α και αν πρέπει να το βγάλετε από το μυαλό σας για χα τή ρ ι μας. — Λ οιπ όν, τι θα λέγα τε αν ο π ερίφ ημος άνθρω πος με το καφέ κοσ τούμ ι τα ξίδεψ ε μαζί μας; — Τι; Ένιω σα όλο το α ίμ α να φ εύγει από το πρόσωπό μου και να επ ισ τρέφ ει πάλι. Ευτυχώς ο συντ. Ρέις δεν κοίταζε προς το μέρος μου. — Είναι γεγονός. Σ ’ όλα τα λιμ ά νια π α ρακολουθούσ α ν τους
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
139
επιβάτες για να τον πιάσουν και α υτός κα τάφ ερε να κοροϊδέψ ει τον Π έντλερ να τον πάρει μαζί το υ σαν γ ρ α μ μ α τέα του. — Ό χ ι ο κ. Π άτζετ; — Ω , όχι ο Π άτζετ — ο άλλος τύπος. Ο Ρέιμπορν όπως απ οκαλούσ ε τον εα υ τό του. — Τον σ υνέλαβα ν; ρώ τησε η Σουζάν. Κάτω από το τραπέζι μου έσφιξε το χέρι ενθ α ρ ρ υντικά . Π ερ ί μενα με κομμένη την ανάσα. — Έ γινε καπνός. — Και πώς το πήρε ο σερ Ευστάθιος; — Το θεω ρεί προσωπική προσβολή που το υ υποβάλει η μοίρα. — Είχαμε τη ν ευ κα ιρ ία ν ’ α κού σ ο υμ ε τη ν προσωπική άπ ο ψη του σερ Ευστάθιου πάνω σ ’ α υ τό το θέμα α ρ γό τερ α τη ν ίδια μέρα. Έ νας μικρός α γγελιο φ ό ρ ο ς μας ξύπνησε μετά από ένα α να ζω ο γο νη τικό α π ο γευ μ α τινό υπνάκο για να μας φ έρ ει ένα μήνυ μά του . Μ ε σ υγκινη τικά λ ό για μας π αρακαλούσ ε να του δώ σουμε τη χαρά να π άρουμε το τσ άι μαζί το υ στο σαλόνι του. Ο καημένος ήταν σε α ξιο θ ρ ή νη τη κα τάσ τα ση. Μ α ς περιέγραψ ε όλες τις δυσ τυχίες το υ ενθ α ρ ρ υνό μ ενο ς από τα όλο συμπ άθεια μ ο υ ρ μ ο υ ρ η τά της Σουζάν. (Είναι πολύ καλή σ ’ α υ τά τα π ράγματα. — Π ρώ τα-π ρώ τα μιά εντελώ ς άγνω στη γ υ ν α ίκ α έχει το θράσος να δ ο λο φ ο νη θ εί μέσα σ το σπίτι μου — επ ίτηδες για να μ ' ενοχλήσ ει, είμα ι σίγουρος. Για τί στο σπίτι μου; Για τί, α ν ά μ ε σα α π ’ όλα τα σπ ίτια της Μ εγά λη ς Βρετανίας, διάλεξε το δικό μου σπ ίτι; Τι κακό είχα κάνει σ ’ α υτή τη γυ να ίκα που έπρεπε να πάει να δολο φ ο νη θ εί εκεί πέρα; Η Σουζάν έκανε πάλι ένα από το υ ς ενθ α ρ ρ υ ντικο ύ ς της θ ορ ύβ ους και ο Σερ Ευστάθιος συνέχισε σε όλο πιο σ οβαρό τόνο. — Και, σαν να μην έφ τα νε α υ τό , ο τύπος που τη δ ο λ ο φ ό νησε είχε το θράσος, το α τελ είω το θράσος, να μου π ροσκολληθεί σαν γρα μματέας. Γραμματέας μου, αν αγαπ άτε! Έχω βα ρεθεί του ς γρ α μ μ α τείς, δε θέλω ά λλους γρ α μ μ α τείς. Είτε κάνουν φ όνους, είτε μπ λέκουν σε καβγάδες μεθυσμένω ν. Εί δα τε το μ α υρ ισ μ ένο μάτι το υ Π άτζετ; Φ υσ ικά θα το είδατε.
140
Αγκάθα Κ ρίστι
Πώς μπορώ να κυκλοφ ορώ μ ’ έναν τέ το ιο γ ρ α μ μ α τέα ; Και το πρόσωπό το υ έχει μια κιτρινω πή απόχρω ση — ακριβώ ς εκείνη που όεν πηγαίνει κα θόλου μ ’ ένα μ α υρ ισ μ ένο μάτι. Τελείω σα μ ’ α υ το ύ ς — εκτός κι αν προσλάβω μια γυ ναίκα. Έ να ω ραίο κο ρ ίτσ ι, με γλυκά μά τια που θα μου κρ α τάει το χέρι ό τα ν είμα ι κακόκεφος. Τι θα λέγα τε μις Ανν; Σας ενδια φ έρ ει η δ ο υ λιά ; — Π όσο συχνά θα πρέπει να κρατώ το χέρι σας; ρώ τησ α γελώντας. — Ό λ η τη μέρα, είπε ο σερ Ευστάθιος ευγενικά. — Μ ’ α υ τό το ρ υ θ μ ό δε θα μπορώ να δα κτυλο γρ α φ ώ και πολύ, του υπενθύμισα. — Δεν πειράζει καθόλου. Ό λ η α υτή η δ ο υ λ ειά είναι μέσα σ το μ υ α λό το υ Π άτζετ. Μ ο υ πίνει το μεδούλι. Χ αίρ ομαι που θα τον αφήσω σ το Κέηπ Τάουν. Ν αι, θα το ευ χ α ρ ισ τη θ εί πολύ γ ια τί θα α κολουθήσ ει τα ίχνη του Ρέιμπορν. Α υτά τα πράγματα τα ιρ ιά ζο υ ν απ όλυτα στο χ α ρ α κτή ρ α το υ Π άτζετ. Λ α τρ εύει τα μυ σ τήρ ια . Α λλά είμα ι πολύ σ οβαρός σχετικά με τη ν πρότασή μου. Θα έρ θ ετε; Η κ. Μ π λα ιρ είναι τέλεια συνοδός σας και θα μπ ορείτε να έχετε κάπου κάπου διακοπές για να ξεθάβετε κόκκαλα. — Σας ευχαρισ τώ πάρα πολύ σερ Ευστάθιε, είπα με μεγάλη προσοχή, α λλά νομίζω πως θα φύγω για το Ν τάρμπ αν απόψε. — Ελάτε τώ ρα, μην είσ τε ξεροκέφ α λη. Μ η ν ξεχνάτε πως υπάρχουν πολλά λιο ν τά ρ ια στη Ροδεσία. Θ α σας α ρ έσ ο υν τα λ ιο ντά ρ ια . Α ρέσ ουν σ ’ όλα τα κορίτσ ια . — Θ α εξασ κούνται σε χαμ η λά ά λ μ α τα ; είπα γελώ ντας. Ό χ ι, ευχαρισ τώ πολύ, α λλά πρέπει να πάω σ το Ν τάρμπ αν. Ο σερ Ευστάθιος με κοίταξε, ανασ τέναξε β α θιά και μετά άνοιξε την πόρτα του διπ λανού δω μα τίο υ και φώ ναξε το ν Π ά τζετ. — Αν έχεις τελειώ σει με το ν α π ο γευ ματινό σου ύπνο, φ ίλε μου, ίσως να θέλεις να κάνεις και λίγη δο υ λειά για αλλαγή. Ο Γκάι Π άτζετ εμ φ α νίσ τη κε στο ά νοιγμ α της πόρτας. Υποκλίθηκε και στις δύο, σαν να ξαφ νιά σ τη κε λιγάκι ό τα ν με είδε και απάντησε με μελαγχολική φωνή. — Ό λ ο το α π όγευμα δ α κτυ λ ο γ ρ α φ ο ύ σ α εκείνο το υπό μνημα Σερ Ευστάθιε. — Τότε σ τα μ ά τα να το δα κτυλο γρ α φ είς. Π ήγαινε σ το γρα-
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
141
ψ είο το υ Εμπορικού αντιπ ροσώ π ου, ή στη δη μ ό σ ια υπηρεσία Γεωργίας ή σ το Επιμελητήριο Ο ρ υχείω ν ή σ ’ ένα από α υ τά τα μέρη και ζήτησέ τους να μου δ α νείσ ο υ ν κάποια γυ να ίκα για να την πάρω μαζί μου στη Ροδεσία. Πρέπει να έχει γ λ α ρ ά μ ά τια και να μου κρα τά το χέρι όλη μέρα. — Μ ά λ ισ τα , σερ Ευστάθιε. Θα ζητήσω μια ικανή σ τενο δα κτυ λογράφ ο. — Ο Π άτζετ είναι πονηρός τύπος, είπε ο σερ Ευστάθιος μετά την αναχώ ρηση το υ γ ρ α μ μ α τέα το υ . Είμαι έτο ιμ ο ς να βάλω σ το ίχη μ α πως θα μου φ έρ ει κα μιά α σ χ η μ ο μ ο ύρ α , έτσι απλά για να μ ’ ενοχλήσει. Πρέπει να έχει επίσης ω ραίες γάμπες — ξέχασα να του το πω. Ά ρ π α ξ α τη Σουζάν από το χέρι και σχεδόν τη ν τρ ά β η ξα έξω από το δω μά τιο. — Τώρα, Σουζάν, είπα, τώ ρ α πρέπει να κάνουμε σχέδια — και μ ά λισ τα γρήγορα . Ο Π άτζετ θα μείνει εδώ — το άκουσες; — Ν αι. Φ α ντά ζομ α ι πως α υ τό σ η μαίνει ό τι δεν θα μπορέσω να πάω στη Ροδεσία — πράγμα πολύ εν ο χ λη τικό , γ ια τί θέλω να πάω στη Ροδεσία. Τι κρίμα! — Μ η χάνεις το κέφι σ ου, είπα. Θ α πας. Δε θα μπ ορούσες να υπαναχω ρήσεις τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμή χω ρίς να φ ανείς ύπο πτη. Και, εξάλλου , μπορεί ξαφ νικά ο σερ Ευστάθιος να ξανακαλέσει τον Π άτζετ, και τό τε θα ή ταν πολύ πιο δύ σ κο λο να πάρεις μέρος σ ’ α υ τό το τα ξίδι. — Δε θα ήτα ν κα θόλου αξιοπρεπές, είπε η Σουζάν και τα λα κκά κια της άστραψ αν. — Από τη ν ά λλη πλευρά, θα είσαι ήδη εκεί ό τα ν θα φ τάσ ει κι όλα θα είναι απλά και φ υσικά. Εξάλλου δε νομίζω πως πρέπει ν ’ α φ ήσ ουμ ε από τα μ ά τια μας το υ ς ά λλους δύο. — Ω , Α νν, σ ίγο υ ρ α δεν μπ ορεί να υποπτεύεσαι το ν συντ. Ρέις και τον σερ Ευστάθιο. — Τους υπ οψ ιάζομαι όλους, είπα σ κο τεινά, κι αν έχεις δ ια βάσει α σ τυ νο μ ικά μ υ θ ισ το ρ ή μ α τα , Σουζάν, θα πρέπει να ξέ ρεις πως πάντα ο πιό κακός είναι το λιγό τερ ο πιθανό πρόσωπο. Π ολλοί εγκλη μ α τίες υπήρξαν ευ χ ά ρ ισ το ι χ ο ν τρ ο ί ά ντρ ες σαν τον σερ Ευστάθιο. — Ο συντ. Ρέις δεν είναι ιδ ια ίτερ α χοντρός — ή ιδ ια ίτερ α ευχάριστος.
142
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Μ ερ ικές φορές είναι λεπ τοί και μ ελαγχο λικο ί, της α ν τιγ ύ ρισα. Δεν λέω πως υποπτεύομαι σ ο β αρ ά το ν έναν από τους δύο, α λλά , σ το κάτω -κάτω η γυναίκα δ ο λο φ ο νή θ η κε μέσα στο σπίτι του σ ερ Ευστάθιου. — Ν αι, να ι, δε χρειά ζετα ι να τα ξαναπούμε όλα α υτά . Θα τον προσέχω για χάρη σ ου. Αν, κι αν παχύνει κι ά λλο ή γίνει πιο χα ρ ού μ ενος θα σου τη λεγρ αφ ή σ ω αμέσω ς: Ο Σερ Ε. φ ο υ σκώνει. Π ολύ ύποπτος. Έ λα αμέσως. — Σ τ ’ α λήθ εια , Σουζάν, φώ ναξα, νομίζεις πως ό λ ’ α υ τά είναι ένα παιχνίδι; — Το ξέρω α υ τό , είπε η Σουζάν α τάρ α χη . Μ ο ιά ζο υ ν με παιχνίδι. Εσύ φ τα ις γ ι ’ α υτό , Αν. Μ ’ έχεις ποτίσει μ ’ α υ τό το πνεύμα: ας έχουμε και μια περιπέτεια. Δε δείχνο υν κα θόλου αληθινά . Θ εέ μου, αν ήξερε ο Κλάρενς πως τρ ιγυρ ίζω στην Α φ ρ ική κυνηγώ ντας εγκλημ ατίες, θα το υ ερ χ ό τα ν κόλπος! — Γιατί δεν του τη λεγρ α φ είς για να το υ τα πεις; τη ρώ τησ α σ αρκασ τικά. Η Σουζάν πάντα χάνει το χ ιο ύ μ ο ρ της ό τα ν π ρόκειται για τη λεγρ α φ ή μ α τα . Θ εώ ρησε τη ν πρότασή μου απ όλυτα σ ο β α ρή. — Μ π ορ εί να το κάνω. Θα πρέπει να γίνει ένα πολύ μακρύ τη λεγρ ά φ η μ α . Τα μ ά τια της έλαμψ αν σ ’ α υτή τη σκέψη. Α λλά νομίζω πως κα λύτερ α όχι. Ο ι σύζυγοι πάντα θ έλο υ ν να μπ ερ δευ όμα σ τε με εντελώ ς ανούσ ιες διασκεδάσεις. — Λοιπ όν, είπα σ υνοψ ίζοντας τη ν κα τά σ τα σ η , θα έχεις το νου σου σ τον σερ Ευστάθιο και στον συντ. Ρέις. — Ξέρω γ ια τί πρέπει να προσέχω το ν σερ Ευστάθιο, με διέκοψ ε η Σουζάν, εξαιτίας το υ πάχους και τη ς ευχάρ ισ της κο υ βέντας του. Α λλά νομίζω πως είναι μά λλον χ ο ντρ ό να υποψι αζόμα σ τε το ν σ υντ. Ρέις, σ τ ’ α λήθ εια το πιστεύω . Εξάλλου έχει σχέση και με τις μυστικές υπηρεσίες. Ξ έρεις, Ανν, πιστεύω πως το κα λύτερ ο θα ή ταν να το ν εμ π ισ τευθ ο ύμε και να του πούμε όλη την ισ τορ ία . Α ντέκρου σ α βία ια α υτή την ά δικη π ρόταση. Α ναγνώ ρισα σ ’ α υτή ν τα κα τασ τρεπ τικά α π ο τελέσ μ ατα το υ γά μο υ. Πόσες φ ορές δεν είχα ακούσ ει έξυπνες γυναίκες να λένε, φ έρ νο ντα ς το σαν επ ιχείρημα : ο Έ ντγκαρ λέει... Και συγχρόνω ς α ν τιλ α μ βάνεσαι πως ο Έ ντγκαρ είναι ένας ηλίθιος. Η Σουζάν, λόγω
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
143
της έγγαμης ζωής της, λ α χτα ρ ο ύ σ ε να σ τη ρ ιχ τεί πάνω σε κά ποιον ά ντρ α . Ω σ τόσ ο μου υποσχέθηκε επ ίσημα πως δεν έλεγε λέξη σ τον συντ. Ρέις και σ υνεχίσ αμε με τη ν κα τάσ τρ ω σ η τω ν σχεδίω ν μας. — Είναι πια φ ανερό πως πρέπει να μείνω εδώ για να π αρα κολουθώ τον Π άτζετ, κι α υτό ς είναι ο κα λύτερ ο ς τρόπ ος για να γίνει. Θ α προσποιηθώ πως φ εύγω για το Ν τάρμπ αν το βρ ά δυ, θα κατεβάσω τις αποσκευές μου κάτω και λοιπ ά, α λλά σ την π ρ α γμ α τικό τη τα θα πάω σ ’ ένα μικρ ό ξενοδοχείο σ την πόλη. Θα μπ ορούσα ν ’ αλλάξω λιγάκι τη ν εμ φ ά νισ ή μου — να φ ο ρέσω μια ξανθή περούκα κι ένα βέλο α π ’ α υ τά τα χοντρ ά δ α ντελένια , και έτσι θα έχω μεγαλύτερ ες δ υ ν α τό τη τες να πα ρα κολου θώ τις κινήσεις το υ μια που θα πιστεύει πως β ρ ίσ κ ο μαι μακριά. Η Σουζάν επ ικρότησ ε το σ χέδιο α υ τό με τη ν κα ρ διά της. Α ρχίσ α με προσεκτικές κι επ ιμελημένες π ρ οετοιμ ασ ίες για τη ν αναχώ ρησή μου, ρω τώ ντας πάλι στη ρεσ εψ ιόν για τα ω ράρια των τρένω ν κι ετο ιμ ά ζο ντα ς τις βαλίτσ ες μου. Δ ειπνήσαμε μαζί σ το εσ τια τό ρ ιο . Ο συντ. Ρέις δεν εμ φ α ν ί στηκε α λλά ο σερ Ευστάθιος κι ο Π άτζετ κά θο νταν σ ’ ένα τραπέζι κοντά σ το παράθυρο. Ο Π άτζετ έφ υγε στη μέση του γεύ μ α τος κι α υ τό με ενόχλησε γ ια τί σκόπευα να το ν απ οχαιρετήσω. Α λλά κι ο σερ Ευστάθιος μόνο έφ τα νε γι ’ α υ τό το σ κο πό. Π ήγα κοντά του όταν τελείω σα. — Α ντίο, σερ Ευστάθιε, το υ είπα. Φεύγω σ ή μερ α το βράδυ για το Ν τάρμπ αν. Ο σερ Ευστάθιος ανασ τέναξε βαθιά. — Α υ τό το άκουσα. Δε θα ’ θελες να έρθω μαζί σου, θα ’ θελες; — Θα μου άρεσε πολύ. — Καλό κορίτσ ι. Είσαι σ ίγο υ ρ η πως δε θέλεις ν ’ αλλάξεις γνώ μη και να έρθεις να ψ άξουμε για λ ιο ν τά ρ ια στη Ροδεσία; — Είμαι σ ίγουρη. — Θ α πρέπει να π ρόκειται για κάποιον ω ραίο νεα ρό, είπε ο σερ Ευστάθιος με παράπονο. Κάποιο παιδαρέλι σ το Ν τάρμπ αν υποθέτω , που επισκιάζει εντελώ ς τη ν ώ ριμη γ ο η τεία μου. Παρεπιπτόντω ς ο Π άτζετ κατεβ α ίνει κάτω με το α υ το κ ίν η το σε λίγα λεπτά. Θ α μπ ορούσε να σε πάει στο σταθμό.
144
Α γκάθα Κ ρίστι
— Ό χ ι, όχι, ευχαρισ τώ πολύ, είπα β ιασ τικά. Έ χουμε ήδη καλέσει με την κ. Μ π λα ιρ ένα ταξί. Να πάω με τον Π άτζετ ήταν ακριβώ ς α υ τό που δεν ήθελα! Ο σερ Ευστάθιος με κοίταξε προσεκτικά. — Δε νομίζω πως συμπ αθείς το ν Π άτζετ. Δε σε κατηγορώ . Έ νας α νόητος υπεροπτικός τύπος που τρ ιγ υ ρ ίζει όλη τη ν ώρα μες τα πόδια μου με ύφος μ ά ρ τυ ρ α και κάνει τα πάντα για να μ ’ ενοχλήσει. — Τι έκανε πάλι; ρώ τησε με κάποια περιέργεια. — Μ ο υ βρήκε γρ α μ μ α τέα . Δεν έχω ξανα δεί τέ το ια γυναίκα! Σ αρά ντα , φ ορά ει πενς-νέ και μπότες κι έχει ένα ύφος υπ ερο πτικής α π ο δ ο τικό τη τα ς που θα με οδηγήσ ει σ το θάνα το. Ένα κανονικό σκιάχτρο. — Δε θα κρα τά το χέρι σας; — Ελπίζω όχι! φώ ναξε ο σερ Ευστάθιος. Α υ τό θα ή ταν το τελειω τικό χτύπ ημα. Λοιπ όν, α ντίο , γλα ρ ά μου μάτα. Α ν σ κο τώσω ένα λ ιο ν τά ρ ι δε θα σου δώσω το το μ ά ρ ι το υ — μετά από τον ποταπό τρόπ ο που με εγκατέλειψες. Έ σφιξε το χέρι μου με θ έρ μ η και χω ρισ τήκαμε. Η Σουζάν με περίμενε σ την είσοδο. Θα ερ χό ταν μαζί μου να με αποχαιρετήσει. — Ας ξεκινήσ ουμε αμέσως, είπα β ιασ τικά κι έκανα ένα ν εύ μα σ τον π ορτιέρη να καλέσει ένα ταξί. Και τό τε μια φω νή πίσω μου με ξάφ νια σ ε: Μ ε συγχω ρείτε, μις Μ π έντιγκφ ελντ, πηγαίνω προς τα κάτω με α υ το κ ίν η το . Μ π ορώ να σας πάρω μαζί με τη ν κ. Μ π λα ιρ μέχρι το σ ταθμό. — Ω , ευχαρισ τώ πολύ, είπα β ιασ τικά. Α λλά δε χρ ειά ζετα ι να κάνετε τον κόπο. Θα... — Κανένας κόπος, σας διαβεβαιώ . Βάλε τις αποσκευές στο α υ το κίνη το μικρέ. Δεν μπ ορούσα πια να κάνω τίπ οτα. Ή θ ε λ α να φέρω κι άλλες α ντιρ ρ ή σ εις α λλά ένα ελα φ ρ ό π ρ οειδοπ οιητικό νεύμα της Σουζάν με π α ρότρυνε να είμα ι πιο π ροσεκτική. — Ευχαριστώ, κ. Π άτζετ, είπα ψυχρά. Μ π ήκαμε όλοι σ το α υ το κίνη το . Καθώς π ροχω ρούσα προς την πόλη έψαχνα απελπισμένα να βρω κάτι να πω. Τελικά ο Π άτζετ διέκοψ ε τη σιωπή. — Βρήκα μία πολύ ικανή γ ρ α μ μ α τέα για το ν σερ Ευστάθιο,
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
145
π αρατήρησε. Τη μις Π έτιγκρου. — Δεν έδειξε ιδ ια ίτερ α ενθ ο υσ ια σ μ ένο ς γι ’ α υτή ν, π α ρ α τή ρησ α με τη σ ειρά μου. Ο Π άτζετ με κοίταξε ψυχρά. — Είναι πολύ ικανή σ τενο δ α κτυ λο γρ ά φ ο ς, είπε α υτα ρ χικά . Σ τα μ α τήσ α μ ε μπ ροστά σ το σ ταθμ ό. Εδώ σ ίγ ο υ ρ α θα μας άφηνε. Σ τρά φ ηκα προς το μέρος το υ με τεντω μένο χέρι α λλά όχι. — Θ α έρθω να σας ξεπροβοδίσω . Είναι ακριβώ ς οκτώ . Το τρ α ίνο σας φ εύγει σ ’ ένα τέτα ρ το . ' Εδωσε τις απ α ρα ίτη τες οδηγίες στους αχθοφ όρους. Σ τεκό μουν α β οήθητη μην το λμώ ντας να κοιτάξω τη Σουζάν. Ο ά ν θρωπος με υποπτευόταν. Ή τ α ν απ οφ ασ ισ μένος να βεβαιω θεί πως π ρα γμα τικά θα έμπαινα σ το τρ α ίνο . Και τι μπ ορούσ α να κάνω; Τίποτα. Έ βλεπα κιόλας το ν εα υτό μου, ένα τέ τα ρ το της ώρας α ρ γό τερ α , να φ εύγει με το τρ α ίν ο και το ν Π άτζετ ριζω μένο σ την π λα τφ όρ μ α να μου κουνάει το μα ντή λι. Είχε γυρ ίσ ει με μεγάλη επ ιδεξιότητα τα χ α ρ τιά προς το μέρος του. Κι ακόμα ο τρόπ ος του είχε αλλάξει. Ή τ α ν γεμ ά το ς ευγένειες που δεν του πήγαιναν καθόλου και που μου ’ φ ερ να ν να υ τία . Α υτό ς ο άνθρωπος ήτα ν ένας βρω μερός υποκριτής. Π ρώ τα είχε προ σπαθήσει να με δολοφ ο νή σ ει και τώ ρ α με γέμιζε κομπ λιμέντα! Μ ήπως φ α ντα ζότα ν πως δεν το ν είχα αναγνω ρίσ ει εκείνο το βράδυ πάνω σ το πλοίο; Ό χ ι, ήταν μια προσποίηση, ένα παι χνίδι που με ανάγκαζε να το παίξω όπως εκείνος ήθελε. Εντελώς α β οήθητη κινιό μο υ ν κάτω από τις επ ιτήδειες ο δ η γίες του. Ο ι αποσκευές μου είχαν το π ο θ ετη θ εί σ το δ ια μ έρ ισ μ ά μου σ το τρ α ίν ο — είχα ένα δ ια μ έρ ισ μ α με δυο κρ εβ ά τια μόνη μου. Ή τ α ν τώ ρα οκτώ και δώ δεκα λεπτά. Σε τρ ία λεπτά το τρ α ίνο θα έφευγε. Α λλά ο Π άτζετ δεν είχε υπολογίσει τη Σουζάν. — Θα κάνει πολλή ζέστη στο τα ξίδ ι, Ανν, είπε ξαφνικά. Ιδ ια ίτερ α α ύ ρ ιο ό τα ν θα διασ χίσ ετε το Καρού. Έχεις μαζί σου κολώ νια ή λεβ ά ντα ελπίζω. Ο υπ αινιγμός ήταν φανερός. — Ω , θεέ μου, φώ ναξα. Ξέχασα τη ν κολώ νια μου σ την το υ α λέτα του ξενοδοχείου. Η σ υνήθεια της Σουζάν να δια τά ζει βοήθησε τη ν κα τά σ τα
146
Α γκάθα Κ ρ ίσ η
ση. Γύρισε προς τον Π άτζετ με ύφος που δε σηκώ νει σ υ ζή τη ση. — Κ ύριε Π άτζετ. Γρήγορα. Μ ό λ ις που π ροφ θα ίνουμε. Υ πάρχει ένα φ α ρ μ α κείο σχεδόν απέναντι στο σ ταθμ ό. Η Ανν πρέπει να έχει μαζί της λίγη κολώ νια. Εκείνος δίσ τα σ ε, α λλά ο α υτα ρ χ ικό ς τόνος της Σουζάν το ν έπεισε να μην α ρνηθεί. Είχε γεννηθεί για να δια τά ζει. Ο Π άτζετ έφ υγε τρέχοντας. Η Σουζάν το ν π αρακολούθησ ε με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε σ το πλήθος. — Γρήγορα, Ανν, βγες από τη ν άλλη πλευρά για τη ν περί πτωση που δεν έφ υγε σ τ ’ α λήθ εια , α λλά μας π α ρ ακολουθεί από την ά κρη της πλατφ όρμας. Μ η σε νοιάζει γ ια τις απ οσ κευ ές σου. Μ π ορείς να τη λεγρ α φ ή σ εις γι ’ α υτές α ύρ ιο . Ω , μονάχα να φ ύγει το τρ α ίν ο σ την ώρα το υ ! Ά ν ο ιξ α τη ν π όρτα από τη ν άλλη πλευρά της π λα τφ όρ μα ς και κατέβηκα. Κανείς δε με είδε. Μ π ο ρ ο ύσ α να δω τη Σουζάν να σ τέκετα ι εκεί που τη ν είχα α φ ή σ ει, κοιτώ ντας ψηλά στο τρ α ίν ο σαν να κουβέντιαζε ακόμ α μαζί μου. Έ να σ φ ύ ρ ιγμ α α κού σ τηκε και το τρ α ίνο ξεκίνησε αργά. Τότε ά κουσ α β ή μ α τα να τρ έχο υν πάνω σ την π λα τφ όρμα . Κ ρ ύφ τη κα στη σκιά ενός περιπ τέρου και κοίταξα με προσοχή. Η Σουζάν σ τρ ά φ ηκε σ τα μ α τώ ντα ς να κουνάει το μα ντήλι της σ το τρ α ίν ο που έφευγε. — Π ολύ αργά, κύριε Π άτζετ, είπε χαρωπά. Έ φυγε. Α υτή είναι η κολώ νια; Τι κρίμα που δεν τη σ κεφ τήκα με νω ρ ίτερ α ! Καθώς έβγαιναν από το σ ταθμό πέρασαν σχεδόν από μπρο στά μου. Ο Γκάι Π άτζετ ή ταν καταϊδρω μένος. Ή τ α ν φ α νερ ό πως είχε τρέξει όλο το δ ρ ό μ ο μέχρι το φ α ρ μ α κ είο και πίσω. — Να σας φωνάξω ένα τα ξί, κ. Μ π λαιρ ; Η Σουζάν συνέχισε επάξια το ρ ό λο της. — Ναι σας παρακαλώ . Μ ήπω ς μπορώ να σας πάρω μαζί μου πίσω; Έ χετε πολλά να κάνετε για το σερ Ευστάθιο; Ω θεέ μου, μα κάρι να ερχόταν μαζί μας η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ α ύ ριο! Δεν μ ’ αρέσει η σκέψη πως ένα τόσ ο νεα ρ ό κορίτσ ι τα ξ ι δεύει ο λομ όνα χο για το Ν τάρμπ αν. Α λλά ή ταν απ οφ ασισμένη. Κάποιος λόγος θα υπάρχει φ αντά ζομ αι... Π έρασ αν και δεν τους ά κου γα πια. Έξυπνη Σουζάν. Μ ε είχε σώσει.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
147
Ά φ η σ α να περάσουν ένα -δ υ ό λεπτά και μετά βγήκα κι εγώ από το σ τα θ μ ό π έφτοντας σχεδόν πάνω σ ’ έναν ά ν τρ α — έναν τύπο με δυ σ ά ρεσ τη όψη και μία μύτη δυ σ α νά λο γα μ εγά λη για το πρόσωπό του. Στη σ υνέχεια δεν είχα κα μία δ υσ κο λία να πραγματοπ οιήσω το σχέδιό μου. Βρήκα ένα μικρό ξενοδοχείο σ ’ έναν απόμερο δρ ό μ ο , έκλεισ α δ ω μ ά τιο πληρώ νοντας μία π ροκα τα β ολή κα θώς δεν είχα αποσκευές, κι έπεσα για ύπνο. Το επόμενο πρωί σηκώ θηκα νω ρίς και πήγα σ την πόλη για ν ’ αγοράσω μερικά α π α ρ α ίτη τα ρούχα. Σ κέφ τηκα να μην κά νω τίπ οτα μέχρι την αναχώ ρησ η το υ τρ α ίν ο υ για τη Ροδεσία στις έντεκα. Ο Π άτζετ μ ά λλο ν δε θα ξεκινούσε τις σ κοτεινές του δ ρ α σ τη ρ ιό τη τες μέχρι να ξεφ ορ τω θεί όλους όσους έφ ευ γαν μ ’ α υ τό το τρ α ίνο. Έ τσι πήρα ένα τρ α μ που μ ’ έβγαλε από τη ν πόλη κι απ οφ άσ ισ α ν ’ απολαύσω έναν περίπατο σ την εξοχή. Είχε σ χετικά δροσ ιά και χ α ιρ ό μ ο υ ν που είχα τη ν ευ κ α ι ρία να περπατήσω μετά από ένα τόσ ο μα κρ ινό τα ξίδι και την α κινησ ία στο Μ ούιζενμπ εργκ. Π ολλά εξαρτώ νται από μ ικρ ά π ράγματα. Λ ύθηκε το κο ρ δόνι του παπουτσιού μου κι έσκυψ α να το δέσω. Είχα μόλις σ τρίψ ει σ ’ ένα δ ρ ό μ ο και όπως έσκυψ α για να δέσω το κ ο ρ δ ό νι μου ένας ά ντρα ς έσ τριψ ε και σχεδόν με πάτησε. Ανασήκω σε το καπέλο το υ , μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ ε μία συγγνώ μη και προχώ ρησε. Εκείνη τη σ τιγμή το πρόσωπό του μου φ άνηκε κάπως γνω στό α λλά δεν έδωσα ιδ ια ίτερ η σ ημασ ία. Κ οίταξα το ρ ολόι μου. Η ώρα περνούσε. Γύρισα πίσω προς τη ν κατεύθυνσ η του Κέηπ Τάουν. Στα στάση υπήρχε ένα τρ α μ έτο ιμ ο να ξεκινήσει κι άρχισ α να τρέχω για να το προλάβω . 'Α κ ό υ σ α β ή μα τα να τρέχουν πίσω μου. Σ τρά φ ηκα για να δω σε ποιον ανήκαν. Τον αναγνώ ρισα αμέσως. ' Η ταν ο κοντός άντρ ας που με είχε προσπεράσει προηγουμένω ς καθώς έδενα το κορδόνι μου και τό τε κ α τά λ α βα γ ια τί το πρόσωπό το υ μου είχε φ ανεί γνω στό. Ή τ α ν ο ά ντρ α ς με τη μεγάλη μύτη με τη ν οποία είχα σχεδόν σ υγκρ ουστεί το π ροηγούμενο βράδυ σ το σ ταθμό. Η σύμπ τω ση ήταν παράξενη. Ή τ α ν δ υ να τό ν ο άνθρω πος α υτός να με π α ρ α κολο υ θ εί; Α π οφ άσισα να το διαπιστώ σω
148
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
αμέσως. Χτύπησα το κουδούνι και κατέβ ηκα σ τη ν επόμενη στάση. Ο ά ντρ α ς δεν κατέβηκε. Κ ρύφ τηκα στη σκιά της πόρτας ενός μαγαζιού και περίμενα. Κ ατέβηκε σ την επόμενη στάση και προχώ ρησε προς τη ν κατεύθυνσ ή μου. Τώρα τα π ρά γμα τα ή ταν καθαρά. Μ ε π αρακολουθούσ αν. Είχα χαρ εί πολύ γρήγορ α . Η νίκη μου προς το ν Γκάι Π άτζετ έπ αιρνε τώ ρα άλλη μορφ ή. Έ κανα σήμα σ το επόμενο τρ α μ και, όπως το π ερίμενα, η σκιά μου ανέβηκε επίσης. Α π οφ άσισα να σ κεφ τώ πολύ σ οβαρά τη ν κατάσ ταση. Ή τ α ν ο λο φ ά νερ ο πως είχα μπλέξει με κάτι μ εγα λύ τερ ο α π ’ α υ τό που πίστευα. Ο φ όνος σ το σπίτι το υ Μ ά ρ λ ο υ δεν ήτα ν ένα μεμονω μένο γεγονός που είχε διαπ ραχθεί από ένα μονα χικό ά τομ ο. Είχα απ έναντι μου μία σ υ μ μ ο ρ ία και, χάρη στις απ οκαλύψ εις του συντ. Ρέις στη Σουζάν και όσα είχα α κούσει σ το σπίτι του Μ ούιζενμπ εργκ, άρχιζα τώ ρ α να κ α τα λ α βαίνω μερικές από τις πολύπλοκες δ ρ α σ τη ρ ιό τη τές της. Μ ε θ ο δευμένο έγκλημ α οργανω μένο από το ν άνθρω π ο που οι οπα δοί του ονόμα ζα ν «συνταγματάρχη»! Θ υ μ ή θ η κα τη σ υζήτησ η που είχα ακούσ ει πάνω στο πλοίο σ χετικά με τη ν απεργία στο Ραντ και τις α ιτίες που τη ν προκάλεσαν — και τη ν πεποίθηση πως κάποια μυσ τική οργάνω ση κρ υ β ό τα ν πίσω από τη ν α π ερ γία υποκινώ ντας την. Α υτή ή ταν δο υ λειά του σ υντα γμ α τά ρ χ η , οι απ εσ ταλμένοι του ενεργούσ αν σύμφ ω να με κάποιο σχέδιο. Ο ίδιος δεν σ υμ μ ετείχε σε π α ρόμοια π ρ άγματα, α υ τό είχα α κούσει, απλά π εριοριζό ταν να οργανώ νει και να διευθ ύ νει. Ε κείνος είχε την π νευματική ερ γα σ ία , όχι τις επ ικίνδυνες δ ο υ λ ει ές. Ή τ α ν όμως πιθανόν να βρ ίσ κεται και ο ίδιος επί τόπου κα τευ θύνοντα ς τις υποθέσεις το υ από μία θέση απ όλυτα α σφ αλή κι εκτός πάσης υποψίας. Α υτός ήταν λοιπ όν ο λόγος της π αρουσίας του συντ. Ρέις σ το Κ ιλμ όρντεν Καστλ. Ή τ α ν σ τα ίχνη του α ρ χ ι-εγκλη μ α τία . Τα πάντα σ υμφ ω νούσ α ν μ ’ α υτή ν τη ν υπόθεση. Ή τ α ν κάπ οι ος που είχε υψηλή θέση στις Μ υ σ τικές Υπηρεσίες και η δο υ λειά του ήταν να α κολο υ θ εί και να π α ρ ακολουθεί το σ υ ν τα γ μ α τά ρ
χηΚούνησα το κεφάλι μου — τα π ράγματα έπ αιρναν ξεκά θ α ρη μορφ ή σ το μ υ α λό μου. Α λλά ποιος ή ταν ο ρ όλος μου σ ’ α υτή ν την υπόθεση; Πού έμπαινα στην υπόθεση; Έ ψ αχναν
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
149
απλά τα δ ια μ ά ν τια ; Κ ούνησα το κεφ άλι. Ό σ ο μεγάλη κι αν ήταν η αξία τω ν δια μ α ντιώ ν, δε δ ικ α ιο λ ο γ ο ύ ν τα ν οι απελπ ι σμένες προσπάθειες που έκαναν για να με β γάλουν από τη μέση. Ό χ ι, κάτι ά λλο συνέβαινε. Για κάποιο λόγο, που έγω δε γνώ ριζα, απ οτελούσ α μία απειλή, έναν κίνδυνο! Κάτι που γνώ ριζα, ή που νόμιζα ν πως γνω ρίζω τους έκανε να θ έλο υ ν να με εξα φ α νίσ ο υ ν με όλα τα μέσα — κι α υ τό θα πρέπει να είχε άμεσ η σχέση με τα δ ια μ ά ν τια . Υπήρχε ένα πρόσωπο που, ή μουν σ ίγου ρ η, θα μπ ορούσε να με φ ω τίσ ει — αν ήθελε! Ο άνθρωπος με το καφέ κοσ τούμ ι — ο Χάρρυ Ρέιμπορν. Γνώριζε το ά λλο μισό της ιστορίας. Α λλά είχε εξα φ α νισ τεί, ήτα ν ένας κυνηγημένος που προσπαθούσε να κρ υ φ τεί από τους διώ κτες του. Ή τ α ν πιθανό, εγώ κι α υτός να μην ξα να σ υ να ντιό μ α σ τα ν ποτέ... Σ υνέφερα το ν εα υ τό μου μ ’ ένα κούνημα το υ κεφ α λιού. Δε μ ’ ω φ ελούσ α ν οι σ υ να ισ θ η μ α τικές σκέψεις για το Χάρρυ Ρέιμ πορν. Είχε δείξει για μένα από τη ν αρχή μεγάλη α ντιπ άθεια. Ή , το υ λά χ ισ το ν — νά το πάλι— ο νειρ ευ ό μ ο υ ν! Το π ρ α γμα τικό π ρόβλημα ήταν τι έπρεπε να κάνω ΤΩΡΑ! Κι εγώ, εφ ησ υχασ μένη από το ρόλο το υ π α ρ ακο λο υ θ η τή , είχα γίνει τώ ρα θ ή ρ α μ α παρακολούθησης. Και φ ο β ό μ ο υ ν! Για πρώτη φ ορ ά ά ρχισ α να χάνω το θ άρ ρ ο ς μου. Ή μ ο υ ν ένα μικρό σ κουπ ιδάκι που ενοχλούσ ε τη ν ομα λή λ ειτο υ ρ γ ία μιας μηχανής — και φ α ντα ζό μ ο υ ν πως η μηχανή θα είχε πολλούς και σ ύντομ ους τρόπ ους να απ αλλάσσεται από τα σκουπ ιδάκια. Μ ία φ ο ρ ά με είχε σώσει ο Χάρρυ Ρέιμπορν, μία άλλη είχα σωθεί μόνη μου... α λλά ξαφ νικά ένιω σα πως οι οιω νοί ήταν ενα ντίον μου. Ο ι εχθροί μου β ρ ισ κό τα ν γύρω μου σε όλες τις μεριές κι ο κύκλος έσφιγγε. Αν εξακολουθούσ α να ενεργώ μόνη μου, ήμουν χαμένη. Μ ά ζεψ α τις δυνάμεις μου με προσπάθεια. Στο κάτω -κάτω τι μπ ορούσ αν να κάνουν; Β ρισ κόμουν σε μια πολιτισμένη πό λη με α σ τυ νο μ ικο ύ ς παντού. Θ α σ τενο χω ρ ιό μο υν α ργό τερ α . Δε θα με κο ρ ο ΐδ ευα ν πια όπως έγινε σ το Μ ούιζενμπ εργκ. Σ ’ α υ τό το σ ημ είο τω ν σκέψεών μου το τρ α μ είχε φ τάσ ει σ την οδό Ά ν τ ε ρ λ υ . Κατέβηκα. Α ναπ οφ άσ ισ τη προχώ ρησα αργά από την α ρ ισ τερ ή πλευρά το υ δρ όμου. Δε σ τρ ά φ η κα να δω αν η σκιά μου με α κολουθούσ ε. Το ήξερα. Μ π ήκα στου
150
Αγκάθα Κρίστι
Κ α ρ τρ ά ιτ και π αρήγγειλα δυο παγω τά — σ ό δα — για να η ρ ε μήσω τα νεύ ρα μου. Φ αντά ζομ αι πως ένας ά ντρ α ς θα χ ρ εια ζό τα ν ένα δ υ να τό ποτό, τα κο ρ ίτσ ια όμως β ο η θ ιο ύ ντα ι πολύ από τα παγω τά με σ όδα! Π ήρα το κα λαμά κι κι άρχισ α να πίνω με μέθοδο. Το δροσ ερό υγρ ό κυλούσ ε μέσα στο λα ρ ύγγι μου πολύ ευ χά ρ ισ τα . Έσπρωξα το ά δειο πρώτο ποτήρι. Κ α θόμ ου ν σ ’ ένα από τα ψ ηλά σ καμνιά μπ ροστά στο μπαρ. Μ ε τη ν άκρη το υ μα τιο ύ μου είδα το διώ κτη μου να μπαίνει και να κά θετα ι απ ροκάλυπ τα σ ’ ένα μικρ ό τραπέζι κοντά σ την πόρτα. Τελείωσα το δ εύ τερ ο ποτήρι μου κι αμέσω ς π α ράγγειλα ένα άλλο. Μ π ορώ να πιω μια α π ερ ιόρ ισ τη ποσό τη τα από παγω τά-σόδα. Ξ α φ νικά ο ά ντρ α ς κοντά σ την π όρτα σηκώ θηκε και βγήκε έξω. Α υ τό με ξάφ νιασε. Αν ήθελε να με περιμένει έξω γ ια τί δεν το έκανε από την αρχή; Γλύστρησα από το σ καμνί μου και πήγα π ροσ εκτικά προς τη ν πόρτα. Ο άνθρω πος μιλούσ ε με τον Γκάι Π άτζετ. Αν ποτέ είχα κάποιες α μφ ιβ ο λίες, α υ τό το γεγονός τις έσ β η σε. Ο Π άτζετ είχε βγάλει το ρ ολόι του και το κοιτούσ ε. Α ν τά λ λαξαν μερικά λό για και μετά ο Π ά τζετ κα τη φ ό ρ ισ ε το δ ρ ό μ ο προς το σ ταθμ ό. Είχε δώσει τις οδηγίες του. Α λλά ποιες ήταν; Ξ αφ νικά η κα ρδιά μου αναπήδησε σ το σ τήθος μου. Ο ά ν τρ α ς που με π α ρακολουθούσ ε είχε διασ χίσ ει το δ ρ ό μ ο και μιλούσ ε μ ’ έναν α σ τυ νο μ ικό . Του μίλησε για μερ ικά λεπ τά, δείχνοντας προς το μέρος του Κ α ρ τρ ά ιτ προσπ αθώ ντας να του εξηγήσει κάτι. Κ ατά λαβ α αμέσω ς το σ χέδιό του. Ή θ ε λ α ν να με κάνουν να σ υλληφ θώ με κάποια κ α τη γο ρ ία — κλοπή ίσως. Θα ήτα ν πολύ εύκολο για τη σ υ μ μ ο ρ ία να οργανώ σ ουν ένα πολύ απλό θέμα σαν κι α υτό . Και πώς θα μπ ορούσ α ν ’ αποδείξω την α θω ό τη τά μου; Θα είχαν κα τηγορ ήσ ει το Χάρρυ Ρέιμπορν για τη ν κλοπή σ του Ν τε Μ π έερ κι εκείνος δεν είχε κα ταφ έρει να του ς α ντικρ ο ύ σ ει, αν και είχα ελάχισ τες α μ φ ιβ ο λίες πως ήταν εντελώ ς αθώ ος για τη ν κ α τη γο ρ ία α υτή. Τι π ιθα νότητες είχα εγώ απέναντι σε μια κα λοσ τημ ένη ισ το ρ ία που είχε επινοήσει ο σ υντα γμ α τά ρ χη ς; Έ ριξα μια μηχανική μ α τιά σ το ρολόι και αμέσω ς μια άλλη άποψη του θέμ α τος μου ήρθε στο μυαλό. Κ ατάλαβα αμέσω ς γ ια τί κοίταζε ο Γκάι Π άτζετ το δικό του. Ή τ α ν σχεδόν έντεκα
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
151
και στις έντεκα έφ ευγε το τρ ένο για τη Ροδεσία π αίρνοντας μαζί του όλους τους φ ίλο υ ς μου που θα μπ ορούσ αν να έχουν κάποια επ ιρροή και να με β οηθήσ ουν. Α υτό ς ή ταν και ο λόγος που δεν είχαν κάνει τίπ οτα μέχρι τώ ρα. Από το π ροηγούμενο βράδυ μέχρι της έντεκα σ ήμερα το πρωί ήμουν ασφαλής, α λλά τώ ρα το δίχτυ έσ φ ιγγε γύρω μου. Ά ν ο ιξ α β ιασ τικά τη ν τσ ά ντα μου για να πληρώσω τα ποτά μου και την ίδια σ τιγμή η καρδιά μου σ τα μ ά τη σ ε: μέσα σ την τσ ά ντα μου βρ ισ κότα ν ένα α ν τρ ικ ό π ορ τοφ όλι γεμ ά το χ α ρ το νο μ ίσ μ α τα ! Θα πρέπει να το έβ α λαν μέσα σ την τσ ά ντα μου με μεγάλη δεξιοτεχνία μετά που κατέβηκα από το τραμ. Τότε έχασα την ψ υ χ ρ α ιμ ία μου. Βγήκα β ια σ τικά από του Κ α ρ τρ ά ιτ. Ο ανθρωπ άκος με τη μεγάλη μύτη κι ο α σ τυ νο μ ικό ς διέσ χιζαν το δρόμο. Μ ε είδαν κι ο ανθρω π άκος μ ’ έδειξε με μεγάλες χειρονομίες σ το ν α σ τυ νο μ ικό . Ά ρ χ ισ α να τρέχω. Τον έκρινα μάλον β ρ α δ υ κίνη το σαν α σ τυ νο μ ικό . Θ α είχα το π ρο βάδισ μα. Α λλά δεν είχα κανένα σ χέδιο σ το μ υ α λό μου. Έ τρ ε χα απλά να σώσω τη ζωή μου. Ο κόσμος άρχισε να με κοιτάζει. ' Ενιωσα πως σε λίγα λεπτά θα προσπ αθήσουν να με σ τα μ α τή σουν. Και τό τε μου ήρθε μια ιδέα. — Ο σ ταθμ ός; ρώ τησ α με κομμένη τη ν ανάσα. — Ευθεία κάτω στα δεξιά σας. Ά ν ο ιξ α τα χ ύ τη τα . Επιτρέπεται να τρέχει κανείς για να προ λάβει το τρ α ίνο , α λλά τη ν ίδια σ τιγμ ή άκουσ α β ή μ α τα πολύ κοντά πίσω μου. Ο ανθρω π άκος ήταν πολύ καλός δρομέας. Π ροέβλεπ α πως θα με σ τα μ α το ύ σ ε πριν προλάβω να φτάσω σ την π λα τφ όρμα που έψαχνα. Κ οίταξα το ρολόι — ένα λεπτό πριν από τις έντεκα. Ίσ ω ς να τα κα τά φ ερ να αν πετύχαινε το σ χέδιό μου. Είχα μπει σ τον σ τα θ μ ό από τη ν κύρια είσ ο δο της οδού Ά ν τ ε ρ λ υ για να βγω αμέσω ς από τη ν πλαϊνή έξοδο. Ακριβώ ς απέναντι μου ήταν η πλαϊνή είσ οδος το υ τα χ υ δ ρ ο μ είο υ , του οποίου η κυ ρία είσ οδος ή ταν σ την οδό Ά ν τ ε ρ λ υ . Ό π ω ς το π ερίμενα ο διώ κτης μου συνέχισε, α ντί να με α κολου θήσ ει, να τρέχει ευθεία για να με κόψει ό ταν θα έβγαινα από την κυ ρία είσ οδο ή για να ειδοπ οιήσει το ν α σ τυνομικό. Σ ’ ένα δευ τερ ό λεπ το είχα διασ χίσ ει και πάλι το δ ρ ό μ ο κι
152
Αγκάθα Κ ρίσ η
έμπ αινα πάλι στο σ ταθμ ό. Ετρεχα σαν δ α ιμο νισ μένη . Ή τ α ν ακριβώ ς έντεκα. Το μακρύ τρ α ίν ο είχε αρχίσ ει να κινείται κα θώς έφ τα να σ το σ ταθμ ό. 'Ενας α χθ ο φ ό ρ ο ς προσπάθησε να με σ τα μ α τή σ ει α λλά αποσπάστηκα από το χέρι του και πήδηξα σ το σ καλά κι του τρ α ίνο υ . Α νέβηκα τα δυο σ καλιά κι άνοιξα την πόρτα. Είχα σωθεί! Το τρ α ίν ο άνοιγε τα χ ύτη τα . Π εράσ α με μπ ροστά από έναν ά ντρ α που σ τεκό τα ν μόνος του σ την άκρη της π λατφ όρμας. Του κούνησα το χέρι. — Α ντίο , κ. Π άτζετ, του φώ ναξα. Π οτέ δεν έχω δει άνθρω πο τόσ ο ξαφ νιασ μένο. Μ ε κοίταζε σαν να έβλεπε φ ά ντα σ μα. Δ ύο λεπτά α ρ γό τερ α με σ ταμ άτη σ ε ο ελεγκτής. Π ήρα το α υ σ τη ρ ό μου ύφος. — Είμαι η ιδ ια ιτέ ρ α γ ρ α μ μ α τέα ς του σερ Ευστάθιου Π έν τλερ , του είπα υπεροπ τικά. Σας π αρακαλώ οδηγήσ τε με στο ιδιω τικό του βαγόνι. Η Σουζάν κι ο συντ. Ρέις σ τέκο ντα ν σ το πίσω μέρος του βαγονιού. Κι οι δύο έβγα λαν ένα επ ιφώ νημα έκπληξης μόλις με είδαν. — Γεια σας, μις Ανν, είπε ο συντ. Ρέις, από πού ξεφ υτρ ώ σ α τε; Ν όμιζα πως τα ξιδ εύ ετε για το Ν τάρμπ αν. Τι περίεργο πλά σμα που είσ τε! Η Σουζάν δεν είπε τίπ οτα α λλά τα μά τια της με ρω τούσ α ν χίλια πράγματα. — Πρέπει να π αρουσιαστώ στο α φ εντικό μου, είπα σ ο β α ρά. Πού είναι; — Β ρίσκεται σ το γρ α φ είο το υ — σ το μ εσ α ίο δ ια μ έρ ισ μ α — και υπ αγορεύει μ ’ έναν α κ α το ν ό μ α σ το ρ υ θ μ ό στη δ υ σ τυ χ ι σμένη μις Π έτιγκρου. — Α υτός ο ενθουσ ια σ μ ό ς το υ για δο υ λειά είναι κάτι κα ι νούρ γιο, π αρατήρησα. — Χμ! είπε ο συντ. Ρέις. Νομίζω πως η πρόθεσή το υ είναι να δώσει α ρκετή δο υ λειά στη γ ρ α μ μ α τεία το υ ώστε να τη ν κρ α τήσει α λυσ οδεμένη στη γρ α φ ο μ η χα νή της και σ το δικό της δ ια μ έρ ισ μ α για όλη την υπόλοιπη μέρα. Γέλασα. Μ ετά , α κολο υ θ ο ύμ ενη από το υ ς ά λλου ς δύ ο , έψ α ξα να βρω το σερ Ευστάθιο. Β ημάτιζε πάνω -κάτω σ τον πολύ μικρό χώρο, κα τακλύ ζο ντα ς με κ α τα ρ ρ ά κτες λέξεω ν τη δ υ σ τυ
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
153
χισμένη γρ α μ μ α τέα , την οποία έβλεπα για πρώτη φορά. ' Η ταν μία ψηλή, τετράγω νη γυναίκα, με α υ σ τη ρ ά ρ ούχα , πενς-νε και ύφος γεμ ά το α π ο τελεσ μ α τικό τη τα . Κ ατά λαβ α πως της ήταν δύσ κολο να π αρακολουθήσ ει το σερ Ευστάθιο γ ια τί το μολύβι της πήγαινε σαν τρ ελό κι εκείνη μόρφ αζε ο δυνηρ ά. Μ π ήκα μέσα. — Ή ρ θ α να π αρουσιαστώ , κύριε, είπα με χιούμορ. Ο σερ Ευστάθιος έμεινε σαν σ τήλη ά λ α το ς στη μέση του δ ια μ ερ ίσ μ α το ς και με κοίταξε διακόπ τοντας μία πολύ μπ ερδε μένη φ ράσ η. Η μις Π έτι θα πρέπει, παρά το α π ο τελεσ μ ατικό της ύφος, να είναι πολύ νευρικός τύπος γ ια τί π ετάχτηκε πάνω σαν να είδε ένα τέρας. — Ο Θεός ας με συγχω ρήσ ει! φώ ναξε ο σερ Ευστάθιος. Τι απογίνε ο νεαρός στο Ν τάρμπ αν; — Π ροτιμώ εσάς, το υ είπα γλυκά. — Αγάπη μου, είπε ο σερ Ευστάθιος, μπορείς ν ’ αρχίσ εις να μου κρατάς το χέρι από α υτή τη στιγμή. Η μις Π έτιγκρου έβηξε κι ο σερ Ευστάθιος τρ ά β η ξε β ιασ τικά το χέρι του πίσω. — Α, ναι, είπε. Για να δω, πού είχαμε μείνει; Ναι. Ο Τ αίλμαν Ρος σ την ο μ ιλ ία του σ το — Τι σ υμ β α ίνει; Γιατί δε γράφ εις; — Ν ομίζω , είπε ο συντ. Ρέις ευγενικά, πως η μις Π έτιγκρου έσπασε τη μύτη του μ ο λυβ ιο ύ της. Της το πήρε από το χέρι και το έξυσε. Ο σερ Ευστάθιος κοίταζε έκπ ληκτος κι εγώ το ίδιο. Υπήρχε κάτι σ τον τό ν ο της φω νής του συντ. Ρέις που δεν είχα κα ταλά β ει καθόλου.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 17 (Α π ο σ π ά σ μ α τα α π ό το η μ ε ρ ο λ ό γ ιο το υ σ ερ Ε υ σ τ ά θ ιο υ Π έ ν τλ ε ρ )
Σ κέφ τομα ι να εγκαταλείψ ω τα α π ο μνη μο νεύμα τά μου. Α ντί γι ’ α υ τά θα γράψ ω ένα σ ύ ντο μ ο ά ρ θ ρ ο με τίτλ ο «Οι γ ρ α μ μ α τείς που είχα». Ό σ ο ν α φ ο ρ ά α υ τό το θέμα μοιάζει να έχω χτυπ ηθεί από κάποια μυ σ τή ρ ια ασθένεια. Τη μια σ τιγμ ή δεν έχω κανέναν και την επόμενη πάρα πολλούς. Α υ τό το κα ιρ ό τα ξιδεύω για τη Ροδεσία μ ’ ένα πλήθος γυναικώ ν. Φ υσ ικά ο Ρέις κυ κλοφ ο ρ εί με τις δύο πιο ό μ ο ρ φ ες και εμένα μ ’ α φ ήνει με το σ κιά χτρο. Α υ τό ακριβώ ς μου σ υμβ α ίνει πάντα — και να σ κεφ τεί κανείς πως β ρισ κό μ ασ τε σ το δικό μου ιδιω τικό βαγόνι και όχι του Ρέις. Α κόμη η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ με συνοδεύει στη Ροδεσία με τη ν π ρόφ αση πως είναι προσω ρινή μου γρα μματέας. Ω σ τό σ ο όλο το απ όγευμα ήτα ν με το Ρέις σ την εξω τερική π λα τφ όρ μα του βα γονιού θα υ μ ά ζο ντα ς τη ν ο μ ο ρ φ ιά του Χεξ Ρίβερ Πας. Είναι α λή θ εια πως της είπα ότι το κύ ρ ιο καθήκον της είναι να μου κρα τά το χέρι. Α λλά εκείνη δεν κάνει ο ύτε α υτό . Ίσ ω ς να φ ο β ά τα ι τη μις Π έτιγκρου. Αν είναι έτσι δεν τη ν κατηγορώ . Η μις Π έτιγκρου δεν έχει απ ολύτω ς τίπ ο τα γ ο η τευ τικ ό — είναι μια απ ω θητική γυ να ίκα με τερ ά σ τια πόδια που μοιάζει πιο πολύ με ά ντρ α παρά με γυναίκα. Υπάρχει κάποιο μ υ σ τή ρ ιο σ χετικά με τη ν Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. Π ήδησε πάνω σ το τρ α ίν ο τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμ ή , ξεφ υσ ώ ντας σαν α τμ ομ ηχα νή σαν να είχε μόλις τρέξει σε αγώνες δρ ό μ ο υ — κι όμως ο Π άτζετ μου είχε πει πως τη ν είχε ξεπ ρο βοδίσει για το Ν τάρμπ αν χθες το βρ ά δυ! Είτε ο Π άτζετ τα είχε κοπανίσει πάλι χθες βράδυ ή το κο ρ ίτσ ι α υ τό έχει α σ τρ ικ ό σώ μα! Και ποτέ δεν εξηγεί τίπ οτα . Κανείς δε μου εξηγεί. Ν αι, «οι γρ α μ μ α τείς που είχα» No. 1, ένας δο λοφ όνος που κρ ύ β ετα ι από τη δ ικα ιοσ ύ νη, No. 2, ένας κρυφός α λκοο λικό ς που έχει κακόφ ημες ερω τικές ίντρ ιγκες στη Φ λω ρ εντία, No. 3, ένα ό μορφ ο κορίτσ ι που έχει τη ν πολύ χρήσ ιμη ικ α ν ό τη τα να βρί-
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
155
σ κεται σε δυο μέρη συγχρόνω ς, No. 4, η Μ ις Π έτιγκρ ο υ, που, δεν έχω καμία α μ φ ιβ ο λ ία , είναι σ την π ρ α γμ α τικό τη τα ένας επ ικίνδυνος εγκλη μ α τία ς μετα μ φ ιεσ μ ένο ς σε γ ρ α μ μ α τέα ! Είναι πολύ πιθανόν να είναι ένας από τους ιτα λο ύ ς φ ίλο υ ς το υ Π ά τζετ που μου το ν έχει φ ο ρ τώ σ ει για να με π α ρ ακο λο υ θ εί. Δε θα π αραξενευτώ καθόλου αν κάποια μέρα ο κόσμος α ν α κ α λ ύ ψει πως ο Π άτζετ μ ’ έχει εξαπ ατήσει ο ικτρ ά . Σε γενικές γ ρ α μ μές, νομίζω πως ο Ρέιμπορν ήτα ν ο κα λύτερ ος τη ς παρέας. Π οτέ δε μ ’ ενόχλησε και ποτέ δεν μπλέχτηκε στα πόδια μου. Ο Γκάι Π άτζετ είχε την α να ίδ εια να βάλει το μπ αούλο με τη γ ρ α φ ική ύλη εδώ μέσα. Κανείς μας δεν μπορεί να κινηθεί χω ρίς να πέσει πάνω του. Μ ό λις βγήκα σ την π λα τφ ό ρ μ α π εριμένοντας να γίνει δεκτή η εμ φ ά νισ ή μου με α λα λ α γ μ ο ύ ς ευχαρίσ τησ ης. Κι οι δ υ ο γ υ ναίκες κρέμ οντα ν από το σ τό μ α το υ Ρέις α κού γο ντα ς μία α κ ό μα από τις τα ξιδιω τικές το υ ιστορίες. Θα βάλω μια ταμπ έλα σ ’ α υ τό το βαγόνι — όχι πια το υ σερ Ε υστάθιου Π έντλερ και της παρέας του , α λλά του συντ. Ρέις και το υ χ α ρ εμ ιο ύ του! Και μετά η κ. Μ π λα ιρ ένιω θε τη ν ανάγκη να βγάζει ηλίθιες φ ω τογραφ ίες. Κάθε φ ο ρ ά που σ τρ ίβ α μ ε μια ό μο ρ φ η σ τρ ο φ ή , καθώς α νεβ α ίνα μ ε σ την πλαγιά, εκείνη έβγαζε μια φ ω το γ ρ α φία. — Βλέπετε τι εννοώ ; φώ ναξε μ ’ ενθουσ ια σ μ ό. Θα είναι πολύ ό μ ο ρ φ ο αν μπορεί κανείς να φ ω τογραφ ίσει το μπ ροστινό μέρος του τρ α ίνο υ από το πίσω μέρος έχοντας το βουνό πίσω του. Θα δείχνει τρ ο μ ερ ά επ ικίνδυνο! Π α ρ α τή ρ η σ α πως κανένας δε θα μπ ορούσε να πει πως η φ ω το γρ α φ ία π άρθηκε από το πίσω μέρος του τρ α ίν ο υ . Μ ε κοίταξε με απ ογοήτευσ η. — Θα γράψ ω από κάτω : Π άρθηκε από το τρ α ίν ο , η μηχανή στη σ τροφ ή. — Θ α μπ ορούσες να το γράψ εις κάτω από κάθε φ ω το γ ρ α φ ία που πάρθηκε από το τρ α ίν ο , είπα. Ο ι γυναίκες ποτέ δε σ κέφ τοντα ι α υ τά τα απλά π ράγματα. — Χ αίρομαι που π ερνάμε από δω με το φως τη ς ημέρας, φώ ναξε η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. Π οτέ δε θα έβλεπα α υ τά τα π ρά γμα τα αν είχα φ ύγει χθες το βράδυ για το Ν τάρμπ αν. Έ τσι δεν είναι;
156
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
— Ό χ ι, είπε ο συντ. Ρέις χαμογελώ ντας. Θ α είχες ξυπνήσει την επομένη το πρωί για να βρεθείς στο Κ αρού, μια ζεστή, όλο σκόνη έρ ημ ο γεμ ά τη πέτρες και βράχους. — Χ αίρομαι που ά λλαξα γνώ μη, είπε η Ανν α νασ τενάζοντας ευ χα ρ ισ τημ ένη και κοιτάζο ντας τριγύρω . Ή τ α ν μια πολύ όμ ο ρ φ η θέα, τα ψηλά βουνά τρ ιγύρ ω μας, μέσα από τα οπ οία σ τρ ίβ α μ ε και σ τρ ιφ ο γ υ ρ ίζα μ ε κι α νεβ α ίνα με προς τα πάνω. — Α υ τό είναι το κα λύτερ ο τρ α ίν ο μες στη μέρα για τη Ροδεσία; ρώ τησ ε η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. — Μ ες στη μέρα; φώ ναξε ο Ρέις. Α γαπ ητή μου μις Ανν, υπ άρχουν μόνο τρ ία τρ α ίν α τη βδομάδα. Δ ευ τέρ α , Τ ετάρτη και Σάββατο. Α ντιλα μ β ά νεσ α ι πως δε θα φ τά σ ο υ μ ε σ τους κα τα ρ ρ ά κτες μέχρι το επόμενο Σ άββατο; — Μ έχρ ι τό τε θα γνω ρ ισ το ύ με κα λύτερ α μεταξύ μας, είπε η κ. Μ π λα ιρ πονηρά. Π όσο κα ιρ ό σκοπεύετε να μείνετε στους κα ταρρά κτες, σερ Ευστάθιε; — Ε ξαρτάται, είπα επ ιφ υλακτικά. — Από τι; — Από το πώς θα πάνε τα π ράγματα στο Γιοχάνεσμπουργκ. Η αρχική μου σκέψη ήτα ν να μείνω μία ή δύο μέρες στους Κ ατα ρ ρ ά κτες — που ποτέ δεν έχω δει, αν και είναι α υ τό το τρ ίτο μου τα ξίδ ι σ την Α φ ρ ικ ή — και μετά να πάω σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ και να μελετήσω τη ν κα τάσ τα σ η σ το Ραντ. Στην πατρίδα, ξέρετε, θεω ρούμαι α υθ εντία σ την πολιτική της Ν ότιας Α φρικής. Α λλά α π ’ όσα ακούω , το Γιοχάνεσμπ ουργκ θα πρέ πει να είναι ένα πολύ δ υ σ ά ρ εσ το μέρος να επ ισκεφ θεί κανείς μετά από καμιά βδομά δα. Δε θέλω να μελετήσω τη ν κ α τά σ τα ση στη μέση του ξεσπάσματος μιας επανάστασης. Ο Ρέις χαμογέλασ ε με μ ά λλο ν υπεροπ τικό τρόπο. — Νομίζω πως οι φ όβ οι σας είναι υπ ερβολικοί, σ ερ Ευστά θιε. Δε θα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος σ το Γιοχάνεσμπουργκ. Ο ι γυναίκες αμέσως το ν κο ίταξαν με ύφος: τι γενναίος που είσ τε! Α υ τό με ενόχλησε α φ ά ντα σ τα . Έχω το ίδιο θ ά ρ ρ ο ς μ ’ εκείνον — απλά υστερώ στη σ ιλο υ έτα . Α υ το ί οι ψ ηλοί, α δ ύ ν α το ι, ηλιοκαμένοι ά ντρες τα έχουν όλα. — Φ αντά ζομ αι πως θα είσαι κι εσύ εκεί, είπα ψυχρά. — Πολύ πιθανόν. Μ π ο ρ εί να τα ξιδέψ ο υ με μαζί.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
157
— Δεν είμα ι καθόλου σ ίγουρος πως θα μείνω έστω και λίγο στους κα τα ρ ρ ά κτες, είπα χω ρίς να δεσμευτώ . Για τί ο Ρέις έχει τόση επ ιθυμία να πάω σ το Γιοχάνεσ μπ ουργκ; Π ιστεύω πως επ οφ θα λμιά την Ανν. — Π οια είναι τα σχέδια σου, Μ ις Ανν; — Εξαρτάται, του απάντησε εκείνη επ ιφ υ λα κτικά σαν κι εμένα. — Ν όμιζα πως ήσουν γρ α μ μ α τέα ς μου, π αρατήρησα. — Ω , μ ’ έχετε π αραμερίσ ει. Κ ρ ατο ύ σ ατε το χέρι της μις Π έτιγκρου όλο το απόγευμα. — Ό , τ ι και να έκανα σε διαβεβ αιώ πως μόνο α υτό δεν έκανα, τη διαβεβαίω σα. Πέμπτη βράδυ. Μ ό λις φ ύγα μ ε από το Κίμπερλυ. Ο Ρέις α ναγκά σ τη κε να διηγηθεί πάλι την ισ τορ ία της κλοπής τω ν διαμα ντιώ ν. Γιατί οι γυναίκες ενθου σ ιά ζοντα ι τό σ ο πολύ με ό,τι έχει να κάνει με δ ια μ ά ντια ; Τελικά η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ μας αποκάλυψ ε το μυ σ τή ρ ιο που την καλύπτει. Φ αίνετα ι πως είναι α ντα π ο κρ ίτρ ια κάποιας εφ ημερίδα ς. Έ σ τειλε ένα μακροσκελές τη λ εγ ρ ά φ η μ α από το Ντε Ά α ρ σ ήμερα το πρωί. Κι αν κρίνω από το κο υβ εντο λό ι που συνεχίσ τηκε σχεδόν όλη τη νύχτα στο δια μ έρ ισ μ α της κ. Μ π λα ιρ , θα πρέπει να της διάβ α ζε όλα τα ειδ ικά ά ρ θ ρ α τη ς για τα επ όμενα χρόνια. Φ αίνετα ι πως όλο α υ τό το δ ιά σ τη μ α ή ταν στα ίχη το υ «αν θρώπου με το καφέ κοστούμι». Είναι φ α νερ ό πως δεν το ν εν τό πισε πάνω στο Κ ιλμόρντεν — σ τη ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα , δεν είχε καν την ευ κα ιρ ία , α λλά τώ ρ α είναι πολύ απασχολημένη τη λ ε γρα φ ώ ντα ς την π α τρίδα : Πώς ταξίδεψ α μ ’ ένα δο λο φ ό νο , επι νοώ ντας διά φ ορ ες φ α ντα σ τικές ισ τορ ίες το υ τύπ ου: «Τι μου είπε», κ.λπ. Ξέρω πώς γίνο ντα ι α υ τά τα πράγματα. Το ίδιο κάνω κι εγώ με τ ’ α π ο μ νη μ ο νεύμ α τά μου, ό τα ν μ ' αφήνει ο Π άτζετ. Και φ υσ ικά κάποιος από το υ ς επ αγγελματίες το υ Ν ά σμπυ θα μεγαλώ σει κι ά λλο τις λεπ τομέρειες έτσι ώστε ό τα ν το ά ρ θ ρ ο θα δ η μ ο σ ιευ τεί σ την «Ντέϊλυ Μπάτζετ», ο Ρέιμπορν δε θ ’ αναγνω ρίσ ει τον εα υτό του. Π άντω ς η κοπέλα είναι πολύ έξυπνη. Μ ό νη της όπως φ α ί
158
Α γκάθα Κ ρίστι
νετα ι α νακά λυψ ε τη ν τα υ τό τη τα τη ς γυναίκας που δ ο λο φ ο ν ή θηκε σ το σπίτι μου. Ή τ α ν μια ρω σίδα χ ο ρ εύ τρ ια που την έλεγαν Ν αντίνα. Ρώτησα τη ν Ανν Μ π έντινγκφ ελντ αν ή τα ν σ ί γουρ η γ ι ’ α υτό. Μ ο υ απάντησε πως ήταν απλά ένα λογικό σ υμπ έρα σ μ α — με τον τρόπ ο το υ Σέρλοκ Χολμς. Ω σ τόσ ο, φ α ντά ζο μ α ι πως το τη λεγρ ά φ η σ ε σ το ν Νάσμπυ σαν α π οδε δειγμ ένο γεγονός. Ο ι γυναίκες έχουν α υτή τη δ ιαίσ θ η σ η — δεν έχω κα μία α μ φ ιβ ο λία πως η Ανν Μ π έντινγκφ ελντ έχει απ όλυτο δ ίκιο σ τα σ υμπ ερά σ μ ατά της — α λλά μου φ α ίνετα ι παράξενο να το παραδεχτώ σαν λογικό συμπ έρασμα. Επίσης πώς μπήκε σ το προσωπικό της Ν τέιλυ Μ π ά τζετ ξε περνά τη φ α να τσ ία μου. Α νήκει όμω ς σ το είδος τω ν γυναικώ ν που μπ ορούν να κ α τα φ έρ ο υ ν τα πάντα. Είναι γεμ ά τη από α πρόβλεπτες ενέργειες που κρ ύ β ο υν μια α κ α τα ν ίκ η τη α π ο φ α σ ισ τικό τη τα . Αν κρίνω πως μπήκε σ το ιδ ιω τικό μου βαγόνι!... Αρχίζω πάντως να υπ οπ τεύομαι το για τί. Ο Ρέις είπε κάτι σ χετικό με τις υποψίες της α σ τυ νο μ ίες πως ο Ρέιμπορν έφ υγε για τη Ροδεσία. Θα μπ ορούσε να φ ύγει με το τρ α ίν ο της Δ ευ τέρας. Έ σ τειλα ν τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα σε όλους τους σ ταθμ ούς, α λλά κανένας με την π εριγραφ ή του δε θεάθηκε μέχρι τώ ρα. Είναι ένας πολύ επ ινοητικός νεραός και γνω ρίζει καλά τη ν Α φ ρική. Μ π ορεί κά λλισ τα να μ α τα μ φ ιέσ τη κ ε σε μια γυ να ίκα Κ αφ ίρ — και η α σ τυ νο μ ία να εξακο λο υ θ εί να ψάχει για έναν ό μ ο ρ φ ο νερό μ ’ ένα σ ημάδι σ το μ ά γο υλο και ν τυ μ ένο με τη ν τελ ευ τα ία λέξη της Ευρωπαϊκής μόδας. Π οτέ δεν κα τά λα β α καλά α υτή την ισ τορ ία με το σημάδι. Πάντως η Ανν Μ π έντιγκφ ελντ βρίσκεται σ τα ίχνη του. Θέλει να έχει όλη τη δόξα ανακα λύπ τοντάς το ν μόνη της για τη «Ντέι λυ Μπάτζετ». Ο ι νεαρές γυναίκες είναι πολύ ψ ύχραιμες τη σ η μερινή εποχή. Της υπέδειξα πως α υ τό που έκανε δεν τα ιρ ιά ζει και πολύ σε μια γυ ναίκα. Μ ε κοροΐδεψ ε. Μ ε διαβ εβ αίω σ ε πως αν τα κα τάφ ερνε είχε κάνει τη ν τύχη της. Βλέπω πως ο ύτε και του Ρέις του αρέσει α υτό . Ίσ ω ς ο Ρέιμπορν να βρ ίσ κεται πάνω σ ’ α υ τό το τρ α ίνο. Αν είναι μπορεί όλοι να β ρ εθούμε δ ο λ ο φ ο νημένοι στα κρ εβ ά τια μας. Το είπα σ τη ν κ. Μ π λα ιρ — α λλά έδειξε να της αρέσει α υτή η ιδέα και π αρτήρησ ε μ ά λισ τα πως αν με δ ο λο φ ο νο ύ σ α ν η Αν θα μπ ορούσε να γράψ ει ένα α π ίθ α νο ά ρ θ ρ ο ! Τ ρομερό ά ρ θ ρ ο μα τη ν α λήθ εια !
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
159
Α ύ ρ ιο θα διασ χίσ ουμε το Μ π εχουα νάλα ντ. Η σκόνη θα είναι φ οβερή. Επίσης σε κάθε σ τα θ μ ό , μικρά παιδιά τω ν Κ αφ ίρ α νε βα ίνουν σ το τρένο και σου π ουλούν γρ α φ ικά ξύλινα ζωάκια που σ καλίζου ν μόνα τους στο ξύλο. Επίσης καλαμπ οκένια μπωλ και κα λάθια. Φ οβάμαι πως η κ. Μ π λα ιρ θα τρ ελ α θ εί μ ’ όλα α υτά . Α υτά τα π αιχνιδάκια έχουν μια π α ιδ ιά σ τικη γο η τεία και νομίζω πως θα της α ρ έσ ο υν πολύ. Π αρα σκευή βράδυ. Ό π ω ς το φ ο β ή θ η κα , η κα Μ π λα ιρ και η Αν α γόρ ασ αν σ α ρ ά ντα εννιά ξύλινα ζώα!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 18 (Σ υ ν έ χ ε ια σ τη δ ιή γ η σ η τη ς Α ν ν )
Ε υχαρισ τήθηκα πάρα πολύ το τα ξίδι μέχρι τη Ροδεσία. Κά θε μέρα υπήρχε κάτι κα ινο ύ ρ ιο και σ υνα ρ π α σ τικό να δεις. Π ρώ τα-π ρώ τα το φ α ντα σ τικ ό τοπ ίο στο Χεξ Ρίβερ Βάλεϋ, μετά το μεγαλείο της ερήμ ου σ το Κ αρού και τελικά η π ανέμορφ η ευ θ εία έκτασ η του Μ π εχο υά ναλα ντ και τα χ αρ ιτω μένα ξύλινα π αιχνίδια που έφ ερα ν να π ουλήσ ουν οι ιθαγενείς. Η Σουζάν κι εγώ σχεδόν ξεχνιόμ ασ τα ν σε κάθε σ ταθ μ ό — αν μπορεί κανείς να του ς ονομά σει σ ταθμούς. Μ ο υ φ α ιν ό τα ν πως το τρ α ίν ο σ τα μ α το ύ σ ε όποτε ήθελε και μόλις σ τα μ α το ύ σ ε εμ φ α νίζο ντα ν από το ά δ ειο τοπ ίο ορδές ντόπ ιω ν κρα τώ ντας καλαμπ οκένια δοχεία και ζαχα ροκάλα μα και α ξιο λ ά τρ ευ τα ξύλινα ζωάκια. Η Σουζάν ά ρχισε αμέσως να κάνει σ υλλογή α π ’ α υτά. Α κολούθησ α το π α ράδειγμά της — τα π ερισ σ ότερα α π ’ α υτά κόσ τιζαν ένα «τίκι» (τρεις πέννες) και το καθένα ήταν δ ια φ ο ρ ετικό . Υπήρχαν κα μη λο π α ρ δάλεις και τίγρ εις και φ ίδ ια και μία α φ ρ ικα νική α ντιλόπ η με μελαγχολικό ύφος και π αρά ξενοι μ ικροί μ α ύροι πολεμιστές. Δ ια σ κεδά σ α με α φ ά ντα σ τα . Ο σερ Ευστάθιος προσπάθησε να μας σ υγκροτήσ ει — αλλά χωρίς απ οτέλεσμα. Α κόμα σ κέφ το μ α ι πως ή ταν θ α ύ μ α που δε μας ά φ ησ αν σε κα μιά όαση στη διά ρ κεια του τα ξιδ ιο ύ . Στη Ν ό τιο Α φ ρική τα τρ α ίν α δε σ φ υρ ίζο υ ν και δεν ξεκινούν με μεγάλη βιάση. Απλά γλισ τρ ο ύ ν ήσυχα στις γρ α μμές κι έχεις χρόνο να διακόψ εις τα π α ζα ρ έμα τά σου και να τρέξεις να τα προλάβεις. Η κατάπ ληξη της Σουζάν ό τα ν με είδε να σ καρφ αλώ νω στο τρ α ίνο στο Κέηπ Τάουν δεν π εριγρά φ ετα ι. Εξετάσαμε εξα ν τλ η τικά την κα τάσ τα σ η το πρώτο κιόλας βράδυ. Μ ιλ ο ύ σ α μ ε σχε δόν τη μισή νύχτα. Για μένα ήταν πια ξεκάθα ρο πως έπρεπε να υ ιο θ ετή σ ο υ μ ε α μ υντική τα κτική όσο κι επ ιθετική. Τ αξιδεύοντας με το σερ Ευστάθιο και τη σ υ ντρ ο φ ιά το υ δεν κινδύνευα καθόλου. Εκεί νος κι ο συντ. Ρέις ήταν θ α υ μ ά σ ιο ι προστάτες και πίστευα πως οι εχθροί μου δεν το λμ ο ύ σ α ν να κάνουν κάτι όσο ήμουν τόσ ο κοντά τους. Εξάλλου, όσο κα ιρ ό ήμουν μαζί με το σερ Ευστά-
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
161
θιο, είχα κα τά κάποιο τρόπ ο επαφή με το ν Γκάι Π ά τζετ — κι ο Γκάι Π άτζετ ήταν το κλειδί το υ μ υ σ τη ρ ίο υ . Ρώτησα τη Σουζάν αν, κατά τη γνώ μη της, ήταν πιθανό να είναι ο ίδιος ο Π άτζετ ο σ υντα γμα τάρχης. Η υπ αλληλική του θέση ή ταν βέβαια α ν τί θετη μ ’ αυτή την υπόθεση, α λλά με είχε εντυπ ω σιάσει καναδυο δυο φ ορές πως, παρά τους α ρ ισ το κ ρ α τικ ο ύ ς το υ τρόπ ους, ο σερ Ευστάθιος επ ηρεαζόταν πολύ από το γ ρ α μ μ α τέα του. ' Ηταν άνθρωπος νωθρός κι ένας επιδέξιος γρα μματέας θα μπο ρούσε εύ κολα να τον έχει του χεριού του. Η σ υ γκρ ιτικά σ κο τεινή θέση του θα μπορούσε σ την π ρ α γμ α τικό τη τα να του είναι πολύ χρήσ ιμη, α φ ού η μόνη το υ φ ρ ο ν τίδ α ή ταν ν ’ α π ο φ εύγει τη δημ ο σ ιό τη τα . Ω σ τό σ ο η Σουζάν α ντέκρ ο υσ ε πολύ έντονα α υτή τη σκέψη. Α ρ νιό τα ν να πιστέψει πως ο Π άτζετ ήτα ν ο αρχηγός. Ο α λ η θ ι νός εγκέφαλος — ο σ υντα γμα τάρ χη ς — β ρ ισ κό ταν κάπου στην α φ ά νεια και μά λλον ήταν κιόλας στην Α φ ρική πριν α κόμ α φ τά σ ουμε εμείς. Συμφώ νησ α πως α υτή η άποψη ή ταν σ υζη τή σ ιμ η , α λλά δε με ικανοπ οιούσ ε απ όλυτα. Γιατί σε κάθε ύποπτη περίσταση ο Π ά τζετ εμ φ α νιζό τα ν σαν να διεύθ υ νε α υτός τα πάντα. Ή τ α ν α λήθ εια πως από την προσω π ικότητά του έλειπε η α σ φ ά λεια κι η α π ο φ α σ ισ τικό τη τα που θα περίμενε κανείς από έναν εγ κλη μ α τικό εγκέφ α λο — α λλά σ το κάτω -κάτω , σύμφ ω να με τα λεγά μενα του συντ. Ρέις, ο μ υ σ τη ρ ιώ δη ς αρχηγός οργάνω νε τα πάντα και σ υμμ ετείχε μόνο εγκεφ α λικά και συχνά α υτό σ υμβα δίζει με ένα ά το λ μ ο κι α δ ύ ν α μ ο π αρουσ ιασ τικό. — Τώρα μιλάει η κόρη του κα θηγητή, με διέκοψ ε η Σουζάν ότα ν έφ τα σ α σ ’ α υ τό το επ ιχείρημα. — Είναι α λήθ εια πάντως. Από τη ν άλλη π λευρά ο Π άτζετ μπορεί να είναι ο Μ εγά λο ς Βεζύρης ή η Α υτο ύ Π αναγιότης! Έ μ εινα σιωπηλή για ένα -δύ ο λεπτά και μετά συνέχισα ο νειρ ο πόλα: Π ολύ θα ήθελα να ξέρω πώς έκανε τα λ εφ τά το υ ο σερ Ευστάθιος! — Τον υποπτεύεσαι πάλι; — Σουζάν, β ρ ίσ κο μ α ι σ την κα τάσ τα σ η που ά θελά μου υ ποπ τεύομαι του ς πάντες! Δεν το ν υποπτεύομαι στ ’ α λήθ εια — αλλά, σ το κάτω -κάτω , είναι ο ερ γο δό τη ς του Π άτζετ και δικό του είναι το Μ ιλ Χάουζ.
162
Αγκάθα Κ ρίστι
— Έχω ακούσ ει πως έκανε τα λεφ τά του με τρόπ ο που δεν έχει ιδ ια ίτερ η διάθεσ η να εξηγήσει, είπε η Σουζάν σ κεφ τικά. Α υ τό όμω ς δε σ ημαίνει α να γκα ία έγκλημ α — θα μπ ορούσε να είναι πινέζες ή δ υ να μ ω τικά για τα μα λλιά ! Σ υμφώ νησα με θλίψη. — Ελπίζω, είπε η Σουζάν με κάποια α μ φ ιβ ο λ ία , πως δεν έχουμε πάρει λά θος δρόμο. Εννοώ να έχουμε οδη γη θ εί σε λά θος ίχνη έτσι όπως υπ οθέτουμε τη ν ενοχή το υ Π άτζετ. Κι αν, π α ρ ’ όλα α υ τά , είναι ένας κ α θ ’ όλα έντιμ ο ς άνθρωπος; Σ κέφ τηκα α υτή τη ν π ιθανότητα για ένα -δυο λεπτά και μετά κούνησ α το κεφάλι μου. — Δεν μπορώ να πιστέψω κάτι τέτο ιο . — Π άντω ς έχει τις εξηγήσεις του για τα πάντα. — Ν.,.ναι, α λλά δεν είναι και τόσ ο πειστικές. Για παράδειγμα το βράδυ που προσπάθησε να με πετάξει στη θάλα σ σ α πάνω στο Κ ιλμόρντεν, ισχυρίζεται πως α κολο υ θ ο ύσ ε το Ρέιμπορν στο κα τάσ τρω μα και πως εκείνος γύρισ ε πίσω και το ν χτύπησε. Εμείς ξέρουμ ε πως α υ τό δεν είναι αλήθεια. — Ν αι, συμφ ώ νησ ε α π ρόθυμα η Σουζάν. Α λλά α κούσ αμε την ισ το ρ ία του από δ εύ τερ ο χέρι, από το σερ Ευστάθιο. Αν την είχαμ ε ακούσ ει από το ν ίδιο το ν Π άτζετ μπορεί να ήταν δ ια φ ο ρ ετική . Ξέρεις πώς γίν ετα ι, οι άνθρωποι πάντα α λλάζο υν κάπως μια ισ τορ ία ότα ν την επ αναλαμβάνουν. Σκέφ τηκα για λίγο α υτή τη ν άποψη. — Ό χ ι, είπα τελικά . Δε βλέπω διέξοδο. Ο Π άτζετ είναι ένοχος. Δεν μπ ορούμε ν ’ αγνοήσ ουμε το γεγονός τη ς προσ π ά θ ειά ςτο υ να με πετάξει στη θάλασσα. Γιατί επιμένεις τόσ ο σ ’ α υτή ν τη σκέψη σου; — Εξαιτίας του προσώπου του. — Του προσώπου το υ ; Μ α... — Ν αι, ξέρω τι θα πεις. Είναι κα ταχθ ό νιο πρόσωπο. Α υ τό ακριβώ ς εννοώ. Κανένας άνθρω πος με κα τα χθ ό νιο πρόσωπο δε θα μπ ορούσε να είναι σ τ ’ α λήθ εια καταχθόνιος. Πρέπει να π ρόκειται για ένα κολοσ σ ια ίο α σ τείο της φύσης! Δεν πίστευα και πολύ στο επ ιχείρημα της Σουζάν. Γνωρίζω α ρ κετά γύρω από τη φ ύση τω ν παρελθόντω ν αιώνων. Αν η φ ύση έχει κάποια αίσ θησ η το υ χ ιο ύ μ ο ρ , δεν το δείχνει και πολύ. Η Σουζάν είναι το είδος το υ ανθρώ π ου που απ οδίδει
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
163
στη φ ύσ η τα δικά της χα ρ α κτη ρ ισ τικά . Συνεχίσαμε τη σ υζήτησ η με τα άμεσ α σχέδιά μας. Μ ο υ φ α ινό τα ν πια α ναγκα ίο να ξεκαθαρίσω κάπως τη θέση μου. Δεν μπ ορούσ α να συνεχίσω για πάντα α π οφ εύγοντας τις εξη γήσεις. Τη λύση την είχα ω στόσο έτο ιμ η παρόλο που δεν το είχα σ κεφ τεί μέχρι τώ ρα. Η «Ντέιλυ Μ πάτζετ»! Η σιωπή μου ή οι απ οκαλύψ εις μου δεν μπ ορούσ αν πια να π ειράξουν το Χ άρ ρυ Ρέιμπορν. Τον είχαν εντοπίσει σαν το ν άνθρω π ο με το καφέ κοσ τούμ ι χωρίς τη δική μου παρεμβολή. Θ α μπ ορούσ α να τον βοηθήσω κα λύτερ α αν έδειχνα πως είμα ι ενα ντίο ν του. Ο σ υ ν τα γμ α τά ρ χη ς και η σ υμ μ ο ρ ία του δε θα πρέπει να έχουν καμία υποψία πως υπάρχει φ ιλική διάθεση ανάμεσα σε μένα και στον άνθρωπο που είχαν διαλέξει σαν θ ύμα για να το υ φ ο ρ τώ σ ο υν το φ όνο του Μ ά ρ λ ο ο υ . Α π ' όσα γνώ ριζα, η δ ο λο φ ο νη μ ένη γυναίκα δεν είχε ακόμ α αναγνω ρισ τεί. Θα μπ ορούσα να τη λ ε γραφήσ ω στο Λ όρδο Νάσμπυ και να πω πως ήταν η διάσ ημη χ ο ρ εύ τρ ια Ν αντίνα που είχε ενθουσ ιάσει τόσ ο το Π αρίσι. Μ ο υ φ α ινό τα ν α κ α τα ν ό η το πώς δεν είχε ακόμ α α ναγνω ρ ισ τεί — αλλά έμ α θα π ερισ σ ότερα γι ’ α υ τό α ρ γό τερ α ό τα ν είδα πόσο φ υσ ικό ήταν. Η Ν αντίνα δεν είχε ποτέ εμ φ α νισ τεί σ την Α γγλία κα τά τη δ ιά ρ κεια της επ ιτυχημένης της κα ρ ιέρ α ς σ το Π αρίσι. Ή τ α ν άγνω στη στο κοινό του Λ ονδίνου. Ο ι φ ω το γρ αφ ίες το υ θ ύ μ α τος του Μ ά ρ λ ο ο υ σ τις εφ η μερ ίδες ή ταν τόσ ο θολές και π α ρα μορφ ω τικές που δεν ήταν διό λο υ παράξενο που κανένας δεν την αναγνώ ρισε. Και, από τη ν ά λλη πλευρά, η Ν αντίνα είχε κρατήσει το τα ξίδ ι της σ την Α γγλία απ όλυτα μυστικό. Την επό μενη του φ όνου ο μά νατζέρ της είχε λάβει ένα γρ ά μμα της με το οποίο τον π ληροφ ορ ούσ ε για τη ν επ ιστροφ ή της στην πα τρ ίδ α για λόγους α υ σ τη ρ ά προσω πικούς και πως εκείνος έπ ρε πε να κάνει τις κα λύτερες δ ιαπ ρ αγμα τεύσ εις σχετικά με την αθέτησ η του σ υμ β ο λα ίο υ της. Ό λ α α υτά φ υσ ικά τα έμ αθα α ργότερα . Μ ε την πλήρη σ υγ κατάθεση της Σουζάν, έσ τειλα ένα μακροσκελές τη λ εγ ρ ά φ η μ α από το Ν τε Ά α ρ . Έ φ τα σ ε σε σωστή ψ υχολογικά σ τιγμή (αλλά κι α υτό το έμ αθα α ργότερ α ). Η «Ντέιλυ Μπάτζετ» είχε ανάγκη από κάποια θ εα μ α τική είδηση. Η υπόθεσή μου είχε πιστοπ οι ηθεί ως σωστή και η «Ντέιλυ» είχε τη ν είδηση της ζωής της.
164
Α γκάθα Κ ρίστι
«Το θ ύ μ α το υ φ ό ν ο υ σ το Μ ιλ Χ ά ο υ ζ α ν α γ ν ω ρ ίζ ε τα ι α π ό τ η ν ε ιδ ικ ή α ν τ α π ο κ ρ ίτ ρ ιά μα ς. Κ α ι τ α λ ο ιπ ά : Η α ν τ α π ο κ ρ ίτ ρ ιά μ α ς τα ξ ιδ ε ύ ε ι μ ε το δ ο λ ο φ ό ν ο . Ο ά ν θ ρ ω π ο ς μ ε το κ α φ έ κ ο σ το ύ μ ι. Π ώ ς ε ίν α ι σ τ η ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα ...»
Τα βασικά γεγονότα τη λ εγ ρ α φ ή θ η κ α ν φ υσ ικά στις Ν ο τιο α φ ρικά νικες εφ ημερίδες, α λλά εγώ διάβ α σ α τα δικά μου μεγάλα ά ρ θ ρ α πολύ α ρ γό τερ α ! Π ήρα τη σ υγκα τάθεσ η και τις οδηγίες με τη λ εγ ρ ά φ η μ α σ το Μ π ο υλα β άγιο . Α νήκα σ το προσωπικό της «Ντέιλυ Μ πάτζετ» και δέχτηκα μ ά λισ τα και τα προσωπικά σ υ γχ α ρ η τή ρ ια του Λ όρ δο υ Νάσμπυ. Είχα όλη τη δ ικ α ιο δ ο σ ία να κυνηγήσω το δ ο λοφ ό νο και εγώ, μόνον εγώ, γνώ ριζα πως ο δ ο λοφ όνος δεν ήταν ο Χάρρυ Ρέιμπορν! Α λλά ας έμεναν τα π ρά γμα τα έτσι — προς το παρόν το υ λά χισ το ν. Φ τά σ α μ ε σ το Μ π ουλα β ά γιο νω ρίς το Σάββατο το πρωί. Το μέρος με απ ογοήτευσ ε. Έ κανε πολλή ζέστη και δε μου άρεσε το ξενοδοχείο. Επίσης ο Σερ Ευστάθιος έκανε συνέχεια μο ύ τρ α. Νομίζω πως α υ τό που το ν ενοχλούσε ή ταν τα ξύλινα ζώα μα — ιδ ια ίτε ρ α η μεγάλη καμηλοπ ά ρδαλη. Ή τ α ν μια τερ ά σ τια κα μηλοπ ά ρδαλη μ ’ έναν απίθανο λα ιμ ό , γλυκά μ ά τια και θ λ ι βερή ουρά. Είχε χα ρ α κτή ρ α . Είχε γ ο η τεία . Ή δ η ξεκινούσ αμε μία σ χετική δια φ ω νία σχετικά σε ποιον ανήκει, σε μένα ή στη Σουζάν. Κι οι δυο είχαμε δώσει από ένα τίκι για τη ν α γορ ά της. Η Σουζάν έφ ερνε σαν επ ιχείρημα τη ν η λικία της και το γεγονός πως ήτα ν παντρεμένη. Εγώ ισ χυ ρ ιζό μο υ ν πως ήμουν η πρώτη που πρόσεξε τη ν ο μ ο ρ φ ιά της. Στο μεταξύ, πρέπει να το παραδεχτώ , κα ταλά μβ ανε μεγάλο χώ ρο στο σ τενό π εριβάλλον μας. Η μ ετα φ ο ρ ά σ α ρ ά ντα εννέα ξύλινω ν ζώων, που όλα είχαν ένα άβ ολο σχήμα και ή ταν φ τ ι αγμένα από εύ θ ρ α υ σ το ξύλο, παρουσίαζε ένα α ληθ ινό πρό βλημα. Δ ύο α χθοφ όρ οι φ ο ρ τώ θ η κα ν ένα σω ρό ζώα ο καθένας — και ο ένας μ ά λισ τα έριξε κάτω μία ο μ ά δ α χαρ ιτω μένω ν σ τρ ο υθ ο κα μ ή λω ν σπάζοντας τα κεφ ά λια τους. Η Σουζάν κι εγώ κουβ αλήσ αμε όσα μπ ορέσαμε, ο συντ. Ρέις βοήθησ ε κι έσπρωξα τη μεγάλη κα μηλοπ ά ρδαλη σ την α γκαλιά το υ σερ Ευστάθιου. Α κόμα και η πολύ α υσ τη ρ ή μις Π έτιγκρου δε γ λ ύ τω σε, στη μ ερίδα της έπεσαν ένας χοντρός ιπποπόταμος και δυο μα ύροι πολεμιστές. Είχα τη ν αίσ θησ η πως η μις Π έτιγκρ ου
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
165
με α ντιπ αθούσε. ' Ισως να με θεω ρούσε απλά ένα ξεδιάντροπ ο θρι^σύ θηλυκό. Πάντω ς με απέφευγε όσ ο πιο πολύ μπορούσε. Και το πιο α σ τείο α π ’ όλα ή ταν πως το πρόσωπό της μου φ α ιν ό τα ν α μ υ δ ρ ά γνω στό αν και δεν μπ ορούσα να το το π ο θ ε τήσω πουθενά στις αναμνήσ εις μου. Ξ εκο υ ρ α σ τή κα μ ε το μ εγα λύ τερ ο μέρος το υ πρω ινού και το απ όγευμα πήγαμε με το α υ το κ ίν η το σ το Μ α τό π ο ς για να επισ κεφ θούμε τον τά φ ο του Ρόουντς. Δ η λαδή επ ρόκειτο να πάμε όλοι εκεί, α λλά τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμή ο σερ Ευστάθιος α π ο σ ύρ θηκε. ' Η ταν τόσ ο κα κοδ ιά θ ετο ς όσο και το πρωί που φ τά σ α μ ε σ το Κέηπ Τάουν — ότα ν είχε πετάξει σ το πάτω μα τα ρ ο δά κινα που έλιω σαν! Ή τ α ν φ α νερ ό πως οι πολύ πρωινές αφ ίξεις δεν τα ίρ ια ζα ν σ το τα μ π ερα μ έντο του. Έ β ρισ ε τους α χθοφ όρους, έβρισ ε του ς σ ερ β ιτό ρ ο υς στο πρωινό, έβρισ ε όλη τη δ ιεύ θ υ ν ση του ξενοδοχείου και σ ίγο υ ρ α θα ήθελε πολύ να βρίσει και τη μις Π έτιγκρου που π ερ ιφ ερ ό τα ν ο λό γυ ρ α μ ’ ένα μολύβι κι ένα σ η μ ειω μ α τά ρ ιο στο χέρι, α λλά δε νομίζω πως ο σερ Ευ σ τά θιος θα το λμ ο ύ σ ε ποτέ να βρίσει τη μις Π έτιγκρου. Κ α τά φ ερα μόλις να γλυτώ σω τη ν αγαπημένη μας καμηλοπ ά ρδαλη. Έ νιω σα πως ο σ ερ Ευστάθιος θα τη ν πέταγε ευχαρίστω ς στο πάτωμα. Για να επ ισ τρέφ ουμε σ την εκδρομή μας, μετά τη ν απόφαση του Σερ Ευστάθιου, η μις Π έτιγκρ ου είπε πως θα έμενε κι εκείνη για τη ν περίπτωση που θα τη χρειαζότα ν. Και τη ν τελ ευ τα ία σ τιγμή η Σουζάν έσ τειλε ένα μήνυμα για να πει πως είχε π ονο κέφαλο. Έ τσι φ ύγα μ ε μόνον ο συντ. Ρέις κι εγώ. Είναι παράξενος άντρας. Δεν το π α ρ ατηρ εί κανείς ότα ν β ρ ί σκεται ανάμεσα σε άλλους ανθρώπους. Α λλά, ό ταν είσαι μόνος μαζί το υ , η αίσ θησ η της π ροσω π ικότητάς του γίνετα ι κα ταπ ι εστική. Γίνεται ακόμ η πιο σιωπηλός κι όμως α υτή η σιωπή μοιάζει να λέει π ερισ σ ότερα α π ’ όσα θα ’ λεγαν τα λό για του. Έ τσι ήταν κι εκείνη τη μέρα όση ώρα διασ χίζαμε τη ν περι οχή με τους κα φ εκίτρ ινο υς θάμνους. Τα πάντα ήταν παράξενα σιωπηλά — εκτός από το α υ το κ ίν η τό μας, το οποίο νομίζω ήταν το πρώτο Φ ορ ντ που είχε φ τια χ τεί από ανθρώ πους! Η τα π ετσ α ρ ία του ήταν κο υρ ελια σ μένη και, αν και δε γνωρίζω τίπ οτα από μηχανές, μπ ορούσα εύκολα να μαντέψω πως μέσα στη μηχανή του τίπ οτα δεν πρέπει να ήταν στη θέση του.
166
Αγκάθα Κ ρίσ η
Σ ιγά-σ ιγά τα χ α ρ α κτη ρ ισ τικ ά το υ τοπ ίου άλλαζαν. Εμφανί σ τηκα ν τερ ά σ τιο ι βράχοι, ο ένας πάνω σ τον ά λλον σε π αράξε να σ χήματα. Έ νιω σα απ ότομα σαν να είχα μπει σε πρω τόγονη περίοδο. Για μια σ τιγμή οι άνθρωποι το υ Ν εά ντερ τα λ έμ οια ζα ν το ίδ ιο π ρα γμ α τικοί σε μένα όσο είχαν φ ανεί και σ τον πατέρα μου. Σ τρ ά φ ηκα προς το σ υντα γμ α τά ρ χ η Ρέις. — Θα πρέπει κάποτε να υπήρξαν γίγαντες, είπα ονειροπ όλα. Και τα παιδιά του ς ή ταν όπως τα σ η μ ερ ινά παιδιά — έπ αι ζαν με τα χα λίκια , κάνοντας σω ρούς και μετά γκρ εμ ίζο ντάς του ς κι όσ ο πιο έξυπνα τα το π ο θ ετο ύ σ α ν τόσ ο πιο πολύ τους άρεσ αν. Αν έπρεπε να δώσω ένα όνομα σ ’ α υ τό το μέρος θα το ονόμα ζα : η Χώρα με τα παιδιά γίγαντες. — Ίσ ω ς να είσ αι πιο κοντά στη β α θ ύτερ η έννοια α π ’ όσο νομίζεις, είπε ο συντ. Ρέις σοβαρός. Απλή, π ρω τόγονη, μ εγα λόπνοη — α υτή είναι η Α φ ρική. Κ ατένευσα συμφω νώ ντας. — Την αγαπ άτε, έτσι δεν είνα ι; ρώ τησα. — Ναι. Α λλά να ζήσεις εδώ για πολύ κα ιρ ό — ας πούμε πως κάνει τον άνθρωπο... ε, α υτό που λέμε α μ είλικτο . Φ τάνει κανείς να παίρνει τη ζωή και το θ ά ν α το πολύ ελα φ ρά. — Ν αι, είπα και σ κέφ τη κα το Χάρρυ Ρέιμπορν. Κι εκείνος ήταν έτσι. Α λλά όχι α μ είλικτο ς με τα α δύνα μ α πράγματα. — Ο ι απόψεις δ ια φ έρ ο υ ν σχετικά με τι είναι ή δεν είναι «αδύναμα πράγματα», μις Ανν. Υπήρχε μια σ οβαρή χρ οιά στη φωνή το υ που σχεδόν με ξάφνιασε. Α ισ θά νθηκα πως γνώ ριζα ελά χισ τα π ρά γμα τα για τον ά ντρ α που είχα πλάι μου. — Εννοούσα παιδιά και σ κυλιά, νομίζω. — Μ π ορώ να πω με κάθε ειλ ικ ρ ίν εια πως ποτέ δεν υπήρξα σ κληρός με τα παιδιά ή τα σκυλιά. Ώ σ τ ε δε σ υγκα τα λέγετε τις γυναίκες ανάμεσ α σ τα «αδύναμα πράγματα»; — ’ Ο χι, δε νομίζω... αν και είναι φ α ντά ζο μ α ι. Δ η λαδή είναι σ την εποχή μας. Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως σ την αρχή άντρες και γυναίκες π εριπ λανιόνταν στον κόσμο μαζί, ισ ο δ ύ να μοι — όπως τα λ ιο ν τά ρ ια και οι τίγρεις... — Κι οι κα μηλοπ α ρδάλεις; είπε ο συντ. Ρέις πονηρά. Γέλασα. Ό λ ο ι με πείραζαν για κείνη τη ν κα μηλοπ ά ρ δαλη. — Κι οι καμηλοπ αρδάλεις. Ή τ α ν νομά δες βλέπετε. Δεν
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
167
ήταν έτσι μέχρι που εγκα τα σ τά θ η κα ν κάπου σε κο ινό τη τες κι οι ά ντρες έκαναν δ ια φ ο ρ ετικ ές δουλειές από τις γυναίκες κι έτσι έχασαν αυτές τη δύ ναμή τους. Και φ υσ ικά σ το βάθος είναι πάντα το ίδιο... α ισ θ ά νο ντα ι το ίδιο , εννοώ πως γι ’ α υ τό το λόγο οι γυναίκες λα τρ εύ ο υ ν τη φ υσ ική δύναμη τω ν άντρ ω ν — επειδή κάποτε την είχαν και μετά τη ν έχασαν. — Στην π ρ α γμ α τικό τη τα σχεδόν προγονική λ α τρ εία ; — Κάτι τέτοιο. — Και σ τ ’ α λήθ εια π ιστεύετε πως α υτή είναι η α λήθ εια ; Πως οι γυναίκες λα τρ εύ ο υ ν τη δύ να μ η ; — Νομίζω πως είναι α ρ κετά α λη θ ινό — αν είναι κανείς ε ιλ ι κρινής. Εσείς νομ ίζετε πως θ α υ μ ά ζετε τις ηθικές αξίες, α λλά ότα ν ερω τεύεσ τε, επ ισ τρ έφ ετε σ τον π ρω τογονισ μό όπου με τρά ει κυ ρ ιο λεκτικά η φ υσ ική εμ φ ά νισ η. Α λλά δε νομίζω πως εδώ τελειώ νο υ ν όλα — αν ζούσ ατε σε μια πρω τόγονη εποχή θα α ρκούσ ε, α λλά δεν είναι έτσι... γ ι ’ α υ τό στο τέλος είναι ά λλα τα π ράγματα που υπερνικούν. Είναι τα π ρά γμα τα που φ α ίνετα ι να έχουν κα τα κτη θ εί που κερδίζουν σ τη ν π ρ α γ μ α τι κότητα , έτσι δεν είνα ι; Ν ικούν με το μόνο τρόπ ο που μετράει. Είναι όπως λέει η Βίβλος σ χετικά με τη ν απώ λεια της ψυχής και την επ ανάκτησή της. — Τελικά, είπε ο συντ. Ρέις σ κεφ τικά, ερω τεύεσαι και χάνεις το μ έτρο σου, α υ τό εννοείς; — Ό χ ι ακριβώ ς, α λλά μπορείς να το πάρεις κι έτσι, αν θέλετε. — Α λλά δε νομίζω πως εσείς, μις Ανν, έχετε χάσει ποτέ το μέτρο σας από αγάπη; — Ό χ ι, π αραδέχτηκα με ειλικρ ίνεια . — Ο ύ τε έχετε ερω τευτεί; Δεν απάντησα. Το α υ το κ ίν η το σ τα μ ά τη σ ε σ τον π ροορισ μό μας κι η σ υζή τησ ή μας σ τα μ ά τη σ ε εδώ. Βγήκαμε έξω κι αρχίσ αμε τη ν αργή ανάβαση προς τη ν « Ά π ο ψ η το υ Κόσμου». Δεν ή ταν η πρώτη φ ορ ά που ένιω θα α μ ηχα νία πλάι σ το συντ. Ρέις. Έ κρυβε πολύ καλά τις σκέψεις του πίσω α π ’ α υ τό το σκοτεινό α διαπ έρασ το βλέμμα. Μ ε τρ ό μ α ζε λιγάκι. Π άντα με τρ ό μ α ζε λιγάκι. Π οτέ δεν ήξερα πού β ρίσ κομ αι μαζί του. Α νεβήκαμε σιω π ηλοί μέχρι που φ τάσ α με σ το σ η μ είο όπου
168
Αγκάθα Κρΐστι
α να π α ύετα ι ο Ρόουντς π ρ ο σ τα τευ μ ένο ς από γ ιγά ντιο υ ς β ρ ά χους. Έ να παράξενο μέρος, μ α κρ ιά από τη ν π αρουσ ία τω ν ανθρώπω ν που υμνεί έναν αέναο π αιάνα α όρ ής ομορφ ιάς. Κ αθίσ αμε εκεί για α ρ κετή ώρα σιω πηλοί. Μ ετά κατεβήκαμε α λλά ξεφ εύγοντας λιγάκι από το μονοπ άτι. Κάπου-κάπου ο δ ρ όμ ος ήτα ν πολύ απ ότομος και φ τά σ α μ ε σ ’ ένα βράχο που ήταν α ρ κετά απόκρημνος. Ο συντ. Ρέις κατέβηκε πρώτος και σ τρ ά φ η κε για να με β ο ηθήσει. — Κ α λύ τερ α να σε κατεβάσω εγώ, είπε και ξαφ νικά με μια γρ ήγορ η κίνηση με σήκω σε σ τον αέρα. Έ νιω σα τη δύ ναμή το υ καθώς με ά φ ηνε κάτω και χα λά ρ ω νε το σ φ ίξιμ ο τω ν χεριώ ν του. Ένας άνθρωπος από σ ίδερ ο με μπ ράτσα από α τσ ά λι. Και ξανά ένιω σα φ όβο, ιδ ια ίτερ α γ ια τί δεν κουνήθηκε καθόλου και σ τεκό τα ν α κίνη το ς μπ ροστά μου κοιτά ζοντά ς με κα τάμα τα . — Τι κάνεις σ τ ’ α λήθ εια , Ανν Μ π έντινγκφ ελντ; ρώ τησε α πότομα. — Είμαι μια Τσιγγάνα που κάνει το γύ ρ ο το υ κόσμου. — Ν αι, α υ τό είναι α ρ κετά α ληθ ινό . Η ανταπ όκρισ η στην εφ η μ ερ ίδ α είναι απλά μια πρόφαση. Δεν έχεις τη ν ψυχή το υ δ η μ ο σ ιο γρ ά φ ο υ . Δ ουλεύεις για τον εα υτό σου — προκαλώ ντας τη ζωή. Α λλά δεν είναι μόνον αυτό. Τι ήθελε να με κάνει να το υ πω; Φ ο β ό μο υν — φ ο β ό μ ο υ ν σ τ ’ α λήθεια . Τον κοίταξα σ τα μάτια. Τα μ ά τια μου δ υ σ κο λεύ οντα ι να κρύψ ουν μ υ σ τικά σαν κι α υτά , α λλά μπ ορούν να μ ετα φ έρ ο υ ν τον πόλεμο στο πεδίο του εχθρού. — Τι ακριβώ ς κάνετε εσείς εδώ, συντ. Ρέις; το ν ρώ τησ α επίτηδες. Για μια σ τιγμ ή νόμισ α πως δε θα μου απ αντούσε. Είχε πάν τως ξαφ νια σ τεί. Τελικά μίλησε και τα λό για το υ έμ ο ια ζα ν να του π ροσ φ έρουν μια σκοτεινή διασ κέδασ η. — Κυνηγώ τη φ ιλο δ ο ξία , είπε. Α κριβώ ς α υτό — κυνηγώ τις φ ιλοδοξίες μου. Θα θυμ ά σ α ι ίσως, Ανν Μ π έντινγκφ ελντ, πως «η α μ α ρ τία κα τέρριψ ε το υ ς αγγέλους» και όλα τ ’ άλλα... — Λένε, είπα α ργά, πως σ τη ν π ρ α γμ α τικό τη τα έχετε σχέση με την κυβέρνηση — πως ανήκετε σ τις Μ υ σ τικ ές Υπηρεσίες. Είναι α λήθ εια ;
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
169
Ή τ α ν η ιδέα μου, ή μήπως κα θυ σ τέρ η σ ε ένα ή δύο δ ευ τε ρόλεπ τα πριν απ αντήσει; — Μ π ορώ να σας διαβεβαιώ σω , Ανν Μ π έντινγκφ ελντ, πως β ρίσ κομ αι εδώ γ ι ’ α υσ τη ρ ά προσω πικούς λό γο υς τα ξιδ εύ ο ν τας για την ευχαρίσ τησ ή μου. Ό τ α ν ξανα σ κέφ τηκα την απάντησή του α ρ γ ό τερ α τη β ρ ή κα ελα φ ρ ά δ ιφ ορ ού μ ενη . Ίσ ω ς να τη ν ήθελε έτσι. Ξ αναμπ ήκαμε στο α υ το κίνη το σιωπηλοί. Στα μισά του δ ρ ό μου για το Μ π ουλα βάγιο σ τα μ α τή σ α μ ε για τσάι σε μια μάλλον πρω τόγονη κα τασ κευή σ την άκρη του δ ρ ό μ ο υ . Ο ιδ ιο κ τή τη ς έσκαβε σ τον κήπο του και φ άνηκε να ενο χλείτα ι που το ν δ ια κόψαμε. Α λλά με μεγάλη ευγένεια μας υποσχέθηκε να κάνει ό,τι μπορεί. Μ ετά από μια α τελείω τη αναμονή μάς έφ ερε μ ερ ι κά μ π αγιάτικα γλυκά κι ένα χ λ ια ρ ό τσ άι. Μ ε τά εξαφ α νίσ τη κε και πάλι σ τον κήπο του. Μ ό λις έφ υγε π ερικυκλω θήκαμε από μερικές γάτες. Ή τ α ν έξι κι όλες μαζί νια ο ύ ρ ιζα ν λυπ ητερά. Ο θόρ υβ ος ήταν εκκωψαντικός. Τους έδωσα λίγα από τα γλυκά που τα κα τα β ρ ό χ θ ι σαν με μεγάλη ευχαρίσ τησ η. Έ χυσα το γά λα σ ’ ένα πιατάκι και τσ ακώ θηκα ν μεταξύ το υ ς για να το πιουν. — Ω ! φ ώ ναξα θυμω μένα, π εθαίνουν τη ς πείνας! Α υ τό είναι φ οβερό. Σας παρακαλώ , σας π αρακαλώ π αραγγείλτε κι ά λλο γάλα και μερικά γλυκά ακόμη. Ο συντ. Ρέις σηκώ θηκε και χωρίς κουβ έντα πήγε να εκτελέσει την παράκλησή μου. Ο ι γάτες είχαν αρχίσει να νια ο υ ρ ίζο υν πάλι. Ξ α να γύρ ισ ε με ένα μεγάλο δοχείο γά λα και οι γάτες το ήπιαν όλο. Σηκώθηκα απ οφ ασ ισ τικά. — Θ α πάρω μερικές α π ’ α υτές μαζί μας... δε θα τις αφήσω ι.δώ. — Α γαπ ητό μου παιδί, μη γίνεσαι π αράλογη. Δεν μπορείς να κουβαλάς μαζί σου έξι γάτες με το ν τρόπ ο που μ εταφ έρ εις πενήντα ξύλινα ζώα. — Δε μ ’ εν δ ια φ έρ ο υ ν τα ξύλινα ζώα. Α υτές οι γάτες είναι ζωντανές. Θα τις πάρω μαζί μου. — Δεν π ρόκειται να κάνεις κάτι τέτοιο. Τον κοίταξα με α π οδο κιμ ασ ία α λλά εκείνος συνέχισε: — Μ ε θεω ρείς σ κληρό, α λλά δεν μπορείς να βλέπεις στη
170
Αγκάθα Κ ρίση
ζωή σου α υ τά τα π ράγματα μόνο με το σ υνα ίσ θημα . Δε θα ω φ ελήσει να επιμείνεις. Δε θα σου επιτρέψω να τις πάρεις. Ξέρεις β ρ ισ κόμ α σ τε σε μια πρω τόγονη χώ ρα κι είμαι πιο δ υ να τός από σένα. Π άντα ξέρω πότε έχω νικηθεί. Π ροχώ ρησα προς το α υ το κ ί νητο με δ ά κρ υ α σ τα μά τια . — Ίσ ω ς να μην είχαν φ άει σ ήμερα , μου εξήγησε για να με π αρηγορήσ ει. Η γυ να ίκα του ιδ ιο κ τή τη έχει πάει στο Μ π ο υ λ α βά γιο για προμήθειες. Α ύ ρ ιο θα είναι κα λύτερ α. Εξάλλου, το ξέρεις, ο κόσμος είναι γεμ ά το ς από πεινασμένες γάτες. — Μ ην... μην... είπα άγρια. — Σε μαθαίνω να βλέπεις τη ζωή όπως είναι. Σε μαθαίνω να είσαι σ κληρή κι αδίσ τα κτη... σαν εμένα. Α υ τό είναι το μ υ σ τικό της δύναμης. Το μ υ σ τικό της επιτυχίας. — Κ αλύ τερα να πεθάνω παρά να γίνω σ κληρή, είπα με πάθος. Μ π ήκαμε στο α υ το κ ίν η το και ξεκινήσαμε. Σιγά-σιγά σ υ νήλθα. Ξ α φ νικά , προς μεγάλη μου έκπληξη, πήρε το χέρι στα δικά του. — Ανν, είπε απαλά. Σε θέλω. Θα με παντρευτείς; Είχα μείνει με το σ τό μα α νοιχτό — Ω , όχι, ψ έλλισα. Δεν μπορώ. — Γιατί δεν μπορείς; — Δε σας βλέπω έτσι. Π οτέ δεν το σ κέφ τηκα α υτό. — Κ ατά λαβα . Α υτός είναι ο μόνος λόγος; Έπρεπε να είμα ι ειλικρινής. Του το χρω στούσα. — Ό χ ι, είπα, δεν είναι. Βλέπετε... εγώ... εγώ ενδια φ έρ ο μ α ι για κάποιον άλλον. — Κ ατά λαβα , είπε πάλι. Κι α υ τό ή ταν από τη ν πρώτη σ τι γμή που σε είδα... σ το Κ ιλμόρντεν; — Ό χ ι, ψ ιθύρισα. Έ γινε μετά. — Κ ατά λαβα , είπε για τρ ίτη φ ο ρ ά , α λλά α υτή τη φ ο ρ ά υπήρχε ένας τόνος στη φω νή το υ που μ ’ έκανε να γυρίσ ω και να τον κοιτάξω. Το πρόσωπό του είχε τη σ ο β αρ ό τερ η έκφ ραση που είχα δει ποτέ στα μ ά τια του. — Τι... τι εννοείτε; μο υ ρ μ ο ύρ ισ α . Μ ε κοίταξε α δια π έρ α σ τα, σοβαρά. — Μ όνο... μόνο το ότι ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
171
Τα λόγια του μ ’ έκαναν ν ’ α νατρ ιχιά σ ω . Πίσω το υ ς κ ρ υ β ό τα ν μια α π ο φ α σ ισ τικό τη τα που δεν κα τα λά β α ινα και που με φόβιζε. Κανείς μας δε μίλησε ά λλο μέχρι που φ τά σ α μ ε στο ξενο δ ο χείο. Α νέβηκα κα τευ θεία ν στο δ ω μά τιο της Σουζάν. Ή τ α ν ξα πλωμένη στο κρεβά τι τη ς και διάβαζε δεν έμοια ζε κα θόλου με άνθρωπο που υποφέρει από πονοκέφαλο. — Εδώ α ναπ α ύεται η τέλ εια ν τα ντά , είπε γελώ ντας. Δ ηλαδή η πιο δ ια κρ ιτική συνοδός νεαρώ ν δεσποινίδω ν. Μ α , Ανν, χ ρ υ σή μου, τι σ υμβα ίνει; Για τί εγώ είχα ξεσπάσει σε δάκρυα. Της είπα για τις γάτες... ένιω θα πως δεν ήταν σω στό να της πω για το συντ. Ρέις. Α λλά η Σουζάν είναι πολύ διο ρ α τική . Νομίζω πως κατάλα βε πως κάτι παραπάνω κρ υ β ό τα ν πίσω απ ’ α υτό. — Δε φ α ντά ζομ α ι να κρυολόγησες, Αν; Είναι α νό η το να υποθέτει κανείς κάτι τέ το ιο με α υτή τη ζέστη, α λλά εσύ τ ρ έ μεις. — Δεν είναι τίπ οτα , είπα. Νεύρα... ή κάποιο κακό π ροα ί σθημα. Δεν μπορώ να μην α ισ θ ά νο μ α ι πως κάτι τρ ο μ ερ ό πρό κειται να συμβεί. — Μ η γίνεσαι α νόη τη , είπε η Σουζάν α π οφ ασ ισ τικά. Ας μ ιλή σ ο υ μ ε για κάτι πιο ενδιαφ έρ ο ν. Ανν, σ χετικά μ ’ α υ τά τα δια μ ά ντια ... — Τι μ ’ α υ τά ; — Δεν είμ α ι σ ίγου ρη πως είναι ασφ αλή κοντά μου. Μ έχρι τώ ρα ήτα ν εντάξει. Κανείς δε θα σ κεφ τό τα ν πως βρ ίσ κονται μέσα σ τα π ρά γμα τά μου. Α λλά τώ ρα όλοι γνω ρίζουν πόσο φ ίλες είμ α σ τε, εσύ κι εγώ, και μπορεί να με υποπτευθούν. — Κανείς ω στόσο δε γνω ρίζει πως β ρ ίσ κο νται μέσα σ ’ ένα ρολό από φ ιλμ , της υπενθύμισα. Είναι φ α ντα σ τική κρυψώ να και δε νομίζω πως μπ ορούμε να βρούμε κα λύτερη. Συμφώ νησε μετά από σκέψη και είπε πως θα το ξανασυζητο ύ σ α μ ε ό τα ν θα φ τά να μ ε σ τους καταρράκτες. Το τρ α ίν ο μας ξεκίνησε στις εννιά. Ε1 διάθεσ η το υ σερ Ευ σ τά θιου ήταν α κόμ α πολύ άσχημη κι η μις Π έτιγκρου έδειχνε αποκαμω μένη. Ο συντ. Ρέις ή ταν όπως πάντα. Σχεδόν πίστεψα πως είχα ο ν ειρ ευ τεί τη ν όλη μας κουβ έντα σ το δ ρ ό μ ο του
172
Αγκάθα Κρίστι
γυ ρ ισ μ ο ύ. Κ οιμ ήθηκα β α ρ ιά εκείνο το βράδυ πάνω σ το σ κληρ ό μου κρεβά τι, π αλεύοντας με άσχημα, α π ειλη τικά όνειρα. Ξύπνησα με π ονοκέφ αλο και βγήκα σ την π λα τφ ό ρ μα του β αγονιού. Ο καιρός ήταν δροσ ερός κι ευχάρ ισ τος κι όπου έφ τα νε το μάτι μου έβλεπα του ς χα μ ηλο ύς όλο δέντρ α λόφ ους. Μ ο υ άρεσε — μου άρεσ ε π ερισ σ ότερο από κάθε ά λλο μέρος που είχα δει μέχρι τώ ρα. Ευχήθηκα μέσα μου τό τε να είχα μια μικρή κα λύ βα στη μέση του δάσους και να ζούσα εκεί για πάντα — για πάντα. Λ ίγο πριν τις δ υ ό μ ισ ι, ο συντ. Ρέις με φώ ναξε από το «γρα φείο» και μου έδειξε την ομίχλη σε σ χήμα ανθοδέσ μης που π λα νιόταν πάνω από τη λόχμη. — Είναι τα σ τα γο νίδ ια το υ νερού από το υ ς κα ταρ ρ ά κτες, μου εξήγησε. Φ τάσ α με σχεδόν. Ή μ ο υ ν ακόμ α υπό τη ν επ ιρροή εκείνης της παράξενης ο νειρικής διέγερσ ης που είχε α κολο υ θ ή σ ει τη ν τα ρ α γμ ένη μου νύχτα. Π ολύ βα θιά μέσα μου υπήρχε ριζω μένη η αίσ θησ η πως είχα επ ισ τρέφει σ την π ατρίδα μου. Στην π ατρίδα μου! Κι όμως ποτέ δεν είχα ξαναπάει εκεί... ή μήπως είχα, στα ό νειρ ά μου; Π ερπ ατήσ αμε από το τρ α ίν ο μέχρι το ξενοδοχείο, ένα με γά λο άσπρο κτίρ ιο , με σίτες στα π α ράθυρα για τα κουνούπια. Δεν υπήρχαν ούτε δρόμο ι, ο ύτε σπίτια. Βγήκαμε έξω σ το στόεπ και δεν μπόρεσα να σ υγκρατήσ ω ένα επ ιφώ νημα. Εκεί, μισό μίλι μα κρ ιά μας, μπ ροστά μας, ή ταν οι κα ταρρά κτες. Π οτέ στη ζωή μου δεν είχα δει κάτι τόσ ο ό μ ο ρ φ ο — και ποτέ δε θα δω. — Ανν, είσαι γεμ άτη μ υ σ τή ρ ια ! μου είπε η Σουζάν καθώς καθήσ αμε για το μ εσ ημ ερ ια νό φ α γη τό . Π οτέ δε σε έχω δει έτσι μέχρι τώ ρα. Μ ε κοίταζε περίεργη. — Α λή θ εια ; γέλασ α, α λλά ένιω σα πως το γέλιο μου ήταν αφ ύσ ικο. Είναι γ ια τί μου α ρ έσ ουν όλα. — Είναι κάτι παραπάνω α π ’ α υτό. Μ ια μικρή ρ υ τίδ α σκίαζε το μέτωπό της — μια ρ υ τίδ α α ν η συχίας. Ν αι, ήμουν ευ τυ χισ μ ένη , α λλά εκτός α π ’ α υ τό είχα την παράξενη β εβ α ιό τη τα πως π ερίμενα κάτι — κάτι που θα σ υνέβαινε σ ύντομα. Έ νιω θα εκνευρισ μ ένη — ανήσυχη.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
173
Μ ε τά από το τσ άι κάναμε μια β ό λτα , μπ ήκαμε σ το β α γο νέ το που το έσπρωχναν χα μ ο γελα σ το ί ιθαγενείς πάνω στις γρ α μ μές προς τη γέφ υρα. Ή τ α ν μια θ α υ μ ά σ ια θέα, η μεγάλη χ α ρ ά δ ρ α και τα νερά που έτρεχαν ο ρ μ η τικά κάτω , και το πέπλο τη ς ο μίχλης από τα σ τα γο νίδ ια του νερού μπ ροστά μας, που ά νοιγε κάθε τό σ ο για ένα α π ειροελά χισ το δευτερ ό λεπ το δείχνοντάς μας το υ ς κα τα ρ ρ ά κτες του νερού για να κλείσει αμέσω ς πάλι σ το α δια π έ ρ α σ το μ υ σ τή ρ ιό του. Α υ τό ή ταν για μένα η γ ο η τεία τω ν κα τα ρ ρ α κτώ ν — α υ τή η α σύλληπ τη ιδ ιό τη τά τους. Ν ομίζεις πως θα δεις — α λλά ποτέ δεν τα καταφ έρνεις. Δ ια σ χίσ αμ ε τη γέφ υρ α και π ροχω ρήσαμε α ργά σ το μ ο νο πάτι που ήταν χαρ αγμένο με άσπρες πέτρες σε κάθε του πλευ ρά κι οδηγούσ ε σ το χείλος το υ γκρ εμ ού. Τελικά φ τά σ α μ ε σ ’ ένα ά νοιγμα όπου σ τ ’ α ρ ισ τερ ά ένα μονοπ άτι οδηγούσ ε προς τα κάτω στη χαρ άδρα . — Η ρ εμ α τιά , εξήγησε ο συντ. Ρέις. Θα κα τεβ ο ύ με; Ή θα τ ' α φ ή σ ο υμ ε για α ύ ρ ιο ; Θ α μας πάρει κάποια ώρα και το α νέβασ μα είναι α ρ κετά δύσκολο. — Θα τ ’ α φ ήσ ουμ ε για α ύρ ιο , είπε α π ο φ ασ ισ τικά ο σερ Ευστάθιος. Δεν του α ρέσ ουν κα θόλου οι σκληρές σ ω ματικές προσπά θειες, α υ τό το έχω προσέξει. Π ροπ ορεύτηκε σ την επ ισ τροφ ή. Καθώς προχω ρούσαμε προσπεράσαμε έναν ιθαγενή κυνηγό. Πίσω το υ α κολο υ θ ο ύσ ε μία γυ να ίκα που έμ οια ζε να κουβ αλά ει στο κεφ άλι της όλο το σπ ιτικό της, σ υμπ ερ ιλα μ β α νο μ ένο υ κι ενός τη γα νιο ύ ! — Π οτέ δεν έχω μαζί μου τη φ ω το γρ α φ ική μου μηχανή όταν τη χρ ειά ζο μ α ι, γκρίνια ξε η Σουζάν. — Α υτήν την ευ κα ιρ ία θα την έχετε α ρ κετά συχνά, κα Μ π λα ιρ , είπε ο Συντ. Ρέις. Γ ι’ α υ τό μην παραπ ονιέστε τώ ρα. Είχαμε τώ ρα επ ιστρέφει στη γέφ υρα. — Θ α μπούμε μέσα σ το δάσος το υ ο υ ρ ά νιο υ τό ξο υ; σ υνέ χισε. Ή φ οβ ά σ τε μήπως β ρα χείτε; Η Σουζάν κι εγώ το ν σ υνοδέψ αμε. Ο σερ Ευστάθιος επέ στρεψε στο ξενοδοχείο. Το δάσος με τα ο υ ρ ά νια τόξα μά λλον με απ ογοήτευσ ε. Δεν υπήρχαν α ρ κετά και βραχήκαμε μέχρι το κόκαλο, α λλά κάθε τόσ ο μπ ορούσα να έχω μια σ ύντο μ η εικ ό
174
Αγκάθα Κ ρίση
να από τους κα ταρρά κτες απέναντι μας και ν ’ α ντιληφ θώ πόσο τερ ά σ τιο ι ήταν. Ω , αγαπ ημένοι, αγαπ ημένοι κα ταρ ρ ά κτες, πό σο σας λα τρεύ ω και πόσο θα σας λα τρ εύ ω για πάντα! Γυρίσαμε στο ξενοδοχείο ίσ α -ίσ α για να π ρολάβουμε ν ’ α λλά ξο υμ ε για το όείπνο. Ο σερ Ευστάθιος έδειχνε να έχει υ ιοθετήσ ει μια στάση α ντιπ άθειας απέναντι σ το συντ. Ρέις. Η Σουζάν κι εγώ π ροσπ αθήσαμε ευγενικά να το ν κά νουμε να ξανα βρεί το κέφι το υ , α λλά χω ρίς μεγάλη επ ιτυχία. Μ ε τά το φ α γ η τό απ οσ ύρθηκε σ το σαλόνι του τρ α β ώ ντα ς και τη μις Π έτιγκρου μαζί του. Η Σουζάν κι εγώ κο υβ εντιάσ αμ ε για λίγο με το συντ. Ρέις, και μετά η Σουζάν, μ ’ ένα τερ ά σ τιο χ α σ μ ο υ ρ η τό , δήλω σε πως πάει για ύπνο. Δεν ήθελα να μείνω μόνη μαζί του και γ ι ’ α υ τό σηκώ θηκα μαζί της και πήγα στο δ ω μ ά τιό μου. Α λλά ήμουν πολύ εκνευρισ μ ένη για να κοιμηθώ . Δεν έβ γα λα καν τα ρούχα μου. Ξάπλω σα σε μια π ολυθρόνα και παραδόθηκα στις ονειροπ ολήσ εις μου. Και ένιω θα πως β ρ ισ κόμ ουν κοντά σε κάτι, κάτι που με πλησίαζε διαρκώς. Έ να χτύπ ημα σ την πόρτα με ξάφνιασε. Σηκώ θηκα και ά νοιξα. Έ να α γορ ά κι μου έτεινε ένα σ ημείω μα. Α π ευθυνόταν σε μένα, ήταν γρ α μ μ ένο σ το χέρι, α λλά ο γρ α φ ικό ς χ α ρ α κ τή ρας μού ήταν άγνωστος. Το πήρα και ξανα γύρ ισ α στο δ ω μ ά τιο. Τελικά το άνοιξα. Ή τ α ν πολύ σ ύντομ ο: «Π ρ έπ ει ν α σ ε δω. Δ ε ν το λ μ ώ ν α έ ρ θ ω σ τ ο ξεν ο δ ο χ είο . Μ π ο ρ ε ίς να έ ρ θ ε ις σ τ ο ξ έ φ ω το κ ο ν τά σ τ η ν ά κ ρ η τη ς ρ ε μ α τ ιά ς ; Σ ε α ν ά μ ν η σ η τη ς κ α μ π ίν α ς N o . 77, σ ε π α ρ α κ α λ ώ , έλα . Α υ τ ό ς π ου γ ν ώ ρ ισ ες σ α ν Χ ά ρ ρ υ Ρ έιμπ ορν»
Η κα ρδιά μου κόντευε να σπάσει. Ή τ α ν εδώ ! Ω , το ήξερα — το ήξερα από την αρχή! Τον είχα νιώσει κοντά μου. Ά θ ε λ ά μου είχα έρθει κοντά σ το μέρος που κρυβόταν. Έ δεσα ένα φ ο υ λά ρ ι στα μ α λλιά μου και γλύ σ τρ η σ α προς την πόρτα. Πρέπει να είμα ι προσεκτική. Τον κυνηγούν. Κανείς δεν πρέπει να με δει ότα ν θα το ν συναντήσω . Ν υχοπερπάτησα μέχρι το δ ω μ ά τιο της Σουζάν. Κ ο ιμό ταν β α θ ιά , άκουγα τη ν ήρεμη και κανονική αναπνοή της. Κι ο σερ Ευστάθιος; Σ τα μ ά τησ α έξω από τη ν πόρτα του σ αλονιού του. Ν αι, υπ αγόρευε στη μις Π έτιγκρ ο υ, ά κουγα τη μονότονη φωνή της να επ ανα λαμβ ά νει: ... για το λόγο α υτό
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
175
τολμώ να προτείνω πως για τη ν επίλυση α υτο ύ το υ ερ γ α σ ια κού π ροβλήματος... Σ τα μάτησ ε για να το ν αφ ήσ ει να συνεχίσει και το ν ά κουσ α να μ ου ρ μ ο υ ρ ίζει χ αμ η λό φ ω να κάτι θ υ μ ω μ έ να. Π ροχώ ρησα και πάλι στις μύτες. Το δ ω μ ά τιο το υ συντ. Ρέις ήταν ά δειο. Δεν τον είδα στο σαλόνι του ξενοδοχείου. Κι αυτός ήταν που φ ο β ό μ ο υ ν π ερ ισ σ ότερ ο! Ό μ ω ς δεν μπ ορούσ α να χασομερήσω κι άλλο. Γλύστρησα στα γ ρ ή γο ρ α έξω από το ξενοδοχείο και πήρα το μονοπ άτι προς τη γέφ υρ α. Την πέρασα και σ τάθ η κα εκεί π εριμένοντας μέσα στο σ κο τά δι. Αν κάποιος με είχε α κολο υ θ ή σ ει θα το ν έβλεπα τη ν ώρα που θα διέσχιζε τη γέφ υ ρ α. Α λλά τα λεπτά π ερνούσαν και κανείς δε φ α ινότα ν. Δεν με είχε α κολο υ θ ή σ ει κανείς. Γύρισα και πήρα το μονοπ άτι προς το ξέφω το. Έ κανα έξι β ή μ α τα και σ ταμ άτησ α . ' Ενας ελα φ ρός θόρυβ ος α κούσ τηκε πίσω μου. Δεν μπ ορούσε να είναι κάποιος από το ξενοδοχείο. Ή τ α ν κάποιος που ήταν ήδη εκεί, που με περίμενε. Και ξαφ νικά , χωρίς κανένα λόγο α λλά με τη β εβ α ιό τη τα του ενσ τίκτου , κα τά λα β α πως εγώ ήμουν το θύμα. Ή τ α ν το ίδιο σ υνα ίσ θημ α που είχα εκείνη τη νύχτα πάνω σ το Κ ιλμόρ ντεν — το ένσ τικτό μου με είχε π ροειδοπ οιήσει για τον κίνδυνο. Κ οίταξα προσ εκτικά πάνω από το ν ώμο μου. Σιγή. Π ροχώ ρησα ένα -δυο β ήμα τα ακόμη. Ο θ ό ρ υβ ο ς α κούσ τη κε και πάλι. Π ερπ ατώ ντας ξα να κοίτα ξα πάνω από το ν ώμο μου. Μ έσ α από τις σκιές η σ ιλο υ έτα ενός ά ν τρ α δια γ ρ ά φ η κ ε καθαρά. Είδε πως τον είχα δ ιακρίνει και πετάχτηκε προς τα μπρος, τρέχοντας προς το μέρος μου. Ή τ α ν πολύ σ κοτεινά για να το ν αναγνω ρίσω . Το μόνο που μπ ορούσα να διακρίνω ήτα ν πως ήτα ν ψηλός κι Ευρωπαίος, όχι ιθαγενής. Ά ρ χ ισ α να τρέχω μ ’ όλη μου τη δύναμη. Τον ά κουσ α ν ’ α νασ αίνει πίσω μου. Έ τρεξα πιο γρ ή γο ρ α με τα μ ά τια καρφ ω μένα στις άσπρες πέτρες που μου έδειχναν το μονοπ άτι για τί δεν υπήρχε φ εγγά ρ ι εκείνο το βράδυ. Και ξαφ νικά το πόδι μου βρήκε το κενό. Ά κ ο υ σ α τον ά ντρα πίσω μου να γελά ει, ένα κακό, κα ταχθόνιο γέλιο. Ηχούσε σ τ ’ α υ τιά μου καθώς β υ θιζό μ ο υν, με το κεφάλι προς τα κάτω , στο κενό και την κατασ τροφ ή...
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 19 Ά ρ χ ισ α να σ υνέρχομαι αρ γά κι επώδυνα. Είχα την αίσθηση ενός τρ ο μ ερ ο ύ πόνου σ το κεφάλι και ενός οξύ πόνου σ το δεξί μου μπ ράτσο κάθε φ ορ ά που προσπ αθούσα να το κουνήσω , α λλά όλα έμ οια ζα ν μ ’ ένα τρ ο μ ερ ό ό νειρ ο κι εντελώ ς εξω πρα γμ α τικά . Είχα τα ο ρ ά μ α τα ενός εφ ιά λ τη . Έ νιω θα να πέφτω — και ξανά το ίδιο. Μ ια φ ο ρ ά το πρόσωπο του Χάρρυ Ρέιμπορν έμ οια ζε να πλησιάζει το δικό μου μέσα σε μια ο μίχλη. Σχεδόν φ α ντά σ τη κα πως ήταν π ραγματικό. Μ ε τά α π ομακρύνθηκε πά λι κοροϊδεύοντας. Μ ια ν άλλη φ ο ρ ά κάποιος πλησίασε στα χ εί λη μου μια κούπα και ήπια. Έ να σ κο ύρ ο πρόσωπο μου χ α μ ο γελούσ ε, ένα δ ια β ο λικό πρόσωπο, έτσι νόμισ α , κι έβ α λα τις φωνές. Μ ετά και πάλι κορ οϊδεύοντας. Μ ετά και πάλι ό νειρ α — μ α κριά ό νειρ α — μα κριά τα ρ α γ μ έν α ό νειρ α στα οποία έψαχνα χωρίς απ οτέλεσ μ α το Χ άρρυ Ρέιμπορν για να το ν π ροειδοπ οι ήσω — να τον π ροειδοπ οιήσω — α λλά για ποιο π ράγμα; Δεν ήξερα ο ύ τε κι εγώ. Α λλά υπήρχε κάποιος κίνδυνος — ένας με γάλος κίνδυνος— και μόνον εγώ μπ ορούσα να το ν σώσω. Και μετά πάλι το σ κοτάδ ι, το ευ ερ γετικό σ κοτάδι και ο α ληθ ινό ς ύπνος. Τελικά ξύπνησα και ήμουν διαυγής. Ο α τελείω το ς εφ ιά λτη ς έμ οια ζε να έχει πάρει τέλος. Θ υ μ ή θ η κα κα θα ρ ά τι είχε συμβεί, τη β ιασ τική φ υγή μου από το ξενοδοχείο για να σ υναντήσω το Χάρρυ Ρέιμπορν, τον ά ν τρ α μέσα σ το σ κοτάδι και τη ν τε λ ε υ τα ία τρ α γική σ τιγμ ή της πτώσης... Από κάποιο θ α ύ μ α δεν είχα σκοτω θεί. Ή μ ο υ ν πληγωμένη και πολύ α δ ύνα μ η , α λλά ή μουν ζω ντανή. Α λλά πού β ρ ισ κ ό μουν; Κ ούνησα το κεφ άλι μου με δ υσ κο λία και κοίταξα τρ ιγ ύ ρω. ' Η ταν ένα μικρό δ ω μ ά τιο με α κα τέρ γα σ το υς ξύλινο υς το ί χους. Πάνω του ς κρέμ ο νταν δ έρ μ α τα ζώων και α ρ κετά ελ ε φ α ντό δ οντα . Ή μ ο υ ν ξαπλωμένη σ ’ ένα είδος σ κληρού κ ρ ε β α τιού επίσης κα λυμμένο υ με δέρ μ α τα και το α ρ ισ τερ ό μου χέρι ήταν μ π α νια ρ ισ μ έν ο και το ένιω θα α κίνη το κι άβολο. Στην αρχή νόμισ α πως ήμουν μόνη α λλά γ ρ ή γο ρ α διέκρ ινα μιαν α ντρική σ ιλο υ έτα ανάμεσ α σ ’ εμένα και το φως και με το κεφ άλι σ τρ α μ μ ένο προς το π αράθυρο. Ή τ α ν τό σ ο α κίνητος
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
177
που θα μπ ορούσε να είναι σ καλισ μένος σε ξύλο. Κάτι στο μελαχροινό κεφάλι με τα κοντοκομμ ένα μα λλιά μου ήτα ν πολύ γνώ ριμο, α λλά δεν τολμ ο ύ σ α ν ’ αφήσω ελεύθερη τη φ αντα σ ία μου. Ξ αφ νικά εκείνος σ τρ ά φ η κε και μου κόπηκε η ανάσα. I Ιταν ο Χ άρρυ Ρέιμπορν! Ο Χάρρυ Ρέιμπορν ολοζώ ντανος. Σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου. — Α ισ θά νεσ αι κα λύ τερ α ; με ρώ τησε αδέξια. Δεν μπ ορούσα να του απαντήσω . Τα δ ά κρ υα μούσκευαν το πρόσωπό μου. Ή μ ο υ ν α κόμ α πολύ α δ ύνα μ η , α λλά κ ρ α τούσα το χέρι του ανάμεσα σ τα δικά μου. Αν μπ ορούσα να πι.θάνω έτσι... έτσι που σ τεκό τα ν εκεί κοιτάζοντάς με μ ’ α υτό το κα ινο ύ ρ ιο βλέμ μα στα μ ά τια του... — Μ η ν κλαις, Ανν. Σε π αρακαλώ μην κλαις. Είσαι α σφ α λής τώρα. Κανένας δε θα σε πειράξει. Πήγε και μου έφ ερε ένα φ λυτζά νι. — Πιες λίγο γάλα. Ή π ια υπάκουα. Συνέχισε να μου μιλάει με χαμηλή καθηο υχα σ τική φω νή όπως θα μιλούσ ε σ ’ ένα παιδί. — Μ η ν μου κάνεις άλλες ερω τήσ εις τώ ρα. Κ οιμήσου πάλι, θ α δυναμώ σεις σιγά-σ ιγά. Θα φύγω αν θέλεις. — Ό χ ι, είπα βιασ τικά. Ό χ ι, όχι. — Τότε θα μείνω. Έ φ ερε ένα χαμ ηλό σκαμνί και κάθισε πλάι μου. Ά π λ ω σ ε το χέρι του σ τα δικά μου κι έτσι εφ ησ υχασ μένη κο ιμή θη κα και πάλι. Θα πρέπει να ήταν βράδυ τό τε, α λλά ό τα ν ξύπνησα πάλι ο ήλιος ήταν ψ ηλά σ τον ουρ ανό. Ή μ ο υ ν μόνη σ την καλύβα, α λλά καθώς κουνήθηκα μια γρ ιά ιθαγενής μπήκε τρ έχο ντας μέσα. Ή τ α ν άσχημη σαν α μ α ρ τία , α λλά μου χαμογελούσ ε ενθ α ρ ρ υντικά . Μ ο υ έφ ερε μια λεκάνη και νερ ό και με βοήθησε να πλύνω το πρόσωπο και τα χέρια μου. Μ ετά μου έφ ερε ένα μεγάλο μπολ με σούπα και τη ν ήπια μέχρι τη ν τελ ευ τα ία σ τα γόνα! Της έκανα διά φ ο ρ ες ερω τήσεις, α λλά εκείνη απλά χ α μ ο γελούσε και μου απ αντούσε σε μια παράξενη έρ ρ ινη διά λεκτο κι έτσι συμπ έρανα πως δε μιλούσ ε ο ύ τε λέξη αγγλικά. Ξ α φ νικά σηκώ θηκε κι α π ο τρ α β ή χτη κε με σ εβασμό καθώς μπήκε μέσα ο Χάρρυ Ρέιμπορν. Της έκανε μια κίνηση κι εκείνη
178
Α γκάθα Κ ρίστι
βγήκε έξω α φ ήνοντα ς μας μόνους. Εκείνος μου χαμογέλασ ε. — Είσαι σ τ ’ α λήθ εια κα λύτερ α σ ήμερα! — Ν αι, π ράγματι α λλά α κόμ α πολύ ξαφ νιασ μένη. Πού β ρ ί σ κομ α ι; — Βρίσκεσαι σ ’ ένα μικρό νησί σ τον π οταμό Ζαμβέζη, πε ρίπου τέσ σ ερα μ ίλια πιο ψηλά από τους κα ταρράκτες. — Ξέρουν... ξέρουν οι φ ίλο ι μου πως β ρ ίσ κομ αι εδώ; Κ ούνησε το κεφάλι. — Θα πρέπει να του ς στείλω ένα μήνυμα. — Θ α κάνεις α υ τό που νομίζεις φ υσ ικά, α λλά αν ήμουν στη θέση σου θα περίμενα να δυναμώ σω λιγάκι. — Για τί; Δε μου απάντησε αμέσω ς κι εγώ συνέχισα. — Π όσο καιρό βρίσκομ αι εδώ; Η απάντησή του με άφ ησ ε κατάπ ληκτη. — Σχεδόν ένα μήνα. — Ω ! φώ ναξα. Θ α πρέπει να στείλω ένα σ ημείω μα στη Σουζάν. Θ α ανησ υχεί τρ ο μ ερ ά . — Π οια είναι η Σουζάν; — Η κ. Μ π λαιρ. Ή μ ο υ ν μαζί της, με το σερ Ευστάθιο και το συντ. Ρέις στο ξενοχοχείο... α λλά α υ τό βέβαια το γνω ρίζεις; Κούνησε πάλι το κεφάλι. — Δεν γνωρίζω τίπ οτα εκτός από το ό τι σε βρήκα κρ εμ α σμένη στο κλαδί ενός δέντρ ο υ, α να ίσ θ η τη και μ ’ ένα άσχημα εξαρθρω μένο χέρι. Α να τρ ίχια σ α και μετά, ξαφ νικά , μια σκέψη πέρασε α π ’ το μυαλό μου. — Λες πως δεν ήξερες πως ήμουν εκεί. Και τό τε τι έχεις να πεις για το σ ημείω μα; — Π οιο σ ημείω μα; — Εκείνο που έσ τειλες και με παρακαλούσ ες να σε σ υνα ν τήσω στο ξέφωτο. Μ ε κοίταξε επίμονα. — Δεν έσ τειλα κανένα σημείω μα. Έ νιω σα να κοκκινίζω μέχρι τις ρίζες τω ν μαλλιώ ν μου. Ευ τυχώς εκείνος δεν φ άνηκε να το προσέχει. — Πώς κα τάφ ερες να βρίσκεσαι στο σω στό σ η μ είο με τέ το ιο θ α υ μ α σ τό τρόπ ο; ρ ώ τησ α με τον πιο α δ ιά φ ο ρ ο τό ν ο που
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
179
μπ ορούσ α να πάρω. Κι εξάλλου, τι κάνεις σ ’ α υ τό το μέρος του κόσ μου; — Εδώ μένω, είπε απλά. — Σ ’ α υ τό το νησί; — Ναι. Ή ρ θ α εδώ μετά το ν πόλεμο. Μ ερ ικές φ ορές π α ίρ νω με την βάρκα μου παρέες από το ξενοδοχείο, α λλά δεν έχω πολλά έξοδα και συνήθω ς κάνω α υ τό που μου αρέσει. — Ζεις εδώ ολομόναχος; — Δεν ψάχνω για κοινω νικές επαφές, σε διαβ εβ αιώ , μου απάντησε ψυχρά. — Λ υπ άμαι που σου επέβαλα τη δική μου, του απ άντησα, α λλά όπως φ α ίνετα ι δεν είχα και δική μου γνώμη πάνω σ ’ α υ τό το θέμα. Π ρος μεγάλη μου έκπληξη τα μά τια του γυ άλισ α ν εύθυμ α. — Καμία. Σε φ όρτω σ α σ τον ώ μο μου σαν σακί με π ατάτες και σε κουβ άλησ α στη β άρκα μου. Σχεδόν σαν τους π ρω τόγο νους της Λ ίθινης εποχής. — Α λλά για δ ια φ ο ρ ετικ ό σκοπό, π αρατήρησα. Τώρα ήταν εκείνος που κοκκίνισ ε, ένα βαθύ κοκκίνισ μα. Το η λιοκαμένο του πρόσωπο φ ω τίσ τη κε παράξενα. — Δε μου είπες όμως, πώς έγινε και π εριπ λανιόσουν με τρόπ ο τόσ ο β ολικό για μένα; είπα β ια σ τικά για να καλύψω την τα ραχή του. — Δεν μπ ορούσ α να κοιμηθώ . Ή μ ο υ ν ανήσυχος — τα ρ α γμένος— είχα το π ροα ίσ θημα πώς κάτι θα συνέβαινε. Τελικά πήρα τη βάρκα μου, βγήκα σ την ξηρά και άρχισ α να προχωράω προς τους καταρρ ά κτες. Ή μ ο υ ν ακριβώ ς κάτω από το ξέφ ω το ότα ν σε άκουσ α να στριγγλίζεις. — Γιατί δε ζήτησες β ο ή θ εια από το ξενοδοχείο α ντί να με κουβαλήσ εις εδώ; ρώ τησα. Εκείνος κοκκίνισε ξανά. — Υποθέτω πως σου φ α ίν ετα ι α συγχώ ρητη ελευθ ερ ία εκ μέρους μου — α λλά δε νομίζω πως α ντιλα μ β ά νεσ α ι το ν κ ίν δ υ νο που διατρέχεις! Ν ομίζεις πως θα έπρεπε να ενημερώ σω τους φ ίλο υ ς σ ου; Ω ρ α ίο ι φ ίλο ι που σε ά φ ησ αν να παίξεις με το θ ά να το ! Ό χ ι, ο ρ κίσ τηκ α σ τον εα υτό μου πως θα σε φ ρ ό ντιζα κα λύτερα από τον οποιονδήπ οτε. Σ ’ α υ τό το νησί δεν πατάει ψυχή. Π ήρα α υ τή τη γρ ιά Μ π α τά νι, που κάποτε τη θεράπ ευσα
180
Αγκάθα Κ ρίστι
από π υρετό, τη ν έφ ερ α εδώ για να σε περιπ οιείται. Είναι πιστή. Π οτέ δε θα πει τίπ οτα. Θ α μπ ορούσα να σε κρατήσω εδώ μήνες και κανένας να μην ξέρει τίπ οτα. «Θ α μ π ο ρ ο ύ σ α να σ ε κ ρ α τή σ ω ε δ ώ μ ή ν ε ς κ α ι κ α ν έ ν α ς να μ η ν ξ έ ρ ε ι τίπ ο τα . Π όσο είναι ευχάρισ τες μερικές λέξεις!
— Έ κανες πολύ καλά, είπα ήρεμα. Και δε θα στείλω κανένα σ ημείω μα. Μ ερ ικές μέρες παραπάνω δεν α λλά ζο υν τη ν κ α τά σ ταση. Και δεν είναι σαν να ήτα ν δ ικο ί μου άνθρω ποι. Είναι απλά γνω ριμίες, α λήθ εια — ακόμ α κι η Σουζάν. Κι όποιος έ σ τειλε α υ τό το σ ημείω μα θα πρέπει να γνώ ριζε α ρ κετά π ρά γμα τα. Δεν το έσ τειλε ξένος. Α υ τή τη φ ορ ά κα τά φ ερ α ν ’ αναφ έρω το σ ημείω μα χωρίς να κοκκινίσω καθόλου. — Αν ήθελες να σε καθοδηγήσω ... είπε δια τα κ τικ ά . — Δε νομίζω πως θα ήθελα, απ άντησα αθώ α. Α λλά δεν πειράζει να ακούσω. — Κάνεις πάντα α υ τό που σου αρέσ ει, μις Μ π εντινγφ κελντ; — Συνήθως, απ άντησα π ροσεκτικά. Σε οπ οιονδήπ οτε ά λλο θα είχα απαντήσει «πάντα». — Λ υπ άμαι το σ ύζυγό σου, είπε απρόσμενα. — Δε χρ ειά ζετα ι, το ν έκοψα. Δε θα μου περνούσε από το μ υ α λό να παντρευτώ εκτός κι αν ή μουν τρ ελά ερω τευμένη με κάποιον. Και φ υσ ικά δεν υπάρχει τίπ ο τα που μια γυ να ίκα χ α ί ρεται να κάνει, όσο να κάνει τα π ράγματα που δεν της α ρέσ ουν για κάποιον που π ρα γμα τικά αγαπάει. Κι όσο πιο εγω κεντρική είναι, τόσ ο πιο πολύ της αρέσει. — Φ οβάμαι πως θα διαφ ω νήσω μαζί σου. Κ ατά κανόνα σ υμβα ίνει το α ντίθετο. (Μ ιλο ύ σ ε μ ’ ελα φ ρ ό σαρκασμό). — Ακριβώς, φ ώ ναξα α υ θ ό ρ μ η τα . Και γ ι ’ α υτό υπάρχουν τόσ οι α π οτυχημένοι γό μ ο ι. Φ ταίνε οι άντρες. Είτε υποχω ρούν μπ ροστά στις γυναίκες το υ ς — κι εκείνες το υ ς π ερ ιφ ρ ο νο ύν, ή είναι α π όλυτα εγω ιστές, επ ιμένουν να γίνο ντα ι τα π ρά γμα τα όπως θέλουν εκείνοι και ποτέ δε λένε ένα «ευχαριστώ». Ο ι επ ιτυχημένοι σύζυγοι κάνουν τις γυναίκες το υ ς να εκτελο ύ ν τις επ ιθυμίες του ς και στη σ υνέχεια κάνουν τρ ο μ ερ ή φ α σ α ρ ία γι ’ α υτό. Στις γυναίκες αρέσει να νιώ θουν τη ν υπεροχή, α λλά σ ι χαίνοντα ι να μη νιώ θουν πως οι θυσ ίες τους εκ τιμ ο ύ ν τα ι. Από
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
181
την άλλη πλευρά, οι άντρες όεν εκτιμ ο ύ ν κα θόλου τις γυναίκες που είναι καλές μαζί τους. Ό τ α ν θα π αντρευτώ θα είμ α ι ένας δ ιά β ολος το ν π ερισ σ ότερο κα ιρό, α λλά πού και πού, ό τα ν ο ά ντρ α ς μου δεν θα το π εριμένει κα θό λο υ , θα το υ δείχνω τι άγγελος μπορώ να είμα ι! Ο Χάρρυ γέλασε με την κα ρ διά του. — Η ζωή σας θα είναι σαν το υ σκύλου με τη γάτα. — Ό σ ο ι α γαπ ιούνται πάντα τσ α κώ νο νται, το ν δ ια β εβ α ίω σα. Επειδή δεν κα τα λα β α ίνει ο ένας το ν άλλον. Κι ό τα ν φ τά σουν να κα τα λα β α ίνο υ ν ο ένας το ν ά λλον δεν είναι πια ερ ω τευμένο ι μεταξύ τους. — Είναι και το α ντίθ ετο α λ ή θ εια ; Ο ι άνθρω ποι που τσ α κώ νονται αγαπ ιούνται πάντα; — Αυτό... α υ τό δεν το ξέρω, είπα μπ ερδεμένη για μια σ τι γμήΕκείνος γύ ρισ ε από τη ν ά λλη μεριά προς το τζάκι. — Θ έλεις λίγη σούπα α κόμ α; ρώ τησε α διά φ ο ρ α . — Ναι, σε παρακαλώ . Έχω τέτο ια πείνα που θα μπ ορούσα να φάω κι έναν ολό κλη ρ ο ιπποπόταμο. — Α υ τό είναι πολύ καλό. Α σχολήθηκε με τη φ ω τιά. Τον π αρακολουθούσ α. — Ό τ α ν θα σηκωθώ από το κρεβάτι θα σου μαγειρεύω , του υποσχέθηκα. — Δε νομίζω πως πρέπει να γνω ρίζεις και πολλά π ράγματα στη μα γειρική. — Μ π ορώ να ζεστάνω ό,τι θέλεις από κονσέρβες το ίδιο καλά με σένα, του απ άντησα δείχνοντας τη σ ειρά με τα κο υτιά πάνω στο τζάκι. — Έ κανες διάνα ! γέλασε εκείνος. ' Ο λο του το πρόσωπο άλλαζε ό τα ν γελούσε. Γινόταν παι δικό, ευ τυ χισ μ ένο — μια δ ια φ ο ρ ετικ ή προσω πικότητα. Εφαγα με όρεξη τη σούπα μου. Καθώς τη ν έτρω γα του θύμ ισ α πως τελικά δε μου είχε δώσει τη σ υμβ ουλή του. — Α, ναι, α υ τό που ήθελα να σου πω είναι το εξής. Αν ήμουν εγώ στη θέση σου θα έμενα ήσυχα «χαμένη» εδώ μέχρι να ξαναβρώ τις δυ νά μ εις μου. Ο ι εχθροί σου θα σε π ιστεύουν νεκρή. Δε θα ξα φ νια σ το ύν κα θόλου αν δεν βρεθεί το πτώμα σου. Α υ τό θα έπρεπε να κ ο μ μ α τια σ τεί πάνω στους βράχους
182
Αγκάθα Κ ρίστι
και να εξα φ α νισ τεί σ το χείμα ρ ρ ο . Α να τρ ίχια σ α . — Μ ό λις επ ανακτήσεις εντελώ ς τις δυγνάμεις σου μπορείς να κάνεις ένα ήσυχο τα ξίδ ι μέχρι τη ν Μ π έιρ α κι από κει να βρεις ένα πλοίο για να γυρ ίσ εις πίσω σ την Αγγλία. — Π ολύ α νια ρ ό σχέδιο, είπα μουτρω μένη. — Τώρα μιλάς σαν α νόητη μα θ η τρ ιο ύ λα . — Δ εν είμα ι κα μία α νόητη μ α θ η τρ ιο ύ λ α , φ ώ ναξα με α γ α νά κτησ η. Είμαι μεγάλη γυναίκα. Μ ε κοίταξε με μία α νεξιχνίασ τη έκφ ρ α σ η καθώς είχα α ν α σηκω θεί κατακόκκινη και συγχυσμένη. — Θεέ μου, έχεις απ όλυτο δ ίκιο , μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε και βγήκε απ ότομα έξω. Η ανάρρω σ ή μου ή ταν πολύ γρ ήγορη. Ο ι δύο κακώσεις που είχα υποστεί ήταν ένα χτύπ ημα σ το κεφ άλι και μία εξά ρ θρω ση σ το μπ ράτσο. Η τελ ευ τα ία ή ταν και η πιο σ οβαρή και σ την αρχή, ο σ ω τήρας μου, είχε πιστέψει πως επ ρόκειτο για σπάσιμο. Μ ε μια π ροσεκτική εξέταση όμω ς διαπ ίστω σε πως ήτα ν μόνο μία εξάρθρω ση και αν και ή ταν πολύ ο δ υ νη ρ ό , σ ιγά -σ ιγά ά ρχισε να θερα π εύεται και μπ ορούσα και πάλι να το χρησιμοπ οιήσω . Ή τ α ν παράξενες μέρες. Ή μ α σ τα ν α π οκομμένοι από το ν υπόλοιπο κόσμο, ολομό να χο ι οι δυο μας σαν το ν Α δάμ και τη ν Εύα — α λλά με μια δ ια φ ο ρ ά ! Υπήρχε και η γρ ιά Μ π ατά νι που τρ ιγυ ρ νο ύ σ ε α νάμεσά μας μετρώ ντας λ ιγ ό τερ ο α π ’ όσο ένας σκύλος. Επέμενα να μαγειρεύω ή το υ λ ά χ ισ το ν όσο μπο ρούσ α με ένα μόνο χέρι. Ο Χ άρρυ έλειπε πολλές ώρες, α λλά περνούσε μαζί μου α ρ κετό χρόνο και, ξαπλωμένοι στη σκιά της φ οινικιά ς, κουβ εντιά ζα μ ε και τσ ακω νό μ ασ τα ν — κ ο υ β εντι άζαμε για όλα τα θ έμ α τα επί της γης, τσ α κω νό μ α σ τα ν και μονιάζαμε για να ξανα ρχίσ ουμ ε. Π αρά το υ ς συχνούς διαπ ληκτισ μούς μας αναπ τύχθηκε α νάμεσ α μας μια π ρα γμα τική και ανθεκτική σ υ ν τρ ο φ ικ ό τη τα , σε τέ το ιο β α θμό που ποτέ δεν πί σ τευα πως ήταν δ υ να τό ν να συμβεί. Α υτό...και κάτι άλλο. Ο καιρός πλησίαζε, το ήξερα, πως σ ύ ντο μ α θα ή μουν εντε λώς καλά για να φύγω και το α ντιλ α μ β α ν ό μ ο υ ν με β α ρ ιά κ α ρ διά. Θα μ ’ άφ ηνε να φύγω ; Χωρίς ού τε μία λέξη; Χωρίς κανένα σ ημάδι; Εκείνος περνούσε ώρες σιωπηλός, ή μ ο υ τρ ω μένο ς κι
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
183
ά λλοτε σ ηκω νόταν απ ότομα κι έβγαινε έξω μόνος το υ . Ένα βράόυ ήρθε η μεγάλη κρίση. Είχαμε μόλις τελειώ σ ει το απλό μας γεύμα και κα θόμ α σ τα ν μπ ροστά σ την πόρτα τη ς καλύβας. Ο ήλιος έδυε. Κ αθόμουν, με το σαγόνι στις παλάμες βυθισμένη στις ονειροπ ολήσ εις μου. ' Ενιωσα μά λλον παρά είδα το Χάρρυ να με κοιτάζει. — Μ ο ιά ζεις με μάγισ σ α, Ανν, είπε τελικά και στη φω νή του υπήρχε κάτι που δεν υπήρχε πριν. ' Απλωσε το χέρι κι άγγιξε τα μ α λ λ ιά μου. Α να τρ ίχιασ α. Ξ αφ νικά π ετάχτηκε επάνω πνίγοντας μια βρισιά. — Πρέπει να φ ύγεις α ύ ρ ιο , μ ’ ακούς; Δεν... δεν το αντέχω άλλο. Στο κάτω -κάτω άνθρωπος είμα ι κι εγώ. Πρέπει να φύγεις, Ανν. Πρέπει. Δεν είσαι κα μιά α νόη τη . Το κα τα λα β α ίνεις κι εσύ πως α υ τό δεν πάει άλλο. — Υποθέτω πως όχι, είπα αργά. Αλλά... ή ταν ευ τυ χ ία , δεν ήταν; — Ευτυχία; Ή τ α ν κόλαση! — Τόσο άσχημα; — Γιατί με βασανίζεις; Γιατί με κορ οϊδεύεις; Γιατί το είπες α υτό ; — Δε σε κοροϊδεύω . Αν θέλεις να φύγω θα φύγω , α λλά αν με θέλεις τό τε θα μείνω. — Ό χ ι α υ τό ! φώναξε με απελπισία. Ό χ ι α υτό . Μ η με δελεάζεις, Ανν. Α ντιλα μ β ά νεσ α ι τι είμα ι εγώ; Δ υο φ ορές εγ κληματίας. Ένας κυνηγημένος. Εδώ με ξέρουν σαν Χάρρυ Πάρκερ — νομίζου ν πως έλειπ α για κυνήγι στη χώ ρα, α λλά όπου να ’ ναι μπορεί να βά λουν τα π ρά γμα τα κάτω και τό τε το ά λ λο θ ι μου πάει περίπατο. Είσαι τόσ ο νέα, Ανν, και τόσ ο ό μο ρ φ η — το είδος της ο μ ο ρ φ ιά ς που τρ ελ α ίν ει το υ ς άντρες. Ό λ ο ς ο κόσμος είναι σ τα πόδια σου — η ζωή, η αγάπη, τα πάντα. Η δίκιά μου ζωή είναι πίσω μ ο υ — κα τεσ τρ α μ μ ένη , χαμένη, με την πικρή γεύση της στάχτης. — Αν δε με θέλεις.... — Το ξέρεις πως σε θέλω . Ξ έρεις πως θα έδινα και τη ν ψυχή μου για να σε πάρω σ την α γκαλιά μου και να σε κρατήσω εδώ, κρυμμένη, μ α κριά από το ν κόσμο για πάντα. Και συ με προκαλείς Ανν. Εσύ με τα μ α λλιά τη ς μάγισσας και μ ’ α υ τά τα μά τια που είναι χρυσ ά και κα στα νά και π ράσινα και που ποτέ δεν
184
Αγκάθα Κ ρίση
σ τα μ α το ύ ν να γελούν, α κόμ α κι ό τα ν το σ τό μ α , τα χείλη σου είναι σ οβαρά . Α λλά θα σε σώσω από το ν εα υτό σου κι από μένα. Θ α φ ύγεις απόψε. Θα πας σ την Μ π έιρα... — Δ εν π ρόκειται να πάω στην Μ π έιρ α, το ν διέκοψ α. — Θ α πας. Θ α πας σ τη ν Μ π έιρ α ακόμ α κι α ν χ ρ εια σ τεί να σε κουβαλήσ ω ο ίδιος και να σε πετάξω σ το πλοίο. Από τι νομίζεις πως είμα ι φ τιαγμένο ς; Ν ομίζεις πως μπορώ να ξυπνάω κάθε βρά δυ με το φ όβο πως σε π ήρανε; Δεν μπορεί κανείς να συνεχίζει τη ζωή του π ισ τεύοντας πως κάθε μέρα θα γίνετα ι κι ένα θαύμα . Πρέπει να πας πίσω σ τη ν Α γγλία, Ανν, και... να π αντρευτείς... να γίνεις ευτυχισ μένη. — Μ ’ ένα σ οβ α ρ ό ά ντρ α που θα μου π ροσφέρει ένα σ τα θερό σπιτικό. — Κ α λύ τερ α α υ τό από τη ν κα τασ τρ ο φ ή . — Και συ τι θα κάνεις; Το πρόσωπό του σ κυθρώ π ιασε και σοβάρεψ ε. — Έχω έτο ιμ η τη δο υ λειά που πρέπει να κάνω. Μ η με ρω τάς τι είναι. Μ π ορείς να μαντέψ εις φ α ντά ζομ α ι. Α λλά θα σου πω α υ τό — θα αποκατασ τήσ ω το όνομά μου ή θα πεθάνω σ ’ α υ τή ν την προσπάθεια και θα πνίξω με τα ίδ ια μου τα χέρια το ν κα κούργο που προσπάθησε να σε δο λο φ ο νή σ ει εκείνο το βράδυ. — Ας είμα σ τε δ ίκα ιο ι, είπα. Δε με έσπρωξε κάτω με τα ίδια του τα χέρια. — Δε χρειαζότα ν. Το σ χέδιό του ήτα ν πιο έξυπνο. Α νέβηκα στο μονοπ άτι α ρ γότερ α . Ό λ α έδειχναν εντάξει, α λλά από τυ α σ η μ ά δ ια σ το έδαφ ος είδα πως οι πέτρες που έδειχναν το μ ο νο πάτι είχαν μ ετα κινη θ εί σ ’ ένα ελ α φ ρ ά δ ια φ ο ρ ετικ ό μέρος. Υ πήρχαν ψηλοί θάμνοι σ την άκρη του γκρεμού. Είχε βάλει πάνω τους τις μεγάλες πέτρες έτσι ώστε να νομίζεις πως περπατούσες ακόμ α πάνω στο μονοπ άτι ενώ έπεφτες στο κενό. Ο Θ εός να τον βοηθήσ ει αν ποτέ πέσει σ τα χέρια μου! Σ τα μάτησ ε για ένα λεπτό και μετά συνέχισε με εντελώ ς δ ια φ ο ρ ετικό τό νο στη φω νή του. «Ποτέ δε μιλή σ α μ ε για όλα α υτά τα πράγματα, Α νν, έτσι δεν είνα ι; Ό μ ω ς τώ ρα ήρθε η ώρα. Θέλω ν ’ α κούσ εις όλη τη ν ισ το ρ ία — από τη ν αρχή. — Αν σε πληγώνει να σ κέφ τεσ αι το παρελθόν μη μου τα πεις, είπα πολύ χαμηλά.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
185
— Θέλω να ξέρεις, Ανν. Π οτέ δεν πίστευα πως θα μ ιλο ύσ α γι ’ α υ τό το μέρος της ζωής μου σε κάποιον. Π αρά ξενα δεν είναι τα π αιχνίδια που μας παίζει η μ ο ίρ α; — Μ ερ ικ ά α π ’ α υ τά τα ξέρω, είπα απαλά. — Τι ξέρεις; — Ξέρω πως το π ρα γμα τικό σου όνομα είναι Χάρρυ Δ ο ύ κας. Και πάλι δίσ τασ ε — χω ρίς να με κοιτάζει, α λλά με το β λέμ μα κα ρφ ω μένο ίσια μπ ροστά του. Δεν μπ ορούσα να κ α τα λ ά βω τι σ κεφ τότα ν, α λλά τελικά κούνησε το κεφ άλι προς τα μπρος σαν να απ οδεχόταν μία σιωπηλή απόφ ασή το υ και ά ρ χισε την ισ τορ ία του. — ' Εχεις δίκιο. Το π ρα γμα τικό μου όνομα είναι Χάρρυ Λ ο ύκας. Ο π ατέρας μου ήταν ένας σ υντα ξιούχος σ τρ α τιώ τη ς που ήρθε στη Ροδεσία κι αγόρ ασ ε ένα α γρ ό κτη μ α . Πέθανε ό ταν ήμουν στο δ εύ τερ ο έτος στο Καίμπριτζ. — Τον αγαπούσες; ρώ τησ α ξαφνικά. — Δεν ...ξέρω. Μ ε τά κοκκίνισε και συνέχισε βίαια: — Μ α τι κά θομ αι και λέω ; Τον αγαπ ούσα το ν πατέρα μου. Είπαμε πικρά π ρά γμα τα τη ν τελ ευ τα ία φ ο ρ ά που το ν είδα, και είχαμε πολλούς καβγάδες σ χετικά με τις α μυα λο σ ύ νες και τα χρέη μου, α λλά τον αγαπούσα το γέρο. Τώρα ξέρω πόσο πολύ — τώ ρα που είναι πολύ αργά. Ή μ ο υ ν στο Κ αίμπ ριτζ ό τα ν γνώ ρισα τον άλλον... — Το νεα ρό Έ ρντσ λυ ; — Ναι... το νεα ρό Έ ρ ντσ λυ. Ο πατέρας το υ , όπως ξέρεις, ήταν ένας από του ς πιο ισχυρούς ά ντρ ες της Ν ο τίο υ Α φρικής. Ο φ ίλος μου κι εγώ αμέσω ς γίναμε α χώ ρισ τοι. Είχαμε κοινή την αγάπη μας για τη Ν ό τιο Α φ ρ ική και λα τρ εύ α μ ε κι οι δύο την περιπλάνηση σ τα άγνω σ τα μέρη τη ς γης. Ό τ α ν εγκα τέλειψ ε το Καίμπ ριτζ, ο Έ ρ ντσ λυ είχε έναν τελ ευ τα ίο καβγά με τον πατέρα του . Ο γέρος το υ είχε πληρώσει τα χρέη για δ εύ τερη φ ο ρ ά κι α ρ ν ιό τα ν να το ξανακάνει. Έ γινε μια σ κληρή σκηνή α νάμεσ ά τους. Ο σ ερ Λώ ρενς δήλω σε πως είχε χάσει την υπομονή του — πως δεν επ ρόκειτο να κάνει τίπ οτε για το γιο του. Θα έπρεπε να σ τα θ εί από μόνος του στα πόδια του για λίγο. Το α π οτέλεσμα ήταν, όπως ξέρεις να πάνε οι δύο
186
Αγκάθα Κρίστι
νεα ρ ο ί στη Ν ό τιο Α μερική μαζί, ψ άχνοντας για δια μ ά ντια . Δε θέλω να μιλήσω γ ι ’ α υ τό τώ ρα, α λλά περάσαμε πολύ ω ραία τότε. Δ υσ κολίες πολλές, κα ταλα β αίνεις, α λλά ήτα ν ό μο ρ φ η ζωή — σ κληρός αγώνας για τη ν επιβίωση μα κρ ιά από κα το ικη μένες περιοχές — και, ω θεέ μου, α υ τό είναι ένα μέρος για να γνω ρίσ ει κανείς το φ ίλο το υ ! Είχε δ η μ ιο υ ρ γ η θ εί ανάμεσα μας ένας τό σ ο ισχυρός δεσμός που μόνο ο θ ά να το ς μπ ορούσε να τον σπάσει. Λοιπόν, όπως σου είπε ο συντ. Ρέις, οι προσπάθειές μας σ τέφ θ η κα ν με επ ιτυχία. Βρήκαμε ένα δ εύ τερ ο Κίμπερλι σ την κα ρ δ ιά της Β ρετανικής Γουιάνας μέσα στη ζούγκλα. Δεν μπορώ να σου περιγράφ ω το ν ενθ ο υ σ ια σ μ ό μας. Δεν ήταν τόσ ο για την π ρα γμα τική αξία της ανακά λυψ ής μας — βλέπεις, ο Έ ρντσ λυ ήταν σ υνηθισ μένος στα λεφ τά και ήξερε πως ό ταν θα πέθαινε ο πατέρας το υ θα γινό τα ν εκα το μ μ υ ρ ιο ύ χ ο ς και ο Α ούκα ς ήταν πάντα φτω χός και είχε σ υνηθίσ ει να είναι. Ό χ ι, ήταν απλά η ικανοπ οίηση της ανακάλυψ ης. Σ τα μάτησ ε και μετά πρόσθεσε σχεδόν α π ολογητικά: — Δε σε πειράζει που σου τα λέω μ ’ α υτό ν το ν τρόπ ο, ε; Σα να μην ήμουν εγώ κα θόλου μέσα σ ’ α υ τή ν τη ν ισ τορ ία . Έ τσι μου φ α ίνετα ι τώ ρ α ό τα ν ξανακοιτάζω προς τα πίσω και βλέπω α υ τά τα δύο αγόρ ια . Σχεδόν ξεχνάω πως ο ένας α π ’ α υτο ύ ς ήταν ο ...Χάρρυ Ρέιμπορν. — Πες μου τα όπως θέλεις, είπα κι εκείνος συνέχισε: — Γυρίσαμε σ το Κίμπερλι — πολύ π ερήφανοι για τη ν α να κάλυψ ή μας. Είχαμε φ έρει μαζί μας μία πολύ ό μ ο ρ φ η σ υλλογή δια μ α ντιώ ν για να την υπ οβάλουμε στους πραγματογνώ μονες. Και τότε... σ το ξενοδοχείο σ το Κίμπερλι... τη συναντήσ αμε... Τ αράχτηκα λίγο και το χέρι μου που ακουμπ ούσ ε σ το πλάι της πόρτας σ φ ίχτηκε ά θελά μου. — Το όνομά της ήτα ν Α νίτα Γκρίνμπεργκ. Ή τ α ν ηθοποιός. Α ρκετά νέα και πολύ όμο ρ φ η . Είχε γεννηθεί στη Ν ό τιο Α φ ρ ική α λλά η μ η τέρ α της ήτα ν Ο υ γγα ρ έζο , νομίζω . Υπήρχε κάποιο μυ σ τή ρ ιο που π εριέβαλλε τη ν ύπαρξή της και, φ υσ ικά, α υτό μεγάλω νε τη γο η τεία της απ έναντι σ τους δύο νεα ρ ο ύς που είχαν γυρίσ ει από τη ζούγκλα. Θα πρέπει να της ήταν πολύ εύκολη δουλειά . Κι οι δύο τη ν ερ ω τευτήκα μ ε αμέσως, και οι δυο μας το πήραμε πολύ σοβαρά. Ή τ α ν η πρώτη σκιά που έμπαινε ανάμεσά μας — α λλά ακόμ α κι α υτή δε χαλάρω σε τη
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
187
ψ ιλία μας. Ο καθένας μας, το πιστεύω ειλικρ ινά , ή ταν έτοιμος να π αραμερίσ ει για χα τή ρ ι το υ φ ίλο υ το υ . Ό μ ω ς α υ τό όεν ήταν το δικό της παιχνίδι. Π ολύ α ρ γ ό τερ α α ν α ρ ω τιό μ ο υ ν το για τί, α φ ού ο μονα δικός γιος το υ σερ Λώ ρενς Έ ρ ντσ λυ ή ταν μοναδική ευ κα ιρ ία και γ ι ’ αυτήν. Η α λ ή θ εια όμω ς ήταν πως εκείνη ήταν ήδη παντρεμένη — με ένα διαλογέα σ του Ντε Μ π έι.ρς— αν και κανείς δεν το ήξερε. Έ δειξε μεγάλο ενδια φ έρ ο ν για την ανακάλυψ ή μας και εμείς της τα είπαμε όλα, της δείξαμε ακόμη και τα δια μ ά ντια . Δ α λιδ ά ! Έ τσι έπρεπε να τη λένε — κι έπαιξε το ρ όλο της θ α υ μ ά σ ια ! Η κλοπή του Ντε Μ π έερς α να κα λύφ θ η κε και σαν θ εο μ η νία η α σ τυ νο μ ία έπεσε πάνω μας. Κ ατασ χέθηκαν τα δ ια μ ά ν τια μας. Στην αρχή γελά σ αμε — μας φ ά νη κα ν όλα τό σ ο α σ τεία ! Και μετά τα δ ια μ ά ν τια π α ρ ο υσ ιάσ τη κα ν σ το δ ικα σ τή ρ ιο — και χωρίς σ υζήτησ η α ναγνω ρ ίσ τη κα ν σαν α υ τά που είχαν κλαπεί από του Ντε Μπέερς. Η Α ν ίτα Γκρίνμπεργκ είχε εξαφ α νισ τεί. Είχε κάνει την α ντικα τά σ τα σ η πολύ επιδέξια κι η ισ το ρ ία μας πως α υ τά δεν ήταν τα δ ια μ ά ν τια που είχαμε φ έρει και είχαμε σ την κατοχή μας ήταν αξιο θ ρ ή νη τη . Ο σερ Λώ ρενς Έ ρντσ λυ είχε μεγάλη επ ιρροή. Π έτυχε την απ αλλαγή της υπόθεσης από το δ ικ α σ τή ρ ιο — α λλά α υ το ί απ έμειναν δύο νεα ροί με τη ζωή τους κα τεσ τρ α μ μ ένη και το όνομά του ς σπιλω μένο σ τα μ ά τια το υ κόσ μου, με τη ρ ετσ ινιά του κλέφ τη για πάντα και φ υσ ικά ράγισ ε και η κα ρ διά του γέρου. Είχε μία πικρή σ υνά ντησ η με το γιο το υ το ν οποίο κα τα ρράκω σ ε με όλα τα σ φ ά λμ α τα το υ κόσμου. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να σώσει το όνομα της οικογένειας, α λλά από εκείνη τη μέρα δεν είχε πια γιο. Τον έδιω ξε μα κρ ιά του. Κι ο νεαρός, σαν α νόητος και γεμ άτος π ερηφάνια που ήταν, δεν κα ταδέχτηκε να μιλήσει και να σ υνηγορήσ ει για τη ν α θω ό τη τά του μπ ροστά στη δυσπ ισ τία του πατέρα του. Π αρέμεινε σιω πηλός κι έφ υγε τρελός από θ υμ ό α π ’ α υτή τη σ υνάντησ η — ο φ ίλος του τον περίμενε. Μ ια β δο μ ά δα α ρ γό τερ α κηρύχθηκε ο πόλεμος. Ο ι δυό φ ίλο ι κ α τα τά χ τη κ α ν μαζί. Ξ έρεις τι έγινε. Ο κα λύτερος φ ίλος που είχε ποτέ άνθρω πος σκοτώ θηκε, εν μέρει εξαιτίας της δικής του απερισκεψ ίας αψ ηφώ ντας κάθε κίνδυνο. Π έθανε με το όνομ ά του σπιλωμένο. Σου ο ρ κίζο μ α ι, Ανν, πως ήταν κυρίω ς εξαιτίας το υ που έν ι
188
Α γκάθα Κ ρίστι
ωθα τόσ η κα κία ενα ντίο ν α υτής τη ς γυναίκας. Σ ’ εκείνον το τρ α ύ μ α ήτα ν β α θ ύ τερ ο α π ’ ό,τι σε μένα. Την είχα ερω τευθεί τρ ελά τό τε — σ κέφ τομ α ι α κόμ α πως τη ν τρ ό μ α ζα κα μιά φ ο ρ ά — α λλά για κείνον ήτα ν ένα β α θ ύ τερ ο και πιο ήρεμο α ίσ θ η μα. Εκείνη είχε γίνει το κέντρο της ύπαρξής του — και η προ δοσ ία της του α φ α ίρ εσ ε τη ν επ ιθυμία να ζήσει. Το χτύπ ημα τον είχε ζαλίσει και τον ά φ ησ ε π αράλυτο. Ο Χάρρυ σ τα μ ά τησ ε. Μ ε τά από ένα -δυ ο λεπτά συνέχισε — Ό π ω ς ξέρεις α να φ έρ θ η κα σαν «αγνοούμενος, πιθανά νεκρός». Π οτέ δε φ ρ ό ντισ α να διορθώ σω α υ τό το λάθος. Π ήρα το όνομ α Π ά ρκερ και ή ρ θ α σ ’ α υ τό το νησί που το γνώ ριζα από παλιά. Στην αρχή το υ πολέμου είχα τη ν φ ιλ ο δ ο ξία και την ελπ ίδα ν ’ αποδείξω την α θ ω ό τη τά μου, α λλά μετά η διάθεσ η α υτή εξαφ α νίσ τηκε. Το μόνο που ένιω θα ήταν: για ποιο λόγο; Ο φ ίλος μου ήτα ν νεκρός. Ο ύ τε εκείνος ο ύ τε εγώ είχαμε ζων τα νούς συγγενείς για το υ ς οποίους μπ ορούσαμε να εν δ ια φ ερ θούμ ε. Ζ ούσα μιά ήρεμη ζωή εδώ — νεκρω μένος από κάθε σ υνα ίσ θημα . Τώρα κα ταλα β αίνω , αν και τό τε δεν το α ν τιλ α μ βα νόμουν, πως α υ τό ο φ ειλ ό τα ν κάπως και στα απ οτελέσ μ ατα του πολέμου. Και μετά, μια μέρα κάτι έγινε που με ξύπνησε εντελώς. Είχα μια παρέα στη βάρκα μου για να τους ανεβάσω σ το π οτάμι, ότα ν ένας α π ’ α υτο ύ ς έβγαλε ένα επ ιφώ νημα έκπληξης. Ά ρ χισα να τον προσέχω. Ή τ α ν μικρόσω μος, α δύνα το ς, με γενιάδα και με κοιτούσ ε σαν να είχε δει ένα φ ά ντα σ μ α . Τόσο δ υ νατή ήταν η τα ρ α χή το υ που μου ξύπνησε την περιέργεια. Έ κανα μερικές έρευνες για το ά το μ ό του στο ξενοδοχείο κι έμ αθα πως το όνομ ά το υ ή ταν Κ άρτον, πως ερ χό ταν από το Κίμπ ερλι και πως ήταν δια λο γέα ς δ ια μ α ντιώ ν σ την υπηρεσία των Ν τε Μπέερς. Αμέσω ς όλα τα σ υνα ισ θ ή μ α τα της α δικίας ξύπνησαν μέσα μου. Έ φ υγα α π ’ το νησί και πήγα στο Κίμπερλι. Ω σ τό σ ο δεν βρήκα παρά ελά χισ τα π ρά γμα τα γ ι ’ α υτό ν. Τελικά α π οφ άσισα πως έπρεπε να οργανώσω μία σ υνάντησ η μαζί του. Π ήρα μαζί μου το π ερ ίσ τρ οφ ό μου. Μ ε μια σ ύντο μ η μ α τιά που του είχα ρίξει είχα κα ταλάβει πως ο άνθρωπος α υτός ήταν δειλός. Αμέσω ς μόλις βρεθήκα με πρόσωπο με πρόσωπο κα τάλα βα πως με φ οβ ό τα ν. Κ ατά φ ερ α σ ύντο μ α να το ν κάνω
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
1Β9
να μου πει όσα γνώριζε. Είχε οργανώ σει ένα μέρος της λησ τείας και η Α νίτα Γκρίνμπεργκ ή ταν γυναίκα του. Μ α ς είχε όει μια φ ορ ά και τους δύο καθώς δειπ νούσ αμε με τη ν Α νίτα σ το ξενο δοχείο κι επειδή είχε διαβ ά σ ει πως είχα σ κοτω θεί, η εμφ άνισ ή μου με σ άρκα και οσ τά στους κ α τα ρ ρ ά κτες το ν είχε τα ρ άξει πολύ. Είχε π αντρευτεί την Α νίτα ό τα ν ή ταν και οι δύο πολύ νέοι, α λλά εκείνη σ ύντο μ α το ν π αράτησε. Είχε μπλεχτεί ά σ χ η μα, μου είπε — και τό τε ά κουσ α για πρώτη φ ο ρ ά για το Συν τα γμ α τά ρ χη . Ο Κ άρτον δεν είχε μπλεχτεί ποτέ μαζί τους εκτός από τη μονα δική α υτή υπόθεση τω ν δια μ α ντιώ ν — με δ ια β ε βαίωσε επ ίσημα κι εγώ το ν πίστεψα. Δεν ή ταν από τη σ τό φ α των ανθρώπων που γίνο ντα ι επ ικίνδυνοι κακοποιοί. Είχα ω στόσο τη ν αίσ θησ η πως κάτι ακόμ α μου έκρυβε. Για δοκιμή τον φ οβ έρ ισ α πως θα τον σκότω να επιτόπου μια και δεν μ ’ ένοιαζε κα θόλου τι θ ’ απογίνω. Μ έσ α σ ’ έναν α κ α τα νίκητο πανικό μου διηγήθηκε και τη ν υπόλοιπη ισ τορ ία . Φ α ί νεται πως η Α νίτα Γκρίνμπνεργκ δεν είχε και μεγάλη εμ π ισ το σύνη σ το σ υντα γμ α τά ρ χη . Ισ χυρίσ τηκε πως το υ έδωσε όλες τις πέτρες που μας πήρε στο ξενοδοχείο, α λλά κράτησε μερικές για το ν εα υ τό της. Ο Κ άρτον, σαν ειδικός, τη σ υμβ ούλεψ ε ποιες να κρατήσει. Αν , οποιαδήπ οτε σ τιγμή, π αρουσίαζε αυτές τις πέτρες που είχαν τέ το ιο χρώ μα και π οιότητα για να α να γνω ρισ τού ν αμέσως, οι π ραγματογνώ μονες του Ν τε Μ πέερς θα π α ραδέχονταν χωρίς α μ φ ιβ ο λ ία πως τα δ ια μ ά ν τια α υ τά δεν είχαν περάσει ποτέ από τα χέρια τους. Μ ε α υτό ν το ν τρόπο η ισ τορ ία μου για την α ντικα τά σ τα σ η θα γινό τα ν π ισ τευτή, το όνομά μου θα μπ ορούσε να α π ο κατασ τα θ εί και οι υποψίες θα κα τευ θ ύ νο ντα ν σ το σω στό δρόμο. Κ ατάλαβα πως, α ντίθ ετα με τις σ υνήθειές το υ , ο Σ υνταγμα τά ρ χης είχε μπλεχτεί σ ’ αυτή την υπόθεση. Γ ι’ α υ τό και η Α νίτα ή ταν σ ίγουρη πως το ν είχε στο χέρι, όπ οια σ τιγμή το χρ ειαζότα ν. Ο Κ άρτον μου πρότεινε να κάνω μια σ υμφ ω νία με τη ν Α νίτα Γκρίνμπεργκ, ή Ν αντίνα, όπως λεγό τα ν τώ ρα. Για ένα σ η μ α ντικό χ ρ η μ α τικ ό ποσό, πί σ τευε, πως η Ν α ντίνα θα δεχό τα ν να δώσει τα δ ια μ ά ν τια και να προδώσει το παλιό α φ εν τικ ό της. Θ α της το τη λεγρ α φ ο ύσ ε αμέσως. Ω σ τό σ ο το ν υπ οψ ια ζόμουν ακόμη. ' Η ταν ο άνθρωπος που μπ ορούσες τόσ ο εύ κολα να το ν τρομά ξεις, μα που μέσα στον
190
Αγκάθα Κ ρ ίση
πανικό του μπ ορούσε να πει ένα σω ρό ψ έμ ατα που δεν ή ταν εύ κο λο να ξεχω ρίσεις ποια ή ταν τα α ληθ ινά ανάμεσ ά τους. Π ήγα σ το ξενοδοχείο και περίμενα. Το επόμενο βράδυ έκρινα πως θα έπρεπε να έχει πάρει τη ν απ άντηση σ το τη λ εγ ρ ά φ η μ ά του. Π ήρα σ το σπίτι του και μου είπαν πως ο Κ άρτον δεν ήταν εκεί, α λλά πως θα επ έστρεφε σ ίγο υ ρ α τη ν επόμενη. Αμέσω ς ά ρ χισ α να υπ οπ τεύομαι. Μ ε κάποια τύχη α να κά λυψ α πως σ την π ρ α γμ α τικό τη τα επ ρόκειτο να φ ύγει για τη ν Α γγλία με το Κ ιλμ όρντεν Καστλ, το οπ οίο έφ ευγε από το Κέιπ Τάουν σε δυο μέρες. Είχα μόλις το χρόνο να ταξιδέψ ω μέχρι εκεί και να προ λάβω το πλοίο. Δεν είχα κα μία πρόθεση να τρομά ξω το ν Κ άρτον α π ο κα λύ πτοντας την π α ρουσ ία μου σ το πλοίο. Τον κα ιρ ό που ήμουν σ το Κ αίμπ ριτζ είχα α σ χοληθεί α ρ κετά με το θ έα τρ ο και μου ήταν πολύ εύκολο να μεταμφ ιεσ τώ σ ’ ένα μεσήλικα γενιο φ ό ρ ο τζέντλεμαν. Α πέφυγα σ χολασ τικά το ν Κ άρτον πάνω σ το πλοίο μένοντας το ν π ερισ σ ότερο καιρό σ την καμπίνα μου με τη δ ι κα ιο λο γία πως ήμουν άρρω στος. Δε δ υ σ κο λεύ τη κα κα θόλου να το ν π αρακολουθήσ ω ό ταν φ τά σ α μ ε στο Α ονδίνο. Πήγε κα τευ θ εία ν σ ’ ένα ξενοδοχείο κι έμεινε μέσα μέχρι την επομένη. Έ φ υγε από το ξενοδοχείο λίγο μετά τη μία. Ή μ ο υ ν πίσω του. Πήγε κα τευ θ εία ν σ ’ ένα μ εσ ι τικό γρ α φ είο στο Ν άιτσ μπ ριτζ. Εκεί ά ρχισε να ρω τάει για τα σπ ίτια κοντά στο ποτάμι. Κ αθόμουν σ το διπλανό τραπέζι επίσης ρω τώ ντας για σπί τια. Και τό τε ξαφ νικά μπήκε μέσα η Α νίτα Γκρίνμπεργκ, η Ν α ν τίνα — όπως θέλεις πες την. Υπέροχη, α υθ ά δ η ς και σχεδόν όσο όμ ο ρ φ η ήτα ν τότε. Θεέ μου! πόσο τη ν μισούσα. Εκεί ήτα ν, η γυ να ίκα που είχε κα τασ τρέψ ει τη ζωή μου — που είχε επίσης κα τασ τρέψ ει μια κα λύτερ η ζωή από τη δική μου. Εκείνη τη σ τιγμή θα μπ ορούσ α να βάλω τα χέρια μου γύρω α π ’ το λα ιμ ό της και να της α φ α ιρέσ ω σ ιγά -σ ιγά , β α σ α νισ τικά , τη δική της ζωή! Για ένα λεπτό ή δύο το α ίμ α ανέβηκε σ το κεφάλι μου. Ο ύ τε που πρόσεχα τι μου έλεγε ο υπάλληλος. Ή τ α ν τη φω νή της μόνο που ά κου γα , δυ νατή και καθαρή με μια υπερ βολική ξενική π ροφ ορά : «Το Μ ιλ Χάουζ, σ το Μ ά ρ λ ο ο υ . Ιδ ιο κτησ ία του σερ Ε υσταθίου Π έντλερ. Νομίζω πως θα μου κάνει. Οπω σδήποτε θα πάω να το δω».
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
191
Ο υπ άλληλος της έγραψ ε ένα σ ημείω μα και εκείνη έφυγε με το ηγεμ ονικό και α υ θ ά δ ικ ο β ά δισ μά της. Ο ύ τε μία λέξη, ούτε μία κίνησή της έδειξαν πως είχε αναγνω ρίσ ει το ν Κ άρτον, κι όμως ήμουν σ ίγουρος πως η σ υνά ντησ ή τους είχε εκεί ήταν π ροσχεδιασμένο σχέδιο. Μ ετά άρχισ α να συμπ εραίνω δ ιά φ ο ρο. Μ η γνω ρίζοντα ς πως ο σερ Ευστάθιος ή ταν στις Κάννες υπέθεσα πως α υτή η ισ τορ ία με το νο ίκια σ μ α τω ν σπιτιώ ν ήταν ένα πρόσχημα για να το ν σ υνα ντήσ ει σ το Μ ιλ Χάουζ. I Ιξερα πως εκείνος β ρ ισ κό ταν στη Ν ό τιο Α μερ ική τη ν εποχή της λησ τείας, και καθώς δεν το ν είχα σ υνα ντήσ ει ποτέ μου κατέληξα αμέσω ς πως α υτός ή ταν ο μ υσ τηρ ιώ δης σ υντα γμ α τάρχης για τον οποίο είχα ακούσ ει τόσ α πολλά. Α κο λο ύθ η σ α τους δύο υπόπτους μου στη Ν άιτσ μπ ριτζ. Η Ν αντίνα μπήκε σ το ξενοδοχείο Χ άιντ Π αρκ. Ά ν ο ιξ α το βήμα και μπήκα κι εγώ μέσα. Εκείνη προχώ ρησε κα τευ θ εία ν στο εσ τια τό ρ ιο και εγώ απ οφ άσ ισ α πως δεν μπ ορούσα να δ ια κ ιν να με αναγνω ρίσ ει και πώς θα συνέχιζα τη ν π α ρ ακο λούθησ η του Κ άρτον. Έ λπιζα πως επ ρόκειτο να πάρει τα δ ια μ ά ντια και αν εμ φ α νιζό μ ο υ ν ξαφ νικά μπ ροστά το υ ενώ δεν με περίμενε θα μπ ορούσ α να του αποσπάσω τη ν α λήθ εια . Τον α κολού θησ α σ το σ ταθ μ ό το υ Υπόγειου στη γω νία το υ Χάιντ I Ιάρκ. Σ τεκόταν μόνος το υ σ την άκρη τη ς πλατφ όρμας. Α πο φ άσ ισ α να τον πλησιάσω εκείνη τη σ τιγμή. Ξ έρ εις τι συνέβη. Από το απ ότομο ξάφ νια σ μά το υ που είδε μπ ροστά του τον άνθρωπο που πίστευε μ ίλια μ α κρ ιά του σ την Α φ ρ ική , έχασε ιη ν ψ υ χρ α ιμ ία του κι οπισθοχω ρώ ντας έπεσε στις γραμμές. I Ιόντα υπήρξε δειλός. Μ ε τη ν πρόφαση πως ήμουν για τρ ό ς κα τά φ ερα να ψάξω τις τσέπες του. Είχε ένα π ορ τοφ όλι με με ρικά χα ρ το νο μ ίσ μ α τα , υπήρχε ένα ρ ο λό από φ ιλμ , που θα πρέπει να μου έπεσε κάπου α ρ γό τερ α — και ένα κομμάτι χ αρ τί μ ’ ένα ρα ντεβ ού για τις 22 του μηνάς πάνω σ το Κ ιλμόρντεν Καστλ. Στη βιασ ύνη μου να φύγω πριν με κα θυσ τερ ήσ ει κα νείς, το έχασα κι α υτό , α λλά ευτυχώ ς θ υ μ ό μ ο υ ν τα νούμερα. Μ π ήκα β ια σ τικά στις πρώτες το υ α λ έτες κι α φ α ίρ εσ α το μ α κιγιάζ μου. Δεν ήθελα να με κυνηγήσ ουν γ ια τί έψαχνα τις τσ έ πες ενός νεκρού. Μ ε τά επ έστρεψ α πάλι στο Ξ ενοδοχείο Χάιντ I Ιαρκ. Η Ν αντίνα έτρω γε ακόμη το μεσ ημερ ια νό της. Δε χ ρ ει άζεται να σου περιγράψω με λεπ τομέρειες πώς τη ν α κο λ ο ύ θ η
192
Αγκάθα Κ ρίστι
σα μέχρι το Μ ά ρ λ ο ο υ . Μ π ήκε σ το σπίτι κι εγώ μίλησ α με τη γυ να ίκα σ το θ υρ ω ρ είο λέγοντας πως ήμουν μαζί της. Μ ετά μπήκα κι εγώ σ το σπίτι. Σ τα μάτησ ε. Α κολούθ η σ ε μία σιωπή γεμ άτη ένταση. — Θα με πιστέψεις, Ανν, έτσι δεν είνα ι; Ο ρ κίζο μ α ι σ το Θεό πως α υ τό που θα σου πω είναι η α λήθεια . Μ π ήκα μέσα στο σπίτι και σ την καρδιά μου είχα τόσ ο θυμ ό που σχεδόν α ν τιμ ε τώπιζα το θ ά να το κι εκείνη ήταν νεκρ ή! Τη βρήκα στο δ ω μά τιο του πρώτου ο ρ ό φ ο υ — Θεέ μου! ή ταν τρ ο μ ερ ό . Ή τ α ν νεκρή κι εγώ δεν έκανα ο ύ τε τρ ία λεπτά μετά από εκείνη. Δεν υπήρχε κα μία ένδειξη πως κάποιος άλλος β ρ ισ κό τα ν μέσα στο σπίτι! Φ υσ ικά α ντιλή φ θ η κα αμέσω ς σε τι τρ ο μ ερ ή θέση β ρισκόμουν. Μ ε μία α ρισ το τεχνική κίνηση ο εκβιαζόμενος είχε ξεφ ορτω θεί το ν εκβ ια σ τή του και συγχρόνω ς παρείχε κι ένα θ ύμα το οποίο θα φ ο ρ τω νό τα ν το έγκλημά του. Το χέρι του σ υντα γμ α τά ρ χη ήτα ν πολύ ισχυρό. Για δεύ τερ η φ ο ρ ά γινό μ ο υν θ ύμα του. Η μουν α νόητος που είχα πέσει τόσ ο εύκολα σ την παγίδα του. Ο ύ τε που θ υ μ ά μ α ι ακριβώ ς τι έκανα στη συνέχεια. Κ α τά φ ερ α να βγω από το σπίτι δείχνοντας σχετικά φ υσ ιο λο γικό ς, α λλά ήξερα πως δεν θα περνούσε πολύς χρόνος μέχρι να α ν α κα λυφ θ εί το έγκλημ α και να τη λ εγ ρ α φ η θ εί η π εριγραφ ή μου σε όλη τη χώρα. — Κ ρυβόμου ν για μερικές μέρες χω ρίς να τολμήσ ω να κά νω μία κίνηση. Στο τέλος με βοήθησ ε η τύχη. Ά κ ο υ σ α κατά λά θος τη σ υζήτησ η δύο ηλικιω μένω ν κυρίω ν σ το δρ ό μ ο , εκ των οποίων ο ένας απ οδείχθηκε ό τι είναι ο σερ Ευστάθιος Π έν τλερ. Αμέσως μου ήρθε η ιδέα να το ν κάνω να με πάρει κοντά του σαν γρ α μ μ α τέα του. Το μέρος της κο υβ έντας που ά κουσ α μου έδωσε τη δ ικα ιο λο γ ία . Τώρα δεν ήμουν πια και τό σ ο σ ί γουρ ος πως ο σερ Ευστάθιος Π έντλερ ήταν ο Σ υνταγματάρχης. Μ π ορεί το σπίτι του να διαλέχτη κε τυ χ α ία σαν τόπος της σ υ νάντησης, ή για κάποιο άλλο σκοτεινό λόγο που δεν μπορούσα να μαντέψω. — Ξέρεις, τον διέκοψ α, πως ο Γκάι Π άτζετ ή ταν σ το Μ ά ρ λοου την μέρα του φ όνο υ; — Α υ τό τα ιρ ιά ζει τό τε. Ν όμιζα πως ή τα ν στις Κάννες μαζί με το σερ Ευστάθιο. — Υποτίθεται πως β ρ ισ κό ταν στην Φ λω ρεντία — α λλά είναι
Ιο Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
193
σ ίγου ρο πως ποτέ όεν πήγε μέχρι εκεί. Είμαι σχεδόν σ ίγουρη ιιαις ήταν σ τ ’ α λήθ εια στο Μ ά ρ λ ο ο υ , α λλά δεν μπορώ να τ ’ ι ιποδείξω. — Και να σ κεφ τείς πως δεν υπ οψ ιάσ τηκα το ν Π άτζετ ούτε για μια σ τιγμή μέχρι τη νύχτα που προσπάθησε να σε πετάξει στη θάλασ σα. Ο άνθρωπος είναι θ α υ μ ά σ ιο ς ηθοποιός. — Ναι, είναι! — Α υ τό εξηγεί γ ια τί διάλεξαν το Μ ιλ Χάουζ. Ο Π άτζετ μπο ρούσε ίσως να μπαινοβγαίνει απ αρατήρητος. Βέβαια δεν έφ ερε α ντιρ ρ ή σ εις ότα ν ήτα ν να συνοδέψ ω το Σερ Ευστάθιο στο πλοίο. Δε θα ήθελε να με υποψιάσει αμέσως. Βλέπεις, είναι φ α νερ ό πως η Ν αντίνα δεν είχε φ έρει μαζί της τα π ετράδια στο ρα ντεβού όπως το είχαν προβλέψει. Φ αντά ζομ αι πως σ την π ρα γμ α τικό τη τα τα είχε ο Κ άρτον και πως τα έκρυψ ε κάπου πάνω σ το Κ ιλμόρντεν Κασλ — γ ι ’ α υ τό ήρθε. Έ λπιζαν πως ίσως να γνωρίζω πού μπορεί να ή ταν κρυμμένα. Ό σ ο ο σ υ ν τα γμ α τά ρ χη ς δεν είχε τα δ ια μ ά ν τια σ το χέρια το υ , εξα κ ο λ ο υ θούσ ε να κινδυνεύει — γι ’ α υ τό και η αγω νία του να τα πάρει με κάθε τρόπο. Πού στο καλό τα έκρυψ ε ο Κ άρτον — αν τα έκρυψ ε, α υ τό δεν το γνωρίζω. — Α υ τό είναι μια άλλη ισ τορ ία , π α ρατήρησα . Η δική μου ισ τορ ία . Και θα σου την διηγηθώ με τη σ ειρά μου.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 20 Ο Χάρρυ άκουσε πολύ προσεχτικά όλα τα π ερισ τα τικά που έχω ήόη όιηγηθεί. Α υ τό που το ν ξάφ νια σ ε και το ν μπέρδεψε π ερισ σ ότερο ήταν πως τα δ ια μ ά ν τια β ρ ίσ κο ντα ν όλο α υ τό το δ ιά σ τη μ α σ την κατοχή μου — ή μ ά λλο ν στα χέρ ια της Σουζάν. Ή τ α ν κάτι που ποτέ δεν το είχε σ κεφ τεί. Φ υσ ικά, α φ ού ά κ ο υ σα τη δική του ισ τορ ία , κα τά λα β α το λό γο το υ σ χεδίου του Κ άρτον — η μ ά λλον της Ν αντίνα, επειδή δεν είχα πλέον καμία α μ φ ιβ ο λ ία πως εκείνη ήτα ν ο εγκέφ αλος που είχε σ υλλάβει το σχέδιο. Κ αμία α ιφ νιδ ια σ τικ ή επίθεση ενα ντίο ν της ή κατά του Κ άρτον δε θα είχε σαν απ οτέλεσμα τη ν απώ λεια τω ν δ ια μ α ντιώ ν. Το μ υ σ τικό ήταν κλειδω μένο σ το δικό της μ υ α λό κι ο σ υντα γμ α τά ρ χη ς ήταν α δ ύ ν α το να μαντέψ ει πως είχαν εμπι σ τευ τεί ένα κα μ α ρ ό το για να τους τα φ υλάξει. Η δικαίω ση της α θω ό τη τα ς το υ Χάρρυ κι η απ αλλαγή του από τη μομφ ή της κλοπής ή ταν εξασ φ αλισ μένη. Ω σ τό σ ο οι ενέργειές μας π αρέλυαν μπ ροστά σ την άλλη κ α τη γο ρ ία τη ν πιο σοβαρή. Για τί, όπως είχαν τα π ρ άγματα, ο Χάρρυ δεν μπο ρούσε να βγει α νοιχτά και να διεκδικήσ ει τα δικα ιώ μ α τά του. Και το π ρόβλημά μας παρέμενε το ίδιο, και το κ ο υ β εν τιά ζαμε ξανά και ξανά: την τα υ τό τη τα του σ υντα γμα τάρχη. Ή τ α ν ή δεν ήταν ο Γκάι Π άτζετ; — Θ α έλεγα πως είναι αν δεν υπήρχε ένα πράγμα, είπε ο Χάρρυ. Φ αίνετα ι α ρ κετά σ ίγο υ ρ ο πως ήταν ο Π άτζετ που δ ο λοφ όνησ ε την Α νίτα Γκρίνμπεργκ στο Μ ά ρ λ ο ο υ — κι α υτή η β εβ α ιό τη τα επιβεβαιώ νει τη ν υποψία μας πως α υτός είναι ο σ υντα γμ α τά ρχης, α φ ού η υπόθεση της Ν αντίνα ήταν μεγάλης σ ημασ ίας για να τη σ υζητήσ ει με κάποιον υ φ ισ τά μ ενό του. Ό χ ι — το μόνο πράγμα που σ υνη γο ρ εί ενα ντίο ν α υτή ς της θεω ρίας είναι η απόπειρα δο λο φ ο νία ς ενα ντίο ν σου το βράδυ της άφιξής σου εδώ. Είδες το ν Π άτζετ να μένει στο Κέηπ Τάουν — δεν υπάρχει κανένα δ υ ν α τό μέσον για να φ τάσ ει εδώ πριν από σας, πριν από τη ν περιοχή και όλα το υ τα σχέδια ή τα ν για ν ’ απ αλλαγεί από σένα σ το Κέηπ Τάουν. Φ υσ ικά θα μπ ορούσε να τηλεγρ α φ ήσ ει τις οδηγίες το υ σε κάποιον δικό του σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ, που θα μπ ορούσε να π ρολάβει το τρ α ίν ο για
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
195
την Ροδεσία στο Μ έιφ εκινγκ, α λλά α υτές οι οδηγίες θα πρέπει να ήτα ν ιδ ια ίτερ α α να λυ τικές για να μπορέσει να γ ρ α φ τεί το σημείω μα. Μ είν α μ ε σιω π ηλοί για λίγο και μετά ο Χάρρυ είπε πολύ αργά: — Είπες πως η κ. Μ π λα ιρ κ ο ιμ ό τα ν ό τα ν έφ υγες από το ξενοδοχείο και πως άκουσ ες το σερ Ευστάθιο να υπ αγορεύει σ την Π έτιγκρ ο υ; Πού ήταν ο συντ. Ρέις; — Δεν μπόρεσα να το ν βρω πουθενά. — Είχε κάποιους λόγους να πιστεύει πως... εγώ κι εσύ μπο ρεί να είχαμε κάποια φ ιλική σχέση; — Ίσ ω ς να είχε, είπα σ κεφ τική καθώς θ υ μ ή θ η κα τη ν κο υ βέντα μας σ την επ ισ τροφ ή από το Μ ατόπ ος. Έχει πολύ ισ χ υ ρή προσω π ικότητα, α λλά δε φ α ντά ζο μ α ι έτσι το σ υ ν τα γ μ α τάρχη. Εξάλλου α υτή η σκέψη είναι παράλογη. Α νήκει στις Μ υ σ τικές Υπηρεσίες. — Πώς το ξέρεις α υ τό ; Το πιο εύκολο π ράγμα σ τον κόσμο είναι να διαδώ σ εις μία π αρόμοια φ ήμη. Κανένας δεν το α ν τικρούει κι η φ ήμη δ ια δ ίδ ετα ι γρ ή γο ρ α μέχρι που όλοι π ισ τεύ ουν πως α υτή είναι η α λήθ εια . Κι α υ τό π ροσφέρει μία δ ικ α ιο λογία και μία κάλυψη για όλες τις ύποπτες δουλειές. Ανν, σ υ μ παθείς το Ρέις; — Ναι — και όχι. Μ ε απωθεί και συγχρόνω ς με γοητεύει. Ω σ τόσ ο ένα πράγμα ξέρω: πάντα το ν φ οβ ά μ α ι λιγάκι. — Ξέρεις, ήταν στη Ροδεσία τη ν εποχή της κλοπής τω ν δ ια μ α ντιώ ν του Κίμπερλι, είπε σχεδόν ψ ιθ υρ ισ τά ο Χάρρυ. — Εκείνος όμως είπε στη Σουζάν τη ν ισ το ρ ία για το σ υ ν τα γμ α τά ρχη και πως είχε πάει σ το Π αρίσι προσπαθώ ντας να το ν εντοπίσει. — Κ α μ ου φ λά ζ — από τα πιο έξυπνα. — Εδώ όμως πού μπαίνει ο Π άτζετ; Δ ουλεύει για το Ρέις; — Ίσ ω ς, είπε α ργά ο Χ άρρυ, να μην είναι καθόλου μπλε γμένος. — Τι; — Θ υ μ ήσ ου, Ανν. Ά κ ο υ σ ε ς ποτέ τη ν άποψη το υ Π άτζετ για τη νύχτα σ το Κ ιλμόρ ντεν; — Ναι — από το σερ Ευστάθιο. Του επ ανέλαβα όσα είχα ακούσ ει κι εκείνος με άκουσ ε με
196
Αγκάθα Κ ρίστι
μεγάλη προσοχή. — Είδε έναν ά ντρ α να έρχεται από τη μεριά τη ς καμπίνας του σερ Ευστάθιου και το ν α κολο ύ θ η σ ε σ το κατάσ τρ ω μα . Α υ τό λέει; Τώρα, πες μου, ποιος είχε τη ν καμπίνα απέναντι στο σερ Ευστάθιο; Ο συντ. Ρέις. Αν υπ οθέσουμε πως ο Ρέις γ λ ί σ τρησ ε στο κα τάσ τρω μα και μετά τη ν απ οτυχημένη το υ προ σπάθεια ενα ντίον σου, έκανε το γύ ρ ο το υ κα τα σ τρ ώ μ α το ς και σ υνά ντησ ε τον Π άτζετ καθώς έβγαινε από τη ν πόρτα το υ σ α λονιού. Τον χτυπά και μπαίνει μέσα κλείνοντας τη ν πόρτα πίσω του. Ό τ α ν φ τά σ α μ ε εκεί βρήκαμε τον Π άτζετ πεσμένο κάτω. Πώς σου φ α ίνετα ι α υτό ; — Ξεχνάς πως δήλω σε με β εβ α ιό τη τα ό τι εσύ ήσουν που το ν χτύπησες. — Κι αν υπ οθέσουμε πως τη σ τιγμή που α να κτά τις α ισ θ ή σεις του με βλέπει ν ’ α π ο μ α κρ ύνο μ α ι; Δε θα το θεω ρούσε δεδομ ένο πως εγώ ήμουν που το υ επ ιτέθηκα; Ιδ ια ίτερ α αν πίστευε από την αρχή πως εμένα α κολο υ θ ο ύσ ε; — Ν αι, είναι πιθανόν, είπα αργά. Α λλά α υ τό α λλάζει όλη την ισ το ρ ία μας. Και είναι και ά λλα π ράγματα. — Τα π ερισ σ ότερα α π ’ α υτά μπ ορούν να εξηγηθούν. Ο άνθρωπος που σε α κολο υ θ ο ύσ ε σ το Κέηπ Τάουν μίλησε στον Π άτζετ κι ο Π άτζετ κοίταξε το ρολόι του. Μ π ο ρ εί απλά να τον ρω τούσε την ώρα. — Εννοείς πως μπορεί απλά να ήταν σύμπ τω ση; — Ό χ ι ακριβώς. Υπάρχει σ ’ όλα α υ τά μία μέθοδος που συνδέει το ν Π άτζετ μ ’ α υ τή ν τη ν υπόθεση. Γιατί διά λεξα ν το Μ ιλ Χάουζ για το φ όνο ; Μ ήπω ς επειδή ο Π άτζετ β ρ ισ κό τα ν στο Κίμπερλι ότα ν έγινε η κλοπή τω ν δ ια μ α ντιώ ν; Μ ήπω ς το ν είχαν διαλέξει για θύμ α πριν βέβαια εμ φ α νισ τώ εγώ τό σ ο β ο λικά γι ’ α υτούς; — Π ισ τεύεις δηλα δή πως μπορεί να είναι εντελώ ς αθώ ος; — Θ α μπ ορούσε α λλά αν είναι έτσι, θα πρέπει να α να κα λύψουμε τι έκανε στο Μ ά ρ λ ο ο υ . Αν έχει μία λογική δ ικ α ιο λ ο γ ία τότε β ρισ κόμ ασ τε στο σω στό δρόμο. Σηκώθηκε. — Είναι π ερασμένα μεσάνυχτα. Μπες μέσα, Ανν, και κ ο ιμ ή σου λίγο. Π ριν ξημερώ σει θα σε περάσω με τη β άρκα σ την ξηρά. Πρέπει να π ρολάβεις το τρ α ίν ο για το Α ίβ ινγκσ το ο υν.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
197
Εχω εκεί ένα φ ίλο που θα σε κρύψ ει μέχρι να ξεκινήσει το τρ α ίνο, θα πας στο Μ π ο υλα β ά γιο κι από κει θα πάρεις ένα τρ α ίνο για την Μ π έιρα. Μ π ορώ να μάθω από το φ ίλ ο μου στο Λ ίβ ινγκσ το ο υν τι γίνετα ι σ το ξενοδοχείο και πού β ρ ίσ κο ντα ι οι φ ίλο ι σου τώ ρα. — Μ π έιρα , είπα σ υλλογισ μένη. — Ν αι, Ανν, σ την Μ π έιρ α θα πας εσύ. Α υτή είναι α ντρ ική δουλειά . Θα την αφήσ εις σε μένα. Είχαμε για λίγο ξεχάσει τα σ υνα ισ θ ή μ α τά μας όση ώρα κουβ εντιά ζα μ ε για την υπόθεση, α λλά τώ ρ α η έντασ η είχε ξανα γυρίσ ει. Δεν κοιτα ζόμ α σ τα ν καν στα μάτια. — Π ολύ καλά, είπα και μπήκα μέσα σ την καλύβα. Ξάπλω σα σ το κρεβ ά τι, α λλά δεν κοιμήθηκα. Από έξω ά κουγα το Χάρρυ Ρέιμπορν να β ημα τίζει πάνω -κάτω για α τέλ ει ωτες σ κοτεινές ώρες. Τελικά με φώ ναξε: — Ελα Α νν, είναι ώρα να πηγαίνουμε. Σηκώ θηκα και βγήκα υπάκουα έξω. Ή τ α ν α κόμ α σ κοτάδι α λλά ήξερα πως δε θ ’ α ρ γούσ ε να ξημερώ σει. — Θ α π άρουμε το κανό, όχι τη β άρκα με τη μηχανή — ά ρχισε ο Χ άρρυ, α λλά ξαφ νικά σώπασε και σήκωσε το χέρι. — Σσσσ! Τι ήταν α υτό ; Τέντωσα τ ’ α υ τιά μου α λλά δεν άκουγα τίπ οτα. Ω σ τό σ ο η δική του ακοή ήταν πιο καλή, είχε το εξασκημένο α υ τί του ανθρώ π ου που ζει χρόνια σ την ερ ημ ιά . Σε λίγο όμω ς μπ ορού σα κι εγώ ν ’ ακούσω - το ν απαλό θ ό ρ υβ ο τω ν κουπιών στο νερό που ερχόταν από τη δεξιά όχθη το υ ποταμού και π λησ ί αζαν γρ ήγορ α προς τη μικρή μας ξηρά. Τεντώ σαμε τα μ ά τια σ το σ κοτάδι και μπ ορέσαμε να δ ια κ ρ ί νουμ ε ένα αχνό σ ημάδι πάνω τη ν επ ιφ άνεια το υ νερού. Ή τ α ν μια βάρκα. Τότε για ένα ελά χισ το δευτερ ό λεπ το έλαμψ ε μια μικρή φ λόγα. Κάποιος είχε ανάψ ει ένα σπίρτο. Στο φως του αναγνώ ρισ α ένα πρόσωπο, τη ν κόκκινη γενιάδα του Ο λ λ α ν δού της βίλας του Μ ούιζενμπ ερ γκ. Ο ι υπόλοιποι ή ταν ιθ α γ ε νείς. — Γρήγορα — μέσα σ την καλύβα. Ο Χάρρυ με τρά βηξε πίσω μαζί του. Κ ατέβασε από τον τοίχο δύο καραμπ ίνες κι ένα π ερίσ τροφ ο. — Μ π ορείς να γεμίσ εις μία καραμπ ίνα;
19Β
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Δε μου έτυχε ποτέ. Δείξε μου. Π α ρ α κο λο ύ θ η σ α π ροσεκτικά τις οδηγίες του. Κλείσαμε τη ν πόρτα κι ο Χ άρρυ σ τάθηκε στο π α ρ άθ υρ ο και κοίταξε από ψ ηλά το ποτάμι. Η βάρκα πλησίαζε τώ ρα στη μικρή απ οβά θρα. — Π οιος είνα ι; φώναξε ο Χάρρυ. Ο π οιαδήπ οτε α μ φ ιβ ο λία κι αν είχαμε για τις προθέσεις τους σ βήσ τηκε μονομιάς. Μ ία βροχή από σ φ αίρ ες έπεσαν τριγύρω . Ευτυχώς κα μία δε μας άγγιξε. Ο Χάρρυ σήκωσε τη ν καραμπ ίνα του. Έ να δ ο λο φ ο νικό βήξιμο ακού σ τη κε δύο φορές. 'Α κο ύ σ ε δύο βογγητά και τον ήχο ενός σώ ματος που πέφτει σ το νερό. — Α υ τό θα τους κάνει να το ξανα σ κεφ τούν, μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ ε μ ου τρω μένος καθώς άπλωνε το χέρι για τη δεύ τερ η κα ρ αμπ ί να. Μ είνε κα λυμμένη καλά, Α νν, για τ ’ όνομα του Θ εού. Και γέμιζέ την γρήγορα . Κι άλλες σφαίρες. Μ ία έγδαρε το μά γουλο το υ Χάρρυ. Η απάντηση της δικιά ς του καραμπ ίνας ή ταν πιο δο λο φ ο νική από τα δικά του ς πυρά. Είχα έτο ιμ η τη δεύ τερ η καραμπ ίνα καθώς γύ ρισ ε προς το μέρος μου. Μ ’ άρπαξε σ φ ιχτά με το α ρ ισ τερ ό του χέρι και με φ ίλη σ ε ά γρ ια πριν ξα να σ τρ α φ εί στο παράθυρο. Ξ αφ νικά έβγαλε μια φωνή. — Φ εύγουν — τους φ τάνει μέχρι εδώ. Δ ίνο υ ν κα θα ρ ό σ η μάδι κάτω σ το νερό και δεν μπ ορούν να δουν πόσοι είμ α σ τε εμείς εδώ πάνω. Φ εύγουν για τη ν ώρα — α λλά θα ξα να γυρ ίσουν. Πρέπει να είμα σ τε έτο ιμ ο ι να το υ ς υποδεχτούμε. Πέταξε κάτω τη ν καραμπ ίνα και γύρισ ε προς το μέρος μου. — Α νν! Ο μ ο ρ φ ιά μου! Είσαι ένα θ α ύ μ α τη ς φύσης! Μ ια μικρή βα σίλισ σ α! Θ α ρ ρ α λέα σαν λιο ν τά ρ ι. Η μάγισσα με τα μα ύρα μα λλιά ! Μ ε πήρε σ την α γκαλιά του. Φ ιλούσε τα μ α λλιά , τα μ ά τια , τα χείλη μου. — Και τώ ρα δου λειά , είπε απ ότομα α φ ή νο ντά ς με. Βγάλε έξω α υτά τα κουτιά με τη ν π αραφίνη. ' Εκανα ό,τι μου είπε. Εκείνος ήταν απ ασχολημένος μέσα στην καλύβα. Σε λίγο το ν είδα σ την κορυφ ή της καλύβας να σ έρνεται τρα βώ ντας κάτι μαζί του. Μ ετά από ένα ή δύο λεπτά ήρθε κοντά μου. — Π ήγαινε κάτω στη βάρκα. Θα πρέπει να τη ν κ ο υ β α λ ή
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
199
σ ουμε από την άλλη πλευρά του νησιού. Καθώς έφ ευγα πήρε την παραφ ίνη. — Έ ρχονται πάλι, του φώ ναξα σιγανά. Είχα δει τη σκιά τους να έρχεται από τη ν απέναντι όχθη. Κ ατέβηκε τρέχοντας προς το μέρος μου. — Πάνω σ την ώρα — μα... πού σ το κα λό είναι η βάρκα; Και οι δύο είχαν π αρασ υρθεί από το ρεύμα με κομμένα τα σ κοινιά τους. Ο Χάρρυ άφησε ένα σ ιγα νό σ φ ύρ ιγμα. — Τώρα την έχουμε ά σχημα, γλυ κιά μου. Σε πειράζει; — Ό χ ι μαζί σου. — Χμ, να π εθάνουμε μαζί όμω ς δεν είναι και σπ ουδαία διασ κέδασ η... Θα κάνουμε κάτι κα λύτερ ο α π ’ α υτό . Κ οίτα — α υτή τη φ ορ ά έχουν δύο βάρκες. Θα κα τέβ ουν σ την ξηρά από δύο δ ια φ ο ρ ετικά σημεία. Τώρα πρόσεξε τ ’ α π ο τελέσ μ ατα της σ κηνοθετικής μου δουλειάς! Την ίδια σχεδόν σ τιγμή μία μα κρ ιά φ λό γα ξεχύθηκε από την καλύβα. Στο φως της φ ά νη κα ν κα θα ρά δύο σ ιλο υέτες ξα πλωμένες κοντά -κο ντά στη στέγη της καλύβας. — Τα παλιά μου ρούχα — π αραγεμισ μένα με κο υρ έλια — α λλά δε θα τους ξεγελάσ ουν για πολύ. Ανν, πρέπει να δ ο κ ιμ ά σ ουμε επ ικίνδυνους τρόπ ους για να ξεφ ύγουμε τώ ρα... έλα. Χέρι με χέρι διασ χίσ α με το νησί. Μ ό ν ο μια λεπτή λ ο υ ρ ίδ α νερού το χώ ριζε από τη ν ξηρά α π ’ α υτή ν τη ν πλευρά. — Πρέπει να κολυμπ ήσ ουμε. Ξ έρεις καθόλου κολύμπι, Ανν; Ό χ ι πως είναι α π α ρ α ίτη το . Μ π ορώ να σε περάσω εγώ απέναντι. Απ ’ α υτή την πλευρά δεν περνούν βάρκες, έχει πολ λά βράχια. Μ π ορ ούμ ε όμω ς να κολυμπ ήσ ουμε και είναι προς τη σωστή κατεύθυνσ η για το Α ίβινγκσ τοουν. — Μ π ορώ να κολυμπήσω λίγο — ίσως και πιο πολύ α π ’ α υτό. Πού είναι όμως ο κίνδυνος, Χ άρρυ; ρώ τησ α γ ια τί είχα προσέξει μια α νησ υχία στα μ ά τια του. Καρχαρίες; — Ό χ ι, χαζούλα μου. Ο ι καρχαρίες ζουν στη θάλασσα. Είσαι όμως έξυπνη, Ανν. Κ ρ οκόδειλοι, α υ το ί είναι ο κίνδυνος. — Κ ροκόδειλοι; — Ν αι, μην τους σ κέφ τεσ αι — ή κάνε την προσευχή σου, ό,τι νομίζεις κα λύτερο. Π έσαμε σ το νερό. Ο ι προσευχές μου πρέπει να ή ταν πολύ α π οτελεσ μ α τικές γ ια τί φ τά σ α μ ε σ τη ν α κτή χω ρίς κα μία περί-
200
Αγκάθα Κ ρίστι
πέτεια, και βγήκαμε σ την ξηρά στάζοντας. — Π άμε για το Α οβινγκσ τό ο υ ν τώ ρα. Είναι ά σχημος ο δ ρ ό μος και τα βρεμένα ρούχα μας δε θα β οηθήσ ουν σ την κα τάσ τα σ η. Α λλά δε γίνετα ι αλλιώς. ' Η ταν μια εφ ια λτική πορεία. Η β ρεμένη μου φ ο ύ σ τα χ τυ πούσε πάνω στις γάμπες μου ο δ υ ν η ρ ά και οι κάλτσες μου γρ ή γο ρ α κο υρ ελιά σ τη κα ν από τ ’ αγκάθια. Τελικά σ τα μ ά τη σ α εντελώ ς αποκαμω μένη. Ο Χάρρυ γύρισ ε πίσω κοντά μου. — Κάνε κο υ ρ ά γιο γλ υ κ ιά μου. Θ α σε κουβαλήσω εγώ για λίγο. Ετσι μπήκαμε στο Λ ίβ ινγκσ το ο υν, έχοντάς με φ ορ τω μένη σ τον ώμο του σαν ένα σακί με πατάτες. Πώς τα κα τάφ ερ ε όλο α υ τό ν τον δρ όμ ο δεν ξέρω. Χάραζε ό τα ν μπήκαμε σ την πόλη. Ο φ ίλος του Χάρρυ ήταν ένας νεαρός γύρω στα τρ ιά ν τα που είχε ένα μαγαζί με χειρ ο τεχ νή μ α τα ιθαγενώ ν. Το όνομά του ήταν Ν εντ — ίσως να είχε κι ά λλο α λλά εγώ ποτέ δεν το ά κ ο υ σα. Δε φ άνηκε να π αραξενεύεται κα θόλου ό τα ν είδε το Χάρρυ να μπαίνει μουσκεμένος και στάζοντας, τρα β ώ ντας από το χέρι ένα θη λυκό το ίδιο μούσκεμα. Ο ι ά ντρ ες είναι σ τ ’ α λήθ εια θ αυ μά σ ιοι. Μ α ς έφ ερε φ α γη τό , ζεστό καφέ και πήρε να στεγνώ σει τα ρούχα μας ενώ κα θόμ α σ τα ν τυ λ ιγ μ έν ο ι σε σκληρές χοντρές κουβέρτες. Στο μικροσκοπ ικό δ ω μ ά τιο στο πίσω μέρος της καλύβας του ή μα σ ταν ασφ αλείς, όση ώρα εκείνος έλειψε για να κάνει έρευνες σχετικά με το ν σερ Ευστάθιο και τη ν παρέα του. Τότε ήταν που απ οφ άσ ισ α να ξεκαθαρίσω στο Χάρρυ πως με τίπ οτα δε θα με έπειθε να φύγω για τη ν Μ π έιρα. Π οτέ δεν είχα σκοπό να το κάνω εξάλλου, α λλά τώ ρα όλες οι α ιτίες γι ’ α υ τό είχαν εξαφ α νισ τεί. Ο σκοπός α υτο ύ του σ χεδίου ήτα ν να με π ιστεύουν νεκρή οι εχθροί μου. Τώρα που ήξεραν πως δεν ήμουν νεκρή, δε θα ω φ ελούσ ε σε τίπ οτα να πάω σ την Μ π έιρα. Εύκολα θα μπ ορούσ αν να με α κο λο υ θ ή σ ο υ ν και να με σ κο τώ σουν με την ησυχία τους. Δε θα είχα κανένα να με π ρ ο σ τα τέ ψει. Τελικά α π οφ ασ ίσ αμε να σ υναντήσω τη Σουζάν, όπου κι αν βρισ κόταν, και να συγκεντρώ σω όλες μου τις προσπάθειες για την προσωπική μου προστασία. Δε θα έπρεπε, με κα μία δ ικ α ι ολογία, να διακινδυνεύσ ω να ανακαλύψ ω το σ υντα γμ α τά ρ χη .
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
201
Θα περίμενα ήσυχα να πάρω οδηγίες από το Χάρρυ. Επίσης θα έπρεπε να βάλω τα δ ια μ ά ν τια σ τη ν τράπ εζα το υ Κίμπερλι στο όνομα Πάρκερ. — Υπάρχει ω στόσο κάτι που πρέπει να τα κτο π ο ιή σ ο υμ ε, είπα σκεπτική. Θα πρέπει να έχουμε έναν κώ δικα μεταξύ μας. Δε θα πρέπει να ξεγελα σ τούμε ά λλη φ ο ρ ά από μη νύ μ α τα που σκοπός τους είναι να μας μπερδέψουν. — Α υ τό είναι α ρ κετά εύκολο. Κάθε μήνυμα που θα έρχεται π ρα γμα τικά από μένα θα περιέχει τη λέξη «και» σβησμένη με μια γρα μμή. — Χωρίς α υ τή , το μήνυμα θα είναι πλαστό, μ ο υ ρ μ ο ύρ ισ α . Και με τα τη λεγρ α φ ή μ α τα ; — Τα δικά μου θα υ π ογράφ οντα ι με το όνομα « Ά ντυ» . — Το τρ α ίνο έρχεται όπου να ’ ναι, Χ άρρυ, είπε ο Νεντ βάζοντας το κεφάλι του σ τιγ μ ια ία από το ά νοιγμ α της πόρτας. Σηκώθηκα. — Και να π αντρευτώ ένα σ οβ αρ ό ά ντρ α αν βρω κανέναν; ρώ τησ α πονηρά. Ο Χάρρυ ήρθε κοντά μου. — Ω , Θεέ μου, Ανν! Αν π α ντρευτείς ά λλον από μένα θα του στρίψ ω το λα ρύγγι. Κι όσο για σένα — . — Ν αι; ρώ τησ α γλυκά. — Θα σε τραβήξω α π ’ τα μα λλιά και θα σε μαυρίσω στο ξύλο! — Τι γλυκό σ ύζυγο που διάλεξα , είπα γελώ ντας. Και πώς αλλάζει γνώμη μέσα σε μια ν ύ χ τα !!!
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 21 (Α π ο σ π ά σ μ α τα α π ό το η μ ε ρ ο λ ό γ ιο το υ σ ερ Π έ ν τλ ε ρ )
Ό π ω ς είπα και άλλη μια φ ο ρ ά π αλιότερα, είμαι ο υσ ιασ τικά άνθρωπος που αγαπάει τη γαλήνη. Λ αχταρώ μια ήσυχη ζωή — και είναι το μόνο π ράγμα που δεν καταφ έρνω να έχω. Βρί σκομαι πάντα στο κέντρο κα ταιγίδω ν και ταραχώ ν. Η α ν α κ ο ύ φ ισ η της α π ομάκρυνσ ής μου από το ν Π άτζετ με τη ν αιώ νια διά θεσ ή το υ για μπ ερδέμ ατα , ή τα ν τερ ά σ τια και η μις Π έτιγ κρου είναι σ ίγο υ ρ α πολύ χρ ήσ ιμος άνθρωπος. Αν και δεν έχει τίπ οτα από τη ν εμ φ ά νισ η ενός ο υρ ί το υ Π α ρ α δείσ ο υ , μερικές από τις ικα νό τη τές της είναι ανεκτίμητες. Είναι α λήθ εια πως έπαθα μία κρίση νεύρω ν στο Μ π ουλα μπ ά γιο και σ υμ π ερ ιφ έρ θηκα σαν γά ιδα ρος, α λλά πέρασα μια πολύ δύσκολη νύχτα σ το τρ α ίνο . Στις 3 το πρωί, ένας νεαρός ντυ μένο ς με έναν τ ρ ό πο που λες κι έβγαινε από ένα μ ιο ύζικα λ όπου έπαιζε το ν ήρωα της Ά γ ρ ια ς Δύσης, μπήκε στο δ ια μ έρ ισ μ ά μου και με ρώ τησε πού πηγαίνω. Α γνοώ ντας το πρώτο μου ψ έλλισ μα «Τσάι... και για τ ’ όνομα το υ θεού, μη βάλετε καθόλου ζάχαρη», επ ανέλαβε τη ν ερώ τησή του με τη ν επεξήγηση πως δεν ήταν σ ερ β ιτό ρος α λλά υπ άλληλος το υ γρ α φ είο υ μεταναστεύσεω ς. Κ α τά φ ε ρα τελικά να τον πείσω πως δεν υπέφερα από καμιά κολλη τική α σθένεια, πως επ ισκεπ τόμουν τη Ροδεσία με το υ ς α γνότερ ο υς σκοπούς και τελείω σ α δ ίνο ντά ς το υ όλα μου τα ο ν ό μ α τα και τον τόπο γεννήσεώς μου. Κ ατά φ ερ α στη σ υνέχεια να κοιμηθώ για λίγο, α λλά κάποιος η λίθιος με ξύπνησε μ ’ ένα φ λυτζά νι λιω μένης ζάχαρης που το ονόμαζε τσάι. Δε νομίζω πως του το πέταξα στα μ ού τρ α , α λλά ξέρω πως α υ τό ήθελα να κάνω. Μ ο υ έφ ερε μετά ένα τσ άι χω ρίς ζάχαρη, α λλά παγωμένο στις 6 και μετά α π ο κο ιμ ή θ η κα εντελώ ς απ οκαμω μένος για να ξυπνήσω έξω από το Μ π ουλα μπ ά γιο καθώς έπεσε πάνω μου μια ξύλινη κα μηλοπ ά ρδαλη με α τελείω τα πόδια και λα ιμ ό ! Εκτός από α υτά τα μικροεπ εισ όδια όλα π ήγαιναν α ρ κετά καλά. Και τό τε ξέσπασε το μεγάλο κακό. Η ταν τη νύ χτα που φ τά σ α μ ε στους Κ αταρράκτες. Υπαγό ρευσ α σ την μις Π έτιγκρ ο υ σ το σαλόνι μου, ό τα ν ξαφ νικά όρ -
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
203
μησε σ το δ ω μ ά τιο της κ. Μ π λα ιρ χω ρίς κα μιά απ ολογητική λέξη και φ ορώ ντας μία πολύ π ροκλητική ρόμπα. — Πού είναι η Α νν; φώναξε. Π ολύ καλή ερώ τηση. Σαν να ήμουν εγώ υπεύθυνος για την κοπέλα. Και τι θα σ κεφ τό τα ν η μις Π έτιγκρ ο υ ; Πως είχα τη σ υ νήθεια να βγάζω την Ανν Μ π έντινγκφ ελντ από τη ν τσέπη μου γύρω σ τα μεσά νυχτα ; Θ α ή ταν κάτι που θα μπ ορούσε να εκθέσει το ν οπ οιονδήπ οτε ά ν τρ α σ την ίδια θέση με τη δική μου! — Υποθέτω, είπα ψυχρά, πώς β ρ ίσ κεται σ το κρεβ ά τι της. Κ αθά ρισ α το λ α ιμ ό μου και κο ίταξα τη μις Π έτιγκρ ο υ για να δείξω πως ήμουν έτο ιμο ς να συνεχίσω τη ν υπ αγόρευσή μου. Έ λπιζα πως θα το κ α τα λά β α ινε και η κ. Μ π λαιρ . Εκείνη πάντως δεν έδειξε κάτι τέτο ιο . Β υθίστηκε σε μια π ολυθρόνα κουνώ ντας πολύ εκνευρ ισ μ ένα το λεπ τό πόδι της με το κομψό πασουμάκι... — Δεν είναι σ το δ ω μ ά τιό της. Π ήγα εκεί. Είχα έναν εφ ιά λ τη — ένα φ ρ ιχ τό ό νειρ ο — πως β ρ ισ κό τα ν σ ’ έναν τρ ο μ ερ ό κίν δυνο και σηκώ θηκα και πήγα σ το δ ω μ ά τιό της για να ησ υχά σω, κα τα λα β α ίνετε. Δεν ήτα ν εκεί και το κρεβάτι της ήτα ν απεί ραχτο. Μ ε κοίταζε π αρακλητικά. — Τι να κάνω, σερ Ευστάθιε; Κ αταπ νίγοντας την επ ιθυμία να της απαντήσω : «Πηγαίνετε στο κρεβά τι σας και μην σ τενοχω ρ ιέσ τε για τίπ οτα. Μ ια ικανή κοπέλα σαν την Ανν Μ π έντινγκφ ελντ μπορεί απόλυτα να φ ρ ο ν τίσει μόνη της τον εα υ τό της, είπα σ υνοφ ρυω μένος: — Τι λέει ο Ρεις γι ’ α υτό ; Γιατί να έχει όλα τα ευ χ ά ρ ισ τα ο Ρέις; Ας έχει και μερικά από τα μ ειο νεκτή μ α τα και όχι μόνο τα π λεονεκτήμα τα της γυναικεία ς σ υντροφ ιάς. — Δεν τον βρίσκω πουθενά. Ή τ α ν ικανή να χάσει το ν ύπνο τη ς μ ’ α υτή τη ν ισ τορ ία . Α νασ τέναξα και κάθισ α σε μία καρέκλα. — Δε βλέπω του ς λόγους για τη ν τόσ ο μεγάλη α νησ υχία σας, είπα υπομονετικά. — Α λλά το ό νειρ ό μου — — Το κάρυ που φ άγα με σ το δείπνο φ τα ίει!
204
Αγκάθα Κρίστι
— Έ π ειτα, συνέχισα όσο πιο π ειστικά μπ ορούσα, γ ια τί δν θα μπ ορούσ αν ο Ρέις με τη ν Ανν Μ π έντινγκφ ελντ να κάνουν μία νυ χτερ ινή βόλτα χω ρίς να ξεσηκω θεί ο λό κλη ρ ο το ξενο δο χείο από α νησ υχία ; — Ν ομίζετε πως βγήκαν β όλτα μαζί; Μ α είναι περασμένα μεσά νυχτα ! — Ό τ α ν είναι κανείς νέος κάνει τέτο ια α νόη τα πράγματα, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ α , αν και ο Ρέις είναι α ρ κετά μεγάλος για κάτι τέ τοιο. — Σ τ ’ α λήθ εια , το π ιστεύετε α υτό ; — ' Ισως ν ’ α π οφ άσ ισ αν να κλεφ το ύν, συνέχισα απαλά, αν και σ υνειδ η το π ο ιο ύ σ α απ όλυτα πως επ ρόκειτο για εντελώ ς η λίθ ια υπόθεση. Γιατί, σ το κάτω -κάτω , σ ’ ένα μέρος σαν κι α υ τό πού θα πήγαινε κανείς; Δεν ξέρω για πόση ώρα ακόμ α θα συνέχιζα να κάνω α νό ητες υποθέσεις α λλά εκείνη ακριβώ ς τη στιγμή μπήκε στο δω μ ά τιο ο Ρέις αυτοπροσώπως. Ό π ω ς και να ’ χουν τα π ρά γμα τα , υπήρξα εν μέρει σω στός — εκείνος έχε βγει για έναν περί πατο χωρίς όμως να είναι μαζί το υ και η Ανν. Πάντω ς ο τρόπος που είχα χ ειρ ισ τεί την υπόθεση α π οδείχτηκε εντελώ ς λ α ν θ α σμένος. Το κα τά λα β α πολύ σ ύντομ α. Μ έσ α στα επόμενα τρ ία λεπτά ο Ρέις είχε α νασ τατώ σει ο λό κλη ρ ο το ξενοδοχείο. Δεν έχω ξαναδεί άνθρω π ο τόσ ο ανήσυχο. Το γεγονός ήταν εκπ ληκτικό: πού είχε πάει α υ τό το κο ρ ίτσ ι; Είχε βγει από το ξενοδοχείο, ντυμένη κανονικά, γύρω στις έν τεκα και δέκα κι από τό τε κανείς δεν τη ν ξαναείδε. Ή τ α ν μία από αυτές τις δ ρ α σ τή ρ ιες γυναίκες που είναι ερω τευμένες με τη ζωή και δεν έχουν κα μία πρόθεση να τη ν εγκα τα λείψ ουν. Δεν υπήρχε επίσης κανένα τρ α ίν ο μέχρι το επόμενο μεσημέρι κι έτσι δεν είχε φ ύγει από τη ν περιοχή. Τότε πού σ το καλό βρισ κόταν; Ο Ρέις είναι εκτός εα υ το ύ ο φ ουκαράς. Δεν έχει αφήσει ούτε πέτρα στη θέση της. Έχει κινητοπ οιήσει τη ν τοπ ική α σ τυνο μ ία και ιθαγενείς ανιχνευτές που ψ άχνουν ώρες ο λ ό κ λ η ρες. Ό , τ ι έπρεπε να γίνει έχει γίνει α λλά ο ύ τε ίχνος από την Ανν Μ π έντινγκφ ελντ. Η μόνη π ιστευτή ισ το ρ ία είναι πως είναι υπνοβάτης. Βρέθηκαν σ η μ ά δ ια σ το μονοπ άτι κοντά στη γ έφ υ ρα που μο ιά ζο υν να δείχνουν πως η κοπέλα έπεσε με τη θ έλ η
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
205
σή της από την άκρη του γκρ εμ ού. Αν π ρά γμα τι έγινε α υτό , τό τε θα πρέπει να έγινε κ ο μ μ ά τια στους βράχους από κάτω. Δ υστυχώ ς τα π ερισ σ ότερα ίχνη σ β ήσ τηκαν από μία ομά δα από το υ ρ ίσ τες που έκαναν α υτή τη δ ια δ ρ ο μ ή νω ρίς το πρωί της Δευτέρας. Δεν ξέρω αν α υτή είναι ικανοπ οιητική θεω ρία. Ό τ α ν ήμουν νέος μου έλεγαν πως οι υπνοβάτες δεν κάνουν κακό στους εα υτούς τους. Η έκτη αίσ θησ ή τους, το υ ς κάνει ν ’ απ οφ εύγουν του ς κινδύνους. Νομίζω πως α υτή η ισ το ρ ία δεν ικανοπ οιεί ούτε την κ. Μ π λαιρ. Δεν μπορώ να τη ν καταλάβω α υτή τη γυναίκα. Ό λ η τη ς η σ υμ π ερ ιφ ορ ά προς το Ρέις έχει αλλάξει. Τώρα το ν π α ρ α κο λο υ θεί όπως η γά τα το ν π οντικό και κα μ ιά φ ο ρ ά κάνει τρ ο μ ερ ές προσπάθειες για να φ ανεί ευγενική μαζί του. Κι ή ταν τόσ ο φ ίλο ι! Πάντω ς η γενική της σ υμ π ερ ιφ ο ρ ά είναι εντελώ ς δ ια φ ο ρ ετική από την π ροηγούμενη, είναι νευ ρ ική , τρ ο μ ά ζει κι α ν α πηδά σ τον π α ρ α μ ικρ ό θ ό ρ υβ ο . Νομίζω πως είναι πιά καιρός να φεύγω για το Γιοχάνεσμπουργκ. Χθες δ ια δ ό θ η κε πως υπάρχει ένα μυστηριώ δες νησί κάπου ψηλά στο ποτάμι κι εκεί μένει ένας ά ντρ α ς με μια κοπέλα. Ο Ρέις α να σ τα τώ θηκε πολύ. Τελικά όμως αποδείχθηκε πως δεν είχε κα μιά σχέση με τη ν δική μας υπόθεση. Ο άντρ ας α υτός μένει εκεί από χρόνια κι ο δ ιευ θ υ ντή ς το υ ξενοδοχείου το ν γνω ρίζει α ρκετά καλά. Μ ετα φ έρ ει με τη β άρκα το υ το υ ρ ίσ τες σ το π οτάμι, α νά λογα με τη ν εποχή, και το υ ς δείχνει ξεσ τρ α τισμένους ιπποπόταμους και κροκόδειλους. Πιστεύω πως θα πρέ πει να έχει έναν εξημερω μένο, που το υ έχει μάθει να κόβει κο μ μ ά τια από τη βάρκα ό τα ν το υ το ζητά. Τότε το ν αποκρούει μ ’ ένα γά ντζο και οι το υ ρ ίσ τες νιώ θουν πως έζησαν τη ν πιο επ ικίνδυνη σ τιγμ ή της ζωής τους. Π όσο κα ιρ ό β ρ ίσ κεται η κο πέλα μαζί του δεν το γνω ρίζουμε, είναι όμως μά λλο ν ο λ ο φ ά νερο πως δεν μπ ορεί να είναι η Ανν, και βέβαια είναι πολύ δύσ κολο να μπλεχτείς στις εντελώ ς προσωπικές υποθέσεις τω ν άλλων. Αν ήμουν στη θέση α υτο ύ το υ νεαρού σ ίγου ρ α θα π ετούσα με τις κλω τσιές το Ρέις από το νησί μου αν ερ χό ταν να ρω τήσει για την ερω τική μου ζωή. Α ργότερα .
206
Αγκάθα Κ ρίστι
Είναι ο ρ ισ τικά απ οφ ασ ισ μένο πια πως α ύ ρ ιο φεύγω για το Γιοχάνεσμπ ουργκ. Ο Ρέις με πιέζει να το κάνω. Τα πράγματα, α π ’ ό,τι ακούω , είναι μ ά λλο ν δυ σ ά ρ εσ τα εκεί, α λλά κα λύτερ α να πάω τώ ρα πριν γίνο υ ν ακόμη χειρ ό τερ α . Φ οβάμαι πως κά ποιος από του ς απεργούς θα με π υροβολήσ ει σ το τέλος. Η κ. Μ π λα ιρ επ ρόκειτο να με σ υνοδεύσ ει, α λλά τη ν τε λ ευ τα ία σ τι γμή άλλαξε γνώ μη κι απ οφ άσισε να π αρατείνει τη διαμο νή της του ς Κ αταρράκτες. Μ ο ιά ζει σαν να μην θέλει ν ’ αφ ήσ ει από τα μ ά τια της το Ρέις. Ή ρ θ ε σ ή μερ α το βράδυ και με κάποιο δ ι σ τα γμ ό μου ζήτησε να της κάνω μία χάρη. Θ α μπ ορούσ α ν ’ αναλάβω τη μ ετα φ ο ρ ά τω ν σ ο υβ ενίρ της; — Ό χ ι τα ζώα, είπα με τρ ό μ ο . Από τη ν αρχή φ ο β ό μ ο υν πως σ το τέλος θα φ ο ρ τω νό μ ο υ ν α υτά τα απ αίσια ζώα στο τέλος. Τελικά κάναμε μία σ υμφ ω νία. Θα αναλάβω τα δύο μικρά ξύλινα κο υτιά με τα εύ θ ρ α υ σ τα αντικείμενα. Τα ζώα θα πακετα ρ ισ το ύ ν σε μεγάλα κο υτιά και θα σ τα λο ύ ν σ το Κέηπ Τάουν με το τρ α ίνο κι εκεί θα φ ρ ο ντίσ ει ο Π άτζετ να φ υ λ α χ το ύ ν κάπου. Ο ι άνθρωποι που έχουν α ναλά βει τη σ υσ κευασ ία τους λένε πως το σχήμα τους είναι πολύ άβ ολο (!) και πως πρέπει να φ τια χ το ύ ν ειδ ικά κουτιά για το καθένα. Π α ρ α τή ρ η σ α σ τη ν κ. Μ π λα ιρ πως μέχρι να φ τά σ ο υ ν σ την π ατρίδα τα ζώα α υ τά θα της έχουν κοστίσει μία λίρ α το ένα! Ο Π άτζετ πιέζει για να με σ υνα ντήσ ει σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ. Θα επωφεληθώ από τα πακέτα της κ. Μ π λα ιρ για να τον κρατήσω κι ά λλο σ το Κέηπ Τάουν.Του έγραψ α πως πρέπει να π αραλάβει τα πακέτα και να φ ρ ο ντίσ ει να τα τα κτο π ο ιή σ ει με α σ φ ά λεια γ ια τί περιέχουν σπάνια α ντικείμ ενα μεγάλης αξίας. Έ τσι όλα έχουν τα κτο π ο ιη θ εί και η μις Π έτιγκρ ο υ κι εγώ φ εύγουμε για το άγνω στο α ύρ ιο . Ό π ο ιο ς όμως έχει δει τη μις Π έτιγκρ ου κα τα λα β α ίνει αμέσω ς πως είναι απ όλυτα α ξιοπ ρ ε πής κι έτσι δε χω ρούν υπονοούμενα. Γιοχάνεσμπ ουργκ, 6 Μ α ρ τίο υ . Υπάρχει κάτι εδώ σ την α τμ ό σ φ α ιρ α που δηλώ νει πως η κα τάσ ταση είναι ανθυγιεινή. Για να χρησιμοπ οιήσω τη γνω στή φ ράσ η που έχω διαβάσει τό σ ο συχνά, κα θό μ ασ τε όλοι πάνω
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
207
cj ’ ένα ηφ α ίσ τειο. Ο μ άδες απεργών ή επ ονομαζόμενω ν απ ερ γών, περιπ ολούν τους δρ ό μο υ ς α γ ρ ιο κ ο ιτά ζο ν τα ς όλους με τρόπ ο δολοφ ονικό. Φ αντά ζομ αι πως έχουν σ το μάτι το υ ς επηρμένους καπ ιταλιστές για να είναι έτο ιμ ο ι ό τα ν θ ’ αρχίσει η σφαγή. Δεν μπορείς να μπεις σε τα ξί — αν μπεις, οι απεργοί σε τρ α β ο ύ ν έξω βίαια. Και σ τα ξενοδοχεία σε π ροειδοπ οιούν με χιούμ ορ πως ότα ν τα φ α γ η τά τους θα εξαντλη θ ο ύν, θα σε πετάξουν έξω! Σ υνάντησ α το Ρηβς, το φ ίλ ο μου από το ερ γα τικό κόμμα που γνώ ρισ α σ το Κ ιλμόρντεν, χθες το βράδυ. Είναι ο πιο φ ο βισμένος απ ’ όλους όσους είδα. Είναι όπως όλοι οι ό μ ο ιο ι το υ , βγάζει ένθερμους λόγους κυρίω ς για π ολιτικούς σκοπούς κι αμέσως μετά μετανιώ νει που το έκανε. Τώρα είναι πολύ απ α σχολημένος για ν ’ αποδείξει πως δεν το έκανε σ τ ’ αλήθεια. Ο τα ν τον σ υνά ντησ α ήταν έτο ιμ ο ς να φ ύγει για το Κέηπ Τάουν όπου θα έβγαζε ένα λόγο τριώ ν ημερώ ν σ τα ολλα νδ ικά , δ ικ α ι ώ νοντας τον εα υτό του κι απ οδεικνύοντας πως όσα π ράγματα είχε πει εννοούσ αν σ την π ρ α γμ α τικό τη τα εντελώ ς το α ντίθ ετο . Χ αίρομαι ιδ ια ίτερ α που δεν πρέπει να παρακαθίσω στη Ν ομοθετική Σύνοδο της Ν ότια ς Α φρικής. Στο Κ ο ινο β ο ύ λιο τα π ράγματα είναι α ρ κετά ά σχημα, α λλά το υ λ ά χ ισ το ν χ ρ η σ ιμ ο ποιούμε μόνο μία γλώ σσα και υπάρχει π εριορισ μός στη δ ιά ρ κεια των λόγων. Ό τ α ν είχα πάει στη Σύνοδο πριν φύγω από το Κέηπ Τάουν, είχα π α ρ ακολουθήσ ει ένα γκρ ιζο μ ά λ λ η τζέν τλεμ α ν με πεσμένα μ ο υ σ τά κια που έμοιαζε απ όλυτα με φ ιγ ο ύ ρα της «Αλίκης στη Χώρα τω ν θαυμάτων». Τόνιζε μ ία -μ ία τις λέξεις του με ιδ ια ίτερ α μελαγχολικό τόνο. Κάθε τό σ ο έπαιρνε κουρ άγιο επ ανα λαμβά νοντα ς κάτι που έμοιαζε με «Πλατ Σκηητ», το οποίο άρθρω νε πολύ δ υ ν α τό τερ α από το υπόλοιπο του περιεχομένου του λόγου του. Κάθε φ ορ ά που γ ινό τα ν α υτό η μισή α ίθου σ α ούρ λια ζε «γουφ, γουφ» που στα ο λ λ α ν δικά σ ημαίνει «άκου, άκου» και η υπόλοιπη μισή ξυπνούσε απ ότομα από τον υπνάκο που έπαιρνε. Μ ο υ έδω σαν να κ α τα λάβω πως α υτό ς ο τζέντλεμ α ν μιλούσ ε το υ λ ά χ ισ το ν για τρεις μέρες. Πρέπει να έχουν α π ερ ιόρ ισ τη υπομονή εδώ στη Ν ότιο Α φρική. Σ καρφ ίσ τηκα α τελείω τες δουλειές για να κρατήσω το ν Π ά τζετ στο Κέηπ Τάουν, α λλά τελικά η φ α ν τα σ ία μου με εγκατέ-
208
Αγκάθα Κ ρ ίσ η
λειψ ε κι έτσι έρχεται α ύ ρ ιο κοντά μου με το πνεύμα το υ πιστού σ κυλιού που τρέχει να πεθάνει σ τα πόδια το υ α φ εντικο ύ του. Και τα π ήγαινα τόσ ο καλά με τις αναμνήσ εις μου! Είχα εφ εύρει ένα σω ρό έξυπνα π ράγματα που οι α ρ χηγοί της απεργίας μού είπαν και ά λλα τό σ α έξυπνα που τους είπα κι εγώ με τη σ ειρά μου! Σ ήμερα το πρωί σ υνα ντή θ η κα με το ν κυ β ερ νη τικό εκπ ρό σωπο. Ή τ α ν αβρός, πειστικός και μυστηριώ δης. Κ α τ ’ αρχήν α να φ ερ όμ ενος σ την υψ ηλά ιστάμενη θέση μου, π ρότεινε πως ίσως θα έπρεπε να μεταφ ερ θώ , ή να με μ ετα φ έρ ει με δικό του μέσον, σ την Π ρ α ιτόρ ια . — Δ η λα δ ή , περιμένετε ταραχές; ρώ τησα. Η απ άντησή του ήτα ν τόσ ο μπ ερδεμένη για να βγάλει κα νείς νόημα , έτσι συμπ έρανα πως περίμεναν σοβαρές ταραχές. Του υπέδειξα πως η κυβέρνησή το υ αφήνει τα π ρά γμα τα να προχω ρήσουν πολύ. — Υπάρχει μια τα κ τικ ή , σερ Ευστάθιε, που δίνει σ τον α ν τί παλο τόσ ο πολύ σ κοινί ώστε στο τέλος να κρ εμ ασ τεί μόνος του , μου είπε. — Ίσ ω ς, ίσως, είπα επ ιφ υλακτικά. — Δεν είναι οι απ εργοί που δ η μ ιο υ ρ γο ύ ν τις ταραχές. Υ πάρχει κάποια οργάνω ση πίσω τους. Ό π λ α και εκρ η κτικά έ ρ χονται στη χώ ρα, α λλά έχουμε στα χέρια μας ο ρ ισ μένα έγγρ α φ α που δια φ ω τίζο υ ν α ρ κετά τις μ εθόδ ους που χ ρ ησ ιμοπ οιούν για την εισαγω γή τους. Π ατά τες σ ημαίνει π υροκροτητές, κο υ νουπ ίδια σ ημαίνει καραμπ ίνες κι ά λλα λα χα νικά υπονοούν ά λ λα εκρηκτικά . — Π ολύ ενδ ια φ έρ ο ν, σχολίασα. — Και το πιο σ η μ α ντικό , σερ Ευστάθιε, έχουμε κάθε λόγο να π ισ τεύουμε πως ο άνθρω πος που διευθύνει όλη τη ν επ ιχεί ρηση, ο διευθύνω ν εγκέφαλος, βρ ίσ κεται α υτή τη σ τιγμ ή σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ. Μ ε κοίταζε τόσ ο επ ίμονα που ά ρ χισ α να φ ο β άμα ι ότι με υποπτευόταν. Στη σκέψη α υτή με π εριέλουσε κρύος ιδρώ τας κι άρχισ α να μετανιώ νω που είχα κάνει τη σκέψη να π α ρακο λουθήσω μία μικρή επ ανάσταση από πρώτο χέρι. — Δεν υπάρχουν τρ α ίν α από το Γιοχάνεσμπ ουργκ για την Π ρ α ιτό ρ ια , συνέχισε. Μ π ορώ όμως να κανονίσω τη μ ετα φ ο ρ ά
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
209
σας με ιδ ιω τικό α υ το κίνη το . Σε περίπτωση που μπορεί να σας σ τα μ α τή σ ο υ ν σ το δ ρ ό μ ο μπορώ να σας προμηθεύσω δύο ειδώ ν χα ρ τιά . Το ένα από τη ν κυβέρνησ η της Έ νω σης και το ά λλο να βεβαιώ νει πως είστε απλά ένας βρ ετανός επισκέπτης ιιου δεν έχει καμία σχέση με την Ένωση. — Το ένα για τους δικούς σας και το ά λλο για το υ ς απ ερ γούς, ε; — Ακριβώς. Το σ χέδιο δεν μου άρεσε και τό σ ο — ξέρω τι σ υμβα ίνει σ ’ ι ιυτές τις περιπτώσεις. Ταράζεσαι και μπερδεύεις τα π ράγματα. Θα έδινα το λά θος χαρ τί στο λά θος πρόσωπο και σ το τέλος θα με π υροβολούσ ε κάποιος α ιμο διψ ή ς επ αναστάτης, ή ένας από Γους οπαδούς του νόμου και της τάξης, α π ’ α υτο ύ ς που είχα ιιροσ έξει πως πρόσεχαν τους δρ ό μο υ ς φ ορ ώ ντας σ κληρ ά καιιέλα και καπνίζοντας πίπες κρα τώ ντας με α δ ια φ ο ρ ία τις καραμπίνες τους σ τα θερ ά στο χέρι. Εξάλλου τι θα έκανα σ την Π ρ α ιτό ρ ια ; Θ α θα ύ μ α ζα τη ν α ρ χ ιτεκτο νική τω ν κτιρίω ν της Ινω σ ης και θα ά κου γα την ηχώ τω ν π υροβολισ μώ ν γύρω από γο Γιοχάνεσμπ ουργκ; Θα απ οκλειόμουν εκεί ένας θεός ξέρει για πόσο κα ιρό. Ά κ ο υ σ α πως ήδη έχουν α νατινάξει τη σ ιδ η ρ οδρ ομ ική γρ α μ μ ή. Η πόλη β ρ ίσ κεται εδώ και δύο μέρες κάτω από σ τρ α τιω τικό νόμο. — Α γαπ ητέ μου, είπα, φ α ίνετα ι πως δεν α ντιλα μ β ά νεσ τε πως μελετώ τις συνθήκες σ το Ραντ. Πώς γίνετα ι να το κάνω από την Π ρ α ιτό ρ ια ; Εκτιμώ τη ν α νησ υχία σας για τη ν α σ φ ά λειά μου, α λλά μη σ τενοχω ριέσ τε για μένα. Θα τα καταφ έρω μια χαρά. — Σας προειδοπ οιώ , σερ Ευστάθιε, πως έχουμε κιόλας σ ο βαρά π ροβλήμ ατα με τις προμήθειες διατρ οφ ής. — Λίγη νη σ τεία θα κάνει καλό στη σ ιλ ο υ έτα μου, είπα μ ’ έναν α νασ τεναγμό. Μ α ς διέκοψ αν μ ’ ένα τη λ εγ ρ ά φ η μ α που α π ευθ υνό τα ν σε μένα. Δ ιά βασ α με κατάπ ληξη: «Ανν ασφαλής. Μ α ζί μου εδώ στο Κίμπερλυ. Σούζαν Μπλαιρ». Δε νομίζω πως πίστεψα ποτέ σ τη ν εξαφ άνιση τη ς Ανν. Α υτή η νεαρή έχει πάνω της κάτι που δηλώ νει πως με τίπ οτα δεν μπορεί να κ α τα σ τρ α φ εί — είναι σαν εκείνες τις μπάλες που δίνουν σ τα τεριέ. Έχει τη ν ασύλληπ τη ικα νό τη τα να εμ φ ά νιζε-
210
Αγκάθα Κρίστι
τα ι ξα φ νικά χαμογελώ ντας. Α κόμα δεν κα ταλα β αίνω βέβαια γ ια τί της ήτα ν α π α ρ α ίτη το να εξα φ α νισ τεί από το ξενοδοχείο μέσα στη νύ χτα με σκοπό να πάει σ το Κίμπερλι. Δεν υπήρχε πάντως κανένα τρ α ίνο. Θα πρέπει να φ όρ εσ ε ένα ζευγάρι φ τε ρά αγγέλου και να πέταξε μέχρις εκεί. Και υποθέτω πως δεν π ρόκεται ποτέ να δώσει εξηγήσεις. Κανείς δε δίνει — σε μένα το υ λά χισ το ν. Π άντα πρέπει να μαντεύω . Στο τέλος κα τα ντά ει μονότονο. Υποθέτω πως το α π αιτούν οι ανάγκες της δ η μ ο σ ιο γρ α φ ία ς: «Πώς κατέβηκα το ρεύμα το υ π οταμού, από το ν ε ιδ ι κό α π εσ τα λμένο μας». Δίπ λω σα το τη λεγρ ά φ η μ α και ξεφ ορ τώ θηκα το ν κυ β ερ νη τικό μου φ ίλο . Δε μου αρέσει η προοπτική να πεινάσω, α λλά δε φ ο β ά μ α ι για την προσωπική μου α σ φ ά λεια . Ο Σματς είναι απ όλυτα ικανός να τα βγάλει πέρα με τη ν επ ανάσταση. Α λλά θα έδινα ένα σ οβ α ρ ό ποσό για ένα ποτό! Α να ρ ω τιέμ α ι αν ο Π άτζετ θα έχει α ρ κετό μυαλό ώστε να φ έρει ένα μπ ουκάλι ουίσ κι ότα ν θα έρθει αύριο... Φ όρεσ α το καπέλο μου και βγήκα έξω με τη ν πρόθεση ν ’ αγοράσω μερικά σ ουβενίρ. Τα μαγαζιά α υ τά στο Γιοχάνεσμπ ουργκ είναι α ρ κετά ευχάρ ισ τα. Μ ελ ετο ύ σ α μία β ιτρ ίν α με εντυπ ω σιακά ξυλόγλυπ τα ό τα ν ένας ά ντρ α ς βγήκε από τη ν πόρτα π έφτοντας σχεδόν πάνω μου. Έ μεινα έκπ ληκτος ό τα ν είδα πως ήταν ο Ρέις. — Δεν είχα ιδέα πως βρίσκεσαι σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ, είπα ευγενικά. Π ότε ήρθες; — Χθες το βράδυ. — Πού μένεις; — Σε κάτι φ ίλους. Η ταν απ οφ ασ ισ μένος να παραμείνει εξα ιρ ετικά λ ιγ ο μ ίλ η τος και έδειχνε μά λλον ενοχλημένος από τις ερω τήσ εις μου. — Ελπίζω να δ ια τη ρ ο ύ ν π ουλερικά, σ χολίασα. Μ ία δ ια τρ ο φή από φ ρέσ κα αυγά και πιθανόν το σ φ άξιμο ενός γερ ο -κό κο ρα θα είναι σ ίγου ρα πολύ ευ χάρ ισ το α π ’ ότι ακούω. — Α λήθεια , είπα ότα ν επ ιστρέψ αμε σ το ξενοδοχείο, ά κ ο υ σες πως η μις Μ π έντινγκφ ελντ είναι σώα και αβλαβής; Κούνησε κ α τα φ α τικά το κεφάλι του. — Μ α ς τρ ό μ α ξε πολύ, είπα α νά λα φ ρ α . Πού σ τη ν ευχή είχε πάει εκείνο το βρά δυ, α υτό θα ήθελα να το μάθω.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
211
— Η ταν σ το νησί όλον α υ τό ν το ν καιρό. — Σε ποιο νησ ί; Ό χ ι σ ’ εκείνο με το νεα ρό; — Ναι. — Κ αθόλου καθώς πρέπει, είπα. Ο Π άτζετ θα τα ρ α χ τεί α φ ά ντα σ τα . Π οτέ όεν το υ άρεσ αν οι τρόπ οι της μις Μ π έντινγκφ ελντ. Υποθέτω πως π ρόκειται για το νεα ρ ό που ήθελε από την αρχή να σ υνα ντήσ ει σ το Ν τάρμπ αν; — Δε νομίζω. — Μ η μου πεις τίπ οτα αν δε θέλεις, είπα για να το ν εν θ α ρ ρύνω. — Νομίζω πως π ρόκειται για το νεα ρ ό που θα χα ιρ ό μ α σ τα ν όλοι πάρα πολύ να τον πιάσουμε. — Ό χ ι τον...; φ ώ ναξα με αυξανό μενο ενδιαφ έρ ον. Κ ούνησε κα τα φ α τικά το κεφάλι του. — Το Χ άρρυ Ρέιμπορν — ή αλλιώ ς Χάρρυ Α ούκας, α υ τό είναι το π ρα γμα τικό του όνομα. Μ α ς ξέφ υγε ά λλη μια φ ο ρ ά , α λλά σ ύ ντο μ α θα τον τσακώ σουμε. — Ω Θεέ μου, μου ρ μ ο ύρ ισ α . — Δεν υπ οψ ιαζόμασ τε τη ν κοπέλα σαν συνένοχό του. Από την π λευρά της... είναι απλά... έρωτας. Π άντα πίστευα πως ο Ρέις ήταν ερω τευμένος με τη ν Ανν. Ο τρόπ ος που π ρόφ ερε α υτές τις τελ ευ τα ίες λέξεις επιβεβαίω σε τις υποψίες μου. — Β ρίσκεται στην Μ π έιρα, συνέχισε κάπως βιασ τικά. — Α λήθεια ; είπα κοιτάζο ντάς τον. Πώς το ξέρεις; — Μ ο υ έγραψ ε από το Μ π ο υλα μπ ά γιο λέγοντάς μου πως επ έστρεφε σ την π α τρίδα μ ’ α υτό ν το ν τρόπ ο. Το κα λύτερ ο που έχει να κάνει, το καημένο το παιδί. — Για κάποιο λόγο δεν πιστεύω πως βρ ίσ κεται σ την Μ π έι ρα, είπα σ κεφ τικά. — Ξ εκινούσ ε ότα ν μου έγραψε. Είχα μπ ερδευτεί. Κάποιος έλεγε ψ έματα. Χωρίς να σταθώ στη σκέψη πως η Α νν μπορεί να είχε λόγους για τις π αραπ λα νητικές π ληροφ ορίες που έδινε, π αραδόθηκα σ την ευ χ α ρ ίσ τη ση να σημειώ σω έναν πόντο κα τά το υ Ρέις. Ή τ α ν πάντα τόσ ο εκνευ ρ ισ τικά σ ίγου ρος για όσα έλεγε! Έ β γαλα το τη λ ε γ ρ ά φ η μα από την τσέπη μου και το υ το έτεινα. — Και τό τε πώς εξηγείς α υ τό ; το ν ρώ τησ α νω χελικά.
212
Αγκάθα Κ ρίστι
Εδειχνε κεραυνόπ ληκτος. — Είπε πως ξεκινούσε για την Μ π έιρ α , είπε με χαμηλή φ ω νή. Ξέρω πως ο Ρέις θ εω ρ είτα ι έξυπνος. Κατά τη γνώ μη μου πάντως είναι μ ά λλον α νόη το ς άνθρωπος. Φ αίνετα ι πως ποτέ δεν του πέρασε από το μυαλό πως τα κο ρ ίτσ ια δεν λένε πάντα τη ν α λήθεια . — Και σ το Κίμπερλυ. Τι κάνουν εκεί πέρα; συνέχισε να μονολογεί. — Ν αι, α υ τό με π αραξενεύει κι εμένα. Θα έλεγα πως η μις Ανν θα έπρεπε να βρίσ κεται εδώ και να σ υγκεντρώ νει π ληρ ο φ ορίες για την «Ντέιλυ Μπάτζετ». — Στο Κ ίμπ ερλυ, είπε ξανά. (Το μέρος έδειχνε να το ν τα ρ ά ζει). Δεν υπάρχει τίπ οτα να δει κανείς εκεί. Τα ο ρ υ χεία δεν δουλεύουν. — Ξέρεις τώ ρα τις γυναίκες, είπα αόρ ισ τα . Κ ούνησε το κεφ άλι το υ κι έφυγε. Ή τ α ν φ α νερ ό πως του είχα δώσει κάτι να σ κέφ τεται. Δεν πρόλαβε να φ ύγει κι ο κυ β ερ νη τικό ς εκπρόσωπος εμ φ α νίσ τηκε ξανά. — Ελπίζω να με σ υγχω ρήσ ετε που σας ενοχλώ και πάλι, σερ Ευστάθιε, είπε α π ολογητικά. Α λλά υπάρχουν μία ή δύο ερω τήσ εις που πρέπει να σας κάνω. — Ασφαλώ ς, αγαπ ητέ μου, είπα ευ δ ιά θ ετα . Ρώτα ό,τι θ έ λεις. — Α φ ο ρ ο ύ ν το γ ρ α μ μ α τέα σας — . — Δεν ξέρω τίπ οτα γι ” α υτό ν, το ν διέκοψ α β ιασ τικά. Μ ο υ φ ορτώ θηκε σ το Λ ονδίνο , μου έκλεψ ε π ολύτιμα χ α ρ τιά — γ ι ’ α υ τό θα καώ σ τα Τ ά ρ τα ρ α — κι εξαφ α νίσ τη κε ως δια μαγείας σ το Κέηπ Τάουν. Είναι α λήθ εια πως β ρ ισ κό μ ο υν στους Κ α τα ρ ράκτες την ίδια περίοδο μ ’ εκείνον, α λλά εγώ ήμουν σ το ξενο δοχείο κι εκείνος σ το νησί. Μ π ορώ να σας διαβεβ αιώ σ ω πως δεν τον είδα ούτε μια φ ο ρ ά όσο κα ιρ ό έμ εινα εκεί. Σ τα μάτησ α για να πάρω ανάσα. — Δε με κα ταλά βατε. Μ ιλά ω για το ν ά λλο γ ρ α μ μ α τέα σας. — Τι; Τον Π άτζετ; φ ώ ναξα με κατάπ ληξη. Είναι μαζί το υ οκτώ χρόνια. Π ρ ό κειτα ι για ένα εντελώ ς α ξιόπ ιστο πρόσωπο. Ο σ υνο μ ιλη τή ς μου χαμογέλασε.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
213
— Π άλι δε μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο. Α να φ έρ ο μ α ι στην κυρία. — Στη μις Π έτιγκρου; φώ ναξα και πάλι. — Ναι. Την είδα να βγαίνει από το μαγαζί του Α γκρ ασ άτο . — Ο Θεός ας με συγχω ρέσει! το ν διέκοψ α. Π ήγαινα κι εγώ εκεί το απόγευμα. Θα μπ ορούσ ατε να σ υλλά β ετε εμένα καθώς έβγα ινα ! Φ αίνετα ι πως στο Γιοχάνεσμπ ουργκ δεν υπάρχουν αθώ α π ρά γμα τα που μπορεί να κάνει κανείς χω ρίς να φ α ίνετα ι ύπο πτος για κάτι. — Α! Μ α εκείνη πήγε πάνω από μία φ ο ρ ά — και σε μά λλον ύποπτες συνθήκες. Μ π ορώ να σας πω — εμ π ισ τευτικά, σερ Ευστάθιε, — πως υπ οπ τευόμαστε α υ τό το μαγαζί σαν τόπο σ υναντήσ εω ν της μυσ τικής οργάνω σης που δρ α πίσω απ ’ α υ τήν την εξέγερση. ΓΓ α υ τό το λό γο θα σας ή μουν ευγνώ μω ν αν μου λέγα τε όσα ξέρατε γ ι ’ α υ τή ν τη ν κυρία. Πού και πώς την πήρατε σ την υπηρεσία σας; — Μ ο υ τη δάνεισ ε η ίδια η κυβέρνησ ή σας, απ άντησα ψυΧΡά. Ο άνθρωπος κυ ρ ιο λεκτικά κατέρρευσ ε.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 22 (Σ υ ν έ χ ε ια σ τη δ ιή γ η σ η τη ς Α ν ν )
Μ ό λ ις έφ τα σ α σ το Κίμπερλυ τη λ εγ ρ ά φ η σ α στη Σουζάν. Ή ρ θ ε όσο πιο γρ ή γο ρ α μπόρεσε α ναγγέλλο ντας τη ν άφιξή της με τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα που έστελνε κ α θ ’ οδόν. Ξ α φ νιά σ τη κα πολύ ό τα ν α νακά λυψ α πως π ρ α γμα τικά με σ υμπ αθούσε πολύ — νό μ ιζα πως απ οτελούσ α μια κα ινο ύ ρ για διασ κέδα σ η, εκείνη όμως, ό τα ν σ υνα ντηθήκα μ ε, έπεσε σ την α γκαλιά μου κι έκλα ψε. ' Ο τα ν σ υνήλθα μ ε λιγάκι από τη σ υγκίνησ η, κάθισ α πάνω σ το κρεβά τι και της διηγή θ η κα όλη τη ν ισ το ρ ία από το Α μέχρι το Ω. — Π άντα υπ οπ τευόμουν μέχρι τη νύ χτα που εξα φ α ν ίσ τη κες. Μ ο υ άρεσε τόσ ο πολύ που όλο α υ τό το δ ιά σ τη μ α σκε φ τό μ ο υ ν πως θα γινό τα ν ένας εξα ιρ ετικό ς σ ύζυγος για σένα Ανν. Μ η θυμώ νεις, καλή μου, α λλά πώς είσ αι σ ίγο υ ρ η ό τι ο νεαρός σου λέει την α λή θ εια ; Π ισ τεύεις ό λα όσα σου λέει; — Φ υσ ικά το ν πιστεύω , είπα με α γανάκτηση. — Α λλά τι είναι α υ τό που σε γο η τεύει σ ’ α υ τό ν το ν ά νθρ ω πο; Εγώ δεν βλέπω τίπ ο τα εκτός από τη ν καλή το υ εμφ άνισ η και το ν πρω τόγονο τρόπ ο που εκφ ράζει το ν έρω τά του. Για μερικά λεπτά ξέσπασα τη ν οργή μου στη Σουζάν. — Επειδή έχεις κάνει ένα β ο λικό γά μο κι αρχίζεις να π αχαί νεις, έχεις φ α ίνετα ι ξεχάσει πως μπορεί να υπάρχει κάτι που ονομ ά ζετα ι ρομ α ντισ μ ό ς, τελείω σα. — Ω ! Δεν παχαίνω, Ανν. Μ ε όλη τη σ τενοχώ ρια που π έρα σα τελ ευ τα ία για χάρη σου έμ εινα πετσί και κόκαλο. — Δείχνεις ιδ ια ίτε ρ α κ α λοθ ρ εμ μ ένη , π α ρ α τή ρ η σ α ψυχρά. Και μ ά λισ τα θα έλεγα πως έβαλες και κανένα κιλό. — Και δεν ξέρω αν έχω κάνει β ολικό γά μο, σ υνέχισε η Σουζάν με κάποια μελαγχολία. Τ ελευτα ία έχω πάρει από τον Κ λάρενς ένα σω ρό φ ρ ιχ τά τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα όπου με δια τά ζει να γυρίσω πίσω. Στο τέλος σ τα μ ά τη σ α να το υ απαντώ και
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
215
τώ ρα έχω να πάρω νέα του εδώ και δεκαπέντε μέρες. Φ οβάμα ι πως δεν πήρα και πολύ σ ο β α ρ ά τα σ υζυγικά προ β λή μ α τα της Σουζάν. Ή τ α ν ικανή να κάνει ό,τι ήθελε το ν Κ λά ρενς όποτε ήθελε εκείνη. Ξ α νά φ ερ α τη ν κουβ έντα σ το θέμα των διαμα ντιώ ν. Η Σουζάν με κοίταζε με χαμ ηλω μένο βλέμμα. — Πρέπει να σου εξηγήσω , Ανν. Βλέπεις ό τα ν άρχισ α να υποπτεύομαι το συντ. Ρέις άρχισ α ν ’ ανησυχώ πολύ και για τα δ ια μ ά ντια . Ή θ ε λ α να μείνω σ τους κα τα ρ ρ ά κτες για τη ν περί πτωση που σε είχε απ αγάγει και σε κρ α το ύσ ε κάπου εκεί κον τά , α λλά δεν ήξερα τι να κάνω με τα δ ια μ ά ν τια . Φ ο β ό μο υν να τα κρατήσω σ τα π ράγματά μου — Η Σουζάν έριξε τρ ιγύρ ω μια ανήσυχη μα τιά σαν να φ ο β ό τα ν πως και οι τοίχο ι είχαν α υ τιά , και μετά ψ ιθ ύρ ισ ε σ το α υ τί μου κάτι. — Εξαιρετικά καλή ιδέα, σ υμφ ώ νησ α μαζί της. Για κείνη τη σ τιγμή εννοώ. Τώρα όμω ς έχουμε ένα π ρ οβ λημ ατά κι. Τι έκανε με τα κουτιά ο σερ Ευστάθιος; — Τα μεγάλα τα έσ τειλε στο Κέηπ Τάουν. Μ ο υ έγραψ ε ο Π άτζετ πριν φ ύγω από το υ ς Κ ατα ρ ρ ά κτες και εσώ κλεισε και το δ ελτίο π αραλαβής. Φ εύγει από το Κέηπ Τάουν σ ήμερα για να σ υνα ντήσ ει το σερ Ευστάθιο στο Γιοχάνεσμπουργκ. — Κ ατά λαβα , είπα σ υλλογισ μένη. Και τα μικρά πού β ρ ί σ κονται; — Υποθέτω πως ο σερ Ευστάθιος τα έχει μαζί του. Σκέφ τηκα για λίγο. — Τέλος πάντων, είπα τελικά , είναι λιγάκι π ρ ο β λη μ α τικό — α λλά είναι α ρ κετά ασφ αλές. Κ αλύ τερ α να μην κάνουμε τίπ οτα για την ώρα. Η Σουζάν με κοίταξε μ ’ ένα μικρ ό χαμόγελο. — Δε σου αρέσει να μην κάνεις τίπ ο τα , έτσι δεν είναι, Ανν; — Ό χ ι πάρα πολύ, απ άντησα με ειλικρ ίνεια. — Το μόνο πράγμα που μπ ορούσα να κάνω ή ταν να βρω ένα ω ρά ριο τω ν τρ α ίνω ν και να μάθω πότε περνούσε από το Κ ίμπ ερλυ το τρ α ίν ο του Γκάι Π άτζετ. Α νακά λυψ α πως έφ τανε στις 5 και 40' την επόμενη το απ όγευμα και ξανάφευγε στις 6
216
Α γκάθα Κ ρίστι
ακριβώ ς. Ή θ ε λ α να δω το ν Π άτζετ όσ ο πιο γρ ή γο ρ α γινό τα ν κι α υ τό μου φ άνηκε μια καλή ευ κα ιρ ία . Η κα τάσ τα σ η σ το Ραντ χ ειρ ο τέρ ευ ε και μπορεί να μην είχα ά λλη ευ κ α ιρ ία για πολύ καιρό. Το μόνο πράγμα που ζωντάνεψε κάπως τη ν μέρα μου ήτα ν η ά φ ιξη ενός τη λεγρ α φ ή μ α το ς από το Γιοχάνεσμπ ουργκ. Ένα πολύ αθώ ο τη λεγρ ά φ η μ α : « Έ φ τ α σ α κ α λ ά . Ό λ α π ά νε κ α λ ά . Ο Έ ρ ικ ε ίν α ι εδ ώ , το ίδ ιο κι ο Ε υ σ τά θ ιο ς , α λ λ ά ό χι ο Γκάι. Μ ε ίν ε ε κ ε ί π ου ε ίσ α ι π ρ ο ς το παρόν. Ά ν τυ » ' Ερικ ήταν ένα ψ ευδώ νυμο το υ Ρέις. Το διάλεξα γ ια τί ήταν ένα όνομα που α ντιπ αθ ο ύσ α τρ ο μ ερ ά . Δεν υπήρχε λοιπόν τίπ οτα να κάνω μέχρι να δω το ν Π άτζετ. Η Σουζάν πέρασε τον π ερισ σ ότερο χρόνο της με τη σ ύνταξη ενός μα κρ οσ κελούς τη λεγρ α φ ή μ α το ς προς το μα κρ ινό της Κλάρενς. Είχε γίνει πολύ σ υ να ισ θ η μ α τική απ έναντι του. Μ ε το ν τρόπ ο της — που φ υ σ ι κά είναι πολύ δ ια φ ο ρ ετικ ό ς από το δικό μου και του Χάρρυ — στ ’ α λήθ εια αγαπάει πολύ το ν Κλάρενς. — Θ α ήθελα να ήταν εδω , Ανν, είπε σ υγκρ ο τώ ντας τα δάκρυά της. Έχω να τον δω τόσ ο πολύ καιρό. — Βάλε λίγη κρέμα σ το πρόσωπό σου, είπα κα θη σ υχασ τικά. Η Σουζάν έτριψ ε με λίγη κρέμα τη ν ά κρη τη ς γο η τευ τικ ή ς της μύτης. — Θ α μου χρ εια σ τεί κι άλλη κρέμα σ ύντο μ α, π α ρατήρησε, κι α υ τή ν μπορείς να τη βρεις μόνο σ το Π αρίσι. (Αναστέναξε). Αχ, το Π αρίσ ι! — Σουζάν, είπα α ργά, πολύ σ ύντο μ α θα β α ρεθείς τη Ν ότια Α φ ρική και τις περιπέτειες. — Θα μου άρεσε πολύ ένα ό μ ο ρ φ ο καπέλο, π αραδέχτηκε πονηρά. Να έρθω μαζί σου ό τα ν θα σ υνα ντή σ εις το ν Π άτζετ α ύρ ιο ; — Π ροτιμώ να πάω μόνη μου. Μ π ορεί να μη θέλει να μιλήσει μπ ροστά και στις δυο μας. Έ τσι έγιναν τα π ράγματα και τη ν ώρα που εγώ β ρ ισ κόμ ουν μπ ροστά σ την πόρτα του ξενοδοχείου παλεύοντας με μια ο μ
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
217
πρέλα που δεν ήθελε ν ’ ανοίξει, η Σουζάν έμεινε ξαπλωμένη σ το κρεβά τι της μ ’ ένα β ιβ λίο κι ένα καλάθι φ ρέσ κα φ ρ ο ύ τα . Σύμφω να με τα λεγά μενα το υ θ υρ ω ρ ο ύ το υ ξενοδοχείου, το τρ α ίν ο δε θα είχε μεγάλη κα θυ σ τέρ η σ η , αν κι ή ταν α μ φ ίβ ο λο πότε θα μπ ορούσε να φ τάσ ει μέχρι το Γιοχάνεσμπ ουργκ. Είχαν α να τινά ξει τις γρ α μμές μού δήλω σε με επ ισ ημότητα. Ο λα ήταν πολύ ευ χά ρ ισ τα ! Το τρ α ίνο έφ τα σ ε με δέκα λεπτά κα θυσ τέρ ησ η. Ό λ ο ι κα τέβηκαν σ την π λα τφ όρ μα κι άρχισ αν να β η μ α τίζο υ ν πέραδώθε νευρικά . Δε δ υ σ κο λεύτη κα κα θόλου να εντοπίσω το ν Π άτζετ. Τον πλησίασα με α π ο φ α σ ισ τικό τη τα . Τινάχτηκε ν ευ ρ ι κά ό τα ν με είδε, όπως πάντα φ υσ ικά αν και νομίζω κάπως π ερισ σ ότερο α υτή τη φ ορά. — Χ ριστέ μου, η μις Μ π έντινγκφ ελντ! Ά κ ο υ σ α πως είχατε εξαφ ανισ τεί. — Ε μφανίστηκα ξανά, το υ είπα με επ ισ ημότητα. Κι εσείς πως είσ τε, κ. Π άτζετ; — Π ολύ καλά, ευχαρ ισ τώ — ανυπομονώ να ξαναρχίσω την εργα σ ία μου κοντά σ το σερ Ευστάθιο. — Κ ύριε, Π άτζετ, είπα, θέλω να σας ρω τήσω κάτι. Ελπίζω να μη σας προσβάλλω , α λλά πολλά εξαρ τώ νται α π ’ α υτό , π ερισ σ ότερα α π ’ όσα φ αντά ζεσ τε. Θέλω να μάθω τι κάνατε σ το Μ ά ρ λ ο ο υ στις 8 Ια νο υά ρ ιου . Τινάχτηκε πάλι με νευ ρ ικό τη τα . — Σ τ ’ α λήθ εια , μις Μ π έντινγκφ ελντ... εγώ... αλήθεια... — Ή σ α σ τα ν εκεί, έτσι δεν είναι; — Εγώ... για δικούς μου λό γο υς β ρ ισ κό μ ο υν εκεί κοντά, ναι. — Δε θα μου πείτε ποιοι ή ταν α υ το ί οι λόγοι; — Δεν σας του ς είπε ήδη ο σερ Ευστάθιος; — Ο σερ Ευστάθιος; Τους γνω ρίζει; — Είμαι σχεδόν σ ίγουρ ος πως ναι. Έ λπιζα πως δε θα με είχε αναγνω ρίσ ει, α λλά από τα υπ ονοούμενα και τις π α ρ α τη ρήσ εις το υ , φ ο β ά μ α ι πως είναι σ ίγουρο. Ό π ω ς και να ’ χουν τα π ρά γμα τα, είχα σκοπό να βγάλω α υ τό το βάρος από πάνω μου και να του δώσω τη ν π αραίτησ ή μου. Είναι πολύ ιδ ιό μ ο ρ φος άνθρωπος, μις Μ π έντινγκφ ελντ, με παράξενη αίσ θησ η του χιούμορ. Φ α ίνετα ι πως το ν διασ κεδάζει να με κρ α τάει σε α να μ μ ένα κά ρβουνα. Π ισ τεύω πως από την αρχή γνώ ριζε τα
218
Αγκάθα Κ ρίσ η
γεγονότα. Ίσ ω ς εδώ και χρόνια. ' Ελπιζα πως κάποια σ τιγμή θα ά ρ χιζα να κα ταλα β αίνω για ποιο π ράγμα μιλούσε. Συνέχισε α β ία σ τα : — Είναι πολύ δύσ κο λο για έναν άνθρω π ο με τη θέση του σερ Ευσταθίου να μπει στη δική μου θέση. Ή ξ ε ρ α πως έκανα λάθος, α λλά μου φ α ιν ό τα ν μία απάτη που δεν πείραζε κα νέ ναν. Θα το έβρισ κα πάντως πολύ πιο έντιμ ο εκ μέρους το υ να με διώξει αμέσως — α ντί να διασ κεδάζει σε βάρος μου με υπ ονοούμ ενα αστεία. Έ να σ φ ύρ ιγμ α α κούσ τη κε κι ο κόσμος ά ρχισε να μπαίνει πάλι μέσα σ το τρα ίνο. — Ν αι, κ. Π άτζετ, το ν διέκοψ α. Συμφω νώ απ όλυτα μαζί σας για όσα λέτε για το σερ Ευστάθιο. Α λλά γ ια τί πήγατε στο Μ ά ρ λοου; — Δεν ήταν σω στό, ή ταν όμω ς φ υσ ικά κάτω α π ’ α υτές τις σ υνθήκες — ναι, το πιστεύω γι ’ α υτές τις συνθήκες. — Μ α ποιες συνθήκες; φ ώ ναξα με απόγνωση. Για πρώτη φ ο ρ ά ο Π άτζετ έδειξε ν ’ α ν τιλ α μ β ά ν ετα ι πως κάποιος του έκανε μία ερώ τηση. Η σκέψη το υ ξεκόλλησε από τις ιδ ιο μ ο ρ φ ίες του σερ Ευσταθίου και τις δικές το υ δ ικ α ιο λ ο γίες και σ τάθηκε επ ιτέλους σε μένα. — Μ ε σ υγχω ρείτε, μις Μ π έντινγκφ ελντ, είπε σ φ ιγμένος, α λ λά νομίζω πως α υ τό το θέμα δε σας α φ ορά . Είχε ξανανέβει σ το τρ α ίν ο τώ ρ α κι έσκυβε για να μου μ ιλ ή σει. Έ νιω θα απελπισμένη. Τι μπορεί να κάνει κανείς μ ’ έναν τέ το ιο άνθρωπο; — Φ υσ ικά αν π ρόκειται γ ια κάτι τόσ ο τρ ο μ ερ ό που ντρ έπ ε στε να μου το πείτε — ά ρ χισ α π ερ ιφ ρ ονητικά. Τελικά είχα βρει τον σω στό τρόπο. Ο Π άτζετ σ φ ίχτη κε και κοκκίνισε. — Τ ρομερό; Ν τρέπ ομ αι; Δε σας καταλαβαίνω . — Τότε πείτε μου. Μ ε τρ εις σ ύντομ ες π ροτάσ εις μου τα είπε όλα. Επιτέλους γνώ ριζα το μ υ σ τικό του Π ά τζετ! Και δεν ή τα ν κα θό λο υ α υ τό που περίμενα. Γύρισα σ το ξενοδοχείο με αρ γά β ήμα τα. Υπήρχε ένα τη λ ε γρ ά φ η μ α για μένα. Το άνοιξα. Π εριείχε σαφ είς κι α κρ ιβ είς ο δ η γίες για να πάω σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ ή μά λλο ν σε έναν σ τα
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
219
θμό έξω από το Γιοχάνεσμπ ουργκ όπου θα με περίμενε ένα α υ το κίνη το . Η υπογραφ ή δεν ήτα ν Ά ν τ υ , α λλά Χάρρυ. Κ άθι σα σε μια κα ρέκλα κι ά ρ χισ α να σ κέφ το μ α ι πολύ σοβαρά.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 23 (Α π ό το η μ ε ρ ο λ ό γ ιο το υ σ ε ρ Ε υ σ τ ά θ ιο υ Π έ ν τλ ε ρ )
Γιοχάνεσμπ ουργκ, 7 Μ α ρ τίο υ . Ο Π ά τζετ κατέφ θασ ε. Φ υσ ικά είναι κα τατρ ο μ αγμένο ς. Α μέσως π ρότεινε πως ίσως θα έπρεπε να πάμε σ την Π ρ α ιτό ρ ια . Μ ε τά , ότα ν του είπα ευγενικά α λλά σ τα θ ερ ά , πως δεν επ ρόκειτο να το κουνήσ ουμε από δω, πήγε σ το ά λλο ά κρο λέγοντας πως μα κάρι να είχε εδώ τη ν καραμπ ίνα το υ και άρχισ ε να λέει κάτι για κάποια γέφ υ ρ α που φ ύλα γε σ τον πόλεμο. Μ ια σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ική γέφ υ ρ α στο Λ ιτλ Π άντενκομ ή κάτι τέτο ιο . Σ ύντομα τον διέκοψ α λέγο ντάς το υ να ανοίξει το πακέτο με τη μεγάλη γρα φ ομηχα νή . Σκέφ τηκα πως α υ τό θα το ν απ ασχο λήσει για λίγο, γ ια τί ήμουν σ ίγουρος πως κάτι δεν θα πήγαινε καλά με τη γρα φ ομ ηχα νή — πάντα σ υμβ α ίνει α υ τό — και πως θα έπρεπε να την πάει κάπου να τη διορθώ σουν. Είχα όμως ξεχάσει τις ικα νότητες το υ Π άτζετ. — Έχω ήδη ξεπ ακετάρει όλα τα κιβώ τια, σερ Ευστάθιε. Η γρα φ ομ ηχα νή είναι σε ά ρ ισ τη κα τάσ τα ση. — Τι εννοείς — όλα τα κιβώ τια; — Και τα δύο μικρά κιβώ τια επίσης. — Θα ήθελα να μην είσαι τό σ ο α π οτελεσ μ ατικός Π άτζετ. Α υ τά τα δύο μ ικρά κιβώ τια δεν ή ταν δική σου δο υ λειά . Α ν ή κουν στην κ. Μ π λαιρ. Ο Π άτζετ έδειχνε κεραυνόπ ληκτος. Σ ιχαίνεται να κάνει λ ά θη. — Γι ’ α υ τό μπορείς να τα ξαναπ ακετάρεις ό μ ο ρ φ α -ό μ ο ρ φ α , συνέχισα. Μ ε τά α π ’ α υ τό μπορείς να βγεις έξω και να κάνεις μία βόλτα. Το Γιοχάνεσμπ ουργκ μπορεί α ύρ ιο να είναι ένας σωρός από καπνισμένα ερείπ ια, και ίσως σ ή μερ α να είναι η τελευ τα ία σου ευκαιρία . Σ κεφ τόμουν πως έτσι θα τον ξεφ ορ τω νόμουν για ο λό κλη ρ ο το πρωινό. — Υπάρχει κάτι που θέλω να σας πω ό τα ν θα έχετε το χρόνο, σερ Ευστάθιε. — Δεν έχω τώ ρα, είπα β ιασ τικά. Α υτή τη σ τιγμή δεν έχω καθόλου χρόνο για τίπ οτα απολύτως.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
221
Ο Π άτζετ αποσύρθηκε. — Δε μου λες, τον φώ ναξα καθώς α π ο μα κρ υνό τα ν, τι είχαν α υ τά τα κιβώ τια της κ. Μ π λαιρ ; — Μ ε ρ ικ ά χαλά κια και ένα -δύο γ ο υ ν α ρ ικ ά , καπέλα, ν ο μ ί ζω. — Σωστά, σ υμφ ώ νησα. Τ ’ αγόρ ασ ε στο τρ α ίνο . Είναι καπέ λα — κατά κάποιο τρόπ ο— αν και δεν α να ρ ω τιέμ α ι γ ια τί δεν τα αναγνώ ρισες. Τολμώ να πω πως θα φ ορέσ ει ένα απ ’ α υ τά στο Ά σ κ ο τ . Τι ά λλο είχε μέσα; — Μ ε ρ ικ ά ρ ολό φ ιλμ και μερ ικά κα λά θ ια — πολλά κα λά θια... — Α υ τά πρέπει να έχει, τον διαβεβ αίω σ α. Η κ. Μ π λα ιρ είναι από το είδος τω ν γυναικώ ν που ποτέ δεν α γορ άζο υν λ ιγό τερ ο από μια ντου ζίνα από το κάθε είδος. — Νομίζω πως α υ τά είναι ό λα, σερ Ευστάθιε, εκτός από δ ιά φ ο ρ α παράξενα μικρ οπ ρ ά γματα, ένα βέλο και κάτι π ερίερ γα γά ντια — α υτο ύ του είδους τα αντικείμενα. — Αν δεν είχες γεννηθεί ηλίθιος, Π άτζερ, θα είχες καταλάβει από την πρώτη σ τιγμή πως α υ τά τα π ράγματα δεν θα μπο ρού σ α ν να είναι δικά μου. — Σκέφ τηκα πως ίσως μερικά από α υ τά να α νήκα ν στην Μ ις Π έτιγκρου. — Α, τώ ρα που μου το θύμισες — τι είχες σ το μυ αλό σου ότα ν μου διάλεξες α υ τό το ύποπτο πρόσωπο για γρ α μ μ α τέα ; Και του δ ιη γή θ η κα όλη τη ν ανάκρ ισ η που είχα υποστεί. Αμέσως το μετάνιω σα. Είδα τη λάμψ η σ τα μά τια το υ , εκείνη που γνώ ριζα πολύ καλά. Ά λ λ α ξ α β ιασ τικά σ υζήτησ η, α λλά ήταν πολύ α ργά. Ο Π άτζετ β ρ ισ κό τα ν κιόλας σ το μονοπ άτι του πολέμου. Στη σ υνέχεια αποφάσισε να με κάνει να πλήξω θ ανά σ ιμα με μία α τέλειω τη και χωρίς νόημα ισ το ρ ία γύρω από το Κ ιλ μόρντεν. Α φ ορ ού σ ε ένα ρολό φ ιλμ κι ένα σ τοίχημα. Το ρολό με το φ ιλμ έπρεπε να το ρίξει κάποιος κα μ α ρ ό το ς από ένα φ ιν ισ τρ ίν ι μέσα στη νύχτα, ο οποίος όμω ς δεν έπραξε σωστά. Α ντιπ αθώ τις θορυβ ώ δεις διηγήσεις. Το είπα το υ Π άτζετ κι εκείνος ά ρχισε να μου δ ιη γείται την ισ το ρ ία από τη ν αρχή. Δ ιη γείτα ι πάρα πολύ άσχημα. Μ ο υ πήρε πολλή ώρα μέχρι να καταλάβω την αρχή και το τέλος α υτής της ιστορίας.
222
Αγκάθα Κ ρίστι
Δεν το ν είδα μέχρι τη ν ώρα το υ μεσ η μερ ια νο ύ φ α γη το ύ . Μ π ήκε μέσα α νασ τατω μένο ς σαν κυνηγόσ κυλο σ τα ίχνη το υ θ η ρ ά μ α το ς του. Π οτέ δεν μ ’ ενδ ιέφ ερ α ν τα κυνηγόσ κυλα. Ο λόγος ήταν πως είδε δει το Ρέιμπορν. — Τι; φ ώ ναξα ξαφνιασμένος. Ν αι, είχε δει κάποιον να διασ χίζει το δ ρ ό μ ο και ή τα ν σ ίγ ο υ ρος πως επ ρόκειτο για το Ρέιμπορν. Ο Π άτζετ το ν α κ ο λ ο ύ θ η σε. — Και με ποιον νομίζετε πως το ν είδα να σ υ να ντιέτα ι και να μ ιλά ει; Μ ε τη μις Π έτιγκρου. — Τι; — Μ ά λ ισ τα , σερ Ευστάθιε! Και δεν είναι μόνο α υτό. Έ κανα μερικές έρευνες γ ι ’ αυτήν... — Π ερίμ ενε μια σ τιγμή. Τι απογίνε ο Ρέιμπορν; — Μ α ζί με τη μις Π έτιγκρου μπήκαν σ το γω νιακό μαγαζί με τα εγχώ ρια καλλιτεχνήματα ... Χωρίς να το θέλω έβγαλα ένα επ ιφώ νημα. Ο Π άτζετ σ τα μάτησ ε ερω τημ α τικά . — Τίποτα, είπα. Συνέχισε. — Π ερίμ ενα α π ’ έξω για πολλή ώρα — α λλά δεν ξαναβγήκαν. Τελικά μπήκα κι εγώ μέσα. Σερ Ευστάθιε, δεν ή ταν κανείς μέσα στο μαγαζί. Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλη έξοδος. Τον κοίταζα. — Ό π ω ς έλεγα, γύ ρ ισ α σ το ξενοδοχείο κι έκανα μερικές έρευνες για τη μις Π έτιγκρ ου. (Ο Π άτζετ χαμήλω σε τη φω νή κι ανάσ ανε β α ρ ιά όπως κάνουν όλοι ό τα ν θ έλο υ ν να πουν κάτι εμπ ισ τευτικά). Σερ Ευστάθιε, είδαν έναν ά ντρ α να βγαίνει από το δ ω μά τιό της χθες το βράδυ. Α νασήκω σα τα φ ρύδια. — Κι εγώ που τη θεω ρούσα εντελώ ς άμεμπ τη, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ι σα. Ο Π άτζετ όμως δεν κ ρ α τιό τα ν πια. — Π ήγα κα τευ θ εία ν σ το δ ω μά τιό τη ς και το έψαξα. Τι ν ο μ ί ζετε πως βρήκα; Κούνησα το κεφάλι. — Α υτό! Ο Π ά τζετ κρα τούσ ε ένα ξυρ ά φ ι κι ένα σαπ ούνι για το ξύ ρ ι σμα.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
223
— Για τί μια γυ να ίκα μπορεί να χ ρ ειά ζετα ι α υ τά τα π ρά γμα τα; Υποθέτω πως ο Π άτζετ δεν διαβά ζει ποτέ τις δια φ η μ ίσ εις σ τα γυ να ικεία π εριοδικά. Εγω τις διαβάζω . Αν και δεν είχα καμία διάθεσ η να διαφω νήσω μαζί το υ , α ρ ν ιό μ ο υ ν να π αρα δεχτώ πως ένα ξυρά φ ι ή ταν α π οδεικτικό σ το ιχ είο για το φ ύλο της μις Π έτιγκρου. Ο Π άτζετ είναι τό σ ο χτεσινός! Δεν θα μου έκανε κα μία κατάπ ληξη αν ήθελε να αποδείξει το ίδ ιο π ράγμα δείχνοντά ς μου μία τα μπ α κιέρ α. Ω σ τό σ ο , ακόμ α κι ο Π άτζετ έχει τα όριά του. — Δεν έχετε πεισθεί, σερ Ευστάθιε. Τι θα λέγατε γι ’ α υτό ; Εξέτασα το α ντικείμ εν ο που κουνούσ ε μπ ροστά στη μύτη μου. — Μ ο ιά ζει με μ α λλιά , π α ρ ατή ρ η σ α με απέχθεια. — Είναι μαλλιά. Νομίζω είναι α υ τό που ονομά ζουν π ερού κα. — Π ρ ά γμ α τι, σχολίασα. — Τώρα έχετε πεισθεί πως η μις Π έτιγκρου είναι ά ντρ α ς μεταμφ ιεσ μένος; — Π ρ ά γμ α τι, αγαπ ητέ μου Π άτζετ, νομίζω πως ναι. Θα έπρεπε να το καταλάβω από τα πόδια της. — Α υ τό ήταν λοιπόν. Και τώ ρα, σερ Ευστάθιε, θα ήθελα να σας μιλήσω για μια προσωπική μου υπόθεση. Δεν έχω καμία α μ φ ιβ ο λία από τους υπαινιγμούς και τις συνεχείς αναφ ορές σας για τις μέρες που ήμουν στη Φ λω ρ εντία, ό τι με έχετε α ν α καλύψει. Επιτέλους το μ υ σ τή ρ ιο τη ς Φ λω ρ εντίας θα μου α π ο κα λυ πτόταν! — Ά ν ο ιξ έ μου την καρδιά σου, φ ίλε μου, είπα καλοσυνάτα. Είναι ο κα λύτερος τρόπος. — Σας ευχαρισ τώ , σερ Ευστάθιε. — Είναι ο σύζυγός της; Π ολύ ενοχλητικά π λάσματα οι σ ύ ζυγοι. Π άντα εμ φ α νίζο ντα ι τη σ τιγμή που δεν το υ ς περιμένεις. — Δεν σας π αρακολουθώ , σερ Ευστάθιε. Τίνος σύζυγος; — Ο σύζυγος της κυρίας. — Ποιας κυρίας; — Μ α τη ν πίστη μου, Π άτζετ, της κυρία ς που γνώ ρισες στη Φ λω ρεντία. Θα πρέπει να υπάρχει μία κυρία. Μ η μου πεις πως
224
Αγκάθα Κ ρίσ η
απλά έκλεψες μια εκκλησ ία ή πως μαχαίρω σες κάποιον Ιταλό γ ια τί δε σου άρεσε η φ ά τσ α το υ ; — Δεν σας π αρακολουθώ καθόλου, σερ Ευστάθιε. Υποθέτω πως α σ τειεύσ τε... — Μ π ορεί να είμα ι διασ κεδα σ τικό ς τύπος καμιά φ ο ρ ά , ό τα ν κάνω τον κόπο, α λλά σε διαβεβ αιώ πως α υ τή τη στιγμή δεν α σ τειεύ ο μ α ι καθόλου. — Π ισ τεύω πως δε με είχατε αναγνω ρίσ ει, σερ Ευστάθιε. — Να σε αναγνω ρίσω , πού; — Στο Μ ά ρ λ ο ο υ , σερ Ευστάθιε. — Στο Μ ά ρ λ ο ο υ ; Τι σ το δ ιά β ο λο έκανες σ το Μ ά ρ λ ο ο υ ; — Νομίζω πως είχατε κα ταλά β ει πως... — Αρχίζω να μην καταλα β αίνω απολύτω ς τίπ οτα. Ά ρ χ ισ ε από την αρχή την ισ τορ ία σου. Πήγες στη Φ λω ρεντία... — Τότε δεν ξέρετε τίποτα... δε με αναγνω ρίσ α τε! — Απ ’ όσο μπορώ να κρίνω, φ α ίνετα ι πως πρόδωσες άδικα τον εα υτό σου... δείλιασ ες μπ ροστά στη σ υνείδησ ή σου. Α λλά θα μπορέσω να σου πω π ερισ σ ότερα ό τα ν θ ’ ακούσω όλη την ισ τορ ία . Λ οιπ όν, πάρε β α θ ιά α νάσ α κι ά ρχισε από τη ν αρχή. Πήγες στη Φ λω ρεντία... — Μ α δεν πήγα στη Φ λω ρεντία. Α υ τό είναι το θέμα. — Τότε που πήγες; — Π ήγα σπίτι — σ το Μ ά ρ λ ο ο υ . — Μ α για ποιον λόγο θέλησ ες να πας σ το Μ ά ρ λ ο ο υ ; — Ή θ ε λ α να δω τη γυ να ίκα μου. Έχει ευ α ίσ θ η τη υγεία και περίμενε... — Τη γυ να ίκα σ ου; Μ α δεν ήξερα πως είσαι π αντρεμένος! — Ό χ ι, Σερ Ευστάθιε. Α υ τό ακριβώ ς προσπαθώ να σας πω. Σας εξαπ άτησα σ ’ α υ τό το θέμα. — Π όσο κα ιρό είσαι π αντρεμένος; — Κάτι παραπάνω από οκτώ χρόνια. Ή μ ο υ ν παντρεμένος έξι μήνες ότα ν έγινα γρ α μ μ α τέα ς σας. Δεν ήθελα να χάσω τη θέση. Έ νας γ ρ α μ μ α τέα ς εσ ω τερικός δεν πρέπει να έχει γ υ ν α ί κα και έτσι απέκρυψ α το γεγονός. — Μ ε έχεις αφ ήσ ει κα τάπ ληκτο, π αρατήρησα. Και πού β ρ ί σκεται η γυ να ίκα σου όλα α υ τά τα χρ όνια; — Έ χουμε ένα μικρό σπιτάκι στο ποτάμι στο Μ ά ρ λ ο ο υ , πολύ κοντά σ το Μ ιλ Χάουζ, εδώ και πέντε χρόνια.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
225
— Ύ ψ ισ τε Θ εέ! μου ρ μ ο ύρ ισ α . Έχεις π αιδιά; — Τέσσερα, σερ Ευστάθιε. Τον κοίταξα με ηλίθ ια κατάπ ληξη. Θα έπρεπε να το ξέρω από την αρχή πως ένας άνθρωπος σαν το ν Π άτζετ δεν μπο ρούσε να έχει ένα ένοχο μυστικό. Η ευπρέπεια του Π άτζετ υπήρξε πάντα ο μεγάλος όλεθρος για μένα. Α υτό ακριβώ ς ήταν το μ υ σ τικό που του τα ίρ ια ζε — μία σύζυγος και τέσ σ ερα παι διά. — Το έχεις πει α υ τό σε κανέναν ά λλον; το ν ρώ τησ α τελικά κοιτά ζοντά ς τον τώ ρα με ανανεω μένο ενδιαφ έρον. — Μ ό νο στη μις Μ π έντινγκφ ελντ. Ή ρ θ ε σ το σ τα θ μ ό στο Κίμπερλυ. Συνέχισα να τον κοιτάζω . Λ ύγισ ε κάτω από το βλέμ μα μου. — Ελπίζω, σερ Ευστάθιε, να μη σας ενοχλεί πάρα πολύ το γεγονός. — Αγαπ ητέ μου, του είπα, μπορώ να σου δηλώ σω α π ερ ί φ ρ α σ τα εδώ και τώ ρα πως τα έκανες μούσκεμα! Βγήκα έξω βα θιά τα ραγμένος. Καθώς περνούσα από το μαγαζί με τα είδη λα ϊκής τέχνης, με κυρίευσ ε μιά α κ α τα ν ίκ η τη επ ιθυμία να μπω μέσα. Ο ιδ ιο κ τή τη ς ήρθε προς το μέρος μου δουλοπρεπ ής τρ ίβ ο ντα ς τα χέρ ια του. — Μ π ορώ να σας δείξω κά τι; Γούνες, είδη λαϊκής τέχνης; — Θα ήθελα κάτι εντελώ ς ξεχω ριστό, είπα. Είναι για μια ειδική περίπτωση. Μ π ο ρ είτε να μου δείξετε τι έχετε; — Θα θ έλα τε τό τε να με α κολο υ θ ή σ ετε σ το πίσω δω μ ά τιο ; Έ χουμε πολλά ξεχω ριστά είδη εκεί. Εκεί ακριβώ ς έκανα το λάθος. Και νόμιζα πως θα φερθώ ιδ ια ίτε ρ α έξυπνα. Τον α κο λο ύ θ η σ α περνώ ντας τη ν π ερ ισ τρ ε φ όμενη πόρτα.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 24 (Σ υ ν έ χ ε ια τη δ ιή γ η σ η τη ς Α ν ν )
Δ υ σ κο λεύ τη κα πολύ με τη Σουζάν. Ε π ιχειρηματολόγησε, π αρακάλεσ ε, έκλαψε ακόμ α πριν απ οφ ασίσει να μ ’ α φ ήσ ει να εκτελέσω το σ χέδιό μου. Α λλά σ το τέλος τη ν κα τά φ ερ α . Υποσχέθηκε να εκτελέσ ει κατά γ ρ ά μ μ α τις οδηγίες μου και ήρθε μαζί μου σ το σ τα θ μ ό όπου με α π οχαιρέτησ ε με δάκρυα. ' Εφτασα σ τον π ροορ ισ μό μου νω ρίς τη ν επόμενη το πρωί. Εκεί με περίμενε ένας κοντός Ο λλα νδ ό ς με μα ύρη γενιάδα που δεν τον είχα ξαναδεί. Μ ε περίμενε με α υ το κ ίν η το και ξεκινήσ α με αμέσως. Μ α κ ρ ιά , σε κάποια απόσταση α κου γό τα ν ένας πνι χτός θόρυβ ος και το ν ρώ τησ α τι ήταν. Ό π λ α , μου απ άντησε λακω νικά. Ώ σ τ ε λοιπ όν γ ίνο ντα ν μάχες στο Γιοχάνεσμπ ουργκ! Κ ατά λαβα πως κα τευ θ υνό μ α σ τα ν σ ’ ένα σ ημείο κάπου στα π ροά σ τια της πόλης. Σ τρίβ αμε και ξανα σ τρ ίβ α με και κάθε λ ε πτό που περνούσε ο ήχος τω ν όπλων α κο υ γό τα ν πιο κοντά. Ή τ α ν μια σ υγκλονισ τική σ τιγμή. Τελικά σ τα μ α τή σ α μ ε μπ ροστά από ένα ετο ιμ ό ρ ρ ο π ο κτίρ ιο . Την πόρτα μας άνοιξε ένας ν εα ρός Κ αφίρ. Ο οδηγός μου, μου έγνεψε να μπω μέσα. Σ τάθηκα αναποφάσιστη στο σκοτεινό τετράγω νο χωλ. Ο άντρας με προσπέρασε κι άνοιξε μια πόρτα. — Ή ρ θ ε η κυ ρία για το Χ άρρυ Ρέιμπορν, είπε και γέλασε. Μ ε α υτή την α ναγγελία μπήκα μέσα. Στο δ ω μ ά τιο υπήρχαν ελά χισ τα έπιπλα κι ο αέρας μύριζε φ τη νό ταμπάκο. Πίσω από το γ ρ α φ είο κα θό τα ν ένας ά ντρ α ς κι έγραφ ε. Σήκωσε το κεφ άλι κι έσμιξε τα φ ρ ύδια . — Μ π α, μπα, μπα! είπε, η μις Μ π έντινγκφ ελντ! — Θα πρέπει να τα βλέπω διπλά, είπα α π ολογητικά. Ο κ. Τσίτσ εσ τερ ή η μις Π έτιγκρ ο υ ; Μ ο ιά ζετε κα τα π λη κτικά και σ τους δύο. — Και τα δύο α υ τά πρόσωπα ή ταν α να γκα ιό τη τες της σ τι γμής. Π έταξα τα μ ισ ο φ ό ρ ια μου — και το ράσο μου επίσης. Δε θέλετε να κα θίσ ετε; Πολύ ήρεμη κάθισ α σε μία καρέκλα.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
227
— Φ α ίνετα ι, π α ρατήρ ησ α , πως ήρθα σε λά θος διεύθυνσ η. — Από τη δική σας πλευρά, ναι, πολύ το φ ο β άμα ι. Α λή θ εια, μις Μ π έντινγκφ ελντ, να πέσετε σ τη ν παγίδα για δ εύ τερ η φ ο ρά! — Δεν ήταν και πολύ έξυπνο εκ μέρους μου, π αραδέχτηκα α δύνα μα. Κάτι σ την σ υμπ εριφ ο ρ ά μου έμ ο ια ζε να το ν μπερδεύει. — Δε φ αίνεσ τε και πολύ τα ρ α γμ ένη από το γεγονός, π αρα τήρησ ε ξερά. — Αν το έπαιζα ηρω ικά θα είχε κάποιο απ οτέλεσμα στη δική σας σ υμ π ερ ιφ ορ ά ; το ν ρώ τησα. — Α σφ αλώ ς όχι. — Η θεία μου η Τζέην έλεγε πως μια π ρα γμα τική κυρία δεν ξα φ νιά ζετα ι ούτε τα ρ ά ζετα ι α π ’ ό,τι κι αν της σ υμβεί, είπα ονειροπ όλα. Α π οφ άσ ισα να ακολουθήσ ω τις δικές της σ υ μ βουλές. Δ ιά βασ α τη γνώ μη το υ κ. Τ σ ίτσ εσ τερ -Π έτιγκρ ο υ τό σ ο κα θα ρ ά σ το βλέμ μα του που β ιάσ τη κα να αλλάξω αμέσω ς την κουβέντα. — Στ ’ α λήθ εια είστε εξαιρ ετικός στις μεταμφ ιέσ εις, το υ είπα με μεγαλοσ ύνη. Ό σ ο δ ιά σ τη μ α ήσ ασ ταν μις Π έτιγκρ ο υ δεν κα τά φ ερ α να σας αναγνω ρίσω — ακόμ α και τό τε που σπάσατε το μολύβι σας μέσα σ την τα ρ α χή σας τη σ τιγμή που με είδα τε να μπαίνω σ το τρ α ίν ο σ το Κέηπ Τάουν. Χτύπησε πάνω σ το γ ρ α φ είο με το μολύβι που κρα τούσ ε εκείνη τη στιγμή. — Ό λ α α υ τά είναι πολύ ό μ ο ρ φ α , α λλά έχουμε και δ ο υ λ ει ές που πρέπει να γίνουν. Ίσ ω ς, μις Μ π έντινγκφ ελντ, να μπο ρείτε να μα ντέψ ετε γ ια τί α π αιτή σ αμ ε τη ν π αρουσ ία σας εδώ. — Σας ζητώ σ υγγνώ μη, α λλά ποτέ δεν κάνω τις δουλιές μου με υ φ ισ τάμενους. Είχα δ ιαβά σ ει κάπου α υ τή τη φ ρ άσ η και μου είχε αρέσει πολύ. Α ντίθ ετα είχε κα τα σ τρ ο φ ικ ά α π ο τελέσ μ ατα σ το ν κ. Τσί τσ εσ τερ -Π έτιγκρ ου . Ά ν ο ιξ ε το σ τό μα το υ και το ξανάκλεισε αμέσως. Του χά ρ ισ α ένα α κτινο β ό λο χαμόγελο. — Αρχή του θείου μου το υ Τζωρτζ, συνέχισα σαν δεύ τερ η σκέψη. Ή τ α ν ο σύζυγος τη ς θείας Τζέην, ξέρετε. Κατασκεύαζε πόμολα για μπ ρούτζινα κρεβάτια.
228
Αγκάθα Κρίστι
Α μ φ ιβ ά λλω αν κάποιος είχε μιλήσει τόσ ο υπ ο τιμ η τικά στον Τ σ ίτσ εσ τερ -Π έτιγκρ ου μέχρι τώ ρα. Δ εν το υ άρεσε καθόλου. — Νομίζω πως θα κάνατε καλά ν ’ α λλάξετε το ν τό ν ο της φω νής σας, νεαρή μου, είπε χολω μένος. Δ εν α π άντησα, χα σ μ ο υ ρ ή θ η κα — ένα μικρό δ ια κ ρ ιτικ ό χ α σ μ ο ύ ρ η μ α που όμως έδειχνε πόσο έπ λη ττα μ ’ ό λα α υτά. — Τι σ το δ ιά β ο λο — ά ρχισε βίαια. Τον διέκοψ α. — Σας δ ιαβεβ αιώ πως είναι α νώ φ ελο να μου βάζετε τις φωνές. Απλά χάνουμε το χρ ό νο μας. Δεν έχω καμία πρόθεση να μιλήσω με τσ ιρ ά κια . Θ α κερ δίσ ο υμε χρόνο και τα λαιπ ω ρ ία αν με ο δηγήσ ετε κα τευ θ εία ν στο σερ Ευστάθιο Π έντλερ. — Στον — Είχε μείνει κεραυνόπ ληκτος. — Ν αι, επ ανέλαβα, σ το σερ Ευστάθιο Π έντλερ. — Θα... εγώ... με συγχω ρείτε... Π ετά χτηκε έξω από το δ ω μ ά τιο σαν βολίδα. Επωφελήθηκα από την απ ουσία του για ν ’ ανοίξω τη ν τσ ά ν τα μου και να πουδράρω πολύ π ροσεχτικά τη μύτη μου. Μ ετά π ερίμενα πο λύ υπ ομονετικά να επ ισ τρέφ ει ο εχθρός μου. Εμφανίστηκε ξανά με σ υμπ ερ ιφ ορ ά ελα φ ρ ά υποταγμένη. — Έ ρχεσ τε από δω, μις Μ π έντινγκφ ελντ; Τον α κολο ύ θ η σ α στις σκάλες. Χτύπησε τη ν π όρτα, ενός δ ω μ α τίο υ , ένα κο φ τό «εμπρός» α κού σ τη κε από το εσ ω τερ ικό το υ , άνοιξε τη ν πόρτα και μου έγνεψε να περάσω. Ο σερ Ευστάθιος π ετάχτηκε ό ρ θ ιο ς για να με υποδεχτεί, ευγενικός και χαμογελασ τός. Λοιπόν, λοιπόν... Μ ις Ανν! ' Εσφι ξε θ ερ μ ά το χέρι μου. Χ αίρομαι τό σ ο που σε ξαναβλέπω . Έ λα να κα θίσ ουμε. Δεν είσ αι κουρ ασ μένη από το τα ξίδ ι; Π ολύ ω ραία. Κάθισε απ έναντι μου χαμογελώ ντας α κόμη. Εδώ με μπ έρ δευε. Η σ υμ π ερ ιφ ορ ά το υ ή ταν εντελώ ς φ υσ ιο λο γική . — Έ κανες πολύ καλά που επέμενες να έρθεις κ α τευ θ εία ν σε μένα, συνέχισε. Ο Μ ιν κ ς είναι ανόητος. Π ολύ καλός η θ ο ποιός, α λλά ανόητος. Α υ τό ν που είδες κάτω , α υτό ς είναι ο Μ ινκς. — Ω , α λήθ εια ; είπα α δύνα μα. — Και τώ ρα, είπε ο σερ Ευστάθιος χα ρ ού μ ενα , ας προχω
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
229
ρήσ ουμ ε σ τα γεγονότα. Π όσον κα ιρ ό γνω ρίζεις πως εγώ είμα ι ο Σ υνταγμα τά ρχης; — Από τό τε που ο Π άτζετ μου είπε πως σας σ υνά ντησ ε στο Μ ά ρ λ ο ο υ ενώ έπρεπε να βρίσκεστε στις Κάννες. Ο σερ Ευστάθιος κατένευσε θλιβερά. — Ν αι, του είπα του η λίθ ιο υ πως τα ’ κάνε μούσκεμα! Φ υσ ικά όε με κα τάλαβε. Η μόνη το υ έγνοια ή ταν μήπως το ν είχα εγώ αναγνω ρίσ ει. Π οτέ δεν το υ πέρασε από το μυ αλό τι θα μπ ορούσ α εγώ να κάνω εκεί πέρα. Μ εγά λη α τυ χ ία πάντως. Και τα είχα κανονίσει τό σ ο π ροσεχτικά, το ν είχα σ τείλει στη Φ λω ρεντία και είχα πει στο ξενοδοχείο πως θα π ήγαινα στη Ν ίκα ια για ένα ή δύο βράδια. Έ τσι, ό τα ν α να κα λύφ θ η κε ο φόνος, είχα επ ιστρέφει στις Κάννες, χω ρίς κανένας ποτέ να υπ οψ ιασ τεί πως είχα φ ύγει από τη Ριβιέρα. Εξακολουθούσε να μιλάει με φ υσ ικό και α νεπ ιτή δευ το τ ρ ό πο. Έπρεπε να τσιμπήσω το ν εα υτό μου για να νιώσω πως όλα α υ τά ήταν α ληθ ινά — πως ο άνθρωπος που β ρ ισ κό ταν απέναντι μου ήταν ένας σ τυγνός εγκλημ ατίας, ο Σ υ ν τα γ μ α τάρχης. Τα π ρά γμα τα ξεπερνούσαν τη λογική μου. — Τότε εσείς ήσ ασ ταν που προσπ αθήσατε να με πετάξετε στη θάλα σ σ α εκείνο το βράδυ στο Κ ιλμόρντεν, είπα αργά. Εσάς α κολού θησ ε ο Π άτζετ σ το κα τάσ τρ ω μα ; Α νασήκω σε τους ώμους. Ζητώ συγγνώ μη, αγαπ ητό μου π αιδί, σ τ ’ α λήθεια . Σε σ υμπ άθησ α από τη ν αρχή — α λλά μπ ερδευόσ ουν σ τα πόδια μου πολύ ενοχλητικά . Δεν μπ ορού σα ν ’ αφήσω σ την τύχη όλα μου τα σχέδια εξαιτίας ενός περί εργου παιδιού σαν κι εσένα. — Νομίζω πως το σχέδιό σας στους Κ ατα ρ ρ άκτες ήτα ν στ ’ α λήθ εια το πιο έξυπνο, είπα προσπαθώ ντας να δω τα π ρά γμα τα με α δ ια φ ο ρ ία . Θα μπ ορούσα να ορκιστώ μπροστά σε όλους πως β ρ ισ κό σ α σ τα ν σ το ξενοδοχείο ό τα ν εγώ βρήκα έξω. — Ν αι, ο Μ ινκς έχει μία από τις μεγαλύ τερ ες επ ιτυχίες του στο ρ ό λο της μις Π έτιγκρ ο υ και μπορεί να μ ιμη θ εί με μεγάλη ο μ ο ιό τη τα τη φω νή μου. — Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να μάθω. — Ναι; — Πώς κα τα φ έρ α τε να τη ν προσλάβει ο Π άτζετ; — Ω , ήτα ν πάρα πολύ απλό. Σ υνάντησε τον Π άτζετ στην
230
Α γκάθα Κ ρ ίσ η
π όρτα του γρ α φ είο υ του Εμπορικού αντιπ ρόσω π ου στο Επι μ ελ η τή ρ ιο Ο ρυχείω ν, ή όπου α λλού πήγε — το υ είπε πως είχα τηλεφ ω νήσ ει βια σ τικά και πως τη ν είχαν επιλέξει από τη ν κυ β ερνητική επιτροπή. Ο Π άτζετ το χάψε. — Είστε πολύ ειλικρινής, είπα μελετώ ντας το πρόσωπό του. — Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην είμαι. Δε μου άρεσε και πολύ αυτή η δήλω ση. Β ιάστηκα αμέσω ς να τη ν ερμηνεύσω με το δικό μου τρόπο. — Π ισ τεύ ετε σ την επ ιτυχία της επ ανάστασης; Κάψατε τις γέφ υρες που λένε; — Για ένα έξυπνο κορίτσ ι, α υτή είναι μία πολύ α νόη τη πα ρ α τή ρ η σ η . Ό χ ι, αγαπ ητό μου παιδί, δεν πιστεύω σ ’ α υτή ν την επ ανάσταση. Της δίνω δύο μέρες και μετά θα σβήσει θ λ ι βερά. — Δεν π ρόκειται για μία από τις επ ιτυχίες σας στ ’ α λήθ εια ; είπα κακοπ ροαίρετα. — Ό π ω ς όλες οι γυναίκες δεν έχεις ιδέα από επιχειρήσεις. Η δ ο υ λειά που είχα α ναλά βει ήταν να προμηθεύσω ορ ισ μένα εκρ η κτικά και όπλα — με πολύ καλά λ εφ τά βέβαια — να υπο κινήσω γενικά την εξέγερση και να ενοχοποιήσω όσο γίνετα ι κάποια πρόσωπα. Εξετέλεσα τη σύμβασ ή μου με απ όλυτη επι τυ χία και ήμουν α ρ κετά π ρονοητικός να πληρω θώ π ρ ο κα τα βολικά. Εξετέλεσα τα πάντα με ιδ ια ίτερ η φ ρ ο ν τίδ α γ ια τί σ κο πεύω ν ’ αποσυρθώ και α υτή ήταν η τελ ευ τα ία μου δουλειά . Αν έκοψ α τις γέφ υρες όπως λες, απλά δεν κα ταλα β αίνω τι εννοείς. Δεν είμα ι ο αρχηγός της επ ανάστασης, ή κάτι π α ρό μοιο — είμα ι απλά μία εξέχουσα προσω π ικότητα της Α γγλίας, που είχα τη ν α τυχία να χώσω τη μύτη μου σ ’ ένα μαγαζί λα ϊκής τέχνης — όπου είδα π ερισ σ ότερα π ρ ά γμα τα α π ’ όσα έπρεπε και έτσι α κολού θ η σ ε η απαγωγή μου. Α ύ ρ ιο η μ εθ α ύ ριο, ότα ν το επ ιτρέψ ουν οι π εριστάσεις, θα με βρουν κάπου δεμένο σε τρ ο μ ερ ή κα τάσ τα σ η τρ ό μ ο υ και νηστείας! — Α! είπα σιγά. Κι εγώ τι θ ’ απογίνω; — Α υ τό είναι το πρόβλημα, είπε απλά ο σερ Ευστάθιος. Τι θα απογίνεις εσύ; Σ ’ έχω εδώ — δε θέλω να το παινευτώ — α λλά σ ’ έφ ερα κοντά μου με πολύ καθαρό τρόπ ο. Το ερώ τημα είναι, τι να σε κάνω; Ο πιο απλός τρόπ ος για να σου κλείσω το σ τόμα — και θα πρέπει να προσθέσω και ο πιο ευ χάρ ισ το ς για
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
231
μένα — είναι να σε παντρευτώ . Ο ι σ ύζυγοι όεν μπ ορούν να μ α ρ τυ ρ ή σ ο υ ν εναντίω ν τω ν α νόρώ ν τους, όπως ξέρεις, και θα μου άρεσε πολύ να έχω μία ό μο ρ φ η γυ να ικο ύλα να μου κρα τά το χέρι και να με κοιτά με α υτά τα γλα ρ ά μ ά τια — μη με α γρ ιο κο ιτά ζεις καλή μου! Μ ε τρομάζεις. Βλέπω πως α υ τό το σ χέόιο δε σου αρέσει. — Κ αθόλου μάλισ τα. Ο σερ Ευστάθιος αναστέναξε. — Τι κρίμα. Δε νομίζω πάντως πως πρέπει να το πάρω προσωπικά. Τα σ υνηθισ μένα φ αντά ζομ αι. Αγαπάς κάποιον ά λ λον όπως λένε και τα βιβλία. — Αγαπώ έναν άλλον. — Το είχα κα ταλά βει — σ την αρχή νό μ ιζα πως ή ταν α υτός ο μα κρυκάνης, ο φ αντα σ μένος τύπος ο Ρέις, α λλά υποθέτω πως π ρόκειται για το νεα ρ ό ήρω α που σε ψάρεψε από τους Κ ατα ρράκτες εκείνο το βράδυ. Ο ι γυναίκες δεν έχουν καθόλου γούσ το. Κανένας από το υ ς δύο δεν είχε ούτε το μισό μυαλό από το δικό μου. Είμαι από εκείνους τους ανθρώ π ους που εύκολα τους υπ οτιμά κανείς. Ν ομίζω πως είχε δίκιο σ ’ α υτά . Αν και γνώ ριζα πολύ καλά το είδος του ανθρώπου που ήτα ν κι έπρεπε να ήταν, δεν μπο ρούσ α να το σ υνειδητοπ οιήσ ω . Είχε προσπαθήσει να με σ κο τώσει πάνω από μια φ ο ρ ά , είχε επίσης σκοτώ σει μία άλλη γυναίκα, και ήταν υπεύθυνος για ένα σω ρό άλλες πράξεις για τις οποίες δε γνώ ριζα τίπ οτα κι όμω ς δεν κα τά φ ερ να να πιέσω τον εα υ τό μου να τις α ξιολογήσ ει με το ν τρόπ ο που τους άξιζε. Δεν μπ ορούσα να τον δω με ά λλο μά τι, παρά μόνον σαν τον ευ χά ρισ το, ευγενικό σ υντα ξιδιώ τη μας. Δεν μπ ορούσα ο ύτε να νιώσω τρ ό μ ο μπ ροστά μου — κι όμως ήξερα πως ήτα ν ικανός να με δ ολοφ ονήσ ει εν ψυχρώ αν το έκρινε α π αρ α ίτη το . — Λοιπ όν, είπε α υτός ο εκπ ληκτικός άνθρωπος γέρνοντας πίσω σ την π ολυθρόνα το υ . Είναι κρ ίμα που δε σου αρέσει να γίνεις Λ αίδη Π έντλερ. Ο ι άλλες ενα λλα κτικές λύσεις είναι μ ά λ λον πολύ σκληρές. Έ νιω σα μια δυ σ ά ρεσ τη α ν α τρ ιχ ίλ α στη ρ α χ οκο κα λιά μου. Ή ξ ερ α , βέβαια, από τη ν αρχή πως έμπαινα σε ένα πολύ επι κίνδυνο π αιχνίδι, α λλά π ίστευα πως άξιζε το τίμ η μ α . Θ α έρ χοντα ν τα π ρά γμα τα όπως τα είχα υπ ολογίσει, ή όχι;
232
Αγκάθα Κ ρίστι
— Είναι πάντως γεγονός, συνέχισε ο σερ Ευστάθιος, πως σου έχω μία α δυνα μ ία . Σ τ ’ α λ ή θ εια δε θέλω να φ τάσ ω στα ά κρα. Τι θα έλεγες να μου διη γη θ είς όλη τη ν ισ το ρ ία από την αρχή και να δούμε τι μπ ορούμε να κά νουμε; Α λλά όχι π αρα μ ύ θ ια — θέλω όλη την αλήθεια. Δεν επ ρόκειτο να κάνω τέ το ιο λάθος. Εκτιμούσα ιδ ια ίτερ α το οξύ μ υ α λό το υ σερ Ευστάθιου. Ή τ α ν η σ τιγμή της α λ ή θ ε ι ας, όλης της αλήθεια ς και μόνον αυτής. Του διη γή θ η κα όλη την ισ το ρ ία , δεν παρέλειψ α τίπ ο τα μέχρι τη σ τιγμ ή της διάσω σης μου από το Χάρρυ. Ό τ α ν τελείω σ α κούνησε με επ ιδοκιμα σ ία το κεφ άλι. — Έ ξυπνο κορίτσ ι. Ά δ ε ια σ ε ς τ η ν κα ρ διά σου α π ’ όλα. Και μπορώ να σου πω πως εύ κο λα θα το κα τα λά β α ινα αν δεν ήσ ουν ειλικρινής. Π ολλο ί άνθρω ποι δε θα πίστευαν τη ν ισ το ρ ία σου πάντως και ιδ ια ίτερ α το α ρχικό μέρος, α λλά εγώ σε πιστεύω. Είσαι ο τύπος που θα ξεκινούσε κάτι έτσι, χω ρίς κα νέ να κίνη τρο. Ή σ ο υ ν εξα ιρ ετικά τυχερή βέβαια, α λλά αρ γά ή γρ ή γο ρ α ο ερα σ ιτέχνης σ υγκρ ο ύ ετα ι με το ν επ αγγελματία και τό τε τα α π οτελέσ μ α τα είναι δο σ μένα εξαρχής. Εγώ είμ α ι ο επ αγγελματίας. Ά ρ χ ισ α α υτή τη ν επ ιχείρηση α ρ κ ετά νέος. Σε τελική α νάλυ σ η, μου φ α ίν ετα ι ένας εξα ιρ ετικό ς τρόπ ος για να πλουτίσει κανείς πολύ γρ ή γο ρ α . Π άντα είχα τη ν ικ α ν ό τη τα να προβλέπω τα γεγονότα και να κάνω έξυπνα σ χέδια — και ποτέ δεν έκανα το λά θος να εκτελώ μόνος μου τα σ χέδιά μου. Χ ρησιμοπ οίησ ε πάντα το ν ειδ ικό — α υτή ή τα ν η αρχή μου. Η μόνη φ ο ρ ά που α ναγκά σ τη κα να τη ν παραβώ γύ ρ ισ ε εν α ν τίο ν μου — α λλά δεν μπ ορούσα να εμπ ιστευτώ κανέναν να το κάνει για μένα. Η Ν αντίνα γνώ ριζε πάρα πολλά. Είμαι εύκολος άνθρωπος, με καλή κα ρ διά κι ευ χάρ ισ τη διά θ εσ η , όσο δεν με απειλούν. Η Ν αντίνα με προκάλεσε και με απείλησε — ακριβώ ς τη σ τιγμή που β ρισ κόμ ο υν σ την κορυφ ή τη ς επ ιτυχημένης καριέρας μου. Ό τ α ν θα πέθαινε και θα έπ αιρνα τα δ ια μ ά ν τια σ την κατοχή μου, τό τε θα ή μουν ασφ αλής. Τώρα ανακαλύπ τω πως σ ’ α υτή τη δο υ λειά τα θαλάσσω σα. Α υτό ς ο η λίθιος ο Π άτζετ, με τη γυναίκα το υ και τη ν οικογένειά το υ ! Ή τ α ν λάθος μου — τα ίρ ια ζε σ την αίσ θησ η του χ ιο ύ μ ο ρ μου να κυκλοφ ορώ μ ’ ένα γρ α μ μ α τέα που είχε τη ν όψη δ η λ η τη ρ ια σ τή του Μ ε σ α ί ωνα και την ψυχή της Β ικτω ριανής εποχής. 'Α κ ο ύ σ ε τη σ υ μ
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
233
β ουλή μου, αγαπ ητή μου Ανν, μην α φ ή σ εις ποτέ το χ ιο ύ μ ο ρ σου να υποσκελίσει τη λογική σου! Για πολλά χρ ό νια σ κ εφ τό μουν πως θα ήταν πιο λογικό να ξεφ ορτω θώ το ν Π ά τζετ, α λλά ο δυ σ τυχής ήταν τό σ ο δ ο υ λευ τα ρ ά ς και τίμ ιο ς που δεν έβ ρ ι σκα δ ικα ιο λο γία για να το ν διώξω. Έ τσι ά φ η να τα π ράγματα να π άρουν το δ ρ όμ ο τους. Α λλά α π ομ α κρ υνθ ή κα μ ε από τη ν ουσ ία. Το ερώ τημ α είναι τι πρέπει να κάνω μ ’ εσένα. Η δ ιή γ η σή σου ήταν εξα ιρ ετικά σαφ ής, α λλά υπάρχει ακόμ η κάτι που μου δια φ εύ γει. Πού β ρ ίσ κο νται τα δ ια μ ά ν τια τώ ρα; — Τα έχει ο Χάρρυ Ρέιμπορν, είπα κοιτά ζο ντά ς το ν στα μάτια. Το πρόσωπό του δεν άλλαξε, δ ια τή ρ η σ ε τη ν έκφ ρ α σ η της σ αρδόνιας καλής διάθεσης. — Χμ... τα θέλω α υ τά τα δια μ ά ντια . — Δεν βλέπω να έχετε μεγάλες π ιθανότητες να τ ’ α π ο κτή σετε, του απάντησα. — Ό χ ι; Εγώ πιστεύω πως ναι. Δε θέλω να γίνω δ υ σ ά ρ ε στος, α λλά θα ήθελα να σ κεφ τείς πως σ ’ α υ τή ν τη ν περιοχή δε θα φ ανεί διόλου παράξενο αν βρεθεί το πτώμα ενός κοριτσ ιού. Υπάρχει κάτω ένας ά ντρ α ς που α σ χο λείτα ι εξα ιρ ετικά καλά μ ’ αυτές τις δουλειές. Εσύ είσαι ένα ευ α ίσ θ η το κορ ίτσ ι. Α υ τό που προτείνω είναι το εξής: θα γράψ εις ένα γρ ά μ μ α σ τον Χάρρυ Ρέιμπορν και θα του πεις να έρθει να σε βρει εδώ φ έρ νο ντα ς μαζί του και τα δ ια μ ά ν τια — — Δεν π ρόκειται να το κάνω. — Μ η διακόπ τεις τους μ εγα λύ τερ ο ύ ς σου. Σου προτείνω μία σ υμφ ω νία. Τα δ ια μ ά ν τια σε α ν τά λ λ α γ μ α της ζωής του. Και μην κάνεις κανένα λά θος γ ια τί η ζωή σου β ρ ίσ κεται στα χέρια μου. — Κι ο Χ άρρυ; — Έχω πολύ τρ υ φ ερ ή κα ρ διά για να χω ρίσω δύο ερ ω τευ μένους. Θα φ ύγει κι α υτός ελεύθ ερ ο ς — με τη σ υμφ ω νία φ υ σικά πως κανένας από το υ ς δυο σας δε θα μπ ερδευτεί στη ζωή μου σ το μέλλον. — Και ποια εγγύηση θα έχω πως θα κρ α τή σ ετε τη σ υμφ ω νία; — Κ αμία απολύτω ς, αγαπ ητό μου παιδί. Θ α πρέπει να μ ’ εμπ ισ τευθείς κι ελπίζω να πάνε ό λα καλά. Βέβαια, αν η διάθεσή
234
Αγκάθα Κ ρίστι
σου τείνει προς τις ηρωικές πράξεις και προτιμάς τη ν εξόντω ση, α υ τό είναι ένα ά λλο θέμα. Α υ τό ακριβώ ς ήτα ν που περίμενα. Ή μ ο υ ν εξα ιρ ετικά προ σ εκτική για να μη δείξω υπερβολική βιασύνη. Σιγά-σ ιγά άφ ησ α το ν εα υ τό μου να πειστεί και να υποχω ρήσει. Έ γραψ α με τη ν υπ αγόρευση του σερ Ευσταθίου. « Α γ α π η τέ Χ ά ρ ρ υ , Ν ο μ ίζ ω πω ς υ π ά ρ χ ει μ ία ε υ κ α ιρ ία γ ια ν α α π ο δ ε ίξε ις τη ν α θ ω ό τ η τ ά σ ο υ υ π ε ρ ά ν ω π ά σ η ς υπ ο ψ ία ς. Σ ε π α ρ α κ α λ ώ α κ ο λ ο ύ θ η σ ε π ρ ο σ ε κ τικ ά τις ο δ η γ ίες μ ο υ . Π ή γ α ιν ε σ τ ο μ α γ α ζ ί λ α ϊ κ ή ς τέχ νη ς Α γ κ α σ ά το . Ζ ή τ η σ ε ν α δ εις κ ά τι "εν τελ ώ ς ξ ε χ ω ρ ισ τ ό ” γ ια μ ια ε ιδ ικ ή π ερ ίπ τω σ η . Ο ά ν τ ρ α ς ο ιδ ιο κ τ ή τ η ς θ α σ ο υ ζ η τ ή σ ει " ν α π ας σ τ ο πίσω δ ω μ ά τ ιο ”. Π ή γ α ιν ε μ α ζ ί το υ . Θ α β ρ ε ις έ ν α μ ή ν υ μ α π ο υ θ α σ ε ο δ η γ ή σ ε ι κ ο ν τ ά μ ο υ . Φ έ ρ ε κ α ι τ α δ ια μ ά ν τ ια μ α ζ ί σ ου . Λ έ ξ η σ ε κανέναν». Ο σερ Ευστάθιος σ ταμ άτησ ε.
— Αφήνω τα προσωπικά λ ό για σε σένα, π αρατήρησε. Π ρ ό σεξε όμως μην κάνεις κανένα λάθος. — Δ ική σου για πάντα Ανν, θα είναι α ρ κετό , είπα. Το έγραψα. Ο σερ Ευστάθιος άπλωσε το χέρι, πήρε το γρ ά μ μα και το διάβασε. — Μ ο υ φ α ίνετα ι εντάξει. Τώρα τη διεύθυνσ η. Του την έδω σα. Ή τ α ν η διεύθυνσ η ενός μικρού μαγαζιού που π α ραλά μβα νε γρ ά μ μ α τα και τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα με κάποια αμοιβή. Χτύπησε με το χέρι το υ ένα κουδούνι πάνω σ το γρ α φ είο . Ο Τ σ ίτσ εσ τερ-Π έτιγκρου ή αλλιώ ς Μ ινκς, εμ φ α νίσ τηκε. — Α υ τό το γ ρ ά μ μ α να φ ύγει αμέσω ς — με το σ υνηθισ μένο τρόπο. — Π ολύ καλά, Σ υνταγμα τά ρ χα. Κοίταξε το όνομα σ το φ άκελο. Ο σερ Ευστάθιος το ν π αρα κολουθούσ ε προσεκτικά. — Φ ίλος σου, νομίζω ; — Φ ίλος μου; — Είχατε μία μ α κριά σ υ νο μ ιλία μαζί σ το Γιοχάνεσμπ ουργκ χθες.
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
235
— Ο άνθρωπος α υτό ς με ρω τούσε για τις κινήσεις σας κα θώς και του συντ. Ρέις. Του έδω σα π αραπ λανητικές π λη ρ ο φ ο ρίες. — Π ολύ καλά, αγαπητέ μου, πολύ καλά, είπε ο σ ερ Ευστά θιος με ευγένεια. Λ άθος μου. ' Εριξα μια κλεφ τή μ α τιά σ τον Τ σ ίτσ εσ τερ -Π έτιγκρ ο υ καθώς έβγαινε. Ή τ α ν κάτασπρος σαν να το ν είχε κα ταλά β ει ένας θανά σ ιμος τρόμος. Μ ό λ ις βγήκε έξω, ο σερ Ευστάθιος πήρε ένα α κου σ τικό που κρεμ ό τα ν πλάι το υ και μίλησε σ ’ α υτό : — Εσύ είσ αι Σβαρτς; Π ρόσεχε το Μ ινκς. Δεν πρέπει να βγει από το σπίτι χω ρίς δική μου δια τα γή . Ακούμπησε κάτω το ακουσ τικό και συνοφ ρυώ θηκε ενώ χ τυ πούσε ελα φ ρ ά τα δά χτυλά το υ πάνω σ το γρ α φ είο. — Μ π ορώ να σας κάνω μερικές ερω τήσεις, σερ Ευστάθιε; ρώ τησε μετά από ένα ή δύο λεπτά σιγής. — Β εβα ιότα τα . Τι γερ ά νεύ ρ α που έχεις, Ανν. Έχεις την ικα νό τη τα να διαλέγεις τα εν δ ια φ έρ ο ν τα σ η μεία τω ν γ εγ ο ν ό των εκεί που τα π ερισ σ ότερα κο ρ ίτσ ια τη ς η λικία ς σου θα κλα ψ ούριζα ν και θα έσ τρ ιβ α ν με απελπισία τα δά χ τυ λά τους. — Γιατί πήρατε το Χάρρυ σαν γ ρ α μ μ α τέα σας α ν τί να το ν π αραδώ σετε σ την α σ τυ ν ο μ ία ; — Ή θ ε λ α α υ τά τα α να θ εμ α τισ μ ένα τα δ ια μ ά ν τια . Η Ν αν τίνα , ο διαβολά κος, χρησ ιμοπ οιούσ ε το Χ άρρυ ενα ντίο ν μου. Αν δεν της έδινα τη ν τιμ ή που ζητούσ ε, με απ ειλούσε πως θα τα π ουλούσε σ ’ εκείνον. Α υ τό ήτα ν ά λλο ένα λά θος που έκ α να. Ν όμιζα πως θα τα είχε μαζί τη ς εκείνη τη μέρα. Α λλά ήταν πολύ έξυπνη. Ο ά ντρ α ς της, ο Κ άρτον ή ταν κι α υτό ς νεκρός — δεν είχα κανένα ίχνος να α κολουθήσ ω για να βρω πού ήταν κρυ μ μ ένα τα δ ια μ ά ντια . Είχα κα τα φ έρ ει να πάρω ένα α ν τίγ ρ α φ ο από ένα τη λεφ ω νικό μή νυ μα που της είχε σ τείλει κάποιος από το Κ ιλμ όρντεν — είτε ο Κ άρτον, είτε ο Ρέιμπορν. Δεν ήξερα ποιος. Ή τ α ν ένα α ν τίγ ρ α φ ο από το χα ρ τί που μάζεψες από κάτω. «Δεκαεπτά - ένα - είκοσι δύο» έλεγε. Σκέφ τηκα πως επ ρόκειτο για ένα ρα ντεβ ο ύ με το Ρέιμπορν κι ό τα ν είδα πόσο απελπισμένα προσπαθούσε να ταξιδέψ ει με το Κ ιλμόρντεν πεί σ τηκα πως είχα δίκιο. Έ τσι έκανα πως πίστεψ α τα λ ό για του και το ν ά φ η σ α να έρθει. Τον π α ρ ακο λο υ θ ο ύσ α ω στόσο σ τενά και έλπιζα να μάθω π ερισ σ ότερα. Τότε ανακά λυψ α το Μ ινκς
236
Α γκάθα Κ ρίστι
που π ροσπ αθούσε να μπει σ το παιχνίδι για το ν εα υτό το υ και να μπερδέψει τις δικές μου υποθέσεις. Σ ύντομα όμω ς το σ τα μά τησ α α υτό . Μ ε α κολο ύ θ η σ ε μετά σαν πιστό σκυλί. Ή τ α ν ενο χλη τικό που δεν κα τά φ ερ α να πάρω τη ν καμπίνα No 17 και με π ροβλημ άτιζε το γεγονός τη ς π αρουσ ίας σου. Ή σ ο υ ν το αθώ ο κορίτσ ι που έδειχνες πως ήσουν ή όχι; Ό τ α ν ο Ρέιμπορν ξεκίνησε για το ρα ντεβού εκείνο το β ρά δυ, είχα πει στο Μ ινκς να το ν σ τα μ α τή σ ει. Φ υσ ικά ο Μ ινκς τα θαλάσσω σε. — Α λλά γ ια τί έλεγε το μή νυ μα «δεκαεπτά» α ντί για «εβδο μ ήντα έ ν α ;» . — Το σ κέφ τηκα κι α υτό. Ο Κ άρτον θα πρέπει να έδωσε σ τον α σ υ ρ μ α τισ τή το δικό του σ ημείω μα και στη συνέχεια δεν έλεγξε το μήνυ μα που είχε σ ταλεί. Ο α σ υ ρ μ α τισ τή ς θα πρέπει να έκανε το ίδ ιο λά θος που κάναμε όλοι μας και το διάβα σε 17.1.22 α ντί για 1.71.22. Α υ τό που δεν ξέρω είναι πώς ο Μ ινκς κατέληξε σ την καμπίνα 17. Θα πρέπει απλά να το ν οδήγησ ε το ένσ τικτό του. — Και το μήνυ μα για το σ τρ α τη γ ό Σματς; Π οιος το άλλαξε α υ τό ; — Α γαπ ητή μου Ανν, υποθέτω πως δε φ α ντά ζεσ α ι πως θ ’ ά φ η να τα δικά μου σχέδια ν ’ α π οτύχουν χω ρίς να κάνω καμιά προσπάθεια να τα σώσω; Μ ’ έναν κυνηγημ ένο δ ο λο φ ό νο για γρ α μ μ α τέα μου δεν είχα κανέναν ενδο ια σ μ ό να τ ’ α ν τικ α τα στήσω με λευκές κόλλες. Κανείς δε θα σ κ εφ τό τα ν να υπ οψ ια σ τεί το ν καημένο το ν Π έντλερ! — Κι ο συντ. Ρέις; — Ναι, α υ τό ήτα ν ένα δύσκολο σημείο. Ό τ α ν ο Π άτζετ μου είπε πως ήταν στις μυστικές υπηρεσίες, ένιω σα μια α νη σ υ χία. Θ υ μ ή θ η κα πως είχε κάνει κάτι έρευνες γύρω από τη Ν α ν τίνα — κι είχα τη δυσά ρεσ τη υποψία πως με π α ρακολουθούσ ε! Δε μου άρεσε ο τρόπ ος που με α κολο υ θ ο ύσ ε από τό τε σ υνέ χεια. Είναι ένας α π ’ α υτο ύ ς το υ ς δυνατούς, σιω π ηλούς άντρες που πάντα έχουν έναν άσσο κρ υμμένο σ το μανίκι τους. ' Ενα σ φ ύ ρ ιγμ α ακού σ τη κε. Ο σερ Ευστάθιος σήκωσε το α κου σ τικό, άκουσ ε για ένα -δύ ο λεπ τά και μετά απ άντησε: — Πολύ καλά, θα το ν δώ τώ ρα. — Δ ουλειές, είπε σ ’ εμένα. Μ ις Ανν, έλα να σου δείξω το δ ω μ ά τιό σου.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
237
Μ ε οδήγησ ε σ ’ ένα μικρό, φ τω χικό δ ια μ έρ ισ μ α , ένας Κ αφ ίρ έφ ερε πάνω τη μικρή β α λίτσ α μου κι ο σ ερ Ευστάθιος, α φ ού με π αρακάλεσε να μη διστάσω να ζητήσω ο τιδή π ο τε μπορεί να χρεια ζόμ ου ν, απ οσ ύρθηκε, σαν τέλειο ς οικοδεσπότης. Υ πήρχε μια λεκάνη με ζεστό νερό κι απ οφ άσ ισ α ν ’ ανοίξω τη β α λίτσ α μου για τ ’ απολύτω ς α π α ρ α ίτη τα . Κάτι σ κληρ ό κι άγνω σ το μέσα σ το νεσ εσ α ίρ μου με ξάφ νιασε. Ξ έλυσ α το κ ο ρ δόνι και κοίταξα μέσα. Μ ε κατάπ ληξη έβγαλα από μέσα ένα μικρ ό π ερ ίσ τρ ο φ ο με μ α ρ γ α ρ ιτα ρ έν ια λαβή. Δεν το είχα ό τα ν ξεκίνησα από το Κ ίμ περλυ. Εξέτασα το α ντικείμ ενο με τα ρ αχή . Φ α ινό τα ν γεμάτο. Το κρά τησ α στο χέρι μου μ ’ ένα ευ χ ά ρ ισ το σ υνα ίσ θημα . Ή τ α ν ένα χρ ή σ ιμ ο π ράγμα να έχει κανείς μαζί το υ μέσα σ ’ ένα σπίτι σαν κι α υτό. Ό μ ω ς τα μ ο ντέρ να ρο ύ χα δεν είναι φ τια γμ ένα για να μ ετα φ έρ ει κανείς όπλα. Τελικά το έσπρωξα σ την κα λτσ ο δ έτα μου. Δ η μ ιο υρ γο ύ σ ε ένα τερ ά σ τιο εξόγκω μα και π ερίμενα πως σε κάθε βήμα μου μπ ορεί να λειτο υ ρ γ ή σ ει και να με π υροβολήσει στη γάμπα, α λλά δεν υπήρχε κ α τα λ λ η λό τερ ο μέρος.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 25 Ο σερ Ευστάθιος με κάλεσε πάλι κοντά το υ α ργά το από γευμα . Στο μεταξύ μου έφ ερα ν τσ άι στις έντεκα το πρωί κι ένα καλό μεσ ημ ερια νό σ το δικό μου δ ια μ έρ ισ μ α και έτσι ένιω θα α ρ κετά δυναμω μένη για τη συνέχεια της μάχης. Ο σερ Ευστάθιος ήταν μόνος. Β ημάτιζε πέρα-δώ θε σ το δω μ ά τιο κι υπήρχε μια λάμψ η στα μ ά τια του και μια ανησυχία στις κινήσεις του που δε μου διέφ υγα ν. Φ α ινό τα ν περιχαρής για κάποιο θέμα. Υπήρχε μία ελ α φ ρ ιά α λλαγή στη σ υ μ π ερ ιφ ο ρά του απ έναντι μου. — Εχω νέα για σένα. Ο νεαρός σου είναι σ το δρ ό μο . Θα β ρ ίσ κεται εδώ σε λίγα λεπτά. Μ ετρ ία σ ε τη χαρά σου — έχω να σου πω και κάτι άλλο. Π ροσπ άθησες να με ξεγελάσεις σ ήμερα το πρωί. Σε π ροειδοπ οίησ α πως είχες σ υμ φ έρ ο ν να μου πεις την α λήθ εια και μέχρις ενός σ η μείο υ με υπάκουσες. Μ ε τά ξε σ τράτισ ες. Προσπ άθησες να με κάνεις να πιστέψω πως τα δ ι α μ ά ντια β ρίσ κοντα ν σ τα χέρια του Χάρρυ Ρέιμπορν. Δ έχτηκα α υτή την άποψη γ ια τί διευκό λυ νε τα σχέδιά μου — το σχέδιο μου να φ έρω το Ρέιμπορν εδώ. Α λλά, τα δ ια μ ά ν τια , αγαπητή μου Α νν, βρίσ κοντα ι σ την κατοχή μου από τό τε που έφ υγα από του ς Κ ατα ρράκτες — μόνο που το α να κά λυψ α χθες. — Ώ σ τ ε ξέρετε; είπα με κομμένη αναπνοή. — Ίσ ω ς σε ενδια φ έρ ει ν ’ α κούσ εις πως ή ταν ο Π άτζετ που μου το απ οκάλυψ ε χθες. Επέμενε να μου διη γη θ εί μία α νια ρ ή ισ το ρ ία γύρω από ένα σ το ίχη μ α και κάποια ρ ο λό με φ ιλμ . Δε μου πήρε πολύ χρόνο για να προσθέσω ένα συν ένα — η δυσπ ισ τία της κ. Μ π λα ιρ απ έναντι σ τον συντ. Ρέις, η τα ρ αχή της και η επ ιμονή της ν ’ αναλάβω εγώ τα σ ο υβ ενίρ που είχε αγοράσ ει. Ο εξα ιρ ετικός Π άτζετ είχε ήδη ξεπ ακετάρει τα κιβώ τιά της σε μια έξαρση ζήλου. Π ριν φύγω από το ξενοδοχείο έβαλα απλά όλα τα φ ιλμ από το κιβώ τιο σ τη ν τσέπη μου. Β ρίσκονται εκεί σ την γω νιά. Ο μ ολογώ πως δεν είχα το χρόνο να τα εξετάσω μέχρι τώ ρ α , α λλά π α ρ ατή ρ η σ α πως το ένα είναι κα τά πολύ β α ρ ύ τερ ο από τα υπόλοιπα, κάνει ένα πολύ δ ια φ ο ρ ετικό θόρυβ ο και είναι σ φ ρ αγισ μ ένο έτσι ώ στε για ν ’ ανοίξει χρειάζετα ι α νοιχτή ρ ι κονσέρβας. Το γεγονός είναι ξεκάθαρο.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
239
έτσι δεν είνα ι; Κι όπως βλέπεις σας έσ τησ α και σ τους δύο μία πολύ έξυπνη παγίδα. Είναι κρίμα που δε σου άρεσ ε η ιδέα να γίνεις Λ αίδη Πέντλερ. Δεν απ άντησα. Απόμεινα να το ν κοιτάζω . Α κούσ τηκα ν βήμα τα στις σκάλες, η πόρτα άνοιξε κι ο Χάρ ρυ Ρέιμπορν μπήκε στο δ ω μά τιο σ υνο δευό μενο ς από δύο ά ν τρες. Ο σερ Ευστάθιος μου χάρισε ένα θ ρ ια μ β ευ τικ ό βλέμμα. — Ό λ α σ ύμφ ω να με το σ χέδιό μου, είπε απαλά. Ο ι ερ α σ ι τέχνες σ υνθλίβ οντα ι από τους επ αγγελματίες. — Τι σ ημαίνει α υ τό ; φώ ναξε ά γρ ια ο Χάρρυ. — Σ ημαίνει πως μπήκατε σ το σαλόνι μου, όπως είπε η α ρ ά χνη σ την μύγα, είπε με σ τό μ φ ο ο σερ Ευστάθιος. Α γαπ ητέ μου Ρέιμπορν είστε εξαιρετικά άτυχος. — Μ ο υ είπες πως δε θα κινδυνέψ ω , Ανν. — Μ η ν της κρα τάς κακία, αγαπ ητέ μου. Το σ ημείω μα το υπαγόρεψα εγώ, κι η κυρία δεν μπ ορούσε να κάνει αλλιώς. Θα ήταν σ ο φ ό τερ ο να μην το είχε γράψ ει, α λλά τό τε δεν της το είπα. Α κολούθησ ες τις οδηγίες της, πήγες σ το μαγαζί, σε ο δ ή γησαν σ το μυσ τικό πέρασμα από το πίσω δ ω μ ά τιο — και έπε σες σ τα χέρια του εχθρού σου! Ο Χ άρρυ με κοίταξε. Κ ατά λαβα το βλέμ μα του και π λησ ία σα το σερ Ευστάθιο από το πλάι. — Ν αι, μ ο υ ρ μ ο ύ ρ ισ ε ο τελευτα ίο ς, τελικά είσαι πολύ ά τ υ χος! Α υτή εδώ είναι — για να δούμε — η τρ ίτη μας συνάντησ η. — Έ χετε δίκιο, είπε ο Χάρρυ. Α υτή είναι η τρ ίτη μας σ υ νάντηση. Τις δύο πρώτες μου τη φ έρ α τε — α λλά δεν έχετε ακούσ ει πως τη ν τρ ίτη φ ο ρ ά α λλάζει η τύ χ η ; Ο γύρ ος α υτός είναι δικός μου — κάλυψ έ με, Ανν. ' Η μουν έτο ιμ η . Σαν αστραπ ή έβγαλα το π ερ ίσ τρ οφ ο από την κά λτσ α μου και το έφ ερ α σ το κεφάλι του. Ο ι δύο άντρες που κρ α τούσ α ν τον Χάρρυ έκαναν ένα βήμα μπ ροστά, α λλά η φωνή του του ς σ ταμ άτησ ε. — Ά λ λ ο ένα βήμα και θα πεθάνεις! Εξάλλου φ ο β ά μ α ι πως μπορεί να πυροβολήσω και χω ρίς να το καταλάβω ! Νομίζω πως ο σερ Ευστάθιος είχε το ν ίδιο φ όβο μ ’ εμένα, έτρεμε σαν φ ύλλο. — Μ είνετε εκεί που είσ τε, είπε κι οι ά ντρ ες του το ν υπ άκου σαν.
240
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Πες του ς να βγουν έξω, διέταξε ο Χάρρυ. Ο σερ Ευστάθιος έδωσε τη δ ια τα γή . Ο ι ά ντρ ες βγήκαν έξω κι ο Χ άρρυ σ ύρτω σε τη ν πόρτα πίσω τους. — Τώρα μπ ορούμε να μ ιλή σ ο υ μ ε, είπε μ ’ ένα μο ρ φ α σ μ ό και διασ χίζοντας το δω μά τιο πήρε το π ερίσ τροφ ο από τα χέρια μου. Ο σερ Ευστάθιος έβγαλε έναν α να σ τενα γμ ό α νακο ύφ ισ η ς και σκούπισε το μέτωπό το υ με το μα ντήλι του. — Τ αρά χτηκα τρ ο μ ερ ά , π αρατήρησε. Νομίζω πως πρέπει να έχω α δ ύ να τη καρδιά. Χ αίρομαι που το π ερ ίσ τρ οφ ο β ρ ίσ κε τα ι σε ικανά χέρια τώ ρα. Δεν ένιω θα κα θόλου α σ φ α λής όσο βρισ κότα ν σ τα χέρια της Ανν. Λοιπ όν, νεαρέ μου, όπως είπες κι εσύ, τώ ρα μπ ορούμε να μιλή σ ο υ με. Είμαι π ρόθυμος ν ’ α ν α γνω ρίσω πως κέρδισες έναν πόντο σ το παιχνίδι μας. Πού β ρ έ θηκε α υ τό το π ερίσ τροφ ο όμως, α υ τό δεν το καταλαβαίνω . Έ β αλα να ψ άξουν τα π ράγματα της δεσπ οινίδας ό τα ν ήρθε στο σπίτι. Κι από πού το έβγαλες πριν λίγο ; Δεν το είχες πάνω σου πριν πέντε λεπτά. — Ν αι, το είχα, απάντησα. Β ρισκόταν σ την κάλτσα μου. — Δε γνωρίζω α ρκετά για τις γυναίκες. Θα έπρεπε να τις είχα μελετήσ ει π ερισ σ ότερο, ανασ τέναξε θ λιβ ερ ά ο σερ Ευ στάθιος. Α να ρω τιέμ α ι αν ο Π άτζετ θα το κα ταλά β αινε αυτό... — Μ η ν παίζεις το παιχνίδι τω ν ηλιθίω ν, είπε ο Χάρρυ χ τυ πώντας το χέρι του πάνω σ το γρ α φ είο . Αν δεν ήσ ουν τόσ ο ηλικιω μένος θα σε π ετούσα έξω απ ’ το π αράθυρο. Κ α τα ρ α μ έ νε απ ατεώ να! Η λικιω μένος ή όχι εγώ θα... ' Εκανε ένα βήμα μπ ροστά κι ο σερ Ευστάθιος οπ ισθοχώ ρησε πίσω α π ’ το γρα φ είο. — Ο ι νεα ροί είναι πάντα τόσ ο β ία ιο ι, είπε υ π ο τιμ η τικά . Δεν είναι ικανοί να χρ ησ ιμ ο π ο ιή σ ο υ ν το μυ αλό το υ ς και γ ι ’ α υ τό χρ ησ ιμοπ οιούν μόνο τα μπ ράτσα τους. Ας μ ιλή σ ο υμε λογικά. Α υτή τη σ τιγμή έχετε το πάνω χέρι. Α υ τό όμω ς δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Το σπίτι είναι γεμ ά το από δικούς μου α ν θρώπους. Δεν έχετε κα μία ελπίδα. Η προσω ρινή σας νίκη ο φ είλετα ι α π οκλεισ τικά σ ’ ένα τυχαίο... — Α υτό νομίζεις; Κάτι στη φωνή του Χάρρυ, μία υποχθόνια ειρω νεία, φ άνηκε να τρα βάει την προσοχή το υ σερ Ευστάθιου. Τον κοίταξε στα
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
241
μάτια. — Α υ τό νομίζεις; είπε ξανά ο Χάρρυ. Κάθισε κάτω , σερ Ευστάθιε κι άκουσ ε τι έχω να σου πω. Κ ρατώ ντας τον συνέχεια κάτω από τη ν απειλή το υ όπλου του συνέχισε: — Η τύχη είναι ενα ντίο ν σου α υτή τη φ ορά. Κ αταρχήν, άκουσε α υτό! «Αυτό», ήταν ένα υπόκω φο χτύπ ημα σ την π όρτα κάτω. Α κούσ τηκα ν φω νές βρισιές και ο ήχος ενός π υρ ο β ο λισ μο ύ. Ο σερ Ευστάθιος χλώ μιασε. — Γι ήταν α υτό ; — Ο Ρέις — κι οι άντρες του. Δε γνώ ριζες βέβαια πως η Ανν κι εγώ είχαμε σ υμφ ω νήσει το ν τρόπ ο της επ ικοινω νίας μεταξύ μας για να κα τα λα β α ίνο υ μ ε αν τα μ η νύ μ α τα είναι αυθεντικά . Τα τη λ εγ ρ α φ ή μ α τα έπρεπε να έχουν τη ν υπ ογραφ ή « Ά ν τυ » και τα γ ρ ά μ μ α τα να έχουν κάπου τη ν λέξη «και» σβησμένη μια φ ορά. Η Ανν ήξερε πως το τη λ εγ ρ ά φ η μ ά σου ή ταν ψ εύτικο. Ή ρ θ ε εόώ με τη θέλησή της, μπήκε μόνη της στη φ ω λιά του λύκου με τη ν ελπ ίδα να σε πιάσει εσένα στο δικό σου χώρο. Π ριν φ ύγει από το Κίμπερλυ τη λεγρ ά φ η σ ε σ ’ εμένα και στο Ρέις. Η κ. Μ π λα ιρ βρίσ κεται σε συνεχή επαφή μαζί μας από τότε. Έ λα βα το γρ ά μ μ α που της υπαγόρεψες, που ήταν α κ ρ ι βώς όπως το περίμενα. Είχα ήδη εξετάσει τις π ιθανότητες κά ποιου κρυ φ ού π εράσ ματος από το μαγαζί μέχρι εδώ μαζί με το Ρέις κι εκείνος α νακά λυψ ε το μέρος εκεί που β ρ ισ κό τα ν η έξοδος του περάσματος. Α κούσ τηκε μια διαπ ερασ τική κραυγή και μία δυ να τή έκρ η ξη που σ υντά ραξε όλο το δω μά τιο. — Σ φ υροκοπ ούν με οβίδες α υ τό το μέρος τη ς πόλης. Π ρ έ πει να σε βγάλω από δω μέσα, Ανν. Μ ία δυ να τή φ λόγα φ ώ τισ ε το δω μά τιο. Το απέναντι σπίτι καιγόταν. Ο σερ Ευστάθιος είχε σηκω θεί και β ημά τιζε νευ ρ ικά στο δω μά τιο. Ο Χάρρυ το ν π α ρακολουθούσ ε με το π ερ ίσ τρ ο φο. — Βλέπεις λοιπόν, σερ Ευστάθιε, πως το παιγνίδι τελείω σε. Εσύ ο ίδιος μας έδωσες τα ίχνη για να σε π αρακολουθήσ ουμε. Ο ι άντρες του Ρέις π ερίμεναν σ την έξοδο του μ υσ τικού περά σματος. Π α ρ ’ όλες τις π ροφ υλάξεις σου κα τά φ ερ α ν να με α
242
Αγκάθα Κ ρίσ η
κο λο υθ ή σ ο υ ν μέχρις εόώ. Ο σερ Ευστάθιος σ τρ άφ η κε απότομα. — Π ολύ έξυπνο. Ά ξ ιο θ α υ μ α σ μ ο ύ. Μ π ρ άβ ο ! Α λλά έχω α κόμ α ένα λόγο να πω. Αν εγώ έχω χάσει το ίδιο θα χάσεις κι εσύ. Π οτέ δεν θα κα ταφ έρες να συνδέσεις το φ όνο της Ν αντίνα μ ’ εμένα. Η μουν σ το Μ ά ρ λ ο ο υ εκείνη τη μέρα, α υ τό είναι το μόνο που έχεις ενα ντίον μου. Κανείς δε θα μπορέσει ποτέ ν ’ αποδείξει πως γνώ ριζα α υτή τη γυναίκα. Α λλά εσύ τη γνώριζες, είχες κίνη τρ ο για να τη σκοτώ σεις — και το παρελθόν σου είναι ενα ντίον σου. Είσαι ένας κλέφτης, μην το ξεχνάς, είσαι κλέφτης! Υπάρχει ω στόσο ένα πράγμα που δεν ξέρεις. Πως εγώ έχω τα δ ια μ ά ν τια ! Και να τα. Μ ε μία α π ίσ τευτα γοργή κίνηση, σ τρ ά φ η κε, τέντω σε το χέρι του και τα πέταξε. Α κούσ τηκε ο θόρ υβ ος το υ γυ α λιο ύ που σπάζει καθώς το α ντικείμ ενο διαπ έρασε το π α ράθυρο κι εξα φ α νίσ τη κε σ την πύρινη μάζα απ έναντι μας. — Εκεί β ρ ίσ κεται η μοναδική ελπίδα ν ’ αποδείξεις τη ν αθω ό τη τά σου σ την υπόθεση το υ Κίμπερλυ. Και τώ ρ α ας μ ιλ ή σ ο υ με. Θ α κάνω μία σ υμφ ω νία μαζί σου. Μ ε στρίμω ξες. Ο Ρέις θα βρει ό,τι του χρειά ζετα ι σ ’ α υ τό το σπίτι. Αν μείνω είμα ι χ α μ έ νος, α λλά το ίδιο κι εσύ νεαρέ μου! Υπάρχει ένας φ εγγίτη ς στο διπλανό δω μά τιο. Δώσε μου δύο λεπτά και θα εξαφ ανιστώ . Έχω προνοήσει μερικά π ρά γμα τα γ ι ’ α υτό. Μ ’ α φ ήνεις να φύγω μ ’ α υ τό ν τον τρόπ ο, μου δίνεις δύο λεπτά π εριθώ ριο — κι εγώ θα σου αφήσω μια υπ ογραμμένη ο μ ο λο γία πως σ κό τω σα τη Ν αντίνα. — Ν αι, Χάρρυ, φώ ναξα. Ν αι, ναι, ναι! Μ ε κοίταξε πολύ σοβαρά. — Ό χ ι, Ανν, χίλιες φ ορές όχι. Δεν ξέρεις τι λες. — Ξέρω. Δίνει τη λύση σε όλα του τα π ροβλήματα. — Δε θα μπορέσω να κοιτάξω το Ρέις κ α τά μ α τα ποτέ. Θα το διακινδυνέψ ω , α λλά δεν π ρόκειται ν ’ αφήσω α υτή τη γριά παμπόνηρη γριά-α λεπ ού να ξεφύγει. Ανν, μην επιμένεις, δε γίνεται. Ο σερ Ευστάθιος γέλασε χαιρέκακα. Δ έχτηκε τη ν ή ττα του χωρίς την π αραμικρή συγκίνηση. — Μ ά λ ισ τα , π α ρατήρησε, Φ αίνετα ι πώς βρήκες το δ ά σ κ α λο σου Ανν. Μ π ορώ όμω ς να σας διαβεβαιώ σω και τους δύο
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
243
πως η ηθική α κερ α ιό τη τα δεν είναι πάντα ω φ έλιμη! Α κούσ τηκε ο ήχος μιας πόρτας που σπάει και β ή μ α τα τις σκάλες, ο Χάρρυ τράβηξε το σ ύρτη. Ο συντ. Ρέις μπήκε πρώτος μέσα στο δω μά τιο. Το πρόσωπο το υ φ ω τίσ τη κε μόλις μας είδε. — Είσαι καλά, Ανν. Φ οβ ήθηκα ... σ τρ ά φ η κε προς το σερ Ευστάθιο. Σε κυνηγάω πολύ κα ιρ ό , Π έντλερ — κι επ ιτέλους σε τσάκω σα! — Μ ο υ φ α ίνετα ι πως όλοι τρ ελά θ η κα ν σ ήμερα , δήλω σε ο σερ Ευστάθιος α νά λα φ ρ α . Α υ το ί εδώ οι νεα ρ ο ί με α π ειλούν με π ερίσ τρ οφ α και με κα τη γο ρ ο ύν για τα πιο τρ ο μ ερ ά π ράγματα. Δεν κα ταλα βαίνω τίποτα... — Σ τ ’ α λήθ εια ; Α υ τό σ ημαίνει πως βρήκα το Σ υντα γμ α τά ρχη. Σ ημαίνει πως σ τις 8 του π ερασμένου Γενάρη δε β ρ ισ κ ό σουν στις Κάννες α λλά στο Μ ά ρ λ ο ο υ . Σημαίνει πως ό τα ν το όργα νό σου, η μα ντάμ Ν αντίνα, σ τρ ά φ η κε ενα ντίο ν σου, σχε δίασ ες το φ όνο της — και τελικά θα κα τα φ έρ ο υ μ ε να σ υ ν δ έ σ ουμε το φ όνο μαζί σου. — Α λή θ εια ; Κι από πού πήρες όλες τις ενδιαφ έρ ο υσ ες πλη ροφ ορίες; Από τον άνθρω πο που α κόμ α κυνηγάει η α σ τυ ν ο μία; Η μ α ρ τυ ρ ία του δεν έχει κα μία αξιοπιστία. — Έ χουμε κι ά λλη μ α ρ τυ ρ ία . Υπάρχει και κάποιος άλλος που γνώ ριζε πως η Ν αντίνα επ ρ όκειτο να σε σ υνα ντήσ ει στο Μ ιλ Χάουζ. Ο σερ Ευστάθιος έδειχνε ξαφνιασμένος. Ο Ρέις έκανε μία κίνηση με το χέρι του. Ο Ά ρ θ ο υ ρ Μ ινκς ή Αιδ. Τσίτσ εσ τερ ή μις Π έτιγκρου μπήκε σ το δω μάτιο. ' Η ταν κατάχλω μος και ν ευ ρικός, α λλά η φω νή του ή ταν α ρ κετά δυ να τή και ευ δ ιά κ ρ ιτη : — Είδα τη Ν αντίνα σ το Π αρίσι το π ροηγούμενο βράδυ πριν φ ύγει για το Λ ονδίνο. Τότε περνούσα σαν κόμης. Μ ο υ είπε τι σκόπευε να κάνει. Την π ροειδοπ οίησ α γνω ρίζοντα ς με ποιον άνθρω π ο είχε να κάνει, α λλά εκείνη δεν άκουσε τη σ υ μ βουλή μου. Πάνω στο τραπέζι της ήταν ένα τη λ εγ ρ ά φ η μ α . Το διάβα σα . Μ ετά σ κέφ τηκα πως θα μπ ορούσα να προσπαθήσω να βρω τα δ ια μ ά ν τια για το ν εα υτό μου. Στο Γιοχάνεσμπουργκ με πλησίασε ο κ. Ρέιμπορν. Μ ε έπεισε να πάω με το μέρος του. Ο σερ Ευστάθιος τον κοίταζε. Δεν είπε τίπ οτα α λλά ο Μ ινκς έδειχνε έτο ιμ ο ς να λιπ οθυμήσει. — Ο ι α ρ ο υ ρ α ίο ι πάντα εγκα τα λείπ ουν το πλοίο ό τα ν β υ θ ί
244
Αγκάθα Κ ρίσ η
ζετα ι, π α ρατήρησ ε ψυχρά. Δε μ ’ ενδ ια φ έρ ο υ ν οι α ρ ο υ ρ α ίο ι. Α ρνά ή γρ ή γο ρ α εξαφ ανίζω τα παράσιτα. — Υπάρχει ακόμη κάτι που θα ήθελα να σας πω, σερ Ευ σ τά θ ιε, του είπε απαλά. Το κο υτί που πετάξατε από το π αρά θ υ ρ ο δεν είχε μέσα τα δια μ ά ντια . Είχε κοινά χαλίκια . Τα δ ια μ ά ντια βρίσ κοντα ι σε μέρος ασφ αλές. Για τη ν α κρ ίβ εια , σ την κοιλιά της μεγάλης καμηλοπ άρδαλης. Η Σουζάν έκανε μία τρ ύ πα και α φ ού έβαλε μέσα σε βαμβάκι τα δ ια μ ά ν τια για να μη χτυπ ούν κι α κού γο ντα ι, τη ν ξανάκλεισε. Ο σερ Ευστάθιος με κοίταξε επ ίμονα για κάμποση ώρα. Η απάντησή του ήταν χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ή : — Από την αρχή α ντιπ άθησ α α υτή τη ν α λλο ίθ ω ρ η κ α μ η λοπ ά ρδαλη, είπε. Θα πρέπει να ήταν το ένσ τικτό μου.
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 26 Δεν μπ ορούσ αμε να επ ισ τρέφ ουμε στο Γιοχάνεσμπ ουργκ εκείνο το βράδυ. Ο ι οβίδες έπ εφταν σαν βροχή και υπ οψ ιαζό μουν πως είχαμε αποκοπεί, επειδή οι επ αναστάτες είχαν κ α τα φ έρει να π άρουν ένα μέρος τω ν προαστίω ν. Το κα τα φ ύ γιό μας ήταν ένα α γ ρ ό κ τη μ α γύρω σ τα είκοσι μ ίλια μ α κριά από το Γιοχάνεσμπ ουργκ — ακριβώ ς έξω από τη ν πεδιάδα. Έ π εφ τα από τη ν κούρ ασ η. Ό λ η η σ υγκίνησ η κι η τα ρ α χ ή των τελευ τα ίω ν δύο ημερώ ν με είχαν κάνει κουρέλι. Επαναλάμβανα σ τον εα υτό μου, χω ρίς να μπορώ να το πιστέψω, πως τα βάσανά μας είχαν τελειώ σ ει. Ο Χάρρυ κι εγώ ήμ α σ τα ν μαζί και ποτέ πια δεν θα χω ρίζαμε. Ω σ τό σ ο ένιω θα πως υπήρχε α κόμ α ένα εμπόδιο ανάμεσά μας — μία απόσταση από μέρους του , της οποίας τη ν α ιτία δεν μπ ορούσα να μ α ν τέψω. Ο σερ Ευστάθιος είχε οδη γη θ εί προς τη ν α ν τίθ ετη κ α τεύ θυνση από μας σ υνοδευό μενο ς από μία ισχυρή φ ρ ο υ ρ ά . Είχε κουνήσει το χέρι του φ εύγοντας σ ’ έναν α νέμελο χα ιρ ετισ μ ό . Βγήκα στη β ερά ντα νω ρίς το επόμενο πρωί και κοίταξα προς την κα τεύθυνσ η το υ Γιοχάνεσμπ ουργκ πέρα από τη ν πεδιάδα. Δ ιέκρ ινα τις μεγάλες τουλίπ ες του καπνού καθώς α νέβα ινα ν σ το αχνό φως το υ πρω ινού ήλιου κι άκουγα μα κρ ιά τον ήχο τω ν όπλων. Η επ ανάσταση δεν είχε πάρει ακόμη τέ λος. Η γυ να ίκα του α γρ ό τη βρήκε και με φώ ναξε για το πρωινό. ' Η ταν μια καλή, περιπ οιητική γυναίκα και την είχα κιόλας σ υ μ παθήσει. Ο Χάρρυ είχε βγει έξω τη ν αυγή και δεν είχε ακόμη επ ισ τρ έφ ει, έτσι μου είπε. Έ νιω σα ξανά εκείνη τη ν α νησ υχία σ την καρδιά. Τι ήτα ν α υτή η σκιά που έμπαινε ανάμεσά μας; Μ ε τά το πρωινό κάθισ α πάλι στη βερά ντα μ ’ ένα β ιβ λίο στα χέρια, που όμως δε διάβαζα. Ή μ ο υ ν τό σ ο χαμένη στις σκέψεις μου που δεν είδα το συντ. Ρέις να έρχεται με το άλογό του και να αφιππεύει μπ ροστά μου σχεδόν. Δεν κα τά λα β α την π αρουσ ία του μέχρι τη σ τιγμή που μου είπε: Κ αλημέρα Ανν. — Ω , είπα κοκκινίζοντας, εσείς είσ τε; — Ν αι, μπορώ να καθίσω ;
246
Αγκάθα Κρίστι
Τράβηξε μια καρέκλα δίπλα μου. Ή τ α ν η πρώτη φ ο ρ ά που β ρ ισ κό μ α σ τα ν μόνοι μετά από τη ν εκδρ ομ ή στο Μ ατόπος. Οπως πάντα ένιω σα να με τυ λ ίγ ει η ίδια αίσ θησ η θαυ μα σ μ ο ύ και φ όβου. — Τι νέα; ρώ τησα. — Ο Σ μαρτς θα βρίσκεται στο Γιοχάνεσμπ ουργκ α ύρ ιο . Δίνω σ ’ α υτό το ξέσπασμα άλλες τρεις μέρες πριν καταρρεύσ ει εντελώς. Στο μεταξύ οι μάχες συνεχίζονται. — Θ α ευχόμουν, είπα, να ’ ταν κανείς σ ίγουρος πως σ κο τώ νοντα ι οι άνθρωποι που το αξίζουν. Εννοώ α υ το ί που θέλουν τον πόλεμο — όχι μόνο οι κα κόμ ο ιρ ο ι οι ά λλοι που σ υμβαίνει να β ρ ίσ κονται σ τον τόπ ο της μάχης. Κούνησε το κεφ άλι συμφω νώ ντας. — Ξέρω τι εννοείς Ανν. Α υτή είναι η α δ ικία το υ πολέμου. Α λλά έχω κι ά λλα νέα για σένα. — Ν αι; — Μ ια ο μ ο λο γία α νικα νό τη τα ς εκ μέρους μου. Ο Π έντλερ κα τά φ ερ ε να δραπ ετεύσει. — Τι; — Ναι. Κανένας δε γνω ρίζει πώς τα κα τάφ ερ ε. Ή τ α ν κλει δω μένος με μεγάλη α σ φ ά λεια στη σ ο φ ίτα μιας από τις γύρω φ ό ρ μ ες που ο σ τρ α τό ς είχε ήδη πάρει, α λλά το πρωί το δω μ ά τιο ήταν ά δειο και το πουλάκι είχε πετάξει. Βαθιά μέσα μου ένιω θα μά λλον ευ χαρ ισ τη μένη . Π οτέ, μέ χρι σ ήμερα , δεν είχα κα τα φ έρ ει ν ’ απαλλαγώ από μία ύπουλη συμπ άθεια για το σερ Ευστάθιο. Π ιστεύω βέβαια πως είναι κακό, α λλά έτσι είναι. Τον θαυμάζω . Είναι πέρα για πέρα κακός, α υ τό είναι σ ίγο υ ρ ο — α λλά στο είδος του πολύ ευχάρισ τος. Μ έχρι τώ ρα δεν έχω σ υνα ντήσ ει άνθρω πο τόσ ο δια σ κεδ α σ τικό. ' Εκρυψα τα σ υνα ισ θ ή μ α τά μου ασφαλώς. Φ υσ ικά ο συντ. Ρέις θα πρέπει να ένιω θε εντελώ ς δ ια φ ο ρ ετικ ά από μένα. Ή θελε να οδηγήσ ει το σερ Ευστάθιο στη δικαιο σ ύνη . Ω σ τό σ ο αν το κα λοσ κεφ τείς δεν ή ταν δ ιό λο υ παράξενο που κα τάφ ερ ε να δραπ ετεύσει. Γύρω από το Γιοχάνεσμπ ουργκ θα πρέπει να είχε α μ έτρ η το υ ς κατασκόπ ους και π ράκτορές του. Και, α ν τίθ ε τα με ό,τι μπορεί να πίστευε ο συντ. Ρέις, εγώ προσωπικά είχα μεγάλες α μ φ ιβ ο λίες που θα μπ ορούσ αν τελικά να το ν κ ρ α τή
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
247
σουν. Σ ίγουρα θα είχε σ χεδιάσει πολύ προσ εκτικά έναν τρόπ ο διαφ υγής. Τ ουλά χισ τον σε μας το είχε ήδη πει. Α ντέδρ α σ α πολύ σω στά, αν και μά λλον χ λια ρ ά , ως προς α υ τό το θέμα κι η κουβ έντα μας ατόνησε. Τότε ο συντ. Ρέις ρώ τησ ε ξαφ νικά για το Χάρρυ. Του είπα πως είχε βγει έξω πολύ νω ρίς το πρωί και πως δεν το ν είχα ακόμη δει. — Κ ατα λαβα ίνεις πάντως, Ανν, πως εκτός από μερικές τυ π ι κές διαδικασ ίες, το όνομά το υ έχει απ όλυτα α π ο κα τα σ τα θ εί; Υ πάρχουν τεχνικές δυσκολίες, β έβ α ια , α λλά η ενοχή το υ σερ Ευστάθιου είναι α π όλυτα απ οδεδειγμένη. Τώρα δεν υπάρχει τίπ οτα που να σας χωρίζει. Ό λ α α υ τά τα είπε χω ρίς να με κοιτάζει, με σ ιγανή, νευρική φωνή. — Κ ατα λαβα ίνω , είπα μ ’ ευγνω μοσύνη. — Και δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην ξαναπάρει το π ρα γμα τικό του όνομα. — Ό χ ι, φ υσ ικά όχι. — Γνωρίζεις το π ρα γμα τικό το υ όνο μα ; Η ερώ τησ η με ξάφνιασε. — Φ υσ ικά το γνωρίζω. Χάρρυ Αούκας. Δε μου απ άντησε α λλά κάτι στη σιωπή το υ μου φ άνηκε παράξενο. — Ανν, θυμ ά σ α ι τη μέρα που πήγαμε σ το Μ ατόπ ος, που σου είπα πως ήξερα τι έπρεπε να κάνω; — Φ υσ ικά το θυμ ά μ α ι. — Νομίζω πως ειλικ ρ ιν ά μπορώ να πω πως το έκανα. Ο άνθρωπος που αγαπάς είναι τώ ρ α καθαρός από κάθε υποψία. — Α υ τό εννοούσ ατε; — Φ υσικά. ' Εσκυψα το κεφ ά λι, ντροπ ια σ μ ένη από τις ταπεινές μου υποψίες, που είχα τότε. Εκείνος ξαναμίλησ ε σ κεφ τικός: — Ό τ α ν ήμουν πολύ νέος είχα ερ ω τευτεί μία κοπέλα που με απ ογοήτευσ ε. Μ ετά α π ’ α υ τό α φ οσ ιώ θηκα στη δο υ λειά μου. Η κα ρ ιέρ α μου σ ή μαινε το παν για μένα. Μ ε τά γνώ ρισα εσένα Ανν — κι όλα έμ οια ζα ν να χάνουν τη σημασ ία τους. Αλλά τα νιά τα καλούν τα ν ιά τα — και εγώ έχω πάντα τη δο υ λειά μου. Εμεινα σιωπηλή. Υποθέτω πως δεν μπορεί κανείς να είναι ερω τευμένος με δύο πρόσωπα συγχρόνω ς — α λλά μπορείς να
248
Αγκάθα Κ ρίσ η
νιώσεις κάπως έτσι καμιά φ ορά. Ο μα γνητισ μός α υτο ύ του ανθρώ π ου ήτα ν πολύ μεγάλος. Τον κοίταξα απ ότομα σ τα μ ά τια. — Ν ομίζω πως θα πάτε πολύ μπ ροστά, είπα ο νειροπ όλα. Ν ομίζω πως έχετε μπ ροστά σας μεγάλη καρ ιέρ α . Θα γίνετε ένας από του ς πιο σ ημαντικο ύ ς ανθρώ π ους το υ κόσμου. Έ νιω θα πως εκείνη τη σ τιγμή μ ιλο ύσ α εντελώ ς π ρ ο φ η τι κά. — Θα μείνω μόνος μου όμως. — Ό λ ο ι οι π ρα γμα τικά μεγάλοι άνθρωποι είναι μόνοι. — Α υ τό πιστεύεις; — Είμαι σ ίγου ρη γ ι ’ αυτό. Π ήρε το χέρι μου στα δικά το υ και είπε σιγανά: — Θ α π ρ οτιμούσ α να ή ταν αλλιώ ς τα π ράγματα. Εκείνη τη σ τιγμή ακριβώ ς έστριψ ε από τη γω νία το υ σπιτιού ο Χάρρυ. Ο συντ. Ρέις σηκώ θηκε όρθιος. — Κ αλημέρα — Α ούκας, είπε. Εια κάποιο λόγο ο Χάρρυ κοκκίνισε μέχρι τις ρίζες τω ν μ α λ λιών του. — Ν αι, είπα χα ρ ού μ ενα , τώ ρα θα πρέπει να ξαναπάρεις το α ληθ ινό σου όνομα. Α λλά ο Χάρρυ κοίταζε ακόμ α το συντ. Ρέις. — Ω στε το ξέρετε, κύριε, είπε τελικά. — Π οτέ δεν ξεχνώ ένα πρόσωπο. Σε είδα μια φ ο ρ ά ό τα ν ήσουν ακόμη παιδί. — Μ α τι γίνετα ι εδώ ; ρώ τησ α μπερδεμένη κοιτά ζο ντα ς μία τον ένα και μία τον άλλον. ' Ενιωθα πως γινό τα ν μία μάχη ανάμεσά τους. Ο Ρέις κ έρ δ ι σε κι ο Χάρρυ σ τρ ά φ ηκε ελα φ ρ ά προς τη ν άλλη πλευρά. — Υποθέτω πως έχετε δίκιο, σερ. Π έστε της το π ρα γμα τικό μου όνομα. — Ανν, α υτός δεν είναι ο Χάρρυ Αούκας. Ο Χάρρυ Α ούκας σ κοτώ θηκε σ τον πόλεμο. Α υτό ς είναι ο Τζων Χ άρολντ Έ ρ ντσλυ. Μ ε τα λόγια α υτά ο συντ. Ρέις έφ υγε και μας άφ ησ ε μόνους. Έ μεινα ακίνητη κοιτάζοντάς το ν που α π ομακρυνόταν. Η φωνή του Χάρρυ με ξανά φ ερε σ την π ρ α γμα τικό τη τα.
Το Μ υ σ τή ρ ιο το υ Μ ιλ Χάουζ
249
— Αν, συγχώ ρεσέ με, πες μου πως με συγχαίρεις. Π ήρε το χέρι μου στα δικά το υ και σχεδόν μηχανικά το τρ ά β η ξα μακριά. — Γιατί με γέλασες; — Δεν ξέρω αν μπορώ να σε κάνω να με καταλάβεις. Φ ο βόμου ν ένα σω ρό π ράγματα — τη δύ ναμη και τη γ ο η τεία το υ π λούτου. Η θελα να μ ’ αγαπήσεις γ ι ’ α υ τό που είμ α ι — για μένα τον ίδ ιο — χωρίς τίτλ ο υ ς και παγίδες. — Θ έλεις να πεις πως δε μ ’ εμπ ισ τευόσ ουν. — Μ π ορείς να το θέσεις κι έτσι α ν θες, α λλά δεν είναι α κ ρ ι βώς η α λήθεια . Είχα γίνει πικρόχολος, γεμ ά το ς υποψίες — πάν τα έτο ιμ ο ς να ψάξω για ιδ ιο τελ ή κίνη τρ α — και ή ταν τόσ ο ω ραίο να νιώθω πως μ ’ αγαπ ούν με το ν τρόπ ο που μ ’ α γάπ η σες εσύ. «Καταλαβαίνω», είπα αργά. Στο μ υ α λό μου ξανα γύριζε όλη η ισ το ρ ία που μου είχε διη γη θ εί. Για πρώτη φ ο ρ ά π α ρ α τη ρ ο ύ σα α νακρίβειες τις οποίες δεν είχα προσέξει τό τε — τη σ ιγο υ ρ ιά της οικο νο μ ική ς α σ φ ά λεια ς τη δ υ ν α τό τη τα να εξαγορά σ ει τα δ ια μ ά ν τια από τη Ν α ντίνα, το ν τρόπ ο που π ροτιμούσ ε να μ ι λάει για του ς δύο ά ντρ ες σ το τρ ίτο πρόωπο σαν να ή τα ν ο ίδιος ξένος. Κι ότα ν μιλούσ ε για το «φίλο» το υ , δεν α ν α φ ερ ό τα ν σ τον Έ ρντσ λυ α λλά σ το Α ούκας. Ο Α ούκας ή ταν ο ήσυχος νεαρός που είχε αγαπήσει τόσ ο βαθιά τη Ν αντίνα. — Πώς έγινε; ρώ τησα. — Ή μ α σ τα ν κι οι δυό απ ρόσ εχτοι — έτο ιμ ο ι να πεθάνουμε! Μ ία νύ χτα α ντα λλά ξα μ ε τις σ τρ α τιω τικ ές μας τα υ τό τη τες — έτσι για γο ύ ρ ι! Την επόμενη ο Α ούκας σ κοτώ θηκε — α ν α τι νάχτηκε, έγινε κομμά τια. — Α λλά γ ια τί δεν μου το είπες μέχρι τώ ρ α ; Σ ήμερα το πρωί; Δεν μπ ορεί ν ’ α μφ έβ α λλες για τη ν αγάπη μου όλο α υτό το καιρό... — Ανν, δεν ήθελα να τα χαλάσω ό λ ’ α υτά . Ή θ ε λ α να σε πάρω μαζί μου πίσω στο νησί. Τι χ ρ ειάζο ντα ι όλα α υτά τα χρ ή μ α τα ; Δεν μπ ορούν ν ’ α γο ρ ά σ ο υν τη ν ευτυχία . Ο μολογώ πως φ ο β ά μ α ι α υ τό το είδος της ζωής — σχεδόν με κατέσ τρεψ ε κάποτε. — Ή ξ ε ρ ε ο σερ Ευστάθιος ποιος ήσ ουν σ την π ρ α γμ α τικό τη τα ;
250
Αγκάθα Κ ρίσ η
— Ω , ναι! — Κι ο Κ άρτον; — Ό χ ι. Μ α ς είχε δει και τους δύο με τη Ν αντίνα ένα βρδυ σ το Κίμπ ερλυ, α λλά δεν ήξερε ποιος ή ταν ποιος. Δ έχτηκε πως ήμ ου ν ο Α ούκα ς κι η Ν αντίνα ξεγελάσ τηκε από το τη λ εγ ρ ά φ η μά του. Π οτέ δεν φ οβήθηκε το Α ούκας. Ή τ α ν ένας ήσυχος — σ οβαρός νέος. Εγώ όμω ς είχα καμιά φ ο ρ ά τα ξεσπ άσματα του δια β όλου . Θ α είχε κα τα τρ ο μ ά ξει αν ήξερε πως είχα... ξαναζω ν τανέψ ει. — Χάρρυ, αν ο συντ. Ρέις δεν μου το είχε πει, τι είχες σκοπό να κάνεις; — Να μην πω τίπ οτα. Να συνεχίζω να είμα ι ο Αούκας. — Και τα εκα το μ μ ύ ρ ια του πατέρα σου; — Ας τα έπαιρνε ο Ρέις. Σίγουρα θα μπ ορούσε να τα χ ρ η σιμοπ οιήσ ει κα λύτερα από μένα. Ανν, τι σ κέφ τεσ α ι; Είσαι τόσ ο σ υνοφ ρυω μ ένη. — Σ κέφ τομα ι, είπα α ρ γά, πως σχεδν θα επ ιθυμούσ α να μην σε είχε αναγκάσει ο συντ. Ρέις να μιλήσεις. — Ό χ ι. Είχε δίκιο. Έπρεπε να σου πω τη ν αλήθεια. Σ τα μάτησ ε και μετά είπε α π ότομα: — Ξέρεις Ανν, ζηλεύω το Ρέις. Σ ’ αγαπάει κι εκείνος — κι είναι πολύ πιο σ ημ α ντικό ς άνθρω πος από μένα ή α π ’ όσο θα μπ ορούσα ποτέ να γίνω. Γύρισα προς το μέρος το υ γελώ ντας. — Χ άρρυ, είσαι χαζός. Εγώ εσένα θέλω — κι α υ τό μονάχα έχει σ ημασ ία. Μ ό λις μπ ορέσαμε φ ύγα μ ε για το Κέηπ Τάουν. Εκεί μας πε ρίμενε η Σουζάν και μαζί ξεκο ιλιά σ α με τη μεγάλη κα μ η λο π ά ρ δαλη. Ό τ α ν τελικά κα τα σ τά λθ η κε η επ ανάστασ η, ήρθε κι ο συντ. Ρέις σ το Κέηπ Τάουν και με δική το υ πρόταση ξανάνοιξε η μεγάλη βίλλα του Μ ο ύ ιζενμπ ερ γκ, που ανήκε σ το σ ερ Λώ ρενς Έ ρντσ λυ , κι εγκα τα σ τα θ ή κα μ ε όλοι εκεί. Εκεί κάναμε τα μ ελλο ντικά μας σχέδια. Εγώ θα επ έστρεφ α σ το Λ ονδίνο με τη Σουζάν κι εκεί θα π α ντρ ευόμουν από το σπίτι της. Και θ ’ α γόρ αζα τη ν προίκα μου στο Π αρίσ ι! Η Σου ζάν τρ ελ α ιν ό τα ν να κάνει σχέδια για τέτο ια π ρ άγματα. Το ίδιο κι εγώ. Κι όμως το μέλλον έμ οια ζε ακόμη τό σ ο μακρινό. Και
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
251
κα μιά φ ο ρ ά , χωρίς να ξέρω γ ια τί ένιω θα ένα πνίξιμο — σαν να μην μπ ορούσ α ν ’ αναπνεύσω. ' Η ταν το βράδυ της π αραμονής της αναχώ ρησ ής μας με το πλοίο. Δεν μπ ορούσα να κοιμηθώ . Έ νιω θα δυσ τυχισ μένη χω ρίς να ξέρω για τί. Δεν ήθελα να φύγω από τη ν Α φ ρ ική . Ό τ α ν θα επ έστρεφ α θα ήταν το ίδιο π ράγμα; Θ α ή ταν τα π ρά γμα τα τα ίδια ποτέ ξανά; Και τό τε αναπ ήδησ α από ενα α π ο φ ασ ισ τικό χτύπ ημα στο παντζούρι. Π ετά χτηκα πάνω. Ο Χάρρυ ή τα ν στη β ερ ά ντα έξω. — Ν τύσ ου Ανν κι έλα έξω. Θέλω να σου μιλήσω.. Ν τύθηκα β ια σ τικά και βγήκα έξω σ το δρ ο σ ερ ό β ρ α δινό α έρα — απαλό και μυρω μένο σαν βελούδο. Ο Χ άρρυ με τ ρ ά βηξε μ α κριά από το σπίτι. Το πρόσωπό του ή ταν χλω μό κι απ οφ ασ ισ μένο για κάτι που έκανε τα μ ά τια του να λάμπουν. — Ανν, θυμ ά σ α ι που μου είπες κάποτε πως οι γυναίκες χ α ίρ ο ντα ι να κάνουν π ράγματα που α ντιπ αθ ο ύν για κάποιον που αγαπούν; — Ν αι, είπα κι α να ρω τή θ η κα για τη συνέχεια. Μ ε πήρε σ την α γκαλιά του. — Ανν, έλα να φ ύγο υ με μαζί — τώ ρ α — απόψε. Να γ υ ρ ί σ ουμε στη Ροδεσία — στο νησί. Δεν μπορώ ν ’ αντέξω όλα α υ τά τα κο ρ ο ϊδ ιλίκια . Δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Τ ραβήχτηκα λιγάκι. — Και τι θα γίνει με τα παρισινά μου μ ο ντελά κια ; κλα ψ ο ύ ρισα κορ οϊδευτικά . Α κόμη και μέχρι σ ήμερα ο Χάρρυ ποτέ δεν ξέρει πότε είμα ι σ οβαρή και πότε τον πειράζω. — Στο δ ιά β ο λο τα π αρισινά σου μοντελά κια ! Ν ομίζεις πως μ ’ ενδ ια φ έρ ει τι ρού χα θα φ οράς; Α υ τό που με νοιάζει π ερισ σ ό τερ ο είναι πώς θα τα βγάλεις από πάνω σου. Δεν π ρόκειται να σ ’ αφήσω να φ ύγεις, ακούς; Είσαι η γυναίκα μου. Αν σ ’ αφήσω να φ ύγεις, μπορεί και να σε χάσω. Π οτέ δεν είμα ι σ ί γουρ ος για σένα. Θα έρθεις μαζί μου τώ ρα — απόψε — και στο δ ιά β ο λο τα υπόλοιπα. Μ ’ έσφιξε σ την α γκαλιά το υ και με φ ίλησ ε μέχρι που μου έκοψε την ανάσα. — Δεν μπορώ να ζήσω χω ρίς εσένα Ανν. Α λή θ εια δεν μπο ρώ άλλο. Μ ισ ώ όλα α υτά τα χ ρ ή μ α τα . Ας τα πάρει ο Ρέις.
252
Αγκάθα Κ ρίσ η
Ελα. Π άμε να φ ύγουμε. — Κι η ο δ ο ντό β ο υ ρ τσ ά μου; επέμενα. — Θ ’ α γορ ά σ ουμ ε άλλη. Ξέρω πως είμαι θεότρελος, αλλά για τ ’ όνομα του Θ εού, ΕΛΑ! Ξ εκινήσ α μ ε μ ’ έναν τρ ελό ρ υθμό. Τον α κολο ύ θ ησ α τρ έ χοντος πίσω του όπως εκείνη η γυ να ίκα τω ν Μ π αρ ότσ ι που είχα δει σ τους Κ αταρράκτες. Η μόνη δ ια φ ο ρ ά ήταν πως δεν κουβ α λού σ α το τηγάνι σ το κεφάλι μου. Π ερπ ατούσ ε τόσ ο γρ ή γο ρ α που δεν κα τά φ ερ να πια να τον προφθάσω . — Χάρρυ, είπα τελικά ξέπνοα, μήπως π ρόκειται να πάμε ως τη Ροδεσία με τα πόδια; Σ τρά φ ηκε α π ότομα πίσω και μ ’ ένα ξέσπασμα γέλιου με σήκωσε σ την α γκα λιά του. — Είμαι τρελός, γλυ κιά μου, το ξέρω. Α λλά σ ’ αγαπάω τόσ ο πολύ. — Είμαστε ένα ζευγάρι θ εό τρ ελω ν! Και, Χάρρυ, ποτέ δεν με ρώ τησες α λλά δεν κάνω καμιά θυσ ία, καμιά! Ή θ ε λ α να έρθω !
Κ Ε Φ Α Λ Α ΙΟ 27 Α υτά έγιναν πριν δύο χρόνια. Ζούμε ακόμη στο νησί. Μ π ρ ο σ τά μου σ το τρα χύ ξύλινο τραπέζω έχω το γ ρ ά μ μ α της Σ ου ζάν: « Α γ α π η μ έ ν α μ ο υ π α ιδ ιά το υ δ ά σ ο υ ς — α γ α π η μ έ ν ο ι τ ρ ε λ ο ί ε ρ ω τ ε υ μ έ ν ο ι — δ εν ξ α φ ν ιά σ τ η κ α κ α θ ό λ ο υ μ ά λ ισ τ α . Ό λ ο το ν κ α ιρ ό π ου κ ά ν α μ ε σ χ έ δ ια γ ια το Π α ρ ίσ ι κ α ι γ ια τ α φ ο ρ έ μ α τ α έ ν ιω θ α πω ς τ ίπ ο τ α α π ’ α υ τ ά δ ε ν ή τ α ν α λ η θ ιν ό — πως κ ά π ο ια μ έ ρ α θ α ε ξ α φ α ν ιζ ό σ ο υ ν σ τ ο ά γ ν ω σ το κ α ι πως θ α π α ν τ ρ ε υ ό σ ο υ ν σ τ α κ λ ε φ τ ά όπ ω ς κ ά ν ο υ ν οι Τσιγγάνες. Ε ίσ τε ό μ ω ς έ ν α ζ ε υ γ ά ρ ι π ου δ εν έχ ει κ α θ ό λ ο υ μ υ α λ ό ! Α υ τ ή η ιδ έ α ν α α π α ρ ν η θ ε ίτ ε τη μ ε γ ά λ η σ α ς π ε ρ ιο υ σ ία ε ίν α ι π α ρ ά λ ο γ η . Ο σ υ ν τ. Ρέις ή θ ε λ ε ν α κ ο υ β ε ν τιά σ ε τε α υ τ ό το θ έ μ α , α λ λ ά τ ο ν έπ εισ α ν α το α φ ή σ ε ι γι ’ α ρ γ ό τ ε ρ α . Μ π ο ρ ε ί να α ν α λ ά β ε ι τη δ ια χ ε ίρ ισ η τη ς π ε ρ ιο υ σ ία ς το υ Χ ά ρ ρ υ — κ α ν έν α ς δ ε ν μ π ο ρ ε ί κ α λ ύ τ ε ρ α α π ’ α υ τό ν . Γ ια τ ί σ τ ο κ ά τω -κ ά τ ω ο μ ή ν α ς το υ μ έ λ ιτ ο ς δ ε ν δ ια ρ κ ε ί γ ια π ά ν τα — δ ε ν ε ίσ α ι κ ο ν τά μ ο υ , Α ν ν , κ α ι γι ’ α υ τ ό μ π ο ρ ώ να το πω μ ια κ α ι δ ε ν κ ιν δ υ ν εύ ω ν α μ ο υ ε π ιτ ε θ ε ίς σ α ν α γ ρ ιό γ α τα . Η α γ ά π η σ τ η ν ά γ ρ ια φ ύ σ η μ π ο ρ ε ί ν α δ ια ρ κ έ σ ε ι γ ια μ ε γ ά λ ο χ ρ ο ν ικ ό δ ιά σ τ η μ α , α λ λ ά κ ά π ο ια μ έ ρ α μ π ο ρ ε ί ξ α φ ν ικ ά ν ’ α ρ χ ί σ εις να ο ν ε ιρ ε ύ ε σ α ι έ ν α σ π ίτι σ τ ο Π α ρ κ Λ έ ιν , π ο λ υ τε λ ε ίς γ ο ύ νες, π α ρ ισ ιν ά μ ο ν τε λ ά κ ια , τ α γ ρ η γ ο ρ ό τ ε ρ α α υ το κ ίν η τ α , τ α μ ε γ α λ ύ τ ε ρ α τα ξ ίδ ια , γ α λ λ ίδ ες κ α μ α ρ ιέ ρ ε ς κ α ι β ό ρ ε ιε ς ν τ α ν τά δ ε ς ! Ω , ναι, μ ια μ έ ρ α θ α δ εις ! »Τ ώ ρ α ό μ ω ς ζείτε ό μ ο ρ φ α το μ ή ν α το υ μ έ λ ιτο ς , α γ α π η μ έ ν ο ι μ ο υ θ ε ό τ ρ ε λ ο ι κ α ι π ρ ο σ π α θ ή σ τε να ε ίν α ι π ο λ ύ μ α κ ρ ύ ς . Κ α ι να μ ε σ κ έ φ τ ε σ τ ε κ α ι μ έ ν α κ α μ ιά φ ο ρ ά , ε μ έ ν α π ου θ α π α χα ίνω μ έ σ α σ ' έ ν α ν κ ό σ μ ο χ λ ιδ ή ς κ α ι α π ο λ α ύ σ ε ω ν ! Η Φ ίλ η σ α ς π ου σ α ς α γ α π ά Σ ο υ ζ ά ν Μ π λ α ιρ » . »Υ.Γ. Για γ α μ ή λ ιο δ ώ ρ ο σ α ς σ τέ λ ν ω μ ία σ ε ιρ ά α π ό κ α τσ α ρ ό λ ε ς κι έ ν α τ ε ρ ά σ τ ιο δ ο χ ε ίο μ ε π α τέ φ ο υ ά -γ κ ρ ά γ ια να μ ε θ υ μ ό σ α στε».
254
Αγκάθα Κ ρίστι
Υπάρχει ά λλο ένα γρ ά μ μ α που διαβάζω κα μιά φ ο ρ ά. Έ φ τα σ ε πολύ α ρ γό τερ α από το π ροηγούμενο και σ υνο δευό τα ν από ένα ογκώ δες πακέτο. Μ ο υ φ άνηκε πως γ ρ ά φ τη κ ε κάπου σ την Β ολιβία: « Α γ α π η τή μ ο υ Α ν ν Μ π έ ν τ ιγ κ φ ε λ ν τ — δ ε ν μ π ο ρ ώ ν ’ α ν τ ισ τ α θ ώ σ τ η ν ε π ιθ υ μ ία να σ ο υ γρ ά ψ ω , ό χι τό σ ο γ ια τη ν ε υ χ α ρ ί σ τη σ η π ου π α ίρ ν ω γ ρ ά φ ο ν τά ς σ ο υ α υ τ ό το γ ρ ά μ μ α , ό σ ο γ ια τη ν ε υ χ α ρ ίσ τη σ η π ου ξέρ ω θ α σ ο υ δ ώ σ ο υ ν τ α ν έα μ ο υ . Ο φ ίλ ο ς ο Ρέις δ ε ν ή τ α ν τό σ ο έ ξυ π ν ο ς ό σ ο νό μ ιζε, έ τσ ι δ ε ν ε ίν α ι; »Ν ο μ ίζ ω , πως θ α σε ο ρ ίσ ω ε κ τε λ ε σ τ ή το υ σ υ γ γ ρ α φ ικ ο ύ μ ο υ έ ρ γ ο υ . Σ ο υ σ τέ λ ν ω το η μ ε ρ ο λ ό γ ιό μ ο υ . Δ ε ν υ π ά ρ χ ει σ ’ α υ τ ό τ ίπ ο τ α π ου μ π ο ρ ε ί να ε ν δ ια φ έ ρ ε ι το Ρέις κ α ι το υ ς δ ικ ο ύ ς το υ , υ π ά ρ χ ο υ ν ό μ ω ς μ ε ρ ικ ο ί π α ρ ά γ ρ α φ ο ι π ου νο μ ίζω πω ς θ α σε δ ια σ κ ε δ ά σ ο υ ν . Μ π ο ρ ε ίς να το χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ις ό π ω ς σ ο υ α ρ έ σ ε ι. Π ρ ο τ ε ίν ω έ ν α ά ρ θ ρ ο γ ια τη ν Ν τ έ ιλ υ Μ π ά τ ζ ε τ μ ε το ν τ ίτ λ ο : “Ε γ κ λ η μ α τίε ς π ο υ γ ν ώ ρ ισ α ". Το μ ό ν ο π ου θ α ή θ ε λ α να ε ίμ α ι ο κ ε ν τρ ικ ό ς ή ρ ω σ ς το υ έρ γ ο υ . » Δ εν α μ φ ιβ ά λ λ ω πω ς α υ τ ή τη σ τιγ μ ή δ ε ν θ α ε ίσ α ι π ια Α ν ν Μ π έ ν τ ιν γ κ φ ε λ ν τ α λ λ ά Α α ίό η
Έ ρ ν τσ λ υ κ α ι θ α β α σ ιλ ε ύ ε ις σ το
Π α ρ κ Α έιν. Θ α ή θ ε λ α επ ίσ η ς να σ ο υ πω πως δ ε ν σ ο υ κ ρ α τώ κ α κ ία γ ια τίπ ο τα . Είναι δ ύ σ κ ο λ ο β έ β α ια να π ρ έπ ει να ξεκ ιν ή σ εις α π ό τη ν α ρ χ ή σ τ η ν η λ ικ ία μ ο υ , α λ λ ά , μ ε τ α ξ ύ μ α ς , ε ίχ α β ά λ ε ι σ τ η ν ά κ ρ η κ ά π ο ιο μ ικ ρ ό α π ό θ ε μ α γ ια μ ια π α ρ ό μ ο ια π ε ρ ίπ τω ση. Α π ο δ ε ίχ θ η κ ε π ο λ ύ χ ρ ή σ ιμ ο κ α ι έχω κ α ι κ ά π ο ιες μ ικ ρ έ ς δ ια σ υ ν δ έ σ ε ις . Π α ρ ε μ π ιπ τό ν τω ς , α ν π ο τέ σ υ ν α ν τή σ ε ις ε κ είν ο ν το γ ε λ ο ίο φ ίλ ο σ ο υ , το ν Ά ρ θ ο υ ρ Μ ιν κ ς , πες το υ α π λ ά πω ς δ εν το ν έχω ξεχ ά σ ει. Α υ τ ό θ α τ ο ν κ ά ν ει να π ερ ά σ ει κ ά π ο ιες ά σ χ η μ ε ς ώρες. Σ ε γενικές γ ρ α μ μ έ ς ν ο μ ίζω πως έ δ ε ιξ α α λ η θ ιν ή χ ρ ισ τια ν ικ ή σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά σ υ γ χ ω ρ ώ ν τα ς π ο λ λ ά π ρ ά γ μ α τα . Α κ ό μ η κ α ι το ν Π ά τζ ε τ. Ά κ ο υ σ α πως έ φ ε ρ ε σ τ ο ν κ ό σ μ ο — η κ. Π ά τ ζ ε τ δ η λ α δ ή — το έ κ το το υ ς π α ιδ ί π ρ ιν λ ίγ ο κ α ιρ ό . Π ο λ ύ σ ύ ν τ ο μ α η Α γ γ λ ία θ α κ α τ ο ικ ε ίτ α ι α π ο κ λ ε ισ τικ ά α π ό Π ά τ ζ ε τ ς ! Έ σ τε ιλ α σ τ ο μ ω ρ ό έ ν α α σ η μ έ ν ιο κύ π ελ λ ο , κ α ι, σ ε μ ία κ α ρ τ -π ο σ τ ά λ , ε ξ έ φ ρ α σ α τη ν ε π ιθ υ μ ία μ ο υ ν α γίνω νο νό ς το υ . Φ α ν τ ά ζ ο μ α ι α π ό μ α κ ρ ιά το ν Π ά τ ζ ε τ να π α ίρ ν ε ι το κ ύ π ε λ λ ο κ α ι τ η ν κ α ρ τ -π ο σ τ ά λ κ α ι να τρ έ χ ει σ τη Σ κ ώ τ λ α ν τ Γ υ ά ρ ν τ χ ω ρ ίς το π α ρ α μ ικ ρ ό χ α μ ό γ ε λ ο
Το Μ υ σ τή ρ ιο του Μ ιλ Χάουζ
255
σ το α π α ίσ ιο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ ! « Ο Θ ε ό ς ν α σ ’ έχ ει κ α λ ά , γ λ α ρ ά μ ο υ μ ά τ ια . Κ ά π ο ια μ έ ρ α θ ’ α ν τ ιλ η φ θ ε ίς το λ ά θ ο ς π ου έκ α ν ες ό τ α ν α ρ ν ή θ η κ ε ς ν α μ ε π α ν τρ ε υ τε ίς . Δ ικ ό ς σ ο υ γ ια π ά ν τα , Ε υ σ τά θ ιο ς Π έν τλ ερ »
Ο Χ άρρυ έγινε έξαλλος. Είναι το θέμα για το οπ οίο δ ια φ ω νούμ ε εντελώς. Για κείνον, ο σερ Ευστάθιος είναι ο άνθρω πος που προσπάθησε να με δ ο λο φ ο νή σ ει και το ν οπ οίο θεω ρεί υπεύθυνο για το θά να το το υ φ ίλο υ του. Ο ι προσπάθειες του σερ Ευστάθιου να με δ ο λο φ ο νή σ ει με π αραξένευαν πάντα. Δεν τα ιρ ιά ζο υ ν με την όλη εικόνα. Γιατί, είμα ι σ ίγο υ ρ η , πως πάντα έτρεφ ε ειλικρ ινά α ισ θ ή μ α τα σ υμπ άθειας για μένα. Τότε για τί προσπάθησε δυο φ ορές να με δο λο φ ο νή σ ει; Ο Χάρρυ λέει, γ ια τί είναι ένας κα ταρ α μένο ς εγκλη μ ατίας, και πι σ τεύει πως α υ τό βάζει τα π ράγματα στη θέση τους. Η Σουζάν ήτα ν πιο μεροληπ τική. Το σ υζήτησ α μαζί της κι εκείνη πιστεύει πως π ρόκειται για ένα «σύμπλεγμα φόβου». Της Σουζάν της αρέσει πολύ η ψ υχανάλυσ η. Μ ο υ τόνισε πως όλη η ζωή του σερ Ευστάθιου χα ρ α κτη ρ ίζετα ι από μία μεγάλη ανάγκη να ν ι ώθει α σ φ ά λεια και άνεση. Είχε ένα οξύ α ίσ θ η μ α α υ το π ρ ο σ τα σίας. Και ο φ όνος της Ν αντίνα ήταν για ν ’ απ οφ ευχθούν αυτές οι απ αγορεύσεις. Ο ι πράξεις του δεν αντιπ ροσω π εύουν τα α ισ θ ή μ α τά του προς το πρόσωπό μου, α λλά ή ταν το α π οτέλε σμα των δικώ ν του φόβω ν σχετικά με τη ν προσωπική του α σ φ ά λεια . Νομίζω πως η Σουζάν είχε δίκιο. Ο ι άντρες κάνουν ένα σωρό α μ φ ίβ ο λα π ράγματα για να π λουτίσουν, α λλά οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να π ροσπ οιούνται τις ερω τευμένες, για υσ τερόβ ουλου ς σκοπούς, ό τα ν δεν είναι π ραγματικά. Μ πορώ εύκολα να συγχωρήσω το σερ Ευστάθιο, α λλά ποτέ δε θα συγχω ρήσω τη Ν αντίνα. Π οτέ, ποτέ, ποτέ! Τις προάλλες ξετύ λιγα κάτι κο υτιά τυ λ ιγ μ έν α σε κάποια πα λιά φ ύ λλα της Ν τέιλυ Μ π άτζετ, ό τα ν ξαφ νικά έπεσα πάνω σ τον τίτλ ο : Ο άνθρωπος με το καφέ κο σ τούμι. Π όσο μακρινό μου φ α ίνετα ι τώ ρα! Φ υσ ικά διέκοψ α τη σ υνεργασ ία μου με τη Ν τέιλυ Μ π ά τζετ εδώ και πολύ καιρό — εγώ το έκανα πολύ πριν απ ’ α υτού ς για τί ο «ρομαντικός μου γάμος» δημοσ ιεύτηκε
256
Αγκάθα Κρίστι
με μεγάλη δ ια φ η μ ισ τική έκταση... Ο γιος μου είναι ξαπλωμένος σ τον ήλιο και χτυπάει τα ποδ α ρ ά κια του σ τον αέρα. Υπάρχει ένας «άνθρωπος με καφέ κοστούμι» αν θέλετε. Φ οράει όσο γίνεται λιγό τερ α ρούχα, πρά γμα που είναι και το κα λύτερ ο κοσ τούμ ι για τη ν Α φ ρ ική , κι είναι σ κούρος σαν σ οκολάτα . Σκαλίζει συνέχεια τα χώ ματα. Νομίζω πως α υ τό το έχει κλη ρ ο νο μή σ ει από το ν π ατέρα. Π ι στεύω πως θα έχει την ίδια μανία για το ν π λεισ τόκα ινο πηλό. Η Σουζάν μου έσ τειλε ένα τη λ εγ ρ ά φ η μ α ό τα ν γεννήθηκε: « Σ υ γ χ α ρ η τ ή ρ ια κι ε υ χ ές γ ια το νέος μ έ λ ο ς σ τη γη τω ν τ ρ ε λώ ν. Είναι δ ο λ ιχ ο κ έ φ α λ ο ς ή β ρ α χ υ κ έ φ α λ ο ς ;»
Α υ τό δεν μπ ορούσα να το αφήσω έτσι. Της απ άντησα μ ο νολεκτικά και ο ικο νο μ ικά : «Πλατυκέφαλος!»
ΤΕΛΟΣ
Το
μ ν σ τ ή μ ιο
Μ ΙΑ
το ν
ΧΑΟΥΖ
I » ιτόμιημυ (|tuv - φ ο ι κ i k /TpupUAJ'rif.' t k μ ι pins, »pw»fl| iή n y v n ittm t lymww»»m m t « μόνο (mi ip t \ i nrijv αοτννιιμίο ήταν v’ « « ·
mi» l y u rov ovitpimii μι rn Μ φ MiWTroifli. Η κυΟημι μινη ituu:piki| κμοι /η ιη. ■■\ r t u W h i t , i r» ή»βν: « U p lif t ro t a iit p r ir n p i in ku4n k in tiT in p i·, Kuru μι «ο <>μ<> y t f u m u (tvtaikiMnu άτομα t γμιιφοι Μΐΐΐιμιι pnu γιο να Αη/.ωο<ΜΛ tip ι:ιιιη>/1α M K m u tpuivi.; kin « A M m V η I III v iu p m μι i|/ iiih u p i vn ( | m h iiii ( ii
kiirupu«Ti|kuv to ράφτη τμ < « ιι > too; ιιχ ι ncton vu puipmv t vn καφέ km
ISBN % 0-2IW )l2 »