THEODOR W. ADORNO
Ή φιλιχιυφία. .to i- κάποτε φαινόταν ξεπερασμίνι;. ύιατηptlmi onj ζωή. έπειδή περ»tai xai χάθηκε ή στιγμή τής πραγματο ποίησής nie. "*
*
ΤΗ. W. ADORNO
Μι αυτή τήν αποστροφή ςεκινιίει τό magnum opus ενός από τούς μεγαλύτερους φιλοσόφους τού εικοστού αιώνα, πρω τεργάτη τής Κριτικής Θεωρίας, ό οποίος όέν διστάζει εδώ νά «φανερώσει τά χαρτιά του»: νά υποστηρίξει δηλαδή ότι ιέκριβώς από τήν αναβολή τής πρακτικής, πού οί ίδιες οί κυρίαρχες πρακτικές σήμερα επιβάλλουν, αντλεί ή φιλοσοφία τό δικαίωμα νά στοχάζεται χωρίς νά πράττει - κι αυτό όχι βέβαια μέ ήσυχη τή συνείδησή της. αφού ιός διαλεκτική δέν θά μπορούσε νά άποφϋγει τήν πραγματικότητα, ούτε νά ξεχάσει ότι πρόκειται γιά τήν πραγματικότητα ένός κόσμου μετά τό Άουσβιτς. Όπως υποδηλώνει τό παράδοξο τού τίτλου, ό Αντόρνο θέλει (νά απαλλάξει τή διαλεκτική έιπό τόν καταιρατικό χαρακτήρα τής σκέψης, τόσο τής μεταφυσικής όσο καί τού θετικισμού- νά διαλύσει τήν επίφαση τής ταυτότητας πού ανάγει τό μερικό L στό γενικό καί τό πράγμα στήν έννοια. Διατρέχοντας τή δυτική I φιλοσοφική παράδοση curó τόν Πλειτωνα καί τόν Αριστοτέλη μέχρι τόν Κάντ, τόν Χέγκελ καί τόν Χάιντεγγερ. πραγματεύεται μέ ρηξικέλευθο τρόπο τά πιό κρίσιμα ζητήματά της: είναι καί πνεύμα, ουσία καί φαινομενικότητα, υποκείμενο καί αντικεί μενο, έλευθερία καί οργανωμένη κοινωνία, καθαρός καί πρακτικός λόγος. Ανοίγει έτσι τόν δύσβατο άλλά καί γοη τευτικό δρόμο πού οδηγεί (όπως είπε ό Μπένγιαμιν) μέσα από τήν παγωμένη έρημο τής αφαίρεσης σέ συγκεκριμένες φιλοσοφικές σκέψεις. Όπως στή νεότερη αισθητική συζήτηση γίνεται λόγος γιά τό άντιδράμα καί τόν άντιήρωα, ή Αρνητική διαλεκτική «θά μπορούσε νά άποκληθεϊ άντισύστημα. Μέ συνεπή λογικά μέσα προσπαθεί, στή θέση τής αρχής τής ενό τητας καί τής παντοκρατορίας τής ύπερκείμενης έννοιας, νά προβάλει τήν ιδέα όσων ¡βρίσκονται έξω άπό τόν μαγικό κλοιό μιας τέτοιας ενότητας».
^« ..... γεννήθηκε f ατή Φρανκφούρτη το 1903. ΧποΜααε j μουσική. φιληοο. • (fin και xotvtuvt» ' χές επιστήμες ιιτιι Φρανκφούρτη καί τί) Βιέννη. Το 1931 ίινέλαβε Vxfiiytaia. πού τού έΐφαιρίΟιικι το 1933 έιπό τους ναζί. Κατέφυγι τοτι στήν Αγγλία, ίιπ' όπου επισκεπτόταν τή Γερμα«α ni ΐ|*υίΧ»νυμο. Το 1935 παντρεύτηκε TiivCiretel Kui'plus. Το 1938 έγχαταοταΟηX! ιπη Ντο Υόρχη χαί το 1941 στο Λος Αντζελες, όπου ίινέπτυζε πλούσιο συγγραηιχή. ερευνητική χαί Οιδακηχή ύοοατηριότητα. Τό 1949 επέατρβψε στή Φραν κφούρτη. όπου χαί παρεμεινε, μι ¡'¿αίρεση ματ σύντομη όιαμονή στις ΗΠ A τήν περίο<χι 1952-53. Ή συνεργασία τοτι, από τις ορχ'| τής Οι :<αΓΤί«ς του ’30. μί τό ΙνάτιΤ^ΓΤί|' Κοινά ινικής *Ερε υνας τής ΦρανχΙ|ΟΙ·|3της (m α> οποίο εγι ινε καθηγητής τό Ι<Μ9 καί Λα υθυντής τό 1956) τόν Εκανε ; <ίίλο του Max ■Ή ko. μα! ;ί μι τόν Hbrkieimer. ιυς πριοτεργ ατη τής Κριτικής
θειορίας χαί βασικό Εκπρόσωπο τής λεγά μενης Σχολής τής Φρανκφούρτης. Πέθανε από καρόιακή προσβολή στήν ‘Ελβετία το 1969. Κυρτότερα έργα του είναι: Kierkegaard. Διαλεκτική τοϋ diaipamâuiii
ίμαζί με τόν Μ. Horkheimer). Minirruι Morolia. Μεταχμιτική τής γνοιίΜιΗέιααΛς. Τρεις μελάτες γιά τόν Χεγχελ. Ισιωμα τής αιέΐεντιχοτητας. Κοινωΐ’ίολογιχιί χαμένα. Πολιτιστική κριτική χαί κοινωνία. Κριτι κά μοντέλα. Σημειώσεις γιά τή λογοτεχνία. Εισαγωγή στήν κοι\Ίονιολογια τής μου σικής. Φιλοσοφία τής νέας μανιακής. Αρνητική Λιαλεκτιχή. Αισθητική θιιορία.
Στη tim vi KPITIKII títUPIA
Σινοψη τής πολιτιστικής ι'ιίομπχιΠνι; (Λΐγλ«·Μ *ίΐη I
θτΐΉΐία τής ηιιιιιΐΗψασης
I
\mlhinmi tkmicm
'AorqnfÆttâtxmt
ill'll/. SfowVT/.iilil I ι.·;/ηυ,·,ι; >r»|»'tO£/IM ^ r ΐ'ΤΙΤαλίιψΨ
O',;,··... ν ' , /.oyojt/. ; V; r>r(faâ^H
' τ.I îtiutToij I
1
ivi/w \
'Vf.TIffTIWOVKlIK^H
Ji'ctc π " >çl’Ail«»«'; r Γ· \/ Horkheimer
H ikiih 011(0X0 vamoixd *
111, in << xoirwij xonvmxii flhmjift
’Αναλυτικός πίνακας περιεχομένων
Πρόλογος.................................................................................... 9 Εισαγωγή................................................................................... 13 Ή δυνατότητα τής φιλοσοφίας 13 · Ή διαλεκτική δέν είναι άποψη 15 ♦ Πραγματικότητα καί διαλεκτική 17 · Τό ενδιαφέρον τής φιλοσοφίας 19 • Τό άνταγωνιστικό δλον 22 · Άπομαγικοποίηση τής έννοιας 23 · «Άπειρότητα» 25 · Τό θεωρητικό-είκοτολογικό στοιχείο 29 · Γλωσσική έκθεση 31 · Θέση απέναντι στό σύστημα 34 · Ό Ιδεαλισμός ώς θυμός 37 · Ό διπλός χαρακτήρας τού συστήματος 39 · Τό σύστημα είναι άντινομικό 41 · Επιχείρημα καί εμπειρία 44 Τό ίλιγγιώδες 48 · Τό εύθραυστο τής άλήθειας 50 · Κατά τού σχετικι σμού 53 · Ή διαλεκτική καί ή σταθερή βάση 55 Προνόμιο τής έμπειρίας 59 · Τό ποιοτικό στοιχείο τής όρθολογικότητας 62 · Ποιότητα καί άτομο 64 · Τό καθ’ ύλην περιεχόμενο καί ή μέθοδος 67 · Υπαρξισμός 69 · Πράγμα.γλώσσα. Ιστορία 73 Παράδοση καί γνώση 75 · Ρητορική 77
πρωτο
I
ΜΕΡΟΣ Ή
σχέση πρός τήν όντολογία............................................81 Ή όντολογική ανάγκη...................................................... 83
'Ερώτημα καί απάντηση 83 · Καταφατικός χαρακτήρας 88 · Άποδυνάμωση τού υποκειμένου 90 · Είναι, υποκείμενο, αντικείμενο 93 · Όντολογικός άντικειμενισμός 95 'Απογοήτευση γιά τήν ανικανοποίητη άνάγκη 97 · «Ή έλλειψη ώς κέρδος» 101 · Ούδέτερη ζώνη 103 'Αποτυχημένη άντικειμενικότητα 104 · Γιά τήν κατηγοριακή έποπτεία 106 · Τό είναι είναι θέσει 110 «Νόημα τού είναι» 113 · Ή όντολογία διατάσσει 116 · Διαμαρτυρία
540
Α ΡΝ Η ΤΙΚ Η Δ ΙΑΛ ΕΚ ΤΙΚ Η
κατά τής έχπραγμάτισης 118 · Ή Ανάγκη είναι ψευδής 121 · 'Αδυναμία καί στήριγμα 123
II
Είναι καί ύπαρξη............................................................127 Ένδοπλαστιχή κριτική τής όντολογίας 127 · Συνδετικό ρήμα 131 · Καμμιά υπέρβαση τού είναι 136 · Έκφραση τού άνέκφραστου 13Θ Τό παιδικό ¿ρώτημα 141 · Τό ¿ρώτημα σχετικά μέ τό είναι 144 · Τέχνασμα 148 · Μυθολογία τού είναι 150 ΌντοΛογικοποίηση τού όντικού 152 · Ή λειτουργία τής Εννοιας τής ύπαρξης 156 · «Ή ύπαρξη είναι στόν ¿αυτό της όντολσγιχή» 15Θ · Νομιναλιστική άποψη 160 · Ή ύπαρξη είναι αύταρχιχή 161 · «Ιστορικότητα» 163
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ Άρνηηχή διαλεχτιχή
Έννοια καί κατηγορίες................................................... 167 Τό «κάτι» είναι αδιάλυτο 169 · Τό αντικειμενικό περιεχόμενο είναι άναγκαίο 171 · «Μεταφυσική τού πανοράματος» 172 · Ή άπουσία αντιφάσεων δέν πρέπει νά ύποστασιοποιεϊται 175 · Ή σχέση πρός τόν άριστερό Εγελιανισμό 177 · «Λογική τής διάλυσης» 179 · Ή διαλεκτική τής ταυτότητας 181 Αύτοστοχασμός τής σκέψης 184 · Ή αντικειμενικότητα τής αντίφασης 188 · Ξεκίνημα άπό την έννοια 190 · Σύνθεση 192 · Κριτική τής θετικής άρνησης 195 Ούτε τό μεμονωμένο είναι έσχατο 198 · 'Αστερισμός 199 · 'Αστερισμός στήν επιστήμη 202 Ούσία καί φαινόμενο 205 · Διαμεσολάβηση μέσω αντικειμενικότητας 209 · Ή Ιδιαιτερότητα καί τό ¿πιμέρους (ειδικό) 212 · Ή διαλεκτική ύποκειμένου-άντικειμένου 214 Αναστροφή τής ύποκειμενικής άναγωγής 216 · Γιά τήν Ερμηνεία τού υπερβατικού 219 · «Υπερβατική φαινομενικότητα» 221 Προτεραιότητα τού αντικειμένου 224 · Τό άντικείμενο δέν είναι ένα δεδομένο 227 · Αντικειμενικότητα καί έκπραγμάτιση 231 Τό πέρασμα στόν ύλισμό 235 · 'Υλισμός καί άμεσότητα 237 · Ή διαλεκτική δέν είναι κοινωνιολογία τής γνώσης 241 · Γιά τήν έννοια τού πνεύματος 242 · Καθαρή δραστηριότητα καί γένεση 245 · Ό πόνος είναι φυσυιός-σωματιχός 247 · Ό υλισμός δέν έχει είχόνες 249
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
541
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ Μοντέλα................................................................................ 255
1 Ελευθερία................................................................................................ 257 Μεταχριτιχή τού πρακτικού Λόγου «Φαινομενικό πρόβλημα» 257 · Τό ένδιαφέρον γιά την έλευθερία είναι διασπασμένο 260 · Ελευθερία, ντετερμινισμός, ταυτότητα 263 · 'Ελευθερία καί οργανωμένη κοινωνία 265 · Ή προεγωική παρόρμηση 270 · Νοητικά πειράματα 272 · Τό προστιθέμενο 276 Ό πλασματικός χαρακτήρας τής θετικής έλευθερίας 281 · Η ανελευθερία τής σκέψης 283 · «Τυποκρατία» 286 · Ή βούληση ώς πράγμα 289 Ή αντικειμενικότητα τής αντινομίας 290 · Διαλεκτικός καθορισμός τής βούλησης 293 · θεώρηση χωρίς πρακτική 295 Ή δομή τής τρίτης αντινομίας 298 · Ή καντιανή έννοια τής αιτιότητας 299 · Συνηγορία υπέρ τής τάξης 301 · ’Αποδεικτική διαδικασία τής άντιθετικής 304 · Όντικά καί Ιδεατά στοιχεία 308 · Ή διδασκαλία περί έλευθερίας είναι κατασταλτική 314 · Αύτοεμπειρία τής έλευθερίας καί τής ανελευθερίας 316 · Γιά τήν κρίση τής αιτιότητας 320 · Ή αιτιότητα ώς μαγεία 324 Λόγος, έγώ. ύπερεγώ 326 ♦ Ή δυνατότητα τής έλευθερίας 330 · Κατά τής προσωποκρατίας 332 · Άποπροσωποποίηση καί υπαρξιακή όντολογία 336 · Τό γενικό καί τό άτομο στήν ηθική φιλοσοφία 339 · Γιά τήν κατάσταση έλευθερίας 343 Ό νοητός χαρακτήρας στόν Κάντ 346 · Τό νοητό καί ή ενότητα τής συνείδησης 350 · Τό περιεχόμενο αλήθειας τής διδασκαλίας γιά τό νοητό 356
II Παγκόσμιο πνεύμα καί φυσική Ιστορία..............................360 Παρέκβαση στόν Χέγκελ Ή τάση καί τά δεδομένα 360 · Ή κατασκευή τού παγκόσμιου πνεύματος 364 · «Σέ συμφωνία μέ τό παγκόσμιο πνεύμα» 366 · Σχετικά μέ τήν αποδέσμευση τών παραγωγικών δυνάμεων 368 · 'Ομαδικό πνεύμα καί κυριαρχία 370 · Ή σφαίρα τού δικαίου 371 · Δίκαιο καί έπιείκεια 373 · Τό άτομιστικό πέπλο 375 · Ή δυναμική τού γενικού καί τού ειδικού 376 Τό πνεύμα ώς κοινωνική όλότητα 378 · Ό άνταγωνιστικός Λόγος τής Ιστορίας 381 Παγκόσμια ιστορία 383 · Είναι τυχαίος ό άνταγωνισμός; 385 Ό υπερκόσμιος χαρακτήρας τού έγελιανυύ παγκόσμιου πνεύματος 388 • 'Μ μεροληψία τού Χέγκελ υπέρ τού γενικού 392 · Πισωγύρισμα στόν
Α ΡΝ ΙΙΤΙΚ ΙΙΑ 1Α ΛΕ Κ ΤΙΚ ΙΙ
πλατωνισμό 384 · Αποχρονιχοποίηση τού χρόνοι» 396 · 11 διακοπή τής διαλεκτικής στόν Χέγχελ 401 Ό ρόλος τοί» πνεύματος τού λαού 405 · Τό πνεύμα τού λαού είναι Απαρχαιωμένο 408 · 'Ατομικότητα χαί ιστορία 410 · Μαγεία 413 · Έπαναστροφή ύπό τήν έπήρεια τής μαγείας 416 Υποκείμενο χα( Ατομο 419 · Διαλεκτική χα( ψυχολογία 421 «Φυσική Ιστορία» 424 · 'Ιστορία χαί μεταφυσική 430
111
Διαλογισμοί πάνω στη μεταφυσική.............................. 433
Μετά τό "Αουσβιτς 433 · Μεταφυσική χαί πολιτισμός 438 · Ό θάνατος σήμερα 442 · Εύτυχία χαί μάταιη Αναμονή 448 · «Μηδενισμός» 452 · Ή καρτερικότητα τού Κάντ 459 · Ή έπιθυμία τής διάσωσης χαί τό φράγμα 462 · Νοητός κόσμος 469 · Ούβετεροποίηση 473 · «’Απλώς μιά παραβολή» 479 Ή φαινομενικότητα τού "Αλλου 483 · Αύτοστοχασμός τής διαλεχακής 486
Σημειώσεις................................................................................491 Σημείωμα της γερμανικής έκδοσης......................................... 537
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Σημείωμα τής γερμανικής έκδοσης
Ή 'Αρνητική διαλεκτική γράφηχε άπό τό 1959 μέχρι τό 1966. Τόν πυρή να της άποτελοΰν τρεις διαλέξεις πού έδωσε ό συγγραφέας την άνοιξη του 1961 στό Collège de France, στό Παρίσι. Οι δύο πρώτες διαλέξεις, αμετάβλητες στή δομή τους, απαρτίζουν τό πρώτο μέρος τού παρόντος βιβλίου* ή τρίτη, πολύ αναμορφωμένη καί διευρυμένη. είναι ή βάση τού δεύτερου μέρους. Πολλά όμως είναι άρκετά παλαιότερα: λόγου χάρη τά πρώτα προσχεδιάσματα τού κεφαλαίου γιά τήν έλευθερία ανάγονται στό 1937. μερικά μοτίβα τού μοντέλου «Παγκόσμιο πνεύμα καί φυσική ιστορία» είναι παρμένα άπό μιά διάλεξη τού συγγραφέα στήν τοπική όμάδα τής Καντιανής Εταιρείας. Φρανκφούρτη (1932). Ή ιδέα μιας «λογικής τής διάλυσης» |σελ. 179-181) είναι ή παλαιότερη άπό τίς φιλο σοφικές συλλήψεις του: προέρχεται άπό τά φοιτητικά χρόνια. Στή δεύτερη έκδοση (1967) διορθώθηκαν μερικά τυπογραφικά λάθη καί προστέθηκαν μιά παράγραφος γιά τό ποιοτικό στοιχείο τής όρθολογικότητας (σελ. 62-64] καί μιά σημείωση γιά τό τυχαίο καί τήν αναγκαι ότητα |σημ. 450).
------------ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ----------Υπεύθυνος σειράς: Λεύτερης Αναγνώστου
THEODOR W. ADORNO
Α ρ ν η τ ικ ή Δ ια λ ε κ τ ικ ή
Μετάφραση, σημειώσεις ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ’
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Negative Dialektà
© Suhrkamp Verlag. Frankfurt am Main. 1966. 1967. 1970 © γιά την έλληνική γλώσσα. Εκδόσεις 'Αλεξάνδρεια Πρώτη έκδοση : 'Απρίλιος 2006 ISBN: 960-221-338-8 Ή μετάφραση έγινε άπό τό γερμανικό πρωτότυπο. Die Herausgabe dieses Werkes wurde aus Mitteln von Goethe-Institut Inter Nationes gefördert. Ή έκδοση αύτή είχε τήν οικονομική υποστήριξη του Ινστιτούτού Γκαίτε Inter Nationes. Στοιχειοθεσία, σελιδοποίηση, διορθώσεις: Αγγέλα Ζαχαριάδου
Κεντρική διάθεση: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Σόλωνος 133.106 77 Αθήνα. © 2103806305.2103821813. fax 2103838173 e-mail: alexcomOotenet.gr - http://www.alexandria-publ.gr Βιβλιοπωλείο στή Στοά του Βιβλίου: Πεσμαζόγλου 5 / Σταδίου 44.105 64 Αθήνα. © 2103311719
'Απαγορεύεται ή άναδημοσίευση ή Αναπαραγωγή τού παρόντος έργου στό σύ νολό του ή τμημάτων του μέ όποιονδήποτε τρόπο, καθώς καί ή μετάφραση ή διασκευή του ή έκμετάλλευσή του μέ όποιονδήποτε τρόπο Αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης. <π)μφωνα μέ τίς διατάξεις τού ν. 2121/1993 καί τής Διε θνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, πού κυρώθηκε μέ τό ν. !00ί1975. Επίσης απαγορεύεται ή Αναπαραγωγή τής στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, έξωφύλλοο καί γενικότερα τής όλης αίοθητικής έμφάνισης τού βιβλίου, μέ φωτοτυπικές ηλεκτρονικές ή όποιεσδήποτε Αλλες μεθόδους, σύμφωνα μέ τό Αρθρο 51 τού ν. 2121/1993.
Περιεχόμενα
Πρόλογος Εισαγωγή ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ή σχέση πρός τήν οντολογία
I II
Ή όντολογική ανάγκη Είναι καί ύπαρξη
9 13
81
83 127
ΔΕΤΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ 'Αρνητική διαλεκτική
Έννοια καί κατηγορίες ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ Μοντέλα
I
Ελευθερία
167 255 257
Μετακριτική τού πρακτικού Λόγου
II
Παγκόσμιο πνεύμα καί φυσική ιστορία
360
Παρέκβαση στόν Χέγκελ
III
Διαλογισμοί πάνω στή μεταφυσική
Σημειώσεις Σημείωμα τής γερμανικής έκδοσης Αναλυτικός πίνακας περιεχομένων
433 491 537 539
Ευχαριστούμε την 'Όλγα Σταθάτου γιά τις ένδιαφέρουσες χαί χρήσιμες παρατηρήσεις πού έχανε σε μέρος τής μετάφρασης.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Μέ πλάγια στοιχεία εμφανίζονται στό κείμενο όλες οί λέξεις που παρα θέτει στά ελληνικά ό συγγραφέας. "Ολες οί παρεμβολές λέξεων ή φράσεων μέσα σέ άγκύλες είναι τοΰ μεταφραστή. 'Όλες οί σημειώσεις παρατίθενται στό τέλος τού κειμένου μέ ενιαία αρίθμηση. Οί άπλοι εκθέτες παραπέμπουν σέ βιβλιογραφικές αναφορές τοΰ συγγραφέα. Οί πλάγιοι έκθετες παραπέμπουν σέ σημειώσεις τού συγγραφέα. Οί έκθέτες μέ έντονα στοιχεία παραπέμπουν σέ σημειώσεις τού μεταφραστή.
Πρόλογος
Ή διατύπωση Αρνητική διαλεκτική προσβάλλει την παράδοση. “Ηδη στον Πλάτωνα ή διαλεκτική μέ τό νοητικό μέσον τής άρνησης επιδίωκε την αποκατάσταση ενός θετικού στοιχείου1 τό σχήμα άρνηση τής άρνησης αργότερα κατονόμασε αύτή τη διαδικασία έπιγραμματικά. Τό παρόν βιβλίο θέλει νά απαλλά ξει τή διαλεκτική από έναν τέτοιο καταφατικό χαρακτήρα, χω ρίς νά επιτρέψει όποιαδήποτε άοριστία. Ή ανάπτυξη τού πα ράδοξου τίτλου του είναι μία από τίς προθέσεις του. Αύτά πού σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδέα τής φιλοσοφίας θά ήταν ή βάση ό συγγραφέας τά αναπτύσσει αργότερα, αφού πρώτα έκθέσει πολλά από εκείνα γιά τά όποια αύτή ή ιδέα δέ χεται δτι ανορθώνονται πάνω σέ μιά βάση. Αύτό συνεπάγεται τόσο μιά κριτική τής έννοιας τής βάσης δσο καί τά πρωτεία τής θεματικής σκέψης. Ή κίνηση τής τελευταίας αποκτά την αύτοσυνείδησή της μόνο κατά την πραγματοποίησή της. Σύμφωνα μέ τούς κανόνες τού πνεύματος, πού εξακολουθούν νά ισχύουν, αύτή ή κίνηση χρειάζεται τά δευτερεύοντα. Δεν προσφέρεται μόνο μιά μεθοδολογία τών καθ’ ύλην έργασιούν τού συγγραφέα: σύμφωνα μέ τή θεωρία τής άρνητικής διαλεκτικής δέν ύπάρχει μιά συνέχεια ανάμεσα σέ αύτές καί τή θεωρία. Τό παρόν βιβλίο πραγματεύεται ασφαλώς αύτή τήν ασυνέχεια καί τίς επιταγές πού έμπεριέχει γιά τή σκέψη. Ή μέ θοδος δέν θεμελιώνεται, αλλά δικαιολογείται. "Οσο τού είναι
10
ΑΡΝΗ ΤΙΚ Η ΔΙΑΛΕΚ ΤΙΚ Η
δυνατόν, ό συγγραφέας φανερώνει τά χαρτιά του, κάτι πού δεν συμπίπτει μέ τό παιχνίδι. "Οταν ό Μπένγιαμιν τό 1937 διάβασε τό αποπερατωμένο τότε μέρος τής Μετακριτικής της γνωσιολογίας1 -σέ εκείνη την έκδο ση τό τελευταίο κεφάλαιο- , άποφάνθηκε ότι πρέπει νά περάσει κανείς μέσα από την παγωμένη έρημο της άφαίρεσης γιά νά φθάσει μέ συνέπεια σέ συγκεκριμένες φιλοσοφικές σκέψεις. Ή Αρνητική διαλεκτική χαράσσει τώρα αναδρομικά μιά τέτοια πο ρεία. Τά συγκεκριμένα συμπεράσματα στή σύγχρονη φιλοσοφία συνήθως ήταν μόνο λαθραία. Απεναντίας, τό παρόν κείμενο, πού σέ μεγάλη έκταση είναι άφηρημένο, θέλει νά υπηρετήσει τόσο την αυθεντικότητα τής διαλεκτικής σκέψης όσο καί την έξήγηση τής συγκεκριμένης μεθοδολογίας τού συγγραφέα. ’Άν στή νεότε ρη αισθητική συζήτηση γίνεται λόγος γιά τό άντιδράμα καί τόν άντιήρωα, ή Αρνητική διαλεκτική, ή οποία απέχει άπό όλα τά αισθητικά θέματα, θά μπορούσε νά άποκληθεΐ άντισύστημα. Μέ συνεπή λογικά μέσα προσπαθεί στή θέση τής αρχής τής ενότητας καί τής παντοκρατορίας τής ύπερκείμενης έννοιας νά προβάλει την ιδέα όσων βρίσκονται έξω άπό τόν μαγικό κλοιό μιας τέτοι ας ενότητας. Άφότου ό συγγραφέας άρχισε νά εμπιστεύεται τίς δικές του πνευματικές παρορμήσεις θεώρησε ως καθήκον του νά σπάσει μέ τη δύναμη τού ύποκειμένου τό απατηλό κατασκεύα σμα τής συστατικής ύποκειμενικότητας· δέν μπορούσε νά ανα βάλει πιά τήν εκπλήρωση αύτού τού καθήκοντος. 'Ένα άπό τά καθοριστικά μοτίβα του ήταν νά ξεπεράσει μέ αυστηρό τρόπο τόν επίσημο διαχωρισμό μεταξύ τής καθαρής φιλοσοφίας καί τής καθ’ ύλην σκέψης ή τής τυπικής έπιστήμης. Ή Εισαγωγή εκθέτει τήν έννοια τής φιλοσοφικής εμπειρίας. Τό πρώτο μέρος ξεκινάει άπό τή στάθμη τής κυρίαρχης στή Γερμανία οντολογίας. Γι’ αύτή δέν έκφέρονται κρίσεις άφ’ υψη λού, άλλά ή ίδια νοείται μέσα άπό τήν προβληματική της άνάγκη καί επικρίνεται έκ τών ένδον. Άπό τά συμπεράσματα τό δεύτερο μέρος προχωρεί στήν ιδέα μιας άρνητικής διαλεκτικής καί τή θέση της άπέναντι σέ μερικές κατηγορίες, τίς όποιες δια-
Π ΡΟΛΟΓΟΣ
11
τηρεί καί ταυτόχρονα μεταβάλλει ποιοτικά. Τό τρίτο μέρος έκθέτει μοντέλα αρνητικής διαλεκτικής, τά όποια δέν είναι πα ραδείγματα, καθώς δέν διευκρινίζουν απλώς γενικές σκέψεις. 'Οδηγώντας σέ καθ’ ύλην σκέψεις επιδιώκουν νά άνταποκριθούν καί στή θεματική πρόθεση εκείνων πού κατ’ άρχάς, άπό άνάγκη, άναπτύχθηκαν γενικά, σέ αντίθεση πρός τή χρήση παραδειγμά των, τά όποια κατά βάση είναι αδιάφορα. Τή χρήση παραδειγ μάτων είσήγαγε ό Πλάτων καί άπό τότε ή φιλοσοφία τόν ακο λουθεί. Ένώ τά μοντέλα θέλουν νά διευκρινίσουν τί είναι ή αρνητική διαλεκτική καί ώθοϋν τήνϊδια, σύμφωνα μέ την έννοιά της, στην περιοχή τής πραγματικότητας, συζητούν, περίπου δπως ή λεγάμενη υποδειγματική μέθοδος, κομβικές έννοιες φι λοσοφικών κλάδων γιά νά παρέμβουν κεντρικά σέ αυτούς. Γιά τή φιλοσοφία τής ήθικής τό επιδιώκει μιά διαλεκτική τής έλευθερίας· τό κεφάλαιο «Παγκόσμιο πνεύμα καί φυσική ιστορία» επιδιώκει τό ίδιο γιά τή φιλοσοφία τής ιστορίας· τό τελευταίο κεφάλαιο περικυκλώνει ψηλαφητά τά μεταφυσικά ζητήματα, υπό την έννοια μιας περιστροφής τού άξονα τής κοπερνίκειας έπανάστασης μέσα άπό έναν κριτικό αύτοστοχασμό. Ό Ούλριχ Ζόννεμαν γράφει ένα βιβλίο πού θά φέρει τόν τίτ λο Αρνητική ανθρωπολογία. Ούτε ό ίδιος ούτε ό συγγραφέας τού παρόντος γνώριζαν προηγουμένως οτιδήποτε γι’ αύτή τή σύγκλιση, ή όποια παραπέμπει σέ μιά άντικειμενική άναγκαιότητα. Ό συγγραφέας ξέρει ήδη ποιές άντιστάσεις θά προβληθούν στήν Αρνητική διαλεκτική. Χωρίς μνησικακία άφήνει νά χαίρο νται όλοι εκείνοι, ένθεν καί ένθεν, πού θά διακηρύξουν δτι αύτοί πάντοτε τό έλεγαν καί τώρα ό συγγραφέας τό ομολογεί. Φρανκφούρτη, Φεβρουάριος 1966
Εισαγωγή
Ή φιλοσοφία, πού κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη, διατηρείται στη ζωή. επειδή πέρασε καί χάθηκε ή στιγμή τής πραγματοποί ησής της. Ή αθροιστική κρίση, σύμφωνα μέ τήν όποια ή φιλο σοφία απλώς ερμήνευε τόν κόσμο καί παραιτούμενη ενώπιον τής πραγματικότητας έχει παραμορφωθεί καί στό έσωτερικό της. άποβαίνει μιά ηττοπάθεια τού Λόγου μετά τήν αποτυχία αλλαγής τού κόσμου. Δέν προσφέρει κανέναν τόπο άπό όπου ή θεωρία ώς τέτοια θά μπορούσε νά άποδειχθεί συγκεκριμένα Αναχρονιστική, ενώ αύτή ή υποψία παραμένει. Ή ερμηνεία πού επαγγελλόταν τήν πρακτική μετάβαση ήτανϊσως ανεπαρκής. Ή στιγμή στήν οποία στηριζόταν ή κριτική τής θεωρίας δέν μπορεί νά παραταθεί θεωρητικά. Ή πρακτική, πού έχει αναβληθεί έπ’ Αόριστον, δέν είναι πλέον ή αρχή τής αρνησικυρίας κατά τής αύτάρεσκης θεωρητικής εικοτολογίας. Αλλά συνήθως ένα πρό σχημα ώστε υπό εκτελεστικές εκτιμήσεις νά στραγγαλίζεται ώς μάταια ή κριτική σκέψη, τήν όποια έχει ανάγκη ή πρακτική τής Αλλαγής. Άφότου ή φιλοσοφία Αθέτησε τήν υπόσχεσή της ότι είναι ταυτόσημη μέ τήν πραγματικότητα ή ότι βρίσκεται Ακριβώς στά πρόθυρα επίτευξης τής πραγματικότητας, είναι αναγκασμένη νά Ασκήσει Αδυσώπητη αύτοκριτική. Ό τι κάποτε αισθανόταν ότι. Απέναντι στή φαινομενική εικόνα τών αίσθήσεο>ν καί σέ κάθε εμπειρία στραμμένη πρός τά έξω. είναι τό δια μετρικά Αντίθετο τής Αφέλειας τώρα έχει γίνει καί αυτό, αντί-
14
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
κειμενικά. τόσο αφελές όπως ήδη πρίν άπό εκατόν πενήντα χρόνια ό Γκαΐτε αισθανόταν τούς πενιχρούς υποψήφιους πού υποκειμενικά απολάμβαναν τη θεωρητική εικοτολογία. Ό έσωστρεφής αρχιτέκτονας τής σκέψης δεν ζεϊ στο παρόν, τή στιγμή πού οί έξωστρεφείς τεχνικοί κάνουν κατάσχεση τού φεγγαριού. Τά έννοιολογικά περιβλήματα στά οποία σύμφωνα μέ τά φιλο σοφικά έθιμα θά έπρεπε νά μπορεί νά χωρέσει τό όλον. παρα βαλλόμενα μέ τήν απροσμέτρητη επέκταση τής κοινωνίας καί τίς προόδους τής θετικής γνώσης τής φύσης, μοιάζουν μέ ύπολείμματα τής άπλής έμπορευματικής κοινωνίας μέσα στόν όψι μο βιομηχανικό καπιταλισμό. Τόσο άμετρη έχει γίνει ή δυσαναλογία μεταξύ τής εξουσίας καί κάθε πνεύματος, ή όποια στό μεταξύ έχει καταντήσει κοινός τόπος, πού οί προσπάθειες, οί έμπνεόμενες άπό τήν ϊδια τήν έννοια τού πνεύματος, γιά κατα νόηση τής ύπέρμετρης εξουσίας αποβαίνουν μάταιες. Ή βούλη ση γιά μιά τέτοια κατανόηση δηλώνει μιά άξίωση έξουσίας τήν όποια άναιρεί αυτό πού τό πνεύμα φιλοδοξεί νά κατανοήσει. Ή έπιβαλλόμενη άπό τίς έπιμέρους έπιστήμες υποπλασία τής φι λοσοφίας στά μέτρα μιας έπιμέρους επιστήμης είναι ή πιό άπτή έκφραση τού ιστορικού της πεπρωμένου. Άν καί ό Κάντ. σύμ φωνα μέ τά λόγια του, είχε άπαλλαγεί άπό τή σχολική έννοια τής φιλοσοφίας γιά νά προχωρήσει στήν κοσμική έννοιά της2, στό μεταξύ ή ϊδια άναγκάστηκε νά έπαναστραφεϊ στη σχολική της έννοια. Όπου συγχέει αυτή τήν τελευταία μέ τήν κοσμική της έννοια οί ύπεραξιώσεις της άποδεικνύονται γελοίες. Παρά τή διδασκαλία του γιά τό άπόλυτο πνεύμα, στό όποιο τή συγκαταλόγιζε, ό Χέγκελ θεωρούσε τή φιλοσοφία ώς άπλό στοι χείο μέσα στήν πραγματικότητα, ώς μιά δραστηριότητα στό πλαίσιο τού καταμερισμού τής εργασίας, καί έτσι τήν περιόριζε. Αύτό είχε ώς συνέπεια τόν δικό της περιορισμό, τή δυσαναλογία της πρός τήν πραγματικότητα, καί μάλιστα τόσο περισσό τερο όσο πιό συστηματικά ξεχνούσε αύτόν τόν περιορισμό και. σάν νά έπρόκειτο γιά κάτι ξένο πρός τήν ϊδια. δεν δεχόταν νά στοχασθεί τή δική της θέση μέσα σέ ένα δλον τό όποιο θά
Η ΔΙΛΛΕΚΤΙΚΜ ΑΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΨΗ
μονοπωλεί ώς αντικείμενό της αντί νά τό γνωρίζει, όσο καί άν έξαρτάται άπό αύτό μέχρι την έσωτερική σύνθεση της. τήν ένύπαρκτη άλήθεια της. Μόνο τη φιλοσοφία πού απαλλάσσεται άπό μιά τέτοια άφέλεια αξίζει νά έξακολουθήσει κανείς νά τη σκέφτεται. Αλλά ό κριτικός αύτοστοχασμός δέν επιτρέπεται νά άφήνει έξω τίς κορυφαίες εξάρσεις στην Ιστορία της φιλοσο φίας. Καθήκον του θά ήταν νά ρωτάει άν καί πώς είναι ακόμη δυνατή μετά τήν πτώση τής έγελιανής φιλοσοφίας, όπως ό Κάντ εξέταζε τη δυνατότητα τής μεταφυσικής μετά τήν κριτική τού ορθολογισμού. Αν ή έγελιανή διδασκαλία περί διαλεκτικής είναι ή ανώτατη προσπάθεια τής σκέψης νά φανεί αντάξια τού έτερογενούς άντικειμένου της χρησιμοποιώντας φιλοσοφικές έννοιες, τώρα πρέπει νά δώσει κανείς λόγο γιά τήν εκκρεμή σχέση της πρός τή διαλεκτική. εφόσον ή προσπάθειά του άπέτυχε. Καμμιά θεωρία δέν ξεφεύγει πιά άπό τήν άγορά: ή καθεμιά προσφέρεται ώς δυνατή άνάμεσα στις άνταγωνιζόμενες άπόψεις. όλες θέτουν ύποψηφιότητα. όλες καταπίνονται. ‘Όπως όμως ή σκέψη δέν μπορεί νά προστατευθεί άπό αύτό φορώντας παρωπίδες καί ή προκατειλημμένη υπέρ τού εαυτού της πεποί θηση πώς ή δική της θεωρία είναι άπαλλαγμένη άπό αύτή τή μοίρα έκφυλίζεται σέ αύτοδιαφήμιση, τόσο βέβαιο είναι ότι ή διαλεκτική δέν έχει λόγο νά σιωπά όταν τής έπιρρίπτεται μιά τέτοια κατηγορία καί ή συνδεόμενη μέ αύτή. ότι είναι περιττή, ότι ή μέθοδός της είναι τυχαία καί έπικολλάται στά άντικείμενα ώς ξένο σώμα. Τό όνομά της δέν λέει κατ’ άρχάς παρά μόνον ότι τά άντικείμενά της δέν χωρούν άκριβώς στήν έννοιά τους, ότι έρχονται σέ άντίθεση πρός τόν παραδοσιακό κανόνα τής βάββςϋβΗο3. Αύτή ή άντίθεση δέν είναι όπως ήταν άναγκασμένος νά τήν έξωραίσει ό απόλυτος ιδεαλισμός τού Χέγκελ: δέν έχει τόν χαρακτήρα μιας ηρακλείτειας ούσίας. Είναι ή λυδία λί θος τής άναλήθειας τής ταυτότητας, τού ισχυρισμού ότι τό εννοούμενο χωράει άκριβώς στήν έννοια. Ή επίφαση τής ταυ τότητας ενυπάρχει όμως στήν ίδια τή σκέψη σύμφωνα μέ τήν καθαρή μορφή της. Σκέφτομαι σημαίνει ταυτίζω4. Μέ ίκανο-
10
Η ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΨΗ
ποίηση τό έννοιολογικό σύστημα μπαίνει μπροστά καί σκεπάζει αυτό πού ή σκέψη θέλει νά κατανοήσει. Ή φαινομενικότητά της καί ή άλήθεια της διασταυρώνονται. Ή πρώτη δέν μπορεί νά άπαλειφθεί μέ διατάγματα, λόγου χάρη με τήν ιεροπρεπή δια βεβαίωση περί μιας αύθυπαρξίας έξω από τήν όλότητα τών νοητικών ορισμών. Στά κρυφά αύτό ύπάρχει στή φιλοσοφία του Κάντ καί ό Χέγκελ τό χρησιμοποίησε εναντίον του: τό «καθ' εαυτό» πέρα από τήν έννοια, ώς εντελώς άκαθόριστο. είναι άνύπαρκτο. Τό μόνο πού είναι ανοιχτό γιά τή συνείδηση τού φαινομενικού χαρακτήρα τής έννοιολογικής ολότητας είναι νά σπάσει έκ τών ένδον τή φαινομενικότητα της απόλυτης ταυτό τητας : σύμφωνα μέ τό κριτήριό της. Επειδή δμως αύτή ή όλό τητα δομείται σύμφωνα μέ τή λογική, τόν πυρήνα τής όποιας αποτελεί ή αρχή τού αποκλεισμένου τρίτου, δ.τι δέν συμμορφώ νεται μέ αύτή τήν αρχή, καθετί ποιοτικά διαφορετικό, λαμβάνει τόν χαρακτήρα τής αντίφασης. Ή άντίφαση είναι τό μή ταυτό σημο από τήν άποψη τής ταυτότητας* ή πρωτοκαθεδρία τής άρχής τής αντίφασης στή διαλεκτική κρίνει τό ετερογενές κατ’ αντιπαραβολή μέ τήν ένιαία σκέψη. Καθώς αύτή σκοντάφτει στά δριά της. ξεπερνά τόν έαυτό της. Διαλεκτική είναι ή συνε πής συνείδηση τής μη ταυτότητας. Δέν λαμβάνει έκ τών προτέρων θέση. Ή σκέψη οδηγείται στή διαλεκτική από τήν αναπό φευκτη άνεπάρκειά της. άπό τό χρέος της απέναντι σέ αύτό πού σκέφτεται. Ή ένσταση κατά τής διαλεκτικής, τήν όποια έπανέλαβαν οί αριστοτελικοί κριτικοί τού Χέγκελ5. πώς δ.τι βρίσκει μπροστά της τό ανάγει απλώς στή λογική μορφή τής αντίφασης αφήνοντας κατά μέρος -έτσι έπιχειρηματολογούσε ακόμη ό Μπ. Κρότσε6- δλη τήν ποικιλομορφία τών μή αντιφα τικών στοιχείων, τών απλώς διαφορετικών, μετατοπίζει τήν ευθύνη άπό τό άντικείμενο στή μέθοδο. Τό εσωτερικά διαφο ροποιημένο φαίνεται ώς άποκλίνον. διάφωνο, αρνητικό, δσο ή συνείδηση, άπό τήν ίδια της τή μορφή, είναι άναγκασμένη νά τείνει πρός τήν ενότητα: δσο ή συνείδηση κρίνει καθετί μή ταυ τόσημο μέ αύτή κατ’ αντιπαραβολή πρός τήν άξίωση ολότητας
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
πού προβάλλει ή ίδια. Αύτή τήν άντίφαση επιρρίπτει ή διαλε κτική στη συνείδηση. Επειδή ή συνείδηση εμμένει στόν έαυτό της. ή ϊδια ή άντιφατικότητα έχει τόν χαρακτήρα της αναπό φευκτης καί μοιραίας νομοτέλειας. Ή ταυτότητα καί ή άντίφα ση τής σκέψης είναι συγκολλημένες μεταξύ τους. Ή ολότητα τής άντίφασης είναι απλώς ή αναλήθεια τής όλικής ταύτισης, δπως έκδηλώνεται στήν τελευταία. Αντίφαση είναι ή μή ταυτό τητα ύπό τή μαγική ισχύ τού νόμου, ό όποιος προσβάλλει καί τό μή ταυτόσημο. Αύτός δμως δεν είναι ένας νόμος τής σκέψης, άλλά τής αντι κειμενικής πραγματικότητας. Όποιος πειθαρχεί στή διαλεκτική σκέψη πληρώνει χωρίς αμφιβολία ένα πικρό τίμημα θυσιάζοντας κάτι άπό τήν ποιοτική ποικιλομορφία τής έμπειρίας. Αλλά ή πτώχευση τής έμπειρίας έξαιτίας τής διαλεκτικής, κάτι πού προκαλεί τήν άγανάκτηση τών ύγιώς φρονούντων. μέσα στόν διοικούμενο κόσμο άποδεικνύεται ώς άρμόζουσα στήν άφηρημένη μονοτονία του. Ή όδυνηρότητά της είναι ή όδύνη γι* αύτή τήν απώλεια, ανυψωμένη στό έννοιολογικό επίπεδο. Ή γνώση πρέ πει νά συμμορφωθεί μέ αύτή. αν θέλει νά μήν ύποβιβάσει τή συ γκεκριμένη σκέψη πάλι σέ ιδεολογία, πού στήν πραγματικότητα αρχίζει νά γίνεται. Μιά διαφορετική εκδοχή τής διαλεκτικής θά έπρεπε νά άρκεσθεί στήν άνίσχυρη αναγέννησή της: τήν παρα γωγή της ώς ιστορία τού πνεύματος μέσα άπό τίς άπορίες (= άδιέξοδα] τού Κάντ καί δσα προγραμματίσθηκαν στά συστήμα τα τών διαδόχων του. άλλά δέν πραγματοποιήθηκαν. Μπορούν νά πραγματοποιηθούν μόνον άρνητικά. Ή διαλεκτική άναπτύσσει τήν υπαγορευόμενη άπό τό γενικό διαφορά τού ειδικού άπό τό γενικό. Ήνώ αύτή ή διαφορά, ή συνειδητοποιημένη ρήξη με ταξύ ύποκειμένου καί άντικειμένου. είναι άναπόφευκτη γιά τό υποκείμενο καί διαυλακώνει καθετί πού αύτό σκέφτεται, άκόμη καί καθετί άντικειμενικό. στή συμφιλίωση θά έβρισκε τέλος. Ή τελευταία θά άπελευθέρωνε τό μή ταυτόσημο, θά τό άπάλλασσε άκόμη καί άπό τόν έκπνευματισμένο καταναγκασμό καί πρώτη φορά θά φανέρωνε τό πλήθος τούν διαφορετικών, πάνω στό
1«
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ IIΓΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
όποιο ή διαλεκτική δεν θά είχε πιά καμμιά εξουσία. Ή συμφι λίωση Οά θυμόταν τιμητικά καί θά ενστερνιζόταν τά όχι πιά έχθρικά πολλά καί διάφορα, τά όποια 6 ύποκειμενικός Λόγος αναθεματίζει. Ή διαλεκτική υπηρετεί τή συμφιλίωση. ’Αποσυ ναρμολογεί τόν καταναγκαστικό λογικό χαρακτήρα, τόν οποίο άκολουθεί- γι’ αύτόν τόν λόγο κατηγορείται ώς πανλογισμός. Ώς ίδεαλιστική ήταν άλληλένδετη μέ τήν ηγεμονική θέση τού άπόλυτου ύποκειμένου ώς δύναμης πού αρνητικά προκαλεί κάθε μεμονωμένη κίνηση τής έννοιας καί τήν όλη πορεία. Μιά τέτοια πρωτοκαθεδρία τού ύποκειμένου. ακόμη καί στήν έγελιανή άντίληψη. ή όποια υπερφαλάγγιζε τόσο τήν ατομική συνείδηση όσο καί τήν υπερβατική συνείδηση τού Κάντ καί τού Φίχτε. είναι ιστορικά καταδικασμένη. Δεν άπωθείται μόνον άπό τήν αδυνα μία τής άτονούσας σκέψης, ή όποια μπροστά στήν υπεροχή τής πορείας τού κόσμου δέν τολμά νά κατασκευάσει αυτή τήν πο ρεία. Καμμιά άπό τίς συμφιλιώσεις μάλιστα, τίς όποιες υποστή ριξε ό άπόλυτος ιδεαλισμός -κάθε άλλος θά παρέμενε ασυνε πής-. άπό τίς λογικές μέχρι τίς πολιτικές-ίστορικές, δέν ήταν βάσιμη. Τό γεγονός δτι ό συνεπής ιδεαλισμός δέν μπορούσε νά συγκροτηθεί παρά μόνον ώς ενσάρκωση τής άντίφασης συνιστά τόσο τή λογικά συνεπή άλήθεια του όσο καί τήν τιμωρία πού επιβάλλεται στη λογικότητά του ώς λόγικότητα· είναι τόσο φαι νομενικός όσο καί άναγκαίος. Αλλά ή επανάληψη τής δίκης γιά τή διαλεκτική. ή μή ίδεαλιστική μορφή τής όποιας στό μεταξύ κατάντησε δόγμα όπως καί ή ίδεαλιστική μορφή της ύποβιβάσθηκε σέ μορφωτικό άγαθό. δέν κρίνει μόνο τήν έπικαιρότητα ενός Ιστορικά παραδεδομένου τρόπου τού φιλοσοφείν ή τής φι λοσοφικής δομής τού γνωστικού άντικειμένου. Ό Χέγκελ είχε εξασφαλίσει πάλι στή φιλοσοφία τό δικαίωμα καί τήν ικανότητα νά σκέφτεται θεματικά άντί νά ικανοποιείται μέ τήν άνάλυση κενών καί ύπό τήν έμφαντική έννοια άνάξιων μορφών γνώσης. Ή σημερινή φιλοσοφία πισωγυρίζει στόν τυχαίο χαρακτήρα τής κοσμοθεωρίας, όταν πραγματεύεται καθ’ ύλην θέματα, ή σέ εκεί νη τήν τυπολατρία, εκείνο τό «άδιάφορο» στό όποιο έναντιώθη-
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Ι<>
κε ό Χέγκελ. Αύτό καταφαίνεται ιστορικά στην εξέλιξη τής φαι νομενολογίας, ή όποια κάποτε εμψυχωνόταν άπό την ανάγκη γιά ούσιαστικό περιεχόμενο, σέ μιά επίκληση τού είναι ή όποια αποκρούει κάθε περιεχόμενο ώς άκαθαρσία. Τό καθ' ύλην φιλοσοφείν τού Χέγκελ είχε ώς θεμέλιο καί άποτέλεσμα την πρωτο καθεδρία τού ύποκειμένου ή. σύμφωνα μέ την περίφημη διατύ πωση άπό την εισαγωγική θεώρηση της Λογικής, την ταυτότητα τής ταυτότητας καί τής μη ταυτότητας'. Τό καθορισμένο ατομι κό μπορούσε γι’ αυτόν νά καθορισθεϊ άπό τό πνεύμα, διότι ό ένύπαρκτός καθορισμός του δέν μπορούσε παρά νά είναι πνεύμα. Χωρίς αύτή την προϋπόθεση ή φιλοσοφία δέν θά ήταν, σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ, ικανή νά προχωρήσει σέ μιά καθ’ ύλην καί ουσιώδη γνώση. Άν ή ίδεαλιστικά άποκτημένη έννοια τής διαλεκτικής δέν κρύβει μέσα της έμπειρίες οί όποιες, παρά τήν έμφαση τού Χέγκελ. είναι άνεξάρτητες άπό τόν ίδεαλιστικό έννοιολογικό εξοπλισμό, γιά τή φιλοσοφία είναι άναπόφευκτη πιά ή παραίτηση πού άποκλείει γι’ αυτή κάθε γνώση ούσιαστικού περιεχομένου· ή φιλοσοφία περιορίζεται πλέον στή μεθοδο λογία τών επιστημών, τήν όποια άναγορεύει φιλοσοφία καί έτσι δυνητικά αύτοδιαγράφεται. Τό άληθινό ενδιαφέρον τής φιλοσοφίας, σύμφωνα μέ τήν ιστορική κατάσταση τών πραγμάτων, βρίσκεται εκεί όπου ό Χέγκελ. σύμφωνος μέ τήν παράδοση, έδειξε τήν άδιαφορία του: στά μή έννοιολογικά πράγματα, τά άτομικά καί ειδικά* σέ εκείνα πού οί διανοητές άπό τόν Πλάτωνα καί έξης τά διεκπεραίωναν ώς έφήμερα καί άσήμαντα. ώσπου ήλθε ό Χέγκελ καί τούς κόλλησε τήν ετικέτα νωθρή ύπαρξη. Τό θέμα της θά ήταν οί ποιότητες τίς όποιες ή ίδια θεώρησε τυχαίες Ιμή άναγκαίεςΙ ΰποβιβάζοντάς τες σέ άμελητέες ποσότητες. Επείγουσα σημα σία άποκτούν γιά τήν έννοια τά άπρόσιτα σέ αυτή, εκείνα πού ό άφαιρετικός έννοιολογικός μηχανισμός εξοβελίζει, οσα δέν είναι ήδη αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα τής έννοιας. Τόσο ό Μπερξόν όσο καί ό Χούσσερλ. φορείς της φιλοσοφικής νεωτερικότητας. τό διαισθάνθηκαν. άλλά υποχώρησαν στήν παραδοσιακή
JO
ΤΟ ΕΝΔΙΑΨΙ-.ΡΟΝ ΓΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
μεταφυσική. Γιά χάρη τού μή έννοιολογικού. αυτού πού δέν έχει έννοιες. ό Μπερξόν δημιούργησε μέ ένα βίαιο έγχείρημα έναν άλλο τύπο γνώσης. Τύ διαλεκτικό άλας ξεπλένεται μέσα στην άδιαφοροποίητη ροή τής ζωής· τό ύλικά στερεό άποπέμπεται ώς κάτι κατώτερο καί δέν κατανοείται. μαζί μέ τήν κατωτερότητά του. Τό μίσος κατά τής πάγιας γενικής έννοιας δη μιουργεί μιά λατρεία τής άνορθολογικής άμεσότητας. τής κυ ριαρχικής έλευθερίας μέσα στόν άνελεύθερο κόσμο. Σχεδιάζει τούς δύο δικούς του τρόπους γνώσης τόσο δυϊστικά τόν έναν άπέναντι στόν άλλον όπως ήταν μόνον οί άμφισβητούμενες άπό αυτόν διδασκαλίες τού Καρτέσιου καί τού Κάντ· ό αίτιοκρατικός-μηχανικός τρόπος παραμένει, ώς πραγματιστική γνώση, τόσο άνενόχλητος άπό τόν διαισθητικό όπως ή αστική δομή άπό τή χαλαρή άπροκαταληψία εκείνων πού όφείλουν τό προνόμιό τους σέ αύτή τή δομή. Οί πανηγυριζόμενοι θεσμοί έμφανίζονται αρκετά άφηρημένοι στή φιλοσοφία τού Μπερξόν, σχεδόν δέν ξεπερνούν τό φανερό πρόσωπο τής συνείδησης τού χρόνου, ή όποία άκόμη καί στόν Κάντ αποτελεί τη βάση τού χρονολογικού-φυσικοεπιστημονικοϋ χρόνου, πού σύμφωνα μέ την αντίλη ψη τού Μπερξόν είναι χωρικός. Ασφαλώς εξακολουθεί νά υπάρχει όντως ή διαισθητική συμπεριφορά τού πνεύματος, μο λονότι δύσκολα αναπτύσσεται : ένα ύποτυπώδες αρχαϊκό υπό λειμμα τής μιμητικής άντίδρασης. Ό πανάρχαιος χαρακτήρας της υπόσχεται κάτι πέρα άπό τό αποστεωμένο παρόν. Αλλά οί επιτυχείς διαισθητικές εκτιμήσεις είναι μόνο τυχαίες καί άστα τες. Κάθε γνώση, καί τού ίδιου τού Μπερξόν. εχει τήν ανάγκη τής όρθολογικότητας. τήν όποια αυτός περιφρονεί. ειδικά όταν πρόκειται νά συγκεκριμενοποιηθεί. Ή άπολυτοποιημένη διάρ κεια. τό καθαρό γίγνεσθαι, ό actus punis®, θά μεταβαλλόταν σέ κάτι άχρονο όπως έκείνο πού ό Μπερξόν επικρίνει στή μεταφυ σική άπό τόν Πλάτωνα καί τόν Αριστοτέλη καί εξής. Τόν Μπερ ξόν δέν τόν άνησυχούσε τό γεγονός ότι εκείνο πού ψηλαφώντας άναζητεί θά παραμείνει fata morgana, άν ό ίδιος δέν στοχεύει σέ αυτό μόνο μέ τις μεθόδους τής γνώσης, μέ τόν στοχασμό πά-
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
21
νω στά δικά του μέσα, καί θά έκφυλισθεί σέ κάτι αύθαίρετο. άν ή μέθοδός του είναι εξαρχής άδιαμεσολάβητα άποκομμένη από τη γνωσιολογική μεθοδολογία. - Άπό την άλλη μεριά ό λογικός φιλόσοφος Χούσσερλ ύπογράμμισε βέβαια τόν τρόπο συνειδητοποίησης τής ούσίας. άντιδιαστέλλοντάς τον πρός την άφηρημένη γενίκευση. Φανταζόταν μιά ειδική πνευματική έμπειρία.ή όποία θά μπορούσε νά θεάται τήν ούσία. ξεχωρίζοντάς την μέ σα άπό τό έπιμέρους. Αλλά ή ούσία στήν όποία στόχευε ή θέα ση δέν διέφερε σέ τίποτε άπό τίς τρέχουσες γενικές έννοιες. Παχυλή είναι ή δυσαναλογία άνάμεσα στίς όργανωμένες εκδη λώσεις της θέασης τής ούσίας καί τού τελικού στόχου (terminus ad quem). Καί οί δύο άπόπειρες διαφυγής δέν όδήγησαν έξω άπό τόν ιδεαλισμό: Ό Μπερξόν. όπως καί οί θανάσιμοι εχθροί του. οί θετικιστές. ήταν προσανατολισμένος πρός τά données immédiates de la conscience9, ό Χούσσερλ μέ παρόμοιο τρόπο πρός τά φαινόμενα τού ρεύματος τής συνείδησης. Καί οί δύο μένουν προσκολλημένοι στόν κύκλο τής ύποκειμενικής ενύπαρξης10' 11. Σέ πείσμα καί τών δύο πρέπει νά έπιμείνει κανείς σέ αύτό πού μάταια φαντάστηκαν καί σέ άντίθεση πρός τόν Βίτγκενσταϊν νά πεϊ αύτό πού δέν μπορεί νά λεχθεί . Ή απλή άντίφαση αύτής τής έπιθυμίας ενυπάρχει στήν ίδια τή φιλοσο φία: τή χαρακτηρίζει ήδη ώς διαλεκτική προτού καν αυτή έμπλακεί στίς έπιμέρους άντιφάσεις της. Ή εργασία τού φιλο σοφικού αύτοστοχασμού συνίσταται στή διάλυση αύτού τού παραδόξου. Όλα τά άλλα είναι σημασιοδότηση. άνασύνθεση, τόσο σήμερα όσο καί στίς μέρες τού Χέγκελ κάτι προφιλοσοφικό. Μιά έστω προβληματική έμπιστοσύνη στή φιλοσοφία, ότι παρά τίς δυσκολίες μπορεί νά τά καταφέρει, ότι ή έννοια μπο ρεί νά ξεπεράσει τήν έννοια, αύτή πού κόβει καί ράβει, καί έτσι νά φθάσει σέ αύτό πού δέν έχει έννοιες, μιά τέτοια έμπιστοσύνη είναι απαραίτητη γιά τή φιλοσοφία καί μέ αύτό άποτελεϊ μέ ρος τής αφέλειας άπό τήν όποία υποφέρει. ’Αλλιώς είναι άναγκασμένη νά καταθέσει τά όπλα καί μαζί της όλο τό πνεύμα. Ούτε ή πιό απλή πράξη δέν θά ήταν νοητή, δέν θά υπήρχε καμ-
ΤΟ ΑΝΤΑΓΟΝΊΓΠΚΟ ΟΛΟΝ
μιά αλήθεια καί τά πάντα θά ήταν άπλώς ενα τίποτε. Όση αλή θεια όμως βρίσκεται μέ τή βοήθεια τών εννοιών έξω άπό τήν άφηρημένη έκτασή τους δεν έχει άλλον τόπο ύπαρξης άπό τήν περιοχή πού καταπιέζεται, περιφρονείται καί απορρίπτεται άπό τίς έννοιες. Ή ούτοπία τής γνώσης θά ήταν νά άνοίξει κανείς τό μή έννοιολογικό μέ τή βοήθεια τών εννοιών χωρίς νά τό έξομοιώσει μέ αυτές. Μιά τέτοια έννοια της διαλεκτικής δημιουργεί άμφιβολίες γιά τή δυνατότητά της. Τήν προεξόφληση μιας συνεχούς κίνη σης άπό άντίφαση σε άντίφαση φαίνεται πώς διδάσκει, έστω σέ παραλλαγές, ή ολότητα τού πνεύματος, δηλαδή ή άκυρωμένη αρχή τής ταυτότητας13. Σύμφωνα μέ αύτή τό πνεύμα, πού άδιάκοπα στοχάζεται τήν άντίφαση στό άντικείμενο. πρέπει νά είναι τό ίδιο τό άντικείμενο. ώστε αύτό νά είναι οργανωμένο σύμφωνα μέ τή μορφή της άντίφασης. Ή άλήθεια πού στήν ίδεαλιστική διαλεκτική οδηγεί πέρα άπό καθετί μερικό, ώς ψευδές στή μονομέρειά του. είναι ή άλήθεια τού δλου· άν δέν ήταν προμελετημένη. τά διαλεκτικά βήματα θά ήταν άναιτιολόγητα καί χωρίς κατεύθυνση. Σέ αύτό πρέπει νά άντιτείνουμε δτι τό άντικείμενο τής πνευματικής εμπειρίας καθ’ εαυτό, άκριβώς στήν πραγματικότητά του. είναι άνταγωνιστικό σύστημα, οχι μόνο δυνάμει τής διαμεσολάβησής του πρός τό ύποκείμενο τής γνώσης, τό όποιο ξαναβρίσκει τόν εαυτό του στό άντικείμενο. Ή καταναγκαστική κατάσταση τής πραγματικότητας, τήν όποια ό ιδεαλισμός είχε προβάλει στήν περιοχή τού υποκειμέ νου καί τού πνεύματος πρέπει νά άναμεταφρασθεί άπό αύτή. Από τόν ιδεαλισμό άπομένει δτι ή άντικειμενική όρίζουσα τού πνεύματος, ή κοινωνία, είναι τόσο μιά όλότητα ύποκειμένων δσο καί ή άρνησή τους. Τά ύποκείμενα μέσα σέ αύτή είναι άγνώριστα καί άποδυναμωμένα* γιά τόν ίδιο λόγο ή κοινωνία είναι τόσο άπεγνωσμένα άντικειμενική καί συνιστά μιά έννοια δσο ό ιδεαλισμός τήν παραγνωρίζει ώς κάτι θετικό. Ή κοινωνία δέν είναι τό σύστημα τού άπόλυτου πνεύματος, άλλά τού πιό εξαρτημένου πνεύματος εκείνων πού τό έχουν ύπό τίς διαταγές
ΑΠΟΜΑΠΚΟΙΊΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙίΝΝΟΙΑΣ
21
τους καί δεν μπορούν ούτε καν νά ξέρουν πόσο δικό τους είναι. Ή υποκειμενική προδιάπλαση τής ύλικής κοινωνικής παραγω γικής διαδικασίας, βασικά διαφορετική άπό τή θεωρητική συ γκρότηση. είναι τό αδιάλυτο στοιχείο αύτής τής παραγωγικής διαδικασίας καί άσυμφιλίωτο μέ τά ύποκείμενα. Ό ϊδιος τους ό Λόγος, πού. ασυνείδητα όπως τό ύπερβατικό ύποκείμενο. μέ τήν αγοραία ανταλλαγή δημιουργεί μιά ταυτότητα, παραμένει ασύμμετρος πρός τά ύποκείμενα. πού βρίσκει τόν κοινό τους παρονομαστή: τό ύποκείμενο ώς εχθρός τού ύποκειμένου. Ή πρότερη γενικότητα είναι τόσο αληθής δσο καί αναληθής: αλη θής διότι αποτελεί εκείνον τόν «αιθέρα» τόν όποιο ό Χέγκελ άποκαλεί πνεύμα- αναληθής επειδή ό Λόγος της δέν είναι ακό μη Λόγος: μιά γενικότητα ώς προϊόν μερικοκρατικών συμφερό ντων. Γι’ αύτόν τό λόγο ή φιλοσοφική κριτική τής ταυτότητας ξεπερνά τή φιλοσοφία. Τό γεγονός δμως δτι παραταύτα είναι απαραίτητο αύτό πού δέν μπορεί νά ύπαχθεί στήν ταυτότητα -σύμφωνα μέ τήν όρολογία τού Μάρξ ή αξία χρήσης-, γιά νά έχει διάρκεια ή ζωή γενικά, είναι τό άφατο τής ουτοπίας. Αύτή προεκτείνεται μέσα σέ έκεϊνο πού έχει όρκισθεί νά μην έπιτρέψει τήν πραγματοποίησή της. Ένόψει τής συγκεκριμένης δυνα τότητας τής ούτοπίας ή διαλεκτική είναι ή όντολογία τής ψευ δούς κατάστασης. Θά μπορούσε νά απελευθερώσει μιά ορθή, μιά κοινωνία πού δέν θά ήταν ούτε σύστημα ούτε αντίφαση. Ή φιλοσοφία, περιλαμβανομένης καί τής έγελιανής. εκτίθε ται στή γενική ένσταση δτι. αναγκασμένη νά χρησιμοποιεί έννοιες ώς ύλικό, κάνει μιά ίδεαλιστική προεπιλογή. Στήν πραγματικότητα καμμιά φιλοσοφία, ούτε καν ό ακραίος έμπειρισμός. δέν μπορεί νά τραβήξει άπό τά μαλλιά τά ώμά δεδομέ να καί νά τά παρουσιάσει σάν περιπτώσεις στήν ανατομία ή σάν πειράματα στή φυσική* καμμία δέν μπορεί, δπως τής προ τείνουν απατηλά μερικές τάσεις τής ζωγραφικής, νά πάρει τά μεμονωμένα άντικείμενα καί νά τά έπικολλήσει στά κείμενα. Αλλά τό έπιχείρημα, στήν τυπική του γενικότητα, λαμβάνει τήν έννοια τόσο φετιχιστικά δπως άφελώς έκτίθεται στήν περιοχή
24
ΑΠΟΜΑΠΚΟΓΚΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ
της. ώς μιά αύτάρκη ολότητα πάνω στην οποία ή φιλοσοφική σκέψη δέν έχει καμμιά έξουσία. Στην πραγματικότητα όλες οί έννοιες, άκόμη καί οί φιλοσοφικές, ανάγονται σε μή έννοιολογικά πράγματα, διότι άπό τη μεριά τους είναι στοιχεία τής πραγ ματικότητας. ή όποια έπιβάλλει τόν σχηματισμό τους - προπά ντων γιά τούς σκοπούς τής κυριαρχίας πάνω στή φύση. Έκεϊνο ώς τό όποιο έμφανίζεται άπέναντι στόν έαυτό της. έκ τών ένδον, ή έννοιολογική διαμεσολάβηση. ή προτεραιότητα τής δικής της σφαίρας, χωρίς την όποια τίποτε δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε. δέν επιτρέπεται νά συγχέεται μέ αυτό πού είναι ή Ιδια καθ’ έαυτήν. Μιά τέτοια επίφαση αυθυπαρξίας τής προσδί δει ή κίνηση πού την εξαιρεί άπό τήν περιοχή τής πραγματικό τητας. στήν όποια ή ίδια είναι ένταγμένη. Ή ανάγκη τής φιλο σοφίας νά δουλεύει μέ έννοιες δέν πρέπει νά γίνεται μιά φιλοτι μία πού διεκδικεί τήν προτεραιότητα, όπως καί αντίστροφα, δέν πρέπει ή κριτική αυτής τής φιλοτιμίας νά μετατρέπεται σέ συνολική ετυμηγορία γιά τή φιλοσοφία14. Αλλά ή αντίληψη δτι ό έννοιολογικός χαρακτήρας της, άν καί αναπόφευκτος, δέν είναι κάτι απόλυτο γι’ αύτή. είναι πάλι διαμεσολαβημένη άπό τήν ποιοτική σύσταση τής έννοιας καί δχι μία δογματική, πόσω μάλλον ρεαλιστική19 θέση. Έννοιες όπως τό είναι στήν αρχή τής Λογικής τού Χέγκελ σημαίνουν κατ’ άρχάς κάτι έμφαντικά μή έννοιολογικό· σύμφωνα μέ τήν έκφραση τού Λάσκ. τό νόημά τους παραπέμπει πέρα άπό τόν έαυτό τους. Στοιχείο τού νοή ματος τους είναι δτι δέν ικανοποιούνται στό έννοιολογικό τους πλαίσιο, μολονότι, καθώς περικλείουν τό μή έννοιολογικό ώς νόημά τους, τείνουν νά τό εξομοιώσουν μέ τόν έννοιολογικό τους χαρακτήρα καί έτσι παραμένουν μέσα τους προκατειλημ μένες. Τό περιεχόμενό τους είναι τόσο ενύπαρκτο καί έμμένει σέ αυτές: πνευματικό, όσο καί όντικό: υπερβατικό γι’ αύτές. “Εχοντας αυτοσυνείδηση ώς πρός αυτό μπορούν νά απαλλα γούν άπό τόν φετιχισμό τους. Ό φιλοσοφικός στοχασμός έξασφαλίζει μέσα στήν έννοια τή βεβαιότητα γιά τό μή έννοιολογικό. Αλλιώς ή έννοια θά ήταν κενή, όπως έλεγε ό Κάντ19, καί τε
«AflEIPOTUTA»
25
λικά δεν θά συνιστοΰσε πιά την έννοια ενός πράγματος, κατά συνέπεια θά ήταν ανάξια. Μιά φιλοσοφία πού τό άναγνωρίζει. πού άπαλείφει την αύτάρκεια τής έννοιας, βγάζει τόν έπίδεσμο άπό τά μάτια καί βλέπει καθαρά. Τό γεγονός δτι ή έννοια είναι έννοια, ακόμη καί άν πραγματεύεται όντα, δέν επηρεάζει διό λου τη διαπλοκή του σε ένα μή έννοιολογικό δλον, άπό τό όποιο απομονώνεται μόνο μέ την έκπραγμάτισή της, ή όποια βέβαια τη δημιουργεί ώς έννοια. Ή έννοια είναι ένα ενεργό στοιχείο όπως καί κάθε άλλο στή διαλεκτική Λογική. Μέσα της έπιζεί ή διαμεσολάβησή της άπό τό μή έννοιολογικό δυνάμει τής σημασίας της, ή όποια άπό τη μεριά της θεμελιώνει τόν έννοιολογικό της χαρακτήρα. Τή χαρακτηρίζει τόσο ή άναφορά της στόν μή έννοιολογικό κόσμο -άκριβώς όπως τελικά, σύμ φωνα μέ την παραδοσιακή γνωσιολογία, κάθε όρισμός έννοιών χρειάζεται τά μή έννοιολογικά. δεικτικά17 στοιχεία- όπως καί άντίθετα, ή άπομάκρυνσή της. ώς άφηρημένης ένότητας των όντων πού περιλαμβάνει, άπό τόν όντικό κόσμο. Ή άλλαγή αυτής τής κατεύθυνσης τής έννοιολογίας. ή στροφή της πρός τό μή ταυτόσημο, είναι ό άξονας τής άρνητικής διαλεκτικής. ΤΙ κατανόηση του συστατικού χαρακτήρα τού μή έννοιολογικοό στοιχείου στήν έννοια θά μπορούσε νά διαλύσει τόν κατανα γκασμό ταυτότητας πού συνεπάγεται ή έννοια χωρίς έναν τέ τοιο άνασχετικό στοχασμό. Από τήν έπίφαση τής αυθυπαρξίας τής έννοιας ώς ένότητας τού νοήματος μάς βγάζει ό αύτοστοχασμός τής έννοιας πάνω στό δικό της νόημα. Ή άπομαγικοποίηση τής έννοιας είναι τό άντίδοτο τής φιλο σοφίας. τό όποιο έμποδίζει τή νοσηρή ύπερανάπτυξή της: ώστε νά μήν αύτοαπολυτοποιηθεί. Πρέπει νά μεταβληθεί ή λειτουρ γία μιας ιδέας, πού κληροδοτήθηκε άπό τόν ιδεαλισμό καί έχει φθαρεί άπό τόν ίδιο περισσότερο άπό κάθε άλλη: τής ιδέας τού άπειρου. Καθήκον τής φιλοσοφίας δέν είναι νά έξαντλήσει τά φαινόμενα σύμφωνα μέ τίς επιστημονικές συνήθειες, νά τά άναγάγει σέ έναν έλάχιστο άριθμό βασικιον άρχών ή πολεμική τού Χέγκελ κατά τού Φίχτε. ότι ξεκινάει άπό μιά «ρήση», τό δηλώ
2ί>
-ΑΠΕΙΡΟΊΉΤΑ.
νει καθαρά. Ή φιλοσοφία θέλει απεναντίας νά βυθιστεί κυριο λεκτικά στο έτερογενές πρός αύτή χωρίς νά τό ύπαγάγει σέ προκατασκευασμένες κατηγορίες. Θέλει νά προσκολληθεϊ τόσ εφαρμοστά πάνω του όπως μάταια επιθυμούσαν τά προγράμ ματα τής Φαινομενολογίας [τού Χέγκελ) καί τού Ζίμμελ: στο χεύει στην πλήρη αύτοπαραίτηση. την αύτοεγκατάλειψή της μέ σα στό αντικείμενό της. Τό νοηματικό περιεχόμενό της μπορεί νά συλληφθεί μόνον εκεί όπου ή φιλοσοφία δέν τό επιβάλλει. Ή αύταπάτη ότι μπορεί νά δεσμεύσει μαγικά την ούσία τών πραγμάτων μέσα στό πεπερασμένο πλαίσιο τών όρισμών της πρέπει νά έγκαταλειφθεί. Οί ιδεαλιστές φιλόσοφοι ξεστόμιζαν μέ τόσο μοιραία εύκολία τη λέξη άπειρο,ίσως επειδή ήθελαν νά καταπραΰνουν τη βασανιστική άμφιβολία τους γιά τήν πενιχρότητα τού πεπερασμένου έννοιολογικοΟ τους μηχανισμού, άκόμη καί τού Χέγκελ παρά τίς αντίθετες προθέσεις του. Ή παραδο σιακή φιλοσοφία πιστεύει ότι κατέχει τό άντικείμενό της ώς άπειρο καί αύτό τήν κάνει, ώς φιλοσοφία, πεπερασμένη, τελει ωτική. Μιά διαφορετική φιλοσοφία θά έπρεπε νά ακυρώσει αύτή τήν άξίωση. νά μήν προσπαθεί πιά νά πείσει τόν εαυτό της καί τούς άλλους ότι κατέχει τό άπειρο. Άντ αύτού όμως ή Ιδια, τρυφερά νοούμενη, θά γινόταν άπειρη εφόσον απαξίωνε νά εμπεδωθεί μέσα σέ ένα σώμα εύάριθμων θεωρημάτων. Θά έβρι σκε τό ουσιαστικό της περιεχόμενο μέσα στή μή σχηματοποιη μένη ποικιλομορφία τών άντικειμένων, πού τής επιβάλλονται άπό μόνα τους ή πού τά άναζητεϊ· θά έπρεπε νά αφήνεται πραγματικά σέ αυτά, νά μήν τά χρησιμοποιεί ώς καθρέφτη στόν όποιο θά διέκρινε πάλι τόν εαυτό της συγχέοντας έτσι τό είδωλό της μέ τή σύλληψη τής συγκεκριμένης πραγματικότητας. Θά ήταν απλώς ή πλήρης, αμείωτη εμπειρία μέσω τού έννοιολογικού στοχασμού- άκόμη καί ή Επιστήμη τής έμπεφίας τής συ νείδησης'9 ύποβίβασε τά περιεχόμενα μιας τέτοιας εμπειρίας σέ παραδείγματα τών κατηγοριών. Αύτό πού αναγκάζει τή φιλο σοφία νά καταβάλει τολμηρές προσπάθειες ώς πεπερασμένη είναι ή μή εγγυημένη προσδοκία ότι καθετί μεμονωμένο καί με-
«ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΑ»
27
ρικό πού ερμηνεύει λύνοντας τό αίνιγμά του θά αντιπροσωπεύ ει. δπως μιά μονάδα τού Λάιμπνιτς. εκείνο τό όλον τό όποιο ώς τέτοιο συνεχώς τής ξεγλιστράει· αύτό ασφαλώς σύμφωνα μέ μιά προκαθορισμένη δυσαρμονία παρά αρμονία. Ή μετακριτική στροφή κατά τής πρώτης φιλοσοφίας Ιρπιηβ ρΜ1ο$ορΗιβ: μετα φυσική] στρέφεται καί κατά τού πεπερασμένου χαρακτήρα μιας φιλοσοφίας ή όποια κομπορρημονεί γιά τό άπειρο καί δέν τό σέβεται. Ή γνώση δέν κατέχει πλήρως κανένα από τά αντικεί μενά της. Δέν πρέπει νά παράγει τό φάντασμα ενός όλου. 'Έτσι δέν μπορεί νά είναι καθήκον μιας φιλοσοφικής έρμηνείας έργων τέχνης ή άποκατάσταση τής ταυτότητάς τους μέ τήν έννοια καί ή άνάλυσή τους μέσα σέ αύτή· τό έργο τέχνης δμως άναπτύσσει τήν άλήθεια του μέσω μιας τέτοιας έρμηνείας. Αυτό δμως πού. είτε ώς κανονική συνέχεια τής αφαιρετικής πορείας είτε ώς εφαρμογή τών έννοιών στά περιεχόμενα τού ορισμού τους, είναι προβλέψιμο μπορεί νά είναι χρήσιμο ώς τεχνική υπό τήν εύρύτατη έννοια: γαά τη φιλοσοφία πού δέν εντάσσεται είναι αδιάφορο. Κατά βάση μπορεί πάντοτε νά αστοχεί* αλλά έτσι μπορεί καί νά κερδίζει κάτι. Ό σκεπτικισμός καί ό πραγματι σμός. τελευταία ακόμη ή εξαιρετικά ανθρώπινη έκδοχή του. αύτή τού Ντιούκ, τό ομολόγησαν* θά έπρεπε δμως νά προσαχθεϊ ώς ένζυμο σέ μιά έμφαντική φιλοσοφία, νά μην παραιτηθεί κανείς από αύτή έκ τών προτέρων ύπέρ τής δοκιμασίας της. Απέναντι στην πλήρη κυριαρχία τής μεθόδου ή φιλοσοφία απο κτά. διορθωτικά, τό στοιχείο τού παιχνιδιού, πού ή παράδοση τής έπιστημονικοποίησής της θέλει νά τήν κάνει νά τό ξεσυνηθί σει. Αύτό ήταν ένα νευραλγικό σημείο καί γιά τόν Χέγκελ. ό όποιος απορρίπτει «... τά είδη καί τίς διαφορές πού δέν καθο ρίζονται από τόν Λόγο. άλλά από τήν έξωτερική τύχη καί άπό τό παιχνίδι»19. Ή μή άφελής σκέψη ξέρει πόσο λίγο μπορεί νά πλησιάσει αύτό πού σκέφτεται καί παραταύτα πρέπει νά μιλάει πάντοτε σάν νά τό κατέχει πλήρως. Αύτό τή φέρνει κοντά στά καμώματα τού παλιάτσου. Δέν έπιτρέπεται νά άρνεϊται αύτή τήν όμοιότητα. άφού μόνον αύτά τά χαρακτηριστικά τής έπι-
«ΑΠΕΙΡΟΤΗΤΑ»
τρέπουν νά ελπίζει δτι θά προσεγγίσει έκείνο που δέν μπορεί νά κατέχει. Ή φιλοσοφία είναι τό πιό σοβαρό άπό όλα. αλλά καί πάλι όχι τόσο σοβαρό. Ό.τι στοχεύει σέ αύτό πού δέν είναι a priori: τό ΐδιο καί πάνω στό όποιο δέν έχει εγγυημένη έξουσία άνήκει. σύμφωνα μέ την έννοιά του. ταυτόχρονα σέ μιά σφαίρα τού αδάμαστου την όποία ή έννοιολογία έχει άνακηρύξει ταμπού. Μέ παρόμοιο τρόπο ή έννοια μπορεί νά αντιπρο σωπεύσει τη μίμηση, την όποία άπώθησε. μόνον υΙοθετώντας στη δική της συμπεριφορά κάτι άπό αυτή χωρίς νά χάνεται μέ σα στήν ίδια. Κατ αύτά τό αισθητικό στοιχείο δέν είναι έπουσιώδες γιά τή φιλοσοφία, άν καί όχι γιά τούς λόγους πού προ βάλλει ό Σέλλινγκ. Αυτό όμως δέν μειώνει τό καθήκον της νά τό διατηρεί στή δεσμευτικότητα τών άντιλήψεών της γιά τήν πραγματικότητα. Αύτές καί τό παιχνίδι είναι οΐ δύο πόλοι της. Ή συγγένεια τής φιλοσοφίας μέ τήν τέχνη δέν τής παρέχει τό δικαίωμα νά δανείζεται κάτι άπό τή δεύτερη, πολύ λιγότερο δυνάμει τών διαισθήσεων (εμπνεύσεων), τις όποιες οί βάρβαροι θεωρούν προνόμια της τέχνης. Ακόμη καί στήν καλλιτεχνική έργασία δέν ενσκήπτουν ίσως ποτέ μεμονωμένες, σάν κεραυνοί άπό ψηλά. Είναι συμφυείς μέ τόν μορφολογικό νόμο τού καλλι τεχνικού μορφώματος· άν ήθελε κανείς νά τις άναδείξει ώς κάτι ξεχωριστό, θά διαλύονταν. ’Επιπλέον ή σκέψη δέν φυλάσσει πηγές πού ή δροσεράδα τους θά τήν απάλλασσε άπό τή σκέψηδέν είναι διαθέσιμος κανένας τύπος γνώσης άπολύτως διαφο ρετικός άπό τόν κάτοχό της, τόν όποιο ή διαισθησιοκρατία πα νικόβλητη μάταια άποφεύγει. Μιά φιλοσοφία πού θά προσπα θούσε νά μιμηθεί τήν τέχνη, πού άπό μόνη της θά ήθελε νά είναι έργο τέχνης, θά αύτοδιαγραφόταν. Θά έθετε τήν άξίωση ταυτό τητας : τό άντικείμενό της θά έπρεπε νά χωράει άκριβώς μέσα της· θά παραχωρούσε δηλαδή τά πρωτεία στή μέθοδό της άπαιτιύντας τήν a priori συμμόρφωση τού ετερογενούς πρός αυτή ύλικού της. ένώ γιά τή φιλοσοφία ή σχέση της πρός τό ετερογενές άνήκει στά θέματά της. Τό κοινό σημείο τής τέχνης καί τής φιλοσοφίας δέν βρίσκεται στή μορφή ή στή μορφοποιη-
ΤΟ ΘΕΩ ΡΗΤΙΚΟ-ΕΙΚΟ ΤΟ ΛΟ ΓΙΚΟ ΣΤΟ ΙΧΕΙΟ
29
τική διαδικασία, άλλά σε μιά συμπεριφορά πού απαγορεύει τόν ψευδομορφισμό20. Καί οί δύο μένουν πιστές στό περιεχόμενό τους διαμέσου τής αντίθεσής τους, ή τέχνη μή ένδίδοντας σέ σημασιολογήσεις.ή φιλοσοφία μή προσκολλώμενη σέ κανένα άμε σο στοιχείο. Ή φιλοσοφική έννοια δέν εγκαταλείπει τη λαχτά ρα. ή όποια εμψυχώνει την τέχνη ώς μή έννοιολογική καί ή εκπλήρωση τής οποίας ξεφεύγει από την άμεσότητα τής τέχνης, πού είναι φαινομενική. Όργανο τής σκέψης καί παραταϋτα ένα τείχος ανάμεσα στην ϊδια καί αύτό πού σκέφτεται, ή έννοια άρνείται αυτή τη λαχτάρα. Μιά τέτοια λαχτάρα ή φιλοσοφία δέν μπορεί νά την παρακάμψει. δπως δέν μπορεί καί νά ύποκύψει σέ αυτή. Καθήκον της είναι νά προσπαθεί μέσω τής έννοιας νά ξεπεράσει τό πλαίσιο τής έννοιας. Ή φιλοσοφία δέν μπορεί, ούτε μετά την άπάρνηση τού ιδεα λισμού. νά κάνει χωρίς τη θεωρητική εικοτολογία, ασφαλώς ύπό μιά έννοια ευρύτερη από τήν ύπερβολικά θετική τού Χέγκελ**. την όποια τίμησε ό Ιδεαλισμός καί ή όποια έχει προγραφεϊ μαζί μέ αυτόν. Οί θετικιστές δέν δυσκολεύονται νά καταλογίσουν είκοτολογικά στοιχεία στόν μαρξικό ύλισμό. ό όποιος ξεκινάει από αντικειμενικούς ουσιώδεις νόμους καί διόλου από άμεσα δεδομένα ή προτάσεις πρωτοκόλλου. Γιά νά απαλλαγούν άπό τήν ύποψία ότι αντιπροσωπεύουν μιά ιδεολογία22, μερικοί θεω ρούν τελευταία πιό πρόσφορο νά άποκαλούν τόν Μάρξ μεταφυ σικό στοχαστή παρά ταξικό εχθρό. Αλλά τό άσφαλές έδαφος είναι ένα φάντασμα εκεί όπου ή άξίωση άληθείας απαιτεί μιά θέση ύπεράνω τών άμεσων δεδομένων. Ή φιλοσοφία δέν μπορεί νά ικανοποιηθεί μέ θεωρήματα πού θέλουν νά τήν κάνουν νά έγκαταλείψει τό ούσιαστικό της ενδιαφέρον αντί νά τό ικανο ποιήσουν. έστω καί μέ ένα όχι. Τό αίσθάνθηκαν πάντοτε τά κι νήματα κατά τού Κάντ άπό τόν δέκατο ένατο αιώνα καί έξής. τά όποια βέβαια εκτέθηκαν πολλές φορές στήν κατηγορία τού σκο ταδισμού. Αλλά ή άντίσταση τής φιλοσοφίας πρέπει νά αναπτυ χθεί. Ακόμη καί στή μουσική, όπως ασφαλώς καί σέ κάθε τέχνη, ή παρόρμηση πού δίνει κάθε φορά ζωή στό πρώτο μέτρο δέν
30
ΤΟ ΘΙ-ΡΡΙΓΠΚΟ-ΚΙΚΟΤΟΛΟΠΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
βρίσκει την ικανοποίηση της αμέσως, άλλά στην άρθρωμένη πο ρεία. Κατ* αυτά, οσο καί άν είναι επίφαση ώς όλότητα. άσκεί μέσω αυτής κριτική στην έπίφαση δτι τό περιεχόμενο είναι εδώ καί τώρα παρόν. Μιά τέτοια διαμεσολάβηση δέν άρμόζει λιγό τερο στη φιλοσοφία. Όταν έχει την άβασάνιστη προπέτεια νά «τό» πεϊ. την πλήττει ή έγελιανή ετυμηγορία γιά τό κενό βάθος. Όποιος βάζει στό στόμα του τό βαθύ νόημα γίνεται τόσο λίγο βαθύς μέ αυτό όσο μεταφυσικό γίνεται καί τό μυθιστόρημα πού άναφέρει τίς μεταφυσικές απόψεις τού προσώπου του. Όποιος απαιτεί άπό τή φιλοσοφία νά ασχοληθεί μέ τό θέμα τού είναι ή μέ άλλα κεντρικά θέματα τής δυτικής μεταφυσικής πιστεύει μέ πρωτόγονο τρόπο στό ύλικό. Ή φιλοσοφία δέν μπορεί ασφαλώς νά άποφύγει τό αντικειμενικό κύρος τέτοιων θεμάτων, άλλά διόλου δέν είναι βέβαιο δτι ή εξέταση τών μεγάλων ζητημάτων άνταποκρίνεται σέ αυτή. Τόσο πολύ πρέπει νά φοβάται τούς πεπατημένους δρόμους τού φιλοσοφικού στοχασμού, πού τό έμφαντικό ενδιαφέρον της αναζητεί καταφύγιο σέ εφήμερα αντικείμενα, τά όποια δέν ύπερκαθορίζονται άπό προθέσεις. Την παραδοσιακή φιλοσοφική προβληματική πρέπει νά τήν άρνείται κανείς μέ καθορισμένο τρόπο, ασφαλώς σέ συνδυασμό μέ τά έπιμέρους ερωτήματα. Ό κόσμος πού αντικειμενικά συ μπτύσσεται σέ μιά όλότητα δέν αφήνει τή συνείδηση ελεύθερη. Τή δένει συνεχώς εκεί άπό δπου θέλει νά φύγει· ή σκέψη δμως πού χαζοχαρούμενη αρχίζει άπό τήν αρχή.χωρίς νά νοιάζεται γιά τήν ιστορική μορφή τών προβλημάτων της. γίνεται πολύ πιό εύκολα θύμα τους. Στήν ιδέα τού βάθους ή φιλοσοφία συμμετέ χει μόνο δυνάμει τής νοητικής της πνοής. Σχετικό μοντέλο της ατούς νεότερους χρόνους είναι ή καντιανή παραγωγή τών κα θαρών έννοιών τής διάνοιας (νόησης), ό δημιουργός τής όποιας, μέ βαθιά άπολογητική ειρωνεία, είπε δτι είναι «τοποθετημένη κάπως βαθιά»™. Είναι καί τό βάθος, όπως δέν διέφυγε τού Χέγκελ. ένα στοιχείο τής διαλεκτικής καί δχι μιά μεμονωμένη ιδιό τητα. Σύμφωνα μέ μιά απεχθή γερμανική παράδοση ώς βαθείς εμφανίζονται οι σκέψεις πού δίνουν όρκο πίστης στή θεοδικία
ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
31
τού κακού καί τού θανάτου. Άποσιωπάται καί παρεισάγεται ένας θεολογικός τελικός στόχος, λες καί τό κύρος τής σκέψης κρίνεται από τά άποτελέσματά της. την έπικύρωση τής ύπερβατικότητας. ή από τη βύθισή της στον έσωτερικό κόσμο, τό άπλό είναι δι’ εαυτό- λες καί ή άπόσυρση από τόν εξωτερικό κόσμο είναι χωρίς άλλο ταυτόσημη μέ τη συνείδηση τών θεμελίων τού κόσμου. ‘Απέναντι στά φαντάσματα τού βάθους, τά όποια στην ιστορία τού πνεύματος ήταν πάντοτε εύμενώς διατεθειμένα απέναντι στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων, ή όποια γι’ αύτά είναι πολύ έπίπεδη. ή αντίσταση θά ήταν τό πραγματικό κριτή ριο τού βάθους. Ή έξουσία τής κατεστημένης τάξης ανεγείρει τίς προσόψεις πάνω στίς όποιες σκοντάφτει ή συνείδηση. Αύτές πρέπει νά προσπαθήσει ή συνείδηση νά σπάσει. Μόνον αυτό θά άποσπούσε άπό την ιδεολογία την αξίωση τού βάθους. Μέσα σέ μιά τέτοια αντίσταση έπιζεί τό είκοτολογικό στοιχείο: ό.τι δέν δέχεται νά τού προδιαγράφει ό νόμος του άπό τά δεδομένα γε γονότα τά ξεπερνάει άκόμη καί στην πιό στενή έπαφή μέ τά αντικείμενα καί στην άρνηση τής ιερής καί όσιας υπερβατικότη τας. Εκεί όπου ή σκέψη ξεπερνάει εκείνο μέ τό οποίο άντιστεκόμενη συνδέεται είναι ή ελευθερία της. Αυτή ακολουθεί την τά ση έκφρασης τού υποκειμένου. Ή ανάγκη νά κάνει κανείς τό πάσχειν εϋγλο)ττο. νά κάνει τόν πόνο νά μιλήσει, είναι προϋπό θεση κάθε αλήθειας. Διότι τό πάσχειν είναι ή άντικειμενικότητα πού βαραίνει τό ύποκείμενο- αυτό πού τό υποκείμενο έμπειράται ώς τό πιό ύποκειμενικό του. ή έκφρασή του. είναι αντικειμενικά διαμεσολαβημένο. Αυτό μπορεί νά βοηθήσει ώστε νά έξηγηθεί γιατί ή γλωσσική έκθεση τής σκέψης δέν είναι αδιάφορη γιά τή φιλοσοφία, ένα εξωτερικό ένδυμα, άλλά ένύπαρκτη στήν ιδέα της. Τό όλοκληρωμένο στοιχείο έκφρασης τής φιλοσοφίας, μή έννοιολογικό-μιμητικό. άντικειμενοποιεϊται μόνο μέσω τής γλωσσικής έκθεσής της. τής γλώσσας. Ή έλευθερία τής φιλοσοφίας δέν είναι παρά ή ικανότητα άρθροίσης τής άνελευθερίας της. Άν τό στοιχείο έκφρασης ποζάρει ο>ς κάτι περισσότερο άπό αυτό, εκφυλίζεται
ΓΛΡΣΣΙΚΗ ΕΚΗΗΣΗ
σέ κοσμοθεωρία· δταν ή φιλοσοφία έγκαταλείπει τό στοιχείο έκφρασης καί την υποχρέωση γιά γλωσσική έκθεση της σκέψης, εξομοιώνεται με τήν έπιστήμη. Η έκφραση καί ή αυστηρότητα δεν είναι δύο χωριστές δυνατότητες. Ή μία χρειάζεται την άλλη, καμμία δεν κάνει χωρίς τήν άλλη. Ή έκφραση άπαλλάσσεται με τή βοήθεια τής σκέψης, πάνω στήν όποια μοχθεί όπως καί άντίστροφα. από τόν τυχαίο χαρακτήρα της. Ή σκέψη γίνε ται δεσμευτική καί ακριβής μόνον ώς εκφρασμένη· δ.τι λέγεται χαλαρά δέν είναι προϊόν καλής σκέψης. Μέσω τής έκφρασης τό έκφραζόμενο άποκτά αυστηρή συνέπεια. Ή έκφραση δέν είναι αύτοσκοπός σέ βάρος τού έκφραζόμενου. αλλά τό άπάγει από τήν έκπραγματισμένη ακαταστασία, ή όποια είναι επίσης ένα αντικείμενο φιλοσοφικής κριτικής. Ή είκοτολογική-θεωρητική φιλοσοφία χωρίς ίδεαλιστική υποδομή άπαιτεί τήν πιστή αφο σίωση στήν αύστηρή συνέπεια γιά νά σπάσει τήν αυταρχική άξίωση εξουσίας τής τελευταίας. Ό Μπένγιαμιν. πού τό αρχικό του σχέδιο γιά τό ΡαΒβαχίπιοίτΗ συνδύαζε μέ απαράμιλλο τρόπο τήν είκοτολογική Ικανότητα μέ τή μικρολογική επαφή μέ τά άντικειμενικά περιεχόμενα, έγραψε αργότερα σέ μιά επιστολή δτι τό κυρίως μεταφυσικό στρώμα εκείνης τής εργασίας μπορεί κανείς νά τό πραγματευθεϊ μέ επιτυχία μόνον ώς «ανεπίτρεπτα “ποιητικό"»24. Αύτή ή συνθηκολόγηση δηλώνει τόσο τή δυσκο λία τής φιλοσοφίας πού δέν θέλει νά διολισθήσει δσο καί τό ση μείο άπό τό όποιο πρέπει κανείς νά συνεχίσει τήν έννοιολογική εργασία. Στό φώς ήλθε ασφαλώς μετά τήν τρόπον τινά κοσμο θεωρητική υιοθέτηση τού διαλεκτικού υλισμού μέ κλειστά μά τια. Τό γεγονός δμως δτι ό Μπένγιαμιν δέν άποφάσισε νά προ χωρήσει στήν οριστική καταγραφή τής θεωρίας τού ΡαβΒαχι'ηιιν^ θυμίζει επιτακτικά δτι ή φιλοσοφία είναι κάτι περισσότερο άπό όποιαδήποτε επιχείρηση μόνον δπου έκτίθεται στόν κίνδυνο νά άποτύχει πλήρως, ώς απάντηση στήν παραδοσιακά λαθραία απόλυτη ασφάλεια. Ή ηττοπάθεια τού Μπένγιαμιν άπέναντι στή δική του σκέψη οφειλόταν σέ ένα υπόλειμμα μή διαλεκτικής θετικότητας πού κουβαλούσε ακόμη, ώς πρός τή μορφή της
ΓΛΩΣΣΙΚΜ ΕΚΘΕΣΗ
33
αμετάβλητη, άπό τη θεολογική του φάση στην ύλιστική, ένώ ή έγελιανή ταύτιση τής άρνητικότητας μέ τη σκέψη, πού προφυλάσσει τη φιλοσοφία άπό τη θετικότητα τής έπιστήμης καί άπό τόν τυχαίο χαρακτήρα τής έρασιστεχνικής σκέψης, έχει τό εμπειρικό της περιεχόμενο. Ή σκέψη, ήδη αυτή καθ’ έαυτήν. άνεξάρτητα άπό τό έκάστοτε περιεχόμενό της, είναι άρνηση, άντίσταση κατά του έπιβαλλόμενου σέ αυτή· αύτό ή σκέψη τό κληρονόμησε άπό τη σχέση τής εργασίας πρός τό υλικό της. άπό τό άρχέτυπό της. Άν ή ιδεολογία σήμερα περισσότερο παρά ποτέ παροτρύνει τη σκέψη πρός τη θετικότητα. μέ αύτό δηλώνει πονηρά δτι αύτή άκριβώς ή τελευταία είναι τό άντίθετο τής σκέψης καί δτι άπαιτεΐται ή φιλική ένθάρρυνση τής κοινωνικής αύθεντίας γιά νά μπορέσει ή σκέψη νά εθιστεί στη θετικότητα. Ή προσπάθεια πού εμπεριέχεται στην ίδια την έννοια τής σκέ ψης. ώς άντιπάλου τής παθητικής θέασης, είναι ήδη άρνητική. μιά έξέγερση κατά τής άπαίτησης κάθε άμεσότητας νά ύποκύψει κανείς σέ αύτή. Ή κρίση καί τό συμπέρασμα, οί μορφές νόησης χωρίς τίς όποιες δέν μπορεί νά κάνει ούτε ή κριτική τής σκέψης, εμπεριέχουν κριτικά σπέρματα· ή κατηγορηματικότητά τους σημαίνει πάντοτε καί τόν άποκλεισμό τού άνεπιτευκτου άπό αύτές τίς μορφές τής νόησης, ένώ καί ή άλήθεια πού θέλουν νά οργανώσουν άρνείται. άν καί μέ άμφίβολο δικαίωμα, δ.τι δεν σφραγίζουν οί ίδιες. Ή κρίση, σύμφωνα μέ την όποια κάτι είναι έτσι, δυνητικά δέν δέχεται δτι ή σχέση τού ύποκειμένου της καί τού κατηγορήματος της είναι διαφορετική άπό την έκφραζόμενη σέ αύτή την κρίση. Οί μορφές τής σκέψης, οί κατηγορίες της. θέλουν νά προχωρήσουν πέρα άπό αύτό πού απλώς ύπάρχει. πέρα άπό κάτι «δεδομένο». Ή αιχμή πού ή σκέψη στρέφει κα τά τού ύλικού της δέν είναι μόνον ή κυριαρχία πάνω στή φύση, πού έλαβε πνευματικό χαρακτήρα. Ένώ ή σκέψη βιάζει τό άντικείμενο στό όποιο άσκεί τίς συνθέσεις της. ταυτόχρονα ακολουθεί ένα σύνολο δυνατοτήτων πού περιμένουν μέσα στό «απέναντι» της καί άσυνείδητα υπακούει στήν ιδέα νά επανορ θώσει στά άντικείμενά της τό κακό πού τούς προξένησε· ή φι
.Μ
ΘΕΙΙI ΑΙ1Ι ΝΑΝ Π ΣΤΟ 1ΎΓΙΉΜΑ
λοσοφία συνειδητοποιεί αυτή την Ασυνείδητη στάση. Ή Ασυμ φιλίωτη σκέψη συνοδεύεται άπό την ελπίδα γιά συμφιλίωση, διότι ή Αντίσταση τής σκέψης κατά τού Απλώς υπάρχοντος. ή έπιτακτική έλευθερία τού υποκειμένου. Αποσκοπεί καί στό ύποκείμενο ώς στοιχείο τού αντικειμένου, αύτό πού μέ τη με τατροπή τού τελευταίου σέ Αντικείμενο χάθηκε γι' αύτό. Ή παραδοσιακή εικοτολογία Ανέπτυξε τη σύνθεση τής ποικιλομορφίας, την οποία, σέ καντιανή βάση, φανταζόταν ώς χα ώδη. καί τελικά επιχείρησε νά ξετυλίξει Από μέσα της κάθε πε ριεχόμενο. Σέ αντίθεση πρός εκείνη ό τελικός στόχος τής φιλο σοφίας. τό Ανοιχτό καί Ακάλυπτο, είναι τόσο αντισυστηματικός όσο καί ή έλευθερία της νά έρμηνεύει φαινόμενα μέ τά όποια Αντιπαραβάλλεται χωρίς προστατευτικά όπλα. Απομένουν όμως πολλά από τό σύστημα τά όποια πρέπει νά προσέχει, κα θόσον τό ετερογενές πρός αυτή εμφανίζεται απέναντι της ώς σύστημα. Πρός αύτή τήν κατεύθυνση κινείται ό διοικούμενος κόσμος. Σύστημα είναι ή Αρνητική αντικειμενικότητα, όχι τό θετικό ύποκείμενο. Σέ μιά Ιστορική φάση ή οποία παρέπεμπε τά συστήματα. όσο αυτά αναφέρονταν στά σοβαρά σέ περιεχό μενα. στό διαβόητο βασίλειο τής ποίησης ίδεών καί από αυτά κράτησε μόνο τό Αχνό περίγραμμα τού σχήματος διάταξης, δυ σκολεύεται κανείς νά φανταστεί ζωντανά τί ήταν εκείνο πού οδηγούσε τό φιλοσοφικό πνεύμα στό σύστημα. Ή αρετή τής μεροληψίας δέν επιτρέπεται νά ¿μποδίζει τή θεώρηση τής ιστο ρίας τής φιλοσοφίας νά αναγνωρίσει πόσο ανώτερο ήταν τό σύ στημα από τούς αντιπάλους του επί δύο καί πλέον αιώνες, είτε ύπό όρθολογιστική είτε ύπό ιδεαλιστική μορφή* οί Αντίπαλοί τους φαίνονται τετριμμένοι σέ σύγκριση μέ αύτά. Τά συστήμα τα εξηγούν λεπτομερώς, έρμηνεύουν τόν κόσμο* οί Αλλοι κατά βάθος διαβεβαιώνουν πάντοτε Απλώς τό ίδιο: δέν γίνεται* πα ραιτούνται. αποστερούν καί Αποτυγχάνουν. Άν τελικά περιεί χαν περισσότερη αλήθεια, αύτό θά συνηγορούσε ύπέρ τής άπο ψης ότι ή φιλοσοφία είναι εφήμερη. Πάντως θά ήταν δική της δουλειά νά αποσπάσει μιά τέτοια αλήθεια Από καθετί κατώτε
ΘΕΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
35
ρο καί νά την υποστηρίξει κατά τών φιλοσοφιών οΐ όποιες όχι μόνον άπό έπαρση αύτοαποκαλούνται ανώτερες: προπάντων ό ύλισμός δεν μπορεί νά απαλλαγεί μέχρι σήμερα άπό τη φήμη δτι έφευρέθηκε στά Άβδηρα25. Σύμφωνα μέ τήν κριτική τού Νίτσε τό σύστημα μαρτυρούσε απλώς τή μικροπρέπεια τών λο γιών. ή όποια αποζημιωνόταν γιά τήν πολιτική αδυναμία μέ τήν έννοιολογική κατασκευή τού τρόπον τινά διοικητικού δικαιώ ματος τους νά όρίζουν τήν τύχη τών δντων. Αλλά ή συστηματι κή άνάγκη. ή τάση νά μήν άρκείται κανείς στά membra disiecta [διάσπαρτα μέλη] τής γνώσης, αλλά νά θέλει νά φθάσει στό άπόλυτο. μιά φιλοδοξία πού άκούσια ένυπάρχει ήδη στήν έγκυρότητα κάθε μεμονωμένης κρίσης, ήταν κάποτε κάτι περισσότε ρο άπό μιά ψευδομόρφωση τού πνεύματος, τήν άπομίμηση τής άκαταμάχητα επιτυχούς μεθόδου τών μαθηματικών καί τών φυ σικών επιστημών. Από τή σκοπιά τής ιστορίας τής φιλοσοφίας τά συστήματα, προπάντων τού δεκάτου έβδόμου αιώνα, είχαν άντισταθμιστικό σκοπό. Ό'ίδιος όρθός λόγος, πού εναρμονι σμένος μέ τά συμφέροντα τής άστικής τάξης, είχε συντρίψει τή φεουδαρχική τάξη πραγμάτων καί τήν πνευματική μορφή άντανάκλασής της. τήν όντολογία τών Σχολαστικών, στάθηκε άπέναντι στά συντρίμμια, τό δικό του έργο, καί άμέσως φοβήθηκε τό χάος. Τρομάζει μπροστά σέ αύτό πού έξακολουθεί νά ύπάρχει κάτω άπό τή σφαίρα κυριαρχίας του καί άπειλητικά νά ενισχύεται κατ’ άναλογία πρός τή δική του δύναμη. Εκείνος ό φό βος έπλασε στά πρώτα στάδια τή συστατική γιά ολόκληρη τήν άστική σκέψη συμπεριφορά, ή οποία σπεύδει νά εξουδετερώνει κάθε βήμα πρός τήν κατεύθυνση τής χειραφέτησης μέ τήν ενί σχυση τής τάξης. Στη σκιά τής ημιτελούς χειραφέτησής της ή άστική συνείδηση πρέπει νά φοβάται δτι θά άναιρεθεί άπό μιά πιό προηγμένη· υποπτεύεται δτι. επειδή δεν άντιπροσωπεύει ολόκληρη τήν έλευθερία. παράγει άπλώς μιά γελοιογραφία ελευθερίας* αύτό τήν άναγκάζει νά επεκτείνει θεωρητικά τήν αυτονομία της δίνοντάς της τή μορφή ένός συστήματος, το όποιο ταυτόχρονα μοιάζει μέ τούς καταναγκαστικυύς μηχανι
3Λ
Η ΕΣΗ A flbN A N Tl ΣΤΟ ΙΥΓ ΙΉ Μ Α
σμούς της. Ό άστιχός ορθός λόγος έπιχείρησε νά παραγάγει άπό μέσα του τήν τάξη που είχε άρνηθεί στόν έξωτεριχό κόσμο. Ώς παραγμένη όμως δέν είναι πιά τάξη πραγμάτων- και έτσι είναι ακόρεστη. Μιά τέτοια παράλογα-ορθολογικά παραγμένη τάξη ήταν τό σύστημα: κάτι πού έχει τεθεί καί εμφανίζεται ώς αυθύπαρκτο. Τήν προέλευση του έπρεπε νά την τοποθετήσει στήν τυπική σκέψη, πού είναι αποσχισμένη άπό τό περιεχόμενό της- τήν κυριαρχία της πάνω στό υλικό δέν μπορούσε νά τήν ασκήσει διαφορετικά. Τό φιλοσοφικό σύστημα ήταν εξαρχής άντινομικό. Μέσα του διασταυρωνόταν ή προσπάθεια μέ τήν ίδια της τήν αδυναμία εύόδωσης- ό ορθός λόγος καταδίκασε ακριβώς τήν προηγούμενη ιστορία τών νεωτερικών συστημάτων στήν εξαφάνιση τού ένός άπό τό έπόμενο. Ό ίδιος, πού γιά νά επιβληθεί ώς σύστημα δυνητικά άπάλειφε δλα τά ποιοτικά χα ρακτηριστικά στά όποια άναφερόταν. περιήλθε σέ αγεφύρωτη άντίθεση πρός τήν άντικειμενικότητα. τήν όποια βίαζε προφασιζόμενος πώς τήν κατανοεί. Απομακρυνόταν άπό αυτή δλο καί πιό πολύ όσο πληρέστερα υποτασσόταν στά άξιώματά του. τε λικά μάλιστα μόνο σέ ένα: τό άξίωμα τής ταυτότητας. ΟΙ σχο λαστικές πλευρές όλων τών συστημάτων, μέχρι τις άρχιτεκτονικες λεπτολογίες τού Κάντ ή, παρά τό πρόγραμμά του. άκόμη καί τού Χέγκελ. είναι σημάδια μιας a priori έξαρτημένης άποτυχίας. ή οποία στά σημεία ρήξης τού καντιανού συστήματος δηλώνεται μέ άπαράμιλλη έντιμότητα- ήδη στόν Μολιέρο ή σχο λαστικότητα είναι ένα κεφάλαιο τής όντολογίας τού άστικού πνεύματος. Ό.τι άπό τό άντικείμενο κατανόησης υποχωρεί μπροστά στήν ταυτότητα τής έννοιας άναγκάζει τήν τελευταία νά λάβει ύπερβολικά μέτρα ώστε νά μήν μπορεί νά έγερθεί καμμιά άμφιβολία γιά τήν άπρόσβλητη πληρότητα, κλειστή ενό τητα καί άκρίβεια τού προϊόντος τής σκέψης. Ή μεγάλη φιλο σοφία συνοδευόταν άπό τόν παρανοϊκό ζήλο νά μήν άνέχεται τίποτε άλλο έκτος άπό τήν ίδια καί νά διώκει τό μή άνεκτό μέ όλη τήν πανουργία τού Λόγου, ενώ αύτό άποτραβιέται όλο καί περισσότερο καθώς διώκεται. Τό παραμικρό ύπόλειμμα μή
Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΩΣ ΘΥΜΟΣ
37
ταυτότητας άρκούσε γιά νά διαψεύσει την ταυτότητα, απολύ τως σύμφωνα μέ την έννοιά της. Τά έκφύματα των συστημά των, ήδη άπό τό κωνάριο [έπίφυση] του Καρτέσιου καί τά αξιώματα καί τούς ορισμούς τού Σπινόζα, δπου έχει τοποθετη θεί ήδη όλόκληρος ό όρθολογισμός. τόν όποιο ό Σπινόζα εξάγει μέ την παραγωγική μέθοδο, μαρτυρούν μέ την αναλήθειά τους τήν αναλήθεια τών 'ίδιων τών συστημάτων, τήν πλάνη τους. Τό σύστημα, γιά τό όποιο τό κυριαρχικό πνεύμα πίστεψε πώς αποτελούσε τόν φωτοστέφανό του. έχει τήν προϊστορία του στην προπνευματική περιοχή, τή ζωική ζωή τού ανθρώπινου γένους. Τά άρπακτικά ζώα πεινούν τό άλμα πάνω στό θύμα είναι δύσκολο, συχνά επικίνδυνο. Γιά νά τό άποτολμήσει. τό ζώο χρειάζεται πρόσθετες παρορμήσεις. Αύτές συγχωνεύονται μέ τή δυσαρέσκεια τής πείνας γιά νά προκαλέσουν τόν θυμό του κατά τού θύματος. Ή έκφραση τού θυμού τρομάζει μέ τή σειρά του τό θύμα μέ πρόσφορο τρόπο καί τό κάνει νά παραλύσει. Μέ τήν πρόοδο πρός τήν ανθρωπιά αυτό έκλογικεύεται μέσω προβολής. Τό animal rationale [έλλογο ζώο], πού έχει όρεξη νά σπαράξει τόν αντίπαλό του. ήδη εύτυχισμένος κάτο χος ενός υπερεγώ, πρέπει νά βρει έναν λόγο. Όσο πληρέστερα αύτό πού κάνει ακολουθεί τόν νόμο τής αύτοσυντήρησης. τόσο λιγότερο έπιτρέπεται νά όμολογήσει στόν έαυτό του καί τούς άλλους τήν πρωτοκαθεδρία της* άν τό έκανε, θά γινόταν ανα ξιόπιστη ή επίπονα αποκτημένη θέση του ώς ζώου πολιτικού, όπως λέγεται στά νεότερα γερμανικά. Τό έμβιο όν πού πρόκει ται νά καταβροχθιστεί πρέπει νά είναι κακό. Τό άνθρωπολογικό σχήμα έχει μετουσιωθεί μέχρι καί τή γνωσιολογία. Στόν ιδε αλισμό -πιό χαρακτηριστικά στόν Φίχτε- κυριαρχεί ασυνείδητα τό Ιδεολόγημα ότι τό μή εγώ, l'autrui |ό άλλος], τελικά καθετί πού θυμίζει τή φύση, είναι κατώτερο, ώστε ή ενότητα τής αύτοσυντηρούμενης σκέψης νά μπορεί νά τό καταβροχθίσει χωρίς δισταγμό. Αύτό δικαιολογεί τήν αρχή της καί ταυτόχρονα αυξάνει τόν πόθο της. Τό σύστημα είναι ή κοιλιά πού έγινε πνεύμα καί ό θυμός τό χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ίδεαλι-
3Χ
Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΟΧ ΘΥΜΟΣ
σμού· αύτός ό χαρακτηριστικός θυμός διαστρεβλώνει άκόμη καί την άνθρωπιά του Κάντ. αμαυρώνει τόν φωτοστέφανο τής ανωτερότητας καί τής εύγένειας τόν όποιο κατάφερε νά περιβληθεί. Ή άντίληψη γιά τόν άνθρωπο στό επίκεντρο είναι συναδελφωμένη μέ την περιφρόνηση του ανθρώπου: νά μην αφήνει τίποτε άδιαφιλονίκητο καί απείραχτο. Ή υπέροχη άνεπιείκεια τού ήθικοΰ νόμου ανήκε στόν τύπο ένός τέτοιου έκλογικευμένου θυμού κατά τού μή ταυτόσημου, όπως καί ό φιλελεύθερος Χέγκελ δεν ήταν καλύτερος όταν μέ την άνωτερότητα τής ένο χης συνείδησης έπέπληττε εκείνους πού δέν δέχονταν τήν είκοτολογική έννοια, τήν ύποστασιοποίηση τού πνεύματος36. Ή απελευθερωτική πράξη τού Νίτσε. πραγματικά μιά στροφή τής δυτικής σκέψης, τήν όποία οί μεταγενέστεροι άπλώς σφετερίσθηκαν. ήταν ότι άποκάλυψε τέτοια μυστήρια. 'Ένα πνεύμα πού άποβάλλει τήν εκλογίκευση -τόν μαγικό του κλοιό-παύει, δυνάμει τού αύτοστοχασμού του. νά είναι τό ριζικό κακό πού στό πρόσωπο τού Άλλου τό εξερεθίζει. - Αλλά ή διαδικασία στην όποία τά συστήματα λόγω τής άνεπάρκειάς τους αποσυ ντέθηκαν είναι ή αντίστιξη μιας κοινωνικής διαδικασίας. Ό άστικός ορθός λόγος μέ τη μορφή τής αρχής τής ανταλλαγής ερχόταν, αντικειμενικά, μέ όλο καί μεγαλύτερη, άν καί δολοφο νική επιτυχία πιό κοντά στά συστήματα αφήνοντας όλο καί λιγότερα έξω από τό πλαίσιό του. Αύτό πού στή θεωρία άποδεικνυόταν μάταιο επικυρωνόταν μέ ειρωνικό τρόπο στήν πράξη. "Ετσι έγινε προσφιλής ό λόγος γιά τήν κρίση τού συστήματος ώς ιδεολογίας άκόμη καί σέ όλους ¿κείνους τούς τύπους πού προηγουμένως, σύμφωνα μέ τό ήδη απαρχαιωμένο ιδανικό τού συστήματος, δέν χόρταιναν νά άναφέρονται γεμάτοι μνησικακία καί μέ στόμφο σέ αύτή τήν πνευματώδη παρατήρηση. Κατ’ αύτά ή πραγματικότητα δέν μπορεί πιά νά κατασκευαστεί θε ωρητικά, διότι θά έπρεπε νά κατασκευαστεί πάρα πολύ συστη ματικά. Ή άνορθολογικότητά της. πού ύπό τήν πίεση τής μερικοκρατικής27 όρθολογικότητας ένισχύεται: ή άποδιοργάνωση μέσω ένοποιητικής οργάνωσης, προσφέρει τά σχετικά προσχή
Ο ΔΙΠΛΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
39
ματα. Άν ή κοινωνία, ώς κλειστό καί γι’ αύτόν τό λόγο ασυμφι λίωτο μέ τά ύποκείμενα σύστημα, άποκαλυπτόταν, ώς πρός τόν χαρακτήρα της. θά γινόταν πολύ όδυνηρή γιά τά ύποκείμενα. ένόσω αυτά παραμένουν κατά κάποιον τρόπο ύποκείμενα. Τό δήθεν ύπαρκτικό χαρακτηριστικό28 αγωνία είναι ή κλειστοφο βία τής κοινωνίας πού εγινε σύστημα. Τόν χαρακτήρα συστή ματος. πού μέχρι χθές ήταν τό σύνθημα τής σχολικής φιλοσο φίας. τόν άρνούνται μέ επιμέλεια οί μύστες της- ατιμώρητα μπορούν νά ποζάρουν μάλιστα ώς έκπρόσωποι μιας ελεύθερης, πρωτογενούς ή ακόμη καί μή ακαδημαϊκής σκέψης. Μιά τέτοια κατάχρηση δέν ακυρώνει τήν κριτική τού συστήματος. Κοινή σέ δλη τήν έμφαντική φιλοσοφία, σέ αντίθεση πρός τή σκεπτικιστική. ή όποια άποποιήθηκε τήν έμφαση, ήταν ή πρόταση ότι μό νον ώς σύστημα είναι δυνατή. Αυτή ή πρόταση 'έχανε τή φιλο σοφία νά παραλύει όσο καί οί έμπειριστικές κατευθύνσεις. Εκείνα πού ή φιλοσοφία θά επρεπε νά κρίνει μέ βάσιμα έπιχειρήματα ύποστηρίζονται άξιωματικά προτού καν άρχίσει. Τό σύστημα, μορφή παρουσίασης μιας όλότητας γιά τήν όποια τί ποτε δέν παραμένει εξωτερικό. άπολυτοποιεϊ τή σκέψη απένα ντι σέ κάθε περιεχόμενό της καί εξατμίζει τό περιεχόμενο μεταμορφώνοντάς το σέ σκέψη : τό σύστημα είναι ίδεαλιστικό πρίν άπό κάθε επιχειρηματολογία ύπέρ τού ιδεαλισμού. Ή κριτική δέν ρευστοποιεί όμως απλώς τό σύστημα. Ό ντ* Αλαμπέρ. στήν άκμή τού Διαφωτισμού, είχε λόγους νά κάνει διάκριση ανάμεσα στό esprit de système καί τό esprit systéma tique καί ή μέθοδος τής Εγκυκλοπαίδειας άνταποκρινόταν σέ αύτή. Ύπέρ τού esprit systématique δέν συνηγορεί μόνο τό τε τριμμένο μοτίβο ένός δεσμού μεταξύ τών πραγμάτων, ό όποιος αποκρυσταλλώνεται μάλλον μεταξύ τών ασύνδετων· αυτό τό πνεύμα δέν 'ικανοποιεί απλώς τή λαίμαργη διάθεση τών γρα φειοκρατών νά κατατάσσουν τά πάντα δπως-όπως στίς κατη γορίες τους. Ή μορφή τού συστήματος άνταποκρίνεται στον κόσμο πού σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο ξεφεύγει άπό τήν ηγε μονία τής σκέψης· ή ένότητα καί ή ομοφωνία όμως είναι ταυτό
40
Ο ΔΙΠΛΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
χρονα ή λοξή προβολή μιας ειρηνικής πλέον καί οχι ανταγωνι στικής κατάστασης πάνω στις συντεταγμένες τής εξουσιαστι κής. καταπιεστικής σκέψης. Ή διπλή σημασία τής φιλοσοφικής συστηματικής δεν αφήνει άλλη επιλογή από τή μετάθεση τής άποδεσμευμένης άπό τά συστήματα δύναμης τής σκέψης στόν άνοιχτό καθορισμό των χωριστών στοιχείων. Αύτό δέν ήταν ξέ νο γιά τή Λογική τού Χέγκελ. Ή μικροανάλυση τών έπιμέρους κατηγοριών, εμφανιζόμενη ταυτόχρονα ώς αντικειμενικός αύτοστοχασμός τους, θά έπρεπε. χωρίς νά λαμβάνει υπόψη καμμιά καλύπτρα πού τούς φοριέται άπό πάνω, νά κάνει κάθε έννοια νά περνάει στήν άλλη του. Ή όλότητα αυτής τής κίνησης θά σήμαινε τότε γι’ αύτή τήν έννοια τό σύστημα. 'Ανάμεσα στήν έννοια τού συστήματος, ή όποια άποπερατώνει καί ¿κινητοποι εί. καί τήν έννοια τής δυναμικής, ή όποια άναφέρεται στήνκαθαρή αύτάρκη δημιουργία μέσα άπό τό υποκείμενο καί συ γκροτεί δλη τή φιλοσοφική συστηματική, επικρατεί τόσο ή άντίφαση δσο καί ή συγγένεια. Τήν ένταση άνάμεσα στή στατική καί τή δυναμική ό Χέγκελ μπόρεσε νά τήν εξισορροπήσει μόν κατασκευάζοντας τήν αρχή τής ενότητας, τό πνεύμα, ώς κάτι πού υπάρχει καθ’ εαυτό καί ταυτόχρονα είναι καθαρό γίγνε σθαι. έπαναφέροντας έτσι τόν άριστστελικό - σχολαστικό actus purus29. Τό άνακόλουθο αύτής τής κατασκευής, ή ύποκειμενική δημιουργία καί ή οντολογία, ό νομιναλισμός καί ό ρεαλισμός30, συγκεκομμένο στό αρχιμήδειο σημείο, εμποδίζει καί ένδοσυστημικά τή διάλυση αύτής τής έντασης. Παραταϋτα μιά τέτοια φιλοσοφική έννοια τού συστήματος στέκεται ύπεράνω κάθε απλώς επιστημονικής συστηματικής, ή όποια απαιτεί τήν εύτα κτη καί καλά οργανωμένη έκθεση τών σκέψεων, τή συνεπή δό μηση τών ειδικών κλάδων, χωρίς ωστόσο νά έπιμένει αυστηρά, έξαιτίας τών άπαιτήσεων τού άντικειμένου, στήν εσωτερική ενότητα τών στοιχείων. Όσο καί άν τό αίτημα αύτής τής ενότη τας ύπαγορεύεται άπό τήν προϋπόθεση τής ταυτότητας δλων τών οντων μέ τή γνωστική άρχή. τόσο θεμιτά άπό τήν άλλη με ριά θυμίζει, έτσι βεβαρημένο δπως είναι άπό τήν ίδεαλιστική
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΝΟΜΙΚΟ
41
εικοτολογία, τη συγγένεια μεταξύ των άντικειμένων. ή όποια άνακηρύσσεται ταμπού άπό τή φυσικοεπιστημονική ανάγκη δη μιουργίας μιας τάξης, γιά νά ύποχωρήσει στη συνέχεια στό ύποκατάστατο τών σχημάτων πού σχεδιάζει αύτή ή ανάγκη. Τό σημείο επικοινωνίας μεταξύ τών αντικειμένων, αντί τό καθένα νά είναι ένα άτομο τής φυσικής, δπως τό κάνει ή λογική τής τα ξινόμησης. είναι ό υποτυπώδης καθορισμός τών αντικειμένων καθ’ έαυτά. τόν όποιο ό Κάντ άρνιόταν. ενώ ό Χέγκελ.άντιτιθέμενος σέ αύτόν. ήθελε νά τόν άποκαταστήσει διαμέσου του υποκειμένου. Κατανοώ ένα πράγμα ώς τέτοιο, όχι απλώς τό εντάσσω στό σύστημα αναφοράς, δέν σημαίνει παρά ότι άντιλαμβάνομαι τήν εγγενή σχέση του έπιμέρους στοιχείου πρός άλλα στοιχεία. Ένας τέτοιος άντιυποκειμενισμός κινείται κάτω άπό τό τρίζον κάλυμμα του απόλυτου ιδεαλισμού μέ τη διάθε ση νά άποκαλύψει τά εξεταζόμενα κάθε φορά πράγματα άνατρέχοντας στη γένεση τους. Ή σύλληψη τού συστήματος θυμί ζει. μέ άντεστραμμένο τρόπο, τή συνοχή τού μή ταυτόσημου τήν όποια ακριβώς τραυματίζει ή παραγωγική συστηματική. Ή κρι τική τού συστήματος καί ή άσυστηματική σκέψη παραμένουν κάτι έξωτερικό όσο δέν άποδεσμεύουν τή δύναμη τής συνοχής, τήν οποία τά ίδεαλιστικά συστήματα μεταβίβαζαν στό υπερβα τικό υποκείμενο. Ή συστηματοποιός αρχή τού εγώ, ή καθαρή ύπερκείμενη κάθε περιεχομένου μέθοδος, ήταν ανέκαθεν ό ορθός λόγος. Τί ποτε έξωτερικό πρός αύτόν δέν τόν περιορίζει, ούτε κάν ή λεγόμενη πνευματική τάξη. "Οταν ό ιδεαλισμός σέ όλες τίς βαθμί δες του θεωρεί τήν αρχή του θετικά άπειρη. μετατρέπει τήν ποι οτική σύσταση τής σκέψης, τήν ιστορική του αυτονόμηση, σέ μεταφυσική. Άπαλείφει όλα τά ετερογενή όντα. Αύτό ορίζει τό σύστημα ώς καθαρό γίγνεσθαι, καθαρή διαδικασία, τελικά ώς απόλυτη δημιουργία, όπως χαρακτήρισε τή σκέψη ό Φίχτε. πού κατ’ αύτά είναι ό αυθεντικός συστηματικός τής φιλοσοφίας. Ήδη στόν Κάντ ό χειραφετημένος όρθός λόγος, ό progrcssus nd infinitum |πρόοδος έπ’ άπειρον), αναστελλόταν μόνον άπό τήν
42
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙ ΝΟΜΙΚΟ
τουλάχιστον τυπική Αναγνώριση τού μή ταυτόσημου. Ή αντι νομία μεταξύ ολότητας καί άπειρου -καθώς ή επ’ άπειρον κίνη ση σπάζει τό εσωτερικά ισορροπημένο σύστημα, τό όποιο πά ντως οφείλει την ύπαρξή του μόνο στό άπειρο- έχει ίδεαλιστικό χαρακτήρα. Μιμείται μιά κεντρική αντινομία τής αστικής κοι νωνίας. ή όποια γιά νά αύτοσυντηρείται. νά παραμένει ή ίδια, νά «είναι», πρέπει διαρκώς νά έπεκτείνεται. νά προχωρεί, νά μεταθέτει τά δρια όλο καί πιό πέρα, νά μή σέβεται κανένα όριο, νά μήν παραμένει ή ίδια31. Τής έχει καταδειχθεί ότι μόλις φθάσει σέ μιά οροφή καί δέν διαθέτει πιά μή καπιταλιστικούς χώ ρους έξω άπό τήν περιοχή της. πρέπει, σύμφωνα μέ τήν έννοιά της. νά αύτοκαταργηθεί. Αυτό εξηγεί γιατί, παρά τόν Αριστο τέλη. ή νεωτερική έννοια τής δυναμικής, όπως καί ή έννοια τού συστήματος, δέν ταίριαζε στήν Αρχαιότητα. Αλλά καί στόν Πλάτωνα, άπό τούς διαλόγους τού όποιου πολλοί έχουν έπιλέξει τήν άπορητική μορφή, αύτές οί δύο έννοιες μπορούν νά καταλογισθούν μόνον Αναδρομικά. Ή μομφή πού έπέρριψε γι’ αύτόν τό λόγο ό Κάντ στους παλαιούς δέν είναι τόσο Απλώς λογική όσο έμφανίζεται. Αλλά ιστορική: πέρα γιά πέρα νεωτε ρική . Άπό τήν άλλη μεριά ή συστηματική είναι τόσο σύμφυτη μέ τή σύγχρονη συνείδηση, πού Ακόμη καί οί άντισυστηματικές προσπάθειες τού Χούσσερλ υπό τήν ονομασία οντολογία, άπό τίς όποιες Αργότερα Αποσχίστηκε ή θεμελιώδης όντολογία. Αναγκάστηκαν, στό όνομα τής τυποποίησής τους, νά υπαναχω ρήσουν στό σύστημα. Έτσι διασταυρωμένες μεταξύ τους, ή στατική καί ή δυναμική τού συστήματος περιέρχονται συχνά σέ διαμάχη. Γιά νά είναι όντως κλειστό τό σύστημα, νά μήν Ανέχε ται τίποτε έξω άπό τή δικαιοδοσία του, πρέπει, όσο δυναμικό καί άν είναι στή σύλληψή του, ως θετικά άπειρο νά γίνει πεπε ρασμένο, στατικό. Τό γεγονός ότι στηρίζει τόν εαυτό του. όπως έλεγε εγκωμιαστικά γιά τό δικό του ό Χέγκελ. τό άκινητοποιεί. Τά κλειστά συστήματα, γιά νά τό πούμε αδρά, πρέπει νά είναι έτοιμα, τελειωμένα. Εύτράπελες ρήσεις όπως εκείνη πού συχνά στιγματίστηκε στόν Χέγκελ. ότι ή παγκόσμια ιστορία έχει όλο-
ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤ1ΝΟΜ1ΚΟ
43
κληρωθεί στό πρωσσικό κράτος, δεν είναι ούτε άπλές άποκλίσεις γιά ιδεολογικούς σκοπούς ούτε ασήμαντες απέναντι στό δλον. Ό αναγκαίος παραλογισμός τους καταστρέφει την άξιωνόμενη ενότητα τού συστήματος καί της δυναμικής. Ή δυναμι κή. καθώς άρνείται τήν έννοια τού όρίου καί ώς θεωρία είναι βέβαιη ότι πάντοτε παραμένει κάτι έξω από τό πλαίσιό της. έχει καί τήν τάση νά μήν άναγνωρίζει τό σύστημα, τό προϊόν της. Δέν θά ήταν άκαρπο νά έξετάσει κανείς τήν ιστορία της νε ότερης φιλοσοφίας γιά νά διαπιστώσει πώς συμβιβάστηκε μέ τόν ανταγωνισμό τής στατικής καί τής δυναμικής στό σύστημα. Τό έγελιανό δέν ήταν μέσα του αληθινά ένα γιγνόμενο. αλλά άρρητα προμελετημένο ώς πρός κάθε μεμονωμένο χαρακτηρι στικό. Μιά τέτοια ασφάλεια τό καταδικάζει ώς αναληθές. Ή συνείδηση θά έπρεπε τρόπον τινά ασυνείδητα νά βυθίζεται στά φαινόμενα άπέναντι στά όποια λαμβάνει θέση. Ετσι όμως ή διαλεκτική θά άλλαζε ποιοτικά. Ή συστηματική όμοφωνία θά διαλυόταν. Τό φαινόμενο δέν θά παρέμενε πιά αύτό πού παρ* όλες τίς αντίθετες δηλώσεις τού Χέγκελ εντούτοις παραμένει, παράδειγμα τής έννοιάς του. Αύτό θά επέβαλλε περισσότερη έργασία καί προσπάθεια στή σκέψη άπό εκείνη πού ό Χέγκελ χαρακτηρίζει ώς έργασία καί προσπάθεια, διότι σέ αύτόν ή σκέ ψη βγάζει άπό τά αντικείμενά της πάντοτε μόνον ό.τι είναι ήδη σκέψη. Παρά τό πρόγραμμα τής αύτοπαραίτησης ικανοποιείται μόνη της καί έκτυλίσσεται σάν αυτόματος μηχανισμός, όσο καί άν απαιτεί τό αντίθετο. Άν ή σκέψη μπορούσε νά αύτοπαραιτηθεί άπορροφούμενη άπό τό άντικείμενο. άν άφορούσε αύτό καί όχι τήν κατηγορία του, τήν έννοιά του. ύπό τή διατρίβουσα ματιά τής σκέψης τό άντικείμενο θά άρχιζε νά μιλάει άπό μόνο του. Ή άντίρρηση τού Χέγκελ κατά τής γνωσιολογίας ήταν ότι μόνον έπεξεργαζόμενος τόν σίδηρο γίνεται κανείς σιδηρουργός, μόνο πραγματοποιώντας τή γνωστική διαδικασία πάνω σέ αύτό πού τής άντιστέκεται. στό τρόπον τινά άθεωρητικό. Έδώ πρέ πει νά τού ζητήσουμε νά τηρήσει τό λόγο του· αύτό μόνο Οά έδινε στή φιλοσοφία πάλι τήν ελευθερία πρός τό άντικείμενο,
[-THXEIPHMA KAI ΕΜΠΕΙΡΙΑ
την οποία είχε χάσει ύπό τη μαγική έπήρεια τής έννοιας τής ελευθερίας, τής νοηματοδοτικής αύτονομίας τού ύποκειμένου. Αλλά ή είκοτολογική-θεωρητική δύναμη διάρρηξης τού άδιάλυτου είναι ή δύναμη τής άρνησης. Μόνο σε αύτή έξακολουθεΐ νά ζεί ή συστηματική τάση. Οί κατηγορίες τής κριτικής τού συστή ματος είναι ταυτόχρονα εκείνες πού κατανοούν τό έπιμέρους. Τό στοιχείο τού συστήματος πού κάποτε δικαιολογημένα ξεπερνούσε τό έπιμέρους έχει τήν κοιτίδα του έξω άπό τό σύστη μα. Ή ματιά πού έρμηνεύοντας άντιλαμβάνεται κάτι περισσό τερο άπό αυτό πού τό ίδιο απλώς είναι, καί μόνον έτσι αντι λαμβάνεται τί είναι, έκκοσμικεύει τή μεταφυσική. Μόνον άποσπάσματα ώς μορφή τής φιλοσοφίας θά απέδιδαν στίς χιμαιρι κά σχεδιασμένες άπό τόν ιδεαλισμό μονάδες (Monaden) αυτό πού τούς άνήκει. Θά ήταν παραστάσεις τής όλότητας μέσα στό μερικό, γιά τήν όποια ώς τέτοια δέν μπορούμε νά σχηματίσου με παραστάσεις. Ή σκέψη πού τίποτε δέν επιτρέπεται νά ύποστασιοποιεί θε τικά έξω άπό τή διαλεκτική κίνηση υπερακοντίζει τό άντικείμενο, μέ τό όποιο δέν ύποκρίνεται πιά πώς είναι ένα καί τό αύτό· γίνεται πιό άνεξάρτητη άπό όσο είναι στήν άντίληψη τής άπολυτότητάς της. όπου τό κυριαρχικό καί τό πειθήνιο άνακατεύονται μεταξύ τους, τό ένα μέσα του έξαρτημένο άπό τό άλλο. Σέ αύτό στόχευε Ισως ή καντιανή εξαίρεση τής νοητής σφαίρας άπό κα θετί ένύπαρκτο στόν αισθητό κόσμο. Ή βύθιση στό μεμονωμένο, ή άκρότατη διαλεκτική έμμονή στό ένύπαρκτο. χρειάζεται ώς στοιχείο της καί τήν ελευθερία νά έξέρχεται άπό τό άντικείμενο. τήν όποια άποκλείει ή άξίωση τής ταυτότητας. Ό Χέγκελ θά τήν έπέκρινε: είχε έμπιστοσύνη στήν πλήρη διαμεσολάβηση32 μέσα στά άντικείμενα. Στή γνωστική πρακτική, τή λύση τού άδιάλυτου. τό στοιχείο μιας τέτοιας υπέρβασης τής σκέψης άποκαλύπτεται άπό τό γεγονός ότι ώς μικρολογική πρακτική διαθέτει μόνο μακρολογικά μέσα. Τό αίτημα γιά δεσμευτικότητα χωρίς σύστημα άπαιτεί μοντέλα σκέψης. Καί αύτά δέν είναι απλώς μοναδολογικού τύπου. Τό μοντέλο έξακριβώνει τό ειδικό καί
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
45
κάτι περισσότερο άπό τό ειδικό χαρακτηριστικό, χωρίς νά τό εξατμίζει μέσα στη γενικότερη ύπερκείμενη έννοιά του. Σκέφτο μαι φιλοσοφικά σημαίνει σκέφτομαι σύμφωνα μέ μοντέλα· ή αρνητική διαλεκτική είναι ένα σύνολο αναλύσεων βάσει μοντέ λων. Ή φιλοσοφία θά ταπεινωνόταν έκ νέου μετατρεπόμενη σέ μιά παρήγορη κατάφαση, άν άπέκρυπτε άπό τόν έαυτό της καί τούς άλλους τό γεγονός δτι εκείνο μέ τό όποιο πάντοτε κινητο ποιεί τά αντικείμενα μέσα τους πρέπει νά τούς τό έμφυσά άπό έξω. Εκείνο πού περιμένει μέσα στά ϊδια χρειάζεται τήν παρέμ βαση γιά νά μιλήσει, μέ τήν προοπτική δτι οί δυνάμεις πού κινη τοποιούνται άπό έξω. τελικά κάθε θεωρία πού έρχεται νά προ σεγγίσει τά φαινόμενα, θά άκινητοποιηθεί μέσα σέ αυτά. Ή φι λοσοφική θεωρία εννοεί καί κατ’ αύτά τό δικό της τέλος: μέσω τής πραγματοποίησής της. Παρόμοιες προθέσεις δέν λείπουν άπό τήν ιστορία. Άπό τυπική άποψη ή άνώτατη έννοια τού γαλ λικού Διαφωτισμού, ό Λόγος, τού προσδίδει κάτι συστηματικόάλλά ή συστατική διαπλοκή αυτής τής ιδέας του. τού Λόγου, μέ μιά άντικειμενικά λογική συγκρότηση τής κοινωνίας άφαιρεί άπό τό σύστημα τό πάθος, τό οποίο τό ξαναβρίσκει μόνον δταν ό Λόγος ώς ιδέα άπαρνεϊται τήν πραγματοποίηση του και αύτοαπολυτοποιεϊται ώς πνεύμα. Ή σκέψη ώς έγκυκλοπαίδεια. κάτι λογικά όργανωμένο καί παραταύτα άσυνεχές, μή συστηματικό, χαλαρό. εκφράζει τό αύτοκριτικό πνεύμα τού Λόγου. Τό πνεύμα άντιπροσωπεύει κάτι πού άργότερα. τόσο λόγω τής αύξανόμενης άπόστασης τής φιλοσοφίας άπό τήν πρακτική δσο καί μέ τήν ένταξή της στά άκαδημαϊκά Ιδρύματα, διέφυγε άπό τή φιλοσο φία: τήν έμπειρία τού κόσμου, εκείνη τή ματιά πού εκτιμά τήν πραγματικότητα, στοιχείο τής οποίας είναι καί ή σκέψη. Τίποτε άλλο δέν είναι ή ελευθερία τού πνεύματος. Δέν μπορεί νά τή στερηθεί άσφαλούς ή σκέψη, δπως δέν μπορεί νά τής λείψει ούτε εκείνο τό στοιχείο τού «άνθρώπου τών γραμμάτων», πού τό μι κροαστικό έπιστημονικό ήθος τό έχει δυσφημίσει, ή περισυλλογή τής αυτοσυγκέντρωσης. τό έπιχείρημα. πού μέ μόχθο οίκειοποιήθηκε τόσο σκεπτικισμό, ενώ ή έπιστημονικοποιημένη φιλοσο
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
φία τό καταχράται. Κάθε φορά πού ή φιλοσοφία ήταν ουσιώδης, αυτά τά δυο στοιχεία, ή έλευθερία τού ττνεύματος καί τό έπιχείρημα. εμφανίζονταν μαζί. Θεωρούμενη άπό σχετική άπόσταση.ή διαλεκτική θά μπορούσε νά χαρακτηριστεί ώς ή άνερχόμενη στό επίπεδο τής αύτοσυνείδησης προσπάθεια νά κάνει τη φιλοσοφία διαπερατή γι' αυτά. Αλλιώς τό έξειδικευμένο έπιχείρημα θά έκφυλιζόταν μετατρεπόμενο σε ένα είδος τεχνικής τών χωρίς έννοιες ειδικών καταμεσής στόν έννοιολογικό κόσμο, όπως έξα πλώνεται σήμερα ακαδημαϊκά στή λεγάμενη άναλυτική φιλοσο φία, τήν όποια μπορούν νά έκμάθουν καί νά αντιγράφουν (άναπαράγουν) ειδικά ρομπότ, θεμιτή είναι ή έμμένουσα στό σύ στημα έπιχειρηματολογική σκέψη δταν προσλαμβάνει τήν πραγ ματικότητα πού έχει ένοποιηθεϊ σέ σύστημα, γιά νά τής άντιτάξει τήν ίδια της τή δύναμη, ενώ τό στοιχείο ελευθερίας τής σκέ ψης άντιπροσωπεύει τήν άρχή ή όποια ήδη γνωρίζει δτι αυτό τό σύστημα είναι έμφαντικά άναληθές. Χωρίς αυτή τή γνώση δέν θά επερχόταν ή έκρηξη, χωρίς τήν οίκειοποίηση τής δύναμης τού συστήματος ή σκέψη θά αποτύγχανε. Τό γεγονός δτι αυτά τά δύο στοιχεία δέν συγχωνεύονται άνετα όφείλεται στήν αντικει μενική δύναμη τού συστήματος, ή όποία ενσωματώνει ακόμη καί δ.τι δυνητικά τήν υπερβαίνει. Αλλά ή άναλήθεια τής έμμονης στό σύστημα αποκαλύπτεται άπό τή συντριπτική εμπειρία δτι ό κόσμος, πού όργανώνεται τόσο συστηματικά σάν νά ήταν ό εγκωμιασμένος άπό τόν Χέγκελ πραγματοποιημένος Λόγος, άλογος δπως παραμένει, διαιωνίζει τήν αδυναμία τού πνεύμα τος. τό όποιο εμφανίζεται παντοδύναμο. Ή ένδοιδεαλιστική κριτική τού ιδεαλισμού υπερασπίζεται τόν ιδεαλισμό, καθόσον δείχνει πόσο έξαπατάται ό Ιδιος μή δρέποντας τούς καρπούς του. πόσο τό πρώτο, πού σύμφωνα με αυτόν είναι τό πνεύμα, συμμαχεί ώς συνένοχος με τήν τυφλή επικυριαρχία τού άπλώς υπαρκτού. Ή διδασκαλία γιά τό απόλυτο πνεύμα τό κάνει άμε σα συνένοχο. -Ή επιστημονική συναίνεση θά έτεινε νά ομολο γήσει δτι καί ή έμπειρία έμπεριέχει θεωρία, άλλά μιά θεωρία πού ισοδυναμει μέ μιά «άποψη», στήν καλύτερη περίπτωση μιά
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΚΑΙ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
47
υπόθεση έργασίας. Συνδιαλλακτικοί έκπρόσωποι του φυσικοεπιστημονικοϋ απαιτούν άπό αύτό πού οί ίδιοι άποκαλούν κό σμια ή καθαρή επιστήμη νά δώσει λόγο γιά τέτοιου είδους προ ϋποθέσεις. Αύτό ακριβώς τό αίτημα δέν συμβιβάζεται μέ τήν 7Π/ευματική εμπειρία. Όταν τής ζητείται νά έχει «άποψη», αυτή ή τελευταία θά ήταν ή θέση πού λαμβάνει άπέναντι στό ψητό εκείνος πού τό τρώει. Ή πνευματική εμπειρία ζεϊ άπό αύτό τό ψητό άναλώνοντάς το- μόνον όταν αύτό θά ενσωματωνόταν μέ σα της θά ήταν φιλοσοφία. Μέχρι τότε ή θεωρία αντιπροσωπεύει μέ τήν πνευματική εμπειρία εκείνον τόν κλάδο τόν όποϊο ό Γκαϊτε ήδη στή σχέση του μέ τόν Κάντ αισθανόταν έπώδυνο. Άν ή εμπειρία ήθελε νά έπαφεθεί μόνο στή δυναμική της καί στήν τύχη της. τίποτε δέν θά τή συγκροτούσε. Ή ιδεολογία στήνει καρτέρι στό 7ΐνεόμα πού. καθώς χαίρεται τόν έαυτό του όπως ό Ζαρατούστρας τού Νίτσε, τείνει ακάθεκτο σχεδόν πρός τήν αύτοαπολυτοποίησή του. Ή θεωρία τό ¿μποδίζει. Διορθώνει τήν απλοϊκότητα τής αύτοπεποίθησής του, χωρίς αύτό νά είναι άναγκασμένο νά θυσιάσει τόν αύθορμητισμό του. πρός τόν όποιο τείνει άπό τή μεριά της ή θεωρία, άφού κατά κανέναν τρόπο δέν εξαφανίζεται ή διαφορά άνάμεσα στό λεγόμενο ύποκειμενικό μερίδιο τής πνευματικής εμπειρίας καί τό άντικείμενό της· τή μαρτυρεί ή άναγκαία καί όδυνηρή προσπάθεια τού ύποκειμένου τής γνώσης. Στή μή συμφιλιωμένη κατάσταση [τής κοινωνίας] ή μή ταυτότητα βιώνεται ώς κάτι άρνητικό. Μπροστά σε αύτό υποχωρεί τό ύποκείμενο στόν έαυτό του καί στόν πλούτο τών συμπεριφορών του. Μόνον ό κριτικός αύτοστοχασμός τό προφυλάσσει άπό τή στενότητα τού πλούτου του καί άπό τή διάθε ση νά χτίσει έναν τοίχο άνάμεσα στόν έαυτό του καί τό άντικείμενο καί νά έκλάβει τή χωριστή του ύπαρξη. τό είναι δι’ έαυτό. ο>ς τό είναι καθ’ έαυτό καί δι' έαυτό33. Όσο λιγότερη ταυτότητα μετάξι; ύποκειμένου καί άντικειμένου μπορεί νά ύποτεθεϊ. τόσο πιό αντιφατικές είναι οί άπαιτήσεις άπό τό πρώτο ώς ύποκείμε νο γνώσης, μιά άχαλίνωτη δύναμη καί ένας άνοιχτός αύτοστοχα σμός. Ή θεωρία καί ή πνευματική έμπειρία χρειάζονται τήν
4Ν
ΓΟ ΙΛΙΓΤΙΩΔΠ
αλληλεπίδραση. Ή πρώτη δεν περιέχει απαντήσεις γιά τά πά ντα. άλλά άντιδρά στόν μέχρι τόν εσώτατο πυρήνα του ψευδή κόσμο. Ό.τι θά μπορούσε νά ξεφεύγει άπό τόν μαγικό κλοιό αύτού τού κόσμου δεν ύπόκειται στή δικαιοδοσία της θεωρίας. Ή κινητικότητα είναι κάτι ούσιώδες γιά τή συνείδηση καί όχι μιά τυχαία ιδιότητα. Εννοεί δύο τρόπους συμπεριφοράς: έναν έκ των ένδον, τή διαδικασία πού έμμένει στό πλαίσιο τού αντι κειμένου, τήν κυρίως διαλεκτική· καί έναν ελεύθερο, πού τρόπον τινά εγκαταλείπει τή διαλεκτική καί είναι άδέσμευτος. Αυτοί οί δύο τρόποι δέν είναι όμως παράταιροι. Ή σκέψη πού δεν υπα κούει σέ κανονισμούς έχει μιά έκλεκτική συγγένεια μέ τή διαλε κτική. μέ τή σκέψη πού ώς κριτική τού συστήματος θυμίζει εκείνο τό όποιο θά μπορούσε νά βρίσκεται έξω άπό τό σύστη μα· καί ή δύναμη πού ή διαλεκτική κίνηση άποδεσμεύει μέ τή γνώση είναι έκείνη ή όποια εναντιώνεται στό σύστημα. Αυτές οί δύο στάσεις της συνείδησης συνδέονται μεταξύ τους μέσω Αμοι βαίας κριτικής.όχι μέσω συμβιβασμού. Ή διαλεκτική πού δέν είναι πιά «προσηλωμένη»34 στήν ταυτό τητα προκαλεϊ τήν κατηγορία ή ότι είναι απύθμενη, ή οποία αναγνωρίζεται άπό τούς φασιστικούς της καρπούς, ή ότι έχει κάτι τό ίλιγγιώδες. Μιά τέτοια αίσθηση είναι κεντρική στή με γάλη ποίηση τής νεωτερικότητας άπό τόν Μπωντλαίρ καί εξής· ή φιλοσοφία δέχεται τήν Αναχρονιστική σύσταση νά μείνει έξω άπό τέτοια πράγματα. Πρέπει νά λέει κανείς τί θέλει· ό Κάρλ Κράους ήταν Αναγκασμένος νά άκούει ότι όσο Ακριβέστερα κά θε πρότασή του τόνιζε αυτή τήν ιδέα. Ακριβώς έξαιτίας αυτής τής Ακριβολογίας ή έκπραγματισμένη συνείδηση παραπονιόταν ότι τό μυαλό της γυρίζει σάν τή φτερωτή τού μύλου. Τό νόημα τέτοιων κραυγών βοήθειας τό προδίδει μιά συνήθεια τής κυ ρίαρχης γνώμης. Προτιμά νά παρουσιάζει εναλλακτικές προτά σεις άπό τίς όποιες καλείται κανείς νά έπιλεξει μία. νά τή ση μειώσει μέ σταυρό. "Ετσι οί αποφάσεις μιάς διοικητικής Αρχής περιορίζονται συχνά στήν αποδοχή ή απόρριψη υποβαλλόμενων
ΤΟ ΙΛΙ ΓΓΙΩΔΕΣ
49
σχεδίων· στά κρυφά ή διοικητική σκέψη έχει γίνει τό ποθητό πρότυπο άκόμη καί τής φερόμενης ώς ελεύθερης. Καθήκον τής φιλοσοφικής σκέψης είναι δμως. στίς ουσιώδεις καταστάσεις της. νά συμμετέχει σέ αύτό τό παιχνίδι. Οί έναλλακτικές προ τάσεις είναι ήδη ένα κομμάτι ετερονομίας. Γιά τόν θεμιτό ή άθέμιτο χαρακτήρα τών εναλλακτικών επιταγών θά έπρεπε νά κρίνει μόνο μιά συνείδηση από την όποια ή απόφαση άπαιτεϊται εξαρχής ώς ηθική επιλογή. Ή έμμονή σέ μιά όμολογία πί στης σέ μιά θέση είναι ένας ήθικός έξαναγκασμός πού προεκ τείνεται στή θεωρία καί τήν κάνει πιό χονδροειδή. Έτσι δέν διατηρούν ούτε καν τά μεγάλα θεωρήματα τόν πυρήνα αλήθειας μετά τήν απομάκρυνση τών έπουσιωδών στοιχείων- λόγου χάρη ό Μάρξ καί ό Ένγκελς άπέκρουσαν τίς προσπάθειες άραίωσης τής δυναμικής θεωρίας τών τάξεων καί τής οξείας οικονομικής έκφρασής της μέ τήν πιό απλή αντίθεση φτωχοί-πλούσιοι. Ή ουσία νοθεύεται από τή σύνοψη τού ούσιώδους. Ή φιλοσοφία ή όποια θά καταδεχόταν νά κάνει αύτό πού ειρωνευόταν ήδη ό Χέγκελ. νά γίνει βολική στούς ευνοϊκά διατεθειμένους άναγνώστες εξηγώντας τους τί πρέπει νά σκέφτονται σέ αυτή ή έκείνη τή σκέψη, θά συμμετείχε στήν προελαύνουσα έπαναστροφή χω ρίς νά συμβαδίζει μέ αυτή. Πίσω από τή σκοτούρα γύρω από τό ερώτημα πού μπορεί κανείς νά τήν πιάσει κρύβεται συνήθω; μιά επιθετική διάθεση, ή επιθυμία νά τήν αρπάξει. Έτσι άλληλοτρώγονταν οί διάφορες σχολές στήν ιστορία τής φιλοσοφίας. Ή ισοδυναμία μεταξύ ένοχής καί τιμωρίας μεταβιβάστηκε στήν ακολουθία τών ιδεών. Ακριβώς αυτή ή έξομοίωση τού πνεύμα τος μέ τήν κυρίαρχη άρχή πρέπει νά άποκαλυφθεί από τόν φι λοσοφικό στοχασμό. Ή παραδοσιακή σκέψη καί οί συνήθειες τού κοινού νού πού άφησε πίσω της μετά τή φιλοσοφική της παρέλευση απαιτούν ένα σύστημα άναφοράς. ένα frame of reference, όπου Άλα έχουν τή θέση τους. Δέν άποδίδεται καν με γάλη σημασία στήν κατανοησιμότητα τού συστήματος άνα φοράς -επιτρέπεται μάλιστα νά άποτελείται άπό δογματικά άξιο!)ματα-, άρκεϊ νά μπορεί νά εντοπίζεται κάθε σκέψη καί νά
50
TO ΕΥβΡΑΥΣΤΟ ΙΉΣ ΑΛΗΘΕΙΑ!
μένει μακριά κάθε ακάλυπτη ιδέα. Σέ αντιδιαστολή πρός αύτό ή γνώση πού άποδίδει καρπούς ρίχνεται à fonds perdu35 στά αντικείμενα. Ό 'ίλιγγος πού προκαλεΐ είναι ένας δείκτης άληθείας (índex veri)· τό σκόκ τού άνοιχτού καί ακάλυπτου, ή άρνητικότητα, όπως εμφανίζεται κατ’ ανάγκη μέσα στό καλυμμένο καί πάντοτε ίδιο, είναι άναλήθεια μόνο γιά τό άναληθές. Ή άποσυναρμολόγηση τών συστημάτων καί του συστήματος δέν είναι μιά τυπική γνωσιολογική πράξη. Αύτά πού άλλοτε τό σύστημα ήθελε νά προσδώσει στις λεπτομέρειες πρέπει νά άναζητηθοΰν μόνο σέ αυτές. Τίποτε δέν έγγυάται προηγουμένως στή σκέψη ούτε ότι αυτά ύπάρχουν εκεί ούτε τί είναι. Μόνον έτσι βρίσκει τό πραγματικό της περιεχόμενο ό κατά κανόνα κα ταχρηστικός λόγος ότι ή αλήθεια είναι τό συγκεκριμένο πρός τόν έαυτό του. Αύτή αναγκάζει τή σκέψη νά διατρίβει μπροστά στο πιό μικρό. Δέν πρέπει νά φιλοσοφεί κανείς πάνω στό συ γκεκριμένο, αλλά μέσα από αύτό. Όμως ή αφοσίωση στό ειδι κό αντικείμενο καθίσταται ύποπτη γιά έλλειψη σαφούς θέσης. Ό .τι είναι διαφορετικό άπό τό ύπάρχον θεωρείται από τό ίδιο μαγεία, ενώ στόν ψευδή κόσμο ή έγγύτητα. ή πατρίδα καί ή άσφάλεια είναι μορφές μαγικής δύναμης. Μαζί μέ την τελευ ταία οί άνθρωποι φοβούνται ότι θά χάσουν τά πάντα, διότι δέν γνωρίζουν άλλη εύτυχία. ούτε τήν εύτυχία τής σκέψης, εκτός άπό τή δυνατότητα νά κρατιούνται άπό κάτι, τή διαιωνιζόμενη άνελευθερία. Ζητούν τουλάχιστον ένα κομμάτι όντολογίας εν μέσω τής κριτικής πού ύφίσταται. λές καί αύτό πού θέλουν δέν τό έκφράζει καί ή παραμικρή άκάλυπτη αντίληψη τών πραγμά των καλύτερα άπό όσο μιά δήλωση προθέσεων, ή όποία δέν έχει συνέχεια. Στή φιλοσοφία επιβεβαιώνεται μιά εμπειρία πού κατέγραψε ό Σαίνμπεργκ γιά τήν παραδοσιακή θεωρία τής μουσικής : ότι κατά βάθος μαθαίνει κανείς άπό αύτή μόνο πώς αρχίζει καί πώς κλείνει μιά μουσική σύνθεση, τίποτε όμως γιά τήν ίδια, γιά τήν πορεία της. Κατ’ αναλογία ή φιλοσοφία δέν θά έπρεπε νά ύπάγεται σέ κατηγορίες, αλλά κατά κάποιον τρόπο πρώτα νά συντίθεται. Στήν πορεία της πρέπει συνεχώς νά άνα-
ΤΟ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
51
νεώνετοα. τόσο μέσα άπό τή δύναμή της δσο καί μέσα άπό την τριβή μέ τά κριτήριά της* αποφασιστική σημασία έχουν αυτά πού διαδραματίζονται μέσα της. δχι ή θέση ή ή άποψη, μέ άλλα λόγια ό ιστός καί όχι ή παραγωγική ή επαγωγική πορεία τής σκέψης πού κινείται πάνω σέ μιά ράγα. Αύτό κάνει τή φιλοσο φία ουσιαστικά μή συνοψίσιμη. Αλλιώς θά ήταν περιττή· τό γε γονός ότι συνήθως μπορεί νά συνοψίζεται σέ άναφορές είναι ένα επιχείρημα εναντίον της. Αλλά μιά συμπεριφορά πού δέν διαφυλάσσει κάτι πρώτο36 καί ασφαλές καί παραταύτα. ακόμη καί μέ τήν κατηγορηματικότητα τής διατύπωσης, κάνει τόσο λί γες παραχωρήσεις στό σχετικισμό, τόν άδελφό τής άπολυταρχίας. πού πλησιάζει τή διδασκαλία είναι ένοχλητική. 'Οδηγεί μέ χρι τό σημείο ρήξης πέρα άπό τόν Χέγκελ, ή διαλεκτική του όποιου ήθελε νά έχει τά πάντα, ακόμη καί νά είναι πρώτη φιλο σοφία [μεταφυσική] καί στήν αρχή τής ταυτότητας, τό άπόλυτο ύποκείμενο. όντως ήταν. Μέ τήν αποκήρυξη τού πρώτου καί σταθερού ή σκέψη δέν άπολυτοποιεί ώστόσο τόν έαυτό της ώς ελεύθερα αίωρούμενη. Ή αποκήρυξη ακριβώς συνδέει τή σκέψη σταθερά μέ αύτό πού ή ίδια δέν είναι καί έτσι διαλύει τήν ψευ δαίσθηση τής αύτάρκειάς της. Τό ψευδές τής άχαλίνωτης όρθολογικότητας. πού διέφυγε άπό τόν έαυτό της, ή μεταβολή τού διαφωτισμού σέ μυθολογία, μπορεί έπίσης νά καθοριστεί ορθο λογικά. Σκέψη, σύμφωνα μέ τό νόημά της, είναι σκέψη πάνω σέ κάτι. Ακόμη καί στή λογική μορφή άφαίρεσης τού «κάτι», ώς ενός νοούμενου καί κρινόμενου. ή όποια ύποστηρίζει ότι άπό μόνη της δέν θέτει κανένα όν. εξακολουθεί νά ζεϊ άνεξάλειπτο γιά τή σκέψη, πού θέλει νά τό έξαλείψει. τό μή ταυτόσημο μέ αυτή, εκείνο πού δέν είναι σκέψη. Ό όρθός λόγος γίνεται άνορθολογικός όταν τό ξεχνά, όταν σέ άντίθεση πρός τό νόημα τής σκέψης ύποστασιοποιεί τά προϊόντα της. τίς άφαιρέσεις. Ή επιταγή τής αύτάρκειας καταδικάζει τή σκέψη νά παραμένει κενή περιεχομένου, τελικά τής επιβάλλει τήν ποινή τής βλακείας καί τού πρωτογονισμού. Ή κατηγορία τού άπύθμενου θά έπρε πε νά στραφεί έναντίον τής πνευματικής άρχής πού συντηρεί
ΤΟ ΚΥΗΡΑΥΓΓΟ ΤΙ ΙΣ ΛΛΜΘΕΙΛΣ
τόν έαυτό της στον εαυτό της, ώς σφαίρας απόλυτων απαρχώνέχει όμως όπου ή όντολογία. προπάντων ό Χάιντεγγερ. βρίσκει τό απύθμενο είναι ό τόπος τής αλήθειας. Αίωρούμενη και εύθραυστη είναι ή άλήθεια λόγω τού χρονικού περιεχομένου της* ό Μπένγιαμιν έπέκρινε έμφαντικά τήν πρωτογενή άστική ρήση τού Γκότφρηντ Κέλλερ ότι ή άλήθεια δέν μπορεί νά μάς δραπετεύσει. Ή φιλοσοφία πρέπει νά παραιτηθεί από τήν παρήγορη ιδέα ότι ή αλήθεια δέν χάνεται ποτέ. Μιά αλήθεια πού δέν μπορεί νά πέσει στόν γκρεμό γιά τόν όποιο μωρολογούν οί φονταμενταλιστές τής μεταφυσικής -δέν είναι ό γκρεμός τής σβέλτας σοφιστικής, άλλά τής παραφροσύνης-, ύπό τήν έπιταγή τής αρχής τής ασφάλειας πού τούς διέπει. γίνεται αναλυτική, δυνητικά ταυτολογική. Μόνον οί σκέψεις πού φθάνουν στό έπακρο προτείνουν τό στήθος τους στην παντοδύναμη αδυνα μία τής ασφαλούς συγκατάθεσης' μόνον ή εγκεφαλική ακροβα σία έχει ακόμη σχέση μέ τό πράγμα πού σύμφωνα μέ τό κατά συνθήκην πιστευτό μύθευμα γιά χάρη τής αύτοϊκανοποίησης περιφρονεί. Καμμιά αστόχαστη, τετριμμένη διατύπωση δέν μπορεί, ώς αποτύπωμα τής ψευδούς ζωής, νά είναι ακόμη αλη θινή. Αντιδραστική είναι σήμερα κάθε απόπειρα ανάσχεσης τής σκέψης, προπάντων γιά χάρη τής χρησιμότητάς της. μέ τήν άερολογία ότι υπερβάλλει από αύταρέσκεια καί δέν είναι δεσμευ τική. Τό επιχείρημα θά μπορούσε νά διατυπωθεί χυδαία ώς έξής: άν θέλεις, μπορώ νά κάνω αμέτρητες τέτοιες αναλύσεις. “Ετσι ή καθεμία αχρηστεύει τήν άλλη. Αύτή τήν άπάντηση έδω σε ό Πέτερ Άλτενμπεργκ σέ κάποιον πού σύμφωνα μέ τό ίδιο μοντέλο θεωρούσε ύποπτη τή σύντομη μορφή των κειμένων του: εγώ όμως δέν θέλω. Ή ανοιχτή σκέψη παραμένει απρο στάτευτη από τόν κίνδυνο νά διολισθήσει στό τυχαίο καί κατά τό δοκούν τίποτε δέν τής παρέχει τήν έγγύηση ότι έχει κορεσθεί έπαρκώς μέ τό αντικείμενό της γιά νά ξεπεράσει αύτόν τόν κίνδυνο. Αλλά ή συνεπής άνάπτυξή της. ή πυκνότητα τού Ιστού, συμβάλλει ώστε νά βρει αυτό πού πρέπει. Ή λειτουργία τής έννοιας τής ασφάλειας στή φιλοσοφία μεταβλήθηκε. Αυτό πού
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΥ
53
κάποτε ήθελε νά ξεπεράσει τό δόγμα καί τήν κηδεμόνευση μέ σω τής αύτοβεβαιότητας έγινε κοινωνική άσφάλιση μιας γνώ σης πού ύποτίθεται δτι δέν μπορεί νά τής συμβεϊ τίποτε. Καί πραγματικά στους άψογους δέν συμβαίνει τίποτε. Στην ιστορία τής φιλοσοφίας έπαναλαμβάνεται ή μεταμόρ φωση επιστημολογικών κατηγοριών σέ ηθικές- ή έρμηνεία τού Κάντ από τόν Φίχτε είναι τό πιό έμφανές. άν καί όχι τό μοναδικό παράδειγμα. Κάτι παρόμοιο συνέβη μέ τη λογική-φαινομενολογική απολυταρχία. Τό σκάνδαλο απύθμενης σκέψης γιά τούς έκπροσώπους τής θεμελιώδους όντολογίας είναι ό σχετικισμός. Ή διαλεκτική εναντιώνεται τόσο κάθετα σέ αύτόν όσο καί στήν απολυταρχία, καί μάλιστα όχι λαμβάνοντας μιά μεσαία θέση άνάμεσά τους, αλλά διαμέσου τών δύο άκρων, τά όποια πρέπει νά άποκαλυφθοΰν ως αναληθή άντιπαραβαλλόμενα μέ τή δική της ιδέα. Είναι καιρός νά πραγματευθεί κανείς τόν σχετικισμό έτσι, διότι ή κριτική στήν όποια ύποβλήθηκε μέχρι τώρα συνήθως ήταν τόσο τυπική, πού άφηνε ως έναν βαθμό απείραχτη τήν ϊνα τής σχετικιστικής σκέψης. Λόγου χάρη τό προσφιλές, από τόν Λέοναρντ Νέλσον καί έξης, επιχείρημα κατά του Σπένγκλερ ότι ό σχετικισμός προϋποθέτει τουλάχιστον κάτι άπόλυτο. δηλαδή τή δική του ισχύ, καί έτσι έρχεται σέ αντίθεση πρός τόν έαυτό του είναι πενιχρό. Συγχέει τή γενική άρνηση μιας αρχής μέ την αύτοαναγόρευσή της σέ καταφατική θέση, χωρίς νά λαμβάνει ύπόψη τήν ειδοποιό διαφορά τής θεσιακής αξίας, τής σημασίας αυτών τών δύο. Πιό γόνιμο θά μπορούσε νά είναι άν ό σχετικι σμός αναγνωριστεί ώς μιά περιορισμένη μορφή συνείδησης. Κατ’ άρχάς ήταν ή μορφή τού αστικού ατομισμού, ό όποιος εκλάμβα νε τή διαμεσολαβημένη άπό τό γενικό άτομική συνείδηση ώς τή βασική καί γι’ αύτόν τό λόγο απέδιδε στίς γνώμες τών έκάστοτε άτόμων ϊσα δικαιιύματα, σάν νά μήν υπήρχε κανένα κριτήριο άλήθειας. Στήν άφηρημένη θέση γιά τή σχετικότητα, δηλαδή τήν εξάρτηση κάθε σκέψης, πρέπει νά θυμίσει κανείς εντελώς ούσιαστικά τή σχετικότητα-έξάρτηση τής ’ίδιας, τήν τύφλωση απέναντι στό υπερατομικό στοιχείο, τό μόνο πού μετατρέπει τήν άτομική
.'>4
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΧΗΤΙΚΙΣΜΟΥ
συνείδηση σέ σκέψη. Πίσω από αυτή τη θέση κρύβεται ή περι φρόνηση τού πνεύματος ύπέρ τής επικυριαρχίας τών υλικών συνθηκών ώς τού μόνου παράγοντα πού μετράει. Ό πατέρας αντιτείνει στίς μη βολικές καί αποφασιστικές άπόψεις τού γιού του δτι δλα είναι σχετικά, δτι, δπως στην έλληνική παροιμία, τά χρήματα είναι ό άντρας37. Ό σχετικισμός είναι χυδαίος ύλισμός. ή σκέψη διαταράσσει τήν έπιδίωξη τού κέρδους. Εχθρική κατά τού πνεύματος γενικά, μιά τέτοια στάση παραμένει κατ’ άνάγκη άφηρημένη. Ή σχετικότητα κάθε γνώσης μπορεί πάντοτε νά ύποστηρίζεται μόνον από έξω. δσο δέν επιτυγχάνεται καμμιά έγκυρη γνώση. Όταν ή συνείδηση εισχωρεί σέ μιά ορισμένη ύπόθεση καί λαμβάνει θέση απέναντι στήν ένύπαρκτη αξίωσή της γιά αλήθεια ή ψεύδος, ό δήθεν υποκειμενικά τυχαίος χαρακτήρας τής σκέψης διαλύεται. Ανάξιος είναι δμως ό σχετικισμός έπειδή αύτό πού θεωρεί άφενός τυχαίο καί κατά τό δοκούν καί αφετέ ρου μή άναγώγιμο σέ κάτι άλλο πηγάζει έπίσης άπό τήν αντικει μενικότητα -δηλαδή άπό τήν άτομιστική κοινωνία- καί ώς παράγωγό της πρέπει νά άποδειχθεί ώς κοινωνικά αναγκαία φαι νομενικότητα. Οί τρόποι συμπεριφοράς πού σύμφωνα μέ τό δόγμα τού σχετικισμού προσιδιάζουν στό έκάστοτε άτομο είναι προδιαμορφωμένοι. δέν διαφέρουν σχεδόν ποτέ άπό ένα βέλασμα· αύτό ισχύει ιδιαίτερα γιά τό στερεότυπο περί σχετικότη τας. Έτσι λοιπόν πιό έξυπνοι σχετικιστές δπως ό Παρέτο άνήγαγαν τήν άτομιστική φαινομενικότητα σέ συμφέροντα κοινω νικών ομάδων. Αλλά οί περιορισμοί τής άντικειμενικότητας. πού θέτει ή κοινωνιολογία τής γνώσης καί σχετίζονται μέ τήν κοινω νική διαστρωμάτωση, είναι άκόμη πιό εύκολο νά άναχθούν στό δλον τής κοινωνίας. τήν άντικειμενικότητα. Άν μιά όψιμη εκδοχή τού κοινωνιολογικού σχετικισμού, αύτή τού Μάνχαϊμ. πιστεύει δτι άπό τίς διάφορες προοπτικές τών κοινωνικών στρωμάτων μέ «αίωρούμενη» ευφυΐα μπορεί νά άποστάξει επιστημονική άντικειμενικότητα, μετατρέπει τίς προϋποθέσεις σέ αύτό πού έξαρτάται άπό αύτές. Στήν πραγματικότητα οί άποκλίνουσες προοπτικές έχουν τόν νόμο τους στή δομή τής κοινωνικής διαδι
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΙΣΜΟΥ
55
κασίας ώς ένός όπερκείμενου δλου. μέσα από τή γνώση τού όποιου αυτές παύουν νά είναι μή δεσμευτικές. Ένας επιχειρη ματίας πού δέν θέλει νά ύποκύψει στόν άνταγωνισμό πρέπει νά ύπολογίσει δτι τό μή καταβεβλημένο μέρος τής απόδοσης ξένης εργασίας θά περιέλθει στόν ίδιο ώς κέρδος καί νά σκεφθεΐ δτι κάνει άνταλλαγή δύο ισοτίμων, της έργατικής δύναμης έναντι τού κόστους άναπαραγωγής της· εξίσου αύστηρά πρέπει δμως νά εξηγηθεί γιατί ή αντικειμενικά άναγκαία συνείδηση είναι αντικειμενικά ψευδής. Αύτή ή διαλεκτική σχέση αίρει τά έπιμέρους στοιχεία τής συνείδησης μέσα της. Ή δήθεν κοινωνική σχε τικότητα τών αντιλήψεων υπακούει στόν αντικειμενικό νόμο τής κοινωνικής παραγωγής ύπό τήν κυριαρχία τής ατομικής ιδιοκτη σίας τών παραγωγικών μέσων. Ό αστικός σκεπτικισμός, τόν όποιο ενσαρκώνει ό σχετικισμός ώς δόγμα είναι στενοκέφαλος. Αλλά ή διαιωνιζόμενη άντιπνευματικότητα είναι κάτι περισσό τερο από απλό χαρακτηριστικό τής υποκειμενικής αστικής άνθρωπολογίας. Προκύπτει άπό τό γεγονός δτι ή έννοια τού Λό γου. δπως καί χειραφετήθηκε, μέσα στίς υφιστάμενες παραγωγι κές σχέσεις πρέπει νά φοβάται δτι ή συνέπειά της θά σπάσει αυτές τίς σχέσεις. Αυτό κάνει τό Λόγο νά αύτοπεριορίζεται· δια μέσου τής άστικής εποχής ή ιδέα τής αύτονομίας τού πνεύματος συνοδευόταν άπό τήν άντίδραση τής αύτοπεριφρόνησης τού πνεύματος. Τό ίδιο δέν συγχωρεϊ στόν εαυτό του δτι ή κατάστα ση τής κατευθυνόμενης άπό αυτό ζωής τών άνθρώπων δέν τού επιτρέπει νά πραγματοποιήσει τήν έλευθερία του, μιά δυνατότη τα πού έγκειται στήν έννοιά του. Αύτό λέγεται σχετικισμός στή γλώσσα τής φιλοσοφίας· δέν είναι άνάγκη νά άντιτάξει κανείς σέ αύτόν καμμιά δογματική απολυταρχία, τόν σπάζει ή άπόδειξη τής στενότητάς του. Όσο προοδευτικός καί άν ήθελε νά εμφανι στεί. ό σχετικισμός συνοδευόταν πάντοτε άπό ένα αντιδραστικό στοιχείο- ήδη στή σοφιστική βρισκόταν στή διάθεση τών ισχυρό τερων συμφερόντων. Ή διεισδυτική κριτική τού σχετικισμού είναι τό «παράδειγμα» τής καθορισμένης άρνησης. Ή άποδεσμευμένη διαλεκτική δέν πάσχει δπως καί ό Χέ-
5ft
II ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ H ΣΤΛΘΕΡΜ ΒΑΣΗ
γκελ άπό την έλλειψη μιας σταθερής βάσης. Αλλά δέν τής Απο νέμει πιά την πρωτοκαθεδρία. Ό Χέγκελ δέν την τόνισε τόσο πολύ στην πρωταρχή τής μεταφυσικής του: έπρεπε νά προκύ πτει άπό αύτή στό τέλος, ώς διαφανές όλον. Άντ’ αύτοΟ οί λο γικές του κατηγορίες έχουν έναν ιδιότυπο διπλό χαρακτήρα. Είναι παραγωγές, αύτοαναιρούμενες καί ταυτόχρονα a priori, αμετάβλητες δομές. Με τη δυναμική έναρμονίζονται μέ τή βοή θεια τής διδασκαλίας γιά τήν Αμεσότητα πού άποκαθίσταται έκ νέου σέ κάθε διαλεκτική βαθμίδα. Ή θεωρία τής δεύτερης φύ σης. πού ήδη στόν Χέγκελ ήταν κριτικά βαμμένη, δέν χάνεται ούτε γιά τήν Αρνητική διαλεκτική. Δέχεται ώς έχει τήν άδιαμεσολάβητη Αμεσότητα, τούς σχηματισμούς πού παρουσιάζει στή σκέψη ή κοινωνία καί ή έξέλιξή της. ώστε μέ τήν Ανάλυση νά άπκαλύψει τίς διαμεσολαβήσεις της. μέ κριτήριο τήν ένύπαρκτη διαφορά μεταξύ τών φαινομένων καί αυτού πού άπό μόνα τους φιλοδοξούν νά είναι. Ή διαρκής σταθερή βάση.τό «θετικό» τού νεαρού Χέγκελ. γιά μιά τέτοια Ανάλυση είναι τό Αρνητικό, δπως καί γιά τόν Χέγκελ. Ακόμη καί στόν Πρόλογο τής Φαινο μενολογίας τού πνεύματος ή σκέψη, θανάσιμος έχθρός αύτής τής θετικότητας. χαρακτηρίζεται ώς ή Αρνητική Αρχή·** 3*. Σέ αύτό οδηγεί ό πιό Απλός στοχασμός: δ.τι δέν σκέφτεται. Αλλά έπαφίεται στό κοίταγμα, τείνει πρός τό κακό θετικό λόγω εκεί νης τής παθητικής σύστασης ή οποία στήν κριτική τού Λόγου σημαίνει τήν αισθητήρια πηγή τής γνώσης. Οταν δεχόμαστε κά τι δπως προσφέρεται στίς αισθήσεις μας καί παραιτούμαστε άπό τόν στοχασμό, αύτό είναι δυνητικά πάντοτε ώραϊο: τό Αναγνωρίζουμε όπως είναι, ενώ κάθε σκέψη τείνει νά μάς προκαλέσει μιά Αρνητική κίνηση. Στόν Χέγκελ βέβαια, παρ’ όλους τούς Αντίθετους ισχυρισμούς, ή πρωτοκαθεδρία τού ύποκειμένου έναντι τού Αντικειμένου παραμένει Αδιαμφισβήτητη. Τή συγκαλύπτει μόνον ή ήμιθεολογική λέξη πνεύμα, τό όποιο κατά Ανεξάλειπτο τρόπο θυμίζει τήν Ατομική ύποκειμενικότητα. Ή Λογική τού Χέγκελ πληρώνει αύτόν τόν λογαριασμό μέ τόν Απολύτως τυπικό χαρακτήρα της. Ένώ σύμφωνα μέ τήν ίδια
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ Μ ΣΤΑΘΕΡΗ ΒΑΣΗ
57
της την έννοια θά έπρεπε νά είναι θεματική - ουσιαστική, στήν επιδίωξή της νά είναι ταυτόχρονα τά πάντα, μεταφυσική καί δι δασκαλία περί κατηγοριών, άποχωρίζει άπό τόν έαυτό της τά καθορισμένα δντα, τά όποια καί μόνο θά μπορούσαν νά νομι μοποιήσουν τήν προσέγγισή της· έτσι δέν απέχει πολύ άπό τόν Κάντ καί τόν Φίχτε. τούς όποιους ό Χέγκελ αδιάκοπα έπέκρινε ώς εκφραστές τής άφηρημένης ύποκειμενικότητας. Ή Επιστήμη τής λογικής είναι μέ τή σειρά της άφηρημένη ύπό τήν πιό άπλή έννοια· ή άναγωγή στίς γενικές έννοιες αποκλείει ήδη εξαρχής τό αντίθετό τους, εκείνο τό συγκεκριμένο γιά τό όποιο ή ίδεαλιστική διαλεκτική ύπερηφανεύεται δτι τό φέρει μέσα της καί τό άναπτύσσει. Τό ίτνεύμα κερδίζει τή μάχη του εναντίον τού άπόντος εχθρού. Ή υποτιμητική παρατήρηση τού Χέγκελ γιά τήν τυχαία ύπαρξη, τή γραφίδα τού Κρούγκ40. τήν όποια ή φι λοσοφία δικαιούται καί πρέπει νά άπαξιοϊ νά παραγάγει άφ' έαυτής, είναι κάτι σάν τήν κραυγή «πιάστε τόν κλέφτη». Κα θώς ή Λογική τού Χέγκελ έχει πάντοτε εξαρχής νά κάνει μέ τό μέσον τής έννοιας καί μόνο γενικά στοχάζεται πάνω στή σχέση τής έννοιας μέ τό περιεχόμενό της. τό μή έννοιολογικό. είναι έξαρχής ήδη βέβαιη γιά τήν απολυτότητα τής έννοιας, τήν όποια αναλαμβάνει νά αποδείξει. Όσο περισσότερο δμως ή αύτονομία τής υποκειμενικότητας αύτοκατανοείται κριτικά καί συνει δητοποιεί δτι είναι διαμεσολαβημένη. τόσο πιό δεσμευτική είναι ή ύποχρέωση τής σκέψης νά άντιπαραβληθεί μέ αύτό πού τής άποφέρει τή σταθερότητα τήν όποια δέν έχει μέσα της. Αλλιώς δέν θά υπήρχε ούτε καν εκείνη ή δυναμική μέ τήν όποια ή διαλεκτική κινεί τό βάρος τού σταθερού. Ή σκέψη δέν πρέπει νά άρνεϊται χωρίς περιστροφές κάθε εμπειρία πού έμφανίζεται ώς πρωτογενής. Άν άπό τήν έμπειρία τής συνείδησης έλειπε εντελώς ή άφέλεια. τήν οποία υπερασπιζόταν ό Κίρκεγκωρ. ή σκέψη, αμήχανη καί έχοντας άμφιβολίες γιά τόν έαυτό της. θά έκανε τά θελήματα τής κατεστημένης τάξης, θά Ικανοποιούσε τίς προσδοκίες της άπό αύτή, καί έτσι θά γινόταν άκόμη πιό αφελής. Ακόμη καί όροι όπως πρωτογενής έμπειρία. άσχημα
58
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ
Η ΣΤΑ Θ ΕΡΗ ΒΑ ΣΗ
εκτεθειμένοι οπό τη φαινομενολογία καί τη νέα οντολογία, δη λώνουν κάτι αληθινό. ένώ με τόν έξεζητημένο τους τρόπο τό βλάπτουν. Άν ή αντίσταση κατά τής πρόσοψης δεν έγειρόταν αυθόρμητα, χωρίς νά νοιάζεται γιά τίς δικές της εξαρτήσεις, ή σκέψη καί ή δραστηριότητα θά ήταν ενα θολό αντίγραφο. Ό.τι άπό τό άντικείμενο ξεπερνά τούς προσδιορισμούς του. όπως τούς επέβαλε σέ αύτό ή σκέψη, εμφανίζεται στό ύποκείμενο κατ' άρχάς ώς κάτι άμεσο* όπου τό ύποκείμενο αισθάνεται εντελώς βέβαιο γιά τόν εαυτό του. στην πρωτογενή εμπειρία, είναι πάλι ελάχιστα ύποκείμενο. Τό πιό ύποκειμενικό άπό όλα, τό άμεσα δεδομένο, ξεφεύγει άπό την παρέμβασή του. Αλλά μιά τέτοια άμεση συνείδηση δέν μπορεί νά διατηρείται συνεχώς ούτε είναι απολύτως θετική, διότι ή συνείδηση είναι ταυτόχρονα ή οικουμενική διαμεσολάβηση καί δέν μπορεί νά ξεπεράσει τόν έαυτό της ούτε στά données immédiates (άμεσα δεδομένα), πού είναι δικά της. Αυτά δέν είναι ή αλήθεια. Ή ίδεαλιστική φαινο μενικότητα είναι ή πεποίθηση δτι άπό τά άμεσα δεδομένα ώς κάτι σταθερό καί άπολύτως πρώτο προέρχεται χωρίς διαταρα χές τό δλον. Ή άμεσότητα δέν παραμένει γιά τή διαλεκτική έτσι όπως άμεσα εμφανίζεται. Γίνεται ενα στοιχείο στή θέση τής αιτίας. Τά πράγματα δέν είναι διαφορετικά στόν άντίθετο πόλο οσον άφορά τίς σταθερές τής καθαρής σκέψης. Μόνον ό παιδα ριώδης σχετικισμός θά άμφισβητούσε τήν ισχύ τής τυπικής λο γικής ή τών μαθηματικών καί θά τήν έπέπληττε ώς εφήμερη επειδή είναι προϊόν του γίγνεσθαι. Αλλά οί σταθερές, ή άμεταβλησία τών όποιων εχει παραχθεί. δέν μπορούν νά άπομονωθοΰν καί νά άποσπασθοϋν μέσα άπό αύτό που μεταβάλλεται, όπότε θά είχε κανείς στά χέρια του όλη τήν άλήθεια. Αύτή ή τε λευταία είναι συμφυής μέ τό υλικό πού μεταβάλλεται καί ό άμετάβλητος χαρακτήρας της είναι μιά αυταπάτη τής πρώτης φιλοσοφίας (prima philosophie). Ένώ οί σταθερές δέν διαλύο νται χωρίς διάκριση μέσα στήν ιστορική δυναμική καί τή δυνα μική τής συνείδησης, άποτελούν στοιχεία αύτής τής δυναμικής* δταν καταγράφονται ώς κάτι ύπερβατικό. μετατρέπονται σέ
ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
59
ιδεολογία. Κατά χανέναν τρόπο δεν μοιάζει ή Ιδεολογία πάντο τε μέ τη ρητή ίδεαλιστική φιλοσοφία. Κρύβεται μέσα στην ίδια την ύποδομή ένός πρώτου, σχεδόν οποιοσδήποτε περιεχομένου, στήν υπονοούμενη ταυτότητα έννοιας καί πράγματος, ή όποια δικαιολογεί τό ούτως έχειν του κόσμου, ακόμη καί άν οί όποστηρικτές της διδάσκουν γενικά καί συνολικά τήν έξάρτησιν τής συνείδησης από τό είναι. Σέ πλήρη άντίθεση πρός τό σύνηθες ιδανικό τής επιστήμης ή άντικειμενικότητα τής διαλεκτικής γνώσης δέν χρειάζεται λιγό τερο αλλά περισσότερο τό ύποκείμενο. Αλλιώς ή φιλοσοφική εμπειρία άτροφεϊ. Αλλά τό θετικιστικό πνεύμα τής εποχής αντιδρά άλλεργικά σέ αύτή τήν άνάγκη. αφού, δπως διατείνε ται. δέν είναι δλοι Ικανοί γιά μιά τέτοια εμπειρία* αποτελεί τό προνόμιο ατόμων προορισμένων γι’ αύτήν από τήν προδιάθεση καί τά βιογραφικά τους δεδομένα* είναι ελιτίστικο καί μή δη μοκρατικό νά άπαιτεΐται ώς προϋπόθεση τής γνώσης. Πρέπει νά παραδεχθεί κανείς δτι πραγματικά δέν μπορεί ό καθένας εξίσου καλά νά έχει φιλοσοφικές εμπειρίες έτσι δπως δλοι οί άνθρωποι έφάμιλλης ευφυΐας νά επαναλαμβάνουν φυσικοεπιστημονικά πειράματα ή ίσως νά κατανοούν μαθηματικές απο δεικτικές διαδικασίες, άν καί σύμφωνα μέ τήν τρέχουσα άποψη αυτό άπαιτεί μιά άκόμη πιό ειδική προίκιση. Πάντως τό ύποκειμενικό μέρος τής φιλοσοφίας, σέ σύγκριση μέ τή δυνητικά χωρίς ύποκείμενο όρθολογικότητα ένός ιδανικού τής επιστήμης, τό οποίο προσβλέπει πρός τήν άντικαταστασιμότητα δλων άπό ολους. διατηρεί ένα μή όρθολογικό συμπλήρωμα, τό όποιο δέν είναι μιά φυσική ιδιότητα. Ένώ τό έπιχείρημα φέρεται δημο κρατικά. άγνοεϊ αύτό πού ύφίστανται άπό τόν διοικούμενο κό σμο τά καταναγκαστικά μέλη του. Πνευματικά μπορούν νά πα λέψουν εναντίον του μόνον όσοι δέν έχουν διαπλασθεί πλήρως άπό αυτόν. Ή κριτική τού προνομίου γίνεται προνόμιο: τόσο διαλεκτική είναι ή πορεία τού κόσμου. Θά ήταν πλασματικό νά υποθέσουμε δτι υπό κοινωνικές προϋποθέσεις, προπάντων τής
NI
ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΠΙΣ F.MtlElPiAl
παιδείας, ol όποιες χειραγωγούν, κουτσουρεύουν καί σακατεύ ουν τίς πνευματικές παραγωγικές δυνάμεις, καθώς καί υπό τίς κυρίαρχες συνθήκες τής πενίας τών [βιωνύμενων] εικόνων καί εκείνες τών παθογόνων διαδικασιών τής πρώιμης παιδικής ηλι κίας. πού διέγνωσε ή ψυχανάλυση καί μέχρι τώρα δέν έχουν άλλάξει πραγματικά, ότι ύπό τέτοιες συνθήκες λοιπόν όλοι θά μπορούσαν νά καταλαβαίνουν τά πάντα ή έστω νά τά αντιλαμ βάνονται. "Αν τό περίμενε κανείς, θά διευθετούσε τή γνώση σύμφωνα μέ τά παθολογικά χαρακτηριστικά μιας ανθρωπότη τας. άπό τήν όποια ό νόμος τής πανομοιοτυπίας. τού πάντοτε ίδιου, άφαιρεΐ τή δυνατότητα νά έχει εμπειρίες, άν τήν είχε πο τέ . Ή κατασκευή τής αλήθειας κατ’ άναλογία πρός μιά volonté de tous [βούληση όλων) -άκρότατη συνέπεια τής υποκειμενικής έννοιας τού Λόγου-θά έξαπατούσε όλους στό όνομα όλων στε ρώντας τους αύτό πού χρειάζονται. Εκείνοι πού είχαν τήν τύχη νά μήν έχει προσαρμοσθεΐ πλήρως στούς ίσχύοντες κανόνες ή πνευματική τους συγκρότηση -μιά τύχη πού δέν κέρδισαν μέ τήν προσφορά τους καί γιά τήν όποια στίς σχέσεις τους μέ τό περιβάλλον άρκετά συχνά πρέπει νά πληρώνουν ενα τίμημαέχουν τό καθήκον, ασκώντας ήθική πίεση καί τρόπον τινά στή θέση τών άλλων, νά εκφράζουν ανοιχτά εκείνο πού οί πιό πολ λοί. γιά τούς όποιους τό λένε, δέν είναι σέ θέση νά δούν ή δέν επιτρέπουν στόν εαυτό τους νά τό δει γιά νά είναι σύμφωνοι μέ τήν κυρίαρχη πραγματικότητα. Κριτήριο τής αλήθειας δέν είναι μιά άμεση μεταδοσιμότητα στόν καθένα. Πρέπει νά άντιστέκεται κανείς στόν σχεδόν οικουμενικό εξαναγκασμό νά συγχέει τή μετάδοση τής γνώσης πού άπέκτησε μέ τήν ίδια τη γνώση ή άκόμη καί νά θέτει τήν επικοινωνία σέ ανώτερη μοίρα, ενώ σή μερα κάθε βήμα πρός τή μετάδοση ξεπουλάει καί νοθεύει τήν αλήθεια. Από αύτό τό παράδοξο πάσχει στό μεταξύ όλη ή γλώσσα. Ή αλήθεια είναι άντικειμενική καί όχι εύλογη. Όσο δέν είναι εύκολο νά τήν αποκτήσει ό πρώτος τυχών άμεσα καί όσο βέβαιο είναι ότι χρειάζεται τήν ύποκειμενική διαμεσολάβηση. άλλο τόσο ισχύει γιά τό πλέγμα της ό.τι ό Σπινόζα πάνω
ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΤΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ
Μ
στόν ύπερβολικό ενθουσιασμό του απαιτούσε γιά την έπιμέρους άλήθεια: νά είναι ή λυδία λίθος τού έαυτού της. Τόν προ νομιακό της χαρακτήρα, γιά τόν όποιο τήν κατηγορεί ή μνησικακία. τόν χάνει όταν δεν επικαλείται ώς δικαιολογία τίς έμπειρίες στίς όποιες όφείλεται. αλλά δέχεται νά βρεθεί μέσα σέ σχηματισμούς καί πλαίσια θεμελίωσης. πού την κάνουν προ φανή ή άποδεικνύουν τίς ελλείψεις της. Ή φιλοσοφική εμπειρία θά ήταν ή τελευταία πού θά τής άρμοζε μιά έλιτίστικη υπερο ψία. Πρέπει νά έχει συνείδηση πόσο μολυσμένη είναι, ανάλογα μέ τίς δυνατότητες της στήν υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, από αύτήν καί τελικά άπό τήν ταξική σχέση. Μέσα της οί εύκαιρίες πού κατά καιρούς παρέχει τό γενικό στό άτομο στρέφονται κα τά τού γενικού, τό όποιο σαμποτάρει τή γενικότητα μιας τέτοι ας εμπειρίας. 'Άν πραγματοποιόταν αυτή ή γενικότητα, θά άλλαζε ή εμπειρία όλων των ατόμων καί θά άπέβαλλε μεγάλο μέρος άπό τόν τυχαίο χαρακτήρα πού μέχρι τώρα αθεράπευτα τήν παραμορφώνει ακόμη καί όπου έξακολουθεί νά σαλεύει. Ή διδασκαλία του Χέγκελ ότι τό αντικείμενο αντανακλάται στόν έαυτό του είναι μακροβιότερη άπό τήν ίδεαλιστική της εκδοχή, διότι γιά μιά διαφορετική διαλεκτική τό υποκείμενο, άπογυμνωμένο άπό τήν κυριαρχικότητά του. τείνει άκόμη περισσότε ρο νά γίνει δυνητικά μορφή άντανάκλασης τής άντικειμενικότητας. Όσο λιγότερο οριστική καί σφαιρική έμφανίζεται ότι είναι ή θεωρία, τόσο λιγότερο άντικειμενοποιεϊται επίσης άπέναντι στόν σκεπτόμενο. Ή εξαφάνιση τού καταναγκασμού τού συ στήματος τού έπιτρέπει νά έπαφίεται στή δική του συνείδηση καί τή δική έμπειρία πιό ελεύθερα άπό όσο θά έπέτρεπε ή στομφώδης σύλληψη μιας υποκειμενικότητας, ή όποια πρέπει νά πληρώσει τόν άφηρημένο θρίαμβό της μέ τήν παραίτηση άπό τό ειδικό της νοηματικό περιεχόμενο. Αυτό συμφωνεί μέ εκείνη τή χειραφέτηση τής άτομικότητας πού συνέβη τήν περίοδο με ταξύ τού μεγάλου ιδεαλισμού καί τού παρόντος καί τά επι τεύγματα τής όποιας, παρά τή σημερινή πίεση τής συλλογικής έπαναοτροφής καί έξαιτίας της. θεωρητικά δεν μπορούν νά
TO IIUIOTIKO ΣΤΟΙΧΕΙΟ Till ΟΡβΟΛΟΠΚΟ ΠΙΤΑΣ
άνακληθουν. όπως καί οί ώθήσεις πού έδωσε ή διαλεκτική τού 1800. Ό άτομισμός τού δεκάτοο ενάτου αιώνα μείωσε ασφαλώς τήν άντικειμενοποιητική δύναμη τού πνεύματος -την Ικανότητά του νά κατανοεί την άντικειμενικότητα καί νά την κατασκευά ζει-. άλλά τού εξασφάλισε καί μιά διαφοροποιητική41 Ικανότη τα ή όποια ένίσχυσε την εμπειρία τού αντικειμένου. Επαφίεμαι στό άντικείμενο σημαίνει ότι ανταποκρίνομαι στά ποιοτικά του στοιχεία. Ή φυσικοεπιστημονική άντικειμενοποίηση. σύμφωνη με την τάση ποσοτικοποίησης πού χαρα κτηρίζει όλη την επιστήμη άπό τόν Καρτέσιο καί έξης, τείνει πρός τόν άποκλεισμό τών ποιοτήτων καί τή μετατροπή τους σε μετρήσιμους προσδιορισμούς. Ή ίδια ή όρθολογικότητα ταυτί ζεται σήμερα όλο καί περισσότερο more mathematico42 μέ τήν ικανότητα ποσοτικοποίησης. Μέ όση άκρίβεια άν άνταποκρίνεται αύτό στήν πρωτοκαθεδρία τής θριαμβεύουσας φυσικής επι στήμης, τόσο λίγο εγγενές είναι στήν έννοια τού ίδιου τού ορθού λόγου (ratio). Τυφλωμένη είναι αύτή ή φυσικοεπιστημονική όρθολογικότητα μεταξύ άλλων καθόσον δέν μπορεί νά δει τά ποιοτικά στοιχεία ώς κάτι πού μέ τή σειρά του πρέπει νά τό σκεφτόμαστε λογικά. Ό ορθός λόγος δέν είναι απλώς συναγω γή, άνοδος άπό τά διάσπαρτα φαινόμενα στήν έννοια τού γέ νους τους43. ’Απαιτεί επίσης τήν Ικανότητα διάκρισης, χωρίς τήν όποια ή συνθετική λειτουργία τής σκέψης, ή αφαιρετική ενοποί ηση , δέν θά ήταν δυνατή: Συνενώνω όμοια σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι τά ξεχωρίζω άπό τά άνόμοια. Αύτή ή διάκριση είναι όμως ποιοτική- ή σκέψη πού δέν σκέφτεται τό ποιοτικό είναι ήδη νο θευμένη καί άσύμφωνη μέ τόν εαυτό της. Ό Πλάτων, ό πρώτος πού έγκατέστησε τά μαθηματικά ώς μεθοδολογικό πρότυπο, στήν άρχή τής εύρωπάίκής φιλοσοφίας τού Λόγου έδωσε μεγά λη έμφαση στό ποιοτικό στοιχείο τού όρθού λόγου άναγνωρίζοντας πλάι στήν συναγωγήν τήν διαφεσιν*4 ώς ισότιμη. Αύτό ίσοδυναμεί μέ τήν επιταγή πρός τή συνείδηση νά λαμβάνει ύπόψη τή σωκρατική καί τή σοφιστική διάκριση μεταξύ φύσει καί θέσει καί νά προσκολλάται στή φύση τών πραγμάτων, δηλαδή
ΤΟ ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΉΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ
63
νά μήν τά πραγματεύεται αύθαίρετα. Έτσι ή ποιοτική διάκριση δεν ενσωματώνεται άπλώς στην πλατωνική διαλεκτική, τή διδα σκαλία γιά τή νόηση, άλλα ερμηνεύεται ώς διορθωτική πράξη απέναντι στή βίαιη δραστηριότητα της αχαλίνωτης ποσοτικοποίησης. Μιά παρομοίωση από τόν Φαιδρό δεν άφήνει καμμιά αμφιβολία γι* αύτό. Εκεί ή σκέψη πού κακοποιεί τά πράγματα βρίσκεται σέ ισορροπία μέ τήν απουσία βίας. Πρέπει, λέει εκεί [ό Σωκράτης], αντιστρέφοντας τήν έννοιολογική κίνηση τής σύνθεσης, «νά είναι κανείς σέ θέση κατά τήν ύποδιαίρεση των ειδών νά κάνει τήν τομή σύμφωνα μέ τούς αρμούς, σέ συμφωνία μέ τή φύση, καί όχι νά προσπαθήσει, όπως κάνει ένας κακός μάγειρας, νά τά διαμελίσει»45. Γιά κάθε ποσοτικοποίηση δια τηρείται ώς ύπόστρωμα τού ποσοτικοποιούμενου έκεΐνο τό ποιοτικό στοιχείο πού σύμφωνα μέ τήν παραίνεση τού Πλάτω να δέν επιτρέπεται νά διαμελισθεϊ. ώστε ό όρθός λόγος νά μή μεταβληθεϊ, καθώς θά βλάψει τό άντικείμενο στό όποιο θέλει νά φθάσει. σέ κάτι άλογο. Ή ορθολογική πράξη συνοδεύεται τρό πον τινά ώς άντίδοτο σέ έναν δεύτερο στοχασμό άπό τήν ποιό τητα τήν όποια ό περιορισμένος πρώτος στοχασμός τής επιστή μης στήν ύποτελή της καί ξένη πρός αύτή φιλοσοφία άποσιώπησε. Δέν ύπάρχει καμμιά ποσοτικοποιημένη γνώση πού δέν λαμ βάνει τό νόημά της ή δέν βρίσκει τόν στόχο της μόνον άν άναμεταφρασθεϊ σέ κάτι ποιοτικό. Ό γνωστικός στόχος άκόμη καί τής στατιστικής είναι ποιοτικός, ή ποσοτικοποίηση είναι μόνο μέσον. Ή άπολυτοποίηση τής ποσοτικοποιητικής τάσης τού όρθού λόγου συμφωνεί μέ τήν έλλειψη αύτοστοχασμού άπό τή μεριά του. Αύτόν ύπηρετεϊ ή επιμονή στό ποιοτικό στοιχείο, ή οποία δέν θέλει νά ζωντανέψει τήν άνορθολογικότητα. Αύτό τό συνειδητοποίησε άργότερα μόνον ό Χέγκελ χωρίς άναδρομικέςρομαντικές τάσεις, άσφαλώς σέ μιά εποχή κατά τήν όποια ή προ>τοκαθεδρία τής ποσοτικοποίησης δέν ϊσχυε άκόμη τόσο αδιαμφισβήτητα όπως σήμερα. Γιά τόν Χέγκελ βέβαια, σέ συμφωνία μέ τή φυσικοεπιστημονική παράδοση, «ή άλήθεια τής ποιότητας (ήταν) επίσης μιά ποσότητα»4,\ Αλλά τήν άναγνο>ρί-
04
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΟ
ζει στό «Σύστημα τής φιλοσοφίας» ώς «απέναντι στό είναι αδιάφορη καί εξωτερική πρός αύτό καθοριστικότητα»4'. Σύμ φωνα μέ τη μεγάλη Λογική ή ποσότητα είναι «έπίσης μιά ποιό τητα». Διατηρεί τη σημασία της στό ποσοτικό* καί ή ποσότητα έπιστρέφει στην ποιότητα/,Η. Στην τάση ποσοτικοποίησης άντιστοιχούσε από την ύποκειμενική μεριά ή περιστολή τού γνωστικού ύποκειμένοο σε κάτι γενικό χωρίς ποιότητες (ιδιότητες), κάτι καθαρά λογικό. Οί ποιότητες θά απελευθερώνονταν άσφαλώς μόνο σέ μιά αντικει μενική κατάσταση πού δεν θά περιοριζόταν πιά στήν ποσοτικοποίηση καί δεν θά «βομβάρδιζε» πλέον μέ τήν ποσοτικοποίηση εκείνον πού είναι αναγκασμένος νά προσαρμοσθεί πνευματικά. Αυτή δμως δέν είναι κάτι άχρονο καί αιώνιο, δπως θέλει νά τήν εμφανίσει τό όργανό της. τά μαθηματικά. Ή άξίωσή της γιά αποκλειστικότητα είναι προϊόν τού γίγνεσθαι καί κατά συνέ πεια παροδική. Στό άντικείμενο οί δυνατότητες τών ποιοτήτων του περιμένουν τό ποιοτικό υποκείμενο καί όχι τό υπερβατικό ύπόλειμμα. αν καί τό ύποκείμενο ένισχύεται πρός αυτή τήν κα τεύθυνση μόνον από τόν περιορισμό πού τού επιβάλλει ό κατα μερισμός τής εργασίας. Όσο περισσότερες άπό τίς αντιδράσεις του προγράφονται ώς δήθεν απλώς ύποκειμενικές, τόσο περισ σότεροι ποιοτικοί προσδιορισμοί τού αντικειμένου ξεφεύγουν άπό τή γνώση. Τό ιδανικό τού διαφοροποιημένου καί πλούσιου σέ άποχρώσεις. τό όποιο παρά τόν κανόνα science is measure ment [επιστήμη σημαίνει μέτρηση] μέχρι καί τίς τελευταίες εξε λίξεις δέν ξέχασε ποτέ εντελώς τή γνώση, δέν άναφέρεται μόνο σέ μιά άτομική ικανότητα μή απαραίτητη γιά τήν άντικειμενικότητα. Δέχεται τήν παρώθησή του άπό τό αντικείμενο. Διαφο ροποιημένος είναι όποιος πάνω στό αντικείμενο καί στήν έννοιά του μπορεί νά διακρίνει καί τήν παραμικρή λεπτομέρεια. ακόμη καί αύτό πού ξεφεύγει άπό τήν έννοια* μόνον ή διαφο ροποιημένη συνείδηση προσεγγίζει τήν πιό λεπτή πτυχή. Σέ αύτό τό αίτημα, τήν άπαίτηση γιά ικανότητα νά έμπειράται κα νείς τό άντικείμενο -καί ή διαφοροποιημένη συνείδηση είναι ή
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΛ1 ΑΤΟΜΟ
65
εμπειρία τού αντικειμένου ή όποια έγινε υποκειμενική μορφή αντίδρασης-, βρίσκει καταφύγιο τό μιμητικό στοιχείο τής γνώ σης. εκείνο τής έκλεκτικής συγγένειας μεταξύ τού υποκειμένου τής γνώσης καί τού αντικειμένου του. Στή συνολική διαδικασία τού Διαφωτισμού αύτό τό στοιχείο θρυμματίζεται σιγά σιγά. Αλλά αύτή δεν τό εξαφανίζει πλήρως, αλλιώς θά έκμηδενισθεί ή ίδια. Ακόμη καί στή σύλληψη τής ορθολογικής γνώσης ως απαλλαγμένης άπό κάθε τέτοια έκλεκτική συγγένεια εξακο λουθεί νά ζεί ή ψηλάφηση πού αναζητεί αύτή τήν άμοιβαία ανταπόκριση ή οποία κάποτε ήταν αναμφισβήτητη γιά τή μαγι κή έξαπάτηση. Αν αύτό τό στοιχείο εξαλειφόταν πλήρως, ή δυ νατότητα τού υποκειμένου νά γνωρίσει τό αντικείμενο θά ήταν απολύτως άκατανόητη καί ή αχαλίνωτη όρθολογικότητα άνορθολογική. Αλλά τό μιμητικό στοιχείο συγχωνεύεται στό δρόμο πρός τήν έκκοσμίκευσή του με τό ορθολογικό. Αύτή ή διαδικα σία συνοψίζεται ως Ικανότητα μιμητικής αντίδρασης όσο καί τό λογικό όργανο γιά τή σχέση μεταξύ γένους, είδους καί ειδοποι ού διαφοράς. Έδώ ή διαφοροποιητική ικανότητα άφήνει τόσο περιθώριο στό τυχαίο όσο καί κάθε άκέραια άτομικότητα άπέναντι στή γενικότητα τού Λόγου. Αύτός ό τυχαίος παράγων δεν είναι όμως τόσο ριζικός 6σο θά άρεσε στά κριτήρια τού φυσικοεπιστημονισμού. Ό Χέγκελ ήταν παράξενα άσυνεπής όταν κατηγορούσε τήν άτομική συνείδηση, θέατρο τής πνευματικής εμπειρίας ή όποία εμψυχώνει τό έργο του. ότι ύπόκειται στό τυχαίο καί είναι περιορισμένη. Αύτό εξηγείται μόνον άπό τήν επιθυμία του νά άποδυναμώσει τό κριτικό στοιχείο πού συνδέ εται μέ τό άτομικό πνεύμα. Στήν άτομικότητά του ένιωθε τίς αντιφάσεις άνάμεσα στήν έννοια καί τό ιδιαίτερο. Ή άτομική συνείδηση είναι σχεδόν πάντοτε δυστυχισμένη49 καί έχει λόγους νά είναι. Η αντιπάθεια τού Χέγκελ γι’ αύτό άρνεϊται νά ύπηρετήσει άκριβώς τό γεγονός πού ό ίδιος ύπογραμμίζει κάθε φορά πού τού ταιριάζει: πόσο πολύ μέσα σέ αύτό τό άτομικό ενυ πάρχει τό γενικό. Σύμφωνα μέ τίς στρατηγικές του άνάγκες κα κομεταχειρίζεται τό άτομο σάν νά ήταν τό άμεσο, τή φαινομενι
60
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΤΟΜΟ
κότητα το» όποιου ό ίδιος καταστρέφει. Μαζί μέ αύτή όμως εξαφανίζεται καί ό άπολύτως τυχαίος χαρακτήρας τής άτομικής έμπειρίας. ή όποια δεν θά είχε συνέχεια χωρίς τίς έννοιες. Μέ τή συμμετοχή της στό συλλογιστικό μέσον ή ατομική έμπειρία. σύμφωνα μέ τόν ορισμό της. είναι πάντοτε ταυτόχρονα κάτι περισσότερο άπό απλώς ατομική. Τό άτομο γίνεται ύποκείμενο καθόσον δυνάμει τής άτομικής του συνείδησης άντικειμενοποιεϊται. στήν ένότητα τού έαυτού του καί στήν ένότητα τών εμπειριών του: Τά ζώα δέν πρέπει νά έχουν ούτε τή μία ούτε τήν άλλη. Ή ατομική έμπειρία μπορεί νά προσεγγίσει τό γενι κό. έπειδή μέσα της είναι γενική καί καθόσον είναι γενική. Ακόμη καί στόν γνωσιολογικό στοχασμό ή λογική γενικότητα καί ή ένότητα τής άτομικής συνείδησης είναι άλληλοεξαρτώμενες. Αυτό όμως δέν άφορά μόνο τήν ύποκειμενική-τυπική πλευρά τής άτομικότητας. Ή άτομική συνείδηση λαμβάνει κάθε περιεχόμενό της άπό τόν φορέα της. γιά χάρη τής αυτοσυντήρη σής του. καί άναπαράγεται μαζί μέ αύτή. Ή άτομική συνείδηση μπορεί νά άπελευθερωθεΐ άπό αυτό, νά διευρυνθεί. μέσω τού αύτοστοχασμού. Σέ αύτό τήν όδηγεί ή βασανιστική έμπειρία οτι ή γενικότητα έχει τήν τάση νά άποκτά τήν ηγεμονία στήν άτομική έμπειρία. Μέ τή μορφή τού «ελέγχου τής πραγματικό τητας»50 ή έμπειρία δέν άναπαράγει άπλώς τίς παρορμήσεις καί έπιθυμίες τού άτόμου, άλλά τίς άρνεϊται κιόλας, προκειμένου τό ίδιο νά έπιβιώσει. Τό γενικό δέν μπορεί νά συλληφθεί άπό τό ύποκείμενο παρά μόνο στήν κίνηση τής άτομικής συνεί δησης τού άνθρώπου. Άν άποκοπτόταν τό άτομο, δέν θά προέκυπτε ένα άνώτερο ύποκείμενο άποκαθαρμένο άπό τή σκωρία τού τυχαίου χαρακτήρα, άλλά μόνο ένα άσυνείδητο έκτελεστικό όργανο. Στήν Ανατολική Εύρώπη τό θεωρητικό βραχυκύκλωμα σχετικά μέ τήν άντίληψη γιά τό άτομο ήταν ένα πρόσχημα γιά συλλογική καταπίεση. Τό κόμμα ύποτίθεται ότι λόγω τού άριθμού τών μελών του είναι a priori άνώτερο άπό κάθε άτομο όσον άφορά τή γνωστική δύναμη, άκόμη καί άν είναι τυφλό καί τρο μοκρατημένο. Αλλά τό άπομονωμένο άτομο, άνενόχλητο άπό
ΤΟ ΚΑΘ ΥΛΗΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΣ
67
τά διατάγματα, μπορεί μερικές φορές νά άντιλαμβάνεται τήν αντικειμενικότητα λιγότερο θολά από δσο μπορεί ένα συλλογι κό σώμα, τό όποιο έτσι καί αλλιώς ενσαρκώνει την ιδεολογία51 τών οργάνων του. Ή ρήση τού Μπρέχτ. 6τι τό κόμμα έχει χίλια μάτια, τό άτομο μόνο δύο. είναι ψευδής δπως κάθε κοινοτοπία. Ή άκριβής φαντασία52 ένός διαφωνούντος μπορεί νά δει περισ σότερα πράγματα από δσο βλέπουν χίλια μάτια πού τούς φό ρεσαν τά ένιαϊα ρόδινα γυαλιά καί τά όποια συγχέουν δσα βλέ πουν μέ τή γενικότητα τής αλήθειας καί ύφίστανται μία έπαναστροφή. Σέ αύτό αντιστέκεται ή άτομοπυίηση53 τής γνώσης. Από αύτή τήν άτομοποίηση. δηλαδή τή διαφοροποίηση, δέν έξαρτάται μόνον ή άντίληψη τού αντικειμένου, καθώς ή ίδια συ γκροτείται από τή μεριά τού αντικειμένου, τό όποιο ζητεί μέσα της ένα είδος restitutio in integrum54. Παραταϋτα οί υποκειμε νικές αντιδράσεις τίς όποιες απαιτεί τό αντικείμενο χρειάζονται άπό τή μεριά τους συνεχώς διορθώσεις μέ βάση τό αντικείμενο. Αύτές οί διορθώσεις γίνονται μέ τόν αύτοστοχασμό, τή μαγιά τής 7τνευματικής εμπειρίας. Ή διαδικασία φιλοσοφικής άντικειμενοποίησης θά ήταν, μέ μιά μεταφορική έκφραση, κάθετη, ένδοχρονική. σέ σύγκριση μέ τήν όριζόντια. άφηρημένη ποσοτικοποίηση στήν όποια επιδίδεται ή έπιστήμη· αύτό είναι τό στοιχείο άλήθειας στή μεταφυσική τού χρόνου τού Μπερξόν. Ή γενιά του. μέσα σέ αύτή καί ό Ζίμμελ. ό Χούσσερλ καί ό Σέλερ. διακατεχόταν άπό τή μάταια λαχτάρα γιά μιά φιλοσο φία ή όποια, συμπεριφερόμενη δεκτικά απέναντι στά αντικεί μενα. αποκτά ούσιαστικό περιεχόμενο. Ή παράδοση θά επιθυ μούσε αύτό πού άποδεσμεύεται άπό τήν παράδοση. Αύτό δμως δέν μάς άπαλλάσσει άπό τή μεθοδολογική σκέψη γιά τή σχέση τής καθ’ ύλην έπιμέρους άνάλυσης πρός τή θεωρία τής διαλε κτικής. Ανίσχυρη είναι ή ίδεαλιστική διαβεβαίωση τής φιλοσο φίας τής ταυτότητας δτι ή θεωρία τής διαλεκτικής χωράει μέσα στήν καθ’ ύλην έπιμέρους άνάλυση. Αντικειμενικά δμως. δχι απλούς μέσο) τού ύποκειμένου τής γνώσης, τό ολον πού εκφρά ζεται άπό τή θεο)ρία έμπεριέχεται στό έπιμέρους τό όποιο πρό
<>8
ΤΟ ΚΛΗ ΥΛΗΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΙ
κειται νά αναλυθεί. Ή ίδια ή διαμεσολάβηση αύτών τών δυο έχει χαρακτήρα ούσιαστικοΰ. καθ' ύλην περιεχομένου, καθώς διαμεσολαβούνται άπό την κοινωνική όλότητα. Δεν είναι όμως μόνον ούσιαστική. άλλα καί τυπική δυνάμει τής άφηρημένης νο μοτέλειας τής 'ίδιας τής όλότητας. δυνάμει τής άνταλλαγής. Ό ιδεαλισμός, πού άπό αύτό άπέσταξε τό άπόλυτο πνεύμα του. κρυπτογραφεί ταυτόχρονα τήν άλήθεια ότι τά φαινόμενα ύφίστανται αύτή τή διαμεσολάβηση ώς καταναγκαστικό μηχανι σμό· αύτό κρύβεται πίσω άπό τό λεγόμενο πρόβλημα τής σύ στασης. Ή φιλοσοφική εμπειρία δέν κατέχει αύτό τό γενικό, μέ άμεσο τρόπο, ώς φαινόμενο, άλλά μέ τόσο άφηρημένο τρόπο όσο αύτό είναι άντικειμενικό. Είναι άναγκασμένη νά ξεκινά άπό τό έπιμέρους. χωρίς νά ξεχνά αύτό πού δέν έχει άλλά γνω ρίζει. Ό δρόμος της είναι διπλός όπως ό ήρακλείτειος. ό άνήφορος καί ό κατήφορος55. ’Ενώ είναι βέβαιη ότι τά φαινόμενα κα θορίζονται πραγματικά άπό τήν έννοιά τους, δέν μπορεί νά προσανατολισθεί πρός τήν έννοια όντολογικά έκλαμβάνοντάς την ώς τό καθ’ έαυτό άληθές. Ή έννοια είναι συγχωνευμένη μέ τό άναληθές. μέ τήν καταπιεστική άρχη καί αύτό μειώνει ακόμη περισσότερο τό γνωσιοκριτικό της κύρος. Δέν άποτελεί έναν θετικό τελικό στόχο (Τθίοβ). στόν όποιο ή γνώση θά έβρισκε τήν ησυχία της. Ή άρνητικότητα τού γενικού άπό τή μεριά της κα θηλώνει τή γνώση στό έπιμέρους ώς αύτό πού πρέπει νά δια σωθεί. «’Αληθινές είναι μόνον οί σκέψεις πού δέν αύτοκατανοούνται»56. Στά άπαραιτήτως γενικά στοιχεία της κάθε φιλοσο φία. άκόμη καί εκείνη πού προσβλέπει πρός τήν ελευθερία, κουβαλάει μαζί της τήν άνελευθερία. ή όποια άποτελεί προέ κταση τής κοινωνικής άνελευθερίας. Φέρει μέσα της τήν άνάγκη· άλλά μόνον αύτή τήν προστατεύει άπό τήν έπαναστροφή στήν αύθαιρεσία. Τόν καταναγκαστικό χαρακτήρα πού ενυπάρ χει σέ αύτή τήν άνάγκη ή σκέψη μπορεί νά τόν γνωρίσει κριτι κά· 6 δικός της καταναγκασμός είναι τό μέσον άπελευθέρωσης τής σκέψης. Ή ελευθερία πρός τό άντικείμενο. ή όποία στόν Χέγκελ κατέληγε στήν άποδυνάμωση τού ύποκειμένου, πρέπει
ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ
Μ
πρώτα νά έπιτευχθεί. Μέχρι τότε 0ά ύπάρχει άπόκλιση ανάμε σα στη διαλεκτική ώς μέθοδο καί μιά διαλεκτική τού αντικειμέ νου. Τόσο ή έννοια δσο καί ή πραγματικότητα είναι γεμάτες αντιφάσεις. Αύτό πού διχάζει τήν κοινωνία ανταγωνιστικά, ή αρχή τής κυριαρχίας, είναι τό ίδιο που. έκπνευματισμένο. πα ράγει τή διαφορά ανάμεσα στήν έννοια καί στό υποταγμένο στήν 'ίδια πράγμα. Καί ή λογική μορφή τής αντίφασης αποκτά αύτήν τή διαφορά έπειδή καθετί πού δεν ύπακούει στήν ένότητα τής αρχής τής κυριαρχίας, σύμφωνα με τό κριτήριο αύτής τής αρχής, δεν εμφανίζεται σάν κάτι άπλώς διαφορετικό καί αδιά φορο απέναντι της, αλλά σάν παραβίαση τής λογικής. Άπό τήν άλλη μεριά δ.τι απομένει άπό τήν άπόκλιση άνάμεσα στή φιλο σοφική σύλληψη καί τήν άνάπτυξη μαρτυρεί κάτι άπό τή μη ταυτότητα, ή όποια δέν επιτρέπει στή μέθοδο νά απορροφήσει έντελώς τά καθ’ ύλην περιεχόμενα, στά όποια καί μόνο πρέπει νά ύπάρχει. ούτε νά τά έκπνευματίσει. Ή προτεραιότητα τού περιεχομένου εμφανίζεται ώς αναγκαία άνεπάρκεια τής μεθό δου. "Ο.τι πρέπει νά λέγεται μέθοδος, μέ τή μορφή τού γενικού στοχασμού. ώστε νά μήν είναι ανυπεράσπιστη ενώπιον τής φι λοσοφίας τών φιλοσόφων, νομιμοποιείται μόνο στήν άνάπτυξη. καί αύτό συνιστά πάλι μιά άρνηση τής μεθόδου. Ένόψει τού περιεχομένου τό πλεόνασμά της είναι άφηρημένο. ψευδές· ήδη ό Χέγκελ αναγκάσθηκε νά δεχθεί ώς αναπόφευκτη τή δυσαναλογία τού Προλόγου τής Φαινομενολογίας τού πνεύματος πρός τή μέθοδο. Φιλοσοφικό ιδανικό θά ήταν νά γινόταν περιττό νά δώσει κανείς λόγο γι’ αύτό πού κάνει, άπλώς κάνοντάς το. Ή νεότερη απόπειρα διαφυγής άπό τόν φετιχισμό τής έννοι ας - άπό τήν άκαδημαϊκή φιλοσοφία, χωρίς νά έγκαταλειφθούν οί αξιώσεις δεσμευτικότητας- έγινε ύπό τήν ονομασία ύπαρξισμός. Όπως καί ή θεμελιώδης όντολογία. άπό τήν όποια μέ τήν πολιτική του στράτευση άποσχίσθηκε. παρέμεινε εγκλωβισμένος στόν ιδεαλισμό· άλλωστε διατήρησε κάτι τυχαίο απέναντι στή φιλοσοφική δομή, τό όποιο μπορεί νά άντικατασταθεί άπό μιά αντίθετη πολιτική, αρκεί αυτή νά άνταποκρίνεται στά τυπικά
7»)
ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΙ
χαρακτηριστικά τού υπαρξισμού. Οπαδοί υπάρχουν ένθεν καί ένθεν. Κανένα θεωρητικό δριο δέν τόν χωρίζει άπό την αποφασιοκρατία. Παραταύτα ή ίδεαλιστική συνιστώσα τού υπαρξι σμού είναι άπό τή μεριά της μιά συνάρτηση τής πολιτικής. Ό Σάρτρ καί οί φίλοι του, κριτικοί τής κοινωνίας καί άπρόθυμοι νά περιορισθούν στη θεωρητική κριτική, πρόσεξαν ότι ό κομμουνι σμός. όπου κατέλαβε την εξουσία, έγκαταστάθηκε ώς διοικητικό σύστημα. Ό θεσμός τού συγκεντρωτικού κρατικού κόμματος χλευάζει ό.τι είχε σκεφθεί κανείς άλλοτε γιά τη σχέση μέ τήν κρατική έξουσία. Έτσι ό Σάρτρ στήριξε τά πάντα στό στοιχείο πού δέν είναι πιά άνεκτό άπό τήν κυρίαρχη πρακτική, στή γλώσ σα τής φιλοσοφίας : στόν αυθορμητισμό. Όσο λιγότερες άντικειμενικές εύκαιρίες προσέφερε στόν αύθορμητισμό ή κοινωνική κατανομή τής έξουσίας. τόσο πιό άποκλειστικά τόνιζε ό Σάρτρ τήν κιρκεγκωρική κατηγορία τής άπόφασης. Στόν Κίρκεγκωρ αύτή ή έννοια λάμβανε τό νόημά της άπό τόν τελικό στόχο, τή χριστολογία· στόν Σάρτρ γίνεται τό άπόλυτο,τό όποιο θά έπρε πε κάποτε νά υπηρετεί. Παρά τόν άκραίο του νομιναλισμό57 58 ή φιλοσοφία τού Σάρτρ στην πιό ένεργό φάση της οργανώθηκε σύμφωνα μέ τήν παλαιά ίδεαλιστική κατηγορία τής ελεύθερης πράξης τού υποκειμένου. Όπως γιά τόν Φίχτε έτσι καί γιά τόν υπαρξισμό κάθε άντικειμενικότητα είναι άδιάφορη. Κατά συνέ πεια στά θεατρικά έργα τού Σάρτρ οί κοινωνικές σχέσεις καί συνθήκες ήταν τό πολύ ένα επίκαιρο συμπλήρωμα, άπό δομική άποψη όμως σχεδόν τίποτε περισσότερο άπό άφορμές γιά τή δράση. Ή άπουσία φιλοσοφικού άντικειμένου στόν Σάρτρ κα ταδίκασε τή δράση σέ μιά άνορθολσγικότητα τήν όποια ό άκλόνητος διαφωτιστής άσφαλώς κάθε άλλο παρά έννοούσε. Ή ιδέα τής άπόλυτης ελευθερίας στή λήψη άποφάσεων είναι τόσο άπατηλή όσο καί εκείνη γιά τό άπόλυτο εγώ πού εξαπολύει τόν κό σμο άπό τόν έαυτό του. Ή πιό πενιχρή πολιτική εμπειρία θά άρκούσε γιά νά ταρακουνήσει σάν κουίντες τίς καταστάσεις πού είναι στημένες έτσι ώστε νά προσφέρουν τήν ευκαιρία λήψης ήρωίκών άποφάσεων. Τέτοιες κυριαρχικές άποφάσεις δέν θά
ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ
μπορούσε νά τίς άπαιτήσει κανείς ούτε δραματουργικά σέ σύν δεση με συγκεκριμένες Ιστορικές συνθήκες. 'Ένας στρατηγός πού θά αποφάσιζε νά μήν διαπράξει καμμιά φρικαλεότητα πιά. κάτι έξίσου άνορθολογικό δσο καί ή απόλαυση πού ένιωθε παλαιότερα διαπράττοντάς τες. ένας στρατηγός πού θά διέκοπτε την πολιορκία μιας ήδη προδομένης πόλης καί θά 'ίδρυε μιά ουτοπική κοινότητα, άκόμη καί στους άγριους καιρούς μιας φαρσοκωμικά έκρομαντισμένης γερμανικής ’Αναγέννησης θά σκοτωνόταν άπό στασιάζοντες στρατιώτες ή τουλάχιστον θά τόν άνακαλοϋσε ή πρόισταμένη του άρχή. Μέ αύτό ταιριάζει πολύ καλά τό γεγονός δτι ό Γκαΐτε59. άφού πάντως μέ την έξολόθρευση τής λαμπρής πόλης πήρε ένα μάθημα γιά την ελεύθερη πράξη του60, κομπάζοντας δπως ό Όλοφέρνης τού Νέστροϋ, έθεσε τόν έαυτό του στην ύπηρεσία ενός οργανωμένου λαϊκού κινήματος, πίσω άπό τό όποιο διαφαίνονται εκείνοι εναντίον των όποιων ό Σάρτρ χρησιμοποιεί τόν απόλυτο αύθορμητισμό. ‘Έτσι λοιπόν καί ό «ρομαντικός ιππότης» διαπράττει πάλι τίς φρικαλεότητες τίς όποιες στην ελευθερία του είχε άποκηρύξει. τώρα δμως προ φανώς μέ τίς εύλογίες τής φιλοσοφίας. Τό απόλυτο υποκείμενο δεν μπορεί νά άπαλλαγεί άπό τίς διαπλοκές του: τά δεσμά πού θά ήθελε νά σπάσει, τά δεσμά τής κυριαρχίας, είναι ένα καί τό αύτό μέ την άρχή τής άπόλυτης υποκειμενικότητας. Είναι προ; τιμήν τού Σάρτρ δτι αύτό φανερώνεται στά όράματά του σέ άντίθεση πρός τό κύριο φιλοσοφικό του έργο61. Τά θεατρικά του έργα άφήνουν άκάλυπτη τη φιλοσοφία, πού την πραγματεύονται έν εϊδει θέσεων. Αλλά οί μωρίες τού πολιτικού ύπαρξισμού, δπως καί ή φρασεολογία τού άποπολιτικοποιημένου γερμανικού ύπαρξισμού. έχουν τη φιλοσοφική τους βάση. Ό ύπαρξισμός άναδεικνύει τό άναπόφευκτο, τήν άπλή ύπαρξη τών άνθρώπων. ως ένα φρόνημα τό όποιο τό άτομο πρέπει νά έπιλέξει χωρίς νά στηρίζει τήν επιλογή του σέ λόγους καί χωρίς κατά βάθος νά έχει άλλη επιλογή. "Οταν ό ύπαρξισμός διδάσκει κάτι περισσότερο άπό μιά τέτοια ταυτολογία, τοποθετείται στό ίδιο έπίπεδο μέ τήν υποκειμενικότητα πού είναι δι’ έαυτήν, ώς τό μόνο
ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ
ουσιώδες. 01 κατευθύνσεις πού φέρουν ώς συνθήματα παράγωγα τού λατινικού βχίβΙβΓε"2 θέλουν νά άντιτάξουν την πραγματι κότητα τής αύτούσιας έμπειρίας στην άποξενωμένη καί καταμε ρισμένη σέ κλάδους επιστήμη. Φοβούμενες τήν έκπραγμάτιση άποφεύγουν τά καθ’ ύλην περιεχόμενα, τά όποια, χωρίς οί ίδιες νά τό επιδιώκουν, γίνονται παραδείγματα. Αύτά πού θέτουν ύπό έποχήν63 τίς εκδικούνται καθώς πίσω άπό τήν πλάτη τής φι λοσοφίας. στίς αποφάσεις τους, οί όποιες σύμφωνα μέ αυτήν τή φιλοσοφία είναι άνορθολογικός, έπιβάλλουν τή δύναμή τους. Αυτή ή άποκαθαρμένη άπό θεματικά περιεχόμενα σκέψη δέν είναι ανώτερη άπό τίς χωρίς (φιλοσοφικές) έννοιες έπιμέρους έπιστήμες- όλες οί έκδοχές αύτής τής σκέψης καταλήγουν, γιά δεύτερη φορά, σέ εκείνη τήν τυπολατρία τήν όποια άντιμάχονται γιά χάρη τού ούσιώδους ένδιαφέροντος τής φιλοσοφίας. Έκ τών ύστερων αυτή ή τυπολατρία γεμίζει, άναπληρώνεται δηλαδή μέ τυχαία δάνεια, προπάντων άπό τήν ψυχολογία. Ή πρόθεση τού ύπαρξισμού. αύτό πού έννοεϊ προπάντων ή ριζοσπαστική γαλλι κή του μορφή, θά μπορούσε νά πραγματοποιηθεί όχι μέ τήν άπόσταση άπό τά θεματικά περιεχόμενα, άλλά σέ άπειλητική εγγύτητα πρός αύτά. Ό χωρισμός τού υποκειμένου άπό τό άντικείμενο δέν μπορεί νά άρθεϊ μέ τήν άναγωγή-περιστολή στό άνθρώπινο όν. άκόμη καί άν αύτό ήταν τό άνθρώπινο ον τής άπόλυτης άπομόνωσης. Τό προσφιλές άκόμη καί στό μαρξισμό λουκατσικής προέλευσης ερώτημα γιά τόν άνθρωπο έχει ιδεολο γικό χαρακτήρα, διότι άπό τή μορφή του καί μόνο ύπαγορεύει τό άμετάβλητο τής δυνατής άπάντησης. άκόμη καί άν έπρόκειτο γιά τήν ίδια τήν ιστορικότητα®4. Αύτό πού ύποτίθεται πώς είναι ό άνθρωπος είναι πάντοτε μόνον αύτό πού ήταν: τόν άλυσοδένουν στό βράχο τού παρελθόντος του. Ό άνθρωπος όμως δέν είναι μόνον αύτό πού ήταν καί είναι, άλλά άλλο τόσο αύτό πού μπορεί νά γίνει* κανένας όρισμός δέν μάς φθάνει ώστε νά τό προεξοφλήσουμε. Πόσο λίγο οί σχολές πού κινούνται γύρω άπό τήν ύπαρξη, άκόμη καί οί άκραία νομιναλιστικές. είναι ικανές γιά εκείνη τήν αύτοπαραίτηση τήν όποια λαχταρούν άνατρέχο-
ΠΡΑΓΜΑ. ΓΛΟΣΣΑ. ΙΣΤΟΡΙΑ
73
ντας στην ατομική ανθρώπινη ύπαρξη, τό όμολογούν φιλοσοφώ ντας βάσει γενικών εννοιών γιά έκείνο πού δεν χωράει στην έννοιά του. δηλαδή τό αντίθετό της. αντί νά τό αποκαλύπτουν. Διευκρινίζουν τήν ύπαρξη βάσει τού ύπάρχοντος. Πώς θά έπρεπε άντ’ αύτού νά σκέφτεται κανείς τό δείχνει στίς γλώσσες τό μακρινό καί μή εύκρινές άρχέτυπό του. τά όνόματα πού δεν καλύ7Γτουν τό αντικείμενο μέ ένα πλέγμα κατηγο ριών. ασφαλώς μέ τίμημα τή γνωστική λειτουργία τους. Ή ακέ ραιη γνώση θέλει εκείνο άπό τό όποιο τήν έκγύμνασαν ώστε νά παραιτείται καί τό όποιο συσκοτίζουν τά ονόματα πού βρίσκο νται πολύ κοντά- ή παραίτηση τού απογοητευμένου καί ή τύ φλωση άλληλοσυμπληρώνονται ιδεολογικά. Ή ύπερευαισθησιακή ακρίβεια στήν επιλογή τών λέξεων, σάν νά έπρόκειτο αύτές νά κατονομάσουν τό πράγμα, είναι ένας άπό τούς όχι πιό ασή μαντους λόγους γιά τούς όποιους ή έκθεση τών σκέψεων, ή γλωσσική τους παρουσίαση, είναι κάτι ούσιώδες γιά τή φιλοσο φία. Ό γνωστικός λόγος γιά μιά τέτοια έπιμονή της έκφρασης μπροστά στό τάδε π66 είναι ή ίδια του ή διαλεκτική, ή έννοιολογική του διαμεσολάβηση στόν έαυτό του· αυτή ή διαμεσολάβηση είναι τό σημείο παρέμβασης της σκέψης ώστε νά κατανοήσει τό μή έννοιολογικό στό πράγμα. Ή διαμεσολάβηση έν μέσω τού μή έννοιολογικού δέν είναι έκείνο πού απομένει ώς υπόλοιπο μετά άπό μιά άφαίρεση ούτε κάτι πού θά παρέπεμπε στήν κακή άπειρότητα67. στήν άτελείωτη συνέχιση τέτοιων διαδικασιών. Μάλλον ή διαμεσολάβηση τής ϋλης είναι ή υπονοούμενη. άρρητη ιστορία της. Ή φιλοσοφία άντλεϊ δ,τι θά μπορούσε νά τή νομι μοποιήσει άπό κάτι άρνητικό: 6τι έκείνο τό άδιάλυτο. ένώπιον του οποίου κατέθεσε τά όπλα καί άπό τό όποιο ό ιδεαλισμός ξεγλιστράει, καθώς είναι έτσι καί όχι άλλιώς είναι άσφαλώς ένα φετίχ, τό φετιχοποιημένο άμετάκλητο τού όντος. Καί αυτό τό φετίχ διαλύεται μόλις γίνει κατανοητό ότι δέν είναι άπλώς έτσι καί όχι άλλιώς. άλλά έχει γίνει έτσι ύπό ορισμένες συνθήκες. Αύτό τό γίγνεσθαι έξαφανίζεται καί μένει μέσα στό πράγμα, δέν μπορεί νά άκινητυποιηθεϊ άναγόμενο στήν έννοια τού πράγμα
ΠΡΑΓΜΑ. ΓΛΗΣΣΑ. ΙΣΤΟΡΙΑ
τος. δπως δεν μπορεί νά άποσχισθεί άπό τό άποτέλεσμά του καί νά ξεχαστεί. Παρόμοια μέ αυτό τό γίγνεσθαι είναι ή χρονική έμπειρία. Στην ανάγνωση τού όντος. όλων όσα υπάρχουν, ώς κείμενο τού δικού του γίγνεσθαι ή ίδεαλιστική διαλεκτική συνα ντά την υλιστική. Ένώ όμως γιά τόν ιδεαλισμό ή έσωτερική ιστορία τής άμεσότητας δικαιολογεί αυτή τήν τελευυταία ώς βαθμίδα τής έννοιας, γιά τήν Ολιστική διαλεκτική γίνεται κριτή ριο όχι μόνο τής άναλήθειας τών εννοιών, αλλά καί τής ύπάρχουσας άμεσότητας . Εκείνο πού επιτρέπει στήν αρνητική δια λεκτική νά διεισδύσει στά πωρωμένα άντικείμενά της καί νά τά κατανοήσει είναι ή δυνατότητα τήν όποία ή πραγματικότητά τους άποκρύπτει καί ή όποία παραταύτα μάς κοιτάζει μέσα άπό τό καθένα. Καί όμως άκόμη καί στή μέγιστη προσπάθεια νά έκφράσει κανείς γλωσσικά μιά τέτοια παγωμένη μέσα στά πράγματα ιστορία, οί χρησιμοποιούμενες λέξεις παραμένουν έννοιες. 'Η άκρίβειά τους ύποκαθιστά τήν έαυτότητα τού πράγ ματος. χωρίς αύτή νά μπορεί νά είναι εντελώς παρούσα1 ένα κοίλωμα χάσκει άνάμεσα σέ αύτές καί εκείνο πού μέ ξόρκια θέ λουν νά ζωντανέψουν. Σέ αύτό οφείλεται τό κατακάθι τής αύθαιρεσίας καί τής σχετικότητας τόσο στήν επιλογή τών λέξεων όσο καί στή γλωσσική έκθεση τών σκέψεων συνολικά. Άκόμη καί στόν Μπένγιαμιν οί έννοιες έχουν μιά τάση νά κρύβουν αυταρχι κά τόν έννοιολογικό τους χαρακτήρα. Μόνον οί έννοιες μπορούν νά καταφέρουν αύτό πού ¿μποδίζει ή έννοια. Ή γνώση είναι όπως ό τρώσας ίάσεται69. Τό προσδιορίσιμο λάθος όλων τών εννοιών τίς άναγκάζει νά καλούν άλλες κοντά τους· έδώ έχουν τήν πηγή τους όλοι οί άστερισμοί στους όποιους καί μόνο πέρα σε κάτι άπό τήν ελπίδα τού όνόματος70. *Η γλώσσα τής φιλοσο φίας προσεγγίζει τό όνομα μέσω τής άρνησής του. Αύτό πού επικρίνει στίς λέξεις, την άξίωσή τους γιά άμεση άλήθεια. είναι σχεδόν πάντοτε ή ιδεολογία τής θετικής, ύπαρκτής ταυτότητας μετάξι) λέξης καί πράγματος. Άκόμη καί ή επιμονή μπροστά στή μεμονωμένη λέξη καί έννοια, τή σιδερένια πύλη πού πρέπει νά άνοίξει. είναι μόνον ένα, άν καί άπαραίτητο στοιχείο. Γιά νά
ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΓΝΒΣΗ
75
γνωσθεί τό εσωτερικό, στό όποιο ή γνωστική διαδικασία μέσω τής έκφρασης προσκολλάται. χρειάζεται πάντοτε καί ένα εξωτε ρικό σέ σχέση μέ αυτό. Δεν πρέπει κανείς πιά νά κολυμπάει μέσα στό κύριο ρεύμα τής νεότερης φιλοσοφίας -ή λέξη άκούγεται σάν επονείδιστη. Ή φι λοσοφία των νεότερων χρόνων, πού μέχρι σήμερα κυριαρχεί, θέ λει νά άποκόψει τά παραδοσιακά στοιχεία τής σκέψης, νά τήν άποίστορικοποιήσει ώς πρός τό περιεχόμενό της καί νά αποδώ σει τήν ιστορία σέ έναν ειδικό κλάδο τής έπιστήμης πού διαπι στώνει γεγονότα. Άπό τότε πού άρχισε νά άναζητεϊται στη δήθεν αμεσότητα τών ύποκειμενικά δεδομένων πραγμάτων τό θεμέλιο όλης τής γνώσης, τρόπον τινά ώς ύποτέλεια απέναντι στό είδω λο τής καθαρά παροντικής ύπαρξης, έπιχειρήθηκε ή αποβολή τής ιστορικής διάστασης τής σκέψης. Τό πλασματικό μονοδιάστατο «τώρα» γίνεται γνωστική βάση τής εσωτερικής αίσθησης . Άπό αύτή τήν άποψη βρίσκονται σέ αρμονία οί πατριάρχες τής νεωτερικότητας. πού επίσημα θεωρούνται άντίποδες: στις αύτοβιογραφικές εξηγήσεις τού Καρτέσιου γιά τήν προέλευση τής μεθό δου του καί στή διδασκαλία περί ειδώλων τού Βάκωνα. Ό,τι είναι ιστορικό στή σκέψη, αντί νά ύπακούει στην άχρονη αιωνιό τητα τής άντικειμενοποιημένης λογικής, ταυτίζεται μέ τήν πρό ληψη, κάτι πού όντως ήταν ή έπίκληση τής έκκλησιαστικά θε σμοθετημένης παράδοσης εναντίον τής έλέγχουσας σκέψης. Ή κριτική τής αυθεντίας είχε κάθε λόγο ύπαρξης. ’Αγνοεί όμως 6τι ή παράδοση είναι ένύπαρκτο στοιχείο τής ίδιας τής γνώσης, ώς στοιχείο διαμεσολάβησης τών αντικειμένων. Ή γνώση τά παρα μορφώνει όταν μέ τήν άκινητοποιητική άντικειμενοποίηση άπαλείφει τήν παράδοση. Ακόμη καί στήν αύτονομημένη της μορφή απέναντι στό περιεχόμενο συμμετέχει στήν παράδοση ώς ασυ νείδητη άνάμνηση· δέν θά μπορούσε ούτε κάν νά διατυπωθεί ένα έρώτημα στό όποιο δέν θά διαφυλασσόταν μιά γνώση τού παρελθόντος, ή όποια ωθεί παραπέρα. Ή μορφή τής σκέψης ώς ένδοχρονικής κίνησης πού προχωρεί αιτιολογημένα μοιάζει εκ
τών προτέρων. μικροκοσμικά. μέ τή μακροκοσμική. τήν Ιστορική κίνηση, ή όποια έχει έσωτερικευθεϊ στή δομή τής σκέψης. Μία άπό τίς μεγάλες προσφορές της παραγωγικής (άπαγωγικής) με θόδου τού Κάντ είναι ότι ακόμη καί στήν καθαρή μορφή τής γνώσης, τήν ενότητα τού «εγώ σκέφτομαι»72, διαπίστωσε ’ίχνη ιστορικότητας στό επίπεδο τής Αναπαραγωγής στή φαντασία, τής ανάμνησης. Επειδή δμως δέν όπάρχει χρόνος χωρίς αύτά που είναι μέσα στόν ίδιο, αυτό πού ό Χούσσερλ τής όψιμης πε ριόδου άποκάλεσε εσωτερική ιστορικότητα δέν μπορεί νά είναι κάτι εσωτερικό, δέν μπορεί νά είναι καθαρή μορφή. Ή εσωτερι κή ιστορικότητα τής σκέψης είναι συμφυής μέ τό περιεχόμενό της καί κατά συνέπεια μέ τήν παράδοση, ένώ τό καθαρό. Απο λύτως μετουσιωμένο υποκείμενο θά ήταν Απολύτως ά-παραδοσιακό. Ή γνώση πού θά συντασσόταν πλήρως μέ τό είδωλο αύτής τής καθαρότητας, τής εντελώς άχρονης αιωνιότητας, θά συνέπιπτε μέ τήν τυπική λογική, θά ήταν ταυτολογία· μέσα της δέν θά είχε θέση ούτε καν ή υπερβατική λογική. Τό άχρονο, πρός τό όποιο τείνει ή αστική συνείδηση.ίσως γιά νά αντισταθ μίσει τή δική της θνητότητα, είναι τό αποκορύφωμα τής τύφλω σης αύτής τής συνείδησης. Ό Μπένγιαμιν τό διαισθάνθηκε όταν Αποκήρυξε εντελώς τό ιδανικό τής αύτονομίας καί ένέταξε τή σκέψη του σέ μιά παράδοση, ή οποία βέβαια, επειδή τή θέσπισε οίκειοθελώς. μέ ύποκειμενική έπιλογή. δέν έχει τήν αυθεντία πού ή ϊδια Αποδίδει στήν αυτάρκη σκέψη. Μολονότι Αντίποδας τού υπερβατικού στοιχείου, τό παραδοσιακό είναι οίονεί υπερβατι κό. όχι σημειακή ύποκειμενικότητα. Αλλά τό κυρίως συστατικό στοιχείο, ό μηχανισμός πού σύμφωνα μέ τόν Κάντ κρύβεται στό βάθος τής ψυχής. Ανάμεσα στίς παραλλαγές τών ύπερβολικά στενών ερωτημάτων στήν αρχή τής Κριτικής του καθαρού λόγου δέν θά έπρεπε νά λείπει τό ερώτημα πώς ή σκέψη πού πρέπει νά αύτοπαραιτηθεί Από τήν παράδοση μπορεί νά τή διαφυλάξει μεταμορφώνοντας την7'*· αύτό καί τίποτε άλλο είναι ή πνευματι κή εμπειρία. Ή φιλοσοφία τού Μπερξόν καί ακόμη περισσότερο τό μυθιστόρημα τοΰ Προύστ δέν μπορούσαν νά ξεχάσουν τήν
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
77
παράδοση, τό έχαναν δμως υπό τη μαγική έπήρεια τής άμεσότητας. άποστρεφόμενοι έκείνη την άστική άχρονη αιωνιότητα πού μέ τη μηχανική τής έννοιας επιφέρει τήν κατάργηση τής ζωής. Αλλά ή μέθεξη τής φιλοσοφίας στήν παράδοση θά ήταν μόνον ή καθορισμένη άρνησή της. Τήν προσφέρουν καί κείμενα πού ύποβάλλει σέ κριτική. Σέ αύτά πού τής παρέχει ή παράδο ση καί τήν όποια ενσαρκώνουν τά ίδια τά κείμενα ή συμπεριφο ρά της γίνεται σύμμετρη τής παράδοσης. Αύτό δικαιολογεί τό πέρασμα τής φιλοσοφίας στήν έρμηνεία. ή όποια δέν άπολυτοποιεί ούτε αύτό πού έρμηνεύει ούτε τό σύμβολο, αλλά αναζητεί τό άληθές εκεί όπου ή σκέψη έκκοσμικεύει τή χαμένη γιά πάντα πρωτογενή ιδέα τών ιερών κειμένων. Μέ τήν έκδηλη ή λανθάνουσα δέσμευση μέ κείμενα ή φιλοσο φία όμολογεί έκείνο πού υπό τήν κυριαρχία τού ιδανικού τής μεθόδου μάταια άρνεΐται. τόν γλωσσικό της χαρακτήρα, ό όποιος στή νεότερη ιστορία της. κατ' αναλογία πρός τήν παρά δοση. έχει προγραφεί ώς ρητορική. Αποκομμένος καί υποβιβα σμένος στό επίπεδο ενός μέσου πρόκλησης εντυπώσεων, ό γλωσσικός της χαρακτήρας ήταν ό φορέας τού ψέματος στή φι λοσοφία. Μέ τήν περιφρόνηση τής ρητορικής εξοφλούσε τό χρέ ος πού τή βάραινε άπό τήν άρχαιότητα καί έξής λόγω τού χωρι σμού της άπό τό αντικείμενο, γιά τόν όποιο τήν κατηγόρησε υ Πλάτων. Αλλά ή καταδίωξη τού ρητορικού στοιχείου, μέσω τού όποιου ή έκφραση έβρισκε καταφύγιο στή σκέψη. συνέβαλε στήν τεχνικοποίηση τής σκέψης, στή δυνητική της κατάργηση, τουλά χιστον όσο καί ή καλλιέργεια τής ρητορικής μέ ταυτόχρονη περι φρόνηση τού αντικειμένου. Ή ρητορική αντιπροσωπεύει στή φι λοσοφία ο.τι δέν μπορεί νά νοηθεί παρά μόνο μέσα στή γλώσσα. Διατηρεί τή θέση της στά αιτήματα γιά τή γλωσσική έκθεση τής σκέψης, μέ τήν οποία ή φιλοσοφία ξεχωρίζει άπό τήν επικοινω νία. τή μετάδοση ήδη γνωστών καί σταθερών περιεχομένων. Κινδυνεύει όπως καθετί άντιπροσωπεύον. διότι εύκολα σφετερί ζεται εκείνο που ή γλωσσική έκθεση δέν μπορεί νά προμηθεύσει στή σκέψη άδιαμεσολάβητα. Συνεχώς τή διαφθείρει ό σκοπός
78
ΡΗΤΟΡΙΚΜ
τής πειθούς. χωρίς τόν όποιο όμως ή σχέση τής σκέψης μέ τήν πρακτική θά έξαφανιζόταν από τήν πράξη τής σκέψης. Ή αλλεργία ολόκληρης τής δόκιμης φιλοσοφικής παράδοσης κατά τής έκφρασης, από τόν Πλάτωνα μέχρι τούς σημασιολόγους. συμφωνεί μέ τήν τάση όλου του διαφωτισμού νά τιμωρεί τό απείθαρχο τής χειρονομίας καταζητώντας το άκόμη καί μέσα στή λογική, κάτι πού συνιστά έναν μηχανισμό άμυνας τής έκπραγματισμένης συνείδησης. Άν ή συμμαχία τής φιλοσοφίας μέ τήν επιστήμη δυνητικά καταλήγει στήν κατάργηση τής γλώσ σας καί κατά προέκταση τής ίδιας τής φιλοσοφίας, ή φιλοσοφική σκέψη δέν επιβιώνει χωρίς τή γλωσσική της προσπάθεια. Αντί νά πλατσουρίζει στά ρέματα τής γλώσσας στοχάζεται πάνω σέ αύτά. Ή γλωσσική τσαπατσουλιά -επιστημονικά: τό ανακριβές έχει λόγους νά προτιμά τή συμμαχία μέ τήν επιστημονική χειρο νομία τού μή δεκαζόμενου από τή γλώσσα. Ή κατάργηση τής γλώσσας στή σκέψη δέν είναι ή άπομυθοποίηση τής σκέψης. Στήν τύφλα της ή φιλοσοφία θυσιάζει μαζί μέ τή γλώσσα εκείνο στό όποιο ή συμπεριφορά της άπέναντι στό αντικείμενο δέν είναι απλώς δηλωτική· μόνον ώς γλώσσα μπορεί τό όμοιο νά γνωρίσει τό όμοιο. Ωστόσο ή καταγγελία τής ρητορικής άπό τόν νομιναλισμό, γιά τόν όποιο τό όνομα δέν έχει καμμιά όμοιότητα μέ αυτό πού λέει, δέν μπορεί νά αγνοηθεί, απέναντι της δέν μπορεί νά άντιπαραταχθεί αυτούσιο τό ρητορικό στοιχείο. *Η διαλεκτική, σύμφωνα μέ τή σημασία τής λέξης: γλώσσα ώς όργανο τής σκέψης, θά ήταν ή προσπάθεια κριτικής διάσωσης του ρητορικού στοιχείου: άλληλοπροσέγγισης τού πράγματος καί τής έκφρασης ώσπου νά μή διαφέρουν. Ή διαλεκτική προ σθέτει στή δύναμη τής σκέψης αύτό πού στήν ιστορία φαινόταν σάν κηλίδα τής σκέψης, τή σχέση της μέ τή γλώσσα, ή όποια μέ τίποτε δέν μπορεί νά διαρραγεί πλήρως. Αύτό ένέπνευσε τή φαινομενολογία όταν στήν άφέλειά της ήθελε νά έξασφαλίσει τήν αλήθεια άναλύοντας τίς λέξεις. Στή ρητορική ποιότητα ό πο λιτισμός. ή κοινωνία, ή παράδοση δίνουν ζωή στή σκέψη· τό γυ μνά άντιρητορικό συμμαχεί μέ τή βαρβαρότητα, στήν όποία κα
ΡΗΤΟΡΙΚΗ
79
ταλήγει ή άστική σκέψη. Ή δυσφήμιση του Κικέρωνα ή ακόμη καί ή άντιπάθεια του Χέγκελ γιά τόν Ντιντερό μαρτυρούν τη μνησικακία έκείνων στους όποιους οί πιεστικές βιοτικές ανά γκες άποδυναμώνουν την ελεύθερη βούληση γιά εξέγερση καί γιά τούς οποίους τό σώμα τής γλώσσας είναι αμαρτωλό. Στη διαλεκτική τό ρητορικό στοιχείο παίρνει τό μέρος τού περιεχο μένου. σέ πείσμα τής έπικρατούσας χυδαίας άποψης. Διαμεσο λαβώντας αύτό τό στοιχείο μέ τό τυπικό.λογικό στοιχείο.ή δια λεκτική επιχειρεί νά λύσει τό δίλημμα άνάμεσα στην κατά τό δοκούν γνώμη καί τό ανούσια όρθό. Μέ συμπάθεια προσκλίνει όμως πρός τό περιεχόμενο ώς κάτι άνοιχτό.μη προαποφασισμέ νο από τό σκελετό τών κατηγοριών: ένσταση κατά τού μύθου. Μυθικό είναι τό πάντοτε ίδιο, πού τελικά λαμβάνει την αραιω μένη μορφή τής τυπικής νομοτέλειας τής σκέψης. Ή γνώση πού θέλει τό περιεχόμενο θέλει την ούτοπία. Αύτή. ώς συνείδηση τής δυνατότητας, συνδέεται στενά μέ τό συγκεκριμένο, πού δέν είναι διαστρεβλωμένο. Τό δυνατό, ποτέ τό άμεσα πραγματικό, είναι αύτό πού δέν επιτρέπει στην ούτοπία νά βρεί τη θέση της* έτσι μέσα στην ύφιστάμενη κατάσταση τό δυνατό φαίνεται σάν άφηρημένο. Τό άνεξίτηλο χρώμα προέρχεται από τό μη ον. τό όποιο ύ7Π)ρετεϊ ή σκέψη, ένα κομμάτι ύπαρξης πού μέ την άρνητικότητά της φθάνει μέχρι τό μη όν. ’Αλλά μόνον ή απώτατη απόσταση θά ήταν εγγύτητα· ή φιλοσοφία είναι τό πρίσμα πού πιάνει τό χρώμα της.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
Ή σχέση πρός την οντολογία
I
Ή όντολογική ανάγκη
Οί οντολογίες στη Γερμανία, προπάντων του Χάιντεγγερ. εξα κολουθούν νά ασκούν επιρροή- τά 'ίχνη τού πολιτικού παρελθό ντος δεν προκαλούν τρόμο. Ή οντολογία νοείται σιωπηρά ως ή προθυμία γιά επικύρωση μιάς έτερόνομης τάξης άπαλλαγμένης από τήν ανάγκη νά δικαιολογηθεί ενώπιον τής συνείδησης. Τό γεγονός ότι τέτοιες έρμηνείες απορρίπτονται από τούς ανώτε ρους ώς παρανοήσεις, διολίσθηση στό όντικό. έλλειψη ριζοσπα στισμού στή διατύπωση τού έρωτήματος ενισχύει απλώς τό κύρος τής έκκλησης: ή όντολογία φαίνεται νά εμπνέει τόσο με γαλύτερο δέος όσο λιγότερο μπορεί νά συνδεθεί μέ όρισμένα περιεχόμενα, τά όποια θά έπέτρεπαν στήν προπετή διάνοια νά βρεί ένα πάτημα. Τό ασύλληπτο γίνεται άτρωτο. "Οποιος άρνεϊται νά ακολουθήσει είναι ύποπτος ώς πνευματικά άπατρις. χωρίς πατρίδα στό είναι, όχι πολύ διαφορετικά άπό άλλο τε . όταν οί ιδεαλιστές Φίχτε καί Σέλλινγκ άποκαλούσαν ποταπούς εκείνους πού αντιστέκονταν στή μεταφυσική τους. Σέ όλες τίς κατευθύνσεις, ανάμεσα στίς όποιες επικρατεί έχθρα καί ή μία αποκλείει τήν άλλη ώς ψευδή εκδοχή, ή όντολογία είναι απολογητική. Ή έπιρροή της θά ήταν όμως ακατανόητη άν δέν τη διευκόλυνε μιά έμφαντική άνάγκη. ένδειξη μιάς χαμένης ευκαιρίας, ή λαχτάρα πού δέν έννοεί νά πιστέψει ότι ή καντιανή ετυμηγορία74 γιά τή γνώση τού άπόλυτου είναι ή τελευταία λέ
Κ4
EPfíTHMA ΚΑΙ ΛίΙΑΝΤΙΙΣΙΙ
ξη. "Οταν στην αρχική περίοδο τών νεοοντολογικών κατευθύν σεων μέ θεολογική συμπάθεια γινόταν λόγος γιά μιά άνάσταση τής μεταφυσικής, τά πράγματα φαίνονταν ακόμη ώμά. αλλά άνοικτά. Ηδη ή βούληση τού Χούσσερλ νά αντικαταστήσει τήν intentio obliqua με τήν intentio recta75, νά στραφεί πρός τά πράγματα, είχε κάτι άπό αύτό- εκείνο πού στήν κριτική τού Λόγου χάραξε τά όρια τής γνωστικής δυνατότητας δεν ήταν τί ποτε άλλο άπό έκείνη τή στοχαστική αναδρομή στήν ϊδια τή γνωστική ικανότητα, από τήν οποία τό φαινομενολογικό πρό γραμμα κατ* άρχάς ήθελε νά απαλλάξει τή φιλοσοφία. Στό Entwurf [Σχεδίασμα] τής όντολογικής σύστασης καθ’ ύλην πε δίων καί περιοχών καί τελικά στό Die Welt als der Inbegriff alles Daseienden [Ό κόσμος ως ή ενσάρκωση όλων τών υπαρκτών] φά νηκε καθαρά ή θέληση νά συλλάβει τό όλον χωρίς νά υπαγορεύ σει όρια στή γνώση του* τά είδη7* τού Χούσσερλ. άπό τά όποια προέκυψαν άργότερα τά υπαρκτικά χαρακτηριστικά στό Είναι καί χρόνος τού Χάιντεγγερ. σκόπευαν νά προεξοφλήσουν γενι κά καί περιεκτικά τί είναι όντως αύτές οί περιοχές μέχρι καί τήν ανώτατη. Πίσω άπό αυτά υπήρχε ή άρρητη ιδέα δτι τά σχε διάσματα τού Λόγου θά μπορούσαν νά προδιαγράφουν σέ όλο τό πλήθος τών ύπαρκτών τή δομή τους· είναι μιά δεύτερη επα νάληψη τών παλαιών φιλοσοφιών τού άπολύτου μετά τόν μετακαντιανό ιδεαλισμό, πού ήταν ή πρώτη. Ταυτόχρονα όμως εξα κολουθούσε νά ασκεί επιρροή ή κριτική [καντιανή] τάση, λιγό τερο κατά τών δογματικών εννοιών καί περισσότερο ώς προ σπάθεια νά μήν τίθενται πιά ούτε νά κατασκευάζονται τά από λυτα. πού είχαν χάσει τή συστηματική του ενότητα καί τό ένα ξεχώριζε άπό τό άλλο, άλλά μέ μιά δεκτική στάση προσανατο λισμένη πρός τό θετικιστικό ιδανικό τής έπιστήμης νά γίνονται άνεκτά καί νά περιγράφονται. "Ετσι ή άπόλυτη γνώση έγινε πάλι, όπως στόν Σέλλινγκ. (δια)νοητική έποπτεία77. Είχαν ελπίσει ότι θά άπαλείψουν τίς διαμεσολαβήσεις άντί νά τίς στοχασθούν. Τό μή κονφορμιστικό μοτίβο. ότι ή φιλοσοφία δέν έχει ανάγκη νά άρκείται στά όριά της -τούς περιορισμούς πού Ισχύ
ΕΡΩΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
85
ουν γιά την οργανωμένη χαί άξιοποιήσιμη έπιστήμη-, μετατρέπεται σέ κονφορμισμό. Ή χωρίς κριτική άποδεκτή ώς τέτοια δομή τών κατηγοριών, ό σκελετός των ύφιστάμενων κοινωνικών συνθηκών, έπικυρώνεται ώς απόλυτη καί ή χωρίς στοχασμό αμεσότητα τής μεθόδου προσφέρεται σέ κάθε αύθαιρεσία. Ή κριτική τού [καντιανού] κριτικισμού είναι προ-κριτική. Αύτό έξηγεϊ τήν πνευματική συμπεριφορά τού διαρκούς «πίσω στό». Τό απόλυτο έγινε αύτό πού θά ήθελε λιγότερο από ότιδήποτε άλλο, αύτό πού δηλώνει γιά τό ίδιο ή κριτική αλήθεια, ένα στοιχείο τής φυσικής ιστορίας, από τό όποϊο γρήγορα καί μέ άρκετά χονδροειδή τρόπο μπορούσε νά άντληθεϊ ό κανόνας τής προσαρμογής. Σέ σύγκριση μέ αύτά ή ίδεαλιστική σχολική φι λοσοφία άρνήθηκε νά άνταποκριθεϊ στις προσδοκίες πού έχει από τή φιλοσοφία όποιος καταπιάνεται μέ αύτήν άπροετοίμαστος. ΤΗταν ή άλλη όψη τής επιστημονικής εύθύνης γιά τόν εαυ τό της πού τής είχε επιβάλει καταναγκαστικά ό Κάντ. Ή συνεί δηση ότι ή ασκούμενη ώς ξεχωριστός κλάδος φιλοσοφία δέν έχει πιά καμμιά σχέση μέ τούς ανθρώπους, οί όποιοι πρέπει νά ξεχάσουν ώς κάτι μάταιο τά έρωτήματα χάρη στά όποια καί μόνο ασχολούνται μέ τή φιλοσοφία, ήταν ήδη άντιληπτή στόν γερμανικό ιδεαλισμό· τήν κατονόμασαν ανοικτά καί χωρίς επι φυλάξεις απέναντι στούς συναδέλφους τους ό Σοπενχάουερ καί ό Κίρκεγκωρ. ένώ ό Νίτσε διαφώνησε πλήρως μέ τήν ακαδημαϊ κή φιλοσοφία. Από αύτήν τή σκοπιά όμως οί σημερινές οντολο γίες δέν οίκειοποιούνται απλώς τήν άντιακαδημάίκή παράδοση τής φιλοσοφίας όταν, σύμφωνα μέ μιά διατύπωση τού Πάουλ Τίλλιχ. ρωτούν γι’ αύτό πού όπωσδήποτε αφορά τούς ανθρώ πους. Καθιέρωσαν στήν ακαδημαϊκή ζωή τό πάθος τού μή άκαδημαϊκού. Σέ αύτές συνυπάρχει ή εύχάριστη φρίκη μπροστά στή συντέλεια τού κόσμου μέ τήν καθησυχαστική αίσθηση ότι δρούν πάνω σέ σταθερό ή άκόμη καί φιλολογικά διασφαλισμένο έδαφος. Ή τόλμη. ανέκαθεν ένα προνόμιο τού νεαρού, ξέρει ότι καλύπτεται άπό τή γενική συναίνεση καί τόν ισχυρό έκπαιδευτικό θεσμό. Τό συνολικό κίνημα έγινε τό αντίθετο αυτών πού
Μι
ΕΡΟΊΉΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΠΙΙΙΙ
επαγγελλόταν στά πρώτα του στάδια. Ή ένασχόληση μέ σημα ντικά ζητήματα πισωγύρισε σε μιά τόσο άφηρημένη σκέψη, πού καμμιά νεοκαντιανή μεθοδολογία δεν την ξεπερνάει. Λύτη ή έξέλιξη δεν μπορεί νά άποσπασθεϊ από την προβληματική τής ϊδιας τής όντολογικής ανάγκης, ή όποια δεν μπορεί νά Ικανο ποιηθεί άπό αύτή τή φιλοσοφία όπως δεν μπόρεσε ούτε άλλοτε νά εκπληρωθεί άπό τό υπερβατικό σύστημα. Αύτό έκανε τήν οντολογία νά περιβάλει τόν έαυτό της μέ τήν άχλύ της. Σύμφω να μέ μιά παλαιότερη γερμανική παράδοση αποδίδει στό ¿ρώ τημα μεγαλύτερη αξία άπό δσο στήν άπάντηση· όπου δεν τηρεί τίς ύποσχέσεις της άνύψωσε τήν άποτυχία παρηγορητικά στό έπίπεδο ένός υπαρκτικού χαρακτηριστικού. Πραγματικά στή φιλοσοφία τά ¿ρωτήματα έχουν άλλο βάρος άπό ¿κείνο πού κατέχουν στίς έπιμέρους επιστήμες, όπου ή λύση τά βγάζει άπό τή μέση, ενώ ό ρυθμός τους στήν ιστορία τής φιλοσοφίας θά ήταν μάλλον μιά εναλλαγή μεταξύ διάρκειας καί λήθης. Αύτό όμως δέν λέει, όπως επαναλαμβάνουν μερικοί παπαγαλίζοντας τόν Κίρκεγκωρ, ότι ή ύπαρξη τού έρωτώντος είναι ή άλήθεια τήν όποια ή άπάντηση απλώς καί μάταια άναζητεί. Στή φιλοσο φία σχεδόν πάντοτε τό αύθεντικό ερώτημα περικλείει τρόπον τινά τήν άπάντησή του. Δέν γνωρίζει, όπως ή έρευνα, τή διαδο χική σειρά έρώτημα-άπάντηση. Πρέπει νά πλάθει τό ερώτημά της σύμφωνα μέ αύτό πού έχει έμπειραθεί γιά νά μπορέσει νά τό φθάσει. Οί άπαντήσεις της δέν είναι δεδομένες, κατασκευα σμένες. παραγμένες: σέ άπάντηση μετατρέπεται τό άνεπτυγμένο. διαφανές ερώτημα. Αύτά άκριβώς θέλει νά καταπνίγει ό ιδεαλισμός, νά παράγει διαρκώς τή δική του μορφή, νά «συνά γει» παραγωγικά άκόμη καί κάθε περιεχόμενο. "Ομως ή σκέψη πού δέν ύποστηρίζει ότι είναι μιά πρωταρχή δέν θά έπρεπε νά ξεχνά ότι δέν γεννάει, άλλά άποδίδει. άναπαράγει αύτό πού. ώς εμπειρία, έχει ήδη. Τό στοιχείο τής έκφρασης, ώς συστατικό τής σκέψης, κάνει τήν ίδια νά μή σερβίρει μέ μαθηματικό τρόπο78 γιά τό θεαθήναι προβλήματα καί στή συνέχεια λύσεις. Λέξεις όπως προβλήματα καί λύσεις ήχούν σάν ψέματα στή φι
ΕΡΩΤΗΜΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
87
λοσοφία, διότι θέτουν άξιωματικά την ανεξαρτησία του αντι κειμένου τής σκέψης από τη σκέψη άκριβώς έκεϊ όπου ή νόηση καί τό νοούμενο είναι αμοιβαία διαμεσολαβημένα. Κατά βάθος μπορεί νά κατανοηθεϊ φιλοσοφικά μόνον αύτό πού είναι αλη θές. Ή ενεργητική συμπαρακολούθηση τής κρίσης μέ την όποία κατανοεί κανείς κάτι είναι ταυτόσημη μέ την άπόφανση γιά την αλήθεια ή τό ψεύδος. Όποιος δέν συμπαρακολουθεί τό σχημα τισμό τής κρίσης γιά τήν πειστική έγκυρότητα ένός θεωρήματος ή τήν απουσία της δέν τό κατανοεί. Τό νοηματικό περιεχόμενό του. πού θά έπρεπε νά κατανοηθεϊ. βρίσκεται στήν αξίωσή του γιά μιά τέτοια πειστικότητα. Αύτό κάνει τή σχέση μεταξύ κα τανόησης καί κρίσης νά ξεχωρίζει από τή συνήθη τάξη τού χρό νου. Χωρίς μιά τέτοια κρίση δέν μπορεί νά κατανοηθεί κάτι, όπως καί νά κριθεί χωρίς νά κατανοηθεϊ. Αύτό κάνει αδικαιο λόγητο τό σχήμα σύμφωνα μέ τό όποιο ή λύση είναι ή κρίση, τό πρόβλημα είναι άπλώς τό ερώτημα, θεμελιωμένα στήν κατα νόηση . Διαμεσολαβημένη είναι ή ΐνα τής λεγόμενης φιλοσοφικής αποδεικτικής διαδικασίας. σέ αντίθεση πρός τό μαθηματικό μο ντέλο, τό όποιο όμως δέν έξαφανίζεται άπλώς. καθώς ή πειστι κή συνέπεια τής φιλοσοφικής σκέψης επιβάλλει μιά διαδικασία πού άνταποκρίνεται στά κριτήρια τών ειδών συλλογισμού. Αποδείξεις στή φιλοσοφία είναι ή προσπάθεια τού διανοητή νά έξασφαλίσει δεσμευτικότητα σέ αύτά πού έκφράζει κάνοντάς τα σύμμετρα πρός τά μέσα τής συλλογιστικής σκέψης. Αλλά τά έκφραζόμενα δέν προκύπτουν ώς καθαρά συμπεράσματα από αυτήν τή συλλογιστική σκέψη: ό κριτικός στοχασμός μιας τέτοι ας παραγωγικότητας τής σκέψης είναι επίσης ένα περιεχόμενο τής φιλοσοφίας. Μολονότι στόν Χέγκελ ή αξίωση γιά παραγωγή τού μή ταυτόσημου από τήν ταυτότητα είναι άκρως έμφαντική. ή δομή τής σκέψης στή μεγάλη Λογική ύπονοεί στίς διατυπώ σεις τών προβλημάτων τίς λύσεις, άντί νά παρουσιάζει τά συ μπεράσματα μετά τήν τελεία καί παύλα. Ένώ οδηγεί τήν κριτι κή πού ασκεί στήν αναλυτική κρίση μέχρι τή θέση ότι αυτή είναι «εσφαλμένη», στόν Χέγκελ είναι όλα αναλυτική κρίση, στροφή
ΚΝ
ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ
τής σκέψης πρός τη μία καί την άλλη κατεύθυνση. χωρίς νά κα ταφεύγει σέ κάτι έξωτερικό πρός αύτή. 'Ένα στοιχείο τής δια λεκτικής είναι δτι τό νέο καί άλλο είναι πάλι τό παλαιό καί γνωστό. Όσο προφανής καί άν είναι ή σχέση του μέ τή θέση γιά την ταυτότητα, αύτή δέν τό περιέχει μέ άλλη μορφή. Όσο πε ρισσότερο ή φιλοσοφική σκέψη έπαφίεται στήν έμπειρία της. τόσο πιό πολύ, κατά παράδοξο τρόπο, προσεγγίζει την αναλυ τική κρίση. Σωστή συνειδητοποίηση ενός ζητούμενου τής γνώ σης είναι συνήθως αύτή ή ίδια ή γνώση: τό αντίθετο τής Ιδεαλιστικής αρχής τής διαρκούς παραγωγής. Μέ τήν παραίτηση από τόν παραδοσιακό μηχανισμό τής απόδειξης καί τόν τονισμό τής ήδη γνωστής γνώσης επιβάλλεται στή φιλοσοφία ή ιδέα δτι δέν είναι τό απόλυτο. Ή όντολογική άνάγκη έγγυάται τόσο λίγο αύτό πού θέλει δσο καί τό βάσανο τών λιμοκτονούντων τό φαγητό. Όμως καμμιά αμφιβολία γιά μιά τέτοια έγγύηση δέν βασανίζει ένα φιλο σοφικό κίνημα πού ή εξέλιξή του ήταν άπρόβλεπτη. Μεταξύ άλλων καί γι’ αύτόν τό λόγο κατέληξε στό αναληθές καταφατι κό. «Τό σκοτείνιασμα τού κόσμου δέν φθάνει ποτέ μέχρι τό φως τού είναι»'9. Πάνω σέ εκείνες τίς κατηγορίες στις όποιες ή θεμελιώδης όντολογία οφείλει τήν απήχησή της, τίς όποιες γι’ αύτόν τό λόγο ή δέν παραδέχεται ή μετουσιώνει έτσι ώστε νά μήν προσφέρονται γιά όποιαδήποτε άνεπιθύμητη άντιπαράθεση. μπορούμε νά διακρίνουμε καθαρά δτι είναι αποτυπώματα ένός στοιχείου πού λείπει καί δέν πρέπει νά παραχθεί. δτι απο τελούν τή συμπληρωματική του ιδεολογία. Ή λατρεία τού είναι δμως, ή τουλάχιστον ή έλξη πού άσκεί αύτή ή λέξη ως κάτι ανώτερο, ζεϊ από τό γεγονός δτι καί πραγματικά-άντικειμενικά. δπως άλλοτε στή γνωσιολογία έννοιες τής λειτουργίας, απωθούν δλο καί πιό μακριά τίς έννοιες τής ούσίας. Ή κοινωνία έχει γίνει ένα όλικό πλαίσιο λειτουργιών, δπως τή φαντάσθηκε κάποτε ό φιλελευθερισμός* δ.τι ύπάρχει σχετίζεται λειτουργικά μέ κάτι άλλο, αύτό καθ’ έαυτό είναι ασήμαντο. Ή ύποφώσκουσα συνείδηση δτι τό ύποκείμενο χάνει τήν ούσιαστικότητά του
ΚΑΤΑΦΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Η«»
καί ό τρόμος πού αύτό προκαλεί προετοιμάζουν τό άτομο ώστε νά κρυφακούει τή διαβεβαίωση δτι τό είναι, πού ασαφώς ταυτί ζεται μέ αυτή την ούσιαστικότητα. δέν χάνεται καί θά διαρκέσει καί πέρα άπό τό πλέγμα λειτουργιών. Αλλά αύτό πού ή όντολογική φιλοσοφία επιδιώκει τρόπον τινά νά ζωντανέψει μέ ξόρ κια ύπονομεύεται άπό αντικειμενικές διαδικασίες, άπό την πα ραγωγή καί τήν άναπαραγωγή τής κοινωνικής ζωής. Ή προ σπάθεια γιά θεωρητική δικαίωση τού άνθρώπου καί τού είναι καί τού χρόνου ώς πρωτογενών φαινομένων δέν άποτρέπει τή μοίρα τών άναστημένων ιδεών. 'Έννοιες πού τό άντικειμενικό τους υπόστρωμα είναι Ιστορικά παρωχημένο έχουν έπικριθεί στό σύνολό τους καί στό ειδικό φιλοσοφικό πεδίο μέ πειστικό τρόπο ώς δογματικές ύποστασιοποιήσεις· στό κεφάλαιο γιά τούς παραλογισμούς [τού καθαρού Λόγου] ό Κάντ άσκησε κρι τική στήν ύπέρβαση τής εμπειρικής ψυχής, τήν αύρα τής λέξης ύπαρξη- στό κεφάλαιο γιά τήν άμφιβολία τών εννοιών τού στο χασμού έπέκρινε τήν άμεση άναδρομή στό είναι. Ή νέα οντο λογία δέν οίκειοποιείται αυτή τήν καντιανή κριτική γιά νά τήν οδηγήσει παραπέρα μέσω τού στοχασμού, άλλά συμπεριφέρεται σάν αύτή ή κριτική νά είναι μιά ύπόθεση εκείνης τής ορθο λογιστικής συνείδησης άπό τίς κηλίδες τής όποιας ή γνήσια σκέ ψη πρέπει νά άποκαθαρθεϊ σέ ένα τελετουργικό λουτρό. Καί όμως, γιά νά θέσει στήν ύπηρεσία της καί τήν κριτική φιλοσο φία. αποδίδει σέ αύτήν άμεσα όντολογικό περιεχόμενο. Ό Χάιντεγγερ δέν μπορούσε χωρίς νομιμοποίηση νά διακρίνει στόν Κάντ τό άντιυποκειμενιστικό καί «ύπερβατικό» στοιχείο. Ό Κάντ τονίζει προγραμματικά στόν Πρόλογο τής Κριτικής του καθαρού Λόγου τόν άντικειμενικό χαρακτήρα τού προβληματι σμού του καί στήν πραγματοποίηση τής παραγωγής τών κα θαρών έννοιών τής διάνοιας δέν άφήνει καμμιά άμφιβολία γι’ αύτόν τόν προβληματισμό. Ό άντικειμενικός χαρακτήρας δέν χο)ράει πλήρως σέ αύτό πού καταγράφει ή συμβατική Ιστορία τής φιλοσοφίας, στήν κοπερνίκεια στροφή80: τό άντικειμενικό ενδιαφέρον διατηρεί τήν πρωτοκαθεδρία έναντι τού ύποκειμε-
9»)
ΛΗΟΑΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
νικά κατευθυνόμενου στην άπλή πραγματοποίηση τής γνώσης, σέ μιά ανάλυση τής συνείδησης μέ τόν τρόπο τών έμπειριστών. 'Ωστόσο, αυτό τό αντικειμενικό ενδιαφέρον δεν πρέπει νά ταυ τίζεται μέ μιά κρυφή όντολογία. Σέ αντίθεση πρός μιά τέτοια ταύτιση δεν έρχεται μόνον ή καντιανή κριτική τής ορθολογι στικής όντολογίας. ή όποία σέ περίπτωση άνάγκης θά μπο ρούσε νά αφήσει τόπο γιά τή σύλληψη μιάς άλλης, άλλά ή πο ρεία τής σκέψης στήν ϊδια τήν κριτική τού Λόγου. Σύμφωνα μέ αυτή τήν πορεία ή αντικειμενικότητα -τόσο τής γνώσης όσο καί τού συνόλου τών αντικειμένων πού γνωρίζουμε- είναι ύποκειμενικά διαμεσολαβημένη. Επιδέχεται βέβαια τήν παραδοχή ένός καθ’ έαυτό81 πέρα από τό δίπολο ύποκείμενο-άντικείμενο, άλλά άφήνει αύτή τήν παραδοχή εντελώς σκόπιμα τόσο άκαθόριστη. πού καμμιά ερμηνεία κανενός είδους δέν θά μπορούσε νά συναγάγει από αύτήν μιά όντολογία. *Άν ό Κάντ ήθελε νά διασώσει αυτόν τόν νοητό κόσμο, τόν όποιο προσέβαλε ή στρο φή πρός τό ύποκείμενο. άν κατ’ αυτά τό έργο του φέρει μέσα του ένα όντολογικό στοιχείο, αύτό παραμένει εντούτοις στοι χείο, καί μάλιστα όχι κεντρικό. Ή φιλοσοφία του επιθυμεί νά πραγματοποιήσει αύτήν τή διάσωση μέ τή δύναμη εκείνου πού άπειλεί αύτό πού πρέπει νά διασωθεί. Ή προσπάθεια γιά αναβίωση τής όντολογίας άπό μιά άντικειμενιστική πρόθεση θά μπορούσε νά έχει ένα στήριγμα, τό όποιο βέβαια διόλου δέν ταιριάζει στήν αντίληψή της: δτι τό ύποκείμενο έχει γίνει σέ μεγάλο βαθμό μιά ιδεολογία πού συ γκαλύπτει τό αντικειμενικό πλαίσιο λειτουργιών τής κοινωνίας καί καταπραόνει τό πάσχειν τών ύποκειμένων κάτω άπό αύτή. Κατ’ αύτά τό μή έγώ82 έχει τήν πρωτοκαθεδρία έναντι τού εγώ. καί μάλιστα όχι μόνο σήμερα. Αύτό ή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ τό άφήνει έξω. άλλά τό καταγράφει: αύτή ή ιστορική πρω τοκαθεδρία μετατρέπεται στά κρυφά σέ όντολογική προτεραιό τητα τού είναι άπολύτως. έναντι κάθε όντικού. άντικειμενικά πραγματικού. Καί ήξερε καλά τί έκανε όταν άπέφυγε νά ανα στρέφει μπροστά στά μάτια όλων τήν κοπερνίκεια στροφή, τή
ΑΠΟΑΥΝΑΜΩΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
VI
στροφή πρός την ιδέα. Την έχδοχή τής όντολογίας του τή διαχώ ρισε έπιμελώς από τόν άντικειμενισμό, τήν άντιιδεαλιστική του στάση τή διαχώρισε τόσο από τόν κριτικό δσο καί από τόν άπλοϊκό ρεαλισμό83 84. Χωρίς αμφιβολία ή όντολογική άνάγκη δεν μπορούσε νά ισοπεδωθεί ώς άντιιδεαλισμός, σύμφωνα μέ τά μέτωπα τής έριδας τών ακαδημαϊκών σχολών. Αλλά ύπό τίς πα ρωθήσεις του ή ίσως πιό διαρκής άφησε ακάλυπτο τόν ιδεαλι σμό. “Εχει διαταραχθεΐ τό άνθρωποκεντρικό συναίσθημα τής ζωής. Τό υποκείμενο, ό φιλοσοφικός αύτοστοχασμός. οίκειοποιήθηκε τρόπον τινά τήν κριτική τού γεωκεντρισμού. πού άρχισε πρίν άπό αιώνες. Αύτό τό μοτίβο δέν είναι απλώς κοσμοθεωρη τικό. δσο εύκολα καί άν μπορούσε νά άξιοποιηθεί κοσμοθεωρη τικά. Οί ένθουσιώδεις συνθέσεις ανάμεσα στή φιλοσοφική καί τή φυσικοεπιστημονική εξέλιξη είναι ασφαλώς κακόφημες: άγνοούν τήν αυτονόμηση τής γλώσσας τών φυσικοεπιστημονικών καί μαθηματικών τύπων, ή όποια δέν μπορεί πιά νά έπαναπατρισθεϊ στήν έποπτεία. δέν μπορεί νά μεταφρασθεί σέ όποιεσδήποτε κατηγορίες άμεσα σύμμετρες πρός τήν ανθρώπινη συνείδηση. Καί δμως τά συμπεράσματα τής νεότερης κοσμολογίας είχαν εύρύτερη άκτινοβολία· δλες οί παραστάσεις πού ήθελαν νά εξο μοιώσουν τό σύμπαν μέ τό υποκείμενο ή ακόμη καί νά τό παρα γάγουν ώς δική του θέση** αποβάλλονται ώς άφελείς. καθώς μπορούν νά συγκριθούν μέ τήν απλοϊκότητα τών μικρονοικοκυραίων ή τών παρανοϊκών, πού θεωρούν τήν κωμόπολή τους ώς κέντρο τού κόσμου. Τό θεμέλιο τού φιλοσοφικού ιδεαλισμού, ή ίδια ή υποταγή τής φύσης, στό πρώτο μισό τού είκστού αιώνα έχασε τή βεβαιότητα τής παντοδυναμίας της. καί μάλιστα άκριβώς λόγω τής άμετρης επέκτασής της· οί άλλοι λόγοι αυτής τής απώλειας είναι δτι ή συνείδηση τών ανθρώπων ακολουθούσε τήν πρόοδο τής κυριαρχίας πάνω στή φύση χωλαίνοντας καί ή τάξη τών συνθηκών τους παρέμεινε άνορθολογική. καθώς καί έπειδή έπρεπε πρώτα νά μετρηθεί τό έλάχιστο μέγεθος τών έπιτεύξεων σέ σύγκριση μέ τό μή έπιτεύξιμο. Οικουμενικές διαστά σεις έχουν σήμερα τό προαίσθημα καί ό φόβος δτι ή καθυπόταξη
ΑΙΙΗΛΥΝΑΜΜΣΙΙ TOY ΥΠΟΚΚΙΜΚΝΟΥ
τής φύσης μέ την πρόοδό της συμβάλλει επίσης όλο καί περισ σότερο στη συμφορά άπό την όποια ήθελε νά προφυλάξει τους ανθρώπους, σέ εκείνη τη δεύτερη φύση πού έχει γίνει ή παρα φουντωμένη κοινωνία. Ή όντολογία καί ή φιλοσοφία του είναι είναι -πλάι σέ άλλους καί πιό χονδροειδείς- τρόποι αντίδρασης μέ τούς όποιους ή συνείδηση ελπίζει ότι θά ξεγλιστρήσει άπό αύτήν τη διαπλοκή. ’Έχουν όμως μέσα τους μιά μοιραία διαλε κτική. Ή άλήθεια πού εκδιώκει τόν άνθρωπο άπό τό κέντρο τής δημιουργίας καί τού θυμίζει επιτακτικά ότι είναι ανίσχυρος ένισχύει. ως ύποκειμενικός τρόπος συμπεριφοράς, τό συναίσθημα τής άδυναμίας. κάνει τούς ανθρώπους νά ταυτίζονται μέ αυτή καί έτσι αύξάνει άκόμη περισσότερο τη μαγική επήρεια τής δεύ τερης φύσης. Ή πίστη στό είναι, ένα θολό κοσμοθεωρητικό παράγωγο κριτικών προαισθημάτων, εκφυλίζεται πραγματικά μετατρεπόμενη σέ ύποτέλεια άπέναντι στό είναι, όπως τήν όρισε ό Χάιντεγγερ σέ μιά στιγμή άπροσεξίας. Έχει τήν αίσθηση ότι βρίσκεται απέναντι στό σύμπαν. αλλά χωρίς πολλές περιστρο φές προσκολλάται σέ καθετί μερικό εφόσον αυτό άποδεικνύει αρκετά άποφασιστικά στό υποκείμενο πόσο αδύναμο είναι. Ή τάση τού ύποκειμένου νά σκύβει μπροστά στή συμφορά, πού πηγάζει άπό τό πλαίσιο των ίδιων τών υποκειμένων, είναι ή εκδίκηση γιά τή μάταιη επιθυμία τους νά πηδήσουν μέσα άπό τό κλουβί τής ύποκειμενικότητάς τους. Τό φιλοσοφικό άλμα86, μιά πρωτογενής χειρονομία τού Κίρκεγκωρ. είναι επίσης μιά αυθαι ρεσία άπό τήν όποια ή καθυπόταξη τού ύποκειμένου στό είναι νομίζει πώς μπορεί νά γλυτώσει. Μόνον όπου τό υποκείμενο είναι επίσης παρόν, σύμφωνα μέ τή γλώσσα τού Χέγκελ, μειώνε ται ή μαγική επήρεια πάνω του* αύτή ή μαγεία συνεχίζεται σέ αυτό πού άπέναντι στό υποκείμενο θά ήταν τό κατεξοχην Άλλο, όπως άκριβώς ό deus absconditus54 είχε πάντοτε χαρακτηριστι κά τής άνορθολογικότητας τών μυθικών θεοτήτων. Φώς πάνω στίς σημερινές παλινορθωτικές φιλοσοφίες πέφτει άπό τίς έξωτικές κοσμοθεωρίες τύπου καλλιτεχνικής βιοτεχνίας μέ χαρα κτήρα κίτς. λόγου χάρη άπό τόν εκπληκτικά καταναλώσιμο βου
ΕΙΝΑΙ. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
93
δισμό ζέν. Όπως αύτός προσποιούνται καί αύτές ότι ή σκέψη λαμβάνει μιά θέση την όποια τά ύποκείμενα είναι αδύνατον νά λάβουν λόγω τής ιστορίας πού είναι άποθηκευμένη μέσα τους. Ό περιορισμός τού πνεύματος σέ αύτό πού είναι ανοικτό καί έπιτεύξιμο γιά την ιστορική στάθμη τής έμπειρίας του είναι ένα στοιχείο ελευθερίας· ή χωρίς έννοιες περιπλάνησή του αντιπρο σωπεύει τό άντίθετο τής ελευθερίας. Δογματικές διδασκαλίες πού ανέμελα δραπετεύουν άπό τό ύποκείμενο στό σύμπαν. καί μαζί τους ή φιλοσοφία τού είναι, συμβιβάζονται μέ τήν πωρωμέ νη κατάσταση στόν κόσμο καί τίς εύκαιρίες γιά έπιτυχία πού αυτός προσφέρει πιό εύκολα άπό όσο ή παραμικρή αύτοπερισυλλογή τού ύποκειμένου. ό στοχασμός πάνω στόν έαυτό του καί τήν πραγματική φυλακή στήν οποία ζεϊ. Ό Χάιντεγγερ άντιλήφθηκε βέβαια τήν ψευδαίσθηση άπό τήν όποια τρέφεται ή εύρύτερη έπιτυχία τής όντολογίας: ότι μέσα άπό μιά συνείδηση στήν οποία έχουν άποτεθεί ώς ιζήματα ό νο μιναλισμός καί ό ύποκειμενισμός. άπό μιά συνείδηση ή οποία μόνο μέσω αύτοστοχασμού έγινε αύτό πού είναι, μπορεί νά έπιλεγεΐ απλώς ή στάση τής intentio recta. Παρακάμπτει τή διαζευ κτική επιλογή μέ τή διδασκαλία γιά τό είναι, ή οποία ισχυρίζε ται ότι βρίσκεται πέρα άπό τήν intentio recta καί τήν intentio obliqua, πέρα άπό τό ύποκείμενο καί τό άντικείμνο. όπως καί πέρα άπό τήν έννοια καί τό όν. Τό είναι είναι ή άνώτατη έννοια -διότι όποιος λέει είναι δέν έχει τό ίδιο τό είναι στό στόμα του, άλλά τή λέξη είναι- καί ύποτίθεται ότι είναι προνομιούχο άπέναντι σέ κάθε έννοιολογία. δυνάμει τών στοιχείων πού συννοούνται στή λέξη είναι καί δέν έξαντλούνται στήν άφηρημένη έννοιολογική ένότητα τών γνωρισμάτων. Αν καί τουλάχιστον ό ώριμος Χάιντεγγερ δέν άναφέρεται πιά σέ αύτή. ό λόγος του γιά τό είναι προϋποθέτει τή διδασκαλία τού Χούσσερλ γιά τήν κατηγοριακή έποπτεία ή θέαση τού όντος. Μόνο μέσω μιας τέ τοιας έποπτείας θά μπορούσε τό είναι, σύμφωνα μέ τή δομή πού αποδίδει σέ αύτό ή χαίντεγγεριανή φιλοσοφία, νά «διανοιχθεί» ή νά άποκαλυφθεΐ- τό έμφαντικό είναι τού Χάιντεγγερ θά
«Μ
ΗΙΝΛ1. ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
ήταν τό ιδανικό αύτού πού συλλαμβάνει ή διαισθητική θέαση τής ουσίας, τού είδους (Ideation). Ή εμπεριεχόμενη σε αύτήν τή διδασκαλία κριτική τής ταξινομητικής λογικής ή όποια ενοποιεί τά γνωρίσματα τών αντικειμένων πού συμπεριλαμβάνει μιά έννοια διατηρεί τήν ισχύ της. Αλλά ό Χοόσσερλ. πού ή φιλοσο φία του παρέμεινε μέσα στά δρια τού καταμερισμού τής έργασίας καί παρ’ όλα τά λεγάμενα ερωτήματα θεμελίωσης μέχρι τήν όψιμη φάση της δέν έπέκρινε τήν έννοια τής αύστηρής επιστή μης. προσπάθησε, ύπακούοντας στούς κανόνες τής τελευταίας, νά φέρει σέ άμεση συμφωνία μέ αύτήν εκείνα πού έχουν τό νόη μά τους στήν κριτική αύτής τής αύστηρής επιστήμης* he wanted to eat the cake and have it too88. Ή μέθοδός του. πού ρητά εκτί θεται ώς τέτοια, θέλει νά ενσταλάξει στις ταξινομητικές έννοιες, μέ τόν τρόπο μέ τόν όποιο έξασφαλίζεται ή γνώση, εκείνο πού αύτές ώς ταξινομητικές. ώς απλή προπαρασκευή τών δεδομέ νων, δέν μπορούν νά έχουν, αλλά θά είχαν μόνο μέ τήν κατανόη ση τού ίδιου τού πράγματος, ή οποία στόν Χούσσερλ κυμαίνε ται άνάμεσα σέ κάτι ένδθ7τνευματικό καί κάτι αντίθετο πρός τήν έμμονή στή συνείδηση. Εκείνο πού πρέπει νά τού καταλογισθεί. σέ αντίθεση πρός τή μή έπιστημονικότητα τής κατηγοριακής έποπτείας ώς άνορθολογιστικής, γιά τήν όποια τόν κατηγο ρούσαν κατά κανόνα ενόσω ζούσε, είναι μάλλον ό συμφυρμός τής κατηγοριακής έποπτείας μέ τήν έπιστήμη, αφού μάλιστα ολόκληρο τό έργο του έναντιώνεται στόν άνορθολογισμό. Ό Χάιντεγγερ τό πρόσεξε καί έκανε τό βήμα πού δίσταζε νά κάνει ό Χούσσερλ. Άπέρριψε όμως τό όρθολογικό στοιχείο, τό όποίο ό Χούσσερλ διαφύλασσε®, καί, συγγενεύοντας σέ αύτό μάλλον με τόν Μπερξόν. έφάρμοσε σιωπηρά μιά μέθοδο ή όποια θυσιά ζει τή σχέση μέ τή συλλογιστική έννοια, ένα άπαραίτητο στοι χείο τής σκέψης. Σέ αύτό τό σημείο κάλυψε τό ασθενές σημείο τού Μπερξόν. ό όποιος ύποστήριξε δύο άδιαμεσολάβητους με ταξύ τους, παράταιρους τρόπους γνώσης, τόν έναν πλάι στόν άλλον80: καταφεύγοντας στή δήθεν άνώτερη άξια αύτών πού συλλαμβάνει ή κατηγοριακή έποπτεία. μαζί μέ τό ερώτημα γιά
ΟΝΤΟΛΟΠΚΟΣ ΑΝΤΙΚΕ1ΜΕΝΙΣΜΟΣ
95
τη νομιμοποίησή τους, ό Χάιντεγγερ παραμερίζει χαί τό γνο>σιοχριτιχό ζήτημα ώς προοντολογιχό. Ή μή Ικανοποίηση άπό τό προκαταρκτικό γνωσιολογικό ερώτημα γίνεται μιά δικαιολο γία γιά τήν άπλή απάλειψή του· ή δογματικότητα. σέ άντιδιαστολή πρός τήν παράδοση τής κριτικής της. είναι γι’ αύτόν ανε πιφύλακτα μιά ανώτερη σοφία. Αυτή είναι ή προέλευση τού άρχαίσμού τού Χάιντεγγερ. Ή αμφισημία των έλληνικών λέξεων γιά τό είναι, πού άνάγεται στον ιωνικό μή διαχωρισμό τών υλικών, τών βασικών αρχών καί τής καθαρής ούσίας. δέν κατα γράφεται ώς ανεπάρκεια, άλλά ώς ανωτερότητα τού πρωταρχι κού. Αύτή ή αμφισημία πρέπει νά γιατρέψει τήν έννοια είναι άπό τήν πληγή τού έννοιολογικού της χαρακτήρα, τή διάσπαση μεταξύ τής νόησης καί τού νοούμενου. Αύτό δμως πού έμφανίζεται σάν νά έχει τήν έδρα του στούς αιώνες πρίν άπό τό προπατορικό άμάρτημα τόσο τής ύποκειμενοποιητικής δσο καί τής άντικειμενοποιητικής μεταφυσικής γίνε ται άθελά του ένα παχυλό «καθ’ εαυτό». Ή ύποκειμενικότητα πού άρνείται τόν εαυτό της μετατρέπεται σέ άντικειμενισμό. Όσο έπιμελώς καί άν άποφεύγει αύτή ή σκέψη τήν κριτικιστική διαμάχη συγκαταλέγοντας τίς δύο άντιθετικές θέσεις μέ τόν ίδιο τρόπο στήν άπώλεια τού είναι, ή μετουσίωση τών εννοιών της. ή άκατάπαυστη συνέχιση τών περιστολών91 τού Χούσσερλ. κάνει τή σκέψη νά παραιτηθεί άπό αύτό πού εννοεί ή λέξη είναι. άπό κάθε ξεχωριστή ύπαρξη καί άπό κάθε ίχνος όρθολογικής άφαίρεσης. Στήν ταυτολογία στήν όποια καταλήγει αύτό τό είναι τό ύποκείμενο έχει έκδιωχθεί: «Άλλά τό είναι - τί είναι τό είναι; Είναι αύτό τό ϊδιο»92. Τό είναι τείνει άναπόφευκτα πρός μιά τέ τοια ταυτολογία. Δέν γίνεται καλύτερα όταν τήν έπιλέγει κανείς μέ μιά έξυπνη ειλικρίνεια καί τή χαρακτηρίζει έγγυήτρια τού πιό μεγάλου βάθους. Κάθε κρίση, σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ άκόμη καί ή άναλυτική. είτε θέλει εϊτε όχι. φέρει μέσα της τήν άξίωση νά άποδιύσει μιά ιδιότητα πού δέν είναι άπλώς ταυτόσημη μέ τήν έννοια τού υποκειμένου καί μόνο. Άν ή κρίση άδιαφορήσει γι' αύτό. σπάζει ήδη τό συμβόλαιο πού υπέγραψε μέ τή μορφή
«Μ »
Ο ΝΤΟ ΛΟ Π Κ Ο Σ ΛΝΤΙΚ ΗΙΜ ΕΝΙΣΜ Ο Ι
της. Αύτό όμως είναι αναπόφευκτο στην περίπτωση τής έννοιας τού είναι, όπως τη χειρίζεται ή νέα οντολογία, ή οποία τότε «κα ταλήγει στην αυθαιρεσία νά προβάλλει ώς απολύτως άμεσο τό “είναι”, τό όποιο ακριβώς στην καθαρότητά του είναι τό διαμε τρικά αντίθετο τής καθαρής άμεσότητας. δηλαδή κάτι πέρα γιά πέρα διαμεσολαβημένο. κάτι πού μόνο στίς διαμεσολαβήσεις έχει νόημα»93. Είναι άναγκασμένη νά καθορίζει τό είναι μόνο μέσω τού έαυτού του. διότι σύμφωνα μέ την ϊδια δέν μπορεί κα νείς ούτε νά τό δείξει άμεσα σύμφωνα μέ τό μοντέλο τού αισθη τά βέβαιου. Στή θέση κάθε κριτικής αρχής άρμόδιας γιά τό είναι επαναλαμβάνεται τό όνομα καί μόνο. Τό ύπόλειμμα. ή δήθεν άπαραποίητη ουσία94. πού ίσοδυναμεί μέ μιά αρχήν εκείνου τού τύπου πού ή αιτιολογημένη κίνηση τής σκέψης έπρεπε νά άπορρίψει. Από τό γεγονός δτι μιά φιλοσοφία άρνεϊται ότι είναι με ταφυσική δέν μπορούμε, όπως δήλωσε κάποτε ό Χάιντεγγερ κατά τού Σάρτρ9'\ νά άποφανθούμε άν είναι ή δέν είναι, αλλά αυτή ή άρνηση αιτιολογεί τήν ύποψία ότι στή μή ομολογία τού μεταφυσικού της περιεχομένου κρύβεται ή αναλήθεια. Τό νέο ξεκίνημα από ένα δήθεν σημείο μηδέν είναι ή μάσκα τής γεμά της προσπάθεια λήθης, ένώ καί ή στάση συμπάθειας απέναντι στή βαρβαρότητα δέν είναι κάτι επιφανειακό. Τό γεγονός ότι οί παλαιότερες οντολογίες, τόσο οί Σχολαστικές όσο καί οί όρθολογιστικές των άπογόνων. παρήκμασαν δέν ήταν μιά τυχαία αλλαγή τής κοσμοθεωρίας ή τού τρόπου σκέψης· σέ μιά τέτοια αλλαγή πιστεύει ό ίδιος ιστορικός σχετικισμός στόν όποιο έναντιώθηκε κάποτε ή όντολογική ανάγκη. Καμμιά συμπάθεια πρός τόν ενθουσιασμό τού Πλάτωνα σέ αντιδιαστολή πρός τή νηφα λιότητα των έπιμέρους έπιστημών τού Αριστοτέλη δέν αποδυ ναμώνει τήν ένσταση κατά τής πλατωνικής διδασκαλίας περί ιδεών ώς αναπαραγωγής (διπλασιασμού) τού κόσμου τών πραγ μάτων· καμμιά συνηγορία ύπέρ τής ευλογίας τής τάξης δέν σα ρώνει τίς δυσκολίες πού δημιουργεί ή σχέση άνάμεσα στό τόδε τι καί τήν πρώτην ουσίαν στην αριστοτελική μεταφυσική* αυτές προέρχονται από τόν άδιαμεσολάβητο χαρακτήρα τών προσδιο
ΑΠΟΓΟΜΤΕΥΣΜ ΓΙΑ ΤΉΝ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΗ ΑΝΑΓΚΗ
<)7
ρισμών τού είναι καί τού δντος. τόν όποιο ή νέα οντολογία μέ αποφασιστικό καί απλοϊκό τρόπο παλινορθώνει. Επίσης ή όσοδήποτε θεμιτή επιθυμία γιά έναν αντικειμενικό Λόγο δεν μπορεί από μόνη της νά εξαφανίσει τήν καντιανή κριτική τής όντολο γικής απόδειξης γιά τήν ύπαρξη τού θεού. Ηδη τό πέρασμα τών Έλεατών στή δοξαζόμενη σήμερα έννοια τού είναι ήταν διαφω τισμός άπέναντι στόν ύλοζωισμό. αλλά ό Χάιντεγγερ δέν τού δί νει μεγάλη σημασία. Ή πρόθεση δμως νά άπαλειφθοϋν δλα αυτά μέ τήν έπαναστροφή πίσω από τό στοχασμό τού κριτικι σμού σέ ιερούς άρχέγονους χρόνους θέλει απλώς νά παρακάμψει τούς φιλοσοφικούς καταναγκασμούς οί όποιοι, άπαξ καί κατανοήθηκαν, εμπόδιζαν τήν ικανοποίηση τής όντολογικής ανά γκης. Ή βούληση νά μήν αφήνει κανείς νά τόν ταΐζουν μέ ότιδήποτε. ή έφεση νά μάθει κάτι ούσιώδες από τή φιλοσοφία, παρα μορφώνεται από απαντήσεις κομμένες καί ραμμένες στά μέτρα τής όντολογικής ανάγκης, στό μισόφωτο ανάμεσα στή νόμιμη υποχρέωσή της νά δώσει «άρτον, μή λίθον»96 καί στή μή νόμιμη πεποίθηση δτι τό ψωμί είναι αναγκαίο επειδή είναι αναγκαίο. Τό γεγονός δτι ή προσανατολισμένη πρός τήν πρωτοκαθεδρία τής μεθόδου φιλοσοφία ησυχάζει δταν πραγματεύεται τά λεγόμενα προκαταρκτικά έρωτήματα καί κατά συνέπεια μπορεί νά αισθάνεται ακόμη καί τή βεβαιότητα δτι συνιστά μιά θεμελιώδη έπιστήμη αποκρύπτει απλώς δτι τά προκαταρκτικά έρωτήματα, καί ή ίδια ή φιλοσοφία, σχεδόν δέν έχουν πιά καμμιά συνέπεια γιά τή γνώση. Οί σκέψεις γιά τό όργανο, τή μέθοδο, ήδη δέν θί γουν πιά τό αντικείμενο τής επιστημονικής γνώσης, άλλά μόνο τό ερώτημα τί μπορεί γενικά νά γνωσθεΐ, τήν ισχύ τών επιστημο νικών κρίσεων. Τό ορισμένο αντικείμενο γνώσης είναι κάτι κατώ τερο γι’ αύτόν τό στοχασμό, απλώς ένα συστατικό στοιχείο· ενώ αύτός διατείνεται δτι βυθίζεται στή γενική σύσταση τού αντικει μένου. αυτό τόν αφήνει αδιάφορο. Ή πρώτη διατύπωση πού τό λέει καθαρά είναι ή περίφημη πρόταση τού Κάντ: «ό υπερβατι κός ιδεαλιστής» είναι «ένας εμπειρικός ρεαλιστής»’7 98. Ό Οαυ-
νχ
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΓΗΝ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΗ ΑΝΑΓΚΗ
μασμός γιά τήν προσπάθεια τής Κριτιχής τού καθαρού Λόγου νά θεμελιώσει την εμπειρία κώφευε άπέναντι στην κήρυξη χρεοκο πίας. τη δήλωση ότι ή απροσμέτρητη προσπάθεια αυτής τής κρι τικής είναι ένα άδιάφορον απέναντι στό περιεχόμενο αυτής τής έμπειρίας. Ενθαρρύνει μόνο τήν κανονική λειτουργία τής διάνοι ας καί τήν άντίστοιχή της άποψη γιά τήν πραγματικότητα· άλλω στε ακόμη καί ό Χάιντεγγερ τάσσεται υπέρ τού «κανονικά σκεπτόμενου ανθρώπου»99. Μόνο λίγες από τίς ένδοκοσμικές άπόψεις καί κρίσεις τού κοινού νού άποσύρονται άπό τήν κυκλοφο ρία. «Ό Κάντ ήθελε, μέ εναν τρόπο πού προσέβαλλε “δλο τόν κόσμο”, νά αποδείξει ότι “όλος ό κόσμος” εχει δίκιο: αυτό είναι τό κρυφό αστείο αύτής τής ψυχής. Έγραφε εναντίον τών σοφών καί υπέρ τών προκαταλήψεων τού λαού, αλλά γιά σοφούς καί όχι γιά τό λαό»100. Ή ήττοπάθεια προκαλεϊ τήν παράλυση τής ίδιάζουσας στη φιλοσοφία παρόρμησης νά άναδείξει κάτι άληθές πού κρύβεται πίσω από τά είδωλα τής συμβατικής συνείδησης σπά ζοντας τα. 'Η ειρωνεία τού κεφαλαίου γιά τήν αμφιβολία101 κατά τής ίταμότητας νά θέλει κανείς νά γνωρίσει τό έσωτερικό τών πραγμάτων, ή αύτάρεσκη άνδρική στάση παραίτησης μέ τήν όπποία ή φιλοσοφία έγκαθίσταται στόν mundus sensibilis [αισθητό κόσμο, κόσμο τών αισθήσεων] ώς κάτι εξωτερικό, δεν είναι άπλώς μιά άρνηση τής μεταφυσικής στό όνομα τού διαφω τισμού, ή οποία συγχέει τήν έννοια μέ τήν πραγματικότητά της. άλλά καί μιά σκοταδιστική άρνηση εκείνων οί όποιοι δέν κατα θέτουν τά όπλα μπροστά στήν πρόσοψη. Κάτι άπό τήν ανάμνηση αυτού τού καλύτερου στοιχείου, τό όποιο ή κριτική φιλοσοφία δέν ξέχασε όσο μάλλον, πρός τιμήν τής επιστήμης πού ήθελε νά θεμελιώσει, μέ ζήλο άπέκλεισε, επιβιώνει μέσα στήν όντολογική άνάγκη. Είναι ή θέληση νά μή στερηθεί ή σκέψη έκεϊνο γιά τό όποιο ή ίδια βρίσκεται σέ κίνηση. Αφότου οί επιστήμες άνακήρυξαν άμετάκλητα τήν ίδεαλιστική φιλοσοφία, οί έπιτυχείς δέν επι ζητούν πλέον άλλον τρόπο νομιμοποίησης άπό τή δήλωση τής με θόδους τους. Στήν αύτοερμηνεία της ή έπιστήμη είναι causa sui102. λαμβάνει τόν εαυτό της ώς κάτι δεδομένο καί έτσι επικυ
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΗ ΑΝΑΓΚΗ
99
ρώνει καί τήν έκάστοτε μορφή της όπως πλάθεται άπό τόν κα ταμερισμό τής εργασίας, ένώ ή άνεπάρκεια αύτής τής μορφής δεν μπορεί νά παραμένει διαρκώς κρυμμένη. Προπάντων οί έπιστήμες του πνεύματος μέ τό δανεισμένο τους ιδανικό τής θετικότητας σέ πολλές έπιμέρους έρευνες χάνονται μέσα στην άσημαντότητα καί την άπουσία γόνιμων εννοιών. Ή τομή άνάμεσα σέ έπιμέρους κλάδους δπως ή κοινωνιολογία. ή οίκονομολογία καί ή ιστορία κάνει τό ένδιαφέρον τής γνώσης νά εξαφανίζεται μέσα στις σχολαστικά ανοιγμένες τάφρους, πού τις ύπερασπίζονται σάν κάτι ύπερβολικά πολύτιμο. Ή όντολογία τό θυμίζει, άλλά. επιφυλακτική πλέον, δέν θέλει νά έμφυσήσει τό ούσιώδες στό αντικείμενο μέσω τής θεωρητικής-είκοτολογικής σκέψης. Τό ούσιώδες πρέπει μάλλον νά προκύπτει σάν ένα δεδομένο. φόρος τιμής στούς κανόνες τής θετικότητας. τήν όποια ή όντολογική ανάγκη θέλει νά ξεπεράσει. Μερικοί μυημένοι στήν επιστήμη αναμένουν άπό τήν όντολογία αποφασιστικής σημασίας συ μπληρώματα χωρίς νά ύπάρχει άνάγκη νά θίξουν τίς φυσικοεπιστημονικές τεχνικές τους. ’Αν ή χαϊντεγγεριανή φιλοσοφία στήν όψιμη φάση της διατείνεται ότι εγείρεται πάνω άπό τήν παρα δοσιακή διάκριση μεταξύ ούσίας καί πραγματικού δεδομένου, μέ αυτή τήν άξίωση καθρεφτίζει τήν αιτιολογημένη σύγχυση πού προκαλεϊ ή άπόκλιση μεταξύ τών επιστημών τής ούσίας καί τών επιστημών τών πραγματικών γεγονότων, δηλαδή τών μαθηματικών-λογικών καί τών καθ’ ύλην κλάδων, πού εύδοκιμούν στά ιδρύματα καλλιέργειας τών επιστημών άσύνδετοι μεταξύ τους, μολονότι τό γνωστικό ιδανικό τών μέν θά ήταν άσυμβίβαστο μέ τό άντίστοιχο τών άλλων. ’Αλλά ό άνταγωνισμός μεταξύ τών άποκλειστικών επιστημονικών κριτηρίων καί τής άπόλυτης άξίωσης μιας διδασκαλίας τής ούσίας ή στή συνέχεια μιας διδα σκαλίας τού είναι δέν αίρεται άπό τά προστάγματά της. Ενα ντιώνεται άφηρημένα στόν άντίποδά της καί τή βαρύνουν οί ίδιες έλλείψεις πού έπιβάλλει ό καταμερισμός τής εργασίας στή συνείδηση, ένώ φέρεται σάν άντίδοτό τους. Αύτά πού άντιπαρατάσσει στήν έπιστήμη δέν είναι ό αύτοστοχασμός τής έπιστήμης
100
ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΙΚΑΝΟΠΟΙΗΤΗ ΑΝΑΓΚΗ
ούτε, όπως νομίζει προφανώς ό Βάλτερ Μπραικερ. ένα ποιοτικά διαφορετικό στρώμα πού με μιά αναγκαία κίνηση θά την έπικάλυπτε. Βγαίνει άπό πιστόλι, γιά νά χρησιμοποιήσουμε την παλαιά έγελιανή παρομοίωση κατά τού Σέλλινγκ. μιά προσθήκη στήν επιστήμη, τήν όποια επιπλήττει στό σύνολό της χωρίς νά άλλάζει κάτι σε αύτή με πειστικό τρόπο. Ή εύγενής στροφή τής πλάτης πρός τήν έπιστήμη επικυρώνει τελικά τήν παντοκρατορία της. παρόμοια με τά άνορθολογιστικά συνθήματα επί φασι σμού. τά όποια άποτελούσαν τήν αντίστιξη στόν φυσικοεπιστημονικό-τεχνολογικό μηχανισμό. Τό πέρασμα άπό τήν κριτική τών επιστημών πρός δ,τι είναι ούσιώδες σε αυτές ώς τό είναι τους παραβλέπει επίσης δ,τι θά μπορούσε νά είναι ούσιώδες σέ αύτές καί στερεί άπό τήν άνάγκη τήν ικανοποίηση πού φαίνεται πώς παρέχει. Καθώς ή όντολογική φιλοσοφία άποστασιοποιεϊται άπό κάθε θεματικό άντικείμενο μέ μεγαλύτερο φόβο άπό εκείνον τού Κάντ, επιτρέπει λιγότερη άκανόνιστη γνώση άπό δση καθιστούσε δυνατή ό ιδεαλισμός τύπου Σέλλινγκ. πόσω μάλλον στήν έγελιανή του εκδοχή. Προπάντων προγράφεται ή κοινωνική συνείδηση, πού στίς άρχαίες όντολογίες ήταν άδιαχώριστη μέ τό άπλώς δν καί ώς μετάβασις εις άλλο γένος. Ή ερμηνευτική τού Χάιντεγγερ υιοθέτησε τή στροφή κατά τής γνωσιολογίας, τήν όποια καθιέρωσε ό Χέγκελ στήν Εισαγωγή του στή Φαινομενολογία τού πνεύματος103. Αλλά οί επιφυλάξεις τής υπερβατικής φιλοσοφίας άπέναντι σέ μιά θεματικά προσα νατολισμένη. ή όποια άποπέμπει άπό τό κατώφλι τό θεματικό περιεχόμενο ώς άπλώς εμπειρικό, επιβιώνουν παρ’ δλες τίς δια μαρτυρίες στό πρόγραμμα τού Χάιντεγγερ, σύμφωνα μέ τό όποιο τό είναι άποχωρίζεται άπό τό δν καί εξηγείται τό ίδιο τό είναι104. Ή θεμελιώδης όντολογία άπομακρύνεται μεταξύ άλλων καί επειδή ή ϊδια συντηρεί ένα ιδανικό «καθαρότητας» πού προέρχεται άπό τή μεθοδολογικοποίηση τής φιλοσοφίας - ό τελευταίος κρίκος ήταν ό Χούσσερλ- ώς άντίθεση τού είναι πρός τό δν. ένώ παραταύτα φιλοσοφεί τρόπον τινά καί πάνω σέ καθ* ύλην περιεχόμενα. Μέ αύτή τήν καθαρότητα μπορούσε νά συμ
«Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΩΣ ΚΕΡΔΟΣ»
ΙΟΙ
φιλιωθεί αύτό τό ήθος μόνο σέ ένα πεδίο, έχει οπού δλες οί κα θορισμένες διακρίσεις ή καί δλα τά θεματικά περιεχόμενα χάνο νται μέσα στήν ασάφεια. Τρομαγμένος από τίς άδυναμίες του Μάξ Σέλερ. ό Χάιντεγγερ δέν αφήνει τήν πρώτη φιλοσοφία (prima philosophia) νά έκτεθεί άσχημα από τόν τυχαίο χαρακτή ρα του θεματικού περιεχομένου, τήν παροδικότητα των έκάστοτε αιωνιοτήτων. Δέν παραιτεϊται δμως ούτε από τή συγκεκριμε νοποίηση. τήν όποια άρχικά έπαγγελλόταν ή λέξη ύπαρξη,α> 106. Ή διάκριση μεταξύ τής έννοιας καί τού υλικού πράγματος είναι γι’ αύτόν τό προπατορικό αμάρτημα, ένώ στό πάθος τού είναι αύτή διαιωνίζεται. Δέν πρέπει νά υποτιμούμε ανάμεσα στις πολλές λειτουργίες τού είναι τή μία: δτι απέναντι στό δν τονίζει τό ανώτερο κύρος του. ταυτόχρονα δμως θυμίζει τό δν. από τό όποιο θέλει νά ξεχωρίζει, ώς κάτι προγενέστερο τής διαφορο ποίησης καί τού ανταγωνισμού. Τό είναι δελεάζει, εύγλωττο όπως τό θρόισμα τών φύλλων στόν άνεμο τών κακών ποιημά των. μόνο πού στή δεύτερη περίπτωση τό έξυμνούμενο ξεγλι στράει ώς ένα βαθμό αθώα, ένώ ή φιλοσοφία έπιμένει σέ αύτό σάν νά ήταν μιά περιουσία πάνω στήν όποια ή σκέψη πού τή σκέφτεται δέν έχει καμμιά έξουσία. Εκείνη τή διαλεκτική σύμ φωνα μέ τήν όποίατό καθαρά ειδικό καί τό καθαρά γενικό, καί τά δύο εξίσου ακαθόριστα, περνούν τό ένα στό άλλο, ή διδα σκαλία τού είναι τήν αποσιωπά καί τήν έκμεταλλεύεται· ή ακα θοριστία γίνεται μυθική άσπίδα. Ή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ, παρ’ δλη τήν αποστροφή γιά εκείνο πού ό ίδιος άποκαλεί «οί πολλοί», μιά όνομασία πού θέλει νά καταγγείλει τήν ανθρωπολογία τής σφαίρας τής κυκλο φορίας. μοιάζει μέ ένα εξαιρετικά ανεπτυγμένο πιστωτικό σύ στημα. Μιά έννοια δανείζεται από τήν άλλη. Ή κατάσταση άβεβαιότητας πού δημιουργείται άπό αύτές τίς εκκρεμότητες είναι σάν νά ειρωνεύεται τό ήθος καί ύφος μιας φιλοσοφίας ή όποια αισθάνεται τόσο γηγενής, πού στή θέση τής ξενικής λέξης φιλοσοφία προτιμά τή γερμανική λέξη σκέψη (Denken). "Οπως σέ ένα ξεφτισμένο ευφυολόγημα ό οφειλέτης βρίσκεται σέ πλε-
ιυ^’
■Η ΕΛΛΕΙΨΗ 111 ΚΕΡΔΟΣ»
ονεχτιχή θέση άπέναντι στον πιστωτή, έπειδή ό δεύτερος έξαρτάται άπό τή θέληση τού πρώτου νά έξοφλήσει τό χρέος, έτσι καί γιά τόν Χάιντεγγερ απορρέει ευλογία άπό καθετί που χρω στάει. Τό γεγονός ότι τό είναι δέν είναι ούτε πραγματικό δεδο μένο ούτε έννοια τό εξαιρεί άπό την κριτική. Από όπου καί άν πιαστεί ή κριτική, αύτό μπορεί νά έξουδετερωθεί ως παρανόη ση. Ή έννοια δανείζεται άπό τά πραγματικά γεγονότα τόν άέρα τού στέρεου πλούτου, όχι τού απλώς διανοητικά, τού άφερέγγυα κατασκευασμένου: τού «καθ’ έαυτό»· δανείζεται τό όν άπό τό πνεύμα, πού τό συνθέτει, την αύρα αυτού πού είναι κάτι πε ρισσότερο άπό τό πραγματικό είναι: τόν καθαγιασμό τής υπέρ βασης· καί αύτή άκριβώς ή δομή ύποστασιοποιείται ώς κάτι άνώτερο άπέναντι στή στοχαζόμενη διάνοια, ή όποια χωρίζει μέ τό νυστέρι τό όν άπό τήν έννοια. Ακόμη καί τήν πενιχρότητα έκείνων πού ύστερα άπό όλα αυτά άπομένουν στά χέρια του 6 Χάιντεγγερ τήν ερμηνεύει ώς πλεονέκτημα- μία άπό τίς σταθε ρές όλης της φιλοσοφίας του, πού ποτέ άσφαλώς δέν άποκαλοϋνται έτσι, είναι ότι μετατρέπει κάθε έλλειψη περιεχομένου, κάθε άπουσία γνώσης, σέ μιά ένδειξη βάθους. Ό άκούσια άφηρημένος χαρακτήρας παρουσιάζεται ώς έκούσιο τάμα. «Ή σκέ ψη», γράφει στην πραγματεία του γιά τήν πλατωνική διδασκα λία περί άλήθειας. «βρίσκεται στόν κατήφορο πρός τή φτώχεια τής προσωρινής του ουσίας»,ϋ7 - λές καί τό κενό τής έννοιας τού είναι είναι καρπός καλογερικής άγνότητας τού άρχέγονου. όχι κάτι έξαρτώμενο άπό τίς άπορίες (άδιέξοδα) τής σκέψης. Τό είναι όμως, τό όποιο υποτίθεται ότι δέν είναι έννοια ή είναι μιά έντελώς ιδιαίτερη έννοια, είναι ή κατεξοχήν άπορητική έννοια108, ή όποια μετασχηματίζει τό πιό άφηρημένο στό πιό συγκεκριμένο καί κατά συνέπεια πιό άληθινό. Τή σημασία πού έχει αύτή ή καλογερική άσκητεία τήν όμολογεϊ ή ίδια ή γλώσσα τού Χάιντεγγερ μέ διατυπώσεις πού είναι πιό έπικριτικές γι’ αυτόν άπό μιά κακοήθη κριτική: «Ή σκέψη χαράσσει μέ τό λέγειν της άφανείς αυλακιές στή γλώσσα. Είναι πιό άφανεϊς άπό τίς αύλακιές πού τραβάει ό γεωργός καθώς προχωρεί άργά»,0ϋ.
ΟΥΔΕΤΕΡΗ ΖΏΝΗ
103
Παρ' δλη αύτή την προσποιητή ταπεινοφροσύνη δέν άναλαμβάνει ούτε καν θεολογικούς κινδύνους. Οί ιδιότητες τού είναι μοι άζουν ασφαλώς, δπως άλλοτε έκεΐνες πού αποδίδονταν στην άπόλυτη ιδέα, μέ τίς παραδοσιακές της θεότητας. Αλλά ή φιλο σοφία τού είναι αποφεύγει νά μιλήσει γιά τήν ύπαρξη τπης θεό τητας. Παρά τόν αρχαϊσμό τού δλου, διόλου δέν θέλει νά αύτοχαρακτηρισθεϊ ώς μή μοντέρνο. Αντ’ αύτού συμμετέχει στή νεωτερικότητα ώς άλλοθι τού δντος. στό όποιο έχει περάσει τό είναι καί τό όποιο ύποτίθεται δτι είναι ασφαλές μέσα στό είναι. Ή θεματική φιλοσοφία από τό Σέλλινγκ καί έξης βασιζόταν στή θέση γιά τήν ταυτότητα. Μόνον δταν τό σύνολο τού δντος. δλα τά υπαρκτά, σέ τελική ανάλυση τό ϊδιο τό δν, ένα στοιχείο τού πνεύματος. μπορεί νά άναχθεϊ στήν υποκειμενικότητα· μό νον δταν τό πράγμα καί ή έννοια ταυτίζονται στήν ανώτερη έννοια τού πνεύματος, μόνο τότε λοιπόν μπορεί, σύμφωνα μέ τό αξίωμα τού Φίχτε δτι τό a priori είναι ταυτόχρονα τό ά posteriori110, νά προχωρήσει κανείς μεθοδικά. Αλλά ή κρίση γιά τή θέση τής ταυτότητας χαλάει καί τά σχέδια τού Χάιντεγγερ. Γιά τή φαινομενολογική αρχή του. δτι ή σκέψη πρέπει νά ύποκύπτει σέ αύτό πού τής προσφέρεται ή τελικά σέ δ.τι τής κάνει τό «θέλημα» - λες καί ή σκέψη δέν θά μπορούσε νά κατανοήσει τίς προϋποθέσεις ένός τέτοιου θελήματος-, είναι ταμπού ή δυ νατότητα τής κατασκευής, τής είκοτολογικής-θεωρητικής έννοι ας. πού ήταν συμφυής μέ τή θέση γιά τήν ταυτότητα. 'Ηδη ή φαινομενολογία τού Χούσσερλ έπασχε από τό γεγονός δτι μέ τό σύνθημά της «πρός τά πράγματα» ήθελε νά προχωρήσει πέ ρα από τή γνωσιολογία. Ό Χούσσερλ άποκάλεσε τή διδασκαλία του ρητά μή γνωσιολογική,,\ δπως τή δική τους ό Χάιντεγγερ μή μεταφυσική, ένιωθε δμως φρίκη προκειμένου γιά τή μετάβα ση στήν καθ’ ύλην σκέψη, καί μάλιστα βαθύτερη άπό δση αίσθάνθηκε ποτέ ένας νεοκαντιανός άπό τό Μαρβούργο. τόν όποιο μπορούσε νά βοηθήσει ή άπειροστική μέθοδος112 γιά νά κάνει μιά τέτοια μετάβαση. Όπως καί ό Χούσσερλ. ό Χάιντεγγερ θυσιάζει τήν έμπειρία φορτώνοντας δ.τι, σύμφωνα μέ τή
104
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΜ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
γλώσσα του.δεν είναι ειδητική φαινομενολογία στίς μή φιλοσο φικές επιστήμες τών πραγματικών γεγονότων. Επεκτείνει τόν αποκλεισμό ακόμη καί στά χουσσερλιανά είδη. τίς ανώτερες καί άπαλλαγμένες άπό πραγματικά δεδομένα έννοιολογικές ένότητές τους, στίς όποιες ενυπάρχουν ϊχνη θεματικών περιεχομένων. Τό είναι συνιστά τη συστολή τών οντοτήτων. Ή οντολογία, όδηγούμενη στίς έσχατες συνέπειές της. φθάνει σέ μιά ούδέτερη ζώνη. Τίς a posteriori κρίσεις πρέπει νά τίς άπαλείψει. ένώ δέν πρέπει νά είναι ούτε λογική, μιά διδασκαλία γιά τή σκέψη καί ένας ειδικός κλάδος· κάθε βήμα της σκέψης θά έπρεπε νά τήν όδηγεί πέρα άπό τό σημείο στό όποίο καί μόνο θά μπορούσε νά ελπίζει ότι ικανοποιεί τίς άπαιτήσεις της. Ακόμη καί στό είναι δύσκολα πιάτολμά νά άποδώσει μιά ιδιότητα. Έδώ δέν πρό κειται τόσο πολύ γιά έναν μυστικιστικό διαλογισμό όσο μάλλον γιά τή δυσχερή κατάσταση τής σκέψης, πού θέλει νά προσεγγί σει τό άλλο του113 καί δέν επιτρέπει τίποτε στόν εαυτό του χω ρίς τό φόβο ότι μπορεί νά χάσει μέσα σέ αυτό εκείνο πού υπο στηρίζει. Ή φιλοσοφία τείνει νά γίνει μιά τελετουργική χειρονο μία, μέσα στήν όποια όμως σαλεύει καί μιά άλήθεια. τό γεγονός ότι έτσι σωπαίνει. Γιά τή φιλοσοφία τού είναι ή ιστορική έννεύρωση τής αντικει μενικότητας ώς τρόπου συμπεριφοράς τού πνεύματος δέν είναι ξένη. Θέλει νά διαπεράσει τό ενδιάμεσο στρώμα τών υποκειμε νικών θέσεων, πού έγιναν δεύτερη φύση, τούς τοίχους πού έχτι σε γύρω της ή σκέψη. Αύτό διαφαίνεται στό πρόγραμμα τού Χούσσερλ καί ό Χάιντεγγερ ήταν σύμφωνος μέ αύτή τήν πρόθε ση"4. Μετά τήν παρακμή τού υποκειμένου ώς περιττού διακοσμητικού στοιχείου, προκαλεϊ αμηχανία ή λειτουργία του. πού στόν ιδεαλισμό θεμελιώνει τή γνώση. Έδώ ή θεμελιώδης όντολογία παραμένει, όπως καί ή φαινομενολογία, παρά τή θέλησή της κληρονόμος τού θετικισμού"5. Στόν Χάιντεγγερ ή αντικει μενικότητα άνατρέπεται: στόχος του είναι νά φιλοσοφεί τρόπον τινά χωρίς μορφή, καθαρά μέσα άπό τά αντικείμενα, καί έτσι
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
105
βύτά του εξατμίζονται. Ό κορεσμός άπό την ύποκειμενική φυ λακή τής γνώσης τού δημιουργεί τήν πεποίθηση πώς αύτό πού υπερβαίνει την ύποκειμενικότητα είναι γι’ αύτήν άμεσο, χωρίς νά τό μιαίνει μέ την έννοια. Παρόμοια μέ ρομαντικά ρεύματα δπως τό Κίνημα τής Νεολαίας στην όψιμη φάση του ή θεμελιώ δης οντολογία παραγνωρίζει τόν έαυτό της πιστεύοντας πώς είναι άντιρομαντική. καθώς διαμαρτύρεται κατά τού στοιχείου τής ύποκειμενικότητας. πού περιορίζει καί προκαλεί θόλωση· θέλει νά την υπερνικήσει, καί ό ίδιος ό Χάιντεγγερ δεν διστάζει νά χρησιμοποιήσει μιά πολεμική φρασεολογία116. ’Επειδή όμως ή υποκειμενικότητα δεν μπορεί νά άπαλείψει άπό τόν κόσμο τίς διαμεσολαβήσεις της. επιθυμεί νά έπανέλθει σέ βαθμίδες τής συνείδησης προγενέστερες άπό τό στοχασμό πάνω στήν ύποκειμενικότητα καί τή διαμεσολάβηση. Αύτό άποτυγχάνει. Όπου νομίζει πώς τρόπον τινά χωρίς ύποκείμενο προσκολλάται σέ αύτό πού δείχνουν ότι είναι τά πράγματα, προσαρμοζόμενη στίς απαιτήσεις τού ύλικού, μέ άρχέγονη φυσικότητα καί ταυ τόχρονα μέ τή νηφαλιότητα τού νεολειτουργισμού. αποκλείει άπό τό αντικείμενο τής σκέψης όλους τούς προσδιορισμούς, όπως εκανε ό Κάντ άλλοτε μέ τό ύπερβατικό πράγμα καθ’ έαυ τό. Αύτοί θά ήταν ένοχλητικοί τόσο ώς έργο τού απλώς ύποκειμενικού Λόγου όσο καί ώς παράγωγα τού ιδιαίτερου όντος. Τά αντιφατικά ζητούμενα συγκρούονται καί άλληλοαναιρούνται. Επειδή δέν επιτρέπεται ούτε νά σκέφτεται κανείς είκοτολογικά. νά θέτει οτιδήποτε, ούτε, άντίστροφα. νά διεισδύει σέ ενα ον. τό όποιο, ώς ενα μικρό μέρος τού κόσμου, θά έξέθετε τήν προήγηση τού είναι, ή σκέψη δέν τολμά κατά βάθος νά σκεφθεί παρά μόνο κάτι έντελώς κενό. σέ πολύ μεγαλύτερο βαθμό ενα X άπό όσο ποτέ τό παλαιό ύπερβατικό ύποκείμενο. τό όποιο ώς ένότητα τής συνείδησης θύμιζε τήν ύπαρκτή συνείδηση, τήν «έγωικότητα». Αύτό τό X. τό απολύτως μή έκφράσιμο καί αποκομμένο άπό κάθε ιδιότητα, ύπό τό όνομα είναι. γίνεται ens realissimum117. Μέ τόν άναγκαστικό χαρακτήρα πού λαμβάνει ή άπορητική έννοιολογία ή φιλοσοφία τού είναι παρά τή θέλησή
ΙΟί»
! ΙΑ ΓΗΝ ΚΑΤΤΙΓΟΙΜΑΚΗ ΚΠΟΠΤΕΙΑ
της ύπόκειται στην έτυμηγορία τού Χέγκελ γιά τό είναι: ότι ταυτίζεται άδιαχώριστα με τό τίποτε, είναι ένα καί τό αυτό, καί εδώ ό Χάιντεγγερ δεν είχε αυταπάτες. Δέν πρέπει δμως νά κα ταλογίσουμε στην υπαρξιακή όντολογία έκείνον τόν μηδενισμό,,Κ με τόν όποιο την ταύτισαν οί αριστεροί υπαρξιστές κά νοντας την νά τρομάξει, αλλά τό γεγονός ότι προβάλλει τήν άπόλυτη μηδενικότητα τής άνώτερης κατηγορίας της, τού είναι, ώς κάτι θετικό. Όσο καί άν με διαρκή προσοχή καί πρός τίς δύο πλευρές τό είναι συμπτύσσεται σέ ένα άδιάστατο σημείο, ή μέθοδος έχει εντούτοις τό θεμέλιό της στό πράγμα ((υηάβπιβηίιιιη ϊη γθ). Ή κατηγοριακή έποπτεία. ή συνειδητοποίηση τής έννοιας, θυμίζει ότι στίς κατηγοριακά συγκροτημένες καταστάσεις πραγμάτων, τίς όποιες ή παραδοσιακή γνωσιολογία γνωρίζει μόνον ώς συν θέσεις. πρέπει νά άνταποκρίνεται πάντοτε καί ένα στοιχείο πέ ρα άπό τήν αισθητή ΰλην. Κατ’ αυτό έχουν πάντοτε καί κάτι άμεσο, κάτι πού θυμίζει έποπτικότητα. Όπως μιά άπλή μαθη ματική πρόταση δέν ισχύει χωρίς τή σύνθεση τών άριθμών πού συγκροτούν μιά εξίσωση, έτσι δέν θά ήταν δυνατή μιά σύνθεση -κάτι πού παραμελήθηκε άπό τόν Κάντ- άν ή σχέση τών στοι χείων δέν άνταποκρινόταν σέ αύτή τή σύνθεση, ανεξάρτητα άπό τίς δυσκολίες στίς όποιες εμπλέκεται ένας τέτοιος τρόπος τού λέγειν σύμφωνα μέ τήν τρέχουσα λογική· άν δηλαδή, γιά νά τό πούμε άδρά καί χωρίς παρανοήσεις, οί δύο πλευρές τής εξίσω σης δέν ίσούνταν πραγματικά. Δέν έχει νόημα νά μιλάμε γι’ αύτή τήν ένότητα άνεξάρτητα άπό τή νοητική σύνθεση, όπως καί γιά μία λογική σύνθεση χωρίς τήν προαναφερόμενη άνταπόκριση: κλασική περίπτωση «διαμεσολάβησης». Σέ αυτό παρα πέμπει τό γεγονός ότι στόν στοχασμό διστάζει κανείς νά άποφανθεί άν ή σκέψη είναι μιά δραστηριότητα ή μάλλον, ειδικά όταν καταβάλλει προσπάθεια, μία άναμέτρηση. Αύτό πού σκέ φτεται κανείς αυθόρμητα είναι, άδιαχώριστα άπό αύτή. ένα φαινόμενο. Τό γεγονός ότι ό Χάιντεγγερ τονίζει τό στοιχείο τού φαίνεσθαι σέ άντιδιαστολή πρός τήν πλήρη άναγωγή του στή
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΚΗ ΕΠΟΠΤΕ1Α
107
σκέψη θά ήταν μιά σωτήρια διόρθωση τού ιδεαλισμού. 'Αλλά απομονώνει τό στοιχείο τής κατάστασης τών πραγμάτων συλλαμβάνοντάς το. δπως θά έλεγε ό Χέγκελ. τόσο άφηρημένα δσο καί ό ιδεαλισμός τή συνθετική κατάσταση τών πραγμάτων. Καί έτσι ύποστασιοποιημένο παύει νά είναι απλώς στοιχείο καί όφίσταται αύτό πού κάθε άλλο παρά θά ήθελε ή οντολογία, ή όποια διαμαρτύρεται κατά τής διαίρεσης μεταξύ έννοιας καί όντος: έκπραγματίζεται. Σύμφωνα μέ τόν χαρακτήρα του είναι δμως γενετικό. Ή αντικειμενικότητα τού πνεύματος πού δίδαξε ό Χέγκελ. προϊόν τής ιστορικής διαδικασίας, επιτρέπει, δπως ανακάλυψαν πάλι μερικοί ιδεαλιστές, λόγου χάρη ό Ρίκερτ τής όψιμης περιόδου, ένα είδος έποίττικής σχέσης πρός τήν πνευ ματικότητα. Όσο πιό βέβαιη είναι ή συνείδηση γι’ αύτή τήν αντικειμενικότητα τού 7τνεύματος ώς προϊόν τής ιστορίας, αντί νά τήν αποδίδει στό στοχαζόμενο ύποκείμενο ώς «προβολή», τόσο πιό κοντά σέ μιά δεσμευτική φυσιογνωμική τού 7τνεύματος φθάνει. Τά πνευματικά μορφώματα γίνονται δεύτερη αμε σότητα γιά μιά σκέψη πού δέν αποδίδει ολους τούς προσδιορι σμούς στή δική της πλευρά άφαιρώντας κάθε ιδιότητα από τό απέναντι της. τό άντικείμενο. Σέ αύτό βασίζεται μέ υπερβολικά απλοϊκή εμπιστοσύνη ή διδασκαλία περί κατηγοριακής έποπτείας συγχέοντας αύτή τή δεύτερη άμεσότητα μέ μιά πρώτη. Στή λογική τής ούσίας ό Χέγκελ είχε ξεπεράσει κατά πολύ αύτό τό σημείο* αύτή ή λογική πραγματεύεται τήν ούσία τόσο ώς κά τι πού προέκυψε μέσα άπό τό είναι δσο καί ώς κάτι αύτόνομο απέναντι του, τρόπον τινά μιά ύπαρξη, ενώ ή χουσσερλιανή επιταγή γιά μιά καθαρή περιγραφή τών πνευματικών καταστά σεων πραγμάτων, τήν όποια ό Χάιντεγγερ υιοθέτησε σιωπηρά. δηλαδή δτι πρέπει νά τίς δεχόμαστε δπως μάς έμφανίζονται καί μόνον έτσι, δογματοποιεΐ τέτοιες καταστάσεις πραγμάτων, σάν τά πνευματικά πράγματα νά μήν μπορούν νά γίνουν κάτι άλλο. επειδή είναι αντικείμενο στοχασμού, μιας δεύτερης σκέψης. Χο>ρίς δισταγμό προϋποτίθεται δτι ή σκέψη, όριστικά καί άμετάκλητα μιά δραστηριότητα, μπορεί γενικά νά έχει ενα άντικεί-
I OS
ΙΊΛ
T U N K ATH rO PIA K H
ΚΠΟΠΤΕΙΛ
μενο τό όποιο είναι ταυτόχρονα κάτι παραγμένο. καί μάλιστα όχι επειδή γίνεται αντικείμενο σκέψης. Δυνητικά ό ιδεαλισμός πού έτσι συντηρείται μέσα στην έννοια τής καθαρά πνευματικής κατάστασης πραγμάτων, μετατρέπεται σέ όντολογία. Μέ τήν υποδομή τής καθαρά δεκτικής σκέψης δμως καταρρέει ό ισχυ ρισμός τής φαινομενολογίας στόν όποιο όλόκληρη ή σχολή οφείλε τήν επίδρασή της: ότι δέν έπινοεϊ άλλά έρευνα, περιγρά φει, ότι δέν είναι γνωσιολογία, μέ λίγα λόγια, δέν φέρει τό στίγ μα τής στοχαζόμενης εύφυΐας. 'Όμως τό μυστικό τής θεμελιώ δους όντολογίας. τό είναι, είναι ή δήθεν καθαρά προσφερόμενη κατηγοριακή κατάσταση πραγμάτων πού βρήκε τόν άνώτατο τύπο της. - Πρό πολλού ή φαινομενολογική άνάλυση είχε εξοι κειωθεί μέ τήν ιδέα ότι ή συνθέτουσα συνείδηση έχει ένα χαρα κτηριστικό δεκτικότητας. Τό ενοποιημένο στήν κρίση φανερώ νεται ύποδειγματικά στή συνείδηση, όχι απλώς συγκριτικά. Αύτό πού πρέπει νά άμφισβητηθεϊ δέν είναι ή αμεσότητα τής γνώσης γενικά, άλλά ή ύποστασιοποίησή της. Όταν σέ ένα όρισμένο αντικείμενο κατ’ άρχάς κάτι γίνεται ορατό, πάνω στό είδος πέφτει τό πιό δυνατό φώς. Αύτό διαλύει τήν ταυτολογία, ή όποια γιά τό είδος ξέρει μόνο τό χαρακτηριστικό πού τό όρίζει. Χωρίς τό στοιχείο τής άμεσης φώτισης ή πρόταση τού Χέγκελ ότι τό ειδικό είναι τό γενικό θά παρέμενε απλός ισχυρι σμός. Ή φαινομενολογία άπό τόν Χοϋσσερλ καί εξής έσωσε αυτή τήν πρόταση. άν καί τό έκανε σέ βάρος τού συμπληρώμα τος της. τού στοχαστικού στοιχείου. Άλλά ή θέαση τής ούσίας -ό όψιμος Χάιντεγγερ αποφεύγει έπιμελώς τόν συνθηματικό όρο τής σχολής πού τόν άνέδειξε- εμπεριέχει αντιφάσεις οί όποιες δέν μπορούν νά διευθετηθούν γιά χάρη τής ειρήνης ούτε πρός τή νομιναλιστική ούτε πρός τή ρεαλιστική κατεύθυνση. Άπό τή μιά πλευρά ή θέαση τής ιδέας (Ideation) έχει μιά έκλεκτική συγγένεια μέ τήν ιδεολογία, τή λαθραία απόκτηση τής αμεσότητας άπό τό διαμεσολαβημένο. τό οποίο περιβάλλει μέ τό κύρος τού άπόλυτου είναι καθ’ εαυτό, πού είναι άναντίρρητα προφανές στό υποκείμενο. Άπό τήν άλλη μεριά ή θέαση τής
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡ1ΑΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
KW
ουσίας ή του είδους σημαίνει τή φυσιογνωμική ματιά πού συλ λαμβάνει τίς πνευματικές καταστάσεις πραγμάτων. Αύτή τή ματιά τή νομιμοποιεί τό γεγονός ότι τό πνευματικό προϊόν δεν συγκροτείται από τή συνείδηση πού στρέφεται γνωστικά πρός αύτό. άλλά είναι θεμελιωμένο αντικειμενικά στόν εαυτό του. πέρα άπό τόν ατομικό πρωτουργό. στή συλλογική ζωή τού πνεύματος καί σύμφωνα μέ τούς ένύπαρκτους νόμους του. Σέ αύτή τήν άντικειμενικότητα τού πνεύματος άνταποκρίνεται τό στοιχείο τής άμεσης ματιάς. Ώς εσωτερικά ήδη προδιαμορφωμένο μπορεί κανείς νά τό άντιληφθεί επίσης έποπτικά όπως τά αισθητά πράγματα, μόνο πού αύτή ή έποπτεία δέν είναι, όπως άλλωστε καί εκείνη τών αισθητών πραγμάτων, απόλυτη καί μή άναιρέσιμη. Στό φυσιογνωμικά άναφαινόμενο. όπως καί στίς καντιανές συνθετικές κρίσεις a priori, ό Χούσσερλ άποδίδει χω ρίς περιστροφές χαρακτήρα αναγκαιότητας και γενικότητας όπως στήν επιστήμη. Εκείνο όμως στό όποιο ή κατηγοριακή έποπτεία. αρκετά έπισφαλώς. συμβάλλει θά ήταν ή κατανόηση τού ίδιου τού πράγματος, όχι ή ταξινομητική του προετοιμασία. Τό ψεύδος δέν είναι ή μή έπιστημονικότητα τής κατηγοριακής έποπτείας. άλλά ή δογματική της έπιστημονικοποίηση. Κάτω άπό τή ματιά πού συλλαμβάνει τήν ιδέα σαλεύει ή διαμεσολάβηση. ή όποια έχει παγώσει στή φαινομενική άμεσότητα τών πνευματικών δεδομένων εδώ ή θέαση τής ούσίας συγγενεύει μέ τήν άλληγορική συνείδηση. Ός έμπειρία τού γεγονότος [=τού προϊόντος τού γίγνεσθαι] μέσα σέ αύτό πού δήθεν άπλώς είναι ή θέαση τής ούσίας θά ήταν άκριβώς σχεδόν τό άντίθετο έκείνου γιά τό όποιο χρησιμοποιείται: όχι εύπιστη άποδοχή τού είναι, άλλά κριτική* θά ήταν όχι συνείδηση τής ταυτότητας τού πράγ ματος μέ τήν έννοιά του, άλλά τού ρήγματος άνάμεσά τους. Ή άλήθεια έκείνου πού πομπωδώς επικαλείται ή φιλοσοφία τού είναι, σάν νά ήταν όργανο τού άπολύτως θετικού, βρίσκεται στήν άρνητικότητα. - Ή έμφαση πού δίνει ό Χάιντεγγερ στό είναι, τό όποιο υποτίθεται ότι δέν είναι άπλώς μιά έννοια, μπο ρεί νά στηριχθεί στή μή διαλυσιμότητα τού περιεχομένου τών
11»
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ίΙΝΑΙ ΘΕΣΕ!
κρίσεων μέσα στίς κρίσεις, όπως στηριζόταν άλλοτε ό Χούσσερλ στην ιδεατή ένότητα τών είδών. Η σημασία μιας τέ τοιας ύποδειγματικής συνείδησης 0ά μπορούσε νά αυξηθεί στην πορεία τής ιστορίας. "Οσο πιό κοινωνικοποιημένος ό κόσμος, δσο πιό πυκνά είναι τά δίχτυα τών γενικών προσδιορισμών πού πλέκονται γύρω από τά άντικείμενα. τόσο πιό πολύ, σύμφωνα μέ μιά παρατήρηση τού Γκύντερ Άντερς, τείνει ή έπιμέρους κα τάσταση πραγμάτων νά γίνει άμεσα διαφανής ώς πρός τόν γε νικό της χαρακτήρα, τόσο πιό πολλά μπορεί κανείς νά άνακαλύψει συγκεντρώνοντας τήν προσοχή του στίς μικρές λεπτομέ ρειες. Πρόκειται γιά μιά διαπίστωση νομιναλιστικού τύπου ασφαλώς, διαμετρικά άντίθετα πρός τίς όντολογικές προθέσεις, άν καί μπορεί νά στάθηκε μιά -ασυνείδητη- αφορμή γιά τή θέ αση τής ούσίας. Άν παραταύτα αυτή ή μέθοδος δέχεται συχνά τήν κατηγορία από τίς έπιμέρους επιστήμες, πού στό μεταξύ έχει αύτοματοποιηθεϊ. δτι προχωρεί σέ εσφαλμένες ή εσπευ σμένες γενικεύσεις, γι’ αύτό δέν φταίει μόνον ή συνήθεια τής σκέψης της νά προτάσσει τό επιστημονικό της ήθος, πού τής επιβάλλει τήν ολιγαρκή διάταξη τών καταστάσεων πραγμάτων άπό έξω, ώς δικαιολογία γιά τό γεγονός δτι δέν έχει διεισδύσει σέ αύτές, δτι δέν τίς κατανοεί. Στό βαθμό πού έμπειρικές έρευ νες άποδεικνύουν συγκεκριμένα γιά τίς προεξοφλήσεις τής έννοιας, τό μέσον ανάπτυξης τής υποδειγματικής σκέψης, δτι οί τρόπον τινά άμεσες κατηγοριακές ανακαλύψεις σέ κάτι άτομικό δέν έχουν γενικό χαρακτήρα, άποδεικνύουν καί τό λάθος τής μεθόδου τού Χούσσερλ καί τού Χάιντεγγερ. ή όποια φοβάται μιά τέτοια δοκιμασία καί παραταύτα ερωτοτροπεί μέ μιά γλώσσα τής έρευνας, πού άκούγεται σάν νά υποβάλλεται σέ δοκιμασία. Ό ισχυρισμός δτι τό είναι, πρίν καί πάνω άπό κάθε άφαίρεση. δέν είναι έννοια ή τουλάχιστον είναι μιά ποιοτικά διακεκρι μένη έννοια άποσιωπά τό γεγονός δτι κάθε άμεσότητα. ήδη σύμφωνα μέ τή Φαινομενολογία τού Χέγκελ· άναπαραγόμενη συνεχώς σέ δλες τίς διαμεσολαβήσεις, είναι ένα στοιχείο καί δχι
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΣΕΙ
III
τό δλον τής γνώσης. Καμμιά όντολογική σύλληψη δεν μπορεί νά σταθεί χωρίς νά άπολυτοποιήσει μερικά ξεδιαλεγμένα στοι χεία. Άν ή γνώση είναι μιά συναρμογή τής συνθετικής λειτουρ γίας τής σκέψης καί τών συντιθέμενων, δπου κανένα από τά δύο δέν είναι ανεξάρτητο από τό άλλο, τότε δέν εύοδώνει ούτε μιά άμεση ενθύμηση, δπως αύτή πού ό Χάιντεγγερ όρίζει ώς μοναδική πηγή δικαίου- μιας φιλοσοφίας άντάξιας τού είναι, παρά μόνο δυνάμει τού αύθορμητισμού τής σκέψης, τόν όποιο ό ίδιος δέν εκτιμά ιδιαίτερα. Άν χωρίς κάτι άμεσο κανένας στοχασμός δέν θά είχε περιεχόμενο, τό άμεσο θά παρέμενε μή δεσμευτικό, αυθαίρετο χωρίς τό στοχασμό, χωρίς τόν νοητικό. διακρίνοντα όρισμό αυτού πού εννοεί τό είναι. τό όποιο έμφανίζεται δήθεν καθαρό σέ μιά παθητική, μή σκεπτόμενη σκέψη. Άν οί πραξικοπηματικές θέσεις δτι τό είναι αποκαλύπτεται ή φωτίζεται ηχούν σάν προϊόντα τής καλλιτεχνικής βιοτεχνίας, αυτό οφείλεται στόν επινοημένο χαρακτήρα τού ισχυρισμού. Άν ό νοητικός ορισμός καί ή εκπλήρωση τής δήθεν πρωτογε νούς λέξης, ή κριτική αντιπαράθεσή της μέ αύτό πού εννοεί, δέν μπορούν νά έπιτευχθούν. αύτό καταγγέλλει κάθε λόγο γιά τό είναι. Τό είναι δέν έχει γίνει αντικείμενο σκέψης, διότι στήν ακαθοριστία τήν οποία απαιτεί δέν μπορεί νά γίνει αντικείμενο σκέψης. Αλλά τό γεγονός δτι ή φιλοσοφία τού είναι μετατρέπει τό νοητικά μή παρακολουθήσιμο σέ άπρόσβλητο καί τήν εξαί ρεση άπό τήν όρθολογική διαδικασία σέ υπέρβαση απέναντι στή στοχαζόμενη διάνοια είναι μιά έξυπνη δσο καί απεγνωσμέ νη πράξη βίας. Μέ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα άπό εκείνη τής φαινομενολογίας, πού έμεινε στή μέση τής πορείας, ό Χάιντεγγερ θέλει νά έγκαταλείψει τό έγγενές πλαίσιο τής συνείδη σης. Φεύγοντας όμως πέφτει μέσα στόν καθρέφτη, τυφλωμένος ώστε νά μή βλέπει τό στοιχείο τής σύνθεσης στό υπόστρωμα. Αγνοεί δτι τό πνεύμα, τό όποιο στήν έλεατική φιλοσοφία τού είναι, τήν όποία ό Χάιντεγγερ λατρεύει, ομολογούσε δτι είναι ταυτόσημο μέ τό είναι119, ώς εμπεριεχόμενο στίς αισθήσεις ενυ πάρχει ήδη σέ αύτό πού τό πνεύμα έμφανίζει ώς έκείνη τήν κα
112
ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΙΝΑΙ ΗΕΣΕΙ
θαρή έαυτότητα την όποια τό πνεύμα έχει απέναντι του. Ή κριτική πού ασκεί ό Χάιντεγγερ στην παράδοση της φιλοσο φίας έρχεται αντικειμενικά σε άντίβεση πρός αυτό που υπόσχε ται. Καθώς αποσιωπά τό ύποκειμενικό πνεύμα καί κατ’ ανα γκαία συνέπεια επίσης τό υλικό, την πραγματικότητα πάνω στην οποία διενεργεϊται ή σύνθεση, καθώς έπίσης προβάλλει άπατηλά τό εσωτερικά αρθρωμένο σύμφωνα μέ αυτά τά στοι χεία ώς ενιαίο καί άπόλυτο. γίνεται τό αντίθετο τής «άποδόμησης», τής επιταγής γιά άπομαγικοποίηση τών έννοιολογικών κατασκευών τών ανθρώπων. ’Αντί νά αναγνωρίσει σέ αύτές άνθρώπινες συνθήκες, τίς συγχέει μέ τόν νοητό κόσμο (ιτηιηόυ5 ϊηΐθΐ^ΐϋΐΐΐε). Επαναλαμβάνοντας συντηρεί εκείνα στά όποια εναντιώνεται, τά μορφώματα τής σκέψης, τά όποια σύμφωνα μέ τό ίδιο τό πρόγραμμα αύτής τής κριτικής πρέπει νά άπομακρυνθούν επειδή είναι σκεπάσματα. Ύπό τό πρόσχημα δτι θά αναγκάσει τά σκεπασμένα νά άποκαλυφθούν. τά ίδια γίνονται πάλι, απαρατήρητα, «καθ’ έαυτά». κάτι πού έτσι καί αλλιώς έχουν γίνει γιά τήν έκπραγματισμένη συνείδηση. Αυτό πού συμπεριφέρεται σάν νά καταστρέφει τά φετίχ καταστρέφει μόνο τίς προϋποθέσεις ύπό τίς όποιες μπορούν νά άποκαλυφθούν ώς φετίχ. Ή φαινομενική φυγή ή εγκατάλειψη καταλήγει σέ εκείνο από τό όποιο φεύγει* τό είναι στό όποιο φθάνει είναι θέσει'20. Μέ τήν εκχώρηση τού είναι, τού πνευματικά διαμεσολαβημένου. σέ μιά δεκτική θέαση ή φιλοσοφία συγκλίνει μέ τή ρηχά άνορθολογιστική τής ζωής. Ή παραπομπή στήν άνορθολογικότητα δεν θά ήταν από μόνη της ένα καί τό αυτό μέ τόν φιλοσο φικό άνορθολογισμό. Ή άνορθολογικότητα είναι τό στίγμα πού αφήνει στή γνώση ή άκατάλυτη μή ταυτότητα τού ύποκειμένου καί τού αντικειμένου, ή όποια καί μόνο μέ τή μορφή τής κατη γορηματικής κρίσης121 όρίζει αξιωματικά μιά ταυτότητα* είναι έπίσης μιά έλπίδα κατά τής παντοδυναμίας τής υποκειμενικής έννοιας. Αλλά ή άνορθολογικότητα παραμένει δπως καί ή υπο κειμενική έννοια συνάρτηση τού ορθού λόγου καί άντικείμενο τής αυτοκριτικής του: αυτό πού ξεφεύγει άπό τό δίχτυ φιλτρά
«ΝΟΜΜΑ ΓΟΥ ΕΙΝΑΙ»
113
ρεται άπό τό ίδιο. Τά φιλοσοφήματα τού άνορθολογισμού χρειάζονται επίσης έννοιες, δηλαδή ένα όρθολογικό στοιχείο πού θά ήταν άσύμβατο μέ αύτά. Ό Χάιντεγγερ παρακάμ7Γτει τή διαφορά μεταξύ υποκειμένου καί άντικειμένου. κάτι πού αποτελεί ένα άπό τά μοτίβα τής διαλεκτικής, σφετεριζόμενος μιά θέση πέρα άπό αυτήν τή διαφορά, στήν όποια φανερώνεται ή άνεπάρκεια τού ορθού λόγου σε σχέση μέ τό άντικείμενο τής σκέψης. Αλλά ένα τέτοιο άλμα άποτυγχάνει μέ τά μέσα τού Λόγου. Ή σκέψη δέν μπορεί νά κατακτήσει μιά θέση στήν οποία θά έξαφανιζόταν άμεσα ό χωρισμός μεταξύ υποκειμένου καί άντικειμένου. ό οποίος ύπάρχει σέ κάθε σκέψη καί έγκειται στό ϊδιο τό σκέπτεσθαι. Έτσι λοιπόν τό στοιχείο τής άλήθειας τού Χάιντεγγερ έξισώνεται μέ τόν κοσμοθεωρητικό άνορθολογισμό. Ή φιλοσοφία άπαιτεΐ σήμερα όπως καί τήν εποχή τού Κάντ κριτική τού Λόγου μέ τά μέσα τού Λόγου. όχι τήν άπέλασή του ή τήν κατάργησή του. Ύπό τήν άπαγόρευση τής σκέψης ή σκέψη καθαγιάζει αύτό πού άπλώς είναι. Ή αύθεντική κριτική άνάγκη τής σκέψης νά άνανήψει άπό τή φαντασμαγορία τού πολιτισμού έχει τεθεί ύπό έλεγχο, παροχετευθεί καί όδηγηθεί στήν ψευδή συνείδηση. Ό πολιτισμός, καθώς περικυκλώνει τή σκέψη, τήν κάνει νά ξεσυ νηθίσει τό έρώτημα τί είναι όλα αύτά καί πρός τί - χαλαρά τί θεται καί τό έρώτημα σχετικά μέ τό νόημα όλων αύτών. ενώ γί νεται όλο καί πιό έπιτακτικό όσο λιγότερο αύτονόητο είναι πιά γιά τούς άνθρώπους αύτό τό νόημα καί όσο πληρέστερα παίρ νει τή θέση του ή πολιτιστική κίνηση. Άντ’ αύτού ενθρονίζεται τό «ούτως καί όχι άλλως έχειν» πλέον αύτού πού, ώς πολιτι σμός. ισχυρίζεται ότι έχει νόημα. Μπροστά στό βάρος τής ύπαρξης αύτού τού πολιτισμού δέν επιμένει κανείς στό έρώτη μα άν τό διεκδικούμενο νόημα έχει εκπληρωθεί, όπως δέν έπιμένει καί στό ζήτημα τής νομιμοποίησης αύτού τού νοήματος. Από τήν άλλη μεριά ή θεμελιώδης όντολογία εμφανίζεται ώς συνήγορος τού εξαφανισμένου ώς διά μαγείας ένδιαφέρο-
114
■ NOMMA ΤΟΥ LINA!»
ντος. τού «λησμονημένοι)». Λύτός είναι καί ένας άπό τούς λό γους γιά τους όποίους ή ίδια άποστρέφεται τή γνο)σιολογία, ή όποια εύκολα κατατάσσει αυτό τό ένδιαφερον στίς προκαταλή ψεις. Καί δμως δεν μπορεί νά καταργήσει κατά βούληση τή γνωσιολογία. Στή διδασκαλία γιά τήν ύπαρξη -τήν υποκειμενι κότητα- ώς τή βασιλική όδό πρός τήν όντολογία έγείρεται πάλι στά κρυφά τό παλαιό ύποκειμενικό έρώτημα πού είχε ύποστεϊ μιά ταπεινωτική μεταχείριση άπό τό όντολογικό πάθος. Ακόμη καί ή φιλοδοξία της φαινομενολογικής μεθόδου νά άποδυναμώσει τήν παράδοση τής δυτικής φιλοσοφίας έχει τήν κοιτίδα της στήν ίδια καί δεν έχει αυταπάτες γι’ αυτό- τήν εντύπωση τού πρωτογενούς όφείλει στήν προχωρημένη λησμονιά άπό τήν όποια πάσχουν οί συγκινούμενοι άπό αύτήν τή μέθοδο. Φαινο μενολογικής προέλευσης είναι ή διατύπωση τού ερωτήματος σχετικά μέ τό νόημα τού είναι ή τής παραδοσιακής εκδοχής του: γιατί υπάρχει γενικά κάτι καί όχι άπλώς τίποτε; Αυτό τό έρώτημα εκχωρείται στή σημασιολογική άνάλυση τής λέξης είναι. Αύτό πού σημαίνει πάντως τό είναι ή ή ύπαρξη ταυτίζε ται. κατ’ αυτά, μέ τό νόημα τού είναι ή τής ύπαρξης* ένα στοι χείο πού εντάσσεται πλήρως στό πλαίσιο τού πολιτισμού, δπως είναι οί σημασίες τίς όποιες άποκρυπτογραφεί στίς γλώσσες ή σημασιολογία, ό Χάιντεγγερ τό μεταχειρίζεται σάν νά είχε ξεφύγει άπό τή σχετικότητα τού έργου τών άνθρώπων καί άπό τήν εγκατάλειψη τού νοήματος τού άπλώς δντος. Αυτή είναι ή λειτουργία πού έχει ή χαϊντεγγεριανή εκδοχή τής διδασκαλίας γιά τήν πρωτοκαθεδρία τής γλώσσας. Ή ιδέα δτι τό νόημα τής λέξης ταυτίζεται κατευθείαν μέ τό νόημα τού είναι συνιστά ένα κακό διφορούμενο. Τά διφορούμενα δέν είναι άσφαλώς μόνον ένας άνακριβής τρόπος έκφρασης1-”. Οί ομόηχες λέξεις παρα πέμπουν πάντοτε σέ κάτι δμοιο. Οί δύο σημασίες τής λέξης Sinn123 άλληλοδιαπλέκονται. Οί έννοιες, όργανα τής άνθρώπινης σκέψης, δέν μπορούν νά έχουν νόημα δταν άρνείται κανείς τό ίδιο τό νόημα, δταν έχουν έκκενωθεί άπό καθετί πού θυμίζει ένα άντικειμενικό νόημα πέρα άπό τούς μηχανισμούς σχηματι
«ΝΟΗΜΑ ΓΡΥ ΕΙΝΑΙ»
115
σμού τών εννοιών. Ό θετικισμός, γιά τόν όποιο οί έννοιες είναι απλώς άντικαταστάσιμες. τυχαίες μάρκες παιχνιδιού, έβγαλε τά απαραίτητα συμπεράσματα από αύτό καί πρός τιμήν τής αλήθειας εκρίζωσε τήν αλήθεια. Ασφαλώς ή άντίθετη θέση, ή φιλοσοφία τού είναι, έπιρρίπτει στόν θετικισμό τόν παραλογισμό τού Λόγου του. Αλλά ή ενότητα τού διφορούμενου γίνεται όρατή μόνο διαμέσου τής υπονοούμενης διαφοράς του. Ή ίδια δέν εμπεριέχεται στόν χαϊντεγγεριανό λόγο περί νοήματος. 'Εδώ ακολουθεί τήν τάση του νά ύποστασιοποιεΐ: σέ διαπιστώ σεις άπό τή σφαίρα τού σχετικού προσδίδει μέ τόν τρόπο έκφρασής τους τήν έπίφαση τής άπολυτότητας. Αύτό καθίστα ται δυνατό άπό τήν ίριδίζουσα άσάφεια τής λέξης είναι. Άν τό αληθινό είναι νοηθεί ριζικά χωρισμένο άπό τό όν, είναι ταυτό σημο μέ τή σημασία του: άρκεί νά δηλώσει κανείς τό νόημα τής οντότητας γιά νά έχει τό νόημα τού ίδιου τού είναι. Σύμφωνα μέ αύτό τό σχήμα άνακαλεΐται άπαρατήρητα ή προσπάθεια φυγής άπό τόν ιδεαλισμό, ή διδασκαλία γιά τό είναι συρρικνώ νεται πάλι σέ μιά διδασκαλία γιά τή σκέψη, ή όποια άφαιρεϊ άπό τό είναι καθετί πού δέν είναι καθαρή σκέψη. Γιά νά άποδοθεί όποιοδήποτε νόημα στό είναι, τό όποιο θεωρείται άπόν. χρησιμοποιείται αντισταθμιστικά κάτι πού εξαρχής, στήν άναλυτική κρίση, είναι συγκροτημένο ως περιοχή νοημάτων, ή ση μασιολογία. Τό γεγονός ότι οί έννοιες, γιά νά είναι έννοιες, πρέπει νά σημαίνουν κάτι χρησιμεύει ως μέσον πού επιτρέπει στό υποκείμενόν124 τους -τό ίδιο τό είναι-νά έχει νόημα, διότι δέν υπάρχει παρά μόνον ως έννοια, ως γλωσσική σημασία. Ό ισχυρισμός ότι αύτη ή έννοια δέν είναι έννοια, άλλά κάτι άμεσο, περιβάλλει τό σημασιολογικό νόημα, τή σημασία, μέ όντολογι κό κύρος. «Ό λόγος γιά τό “είναι” δέν νοεί αύτό τό όνομα ούτε ύπό τήν έννοια ενός γένους, υπό τήν κενή γενικότητα τού όποι ου περιλαμβάνονται οί ιστορικά νοούμενες διδασκαλίες γιά τό όν <ί>ς μεμονωμένες περιπτώσεις. Τό “είναι” μιλάει πότε πότε μοιραία καί κατά συνέπεια διεπόμενο άπό παράδοση» '. Από αύτό αντλεί μιά τέτοια φιλοσοφία τήν παρηγοριά της. ή όποια
Ilh
II ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΑΙΑΤΑΣΣΙ Ι
είναι ό μαγνήτης τής θεμελιώδους όντολογίας. πολύ περισσότε ρο άπό τό θεωρητικό περιεχόμενο. Ή οντολογία θέλει μέσα άπό τό πνεύμα νά άποκαταστήσει τή διαλυμένη άπό τό πνεύμα τάξη μαζί μέ τό κύρος της. Ή έκφραση Entwurf128 προδίδει την τάση της νά άρνεϊται την έλευθερία μέσα άπό την ελευθερία: ή ύπερυποκειμενική δεσμευτικότητα παραδίδεται σέ μιά πράξη όρίζουσας υποκειμενικότητας. Αυτόν τόν ύπερβολικά χειροπιαστό παραλογισμό ό οψιμος Χάιντεγγερ μπορούσε νά τόν καταστείλει μόνο δογματικά. Ή άνάμνηση τής ύποκειμενικότητας άπαλείφεται μέσα στην έννοια αύτού τού προγράμματος (Entwurf): «Στήν προβολή δέν (προ)βάλλει [=ρίχνει] ό άνθρωπος, άλλά τό ϊδιο τό είναι, τό όποιο στέλνει μοιραία τόν άνθρωπο στήν έκ-σταση τού έδώείναι ως ουσία του»12' 12β. Στή χαϊντεγγεριανή μυθοποίηση τού είναι ώς σφαίρας τής μοίρας129 άρμόζει ή μυθική υβρις. ή όποια άνακηρύσσει τό διατεταγμένο σχέδιο τού υποκειμένου ώς πρό γραμμα τής άνώτατης αύθεντίας. μετατοπίζεται στή φωνή τού ίδιου τού είναι. Μιά συνείδηση πού δέν υπακούει σέ αυτό τό σχέδιο άποκλείεται μέ τό στίγμα τής «λησμονιάς τού είναι»1·10. Μιά τέτοια άξίωση πού διατάσσει μιά τάξη εναρμονίζεται μέ τή χαϊντεγγεριανή πειθήνια δομή τής σκέψης. Μόνον ώς πράξη βίας κατά τής σκέψης έχει τήν εύκαιρία της, διότι ή άπώλεια πού εξακολουθεί νά άκούγεται ώς κιτς μέσα άπό τήν έκφραση λησμονιά τού είναι δέν ήταν ένα μοιραίο πλήγμα, άλλά είχε τούς λόγους της. Τό άντικείμενο τού πένθους131, κληρονομιά τών πα λαιών άρχών, διαλύθηκε γιά τή συνείδηση πού μέ άγώνα άποσπάσθηκε άπό τή φύση. Ό ίδιος ό μύθος άποκαλύφθηκε μιά άπάτη- μιά άπάτη καί μόνο μπορεί νά τόν ξαναζωντανέψει, καί μιά διαταγή. Τό αύτοστυλιζάρισμα τού είναι ώς ενός «άντίπερα» τής κριτικής έννοιας πρέπει νά έξασφαλίσει τή νομιμοποίη ση πού χρειάζεται ή έτερονομία όσο ζεϊ άκόμη κάτι άπό τόν διαφωτισμό. Τό πάσχειν ύπό αύτό πού ό Χάιντεγγερ καταγρά φει ώς άπώλεια τού είναι δέν είναι μόνον ή άναλήθεια, διότι δύ σκολα θά ζητούσε τότε τή συμπαράσταση τού Χαίλντερλιν. Ή
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΤΑΣΧΕ1
117
κοινωνία, σύμφωνα μέ την έννοια τής όποίας οι σχέσεις τών ανθρώπων υποτίθεται δτι στηρίζονται στην έλευθερία. ενώ μέχρι σήμερα ή έλευθερία δέν έχει πραγματοποιηθεί στίς σχέσεις τους, είναι τόσο άκαμπτη δσο καί ελαττωματική. Στίς οικουμενικές ανταλλακτικές σχέσεις Ισοπεδώνονται δλα τά ποιοτικά στοιχεία, τό σύνολο τών όποιων θά μπορούσε νά είναι κάτι σάν δομή. Όσο πιό άμετρη είναι ή εξουσία τών θεσμικών μορφών, τόσο πιό χαώδης είναι ή ζωή. τήν όποια συμπιέζουν καί παραμορφώνουν σύμφωνα μέ τήν εικόνα τους. Στήν παραγωγή καί άναπαραγωγή τής ζωής μαζί μέ δλα εκείνα πού καλύπτει τό όνομα έποικοδόμημα δέν διαφαίνεται εκείνος ό Λόγος πού μόνον ή συμφιλιωμέ νη πραγματοποίησή του θά ήταν ταυτόσημη μέ μιά τάξη άντάξια τού ανθρώπου, μιά τάξη χωρίς βία. Οί παλαιές, οίονεί φυσι κές τάξεις πραγμάτων έχουν παρέλθει ή δυστυχώς έπιζοΰν καί μετά τήν απώλεια τής νομιμοποίησής τους. Κατά κανέναν τρόπο δέν βαδίζει ή κοινωνία σέ όποιαδήποτε πτυχή της τόσο άναρχα όπως φαίνεται στό άνορθολογικό άκόμη πεπρωμένο τών ατό μων. πού διέπεται από τυχαίες εναλλαγές. Αλλά ή άντικειμενοποιημένη νομοτέλεια τής κοινωνίας είναι τό αντίθετο μιας εδραιωμένης κατάστασης τής ανθρώπινης ύπαρξης, στήν οποία θά μπορούσε κανείς νά ζεϊ χωρίς φόβο. Αυτό τό αισθάνονται τά όντολογικά σχέδια, τό προβάλλουν στά θύματα, τά ύποκείμενα, καί μέ απεγνωσμένες προσπάθειες καταπνίγουν τή διαίσθηση μιας αντικειμενικής άρνητικότητας διακηρύσσοντας μιά τάξη καθ’ έαυτήν. μέχρι τήν πιό άφηρημένη ανώτατη, τή δομή τού είναι. Παντού ό κόσμος προετοιμάζεται νά περάσει στή φρικα λεότητα τής τάξης, δχι στό αντίθετό της, τό όποιο ή απολογητι κή φιλοσοφία άνοιχτά ή κρυφά κατηγορεί. Τό γεγονός δτι ή έλευθερία παραμένει σέ μεγάλη έκταση μιά ιδεολογία· δτι οί άνθρωποι είναι άνίσχυροι απέναντι στό σύστημα καί δέν είναι σέ θέση βάσει τού δικού τους Λόγου νά όρίσουν τή ζωή τους καί τή ζωή τού όλου1 άκόμη καί τό γεγονός δτι δέν μπορούν πιά ούτε νά σκεφθούν αυτή τήν ιδέα χωρίς νά υποφέρουν άκόμη πε ρισσότερο. αύτό άναγκάζει τήν έναντίωσή τους νά λάβει τήν
11«
ΔΙΑΜΑΡΤΥ ΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΠΡΑΓΜΑ'ΠΧΗΣ
αντίστροφή μορφή: προτιμούν καχεντρεχώς τό χειρότερο άπό όλα παρά τό φαινομενικά καλύτερο. Καί οΐ σύγχρονες φιλοσο φίες κουβαλούν καυσόξυλα γι’ αύτή τήν πυρά. Αισθάνονται ήδη σύμφωνες μέ τήν άνατέλλουσα τάξη των πιό κραταιών συμφε ρόντων. ενώ οί ίδιες. όπως ό Χίτλερ, δίνουν μιά τραγική επίφαση στό μοναχικό τόλμημά τους. Ή συμπεριφορά τους σάν νά ήταν μεταφυσικά άστεγες καί όδηγημένες ένώπιον τού μηδενός είναι μιά ιδεολογία πού δικαιολογεί αύτή ακριβώς τήν τάξη, ή όποια κάνει τούς ανθρώπους νά απελπίζονται καί τούς απειλεί μέ φυ σική εξόντωση. Ή απήχηση τής άναστημένης μεταφυσικής είναι ή προτρέχουσα συμφωνία μέ αύτή τήν καταπίεση, ή νίκη τής όποιας βρίσκεται καί στή Δύση μέσα στίς κοινωνικές δυνατότη τες. ενώ ή Ανατολή τήν έχει καταγάγει πρό πολλού, καθώς ή ιδέα τής πραγματοποιημένης ελευθερίας έχει διαστρεβλωθεί σε ανελευθερία. Ό Χάιντεγγερ προτρέπει σέ ύποτελή σκέψη καί απορρίπτει τή χρήση τής λέξης άνθρωπισμός μέ τή στερεότυπη χειρονομία κατά τής αγοράς τής κοινής γνώμης. Έδώ κατατάσ σει τόν εαυτό του στό ενιαίο μέτωπο εκείνων πού ύβρεολογούν κατά τών -ισμών. Εύλογο θά ήταν τό ερώτημα μήπως θέλει νά καταργήσει τό κουβεντολόι περί άνθρωπισμού. τό όποιο είναι αρκετά σιχαμερό, άπλώς καί μόνον επειδή ή διδασκαλία του θέ λει νά δολοφονήσει αύτό πού εννοεί ό ανθρωπισμός. Αλλά παρά τήν αύταρχική της πρόθεση ή εμπλουτισμένη μέ μερικές εμπειρίες οντολογία σπάνια πλέον εξυμνεί άνοιχτά τήν ιεραρχία όπως παλαιότερα. όταν ένας μαθητής τού Σέλερ δημο σίευσε ένα βιβλίο μέ τίτλο Ό κόσμος τού μεσαίωνα καί εμείς. Ή τακτική τής προκάλυψης άπό όλες τίς πλευρές συνδέεται αρμο νικά μέ μιά κοινωνική φάση ή όποια μόνο μέ μισή καρδιά θεμε λιώνει τίς συνθήκες κυριαρχίας της σέ μιά προηγούμενη βαθμίδα τής κοινωνίας. Ή κατάληψη τής εξουσίας άπό τούς έθνικοσοσιαλιστές στηρίχθηκε στά τελικά άνθρωπολογικά προϊόντα τής αστικής κοινωνίας καί τά χρειαζόταν. Όπως ό φύρερ έπαιρόταν ως ανώτερος άπό τόν μοριοποιημένο λαό. μαινόταν κατά τής υπεροψίας τών άνώτερων τάξεων καί γιά νά τή διαιωνίσει άλλα
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΉΣ ΕΚΠΡΑΓΜΑΤΙΣΗΣ
19
ζε κατά καιρούς τίς φρουρές, έτσι εξαφανίσθηκαν οί ιεραρχικές συμπάθειες τής πρώτης περιόδου τής όντολογικής αναγέννησης μέσα στην παντοδυναμία καί τή μοναχικότητα του είναι. Ούτε αυτό είναι μόνον ιδεολογία. Ό άντισχετικισμός πού άνάγεται στό βιβλίο τού Χούσσερλ γιά τή θεμελίωση τής λογικής άπολυταρχίας. τά Προλεγόμενα στήν καθαρή λογική, συγχωνεύθηκε μέ μιά αποστροφή κατά τής στατικής, έκπραγματιστικής σκέψης, όπως τήν είχε έκφράσει ό γερμανικός ιδεαλισμός καί ό Μάρξ. ένώ στόν Σέλερ τής πρώτης περιόδου καί στά πρώτα βήματα τής νέας οντολογίας κατ’ άρχάς παραμελήθηκε. Έτσι καί αλλιώς ό σχετικισμός δέν είναι τόσο έπίκαιρος- κόπασε καί ή μεγάλη φλυαρία γι’ αυτόν. Ή φιλοσοφική άνάγκη πέρασε απαρατήρητα από τή ζήτηση γιά θεματικό περιεχόμενο καί σταθερότητα στήν άνάγκη γιά αποφυγή τής πνευματικής έκπραγμάτισης. στήν όποια προχώρησε ή κοινωνία καί ύπαγόρευσε κατηγορηματικά στά μέλη της, μέ τή βοήθεια μιας μεταφυσικής ή όποια καταδι κάζει μιά τέτοια έκπραγμάτιση. τής δείχνει τά όρια έπικαλούμενη κάτι πρωτογενές πού δέν χάνεται καί παραταϋτα τής κάνει τόσο λίγο κακό όσο καί ή οντολογία στόν επιστημονικό μηχανι σμό. Από τίς άσχημα εκτεθειμένες αιώνιες αξίες έχει άπομείνει μόνον ή εμπιστοσύνη στήν ιερότητα τής ύπερκείμενης κάθε ύλικού πράγματος ουσίας πού λέγεται είναι. Ό έκπραγματισμένος κόσμος, λόγω τής αξιοκαταφρόνητης μή αύθεντικότητάς του ένόψει τού είναι, τό όποιο έκλαμβάνεται ώς καθ’ έαυτό δυναμι κό, αφού υποτίθεται ότι «ίδιοσυμβαίνει». τρόπον τινά θεωρείται ανάξιος νά αλλάξει- μιά τέτοια κριτική τού σχετικισμού άνυψώνεται γιά νά κατηγορήσει ώς αιρετική τήν πρόιούσα ορθολογικό τητα τής δυτικής σκέψης, τού υποκειμενικού Λόγου συνολικά. Η άπό παλαιότερα δοκιμασμένη καί ήδη άπό τήν κοινή γνώμη έπαναδαυλιζόμενη αντιπάθεια κατά τής αποσυνθετικής διάνοιας συνδυάζεται μέ τήν άψιθυμία κατά τής έκπραγματίζουσας απο ξένωσης: αυτά τά πάθη ήταν ανέκαθεν συγκοινωνούντα δοχεία. Ό Χάιντεγγερ είναι εχθρός τών υλικών πραγμάτων καί ταυτό χρονα άντιλειτουργικός. Κατά κανέναν τρόπο δέν έπιτρέπεται
120
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΕΚΠΡΑΓΜΑΤΙΣΗ!
νά έκλαμβάνεται ώς πράγμα τό είναι, είναι όμως, όπως δείχνουν οί μεταφορικές εικόνες τού Χάινεγγερ. «έδαφος», δηλαδή κάτι στέρεοΜ'2. Έδώ αποκαλύπτεται ότι ή ύποκειμενοποίηση καί ή έκπραγμάτιση δέν αποκλίνουν απλώς ή μία από τήν άλλη. άλλά είναι σύστοιχες, συσχετιζόμενες. Όσο πιό πολύ τό άντικείμενο τής γνώσης λειτουργικοποιεϊται καί γίνεται προϊόν τής γνώσης, τόσο πληρέστερα τό στοιχείο τής κίνησης στό Ιδιο άποδίδεται στό ύποκείμενο ώς δραστηριότητά του· τό αντικείμενο γίνεται άποτέλεσμα τής παγωμένης σέ αύτό εργασίας, κάτι νεκρό. Ή περιστολή του αντικειμένου σέ απλό υλικό, πού προηγείται τής άντικειμενικής σύνθεσης ώς αναγκαίας προϋπόθεσής της, απο μυζά από αύτό τή δυναμική του· χάνοντας τίς ίδιότητές του άκινητοποιεϊται. απογυμνώνεται από έκείνο στό όποιο θά μπο ρούσε νά αποδοθεί κίνηση. Δέν είναι τυχαίο ότι ό Κάντ άποκαλεϊ δυναμικές τίς κατηγορίες μιας τάξης133. Τό ύλικό όμως, χω ρίς τή δυναμική, δέν είναι κάτι άπολύτως άμεσο, παρά τόν φαι νομενικά συγκεκριμένο του χαρακτήρα, άλλά διαμεσολαβημένο προϊόν άφαίρεσης. κάτι πού μόλις έχει εξαχθεί. Ή ζωή πολώνε ται πρός τό εντελώς άφηρημένο καί τό εντελώς συγκεκριμένο άκρο. ένώ συνίσταται μόνο στήν ένταση μεταξύ τών δύο άκρων* καί οί δύο πόλοι είναι έξίσου έκπραγματισμένοι· ακόμη καί ό.τι απομένει άπό τό αύθόρμητο ύποκείμενο, ή καθαρή έπαναντίληψη. αποκομμένη άπό κάθε ζωντανό έγώ.τό καντιανό «έγώ σκέ φτομαι» παύει νά είναι ύποκείμενο καί στήν αύτονομημένη της λογικότητα επικαλύπτεται άπό τήν παγκυρίαρχη άκαμψία. Αλλά ή χαίντεγγεριανή κριτική τής έκπραγμάτισης φορτώνει χωρίς περιστροφές στή στοχαζόμενη καί κατανοητική διάνοια έκείνο πού έχει τήν προέλευσή του στήν πραγματικότητα, ή όποια έκπραγματίζει καί τή διάνοια μαζί μέ τόν κόσμο τών εμπειριών της. Γιά τό κακό πού προξενεί τό πνεύμα δέν εύθύνεται ή άνευλαβής προπέτειά του. άφού τό Ιδιο μεταφέρει ό.τι επιβάλλεται σέ αύτό άπό τό πλαίσιο τής πραγματικότητας, στό οποίο τό πνεύμα άποτελεϊ μόνον ένα στοιχείο. Μόνο μέ ψέματα μπορεί ή έκπραγμάτιση νά άναχθεϊ πίσω στό είναι καί τήν ίστο-
H ΑΝΑΓΚΜ ΕΙΝΑΙ ΜΈΥΔΗΣ
121
pío τού είναι γιά νά καθαγιασθεϊ ώς πεπρωμένο καί νά γίνει αντικείμενο πένθους αύτό που ό αύτοστοχασμός καί ή πρακτική τήν όποια αύτός εμπνέει θά μπορούσαν ϊσως νά άλλάξουν. Ή διδασκαλία τού είναι διατηρεί άσφαλώς την παράδοση, μέ θεμι τό τρόπο κατά τού θετικισμού, τού βασικού στρώματος όλόκληρης τής συκοφαντημένης άπό την ίδια ιστορίας τής φιλοσοφίας, προπάντων τού Κάντ καί τού Χέγκελ: τά δίπολα μέσα καί έξω. υποκείμενο καί αντικείμενο, ουσία καί φαινόμενο, έννοια καί πραγματικό γεγονός, τά όποια δέν είναι γι’ αυτήν απόλυτα. Ή συμφιλιωτική ύπέρβασή τους προβάλλεται όμως στίς χαμένες γιά πάντα απαρχές καί έτσι τό ϊδιο τό δίπολο, ή δυαρχία ενα ντίον τής όποιας στρέφεται ή δλη σύλληψη, σκληρόνεται παρά τή συμφιλιωτική παρόρμηση. Τό μοιρολόι γιά τή λησμονιά τού είναι συνιστά μιά πράξη δολιοφθοράς κατά τής συμφιλίωσης* ό αδιαπέραστος μύθος τής ιστορίας τού είναι, στήν όποια στηρίζε ται ή ελπίδα, άρνειται τή συμφιλίωση. Ό μοιραίος της χαρακτή ρας ώς πλαίσιο τύφλωσης θά έπρεπε νά διαρραγεϊ. Αύτό τό πλαίσιο τής τύφλωσης δέν καλύπτει δμως μόνο τά όντολογικά σχέδια, αλλά καί τίς άνάγκες μέ τίς όποιες συνδέο νται καί άπό τίς όποιες αντλούν σιωπηρά ένα είδος εγγύησης τών θέσεών τους. Ή ίδια ή ανάγκη, τόσο ή πνευματική δσο καί ή υλική. ύπόκειται στήν κριτική. άφότου καί ή πωρωμένη αφέλεια δέν μπορεί πιά νά έπαφίεται στήν ιδέα δτι οί κοινωνικές διαδι κασίες ρυθμίζονται ακόμη άμεσα άπό τήν προσφορά καί τή ζή τηση. κατά συνέπεια σύμφωνα μέ τίς άνάγκες. Όπως αυτές δέν είναι κάτι σταθερό καί άμετάβλητο. κάτι πού δέν άνάγεται σέ τίποτε άλλο, έτσι δέν μπορούν νά έγγυηθούν καί τήν ικανοποίη σή τους. Ό φαινομενικός τους χαρακτήρας καί ή αύταπάτη πώς δπου έκφράζονται θά έπρεπε καί νά ικανοποιούνται άνάγονται στήν ίδια ψευδή συνείδηση. Στόν βαθμό πού παράγονται ετερό νομα άποτελούν μέρος τής ιδεολογίας, δσο χειροπιαστές καί άν είναι. Βέβαια καμμιά καθαρή πραγματικότητα δέν μπορεί νά προβάλει μέ μιά άφαίρεση τού ιδεολογικού φλοιού, άν ή κριτική δέν θέλει νά ύποκύψει μέ τή σειρά της σέ μιά ιδεολογία, έκείνη
122
Η ΑΝΑΓΚΗ ΕΙΝΑΙ «10· ΥΛΗΣ
περί άπλής φυσικής ζωής. Πραγματικές άνάγκες μπορούν αντι κειμενικά νά είναι ιδεολογίες, άλλα αύτό δεν δικαιολογεί τήν άρνησή τους, διότι στίς άνάγκες άκόμη καί τών ένταγμένων καί διοικούμενων ανθρώπων αντιδρά κάτι ώς πρός τό όποιο δεν είναι πληροίς ένταγμένοι. τό πλεόνασμα τού ύποκειμενικού με ριδίου τού όποιου δεν έγινε άπόλυτος κύριος τό σύστημα. Οί υλικές άνάγκες θά έπρεπε νά είναι σεβαστές άκόμη καί υπό τή διαστρεβλωμένη μορφή τους, αύτή πού προκαλείται άπό την ύπερπαραγωγή. Ή όντολογική άνάγκη έχει έπίσης τό πραγματι κό της στοιχείο σέ μιά κατάσταση στην όποια οί άνθρωποι δέν μπορούν ούτε νά γνωρίσουν ούτε νά άναγνωρίσουν ώς λογική -πλήρη νοήματος-τήν άναγκαιότητα.στήν οποία καί μόνο ύπακούει ή συμπεριφορά τους. Ή ψευδής συνείδηση ώς χαρακτηρι στικό τών άναγκών τους άνάγεται σέ κάτι πού τά ώριμα ύποκείμενα δέν τό χρειάζονται καί τό όποιο κατά συνέπεια έκθέτει άσχημα κάθε δυνατή εκπλήρωση. Στήν ψευδή συνείδηση συνυ πολογίζεται καί ή αύταπάτη πού παρουσιάζει τό άνεκπλήρωτο ώς έκπληρώσιμο. ένα συμπλήρωμα τής δυνατής εκπλήρωσης άναγκών πού δέν ικανοποιούνται. Ταυτόχρονα εμφανίζεται σέ έκπνευματισμένη μορφή άκόμη καί σέ τέτοιες διαστρεβλωμένες άνάγκες ό χωρίς αύτοσυνείδηση πόνος πού προκαλεί ή μή εκπλήρωση τών ύλικών άναγκών. Ό ίδιος ζητεί επιτακτικά την άρση του στό βαθμό πού ή άνάγκη δέν προκαλεί άπό μόνη της τή στέρηση. Η σκέψη χωρίς τήν άνάγκη. αυτή πού δέν θέλει τί ποτε. θά ήταν ένα τίποτε* άλλά ή σκέψη μέσα άπό τήν άνάγκη περιέρχεται σέ σύγχυση, δταν ή άνάγκη νοείται απλώς υποκει μενικά. Οί άνάγκες έχουν άληθή καί ψευδή συστατικά* άληθινή θά ήταν ή σκέψη πού επιθυμεί κάτι σωστό. Άν εύσταθεί ή διδα σκαλία σύμφωνα μέ τήν όποια οι άνάγκες δέν διαπιστώνονται σέ μιά φυσική κατάσταση τού άνθρώπου. άλλά στή λεγάμενη πολιτιστική στάθμη, σέ αύτή ενυπάρχουν καί οί συνθήκες τής κοινωνικής παραγωγής μαζί μέ τήν κακή τους άνορθολογικότητα. Ή τελευταία πρέπει νά επικρίνεται άδυσώπητα δταν άφορά τίς πνευματικές άνάγκες. τό υποκατάστατο γιά μή ίκανοποιή-
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΉΡΙΓΜΑ
123
σεις. Υποκατάστατο είναι ή νέα οντολογία άπό τη σύστασή της: δ.τι υπόσχεται ότι όδηγεϊ πέρα άπό μιά ΐδεαλιστική προσέγγιση παραμένει λανθάνων ιδεαλισμός και ¿μποδίζει τή διεισδυτική κριτική του. Γενικά δέν συνιστοΰν ύποκατάστατο μόνον οί πρω τόγονες έκπληρώσεις επιθυμιών, μέ τίς όποιες ή πολιτιστική βιο μηχανία ταΐζει τίς μάζες, οί όποιες δέν τίς πιστεύουν εντελώς. Ή τύφλωση δέν γνωρίζει δρια έκεί δπου ό επίσημος πολιτιστικός κανόνας πλασάρει τά αγαθά του, στή δήθεν μετουσιωμένη σφαί ρα τής φιλοσοφίας. *Η πιό έπιτακτική άπό τίς σημερινές της άνάγκες. καθώς φαίνεται, είναι ή ζήτηση γιά κάτι σταθερό. Αυτή εμπνέει τίς οντολογίες· αύτή ή άνάγκη είναι τό κριτήριό τους. Δικαιολογημένη είναι δταν οί άνθρωποι έπιζητούν τήν άσφάλεια. δταν δέν θέλουν νά καταπλακωθούν άπό μιά ιστορική δυ ναμική άπέναντι στήν οποία αισθάνεται κανείς άνίσχυρος. Τό σταθερό καί άμετακίνητο έπιθυμεί νά συντηρήσει τό καταδικα σμένο παλαιό. Όσο πιό άπεγνωσμένα οί υφιστάμενες κοινωνι κές μορφές έπιβάλλουν άποκλεισμό σέ αυτήν τή λαχτάρα, τόσο πιό άκαταμάχητα ωθείται ή άπελπισμένη αύτοσυντήρηση σέ μιά φιλοσοφία ή όποια θέλει νά είναι καί τά δύο μαζί, άπελπισμένη καί αύτοσυντήρηση. Οί άμετάβλητοι σκελετοί είναι φτιαγμένοι ώς ομοιώματα τού πανταχού παρόντος τρόμου, τού ιλίγγου μιας κοινωνίας άπειλούμενης άπό τόν ολοκληρωτικό καταποντισμό. Άν εξαφανιζόταν ή άπειλή. θά εξαφανιζόταν άσφαλώς μαζί της καί ή θετική άντιστροφή της. πού δέν είναι παρά ή άφηρημένη άρνησή της. Ειδικότερα ή άνάγκη γιά μιά δομή σταθερών συνιστωσών είναι μιά άντίδραση στήν ιδέα ενός άμορφοποιημένου κόσμου, ή οποία άρχικά σχεδιάσθηκε άπό τή συντηρητική κριτική τού πο λιτισμού τόν δέκατο ένατο αιώνα καί άπό τότε έκλάίκεύθηκε. θέσεις άπό τήν ιστορία τής τέχνης δπως ¿κείνη γιά τό σβήσιμο τής δύναμης πού δημιουργεί τεχνοτροπίες έθρεψαν αύτή τήν ιδέα· ξεκινώντας άπό τήν αισθητική διαδόθηκε ώς άποψη τού όλου. Δέν είναι βέβαιο τί υπέθεταν οί ιστορικοί τής τέχνης: δτι εκείνη ή απόκλεια ήταν πραγματική καί μάλλον δχι ένα μεγάλο
124
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΓΜΑ
βήμα πρός την άπελευθέρωση τών παραγωγικών δυνάμεων. Θε ωρητικοί μιας αισθητικής έπανάστασης όπως ό Άντολφ Λόος τολμούσαν ακόμη νά τό πουν ανοιχτά στις άρχές τού (είκοστού], ν' 135 αιώνα καί μόνον ή φοβισμένη συνείδηση τής κριτικής τού πολιτισμού, πού στό μεταξύ όρκίζεται στό όνομα τού υφι στάμενου πολιτισμού, τό ξέχασε. Τό παράπονο γιά την απώλεια τών διατακτικών μορφών επιτείνεται μαζί με τη δύναμή τους. Οί θεσμοί είναι πιό δυνατοί από όποιεσδήποτε στό παρελθόν· έχουν παραγάγει πρό πολλού ένα είδος τεχνοτροπίας τής πολι τιστικής βιομηχανίας, φωτισμένης μέ νέον, ή όποια απλώνεται στόν κόσμο όπως άλλοτε ή μπαροκίζουσα τάση. Ή μη άμβλυνόμενη σύγκρουση ανάμεσα στην υποκειμενικότητα καί τις διατα κτικές μορφές μετατρέπεται στήν συνείδηση, πού υπό την παγκυριαρχία τους αισθάνεται ανίσχυρη καί δέν τολμά νά άλλάξει τούς θεσμούς καί τά πνευματικά τους όμοιώματα. σέ ταύτιση μέ τόν έπιτιθέμενο. Ή άμορφοποίηση τού κόσμου, γιά την όποια διατυπώθηκαν τά παράπονα, ένα προανάκρουσμα τής κραυγής γιά μιά δεσμευτική τάξη τήν όποια τό ύποκείμενο στην ετερονο μία του αναμένει σιωπηρά από έξω.είναι, εφόσον αύτός ό ισχυ ρισμός είναι κάτι περισσότερο από απλή ιδεολογία, καρπός όχι τής χειραφέτησης τού υποκειμένου, άλλά τής αποτυχίας τής χει ραφέτησής του. Αύτό πού φαίνεται σάν άμορφος χαρακτήρας μιας κατάστασης τής ύπαρξης ή όποια έχει πλασθεϊ σύμφωνα μέ τόν ύποκειμενικό Λόγο, είναι αύτό πού υποδουλώνει τά ύποκείμενα. ή καθαρή άρχή τού είναι δΓ άλλο136, τού έμπορευματικού χαρακτήρα. Στό όνομα τής οικουμενικής ισοτιμίας καί συγκρισιμότητας μειώνει παντού τά ποιοτικά χαρακτηριστικά καί τείνει νά ισοπεδώσει τίς διαφορές. Ό ίδιος έμπορευματικός χαρακτή ρας όμως, μιά διαμεσολαβημένη κυριαρχία ανθρώπων πάνω σέ άνθρώπους. καθηλώνει τά ύποκείμενα στήν άνωριμότητά τους· ή ώριμότητα καί ή έλευθερία πρός τό ποιοτικό θά συμβάδιζαν. Ύπό τούς προβολείς τής σύγχρονης τέχνης άποκαλύπτει καί ή τεχνοτροπία τά κατασταλτικά της στοιχεία. Ή δανεισμένη άπό τήν τεχνοτροπία ανάγκη γιά μορφή αποκρύπτει τήν κακή της
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΓΜΑ
125
πλευρά, τόν καταναγκασμό πού ασκεί. Ή μορφή πού δεν άποδεικνύει στή δομή της βάσει τής διαφανούς λειτουργίας της τό δικαίωμα ύπαρξής της. άλλά απλώς τίθεται από έξω καί πάνω ώστε νά ύπάρχει μορφή, είναι αναληθής καί κατά συνέπεια άνεπαρκής καί ως μορφή. Δυνητικά τό πνεύμα πού θέλουν νά τό πείσουν πώς μέσα σέ τέτοιες μορφές θά ήταν ασφαλές τίς έχει ξεπεράσει. Μόνον επειδή δέν στάθηκε δυνατόν νά οργανωθεί ό κόσμος έτσι ώστε νά μήν ύπακούει πιά στίς μορφολογικές κατη γορίες πού έρχονται σέ άντίθεση πρός τήν πιό προηγμένη συνεί δηση είναι αναγκασμένη ή κυρίαρχη συνείδηση νά οίκειοποιηθεΐ σπασμωδικά αυτές τίς κατηγορίες. Επειδή όμως τό πνεύμα δέν μπορεί νά άπωθήσει πλήρως τήν άνεπάρκειά τους, άντιτάσσει στή σημερινή, ακραία ορατή ετερονομία άλλοτε μιά παλαιότερη. άλλοτε μιά άφηρημένη. θέτοντας τίς αξίες ως causae sui [αιτίες τού έαυτοϋ τους] και τό φάντασμα τής συμφιλίωσής τους μέ τή ζωή. Τό μίσος γιά τή ριζοσπαστική σύγχρονη (μοντέρνα) τέχνη, στό οποίο συναινούν πάντοτε μακάρια ό παλινορθωτικός συ ντηρητισμός καί ό φασισμός, όφείλεται στό γεγονός ότι θυμίζει εκείνο πού παραλείφθηκε καί ταυτόχρονα μέ τήν ύπαρξή της καί μόνο φανερώνει τήν προβληματικότητα τού ετερόνομου δομικού ιδανικού. Από κοινωνική άποψη ή ύποκειμενική συνείδηση τών ανθρώπων είναι πολύ έξασθενημένη γιά νά σπάσει τίς σταθερές πού τήν κρατούν φυλακισμένη. Άντ’ αυτού προσαρμόζεται σέ αύτές. ένώ πενθεί γιά τήν απουσία τους. Ή έκπραγματισμένη συνείδηση είναι ένα στοιχείο μέσα στήν όλότητα τού έκπραγματισμένου κόσμου· ή όντολογική άνάγκη είναι ή μεταφυσική της, ακόμη καί άν αύτή, ώς πρός τό διδακτικό της περιεχόμενο, εκμεταλλεύεται τήν κριτική τής έκπραγμάτισης. πού επίσης έχει γίνει φθηνή καί τετριμμένη. Τό αμετάβλητο ώς τέτοιο είναι μιά προβολή τής άκαμψίας αυτής συνείδησης. Ανίκανη νά έμπειραθεϊ ό.τι δέν περιέχεται ήδη στό ρεπερτόριο τού πάντοτε ίδιου, μετατρέπει τό αμετάβλητο στήν ιδέα ενός αιώνιου, τής υπερβα τικότητας. Ή απελευθερωμένη συνείδηση, τήν οποία ασφαλώς δέν έχει κανένας μέσα στήν ανελευθερία, μιά συνείδηση αύτε-
12(1
ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΚΑΙ ΣΤΉΡΙΓΜΑ
ξούσια. πραγματικά τόσο αύτόνομη όπως μέχρι σήμερα μόνο νά ποζάρει μπορούσε, δεν θά έπρεπε νά φοβάται συνεχώς ότι θά χαθεί σέ κάτι άλλο - κατά βάθος στις δυνάμεις πού κυριαρχούν πάνω της. Ή άνάγκη γιά στήριγμα.γιά κάτι δήθεν ουσιώδες, δέν είναι τόσο ούσιώδης όσο θά ήθελε ή έπαρσή της· μάλλον είναι ένα σημάδι τής αδυναμίας τού έγώ. ή όποια είναι γνωστή στήν ψυχολογία ώς ό σημερινός τύπος ασθένειας τών άνθρώπων. Όποιος δέν θά ήταν καταπιεσμένος από έξω καί μέσα του δέν θά αναζητούσε κανένα στήριγμα.ίσως ούτε τόν έαυτό του. 'Υπο κείμενα πού είχαν τή δυνατότητα νά περισώσουν λίγη έλευθερία άκόμη καί ύπό συνθήκες ετερονομίας ύποφέρουν λιγότερο από τήν έλλειψη στηρίγματος σέ σύγκριση μέ τούς ανελεύθερους, οί όποιοι άρέσκονται ύπερβολικά νά ενοχοποιούν τήν έλευθερία γι’ αυτή τήν έλλειψη. Άν οί άνθρωποι δέν ήταν άναγκασμένοι νά εξομοιωθούν μέ τά πράγματα, δέν θά χρειάζονταν ένα έκπραγματισμένο εποικοδόμημα ούτε θά έπρεπε νά σχεδιάζουν τόν εαυτό του ώς αμετάβλητον. Ή διδασκαλία διαιωνίζει αύτό πού τόσο λίγο άλλαξε, ή θετικότητά της διαιωνίζει τήν κακή κατά σταση. Κατ’ αύτά ή όντολογική άνάγκη είναι ψευδής. "Ισως ή μεταφυσική θά ύπέφωσκε στόν όρίζοντα μόνο μετά τήν ανατρο πή τών σταθερών. Αλλά ή παρηγοριά δέν βοηθάει πολύ. Ό.τι ήλθε ή ώρα νά γίνει δέν έχει καιρό, καμμιά αναμονή δέν ώφελεϊ προκειμένου γιά κάτι άποφασιστικά σημαντικό- όποιος δέχεται νά περιμένει ευνοεί τόν χωρισμό τού έφήμερου άπό τό αιώνιο. Επειδή αύτός είναι ψευδής καί παραταύτα οί απαντήσεις πού θά έπρεπε νά δοθούν είναι άποκλεισμένες αύτή τήν ιστορική στιγμή, όλα τά ερωτήματα πού αποβλέπουν στήν παρηγοριά έχουν χαρακτήρα αντινομίας.
II
Είναι καί ύπαρξη
Ή κριτική τής όντολογικής ανάγκης όδηγεΐ στην ένδοπλαισιακή κριτική τής οντολογίας. Καμμιά έπίδραση δεν μπορεί νά ασκήσει πάνω στή φιλοσοφία του είναι δ.τι τήν άντικρούει άπό έξω αντί νά άναμετρηθεί με αύτήν μέσα στήν ίδια της τή δομή, σύμφωνα μέ τό ζητούμενο τού Χέγκελ: νά στρέψει τή δική της δύναμη ενα ντίον της. Αϊτια καί συνισταμένες κινήσεων τής χαϊντεγγεριανής σκέψης μπορούν, ακόμη καί δταν δέν εκφράζονται ρητά, νά άναπαρασταθούν σπάνια βρίσκονται προτάσεις πού δέν έχουν τή σημασία τους στό λειτουργικό πλαίσιο τού όλου. Κατ’ αύτά ό Χάιντεγγερ είναι άπόγονος τών παραγωγικών συστημάτων. Ή ιστορία αύτών τών συστημάτων είναι ήδη πλούσια σε έννοιες πού προκύπτουν άπό τήν πορεία τής σκέψης, ακόμη καί όταν δέν μπορεί κανείς νά δείξει σέ ποιά κατάσταση πραγμάτων αντι στοιχούν· άπό τήν άνάγκη σχηματισμού τους προέρχεται τό εΐκοτολογικό-θεωρητικό στοιχείο τής φιλοσοφίας. Ή άπολιθωμένη μέσα σέ αυτές κίνηση τής σκέψης πρέπει πάλι νά ρευστόποιηθεί, τρόπον τινά έπαναλαμβάνοντάς τες πρέπει νά εξετάσει κανείς τή βασιμότητά τους. Έδώ δέν άρκεί νά δέιξουμε στή φι λοσοφία τού είναι ότι αύτό πού άποκαλεϊ είναι δέν ύπάρχει, διό τι δέν θέτει άξιωματικά μιά τέτοια «ύπαρξη». Άντ’ αύτού θά έπρεπε νά παραγάγουμε μιά τέτοια τυφλότητα τού είναι ώς απάντηση στήν άξίωση τού μή άναιρέσιμου, ή όποια έκμεταλ-
ΙΚ 2
ίΝΔΟΠΛΛΤΠΚΙΊ ΚΡΙ ΓΙΚΜ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΝ
λεύεται αύτή τήν τυφλότητα. Ακόμη καί τό ανόητο, που ή διαπί στωσή του δίνει άφορμή στόν θετικισμό νά βγάζει κραυγές θριάμβου, είναι προφανές από τη σκοπιά της φιλοσοφίας τής ιστορίας. Επειδή ή έκκοσμίκευση του θεολογικού περιεχομένου πού άλλοτε τό θεωρούσαν αντικειμενικά δεσμευτικό, δέν μπορεί νά άνακληθεί. ό απολογητής του πρέπει νά επιδιώξει τή διάσωσή του διαμέσου της ύποκειμενικότητας. Έτσι συμπεριφερόταν δυ νητικά ήδη ή δογματική τής Μεταρρύθμισης* τέτοια ήταν ασφαλώς ή μορφή τής καντιανής φιλοσοφίας. Από τότε ό διαφω τισμός έχει προχωρήσει ακαταμάχητος και ή ίδια ή υποκειμενι κότητα έχει περιέλθει στη δίνη τής διαδικασίας άπομυθοποίησης. Αύτό μείωσε τήν πιθανότητα τής διάσωσης σέ μιά οριακή τιμή. Κατά παράδοξο τρόπο ή ελπίδα της στηρίχθηκε στήν εγκατάλει ψή της. σέ μιά απροκάλυπτη καί ταυτόχρονα αύτοστοχαστική έκκοσμίκευση. Ένα στοιχείο άλήθειας υπάρχει στή χαϊντεγγεριανή προσέγγιση καθόσον υποκύπτει σέ αύτό άρνούμενος τήν παραδοσιακή μεταφυσική* άναληθής είναι αύτή ή προσέγγιση δταν ό Χάιντεγγερ. δχι πολύ διαφορετικά από τόν Χέγκελ. μιλά ει σάν αύτό πού θέλει νά διασώσει νά ήταν άμεσα παρόν, ζωντα νό. Ή φιλοσοφία τού είναι άποτυγχάνει όταν επικαλείται ένα νόημα στό είναι τό όποιο σύμφωνα μέ τή δική της μαρτυρία έχει διαλυθεί άπό εκείνη τή σκέψη στήν όποια παραμένει προσκολλημένο καί τό ίδιο τό είναι ώς έννοιολογική άντανάκλαση άπό τότε πού είναι άντικείμενο τής σκέψης. Τό ανόητο τής λέξης είναι, τό όποιο τόσο εύκολα χλευάζεται άπό τόν κοινό νού, δέν είναι άπόρροια πολύ λίγης ή άχαλίνωτης σκέψης. Δείχνει ότι είναι άδύνατον νά συλληφθεί ή νά παραχθεϊ ένα θετικό νόημα άπό τή σκέψη πού ήταν ένα μέσον άντικειμενικής διάλυσης όποιουδήποτε νοήματος. Άν θελήσουμε νά κατανοήσουμε τή χαίντεγγεριανή διάκριση τού είναι άπό τήν ώς πρός τό πλάτος137 θεωρούμενη έννοιά του. μετά τήν άφαίρεση τού όντος καί τών κατηγοριών αφαίρεσης θά άπομείνει στά χέρια μας μιά άγνωστη τιμή πού τό μόνο πλεονέκτημά της σέ σύγκριση μέ τήν καντιανή έννοια τού ύπερβατικού πράγματος καθ’ έαυτό είναι τό πάθος τής έπίκλη-
ΕΝΔΟΠΛΑΣΤ1ΚΗ ΚΡ1Τ1ΚΙ1 ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ
12
')
σής του. Έτσι όμως καί ή λέξη σκέψη, από την όποια δέν μπορεί νά παραιτηθεί ό Χάιντεγγερ. γίνεται τόσο κενή περιεχομένου όσο καί τό αντικείμενό της: σκέψη χωρίς έννοια δέν ύπάρχει. Όταν τό πραγματικό καθήκον κατ' αυτόν θά ήταν νά σκεφθούμε τό είναι, άλλά αύτό αποκλείει κάθε προσδιορισμό του. ή έκκληση του νά τό σκεφθοΰμε ηχεί στό κενό. Ό άντικειμενισμός τοΰ Χάιντεγγερ. ό αναθεματισμός του σκεπτόμενου ύποκειμένου. είναι ή πίσω όψη αύτοΰ τοΰ νομίσματος. Στίς προτάσεις του. πού γιά τούς θετικιστές είναι κενές νοήματος, ή έποχή μας καλείται νά πληρώσει τό λογαριασμό. Ψευδείς είναι απλώς επειδή εμφανίζο νται ώς πλήρεις νοήματος, ηχούν όπως ή ήχώ ένός περιεχομένου καθ' έαυτό. Στό έσώτατο κύτταρο τής φιλοσοφίας τού Χάιντεγγερ δέν έμπεριέχεται νόημα· ενώ εμφανίζεται ώς γνώση πού εύαγγελίζεται τή σωτηρία, δέν είναι παρά αύτό πού ό Σέλερ άποκαλούσε γνώση κυριαρχίας. Ή χάίντεγγεριανή λατρεία τού είναι, μιά πολεμική κατά τής ίδεαλιστικής λατρείας τού πνεύμα τος. έχει ασφαλώς ώς προϋπόθεση τήν κριτική τής αύτοθεοποίησης τοΰ πνεύματος. Άλλά τό χάίντεγγεριανό είναι, σχεδόν αδια χώριστο άπό τό πνεύμα, τόν άντίποδά του. δέν είναι λιγότερο κατασταλτικό άπό έκείνο· είναι απλώς πιό αδιαφανές άπό τό πνεύμα, άρχή τού όποιου ήταν ή διαφάνεια, καί κατά συνέπεια πιό άνίκανο γιά κριτικό αύτοστοχασμό τής κυριαρχίας άπό όσο ήταν ποτέ οί φιλοσοφίες τού πνεύματος. Τό ήλεκτρικό φορτίο τής λέξης είναι στόν Χάιντεγγερ είναι έντελώς συμβατό μέ τό εγκώ μιο τού ευσεβούς καί πιστού άνθρώπου γενικά, τό όποιο πλέκει ό ούδετεροποιημένος πολιτισμός, λές καί ή εύσέβεια καί ή πίστη έχει άπό μόνη της μιά άξια, άνεξάρτητα άπό τήν άλήθεια ή άναλήθεια εκείνων στά όποία πιστεύει κανείς. Αύτή ή ούδετεροποίηση βρίσκει τόν έαυτό της στόν Χάιντεγγερ: ή εύσέβεια άπέναντι στό είναι διαγράφει πλήρως τό περιεχόμενο πού κουβαλούσαν μαζί τους μέ μή δεσμευτικό τρόπο οί μερικώς ή πλήρως έκκοσμικευμένες θρησκείες. Άπό τά θρησκευτικά έθιμα, τά όποία ό Χάιντεγγερ τηρεί, δέν άπέμεινε στό έργο του παρά μόνον ή γενική ενίσχυση τής έξάρτησης καί τής δουλοπρέπειας. ένα υποκατά
130
ΕΝΑΟΠΛΑΓΓΙΚΜ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΙΙΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ!
στατο του αντικειμενικού μορφολογικού νόμου τής σκέψης. Ένώ ή όλη δομή συνεχώς άποτραβιέται. δεν άφηνε ι καμμιά διέξοδο στόν μυημένο οπαδό της. δπως καί ό λογικός θετικισμός. ’Άν άπό τά πραγματικά γεγονότα άπαλλοτριώθηκαν όλα έκείνα πού τά έκαναν κάτι περισσότερο άπό πραγματικά γεγονότα, ό Χάιντεγγερ καταλαμβάνει τρόπον τινά τά προϊόντα άπό τά άπορρίμματα μετά τη διάλυση τής άκτινοβολίας. Έγγυάται στή φιλοσοφία ένα είδος μεταυπαρξης εφόσον άσχοληθεΐ μέ τό έν χαι πάν. ώς ειδικό της άντικείμενο. Ή έκφραση τού είναι δέν είναι παρά ή αίσθηση εκείνης τής άκτινοβολίας. άσφαλώς χωρίς άστρο πού θά τής χάρι ζε τό φώς. Σέ αυτήν τή φιλοσοφία τό στοιχείο τής διαμεσολάβησης απομονώνεται καί έτσι γίνεται άμεσο. Αλλά ή διαμεσολάβηση. όπως και οι πόλοι υποκείμενο καί άντικείμενο. δέν μπορεί νά ύποστασιοποιηθεί* ισχύει μόνο στόν άστερισμό τους. *Η διαμεσολάβηση διαμεσολαβείται άπό τό διαμεσολαβημένο. Ό Χάιντεγγερ την παρατεντώνει γιά νά την κάνει τρόπον τινά μιά μή άντικειμενική άντικειμενικότητα. Εποικίζει μιά φανταστική ενδιάμεση περιοχή άνάμεσα στην άμβλύνοια τών αναίσθητων γε γονότων καί την κοσμοθεωρητική φλυαρία. Ή έννοια τού είναι, πού δέν παραδέχεται τίς διαμεσολαβήσεις της. γίνεται άνούσια. όπως ή πλατωνική ιδέα, ή κατεξοχήν ούσία. γιά τόν Αριστοτέλη, μιά έπανάληψη τού όντος. Από αυτό έχει υπεξαιρεθεί δ,τι άποδίδεται πάντοτε στό είναι. Ένώ έτσι ή έμφαντική άξίωση τού είναι νά θεωρηθεί καθαρά ούσιώδες εκπίπτει, τό όν. πού ενυπάρχει άνεξάλειπτα στό είναι. ένώ στή χαϊντεγγεριανή εκδοχή δέν χρει άζεται νά όμολογήσει τόν όντικό του χαρακτήρα, συμμετέχει παρασιτικά σέ αυτή την όντολογική άξίωση. Ή ιδέα ότι τό είναι φαίνεται καί τό ύποκείμενο πρέπει νά τό δεχθεί παθητικά είναι δανεισμένη άπό τά παλαιά δεδομένα τής γνωσιολογίας, πού ύποτίθεται ότι ήταν κάτι πραγματικό, όντικό. Αλλά αύτό τό όντικό άπαλείφει ταυτόχρονα στόν ιερό χώρο τού είναι τά ίχνη τού τυχαίου, τά όποια κάποτε έπέτρεπαν τήν κριτική του. Βάσει τής λογικής τής φιλοσοφικής άπορίας. χωρίς κάν νά άναμένεται τό ιδεολογικό συμπλήρωμα τού φιλοσόφου, ό Ιδιος άποδίδει
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΡΗΜΑ
131
ούσιώδη χαρακτήρα στήν εμπειρική ύπεροχή αύτου τού ούτως όντος. Ή ιδέα τού είναι ώς μιας όντότητας, ό νοητικός όρισμός τής όποιας έχασε άμετάκλητα τό αντικείμενο τής σκέψης καθώς τό ανέλυσε καί κατά συνέπεια, σύμφωνα μέ τή σχετική πολιτική έκφραση, τό διέλυσε, καταλήγει στήν ελεατική ένότητα δπως άλλοτε τό σύστημα καί σήμερα ό κόσμος. Σέ αντίθεση όμως πρός τήν πρόθεση τού συστήματος, τό κλειστό καί ενιαίο είναι ετερόνομο: απρόσιτο γιά τή λογική βούληση τόσο τών ατόμων δσο καί εκείνου τού συνολικού κοινωνικού υποκειμένου πού μέ χρι σήμερα παραμένει απραγματοποίητο. Στή στασιμοποιημένη κοινωνία πού διαγράφεται στόν όρίζοντα τό απόθεμα της απολο γητικής ιδεολογίας δέν φαίνεται νά εμπλουτίζεται πλέον μέ νέα μοτίβα. αλλά μάλλον τά τρέχοντα αραιώνονται καί γίνονται αγνώριστα, έτσι πού δύσκολα μπορούν νά άνακληθούν ώς άκυρα από νεότερες εμπειρίες. Όταν οί αναδρομές καί τά τεχνάσματα τής φιλοσοφίας προβάλλουν τό δν στό είναι, τό δν είναι κατά ευτυχή τρόπο δικαιολογημένο- όταν ώς άπλώς δν τιμωρείται μέ περιφρόνηση, μπορεί νά μείνει έξω καί ανενόχλητο νά κάνει τίς αταξίες του. Παρόμοια αποφεύγουν καί οί ευαίσθητοι καί τρυφε ροί δικτάτορες νά έπισκέπτονται στρατόπεδα συγκέντρωσης, οί διοικητές τών όποιων ενεργούν είλικρινά σύμφωνα μέ τίς κατευ θυντήριες γραμμές τους. Ή λατρεία τού είναι ζεϊ άπό παμπάλαιες ιδεολογίες, τά είδω λα τής αγοράς (idola fori)138: άπό αύτά πού ευδοκιμούν στό σκοτάδι τής λέξης είναι καί τών παράγωγων μορφών. Τό «είναι» τού τρίτου προσώπου συνδέει στό πλαίσιο τής υπαρκτικής κρί σης τό συντακτικό υποκείμενο μέ τό κατηγορούμενο καί έτσι υποβάλλει τήν ιδέα ένός όντικού. Ταυτόχρονα όμως, ώς καθαρό συνδετικό ρήμα, σημαίνει τή γενική κατηγοριακή κατάσταση πραγμάτων μιας σύνθεσης, χωρίς νά αντιπροσωπεύει τό ΐδιο κά τι όντικό. ’Έτσι μπορεί χωρίς περιστροφές νά εγγράφει στήν όντολογική πλευρά. Άπό τή λογικότητα τού συνδετικού ρήματος ό Χάιντεγγερ πορίζεται τήν όντολογική καθαρότητα, ή όποια αρέσει στήν αλλεργία πού τού προκαλεί κάθε πραγματικό γεγο
132
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΡΗΜΑ
νός· άπό την υπαρκτική χρίση άντλεϊ δμως την ανάμνηση ένός όντικού. ή όποια του έπιτρέπει στη συνέχεια νά ύποστασιοποιήσει την χατηγοριακή λειτουργία τής σύνθεσης ώς δεδομένο. Ασφαλώς αντιστοιχεί καί σέ αυτό τό «είναι» τού τρίτου προσώ που μιά «κατάσταση πραγμάτων»: σέ κάθε κατηγορηματική κρίση αυτό τό «είναι» έχει τή σημασία του. δπως καί τό υποκεί μενο καί τό κατηγορούμενο. Αλλά αύτή ή «κατάσταση πραγμά των» είναι σκοπευτική, μιά τάση πρός κάτι, όχι όντική. Τό συν δετικό ρήμα εκπληρώνει τό νόημά του μόνο στη σχέση μεταξύ υποκειμένου καί κατηγορουμένου. Δέν είναι ανεξάρτητο. Παρα γνωρίζοντας το ώς κάτι πέρα άπό εκείνο πού άποκλειστικά του δίνει τή σημασία του. ό Χάιντεγγερ καταλαμβάνεται άπό εκείνη τή σκέψη πού άναφέρεται σέ υλικά πράγματα, στην όποια όμως είχε έναντιωθεί. Όταν εμπεδώνει αυτό πού εννοεί τό «είναι» τού τρίτου προσώπου ώς άπόλυτο ιδεατό «καθ’ έαυτό» -ώς τό είναι-, τότε αυτό πού άντιπροσωπεύεται άπό τό υποκείμενο καί τό κατηγορούμενο τής κρίσης, άπαξ καί άποσπασθεί άπό τό συνδετικό ρήμα, θά έχει τό ίδιο δικαίωμα. Ή σύνθεση του μέσω τού συνδετικού ρήματος θά ήταν εντελώς εξωτερική* εναντίον αύτού τού ενδεχομένου επινοήθηκε ή έννοια τού είναι. Τό ύποκείμενο. τό συνδετικό ρήμα καί τό κατηγορούμενο θά ήταν πάλι, όπως στήν άπαρχαιωμένη λογική, εσωτερικά κλειστές ενότητες, πλήρεις μεμονωμένες όντότητες, σύμφωνα μέ τό μοντέλο τών πραγμάτων. Στήν πραγματικότητα δμως ή άπόφανση139 δέν έρχεται νά προστεθεί, άλλά καθώς συνδέει τό ύποκείμενο μέ τό κατηγορούμενο είναι όντως δ,τι αυτά τά δύο θά ήταν καί άπό μόνα τους, άν μπορούσε νά φαντασθεί κανείς αυτό τό «θά ήταν» χωρίς τή σύνθεση τού «είναι» τού τρίτου προσώπου. Αύτό άπαγορεύει την παρέκταση άπό τό συνδετικό ρήμα σέ μιά ύπερκεί μενη ούσία. τό «είναι», δπως καί στό «γίγνεσθαι», τήν καθαρή σύνθεση. Αύτή ή παρέκταση οφείλεται σέ μιά σημασιολογική σύγχυση: έκείνη μεταξύ τής γενικής σημασίας τού συνδετικού ρήματος «είναι», τής σταθερής συντακτικής μάρκας παιχνιδιού γιά τή σύνθεση τής κρίσης, καί τής ειδικής σημασίας πού άποκτά
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ PUMA
133
αύτό τό «είναι» του τρίτου προσώπου σέ κάθε κρίση. Αυτές οί δύο σημασίες δεν ταυτίζονται. Κατ' αύτά τό «είναι» τού τρίτου προσώπου μπορεί νά συγκριθεϊ μέ τίς κατά περίπτωση εκφρά σεις. Ή γενικότητά του είναι μιά οδηγία γιά έξειδίκευση. είναι ή γενική μορφή γιά τό σχηματισμό ειδικών κρίσεων. Ή ονοματο λογία λαμβάνει ύπόψη αύτήν τή διάκριση, καθώς γιά τή γενική μορφή διαθέτει τόν επιστημονικό δρο συνδετικό ρήμα (Copula) καί γιά τήν ειδική λειτουργία, πού πρέπει νά έπιτελεί κάθε φορά ή κρίση, ακριβώς αύτό τό «είναι» τού τρίτου προσώπου. Ό Χάιντεγγερ δέν σέβεται αύτήν τή διαφορά. Έτσι ή ειδική λειτουργία τού «είναι» τού τρίτου προσώπου γίνεται απλώς ένας τρόπος έκδήλωσης αύτού τού γενικού. Ή διαφορά μεταξύ τής κατηγο ρίας καί τού περιεχομένου τής υπαρκτικής κρίσης γίνεται ασα φής. Ή τοποθέτηση τού γενικού γραμματικού τύπου στή θέση τού περιεχομένου τής απόφανσης μετατρέπει τήν όντική λει τουργία τού «είναι» τού τρίτου προσώπου σέ κάτι όντολογικό, σέ έναν τρόπο έμφάνισης αύτού τού γενικού. 'Άν παραμελήσου με τήν άναγκαία σύμφωνα μέ τό νόημα τού «είναι» τού τρίτου προσώπου, διαμεσολαβημένη καί διαμεσολαβητική λειτουργία στήν ειδική περίπτωση. δέν απομένει κανένα καί κανενός είδους ύπόστρωμα αύτού τού «είναι» τού τρίτου προσώπου, αλλά μό νον ή άφηρημένη μορφή τής διαμεσολάβησης γενικά. Αύτή. σύμ φωνα μέ τά λόγια τού Χέγκελ τό καθαρό γίγνεσθαι, δέν είναι μιά πρώτη ή άλλου είδους αρχή, άν δέν θέλουμε νά έκδιώξουμε τόν Παρμενίδη μέ τή βοήθεια τού Ηράκλειτου. Ή λέξη είναι έχει έναν έναρμόνιο ήχο τόν όποιο μόνον ό αύθαίρετος ορισμός θά μπορούσε νά παρακούσει· αύτός προσδίδει στή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ τό ήχόχρωμά της. Κάθε ον είναι κάτι περισσότερο από αύτό πού είναι· τό θυμίζει τό είναι, σέ αντίθεση πρός τό δν. Επειδή δέν υπάρχει κανένα δν τό όποιο, καθώς ορίζεται καί ορί ζει τόν εαυτό του. δέν χρειάζεται κάτι άλλο πού δέν είναι τό ίδιο -διότι μόνο μέσο; τού έαυτού του δέν θά μπορούσε νά όρισθεί-. παραπέμπει πέρα από τόν έαυτό του. Διαμεσολάβηση είναι απλούς μιά άλλη λέξη πού δηλώνει αύτή τήν άναγκαία παραπο
134
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΡΗΜΑ
μπή.'() Χάιντεγγερ όμως επιχειρεί νά κρατήσει αύτό πού παραπέμπει έξω από τόν έαοτό του καί νά άφήσει πίσω ώς έρείπια έχείνο πέρα άπό τό όποιο παραπέμπει. Ή διαπλοκή γίνεται γι’ αύτόν τό απόλυτο αντίθετό της. ή πρώτη ουσία. Στή λέξη είναι, πού ενσαρκώνει όλα όσα είναι, τό συνδετικό ρήμα έχει άντικειμενοποιηθεί. Χωρίς τό είναι δέν θά μπορούσε βέβαια νά γίνει λόγος γιά τό «είναι» τού τρίτου προσώπου, όπως καί άντίστροφα. Ή λέξη παραπέμπει στό αντικειμενικό στοιχείο τό όποιο σέ κάθε κατηγορηματική κρίση είναι προϋπόθεση τής σύνθεσης, άλλά μόνο σέ αυτήν αποκρυσταλλώνεται. Αλλά όπως αυτή ή κατάσταση πραγμάτων στήν κρίση, έτσι καί τό είναι δέν είναι αύτόνομο άπέναντι στό «είναι» τού τρίτου προσώπου. Ή γλώσ σα. τήν οποία ό Χάιντεγγερ δικαιολογημένα θεωρεί ώς κάτι πα ραπάνω άπό άπλώς δηλωτική, σημασιολογική. μαρτυρεί βάσει τής μή αύτονομίας τών τύπων της εναντίον αυτού πού ό ίδιος έκμυζά άπό αύτήν. Άν τό συντακτικό συνδέει τό «είναι» τού τρίτου προσώπου μέ τήν ύποστρωματική κατηγορία είναι ώς τό ενεργητικό της ρήμα -ότι κάτι είναι- τότε χρησιμοποιεί άντίστροφα τό είναι άπλώς σέ σχέση μέ όλα όσα είναι, όχι καθ’ εαυ τό. Πάντως ή επίφαση τής όντολογικής καθαρότητας ένισχύεται άπό τό γεγονός ότι κάθε άνάλυση κρίσεων όδηγεϊ σέ δύο στοι χεία. άπό τά όποια -όπως, μεταλογικά, τό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο,<Λ-κανένα δέν μπορεί νά άναχθεϊ στό άλλο. Ή σκέ ψη πού σαγηνεύεται άπό τή χίμαιρα ένός άπολύτως πρώτου141 θά τείνει νά άναγνωρίσει τελικά αύτήν τή μή άναγωγιμότητα ώς ένα τέτοιο έσχατο. Στή χαϊντεγγεριανή έννοια τού είναι ενυπάρ χει ή άναγωγή στή μή άναγωγιμότητα. Είναι όμως μία τυπικοποίηση πού δέν συνάδει μέ αύτό πού τυπικοποιείται. Από μόνη της δέν σημαίνει τίποτε περισσότερο άπό τήν άρνητική διατύπω ση ότι τά στοιχεία τής κρίσης, κάθε φορά πού έκφέρεται μιά κρί ση. δέν χωρούν τό ένα στό άλλο πλήρως, ότι δέν είναι ένα καί τό αύτό. "Εξω άπό αύτήν τή σχέση τών στοιχείων τής κρίσης ή μή άναγωγιμότητα είναι ένα τίποτε. υπό αύτόν τόν όρο δέν μπορεί νά σκεφθεί κανείς τίποτε. “Ετσι δέν μπορεί νά τής άπυδοθεί
ΣΥΝΔΕΤΙΚΟ ΡΗΜΑ
135
όντολογική προτεραιότητα απέναντι στά στοιχεία τής κρίσης. Ό παραλογισμός βρίσκεται στόν μετασχηματισμό της άρνητικής διατύπωσης, ότι κανένα στοιχείο τής κρίσης δέν μπορεί νά άναχθεί στό άλλο, σέ μιά θετική διατύπωση. Ό Χάιντεγγερ φθάνει μέχρι τά δρια τής διαλεκτικής άντίληψης γιά τή μή ταυτότητα στήν ταυτότητα. Δέν αναπτύσσει δμως τήν αντίφαση στήν έννοια τού είναι. Τήν καταπνίγει. Ό,τι καί άν σκεφθεί κανείς ύπό τόν δρο είναι χλευάζει τήν ταυτότητα τής έννοιας μέ αυτό πού έννοεί· ό Χάιντεγγερ δμως τό πραγματεύεται ώς ταυτότητα, ώς είναι πού είναι ταυτόσημο μέ τόν εαυτό του, χωρίς ίχνος ετερότητας. Τή μή ταυτότητα στήν απόλυτη ταυτότητα τή συγκαλύπτει σάν ντροπή γιά τήν οικογένεια. Επειδή τό «είναι» τού τρίτου προ σώπου δέν είναι ούτε ύποκειμενική λειτουργία ούτε κάτι ύλικό. όντικό. σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή σκέψη δέν είναι αντικει μενικότητα. ό Χάιντεγγερ τό άποκαλεί είναι, κάτι τρίτο. Ή με τάβαση αγνοεί τήν πρόθεση τής έκφρασης, τήν όποια ό Χάιντεγγερ πιστεύει πώς εξηγεί μέ ταπεινοφροσύνη. Ή διαπίστωση δτι τό «είναι» τού τρίτου προσώπου δέν είναι απλώς μιά σκέψη ούτε απλώς ένα 6ν δέν επιτρέπει τήν άνύψωσή του σέ κάτι υπερ βατικό απέναντι στούς δύο άλλους προσδιορισμούς. Κάθε προ σπάθεια ακόμη καί νά σκεφθούμε τό «είναι» τού τρίτου προσώ που. έστω στήν πιό άμυδρή γενικότητά του. όδηγεί σέ ένα δν από τή μιά μεριά καί σέ έννοιες άπό τήν άλλη. Ό άστερισμός τών στοιχείων δέν μπορεί νά άναχθεί σέ μιά μοναδική ουσία· σέ αυτόν ενυπάρχει κάτι πού δέν είναι ουσία. Ή ενότητα τήν όποια υπόσχεται ή λέξη είναι διαρκεϊ δσο δέν τό σκεφτόμαστε. σύμφω να μέ τή μέθοδο τού ίδιου τού Χάιντεγγερ: δσο δέν άναλύουμε τή σημασία του· κάθε τέτοια άνάλυση άποκαλύπτει αύτό πού χάθηκε στήν άβυσσο τού είναι. 'Άν δμως είναι ταμπού ή άνάλυση τού ίδιου τού είναι. ή άπορία μετατρέπεται σέ υφαρπαγή. Στό είναι πρέπει νά σκεφτόμαστε τό άπόλυτο, αλλά μόνον επειδή δέν μπορούμε νά τό σκεφθούμε. ας είναι τό απόλυτο· μόνον επειδή τό είναι αποκρύπτει μαγικά τή γνώση τών στοιχείων, φαίνεται πο>ς βρίσκεται πέρα άπό τά στοιχεία· έπειδή ό Λόγος
ηο
ΚΑΜΜΙΛ ΥΠΚΓΒΛΣΜ ΓΟΥ Κ.ΙΝΑ1
δέν μπορεί νά σκεφθεί τό καλύτερο που διαθέτει. γίνεται ό ’ίδιος κακός γιά τόν εαυτό του. Στην πραγματικότητα, παρά τη γλωσσική άτομιστική τού οπαδού τής όλότητας Χάιντεγγερ. δλες οί έπιμέρους έννοιες είναι, ήδη ώς τέτοιες, συμφυείς με τίς κρίσεις, τίς όποιες ή ταξινομητική λογική παραμελεί· ή παλαιό τριχοτόμηση τής λογικής εννοια-κρίση-συμπερασμα είναι ένα κατάλοιπο όπως τό σύστη μα τού [φυτολόγου) Λινναίου (Linné). Oí κρίσεις δέν είναι απλώς σύνθεση εννοιών, διότι καμμιά έννοια δέν ύπάρχει χωρίς κρίση· ό Χάιντεγγερ τό παραβλέπει, ίσως υπό τήν επήρεια τής Σχολα στικής. Στόν διαμεσολαβημένο χαρακτήρα τού είναι καί τού «είναι» τού τρίτου προσώπου ύπάρχει υποκείμενο. Ό Χάιντεγγερ αποσιωπά αύτό τό ίδεαλιστικό. δπως θά μπορούσαμε νά πούμε, στοιχείο καί έτσι ανυψώνει τήν υποκειμενικότητα σε κάτι απόλυτο, προγενέστερο τού δυϊσμού ύποκείμενο-άντικείμενο. Τό γεγονός ότι κάθε ανάλυση τής κρίσης οδηγεί στό υποκείμενο καί τό αντικείμενο δέν δημιουργεί μιά περιοχή πέρα άπό αυτά τά στοιχεία, πού θά ύπήρχε καθ’ έαυτήν. Αποτέλεσμα μιας ανά λυσης είναι ό άστερισμός αύτών τών στοιχείων, κανένα τρίτο, ανώτερο ή έστω γενικότερο στοιχείο. ’Ασφαλώς πρέπει νά άναφερθεί δτι σύμφωνα μέ τόν Χάιντεγγερ τό «είναι» τού τρίτου προσώπου δέν έχει υλική υπόσταση, δέν είναι ον. τά δντα ή μιά αντικειμενικότητα ύπό τή συνήθη έννοια. Χωρίς τή σύνθεση αύτό τό «είναι» δέν έχει υπόστρωμα· στήν κατάσταση πραγμά των πού εννοεί δέν θά μπορούσαμε νά δείξουμε ένα τάδε τι ώς αντίστοιχό του. Τό συμπέρασμα τού Χάιντεγγερ είναι δτι τό «είναι» τού τρίτου προσώπου πρέπει νά δείχνει εκείνο τό τρίτο στοιχείο, δηλαδή τό είναι. Αύτό τό συμπέρασμα είναι όμως εσφαλμένο, μιά αύθαίρετη πράξη τής αύτάρκους σημασιολο γίας. Ή σφαλερότητά του γίνεται προφανής άπό τό γεγονός δτι ένα τέτοιο δήθεν καθαρό ύπόστρωμα τού «είναι» τού τρίτου προσώπου δέν μπορεί νά νοηθεί, νά γίνει άντικείμενο τής σκέ ψης. Κάθε τέτοια νοητική προσπάθεια συναντά διαμεσολαβή σεις. άπό τίς όποιες τό ύποστασιοποιημένο είναι θέλει νά είναι
ΚΑΜΜΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ
137
απαλλαγμένο. Αλλά ακόμη καί από τό γεγονός δτι δεν μπορεί κανείς νά τό σκεφθεί ό Χάιντεγγερ αποσπά τό κέρδος ένός πρό σθετου μεταφυσικού κόρους τού είναι. Επειδή τό είναι άρνεϊται νά γίνει αντικείμενο της σκέψης, είναι απόλυτο· επειδή, γιά νά τό πούμε στή γλώσσα τού Χέγκελ. δέν μπορεί νά άναχθεί χωρίς ύπόλοιπο ούτε στό ύποκείμενο ούτε στό αντικείμενο, γιά τόν Χάιντεγγερ βρίσκεται πέρα άπό τό ύποκείμενο καί τό αντικεί μενο. ένώ στήν πραγματικότητα δέν ύπάρχει καν ανεξάρτητα άπό αυτά. Ό Λόγος πού δέν μπορεί νά τό σκεφθεί δυσφημείται τελικά ό ίδιος, λές καί ή σκέψη θά μπορούσε νά άποσχισθεί μέ όποιονδήποτε τρόπο άπό τό Λόγο. Είναι αναμφισβήτητο ότι τό είναι δέν είναι απλώς τό σύνολο όλων τών ύπαρκτών πραγμά των. τών δεδομένων. Άντιθετικιστικά μπορεί μιά τέτοια αντίλη ψη νά δικαιώσει τό πλεόνασμα της έννοιας πέρα άπό τήν πραγ ματικότητα. Καμμιά έννοια δέν θά ήταν νοητή ή έστω δυνατή χωρίς τό πλεόνασμα πού κάνει τή γλώσσα γλώσσα. ‘Ωστόσο ό άντίλαλος της λέξης είναι, άπέναντι στά όντα: ότι όλα είναι κάτι περισσότερο άπό ό.τι είναι, εννοεί μιά διαπλοκή, όχι κάτι υπερ βατικό ώς πρός αύτήν. Υπερβατικό ώς πρός αυτή γίνεται στόν Χάιντεγγερ. δηλαδή κάτι πού έρχεται νά προστεθεί στό έπιμέρους όν. Ό ίδιος άκολουθεϊ τή διαλεκτική ώς ένα σημείο, συμ φωνώντας ότι ούτε τό ύποκείμενο ούτε τό άντικείμενο είναι κάτι άμεσο καί έσχατο. άλλά στή συνέχεια τήν έγκαταλείπει καί άναζητεί πέρα άπό αύτά κάτι άμεσο, πρώτο. Ή σκέψη γίνεται άρχαίστική όταν αύτό πού στά διάσπαρτα όντα είναι κάτι πε ρισσότερο άπό τόν έαυτό τους τό άνυψώνει σέ μεταφυσική άρχήν. Άντιδρώντας στήν άπώλεια της αύρας (άκτινοβολίας)14 6 Χάιντεγγερ μετατρέπει αύτήν τήν άρχήν. τήν παραπομττή τών πραγμάτο>ν πέρα άπό τόν έαυτό τους, σέ ύπόστρωμα καί έτσι τήν έξισώνει μέ τά ίδια τά πράγματα. Διατάσσει μιά άναβίωση τής φρίκης πού. πρίν άπό τίς μυθικές φυσικές θρησκείες, πρόκαλούσε ή διαπλοκή: ύπό τή γερμανική ονομασία Sein |είναι) άνασιίρει τό μάνα1* * 144 λές καί ή εξαπλωνόμενη άδυναμία μοιάζει μέ εκείνη πού καταλάμβανε τούς πρωτόγονους τής προανιμι-
138
ΚΑΜΜΙΑ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ
στικής έποχής δταν άστραφτε καί βροντούσε. Στά κρυφά ό Χάιντεγγερ ακολουθεί τό νόμο σύμφωνα μέ τόν όποιο μέ τήν πρόο δο τής όρθολογικότητας τής σταθερά άνορθολογικής κοινωνίας ανατρέχει κανείς όλο καί πιό πίσω. Επειδή τά παθήματα έγιναν μαθήματα, άποφεύγει τόν ρομαντικό κόσμο τών Πελασγών τού Λ. Κλάγκες καί τίς δυνάμεις τού Όσκαρ Γκόλντμπεργκ καί άπό τήν περιοχή τών απτών προλήψεων καταφεύγει σέ ένα μισόφωτο στό όποιο δεν λαμβάνουν πλέον μορφή ούτε καν μυθολογήματα όπως εκείνο γιά τήν πραγματικότητα τών εικόνων. Ξεγλιστράει άπό τήν κριτική χωρίς όμως νά παραιτείται άπό τά πλεονεκτή ματα τής πρώτης άρχής, τήν όποια τοποθετεί τόσο πίσω, πού φαίνεται έκτός χρόνου καί κατά συνέπεια πανταχού παρούσα. «Αύτό όμως δεν γίνεται»145. Άπό τήν ιστορία δεν μπορεί κανείς νά δραπετεύσει παρά μόνο μέσω έπαναστροφής. Ό στόχος της. τό πιό παλαιό, δεν είναι τό άληθές, άλλά ή άπόλυτη φαινομενι κότητα. ή πνιγηρή άμηχανία σέ μιά φύση πού ή άδιαφάνειά της άπλώς παρωδεί τό ύπερφυσικό. Ή χαϊντεγγεριανή υπέρβαση146 είναι ή άπολυτοποιημένη ένύπαρξη, άναίσθητη άπέναντι στον ένύπαρκτο χαρακτήρα της. Μιά εξήγηση άπατεί αυτή ή φαινο μενικότητα: γιατί τό άπολύτως παραγμένο. διαμεσολαβημένο. τό είναι, μπορεί νά σφετερισθεϊ τά εμβλήματα τού βηβ εοηεΓεΙίβΒίπηιιη147. Ή φαινομενικότητα οφείλεται στό γεγονός ότι οί δύο πόλοι τής παραδοσιακής γνωσιολογίας καί μεταφυσικής, τό καθαρό τόδε τι καί ή καθαρή σκέψη, είναι άφηρημένοι. Τόσο πολλά χαρακτηριστικά άπέχουν καί άπό τούς δύο, πού δέν μπο ρεί νά πεί κανείς πολλά γι’ αυτούς, εφόσον ή κρίση θέλει νά ρυθμισθεϊ άνάλογα μέ αύτό πού κρίνει. 'Έτσι οί δύο πόλοι δέν φαί νονται διακριτοί μεταξύ τους καί αύτό μάς επιτρέπει νά επικα λούμαστε άπαρατήρητα τόν ένα στή θέση τού άλλου άνάλογα μέ αύτό πού θέλουμε νά άποδείξουμε. Ή έννοια τού όντος άπλώς καί άπολύτως. στήν ιδεατή της μορφή έξω άπό κάθε κα τηγορία καί χωρίς όποιοδήποτε ποιοτικό χαρακτηριστικό, δέν χρειάζεται νά περιορισθεί σέ κανένα όν καί μπορεί νά άποκαλείται είναι. Τό είναι όμως, ώς άπόλυτη έννοια, δέν χρειάζεται
ΕΚΦΡΑΣΙ1 ΤΟΥ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟΥ
ΙΜ
νά νομιμοποιηθεί ώς έννοια: όποιο πλάτος καί άν λάμβανε. θά περιοριζόταν καί θά ανοσιουργούσε κατά τού νοήματος του. Ετσι μπορεί νά έχει τό κύρος τού άμεσου όπως καί τό τάδε η τό κύρος τού ουσιώδους. Ανάμεσα στά δύο -αμοιβαία αδιάφο ρα- άκρα κινείται ολόκληρη ή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ,<8. Αλλά παρά τη θέληση του τό όν έπιβάλλεται μέσα στό είναι, τό όποίο αντλεί τη ζωή του άπό τόν άπαγορευμένο καρπό, σάν νά έπρόκειτο γιά τά μήλα τής [θεάς τής βόρειας μυθολογίας] Φράια. 'Ενώ τό είναι, στό όνομα τής απόλυτης αύρας του. δέν θέλει νά μολυνθεί άπό τήν επαφή μέ όποιοδήποτε όν. εντούτοις λαμβάνει τόν χαρακτήρα έκείνης τής άμεσότητας πού δικαιολο γεί τήν αξίωση τής άπολυτότητας μόνον εφόσον τό είναι σημαί νει πάντοτε τό όν απλώς καί άπολύτως. Κάθε φορά πού ό λόγος γιά τό είναι προσθέτει κάτι στην καθαρή επίκλησή του. αυτό προέρχεται άπό τήν περιοχή τού όντικού. Τά υπολείμματα υλικής οντολογίας στόν Χάιντεγγερ είναι χρονικά: έφήμερα προϊόντα τού γίγνεσθαι, όπως προηγουμένως στόν Σέλερ. Γιά νά δικαιωθεί πάντως ή έννοια τού είναι πρέπει νά κατα νοηθεί καί ή εγγενής έμπειρία πού προκαλεϊ τήν έγκατάστασή της: ή φιλοσοφική διάθεση νά έκφρασθεί τό άνέκφραστο. Όσο πιό φοβισμένη ή φιλοσοφία κατέπνιγε αύτήν τή διάθεση, τήν ίδιαιτερότητά της. τόσο μεγαλύτερος γινόταν ό πειρασμός νά πραγματευθεί κατευθείαν τό άνέκφραστο. χωρίς τόν σισύφειο μόχθο, ό όποιος δέν θά ήταν ό χειρότερος όρισμός τής φιλοσο φίας καί άς προκαλεί τόσο πολύ τήν ειρωνεία σέ βάρος της. Ή ίδια ή φιλοσοφία, ώς μορφή τού πνεύματος, περιέχει ενα στοι χείο βαθύτατα συγγενικό μέ έκείνο τό αίωρούμενο. όπως ύποθέτει στόν Χάιντεγγερ έκείνο πού θά έπρεπε νά είναι άντικείμενο διαλογισμού, ένώ ό διαλογισμός τό έμποδίζει. Ή φιλοσοφία είναι, πολύ ειδικότερα άπό όσο υποθέτει ή ιστορία τής έννοιάς της. μιά μορφή όπό τήν όποια σπάνια, μέ έξαίρεση ένα στρώμα τής φιλοσοφίας τού Χέγκελ, ένσωματώνει στόν στοχασμό της τήν ποιοτική διαφορά της άπό τήν έπιστήμη. τήν επιστημολογία καί τή λογική, μέ τίς όποιες παραταύτα είναι συμφυής. Ή φίλο-
140
ΕΚΦΡΛΣΜ ΤΟΥ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟΥ
σοφία δεν συνίσταται ούτε σέ vérités de raison ούτε σέ vérités de fait149. Τίποτε άπό όσα λέει δεν ύπαχούει στά χειροπιαστά κρι τήρια ένός δεδομένου- οι προτάσεις της σχετικά μέ έννοιες δεν ύπακούουν στά κριτήρια τής λογικής τάξης πραγμάτων ούτε έκείνες σχετικά μέ πραγματικά δεδομένα ύπακούουν στά κριτή ρια τής εμπειρικής έρευνας. Εύθραυστη είναι ή φιλοσοφία καί λόγω τής απόστασής της. Δέν έπιτρέπει τήν καθήλωσή της σέ κάτι. Ή ιστορία της είναι μιά συνεχής αποτυχία στό βαθμό πού συχνά, τρομοκρατημένη άπό τήν έπιστήμη. ήθελε νά μείνει προσκολλημένη στό χειροπιαστό. Ή θετικιστική κριτική τής αξίζει όταν εγείρει αξιώσεις έπιστημονικότητας. τίς όποιες ή έπιστήμη άπορρίπτει- αύτή ή κριτική σφάλλει καθώς άντιπαραθέτει στη φιλοσοφία ένα κριτήριο πού δέν είναι δικό της οπού ύπακούει στήν ιδέα της. Ή φιλοσοφία δέν παραιτεϊται όμως άπό τήν άλήθεια, αλλά φωτίζοντας τήν αλήθεια τής έπιστήμης τή βρίσκει πε ριορισμένη. Ό αίωρούμενος χαρακτήρας καθορίζεται άπό τό γε γονός ότι παρά τήν άπόστασή της άπό τήν επαληθευτική γνώση δέν είναι μή δεσμευτική, άλλα ζεΐ σύμφωνα μέ μιά δική της αύστηρότητα. Αυτή τήν άναζητεϊ σέ εκείνο πού δέν είναι ή Ιδια, στό άντίθετό της. καί στόν στοχασμό πάνω σέ έκεϊνο πού ή θετι κή γνώση μέ κακή άφέλεια θεωρεί δεσμευτικό. Ή φιλοσοφία δέν είναι ούτε έπιστήμη ούτε έκεϊνο στό όποιο μέ ένα βλακώδες οξύμωρο θέλει νά τήν υποβιβάσει ό θετικισμός, δηλαδή ποίηση ιδεών, άλλά μιά μορφή συνδεδεμένη μέ αύτό πού διαφέρει άπό τήν ίδια καί έντούτοις χωριστή. Ό αίωρούμενος χαρακτήρας της όμως δέν είναι παρά ή έκφραση τού άνέκφραστου πού τή δια κρίνει. ’Εδώ συγγενεύει πραγματικά μέ τή μουσική. Τό αίωρούμενο δύσκολα μπορεί νά ντυθεί μέ λόγια- γι’ αυτόν τό λόγο Ισως οί φιλόσοφοι, μέ έξαίρεση λόγου χάρη τόν Νίτσε. τό προσπέρασαν. Μάλλον αύτό είναι ή προϋπόθεση γιά τήν κατανόηση φιλο σοφικών κειμένων παρά ή πειστικότητά τους. Μπορεί νά είναι προϊόν τής ιστορίας καί νά σιωπήσει πάλι, όπως κινδυνεύει καί ή μουσική. Ό Χάιντεγγερ τό διαισθάνθηκε καί μετασχημάτισε αύτή τήν ιδιαιτερότητα τής φιλσοφίας. Ισως επειδή είναι έτοιμη
ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΕΚΦΡΑΣΤΟΥ
141
νά σβήσει, κυριολεκτικά σέ μιά ειδική κατηγορία, μιά αντικειμε νικότητα οίονεί ανώτερης τάξης: Ή φιλοσοφία πού αναγνωρίζει δτι δέν εκφέρει συνήθεις κρίσεις ούτε γιά τήν πραγματικότητα ούτε γιά έννοιες καί επιπλέον δέν είναι βέβαιη ούτε καν γιά τό αντικείμενό της θέλει νά έχει τό παραταΰτα θετικό περιεχόμενό της πέρα από τά πραγματικά δεδομένα, τίς έννοιες καί τίς κρί σεις. Έτσι ό αίωρούμενος χαρακτήρας τής σκέψης ανυψώνεται στή σφαίρα τού ίδιου τού ανέκφραστου πού θέλει νά έκφράσει* τό μή αντικειμενικό άποκτά τό περίγραμμα ένός αντικειμένου μέ δική του ύπόσταση· καί έτσι ακριβώς τραυματίζεται. Κάτω από τό βάρος της παράδοσης, πού ό Χάιντεγγερ θέλει νά τό άποσείσει. τό άνέκφραστο γίνεται έκφράσιμο. ρητό, καί συμπα γές στή λέξη είναι· ή ένσταση κατά τής έκπραγμάτισης έκπραγματίζεται. αποχωρίζεται άπό τή σκέψη καί γίνεται άνορθολογική. Καθώς πραγματεύεται τό άνέκφραστο τής φιλοσοφίας ώς άμεσο θέμα, ό Χάιντεγγερ ανακόπτει τή ροή τής φιλοσοφίας καί αύτή λιμνάζει ώσπου ανακαλεί τή συνείδηση. Πρός τιμωρία του στερεύει ή ταρακουνημένη άπό τήν άντίληψή του πηγή, τήν οποία ό ίδιος θέλει νά άνασκάψει* ή γνωστική της άπόδοση είναι πιό πενιχρή άπό όποιαδήποτε γνώση τής δήθεν άποδομημένης φιλοσοφίας, ή όποια μέ τίς διαμεσολαβήσεις της τείνει πρός τό άνέκφραστο. Αύτό πού. κάνοντας κατάχρηση τού Χαίλντερλιν. άποδίδει στήν πενιχρότητα τής εποχής είναι ή πενιχρότητα τής σκέψης του. πού πιστεύει πώς στέκεται έξω άπό τό χρόνο. Ανάξια είναι ή άμεση έκφραση του άνέκφραστου* δπου ή έκφρασή του ήταν γόνιμη, όπως στή μεγάλη μουσική, σφραγίδα της ήταν τό όλισθαίνον καί εφήμερο καί αύτό σχετιζόταν μέ τήν πορεία καί όχι μέ τήν ύπόδειξη: αύτό είναι. 'Η σκέψη πού θέλει νά σκεφθεί τό άνέκφραστο έγκαταλείποντας τή σκέψη τό νοθεύ ει μετατρέποντάς το σέ εκείνο πού κάθε άλλο παρά θέλει, τό άτοπο ένός άπολύτιος άφηρημένου άντικειμένου. Τό παιδί, θά μπορούσε νά άντιτείνει ή θεμελιώδης οντολογία, άν αύτό δέν ήταν γιά τήν ίδια υπερβολικά όντικό-ψυχολογικό, ρω
142
ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ EPOTHMA
τάει γιά τό είναι. Αυτό κάνει τό παιδί νά ξεσυνηθίσει τόν στοχα σμό . καί ό στοχασμός τού στοχασμού θέλει. όπως ανέκαθεν στόν ιδεαλισμό, νά επανορθώσει τη ζημιά. Δύσκολα όμως ό διπλός στοχασμός ρωτάει άμεσα όπως τό παιδί. Ή συμπεριφορά του είναι σάν νά φαντάζεται τή φιλοσοφία, τρόπον τινά μέ τόν ανθρωπομορφισμό τών ενηλίκων, όπως εκείνη τής παιδικής ήλικίας ολόκληρου τού γένους, ώς προϊστορική καί έξω άπό τό χρόνο. Εκείνο γιά τό όποιο τό παιδί μοχθεί είναι μάλλον ή σχέ ση του μέ τίς λέξεις, τίς όποιες οίκειοποιείται καταβάλλοντας μιά προσπάθεια πού αργότερα φαίνεται σχεδόν άδιανόητη. πα ρά ό κόσμος, ό όποιος ώς σύνολο αντικειμένων δράσης τού είναι κάπως οικείος στά παιδικά του χρόνια. Θέλει νά βεβαιώνεται γιά τή σημασία τών λέξεων καί ή ενασχόλησή του μέ αυτές, όπως καί ένα ψυχαναλυτικά εξηγήσιμο πείσμα, ή γκρίνια ένός πειραχτηριού ή διαβολάκου, τό οδηγεί στή σχέση μεταξύ λέξης καί πράγματος. Μπορεί νά ταλαιπωρεί τη μητέρα του μέ τό ένοχλητικό ερώτημα γιατί ό πάγκος λέγεται πάγκος. Ή αφέλειά του δέν είναι αφελής. Ώς γλώσσα ό πολιτισμός έχει διαποτίσει πολύ πρώιμες παρορμήσεις τής συνείδησής του: μιά ύποθήκη πού βαρύνει τό λόγο γιά τό πρωτογενές ή άρχέγονο. Τό νόημα τών λέξεων καί τό περιεχόμενο άλήθειας τους, ή «θέση (τους) άπέναντι στην άντικειμενικότητα», δέν είναι άκόμη σαφώς δια χωρισμένα τό ένα άπό τό άλλο· γιά την παιδική συνείδηση είναι τό ίδιο. ή τουλάχιστον δέν είναι έπαρκώς διαφοροποιημένο, νά ξέρει τί σημαίνει ή λέξη πάγκος καί τί είναι πραγματικά ένας πάγκος -εδώ συγκαταλέγεται πάντως ή υπαρκτική κρίση-, ενώ σέ πάρα πολλές περιπτώσεις ό διαχωρισμός είναι έπίπονος. Προσανατολισμένη πρός τό λεξιλόγιο πού τό παιδί έχει μάθει, ειδικά ή παιδική άμεσότητα είναι μέσα της διαμεσολαβημένη. τό βασανιστικό έρώτημα γιά τό «γιατί», γιά τήν πρώτη αιτία, είναι προδιαμορφωμένο. Γιά την παιδική εμπειρία ή γλώσσα είναι φύσει, όχι θέσει, καθώς εκλαμβάνεται ώς κάτι δεδομένο («taken for granted»)·.στήν άρχή είναι ό φετιχισμός καί σέ αύτόν ύπακούει πάντοτε τό κυνήγι γιά τήν αρχή. Αύτός ό φετιχισμός δύ-
ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
143
σχολά αποκαλύπτεται ώς τέτοιος, διότι κάθε νοούμενο έχει καί γλωσσική μορφή, ό αστόχαστος νομιναλισμός είναι τόσο εσφαλ μένος όσο καί ό ρεαλισμός, ό όποιος αποδίδει στήν έλλιπή γλώσσα τίς ιδιότητες τής άποκεκαλομμένης. Υπέρ του Χάιντεγγερ συνηγορεί τό γεγονός ότι δέν υπάρχει ένα «καθ’ έαυτό» χω ρίς γλώσσα, δηλαδή ότι ή γλώσσα βρίσκεται στήν άλήθεια καί όχι ή άλήθεια στή γλώσσα ώς κάτι πού αύτή απλώς τό δηλώνει. Αλλά τό συστατικό μέρος τής γλώσσας στήν αλήθεια δέν δημι ουργεί μιά ταυτότητα αύτών τών δύο. Ή δύναμη τής γλώσσας δοκιμάζεται στό γεγονός ότι στή σκέψη ή έκφραση καί τό πράγ μα διαχωρίζονται150. Ή γλώσσα γίνεται κρίνουσα αρχή γιά τήν αλήθεια μόνο βάσει τής συνείδησης ότι ή έκφραση δέν ταυτίζεται μέ τό εννοούμενο. Ό Χάιντεγγερ άρνεϊται νά κάνει αυτόν τό στοχασμό· σταματάει μετά τό πρώτο βήμα τής γλωσσοφιλοσοφικής διαλεκτικής. Αναβίωση είναι ή σκέψη του καί καθόσον μέ μία τελετουργική πράξη τής κατονομασίας έπιθυμεϊ νά άποκαταστήσει τήν παλαιά δύναμη τού ονόματος. 'Ωστόσο αύτή ή δύ ναμη δέν είναι τόσο παρούσα στίς έκκοσμικευμένες γλώσσες ώστε νά επιτρέπουν στό υποκείμενο τέτοιες πράξεις. Μέ τήν έκκοσμίκευση τά υποκείμενα άφαίρεσαν από τίς γλώσσες τό όνομα, καί ή αντικειμενικότητα τής γλώσσας χρειάζεται τήν άδιαλλαξία τους καί όχι μιά φιλοσοφική εμπιστοσύνη στό θεό. Κάτι περισσότερο από σημείο είναι ή γλώσσα μόνο μέ τή σημασιολογική της δύναμη, εκεί όπου μέ τή μεγαλύτερη δυνατή ακρί βεια καί πυκνότητα κατέχει τό εννοούμενο. Ή γλώσσα είναι (υπάρχει) μόνον έφόσον γίγνεται, στή συνεχή άντιπαράθεση με ταξύ έκφρασης καί πράγματος· αύτό έκανε ό Κάρλ Κράους. πού μάλλον έτεινε καί αύτός πρός μιά όντολογική αντίληψη τής γλώσσας. Ή μέθοδος τού Χάιντεγγερ όμως, όπως τή χαρακτήρι σε ό Γκ. Σόλεμ. είναι μιά γερμανίζουσα καββαλιστική. Απέναντι στίς ιστορικές γλώσσες ό ίδιος συμπεριφέρεται σάν νά ήταν οΐ γλώσσες τού είναι, ρομαντικά όπως καθετί βίαια άντιρομαντικό. Τό δικό του είδος άποδόμησης σωπαίνει μπροστά στήν ανεξέ ταστη φιλολογική παιδεία, τήν όποια ταυτόχρονα αναστέλλει.
144
ΤΟ ΕΡΙΙΤΗΜΛ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ
\1ιά τέτοια συνείδηση επιδοκιμάζει δ.τι την περιβάλλει ή τουλά χιστον συμμορφώνεται με αύτό· ό γνήσιος φιλοσοφικός ριζο σπαστισμός. όπως καί άν έμφανίζεται στην Ιστορία, είναι προϊόν αμφιβολίας. Ψευδές είναι τό ϊδιο τό ριζοσπαστικό ερώτημα πού δέν καταστρέφει παρά μόνο την αμφιβολία. Την έμφαντική έκφραση τής λέξης είναι τήν ύποτειχίζει ή παλαιά κατηγορία τής αύθεντικότητας. την οποία ο Χάιντεγγερ αργότερα σχεδόν δέν ξαναχρησιμοποιει πιά. Ό υπερβατικός χαρακτήρας τού είναι απέναντι στήν έννοια καί τό δν θέλει νά εκπληρώσει τόν ποθητό στόχο τής αύθεντικότητας ώς αύτό πού δέν είναι φαινομενικό, δέν είναι σκηνοθετημένο ούτε ασθενικό. Ό Χάιντεγγερ διαμαρτύρεται, καί μάλιστα δικαιολογημένα, γιά τό γεγονός δτι στήν ιστορική εξέλιξη τής φιλοσοφίας άπαλείφθηκε ή διάκριση μεταξύ ούσίας καί φαινομενικότητας, ή συμφυής παρόρμηση τής φιλοσοφίας υπό τήν έννοια τού θαυμάζειν151. ή τάση της νά μήν άρκείται στήν πρόσοψη. 'Ένας αστόχαστος διαφωτισμός άρνήθηκε τή μεταφυσική θέση δτι ή ούσία είναι ό αληθινός κόσμος πίσω από τά φαινόμενα προ βάλλοντας τήν επίσης άφηρημένη αντίθετη αντίληψη δτι ή ούσία. ώς ενσάρκωση τής μεταφυσικής, είναι ή φαινομενικότη τα: λες καί γι’ αύτόν τό λόγο ή φαινομενικότητα είναι ή ούσία. Λόγω τής διάσπασης τού κόσμου κρύβεται ό νόμος τής διά σπασης. τό «αύθεντικό». Ό θετικισμός, πού προσαρμόζεται σέ αύτό διαγράφοντας δ.τι δέν είναι πραγματικό δεδομένο, δ.τι είναι κρυμμένο, ώς μύθο καί υποκειμενική προβολή, ένισχύει έτσι τό ψεύδος τής φαινομενικότητας, δπως έκαναν άλλοτε οί διδασκαλίες πού μέ τίς διαβεβαιώσεις γιά τόν νοούμενο κόσμο παρηγορούσαν τούς ανθρώπους οί όποιοι ύπέφεραν στόν αισθητό κόσμο. Κάτι από αύτόν τό μηχανισμό έχει νιώσει ό Χάιντεγγερ. Αλλά τό «αύθεντικό». τήν απουσία τού όποιου αισθάνεται, μετατρέπεται άμέσως σέ μιά θετικότητα· ή αύθεντικότητα είναι μιά συμπεριφορά τής συνείδησης πού έγκαταλείποντας τόν βέβηλο κόσμο μιμείται ανίσχυρη τό θεολογικό ύφος καί ήθος τής παλαιάς διδασκαλίας περί ούσίας. Ή κρυμ
TO EPQTHMA ΣΧΕΤΙΚΑ ME TO ΕΙΝΑΙ
145
μένη ουσία γίνεται άτρωτη από την ύποψία ότι είναι μιά μή ουσία, κάτι διαστρεβλωμένο. Καμμιά σκέψη δέν τολμά νά συλλάβει την ιδέα ότι οΐ κατηγορίες τής λεγάμενης μαζοποίησης, πού αναπτύσσονται τόσο στό Είναι χαί χρόνος όσο καί στό βι βλιαράκι τσέπης του Γιάσπερς γιά την πνευματική κατάσταση τής έποχης. ενδέχεται νά ύπαγορεόονταί έπίσης άπό μιά τέτοια μή ούσία. πού κάνει τούς ανθρώπους όπως είναι* οί ϊδιοι πρέ πει μάλιστα νά δέχονται στή συνέχεια νά τούς βρίζει ή φιλοσο φία επειδή τάχα ξέχασαν τήν ούσία. Ή άντίσταση κατά τής έκπραγματισμένης συνείδησης, τήν οποία προδίδει τό πάθος τής αύθεντικότητας. έχει σπάσει. Τό ύπόλειμμα τής κριτικής εξαπολύεται κατά του φαινομένου, δηλαδή κατά τών ύποκειμένων* άνενόχλητη παραμένει ή ούσία. ή εύθύνη τής όποιας απλώς αντιπροσωπεύεται καί άναπαράγεται άπό τή δική τους. - Ένώ ή θεμελιώδης οντολογία δέν αφήνει τίποτε νά τής άποσπάσει τήν προσοχή άπό τό θαυμάζειν, δέν μπορεί νά πεί τί είναι αύθεντικό. καθώς ή μορφή τού ερωτήματος άποκλείει τήν απάντηση. Δέν είναι τυχαίο ότι προετοιμάζει αύτό τό ερώτημα μέ τόν άηδιαστικό όρο έρώτημα σχετικά μέ τό είναι. Τό ψεύδος του έγκειται στό γεγονός ότι γίνεται έκκληση στό ζωντανό ένδιαφέρον κάθε ατόμου -τό γυμνό ένδιαφέρον τού μονολόγου τού Άμλετ. άν ό άνθρωπος έκμηδενίζεται απολύτως μέ τό θά νατό του ή μπορεί νά έχει τήν έλπίδα τού χριστιανικού non confundar152-. αλλά αύτό πού εννοεί ό Άμλετ μέ τό «είναι ή μή είναι»153 αντικαθίσταται μέ τήν καθαρή ούσία. ή οποία καταπί νει τήν ύπαρξη. Όταν ή ύπαρκτική οντολογία, σύμφωνα μέ τή φαινομενολογική συνήθεια, θεματοποιεϊ κάτι, χρησιμοποιώντας περιγραφές καί διακρίσεις, ικανοποιεί τό ένδιαφέρον καί άποσπά τήν προσοχή άπό τό θέμα. «Τό έρώτημα σχετικά μέ τό είναι», λέει ό Χάιντεγγερ, «στοχεύει λοιπόν στήν a priori προϋ πόθεση τής δυνατότητας όχι μόνο τών έπιστημών. οί όποιες διερευνούν τό όν ώς ούτως καί ούτως όν κινούμενες έτσι άνέκαθεν μέσα σέ μιά αντίληψη τού είναι, άλλά στήν προϋπόθεση τής δυνατότητας τών ίδιων τών όντολογιών, οί όποιες προη-
ΝΟ
ΊΌ ΚΡΟΤΗΜΑ ΣΧΗΤ1ΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ
γοΰνχαι τών όντικών επιστημών καί άποτελούν τό θεμέλιό τους. Κάθε οντολογία, όσο πλούσιο καί γερά συνδεδεμένο καί άν είναι τό σύστημα κατηγοριών πού διαθέτει, κατά βάθος πα ραμένει τυφλή καί αντιστρέφει την ιδιαίτερη πρόθεσή της. άν προηγουμένως δέν έχει αποσαφηνίσει έπαρκώς τό νόημα τού είναι καί δέν κατανόησε αυτή τήν αποσαφήνιση ώς τό θεμελιώδες πρόβλημά της»13*. Παρατραβώντας αύτό πού μέ τέτοιες προτάσεις ή φαινομενολογική σχολαστικότητα προετοι μάζει ώς έρώτημα σχετικά μέ τό είναι, ό Χάιντεγγερ κάνει αύτό τό έρώτημα νά χάνει ό ,τι θά μπορούσε κανείς νά φαντασθει ύπό αύτήν τή λέξη, ενώ καί αύτό πού φαντάζεται κανείς άπαξιώνεται ϊσως έπιπλέον σέ μιά αμηχανία γεμάτη κίνηση, έτσι πού ή μή άπάντηση εμφανίζεται ώς ανώτερη αλήθεια, ώς ή αύθεντική άπάντηση στό παρακαμπτόμενο έρώτημα. Προκειμένου νά είναι απλώς άρκετά αυθεντικό, τό λεγόμενο έρώτημα σχετικά μέ τό είναι συμπτύσσεται στό άδιάστατο σημείο τής μοναδικής γνήσιας από τή γέννησή της σημασίας τού είναι. Μετατρέπεται σέ μιά απαγόρευση νά βγεϊ άπό τόν εαυτό της. σέ τελική ανάλυση νά ξεπεράσει έκείνη τήν ταυτολογία πού στόν Χάιντεγγερ φανερώνεται μέσα άπό τό γεγονός ότι τό άποκαλυπτόμενο είναι λέει συνεχώς μόνον είναι καί τίποτε άλλο155. Ό Χάιντεγγερ θά ήταν ίσως σέ θέση νά έμφανίσει τήν ταυτολογική ουσία τού είναι άκόμη καί ώς κάτι άνώτερο άπό τούς καθορι σμούς τής λογικής. Αλλά αύτό μπορεί νά συναχθεϊ άπό τήν άπορητική. Όπως ό Χούσσερλ. έτσι καί ό Χάιντεγγερ ύπακουει άμέριμνος σέ ζητούμενα τής σκέψης, τό ένα πλάι στό άλλο, τά όποια στήν ιστορία τής μεταφυσικής, πού ό ίδιος άπό τή θέση ένός κυρίαρχου πολύ εύκολα τήν έθεσε έκτος κυκλοφορίας, άποδείχθηκαν ασυμβίβαστα μεταξύ τους: Τέτοια είναι τό κα θαρό. άπό κάθε έμπειρική πρόσμειξη άπαλλαγμένο καί κατά συνέπεια άπολύτως ίσχύον. καί τό άμεσα, άπολύτως δεδομένο, πού δέν μπορεί νά άναιρεθεί. διότι μπορεί νά κάνει καί χωρίς έννοιολογικές προσθήκες. 'Έτσι συνδύασε ό Χούσσερλ τό πρό γραμμα μιάς «καθαρής», δηλαδή ειδητικής, φαινομενολογίας
ΤΟ ΕΡΏΤΗΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΙΝΑΙ
147
μέ εκείνο τής αύθυπαρξίας του φαινόμενου αντικειμένου. 'Ήδη στόν τίτλο «καθαρή φαινομενολογία» συνυπάρχουν οΐ άλληλοαποκλειόμενοι κανόνες. Τό γεγονός δτι ή ίδια δεν ήθελε νά είναι γνωσιολογία. αλλά μιά στάση πού μπορεί νά λαμβάνεται κατά βούληση την απάλλασσε άπό την ύποχρέωση νά στοχασθεϊ τη σχέση μεταξύ των κατηγοριών της. Λαμβάνοντας ύπόψη αύτό τό γεγονός, ό Χάιντεγγερ διαφέρει άπό τό δάσκαλό του μόνο καθόσον άπομακρύνει τό πρόγραμμα τών άλληλοαποκλειόμενων. αντιφατικών κανόνων άπό τό χουσσερλιανό θέα τρο. τη συνείδηση, καί τό μεταφέρει σέ μιά σκηνή πέρα άπό τή συνείδηση. Αύτή ή άντίληψη άλλωστε, μέ τό ύπερβάλλον βάρος τού «νοήματος»156, είχε προδιαμορφωθεϊ στή μέση περίοδο τού Χοΰσσερλ. Τό άσυμβίβαστο του καθαρού μέ τό έποπτικό άναγκάζει όμως τή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ νά έπιλέξει ένα τόσο άκαθόριστο ύπόστρωμα της ένότητας τών άσυμβίβαστων. πού νά μήν περιέχει κανένα στοιχείο πιά στό όποιο ή μία άπό τίς δύο άπαιτήσεις ή κανόνες θά διέψευδε τήν άλλη. Γι' αυτόν τό λόγο τό χαϊντεγγεριανό είναι δέν έπιτρέπεται νά είναι ούτε ον. κάτι ύπαρκτό. ούτε έννοια. Έτσι κατάφερε νά γίνει άκαταμά χητο. άλλά τό τίμημα πού πρέπει νά πληρώσει είναι ή μηδαμινότητά του. τό γεγονός ότι δέν μπορεί νά έκπληρωθεί άπό καμμιά σκέψη καί καμμιά έποπτεία· τό μόνο πού τού άπομένει είναι ή ταυτότητα τού απλού ονόματος μέ τόν εαυτό του,Λ/. Ακόμη καί οί άτελείωτες επαναλήψεις, άπό τίς όποιες βρίθουν τά δημοσιεύματα τού Χάιντεγγερ. δέν πρέπει νά άποδοθούν στήν πολυλογία του. άλλά στήν άπορητική του θέση. Μόνο μέ σο) τού καθορισμού του ξεπερνά ένα φαινόμενο τόν έαυτό του. Ό,τι παραμένει εντελώς άκαθόριστο γίνεται άντικείμενο συ νεχών άναφορών, οί όποιες όποκαθιστούν τήν άκαθοριστία του. όπως οί χειρονομίες πού δέν φθάνουν στά άντικείμενα δράσης καί διαρκώς επαναλαμβάνονται άκολουθώντας ένα τυπικό χω ρίς νόημα. Αύτό τό τελετουργικό τυπικό τών επαναλήψεων είναι κοινό στή φιλοσοφία τού είναι καί στόν μύθο, σέ αύτό πού θά ήθελε νά είναι ή ίδια.
Ι4Χ
ΤΕΧΝΑΣΜΑ
Ή διαλεκτική τού είναι καί τού δντος: οτι δέν μπορούμε νά σκεφθούμε κανένα είναι χωρίς τό ον καί κανένα ον χωρίς διαμεσολάβηση. καταπνίγεται άπό τόν Χάιντεγγερ: τά στοιχεία, πού δέν ύπάρχουν χωρίς τό ένα νά είναι διαμεσολαβημένο άπό τό άλλο, είναι γι’ αύτόν άδιαμεσολάβητα τό ένα· καί αύτό τό ένα είναι θετικό είναι. Αλλά ό υπολογισμός δέν είναι σωστός. Ή ένοχική σχέση μετάξι') τών κατηγοριών περιλαμβάνει άπαιτητά χρέη. Εκδιωγμένο μέ τό δίκρανο, τό δν επιστρέφει: τό άποκαθαρμένο άπό τό δν είναι παραμένει πρωτογενές φαινόμενο μό νον ενόσω έχει μέσα του πάλι τό δν. τό όποιο άποκλείει. Ό Χάιντεγγερ τά βγάζει πέρα μέ αύτό τό πρόβλημα καταφεύγοντας σέ ένα στρατηγικό άριστούργημα. τό όποιο είναι ή μήτρα τής σκέψης του γενικά. Μέ τόν δρο όντολογική διαφορά ή φιλοσο φία του βάζει χέρι άκόμη καί πάνω στό άδιάλυτο στοιχείο τού δντος. «Τί πρέπει νά έννοεί κανείς μιλώντας γιά ένα τέτοιο “είναι", πού δήθεν είναι έντελώς άνεξάρτητο άπό τή σφαίρα τού όντικοΰ. αύτό πρέπει πάντως νά μείνει άδιευκρίνιστο. Ό καθο ρισμός του θά τό ένέτασσε στή διαλεκτική ύποκειμένου καί άντικειμένου. άπό τήν όποια άκριβώς πρέπει νά εξαιρεθεί. Σέ αύτή τήν άκαθοριστία. πού μάλλον είναι τό πιό κεντρικό σημείο τής χαϊντεγγεριανής οντολογίας, όφείλεται τό γεγονός δτι τά άκρα, τό είναι καί τό δν. πρέπει κατ’ άνάγκη νά μένουν καί στήν άμοιβαία σχέση τους άκαθόριστα. έτσι πού δέν μπορεί καν νά δηλωθεί σέ τί συνίσταται ή διαφορά τους. Ό λόγος γιά τήν “όντολογική διαφορά” περιορίζεται στήν ταυτολογία δτι τό είναι δέν είναι τό δν. επειδή είναι τό είναι. Ό Χάιντεγγερ κάνει λοιπόν τό λάθος πού επιρρίπτει στή δυτική μεταφυσική, δηλαδή δτι ποτέ δέν έλεγε τί σημαίνει τό είναι σέ άντιδιαστολή πρός τό δν»158. Ύπό τήν πνοή τής φιλοσοφίας τό δν γίνεται όντολογικό γεγονός ,5ί\ μιά συσκοτισμένη καί ύποστασιοποιημένη έκφραση τής άδυναμίας νά σκεφθούμε τό είναι χωρίς τό δν. δπως καί. σύμφωνα μέ τή βασική θέση τού Χάιντεγγερ, τό δν χωρίς τό είναι. Αύτό είναι τό τέχνασμά του. Ή δυσκολία τής οντολογίας νά τά βγάλει πέρα χωρίς τό άντίθετό της. χωρίς τό όντικό- ή
ΤΕΧΝΑΣΜΑ
| ‘) 4
έξάρτηση τής όντολογικής αρχής άπό τόν αντίποδα της. τό ανα πότρεπτο σκάνδαλο τής όντολογίας. γίνεται συστατικό της στοι χείο. Ό θρίαμβος του Χάιντεγγερ επί τών άλλων, λιγότερο ευφυών οντολογιών είναι ή όντολογικοποίηση του όντικοΰ. Τό γεγονός δτι δεν ύπάρχει κανένα είναι χωρίς τό ον μεταφέρεται στη διατύπωση δτι στην ουσία τού είναι άνήκει τό είναι τού δντος. Με αυτόν τόν τρόπο μιά αλήθεια γίνεται άναλήθεια: τό δν γίνεται ούσία. Τό είναι καταλαμβάνει αύτό πού στη διάστα ση τού είναι καθ’ εαυτό τού είναι δεν θά ήθελε νά είναι, δηλαδή τό δν. την έννοιολογική ενότητα τού όποιου εννοεί πάντοτε ή λέ ξη είναι. 'Ολόκληρη ή κατασκευή τής όντολογικής διαφοράς είναι ένα χωριό τού Ποτέμκιν160. Στήνεται μόνο γιά νά διαλυθεί μέ ακόμη μεγαλύτερη άνεση ή αμφιβολία γιά τό απόλυτο είναι μέ τή βοήθεια τής θέσης δτι τό δν είναι ένας τρόπος τού είναι πού προσιδιάζει στό είναι,ω. Καθώς κάθε μεμονωμένο δν συλλαμβάνεται έννοιολογικά ώς όντικό, χάνεται άπό αύτό δ.τι. απέναντι στην έννοια, τό κάνει δν. Ή τυπική γενική-έννοιολογική δομή τού λόγου περί όντικού καί δλων τών ισοδυνάμων του παίρνει τή θέση τού ετερογενούς πρός τό έννοιολογικό περιεχομένου αυτής τής έννοιας. Αύτό καθίσταται δυνατό επειδή ή έννοια τού δντος -πού κατ’ αύτό μοιάζει μέ τήν πανηγυριζόμενη άπό τόν Χάιντεγγερ έννοια τού είναι- είναι αύτή πού περικλείει αύτό πού δέν είναι διόλου έννοιολογικό, αύτό πού δέν έξαντλεΐται στήν έννοια, χωρίς όμως νά εκφράζει ποτέ τή διαφορά του άπό τό ίδιο τό περικλειόμενο. Επειδή «τό δν» είναι ή έννοια γιά κάθε δν. τό ίδιο τό δν γίνεται έννοια, μιά όντολογική δομή πού μετατρέπεται ώς έχει στη δομή τού είναι. Ή όντολογικοποίηση τού δντος διατυπώνεται στό Είναι χαί χρόνος επιγραμματικά: «Ή “ούσία” τής ύπαρξης [Dasein: τό έδώ-είναι] βρίσκεται στήν ύπαρξή [Existenz) της»Ιβ2. Από τόν όρισμό τού ύπάρχοντος [von Daseiendem: τού έδώ-δντοςΐ, τού ύπάρχοντος |νοη Existierendem] ώς ύπάρχοντος [Existierendem! μέσω τών εννοιών Dasein καί Existenz προκύπτει πώς αύτό πού στό ύπάρχον δέν είναι ειδικά ουσιώδες, πού δέν είναι όντολογικό. είναι όντολογι-
150
MYBC3AOH A TOY tilNAI
κό. Ή όντολογική διαφορά άπαλείφεται μέ τήν έννοιολογικοποίηση τού μή έννοιολογικού σέ κάτι μή έννοιολογικό. Ή οντολογία δεν ενοχλείται από τό όντικό μόνον δταν αύτό είναι όμοιό της. *Η λαθραία ύφαρπαγή θεμελιώνει τήν προήγηση τής οντολογίας απέναντι στήν όντολογική διαφορά: «Έδώ 6μο>ς δέν πρόκειται γιά μιά αντιπαράθεση ανάμεσα στήν existentia καί τήν essentia |στήν ύπαρξη καί τήν ούσία|. διότι δέν συζητούνται ακόμη αυτοί οί δύο μεταφυσικοί προσδιορισμοί τού είναι, πόσο μάλλον ή σχέση τους»163. Αύτό τό δήθεν προγενέστερο απέναντι στήν όντολογική διαφορά στον Χάιντεγγερ πηγαίνει πρός τό μέ ρος τής ουσίας, παρά τήν αντίθετη διαβεβαίωση: καθώς ή δια φορά πού εκφράζει ή έννοια δν αμφισβητείται, ή έννοια ανυψώ νεται άπό τό μή έννοιολογικό πού υποτίθεται ότι περιλαμβάνει. Σέ ένα άλλο σημείο τής πραγματείας γιά τόν Πλάτωνα αύτό είναι χειροπιαστό. Αποσπά τό ερώτημα σχετικά μέ τήν ύπαρξη άπό αύτήν καί τό μετασχηματίζει σέ ερώτημα σχετικά μέ τήν ούσία: «Ή πρόταση: “Ό άνθρωπος έξ-ίσταται”1*4 δέν άπαντά στό ερώτημα άν ό άνθρωπος ύπάρχει πραγματικά ή δέν υπάρ χει. αλλά άπαντά στό ερώτημα σχετικά μέ τήν “ούσία’' τού ανθρώπου»165. Τό «όχι ακόμη» τού προηγούμενου παραθέμα τος. δπου άποκρούει166 τήν άντίθεση ύπαρξης καί ούσίας, δέν είναι μιά τυχαία χρονική μεταφορική έκφραση γιά κάτι μή χρο νικό. Είναι πραγματικά μιά αρχαϊκή σκέψη, πιό πολύ τών Ίώνων υλοζωιστών παρά τών Έλεατών· στά λιγοστά φιλοσοφήμα τα τών πρώτων δέν γίνεται διάκριση ανάμεσα στήν ύπαρξη καί τήν ούσία. Ή επίπονη έργασία της άρχαίας μεταφυσικής, άπό έκείνη τού Παρμενίδη, πού έπρεπε νά ξεχωρίσει τή σκέψη άπό τό είναι ώστε νά μπορέσει νά υποστηρίξει δτι ταυτίζονται, μέχρι τήν άριστοτελική άπέβλεπε στόν άναγκαστικό διαχωρισμό τους. Ή άπομυθοποίηση είναι διαχωρισμός, ό μύθος είναι ή άπατηλή ένότητα τού άδιαχώριστου. Επειδή όμως ή άνεπάρκεια τών πρώτων αρχών γιά τήν έξήγηση τού κόσμου τόν όποιο συνεννοούσαν είχε ώς επακόλουθο τήν άνάλυσή του. όπότε ή μαγική ετεροδικία τού είναι ώς περιπλανώμενου άνάμεσα στήν ούσία
ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ
151
καί τό γεγονός πιάστηκε μέσα στό πλέγμα τών εννοιών, ό Χάιντεγγερ πρέπει, γιά χάρη τού προνομίου τού είναι, νά καταδι κάσει την κριτική εργασία της έννοιας ώς Ιστορία της παρακμής, σάν νά μπορούσε ή φιλοσοφία, πέρα άπό την ιστορία, νά κατα λάβει μιά ιστορική σκοπιά, ενώ άπό τήν άλλη μεριά πρέπει νά υπακούει στήν Ιστορία, ή όποια έπίσης όντολογικοποιεϊται όπως ή ύπαρξη. Ό Χάιντεγγερ είναι άντιδιανοουμενιστής επειδή τό επιβάλλει τό σύστημά του. κατά της φιλοσοφίας έπειδή τό υπα γορεύει ή φιλοσοφία του. όπως ακριβώς οί σημερινές θρησκευτι κές άναγεννήσεις δέν έμπνέονται άπό τήν άλήθεια τών διδασκα λιών τους, άλλά άπό τή φιλοσοφία δτι θά ήταν καλό νά έχει κα νείς μιά θρησκεία. Ή ιστορία τής σκέψης, δσο μπορεί κανείς νά παρακολουθήσει τήν πορεία της. είναι διαλεκτική τού διαφωτι σμού. Έτσι λοιπόν καί ό Χάιντεγγερ. άρκετά άποφασισμένος. δέν σταματάει σέ κάποια άπό τίς βαθμίδες εξέλιξής της. πού μπορεί νά τόν είχε γοητεύσει στή νεότητά του. άλλά μέ μιά μη χανή τού χρόνου τού Ούέλλς πέφτει στήν άβυσσο τού άρχαϊσμού, δπου τά πάντα μπορεί νά είναι τά πάντα καί νά σημαί νουν τά πάντα. 'Απλώνει τό χέρι του πρός τό μύθο* παραμένει καί ό δικός του ένας μύθος τού εικοστού αιώνα, μιά φαινομενι κότητα, όπως έδειξε ή ιστορία άφαιρώντας του τή μάσκα, κάτι πού γίνεται ολοφάνερο καθώς ό μύθος είναι εντελώς άσυμβίβαστος μέ τήν έξορθολογισμένη μορφή τής πραγματικότητας, στήν όποια είναι περιπεπλεγμένη κάθε συνείδηση. Ή συνείδηση έχει τήν ίταμότητα νά διεκδικεί τό καθεστώς τού μύθου, σάν νά ήταν μέσα στίς δυνατότητές της χωρίς νά είναι δμοιά του. Μέ τή χαϊντεγγεριανή έννοια τού είναι έμφανίζεται καί ή μυθική έννοια τού πεπρωμένου: «Ή άφιξη τού όντος οφείλεται στή μοίρα τού είναι»16'. Έτσι τό εξυμνημένο άδιαχώριστο μεταξύ ύπαρξης καί ουσίας στό είναι άναφέρεται μέ τό όνομά του ώς αυτό πού είναι: τυφλότητα τής φυσικής σχέσης, μοίρα τής σύνδεσης, άπόλι/τη άρνηση τής υπέρβασης πού γίνεται αισθητή στό λόγο γιά τό είναι. Ή φαινομενικότητα τής έννοιας τού είναι είναι αυτή ή υπέρβαση- ή αιτία της όμως είναι ότι οί προσδιορισμοί τού
152
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΙΙΙΜ TOY ΟΝΤΙΚΟΥ
Χάιντεγγερ. πού έχουν βγει άπό τήν ύπαρξη, νοούμενη ώς κα τάσταση άνάγκης τής πραγματικής ανθρώπινης ιστορίας μέχρι σήμερα, παύουν νά θυμίζουν αυτή τήν ιστορία. Μετατρέπονται σέ στοιχεία τού ίδιου τού είναι, κατά συνέπεια ενός ύπερκείμε νου καί ανώτερου αύτής τής ύπαρξης. Ή άστρική τους δύναμη καί μεγαλοπρέπεια είναι ψυχρή απέναντι στό όνειδος καί τη σφαλερότητα τής ιστορικής πραγματικότητας όσο αυτή επικυ ρώνεται ώς αμετάβλητη. Μυθικός είναι ό έορτασμός τού στε ρούμενου νοήματος ώς νοήματος, ή τελετουργική άναπαραγωγή φυσικών σχέσεων με συμβολικές έπιμέρους πράξεις, σάν νά γί νονταν έτσι κάτι ύπερφυσικό. Κατηγορίες όπως ή αγωνία, γιά τίς όποιες τουλάχιστον δέν μπορεί νά συνομολογηθεϊ ότι είναι αιώνιες, μέ τη μεταμόρφωσή τους σέ κάτι άφθαρτο γίνονται συ νιστώσες τού είναι ώς τέτοιου, κάτι ύπερκείμενο τής ύπαρξης, τό a priori της. ’Αντιπροσωπεύουν έτσι τό «νόημα» τό όποιο στην παρούσα ιστορική κατάσταση δέν μπορεί νά κατονομασθεϊ θετικά καί άμεσα. Τό στερούμενο νοήματος εφοδιάζεται μέ νόη μα. καθώς ύποτίθεται ότι τό νόημα τού είναι φανερώνεται στόν άντίποδά του. τήν απλή ύπαρξη, ώς μορφή της. Ή ειδική όντολογική θέση τής ύπαρξης είχε προεξοφληθεί άπό τόν Χέγκελ βάσει τής ιδεαλιστικής αντίληψης γιά τήν προτεραι ότητα τού ύποκειμένου. Ό Χέγκελ εκμεταλλεύεται τό γεγονός ότι τό μή ταυτόσημο άπό τη μεριά του μόνον ώς έννοια μπορεί νά καθορισθεϊ· έτσι έχει βγει άπό τή μέση διαλεκτικά, έχει γίνει ταυτόσημο: τό όντικό έχει γίνει όντολογικό. Μερικές γλωσσικές άποχρώσεις στη Λογική δέν άργούν νά τό φανερώσουν. Ό χώρος καί ό χρόνος, εξηγεί στην τρίτη παρατήρηση γιά τό «γί γνεσθαι» άκολουθώντας τόν Γιακόμπι. είναι «καθορισμένοι κα τηγορηματικά ώς άκαθόριστοι. κάτι πού -γιά νά έπιστρέψει στην πιό άπλή μορφή του- είναι τό είναι. Αλλά άκριβώς αύτός ό άκαθόριστος χαρακτήρας συνιστά τήν καθοριστικότητα τού ίδιου, διότι ή ακαθοριστία είναι τό άντίθετο τής καθοριστικότητας. οπότε ώς τό άντίθετο είναι επίσης κάτι καθορισμένο ή
ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΤΙΚΟΥ
153
άρνητικό. καί μάλιστα τό καθαρό, εντελώς άφηρημένα αρνητι κό. Αύτή ή άκαθοριστία ή ή άφηρημένη άρνηση πού έχει τό είναι στόν εαυτό του είναι έκεϊνο πού άποφαίνεται τόσο ό εξω τερικός 6σο καί ό εσωτερικός στοχασμός καθώς τό έξισώνει μέ τό τίποτε, τό χαρακτηρίζει ώς κενό διανόημα, ώς τίποτε. - "Η μπορούμε νά πούμε δτι. επειδή τό είναι είναι ακαθόριστο, δεν είναι ή (καταφατική) καθοριστικότητα πού τό ίδιο είναι, δηλα δή δεν είναι είναι, αλλά τίποτε»,ωι. Σιωπηρά ή ακαθοριστία, ό ακαθόριστος χαρακτήρας, χρησιμοποιείται ώς συνώνυμο τού άκαθόριστου. Από τήν έννοια τής ακαθοριστίας εξαφανίζεται εκείνο στό όποιο ή ϊδια ώς έννοια άναφέρεται· αύτή ή έννοια εξομοιώνεται μέ τό άκαθόριστο ώς προσδιορισμός του. καί αύτό επιτρέπει τήν ταύτιση τού άκαθόριστου μέ τό τίποτε. Έτσι λοιπόν στήν πραγματικότητα προϋποτίθεται ό απόλυτος ιδεαλισμός τόν όποιο θά έπρεπε πρώτα νά αποδείξει ή Λογική. Τό ίδιο πνεύμα προδίδει ή άρνηση τού Χέγκελ νά αρχίσει μέ τό «κάτι» άντί μέ τό είναι. Είναι κάτι τετριμμένο δτι τό μή ταυτό σημο δέν είναι μιά αμεσότητα, αλλά διαμεσολαβημένο. Ό Χέ γκελ δμως. σέ κεντρικά σημεία, δέν δικαιώνει τήν ίδια τήν άντίληψή του. σύμφωνα μέ τήν οποία τό μή ταυτόσημο είναι βέβαια ταυτόσημο -καθώς είναι επίσης διαμεσολαβημένο- άλλά παραταύτα μή ταυτόσημο, δηλαδή είναι τό “Αλλο απέναντι σέ δλες τίς ταυτίσεις του. Ό Χέγκελ δέν αναπτύσσει πλήρως τή διαλε κτική τού μή ταυτόσημου, ένώ κατά τά άλλα τείνει νά υπερα σπίζεται τήν προ-κριτική χρήση τής γλώσσας άπέναντι σέ εκείνη τής φιλοσοφίας τού στοχασμού169. Ή δική του έννοια τού μή ταυτόσημου, πού στόν Χέγκελ είναι ένα μέσον γιά νά κάνει τό μή ταυτόσημο ταυτόσημο, ένα καί τό αύτό μέ τόν εαυτό του. έχει ώς περιεχόμενό της οπουδήποτε τό αντίθετο τού ταυτόση μου- αύτό τό προσπερνάει βιαστικά. Αύτό πού διαπίστωσε ρη τά στό ΠίίίθΓβηζβεΗπΛ170. γιά νά τό ενσωματώσει αμέσως στή φιλοσοφία του. συνιστά τήν πιό σοβαρή ένσταση εναντίον της. Τό απόλυτο σύστημα τού Χέγκελ, πού στηρίζεται στήν αέναη αντίσταση τού μή ταυτόσημου, άρνείται τόν εαυτό του. παρά
154
ΟΝΊΌΛΟΓΙ ΚΟΠΟΙ HIH ΓΟΥ ΟΝΠΚΟΥ
την αυτοαντίληψή του. Καμμιά ταυτότητα δέν είναι αληθινή χωρίς τό μή ταυτόσημο, ένώ ή ίδια, ώς όλον. στον Χέγκελ σφε τερίζεται ασφαλώς τήν όντολογική προτεραιότητα. Σέ αύτό συμβάλλει ή ανύψωση τού διαμεσολαβημένου χαρακτήρα τού μή ταυτόσημου στό απόλυτο έννοιολογικό του είναι. Αντί ή θε ωρία νά συλλάβει έννοιολογικά τό αδιάλυτο μέσω τής δικής του έννοιας, τό καταπίνει ύπάγοντάς το στή γενική του έννοια, αύτή τής μή διαλυσιμότητας. Ή εξάρτηση τής ταυτότητας άπό τό μή ταυτόσημο, όπως σχεδόν κατάφερε νά δείξει ό Χέγκελ. είναι μιά ένσταση εναντίον όλης τής φιλοσοφίας τής ταυτότητας. Ή αριστοτελική κατηγορία τής στερήσεως γίνεται τό πλεονέκτημά του καί αποβαίνει μοιραία γι’ αυτόν. Αύτό πού κατ’ ανάγκη λείπει άπό τήν άφηρημένη έννοια: δτι δέν μπορεί ή ίδια νά είναι τό μή έννοιολογικό, ό Χέγκελ τό καταλογίζει σέ αυτήν ώς αξία, ώς κάτι ανώτερο, ώς πνεύμα, σέ σύγκριση μέ εκείνο τό όποιο ή έννοια κατ’ ανάγκη παραβλέπει. Τό λιγότερο θεωρείται πιό αληθινό, όπως άργότερα στήν πεπεισμένη γιά τό αλάνθαστο της χαϊντεγγεριανή ιδεολογία γιά τή μεγαλοπρέπεια τού λιτού. Ή άπολογία υπέρ τής πενιχρότητας δέν είναι όμως απλώς μιά υπεράσπιση τής σκέψης πού συμπτύσσεται πάλι σέ ένα σημείο, αλλά έχει τήν ακριβή ιδεολογική της λειτουργία. Τά καμώματα γιά μιά υπέροχη απλότητα, πού άναθερμαίνει τήν αξιοπρέπεια τής φτώχειας καί τής λιτής ζωής, ταιριάζουν μέ τόν συνεχιζόμε νο παραλογισμό τής αντικειμενικής έλλειψης σέ μιά κοινωνία μέ μιά στάθμη παραγωγής πού δέν έπιτρέπει πιά νά επικαλούμα στε τήν ανεπάρκεια αγαθών γιά όλους. Καθώς ή φιλοσοφία, πού άπό τήν ίδια της τήν έννοια είναι ύποχρεωμένη νά μήν είναι άφελής, ερωτοτροπεί μέ τόν Rheinischer Hausfreund, βοηθάει στό ξεπέρασμα τής έλλειψης: γιά τή δική της Ιστορία τού είναι ή έλλειψη λάμπει ώς κάτι άνώτερο ή τουλάχιστον παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες. ~Ηδη στόν Χέγκελ θεωρείται πιό ου σιώδες αύτό πού πραγματοποιείται μέσω άφαίρεσης. Σύμφωνα μέ τόν ίδιο κοινό τόπο πραγματεύεται τήν ύλη. όπως καί τό πέ ρασμα στήν ύπαρξη171. Επειδή ή έννοιά της είναι άκαθόριστη.
ΟΝΤΟΑΟΓ1ΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΤ1ΚΟΥ
155
δηλαδή ώς έννοια της λείπει ακριβώς αύτό πού εννοεί, δλο τό φως πέφτει πάνω στη μορφή. Ό Χέγκελ τό εντάσσει στη δυτική μεταφυσική ώς τό άκρότατο δριό της. Ό Ένγκελς τό είδε, αλλά έβγαλε τό αντίστροφο. έπίσης μή διαλεκτικό συμπέρασμα δτι ή ύλη είναι τό πρώτο είναι172. Διαλεκτική κριτική πρέπει νά ασκη θεί στήν ίδια τήν έννοια του πρώτου είναι. Ό Χάιντεγγερ έπαναλαμβάνει τόν έγελιανό ελιγμό τύπου ’Όυλενσπηγκελ. Μόνο πού έκεϊνος τό έκανε ανοιχτά, ενώ ό Χάιντεγγερ, πού δέν θέλει νά είναι ιδεαλιστής, συγκαλύπτει μέ νεφελώδη τρόπο τήν όντολογικοποίηση του όντικοΰ. Τό έλατήριο δμως πού τόν ώθεϊ νά στολίζει τό λιγότερο στήν έννοια ώς τό περισσότερό της είναι παντού ή παλαιά πλατωνική στέρηση, δτι τό μή αισθητό είναι ανώτερο. Ή λογική μετουσιώνει στό έπακρο τό ασκητικό ιδανι κό καί ταυτόχρονα τό φετιχοποιεί. χωρίς τήν ένταση πρός τό αισθητό. στήν όποια βρίσκεται ή άλήθεια τού άσκητικού ιδανι κού σέ σύγκριση μέ τήν απάτη τής έγκεκριμένης έκπλήρωσης. Ή έννοια πού γίνεται καθαρή αποβάλλοντας τό περιεχόμενό της εμφανίζεται στά κρυφά ώς μοντέλο μιάς οργάνωσης τής ζωής, από τήν όποία. παρ’ δλη τήν πρόοδο τού μηχανισμού -στόν όποιο άντιστοιχεί ή έννοια- κατά κανέναν τρόπο δέν επιτρέπε ται νά έξαφανισθεί ή φτώχεια. Ή όντολογία ώς ειρωνική δυνα τότητα θά ήταν ή ενσάρκωση τής άρνητικότητας. "Ο,τι μένει τό ίδιο μέ τόν έαυτό του, ή καθαρή ταυτότητα, είναι κακό· άχρονη καί αιώνια είναι ή μυθική μοίρα. Ώς έκκοσμίκευση τού μοιραί ου. ή φιλοσοφία ήταν δούλη τής μοίρας, καθώς μέ έναν γιγαντιαϊο ευφημισμό μετέτρεπε ερμηνευτικά τό αμετάβλητο σέ κα λό. μέχρι τίς θεοδικίες τού Λάιμπνιτς καί τού Χέγκελ. Άν ήθελε κανείς νά σχεδιάσει μιά όντολογία ακολουθώντας τή βασική κα τάσταση πραγμάτων. ή επανάληψη τής όποιας τήν κάνει αμετά βλητη. θά προέκυπτε μιά φρικαλέα κατάσταση. Μιά όντολογία τού πολιτισμού θά περιελάμβανε δλες τίς αποτυχίες του. Τόπος μιας φιλοσοφικά θεμιτής όντολογίας θά ήταν μάλλον ή θεωρητι κή κατασκευή τής πολιτιστικής βιομηχανίας παρά τού είναι- κα λό Οά ήταν μόνον δ.τι γλύτωσε άπό τήν όντολογία.
I5h
II ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΥΙΊΑΡΞΗ1
Στην όντολογικοποίηση τού όντικού θέλει κατά κύριο λόγο νά καταλήξει ή διδασκαλία γιά την ύπαρξη. Επειδή ή ύπαρξη, σύμφωνα μέ τό παμπάλαιο επιχείρημα, δεν μπορεί νά συναχθεϊ από την ούσία. πρέπει νά είναι ή ίδια ούσιώδης. Ή ύπαρξη άνυψώνεται πέρα από τό πρότυπο τού Κίρκεγκωρ. αλλά έτσι ακριβώς αμβλύνεται άπέναντι σέ αυτόν. Ακόμη καί ή βιβλική ρήση, δτι πρέπει νά τήν αναγνωρίσετε από τούς καρπούς της. στόν ναό τής ύπαρξης άκούγεται σάν βεβήλωσή της καί πρέπει νά σιωπήσει. Τρόπος τού είναι πού προσιδιάζει στό είναι, ή ύπαρξη δεν είναι πιά αντιθετική άπέναντι στήν έννοια, ή όδυνηρότητά της έχει απομακρυνθεί. Προσλαμβάνει τό κύρος τής πλα τωνικής ιδέας, άλλα γίνεται καί άπρόσβλητη όπως καθετί πού δέν μπορούμε νά τό σκεφθούμε διαφορετικά, διότι δέν είναι νο ούμενο. άλλά απλώς υπάρχει. Σέ αυτό ό Χάιντεγγερ καί ό Γιάσπερς είναι σύμφωνοι. Ανυποψίαστα όμολογεϊ ό δεύτερος τήν ούδετεροποίηση τής ύπαρξης άπέναντι στόν Κίρκεγκωρ: «Στις άρνητικές του άποφάσεις... ένιωθα τό άντίθετο όλων εκείνων πού αγαπούσα καί ήθελα, πού ήμουν ή δέν ήμουν πρόθυμος νά κάνω»173. Ακόμη καί ό Γιάσπερς, πού στήν κατασκευή τής έννοι ας τού είναι δέν επηρεάσθηκε άπό τόν pater subtilis [τόν λεπτο λόγο πατέρα), θεώρησε τόν ύπαρξισμό του εξαρχής ώς «ερώτη μα σχετικά μέ τό είναι»174· καί οί δύο μπορούσαν, χωρίς νά άπιστήσουν άπέναντι στόν έαυτό τους, νά κάνουν τό σταυρό τους μπροστά σέ αυτό πού στό Παρίσι, στόν άστερισμό τής ύπαρξης, πολύ γρήγορα γιά τό γούστο τους άπό τίς πανεπιστημιακές αίθουσες μπήκε στά υπόγεια175'176 δπου δέν άκουγόταν τόσο άξιοσέβαστο. Όσο όμως ή κριτική στέκεται άπλώς στή θέση γιά τή μή όντολογικοποιησιμότητα τού όντικού. είναι καί αυτή άκόμη μιά κρίση γιά άμετάβλητες δομικές συνθήκες, τρόπον τινά πολύ όντολογική· αυτό ήταν τό φιλοσοφικό κίνητρο τής στροφής τού Σάρτρ πρός τήν πολιτική. Τό κίνημα μετά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο πού λεγόταν υπαρξιστικό καί φερόταν ώς πρωτοπορια κό είχε κάτι άδύναμο καί σκιώδες. Ό ύπαρξισμός τόν όποιο τό γερμανικό κατεστημένο υποπτεύεται ώς άνατρεπτικόν μοιάζει
Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΉΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
157
μέ τά γένια τών οπαδών του. Μεταμφιέζονται ώς άντιφρονούντες. νεαροί ώς τρωγλοδύτες, πού δέν συμπράττουν πιά στήν άπατη του πολιτισμού, ενώ άπλώς κολλούν πάνω τους τό έμβλη μα τού πατριαρχικού αξιώματος τών παππούδων τους, πού είχε πάψει νά είναι τής μόδας. Τό στοιχείο αλήθειας πού περιέχει ή έννοια τής ύπαρξης είναι ή ένσταση έναντίον μιας κατάστασης τής κοινωνίας καί τής φυσικοεπιστημονικής σκέψης, ή όποια έκδιώκει τήν ακανόνιστη εμπειρία, δυνητικά τό ύποκείμενο ώς στοιχείο τής γνώσης. Ή διαμαρτυρία τού Κίρκεγκωρ κατά τής φιλοσοφίας στρεφόταν καί κατά τής εκπραγματισμένης συνείδη σης. στήν οποία, σύμφωνα μέ τά λόγια του. ή ύποκειμενικότητα «σώθηκε», τελείωσε: εκπροσωπούσε, κατά τής φιλοσοφίας, καί τά συμφέροντά της. Αύτό έπαναλήφθηκε αναχρονιστικά στις ύπαρξιστικές σχολές τής Γαλλίας. Ή υποκειμενικότητα, πού στό μεταξύ αποδυναμώθηκε άντικειμεινικά καί εξασθένησε επίσης εσωτερικά, απομονώνεται καί -ώς συμπλήρωμα τής χάίντεγγεριανής ύποστασιοποίησης τού αντίθετου πόλου, τού είναι- ύποστασιοποιεΐται. Ή απόσχιση τού υποκειμένου, όπως καί αυτή τού είναι, καταλήγει, σαφέστατα στό L'être et le néant (τού Σάρτρ]. στην ψευδαίσθηση τής άμεσότητας τού διαμεσολαβημένου. Όσο διαμεσολαβημένο είναι τό είναι άπό την έννοια καί κατά συνέπεια άπό τό ύποκείμενο. τόσο διαμεσολαβημένο είναι άπό την άλλη μεριά τό ύποκείμενο από τόν κόσμο στον όποιο ζεί. τόσο ανίσχυρη καί άπλώς εσωτερική είναι ή απόφαση του. Μιά τέτοια αδυναμία έπιτρέπει στό ύλικό τέρας νά νικήσει τό ύποκείμενο. Ή έννοια τής ύπαρξης δελέασε πολλούς ώς φιλο σοφική προσέγγιση, διότι φαινόταν δτι συνδέει πράγματα άποκλίνοντα τό ένα άπό τό άλλο: τό στοχασμό πάνω στό ύποκείμε νο. τό όποιο συγκρότησε κάθε γνώση καί κατά συνέπεια κάθε ον. καί τη συγκεκριμένη, γιά κάθε μεμονωμένο ύποκείμενο άμε ση άτομοποίηση τής εμπειρίας του. Ή απόκλιση αύτών τών δύο προκάλεσε σύγχυση στην ύποκειμενική προσέγγιση: στό συστα τικό ύποκείμενο μπορούσε νά έπιρριφθεϊ ή κατηγορία δτι έχει βγει απλούς αφαιρετικά άπό τό εμπειρικό ύποκείμενο καί έτσι
158
Μ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΉΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΓΗΙ ΥΠΑΡΞΗΣ
είναι ανίκανο νά θεμελιώσει αύτό καί όποιαδήποτε εμπειρική ύπαρξη· τό άτομο μπορούσε νά κατηγορηθεί ότι είναι ένα τυχαίο μέρος τού κόσμου χωρίς τήν ούσιώδη αναγκαιότητα πού απαι τείται γιά νά μπορέσει νά περφάλει τόν κόσμο καί ϊσως νά τόν συγκροτήσει. Φαίνεται ότι τήν ύπαρξη ή. σύμφωνα μέ τό δημα γωγικό ιδίωμα, τόν άνθρωπο δέν μπορούμε ούτε νά τόν φαντασθούμε ούτε έστω νά τόν σκεφθούμε. τόσο γενικά ώς τήν κοινή σέ όλους τούς ανθρώπους ουσία, όσο καί ειδικά, δηλαδή αύτό τό γενικό στήν ιδιαίτερη έκφανσή του. τήν όρισμένη άτομικότητα. Μπροστά σέ όλη τήν κριτική τής γνώσης όμως, στόν πιό άπλό στοχασμό πάνω στήν έννοια άνθρωπος σέ μιά άμεση στόχευση αύτό τό «εύρηκα» παύει νά είναι προφανές. Δέν μπορούμε νά πούμε τί είναι ό άνθρωπος. Ό σημερινός είναι λειτουργία, ανε λεύθερος. έχει έπαναστραφεϊ πίσω από όλες τίς δήθεν σταθερές ιδιότητες πού τού άποδίδονται, έκτος άν ύποθέσουμε ότι είναι τό απροστάτευτο ενδεές όν. όπως άρέσκονται νά τονίζουν μερι κές ανθρωπολογίες. Τίς παραμορφώσεις πού ύφίσταται εδώ καί χιλιετίες τίς κουβαλάει ώς κοινωνική κληρονομιά. Άν άποκρυπτογραφούσε κανείς μέσα άπό τη σημερινή του σύσταση τήν ανθρώπινη ούσία. αύτό θά ήταν ένα σαμποτάζ γιά τη δυνατότη τά του. Μάλλον δέν θά άρκοϋσε πιά ούτε μιά ιστορική ανθρω πολογία. Θά περιελάμβανε ασφαλώς τό αποτέλεσμα τού εξελι κτικού γίγνεσθαι καί τήν εξάρτηση άπό όρους, αλλά θά καταλό γιζε στά ύποκείμενα. μή λαμβάνοντας ύπόψη τήν άπανθρωποποίηση πού τά έκανε όπως είναι, ενώ αύτή παραμένει άνεκτή στό όνομα μιας άνθρώπινης ποιότητας. Όσο πιό συγκεκριμένη εμφανίζεται ή ανθρωπολογία, τόσο πιό άπατηλή γίνεται, αδιά φορη απέναντι στά στοιχεία τού ανθρώπου πού δέν θά είναι θε μελιωμένα μέσα στό ϊδιο ώς ύποκείμενο, αλλά στη διαδικασία τής άποϋποκειμενοποίησης. ή οποία άπό άμνημονεύτων χρόνων εκτυλίσσεται παράλληλα μέ τόν ιστορικό σχηματισμό τού ύποκειμένου. Ή θέση τής αναγνωρισμένης ανθρωπολογίας, σύμφω να μέ τήν οποία ό άνθρωπος είναι άνοικτός -σπάνια παραλείπει νά ρίξει ενα κακεντρεχώς περιφρονητικό βλέμμα πρός τό ζώο-.
«Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ ONTOAOriKH»
159
είναι κενή- απατηλά έμφανίζει τή δική της άοριστία. τή χρεωκοπία της. ώς κάτι καθορισμένο καί θετικό. Ή ύπαρξη είναι ένα στοιχείο, όχι τό δλον, εναντίον τού όποιου επινοήθηκε καί άπό τό όποιο, αποκομμένη, πρόβαλε τήν ανεκπλήρωτη άξίωση έπί τού όλου μόλις προσέλαβε τό ύφος τής φιλοσοφίας. Ή θέση ότι δέν μπορούμε νά πούμε τί είναι ό άνθρωπος δέν μαρτυρεί μιά ανώτερη άνθρωπολογία. άλλά είναι ένα βέτο εναντίον οποιοσδή ποτε ανθρωπολογίας. Ένώ ό Κίρκεγκωρ χρησιμοποιεί, νομιναλιστικά, τήν ύπαρξη κατά τής ούσίας. ώς όπλο τής θεολογίας κατά τής μεταφυσικής, ήδη σύμφωνα μέ τό δόγμα ότι ό άνθρωπος έχει πλασθεϊ κατ' εικόνα καί όμοίωση τού θεού αποδίδει νόημα στήν ύπαρξη, κα τευθείαν στό μεμονωμένο πρόσωπο. ’Επικρίνει τήν οντολογία, άλλά τό ον, ώς ύπαρξη «εκείνο τό άτομο», απορροφά τά χαρα κτηριστικά τής όντολογίας. Περίπου όπως στους άρχικούς στο χασμούς τής Αρρώστιας πρός τό θάνατο )τού Κίρκεγκωρ) χαρα κτηρίζεται τιμητικά ή ύπαρξη καί στό Είναι χαί χρόνος- ή κιρκεγκωριανή «διαφάνεια» τού υποκειμένου, ή συνείδηση, δικαιολο γεί τήν όντολογικοποίηση τής ύπαρξης: «Τό ίδιο τό είναι, πρός τό όποιο ή ύπαρξη μπορεί νά έχει αυτή ή έκείνη τή σχέση καί πάντοτε έχει κάποια σχέση, τό άποκαλούμε ύπαρξη»'". ή κατά γράμμα: «Ή ύπαρξη (Dasein) είναι στόβάθος τής καθοριστικότητάς της ώς ύπαρξης (Existenz), στόν έαυτό της. "όντολογι κή”»1'8. Ή έννοια ύποκειμενικότητα ιριδίζει όσο καί ή έννοια τού είναι καί έτσι μπορεί κατά βούληση νά προσαρμόζεται πρός τή δεύτερη. Ή πολυσημία της έπιτρέπει νά έκλάβει κανείς τήν ύπαρξη ώς έναν τρόπο τού είναι πού προσιδιάζει στό είναι καί νά εξαφανίσει αναλυτικά τήν όντολογική διαφορά. ‘Η ύπαρξη είναι τότε όντική λόγω τής άτομοποίησής της στό χώρο καί τό χρόνο καί όντολογική ώς Λόγος (Logos). Αμφίβολο είναι στή χαϊντεγγεριανή συναγωγή τού είναι άπό τήν ύπαρξη εκείνο τό «ταυτόχρονα», τό όποιο περιέχει ό λόγος τού Χάιντεγγερ γιά τήν «πολλαπλή προτεραιότητα» τής «ύπαρξης» «απέναντι σέ κάθε άλλο όν». Τό γεγονός ότι τό υποκείμενο καθορίζεται άπό
160
ΝΟΜ1ΝΑΛΙΓΠΚ» ΑΠΟΨΜ
τη συνείδηση δεν σημαίνει ότι είναι έντελώς συνείδηση, διαφα νές. «όντολογικό», άναπόσπαστο άπό τή συνείδηση. Κανένα «κάτι» δέν μπορεί νά είναι όντολογικό, άλλά μόνο προτάσεις. Τό άτομο που έχει συνείδηση καί έκεϊνο τού όποίου ή συνείδηση δέν θά υπήρχε χωρίς αύτό, παραμένει χωροχρονικό. μιά πραγ ματικότητα. όν. όχι είναι. Στό είναι ένυπάρχει τό υποκείμενο, διότι τό είναι είναι έννοια. άλλά δέν είναι άμεσα δεδομένο: στό ύποκείμενο όμως ένυπάρχει ατομική άνθρώπινη συνείδηση καί κατά συνέπεια κάτι όντικό. Τό γεγονός ότι αύτό τό όν μπορεί νά σκεφθεί δέν αρκεί γιά νά τού άφαιρέσει τό χαρακτηριστικό του ώς όντος. σάν νά ήταν άμεσα ούσιώδες. Ακριβώς «στόν έαυτό του» δέν είναι «όντολογικό», διότι αύτή ή έαυτότητα άπαιτεϊ εκείνο τό όντικό πού τό δόγμα γιά την όντολογική προ τεραιότητα άπαλείφει άπό μέσα της. Αύτό πού πρέπει νά έπικριθεί δέν είναι όμως μόνον ή έκρίζωση τού μή έννοιολογικού άπό την όντολογική έννοια τής ύπαρξης μέ τήν άνύψωσή του στην έννοιά του, άλλά καί ή άξία πού άποδίδεται στό μή έννοιολογικό στοιχείο μέσα σε αύτή τήν έννοια. Ό νομιναλισμός, μία άπό τίς ρίζες τής υπαρξιακής φιλοσοφίας τού προτεστάντη Κίρκεγκωρ. εξασφάλισε στή χαϊντεγγεριανή οντολογία τήν έλκυστικότητα τού μή είκοτολογικού-θεωρητικοϋ. Όπως στήν έννοια τής ύπαρξης τό ύπάρχον λαμβάνει ψευδή έννοιολογικό χαρακτήρα, έτσι άποδίδεται συμπληρωματικά στό ύπάρχον μιά προτεραιότητα άπέναντι στήν έννοια, άπό τήν οποία επωφελείται πάλι ή όντολογική έννοια τής ύπαρξης. Αν τό άτομο είναι κοινωνικά διαμεσολαβημένη φαινομενικότητα, τότε είναι καί ή γνωσιολογική του μορφή αντανάκλασης. Είναι άνεξήγητο γιατί ή ατομική συνείδηση τού έκάστοτε όμιλούντος. ό οποίος ήδη μέ τήν αντωνυμία «μου» προϋποθέτει μιά γλωσσική γενικότητα τήν όποια μέ τήν πρωτοκαθεδρία τής ειδικής του πε ρίπτωσης άρνείται. πρέπει νά προηγείται όποιασδήποτε άλλης* τό τυχαίο πού τόν δεσμεύει νά άρχίσει μέ τή δική του συνείδηση, τό έδαφος στό όποιο ρίζωσε καί μεγάλωσε, γίνεται γι’ αυτόν βά ση άναγκαιότητας. Έδώ βέβαια, όπως νωρίς διέγνωσε ό Χέγκελ,
Η ΥΠΑΡΞΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ
161
στον περιορισμό στό «μου» εμπεριέχεται a priori ή σχέση μέ κά θε άλλη συνείδηση, ή όποια πρέπει έτσι νά άποκλεισθεΐ. Ή κοι νωνία υπάρχει πρίν άπό τό ύποκείμενο. Τό γεγονός δτι τό ύποκείμενο παραγνωρίζει τόν εαυτό του ώς ον πού προηγείται τής κοινωνίας είναι ή αναγκαία του αύταπάτη καί μιλάει μόνον αρνητικά γιά την κοινωνία. Στό «μου» διαιωνίζονται γλωσσικά οί ιδιοκτησιακές σχέσεις καί σχεδόν γίνονται μιά λογική μορφή. Τό καθαρό τάδε τι χωρίς τό στοιχείο τής γενικότητας, στό όποιο παραπέμπει καθώς διακρίνεται άπό αύτό. είναι τόσο άφηρημένο όσο καί τό γενικό, τό όποιο έπικρίνεται άπό τό απομονωμένο τάδε τι ώς κενό καί ασήμαντο. Ή φιλοσοφική προσωποκρατία του Κίρκεγκωρ. λόγου χάρη καί τό αφέψημά της τύπου Μάρτιν Μποΰμπερ. μυρίσθηκε στόν νομιναλισμό τη λανθάνουσα ευκαι ρία τής μεταφυσικής* άλλά ό συνεπής διαφωτισμός μεταβάλλε ται πάλι σέ μυθολογία στό σημείο όπου άπολυτοποιεί τόν νομι ναλισμό αντί νά κατανοεί καί τη θέση του διαλεκτικά, εκεί δπου πιστεύοντας σέ ένα έσχατο δεδομένο διακόπτει απότομα τό στοχασμό. Μιά τέτοια διακοπή τού στοχασμού, ή περηφάνεια τών θετικιστών γιά τη δική τους αφέλεια, δέν είναι παρά ή αστό χαστη αύτοσυντήρηση πού έχει άναχθεί σέ πεισματική έννοια. Ή έννοια τού ύπαρξιακού. άπό τήν όποια ό Χάινεγγερ προ τιμά τό ήδη όντολογικοποιημένο ύπαρκτικό χαρακτηριστικό Dasein |έδώ-είναι, ύπαρξη| ώς είναι, διέπεται άπό τήν ιδέα δτι κριτήριο τής άλήθειας δέν είναι ή άντικειμενικότητά της. οποία καί αν είναι ή σύσταση αύτής τής δεύτερης, άλλά τό καθαρό ούτως είναι καί ούτως συμπεριφέρεσθαι έκείνου πού σκέφτε ται. Ό ύποκειμενικός Λόγος τών θετικιστών εξευγενίζεται καθο>ς άπογυμνώνεται άπό τό λογικό του στοιχείο. Έδώ ό Γιάσπερς άκολουθεί χωρίς περιστροφές τόν Κίρκεγκωρ* ό άντικειμενισμός τού Χάιντεγγερ δύσκολα θά υπέγραφε βέβαια τήν πρόταση δτι ή υποκειμενικότητα είναι ή άλήθεια, άλλά αύτή ή ιδέα άκούγεται καθαρά μέσα άπό τήν άνάλυση τών υπαρ κτικοί χαρακτηριστικών στό Είναι χαί χρόνος. Στή δημοτικότητά του στή Γερμανία συμβάλλει τό γεγονός δτι ή ριζοσπαστι
ιλ :
II Υ11ΑΡΞΗ ΙϋΝΑΙ ΑΥΤΑΡΧΙΚΗ
κή χειρονομία καί ύ ιεροπρεπής τόνος συνυπάρχουν μέ μία ιδε ολογία του εύρωστου καί γνήσιου, πού υπονοεί τό πρόσωπο, ποιοτικά χαρακτηριστικά τά όποια μερικά κουτοπόνηρα άτομα κρατούν γιά τόν έαυτό τους ώς προνόμια. Άν ή υποκειμενικό τητα. μέ τόν λειτουργικό της χαρακτήρα, όπως τόν άποκάλεσε ό Κάντ. διαλύει τίς σταθερές ύπερκείμενες ούσίες,ή όντολογική κατάφασή τους κατευνάζει τήν αγωνία. Ή υποκειμενικότητα, ή κατ' εξοχήν λειτουργική έννοια, γίνεται κάτι απολύτως σταθε ρό. όπως άλλωστε προδιέθετε ήδη ή διδασκαλία τού Κάντ γιά τήν υπερβατική ενότητα. Αλλά ή αλήθεια, ό αστερισμός υπο κειμένου καί αντικειμένου, στόν όποιο τό ένα εισχωρεί στό άλλο, δέν μπορεί νά άναχθεί απλώς στήν υποκειμενικότητα ούτε, αντίστροφα, σέ εκείνο τό είναι τού όποιου τή διαλεκτική σχέση μέ τήν υποκειμενικότητα ό Χάιντεγγερ προσπαθεί νά εξαλείψει. Τό στοιχείο αλήθειας τού υποκειμένου αναπτύσσε ται στή σχέση πρός αύτό πού δέν είναι τό ϊδιο, τό αντικείμενό του, καί όχι μέ τήν έπηρμένη κατάφαση τού ούτως είναι του. Ό Χέγκελ τό γνώριζε, γιά τίς σχολές τής αναβίωσης τού υποκειμε νισμού αύτό είναι ενοχλητικό. Άν ή άλήθεια ήταν πραγματικά ή ύποκειμενικότητα. άν ή σκέψη ήταν απλώς αναπαραγωγή τού υποκειμένου, ή σκέψη θά ήταν ανάξια. Ή ύπαρξιακή έξυψωση τού υποκειμένου άπαλείφει γιά χάρη του αύτό πού τό ίδιο θά μπορούσε νά συνειδητοποιήσει. 'Έτσι αύτή παραδίδεται στό σχετικισμό, τόν όποιο κοιτάζει άφ’ ύψηλού. καί ύποβιβάζει τό ύποκείμενο στόν αδιαφανή καί τυχαίο χαρακτήρα του. Ένας τέτοιος άνορθολογικός ύπαρξισμός κορδώνεται καί δημαγωγεί κατά τών διανοουμένων ομολογώντας ότι είναι όμοιος τους: «Ό φιλόσοφος όμως άποτολμά τήν αερολογία, στήν όποια δέν ύπάρχει αντικειμενική διάκριση άνάμεσα στή γνήσια όμιλία φι λοσοφικής προέλευσης καί έναν κενό διανοουμενισμό. Ένώ ό άνθρωπος ώς ερευνητής γιά τά άποτελέσματά του έχει κάθε φορά κριτήρια γενικής ισχύος καί βρίσκει τήν Ικανοποίησή του στήν αναπόφευκτη ισχύ τους, ώς φιλόσοφος έχει μόνο τό έκάστοτε ύποκειμενικό κριτήριο τού δικού του είναι όσον άφορά
.ΙΣΤΟΡΙΚΟΤΗΤΑ·
163
τή διάκριση τής κενής όμιλίας άπό εκείνη πού αφυπνίζει τήν ύπαρξη. Γι’ αυτόν τό λόγο τό ήθος τής θεωρητικής δραστηριό τητας είναι ριζικά διαφορετικό στίς έπιστήμες αφενός καί στή φιλοσοφία αφετέρου»'79. Απογυμνωμένο άπό τό 'Άλλο της, στό όποιο παραδιδεται. ή ύπαρξη πού μέ αύτόν τόν τρόπο άνακηρύσσεται κριτήριο τής σκέψης εξασφαλίζει αύταρχικά ισχύ στά διατάγματα της. όπως στην πολιτική πρακτική ό δικτάτορας στήν έκάστοτε κοσμοθεωρία. Μέ τήν άναγωγή τής σκέψης στόν σκεπτόμενο ή πορεία της άκινητοποιείται. ενώ μόνο στή συνέχι σή της θά γινόταν σκέψη καί θά ζοΰσε ή υποκειμενικότητα. Ή τελευταία, ως γερά πατημένο έδαφος τής αλήθειας, έκπραγματίζεται. Στήν παλαιομοδίτικη λέξη προσωπικότητα αύτό φαινό ταν. Ή σκέψη μετατρέπεται σέ αύτό πού ό σκεπτόμενος είναι εξαρχής, σέ ταυτολογία, μιά μορφή έπαναστροφικής συνείδη σης. Άντ' αύτού οι ουτοπικές δυνατότητες τής σκέψης θά ήταν νά έσπαζε τούς περιορισμούς τών έτσι σκεπτόμενων μέσω τού Λόγου πού ενσαρκώνεται σέ μεμονωμένα ύποκείμενα. Ή καλύ τερη δύναμή του είναι νά ξεπερνά τόν άδύναμο καί υποκείμενο σέ σφάλματα σκεπτόμενο. Αύτή ή δύναμη άκινητοποιείται -άπό τόν Κίρκεγκωρ και εξής γιά σκοταδιστικούς σκοπούςάπό τήν ύπαρξιακή έννοια τής άλήθειας καί ή στενοκεφαλιά προπαγανδίζεται ώς δύναμη γιά τήν άλήθεια· γι’ αύτόν τό λόγο ανθεί ή λατρεία τής ύπαρξης στίς επαρχίες όλων τών χωρών. Ή όντολογία έχει άναιρέσει τήν άντίθεση τής έννοιας τής ύπαρξης πρός τόν ιδεαλισμό. Τό όν. πού κάποτε υποτίθεται ότι μαρτυρούσε κατά τού καθαγιασμού τής φτιαγμένης άπό ανθρώπους ιδέας, έχει καθαγιασθεϊ άπό τό ϊδιο τό είναι μέ πιό φιλόδοξο τρόπο. Ό αιθέρας αύτού τού καθαγιασμού τό εξευγε νίζει εξαρχής άπέναντι στίς συνθήκες τής ύλικής ύπαρξης πού εννοούσε ό Κίρκεγκωρ τής στιγμής »1β0 όταν έφερνε τήν ιδέα σέ αντιπαράθεση μέ τήν ύπαρξη. Μέ τήν άπορρόφηση τής έννοιας τής ύπαρξης άπό τό είναι, ήδη μάλιστα μέ τή φιλοσοφική της επεξεργασία ώστε νά είναι μιά συζητήσιμη γενική έννοια. έξαφανίζεται πάλι ώς διά μαγείας ή Ιστορία, ή όποια στόν Κίρκε-
Uvt
APNHT1KH AIAAEKT1KU
γκωρ. πού δέν υποτιμούσε τούς αριστερούς έγελιανούς. είχε εισβάλει στην είκοτολογική θεώρηση υπό τό θεολογικό έμβλημα τής παράδοξης επαφής τού χρόνου με τήν αΙωνιότητα. Ή αμφιρρέπεια τής διδασκαλίας γιά τό είναι: ότι πραγματεύεται τό όν καί ταυτόχρονα τό όντολογικοποιεί. δηλαδή με τήν Ανα γωγή στό τυπικό γνώρισμά του τού άφαιρεϊ καθετί μή èwoioλογικό. καθορίζει καί τή σχέση της πρός τήν ιστορία“1. Από τή μιά μεριά μέ τή μετάθεσ τής Ιστορίας στό ύπαρκτικό χαρακτη ριστικό τής ιστορικότητας απομακρύνεται τό άλας τού ιστορι κού στοιχείου, επεκτείνεται ή Αξίωση κάθε πρώτης φιλοσοφίας (prima philosophie) νά Αποτελέσει μιά διδασκαλία περί στα θερών πέρα Από αυτό πού παραλλάσσει: ή ιστορικότητα Ακινητοποιεϊ τήν ιστορία μετατρέποντάς την σέ κάτι μή Ιστορικό.χω ρίς νά ένδιαφέρεται γιά τίς Ιστορικές προϋποθέσεις στίς όποιες ύπόκεινται ή έσωτερική σύνθεση καί ό Αστερισμός τού υποκει μένου καί τού αντικειμένου“2 183. Αυτό επιτρέπει στή συνέχεια τήν έτυμηγορία γιά τήν κοινωνιολογία. Αυτή παραμορφώνεται, όπως πιό πριν ή ψυχολογία στόν Χούσσερλ. σέ ενα είδος έξωτερικής πρός τό ϊδιο τό αντικείμενο σχετικοποίησης. ή οποία βλά πτει . όπως λέγεται, τήν καλή δουλειά τής σκέψης : λές καί στόν πυρήνα κάθε αντικειμένου τής σκέψης δέν είναι αποθηκευμένη ή πραγματική ιστορία, λές καί κάθε γνώση ή όποια αντιστέκε ται σοβαρά στην έκπραγμάτιση δέν ρευστοποιεί τά παγωμένα πράγματα καί έτσι Ακριβώς αντιλαμβάνεται σέ αύτά τήν ιστο ρία. Από τήν άλλη μεριά πάλι ή όντολογικοποίηση τής ιστορίας επιτρέπει στόν Χάιντεγγερ νά αποδίδει στην Ανεξέταστη ιστο ρική δύναμη τήν κραταιή ιδιότητα τού είναι καί έτσι νά δικαιο λογεί τήν υπαγωγή της σέ Ιστορικές καταστάσεις, σάν νά τήν επιβάλλει τό ϊδιο τό είναι. Αύτή τήν πτυχή τής χαϊντεγγεριανής Αντίληψης γιά τήν Ιστορία τήν ύπογράμμισε ό Κάρλ Λαίβιτ (Lowith)1®4. Τό γεγονός ότι ή Ιστορία κατά περίπτωση μπορεί νά αγνοηθεί ή νά θεοποιηθεί είναι ενα πρόσφορο πολιτικό συ μπέρασμα Από τή φιλοσοφία τού είναι. Ό ίδιος ό χρόνος, κατά συνέπεια καί ή παροδικότητα. απολυτοποιείται Από τά ύπαρ-
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
165
ξίακά-όντολογικά σχεδιάσματα ώς αιώνια καί έξιδανικεύεται. Ή έννοια τής ύπαρξης, νοούμενης ώς ούσιώδους πραγματικό τητας τής παροδικότητας. τής χρονικότητας τού χρονικού, κρατάει τήν ύπαρξη μακριά καθώς την κατονομάζει. Άπαξ και την πραγματευθεί κανείς ώς τίτλο ενός φαινομενολογικού προβλή ματος. ή ύπαρξη είναι ήδη ενσωματωμένη. Αύτές είναι οί νεότε ρες παρηγοριές τής φιλοσοφίας, τού τύπου ένός μυθικού ευφη μισμού : ή ψευδώς άναστημένη πίστη. ή μαγεία τού φυσικού, θά διαλυόταν μέ μιά κατευναστική μίμηση. Ή ύπαρξιακή σκέψη πάει νά κρυφθεί στη σπηλιά τής προπερασμένης μίμησης καί μάλιστα παραταύτα εύνοεϊ την πιό μοιραία προκατάληψη τής απολυμένης άπό τόν ϊδιο σάν περιττής υπαλλήλου ιστορίας τής φιλοσοφίας, την πλατωνική, δτι τό άφθαρτο πρέπει νά είναι τό καλό, κάτι πού σημαίνει δτι οί έκάστοτε ισχυρότεροι στόν διαρκή πόλεμο έχουν δίκιο. Άν ώστόσο ή παιδαγωγική τού Πλάτωνα καλλιεργούσε τίς πολεμικές αρετές, αύτές έπρεπε εντούτοις, σύμφωνα μέ τό διάλογο τού Γοργία νά είναι ύπόλογες άπέναντι στήν ιδέα τής δικαιοσύνης, τήν ανώτατη. Αλλά στόν σκοταδιασμένο ούρανό τής διδασκαλίας γιά τήν ύπαρξη δέν λάμπει κανένα άστέρι πιά. Ή ύπαρξη καθαγιάζεται χωρίς τό καθαγιάζον. Άπό τήν αιώνια ιδέα, στήν όποια υποτίθεται δτι συμμετέχει τό δν ή ή όποια υποτίθεται δτι αποτελεί προϋπόθε σή του. δέν απομένει παρά μόνον ή γυμνή κατάφαση αυτού πού έτσι καί αλλιώς υπάρχει: ή επιδοκιμασία τής εξουσίας.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
Αρνητική διαλεκτική Έννοια καί κατηγορίες
i
Κανένα είναι χωρίς δν. Τό «κάτι» ώς λογικά αναγκαίο ύπόστρωμα τής έννοιας, ακόμη καί τής έννοιας τού είναι, είναι ή έσχατη, αλλά διόλου καταργήσιμη από την παραπέρα πορεία τής σκέψης αφαίρεση του αντικειμενικού περιεχομένου πού δέν ταυτίζεται μέ τη σκέψη- χωρίς τό κάτι δέν μπορεί νά νοηθεί ή τυ πική λογική. Δέν μπορεί νά άποκαθαρθεί άπό τό μεταλογικό υπόλειμμα,Λ5. Είναι αύταπάτη δτι μέ τή μορφή τού «γενικώς» ή σκέψη θά μπορούσε νά άποσείσει τό αντικειμενικό περιεχόμενο: νά προϋποθέσει την άπόλυτη μορφή. Συστατική γιά τή μορφή «αντικειμενικό περιεχόμενο γενικώς» είναι ή καθ’ ύλην εμπειρία τού αντικειμενικού περιεχομένου. Αντίστοιχα στόν άλλο πόλο, τόν ύποκειμενικό, ή καθαρή έννοια, συνάρτηση τής σκέψης, δέν μπορεί νά άποχωρισθεί ριζικά άπό τό ύπάρχον εγώ. Τό πρώτον ψεύδος τού ιδεαλισμού άπό τόν Φίχτε καί εξής ήταν δτι στήν άφαιρετική κίνηση άπαλλάσσεται κανείς άπό εκείνο πού κατ' αύτήν παραβλέπεται. Αυτό άποβάλλεται άπό τή σκέψη, έξορίζεται άπό τό εγχώριο βασίλειό της. άλλά δέν καταστρέφεται ώς τέτοιο- μιά τέτοια πεποίθηση είναι μαγική. Ή σκέψη θά ερχόταν σέ άντίθεση πρός τήν ’ίδια της τήν έννοια χωρίς τό νοούμενο, τό άντικείμενό της- καί αυτό τό νοούμενο παραπέμπει εξαρχής στό δν. τό όποιο άπό τήν άπόλυτη σκέψη πρέπει μόλις τώρα νά τε θεί: ένα απλό ύστερον πρστερον. Γιά τή λογική τής μή άντίφασης αύτό είναι σκανδαλώδες- μόνον ή διαλεκτική μπορεί νά τό περιλάβει στήν αυτοκριτική τής έννοιας. Αύτή προκαλείται άντι-
170
ΤΟ «ΚΑΤΙ. I INAI ΑΔΙΑΛΥΤΟ
κειμενικά άπό τό περιεχόμενο τού σι »ζητούμενου άπό την κριτι κή τού Λόγου, άπό τη γνωσιολογία, καί έτσι έπιζεί καί μετά τό τέλος τού ιδεαλισμού, ό όποιος μέ την τελευταία έφθασε στό αποκορύφωμά του. Ή σκέψη όδηγεϊ στό στοιχείο τού Ιδεαλι σμού τό οποίο έρχεται σε άντίΟεση πρός τόν ίδιο* αυτό τό στοι χείο δεν μπορεί νά έξανεμισθεί πάλι μέσα στή σκέψη. Ή καντια νή αντίληψη έπέτρεπε άκόμη διχοτομίες όπως μεταξύ τής μορφής καί τού περιεχομένου, τού ύποκειμένου καί τού άντικειμένου. χωρίς νά ενοχλείται άπό τό γεγονός ότι οί έκάστοτε δύο πόλοι είναι άμοιβαία διαμεσολαβημένοι* δέν άντιλαμβανόταν τόν δια λεκτικό χαρακτήρα των έκάστοτε ζευγών, τήν άντίφαση πού άποτελεϊ τό έμπεριεχόμενο νόημά τους. Μόνον ό δάσκαλος τού Χάιντεγγερ. ό Χούσσερλ. όξυνε τήν ιδέα τού a priori έτσι πού. παρά τή θέληση τόσο τού ίδιου όσο καί τού Χάιντεγγερ. άπό τήν άξίωση τών ειδών μπορούσε νά συναχθεί ή διαλεκτική τους186. Άπαξ όμως ή διαλεκτική έχει γίνει άναπότρείττη. δέν μπορεί νά έμμείνει όπως ή οντολογία καί ή ύπερβατική φιλοσοφία στήν αρχή της, νά διατηρηθεί σάν μιά έστω τροποποιημένη αλλά φέρουσα δομή. Ή κριτική τής όντολογίας δέν θέλει νά καταλήξει σέ μιά άλλη οντολογία, ούτε καν σέ μιά όντολογία τού μή όντολογικού, διότι τότε θά έθετε άπλώς ένα άλλο ώς τό άπολύτως πρώτο1*7· αυτήν τή φορά δέν θά ήταν ή άπόλυτη ταυτότητα, τό είναι, ή έννοια, άλλά τό μή ταυτόσημο, τό όν. τό άντικειμενικό γεγονός. Έτσι θά ύποστασιοποιούσε τήν έννοια τού μή έννοιολογικού καί θά άντέβαινε σέ αυτό πού εννοεί. Ή βασική φιλοσο φία, ή πρώτη φιλοσοφία. συνεπάγεται άναγκαϊα τήν πρωτοκαθε δρία τής έννοιας- ό,τι δέν υπακούει σέ αυτή τήν πρωτοκαθεδρία εγκαταλείπει καί τή μορφή ένός φιλοσοφείν δήθεν άπό τή βάση. Σκεπτόμενη τήν ύπερβατική έπαναντίληψη ή άκόμη τό είναι, ή φιλοσοφία μπορούσε νά ικανοποιηθεί ένόσω αύτές οί έννοιες ήταν γι’ αυτήν ταυτόσημες μέ τή σκέψη πού τίς σκέφτεται. Όταν μιά τέτοια ταυτότητα καταγγέλλεται κατ’ άρχήν, στήν πτώση της παρασύρει καί τήν ηρεμία τής έννοιας ώς μιας έσχατης βάσης. Επειδή ό θεμελιώδης χαρακτήρας κάθε γενικής έννοιας διαλύε
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟ
171
ται μπροστά στό όρισμένο δν. ή φιλοσοφία δέν επιτρέπεται πλέ ον νά στηρίζει τίς έλπίδες της σέ μιά ολότητα. Στην Κριτιχή τού καθαρού Λόγου ή αισθητήρια εντύπωση ώς τό «κάτι» καταλαμβάνει τή θέση τού ανεξάλειπτου όντικοΰ. Αλλά ή αισθητήρια εντύπωση δέν έχει καμμιά γνωσιολογική προτεραιότητα απέναντι σέ όποιοδήποτε άλλο άντικειμενικά πραγματικό δν. Τό τυχαίο της γιά μιά ύπερβατική ανάλυση «μου», πού συνδέεται μέ όντικούς όρους, παραγνωρίζεται άπό τήν εμπειρία, ή όποια καθορίζεται σέ μεγάλο βαθμό άπό τήν ιε ραρχία τού στοχασμού καί δέν βλέπει τίποτε άλλο πέρα άπό τόν εαυτό της. ώς νόμιμη άξίωση· είναι σάν τό δήθεν έσχατο γιά όποιαδήποτε άτομική συνείδηση νά ήταν κάθ’ έαυτό έσχατο καί κάθε άλλη άτομική. περιορισμένη στόν έαυτό της συνείδηση νά μήν μπορούσε νά διεκδικήσει γιά τίς αισθητήριες έντυπώσεις της τό ίδιο προνόμιο. Άν ωστόσο ή μορφή,τό υπερβατικό ύποκείμενο. υποτεθεί ότι χρειάζεται υπό μιά αύστηρή έννοια τήν αισθητή ρια εντύπωση γιά νά λειτουργήσει, δηλαδή γιά νά κρίνει έγκυρα, τότε τό υποκείμενο πρέπει νά θεωρηθεί στερεωμένο, οίονεί όντολογικό, όχι μόνο πάνω στήν καθαρή έπαναντίληψη άλλά καί στόν άντίθετό της πόλο, τήν ύλη του. Αύτό θά κλόνιζε άναγκαστικά ολόκληρη τή διδασκαλία γιά τήν ύποκειμενική συγκρότη ση. στήν όποια βέβαια, σύμφωνα μέ τόν Κάντ. δέν μπορεί νά άναχθεί ή όλη. 'Έτσι δμως θά κατέρρεε καί ή ιδέα ενός άμετάβλητου. όμοιου μέ τόν έαυτό του. Αύτή παράγεται άπό τήν κυ ριαρχία τής έννοιας, πού ήθελε νά είναι σταθερή άπέναντι στά περιεχόμενά της. δηλαδή άπέναντι στήν «όλη», καί έτσι θαμπώ θηκε άπέναντί της. Οί αισθητήριες εντυπώσεις, ή καντιανή όλη. χωρίς τήν όποια τίς μορφές δέν θά μπορούσαμε ούτε νά τίς φαντασθούμε, οί οποίες δηλαδή είναι καί άπό τή μεριά τους προϋ ποθέσεις γιά τη δυνατότητα γνώσης, έχουν τό χαρακτήρα τού φθαρτού. Τό μή έννοιολογικό, άπαραίτητο γιά τήν έννοια, άφήνει ακάλυπτο τό είναι καθ’ έαυτό τής έννοιας καί τήν άλλάζει. Ή έννοια τού μή έννοιολογικού δέν μπορεί νά σταθεί στόν έαυτό της. στη γνωσιολογία· ή φιλοσοφία ώθεϊται άπό τή γνωσιολογία
17:
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ lll-IMI-XOMF.NO ΚΙΝΛΙ ΑΝΑΓΚΑΙΟ
πρός τό αντικειμενικό περιεχόμενο. "Οταν ήταν ικανή γιά μιά τέ τοια αντικειμενικότητα, προχωρούσε σέ Αναμέτρηση μέ ένα ιστορικό όν ώς αντικείμενό της. καί μάλιστα όχι μόνο στίς περι πτώσεις τού Σέλλινγκ καί τού Χέγκελ. αλλά, άν καί απρόθυμα, ήδη στόν Πλάτωνα, ό όποιος βάφτισε τό όν μη όν καί παραταύτα έγραψε μιά διδασκαλία γιά την πολιτεία, όπου οί αιώνιες ιδέες συγγενεύουν μέ εμπειρικούς προσδιορισμούς όπως ανταλλαγή ισοτίμων καί καταμερισμός της έργασίας. Στή σημερινή ακαδη μαϊκή ζωή εμπεδώθηκε ή διαφορά Ανάμεσα σέ μιά κανονική, τα κτική φιλοσοφία, πού ασχολεϊται μέ τίς Ανώτατες έννοιες. Ακόμη καί αν αύτές δεν αποδέχονται τόν έννοιολογικό τους χαρακτήρα, καί μιά Απλώς γενετική, έξωφιλοσοφική σχέση μέ τήν κοινωνία, τά κακόφημα πρότυπα τής όποιας υποτίθεται ότι είναι ή κοινωνιολογία τής γνώσης καί ή κριτική τής ιδεολογίας. Αυτή ή διαφο ρά είναι τόσο άβάσιμη όσο ύποπτη είναι καί ή ανάγκη γιά μιά κανονική φιλοσοφία. Έδώ δεν έχουμε απλώς μιά φιλοσοφία πού καθυστερημένα αγωνία γιά τήν καθαρότητά της καί αποβάλλει Από πάνω της ό,τι κάποτε συνιστούσε τήν ουσία της. Αλλά επι πλέον ή φιλοσοφική ανάλυση συναντά στό πλαίσιό της. στό εσω τερικό τών δήθεν καθαρών εννοιών καί τής εμπεριεχόμενης αλή θειας τους, εκείνο τό όντικό πού προκαλεϊ φρίκη στην αξίωση καθαρότητας, ή οποία, ακατάδεχτη καί τρέμοντας.τό παραχωρεί στίς έπιμέρους επιστήμες. Ακόμη καί τό ελάχιστο όντικό ύπόλειμμα μέσα στίς έννοιες, τίς οποίες μάταια μαλάσσει Από όλες τίς μεριές ή τακτική φιλοσοφία, τήν αναγκάζει νά περιλάβει στούς στοχασμούς της τό ίδιο τό ύπάρχον. Αντί νά αρκείται απλώς στήν έννοιά του καί νά νομίζει ότι μέσα σέ αυτήν είναι ασφαλής απέναντι σέ αύτό πού ή έννοια εννοεί. Τό περιεχόμενο τής φιλοσοφικής σκέψης δέν είναι ούτε τά ύπολείμματα μετά τήν Αφαίρεση τού χώρου καί τού χρόνου ούτε γενικές διαπιστώσεις γιά χωροχρονικά πράγματα. Ή σκέψη κρυσταλλώνεται στό ειδι κό. τό χωροχρονικά καθορισμένο. Ή έννοια τού όντος ώς τέτοιου είναι μόνον ή σκιά τής ψευδούς έννοιας τού είναι. Ό που διδάσκεται ένα Απολύτως πρώτο, γίνεται πάντοτε λό
«ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ»
173
γος γιά τό νοηματικό αντίστοιχό του. γιά κάτι μή αντάξιο καί άπολύτως έτερογενές πρός αύτό· ή πρώτη φιλοσοφία καί ό δυϊ σμός συμβαδίζουν. Γιά νά ξεφύγει άπό αύτό. ή θεμελιώδης όντολογία πρέπει νά προσπαθεί νά κρατήσει τό δικό της πρώτο μακριά άπό καθορισμούς. Τό πρώτο τού Κάντ. ή συνθετική ένότητα τής έπαναντίληψης. δεν είχε καλύτερη τύχη. Κάθε κα θορισμός τού αντικειμένου είναι γι’ αυτόν μιά επένδυση τής ύποκειμενικότητας στήν ποιοτικά ουδέτερη ποικιλομορφία.χω ρίς νά λαμβάνεται ύπόψη δτι οΐ προσδιοριστικές πράξεις, τίς όποιες ό ίδιος θεωρεί αύθόρμητες λειτουργίες τής ύπερβατικής λογικής, διαμορφώνονται πάνω σέ ένα στοιχείο πού δέν είναι οί ίδιες, δηλαδή ότι μπορεί νά συντεθεί μόνον δ,τι άπό τή δική του μεριά επιτρέπει καί άπαιτεί τή σύνθεση. Ό καθορισμός ώς ένεργητική πράξη δέν είναι κάτι καθαρά ύποκειμενικό. κατά συνέπεια είναι κούφιος ό θρίαμβος τού κυρίαρχου ύποκειμένου πού κάνει πώς προδιαγράφει στή φύση τούς νόμους της. Επει δή δμως στήν πραγματικότητα τό υποκείμενο καί τό άντικείμενο δέν στέκονται σταθερά τό ένα άπέναντι στό άλλο όπως στό βασικό σχήμα τού Κάντ. αλλά τό ένα διεισδύει στό άλλο, ό ύποβιβασμός τού πράγματος άπό τόν Κάντ σέ κάτι χαώδες καί άφηρημένο προσβάλλει καί τή δύναμη πού έρχεται νά τού δώ σει μορφή. Ή μαγεία πού ασκεί τό ύποκείμενο μαγεύει καί τό ίδιο* τά καταδιώκει καί τά δύο ή έγελιανή μαινάδα τής εξαφά νισης. Στήν κατηγοριακή λειτουργία τό ύποκείμενο αναλώνεται καί φτωχαίνει* γιά νά καθορίσει τό άπέναντί του.γιά νά μπορέ σει νά τό αρθρώσει ώστε νά γίνει καντιανό άντικείμενο. πρέπει, γιά χάρη τής αντικειμενικής ισχύος τών προσδιορισμών πού θά τού αποδώσει, νά άραιώσει τόν έαυτό του τόσο δσο καί τό άντικείμενο τής γνώσης, νά γίνει κάτι απλώς γενικό, νά ακρω τηριάσει άπό τόν έαυτό του δσα καί άπό τό άντικείμενο τής γνώσης ώστε αύτό νά άντιστοιχεί προγραμματικά στήν έννοιά του. Τό ύποκείμενο πού άντικειμενοποιεί συμπτύσσεται σέ ένα σημείο τό όποιο άντιπροσωπεύει τόν άφηρημένο Λόγο, τελικά τή λογική άπουσία άντιφάσεων.ή όποια δέν έχει νόημα άνεξάρ-
174
■ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΝΟΡΑΜΑΤΟΣ -
τητα άπό τό όρισμένο αντικείμενο. Κατ’ ανάγκη τό απολύτως πρώτο παραμένει τόσο ακαθόριστο όσο καί τό άπέναντί του· ή ένότητα τού άφηρημένα αντιθετικού δέν Αποκαλύπτεται σέ καμμιά αναζήτηση ενός συγκεκριμένου προγενέστερου. Μάλλον ή άκαμ7ττη διχοτομιχή δομή αποσυντίθεται λόγω τών προσδιορισμών κάθε πόλου ώς στοιχείο τού δικού του αντιθέ του. Ό δυϊσμός προϋπάρχει γιά τη φιλοσοφική σκέψη καί είναι αναπόφευκτος, γίνεται δμως ψεύδος στήν πορεία τής σκέψης. Διαμεσολάβηση είναι άπλώς ή πιό γενική έκφραση γι’ αυτό, άν καί είναι άνεπαρκής. - Άν δμως ακυρωθεί ή αξίωση τού υπο κειμένου νά θεωρηθεί ώς πρώτο, ή όποια έμπνέει άκόμη την οντολογία, τότε καί αυτό πού σύμφωνα με τό σχήμα τής παρα δοσιακής φιλοσοφίας είναι τό δεύτερο παύει νά είναι δεύτερο, δηλαδή κατώτερο καί δευτερεύον. Ή χαμηλή εκτίμησή του ήταν ή πίσω όψη τής τετριμμένης ρήσης δτι κάθε δν χρωματίζεται άπό τόν παρατηρητή, την όμάδα του ή τό γένος του. Στήν πραγματικότητα ή γνώση τού στοιχείου τής υποκειμενικής διαμεσολάβησης στό Αντικειμενικό εμπεριέχει μιά κριτική τής ιδέ ας δτι μπορεί νά διαβλέψει κανείς τό «καθ’ εαυτό», ή όποια, ξεχασμένη, κρύβεται πίσω άπό αύτή τήν τετριμμένη ρήση. Ή δυτική μεταφυσική, μέ εξαίρεση τούς αιρετικούς, ήταν μεταφυ σική τού πανοράματος188. Τό υποκείμενο -πού είνα επίσης μό νον ένα περιορισμένο στοιχείο- έγκλείσθηκε άπό αύτή γιά πά ντα στόν διχό του εαυτό, τιμωρούμενο γιά τή θεοποίησή του. Όπως άπό τίς πολεμίστρες ενός πύργου κοιτάζει πρός τόν μαύρο ουρανό καθώς ύποτίθεται δτι στόν όρίζοντα ανατέλλει τό άστρο τής ιδέας ή τού είναι. Αλλά ακριβώς ό τοίχος γύρω άπό τό ύποκείμενο ρίχνει πάνω σέ δ,τι τό ίδιο Ανακαλεί στή μνήμη τή σκιά τού υλικού πράγματος, τήν όποία ή ύποκειμενική φιλοσοφία ανίσχυρη έρχεται νά καταπολεμήσει. Όποιες εμπει ρίες καί άν κουβαλάει μαζί της ή λέξη είναι, αύτές μπορούν νά έκφρασθούν μόνο μέσω σχηματισμών τών δντων, δχι μέσω τής Αλλεργίας άπέναντί της. διαφορετικά τό περιεχόμενο τής φιλο σοφίας αποβαίνει τό πενιχρό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΟΣΤΑΣΙΟΠΟΙΕΙΤΑ!
175
αφαιρέσεων, περίπου όπως άλλοτε ή καρτεσιανή βεβαιότητα τού ύποκειμένου. τής σκεπτόμενης ουσίας. Δεν μπορούμε νά δούμε έξω. Ό.τι θά ήταν έξω καί πέρα άπό τόν τοίχο εμφανίζε ται μέσα μόνο στά ύλικά καί τίς κατηγορίες. Κατ’ αύτά ή αλή θεια καί ή αναλήθεια τής καντιανής φιλοσοφίας θά ήταν διαχω ρισμένες. Αληθής είναι αυτή ή φιλοσοφία καθώς διαλύει τήν αυταπάτη τής άμεσης γνώσης τού απολύτου· άναληθής καθώς περιγράφει αύτό τό απόλυτο σύμφωνα μέ ένα μοντέλο πού θά άνταποκρινόταν σέ μιά άμεση συνείδηση, έστω καί άν έπρόκειτο γιά έναν αρχιτέκτονα νου189. Ή απόδειξη αύτής τής αναλή θειας είναι ή αλήθεια τού μετακαντιανού ιδεαλισμού- αύτός όμως είναι μέ τή σειρά του άναληθής. καθώς ταυτίζει τήν υπο κειμενικά διαμεσολαβημένη αλήθεια μέ τό υποκείμενο καθ’ έαυτό. σάν ή καθαρή έννοιά του νά ήταν τό ’ίδιο τό είναι. Τέτοιου είδους σκέψεις δημιουργούν τήν εντύπωση τού πα ράδοξου. καθώς υποτίθεται ότι ή υποκειμενικότητα, ή ίδια ή σκέψη, δέν μπορεί νά εξηγηθεί άφ’ έαυτής. άλλά μέσα άπό τήν άντικειμενική πραγματικότητα, προπάντων τήν κοινωνία, ενώ ή άντικειμενικότητα τής γνώσης άπό τήν άλλη μεριά δέν υπάρχει χωρίς τή σκέψη, χωρίς τήν υποκειμενικότητα. Ένα τέτοιο παρά δοξο έχει τίς ρίζες του στόν καρτεσιανό κανόνα ότι ή εξήγηση πρέπει νά αιτιολογεί τό μεταγενέστερο, τουλάχιστον τό λογικά μεταγενέστερο βάσει τού προγενέστερου. Αύτός ό κανόνας δέν είναι πλέον δεσμευτικός. Σύμφωνα μέ αύτό τό κριτήριο ή διαλε κτική κατάσταση πραγμάτων θά ήταν απλώς μιά λογική άντίφαση. ’Αλλά ή κατάσταση πραγμάτων δέν μπορεί νά έξηγηθεί σύμ φωνα μέ ένα προσαγόμενο άπό έξω ίεραρχικό σχήμα διάταξης, διότι τότε ή προσπάθεια εξήγησης προϋποθέτει τήν εξήγηση τήν όποία πρέπει πρώτα νά βρει, τιροϋποθέτει ότι ή άπουσία άντιφάσεων. μιά ύποκειμενική νοητική άρχή. είναι εγγενής στό άντικείμενο. Από μιά ορισμένη άποψη ή διαλεκτική λογική είναι πιό θετικιστική άπό τόν θετικισμό, ό όποιος τήν καταφρονεί: ώς σκέ ψη σέβεται τό νοοι>μενο, τό άντικείμενό της, άκόμη καί όταν δέν συμμορφώνεται πρός τούς κανόνες τής σκέψης. ΤΙ άνάλυσή του
17*
Η ΑίΙΟΥΣΙΑ ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΝ ΔΕΝ ΓΙΡΕΙΙΕΙ ΝΑ ΥΠΟΓΓΑΣΙΟΜΟΙΕΙΤΑΙ
θίγει αυτούς τούς κανόνες. Ή σκέψη δεν χρειάζεται νά άρκεΐται στη νομοτέλειά της· μπορεί νά σκεφθεϊ εναντίον τού έαυτού της χωρίς νά έγκαταλείψει τόν εαυτό της· άν ήταν δυνατόν νά δοθεί ένας όρισμός της διαλεκτικής, αύτό θά μπορούσε νά προταθεί ώς τέτοιος. Ό εξοπλισμός της σκέψης δέν είναι άνάγκη νά παραμέ νει προσφυής στήν ίδια* ή εμβέλειά της είναι τέτοια πού τής επι τρέπει νά άντιληφθεί ακόμη καί τήν όλότητα τής λογικής της αξίωσης ώς απόρροια τύφλωσης. Ή φαινονεικά αφόρητη ιδέα δτι ή υποκειμενικότητα προϋποθέτει τό πραγματικό αντικείμενο καί ή Αντικειμενικότητα τό υποκείμενο είναι αφόρητη μόνο γιά μιά τέτοια τύφλωση, πού ύποστασιοποιεϊ τή σχέση αιτίας καί συνέπειας, γιά τήν υποκειμενική άρχή στήν όποια δέν ύπακούει ή έμπειρία τού αντικειμένου. Ή διαλεκτική, ώς φιλοσοφική μέθο δος. είναι ή προσπάθεια νά λυθεί ό κόμβος τού παράδοξου μέ τή βοήθεια τού πιό παλαιού μέσου τού διαφωτισμού, τής πανουρ γίας190. Δέν είναι τυχαίο δτι από τόν Κίρκεγκωρ καί έξής τό πα ράδοξο ήταν μιά μορφή καταίττωσης τής διαλεκτικής. Ό διαλε κτικός Λόγος ακολουθεί τήν παρόρμηση νά ξεπεράσει τό πλαίσιο τών φυσικών συναρτήσεων καί τήν τύφλωση του. πού προεκτεί νεται στόν ύποκειμενικό καταναγκασμό τών λογικών κανόνων, χωρίς νά επιβάλει σέ αύτό τήν κυριαρχία της: χωρίς θυσία καί εκδίκηση. Προϊόν τού γίγνεσθαι καί φθαρτή είναι καί ή ίδια, δπως ή ανταγωνιστική κοινωνία. Ή κοινωνία δέν Αποτελεί ασφαλώς τό δριο τού ανταγωνισμού, δπως δέν χαράσσει καί τά δρια τού πόνου. Ή διαλεκτική δέν μπορεί νά έπεκταθεί στή φύ ση. δηλαδή νά γίνει οικουμενική αρχή εξήγησης, αλλά Από τήν Αλλη μεριά δέν μπορεί κανείς νά στήσει δύο είδη αλήθειας, τό ένα πλάι στό άλλο, μιά διαλεκτική Αλήθεια ένδοκοινωνικά καί μιά δεύτερη, αδιάφορη πρός τήν πρώτη. Ή διαίρεση τών επι στημών πού ακολουθεί τό διαχωρισμό μεταξύ τού κοινωνικού καί τού έξωκοινωνικού είναι αποκρύπτει τό γεγονός δτι στήν ετερόνομη ιστορία συνεχίζεται ή τυφλή φυσικότητα191. Τίποτε δέν οδηγεί εξω Από τό εγγενές πλαίσιο τών διαλεκτικών σχέσεων παρά μόνον οί ϊδιες. Ή διαλεκτική σκέφτεται κριτικά αύτό τό
Μ ΣΧΕΣΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΕΓΕΛΙΑΝΙΣΜΟ
177
πλαίσιο σχέσεων, στοχάζεται την ϊδια τους την κίνηση· διαφορε τικά ή αξίωση δικαίου τού Κάντ κατά τού Χέγκελ θά παρέμενε απαράγραπτη. Μιά τέτοια διαλεκτική είναι αρνητική. Ή ίδέα της κατονομάζει τή διαφορά άπό τόν Χέγκελ. Στήν έγελιανή διαλε κτική ή ταυτότητα καί ή θετικότητα συμπίτττουν ή συμπερίληψη κάθε μή ταυτόσημου καί άντικειμενικού στή διευρυμένη στό απόλυτο πνεύμα καί ανυψωμένη ύποκειμενικότητα ύποτίθεται ότι θά προσέφερε τή συμφιλίωση. Από τήν όίλλη μεριά ή δύναμη τού όλου, πού ενεργεί σέ κάθε μεμονωμένο προσδιορισμό, δέν είναι μόνον ή άρνηση ένός τέτοιου προσδιορισμού, αλλά είναι καί αύτή κάτι άρνητικό, άναληθές. Ή φιλοσοφία τού απόλυτου, ολι κού ύποκειμένου είναι μερικοκρατική192. Ή άντιστρεψιμότητα τής θέσης τής ταυτότητας, πού ενυπάρχει σέ αύτήν τή φιλοσοφία, άντιστρατεύεται τήν αρχή τού πνεύματος, στήν οποία στηρίζεται. Άν τό όν μπορεί νά παραχθεί ολικά μέσα άπό τό πνεύμα, τότε αύτό έξομοιώνεται γιά κακή του τύχη μέ τό απλώς όν. πρός τό όποιο νομίζει πώς έρχεται σέ αντίθεση: διαφορετικά τό πνεύμα καί τό όν δέν συμφωνούν μεταξύ τους. Προπάντων ή ακόρεστη αρχή τής ταυτότητας διαιωνίζει τόν ανταγωνισμό μέ τήν καταπίε ση τού άντιτιθέμενου. Αύτό πού δέν ανέχεται δ,τι δέν είναι όπως τό 'ίδιο καταστρατηγεί τή συμφιλίωση πού νομίζει πώς αντιπρο σωπεύει παραγνωρίζοντας τόν εαυτό του. Ή βιαιότητα τής ίσοπέδωσης αναπαράγει τήν αντίθεση πού έκριζώνει. Πρώτος ό Κάρλ Κόρς καί στή συνέχεια στελέχη τού διαλεκτι κού ύλισμού άντιπαρατήρησαν ότι ή στροφή πρός τή μή ταυτό τητα. λόγω τής ένδοπλασιακής κριτικής προσέγγισής της καί τού θεωρητικού της χαρακτήρα, είναι μιά ασήμαντη απόχρωση τού νεοεγελιανισμού ή τής ιστορικά ξεπερασμένης έγελιανής άριστεράς· όλα αύτά λές καί ή μαρξική κριτική τής φιλοσοφίας απαλλάσσει άπό τή φιλοσοφία, ενώ ταυτόχρονα ό πολιτιστικός ζήλος τής Ανατολικής Εύρώττης δέν θέλει νά παραιτηθεί άπό μιά μαρξιστική φιλοσοφία. Τό αίτημα γιά τήν ένότητα πράξης καί θεωρίας υποβίβαζε συνεχώς καί άκατάπαυστα τή θεωρία σέ υπη ρέτρια, άφαιρώντας της εκείνο πού θά έπρεπε νά είχε προσφέρει
Ι7Ν
Μ ΙΧίΙΗ ΙΙΡΟΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΕΡΟ Ρ.Π-ΛΙΑΝΙΣΜΟ
στό πλαίσιο έκείνης της ένότητας. Ή πρακτική «βίζα» πού ζη τείται άπό ύλη τή θεωρία μετατράπηκε σε σφραγίδα τής λογο κρισίας. Καθώς όμως στήν έξυμνησθείσα θεωρία-πράξη ή πρώτη ήττήθηκε. ή δεύτερη έμεινε χωρίς έννοιες καί έγινε ένα μέρος τής πολιτικής άπό τήν όποια έπρεπε νά δείξει τή διέξοδο· παραδό θηκε στήν έξουσία. Ή κατάργηση της θεωρίας μέσω δογματικό ποίησης καί απαγόρευσης τής σκέψης συνέβαλε στήν κακή πρα κτική· ή έπανάκτηση τής αύτονομίας άπό τή θεωρία είναι πρός όφελος τής ίδιας τής πρακτικής. Ή σχέση μεταξύ αυτών τών δύο στοιχείων δέν είναι μιά γιά πάντα καθορισμένη, άλλα ύπόκειται σέ ιστορικές μεταβολές. Σήμερα πού ή θεωρία δυσφημείται καί παραλύει άπό τήν παγκυρίαρχη δραστηριότητα, έτσι άνίσχυρη όπως είναι, μαρτυρεί μέ τήν ύπαρξή της καί μόνο εναντίον της. Αύτό τή νομιμοποιεί καί τήν κάνει μισητή· χωρίς τή θεωρία ή πρακτική, πού θέλει συνεχώς νά έπιφέρει άλλαγές δέν θά μπο ρούσε νά άλλάξει. Όποιος κατηγορεί τή θεωρία ώς άναχρονιστική ύπακούει στόν κοινό τόπο πού θέλει νά καταργήσει ώς πεπα λαιωμένο αύτό πού ώς ματαιωμένο έξακολουθεί νά πονάει. Έτσι άκριβώς συνεχίζεται ή πορεία τού κόσμου, μέ τήν όποια ή ιδέα τής θεωρίας δέν συμβιβάζεται, άλλά αύτό δέν πλήττει τή θε ωρία θεωρητικά, άκόμη καί άν επιτευχθεί, θετικιστικά ή μέ πρό σταγμα τής εξουσίας, ή κατάργησή της. Άλλωστε ή όργή πού προκαλεϊ ή μνεία τής θεωρίας ίδιου βάρους δέν απέχει πολύ άπό τή βραχεία πνοή τών πνευματικών ηθών καί εθίμων στη δυτική πλευρά. Πρό πολλού ό φόβος μήπως θεωρηθεί κανείς έπίγονοςμιμητής καί άποπνέει τή σχολική μυρωδιά πού άναδίδει κάθε επανάληψη μοτίβων κωδικοποιημένων άπό τίς Ιστορίες τής φιλο σοφίας αναγκάζει τίς διάφορες σχολές καί κατευθύνσεις νά προ βάλλονται ώς κάτι πρωτοφανές. Αύτό άκριβώς ενισχύει τή μοι ραία συνέχεια τού παλαιού καί μή πρωτοφανούς. Όσο άμφίβολη καί άν είναι όμως μιά μέθοδος πού συνίσταται σέ άναλόγως κραυγαλέα πρωτογενή βιώματα, όσο πιό αύτόματα προμηθεύε ται τίς κατηγορίες της άπό τόν κοινωνικό μηχανισμό, οί Ιδέες δέν μπορούν νά ταυτίζονται μέ τήν πηγή προέλευσής τους· ή συνή-
■ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΥΣΗΣ·
179
θεία μιας τέτοιας ταύτισης άνήκει στή φιλοσοφία τών πρωταρχών. Όποιος αμύνεται κατά τής λήθης, ασφαλώς μόνο κατά τής Ιστορικής λήθης καί όχι όπως ό Χάιντεγγερ κατά τής λησμονιάς τού είναι, δηλαδή κατά τής έξωιστορικής λησμονιάς. όποιος δέν δέχεται την παντού ¿γειρόμενη απαίτηση νά θυσιάζεται ή ελευθερία τής συνείδησης, πού κάποτε αποκτήθηκε μέ αγώνες, δέν συνηγορεί ύπέρ καμμιάς παλινόρθωσης μέσα στην Ιστορία τού 7ΐνεύματος. Τό γεγονός ότι ή ιστορία άφησε πίσω της ορι σμένες θέσεις τιμάται ώς άπόφαση γιά τό περιεχόμενο άλήθειας αυτών τών θέσεων μόνον άπό εκείνους γιά τούς όποιους ή ιστο ρία είναι ή 'Ημέρα τής Κρίσεως. Αύτό πού προσπεράστηκε άλλά θεωρητικά δέν άφομοιώθηκε μπορεί νά άποκαλύψει άργότερα τήν έμπεριεχόμενη άλήθεια του. Αύτή θά γίνει τό απόστημα τής κυρίαρχης ύγείας καί θά τό ξαναθυμίσει ύπό διαφορετικές συν θήκες. Ό,τι άπό τό έργο τού Χέγκελ καί τού Μάρξ παρέμεινε θε ωρητικά ανεπαρκές μεταδόθηκε στην ιστορική πρακτική· αύτό επιβάλλει νά τό στοχασθούμε καί πάλι θεωρητικά αντί νά αφή νουμε τή σκέψη νά ύποκύ7ττει άνορθολογικά στην πρωτοκαθε δρία τής πρακτικής· ή ιδέα ή πρακτική (πράξη) ήταν μιά κατεξοχήν θεωρητική έννοια. Ή αποκήρυξη τού Χέγκελ γίνεται απτή πάνω σέ μιά αντίφα ση πού αφορά τό όλον καί δέν διευθετείται προγραμματικά ώς μερική. Κριτικός τού καντιανού διαχωρισμού μεταξύ μορφής καί καί περιεχομένου, ό Χέγκελ ήθελε μιά φιλοσοφία χωρίς άποσπάσιμη μορφή, χωρίς μιά μέθοδο πού τή χειρίζεται κανείς ανεξάρ τητα άπό τό άντικείμενο. καί όμως άκολούθησε μιά μέθοδο. Στήν πραγματικότητα ή διαλεκτική δέν είναι ούτε μόνο μέθοδος ούτε κάτι άντικειμενικό ύπό τήν άπλόίκή έννοια. Δέν είναι μέθο δος. διότι τό εσωτερικά ασυμφιλίωτο άντικείμενο. άπό τό οποίο λείπει άκριβώς ή ταυτότητα τήν όποια ύποκαθιστά ή σκέψη, είναι πλήρες άντιφάσεων καί άντιστέκεται άπέναντι σέ κάθε απόπειρα εσωτερικά συνεκτικής ερμηνείας του. Ό άσυμφιλίωτος χαρακτήρας του. καί όχι ή όργανωτική διάθεση τής σκέψης, επι βάλλει τή διαλεκτική. Δέν είναι κάτι άντικειμενικά πραγματικό.
ISO
■ΛΟΓΙΚΉ ΤΗΣ ΔΙΑΛΥΣΗ!»
διότι ή άντιφατικότητα είναι μιά κατηγορία τού στοχασμού. ή στοχαζόμενη άντιπαράθεση μεταξύ έννοιας καί πράγματος. Δια λεκτική ώς μέθοδος σημαίνει νά σκεφτόμαστε βάσει άντιφάσεων. λαμβάνοντας ύπόψη την αντίφαση πού διαπιστώσαμε μιά φορά στό πράγμα, καί κατά τής άντίφασης. Αντίφαση στην πραγματι κότητα. άντιτίθεται ή ίδια στην πραγματικότητα. Μέ τόν Χέγκελ δμως δεν μπορεί πιά νά συμβιβασθεί μιά τέτοια διαλεκτική. Ή κίνησή της δέν τείνει πρός τήν ταυτότητα στή διαφορά κάθε άντικειμένου από τήν έννοιά του. άλλά μάλλον βλέπει μέ δυσπι στία τήν ταυτότητα. Ή διαλεκτική διέπεται άπό τή λογική τής διάλυσης: τής παρασκευασμένης καί άντικειμενοποιημένης μορ φής των εννοιών, τήν όποια κατ’ άρχάς έχει άμεσα άπέναντί του τό ύποκείμενο τής γνώσης. Ή ταυτότητά της μέ τό υποκείμενο είναι ή αναλήθεια. Μέ αύτήν ή υποκειμενική προδιαμόρφωση τού φαινομένου μπαίνει μπροστά καί κρύβει τό μή ταυτόσημό του, τό individuum ineffabile193. Τό σύνολο τών ταυτόσημων προσδιορισμών θά άνταποκρινόταν στό ιδανικό τής παραδο σιακής φιλοσοφίας, τής a priori δομής καί τής άρχαΐζουσας όψι μης μορφής της. τής οντολογίας. Αυτή ή δομή όμως, ώς κάτι άφηρημένο πού παγιώθηκε, ανεξάρτητα άπό κάθε ειδικό περιε χόμενο. είναι ύπό τήν πιό άπλή έννοια άρνητική. μιά άνάγκη πού έλαβε τή μορφή πνεύματος. Ή δύναμη αύτής τής άρνητικότητας κυριαρχεί μέχρι σήμερα στό επίπεδο τής αντικειμενικής πραγμα τικότητας. Ό,τι θά ήταν διαφορετικό δέν άρχισε ακόμη. Αυτό προσβάλλει όλους τούς έπιμέρους προσδιορισμούς. Κάθε προσ διορισμός πού εμφανίζεται ώς απαλλαγμένος άπό αντιφάσεις άποδεικνύεται τόσο αντιφατικός όσο καί τά όντολογικά μοντέλα πού λέγονται είναι καί ύπαρξη. Ή φιλοσοφία δέν μπορεί νά φθάσει σέ κάτι θετικό πού θά ήταν ταυτόσημο μέ τήν κατασκευή της. Στή διαδικασία απομυθοποίησης πρέπει νά άρνηθεί κανείς τή θετικότητα μέχρι καί τόν έργαλειακό Λόγο, τόν όποιο προμη θεύει ή άπομυθοποίηση194. Ή Ιδέα τής συμφιλίωσης δέν επιτρέ πει νά θέτουμε τή συμφιλίωση ώς θετική έννοια. Παραταύτα ή κριτική τού ιδεαλισμού δέν άποβάλλει τις γνώσεις πού άπέφερε
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
181
ή κατασκευή από τή μεριά τής έννοιας καί τή δύναμη που απέ κτησε από τή μέθοδο ή χρήση τών εννοιών. Έξω από τόν μαγικό κύκλο τού ιδεαλισμού βγαίνει μόνον ο.τι είναι έγγεγραμμένο στή μορφή του. κατά τήν άνάπτυξη τής ίδιας του τής παραγωγικής μεθόδου τόν λέει μέ τό όνομά του καί πάνω στήν ανεπτυγμένη σύνθεση τής όλότητας δείχνει τό διχασμό τού όλου, τήν αναλή θειά του. Καθαρή ταυτότητα είναι αυτό πού έχει τεθεί από τό ύποκείμενο καί κατ’ αύτό έχει προσαχθεί άπό έξω. Γιά νά τήν κρίνουμε άπό μέσα πρέπει έπίσης, κατά αρκετά παράδοξο τρό πο. νά τήν κρίνουμε άπό έξω. Τό ύποκείμενο πρέπει νά έπανορθώσει στό μή ταυτόσημο τή βλάβη πού τού προξένησε. 'Έτσι άκριβώς άπαλλάσσεται άπό τήν επίφαση τού άπολύτου του είναι δι' έαυτό. Αύτή ή επίφαση είναι προϊόν τής ταυτιστικής σκέψης, ή όποια, όσο πιό πολύ ύποβιβάζει ένα πράγμα σέ άπλό δείγμα τού είδους ή τού γένους του. τόσο περισσότερο νομίζει πώς τό έχει ώς τέτοιο.χωρίς ύποκειμενική προσθήκη. Καθώς ή σκέψη συγκεντρώνεται σέ αύτό πού κατ’ άρχάς έχει άπέναντί της. τήν έννοια, καί άντιλαμβάνεται τόν εγγενή άντινομικό της χαρακτήρα, τήν άπασχολεί ή ιδέα μιας κατάστασης πραγμάτων πού θά βρισκόταν πέρα άπό τήν άντίφαση. Ή άντίθεση τής σκέψης πρός τό ετερογενές της άναπαράγεται στήν 'ίδια τή σκέψη ώς εγγενής άντίφασή της. Ή κριτική τού γενικού μέ άναφορά στό ειδικό καί αντίστροφα, ταυτιστικές πράξεις πού κρίνουν αν ή έννοια δικαιώνει τό εννοούμενο καί άν τό ειδικό πληροί όντως τήν έννοιά του, αύτά είναι ένα μέσον τής σκέψης πάνω στή μή ταυτότητα τού ειδικού καί τής έννοιας. Καί δέν είναι μόνο μέσον τής σκέψης. Άν ή άνθρωπότητα θέλει νά άπαλλαγεϊ άπό τόν καταναγκασμό πού ύφίσταται άντικειμενικά ύπό τή μορφή τής ταύτισης, πρέπει νά επιτύχει καί τήν ταυτότητα μέ τήν έννοιά της195. Έδώ συμμετέχουν όλες οί σημαντικές κατηγο ρίες. Ή άρχή τής άνταλλαγής, ή άναγωγή τής άνθρώπινης έργασίας στήν άφηρημένη γενική έννοια τού μέσοι; εργάσιμου χρό νου, είναι άπό τή βάση της συγγενής μέ τήν άρχή τής ταύτισης. Η ανταλλαγή είναι τό κοινο>νικό μοντέλο αύτής τής άρχής. χωρίς
11 ΑΙΑΛΗΚΊΊΚΜ ΓΚΙ ΓΑΥΤ(ΠΉΤΑ1
182
υπήρχε1
την όποια δέν θά μέσοι τής ίδιας τά μή ταυτόσημα μεμο νωμένα όντα καί έργα γίνονται σύμμετρα, ταυτόσημα. Ή έξάπλωση αυτής τής άρχής μετατρέπει όλόκληρο τόν κόσμο σέ κάτι ταυτόσημο, μιά όλότητα. Άν ωστόσο άρνιόταν κανείς αυτή την άρχή άφηρημένα. άν διακηρυσσόταν ώς ιδανικό, πρός μεγαλύτε ρη τιμή τού μή άναγώγιμου σέ τίποτε άλλο ποιοτικού, ή μή έξομοίωση πλέον τών πάντων, αυτό θά δημιουργούσε δικαιολογίες γιά τό πισωγύρισμα στην παλαιά αδικία, διότι ή ανταλλαγή ισο τίμων σήμαινε ανέκαθεν δτι στό όνομά της ανταλλάσσονταν ανόμοια, ότι τήν ύπεραξία τής έργασίας την ιδιοποιείτο ό έργοδότης. Άν καταργούσε κανείς άπλώς τήν κατηγορία τού μέτρου τής συγκρισιμότητας, τη θέση τής όρθολογικότητας. ή όποια συνιστά μέν ένα ιδεολόγημα, αλλά ώς υπόσχεση ενυπάρχει έντούτοις στήν άρχή τής ανταλλαγής, θά έπαιρναν ή ιδιοποίηση.ή βία, σήμερα: τό γυμνό προνόμιο πού απολαμβάνουν τά μονοπώλια καί οί κλίκες. Ή κριτική τής άρχής τής άνταλλαγής ώς ταυτιστικής άρχής τής σκέψης θέλει νά πραγματοποιηθεί τό ιδανικό τής έλεύθερης καί δίκαιης άνταλλαγής. πού μέχρι σήμερα είναι άπλώς ένα πρόσχημα. Αύτό μόνο θά ύπερέβαινε τήν ανταλλαγή. Άν ή κριτική θεωρία άποκάλυψε δτι είναι μιά άνταλλαγή ίσων καί παραταύτα μή ίσων, ή κριτική τής άνισότητας μέσα στήν ισό τητα στοχεύει επίσης πρός τήν ισότητα, παρ’ δλον τόν σκεπτικι σμό άπέναντι στή μνησικακία πού ένυπάρχει στό άστικό ιδανικό τής ισότητας, τό όποιο δέν άνέχεται τό ποιοτικά διαφορετικό. Άν κανένας πιά δέν παρακρατούσε ένα μέρος τής ζωντανής εργασίας τών άνθρώπων. θά είχε επιτευχθεί μιά όρθολογική ταυ τότητα καί ή κοινωνία θά είχε ξεπεράσει ήδη τήν ταυτιστική σκέ ψη. Αύτό βρίσκεται άρκετά κοντά στόν Χέγκελ. Ή διαχωριστική γραμμή άνάμεσα σέ αύτό καί τόν Χέγκελ δύσκολα χαράσσεται άπό μεμονωμένες διακρίσεις, άλλά μάλλον άπό τήν πρόθεση: άν ή συνείδηση, θεωρητικά καί στίς πρακτικές συνέπειες, υποστηρί ζει καί θέλει νά ένισχύσει τήν ταυτότητα ώς κάτι έσχατο καί απόλυτο ή τήν άντιλαμβάνεται ώς οικουμενικό καταναγκασμό, ό όποιος σέ τελική άνάλυση είναι όντως άπαραίτητος γιά νά ξεφύ-
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
183
γουμε από τόν οικουμενικό καταναγκασμό. όπως ακριβώς καί ή ελευθερία μπορεί νά γίνει πραγματική μόνο διαμέσου τού εκπο λιτιστικού καταναγκασμού καί δχι ώς retour à la nature . Στην ολότητα πρέπει νά άντιταχθεϊ κανείς άποδεικνύοντας τή μη ταυ τότητα μέ τόν εαυτό της. την όποια σύμφωνα μέ τήν εννοιά της δέν παραδέχεται. Αύτή είναι ή άφετηρία τής άρνητικής διαλε κτικής. πού τη συνδέει μέ τίς ύπερκείμενες κατηγορίες τής φιλο σοφίας τής ταυτότητας. Κατ’ αύτά παραμένει καί αυτή ψευδής, ύπακούοντας στή λογική τής ταυτότητας, δηλαδή είναι ή ίδια αύτό πού ώς σκέψη έπικρίνει. Πρέπει νά διορθωθεί στήν κριτική πορεία της, ή όποία προσβάλλει έκείνες τίς εννοιες πού τυπικά πραγματεύεται σάν νά ήταν καί γι' αύτή άκόμη οί πρώτες. Ένα πράγμα είναι άν ή σκέψη, αναγκασμένη από τή μορφή άπό τήν όποία δέν γλυτώνει καμμιά σκέψη, συμμορφώνεται μέ évtaîo τρόπο καί γιά λόγους αρχής προκειμένου νά άρνηθεί άπό μέσα τήν αξίωση γιά ενότητα δομής πού έγείρει ή παραδοσιακή φιλο σοφία - καί άλλο πράγμα είναι άν αύτή ή μορφή τής ενότητας επιβάλλεται από μόνη της. άν άπό τήν πρόθεσή της μετατρέπεται σέ πρώτη αρχή. Στόν ιδεαλισμό τό περιεχόμενο τής εντελώς τυπικής αρχής τής ταυτότητας, λόγω τής τυπικοποίησής της.ήταν ή κατάφαση. Τό δείχνει μέ αθώο τρόπο ή όρολογία: οί απλές αποφαντικές προτάσεις άποκαλούνται καταφατικές. Τό συνδε τικό ρήμα λέει: έτσι είναι, δχι αλλιώς· ή πράξη197 τής σύνθεσης πού αντιπροσωπεύει δηλώνει ότι δέν πρέπει νά είναι αλλιώς, διότι τότε δέν θά είχε πραγματοποιηθεί. Σέ κάθε σύνθεση εργά ζεται ή βούληση γιά ταυτότητα· ώς a priori. εγγενές στή βούληση πρόβλημα τής σκέψης, ή σύνθεση έμφανίζεται θετική καί επιθυ μητή : τό υπόστρωμα τής σύνθεσης είναι κατ’ αύτά συμφιλιωμένο μέσω τής ίδιας μέ τό εγώ καί κατά συνέπεια είναι καλό. Αύτό επιτρέπει τότε αμέσως τό ήθικό ζητούμενο, τήν έπιθυμία νά ύποκύψει τό ύποκείμενο στό έτερόνομό του ξέροντας ήδη ότι τό πράγμα είναι δική του ύπόθεση. Ή ταυτότητα είναι ή πρώτη μορφή ιδεολογίας1 . ’Απολαμβάνεται ώς εξομοίωση μέ τό καταπιεζόμενο μέσα της πράγμα· ή εξομοίωση ήταν πάντοτε καί
184
ΛΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΉΣ ΣΚΕΨΗΣ
υποδούλωση στους στόχους έπιβολής καί κατ’ αυτό ή αντίφασή της. Μετά τούς Ανεκδιήγητους μόχθους πού πρέπει νά κατέβαλε τό Ανθρώπινο γένος γιά νά έγκαθιδρύσει καί Απέναντι στόν έαυτό του τήν πρωτοκαθεδρία τής ταυτότητας, αυτή νιώθει Αγαλ λίαση καί απολαμβάνει τή νίκη της ώς χαρακτηριστικό τού ύπερνικημένου πράγματος: αύτό πού έπαθε τό πράγμα ή 'ίδια πρέπει νά τό παρουσιάζει ώς τό «καθ’ έαυτό» της. Ή ιδεολογία όφείλει την αντοχή της απέναντι στό διαφωτισμό στη σχέση συνενοχής μέ την ταυτιστική σκέψη: μέ τή σκέψη γενικά. Ή ιδεολογική της πλευρά φαίνεται Από τό γεγονός ότι ποτέ δέν εκπληρώνει τή διαβεβαίωση πώς τό μη εγώ είναι τελικά τό εγώ* όσο πιό πολύ τό εγώ συλλαμβάνει τό μη εγώ. τόσο πληρέστερα διαπιστώνει ότι έχει ύποβιβασθεϊ τό ϊδιο σέ Αντικείμενο. *Η ταυτότητα γίνε ται κρίνουσα αρχή στην υπηρεσία μιας διδασκαλίας τής προσαρ μογής, στην όποια τό Αντικείμενο, σύμφωνα μέ τό οποίο τό ύποκείμενο πρέπει νά ρυθμίζει τή στάση του, βάζει τό υποκείμενο νά πληρώσει γι’ αύτά πού τού έκανε. Πρέπει νά λογικευθεί σέ πείσμα τού Λόγου του. Γι’ αυτόν το λόγο ή κριτική τής ιδεολο γίας δέν είναι κάτι περιφερειακό ή ένδοεπιστημονικό, πού πε ριορίζεται στό Αντικειμενικό πνεύμα καί τά προϊόντα τού ύποκειμενικού πνεύματος.αλλά κάτι κεντρικό στή φιλοσοφία: κριτι κή τής ίδιας τής συστατικής συνείδησης. Ή δύναμη τής συνείδησης μπορεί νά προσεγγίσει καί τήν αυτα πάτη της. Είναι ορθολογικά διακριτό πού ή Αχαλίνωτη όρθολογικότητα, καθώς δραπετεύει Από τόν έαυτό της. γίνεται ψευδής, μετατρέπεται πραγματικά σέ μυθολογία. Ό ορθός λόγος γίνεται Ανορθολογικός Από τή στιγμή πού στήν αναγκαία συνέχεια τής πορείας του παραγνωρίζει ότι ή εξαφάνιση τού -έσω Αραιωμέ νου- ύποστρώματός του είναι δικό του προϊόν, έργο τής δικής του αφαιρετικής διαδικασίας. Όταν ή σκέψη ακολουθεί χωρίς συνείδηση τόν νόμο κίνησής της, στρέφεται κατά τού νοήματος της. κατά τού Αντικειμένου τής σκέψης, τό όποιο παρεμποδίζει τή φυγή τών ύποκειμενικών προθέσεων. Ή υπαγόρευση τής
ΑΥΤΟΓΓΟΧΛΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΚΙΞΨΜΣ
185
αύτάρκειάς της καταδικάζει τη σκέψη νά μείνει κενή· αύτό τό κενό μετατρέπεται τελικά, υποκειμενικά, σέ βλακεία καί πρωτο γονισμό. Ή έπαναστροφή τής συνείδησης σέ παλαιότερες βαθμί δες είναι αποτέλεσμα τής έλλειψης αύτοπερισυλλογής της. Αύτός ό αύτοστοχασμός μπορεί ακόμη νά άποκαλυψει τί κρύβε ται πίσω από την αρχή τής ταυτότητας, άλλά χωρίς τήν ταύτιση είναι αδύνατον νά σκεφθοΰμε* κάθε καθορισμός είναι ταύτιση. Προσεγγίζει όμως καί αύτό πού είναι τό ίδιο τό αντικείμενο ως μή ταυτόσημο· χαράσσοντάς το θέλει νά χαραχθεί άπό αύτό. Στά κρυφά ή μή ταυτότητα είναι ό τελικός στόχος τής ταύτισης, αύτό πού πρέπει νά διασωθεί, νά άπομείνει άπό τήν ίδια* τό λά θος τής παραδοσιακής σκέψης είναι ότι θεωρεί τήν ταυτότητα στόχο της. Ή δύναμη πού διαλύει τή φαινομενικότητα τής ταυ τότητας είναι ή δύναμη τής ίδιας τής σκέψης: ή εφαρμογή τής απόφανσής της «αύτό είναι» κλονίζει τήν παραταύτα άπαραίτητη μορφή της. Διαλεκτικό χαρακτήρα έχει ή γνώση τού μή ταυ τόσημου καί καθόσον αύτή ακριβώς ταυτίζει, καί μάλιστα περισ σότερο καί διαφορετικά άπό όσο τό πράττει ή ταυτιστική σκέψη. Θέλει νά πει τί είναι κάτι, ενώ ή ταυτιστική σκέψη λέει πού ύπάγεται κάτι, τίνος είναι δείγμα ή άντιπρόσωπος. δηλαδή αύτό πού τό ίδιο δέν είναι. Ή ταυτιστική σκέψη άπομακρύνεται άπό τήν ταυτότητα του άντικειμένου της τόσο περισσότερο όσο πιό αδυ σώπητα τό στριμώχνει. Ή ταυτότητα δέν εξαφανίζεται λόγω τής κριτικής της· άλλάζει ποιοτικά. Στοιχεία συγγένειας μεταξύ τού άντικειμένου καί τής σκέψης του ζούν μέσα της. 'Ύβρις είναι ότι υπάρχει ταυτότητα, ότι τό πράγμα ως τέτοιο άντιστοιχεϊ στήν έννοιά του. Αλλά τό Ιδανικό της δέν θά μπορούσε απλώς νά άπορριφθεϊ: μέσα στήν κατηγορία ότι τό πράγμα δέν είναι ταυ τόσημο μέ τήν έννοια ζεί καί ή λαχτάρα τής έννοιας νά γίνει ταυ τόσημη μέ τό πράγμα. Μέ αύτόν τόν τρόπο ή συνείδηση τής μή ταιπότητας διατηρεί τήν ταυτότητα. Ασφαλούς ή παραδοχή τής ταυτότητας, άκόμη καί στήν τυπική λογική, είναι τό ιδεολογικό στοιχείο τής καθαρής σκέψης. Στήν 'ίδια όμως ενυπάρχει καί τό στοιχείο άλήθειας που εμπεριέχει ή ιδεολογία, ή οδηγία νά μήν
ΙΚΤι
ΛΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
υπάρχει αντίφαση, νά μην ύπαρχει άνταγωνισμός. ’Ήδη στην άπλή ταυτιστική κρίση τό στοιχείο τού πραγματισμού, τής ύποταγής της φύσης, συνοδεύεται άπό ένα ουτοπικό συστατικό. Τό Α πρέπει νά είναι αύτό πού δεν είναι άκόμη. Μιά τέτοια έλπίδα συνδέεται άντιφατικά μέ τό σημείο στό όποιο έχει διαρρηχΟεί ή μορφή τής άποφαντικής ταυτότητας. Ή φιλοσοφική παράδοση είχε γι’ αύτό τή λέξη Ιδέες. Αύτές δέν είναι χωριστές (χωρίς), δέν είναι όμως ούτε κενός ήχος, άλλά άρνητικά σημεία. Ή αναλήθεια κάθε επιτηδευμένης ταυτότητας είναι μιά αντίστροφη μορφή τής άλήθειας. Οί ιδέες ζούν στίς σπηλιές ανάμεσα σέ αύτό πού τά πράγματα φιλοδοξούν νά είναι καί αύτό πού είναι. Ή ούτοπία θά βρισκόταν πάνω άπό τήν ταυτότητα καί πάνω άπό τήν άντίφαση. μιά συνύπαρξη των διαφορετικών. Γιά χάρη τής καθρε φτίζεται ή ταύτιση έτσι δπως ή γλώσσα χρησιμοποιεί τή λέξη έξω άπό τή λογική, ή όποια δέν μιλάει γιά τήν ταύτιση ενός άντικειμένου, άλλά γιά μιά ταύτιση μέ άνθρώπους καί πράγματα. Ή ελληνική έριδα, άν τό δμοιο ή τό άνόμοιο γνωρίζει τό όμοιο199, θά μπορούσε νά λυθεί μόνο διαλεκτικά. Άν στή θέση δτι μόνο τό δμοιο είναι ικανό νά γνωρίσει τό δμοιο συνειδητοποιηθεί τό άνεξάλειπτο στοιχείο τής μίμησης σέ κάθε γνώση καί σέ δλη τήν άνθρώπινη πρακτική, μιά τέτοια συνειδητοποίηση όδηγεί στήν άναλήθεια. άν ή συγγένεια, πού ως άνεξάλειπτη είναι ταυτόχρο να πολύ μακρινή, θέσει τόν έαυτό της θετικά. Στή γνωσιολογία προκύπτει άπό μιά τέτοια θέση άναπόφευκτα τό έσφαλμένο συμπέρασμα δτι τό άντικείμενο είναι ύποκείμενο. Ή παραδο σιακή φιλοσοφία νομίζει πώς γνωρίζει τό άνόμοιο κάνοντάς το όμοιο της, ενώ στήν πραγματικότητα έτσι γνωρίζει μόνο τόν έαυτό της. ’Ιδέα μιάς διαφορετικής φιλοσοφίας θά ήταν νά συ νειδητοποιεί τό δμοιο καθορίζοντάς το ως άνόμοιο της. - Τό στοιχείο τής μή ταυτότητας στήν ταυτιστική κρίση είναι χωρίς άλλο κατανοητό καθόσον κάθε μεμονωμένο άντικείμενο ύπαγόμενο σέ μιά κατηγορία έχει χαρακτηριστικά πού δέν περιλαμβά νονται στόν όρισμό τής κατηγορίας του200. Στήν περίπτωση μιάς πιό έμφαντικής έννοιας, πού δέν είναι άπλώς μιά ένότητα γνωρι-
ΑΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
187
σμάτων τών έπιμέρους αντικειμένων άπό τά όποια είχε εξαχθεί αφαιρετικά, ισχύει ώστόσο καί τό άντίθετο. Ή κρίση ότι κάποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος άναφέρεται. αν τή νοήσουμε έμφαντικά. στην έννοια τής ελευθερίας. Αυτή ή έννοια είναι κάτι περισ σότερο άπό όσα λέγονται γι’ αυτόν τόν άνθρωπο, όπως καί αυτός, βάσει άλλων προσδιορισμών, είναι κάτι περισσότερο άπό τήν έννοια τής έλευθερίας του. Ή έννοιά της δέν λέει μόνον ότι μπορεί νά έφαρμοσθεί σέ όλους τους μεμονωμένους άνθρώπους πού ορίζονται ως ελεύθεροι. Τήν τρέφει ή ιδέα γιά μιά κατάστα ση στήν όποια τά άτομα θά είχαν ποιοτικές ιδιότητες οί όποιες έδώ καί σήμερα δέν θά μπορούσαν νά άποδοθούν σέ κανένα άτομο. 'Όταν έγκωμιάζεται ένας άνθρωπος ως ελεύθερος, ή ιδι αιτερότητα βρίσκεται στό υπονοούμενο, τό γεγονός 6τι τού άποδίδεται κάτι άδύνατο επειδή φανερώνεται σέ αύτόν* αυτό τό έμφανές καί ταυτόχρονα κρυφό στοιχείο είναι ή ψυχή κάθε ταυτιστικής κρίσης πού άξίζει τόν κόπο. Ή έννοια τής έλευθερίας υστερεί έναντι τού έαυτού της μόλις έφαρμοσθεί έμπειρικά. Δέν είναι τότε ούτε ή ϊδια αύτό πού λέει. Επειδή όμως πρέπει νά είναι πάντοτε καί έννοια όσων περιλαμβάνει, πρέπει νά άντιπαρατεθεί μέ αύτά. Μιά τέτοια άντιπαράθεση τήν κάνει νά έλθει σέ αντίθεση πρός τόν εαυτό της. Κάθε απόπειρα νά άποκλεισθεί. μέ τή βοήθεια ένός απλώς τιθέμενου, «χειριστικού» όρισμού. άπό τήν έννοια τής έλευθερίας αύτό πού ή φιλοσοφική όρολογία άποκάλεσε κάποτε ιδέα τής έλευθερίας θά υποβίβαζε αυθαίρετα αύτή τήν έννοια, θέλοντας νά τήν κάνει χρηστική, σέ σύγκριση μέ αύτό πού έννοεϊ. Τό έπιμέρους είναι τόσο κάτι περισσότερο όσο καί κάτι λιγότερο άπό τόν γενικό όρισμό του. Επειδή όμως μόνο μέ τήν άρση τής άντίφασης, δηλαδή μέ τήν έπίτευξη τής ταυτότη τας μεταξύ τού ειδικού καί τής έννοιάς του. θά έβρισκε τόν εαυ τό του τό ειδικό καί όρισμένο. τό άτομο δέν ένδιαφέρεται μόνο νά διατηρήσει έκεϊνο πού τού άφαιρεί ή γενική έννοια, άλλά θέ λει νά έχει καί έκεϊνο τό περισσότερο τής έννοιας σέ σύγκριση μέ τήν ένδειά του. Μέχρι σήμερα τό έμπειράται ο>ς δική του άρνητικότητα. Τό νοηματικό περιεχόμενο τής άντίφασης μεταξύ τού
188
II ΑΝ'ΓΙΚΒΙΜΚΝΙΚΟΊΉΤΑ ΤΙΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΗΣ
γενικού καί τού ειδικού είναι ότι ή ατομικότητα δέν υπάγει ακόμη καί κατά συνέπεια είναι κακή όπου εγκαθίσταται. Ταυτό χρονα ή προαναφερόμενη αντίφαση ανάμεσα στην έννοια τής ελευθερίας καί τήν πραγματοποίηση της σημαίνει καί τήν ανε πάρκεια τής έννοιας· οί δυνατότητες τής έλευθερίας απαιτούν νά ασκηθεί κριτική στήν κατάσταση στήν όποια τήν έφερε ή Αναπό φευκτη τυπικοποίησή της. Μιά τέτοια Αντίφαση δέν είναι ένα υποκειμενικό σφάλμα τής σκέψης· ή αντικειμενική αντιφατικότητα είναι τό έξοργιστικό στοιχείο τής διαλεκτικής, προπάντων γιά τήν κυρίαρχη σήμερα, όπως καί τήν έποχή τού Χέγκελ. φιλοσοφία τού στοχασμού201. Γιά τούς επικριτές της είναι ασυμβίβαστη μέ τήν απολύτως ίσχύουσα λογική καί πρέπει νά εξαλείφεται Από τήν τυπική εσω τερική συνεκτικότητα τής κρίσης. Όσο ή κριτική τού κανόνα τής εσωτερικής συνεκτικότητας παραμένει Αφηρημένη. ή Αντικειμε νική αντίφαση θά ήταν Απλώς μιά πολύ φιλόδοξη έκφραση γιά τό γεγονός ότι ό υποκειμενικός έννοιολογικός εξοπλισμός, κρί νοντας ένα έπιμέρους όν. ύποστηρίζει αναπόφευκτα τήν αλήθεια τής κρίσης του, ενώ αύτό τό όν συμφωνεί μέ τήν κρίση μόνο κα θόσον είναι ήδη προδιαμορφωμένο στους όρισμούς τών εννοιών από τήν αποφαντική ανάγκη. Αύτό θά μπορούσε νά τό ενσωμα τώσει εύκολα ή προηγμένη λογική τής φιλοσοφίας τού στοχα σμού. Όμως ή Αντικειμενική αντιφατικότητα δέν δηλώνει μόνον δ.τι από τό όν μένει έξω από τήν κρίση, αλλά καί κάτι Από τήν ίδια τήν κρίση, διότι ή κρίση εννοεί πάντοτε τό κρινόμενο όν πέ ρα Από εκείνο τό μερικό στοιχείο πού περικλείει ή κρίση* διαφο ρετικά. σύμφωνα μέ τήν πρόθεσή της. θά ήταν περιττή. Καί σέ αυτήν ακριβώς τήν πρόθεση δέν ανταποκρίνεται. Τό αρνητικό στοιχείο τής φιλοσοφίας τής ταυτότητας διατήρησε τή δύναμή του· κανένα μερικό στοιχείο δέν είναι Αληθινό, κανένα δέν είναι ταυτόσημο μέ τόν εαυτό του. όπως αξιώνει ή μερικότητά του. Ή διαλεκτική αντίφαση δέν είναι ούτε απλώς μιά προβολή Αποτυ χημένης έννοιολογίας πάνω στό αντικείμενο ούτε μιά μεταφυσι κή πού τήν κατέλαβε Αμόκ. Ή εμπειρία αρνεϊται νά διευθετήσει
Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ Τ1ΙΣ ΑΝΤΙΨΑΣΜΣ
IX«
στην ένότητα τής συνείδησης τίς τυχόν έμφανιζόμενες άντκράσεις. Λόγου χάρη μιά άντίφαση δπως αύτή ανάμεσα στόν προο ρισμό πού τό άτομο θεωρεί δικό του και εκείνον πού του έπιβάλλει ή κοινωνία, όταν θέλει νά κερδίσει τά πρός τό ζήν. δηλαδή τό «ρόλο» του. δεν μπορεί χωρίς μεθοδεύσεις, χωρίς την παρεμ βολή πενιχρών ύπερκείμενων εννοιών, οί όποιες εξαφανίζουν τίς ούσιαστικές διαφορές2"*, νά ύπαχθεί σέ καμμιά ένότητα· τό ίδιο ισχύει γιά την άντίφαση ότι ή άρχη τής ανταλλαγής, ή όποια στην ύφιστάμενη κοινωνία αύξάνει τίς παραγωγικές δυνάμεις, ταυτό χρονα άπειλεϊ τίς ίδιες όλο καί πιό πολύ μέ την καταστροφή. Ή ύποκειμενική συνείδηση πού δέν μπορεί νά ανεχθεί τήν άντίφαση περιέρχεται σέ άπόγνωση καθώς είναι άναγκασμένη νά έπιλέξει. "Η πρέπει νά στυλιζάρει τήν άντίθετή της πορεία τού κόσμου ως δήθεν άρμονική καί. μολονότι πρέπει νά γνωρίζει, νά ύπακούσει ώς ετερόνομη σέ αύτή τήν πορεία ή. παραμένοντας πεισματικά πιστή στόν όρισμό της. νά συμπεριφερθεί σάν νά μήν ύπήρχε καμμιά πορεία τού κόσμου καί νά καταστραφεϊ άπό αύτήν. Τήν άντικειμενική άντίφαση καί τίς έκπορεύσεις της δέν μπορεί άπό μόνη της νά τήν άπαλείψει μεθοδεύοντας έννοιολογικά παιχνί δια. Μπορεί όμως νά τήν κατανοήσει* όλα τά άλλα είναι μάταια διαβεβαίωση. Αύτή ή άντίφαση είναι περισσότερο βαρύνουσα άπό όσο ήταν γιά τόν Χέγκελ. ό όποιος τήν έβαλε πρώτος στό στόχαστρο. Άλλοτε ήταν φορέας όλικής ταύτισης, τώρα γίνεται όργανο πού κάνει αύτή τήν ταύτιση άδύνατη. Ή διαλεκτική γνώ ση δέν πρέπει, όπως διατείνονται οί άντίπαλοί της. νά κατα σκευάζει άπό πάνω άντιφάσεις καί μέ τή διάλυσή τους νά προ χωρεί πιό πέρα, άν καί ή Λογική τού Χέγκελ μερικές φορές άκολουθεί αύτήν τή διαδικασία. Καθήκον της είναι άπεναντίας νά εξετάζει τήν άναντιστοιχία μεταξύ σκέψης καί πράγματος· νά διαπιστώνει αύτή τήν άναντιστοιχία πάνω στό άντικείμενο. Τήν κατηγορία ότι τή διακατέχει ή έμμονη ιδέα τού άντικειμενικού ανταγωνισμού, ενώ τό πράγμα σύμφωνα μέ τούς άντιπάλους έχει βρεί τήν ειρήνη του. ή διαλεκτική δέν έχει λόγους νά τή φοβάται· κανένα έπιμέρους στοιχείο δέν βρίσκει τήν ειρήνη του
μέσο στό άνεψήνευτο ολον. Οί άπορητικές έννοιες τής φιλοσο φίας είναι σημάδια του αντικειμενικά καί όχι απλώς άπό τη σκέ ψη άλυτου. Όποιος χρεώνει τίς άντιφάσεις στην αδιόρθωτη θεωρητική-είκοτολογική ίσχυρογνωμοσύνη μετατοπίζει άπλώς τό φταίξιμο. Ή αιδώς έπιβάλλει στή φιλοσοφία νά μην άπωθεί τήν αλήθεια τού Γκέοργκ Ζίμμελ ότι είναι έκπληκτικό πόσο λίγο ή ιστορία της άφήνει νά φανούν τά παθήματα τής άνθρωπότητας. Ή διαλεκτική άντίφαση δέν «ύπάρχει» άπλώς. άλλά έχει μιά ενδιάθετη τάση -ένα ύποκειμενικό στοιχείο-, πού φαίνεται άπό τό γεγονός ότι παραμένει αμετάπειστη- μέ αυτή τήν πρόθεση ή διαλεκτική αποβλέπει στό διαφορετικό. Ή διαλεκτική κίνηση παραμένει φιλοσοφική ώς αύτοκριτική τής φιλοσοφίας. Επειδή τό όν δέν υπάρχει ώς άμεσο, άλλά μόνο διαμέσου τής έννοιας, θά έπρεπε νά άρχίζει κανείς άπό τήν έννοια καί όχι άπό τό άπλό δεδομένο. Ή έννοια τής ίδιας τής έννοιας έγινε προβληματική. 'Όπως καί ό άνορθολογιστικός της άντίποδας. ή διαίσθηση, έχει ώς έννοια άρχάίκά χαρακτηριστικά, πού δια σταυρώνονται μέ τά όρθολογικά* είναι λείψανα μιάς στατικής σκέψης καί ένός στατικού γνωσιολογικού ιδανικού μέσα στή δυναμικοποιημένη συνείδηση. Ή ένύπαρκτη αξίωση τής έννοιας είναι ό άμετάβλητος χαρακτήρας της. πού βάζει τάξη, ενώ αυτά πού περιλαμβάνει μεταβάλλονται. Αυτή τήν άλλαγή δέν θέλει νά τήν παραδεχθεί ή μορφή τής έννοιας, οπότε είναι καί κατ’ αύτό «ψευδής». Στή διαλεκτική ή σκέψη ένίσταται κατά τών άρχαϊσμών τής ’ίδιας της τής έννοιολογίας. Ή έννοια καθ’ έαυτήν ύποστασιοποιεΐ. άνεξάρτητα άπό όποιοδήποτε περιεχόμενο, την ίδια τους τη μορφή άπέναντι στά περιεχόμενα. Κατά συνέπεια ύποστασιοποιεί όμως καί τήν άρχή τής ταυτότητας: ότι μιά κα τάσταση πραγμάτων υπάρχει καθ’ έαυτήν. ώς κάτι στέρεο καί μόνιμο, ενώ αύτό υποστηρίζεται μόνο γιά πρακτικούς νοητικούς λόγους. Ή ταυτιστική σκέψη άντικειμενοποιεί μέσω τής λογικής ταυτότητας τής έννοιας. Σύμφωνα μέ τήν υποκειμενική της πλευρά ή διαλεκτική καταλήγει νά σκέφτεται έτσι ώστε ή μορφή τής σκέψης νά μή μετατρέπει πιά τά άντικείμενά της σέ άμετά-
ZEKINHMA ΛΠΟ THN ΕΝΝΟΙΑ
IVI
βλητα καί πάντοτε δμοια μέ τόν εαυτό τους· τόν Ισχυρισμό ότι παραμένουν τά ίδια τόν καταρρίπτει ή εμπειρία. Πόσο ασταθής είναι ή ταυτότητα τού σταθερού, όπως τή διδάσκει ή παραδο σιακή φιλοσοφία, μπορούμε νά τό μάθουμε παρατηρώντας τόν εγγυητή της. τήν ατομική συνείδηση τού ανθρώπου. Ός γενικά προσχεδιασμένη ενότητα άποτελεϊ σύμφωνα μέ τόν Κάντ τό θε μέλιο κάθε ταυτότητας. Πραγματικά ένας άνθρωπος ώριμης ηλι κίας. άν έζησε από νωρίς ως ένα βαθμό συνειδητά, κοιτάζοντας πίσω του θά θυμηθεί καθαρά τό απόμακρο παρελθόν του. Αύτό δημιουργεί ενότητα, όσο εξωπραγματική καί άν τού φαίνεται ή παιδική του ήλικία πού τού διαφεύγει. Σέ αυτή τήν έξωπραγματικότητα όμως τό εγώ πού θυμάται κανείς, αύτό πού ήταν ό ίδιος καί δυνητικά είναι καί πάλι ό εαυτός του. γίνεται ένας άλλος, ένας ξένος, πού πρέπει νά τόν δούμε άποσπασμένον. Μιά τέτοια άμφιρρέπεια μεταξύ ταυτότητας καί μή ταυτότητας διατηρείται ακόμη καί στή λογική προβληματική τής ταυτότη τας. Ή ειδική γλώσσα θά τή χαρακτήριζε μέ τόν γνωστό τύπο ταυτότητα στή μή ταυτότητα. Κατ’ άρχάς θά έπρεπε νά άντιτάξει τή μή ταυτότητα στήν ταυτότητα. Μιά τέτοια απλώς τυπική άντιστροφή θά άφηνε ωστόσο περιθώρια γιά τήν ύπουλη κατη γορία ότι ή διαλεκτική είναι παρά τίς διαβεβαιώσεις γιά τό αντί θετο prima philosophia ως «prima dialéctica»211. Ή στροφή πρός τό μή ταυτόσημο άποδεικνύει τήν αξία της στήν πρακτική εφαρ μογή της· άν παρέμενε απλώς διακήρυξη, θά αύτοακυρωνόταν. Στίς παραδοσιακές φιλοσοφίες, άκόμη καί όπου, σύμφωνα μέ τόν Σέλλινγκ. κατασκεύαζαν, ή κατασκευή ήταν κατά βάθος μιά άνακατασκευή ή οποία δέν ανεχόταν ό,τι οί ίδιες δέν είχαν ήδη χωνέψει. Ερμηνεύοντας άκόμη καί τό έτερογενές ως ομοιογενές μέ τόν εαυτό τους, τελικά ώς πνεύμα, τό έκαναν πάλι όμοιο, ταυτόσημο, αύτοαναπαραγόμενες μέ μιά γιγαντιαία αναλυτική κρίση χωρίς νά άφήνουν περιθώρια γιά τό ποιοτικά νέο. 'Έχει εμπεδωθεί ή νοητική συνήθεια σύμφωνα μέ τήν όποια χωρίς μιά τέτοια δομή ταυτότητας ή φιλοσοφία είναι αδύνατη καί θρυμμα τίζεται σέ μιά σκέτη συνύπαρξη διαπιστώσεων. Ακόμη καί μιά
ιν:
ΪΥΝΘΕ1ΙΙ
άπλή προσπάθεια τής φιλοσοφικής σκέψης νά στραφεί πρός τό μή ταυτόσημο άντί πρός την ταυτότητα είναι κατ’ αυτά παράλο γη. καθώς υποτίθεται ότι a priori περιορίζει τό μή ταυτόσημο στην έννοια του καί τό ταυτίζει μέ αύτήν. Τέτοιες πειστικές σκέ ψεις είναι πάρα πολύ ριζοσπαστικές, κατά συνέπεια είναι πολύ λίγο ριζοσπαστικές, όπως συνήθως τά ριζοσπαστικά έρωτήματα. Ή μορφή τής ακούραστης αναδρομής, στην όποια μαίνεται ένα είδος παροτρυντικού έργασιακοϋ ήθους, υποχωρεί όλο καί πε ρισσότερο άπό αυτό πού πρέπει νά άποκαλυφθεί καί τό αφήνει ανενόχλητο. Ή κατηγορία τής ρίζας, τής προέλευσης είναι καί αύτή κυριαρχική, μιά επικύρωση αύτού πού είναι πρώτος στή σειρά, επειδή ήλθε πρώτος, τού αυτόχθονος απέναντι στό μετα νάστη. τού μόνιμα εγκατεστημένου άπέναντι στόν μετακινούμε νο. Αύτό πού δελεάζει, επειδή δέν θέλει νά κατευνασθεϊ άπό τό παράγωγο τού πρωταρχικού, τήν ιδεολογία, είναι μέ τή σειρά του μιά ιδεολογική αρχή. Στην πρόταση τού Κάρλ Κράους, πού άκούγεται συντηρητική. «ή προέλευση είναι ό στόχος» εκφράζε ται καί κάτι πού ό ’ίδιος μάλλον δέν εννοούσε: ή έννοια τής προ έλευσης θά έπρεπε νά άποβάλει τήν άρνητική καί στατική της ούσία. Δέν θά έπρεπε νά έπιστρέψει ό στόχος στήν προέλευση, τήν πρωταρχή. τό φάντασμα τής καλής φύσης, άλλά ή προέλευ ση θά έπρεπε νά περιέλθει μόνο στό στόχο, νά συσταθεί μόνο μέ βάση τό στόχο. Προέλευση ύπάρχει μόνο στή ζωή τού έφήμερου. Ώς ίδεαλιστική ήταν καί ή διαλεκτική μιά φιλοσοφία τών απαρχών τής προέλευσης. Ό Χέγκελ τήν παρομοίαζε μέ τόν κύ κλο. Ή επιστροφή τού αποτελέσματος τής κίνησης στήν αφετη ρία της ακυρώνει τό αποτέλεσμα θανάσιμα: αύτό στόχευε στήν πλήρη αποκατάσταση τής ταυτότητας υποκειμένου καί αντικει μένου. Τό γνωσιολογικό της όργανο λεγόταν σύνθεση204. Αύτή δέν πρέπει νά ύποβληθεί σέ κριτική ώς μεμονωμένη νοητική πράξη, ή όποια συνενώνει τά χωριστά στοιχεία στή σχέση πού δημιουργεί, άλλά ώς κατευθυντήρια καί κορυφαία ιδέα. Στή γενικότερη χρήση της ή έννοια τής σύνθεσης, τής δόμησης άντί τής άποσύνθεσης. έλαβε στό μεταξύ όλοφάνερα εκείνο τό νοη
ματικό περιεχόμενο πού στην εφεύρεση μιας δήθεν ψυχο-σύνθεσης σε αντίθεση πρός την ψυχανάλυση έκφράσθηκε ίσως μέ τόν πιό αηδιαστικό τρόπο· μιά ύπερευαισθησία άρνείται νά εκφέρει τη λέξη σύνθεση. Ό Χέγκελ τη μεταχειρίζεται πολύ πιό σπάνια άπό όσο θά περίμενε κανείς βάσει τού τριμερούς σχή ματος. τό μηχανικό κροτάλισμα τού όποιου άποκάλυψε ό ίδιος. Αυτή ή αποκάλυψη πρέπει νά άνταποκρινόταν στήν πραγματι κή δομή τής σκέψης του. Υπερτερούν οί καθορισμένες αρνήσεις τών στοχευόμενων άπό πολύ κοντά καί τών στρεφόμενων πρός τή μία καί τήν άλλη μεριά εννοιών. Αύτό πού σέ τέτοιους δια λογισμούς χαρακτηρίζεται τυπικά ώς σύνθεση μένει πιστό στήν άρνηση, καθόσον μέσα σέ αύτήν πρέπει νά διασώζεται εκείνο πού κάθε φορά ύπέκυπτε στήν προηγούμενη κίνηση τής έννοι ας. Ή έγελιανή σύνθεση είναι πάντοτε μιά κατανόηση τής ανε πάρκειας αυτής τής κίνησης, τρόπον τινά τού κόστους παρα γωγής της. Σχεδόν συνειδητοποίησε τήν αρνητική ούσία τής διαλεκτικής λογικής πού άνέπτυξε λεπτομερώς, καί μάλιστα νωρίς, στήν Εισαγωγή τής Φαινομενολογίας. Ή επιταγή της, νά κοιτάζει κανείς καθαρά, τρόπον τινά μόνο δεκτικά, κάθε έννοια μέχρι νά κινηθεί ή ίδια δυνάμει τού νοήματος της. δηλαδή τής ταυτότητάς της. μέχρι νά γίνει μή ταυτόσημη μέ τόν εαυτό της. είναι μιά αναλυτική καί όχι συνθετική έντολή. Ή στατική τών εννοιών πρέπει, γιά νά άνταποκριθούν στίς άπαιτήσεις τους, νά άποδεσμεύσει τή δυναμική τους, παρόμοια μέ τήν ανακατω σούρα μέσα σέ μιά σταγόνα νερού κάτω άπό τό μικροσκόπιο. IV αυτόν τό λόγο ή μέθοδος λέγεται φαινομενολογία, μιά παθη τική σχέση πρός τό φαινόμενο. "Ηδη στόν Χέγκελ αύτή ή μέθο δος ήταν αύτό πού ό Μπένγιαμιν άποκάλεσε διαλεκτική σέ στασιμότητα καί είχε προχωρήσει πολύ πέρα άπό εκείνα πού έκατό χρόνια άργότερα εμφανίσθηκαν ώς φαινομενολογία. Δια λεκτική σημαίνει άντικειμενικά τό σπάσιμο τού καταναγκασμού γιά ταυτότητα μέ τή βοήθεια τής ενέργειας πού άποθηκεύθηκε σέ αυτόν καί παγιώθηκε στίς άντικειμενοποιήσεις του. Αύτό έπιβλήθηκε έν μέρει στό έργο τού Χέγκελ παρά τήν πρόθεσή
144
ΣΥΝ Θ Ε ΣΗ
του. καθώς ό ίδιος δεν μπορούσε ασφαλώς νά παραδεχθεί την άναλήθεια τού καταναγκασμού γιά ταυτότητα. Καθώς ή έννοια αντιλαμβάνεται δτι δέν είναι ταυτόσημη μέ τόν έαυτό της καί ότι μέσα της κινείται, όδηγεί. καθώς δέν είναι πιά άπλώς αυτή ή ϊδια. στό Άλλο705, σύμφωνα μέ την όρολογία τού Χέγχελ, χωρίς νά τό άπορροφά. Καθορίζεται από αυτό πού είναι έξω άπό την ϊδια. διότι δέν εξαντλείται στό δικό του. Ώς αυτή ή ϊδια δέν είναι μόνον αύτή ή ϊδια. Όπου ό Χέγκελ στήν Επιστήμη τής λο γικής πραγματώνεται τή σύνθεση τής πρώτης τριάδας, τό γίγνεσθαι206 207. άφού ταύτισε αμοιβαία τό είναι καί τό τίποτε ώς εντελώς κενά καί χωρίς προσδιορισμούς, προσέχει τή διαφορά πού δηλώνει ή απόλυτη διαφορετικότητα τής λεκτικής σημασίας τών δύο εννοιών. Τονίζει τήν παλαιότερη διδασκαλία του δτι γιά ταυτότητα μπορούμε νά μιλάμε μέ νόημα, δηλαδή δχι άπλώς ταυτολογικά. μόνο μεταξύ μή ταυτόσημων: μόνον ώς ταυτισμένα μεταξύ τους, βάσει τής σύνθεσής τους, θά μπο ρούσαν τά στοιχεία νά γίνουν μή ταυτόσημα. Άπό αυτό ό ισχυ ρισμός τής ταυτότητάς τους άπκτά έκείνη τήν άνησυχία τήν όποια ό Χέγκελ άποκαλεί γίγνεσθαι: αύτή τρέμει μέσα της. Ώς συνείδηση τής μή ταυτότητας μέσω τής ταυτότητας ή διαλεκτική δέν είναι μόνο μιά προχωρητική άλλά ταυτόχρονα, μιά όπισθοχωρητική διαδικασία· κατ’ αύτό ή εικόνα τού κύκλου τήν άποδίδει σωστά. Ή ανάπτυξη τής έννοιας είναι καί μιά άναδρομή, σύνθεση τού ορισμού τής διαφοράς πού χάθηκε στήν έννοια, «εξαφανίσθηκε», σχεδόν δπως στόν Χαϊλντερλιν, μιά ανάμνηση τού φυσικού πού έπρεπε νά καταβυθισθεϊ. Μόνο στήν πραγμα τοποιημένη σύνθεση, τήν ένωση τών άντιτιθέμενων στοιχείων, άποκαλύπτεται ή διαφορά τους. Χωρίς τό βήμα, δτι τό είναι είναι τό ϊδιο δπως τό τίποτε, αύτά τά δύο θά ήταν αδιάφορα τό ένα γιά τό άλλο, δπως προτιμούσε νά λέει ό Χέγκελ· μόνο κα θώς ύποτίθενται ώς τό ϊδιο γίνονται λογικά αντίθετα. Ή διαλε κτική δέν ντρέπεται πού θυμίζει τή λιτανεία τού Έχτερναχ208. Αναμφίβολα ό Χέγκελ περιόρισε τήν καντιανή πρωτοκαθεδρία τής σύνθεσης: άναγνώρισε τήν πολλαπλότητα καί τήν ένότητα.
ΚΡΙΤΙΚΉ ΤΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ
195
πού στον Κάντ ήταν ήδη παράλληλες κατηγορίες, σύμφωνα μέ τό μοντέλο τών πλατωνικών διαλόγων τής όψιμης περιόδου, ώς στοιχεία πού δέν υπάρχουν τό ένα χωρίς τό άλλο. Παραταύτα ό Χέγκελ. όπως καί ό Κάντ καί ολόκληρη ή παράδοση, περιλαμ βανόμενου καί τού Πλάτωνα, μεροληπτεί υπέρ τής ένότητας. Στή σκέψη δέν αρμόζει ούτε ή άφηρημένη άρνηση τής ένότητας. Ή ψευδαίσθηση ότι μπορεί νά συλλάβει κανείς τά πολλά άμεσα θά μετατρεπόταν, ώς μιμητική έπαναστροφή. σέ μυθολογία, θά πισωγύριζε στη φρίκη τού διάχυτου, όπως στόν αντίθετο πόλο ή σκέψη πού τείνει πρός τήν ένότητα. μιά μίμηση τής τυφλής φύ σης μέσω τής καταπίεσης της, θά κατέληγε στη μυθική κυριαρ χία. Ό αύτοστοχασμός τού διαφωτισμού δέν είναι ή ανάκλησή του: σέ αύτήν καταλήγει ό διαφωτισμός διαφθειρόμενος γιά χάρη τού σημερινού status quo. Ακόμη καί ή αυτοκριτική στρο φή τής ένιαίας σκέψης έχει τήν άνάγκη τών εννοιών, τών παγιωμένων συνθέσεων. Ή τάση τών πράξεων σύνθεσης πρέπει νά αλλάξει κατεύθυνση, καθώς πρέπει νά άναλογισθεί κανείς τί κακό προξενούν στά πολλά. Μόνον ή ένότητα ξεπερνά τήν ένό τητα. Σέ αυτήν έχει δικαίωμα ζωής ή συγγένεια, πού παραγκωνίσθηκε άπό τήν προοδευτική ένοποίηση καί παραταύτα ξεχει μώνιασε μέσα της. έχοντας έκκοσμικευθεί σέ σημείο πού έγινε αγνώριστη. Οί συνθέσεις τού ύποκειμένου μιμούνται, όπως ήξερε καλά ό Πλάτων, έμμεσα, μέσω τής έννοιας, ό.τι άπό μόνο του έπιθυμεί αυτή τή σύνθεση. Άμεσα δέν μπορεί τό μή ταυτόσημο νά αποκτηθεί ώς θετικό άπό τή μεριά του ούτε μέσω τής άρνησης τού άρνητικού. Αύτή ή άρνηση δέν είναι, όπως στόν Χέγκελ. ήδη κατάφαση209. Τό θετικό πού σύμφωνα μέ αύτόν προκύπτει άπό τήν άρνηση δέν έχει μόνο τήν ονομασία κοινή μέ έκείνη τή θετκότητα τήν όποια καταπολεμούσε στή νεότητά του. Ή εξίσωση τής άρνησης τής άρνησης μέ τή θετικότητα είναι ή ενσάρκωση τού ταυτίζειν. ή τυπική άρχή μεταφερμένη στήν πιό καθαρή μορφή της. Μέ αύτή στόν πυρήνα τής διαλεκτικής άποκτά τήν ύπεροχή ή άντιδιαλεκτική άρχή. έκείνη ή παραδοσιακή λογική πού μέ μαθηματικό
1<Λ»
ΚΡΙΤΙΚΗ ΙΉ1βΙ-ΠΙΟΙΣΑΡΝΗΣΗΣ
τρόπο καταγράφει τό πλήν έπί πλήν ώς σύν. Αύτή ή παραδο σιακή λογική είναι δάνειο άπό τά μαθηματικά, τά όποια 6 Χέγκελ κατά τά άλλα άποστρεφόταν μέ ένα είδος υπερευαισθη σίας. Αν τό όλον είναι ή μαγική δύναμη, τό άρνητικό. ή άρνηση τών μερικοτήτων. τήν όποια ένσαρκώνει αύτό τό όλον. παραμέ νει άρνητική. Τό θετικό της θά ήταν μόνον ή καθορισμένη άρνη ση. ή κριτική, όχι ένα άποτέλεσμα πού προκύπτει ξαφνικά καί χαρούμενο έχει τήν κατάφαση στά χέρια του. Στήν αναπαρα γωγή μιας αδιαφανούς άμεσότητας. ή όποια, ώς άποτέλεσμα τού γίγνεσθαι, είναι καί φαινομενική, ειδικά ή θετικότητα τού ώριμου Χέγκελ έχει μερικά χαρακτηριστικά τού κακού, όπως λεγόταν στήν προδιαλεκτική χρήση τής γλώσσας. Ένώ οι ανα λύσεις του διαλύουν τήν έπίφαση τού είναι καθ’ εαυτό τής υπο κειμενικότητας210. ό θεσμός πού πρέπει νά άρει τήν υποκειμενι κότητα καί νά τήν κάνει νά βρει τόν εαυτό της δέν είναι εντού τοις κατά κανέναν τρόπο κάτι ανώτερο, όπως τόν θεωρεί ό ίδιος όταν τόν πραγματεύεται σχεδόν μηχανικά. Μάλλον άναπαράγεται σέ αύτόν σέ ευρύτερη βάση αύτό πού ή υποκειμενι κότητα, όσο άφηρημένη καί άν είναι ώς άφηρημένη καί ή ίδια, είχε λόγους νά άρνείται. Ή άρνηση πού ασκούσε τό υποκείμενο ήταν θεμιτή· θεμιτή είναι καί εκείνη πού ασκήθηκε στό υποκεί μενο, καί παραταύτα ήταν ιδεολογία. Καθώς στήν έκάστοτε νέα διαλεκτική βαθμίδα ό Χέγκελ ξεχνά, παρά τή διαλείπουσα ανα κάλυψη τής Λογικής του. τό δίκαιο τής προηγούμενης, ετοιμάζει τό εκμαγείο αυτού πού ό ίδιος κατηγορούσε ώς άφηρημένη άρνηση: άφηρημένη -δηλαδή ύποκειμενικά-αύθαίρετα επιβε βαιωμένη-θετικότητα. θεωρητικά αύτή ή άφηρημένη θετικότη τα ξεπερνά τό πλαίσιο τής μεθόδου, όχι τού πράγματος, όπως θά έπρεπε σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ. καί εξαπλώθηκε επίσης ώς ιδεολογία σέ όλο τόν κόσμο, όπως γίνεται καί άντικειμενικά άξιοκαταφρόνητη δείχνοντας έτσι τήν τερατώδη φύση της. Ακόμη καί στήν κοινή γλώσσα πού εγκωμιάζει τούς άνθρώπους όταν είναι «θετικοί», όπως λέει, καί τέλος στήν αιμοχαρή έκφραση «θετικές δυνάμεις» φετιχοποιεΐται τό θετικό ώς τέ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ ΑΡΝΗΣΗΣ
197
τοιο. Αντίθετα, ή απαρέγκλιτη άρνηση άποκτά τη σοβαρότητα της από τό γεγονός ότι δέν προσφέρεται γιά τόν καθαγιασμό τού όντος, τής ύφιστάμενης τάξης πραγμάτων. Ή άρνηση τής άρνησης δέν ακυρώνει τη δεύτερη, αλλά δείχνει ότι ή άρνηση δέν ήταν άρκετά αρνητική· διαφορετικά ή διαλεκτική παραμέ νει μέν αύτό πού στόν Χέγκελ την ολοκλήρωσε. αλλά μέ τίμημα την άποδυνάμωσή της. τελικά αδιάφορη απέναντι σέ αύτό πού είχε τεθεί στην αρχή. Αύτό πού ύπέστη τήν άρνηση είναι αρνη τικό μέχρι νά περάσει. Έδώ έχουμε μιά αποφασιστική διαφορά από τόν Χέγκελ. Όταν εξομαλύνουμε τή διαλεκτική αντίφαση, έκφραση τού αδιάλυτου μή ταυτόσημου, πάλι μέσω τής ταυτό τητας. άγνοούμε αύτό πού σημαίνει ή αντίφαση καί επιστρέ φουμε στήν καθαρή σκέψη τής λογικής συνέπειας. Μόνον όποι ος προϋποθέτει ήδη έξαρχής τή θετικότητα. ώς γενική έννοια πού περιλαμβάνει τά πάντα, μπορεί νά ύποστηρίξει ότι ή άρνη ση τής άρνησης είναι θετικότητα. Αποκομίζει τή λεία από τήν πρωτοκαθεδρία τής λογικής απέναντι στό μεταλογικό στοιχείο. άπό τήν ίδεαλιστική αύταπάτη τής φιλοσοφίας στήν άφηρημένη της μορφή, πού συνιστά μιά δικαιολόγησή της. Ή άρνηση τής άρνησης θά ήταν πάλι ταυτότητα, μιά νέα τύφλωση, προβολή τής λογικής τής συνέπειας, τελικά τής άρχής τής υποκειμενικό τητας. πάνω στό άπόλυτο. Ανάμεσα στήν πιό βαθιά αλήθεια καί τή φθορά της κυμαίνεται ή πρόταση τού Χέγκελ: «Είναι καί ή αλήθεια τό θετικό, ώς γνώση πού συμφωνεί μέ τό άντικείμενι. αλλά είναι έτσι όμοια μέ τόν έαυτό της μόνο καθόσον ή γνώση φέρθηκε άρνητικά απέναντι στό Άλλο, είσέδυε στό άντικείμενο καί ήρε τήν άρνηση πού αύτό είναι»2". Ό χαρακτηρισμός τής αλήθειας ώς άρνητικής συμπεριφοράς τής γνώσης, ή όποια δι εισδύει στό αντικείμενο -δηλαδή εξαλείφει τή φαινομενικότητα τού άμεσου ούτως είναι του-, άκούγεται σάν ένα πρόγραμμα τής άρνητικής διαλεκτικής ώς μιας γνώσης «πού συμφωνεί μέ τό αντικείμενο»· αλλά ή εγκαθίδρυση αύτής τής γνώσης ώς Οετικότητας άποκηρύσσει αύτό τό πρόγραμμα. Μέ τόν τύπο «όμοια μέ τόν έαυτό της», μέ τήν καθαρή ταυτότητα, ή γνώση
ινκ
ΟΥΤΕ ΤΟ ΜΗΜΟΝΟΜΕΝΟ ΗΙΝΑΙ ΕΣΧΑΤΟ
του αντικειμένου άποκαλύπτεται ώς ταχυδακτυλουργική άπα τη. διότι αυτή ή γνώση δεν είναι πιά γνώση τού άντικειμένου. άλλα ή ταυτολογία πού συνιστά μιά άπολυτοποιημένη νόησις νοήσεως. Ασυμφιλίωτη ή ιδέα της συμφιλίωσης άπαγορεύει τήν κατάφαση τής συμφιλίωσης στήν έννοια. Άν άντιπαρατηρηθεί οτι ή κριτική τής θετικής άρνησης τής άρνησης τραυματίζει τό ζωτικό νεύρο τής Λογικής τού Χέγκελ καί δέν έπιτρέπει πιά καμμιά διαλεκτική κίνηση, μιά τέτοια αντίρρηση περιορίζει, κα θώς μένει πιστή στήν αυθεντία τού Χέγκελ. αύτή τήν κίνηση στήν αύτοαντίληψη τού ίδιου. Ένώ χωρίς αμφιβολία ή κατα σκευή τού συστήματος του χωρίς αύτή τήν αρχή θά κατέρρεε. τό εμπειρικό περιεχόμενο τής διαλεκτικής δέν βρίσκεται στή βασική αρχή, άλλά στήν άντίσταση τού Άλλου άπέναντι στήν ταυ τότητα· αύτή είναι καί ή δύναμή της. Σε αυτήν ενυπάρχει καί τό υποκείμενο, καθόσον ή πραγματική του κυριαρχία παράγει τίς άντιφάσεις. άλλά αύτές έχουν εισχωρήσει στό άντικείμενο. Άν καταλογίσουμε τή διαλεκτική καθαρά στό υποκείμενο, τρόπον τινά άπαλείψουμε τήν αντίφαση μέσω τής ίδιας, καταργούμε καί τή διαλεκτική με τή διεύρυνσή της σέ μιά όλότητα πού πε ριλαμβάνει τά πάντα. Στόν Χέγκελ προερχόταν άπό τό σύστη μα. άλλά αύτό δέν ήταν τό κριτήριό της. Ή σκέψη πού άμφιβάλλει πιά γιά τήν ταυτότητα παραιτείται εύκολα, στήν άνασφάλειά της, ένόψει τού άδιάλυτου τού άντικειμένου καί άνακηρύσσει τό άντικείμενο ταμπού γιά τό ύποκείμενο. τό όποιο πρέπει νά άρκεσθεί στόν άνορθολογισμό ή τή φυσικοεπιστημονική θεώρηση, νά μή θίγει πιά αύτό πού δέν τού μοιάζει, καταθέτοντας τά δπλα μπροστά στό τρέχον γνωσιολογικό ιδανικό, στό όποιο έτσι ύποβάλλει καί τά σέβη του. Μιά τέτοια στάση τής σκέψης δέν είναι ξένη γι’ αύτό τό ιδανικό, τό όποιο πάντοτε συνδυάζει τήν όρεξη τής ένσωμάτωσης μέ τήν άποστροφή πρός εκείνο πού δέν ενσωματώνεται, αύτό άκριβώς πού άπαιτεί τή γνώση. "Ετσι καί ή παραίτηση τής θεωρίας μπροστά στό μεμονωμένο δέν ευνοεί λιγότερο τό κατεστημένο.
ΟΥΤΕ ΤΟ ΜΕΜΟΝΗΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΕΣΧΑΤΟ
στό όποιο έξασφαλίζει γόητρο καί τό κύρος τού πνευματικά αδιαπέραστου καί σκληρού, από όσο τό προωθεί ό λαίμαργος ενθουσιασμός. Όσο καί άν τό μεμονωμένο ύπαρχον, τό έπιμέρους. δέν συμπίπτει μέ τη γενική του έννοια, την ύπερκείμενη έννοια τής ύπαρξης, έτσι δέν είναι καί μή έρμηνευσιμο. καθώς δέν είναι κάτι έσχατο στό όποιο ή γνώση θά έσπαζε τά μούτρα της. Σύμφωνα μέ τό πιό διαρκές συμπέρασμα τής Λογικής τού Χέγκελ τό μεμονωμένο δέν είναι απολύτως δι’ έαυτό. αλλά μέ σα του είναι τό "Αλλο του καί συνδέεται μέ τό Άλλο. Αύτό πού υπάρχει είναι κάτι περισσότερο άπό αύτό πού είναι. Αύτό τό περισσότερο δέν τού επιβάλλεται άπό έξω, άλλά ως άπωθούμενο άπό μέσα του. παραμένει ένύπαρκτο στό ίδιο. Κατ' αυτά τό μή ταυτόσημο θά ήταν ή ϊδια ή ταυτότητα τού πράγματος κατά τών ταυτίσεών της. Ό εσώτατος πυρήνας τού άντικειμένου άποδεικνύεται ώς ταυτόχρονα εξωτερικός πρός αύτό, ή έρμητικότητά του είναι φαινομενική, μιά άνακλαστική άντίδραση άπέναντι στήν ταυτιστική. καθηλωτική μέθοδο. Εκεί οδηγεί ή επιμονή τής σκέψης μπροστά στό μεμονωμένο, ώς επιμονή στήν ούσία του καί όχι στό γενικό πού τό άντιπροσωπεύει. Ή έπικοινωνία μέ τό Άλλο κρυσταλλώνεται στό έπιμέρους. τό οποίο στήν ύπαρξή του διαμεσολαβείται άπό αύτήν. Πραγματι κά τό γενικό κατοικεί στό κέντρο τού άτομικού πράγματος, όπως διέγνωσε ό Χούσσερλ. δέν συγκροτείται απλώς όταν ένα άτομικό πράγμα συγκρίνεται μέ άλλα, διότι ή άπόλυτη άτομικότητα -καί αύτό ό Χούσσερλ δέν θέλησε νά τό προσέξει- είναι προϊόν έκείνης τής άφαιρετικής διαδικασίας άκριβώς. ή όποια προκαλεϊται γιά χάρη τής γενικότητας. Ένώ τό άτομικό δέν μπορεί νά παραχθεί άπό τή σκέψη, ό πυρήνας τού άτομικού θά ήταν συγκρίσιμος μέ τά άκρως άτομοποιημένα έργα τέχνης, τά όποια δέν ύπακούουν σέ κανένα σχήμα· ή άνάλυσή τους βρίσκει στήν άκραία άτομοποίησή τους πάλι στοιχεία τού γενικού, τήν κρυφή καί γιά τά ϊδια μέθεξή τους στόν γενικό τύπο. Τό ένωτικό στοιχείο έπιζεί. χωρίς άρνηση τής άρνησης, άλλά καί χωρίς νά παραδίδεται στήν άφαίρεση ώς άνώτατη άρχή.
2(10
Α ΣΤΕΡΙΣΜ Ο Σ
όταν δέν αναγόμαστε άπό τίς έννοιες κλιμακωτά στη γενικότε ρη ύπερκείμενη έννοια, άλλά ο’ι ίδιες εμφανίζονται σέ έναν αστερισμό. Αύτός φωτίζει τήν ιδιαιτερότητα τού άντικειμένου. ή όποια γιά τη μέθοδο ταξινόμησης είναι αδιάφορη ή ένα βά ρος. Τέτοιο μοντέλο είναι ή συμπεριφορά τής γλώσσας, ή οποία δέν προσφέρει άπλώς ένα σύστημα σημείων γιά γνωστικές λει τουργίες. 'Όπου έμφανίζεται ουσιαστικά ώς γλώσσα, όπου πρέ πει νά παρουσιάσει ή έκθέσει κάτι, δέν όρίζει τίς έννοιές της. Εξασφαλίζει τήν άντικειμενικότητά τους μέσα άπό τη σχέση στην οποία θέτει τίς έννοιες γύρω άπό ένα άντικείμενο. "Ετσι ύπηρετεϊ τήν πρόθεση τής έννοιας νά έκφράσει πλήρως τό εννο ούμενο. Μόνον οί άστερισμοί άντιπροσωπεύουν. άπό έξω. αυτό πού ή έννοια άπέκοψε στό εσωτερικό της. τό περισσότερο πού θέλει νά είναι ή έννοια, καί μάλιστα τόσο πολύ όσο δέν μπορεί νά είναι. Καθώς οί έννοιες συγκεντρώνονται γύρω άπό τό άντικείμενο τής γνώσης, καθορίζουν δυνητικά τό έσωτερικό του. φθάνοντας μέ τή σκέψη σέ αύτό πού ή σκέψη κατ’ άνάγκη εξά λειψε άπό μέσα της. Ή έγελιανή χρήση τού όρου συγκεκριμέ νος. σύμφωνα μέ τήν όποια τό ίδιο τό πράγμα είναι τό πλαίσιο συναρτήσεών του, όχι ή καθαρή έαυτότητά του. καταγράφει αύτό πού εννοούμε, χωρίς όμως, παρ’ όλη τήν κριτική πού ασκεί ό Χέγκελ στή συλλογιστική λογική, νά περιφρονεί τήν τελευ ταία. Αλλά ή διαλεκτική γλώσσα τού Χέγκελ ήταν μιά διαλεκτι κή χωρίς γλώσσα, ένώ καί ή πιό άπλή σημασία αύτής τής λέξης παραπέμπει στή γλώσσα* κατ’ αύτό ό Χέγκελ παρέμεινε όπαδός τής τρέχουσας έπιστήμης. Τήν έμφαντική γλώσσα δέν τή χρειαζόταν, διότι σέ αύτόν όλα. άκόμη καί τό άγλωσσο καί άδιαφανές. έπρεπε νά είναι πνεύμα καί τό πνεύμα ήταν τό πλαίσιο συναρτήσεων. Μιά τέτοια προϋπόθεση δέν μπορεί νά σωθεί. Ασφαλώς όμως τό μή διαλυτό σέ κανένα προνοημένο πλαίσιο, ώς μή ταυτόσημο, ξεπερνά άπό μόνο του τήν έρμητικότητά του. Επικοινωνεί μέ εκείνο άπό τό όποιο τό χώρισε ή έννοια. Αδιαφανές είναι μόνο γιά τήν άξίωση όλότητας τής ταυτότητας- άντιστέκεται στην πίεση αύτής τής άξίωσης. Ώς
ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΙ
201
τέτοιο δμως αναζητεί τόν φθόγγο γιά νά αρθρωθεί. Μέσω τής γλώσσας λύνει τά μαγικά δεσμά τής έαυτότητας. Τό στοιχείο τού μή ταυτόσημου πού δέν μπορεί νά όρισθεί στην έννοιά του ξεπερνά τη μεμονωμένη ύπαρξή του. στην όποια συμπτύσσεται μόνον ώς άλλος πόλος άπέναντι στην έννοια, άτενίζοντάς την. Ό πυρήνας τού μή ταυτόσημου είναι ή σχέση του πρός αύτό πού τό ίδιο δέν είναι καί πού δέν τού προσφέρει ή τεχνητή. πα γωμένη ταυτότητα μέ τόν έαυτό του. Βρίσκει τόν έαυτό του μό νον αύτοπαραιτούμενο. έγκαταλείποντας τόν έαυτό του. όχι πωρωνόμενο· αύτό μπορεί κανείς νά τό μάθει ακόμη από τόν Χέγκελ χωρίς νά κάνει παραχωρήσεις στά καταπιεστικά στοι χεία τής διδασκαλίας του γιά τήν αύτοπαραίτηση. Τό αντικεί μενο ανοίγεται σέ μιά μοναδολογική έπιμονή.ή όποια είναι συ νείδηση τού αστερισμού στόν όποιο βρίσκεται: ή δυνατότητα βύθισης στό έσωτερικό χρειάζεται τό έξωτερικό στοιχείο. Αλλά μιά τέτοια ένύπαρκτη γενικότητα τού μεμονωμένου είναι αντι κειμενική ώς κατασταλαγμένη Ιστορία, ή όποια μέσα σέ αύτό καί έξω άπό αύτό. κάτι πού τό περιλαμβάνει, κάτι στό οποίο τό έπιμέρους έχει τή θέση του. Διάκριση τού άστερισμού στόν όποιο βρίσκεται τό πράγμα σημαίνει άποκρυπτογράφηση εκεί νου πού τό μεμονωμένο πράγμα ώς προϊόν τού γίγνεσθαι φέρει μέσα του. Ό χωρισμός τού εξωτερικού άπό τό έσωτερικό είναι άπό τή μεριά του απόρροια τής ιστορίας. Τήν ιστορία μέσα στό αντικείμενο μπορεί νά τήν απελευθερώσει μόνο μιά γνώση πού έχει υπόψη καί τήν Ιστορική σημασία τού αντικειμένου στή σχέ ση του μέ άλλα, μιά ενεργοποίηση καί συγκέντρωση ένός ήδη γνωστού πού τό μεταμορφώνει. Γνώση τού αντικειμένου στόν αστερισμό τού είναι ή γνώση τής διαδικασίας τήν όποια τό ίδιο έχει άποθηκευμένη μέσα του. Ώς άστερισμός ή θεωρητική σκέ ψη περιστρέφεται γύρω άπό τήν έννοια τήν όποια θέλει νά άνοίξει. ελπίζοντας δτι θά άνοίξει άπότομα. περίπου δπως οί κλειδαριές καλά φυλασσόμενων χρηματοκιβωτίων: δχι μόνο μέ ένα μεμονωμένο κλειδί ή έναν κωδικό άριθμό. άλλά μέ έναν συνδυασμό άριθμών.
2ο:
ΑΓΓίΡΙΣΜΟΙ rrilN ϋΠΙΠ'ΙΙΜΙI
Πώς διανοίγονταν τά άντικείμενα μέσω τού άστερισμού τό μαθαίνουμε λιγότερο άπό τή φιλοσοφία, πού δέν ένδιαφέρθηκε γι’ αύτό. αλλά μάλλον άπό σημαντικές έπιστημονικές έρευνες* συχνά μιά πραγματοποιημένη έπιστημονική έργασία βρισκόταν πιό μπροστά άπό τη φιλοσοφική της αυτοαντίληψη, τόν φυσικοεπιστημονισμό212. Καί δέν είναι διόλου άνάγκη νά ξεκινήσει κα νείς άπό τό δικό του περιεχόμενο καί νά καταφύγει σέ μεταφυ σικές έρευνες όπως τό Ursprung des deutschen Trauerspiels (προέ λευση τού γερμανικού τραγικού δράματος] τού Μπένγιαμιν. δπου άκόμη καί ή έννοια τής άλήθειας συλλαμβάνεται ώς άστερισμός213. Θά μπορούσαμε νά άνατρέξουμε σέ έναν τόσο θετικιστικά σκεπτόμενο λόγιο καί επιστήμονα όπως ό Μάξ Βέμπερ. Ασφαλώς άντιλαμβανόταν τούς «ιδεατούς τύπους», άπολύτως μέσα στό πνεύμα της ύποκειμενιστικής γνωσιολογίας, ώς βοηθη τικά μέσα γιά νά προσεγγίσει τό άντικείμενο.χωρίς όποιοδήποτε ουσιώδες περιεχόμενο, έτσι πού μπορούσαν κατά βούληση νά ρευστοποιηθούν πάλι. Αλλά δπως πάντοτε στό νομιναλισμό, άκόμη καί αν εκτιμά τίς έννοιές του ώς ασήμαντες, αυτές άφήνουν νά διαφανεϊ κάτι άπό τη σύσταση τού πράγματος, πού ξε περνά τό πρακτικό γιά τή σκέψη πλεονέκτημα -ένας άπό τούς δχι πιό άσήμαντους λόγους γιά μιά κριτική τού άστόχαστου νο μιναλισμού-, έτσι καί οί καθ’ ύλην έργασίες τού Βέμπερ καθοδη γούνται πιό πολύ άπό τό άντικείμενο άπό δσο θά περίμενε κα νείς σύμφωνα μέ τή μεθοδολογία τής νοτιοδυτικογερμανικής σχολής214. Πραγματικά ή έννοια είναι ό επαρκής λόγος τού πράγματος, καθόσον ή διερεύνηση τουλάχιστον ενός κοινωνικού άντικειμένου2^ είναι εσφαλμένη όταν περιορίζεται σέ έξαρτήσεις μέσα στό δικό της πλαίσιο, οί όποιες θεμελίωσαν τό άντικείμενο. άγνοώντας έτσι τόν καθορισμό του άπό τήν όλότητα. Χωρίς τήν ύπερκείμενη έννοια αύτές οί εξαρτήσεις συγκαλύπτουν τήν πιό πραγματική άπό δλες. τήν εξάρτηση άπό τήν κοινωνία, καί αύτή δέν μπορεί νά δηλωθεί σωστά άπό τό μεμονωμένο πράγμα πού ύπάγεται στην έννοια. Εμφανίζεται όμως μόνο διαμέσου τού με μονωμένου πράγματος καί έτσι άλλάζει πάλι ή έννοια στήν κα
ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
203
θορισμένη γνώση. Σε αντίθεση πρός τη συνήθη επιστημονική πρακτική, στή μελέτη του Ή προτεσταντιχή ηθική καί τό πνεύμα τού καπιταλισμού. όταν έθεσε τό ερώτημα σχετικά μέ τόν ορισμό τού τελευταίου, συνειδητοποίησε τόσο καθαρά τή δυσκολία όρισμού τών ιστορικών εννοιών οσο πρίν άπό αύτόν μόνο φιλόσοφοι δπως ό Κάντ. ό Χέγκελ. ό Νίτσε. Άπέρριψε κατηγορηματικά τή διαδικασία διατύπωσης όριοθετικών όρισμών σύμφωνα μέ τό σχήμα «genus proximum. differentia specifica»2,r’ 217 καί άντ αύτού πρότεινε γιά τίς κοινωνιολογικές έννοιες νά «συντίθενται βήμα πρός βήμα άπό τά έπιμέρους συστατικά (τους), πού άντλούνται άπό τήν Ιστορική πραγματικότητα. 'Έτσι ή τελική έννοιολογική σύλληψη δέν μπορεί νά γίνει στήν άρχή. άλλά πρέ πει νά βρίσκεται στό τέλος τής μελέτης»218. Πάντως δέν είναι βέ βαιο άν στό τέλος είναι πάντοτε άπαραίτητος ένας τέτοιος ορι σμός ή άν αυτό πού ό Βέμπερ άποκαλεί «σύνθεση» μπορεί καί χωρίς τό άποτέλεσμα ενός τυπικού ορισμού νά είναι αύτό πού τελικά είναι ό γνωσιολογικός στόχος καί τού Βέμπερ. Οι ορισμοί δέν είναι τό άπαν τής γνώσης όπως νομίζει ό χυδαίος φυσικοεπιστημονισμός. άλλά δέν πρέπει ούτε νά τούς άποκλείουμε άπό τή γνωστική διαδικασία. Μιά σκέψη πού στήν πορεία της δέν θά ήταν Ικανή νά ορίσει τό άντικείμενό της. πού δέν θά ήταν ούτε γιά λίγες στιγμές σέ θέση νά τό έκφράσει μέ μεστό τρόπο, θά ήταν τόσο στείρα όπως καί μιά σκέψη κορεσμένη άπό λεκτικούς ορισμούς. Π ιό ούσιαστικό όμως είναι αύτό πού ό Βέμπερ άπο καλεί σύνθεση, μιά ονομασία άπαράδεκτη γιά τόν ορθόδοξο φυσικοεπιστημονισμό. Έδώ ό Βέμπερ είχε υπόψη μόνο τήν υποκει μενική πλευρά, τή γνωστική διαδικασία. Τά πράγματα όμως πρέπει νά είναι παρόμοια σέ αύτές τίς συνθέσεις μέ τίς άνάλογές τους, τίς μουσικές συνθέσεις. ‘Υποκειμενικά προϊόντα καί αύτές. επιτυχείς είναι μόνον όπου ή ύποκειμενική παραγωγή χάνεται μέσα τους. Ή συνοχή πού αυτή δημιουργεί -δηλαδή ό «άστερισμός»- είναι άναγνώσιμη ως σημάδι τής άντικειμενικότητας: τού πνευματικού περιεχομένου. Ή ομοιότητα τέτοιων άστερισμών μέ τή γραφή είναι ή μεταβολή τού υποκειμενικά νοούμενου καί
συντιθέμενου σέ κάτι Αντικειμενικό μέ τη βοήθεια τής γλώσσας. Ακόμη καί μιά μέθοδος ή όποια αισθάνεται τόσο ύποχρεο;μένη Απέναντι στό παραδοσιακά ιδανικό τής έπιστήμης καί τη θεο>ρία του όπως αυτήν τού Μάξ Βέμπερ δέν μπορεί νά κάνει χωρίς αυτό τό στοιχείο, πού δέν Ανήκει στή θεματολογία του. Ένώ τά πιό ώριμα έργα του. προπάντων τό Wirtschaft und Gesellschaft I Οικονομία καί κοινωνία]. δίνουν μερικές φορές τήν εντύπωση ότι πάσχουν από ένα πλεόνασμα λεκτικών όρισμών δανεισμένο Από τά νομικά. άν τούς εξετάσουμε καλύτερα. βλέπουμε ότι δέν είναι Απλώς όρισμοί αλλά κάτι περισσότερο· δέν είναι μόνον έννοιολογικοί καθορισμοί αλλά μάλλον προσπάθειες τού Βέμπερ. μέ τή συγκέντρωση εννοιών γύρω Από τή ζητούμενη κεντρική έννοια, νά έκφράσει αύτό πού ή ϊδια έννοεί. Αντί νά δώσει τό περίγραμ μά της γιά χειριστικούς σκοπούς. Λόγου χάρη ή από κάθε άποψη σημαντική έννοια τού καπιταλισμού, δπως έξάλλου καί στόν Μάρξ, Απομονώνεται καθαρά Από μεμονωμένες καί ύποκειμενικές κατηγορίες όπως επιχειρηματικότητα ή φιλοκέρδεια. Ή πολυαναφερόμενη φιλοκέρδεια πρέπει, στόν καπιταλισμό, νά Ακο λουθεί τήν αρχή τής αποδοτικότητας. νά προσανατολίζεται πρός τίς εύκαιρίες τής Αγοράς, νά υπολογίζει τήν Απόδοση τού κεφα λαίου· μορφή όργάνωσης τού καπιταλισμού είναι ή οργάνωση τής ελεύθερης εργασίας, τό νοικοκυριό καί ή έπιχείρηση είναι χω ριστές ένότητες, ό καπιταλισμός χρειάζεται την τήρηση λογι στικών βιβλίων τής επιχείρησης καθώς καί ένα όρθολογικό σύ στημα κανόνων δικαίου πού ύπακούει στην Αρχή τής όρθολογικότητας γενικά, ή όποια διέπει τόν καπιταλισμό^l
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
205
τού καπιταλιστικού συστήματος, τά στοιχεία τού οποίου διαπλέ κονται σε ένα όλοένα πληρέστερο λειτουργικό πλαίσιο, κάνει τό παλαιό ερώτημα γιά την αιτία, σε σύγκριση μέ τόν αστερισμό, δλο καί πιό έπισφαλές- ή άνάγκη αναζήτησης άστερισμών δέν προκύπτει μόνον από τή γνωσιοκριτική. αλλά κυρίως από τήν αντικειμενική πορεία τής ιστορίας. Εφόσον αύτοί οί αστερισμοί στόν Βέμπερ παίρνουν τή θέση ενός συστήματος, τήν άπουσία τού όποιου άρέσκονται μερικοί νά τού έπιρρίπτουν. ή σκέψη του επιβεβαιώνεται στόν χειρισμό αστερισμών ώς κάτι τρίτο πέρα από τό δίπολο θετικισμός καί ιδεαλισμός. Όπου μιά κατηγορία μεταβάλλεται -μέσω τής αρνητικής διαλεκτικηής οί κατηγορίες τής ταυτότητας καί τής όλότητας-, μετα βάλλεται καί ό αστερισμός δλων τών άλλων, κατά συνέπεια καί κάθε άλλη. Παραδείγματα μιας τέτοιας άλλαγής είναι οί έννοιες ούσία καί φαινόμενο. Προέρχονται από τή φιλοσοφική παράδο ση. διατηρούνται, αλλά άναστρέφεται ή κατεύθυνσή τους. Ή ούσία δέν πρέπει πιά νά ύποστασιοποιεΐται ώς πνευματικό είναι καθ’ έαυτό, αλλά μάλλον μετατρέπεται σέ αύτό πού κρύβεται κάτω από τήν έπιφάνεια τού άμεσα δεδομένου, τών δήθεν πραγματικών γεγονότων, καί νά κάνει αύτό πού είναι- ούσία είναι πλέον ό νόμος τής μοιραίας καταστροφής, στόν όποιο μέ χρι σήμερα ύπακούει ή ιστορία, καί είναι τόσο πιό ακαταμάχη τος όσο βαθύτερα άποκρύπτεται κάτω άπό τά πραγματικά δε δομένα ώστε αύτά νά μπορούν άνετα νά διαψεύδουν τήν πα ρουσία του. Μιά τέτοια ούσία είναι προπάντων μιά μή ούσία. ένα τερατώδες όν. ή όργάνωση τού κόσμου πού ύποβιβάζει τούς ανθρώπους σέ μέσα αύτοσυντήρησής της (sese conservare), περι κόπτει καί απειλεί τή ζωή τους άναπαράγοντας την καί ύποκρινόμενη ότι ή 'ίδια είναι έτσι γιά νά ικανοποιεί τίς ανάγκες τους. Όπως ή έγελιανή ούσία, πρέπει καί αύτή νά έμφανίζεται: κουκουλωμένη μέσα στη δική της αντίφαση. Μόνον άπό τήν αντίφα ση ανάμεσα στό όν. τό ύπάρχον. καί αύτό πού ισχυρίζεται πώς είναι μπορούμε νά διακρίνουμε τήν ούσία. Είναι ασφαλώς έννοι-
20(ι
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
ολογική. όχι άμεση όπως τά ύποτιθέμενα γεγονότα. Αλλά αυτός ό έννοιολογιχός χαρακτήρας δέν είναι άπλώς θέσει. προϊόν τού υποκειμένου τής γνώσης στήν όποία τελικά ξαναβρίσκει τόν έαυτό του επιβεβαιωμένο. Άντ’ αυτού ό ’ίδιος έκφράζει ότι ό κατανοούμενος κόσμος, όσο καί άν φταίει γι’ αυτό καί τό υποκεί μενο, δέν είναι δικός του. αλλά εχθρικός απέναντι του. Τό μαρ τυρεί με σχεδόν άγνώριστο τρόπο ή χουσσερλιανή διδασκαλία γιά τή θέση τής ούσίας. πού καταλήγει στήν ιδέα ότι ή ουσία είναι έντελώς ξένη πρός τή συνείδηση πού τή συλλαμβάνει. Θυ μίζει. μολονότι υπό τή φετιχιστική μορφή μιας όντως απόλυτης ιδεατής σφαίρας, ότι οί έννοιες, τίς όποιες χωρίς επιφυλάξεις ταυτίζει με τίς όντότητές τους, δέν είναι μόνο προϊόντα συνθέσε ων καί αφαιρέσεων: αντιπροσωπεύουν επίσης ένα στοιχείο στό πλήθος τών αντικειμένων τό όποιο κλητεύει τίς έννοιες, πού σύμφωνα μέ τό ίδεαλιστικό δόγμα άπλώς τίθενται. Ό ιδεαλι σμός τού Χούσσερλ. υπερτροφικός καί γι’ αυτόν τό λόγο επί με γάλο διάστημα αγνώριστος καί στόν ’ίδιο, ή όντολογικοποίηση τού καθαρού πνεύματος, βοήθησε στά πιό αποτελεσματικά του έργα μέ παραμορφωμένο τρόπο ώστε νά έκφρασθεϊ ένα άντιιδεαλιστικό μοτίβο, ή άνικανοποιησία άπό τή θέση γιά τήν παντο δυναμία τού σκεπτόμενου ύποκειμένου. Ή φαινομενολογία απαγόρευε σέ αύτό νά προδιαγράφει νόμους έκεί όπου ήδη έπρεπε νά ύπακούει σέ αυτούς: κατ’ αύτά αντιλαμβάνεται σέ αύτούς κάτι αντικειμενικό. Επειδή όμως στόν Χούσσερλ. όπως στούς ιδεαλιστές, όλες οί διαμεσολαβήσεις τραβιούνται πρός τή νοητική μεριά, τήν πλευρά τού ύποκειμένου. ό ίδιος δέν μπορεί νά συλλάβει τό στοιχείο τής άντικειμενικότητας πού περιέχει ή έννοια παρά μόνον ώς αμεσότητα ίδιου τύπου καί είναι αναγκα σμένος, μέ γνωσιολογική βία. νά τής δώσει τή μορφή τής αισθη τήριας εντύπωσης. Απεγνωσμένα διέψευσε ότι ή ούσία είναι παρ’ όλα αύτά επίσης ένα στοιχείο: κάτι πού προήλθε. *0 Χέγκελ. τόν όποιο ό Χούσσερλ καταδίκασε μέ τήν άλαζονεία τής άγνοιας, υπερείχε μέ τή διαπίστωσή του ότι οί κατηγορίες τής ούσίας τού δεύτερου βιβλίου τής Λογικής είναι κάτι πού
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
207
προήλθε, προϊόντα τού αύτοστοχασμού τών κατηγοριών τού είναι, ταυτόχρονα όμως έχουν αντικειμενική ισχύ. Μ ιό σκέψη πού μέ τή θέρμη ενός ζηλωτή άπέκρουε τη διαλεκτική δέν μπο ρούσε νά συλλάβει την ιδέα τού Χέγκελ, ενώ τό βασικό του θέ μα. οί λογικές προτάσεις θά έπρεπε νά τόν είχε όδηγήσει σέ αύτήν. καθώς αυτές οί προτάσεις έχουν αφενός, σύμφοινα μέ τή θεωρία του. άντικειμενικό χαρακτήρα, είναι «νόμοι τής ούσίας». καί αφετέρου, κάτι γιά τό όποιο κατ' άρχάς σιωπούσε, συνδέο νται μέ τή σκέψη καί στόν πυρήνα τους χρειάζονται όπωσδήποτε αύτό πού οί ίδιες από τή μεριά τους δέν είναι. Τό απόλυτο τής λογικής απολυταρχίας, ως θετικά έπιτευγμένης ταυτότητας ύποκειμένου καί αντικειμένου, είναι σχετική, μιά συνέπεια τής ύποκειμενικής άξίωσης γιά όλική ισχύ. Αλλά ή διαλεκτική τής ούσίας. ώς ενός μέ τόν τρόπο του οίονεί όντος καί εντούτοις μή όντος. δέν μπορεί κατά κανέναν τρόπο νά διαλυθεί, δπως από τόν Χέγκελ. μέσα στήν ενότητα τού πνεύματος ώς παράγοντος καί παραγόμενου. Ή έγελιανή διδασκαλία γιά τήν αντικειμενι κότητα τής ούσίας ύποστηρίζει δτι τό είναι είναι τό πνεύμα πού δέν έχει βρει ακόμη τόν έαυτό του. Έ ουσία θυμίζει τή μή ταυ τότητα μέσα στήν έννοια αύτού πού δέν έχει τεθεί άπό τό υπο κείμενο. άλλά τό άκολουθεί. Ακόμη καί ό χωρισμός τής λογικής καί τών μαθηματικών άπό τήν όντική περιοχή, στόν όποιο όφείλεται ή φαινομενικότητα τής αυθυπαρξίας τους, ή όντολογική ερμηνεία τών τυπικών κατηγοριών, έχει τήν όντική του δψη ώς μιά απομάκρυνση άπό τό όντικό. δπως θά έλεγε ό Χέγκελ. Αύτό τό όντικό στοιχείο άναπαράγεται στή λογική καί τά μαθηματι κά. Επειδή τούς είναι άδύνατον νά άντιληφθούν τόν έαυτό τους ώς κάτι χωρισμένο καί σχετικό -καθώς ό χωρισμός είναι ή ούσία τους-, έπιτυγχάνουν ένα είδος ύπαρξης. Αύτό δμως ισχύει άκόμη περισσότερο γιά τούς νόμους τής ούσίας τής κοινωνίας καί τής κίνησής της. Είναι πιό πραγματικοί άπό τά πραγματικά γε γονότα, μέσα στά όποια εμφανίζονται καί τά όποια τούς άποκρύπτουν. Αλλά άποβάλλοον τίς παραδοσιακές ιδιότητες τής ούσιαστικότητάς τους. Θά μπορούσαν νά άποκληθούν ή έννοι-
208
ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
λογικά συλληφθεϊσα άρνητικότητα πού κάνει τόν κόσμο όπως είναι. -Ό Νίτσε. άδιάλλακτος αντίπαλος τής Οεολογικής κληρο νομιάς στη μεταφυσική, ειρωνεύθηκε τή διαφορά μεταξύ ουσίας καί φαινομένου καί παρέδωσε τόν αφανή κόσμο στους άξεστους καί απόκοσμους, συμφωνώντας σέ αύτό μέ όλόκληρο τόν θετικι σμό. Πουθενά άλλου δεν είναι ίσως τόσο άπτό πώς ό άκουραστος διαφωτισμός άποβαίνει χρήσιμος στους σκοταδιστές220. Ουσία είναι αύτό πού σύμφωνα μέ τόν νόμο τής ϊδιας τής μή ουσίας τής κοινωνίας συγκαλύπτεται· όποιος αμφισβητεί ότι ύπάρχει μιά ούσία συντάσσεται μέ τό μέρος τής φαινομενικότη τας. τής ολικής ιδεολογίας, μέ αύτό πού στό μεταξύ έγινε ή ύπαρξη. Όποιος αδιαφορεί έξίσου γιά όλα τά φαινόμενα, επει δή δέν γνωρίζει καμμιά ούσία πού θά έπέτρεπε διακρίσεις, συμ μαχεί. άπό φανατική φιλαλήθεια, μέ τήν αναλήθεια, μέ τήν περιφρονούμενη άπό τόν Νίτσε επιστημονική άμβλύνοια. ή όποια άρνεϊται νά ένδιαφερθεϊ γιά τήν άξια τών έξεταζόμενων άντικειμένων, είτε παπαγαλίζοντας τά λόγια τής κοινής γνώμης γι’ αύτή τήν άξια είτε διαλέγοντας ώς κριτήριό της τό γεγονός ότι πάνω σέ ένα άντικείμενο δέν έχουν γίνει άκόμη εργασίες, όπως λένε. Τό επιστημονικό φρόνημα εκχωρεί τό δικαίωμα τής άπόφασης γιά τό ούσιώδες ή έπουσιώδες ένός αντικειμένου στούς κλάδους πού ασχολούνται μέ τό έκάστοτε άντικείμενο· ό ένας μπορεί νά θεωρεί έπουσιώδες κάτι πού γιά τόν άλλον είναι ούσιώδες. Σύμφωνος μέ αύτό. ό Χέγκελ τοποθετεί τή διαφορά σέ κάτι τρί το. πού κατ άρχάς βρίσκεται έξω άπό τήν ένύπαρκτη κίνηση τού πράγματος221. Ό Χούσσερλ. πού ποτέ δέν διανοήθηκε μιά δια λεκτική άνάμεσα στην ούσία καί τη φαινομενικότητα, κατά ειρωνικό τρόπο είχει δίκιο άπέναντι στόν Χέγκελ: πραγματικά ύπάρχει μία. ύποκείμενη μέν σέ λάθη άλλά άμεση, πνευματική εμπειρία τού ούσιώδους καί επουσιώδους, τήν όποια ή επιστη μονική άνάγκη γιά τάξη μόνο μέ τή βία μπορεί νά βγάλει άπό τά μυαλά τών υποκειμένων. Όπου αύτή ή εμπειρία δέν δοκιμάζε ται. ή γνώση παραμένει άκίνητη καί άκαρπτη. Κριτήριό της είναι αύτό πού άντικειμενικά ύποφέρουν τά ύποκείμενα. Πα
ΔΙΑΜΙΙΣΟΛΑΒΜΣΗ ΜΕΣΩ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
20«*
ράλληλα μέ τή θεωρητική ίσοπέδωση ουσίας καί φαινομένου τά υποκείμενα τής γνώσης χάνουν ασφαλώς καί υποκειμενικά μαζί μέ την Ικανότητα γιά δυστυχία καί εύτυχία την πρωτογενή ικα νότητα νά ξεχωρίζουν τό ουσιώδες από τό επουσιώδες, χωρίς νά γνωρίζουμε καλά ποιά άπό αυτές τίς δύο είναι ή αιτία καί ποιό τό αποτέλεσμα. Ή πεισματική τάση πού προτιμά νά έλέγχει τήν όρθότητα άσήμαντων πραγμάτων παρά νά σκέφτεται γιά σημα ντικά, μέ τόν κίνδυνο νά κάνει λάθη, συγκαταλέγεται στά πιό διαδεδομένα συμπτώματα τής έπαναστροφικής συνείδησης. Ό άξεστος έποικος τών «πίσω δασών» στή νεότατη εκδοχή του δέν έπιτρέπει σέ κανέναν «πίσω κόσμο» νά τού προκαλέσει σύγχυ ση. καθώς είναι ευχαριστημένος μέ τόν «μπροστινό κόσμο», άπό τόν όποιο αγοράζει ό.τι τού πλασάρουν παραπειστικά μέ λόγια ή βουβά. Ό θετικισμός γίνεται ιδεολογία, πρώτα αποκλεί οντας τήν άντικειμενική κατηγορία τής ούσίας καί έπειτα, κατά λογική συνέπεια, τό ένδιαφέρον γιά τό ούσιώδες. τό όποιο όμως δέν εξαντλείται κατά κανέναν τρόπο στόν κρυμμένο γενικό νό μο. Οί θετικές του δυνατότητες έπιζούν σέ αύτό πού θίγεται άπό αυτόν τό νόμο, τό ασήμαντο γιά τήν ετυμηγορία τής πορεί ας τού κόσμου, αύτό πού έκτοξεύθηκε στό περιθώριο. Ή ματιά πού τό θεωρεί, ή παρατήρηση τού φροϋδικού «αποβράσματος τού κόσμου τών φαινομένων» πέρα άπό τό ψυχολογικό πεδίο, ακολουθεί τήν τάση πρός τό ιδιαίτερο ως τό μή ταυτόσημο. Τό ούσιώδες είναι τόσο αντίθετο πρός τήν κυρίαρχη γενικότητα, τή μή ούσία. όσο ξεπερνά κριτικά τήν τελευταία. Αλλά καί ή διαμεσολάβηση τής ούσίας καί τού φαινομένου, τής έννοιας καί τού πράγματος, δέν παραμένει όπως ήταν, δη λαδή τό στοιχείο τής ύποκειμενικότητας μέσα στό άντικείμενο. Αύτό πού διαμεσολαβεί τά πραγματικά γεγονότα δέν είναι τόσο ό υποκειμενικός μηχανισμός πού τά προδιαμορφώνει καί τά αντιλαμβάνεται όσο ή ετερόνομη γιά τό υποκείμενο αντικειμενι κότητα πίσω άπό αύτό πού τό υποκείμενο μπορεί νά έμπειρα θεί. Δέν μπορεί νά ένταχθεί στόν κύκλο τών πρωτογενών υπο κειμενικών εμπειριών, είναι ύπερκείμενή του. Όπου στή σημερι
211)
ΑΙΑΜΚΣΟΛΑΒΗ1Ή ΜΚΣΜ ΑΝΤΙΚίΙΜΙΝΙΚΟΠΠΑΙ
νή ιστορική βαθμίδα ένας άνθρωπος κρίνει υποκειμενικά, όπως κοινώς λέγεται, αυτό τό υποκείμενο συνήθως έπαναλαμβάνει μηχανικά καί αυτόματα τή συναίνεση όλων (εοπ5εη5ΐι·> υπιηϊιίΓη). Γιά νά άποδώσει στό άντικείμενο αύτό πού τού άνήκει. άντί νά άρκείται στό ψευδές έκμαγείο. θά έπρεπε νά άντισταθεΐ στή μέ ση τιμή μιας τέτοιας άντικειμενιχότητας καί νά άπελευθερωθεί ώς υποκείμενο. Από αύτή τή χειραφέτηση καί όχι άπό τήν άκόρεστη καταπίεση τού ύποκειμένου έξαρτάται σήμερα ή άντικειμενικότητα. Ή υπεροπλία τού άντικειμενοποιημένου μέσα στά υποκείμενα, πού τά έμποδίζει νά γίνουν υποκείμενα, εμποδίζει επίσης τή γνώση της αντικειμενικότητας· αύτό άπέγινε εκείνο πού κάποτε είχε άποκληθεί «ύποκειμενικός παράγων». Διαμεσολαβημένη είναι τώρα μάλλον ή ύποκειμενικότητα παρά ή αντικειμενικότητα, ενώ είναι πιό έπιτακτική ή άνάλυση μιας τέ τοιας διαμεσολάβησης παρά τής παραδοσιακής. Οί ύποκειμενικοί μηχανισμοί διαμεσολάβησης είναι μιά προέκταση εκείνων τής αντικειμενικότητας, στούς όποιους εμπλέκεται κάθε ύποκείμενο. άκόμη καί τό ύπερβατικό. Γιά τό γεγονός ότι τά δεδομέ να. σύμφωνα μέ τήν αξίωσή τους, προσλαμβάνονται έτσι καί όχι αλλιώς φροντίζει ή προϋποκειμενική τάξη πραγμάτων, ή όποια άπό τή μεριά της συγκροτεί ούσιωδώς τή συστατική γιά τή γνω σιολογία υποκειμενικότητα. Αύτό πού στήν καντιανή παραγωγή τών κατηγοριών παραμένει τελικά, σύμφωνα μέ τή δική του όμολογία, τυχαίο, «δεδομένο»: ότι ό Λόγος διαθέτει αυτές τίς βασικές κατηγορίες καί όχι άλλες, όφείλεται σέ αύτό πού σύμ φωνα μέ τόν Κάντ θέλουν νά δημιουργήσουν οι κατηγορίες. Ή οίκουμενικότητα τής διαμεσολάβησης δεν μάς δίνει όμως τό δι καίωμα νά άναγάγουμε τά πάντα ίσοπεδωτικά σέ αύτή, σάν νά ήταν τό ίδιο πράγμα ή διαμεσολάβηση τού άμεσου καί ή διαμεσολάβηση τής έννοιας. Γιά τήν έννοια ή διαμεσολάβηση άποτελεϊ τήν ούσία, καθώς άπό τή σύστασή της είναι άμεσα μιά διαμεσολάβηση, ενώ ή διαμεσολάβηση τής άμεσότητας είναι ένας καθορισμός έκ μέρους τού στοχασμού καί έχει νόημα μόνο σέ σχέση μέ τό άντίθετό της, τό άμεσο. Άν δέν ύπάρχει τίποτε πού
ΑΙΑΜϋΣΟΛΑΒΗΣΜ ΜΕΣΩ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ
211
δεν 0« ήταν διαμεσολαβημένο. μιά τέτοια διαμεσολάβηση. όπως τόνισε ό Χέγκελ. αποβλέπει κατ’ άνάγκη πάντοτε σέ κάτι διαμεσολαβημένο. χωρίς τό όποιο ή ϊδια από τη μεριά της δέν 0ά ύπήρχε. ’Αλλά ή ιδέα ότι δέν υπάρχει κάτι διαμεσολαβημένο χω ρίς διαμεσολάβηση έχει μόνο στερητικό καί επιστημολογικό χα ρακτήρα : δείχνει ότι είναι άδόνατον νά καθορίσουμε κάτι χωρίς διαμεσολάβηση. μέ άλλα λόγια δέν είναι κάτι περισσότερο άπό την ταυτολογία ότι σκέφτομαι κάτι σημαίνει άκριβώς σκέφτο μαι. Από την άλλη μεριά δέν θά άπέμενε καμμιά διαμεσολάβηση χωρίς τό «κάτι». Ή άμεσότητα είναι διαμεσολαβημένη. όπως καί ή διαμεσολάβηση έχει κάτι άμεσο πού θά δεχόταν τη διαμεσολάβηση. Ό Χέγκελ παραμελεί αύτήν τη διαφορά. Ή διαμεσολάβηση τού άμεσου άφορά τόν τρόπο ύπαρξής του. τη γνώση γι’ αύτό καί τά όρια αύτής τής γνώσης. Ή άμεσότητα δέν είναι ένας τρόπος ύπαρξης, ένας απλός καθορισμός τού «πώς» γιά τή συνείδηση, αλλά είναι αντικειμενική: ή έννοιά της παραπέμπει σέ αύτό πού δέν μπορεί νά άπαλειφθεί άπό τήν έννοιά του. Ή διαμεσολάβηση δέν λέει κατά κανέναν τρόπο ότι όλα έξαφανίζονται μέσα σέ αυτήν, αλλά προϋποθέτει ώς αναγκαίο κάτι πού διαμεσολαβείται άπό αυτήν, κάτι μή εξαφανιζόμενο μέσα της. ενώ ή ίδια ή άμεσότητα άντιπροσωπεύει ένα στοιχείο τό όποιο δέν χρειάζεται τή γνώση, τή διαμεσολάβηση. όσο χρειάζεται ή διαμεσολάβηση τό άμεσο. Όσο ή φιλοσοφία χρησιμοποιεί τις έννοιες έμμεσα καί άμεσα, τίς όποιες πρός τό παρόν δέν μπορεί νά στερηθεί, ή γλώσσα της δηλώνει τήν κατάσταση πραγμάτων τήν οποία ή ίδεαλιστική έκδοχή της διαλεκτικής άμφισβητεί. Τό γεγονός ότι αύτή προσπερνά τή φαινομενικά έλάχιστη διαφορά τήν κάνει εύλογη. Ό θρίαμβος τής θέσης ότι τό άμεσο είναι οπωσδήποτε διαμεσολαβημένο άντιπαρέρχεται τό διαμεσολαβημένο καί στήν περιχαρή του πορεία φθάνει στήν ολότητα τής έννοιας, καθώς κανένα μή έννοιολογικό στοιχείο δέν παρεμποδί ζει τή θριαμβευτική πορεία, έπιτυγχάνοντας έτσι τήν άπόλυτη κυριαρχία τού υποκειμένου. Επειδή όμως ή ώς διά μαγείας έξαφανισθείσα διαφορά μπορεί νά άναγνωρισθεϊ άπό τή διαλε-
IIΙΑΙΑΙΤΚΡΟΊΉΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΙ1ΙΜΕΡΟΥΣ (ΕΙΔΙΚΟ)
χτιχή. ή όλιχή ταύτιση δέν έχει στη διαλεκτική τύν τελευταίο λό γο. Ή διαλεκτική μπορεί νά έγκαταλείψει τόν μαγικό κύκλο τής όλικής ταύτισης χωρίς νά τού άντιπαρατάξει δογματικά άπό έξω μιά δήθεν ρεαλιστική θέση. Ό κλειστός κύκλος τής ταύτι σης, ή όποια σε τελική ανάλυση ταυτίζει πάντοτε μόνο τόν ¿αυτό της. είχε χαραχθεί άπό μιά σκέψη πού δέν ανεχόταν τίποτε έξω άπό αύτήν· ή αιχμαλωσία της είναι δικό της έργο. Μιά τέτοια ολοκληρωτική καί κατά συνέπεια μερικοκρατική όρΟολογικότητα ύπαγορευόταν ιστορικά άπό τόν άπειλητικό χαρακτήρα τής φύσης. Αύτό είναι τό δριό της. Ή ταυτιστική σκέψη, ή έξομοίωση κάθε άνόμοιου. διαιωνίζει στό φόβο της τήν εξάρτηση άπό τή φύση. Ό άστόχαστος Λόγος θαμπώνεται καί περιέρχεται σέ πλάνη ένόψει κάθε πράγματος πού δέν ύπόκειται στήν κυριαρ χία του. Πρός τό παρόν ό Λόγος νοσεί· θά ήταν όντως Λόγος άν πρώτα θεραπευόταν. Ακόμη καί ή θεωρία τής άλλοτρίωσης. μα γιά τής διαλεκτικής, συγχέει τήν άνάγκη του άνθρώπου νά πλη σιάσει τόν έτερόνομο καί κατ’ αυτό άνορθολογικό κόσμο, σύμ φωνα μέ τά λόγια του Νοβάλις «νά αισθάνεται κανείς παντού σάν στό σπίτι του», μέ τήν άρχάίκή βαρβαρότητα ότι τό γεμάτο λαχτάρα υποκείμενο δέν είναι σέ θέση νά αγαπήσει τό ξένο, τό άλλότριο καί διαφορετικό, μέ τήν άπληστία γιά ένσωμάτωση καί καταδίωξη. Άν τό ξένο έπαυε νά προγράφεται. ή άλλοτρίωση (άποξένωση) θά ήταν ίσως άνύπαρκτη πιά. Ή άμφισημία στήν έννοια τής διαμεσολάβησης. πού επιβάλ λει τήν άμοιβαία ταύτιση τών άντίθετων πόλων τής γνώσης σέ βάρος τής ποιοτικής διαφοράς τους, άπό τήν όποια έξαρτώνται τά πάντα, άνάγεται στήν αφαίρεση. Αλλά καί ή λέξη άφηρημένος είναι άκόμη πολύ άφηρημένη, ή ίδια έπίσης διφορούμενη. 'Η ένότητα τών περιλαμβανόμενων στίς γενικές έννοιες είναι ριζικά διαφορετική άπό τά έπιμέρους (τά ειδικά) πού καθορίζονται έννοιολογικά. Σέ αύτά τά έπιμέρους ή έννοια είναι πάντοτε καί τό άρνητικό τους· άποκόπτει αύτό πού είναι τό ίδιο τό έπιμέ ρους καί έντούτοις δέν μπορεί νά κατονομασθεϊ άμεσα καί τό άντικαθιστά μέ την ταυτότητα. Αύτό τό άρνητικό, ψευδές καί
Η ΙΑΙΑΠΤ.ΡΟΤΗΤΛ ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΙ ΜΗΡΟΥΣ (ΕΙΔΙΚΟ)__________________________ 2Π
όμως ταυτόχρονα αναγκαίο είναι τό θέατρο άνάπτυξης τής δια λεκτικής. Ό πυρήνας, που καί στήν ίδεαλιστική της εκδοχή είναι άφηρημένος δεν έχει απλώς άπαλειφθεΐ. Καθώς διαφέρει άπό τό τίποτε, άκόμη καί τό πιό ακαθόριστο κάτι δέν είναι, παρά την άντίθετη άποψη τού Χέγκελ, κάτι απολύτως ακαθόριστο. Αυτό αναιρεί την ίδεαλιστική διδασκαλία γιά τόν ύποκειμενικό χαρα κτήρα όλων τών καθορισμών. Όπως τό έπιμέρους δέν μπορεί νά καθορισθεϊ χωρίς τό γενικό, μέσω τού όποιου σύμφωνα μέ τήν ίσχύουσα λογική ταυτίζεται, έτσι δέν μπορεί καί νά ταυτισθεΐ μέ αυτό. Ό Ιδεαλισμός δέν θέλει νά δει ότι ένα κάτι, όσοδήποτε ποιοτικά ακαθόριστο καί άν είναι, δέν μπορεί γι’ αύτόν τό λόγο νά άποκαλεϊται τίποτε. Επειδή ό Χέγκελ δέν προχωρεί στή δια λεκτική τού έπιμέρους. τήν όποια ό 'ίδιος συνέλαβε -Μ διέλυε τήν πρωτοκαθεδρία τού ταυτόσημου καί κατά συνέπεια τού ιδε αλισμού-. όδηγείται συνεχώς σέ παραπλανητικά καμώματα. Στη θέση τού έπιμέρους σερβίρει τη γενική έννοια τής κατεξοχήν ιδι αιτερότητας. λόγου χάρη τής «ύπαρξης», όπου δέν ύπάρχει κα νένα έπιμέρους πιά. Παλινορθώνει τη μεθοδολογία τής σκέψης, την όποια ό Κάντ δικαιολογημένα έπικρίνει στόν παλαιότερο όρθολογισμό ώς άμφιβολία τών έννοιών τού στοχασμού. Ή έγελιανή διαλεκτική γίνεται σοφιστική όταν αποτυγχάνει. Αύτό πού μετατρέπει τό έπιμέρους σέ διαλεκτικό σκάνδαλο, ότι δέν δια λύεται μέσα στήν ύπερκείμενη έννοια, τό πραγματεύεται ώς οικουμενική κατάσταση πραγμάτων, λές καί τό έπιμέρους είναι ή ίδια του ή ύπερκείμενη έννοια καί κατ’ αύτό αδιάλυτο. Μέ αύτό ακριβώς ή διαλεκτική τής μή ταυτότητας καί τής ταυτότη τας γίνεται εικονική: νίκη τής ταυτότητας έπί τού ταυτόσημου. Ή ανεπάρκεια τής γνώσης πού δέν μπορεί νά βεβαιωθεί γιά κα νένα έπιμέρους χωρίς τήν έννοια, ή όποια δέν είναι κατά κανέναν τρόπο τό έπιμέρους. γίνεται ταχυδακτυλουργικά έπωφελής γιά τό πνεύμα, πού ανυψώνεται πάνω άπό τό έπιμέρους καί τό καθορίζει άπό ο.τι άντιστέκεται στήν έννοια. Η γενική έννοια τής ιδιαιτερότητας δέν έχει καμμιά έξουσία πάνω στό έπιμέρους πού άφαιρετικά έννοεί.
214
II ΛΙΛΑΚΚΊΊΚΗ ΥΠϋΚΕΙΜΗΝΟΥ-ΑΝΊ ΙΚΗΙΜΕΝΟΥ
Ή διπολική σχέση υποκείμενου καί αντικειμένου έμφανίζεται εύκολα ώς μή διαλεκτική δομή, στήν οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται δλη ή διαλεκτική. Αλλά αυτές οι δυο έννοιες είναι παραγμένες κατηγορίες τού στοχασμού, τύποι γιά κάτι πού δέν μπορεί νά ενωθεί* δέν είναι κάτι θετικό, δέν είναι πρω τογενείς καταστάσεις πραγμάτων, αλλά κάτι απολύτως άρνητικό. έκφραση μόνο τής μή ταυτότητας. Παραταύτα δέν μπο ρούμε απλώς νά άρνηθούμε τή διαφορά μεταξύ υποκειμένου καί αντικειμένου. Δέν είναι μιά έσχατη δυαδικότητα ούτε κρύ βεται πίσω τους μιά έσχατη ενότητα. Συγκροτούνται τό ένα μέ σω τού άλλου, όπως καί άποχωρίζονται βάσει αύτής τής σύστα σης. Άν ό δυϊσμός ύποκειμένου καί άντικειμένου γινόταν βασι κή αρχή, θά ήταν, όπως ή αρχή τής ταυτότητας στήν όποια δέν μπορεί νά ένταχθεΐ, πάλι όλική. μονιστική222* ή άπότη δυαδικό τητα θά ήταν ένότητα. Ό Χέγκελ τό έκμεταλλεύθηκε γιά νά εντάξει στή σκέψη τή διπολική σχέση ύποκειμένου-άντικειμένου. ενώ αισθανόταν ότι υπερείχε απέναντι στόν Φίχτε καί τόν Σέλλινγκ επειδή άναπτύσσει αύτήν τή σχέση καί πρός τή μία καί πρός τήν άλλη πλευρά. Ώς δομή τού είναι ή διαλεκτική . , .. , , , , , , , 223 υποκείμενου και αντικείμενου γίνεται κατ αυτόν υποκείμενο Ώς αφαιρέσεις είναι καί τά δύο προϊόντα τής σκέψης* ή ύπόθεση της αντίθεσής τους χαρακτηρίζει τή σκέψη όπωσδήποτε ώς τό πρώτο. Αλλά ό δυϊσμός δέν ενδίδει ούτε στήν υπόδειξη τής καθαρής σκέψης. Όσο αύτή ή σκέψη παραμένει, εκτυλίσσεται σύμφωνα μέ τή διχοτομία. πού έχει γίνει μορφή τής σκέψης καί χωρίς τήν οποία ή σκέψη ίσως δέν θά υπήρχε. Κάθε έννοια, ακόμη καί αύτή τού είναι, αναπαράγει τή διαφορά μεταξύ τού νοείν καί τού νοούμενου, τής σκέψης καί τού αντικειμένου της. ή όποια έχει εγχαραχθεί στή θεωρητική συνείδηση από τήν ανταγωνιστική σύσταση τής πραγματικότητας* καθόσον αύτή ή διαφορά έκφράζει τήν κατάσταση τής πραγματικότητας, ή άναλήθεια τού δυϊσμού είναι ή αλήθεια. Άν όμως ό ανταγωνισμός άπο κοπεί, γίνεται μιά φιλοσοφική δικαιολογία γιά τήν αιώνιότητά του. Δυνατή είναι μόνον ή καθορισμένη άρνηση τών έπιμέ-
Η Α1ΑΛΗΚΊΊΚΗ ΥΠΟΚΗΙΜΕΝΟΥ-ΑΝΤ1ΚΕ1ΜΕΝΟΥ
215
ρους στοιχείων, μέσω τής όποιας τό υποκείμενο καί τό αντικεί μενο άντιτίθενται απολύτως καί έτσι ακριβώς ταυτίζονται μετα ξύ τους. Στην πραγματικότητα τό υποκείμενο δεν είναι ποτέ εντελώς υποκείμενο, τό αντικείμενο δέν είναι ποτέ έντελώς αντικείμενο· παραταύτα δέν είναι άποσπασμένα από ένα τρίτο πράγμα πού θά τά ξεπερνούσε. Τό τρίτο θά ήταν εξίσου απα τηλό. Ανεπαρκής είναι ή καντιανή πρόταση διεξόδου νά άπομακρυνθεΐ αύτό τό τρίτο, ως άπειρο, από τή θετική, πεπερα σμένη γνώση καί αύτή νά παροτρυνθεί ώστε νά καταβάλει ακούραστες προσπάθειες γιά νά έπιτύχει τό άνεπίτευκτο. Στή δυαδικότητα υποκειμένου καί αντικειμένου πρέπει νά έμμείνουμε κριτικά, παρά τήν αξίωση όλότητας. πού είναι αναπό σπαστη από τή σκέψη. Βέβαια ό χωρισμός, πού κάνει τό αντι κείμενο ξένο, κάτι τό όποιο πρέπει νά ελέγχεται, καί τό οικείοποιείται, είναι ύποκειμενικός. αποτέλεσμα διατακτικής παρα σκευής. Αλλά ή κριτική τής υποκειμενικής προέλευσης τού χω ρισμού δέν ένώνει πάλι τά χωρισμένα άπαξ καί έγινε ό αντικει μενικά πραγματικός διχασμός. Ή συνείδηση ύπερηφανεύεται γιά τήν ένωση αύτού πού ή ίδια αύθαιρέτως διέσπασε σέ στοι χεία* από αύτό προέρχεται ή ιδεολογική χροιά κάθε λόγου γιά σύνθεση. Είναι μιά μάσκα τής άνάλυσης. πού αύτοσυγκαλύπτεται καί τείνει νά γίνει ταμπού. Ή αντιπάθεια τής χυδαία εύγενούς συνείδησης πρός τήν ανάλυση όφείλεται στό γεγονός οτι ό κατακερματισμός γιά τόν όποιο τό άστικό πνεύμα κατηγορεί τούς κριτικούς του διαπράττεται από τό ίδιο, είναι τό ασυνεί δητο έργο του. Μοντέλο ενός τέτοιου κατακερματισμού είναι οι ορθολογικές έργασιακές διαδικασίες. Ή ανάλυσή τους, πού είναι απαραίτητος δρος γιά τήν παραγωγή εμπορευμάτων, μοι άζει μέ τή διαδικασία τής σύνθεσης βάσει γενικών έννοιών. Άν ό Κάντ είχε συμπεριλάβει στήν κριτική τού Λόγου τή σχέση τής μεθόδου του πρός τή θεωρία, τή σχέση τού γνωσιολογικά έρευνώντος υποκειμένου πρός τό έρευνώμενο. δέν θά τού είχε διαφύγει δτι οί μορφές πού μέλλουν νά συνθέσουν τά πολλά καί διάφορα είναι μέ τή σειρά τους προϊόντα χειρισμών τούς
21(>
ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΊΉΙ ΥΜΟΚΚΙΜΚΝΙΚΗΣ ΑΝΑΙΊΙΙΉΣ
όποιους ή δομή του έργου, αρκετά διαφωτιστικά τιτλοφορεί υπερβατική άναλυτική. Μ κυρίαρχη τάση τής πορείας του γνωσιολογικοΰ στοχασμού ήταν νά ανάγει δλο καί πιό πολλά αντικειμενικά στοιχεία στό υποκείμενο. Αύτή άκριβώς ή τάση θά έπρεπε νά άναστραφεί. Εκείνο πού στήν παράδοση τής φιλοσοφίας διέκρινε τήν έννοια τής υποκειμενικότητας από τό ον είναι ένα ομοίωμα τού όντος. Τό γεγονός ότι ή φιλοσοφία, πού μέχρι σήμερα ύποφέρει από τήν έλλειψη αύτοστοχασμοϋ. ξέχασε τή διαμεσολάβηση μέσα σέ αυτό πού διαμεσολαβεί, στό ύποκείμενο. δέν τής προσδίδει μιά ανώτερη. δυσδιάκριτη αξία, όπως καί καμμιά λήθη δέν αποτελεί προσφορά. Τό ύποκείμενο αίφνιδιάζεται από αυτό πού ξέχασε. τρόπον τινά πρός τιμωρία του. Μόλις κάνει τόν εαυτό του αντι κείμενο γνωσιολογικοΰ στοχασμού, συνειδητοποιεί τόν χαρα κτήρα αντικειμενικότητας, τήν απουσία του όποιου άρέσκεται νά επικαλείται γιά νά θεμελιώσει τά πρωτεία του άπέναντι στήν περιοχή τών πραγματικών γεγονότων. Ό ούσιώδης χαρα κτήρας του, μιά ύπαρξη ύψωμένη στό τετράγωνο, προϋποθέτει, όπως δέν αποσιώπησε ό Χέγκελ, τήν πρώτη ύπαρξη, τά πραγ ματικά γεγονότα, ώς ορο γιά τή δυνατότητά της. άν καί ύπό αρνητική μορφή. Ή αμεσότητα τών πρωτογενών αντιδράσεων έσπασε κάποτε στό σχηματισμό τού εγώ καί μαζί μέ αυτές ό αυθορμητισμός στόν όποιο σύμφωνα μέ τήν ύπερβατική συνή θεια ύποτίθεται ότι συμπτύσσεται τό καθαρό έγώ· ή ταυτότητά του ώς κέντρου αποβαίνει σέ βάρος τών ιδιοτήτων πού απέδω σε στό ίδιο τό εγώ ό ιδεαλισμός. Τό συστατικό ύποκείμενο τής φιλοσοφίας είναι πιό εμπράγματο άπό τό ιδιαίτερο ψυχικό πε ριεχόμενο πού τό εγώ άπέβαλε ώς έμπράγματο-νατουραλιστικό. Όσο πιό αύτεξούσιο εμφανίζεται τό εγώ απέναντι στό όν. τόσο περισσότερο γίνεται απαρατήρητα αντικείμενο καί άνακαλεί ειρωνικά τόν συστατικό του ρόλο. Όντικά διαμεσολαβημένο δέν είναι απλώς τό καθαρό εγώ άπό τό έμπειρικό. τό όποιο διαφαίνεται καθαρά ώς μοντέλο τής πρώτης εκδοχής τής λο
ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΗΣ ΑΝΑΓΩΓΗΣ
217
γικής παραγωγής τών καθαρών έννοιών τής διάνοιας, αλλά καί ή ίδια ή ύπερβατική αρχή, τήν όποια ή φιλοσοφία θεωρεί ώς τό πρώτο πού κατέχει έναντι του δντος. Ό Άλφρεντ Ζόν-Ρέτελ είναι ό πρώτος πού έπισήμανε δτι στό εγώ, τη γενική καί ανα γκαία δραστηριότητα του πνεύματος, κρύβεται άμετάκλητα κοινωνική έργασία. Ή άπορητική έννοια τού υπερβατικού υπο κειμένου. ενός μή δντος τό όποιο εντούτοις ύποτίθεται δτι πράττει, ενός γενικού τό όποιο εντούτοις διαπιστώνει έπιμέρους πράγματα, θά ήταν μιά σαπουνόφουσκα καί ποτέ δέν θά μπορούσε νά αντληθεί άπό τό αυτάρκες εγγενές πλαίσιο τής άναγκαϊα άτομικής συνείδησης. Σέ σύγκριση μέ τήν τελευταία δμως αυτή ή άπορητική έννοια δέν είναι μόνο πιό άφηρημένη. αλλά βάσει τής διαμορφωτικής της δύναμης είναι καί πιό πραγ ματική. Πέρα άπό τόν μαγικό κύκλο τής φιλοσοφίας τής ταυτό τητας τό υπερβατικό ύποκείμενο μπορεί νά άποκρυπτογραφηθεϊ ώς ή κοινωνία χωρίς αύτοσυνείδηση. Παραγώγιμη είναι άκόμη καί μιά τέτοια έλλειψη συνειδητότητας. Άφότου ή πνευματι κή έργασία άποχωρίσθηκε άπό τή σωματική υπό τήν έπίδραση τής κυριαρχίας τού 7τνεύματος. τής δικαιολόγησης τού προνομί ου. τό άποσπασμένο πνεύμα έπρεπε, μέ τήν ύπερβολή στήν οποία ωθούν οί τύψεις συνείδησης, νά διεκδικήσει αύτή τήν κυ ριαρχία. τήν όποια θεμελιώνει πάνω στή θέση δτι είναι τό προύτο καί πρωταρχικό, καί νά φροντίσει νά ξεχάσει γρήγορα τήν πραγματική προέλευση αυτής τής άξίωσης γιά νά μήν πα ραγράφει. Κατά βάθος νιώθει τό πνεύμα δτι ή σταθερή κυριαρ χία του δέν είναι πνευματική, άλλα τό ύστατο μέσον της είναι ή φυσική-σωματική βία την οποία διαθέτει. Δέν επιτρέπεται νά παραδεχθεί τό μυστικό του. διότι τό τίμημα είναι ό καταποντι σμός του. Ή άφαίρεση, ή όποια, άκόμη καί σύμφωνα μέ τή μαρτυρία άκραίων ιδεαλισμών δπως ό Φίχτε. κάνει τό ύποκεί μενο συστατικό, άντανακλά τόν χωρισμό άπό τή σωματική έργασία. πού μπορεί νά άποκαλυφθεί στήν άντιπαράθεση μέ αυτήν. Όταν ό Μάρξ στήν Κριτική τού προγράμματος τής Gotha τόνιζε άπέναντι στους οπαδούς τού Λασάλ δτι πηγή τού κοινω-
2 IS
ΑΝΑΓΙΤΟΦΙΙΊΉΣ ΥΠΟΚΚΙΜί-.ΝΙΚΜΙ ΑΝΑΓΙΗΉΣ
νιχού πλούτου δέν είναι μόνον ή εργασία, όπως συνήθιζαν νά άπαγγέλλουν μονότονα οΐ χυδαίοι σοσιαλιστές, μέ αύτό έξέφρασε22*. σέ μιά περίοδο στην οποία είχε έγχαταλείψει ήδη την έπίσημη φιλοσοφική θεματολογία, φιλοσοφικά ούτε λίγο οϋτε πολύ τή θέση δτι δέν πρέπει νά ύποστασιοποιείται ή εργασία υπό καμμιά μορφή, ούτε ώς φιλοσοφία τών χεριών ούτε ώς πνευματική παραγωγή. Μιά τέτοια ύποστασιοποίηση συνεχίζει άπλώς τήν αύταπάτη γιά τήν ηγεμονία τής παραγωγικής αρχής. Αληθής γίνεται αύτή ή αρχή μόνο σέ σχέση μέ έκεϊνο τό μή ταυ τόσημο γιά τό όποιο ό Μάρξ. πού περκρρονοϋσε τή γνωσιολο γία. έπέλεξε στήν αρχή τήν ώμή καί ύπεβολικά στενή ονομασία φύση καί άργότερα φυσική υλη καί άλλους, λιγότερο βεβαρημέ νους ορούς225. Αύτό πού από τήν Κριτική τού καθαρού Λόγου καί εξής συνιστά τήν ούσία τού υπερβατικού υποκειμένου, ή λειτουργικότητα, ή καθαρή δραστηριότητα, ή όποια πραγματο ποιείται στις επιδόσεις τών ατομικών ύποκειμένων καί ταυτό χρονα τίς ύπερβαίνει. προβάλλει τήν αίωρούμενη εργασία στό καθαρό ύποκείμενο ώς πρωταρχή. Άν καί ό Κάντ περιόρισε τή λειτουργικότητα τού ύποκειμένου έπειδή θά ήταν μάταιη καί κενή περιεχομένου χωρίς ένα άντίστοιχο υλικό, τόνισε εντούτοις ξεκάθαρα δτι ή κοινωνική εργασία έχει πάντοτε ένα αντικείμε νο· ή μεγαλύτερη λογική συνέπεια τών ιδεαλιστών πού τόν ακολούθησαν δέν δίστασε νά άπαλείψει αύτήν τή σκέψη. Αλλά ή γενικότητα τού υπερβατικού ύποκειμένου είναι ή γενικότητα τού λειτουργικού πλαισίου τής κοινωνίας, ένός δλου συγκρο τούμενου από ατομικές αύθόρμητες συμπεριφορές καί ιδιότη τες, τίς όποιες μέ τή σειρά του περιορίζει βάσει τής ίσοπεδωτικής αρχής τής άνταλλαγής καί δυνητικά, ώς άνίσχυρες καί εξαρτημένες από τό δλον, αποκλείει. Ή οικουμενική κυριαρχία τής ανταλλακτικής αξίας πάνω στους ανθρώπους ή όποια a priori δέν επιτρέπει στά υποκείμενα νά είναι ύποκείμενα καί ύποβιβάζει τήν ΐδια τήν ύποκειμενικότητα σέ απλό αντικείμενο, αποκαλύπτει ώς άναληθή αύτήν τή γενική αρχή πού ισχυρίζεται δτι θεμελιώνει τήν ηγεμονία τού υποκειμένου. Τό περισσότερο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΥ
2ΐν
τού υπερβατικού ύποκειμένου είναι τό λιγότερο τού επίσης εξαιρετικά μειωμένου εμπειρικού υποκειμένου. Ώς άκρότατη όριακή περίπτωση ιδεολογίας τό ύπερβατικό ύποκείμενο φθάνει πολύ κοντά στην αλήθεια. Ή ύπερβατική γενικότητα δέν είναι άπλώς μιά ναρκισσιστική αύτοεξύψωση τού έγώ. δέν είναι ή ΰβρις τής αυτονομίας της. άλλά γίνεται πραγματική στήν κυριαρχία που επιβάλλεται καί διαιωνίζεται άπό τήν άρχή τής ανταλλαγής ισοτίμων. Ή έξιδανικευμένη από τή φιλοσοφία διαδικασία αφαίρεσης, πού αποδίδεται μόνο στό ύποκείμενο τής γνώσης, διαδραματίζεται στήν πραγματική κοι νωνία τής άνταλλαγής. - Ό καθορισμός τού υπερβατικού ώς άναγκαίου. πλάι στη λειτουργικότητα καί τή γενικότητα, εκφράζει τήν άρχή τής αύτοσυντήρησης τού ανθρώπινου γένους. Αύτή ή αρχή προσφέρει τή δικαιολογία γιά τήν αφαίρεση, χωρίς τήν όποια δέν μπορεί νά σταθεί1 ή αφαίρεση είναι τό μέσον έκφρασης τού αύτοσυντηρητικού Λόγου. Παρωδώντας τόν Χάιντεγγερ θά μπορούσε κανείς χωρίς πολλές επιτηδεύσεις νά έρμηνεύσει τήν ιδέα τής άναγκαιότητας στή φιλοσοφική γενικό τητα άνάγοντάς την στήν ανάγκη νά μεταστραφεί ή χρεία22*, μέσω τής όργανωμένης εργασίας νά αρθεί ή έλλειψη τροφίμων αύτό όμως θά άλλαζε ριζικά τήν ίδια τή χαίντεγγεριανή μυθο λογία τής γλώσσας: μιά αποθέωση τού αντικειμενικού πνεύμα τος. ή όποια εξαρχής προγράφει ώς κάτι κατώτερο τόν στοχα σμό πάνω στήν ύλική διαδικασία πού προεκτείνεται στι πνεύμα. - Ή ενότητα τής συνείδησης είναι ή ενότητα τής ατο μικής συνείδησης καί φέρει ακόμη καί ώς άρχή ορατά τά ίχνη της. κατά προέκταση καί τά ίχνη τού όντος. Ή άτομική αυτο συνείδηση βέβαια, λόγω τής πανταχού παρουσίας της. γιά τήν υπερβατική φιλοσοφία είναι κάτι γενικό τό όποιο δέν μπορεί πιά νά επικαλείται τά πλεονεκτήματα τής συγκεκριμένης πραγ ματικότητας τής αύτοβεβαιότητας· εφόσον όμως ή ένότητα τής συνείδησης είναι πλασμένη σύμφωνα μέ τήν άντικειμενικότητα. δηλαδή τό κριτήριό της είναι ή δυνατότητα σύστασης άντικειμένων. είναι ή έννοιολογική αντανάκλαση τής όλικής καί χωρίς
220
ΙΊΛΤΙΙΝ Ι·.Ι»ΜΙΙΝΐ:ΐΑΤΟΥ ΥΠΡ.ΡΗΑΊΊΚΟΥ
κενά ένωσης των πράξεων τής παραγωγής στην κοινωνία, μέσω τής όποιας συγκροτείται γενικά ή άντικειμενικότητα τών εμπο ρευμάτων. ό «Αντικειμενικός» τους χαρακτήρας. - Επιπλέον ό στερεός, μόνιμος καί Αδιαπέραστος χαρακτήρας τού έγώ γιά την έμπειρώμενη συνείδηση είναι μίμηση του Αδιαπέραστου χα ρακτήρα τού εξωτερικού κόσμου, όπως τόν αντιλαμβάνεται ή πρωτόγονη συνείδηση. Ή πνευματική παντοδυναμία τού υπο κειμένου είναι ή ήχώ τής αντικειμενικής αδυναμίας του. Ή αρχή τού έγώ μιμείται τό Αρνητικό της. Δεν είναι τό αντικείμενο υποκείμενο, όπως έμαθε ό ιδεαλισμός Ασκούμενος επί χιλιετίες. Αλλά τό υποκείμενο αντικείμενο. Ή πρωτοκαθεδρία τής υπο κειμενικότητας συνεχίζει μέ έκπνευματισμένο τρόπο τόν δαρβινικό αγώνα γιά τήν ύπαρξη. Ή καταπίεση τής φύσης γιά ανθρώπινους σκοπούς είναι Απλώς μιά φυσική σχέση, γι’ αυτόν τό λόγο ή Ανωτερότητα τού Λόγου πού εξουσιάζει τη φύση καί τής αρχής του είναι φαινομενική. Σέ αυτήν τη φαινομενικότητα συμμετέχει γνωσιολογικά-μεταφυσικά τό υποκείμενο πού Ανα γορεύει τόν έαυτό του βακωνικό227 κύριο όλων τών πραγμάτων καί τελικά, στόν ιδεαλισμό, δημιουργό τους. Στήν άσκηση τής κυριαρχίας του τό ύποκείμενο γίνεται μέρος αυτού πού νομίζει πώς εξουσιάζει, ύπόκειται στη μοίρα τού έγελιανού κυρίου228. Πόσο ύποτελές είναι στό αντικείμενο καθώς τό αναλώνει, αύτό φανερώνεται στό ίδιο τό υποκείμενο. Ό.τι κάνει είναι ή μαγεία αυτού πού τό ύποκείμενο νομίζει πώς έγκλείει στόν μαγικό του κύκλο. Ή απεγνωσμένη του αύτοεξύψωση είναι μιά αντίδραση στήν εμπειρία τής Αδυναμίας του. πού εμποδίζει τόν αύτοστοχασμό· ή Απόλυτη συνείδηση είναι ασυνείδητη. Τό μαρτυρεί έξοχα ή καντιανή ήθική φιλοσοφία μέ τήν ασυγκάλυπτη Αντίφα ση ότι τό ίδιο ύποκείμενο. πού Αποκαλεΐται ελεύθερο καί ύπέροχο, ως όν είναι μέρος τού φυσικού πλαισίου από τό όποιο ή ελευθερία του θέλει νά ξεφύγει. ~Ηδη ή πλατωνική διδασκαλία περί ιδεών, ένα μεγάλο βήμα πρός τήν απομυθοποίηση, αναπα ράγει τό μύθο: διαιωνίζει τίς σχέσεις κυριαρχίας, πού από τη φύση πέρασαν στόν άνθρωπο καί ασκούνται από αύτόν. ως
«ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΉ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ»
221
οντότητες. 'Άν ή κυριαρχία πάνω στη φύση ήταν προϋπόθεση καί βαθμίδα τής απομυθοποίησης, αύτή ή τελευταία θά έπρεπε νά περιλάβει καί την κυριαρχία γιά νά μή γίνει παραταύτα θύμα του μύθου. 'Αλλά ή φιλοσοφική έμφαση στη συστατική δύναμη τού υποκειμενικού στοιχείου αποκλείει συχνά καί τό δρόμο πρός την αλήθεια. Λόγου χάρη γένη ζώων δπως ό δεινόσαυρος ό τρικεράτωψ ή ό ρινόκερως κουβαλούσαν ή κουβαλούν μαζί τους τούς προστατευτικούς θώρακες πού μάταια θά ήθελαν νά άποβάλουν. δπως τουλάχιστον φαίνεται από άνθρωπομορφική σκοπιά. Ή φυλάκισή τους στόν μηχανισμό επιβίωσής τους μπο ρεί νά εξηγεί τόσο τήν ιδιαίτερη αγριότητα τών ρινόκερων δσο καί τή μή όμολογούμενη καί κατά συνέπεια ακόμη πιό φοβερή τού homo sapiens. Τό ύποκειμενικό στοιχείο τρόπον τινά περι κλείεται άπό τό αντικειμενικό καί. ως κάτι περιοριστικό πού επιβάλλεται στό ύποκείμενο. είναι καί αύτό αντικειμενικό. Σέ δλα αύτά. σύμφωνα μέ τούς παραδοσιακούς κανόνες τής φιλοσοφίας, τής ίδεαλιστικής καί τής όντολογικής, ένυπάρχει κάτι άπό τό ύστερον πρότερον. Μέ την πεποίθηση τής αύστηρής συνέπειας μπορεί νά προβληθεί τό επιχείρημα δτι τέτοιες σκέ ψεις προϋποθέτουν, χωρίς νά τό ομολογούν, ώς διαμεσολαβητικό αύτό πού θέλουν νά παραγάγουν ώς διαμεσολαβημένο. δη λαδή τό ύποκείμενο. τη σκέψη· νοητικοί καθορισμοί είναι σύμ φωνα μέ αύτό τό έπιχείρημα δλοι oi καθορισμοί τους ήδη καί μόνον ώς καθορισμοί. Αλλά ή κριτική σκέψη δέν θέλει νά εξα σφαλίσει στό άντικείμενο τόν βασιλικό θρόνο τού υποκειμένου, πού έχει χηρέψει καί πάνω στόν όποιο τό αντικείμενο θά ήταν απλώς ένα ξόανο, αλλά νά καταργήσει τήν ιεραρχία. Ασφαλώς ή φαινομενική έντύπωση δτι τό υπερβατικό ύποκείμενο είναι τό αρχιμήδειο σημείο229 δέν μπορεί νά διαλυθεί εντελώς άπό τήν άνάλυση τής 'ίδιας τής ύποκειμενικότητας. διότι αύτή ή φαινομε νικότητα περιέχει κάτι πού δέν μπορεί νά άπομονωθεϊ άπό τίς διαμεσολαβήσεις τής σκέψης, τό άληθές στοιχείο τής προήγησης τής κοινο^νίας σέ σχέση μέ τήν άτομική συνείδηση καί δλη τήν εμπειρία της. Ή άντίληψη δτι ή σκέψη διαμεσολαβείται άπό τήν
. ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΙ1 ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ»
άντικειμενικότητα δεν άρνεϊται τή σκέψη καί τούς αντικειμενι κούς νόμους πού την κάνουν σκέψη. Τό γεγονός ότι δέν μπορεί κανείς νά έγκαταλείψει τή σκέψη δείχνει κάτι πού ή σκέψη δέν παραδέχεται, ένώ μέ την ίδια της τή μορφή τό αναζητεί καί τό εκφράζει: τό στήριγμά της στό μή ταυτόσημο. Διαφανής είναι όμως άκόμη καί ό λόγος τής -αρκετά πέρα άπό τόν Κάντύπερβατικής φαινομενικότητας : γιατί ή σκέψη στήν πλάγια προσέγγιση (intentio obliqua), καθώς περιέρχεται σέ άπορία. συνεχώς καταλήγει στήν ίδια της τήν πρωτοκαθεδρία, τήν ύποστασιοποίηση τού ύποκειμένου. Ή αφαίρεση, πού ή έκπραγμάτισή της στήν ιστορία τού νομιναλισμού μετά τήν άριστοτελική κριτική στόν Πλάτωνα έπιρριπτόταν στό υποκείμενο ώς λάθος του. είναι επίσης ή αρχή πού κάνει τό υποκείμενο γενικά ύποκείμενο. ή ίδια του ή ουσία. Γι’ αύτόν τό λόγο ή αναδρομή σέ αυτό πού τό ίδιο δέν είναι πρέπει νά τού φαίνεται έξωτερική, βίαιη. Ό,τι άποδεικνύει τήν αύθαιρεσία τού υποκειμένου, τόν à ά'ύώόίά’ίά χαρακτήρα τής προτεραιότητάς του, στά αυτιά του ηχεί πάντοτε σάν τό υπερβατικό δόγμα. "Οταν ό ιδεαλισμός επι κρίνεται αύστηρά στό ίδιο του τό πλαίσιο, εκ τών εσω, υπερα σπίζεται τόν εαυτό του μέ τό πρόχειρο έπιχείρημα ότι ή κριτική ώς τέτοια τόν έπικυρώνει* τό γεγονός ότι χρησιμοποιεί τίς προ ϋποθέσεις του δείχνει δτι ό ίδιος δυνητικά τήν περιέχει* αυτό άποδεικνύει τήν υπεροχή του. Τίς ένστάσεις άπό μιά εξωτερική σκοπιά ό ιδεαλισμός τίς απορρίπτει ώς φιλοσοφία τού στοχα σμού. ώς προδιαλεκτικές. Αλλά ή ανάλυση δέν εχει λόγους νά παραιτηθεί ενόψει αύτών τών δύο εκδοχών. Ένύπαρξη είναι ή ολότητα τών ταυτιστικών θέσεων πού ή άρχή τους καταλύεται άπό τήν κριτική έκ τών εσω. Στόν ιδεαλισμό πρέπει νά παίξουμε τή «δική του μελωδία», σύμφωνα μέ μιά ρήση τού Μάρξ. Τό μή ταυτόσημο, πού σύμφωνα μέ τό κριτήριο τής ταυτότητας τόν ορίζει εκ τών εσω. είναι ταυτόχρονα αυτό πού άντιτίθεται στήν άρχή του, ένώ ό ίδιος μάταια διαβεβαιώνει δτι τό κατέχει. Εντελώς χωρίς έξωτερική γνώση δμως, χωρίς ενα στοιχείο αμε σότητας. όπως θά μπορούσαμε νά πούμε, δηλαδή μιά προσθήκη
«ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ»
223
τής ύποκειμενιχής σκέψης πού βλέπει έξω από τη δομή τής δια λεκτικής. καμμιά εγγενής κριτική δέν είναι ικανή γι* αύτόν τό σκοπό. Ειδικά ό ιδεαλισμός δέν μπορεί νά άποδοκιμάσει αύτό τό στοιχείο, τόν αύθορμητισμό. διότι χωρίς αύτό θά ήταν καί ό ίδιος άνύπαρκτος. Ό αύθορμητισμός σπάζει τόν ιδεαλισμό, πού ό πυρήνας του λεγόταν αύθορμητισμός. -Τό υποκείμενο ως ιδε ολογία μεταμορφώθηκε μαγικά στό όνομα τής ύποκειμενικότητας όπως ό νάνος Νάζε τού Χάουφ στό βότανο «νήσμιτλουστ». πού τού τό κράτησαν μυστικό καί έτσι δέν έμαθε ποτέ νά φτιά χνει τήν πίτα συζεραίν. ή όποια φέρει τό όνομα τής επικυριαρ χίας σέ παρακμή. Καμμιά ενδοσκόπηση δέν θά τού αποκάλυπτε τόν κανόνα τής παραμόρφωσής του καί τής εργασίας του. Χρει αζόταν τό εξωτερικό κέντρισμα. τή σοφία τής χήνας Μιμί. Ένα τέτοιο κέντρισμα είναι γιά τή φιλοσοφία. προπάντιον γιά τήν έγελιανή. αιρετικό. Ή εγγενής κριτική έχει τά όριά της στό γε γονός ότι ό νόμος τού εγγενούς πλαισίου είναι ένα καί τό αύτό μέ τήν τύφλωση πού θά έπρεπε νά άρθεϊ. 'Αλλά αύτή ή στιγμή, πού συνιστά όντως τό ποιοτικό άλμα, έρχεται μόνο κατά τήν ανάπτυξη τής ένύπαρκτης διαλεκτικής, πού τείνει νά ξεπεράσει τόν εαυτό της. κατά κάποιον τρόπο παρόμοια μέ τό πέρασμα τής πλατωνικής διαλεκτικής στίς αύθύπαρκτες ιδέες' άν ή διαλε κτική γινόταν ένα ένιαίο καί κλειστό σύνολο, θά ήταν ήδη ή ολό τητα πού ανάγεται στήν άρχή τής ταυτότητας. Αλλά ύπέρ αύτής τής ιδέας τής ενοποίησης τάχθηκε ό Σέλλινγκ εναντίον τού Χέγκελ καί δέχθηκε τά ειρωνικά σχόλια γιά τήν παραίτηση τής σκέψης πού καταφεύγει στόν μυστικισμό. Τό ύλιστικό στοιχείο στόν Σέλλινγκ. ό όποιος άπέδιδε στήν ύλη καθ’ έαυτήν ένα είδος κινητήριας δύναμης, μπορεί νά συμμετέχει σέ αύτή τήν πτυχή τής φιλοσοφίας του. Δέν πρέπει όμως νά ύποστασιοποιεϊται ούτε τό άλμα, όπως συνέβη στόν Κίρκεγκωρ. διότι τότε διασύρει τό Λόγο. Ή διαλεκτική πρέπει νά περιορίζεται, κινούμενη άπό τήν αύτοσυνείδησή της. Ή απογοήτευση όμως έπειδή έντελώς χωρίς άλμα, κινούμενη μόνη της. ή φιλοσοφία δέν ξυπνά άπό τό όνειρό της. ότι γιά νάξυπνήσει χρειάζεται αύτό πού ό μαγικός
ΙΙΡΟΤΕΡΑΙΟΊΉΤΛ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
της κύκλος άφήνει έξω. δηλαδή τό Αλλο καί νέο - αύτή ή άπογοήτεοση είναι ακριβώς όπως έκείνη τού παιδιού πού διαβάζο ντας τό παραμύθι τού Χάοοφ λυπάται έπειδή ό λυτρωμένος άπό την παραμόρφωση του νάνος έχασε την εύκαιρία νά σερβίρει στόν δούκα την πίτα συζεραίν. Ή ανεπτυγμένη κριτική της ταυτότητας αναζητεί τήν υπεροχή τού αντικειμένου. Ή ταυτιστική σκέψη, άκόμη καί άν τό άμφισβητεί. είναι ύποκειμενιστική. ΊΙ αναθεώρησή της. 6 χαρακτηρι σμός τής ταυτότητας ώς αναλήθειας, δέν δημιουργεί μιά ισορρο πία μεταξύ ύποκειμένου καί αντικειμένου, δέν άποδίδει στήν έννοια της λειτουργίας μιά παντοδυναμία στή γνώση: άκόμη καί μέ περιορισμούς τό ύποκείμενο είναι ήδη άποδυναμωμένο. Ξέ ρει γιατί καί άπό τό παραμικρό πλεόνασμα τού μή ταυτόσημου αισθάνεται άπολύτως άπειλούμενο, μέ κριτήριο τήν ίδια του τήν απολυτότητα. Κάτι ελάχιστο καταστρέφει τό ύποκείμενο ώς όλον. διότι ή άξίωσή του άφορά τό δλον. Ή υποκειμενικότητα άλλάζει τήν ποιοτική της σύσταση μέσα σέ ένα πλαίσιο τό όποιο ή ίδια δέν μπορεί νά άναπτύξει άφ’ έαυτής. Λόγω τής άνισότητας στήν έννοια τής διαμεσολάβησης τό ύποκείμενο δέν εμπίπτει μέ τόν ίδιο τρόπο στό άντικείμενο δπως τό δεύτερο στό πρώτο. Τό άντικείμενο μπορεί νά νοηθεί μόνον άπό τό ύποκείμενο σύμ φωνα μέ τή σύστασή του είναι έξαρχής καί άντικείμενο. Από τό ύποκείμενο δέν μπορούμε νά άφαιρέσουμε τό άντικείμενο ούτε μέ τή φαντασία μας. τό άντικείμενο δμως μπορούμε νά τό νοή σουμε καί χωρίς ύποκείμενο. Συστατικό τού νοήματος τής ύποκειμενικότητας είναι δτι άποτελεϊ καί άντικείμενο. δχι δμως καί άντίστροφα. Τό όντικό εγώ έμπεριέχεται νοηματικά άκόμη καί στό λογικό «έγώ σκέφτομαι, πού πρέπει νά μπορεί νά συνοδεύ ει δλες τίς παραστάσεις μου»230, διότι ή χρονική άκολουθία είναι προϋπόθεση τής δυνατότητάς του καί ή χρονική άκολουθία άφορά μόνον ό.τι έχει χρονική διάρκεια, δχι τό αιώνιο. Τό προαναφερόμενο «μου» παραπέμπει σέ ένα ύποκείμενο ώς άντικείμενο μεταξύ άντικειμένων. άλλά χωρίς αύτό τό «μου» δέν θά
ηΡΟΤΕΡΑΙΟΠΙΤΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
225
ύπήρχε τό «εγώ σκέφτομαι». Ή έκφραση ύπαρξη, συνώνυμη τού υποκειμένου, ύποδηλώνει τέτοιες καταστάσεις πραγμάτων. Από την αντικειμενικότητα συνάγεται δτι ύπάρχει τό υποκείμε νο καί αυτό δίνει στό υποκείμενο κάτι από την Αντικειμενικότητα· δέν είναι τυχαίο δτι ή λέξη βιαόΐθ^υπι [ύποκείμενον]. αυτό πού ύπόκειται. πού άποτελεΐ τη βάση, θυμίζει αύτό πού ή τε χνητή γλώσσα τής φιλοσοφίας άποκάλεσε αντικειμενικό. Από την άλλη μεριά τό αντικείμενο συσχετίζεται μέ την υποκειμενι κότητα μόνο στό στοχασμό πάνω στη δυνατότητα καθορισμού του. Ή αντικειμενικότητα δέν είναι κάτι άμεσο καί δέν πρέπει νά ξεχνούμε την κριτική πού έχει άσκηθεϊ στόν απλοϊκό ρεαλι σμό231 . Προτεραιότητα τού Αντικειμένου σημαίνει την πρόίούσα ποιοτική διάκριση τού έσωτερικά διαμεσολαβημένου. ένα στοι χείο μέσα στη διαλεκτική, δχι πέρα από αύτή. τό όποιο Αρθρώ νεται μέσα σέ αύτήν. Ακόμη καί ό Κάντ δέν θέλησε νά έγκατα λείψει τό στοιχείο τής προτεραιότητας τής Αντικειμενικότητας. Από τη μιά μεριά ή υποκειμενική Ανάλυση τής γνωστικής δύνα μης [ικανότητας] στην κριτική τού Λόγου2'12 κατευθύνεται από αντικειμενική πρόθεση.ενώ από τήν άλλη ό Κάντ ύπερασπίζεται επίμονα τό υπερβατικό πράγμα καθ' εαυτό211. Έβλεπε μπροστά του πώς δέν θά ερχόταν σέ Απόλυτη αντίθεση πρός τήν έννοια ενός αντικειμένου ή ιδέα δτι είναι καθ’ έαυτό· έβλεπε δτι ή υπο κειμενική διαμεσολάβηση δέν πρέπει νά καταλογίζεται τόσο στήν ιδέα τού αντικειμένου δσο στήν ανεπάρκεια τού υποκειμέ νου. Ένώ καί στόν Κάντ τό ύποκείμενο δέν βγαίνει Από τόν έαυτό του. ό ϊδιος δέν θυσιάζει εντούτοις τήν ιδέα τής ετερότη τας. Χωρίς τήν ετερότητα ή γνώση θά καταντούσε ταυτολογία, τό Αντικείμενο τής γνώσης θά ήταν ή ίδια ή γνώση. Αύτό προκάλεσε προφανώς μεγαλύτερη σύγχυση στόν καντιανό διαλογισμό από δσο ή ανάρμοστη ιδέα δτι τό πράγμα καθ’ έαυτό είναι ή άγνωστη αιτία τών φαινομένων, ένώ ή κριτική τού Λόγου κατα λογίζει τήν αιτιότητα ώς κατηγορία στό ύποκείμενο. Άν ή κατα σκευή τής ύπερβατικής ύποκειμενικότητας ήταν ή μεγαλο πρεπούς παράδοξη καί σφαλερή προσπάθεια κατοχής τού αντί-
ΓΙΡΟΤΚΡΑΙΙΜΉΤΛ ΙΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ
κειμένου στον αντίθετο πόλο του. κατ’ αύτά μόνον ή κριτική θά μπορούσε πάλι νά προσφέρει έκεΐνα πού ή θετική. Ιδεαλιστική διαλεκτική απλώς διακήρυξε. ' Ενα όντολογικό στοιχείο άπαιτεϊται όσο ή οντολογία, κριτικά, δεν αναγνωρίζει στό υποκείμε νο τόν πλήρως συστατικό ρόλο. χωρίς ώστόσο νά υποκαθίσταται τό ύποκείμενο από τό αντικείμενο τρόπον τινά σέ μιά δεύτερη αμεσότητα. Μόνον ό υποκειμενικός στοχασμός, καί ό στοχα σμός πάνω στό ύποκείμενο. μπορεί νά προσεγγίσει τήν προτε ραιότητα τού αντικειμένου. Θά μπορούσε νά διευκρινίσει κανείς τή δύσκολα συμβιβαζόμενη μέ τούς κανόνες τής τρέχουσας λο γικής καί στήν άφηρημένη της έκφραση άσυνάρτητη κατάσταση πραγμάτων άναλογιζόμενος δτι θά μπορούσε μέν νά γραφεί μιά προϊστορία τού ύποκειμένου. όπως σκιαγραφείται στη Διαλεκτι κή τού διαφωτισμού. όχι όμως καί μιά προϊστορία του αντικει μένου. Αύτή ή δεύτερη είχε ώς θέμα της πάντοτε τά αντικείμε να. Άπό τό τυχόν άντεπιχείρημα ότι δεν υπάρχει γνώση γιά τό αντικείμενο χωρίς ύποκείμενο τής γνώσης δέν προκύπτει ένα όντολογικό προνόμιο τής συνείδησης. Κάθε ισχυρισμός ότι «υπάρχει» ένα είδος υποκειμενικότητας περικλείει ήδη μιά αντικειμενικότητα, τήν οποία τό ύποκείμενο δηλώνει πώς μόνον αύτό θεμελιώνει δυνάμει τού απόλυτου είναι του. Μόνον επειδή τό ύποκείμενο άπό τή μεριά τού είναι διαμεσολαβημένο, δηλαδή δέν είναι τό ριζικά Άλλο τού άντικειμένου. τό όποιο καί μόνο τό νομιμοποιεί, μπορεί νά συλλάβει τήν αντικειμενικότητα. Μάλλον ώς συστατική είναι ή ύποκειμενική διαμεσολάβηση τό φράγμα μπροστά στήν άντικειμενικότητα* ή πρώτη δέν άπορροφά αύτό πού ούσιωδώς είναι ή δεύτερη, δηλαδή όν. Γενετικά ή αύτονομημένη συνείδηση, πεμπτουσία τού ένεργητικού στοι χείου στίς γνωστικές έπιτεύξεις. είναι ξεχωρισμένη άπό τή λιμπιντική ενέργεια τού άνθρώπου ώς όντος ένός είδους. Απένα ντι σέ αύτό δέν είναι άδιάφορη ή ούσία του- δέν τήν όρίζει. όπως στόν Χούσσερλ.ή «σφαίρα άπόλυτων πρωταρχών». Ή συνείδη ση είναι λειτουργία τού ζωντανού ύποκειμένου. ή έννοιά της έχει διαμορφωθεί σύμφωνα μέ τήν εικόνα του. Δέν μπορεί νά έξορκι-
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΟ
227
σθεί από τό νόημά του. Τό άντεπιχείρημα ότι έδώ τό έμπειρικό στοιχείο τής ύποκειμενικότητας ανακατεύεται με τό ύπερβατικό ή ούσιώδες είναι αδύναμο. Χωρίς καμμιά σχέση μέ μιά έμπειρική συνείδηση, τη συνείδηση τού ζωντανού έγώ. δεν θά ύπήρχε κανενός είδους ύπερβατικό. καθαρά πνευματικό υποκείμενο. Ανάλογες σκέψεις γιά τη γένεση τού άντικειμένου θά ήταν μά ταιες. Διαμεσολάβηση τού άντικειμένου σημαίνει ότι τό αντικεί μενο δεν έπιτρέπεται νά ύποστασιοποιεϊται δογματικά ώς κάτι στατικό, αλλά μπορούμε νά τό γνωρίσουμε μόνο στη διαπλοκή του μέ την ύποκειμενικότητα· διαμεσολάβηση τού υποκειμένου σημαίνει ότι τό υποκείμενο δέν θά ήταν κυριολεκτικά τίποτε χω ρίς τό στοιχείο τής αντικειμενικότητας. Δείκτης τής προτεραιό τητας τού άντικειμένου είναι ή αδυναμία τού πνεύματος σέ όλες τίς κρίσεις πού σχηματίζει καί εκφέρει, όπως μέχρι σήμερα στην οργάνωση τής κοινωνικής πραγματικότητας. Τό αρνητικό στοι χείο. ότι τό πνεύμα μέ την ταύτιση δέν πέτυχε τη συμφιλίωση, ότι ή προτεραιότητά του άπέτυχε. γίνεται κινητήρια δύναμη τής ίδιας του τής άπομαγικοποίησης. Τό 7τνεύμα είναι αληθές καί αναληθές, φαινομενικό: αληθές, επειδή τίποτε δέν εξαιρείται από τήν κυριαρχία, στήν όποια έδωσε τήν καθαρή της μορφή· αναλη θές. έπειδή στή διαπλοκή του μέ τήν κυριαρχία διόλου δέν είναι εκείνο τό πνεύμα πού πιστεύει καί δηλώνει πώς είναι. Έτσι ό διαφωτισμός ύπερβαίνει τήν παραδοσιακή αυτοαντίληψή του: δέν είναι πιά απομυθοποίηση μόνον ώς-reductio ad hominem234. αλλά καί αντίστροφα ώς reductio hominis, ώς διάγνωση τής αυταπάτης τού ύποκειμένου πού στυλιζάρεται σέ κάτι απόλυτο. Τό ύποκείμενο είναι ή όψιμη καί παραταύτα όμοια μέ τήν πιό παλαιά μορφή τού μύθου. Ή προτεραιότητα τού αντικειμένου, ώς ένός έπίσης διάμεσολαβημένου. δέν διακόπτει τή διαλεκτική ύποκειμένου-άντικειμένου. 'Όπως καί ή διαμεσολάβηση. ή αμεσότητα δέν βρίσκεται πέ ρα από τή διαλεκτική. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση τής γνωσιολο γίας τό άμεσο έμπίπτει στό ύποκείμενο. άλλά ιός δεδομένο του ή προσβολή του235. Τό ύποκείμενο βέβαια, εφόσον είναι αύτόνομο
22
Κ
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΑΕΝ ίΙΝΛΙ ΕΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΟ
καί αύθόρμητο. υποτίθεται ότι έχει τή δύναμη νά διαμορφώνει τά δεδομένα* δέν έχει δμως καμμιά δύναμη έφόσον τά άμεσα δεδο μένα είναι όντως υπαρκτά, παρόντα. Τά δεδομένα είναι τό βασι κό άπόθεμα στό όποιο στηρίζεται ή διδασκαλία γιά τήν ύποκειμενικότητα -γιά τό «δικό μου», τό περιεχόμενο τού υποκειμένου ώς κτήμα του-, ένώ ταυτόχρονα μέ τή μορφή τού δεδομένου άντιστέκεται κάτι άντικειμενικό. τρόπον τινά τό προειδοποιητικό σήμα μέσα στό υποκείμενο. Αυτό έκανε τόν Χιούμ νά έπικρίνει στό όνομα τής άμεσότητας την ταυτότητα, τήν άρχή τού εγώ. πού θέλει νά διατηρηθεί ώς αυτόνομο απέναντι στό άμεσο. Αλλά ή άμεσότητα δέν μπορεί νά καθορισθεϊ ώς κάτι πάγιο, δπως θά άρεσε στη γνωσιολογία, πού κατέχει καλά δ,τι είναι άποτελειωμένο. Σέ αυτήν τό άμεσα δεδομένο καί οί επίσης απολύτως δε δομένες μορφές είναι άλληλοσυμπληρώματα. κομμένα καί ραμ μένα τό ένα στά μέτρα τού άλλου. Ή άμεσότητα άναστέλλει βέ βαια τή λατρεία τού ειδώλου τής λογικής παραγωγής, άλλά είναι καί αύτή κάτι βγαλμένο αφαιρετικά από τό αντικείμενο, μιά πρώτη, ακατέργαστη ύλη τής υποκειμενικής παραγωγικής διαδι κασίας. ή όποια υπήρξε τό μοντέλο τής γνωσιολογίας. Τό δεδο μένο, μέ την πενιχρή καί τυφλή236 μορφή του δέν είναι αντικειμε νικότητα. άλλά άπλώς ή όριακή τιμή τήν όποια τό ύποκείμενο μέσα στόν μαγικό του κύκλο δέν κατάφερε νά δαμάσει εντελώς, δταν έκανε κατάσχεση τού συγκεκριμένου άντικειμένου. Παρ’ δλη τήν αισθησιαρχική περιστολή τών πραγμάτων ό εμπειρισμός σημείωσε κάτι άπό τήν προτεραιότητα τού άντικειμένου. καθό σον άπό τόν Αόκ καί έξης έπέμενε δτι δέν υπάρχει κανένα περιε χόμενο τής συνείδησης πού δέν προέρχεται άπό τίς αισθήσεις, πού δέν είναι «δεδομένο». Ή κριτική τού άπλόικού ρεαλισμού πού άσκήθηκε άπό δλους τούς έμπειριστές. μέ άποκορύφωμα τήν κατάργηση τού πράγματος237 άπό τόν Χιούμ, λόγω τού άντικειμενικά πραγματικού χαρακτήρα τής άμεσότητας, μέ τόν όποιο ήταν δεσμευμένος, καί λόγω τού σκεπτικισμού άπέναντι στό υποκείμενο ώς δημιουργό, ήταν έντούτοις πάντοτε ύποτυπωδώς «ρεαλιστική». Άπαξ δμως καί ή σκέψη άπελευθερώθηκε άπό τήν
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΕΝ HI ΝΑΙ IiNA ΔΕΔΟΜΕΝΟ
22
V
προϋπόθεση μιας προτεραιότητας τού υποκειμένου. εκπίπτει καί τό δικαίωμα τής εμπειριστικής γνωσιολογίας νά τοποθετεί ένα είδος έλαχίστου όρίου του αντικειμένου, ενα υπόλειμμά του. μέ σω μιας ύποκειμενικής περιστολής, στην αμεσότητα τών δεδομέ νων. Μιά τέτοια κατασκευή είναι απλώς ένας συμβιβασμός ανά μεσα στό δόγμα γιά την προτεραιότητα τού ύποκειμένου καί την άνεφαρμοσιμότητά του· είναι τό άπογυμνωμένο άπό τούς προσ διορισμούς του. γυμνό αισθητό δεδομένο, πού αποτελεί ενα προϊόν τής αφαιρετικής διαδικασίας στην όποια τό άντιπαραθέτει ή καντιανή ύποκειμενική γνωσιολογία· όσο πιό άποκαθαρμένο είναι τό δεδομένο από τίς μορφές του. τόσο πιό ατροφικό γί νεται. τόσο πιό «άφηρημένο». Τό υπόλειμμα τού αντικειμένου, τό δεδομένο πού απομένει μετά την αφαίρεση τής ύποκειμενικής προσθήκης, είναι μιά αύταπάτη τής prima philosophie. Ή ιδέα ότι οί προσδιορισμοί πού κάνουν τό αντικείμενο συγκεκριμένο απλώς έχουν επιβληθεί σέ αύτό άπό τό υποκείμενο ισχύει μόνον αν πιστεύει κανείς ακράδαντα στην πρωτοκαθεδρία τής υποκει μενικότητας. Οί μορφές της δμως δέν είναι, δπως σύμφωνα μέ τήν καντιανή διδασκαλία, μιά έσχατη βάση γιά τή γνώση, καθώς ή γνώση μπορεί στήν πορεία τής εμπειρίας της νά τίς σπάσει. 'Άν ή μοιραία αποσχισμένη άπό τίς φυσικές έπιστήμες φιλοσοφία μπορεί, χωρίς νά βγάζει εσπευσμένα συμπεράσματα, νά επικα λείται τή φυσική, αύτό ισχύει σέ μιά τέτοια περίπτωση. Ή εξέλι ξή της άπό τόν Αϊνστάιν καί εξής έσπασε μέ αύστηρά θεωρητική συλλογιστική πειστικότητα τούς τοίχους τής φυλακής τής έποπτείας καί διέλυσε τό ύποκειμενικό a priori τού χώρου, τού χρό νου καί τής αιτιότητας. Ή -σύμφωνα μέ τή νευτώνεια άρχή τής παρατήρησης-ύποκειμενική έμπειρία. μέ τή δυνατότητα μιας τέ τοιας δραπέτευσης άπό τή φυλακή τής έποπτείας συνηγορεί ύπέρ τής προτεραιότητας τού άντικειμένου καί δείχνει δτι ή ύποκειμενική έμπειρία δέν είναι παντοδύναμη. Κινούμενη άθελά της στό πνεύμα τής διαλεκτικής, ή φυσική στρέφει τήν ύποκειμενική παρατήρηση κατά τής διδασκαλίας γιά τούς ύποκειμενικούς συ στατικούς παράγοντες. Τό άντικείμενο είναι κάτι περισσότερο
230
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΔΚΝ ΠΙΝΑΙ ΕΝΑ ΔΕΔΟΜΕΝΟ
από τό καθαρό δεδομένο* τό γεγονός ότι αύτό τό δεδομένο βέν μπορεί νά άπαλειφθεί δέν μάς έπιτρέπει ταυτόχρονα νά περιορι ζόμαστε στην άφηρημένη του έννοια καί τό άπόβρασμά του. τίς καταγραφόμενες έντυπώσεις. τά δεδομένα του πρωτοκόλλου. Ή ιδέα ένός συγκεκριμένου Αντικειμένου εμπίπτει στην αρμοδιότη τα τής κριτικής τής ύποκείμενικής-έξωτερικής κατηγοριοποίησης καί τού Αντιστοίχου της. τής πλασματικής ύπαρξης ένός πραγμα τικού γεγονότος χωρίς ύποκειμενικούς προσδιορισμούς. Τίποτε στον κόσμο δέν έχει συντεθεί άπό τό γεγονός καί την έννοια, τρό πον τινά ως άθροισμα. Ή αποδεικτική δύναμη τού καντιανού παραδείγματος μέ τά εκατό νοητά τάλιρα, στά όποια δέν μπορεί νά αποδοθεί ή πραγματική ύπαρξη ώς επιπλέον ιδιότητά τους, πλήττει καί τόν δυϊσμό μορφής-περιεχομένου τής ίδιας τής Κρι τικής τού καθαρού Λόγου καί ισχύει καί πέρα άπό αυτήν- κατά βάθος διαψεύδει τή διάκριση μεταξύ τής ποικιλομορφίας καί τής ενότητας, πού κάνει ή παράδοση τής φιλοσοφίας άπό τόν Πλά τωνα καί εξής. Ούτε ή έννοια ούτε τό γεγονός είναι συμπληρω ματικές προσθήκες. Ή παράτολμη ίδεαλιστική προϋπόθεση τού Χέγκελ δτι τό ύποκείμενο μπορεί νά άφεθεϊ Ανεπιφύλακτα στό Αντικείμενο, στό ίδιο τό πράγμα, επειδή τό πράγμα κατά τή δια δικασία Αποκαλύπτεται ώς αύτό πού είναι ήδη καθ’ εαυτό, δηλα δή ύποκείμενο. καταγράφει παρά τόν ιδεαλισμό μιά Αλήθεια γιά τή νοητική συμπεριφορά τού ύποκειμένου: τό ύποκείμενο πρέπει πραγματικά νά «παρατηρήσει» τό Αντικείμενο, διότι τό ίδιο δέν τά καταφέρνει καί ή Αρχή τής γνώσης είναι νά τού συμπαραστα θεί. Ή ζητούμενη παθητικότητα τού ύποκειμένου. ή άφεσή του στό Αντικείμενο, έχει ώς κριτήριό της τόν Αντικειμενικό καθορι σμό τού Αντικειμένου. Χρειάζεται όμως έναν πιό έμφαντικό στο χασμό καί δχι Απλώς τίς ταυτίσεις, τίς όποιες ή συνείδηση πραγ ματοποιεί, ήδη σύμφωνα με τήν καντιανή διδασκαλία, τρόπον τινά αύτόματα. Ασυνείδητα. Τό γεγονός δτι ή δραστηριότητα τού πνεύματος, πόσω μάλλον έκείνη πού ό Κάντ καταλογίζει στό πρόβλημα τής σύστασης, είναι διαφορετική Από έναν τέτοιο αύτοματισμό μέ τόν όποιο τήν ταύτιζε συνιστά ειδικά τήν πνευ
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ KAI ΕΚΠΡΑΓΜΑΤΙΣΗ
231
ματική εμπειρία, τήν όποια ανακάλυψαν οί ιδεαλιστές, αλλά αμέσως τήν ευνούχισαν. Αύτό πού μπορεί νά σημαίνει τό ίδιο τό πράγμα δέν υπάρχει θετικά, ώς κάτι άμεσο· δποιος θέλει νά τό γνωρίσει πρέπει νά σκεφθεΐ περισσότερο καί όχι λιγότερο από όσο σκέφτεται τό σημείο αναφοράς τής σύνθεσης τών πολλών καί διάφορων238, τό όποιο κατά βάθος δέν είναι σκέψη. Καί τό ίδιο τό πράγμα δέν είναι κατά κανέναν τρόπο προϊόν τής σκέψης, άλλά. απεναντίας, τό μή ταυτόσημο διαμέσου τής ταυτότητας. Μιά τέτοια μή ταυτότητα δέν είναι μιά «ιδέα»· είναι κάτι πού καλύπτεται από ένα προπέτασμα. Τό υποκείμενο τής εμπειρίας προετοιμάζει τήν έξαφάνισή του μέσα σέ αύτή. Αλήθεια θά ήταν ή καταβύθισή του. τήν όποια ή αφαίρεση κάθε ύποκειμενικής ιδι αιτερότητας στήν επιστημονική μέθοδο απλώς προβάλλει παρα πλανητικά, ad majorem gloriam239 τού άντικειμενοποιημένου με τή μορφή τής μεθόδου ύποκειμένου. Στη φιλοσοφία άξιώσεων ή ιδέα τής προτεραιότητας τού αντικειμένου είναι ύποπτη. ή αποστροφή πρός αυτήν έχει θεσμο θετηθεί άπό τόν Φίχτε καί έξής. Ή διαβεβαίωση γιά τό αντίθετο, πού έχει έπαναληφθεΐ καί τροποποιηθεί χίλιες φορές, θέλει νά καταπνίξει τήν κακοφορμισμένη ύποψία ότι τό ετερόνομο είναι πιό δυνατό άπό τήν αυτονομία.ή όποια ήδη σύμφωνα μέ τήν κα ντιανή διδασκαλία γι’ αύτή τήν ύπεροχή δέν μπορεί νά ήττηθεί. Ένας τέτοιος φιλοσοφικός υποκειμενισμός συνοδεύει ιδεολογι κά τή χειραφέτηση τού άστικού έγώ ώς θεμελίωσή της. Τήν άνθεκτική δύναμή του τήν άντλεϊ άπό τήν κακώς καθοδηγούμενη έναντίο>ση πρός τό κατεστημένο: πρός τήν έκπραγματισμένη του μορφή. Καθώς ή φιλοσοφία σχετικοποιεί ή ρευστοποιεί αύτή τή μορφή πιστεύει πώς βρίσκεται ύπεράνω τής ηγεμονίας τών έμπορευμάτων καί τής ύποκειμενικής της μορφής άντανάκλασης. τής έκπραγματισμένης συνείδησης. Στόν Φίχτε αύτή ή τάση είναι σαφής, όπως καί ή άνάγκη πρός τήν παντοδυναμία. Άντιιδεολογική ήταν ή σκέψη του καθόσον άντιλήφθηκε ότι τό είναι καθ’ έαυτό τού κόσμου, τό όποιο επιβεβαιώνεται άπό τή συμβατική, άστόχαστη συνείδηση, είναι άπλώς κάτι κατασκευασμένο πού
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΚΙ1ΡΑΙ ΜΑ Ι ΙΙΗ
δεν διατηρείται καλά. Παρά την προτεραιότητα τού άντικειμένοο ή έμπράγματη μορφή τού κόσμου είναι καί φαινομενική. Παρασύρει τά υποκείμενα στήν Ιδέα δτι οί κοινωνικές συνθήκες τής παραγωγής τους πρέπει νά αποδοθούν στά πράγματα. Αύτή ή ιδέα αναπτύσσεται στό υποκεφάλαιο τού Μάρξ γιά τόν φετιχισμό240. αληθινά ένα κομμάτι από τήν κληρονομιά τής κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, δπου επιβιώνει ακόμη καί τό συστημα τικό της μοτίβο: ό φετιχιστικός χαρακτήρας τού εμπορεύματος δεν χρεώνεται σέ μιά πλάνη τής υποκειμενικής συνείδησης, άλλά παράγεται αντικειμενικά από τό κοινωνικό a priori. τή διαδικα σία ανταλλαγής. ’Ήδη στόν Μάρξ έκφράζεται ή διάκριση άνάμεσα στήν προτεραιότητα τού αντικειμένου ώς κάτι πού πρέπει νά συσταθεΐ κριτικά καί τή μάσκα της στήν κατεστημένη τάξη πραγμάτων, τήν παραμόρφοκτή της από τόν φετιχιστικό χαρα κτήρα. Ή ανταλλαγή ώς προγενέστερη είναι πραγματικά αντι κειμενική καί ταυτόχρονα είναι αντικειμενικά αναληθής, παρα βιάζει τήν αρχή της. αύτή τής ισότητας, καί κατ’ αναγκαία συνέ πεια δημιουργεί ψευδή συνείδηση, τά είδωλα τής άγοράς241. Μό νο μέ σαρδόνιο γέλιο μπορεί ή φυσική γένεση τής κοινωνίας τής ανταλλαγής νά άποκληθεί φυσικός νόμος καί ή ηγεμονία τής οικονομίας νά θεωρηθεί μιά σταθερά. Εύκολα μπορεί ή σκέψη αύτοπαρηγορούμενη νά φαντασθεϊ δτι κατέχει τή φιλοσοφική λί θο πού λέγεται διάλυση τής έκπραγμάτισης. τού έμπορευματικού χαρακτήρα. Αλλά ή ίδια ή έκπραγμάτιση είναι ή μορφή αντανάκλασης τής ψευδούς αντικειμενικότητας· ή δόμηση τής θεωρίας γύρω από τόν άξονά της. μιά μορφή τής συνείδησης, κά νει τήν κριτική θεωρία ίδεαλιστικά αποδεκτή άπό τήν κυρίαρχη συνείδηση καί τό συλλογικό ασυνείδητο. Σέ αύτό όφείλουν τά πρώιμα κείμενα τού Μάρξ, σέ αντίθεση πρός τό Κεφάλαιο, τή σημερινή τους δημοτικότητα, προπάντων μεταξύ τών θεολόγων. Δέν στερείται ειρωνείας τό γεγονός δτι οί βάναυσοι καί πρωτό γονοι έπιτελικοί τού κόμματος, πού πρίν άπό σαράντα καί πλέον χρόνια συκοφαντούσαν τόν Λούκατς ώς αιρετικό λόγω τού γνω στού κεφαλαίου γιά τήν έκπραγμάτιση άπό τό σημαντικό βιβλίο
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΚΠΡΑΓΜΑΤΙΣΗ
113
του Ιστορία χαί ταξική συνείδηση, μυρίσθηκαν τό ίδεαλιστικό στοιχείο τής άντίληψής του. Ή διαλεκτική δεν μπορεί νά άναχθεϊ ούτε στήν έκπραγμάτιση ούτε σέ όποιαδήποτε μεμονωμένη κα τηγορία, δσο έπικριτική και άν ήταν. Ή θρηνολογία γιά την έκπραγμάτιση μάλλον προσπερνά στό μεταξύ παρά καταγγέλ λει αύτό πού κάνει τούς ανθρώπους νά ύποφέρουν. Ή συμφορά έγκειται στις κοινωνικές συνθήκες πού καταδικάζουν τούς ανθρώπους σέ αδυναμία καί απάθεια, ενώ οί ίδιοι θά μπορούσαν νά τίς αλλάξουν δέν όφείλεται πρωτογενώς στούς ανθρώπους καί τόν τρόπο με τόν όποιο αυτές εμφανίζονται στά μάτια τους. Σέ σύγκριση μέ τη δυνατότητα τής ολικής καταστροφής ή έκπραγμάτιση είναι ένα έπιφαινόμενο· αύτό ισχύει ακόμη πε ρισσότερο γιά τη συνδεδεμένη μέ αυτήν αλλοτρίωση, τήν ύποκειμενική κατάσταση τής συνείδησης πού αντιστοιχεί σέ αύτήν. Ή έκπραγμάτιση άναπαράγεται από φόβο* ή συνείδηση, έκπραγματισμένη στήν ήδη συσταθείσα κοινωνία, δέν είναι ό συστατι κός της παράγων. Όποιος θεωρεί τό έκπραγματισμένο.τό ύλικό πράγμα, ώς ριζικά κακό, οποίος θέλει νά δώσει δυναμικό χαρα κτήρα σέ ό.τι ύπάρχει, νά τό ενεργοποιήσει καθαρά, τείνει πρός μιά έχθρική στάση απέναντι στό Άλλο, τό ξένο (άλλότριο). καί δέν είναι τυχαίο ότι αύτό άκούγεται στη λέξη αλλοτρίωση (απο ξένωση), άπέναντι στη μη ταυτότητα. πρός τήν όποια θά έπρεπε νά απελευθερωθεί ή συμφιλιωμένη ανθρωπότητα καί όχι μόνον ή συνείδηση. Απόλυτη δυναμική θά ήταν έκείνη ή απόλυτη πρά ξη242. πού ικανοποιείται μέ τόν εαυτό της βιάζοντας τά πράγμα τα καί κάνει κατάχρηση τού μή ταυτόσημου θεωρώντας το απλώς ώς άφορμή. Συνθήματα πού τονίζουν διαρκώς τό παναν θρώπινο τείνουν νά έξομοιώσουν καί πάλι μέ τό υποκείμενο αύτό πού δέν είναι όμοιο του243. Τά πράγματα σκληραίνουν ώς κομμάτια αύτού πού ύποδουλώθηκε- τη διάσωσή του έννοεϊ ή αγάπη γιά τά πράγματα. Από τη διαλεκτική τής κατεστημένης τάξης δέν μπορεί νά αποκλεισθεί αύτό πού ή συνείδηση έμπειράται ώς ξένο σάν ύλικό πράγμα: αρνητικά τόν κατανα γκασμό καί τήν έτερονομία, αλλά καί τή διαστρεβλωμένη μορφή
234
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΗΚΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜ
αυτού πού Οά μπορούσε νά άγαπηθεί. ένώ ό μαγικός κλοιός, ή ένδογαμία τής συνείδησης δεν έπιτρέπει αύτή την άγάπη. Πάνω άπό τόν ρομαντισμό, που αισθανόταν τόν εαυτό του ώς πόνο ένόψει τού κόσμου, οδύνη τής αποξένωσης, έγείρεται ή έκφραση τού Άιχεντορφ «ώραία ξενιτειά». Ή συμφιλιωμένη κατάσταση δέν θά προσαρτούσε ώς φιλοσοφικός ιμπεριαλισμός τό ξένο, αλλά ή εύτυχία της θά ήταν ότι αύτό τό ξένο, στην παραχωρούμενη έγγύτητα. παραμένει μακρινό καί διαφορετικό, πέρα άπό τό έτερογενές δσο καί πέρα άπό τό οίκείο. Ή άκούραστη κα ταγγελία τής έκπραγμάτισης άντιστέκεται σέ αύτήν τη διαλεκτι κή καί αύτό είναι μιά άγωγή κατά τής ίστορικοφιλοσοφικής κα τασκευής πού άποτελεΐ τη βάση τής καταγγελίας. Οί πλήρεις νοήματος καιροί, την επάνοδο τών όποιων νοσταλγούσε ό Λούκατς τής πρώιμης περιόδου, ήταν επίσης προϊόν έκπραγμάτισης. άπάνθρωπων θεσμών, όπως αύτό πού ό ίδιος άπέδιδε στην αστική εποχή. Περιγραφές μεσαιωνικών πόλεων δίνουν την εντύ πωση δτι μιά εκτέλεση καταδίκων γινόταν άκριβώς γιά λόγους λαϊκής διασκέδασης. Άν υποτεθεί δτι κάποτε επικρατούσε αρμονία μεταξύ ύποκειμένου καί άντικειμένου. αύτή ήταν δπως καί ή σημερινή άποτέλεσμα πίεσης καί κατά τά άλλα εύθραυ στη. Ή εξύμνηση καταστάσεων τού παρελθόντος υπηρετεί μιά όψιμη καί περιττή στέρηση ή όποια βλέπει δτι βρίσκεται σέ άδιέξοδο· μόνον ώς χαμένες άποκτούν τή λάμψη τους. Ή λα τρεία τέτοιων προϋποκειμενικών φάσεων βρήκε τόν εαυτό της, κατά τήν εποχή τού άποσυντιθέμενου άτόμου καί τών έπαναστροφικών244 συλλογικών σωμάτων, στή φρίκη. Ή έκπραγμάτιση καί ή έκπραγματισμένη συνείδηση άνέδειξαν μαζί μέ τήν άποδέσμευση τών φυσικών επιστημών καί τή δυνατότητα ενός κόσμου χωρίς ελλείψεις* ήδη καί στό παρελθόν ή άπανθρωποιητική έκπραγμάτιση ήταν προϋπόθεση γιά τήν άνθρωπιά243* αύτή συμ βιβαζόταν τουλάχιστον μέ έκπραγματισμένες μορφές συνείδη σης. ένώ ή άδιαφορία γιά τά πράγματα, τά όποια έκτιμώνται ώς καθαρά μέσα καί περιστέλλονται στίς άπαιτήσεις τού ύποκειμέ νου. συνέβαλε στήν ίσοπέδωση τής άνθρωπιάς. Στήν έκπραγμά-
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΛΙΣΜΟ
235
τιση διαπλέκονται τά δύο στοιχεία. τό μή ταυτόσημο τού αντι κειμένου καί ή ύποταγή των ανθρώπων στις κυρίαρχες παραγω γικές σχέσεις, τό δικό τους πλαίσιο λειτουργίας, πού τούς είναι αγνώριστο. Ό ώριμος Μάρξ. στίς φειδωλές παρατηρήσεις του γιά τό ποιόν μιας απελευθερωμένης κοινωνίας, άλλαξε στάση απέναντι στόν καταμερισμό τής εργασίας, τη βάση τής έκπραγμάτισης246. Την κατάσταση τής έλευθερίας τη διακρίνει άπό την άρχέγονη αμεσότητα. Στό στοιχείο τού σχεδιασμού. άπό τό όποιο ήλπιζε μιά παραγωγή γιά τούς ζωντανούς καί όχι γιά τό κέρδος, κατά κάποιον τρόπο μιά αποκατάσταση τής άμεσότητας, διατηρείται τό ξένο πράγμα· ακόμη καί στή σύλληψη τής πραγματοποίησης αύτών πού ή φιλοσοφία απλώς φαντάσθηκε ύπάρχει ή διαμεσολάβηση. Ωστόσο τό γεγονός ότι ή διαλεκτική δεν θά ήταν δυνατή χωρίς τό στοιχείο τού ύλικά στερεού πράγ ματος καί θά μετατρεπόταν σέ μιά λεία καί αθώα διδασκαλία τής αλλαγής δέν πρέπει νά χρεώνεται ούτε στή φιλοσοφική συ νήθεια ούτε μόνο στόνκοινωνικό καταναγκασμό, ό όποιος ανα γνωρίζεται άπό τή συνείδηση μέσα σέ μιά τέτοια στερεότητα. Δουλειά τής φιλοσοφίας είναι νά σκέφτεται αύτό πού διαφέρει άπό τή σκέψη, τό μόνο πού κάνει τή σκέψη σκέψη, ενώ ό δαίμο νας αυτής τής σκέψης λέει στήν ίδια ότι δέν πρέπει νά τό κάνει. Περνώντας στήν προτεραιότητα τού άντικειμένου ή διαλεκτική γίνεται ύλιστική. Τό άντικείμενο. ή θετική έκφραση τού μή ταυ τόσημου. είναι μιά όρολογική μάσκα. Στό άντικείμενο. πού πα ρασκευάζεται ώς άντικείμενο τής γνώσης, τό σωματικό έκπνευματίζεται έξαρχής μέ τή μεταφορά του στή γνωσιολογία, καθώς περιστέλλεται σύμφωνα μέ τή γενική μεθοδολογική διάταξη τής φαινομενολογίας τού Χούσσερλ. Όταν οί κατηγορίες υποκείμε νο καί άντικείμενο. σύμφωνα μέ τή γνωσιοκριτική άδιάλυτες. εμφανίζονται στή φαινομενολογία ώς ψευδείς, ώς μή άντιπαρατιθέμενες καθαρά μεταξύ τους, αύτό δηλώνει επίσης ότι άντικείμενο σημαίνει τό άντικειμενικό στοιχείο τού άντικειμένου, αύτό πού δέν μπορεί νά έκπνευματισθεϊ καί είναι άντικείμενο μόνον
23ί>
ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΣΤΟΝ ΥΛΙΣΜΟ
από τή σκοπιά τής ύποκειμενικά προσανατολισμένης ανάλυσης, γιά την όποία ή πρωτοκαθεδρία τού υποκειμένου φαίνεται αναμφισβήτητη. Από έξω θεωρείται αύτό πού στό στοχασμό πάνω στό πνεύμα παρουσιάζεται είδικά ώς μη πνευματικό, ώς άντικείμενο. ή ύλη. Ή κατηγορία τής μη ταυτότητας ύπακούει άκόμη στό κριτήριο τής ταυτότητας. 'Αποδεσμευμένα άπό ένα τέτοιο κριτήριο, τά μή ταυτόσημα στοιχεία έμφανίζονται ώς υλι κά ή ώς αναπόσπαστα συγχωνευμένα μέ υλικά πράγματα. Ή αίσθηση, τό βαρύ φορτίο κάθε γνωσιολογίας, μετατρέπεται άπό αύτή σέ γεγονός τής συνείδησης, κάτι πού τή φέρνει σέ αντίθεση πρός τήν πλήρη σύστασή της, ή όποία πάντως υποτίθεται δτι αποτελεί τήν πηγή δικαίου τής γνώσης. Δεν υπάρχει αίσθηση χωρίς σωματικό στοιχείο. Κατ’ αύτό ή έννοιά της διαστρεβλώνε ται απέναντι σέ αύτά πού δήθεν περιλαμβάνει, προκειμένου νά ικανοποιηθεί ή έπιθυμία γιά μιά αύτάρκη συνοχή δλων τών βαθ μιδών τής γνώσης. Ένώ ή αίσθηση σύμφωνα μέ τήν άπλοποιητική γνωστική αρχή άνήκει στή συνείδηση, ή φαινομενολογία, πού σύμφωνα μέ τόν γνωστικό κανόνα είναι άπροκατάληπτη, θά έπρεπε νά τήν περιγράφει καί ώς κάτι πού δέν χωράει πλήρως στή συνείδηση, καθώς κάθε αισθητήρια εντύπωση είναι άπό μό νη της καί σωματικά αισθητή. Αύτή ή σωματική αίσθηση δέν «συνοδεύει» καν τήν αίσθηση, τήν αισθητήρια εντύπωση, διότι αύτό θά προϋπέθετε τό χωρισμό247 (ΟΗοπβιηοβ) της άπό τό σώμα· αύτός ό χωρισμός δμως τής προσφέρεται μόνον άπό τή νοολογική πρόθεση, ύπό μιά αύστηρή έννοια άφαιρετικά. Οί γλωσσικές άποχρώσεις λέξεων δπως αισθησιακός, αισθητός, αισθητήριος ή άκόμη καί αίσθηση μαρτυρούν πόσο λίγο οί κατα στάσεις πραγμάτων πού δηλώνουν είναι δπως τις μεταχειρίζεται ή γνωσιολογία, καθαρά στοιχεία τής γνώσης. Ή έγγενώς ύποκειμενική άνακατασκευή τού κόσμου τών πραγμάτων δέν θά είχε τή βάση τής ιεραρχίας της. δηλαδή τήν αίσθηση, χωρίς τή σωματική-φυσική ύπόσταση, τήν όποία ή αύτάρκης γνωσιολογία θέλει νά οικοδομήσει πάνω σέ αύτή τή βάση. Τό σωματικό στοι χείο τής γνώσης δέν είναι καθαρά γνωστικό καί δεν μπορεί νά
ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ
237
άναχθεί σέ τίποτε άλλο. 'Έτσι ή ύποκειμενική άξίωση εκπίπτει ακόμη καί εκεί ακριβώς όπου ό ριζοσπαστικός έμπειρισμός τή διατηρούσε. Τό γεγονός δτι οί γνωστικές λειτουργίες τού ύποκειμένου της γνώσης σύμφωνα μέ τό νόημά τους δεν είναι σω ματικές δέν προσβάλλει μόνο τη θεμελιωτική σχέση μεταξύ ύποκειμένου καί αντικειμένου. αλλά καί την αξία τού σωματικού στοιχείου. Στόν όντικό πόλο τής υποκειμενικής γνώσης τό σω ματικό εμφανίζεται ώς πυρήνας της. Αυτό εκθρονίζει τήν κατευ θυντήρια Ιδέα τής γνωσιολογίας νά συστήσει τό σώμα ώς νόμο τής σχέσης μεταξύ αισθητήριων εντυπώσεων καί πράξεων, δηλα δή πνευματικά- αυτές είναι ήδη καθ’ έαυτές αύτό πού ή δόμηση τού συστήματος θέλει νά εμφανίσει ώς διαμόρφωση εκ μέρους τής συνείδησης. Ή παραδοσιακή φιλοσοφία μεταμόρφωσε μαγι κά τό ετερογενές πρός αύτή κόβοντας καί ράβοντας στά μέτρα της τίς κατηγορίες της. Ούτε τό ύποκείμενο ούτε τό αντικείμενο είναι κάτι πού απλώς έχει «τεθεί» σύμφωνα μέ τήν όρολογία τού Χέγκελ. Αύτό μόνον εξηγεί πλήρως γιατί ό ανταγωνισμός τόν οποίο ή φιλοσοφία έντυσε μέ τίς λέξεις ύποκείμενο καί αντι κείμενο δέν μπορεί νά έρμηνευθεί ώς πρωτογενής κατάσταση πραγμάτων. Διαφορετικά τό 7ΐνεόμα θά γινόταν τό άπολύτως 'Αλλο τού σώματος, σέ αντίθεση πρός τό ένύπαρκτο σωματικό του στοιχείο· άλλά ό ανταγωνισμός δέν μπορεί νά άπαλειφθεϊ μέσω τού πνεύματος καί μόνο, διότι αύτό δυνητικά θά τόν έκτινευμάτιζε πάλι. Ό ανταγωνισμός φανερώνει τόσο αύτό πού θά είχε τήν προτεραιότητα έναντι τού ύποκειμένου καί δέν ύποτάσσεται σέ αύτό όσο καί τό γεγονός ότι οί αιώνες δέν έχουν συμφιλιωθεί μέ τό ύποκείμενο. τρόπον τινά δείχνει τήν άντίστροφη μορφή τής πρωτοκαθεδρίας τής αντικειμενικότητας. Ή ίδεαλιστική κριτική τού ύλισμού, όταν εμμένει στό πλαίσιό του καί δέν εξαπολύει απλώς κηρύγματα, προτιμά νά χρησιμο ποιεί τή διδασκαλία γιά τό άμεσα δεδομένο. Τά γεγονότα τής συνείδησης πρέπει λοιπόν, όπως καί όλες οί κρίσεις γιά τόν κό σμο τών πραγμάτων, νά θεμελιώνουν καί τήν έννοια τής ύλης. Άν ήθελε κανείς, άκολουθώντας τή συνήθεια τού χυδαίου υλισμού.
23«
ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΛΙ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ
νά ταυτίσει τά πνευματικά φαινόμενα μέ διαδικασίες τού εγκε φάλου. τότε, αντιτείνουν οί ιδεαλιστές, οί πρωτογενείς αισθητή ριες εντυπώσεις θά έπρεπε νά είναι εντυπώσεις διαδικασιών τού έγκεφάλου καί όχι λόγου χάρη χρωμάτων. Ή άναμφισβήτητη πειστικότητα μιας τέτοιας αναίρεσης οφείλεται στή χονδροειδή αυθαιρεσία αυτού πού καταπολεμεί. Ή αναγωγή σέ διαδικασίες τής συνείδησης μπορεί νά χειραγωγηθεί άπό τό γνωσιολογικό ιδανικό τού φυσικοεπιστημονισμού. τήν άνάγκη νά ένδυναμωθεΐ έξ όλοκλήρου μεθοδολογικά ή ισχύς επιστημονικών προτάσεων. Ή επαλήθευση, πού άπό τή μεριά της ύπόκειται στόν φιλοσοφι κό προβληματισμό, γίνεται γνώμονάς του. τρόπον τινά ή επιστή μη όντολογικοποιείται. λές καί τά κριτήρια ισχύος τών κρίσεων, ή πορεία τού έλέγχου τους, είναι χωρίς άλλο τό ίδιο όπως οι κα ταστάσεις πραγμάτων, τίς όποιες άναδρομικά. ώς ήδη συσταθείσες. πραγματεύονται σύμφωνα μέ τούς κανόνες τής υποκει μενικής τους κατανοησιμότητας. Ό έλεγχος τών επιστημονικών κρίσεων πρέπει πολλές φορές νά γίνεται καθώς βήμα πρός βήμα ξεκαθαρίζει κανείς πώς έφθασε στήν έκάστοτε κρίση. Αυτό δίνει στόν έλεγχο μιά ύποκειμενική έμφαση: δείχνει ποιά λάθη έκανε τό ύποκείμενο τής γνώσης όταν σχημάτισε τήν κρίση του. λόγου χάρη μιά κρίση πού έρχεται σέ άντίθεση πρός άλλες προτάσεις τού ίδιου κλάδου. Είναι όμως φανερό ότι ένας τέτοιος έλεγχος δέν συμπίπτει μέ τήν ίδια τήν απόφανση, τή διαπιστωθείσα κα τάσταση πραγμάτων καί τήν αντικειμενική θεμελίωση τής από φανσης. “Αν κάποιος έκανε ¿σφαλμένους ύπολογισμούς καί τού τό έξηγούμε. αύτό δέν σημαίνει ότι τό ύπολογιστικό πρόβλημα πού πρέπει νά λύσει ή οί μαθηματικοί κανόνες πού θά εφαρμό σει μπορούν νά άναχθούν στούς «δικούς του» υπολογισμούς, όσο άπαραίτητες καί άν είναι, ώς στοιχεία τής άντικειμενικότητάς τους, οί ύποκειμενικές πράξεις. Αύτή ή διάκριση έχει σημα ντικές συνέπειες γιά τήν έννοια μιας υπερβατικής, συστατικής λογικής. “Ηδη ό Κάντ έπανέλαβε τό λάθος γιά τό όποιο έπέκρινε τούς όρθολογιστές248 προκατόχους του. μιά αμφιβολία τών εννοιών τού στοχασμού249. Παρεισήγαγε τό στοχασμό πάνω στήν
ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ
2.19
πορεία πού χαράσσει τό υποκείμενο της γνώσης, όταν σχηματί ζει κρίσεις, στή θέση τής αντικειμενικής θεμελίωσης τής κρίσης. Ή κριτική τού καθαρού Λόγου αποδείχθηκε μεταξύ άλλων καί σέ αυτό ιί>ς επιστημολογία. Ή θέσπιση αυτής τής αμφιβολίας των έννοιών τού στοχασμού ώς φιλοσοφική αρχή καί τελικά ή έκμύζηση μιας μεταφυσικής μέσα από τήν αμφιβολία ήταν ασφαλώς ή πιό μοιραία παραδρομή στή νεότερη ιστορία τής φι λοσοφίας. κατανοητή μέ τή σειρά της άπό τή σκοπιά τής φιλοσο φίας τής ιστορίας. Μετά τήν καταστροφή τού ordo |τής (θείας) τάξης] τού Θωμά Άκινάτη. ό όποιος εμφάνιζε τήν αντικειμενικό τητα ώς ήθελημένη άπό τόν θεό, ή τελευταία έδινε τήν εντύπωση δτι κατέρρεε. Ταυτόχρονα όμως σημειώθηκε ή απροσμέτρητη άνοδος τής επιστημονικής αντικειμενικότητας σέ σύγκριση μέ τήν απλή γνώμη250 καί κατά συνέπεια αυξήθηκε ή αύτοπεποίθηση τού οργάνου αύτής τής αντικειμενικότητας, τού ορθού λόγου. Τήν αντίφαση μπορούσε νά λύσει κανείς ένδίδοντας στόν δελεα σμό τού ορθού λόγου νά έρμηνεύσει αύτό τό όργανο, τήν αναθε ωρητική αρχή τού στοχασμού, ώς συστατικό παράγοντα, στή βά ση μιάς οντολογίας όπως εκείνη πού ρητά χρησιμοποίησε ό ορθολογισμός τής σχολής τού Βόλφ. Ώς πρός αύτό παρέμεινε καί ό καντιανός κριτικισμός προσηλωμένος στην προκριτική σκέψη, όπως καί ολόκληρη ή υποκειμενική διδασκαλία γιά τή σύσταση, κάτι πού στούς μετακαντιανούς ιδεαλιστές έγινε όλοφάνερο. Ή ύποστασιοποίηση τού μέσου, πού σήμερα είναι μιά αυτονόητη συνήθεια τών ανθρώπων, ενυπήρχε θεωρητικά στή λε γάμενη κοπερνίκεια στροφή. Δέν είναι τυχαίο δτι στόν Κάντ αυτή είναι μιά μεταφορική έκφραση, ώς πρός τήν τάση τού πε ριεχομένου της τό αντίθετο τής άστρονομικής. Ή παραδοσιακή συλλογιστική λογική, ή όποια κατευθύνει τήν τρέχουσα επιχειρη ματολογία κατά τού Ολισμού, θά έπρεπε νά επικρίνει τή μέθοδο ό>ς petitío principii251. Ή προήγηση τής συνείδησης, πού οφείλει νά νομιμοποιήσει τήν επιστήμη, όπως προϋποτίθεται στήν αρχή τής Κριτικής τού καθαρού Λόγου. συμπεραίνεται άπό κριτήρια τής μεθόδου, τά όποια σύμφωνα μέ τούς επιστημονικούς κανό
MO
ΥΛΙΣΜΟΣ KAI ΑΜΕΣΟΤΗΤΑ
νες παιχνιδιού έπικυρώνουν ή αναιρούν χρίσεις. Ενας τέτοιος φαύλος κύκλος δείχνει δτι ή Αφετηρία γιά τήν προσέγγιση ήταν έσφαλμένη. 'Αποκρύπτει δτι στην πραγματικότητα, ώς κάτι αδιαμφισβήτητο καί Απολύτως πρώτο, δέν υπάρχουν καθαρά γεγονότα ώς δεδομένα τής συνείδησης: αύτή ήταν ή βασική έμπειρία τής γενιάς τού Jugendstil καί τού νεορρομαντισμού2*2. τά νεύρα τής οποίας αντιδρούσαν Αλλεργικά στην κυρίαρχη αντίληψη γιά τήν έγκυρη πραγματικότητα τού ψυχικού κόσμου. Έκ των υστέρων, υπό τις επιταγές τού ελέγχου ισχύος καί από τήν Ανάγκη γιά ταξινόμηση, τά δεδομένα τής συνείδησης διακρίνονται Από τά λεπτά τους μεταβατικά στάδια πού αναιρούν τη δήθεν στερεότητά τους, προπάντων Από τίς μεταβάσεις στις σω ματικές εννευρώσεις. Μέ αύτά συμφωνεί τό γεγονός δτι κανένα ύποκείμενο τού Αμεσα δεδομένου, κανένα έγώ στό όποιο αύτό είναι δεδομένο, δέν μπορεί νά υπάρχει Ανεξάρτητα από τόν ύπερυποκειμενικό κόσμο. Εκείνος στον όποιο δίδεται κάτι ανήκει a priori στήν ίδια σφαίρα δπως αύτό πού τού δίδεται. Αύτό κατα δικάζει τή θέση γιά τό υποκειμενικό a priori. Ό υλισμός δέν είναι ένα δόγμα, δπως τόν έμφανίζουν οί έξυπνοι Αντίπαλοί του. Αλλά σημαίνει τή διάλυση μιάς αντίληψης πού μέ τή σειρά της έχει άποκαλυφθεί ώς δογματική· αύτό τόν δικαιώνει στήν κριτι κή φιλοσοφία. 'Όταν ό Κάντ στή Θεμελίωση τής μεταφυσικής των ήθών κατασκεύαζε τήν ελευθερία ώς ελευθερία από τήν αίσθηση, αθελά του τίμησε αύτό πού ήθελε νά μήν παραδεχθεί. Όπως δέν μπορεί νά διασωθεί ή ίδεαλιστική ιεραρχία τών δεδομένων, έτσι καί ό απόλυτος χωρισμός τού σώματος από τό πνεύμα, ό όποιος ανομολόγητα καταλήγει ήδη στήν προτεραιότητα τού πνεύμα τος. Αύτά τά δύο έχουν περιέλθει Ιστορικά, στήν πορεία έξέλιξης τής όρθολογικότητας καί τής Αρχής τού εγώ. σέ αμοιβαία αντίθε ση. Αλλά κανένα δέν ύπάρχει χωρίς τό Αλλο. Ή λογική τής Απουσίας Αντιφάσεων μπορεί νά επικρίνει αύτήν τή θέση.αλλά ή κατάσταση πραγμάτων τήν αναστέλλει. Ή φαινομενολογία τών δεδομένων τής συνείδησης μάς Αναγκάζει νά ξεπεράσουμε αύτά πού τά δρισαν ώς τέτοια.
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΙΙΣ ΓΝΟΣΜΣ
241
Ό Μάρξ έδωσε έμφαση στον ιστορικό ύλισμό σε άντίΟεση πρός τή χυδαία-μεταφυσική έκδοχή του. "Ετσι τόν ένέταξε στόν φιλοσοφικό προβληματισμό, ενώ ό χυδαίος υλισμός συνέχισε νά κινείται δογματικά, έντεύθεν τής φιλοσοφίας. Από τότε ό υλι σμός δεν είναι μιά άντίθετη θέση πού μπορεί νά λάβει κανείς μέ απόφαση του. άλλά ή πεμπτουσία τής κριτικής του ιδεαλισμού καί τής πραγματικότητας πού προτιμά ό ιδεαλισμός παραμορφώνοντάς την. Ή έκφραση τού Χορκχάιμερ «κριτική θεωρία» δεν θέλει νά κάνει τόν ύλισμό αποδεκτό. άλλά πάνω σέ αύτόν νά όδηγήσει τή θεωρία στήν αύτοσυνείδησή της ώστε νά άντιληφθεί τί τόν ξεχωρίζει τόσο άπό τίς ερασιτεχνικές εξηγήσεις τού κόσμου δσο καί άπό την «παραδοσιακή θεωρία» τής έπιστήμης. Ώς διαλεκτική ή θεωρία -όπως καί σέ μεγάλο βαθμό ή μαρξική- πρέπει νά εμμένει στό πλαίσιο τής θεωρίας, άκόμη καί άν τελικά άρνείται όλόκληρη τή σφαίρα στήν όποια κινείται. Κατ' αύτό διαφέρει άπό μιά κοινωνιολογία τής γνώσης ή οποία έρχεται απλώς άπό έξω καί. όπως δέν άργησε νά ανακαλύψει ή φιλοσοφία, είναι ανίσχυρη απέναντι στήν τελευταία. Ή κοινωνιολογία τής γνώσης αποτυγχάνει μπροστά στη φιλοσοφία έκλαμβάνοντας ώς περιεχόμενο αλήθειας την κοινωνική λει τουργία τής φιλοσοφίας καί την έξάρτησή της άπό συμφέροντα, ενώ δέν καταπιάνεται μέ την κριτική τού περιεχομένου αλήθει ας παραμένοντας αδιάφορη απέναντι του. Αποτυγχάνει επίσης μπροστά στήν έννοια τής ιδεολογίας, άπό τήν όποια παρασκευ άζει τήν άραιή της σούπα γιά ζητιάνους, διότι ή έννοια ιδεολο γία έχει νόημα μόνο σέ σχέση μέ τήν άλήθεια ή τήν άναλήθεια εκείνου στό όποιο άναφέρεται· γιά κοινωνικά άναγκαία φαινο μενικότητα μπορεί νά γίνεται λόγος μόνον άναφορικά μέ αύτό πού δέν θά ήταν φαινομενικότητα, ενώ άσφαλώς ή φαινομενι κότητα είναι ό δείκτης του. Ή κριτική τής ιδεολογίας έχει τό καθήκον νά κρίνει τό μερίδιο τού υποκειμένου καί τού άντικειμένου καί τή δυναμική του. Διαψεύδει τήν ψευδή άντικειμενικότητα. τόν φετιχισμό τών εννοιών, μέ τήν άναγωγή στό κοινωνικό υποκείμενο καθώς καί τήν ψευδή υποκειμενικότητα, τήν άξίω-
Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ Δ1ΙΝ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Τ1ΙΣ I Ν»Σ1 II
ση. πού κάποτε είναι συγκαλυμμένη καί σχεδόν άδιόρατη, ότι αύτό πού είναι πρέπει νά θεωρηθεί πνεύμα, άποκαλύπτοντας την απάτη, τόν παρασιτισμό του καί την ένύπαρκτη άντιπνευματικότητά του. ενώ ή ολική έννοια τής ιδεολογίας253 πού άναφέρεται άδιακρίτως στά πάντα καταλήγει στό τίποτε. Όταν αύτή ή έννοια πάψει νά διαφέρει από όποιαδήποτε ορθή συνεί δηση. δεν μπορεί νά άποτελέσει τή βάση γιά τήν κριτική τής ψευδούς συνείδησης. Μέ τήν ιδέα τής άντικειμενικής αλήθειας ή ύλιστική διαλεκτική γίνεται κατ’ ανάγκη φιλοσοφική, παρ’ όλη τήν κριτική πού άσκεί στη φιλοσοφία καί βάσει αύτής τής κρι τικής. ένώ ή κοινωνιολογία τής γνώσης δεν παραδέχεται ούτε τήν άντικειμενική δομή τής κοινωνίας ούτε τήν ιδέα τής άντικειμενικής άλήθειας καί τής γνώσης της. Γι’ αύτήν. όπως καί γιά τόν τύπο τής θετικιστικής οίκονομολογίας στόν όποιο συγκατα λεγόταν ό θεμελιωτής της Παρέτο. κοινωνία είναι απλώς ό μέ σος όρος τών άτομικών αντιδράσεων. Περιστέλλει τή διδασκα λία περί ιδεολογίας σέ μιά διδασκαλία περί άτομικών ειδώλων παρόμοια μέ εκείνη τής πρώιμης αστικής περιόδου* κατά βάθος είναι ένα δικολαβικό τέχνασμα ώστε μαζί μέ τή φιλοσοφία στό σύνολό της νά άποτινάξει καί τήν ύλιστική διαλεκτική. 'Έτσι κατατάσσεται καί τό πνεύμα ως έχει στήν οικεία του κατηγο ρία. Μιά τέτοια περισταλτική άναγωγή τών λεγομένων μορφών τής συνείδησης συμβιβάζεται ασφαλώς μέ μιά φιλοσοφική απο λογητική. Αδιατάρακτη παραμένει γιά τήν κοινωνιολογία τής γνώσης ή διέξοδος, σύμφωνα μέ τήν όποια ή αλήθεια ή ή άναλήθεια τής ακαδημαϊκής φιλοσοφίας δεν έχουν καμμιά σχέση μέ τίς κοινωνικές συνθήκες* ό σχετικισμός καί ό καταμερισμός τής εργασίας γίνονται σύμμαχοι. Ή θεωρία τών δύο κόσμων τού όψιμου Σέλερ έκμεταλλεύθηκε αύτήν τή συμμαχία χωρίς ενδοι ασμούς. Σέ κοινωνικές κατηγορίες μπορεί νά περάσει κανείς φιλοσοφικά μόνο μέ τήν άποκρυπτογράφηση τού περιεχομένου αλήθειας τών φιλοσοφικών κατηγοριών. Στό κεφάλαιο γιά τόν κύριο καί τόν δούλο ό Χέγκελ ανα πτύσσει, όπως είναι γνωστό, μέσα άπό τήν εργασιακή σχέση τή
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
243
γένεση τής αύτοσυνείδησης. καί μάλιστα τόσο μέ την προσαρμο γή τού εγώ στόν στόχο πού τό ίδιο καθορίζει όσο καί στό έτερογενές ύλικό. Καί εδώ δύσκολα συγκαλύπτεται πιά ή προέλευση τού έγώ από τό μή εγώ, ή όποια άναζητείται στην αντικειμενική διαδικασία ζωής, στίς νομοτέλειες τής έπιβίωσης τού άνθρώπινου γένους, στην έξασφάλιση τών τροφίμων. Μάταια ό Χέγκελ ύποστασιοποιεί τότε τό πνεύμα. Γιά νά τό καταφέρει κάπιος είναι αναγκασμένος νά τό παραφουσκώσει ταυτίζοντάς τό μέ τό όλον. ενώ ή ειδοποιός διαφορά τού πνεύματος, σύμφωνα μέ τήν έννοιά του. είναι δτι άποτελεί τό ύποκείμενο καί όχι τό ολον: μιά τέτοια λαθροχειρία δεν ενδίδει σέ καμμιά προσπάθεια τής διαλεκτικής έννοιας. Ένα πνεύμα πού προβάλλεται ως ολότητα είναι ανοησία, όπως εκείνη τών άναδειχθέντων κατά τόν εικοστό αιώνα κομμάτων στόν ενικό254, τά όποια δεν ανέχονται κανένα άλλο δίπλα τους καί τά όνόματα τών όποιων στά ολοκληρωτικά κράτη γελούν σαρκαστικά σάν αλληγορίες άμεσης εξουσίας τού μερικού. Όταν τό πνεύμα ώς ολότητα άπαλείφει κάθε διαφορά άπό εκείνο τό Άλλο πού σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ είναι τό πλαί σιο ζωής τού πνεύματος, τότε τό πνεύμα γίνεται ένα τίποτε, αύτό πού στην αρχή τής διαλεκτικής Λογικής λέγεται γιά τό κα θαρό είναι. Ό Χέγκελ τής Φαινομενολογίας τού πνεύματος δέν θά δίσταζε νά όνομάσει την έννοια τού πνεύματος έσωτερικά διαμεσολαβημένη. νά τή χαρακτηρίσει πνεύμα καί μή πνεύμα, αλλά δέν έβγαλε άπό αυτά τό συμπέρασμα ώστε νά έκσφενδονίσει άπό τή σκέψη του τήν άλυσίδα τής άπόλυτης ταυτότητας. Άν όμως τό πνεύμα σέ αύτό πού είναι χρειάζεται αύτό πού δέν είναι, τότε ή άναδρομή στήν έργασία δέν είναι πιά αύτό πού οί άπολογητές τού κλάδου φιλοσοφία επαναλαμβάνουν ώς άνώτατη σοφία τους: μιά μετάβασις εις άλλο γένος. Άφθαρτη είναι ή άλήθεια τού ιδεαλισμού ότι ή δραστηριότητα τού πνεύματος έκτελείται άπό τά άτομα ώς έργασία. σάν αύτά νά ήταν τά μέσα της. καί μέσω αυτής τής εκτέλεσης υποβιβάζει τά άτομα σέ λει τουργίες της. Ή ίδεαλιστική έννοια τού πνεύματος εκμεταλλεύ εται τή μετάβαση στήν κοινοτική έργασία: τή γενική δραστήριο-
2-4*1
riA TUN ΕΝΝΟΙΑ TOY ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
τητα. ή όποια άπορροφά τά δρώντα άτομα, μπορεί εύκολα. παραβλέποντάς τα. νά τή μεταμορφώσει στό «καθ’ έαυτό». Ή συ μπάθεια τού Ολισμού άπαντά σέ αύτό έπικριτικά μέ τόν νομινα λισμό. Φιλοσοφικά όμως ήταν πολύ στενή· ή Ιδέα ότι μόνο τό άτομικό καί τά άτομα άντιπροσωπεύουν τήν άληθινή πραγματι κότητα δεν συμβιβάζεται μέ τήν προσανατολισμένη πρός τόν Χέγκελ μαρξική θεωρία τού νόμου τής αξίας, ό όποιος στόν κα πιταλισμό πραγματοποιείται χωρίς τήν κατανόηση τών άνθρω πον. Ή διαλεκτική διαμεσολάβηση τού γενικού καί τού ειδικού δεν έπιτρέπει στή θεωρία, ή όποια τάσσεται υπέρ τού ειδικού, νά μεταχειρίζεται μέ ύπερβάλλοντα ζήλο τό γενικό σάν σαπου νόφουσκα. Ή θεωρία δέν θά μπορούσε τότε νά συλλάβει ούτε τήν καταστρεπτική επικυριαρχία τού γενικού μέσα στό ειδικό ούτε τήν ιδέα μιας κατάστασης ή όποια, αποδίδοντας στά άτο μα αύτό πού τούς ανήκει, θά άφαιρούσε από τό γενικό τήν κακή του μερικότητα. τόν μερικοκρατικό του χαρακτήρα. Αδιανόητο θά ήταν έπίσης ένα υπερβατικό υποκείμενο χωρίς κοινωνία, χω ρίς τά άτομα που τά ενσωματώνει στό καλό καί τό κακό* χωρίς τήν κοινωνία θά άποτύγχανε ή έννοια τού υπερβατικού υποκει μένου. Ακόμη καί ή γενικότητα του Κάντ θέλει νά είναι μιά γε νικότητα γιά όλους, δηλαδή γιά όλα τά έλλογα όντα, καί οί προικισμένοι μέ Λόγο είναι a priori κοινωνικοποιημένοι. Ή προ σπάθεια τού Σέλερ νά εξορίσει χωρίς περιστροφές τόν υλισμό στή νομιναλιστική πλευρά ήταν ένας τακτικός έλιγμός. Πρώτα ό ύλισμός αμαυρώνεται ώς κάτι ύποδεέστερο. καί μάλιστα όχι χω ρίς τή βοήθεια μιας αναμφισβήτητης έλλειψης φιλοσοφικού στο χασμού. καί στή συνέχεια αυτή ή κατωτερότητα ξεπερνιέται μέ λαμπρή επιτυχία. Σέ ωμή κοσμοθεωρία, κάτι που ή ύλιστική διαλεκτική μισούσε τόσο πολύ ώστε νά προτιμά μιά συμμαχία μέ τήν επιστήμη, μεταβλήθηκε ή ϊδια στήν παρακμή της, ώς μέ σον πολιτικής κυριαρχίας. "Ερχεται σέ άντίθεση πρός αύτό πού ζήτησε από τήν ύλιστική διαλεκτική ό Μπρέχτ όδηγώντας την σέ αύτοκτονία. τήν απλοποίηση γιά τακτικούς σκοπούς. Διαλεκτική είναι επιπλέον ώς πρός τήν ούσία της. φιλοσοφία καί ταυτόχρο
ΚΑΘΑΡΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΓΕΝΕΣΗ
245
να άντιφιλοσοφία. Ή πρόταση δτι ή συνείδηση έξαρτάται άπό τό είναι δεν ήταν μιά άντίστροφη μεταφυσική, αλλά μιά αιχμή κατά τής αυταπάτης του πνεύματος δτι είναι αύθύπαρκτο. πέρα άπό τή συνολική διαδικασία, στήν όποια υπάρχει ώς στοιχείο. Ωστόσο καί οί προϋποθέσεις του δέν είναι κάτι «καθ’ έαυτό». Ή έκφραση «τό είναι» δέν έχει τήν ϊδια σημασία στόν Μάρξ καί τόν Χάιντεγγερ. άν καί υπάρχουν κοινά σημεία: στήν όντολογική διδασκαλία γιά τήν προτεραιότητα τού είναι έναντι της σκέψης, γιά τήν «ύπέρβασή» του. άκούγεται άπό πολύ μακριά ή υλιστι κή ηχώ. ’Ιδεολογική γίνεται ή διδασκαλία γιά τό είναι, καθώς άπαρατήρητα έκπνευματίζει τό υλιστικό στοιχείο τής σκέψης μεταφέροντάς το στήν κλίμακα τής καθαρής λειτουργικότητας πέρα άπό κάθε δν. καί έτσι έξαφανίζει ώς διά μαγείας τήν κριτι κή τής ψευδούς συνείδησης πού ενυπάρχει στήν υλιστική έννοια τού είναι. Ή λέξη πού ήθελε νά πεί τήν άλήθεια κατά τής ιδεο λογίας γίνεται ή πιό άναληθής: ή μή παραδοχή τής ίδεατότητας μετατρέπεται σε διακήρυξη μιάς ιδεατής σφαίρας. Ή μετάβαση τής φιλοσοφίας άπό τό πνεύμα στό Άλλο του επιβάλλει έκ των έσω τόν καθορισμό του ώς δραστηριότητα. Από αυτή δέν μπορεί νά γλυτώσει άπό τόν Κάντ καί εξής ό ιδε αλισμός. ασφαλώς ούτε ό Χέγκελ. Μέ τή δραστηριότητα δμως τό πνεύμα συμμετέχει στή γένεση, ή όποία. ώς κάτι πού τόν μο λύνει. δυσαρεστεϊ τόν ιδεαλισμό. Τό πνεύμα ώς δραστηριότητα, δπως επαναλαμβάνουν οί φιλόσοφοι, είναι ένα γίγνεσθαι· κατά συνέπεια -καί σέ αυτό άποδίδουν σχεδόν μεγαλύτερη σημασίαδέν ύπάρχει χωριστά άπό τή θεωρία. Σύμφωνα μέ τήν άπλή έννοιά της ή δραστηριότητά του είναι ένδοχρονική. ιστορική· είναι γίγνεσθαι δσο καί γεγονός, στό όποιο συσσωρεύθηκε τό γί γνεσθαι. Όπως ό χρόνος, ή πιό γενική ιδέα τού όποιου άπαιτεϊ κάτι έφήμερο. δέν ύπάρχει καμμιά δραστηριότητα χωρίς υπό στρωμα. χωρίς κάτι πού δρά καί χωρίς έκείνο πάνω στό όποιο ασκείται ή δραστηριότητα. Στήν ιδέα τής άπόλυτης δραστηριό τητας κρύβεται άπλώς αυτό πού πρέπει νά δρά· ή καθαρή νόησις νοήαεως είναι ή πίστη στό δημιουργό θεό, πού ντρέπεται καί
24Λ
ΚΑΘΑΡΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΤ-ΝΕΣΗ
λαμβάνει την ουδέτερη μορφή τής μεταφυσικής. Ή ίδεαλιστική διδασκαλία γά τό απόλυτο θέλει νά απορροφήσει τή θεολογική υπέρβαση ο>ς διαδικασία, νά τήν προσφέρει σέ μιά ένδοκοσμική σφαίρα ή όποια δέν ανέχεται τό άπόλυτο καί άνεξάρτητο άπό όντικές προϋποθέσεις. Ή πιό βαθιά ασυμφωνία μέσα στόν ιδεα λισμό είναι ίσως τό γεγονός δτι άπό τή μιά μεριά πρέπει νά πραγματοποιεί μιά άκρότατη έκκοσμίκευση γιά νά μή θυσιάσει τήν αξίωση όλότητας που εγείρει, ένώ άπό τήν άλλη μεριά μπο ρεί νά διατυπώσει τό φαντασιοκόπημα γιά τό άπόλυτο.τήν όλότητα. μόνο μέ θεολογικές κατηγορίες. Αποσπασμένες άπό τή θρησκεία, οί τελευταίες χάνουν τήν υπόστασή τους καί δέν εκπληρώνονται σέ έκείνη τήν «εμπειρία τής συνείδησης» στήν όποια πλέον παραδίδονται. Ή δραστηριότητα του πνεύματος, άπαξ καί έγινε άνθρώπινη. δέν μπορεί νά άποδοθεί σέ κανέναν καί σέ τίποτε έκτος άπό τόν ζωντανό άνθρωπο. Αυτό έμποτίζει άκόμη καί τήν έννοια πού άνυψώνεται περισσότερο άπό όποιαδήποτε άλλη πάνω άπό όποιαδήποτε φυσιοκρατία, τήν έννοια τής ύποκειμενικότητας ώς συνθετικής ένότητας τής έπαναντίληψης. μέ τό στοιχείο τής φύσης. Μόνο καθόσον τό εγώ είναι καί μή εγώ έχει μιά συμπεριφορά άπέναντι στό μή εγώ. «κάνει» κά τι. άκόμη καί άν αύτό πού κάνει είναι σκέψη. Ή σκέψη σπάζει μέ εναν δεύτερο στοχασμό τήν πρωτοκαθεδρία τής σκέψης άπέναντι στό Άλλο της. έπειδή ή ίδια είναι άπό μόνη της αύτό τό Άλλο. Έτσι στήν άνώτατη άφηρημένη έννοια κάθε δραστηριό τητα. τήν ύπερβατική λειτουργία, δέν αρμόζει καμμιά προτεραι ότητα άπέναντι στις πραγματικές γενέσεις. Ανάμεσα στό στοι χείο πραγματικότητας μέσα σέ αυτήν καί στή δραστηριότητα τών πραγματικών υποκειμένων δέν ύπάρχει μιά όντολογική άβυσσος, κατά συνέπεια δέν υπάρχει κανένα χάσμα άνάμεσα στό πνεύμα καί τήν εργασία. Ή τελευταία, κατασκευή ένός προϊόντος τής φαντασίας πού δέν υπήρχε πραγματικά, δέν εξα ντλείται άσφαλώς ατά υπαρκτά* τό πνεύμα δέν μπορεί νά άναχθεί ίσοπεδωτικά στήν ύπαρξη ούτε άντίστροφα. Αλλά τό μή όντικό στοιχείο τού πνεύματος είναι τόσο διαπλεγμένο μέ τήν
Ο ΠΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΥΣΙΚΟΣ-ΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
247
ύπαρξη, πού ένα καθαρό ξεδιάλεγμά του θά τό αντικειμενοποι ούσε καί θά τό νόθευε. Ή διαμάχη γιά την προτεραιότητα τού πνεύματος ή τού σώματος είναι προδιαλεκτική. Κουβαλάει μαζί της τό ερώτημα σχετικά με τό «πρώτο». Σχεδόν ύλοζωιστικά αποβλέπει σέ μιά αρχήν, πού σύμφωνα μέ τη μορφή της είναι όντολογική. ακόμη καί άν ή απάντηση σέ αύτό τό έρώτημα ώς πρός τό περιεχόμενό της είναι υλιστική. Τόσο τό σώμα δσο καί τό πνεύμα είναι άφηρημένες κατασκευές που παραβλέπουν τήν εμπειρία τους· ή ριζική διάκριση είναι κάτι πού απλώς τίθεται. Αύτή άντανακλά τήν «αύτοσυνείδηση» τού πνεύματος, ένα Ιστορικό άπόκτημα. καί τήν αποδέσμευσή της από αύτό πού τό πνεύμα γιά χάρη τής ταυτότητάς του άρνεΐται. Καθετί πνευμα τικό είναι μιά τροποποιημένη σωματική παρόρμηση καί μιά τέ τοια τροποποίηση σημαίνει τήν ποιοτική μεταβολή σέ κάτι πού δέν ύπάρχει απλώς. Ή εσωτερική παρώθηση.δπως είχε διαγνώσει ό Σέλλινγκ2**. είναι μιά πρώτη,απλή μορφή 7Γνεύματος. Τά ύποτιθέμενα βασικά δεδομένα τής συνείδησης κάθε άλλο παρά απλώς τέτοια είναι. Στή διάσταση τής ηδονής καί τής δυ σαρέσκειας τό σωματικό προεκτείνεται μέσα σέ αύτά. Κάθε πό νος καί κάθε άρνητικότητα. κινητήρια δύναμη τής διαλεκτικής σκέψης, είναι ή πολλαπλά διαμεσολαβημένη μορφή τού σωματι κού-φυσικού. πού μερικές φορές γίνεται αγνώριστη, δπως καί κάθε ευτυχία άποβλέπει στήν αισθησιακή εκπλήρωση, ή όποια τής δίνει τόν αντικειμενικό της χαρακτήρα. Άν ή ευτυχία δέν έχει καμμιά προοπτική πρός μιά τέτοια εκπλήρωση, δέν είναι ευτυχία. Στά υποκειμενικά δεδομένα τών αισθήσεων,ή προαναφερόμενη διάσταση, ή όποια μέ τή σειρά της είναι τό στοιχείο πού μέσα στό πνεύμα έρχεται σέ άντίθεση πρός αύτό. μετριάζε ται τρόπον τινά σέ ένα γνωσιολογικό ομοίωμά της. πού δέν δια φέρει τόσο πολύ από τήν παράξενη θεωρία τού Χιούμ. σύμφωνα μέ τήν οποία οί παραστάσεις, οί ideas -τά γεγονότα τ|ης συνεί δησης μέ σκοπευτική λειτουργία- είναι άμυδρά όμοιώματα έντυποισεων. Κίναι εύκολο νά έπικρίνει κανείς αύτή τήν αντίλη ψη ώς άπλόίκή-φυσιοκρατική. Σέ αύτήν δμως σιγοτρέμει γιά
Ο ΠΟ ΝΟ Σ ΕΙΝΑΙ Ψ ΥΣΙΚ ΟΣ-H iM ATIK O I
μιά τελευταία φορά γνωσιολογικά τό σωματικό στοιχείο. ώσπου κάποτε αποβάλλεται. Στή γνώση έπιβιώνει μέ τή μορφή τής ανησυχίας της. ή όποία τή θέτει σέ κίνηση καί στήν πορεία της άναπαράγεται χωρίς νά καταπραύνεται· ή δυστυχισμένη συνεί δηση δεν είναι μιά θαμπωμένη ματαιοδοξία τού πνεύματος, αλλά ενυπάρχει στό ϊδιο· είναι τό μόνο αύθεντικό αξίωμα πού έλαβε άποχωριζόμενο από τό σώμα. Τού θυμίζει, μέ άρνητικό τρόπο, τή σωματική του πλευρά' μόνον έπειδή είναι ικανό νά τή θυμάται μπορεί νά τρέφει μιά έλπίδα. Τό παραμικρό ίχνος ενός ανόητου πάσχειν στόν κόσμο πού έμπειράται διαψεύδει όλόκληρη τή φιλοσοφία τής ταυτότητας, ή όποία θέλει νά πείσει τήν εμπειρία δτι τό ανόητο πάσχειν είναι άνύπαρκτο: «Όσο υπάρχει άκόμη καί ένας ζητιάνος, ύπάρχει ακόμη μύθος»256, γι’ αυτόν τό λόγο ή φιλοσοφία τής ταυτότητας είναι μυθολογία μέ τή μορφή τής σκέψης. Τό σωματικό στοιχείο δηλώνει στή γνώση δτι τό πάσχειν δέν πρέπει νά ύπάρχει. δτι τά πράγματα πρέπει νά αλλάξουν. «Ό πόνος λέει: νά περάσεις»257. Γι’ αύτόν τό λόγο τό χαρακτηριστικά ύλιστικό συγκλίνει μέ τό κριτικό στοιχείο, μέ τήν πρακτική τής κοινωνικής αλλαγής. Ή κατάργηση τού πόνου, ή ό μετριασμός του ώς ένα βαθμό πού δέν μπορεί νά προκαθορισθεί θεωρητικά καί στόν όποιο δέν μπορεί νά επιβληθεί ένα δριο. δέν έξαρτάται από τό άτομο πού υποφέρει, άλλα μόνον άπό τό ανθρώπινο γένος, στό όποιο ανήκει άκόμη καί δταν ύποκειμενικά άποσύρεται άπό αύτό καί άντικειμενικά εξωθείται στήν άπόλυτη μοναξιά τού άβοήθητου άντικειμένου. Όλες οί δραστηριότητες τού γένους παραπέμπουν στή φυσική του συνέ χεια, άκόμη καί δταν τό παραγνωρίζουν, δταν αύτονομούνται όργανωτικά καί μόνο δευτερευόντως φροντίζουν γι’ αύτό. Ακό μη καί τά μέτρα πού λαμβάνει ή κοινωνία γιά τήν αύτοεξόντωσή της είναι, ώς άχαλίνωτα παράλογη αύτοσυντήρηση, ταυτόχρονα μή αύτοσυνείδητες ενέργειες κατά τού πάσχειν. Στενοκέφαλη άσφαλώς στά δικά της. ή όλική μερικότητά της στρέφεται καί εναντίον τους. Αντιμέτωπος μέ τέτοιες ένέργειες. ό σκοπός, ό μόνος πού κάνει τήν κοινωνία κοινωνία, άπαιτεί άπό τήν κοινω
Ο ΥΛΙΣΜΟΣ ΔΡΝ ΕΧΕΙ ΕΙΚΟΝΕΣ
249
νία νά όργανωθεί έτσι δπως οΐ παραγωγικές σχέσεις ένθεν καί ένθεν άδυσώπητα άπαγορεύουν καί δπως σύμφωνα μέ τήν ανά πτυξη τών παραγωγικών δυνάμεων θά ήταν έδώ καί τώρα δυνα τόν. Μιά τέτοια οργάνωση θά έπρεπε νά έχει ώς στόχο της την άρνηση τού σωματικοΟ-φυσικού πάσχειν καί τού τελευταίου μέ λους τής κοινωνίας καθώς καί τών εσωτερικών μορφών αντανά κλασης αύτού του πάσχειν. Είναι πρός τό συμφέρον δλων καί τώρα πλέον μπορεί νά επιτευχθεί μόνο μέ μιά από κάθε άποψη καί γιά τόν καθένα διαφανή αλληλεγγύη. Σέ εκείνους πού δέν επιθυμούν την πραγματοποίηση μιας τέ τοιας κοινωνικής αλλαγής ό ύλισμός τούς έκανε στό μεταξύ τη χάρη νά αύτοταπεινωθεί. 'Υπαίτια γιά τήν ανωριμότητα πού προκάλεσε τήν αύτοταπείνωση δέν είναι ή ίδια ή ανθρωπότητα, δπως είχε σκεφθεϊ ό Κάντ25®. Στό μεταξύ τουλάχιστον άναπαράγεται συστηματικά από τούς έξουσιαστές. Τό αντικειμενικό πνεύμα, πού οί ίδιοι τό κατευθύνουν έπειδή έχουν την ανάγκη νά τό κρατούν δέσμιο, κόβεται καί ράβεται στά μέτρα τής έπί αιώνες δέσμιας συνείδησης. Σέ μιά τέτοια πρακτική έχει παρα δοθεί ό υλισμός πού κατέκτησε την πολιτική έξουσία μέ τήν ίδια άφοσίωση δπως ό κόσμος τόν όποιο κάποτε ήθελε νά αλλάξει· εξακολουθεί νά κρατάει δέσμια τή συνείδηση αντί νά τήν κατα νοήσει καί άπό τή μεριά του νά τήν άλλάξει. Τρομοκρατικοί μη χανισμοί τού κράτους οχυρώνονται ώς μόνιμος θεσμός μέ τό τε τριμμένο πρόσχημα μιας δικτατορίας τού πρό πολλού διοικούμενου προλεταριάτου, ή όποια σέ λίγο κλείνει μιά πεντηκονταε τία. χλευάζοντας έτσι τή θεωρία γιά τήν οποία συνεχώς μιλούν. Δεσμειίουν τούς ύποτελείς τους μέ τά πιό άμεσα συμφέροντα καί τούς κρατούν στενοκέφαλους. Αλλά ή διαστροφή τής θεω ρίας δέν θά ήταν δυνατή χωρίς νά περιέχει ή ίδια ένα κατακάθι αποκρυφισμού. Καθώς οί έπιτελείς πού τή μονοπωλούν μετα χειρίζονται τόν πολιτισμό άπό έξω καί συνοπτικά, επιχειρούν άγαρμπα νά δώσουν τήν ψευδή έντύπωση πώς στέκονται πάνω άπό αυτόν καί έτσι συμβάλλουν στήν οικουμενική έπαναστροφή. Αυτό πού άναμένοντας τήν άμεσα έπικείμενη έπανάσταση
Ο ΥΛΙΣΜΟΣ ΑϋΝ ΗΧΒΙΙΙΚΟΝΚΙ
ήθελε νά καταργήσει τη φιλοσοφία ήταν ήθη άπό τότε. Ανυπόμονο απέναντι στις αξιώσεις της. καθυστερημένο σέ σύγκριση μέ τη φιλοσοφία. Τό απόκρυφο στοιχείο τού ύλισμού Αποκαλύπτει τό απόκρυφο στοιχείο τής υψηλής φιλοσοφίας, τήν Αναλήθεια τής κυριαρχικότητας τού πνεύματος, τό όποιο ό κυρίαρχος υλι σμός περιφρονεί μέ τήν ίδια κυνικότητα όπως στά κρυφά πριν Από αυτόν ή Αστική κοινωνία. Τό ύπέροχο στοιχείο στόν ιδεαλι σμό είναι αποτύπωμα τού απόκρυφου στοιχείου* αύτή ή σχέση φωτίζεται εκθαμβωτικά από τά κείμενα τού Κάφκα καί τού Μπέκετ. Τό κατώτερο στοιχείο τού υλισμού είναι τό ανεξέταστο από τό στοχασμό έλλειμμα τής κυρίαρχης κατάστασης. Αυτό πού έξαιτίας τής έκπνευμάτισης, ώς μιας στερητικής Αρχής, έμεινε καθυστερημένο, σέ σύγκριση μέ τό ανώτερο, τό όποιο ντροπιάζεται από τή θέα τού διαρκούς κατώτερου, είναι καί τό χειρότερο. Τό στοιχείο απειροκαλίας καί βαρβαρότητας τού ύλισμού διαιωνίζει εκείνο τό καθεστώς ετεροδικίας τής τέταρτης τάξης απέναντι στόν πολιτισμό, τό όποιο στό μεταξύ δέν περιο ρίζεται πιά σέ αύτή, αλλά έχει έπεκταθεί στόν Ιδιο τόν πολιτι σμό. Ό ύλισμός πισωγυρίζει στή βαρβαρότητα πού ήθελε νά εμποδίσει* ή ανάσχεση αύτής τής έπαναστροφής δεν θά ήταν ό πιό αδιάφορος στόχος. Αλλά ένα από τά καθήκοντα μιας κρι τικής θεωρίας. Διαφορετικά θά συνεχισθεί ή παλαιά αναλήθεια, μέ μικρότερο συντελεστή τριβής καί έτσι Ακόμη χειρότερα. Τό κατώτερο αύξάνεται αφού ή κατάληξη τής επανάστασης ήταν ανάλογη μέ εκείνη τήν αλλοτινή επάνοδο τού Μεσσία. Ή ύλιστική θεωρία δέν βγήκε απλώς αισθητικά ζημιωμένη σέ σύγκριση μέ τήν κενή περιεχομένου πλέον ύπέροχη λεπτότητα τής αστικής συνείδησης. Αλλά Αποδείχθηκε αναληθής. Ή αναλήθειά του μπο ρεί νά καθορισθεί θεωρητικά. Ή διαλεκτική ύπάρχει μέσα στά πράγματα, αλλά θά ήταν ανύπαρκτη χωρίς τή συνείδηση πού τή στοχάζεται, όπως άλλωστε δέν μπορεί νά έξαφανισθεί μέσα στή συνείδηση. Σέ μιά Απολύτως μία. όλική Ολη χωρίς διαφορές δέν θά ύπήρχε διαλεκτική. Ή επίσημη ύλιστική διαλεκτική ύπερπήδησε μέ διατάγματα τή γνωσιολογία, ή όποία τήν εκδικήθηκε:
Ο ΥΛΙΣΜΟΣ ΑΕΝ ΕΧΕΙ ΕΙΚΟΝΕΣ
251
στή θεωρία τής άπεικόνισης. Ή σκέψη δεν είναι άπείκασμα. όμοίωμα τού πράγματος -τέτοια την κάνει μόνο ή υλιστική μυ θολογία επικούρειου τύπου, ή όποια έφευρίσκει τά είδωλα πού έχπέμπει ή υλη-. αποβλέπει στό ίδιο τό πράγμα. Ή διαφωτιστική πρόθεση τής σκέψης, ή απομυθοποίηση, έξαλείφει τό χαρα κτήρα εικόνας τής συνείδησης. Ό.τι προσκολλάται στήν εικόνα παραμένει καθοριζόμενο από τό μύθο, ειδωλολατρία. Ή πε μπτουσία τών εικόνων σχηματίζει ένα ανάχωμα μπροστά στήν πραγματικότητα. Έ θεωρία τής απεικόνισης άρνείται τόν αυθορμητισμό τού ύποκειμένου. μιά κινητήρια δύναμη τής αντι κειμενικής διαλεκτικής τών παραγωγικών δυνάμεων καί τών πα ραγωγικών σχέσεων. Όταν τό υποκείμενο ύποχρεώνεται νά άποτελεί άπαρέγκλιτη αντανάκλαση τού αντικειμένου καί ως τέτοια κατ’ άνα'γκη δέν μπορεί νά βρει τό δρόμο πρός τό αντι κείμενο. τό όποιο αποκαλύπτεται μόνο στό ύποκειμενικό πλεό νασμα μέσα στη σκέψη, τό αποτέλεσμα είναι ή άνειρηνική πνευ ματική σιγή καί άκινησία τής όλοκληρωτικής διοίκησης. Μόνον ή άδυσαρέστητα έκπραγματισμένη συνείδηση νομίζει ή προσπαθεί νά πείσει τόν έαυτό της δτι διαθέτει φωτογραφίες τής άντικειμενικότητας. Ή ψευδαίσθησή του μετατρέπεται σέ δογματική αμε σότητα. 'Όταν ό Λένιν. αντί νά εξετάσει τή γνωσιολογία, έναντιωνόταν σέ αύτή διαβεβαιώνοντας καταναγκαστικά καί επα νειλημμένα ότι τά αντικείμενα τής γνώσης ύπάρχουν καθ’ έαυτά. ήθελε νά καταδείξει τή συνωμοτική συμμαχία τού ύποκειμενικού θετικισμού μέ τούς κρατούντες (powers that be). Οί πολιτικές του ανάγκες ήταν τότε στραμμένες κατά τού θεωρητικού γνω στικού στόχου. Ή υπερβατική επιχειρηματολογία ακολουθεί συ νοπτικές διαδικασίες γιά λόγους εξουσίας καί άποβαίνει κατα στροφική: τό έπικρινόμενο. τό όποιο δέν έξετάζεται ακριβώς, παραμένει ανενόχλητο. ιός έχει, καί καθώς δέν έχει πληγεί μπο ρεί νά άνασταίνεται συχνά καί κατά τό δοκούν, όταν άλλάζουν οί συσχετισμοί έξουσίας. Ή προφορική παρατήρηση τού Μπρέχτ. σύμφωνα μέ τήν όποια μετά τό βιβλίο γιά τόν έμπειριοκρατισμό |τού Λένιν) δέν χρειάζεται άλλη κριτική τής φιλοσοφίας πού
Ο ΥΛΙΣΜΟΙ ΑΗΝ ΠΧίΙ ΚΙΚΟΝΙ-.1
δέν επιζητεί την υπέρβαση.ήταν κοντόφθαλμη. Ή υλιστική θεωρία δέχεται φιλοσοφικά έρωτήματα- άν δέν Ασχοληθεί μέ αύτά, θά περιέλθει στόν ίδιο έπαρχιωτισμό που παραμόρφωσε την τέ χνη στά Ανατολικά κράτη. Τό αντικείμενο τής θεωρίας δέν είναι κάτι άμεσο, τό εκμαγείο του όποίου θά μπορούσε νά κουβαλή σει στό σπίτι της- ή γνώση δέν έχει, δπως ή πολιτική Αστυνομία, έναν φάκελο μέ τά Αντικείμενά της. αλλά μάλλον τά σκέπτεται στή διαμεσολάβησή τους: Αλλιώς θά περιοριζόταν στήν περι γραφή τής πρόσοψης. Τό παρατραβηγμένο καί ήδη στό οικείο του σημείο αναφοράς προβληματικό κριτήριο τής κατ’ αίσθηση έποπτείας δέν μπορεί, δπως όμολόγησε κάποτε καί ό Μπρέχτ. νά έφαρμοσθεί στό ριζικά διαμεσολαβημένο. τήν κοινωνία· δέν ύπακούει σέ αύτό εκείνο πού ένσωματώθηκε στό άντικείμενο ώς νόμος κίνησής του. κατ’ ανάγκη καλυπτόμενο από τήν ιδεολογι κή μορφή τού φαινομένου. Ό Μάρξ. πού άπεχθανόμενος τούς ακαδημαϊκούς τσακωμούς μεταχειριζόταν τίς γνωσιολογικές κα τηγορίες δπως ό μαινόμενος ταύρος τά εμπορεύματα τού υαλοπωλείου, δύσκολα υπερφόρτωνε εκφράσεις δπως εκείνη τής αντανάκλασης. Τά δήθεν πρωτεία της αποβαίνουν σέ βάρος τού ύποκειμενικού-κριτικού στοιχείου. Στήν ύπογράμμισή του ζεϊ πλάι στήν ιδεολογία μιά άντιιδεολογική τάση* εμποδίζεται τό ψευδές συμπέρασμα δτι τά παραγόμενα καί οί παραγωγικές σχέσεις είναι Αμεσα φύση. Καμμιά θεωρία δέν επιτρέπεται γιά χάρη τής προπαγανδιστικής λιτότητας νά κάνει τόν κουτό καί ν’ Αγνοήσει τήν αντικειμενική στάθμη τής γνώσης. Πρέπει νά στοχασθεΐ πάνω σέ αυτήν καί νά τήν προωθήσει πιό πέρα. Ό λόγος γιά τήν ένότητα θεωρίας καί πράξης δέν σήμαινε μιά παραχώρη ση στήν αδυναμία τής σκέψης, πού είναι ένα αποκύημα τής κα ταπιεστικής κοινωνίας. Ύπό τή μορφή μιας αθροιστικής μη χανής. μέ τήν οποία ή σκέψη θέλει νά έξομοιωθεί καί πρός τιμήν της θά προτιμούσε νά παραιτηθεί, ή συνείδηση κηρύσσει πτώ χευση ένόψει τής πραγματικότητας, πού σήμερα δέν είναι έποπτικά δεδομένη, άλλά σέ κατηγορίες τής λειτουργίας, άφηρημένη στήν δλη δομή της. Μιά άπεικονιστική σκέψη θά ήταν χωρίς
Ο ΥΛΙΣΜΟΣ ΑΕΝ ΕΧΕΙ ΕΙΚΟΝΕΣ
253
στοχασμό καί αύτοστοχασμό, μία μή διαλεκτική αντίφαση· χω ρίς στοχασμό δεν ύπάρχει θεωρία. Μιά συνείδηση ή όποια ανά μεσα στόν έαυτό της καί αύτό πού σκέφτεται θά παρενέβαλλε κάτι τρίτο, εικόνες, θά άναπαρήγε απαρατήρητα τόν ιδεαλισμό* ένα σώμα παραστάσεων θά ύποκαθιστούσε τό αντικείμενο τής γνώσης, καί ή ύποκειμενική αύθαιρεσία τέτοιων παραστάσεο^ν είναι ή αύθαιρεσία τών διατασσόντων. Ή ύλιστική λαχτάρα γιά κατανόηση τού πράγματος θέλει τό αντίθετο: μόνο χωρίς εικόνες θά μπορούσε κανείς νά σκεφθεϊ τό πλήρες αντικείμενο. Μιά τέ τοια απουσία εικόνων συγκλίνει μέ τή θεολογική απαγόρευση τών εικόνων. Ό ύλισμός έκκοσμίκευσε αύτή τήν απαγόρευση, καθώς δεν έπέτρεψε τή θετική απεικόνιση τής ούτοπίας· αύτό είναι τό νοηματικό περιεχόμενο τής άρνητικότητάς του. Μέ τή θεολογία συμφωνεί εκεί δπου είναι πιό ύλιστικός άπό οπουδή ποτε άλλού. Ή λαχτάρα του θά ήταν ή ανάσταση τής σάρκας, ή όποια είναι έντελώς ξένη πρός τόν ιδεαλισμό, τό βασίλειο τού άπόλυτου πνεύματος. Σημείο φυγής τού ιστορικού ύλισμού θά ήταν ή άρση τού εαυτού του. ή απελευθέρωση τού πνεύματος άπό τήν πρωτοκαθεδρία τών ύλικών αναγκών στήν κατάσταση εκπλήρωσής τους. Μόνο μέ τήν Ικανοποιημένη σωματική παρόρμηση θά συμφιλιωνόταν τό πνεύμα καί θά γινόταν αύτό πού τό σον καιρό απλώς επαγγέλλεται, καθώς ύπό τή μαγική επήρεια τών ύλικών συνθηκών άπαγορεύει τήν ικανοποίηση τών ύλικών άναγκών.
ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ
Μοντέλα
I Ελευθερία
Μεταχριτική τού πρακτικού Λόγου
Ό λόγος γιά φαινομενικά προβλήματα ήθελε κάποτε ύπό την έννοια του διαφωτισμού νά εμποδίσει την απόρροια σκέψεων από τό μη άμφισβητούμενο κύρος των δογμάτων, γιά τίς όποιες δεν μπορεί νά άποφανθεϊ ή σκέψη στην όποια μεταβιβάζονταν. Αύτό είναι αισθητό στην ύποτιμητική χρήση τής λέξης Σχολαστι κή. Πρό πολλού όμως τά φαινομενικά προβλήματα ύποτίθεται ότι δέν είναι πιά έκείνα πού δέν επιδέχονται λογικές κρίσεις καί περιφρονούν τό λογικό ένδιαφέρον. άλλά όσα διατυπώνονται μέ ασαφώς οριζόμενες έννοιες. Ένα σημασιολογικό ταμπού στραγ γαλίζει αντικειμενικά ζητήματα σάν νά ήταν μόνο ζητήματα πού αφορούν τή σημασία· ή προκαταρκτική έκτίμηση καταντά μιά απαγόρευση τής έκτίμησης. Κανόνες παιχνιδιού μιας μεθόδου πού χωρίς άλλο ακολουθεί έκείνους τής ακριβούς έπιστήμης κα νονίζουν πάνω σέ τί επιτρέπεται νά σκέφτεται κανείς, καθώς δέν αρκεί νά είναι κάτι πολύ επιτακτικό* εγκεκριμένες μέθοδοι, δη λαδή μέσα, αποκτούν τήν πρωτοκαθεδρία απέναντι στά αντικεί μενα γνώσης, δηλαδή τούς σκοπούς. Έπιπλήττονται εμπειρίες οί όποιες εναντιώνονται στό σημείο πού σαφώς τούς αποδίδεται. Ή ευθύνη γιά τίς δυσκολίες πού προκαλούν φορτώνεται όλόκληρη στή χαλαρή προεπιστημονική ονοματολογία. - Τό ερώτημα άν ή βούληση είναι έλεύθερη είναι τόσο σημαντικό όσο ανελα στικοί καί απρόσιτοι είναι οί όροι απέναντι στό αίτημα νά πουν
258
•ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ-
καθαρά καί ξάστερα τί έννοούν. Επειδή ή δικαιοσύνη καί ή τι μωρία. σε τελική ανάλυση ή δυνατότητα αύτού πού όλόκληρη ή παράδοση τής φιλοσοφίας άποκαλούσε ηθική έξαρτώνται άπό τήν απάντηση.ή διανοητική άνάγκη δέν μπορεί νά πεισθεί ότι τό άπλοίκό ερώτημα είναι φαινομενικό. Ή καθαρότητα μιας σκέ ψης πεπεισμένης δτι έχει τό άλάθητο προσφέρει σέ αυτή τήν άνάγκη πενιχρά ύποκατάστατα ικανοποίησης. Παραταϋτα ή σημασιολογική κριτική δέν μπορεί νά αγνοηθεί ώς κάτι άδιάφορο. Ή έπιτακτικότητα ενός ζητήματος δέν μπορεί νά έπφάλει μιά απάντηση, δταν δέν μπορεί νά βρεθεί μιά αληθινή· άκόμη λιγό τερο μπορεί ή σφαλερή άνάγκη. άκόμη καί ή άπεγνωσμένη. νά ύποδείξει τήν κατεύθυνση τής άπάντησης. Ό στοχασμός πάνω σέ τέτοια θέματα δέν θά έπρεπε νά είναι τέτοιος ώστε νά κατα λήγει στην κρίση δτι αύτά είναι κάτι δν ή μή δν, άλλα θά δφειλε νά περιλάβει στόν ϊδιο τόν καθορισμό τους τό γεγονός δτι είναι άδύνατον νά τά συλλάβει ώς κάτι άπτό δπως καί δτι είναι άνά γκη νά τά σκεφθεί. Στό κεφάλαιο γιά τήν άντινομία τού καθα ρού Λόγου άπό την Κριτική τού καθαρού Λόγου καί σέ όρισμένα μέρη τής Κριτικής τού πρακτικού Λόγου ό Κάντ τό έπιχείρησε μέ ή χωρίς ρητή πρόθεση, άλλά δέν άπέφυγε τή δογματική χρήση την όποια, δπως ό Χιούμ. έπέκρινε σέ άλλες περιπτώσεις παρα δοσιακών εννοιών. Έλυσε τή σύγκρουση άνάμεσα στήν πραγμα τικότητα τών δεδομένων -«φύση»- καί τή λογική άναγκαιότητα -τόν νοητό κόσμο-διχοτομικά. "Οταν δμως δέν μπορεί νά παραπέμψει κανείς στή βούληση ή τήν ελευθερία παρά μόνον δπως σέ ένα δν. αυτό δέν άποκλείει διόλου, κατ’ άναλογία πρός τήν άπλή προδιαλεκτική γνωσιολογία, τή δυνατότητα σύνθεσης μεμονωμέ νων παρορμήσεων ή εμπειριών υπό έννοιες στις όποιες δέν ¿αντι στοιχεί κανένα φυσικού τύπου υπόστρωμα, οί όποιες δμως άνάγουν αυτές τίς παρορμήσεις ή έμπειρίες σέ έναν κοινό παρονο μαστή. δπως λόγου χάρη τό καντιανό «αντικείμενο» τά φαινό μενά του. Σύμφωνα μέ τό καντιανό μοντέλο ή βούληση θά ήταν ή νομοτελειακή ενότητα δλων τών παρωθήσεων, οί όποιες άποδεικνύονται ταυτόχρονα αυθόρμητες καί λογικά καθοριζόμενες.
«ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ»
25ν
κατ’ αντιδιαστολή πρός τή φυσική αιτιότητα, ενώ παρέμειναν στό πλαίσιό της: καμμιά ακολουθία πράξεων τής βούλησης έξω άπό τό πλέγμα τής αιτιότητας. Ελευθερία θά ήταν ή λέξη πού χαρακτηρίζει τή δυνατότητα αύτών τών παρωθήσεων. Αλλά ή γρήγορη γνωσιολογική λύση δέν έπαρκεΐ. Τό ερώτημα άν ή βού ληση είναι ελεύθερη ή όχι επιβάλλει ένα δεσμευτικό καί ταυτό χρονα αμφίβολο «ή αυτό ή έκεϊνο». άπό τό όποιο ή έννοια τής βούλησης ώς νομοτελειακής ενότητας τών παρορμήσεών της ξε γλιστράει αδιάφορη. Προπάντων όμως, στήν έννοιολογία πού ακολουθεί τό μοντέλο τής φιλοσοφίας ή όποια εμμένει στήν ύποκειμενική έμπειρία, ύποτίθεται σιωπηρά ή μοναδολογική δομή τής βούλησης καί τής ελευθερίας. Σέ αύτήν άντιτίθεται τό πιό απλό: μέσω αύτοΰ πού ή αναλυτική ψυχολογία άποκαλεϊ «έλεγ χο τής πραγματικότητας»259 ενσωματώνονται στίς αποφάσεις πού λαμβάνει τό άτομο ελεύθερα καί μέ τή βούλησή του άμέτρητα στοιχεία τής εξωτερικής, προπάντων τής κοινωνικής πραγμα τικότητας* σέ αυτά άναφέρεται ή έννοια τού έλλογου στη βούλη ση. άλλιώς δέν σημαίνει τίποτε, όσο επίμονα καί άν τό άμφισβητεϊ ό Κάντ. Αύτό πού προσδίδει στόν ορισμό αύτών τών έννοιών άπό τή φιλοσοφία, ή όποια έμμένει στό πλαίσιο τής εμπειρίας, κομψότητα καί αύτάρκεια είναι, στήν πραγματικότητα, όσο άφορά τίς πραγματικές άποφάσεις σχετικά μέ τίς οποίες μπο ρούμε νά ρωτούμε άν είναι ελεύθερες ή άνελεύθερες. κάτι άφηρημένο· ό ψυχικός παράγων πού άπομένει είναι πενιχρός σέ σύ γκριση μέ τήν πραγματική σύμπλεξη τού έσωτερικού καί τού έξωτερικού. Σέ αύτό τό πενιχρό, χημικά καθαρό υπόλειμμα δέν μπορεί νά διαπιστωθεί τί είναι ελεύθερο καί τί άνελεύθερο. Γιά νά τό πούμε πιό αύστηρά. καί ταυτόχρονα πιό σύμφωνα μέ τόν Κάντ, τό έμπειρικό υποκείμενο πού λαμβάνει αύτές τίς άποφάσεις - καί μόνο τό εμπειρικό μπορεί νά τίς λαμβάνει. άφού τό υπερβατικά καθαρό «έγώ σκέφτομαι» δέν θά μπορούσε νά έχει παρορμήσεις- είναι καί αύτό ένα στοιχείο τού χωροχρονικά «έξωτερικού» κόσμου, χωρίς όντολογική προτεραιότητα άπέναντι σέ αύτόν τόν κόσμο· γι’ αύτόν τό λόγο δέν εύδοκιμεί ή προ-
2Μ)
ΤΟ ΕΝΑΙΑΦίΡΟΝ ΓΙΑ ΤΙΙΝ ΕΛΗΥΘΚΡΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΙΑΣ11ΑΣΜΕΝΟ
απάθεια νά περιορισθεΐ μέσα στό έμπειρικό άτομο τό έρώτημα σχετικά με τήν έλευθερία τής βούλησης. Αύτή ή προσπάθεια τραβάει τη γραμμή μεταξύ νοητού και έμπειρικού διαμέσου τού έμπειρικού κόσμου. Αύτό μπορεί νά πει κανείς γιά τη θέση σχε τικά μέ τό ψευδοπρόβλημα. Μόλις τό έρώτημα σχετικά μέ την έλευθερία τής βούλησης περιορισθεΐ στό έρώτημα πού άφορά τις άποφάσεις τών έκάστοτε ατόμων καί αυτά άποσπασθούν από τό εγγενές πλαίσιό τους, δηλαδή τό άτομο άποσπασθεΐ άπό την κοινωνία, τό έρώτημα ύπακούει στην πλάνη τού απόλυτου καί καθαρού είναι καθ’ εαυτό: ή περιορισμένη ύποκειμενική έμπειρία σφετερίζεται τό κύρος τής απόλυτης βεβαιότητας. Τό υπό στρωμα τού διαζευκτικού «ή αύτό ή εκείνο» έχει κάτι πλασμα τικό. Τό δήθεν αύθύπαρκτο. δν καθ’ έαυτό υποκείμενο είναι εσωτερικά διαμεσολαβημένο μέσω εκείνου άπό τό όποίο χωρίζε ται. τού πλαισίου συναρτήσεων δλων τών υποκειμένων. Ή διαμεσολάβηση κάνει τό άτομο αύτό πού τό ίδιο σύμφωνα μέ τή συνείδηση τής ελευθερίας του δέν θέλει νά είναι, δηλαδή ετερό νομο. Ακόμη καί δπου ή ανελευθερία υποτίθεται θετικά, οί προ ϋποθέσεις της, ώς δροι καί προϋποθέσεις μιας κλειστής ένδοψυχικής αιτιότητας, άναζητούνται στό άποσχισμένο άτομο, τό όποιο ούσιαστικά δέν είναι αποσχισμένο. Άν τό άτομο δέν βρί σκει μέσα του μιά κατάσταση πραγμάτων πού λέγεται έλευθε ρία. τότε δέν μπορεί ούτε τό θεώρημα τού καθορισμού νά έξαλείψει απλώς κατόπιν εορτής τήν απλοϊκή αίσθηση τής αύθαιρεσίας· ή διδασκαλία περί τού ψυχολογικού ντετερμινισμού άναπτύχθηκε σέ μιά όψιμη φάση. Από τόν δέκατο έβδομο αιώνα καί έξης ή μεγάλη φιλοσοφία θεώρησε τήν έλευθερία ώς τό αντικείμενο τού πιό εγγενούς της ένδιαφέροντος. Μέ τή μή ρητή έντολή τής αστικής τάξης θέλησε νά τή θεμελιώσει μέ διαφανή τρόπο. Αλλά αύτό τό ενδιαφέρον είναι εσωτερικά άνταγωνιστικό. Στρέφεται κατά τής παλαιάς καταπίεσης καί προωθεί τή νέα. ή όποια κρύβεται μέσα στήν ίδια τήν ορθολογική αρχή. Αναζητείται ένας κοινός τύπος γιά τήν έλευθερία καί τήν καταπίεση: ή πρώτη έκχωρεϊται στήν
ΤΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΙΝΑ! ΑΙΑΣΠΑΣΜΕΝΟ
261
όρθολογικότητα. ή όποια τήν περιορίζει, καί άπομακρύνεται από τόν εμπειρικό κόσμο, στόν όποιο δεν έπιθυμει κανείς τήν πραγ ματοποίησή της. Ή διχοτόμηση άναφέρεται καί στήν προϊούσα έπιστημονικοποίηση. Μέ αύτή συμμαχεί ή τάξη καθόσον προω θεί τήν παραγωγή, ένώ τήν καταλαμβάνουν φόβοι δταν αύτή θί γει τήν πίστη δτι ή ήδη παραιτημένη καί άποσυρμένη στόν εσω τερικό κόσμο τού ανθρώπου ελευθερία είναι ύπαρκτή. Αύτό κρύβεται άντικειμενικά πίσω άπό τή διδασκαλία περί αυτονο μίας. “Ηδη στόν Κάντ. άργότερα καί στους ιδεαλιστές, ή ιδέα της ελευθερίας έρχεται σέ αντίθεση πρός τήν έρευνα τών έπιμέρους επιστημών, προπάντων τής ψυχολογίας. Ό Κάντ παραπέ μπει τά αντικείμενά τους στό βασίλειο τής ανελευθερίας* ή θετι κή έπιστήμη έχει τήν έδρα της κάτω άπό τήν είκοτολογική θεώ ρηση - στόν Κάντ: κάτω άπό τή διδασκαλία γιά τά νοούμενα. Μέ τήν έξασθένηση τής είκοτολογικής-θεωρητικής δύναμης καί τής συσχετιστικής κλαδικής έπιστημονικής εξέλιξης αύτή ή άντίθεση όξύνθηκε στό έπακρο. Τό τίμημα πού πλήρωσαν οί έπιμέρους επιστήμες ήταν ή στενοκαρδία τους, καί τό τίμημα τής φι λοσοφίας ήταν τό μή δεσμευτικό κενό. Όσο περισσότερο άπό τό περιεχόμενό της κατάσχουν οί έπιμέρους επιστήμες -η ψυχολο γία λόγου χάρη τή γένεση τού χαρακτήρα, γιά τήν όποια άκόμη καί ό Κάντ διατύπωσε αύθαίρετες εικασίες-, τόσο πιό οδυνηρά τά φιλοσοφήματα γιά τήν ελευθερία τής βούλησης καταντούν σκέτη ρητορεία. Όταν οί έπιμέρους έπιστήμες άναζητούν όλο καί περισσότερο τή νομοτέλεια* δταν αύτό. άνεξάρτητα άπό τό φρόνημα, τίς ώθεΐ στήν παράταξη τού ντετερμινισμού, στή φιλο σοφία άποτίθενται δλο καί πιό πολλές προεπιστημονικές. άπολογητικές άντιλήψεις γιά τήν ελευθερία. Στόν Κάντ ή άντινομική. στόν Χέγκελ ή διαλεκτική τής έλευθερίας είναι ένα ούσιαστικό φιλοσοφικό στοιχείο* μετά άπό αυτούς τουλάχιστον ή άκαδημάίκή φιλοσοφία ορκιζόταν στό είδωλο ένός βασιλείου τού ύψους, πάνω άπό τόν κόσμο τής εμπειρίας. Εξυμνείται ή νοητή έλευΟερία τών άτόμων. γιά νά μπορεί κανείς άκόμη πιό άνεμπόδιστα νά ζητεί ευθύνες άπό τά έμπειρικά άτομα, μέ τήν προο
2*>2
ΤΟ 1-ΝΑ1ΑΦΗΡΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ϋΛΓ.ΥΘΙΐΡΙΑ 1-ΙΝΑΙ ΑΙΑΙΙ1ΑΣΜΗΝΟ
πτική μιας μεταφυσικά δικαιολογημένης ποινής νά τά χαλινα γωγεί καλύτερα. Ή συμμαχία μετάξι') τής διδασκαλίας περί ελευθερίας καί τής κατασταλτικής πρακτικής άπομακρύνει τή φιλοσοφία δλο καί πιό πολύ από την αυθεντική κατανόηση τής έλευθερίας καί τής άνελευθερίας τών ζωντανών ανθρώπων. Κα τά αναχρονιστικό τρόπο ή φιλοσοφία πλησιάζει εκείνη τήν ήθικοπλαστική διδασκαλία την όποία ό Χέγκελ διέγνωσε ως αθλιό τητα τής φιλοσοφίας. Επειδή δμως ή έπιμέρους έπιστήμη -πα ραδειγματικά ή επιστήμη τού ποινικού δικαίου- δέν είναι ικανή νά πραγματευθεί τό θέμα τής έλευθερίας καί πρέπει νά άποκαλύψει τήν αναρμοδιότητά της. ζητεί τή βοήθεια τής φιλοσοφίας ακριβώς πού μέ τήν κακή καί άφηρημένη άντίθεσή της πρός τόν φυσικοεπιστημονισμό δέν μπορεί νά προσφέρει αυτήν τή βοή θεια. Όπου ή έπιστήμη αναμένει τή λύση τού άλυτου γι’ αύτήν προβλήματος από τή φιλοσοφία, αύτό πού δέχεται είναι μόνο κοσμοθεωρητική παρηγοριά. Αύτή προσανατολίζει τότε τούς ειδικούς έπιστήμονες άνάλογα μέ τό γούστο τους καί. δπως πρέπει κανείς νά φοβάται, άνάλογα μέ τή δική τους ψυχολογική δομή τών ορμών. Ή σχέση πρός τό σύμπλεγμα έλευθερίας καί ντετερμινισμού έγκαταλείπεται στό γούστο τής άνορθολογικότητας, πού κυμαίνεται άνάμεσα σέ αναπόδεικτες, λιγότερο ή πε ρισσότερο έμπειρικές μεμονωμένες διαπιστώσεις καί δογματι κές γενικότητες. Τέλος, ή θέση απέναντι στό προαναφερόμενο σύμπλεγμα έξαρτάται άπό τίς πολιτικές πεποιθήσεις ή άπό τήν έκάστοτε αναγνωρισμένη έξουσία. Στοχασμοί πάνω στήν έλευθερία καί τόν ντετερμινισμό ήχούν αρχαϊκά, σάν νά προέρχονται άπό τήν πρώιμη έποχή τής έπαναστατικής άστικής τάξης. Τήν ιδέα δμως οτι ή έλευθερία άπαρχαιώνεται χωρίς νά έχει πραγ ματοποιηθεί δέν πρέπει νά τή δεχθούμε σάν μοιραίο γεγονός. Ή άντίσταση πρέπει νά έξηγήσει αύτό τό τελευταίο. Ή ιδέα τής έλευθερίας έχασε τή δύναμη επίδρασης πάνω στούς άνθρώπους. μεταξύ άλλων καί έπειδή ή σύλληψή της ήταν έξαρχής τόσο άφηρημένη-ύποκειμενική, πού ή άντικειμενική κοινωνική τάση μπο ρούσε χωρίς κόπο νά τήν καταπλακώσει.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΝΤΕΤΕΡΜΙΝΙΣΜΟΣ. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
263
Ή αδιαφορία απέναντι στην έλευθερία. την έννοια καί τό ίδιο τό πράγμα, παράγεται άπό την ένοποίηση τής κοινωνίας, την όποια τά ύποκείμενα ύφίστανται σάν νά ήταν ακαταμάχητη. Τό ένδιαφέρον τους γιά τη μέριμνα υπέρ τών ίδιων έκανε τό ενδια φέρον τους γιά την έλευθερία νά παραλύσει. καθώς φοβούνται δτι έλευθερία θά σημαίνει γι’ αύτά έλλειψη προστασίας. Όπως ή έπίκληση τής έλευθερίας. έτσι άκόμη καί ή αναφορά τής λέξης άκούγεται σάν λόγος κενός περιεχομένου. Αυτό είναι στά μέτρα τού άδιάλλακτου νομιναλισμού. Τό γεγονός ότι αύτός παραπέ μπει τίς αντικειμενικές αντινομίες σύμφωνα μέ τόν λογικό κανό να στην περιοχή τών ψευδοπροβλημάτων έχει άπό τή μεριά του μιά κοινωνική λειτουργία: νά συγκαλύπτονται οί άντιφάσεις μέ σω τής μή παραδοχής τους. Όταν στηρίζεται κανείς σέ δεδομένα ή τούς σύγχρονους κληρονόμους τους, τίς προτάσεις πρωτοκόλ λου . ή συνείδηση απαλλάσσεται άπό 0 .τι έρχεται σέ άντίθεση πρός τήν πρόσοψη. Σύμφωνα μέ τούς κανόνες αύτής τής ιδεολο γίας θά έπρεπε νά περιγράφουμε άπλώς τίς συμπεριφορές τών άνθρώπων σέ διάφορες καταστάσεις καί νά τίς ταξινομούμε, όχι νά μιλάμε γιά τή βούληση ή τήν έλευθερία, διότι αύτό είναι έννοιολογικός φετιχισμός. Όλα τά γνωρίσματα τού εγώ θά έπρε πε, όπως πραγματικά σχεδίαζε ό μπιχεβιορισμός, άπλώς νά άναμεταφράζεται σέ τρόπους άντίδρασης καί έπιμέρους άντιδράσεις. οί όποιες στή συνέχεια έχουν έμπεδωθεϊ. Διόλου δέν έξετάζεται τό γεγονός ότι αύτά πού έμπεδώθηκαν παράγουν νέα ποι οτικά χαρακτηριστικά σέ σχέση μέ τίς άνακλαστικές άντιδράσεις άπό τίς όποιες ένδέχεται νά έχουν προκόψει. Οί θετικιστές ύπακούουν ασυνείδητα ατό δόγμα γιά τήν προτεραιότητα τού πρώ του. τό όποιο καλλιεργούσαν οί μεταφυσικοί, οί θανάσιμοι εχθροί τους. «Τό πιό σεβάσμιο άπό όλα είναι πάντως τό πιό πα λαιό, ένώ ό μάρτυρας τού όρκου είναι 6 πιό σεβάσμιος2*50 261. Τό πρώτο στόν Αριστοτέλη είναι ό μύθος· άπό αύτόν έπιζεϊ στούς άπροκάλυπτους άντιμυθολόγους ή άντίληψη πώς ό.τι υπάρχει μπορεί νά άναχθεί σέ αύτό πού ήταν κάποτε. Στήν ποσοτικοποιητική τους μέθοδο πού έξισώνει τά πάντα δέν υπάρχουν πολλά
ΗΛΗΥΘΚΡΙΑ. ΝΤϋΤΓ-ΡΜΙΝΙΣΜΟΣ. ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
περιθώρια γιά τό διαμορφωνόμενο. Αλλο. όπως καί υπό τή μα γική επήρεια τού πεπρωμένου. Αύτό όμως που. προερχόμενο Από τίς ανακλαστικές τους Αντιδράσεις καί στρεφόμενο έναντίον του. αντικειμενοποιήθηκε στους Ανθρώπους, ό χαρακτήρας ή ή βούληση, τό δυνητικό όργανο τής ελευθερίας, υπονομεύει καί τήν τελευταία, διότι ενσαρκώνει τήν Αρχή τής κυριαρχίας, στήν όποία οί άνθρωποι προοδευτικά Αποτάσσονται. Ή ταυτότητα τού ¿αυ τού καί ή αύτοαλλοτρίωση συνοδεύουν ή μία τήν άλλη έξαρχής* γι’ αύτόν τό λόγο ή έννοια αύτοαλλοτρίωση είναι κακώς ρομα ντική. Προϋπόθεση ελευθερίας ή ταυτότητα είναι ταυτόχρονα καί κατευθείαν Αρχή τού ντετερμινισμού. Ή βούληση ύπάρχει καθόσον οί άνθρωποι λαμβάνουν τήν αντικειμενική μορφή τού χαρακτήρα. 'Έτσι γίνονται απέναντι στόν έαυτό τους -δ,τι καί αν είναι αύτό-κάτι έξωτερικό. σύμφωνα μέ τό μοντέλο τού εξω τερικού κόσμου των πραγμάτων, πού ύπόκειται στό νόμο τής αιτιότητας. - Επιπλέον ή σύμφωνα μέ τήν πρόθεσή της καθαρά περιγραφική, θετικιστική έννοια τής «αντίδρασης» προϋποθέτει πολύ περισσότερα Από όσα ομολογεί: παθητική εξάρτηση Από τήν έκάστοτε δεδομένη κατάσταση. Ώς διά μαγείας εξαφανίζε ται έκ τών προτέρων ή αλληλεπίδραση ύποκειμένου καί αντικει μένου καί ήδη ή μέθοδος αποκλείει τόν αύθορμητισμό. σέ συμ φωνία μέ τήν ιδεολογία τής προσαρμογής, ή όποία κάνει τούς ανθρώπους καί στό έπίπεδο τής θεωρίας νά ξεχάσουν τόν αύθορμητισμό καί νά ύπηρετούν πρόθυμα τήν πορεία τού κό σμου. Άν οί άνθρωποι Απλώς αντιδρούσαν παθητικά, θά ήταν Απλώς δεκτικοί, σύμφωνα μέ τήν όρολογία τής παλαιότερης φι λοσοφίας: δέν θά ήταν δυνατόν νά σκέφτονται. Άν ή βούληση ύπάρχει μόνο μέσω τής συνείδησης, τότε ασφαλώς ή συνείδηση ύπάρχει. σχετικιστικά. επίσης μόνον όπου ύπάρχει ή βούληση. Ή αυτοσυντήρηση απαιτεί Από τή μεριά της. στήν Ιστορία της. κάτι περισσότερο Από τό έξαρτημένο ανακλαστικό καί έτσι προετοι μάζει αύτό πού τελικά θά τήν ξεπερνούσε. Έδώ στηρίζεται ίσως στό βιολογικό άτομο, τό όποιο προδιαγράφει στά ανακλαστικά του τή μορφή τους* δύσκολα θά ύπήρχαν τά ανακλαστικά χωρίς
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΟΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
265
χανένα στοιχείο ένότητας. Αυτή ένισχύεται ώς ό έαυτός τής αύτοσυντήρησης· ή προοπτική τής έλευθερίας ανοίγεται μπρο στά του ώς ανεπτυγμένη διαφορά από τά άνακλαστικά. Χωρίς καμμιά ιδέα έλευθερίας ή όργανωμένη κοινωνία δύσκο λα θά μπορούσε νά θεμελιωθεί θεωρητικά. Στη συνέχεια ή ίδια ή όργανωμένη κοινωνία περιορίζει πάλι την ελευθερία. Στην κατα σκευή τού πολιτικού-κρατικού συμβολαίου τού Χόμπς θά μπο ρούσαμε νά τά δούμε καί τά δύο. 'Ένας πραγματικά καθολικός καί άδιάλειπτος ντετερμινισμός θά επικύρωνε, σέ αντίθεση πρός τόν ντετερμινιστή Χόμπς. τό bellum omnium contra omnes262· κάθε κριτήριο πράξεων θά έξέπιπτε αν όλες ήταν έξίσου προκα θορισμένες καί τυφλές. Ξαφνικά θά άνοιγε ή προοπτική μιάς ακρότητας, μήπως στήν άπαίτηση γιά ελευθερία προκειμένου νά είναι δυνατή ή συμβίωση τών ανθρώπων κρύβεται ένας παραλογισμός: ότι ή ελευθερία πρέπει νά είναι δυνατή γιά νά μήν κυ ριαρχεί ό τρόμος. Ό τρόμος όμως μπορεί νά υπάρχει επειδή δέν υπάρχει ακόμη ελευθερία. Ό στοχασμός πάνω στό έρώτημα γιά τή βούληση καί τήν έλευθερία δέν καταργεί τό έρώτημα. αλλά τό μεταφέρει στή φιλοσοφία τής Ιστορίας δίνοντάς του τήν ακόλου θη μορφή: γιατί οί θέσεις «ή βούληση είναι έλεύθερη» καί «ή βούληση είναι ανελεύθερη» έγιναν άντινομικές; Τό γεγονός ότι αυτός ό στοχασμός είναι απόρροια τής ιστορίας δέν διέφυγε άπό τήν προσοχή τού Κάντ. ό όποιος στήριξε τήν έπαναστατική αξίωση τής δικής του ήθικής φιλοσοφίας ρητά στήν καθυστέρηση αύτού τού στοχασμού: «Έβλεπαν τόν άνθρωπο δεσμευμένον άπό τό καθήκον του μέ νόμους, δέν τούς είχε έλθει όμως ή ίδέα ότι ύπόκειται μόνο στή δική του καί παραταύτα γενική νομοθε σία καί ότι είναι δεσμευμένος μόνο νά ένεργεϊ σύμφωνα μέ τή δική του, αλλά ώς πρός τόν φυσικό σκοπό γενική νομοθετική βούληση »a,,1 Διόλου όμως δέν τού πέρασε άπό τό μυαλό μήν τυχόν ή ίδια ή έλευθερία. μιά αιώνια ίδέα γι' αύτόν. έχει Ιστορι κό χαρακτήρα, καί μάλιστα όχι μόνον ώς έννοια, αλλά καί συμ φορά μέ τό έμπειρικό της περιεχόμενο. 'Ολόκληρες έποχές. ολό κληρες κοινωνίες δέν διέθεταν ούτε τήν έννοια τής έλευθερίας
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΛΝϋΜΕΝΗ ΚΟΙΝΟΝΙΑ
ούτε τό ϊδιο τό πράγμα. Ή ιδέα νά αποδώσει κανείς σέ αυτές τήν ελευθερία ώς αντικειμενικό «καθ’ έαυτό». άκόμη καί έφόσον ήταν έντελώς συγκαλυμμένη γιά τούς άνθρώπους. θά έρχόταν σέ άντίθεση πρός τήν καντιανή άρχή τού υπερβατικού, τό όποιο πρέπει νά είναι θεμελιωμένο στήν υποκειμενική συνείδηση, καί θά ήταν άστήρικτη. έφόσον θά έλειπε άπό όποιονδήποτε ζωντα νό άνθρωπο, άπό τήν ύποτιθέμενη συνείδηση γενικά. Αυτό έξηγεϊ ασφαλώς τόν επίμονο μόχθο τού Κάντ νά αποδείξει δτι ή ηθική συνείδηση υπάρχει παντού, άκόμη καί στή ριζική κακία. Αλλιώς θά έπρεπε νά άρνηθεΐ στίς φάσεις καί τις κοινωνίες χω ρίς έλευθερία μαζί με τό χαρακτηριστικό τού έλλογου δντος καί εκείνο τής ανθρωπότητας, ένα βήμα πού θά δυσκολευόταν νά κάνει ό όπαδός τού Ρουσσώ. Προτού σχηματισθεί τό άτομο ύπό τήν αυτονόητη γιά τόν Κάντ. σύγχρονη έννοια, δηλαδή δχι απλώς τό μεμονωμένο βιολογικό ανθρώπινο ον. άλλά αυτό πού συγκροτείται ώς ένότητα μόνο βάσει τού αύτοστοχασμοϋ του26*, ή έγελιανή «αυτοσυνείδηση», είναι αναχρονιστικό νά μιλάμε γιά έλευθερία, τόσο γιά πραγματική δσο καί γιά άπαιτούμενη. Πα ρόμοια πάλι ή έλευθερία. πού μόνον ύπό κοινωνικές συνθήκες άποδεσμευμένης αφθονίας αγαθών μπορεί νά πραγματοποιηθεί χωρίς περιορισμούς, μπορεί νά έξαλειφθεί πλήρως καί ίσως χω ρίς νά άπομείνουν ούτε ίχνη της. Τό κακό δέν είναι δτι έλεύθεροι άνθρωποι ένεργούν μέ ριζικά κακό τρόπο, δπως ένεργούν κακά πέρα άπό κάθε μέτρο πού είχε φαντασθεί ό Κάντ. άλλά δτι δέν ύπάρχει άκόμη ένας κόσμος στόν όποιο, δπως διαφαίνεται σάν άστραπή στόν Μπρέχτ. δέν θά είχαν πλέον τήν άνάγκη νά είναι κακοί. Τό κακό θά ήταν κατ’ αύτά ή ίδια τους ή άνελευθερία: δ.τι κακό συμβαίνει θά προερχόταν άπό αυτήν. Ή κοινω νία καθορίζει τά άτομα, καί ώς πρός τήν ένύπαρκτη γένεσή τους, ώς αυτό πού είναι· ή έλευθερία ή άνελευθερία τους δέν είναι τό πρωταρχικό. δπως έμφανίζεται ύπό τό πέπλο τού ρηηάρΐιιιη ΐηάίνίάυβύοηϊβ2*5. καθώς άκόμη καί ή κατανόηση τής έξάρτησης τής άτομικής συνείδησης δυσχεραίνεται άπό τό έγώ. δπως έξήγησε ό Σοπενχάουερ μέ τό μύθο γιά τό πέπλο τής μάγια. Ή
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
267
άρχή τής ατομικότητας, νόμος τής άτομοποίησης μέ την όποια ή γενικότητα του Λόγου συνδέεται στά άτομα, τείνει νά τά απο μονώσει από τά πλαίσια συναρτήσεων πού τά περιλαμβάνουν καί έτσι ευνοεί την κολακευτική έμπιστοσύνη στην αύτάρκεια τού ύποκειμένου. Ή πεμίττουσία αύτής τής αύτάρκειας. ύπό τό όνομα ελευθερία, αποτελεί άντίθεση πρός την όλότητα τών πε ριορισμών τής ατομικότητας. Αλλά ή άρχή τής άτομικότητας δεν είναι κατά κανέναν τρόπο τό μεταφυσικά έσχατο καί αμετάβλη το. κατά συνέπεια ούτε ή έλευθερία. ή οποία είναι μάλλον ένα στοιχείο καί μιά χρονική στιγμή: δέν μπορεί νά απομονωθεί, αλλά είναι διαπλεγμένη καί πρός τό παρόν πάντοτε μόνο μιά στιγμή αύθορμητισμού, ένα 'ιστορικό κομβικό σημείο, κρυμμένο ύπό τίς παρούσες συνθήκες. Όσο λίγο έπικρατεΐ ή δυσανάλογα τονιζόμενη άπό τή φιλελεύθερη ιδεολογία ανεξαρτησία τού ατό μου. άλλο τόσο δέν μπορεί κανείς νά διαψεύσει τόν έντελώς πραγματικό χωρισμό του άπό τήν κοινωνία, στόν οποίο αύτή ή ιδεολογία δίνει μιά ψευδή ερμηνεία. Κατά καιρούς τό άτομο έχει άντιτεθεϊ πρός τήν κοινωνία, ώς κάτι μερικό καί αυτοτελές, τό όποιο μπορούσε νά επιδιώκει έλλογα τά ιδιαίτερα συμφέροντά του. Σε έκείνη τή φάση, καί πέρα άπό αύτήν. τό έρώτημα σχετικά μέ τήν έλευθερία ήταν τό γνήσιο ζήτημα άν ή κοινωνία έπιτρέπει στό άτομο νά είναι τόσο ελεύθερο όσο τού ύπόσχεται. κατά προέκταση επίσης άν ή ίδια είναι έλεύθερη. Τό άτομο προεξέχει κατά καιρούς πάνω άπό τό τυφλό πλαίσιο τής κοινω νίας. άλλά στη χωρίς παράθυρα άπομόνωσή του συμβάλλει άκόμη περισσότερο στην άναπαραγωγή αυτού τού πλαισίου. - Ή θέση γιά τήν άνελευθερία δηλώνει έξίσου καθαρά τήν ιστορική εμπειρία τής μή συμφιλίωσης τού εσωτερικού μέ τό εξωτερικό: άνελεύθεροι είναι οί άνθρωποι ώς ύποτελείς τού έξωτερικού. καί αυτό τό έξωτερικό πρός αύτούς είναι καί πάλι οί ίδιοι. Μόνο πάνω στό χωριστό άπό τό ύποκείμενο καί άναγκαίο άπέναντί του άποκτά τό ύποκείμενο. σύμφωνα μέ τη διάγνωση τής Φαι νομενολογίας τού Χέγκελ,τίς έννοιες έλευθερία καί άνελευθερία. τίς όποιες στή συνέχεια συσχετίζει μέ τή δική του μοναδολογική
268
ΚΛΚΥβΚΡΙΑ KAI ΟΡί ANOMhNH ΚΟΙΝΩΝΙΑ
δομή. Ή προφιλοσοφιχή συνείδηση βρίσκεται εντεύθεν αύτής τής διαζευκτικής επιλογής· γιά τό ύποκείμενο πού ένεργεί απλοϊκά καί θέτει τόν έαυτό του σέ αντιδιαστολή πρός τόν πε ριβάλλοντα κόσμο ή εξάρτησή του άπό αύτό τόν κόσμο δέν είναι διαφανής. Γιά νά τήν ελέγξει, ή συνείδηση πρέπει νά τήν κάνει διαφανή. Ή κυριαρχία τής σκέψης, πού στηριζόμενη στήν έλευθερία της επιστρέφει στόν έαυτό της. νοούμενον ώς τό υποκεί μενό της. παράγει καί τήν έννοια τής έλευθερίας. Ή ελευθερία καί ή άνελευθερία δέν είναι μιά άπλή άντίθεση. αλλά αμοιβαία διαπλεκόμενες. Αύτό δέν τό αντιλαμβάνεται ή συνείδηση ώθούμενη άπό θεωρητική φιλομάθεια, στήν όποια ή κυριαρχία πού υποτάσσει τή φύση καί ή κοινωνική της μορφή, ή κυριαρχία πά νω σέ άνθρώπους, ύποβάλλει τήν ιδέα τού αντιθέτου τής κυ ριαρχίας. τήν ιδέα τής έλευθερίας. Ό ίστάμενος στήν κορυφή ιε ραρχιών. δχι όρατά εξαρτημένος, ήταν τό Ιστορικό αρχέτυπό της. Ή ελευθερία, στήν άφηρημένη γενική έννοια κάτι επέκεινα τής φύσης, έκπνευματίζεται σέ ελευθερία άπό τό βασίλειο τής αιτιότητας, απαλλαγή άπό αύτό. “Ετσι όμως γίνεται αυταπάτη. Στή γλώσσα τής ψυχολογίας τό ένδιαφέρον τού υποκειμένου γιά τή θέση ότι είναι ελεύθερο θά ήταν ναρκισσιστικό, τόσο άμετρο όσο καθετί ναρκισσιστικό. Ακόμη καί στήν επιχειρηματολογία τού Κάντ. ό όποιος βέβαια τοποθετεί τή σφαίρα τής έλευθερίας κατηγορηματικά πάνω άπό τήν ψυχολογία, διαφαίνεται ένας ναρκισσισμός. Κάθε άνθρωπος, άκόμη καί ό «πιό στυγνός κα κούργος». επιθυμεί, σύμφωνα μέ τήν Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, νά έχει καί αύτός τό ϊδιο φρόνημα, «όταν τού άναφέρουν ... παραδείγματα ειλικρίνειας τών προθέσεων, εύστάθειας στήν τήρηση καλών πρακτικών άρχών. συμπόνιας καί γενικής καλής προαίρεσης». Από αύτά δέν μπορεί νά άναμένει καμμιά «εκπλήρωση τών επιθυμιών», «καμμιά κατάσταση ικανοποιητι κή γιά όποιαδήποτε άπό τίς πραγματικές ή άλλες νοητές κλίσεις του», «άλλά μόνο μιά μεγαλύτερη έσωτερική άξια τού προσώ που του... Πιστεύει όμως ότι είναι ένα τέτοιο καλύτερο πρόσω πο, όταν μεταφέρεται στή θέση ένός μέλους τού κόσμου τής διά
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
2Μ
νοιας. κάτι πού τού επιβάλλει αύτόματα ή ιδέα τής ελευθερίας, δηλαδή τής άνεξαρτησίας από καθοριστικές αιτίες τού κόσμου τών αισθήσεων... »2ße. Ό Κάντ καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά νά θεμελιώσει αύτή τήν προσδοκία μιας μεγαλύτερης εσωτε ρικής αξίας τού προσώπου, την οποία αιτιολογεί ή θέση γιά τήν έλευθερία. ήδη πάνω στην αντικειμενικότητα τού ηθικού νόμου, στην όποια δμως τό άτομο άνέρχεται μόνο βάσει αύτής τής προσδοκίας. Παραταύτα δέν μπορεί νά μάς κάνει νά ξεχάσουμε δτι ή «πρακτική χρήση τού κοινού ανθρώπινου Λόγου»2'" άναφορικά μέ τήν έλευθερία συνδέεται στενά μέ τήν ανάγκη γιά αύτοεξύψωση. τήν «αξία» τού προσώπου. Όμως αύτή ή άμεση συνείδηση, ή «κοινή ηθική γνώση βάσει τού Λόγου», από τήν όποια ξεκινάει μεθοδικά ή καντιανή Grundlegung, νιώθει επίσης τό ενδιαφέρον νά διαψεύσει τήν έλευθερία πού επικαλείται. 'Όσο περισσότερη έλευθερία αποδίδει στόν έαυτό του τό υπο κείμενο. καί ή κοινότητα τών ύποκειμένων. τόσο μεγαλύτερη είναι ή ευθύνη του. καί ένώπιόν της αποτυγχάνει σέ μιά αστική ζωή πού ή πρακτική της δέν παρέσχε ποτέ στό ύποκείμενο τήν απεριόριστη αυτονομία τήν όποια τού μεταβίβασε θεωρητικά. Έτσι τό ύποκείμενο δέν μπορεί παρά νά αισθάνεται ένοχο. Τά υποκείμενα συνειδητοποιούν τά όρια τής έλευθερίας τους καθώς ανήκουν καί στή φύση καί ακόμη περισσότερο καθώς νιώθουν ανίσχυρα άπέναντι στήν αύτονομημένη απέναντι τους κοινωνία. Αλλά ή οίκουμενικότητα τής έννοιας τής έλευθερίας. στήν οποία συμμετέχουν καί οί καταπιεσμένοι, άλλάζει ξαφνικά κατεύθυνση καί στρέφεται κατά τής κυριαρχίας ως μοντέλου έλευθερίας. Ή αντίδραση τών προνομιούχων τής έλευθερίας σέ αύτή τήν μετα στροφή είναι ή χαρά τους γιά τό γεγονός δτι οί άλλοι δέν είναι κατ’ αύτούς άνάγκη ώριμοι γιά τήν έλευθερία. Τό έκλογικεύουν πειστικά προβάλλοντας τή φυσική αιτιότητα. Τά ύποκείμενα δέν είναι απλώς συγχωνευμένα μέ τή σωματική τους υπόσταση, άλλά ακόμη καί στήν ψυχική σφαίρα, πού μέ κόπο καί στοχα σμό έχει άποχωρισθεΐ από τόν κόσμο τού σώματος, έπικρατεί πλήρης νομοτέλεια. ΤΙ συνείδηση αύτής τής κατάστασης πραγ
270
Η ΠΡΟΙΓΟΙΚΗ Ι1ΑΡΟΡΜΗΣΜ
μάτων έντάθηχε κατ’ αναλογία πρός τόν όρισμό τής ψυχής ώς ένότητας. Όπως δεν ύπάρχει όμως μιά άμεσα προφανής αύτοσυνείδηση ελευθερίας, έτσι δεν ύπάρχει καί μιά τέτοια αυτοσυ νείδηση άνελευθερίας* καί στίς δύο περιπτώσεις είναι πάντοτε απαραίτητη ή άντανάκλαση όσων αντιλαμβάνεται κανείς στην κοινωνία πάνω στό υποκείμενο -ή πιό παλαιά άντανάκλαση είναι ή λεγάμενη πλατωνική ψυχολογία-ή ή ψυχολογία ώς άντικειμενοποιητική επιστήμη, υπό τούς χειρισμούς τής όποιας ή ψυχική ζωή. την οποία αύτή άνακάλυψε. γίνεται ένα πράγμα μεταξύ πραγμάτων καί ύπόκειται στην αιτιότητα πού ισχύει στόν κόσμο τών πραγμάτων. Ή ύποφώσκουσα συνείδηση τής ελευθερίας τρέφεται άπό την άνάμνηση τής αρχαϊκής παρόρμησης. αυτής πού δέν καθο δηγείται άπό ένα σταθερό εγώ. Όσο περισσότερο τό εγώ χαλι ναγωγεί αυτή τήν παρόρμηση. τόσο άμφίβολη γίνεται γι’ αυτό ή προϊστορική έλευθερία. ώς κάτι χαώδες. Χωρίς τήν ανάμνηση2*® τής άδάμαστης. προεγωικής παρόρμησης. ή όποια άργότερα εξορίσθηκε στή ζώνη τής άνελεύθερης ύποτέλειας άπέναντι στή φύση, δέν θά μπορούσε νά άντληθεϊ ή ιδέα τής ελευθερίας, πού μέ τή σειρά της καταλήγει πάντως στην ένδυνάμωση τού έγώ. Στή φιλοσοφική έννοια, ή όποια άνυψώνει τήν έλευθερία ώς τρόπο συμπεριφοράς στό πιό ψηλό σκαλί πάνω άπό τήν εμπει ρική ύπαρξη, στήν έννοια τού αύθορμητισμού, άντηχεί αύτό πού τό έγώ τής ίδεαλιστικής φιλοσοφίας θέλει νά ελέγξει σέ βαθμό έξόντωσης πιστεύοντας ότι έτσι άποδεικνύει τήν έλευθε ρία του. 'Ως άπολογία υπέρ τής διαστρεβλωμένης μορφής τής έλευθερίας ή κοινωνία ένθαρρύνει τά άτομα νά ύποστασιοποιούν τήν άτομικότητά τους καί κατά προέκταση τήν έλευθερία τους. Στήν έμβέλεια αυτής τής έπίμονης έπίφασης ή συνείδηση μαθαίνει γιά τό στοιχείο τής άνελευθερίας της μόνο σέ παθογό νους καταστάσεις, δπως είναι οί ψυχαναγκαστικές νευρώσεις, οί όποιες επιβάλλουν στήν άτομική συνείδηση νά ένεργεΐ στό έγγενές της πλαίσιο σύμφωνα μέ νόμους πού αύτή αισθάνεται ώς «ξένους πρός τό έγώ». μιά στέρηση τής έλευθερίας στήν
Μ ΓΤΡΟΗΓΩΙΚΗ ΠΑΡΟΡΜΗΣΗ
271
εγγενή σφαίρα τού άτόμου. Ό πόνος τών νευρώσεων έχει καί τή μεταψυχολογική ιδιότητα δτι αύτές κλονίζουν τη βολική εικόνα τού ύποκειμένου: μέσα ελεύθερο, από έξω ανελεύθερο, ένώ ή παθολογική του κατάσταση δεν ρίχνει φώς στήν άλήθεια πού τού δηλώνει καί τήν όποια τό ύποκείμενο δέν μπορεί νά συμφι λιώσει ούτε μέ τήν όρμή του ούτε με τό έλλογο συμφέρον του. Κάθε αλήθεια πού εμπεριέχουν οί νευρώσεις είναι ότι επιδει κνύουν στό εγώ τό ξένο πρός τόν εαυτό του στοιχείο, τήν αίσθηση ότι «αύτό δέν είμαι έγώ». δηλαδή τήν ανελευθερία του. εκεί όπου ή κυριαρχία του πάνω στήν έσωτερική φύση αποτυγχάνει. Ό.τι εμπίπτει στήν ενότητα αυτού πού ή παρα δοσιακή γνωσιολογία άποκαλούσε προσωπική αύτοσυνείδηση -κάτι πού ύπόκειται επίσης σέ καταναγκασμούς καθόσον αύτή ή ένότητα σφραγίζει όλα τά συστατικά της στοιχεία ώς νομοτέ λεια-. εμφανίζεται στό άποσυρόμενο στόν έαυτό του έγώ ώς ελεύθερο, επειδή παράγει τήν ιδέα τής ελευθερίας από τό μο ντέλο τής δικής του κυριαρχίας, πρώτα τής κυριαρχίας πάνω σέ ανθρώπους καί πράγματα, έπειτα, έσωτερικευμένης. τής κυ ριαρχίας πάνω σέ όλόκληρο τό συγκεκριμένο περιεχόμενο πού τό έγώ όρίζει καθώς τό σκέφτεται. Αύτό δέν είναι απλώς μιά αύταπάτη τής αμεσότητας ή όποια έπαίρεται ώς κάτι απόλυτο. Οί πράξεις ένός ανθρώπου μπορούν κατά κάποιον τρόπο νά άποκαλούνται έλεύθερες μόνον όταν αύτός ένεργεί ώς έγώ καί όχι όταν απλώς ένεργεί άντιδρώντας σέ κάτι έξωτερικό. Καί όμως θά ήταν έξίσου έλεύθερο έκείνο πού δέν δαμάζεται άπό τό έγώ ώς αρχή κάθε καθορισμού καί τό όποιο γιά τό έγώ. όπως στήν ήθική φιλοσοφία τού Κάντ, φαίνεται ανελεύθερο καί μέχρι σήμερα ήταν όντως ανελεύθερο. Μέ τήν πρόοδο τής αύτοεμπειρίας τής ελευθερίας ώς δεδομένης πραγματικότητας ή ελευθερία γίνεται προβληματική καί, έπειδή τό ύποκείμενο δέν παύει νά ένδιαφέρεται γι’ αύτή, μετουσιώνεται σέ ιδέα. Αύτό έπαληθεύει μεταψυχολογικά τήν ψυχαναλυτική θεωρία τής απώθησης. Σύμφωνα μέ αύτήν, αρκετά διαλεκτικά, ή απω θούσα άμχή, ό ψυχαναγκαστικός μηχανισμός, ταυτίζεται μέ τό
272
ΝΟΗΊΊΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
εγώ. τό όργανο τής έλευθερίας. Ή ένδοσχόπηση δεν ανακαλύ πτει μέσα της ούτε έλευθερία ούτε ανελευθερία ώς κάτι θετικό. Καί τίς δύο τίς συλλαμβάνει σέ σχέση μέ κάτι έξωπνευματικό: την έλευθερία ώς μιά εικόνα προβαλλόμενη έν ειδει πολεμικής κατά τού πάσχειν κάτω από τόν κοινωνικό καταναγκασμό, την ανελευθερία ώς όμοίωμά του. Τό ύποκείμενο δέν είναι ή «σφαί ρα τών απόλυτων απαρχών», όπως φέρεται στή φιλοσοφία του. Ακόμη καί τά γνωρίσματά του. δυνάμει τών οποίων άποδίδει στόν εαυτό του τήν κυριαρχικότητά του. χρειάζονται πάντοτε καί αυτό πού σύμφωνα μέ την αύτοαντίληψή τους ύποτίθεται ότι χρειάζεται απλώς τά ίδια. Γιά ό,τι είναι άποφασιστικό στό εγώ. δηλαδή γιά τήν αύτοτέλεια καί τήν αυτονομία του. μπορεί νά έκφέρει κανείς κρίσεις μόνο σέ σχέση μέ την έτερότητά του. τό μη εγώ. "Αν υπάρχει αύτονομία ή όχι, αύτό έξαρτάται άπό τόν αντίπαλό της καί τόν άντιρρησία της. τό αντικείμενο, πού παρέχει ή άρνείται στό ύποκείμενο τήν αύτονομία' άποσπασμένη άπό αύτό. ή αύτονομία είναι πλασματική. Πόσο λίγα μπορεί νά διαπιστώσει ή συνείδηση γιά την έλευ θερία άνατρέχοντας στην αύτοεμπειρία της. τό μαρτυρούν τά νοητικά πειράματα τής ένδοσκόπησης. Δέν είναι τυχαίο ότι τό πιό διαδεδομένο φορτώνεται σέ έναν γάιδαρο26®. Τό σχήμα του ακολουθεί ακόμη καί ό Κάντ όταν προσπαθεί νά άποδείξει τήν έλευθερία λαμβάνοντας ώς παράδειγμα κάτι πού έχει τή θέση του στά θεατρικά έργα τού Μπέκετ, τήν απόφαση ενός ανθρώ που νά σηκωθεί άπό τήν καρέκλα. Γιά νά κρίνει κανείς μέ έγκυ ρο. τρόπον τινά έμπειρικό τρόπο άν ή βούληση είναι έλεύθερη. οί συνθήκες πρέπει νά άποκαθαρθούν αύστηρά άπό τό έμπειρικό τους περιεχόμενο, νά άποκατασταθούν προϋποθέσεις ενός νοητικού πειράματος οί όποιες θά περιλαμβάνουν όσο γίνεται λιγότερες όρίζουσες. Κάθε λιγότερο παλιάτσικο παράδειγμα περιέχει λογικά έπιχειρήματα στά όποια μπορεί νά στηριχθεί τό άποφασίζον ύποκείμενο καί τά όποια θά έπρεπε νά χρεωθούν ώς όρίζουσες. Αυτά τά πειράματα είναι καταδικασμένα νά πα ραμένουν παιδαριώδη, λόγω τής βασικής άρχής σύμφωνα μέ τήν
ΝΟΗΤΙΚΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
273
όποια πρέπει νά κρίνουν, καί αύτό απαξιώνει την κρίση. Καθα ρές συνθήκες μπουριντανικοϋ τύπου δέν θά έπρεπε. γιά λόγους αρχής, νά παρεισφρέουν, εκτός άν επινοούνται ή άποκαθίστανται γιά χάρη τής απόδειξης τής ελευθερίας. Άν μπορούσε κα νείς νά ανακαλύψει ακόμη καί κάτι τέτοιο, δέν θά είχε καμμιά σημασία γιά τη ζωή όποιουδήποτε ανθρώπου καί κατά συνέ πεια θά ήταν άδιάφορον γιά την έλευθερία. Μερικά τέτοια νοητικά πειράματα τελικής κρίσης τού Κάντ έχουν ασφαλώς μεγα λύτερες αξιώσεις. Τά αναφέρει ώς εμπειρικά αποδεικτικά στοι χεία γιά τό δικαίωμα «εισαγωγής τής έλευθερίας στην επιστή μη». διότι «καί ή έμπειρία επιβεβαιώνει αύτή τήν τάξη τών εννοιών μέσα μας»ϊ7°. ενώ βέβαια τά εμπειρικά αποδεικτικά στοιχεία γιά κάτι πού σύμφωνα μέ τή δική του θεωρία είναι απολύτως ύπερεμπειρικό θά έπρεπε νά τού προκαλούσαν δυ σπιστία. καθώς έτσι ή κριτική κατάσταση τών πραγμάτων το ποθετείται σέ έκείνη τή σφαίρα από τήν όποια είναι κατ’ αρχήν απομακρυσμένη. "Ετσι καί τό παράδειγμα δέν είναι υπό μιά αύστηρή έννοια πειστικό: «Άν υποθέσουμε δτι κάποιος δηλώ νει γιά τήν ήδυπαθή του κλίση πώς, δταν τού παρουσιάζεται τό προσφιλές αντικείμενο καί ή κατάλληλη εύκαιρία. είναι γι’ αυτόν έντελώς ακαταμάχητη: τό έρώτημα είναι άν.σέ περίπτω ση πού έστηναν μπροστά στό σπίτι δπου είχε αύτή τήν εύκα·.ρία μιά αγχόνη γιά νά τόν κρεμάσουν αμέσως μετά τήν έμπει ρία τής ήδονής, αύτός θά δάμαζε τήν κλίση του. Δέν χρειάζεται νά σκεφθούμε πολύ τί θά απαντούσε. Άν δμως τό έρώτημα ήταν μήπως σέ περίπτωση πού ό ηγεμόνας του. απειλώντας τον μέ τήν 'ίδια άμεση θανατική ποινή, απαιτούσε από αυτόν νά ψευδομαρτυρήσει κατά ενός έντιμου άντρα τόν όποιο ό ήγεμόνας υπό ψευδή προσχήματα θά ήθελε νά καταστρέψει, μήπως τότε λοιπόν, δσο μεγάλη καί άν είναι ή άγάϊτη του γιά τή ζωή, πιστεύει ότι θά μπορούσε νά τήν ύπερνικήσει. Μπορεί τότε νά μήν έχει τό θάρρος νά δηλώσει άν θά τό έκανε ή όχι- δέν Οά είχε όμως ένδοιασμούς νά διαβεβαιοισει ότι είναι δυνατόν νά τό έκανε. Κρίνει λοιπόν ότι μπορεί νά κάνει κάτι, έπειδή έχει συ
ΝΟΙΠΊΚΛ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
νείδηση ύτι οφείλει νά τό κάνει, καί άναγνωρίζει μέσα του τήν έλευΟερία. ή όποία διαφορετικά χωρίς τόν ηθικό νόμο θά τού ήταν άγνωστη»2 '. Ότι μπορεί νά τό κάνει, θά τό ομολογούσε ίσως τόσο έκείνος πού άπό τόν Κάντ κατηγορεΐται γιά μιά «ηδυπαθή κλίση» όσο καί ό έκβιαζόμενος άπό τόν τύραννο, πού ό Κάντ μέ σεβασμό άποκαλει ηγεμόνα του· θά έλεγαν μάλλον την αλήθεια άν. έχοντας συνείδηση τής βαρύτητας τής αυτοσυ ντήρησης. σε τέτοιες περιπτώσεις δήλωναν καί οί δύο ότι δέν ξέ ρουν πώς θά συμπεριφέρονταν ύπό πραγματικές συνθήκες. Ψυ χολογικοί παράγοντες όπως ή «όρμή τού έγώ»272 καί ό φόβος τού θανάτου δέν θά λειτουργούσαν μέ τόν ίδιο τρόπο στην κρί σιμη κατάσταση όπως στό απίθανο νοητικό πείραμα, τό όποιο μετατρέπει αύτούς τούς παράγοντες σέ μιά συναισθηματικά μη φορτισμένη σταθμίσιμη παράσταση. Γιά κανέναν, ούτε γιά τόν πιό ακέραιο, δέν μπορούμε νά προφητεύσουμε πώς θά συμπεριφερόταν τη στιγμή πού θά ύποβαλλόταν σέ βασανιστήρια. Αυτή ή διόλου πλασματική πλέον κατάσταση είναι ένα όριο αυτού πού γιά τόν Κάντ ήταν αύτονόητο. Τό παράδειγμά του δέν επι τρέπει , όπως ό ίδιος ήλπιζε. τή νομιμοποίηση τής έννοιας τής ελευθερίας ώς πρός τήν πρακτική της χρήση, αλλά τό πολύ ένα σήκωμα τών ώμων σέ ένδειξη αμφιβολίας. Διόλου δέν αξίζει τό παράδειγμα τού χαρτοκλέφτη: «Εκείνος πού έχασε στά χαρτιά μπορεί ασφαλώς νά θυμώσει μέ τόν έαυτό του καί μέ τήν έλλει ψη σύνεσης πού έδειξε, άν όμως έχει συνείδηση ότι έξαπάτησε τούς συμπαϊκτες του (μολονότι έτσι κέρδισε), δέν μπορεί παρά νά περιφρονήσει τόν έαυτό του μόλις άντιπαραβάλει τήν πράξη του μέ τόν ήθικό νόμο. Αύτός ό νόμος πρέπει λοιπόν νά είναι κάτι διαφορετικό άπό τήν αρχή τής ίδιας του τής εύτυχίας διότι άν είναι αναγκασμένος νά πεϊ στόν έαυτό του: είμαι άνάξιος μολονότι γέμισα τό πορτοφόλι μου, ή κρίση του πρέπει νά μήν ακολουθεί τό ίδιο κριτήριο δπως άν έπιδοκίμαζε τόν έαυτό του λέγοντας: είμαι έξυπνος άνθρωπος, διότι πλούτισα τό ταμείο μου»27'. Τό έρώτημα άν ένας απατεώνας περιφρονεί τόν έαυτό του ή 6χι. μέ τήν προϋπόθεση μάλιστα δτι στοχάζεται πάνω
NOHTIKA ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ
275
στόν ηθικό νόμο, είναι απολύτως εμπειρικό. Παιδαριωδώς. ώς έκλεκτός. μπορεί νά αισθάνεται ύπεράνω κάθε κοινωνικής υπο χρέωσης· μπορεί επίσης νά κρυφογελάει γιά τό έπιτυχημένο κόλπο έτσι ώστε ό ναρκισσισμός του νά τόν θωρακίζει έναντι κάθε υποτιθέμενης αύτοπεριφρόνησης- καί μπορεί ακόμη νά άκολουθεί έναν ηθικό κώδικα πού ισχύει ανάμεσα στους όμοι ους του. Ό στόμφος μέ τόν όποιο θά έπρεπε νά βρίσει τόν έαυτό του άποκαλώντας τον άνάξιο στηρίζεται στην αναγνώριση τού καντιανού ηθικού νόμου, την οποία ό Κάντ θέλει νά θεμε λιώσει μέ αύτό τό παράδειγμα. Λόγου χάρη στην όμάδα όλων εκείνων πού καλύπτει ή έννοια moral insanity274 ό ηθικός νόμος τελεί ύπό αναστολή, ενώ δέν τούς λείπει ή λογική σκέψη καί μό νο μεταφορικά θά μπορούσαν νά καταταγούν στήν κατηγορία τών παραφρόνων. Οί προτάσεις γιά τόν νοητό κόσμο (mundus intelligibilis) πού επιδιώκουν νά άναγνωρισθούν από τόν έμπειρικό κόσμο πρέπει νά ένστερνισθοϋν τά εμπειρικά κριτήρια καί αύτά δέν συνηγορούν ύπέρ της αναγνώρισης, ανάλογα μέ τήν αντιπάθεια τής θεωρητικής-είκοτολογικής σκέψης πρός τά λεγόμενα παραδείγματα, πού τά θεωρεί κατώτερης άξίας. Από τό έργο τού Κάντ δέν λείπουν οί μαρτυρίες αύτής τής αντιπάθειας: «Ή μοναδική καί μεγάλη ώφέλεια τών παραδειγμάτων είναι ότι οξύνουν τήν κριτική ικανότητα, άφού. όσον αφορά τήν ορθότητα καί τήν ακρίβεια τής διανοητικής κατανόησης, μάλλον τή ζημιώ νουν γενικά, επειδή σπάνια μόνο εκπληρώνουν σωστά τήν προϋ πόθεση τού κανόνα (ώς περιπτώσεις εφαρμογής) καί επιπλέον συχνά αποδυναμώνουν τήν προσπάθεια τής διάνοιας νά εξετάζει τούς κανόνες γενικά καί ανεξάρτητα από τίς ιδιαίτερες περιστά σεις τής έμπειρίας ώς πρός τήν έπάρκειά τους, καί τελικά εθί ζουν τούς ανθρώπους νά τούς χρησιμοποιούν περισσότερο ώς πάγιους τύπους παρά ώς αρχές. 'Έτσι τά παραδείγματα είναι ένα αυτόματο όχημα τής κριτικής ικανότητας, χωρίς τό όποιο ποτέ δέν μπορεί νά κάνει όποιος δέν διαθέτει τό φυσικό χάρι σμά της»^-’ 27β. Τό γεγονός ότι ό Κάντ παραταύτα. σέ αντίθεση πρός τήν αντίληψή του. στήν Κριτική τού πρακτικού Λόγου δέν
27ί>
ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΟ
περκρρόνησε τά παραδείγματα, προκαλεί τήν υποψία ότι τά χρειαζόταν επειδή χωρίς τή λαθραία εισαγωγή στόν έμπειρικό κόσμο δεν θά μπορούσε νά εξηγηθεί ή σχέση ανάμεσα στόν το πικό ηθικό νόμο καί τή ζωή. κατά συνέπεια καί ή δυνατότητα τής κατηγορηματικής προσταγής· ή φιλοσοφία του τόν έκδικείται. καθώς τά παραδείγματα πέφτουν στό κενό. Ό πυρήνας τού παραλογισμού τών ήθικών παραδειγμάτων συνίσταται μάλλον στό γεγονός δτι συνδέουν τά ασυμβίβαστα, δτι αναλαμ βάνουν νά ύπολογίσουν ακριβώς αύτά πού από τή μεριά τους σπάζουν τό πλαίσιο τής ύπολογισιμότητας277. Παρ’ δλα αύτά δείχνουν ένα στοιχείο τό οποίο κατ’ αναλογία πρός τήν άόριστη εμπειρία του μπορεί νά άποκληθεί τό προτιθέμενο. Οί άποφάσεις τού ύποκειμένου δέν διατρέχουν απρόσκο πτα τήν αλυσίδα τής αιτιότητας, αλλά μοιάζουν μέ ένα τίναγμα. Αύτό τό στοιχείο πού έρχεται νά προστεθεί, τό πραγματικό, στό οποίο αύτοπαραιτεϊται ή συνείδηση, ή φιλοσοφική παράδοση τό ερμηνεύει πάλι απλώς ώς συνείδηση. Αύτή ύποτίθεται δτι πα ρεμβαίνει. λές καί είναι όπωσδήποτε νοητή ή παρέμβαση τού κα θαρού πνεύματος. Ή κατασκευή γίνεται γιά χάρη αύτού πού πρέπει νά άποδειχθεί: μόνον ό στοχασμός τού ύποκειμένου θά μπορούσε, άν δχι νά σπάσει τή φυσική αιτιότητα, τουλάχιστον, προσθέτοντας άλλες σειρές αιτίων, νά άλλάξει τήν κατεύθυνσή της. Ή αύτοεμπειρία τού στοιχείου τής ελευθερίας συνδέεται μέ τή συνείδηση· τό ύποκείμενο ξέρει δτι είναι ελεύθερο μόνον δσο ή πράξη του τού φαίνεται δτι ταυτίζεται μέ τό ίδιο, καί αύτό συμβαίνει μόνο στήν περίπτωση τών συνειδητών πράξεων. Μόνο σέ αυτές σηκώνει ή υποκειμενικότητα τό κεφάλι της. μέ κόπο καί εφήμερα. Αλλά ή επιμονή σέ αύτό έλαβε τόν στενότερο χα ρακτήρα τού ορθολογισμού278. Κατ’ αύτό ό Κάντ. σύμφωνα μέ τή σύλληψη τού πρακτικού Λόγου ώς τού αληθινά «καθαρού», δηλαδή κυρίαρχου απέναντι σέ κάθε ύλικό. παρέμεινε προσκολλημένος στή σχολή τήν όποια ή κριτική τού θεωρητικού Λόγου άνέτρεψε. Ή συνείδηση, ή λογική κατανόηση, δέν είναι άπλώς τό ίδιο δπως τό ελεύθερο πράττειν. δέν μπορεί νά ταυτισθεί καθα
ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΟ
277
ρά μέ τή βούληση. Αύτό ακριβώς συμβαίνει στόν Κάντ. Ή βού ληση είναι γι’ αύτόν ή ενσάρκωση τής ελευθερίας, ή «ικανότητα» νά πράττει κανείς ελεύθερα, ή ένότητα τών γνωρισμάτων όλων τών πράξεων πού μπορούν νά νοηθούν ώς ελεύθερες. Γιά τίς κα τηγορίες «στό πεδίο τού υπεραισθητού», πού βρίσκονται σέ «άναγκαία σύνδεση» μέ τό «αίτιο πού καθορίζει την καθαρή βούληση», διδάσκει «ότι άναφέρονται πάντοτε μόνο σε όντα ώς ευφυΐες, καί σέ αύτά επίσης μόνο στη σχέση τού Λόγου μέ τή βούληση, δηλαδή σχετίζονται μόνο μέ τήν πρακτική πλευρά»279. Μέσω τής βούλησης ό Λόγος έξασφαλίζει πραγματικότητα, χωρίς νά δεσμεύεται άπό όποιοδήποτε ύλικό. Σέ αύτό συγκλίνουν ασφαλώς οι διάσπαρτες διατυπώσεις στά ήθικοφιλοσοφικά κεί μενα τού Κάντ. Στήν Grundlegung zur Metaphysik der Sitteti ή βού ληση «νοείται ώς μιά ικανότητα νά κάνει τόν εαυτό της νά πράτ τει σύμφωνα μέ τήν ιδέα ορισμένων νόμων280 Äi. Σύμφωνα μέ ένα χωρίο πού βρίσκεται πιό κάτω στό ϊδιο κείμενο ή βούληση είναι «ένα είδος αιτιότητας έμβιων οντων. εφόσον είναι έλλογα, καί έλευθερία θά ήταν ή ιδιότητα αυτής τής αιτιότητας, αφού μπορεί νά ενεργεί ανεξάρτητα άπό ξένα αίτια πού τήν καθορί ζουν»282. Τό οξύμωρο «αιτιότητα μέσω ελευθερίας», πού εμφα νίζεται στή θέση τής τρίτης άντινομίας καί εξηγείται στήν Grundlegung. γίνεται εύλογο μόνο χάρη στήν άφηρημένη κατα σκευή πού κάνει τή βούληση νά εξαντλείται μέσα στό Λόγο. Πραγματικά ή έλευθερία γιά τόν Κάντ γίνεται μιά ιδιότητα τής αιτιότητας ζωντανών υποκειμένων, επειδή είναι πέρα άπό ξένα αίτια πού τήν καθορίζουν καί συμπτύσσεται στήν άναγκαιότητα πού συμπί7ττει μέ τό Λόγο. Ακόμη καί ή αντίληψη τής βούλησης ώς μιας «ικανότητας τών σκοπών»28'1 στήν Κριτική τού πρακτι κού Λόγου. παρά τόν προσανατολισμό της πρός τήν άντικειμενική έννοια τού σκοπού, τόν έρμηνεύει ώς θεωρητικό Λόγο, διότι οί σκοποί «είναι πάντοτε αίτια πού καθορίζουν τήν ικανότητα επιθυμίας σύμφωνα μέ άρχές»28*· ώς άρχές όμως μπορεί κανείς νά φαντασθεί μόνο τούς νόμους τού Λόγου, στούς όποιους σιω πηρά άποδίδεται ή ικανότητα νά καθοδηγούν τήν επιθυμία, πού
278
ΓΟ ΠΡΟΓΓΙΗΡ.ΜΕΝΟ
με τη σειρά της άνήκει στόν κόσμο τών αισθήσεων. Ως καθαρός λόγος ή βούληση γίνεται μιά ούδέτερη ζώνη άνάμεσα στό υπο κείμενο καί τό αντικείμενο, άντινομική με έναν τρόπο μη προβλεπόμενο από την κριτική τού Λόγου. - Καί όμως στήν αρχική περίοδο αύτοστοχασμού τού χειραφετούμενου νεωτερικού υπο κειμένου. στόν 'Άμλετ, ή απόκλιση μεταξύ άντίληψης καί πράξης καταγράφηκε παραδειγματικά. Όσο περισσότερο τό υποκείμενο γίνεται ένα όν δι’ εαυτό καί αποστασιοποιείται από τήν πλήρη συμφωνία με τή δεδομένη τάξη πραγμάτων, τόσο λιγότερο ταυ τίζεται ή πράξη μέ τή συνείδηση. Τό προστιθέμενο έχει κάτι άνορθολογικό σύμφωνα μέ τούς ορθολογιστικούς κανόνες παι χνιδιού. Αύτό τό άνορθολογικό στοιχείο διαψεύδει τόν καρτε σιανό δυϊσμό τής res extensa καί τής res cogitans285. σύμφωνα μέ τόν όποιο τό προστιθέμενο, ώς κάτι 7ΐνευματικό, κατατάσσεται στήν res cogitans. χωρίς νά λαμβάνεται υπόψη ή διαφορά τους από τή σκέψη. Τό προστιθέμενο είναι παρόρμηση, υπόλειμμα μιας φάσης στήν όποια ό δυϊσμός τού έξωπνευματικού καί τού ένδθ7τνευματικού δεν είχε εμπεδωθεί άκόμη άπολύτως* δεν μπο ρούμε νά τό ύπερπηδήσουμε θεληματικά ούτε άποτελεί μιά έσχατη όντολογική βάση. Αύτό θίγει καί τήν έννοια τής βούλη σης. πού τό περιεχόμενό της είναι δεδομένα τής συνείδησης, τά όποια, καθαρά περιγραφικά, δέν είναι μόνο τέτοια* αύτό κρύβε ται στό πέρασμα τής βούλησης πρός τήν πρακτική. Ή παρόρμη ση . ένδοπνευματική καί ταυτόχρονα σωματική, οδηγεί πέρα από τή σφαίρα τής συνείδησης, στήν όποια έπίσης ανήκει. Μέ τήν πα ρόρμηση ή ελευθερία εκτείνεται στήν περιοχή τής εμπειρίας καί αύτό δίνει ζωή στήν έννοιά της ώς μιά κατάσταση πού δέν θά ήταν ούτε τυφλή ούτε καταπιεσμένη φύση. Τό φάντασμά της. πού δέν επιτρέπει στό Λόγο νά τό αφήσει νά μαραθεί άπό όποιαδήποτε απόδειξη αιτιώδους άλληλεξάρτησης. είναι τό φάσμα μιας συμφιλίωσης τού πνεύματος καί τής φύσης. Δέν είναι τόσο ξένο γιά τό Λόγο δπως φαίνεται ύπό τό πρίσμα τής καντιανής ταύτισης τού Λόγου μέ τή βούληση* δέν είναι ούρανοκατέβατο. Ό φιλοσοφικός στοχασμός τό βλέπει σάν κάτι άπολύτως Άλλο
ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΟ
274
επειδή ή ταυτιζόμενη μέ τόν καθαρό πρακτικό Λόγο βούληση είναι μιά άφηρημένη κατασκευή. Τό προστιθέμενο είναι τό όνο μα αυτού πού έξοβέλισε ή άφηρημένη κατασκευή. Χωρίς αύτό ή βούληση δέν θά υπήρχε πραγματικά. Εμφανίζεται σάν αστραπή άνάμεσα στούς πόλους ενός πρό πολλοΰ ύπάρξαντος. πού τώρα έχει γίνει σχεδόν αγνώριστο, καί αύτοΰ πού κάποτε θά μπο ρούσε νά ύπάρξει. Ή άληθινή πρακτική, τό σύνολο τών πράξεων πού θά άνταποκρίνονταν στήν ιδέα τής ελευθερίας, απαιτεί βέ βαια την πλήρη θεωρητική συνείδηση. Ή άποφασιοκρατία, πού διαγράφει τό Λόγο στό πέρασμα πρός τήν πράξη, παραδίδει τήν τελευταία στόν αυτοματισμό τής κυριαρχίας: ή αστόχαστη ελευ θερία. τήν όποια αύτός άξιώνει. γίνεται δούλος ολοκληρωτικής ανελευθερίας. Τό Ράιχ τού Χίτλερ. πού συνδύαζε τήν άποφασιο κρατία μέ τόν κοινωνικό δαρβινισμό, τήν καταφατική επιμήκυν ση τής αιτιότητας τής φύσης, προσέφερε αύτό τό δίδαγμα. Ή πρακτική όμως χρειάζεται καί ένα Άλλο, πού δέν εξαντλείται στή συνείδηση, κάτι σωματικό πού συνδέεται μέ τό Λόγο, άλλά διαφέρει ποιοτικά άπό αυτόν. Αυτά τά δύο δέν εμφανίζονται χωριστά στήν έμπειρία. άλλά ή φιλοσοφική άνάλυση τακτοποίη σε αύτό τό φαινόμενο τόσο πολύ στά μέτρα της. πού δέν μπορεί πλέον, στή γλώσσα τής φιλοσοφίας, νά έκφρασθεί διαφορετικά παρά άν πούμε ότι στήν όρθολογικότητα προστίθεται ένα Άλλο. Καθώς ό Κάντ μόνο τό Λόγο άναγνώριζε ως κινούν αίτιο τής πρακτικής, παρέμεινε στόν μαγικό κύκλο τού άχρωμου θεωρητι κού. άπέναντι στόν όποιο επινόησε συμπληρωματικά τήν πρω τοκαθεδρία τού πρακτικού Λόγου. Αύτό βασανίζει όλόκληρη τήν ήθική φιλοσοφία του. Ό.τι στήν πράξη είναι διαφορετικό άπό τήν καθαρή συνείδηση, ή όποια σύμφωνα μέ τόν Κάντ εξωθεί στήν πράξη: αύτό πού ξε7τηδάει ξαφνικά,είναι ό αύθορμητισμός. τόν όποιο ό Κάντ μεταφύτεψε επίσης στήν καθαρή συνείδηση, διότι άλλιώς θά κινδύνευε ή συστατική λειτουργία τού «έγώ σκέφτομαι». Ή άνάμνηση τού εξοβελισμένου στοιχείου έπιζεί σέ αύτόν μόνο στη διπλή έρμηνεία τού αύθορμητισμού πού έρμηνεύεται ώς κάτι ένδοπνευματικό. Ό αύθορμητισμός είναι άφενός
•ΙΝ)
ΤΟ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΟ
μιά λειτουργία τής συνείδησης: σκέψη, καί άφετέρου ασυνείδη τος καί άκούσιος. τό χτυποκάρδι τής σκεπτόμενης ούσίας (res cogitans) πέρα άπό αύτην. Ή ίδια ή καθαρή συνείδηση -η «λογι κή»-είναι άποτέλεσμα ενός γίγνεσθαι καί κάτι ΐσχύον στό όποιο ή γένεσή του χάθηκε. Υπάρχει στό άποσιωπώμενο άπό τό κα ντιανό δόγμα στοιχείο τής άρνησης τής βούλησης, ένώ γιά τόν Κάντ ή βούληση είναι καθαρή συνείδηση. Ή λογική είναι μιά πρακτική πού έχει αύτοσταγανοποιηθεί. Ή συμπεριφορά πού απλώς θεωρεί καί δέν πράττει, τό ύποκειμενικό αντίστοιχο τής λογικής, είναι ή συμπεριφορά πού δέν θέλει τίποτε. Αντίστροφα, κάθε πράξη τής βούλησης σπάζει τόν αυτάρκη μηχανισμό τής λο γικής· αυτό δημιουργεί την αντίθεση μεταξύ θεωρίας καί πρά ξης. Ό Κάντ άναποδογυρίζει αύτή τήν κατάσταση πραγμάτων. Τό προστιθέμενο μπορεί μέ αυξανόμενη συνείδηση νά μετουσιώνεται δλο καί περισσότερο ή ακόμη μόνο τότε νά σχηματίζεται ή έννοια τής βούλησης ώς κάτι ούσιώδες καί εσωτερικά συνεκτικό -αν ή κινητική μορφή αντίδρασης εξαφανιζόταν πλήρως, άν δέν σάλευε κανένα χέρι πιά, δέν θά υπήρχε βούληση. Αυτό πού φα ντάζονταν ώς βούληση οί μεγάλοι φιλόσοφοι τού ορθολογισμού τήν άρνείται ήδη χωρίς ιδιαίτερες εξηγήσεις καί ό Σοπενχάουερ τού τέταρτου βιβλίου286 μπορούσε δικαιολογημένα νά αισθάνε ται ώς καντιανός. Τό γεγονός ότι χωρίς θέληση δέν ύπάρχει συ νείδηση κάνει τούς ιδεαλιστές νά ταυτίζουν αύτά τά δύο: λές καί ή βούληση δέν είναι τίποτε άλλο άπό συνείδηση. Στήν πιό βαθιά σύλληψη τής ύπερβατικής γνωσιολογίας, τήν παραγωγική φα ντασία287. τό ίχνος τής βούλησης άπορροφάται άπο τήν καθαρή νοητική λειτουργία. Άπαξ καί έγινε αύτό.ό αύθορμητισμός άποσιωπάται κατά ιδιόρρυθμο τρόπο ώς στοιχείο τής βούλησης. Είναι μόνον ότι ό Λόγος γενετικά άναπτύχθηκε άπό τή διαφορο ποίηση τής όρμικής ενέργειας: χωρίς εκείνη τή βούληση, πού εκδηλώνεται στήν αύθαιρεσία κάθε νοητικής πράξης καί άποτελεϊ άπό μόνη της τό λόγο διάκρισης αυτής τής νοητικής πράξης άπό τά παθητικά, «δεκτικά» στοιχεία τού ύποκειμένου. δέν θά υπήρχε σκέψη, σύμφωνα μέ τό νόημά της. Ό ιδεαλισμός όμως
Ο ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΘΕΤΙΚΗΣ Γ.ΛΚΥΘΕΡΙΑΣ
2Κ1
παραμένει πιστός στό άντίθετο και δεν θέλει νά τό παραδεχθεί, διότι τότε θά πλήρωνε τό τίμημα τής εξόντωσής του· αύτό εξηγεί τόσο τήν ίδια τήν αντιστροφή όσο καί τήν εγγύτητα της πρός τήν άληθινή κατάσταση πραγμάτων. Ή ελευθερία μπορεί νά συλληφθεί μόνον ως καθορισμένη άρνη ση. ανάλογα μέ τή συγκεκριμένη μορφή τής ανελευθερίας. 'Ως θετική γίνεται «σάν νά»288. 'Έτσι, κατά λέξη, εμφανίζεται στήν Grundlegung zur Metaphysik der Sitten: «Λέω λοιπόν: Κάθε ον. πού δεν μπορεί νά πράττει παρά μόνον ύπό τήν ιδέα τής ελευθερίας, είναι, γι' αύτόν ακριβώς τό λόγο, από πρακτική άποψη πραγμα τικά ελεύθερο, δηλαδή ισχύουν γι’ αύτό όλοι οί νόμοι πού συνδέ ονται άρρηκτα μέ τήν ελευθερία, ακριβώς σάν νά κηρυσσόταν ή βούλησή του έλεύθερη καί καθ’ έαυτήν. σύμφωνα μέ τά κριτήρια ισχύος πού θέτει ή θεωρητική φιλοσοφία»^, Ό άπορητικός χα ρακτήρας αυτής τής πλασματικής σύλληψης, στήν όποια ίσως ακριβώς λόγω τής αδυναμίας της δίνει τόση υποκειμενική έμφα ση τό «λέω λοιπόν», φωτίζεται από μιά υποσημείωση, στήν οποία ό Κάντ δικαιολογείται γιά τό γεγονός ότι «είναι επαρκές γιά τίς προθέσεις μας νά υποθέσουμε μόνο τήν ιδέα τής ελευθε ρίας ώς βάση τών πράξεων τών λογικών όντων». «γιά νά μήν υποχρεωθώ νά άποδείξω τήν έλευθερία καί ώς πρός τή θεωρητι κή της πρόθεση»ΛΚ\ Στόν νού του έχει όμως όντα πού δέν μπο ρούν παρά νά πράττουν ύπό τήν ιδέα τή^ ελευθερίας, δηλαδή πραγματικούς άνθρώπους· καί αύτούς εννοεί, σύμφωνα μέ τήν Κριτική τού χαθαρού Λόγου. εκείνη ή «θεωρητική πρόθεση» πού σημειώνει τήν αιτιότητα στόν πίνακα τών κατηγοριών της. Ό Κάντ πρέπει νά καταβάλει τεράστια προσπάθεια γιά νά ανα γνωρίσει σέ εμπειρικούς άνθρώπους τήν έλευθερία, σάν ή βούλη σή τους νά άποδεικνυόταν έλεύθερη καί στή θεωρητική φιλοσο φία. τή φιλοσοφία τής φύσης· άν ό ήθικός νόμος ήταν απολύτως άσσύμετρος πρός τούς έμπειρικούς άνθρώπους, ή ήθική φιλοσο φία δέν Οά είχε νόημα. Θά ήθελε νά άποτινάξει τό γεγονός ότι ή τρίτη άντινομία291 τιμώρησε έξίσου τίς δύο δυνατές άπαντήσεις
2«:
» ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΉΣ βΕΊΊΚΙΙΣ Ι-ΛΚΥΘέ-ΡΙΑΣ
ώς υπερβάσεις όρίων τό Αποτέλεσμα ήταν μιά Ισοπαλία. Ένώ ό Κάντ στην πρακτική φιλοσοφία υποστηρίζει αύστηρά τό χωρι σμό μεταξύ τού οντος καί τού δέοντος, εντούτοις είναι Αναγκα σμένος νά κάνει διαμεσολαβήσεις. Ή καντιανή ιδέα τής ελευθε ρίας γίνεται παράδοξη: είναι ενσωματωμένη στήν αίτιότητα τού κόσμου τών φαινομένων, πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν καντιανή της έννοια. Μέ τή μεγαλειώδη Αθωότητα, στήν όποια Ακόμη καί τά έσφαλμένα συμπεράσματα τού Κάντ οφείλουν τήν ανωτερότητά τους απέναντι σέ κάθε έξυπνάδα. τό λέει καθαρά στήν πρόταση γιά τά όντα πού δέν θά μπορούσαν νά πράττουν παρά μόνον ύπό τήν ιδέα τής ελευθερίας, ή υποκειμενική συνείδηση τών όποιων συνδέεται μέ αυτή τήν ιδέα. Βάση τής ελευθερίας τους είναι ή ανελευθερία τους, τό γεγονός ότι δέν μπορούν νά πράξουν διαφορετικά, καί ταυτόχρονα μιά έμπειρική συνείδηση ή όποια Από αύτοσεβασμό θά μπορούσε νά αύταπατάται όσον Αφορά τήν ελευθερία της καί αμέτρητα αλλα στοιχεία τής προ σωπικής ψυχικής ζωής· τό είναι τής έλευθερίας θά Αφηνόταν στήν τύχη τής χωροχρονικής ύπαρξης. "Οταν ή ελευθερία τίθεται θετι κά. ώς κάτι δεδομένο ή αναπόφευκτο μέσα σε δεδομένες συν θήκες. γίνεται Αμέσως ανελευθερία. Αλλά τό παράδοξο τής κα ντιανής διδασκαλίας περί έλευθερίας Αντιστοιχεί αύστηρά στή θέση της μέσα στήν πραγματικότητα. Ή κοινωνική έμφαση στήν ελευθερία ώς υπαρκτή συμμαχεί μέ τήν Αμείωτη καταπίεση, ψυ χολογικά μέ ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά. Είναι κοινά στήν εσωτερικά ανταγωνιστική ήθική φιλοσοφία τού Κάντ καί σέ μιά έγκληματολογική πρακτική στήν όποια ή δογματική διδασκαλία γιά τήν ελευθερία τής βούλησης συνδυάζεται μέ τήν Ανάγκη γιά σκληρές τιμωρίες, χωρίς νά λαμβάνονται υπόψη οί έμπειρικές συνθήκες. Όλες οί έννοιες πού στήν Κριτική τού ηραχτιχού Λό γου. πρός τιμήν τής έλευθερίας. όφείλουν νά καλύψουν τό χάσμα ανάμεσα στήν κατηγορηματική προσταγή καί τοιίς Ανθρώπους είναι κατασταλτικές: νόμος, εξαναγκασμός, σεβασμός, καθήκον. Ή αίτιότητα μέσω έλευθερίας τίς διαφθείρει μετατρέποντάς τες σέ ύπακοή. Ό Κάντ. όπως καί οί ιδεαλιστές μετά Από αυτόν, δέν
Η ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Tig ΣΚΕΨΗΣ
283
μπορεί νά ανεχθεί την ελευθερία χωρίς καταναγκασμό* ήδη σέ αυτόν ή μη διαστρεβλωμένη σύλληψη τής έλευθερίας προκαλεί εκείνον τό φόβο μπροστά στην άναρχία ό όποιος αργότερα προέτρεψε την αστική συνείδηση νά ρευστοποιήσει την ελευθερία της. Πολλές καί διάφορες διατυπώσεις στην Κριτική τού πρακτι κού Λόγου τό αφήνουν νά διαφανεί, καί μάλιστα σχεδόν περισ σότερο μέ τόν τόνο τους παρά μέσα άπό τό περιεχόμενό τους : «Ή συνείδηση μιας έλεύθερης υποταγής τής βούλησης στό νόμο, πού συνδέεται όμως μέ έναν αναπόφευκτο καταναγκασμό, τόν όποιο ύφίστανται δλες οί κλίσεις τού άνθρώπου. αλλά άπό τόν ίδιο του τό Λόγο, είναι λοιπόν ό σεβασμός πρός τό νόμο292. Εκείνο στό όποιο ό Κάντ αποδίδει τό φοβερό μεγαλείο ενός a priori ol ψυχαναλυτές τό άνάγουν σέ ψυχολογικές προϋποθέσεις. Καθώς ή ντετερμινιστική επιστήμη εξηγεί αιτιοκρατικά εκείνο πού στόν ιδεαλισμό ταπεινώνει τήν έλευθερία σέ πρωτογενή κα ταναγκασμό συμπαραστέκεται άντικειμενικά στήν έλευθερία: ένα στοιχείο τής διαλεκτικής τής έλευθερίας. Ό γερμανικός ιδεαλισμός στήν πλήρη ανάπτυξή του συντά χθηκε μέ ενα τραγούδι πού έκείνη τήν περίοδο περιλήφθηκε στή συλλογή Des Knaben Wunderhom: «Die Gedanken sind frei»293. Επειδή σύμφωνα μέ τη διδασκαλία του ο,τι υπάρχει είναι σκέ ψη. ή σκέψη τού απολύτου, ο.τι ύπάρχει πρέπει νά είναι και έλεύθερο. Αύτά δμως θέλουν απλώς νά κατευνάσουν τη συνεί δηση ότι οί σκέψεις δέν είναι διόλου έλεύθερες. Ακόμη καί πρίν άπό κάθε κοινωνικό έλεγχο, πρίν άπό κάθε προσαρμογή στίς συνθήκες κυριαρχίας, θά μπορούσε νά άποδειχθεϊ ή ανελευθε ρία. ό καταναγκασμός, τόσο άπέναντι στό περιεχόμενο τής σκέ ψης όσο καί απέναντι στόν σκεπτόμενο, ό όποιος πρέπει πρώτα νά συγκεντρωθεί γιά νά κάνει αύτό τό κακό στόν έαυτό του. Ό.τι δέν ταιριάζει στό σχηματισμό τής κρίσης καταπνίγεται· ή σκέψη ασκεί έκ τών προτέρων έκείνη τή βία τήν όποία ή φιλο σοφία στοχάσθηκε καί περιέλαβε στήν έννοια τής άναγκαιότητας. στήν όποία ή φιλοσοφία καί ή κοινωνία διαμεσολαβούνται βαθύτατα μέσω τής ταύτισης. Ή οικουμενική σήμερα πειθαρχία
284
Μ ΛΝΕΛίΥΘΙΙΡΙΑ THI ΣΚΕΨΜΙ
τής έπιστημονιχής σκέψης σέ ρυθμιστικούς κανόνες εκδηλώνει πρός τά έξω αυτή την παμπάλαια σχέση στίς μεθόδους καί τίς μορφές οργάνωσης. 'Ωστόσο ή σκέψη βέν θά μπορούσε νά υπάρχει χωρίς τό στοιχείο του καταναγκασμού. Ή άντίφαση μεταξύ τής έλευθερίας καί τής σκέψης δέν μπορεί νά αρθεί ούτε από τη σκέψη ούτε γιά τη σκέψη, άλλά άπαιτεί από αυτήν τόν άναστοχασμό. Οί φιλόσοφοι τής είκοτολογικής θειόρησης άπό τόν Λάιμπνιτς μέχρι τόν Σοπενχάουερ δικαιολογημένα συγκέ ντρωσαν την προσπάθειά τους στήν αιτιότητα. Αύτή είναι τό δύσκολο σημείο τού όρθολογισμού ύπό εκείνη την εύρύτερη έννοια πού περιλαμβάνει καί τη μεταφυσική τού Σοπενχάουερ. όσο αύτη πατάει σέ καντιανό έδαφος. Ή νομοτέλεια των κα θαρών μορφών σκέψης, ή causa cognoscenti i2*4 προβάλλεται πά νω στά αντικείμενα ώς causa efficiens [ποιούν αίτιον]. Ή αιτιό τητα ύποθέτει την αρχή τής τυπικής λογικής, στήν πραγματικό τητα την άπουσία αντιφάσεων, δηλαδή τήν άρχή τής σκέτης ταυτότητας, ώς κανόνα τής θεματικής-ούσιαστικής γνώσης άντικειμένων. ακόμη καί αν ή ιστορική έξέλιξη υπήρξε άντίστροφη. Σέ αύτό οφείλεται ή διπλή σημασία τής λέξης ratio: Λόγος καί λόγος (αιτία). Γι’ αύτό πρέπει νά πληρώσει ή αιτιό τητα: δέν μπορεί, κατά τήν κρίση τού Χιούμ, νά επικαλείται κανένα αισθητά άμεσο δεδομένο. Κατ’ αύτά ή αιτιότητα είναι ένδιάσπαρτη στον ιδεαλισμό ώς δογματικό υπόλειμμα, ενώ ό ίδιος χωρίς αιτιότητα δέν θά μπορούσε νά άσκήσει πάνω στό ον. τά ύπαρκτά. τήν κυριαρχία πού έπιδιώκει. Χωρίς τήν καταναγκαστική αρχή τής ταυτότητας ή σκέψη θά μπορούσε ίσως νά κάνει καί χωρίς τήν αιτιότητα, ή όποια είναι ένα όμοίωμα αύτού τού καταναγκασμού. Ή αιτιότητα ύποστασιοποιεί τή μορφή ώς δεσμευτική γιά ένα περιεχόμενο τό όποιο δέν τήν προσφέρει άπό μόνο του* ό μετακριτικός στοχασμός θά έπρεπε νά είχε προσλάβει τόν εμπειρισμό. Αντίθετα, ολόκληρη ή φιλοσοφία τού Κάντ βρίσκεται στόν αστερισμό τής ενότητας. Αύτό τής προσδίδει, παρά τή μεγάλη έμφαση στό «ύλικό» πού δέν προ έρχεται άπό τίς καθαρές μορφές, τό χαρακτήρα τού συστήμα
H ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΉ Σ ΣΚΕΨΜ Σ
285
τος: άπό ένα σύστημα ό Κάντ δεν περίμενε λιγότερα άπό δσα άνέμεναν οί διάδοχοί του. Ή επικρατούσα ενότητα όμως είναι ή έννοια τού ίδιου τού Λόγου, σε τελική ανάλυση ή λογική τής καθαρής άπουσίας αντιφάσεων. Τίποτε δεν προστίθεται σε αύτή στήν καντιανή διδασκαλία περί πρακτικής. Ή ύποβαλλόμενη άπό τήν όρολογία διαφορά ανάμεσα στόν καθαρό θεωρη τικό καί τόν καθαρό πρακτικό Λόγο, όπως καί ή διαφορά ανά μεσα σέ έναν τυπικά λογικό καί έναν υπερβατικά λογικό Λόγο καί τελικά τό Λόγο τής διδασκαλίας των ιδεών ύπό τή στενότε ρη έννοια δεν είναι διαφορές μέσα στό Λόγο καθ’ έαυτόν. αλλά διαφορές μόνο στή χρήση τού Λόγου, ή όποια ή δέν έχει καμμιά σχέση μέ αντικείμενα ή άναφέρεται στή δυνατότητα αντικειμέ νων ώς τέτοιων ή. όπως στόν πρακτικό Λόγο. δημιουργεί τά αντικείμενά της άφ* έαυτής. Τό δόγμα τού Χέγκελ. ότι ή λογική καί ή μεταφυσική είναι ένα καί τό αύτό. ένυπάρχει στόν Κάντ χωρίς νά συζητείται ήδη ώς θέμα. Γι’ αύτόν ή άντικειμενικότητα τού Λόγου ώς τέτοιου, ή ένσάρκωση τυπικά λογικής ισχύος, είναι τό καταφύγιο τής οντολογίας, ή όποια είχε θανατωθεί σέ όλα τά θεματικά πεδία άπό τήν κριτική. Αύτό δέν δημιουργεί μόνο τήν ενότητα τών τριών Κριτικών: ώς ένότητα άκριβώς άπέκτησε ό Λόγος εκείνον τόν διπλό χαρακτήρα πού άργότερα βοήθησε τή διαλεκτική νά άποκτήσει κίνητρα. Άπό τή μιά μεριά ό Λόγος, σέ άντιδιαστολή πρός τή σκέψη, είναι γιά τόν Κάντ ή καθαρή μορφή τής υποκειμενικότητας καί άπό τήν άλλη, ώς ένσάρκωση τής άντικειμενικής ισχύος, είναι άρχέτυπο κάθε άντικειμενικότητας. Ό διπλός χαρακτήρας τού Λόγου έπέτρεψε στήν καντιανή φιλοσοφία όπως καί ατούς Γερμανούς ιδεαλιστές νά κάνουν τή στροφή τους: νά διδάξουν τή -νομιναλιστικά εκκενωμένη άπό τήν υποκειμενικότητα- άντικειμενικότητα τής άλήθειας καί κάθε περιεχομένου δυνάμει τής ίδιας υποκειμενι κότητας ή όποία τήν κατέστρεψε. Στό Λόγο υποτίθεται ότι αυτές είναι ήδη ένα καί τό αύτό. ενώ άσφαλώς αύτό πού μπορεί νά νοείται ώς άντικειμενικότητα. τό άντίθετο τού υποκειμένου, χάνεται μέσω άφαίρεσης μέσα στό ύποκείμενο. όσο καί άν ό
28ft
■ΤΥΠΟΚΡΑΤΙΑ·
Κάντ δέν ήθελε νά τό δεχθεί. Ή δομική διττότητα τής έννοιας τού Λόγου μεταβιβάζεται δμως χαί στην έννοια τής βούλησης. Ένώ στό όνομα τού αυθορμητισμού, πού χατά χανέναν τρόπο δέν άντιχειμενοποιεϊται πάνω στό ύποχείμενο. ή βούληση δεν είναι τίποτε άλλο από τό ύποχείμενο. άντιχειμενοποιεϊται. ώς σταθερή χαί ταυτόσημη με τό Λόγο, σέ μιά ύποθετιχή αλλά πραγματική Ικανότητα μέσα στόν πραγματικό-έμπειρικό κό σμο, όπότε είναι σύμμετρη πρός αυτόν. Μόνο χάρη στήν a priori όντική φύση τής βούλησης, τή φύση ενός ύπαρκτού δπως είναι τρόπον τινά μιά ιδιότητα, μπορεί νά έχφέρει κανείς τή μή πα ράλογη κρίση δτι δημιουργεί τά αντικείμενά της.τίς πράξεις. Ή βούληση ανήκει στόν κόσμο στόν όποιο ένεργεί. Τό γεγονός δτι αύτό μπορεί νά τής επικυρωθεί είναι ή άμοιβή γιά τήν εγκαθί δρυση τού καθαρού Λόγου ώς άδιάφορης-ούδέτερης έννοιας. Τό τίμημα γι’ αύτό πρέπει νά τό πληρώσει ή βούληση, από τήν όποια έχουν αποκλεισθεί ώς έτερόνομες δλες οί παρορμήσεις πού δέν άντικειμενοποιούνται. Πολύ μεγάλη βαρύτητα μπορεί νάμήν έχει ή ένδοσυστημική ένσταση κατά τού Κάντ δτι ή ύποδιαίρεση τού Λόγου σύμφωνα μέ τά αντικείμενά της τόν κάνει νά έξαρτάται από αύτό πού ό ίδιος δέν πρέπει νά είναι, άπό έξωλογικά στοιχεία, κάτι πού έρχεται σέ αντίθεση πρός τή διδασκαλία περί αύτονομίας. Σέ αύτή τήν ασυμφωνία φανερώνεται, παρά τήν πρόθεση τού Κάντ, εκείνο πού ό ίδιος επιδίωξε, ή έσωτερική έξάρτηση τού Λόγου άπό τό μή ταυτόσημο μέ τό ίδιο. Αλλά ό Κάντ δέν προχωρεί τό σο πολύ: ή διδασκαλία γιά τήν ενότητα τού Λόγου σέ δλα τά ύποτιθέμενα πεδία έφαρμογής του ύποθέτει έναν σταθερό χωρι σμό άνάμεσα στό Λόγο καί τά έκάστοτε πεδία. Επειδή δμως κατ’ ανάγκη άναφέρεται σέ ένα τέτοιο πεδίο, γιά νά είναι Λόγος, καθορίζεται καί εξωτερικά άπό αύτό τό πεδίο, σέ άντίθεση πρός τή θεωρία του. Τό ποιόν τών άντικειμένων δέν περνάει άπό ποι οτική άποψη μέ τόν ίδιο τρόπο στις κρίσεις γιά τό πρακτέο δπως στίς θεωρητικές άρχές τού Κάντ. Ό λόγος διαφοροποιείται έσωτερικά άνάλογα μέ τά άντικείμενά του. δέν επιτρέπεται νά έρχε
«ΤΥΠΟΚΡΑΤΙΑ.
287
ται από έξω, μέ διαφορετικούς βαθμούς ισχύος, καί νά έπιθέτει πάντοτε την ίδια σφραγίδα στά διάφορα θεματικά πεδία. Αύτό μεταβιβάζεται καί στη διδασκαλία γιά τη βούληση, ή οποία δεν είναι χωριστή από τό ύλικό της. την κοινωνία. Αν ήταν χωριστή, ή κατηγορηματική προσταγή θά άνοσιουργοϋσε κατά τού εαυτού της· τό αύτόνομο υποκείμενο θά χρησιμοποιούσε τούς άλλους ανθρώπους απλώς ώς ύλικό της βούλησης, μόνον ως μέσον καί δχι επίσης ώς σκοπό295. Αύτός είναι ό παραλογισμός τής μοναδολογικής κατασκευής τής ήθικής. Ή ήθική συμπεριφορά, όλοφάνερα πιό συγκεκριμένη από τήν απλώς θεωρητική, γίνεται πιό τυπική άπό αύτή. μιά συνέπεια τής διδασκαλίας δτι ό πρακτικός Λόγος είναι ανεξάρτητος άπό κάθε στοιχείο «ξένο» πρός αύτόν. άπό κάθε αντικείμενο. Ή τυποκρατία τής καντιανής ήθικής δέν είναι ασφαλώς μόνο καταδικαστέα, δπως τή στηλίτευσε ή άντιδραστική γερμανική ακαδημαϊκή φιλοσοφία άπό τόν Σέλερ καί έξής. Ένώ δέν προσφέρει καμμιά θετική περιπτωσιολογία περί τού πρακτέου. εμποδίζει ύπό τό ττνεΰμα μιας άνθρωπιάς τήν κα τάχρηση διαφορών περιεχομένου-ποιότητας ύπέρ τού προνομίου καί τής ιδεολογίας. Συνομολογεί τόν γενικό κανόνα δικαίου* κατ’ αυτά έπιζεϊ στόν Κάντ, σέ πείσμα καί λόγω τού άφηρημένου χα ρακτήρα τών κατασκευών του. άκόμη καί κάτι πού άνήκει στό περιεχόμενο, ή ιδέα τής ισότητας. Ή γερμανική κριτική, γιά τήν όποια ή καντιανή τυποκρατία ήταν υπερβολικά όρθολογιστική. βάφτηκε μέ αίμα στή φασιστική πρακτική, σύμφωνα μέ τήν όποια ή τυφλή φαινομενικότητα, τό γεγονός οτι κάποιος άνήκε ή δέν άνήκε σέ μιά ύποδεδειγμένη φυλή, έκρινε ποιός έπρεπε νά σκοτωθεί. Ό φαινομενικός χαρακτήρας μιάς τέτοιας συγκεκριμέ νης σύλληψης, τό γεγονός δτι έντελώς άφηρημένα άνθρωποι κα τατάσσονταν σέ αυθαίρετες κατηγορίες καί είχαν τήν άνάλογη μεταχείριση, δέν άπαλείφει τήν κηλίδα πού άπό τότε στιγματίζει τή λέξη συγκεκριμένος. Αύτό δμως δέν άκυρώνει τήν κριτική τής άφηρημένης ηθικότητας. Ούτε αύτή ούτε ή ήθική τών δήθεν ούσιαστικών άξιων295 πού έπικαλείται βραχυπρόθεσμα αιώνιους κανόνες έπαρκούν ένόψει μιάς κοινωνίας δπου τό ειδικό καί τό
28*
-ΤΥΙΙΟΚΡΑΤΙΛ»
γενικό παραμένουν ασυμφιλίωτα. Ή έπίκληση τόσο του ενός όσο καί τού άλλου, όταν αναγορεύεται σε άρχή. αδικεί τό αντίθετό του. Ή άποπρακτικοποίηση του πρακτικού Λόγου τού Κάντ. δη λαδή ό ορθολογισμός του. καί ή άποαντικειμενοποίησή του συν δέονται στενά μεταξύ τους* μόνον ώς άποαντικειμενοποιημένος γίνεται κάτι απολύτως κυρίαρχο που υποτίθεται ότι μπορεί νά δρά στον κόσμο τής εμπειρίας, χωρίς νά λαμβάνει υπόψη τόν τε λευταίο καί τό άλμα μεταξύ της πράξης καί τής εκτέλεσής της. Ή διδασκαλία περί τού καθαρού πρακτικού Λόγου προετοιμάζει τήν άναμετάφραση του αύθορμητισμού σέ απλή θεώρηση χωρίς πράξη, πού συντελέσθηκε πραγματικά στή μεταγενέστερη ιστο ρία τής αστικής τάξης καί ολοκληρώθηκε στήν πολιτική άπάθεια. ένα εξαιρετικά πολιτικό φαινόμενο. Ή έπίφαση τής καθ’ έαυτήν ύπαρκτής αντικειμενικότητας τού πρακτικού Λόγου δημιουργεί τήν πλήρη ύποκειμενοποίησή του· δέν διασαφηνίζει πιά πώς μπορεί, πέρα άπό τήν όντολογική άβυσσο, νά φθάσει δραστικά σέ οτιδήποτε ύπαρκτό. Αύτή είναι ή ρίζα τής άνορθολογικότητας καί στόν ηθικό νόμο τού Κάντ. εκείνη γιά τήν όποια έπέλεξε τήν «έκφραση δεδομένο», πού διαψεύδει κάθε λογική διαφάνεια: ό ήθικός νόμος αναστέλλει τήν πορεία τού στοχασμού. ’Επειδή στόν Κάντ ή ελευθερία καταλήγει στήν αμετάβλητη ταυτότητα τού Λόγου μέ τόν έαυτό του άκόμη καί στό πρακτικό πεδίο, χά νει εκείνο πού στή χρήση τής γλώσσας διακρίνει τό Λόγο άπό τή βούληση. Λόγω τής ολικής όρθολογικότητάς της ή βούληση γίνε ται άνορθολογική. Ή Κριτική τού πρακτικού Λόγου κινείται μέ σα στό πλέγμα τύφλωσης297. Τής αρκεί ήδη τό πνεύμα ώς υπο κατάστατο τής πράξης, ή όποια υποτίθεται ότι δέν είναι τίποτε άλλο άπό καθαρό πνεύμα. Αυτό σαμποτάρει τήν ελευθερία: ό καντιανός φορέας της, ό Λόγος. συμπίπτει μέ τόν καθαρό νόμο. Ή ελευθερία χρειάζεται αύτό πού στόν Κάντ είναι έτερόνομο. Χωρίς κάτι σύμφωνα μέ τό κριτήριο τού καθαρού Λόγου τυχαίο ή ελευθερία δέν θά ύπήρχε. όπως καί χωρίς τή λογική κρίση. Ό άπόλυτος χωρισμός τής ελευθερίας άπό τό τυχαίο είναι τόσο αυθαίρετος όσο καί ό άπόλυτος χωρισμός μεταξύ τής ελευθερίας
Η ΒΟΥΛΜΣΗ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑ
Μ
28
καί τής όρθολογικότητας. Σύμφωνα μέ ένα μή διαλεκτικό κριτή ριο νομοτέλειας ή έλευθερία έχει πάντοτε κάτι μή αναγκαίο, τυ χαίο. Απαιτεί τό στοχασμό πού έγείρεται πάνω από τίς μερικές κατηγορίες νόμος καί τύχη. Ή νεωτερική έννοια τού Λόγου ήταν μιά έννοια τής άδιαφορίας-ούδετερότητας. Σέ αύτή τήν έννοια ισοζυγιζόταν ή μετα φερμένη στήν καθαρή μορφή της -καί μέ αυτόν τόν τρόπο δυνη τικά άντικειμενοποιημένη.άπό τό εγώ άποσπασμένη-υποκειμε νική σκέψη μέ τήν παραιτημένη άπό τή σύστασή της ισχύ των λο γικών μορφών, ή όποια πάντως δέν θά ήταν νοητή χωρίς τήν υπο κειμενική σκέψη. Μιά τέτοια αντικειμενικότητα περιλαμβάνει στόν Κάντ καί τίς έκδηλώσεις τής βούλησης, τίς πράξεις, οι όποιες άποκαλούνται μάλιστα αντικείμενα2®. Ή αντικειμενικότητά τους, πλασμένη ώς απομίμηση τού μοντέλου τού Λόγου, αγνοεί τήν ειδοποιό διαφορά μεταξύ πράξης καί άντικειμένου. Ανάλογα άντικειμενοποιεϊται ή βούληση, υπερκείμενη έννοια ή στοιχείο ενότητας τών πράξεων. Αυτό πού έτσι ύφίσταται θεω ρητικά ή βούληση δέν στερείται ωστόσο, παρά τήν προφανή αντίφαση. κάθε περιεχομένου αλήθειας. Αναφορικά μέ τίς έπιμέρους παρορμήσεις ή βούληση είναι πραγματικά τόσο αυτοτελής, τρόπον τινά έχει μιά ύλική ύπόσταση. όσο ή αρχή τής ενότητας τού εγώ αποκτά ορισμένη αύτοτέλεια απέναντι στά φαινόμενά της ώς «δικά της». Γιά μιά αύτοτελή καί κατ’ αύτό επίσης αντι κειμενική βούληση μπορεί νά γίνει λόγος όσο καί γιά ένα ισχυρό έγώ ή. σύμφωνα μέ τήν παλαιότερη γλώσσα, γιά τόν χαρακτήρα· άκόμη καί έξω άπό τήν κατασκευή τού Κάντ ή βούληση είναι κά τι ένδιάμεσο μεταξύ τής φύσης καί τού νοητού κόσμου καί ώς τέτοιο ό Μπένγιαμιν τή φέρνει σέ άντίθεση πρός τό πεπρωμέ νο29“. Ή άντικειμενοποίηση τών έπιμέρους παρορμήσεων στή βούληση πού τίς συνθέτει καί τίς καθορίζει είναι ή μετουσίωσή τους, ή επιτυχής, άναβάλλουσα καί συνεπαγόμενη διάρκεια απο τροπή άπό τόν άρχικό όρμικό στόχο. Στόν Κάντ καθορίζεται άκριβώς άπό τήν όρθολογικότητα τής βούλησης, μέσω τής όποιας ή βούληση γίνεται κάτι διαφορετικό άπό τό «υλικό» της, τίς διά-
2*ΗΙ
II ΑΝΤΙΚΕΙΜ ΕΝΙΚΟ ΤΗΤΑ ΤΉ Σ ΑΝΤΙΝΟΜ ΙΑ!
χυτές παρορμήσεις. Ή έμφαση στη βούληση ενός ανθρώπου εννοεί τό στοιχείο της ενότητας τών πράξεων του. δηλαδή τήν υποταγή τους στό Λόγο. Στην ιταλική προμετωπίδα τού Don Giovanni ό ακόλαστος άποκαλείται Π dissoluto. ό διαλυμένος· ή γλώσσα τάσσεται υπέρ της ηθικής ώς ενότητας τού προσώπου σύμφωνα με τόν άφηρημένο νόμο τού Λόγου. Ή ηθική τού Κάντ αποδίδει στήν ολότητα τού ύποκειμένου τήν ηγεμονία πάνω στά έπιμέρους στοιχεία, τά μόνα πού τής δίνουν ζωή καί τά όποια έξω από αύτή τήν ολότητα δεν θά ήταν βούληση. Ή ανακάλυψη ήταν προοδευτική: δεν έπέτρεπε πιά νά κρίνει κανείς περιπτω σιολογικά τίς έπιμέρους παρορμήσεις καί έθεσε επίσης έσωτερικά τέρμα στή δικαιοσύνη μέσω έργων300. Αύτό ήταν μιά συμπα ράσταση στήν ελευθερία. Ηθικό γίνεται τό ύποκείμενο γιά τόν εαυτό του. ώς αύτόνομο, καί δέν μπορεί νά κριθεί σύμφωνα μέ εσωτερικές ή εξωτερικές μερικότητες. ξένες πρός τό ίδιο. Μέ τήν εγκαθίδρυση τής λογικής ενότητας τής βούλησης ώς μοναδικής ήθικής αρχής πού κρίνει, τό ύποκείμενο προστατεύεται από τή βία τήν όποια ύφίσταται από μιά ίεραρχική κοινωνία πού -όπως ακόμη στόν Δάντη- δικάζει τίς πράξεις του, χωρίς νά έχει υιοθε τηθεί ό σχετικός νόμος από τή δική του συνείδηση. Οί έπιμέρους πράξεις γίνονται συγχωρητέες· καμμιά μεμονωμένη πράξη δέν είναι απολύτως καλή ή κακή· κριτήριό τους είναι ή «καλή θέλη ση», ή αρχή τής ένότητάς τους. Ή έσωτερίκευση τής κοινωνίας ώς όλου παίρνει τή θέση τών ανακλαστικών αντιδράσεων ένός ταξικού-συντεχνιακού συστήματος, ή δομή τού όποιου, όσο πιό πυκνή εμφανίζεται. τόσο πιό πολύ κατακερματίζει καθετί γενικό στόν άνθρωπο. Ή παραπομπή τής ήθικής στή νηφάλια ενότητα τού Λόγου ήταν τό υπέροχο άστικό επίτευγμα τού Κάντ. παρά τήν ψευδή συνείδηση στήν άντικειμενοποίηση τής βούλησης. Ή ύποστήριξη τής ελευθερίας όσο καί τής άνελευθερίας οδηγεί σύμφωνα μέ τόν Κάντ σέ αντιφάσεις. Αύτό ύποτίθεται ότι κάνει τή σχετική διαμάχη άκαρπη. Ύποστασιοποιώντας έπιστημονικά-μεθοδολογικά κριτήρια εμφανίζει ώς αύτονόητο ότι θεωρή
Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΉΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ
291
ματα πού δέν μπορούν νά προστατευθούν άπό τή δυνατότητα τού αμοιβαίου αποκλεισμού τους πρέπει νά αποβάλλονται άπό τή λογική σκέψη. Αύτό δέν μπορεί νά σταθεί άπό τόν Χέγκελ καί εξής. Ή άντίφαση μπορεί νά έγκειται στό ϊδιο τό πράγμα, τό άντικείμενο τής σκέψης, καί δέν πρέπει νά φορτώνεται εξαρ χής στή μέθοδο. Ό επείγων χαρακτήρας τού ένδιαφέροντος γιά τήν έλευθερία ύποβάλλει τήν ιδέα μιάς τέτοιας άντικειμενικής άντιφατικότητας. Καθώς ό Κάντ έδειχνε τήν άναγκαιότητα τών άντινομιών. άπέρριψε μέ περιφρόνηση καί τήν άστήρικτη δικαι ολογία δτι πρόκειται γιά ψευδοπρόβλημα301, σύντομα όμως ύπέκυψε στή λογική τής άπουσίας άντιφάσεων302. Άπό τήν υπερβατική διαλεκτική δέν λείπει εντελώς ή συνείδηση αύτού τού γεγονότος. Ή καντιανή διαλεκτική εκτίθεται σύμφωνα μέ τό άριστοτελικό μοντέλο ώς διαλεκτική τών σοφισμάτων. Ανα πτύσσει δμως τόσο τή θέση δσο καί τήν άντίθεση ώς ένότητες χωρίς εσωτερικές άντιφάσεις. Κατ’ αυτά δέν τερματίζει μέ άνε ση τή σύγκρουση τών άντιθέσεων. άλλά θέλει νά δείξει δτι είναι άναπόφευκτη. Μόνο μέ έναν στοχασμό άνωτέρου επιπέδου μπορεί νά «διαλυθεί», ώς ύποστασιοποίηση τού λογικού Λόγου άπέναντι σέ εκείνο πού δέν άναγνωρίζει ώς δν καθ’ εαυτό καί γιά τό όποίο δέν άρμόζει νά εκφέρει κανείς θετικές κρίσεις. Τό γεγονός δτι ή άντίφαση είναι άναπόφευκτη γιά τό Λόγο δείχνει δτι δέν ύπόκειται στό Λόγο καί τή «λογική». Από ουσιαστική άποψη αύτό επιτρέπει τή δυνατότητα νά θεωρήσουμε τόν φο ρέα τού Λόγου, τό ύποκείμενο. ώς έλεύθερο καί άνελεύθερο. Ό Κάντ διευθετεί τήν άντίφαση. μέ τά μέσα μιάς μή διαλεκτικής λογικής, κάνοντας τή διάκριση άνάμεσα στό καθαρό καί τό εμπειρικό ύποκείμενο, στήν όποια δέν λαμβάνεται ύπόψη ό διαμεσολαβημένος χαρακτήρας αύτών τών δύο εννοιών. Ανε λεύθερο είναι τό ύποκείμενο καθόσον, ώς άντικείμενο τού έαυτού του. ύπόκειται έπίσης στή. σύμφωνα μέ τούς νόμους, σύν θεση μέσω τών κατηγοριών. Γιά νά μπορεί νά ενεργεί στόν έμπειρικό κόσμο, τό ύποκείμενο δέν μπορεί δντως νά νοηθεί παρά μόνον ώς «φαινόμενο». Ό Κάντ δέν τό άρνεϊται πάντοτε.
292
Η ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΜΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ!
Ή ε ι χοτολογική - θεωρητική κριτική, όπως διδάσκει τό έργο γιά τόν πρακτικό Λόγο σέ συμφωνία με εκείνο γιά τόν καθαρό Λό γο. αναγνωρίζει «τά αντικείμενα τής εμπειρίας ώς τέτοια καί ανάμεσα τους τό ϊδιο τό υποκείμενό μας μόνον ώς φαινόμενα»'*03. Ή σύνθεση, ή διαμεσολάβηση. δέν μπορεί νά άφαιρεθεΐ άπό τίποτε άλλο γιά τό όποιο μπορεί κανείς νά εκφέρει θετικές κρίσεις. Παράγων ένότητας τής σκέψης, ή σύνθεση περιλαμβά νει όλα τά περιεχόμενα τής σκέψης καί τά όρίζει ώς αναγκαία. Αυτό θά αφορούσε καί τό λόγο περί ισχυρού έγώ ώς σταθερής ταυτότητας, πού είναι προϋπόθεση τής ελευθερίας. Τό ισχυρό έγώ δέν θά είχε καμμιά εξουσία, πάνω στό χωρισμό. Ή άντικειμενοποίηση τού χαρακτήρα θά ήταν, άπό τήν άποψη τού Κάντ. έντοπίσιμη μόνο στήν περιοχή τού συνεστημένου [τού αποτελέ σματος τής σύνθεσης], όχι στήν περιοχή τού συστατικού. Αλλιώς ό Κάντ θά διέπραττε τόν ϊδιο παραλογισμό τόν όποιο επιρρίπτει στούς όρθολογιστές. Ελεύθερο είναι όμως τό ύποκείμενο. σύμφωνα μέ τόν Κάντ, καθώς θέτει τήν ϊδια του τήν ταυτότητα, τό λόγο τής νομοτέλειάς του. στή γλώσσα του: τή «συνιστά» [τή συγκροτεί, τή συνθέτει]. Τό γεγονός ότι τό συ στατικό ύποτίθεται ότι είναι τό ύπερβατικό ύποκείμενο καί τό συνεστημένο τό έμπειρικό δέν αίρει τήν αντίφαση, διότι κανένα ύπερβατικό ύποκείμενο δέν είναι άτομοποιημένο παρά μόνον ώς ενότητα τής συνείδησης, δηλαδή ώς στοιχείο τού εμπειρικού ύποκειμένου. Χρειάζεται τό μή ταυτόσημο, πού δέν άνάγεται σέ τίποτε άλλο καί ταυτόχρονα περιορίζει τή νομοτέλεια. Χωρίς αύτό δέν θά ύπήρχε ταυτότητα, όπως δέν θά ύπήρχε ένας εγγε νής νόμος τής ύποκειμενικότητας. Μόνο γιά τό μή ταυτόσημο είναι τέτοιο ύποκείμενο. αλλιώς θά έπρόκειτο γιά ταυτολογία. Ή ϊδια ή ταυτιστική άρχή τού ύποκειμένου είναι ή έσωτερικευμένη άρχή τής κοινωνίας. Γι’ αύτόν τό λόγο στά πραγματικά, κοινωνικά ύπαρκτά ύποκείμενο ή άνελευθερία έχει μέχρι σήμε ρα τήν προτεραιότητα έναντι τής ελευθερίας. Μέσα στήν πραγ ματικότητα . πού είναι πλασμένη σύμφωνα μέ τήν άρχή τής ταυ τότητας. δέν ύπάρχει ελευθερία ώς θετική. Όπου, ύπό τήν
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΜΣ
293
οικουμενική μαγεία, οί άνθρωποι φαίνονται μέσα τους απαλ λαγμένοι άπό την αρχή τής ταυτότητας καί κατά συνέπεια άπό κατανοητές όρίζουσες, δέν είναι πρός τό παρόν κάτι περισσότε ρο αλλά κάτι λιγότερο άπό καθορισμένοι: ή ύποκειμενική ελευ θερία ώς σχιζοφρένεια είναι κάτι καταστροφικό, τό όποιο ένσωματώνει τούς άνθρώπους ακόμη πιό πολύ στή μαγεία τής φύσης. Μιά βούληση χωρίς σωματικές παρορμήσεις. οί όποιες έξακολουθοΰν νά ζούν στή φαντασία έξασθενημένες. δέν θά ήταν βούληση· ταυτόχρονα όμως εγκαθίσταται ώς συγκεντρωτική ενότητα τών παρορμήσεων. ώς ή αρχή πού τίς δαμάζει καί δυ νητικά τίς άρνεΐται. Αυτό επιβάλλει τόν διαλεκτικό καθορισμό της. Ή βούληση είναι ή δύναμη τής συνείδησης με τήν όποια ή συνείδηση εγκαταλείπει τόν μαγικό της κύκλο καί έτσι αλλάζει ό.τι απλώς ύπάρχει· ή μεταβολή της είναι αντίσταση. Χωρίς αμφιβολία ή ανάμνηση αύτοϋ του γεγονότος συνόδευε πάντοτε τήν ύπερβατική λογική τής ηθικής· αύτό φαίνεται λόγου χάρη στήν καντιανή διαβεβαίωση ότι ό ηθικός νόμος είναι δεδομένος ανεξάρτητα άπό τή φιλοσοφική συνείδηση. Ή θέση του είναι έτερόνομη καί αύταρχική. άλλά τό στοιχείο άλήθειας πού πε ριέχει είναι ότι περιορίζει τόν καθαρά λογικό χαρακτήρα τού ηθικού νόμου. Ό ένας καί μοναδικός Λόγος ύπό τήν αυστηρή έννοια δέν θά μπορούσε νά είναι παρά μόνο ό άκέραιος. φιλο σοφικός Λόγος. Τό μοτίβο κορυφώνεται στή διατύπωση τού Φίχτε γιά τόν αυτονόητο χαρακτήρα τής ηθικότητας. Ή άνορθολογικότητα τής βούλησης, ώς ένοχη συνείδηση τής όρθολογικότητας. συνθλίβεται καί γίνεται ψευδής. Άν κάποτε ή βούληση είναι αυτονόητη, άπαλλαγμένη άπό τόν λογικό στοχασμό, ό αυτονόητος χαρακτήρας της θά προσφέρει τό καταφύγιό του στό άφώτιστο υπόλειμμα καί τήν καταπίεση. Τό αύτονόητο είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα τού πολιτισμού: ότι καλό είναι τό ένα. τό αμετάβλητο, τό ταυτόσημο. Ό.τι δέν αρμόζει σέ αύτό. όλη ή κληρονομιά τού προ-λογικού στοιχείου τής φύσης, γίνεται άμεσα κακό. τόσο άφηρημένο όσο καί ή αρχή τού άντι-
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΙΣ ΗΟΥΛΙΙΙΙΙΙ
Οέτου του. Τό κακό στον άστικό κόσμο είναι ή μεταύπαρξη τού παλαιότερου, τού ύποταγμένου. μή εντελώς υποταγμένου. Κα κό όμως δέν είναι άπολύτως. όπως δεν είναι καί τό βίαιο αντί θετό του. Επ' αυτού μπορεί νά άποφαίνεται κάθε φορά μόνον ή συνείδηση, ή όποια στοχάζεται τά στοιχεία τόσο πολύ καί μέ τόση συνέπεια όσο τής είναι προσιτά. Στην πραγματικότητα δέν ύπάρχει άλλη κριτική άρχή γιά τήν πρακτική καί τό ίδιο τό καλό εκτός άπό τήν πιό προηγμένη στάθμη τής θεωρίας. Μιά ιδέα τού καλού πού θά καθοδηγούσε τή βούληση χωρίς νά πε ριέχει πλήρως τά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τού Λόγου, θά υπάκουε απαρατήρητα στήν έκπραγματισμένη συνείδηση, στό κοινωνικά εγκεκριμένο. Ή βούληση πού έχει άποκοπεί άπό τό Λόγο καί έχει άνακηρυχθεί αυτοσκοπός, τόν θρίαμβο τής οποί ας πιστοποίησαν στόν εαυτό τους σέ ένα κομματικό συνέδριό τους οί έθνικοσοσιαλιστές. είναι, όπως όλα τά ιδανικά πού έξανίστανται έναντίον τού Λόγου, ήδη έτοιμη νά διαπράξει έγκλήματα. Τό αυτονόητο τής καλής θέλησης πωρώνεται στήν αυτα πάτη : ένα ιστορικό ίζημα τής εξουσίας, στήν όποια ή βούληση θά έπρεπε νά αντιστέκεται. Σέ αντίθεση πρός τόν φαρισαϊσμό του τό άνορθολογικό στοιχείο τής βούλησης καταδικάζει κάθε ήθική συμπεριφορά νά παραμένει κατ’ άρχήν σφαλερή. ’Ηθική βεβαιότητα δέν υπάρχει· θά ήταν ήδη ανήθικο νά τήν υποθέ σουμε ώς ύπαρκτή. μιά έσφαλμένη απαλλαγή τού ατόμου άπό τό βάρος αύτού πού θά μπορούσε νά άποκαλείται ηθικότητα. Όσο πιό άνελέητα ή κοινωνία παρεμβαίνει άντικειμενικά-άνταγωνιστικά σέ κάθε κατάσταση, τόσο λιγότερο έγγυημένη είναι ή ορθότητα όποιασδήποτε μεμονωμένης ήθικής άπόφασης. 'Οτι δήποτε επιχειρεί κανείς κατά τής ολότητας, ώς άτομο, ώς όμάδα πού άποτελεϊ μέρος της. τό κακό τής όλότητας μεταδίδεται σέ αύτόν σάν άρρώστια. όχι λιγότερο μάλιστα σέ όποιον δέν κάνει τίποτε. Αύτή είναι ή έκκοσμικευμένη μορφή τού προπα τορικού άμαρτήματος. Τό μεμονωμένο υποκείμενο πού φαντά ζεται πώς είναι ήθικά βέβαιο άποτυγχάνει καί γίνεται συνένοχο, διότι, ένταγμένο μέσα στήν τάξη, σχεδόν δέν μπορεί νά έπιδρά-
ΘΕΩΡΗΣΗ ΧΟΡΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
295
σει πάνω στίς συνθήκες, οί όποιες κάνουν έκκληση στην ήθική έπινοητικότητά του: ζητούν κραυγαλέα την άλλαγή τους. Γιά έναν τέτοιο ξεπεσμό, όχι τής ήθικής αλλά τής ήθικότητας. τά πονηρά νεογερμανικά μετά τόν πόλεμο έχουν έφεύρει τή λέξη ύπεραπαίτηση. πού από τη μεριά της είναι πάλι ένα απολογη τικό μέσον. Όλα τά νοητά χαρακτηριστικά τής ήθικότητας. μέ χρι τά πιό τυπικά, την ενότητα τής αύτοσυνείδησης ώς Λόγου, είναι άποσπασμένο μέσα από εκείνο τό ύλικό άπό τό όποιο ή ήθική φιλσοφία ήθελε νά παραμείνει άσπιλη. Ή ήθική σήμερα έχει άποδοθεϊ πίσω στην έτερονομία. την όποια ή ίδια μισεί, καί τείνει νά καταργηθεΐ. Χωρίς προσφυγή στό ύλικό δέν θά μπο ρούσε νά άπορρεύσει άπό τό Λόγο καμμιά δεοντολογία· άν όμως πρέπει νά αναγνωρίσει κάποτε τό ύλικό της άφηρημένα ώς όρο τής δυνατότητάς της, δέν έπιτρέπεται νά διακόψει τό στοχασμό πάνω στό ειδικό ύλικό. διότι τότε άκριβώς θά γινό ταν ετερόνομη. Αναδρομικά αποκαλύπτεται ή θετικότητα τής ήθικής συμπεριφοράς, τό αναμάρτητο πού τής έπιβεβαιώνουν οί ύποκειμενικοί ιδεαλιστές, ώς συνάρτηση μιας ώς ένα βαθμό κλειστής κοινωνίας ή τουλάχιστον φαινομενικά κλειστής γιά τή συνείδηση πού παραμένει περιορισμένη μέσα σέ αυτήν. Αύτό μπορεί νά εννοούσε ό Μπένγιαμιν όταν μιλούσε γιά όρους καί όρια τής ανθρωπιάς. Ή προτεραιότητα τού πρακτικού Λόγου έναντι τής θεωρίας, τήν όποια απαιτούσαν οί διδασκαλίες τού Κάντ καί τού Φίχτε. στήν πραγματικότητα τού Λόγου έναντι τού Λόγου, ισχύει μόνο γιά παραδοσιακές φάσεις, ό όρίζων τών οποίων δέν είχε αρχίσει ακόμη νά άνέχεται τίς αμφιβολίες πού οί ιδεαλιστές φαντάσθηκαν πώς διέλυσαν. Ό Μάρξ δέχθηκε άπό τόν Κάντ καί τόν γερμανικό ιδεαλισμό τή θέση γιά τήν πρωτοκαθεδρία τού πρακτικού Λόγου καί τής έδωσε τήν όξύτερη μορφή τής επιταγής νά άλλάξουμε τόν κόσμο άντί απλώς νά τόν ερμηνεύουμε. Μέ αύτό τό αίτημα ύπέγραψε τό πρόγραμμα τής άπόλυτης κυριαρχίας πάνω στή φύση, πού είναι πρωτογενώς άστικό. Επικρατεί καί διαφαίνεται τό πραγ ματικό μοντέλο τής άρχής τής ταυτότητας, τό όποιο άμφισβη-
τεϊται ώς τέτοιο άπό τόν διαλεκτικό Ολισμό, ή προσπάθεια νά έξομοιωθεί μέ τό υποκείμενο τό ανόμοιο του. Καθώς όμως ό Μάρξ Αναποδογυρίζει πρός τά έξω τό ένύπαρκτο στην έννοια πραγματικό, προετοιμάζει μιά μεταβολή. Ό τελικός στόχος τής πρακτικής πού σύμφωνα μέ τόν ’ίδιο βρισκόταν στήν ημερήσια διάταξη ήταν ή κατάργηση τής πρωτοκαθεδρίας μέ τή μορφή πού διεϊπε τήν Αστική κοινωνία. Ή θεώρηση χωρίς πρακτική304 θά ήταν δυνατή χωρίς απανθρωπιά αν απελευθερωθούν οί πα ραγωγικές δυνάμεις σέ τέτοιο βαθμό ώστε οί άνθρωποι νά μήν καταβροχθίζονται από μιά πρακτική πού τούς επιβάλλει ή έλ λειψη καί ή όποια αύτοματοποιεΐται μέσα τους. Ή κακή πλευρά τού Απλώς θεωρητικού βίου μέχρι σήμερα, αύτού πού Αρκεϊται χωρίς πρακτική. όπως τόν είχε εκθέσει πρώτος ό 'Αριστοτέλης ώς ύπέρτατο αγαθό (summum bonum). ήταν ότι ακριβώς μέ τήν αδιαφορία του γιά τήν Αλλαγή τού κόσμου έγινε ένα είδος στε νοκέφαλης πρακτικής: μέθοδος καί έργαλείο. Ή δυνατή μείωση τής εργασίας σέ ένα ελάχιστο όριο θά έπρεπε νά προσβάλει ρι ζικά τήν έννοια τής πρακτικής. Ή ικανότητα κατανόησης πού θά αποκτούσε μιά ανθρωπότητα Απελευθερωμένη μέσω τής πρα κτικής θά ήταν διαφορετική άπό τήν πρακτική πού αύτοεξυψώνεται ιδεολογικά καί αναγκάζει τά υποκείμενα έτσι καί αλλιώς νά κινούνται διαρκώς πέρα-δώθε. Μιά ανταύγειά της είναι διακριτή σήμερα πάνω στήν καθαρά πνευματική θεώρηση. Ή συνή θης ένσταση, πού παράγεται συμπερασματικά από τίς «Θέσεις γιά τόν Φόυερμπαχ», οτι ή ευτυχία τού πνεύματος μέσα στήν αύξανόμενη δυστυχία τού εκρηκτικά αυξανόμενου πληθυσμού των φτωχών χωρών, μετά τίς καταστροφές πού συνέβησαν καί ένόψει εκείνων πού έπίκεινται. είναι ανεπίτρεπτη, δέν έχει απέ ναντι της μόνο τό αντεπιχείρημα ότι συνήθως εμφανίζει τήν ανι κανότητα ώς Αρετή. Ασφαλώς δέν μπορεί κανείς πιά νά χαίρεται όντως τό πνεύμα, διότι δέν θά ήταν εύτυχία εκείνη πού θά ανα γκαζόταν νά διαγνώσει τή μηδαμινότητά της. τόν δανεισμένο χρόνο πού τής έχει παραχωρηθεί. Αλλά καί ύποκειμενικά είναι υπονομευμένη. Ακόμη καί εκεί όπου μοιάζει ακόμη ζωηρή. Πολ
ΘΕΩΡΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗ
2V7
λά δείχνουν δτι ή γνώση, πού ή δυνατή σχέση της μέ μιά πρακτι κή τής αλλαγής τουλάχιστον προσωρινά έχει παραλύσει. δεν είναι ούτε εσωτερικά μιά εύλογία. Ή πρακτική αναβάλλεται καί δεν μπορεί νά περιμένει* άπό αύτό πάσχει καί ή θεωρία. Όποι ος δμως δέν μπορεί νά κάνει τίποτε πού δέν θά κινδύνευε νά άποβεί κακό, άκόμη καί άν ήθελε κάτι καλύτερο άπό τό ύπάρχον. αναγκάζεται νά καλλιεργεί τή σκέψη. Αύτό δικαιολογεί τή σκέψη καί τήν εύτυχία πού προσφέρει τό πνεύμα. Στόν ορίζοντα τής σκέψης δέν πρέπει οπωσδήποτε νά ύπάρχει μιά διαφανής σχέση μέ τή δυνατότητα μιας μεταγενέστερης πρακτικής. Ή άναβάλλουσα σκέψη γιά τήν πρακτική έχει πάντοτε κάτι αταί ριαστο, άκόμη καί δταν τήν άναβάλλει άπό καθαρή άνάγκη. Εύκολα δμως καταστρέφει τά πάντα δποιος χειραγωγεί τή σκέ ψη του μέ τό cui bono30*. Αύτό πού κάποτε θά άποτελεί χρέος μιας καλύτερης πρακτικής καί θά περιέλθει στό μερίδιό της ή σκέψη δέν μπορεί, σύμφωνα μέ τήν προειδοποίηση γιά τόν κίν δυνο τού ούτοπισμού. νά τό διακρίνει εδώ καί τώρα, καθόσον ή πρακτική, σύμφωνα μέ τήν ίδια της τήν έννοια, δέν χωράει ποτέ μέσα στή γνώση. Χωρίς πρακτική βίζα ή σκέψη θά έπρεπε νά καταπολεμήσει τήν πρόσοψη δσο μπορεί, νά φθάσει ως εκεί πού τής είναι δυνατόν νά προχωρήσει. Μιά πραγματικότητα πού άπομονώνεται άπό τήν παραδεδομένη θεωρία, άκόμη καί τή μέ χρι τώρα πιό καλή, τό άπαιτεί στό όνομα τής κατάρας πού τήν περικαλύπτει* κοιτάζει τό ύποκείμενο μέ τόσο ξένα μάτια, πού αύτό. ένθυμούμενο τήν παράλειψή του. δέν έπιτρέπεται νά άποφύγει τόν κόπο νά άπαντήσει. Τό άπελπιστικό γεγονός δτι ή πρακτική πού θά είχε σημασία είναι φραγμένη προσφέρει στή σκέψη κατά παράδοξο τρόπο μιά άνάπαυλα άναψυχής που, άν δέν τήν έκμεταλλευθεϊ, θά διαπράξει ένα πρακτικό άνοσιούργημα. Κατά ειρωνικό τρόπο είναι πλεονέκτημα σήμερα γιά τή σκέ ψη τό γεγονός δτι ή ϊδια της ή έννοια δέν επιτρέπεται νά άπολυτοποιεϊται: ώς συμπεριφορά, ή σκέψη, παραμένει ένα είδος πρακτικής, όσο καί άν αύτή ή τελευταία είναι κρυμμένη καί άπό τόν έαιπό της. "Οποιος όμως άντιτάσσει στήν άνεπίτρεπτη εύτυ-
II ΑΟΜΜ ΙΉΣ ΤΡΙΤΗΣ ΛΝΤΙΝΟΜΙΑΙ
χία τού πνεύματος την κυριολεκτική, την ευτυχία τών αισθήσεων ώς κάτι καλύτερο παραγνωρίζει τό γεγονός ότι, στό τέλος τής ιστορικής μετουσίωσης306, ή Αποσχισμένη αισθησιακή εύτυχία προσλαμβάνει κάτι παρόμοια έπαναστροφικό307 όπως ή σχέση τών παιδιών μέ τό φαγητό ή οποία προκαλεί Αποστροφή στους ενήλικους ανθρώπους. Ώς ένα βαθμό είναι ελευθερία νά μή μοι άζει κανείς μέ αυτά τά παιδιά. Σύμφωνα μέ τά συμπεράσματα τής ύπερβατικής αναλυτικής300 ή τρίτη αντινομία θά είχε Αποκλεισθεί έξαρχής: «Ποιος σάς διάταξε νά επινοήσετε μιά Απολύτως κακή κατάσταση τού κό σμου καί μέ αύτήν έπίσης μιά απόλυτη Αρχή τής σειράς τών φαινομένων πού κυλούν στήν πορεία τού χρόνου και. γιά νά μπορείτε έτσι νά εξασφαλίσετε στή φαντασία σας ένα σημείο ηρεμίας, νά θέσετε όριο στήν Απεριόριστη φύση;»309. 'Ωστόσο ό Κάντ δέν Αρκέσθηκε στή συνοπτική διαπίστωση ότι ή Αντινομία είναι ένα Αποφευκτό λάθος στή χρήση τού Λόγου καί τήν Ανέ πτυξε, όπως καί τίς άλλες. Ό καντιανός υπερβατικός ιδεαλι σμός περιέχει τήν αντιιδεαλιστική απαγόρευση νά θέτει κανείς τήν απόλυτη ταυτότητα. Ή γνωσιολογία δέν επιτρέπεται κατ’ αύτά νά συμπεριφέρεται σάν νά μπορούσε κανείς νά αποκτήσει τό Απέραντο, «άπειρο» περιεχόμενο τής εμπειρίας μέσα Από θετικούς προσδιορισμούς τού Λόγου καθ’ έαυτόν. Όποιος κάνει αύτό τό σφάλμα περιέρχεται στήν Αφόρητη γιά τόν κοινό νού Αντίφαση. ’Αλλά σέ αύτή τήν εύλογη διαπίστωση ό Κάντ σκάβει βαθύτερα. Ό Λόγος πού ενεργεί μέ αύτόν τόν έπικρινόμενο τρόπο πρέπει, σύμφωνα μέ τό Ιδιο του τό νόημα, γιά χάρη τού ακατάσχετου γνωστικού της ιδανικού νά προχωρεί έτσι όπως δέν έπιτρέπεται. σάν νά ύπόκειται σέ έναν φυσικό καί ακατα μάχητο πειρασμό. Είναι σάν νά ψιθυρίζει κάποιος στό αυτί τού Λόγου ότι ή όλότητα τών όντων συγκλίνει μέ αύτόν. ’Από τήν άλλη μεριά ή τρόπον τινά ξένη πρός τό σύστημα Αναγκαιότητα έχει κάτι αυθεντικό, πού έγκειται στήν Ατελείωτη πορεία τού Λόγου ό όποιος αναζητεί όρους καί προϋποθέσεις, τήν ιδέα τού
Η ΚΑΝΤΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
299
απολύτου, χωρίς την όποια ή αλήθεια θά ήταν Αδιανόητη, σέ αντίθεση πρός τη γνώση ώς απλή αντιστοιχία πράγματος καί σκέψης. Τό γεγονός δτι ή συνεχής πορεία, καί κατά προέκταση ή Αντινομία, τού 'ίδιου Λόγου είναι αναπόφευκτη, ένώ ό κριτι κός Λόγος στήν ύπερβατική αναλυτική πρέπει νά καταστέλλει τέτοιου είδους έκτροπές. τεκμηριώνει, μέ αθέλητη αύτοκριτική. τήν αντίφαση του κριτικισμού πρός τόν ίδιο του τό Λόγο ώς οργάνου τής έμφαντικής αλήθειας. Ό Κάντ επιμένει στήν ανα γκαιότητα τής Αντίφασης καί ταυτόχρονα βουλώνει τήν τρύπα έξαφανίζοντας ώς διά μαγείας αύτή τήν αναγκαιότητα, ή οποία κατ' αύτόν προέρχεται από τή φύση τού Λόγου, γιά νά τόν τι μήσει έτσι ακόμη περισσότερο. Αποδίδοντάς την σέ μιά έσφαλμένη χρήση τών εννοιών, ή όποία μπορεί νά διορθωθεί. -Όπως μιλάει γιά τήν «αιτιότητα μέσω ελευθερίας» στή θέση γιά τήν τρίτη αντινομία, έτσι, γιά τήν έξήγηση τής ελευθερίας, μιλάει καί γιά μιά Ανάγκη»310. Ή πρακτική του διδασκαλία περί ελευ θερίας. μέ όση σαφήνεια καί αν εκφράζεται ή πρόθεσή της. δέν μπορεί σύμφωνα μέ αυτά νά είναι Απλώς αναιτιώδης ή αντιαιτιώδης. Ό Κάντ τροποποιεί ή διευρύνει τήν έννοια τής αιτιότη τας. όσο δέν τή διακρίνει ρητά από εκείνη πού χρησιμοποιεί στήν αντίθεση. ’Αντιφατικά στοιχεία διαπερνούν τό θεώρημά του ήδη πρίν Από όλα τά παράδοξα τού απείρου. Ώς θεωρία τής ισχύος τής έπιστημονικής γνώσης ή Κριτική τού καθαρού Λόγου δέν μπορεί νά πραγματευθεί τά θέματά της παρά μόνον ύπό τήν έννοια τού νόμου. ακόμη καί έκείνα πού υποτίθεται ότι δέν ύπόκεινται σέ αυτήν τή νομοτέλεια. Ό περίφημος, εξαιρετικά τυπικός καντιανός όρισμός τής αιτιότητας λέει πώς ό.τι συμβαίνει προϋποθέτει μιά προηγούμε νη κατάσταση, «μετά τήν όποία Ακολουθεί αναπόδραστα σύμ φωνα μέ έναν κανόνα»3*1. Από ιστορική άποψη αυτός ό όρισμός στρέφεται κατά τής σχολής τού Λάιμπνιτς, ειδικά κατά τής έρμηνείας τής Ακολουθίας τών καταστάσεων μέσα από μιά εσω τερική Αναγκαιότητα ώς ένα είναι καθ’ εαυτό. Από τήν άλλη με ριά ξεχωρίζει Από τόν Χιούμ: χωρίς τήν κανονικότητα τού σκέ*
ΜΟ
II ΚΛΝΊΊΛΝΙΙ Ι-.ΝΝΟΙΑ 1Ή1 ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
πτεσθαι. ή όποια γιά τόν Χιούμ είναι συμβατική καί τυχαία, ή έσωτερικά συνεκτική εμπειρία δεν είναι δυνατή, άφού καί ό ίδιος πρέπει έπιτόπου νά μιλήσει μέ όρους τής αιτιότητας γιά νά δείξει μέ εύλογο τρόπο αυτό πού παραδίδοντάς το στή συμβα τικότητα τό κάνει άδιάφορο. Στόν Κάντ όμως ή αιτιότητα γίνε ται λειτουργία τού υποκειμενικού Λόγου, οπότε αυτό πού εννο εί γίνεται όλο καί πιό αραιό. Διαλύεται σάν κάτι μυθολογικό. Ή αιτιότητα φθάνει πολύ κοντά στήν άρχή τού Λόγου ώς τέτοια, δηλαδή τή σκέψη σύμφωνα μέ κανόνες. Κρίσεις γιά τίς αιτιώδεις σχέσεις κλίνουν πρός τήν ταυτολογία: ό Λόγος διαπιστώνει σε αυτές εκείνο πού έτσι καί αλλιώς ένεργεί ώς ικανότητα τών νό μων. Ή σκέψη ότι ό Λόγος υπαγορεύει στή φύση τούς νόμους ή μάλλον τόν νόμο δέν σημαίνει τίποτε περισσότερο από τήν υπα γωγή στήν ένότητα τού Λόγου. Ό Λόγος μεταφέρει αυτή τήν ενότητα, τή δική της άρχή τής ταυτότητας, στά αντικείμενα καί στή συνέχεια τήν παρεισάγει ώς γνώση τών αντικειμένων. Άπαξ καί έχει άπομαγικοποιηθεϊ ή αιτιότητα τόσο ριζικά δπως μέσω τού ταμπού σχετικά μέ τόν εσωτερικό καθορισμό τών άντικειμένων. ή αιτιότητα αποσυντίθεται καί έσωτερικά, στόν πυρήνα της. Σέ σύγκριση μέ τή μή αποδοχή της εκ μέρους τού Χιούμ ή καντιανή διάσωσή της έχει τό πλεονέκτημα ότι εκείνο πού ό Χι ούμ έβγαλε από τή μέση τό θεωρεί έμφυτη ιδιότητα τού Λόγου, τρόπον τινά μιά ανάγκη της σύστασής του. άν όχι κάτι άνθρωπολογικά τυχαίο. Ή αιτιότητα δέν αποδίδεται στά αντικείμενα καί τίς μεταξύ τους σχέσεις, άλλά απορρέει μόνον από μιά ανά γκη τής υποκειμενικής σκέψης. Ή ιδέα ότι μιά κατάσταση μπο ρεί νά έχει μιά ούσιαστική. ειδική σχέση μέ τήν επόμενη είναι καί γιά τόν Κάντ δογματική. Θά μπορούσαν όμως νά καταγραφούν νομοτέλειες ακολουθιών σύμφωνα μέ τήν καντιανή αντίλη ψη. πού δέν θά θύμιζαν σέ τίποτε τήν αιτιότητα. Ή αιτιώδης σχέση μεταξύ τών αντικειμένων, πού διαπερνά τό εσωτερικό τους, τείνει νά γίνει κάτι εξωτερικό γιά τό θεώρημα τής αιτιότη τας. Αύτό πού περιφρονεϊται είναι τό πιό απλό, τό νόημα τής ρήσης ότι κάτι είναι ή αιτία γιά κάτι. Ή αιτιότητα πού συστη-
ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
301
μοτιχά δεν λαμβάνει ύπόψη τό έσωτεριχό τών άντικειμένων είναι άπλώς τό κέλυφος τής αιτιότητας. Ή ΓεόιιεΙίο βό Ηοηοΐηθπι312 μέσα στην έννοια τού νόμου φθάνει σέ ένα οριακό σημείο όπου ό νόμος δεν λέει τίποτε πιά γιά τά αντικείμενα- ή διεύρυνση τής αιτιότητας σέ μιά καθαρή έννοια τού Λόγου τά άρνεϊται. Ή καντιανή αιτιότητα είναι χωρίς αιτία. Καθώς τή θε ραπεύει από τή νατουραλιστική προκατάληψη, διαλύεται υπό τούς χειρισμούς του. Ή θέση ότι ή συνείδηση δέν μπορεί νά ξεφύγει άπό τήν αιτιότητα, άφού είναι έμφυτη μορφή τής συνείδη σης. απαντάει άσφαλώς στήν αδυναμία τού Χιούμ. Καθώς όμως σύμφωνα μέ τόν Κάντ τό ύποκείμενο είναι άναγκασμένο νά σκέ φτεται αίτιωδώς. ακολουθεί καί αυτός στήν ανάλυση τών συ στατικών. σύμφωνα μέ τήν κυριολεκτική σημασία τής λέξης «αναγκασμένος», τόν νόμο τής αιτιότητας, στόν όποιο μόνο τά συνεστημένα έπιτρεπόταν νά υποτάξει. Άν ήδη ή σύσταση τής αιτιότητας άπό τόν καθαρό Λόγο, πού υποτίθεται ότι είναι ή ελευθερία, ύπόκειται στήν αιτιότητα, τότε ή έλευθερία βρίσκεται έξαρχής τόσο πολύ εκτεθειμένη, πού σχεδόν δέν έχει άλλη θέση έκτος άπό τή συμμόρφωση τής συνείδησης μέ τόν νόμο. Στή δο μή τής συνολικής άντιθετικής313 ή έλευθερία καί ή αιτιότητα τέμνονται. ’Επειδή έλευθερία γιά τόν Κάντ είναι τό πράττειν πού διέπεται άπό τό Λόγο. είναι καί αυτή νομοτελειακή καί οί ελεύ θερες πράξεις «άκολουθούν κανόνες». Άπό αυτά προέκυψε ή άφόρητη ύποθήκη τής μετακαντιανής φιλοσοφίας ότι ή έλευθε ρία χωρίς νόμο δέν είναι έλευθερία,, ότι ύπάρχει μόνο ταυτιζόμε νη μέ τόν νόμο. Μέσω τού γερμανικού ιδεαλισμού αύτή ή κλη ρονομιά έφθασε στόν Ένγκελς,,<. μέ άπρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες: θεωρητική πηγή τής ψευδούς συμφιλίωσης. Μαζί μέ τόν καταναγκαστικό γνωσιολογικό χαρακτήρα θά έξέπιπτε καί ή άξίωση όλότητας τήν όποια εγείρει ή αιτιότητα όσο συμπίπτει μέ τήν άρχή τής υποκειμενικότητας. Αυτό πού στόν ιδεαλισμό μπορεί άπλώς νά φαίνεται παράδοξο ώς έλευθε ρία θά γινόταν τότε ώς πρός τό περιεχόμενό του τό στοιχείο πού υπερβαίνει τή δέσμευση τής πορείας τού κόσμου πρός τή μοίρα.
.102
1ΥΝΙΙΓΟΡΙΑ ΥΠΕΡ Π1Σ ΤΑΞΙ 1Σ
*Αν άναζητούσαμε τήν αιτιότητα ώς έναν -έστω υποκειμενικά διαμεσυλαβημένον- προσδιορισμό τών ϊδιων τών πραγμάτων, μέ αυτή τήν έξειδίκευση. σέ σύγκριση μέ τό χωρίς διακρίσεις ένα τής καθαρής υποκειμενικότητας, θά άνοιγόταν ή προοπτική τής έλευθερίας. Θά προοριζόταν γιά τό διακρινόμενο άπό τήν άνάγκη. Τότε ή άνάγκη δεν θά δοξαζόταν πιά ώς φιχτεϊκή πράξη315 τού ύποκειμένου. δεν θά έγκρινόταν πιά ή όλότητά της. Θά έχανε τήν a priori δύναμή της πού προέκυψε παρεκτατικά άπό την άντικειμενική πραγματική άνάγκη. 'Όσο πιό άντικειμενική είναι ή αιτιό τητα. τόσο μεγαλύτερη είναι ή δυνατότητα ελευθερίας* μεταξύ άλλων καί γι’ αύτόν τό λόγο πρέπει νά έπιμένει στήν άναγκαιότητα δποιος θέλει τήν ελευθερία, ενώ ό Κάντ άπαιτεΐ τήν έλευθερία καί τήν εμποδίζει. Ή άπόδειξη τής θέσης τής τρίτης άντινομίας. εκείνης γιά τόν απόλυτο αύθορμητισμό της αιτίας, τήν έκκοσμίκευση τής ελεύθερης θεϊκής πράξης τής δημιουργίας, είναι καρτεσιανού τύπου* πρέπει νά Ισχύει γιά νά ικανοποιηθούν οί άπαιτήσεις τής μεθόδου. Ή πληρότητα τής γνώσης έδραιώνεται ώς γνωσιολογικό κριτήριο* χωρίς ελευθερία «άχόμη καί στήν πορεία τής φύσης ή διαδοχική σειρά τών φαινομένων άπό τή με ριά τών αιτιών (δέν είναι) ποτέ πλήρης»116. Ή όλότητα τής γνώ σης, πού έδώ ταυτίζεται σιωπηρά μέ τήν άλήθεια. θά ήταν ή ταυ τότητα ύποκειμένου καί άντικειμένου. Ό Κάντ τήν περιορίζει ώς γνωσιοκριτικός καί τή διδάσκει ώς θεωρητικός τής άλήθειας. Μιά γνώση πού θά διέθετε μιά τόσο πλήρη σειρά φαινομένων, δπως θά μπορούσε κανείς νά τή φαντασθεϊ. σύμφωνα μέ τόν Κάντ. μό νον ύποστασιοποιώντας μιά πρωτογενή πράξη άπόλυτης ελευθε ρίας. ή όποια δηλαδή δέν αφήνει έξω κανένα αισθητό δεδομένο πιά. θά ήταν μιά γνώση πού δέν θά είχε άπέναντί της τίποτε δια φορετικό άπό αυτήν. Ή κριτική μιας τέτοιας ταυτότητας θά έπληττε, δπως άκριβώς τή θετική-όντολογική άποθέωση τής υποκειμενικής έννοιας τής αιτιότητας, έτσι καί τήν καντιανή άπόδειξη γιά τήν άναγκαιότητα τής ελευθερίας, ή όποια έτσι καί άλλιώς. σύμφωνα μέ τήν καθαρή μορφή, έχει κάτι άντιφατικό. Ή ιδέα ότι ή ελευθερία πρέπει νά ύπάρχει είναι ή άκρα iniuria317
ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ
303
του αυτόνομου ύποκειμένου που θέτει τό δίκαιο. Τό περιεχό μενο της ελευθερίας του - τής ταυτότητας πού έχει προσαρτήσει καθετί μή ταυτόσημο- είναι ένα καί τό αύτό μέ τό «πρέ πει». μέ την άνάγκη, μέ τόν νόμο, μέ την απόλυτη κυριαρχία. Αύτό άναφλέγει τό καντιανό πάθος. Ακόμη καί την ελευθερία την κατασκευάζει ώς είδική περίπτωση τής αίτιότητας. Τό ζη τούμενο είναι γι’ αυτόν οΐ «σταθεροί νόμοι». Ή μικρόψυχη άστική του άποστροφή άπέναντι στην άναρχία δέν είναι μικρό τερη άπό την αύτοσυνείδητη άστικη του αντιπάθεια πρός την κηδεμονία. Ακόμη καί έτσι εισχωρεί ή κοινωνία μέχρι τίς πιό τυπικές31* του εκτιμήσεις. Ή ίδια ή τυπικότητα. ή όποια άφενός απελευθερώνει τό άτομο άπό τούς περιοριστικούς προσ διορισμούς τών πραγμάτων πού έχουν έτσι καί όχι άλλιώς. άφετέρου δέν άντιτάσσει στά πράγματα τίποτε καί δέν στηρί ζεται σέ τίποτε άλλο έκτος άπό την κυριαρχία πού άνυψώνεται σέ καθαρή άρχή, είναι άστική. Στήν πρωταρχή τής καντιανής Metaphysik der Sitteti [Μεταφυσική τών ήθών] κρύβεται ή μεταγε νέστερη κοινωνιολογική διχοτομία τού Κόντ άνάμεσα στούς νό μους τής προόδου καί τούς νόμους τής τάξης, μαζί μέ τή μεροληψία ύπέρ τής δεύτερης, ή όποια μέ τή νομοτέλειά της πρέπει νά τιθασεύσει τήν πρόοδο. Μιά τέτοια χροιά έχει ή πρόταση άπό τήν καντιανή άπόδειξη τής άντίθεσης [τής τρίτης άντινομίαςί: «Ή έλευθερία (άνεξαρτησία) άπό τούς νόμους τής φύσης είναι βέβαια μιά άπελευθέρωση άπό τήν άνάγκη. άλλά καί άπό τόν οδηγό όλων τών κανόνων»319. Ή «άπόλυτη αιτιότητα», δη λαδή ή έλεύθερη πράξη τής δημιουργίας, ύποτίθεται ότι «σπά ζει» τόν όδηγό- όταν, στήν άπόδειξη τής άντίθεσης. ό Κάντ άσκεί κριτική σέ αυτή τήν έλεύθερη πράξη τής δημιουργίας, τήν άποκαλεϊ «τυφλή»330, μιά επίκριση πού κατά τά άλλα έπιφυλάσσει στό άκαμπτο δεδομένο321. Τό γεγονός ότι ό Κάντ, βια στικά. νοεί τήν έλευθερία ώς νόμο φανερώνει ότι τήν παίρνει τόσο λίγο σοβαρά όσο καί ή τάξη του. ή οποία προτού άρχίσει νά φοβάται τό βιομηχανικό προλεταριάτο, συνέδεε, όπως στήν οικονομική τού Σμίθ. τήν άγοραία τιμή τού χειραφετημένου
.KW
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗΣ
άτόμου μέ την απολογία υπέρ ένός κοινωνικού συστήματος στό όποιο αφενός τό αόρατο χέρι (invisible hand) φροντίζει γιά τόν έπαίτη καί γιά τόν βασιλιά, ενώ αφετέρου ακόμη καί ό ελεύθε ρος ανταγωνιστής πρέπει νά διέπεται από τό πνεύμα τού -φε ουδαρχικού- fair play Ιέντιμη συμπεριφορά, τήρηση τών κανό νων τού παιχνιδιού]. Ό έκλαϊκευτής τού Κάντ δέν νόθευε τό δάσκαλό του στη φιλοσοφία δταν άποκάλεσε την κοινωνική τά ξη πραγμάτων, τό σύστημα, εύλογημένη κόρη τού ουρανού στό ίδιο ποίημα πού διατυμπανίζει πώς όταν οί λαοί άπελευθερωθούν μόνοι τους, ή εύημερία δέν μπορεί νά εύδοκιμήσει322. Καί οί δύο δέν ήθελαν νά ξέρουν δτι τό χάος πού φανταζόταν εκείνη ή γενιά μαθαίνοντας γιά τίς συγκριτικά μέτριες τρομοκρατικές πράξεις τής Γαλλικής Επανάστασης -οί φρικαλεότητες τών [βασιλοφρόνων αντιπάλων] Chouans τούς έξόργισαν λιγότεροήταν άποκύημα μιας καταπίεσης πού τά χαρακτηριστικά της έπιζούν στους έξεγειρόμενους έναντίον της. 'Ανακουφισμένος ήδη. δπως δλα τά άλλα πνεύματα τής Γερμανίας, πού έσπευσαν όσο πιό γρήγορα μπορούσαν νά λοιδορήσουν τήν έπανάσταση. τήν οποία άρχικά έπρεπε νά χαιρετίσουν, δταν ό Ροβεσπιέρρος τού έδωσε τό πρόσχημα, ό Κάντ υμνεί, στήν άπόδειξη τής αντί θεσης, τή «νομοτέλεια» σέ βάρος τής «άνομίας». καί μάλιστα μιλάει γιά τήν «οπτική απάτη τής ελευθερίας»323. Οί νόμοι έξυμνούνται μέ τόν επιθετικό προσδιορισμό «σταθεροί», πού τούς ανυψώνει πάνω άπό τό φόβητρο τής αναρχίας, χωρίς νά υπο πτεύεται ό Κάντ δτι αύτοί ακριβώς είναι τό παλαιό κακό τής άνελευθερίας. Ή υπεροχή τής έννοιας τού νόμου στόν Κάντ φαίνεται δμως άπό τό γεγονός δτι τήν επικαλείται στήν απόδει ξη τόσο τής θέσης όσο καί τής άντίθεσης. ώς δήθεν ανώτερη ένότητά τους. 'Ολόκληρο τό κεφάλαιο γιά τήν αντιθετική τού καθαρού Λό γου επιχειρηματολογεί, όπως είναι γνωστό, e contrarío (έκ τού άντιθέτου. έκ τών έναντίων]· στή θέση προχωρεί έτσι ώστε νά χρεώνεται στήν άντίθεση εκείνη ή υπερβατική χρήση τής αιτιό τητας πού εξαρχής άντίκειται στή διδασκαλία περί κατηγοριών:
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΉΣ ΛΝΤΙΘΕΤΙΚΜΣ
305
δτι στην άντίθεση ή κατηγορία τής αιτιότητας ξεπερνά τά όρια τής δυνατότητας τής έμπειρίας. 'Ως πρός τό περιεχόμενο δεν λαμβάνεται εδώ ύπόψη ότι ό συνεπής φυσικοεπιστημονισμός324 άποφεύγει μιά τέτοια μεταφυσική χρήση τής κατηγορίας τής αιτιότητας. Γιά νά άποφύγει τήν άγνωστικιστική32δ συνέπεια τού φυσικοεπιστημονισμοΟ.γιά τόν όποιο ή διδασκαλία τού θε ωρητικού Λόγου τρέφει όλοφάνερη συμπάθεια, ό Κάντ κατα σκεύασε μιά άντίθεση πού δέν αντιστοιχεί διόλου στη φυσικοεπιστημονική θέση: ή ελευθερία κατακτάται μέ τήν καταστροφή ενός σκιάχτρου φτιαγμένου στά μέτρα τής άντίληψής του. Αυτό πού άποδεικνύεται είναι μόνον ότι δέν μπορούμε νά βλέπουμε την αιτιότητα ώς θετικά δεδομένη έπ’ άπειρον - κάτι πού σύμ φωνα μέ τό περιεχόμενο τής Κριτικής τού καθαρού Λόγου είναι μιά ταυτολογία, γιά τήν όποια οί θετικιστές θά ήταν οί τελευ ταίοι πού θά είχαν αντιρρήσεις. Διόλου όμως δέν προκύπτει από αυτά, ούτε καν στό πλαίσιο επιχειρηματολογίας τής θέσης, ότι ή αλυσίδα των αιτιωδών σχέσεων διακόπτεται άν δεχθούμε μιά έλευθερία όχι λιγότερο θετικά δεδομένη άπό τήν προαναφερόμενη. Ό παραλογισμός έχει μεγάλες συνέπειες, διότι μάς επιτρέπει νά ερμηνεύσουμε τό non liquet32* θετικά. Ή θετική έλευθερία είναι μιά άπορητική έννοια. επινοημένη γιά νά διατη ρηθεί τό είναι καθ’ εαυτό ενός πνευματικού στοιχείου έναντι τού νομιναλισμού καί τής επέκτασης τού φυσικοεπιστημονισμού. Σέ ένα κεντρικό σημείο τής Κριτικής τού πρακτικού Λό γου ό Κάντ ομολόγησε ποιό είναι τό μέλημά της. δηλαδή ή διά σωση ενός υπολείμματος: «Επειδή όμως αύτός ό νόμος άφορά αναπόφευκτα κάθε αιτιότητα τών πραγμάτων, έφόσον ή ύπαρ ξή τους είναι χρονικά καθορίσιμη. άν έτσι έπρεπε νά φαντασθούμε καί τήν ύπαρξη αυτών τών πραγμάτων καθ’ έαυτά. τότε ή έλευθερία θά έπρεπε νά άπορριφθεϊ ώς άνάξια καί αδύνατη» έννοια. Κατά συνέπεια, άν θέλει κανείς νά τή σώσει, δέν τού απομένει παρά νά αποδώσει τήν ύπαρξη ένός πράγματος, έφό σον είναι χρονικά καθορίσιμο. κατά συνέπεια καί τήν αιτιότητα σύμφιονα μέ τόν νόμο τής αναγκαιότητας απλώς στό φαινόμε
.«*>
ΛΠΟΛΕΙΚΤΙΚΜ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΛΝΤΙβΕΤΙΚΙΙΙ
νο. την έλευθερία όμως |νά την άποδώσει| στό ίδιο ακριβώς ον ώς πράγμα καθ' εαυτό»32'. Ή κατασκευή τής ελευθερίας όμολογεϊ ότι έμπνέεται άπό τήν επιθυμία τής διάσωσης, δπως άποκλήΟηκε αυτός ό πόθος άργότερα στις Έκλεκτικές συγγένειες Ιτοϋ Γκαίτε). ενώ ή ίδια, όταν μετατρέπεται σέ ιδιότητα τού ένδοχρονικοΰ υποκειμένου. άποκαλύ7ττεται ώς «ανάξια καί αδύνατη». Ό άπορητικός χαρακτήρας τής κατασκευής, όχι ή άφηρημένη μή δυ νατότητα τής αντίθεσης στό άπειρον, είναι ένα έπιχείρημα κατά τής διδασκαλίας τής θετικής ελευθερίας. Ή κριτική τού Λόγου άπαγορεύει ακαταμάχητα νά μιλάει κανείς γιά ένα ύποκείμενο πέραν τού χώρου καί τού χρόνου ώς αντικείμενο τής γνώσης. 'Έτσι επιχειρηματολογεί στήν αρχή καί ή ηθική φιλοσοφία: «Ακόμη καί απέναντι στόν εαυτό του. καί μάλιστα σύμφωνα μέ τή γνώση τού έαυτού του άπό τήν εσωτερική του αίσθηση, δέν έπιτρέπεται ό άνθρωπος νά έχει τήν άξίωση νά γνωρίσει πώς είναι καθ’ εαυτόν»32*. Αυτό επαναλαμβάνεται στόν πρόλογο τής Κριτικής τού πρακτικού Λόγου μέ αναφορά στήν Κριτική τού κα θαρού Λόγου329. Ή ιδέα ότι στά «αντικείμενα τής εμπειρίας» «πρέπει εντούτοις νά αποδώσουμε ώς βάση τους πράγματα καθ’ έαυτά»330 άκούγεται μετά άπό αύτά ακραία δογματική. Άπομητικό δέν είναι ώστόσο μόνο τό ερώτημα γιά τή δυνατότητα νά γνωρίσουμε τί είναι τό ύποκείμενο καθ’ εαυτό καί δι* εαυτό, άλλά καί εκείνο πού άφορά κάθε έστω άπλώς νοητό, υπό τήν καντιανή έννοια «νοούμενο» γνώρισμα τού ύποκειμένου. Γιά νά έχει ελευ θερία τό νοούμενο υποκείμενο, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τού Κάντ, θά έπρεπε νά είναι έξωχρονικό, «ώς καθαρή νοημοσύνη, στή μή χρονικά καθορίσιμη ύπαρξή του»331. Ή έπιθυμία τής διά σωσης κάνει αυτό τό νοούμενο ύποκείμενο ύπαρκτό -διότι δια φορετικά δέν θά μπορούσαμε νά πούμε τίποτε γι’ αύτό- άλλά καί χρονικό μή καθορίσιμο. Ή ύπαρξη όμως, ώς κάτι μέ όποιονδήποτε τρόπο δεδομένο καί όχι ξεθωριασμένο ώς καθαρή ιδέα, σύμφωνα μέ τήν έννοιά της είναι ένδοχρονική. Στήν Κριτική τού καθαρού Λόγου. τόσο στήν παραγωγή των καθαρών διανοητικών εννοιών όσο καί στό κεφάλαιο γιά τό σχηματισμό332, ή ένότη-
ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΘΕΤΙΚΗΣ
307
τα τού ύποχειμένου γίνεται καθαρή χρονική μορφή. Ενοποιεί τά γεγονότα τής συνείδησης, ώς γεγονότα τού ίδιου προσώπου. Δεν υπάρχει σύνθεση χωρίς τήν ένδοχρονική άλληλοσυσχέτιση τών συντιθέμενων στοιχείων- θά ήταν μάλιστα όρος καί τών πιό τυ πικών λογικών πράξεων καί τής ισχύος τους. "Ετσι όμως δεν θά μπορούσε νά αποδοθεί καί σέ ένα άπόλυτο ύποκείμενο μιά άχρονη ύπαρξη, όσο ύπό τόν όρο ύποκείμενο μπορεί νά νοηθεί ότιδήποτε. Μάλλον θά ήταν τό πολύ απόλυτος χρόνος. Είναι άκατανόητο πώς θά μπορούσε νά αποδοθεί σέ κάτι ριζικά άχρο νο ή ελευθερία, ή όποια κατ' αρχήν είναι μιά ιδιότητα πράξεων πού έμπί7ττουν στό χρόνο καί μόνο μέσα στό χρόνο μπορούν νά ενεργοποιηθούν ανεξήγητο είναι έπίσης πώς ένα τέτοιο άχρονο όν θά μπορούσε νά επενεργήσει μέσα στόν χωροχρονικό κόσμο, χωρίς νά γίνει καί αύτό έγχρονο καί χάνοντας τό δρόμο του νά βρεθεί στό καντιανό βασίλειο τής αιτιότητας. Ώς άπό μηχανής θεός έρχεται νά βοηθήσει ή έννοια πράγμα καθ’ έαυτό. Κρυφή καί ακαθόριστη, σημαδεύει ένα κενό τής σκέψης- μόνον ή ακαθο ριστία του μάς επιτρέπει νά τή χρησιμοποιούμε όταν πρέπει νά έξηγήσουμε κάτι. Τό μόνο πού δέχεται ό Κάντ γιά τό πράγμα καθ’ έαυτό είναι ότι «προσβάλλει» τό ύποκείμενο. ’Έτσι όμως θά βρισκόταν σέ πλήρη αντίθεση πρός τό ύποκείμενο καί μόνο μέ μιά εικοτολογική θεώρηση, τήν όποια ό Κάντ ασφαλώς δέν άναπτιτσσει πουθενά, θά μπορούσε νά συγχέεται μέ τό ήθικό ύποκεί μενο ώς κάτι πού έπίσης είναι καθ’ έαυτό. Ή γνωσιοκριτική τού Κάντ δέν έπιτρέπει νά αποδοθεί ύπαρξη στήν έλευθερία* γιά νά άποφύγει τό αδιέξοδο επικαλείται μιά σφαίρα ύπαρξης ή όποια εξαιρείται μεν άπό κάθε κριτική, αλλά δέν μπορεί νά ξέρει κανείς καί τί είναι. Ή ιτροσπάθειά του νά συγκεκριμενοποιήσει τή διδα σκαλία περί έλευθερίας. νά άποδώσει ελευθερία σέ ζωντανά ύποκείμενα περιπλέκεται σέ παράδοξους ισχυρισμούς: «Μπορεί κα νείς νά παραδεχθεί λοιπόν ότι. άν ήταν δυνατόν νά κατανοήσου με τόν τρόπο σκέψης ένός ανθρώπου, όπως εκδηλώνεται στις έσωτερικές καί έξωτερικές πράξεις του. τόσο βαθιά ώστε νά γνωρίζουμε καί τό παραμικρό έλατήριο τών πράξεών του καθώς
ΟΝΤΙΚΛ ΚΑΙ ΙΑΠΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
καί όλες τις έξωτερικές αφορμές πού έπενεργούν στά έλατήριά τοο. θά μπορούσαμε νά προβλέψουμε μέ βεβαιότητα τή συμπε ριφορά ένός ανθρώπου στό μέλλον όπως μιά έκλειψη τής σελήνης ή τού ήλιου καί παραταύτα νά ισχυριζόμαστε ότι ό άνθρωπος είναι έλεύθερος»334. Από τήν άποψη τού περιεχομένου είναι ση μαντικό ότι ό Κάντ άκόμη καί στήν Κριτική τού πρακτικού Λό γου δέν τά βγάζει πέρα χωρίς έναν όρο όπως είναι απαραίτητο γιά μιά διδασκαλία περί ελευθερίας, μέ τή χρήση μεταφορικών έκφράσεων όδηγεί αναπόφευκτα σέ παραστάσεις άπό τόν έμπειρικό κόσμο. Τό «ελατήριο» είναι μιά αίτιώδης-μηχανική έννοια. Ακόμη καί άν ϊσχυε όμως ή πρώτη πρόταση. Ή δεύτερη θά ήταν άνοησία. κατάλληλη μόνο γιά νά συμπεριλάβει καί μεταφυσικά, μέσω ένός μυθικού πλαισίου τής μοίρας τόν έμπειρικά συμπεριληφθέντα στήν ολική αιτιότητα, καθώς στό όνομα τής ελευθερίας καταλογίζεται σέ αυτόν μιά ένοχή πού στήν περίπτωση πλήρους καθορισμού θά ήταν ανύπαρκτη. Μέ τήν ένοχή του αύτός ό κα θορισμός ένισχύεται μέχρι τόν έσώτερο πυρήνα τής υποκειμενι κότητας του. Σέ μιά τέτοια κατασκευή τής ελευθερίας δέν απο μένει πιά παρά, έγκαταλείποντας τό Λόγο στόν όποιο ύποτίθεται ότι στηρίζεται, νά εκφοβίσει άπό θέση αύθεντίας όποιον μάταια θελήσει νά τή σκεφθεϊ. Ό Λόγος όμως είναι γιά τόν Κάντ απλώς ή ικανότητα πού νομοθετεί. Αύτό τόν αναγκάζει νά νοεί εξαρχής τήν έλευθερία ώς «ιδιαίτερο είδος αιτιότητας». Τήν ακυρώνει τή στιγμή πού τή θέτει335. Στήν πραγματικότητα ή άπορητική κατασκευή τής έλευθερίας δέν βασίζεται στά νοούμενα αλλά στά φαινόμενα. Εκεί μπορεί νά παρατηρηθεί ή δεδομένη ύπαρξη τού ηθικού νόμου, ή όποια, όπως πιστεύει ό Κάντ. έπικυρώνει παρ’ όλες τις δυσκολίες τήν έλευθερία ώς κάτι υπαρκτό. Δεδομένη ύπαρξη είναι όμως αύτό πού ύπαινίσσεται ή μετοχή, τό άντίθετο τής έλευθερίας. ό γυμνός καταναγκασμός, πού ασκείται στό χώρο καί τό χρόνο. Έλευθε ρία στόν Κάντ είναι συνώνυμο τού καθαρού πρακτικού Λόγου, ό όποιος παράγει μόνος του τά άντικείμενά του· ό ίδιος δέν έχει νά κάνει «μέ αντικείμενα γιά νά τά γνωρίσει, αλλά μέ τήν ίδια
ΟΝΠΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
309
του τήν ικανότητα νά τά κάνει (σύμφωνα μέ τή γνώση τους) πραγματικά»336. Ή υπονοούμενη εδώ άπόλυτη αύτονομία τής βούλησης θά ίσοδυναμούσε μέ την άπόλυτη κυριαρχία πάνω στην έσωτερική φύση. Ό Κάντ έξαίρει: «Τό μεγαλύτερο χρέος ενός φιλοσόφου είναι νά είναι συνεπής, καί δμως σπανιότατα εκπληρώνεται»33'. Αύτό δέν παρεισάγει μόνο τήν τυπική λογική τής καθαρής συνέπειας ως ανώτατη ήθική αρχή, αλλά καί τήν ύποταγή κάθε παρόρμησης στή λογική ενότητα, τήν πρωτοκαθε δρία της απέναντι στόν διάχυτο χαρακτήρα τής φύσης, ακόμη καί άπέναντι σέ δλη τήν πολυμορφία τού μή ταυτόσημου* ή ελεύθερη παρόρμηση φαίνεται πάντοτε σάν ασυνεπής μέσα στόν κλειστό κύκλο τής λογικής. Παρά τή διάλυση τής τρίτης αυτονο μίας ή καντιανή ήθική φιλοσοφία παραμένει άντινομική: σύμφω να μέ τή συνολική σύλληψη δέν μπορεί νά παραστήσει τήν ελευ θερία παρά μόνον ώς καταπίεση. Όλες οί συγκεκριμενοποιήσεις τής ηθικής στόν Κάντ έχουν κατασταλτικά χαρακτηριστικά. Είναι άφηρημένη στό περιεχόμενό της. διότι αποκλείει από τό ύποκείμενο δ.τι δέν άνταποκρίνεται στήν καθαρή έννοιά του. Έδώ έχει τίς ρίζες της ή καντιανή ήθική αυστηρότητα. Κατά τής ηδονιστικής αρχής δέν στρέφεται έπειδή τή θεωρεί καθ’ έαυτήν κακή, αλλά μέ τό έπιχείρημα δτι γιά τό καθαρό εγώ είναι έτερόνομη : «Ή ηδονή από τήν ιδέα [παράσταση] τής ύπαρξης ενός πράγματος, έφόσον είναι ένας λόγος πού καθορίζει τήν έπιθυμία αυτού τού πράγματος, στηρίζεται στή δεκτικότητα τού υποκει μένου. διότι αυτή έξαρτάται από τήν ύπαρξη ενός αντικειμένου* έτσι ανήκει στήν αίσθηση (τό συναίσθημα) καί δχι στή διάνοια, ή οποία έκφράζει μιά σχέση τής παράστασης μέ ένα αντικείμενο σύμφωνα μέ έννοιες καί δχι μέ τό ύποκείμενο σύμφωνα μέ συ ναισθήματα»'*36. Αλλά ή τιμή πού απονέμει ό Κάντ στήν ελευθε ρία. καθώς θέλει νά τήν καθαρίσει από καθετί πού τήν παραβλά πτει. καταδικάζει ταυτόχρονα κατ’ αρχήν τό πρόσωπο νά είναι ανελεύθερο. Μόνον ώς περιορισμό τών παρορμήσεών του μπορεί τό πρόσωπο νά βιο>σει μιά τέτοια άκρότατα τεταμένη ελευθερία. Λν παραταύτα σέ μερικά χωρία, δπως είναι ή μεγαλειώδης δεύ
310
ΟΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΙίΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
τερη παρατήρηση στό δεύτερο θεώρημα τών βασικών άρχών τού πρακτικού Λόγου, ό Κάντ έτεινε πρός τήν ευτυχία, ήταν ή ανθρωπιά του πού έσπαζε τόν κανόνα τής συνέπειας. Πρέπει νά διαισθανόταν ότι χωρίς μιά τέτοια έπιείκεια δέν μπορεί νά ζήσει κανείς σύμφωνα μέ τόν ήθικό νόμο. Ή καθαρή λογική αρχή τής προσωπικότητας δέν θά μπορούσε παρά νάσυγκλίνει μέ τήν αρχή τής αύτοσυντήρησης τού προσώπου, τής όλότητας τών «συμφερόντων» του. πού περιλαμβάνει καί τήν ευτυχία. Ή στά ση τού Κάντ άπέναντι στήν ευτυχία είναι τόσο άμφίρροπη όπως καί εκείνη τού αστικού πνεύματος στό σύνολό του, τό όποιο θά ήθελε νά έγγυηθεϊ στό άτομο τήν επιδίωξη τής εύτυχίας (the pursuit of happiness) καί έξαιτίας τής εργασιακής ηθικής νά τήν απαγορεύσει. Ένας τέτοιος κοινωνιολογικός στοχασμός δέν μεταφέρεται άπό έξω, εν ειδει κατάταξης, μέσα στόν καντιανό απριορισμό. Τό γεγονός δτι στήν Grundlegung καί στήν Κριτική του πρακτικού Λόγου έμφανίζονται συχνά δροι κοινωνικού πε ριεχομένου μπορεί νά μή συμβιβάζεται μέ τήν άπριορική πρόθε ση τού Κάντ. Αλλά χωρίς μιά τέτοια μετάβασιν εις άλλο γένος ό Κάντ θά έπρεπε νά τηρεί σιωπή μπροστά στό έρώτημα σχετικά μέ τή συμβατότητα τού ηθικού νόμου μέ τόν εμπειρικό άνθρω πο. Θά κατέθετε τά δπλα μπροστά στήν ετερονομία μόλις όμολογούσε δτι ή αύτονομία είναι άπραγματοποίητη. *Άν ήθελε κα νείς. στήν ύπηρεσία τής συστηματικής έσωτερικής συνοχής, νά άφαιρέσει άπό αύτούς τούς δρους κοινωνικού περιεχομένου τό απλό νόημά τους καί νά τούς δώσει τή μετουσιωμένη μορφή ιδεών, δέν θά περιφρονοϋσε μόνο τό κείμενο. Μέ μεγαλύτερη δύναμη άπό όση θά μπορούσε νά συγκρατήσει ή πρόθεση τού Κάντ δηλώνουν τήν άληθινή προέλευση τών ήθικών κατηγοριών. “Οταν ή περίφημη εκδοχή τής κατηγορηματικής προσταγής στήν Grundlegung είναι: «Νά πράττεις έτσι ώστε νά χρησιμοποιείς τήν ανθρωπότητα τόσο στό πρόσωπό σου δσο καί στό πρόσωπο κά θε άλλου κάθε φορά καί ώς σκοπό, ποτέ απλώς ώς μέσον»m, ή «ανθρωπότητα», ή άνθρώπινη δυνατότητα μέσα στούς ανθρώ πους. μπορεί άσφαλώς νά νοείται μόνον ώς ρυθμιστική ιδέα340, ή
ΟΝΤΊΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
311
ανθρωπότητα, άρχή τού ανθρώπινου είναι, κατά κανέναν τρόπο τό άθροισμα όλων τών ανθρώπων, δεν έχει πραγματοποιηθεί άχόμη. Παραταύτα ή προσθήκη πραγματικού περιεχομένου σέ αυτήν τή λέξη δέν μπορεί νά άποσεισθεϊ: κάθε άτομο πρέπει νά είναι σεβαστό ώς άντιπρόσωπος τού κοινωνικοποιημένου είδους άνθρωπος· δέν είναι απλώς μιά συνάρτηση τής διαδικασίας άνταλλαγής. Ή κατηγορηματικά τονιζόμενη διαφορά μεταξύ μέ σου καί σκοπού είναι κοινωνική· είναι ή διαφορά μεταξύ τών ύποκειμένων ώς φορέων τού εμπορεύματος πού λέγεται εργατι κή δύναμη, άπό τά οποία πρέπει νά άποσπάται οικονομική αξία, καί τών άνθρώπων οί όποιοι καί ώς φορείς ένός τέτοιου εμπο ρεύματος παραμένουν τά ύποκείμενα πού γιά χάρη τους έχει τε θεί σέ κίνηση όλόκληρος ό μηχανισμός, ό όποιος τά ξεχνά καί μόνο δευτερευόντως τά ικανοποιεί. Χωρίς αύτή τήν προοπτική ή προαναφερόμενη εκδοχή τής κατηγορηματικής προσταγής θά χανόταν στό κενό. Τό «ποτέ απλώς» όμως, σύμφωνα μέ τήν πα ρατήρηση τού Χορκχάιμερ. είναι μία άπό εκείνες τίς εκφράσεις μιας ανώτερης νηφαλιότητας μέ τίς όποιες ό Κάντ. γιά νά μήν καταστρέψει τή δυνατότητα πραγμάτωσης τής ουτοπίας, συμπε ριλαμβάνει τόν έμπειρικό κόσμο άκόμη καί στήν πιό άπορριπτέα μορφή του, αύτή τής εκμετάλλευσης, ώς όρο καί προϋπόθεση ένός καλύτερου κόσμου, όπως καί όσο τό έκανε αργότερα στή φιλοσοφία τής ιστορίας, ύπό τήν έννοια τού ανταγωνισμού: «Τό μέσον πού χρησιμοποιεί ή φύση γιά νά πραγματοποιήσει τήν ανάπτυξη όλων τών προδιαθέσεών της είναι ό ανταγωνισμός τους στήν κοινωνία, καθόσον αύτός τελικά γίνεται όπως ή αίτια γιά μιά έννομη τάξη στήν ίδια. Μέ τόν όρο ανταγωνισμός εννοώ τή μή κοινωνική κοινωνικότητα τών άνθρώπων. δηλαδή τήν τάση τους νά έμφανίζονται σέ ομαδικούς σχηματισμούς, ή όποια όμως συνδέεται μέ μιά συνεχή άντίσταση πού απειλεί διαρκώς τήν κοινωνία μέ διάσπαση. Είναι προφανώς μιά προδιάθεση τής άνθρώπινης φύσης. Ό άνθρωπος έχει μιά τάση νά κοινωνικοποι είται. επειδή σέ μιά τέτοια κατάσταση αισθάνεται πιό πολύ ώς άνθρωπος, ύπό τήν έννοια τής άνάπτυξης τών φυσικών του προ
3ΐ:
ΟΝ ΓΙΚΑ ΚΑΙ ΙΑΙίΑΤΑ ΓΓΟΙΧίΙΑ
διαθέσεων. 'Εχει όμως καί μιά μεγάλη ροπή πρός την άπομόνωσή τοο. επειδή μέσα τοο διαπιστώνει καί τή μή κοινωνική Ιδιότη τα νά θέλει νά ρυθμίζει τά πάντα μέ γνώμονα τόν έαοτό του. όπότε περιμένει παντού άντίσταση, όπως ξέρει καί ό ίδιος ότι έχει τήν τάση νά άντιστέκεται στους άλλους. Αύτή ή άντίσταση λοιπόν κεντρίζει όλες τίς δυνάμεις τού άνθρώπου καί τόν κάνει νά ύπερβαίνει τή ροπή του πρός τήν οκνηρία και. παρωθούμενος άπό τή φιλοδοξία, τήν άρχομανία ή τήν πλεονεξία, νά κατακτήσει μιά βαθμίδα στήν Ιεραρχία τών συντρόφων του. τούς όποιους δέν συμπαθεί βέβαια, αλλά δέν μπορεί καί νά άποχωρισθεϊ»341. Ή «αρχή τής ανθρωπότητας ως αύτοσκοπού»142 δέν είναι, παρ’ όλη τήν ηθική τού φρονήματος, κάτι απλώς εσωτερικό, αλλά μιά οδηγία γιά τήν πραγματοποίηση μιας έννοιας τού άνθρώπου πού ώς κοινωνική, μολονότι έσωτερικευμένη αρχή έχει τή θέση της μόνο μέσα σέ κάθε άτομο. Ό Κάντ πρέπει νά πρόσεξε τή διπλή σημασία της λέξης ανθρωπότητα: ιδέα τού άνθρώπινου είναι καί όλότητα όλων τών ανθρώπων. Μέ διαλεκτική βαθύνοια τήν ενσωμάτωσε. έστω παίζοντας, στή θεωρία. Στή συνέχεια ή χρήση τής γλώσσας κυμαίνεται ανάμεσα σέ όντικές έκφράσεις καί σέ άλλες πού άναφέρονται στήν ιδέα. «"Ελλογα όντα»343 είναι άσφαλώς τόσο τά ζωντανά ανθρώπινα ύποκείμενα οσο καί τό «γενικό βασίλειο τών αυτοσκοπών»344,τό όποιο ταυτίζεται μέ τά έλλογα όντα καί στόν Κάντ τά υπερβαίνει. Ό Κάντ δέν θέλει ούτε νά εκχωρήσει τήν ιδέα τής ανθρωπότητας στήν ύφιστάμενη κοινωνία ούτε νά τήν έξανεμίσει μέ τή μορφή ένός φαντάσματος. Ή ένταση ένισχύεται σέ βαθμό διάρρηξης στήν άμφιρρέπειά του άπέναντι στήν ευτυχία. Άπό τή μιά μεριά ό Κάντ τήν ύπερασπίζεται μέ τήν έννοια άξιότητα ευτυχίας, άπό τήν άλλη μεριά τήν κακολογεί ώς ετερόνομη, λόγου χάρη εκεί όπου θεωρεί άκόμη καί τή «γενική εύδαιμονία»345 άνάξια νά γίνει νόμος τής βούλη σης. Πόσο λίγο ό Κάντ. παρά τόν κατηγορηματικό χαρακτήρα τής προσταγής, ήταν διατεθειμένος νά δώσει σέ αυτό μιά καθα ρά όντολογική μορφή τό επιβεβαιώνει τό χωρίο «ότι... ή έννοια τού καλού καί τού κακού δέν πρέπει νά καθορίζεται πρίν άπό
ΟΝΤ1ΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
313
τόν ηθικό νόμο (του όποιου φαινομενικά θά έπρεπε νά αποτελεί μάλιστα τη βάση), αλλά μόνο (όπως γίνεται έδώ) μετά τόν ηθικό νόμο καί μέσω τού ίδιου»346. Τό καλό καί τό κακό δεν είναι κάτι αύθύπαρκτο μιας πνευματικής-ήθικης Ιεραρχίας, αλλά καί κάτι πού τίθεται από τό Λόγο· τόσο βαθιά φθάνει ό νομιναλισμός άκόμη καί μέσα στην ηθική αύστηρότητα τού Κάντ347. Καθώς όμως συνδέει σταθερά τίς ηθικές κατηγορίες μέ τό Λόγο τής αυτοσυντήρησης, παύουν πιά νά είναι ασυμβίβαστα μέ την ευτυ χία. απέναντι στη όποια τόσο σκληρά τίς εξέθεσε. Οί τροποποιή σεις τής θέσης του απέναντι στην εύτυχία στην πορεία τής Κρι τικής τού πρακτικού Λόγου δέν είναι χαλαρές παραχωρήσεις στην παράδοση τής ηθικής τών αγαθών348, αλλά μάλλον, πρίν άπό τόν Χέγκελ, μοντέλο μιας κίνησης τής έννοιας349. Ή ήθική γενικότητα, ηθελημένα ή μη. περνάει στήν κοινωνία. Ή γραπτή απόδειξη γι' αύτό ύπάρχει στην πρώτη παρατήρηση τού τέταρ του θεωρήματος τού πρακτικού Λόγου: «Δηλαδή ή απλή μορφή ένός νόμου πού περιορίζει τήν ύλη350 πρέπει ταυτόχρονα νά είναι ένας λόγος γιά τήν προσθήκη αυτής τής ύλης στή βούληση, όχι γιά προϋπόθεσή της. Ή ύλη μπορεί π.χ. νά είναι ή προσωπική μου εύδαιμονία. Άν τήν άποδώσω στόν καθένα (κάτι πού όντως μπορώ νά κάνω όταν πρόκειται γιά πεπερασμένα όντα), μπορεί νά γίνει ένας αντικειμενικός πρακτικός νόμος, άν σέ αύτή συμπεριλάβω τήν εύδαιμονία τών άλλων. Δηλαδή ό νόμος γιά τήν προώθηση τής εύδαιμονίας τών άλλων δέν προέρχεται άπό τήν προϋπόθεση ότι αύτό τό ένα αντικείμενο είναι ελεύθερη επιλογή γιά τόν καθένα, αλλά μόνον άπό τό γεγονός ότι ή μορφή τής γε νικότητας. πού χρειάζεται ό Λόγος ώς όρος γιά νά δοθεί σέ μιά υποκειμενική άρχή τής φιλαυτίας ή αντικειμενική ισχύς ένός νό μου. γίνεται ό λόγος πού καθορίζει τή βούληση* δηλαδή τό αντι κείμενο (ή εύδαιμονία τών άλλων) δέν ήταν ό λόγος πού καθόρι ζε τήν καθαρή βούληση, αλλά μόνον ή απλή μορφή νόμων ήταν εκείνη μέσω τής όποιας περιόρισα τή βασισμένη στήν κλίση μου υποκειμενική άρχή γιά νά τής δώσω τή γενικότητα |=γενική ίσχύ| ένός νόμου καί έτσι νά τήν κάνω άνάλογη τού καθαρού πρακτι-
314
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚ»
χού Λόγου* μόνον άπό αυτόν τόν περιορισμό καί όχι άπό τήν προσθήκη ένός έξωτερικού έλατηρίου μπορούσε νά προελθεί τό τε ή έννοια τής υποχρέωσής μου νά διευρύνω τήν υποκειμενική άρχή τής φιλαυτίας μου ώστε νά περιλαμβάνει καί τήν ευδαιμο νία τών άλλων»3’1. Τό δόγμα γιά τήν απόλυτη ανεξαρτησία τού ηθικού νόμου άπό τά έμπειρικά όντα καί άκόμη περισσότερο άπό τήν άρχή τής ηδονής έχει άνασταλεϊ, καθώς ή ριζοσπαστική, γενική διατύπωση τής προσταγής ενσωματώνει μέσα της τήν ιδέα τών ζωντανών άνθρώπων. Παράλληλα ή ήθική τού Κάντ. εύθραυστη ή ίδια, έχει μιά κα τασταλτική πλευρά, ή όποια θριαμβεύει άμετρίαστη στήν άνάγκη γιά τιμωρία62. 01 άκόλουθες προτάσεις δέν προέρχονται άπό τά όψιμα έργα του. άλλά άπό τήν Κριτική τού πρακτικού Λόγου: «Φέρτε κάποιον πού κατά τά άλλα είναι ένας τίμιος άνθρωπος (ή τουλάχιστον αύτήν τή φορά μεταφέρεται νοερά στή θέση ένός τίμιου άνθρώπου) άντιμέτωπο μέ τόν ηθικό νόμο, βάσει τού όποιου άναγνωρίζει τήν άναξιότητα ένός ψεύτη, καί άμέσως ό πρακτικός του Λόγος (στήν κρίση γιά τήν πράξη του) θά έγκαταλείψει τό πλεονέκτημα, θά ένωθεϊ μέ αύτό πού ό σεβασμός εξασφαλίζει στό πρόσωπό του (τήν είλικρίνεια). καί τό πλεονέ κτημα. άφού άποχωρισθεί καί άποκαθαρθεϊ άπό κάθε εξάρτημα τού Λόγου (ό όποιος είναι μόνο μέ τό μέρος τού καθήκοντος), θά άποτιμηθεϊ άπό τόν καθένα γιά νά συνδέεται σέ άλλες περιπτώ σεις μέ τό Λόγο, όχι όμως εκεί όπου θά έρχόταν σέ άντίθεση πρός τόν ήθικό νόμο, τόν όποιο ποτέ δέν εγκαταλείπει ό Λόγος, άλλά παραμένει βαθύτατα ενωμένος μαζί του»353. Στήν περι φρόνηση τής συμπόνιας ό καθαρός πρακτικός Λόγος ταιριάζει μέ τό «γίνετε σκληροί» τού άντίποδα τού Νίτσε: «Άκόμη καί αύτό τό συναίσθημα τής συμπόνιας καί τής φοβερής συμπάθειας, όταν προηγείται τής σκέψης γιά τό καθήκον καί γίνεται καθοριστικός παράγων, είναι ένοχλητικό καί γιά τούς καλοσκεπτόμενους άνθρώπους. προκαλει σύγχυση στίς μελετημένες ύποκειμενικές άρχές τους καί τούς δημιουργεί τήν έπιθυμία νά άπαλλαγούν άπό αύτό καί νά ύπόκεινται μόνο στόν νομοθέτη Λόγο»354-
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ
315
Μερικές φορές ή έτερονομία πού προσμειγνύεται στήν εσωτερι κή σύνθεση τής αύτονομίας παίρνει τις διαστάσεις τής όργής κα τά τού Λόγου, αυτού πού ύποτίθεται δτι είναι ή πηγή τής έλευθερίας. Τότε ό Κάντ τάσσεται υπέρ τής άντίθεσης τής τρίτης αντινομίας356: «Έκεϊ όμως δπου παύει ό καθορισμός σύμφωνα μέ τούς φυσικούς νόμους παύει καί κάθε εξήγηση καί δέν απο μένει παρά ή άμυνα, δηλαδή ή αποπομπή τών άντιρρήσεων ¿κεί νων πού δηλώνουν δτι κοίταξαν βαθύτερα στήν ούσία τών πραγ μάτων καί έχουν λόγο νά χαρακτηρίζουν μέ ίταμότητα τήν έλευθερία άδύνατη»35'. Ό σκοταδισμός διασταυρώνεται μέ τή λα τρεία τού Λόγου ώς απόλυτου κυρίαρχου. Ό εξαναγκασμός πού σύμφωνα μέ τόν Κάντ απορρέει από τήν κατηγορηματική προ σταγή έρχεται σέ άντίθεση πρός τήν ελευθερία, ή όποια υποτίθε ται δτι συγκεντρώνεται σέ αύτή τήν προσταγή ώς ανώτατο προ ορισμό τής ελευθερίας. Μεταξύ άλλων καί γι’ αυτόν τό λόγο ή απογυμνωμένη από κάθε έμπειρικό στοιχείο προσταγή παρου σιάζεται ώς ένα «γεγονός»358 πού δέν είναι άνάγκη νά ελέγχεται από τό Λόγο. παρά τό χωρισμό μεταξύ τού πραγματικού γεγο νότος καί τής ιδέας. Ή άντινομική τής καντιανής διδασκαλίας περί ελευθερίας όξύνεται καθώς θεωρεί τόν ήθικό νόμο κατευ θείαν λογικό καί μή λογικό· λογικό επειδή άνάγεται στόν καθα ρά λογικό Λόγο χωρίς περιεχόμενο· μή λογικό επειδή πρέπει νά γίνεται αποδεκτός ώς κάτι δεδομένο καί δέν χρειάζεται άλλη ανάλυση· κάθε προσπάθεια ανάλυσής του αναθεματίζεται. Αύτή ή άντινομική δέν πρέπει νά καταλογίζεται στό φιλόσοφο: ή κα θαρή λογική τής συνέπειας, συγκαταβατική άπέναντι στήν αύτοσυντήρηση χωρίς αύτοστοχασμό. είναι καθ’ έαυτήν τυφλωμένη, μή λογική. Ή άποκρουστική συνήθεια τού Κάντ νά μιλάει γιά σοφιστική χρήση τού Λόγου (Vernünfteln), κάτι πού εξακολου θούσε νά επιδρά σέ αύτό πού ό Χέγκελ άποκαλούσε «Raisonnieren» [φλύαρη, άνούσια καί ματαιόδοξη έπιχειρηματολογία|. καί νά στηλιτεύει τό Λόγο χωρίς βάσιμο λόγο διάκρισης, καθώς καί ή ύποστασιοποίηση τού Λόγου πέρα από όποιονδήποτε λο γικό σκοπό, συμβιβάζονται μεταξύ τους παρά τήν όλοφάνερη
6
,Μ
ΛΥΊΟΕΜΙΙίΙΡΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΥβΚΡΙΑΙ ΚΑΙ Τ1ΙΣ ΑΝΙΑίΥΒΗΡΙΑΙ
αντίφαση άνάμεσά τους. Ό ορθός λόγος γίνεται μιά όρθολογική αυθεντία. Ή αντίφαση ανάγεται στην αντικειμενική άντίφαση άνάμεσα στην εμπειρία τής αύτοσυνείδησης καί τή σχέση τής δειπερης πρός τήν όλότητα. Τό άτομο αισθάνεται έλεύθερο καθόσον έχει έναντιωθεί στήν κοινωνία καί. μολονότι δυσανάλογα λιγότερο από όσο πιστεύει, μπορεί νά κάνει κάτι εναντίον τής ίδιας ή άλλων άτόμων. Ή έλευθερία του είναι κυρίως ή ελευθερία ενός ανθρώπου πού επιδιώκει δικούς του σκοπούς οί όποιοι δέν χω ρούν κατευθείαν στούς κοινωνικούς σκοπούς· σε αυτόν τό βαθμό συμπίπτει μέ τήν αρχή τής ατομικότητας. Ή έλευθερία αυτού τού τύπου έχει κατακτηθεί μέ αγώνα από τή φυσική κοινωνία· μέσα σέ μιά προοδευτικά όρθολογική έγινε ώς ένα βαθμό πραγ ματική. Ταυτόχρονα όμως μέσα στήν αστική κοινωνία παρέμεινε φαινομενική 6σο καί ή άτομικότητα γενικά. Κριτική τής ελευθε ρίας τής βούλησης όπως καί τού ντετερμινισμού σημαίνει κριτική αύτής τής φαινομενικότητας. Ό νόμος τής αξίας έπιβάλλεται χω ρίς νά λαμβάνει ύπόψη τά τυπικά ελεύθερα άτομα. 'Ανελεύθερα είναι, σύμφωνα μέ τήν αντίληψη τού Μάρξ. ώς άκούσιοι εκτελε στές αυτού τού νόμου, καί μάλιστα τόσο πιό ριζικά όσο πιό πολύ έντείνονται οί κοινωνικοί ανταγωνισμοί, στή βάση τών όποιων πρωτοσχηματίσθηκε κάποτε ή ιδέα τής ελευθερίας. *Η διαδικα σία ανεξαρτητοποίησης τού ατόμου, συνάρτηση τής κοινωνίας τών άνταλλαγών, καταλήγει στήν κατάργησή του μέσω τής ενο ποίησης τής κοινωνίας. Αυτό πού παρήγαγε τήν έλευθερία μετατρέπεται σέ ανελευθερία. Ελεύθερο ήταν τό άτομο ώς αστικό ύποκείμενο οικονομικής διαχείρισης όσο τό οικονομικό σύστημα απαιτούσε τήν αύτονομία γιά νά λειτουργήσει. Αυτό άρνεϊται ήδη δυνητικά τήν αύτονομία του. Ή έλευθερία στήν όποια έπέμενε ήταν, όπως διέγνωσε πρώτος ό Χέγκελ. έπίσης κάτι αρνητι κό. έμπαιγμός τής αληθινής, μιά έκφραση τού τυχαίου χαρακτή ρα τής κοινωνικής μοίρας κάθε μεμονωμένου ατόμου. Ή πραγ ματική άναγκαιότητα σέ μιά έλευθερία πού έπρεπε νά κρατηθεί καί. κάτι πού έξυμνούσε ή ύπερφιλελεύθερη ιδεολογία, νά έπι-
ΑΥΤΟΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΉΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΉΣ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
317
βληθεί μεταξύ διαγκωνιζόμενων ήταν ένα προκάλυμμα τής όλικής κοινωνικής αναγκαιότητας πού άναγκάζει τό άτομο νά έκτραχύνεται γιά νά έπιβιώσει. Ακόμη καί έννοιες πού είναι τόσο άφηρημένες ώστε νά μοιάζουν σάν αμετάβλητες άποδεικνύονται ώς ιστορικές. Λόγου χάρη ή έννοια τής ζωής. Ένώ εξακολουθεί νά άναπαράγεται ύπό συνθήκες ανελευθερίας, ή έννοιά της. σύμ φωνα με τό νόημά της. προϋποθέτει τη δυνατότητα τής μη δεδο μένης συμπερίληψης. τής ανοιχτής εμπειρίας, ή οποία έχει μειω θεί τόσο πολύ, πού ή λέξη ζωή άκούγεται κιόλας σάν κούφια πα ρηγοριά. Όπως ή έλευθερία τού αστικού άτόμου έτσι καί ή ανα γκαιότητα τών πράξεων του είναι μιά γελοιογραφία. Δέν είναι διαφανής όπως τό απαιτούσε ή έννοια τού νόμου, αλλά επέρχε ται σέ κάθε μεμονωμένο ύποκείμενο σάν κάτι τυχαίο, μιά προέ κταση τής μυθικής μοίρας. Ή ζωή έχει διατηρήσει αύτόν τόν αρνητικό χαρακτήρα, μιά πτυχή πού έδωσε τόν τίτλο σέ ένα κομ μάτι γιά πιάνο γιά τέσσερα χέρια τού Σούμπερτ. Lebetissturmc·. Θύελλες τής ζωής. Στήν αναρχία τής παραγωγής εμπορευμάτων φανερώνεται ή φυσικότητα τής κοινωνίας, όπως συνηχεϊ στή λέξη ζωή. μιά βιολογική κατηγορία γιά κάτι ούσιωδώς κοινωνικό. Αν ή διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής τής κοινωνίας ήταν διαφανής στά υποκείμενα καί καθοριζόταν άπό αυτά, δέν θά παρασέρνονταν παθητικά άπό τίς άπαίσιες θύελλες τής ζωής. Έτσι θά έξαφανιζόταν αυτό πού απλώς λέγεται ζωή. μαζί μέ τή μοιραία αύρα μέ τήν όποια περιέβαλε τή λέξη ό ρυθμός Jugendstil389 στή βιομηχανική εποχή γιά νά δικαιολογήσει τήν κα κή άνορθολογικότητα. Μερικές φορές προμηνύεται αισιόδοξα ό εφήμερος χαρακτήρας αύτού τού ύποκατάστατου: σήμερα κιό λας είναι γιά πέταμα ή λογοτεχνία τής μοιχείας τού δέκατου ένατου αιώνα, άν εξαιρέσουμε τά κορυφαία προϊόντα της. πού παραθέτουν τά ιστορικά άρχέτυπα εκείνης τής έποχής. Όπως κανένας διευθυντής θεάτρου δέν θά τολμούσε νά παρουσιάσει σέ ένα κοινό πού οί κυρίες του δέν θέλουν νά παραιτηθούν άπό τό μπικίνι τους τόν / υγη380 τού Χέμπελ -ό φόβος τού άναχρονιστικού θέματος, ή έλλειψη αισθητικής άπόστασης. έχει καί μιά δόση
Mis
AVTOEMHEIPIA ΤΗΣ ΕΛ1ΥΒΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΉΣ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
βαρβαρότητας-, ανάλογη Οά είναι κάποτε. όταν άπελευθερωθεί ή άνθρωπότητα. ή τύχη σχεδόν όλων τών πτυχών πού σήμερα θε ωρούνται ακόμη ζωή καί άπλώς αποκρύπτουν πόσο λίγη ζωή ύπάρχει ήδη. Μέχρι τότε ή επικρατούσα νομοτέλεια άντιτίθεται στό άτομο καί τά συμφέροντά του. Ύπό τίς συνθήκες τής άστικής οικονομίας αύτοί οί νόμοι είναι ακλόνητοι καί στό έρώτημα σχε τικά μέ τήν ελευθερία ή ανελευθερία τής βούλησης ώς κάτι υπαρ κτό δεν μπορεί νά δοθεί απάντηση. Είναι καί αύτό ένα έκμαγείο τής άστικής κοινωνίας: ή κατηγορία τού άτόμου. πού στήν πραγ ματικότητα είναι ιστορική, απαλλάσσει αύτό τό έρώτημα απα τηλά άπό τήν κοινωνική δυναμική καί μεταχειρίζεται κάθε μεμο νωμένο άτομο σάν πρωτογενές φαινόμενο. Ύπακούοντας στήν ιδεολογία τής άτομιστικής κοινωνίας, ή έλευθερία έσωτερικεύθηκε κακά καί αύτό αναγκάζει κάθε δεσμευτική άπάντηση νά γίνει ιδεολόγημα. 'Άν ή θέση γιά τήν έλευθερία τής βούλησης βαρύνει τά έξαρτημένα άτομα μέ τήν κοινωνική αδικία, τήν όποια δέν έχουν τή δύναμη νά άρουν. καί τά ταπεινώνει συνεχώς μέ αιτή ματα πού δέν μπορούν παρά νά μένουν άνικανοποίητα. διότι είναι έξω άπό τίς δυνατότητές τους, άπό την άλλη μεριά ή θέση γιά τήν άνελευθερία της παρατείνει τήν ηγεμονία τής δεδομένης κατάστασης μεταφυσικά, έμφανιζόμενη ώς άμετάβλητη καί προτρέποντας τό άτομο νά ύποκύψει, άν δέν είναι έτσι καί άλλιώς πρόθυμο νά τό κάνει, άφού κατ’ αυτή δέν τού άπομένει τίποτε άλλο. Ό ντετερμινισμός συμπεριφέρεται σάν ή άποανθρωποποίηση. ή ολοκληρωτικά άνεπτυγμένη έμπορευματοποίηση τής έργατικής δύναμης νά ήταν ή ίδια ή άνθρώπινη ουσία, χωρίς νά λαμβάνει υπόψη ότι ό έμπορευματικός χαρακτήρας έχει τά όριά του στήν έργατική δύναμη, ή όποια δεν έχει μόνον άνταλλακτική άξια άλλά καί άξια χρήσης. Άν άρνηθεϊ κανείς άπολύτως τήν έλευθερία τής βούλησης, είναι σάν νά προσαρμόζει τούς άνθρώπυυς στήν κανονική μορφή τού έμπορευματικοϋ χαρακτήρα πού έχει ή έργασία τους στόν άνεπτυγμένο καπιταλισμό. Δέν είναι λι γότερο διαστρεβλωμένος ό a priori ντετερμινισμός ώς διδασκα λία τής έλευθερίας τής βούλησης, ή όποια μέσα στήν κοινωνία
ΑΥΤΟΕΜΠΕΙΡ1Α ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΈΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
31«)
τών εμπορευμάτων παραβλέπει αύτόν τόν τύπο τής κοινωνίας. Τό ίδιο τό άτομο άποτελεϊ ένα στοιχείο τής κοινωνίας τών εμπο ρευμάτων- στό άτομο άποδίδεται ό καθαρός αυθορμητισμός, τόν όποιο ή κοινωνία άπαλλοτριώνει. Τό ύποκείμενο αρκεί νά θέσει τό αναπόφευκτο διαζευκτικό ερώτημα ελευθερία ή ανελευθερία γιά νά έπιλέξει, καί ήδη είναι χαμένο. Κάθε άποφασιστική θέση είναι εσφαλμένη. Στόν πυρήνα τους ή θέση γιά τόν ντετερμινισμό καί ή θέση γιά την ελευθερία συμπίπτουν. Καί οί δύο διακηρύσ σουν την ταυτότητα. Μέ την αναγωγή στόν καθαρό αυθορμητι σμό τά εμπειρικά υποκείμενα υποτάσσονται στόν ϊδιο νόμο πού ως κατηγορία τής αιτιότητας έπεκτείνεται στις διαστάσεις τού ντετερμινισμού. Οί ελεύθεροι άνθρωποι θά ήταν ίσως απελευθε ρωμένοι καί άπό τη βούληση* ασφαλώς μόνο σέ μιά ελεύθερη κοινωνία θά ήταν ελεύθερα τά άτομα. Μαζί μέ την εξωτερική κα ταπίεση θά εξαφανιζόταν, πιθανώς μετά άπό μεγάλα διαστήμα τα καί υπό τη διαρκή απειλή τού πισωγυρίσματος. καί ή έσωτερική καταπίεση. Άν ή φιλοσοφική παράδοση, στό πνεύμα τής καταπίεσης, συγχωνεύει τήν ελευθερία μέ τήν εύθύνη. αυτή ή τε λευταία. σέ μιά έλεύθερη κοινωνία, θά μετατρεπόταν σέ μιά άφοβη ένεργητική συμμετοχή κάθε ατόμου: σέ ένα όλον. τό όποιο δέν σκληρύνει πιά τή συμμετοχή θεσμικά, στό οποίο όμως θά είχε πραγματικές συνέπειες. Ή αντινομία ανάμεσα στόν κα θορισμό τού ατόμου καί τή συγκρουόμενη μέ αύτόν κοινωνική εύθύνη δέν είναι μιά ¿σφαλμένη χρήση τών έννοιών. αλλά αντι κειμενικά πραγματική. Είναι ή ήθική μορφή τής μή συμφιλίωσης μετάξι; τού γενικού καί τού ειδικού. Τό γεγονός ότι ακόμη καί ό Χίτλερ καί τά τέρατά του, σύμφωνα μέ κάθε ψυχολογική γνώση, είναι δούλοι τής πρώιμης παιδικής τους ήλικίας. προϊόντα ακρω τηριασμού καί ότι παραταύτα οί λίγοι πού έχουν συλληφθεί δέν επιτρέπεται νά άθο;ωθούν. άν θέλουμε νά μήν έπαναλαμβάνεται ανυπολόγιστα τό έγκλημα, τό όποιο στό άσυνείδητο τών μαζών δικαιολογείται μέ τό έπιχείρημα ότι δέν έπεσε σάν κεραυνός άπό τόν ούρανό -αυτό λοιπόν δέν έξομαλύνεται μέ βοηθητικές κατα σκευές όπως ¿κείνη γιά μιά άντιτιθέμενη π(>ός τό Λόγο άναγκαι-
320
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΙΜΣΙΙ ΤΉΣ ΑΓΠΟΤΙΓΓΑΙ
ότητα σχετική μέ τήν ωφέλεια. Ανθρωπιά θά γνωρίσει τό άτομο μόνον όταν άποκαλυφθεί όλόκληρη ή σφαίρα τής άτομοποίησης. συμπεριλαμβανομένης τής ήθικής πτυχής της. ώς έπιφαινόμενο. Κατά καιρούς ή συνολική κοινωνία, λόγω τής Απελπιστικής της κατάστασης, αντιπροσωπεύει απέναντι στά άτομα τήν ελευθε ρία. ή οποία στήν ανελευθερία τους είναι σάν μιά διαμαρτυρημένη συναλλαγματική. Από τήν άλλη μεριά, τήν εποχή τής οικουμε νικής κοινωνικής καταπίεσης, ή εικόνα τής ελευθερίας απέναντι στήν κοινωνία ζεί μόνο στά χαρακτηριστικά του βασανισμένου ή συντεθλιμμένου ατόμου. Δέν μπορεί νά όρισθεί μιά γιά πάντα πού βρίσκει σέ κάθε ιστορική συγκυρία καταφύγιο ή ελευθερία. Συγκεκριμένη γίνεται στις εναλλασσόμενες μορφές καταπίεσης: στήν αντίσταση εναντίον τής καταπίεσης. Ελευθερία τής βούλη σης υπήρχε στό βαθμό πού οί άνθρωποι ήθελαν νά απελευθερω θούν. Ή ίδια ή έλευθερία όμως είναι διαπλεγμένη μέ τήν άνελευθερία. ή όποια δέν τήν αναστέλλει απλώς, αλλά άποτελεί καί όρο ύπαρξης τής έννοιας τής ελευθερίας. Όπως κάθε άλλη έννοια έτσι καί αύτή δέν ξεχωρίζει ώς κάτι απόλυτο. Χωρίς τήν ένότητα καί τόν καταναγκασμό τού Λόγου δέν θά είχε καν νοηθεί ποτέ, πόσω μάλλον ύπάρξει κάτι παρόμοιο μέ τήν έλευθερία. Αυτό μαρτυρείται στή φιλοσοφία. Δέν υπάρχει μοντέλο ελευθερίας στό όποιο ή συνείδηση δέν θά παρενέβαινε τόσο στή συνολική σύ σταση τής κοινωνίας όσο καί διαμέσου αύτής στή σύσταση τού ατόμου. Αυτό δέν είναι διόλου χιμαιρικό, διότι ή συνείδηση, από τή μεριά της μιά αποσχισμένη όρμική ενέργεια, παρόρμηση καί αύτή. είναι επίσης ένα στοιχείο εκείνου στό όποιο παρεμβαίνει. Άν δέν υπήρχε ή συγγένεια τήν όποια ό Κάντ πεισματικά άρνείται, δέν θά υπήρχε ούτε ή ιδέα τής ελευθερίας, στό όνομα τής οποίας δέν παραδέχεται τή συγγένεια. Ό,τι ισχύει γιά τήν ιδέα τής ελευθερίας ισχύει ωστόσο καί γιά τόν αντίπαλό της, τήν έννοια τής αιτιότητας, σύμφωνα μέ τήν οικουμενική τάση πρός τήν ψευδή άρση τών Ανταγωνισμών, δη λαδή τήν κυριαρχική έξαφάνιση τού ειδικού εκ μέρους τού γενι κού μέσω ταύτισης. Έδώ δέν πρέπει νά ανατρέξουμε έσπευσμέ-
ΠΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΉΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
321
να στην κρίση πού διέρχεται ή αιτιότητα στίς φυσικές έπιστήμες. στις όποιες ισχύει ρητά μόνον αναφορικά μέ την περιοχή τού μικρόκοσμου· άπό την άλλη μεριά οί διατυπώσεις της αιτιότητας στόν Κάντ. τουλάχιστον στην Κριτική τού καθαρού Λόγου, είναι τόσο ευρύχωρος, πού θά χωρούσαν μέσα τους ακόμη και οί απλώς καί μόνο στατιστικές νομοτέλειες. Οί φυσικές έπιστήμες. οί όποιες καί απέναντι στην αιτιότητα άρκούνται σέ απλώς χειριστικούς ορισμούς, πού δέν ξεπερνούν τό πλαίσιο τών μεθόδων τους, καί ή φιλοσοφία, ή όποια δέν μπορεί νά άπαλλαγεί άπό τό καθήκον νά δίνει λόγο γιά τήν αιτιότητα, άν θέλει κάτι περισσό τερο άπό τήν άφηρημένη επανάληψη τής φυσικοεπιστημονικής μεθοδολογίας, έχουν γίνει κυριολεκτικά δυό κομμάτια καί ή άνάγκη δέν άρκεί γιά τήν έπανασυγκόλλησή τους. Αλλά ή κρίση τής αιτιότητας είναι όρατή καί σέ αύτό πού είναι άκόμη προσιτό στή φιλοσοφική εμπειρία, στή σύγχρονη κοινωνία. Ό Κάντ δεχόταν τήν άναγωγή κάθε κατάστασης στην αιτία «της» ώς άναμφισβήτητη μέθοδο τού Λόγου. Οί έπιστήμες. άπό τις όποιες ή φιλοσο φία συνήθως άπομακρύνεται τόσο περισσότερο δσο πιό ένθερμα ή ίδια τούς προσφέρει τίς ύπηρεσίες της ώς συνήγορος, δέν έργάζονται πιά τόσο πολύ μέ άλυσίδες αιτιότητας δσο μάλλον μέ δί κτυα αιτιότητας. Αύτό δμως είναι κάτι περισσότερο άπό μιά δευτερεύουσα παραχώρηση άπέναντι στην έμπειρική πολυσημία τών αιτιωδών σχέσεων. Τη συνείδηση δλων τών αιτιωδών σειρών πού διασταυρώνονται σέ κάθε φαινόμενο, άντί νά τό καθορίζει ξεκάθαρα ή αιτιότητα σέ μιά χρονική σειρά, θά έπρεπε νά τήν άναγνωρίσει καί ό Κάντ ώς ουσιώδη γιά τήν ίδια τήν κατηγορία τής αιτιότητας. σύμφωνα μέ τή γλώσσα του ώς α priori : κανένα μεμονωμένο γεγονός δέν έξαιρεϊται άπό αύτή τήν πολλαπλότη τα. Οί άπειρες συνυφάνσεις καί διασταυρώσεις δέν μάς έπιτρέπουν. καί μάλιστα κατ’ άρχήν καί μόνο πρακτικά, νά σχηματίζου με ξεκάθαρες αιτιώδεις άλυσίδες. δπως αυτές πού δέχονται τόσο ή θέση δσο καί ή άντίθεση τής τρίτης άντινομίας. "Ηδη οι άπτές ιστορικές άναδρομές, πού στόν Κάντ παρέμεναν άκόμη σέ μιά πεπερασμένη έκταση, έμπεριέχουν. τρόπον τινά όριζοντίως, έκεί-
.«2
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΚ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ!
νη τη θετική άπεψότητα πού έχει ώς στόχο της ή κριτική τού Κάντ στό κεφάλαιο γιά τις άντινομίες. Ό Κάντ τό παραβλέπει, σάν νά μετέφερε τίς ευσύνοπτες συνθήκες τής μικρής πόλης σε όλα τά δυνατά αντικείμενα. Δεν υπάρχει δρόμος από τό μοντέλο του σέ διεξοδικούς αιτιώδεις καθορισμούς. Επειδή πραγματεύε ται τήν αιτιώδη σχέση απλώς ώς αρχή, άντιπαρέρχεται τήν κατ’ αρχήν πολύπλοκη συνύφανση. Αυτή ή παράλειψη τού Κάντ όφείλεται στή μετατόπιση τής αιτιότητας στό ύπερβατικό ύποκείμενο. Ώς καθαρή μορφή νομοτέλειας συρρικνώνεται σέ μία διάστα ση. Ή συμπερίληψη τής κακόφημης «άμοιβαίας έπίδρασης» στόν πίνακα τών κατηγοριών είναι μιά προσπάθεια έκ τών ύστέρων γιά τήν άρση τής έλλειψης καί μαρτυρεί έπίσης νωρίς τήν άναφαινόμενη κρίση τής αιτιότητας. Τό σχήμα της, δπως πρόσεξε ή σχολή τού Ντυρκέμ. ακολουθεί τήν απλή σχέση τών γενεών, ή εξήγηση τής όποιας άπαιτεϊ τήν αιτιότητα. Έχει κάτι από τή φε ουδαρχία. άν δχι. δπως στόν Αναξίμανδρο καί τόν 'Ηράκλειτο, κάτι από τίς άρχαϊκές νομικές σχέσεις τής έκδίκησης. Ή διαδικα σία τής απομυθοποίησης περιόρισε τήν αιτιότητα, τήν κληρονόμο τών πνευμάτων πού ενεργούν μέσα στά πράγματα, ταυτόχρονα δμως τήν ένίσχυσε. στό όνομα τού νόμου. Άν ή αιτιότητα είναι ή πραγματική ενότητα μέσα στήν ποικιλομορφία, δπως τήν προτι μούσε ό Σοπενχάουερ ανάμεσα στίς κατηγορίες, τότε ή αστική εποχή χαρακτηριζόταν τόσο άπό τήν αιτιότητα δσο καί από τό σύστημα. Μπορούσε νά μιλάει κανείς γι’ αυτή στήν ιστορία τόσο πιό πολύ δσο πιό ξεκάθαρες ήταν οί συνθήκες. Ή χιτλερική Γερ μανία προκάλεσε τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ακριβέστερα άπό δσο ή Γερμανία τού Γουλιέλμου τόν Α'. Αλλά ή τάση άναστρέφεται. Τελικά υπάρχει ένας βαθμός συστήματος -τό κοινωνικό λήμμα είναι: ενοποίηση-, δπου όλα τά στοιχεία έξαρτώνται άπό όλα καί έτσι ό λόγος περί αιτιότητας είναι ξεπερασμένος. Είναι μάταιο νά άναζητεϊ κανείς ποιά ήταν ή αιτία μέσα σέ μιά μονολι θική κοινωνία. Αιτία είναι πλέον μόνον ή ίδια ή κοινωνία. Ή αιτιότητα άποτραβήχτηκε τρόπον τινά στήν όλότητα· μέσα στό σύστημά της γίνεται άδιάκριτη. Όσο περισσότερο ή έννοιά της.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
323
ύπό την επιστημονική επιταγή, αραιώνεται καί γίνεται άφηρημένη. τόσο λιγότερο μάς επιτρέπει τό ταυτόχρονα εξαιρετικά πυ κνό πλέγμα τής οικουμενικά κοινωνικοποιημένης κοινωνίας νά άναγάγουμε μέ πειστικό τρόπο μιά κατάσταση σέ μιά μεμονω μένη άλλη. Κάθε κατάσταση συναρτάται όριζόντια καί κάθετα μέ όλες, τίς χρωματίζει όλες καί χρωματίζεται από όλες. Ή διδα σκαλία στήν όποια τελευταία ό διαφωτισμός χρησιμοποίησε τήν αιτιότητα ως αποφασιστικό πολιτικό όπλο, ή μαρξική διδασκα λία γιά τή βάση καί τό εποικοδόμημα, παραμένει σχεδόν αθώα πίσω από μιά κατάσταση στήν όποια όπως οί μηχανισμοί της παραγωγής, τής διανομής καί τού έλέγχου έτσι καί οί οικονομι κές καί κοινωνικές σχέσεις καί ιδεολογίες είναι ένα αξεδιάλυτο πλέγμα καί οί ζωντανοί άνθρωποι έχουν γίνει ένα μέρος τής ιδε ολογίας. Όπου αύτή δέν προσθέτει στό ύπάρχον παρά μόνο δι καιολογίες καί συμπληρώματα καί απλώς μετατρέπεται στό ψεύδος πώς δ.τι υπάρχει είναι αναπόφευκτο καί κατά συνέπεια νομιμοποιημένο, έκεϊ αστοχεί ή κριτική που έργάζεται μέ σαφείς αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ έποικοδομήματος καί βάσης. Στήν ολι κή κοινωνία όλα έχουν τήν ϊδια απόσταση από τό κέντρο· ό πραγματικός της χαρακτήρας είναι τόσο διαφανής, ή απολογία υπέρ τής κοινωνίας είναι τόσο τετριμμένη, όπως είναι βέβαιο ότι πεθαίνουν καί έκείνοι πού μαντεύουν τήν ούσία της. Ή κριτική θά μπορούσε πάνω σέ κάθε διοικητήριο τής βιομηχανίας καί κά θε αεροδρόμιο νά έξηγήσει σέ ποιόν βαθμό ή βάση έχει γίνει τό εποικοδόμημα τού έαυτού της. Γιά νά τό πράξει χρειάζεται αφε νός τή φυσιογνωμική τής συνολικής κατάστασης καί έκτεταμένα έπιμέρους δεδομένα, αφετέρου τήν ανάλυση τών δομικών άλλαγών τής κοινωνίας, όχι πιά τήν παραγωγή μιας ιδεολογίας μέσα από τίς αιτιώδεις συνθήκες της. καθώς μιά τέτοια αυτοτε λής ιδεολογία μέ δική της άξίωση αλήθειας δέν ύπάρχει πιά. Τό γεγονός ότι κατ’ αντιστοιχία πρός τήν απώλεια τής δυνατότητας τής ελευθερίας αποσυντίθεται ή ισχύς τής αιτιότητας είναι ένα σύμπτωμα τής μεταμόρφωσης μιας ορθολογικής ως πρός τά μέ σα της κοινωνίας σέ μιά ανοιχτά άνορθολογική κοινωνία, κάτι
324
ΓΙΑ ΊΉΝ ΚΡΙΣΗ ΤΙΙΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
πού άδηλα ήταν πρό πολλού ώς πρός τούς σκοπούς. Ή φιλοσο φία τού Λάιμπνιτς καί τού Κάντ. με τό διαχωρισμό μεταξύ τού τελικού αιτίου καί τής αιτιότητας ύπό τη στενότερη έννοια, πού ισχύει ώς πρός τά φαινόμενα, καθώς καί με την προσπάθεια ένωσής τους, άντιλήφθηκε κάτι από αύτή τήν άπόκλιση χωρίς νά φθάσει στη ρίζα της. πού βρίσκεται στήν άντινομία μεταξύ σκοπών καί μέσων τής άστικής κοινωνίας. Αλλά ή εξαφάνιση τής αιτιότητας σήμερα δέν σηματοδοτεί ένα βασίλειο τής ελευθερίας. Στήν όλική αμοιβαία επίδραση άναπαράγεται σε ευρύτερη κλί μακα ή παλαιά έξάρτηση. Μέ τά έκατομμύρια τών νημάτων πού άποτελούν τό πλέγμα της έμποδίζει τή ληξιπρόθεσμη καί άπτή όρθολογική κατανόησή της. πού ήθελε νά προωθήσει, στήν ύπηρεσία τής προόδου, ή αιτιοκρατική σκέψη. Ή ίδια ή αιτιότητα έχει νόημα μόνο σέ έναν όρίζοντα ελευθερίας. Από τόν εμπειρι σμό φαινόταν προστατευμένη, διότι χωρίς τήν παραδοχή της δλα έδειχναν ότι δέν είναι δυνατή ή επιστημονικά όργάνωμένη γνώ ση· ό ιδεαλισμός δέν διέθετε ισχυρότερα επιχειρήματα. Αλλά ή προσπάθεια τού Κάντ νά ανυψώσει τήν αιτιότητα ώς ύποκειμενική αναγκαιότητα τής σκέψης σέ συστατικό όρο τής αντικειμενι κότητας δέν ήταν πιό βάσιμη άπό τήν έμπειριστική άρνησή της. "Ηδη ό ίδιος έπρεπε νά άποστασιοποιηθεϊ άπό εκείνη την παρα δοχή μιας έσωτερικής συνάρτησης μεταξύ τών φαινομένων, χωρίς τήν όποια ή αιτιότητα γίνεται μιά σχέση «έάν-τότε»* άπό μιά τέτοια σχέση όμως ξεφεύγει εκείνη ή έμφαντική νομοτέλεια -ή «άπριορικότητα»-. τήν όποία ήθελε νά συντηρήσει ή διδασκαλία γιά τήν ύποκειμενική-κατηγοριακή ούσία τής αιτιότητας* ή έπιστημονική έξέλιξη έκτέλεσε άργότερα την άπόφαση γιά τις δυ νατότητες τού καντιανού δόγματος. 'Ένα πρόχειρο βοήθημα είναι έπίσης ή θεμελίωση τής αιτιότητας πάνω στήν άμεση αύτοεμπειρία στό επίπεδο τών κινήτρων. Στό μεταξύ ή ψυχολογία έδειξε ουσιαστικά ότι αύτή ή αύτοεμπειρία όχι μόνο μπορεί νά είναι άπατηλή. άλλά δέν μπορεί νά είναι τίποτε άλλο. Άν ή αιτιότητα ώς ύποκειμενική άρχή τής σκέψης βαρύνεται με παραλογισμούς καί άν άπό τήν άλλη μεριά εντελώς χωρίς
Η ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ ΟΣ ΜΑΓΕΙΑ
325
αύτή δεν μπορεί νά ύπάρξει γνώση, θά έπρεπε νά αναζητήσου με στην ϊδια ένα στοιχείο ¿κείνου πού δεν είναι επίσης σκέψη. Πάνω στην αιτιότητα μπορούμε νά μάθουμε τί διέπραξε ή ταυ τότητα σέ βάρος τού μη ταυτόσημου. Ή συνείδηση τής αιτιότη τας. ώς συνείδηση νομοτέλειας, είναι ή συνείδηση αυτού πού μπορούμε νά μάθουμε· ώς γνωσιοκριτική είναι έπίσης ή συνεί δηση τής υποκειμενικής φαινομενικότητας στην ταύτιση. Ή κριτικά θεωρημένη αιτιότητα παραπέμπει στην ιδέα τής έλευθερίας ώς δυνατότητας τής μη ταυτότητας. Ή αιτιότητα θά ήταν αντικειμενική, προκλητικά άντικαντιανή, μιά σχέση μεταξύ πραγμάτων καθ’ έαυτά δσο. καί μόνον δσο, αύτά δέν είναι υπο δουλωμένα άπό τήν αρχή τής ταυτότητας. Ή αιτιότητα είναι, αντικειμενικά καί ύποκειμενικά, ή μαγεία τής ύποταγμένης φύ σης. Αντικειμενικό της θεμέλιο είναι ή ταυτότητα, ή όποια ώς πνευματική αρχή είναι απλώς άντανάκλαση τής πραγματικής ύποταγής τής φύσης. Στόν στοχασμό πάνω στήν αιτιότητα συ νειδητοποιεί καί ό Λόγος, πού διαπιστώνει τήν αιτιότητα στή φύση δπου αύτή υποτάσσεται άπό τό Λόγο, τήν ϊδια του τή φυ σικότητα ώς μαγική αρχή. Σέ αύτή τήν αύτοσυνείδηση ξεχωρίζει ό προοδευτικός διαφωτισμός άπό τό πισωγύρισμα στή μυθολο γία. στό όποιο άφοσιώθηκε αστόχαστα. Άφαιρεί άπό τό σχήμα τής περιστολής του. «αύτός είναι ό άνθρωπος», τήν παντοδυ ναμία του καθώς ό άνθρωπος άναγνωρίζει τόν εαυτό του ώς αύτό πού κατά τά άλλα τό περιστέλλει άκόρεστα. Ή αιτιότητα όμως δέν είναι παρά ή φυσικότητα τού άνθρώπου τήν όποια ό ίδιος προεκτείνει ώς κυριαρχία πάνω στή φύση. Άπαξ καί τό υποκείμενο ξέρει τό στοιχείο τής ισότητάς του μέ τή φύση, παύει πιά νά εξισώνει άπλώς τή φύση μέ τόν εαυτό του. Αύτό είναι τό κρυφό καί διαστρεβλωμένο περιεχόμενο άλήθειας τού ιδεαλισμού, διότι δσο πιό συστηματικά τό υποκείμενο, σύμφω να μέ τήν ίδεαλιστική συνήθεια, εξισώνει τή φύση μέ τόν εαυτό του. τόσο περισσότερο άπομακρύνεται άπό κάθε ισότητα μέ αυτήν. Η συγγένεια είναι ή αιχμή μιας διαλεκτικής τού διαφω τισμού. Ό διαφωτισμός ξαναγίνεται τύφλωση, μιά εξωτερική
32ί>
ΛΟΓΟΣ, ΚΙ'Ώ, ΥΙΙΙ-ΙΉΓΜ
εκτέλεση χωρίς έννοιες, μόλις διακόψει εντελώς τή συγγένεια. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει αλήθεια: τό γελοιοποίησε 6 Ιδεαλισμός ώς φιλοσοφία τής ταυτότητας. 11 συνείδηση ξέρει άπό τό Αλλο της τόσο δσα τής έπιτρέπει ή ομοιότητά της μέ αυτό, δχι διαγράφοντάς το μαζί μέ τήν όμοιότητα. Ή αντικειμενικότητα ώς ύπόλειμμα μετά τήν αφαίρεση του υποκειμένου είναι άπατηλή. Είναι τό χωρίς αυτοσυνείδηση σχήμα στό όποιο τό υποκείμενο εντάσσει τό Άλλο του. Όσο λιγότερη συγγένεια μέ τά πράγμα τα ανέχεται, τόσο πιό αδυσώπητα ταυτίζει. Αλλά ούτε ή συγγέ νεια είναι ένα όντολογικό έπιμέρους χαρακτηριστικό. Άν γίνει διαίσθηση, μιά άλήθεια που τήν έναισθάνεται κανείς άμεσα, κο νιορτοποιείται ώς ύπόλειμμα άπό τή διαλεκτική τού διαφωτι σμού. ώς άναθερμασμένος μύθος, σύμφωνος μέ τήν άναπαραγόμενη μέσα άπό τόν καθαρό Λόγο μυθολογία, μέ τήν κυριαρ χία. Ή συγγένεια δέν είναι ένα υπόλειμμα πού ή γνώση θά κρατούσε στά χέρια της μετά τήν άποβολή τών σχημάτων ταύ τισης τού κατηγοριακού μηχανισμού, άλλά μάλλον ή καθορι σμένη άρνησή του. Σέ αυτή τήν κριτική ή αιτιότητα γίνεται άντικείμενο στοχασμού. Ή σκέψη μιμείται τότε τή μαγεία τών πραγμάτων μέ τήν όποια τά περιέβαλε, στό κατώφλι μιας συ μπάθειας μπροστά στην όποια ή μαγεία θά εξαφανιζόταν. Ή υποκειμενικότητα τής αιτιότητας έχει μιά έκλεκτική συγγένεια μέ τά άντικείμενα ώς προαίσθημα αυτών πού έχουν ύποστεϊ άπό τό υποκείμενο. Ή καντιανή μετατροπή τού ηθικού νόμου σέ πραγματικό δεδο μένο άντλεϊ τήν υποβλητική της δύναμη άπό τό γεγονός δτι στή σφαίρα τού εμπειρικού προσώπου ύπάρχει δντως ένα τέτοιο δεδομένο πού συνηγορεί υπέρ τού Κάντ. Αυτό είναι ένα πλεο νέκτημα γιά τήν έστω προβληματική διαμεσολάβηση μεταξύ τού νοητού καί τού έμπειρικού. Ή φαινομενολογία τής εμπει ρικής συνείδησης, πόσω μάλλον ή ψυχολογία, συναντά άκριβώς εκείνη τήν ήθική συνείδηση πού στήν καντιανή διδασκαλία είναι ή φωνή τού ηθικού νόμου. Οί περιγραφές τού τρόπου δράσης
ΛΟΓΟΣ. ΗΓΩ. ΥΠΕΡΕΓΩ
327
της. προπάντων τοϋ «έξαναγκασμού». δεν είναι πλάσματα τής φαντασίας. Τά καταναγκαστικά χαρακτηριστικά πού ό Κάντ σμιλεύει στη διδασκαλία περί ελευθερίας τά έχει παρατηρήσει στό πραγματικό φαινόμενο τοϋ ήθικοϋ έξαναγκασμού. Τό εμπειρικό ακαταμάχητο τής ψυχολογικά υπαρκτής ηθικής συ νείδησης. τού υπερεγώ, έγγυάται στόν Κάντ, παρά την ύπερβατική του αρχή, την πραγματική ύπαρξη τοϋ ήθικοϋ νόμου, ή όποια γιά τόν Κάντ έπρεπε νά τήν αποκλείει ώς θεμελίωση τής αύτόνομης ηθικής όπως καί τήν ετερόνομη όρμή. Ό Κάντ δεν ανέχεται καμμιά κριτική τής ηθικής συνείδησης καί αυτό τόν φέρνει σέ σύγκρουση μέ τή δική του αντίληψη ότι στόν κόσμο τών φαινομένων όλα τά κίνητρα αφορούν τό έμπειρικό. τό ψυ χολογικό εγώ. Έτσι άπομάκρυνε τό γενετικό στοιχείο άπό τήν ήθική φιλοσοφία καί τό αντικατέστησε μέ τήν κατασκευή τοϋ νοητού χαρακτήρα, τόν όποιο βέβαια τό ύποκείμενο στήν άρχή δίνει στόν εαυτό του'*6*. ’Αλλά ή χρονική-γενετική, έντούτοις πάλι «εμπειρική» άξίωση εκείνου τού «στήν άρχή» δέν μπορεί νά εκπληρωθεί. Ό.τι γνωρίζουμε γιά τή γένεση τού χαρακτήρα δέν συμβιβάζεται μέ τόν ισχυρισμό γιά μιά τέτοια πράξη ηθικής άβιογένεσης. Τό έγώ. πού σύμφωνα μέ τόν Κάντ τήν πραγμα τοποιεί. δέν είναι κάτι άμεσο, άλλά είναι καί αύτό κάτι διαμεσολαβημένο. κάτι πού προήλθε, μέ ψυχαναλυτικούς όρους: κάτι πού έχει άποχωρισθεί άπό τή διάχυτη λιμπιντική ενέργεια. Συ στατική σχέση μέ τήν πραγματική ύπαρξη δέν έχει μόνο κάθε ειδικό περιεχόμενο τοϋ ήθικοϋ νόμου, άλλά καί ή δήθεν καθαρή, προστακτική μορφή του. Προϋποθέτει τόσο τήν έσωτερίκευση τής καταπίεσης όσο καί τό γεγονός ότι έχει ήδη άναπτυχθεϊ ή σταθερή άρχή τού έγώ πού διατηρείται ταυτόσημη καί τήν οποία ό Κάντ, ώς αναγκαίο όρο τής ήθικότητας, άπολυτοποιεϊ. Κάθε ερμηνεία τού Κάντ. πού θά έπέκρινε τήν τυποκρατία του καί θά έπιχειρούσε νά εξηγήσει βάσει τών περιεχομένων τήν άποκλεισμένη μέ τή βοήθειά της εμπειρική σχετικότητα τής ήθικής. θά ήταν ανεπαρκής. Ακόμη καί στήν πιό άφηρημένη μορφή του ό ήθικός νόμος είναι ένα προϊόν τού γίγνεσθαι, ό
328
ΛΟΓΟΣ. FI U. Vlll PIil U
έπώδυνα άφηρημένος χαρακτήρας του είναι ένα Ιζηματικώ πε ριεχόμενο. μιά κυριαρχία ύπό την κανονική της μορφή, αύτή της ταυτότητας. Ή ψυχολογία αναπλήρωσε μέ συγκεκριμένο τρόπο αυτό που τήν έποχή του Κάντ δεν γνώριζε ακόμη καί γι' αυτό τό λόγο ό ίδιος δεν χρειαζόταν νά ένδιαφερθεί ειδικότερα: τήν εμπειρική γένεση αύτού πού ό Κάντ. χωρίς νά τό αναλύσει, έξυμνούσε ώς αίώνια νοητό. Στίς ηρωικές της περιόδους ή φρο ϋδική σχολή, πού κατ’ αύτό συμφωνούσε μέ τόν άλλο Κάντ. τόν διαφωτιστή, απαίτησε τήν αδυσώπητη κριτική τού υπερεγώ ώς μιας άρχής ξένης πρός τό εγώ. αληθινά έτερόνομης. Άντιλήφθηκε οτι τό ύπερεγώ αντιπροσωπεύει τήν τυφλή καί άσυνείδητη έσωτερίκευση τού κοινωνικού καταναγκασμού. Στό Bausteine zur Psychoanalyse ό Σάντορ Φέρεντσι γράφει, μέ μιά έπιφυλακτικότητα πού πάντως μπορεί νά έξηγηθεί από τό φόβο τών κοι νωνικών συνεπειών, «ότι μιά πραγματική άνάλυση τού χαρα κτήρα πρέπει, τουλάχιστον προσωρινά, νά βάλει στήν άκρη κά θε είδους ύπερεγώ. ακόμη καί αύτό τού ψυχαναλυτή. Επιτέ λους ό ασθενής πρέπει νά άπαλλαγεί από κάθε συναισθηματικό δεσμό πού ξεπερνά τό Λόγο καί τίς δικές του λιμπιντικές τά σεις. Μόνον αύτό τό είδος άποδόμησης τού ύπερεγώ γενικά μπορεί νά επιφέρει μιά ριζική ίαση* επιτυχίες πού συνίστανται στήν άντικατάσταση τού ένός ύπερεγώ άπό ένα άλλο πρέπει νά χαρακτηρίζονται άκόμη ώς έπιτυχίες τής μεταβίβασης- οπωσδή ποτε δέν συμβάλλουν στόν τελικό σκοπό της θεραπείας, πού είναι καί ή απαλλαγή άπό τή μεταβίβαση»362. Ό Λόγος, πού στόν Κάντ είναι ή βάση τής ήθικής συνείδησης, οφείλει εδώ νά διαλύσει καί άνασκευάσει τή συνείδηση, διότι ή μή κριτική θεω ρημένη κυριαρχία τού Λόγου, ή κυριαρχία τού εγώ πάνω στό αύτό. είναι ταυτόσημη μέ τήν κατασταλτική άρχή, τήν όποια ή ψυχανάλυση, ή κριτική τής όποιας σιωπά μπροστά στήν άρχή τής πραγματικότητας τού εγώ. μετέθεσε στήν άσυνείδητη κυ ριαρχία τού εγώ. Ό διαχωρισμός μεταξύ τού εγώ καί τού ύπε ρεγώ. στόν όποιο ή τοπολογία της επιμένει, είναι αμφίβολοςγενετικά όδηγούν καί τά δύο μέ τόν ίδιο τρόπο στήν έσωτερί-
ΛΟΓΟΣ. ΗΓΟ. ΥΠΕΡΕΓΏ
32ν
κευση τής εικόνας του πατέρα. 'Έτσι οί ψυχαναλυτικές θεωρίες γιά τό ύπερεγώ δέν άργοϋν νά παραλύσουν, δσο τολμηρά καί άν ξεκίνησαν: αλλιώς θά έπρεπε νά έπεκταθοΰν στό παραχαϊδεμένο εγώ. Ό Φέρεντσι περιορίζει αμέσως τήν κριτική του: «ό αγώνας του» στρέφεται μόνο κατά τού μέρους τού ύπερεγώ πού έγινε ασυνείδητο καί έτσι δέν μπορεί νά έπηρεασθεί»363. Αύτό 6μως δέν έπαρκεί: ό διαπιστωμένος από τόν Κάντ ακα ταμάχητος χαρακτήρας τού καταναγκασμού τής συνείδησης συνίσταται. δπως τά αρχαϊκά ταμπού, σέ μιά τέτοια άσυνειδητοποίηση· άν ήταν νοητή μιά κατάσταση ολόπλευρης όρθολογικής άμεσης πραγματικότητας, δέν θά έγκαθιδρυόταν κανενός είδους ύπερεγώ. Προσπάθειες δπως ήδη έκείνες τού Φέρεντσι. πόσω μάλλον τών αναθεωρητών τής ψυχανάλυσης, οί όποιοι μαζί μέ άλλες ύγιεϊς απόψεις ύπογράφουν καί έκείνη γιά τό ύγιές ύπερεγώ. γιά μιά διαίρεση τού ύπερεγώ σέ ένα ασυνείδη το καί ένα προσυνειδητό καί κατά συνέπεια άθώο μέρος είναι άσκοπες· ή αντικειμενοποίησα καί αύτονόμηση. μέσω τής οποί ας ή ηθική συνείδηση γίνεται αρχή, άπό συστατική άποψη είναι ένα ξέχασμα καί κατ’ αύτό ξένη πρός τό εγώ. Ό Φέρεντσι τονί ζει έπιδοκιμαστικά δτι «ό κανονικός άνθρωπος έξακολουθεί νά διατηρεί στό προσυνειδητό του ένα σύνολο θετικών καί άρνητικών προτύπων»364. 'Αν δμως μιά έννοια είναι ύπό τήν αύστηρή καντιανή έννοια ετερόνομη. τέτοια είναι ή έννοια τού προτύ που. ένα αντίστοιχο τού επίσης σεβαστού γιά τόν Φέρεντσι «κανονικού ανθρώπου», ό όποιος προσφέρεται ενεργητικά καί παθητικά γιά κάθε εϊδους κοινωνική καταπίεση καί τόν όποιο ή ψυχανάλυση άκριτα, πιστεύοντας μοιραία στόν καταμερισμό τής έργασίας. προμηθεύεται άπό τήν ύφιστάμενη κοινωνία. Πό σο κοντά σέ έκείνη την καταπίεση πού μέχρι σήμερα παραμορ φώνει κάθε διδασκαλία περί ελευθερίας φθάνει ή ψυχανάλυση όταν γιά λόγους συμμόρφωσης καταπαύει τήν κριτική τού ύπε ρεγώ. τήν όποια ή ίδια εγκαινίασε, φαίνεται πολύ καθαρά σέ ένα χωρίο τού Φέρεντσι: «Όσο αύτό τό ύπερεγώ φροντίζει μέ μετριοπάθεια ώστε νά αισθάνεται κανείς ώς πολιτισμένος πολί
33«
Μ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΉΣ ΕΛΕΥΘΈΡΙΑΣ
της καί νά ένεργεϊ ώς τέτοιος, είναι ένας χρήσιμος μηχανισμός τόν όποιο δέν πρέπει νά διαταράσσουμε. Αλλά οί παθολογικές υπερβολές τού σχηματισμού τού ύπερεγώ... »Λ,\ Ό φόβος τών ύπερβολών είναι τό χαρακτηριστικό σημάδι τού ίδιου πολιτι σμένου αστού, πού κατά κανέναν τρόπο δέν μπορεί νά παραι τηθεί από τό υπερεγώ μαζί μέ τά άνορθολογικά του στοιχεία. Όσον αφορά τό έροίτημα πώς μπορεί κανείς νά διακρίνει τό κανονικό άπό τό νοσηρό υπερεγώ υποκειμενικά, σύμφωνα μέ ψυχολογικά κριτήρια, ή ψυχανάλυση, πού πολύ γρήγορα έγινε φρόνιμη, σιωπά, δπως καί ό μικροαστός ώς πρός τά δρια άνάμεσα σέ αύτό πού φυλάει μέσα του ώς φυσικό του εθνικό αίσθημα καί τόν εθνικισμό. Μοναδικό κριτήριο διάκρισης είναι τό κοινωνικό άποτέλεσμα. αλλά ή ψυχανάλυση δηλώνει αναρ μόδια νά κρίνει κατά πόσον αύτό είναι δίκαιο. Στοχασμοί πάνω στό υπερεγώ, δπως λέει ό Φέρεντσι. αλλά σέ αντίθεση πρός τά θεωρήματά του. είναι πραγματικά «μεταψυχολογικοί». Ή κρι τική τού ύπερεγώ θά έπρεπε νά γίνει κριτική τής κοινωνίας πού τό παράγει· δταν σιωπά απέναντι της. συντάσσεται πρόθυμα μέ τόν κυρίαρχο κοινωνικό κανόνα. Συνιστώντας τό ύπερεγώ λόγω τής κοινωνικής του χρησιμότητας ή επειδή είναι άναπόφευκτο. ένώ τό ίδιο, ώς καταναγκαστικός μηχανισμός, δέν μπορεί νά έχει τήν αντικειμενική ισχύ πού αξιώνει στό πλαίσιο δράσης τών ψυχολογικών κινήτρων, αναπαράγει κανείς καί σταθερο ποιεί μέσα στήν ψυχολογία τά άνορθολογικά στοιχεία, τά όποια ή ίδια προσπάθησε νά «ξεπαστρέψει». Αλλά αύτό πού συμβαίνει τόν τελευταίο καιρό είναι ή μετα τροπή τού ύπερεγώ σέ κάτι εξωτερικό καί επιφανειακό γιά τή χωρίς όρους προσαρμογή καί οχι ή άρση του μέσα σέ ένα λογικό δλον. Τά έφήμερα ίχνη έλευθερίας. οί άγγελιαφόροι τής δυνατό τητας πρός τήν εμπειρική ζωή. τείνουν νά γίνουν πιό σπάνια· ή ελευθερία τείνει πρός μιά όριακή τιμή. Δέν τολμά νά ξεπροβάλει κανονικά ούτε καν ώς συμπληρωματική ιδεολογία. Οί ιθύνοντες, πού στό μεταξύ διαχειρίζονται καί τήν ιδεολογία μέ σταθερό χέ ρι. ώς τεχνικοί τής προπαγάνδας φαίνεται δτι δέν άποδίδουν πιά
Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
331
μεγάλη δύναμη έλξης στην έλευθερία. ή όποια τώρα ξεχνιέται. ΤΙ ανελευθερία όλοχληρώνεται στην αόρατη όλότητά της. ή όποια δεν ανέχεται πιά τίποτε έξω άπό αύτήν, άπό δπου θά μπορούσε νά ιδωθεί καί νά χτυπηθεί. Ό κόσμος ως έχει γίνεται ή μόνη ιδε ολογία καί άνθρωπος είναι τά συστατικά της. Επικρατεί καί εδώ διαλεκτική δικαιοσύνη: την ύφίσταται τό άτομο, αρχέτυπο καί πράκτορας μιας μερικοκρατικής καί ανελεύθερης κοινωνίας. Ή έλευθερία. στην όποια πρέπει νά ελπίζει γιά τόν εαυτό του δέν θά μπορούσε πιά νά είναι απλώς ή δική του. αλλά θά έπρεπε νά είναι ή έλευθερία τού δλου. Ή κριτική στό άτομο όδηγεί πέρα άπό τήν κατηγορία τής έλευθερίας στό βαθμό πού ή δεύτερη έχει πλασθεί σύμφωνα μέ τήν εικόνα τού ανελεύθερου ατόμου. Ή αντίφαση, δτι γιά τή σφαίρα τού ατόμου δέν μπορεί νά διακηρυ χθεί ή έλευθερία τής βούλησης καί κατά συνέπεια καμμιά ηθική, ένώ χωρίς αύτή δέν μπορεί κάν νά διατηρηθεί ή ζωή τού ανθρώ πινου γένους, δέν μπορεί νά διευθετηθεί μέ τήν έπιβολή τών λε γομένων αξιών. Τό γεγονός δτι αύτές τίθενται ετερόνομα, δπως οί «νέοι πίνακες» τού Νίτσε. θά ήταν τό άντίθετο τής έλευθερίας. Ή έλευθερία δέν είναι δμως ανάγκη νά παραμείνει έκεϊνο άπό τό όποιο προήλθε καί έκεϊνο πού ήταν, καθώς μάλλον στήν έσωτερίκευση τού κοινωνικού καταναγκασμού ως ηθικής συνείδησης ώριμάζει μέ έκείνη τήν άντίσταση κατά τής κοινωνικής άρχής ή όποια τήν κρίνει βάσει τής προσωπικής άρχής ένα σύνολο δυνα τοτήτων πού θά ήταν άπαλλαγμένο άπό τόν καταναγκασμό. Ή κριτική τής ήθικής συνείδησης άποβλέπει στή διάσωση τέτοιων δυνατοτήτων, δχι βέβαια στό ψυχολογικό πεδίο, άλλά στήν άντικειμενικότητα μιας είρηνευμένης ζωής έλεύθερου άνθρώπου. Άν τελικά ή καντιανή ήθική. φαινομενικά παρά τήν αύστηρή της άξίωση γιά αύτονομία. συγκλίνει μέ τήν ήθική τών άγαθών36*, τό μή γεφυρο'ίσιμο μέσο) μιας έννοιολογικής σύνθεσης ρήγμα άνάμεσα στό κοινοίνικό ιδανικό καί τό ύποκειμενικό ιδανικό τού αύτοσυντηρητικού Λόγου διατηρεί εκεί τό δικαίωμά του γιά άλήθεια. Ή μομφή δτι στήν άντικειμενικότητα τού ήθικού νόμου απλούς άπολυτοποιεϊται επιδεικτικά ό υποκειμενικός Λόγος θά
ΚΑΤΑ TH1ΠΡΟΙΗΠΟΚΡΑ'ΓΙΑΙ
ήταν κάτι ύποδεέστερο. Ό Κάντ έκφράζει. σφαλερά καί παρα ποιημένα. αύτό πού δικαιολογημένα θά έπρεπε νά Απαιτηθεί κοινωνικά. Μιά τέτοια άντικειμενικότητα δένμπορεΐ νά μεταβιβασθεϊ στην υποκειμενική σφαίρα, δέν μπορεί νά αποδοθεί με όρους τής ψυχολογίας καί τής όρθολογτκότητας. άλλά έξακολουθεί νά ύπάρχει χωριστά από αυτήν τή σφαίρα, γιά κακό καί γιά καλό, ώσπου τό ειδικό καί τό γενικό συμφέρον νά συμφωνήσουν αντικειμενικά. Ή ηθική συνείδηση είναι τό στίγμα τής ντροπής τής ανελεύθερης κοινωνίας. Τό μυστικό σημείο τής φιλοσοφίας του ήταν καί γιά τόν Κάντ κατ' ανάγκη κρυφό: ότι τό ύποκείμενο γιά νά κάνει κάτι γιά τό όποιο τό θεωρούσε ικανό, νά μπορέσει νά συγκροτήσει τήν αντικειμενικότητα ή νά άντικειμενοποιηθεί μέ τήν πράξη του. πρέπει νά είναι πάντοτε από τή μεριά το κάτι Αντικειμενικό. Στό υπερβατικό ύποκείμενο. τόν καθαρό Λόγο πού εμφανίζεται ως αντικειμενικός, πλανάται ή πρωτοκαθεδρία τού αντικειμένου, χωρίς τήν όποια, ώς στοιχείο, δέν θά υπήρχαν ούτε οί καντιανές άντικειμενοποιητικές λειτουργίες τού υποκει μένου. Ή καντιανή έννοια τής ύποκειμενικότητας έχει στόν πυ ρήνα της μή προσωπικά χαρακτηριστικά. Ακόμη καί ό προσωπι κός χαρακτήρας τού υποκειμένου, πού γιά τό ίδιο είναι τό άμε σο. πιό κοντινό καί πιό βέβαιο από ότιδήποτε άλλο, είναι κάτι διαμεσολαβημένο. Δέν υπάρχει συνείδηση τού εγώ χωρίς κοινω νία. δπως δέν υπάρχει κοινωνία πέρα από τά άτομά της. Τά αιτήματα τού πρακτικού Λόγου πού υπερβαίνουν τό ύποκείμε νο. ό θεός, ή έλευθερία. ή αθανασία, έμπεριέχουν μιά κριτική στήν κατηγορηματική προσταγή, στόν καθαρό ύποκειμενικό Λό γο. Χωρίς αυτά τά αιτήματα αύτή ή προσταγή δέν θά μπορούσε καν νά νοηθεί, όσο καί αν ό Κάντ διαβεβαιώνει γιά τό αντίθετο* χωρίς ελπίδα δέν ύπάρχει καλό. Ή νομιναλιστική τάση παρασύρει τή σκέψη, ή όποια δέν μπορεί νά παραιτηθεί άπό τήν προστασία τής ηθικής ένόψει τής άμεσης βίας πού έκδηλώνεται παντού, νά συνδέει τήν ηθική μέ τό πρόσωπο σάν ένα ακατάλυτο αγαθό. Ή έλευθερία. πού μόνο μέ τή συγκρότηση μιας έλεύθερης κοινωνίας θά άναδυόταν. άνα-
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΙΑΣ
333
ζητείται εκεί δπου ή συγκρότηση τής ύφιστάμενης την άρνείται. δηλαδή στό έκάστοτε άτομο, πού θά τη χρειαζόταν, αλλά, όπως τό ίδιο είναι, δεν την έγγυάται. Ό στοχασμός πάνω στην κοινω νία παραλείπεται στην ηθική προσωποκρατία, δπως καί ό στο χασμός πάνω στό ίδιο τό πρόσωπο. Όταν τό πρόσωπο είναι εντελώς άποκολλημένο από τό γενικό, δεν μπορεί ούτε νά συ γκροτήσει τό γενικό, τό όποιο αντλείται τότε κρυφά από τίς ύφιστάμενες μορφές τής κυριαρχίας. Κατά τήν προφασιστική περίοδο δεν συμβιβάζονταν άσχημα ή προσωποκρατία καί οί φλυαρίες περί δεσμού, στή βάση τής άνορθολογικότητας. Τό πρόσωπο, ώς κάτι απόλυτο, άρνείται τή γενικότητα, πού πρέπει νά εξαχθεί έρμηνευτικά μέσα από αύτό. καί προσφέρει ψευδοδικαιολογίες στήν αύθαιρεσία. Ή χαρισματικότητα τού προσώπου είναι δανεισμένη από τόν ακαταμάχητο χαρακτήρα τού γενικού, ένώ τό πρόσωπο, αμφιβάλλοντας γιά τή νομιμότητά του. στήν ανάγκη της σκέψης άποσύρεται στόν εαυτό του. Ή αρχή του. ή άκλόνητη ένότητα. πού συνιστά τήν έαυτότητά του. αναπαράγει πεισματικά στό ύποκείμενο τήν κυριαρχία. Τό πρόσωπο είναι ό ιστορικά δεμένος κόμβος, ό όποιος θά έπρεπε νά λυθεί μέσα άπό τήν ελευθερία, δχι νά διαιωνισθεϊ· είναι ή παλαιά μαγεία τού γενικού, όχυρωμένη στό ειδικό. Όποια ήθικά συμπεράσμα τα βγαίνουν άπό αύτό παραμένουν τυχαία δπως ή άμεση ύπαρ ξη. Σέ άντιδιαστολή πρός τόν άρχαΐζοντα λόγο τού Κάντ περί προσωπικότητας τό πρόσωπο έγινε ταυτολογία γιά εκείνους πού δέν τούς άπομένει τίποτε άλλο άπό τό χωρίς έννοιες «αύτό εδώ» τής ύπαρξής τους. Ή ύπέρβαση πού άναμένουν μερικές νεοοντολογίες άπό τό πρόσωπο ύπερυψώνει μόνο τή συνείδησή τους. Ή συνείδηση δμως δέν θά ύπήρχε χωρίς εκείνο τό γενικό τό όποιο ή άναδρομή στό πρόσωπο θέλει νά άποκλείσει ώς ηθι κή βάση. Γι’ αύτόν τό λόγο ή έννοια τού προσώπου καί οί εκδο χές της. δπως ή σχέση έγώ-έσύ. έχουν προσλάβει τή λαδερή χροιά τής μή πιστευόμενης θεολογίας. "Οπως δέν μπορεί νά προεξοφληθεϊ ή έννοια ένός σωστού άνθρώπου, έτσι δέν θά έμοιαζε ό ’ίδιος μέ τό πρόσωπο, τό καθαγιασμένο άντίγραφο τής
.1.«
ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΙΑΣ
ίδιας του τής αυτοσυντήρησης. Από τή σκοπιά τής φιλοσοφίας τής ιστορίας ή προαναφερόμενη έννοια προϋποθέτει αφενός όπωσδήποτε τό υποκείμενο που έχει άντικειμενοποιηθεί ώς χα ρακτήρας. άφετέρου τή διάλυσή του. Πλήρης άδυναμία του έγώ. τό πέρασμα τών ύποκειμένων σέ μιά παθητική καί άτομιστική. τρόπον τινά ανακλαστική συμπεριφορά, είναι ταυτόχρονα ή δίκη πού άξιζε στό πρόσωπο, στό όποιο ή οικονομική αρχή τής ιδιο ποίησης έλαβε άνθρωπολογικό χαρακτήρα. Αύτό πού θά μπο ρούσε νά θεωρήσει κανείς ώς νοητό χαρακτήρα τών ανθρώπων δέν είναι ή ιδιότητά τους ώς προσώπων, άλλά αύτό πού τούς ξε χωρίζει άπό την ύπαρξή τους. Αύτό τό διακριτικό χαρακτηριστι κό εμφανίζεται στό πρόσωπο κατ ανάγκη ώς μή ταυτόσημο. Κάθε ανθρώπινη παρόρμηση πρός τό καλύτερο δέν είναι μόνο Λόγος, στη γλώσσα τού Κάντ, άλλά καί βλακεία σύμφωνα μέ τά κριτήρια τού Λόγου. Ανθρώπινοι είναι οί άνθρωποι μόνον όπου δέν ενεργούν ώς πρόσωπα καί ακόμη περισσότερο δέν τίθενται ώς τέτοια· τό διάχυτο τής φύσης, όπου δέν είναι πρόσωπα, μοι άζει μέ τη γραμμογράφηση ένός νοητού όντος. έκείνου τού έαυτού πού θά ήταν απαλλαγμένο άπό τό εγώ* ή σύγχρονη τέχνη τό διαισθάνεται ώς ένα βαθμό. Τό υποκείμενο είναι τό ψέμα, διότι στό όνομα τής άπολυτότητας τής κυριαρχίας του δέν παραδέχε ται τούς άντικειμενικούς καθορισμούς του· υποκείμενο θά ήταν μόνον αύτό πού θά άπαλλασσόταν άπό ένα τέτοιο ψέμα καί μέ τή δική του δύναμη, πού όφείλεται στήν ταυτότητα, θά άπέβαλλε άπό πάνω του τό καλούπι αύτής τής ταυτότητας. Στον ιδεο λογικό τερατώδη χαρακτήρα τού προσώπου μπορεί νά άσκηθεί κριτική άπό μέσα. Τό ούσιώδες. πού σύμφωνα μέ αυτή τήν ιδεο λογία προσδίδει κύρος στό πρόσωπο, δέν ύπάρχει. Οί άνθρωποι, χωρίς καμμιά εξαίρεση, δέν έχουν βρει άκόμη τόν εαυτό τους. Ύπό τήν έννοια τού εαυτού είναι θεμιτό νά νοούμε τή δυνατότη τά τους, ή οποία βρίσκεται σέ έπικριτική άντίθεση πρός τήν πραγματικότητα τού έαυτού. Μεταξύ άλλων καί γι’ αυτόν τό λόγο δέν μπορούμε νά μιλάμε σοβαρά γιά αύτοαλλοτρίωση. Παρά τίς καλύτερες έγελιανές καί μαρξικές'** μέρες πού έζησε. ή
ΚΑΤΑ ΊΉΣ ΠΡΟΣΩΠΟΚΡΑΤΙΑΣ
335
έξαιτίας τους, ή έννοια τής αύτοαλλοτρίωσης έχει καταλήξει στήν απολογητική, διότι μέ μιά πατρική έκφραση στό πρόσωπο μάς δίνει νά καταλάβουμε πώς ό άνθρωπος δήθεν έχει άποσκιρτήσει από ένα είναι καθ’ έαυτό που ήταν πάντοτε, ενώ ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο καί κατά συνέπεια άπό αναδρομές σέ τέτοι ες άρχάς δέν μπορεί νά έλπίζει τίποτε άλλο έκτος άπό την ύποταγή του στήν αύθεντία. δ.τι είναι άκριβώς ξένο πρός τόν ίδιο. Τό γεγονός ότι αυτή ή έννοια δέν εμφανίζεται πιά στό Κεφάλαιο του Μάρξ δέν οφείλεται μόνο στήν οικονομική θεματολογία του έργου, αλλά έχει φιλοσοφικό νόημα. - Ή άρνητική διαλεκτική δέν σταματάει μπροστά στόν κλειστό καί ένιαίο χαρακτήρα τής ύπαρξης, τής σταθερής έαυτότητας τού εγώ. ούτε μπροστά στό δχι λιγότερο άποστεωμένο άντίθετο αύτής τής ένότητας. τόν ρό λο, ό όποιος χρησιμοποιείται άπό τη σύγχρονη υποκειμενική κοινωνιολογία ώς οικουμενικό αντίδοτο, ώς τελευταίος προορι σμός τής κοινωνικοποίησης, κάτι άνάλογο πρός την ύπαρξη τής έαυτότητας σέ μερικούς όντολόγους. Σήμερα ή έννοια τού ρό λου επικυρώνει τη στρεβλή καί κακή άποπροσωποποίηση: ή άνελευθερία. πού απλώς γιά χάρη τής πλήρους προσαρμογής παίρνει τή θέση τής αύτονομίας ή οποία κατακτήθηκε μέ κόπους καί τελεί ύπό ανάκληση, είναι κατώτερη καί οχι ανώτερη τής ελευθερίας. Ή ανάγκη τού καταμερισμού τής εργασίας ύποστασιοποιεϊται μέ την έννοια τού ρόλου ώς φιλοτιμία καί άρετή. Μέ αυτή την έννοια τό έγώ επιβάλλει στόν έαυτό του ακόμη μιά φορά έκεϊνο στό όποιο τό καταδικάζει ή κοινωνία. Τό απελευ θερωμένο έγώ. μη φυλακισμένο πιά στην ταυτότητά του. δέν θά ήταν πλέον καταδικασμένο νά παίζει ρόλους. Ό.τι θά άπέμενε στην κοινωνία άπό τόν καταμερισμό τής εργασίας, άν μειωθεί ριζικά ό χρόνος εργασίας, θά έχανε την τρομακτική του δύναμη νά διαμορφώνει απόλυτα τά άτομα. Ή ύλική σκληρότητα τού έαυτού καί ή υπηρετική του ετοιμότητα καί διαθεσιμότητα γιά τούς κοινωνικά έπιθυμητούς ρόλους είναι συνένοχοι. Τήν ταυτό τητα δέν πρέπει νά τήν απορρίπτουμε άφηρημένα ούτε στη σφαίρα τής ηθικής, αλλά νά τή διατηρούμε στήν αντίστασή μας.
AllONPOmilOllOIHIH και viiapsiakii οντολογία
προχειμένου νά περάσει κάποτε στό Αλλο της. Ή παρούσα κα τάσταση είναι καταστρεπτική: άπώλεια τής ταυτότητας γιά χά ρη τής άφηρημενης ταυτότητας, τής γυμνής αυτοσυντήρησης. Ό αμφίστομος χαρακτήρας τού εγώ βρήκε τήν έκφρασή του στήν υπαρξιακή όντολογία. Ή αναδρομή στήν ύπαρξη δπως καί ή σύλληψη τής αύθεντικότητας σέ αντιδιαστολή πρός «τούς πολλούς» άνεβάζουν τήν ιδέα τού Ισχυρού, ένιαίου. «αποφασι σμένου» εγώ στη σφαίρα τής μεταφυσικής* τό Είναι χαί χρόνος έπέδρασε σάν μανιφέστο τής προσωποκρατίας. Καθώς δμως ό Χάιντεγγερ ερμήνευσε τήν ύποκειμενικότητα ώς έναν τρόπο τού είναι ύπερκείμενο τής σκέψης, ή προσωποκρατία πέρασε ήδη στό αντίθετό της. Τό δείχνει γλωσσικά τό γεγονός δτι γιά τό υποκείμενο έπέλεξε άπροσωπικές έκφράσεις όπως τό «έδώ είναι» (Dasein) καί ή ύπαρξη (Existenz). Αυτή ή χρήση επαναφέ ρει απαρατήρητα τήν ίδεαλιστική γερμανική, κρατικιστική ηγε μονία τής ταυτότητας πέρα από τόν ίδιο της τόν φορέα, τό υπο κείμενο. Στήν άποπροσωποποίηση. τήν αστική απαξίωση τού ταυτόχρονα εξυμνούμενου ατόμου, βασιζόταν ήδη ή διαφορά ανάμεσα στήν υποκειμενικότητα ώς γενική αρχή τού άτομοποιημένου εγώ -στη γλώσσα τού Σέλλινγκ: τής έγωικότητας- καί τού ίδιου τού άτομοποιημένου εγώ. Ή ουσία τής ύποκειμενικότητας ώς ύπαρξης, ένα θέμα τού Είναι χαί χρόνος. μοιάζει μέ αύτό πού απομένει άπό τό πρόσωπο, δταν δεν είναι πλέον πρόσωπο. Οί σχετικοί λόγοι δέν είναι ανάξιοι περιφρόνησης. Τό σύμμετρο πρός τό εύρος τής γενικής έννοιας τού προσώπου, ή ατομική του συνείδηση, είναι πάντοτε καί κάτι φαινομενικό, διαπλεγμένο μέ τήν άνεξάρτητη άπό τό υποκείμενο αντικειμενικότητα, ή όποια σύμφωνα τόσο μέ τήν ίδεαλιστική όσο καί τήν όντολογική διδα σκαλία έχει τή βάση της στό καθαρό υποκείμενο. 'Οτιδήποτε μπορεί τό εγώ νά διαπιστώσει ένδοσκοπικά ώς εγώ είναι και μή εγώ* ή άπόλυτη έγωικότητα δέν μπορεί νά διαπιστωθεί εμπειρι κά* σέ αύτό όφείλεται ή δηλωμένη άπό τόν Σοπενχάουερ δυ σκολία νά άντιληφθεί κανείς συνειδητά τόν εαυτό του. Τό έσχα το δέν είναι έσχατο. Ή άντικειμενική έκφραση άπόλυτος ιδεαλι
ΑΠΟΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΜΣΗ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΉ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
337
σμός τού Χέγκελ. τό ισοδύναμο τής άπόλυτης υποκειμενικότη τας. άνταποκρίνεται σέ αύτήν τή διαπίστωση. Όσο πιό ριζικά δμως τό άτομο χάνει αύτό πού κάποτε λεγόταν αύτοσυνείδησή του. τόσο πιό πολύ αύξάνεται ή άποπροσωποποίηση. Τό γεγο νός ότι στόν Χάιντεγγερ ό θάνατος έγινε ή ούσία τής ύπαρξης κωδικοποιεί τή μηδαμινότητα τού απλού είναι δι’ εαυτόν του ανθρώπου'*8. Ή ζοφερή απόφαση γιά άποπροσωποποίηση υπο κύπτει όμως έπαναστροφικά σέ μία μοίρα πού μοιάζει αναπό φευκτη άντί νά παραπέμπει πέρα από τό πρόσωπο μέσω τής ιδέας ότι τό πρόσωπο άποκτά αύτό πού τού άνήκει. Ή άπροσωπικότητα τοΰ Χάιντεγγερ είναι γλωσσικά σκηνοθετημένη. ένα πολύ εύκολο προϊόν, αποκτημένο με τήν παράλειψη τού μόνου πού κάνει τό ύποκείμενο ύποκείμενο. Ό Χάιντεγγερ σκέφτεται παραβλέποντας τόν κόμβο τού ύποκειμένου. Ή προοπτική τής άποπροσωποποίησης δέν θά προσέφερε στήν άφηρημένη άραίωση τής ύπαρξης τήν καθαρή της δυνατότητα, άλλά μόνο στήν ανάλυση τών ύπαρχόντων ένδοκοσμικών ύποκειμένων. Σέ αυτή δέν προχωρεί ή χαϊντεγγεριανή ανάλυση τής ύπαρξης- αύτό επι τρέπει στά άπροσωπικά του ύπαρκτικά χαρακτηριστικά νά αποδίδονται τόσο άκοπα σέ πρόσωπα. Ή μικροανάλυσή τους είναι αφόρητη γιά τήν αυταρχική σκέψη: στήν έαυτότητα θά συ ναντούσε τήν αρχή κάθε κυριαρχίας. Γιά τήν ύπαρξη όμως γενι κά. σάν κάτι άπροσωπικά, μπορεί κανείς νά μιλάει χωρίς ενδοι ασμούς. σάν νά ήταν κάτι υπεράνθρωπο καί έντούτοις ανθρώπι νο. Στήν πραγματικότητα ή συνολική κατάσταση τών ζωντανών ανθρώπων, σάν ένα λειτουργικό πλαίσιο πού αντικειμενικά είναι προγενέστερο όλων τους, κινείται πρός κάτι μή προσωπικό ύπό τήν έννοια τής άνωνυμίας. Γι’ αύτό παραπονιέται ή γλώσσα τού Χάιντεγγερ. όπως άκριβώς άντικατοπτρίζει καταφατικά αυτή τήν κατάσταση πραγμάτων ώς κάτι ύπερπροσωπικό. Ή φρίκη τής άποπροσωποποίησης θά μπορούσε νά συλληφθεί μόνον άν κατανοηθεΐ ή ύλικότητα τού ίδιου τού προσώπου, τό όριο τής έγωικότητας. τό όποιο έπιβλήθηκε άπό τήν ισότητα τού έαυτού μέ τήν αύτοσυντήρηση. Στόν Χάιντεγγερ ή λογική άπροσωπικά-
338
ΑΓΙΟΙΙΡΟΣΙΙΙΙΟΙΙΟΙΗΣΜ ΚΛΙ ΥΙΙΑΡΕΙΑΚΙΙ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
τητα παραμένει πάντοτε ή όντολογίχοποίηση τού προσώπου, χωρίς νά συλλαμβάνεται τό ίδιο. Η γνώση τής κατάστασης στην όποια έφθασε ή συνείδηση με τήν εγκατάλειψη τής ζωντανής της ουσίας έχει αναδρομική ισχύ: τόση υλική ύπόσταση είχε πάντο τε ή έγωικότητα. Στόν πυρήνα τού υποκειμένου ύπάρχουν οί άντικειμενικοί δροι τούς οποίους δεν έπιτρέπεται νά παραδέχε ται. γιά χάρη τής απολυτότητας τής κυριαρχίας του. καί οί όποιοι είναι οί οροί τής ίδιας τής κυριαρχίας. Τό υποκείμενο θά έπρεπε νά απαλλαγεί άπό αύτούς τούς δρους τής κυριαρχίας. Προϋπόθεση τής ταυτότητάς του είναι τό τέλος τού καταναγκα σμού γιά ταυτότητα. Αύτό εμφανίζεται μόνο παραμορφωμένο στην υπαρξιακή οντολογία. Τίποτε όμως δέν είναι πιά σημαντι κό. άν δέν διεισδύει στη ζώνη τής άποπροσωποποίησης καί τής διαλεκτικής της. Αύτή ή ζώνη, την όποια ό Χάιντεγγερ αγγίζει, γίνεται σέ αυτόν απαρατήρητα παραβολή τού διοιχούμενου κό σμου καί συμπλήρωμα τού απεγνωσμένα ένισχυμένοο ορισμού τής υποκειμενικότητας. Μόνο στην κριτική τής υποκειμενικότη τας θά έβρισκε τό αντικείμενό του αύτό πού ό ίδιος, υπό τήν ονομασία άποδόμηση. προορίζει γιά τήν ιστορία τής φιλοσοφίας. Ή διδασκαλία τού άντιμεταφυσικού Φρόυντ γιά τό «αύτό»38* βρίσκεται πιό κοντά στή μεταφυσική κριτική τού ύποκειμένου άπό τή μεταφυσική τού Χάιντεγγερ. ή όποια δέν θέλει νά είναι μεταφυσική. Άν ό ρόλος, ή ετερονομία πού έπιβάλλεται άπό τήν αύτονομία. είναι ή νεότερη άντικειμενική μορφή τής δυστυχισμέ νης συνείδησης, άπό τήν άλλη μεριά δέν υπάρχει ευτυχία παρά μόνον δπου ό εαυτός δέν είναι ό έαυτός. Άν υπό τήν άμετρη πίεση πού τόν βαραίνει, ό έαυτός ως σχιζοφρενικός ξαναπέφτει στήν κατάσταση τής διάλυσης καί τής πολυσημίας άπό τήν όποια τό υποκείμενο ιστορικά έχει ξεφύγει μέ τούς άγώνες του. ή διάλυση τού ύποκειμένου είναι ταυτόχρονα ή εφήμερη καί κα ταδικασμένη εικόνα ενός δυνατού ύποκειμένου. Άν κάποτε ή ελευθερία του άνέστελλε τόν μύθο,τό υποκείμενο θά άπελευθερωνόταν άπό τόν εαυτό του ώς τόν τελευταίο μύθο. Ούτοπία θά ήταν ή χωρίς θυσία μή ταυτότητα τού ύποκειμένου.
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ ΗΘΙΚίΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
339
Τό καντιανό μένος κατά τής ψυχολογίας εκφράζει, πλάι στό φόβο μήπως ξαναχαθεί τό μικρό κομματάκι τού νοητού κόσμου πού με κόπο είχε συλληφθεΐ. καί τήν αυθεντική άντίληψη ότι οί ήθικές κατηγορίες τού ατόμου είναι κάτι περισσότερο άπό άτομικές. Ή πτυχή τους πού σύμφωνα μέ τό μοντέλο τής κα ντιανής έννοιας τού νόμου άποκαλύπτεται ώς κάτι γενικό είναι στά κρυφά κάτι κοινωνικό. Μία άπό τίς όχι λιγότερο σημαντι κές λειτουργίες τής έστω ίριδίζουσας έννοιας τής άνθρωπότητας στήν Κριτική τού πρακτικού Λόγου είναι ότι ό καθαρός Λό γος. ώς γενικός, ισχύει γιά όλα τά άνθρώπινα όντα: ένα σημείο αδιαφορίας τής καντιανής φιλοσοφίας. Άν ή έννοια τής γενικό τητας σχηματίσθηκε βάσει τού πλήθους τών υποκειμένων καί στή συνέχεια αύτονομήθηκε ώς λογική αντικειμενικότητα τού Λόγου, στήν όποια όλα τά μεμονωμένα υποκείμενα καί φαινο μενικά κάθε υποκειμενικότητα ώς τέτοια εξαφανίζονται, ό Κάντ έπιθυμεϊ. βαδίζοντας πάνω στή στενή ακρώρεια ανάμεσα στή λογική άπολυτοκρατία καί τήν ολική εμπειρική ισχύ, νά επιστρέφει σέ εκείνο τό ον τό όποιο ή λογική τής συνέπειας τού συστήματος προηγουμένως είχε εξορίσει. Κατ’ αυτό ή άντιψυχολογική ηθική φιλοσοφία συμφωνεί μέ μεταγενέστερες ψυχο λογικές διαπιστώσεις. ’Αποκαλύπτοντας ότι τό υπερεγώ είναι ένας έσωτερικευμένος κοινωνικός κανόνας, ή ψυχολογία σπάζει τούς μοναδολογικούς φραγμούς της. οί όποιοι είναι κοινωνικά προϊόντα. Τήν άντικειμενικότητά της απέναντι στούς ανθρώ πους ή ήθική συνείδηση τήν αντλεί άπό τήν άντικειμενικότητά τής κοινωνίας στήν όποια καί μέσω τής όποιας ζούν καί ή όποια φθάνει μέχρι τόν πυρήνα τής άτομικής τους σύστασης. 'Αδιαχώ ριστα διαπλεγμένα μεταξύ τους είναι σέ αύτή τήν άντικειμενικότητα τά άνταγωνιστικά στοιχεία: ό έτερόνομος καταναγκα σμός καί ή ιδέα μιάς άλληλεγγύης πού ξεπερνά τά άποκλίνοντα άτομικά συμφέροντα. Αύτό πού άναπαράγει πάνω στήν ήθική συνείδηση ό άνθεκτικός καί καταπιεστικός τερατώδης χαρα κτήρας τής κοινοίνίας είναι τό άντίθετο τής ελευθερίας καί πρέ πει νά άπομαγικοποιηθεί μέ τή διαπίστωση τού δικού του κα
.140
ΓΟ ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ Ι1ΘΙΚΉ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
θορισμού. ενώ ό γενικός κανόνας, τόν όποιο ή ηθική συνείδη ση370 οίκειοποιείται άσυνείδητα. μαρτυρεί γιά τό στοιχείο τής κοινωνίας πού παραπέμπει πέρα άπό τή μερικότητα ώς Αρχή τής ολότητάς της. Είναι τό στοιχείο τής Αλήθειας της. Δέν μπο ρεί νά δοθεί μιά έγκυρη Απάντηση στό έρώτημα σχετικά μέ τό δίκαιο ή άδικο τής ήθικής συνείδησης, διότι στην ϊδια την ήθική συνείδηση ενυπάρχει τό δίκαιο καί τό άδικο καί καμμιά άφηρημένη κρίση δέν θά μπορούσε νά τά διαχωρίσει: μόνο πάνω στην καταπιεστική της μορφή σχηματίζεται ή άλληλέγγυα μορφή πού αίρει την πρώτη. Γιά την ήθική φιλοσοφία είναι ουσιώδες ότι ανάμεσα στό άτομο καί τήν κοινωνία δέν ύπάρχει διαφορά ούτε είναι αυτά τά δύο συμφιλιωμένα. Τό κακό τής γενικότητας φα νερώνεται πάνω στήν κοινωνικά μή έκπληρωμένη αξίωση τού άτόμου. Αυτό είναι τό ύπερατομικό περιεχόμενο αλήθειας τής κριτικής πάνω στήν ήθική. ’Αλλά τό άτομο, πού. ένοχο λόγω Ανάγκης, γίνεται έσχατη πραγματικότητα καί απολυτοποιείται, υποκύπτει μέ τή σειρά του στή φαινομενικότητα τής άτομιστικής κοινωνίας καί παραγνωρίζει τόν εαυτό του· αυτό τό άντιλήφθηκε καλά πάλι ό Χέγκελ. καί μάλιστα πιό καθαρά εκεί όπου παρέχει υποστήριξη στήν αντιδραστική κατάχρηση. Ή κοινωνία πού αδικεί τό άτομο μέ τή γενική της αξίωση έχει καί δίκιο Απέναντι του, καθόσον στό άτομο Αποστασιοποιείται ή κοινωνική Αρχή τής αστόχαστης αύτοεπιβεβαίωσης καί υπερί σχυσης. πού είναι επίσης τό κακό γενικό. Ή κοινωνία τό μετράει μέ τό ίδιο μέτρο. Ή πρόταση τού όψιμου Κάντ, ότι ή ελευθερία κάθε Ανθρώπου πρέπει νά περιορίζεται μόνο στό βαθμό πού παραβλάπτει τήν ελευθερία ενός άλλοι/71. κρυπτογραφεί μιά κατάσταση συμφιλίωσης πού δέν θά βρισκόταν μόνο πάνω άπό τό κακό γενικό, τόν καταναγκαστικό μηχανισμό τής κοινωνίας. Αλλά καί πάνω άπό τό πωρωμένο άτομο, στό όποιο αυτός ό καταναγκαστικός μηχανισμός άναπαράγεται μικροκοσμικά. Τό έρώτημα σχετικά μέ τήν ελευθερία δέν Απαιτεί ούτε ένα ναί ούτε ένα όχι. Αλλά μιά θεωρία πού θά στέκεται τόσο πάνω άπό τήν υφιστάμενη κοινωνία όσο καί πάνω άπό τήν ύφιστάμενη
ΙΌ ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ H0IKH ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
341
ατομικότητα. Αντί νά επικυρώνει τη σκληρή αρχή τού ύπερεγώ πρέπει νά αναπτύσσει τή διαλεκτική μεταξύ τού άτόμου καί του άνθρώπινου γένους. Ή αύστηρότητα τού ύπερεγώ είναι απλώς ή ανακλαστική άντίδραση στό γεγονός δτι αύτό τό εμποδίζει ή ανταγωνιστική κοινωνία. Απελευθερωμένο θά ήταν τό υποκείμε νο μόνον ώς συμφιλιωμένο μέ τό μή εγώ. όπότε θά στεκόταν καί πάνω από τήν ελευθερία πού συμμαχεί μέ τόν άντίποδά της. τήν καταπίεση. Πόση έπιθετικότητα ύπάρχει μέχρι τώρα στήν ελευ θερία γίνεται φανερό κάθε φορά πού άνθρωποι μέσα στή γενική ανελευθερία ενεργούν σάν ελεύθεροι. Όσο όμως σέ μιά κατά σταση ελευθερίας τό άτομο δέν θά διαφύλασσε μέ πείσμα τήν παλαιά μερικοκρατία -ή ατομικότητα είναι τόσο ένα προϊόν τής πίεσης όσο καί τό δυναμικό κέντρο πού άντιστέκεται σέ αυτή-, τόσο λίγο θά συμβιβαζόταν μιά τέτοια κατάσταση μέ τή σημερι νή έννοια τής συλλογικότητας. Τό γεγονός ότι στίς χώρες πού σήμερα μονοπωλούν τήν όνομασία τού σοσιαλισμού συνιστάται άμεσα ό κολλεκτιβισμός. ώς ύποταγή τού άτόμου στήν κοινωνία, διαψεύδει τόν σοσιαλισμό τους καί ένισχύει τόν ανταγωνισμό. Ή άποδυνάμωση τού εγώ άπό μιά κοινωνικοποιημένη κοινωνία πού ακούραστα συναθροίζει τούς ανθρώπους καί. τόσο κυριολε κτικά όσο καί μεταφορικά, τούς κάνει ανίκανους νά είναι μόνοι φανερώνεται στά παράπονα γιά τήν απομόνωση όσο καί ή αλη θινά αφόρητη ψυχρότητα πού μέ τήν έπεκτεινόμενη σχέση άνταλλαγής απλώνεται παντού καί προεκτείνεται μέσα στό αυταρχικό καθεστώς τών δήθεν λαϊκών δημοκρατιών, πού δέν λαμβάνει ύπόψη τίς ανάγκες τών ύποκειμένων. Ή ιδέα ότι σέ μιά ένωση ελεύθερων άνθρώπων οί ίδιοι θά έπρεπε συνεχώς νά συγκεντρώνονται ανήκει στόν κύκλο τών παραστάσεων πού σχετίζονται μέ τίς όμαδικές πορείες, τίς φάλαγγες, τό κούνημα σημαιούν. τούς πανηγυρικούς τών ηγετών. Αύτά ευδοκιμούν όσο ή κοινωνία άνορθολογικά θέλει νά συγκολλήσει τά καταναγκαστικά μέλη της· άντικειμενικά δέν είναι απαραίτητα. Ό κολλεκτιβισμός καί ό άτομισμός άλληλοσυμπληρώνονται στό ψεύδος. Εναντίον καί τών δύο διαμαρτυρήθηκε ή θεωρητική-είκοτολογι-
ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΤΟΜΟ ΣΤΗΝ ΙΙΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
κή φιλοσοφία της Ιστορίας άπό τόν Φίχτε καί έξης με τη διδα σκαλία γιά την κατάσταση τής πλήρους άμαρτωλότητας καί αργότερα μέ τήν κατάσταση τού χαμένου νοήματος. Ή νεωτερικότητα ταυτίζεται μέ έναν κόσμο πού έχασε τη μορφή του, ένώ ό Ρουσσώ δίδαξε πρώτος τήν άνασκοπική εχθρότητα κατά τής δικής του εποχής λαμβάνοντας ώς άφορμή τήν τελευταία μεγάλη τεχνοτροπία: ή αποστροφή του αφορούσε αύτό πού θεωρούσε υπερβολική δόση μορφής, άλλοίωση τής φύσης τής κοινωνίας. Είναι καιρός νά καταγγελθεί ή εικόνα ένός κόσμου κενού νοή ματος. ή όποια άπό κρυπτογραφικό σημείο τής λαχτάρας έκφυλίσθηκε σέ σύνθημα μανιακών τής τάξης. Πουθενά στόν κόσμο δέν είναι αύτό πού τής πιστοποιούν οί φυσικοεπιστημονικρί απολογητές του: «ανοιχτή»372, όπως δέν είναι έπίσης πουθενά χωρίς μορφή. Ή πίστη ότι είναι έτσι προήλθε άπό τίς καταστρο φές πού ύπέστησαν οί πόλεις καί ή ύπαιθρος άπό τήν άνενδοίαστα εξαπλωνόμενη βιομηχανία, άπό έλλειψη καί όχι άπό μιά ύπερβολή όρθολογικότητας. Δυνητικά προσφέρει ιδεολογίες όποιος άνάγει τήν άπώλεια μορφής σέ μεταφυσικές διαδικασίες άντί νά τή χρεώνει στίς σχέσεις καί συνθήκες τής υλικής παρα γωγής. Μέ τήν άλλαγή αύτών τών σχέσεων θά μπορούσε νά μετριασθεϊ ή εικόνα τής βίας μέ τήν όποια εμφανίζεται ό κόσμος στους άνθρώπους, πού βιαιοπράγησαν σέ βάρος του. Τό γεγο νός ότι εξαφανίσθηκαν οί ύπερατομικοί δεσμοί -πού στήν πραγ ματικότητα δέν έξαφανίσθηκαν- δέν θά ήταν άπό μόνο του κα κό· έτσι καί τά άληθινά χειραφετημένα έργα τέχνης τού εικο στού αιώνα δέν είναι χειρότερα άπό εκείνα πού ευδοκίμησαν στό πλαίσιο τών τεχνοτροπιών άπό τίς όποιες δικαιολογημένα ή νεωτερικότητα άπαλλάχθηκε. Όπως μέσα σέ έναν καθρέφτη άντιστρέφεται ή εμπειρία ότι σύμφωνα μέ τό επίπεδο τής συνεί δησης καί τών υλικών παραγωγικών δυνάμεων άναμένεται άπό τούς άνθρώπους πώς θά είναι ελεύθεροι, ότι αύτό τό άναμένουν καί άπό τόν εαυτό τους καί ότι δέν είναι έλεύθεροι. ένώ στήν κατάσταση τής ριζικής άνελευθερίας τους δέν άπομένει κανένας τύπος σκέψης, συμπεριφοράς και. γιά νά τό πούμε μέ έναν έπο-
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
.143
νείδιστο όρο, «αξίας» πού θά επιθυμούσαν οί άνθρωποι ώς άνελεύθεροι. Ή θρηνολογία γιά τήν έλλειψη δεσμών έχει τή ρίζα του σέ μιά κατάσταση της κοινωνίας πού προβάλλει απατηλά τήν έλευθερία χωρίς νά την πραγματοποιεί. Ελευθερία υπάρχει μόνο, αρκετά άμυδρή, στό εποικοδόμημα· ή αέναη άποτυχία της έκτρέπει τη λαχτάρα πρός την ανελευθερία. Τό ερώτημα σχετικά με τό νόημα τής ύπαρξης είναι ίσως στό σύνολό του έκφραση αύτής τής δυσαναλογίας. Μαύρα σύννεφα κρύβουν τόν όρίζοντα μιας κατάστασης έλευθερίας. στήν όποια δεν θά υπήρχε πλέον ανάγκη γιά κατα πίεση καί ηθική, επειδή οί όρμές δέν θά είχαν πλέον λόγο νά εκδηλώνονται καταστρεπτικά. Ηθικά ερωτήματα δέν τίθενται μέ έγκυρο τρόπο μέ τήν αηδιαστική μορφή παρωδίας, τή σεξουαλι κή καταπίεση, αλλά μέ προτάσεις δπως: δέν πρέπει νά ύπάρχουν βασανιστήρια· δέν πρέπει νά υπάρχουν στρατόπεδα συγκέ ντρωσης. ενώ όλα αυτά εξακολουθούν νά ύφίστανται στήν Αφρι κή καί τήν Ασία καί απλώς άπωθούνται από τή συνείδηση, διότι ή άνθρωπιά τού πολιτισμού είναι, όπως πάντοτε, απάνθρωπη απέναντι στούς άδιάντροπα στιγματιζόμενους από αύτήν ώς απολίτιστους. Άν όμως ένας ηθικός φιλόσοφος άρπαζε αύτές τίς προτάσεις καί θριαμβολογούσε νομίζοντας πώς τσάκωσε τούς κριτικούς τής ήθικής νά αναφέρουν καί αύτοί τίς άξιες πού με ικανοποίηση διακηρύσσουν οί ηθικοί φιλόσοφοι, τό συμπέρασμά τους θά ήταν εσφαλμένο. Αληθείς είναι οί προτάσεις ώς παρώ θηση όταν ανακοινώνεται ότι κάπου έγιναν βασανισμοί. Δέν επι τρέπεται νά έκλογικεύονται· ώς άφηρημένη αρχή θά περιέρχο νταν αμέσως στήν κακή άπειρότητα τής λογικής παραγωγής καί τής ισχύος τους. Ή κριτική τής ήθικής αφορά τή μεταφορά τής λογικής τής συνέπειας στή συμπεριφορά τών ανθρώπων, όπου ή αυστηρή λογική συνέπεια γίνεται όργανο ανελευθερίας. Μέ τήν έπιδίωξη μιάς αδυσώπητης εκλογίκευσης θά άρνιόταν κανείς τήν παρώθηση, τόν γυμνό σωματικό-φυσικό φόβο καί τό συναίσθημα τής άλληλεγγύης μέ τά βασανίσιμα, όπως λέει ό Μπρέχτ. σώμα τα. μιά παρόρμηση πού ενυπάρχει στήν ηθική συμπεριφορά· τό
344
ΠΑ ΠΙΝ ΚΑΙΛΓΓΑΙΙΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
πιό επείγον καί επιτακτικό θά γινόταν καί πάλι άντικείμενο μιας θεώρησης χωρίς πρακτική χλευάζοντας έτσι την ίδια την έπιτακτικότητά του. Ή διαφορά μεταξύ θεωρίας καί πράξης υπονοεί θεωρητικά ότι ή πράξη δέν μπορεί νά άναχθεί καθαρά στη θεω ρία. όπως δέν μπορεί νά σταθεί καί χωρίς αυτήν. Ή θεωρία καί ή πράξη δέν μπορούν νά συγκολληθούν σέ ενιαία σύνθεση. Τό αδιαχώριστο θά ζούσε μόνο στά άκρα.στήν αυθόρμητη παρώθη ση που. μη έχοντας ύπομονή νά ακούσει τό επιχείρημα,δέν θέλει νά ανεχθεί τη συνέχιση τής φρίκης, καθώς καί στη μη τρομοκρα τούμενη άπό κανέναν επιτετραμμένο θεωρητική συνείδηση, μέ απρόβλεπτη διάρκεια. Αύτή ή άντίφαση καί μόνο είναι σήμερα, ένόψει τής αντικειμενικής αδυναμίας όλων τών άτόμων, ό τόπος δράσης τής ηθικής. Ή συνείδηση θά αντιδρά αύθόρμητα στό βαθμό πού άναγνωρίζει τό κακό χωρίς νά ικανοποιείται άπό αύτήν τή γνώση. Τό ασυμβίβαστο κάθε γενικής ήθικής κρίσης μέ τόν ψυχολογικό καθορισμό, ή όποια πάντως δέν μάς άπαλλάσσει άπό τήν κρίση ότι αύτό είναι τό κακό, δέν είναι άπόρροια μιας ελλιπούς συνέπειας τής σκέψης, άλλά προϊόν τού άντικειμενικού άνταγωνισμού. Ό Φρίτς Μπάουερ παρατήρησε ότι οι ίδιοι τύπο πού μέ εκατό σαθρά έπιχειρήματα άπαιτοϋν τήν άθώωση τών βασανιστών τού Αουσβιτς είναι φίλοι τής επαναφοράς τής ποινής τού θανάτου. Σέ αύτό συγκεντρώνεται ή νεότερη εξέλιξη τής ήθικής διαλεκτικής: ή άθώωση θά ήταν σκέτη άδικία. ό δί καιος έξιλασμός θά ήταν ευάλωτος άπέναντι στή μεταδοτική άρχή τής ωμής βίας, ενώ άνθρωπιά είναι μόνο νά άντιστέκεται κανείς σέ αύτή τήν άρχή. Ή πρόταση τού Μπένγιαμιν, ότι ή εκτέλεση τής θανατικής ποινής μπορεί νά είναι ήθική. άλλά ποτέ δέν τή νομιμοποιεί, προφητεύει αύτήν τή διαλεκτική. Άν είχαν πυροβοληθεί άμέσως οί βασανιστές μαζί μέ τούς έντολεϊς τους καί τούς ύψηλούς προστάτες τών δεύτερων, αύτό θά ήταν μιά πιό ήθική πράξη άπό τήν παραπομπή μερικών άπό αύτούς σέ δί κη. Τό γεγονός ότι κατάφεραν νά ξεφύγουν καί νά παραμείνουν κρυμμένοι έπί είκοσι χρόνια άλλοιώνει ποιοτικά τή δικαιοσύνη πού δέν άπονεμήθηκε τότε. Όταν είναι άνάγκη νά κινητοποιηθεί
Ο ΝΟΗΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ ΣΤΟΝ KANT
345
έναντίον τους ένας διχαστικός μηχανισμός μέ ποινική δικονομία. τήβεννο καί ύπερασπιστές μέ κατανόηση, ή δικαιοσύνη. πού έτσι καί άλλιώς δέν είναι ικανή γιά κυρώσεις άνταποκρινόμενες στά διαπραχθέντα εγκλήματα, είναι ήδη λανθασμένη, στιγματισμένη από τήν ίδια αρχή σύμφωνα μέ τήν όποια έδρασαν κάποτε οΐ δο λοφόνοι. Οί φασίστες είναι άρκετά έξυπνοι νά έκμεταλλευθοϋν αδίστακτα μιά τέτοια αντικειμενική τρέλα μέ τή διαβολικά πεπλανημένη λογική τους. Ό ιστορικός λόγος αύτής τής άπορητικής κατάστασης είναι δτι στή Γερμανία άπέτυχε ή έπανάσταση κατά τών φασιστών, καί μάλιστα δτι τό 1944 δέν υπήρχε επανα στατικό μαζικό κίνημα. Ή αντίφαση, νά διδάσκεται ό έμπειρικός ντετερμινισμός καί παραταΰτα νά καταδικάζονται τά κανονικά τέρατα -ίσως θά έπρεπε μετά τήν καταδίκη νά αφήνονται ελεύ θερα-. δέν μπορεί νά γεφυρωθεί άπό καμμιά ύπερκείμενη λογι κή. Μιά θεωρητικά μελετημένη δικαιοσύνη δέν θά έπρεπε νά φοβάται αυτή τήν αντίφαση. Άν δέν συμβάλλει στή συνειδητοποίηση αύτής τής αντίφασης, τότε ενθαρρύνει πολιτικά τή συνέ χιση τών μεθόδων βασανισμοΰ. στήν όποια έτσι καί άλλιώς ελπί ζει τό συλλογικό ασυνείδητο καί καραδοκεί τήν έκλογίκευσή τους. Αύτή είναι πάντως ή αλήθεια γιά τή θεωρία τού εκφοβι σμού. Μέ τό όμολογημένο ρήγμα άνάμεσα στό Λόγο τού δικαί ου, ό όποιος γιά τελευταία φορά τιμά τούς ενόχους μέ μιά έλευθερία πού δέν τούς αρμόζει, καί τήν κατανόηση τής αντικειμε νικής τους ανελευθερίας ή κριτική τής λογικά συνεπούς ταυτιστικής σκέψης γίνεται ηθική. Ανάμεσα στήν ύπαρξη καί τόν ηθικό νόμο ό Κάντ παρεμβάλλει διαμεσολαβητικά τήν κατασκευή τού νοητού χαρακτήρα. Αύτή στηρίζεται στη θέση δτι «ό ηθικός νόμος άποδεικνύει τήν πραγ ματικότητά του»·*'1 - λες καί δ.τι είναι δεδομένο, δ,τι ύπάρχει πραγματικά είναι γι’ αυτόν τό λόγο καί νομιμοποιημένο. Όταν ό Κάντ λέει «δτι ό λόγος πού καθορίζει αύτή τήν αιτιότητα μπορεί νά υποτεθεί καί έξω άπό τόν κόσμο τών αισθήσεων στην ελευθερία ως ιδιότητα ένός νοητού δντος» *74. μέ την έννοια τής
Ο ΝΟΙΙΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΉΡΑΣ ΣΤΟΝ ΚΑΝΊ
ιδιότητας τό νοητό ον μπορεί νά τό φαντασθεί χανείς ώς κάτι έντελώς θετικό, «πραγματικό» στη ζο>ή τού άτόμοο. Αύτό όμως, στό πλαίσιο τής αξιωματικής ποό άπαιτεΐ Απουσία αντι φάσεων. έρχεται σέ αντίθεση πρός τό νοητό ώς κάτι πέρα άπό τόν κόσμο τών αισθήσεων. Ό Κάντ τό θυμίζει Αμέσως Απροκά λυπτα: «Τό ηθικά καλό όμως είναι κάτι αντικειμενικά υπεραι σθητό . γιά τό όποιο δηλαδή σέ καμμιά κατ’ αίσθηση έποπτεία δέν μπορεί νά βρεθεί κάτι αντίστοιχο» - όπωσδήποτε λοιπόν καμμιά «ιδιότητα»-, «όπότε ή κριτική ικανότητα υπό νόμους τού καθαρού πρακτικού Λόγου φαίνεται πώς συναντά ιδιαίτε ρες δυσκολίες, οί όποιες οφείλονται στό γεγονός ότι ένας νόμος τής ελευθερίας πρέπει νά εφαρμόζεται σέ πράξεις ώς γεγονότα πού συμβαίνουν στόν κόσμο τών αισθήσεων καί κατ’ αυτά ανή κουν στη φύση»3'5. Τό χωρίο δέν στρέφεται μόνο, στό πνεύμα τής κριτικής τού Λόγου, κατά τής συνεπέστατα επικρινόμενης στήν Κριτική τού πρακτικού Λόγου οντολογίας, τού καλού καί τού κακού ώς μιας όντολογίας υπαρκτών καθ’ έαυτά Αγαθών. Αλλά καί κατά τής αντίστοιχης της υποκειμενικής Ικανότητας ή όποια. Απομακρυσμένη από τά φαινόμενα, έγγυάται αυτή την οντολογία, έναν χαρακτήρα απόλυτης ύπερφυσικότητας. Όταν ό Κάντ. γιά νά διασώσει τήν ελευθερία, είσήγαγε την εξαιρετικά εκτεθειμένη καί Αντίθετη πρός τήν εμπειρία διδασκαλία γιά τόν νοητό χαρακτήρα, τήν όποια παραταύτα είχε συλλάβει ώς γέ φυρα διαμεσολάβησης πρός τόν εμπειρικό κόσμο, ένας από τούς αντικειμενικά ισχυρότερους λόγους του ήταν ότι ή βούλη ση δέν μπορεί νά συναχθεϊ ώς κάτι ύπαρκτό από τά φαινόμενα ούτε νά όρισθεϊ μέσω τής έννοιολογικής της σύνθεσης. Αλλά πρέπει νά προϋποτεθεί ώς όρος τους, κάτι πού δείχνει τίς αδύ ναμες πλευρές ενός Απλοϊκού ρεαλισμού τού εσωτερικού κό σμου. πού ό ίδιος κατέστρεψε στό κεφάλαιο γιά τόν παραλογισμό πραγματευόμενος άλλες Αποστασιοποιήσεις τής ψυχικής σφαίρας. Ή επισφαλής γέφυρα διαμεσολάβησης Αναμένεται Από τή διαπίστωση ότι ό νοητός χαρακτήρας δέν είναι ούτε φύ ση ούτε κάτι πού τήν υπερβαίνει Απόλυτα, όπως άλλωστε υπο-
Ο ΝΟΗΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΣΤΟΝ KANT
347
νοεί διαλεκτικά ή έννοια του. Τά κίνητρα όμως. χωρίς τά όποια μιά τέτοια διαμεσολάβηση θά ήταν ανύπαρκτη. έχουν τό ψυχο λογικό τους στοιχείο, ενώ τά κίνητρα τής άνθρώπινης βούλησης, οί λόγοι πού τήν καθορίζουν, σύμφωνα μέ τόν Κάντ δεν μπο ρούν «ποτέ νά είναι κάτι άλλο από τόν ηθικό νόμο»3,<>. Αυτό προδιαγράφει την αντινομία κάθε δυνατής απάντησης. Ό Κάντ τό ύπογραμμίζει χωρίς έπιφυλάξεις: «Διότι τό πρόβλημα πώς ένας νόμος άπό μόνος του καί μέ άμεσο τρόπο μπορεί νά είναι λόγος πού καθορίζει τή βούληση (κάτι πού ασφαλώς είναι τό ούσιώδες κάθε ήθικότητας) παραμένει άλυτο γιά τόν ανθρώπι νο Λόγο καί ταυτίζεται μέ τό έρώτημα πώς είναι δυνατή ή έλεύθερη βούληση. Αυτό πού πρέπει λοιπόν νά δείξουμε a priori δέν είναι ό λόγος γιά τόν όποιο ό ηθικός νόμος αποτελεί άπό μόνος του ένα έλατήριο. αλλά, έφόσον είναι έτσι, τί προκαλεϊ (ή μάλλον αναγκαστικά προκαλεί) αύτό τό έλατήριο στήν ψυ χή»'*'7. Ή είκοτολογική θεώρηση τού Κάντ σιωπά έκεϊ όπου θά έπρεπε νά αρχίσει καί έτσι είναι αναγκασμένη νά περιορισθεί σέ μιά απλή περιγραφή τών έπιδράσεων. ή οποία δέν ξεπερνά αύτό τό έμπειρικό πλαίσιο καί τήν όποια ό ίδιος, άν δέν τόν κα τέβαλλε ή πρόθεσή του. δύσκολα θά δίσταζε νά άποκαλέσει απατηλή: κάτι έμπειρικό ύποκλέ7ττει. μέ τή δύναμη τής συγκί νησης πού προκαλεί. ύπερεμπειρικό κύρος. Ό Κάντ άναφέρεται σέ μιά «νοητή ύπαρξη»378, μιά ύπαρξη χωρίς τό χρόνο, ή όποια σύμφωνα μέ τόν ίδιο συγκροτεί καί τό ύπαρκτό. χωρίς νά τρομάζει μπροστά στήν άντίφαση πού περιέχει τό έπίθετο. χω ρίς νά τήν αρθρώνει διαλεκτικά, πόσω μάλλον νά λέει τί νοεί μέ αυτή τήν ύπαρξη. Τό πιό τολμηρό βήμα κάνει μιλώντας «γιά τόν αυθορμητισμό τού υποκειμένου ώς πράγματος καθ’ έαυτό»3'9. Σύμφωνα μέ τήνκριτική τού Λόγου δέν θά μπορούσε κανείς νά μιλήσει θετικά γι’ αύτήν. όπως άλλωστε γιά τίς ύπερβατικές αιτίες τών φαινομένων τών έξωτερικών αισθήσεων, ένώ χωρίς τόν νοητό χαρακτήρα θά ήταν αδύνατες οί ήθικές πράξεις στόν έμπειρικό κόσμο καί ή άσκηση έπίδρασης σέ αυτόν, κατά συνέπεια θά ήταν άδύνατη ή ηθική. Ό Κάντ είναι αναγκασμένος
,ΜΧ
Ο ΝΟΗΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΜΡΑΙ ΣΤΟΝ ΚΑΝΊ
νά μοχθεί Απεγνωσμένα γιά κάτι πού τό βασικό σχέδιο τού συ στήματος δεν επιτρέπει. Έδώ άποβαίνει ώφέλιμο ότι. σέ σύ γκριση μέ τόν αιτιοκρατικό αυτοματισμό της σωματικής καί τής ψυχικής φύσης, ή παρεμβολή τού Λόγου μπορεί νά δημιουργή σει μιά νέα σύνδεση. Όπου στη διεξοδικά Ανεπτυγμένη ήθική φιλοσοφία αποφασίζει νά μη σκέφτεται πιά τό νοητό βασίλειο, έκκοσμικευμένο μέ τή μορφή του καθαρού πρακτικού Λόγου, ώς κάτι απόλυτα διαφορετικό. τότε αυτό, λόγω εκείνης τής διαπιστώσιμης επιρροής τού Λόγου, παύει νά είναι τό θαύμα ώς τό όποιο εμφανίζεται σύμφωνα μέ την άφηρημένη αμοιβαία σχέση τών βασικών καντιανών θέσεων. Τό γεγονός δτι ό Λόγος είναι κάτι διαφορετικό από τή φύση καί παραταύτα ένα στοιχείο της συνιστά την προϊστορία τού Λόγου, ή όποια έγινε εγγενής προσδιορισμός της. Φυσικός είναι ό Λόγος ώς ψυχική δύναμη πού έχει άποσχισθεϊ γιά νά υπηρετεί τούς σκοπούς τής αυτοσυ ντήρησης· ώς αποσχισμένος δμως καί έρχόμενος σέ αντίθεση πρός τή φύση γίνεται τό Άλλο τής φύσης. Ξεπροβάλλοντας εφήμερα από τή φύση, ό Λόγος είναι ταυτόσημος καί μή ταυτό σημος μέ τή φύση, διαλεκτικός σύμφωνα μέ τήν ϊδια του την έννοια. "Οσο πιό άνεμπόδιστα δμως ό Λόγος, μέσα σέ αυτήν τή διαλεκτική, γίνεται τό απόλυτο Αντίθετο τής φύσης καί μέσα του τήν ξέχνα, τόσο περισσότερο πισωγυρίζει, ώς έξαγριωμένη αύτοσυντήρηση. στή φύση· μόνον ώς αντανάκλασή της θά ήταν ό Λόγος ύπερφύση. Καμμιά ερμηνευτική τέχνη δέν θά μπορού σε νά άρει τίς εγγενείς αντιφάσεις τών προσδιορισμών τού νοη τού χαρακτήρα. Ό Κάντ δέν μάς λέει τί είναι ό νοητός χαρα κτήρας καί πώς έπενεργεϊ από τή μεριά του στόν εμπειρικό χα ρακτήρα* δέν μάς λέει μήπως είναι Απλώς ή καθαρή πράξη μέ τήν όποια θέτει τόν εμπειρικό χαρακτήρα ή εξακολουθεί νά υπάρχει πλάι σέ αυτόν αυτό ηχεί σάν σκέτη επινόηση, αλλά δέν παύει νά είναι εύλογο γιά τήν αύτοεμπειρία. Ό Κάντ άρκείται στήν περιγραφή τού τρόπου μέ τόν όποιο εμφανίζεται στόν εμπειρικό κόσμο αύτή ή επίδραση. Άν φαντασθούμε τόν νοητό χαρακτήρα ώς Απόλυτα χωριστόν, δπως μάς προτρέπει ή
Ο ΝΟΙΓΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΙΙΡΑΣ ΣΤΟΝ KANT______________________________________
34g
λέξη, τότε είναι αδύνατον νά μιλήσουμε γι’ αυτόν, άκρφώς δπως καί γιά τό πράγμα καθ’ εαυτό, με τό όποιο ό Κάντ. άρκετά κρυπτικά, ταυτίζει τόν νοητό χαρακτήρα, σέ μιά εντελώς τυ πική άναλογία. χωρίς καν νά εξηγεί αν είναι «ένα» πράγμα καθ’ εαυτό, ένα σέ κάθε πρόσωπο, ή άγνωστη αίτια των φαινομένων τής εσωτερικής αίσθησης ή. δπως λέει μερικές φορές, άν είναι «τό» πράγμα καθ’ εαυτό, ταυτόσημο μέ δλα. τό απόλυτο εγώ τού Φίχτε. Καθώς ένα τέτοιο ριζικά χωριστό ύποκείμενο θά έπενεργοΰσε. θά γινόταν στοιχείο τού κόσμου τών φαινομένων καί θά ύπέκειτο στους καθορισμούς του. δηλαδή στήν αιτιότη τα. Ό παραδοσιακός λογικός φιλόσοφος Κάντ δέν θά συμμορ φωνόταν ποτέ μέ τήν ιδέα δτι ή ίδια έννοια ύπόκειται καί δέν ύπόκειται στήν αιτιότητα'1®'381. Άν όμως ό νοητός χαρακτήρας δέν ήταν πιά χωριστός, δέν θά ήταν πλέον νοητός, αλλά, ύπό τήν έννοια τού καντιανού δυϊσμού, θά συμφυρόταν μέ τόν κό σμο τών αισθήσεων (mundus sensibilis) καί δέν θά ήταν λιγότε ρο άντιφατικός. Όπου ό Κάντ αισθάνεται υποχρεωμένος νά αναπτύξει λεπτομερέστερα τή διδασκαλία γιά τόν νοητό χαρα κτήρα. πρέπει αφενός νά τόν βασίσει σέ μιά πράξη μέσα στό χρόνο, δηλαδή σέ εκείνο τό έμπειρικό στοιχείο πού κατά κανέναν τρόπο δέν πρέπει νά είναι, άφετέρου νά παραμελήσει τήν ψυχολογία, μέ τήν όποια μπερδεύεται: «Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων πού ήδη άπό τήν παιδική τους ηλικία, ακόμη καί μέ μιά ανατροφή ή όποια σέ άλλους άποδείχθηκε ωφέλιμη εκδη λώνουν μιά τόσο πρώιμη κακία καί συνεχίζουν έτσι μέχρι τήν ανδρική τους ηλικία, ώστε νά θεωρούνται εκ γενετής κακοήθεις και. όσον άφορά τόν τρόπο σκέψης, αδιόρθωτοι, ένώ παραταύτα λόγω τών πράξεων καί παραλείψεων τους δικάζονται καί κρίνονται ένοχοι γιά τά έγκλήματά τους, καί μάλιστα οί ’ίδιοι (τά παιδιά) βρίσκουν δτι ή απόδοση τής ενοχής είναι εντελώς δικαιολογημένη, σάν νά ήταν ύπεύθυνοι δπως κάθε άλλος άνθρωπος, χωρίς νά λαμβάνεται ύπόψη τό αποδιδόμενο σέ αυτούς φυσικό ποιόν τής ψυχοσύνθεσής τους. Αυτό δέν θά μπο ρούσε νά συμβεί άν δέν προϋποθέταμε δτι καθετί πού απορρέει
350
TO NOIΓΓΟ ΚΛ1 n ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΑΗΣΙΙΣ
άπό τή βούλησή τους (όπως χωρίς αμφιβολία κάθε αδίκημα πού διαπράττουν μέ πρόθεση) στηρίζεται σέ μιά ελεύθερη αιτιότητα πού άπό την παιδική τους ηλικία έκφράζει τόν χαρακτήρα της μέσω τών φαινομένων της (τών πράξεων), τά όποια μέ τήν ομοιομορφία τής συμπεριφοράς μάς επιτρέπουν νά διακρίνουμε μία φυσική σχέση, πού όμως δεν δείχνει κατ’ άνάγκη τήν κακή σύσταση τής βούλησης, άλλά μάλλον είναι μιά συνέπεια τών εκούσια υιοθετημένων κακών καί άμετάβλητων βασικών άρχών. οί όποιες κάνουν αύτόν τό χαρακτήρα απλώς άκόμη πιό άπορριπτέο καί αξιόποινο »'i8i. Ό Κάντ δέν εξετάζει τή δυνατότητα πλάνης τής ήθικής ετυμηγορίας στήν περίπτωση ψυχοπαθών. Ή ύποτιθέμενη έλεύθερη αιτιότητα τοποθετείται στήν πρώιμη παιδική ηλικία, κατ’ αντιστοιχία άλλωστε πρός τή γένεση τού ύπερεγώ. Παράλογο είναι όμως νά αποδίδει κανείς σέ μωρά πού ή λογική τους ικανότητα βρίσκεται στά πρώτα στάδια ανά πτυξης. έκείνη τήν αυτονομία πού συνδέεται μέ τήν πλήρη άνάπτυξη αυτής τής ικανότητας. Μέ τήν προχρονολόγηση τής ήθικής υπευθυνότητας άπό τή μεμονωμένη πράξη τού ενήλικου άνθρώπου στό λυκαυγές τής προϊστορίας τους σκηνοθετείται μιά άνήθικη παιδαγωγική καταδίκη τού άνήλικου-άνώριμου παιδιού στό όνομα τής ώριμότητας τών ενηλίκων. Οί διαδικα σίες πού στά πρώτα χρόνια τής ζωής είναι αποφασιστικές γιά τή διαμόρφωση τού εγώ καί τού ύπερεγώ ή, όπως στό καντιανό παράδειγμα, γιά τήν άποτυχία της. δέν μπορούν λόγω τής άρχαιότητάς τους νά θεωρηθούν ώς a priori ούτε στό εντελώς έμπειρικό περιεχόμενό τους νά άποδοθεϊ έκείνη ή καθαρότητα πού άπαιτεί ή καντιανή διδασκαλία γιά τόν ηθικό νόμο. Στόν ενθουσιασμό του μέ τό άξιόποινο τής συμπεριφοράς τών κα κοήθων μικρών παιδιών έγκαταλείπει τήν περιοχή τού νοητού μόνο γιά νά προξενήσει κακό στήν έμπειρική περιοχή. Αύτό πού ό Κάντ είχε στόν νού του σχηματίζονται τήν έννοια τού νοητού χαρακτήρα δέν βρίσκεται μακριά άπό κάθε εικασία, παρά τήν άσκητική σιωπή πού τηρεί ή θεωρία του: είναι ή ενό τητα τού προσώπου, τό ισοδύναμο τής γνωσιολογικής ένότητας
ΓΟ ΝΟΜΤΟ ΚΑΙ 11 ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝϋΙΔΜΣΜΣ
3 5 1
τής αυτοσυνείδησης. Στό παρασκήνιο του καντιανού συστήμα τος άναμένεται δτι ή ανώτατη έννοια τής πρακτικής φιλοσοφίας συμπίπτει με τήν άνώτατη τής θεωρητικής, μέ τήν αρχή τού έγώ. πού θεωρητικά δημιουργεί ενότητα καί πρακτικά τιθασεύει καί ενσωματώνει τίς ορμές. Ή ένότητα τού προσώπου είναι ό τόπος τής διδασκαλίας γιά τόν νοητό χαρακτήρα. Σύμφωνα μέ τήν άρχιτεκτονική τού δυϊσμού μορφής-περιεχομένου, ό όποιος διέπει δλο τό οικοδόμημα, αύτή ή ένότητα συγκαταλέγεται στίς μορφές: ή άρχή τής άτομοποίησης, σέ μιά αθέλητη διαλεκτική πού πρωτοαναπτύχθηκε άπό τό Χέγκελ. είναι κάτι γενικό. Πρός τιμήν τής γενικότητας ό Κάντ κάνει διάκριση μεταξύ τών δύο δρων. τής προσωπικότητας καί τού προσώπου. Ή πρώτη είναι «ή έλευθερία καί ανεξαρτησία άπό τό μηχανισμό όλόκληρης τής φύσης, ταυτόχρονα δμως θεωρούμενη ώς μιά ικανότητα ένός όντος πού ύπόκειται σέ ιδιαίτερους, δηλαδή θεσπιζόμενους άπό τόν δικό του Λόγο, καθαρούς πρακτικούς νόμους, δηλαδή τό πρόσωπο, ώς κάτι πού άνήκει στόν κόσμο τών αισθήσεων, υπόκειται στήν προσωπικότητά του, καθόσον αύτή άνήκει καί στόν νοητό κόσμο»'18'1. Κατ’ αύτά ή προσωπικότητα, τό ύποκείμενο ώς καθαρός Λόγος, δπως αύτό διακρίνεται στό πρόσφυμα «ότητα». πού δείχνει κάτι έννοιολογικά γενικό, ύποτάσσει τό πρόσωπο, τό ύποκείμενο. ώς εμπειρικό, φυσικό μεμονωμένο δν. Αύτό πού έννοεί ό Κάντ μέ τόν δρο νοητός χαρακτήρας πρέπει νά βρίσκεται πολύ κοντά στήν προσωπικότητα σύμφωνα μέ τήν παλαιότερη χρήση τής λέξης, ή όποια «άνήκει στόν νοητό κό σμο». Ή ένότητα τής αύτοσυνείδησης προϋποθέτει ψυχολογικάπραγματικά περιεχόμενα τής συνείδησης, καί μάλιστα δχι μόνο γενετικά, άλλά καί σύμφωνα μέ τήν καθαρή δυνατότητά της. ση μαδεύει μιά ζώνη άδιαφορίας-ούδετερότητας μεταξύ τού καθα ρού Λόγου καί τής χωροχρονικής έμπειρίας. Ή κριτική τού Χιούμ στό έγο> άγνόησε τό γεγονός δτι τά περιεχόμενα τής συνεί δησης δέν Οά υπήρχαν χωρίς νά καθορίζονται μέσα σέ μιά άτομική συνείδηση. δχι σέ μιά όποιαδήποτε άλλη. 'Ο Κάντ τόν διορ θώνει, άλλά μέ τή σειρά του παραμελεί επίσης τήν άμοιβαιότη-
352
ΤΟ ΝΟΗΤΟ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΙΙΤΑ ΤΉΣ ΣΥΝΕΙΑΜΣΗΣ
τα: στην κριτική πού άσκεί στόν Χιοόμ ή προσωπικότητα γίνεται μιά άκαμπτη άρχή πέρα άπό τά μεμονωμένα πρόσωπα, τό πλαί σιό τους. Συλλαμβάνει τήν ενότητα τής συνείδησης ανεξάρτητα άπό κάθε εμπειρία. Μιά τέτοια άνεξαρτησία υπάρχει ως ένα βαθμό άπέναντι στά εναλλασσόμενα μεμονωμένα γεγονότα τής συνείδησης, όχι όμως ριζικά άπέναντι σέ κάθε ύπαρξη πραγμα τικών περιεχομένων τής συνείδησης. Ό πλατωνισμός τού Κάντ -στόν Φαίδωνα ή ψυχή ήταν κάτι παρόμοιο μέ τήν ιδέα- επανα λαμβάνει γνωσιοθεωρητικά τήν έξόχως άστική κατάφαση τής προσωπικής ένότητας καθ' έαυτήν σέ βάρος τού περιεχομένου της. ή όποια τελικά, μέ τήν όνομασία προσωπικότητα, άφησε μόνον ένα υπόλειμμα: τόν δυνατό άντρα. Τό τυπικό έπίτευγμα τής ενοποίησης, a priori διόλου τυπικό άλλά ούσιαστικό.ή κα τασταλαγμένη κυριαρχία πάνω στήν εσωτερική φύση.σφετερίζε ται τόν τίτλο τού καλού. Όσο πιό πολύ είναι κανείς προσωπικό τητα -αυτή ή ιδέα ύποβάλλεται-, τόσο καλύτερος είναι, άδιάφορο πόσο προβληματικός είναι ό ίδιος. Μεγάλα μυθιστορήμα τα τού δέκατου όγδοου αιώνα ήταν χαχύποπτα σέ αυτό τό ση μείο. Ό Τόμ Τζόουνς τού Φίλντινγκ. τό έκθετο, ένας ύπό τήν ψυχολογική έννοια «παρορμητικός χαρακτήρας», άντιπροσωπεύει τόν άνθρωπο πού δέν έχει άκρωτηριασθεί άπό τίς συμβα τικότητες. ένώ ταυτόχρονα κάνει κωμική εντύπωση. Τελευταίος άντίλαλος ένός τέτοιου άνθρώπου είναι ό Ρινόχερως τού Ίονέσκο: ό μόνος πού άντιστέκεται στη ζωώδη τυποποίηση καί κατ' αυτά άποδεικνύει ένα ισχυρό εγώ, άλκοολικός καί επαγγελμα τικά άποτυχημένος, δέν έχει ισχυρό εγώ σύμφωνα μέ τήν έτυμηγορία τής ζωής. Παρά τό παράδειγμα τού ριζικά κακού μικρού παιδιού τίθεται τό έρώτημα άν στόν Κάντ είναι δυνατόν νά διανοηθούμε έναν κακό νοητό χαρακτήρα καθώς καί μήπως ό Κάντ άναζητεί τό κακό έκεΐ όπου ή τυπική ένότητα άπέτυχε. Εκεί όπου δέν ύπάρχει αυτή ή ένότητα δέν θά μπορούσαμε άσφαλώς σύμφωνα μέ τόν Κάντ νά μιλάμε γιά τό καλό, άκριβώς όπως καί στά ζώα. ούτε επίσης γιά τό κακό· τόν νοητό χαρακτήρα πρέπει νά τόν φανταζόταν μάλλον ώς ισχυρό έγώ πού ελέγχει λογικά
TO NOH TO ΚΑΙ H ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΉΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ
353
δλες τίς παρορμήσεις του. όπως έχει διδαχθεί σέ όλόκληρη την παράδοση τού νεότερου ορθολογισμού, ιδιαίτερα άπό τόν Σπινόζα καί τόν Λάιμπνιτς. πού τουλάχιστον σέ αυτό τό σημείο συμφωνούν Ή μεγάλη φιλοσοφία γίνεται σκληρή απέναντι στην ιδέα ένός μη διαπλασμένου σύμφωνα μέ τήν αρχή τής πραγματικότητας, μή σκληρού στή σύστασή του ανθρώπου. Αύτό άποφέρει στόν Κάντ τό πλεονέκτημα στή στρατηγική τής σκέψης του. τή δυνατότητα νά αναπτύξει παράλληλα μέ τή συ νεχή αιτιότητα τή θέση γιά τήν έλευθερία. διότι ή ενότητα τού προσώπου δέν είναι άπλώς τό τυπικό a priori. δπως εμφανίζεται στό καντιανό σύστημα, αλλά, παρά τή θέληση τού Κάντ καί υπέρ τού αποδεικτέου του. στοιχείο δλων τών έπιμέρους περιε χομένων τού ύποκειμένου. Κάθε παρόρμησή του είναι παρόρμηση τού ύποκειμένου. δπως καί τό υποκείμενο είναι ή ολότητα τών παρορμήσεων καί έτσι τό ποιοτικά Άλλο τους. Στήν εξαιρε τικά τυπική περιοχή τής αύτοσυνείδησης αύτά τά δύο γίνονται δυσδιάκριτα. Σέ αυτήν μπορούν νά αποδοθούν χωρίς διάκριση αύτά πού δέν εξαντλούνται τό ένα μέσα στό άλλο: τό πραγμα τικό περιεχόμενο καί ή διαμεσολάβηση. ή αρχή τής συνοχής του. Μέ εξαιρετικά άφηρημένο τρόπο, στήν έννοια αδιαφορίας τής προσωπικότητας, ή διαλεκτική τάξη πραγμάτων, πού σύμφωνα μέ τήν παραδοσιακή-λογική έπιχειρηματολογία είναι ταμπού, άλλά αύτό τήν κάνει ακόμη πιό πραγματική, εξασφαλίζει τό δι καίωμα ύπαρξής της. καθώς στόν ανταγωνιστικό κόσμο τά έπι μέρους ύποκείμενα είναι καί στή δομή τους ανταγωνιστικά, ελεύθερα καί μή ελεύθερα. Στή νύχτα τής άδιαφορίας τό πενιχρό φώς πέφτει πάνω στήν έλευθερία ύπό τήν έννοια τής προσωπι κότητας καθ' έαυτήν. ένα προτεσταντικό στοιχείο τής έσωτερικότητας. κάτι απομακρυσμένο καί άπό τόν εαυτό του. Τό ύποκείμενο δικαιώνεται, σύμφωνα μέ τή μεστή ρήση τού Σίλλερ. άπό αύτό πού είναι, δχι άπό αύτό πού κάνει, δπως άλλοτε ύ λουθηρανό άπό τήν πίστη, δχι άπό τά έργα. Ή άκούσια άνορθολογικότητα τού καντιανού νοητού χαρακτήρα, ή έπιβαλλόμενη άπό τό σύστημα άκαθοριστία του. έκκοσμικεύει σιωπηρά τή ρη
354
ΤΟ ΝΟΗΤΟ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ!
τή Οεολογική διδασκαλία γιά την άνορθολογικότητα του προορι σμού . Αυτή ή άνορθολογικότητα. συντηρούμενη μέσα στόν προϊόντα διαφωτισμό. γίνεται όλο καί πιό πιεστική. 'Απαξ καί ό θεός έξωθήθηκε άπό την καντιανή ήθική στόν τρόπον τινά ύπηρετικό ρόλο ενός αιτήματος τού πρακτικού Λόγου -κάτι πού επίσης έχει προδιαμορφωθεΐ στό έργο τού Λάιμπνιτς ή ακόμη καί τού Καρτεσιου-, είναι δύσκολο νά φαντασθούμε τόν νοητό χαρακτήρα, ένα άνορθολογικό ούτως-0ν. ώς κάτι διαφορετικό άπό τήν ϊδια τυφλή μοίρα έναντίον τής όποιας ένίσταται ή ιδέα τής έλευθερίας. Ή έννοια τού χαρακτήρα εναλλασσόταν πάντοτε ανάμεσα στή φύση καί τήν ελευθερία386. Όσο πιό άδυσώπητα τό άπόλυτο οΰτως-είναι τού υποκειμένου ταυτίζεται μέ τήν ύποκειμενικότητά του. τόσο άδιαφανής γίνεται ή έννοια της. Εκείνο πού κάποτε έδινε τήν εντύπωση τού προορισμού άπό θεία βου λή δύσκολα μπορεί νά νοηθεί ώς προορισμός άπό τόν άντικειμενικό Λόγο, άφού αυτός θά έπρεπε νά προσφύγει στόν υποκειμε νικό Λόγο. Τό καθαρό είναι καθ’ εαυτό τού άνθρώπου, γυμνό άπό κάθε εμπειρικό περιεχόμενο, όταν άναζητεϊται απλώς στήν ίδια του τή λογικότητα, δεν μάς επιτρέπει νά κρίνουμε λογικά γιατί έδώ πέτυχε καί εκεί άπέτυχε. *Η άρχή όμως πάνω στήν όποια στερεώνεται ό νοητός χαρακτήρας, ό καθαρός Λόγος, είναι επίσης κάτι γιγνόμενο καί κατά συνέπεια έξαρτώμενο άπό όρους, όχι κάτι άπόλυτα όρίζον. Τό γεγονός ότι ό καθαρός Λό γος τίθεται ώς κάτι άπόλυτο. έξω άπό τό χρόνο -μιά προεξό φληση τού ίδιου Φίχτε τόν όποιο ό Κάντ άντιμαχόταν-. είναι πιό άνορθολογικό άπό κάθε διδασκαλία τής Γένεσης. Αυτό συνέβαλε ουσιαστικά στή συμμαχία της ιδέας τής έλευθερίας μέ τήν αντικειμενικά πραγματική άνελευθερία. Απλώς ύπαρκτός χωρίς νά άνάγεται πουθενά, ό νοητός χαρακτήρας άναπαράγει σέ αυτή τήν έννοια εκείνη τή δεύτερη φύση ώς τήν όποια ή κοινωνία έτσι καί άλλιώς σφραγίζει τούς χαρακτήρες όλων τών μελών της. Άν μεταφράσουμε τήν καντιανή ήθική σέ κρίσεις γιά πραγματικούς άνθρωπους. τό μόνο κριτήριό της είναι: έτσι όπως έτυχε νά είναι ένας άνθρωπος, δηλαδή ή άνελευθερία του. Ή προαναφερόμενη
ΤΟ ΝΟΗΤΟ ΚΑΙ Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΜΣ
355
ρήση τού Σίλλερ ήθελε άσφαλώς κατά κύριο λόγο νά έκφράσει τήν αηδία πού προκαλεΐ ή ύποταγή όλων τών ανθρώπινων σχέ σεων στην ανταλλακτική άρχή. ή εκτίμηση τής μιας πράξης σέ σύγκριση μέ τήν άλλη. Ή καντιανή ήθική φιλοσοφία παρουσιά ζει τό ϊδιο μοτίβο μέ τήν άντίθεση μεταξύ τής εσωτερικής αξία καί τής (αγοραίας) τιμής. Μιά σωστή κοινωνία όμως δέν θά κα ταργούσε μόνο τήν ανταλλαγή. αλλά καί θά τήν εκπλήρωνε: σέ κανέναν δέν θά μείωνε τούς καρπούς τής εργασίας του. Όσο δέν μπορεί νά άποτιμηθεί ή μεμονωμένη πράξη. άλλο τόσο θά ήταν ένα καλό έκεϊνο πού δέν θά παραδιδόταν σέ πράξεις. Τό άπόλυτο φρόνημα, χωρίς τήν ειδική παρέμβαση, θά καταντούσε άπόλυτη αδιαφορία, κάτι απάνθρωπο. Τόσο ό Κάντ όσο καί ό Σίλλερ προεισάγουν αντικειμενικά τήν επονείδιστη έννοια ένός αιωρούμενου εύγενούς χαρακτήρα, τόν όποιο άργότερα μπο ρούν κατά βούληση νά αποδίδουν στόν έαυτό τους ώς ιδιότητά τους οί έκλεκτοί [Elite], οί όποιοι αύτοδιορίζονται σέ αυτόν τό ρόλο. Στήν καντιανή ήθική φιλοσοφία ύποφώσκει μιά τάση μα ταίωσης τών σχεδίων τους. Γι’ αυτήν ή ολότητα τού ανθρώπου χωρίς διάκριση διέπεται από μιά προκαθορισμένη έκλεκτότητα. Ή ιδέα ότι δέν πρέπει νά ρωτάμε περιπτωσιολογικά γιά τό δί καιο ή τό άδικο μιας πράξης έχει καί τήν άπαίσια πλευρά της: ή αρμοδιότητα κρίσης περνά στις άναγκαιότητες τής εμπειρικής κοινωνίας, τίς οποίες ήθελε νά ξεπεράσει τό καντιανό άγαθόν. Οί κατηγορίες εύγενής καί αχρείος, όπως όλες οί κατηγορίες τής αστικής διδασκαλίας περί ελευθερίας, είναι σύμφυτες μέ οικογε νειακές. φυσικές σχέσεις. Στήν όψιμη-άστική κοινωνία ή φυσικότητά τους έκδηλώνεται καί πάλι, ώς βιολογισμός καί τελικά ώς θεωρία περί φυλής. Ή συμφιλίωση μετάξι» ηθικής καί φύσης, στήν οποία άπέβλεπε ό φιλόσοφος Σίλλερ. σέ άντίθεση πρός τόν Κάντ καί στά κρυφά σέ συμφωνία μέ αυτόν, δέν είναι, στήν υφιστάμενη κοινωνία, τόσο ανθρώπινη καί αθώα όπως εμφανίζεται. Ή φύση, άπαξ καί τής δοθεί ένα νόημα, παίρνει τή θέση τής δυνατότητας στήν όποια κατέτεινε ή κατασκευή τού νοητού χαρακτήρα. Στήν καλοκαγαθία τού Γκαίτε είναι άδύνατο
350 TO IILPIUXOMENO ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΙ1Σ ΑΙΑΑΣΚΑΛΙΑ1 ΓΙΑ ΤΟ NOHTO
νά μή διακρίνουμε τη δολοφονική μεταβολή πού έλαβε. Ηδη μιά επιστολή τού Κάντ γιά μιά προσωπογραφία του. φιλότεχνη μένη άπό έναν Εβραίο ζωγράφο. χρησιμοποιεί μιά απεχθή άντισημιτική θέση, πού διαδόθηκε άπό τόν έθνικοσοσιαλιστή Πάουλ Εούλτσε-Νάουμμπουργκ*7. Ή ελευθερία περιορίζεται αντικει μενικά άπό τήν κοινωνία, όχι μόνον άπό έξω άλλά καί στή σύ στασή της. Μόλις κάνει χρήση τού έαυτού της αύξάνει τήν άνελευθερία· ό τοποτηρητής τού καλύτερου είναι πάντοτε καί συνεργός τού χειρότερου. "Ακόμη καί εκεί όπου οί άνθρωποι αισθάνονται προπάντων ελεύθεροι άπό τήν κοινωνία, στό ισχυρό έγώ τους, είναι ταυτόχρονα πράκτορες τής κοινωνίας: ή άρχή τού έγώ τούς έχει έμφυτευθεΐ άπό τήν κοινωνία, ή όποία τήν επιβραβεύει, μολονότι τήν περιορίζει. Ή ηθική τού Κάντ δέν είχε συνειδητοποιήσει αύτήν τή μπερδεμένη συνάρτηση ή ήθελε νά τήν άντιπαρέλθει. Άν άποτολμούσε κανείς νά δώσει στό καντιανό X τού νοη τού χαρακτήρα τό αληθινό του περιεχόμενο, τό όποιο μπορεί νά διατηρήσει τήν ισχύ του παρά τήν πλήρη άκαθορισία τής άπορητικής έννοιας, αύτό θά ήταν άσφαλώς ή ιστορικά πιό προηγ μένη συνείδηση πού αστράφτει σημειακά καί σβήνει γρήγορα καί στήν όποία ένυπάρχει ή παρόρμηση νά πράξει τό σωστό. Είναι ή συγκεκριμένη. διαλείπουσα προεξόφληση τής δυνατότη τας. πού δέν είναι ούτε ξένη στούς άνθρώπους ούτε ταυτόσημη μέ αυτούς. Οί άνθρωποι δέν είναι μόνον τά υποστρώματα τής ψυχολογίας, διότι δέν εξαντλούνται στόν άντικειμενοποιημένο έλεγχο τής φύσης, τόν όποιο άπό τήν εξωτερική φύση έχουν άναπροβάλει στόν εαυτό τους. Είναι πράγματα καθ’ έαυτά. κα θόσον τά πράγματα είναι μόνο κάτι φτιαγμένο άπό αύτούς· κατά τούτο ό κόσμος τών φαινομένων είναι πραγματικά φαινο μενικός. Ή καθαρή βούληση τής καντιανής Grundlegung zur Metaphysik der Sitten δέν είναι κατ’ αυτά τόσο διαφορετική άπό τόν νοητό χαρακτήρα. Ό στίχος τού Κάρλ Κράους «Πώς μάς έκανε ό κόσμος» τόν άναπολεί μέ βαρυθυμία· δποιος φαντάζε ται πώς τόν κατέχει τόν νοθεύει. Αρνητικά διαφαίνεται μέσα
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΑΜΘΕ1ΑΣ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΗΤΟ .IS7
στον πόνο του ύποκειμένου. έπειδή όλοι οί άνθρωποι όπως έχουν γίνει, στην πραγματικότητά τους, είναι ακρωτηριασμένοι. Ό.τι θά ήταν διαφορετικό, τό μη διαστρεβλωμένο πλέον ον. δέν μπορεί νά συλληφθεϊ από μιά γλώσσα πού φέρει τά στίγματα του υπαρκτού: ή θεολογία μιλούσε κάποτε γιά τό μυστικό όνο μα. Αλλά ό χωρισμός τού νοητού από τόν εμπειρικό χαρακτήρα γίνεται αντιληπτός ώς έμπειρία τού προαιώνιου συμπαγούς όγκου, τού φράγματος πού παρεμβάλλεται μπροστά στην κα θαρή βούληση.τό προστιθέμενο: είναι οί κάθε είδους λόγοι πού λαμβάνονται υπόψη, συχνά τά ύποδεέστερης σημασίας συμφέ ροντα τών υποκειμένων τής ψευδούς κοινωνίας, γενικά ή αρχή τής μερικοκρατικής ιδιοτέλειας, πού προδιαγράφει σέ κάθε άτομο χωρίς εξαίρεση, μέσα στην κοινωνία ώς έχει, τίς πράξεις του καί είναι ό θάνατος όλων. Πρός τά μέσα προεκτείνεται αυτός ό συμπαγής όγκος μέ τη μορφή τών στενοκέφαλα έγωικών έπιδιώξεων. στη συνέχεια μέ τη μορφή τών νευρώσεων. Όπως είναι γνωστό. αυτές οί τελευταίες απορροφούν μιά τερά στια ποσότητα τής διαθέσιμης ανθρώπινης δύναμης καί. στη γραμμή τής πιό μικρής αντίστασης, μέ την πονηριά τού ασυνεί δητου έμποδίζουν εκείνο τό σωστό πράττειν τό όποιο αναπό δραστα έρχεται σέ αντίθεση πρός τήν προκατειλημμένη αύτοσυντήρηση. Γιά τίς νευρώσεις είναι πιό εύκολα τά πράγματα, μπορούν νά έξορθολογίζονται πιό καλά, εφόσον ή άρχή τής αυτοσυντήρησης σέ μιά κατάσταση έλευθείας θά λάμβανε αύτό πού τής ανήκει, όπως θά ικανοποιούνταν καί τά συμφέροντα τούν άλλων, τά όποια αυτή ή άρχή παραβλάπτει a priori. Οί νευ ρώσεις είναι στηρίγματα τής κοινωνίας· ματαιώνουν τίς καλύτε ρες δυνατότητες τών ανθρώπων καί κατά συνέπεια τό άντικειμενικά καλύτερο πού θά μπορούσαν νά έγκαθιδρύσουν οί άνθρωποι. Τά ένστικτα, πού τείνουν πέρα από τήν ψευδή κατά σταση. κάνουν τούς ανθρώπους νά όπισθοχωρούν στον ναρκισ σισμό. ό οποίος ικανοποιείται μέσα στην ψευδή κατάσταση. Κίναι μία στρόφιγγα στόν μηχανισμό τού κακού: ή αδυναμία πού παραγνοιρίζει τόν εαυτό της αύτοθεωρούμενη ίσως ώς
Λ5Χ
ΤΟ ΐη·Ρ11·ΑΟΜΕΝΟ ΛΛΜΒίΙΑΣ ΤΉΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΓΟ ΝΟΗΤΟ
ισχύς. Τελικά ό νοητός χαρακτήρας θά ήταν ή παραλυμένη λο γική βούληση, ένώ δ.τι σε αύτόν θεωρείται άνώτερο. πιό εκλε πτυσμένο καί απείραχτο άπό τό χαμηλό ή ταπεινό είναι ούσιαστικά ή ίδια του ή ένδεια, ή ανικανότητα νά άλλάξει αυτό πού ταπεινώνει τόν άνθρωπο, μιά όρμική στέρηση πού στυλιζάρεται ώς αυτοσκοπός. Παραταύτα δέν ύ π άρχει ανάμεσα στούς ανθρώπους τίποτε καλύτερο άπό αύτόν τόν χαρακτήρα' είναι ή δυνατότητα νά είναι κανείς διαφορετικός άπό δ.τι είναι, ένώ βέβαια δλοι είναι φυλακισμένοι στον έαυτό τους καί έτσι απο κλεισμένοι ακόμη καί άπό τόν έαυτό τους. Ή έντυπωσιακή έλλειψη τής καντιανής διδασκαλίας, δτι ό νοητός χαρακτήρας δέν μπορεί νά συλληφθεί καί παραμένει άφηρημένος. έχει καί μιά δόση άπό τήν αλήθεια τής άπαγόρευσης τών εικόνων, τήν όποια ή μετακαντιανή φιλοσοφία, περιλαμβανομένου καί τού Μάρξ, έπεξέτεινε σε δλες τίς έννοιες τού θετικού. Ώς δυνατό τητα τού υποκειμένου ό νοητός χαρακτήρας είναι, δπως καί ή έλευθερία. κάτι γιγνόμενο. δχι δν. Θά προδιδόταν άν ένσωματωνόταν στό δν μέσω μιας περιγραφής, άκόμη καί τής πιό προ σωπικής. Σέ μιά σωστή κατάσταση τά πάντα θά ήταν, δπως στό έβράίκό θεολογούμενον. μόνον έλάχιστα διαφορετικά, άλλά ούτε τό έλάχιστον μπορούμε νά τό φαντασθούμε πώς θά ήταν τότε388. Παραταύτα γιά τόν νοητό χαρακτήρα μπορούμε νά μιλάμε μόνο καθόσον δέν αίωρείται άφηρημένος καί ανίσχυρος πάνω άπό τό δν. άλλά άναδύεται συνεχώς πραγματικά μέσα στό ένοχο πλαίσιο τού δντος καί ώς παράγωγό του. Ή άντίφαση μεταξύ ελευθερίας καί ντετερμινισμού δέν είναι, δπως θά ήθελε ή αυτοαντίληψη τής κριτικής τού Λόγου, μιά άντίφαση άνάμεσα στις θεωρητικές θέσεις τού δογματισμού καί τού σκε πτικισμού. άλλά ενυπάρχει στήν αύτοεμπειρία τών υποκειμέ νων: πότε έλεύθερα καί πότε άνελεύθερα. Ύπό τό πρίσμα τής έλευθερίας δέν είναι ταυτόσημα με τόν έαυτό τους, διότι τό ύποκείμενο δέν είναι άκόμη ύποκείμενο. καί μάλιστα άκριβώς έπειδή άναπαράγεται ώς ύποκείμενο: ό έαυτός είναι τό άπάνθρωπο. Ή έλευθερία καί ό νοητός χαρακτήρας συγγενεύουν μέ
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΉΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΙ <ΤΟ
33¥
τήν ταυτότητα καί τη μη ταυτότητα. χωρίς νά μπορούν νά καταχωρισθούν μέ σαφήνεια καί διακριτά στη μία ή την άλλη πλευ ρά. Ελεύθερα είναι τά υποκείμενα, σύμφωνα μέ τό καντιανό μοντέλο, στό βαθμό που έχουν συνείδηση τού έαυτού τους, πού είναι ταυτόσημα μέ τόν εαυτό τους· καί σέ αύτή τήν ταυτότητα είναι καί ανελεύθερα στό βαθμό πού ύπόκεινται στόν κατανα γκασμό της καί τόν διαιωνίζουν. Ανελεύθερα είναι ώς μή ταυ τόσημα. ώς διάχυτη φύση, καί παραταΰτα ώς τέτοια είναι έλεύθερα. διότι στίς παρορμήσεις πού τά καταβάλλουν -όπως ή μή ταυτότητα τού ύποκειμένου μέ τόν έαυτό του- απαλλάσσονται καί από τόν καταναγκαστικό χαρακτήρα τής ταυτότητας. Ή προσωπικότητα είναι ή γελοιογραφία τής έλευθερίας. Ό λόγος τής απορίας είναι ότι ή αλήθεια πέρα από τόν καταναγκασμό τής ταυτότητας δέν θά ήταν τό άπόλυτο Άλλο αύτού τού κατα ναγκασμού. αλλά διαμεσολαβημένη μέσω αύτού. 'Όλα τά άτο μα στήν κοινωνικοποιημένη κοινωνία είναι ανίκανα γιά τήν ηθι κότητα. ή όποια αποτελεί κοινωνική απαίτηση, αλλά θά ήταν πραγματική μόνο σέ μιά απελευθερωμένη κοινωνία. Κοινωνική ήθική θά ήταν μόνο νά τερματισθεί κάποτε ή κακή άπειρότητα. ή αχρεία ανταλλαγή τής έκδικητικής ανταπόδοσης. Γιά τό ύποκείμενο ώστόσο δέν απομένει άλλη ηθικότητα άπό εκείνη γιά τήν όποια ή καντιανή ήθική θεωρία, πού στά ζώα επιφυλάσσει συμπάθεια, όχι σεβασμό3"9, γνωρίζει μόνο τήν περιφρόνηση: νά προσπαθεί νά ζεί έτσι ώστε νά μπορεί κανείς νά πιστέψει ότι υπήρξε καλό ζώο.
II Παγκόσμιο πνεύμα καί φυσική ιστορία Παρέκβαση στον Χέγχελ
Ή ιδέα που προκαλεϊ τή συναισθηματικά πιό φορτισμένη αντίρρηση τού άρρωστημένου από την υγεία του άνθρώπινου νού390, ή πρωτοκαθεδρία καί όπεροχή ενός αντικειμενικού στοι χείου άπέναντι στά άτομα, τόσο στην κοινωνική τους ζωή όσο καί στή συνείδησή τους, μπορεί νά βιωθεΐ με χειροπιαστό τρόπο καθημερινά. Αύτή ή υπεροχή τού αντικειμενικού στοιχείου άπωθείται άπό τή συνείδηση ως άβάσιμη εικοτολογία, γιά νά μπορούν τά άτομα νά διαφυλάξουν την κολακευτική αυταπάτη, πώς οί τυποποιημένες στό μεταξύ ιδέες καί άντιλήψεις τους είναι υπό τή διπλή έννοια απόλυτη αλήθεια, άπό τήν υποψία ότι τό πράγμα δέν είναι έτσι καί τά ίδια ζοϋν υπό τήν απειλή τής μοιραίας συμφοράς. Σε μιά έπσχή που άποτίναξε τό σύστημα τού άντικειμενικού ιδεαλισμού μέ τόση ανακούφιση όπως τήν αντικειμενική διδασκαλία περί αξίας τής οίκονομολογίας. είναι ακόμη πιό επίκαιρα τά θεωρήματα τά όποια θεωρεί άχρηστα ένα πνεύμα πού αναζητεί τήν προσωπική καί γνωστική ασφά λεια στήν υφιστάμενη πραγματικότητα. νοούμενη ώς εύτακτο άθροισμα άμεσων έπιμέρους δεδομένων των κοινωνικών θε σμών ή τής υποκειμενικής σύστασης τών μελών τους. Τό έγελιανό αντικειμενικό καί τελικά απόλυτο πνεύμα ή ό μαρξικός νόμος τής αξίας πού επιβάλλεται χωρίς τή συνείδηση τών ανθρώπων είναι πιό προφανή γιά τήν άχειραγώγητη εμπειρία
Η ΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
361
άπό τά επεξεργασμένα δεδομένα τής θετικιστικής έπιστημονικής δουλειάς, ή όποια σήμερα προεκτείνεται στην απλοϊκή προεπιστημονική συνείδηση· αλλά αυτή ή δουλειά, δοξάζοντας τήν αντικειμενικότητα τής γνώσης, κάνει τούς άνθρώπους νά ξεσυνηθίσουν τήν εμπειρία τής πραγματικής άντικειμενικότητας στήν όποια ύπόκειται. άκόμη καί δσον άφορά τήν έσωτερική τους σύσταση. “Αν οί σκεπτόμενοι ήταν ικανοί καί έτοιμοι γιά μιά τέτοια εμπειρία, αυτή θά έπρεπε νά κλονίσει τήν πίστη στήν ίδια τήν πραγματικότητα τών δεδομένων καί νά τούς άναγκάσει νά προχωρήσουν τόσο πολύ πέρα άπό τά δεδομένα, ώστε αυτά νά χάσουν τήν άστόχαστη προτεραιότητα άπέναντι στίς γενικές έννοιες, οί όποιες γιά τόν θριαμβεύοντα νομιναλισμό δέν είναι παρά ένα τίποτε, άφαιρέσιμη προσθήκη τού ερευνητή πού διαι ρεί καί ταξινομεί. Εκείνη ή πρόταση άπό τίς εναρκτήριες σκέ ψεις τής έγελιανής Λογικής, ότι δέν υπάρχει τίποτε στον κόσμο, πού δέν θά ήταν καί διαμεσολαβημένο καί άμεσο, δέν έπιζεί πουθενά αλλού μέ τόση άκρίβεια όσο στά δεδομένα τά όποια επικαλείται ή ιστοριογραφία. Ασφαλώς θά ήταν μωρία νά έπιστρατεύσει κανείς εκλεπτυσμένα γνωσιοκριτικά επιχειρήματα γιά νά αναιρέσει τό γεγονός ότι. όταν τήν περίοδο τού χιτλερι κού φασισμού ή πολιτική άστυνομία χτυπάει τό κουδούνι ενός διαφωνούντος στις έξι τό πρωί, αυτό σχετίζεται μέ τό άτομο πού τό ύφίσταται πιό άμεσα άπό όσο συμβαίνει μέ τίς προγε νέστερες δολοπλοκίες τής έξουσίας καί την εγκατάσταση τού κομματικού μηχανισμού σέ όλους τούς κλάδους τής δημόσιας διοίκησης, πόσω μάλλον μέ τήν ιστορική τάση, ή όποια άπό τή μεριά της έσπασε τή συνέχεια τής Δημοκρατίας τής Βάίμάρηςαύτή ή τάση δέν άποκαλύπτεται παρά μόνο μέσα σέ ένα έννοιολογικό πλαίσιο. δεσμευτικά δέ μόνο μέσα σέ μιά ανεπτυγμένη θεωρία. Καί όμως τό ώμό δεδομένο τής έπιδρομής τών άρχών. μέ τήν οποία ό φασισμός ασκεί πίεση στό άτομο, έξαρτάται άπό όλα εκείνα τά πιό μακρινά γιά τό άτομο στοιχεία τού όλου, πού έκείνη τή στιγμή μοιάζουν άδιάφορα. Μόνον ή πιό ενδεής λατρεία τού υλικού θά μπορούσε, επικαλούμενη τήν έπι-
.V» 2
Η ΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
στημονική ακρίβεια, νά μή θέλει νά βει ότι ή Γαλλική Επανά σταση . οσο άπότομα καί άν σημειώνονταν μερικές πράξεις της. έντασσόταν μέσα στή συνολική φορά τής χειραφέτησης τής αστικής τάξης. Δέν θά ήταν ούτε δυνατή οϋτε έπιτι/χής. άν ή άστική τάξη τό 1789 δέν είχε ήδη καταλάβει τίς στρατηγικές καίριες θέσεις τής οικονομικής παραγωγής καί δέν είχε υπερ φαλαγγίσει τή φεουδαρχία καί τήν Απολυταρχική κορυφή της. ή όποια κατά καιρούς συμμαχούσε μέ τά αστικά συμφέροντα. Ή σκανδαλώδης επιταγή τού Νίτσε: «Ό.τι πέφτει πρέπει νά τό σπρώχνουμε», κωδικοποιεί έκ τών υστέρων μιά παμπάλαια άστική αρχή. Ή τύχη ίσως δλων τών Αστικών επαναστάσεων είχε κριθεί έκ τών προτέρων Από τήν ιστορική άνοδο τής τάξης καί αυτές είχαν μιά δόση έπιδεικτικότητας. πού στήν τέχνη εκδηλωνόταν ώς κλασικιστικός διάκοσμος. Παραταϋτα εκείνη ή συνολική φορά δέν θά είχε ύλοποιηθεί ίσως στό ιστορικό σημείο ρήξης χωρίς τήν έκδηλη Απολυταρχική κακοδιαχείριση καί ή δη μοσιονομική κρίση, τήν όποια οι φυσιοκράτες μεταρρυθμιστές επί Λουδοβίκου ΙΣΤ δέν μπόρεσαν νά δαμάσουν. Τουλάχιστον ή ιδιαίτερη κρίση τών μαζών τού Παρισιού πρέπει νά προκάλεσε τό κίνημα, ενώ σέ άλλες χώρες, δπου ή κατάσταση δέν είχε όξυνθεϊ τόσο. ή άστική διαδικασία χειραφέτησης στάθηκε έπιτυχής χωρίς έπανάσταση καί κατ’ άρχάς δέν έθιξε τό λιγότερο ή περισσότερο Απολυταρχικό πολίτευμα. *Η παιδαριώδης διάκρι ση μεταξύ βαθύτερης αιτίας καί έπιφανειακής Αφορμής έχει τό πλεονέκτημα ότι. τουλάχιστον ώμά. σημειώνει τόν δυϊσμό τής Αμεσότητας καί τής διαμεσολάβησης: οΐ Αφορμές είναι τό άμε σο. οί λεγάμενες βαθύτερες αιτίες τό στοιχείο πού διαμεσολα βεί. πού υπερβαίνει τά όρια καί ενσωματώνει τά έπιμέρους. Ακόμη καί στό πρόσφατο παρελθόν ή ύπεροχή τής τάσης μπο ρούσε νά διαπιστωθεί πάνω στά ίδια τά γεγονότα. Ιδιαίτερες στρατιωτικές πράξεις όπως οι βομβαρδισμοί τής Γερμανίας είχαν τή λειτουργία τού slum clearance391, πού Αργότερα ενσω ματώθηκε σέ εκείνη τήν Αλλαγή τών πόλεων ή όποια δέν παρατηρείται πλέον μόνο στή Βόρειο Αμερική, αλλά σέ όλόκληρο
Η ΤΑΣΙ-Ι ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
363
τόν κόσμο. "Ή ακόμη: ή ενίσχυση της οικογένειας στις κατα στάσεις έκτακτης άνάγκης των προσφύγων ήταν μιά προσωρινή ανάσχεση τής τάσης πρός μιά άντιοικογενειακή εξέλιξη, όχι όμως καί τής γενικής φοράς* ό αριθμός των διαζυγίων καθώς καί τών μη πληρών οικογενειών εξακολούθησε κατ' άρχάς νά αυξάνεται καί στη Γερμανία. 'Ακόμη καί οί έπιδρομές τών Ισπανών κατακτητών στό παλαιό Μεξικό καί τό Περού, τίς όποιες οι κάτοικοι πρέπει νά έζησαν σάν εισβολές από άλλον πλανήτη, συνέβαλαν -κάτι άνορθολογικό γιά τούς Αζτέκους καί τούς 'Ίνκας- μέ αιματηρό τρόπο στήν παραπέρα έξάπλωση τής αστικής-ορθολογικής κοινωνίας μέχρι τή σύλληψη τού ένός καί μοναδικού κόσμου, ή όποια ένυπάρχει τελεολογικά στή βασική άρχή αυτής τής κοινωνίας. Μιά τέτοια υπεροχή τής τάσης στά γεγονότα, τά όποια είναι πάντοτε απαραίτητα γι’ αύτήν. κάνει την παλαιομοδίτικη διαφορά μεταξύ αιτίας καί αφορμής τελικά άνάξια λόγου* όλόκληρη ή διαφορά είναι επιφανειακή καί όχι μόνον ή αφορμή, διότι ή αιτία λαμβάνει συγκεκριμένη μορφή στήν αφορμή. ‘Αν ή αύλική κακοδιαχείριση ήταν ένας μοχλός τών έξεγέρσεων τού Παρισιού. ακόμη καί αυτή ή κακοδιαχείρι ση ήταν μιά συνάρτηση τού όλου, τής υστέρησης τής απολυταρ χικής οικονομίας τών «εξόδων» έναντι τής καπιταλιστικής οικονομίας τών έσόδων. Ακόμη καί τά έπιμέρους στοιχεία πού έρχονται σέ αντίθεση πρός τό ιστορικό όλον καί ασφαλώς, όπως στή Γαλλική Επανάσταση, προωθούν ακόμη πιό πολύ αύτό τό όλον αποκτούν τή σημασία τους μόνο μέσα σέ αύτό τό όλον. Ή ίδια ή υστέρηση τών παραγωγικών δυνάμεων τής μιας τάξης δέν είναι απόλυτη, αλλά μόνο σχετική μέ τό βαθμό προόδου τών παραγωγικών δυνάμεων τής άλλης. Ή ίστορικοφιλοσοφική κατασκευή πρέπει νά έχει γνώση όλων αυτών τών πραγμάτων. Μεταξύ άλλων καί γι' αυτόν τό λόγο, όπως ήδη στόν Χέγκελ καί τόν Μάρξ. ή φιλοσοφία τής ιστορίας πλησιάζει τήν ιστοριογρα φία. όπως καί αύτή. ώς κατανόηση τής ούσίας πού συγκαλύπτε ται άπό τά πραγματικά γεγονότα, αλλά αποτελεί προϋπόθεσή τους, δέν είναι πιά δυνατή παρά μόνον ώς φιλοσοφία.
II ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΙΟΥ 11ΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Ακόμη καί υπό αυτό τό πρίσμα ή διαλεκτική δεν είναι μιά κοσμοθεωρητική έκδοχή. δεν είναι μιά φιλοσοφική θέση ή σκο πιά. πού μπορεί νά έπιλεγεί μεταξύ άλλων από ένα δειγματολό γιο. Όπο)ς ή κριτική τών δήθεν πρώτων φιλοσοφικών εννοιών όδηγεί στή διαλεκτική, ή ίδια απαιτείται από τά κάτω. Μόνον ή έμπειρία πού περικόπτεται μέ τή βία στά μέτρα μιας στενοκέ φαλης έννοιας τής εμπειρίας αποκλείει τήν έμφαντική έννοια, ώς αυτοτελές, άν καί διαμεσολαβημένο στοιχείο, άπό τόν εαυτό της. 'Άν στόν Χέγκελ μπορεί νά προσαφθεί ή κατηγορία ότι ό άπόλυτος ιδεαλισμός μετατρέπεται. ώς θεοποίηση τής ύφιστάμενης κατάστασης, σέ θετικισμό, δηλαδή ακριβώς εκείνη τήν κατεύθυν ση πού ό ίδιος έπέκρινε ώς φιλοσοφία τού στοχασμού3*2, ή ανα γκαία σήμερα διαλεκτική θά ήταν, άντίστροφα, όχι μόνο μιά κα ταγγελία τής κυρίαρχης συνείδησης, αλλά καί ίκανήνά άναμετρηθεϊ μαζί της. ένας θετικισμός πού βρήκε τόν εαυτό του καί έτσι ασφαλώς άρνεϊται τόν εαυτό του. Ή φιλοσοφική απαίτηση γιά συγκέντρωση τής προσοχής στά έπιμέρους. πού δέν μπορεί νά καθοδηγηθεί άπό καμμιά φιλοσοφία έκ τών άνω. άπό κανενός είδους προθέσεις πού διεισδύουν μέσα της. ήταν ήδη ή μία πλευ ρά τού Χέγκελ. Αλλά ή πραγματοποίησή της μπερδεύτηκε σέ αυτόν σέ ταυτολογίες: ό δικός του τρόπος κατάδυσης στά έπι μέρους φέρνει στό φώς. σάν νά είχε συμφωνηθεί έτσι, εκείνο τό πνεύμα πού ώς όλικό καί άπόλυτο είχε τεθεί εξαρχής. Σέ αυτή τήν ταυτολογία έναντιώθηκε ή πρόθεση τού μεταφυσικού Μπένγιαμιν, όπως τήν άνέπτυξε στόν πρόλογο τού Ursprung des deutschen Trauerspiels. νά διασώσει τήν επαγωγή. Τό άπόφθεγμά του ότι τό μικρό κύτταρο τής άμεσα συλλαμβανόμενης πραγμα τικότητας άντισταθμίζει δλον τόν υπόλοιπο κόσμο μαρτυρεί νω ρίς τήν αυτοσυνείδηση τής σημερινής στάθμης τής εμπειρίας, καί μάλιστα τόσο πιό αυθεντικά εφόσον αύτή ή ρήση διαμορφώθηκε έξω άπό τήν επικράτεια τών λεγάμενων μεγάλων άμφισβητούμενων ζητημάτων τής φιλοσοφίας, άπέναντι στά όποια μιά διαφο ρετική έννοια τής διαλεκτικής πρέπει νά δυσπιστεί. Ή προτεραι ότητα τού όλου έναντι τού φαινομένου πρέπει νά συλλαμβάνε-
Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
365
ται μέσα στό φαινόμενο, πάνω στό όποιο κυριαρχεί αύτό πού ή παράδοση άποκαλεΐ παγκόσμιο πνεύμα- δεν πρέπει νά υιοθε τείται ώς θεία από αύτή την παράδοση, πού είναι πλατωνική ύπό την εύρύτατη έννοια. Τό παγκόσμιο πνεύμα υπάρχει, δεν είναι δμως πνεύμα, άλλά ακριβώς τό αρνητικό, τό όποιο ό Χέγκελ μετακύλισε από αύτό πάνω σε εκείνους πού είναι αναγκα σμένοι νά ύπακούουν στό ίδιο καί ή ήττα τους αναπαράγει τήν έτυμηγορία ότι ή διαφορά από την αντικειμενικότητα είναι τό αναληθές καί κακό. Αυτοτελές γίνεται τό παγκόσμιο πνεύμα έναντι τών έπιμέρους πράξεων, οί όποιες συνθέτουν τόσο την πραγματική συνολική κίνηση τής κοινωνίας όσο καί τίς λεγάμενες πνευματικές εξελίξεις, καί έναντι τών ζωντανών ύποκειμένων αύτών πράξεων. Τό παγκόσμιο πνεύμα είναι ανταγωνιστικό, χωρίς νά λαμβάνει ύπόψη τίς σκέψεις τών ανθρώπων, διαμέσου τών πράξεών τους καί κατά συνέπεια έκ τών προτέρων. Τό πα γκόσμιο πνεύμα, μιά έννοια τού στοχασμού393, δέν ένδιαφέρεται γιά τά ζωντανά όντα, τά όποια χρειάζεται τό δλον. τήν πρωτο καθεδρία τού οποίου εκφράζει τό παγκόσμιο πνεύμα, δπως καί αύτά μπορούν νά ύπάρχουν μόνο δυνάμει αυτού τού δλου. Αύτή τήν ύποστασιοποίηση. χειροπιαστά νομιναλιστική. εννοούσε ό όρος τού Μάρξ «παραπλανητική συγκάλυψη». Αλλά ή άποσυναρμολογημένη παραπλανητική συγκάλυψη δέν θά ήταν, ούτε σύμφωνα μέ εκείνη τή θεωρία, μόνον ιδεολογία. Είναι επίσης ή παραμορφωμένη συνείδηση τής πραγματικής ύπεροχής τού δλου. Στό επίπεδο τής ιδέας οίκειοποιεϊται τήν αδιαφανή καί ακαταμάχητη ύπεροχή τού δλου.τόν διαιωνιζόμενο μύθο. Ακόμη καί τό εμπειρικό περιεχόμενο τής φιλοσοφικής ύποστασιοποίησης είναι οί ετερόνομες σχέσεις στίς όποιες οί σχέσεις τών ανθρώπων έγιναν αόρατες. Ό.τι από τήν έννοια τού παγκόσμιου πνεύματος είναι άνορθολογικό είναι παρμένο άπό τήν άνορθολογικότητα τής πορείας τού κόσμου. Παραταύτα παραμένει φε τίχ. Ή ιστορία δέν έχει μέχρι σήμερα κανένα οπωσδήποτε κατασκευάσιμο συνολικό υποκείμενο. Υπόστρωμά της είναι τό λει τουργικό πλαίσιο τών πραγματικών άτομικών ύποκειμένων: «Ή
,16<>
«ΙΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΗ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΛ-
Ιστορία δέν χάνει τίποτε, “δεν κατέχει τεράστιο πλούτο", “δέν διεξάγει Αγώνες"! Ό άνθρωπος, ό πραγματικός, ζωντανός άνθρωπος είναι αύτός ποό κάνει τά πάντα, κατέχει καί Αγωνίζε ται- δέν αληθεύει ότι ή ιστορία μεταχειρίζεται τόν άνθρωπο ώς μέσον γιά νά πραγματοποιήσει τούς σκοπούς της - σάν νά ήταν ξεχωριστό πρόσωπο· ή Ιστορία είναι άπλώς ή δραστηριότητα τού Ανθρώπου πού έπιδιώκει τούς σκοπούς του»194. 'Αλλά αυτές οί ιδιότητες αποδίδονται στην ιστορία, επειδή επί αίώνες ό νό μος κίνησης τής κοινωνίας δέν λάμβανε ύπόψη τά Ατομικά υπο κείμενά της. Τά υποβίβαζε πραγματικά σέ απλούς εκτελεστές, σέ απλούς μετόχους στόν κοινωνικό πλούτο καί τόν κοινωνικό αγώνα, ένώ Από τήν άλλη μεριά, εξίσου πραγματικά, δέν θά υπήρχε τίποτε χωρίς αυτά τά ύποκείμενα καί τίς αυθόρμητες πράξεις τους. Ό Μάρξ τόνιζε συχνά αύτή τή νομιναλιστική πτυ χή, χωρίς νά τής αναγνωρίζει βέβαια φιλοσοφική συνέπεια: «Μό νο καθόσον ό καπιταλιστής είναι προσωποποιημένο κεφάλαιο έχει ιστορική άξια καί ιστορικό δικαίωμα ύπαρξης... Μόνον ώς προσωποποίηση του κεφαλαίου είναι σεβαστός ό καπιταλιστής. Ώς τέτοια έχει κοινή μέ τόν άποθησαυριστή τήν απόλυτη όρμή τού πλουτισμού. Αυτό όμως πού στόν δεύτερο εμφανίζεται ώς ατομική μανία, στόν καπιταλιστή είναι Αποτέλεσμα τού κοινωνι κού μηχανισμού, μέσα στόν όποιο ό ίδιος είναι άπλώς ένα γρα νάζι. Επιπλέον ή ανάπτυξη τής καπιταλιστικής παραγωγής κά νει αναγκαία τήν αύξηση τού κεφαλαίου πού επενδύεται σέ μιά βιομηχανική επιχείρηση καί ό Ανταγωνισμός επιβάλλει σέ κάθε ατομικό καπιταλιστή τούς εγγενείς νόμους τού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ώς εξωτερικούς καταναγκαστικούς νόμους. Τόν Αναγκάζει νά επεκτείνει συνεχώς τό κεφάλαιό του γιά νά τό διατηρήσει, καί μπορεί νά τό διατηρήσει μόνο μέσω προοδευ τικής συσσώρευσης395. Στήν έννοια τοό παγκόσμιου πνεύματος είχε έκκοσμικευθεί ή Αρχή τής θεϊκής παντοδυναμίας σέ μιά ένοποιητική Αρχή, τό πα γκόσμιο σχέδιο γιά τήν Ανεπιείκεια τού γίγνεσθαι. Τό παγκό σμιο πνεύμα λατρεύεται όπως ή θεότητα, ή όποία απογύμνωνε-
■ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ»
367
ται άπό τόν προσωπικό χαρακτήρα καί όλες τίς ιδιότητες της πού σχετίζονται μέ την πρόνοια καί τή χάρη. ’Έτσι διαδραματί ζεται ώς ένα βαθμό μιά διαλεκτική τού διαφωτισμού: τό άπομαγικοποιημένο καί συντηρημένο πνεύμα τείνει νά εξομοιωθεί μέ τό μύθο ή έπαναστρέφεται μέχρι τή βαθμίδα φρίκης μπροστά σέ κάτι παντοδύναμο καί ταυτόχρονα απογυμνωμένο άπό ιδιότη τες. Τέτοιου είδους είναι ή αίσθηση όταν μάς έγγίζει τό παγκό σμιο πνεύμα ή άκούμε τή βοή του. Είναι σάν νά υποκύπτουμε στό πεπρωμένο. Όπως ό ένδοκοσμικός του χαρακτήρας, τό πα γκόσμιο 7τνεϋμα είναι διαποτισμένο μέ όδύνες καί σφαλερότητα. Ή άρνητικότητά του έμφανίζεται ώς άμελητέο συμβεβηκός μέ τή μεγαλοποίηση τού εντελώς ένδοκοσμικού του χαρακτήρα, τήν ανύψωσή του σέ κάτι ούσιώδες. Λλλά ή εμπειρία τού παγκόσμι ου πνεύματος ώς όλου ίσοδυναμεί μέ τήν εμπειρία της άρνητικότητάς του. Αύτό έδειξε ό Σοπενχάουερ ασκώντας κριτική στήν επίσημη αισιοδοξία, άλλά αύτή παρέμεινε τόσο ψυχανα γκαστική όσο καί ή έν εϊδει θεοδικίας απολογία τού Χέγκελ ύπέρ τού έντεύθεν κόσμου. Τήν άντίληψη ότι μόνο μέσα στήν όλική διαπλοκή ζεϊ ή ανθρωπότητα, ότι ίσως μάλιστα έπέζησε μόνο δυνάμει αύτής τής διαπλοκής, δέν τήν κατέρριψε ή αμφιβο λία τού Σοπενχάουερ ότι ή βούληση γιά ζωή πρέπει νά επιδοκι μάζεται. ’Ασφαλώς όμως σέ έκείνο μέ τό όποιο συμφωνεί τό πα γκόσμιο 7τνεύμα όφειλόταν κατά καιρούς καί ή άνταύγεια μιας ευτυχίας πολύ πέρα άπό τήν άτομική δυστυχία, όπως στή σχέση τής άτομικής πνευματικής προίκισης πρός τήν ιστορική βαθμίδα εξέλιξης. Άν τό άτομικό 7τνεύμα δέν «έττηρεάζεται», όπως άρέσει στόν χυδαίο διαχωρισμό μετάξι; άτόμου καί γενικότητας, άπό τή γενικότητα, άλλά είναι διαμεσολαβημένο στήν εσωτερική του υφή άπό τήν άντικειμενικότητα, τότε αύτή ή τελευταία δέν μπορεί νά είναι πάντοτε μόνον εχθρική πρός τό ύποκείμενο· ό άστερισμός μεταβάλλεται μέσα στήν ιστορική δυναμική. Σέ φά σεις όπου τό παγκόσμιο πνεύμα, ή ολότητα, σκοτεινιάζει δέν μπορούν ούτε οί σημαντικά προδιατεθειμένοι νά γίνουν αύτό πού είναι· σέ εύνοΐκές φάσεις, όπως τήν περίοδο τής Γαλλικής
3«Χ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΓ: ΓΙ1Ν ΛΙΙΟΑΕΣΜΗΥΣΗ ΓΗΝ ΠΑΡΑΓΟΓΙΚΗΝ ΔΥΝΑΜΙίΟΝ
Επανάστασης καί αμέσως μετά από αύτήν. ευδοκίμησαν μέτρια προικισμένοι άνθρωποι πέρα από τίς δυνατότητές τους. Ακόμη καί ό άτομικός χαμός τού άτόμου πού συμφωνεί μέ τό παγκό σμιο πνεύμα, άκριβώς επειδή προπορεύεται τής εποχής του. συ νοδεύεται μερικές φορές από τη συνείδηση ότι δέν είναι όλα μά ταια. Ακαταμάχητη στη μουσική τού νεαρού Μπετόβεν είναι ή έκφραση τής δυνατότητας νά πάνε όλα καλά. Ή όσοδήποτε εύθραυστη συμφιλίωση μέ την άντικειμενικότητα ύπερβαίνει τό πάντοτε ίδιο. Οι στιγμές στις όποιες κάτι μερικό απελευθερώνε ται. χωρίς τό ίδιο νά περιορίζει πάλι κάτι άλλο μέ τήν ίδια του τή μερικότητα, είναι προεξοφλήσεις τού ίδιου τού μή περιορι σμένου. Μιά τέτοια παρηγοριά έκπέμπεται από τήν παλαιότερη αστική τάξη καί οί άκτίνες της φθάνουν μέχρι τήν όψιμη έποχη αυτής τής τάξης. Ή έγελιανή φιλοσοφία τής ιστορίας δύσκολα θά μπορούσε νά θεωρηθεί ανεξάρτητη από τό γεγονός ότι σέ αύτήν άκουγόταν άκόμη. ήδη άπομακρυνόμενη. ή σήμανση τής ώρας μιας εποχής στήν οποία τήν πραγματοποίηση τής αστικής έλευθερίας κινούσε μιά τέτοια πνοή πού τήν έκανε νά ξεπερνά τόν εαυτό της καί νά ανοίγει τήν προοπτική μιας συμφιλίωσης τού όλου, όπου ή εξουσία του θά διαλυόταν. Τίς περιόδους τής συμφωνίας μέ τό παγκόσμιο πνεύμα, μιά πιό ουσιώδη ευτυχία από τήν ατομική, θά τίς συνέδεε κανείς μέ τήν αποδέσμευση τών παραγωγικών δυνάμεων, ένώ τό βάρος τού παγκόσμιου πνεύματος απειλεί νά συνθλίψει τούς άνθρώπους. όταν ή σύγκρουση ανάμεσα στίς κοινωνικές μορφές υπό τίς όποιες υπάρχουν καί τίς δυνάμεις τους είναι οφθαλμοφανής. Αλλά καί αύτό τό σχήμα είναι υπερβολικά απλό: ό λόγος γιά τήν άνερχόμενη αστική τάξη είναι πήλινος. Ή ανάπτυξη καί ή αποδέσμευση τών παραγωγικών δυνάμεων δέν είναι τέτοιου είδους άντιθέσεις ώστε νά μπορούν νά σημαδέψουν εναλλασσό μενες φάσεις, αλλά αληθινά διαλεκτικές. Ή άποδέσμευση τών παραγωγικών δυνάμεων, μιά πράξη τού πνεύματος πού υπο τάσσει τή φύση. συγγενεύει μέ τή βίαιη κυριαρχία πάνω στή φύ ση. Κατά διαστήματα μιά τέτοια άποδέσμευση μπορεί νά ύπο-
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ 369
χωρεϊ, άλλα είναι αδύνατον νά απουσιάζει από την έννοια τής παραγωγικής δύναμης, πόσω μάλλον τής άποδεσμευμένης· άκόμη καί ή λέξη άποδέσμευση περιέχει μιά άπειλή. Στό Κεφάλαιο ύπάρχει τό άκόλουθο χωρίο: «Ώς φανατικός τής άξιοποίησης τής άξίας» -ή άνταλλακτική άξία- «επιβάλλει άδυσώπητα στην άνθρωπότητα την παραγωγή γιά την παραγωγή»396. Αύτό στρέ φεται έπιτόπου κατά τής φετιχοποίησης τής παραγωγικής διαδι κασίας στήν κοινωνία τής άνταλλαγής καί επιπλέον παραβιάζει τό οικουμενικό σήμερα ταμπού πού βαραίνει τήν αμφιβολία γιά τήν παραγωγή ώς αυτοσκοπό. Κατά διαστήματα οΐ τεχνικές πα ραγωγικές δυνάμεις δέν δεσμεύονται κοινωνικά σχεδόν καθό λου. άλλά δουλεύουν μέσα σέ καθορισμένες παραγωγικές σχέ σεις χωρίς νά τίς έπηρεάζουν. 'Όταν ή άποδέσμευση των δυνάμεο)ν άποκόπτεται άπό τίς βασικές σχέσεις άνάμεσα στούς άνθρώπους. φετιχοποιεΐται δσο καί οί διατάξεις· είναι καί αυτή μόνον ένα στοιχείο τής διαλεκτικής, δχι ό μαγικός της τύπος. Σέ τέτοιες φάσεις τό παγκόσμιο πνεύμα, ή ολότητα του μερικού, μπορεί νά περάσει σέ αύτό πού καταπλακώνει. Άν τά σημάδια δέν άπαντούν. αύτός είναι ό χαρακτήρας τής σημερινής εποχής, ενώ σέ περιόδους δπου οί άνθρωποι χρειάζονται τήν πρόοδο τών παραγωγικών δυνάμεων ή τουλάχιστον δέν κινδυνεύουν ορατά άπό αύτές. υπερτερεί μάλλον τό συναίσθημα τής συμφω νίας με τό παγκόσμιο πνεύμα. μολονότι μέ ένα υπόγειο ρεύμα υπόνοιας ότι αυτή ή συμφωνία είναι μιά άνακωχή. καθώς επίσης μέ τόν πειρασμό γιά τό ύποκειμενικό πνεύμα, υπό τήν πίεση τών άσχολιών καί συναλλαγών, νά περάσει στις γραμμές τού άντικειμενικού. όπως ό Χέγκελ. Σέ δλα αύτά παραμένει καί τό υποκειμενικό πνεύμα μιά ιστορική κατηγορία, κάτι προελθόν καί μεταβαλλόμενο, κάτι δυνητικά έφήμερο. Τό μή άτομοποιημένο άκόμη λαϊκό πνεύμα πρωτόγονων κοινωνιών, πού ύπό τήν πίεση τών πολιτισμένων άναπαράγεται σέ αύτές. σχεδιάζεται καί έξαπολύεται άπό τόν μεταβιομηχανικό κολλεκτιβισμό. όπότε τό αντικειμενικό πνεύμα είναι παντοδύναμο καί ταυτόχρονα σκέτη άπάτη.
ΟΜΑΔΙΚΟ ΙΙΝ1-ΥΜΑ ΚΑΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ
Άν ή φιλοσοφία ήταν, όπως διακήρυξε ή Φαινομενολογία τού Χέγκελ. ή έπιστήμη τής έμπειρίας τής συνείδησης, δεν Οά μπο ρούσε. δπως έκανε ό ‘ίδιος προοδευτικά, νά έπιπλήττει άφ’ υψη λού τήν άτομική εμπειρία τού επιβαλλόμενου γενικού ώς άνειρήνευτου καί κακού καί νά προσφέρεται ώς υπερασπιστής της εξουσίας σέ δήθεν άνώτερο έπίπεδο θεώρησης. Ή όδυνηρή εικό να τής επιβολής ανάξιων προτάσεων, λόγου χάρη σέ έπιτροπές. ακόμη καί δταν τά μέλη τους είναι υποκειμενικά καλοπροαίρε τα, φανερώνει τήν υπεροχή τού γενικού, ένα αίσχος γιά τό όποιο δέν αποζημιώνεται κανείς έπικαλουμενος τό παγκόσμιο πνεύμα. Ή ομαδική γνώμη έπιβάλλεται μέσω τής προσαρμογής στήν πλειοψηφία τής όμάδας ή στά μέλη μέ τή μεγαλύτερη έπιρροή. συχνά δυνάμει μιας καθοριστικής άποψης πού έπικρατεί πέρα άπό τήν έκάστοτε ομάδα, σέ μιά εύρύτερη. προπάντων δταν αυτή επικροτείται άπό τά μέλη τής όμάδας. Τό άντικειμενικό πνεύμα τής τάξης ξεπερνά μέσα τους τήν άτομική εύφυΐα τών συμμετεχόντων. Ή φωνή τους είναι ή ηχώ τού άντικειμενικού πνεύματος, μολονότι οί ίδιοι υποκειμενικά ενδεχομένως υπερα σπιστές τής ελευθερίας, δέν τό νιώθουν μηχανορραφίες έρχονται νά προστεθούν μόνο σε κρίσιμα σημεία, ώς έκδηλη εγκληματικό τητα. Ή έπιτροπή είναι ό μικρόκοσμος τής όμάδας τών μελών της. σέ τελική άνάλυση τού όλου. Αυτό προδιαμορφώνει τίς άποφάσεις. Τέτοιες συχνότατες παρατηρήσεις μοιάζουν ειρωνι κά μέ έκεϊνες τής τυπικής κοινωνιολογίας τύπου Ζίμμελ. Καί δμως τό νοηματικό τους περιεχόμενο δέν βρίσκεται άπλώς στήν κοινωνικοποίηση, σέ κενές κατηγορίες δπως αυτή τής όμάδας. άλλά είναι κάτι πού ή τυπική κοινωνιολογία σύμφωνα μέ τόν ορισμό της δέν είναι πρόθυμη νά σκεφθεί. άποτύπωμα κοινωνι κού περιεχομένου- τό γεγονός δτι επαναλαμβάνεται σταθερά καί άμετάβλητα έρχεται άπλώς νά θυμίσει πόσο λίγα πράγματα άλλαξαν στήν ιστορία δσον άφορά τήν εξουσία τού γενικού καί δτι έτσι παραμένει άκόμη προϊστορία. Τό τυπικό όμαδικό πνεύμα είναι άντανάκλαση τής ουσιαστικής κυριαρχίας. Ό λό γος ύπαρξης τής τυπικής κοινωνιολογίας είναι ή τυπικοποίηση
Η ΣΦΑΙΡΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
371
των κοινωνικών μηχανισμών, τό ισοδύναμο τής κυριαρχίας πού προχωρεί διαμέσου τού ορθού λόγου. Μέ αύτό συμφωνεί ή Ιδέα ότι οΐ άποφάσεις τών προαναφερόμενων έπιτροπών, όσο καί αν ώς πρός την ούσία τους άναφέρονται σέ περιεχόμενα καί όχι σέ τύπους, εξωτερικά λαμβάνονται συνήθως ύπό τό πρίσμα νο μικών τύπων. Ή τυπικοποίηση δέν είναι κάτι πιό ουδέτερο άπό τίς ταξικές σχέσεις, οί όποιες μέσω τής άφαίρεσης. τής λογικής κυριαρχίας τών βαθμιδών τής γενικότητας, άναπαράγονται. μά λιστα δέ ακόμη καί όπου οί σχέσεις κυριαρχίας αναγκάζονται νά καμουφλάρονται πίσω άπό δημοκρατικές διαδικασίες. Μετά τη Φαινομενολογία καί τη Λογική ό Χέγκελ καλλιέρ γησε ακόμη περισσότερο τη λατρεία τής πορείας τού κόσμου, πιό πολύ στη Φιλοσοφία τού δικαίου. Τό μέσον στό όποιο τό κακό στό όνομα τής αντικειμενικότητας δικαιώνεται καί δανεί ζεται την επίφαση τού καλού είναι σέ μεγάλο βαθμό εκείνο τής νομιμότητας, τό όποιο προστατεύει μέν θετικά την αναπαρα γωγή τής ζωής. αλλά, στίς υφιστάμενες μορφές του. λόγω τής καταστρεπτικής αρχής τής εξουσίας, δείχνει τήν καταστρετττικότητά του άπαραμείωτη. Ένώ ή κοινωνία χωρίς δίκαιο, όπως στό Τρίτο Ράιχ, έγινε βορά τής καθαρής αύθαιρεσίας. τό δίκαιο συντηρεί τόν τρόμο στήν κοινωνία, πού είναι κάθε στιγμή έτοι μη νά άνατρέξει σέ αυτόν μέ τή βοήθεια τών έκτελέσιμων νο μικών διατάξεων. Ό Χέγκελ προσέφερε τήν ιδεολογία τού θετι κού δικαίου, διότι, στήν ήδη ορατά ανταγωνιστική κοινωνία, αυτή ήταν ή πιό επιτακτική ανάγκη. Τό δίκαιο είναι τό πρωτο γενές φαινόμενο τής άνορθολογικής όρθολογικότητας. Σέ αύτό ή τυπική αρχή τής ισοδυναμίας γίνεται κανόνας, τό δίκαιο με τράει τά πάντα μέ τό ίδιο μέτρο. Μιά τέτοια ισότητα στήν οποία οί διαφορές εξαφανίζονται παρέχει στά κρυφά υποστή ριξη στήν ανισότητα: ένας μύθος πού έξακολουθεί νά ζεί μέσα σέ μιά κοινωνία πού απλώς φαινομενικά έχει απαλλαγεί άπό τούς μύθους. Οί κανόνες δικαίου άποκόπτουν τό μή καλυπτό μενο. κάθε μή προδιαμορφωμένη εμπειρία ιδιαιτεροτήτων, στό όνομα τής χωρίς κενά συστηματικότητας καί ανυψώνουν στή
ντ:
H ΣΦΑΙΡΑ TOY ΑΙΚΑΙΟΥ
συνέχεια την έργαλειακή όρθολογικότητα σέ δεύτερη πραγματι κότητα ίδιου τόπου. 'Ολόκληρο τό νομικό πεδίο είναι μιά πε ριοχή γεμάτη όρισμούς. Ή συστηματικότητα του έπφάλλει νά μή δέχεται τίποτε άν δέν έμπίπτει στον κλειστό του κύκλο, quod non est in actis397. Αύτή ή περίφρακτη περιοχή, ιδεολογι κή καθ' έαυτήν. ασκεί μέ τίς κυρώσεις του δικαίου ώς μιας αρχής κοινωνικού ελέγχου, προπάντων στόν διοικούμενο κό σμο, άντικειμενικά πραγματική έξουσία. Στίς δικτατορίες μετατρέπεται μέ άμεσο τρόπο σέ έξουσία. ώς έμμεση κρυβόταν πάνοτε πίσω άπό τήν πρόσοψη. Γιά τό γεγονός ότι τό άτομο τόσο εύκολα μπορεί νά άποδειχθεί πώς έχει άδικο, άν ό ανταγωνι σμός τών συμφερόντων τό όδηγήσει στήν περιοχή τού δικαίου, δέν φταίει τό ίδιο, δπως θέλει νά τό πείσει ό Χέγκελ. υπό τήν έννοια δτι δήθεν είναι πολύ τυφλό γιά νά αναγνωρίσει τό δικό του συμφέρον μέσα στούς αντικειμενικούς κανόνες δικαίου καί στίς εγγυήσεις πού παρέχουν, αλλά μάλλον τό φταίξιμο πρέπει νά άναζητηθεϊ στά συστατικά τής ίδιας τής σφαίρας τού δικαί ου. Αντικειμενικά αληθινή παραμένει ώστόσο ή περιγραφή μέ τήν οποία ό Χέγκελ αποδίδει μιά δήθεν ύποκειμενική μεροληψία: «Τό γεγονός δτι τό δίκαιο καί ή ηθικότητα, δτι ό πραγμα τικός κόσμος τού δικαίου καί τής ήθικότητας συλλαμβάνεται μέσω τής σκέψης, δτι δίνει στόν εαυτό του μέσω τής σκέψης τή μορφή τής λογικότητας, δηλαδή γενικό καί καθορισμένο χαρα κτήρα. αυτό, δηλαδή ό νόμος, είναι πού εκείνο τό συναίσθημα, τό όποιο επιφυλάσσει στόν εαυτό του τήν αρέσκεια399, εκείνη ή ηθική συνείδηση πού θέτει τό σωστό στή σφαίρα τής υποκειμε νικής πεποίθησης, έχει λόγους νά τόν βλέπει (τόν νομοί ώς τόν πιό εχθρικό απέναντι του. Τή μορφή τού σωστού ώς ενός καθή κοντος καί ώς νόμου τήν αισθάνεται ώς νεκρό ψυχρό γράμμα καί ώς δεσμά. διότι δέν άναγνωρίζει σέ αυτόν [τόν νόμο] τόν εαυτό του καί κατά συνέπεια τόν εαυτό του ώς ελεύθερον, επειδή ό νόμος είναι ό Λόγος τού πράγματος, καί αυτό τό πράγμα δέν επιτρέπει στό συναίσθημα νά απολαμβάνει τή ζε στασιά τής ίδιας του τής μερικότητας»'*9. Ή σκέψη δτι ή ύπο-
ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΕΙΚΕΙΑ
373
κειμενική ηθική συνείδηση «έχει λόγους» νά βλέπει την αντικει μενική ηθικότητα ώς τό πιό έχθρικό απέναντι της είναι σάν μιά φιλοσοφική παραδρομή, ένα όλίσθημα τής γραφίδας. Άκριτομυθώντας άποκαλύπτει αυτό πού τήν Ιδια στιγμή αμφισβητεί. Άν ή ατομική ηθική συνείδηση βλέπει τόν «πραγματικό κόσμο τού δικαίου καί τής ηθικότητας» ώς έχθρικό. έπειδή σέ αύτόν δεν άναγνωρίζει τόν έαυτό του. αύτό δεν θά έπρεπε νά τό προ σπερνά κανείς μέ διαβεβαιώσεις, διότι ή έγελιανή διαλεκτική λέει δτι εδώ δέν μπορεί νά φερθεί διαφορετικά, δεν μπορεί σέ αύτόν νά αναγνωρίσει τόν έαυτό του. 'Έτσι ομολογεί δτι ή συμ φιλίωση, ή άπόδειξη τής όποιας είναι τό περιεχόμενο τής φιλο σοφίας του, δέν πραγματοποιήθηκε. Άν ή έννομη τάξη δέν ήταν γιά τό άντικείμενο ξένη καί έξωτερική. τότε ό άναπόφευκτος γιά τόν Χέγκελ ανταγωνισμός θά μπορούσε νά διακανονισθεΐ μέ καλύτερη κατανόηση· ό Χέγκελ δμως έζησε πολύ βαθιά τόν μή διακανονίσιμο χαρακτήρα του γιά νά έχει έμπιστοσύνη σέ αυτήν τή δυνατότητα. Έξου καί τό παράδοξο δτι διδάσκει τη συμφιλίωση μεταξύ τής ήθικής συνείδησης καί τών κανόνων δι καίου καί ταυτόχρονα τήν αφήνει εκτεθειμένη. Άν ή καθ’ ύλην ανεπτυγμένη, θετική διδασκαλία περί φυσι κού δικαίου οδηγεί σέ αντινομίες, ή ιδέα του διατηρεί πάντως κριτικά τήν αναλήθεια τού θετικού δικαίου. Αύτό είναι σήμερα ή έκπραγματισμένη συνείδηση πού άναμεταφράζεται στήν πραγματικότητα, δπου αυξάνει τήν κυριαρχία. 'Ήδη από τή μορφή του. χωρίς νά λαμβάνεται υπόψη τό ταξικό περιεχόμενο καί ή ταξική δικαιοσύνη, τό θετικό δίκαιο έκφράζει κυριαρχία, τή χάσκουσα διαφορά τών άτομικών συμφερόντων άπό τό δλον. τό όποιο τά συνοψίζει άφηρημένα. Τό σύστημα τών δημιουργημένων άπό τήν ίδια τήν ώριμασμένη νομική επιστήμη έννοιών. ή όποια τό βάζει μπροστά στή διαδικασία ζωής τής κοινωνίας, τάσσεται έκ τών προτέρων, μέ τήν ύπαγωγή δλων τών έπιμέρους σέ κατηγορίες, ύπέρ τής τάξης, απομίμηση τής όποιας είναι τό σύστημα ταξινόμησης. Θά τιμά αιώνια τόν ’Αριστοτέλη δτι στή διδασκαλία του γιά τήν επιείκειαν έπέκρινε μέ αύτόν
374
ΛΙΚΑΙΟ ΚΑΙ 1·ηΐΚ»ΚΕΙΑ
τόν τρόπο τόν άφηρημένο κανόνα δικαίου. "Οσο πιό συνεπή αποβαίνουν όμως τά συστήματα δικαίου. τόσο πιό ανίκανα είναι νά απορροφήσουν εκείνα πού άπό τόν χαρακτήρα τους άρνούνται νά άπορροφηθούν. Τό ορθολογικό σύστημα δικαίου μπορεί νά άπορρίπτει κατά κανόνα ώς προστατευτισμό, ώς άδικο προνόμιο, τό δικαίωμα τής έπιείκειας. πού άπέβλεπε στη διόρθωση τής αδικίας στό δίκαιο. Ή τάση είναι οίκουμενική καί συμφωνεί μέ την οικονομική διαδικασία, ή όποία απλοποιεί τά ατομικά συμφέροντα μέ βάση τόν έλάχιστο κοινό παρονομαστή μιας ολότητας πού παραμένει αρνητική, έπειδή λόγω τής συ στατικής της αφαίρεσης απομακρύνεται άπό τά ατομικά συμ φέροντα. τά όποία δμως ταυτόχρονα τή συνθέτουν. Ή γενικό τητα, ή όποία αναπαράγει τή διατήρηση τής ζωής, τή θέτει καί σέ κίνδυνο, σέ όλο καί πιό απειλητικό επίπεδο. *Η εξουσία τού πραγματοποιούμενου γενικού δέν είναι όπως σκεφτόταν ό Χέγκελ ταυτόσημη μέ την ουσία τών ατόμων καθ’ έαυτά, αλλά πά ντοτε καί αντίθετη. Τά άτομα δέν είναι απλώς σέ μιά υποτιθέ μενη ιδιαίτερη σφαίρα τής οικονομίας μάσκες χαρακτήρων, πράκτορες τής αξίας. Ακόμη καί όπου φαντάζονται πώς έχουν γλυτώσει άπό την πρωτοκαθεδρία τής οικονομίας, ώς τά βάθη τής ψυχοσύνθεσης τους, τής άνεκτής καί μή ελεγχόμενης προ σωπικής σφαίρας τού άτόμου, άντιδρούν υπό τόν καταναγκα σμό τού γενικού- όσο πιό ταυτόσημα είναι μέ αύτό. τόσο μή ταυτόσημα είναι άπό τήν άλλη μεριά μέ τό ίδιο ώς άνυπεράσπιστα υπακούοντα όντα. Στά ίδια τά άτομα έκφράζεται τό γεγονός οτι τό δλον μαζί μέ αυτά διατηρείται μόνο διαμέσου τού άνταγωνισμού. Αμέτρητες φορές άναγκάζονται άνθρωποι, άκόμη καί συνειδητοί καί ικανοί νά άσκούν κριτική στή γενικό τητα. άπό άναπότρεπτους λόγους αυτοσυντήρησης νά προβαί νουν σέ πράξεις καί νά λαμβάνουν στάσεις πού συμβάλλουν στήν τυφλή συντήρηση τού γενικού, ενώ οί ίδιοι στή συνείδησή τους εναντιώνονται σέ αύτό. Μόνον επειδή άναγκάζονται νά κάνουν τό ξένο πρός αυτούς δική τους υπόθεση γιά νά έπιζήσουν. δημιουργεϊται εκείνη ή έπίφαση τής συμφιλίωσης τήν
ΤΟ ΑΤΟΜΙΣΤΙΚ.Ο ΠΕΠΛΟ
375
όποια ή έγελιανή φιλοσοφία, πού, άδέκαστη. αναγνώρισε τήν υπεροχή τού γενικού, ανύψωσε, δχι πλέον άδέκαστη. στό επί πεδο μιας ιδέας. Αύτό πού αστράφτει, σάν νά βρισκόταν πάνω από τούς ανταγωνισμούς, είναι ταυτόσημο μέ την οικουμενική διαπλοκή. Τό γενικό φροντίζει ώστε τό υποταγμένο σέ αύτό ειδικό νά μήν είναι καλύτερο από τό ϊδιο. Αυτός είναι ό πυρή νας κάθε ταυτότητας πού έχει κατασκευασθεϊ μέχρι σήμερα. Άν οί άνθρωποι έβλεπαν κατάματα την ύπεροχή τού γενικού, ψυχολογικά θά παραβλαπτόταν αφόρητα ό ναρκισσισμός δλων τών άτόμων καί της δημοκρατικά όργανωμένης κοινωνίας. Αν αποκάλυπταν δτι ή έαυτότητα είναι ανύπαρκτη, μιά ψευδαίσθη ση, ή αντικειμενική απόγνωση δλων θά μετατρεπόταν εύκολα σέ ύποκειμενική καί οί άνθρωποι θά έπαυαν νά πιστεύουν αύτό πού τούς έχει έμφυσήσει ή άτομιστική κοινωνία: πώς αύτοί. ώς άτομα, είναι τό ούσιώδες. Γιά νά μπορεί τό λειτουργικά καθορι σμένο ατομικό συμφέρον νά Ικανοποιείται κατά κάποιον τρόπο ύπό τίς ύφιστάμενες μορφές, πρέπει νά φαίνεται ώς προηεύον. τό άτομο πρέπει νά έκλαμβάνει έκείνο πού τού φαίνεται άμεσο ώς πρώτην ουσίαν. Μιά τέτοια ύποκειμενική ψευδαίσθηση έχει αντικειμενικές αιτίες: μόνο διαμέσου τής αρχής τής ατομικής αύτοσυντήρησης. μέ όλη τή στενοκεφαλιά της. λειτουργεί τό δλον. Αναγκάζει τόν καθένα νά κοιτάζει μόνο τόν έαυτό του,τόν εμποδίζει νά κατανοήσει τήν αντικειμενικότητα καί έτσι αντικει μενικά γίνεται ακόμη πιό κακό. Ή νομιναλιστική συνείδηση άντικατοπτρίζει ένα ολον πού έξακολουθεί νά ζεϊ μέ τή βοήθεια τής μερικότητας καί τής πώρωσής της· είναι κυριολεκτικά μιά ιδεολογία, μιά κοινωνικά αναγκαία φαινομενικότητα. Ή γενική αρχή είναι αύτή τής κατά μόνας ύπαρξης, ή οποία έχει τήν έντύπωση πώς είναι τό αδιαμφισβήτητα βέβαιο, τυφλωμένη ώστε νά μήν μπορεί νά συνειδητοποιήσει πόσο διαμεσολαβημένη είναι, λες καί θά διακύβευε τήν ύπαρξή της. Έξού καί ή εύρύτερη διά δοση τού φιλοσοφικού νομιναλισμού. Ή έκάστοτε ατομική ύπαρξη υποτίθεται δτι έχει τήν πρωτοκαθεδρία έναντι τής έννοιάς της· τό πνεύμα, ή συνείδηση τών άτόμων, ύποτίθεται δτι
υπάρχει μόνο στά άτομα καί δέν είναι έπίσης τό υπερατομικό, πού συντίθεται μέσα τους καί μέσω του όποιου καί μόνο τά'ίδια σκέφτονται. Μέ πείσμα δέν θέλουν νά δουν οι μονάδες ούτε τήν πραγματική τους έξάρτηση άπό τό άνθρώπινο γένος ούτε τή συλλογική πτυχή δλων τών μορφών καί περιεχομένων τής συνεί δησής τους: τών μορφών πού οΐ ίδιες είναι εκείνο τό γενικό τό όποίο δέν παραδέχεται ό νομιναλισμός, τών περιεχομένων, ενώ τό άτομο δέν αποκτά καμμιά έμπειρία καί κανένα άπό τά λεγά μενα υλικά τής εμπειρίας, πού δέν προερχόταν ήδη προχωνευμένο άπό τό γενικό. Απέναντι στόν γνωσιοκριτικό στοχασμό της πάνω στό γενικό ή ατομική συνείδηση έχει έπίσης δίκιο, δταν δέν δέχεται νά τήν παρηγορούν έπικαλούμενοι τό γενικό, γιά τό κακό, τήν αμαρτία καί τό θάνατο. Στό έργο τού Χέγκελ αύτό τό θυμίζει ή φαινομε νικά παράδοξη γιά τή διδασκαλία περί οικουμενικής διαμεσολά βησες, αλλά μεγαλειωδώς ταιριαστή μέ αύτή διδασκαλία γιά τό οικουμενικά άποκαθιστάμενο άμεσο. Αλλά ό νομιναλισμός, πού είχε διαδοθεί ώς προεπιστημονική συνείδηση καί σήμερα άπό εκείνη τή θέση διοικεί πάλι τήν έπιστήμη, αυτός πού κάνει τήν άπλόίκότητά του επάγγελμα -άπό τά εργαλεία τού θετικισμού δέν λείπει ή περηφάνεια γιά τήν άπλοϊκότητά του. άντίλαλος τής οποίας είναι ή κατηγορία «καθημερινή γλώσσα»- δέν νοιάζεται γιά τόν ιστορικό συντελεστή στή σχέση μεταξύ τού γενικού καί τού ειδικού. Μιά πραγματική πρωτοκαθεδρία τού γενικού θά μπορούσε νά επιτευχθεί μόνο μέ τήν αλλαγή τού γενικού. Είναι μιά συμπληρωματική ιδεολογία νά θέλει κανείς νά τή θεσπίζει ώς άπολύτως ύπαρκτή καί συγκαλύπτει τό γεγονός δτι τόσο πολύ τό ειδικό έγινε μιά συνάρτηση τού γενικού, κάτι πού. σύμφωνα μέ τή λογική μορφή του, ήταν πάντοτε. ’Εκείνο άπό τό όποίο κρατιέται ό νομιναλισμός, σάν νά ήταν τό πιό άσφαλές κτήμα του. είναι ουτοπία: αύτό εξηγεί καί τό μίσος του γιά τήν ουτοπι κή σκέψη, τό στοχασμό πάνω στή διαφορά άπό τήν υφιστάμενη κατάσταση. 'Μ επιστημονική παραγωγή δημιουργεί τήν παρα πλανητική εικόνα δτι τό παραγόμενο άπό εντελώς πραγματικούς
Η ΔΥΝΑΜΙΚΜ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ
377
μηχανισμούς κυριαρχίας αντικειμενικό ττνεύμα.τό όποιο στό με ταξύ σχεδιάζει καί τά περιεχόμενα συνείδησης τής έφεδρικής στρατιάς του. προκύπτει μόνον ώς άθροισμα τών άτομικών Αντι δράσεων τών άνθρώπων. Αύτές δμως είναι πρό πολλού ήδη τά ύστερα έκείνης τής γενικότητας πού όργανώνει γιορτές πρός τι μήν τους καί τούς περιποιείται μέ αβρότητα, γιά νά μπορεί νά κρύβεται καλύτερα πίσω τους καί νά τούς χειραγωγεί πιό εύκο λα. Τό 'ίδιο τό παγκόσμιο 7τνεύμα πλάσαρε την ύποκειμενιστικά πωρωμένη Αντίληψη περί επιστήμης, ή όποια αποβλέπει στό αυτάρκες, έμπειρικό-όρθολογικό σύστημά της. Αντί νά κατανοή σει τήν Αντικειμενική στή σύστασή της κοινωνία πού υπαγορεύει άφ’ ύψηλού. Ή άλλοτε κριτικά διαφωτιστική εξέγερση κατά τού πράγματος καθ' έαυτό σαμποτάρει, στή μετεξέλιξή της. τή γνώ ση. μολονότι Ακόμη καί στήν πιό ακρωτηριασμένη έπιστημονική έννοιολογία έπιζοϋν ίχνη τού ίδιου τού όχι λιγότερο Ακρωτηρια σμένου πράγματος. Ή άρνηση τού καντιανού κεφαλαίου γιά τήν Αμφιβολία νά Αναγνωρίσει τό εσωτερικό τών πραγμάτων είναι τό έσχατο μέσον (ultima ratio) τού προγράμματος τού Βάκωνα. Λυδία λίθος γιά τήν αλήθεια του ήταν ή έξέγερση κατά τής δογ ματικής τών Σχολαστικών. Αύτό τό μοτίβο ανατρέπεται δμως δπου αύτό πού Απαγόρευσε στή γνώση είναι επιστημολογική καί ττραγματική προϋπόθεσή της. δπου τό ύποκείμενο τής γνώ σης πρέπει νά δεί τόν έαυτό του ώς στοιχείο τού αντικειμένου τής γνώσης, τού γενικού, χωρίς δμως νά μοιάζει πλήρως μέ αύτό. Είναι παράλογο νά εμποδίζεται τό ύποκείμενο τής γνώσης νά γνωρίσει Από μέσα εκείνο στό όποιο τό ίδιο κατοικεί καί από τό όποιο έχει τό ίδιο πολλά στό δικό του εσωτερικό* κατ' αύτά ό έγελιανός ιδεαλισμός ήταν πιό ρεαλιστικός Από τόν Κάντ. Εκεί δπου ή έπιστημονική έννοιολογία περιέρχεται σέ σύγκρουση τό σο μέ τό δικό της Ιδανικό τής πραγματικότητας τών δεδομένων όσο καί μέ έκείνο τού Απλού Λόγου, ώς Αντιεικοτολογικός έκτελεστής του όποιου ή ίδια ποζάρει, ό έννοιολογικός της μηχανι σμός είναι πλέον άλογος. Ή μέθοδος Απωθεί αυτεξούσια αύτό πού θά ήταν καθήκον της νά γνωρίσει. 'Αστήρικτο είναι τό θετι-
37»
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ OI KQ1NQNIKH ΟΛΟΤΗΤΑ
κιστικό γνωστικό ιδανικό τών εσωτερικά συνεκτικών, άπαλλαγμένων άπό αντιφάσεις, λογικά άψογων μοντέλων λόγω τής ένύπαρκτης αντίφασης τού γνωστικού αντικειμένου, τών άνταγωνισμών του. Είναι οΐ ανταγωνισμοί μεταξύ τού γενικού καί τού ειδικού τής κοινωνίας, καί αυτούς άρνειται ή μέθοδος πριν καί άνεξάρτητα άπό κάθε περιεχόμενο. Ή έμπειρία τής άντικειμενικότητας πού έχει την πρωτοκαθεδρία έναντι τού άτόμου καί τής συνείδησης άναφέρεται στην ενότητα τής πλήρως κοινωνικοποιημένης κοινωνίας. Μέ αυτή συγγενεύει στενά ή φιλοσοφική ιδέα τής απόλυτης ταυτότητας, καθόσον δέν ανέχεται τίποτε έξω άπό τόν εαυτό της. Όσο καί άν ή άνύψωση τής ενότητας σέ φιλοσοφικό ζήτημα μπορεί νά έξύψωσε τήν ίδια τήν ένότητα παραπλανητικά σέ βάρος τών πολλών έπιμέρους. ή πρωτοκαθεδρία της. τήν όποια ή νικηφόρα φιλοσοφική παράδο ση άπό τούς Έλεάτες καί εξής θεωρεί ώς υπέρτατο άγαθό (sum mum bonum). δέν είναι άσφαλώς αύτό πού τής άναγνωρίζεται. είναι όμως τό πιό πραγματικό όν (ens realissimum). Κάτι άπό τήν ύπέρβαση πού οί φιλόσοφοι θεωρούν άξιέπαινο στήν ένότη τα ώς ιδέα τό διαθέτει πραγματικά. Ένώ ή άνεπτυγμένη αστική κοινωνία -ήδη μάλιστα ή παλαιότερη σκέψη πού άπέβλεπε στήν ένότητα ήταν ένα χαρακτηριστικό τής πόλης, ύποτυπωδώς αστι κή- ήταν μιά σύνθεση άμέτρητων έπιμέρους αύθορμητισμών τών αύτοσυντηρούμενων καί στήν αύτοσυντήρησή τους άμοιβαία έξαρτώμενων άτόμων. άνάμεσα στήν ένότητα καί τά άτομα δέν επικρατούσε έκείνη ή ισορροπία τήν όποια εμφανίζουν ώς ύπαρκτή τά άπολογητικά θεωρήματα. Ωστόσο ή μή ταυτότητα τής ενότητας καί τών πολλών έπιμέρους έχει τή μορφή τής πρωτο καθεδρίας τού ένός. ώς ταυτότητα τού συστήματος τό όποιο δέν αφήνει τίποτε έλεύθερο. Χωρίς τούς έπιμέρους αυθορμητισμούς ή ένότητα δέν θά είχε συντελεσθεί καί. ώς σύνθεσή τους, ήταν κάτι δευτερεύον τό θύμιζε ό νομιναλισμός. Καθώς δμως λόγω καί διαμέσου τών άναγκαιοτήτων τής αυτοσυντήρησης τών πολλών ή απλώς λόγω άνορθολογικών σχέσεων κυριαρχίας, πού
ΤΟ ΠΝΕΥΜ Α Ο Σ ΚΟ ΙΝΩΝΙΚΗ Ο ΛΟ Τ1ΠΑ
379
τη χρησιμοποιούσαν ώς πρόσχημα, τό δίκτυό της γινόταν όλο καί πιό πυκνό, ή ενότητα έπιανε τά άτομα, τά όποια διαφορετι κά κινδύνευαν νά χαθούν, τά ένέτασσε στην ύφη της. σύμφωνα μέ τό δρο τού Σπένσερ [integrate], τά απορροφούσε, ακόμη καί σε βάρος τών συνειδητών ατομικών συμφερόντων, με τη δική της νομοτέλεια. Σιγά σιγά αύτό έθεσε τέρμα στην προϊούσα διαφο ροποίηση400. γιά την όποια ό Σπένσερ μπορούσε ακόμη νά ύποθέτει δτι συνοδεύει κατ’ ανάγκη την προαναφερόμενη ένταξη401. Ένώ τό δλον καί ένα διαμορφώνεται πάγια μόνο μέσω τών μερικοτήτων πού περιλαμβάνει μέσα του. διαμορφώνεται χωρίς νά τίς λαμβάνει ύπόψη. Αύτό πού πραγματοποιείται μέσω τών έπιμέρους καί τών πολλών είναι καί δέν είναι ύπόθεση τών πολλών: όλο καί λιγότερο μπορούν νά έπιδράσουν σέ αύτό. Αύτό πού τά περιλαμβάνει καί τά αντιπροσωπεύει είναι ταυτόχρονα τό Άλλο τους· αύτήν τή διαλεκτική τήν παραβλέπει έπιμελώς ή έγελιανή διαλεκτική. Όσο τά άτομα συνειδητοποιούν κάπως τήν πρωτο καθεδρία τής ενότητας άπέναντί τους, αύτή ή πρωτοκαθεδρία αντανακλάται σέ αυτά ώς τό είναι καθ' εαυτό του γενικού, πού έρχονται πραγματικά νά τό συναντήσουν μπροστά τους: τό ύφίστανται μέχρι τόν πυρήνα τους, ακόμη καί όταν τό προξενούν τά ϊδια στόν εαυτό τους. Τό απόφθεγμα ήθος άνθρώπω δαίμων: ότι ό χαρακτήρας, πού ώς τέτοιος διαπλάθεται πάντοτε από τό γε νικό. είναι ένα πεπρωμένο γιά τόν άνθρωπο, περιέχει περισσό τερη αλήθεια από εκείνη ένός χαρακτηρολογικού ντετερμινι σμού- τό γενικό, μέσω τού όποιου κάθε άτομο καθορίζεται γενι κά ώς ενότητα τής ίδιαιτερότητάς του. είναι δανεισμένο άπό τό έξωτερικό πρός τό άτομο καί κατά συνέπεια εξαιρετικά ετερό νομο. κάτι πού άλλοτε υποτίθεται οτι τού επέβαλλαν οΐ δαίμο νες. Ή ιδεολογία τής αύθυπαρξίας τής ιδέας είναι τόσο δυνατή, επειδή είναι ή άλήθεια. αλλά μιά αρνητική αλήθεια- ιδεολογία γίνεται μέ τήν καταφατική μεταστροφή της. Άπαξ καί οί άνθρω ποι μάθουν γιά τήν ύπεροχή τού γενικού, θά είναι σχεδόν ανα πόφευκτο νά τή μεταμορφώνουν σέ κάτι άνώτερο πού πρέπει νά τό κατευνάζουν, σέ πνεύμα. Ό καταναγκασμός είναι γι’ αύτούς
ΛΗί)
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΛΟΤΗΤΑ
ενα νόημα. Καί όχι χωρίς λόγους: διότι τό άφηρημένα γενικό τού όλου, πού άσκεϊ τόν καταναγκασμό, συγγενεύει μέ τή γενι κότητα τής σκέψης, μέ τό πνεύμα. Αύτό έπιτρέπει στό τελευ ταίο, στό πρόσωπο τού φορέα του. νά άναπροβάλλεται πάνω σέ αύτήν τη γενικότητα, σάν νά ήταν πραγματοποιημένο σέ αύτή καί διέθετε τη δική του πραγματικότητα. Στό πνεύμα ή εσωτε ρική συνοχή τού γενικού έγινε υποκείμενο, καί ή γενικότητα δια τηρείται στην κοινωνία μόνο μέσω τού πνεύματος, μέσω τής άφαιρετικής πράξης πού έντελώς πραγματικά έκτελεί. Αύτά τά δύο συγκλίνουν στήν ανταλλαγή. κάτι υποκειμενικά νοούμενο καί αντικειμενικά ίσχύον. στό όποιο βέβαια ή άντικειμενικότητα τού γενικού καί ό συγκεκριμένος καθορισμός τών ατομικών υποκειμένων, ακριβώς επειδή γίνονται σύμμετρα, έρχονται σέ μιά αντίθεση μεταξύ τους πού δέν μπορεί νά άρθεί. Μέ τήν ονο μασία παγκόσμιο πνεύμα τό πνεύμα επιβεβαιώνεται καί ύποστασιοποιείται απλώς ώς αύτό πού πάντοτε ήταν* ύπό αύτό τό όνομα, όπως διέκρινε ό Ντυρκέμ. ό όποιος γι’ αύτόν τό λόγο κατηγορήθηκε γιά μεταφυσικές τάσεις, ή κοινωνία προσκυνάει στόν έαυτό της. τόν καταναγκασμό ώς παντοδυναμία. Μέσω τού παγκόσμιου πνεύματος ή κοινωνία μπορεί νά βλέπει τήν επιβεβαίωσή της, διότι όντως έχει όλα τά χαρακτηριστικά πού έρχεται νά λατρέψει ώς γνωρίσματα τού πνεύματος. Ή μυθική λατρεία τού πνεύματος δέν είναι σκέτη έννοιολογική μυθολογία* άποδίδει τίς όφειλόμενες εύχαριστίες γιά τό γεγονός ότι στίς πιό προηγμένες ιστορικές φάσεις όλα τά άτομα ζούσαν μόνο μέσω εκείνης τής κοινωνικής ενότητας, πού δέν χωρούσε όλόκληρη μέ σα τους καί ή όποια όλοένα περισσότερο αποβαίνει μοιραία γι' αύτά. “Αν σήμερα, χωρίς νά τό αντιλαμβάνονται, ή ύπαρξή τους είναι κάτι που τούς κατανέμεται μέ άνακλητό τρόπο άπό τά με γάλα μονοπώλια καί δυνάμεις, τότε βρίσκει τόν πραγματικό έαυτό του αύτό πού ανέκαθεν περιείχε τελεολογικά ή έμφαντική έννοια τής κοινωνίας. Ή ιδεολογία έκανε τό παγκόσμιο πνεύμα αύτόνομο. διότι δυνητικά ήταν ήδη αύτόνομο. Ή λατρεία τών κατηγοριών του όμως, λόγου χάρη έκείνης τής Αποδεκτής καί
Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
3X1
από τόν Νίτσε χαί έντελώς τυπικής κατηγορίας τού μεγέθους, ένισχύει στη συνείδηση απλώς τη διαφορά του από όλα τά άτο μα. σάν νά ήταν όντολογική· κατά συνέπεια ένισχύει τόν αντα γωνισμό καί την προβλέψιμη καταστροφή. Παράλογος δεν είναι μόνο σήμερα ό Λόγος τού παγκόσμιου πνεύματος απέναντι στόν δυνητικό Λόγο, τό συνολικό συμφέ ρον τών ένωνόμενων ατομικών υποκειμένων, από τό όποιο δια φέρει. Στόν Χέγκελ. όπως καί σέ όσους διδάχθηκαν από αύτόν. ή ταύτιση τών λογικών από τη μιά μεριά καί τών ίστορικοφιλοσοφικών καί κοινωνικών κατηγοριών από την άλλη χρεώθηκε ως μετάβασις εις άλλο γένος: ότι είναι έκείνη ή αιχμή τού είκοτολογικού-θεωρητικού ιδεαλισμού ή όποια δέν μπορεί παρά νά σπάσει, αφού ό κόσμος τής έμπειρίας δέν μπορεί νά κατασκευασθεϊ. Αλλά έκείνη ή κατασκευή ακριβώς άνταποκρινόταν στήν πραγματικότητα. Ή βήμα πρός βήμα πορεία τής ιστορίας, όπως καί ή προοδευτικά γενικευόμενη αρχή τής ισοτιμίας τής κοινωνικής σχέσης άνάμεσα στά ατομικά υποκείμενα, ακολου θεί τή λογικότητα τήν όποια δήθεν απλώς έρμηνευτικά παρεισήγαγε ό Χέγκελ. Αλλά αύτή ή λογικότητα. ή πρωτοκαθεδρία τού γενικού στή διαλεκτική τού γενικού καί τού ειδικού, είναι δείκτης άναλήθειας. Όσο λίγο ύπάρχει ή έλευθερία.ή άτομικότητα καί όλα έκεϊνα στά όποια ό Χέγκελ αποδίδει ταυτότητα με τό γενικό, άλλο τόσο ύπάρχει καί αύτή ή ταυτότητα. Ή όλικότητα τού γενικού έκφράζει τήν ίδια του τήν αποτυχία. Αύτό που δέν άνέχεται καμμιά μερικότητα αύτοπροδίδεται ώς κάτι μερικό πού κυριαρχεί. Ό έπιβαλλόμενος γενικός Λόγος είναι ήδη ένας περιορισμένος Λόγος. Δέν είναι απλώς μιά ένότητα μέσα στήν ποικιλομορφία. αλλά, ώς θέση απέναντι στήν πραγ ματικότητα. μιά σφραγίδα πού έπιτίθεται σέ αυτήν, μιά ένότη τα πάνω σέ κάτι. Κατά συνέπεια, άπό τή μορφή της καί μόνο, είναι άπό μόνη της άνταγωνιστική. Ένότητα είναι τό σχίσμα. Ή άνορθολογικότητα τού μερικώς πραγματοποιημένου ορθού λό γου. δέν όφείλεται απλώς στήν έφαρμογή του. αλλά είναι ένύπαρκτη σέ αύτόν. Σέ σύγκριση μέ έναν πλήρη Λόγο ό ισχύων
Ο ΛΝΤΑΓΗΝΙΙΏΚΟΙ ΛΟΓΟΣ THIΙΣΤΟΡΙΑΣ
αποκαλύπτεται ήδη καθ’ έαυτόν. σύμφωνα μέ την άρχή τοι». ώς πολωμένος καί κατά συνέπεια άνορθολογικός. Ό διαφωτισμός ύπόκειται στη διαλεκτική, καί αυτή διαδραματίζεται στην ίδια του την έννοια. Ό ορθός λόγος δέν πρέπει νά ύποστασιοποιεϊται. όπως ακριβώς καί όποιαδήποτε άλλη έννοια. Ός γενική καί ταυτόχρονα ανταγωνιστική μορφή του παγιώθηκε πνευματικά τό πέρασμα του αύτοσυντηρητικοΰ συμφέροντος τών ατόμων στό γένος. Αύτό τό πέρασμα υπακούει σέ μιά λογική τήν όποια ή μεγάλη αστική φιλοσοφία παρακολούθησε σέ καθοριστικά Ιστορικά έργα, όπως τού Χόμπς καί τού Κάντ: χωρίς τήν εκχώ ρηση τού αύτοσυντηρητικού συμφέροντος στό γένος, τό όποιο στήν άστική σκέψη συνήθως αντιπροσωπεύεται άπό τό κράτος, τό άτομο δέν θά μπορούσε υπό πιό έξελιγμένες κοινωνικές συν θήκες νά συντηρήσει τόν εαυτό του. Αλλά μέ αύτη τήν άναγκαία γιά τά άτομα μεταβίβαση ή γενική όρθολογικότητα έρχε ται σχεδόν αναπόφευκτα σέ αντίθεση πρός τούς έπιμέρους άνθρώπους, τούς όποιους πρέπει νά άρνηθεί γιά νά γίνει γενική, ενώ δηλώνει ότι τούς υπηρετεί. κάτι πού δέν τό δηλώνει απλώς. Στή γενικότητα τού όρθού λόγου, ή όποια επικυρώνει τήν ένδεια κάθε ειδικού, τήν εξάρτησή του άπό τό δλον, άναπτύσσεται δυνάμει τής διαδικασίας αφαίρεσης, στήν όποια στηρίζε ται ή γενικότητα, ή αντίθεσή της πρός τό ειδικό. Ό παγκυρίαρ χος Λόγος πού εγκαθίσταται πάνω σέ κάτι άλλο στενεύει κατ’ ανάγκη καί τόν έαυτό του. Ή αρχή τής άπόλυτης ταυτότητας είναι άπό μόνη της άντιφατική. Διαιωνίζει τή μή ταυτότητα ώς καταπιεσμένη καί παραβλαμμένη. Κάτι άπό αύτό περιέχει ή προσπάθεια τού Χέγκελ ώστε ή μή ταυτότητα νά άπορροφηθεί άπό τή φιλοσοφία τής ταυτότητας ή άκόμη καί νά καθορισθεΐ ή ταυτότητα άπό τή μή ταυτότητα. Παραμορφώνει δμως τήν κα τάσταση πραγμάτων, καθώς επιβεβαιώνει τό ταυτόσημο, δέχε ται τό μή ταυτόσημο ώς άναγκαϊο άρνητικό άσφαλώς καί πα ραγνωρίζει τήν άρνητικότητα τού γενικού. Τού λείπει ή συμπά θεια γιά τή θαμμένη κάτω άπό τή γενικότητα ούτοπία τού ειδι κού. γιά εκείνη τή μή ταυτότητα, ή όποια θά υπήρχε μόνον άν ό
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
.183
πραγματοποιημένος Λόγος άφηνε πίσω του τόν μερικό Λόγο τού γενικού. Τη συνείδηση τής αδικίας την όποια εμπεριέχει ή έννοια τού γενικού ό ϊδιος την έπέπληξε. ενώ θά έπρεπε νά τη σεβασθεϊ λόγω τής γενικότητας τής αδικίας. Στην αρχή τών νεό τερων χρόνων, δταν ό θανάσιμα πληγωμένος καπετάνιος μισθο φόρων Φράντς φόν Ζίκινγκεν είπε γιά τη μοίρα του «Τίποτε χωρίς αιτία», μέ τη δύναμη τής εποχής έξέφρασε καί τά δύο: την αναγκαιότητα τής κοινωνικής πορείας τού κόσμου. ή οποία τόν όδήγησε στό θάνατό του. καί την άρνητικότητα τής αρχής. μιας πορείας τού κόσμου ή όποια κατευθύνεται από αύτή την άναγκαιότητα. Λύτη ή αρχή είναι απολύτως ασυμβίβαστη καί μέ την εύτυχία τού δλου. Τό έμπειρικό περιεχόμενο τής ρήσης είναι κάτι περισσότερο από τήν κοινοτοπία τής γενικής ισχύος τής αρχής τής αιτιότητας. Ή συνείδηση τού μεμονωμένου προ σώπου άντιλαμβάνεται από έκεϊνο πού τό ϊδιο ύφίσταται τήν οικουμενική άλληλεξάρτηση. Ή φαινομενικά μεμονωμένη μοίρα του αντανακλά τό δλον. Εκείνο πού άλλοτε δήλωνε ή μυθολο γική όνομασία μοίρα, ώς άπομυθοποιημένο τώρα, δέν είναι λι γότερο μυθικό ύπό τήν έκκοσμικευμένη μορφή τής «λογικής τών πραγμάτων». Έπαναποτυπώνεται στό άτομο ώς φιγούρα τής άτομικότητάς του. Αύτό ώθησε άντικειμενικά τόν Χέγκελ στήν κατασκευή τού παγκόσμιου πνεύματος, ή όποια από τή μιά μεριά αποδίδει λογαριασμό γιά τή χειραφέτηση τού ύποκειμένου. Τό ύποκείμενο έπρεπε πρώτα νά παραιτηθεί άπό τήν οΐκουμενικότητα γιά νά τήν άντιληφθεΐ στόν εαυτό του καί γιά τό ύποκείμενο. Λπό τήν άλλη μεριά τό πλέγμα τών κοινωνικών έπιμέρους πράξεων έπρεπε νά έχει άποτελέσει μιά τόσο πυκνή ολότητα ή οποία προκαθορίζει τό έπιμέρους. τέτοια πού δέν υπήρξε ποτέ τήν εποχή τής φεουδαρχίας. Ή έννοια τής παγκόσμιας ιστορίας, ή ισχύς τής όποιας ένέπνευσε τήν έγελιανή φιλοσοφία δπως ή έγκυρότητα τών μαθημα τικών φυσικών έπιστημών τήν καντιανή, γινόταν δλυ καί πιό προβληματική δσο πιό πολύ ό κόσμος πού γινόταν ένιαίος έτει
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
νε πρός μιά συνολική διαδικασία. Από τή μιά μεριά ή θετικιστικά έργαζόμενη ιστορική επιστήμη διέλυσε τήν ιδέα τής όλικότητας καί τής αδιάκοπης συνέχειας. Ή φιλοσοφική κατασκευή, σέ σύγκριση μέ αύτήν. είχε τό άμφίβολο πλεονέκτημα τής μι κρότερης γνώσης τών λεπτομερειών, τό όποιο άρκετά εύκολα μπορούσε νά καταχωρίσει στά κέρδη της ώς άπόσταση από θέ ση ανωτερότητας, δπως βέβαια καί μικρότερο φόβο νά πει ούσιώδη πράγματα, πού μόνον από άπόσταση δείχνουν ένα σα φές περίγραμμα. Από τήν άλλη μεριά ή προχωρημένη φιλοσο φία έπρεπε νά διαπιστώσει τή συμφωνία μεταξύ τής παγκό σμιας ιστορίας καί τής ιδεολογίας*02 καί νά άντιληφθεί τήν κλο νισμένη ζωή ώς άσυνεχή. Ό ίδιος ό Χέγκελ είχε συλλάβει τήν παγκόσμια ιστορία ώς ενιαία απλώς βάσει τών άντιφάσεών της. Μέ τήν ύλιστική μεταστροφή τής διαλεκτικής τό κέντρο βάρους έπεσε κυρίως στήν κατανόηση τής ασυνέχειας αύτού πού άπό καμμιά ενότητα τού πνεύματος καί τής έννοιας δέν μπορούσε νά συγκρατηθεϊ γιά λόγους παρηγοριάς. Αλλά ή ασυνέχεια καί ή παγκόσμια ιστορία πρέπει νά νοούνται μαζί. “Αν ή οικουμενι κή ιστορία διαγραφόταν άπό τόν χάρτη ώς ύπόλειμμα μιας με ταφυσικής πρόληψης, αύτό θά ένίσχυε πνευματικά τήν άπλή πραγματικότητα τών γεγονότων ώς τό μόνο άντικείμενο γνώσης καί κατά συνέπεια ώς άποδεκτό. δπως παλαιότερα ή θέση άνωτερότητας. ή όποία ένέτασσε τά γεγονότα στήν όλική προέλαση τού ένός πνεύματος, τά έπικύρωνε ώς εκφάνσεις τού τελευταί ου. Ή παγκόσμια ιστορία μπορεί νά κατασκευασθεί καί νά άμφισβητηθεϊ. Ό ισχυρισμός δτι στήν ιστορία φανερώνεται ένα παγκόσμιο σχέδιο πρός τό καλύτερο, τό όποιο συνοψίζει τήν ιστορία, θά ήταν, μετά τίς ώς τώρα καταστροφές καί ένόψει τών μελλοντικών, κυνικός. Αύτό δμως δέν σημαίνει δτι μπορούμε νά αμφισβητήσουμε τήν ένότητα πού συγκολλά τά άσυνεχή. χαωδώς διασκορπισμένα στοιχεία καί φάσεις τής ιστορίας, πού άρχίζουν άπό τήν κυριαρχία πάνω στή φύση, προχωρούν στήν κυριαρχία πάνω στους άνθρώπους καί καταλήγουν στήν κυ ριαρχία τής έσωτερικής τους φύσης. Καμμιά παγκόσμια ιστορία
ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟΣ Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ;
385
8έν όδηγεί άπό τήν κατάσταση αγριότητας στην άνθρο>πιά. κάλλιστα δμως ύπάρχει μιά παγκόσμια Ιστορία πού οδηγεί άπό τη σφενδόνη στη βόμβα μεγατόνων. Καταλήγει στην ολοκληρω τική άπειλή της όργανωμένης ανθρωπότητας κατά τών οργανω μένων ανθρώπων, τήν πεμπτουσία τής ασυνέχειας. 'Έτσι ό Χέγκελ επαληθεύεται τρομακτικά καί αναποδογυρίζεται. "Αν εκείνος δόξασε τήν όλότητα τής ιστορικής όδύνης άνυψώνοντάς την στή θετικότητα τού πραγματοποιούμενου απολύτου, τότε τό ένα καί δλον. πού μέχρι σήμερα εξακολουθεί, μέ ανάπαυλες, νά κυλιέται, θά ήταν τελεολογικά ή απόλυτη οδύνη. Ή ιστορία είναι ή ένότητα τής συνέχειας καί τής ασυνέχειας. Ή κοινωνία διατηρείται στή ζωή όχι παρά τόν άνταγωνισμό της. αλλά μέσω τού ανταγωνισμού· τό συμφέρον τού υλικού κέρδους καί κατά προέκταση οί ταξικές σχέσεις είναι αντικειμενικά ή κινητήρια δύναμη τής παραγωγικής διαδικασίας, άπό τήν όποια έξαρτάται ή ζωή δλων καί ή πρωτοκαθεδρία τής όποιας έχει ώς ση μείο φυγής τόν θάνατο δλων. Αύτό εμπεριέχει έπίσης τή συμφι λιωτική πτυχή τού άσυμφιλίωτου* επειδή είναι τό μόνο πού επιτρέπει στούς άνθρώπους νά ζούν. χωρίς αύτό δέν θά υπήρχε ούτε καν ή δυνατότητα γιά μιά διαφορετική ζωή. Ό.τι δημιούρ γησε αυτήν τή δυνατότητα στήν ιστορία μπορεί έπίσης νά τήν καταλύσει. Τό παγκόσμιο πνεύμα, άξιο άντικείμενο ορισμού, θά μπορούσε νά όρισθεί ώς διαρκής καταστροφή. Ύπό τήν άρχή τής ταυτότητας, πού υποδουλώνει τά πάντα, δ.τι δέν χωράει στήν ταυτότητα καί ξεφεύγει άπό τή σχεδιάζουσα όρθολογικότητα στό βασίλειο τών μέσων γίνεται πηγή φόβου, εκδίκηση γιά τή συμφορά πού ύφίσταται τό μή ταυτόσημο άπό τήν ταυτότη τα. Δύσκολα θά μπορούσε νά δοθεί άλλη φιλοσοφική ερμηνεία στήν ιστορία χωρίς νά μεταμορφωθεί μαγικά σέ ιδέα. Δέν θά ήταν περιττές οί σκέψεις γύρω άπό τό έρώτημα άν ό άνταγωνισμός στά άρχικά στάδια τής άνθρώπινης κοινωνίας, ένα μέρος παρατεινόμενης φυσικής ιστορίας, κληρονομήθηκε ώς άρχή homo homini lupus403 ή είναι μόνο θέσει, καθώς καί άν. στή δεύ τερη περίπτι»>ση. προέκυψε άπό τίς άναγκαιότητες επιβίωσης
386
ϋΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟΣ Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
τού ανθρώπινου γένους καί όχι τρόπον τινά τυχαία, άπό τίς αρχαϊκές αυθαίρετες πράξεις κατάληψης τής εξουσίας. Έτσι ασφαλώς θά διαλυόταν ή κατασκευή τού παγκόσμιου πνεύμα τος. Τό ιστορικά γενικό, ή λογική τών πραγμάτων πού συσπει ρώνεται στην άναγκαιότητα τής συνολικής τάσης, θά βασιζόταν σέ κάτι τυχαίο έξωτερικό πρός αυτήν ή ύπαρξή της δέν θά ήταν άναγκαία. 'Όχι μόνον ό Χέγκελ. αλλά καί ό Μάρξ καί ό Ένγκελς. πού δέν ήταν ίσως πουθενά τόσο ιδεαλιστές όσο στή σχέ ση πρός τήν όλότητα, θά άπέκρουαν τήν άμφιβολία γιά τό ανα πόφευκτο αύτής τής ολότητας, ενώ επιβάλλεται άπό μόνη της στήν πρόθεση γιά άλλαγή τού κόσμου, σάν θανάσιμη επίθεση κατά τού δικού τους, αντί κατά τού κυρίαρχου, συστήματος. Ό Μάρξ. δύσπιστος απέναντι σέ κάθε είδους ανθρωπολογία, απο φεύγει βέβαια νά τοποθετήσει τόν ανταγωνισμό στήν ανθρώπινη φύση ή στούς προϊστορικούς χρόνους, οί όποιοι σκιαγραφούνται μάλλον σύμφωνα μέ τόν κοινό τόπο τής χρυσής εποχής, επιμένει όμως άκόμη πιό πεισματικά στήν ιστορική του άναγκαιότητα. Ή οικονομία έχει γι' αύτόν τήν πρωτοκαθεδρία απέναντι στην κυ ριαρχία. ή οποία δέν μπορεί νά άναχθεί σέ τίποτε άλλο εκτός άπό τήν οικονομία. Βάσει γεγονότων δέν μπορεί ίσως νά λυθεί αύτή ή διαμάχη, καθώς αυτά χάνονται μέσα στη θολούρα τής προϊστορίας. Αλλά τό ενδιαφέρον γι' αυτήν άφορούσε τά ιστορι κά γεγονότα τόσο λίγο όσο άλλοτε τό ενδιαφέρον γιά τό πολιτικό-κρατικό συμβόλαιο404, τό όποιο ήδη ό Χόμπς καί ό Λόκ δέν θεωρούσαν όντως άντικειμενικά πραγματοποιημένο405. Έπρόκειτο γιά τη θεοποίηση τής ιστορίας, άκόμη καί στούς άθεϊστές έγελιανούς Μάρξ καί Ένγκελς. Ή πρωτοκαθεδρία τής οικονο μίας έπρεπε νά θεμελιώνει μέ αυστηρή ιστορική συνέπεια τό ευτυχές τέλος ως εγγενές στοιχείο της· ή οικονομική διαδικασία παράγει κατ' αυτούς τίς πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας καί τίς με ταβάλλει πρός την κατεύθυνση τής αναπόδραστης απελευθέρω σης άπό τόν καταναγκασμό τής οικονομίας. Ή άδιαλλαξία τού δόγματος, προπάντων στόν 'Ένγκελς. ήταν όμως άκριβώς άπό τή δική της μεριά πολιτική. Ό ίδιος καί ό Μάρξ ήθελαν τήν έπα-
ΕΙΝΑΙ Τ ΥΧΑΙΟΙ Ο Α ΝΤΑΓΩΝ ΙΣΜ ΟΣ;
387
νάσταση ώς ριζική άλλαγή τών οικονομικών σχέσεων στήν κοι νωνία ώς δλον. στό βασικό στρώμα τής αυτοσυντήρησής της. όχι ώς άλλαγή τών κανόνων του παιχνιδιού τής κυριαρχίας, τής πο λιτικής της μορφής. Ή αιχμή ήταν στραμμένη κατά τών αναρ χικών. Αύτό πού παρώθησε τόν Μάρξ καί τόν Ενγκελς νά μετα φράσουν ακόμη καί τό τρόπον τινά προπατορικό αμάρτημα τής ανθρωπότητας, τήν προϊστορία τους, σέ πολιτική οικονομία, μο λονότι ή ϊδια ή έννοιά της, στενά συνδεδεμένη μέ τήν όλότητα τής σχέσης ανταλλαγής, είναι όψιμο προϊόν, ήταν ή προσδοκία τής άμεσα επικείμενης επανάστασης. Επειδή ήθελαν τήν έπανάσταση τήν επόμενη μέρα, ήταν γι’ αυτούς εξαιρετικά επίκαιρο νά συντρίψουν τά ρεύματα γιά τά όποια είχαν λόγους νά φοβούνται ότι θά ήττηθούν όπως άλλοτε ό Σπάρτακος ή οί έξεγερμένοι αγρότες. ΤΗταν εχθροί τής ούτοπίας γιά χάρη τής πραγματοποίη σής της. Ή εικόνα τους άναφορικά μέ τήν έπανάσταση σφράγισε τήν εικόνα τους γιά τόν προϊστορικό κόσμο· τό συντριπτικό βά ρος τών οικονομικών άντιφάσεων στον καπιταλισμό φαινόταν ότι απαιτεί τήν αναγωγή του στή συσσωρευμένη αντικειμενικό τητα τού ιστορικά ανέκαθεν ισχυρότερου. Δέν μπορούσαν νά φαντασθούν τί έμφανίσθηκε μέ τήν άποτυχία τής επανάστασης άκόμη καί εκεί όπου αύτή έπιτεύχθηκε: ότι ή κυριαρχία μπορεί νά επιβιώσει στή σχεδιασμένη οικονομία, τήν όποια ό Μάρξ καί ό "Ενγκελς δέν συνέχεαν άσφαλώς μέ τόν κρατικό καπιταλισμό· αύτή ή δύναμη έπιβίωσης τής κυριαρχίας παρατείνει τόν ύπό τήν έννοια τού Μάρξ καί τού "Ενγκελς ανταγωνιστικό χαρακτήρα τής έμφαντικά κατά τής απλής πολιτικής στραμμένης οικονομίας πέρα άπό τήν ειδική φάση της. Ή άνθεκτικότητα τής κυριαρχίας μετά τήν άνατρο7τή τού κύριου άντικειμένου τής Κριτικής τής πολιτικής οικονομίας έπέτρεψε τόν εύκολο θρίαμβο τής ιδεολο γίας. ή όποια ανάγει τήν κυριαρχία εϊτε σέ δήθεν άναπότρετιτες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, λόγου χάρη στήν τάση συγκέ ντρωσης τής εξουσίας, είτε σέ μορφές τής αφαιρετικά εξαγόμε νης άπό τήν άντικειμενική διαδικασία συνείδησης -στόν όρθό λόγο- καί στή συνέχεια, μέ απροκάλυπτη συγκατάθεση ή μέ
38?ί Ο Υ1ΙΕΡΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΜΡΛΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
κροκοδείλια δάκρυα προφητεύει ότι ή κυριαρχία θά έχει άπειρο μέλλον, δσο ύπάρχει όποιοδήποτε είδος οργανωμένης κοινωνίας. Από την άλλη μεριά ή κριτική τής πολιτικής πού φετιχοποιεϊται ώς αυθύπαρκτη ή τού πνεύματος πού έπαίρεται στή μερικότητά του διατηρεί τή δύναμή της. Αύτή δμως πού θίγεται άπό τά γε γονότα τού εικοστού αιώνα είναι ή ιδέα τής Ιστορικής όλότητας ώς διεπόμενης άπό μιά οικονομική αναγκαιότητα πού μπορεί νά ύπολογισθεϊ. Μόνον άν τά πράγματα μπορούσαν νά είχαν λάβει άλλη τροπή- άν ή όλότητα. μιά κοινωνικά αναγκαία φαινομενι κότητα ώς ύποστασιοποίηση τού εξαγόμενου άπό άνθρώπινα άτομα γενικού, άναγκασθεϊ νά μήν άξιώνει πιά τήν άπολυτότητά της. θά διατηρήσει ή κριτική κοινωνική συνείδηση τήν έλευθερία τής ιδέας δτι κάποτε θά άλλάξουν τά πράγματα. Ή θεωρία μπο ρεί νά μετακινήσει τό άμετρο βάρος τής ιστορικής άναγκαιότητας μόνον άν αύτή ή τελευταία άποκαλυφθεί ώς μιά φαινομενι κότητα πού έγινε πραγματικότητα καί ό ιστορικός καθορισμός ώς μεταφυσικά τυχαίος. Μιά τέτοια γνώση παρεμποδίζεται άπό τή μεταφυσική τής ιστορίας. Στή διαφαινόμενη καταστροφή άνταποκρίνεται μάλλον ή εικασία δτι πρόκειται γιά μιά άνορθολογική καταστροφή στά πρώτα στάδια. Σήμερα ή ματαιωμένη δυνατότητα τού Άλλου έχει συμπτυχθεϊ στήν προοπτική παρ' δλα αυτά νά άποτραπεΐ ή καταστροφή. Ό Χέγκελ δμως. προπάντων αυτός τής Φιλοσοφίας τής ιστορίας καί τής Ιστορίας τού δικαίου. υπερυψώνει τήν ιστορική άναγκαιότητα, δπως αύτή διαμορφώθηκε, σέ κάτι ύπερβατικό: «Αύτή ή γενική ούσία δέν είναι τό κοσμικό* τό κοσμικό ενα ντιώνεται σέ αύτήν άνίσχυρο- κανένα άτομο δέν μπορεί νά ξεπεράσει αύτή τήν ούσία* μπορεί βέβαια νά ξεχωρίσει άπό τά άλλα μεμονωμένα άτομα, δχι δμως άπό τό «πνεύμα τού λαού»Αυϋ. Σύμφωνα μέ αύτά ή άντίθεση πρός τό «κοσμικό», τό μή ταυτόσημο πού επιβάλλεται στό Ιδιαίτερο δν. θά ήταν ύπερκόσμια. Ακόμη καί μιά τέτοια ιδεολογία έχει έναν κόκκο άλήθειας: άκόμη καί ό κριτικός τού πνεύματος τού δικού του λαού
Ο ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
389
είναι στενά συνδεδεμένος μέ αυτό ώς σύμμετρο πρός αητόν, δσο ή άνθρωπότητα είναι κατακερματισμένη σέ έθνη. Ό αστε ρισμός μεταξύ τού Κάρλ Κράους καί τής Βιέννης είναι τό μεγα λύτερο σχετικό μοντέλο τού πρόσφατου παρελθόντος, τό όποιο βέβαια άναφέρεται συνήθως δυσφημιστικά. Αλλά τόσο διαλε κτικά δέν ξεδιαλύνονται τά πράγματα στόν Χέγκελ. όπως όπουδήποτε συναντά εμπόδια. Τό άτομο, συνεχίζει, «μπορεί νά είναι πιό πνευματώδες άπό πολλούς άλλους, δέν μπορεί όμως νά ξεπεράσει τό πνεύμα τού λαού. Πνευματώδεις είναι απλώς έκείνοι πού ξέρουν τό πνεύμα τού λαού καί καταφέρνουν νά ρυθμίζουν τη συμπεριφορά τους άνάλογα μέ αύτό»40'. Μέ μνησικακία -πού είναι όλοφάνερη στη χρήση τής λέξης «πνευμα τώδης»- περιγράφει ό Χέγκελ αύτήν τη σχέση πολύ πιό κάτω άπό τό επίπεδο τής δικής του σύλληψης. «Νά ρυθμίζουν τη συ μπεριφορά τους άνάλογα μέ αύτό» θά ήταν άπλώς προσαρμο γή. Σάν νά αισθάνεται τήν άνάγκη νά όμολογήσει. άποκρυπτο γραφεί τή διδαχθεϊσα άπό τόν ίδιο καταφατική ταυτότητα ώς μιά ρήξη, πού έξακολουθεί νά όφίσταται. καί ζητεί την υποταγή τού πιό άδύνατου στό πιό δυνατό. Εύφημισμοί όπως εκείνος τής Φιλοσοφίας τής ιστορίας, ότι στην πορεία τής παγκόσμιας ιστορίας «μεμονωμένα άτομα έχουν προσβληθεί»408, φθάνουν, άθελά τους, πολύ κοντά στή συνείδηση τής μή συμφιλίωσης, καί ή φανφάρα «στό καθήκον άπελευθερώνεται τό άτομο πρός μιά ούσιώδη ελευθερία»409, πού άλλωστε άνήκει στό άπόθεμα ιδεών όλόκληρου τού γερμανικού ιδεαλισμού, δέν διαφέρει πιά άπό τήν παρωδία της στή σκηνή μέ τόν γιατρό άπό τό δράμα τού Μπύχνερ Βόυτσεχ. Ό Χέγκελ βάζει στό στόμα τής φιλοσο φίας «ότι καμμιά εξουσία δέν είναι άνώτερη άπό τή δύναμη τού καλού, τού θεού, καμμιά δέν μπορεί νά τόν εμποδίσει νά προ βάλει τήν ισχύ του. ότι ό θεός θά έχει τό δίκιο μέ τό μέρος του. ότι ή παγκόσμια ιστορία άντιπροσωπεύει άπλώς τό σχέδιο τής θείας πρόνοιας. Ό θεός κυβερνά τόν κόσμο* τό περιεχόμενο τής διακυβέρνησης του. ή έκτέλεση τού σχεδίου του. είναι ή παγκό σμια ιστορία, καί προϋπόθεσή της είναι ότι τό ιδανικό πραγμα
■*Μ) Ο ΥΠΙ-ΡΚΟΙΜΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΜΡΑΣ ΤΟΥ Γ1ΑΓΚΟΙΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
τοποιείται. ότι πραγματικό είναι μόνον ό.τι συμφωνεί μέ τήν ιδέα»410. Τό παγκόσμιο πνεύμα φαίνεται πώς δούλευε μέ πολύ μεγάλη πανουργία, διότι ό Χέγκελ. σάν νά ήθελε νά βάλει τήν χορώνα στό ήθοπλαστικό του κήρυγμα, γιά νά χρησιμοποιή σουμε μιά έκφραση τού Άρνολντ Σαϊνμπεργκ. προμιμείται τόν Χάιντεγγερ: «Διότι ό Λόγος είναι ή άκουστική άντίληψη τού θείου έργου»4". Ή παντοδύναμη ιδέα πρέπει νά παραιτηθεί καί ώς απλό άκουσμα πρέπει νά γίνει πειθήνια. Ό Χέγκελ κινη τοποιεί ελληνικές παραστάσεις έντεϋθεν τής εμπειρίας τής υπο κειμενικότητας γιά νά επιχρυσώσει τήν έτερονομία τού ούσιώδους γενικού. Σέ τέτοια χωρία ύπερπηδά όλόκληρη τήν ιστορι κή διαλεκτική καί χαρακτηρίζει τήν άρχαία μορφή τής ηθικότη τας. πού άλλοτε ήταν αύτή τής έπίσημης έλληνικής φιλοσοφίας καί αργότερα προβαλλόταν στά γερμανικά γυμνάσια, χωρίς δι σταγμούς ώς ή αληθινή: «Διότι ή ηθικότητα τού κράτους δέν είναι ένα προϊόν στοχασμού, στόν όποίο κυριαρχεί ή προσωπι κή πεποίθηση- αύτη ή δεύτερη είναι προσιτή μάλλον στόν σύγ χρονο κόσμο, ενώ ή αληθινή καί αρχαία έχει τίς ρίζες της στήν ιδέα δτι ό καθένας στέκεται στό καθήκον του»412. Τό αντικει μενικό πνεύμα εκδικείται τόν Χέγκελ. Ώς έπίσημος όμιλητής σπαρτιατικής τελετής προκαταλαμβάνει κατά έκατό χρόνια τό «ιδίωμα τής αυθεντικότητας»413 μέ τήν έκφραση «στέκεται στό καθήκον του». Υποβιβάζει τόν έαυτό του όταν απονέμει μιά διακοσμητική παρηγοριά σέ θύματα χωρίς νά θίγει τόν ουσιώδη χαρακτήρα τής κατάστασης πού τά έκανε θύματα. Αυτά πού πλανώνται σάν πνεύματα πίσω από τίς άφ’ ύψηλοϋ δηλώσεις του κυκλοφορούσαν ήδη ώς κέρματα καί ψιλά προερχόμενα από τό αστικό ιδιωτικό θησαυροφυλάκιο τού Σίλλερ. Αύτός βάζει στήν «Καμπάνα»414 τόν οικογενειάρχη εκεί πού κάηκε τό βιος του 6χι απλώς νά πιάνει τό μπαστούνι τού οδοιπόρου, πού στην πραγματικότητα είναι μπαστούνι ζητιάνου, αλλά νά τό κάνει καί μέ χαρά- στό έθνος, πού διαφορετικά θά ήταν ανάξιο, έπιβάλλει νά φιλοτιμηθεϊ καί μέ χαρά νά θυσιάσει ό.τι έχει καί δέν έχει. Ή τρομοκρατία μιας τέτοιας εύθυμίας έσωτερικεύει
Ο ΥΠΕΡΚΟΣΜΙΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 3«*Ι
τόν κοινωνικό καταναγκασμό. Μ ιό τέτοια ύπερβολή δέν είναι ποιητική πολυτέλεια- ό κοινωνικός παιδαγωγός του ιδεαλισμού πρέπει νά κάνει κάτι πέραν τού δέοντος, διότι χωρίς την πρό σθετη καί άνορθολογική επίτευξη τής ταύτισης θά ήταν πάρα πολύ φανερό ότι τό γενικό αρπάζει από τό ειδικό418 εκείνο πού τού ύπόσχεται. Ό Χέγκελ συνδέει την εξουσία τού γενικού μέ την αίσθητική-τυπική έννοια τού μεγέθους: «Αυτοί είναι οί με γάλοι ενός λαού, καθοδηγούν τό λαό σύμφωνα μέ τό γενικό πνεύμα. Δηλαδή οί ατομικότητες έξαφανίζονται γιά μάς καί τούς θεωρούμε απλώς ως έκείνους οί όποιοι πραγματοποιούν αύτό πού θέλει τό πνεύμα τού λαού»4Ιί>. Ή θεσπιζόμενη μέ ευχέρεια εξαφάνιση τών ατομικοτήτων, κάτι αρνητικό πού ή φι λοσοφία έχει τήν ίταμότητα νά τό εμφανίζει ώς θετικό χωρίς τό ίδιο νά αλλάζει πραγματικά, είναι τό ισοδύναμο τής συνεχιζό μενης ρήξης. Ή έξουσία τού παγκόσμιου πνεύματος σαμποτά ρει αύτό πού 6 Χέγκελ πιό κάτω εξυμνεί στό άτομο: «ότι είναι σύμφωνο μέ τήν ούσία του. ότι είναι τέτοιο μέσω τού έαυτού του»417. Καί όμως ή εκκαθαριστική διατύπωση αγγίζει κάτι σο βαρό. Τό παγκόσμιο πνεύμα είναι «τό πνεύμα τού κόσμου όπως εκδηλώνεται στήν άνθρώπινη συνείδηση- οί άνθρωποι είναι απέναντι του όπως τά άτομα απέναντι στό όλον. τό όποιο είναι ή ούσία τους»418. Αύτό δίνει στήν αστική άντίληψη περί άτόμου. στόν χυδαίο νομιναλισμό, τήν άπάντηση. Όποιος έπιμένει πεισματικά στόν εαυτό του θεωρώντας τον ώς τό άμεσο βέβαιο καί ούσιώδες γίνεται, ακριβώς έτσι, πράκτορας τού γε νικού καί ή ατομικότητα καταντά μιά άπατηλή ιδέα. Εδώ ό Χέγκελ συναντούσε τόν Σοπενχάουερ, απέναντι στόν όποιο είχε ώς πλεονέκτημα τή γνώση ότι ή διαλεκτική μεταξύ τής ατομι κότητας καί τού γενικού δέν τελειώνει μέ τήν άφηρημένη άρνη ση τής πρώτης. 'Όχι όμως μόνο στόν Σοπενχάουερ. αλλά καί στόν ίδιο τόν Χέγκελ άπομένει νά αντιτείνουμε ότι τό άτομο. άναγκαία έκφανση τής ούσίας. τής αντικειμενικής τάσης, έχει καί δίκαιο απέναντι σέ αύτή τήν τάση, καθώς τή φέρνει αντιμέ τωπη μέ τήν έξωτερικότητα καί σφαλερότητά της. Αύτό ύπονο-
Μ ΜΕΡΟΛΙΙΨΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚ.ΙΪΛ ΥΙΙΙΐΡΤΟΥ IΕΝΙΚΟΥ
είται στη διδασκαλία τού Χέγκελ γιά τόν ούσιώδη χαρακτήρα τού άτόμου «μέσω τού έαυτού του». Αντί όμως νά άναπτύξει αυτόν τόν ούσιώδη χαρακτήρα παραμένει προσκολλημένος σέ μιά άφηρημένη αντίθεση μεταξύ γενικού καί ειδικού. ή όποια θά έπρεπε νά είναι αφόρητη γιά τή δική του μέθοδο**9. Σέ αντίθεση τόσο πρός έναν τέτοιο διαχωρισμό μεταξύ τού ούσιώδους καί τής άντικειμενικότητας οσο καί πρός τήν προκα τειλημμένη άμεση συνείδηση έρχεται ή αντίληψη τής Λογιχής τού Χέγκελ γιά τήν ένότητα τού ειδικού καί τού γενικού, τήν οποία μερικές φορές εκλαμβάνει ώς ταυτότητα: «Ή ιδιαιτερότητα δμως είναι ώς γενικότητα καθ’ έαυτήν καί δι’ έαυτήν καί δχι μέ σω μετάβασης μιά τέτοια ένύπαρκτη σχέση· είναι όλότητα από μόνη της καί απλή βεβαιότητα, ουσιαστικά μιά αρχή. Δέν καθο ρίζεται παρά μόνον όπως όρίζει τό ίδιο τό γενικό καί προκύπτει άπό τό ίδιο ώς έξής. Τό ειδικό είναι τό ίδιο τό γενικό, αλλά είναι ή διαφορά του άπό ένα Άλλο ή ή σχέση του πρός ένα Άλλο, ό τρόπος εμφάνισής του πρός τά έξω· δέν υπάρχει δμως κανένα Άλλο άπό τό όποιο τό ειδικό θά διέφερε παρά μόνο τό ίδιο τό γενικό. -Τό γενικό καθορίζεται καί έτσι τό ΐδιο είναι τό ειδικό* ό καθορισμός είναι μιά διαφορά* διαφέρει μόνον από τόν έαυτό του»420. Σύμφωνα με αυτά τό ειδικό θά ήταν άμεσα τό γενικό, διότι ή ίδιαιτερότητά του καθορίζεται μόνον άπό τό γενικό* χωρίς αύτό, καταλήγει ό Χέγκελ, σύμφωνα μέ ένα συχνά επαναλαμβανόμενο σχήμα, τό ειδικό δέν είναι τίποτε. Ή νεότε ρη ιστορία τού πνεύματος, καί όχι μόνον ή νεότερη, ήταν ό άπολογητικός σισύφειος μόχθος γιά τήν παράβλεψη τής άρνητικότητας τού γενικού. Στόν Κάντ τό πνεύμα θυμάται άκόμη αυτή την άρνητικότητα άπέναντι στήν άναγκαιότητα. τήν όποια ό ίδιος προσπαθούσε νά περιορίσει στή φύση. Στόν Χέγκελ ή κριτική τής άναγκαιότητας εξαφανίζεται ώς διά μαγείας. «Ή συνείδηση τού πνεύματος πρέπει νά διαμορφωθεί μέσα στόν κόσμο· τό υλικό γι’ αύτή τήν πραγματοποίηση, τό έδαφος αύτής τής δια μόρφωσης. δέν είναι άλλο άπό τή γενική συνείδηση, τή συνείδη ση ενός λαού. Αύτή ή συνείδηση περιέχει καί ρυθμίζει δλους
Η ΜΕΡΟΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ
m
τούς σκοπούς καί τά συμφέροντα τού λαού· αυτή ή συνείδηση συνιστά τά δικαιώματα, τά ήθη καί έθιμα, τις θρησκείες τού λα ού. Είναι τό ούσιώδες τού πνεύματος ένός λαού, ακόμη καί άν τά άτομα δεν τό ξέρουν, αλλά υπάρχει «αναμφισβήτητα ώς προ ϋπόθεση. Είναι σάν μιά άναγκαιότητα· τό άτομο άνατρέφεται μέσα σέ αύτή τήν ατμόσφαιρα, τίποτε άλλο δέν ξέρει. Δέν είναι όμως μόνον ανατροφή καί συνέπεια ανατροφής, αλλά αύτή ή συνείδηση αναπτύσσεται μέσα από τό ίδιο τό άτομο, δέν διδά σκεται ώς ξένο κτήμα: τό άτομο είναι μέσα σέ αύτή τήν ούσία»1^1. Ή έγελιανή διατύπωση «είναι σάν μιά άναγκαιότη τα» άνταποκρίνεται ακριβώς στήν πρωτοκαθεδρία τού γενικού* τό «σάν», πού ύποδηλώνει τήν απλώς μεταφορική σημασία αύτής τής αναγκαιότητας, άγγίζει φευγαλέα τόν φαινομενικό χαρακτήρα τού πιό πραγματικού από όλα. Αμέσως διαλύεται ή αμφιβολία γιά τήν καλοσύνη τού αναγκαίου καί παρ’ όλα τά έμπόδια διαβεβαιώνεται ότι ή άναγκαιότητα είναι άκριβώς έλευθερία. Τό άτομο, λέει ό Χέγκελ. «είναι μέσα σέ αύτή τήν ούσία», σέ αύτήν τή γενικότητα, ή οποία συνέπιπτε γι’ αύτόν μέ τά πνεύματα τού λαού. Αλλά ή θετικότητά της είναι άπό μόνη της αρνητική καί ή άρνητικότητα επιτείνεται όσο πιό θετική φέ ρεται· ή ενότητα είναι τόσο πιό κακή όσο πιό συστηματικά κυ ριεύει τούς πολλούς. Τό εγκώμιό της τό πλέκει ό νικητής, ό όποιος, επίσης ώς νικητής τού πνεύματος, δέν παραιτείται άπό τήν πομπή τού θριάμβου, άπό τήν επίδειξη ότι εκείνο πού συ νεχώς προξενείται στούς πολλούς είναι δήθεν τό νόημα τού κό σμου «Είναι τά ειδικά πού φθείρονται στόν άγώνα μεταξύ τους καί ένα μέρος τους καταστρέφεται. Στόν άγώνα όμως, στήν κα ταστροφή τών ειδικών, προκύπτει τό γενικό. Αύτό δέν διαταράσσεται»^7. Μέχρι σήμερα δέν έχει διαταραχθεϊ. Καί όμως, σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ. ούτε τό γενικό ύπάρχει χωρίς αύτό τό ειδικό, τό οποίο ορίζει* δέν υπάρχει ώς άποχωρισμένο. Ή Λογι κή του Χέγκελ. πού είναι επίσης a priori μιά διδασκαλία γενικών δομών, μπορεί νά ταυτίσει δεσμευτικά τό γενικό καί τό μή κα θορισμένο ειδικό, νά έξισώσει τόν διαμεσολαβημένο χαρακτήρα
ΠΙΙΟΓΥΡΙΣΜΑ ΣΤΟΝ ΙΙΛΑΤΟΝΙΣΜΟ
τών δύο πόλων τής γνώσης, μόνον εξετάζοντας τό ειδικό 6χι ώς ειδικό, αλλά απλώς την ιδιαιτερότητα του. πού είναι επίσης μιά έννοιολογική κατασκευή4*1. Ή καθιερωμένη μέ αύτόν τόν τρόπο λογική πρωτοκαθεδρία τού γενικού θεμελιώνει τήν κοινωνική καί πολιτική πρωτοκαθεδρία, υπέρ τής οποίας άποφάνθηκε ό Χέγκελ. Πρέπει πάντως νά τού άναγνωρισθεί ή ιδέα ότι χωρίς τό στοιχείο τού γενικού είναι αδύνατον νά σκεφθούμε όχι μόνο τήν ιδιαιτερότητα, άλλα καί τό ίδιο τό ειδικό, καθώς τό γενικό ξε χωρίζει καί σφραγίζει τό ειδικό, κατά κάποιον τρόπο είναι αυτό πού τό κάνει ειδικό. Αλλά τό γεγονός ότι στή διαλεκτική ένα στοιχείο χρειάζεται τό άλλο, τό αντιφατικά άντιτιθέμενο, δέν μετατρέπει ούτε τό ένα ούτε τό άλλο σέ μή όν. όπως ήξερε άσφαλώς ό Χέγκελ, αλλά μερικές φορές τού άρεσε νά τό ξεχνά. Αλλιώς θεσπίζεται ή απόλυτη, όντολογική ισχύς τής λογικής μιάς καθαρής απουσίας αντιφάσεων, τήν όποια ή διαλεκτική επισήμανση τών «στοιχείων» είχε σπάσει* σέ τελική ανάλυση ύποστηρίζεται ή θέση ένός άπολύτως «πρώτου» -τής έννοιαςγιά τό όποιο τό πραγματικό γεγονός θά ήταν κάτι δευτερογενές, έπειδή σύμφωνα μέ τήν ίδεαλιστική παράδοση «έπεται» τής έννοιας. Ένώ δέν μπορούμε νά έκφέρουμε κρίσεις γιά τό ειδικό χωρίς τόν καθορισμό του, κατά συνέπεια χωρίς τή γενικότητα πού τό καθορίζει, τό στοιχείο τού ειδικού, τού άδιαφανούς. στό όποιο άναφέρονται καί στηρίζονται αύτές οί κρίσεις, δέν εξαφα νίζεται μέσα στη γενικότητα. Διατηρείται μέσα στόν άστερισμό. διαφορετικά ή διαλεκτική θά κατέληγε στην ύποστασιοποίηση τής διαμεσολάβησης χωρίς νά διατηρεί τά στοιχεία τής αμεσότη τας. όπως κατά τά άλλα μέ περίσκεψη ήθελε ό Χέγκελ. Ή κριτική τής διαλεκτικής πού εμμένει στό πλαίσιό της σπά ζει τόν έγελιανό ιδεαλισμό. Ή γνώση αποβλέπει στό ειδικό, όχι στό γενικό. Τό άληθινό της αντικείμενο τό άναζητεί στόν δυνατό καθορισμό τής διαφοράς αυτού τού ειδικού, ακόμη καί άπό τό γενικό τό οποίο επίσης επικρίνει ώς παραταύτα απαραίτητο. Όταν όμως στή διαμεσολάβηση τού γενικού άπό τό ειδικό καί τού ειδικού άπό τό γενικό δίδεται άπλώς ή άφηρημενη κανονική
ΠΙΣ0ΓΥΡ1ΣΜΑ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟ
395
μορφή διαμεσολάβησες, τό ειδικό πρέπει νά πληρώσει ένα τίμη μα πού φθάνει μέχρι την αυταρχική έξαφάνισή του μέσα στά ούσιαστικά-θεματικά μέρη τού έγελιανοΰ συστήματος: «Τί πρέ πει νά κάνει ό άνθρωπος, ποιά είναι τά καθήκοντα πού έχει νά εκπληρώσει γιά νά είναι ένάρετος, είναι εύκολο νά τό πει κανείς μέσα σέ μιά ηθική κοινότητα ή πολιτεία - δέν έχει νά κάνει παρά μόνον δ.τι στις δικές του συνθήκες είναι προδιαγεγραμμένο, ρητό καί γνωστό. Ή έντιμότητα είναι τό γενικό πού μπορεί νά απαι τηθεί άπό αυτόν έν μέρει βάσει τού δικαίου καί έν μέρει βάσει τών ηθών καί εθίμων. Αλλά γιά τήν ηθική σκοπιά αύτή μπορεί νά φανεί κάτι κατώτερο, όπότε πρέπει νά απαιτήσει κανείς άπό τόν έαυτό του καί τούς άλλους κάτι παραπάνω, διότι ή μανία νά είναι κανείς κάτι ιδιαίτερο δέν ικανοποιείται μέ αύτό πού είναι τό αυθυπόστατο καί γενικό1 μόνον ώς εξαίρεση αποκτά τή συνεί δηση τής ιδιαιτερότητας»*24. Άν ό Χέγκελ είχε έπεξεργασθεί πε ρισσότερο τή διδασκαλία γιά τήν ταυτότητα τού γενικού καί τού ειδικού πρός μιά διαλεκτική μέσα στό ίδιο τό ειδικό, τό οποίο βέβαια, σύμφωνα μέ τόν ίδιο, είναι τό διαμεσολαβημένο γενικό, θά τού άναγνοιριζε τόσα δικαιώματα δσα καί στό γενικό. Τό γε γονός δτι αύτά τά δικαιώματα τά ύποβιβάζει σέ απλή μανία, δπως ένας πατέρας πού επιπλήττει τόν γιό του: «Νομίζεις πώς είσαι κάτι ιδιαίτερο», καί ψυχολογικά συκοφαντεί αύτά τά άνθρώπινα δικαιώματα άποδίδοντάς τα στόν ναρκισσισμό δέν είναι ένα άτομικό άμάρτημα τού φιλοσόφου. Ή σκοπευόμενη άπό αυτόν διαλεκτική τού ειδικού δέν μπορεί νά άναπτυχθεί ίδεαλιστικά. Επειδή, παρά τόν καντιανό χωρισμό, ή φιλοσοφία δέν μπορεί νά καταρτισθεί ώς μορφολογία μέσα στό γενικό, άλλά πρέπει νά διεισδύσει στό ίδιο τό περιεχόμενο, ή πραγματικότητα παρασκευάζεται άπό τή φιλοσοφία, μέ μιά μεγαλειωδώς μοιραία λήψη τού ζητουμένου (ρεΗΗο ρπηαρϋ). έτσι ώστε νά υπακούει στήν καταπιεστική ταυτότητα μέ έκείνη. Τό πιό άληθινό στόν Χέγκελ. ή συνείδηση τού ειδικού, χωρίς τή βαρύτητα τής όποιας ή έννοια τής πραγματικότητας καταντάει φάρσα, παράγει τό πιό ψευδές, καταργεί τό είδικό. πού ή φιλοσοφία ψηλαφώντας άνα-
ΙΙΙ11Μ ΎΡΙΣΜ Α1ΤΟΝ Π ΛΑΤΟΝΙΙΜ Ο
ζητεί στό έργο τού Χέγκελ. Όσο πιό έπίμονα ή έννοιά του μοχθεί γιά την πραγματικότητα, τόσο πιό τυφλά συμφύρει την ίδια. τό εδώ καί τώρα, πού θά έπρεπε νά τό σπάσει γιά νά άποκαλύψει τό μυστικό του. δπως κάνουν τά παιδιά σε μιά γιορτή με τά χρυ σά καρύδια, μέ την έννοια που περιλαμβάνει αύτό τό έδώ καί τώρα. «Αυτή ακριβώς τή θέση τής φιλοσοφίας άπέναντι στήν πραγματικότητα αφορούν οΐ παρανοήσεις, καί μέ αυτά έπανέρχομαι σέ εκείνο πού παρατήρησα πιό πρίν. ότι ή φιλοσοφία ακριβώς επειδή έρευνα τό λογικό, άποβλέπει στή σύλληψη τού παρόντος καί τού πραγματικού καί όχι στήν υποστήριξη ενός επέκεινα, τό όποιο ό θεός ξέρει πού βρίσκεται -ή μάλλον γιά τό όποιο ξέρει κανείς πού βρίσκεται, δηλαδή στήν πλάνη μιας μονό πλευρης. κενής επιχειρηματολογίας... Άν ό στοχασμός, τό συναί σθημα ή όποια μορφή έχει ή ύποκειμενική συνείδηση, θεωρεί τό παρόν ώς κάτι μάταιο, τό ξεπερνά καί γνωρίζει τά πράγματα καλύτερα, τότε βρίσκεται μέσα στό μάταιο καί. επειδή μόνο τό παρόν είναι πραγματικό, είναι ό ίδιος μόνο ματαιότητα. Άν. αντίστροφα, ή ιδέα θεωρείται απλώς μιά ιδέα, μιά παράσταση σέ ένα νομίζειν. ή φιλοσοφία άπό τήν άλλη μεριά προσφέρει τήν αντίληψη ότι τίποτε δέν είναι τόσο πραγματικό όσο ή ιδέα. Τό σημαντικό τότε είναι νά διακρίνει κανείς μέσα στή φαινομενικό τητα τού εφήμερου καί παροδικού τήν ουσία πού ενυπάρχει καί τό αιώνιο πού είναι παρόν»425 ί2Β. ’Έτσι πλατωνικά μιλάει άπό ανάγκη ό διαλεκτικός. Δέν θέλει νά παραδεχθεί ότι τόσο λογικά όσο καί ίστορικοφιλοσοφικά τό γενικό συγκεντρώνεται στό ειδι κό ώσπου αύτό άποσπάται άπό τή γενικότητα, πού έγινε γΓ αύτό έξωτερική καί άφηρημένη. ένώ άντίστοιχα πρός αύτά τό γε νικό, τό όποιο ό Χέγκελ διεκδικεί ώς άνώτερη αντικειμενικότητα, ξεπέφτει σέ κάτι κακά υποκειμενικό, στόν μέσο όρο τών μερικότήτων. Αυτός πού άπέβλεπε στή μετάβαση τής λογικής στό χρό νο παραιτεϊται μέσα σέ μιά άχρονη λογική. Ή απλή διχοτομία ένδοχρονικό- αιώνιο μέσα στή σύλληψη τής διαλεκτικής καί παρά αύτήν τή σύλληψη συμφωνεί στόν Χέ γκελ μέ τήν πρωτοκαθεδρία τού γενικού στή φιλοσοφία τής θεω
ΑΠΟΧΡΟΝΙΚΟΙΐΟΙΗΣΜ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
.w
ρίας. Όπως ή γενική έννοια, καρπός τής αφαίρεσης, νομίζει πιός στέκεται πάνω άπό τό χρόνο καί καταχωρίζει την απώλεια πού ύφίστανται τά ύπαγόμενα σε αυτήν τη γενική έννοια άπό τή δια δικασία αφαίρεσης ώς κέρδος καί παραπομπή στήν αιωνιότητα, έτσι καί τά δήθεν ύπερχρονικά στοιχεία τής ιστορίας γίνονται θετικά. Μέσα τους δμως κρύβεται τό παλαιό κακό. Ή συμφωνία μέ τήν ιδέα δτι τά πράγματα θά παραμείνουν πάντοτε έτσι δυ σφημεί τή σκέψη πού διαμαρτύρεται εναντίον αύτής τής ιδέας ώς εφήμερη. Μιά τέτοια μεταβολή στό άχρονο δέν είναι κάτι εξωτερικό πρός τήν έγελιανή διαλεκτική καί τή φιλοσοφία τής ιστορίας. Καθώς ή δική του εκδοχή τής διαλεκτικής περιλαμβά νει καί τό χρόνο, ό χρόνος όντολογικοποιείται. άπό μιά υποκει μενική μορφή γίνεται μιά δομή τού είναι άπολύτως. πού είναι επίσης κάτι αιώνιο. Έδώ έχουν τή βάση τους οί θεωρητικές εικασίες τού Χέγκελ. οί όποιες ταυτίζουν τήν άπόλυτη ιδέα τής όλότητας μέ τόν εφήμερο χαρακτήρα όλων τών πεπερασμένων πραγμάτων. Ή προσπάθειά του τρόπον τινά νά παραγάγει λο γικά τό χρόνο καί νά τόν διαιωνίσει ώς κάτι πού δέν άνέχεται τί ποτε έξω άπό τόν έαυτό του συμφωνεί τόσο μέ αύτήν τή σύλλη ψη δσο καί μέ τόν άπόλυτο ιδεαλισμό, ό όποιος δέν μπορεί νά περιορισθεί στό διαχωρισμό μεταξύ χρόνου καί λογικής, δπως άκριβώς καί ό Κάντ στό διαχωρισμό μεταξύ έποπτείας καί διά νοιας. Άλλωστε καί σέ αύτο τό σημείο ό Χέγκελ. κριτικός τού Κάντ.ήταν εκτελεστικό του όργανο. Όταν ό Κάντ άποδίδει έναν a priori χαρακτήρα στό χρόνο. ώς καθαρή μορφή έποπτείας καί δρο ύπαρξης όλων τών εφήμερων πραγμάτων, αύτός ό χρόνος έχει άπαλλαγεί άπό τό χρόνοw. Ό ύποκειμενικός καί ό άντικειμενικός ιδεαλισμός συμφωνούν σέ αυτό, καθώς τό βασικό στρώμα καί τών δύο είναι τό ύποκείμενο ώς έννοια, χωρίς κανέ να χρονικό περιεχόμενο. Ακόμη μιά φορά ή καθαρή ενέργεια (actus purus) γίνεται, δπως στόν Αριστοτέλη, κάτι άκίνητο. Ή κοινοτική μεροληψία τών ιδεαλιστών φθάνει μέχρι τά συστατικά τών συστημάτων τους. Εξυμνούν τό χρόνο ώς άχρονο, τήν Ιστο ρία ώς αιώνια. φοβούμενοι δτι άρχίζει. Κατά συνέπεια γιά τόν
.»V«
ΛΙΙΟΧΡΟΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Χεγχελ ή διαλεκτική τού χρόνου καί του χρονικά έφήμερου γίνε ται μιά διαλεκτική τής ουσίας τού χρόνου μέσα στόν ΐβιο τό χρόνο**. Ή ίδια προσφέρει στόν θετικισμό ένα προτιμώμενο εύάλωτο σημείο. Στήν πραγματικότητα θά ήταν κακή Σχολαστι κή νά αποδοθεί διαλεκτικός χαρακτήρας στήν τυπική, τήν άποκαθαρμένη άπό κάθε χρονικό περιεχόμενο έννοια τού χρόνου. Αλλά γιά τόν κριτικό στοχασμό πάνω σέ αυτό ό χρόνος διαλεκτικοποιεϊται ώς εσωτερικά διαμεσολαβημένη ένότητα μορφής καί περιεχομένου. Ή υπερβατική αισθητική τού Κάντ δέν θά είχε τίποτε νά άντιτάξει στήν άντίρρηση ότι ό ίδιος ό καθαρά τυπικός χαρακτήρας τού χρόνου ώς μιας «μορφής τής έποπτείας». τό «κενό» τού χρόνου, δέν αντιστοιχεί σέ κανενός είδους έποπτεία. Ό καντιανός χρόνος δέν μπορεί νά γίνει άνηκείμενο καμμιάς δυνατής παράστασης καί φαντασίας: γιά νά τόν φαντασθούμε πρέπει νά φανταζόμαστε πάντοτε καί κάτι ένδοχρονικό [μή αιώνιο], πάνω στό όποιο μπορούμε νά διακρίνουμε τό χρόνο. κάτι στό όποιο μπορεί νά διαπιστωθεί τό πέρασμά του ή ή λεγάμενη ροή του. Ή σύλληψη τού καθαρού χρόνου χρειάζεται ακριβώς τήν έννοιολογική διαμεσολάβηση -τήν αφαίρεση όλων τών πραγματοποιήσιμων παραστάσεων τού χρόνου-, άπό τήν όποια ό Κάντ. γιά χάρη τής συστηματικότητας, τής διάζευξης μεταξύ τών αισθήσεων καί τής διάνοιας, ήθελε καί έπρεπε νά άπαλλάξει τίς μορφές τής έποπτείας. Ό άπόλυτος χρόνος ώς τέ τοιος. αποχωρισμένος καί άπό τό τελευταίο πραγματικό ύπόστρωμα πού είναι καί κυλάει μέσα του. δέν θά ήταν πιά διόλου αύτό πού σύμφωνα μέ τόν Κάντ οπωσδήποτε πρέπει νά είναι: δυναμικός. Δέν ύπάρχει δυναμική χωρίς έκείνο στό όποιο συμ βαίνει. Άπό τήν άλλη μεριά δέν μπορούμε όμως νά φαντασθούμε καί καμμιά πραγματικότητα πού δέν θά είχε τή θέση της στό συνεχές τού χρόνου. Αυτή ή άμοιβαιότητα είναι μιά διαλε κτική σχέση μέχρι καί τό πιό τυπικό πεδίο: κανένα άπό τά ουσιαστικά σέ αύτό καί άμοιβαία άντιτιθέμενα στοιχεία δέν υπάρχει χωρίς τό άλλο. 'Ωστόσο δέν έχει τήν αιτία της στήν κα θαρή μορφή καθ’ έαυτήν. στήν όποια άποκαλύπτεται. Μιά σχέση
AnOXPONlKOIlOlHlHTOV ΧΡΟΝΟΥ
w
μορφής-περιεχομένου έχει γίνει καί αύτή μορφή. Είναι οπωσδή ποτε μορφή του περιεχομένου, ή άκρότατη μετουσίωση τού δυϊ σμού μορφής-περιεχομένου μέσα στήν αποχωρισμένη καί άπολυτοποιημένη υποκειμενικότητα. Από τόν Χέγκελ θά μπορούσε κανείς ακόμη καί στή θεωρία τού χρόνου νά άποσπάσει τό στοι χείο αλήθειας του. άν δέν διατεινόταν, όπως εκείνος, δτι ή λογι κή παράγει χρόνο άφ’ έαυτής. αλλά άντ’ αύτού διαπίστωνε παγιωμένες στή λογική χρονικές σχέσεις, όπως είχε δείξει μέ αρκε τά κρυπτικό τρόπο ό Κάντ σέ διάφορα σημεία τής κριτικής τού Λόγου, προπάντων στό κεφάλαιο γιά τό σχηματισμό. Ή συλλο γιστική λογική -όπως φαίνεται καθαρά στά συμπεράσματα διατηρεί στοιχεία τού χρόνου. τά όποια ταυτόχρονα. μέ τήν άντικειμενοποίησή τους άπό τήν υποκειμενική σκέψη, άποχρονικοποιεί μέ τή μορφή τής καθαρής νομοτέλειας καί έτσι τά συ σκοτίζει. Χωρίς μιά τέτοια άποχρονικοποίηση τού χρόνου ό 'ίδιος δέν θά είχε άντικειμενοποιηθεί ποτέ. Ή έρμηνεία τής σχέ σης μεταξύ λογικής καί χρόνου μέ τήν άναδρομή σέ κάτι προλογικό στή λογική, σύμφωνα μέ τήν τρέχουσα, θετικιστική έπιστημολογία. θά ήταν συμβατή μέ τόν Χέγκελ. ως γνώση ένός στοιχείου, διότι αυτό πού ό ίδιος άποκαλεί σύνθεση δέν είναι απλώς ή άπολύτως νέα ποιότητα ή όποια προκύπτει άπό τήν καθορισμένη άρνηση, αλλά ή έπάνοδος τού άντικειμένου τής άρνησης· ή διαλεκτική πρόοδος είναι πάντοτε καί άναδρομή σέ εκείνο πού έπεσε θύμα τής προοδεύουσας έννοιας : ή προοδεύουσα συγκεκριμένη μορφή της είναι ή αύτοδιόρθωσή της. Ή με τάβαση τής λογικής στό χρόνο θέλει, δσο μπορεί ή συνείδηση, νά έπανορθώσει σέ αύτόν τή ζημιά πού ύπέστη άπό τή λογική, χω ρίς τήν όποια δμως δέν θά υπήρχε ό χρόνος. Ύπό αυτό τό πρί σμα ή μπερξονική διπλή έννοια τού χρόνου έχει κάτι άπό μιά μή συνειδητή διαλεκτική. Μέ τήν έννοια τού temps durée, τής βιωνόμενης διάρκειας, ό Μπερξόν προσπάθησε νά άνασυνθέσει θεο>ρητικά τή ζωντανή έμπειρία τού χρόνου καί μέ αυτό τό στοι χείο τού περιεχομένου της. τό όποιο είχε θυσιασθεί στό βωμό τής άφαίρεσης τόσο τής φιλοσοφίας δσο καί τών αιτιοκρατικών
ΑΠΟΧΡΟΝ1ΚΟΠΟΙΗΙΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
μηχανικών φυσικών επιστημών. Παραταύτα. περισσότερο Οετικιστής από όσο ή πολεμική του. βέν πέρασε ούτε αυτός, όπως καί έκείνες. στη διαλεκτική έννοια* άπολυτοποίησε τό δυναμικό στοιχείο, από αποστροφή πρός τήν άνερχόμενη έκπραγμάτιση τής συνείδησης, μετατρέποντάς το τρόπον τινά σέ μιά μορφή συ νείδησης. σέ εναν ιδιαίτερο καί προνομιακό τρόπο γνώσης ή. όπως θά μπορούσαμε νά πούμε. τό έκπραγμάτισε μέ τή μορφή ένός κλάδου. Απομονωμένος, ό ύποκειμενικός χρόνος τού βιώ ματος μαζί μέ τό περιεχόμενό του γίνεται τόσο τυχαίος καί διαμεσολαβημένος όσο τό ύποκείμενό του καί κατά συνέπεια, σέ σχέση μέ τόν χρονομετρημένο χρόνο, είναι πάντοτε καί «ψευ δής». Γιά νά τό εξηγήσουμε αρκεί ή τετριμμένη παρατήρηση ότι οί υποκειμενικές έμπειρίες τού χρόνου, σέ σύγκριση μέ τό χρόνο τού ρολογιού, είναι εκτεθειμένες στην αυταπάτη, ενώ δέν θά ύπήρχε χρόνος τού ρολογιού χωρίς τήν υποκειμενική έμπειρία τού χρόνου, ή όποια άντικειμενοποιείται από τό χρόνο τού ρο λογιού. Αλλά ή πλήρης διχοτομία τών δύο χρόνων στόν Μπερξόν καταγράφει τόν Ιστορικό χωρισμό άνάμεσα στή ζωντανή έμπει ρία καί τίς άντικειμενοποιημένες καί έπαναλήψιμες έργασιακές διαδικασίες : ή εύθραυστη διδασκαλία του περί χρόνου είναι μιά πρώιμη αποτύπωση τής άντικειμενικής κοινωνικής κρίσης πού διέρχεται ή συνείδηση τού χρόνου. Τό ασυμφιλίωτο μεταξύ τού χρόνου ώς διάρκειας (temps durée) καί τού χρόνου ώς χώρου (temps espace) είναι τό τραύμα αύτής τής διχασμένης συνείδη σης. ή όποια μόνο μέσω τής διάσπασης αποτελεί ενα είδος ένότητας. Τό πρόβλημα δέν τό λύνει ούτε ή νατουραλιστική ερμη νεία τού χρόνου ώς χώρου ούτε ή ύποστασιοποίηση τού χρόνου ώς διάρκειας, στην όποία τό υποκείμενο πού κάνει πίσω μπρο στά στήν έκπραγμάτιση μάταια έλπίζει πώς θά συντηρήσει τόν εαυτό του ώς άπολύτως ζωντανό όν. Στήν πραγματικότητα τό γέλιο, στό όποιο σύμφωνα μέ τόν Μπερξόν ή ζωή άποκαθίσταται άπό τή συμβατική πώρωση πού ύφίσταται, έχει γίνει πρό πολλού όπλο τής συμβατικότητας κατά τής μή ένταγμένης ζωής, τού ίχνους μιας όχι εντελώς ¿ξημερωμένης φυσικότητας42*.
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ
401
Ή έγελιανή μετάθεση του ειδικού στην ιδιαιτερότητα ακο λουθεί τήν πρακτική μιας κοινωνίας ή όποια ανέχεται τό ειδικό απλώς ώς κατηγορία, ώς μορφή τής υπεροχής τού γενικού. Ό Μάρξ κατονόμασε αύτή τήν κατάσταση πραγμάτων χωρίς νά παραβλέπει τόν Χέγκελ: «Ή διάλυση όλων τών προϊόντων καί δραστηριοτήτων σέ ανταλλακτικές αξίες προϋποθέτει τόσο τή διάλυση δλων τών σταθερών προσωπικών (Ιστορικών) σχέσεων έξάρτησης στήν παραγωγή δσο καί τήν ολόπλευρη εξάρτηση τού ενός παραγωγού από τόν άλλον. Ή παραγωγή κάθε ατό μου έξαρτάται άπό τήν παραγωγή δλων τών άλλων, δπως (καί) ή μεταμόρφωση τού προϊόντος του σέ τρόφιμα γιά τόν ίδιο έχει γίνει έξαρτημένη άπό τήν κατανάλωση δλων τών άλλων... Αύτή ή αμοιβαία εξάρτηση έκφραζόμενη στή συνεχή άναγκαιότητα άνταλλαγής καί στήν ανταλλακτική άξια ώς ολόπλευρου διαμε σολαβητή. Οί οικονομολόγοι τήν έκφράζουν ώς εξής: Ό καθέ νας επιδιώκει τό ιδιωτικό του συμφέρον καί έτσι, χωρίς νά τό θέλει καί νά τό ξέρει, ύπηρετεί τά ιδιωτικά συμφέροντα δλων. τά γενικά συμφέροντα. Τό άστείο δέν είναι δτι. καθώς ό καθέ νας επιδιώκει τό ιδιωτικό του συμφέρον, έπιτυγχάνεται τό σύ νολο τών ιδιωτικών συμφερόντων, δηλαδή τό γενικό συμφέρον. Από αύτή τήν άφηρημένη φράση μπορεί μάλλον νά έξαχθεί τό συμπέρασμα δτι ό καθένας εμποδίζει άμοιβαία τήν έπιβολή τού συμφέροντος τών άλλων καί έτσι, αντί μιάς γενικής κατάφασης, προκύπτει απεναντίας μιά γενική άρνηση άπό αύτόν τόν πόλε μο δλων εναντίον δλων (bellum omnium contra omnes). Ή αιχμή τού αστείου είναι μάλλον δτι τό ίδιο τό ιδιωτικό συμφέ ρον είναι ήδη ένα κοινωνικά καθοριζόμενο συμφέρον καί μπορεί νά έπιτευχθεί μόνο στό πλαίσιο τών δλων πού θέτει ή κοινωνία καί μέ τά μέσα πού ή ίδια παρέχει, δηλαδή συνδέεται στενά μέ τήν αναπαραγωγή αυτών τών δρων καί μέσων. Είναι τό συμφέ ρον τών ιδιωτών- άλλά τό περιεχόμενό του. δπως καί ή μορφή καί τά μέσα πραγματοποίησής του. είναι δεδομένο άπό τούς κονωνικούς όρους οί όποιοι είναι ανεξάρτητοι άπό όλους Μιά τέτοια άρνητική ύπεροχή τής έννοιας εξηγεί γιατί ό Χέ-
402
II ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΉΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΧίΓΚΙ.Λ
γκελ. απολογητής τής έννοιας, χαί ό Μάρξ. κριτικός του. συ γκλίνουν στήν άντίληψη ότι εκείνο πού ό πρώτος άπυκαλεί πα γκόσμιο πνεύμα υπερέχει ώς είναι καθ' έαυτό καί όχι απλούς, όπως θά ταίριαζε στόν Χέγκελ. ότι τά άτομα άποτελούν τήν ούσία του: «Τά άτομα υπάγονται στήν κοινωνική παραγωγή.ή όποια υπάρχει σάν ένα πεπρωμένο έξω άπό αυτά, άλλά ή κοι νωνική παραγωγή δέν ύπάγεται στά άτομα, τά όποια τή χειρί ζονται σάν κοινή τους περιουσία»4'*1. Ό πραγματικός χωρισμός αναγκάζει τόν Χέγκελ νά μεταπλάσει χωρίς τή θέλησή του τή θέση γιά τήν πραγματικότητα της ιδέας. Χωρίς νά κάνει αύτή τήν παραχώρηση ή θεωρία, ή Φιλοσοφία τού δικαίου περιέχει τίς ακόλουθες σαφέστατες προτάσεις: «Όσον αφορά τήν ιδέα τού κράτους δέν πρέπει νά έχει κανείς ύπόψη ιδιαίτερα κράτη ή ιδιαίτερους θεσμούς, άλλά μάλλον νά έξετάσει τήν ιδέα ώς τέ τοια, αυτόν τόν πραγματικό θεό. Κάθε κράτος, άκόμη καί άν τό θεωρήσει κανείς κακό σύμφωνα μέ τίς αρχές πού ό ίδιος έχει, άκόμη καί άν διακρίνει τό ένα ή τό άλλο έλάττωμά του. έχει μέ σα του πάντοτε, προπάντων άν ανήκει στά πιό ανεπτυγμένα τής εποχής μας. τά ούσιώδη στοιχεία τής ύπαρξής του. Επειδή όμως είναι πιό εύκολο νά βρει κανείς έλλείψεις παρά νά κατα νοήσει τό καταφατικό. εύκολα κάνει τό λάθος, βλέποντας μεμο νωμένες πλευρές, νά ξεχνά τόν εσωτερικό όργανισμό τού ίδιου τού κράτους»432. Άν πρέπει κανείς «νά εξετάσει τήν ιδέα ώς τέτοια», όχι «ιδιαίτερα κράτη», καί μάλιστα ύπό τήν έννοια τής άρχής. τής ύπακοής σέ μιά γενικότερη δομή, τότε ξαναγεννιέται ή άντίφαση μεταξύ ιδέας καί πραγματικότητας, τήν όποια όλόκληρο τό έργο, σύμφωνα μέ τό συνολικό νόημά του. θέλει νά άναιρέσει. Έδώ ταιριάζει ή άπαίσια πρόταση ότι είναι πιό εύκολο νά βρεϊ κανείς ελλείψεις παρά νά κατανοήσει τό κατα φατικό· αύτό μετεξελίχθηκε στίς σημερινές φωνές πού ζητούν εποικοδομητική, δηλαδή ύποτακτική κριτική. Επειδή ή ταυτό τητα ιδέας καί πραγματικότητας διαψεύδεται άπό τή δεύτερη, άπαιτείται τρόπον τινά μιά υποταγμένη ειδική προσπάθεια τού Λόγου γιά νά είναι κανείς παραταϋτα βέβαιος γι’ αύτή τήν ταυ
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΧΕΓΚΗΛ
40Λ
τότητα· τό «καταφατικό», ή διαπίστωση τής θετικά πραγματο ποιημένης συμφιλίωσης, είναι ένα αίτημα καί εξυμνείται ώς ανώτερο επίτευγμα τής συνείδησης, διότι ή καθαρή θέαση του Χέγκελ433 δέν αρκεί γιά μιά τέτοια κατάφαση. Ή πίεση τήν όποια ασκεί ή κατάφαση σέ αύτό πού άνθίσταται. την πραγμα τικότητα, ενισχύει ακούραστα εκείνη τήν πραγματική πίεση πού ύφίσταται τό ύποκείμενο από τη γενικότητα ή όποια τό άρνεΐται. Τό χάσμα ανάμεσα τους είναι τόσο πιό όρατό όσο πιό συ γκεκριμένα τό ύποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο μέ τη θέση γιά τόν αντικειμενικά ούσιώδη χαρακτήρα τής ηθικότητας. Στην όψιμη αντίληψη τού Χέγκελ γιά τή μόρφωση [ παιδεία 1 αύτή περιγράφεται πλέον μόνον ώς κάτι εχθρικό πρός τό ύποκείμενο: «Ή μόρφωση είναι λοιπόν κατά τόν άπόλυτο όρισμός της ή απελευθέρωση καί ή εργασία τής ανώτερης απελευθέρωσης, δη λαδή τό άπόλυτο σημείο διάβασης πρός τήν όχι πιά άμεση, φυ σική. αλλά πνευματική, άπείρως ύποκειμενική ούσιαστικότητα τής ηθικότητας, πού έχει λάβει τή μορφή τής γενικότητας. Αύτή ή απελευθέρωση είναι γιά τό ύποκείμενο σκληρή εργασία κατά τής απλής ύποκειμενικότητας τής διαγωγής, κατά τής ¿μεσότητας τού πόθου καθώς καί κατά τής ύποκειμενικής ματαιοδοξίας των αισθήσεων καί τών αυθαίρετων προτιμήσεων. Τό γεγονός ότι είναι σκληρή εργασία συνιστά ένα μέρος τής δυ σμένειας πού πέφτει πάνω της. Αλλά μέσω αύτής τής εργασίας άκριβώς αποκτά ή Ιδια ή ύποκειμενική βούληση μέσα της τήν άντικειμενικότητα. τό μόνο πού τήν κάνει άξια καί ικανή από τή μεριά της νά είναι ή πραγματικότητα τής ιδέας»*Μ. Αύτό συγκαλύπτει τήν ελληνική σοφία τών σχολείων ό μη δαρείς . τήν όποια ό Γκαίτε. άν καί δέν τού ταίριαζε, μέ έγελιανό φρό νημα. δέν θεώρησε άνάξια νά χρησιμοποιήσει ώς μότο τής αυτοβιογραφίας του. Καθώς όμως ή κλασικιστική αρχή διατυ μπανίζει τήν άλήθεια γιά τήν ταυτότητα, τήν όποια θά ήθελε πρώτα νά επιφέρει, όμολογεί τή δική της αναλήθεια, εκείνη τής παιδαγωγικής τού ξυλοδαρμού μέ τήν κυριολεκτική σημασία, καθιός καί μέ τή μεταφορική ύπό τήν έννοια τής δυσάρεστης
H ΔΙΑΚΟΠΗ ΠΙ1 ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΓΤΌΝ ΧΕΙΚΕΛ
εντολής δτι πρέπει κανείς νά συμμο(χρώνεται. Ής έγγενώς Ανα ληθής είναι Απρόσφορη γιά τό σκοπό πού καλείται νά έπιτύχει· ή ψυχολογία, την όποια ή μεγάλη φιλοσοφία θεωρούσε λιγότερο σημαντική, ξέρει περισσότερα από τη φιλοσοφία γι' αύτό τό ζή τημα. Ή ώμότητα Απέναντι στους Ανθρώπους Αναπαράγεται μέσα τους· οί δαρμένοι δέν Ανατρέφονται. Αλλά έπαναστρέφονται. πισωγυρίζουν στή βαρβαρότητα. Ανεξάλειπτη παραμένει ή ανακάλυψη τής ψυχανάλυσης δτι οί έκπολιτιστικοί μηχανισμοί τής καταπίεσης μετατρέπουν τη λίμπιντο σέ αντιπολιτιστική επιθετικότητα. Ό αναθρεμμένος μέ βία διοχετεύει την έπιθετικότητά του ταυτιζόμενος μέ τή βία. γιά νά τη μεταδώσει πιό πέρα καί νά Απαλλαγεί Από αυτήν έτσι τό ύποχείμενο καί τό αντικείμενο σύμφωνα μέ τό ¿δανικό τής μόρφωσης πού διατυ πώνει ή Φιλοσοφία τού δικαίου τού Χέγκελ ταυτίζονται μεταξύ τους πραγματιχά. Ό πολιτισμός, πού δέν είναι πολιτισμός, από μόνος του δέν θέλει νά είναι πολιτισμένοι εκείνοι πού μπλέκο νται στά δίχτυα του. Ό Χέγκελ επικαλείται σέ ένα από τά πιό γνωστά χωρία τής Φιλοσοφίας τού δικαίου μιά ρήση πού αποδί δεται στόν Πυθαγόρα, δτι ό καλύτερος τρόπος νά αναθρέψει χανείς ήθικά έναν γιό είναι νά τόν κάνει πολίτη ενός κράτους μέ καλούς νόμους4'*6. Αύτό απαιτεί Από μάς νά κρίνουμε αν τό Ιδιο τό κράτος καί οί νόμοι του είναι καλοί. Στόν Χέγκελ δμως ή τά ξη είναι a priori καλή χωρίς τήν Ανάγκη νά δίνει λόγο σέ εκεί νους πού ζούν ύπό αυτήν. Ειρωνικά άποδεικνύει τήν Αξία της μιά ιδέα πού έρχεται νά θυμίσει τόν Αριστοτέλη: δτι ή «ούσιώδης ενότητα είναι Απόλυτος Ακίνητος αύτοσκοπός»437, Ακίνη τος. στέκεται στή διαλεκτική ή όποια θέλει νά τόν παραγάγει. "Ετσι Απαξιώνεται σέ κενή διαβεβαίωση ή ρήση δτι στό κράτος «ή έλευθερία δικαιώνεεται στόν μέγιστο βαθμό»438, ό Χέγκελ ξεπέφτει σέ εκείνον τόν ήθοπλαστικό τόνο τόν όποιο στή Φαι νομενολογία τού πνεύματος Απεχθανόταν Ακόμη. Επαναλαμ βάνει έναν κοινό τόπο τής Αρχαίας σκέψης, από τό στάδιο στό όποιο τό νικηφόρο πλατωνικό-Αριστοτελικό κύριο ρεύμα τής φιλοσοφίας τασσόταν ύπέρ τών θεσμών καί κατά τής βάσης
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
405
τους στην κοινωνική διαδικασία* γενικά ή ανθρωπότητα άνακάλυψε πρώτα τό κράτος, τό όποιο, διαμεσολαβημένο ώς τέτοιο, φαίνεται σάν δεδομένο καί άμεσα στά μάτια των έξουσιαζόμενων. καί άργότερα την κοινωνία. Ή πρόταση τού Χέγκελ «6.τι είναι ό άνθρωπος τό όφείλει στό κράτος»439, ή πιό όφθαλμοφανής ύπερβολή. κουβαλάει άκόμη την άρχαία σύγχυση τής κοινω νίας μέ τό κράτος. Σέ αύτήν τη θέση τόν προτρέπει ή σκέψη δτι ή προαναφερόμενη «άκινησία», την όποια αποδίδει στόν γενικό σκοπό, μπορεί άσφαλώς νά λεχθεί γιά τόν ήδη πωρωμένο θε σμό, άλλά είναι άδύνατον νά θεωρηθεί ώς γνώρισμα τής ούσιαστικά δυναμικής κοινωνίας. Ό διαλεκτικός ενισχύει τό προνό μιο τού κράτους νά είναι απαλλαγμένο άπό τη διαλεκτική, διότι -καί εδώ δέν είχε αυταπάτες- αύτή όδηγεϊ πέρα άπό τήν αστι κή κοινωνία440. Δέν έμπιστευόταν τή διαλεκτική ώς δύναμη αύτοθεραπείας της καί εξέθεσε ανεπανόρθωτα τή διαβεβαίωσή του γιά τήν διαλεκτικά άποκαθιστάμενη ταυτότητα. Τό γεγονός ότι ή μεταφυσική τής συμφιλίωσης τού γενικού καί τού ειδικού άπέτυχε στήν κατασκευή τής πραγματικότητας, ώς φιλοσοφία τού δικαίου καί τής ιστορίας, δέν μπορούσε νά μήν παρατηρηθεί άπό τόν Χέγκελ στήν άνάγκη του γιά συστηματι κότητα. Προσπάθησε νά βρει μιά διαμεσολάβηση. Ή διαμεσολαβητική κατηγορία του. τό πνεύμα τού λαού, εκτείνεται μέσα στήν έμπειρική ιστορία. Σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ τό πνεύμα τού λαού είναι γιά τά μεμονωμένα ύποκείμενα ή συγκεκριμένη μορ φή τού γενικού, άλλά άπό τή μεριά του τό «όρισμένο πνεύμα τού λαού... (είναι) μόνον ένα άτομο στήν πορεία τής παγκό σμιας ιστορίας»441. μιά άτομικότητα άνώτερου βαθμού, άλλά ώς τέτοια αυτοτελής. Ειδικά ή θέση γι’ αύτή τήν αυτοτέλεια τών πνευμάτων τού λαού νομιμοποιεί στόν Χέγκελ τή δεσποτική κυ ριαρχία πάνω στά άτομα, όπως άργότερα στόν Ντυρκέμ οΐ συλ λογικοί κανόνες καί στόν Σπένγκλερ οΐ ψυχές τού έκάστοτε πο λιτισμού. "Οσο πιό πλούσια ένα γενικό στολίζεται μέ τά έμβλήματα τού συλλογικού ύποκειμένου. τόσο πιό άφαντα είναι τά
•ΙΟΤι
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
υποκείμενα μέσα σέ αύτό. 'Ωστόσο ή προαναφερόμενη κατηγο ρία διαμεσολάβησης.ή όποία έξαλλου δέν ονομάζεται ρητά διαμεσολάβηση. αλλά έκπληρώνει μόνο τη λειτουργία της. υστερεί άπέναντι στην έννοια τής διαμεσολάβησης τού ϊδιου τού Χέγκελ. Δέν ένεργεϊ μέσα στό ίδιο τό πράγμα, δεν καθορίζει μέσα στό πλαίσιό του τό Άλλο του. αλλά λειτουργεί ώς γεφυρωτική έννοια, ένα ύποστασιοποιημένο ενδιάμεσο στοιχείο μεταξύ τού παγκόσμιου πνεύματος καί τών άτόμων. Ό Χέγκελ έρμηνεύει τόν έφήμερο χαρακτήρα τών πνευμάτων τού λαού, ανάλογα μέ εκείνον τών άτόμων. ώς την άληθινή ζωή τού γενικού. Εφήμερη είναι δμως στήν πραγματικότητα ή κατηγορία τού ίδιου τού λα ού καί τού πνεύματος τού λαού, όχι μόνον οί ειδικές έκδηλώσεις της. Ακόμη καί όπου τά έκ νέου έμφανιζόμενα πνεύματα τού λαού θά μετέφεραν πραγματικά τόν δαυλό τού έγελιανοϋ πα γκόσμιου πνεύματος, άπειλούν νά άναπαραγάγουν τή ζωή τού είδους άνθρωπος σέ πιό χαμηλή βαθμίδα. "Ηδη σέ σύγκριση μέ τό καντιανό γενικό τής έποχής του. τήν προβλέψιμη ανθρωπότη τα, ή διδασκαλία τού Χέγκελ γιά τό πνεύμα τού λαού ήταν αντι δραστική. καλλιεργώντας κάτι πού είχε άποκαλυφθεί ήδη ώς μερικοκρατικό. Χωρίς δισταγμούς συμμετείχε, μέ τήν έμφαντική κατηγορία τών πνευμάτων τού λαού, στόν ίδιο έθνικισμό πού είχε διαγνώσει ώς άπαίσιο φαινόμενο στήν περίπτωση τών προπαγανδιστών τών φοιτητικών ένώσεων. Ή έγελιανή έννοια τού έθνους, πού σέ μιά πάντοτε ίδια έναλλαγή έμφανίζεται ώς φορέ ας τού παγκόσμιου πνεύματος, αποκαλύπτεται ώς μία άπό τίς σταθερές άπό τίς όποιες τό διαλεκτικό έργο βρίθει, κατά παρά δοξο τρόπο καί εντούτοις σέ συμφωνία μέ τή μία όψη του. Οί μή διαλεκτικές σταθερές στόν Χέγκελ. πού διαψεύδουν τή διαλε κτική καί χωρίς τίς όποιες δέν θά υπήρχε διαλεκτική, είναι άληθινές όσο ή ιστορία κυλούσε ώς πάντοτε ίδια, ώς κακή άπειρότητα ενοχής καί τιμωρίας, όπως είχε διακρίνει σέ άρχαϊκές πε ριόδους καί όντολογικά ύπερυψώσει ό κύριος μάρτυρας τού .Χέ γκελ. ό 'Ηράκλειτος. Αλλά τό έθνος -τόσο 0 όρος όσο καί τό πράγμα-είναι κάτι νεότερο. Ήταν μιά επισφαλής συγκεντρωτι
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝϋΥΜΑΤΟΣ TOY ΛΑΟΥ
407
κή μορφή οργάνωσης πού έπρεπε νά τιθασεύσει τις διάχυτες φυσικές ένώσεις μετά την παρακμή τής φεουδαρχίας γιά τήν προστασία τών αστικών συμφερόντων. Έπρεπε νά φετιχοποιηθεί γιά τόν έαυτό του. διότι διαφορετικά δέν θά μπορούσε νά ένοποιήσει τούς ανθρώπους, οί όποιοι από οικονομική άποψη είχαν τήν άνάγκη αύτής τής όργάνωσης. πού από τήν άλλη μεριά ασκούσε συνεχώς βία σέ βάρος τους. Έκεΐ μάλιστα όπου ή ένοποίηση τού έθνους, προϋπόθεση μιας χειραφετούμενης αστικής κοινωνίας, άπέτυχε. στή Γερμανία, στήν έννοια τού έθνους απο δίδεται ύπερβολική αξία καί ή ’ίδια γίνεται καταστρεπτική. Γιά νά περιλάβει τά γένη (gentes), κινητοποιεί έπιπλέον έπαναστροφικές άναμνήσεις από τήν αρχαϊκή φυλή. Ώς κακό ένζυμο αύτά είναι κατάλληλα νά κρατούν κάτω τό άτομο. επίσης ένα όψιμο καί εύθραυστο προϊόν έξέλιξης. έκεί όπου ή σύγκρουσή του με τή γενικότητα αρχίζει νά μετατρέπεται σέ όρθολογική κριτική τής γενικότητας: ή άνορθολογικότητα τών σκοπών τής αστικής κοινωνίας δέν μπορούσε ίσως νά σταθεροποιηθεί παρά μόνον μέ δραστικά άνορθολογικά μέσα. Ιδιαίτερα ή κατάσταση στή Γερ μανία τής μεταναπολεόντειας εποχής μπορεί νά μην άφηνε τόν Χέγκελ νά δει πόσο αναχρονιστική ήταν ή διδασκαλία γιά τό πνεύμα τού λαού σε σύγκριση μέ τη δική του ιδέα τού πνεύμα τος. άπό την πρόοδο τού όποιου δέν μπορεί νά άποσπασθεί ή προοδευτική μετουσίωση, ή απελευθέρωση άπό τά υπολείμματα αυτοφυούς φυσικότητας. 'Ήδη στόν Χέγκελ ή διδασκαλία γιά τό πνεύμα τού λαού ήταν ψευδής συνείδηση, ιδεολογία, μολονότι υπάκουε στίς ανάγκες γιά τή διοικητική ένότητα τής Γερμανίας. Κουκουλωμένα, ώς ξεχωριστά συνενωμένα μέ τό έτσι καί αλλιώς ύπάρχον. τά πνεύματα τού λαού είναι απυρόβλητα έναντι τού Λόγου, ενώ ή γενικότητα τού πνεύματος διαφυλάσσει επίσης τή μνήμη τού Λόγου. Μετά τήν πραγματεία Γιά τήν αιώνια ειρή νη442 τά έγελιανά εγκώμια γιά τόν πόλεμο δέν μπορούσαν πιά νά οχυρώνονται πίσω άπό την αφέλεια τής απουσίας όποιασδήποτε ιστορικής έμπειρίας. Αύτά πού ό Χέγκελ εγκωμιάζει ώς ουσιώδη στοιχεία τών πνευμάτων τού λαού, τά ήθη (mores).
40Κ
ΤΟ Ι1ΝΓ-ΥΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΧΑΙΟΜΗΝΟ
ήταν άχόμη καί τότε οριστικά άπαξιωμένα ώς ήθη καί έθιμα, πού αργότερα, την εποχή τών δικτατοριών, τά έβγαζαν άπό τη ναφθαλίνη γιά νά ένισχόσουν ακόμη περισσότερο με κρατική προτροπή την άποδυνάμωση τών ατόμων άπό την Ιστορική φο ρά τών πραγμάτων. 'Ακόμη καί τό γεγονός δτι ό Χέγκελ είναι Αναγκασμένος νά μιλάει γιά τά πνεύματα τού λαού στόν πληθυ ντικό φανερώνει δτι τά δήθεν ουσιώδη στοιχεία τους ήταν ξεπε ρασμένα. Αυτή ή ούσιαστικότητα έκπίπτει δταν μιλάει κανείς γιά ένα πλήθος πνευμάτων τού λαού, αποβλέποντας σέ μιά Διε θνή τών εθνών. Μετά τόν φασισμό αυτή επανεμφανίσθηκε. Με τή μερικοποίησή του κατά έθνη τό έγελιανό πνεύμα δεν περιλαμβάνει τήν υλική βάση με τόν τρόπο πού ώς όλότητα μπορούσε κάπως νά ισχυρίζεται. Με τήν έννοια πνεύμα τού λα ού ένα επιφαινόμενο, ή συλλογική συνείδηση, μιά βαθμίδα τής κοινωνικής οργάνωσης, άντιπαρατάσσεται ώς ούσιώδες στήν πραγματική διαδικασία παραγωγής καί Αναπαραγωγής τής κοι νωνίας. «Κάθε λαός έχει τήν αίσθηση», λέει ό Χέγκελ, δτι τό πνεύμα ενός λαού πρέπει νά ύλοποιηθεϊ. «νά γίνει ένας υπαρ κτός κόσμος»**'*. Σήμερα θά ήταν δύσκολο νά τό φαντασθούμε. καί δπου κάνουν τούς λαούς νά αισθάνονται έτσι, δέν βγαίνει σέ καλό. Τά γνωρίσματα αύτοϋ τού «ύπαρκτού κόσμου»: «θρη σκεία. τύποι λατρείας, ήθη καί έθιμα, τέχνη, πολίτευμα, πολιτι κοί νόμοι, δλο τό εύρος τών θεσμών, τά περιστατικά καί οί πρά ξεις»44*. δχι μόνο δέν είναι πλέον αύτονόητα, αλλά έχουν χάσει καί δ.τι ό Χέγκελ θεωρούσε ούσιώδες. Ή εντολή του. δτι τά άτομα πρέπει «νά άνατρέφονται» μέ γνώμονα τό «ούσιώδες είναι» τού λαού τους, «νά συμμορφώνονται μέ αύτό»4*3. είναι δεσποτική· ήδη τότε δέν συμφωνούσε μέ τήν έπίσης ξεπερασμέ νη στό μεταξύ, τρόπον τινά σαιξπηρική ύπόθεση δτι ή ιστορική γενικότητα πραγματοποιείται διαμέσου τών παθών καί τών συμφερόντων τών άτόμων. ενώ πλέον απλώς ασκούνται γιά νά προσλάβουν αυτό τό γενικό, δπως Αναγκάζονται νά υιοθετούν καί τήν ύγιή αίσθηση τού λαού έκείνοι πού μπλέκονται μέσα στά γρανάζια της. Ή θέση τού Χέγκελ δτι κανένας δέν μπορεί «νά
ΓΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ίΙΝΛΐ ΑΙ1ΑΡΧΛΙΩΜΓ-ΝΟ
44»
υπερπηδήσει τό πνεύμα του λαού του. δπως δέν μπορεί νά υπερπηδήσει τή γή»44ι> είναι μικροαστικός επαρχιωτισμός τήν εποχή τών πλανητικών συγκρούσεων καί τής δυνατότητας μιας οργάνωσης τού κόσμου σέ πλανητικό επίπεδο. Σέ λίγα μόνο ση μεία αναγκάσθηκε ό Χέγκελ νά άποτίσει τόσο φόρο τιμής στήν Ιστορία δσο όταν σκεφτόταν τήν ιστορία. Τή σκέφθηκ δμως καί αυτή, σχετικοποιώντας στό πλαίσιο τής Φιλοσοφίας τής ιστορίας τά ύποστασιοποιημένα άπό τόν ίδιο πνεύματα τού λαού, λές καί πίστευε πώς είναι δυνατόν μιά μέρα τό παγκόσμιο πνεύμα νά παρακάμψει τά πνεύματα τού λαού καί νά κάνει τόπο στόν κο σμοπολιτισμό. «Κάθε μεμονωμένο νέο πνεύμα τού λαού είναι μιά νέα βαθμίδα στήν κατάκτηση τού παγκόσμιου πνεύματος γιά τήν άπόκτηση τής συνείδησής του. τής ελευθερίας του. Ό θάνατος ένός πνεύματος τού λαού είναι μετάβαση στή ζωή. καί μάλιστα όχι δπως στή φύση, δπου ό θάνατος τού ένός φέρνει στή ζωή ένα άλλο δμοιο. διότι τό παγκόσμιο πνεύμα προχωρεί άπό χαμηλές μορφές σέ ανώτερες αρχές.έννοιες τού εαυτού του. σέ πιό έξελιγμένες μορφοποιήσεις τής ιδέας του»44'. Σύμφωνα μέ αύτά πάντως ή ιδέα ένός παγκόσμιου πνεύματος τό όποιο θά μπορούσε νά «κατακτηθεί», νά πραγματοποιηθεί μέ τό θάνατο ένός πνεύματος τού λαού, ξεπερνώντας έτσι αύτή τήν ιδέα, είναι ανοικτή. Αλλά δέν μπορεί νά άναμένει κανείς πιά καμμιά πρόο δο τής παγκόσμιας ιστορίας μέ τή μετάβαση άπό έθνος σέ έθνος, σέ μιά φάση στήν όποια ό νικητής δέν είναι πλέον άνάγκη νά βρίσκεται σέ εκείνη τήν άνώτερη βαθμίδα, στήν όποια μάλλον άνέκαθεν τόν τοποθετούσαν άπλώς καί μόνον επειδή ήταν ό νι κητής. Έτσι δμως ή παρηγοριά γιά τήν παρακμή τών λαών μοι άζει μέ τίς κυκλικές θεωρίες μέχρι καί εκείνη τού Σπένγκλερ. Ή φιλοσοφική γνώση γιά τό γίγνεσθαι καί τό παρέρχεσθαι ολόκλη ρων λαών ή πολιτισμών συγκαλύπτει τό γεγονός ότι τό άλογο καί άκατανόητο τής ιστορίας έγινε αύτονόητο επειδή ποτέ δέν ήταν τίποτε άλλο· έτσι ό λόγος περί προόδου χάνει τό περιεχό μενό του. Παρά τόν πάρα πολύ γνωστό όρισμό τής ιστορίας δέν άνέπτυξε ούτε ό Χέγκελ μιά θεωρία τής προόδου. Ή έγελιανή
410
ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ UTOPIA
πορεία too παγκόσμιου πνεύματος άπό ένα πνεύμα τού λαού στό άλλο είναι ή μετανάστευση τών λαών ύπερδιογκωμένη στά μέτρα μιας μεταφυσικής· αύτή ή μετανάστευση βέβαια θά είναι ένα κύμα πού κυλάει πάνω άπό τούς ανθρώπους, άρχέτυπο τής ϊδιας τής παγκόσμιας ιστορίας, ή σύλληψη τής όποιας άπό τόν Αύγουστίνο άνάγεται στήν έποχή τής μετανάστευσης τών λαών. Ή ενότητα τής παγκόσμιας ιστορίας, πού παροτρύνει τη φιλο σοφία νά τη συλλάβει καί άποτυπώσει ώς τροχιά τού παγκόσμι ου πνεύματος, είναι ή ένότητα τού ύπερφαλαγγισμού. τού τρό μου. τού ίδιου τού ανταγωνισμού. Ύπό μιά συγκεκριμένη έννοια ό Χέγκελ δεν προχώρησε ποτέ πέρα άπό τά έθνη παρά μόνο στό όνομα τής συνεχώς επαναλαμβανόμενης εξόντωσής τους. Τό Δαχτυλίδι τού σοπενχαουεριανού Βάγκνερ είναι πιό κοντά στόν Χέγκελ άπό όσο φαντάσθηκε ποτέ ό Βάγκνερ. Αύτά πού ό Χέγκελ άπέδωσε στά υπερτροφικά πνεύματα τού λαού, ώς συλλογικές άτομικότητες, τά άφαίρεσε άπό την ανθρώπινη άτομικότητα, ή όποια στόν Χέγκελ συμπληρωματι κά. έκτιμάται πολύ ψηλά καί ταυτόχρονα πολύ χαμηλά. Πολύ ψηλά ώς ιδεολογία περί μεγάλων άνδρών, πού γιά νά τούς εύνοήσει διηγείται τό άνδρικό άνέκδοτο γιά τόν θαλαμηπόλο καί τόν ηρώα. Όσο πιό άδιαφανής καί άποξενωμένη είναι ή εξουσία τού επιβαλλόμενου γενικού, τόσο πιό άκατάσχετη ή ανάγκη τής συνείδησης νά την κάνει σύμμετρη. Καί τότε κατα φεύγει στις ιδιοφυίες, προπάντων τίς στρατιωτικές καί πολιτι κές. Τούς προσφέρεται ή δημόσια προβολή σέ διαστάσεις μεγα λύτερες τού φυσικού, οί όποιες προέρχονται άκριβώς άπό τήν επιτυχία πού μέ τή σειρά της άποδίδεται σέ άτομικά προσόντα, τά όποια συνήθως τούς λείπουν. Ψυχολογικές προβολές τών άνίσχυρων καί άνικανοποίητων πόθων όλων τών άνθρώπων, εμφανίζονται ώς εικόνα (imago) τής άποδεσμευμένης ελευθε ρίας. μιας απεριόριστης παραγωγικότητας, λές καί αύτή θά μπορούσε νά επιτυγχάνεται παντού καί πάντοτε. Αύτό τό ιδεο λογικό πλεόνασμα έρχεται σέ αντίθεση, στόν Χέγκελ. πρός ένα έλλειμμα στό ιδανικό* ή φιλοσοφία του δέν έχει κανένα συμφέ-
ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
411
ρον νά υπάρχει πραγματική ατομικότητα. Έτσι ή διδασκαλία του γιά τό παγκόσμιο πνεύμα εναρμονίζεται μέ την τάση τού ίδιου τού παγκόσμιου πνεύματος. Ό Χέγκελ μάντεψε τόν πλα σματικό χαρακτήρα τής ιστορικής αύθυπαρξίας τής ατομικότη τας όπως καί τού αύθυπόστατου κάθε άδιαμεσολάβητης αμε σότητας και. βάσει τής θεωρίας περί πανουργίας τού Λόγου, πού ανάγεται στή φιλοσοφία τής ιστορίας τού Κάντ. θεώρησε τό άτομο ώς πράκτορα τού γενικού εκτιμώντας τίς υπηρεσίες πού τό ίδιο, σέ αύτόν τό ρόλο, προσέφερε επί αιώνες. Έδώ ακολούθησε μιά δομή τής σκέψης πού χαρακτηρίζει ολόκληρο τό έργο του καί αποτελεί τό σκελετό τής αντίληψής του γιά τή διαλεκτική, ένώ ταυτόχρονα τήν άνακαλεϊ: ότι ή σχέση μεταξύ τού παγκόσμιου πνεύματος καί τού ατόμου είναι μιά σταθερά, όπως καί ή διαμεσολάβησή τους- ήταν καί αύτός υποτελής τής τάξης του. ή όποια πρέπει νά διαιωνίζει ακόμη καί τίς δυναμι κές κατηγορίες της γιά νά μή συνειδητοποιήσει τά όρια τής συ νεχιζόμενης υπόστασής της. Τόν καθοδηγεί ή εικόνα τού ατό μου στήν άτομοκρατική κοινωνία. Καί αυτή ταιριάζει, επειδή ή βασική αρχή τής κοινωνίας τής ανταλλαγής δέν μπορούσε νά ύλοποιηθεί παρά μόνο μέσω τής άτομοποίησης τών μεμονωμέ νων συμβαλλόμενων, δηλαδή έπειδή ή αρχή τής ατομικότητας είναι κυριολεκτικά ή αρχή της. τό γενικό της. Είναι όμως καί αταίριαστη, διότι στό ολικό λειτουργικό πλαίσιο συναρτήσεων, τό όποιο απαιτεί τή μορφή τής ατομικότητας, τά άτομα ύποβιβάζονταν σέ άπλά έκτελεστικά όργανα τού γενικού. Οί λει τουργίες τού ατόμου, κατά συνέπεια καί ή ίδια τους ή σύνθεση, αλλάζουν στήν πορεία τής ιστορίας. Σέ σύγκριση μέ τόν Χέγκελ καί τήν εποχή του τό άτομο έχει γίνει ασήμαντο σέ έναν βαθμό πού δέν μπορούσε νά προβλεφθεϊ· ή φαινομενικότητα τού αυθυπόστατου χαρακτήρα του διαλύθηκε γιά όλους όπως τήν κατέστρεψε, εξαρχής γιά τούς μυημένους. ή είκοτολογική θεώ ρηση τού Χέγκελ. 'Υποδειγματικό σέ αυτό τό σημείο είναι τό πάθος, πού τόσο γιά τόν Χέγκελ όσο καί γιά τόν Μπαλζάκ ήταν ή κινητήρια δύναμη τής Ατομικότητας. Στούς ανίσχυρους γιά
412
ΑΤΟΜΙΚΟ ΙΉΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
τούς όποίους τό έπιτευχτό καί τό μή έπιτευχτό προδιαγράφο νται δλο καί πιό στενά, τό πάθος είναι πλέον άναχρονιστικό. "Ηδη ό Χίτλερ. κομμένος καί ραμμένος σύμφωνα μέ τό τρόπον τινά κλασικό άστικό μοντέλο τού μεγάλου άντρα, παρωδούσε τό πάθος μέ σπασμωδικό κλάμα καί κοπετούς. Ακόμη καί στην ιδιωτική ζωή τό πάθος σπανίζει. Οί πασίγνωστες αλλαγές στήν ερωτική συμπεριφορά τών νεαρών είναι μιά ένδειξη της Απο σύνθεσης τού Ατόμου, τό όποιο ούτε διαθέτει ούτε χρειάζεται πιά τό πάθος -έκφραση ένός ισχυρού έγώ-, διότι ή κοινωνική οργάνωση πού τό ενσωματώνει φροντίζει γιά τόν παραμερισμό τών φανερών αντιστάσεων, οί όποιες άλλοτε έδιναν τό έναυσμα γιά τήν Αφύπνιση τού πάθους, καί αντ’ αυτού μεταφέρει τούς ελέγχους στό άτομο ώς κάτι μέ κάθε τίμημα προσαρμοσμένο. "Ετσι τό άτομο δεν έχασε όντως άλλες τίς λειτουργίες. Ή δια δικασία κοινωνικής παραγωγής έξακολουθεί νά διατηρεί στή βασική πράξη τής Ανταλλαγής τήν αρχή τής Ατομικότητας, τό ιδιωτικό δικαίωμα διάθεσης, διαχείρισης, κατά συνέπεια καί όλα τά κακά ένστικτα τού φυλακισμένου στό έγώ του. Τό άτο μο έπιζεϊ καί μετά τό τέλος του. Στό υπόλειμμά του όμως, τό ιστορικά καταδικασμένο, απομένει ακόμη δ.τι δέν θυσιάζεται στήν ψευδή ταυτότητα. Ή λειτουργία του είναι αύτή τού στε ρούμενου λειτουργίας, τού πνεύματος πού δέν συμφωνεί μέ τό γενικό καί έτσι τό Αντιπροσωπεύει Ανίσχυρα. Μόνον ώς εξαι ρούμενο από τή γενική πρακτική είναι τό άτομο ικανό γιά τή σκέψη πού χρειάζεται ή πρακτική τής Αλλαγής. Τή δυνατότητα τού γενικού μέσα στό μεμονωμένο τήν ένιωσε ό Χέγκελ: «Οί πράττοντες έχουν στή δραστηριότητά τους πεπερασμένους σκοπούς, ειδικά συμφέροντα· είναι δμως καί γνώστες, σκεπτόμενοι»448. Ή μέθεξη κάθε Ατόμου στό γενικό μέσω τής σκεπτόμενης συνείδησης -καί τό άτομο είναι άτομο μόνον ώς σκεπτόμενο- ξεπερνά ήδη τόν τυχαίο χαρακτήρα τού ειδικού Απέναντι στό γενικό, στόν όποιο βασίζεται ή έγελιανή δπως καί Αργότε ρα ή κολλεκτιβιστική περιφρόνηση τής Ατομικότητας. Μέσω τής έμπειρίας καί τής συνέπειας τό άτομο είναι ικανό γιά μιά Αλή-
ΜΑΓΕΙΑ
413
θεία σχετικά με τό γενικό, την όποια τό δεύτερο, ώς μιά εξου σία πού επιβάλλεται τυφλά, αποκρύπτει άπό τόν εαυτό του καί τούς άλλους. Σύμφωνα με την κυρίαρχη συναίνεση τό γενικό πρέπει νά έχει δίκιο άπό τή μορφή του καί μόνο, ώς γενικότη τα. "Οντας τό ϊδιο μιά έννοια, δεν διαθέτει έννοιες, είναι εχθρι κό πρός τό στοχασμό- πρώτη προϋπόθεση γιά αντίσταση είναι νά άντιληφθεΐ τό πνεύμα αύτή την ανικανότητα τού γενικού γιά έννοιολογικό στοχασμό: μιά πρώτη, μικρή αρχή πρακτικής. Οί άνθρωποι, τά ατομικά ύποκείμενα. εξακολουθούν νά βρί σκονται ύπό τήν επήρεια μιας μαγείας. Είναι ή ύποκειμενική μορφή τού παγκόσμιου πνεύματος, ή όποια ενισχύει μέσα τους τήν πρωτοκαθεδρία του απέναντι στήν έξωτερική διαδικασία ζωής. Τά ϊδια τά άτομα γίνονται αύτό πού τά άρνειται χωρίς νά μπορούν νά τά βάλουν μαζί του. Δέν χρειάζεται μάλιστα νά τό θεωρήσουν ανώτερο γιά νά τούς ανοίξει ή όρεξη γι’ αύτό. κάτι πού απέναντι τους όντως είναι στήν ιεραρχία τών βαθμών γενι κότητας. Άπό μόνα τους, τρόπον τινά a priori, συμπεριφέρονται σύμφωνα μέ τό αναπόφευκτο. Ένώ ή νομιναλιστική άρχή τούς προβάλλει άπατηλά τήν κατά μόνας ύπαρξη, τήν ατομικότητα, τά ίδια ένεργούν συλλογικά. Ή έγελιανή επιμονή στή γενικότητα τού ειδικού άναπροσωπεύει μιά άλήθεια: ότι τό ειδικό ύπό τή διαστρεβλωμένη μορφή τής άνίσχυρης καί εγκαταλειμμένης στό έλεος τού γενικού μεμονωμένης άτομικότητας ύπαγορεύεται άπό τήν άρχή της διαστρεβλωμένης γενικότητας. Ή έγελιανή διδα σκαλία γιά τόν ούσιώδη χαρακτήρα τού γενικού μέσα στό άτομικό υιοθετεί τήν υποκειμενική μαγεία* αύτό πού εδώ εμφανίζεται ώς τό μεταφυσικά άνώτερο όφείλει τήν αύρα ενός τέτοιου κύ ρους στήν άδιαφάνειά του, στήν άνορθολσγικότητά του. τό άντίθετο τού πνεύματος, πού σύμφωνα μέ τή μεταφυσική ύποτίθεται πώς είναι. Τό βασικό στρώμα της άνελευθερίας. στά ύποκείμενα πέρα καί άπό τήν ψυχολογία τους, ή όποια τήν παρατείνει, ύπηρετεί τήν άνταγωνιστική κατάσταση πού σήμερα άπειλεί νά εξα φανίσει τή δυνατότητα άλλαγής της μέ άφετηρία τά ύποκείμενα. Ό έξπρεσσιονισμός. μιά αύθόρμητη. συλλογική άντίδραση. κατέ-
414
ΜΑΓΠΙΛ
γ(>αψε σπαρταριστά κάτι άπό αυτήν τή μαγεία. ή όποια otó με ταξύ έγινε τόσο πανταχού παρούσα όπως ή θεότητα, τή θέση τής όποιας έχει καταλάβει. Δέν είναι πλέον αισθητή, διότι σχεδόν τί ποτε καί σχεδόν κανένας πιά δέν έχει γλυτώσει άπό αύτήν τόσο ώστε νά γίνεται όρατή άπό τή διαφορά. Ωστόσο ή άνθρωπότητα εξακολουθεί νά σέρνεται όπως στά γλυπτά τού Μπάρλαχ καί στήν πεζογραφία τού Κάφκα. μιά άτελείωτη πομπή σκυμμένων καί άλυσοδεμένων μεταξύ τους άνθρώπων. πού δέν μπορούν πιά νά σηκώσουν τό κεφάλι κάτω άπό τό βάρος τού ύπάρχοντος449. Τό άπλώς ύπάρχον, σύμφωνα μέ τίς χαρούμενες καί αισιόδοξες διδασκαλίες του ιδεαλισμού τό άντίθετο τού παγκόσμιου πνεύ ματος. είναι ή ένσάρκωσή του. ενωμένη μέ τό τυχαίο, τή μορφή της ελευθερίας ύπό τό κράτος τής μαγείας^. Ένώ ή τελευταία φαίνεται σάν νά βρίσκεται πάνω άπό όλα τά έμβια όντα. ίσως δέν είναι, όπως θά ήταν σύμφωνα μέ τό πνεύμα τού Σοπενχάουερ. χωρίς άλλο ένα καί τό αύτό μέ τήν άρχή τής άτομικότητας καί τήν άκαμπτη αύτοσυντήρησή της. Ή ζωική συμπεριφορά διαφέ ρει άπό τήν άνθρώπινη καθόσον έχει καταναγκαστικό χαρακτή ρα. Αυτός μπορεί νά κληροδοτήθηκε καί στό ζωολογικό είδος άνθρωπος, άλλά σέ αύτό είναι ποιοτικά διαφορετικός, καί μάλι στα άκριβώς λόγω τής ικανότητας αύτοστοχασμού του. καθώς ό τελευταίος θά μπορούσε νά διαλύσει τή μαγεία, ένώ έχει μπει στήν ύπηρεσία της. Μέ μιά τέτοια αύτοδιαστρέβλωση ό στοχα σμός ενισχύει τή μαγεία μετατρέποντάς την σέ κάτι ριζικά κακό χωρίς τήν άθωότητα τού άπλώς ούτως-είναι. Στήν άνθρώπινη έμπειρία ή μαγεία είναι τό ισοδύναμο τού φετιχιστικού χαρακτή ρα τού εμπορεύματος. Πράγματα φτιαγμένα άπό τούς ίδιους τούς άνθρώπους γίνονται αυθυπόστατα καί οί ίδιοι, ό εαυτός τους, δέν μπορούν νά βγούν άπό αύτά· μέ τήν έπικρατούσα πί στη στά γεγονότα ώς τέτοια, μέ τή θετική άποδοχή τους τό υπο κείμενο λατρεύει τό είδωλό του στόν καθρέφτη. Ώς μαγεία ή έκπραγματισμένη συνείδηση έχει γίνει ολική. Τό γεγονός 6τι αυτή ή συνείδηση είναι ψευδής ύπόσχεται ότι ή άρση της είναι δυνατή: ότι δέν θά μείνει έτσι, ότι ή ψευδής συνείδηση πρέπει
ΜΑΓΕΙΑ
415
αναπόφευκτα νά μετακινηθεί πέρα άπό τόν έαυτό της. ότι δέν μπορεί νά έχει τόν τελευταίο λόγο. Όσο πιό πολύ ή κοινωνία τεί νει νά γίνει μιά όλότητα πού άναπαράγεται στη μαγεία τών ύποκειμένων. τόσο βαθύτερη είναι καί ή τάση της πρός τη διάλυση τής συνοχής της. Αύτή ή διάλυση απειλεί τη ζωή τού ανθρώπινου γένους καί ταυτόχρονα διαψεύδει τη μαγεία τού δλου. την ψευδή ταυτότητα ύποκειμένου καί άντικειμένου. Τό γενικό, άπό τό όποιο τό ειδικό συνθλίβεται σάν άπό ένα όργανο βασανισμού μέ χρι νά θρυμματισθεΐ, δουλεύει κατά τού έαυτού του. διότι τήν ούσία του άποτελεϊ ή ζωή τού ειδικού· χωρίς τό ζωντανό ειδικό ξεπέφτει σέ μιά άφηρημένη. άποχωρισμένη καί άπαλείψιμη μορ φή. Ό Φράντς Νόυμαν έκανε αύτήν τή διάγνωση στό Behemoth εξετάζοντας τή σφαίρα τών θεσμών: ή διάλυση σέ ασύνδετους καί άλληλοκαταπολεμούμενους μηχανισμούς εξουσίας είναι τό μυστικό τού όλοκληρωτικού φασιστικού κράτους. Ανάλογη είναι ή άνθρωπολογία. ό χημισμός τών άνθρώπων. Παραδομένοι στό συλλογικό τέρας χωρίς νά άντιστέκονται. χάνουν τήν ταυτότητά τους. Δέν είναι εντελώς άπίθανο νά αύτοδιαλυθεί έτσι καί ή μα γεία. Αύτό πού στό μεταξύ ύπό τό εσφαλμένο όνομα πλουραλι σμός θέλει νά διαψεύσει τήν ολική δομή τής κοινωνίας άποκτά τήν άλήθεια του άπό μιά τέτοια διαφαινόμενη διάλυση τής συ νοχής. μιά φρίκη καί ταυτόχρονα μιά Δυσφορία στον πολιτισμό τού Φρόυντ περιέχει κάτι πού δύσκολα θά μπορούσε νά τού είναι συνειδητό- δέν συσσωρεύεται μόνο στήν ψυχική ζωή τών κοινωνικοποιημένων άνθρώπων ή ορμή επιθετικότητας μέχρι τήν ανοικτά καταστρεπτική διάθεση, άλλά ή ολική κοινωνικοποίηση κλωσσάει αντικειμενικά τό άντίθετό της. χωρίς νά μπορούμε μέ χρι σήμερα νά πούμε άν πρόκειται γιά τήν καταστροφή ή τήν άπελευθέρωση. "Ενα σχήμα αυτής τής κατάστασης σχέδιασαν άθελά τους τά φιλοσοφικά συστήματα, τά όποια, μέ προοδευτική ένότητα. έκριναν άποκλειστέο τό έτερογενές πρός αύτά. τό συ ναίσθημα. τό μή έγώ ή όπως καί άν λέγεται κάθε φορά, άκόμη καί χαώδες, όπως άποκαλούσε ό Κάντ τό έτερογενές. Αύτό πού κατά προτίμηση λέγεται άγωνία καί εξευγενίζεται ύπό τήν όνο-
4Ι<>
ΙίΙΙΛΝΛΣΎΡΟΦΜ ΥΠΟ ΊΉΝ ΜΠΙ1ΙΊΙΛ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑ1
μασία υπαρκτικό χαρακτηριστικό είναι ή κλειστοφοβία μέσα στον κόσμο: στό κλειστό σύστημα. Αύτή διαιωνίζει τη μαγεία ώς ψυχρότητα ανάμεσα στους άνθρώπους. χωρίς τήν όποια ή συμ φορά δεν θά μπορούσε νά έπαναληφθεί. "Οποιος δέν είναι ψυ χρός. δεν άπονεκρώνεται. δηλαδή δέν μένει ξερός όπως τό θύμα τού δολοφόνου σύμφωνα μέ τήν κοινή έκφραση, πρέπει νά αισθάνεται καταδικασμένος. Μαζί μέ τήν άγωνία καί τό λόγο της θά διαλυόταν ίσως καί ή ψυχρότητα. Ή άγωνία μέσα στήν οικου μενική ψυχρότητα είναι ή αναγκαία μορφή τής κατάρας πάνω σέ εκείνους πού πάσχουν άπό αύτήν. Ό .τι μή ταυτόσημο ανέχεται ή κυριαρχία τής άρχής τής ταυ τότητας είναι άπό τή μεριά του διαμεσολαβημένο άπό τόν κα ταναγκασμό γιά ταυτότητα, ένα άνούσιο υπόλειμμα άφότου ή ταύτιση έκοψε καί πήρε τό δικό της κομμάτι. Ύπό τήν έπήρεια τής μαγείας άκόμη καί 0 .τι είναι διαφορετικό καί ή παραμικρή δόση του θά ήταν άσυμβίβαστη μέ τή μαγεία μεταμορφώνεται σέ τοξική ούσία. Ώς τυχαίο, τό μή ταυτόσημο ύπόλειμμα γίνεται άπό τή μεριά του πάλι τόσο άφηρημένο. πού προσαρμόζεται στή νομοτέλεια τής ταιηισης. Αύτή είναι ή θλιβερή άλήθεια τής θετι κά έμφανιζόμενης έγελιανής διδασκαλίας γιά τό τυχαίο καί τήν άναγκαιότητα. Ή άντικατάσταση τής παραδοσιακής αιτιότητας άπό τόν στατιστικό κανόνα επικυρώνει μάλλον αύτήν τή σύγκλι ση. Αλλά τό θανάσιμο κοινό σημείο τού άναγκαίου καί τού τυ χαίου. τά οποία ήδη ό Αριστοτέλης άπέδιδε άπό κοινού στό άπλώς υπαρκτό, είναι πεπρωμένο. 'Έχει τή θέση του τόσο στόν κύκλο πού χαράσσει γύρω της ή εξουσιαστική σκέψη, όσο καί σέ εκείνη πού μένει έξω άπό αυτόν, πού έγκαταλείπεται άπό τό Λόγο καί άποκτά μιά άνορθολογικότητα ή όποια συγκλίνει μέ τήν άναγκαιότητα πού θέτει τό ύποκείμενο. Ή διαδικασία κυ ριαρχίας ξερνάει αχώνευτα μικρά κομμάτια τής υποδουλωμένης φύσης. Τό γεγονός ότι τό ειδικό δέν ρευστοποιείται φιλοσοφικά γιά νά άναλωθεϊ μέσα στή γενικότητα άπαιτεί καί νά μήν κλείνεται μέσα στό πείσμα τού τυχαίου. Γιά τή συμφιλίωση μεταξύ τού γενικού καί τού ειδικού θά ώφελούσε ό στοχασμός πάνω
ΕΠΑΝΑΣΤΡΟΦΙΙ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΗΡΕΙΑ ΤΉΣ ΜΑΓΕΙΑΣ
417
στη διαφορά, όχι τό ξεριζωμό της. Τπέρ ένός τέτοιου ξεριζο')ματος τάσσεται τό πάθος τού Χέγκελ. τό όποιο μόνο τό παγκόσμιο πνεύμα θεωρεί πραγματικό, ηχώ ένός καταχθόνιου γέλιου στόν ούρανό. Ή μυθική μαγεία έχει λάβει την έκκοσμικευμένη μορφή μιας άρρηκτα συναρμοσμένης πραγματικότητας. Ή αρχή τής πραγματικότητας, τήν όποια ακολουθούν οί έξυ7τνοι γιά νά έπιζήσουν σέ αυτήν, τούς άμποδένει όπως τά κακά μάγια καί είναι τόσο λιγότερο ικανοί καί διατεθειμένοι νά άποσείσουν τό βάρος όσο πιό καλά τούς τό κρύβει ή μαγεία: τό παίρνουν γιά τή ζωή. Μεταψυχολογικά εύσταθεί ό λόγος περί έπαναστροφής. 'Οτιδή ποτε σήμερα άποκαλείται επικοινωνία, χωρίς καμμιά έξαίρεση. είναι απλώς ό θόρυβος πού έπικαλύ7ττει τή βουβαμάρα τών μα γεμένων. Οί ατομικοί αύθορμητισμοί. στό μεταξύ καί ένα μεγά λο μέρος τών δήθεν άντιπολιτειακών πρός τό σύστημα, είναι κα ταδικασμένοι νά άποτελούν μιά ψευδοδραστηριότητα, δυνητικά μιά άμβλύνοια. Οί τεχνικές τής πλύσης εγκεφάλου καί ό.τι συγ γενεύει μέ αυτές έφαρμόζουν άπό έξω μιά έγγενή-άνθρωπολογική τάση, ή όποια μέ τή σειρά της έχει εξωτερικούς λόγους. Ή 7ψοσαρμογή. ένας κανόνας τής φυσικής ιστορίας μέ τόν όποιο συμφωνεί καί ό Χέγκελ μαζί μέ τή σοφία τού καφενείου, οτι πρέπει νά φθείρει κανείς τά κέρατά του μέ πολλή τριβή, είναι, ακριβώς όπως στόν Χέγκελ. τό σχήμα τού παγκόσμιου πνεύμα τος ώς μαγείας. Ίσως ή νεότερη βιολογία προβάλλει τήν εμπει ρία τής μαγείας, πού ανάμεσα στούς άνθρώπους είναι ταμπού, πάνω στά ζώα γιά νά άποενοχοποιήσει τούς άνθρώπους. οί όποιοι τά βασανίζουν ή οντολογία τών ζώων μιμείται τήν πανάρχαια καί ολοένα έκ νέου έπανακτώμενη αποκτήνωση τών ανθρώπων. Τό παγκόσμιο πνεύμα είναι καί κατ’ αύτό κάτι πού ό Χέγκελ δέν ήθελε, ή αντίφαση τού έαυτού του. Ή αποκτήνωση τού αύτοσυντηρητικού Λόγου αποδιώχνει τό πνεύμα τού ανθρώπινου γένους πού τό λατρεύει. Γι’ αυτόν τό λόγο ήδη ή έγελιανή μεταφυσική τού πνεύματος σέ όλες τίς βαθμίδες της είναι τόσο κοντά στήν έχθρότητα πρός τό πνεύμα. "Οπως στήν ασυνείδητη κοινο>νία ή μυθική δύναμη τού φυσικού άναπαράγε-
4ΙΚ
ΚΜΑΝΑΣΤΡΟΨΙΙ ΥΙΙΟΤΗΝIIIHPRIA ΓΗΣ ΜΑΓΙ.ΙΛ1
ται σέ εύρύτερη κλίμακα. έτσι καί οί κατηγορίες τής συνείδησης πού τίς παράγει, ακόμη καί οί πιό πεφωτισμένες, βρίσκονται υπό τήν επήρεια τής μαγείας καί γίνονται τύφλωση. Ή κοινωνία καί τό άτομο ζούν εκεί τόσο άρμονικά όσο πουθενά. Μέ τήν κοι νωνία ή ιδεολογία έχει προκόψει τόσο πολύ, πού δεν διαμορφώ νεται πιά ως κοινωνικά αναγκαία φαινομενικότητα καί κατά προέκταση ώς κάτι έστω εύθραυστα αυτοτελές, αλλά μόνον ώς συγκολλητική ούσία πιά: ψευδής ταυτότητα υποκειμένου καί αντικειμένου. Τά άτομα, τό παλαιό υπόστρωμα τής ψυχολογίας, λόγω τής ϊδιας τής αρχής τής άτομικότητας, τού μονότονου πε ριορισμού κάθε ατόμου στό μερικό συμφέρον, είναι καί μεταξύ τους δμοια καί έτσι άντιδρούν θετικά στην κυρίαρχη άφηρημένη γενικότητα, σάν νά ήταν ή δική τους υπόθεση. Αύτό είναι τό τυ πικό τους a priori. Άπό τήν άλλη μεριά τό γενικό, στό όποιο υποκύπτουν χωρίς κάν νά τό νιώθουν, είναι τόσο πολύ κομμένο καί ραμμένο στά μέτρα τους, απευθύνεται τόσο λίγο πιά σέ δ.τι μέσα τους δέν τού μοιάζει, πού τά άτομα δεσμεύονται ελεύθερα καί εύκολα καί μέ χαρά. Ή σημερινή ιδεολογία προσλαμβάνει ώς δοχείο τήν έκάστοτε διαμεσολαβούμενη άπό τό γενικό ψυχο λογία τού άτόμου, ή όποια μέ τή σειρά της αναπαράγει συνεχώς μέσα στά άτομα τό γενικό. Μαγεία καί ιδεολογία είναι τό ίδιο. Ή δεύτερη είναι τόσο μοιραία, επειδή άνάγεται στή βιολογία. Τό sese conservare τού Σπινόζα. ή αυτοσυντήρηση, είναι πραγ ματικά φυσικός νόμος κάθε έμβιου όντος. Περιεχόμενό του είναι ή ταυτολογία τής ταυτότητας· νά είναι όφείλει αύτό πού έτσι καί αλλιώς ήδη είναι, ή θέληση στρέφεται πίσω πρός τόν θέλοντα. ώς απλό μέσον τού εαυτού του ό θέλων γίνεται σκοπός. Αύτή ή αναστροφή είναι ήδη ή στροφή πρός τήν ψευδή συνείδηση· άν είχε συνείδηση καί τό λιοντάρι, ή όργή του έναντίον τής αντιλό πης πού θέλει νά φάει θά ήταν ιδεολογία. Ή έννοια τού σκοπού, στό επίπεδο τής όποιας ανυψώνεται ό Λόγος γιά χάρη τής συνε πούς αύτοσυντήρησης. θά έπρεπε νά χειραφετηθεί άπό τό είδω λο τού καθρέφτη. Σκοπός θά ήταν κάτι πού θά διέφερε άπό τό μέσον πού λέγεται ύποκείμενο. Αύτό δμως συσκοτίζεται άπό
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΤΟΜΟ
4IV
την αυτοσυντήρηση· αύτή καθορίζει τά μέσα ώς σκοπούς πού δεν νομιμοποιούνται από κανέναν Λόγο. Όσο πιό πολύ ανα πτύσσονται οί παραγωγικές δυνάμεις, τόσο λιγότερο αυτονόητη είναι ή συνέχιση τής ζωής ώς αυτοσκοπού. 'Έχοντας ξεπέσει σέ μιά κατάσταση εξάρτησης άπό τη φύση, ό αύτοσκοπός γίνεται ώς τέτοιος προβληματικός, ένώ μέσα του ώριμάζει ή δυνατότητα ενός Άλλου. Ή ζωή προετοιμάζεται ώς μέσον αύτού τού Άλλου, δσο ακαθόριστο καί άγνωστο καί αν είναι. Αλλά ή ετερόνομη όργάνωση τής ζωής ενεργεί συνεχώς ανασταλτικά. Επειδή ή αύτοσυντήρηση ήταν δύσκολη καί επισφαλής επί αιώνες καί αιώνες, οί ορμές τού έγώ. τό όργανό της. έχουν σχεδόν ακατα μάχητη εξουσία, ακόμη καί όταν ή αύτοσυντήρηση έγινε δυνητι κά εύκολη μέ τή βοήθεια τής τεχνικής· ή δύναμή τους είναι με γαλύτερη άπό εκείνη τών όρμών τού αντικειμένου, ό ειδικός τών όποιων, ό Φρόυντ, τό παραγνώρισε. Ή περιττή σύμφωνα μέ τό επίπεδο ανάπτυξης τών παραγωγικών δυνάμεων προσπάθεια γίνεται άνορθολογική. κατά συνέπεια ή μαγεία μετατρέπεται σέ πραγματικά κυρίαρχη μεταφυσική. Τό σημερινό στάδιο φετιχοποίησης τών μέσων ώς σκοπών στήν τεχνολογία δείχνει τή νίκη αυτής τής τάσης σέ βαθμό φανερού παραλογισμού: ξεπερασμέ νοι τρόποι συμπεριφοράς, πού άλλοτε ήταν ορθολογικοί, προκαλούνται άπό τή λογική τής ιστορίας, πού έπαψε νά είναι λογική. Ό Χέγκελ διατυπώνει ίδεαλιστικά: «Ή ϊδια ή υποκειμενικότητα είναι ή απόλυτη μορφή καί ή ύπάρχουσα πραγματικότητα τής ουσίας, καί ή διαφορά τού υποκειμένου άπό αυτήν ώς άντικείμενό του. οί σκοποί καί τά μέσα, είναι μόνον ή διαφορά τής μορφής, πού ταυτόχρονα έχει έξαφανισθεϊ επίσης άμεσα»<Μ. Ή υποκειμενικότητα, πού καί στόν Χέγκελ είναι τό γενικό καί ή πλήρης ταυτότητα. θεοποιείται. Έτσι όμως έπιτυγχάνεται καί τό άντίθετο. ή κατανόηση τού υποκειμένου ώς έκδηλωνόμενη άντικειμενικότητα. Ή κατασκευή τού ύποκειμένου-άντικειμένου έχει έναν αβυσσαλέο διπλό χαρακτήρα. Δέν νοθεύει μόνον ιδεολογικά τό άντικείμενο μετατρέποντάς το σέ ελεύθερη πράξη
420
ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΑΤΟΜΟ
τού απόλυτου ύποκειμένου. άλλά άναγνωρίζει έπίσης στό υπο κείμενο τό παρουσιαζόμενο άντικειμενικό. όπότε περιορίζει τό ύποκείμενο άντιιδεολογικά. Ή ύποκειμενικότητα ώς ύπάρχουσα πραγματικότητα τής ούσίας θά διεκδικούσε βέβαια την πρωτο καθεδρία. άλλά ώς «ύπάρχον». άποχωρισμένο ύποκείμενο θά ήταν τόσο άντικειμενικότητα δσο καί φαινόμενο. Αύτό όμως θά έπρεπε νά προσβάλει καί τη σχέση τής υποκειμενικότητας πρός τά συγκεκριμένα άτομα. "Αν ή άντικειμενικότητα είναι ένύπαρκτη σέ αυτά καί ενεργεί μέσα τους, άν εμφανίζεται άληθινά μέσα τους, τότε ή άτομικότητα πού σχετίζεται κατ’ αυτόν τόν τρόπο μέ την ουσία είναι πολύ πιό ούσιώδης άπό εκείνη πού άπλώς ύπάγεται στην ούσία. Ένόψει μιας τέτοιας συνέπειας ό Χέγκελ σιωπά. Αύτός πού θέλει νά διαλύσει την άφηρημένη καντιανή έννοια τής μορφής κουβαλάει παραταύτα τή διχοτομία τού -ύπερβατικοϋ- ύποκειμενου καί τού -εμπειρικού- άτόμου τού Κάντ καί τού Φίχτε. Την έλλειψη συγκεκριμένου καθορισμού τής έννοιας τής ύποκειμενικότητας την έκμεταλλεύεται ώς πλεονέ κτημα άνώτερης άντικειμενικότητας ενός ύποκειμένου πού έχει άποκαθαρθεί άπό τόν τυχαίο χαρακτήρα· αύτό διευκολύνει την ταύτιση ύποκειμένου καί άντικειμένου σέ βάρος τού ειδικού. Έδώ ό Χέγκελ άκολουθεί τή συνήθεια όλόκληρου τού ιδεαλι σμού. ταυτόχρονα δμως ύπονομεύει τόν ισχυρισμό του γιά τήν ταυτότητα ελευθερίας καί άναγκαιότητας. Τό ύπόστρωμα τής ελευθερίας, τό ύποκείμενο. λόγω τής ύποστασιοποίησής του ώς πνεύματος είναι τόσο άπομακρυσμένο άπό τούς ζωντανούς ύπαρκτούς άνθρώπους. πού ή ελευθερία μέσα στήν άναγκαιότητα δέν είναι πιά γόνιμη γι’ αύτούς. Τό φανερώνει ή γλώσσα τού Χέγκελ: «Καθώς τό κράτος.ή πατρίδα, άποτελεϊ μιά κοινή βάση τής ύπαρξης, καθώς ή ύποκειμενική βούληση τού άνθρώπου ύποτάσσεται στούς νόμους, ή άντίθεση μεταξύ έλευθερίας καί άναγκαιότητας εξαφανίζεται»452. Καμμιά ερμηνευτική τέχνη δέν θά μπορούσε νά άρνηθεϊ δτι ή λέξη ύποταγή δηλώνει τό άντίθετο τής έλευθερίας. Ή δήθεν σύνθεσή της μέ τήν άναγκαιότητα ύποκύπτει σέ αύτήν καί άναιρεϊ τόν εαυτό της.
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
421
Ή φιλοσοφία του Χέγκελ άνοίγει την προοπτική τής άπώλειας. τήν όποια εμπεριείχε ή άνοδος τής ατομικότητας κατά τόν δέκατο ένατο αιώνα μέχρι βαθιά μέσα στόν εικοστό: τήν απώ λεια δεσμευτικότητας. εκείνης τής δύναμης νά φθάσει στό επί πεδο του γενικού πού θά ήταν απαραίτητη γιά νά άνταποκριθεί στην έννοιά της. Ή φανερή στό μεταξύ κατάπτωση τής άτομικότητας συνδέεται μέ αυτή τήν άπώλεια* τό άτομο, πού αναπτύσ σεται καί διαφοροποιείται καθώς ξεχωρίζει όλο καί πιό πολύ από τό γενικό, κινδυνεύει έτσι νά πισωγυρίσει σέ μιά τυχαία ύπαρξη, δπως τού έδειξε ό Χέγκελ. Αλλά ό παλινορθωτικός Χέ γκελ ξέχασε σέ αυτό τό σημείο τόσο τή λογική καί τόν κατανα γκασμό στήν πρόοδο τής ϊδιας τής ατομικότητας ύπέρ ένός ιδα νικού μέσα από έλληνικές ύποδειγματικές ρήσεις όσο καί. σάν προανάκρουσμα τής χειρότερης γερμανικής άντίδρασης τού είκοστού αιώνα, τίς δυνάμεις πού άρχίζουν νά ωριμάζουν μέ τήν κατάπτωση τής ατομικότητας45-1. Αδικεί καί μέ αυτό τήν ’ίδια του τή διαλεκτική. Τό γεγονός ότι τό γενικό δέν είναι κάτι πού ή ατομικότητα άπλώς τό φοράει πάνω της σάν έπενδύτη. άλλά συνιστά τήν εσωτερική της ουσία, δέν μπορεί νά αποδοθεί μέ τήν τετριμμένη σοφία ότι τό γενικό είναι ή περιβολή τής ΐσχύουσας ανθρώπινης ηθικότητας- μάλλον θά έπρεπε νά άνιχνευθεϊ στό κέντρο τών άτομικών τρόπων συμπεριφοράς, προπάντων στό χαρακτήρα, σέ εκείνη τήν ψυχολογία στήν όποια ό Χέγκελ. σύμφωνα μέ τήν προκατάληψη, αποδίδει έναν τυχαίο χαρακτή ρα. μιά αντίληψη πού στό μεταξύ άναιρέθηκε άπο τόν Φρόυντ. Ό έγελιανός άντιψυχολογισμός έφαρμόζει ασφαλώς τή γνώση γιά τήν εμπειρική προτεραιότητα τού κοινωνικά γενικού, τήν όποια αργότερα ό Ντυρκέμ παρουσίασε μέ χειροπιαστό τρόπο καί χωρίς νά έχει έλθει σέ επαφή μέ όποιονδήποτε διαλεκτικό στοχασμό454. Ή ψυχολογία τού ατόμου, φαινομενικά τό άντίθετο τού γενικού, υποχωρεί στό γενικό, υπό τήν πίεσή του, μέχρι τόν πυρήνα τής έσωτερίκευσης καί έτσι είναι ένας πραγματικός συστατικός παράγων455. Καί όμως ό διαλεκτικός άντικειμενισμός. όπως καί ό θετικισμός, είναι κοντόφθαλμος άπέναντι στήν
ΛΙΑΛΙ ΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ψυχολογία καί άπό την άλλη μεριά ανώτερος της. Επειδή ή κυ ρίαρχη αντικειμενικότητα είναι αντικειμενικά αταίριαστη π(>ός τά άτομα, πραγματοποιείται μόνοδιαμέσου τών ατόμων, ψυχο λογικά. Ή φροϋδική ψυχανάλυση δεν συνυφαίνει τό πέπλο της φαινομενικότητας πού περιβάλλει τήν άτομικότητα. αλλά μάλλον τό καταστρέφει τόσο συστηματικά όσο μόνον ή φιλοσο φική καί κοινωνική έννοια. Όταν τό άτομο, σύμφωνα μέ τή δι δασκαλία γιά τό ασυνείδητο, συρρικνώνεται σέ έναν πενιχρό αριθμό επαναλαμβανόμενων σταθερών καί συγκρούσεων, ή ψυ χανάλυση άδιαφορεί βέβαια μέ κυνικότητα γιά τό συγκεκριμένο ανεπτυγμένο εγώ. αλλά τού θυμίζει επιτακτικά τόν ασθενικό χα ρακτήρα τών γνωρισμάτων του σέ σύγκριση μέ τίς ιδιότητες τού «αύτό» καί κατά συνέπεια τή λεπτή καί έφήμερη ουσία του. Ή θεωρία τού εγώ ώς ενός συνόλου αμυντικών μηχανισμών καί εκλογικεύσεων στοχεύει έναντίον τής ίδιας ύβρεως τού αύτεξούσιου ατόμου, έναντίον τού ατόμου ώς μιας ιδεολογίας τήν όποια διέλυσαν οί πιό ριζοσπαστικές θεωρίες γιά τήν υπεροχή τής αντικειμενικότητας. Όποιος φαντάζεται μέ κάθε λεπτομέρεια μιά σωστή κατάσταση δέν μπορεί νά παραβλέψει αυτή τήν υπε ροχή. ακόμη καί απέναντι της, άν θέλει νά απαντήσει στήν κατη γορία ότι δέν ξέρει τί θέλει. ’Ακόμη καί άν ή φαντασία του μπο ρούσε νά δεϊ τά πάντα ριζικά αλλαγμένα, θά εξακολουθούσε εντούτοις νά παραμένει συνδεδεμένη μέ αυτήν καί τό παρόν της ώς στατικό σημείο άναφοράς καί όλα θά έβγαιναν στραβά. Ακόμη καί ό πιό κριτικά σκεπτόμενος θά ήταν εντελώς διαφορε τικός στήν κατάσταση έλευθερίας, όπως καί εκείνοι πού τούς έπιθυμεί αλλαγμένους. "Ενας σωστός κόσμος θά ήταν ίσως αφό ρητος γιά κάθε πολίτη τού ψευδούς κόσμου, καθώς θά ήταν πο λύ βλαμμένος γιά εκείνον. Ό διανοούμενος πού δέν είναι συ μπαθών τού παγκόσμιου πνεύματος θά έπρεπε λοιπόν μέσα στήν αντίστασή του νά βάλει μιά δόση Ανεκτικότητας στή συνεί δησή του. Όποιος δέν εννοεί νά έγκαταλείψει τή διαφορά του καί τήν κριτική του δέν επιτρέπεται νά ισχυρίζεται ότι αυτός έχει δίκιο. Μιά τέτοια δόση ήπιότητας θά περιγραφόταν Ασφαλώς σέ
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΚΑΙ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
423
όλο τόν κόσμο, ανεξάρτητα άπό τό έκάστοτε πολιτικό σύστημα, ώς παρακμιακή. Ή απορία αφορά καί την τελεολογική έννοια μιας ευτυχίας τής ανθρωπότητας, πού θά ήταν ή εύτυχία τών ατόμων· ή προσήλωση στίς προσωπικές άνάγκες καί τήν προσω πική λαχτάρα παραμορφώνει τήν ιδέα μιας εύτυχίας.ή όποια θά αναφαινόταν μόνον όταν ή κατηγορία του άτόμου δέν κλεινόταν πιά στόν εαυτό της. Ή εύτυχία δέν είναι μιά σταθερά, μόνον ή δυστυχία είναι αμετάβλητη, καθώς ή ουσία της είναι τό πάντοτε ίδιο. Όση εύτυχία ανέχεται ή προσφέρει κατά διαλείμματα τό ύφιστάμενο όλον φέρει έξαρχής τά στίγματα τής μερικότητάς του4;>6. Κάθε εύτυχία μέχρι σήμερα ύπόσχεται αύτό πού δέν ύπήρξε ακόμη, καί ή πίστη στήν αμεσότητα τής εύτυχίας τήν εμποδίζει νά πραγματοποιηθεί. Αύτό κάνει τίς εχθρικές πρός τήν εύτυχία ρήσεις τής έγελιανής φιλοσοφίας τής ιστορίας πιό άληθινές άπό όσο έπεδίωκαν νά είναι σέ έκείνα τά σημεία: «... εύτυχισμένον άποκαλούμε εκείνον πού ζεί αρμονικά μέ τόν εαυ τό του. Μπορεί κανείς καί στή θεώρηση τής 'ιστορίας νά έχει τήν εύτυχία ώς σκοπιά, αλλά ή ιστορία δέν είναι τό [κατάλληλοί έδαφος γιά τήν εύτυχία. Οί περίοδοι εύτυχίας είναι κενές σελίδες σέ αύτή. Στήν παγκόσμια ιστορία ύπάρχει ασφαλώς καί ικανο ποίηση. άλλά αύτή δέν είναι εκείνο πού άποκαλείται εύτυχία. διότι εύτυχία είναι ή ικανοποίηση σκοπών πού βρίσκονται ύπεράνω τών μερικών συμφερόντων. Οί σκοποί πού έχουν σημασία στήν παγκόσμια ιστορία πρέπει νά συντηρούνται άπό μιά άφηρημένη βούληση, μέ άποφασιστικότητα. Τά κοσμοϊστορικά άτο μα πού έπεδίωξαν τέτοιους σκοπούς ικανοποιήθηκαν βέβαια τά ίδια, άλλά δέν ήθελαν νά είναι εύτυχισμένα»
-ΦΥΣΙΚΗ Ι1ΤΟΙΜΑ.
δήθεν ανώτερη σχοπιά ώς άμελητέα ποσότητα. Όσο έμφαντικά καί άν διορθώνει τή δική του αισιοδοξία όσον αφορά την ιστορία μέ τήν πρόταση ότι ή Ιστορία δέν είναι τό έδαφος γιά τήν ευτυ χία. άλλο τόσο ανοσιουργεί, καθώς επιδιώκει νά έμπεδώσει αύτή τήν πρόταση ώς ιδέα πέρα άπό τήν εύτυχία. Πουθενά ό λανθάνων αίσθητικισμός έκείνου γιά τόν όποιο ή πραγματικότη τα δέν μπορεί νά είναι άρκετά πραγματική δέν είναι τόσο έκδηλος όσο εδώ***. Άν οί περίοδοι τής ευτυχίας είναι οί κενές σελί δες τής ιστορίας -εξάλλου ένας άμφίβολος Ισχυρισμός, άν λά βουμε ύπόψη μερικές ώς ένα βαθμό εύτυχισμένες περιόδους τής ανθρωπότητας, όπως ήταν ό δέκατος ένατος αιώνας στην Εύρώπη. πού παραταύτα δέν τού έλειπε ή Ιστορική δυναμική-, τότε ή μεταφορική έκφραση ενός βιβλίου στό όποιο θά ήταν καταγραμ μένα τά κατορθώματα παραπέμπει σέ μιά έννοια τής παγκό σμιας ιστορίας, άκριτα δανεισμένη άπό τή συμβατική μόρφωση, ώς μεγαλειώδους πεδίου. Εκείνος πού ώς θεατής μεθάει άπό τίς μάχες, τίς άνατροπές καί τίς καταστροφές σιωπά όταν τίθεται τό έρώτημα μήπως ή άπελευθέρωση, ύπέρ τής όποιας ώς άστός συ νηγορεί. θά έπρεπε νά άπελευθερώσει τόν έαυτό της άπό αύτή τήν έννοια. Ό Μάρξ τό είχε στόν νού του: χαρακτήρισε τή σφαί ρα τού μεγαλείου πού έχει παρουσιασθεί ώς άντικείμενο τής θε ώρησης. τού μεγαλείου τής πολιτικής, ώς ιδεολογία καί ώς κάτι εφήμερο. Ή θέση τής σκέψης άπέναντι στήν εύτυχία θά ήταν ή άρνηση κάθε ψευδούς εύτυχίας. Θέτει ώς αίτημα, σέ διαμετρική άντίθεση πρός τήν παγκυρίαρχη άντίληψη. τήν ιδέα τής άντικειμενικότητας τής εύτυχίας όπως τήν είχε συλλάβει άρνητικά ό Κίρκεγκωρ στή διδασκαλία γιά τήν άντικειμενική άπόγνωση. Ή άντικειμενικότητα τής ιστορικής ζωής είναι εκείνη τής φυσικής ιστορίας. Ό Μάρξ τό διέγνωσε σέ άντίθεση πρός τόν Χέγκελ. καί μάλιστα αύστηρά σέ σχέση μέ τό γενικό πού πραγματοποιείται χωρίς νά λαμβάνει ύπόψη τά ύποκείμενα: «’Ακόμη καί όταν μιά κοινωνία έχει άνακαλύψει τά ίχνη τού φυσικού νόμου τής κίνησής της -καί ό τελικός σκοπός αύτού τού έργου είναι νά άποκα-
«ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»
425
λύψει τόν οικονομικό νόμο κίνησης τής σύγχρονης κοινωνίας-, δεν μπορεί ούτε νά υπερπηδήσει τίς φυσικές φάσεις εξέλιξης ούτε νά τίς άπομακρόνει μέ διατάγματα... Τή μορφή τού καπι ταλιστή καί τού γαιοκτήμονα δέν τή σκιαγραφεί διόλου βλέποντάς την ρόδινη. Αλλά εδώ πρόκειται γιά πρότυπα μόνον έφόσον είναι προσωποποιήσεις οικονομικών κατηγοριών, φορείς όρισμένων ταξικών σχέσεων καί συμφερόντων. Λιγότερο από κάθε άλλη μπορεί ή σκοπιά μου. ή όποια αντιλαμβάνεται τήν εξέλιξη τού οικονομικού σχηματισμού τής κοινωνίας ώς μιά δια δικασία τής φυσικής ιστορίας, νά θεωρήσει τό άτομο ύπεύθυνο γιά σχέσεις τών όποιων, άπό κοινωνική άποψη, παραμένει δημι ούργημα. όσο καί άν ύποκειμενικά μπορεί νά ύψώνεται πάνω άπό αύτές»439. Ασφαλώς δέν εννοεί τήν άνθρωπολογική έννοια τής φύσης τού Φόυερμπαχ. εναντίον τής όποιας ό Μάρξ έστρεψε τίς αιχμές τού διαλεκτικού υλισμού, ύπό τήν έννοια μιας έπαναφοράς τού Χέγκελ κατά τών άριστερών έγελιανών*1’0. 'Έτσι ό Μάρξ άποκαλεΐ τόν φυσικό νόμο.πού δέν είναι παρά μόνον ένας νόμος τής καπιταλιστικής κοινωνίας, απατηλό συγκάλυμμα: «Ό νόμος τής καπιταλιστικής συσσώρευσης, πού συγκαλύπτεται απατηλά εμφανιζόμενος ώς φυσικός νόμος, έκφράζει λοιπόν στήν πραγματικότητα μόνο τό γεγονός οτι ή φύση της αποκλείει κάθε μείωση τού βαθμού εκμετάλλευσης τής εργασίας ή κάθε αύξηση τής τιμής τής εργασίας, τέτοιες πού θά μπορούσαν νά θέσουν σοβαρά σέ κίνδυνο τή συνεχή άναπαραγωγή τής σχέσης κεφαλαίου καί τής άναπαραγωγής της σέ συνεχώς διευρυνόμενη κλίμακα. Δέν μπορεί νά είναι διαφορετικά σέ έναν τρόπο παρα γωγής στόν όποιο ό έργάτης είναι έδώ γιά τίς ανάγκες αξιοποίη σης τών υφιστάμενων αξιών καί όχι άντίστροφα ό αντικειμενικός πλούτος γιά τίς άνάγκες εξέλιξης τού εργάτη »4,>ι. Φυσικός είναι αυτός ό νόμος λόγω τού αναπόφευκτου χαρακτήρα ύπό τίς κυ ρίαρχες σχέσεις παραγωγής. Ή ιδεολογία δέν επικαλύπτει τό κοινωνικό είναι ώς άποσπάσιμο στρώμα, άλλά ενυπάρχει σέ αυτό, βασίζεται στήν αφαίρεση, ένα ουσιώδες γνώρισμα τής ανταλλακτικής διαδικασίας. Αν δέν παραβλεπονταν οί ζωντανοί
•♦«η
-ΨΥΣΙΚΜ UTOPIA··
άνθρωποι, οΐ Ανταλλαγές θά ήταν Αδύνατες. Αύτό συνεπάγεται στήν πραγματική διαδικασία ζωής μέχρι σήμερα μιά άναγκαία κοινωνική φαινομενικότητα. Ό πυρήνας της είναι ή Αξία ώς πράγμα καθ’ έαυτό. ώς «φύση». Ή φυσικότητα τής καπιταλι στικής κοινωνίας είναι πραγματική καί ταυτόχρονα αυτή ή φαι νομενικότητα. 'Υπέρ της ιδέας δτι ή παραδοχή φυσικών νόμων δέν πρέπει νά λαμβάνεται κατά γράμμα καί Ακόμη λιγότερο νά όντολογικοποιεϊται ύπό τήν έννοια μιάς όποιασδήποτε σύλληψης τού λεγόμενου ανθρώπου συνηγορεί τό πιό δυνατό μοτίβο τής μαρξικής θεωρίας γενικά, τό γεγονός δτι αύτοί οί νόμοι είναι καταργήσιμοι. Εκεί δπου θά Αρχιζε τό βασίλειο τής ελευθερίας δέν θά ϊσχυαν πλέον. Ή καντιανή διάκριση Ανάμεσα σέ ένα βασίλειο τής ελευθερίας καί ένα βασίλειο τής Αναγκαιότητας μεταβιβάζε ται. μέ τήν κινητοποίηση τής έγελιανής φιλοσοφίας τής ιστορίας πού διαμεσολαβεί, στή διαδοχή τών φάσεων. Μόνο μιά διαστρέ βλωση των μαρξικών μοτίβων δπως αυτή τού ϋιβιτιβΐ4®2. ό όποιος παρατείνει τό βασίλειο τής αναγκαιότητας μέ τή διαβε βαίωση πώς είναι τό βασίλειο τής ελευθερίας, θά μπορούσε νά συλλάβει τήν ιδέα μιας νοθείας τής Αγωνιστικής μαρξικής έννοι ας τής φυσικής νομοτέλειας καί τής μετατροπής της από μιά κα τασκευή τής φυσικής ιστορίας σέ μιά τρόπον τινά φυσικοεπιστημονική διδασκαλία τών σταθερών. Μέ αυτό ώστόσο τό περιεχό μενο αλήθειας τού μαρξικού λόγου περί φυσικής ιστορίας, δηλα δή ή κριτική ουσία, δέν μειώνεται. Ό Χέγκελ χρησιμοποιούσε ακόμη ώς βοήθημα ένα προσωποποιημένο ύπερβατικό υποκεί μενο. από τό όποιο βέβαια λείπει ήδη τό ύποκείμενο. Ό Μάρξ δέν καταγγέλλει μόνο τήν έγελιανή ύπερύψωση. Αλλά καί τήν κατάσταση πραγμάτων πού τήν ύφίσταται. Ή Ανθρώπινη ιστο ρία. ή πορεία τής διαρκούς ύποταγής τής φύσης, συνεχίζει τήν ασυνείδητη ιστορία τής φύσης, τό «τρώγω καί τρώγομαι». 'Υπό μιά ειρωνική έννοια ό Μάρξ ήταν κοινωνικός δαρβινιστής: αυτό πού οί κοινωνικοί δαρβινιστές έξύμνησαν καί σύμφωνα μέ τό όποιο ορέγονταν νά δρούν είναι γι’ αυτόν ή άρνητικότητα. στήν όποια αναδύεται ή δυνατότητα Αρσης της. Γιά τόν κριτικό χαρα
.ΦΥΣΙΚ» ΙΣΤΟΡΙΑ»
427
κτήρα τής αντίληψής του γιά τή φυσική ιστορία δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία ένα χωρίο από τό Grundrisse der politischen Ökonomie: «Όσο καί άν τό ολον αύτής τής κίνησης έμφανίζεται ώς κοινωνική διαδικασία, όσο έπίσης καί άν τά έπιμέρους στοι χεία αύτής τής κίνησης εκπορεύονται από τη συνειδητή βούληση καί τούς ιδιαίτερους σκοπούς των άτόμων. άλλο τόσο ή όλότητα τής διαδικασίας εμφανίζεται ώς ένα αντικειμενικό πλαίσιο συ ναρτήσεων πού δημιουργείται με φυσικό τρόπο* προκύ7ττει βέ βαια από τίς αμοιβαίες επιδράσεις τών συνειδητών άτόμων. άλλά δεν βρίσκεται στη συνείδηση τους ούτε ώς ολον υπάγεται σέ αυτά»463. Μιά τέτοια κοινωνική έννοια τής φύσης έχει τή δική της διαλεκτική. Ή φυσική νομοτέλεια τής κοινωνίας είναι ιδεο λογία. καθόσον αποστασιοποιείται ώς άμετάβλητο φυσικό δεδο μένο. Πραγματική είναι όμως ή φυσική νομοτέλεια ώς νόμος κί νησης τής ασυνείδητης κοινωνίας, όπως τόν παρακολούθησε τό Κεφάλαιο από τήν ανάλυση τής μορφής τού εμπορεύματος μέχρι τή θεωρία τής κατάρρευσης σέ μιά φαινομενολογία τού άντιπνεύματος. Ή αλλαγή τών έκάστοτε συστατικών οικονομικών μορφών γινόταν όπως καί έκείνη τών ειδών τών ζώων πού εμφα νίζονταν καί εξαφανίζονταν έπί εκατομμύρια χρόνια. Οί «θεολογικές λόξες τού έμπορεύματος» στό κεφάλαιο γιά τό φετιχισμό χλευάζουν τήν ψευδή συνείδηση πού καθρεφτίζει στά μάτια τών συμβαλλόμενων τήν κοινωνική σχέση τής ανταλλακτικής αξίας ώς ιδιότητα τών ίδιων τών πραγμάτων. Είναι όμως καί τόσο αληθινές όπως άλλοτε ή πρακτική τής αιματηρής ειδωλολατρίας, τήν όποια οί άνθρωποι ασκούσαν πραγματικά, διότι οί συστατι κές μορφές τής κοινωνικοποίησης, μία από τίς όποιες είναι τό προαναφερόμενο παραπλανητικό συγκάλυμμα. διατηρούν τήν απόλυτη υπεροχή απέναντι στούς άνθρώπους σάν νά ήταν ή θεία πρόνοια. Ή πρόταση γιά τίς θεωρίες πού θά γίνονταν πραγματι κή δύναμη άν καταλάμβαναν τούς άνθρο^πους ισχύει ήδη γιά τίς προγενέστερες κάθε ψευδούς συνείδησης δομές, οί όποιες δια σφαλίζουν μέχρι σήμερα τήν άνορθολογική αίγλη τής κοινωνικής υπεροχής, τό χαρακτήρα ενός συνεχιζόμενου ταμπού, τής
42Χ
«ΦΥΣΙΚΙΙ ΙΣΤΟΡΙΑ.
αρχαϊκής μαγείας. Κάτι άπό αυτά άναφάνηκε στόν Χέγκελ: «I ε νικά όμως είναι άπολύτως ούσιώδες γιά τό πολίτευμα, μολονότι προϊόν τού χρόνου, νά μή θεωρείται ώς κάτι φτιαγμένο, διότι, άπεναντίας, είναι ένα απολύτως αύθυπόστατο όν. πού γι’ αυτόν τό λόγο πρέπει νά θεωρείται ώς θείο καί μόνιμο, ώς κάτι πού βρίσκεται πάνω άπό τη σφαίρα τών πραγμάτων πού φτιάχνο νται»/64. Έδώ ό Χέγκελ έπεκτείνει την έννοια αύτού πού είναι φύσει σε εκείνο πού άλλοτε όριζε την αντίθετη έννοια, αύτή τού θέσει ύπαρκτού. Τό «πολίτευμα», ένα όνομα τού Ιστορικού κό σμου. πού διαμεσολαβούσε κάθε αμεσότητα της φύσης, καθορί ζει. άντίστροφα. τη σφαίρα τής διαμεσολάβησης. δηλαδή τήν ιστορική σφαίρα, ώς φύση. Ή έγελιανή έκφραση στηρίζεται στήν πολεμική τού Μοντεσκιέ κατά τών συνήθων θεωριών περί πολιτικού-κρατικού συμβολαίου, πού ήταν μέ έναν αρχαιοπρεπή τρόπο ξένες πρός τήν ιστορία: ότι οί θεσμοί τού πολιτειακού δι καίου δέν δημιουργήθηκαν άπό μιά συνειδητή πράξη τής βούλη σης. Τό πνεύμα ώς δεύτερη φύση όμως είναι ή άρνηση τού πνεύ ματος. καί μάλιστα τόσο πιό πολύ όσο περισσότερο ή αυτοσυ νείδησή του δέν βλέπει τή φυσική του προέλευση. Αυτό συμβαί νει στόν Χέγκελ. Τό παγκόσμιο πνεύμα του είναι ή ιδεολογία τής φυσικής ιστορίας. Αύτή άποκαλείται παγκόσμιο πνεύμα λόγω τής δύναμής της. Ή κυριαρχία γίνεται απόλυτη, προβάλλεται πάνω στό ϊδιο τό είναι, πού ύποτίθεται ότι είναι πνεύμα. Ή ιστορία όμως, ή άνάπτυξη ενός πράγματος πού υποτίθεται ότι πάντοτε ήταν ή ιστορία, άποκτά τήν ιδιότητα τής άνιστορικότητας. Ό Χέγκελ. πού βρίσκεται μέσα στήν ιστορία, παίρνει τό μέ ρος τού αμετάβλητου χαρακτήρα της. τού πάντοτε ίδιου, εκείνης τής ταυτότητας τής διαδικασίας πού ή όλότητά της είναι σώα. Τόσο κυριολεκτικά μπορεί νά κατηγορηθεί γιά μιά μυθολογία τής Ιστορίας. Μέ τίς λέξεις πνεύμα καί συμφιλίωση μεταμφιέζει τόν άποπνικτικό μύθο: «Ό,τι ύπάρχει άπό τή φύση τού τυχαίου ύφίσταται τό τυχαίο, καί αύτή ή μοίρα άκριβώς είναι κατ’ αύτά ή άναγκαιότητα. όπως γενικά ή έννοια καί ή φιλοσοφία εξαφανί ζουν τήν πτυχή τού απλώς τυχαίου καί άναγνωρίζουν σέ αυτό.
«ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ»
νοούμενο ώς φαινομενικότητα, την ούσία τού τυχαίου, την άναγκαιότητα. Είναι άνάγκη νά τίθεται τό πεπερασμένο, ή περιου σία καί ή ζωή. ώς κάτι τυχαίο, διότι αύτό συνιστά την έννοια τού πεπερασμένου. Αύτή ή άναγκαιότητα έχει άπό τη μιά πλευρά τη μορφή τής φυσικής δύναμης και καθετί πεπερασμένο είναι θνητό και εφήμερο»465. Τίποτε άλλο δέν δίδαξαν οΐ δυτικοί μύθοι στούς ανθρώπους. Ό Χέγκελ άναφέρει σύμφωνα μέ έναν αύτοματισμό. πάνω στόν όποιο δέν έχει καμμιά επίδραση ή φιλοσο φία τού πνεύματος, τή φύση καί τή φυσική δύναμη ώς μοντέλα τής Ιστορίας. Αύτά δμως διατηρούν τή θέση τους στή φιλοσοφία, επειδή τό ταυτίζον πνεύμα είναι ταυτόσημο μέ τή μαγεία τής τυ φλής φύσης, καί αύτό διότι δέν παραδέχεται αυτήν τή μαγεία. Κοιτάζοντας στήν άβυσσο, ό Χέγκελ άντιλήφθηκε τό κοσμόίστορικό θέατρο ώς δεύτερη φύση, αλλά ώς συνένοχός του εξυμνεί τήν πρώτη φύση μέσα στή δεύτερη. «Τό έδαφος τού δικαίου είναι γενικά τό πνευματικό πεδίο, καί ή ακριβέστερη θέση καί άφετηρία του είναι ή βούληση, πού είναι ελεύθερη καί έτσι ή ελευθερία συνιστά τήν ούσία καί τόν όρισμό της· καί τό σύστημα δικαίου είναι τό βασίλειο τής πραγματοποιημένης έλευθερίας. άπό τό όποιο παρήγαγε τόν κόσμο τού πνεύματος, ώς δεύτερη φύση»46*’. Ή δεύτερη φύση467, πού στή φιλοσοφία τήν έπανέφερε ή θεωρία τού μυθιστορήματος τού Λούκατς. παραμένει δμως τό αρνητικό εκείνης πού θά μπορούσε νά νοηθεί κατά κάποιον τρό πο ώς πρώτη. Αύτό πού είναι πραγματικά θέσει μόνον ένα προϊ όν. αν όχι τού ύποκειμένου. τουλάχιστον τού λειτουργικού του πλαισίου συναρτήσεων αρπάζει τά έμβλήματα έκείνου πού γιά τήν άστική συνείδηση είναι φύση καί φυσικό. Αύτή ή συνείδηση δέν βλέπει τίποτε πλέον πού θά μπορούσε νά είναι έξω άπό αυτήν· κατά κάποιον τρόπο πραγματικά δέν ύπάρχει τίποτε πλέον έξω. τίποτε πού θά ήταν άπείραχτο άπό τήν όλική διαμεσολάβηση. Γι' αύτόν τό λόγο τό έμπλεκόμενο γίνεται ή ετερότη τα τού έαυτού του: πρωτογενές φαινόμενο τού Ιδεαλισμού. 'Όσο πιό αδυσώπητα ή κοινωνικοποίηση καταλαμβάνει δλα τά στοι χεία τής άνθρώπινης καί διανθρώπινης αμεσότητας, τόσο πιό
430
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕ ΓΑΦΥ1ΙΚΙI
άδύνατον είναι νά θυμηθεί κανείς ότι τό πλέγμα είναι π(κπόν τοί» γίγνεσθαι καί τόσο ακαταμάχητη ή ανθρωπότητα άπό τή φύση, τόσο περισσότερο ένισχόεται αύτή ή φαινομενικότητα: ή φύση γίνεται μιά ακαταμάχητη παραβολή της αιχμαλωσίας. Ό νεαρός Μάρξ έξέφρασε την άδιάκοπη διαπλοκή αύτών τών δύο στοιχεί ων μέ μιά εξαιρετική δύναμη πού δέν μπορεί παρά νά εξοργίζει τούς δογματικούς ύλιστές: «Γνωρίζουμε μόνο μία επιστήμη, τήν έπιστήμη τής Ιστορίας. Ή 'ιστορία μπορεί νά θεωρηθεί άπό δύο πλευρές, νά διαιρεθεί στήν ιστορία τής φύσης καί τήν ιστορία τής ανθρωπότητας. Αλλά αύτές οί δύο πλευρές δέν είναι χωρία τών ανθρώπων έξαρτώνται ή μία άπό τήν άλλη»468. Ή παραδοσιακή άντίθεση μεταξύ φύσης καί Ιστορίας είναι άληθινή καί ψευδής· άληθινή εφόσον δηλώνει τί έχει ύποστεϊ τό στοιχείο τής φύσης· ψευδής εφόσον επαναλαμβάνει άπολογητικά τή συγκάλυψη τής φυσικής προέλευσης τής ιστορίας άπό τήν ϊδια τήν ιστορία δυνά μει τής έννοιολογικής της άνασυγκρότησης. Στή διάκριση μεταξύ τής φύσης καί τής 'ιστορίας έκφράσθηκε ταυτόχρονα μέ άστόχαστο τρόπο εκείνος ό καταμερισμός τής εργασίας πού άνενδοίαστα προβάλλει πάνω στά αντικείμενα τόν άναπόφευκτο καταμερισμό τής εργασίας τών έπιστημονικών με θόδων. Πάνω στήν άνιστορική έννοια τής ιστορίας, πού καλλιερ γεί ή ψευδώς άναστημένη μεταφυσική σέ αυτό πού άποκαλεϊ ιστορικότητα, θά μπορούσε νά έξηγηθεϊ ή συμφωνία τής όντολο γικής σκέψης μέ τή νατουραλιστική. άπό τήν όποια αύτή ή συμ φωνία μέ τόσο ζήλο άποστασιοποιεϊται. “Αν ή ιστορία γίνει όντο λογική βασική δομή τού όντος ή άκόμη καί κρυφή ιδιότητα τού ίδιου τού είναι, τότε ή ίδια, μιά άλλαγή ώς κάτι άμετάβλητο. μι μείται τήν άδιέξοδη φυσική θρησκεία. Αυτό επιτρέπει τότε νά μεταφέρεται κάτι ιστορικά καθορισμένο κατά βούληση σέ κατη γορίες τού άμετάβλητου καί νά περιβάλλεται μέ φιλοσοφικό μανδύα ή χυδαία άντίληψη γιά τήν όποια ιστορικές συνθήκες, όπως άλλοτε ήταν θέλημα θεού, έτσι στή νεότερη εποχή εμφανί ζονται ώς φυσικές: ένας άπό τούς πειρασμούς νά θεωρεί κανείς τό υπαρκτό ώς ούσία. Ή όντολογική άξίωση γιά ύπέρβαση τής
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
431
απόκλισης μεταξύ τής φύσης καί τής ιστορίας δεν είναι θεμιτή. Ή άφηρημένη ιστορικότητα, βγαλμένη μέσα από τά ίστορικώς υπαρκτά, αγνοεί τόν πόνο τής αντίθεσης μεταξύ τής φύσης καί τής ιστορίας, ή όποια έπίσης δεν μπορεί νά όντολογικοποιηθεϊ. Ή νέα οντολογία είναι καί σέ αυτό τό σημείο κρυπτόίδεαλιστική. επιβάλλει πάλι στό μη ταυτόσημο τήν ταυτότητα καί. τοπο θετώντας την έννοια, την ιστορικότητα ώς φορέα τής ιστορίας στη θέση τής ιστορίας, άπομακρύνει ότιδήποτε αντιστέκεται στήν έννοια. Στην ιδεολογική διαδικασία δμως, τη συμφιλίωση στό πνεύμα, άναγκάζεται νά καταφύγει ή οντολογία, επειδή ή πραγματική συμφιλίωση άπέτυχε. Ή ιστορική τυχαιότητα (μή αναγκαιότητα] καί ή έννοια βρίσκονται σέ διαμάχη, πού είναι μάλιστα τόσο πιό αδυσώπητη όσο άρρηκτα ή μία διαπλέκεται μέ τήν άλλη. Τυχαία είναι ή ιστορική μοίρα τού ατόμου, χωρίς νόη μα. επειδή τέτοια παρέμεινε ή ϊδια ή ιστορική διαδικασία, πού σφετερίσθηκε ένα νόημα. Δέν είναι λιγότερο άπατηλό ήδη τό έρώτημα γιά τή φύση ώς τό απολύτως πρώτο, τό κατεξοχήν άμεσο σέ σχέση μέ τίς διαμεσολαβήσεις του. Αυτό πού κυνηγάει τό παρουσιάζει ύπό τήν Ιεραρχική μορφή τής άναλυτικής κρίσης, οί μείζονες προτάσεις τής όποιας ορίζουν δλα δσα άκολουθούν. καί έτσι επαναλαμβάνει τήν τύφλωση από τήν όποια θέλει νά βγει. Ή άπαξ τεθεϊσα διαφορά μεταξύ θέσει καί φύσει μπορεί νά ρευστοποιηθεϊ άπό τό στοχασμό, δχι δμως νά αρθεί. Ός αστόχαστη πάντως αυτή ή διχοτόμηση θά μετέτρεπε τήν ουσιώ δη ιστορική διαδικασία σέ μιά αθώα, απλή προσθήκη καί έτσι θά βοηθούσε άπό τή μεριά της ώστε τά μή αποτέλεσμα τού γίγνε σθαι νά ένθρονισθεΐ ώς ούσία. Καθήκον τής σκέψης θά ήταν άντ αυτού νά βλέπει δλη τή φύση, καί δ.τι εγκαθίσταται ώς τέτοια, ώς ιστορία καί δλη τήν ιστορία ώς φύση, «τό ιστορικό είναι στόν άκρότατο ιστορικό καθορισμό του, εκεί δπου είναι πιό ιστορικό, νά τό κατανοεί ώς ένα φυσικό είναι, ή τή φύση, εκεί δπου ώς φύ ση φαίνεται νά εμμένει πιό βαθιά στόν εαυτό της. νά τήν κατα νοεί ώς ιστορικό είναι»*1*1. Τό στοιχείο δμως στό όποιο ή φύση καί ή ιστορία γίνονται άμοιβαϊα σύμμετρες είναι έκείνο τής μοι
432
UTOPIA ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
ραίας καταστροφής· ό Μπένγιαμιν τό άναγνώρισε σέ ένα κεντρι κό σημείο τού Ursprung des deutschen Trauerspiels. Οί ποιητές τής εποχής μπαρόκ, γράφει εκεί, φαντάζονται «τη φύση ώς αιώνια παροδικότητα. στην όποια καί μόνον ή ματιά τού Κρόνου εκεί νης τής γενιάς διέκρινε την ιστορία»470. 'Όχι μόνον ή δική της: ή φυσική Ιστορία παραμένει άκόμη ό κανόνας γιά τήν Ιστορικοφιλοσοφική έρμηνεία: «"Οταν με τό τραγικό δράμα ή ιστορία περ νάει στό θέατρο, τό κάνει ώς γραφή. Στό πρόσωπο τής φύσης ή “ιστορία” στέκεται ώς ιερογλυφικό τού μοιραίου. Ή άλληγορική φυσιογνωμία τής φυσικής Ιστορίας, πού άπό τό τραγικό δράμα τοποθετείται πάνω στή σκηνή είναι όντως παρούσα ώς ερεί πιο»471. Αύτό είναι ή μεταστοιχείωση τής μεταφυσικής σέ ιστο ρία. Έκκοσμικεύει τή μεταφυσική μέ τήν κατεξοχήν κοσμική κα τηγορία, αύτήν τής κατάπτωσης. Ή φιλοσοφία ερμηνεύει αυτά τά ιερογλυφικά, τούς όλοένα άνανεωνόμενους οιωνούς τής έπερχόμενης καταστροφής, στά πιό μικρά πράγματα, τά θραύσματα πού προκαλεϊ ή κατάπτωση καί τά όποια είναι φορείς τών αντι κειμενικών σημασιών. Δεν είναι πλέον δυνατόν νά θυμόμαστε τήν ύπέρβαση παρά μόνο μέ αφορμή τό μοιραίο* ή αιωνιότητα δέν εμφανίζεται ώς τέτοια, άλλά σπασμένη, διαμέσου τού εφή μερου. Όπου ή έγελιανή μεταφυσική ταυτίζει έξαϋλωτικά τή ζωή τού απόλυτου μέ τήν όλότητα τής παροδικότητας δλων τών πε περασμένων βλέπει ταυτόχρονα λίγο πιό πέρα άπό τή μυθική μαγεία.τήν οποία συλλαμβάνει καί ενισχύει.
III Διαλογισμοί πάνω στη μεταφυσική
Ή θέση δτι τό αμετάβλητο είναι ή αλήθεια, ένώ τό κινούμενο, τό εφήμερο είναι μιά φαινομενικότητα, δηλαδή δτι οι αιώνιες ιδέες είναι αδιάφορες γιά την έφήμερη ύπαρξη καί άντίστροφα. δεν μπορεί πλέον νά ύποστηριχθεϊ. ούτε μέ την παράτολμη έγελιανή εξήγηση δτι ή έφήμερη ύπαρξη, δυνάμει τής ένύπαρκτης σέ αυτήν έξόντωσης. ύπηρετεϊ τό αιώνιο, τό όποιο εκφράζεται μέ τήν αιωνιότητα τής έξόντωσης. Μία άπό τίς μυστικιστικές παρωθήσεις πού έκκοσμικεύθηκαν στή διαλεκτική ήταν ή διδα σκαλία γιά τή σπουδαιότητα τού ένδοκοσμικού. ιστορικού στοιχείου γιά εκείνο πού ή παραδοσιακή μεταφυσική ξεχώριζε μέ τήν όνομασία υπέρβαση ή τουλάχιστον, λιγότερο υπό τήν έννοια των Γνωστικών καί λιγότερο ριζοσπαστικά, γιά τή θέση τής συνείδησης άπέναντι στά έρωτήματα πού ό κανόνας τής φι λοσοφίας παρέπεμπε στή μεταφυσική. Ή αίσθηση πού μετά τό Αουσβιτς άπεχθάνεται κάθε ισχυρισμό γιά τή θετικότητα τής ύπαρξης θεωρώντας τον μωρολογία καί άδικία σέ βάρος τών θυμάτων, πού δέν δέχεται δτι άπό τή μοίρα τους μπορεί νά βγεϊ ένα έστω ξεπλυμένο νόημα, έχει κάτι άντικειμενικό μετά άπό γεγονότα τά όποια κάνουν άξιοχλεύαστη τήν κατασκευή ένός νοήματος τής ένδοκοσμικής ύπαρξης, τό οποίο έκπέμπεται άπό τήν καταφατικά τιθέμενη υπέρβαση. Ή κατασκευή του θά ήταν μιά κατάφαση τής άπόλυτης άρνητικότητας καί θά συνέβαλε
434
ΜΚΤΛ ΤΟΛΟΥΙΟΙΤΙ
ιδεολογικά σε μιά συνέχιση τής ζωής της. ή όποια πραγματικά έτσι καί αλλιώς ενυπάρχει στήν άρχή τής υφιστάμενης κοινω νίας σέ βαθμό αύτοκαταστροφής της. Ό σεισμός τής Λισσαβώνας ήταν αρκετός γιά νά γιατρέψει τόν Βολταίρο άπό τη θεοδικία τού Λάιμπνιτς. καί ή εύσόνοπτη καταστροφή που προκάλεσε ή πρώτη φύση ήταν ασήμαντη σέ σύγκριση μέ έκείνη τής δεύτερης, τής κοινωνικής, πού δέν χωράει στήν ανθρώπινη φα ντασία. καθώς δημιούργησε τήν πραγματική κόλαση μέ τά μέσα τής ανθρώπινης κακίας. Παραλυμένη είναι ή ικανότητα γιά τή μεταφυσική, έπειδή αύτό πού συνέβη συνέτριψε τή βάση τής είκοτολογικής μεταφυσικής σκέψης, τή συμβιβασιμότητά της μέ τήν εμπειρία. Ακόμη μιά φορά θριαμβεύει μέ ανεκδιήγητο τρό πο τό διαλεκτικό μοτίβο τής μεταβολής τής ποσότητας σέ ποιό τητα. Μέ τή δολοφονία έκατομμυρίων άπό μιά διοίκηση ό θά νατος έγινε κάτι πού ποτέ ώς τότε δέν είχαν νά φοβηθούν οί άνθρωποι. Δέν ύπάρχει καμμιά δυνατότητα πιά νά μπει ό θά νατος στή ζωή πού έμπειράται τό άτομο ώς κάτι πού συμφωνεί μέ τήν πορεία της. Τό άτομο απογυμνώνεται άπό τό έσχατο καί πιό πενιχρό πού τού είχε άπομείνει. Τό γεγονός δτι στά στρα τόπεδα δέν πέθαινε πιά τό άτομο, άλλά τό άντιπροσωπευτικό δείγμα τού είδους άνθρωπος δέν μπορεί παρά νά προσβάλει καί τό θάνατο έκείνων πού γλύτωσαν άπό αύτό τό διοικητικό μέτρο. Ή γενοκτονία είναι ή άπόλυτη ένοποίηση,ή όποια προε τοιμάζεται οπουδήποτε άνθρωποι εξομοιώνονται μεταξύ τους, άκονίζονται. δπως έλεγαν κάποτε στό στρατό, ώσπου, ώς άποκλίσεις άπό την έννοια τής τέλειας μηδαμινότητάς τους, τούς εξολοθρεύουν κυριολεκτικά. Τό Άουσβιτς επιβεβαιώνει τό φι λοσόφημα γιά τήν καθαρή ταυτότητα ώς θάνατο. Ή πιό έμφανής ρήση άπό τό Τέλος τού παιχνιδιού τού Μπέκετ: δτι δέν υπάρχουν πιά τόσο πολλά πού πρέπει νά φοβάται κανείς, είναι μιά άντίδραση σέ μιά πρακτική πού έδωσε τό πρώτο δείγμα της στά στρατόπεδα, καί στήν άλλοτε άξιοσέβαστη έννοιά της ελλοχεύει τελεολογικά ήδη ή εξόντωση τού μή ταυτόσημου. Ή άπόλυτη άρνητικότητα είναι προβλέψιμη. δέν άποτελεί έκπληξη
ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
435
γιά χανέναν πιά. Ό φόβος συνδεόταν μέ τήν αρχή τής ατομικό τητας πού διέπει τήν αύτοσυντήρηση. με αύτήν που. μέσα από τή συνέπεια της. αυτοκαταργείται. Αύτό πού οί σαδιστές άνήγγελλαν μέσα στό στρατόπεδο στά θύματά τους: αύριο θά είναι ένας καπνός πού μέσα άπό αύτή την καμινάδα θά ανεβαίνει σάν φίδι στόν ούρανό. κατονομάζει τό άδιάφορο τής ζωής κάθε ατόμου, πρός τό όποιο κινείται ή ιστορία: ήδη στήν τυπική του έλευθερία τό άτομο είναι τόσο άντικαταστατό καί άναπληρώσιμο δσο άργότερα κάτω άπό τά βήματα των εξολοθρευτών. Επειδή δμως ό άνθρωπος, σέ αυτόν τόν κόσμο πού νόμος του είναι τό οικουμενικό ατομικό πλεονέκτημα, δέν έχει τίποτε άλλο άπό αυτόν τόν άδιάφορο πλέον έαυτό.ή πραγματοποίηση τής παλαιάς καί γνώριμης τάσης είναι καί τό πιό τρομακτικό· τίποτε δέν όδηγεί έξω άπό αύτήν τή θέση του, δπως δέν υπήρχε καί καμμιά διέξοδος μέσα άπό τά ήλεκτρισμένα συρματοπλέγ ματα τών στρατοπέδων. Τό διαιωνιζόμενο πάσχειν έχει τόσο δικαίωμα νά έκφρασθεϊ δσο καί ό μαρτυρικά βασανιζόμενος νά ούρλιάξει· έτσι λοιπόν μπορεί νά ήταν λάθος δτι μετά τό Άουσβιτς δέν μπορεί νά γραφεί κανένα ποίημα47 . Λάθος δέν είναι δμως τό δχι τόσο πολιτιστικό έρώτημα άν μπορεί κανείς νά ζήσει μετά τό Άουσβιτς. άν έχει κάθε δικαίωμα νά ζήσει δποιος γλύτωσε τυχαία καί κανονικά θά έπρεπε νά έχει δολοφονηθεί. Ή συνέχιση τής ζωής του χρειάζεται ήδη την ψυχρότητα, τή βα σική άρχή τής άστικής ύποκειμενικότητας. χωρίς τήν όποια τό Άουσβιτς θά ήταν άδύνατον νά συμβεΐ: μιά άδρή ένοχή τού γλυτωμένου. Γι’ αύτήν πληρώνει μέ όνειρα όπως ότι δέν ζεϊ πιά, άλλά έχει πεθάνει τό 1944 σέ θάλαμο άερίων καί συνεχίζει τή ζοίή του μόνο στή φαντασία του, μιά άπόρροια τής τρελής επι θυμίας ένός δολοφονηθέντος πρίν άπό είκοσι χρόνια. Στοχαστικοί άνθρωποι, δπως καί καλλιτέχνες, έχουν κατα γράψει μερικές φορές μιά αίσθηση ότι δέν είναι εντελώς παρόντες. ότι δέν συμμετέχουν, σάν νά μήν είναι αύτοί οί ίδιοι, άλλά κάτι σάν θεατές. Συχνά αύτό άπωθεϊ τούς άλλους· ό Κίρκεγκωρ στήριξε πάνω σέ αύτό τήν πολεμική του εναντίον αύτού πού ό
4!Μ>
ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΠΐ
ϊδιος άποκαλούσε αισθητική σφαίρα. 'Ωστόσο ή κριτική τής φι λοσοφικής προσωποκρατίας συνηγορεί υπέρ τού επιχειρήματος 6τι έκείνη ή θέση Απέναντι στό άμεσο ή όποια εκθέτει άσχημα κάθε υπαρξιακή στάση έχει τήν Αντικειμενική της άλήθεια σέ ένα στοιχείο πού όδηγεϊ πέρα άπό τήν τύφλωση τού αυτοσυντηρητικού κινήτρου. Στό «δεν είναι καί τόσο σημαντικό», τό όποιο ασφαλώς προτιμά νά συμμαχεί μέ τήν άστική ψυχρότητα, τό άτομο μπορεί μάλλον νά συνειδητοποιεί ακόμη τή μηδαμινότητα τής ύπαρξης. Ή Απάνθρωπη πλευρά αυτής τής στάσης, ή ικανό τητα νά αποστασιοποιείται κανείς κοιτάζοντας καί νά παίρνει μιά θέση Ανωτερότητας, είναι τελικά ακριβώς ή ανθρωπιά στήν όποια αντιστέκονται οί ίδεολόγοι τής ανθρωπιάς. "Ως ένα βαθμό φαίνεται εύλογο δτι αύτή ή πλευρά πού συμπεριφέρεται έτσι είναι ή αθάνατη. Ή σκηνή στήν όποια ό Μπ. Σώ στό δρόμο πρός τό θέατρο έδειξε σέ έναν ζητιάνο τήν ταυτότητά του λέγοντας βιαστικά «Τύπος» κρύβει πίσω από τόν κυνισμό μιά συνείδηση αυτού τού πράγματος. Θά συνέβαλλε στήν έξήγηση τού φαινο μένου πού έκανε τόν Σοπενχάουερ νά απορεί: οτι τά συναισθή ματα ένόψει τού θανάτου δχι μόνον άλλων. Αλλά καί τού προ σωπικού. συχνά είναι τόσο αδύναμα. Οί άνθρωποι, χωρίς εξαίρε ση. βρίσκονται Ασφαλώς ύπό τήν έπήρεια τής μαγείας, κανένας δέν είναι ήδη ικανός νά Αγαπήσει καί κατά συνέπεια ό καθένας νομίζει δτι δέν τόν Αγαπούν δσο θά έπρεπε. Αλλά ή στάση τού θεατή έκφράζει καί τήν αμφιβολία άν δλα αυτά είναι δυνατά, ενώ τό υποκείμενο, πού στήν τύφλωσή του πιστεύει πώς είναι σημαντικό, δέν έχει τίποτε άλλο άπό έκείνη τή φτωχική καί στίς παρορμήσεις της ζωώδη έφήμερη ζωή. Ύπό τήν έπήρεια τής μα γείας οί ζωντανοί έχουν νά έπιλέξουν Ανάμεσα στήν Ακούσια Αταραξία -ένα αισθητικό στοιχείο άπό Αδυναμία- καί τήν Απο κτήνωση τού έμπλεκόμενου. Καί οί δύο δυνατότητες είναι ψευ δής ζωή. Αλλά κάτι καί άπό τίς δύο θά έπρεπε νά χαρακτηρίζει καί μιά σωστή άβίαστη στάση καί συμπάθεια. Ανθεκτική Απο δείχθηκε ή ένοχη πίεση τής αυτοσυντήρησης, ίσως μάλιστα ένισχύθηκε ακριβώς άπό τή συνεχώς παρούσα Απειλή. Αλλά ή
ΜΕΤΑ ΤΟ ΑΟΥΣΒΙΤΣ
417
αύτοσυντήρηση πρέπει νά έχει την καχυποψία οτι ή ζωή από τήν όποία άγκιστρώνεται μπορεί νά γίνει αύτό πού τήν κάνει νά τρο μάζει, ένα φάντασμα, ένα μέρος τού κόσμου των πνευμάτων, τόν όποιο ή άγρυπνη συνείδηση άποκαλύτττει ώς άνύπαρκτο. Ή ένο χή τής ζωής πού ώς καθαρό γεγονός κόβει ήδη τήν ανάσα μιας άλλης ζωής, σύμφωνα μέ μιά στατιστική πού συμπληρώνει έναν τρομακτικό άριθμό δολοφονηθέντων μέ έναν έλάχιστον άριθμό διασωθέντων. δέν μπορεί πιά νά συμφιλιωθεί μέ τή ζωή. Αυτή ή ένοχή άναπαράγεται αδιάκοπα, διότι δέν μπορεί νά είναι καμμιά στιγμή έντελώς παρούσα στή συνείδηση. Αύτό, καί τίποτε άλλο, μάς αναγκάζει νά φιλοσοφούμε. Ή φιλοσοφία ύφίσταται τότε τό σόκ ότι δσο πιό βαθιά καί δυνατά διεισδύει, τόσο πιό πολύ τήν καταλαμβάνει ή καχυποψία δτι απομακρύνεται από τό ούτως έχειν τών πραγμάτων οί πιό έπιφανειακές καί πιό τε τριμμένες απόψεις, άν άποκαλυπτόταν κάποτε ή ούσία. θά μπο ρούσαν νά έχουν δίκιο απέναντι σέ έκεϊνες πού στοχεύουν στήν ούσία. Αύτό ρίχνει ένα έκθαμβωτικό φώς στήν ϊδια τήν άλήθεια. Ή είκοτολογική θεώρηση αισθάνεται ένα όρισμένο καθήκον νά παραχωρήσει στόν αντίπαλό της. τόν κοινό νοϋ. τό ρόλο τού διορθωτικού παράγοντα. Ή ζωή τρέφει τό τρομακτικό προαί σθημα δτι αύτό πού πρέπει νά γνωρίσουμε μπορεί νά μοιάζει μέ κάτι προσγειωμένο (down to earth) παρά μέ κάτι πού ανυψώνε ται· αύτό τό προαίσθημα είναι δυνατόν νά έπιβεβαιώνεται καί πέρα από τά πεζά πράγματα, ένώ από τήν άλλη μεριά μόνο στήν άνύψωση βρίσκει τήν ευτυχία της, τήν έπαγγελία τής αλήθειας της. Αν ή πεζότητα είχε τόν τελευταίο λόγο, άν αντιπροσώπευε τήν αλήθεια, αύτό θά έξευτέλιζε τήν άλήθεια. Ή τετριμμένη συ νείδηση. δπως έκφράζεται θεωρητικά άπό τόν θετικισμό καί τόν άστόχαστο νομιναλισμό, μπορεί νάβρίσκεται πιό κοντά στήν adaequatio reí atque cogitationis473 άπό δσο είναι ή έκλεπτυσμένη, κατά γελοιογραφική ειρωνεία σέ βάρος τής άλήθειας νά είναι πιό άληθινή άπό τήν άνώτερη συνείδηση, έκτος άν βρισκόταν μιά έννοια τής άλήθειας διαφορετική άπό έκείνη τής adaequatio. Πρός μιά τέτοια διαφορετική άλήθεια άποβλέπει ή διαίσθηση οτι
ΜΓ.ΤΛΨΥΣΙΚ11 ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
438
ή μεταφυσική θά μπορούσε νά κερδίσει μόνον άν άπορρίψει τόν έαυτό της. Σέ αυτήν οφείλεται μεταξύ άλλων ή μετάβαση στον υλισμό. Αύτή τή ροπή μπορούμε νά τήν παρακολουθήσουμε από τόν έγελιανό Μάρξ μέχρι τή διάσωση τής επαγωγής άπό τόν Μπένγιαμιν τήν άποθέωσή της πρέπει νά αποτελεί τό έργο τού Κάφκα. Αν ή αρνητική διαλεκτική απαιτεί τόν αύτοστοχασμό τής σκέψης, αύτό συνεπάγεται μέ χειροπιαστό τρόπο ότι γιά νά είναι αληθινή ή σκέψη, τουλάχιστον σήμερα, πρέπει νά σκέφτεται καί έναντίον τού εαυτού της. 'Αν δέν δοκιμάζει τις δυνάμεις της πάνω στό άκρότατο στοιχείο, αύτό πού δέν μπορεί νά συλλάβει ή έννοια, τότε ανήκει έξαρχής στόν τύπο τής μουσικής πού κατά προτίμηση συνόδευε τούς βασανισμούς έκ μέρους τών Ές-Ές καί επικάλυπτε τίς κραυγές τών θυμάτων.
2 Στήν κατάσταση τής άνελευθερίας τους ό Χίτλερ έπέβαλε στούς ανθρώπους μιά νέα κατηγορηματική προσταγή: νά ρυθμίζουν τή σκέψη καί τίς πράξεις τους έτσι ώστε νά μήν έπαναληφθεί τό Άουσβιτς. νά μή συμβεϊ τίποτε παρόμοιο. Αύτή ή προσταγή δέν επιδέχεται καμμιά θεμελίωση. όπως άλλοτε ό δεδομένος χαρα κτήρας τής καντιανής προσταγής. Θά ήταν ανοσιούργημα νά τήν πραγματευθεί κανείς συλλογιστικά: αύτή ή προσταγή μάς επιτρέπει νά νιώσουμε μέ τό σώμα μας στήν ηθικότητα τό στοι χείο τού προστιθέμενου474. Μέ τό σώμα μας. επειδή τά άτομα είναι εκτεθειμένα στήν αποστροφή απέναντι στόν άφόρητο σω ματικό πόνο, ή όποια έχει λάβει πρακτικό χαρακτήρα, ακόμη καί άφότου ή ατομικότητα, ως πνευματική μορφή αντανάκλα σης. άρχισε νά εξαφανίζεται. Μόνο στό άμακιγιάριστα ύλιστικό μοτίβο έπειζεί ή ήθική. Ή πορεία τής ιστορίας εξωθεί στόν ύλισμό αύτό πού παραδοσιακά ήταν τό άδιαμεσολάβητο αντίθετό του. τή μεταφυσική. Εκείνο πού τό πνεύμα κάποτε ύπερηφανευόταν ότι τό όριζει ή τό κατασκευάζει ώς όμοιό του κινείται πρός αύτό πού δέν μοιάζει μέ τό πνεύμα. πού δέν δέχεται τήν κυριαρχία τού πνεύματος καί πάνω στό όποιο εντούτοις ή κυ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
43'<
ριαρχία φανερώνεται ώς απόλυτο κακό. Τό σωματικό καί απο μακρυσμένο άπό κάθε νόημα στρώμα τού ζωντανού όντος είναι θέατρο τού πόνου, ό όποιος στά στρατόπεδα έκαψε χωρίς πα ρηγοριά κάθε κατευναστικό στοιχείο τού πνεύματος καί τής αντικειμενικής έκφρασής του, τού πολιτισμού. Ή διαδικασία μέσω τής όποίας ή μεταφυσική άποτραβήχθηκε ακατάσχετα στην περιοχή πού κάποτε άπό τή σύλληψή της έπρεπε νά αντι μάχεται έχει φθάσει στό σημείο φυγής της. Όσο καί άν τρύπω νε μέσα στά ερωτήματα τής ύλικής ύπαρξης, δέν μπόρεσε άπό τήν εποχή τού νεαρού Χέγκελ καί έξής νά άπωθήσει τή φιλοσο φία. εφόσον δέν πουλήθηκε στην εγκεκριμένη ρουτίνα τής σκέ ψης. Ή παιδική ήλικία διαισθάνεται κάτι άπό αυτό στη σαγήνη πού εκπορεύεται άπό τή ζώνη τής άπομάκρυνσης καί θανάτω σης άρρωστων ζώων, άπό τό ψοφίμι, τήν άηδιαστικά γλυκιά οσμή τής σήψης, τίς κακόφημες έκφράσεις γι’ αύτήν τή ζώνη. Ή δύναμη αύτής τής περιοχής στό άσυνείδητο δέν μπορεί νά είναι μικρότερη άπό εκείνη τής παιδικής σεξουαλικότητας. Αύτές οι δύο διαδέχονται σταδιακά ή μία τήν άλλη στήν πρωκτική καθή λωση. άλλά μάλλον δέν είναι τό ίδιο. Μιά άσυνείδητη γνώση ψιθυρίζει στά παιδιά δτι τό κυριότερο είναι αύτά πού άπωθούνται άπό την έκπολιτιστική άγωγή: ή πενιχρή σωματική ύπαρξη άνάβει τό πιό ύψηλό ενδιαφέρον, τό όποιο δέν άπω· θείται ίσως λιγότερο. γεννάει τά ¿ρωτήματα «τί είναι αύτό» καί «πού πάει». Όποιος κατάφερνε νά θυμηθεί πού πήγαινε κάπο τε μονομιάς ό νούς του δταν ακούσε τίς λέξεις Γ.υδθΓ03ί:1ι και 5οΙιινβιη5ύβ§647δ. θά βρισκόταν μάλλον πιό κοντά στην άπόλυτη γνώση άπό δσο τό σχετικό έγελιανό κεφάλαιο, πού την υπόσχε ται στόν αναγνώστη, άλλά άφ’ ύψηλού τού τη στερεί. Θεωρητι κά θά μπορούσε νά άνακληθεί ή ένσωμάτωση τού φυσικού-σωματικού θανάτου στόν πολιτισμό, όχι όμιος γιά χάρη τού όντο λογικά καθαρού όντος θάνατος, άλλά στό όνομα αύτού πού έκφράζει ή βρομιά τών ψοφιμιών καί τό όποιο άποκρύπτει ή μεταμόρφωσή τους σέ σορούς478. Ένας ξενοδόχος όνόματι Άδάμ σκότωνε, μπροστά στά μάτια τού παιδιού πού τόν συ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΜ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
μπαθούσε, μέ ένα ρόπαλο άροοραίους πού ξετρύπωναν στην αύλή- τό παιδί δημιούργησε την εικόνα τού πρωτόπλαστου κατ’ εικόνα καί όμοίωση τού ξενοδόχου. Το γεγονός ότι ξεχνιέται, ότι δεν καταλαβαίνει πιά κανείς τί αισθανόταν κάποτε μπροστά στό άμάξι τού περισυλλέκτη άδέσποτων σκύλων είναι ό Θρίαμ βος τού πολιτισμού καί ή αποτυχία του. Ό πολιτισμός δέν ανέ χεται τή μνήμη έκείνης τής ζώνης, έπειδή συνεχώς επαναλαμβά νει τήν πράξη έκείνου τού Αδάμ καί αύτό άκριβώς δέν συμβι βάζεται μέ τήν άντίληψη γιά τόν εαυτό του. Αποστρέφεται τή δυσωδία, επειδή ό ίδιος βρομάει, επειδή τό παλάτι του. δπως γράφει σέ ένα υπέροχο χωρίο ό Μπρέχτ, είναι χτισμένο μέ κό πρανα σκύλων. Αρκετά χρόνια μετά τή συγγραφή έκείνου τού χωρίου τό Άουσβιτς άπέδειξε μέ μή αναιρέσιμο τρόπο τήν απο τυχία τού πολιτισμού. Τό γεγονός ότι μπορούσε νά συμβεί μέ σα σέ δλη τήν παράδοση τής φιλοσοφίας, τής τέχνης καί τών διαφωτιστικών έπιστημών, εκφράζει κάτι παραπάνω άπό τήν ιδέα ότι ό πολιτισμός, τό πνεύμα, δέν κατάφερε νά συγκινήσει καί νά άλλάξει τούς ανθρώπους. Μέσα στούς ίδιους αυτούς το μείς. στην έμφαντική άξίωση τής αύτάρκειάς τους, κατοικεί ή αναλήθεια. "Ολος ό πολιτισμός μετά τό "Αουσβιτς. μαζί μέ τήν έπείγουσα κριτική του. είναι σκουπίδια. Τό γεγονός ότι παλινορθώθηκε ύστερα άπό όσα συνέβησαν χωρίς αντίσταση στήν περιοχή της τήν έκανε έξολοκλήρου ιδεολογία, κάτι πού δυνητι κά ήταν άπό τότε πού, σέ άντίθεση πρός τήν υλική ύπαρξη, είχε τήν άλαζονική άξίωση νά προσφέρει στήν τελευταία τό φως πού τής στερούσε ό χωρισμός τού πνεύματος άπό τή σωματική εργασία. Όποιος συνηγορεί υπέρ τής διατήρησης τού ριζικά ένοχου καί ξεφτισμένου πολιτισμού γίνεται συνένοχος, ενώ όποιος άρνείται τή συμμετοχή του στόν πολιτισμό προωθεί κα τευθείαν τή βαρβαρότητα, αύτό πού άποδείχθηκε ότι είναι ό πολιτισμός. Ούτε καν ή σιωπή μπορεί νά βγει άπό τόν φαύλο κύκλο· άπλώς δικαιολογεί τήν ύποκειμενική της άνικανότητα μέ τή στάθμη τής άντικειμενικής άλήθειας, τήν όποια έτσι ύποβιβάζει άκόμη μιά φορά σέ ψέμα. "Αν τά άνατολικά κράτη, παρά
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
441
τη φλυαρία γιά τό άντίθετο. κατάργησαν τόν πολιτισμό καί ώς καθαρό μέσον κυριαρχίας τόν μετέτρεψαν σέ σκουπίδια, ό πο λιτισμός πού άναστενάζει γι’ αύτό ύφίσταται αύτό πού τού αξί ζει καί πρός τό όποιο μέ ζήλο κατατείνει άπό τή μεριά του. στό όνομα τού δημοκρατικού δικαιώματος τών ανθρώπων νά τούς προσφέρεται αύτό πού τούς μοιάζει. Μόνο πού ή διοικητική βαρβαρότητα τών στελεχών στίς ανατολικές χώρες, καθώς αύτοπροπαγανδίζεται ώς πολιτισμός καί διαφυλάσσει τόν τε ρατώδη χαρακτήρα του ώς αιώνια κληρονομιά, στέκεται μπρο στά στήν απόδειξη ότι ή πραγματικότητά της, ή βάση, είναι τό σο βάρβαρη άπό τή μεριά της όσο καί τό εποικοδόμημα, τό όποιο άποδομεί καθώς τό διοικεί. Στή Δύση επιτρέπεται του λάχιστον νά τό λέει κανείς ανοιχτά. - Ή θεολογία τής κρίσης διαπίστωσε κάτι στό όποιο άφηρημένα καί κατά συνέπεια μά ταια έναντιώθηκε: ότι ή μεταφυσική έχει συγχωνευθεί μέ τόν πολιτισμό. Ή άπολυτότητα τού πνεύματος, φωτοστέφανος τού πολιτισμού, ήταν ή ίδια αρχή πού άκούραστα ασκούσε βία σέ εκείνο τό οποίο διατεινόταν πώς ¿ξέφραζε. Κανένας λόγος χρωματισμένος άπό τό ύψηλό. όπως καί κανένας θεολογικός λόγος, δέν έχει μετά τό Άουσβιτς δικαίωμα ύπαρξης ώς άπαράλλακτος. Ή πρόκληση τών κληρονομημένων λόγων, ή δοκιμή άν ό θεός τό επιτρέψει ή μήπως έξοργισθεϊ καί παρέμβει έκτέλεσε άκόμη μιά φορά σέ βάρος τών θυμάτων τήν άπόφαση πού είχε έκδώσει προηγουμένως ό Νίτσε γιά τίς ιδέες. Ένας πού άντεξε τό Άουσβιτς καί άλλα στρατόπεδα μέ μιά άξιοθαύμαστη δύναμη δήλωσε μέ έντονη άψιθυμία κατά τού Μπέκετ: άν είχε βρεθεί στό Άουσβιτς, θά έγραφε διαφορετικά, δηλαδή μέ τή θρησκευτική πεποίθηση τού γλυτωμένου άπό τά χαρακώμα τα. πιό θετικά. Ό γλυτωμένος έχει δίκιο, άλλά όχι μέ τόν τρόπο πού νομίζει" ό Μπέκετ, καί όποιος άλλος μπορούσε νά παραμείνει κύριος τού εαυτού του. θά είχε σπάσει εκεί καί μάλλον θά είχε άναγκασθεί νά ομολογήσει τήν πίστη του σέ αυτήν τή θρησκεία τών χαρακωμάτων, τήν όποία ό έπιζήσας εξήγησε μέ τή φράση ότι θέλει νά δώσει θάρρος στούς άνθρώπους: λές καί
Ο ΗΑΝΑΤΟΣ ΣΜΜΙ-ΡΑ
442
αύτό είναι δουλειά οποιοσδήποτε πνευματικού μορφώματος, λες καί ή πρόθεση που αποτείνεται στους ανθρώπους καί ρυθ μίζεται ανάλογα μέ αύτοός δέν στερεί άπό αυτούς εκείνο που δικαιούνται, άκόμη καί άν οί ίδιοι ισχυρίζονται τό αντίθετο. Έδώ έχει φθάσει ή μεταφυσική. 3 Αύτό χαρίζει υποβλητική δύναμη στήν επιθυμία νά αρχίσει άπό τήν αρχή μέ τή μεταφυσική ή. δπως λένε, νά ρωτήσει ριζικά, νά άποξέσει τή φαινομενικότητα μέ τήν οποία ό άποτυχημένος πο λιτισμός έπιχρωματίζει τήν ένοχή του καί τήν αλήθεια. Μόλις δμως εκείνη ή άποδόμηση υποχωρεί απέναντι στόν πόθο γιά ένα άπαράβλαπτο βασικό στρώμα, συνωμοτεί άκόμη πιό πολύ μέ τόν πολιτισμό τόν όποιο κορδώνεται πώς άποδομεί. Ένώ οί φασίστες άστραφταν καί βροντούσαν κατά τού καταστροφικού πολιτιστικού μπολσεβικισμού, ό Χάιντεγγερ έκανε τήν κατα στροφή άξιοσέβαστη ως ένα μέτρο πού επιτρέπει τή διείσδυση σχό είναι. Ή κριτική τού πολιτισμού καί ή βαρβαρότητα δέν ζούν χωρίς νά συμφωνούν. Ή πρακτική δοκιμή της συμφωνίας δέν άργησε νά γίνει. Μεταφυσικές εκτιμήσεις οί όποιες ζητούν νά άπαλλαγοΰν άπό τά στοιχεία τους πού είναι συστατικά τού πολιτισμού, διαμεσολαβημένα. άρνούνται τή σχέση τών δήθεν καθαρών κατηγοριών τους πρός τό κοινωνικό περιεχόμενο. Παραβλέποντας τήν κοινωνία, ενθαρρύνουν τή συνέχιση τής ύπαρ ξής της μέ τίς ύφιστάμενες μορφές, οί όποιες άπό τή μεριά τους φράσσουν τό δρόμο πρός τή γνώση τής άλήθειας μαζί μέ τήν πραγματοποίησή της. Τό είδωλο μιας καθαρής πρωτογενούς εμπειρίας κοροϊδεύει δσο καί τό πολιτιστικά επεξεργασμένο, ό εξαντλημένος θησαυρός κατηγοριών αυτού πού είναι θέσει. Ή μόνη διέξοδος είναι αυτή πού καθορίζει καί τά δύο ως διάμεσο λαβημένα. τόν πολιτισμό ώς σκέπασμα πάνω άπό τήν άκαθαρσία. καί τή φύση, άκόμη καί όπου γίνεται πρωτογενές πέτρωμα τού είναι, ώς προβολή τής κακής πολιτιστικής έπιθυμίας νά μεί νουν τά πράγματα ώς έχουν παρ’ όλες τίς άλλαγές. Ακόμη καί ή
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
443
έμπειρία τού θανάτου δέν αρκεί ώς έσχατο καί αναμφισβήτητο. ώς μεταφυσική δπως έκείνη τήν όποια άλλοτε ό Καρτεσιος παρήγαγε από τό άβάσιμο ego cogitans477. Τό γεγονός ότι οί μεταφυσικές τού θανάτου έκφυλίζονταν σέ μιά διαφήμιση τού ηρωικού θανάτου ή στήν κοινοτοπία τής σκέτης επανάληψης αύτού πού δέν μπορεί νά παραγνωρισθεί. ότι ακριβώς πρέπει νά πεθάνει κανείς, όλη ή ιδεολογική τερα τωδία τους, οφείλεται ασφαλώς στή συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα αδυναμία τής ανθρώπινης συνείδησης νά άντέξει τήν έμπειρία τού θανάτου, ίσως γενικά νά τήν ενσωματώσει μέσα της. Καμμιά άνθρώπινη ζωή πού έχει μιά άνοικτή καί ελεύθερη σχέση πρός τά άντικείμενα δέν αρκεί γιά νά πραγματοποιήσει ό.τι υπάρχει ώς δυνατότητα στό πνεύμα κάθε άνθρώπου* ανάμεσα σέ αύτές καί τό θάνατο υπάρχει ένα χάσμα. Οί νοηματοδοτικοί στοχασμοί πάνω στό θάνατο είναι τόσο άβοήθητοι όσο καί οί ταυτολογικοί. 'Όσο πιό πολύ ή συνείδηση ξεφεύγει από τή ζωικότητα καί γίνεται στερεή καί διαρκής ώς πρός τίς μορφές της. τόσο πιό αναίσθητη γίνεται απέναντι σέ οτιδήποτε δημιουργεί ύποψίες στήν αίωνιότητά της. Μέ τήν ιστορική ένθρόνιση τού υποκειμένου ώς πνεύματος συνδεόταν ή αυταπάτη ότι τό ύποκείμενο είναι κάτι πού δέν μπορεί νά χαθεί γιά τόν άνθρωπο. Αν οί παλαιές μορφές ιδιοκτησίας συμβάδιζαν μέ μαγικές πρα κτικές πού ξόρκιζαν τό θάνατο, σήμερα πιά. όσο πληρέστερα όλες οί άνθρώπινες σχέσεις καθορίζονται από τήν ιδιοκτησία, τόν άποδιώχνει ό όρθός λόγος τόσο επίμονα όσο άλλοτε οί τε λετουργικοί τύποι. Σέ μιά τελευταία βαθμίδα, στήν απόγνωση, γίνεται ό ίδιος ιδιοκτησία. Ή μεταφυσική του άνύψωση τόν άποδεσμεύει άπό τήν έμπειρία του. Ή συνήθης μεταφυσική τού θανάτου είναι απλώς ή άνίσχυρη παρηγοριά τής κοινωνίας γιά τό γεγονός ότι μέσω κοινωνικών αλλαγών οί άνθρωποι έχουν χάσει αύτό πού κάποτε υποτίθεται πώς τούς έκανε τό θάνατο υποφερτό, τήν αίσθηση τής έπικής του ενότητας μέ τή στρογγυλεμένη ζωή. Αλλά καί αυτή ή αίσθηση μπορούσε μόνο νά έξυψο>νει τήν κυριαρχία τού θανάτου μέ τήν κούραση τού γηραιού
Ο ΘΑΝΑΤΟΙ ΣΗΜΕΡΑ
καί κορεσμένου από τη ζωή. ό όποιος νομίζει πώς πεθαίνει σω στά. επειδή ή επίπονη ζωή του προηγουμένως Λέν ήταν κάν ζωή καί τού άφαίρεσε τή δύναμη νά άντισταθεί στό θάνατο. Αλλά στήν κοινωνικοποιημένη κοινωνία, τό πυκνό καί άδιέξοδο δί κτυο που έμμένει στό ένδοκοσμικό πλαίσιό της. οί άνθρωποι αισθάνονται τό θάνατο σάν κάτι εξωτερικό καί ξένο πρός αυτούς, χωρίς τήν ψευδαίσθηση δτι είναι σύμμετρος μέ τή ζωή τους. Δέν μπορούν νά ενσωματώσουν μέσα τους τήν Ιδέα δτι πρέπει νά πεθάνουν. Μέ αύτό συνδέεται ένα λοξό καί ξεκομμέ νο είδος ελπίδας: ακριβώς έπειδή ό θάνατος δέν συγκροτεί, όπως στόν Χάιντεγγερ. τήν όλότητα τής ύπαρξης, νιώθει κανείς, δσο δέν έχει χάσει δλες τίς πνευματικές του δυνάμεις, τό θάνα το καί τούς προαγγέλους του. τίς άρρώστιες. ως κάτι έτερογενές, ξένο πρός τό έγώ. Στά γρήγορα μπορεί κανείς νά αίτιολογεϊ αύτόν τόν τρόπο εμπειρίας μέ τό γεγονός δτι τό έγώ δέν είναι παρά ή αντίθετη πρός τό θάνατο άρχή τής αυτοσυντήρη σης καί ανίκανο νά τόν απορροφήσει μέ τή συνείδηση, πού ή ϊδια είναι έγώ. Αλλά ή εμπειρία τής συνείδησης δέν δίνει πολλή τροφή σέ αύτό· δσον αφορά τό θάνατο, αυτή ή εμπειρία δέν έχει κατ’ ανάγκη τή μορφή τού πείσματος, δπως θά άναμενόταν. Ή έγελιανή διδασκαλία δτι τό ύπάρχον καταστρέφεται από μόνο του δέν έπικυρώνεται ϊσως διόλου από τό ύποκείμενο. Τό γεγονός δτι πρέπει κανείς νά πεθάνει φαίνεται, ακόμη καί γι’ αύτόν πού γερνάει καί συνειδητοποιεί τά σημάδια τής φθίνουσας ζωής του. μάλλον σάν ένα ατύχημα προκαλούμενο άπό τή σωματική του φύση, μέ τά χαρακτηριστικά τού τυχαίου πού προσιδιάζουν στά εξωγενή σήμερα ατυχήματα. Αύτό ενι σχύει τήν είκοτολογική ύπόνοια. πού αποτελεί τήν αντίστιξη στήν άντίληψη γιά τήν προτεραιότητα τού άντικειμένου, μήπως τό πνεύμα έχει ένα στοιχείο αυτοτελές καί χωρίς προσμείξεις, τό οποίο απελευθερώνεται ακριβώς δταν τό πνεύμα δέν κατα βροχθίζει τά πάντα καί άπό τή μεριά του αναπαράγει τήν πα ράδοση στό θάνατο. Παρά τό άπατηλό ενδιαφέρον τής αύτοσυντήρησης δύσκολα θά μπορούσε νά έξηγηθεί ή άνθεκτικότητα
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
445
τής Ιδέας τής αθανασίας, δπως αύτή πού έτρεφε καί ό Κάντ. χωρίς αύτό τό στοιχείο. Αύτή ή άνθεκτικότητα φαίνεται πώς μειώνεται, δπως στά άτομα πού καταπίπτουν, έτσι καί στην Ιστορία τού ανθρώπινου γένους. Μετά την πρό πολλοΰ στά κρυφά άναγνωρισμένη παρακμή τών αντικειμενικών θρησκειών, πού επαγγέλλονταν δτι μπορούν νά άφαιρέσουν τό κεντρί άπό τό θάνατο, αύτός γίνεται σήμερα κάτι έντελώς ξένο λόγω τής κοινωνικά καθοριζόμενης παρακμής τής εμπειρίας γενικά. Όσο λιγότερο ζούν πραγματικά τά ύποκείμενα. τόσο πιό άπότομος καί τρομακτικός είναι ό θάνατος. Από τό γεγονός δτι τά μετατρέπει κυριολεκτικά σέ πράγματα αντιλαμβάνονται τόν διαρκή τους θάνατο, τήν έκπραγμάτιση. τή μορφή τών σχέσεών τους γιά τήν όποία εύθύνονται καί τά ϊδια. Ή ένσωμάτωση τού θανάτου άπό τόν πολιτισμό.χωρίς εξουσία πάνω του καί γελοία ενώπιον του. καί ή συγκάλυψή του μέ ψιμύθια είναι ένας σχη ματισμός αντίδρασης σέ αύτό τό κοινωνικό γεγονός, μιά αδέξια προσπάθεια τής κοινωνίας τής ανταλλαγής νά κλείσει τίς τελευ ταίες τρύπες πού αφήνει ακόμη άνοικτές ό κόσμος τών έμπορευμάτων. Ό θάνατος καί ή ιστορία, προπάντων ή συλλογική τής κατηγορίας άτομο, αποτελούν έναν αστερισμό. Άν κάποτε τό άτομο, ό Άμλετ. μπορούσε νά συμπεραίνει τήν άπολύτως ούσιαστική πραγματικότητά του άπό τήν άναδυόμενη συνείδη ση τού άμετάκλητου χαρακτήρα τού θανάτου, σήμερα ή πτώση τού άτόμου συμπαρασύρει ολόκληρη τήν κατασκευή τής άστικής ύπαρξης. Αύτό πού καταστρέφεται είναι κάτι καθ’ εαυτό καί ίσως δι’ έαυτό τιποτένιο. Έξού καί ό πανικός ένόψει τού θανάτου, πού δέν μπορεί νά μειωθεί παρά μόνο μέ τήν άπο>θηση τού θανάτου άπό τή συνείδηση. Από τίς ιστορικές διαπλοκές δέν μπορεί νά άπομονωθεί ό θάνατος ώς τέτοιος ή ο>ς πρωτογενές βιολογικό φαινόμενο4 7Η. καθώς τό άτομο, φορέ ας τής εμπειρίας τού θανάτου, είναι σέ πολύ μεγάλο βαθμό μιά ιστορική κατηγορία γιά νά είναι δυνατή μιά τέτοια άπομόνωση. Η πρόταση: ύ θάνατος είναι πάντοτε ένα καί τό αύτό. είναι τό σο άφηρημένη δσο καί άναληθής· ή μορφή μέ τήν όποία ή συνεί
44η
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΗΜΒΡΛ
δηση συμβιβάζεται μέ τό θάνατο ποικίλλει μαζί μέ τίς συγκε κριμένες συνθήκες θανάτου ένός ανθρώπου, καί αυτό μέχρι τή σοιματική-φυσική σφαίρα. Μιά νέα φρίκη γνωρίζει ό θάνατος στά στρατόπεδα: μετά τό Άουσβιτς ή έκφραση «φοβάμαι τό θάνατο» σημαίνει ότι φοβάμαι κάτι χειρότερο άπό τό θάνατο. Τί προξενεί ό θάνατος σέ κοινωνικά καταδικασμένους μπορεί νά παρατηρηθεί έκ τών προτέρων βιολογικά σέ αγαπημένους ανθρώπους μεγάλης ήλικίας* όχι μόνο τό σώμα τους, αλλά καί τό έγώ τους, όλα όσα τούς καθορίζουν ως ανθρώπους θρυμμα τίζονται χωρίς άρρώστια καί βίαιη παρέμβαση. Ό,τι απομένει άπό την εμπιστοσύνη στην ύπερβατική τους διάρκεια σβήνει τρόπον τινά στην έπίγεια ζωή: τί μπορεί νά είναι αύτό πού δέν θά πέθαινε! Ή παρηγοριά τών πιστών, ότι ακόμη καί σέ μιά τέ τοια διάλυση ή στήν τρέλα ό πυρήνας τών άνθρώπων εξακολου θεί νά ύφίσταται. αδιάφορη απέναντι σέ κάθε εμπειρία, έχει στοιχεία μωρίας καί κυνισμού. Προεκτείνει τήν αύθάδη μικροα στική σοφία ότι ό άνθρωπος παραμένει έντούτοις πάντοτε αύτό πού ήταν, έπ άπειρον. Έναν μορφασμό δυσαρέσκειας απένα ντι στη μεταφυσική ανάγκη κάνει όποιος γυρίζει τήν πλάτη του σέ αύτό πού άρνεϊται τή δυνατή ικανοποίησή της. Παραταύτα ή σκέψη ότι ό θάνατος είναι τό απολύτως τελευ ταίο παραμένει αδιανόητη. Γλωσσικές προσπάθειες γιά νά έκφράσει κανείς τό θάνατο είναι μάταιες, ακόμη καί όσον αφορά τή λογική* ποιος θά ήταν τό υποκείμενο γιά τό όποιο λέ γεται ότι είναι εδώ ή τώρα νεκρό. Εναντίον τού μοιραίου δέν ξεσηκώνεται μόνον ή ηδονή, ή όποια σύμφωνα μέ τόν φωτισμένο λόγο τού Νίτσε θέλει τήν αιωνιότητα. Άν ό θάνατος ήταν εκείνο τό απόλυτο πού μάταια ή φιλοσοφία ξόρκισε θετικά, τότε τά πάντα είναι ένα τίποτε, ακόμη καί αύτή ή σκέψη γιά τό θάνατο ώς απόλυτο τέλος όδηγεϊ στό κενό* καμμιά σκέψη δέν μπορεί νά είναι κατά κάποιον τρόπο αληθινή, διότι ένα στοιχείο τής αλή θειας είναι ότι ή ίδια καί ό χρονικός πυρήνας της έχουν διάρ κεια* χωρίς καμμιά διάρκεια δέν υπάρχει καμμιά αλήθεια, ό απόλυτος θάνατος θά καταβρόχθιζε καί τό τελευταίο της ίχνος.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΗΜΕΡΑ
447
Ή ιδέα του περιφρονεί τη σκέψη ίσως δσο καί ή ιδέα τής άθανασίας. Αλλά τό άδιανόητο τοΰ θανάτου δέν προστατεύει τή σκέ ψη από την άναξιοπιστία κάθε μεταφυσικής εμπειρίας. Τό πλέγ μα τής τύφλωσης, πού πιάνει όλους τούς ανθρώπους, δέν απου σιάζει ούτε από εκείνο μέ τό όποιο νομίζουν πώς σχίζουν τό πέ πλο. Τή θέση τού καντιανού γνωσιολογικού ερωτήματος, πώς είναι δυνατή ή μεταφυσική, λαμβάνει τό Ιστορικοφιλοσοφικό ερώτημα, άν είναι ακόμη δυνατή ή μεταφυσική έμπειρία. Αύτή δέν ήταν ποτέ τόσο πέρα από τήν επίγεια ύπαρξη όσο άφηνε νά εννοηθεί ή σχολική χρήση τής λέξης μεταφυσική. 'Έχει παρατη ρηθεί ότι ό μυστικισμός. τό όνομα τού όποιου ή αμεσότητα τής μεταφυσικής εμπειρίας έλπίζει ότι θά σώσει άπό τό χαμό του μέσω τής θεσμικής του ενσωμάτωσης, δημιουργεί άπό τή μεριά του κοινωνική παράδοση καί προέρχεται άπό τήν παράδοση, άγνοώντας τή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στίς θρησκείες, οί οποίες άποκαλούν ή μία τήν άλλη αιρέσεις. Τό όνομα τού σώ ματος τού έβραίκού μυστικισμού. καββάλα. σημαίνει παράδο ση. Η μεταφυσική αμεσότητα, όπου τόλμησε νά προχωρήσει πιό πολύ, δέν άρνήθηκε ότι είναι εξαιρετικά διαμεσολαβημένη. Άν όμως επικαλείται τήν παράδοση, πρέπει νά ομολογήσει καί τήν εξάρτησή της άπό τήν κοινωνική στάθμη τού πνεύματος. Στόν Κάντ οί μεταφυσικές ιδέες ήταν βέβαια άπομακρυσμένες άπό τίς υπαρκτικές κρίσεις μιας εμπειρίας πού έπρεπε νά πληρωθεί μέ υλικό, άλλά ύποτίθεται ότι παρά τίς άντινομίες δέν ξέφευγαν άπό τή λογική συνέπεια τού καθαρού Λόγου· σήμερα Οά ήταν παράλογες, άκριβώς όπως άποκαλούνται μέ μιά ένθερμη ταξινομητική άμυνα εκείνες πού εκφράζουν τήν άπουσία της. Αλλά ή συνείδηση πού δέν θέλει νά μήν άρνηθεϊ τήν ίστορικοφιλοσοφική πτώση τών μεταφυσικών ιδεών καί εντούτοις δέν μπορεί νά τήν άνεχθεϊ. διότι τότε θά έπρεπε νά άρνηθεί καί τόν εαυτό της ώς συνείδηση, τείνει νά θεωρεί τήν ίδια τή μοίρα τών μεταφυ σικών ίδεούν ένα μεταφυσικό πρόβλημα, κάνοντας έτσι μιά σύγ χυση πού δέν είναι άπλώς σημασιολογική. Ή άπόγνωση ένόψει τού κόσμου, πού έχει τή βάση της στό πράγμα καί εκφράζει μιά
448
Ι:Υ ΓΥΧ1Λ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΗ ANAMONH
άλήθεια καί επιπλέον δέν είναι αισθητική όδύνη άπό την ανε πάρκεια τού κόσμου ούτε μιά ψευδής καί επάρατη συνείδηση, έγγυάται ήδη. σύμφωνα με τό εσφαλμένο συμπέρασμα που βγάζουν στά κρυφά, τήν ύπαρξη αυτού πού στερούμαστε άπελπιστικό, ένώ βέβαια ή ύπαρξη έχει γίνει ένα οικουμενικό πλέγ μα ενοχής. Από όλο τό ύνειδος πού δικαιολογημένα βαραίνει τή θεολογία τό χειρότερο είναι οί κραυγές χαράς στίς όποιες ξεσπούν οί θετικές θρησκείες γιά τήν άπόγνωση τών μή πιστών. Τελικά άρχίζουν νά ψέλνουν δοξολογίες σέ κάθε περίπτωση άρνησης τού θεού, διότι αύτή χρησιμοποιεί τουλάχιστον τό όνο μα τού θεού. Όπως στήν ιδεολογία πού έχουν καταπιεί όλοι οί πληθυσμοί τής γης τά μέσα σφετερίζονται τούς σκοπούς, έτσι σφετερίζεται στήν άναστημένη μεταφυσική σήμερα ή μεταφυσι κή άνάγκη αύτό πού τής λείπει. Τό περιεχόμενο άλήθειας τού άπόντος γίνεται αδιάφορο' τό ύποστηρίζουν επειδή δήθεν είναι καλό γιά τούς ανθρώπους. Οί συνήγοροι τής μεταφυσικής επι χειρηματολογούν σέ συμφωνία μέ τόν περιφρονούμενο άπό τούς ίδιους πραγματισμό, ό όποιος a priori διαλύει τή μεταφυσική. Ή άπόγνωση είναι ή τελευταία ιδεολογία, καθοριζόμενη άπό ιστο ρικές καί κοινωνικές προϋποθέσεις, καθώς ή πορεία τής γνώσης πού έχει διαβρώσει τίς μεταφυσικές ιδέες δέν μπορεί νά άνακοπεϊ άπό κανένα cui bono479. 4 Όποιος δέν καταδέχεται νά άναγάγει τή μεταφυσική έμπειρία σέ δήθεν πρωτογενή θρησκευτικά βιώματα θά μπορέσει νά φαντασθεϊ τί είναι μεταφυσική έμπειρία μάλλον όπως ό Προύστ. άναλογιζόμενος λόγου χάρη τήν ευτυχία πού επαγγέλλονται ονόματα χωριών όπως Μυρτιώτισσα, Πλατανούσα. Νεραϊδόρρεμα. Άετόβρυση490. Πιστεύει κανείς πώς άν πάει εκεί, θά βρε θεί στόν τόπο εκπλήρωσης, λές καί αύτός υπάρχει. Μόλις βρε θεί πραγματικά σέ ένα άπό αύτά. ή ευτυχία πού έπαγγέλλονταν υποχωρεί όπως τό ουράνιο τόξο. Καί όμως δέν άπογοητεύεται κανείς, παρά μάλλον αισθάνεται πώς. επειδή βρίσκεται
ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΜΟΝΗ
449
πάρα πολύ κοντά, δεν μπορεί νά δει αύτό πού περίμενε. Καί δμως ή διαφορά άνάμεσα στά τοπία καί τίς περιοχές πού σφραγίζουν τόν κόσμο τών εικόνων μιας παιδικής ηλικίας δεν πρέπει νά είναι τόσο μεγάλη. Αύτό πού στό Ίλλιέ άναδύθηκε στόν όρίζοντα τού Προύστ πολλά παιδιά τού ϊδιου κοινωνικού στρώματος τό άπέκτησαν παρόμοια σέ άλλους τόπους. Αλλά γιά νά σχηματισθεϊ αύτό τό γενικό, τό αύθεντικό στην περιγρα φή τού Προύστ. πρέπει νά είναι κανείς συνεπαρμένος σέ έναν τόπο χωρίς νά λοξοκοιτάζει πρός τό γενικό. Γιά τό παιδί είναι αύτονόητο ότι αύτό πού τό καταγοητεύει στην αγαπημένη του μικρή πόλη μόνον έκεί μπορεί νά βρεθεί, άποκλειστικά εκεί καί πουθενά άλλου. Σφάλλει, άλλά ή πλάνη του δημιουργεί τό μο ντέλο τής εμπειρίας, μιάς έννοιας πού έπιτέλους θά ήταν ή έννοια τού ϊδιου τού πράγματος καί όχι ένα πενιχρό κατασκεύ ασμα βγαλμένο από τά πράγματα. Ό γάμος στόν όποιο ό αφη γητής τού Προύστ. παιδί ακόμη, πρώτη φορά είδε τή δούκισσα ντε Γκερμάντ μπορεί νά ήταν ακριβώς έτσι, καί μέ τήν ϊδια δύ ναμη γιά τή μετέπειτα ζωή. όπως ένας άλλος σε άλλο σημείο καί μιά άλλη χρονική στιγμή. Μόνο λαμβάνοντας ύπόψη τό απολύτως ατομικό, τό αδιάλυτο ξεχωριστό μπορούμε νά ελπί ζουμε ότι ακριβώς αύτό έχει ξανασυμβεί καί θά ξανασυμβείμόνον ή κατανόηση αύτού τού πράγματος θά έκπλήρωνε τήν έννοια τής έννοιας. Αύτή όμως συνδέεται μέ τήν ύπόσχεση τής εύτυχίας. ενώ ό κόσμος πού άρνείται νά προσφέρει τήν εύτυχία είναι ό κόσμος τής κυρίαρχης γενικότητας, εναντίον τής όποιας ή προυστική ανασύνθεση τής εμπειρίας στρέφεται μέ πείσμα. Εύτυχία. τό μόνο στή μεταφυσική εμπειρία τό όποιο είναι κάτι περισσότερο από έναν άνίσχυρο πόθο, προσφέρει ό πυρήνας τών άντικειμένων. πού ταυτόχρονα είναι άπομακρυσμένος άπό αύτά. Όποιος ο>στόσο τέρπεται άφελώς άπό μιά τέτοια εμπει ρία. σάν νά είχε στά χέρια του αύτό πού τού ύποβάλλει. ύποκύπτει σέ όρους τού έμπειρικού κόσμου τούς όποιους θέλει νά ύπερβεί καί οί όποιοι όμως είναι οΐ μόνοι πού τού παρέχουν αύτήν τή δυνατότητα. ΊΊ έννοια τής μεταφυσικής έμπειρίας
450
ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΗ ΛΝΑΜΟΝΜ
είναι άντινομική. αλλά όχι δπως διδάσκει ή υπερβατική διαλε κτική τού Κάντ. Ό.τι μεταφυσικό διακηρύσσεται χωρίς τήν έμπειρία τού υποκειμένου, χωρίς τήν άμεση παρουσία του. είναι άνυπεράσπιστο μπροστά στην έπιθυμία τού αύτόνομου υποκειμένου νά μήν αφήσει νά τού επιβάλουν τίποτε πού δέν θά είναι κατανοητό στό ίδιο. Αλλά τό άμεσα προφανές σέ αυτό πάσχει άπό σφαλερότητα καί σχετικότητα. Τό γεγονός ότι στήν κατηγορία τής έκπραγμάτισης. πού ήταν έμπνευσμένη άπό τό ιδανικό τής άρρηκτης ύποκειμενικής αμεσότητας, δέν άρμόζει πιά εκείνος ό χαρακτήρας-κλειδί πού ή απολογητική σκέψη, εύχαριστημένη πού απορροφά υλιστικές ιδέες, μέ υπερβάλλοντα ζήλο τής αποδίδει, άσκεί αναδρομική επίδραση σέ δλα δσα περιλαμβάνει ή έννοια τής μεταφυσικής εμπειρίας. Οί αντικειμενικές θεολογικές κατηγορίες πού άπό τήν εποχή τού νεαρού Χέγκελ επικρίνονται άπό τή φιλοσοφία ώς έκπραγματίσεις δέν είναι διόλου άπλώς κατακάθια πού ή διαλεκτική άποβάλλει. ’Έχουν μιά συμπληρωματική σχέση πρός τήν αδυναμία τής Ιδεαλιστικής διαλεκτικής, ή όποια ώς ταυτιστική σκέψη διεκδικεϊ κάτι πού δέν εμπίπτει στή σκέψη καί τό όποιο. μόλις τό φέρουμε σέ άντίθεση πρός αυτήν ώς τό άπλό Άλλο της. χάνει κάθε δυνατό γνώρισμα. Στήν άντικειμενικότητα τών μεταφυσικών κατηγοριών δέν άποτυπωνόταν μό νον. δπως θέλει ό ύπαρξισμός. ή σκληρή κοινωνία, άλλά καί ή πρωτοκαθεδρία τού άντικειμένου ώς στοιχείου τής διαλεκτικής. Ή ρευστοποίηση δλων τών υλικών πραγμάτων χωρίς σκληρό υπόλειμμα θά ήταν μιά έπαναστροφή στόν ύποκειμενισμό τής καθαρής πράξης, θά ύποστασιοποιοϋσε τή διαμεσολάβηση ώς άμεσότητα. Ή καθαρή αμεσότητα καί ό φετιχισμός είναι εξίσου άναληθείς. Ή επιμονή σέ εκείνη, καί κατά τής έκπραγμάτισης. παραιτεϊται, δπως άντιλήφθηκε ή θεσμοκρατία τού Χέγκελ. αύθαίρετα άπό τό στοιχείο τής ετερότητας στή διαλεκτική, δπως άπό τήν άλλη μεριά ή τελευταία δέν μπορεί νά άκινητοποιηθεΐ σέ κάτι στέρεο πέρα άπό αύτή. σύμφωνα μέ τήν πρα κτική τού όψιμου Χέγκελ. Τό πλεόνασμα δμως πέρα άπό τό
ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΗ ΑΝΑΜΟΝΗ
451
ύποκείμενο. γιά τό όποιο ή ύποκειμενική μεταφυσική εμπειρία δεν εννοεί νά μεταπεισθει καί νά τό έγκαταλείψει. καί τό στοι χείο τής άλήθειας πού συνδέεται μέ τά πράγματα είναι δύο άκρα πού συναντώνται στήν ιδέα τής αλήθειας, διότι αυτή δέν θά υπήρχε ούτε χωρίς τό ύποκείμενο. πού με αγώνα άποσπάται άπό τή φαινομενικότητα, ούτε χωρίς αύτό πού δέν είναι υπο κείμενο καί αποτελεί τό αρχέτυπο τής αλήθειας. - Είναι φανερό δτι ή καθαρή μεταφυσική εμπειρία γίνεται πιό άχρωμη καί χω ρίς συμπαγή συνοχή στήν πορεία τής διαδικασίας έκκοσμίκευσης καί αύτό κάνει τήν ούσιαστικότητα τής παλαιότερης λιγό τερο σκληρή. Παραμένει αρνητικά μέσα σέ εκείνο τό «καί αύτό είναι δλο καί 6λο. δέν ύπάρχει τίποτε άλλο;».τό όποιο εκφρά ζεται κυρίως ώς μάταια αναμονή. Ή τέχνη τό έχει καταγράψει* ό “Αλμπαν Μπέργκ χρησιμοποίησε στόν Βότσεχ τίς πιό ψηλές νότες σέ εκείνα τά μέτρα πού. δπως μόνον ή μουσική μπορεί νά κάνει, εκφράζουν τή μάταιη αναμονή, καί τήν αρμονία τους τήν επανέφερε στίς αποφασιστικές δομές καί στό φινάλε τής Δού λου. Καμμιά τέτοια έννεύρωση δμως. τίποτε άπό εκείνο πού ό Μπλόχ άποκάλεσε συμβολική πρόθεση, δέν είναι προστατευμένο άπό τήν άνάμειξη μέ αύτό πού είναι απλώς ζωή. Ή μάταιη άναμονή δέν έγγυάται αύτό πού άναμένει. άλλά καθρεφτίζει τήν κατάσταση πού ώς μέτρο της έχει τή στέρηση. Όσο λιγότερη ζωή άπομένει. τόσο πιό ελκυστικό είναι γιά τή συνείδηση νά θεωρήσει τά πενιχρά καί άπότομα ύπολείμματα ζωής ώς τό εμφανιζόμενο άπόλυτο. Παραταΰτα τίποτε δέν θά μπορούσε νά έμπειραθεί κανείς ώς άληθινά ζωντανό άν δέν επαγγελλόταν καί κάτι πού θά ύπερέβαινε τή ζωή· πέρα άπό αύτή δέν θά όδηγούσε καμμιά προσπάθεια τής έννοιας. Αύτό ύπάρχει καί δέν ύπάρχει. Ή άπόγνωση πού προκαλεί ή ύφιστάμενη κατάσταση έπεκτείνεται στίς ύπερβατικές ιδέες, οί όποιες κάποτε τήν άνέκοπταν. Ή ιδέα δτι ό πεπερασμένος κόσμος τών άπειρων βα σάνων περιβάλλεται άπό ένα θείο παγκόσμιο σχέδιο άποβαίνει. γιά κάθε άνθρωπο πού δέν φροντίζει γιά τίς δουλειές τού κό σμου. μιά τρέλα πού τόση χαλά συμβιβάζεται μέ τή θετική κα
45:
«ΜΜΑΙϊΝΙΙΜΟΣ»
νονική συνείδηση. Τό γεγονός ότι είναι Αδύνατον νά σωθεί ή θεολογική αντίληψη τού παράδοξου, μιας τελευταίας, ήδη λιμοκτονούσας έπαλξης, επικυρώνεται άπό την πορεία τού κόσμου, ή όποια μεταφράζει τό σκάνδαλο στό όποιο ατενίζει ό Κίρκεγκωρ σέ ανοικτή βλασφημία. 5 Οί μεταφυσικές κατηγορίες εξακολουθούν νά ζούν. έκκοσμικευμένες. σέ αύτό πού στη χυδαία τάση πρός τό ανώτερο λέγεται τό ερώτημα γιά τό νόημα τής ζωής. Τό κοσμοθεωρητικό χρώμα τής έκφρασης καταδικάζει αύτό τό ερώτημα. Σχεδόν αυτόματα Ακο λουθεί ή Απάντηση δτι τό νόημα τής ζωής είναι εκείνο πού δίνει σέ αύτήν ό ερωτών. Ακόμη καί ό υποβιβασμένος σέ επίσημο πι στεύω μαρξισμός, όπως καί ό όψιμος Λούκατς, δέν μιλάει πολύ διαφορετικά. Ή απάντηση είναι εσφαλμένη. Ή έννοια τού νοή ματος εμπεριέχει την αντικειμενικότητα πέρα από κάθε κατα σκευή· ώς κατασκευασμένο είναι ήδη πλασματικό, διπλασιάζει τό έστω συλλογικό υποκείμενο καί τού στερεί αύτό πού φαίνε ται πώς τού παρέχει. Ή μεταφυσική έχει ώς θέμα της κάτι Αντι κειμενικό . χωρίς νά δικαιούται δμως νά απαλλαγεί από τόν ύποκειμενικό στοχασμό. Τά ύποκείμενα είναι έναρμοσμένα στόν έαυτό τους, στή «σύστασή» τους: καθήκον τής μεταφυσικής είναι νά σκεφθεΐ κατά πόσον παραταύτα μπορούν νά δούν πέρα άπό τόν έαυτό τους. Φιλοσοφήματα πού Απαλλάσσονται άπό αύτό τό καθήκον ύποβιβάζονται σέ παρηγοριά. Ή δραστηριότη τα ενός συνδεδεμένου μέ αύτήν τή σφαίρα χαρακτηρίσθηκε ώς έξης πριν άπό δεκαετίες: ταξιδεύει άπό τόπο σέ τόπο καί δίνει διαλέξεις σέ υπαλλήλους γιά τό νόημα τής ζωής. Όποιος Ανα κουφίζεται όταν ή ζωή μοιάζει μέ ζωή καί δέν συντηρείται απλώς, σύμφωνα μέ τή διαπίστωση τού Κάρλ Κράους. γιά χάρη τής παραγωγής καί τής κατανάλωσης διακρίνει μέ περιέργεια καί άμεσα σέ αύτήν τή διατύπωση τήν παρουσία ένός ύπερβατικού στοιχείου. Ό έκφυλισμός τού είκοτολογικού Ιδεαλισμού σέ ένα ερώτημα σχετικά μέ τό νόημα καταδικάζει Αναδρομικά
«ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ»
453
εκείνον πού στην άκμή του. άν καί με κάπως διαφορετικά λόγια, διακήρυσσε ένα τέτοιο νόημα χαρακτηρίζοντας τό πνεύμα ώς τό άπόλυτο. ενώ τό ίδιο δέν μπορεί νά άπαλλαγεί από τό γεγονός δτι προέρχεται άπό τό άνεπαρκές υποκείμενο καί Ικανοποιεί τίς ανάγκες του μέ τό όμοίωμα αύτού τού υποκειμένου. Αύτό είναι τό πρωτογενές φαινόμενο τής ιδεολογίας. Τό δλον τού ίδιου τού ερωτήματος ασκεί μιά γοητεία ή όποια παρά τά καταφατικά κα μώματα είναι τιποτένιο μπροστά στήν πραγματική συμφορά. Άν ένας απελπισμένος πού θέλει νά αύτοκτονήσει ρωτήσει εκείνον ό όποιος τού δίνει κουράγιο γιά νά τόν άποτρέπει άπό μιά τέτοια πράξη γιά τό νόημα τής ζωής, ό αβοήθητος βοηθός δέν θά μπο ρέσει νά τού κατονομάσει κανένα νόημα· άν προσπαθήσει νά τό κάνει, τό νόημα θά είναι άναιρέσιμο. μιά ήχώ τής συναίνεσης δλων (consensus omnium), πού τόν πυρήνα της τόν άπέδωσε ή ρήση δτι ό αύτοκράτορας χρειάζεται στρατιώτες. Ή ζωή πού θά είχε νόημα δέν θά ρωτούσε γι’ αύτό. ενώ τό ίδιο τρέπεται σέ φυ γή μπροστά στό έρώτημα. Τό άντίθετο όμως, ό άφηρημένος μη δενισμός. θά αναγκαζόταν νά σιωπήσει μπροστά στό άντίθετο ερώτημα: γιατί ζεϊς έσύ ό ίδιος. Άν κάνει κανείς τά πάντα, υπο λογίζοντας τό καθαρό κέρδος τής ζωής, αύτό είναι άκριβώς ό θάνατος τόν όποιο θέλει νά άποφύγει τό λεγόμενο έρώτημα γιά τό νόημα, άκόμη καί άν. μή έχοντας άλλη διέξοδο, αφήνει τόν έαυτό του νά ένθουσιασθεϊ άπό τό νόημα τού θανάτου. Αύτό πού χωρίς ταπείνωση θά είχε τό δικαίωμα νά λέγεται νόημα βρί σκεται σέ κάτι άνοικτό, δχι σέ κάτι κλεισμένο στόν έαυτό του* ή θέση δτι ή ζωή δέν έχει νόημα θά ήταν, ώς θετική, τόσο μωρή όσο έσφαλμένο είναι τό άντίθετό της· άληθινή είναι μόνον ώς πλήγμα κατά τής κενής φρασεολογίας πού παρέχει διαβεβαιώσεις. Ακό μη καί ή τάση τού Σοπενχάουερ νά βλέπει τήν ούσία τού κό σμου. την τυφλή βούληση, ύπό τό πρίσμα τής άνθρωπιάς ώς κάτι άπολι'πως αρνητικό δέν άνταποκρίνεται πιά στή στάθμη τής ση μερινής συνείδησης· ή άξίωση γιά πλήρη υπαγωγή είναι υπερβο λικά άνάλογη τής θετικής άξίωσης τών μισητών στόν ίδιο συγ χρόνων του. τών ιδεαλιστών. Αναζωπυρώνεται πάλι ή φυσική
454
-ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΙ»
θρησκεία, ό φόβος τών δαιμόνων, στόν όποιο ό επικούρειος δια φωτισμός άντέταξε κάποτε ώς κάτι καλύτερο τήν άθλια ιδέα τών θεών πού απλώς κοιτάζουν αδιάφοροι. Σέ σύγκριση μέ τόν άνορθολογισμό τού Σοπενχάουερ ό μονοθεϊσμός, τόν όποιο αυτός έπέκρινε μέσα στό πνεύμα τού διαφωτισμού, έχει ένα στοιχείο αλήθειας. Ή μεταφυσική τού Σοπενχάουερ έπαναστρέφεται σέ μιά φάση στήν όποια δέν είχε ξυπνήσει ακόμη, μέσα στή σιωπή.τό αγαθό πνεύμα. Άρνείται τό μοτίβο τής ελευθερίας, πού οί άνθρωποι θυμούνται προσωρινά.ίσως ακόμη καί στή φά ση τής πλήρους άνελευθερίας. Ό Σοπενχάουερ βλέπει τόν φαι νομενικό χαρακτήρα τής ατομικότητας σέ όλο τό βάθος του. αλλά ή οδηγία γιά τήν ελευθερία στό τέταρτο βιβλίο, ή άρνηση τής βούλησης γιά ζωή. είναι επίσης φαινομενική: λές καί τό εφή μεροι άτομοποιημένο είχε τήν παραμικρή έξουσία πάνω στό αρνητικό απόλυτό του. τή βούληση ώς πράγμα καθ’ εαυτό, καί μπορούσε νά βγει από τή μαγεία του χωρίς αύταπάτη καί χωρίς νά έξανεμισθεϊ λόγω τού κενού ολόκληρη ή μεταφυσική τής βού λησης. Ό ολικός ντετερμινισμός δέν είναι λιγότερο μυθικός άπό τήν ολική θεώρηση τής έγελιανής Λογικής. Ό Σοπενχάουερ ήταν ιδεαλιστής παρά τή θέλησή του. έκπρόσωπος τής μαγείας. Τό ίοίιιιτι [ολον] είναι τό τοτέμ. Ή συνείδηση δέν θά μπορούσε νά άπελπισθεί βλέποντας τό γκρίζο, άν δέν διέθετε τήν έννοια ένός διαφορετικού χρώματος, μεμονωμένα ίχνη τού όποιου δέν λεί πουν άπό τό αρνητικό όλον. Αύτό τό χρώμα προέρχεται πάντοτε άπό τό παρελθόν, ή ελπίδα άπό τό άντίθετό της. άπό αύτό πού δέν μπορούσε παρά νά καταποντισθεΐ ή είναι καταδικασμένο* μιά τέτοια ερμηνεία θά ταίριαζε άσφαλώς στήν τελευταία πρό ταση τού κειμένου τού Μπένγιαμιν γιά τίς Έχλεχτιχές συγγένει ες [τού Γκαίτε]: «Μόνο στό όνομα τών άπελπισμένων μάς παρέ χεται ή έλπίδα». Δελεαστικό είναι παραταύτα νά μήν άναζητεί κανείς τό νόημα στή ζωή γενικά, άλλά σέ στιγμές εκπλήρωσης. Αυτές θά μάς άποζημίωναν στήν εγκόσμια ύπαρξη γιά τό γεγο νός ότι αύτή δέν άνέχεται πιά τίποτε έξω άπό τόν εαυτό της. Απαράμιλλη δύναμη εκπορεύεται άπό τόν μεταφυσικό Προύστ.
«ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ»
455
έπειδή ένέδιδε σέ αύτό τό δέλεαρ με αδάμαστο πόθο γιά ευτυ χία όσο κανένας άλλος, χωρίς νά θέλει νά κρατήσει τό έγώ γιά τόν εαυτό του. Αλλά ό αδέκαστος έπικύρωσε στην πορεία του μυθιστορήματος δτι καί εκείνη ή πλησμονή, ή στιγμή πού σώζε ται άπό τήν ανάμνηση, δέν είναι ή εκπλήρωση. Όσο κοντά καί άν βρισκόταν ό Προύστ στόν κύκλο έμπειρίας τού Μπερξόν. ό όποιος ανύψωσε σέ θεωρία τήν ιδέα δτι ή ζωή στή συγκεκριμένη της πραγματικότητα έχει νόημα, άλλο τόσο ό ϊδιος ό Προύστ. κληρονόμος τού γαλλικού μυθιστορήματος τής άνάνηψης άπό τίς ψευδαισθήσεις, ήταν καί κριτικός τού μπερξονισμού. Ό λόγος γιά τήνπλησμονή τής ζωής, γιά έναν lucus a non lucendo481 ακό μη καί δπου υπάρχει φώς. γίνεται μάταιος λόγω τής υπέρμετρης δυσαναλογίας πρός τό θάνατο. 'Άν αύτός είναι άμετάκλητος. τό τε ακόμη καί ή ύποστήριξη ένός νοήματος πού άνατέλλει στό φώς μιας αποσπασματικής, άν καί γνήσιας έμπειρίας είναι ιδεο λογική. Έτσι ό Προύστ, σέ ένα κεντρικό σημείο τού έργου του. στό θάνατο τού Μπερκγότ. σέ αντίθεση πρός δλη τή φιλοσοφία τής ζωής, αλλά χωρίς τήν κάλυψη άπό τίς θετικές θρησκείες, έδωσε μιά αχνή έκφραση στην ελπίδα γιά ανάσταση. Ή ιδέα μιάς πλησμονής τής ζωής, ακόμη καί έκείνη πού επαγγέλλονται στούς ανθρώπους οί σοσιαλιστικές συλλήψεις, δέν είναι ή ουτο πία δπως θέλει νά πιστεύει ή ίδια, διότι αύτή ή πλησμονή δέν μπορεί νά διαχωρισθεϊ άπό τήν απληστία, άπό εκείνο πού τό jugendstil άποκαλούσε πλήρη άπόλαυση τής ζωής, μιά επιθυμία πού έμπεριέχει τή βιαιοπραγία καί τήν ύποδούλωση. Άν δέν ύπάρχει έλπίδα χωρίς τήν ικανοποίηση τού πόθου. τότε αύτός είναι ένταγμένος πάλι στό βδελυρό πλαίσιο τής άνταπόδοσης των ίσων, δηλαδή τής άπελπισίας. Δέν ύπάρχει πλησμονή χωρίς επίδειξη δύναμης. Αρνητικά, δυνάμει τής συνείδησης τής μηδαμινότητας. ή θεολογία έχει δίκιο άπέναντι στούς πιστούς τής εγκόσμιας ζωής. Αύτό είναι τό μερίδιο άλήθειας τών ιερεμιάδων γιά τήν κενότητα τής ύπαρξης. Μόνο πού αύτή δέν θά μπορούσε νά Οεραπευθεί άπό μέσα, άν δηλαδή οί άνθρωποι άλλάξουν νοο τροπία. άλλά μόνο μέ τήν κατάργηση τής στερητικής άρχής. Μα
456
•ΜΜΔΚΝΙΣΜΟΣ·
ζί μέ αύτή θά έξαφανιζόταν τελικά καί ό φαύλος κύκλος τής εκπλήρωσης καί τής οίκειοποίησης: τόσο άλληλένδετες είναι ή μεταφυσική καί ή όργάνωση τής ζωής. Μέ τίς ενδεικτικές λέξεις κενότητα καί απουσία νοήματος συνδέεται καί ή λέξη μηδενισμός. Ό Νίτσε υΙοθέτησε τήν έκφρα ση ή όποια πρωτοχρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία άπό τόν Γιακόμπι 11743-1819]. προερχόμενη ϊσως άπό εφημερίδες πού έγραφαν γιά ρωσικές απόπειρες δολοφονίας. Μέ μιά ειρωνεία γιά τήν όποια τά αύτιά στό μεταξύ έχουν υπεραμβλυνθεί χρησι μοποιούσε τη λέξη γιά νά καταγγείλει τό άντίθετο αυτού πού έννοούσε ή ϊδια στην πρακτική τών συνωμοτών, τόν χριστιανισμό ως τη θεσμοθετημένη άρνηση τής βούλησης γιά ζωή. *Η φιλοσο φία δέν μπόρεσε άπό τότε νά παραιτηθεί άπό αύτή την έκφρα ση. Μέ κονφορμιστικό τρόπο τη μετέτρεψε, σέ μιά κατεύθυνση άντίθετη τού Νίτσε. στην ένσάρκωση μιας κατάστασης πού κα ταγγέλλεται ή αύτοκατηγορεϊται ώς άνάξια καί τιποτένια. Γιά τη συνήθεια τής σκέψης πού θεωρεί τόν μηδενισμό σέ κάθε περί πτωση κακό αυτή ή κατάσταση περιμένει τήν ένστάλαξη ενός νοήματος, άδιάφορο άν ή κριτική τού νοήματος, ή οποία άποδίδεται στόν μηδενισμό, είναι θεμελιωμένη ή δχι. Τέτοιες άναφορές στόν μηδενισμό είναι κατάλληλες γιά έξάψεις φανατισμού, παρ’ όλη τή μή δεσμευτικότητά τους. Καταστρέφουν όμως ένα σκιάχτρο πουλιών πού έστησαν οί ίδιες. Ή πρόταση: τά πάντα είναι ένα τίποτε, είναι τόσο κενή όσο ή λέξη τό είναι, μέ τήν όποια τήν ταΐίτισε ή έγελιανή κίνηση τής έννοιας, όχι γιά νά ση μειώσει τήν ταυτότητά τους. άλλά. άνατρέχοντας προοδευτικά καί πάλι πίσω άπό τήν άφηρημένη μηδενικότητα. γιά νά θέσει στή θέση αύτών τών δύο κάτι καθορισμένο, τό όποιο ώς τέτοιο θά ήταν κάτι περισσότερο άπό τό τίποτε. Ή ιδέα ότι οί άνθρω ποι θέλουν τό τίποτε. τήν όποια σέ όρισμένα σημεία υποβάλλει ό Νίτσε. θά ήταν γελοία ϋβρις γιά κάθε ορισμένη άτομική βούληση. άκόμη καί άν ή οργανωμένη κοινωνία κατάφερνε νά κάνει τή γή άκατοίκητη ή νά τήν τινάξει στόν άέρα. Ότι κάποιος πιστεύει στό τίποτε δύσκολα θά μπορούσε νά σημαίνει κάτι περισσότερο
■ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ»
457
από τό ίδιο τό τίποτε* τό κάτι που. θεμιτά ή όχι. εύνοεί ή λέξη πίστη δέν είναι, σύμφωνα με τη σημασία του. ένα τίποτε. Ή πί στη στό τίποτε θά ήταν τόσο άνοστη όσο καί ή πίστη στό είναι, ένα ήρεμιστικό του πνεύματος πού ικανοποιείται καταλαβαίνο ντας την απάτη. Επειδή ή σκηνοθετημένη πάλι σήμερα αγανά κτηση γιά τόν μηδενισμό είναι δύσκολο νά αφορά έκείνον τόν μυστικισμό πού άκόμη καί στό μηδέν, τό στερητικό μηδέν, ανα καλύπτει έκεϊνο τό κάτι, τό όποιο τώρα δέν είναι αποδεκτό, καί μπαίνει στή διαλεκτική πού άποδεσμεύεται άπό τήν ίδια τή λέξη τίποτε, πρέπει μάλλον νά εικάσουμε ότι, μέ τήν κινητοποίηση τής μισητής άπό όλους λέξης πού δέν συμβιβάζεται μέ τήν οικουμενική ζωηρότητα, άπλώς δυσφημείται ήθικά όποιος άρνεϊται νά ύπεισέλθει στή δυτική κληρονομιά τής θετικότητας καί δέν ύπογράφει κανένα νόημα τής κατεστημένης τάξης πραγ μάτων. "Οταν όμως μιλούν γιά τόν μηδενισμό των άξιων, εννοώ ντας ότι δέν υπάρχει τίποτε στό όποιο μπορεί κανείς νά στηριχθεϊ. αύτό είναι μιά κραυγή γιά εκείνο πού στήν ϊδια υποδεέστε ρη γλωσσική σφαίρα άποκαλεϊται υπέρβαση. 'Έτσι όμως κλείνει ή προοπτική μήπως μόνον ή κατάσταση στην όποια δέν θά μπο ρούσε κανείς νά στηριχθεϊ σέ τίποτε θά ήταν πιό ταιριαστή στήν άνθρώπινη άξιοπρέπεια. μιά κατάσταση πού θά έπέτρεπε στή σκέψη νά συμπεριφέρεται έπιτέλους τόσο αύτόνομα όπως άπλώς τό ζητούσε πάντοτε ή φιλοσοφία άπό τή σκέψη, ένώ τήν ίδια στιγμή τήν εμπόδιζε νά τό πράξει. Οί ύπερβάσεις. άκόμη καί αυτή τού μηδενισμού μαζί μέ τή νιτσεϊκή. ή όποια τόν εννο ούσε άλλιώς καί έντούτοις προσέφερε συνθήματα στόν φασισμό, είναι πάντοτε χειρότερες άπό αύτό πού υπερβαίνουν. Τό μεσαι ωνικό στερητικό μηδέν (nihil privatirum). πού άναγνώριζε τήν έννοια τού τίποτε ώς άρνηση ενός πράγματος καί όχι ώς φορέα μιας δικής του σημασίας. υπερτερεί τών ένθερμων υπερβάσεων όσο καί ή εικόνα τής νιρβάνας, πού ύπονοεί τό τίποτε ώς κάτι. Εκείνοι γιά τούς όποιους ή άπόγνωση δέν είναι τεχνικός ό(Η>ς θά μπορούσαν νά ρωτήσουν μήπως είναι καλύτερα νά μήν υπάρ χει τίποτε παρά νά υπάρχει κάτι. 'Αλλά καί σέ αύτό δέν μπορεί
■ΜΜΑΕΝΙΣΜΟΙ»
να δοθεί μιά γενική απάντηση. Γιά έναν άνθρωπο στό στρατό πεδο συγκέντρωσης, άν μπορεί νά τό κρίνει κάποιος πού διέφυ γε έγκαιρα, θά ήταν προτιμότερο νά μην είχε γεννηθεί. Παραταύτα τό ιδανικό τού τίποτε Οά ¿ξανεμιζόταν μπροστά στην πρώτη λάμψη ενός ματιού ή άκόμη καί μπροστά σε ένα έλαφρό χτύπημα της ούράς ένός σκύλου πού τού έδωσαν έναν καλό μεζέ, τόν όποιο σύντομα ξεχνάει. Στό ¿ρώτημα άν είναι μηδενιστής, ένας σκεπτόμενος θά έπρεπε μάλλον νά άπαντήσει σωστά: πολύ λίγο· καί αύτό ίσως λόγω ψυχρότητας, έπειδή ή συμπόνια του μέ δ,τι πάσχει είναι πολύ μικρή. Στό τίποτε κορυφώνεται ή άφηρημένη σκέψη, καί τό άφηρημένο είναι τό άπορριμμένο. Ό Μπέκετ άντέδρασε στήν κατάσταση τού στρατοπέδου συγκέντρωσης, τήν οποία δέν κατονομάζει λές καί ισχύει γι’ αυτήν ή άπαγόρευση τών εικόνων, μέ τόν μόνο ευπρεπή τρόπο πού απομένει. Ό.τι υπάρχει είναι γι’ αύτόν όπως τό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μιά φορά μιλάει γιά ισόβια θανατική ποινή. Ή μόνη έλπίδα πού διαφαίνεται είναι νά μήν υπάρχει τίποτε πιά. Τήν απορρίπτει καί αύτή. Μέσα από τό χάσμα τής ασυνέπειας πού προκύπτει τότε εμφανίζεται ό κόσμος τών εικόνων τού τίποτε ώς κάτι, τόν όποιο διατηρούν τά έργα του. Αλλά στήν κληρονομιά τής δράσης μέσα σέ αύτά. στή φαινομενικά στωική συνέχιση τής ζωής, βγαίνει ή άηχη κραυγή δτι τά πράγματα πρέπει νά άλλάξουν. Ένας τέτοι ος μηδενισμός ύπονοεί τό αντίθετο τής ταύτισης μέ τό τίποτε. Όπως στους Γνωστικούς, ό δημιουργημένος κόσμος είναι ριζικά κακός καί ή άρνησή του συνιστά τή δυνατότητα ένός άλλου, πού δέν ύπάρχει άκόμη. Όσο 6 κόσμος είναι δπως είναι, δλες οί εικόνες τής συμφιλίωσης, τής ειρήνης καί τής ήρεμίας μοιάζουν μέ εκείνες τού θανάτου. Ή πιό μικρή διαφορά άνάμεσα στό τί ποτε καί σε αύτό πού βρήκε τήν ήσυχία του θά ήταν τό καταφύ γιο τής έλπίδας. μιά ούδέτερη ζώνη άνάμεσα στά όρόσημα τού είναι καί τού τίποτε. Στή θέση τής ύπέρβασης ή συνείδηση θά έπρεπε νά άρπάξει άπό τά χέρια ¿κείνο πού δέν ύπόκειται στήν επιλογή μεταξύ τού ένός ή τού άλλου. Μηδενιστές είναι ¿κείνοι πού άντιτάσσουν στόν μηδενισμό τίς όλοένα καί πιό ξεπλυμένες
Η ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ KANT
45V
θετικότητές τους καί μέσω αυτών συνωμοτούν με κάθε ύφιστάμενη άχρειότητα καί τελικά μέ τήν ϊδια τήν αρχή τής κατα στροφής. Τιμή γιά τή σκέψη είναι νά υπερασπίζεται αυτό πού έπικρίνεται ως μηδενισμός.
6 Ή άντινομική δομή τού καντιανού συστήματος έξέφρασε κάτι περισσότερο άπό τίς αντιφάσεις στίς όποιες κατ’ ανάγκη πε ριήλθε ή είκοτολογική θεώρηση μεταφυσικών αντικειμένων: κάτι ίστορίκοφιλοσοφικό. Ή δυνατή επίδραση τής κριτικής τού Λό γου, πού ξεπέρασε τό γνωσιολογικό της περιεχόμενο, πρέπει νά αποδοθεί στήν πιστότητα μέ τήν όποια τό έργο κατέγραψε τήν κατάσταση τής εμπειρίας τής συνείδησης. Ή ιστοριογραφία τής φιλοσοφίας βλέπει ως επίτευγμα τού βιβλίου προπάντων τόν σαφή χωρισμό μεταξύ τής έγκυρης γνώσης καί τής μεταφυσικής. Πραγματικά κατ’ άρχάς εμφανίζεται ώς θεωρία τών επιστημο νικών κρίσεων, όχι ώς κάτι περισσότερο. Ή γνωσιολογία καί ή λογική ύπό τήν ευρύτερη έννοια καταπιάνονται μέ τήν έρευνα τού έμπειρικού κόσμου σύμφωνα μέ νόμους. Ό Κάντ όμως προτίθεται νά κάνει κάτι παραπάνω. Μέσω τού γνωσιολογικού στο χασμού δίνει στά λεγάμενα μεταφυσικά ερωτήματα τή διόλου ουδέτερη απάντηση ότι αύτά κατά βάθος δέν επιτρέπεται νά τί θενται. Κατ’ αύτά ή Κριτική τού καθαρού Λόγου προδιαμορφώνει τόσο τήν έγελιανή διδασκαλία, ότι ή λογική καί ή μεταφυσική είναι ενα καί τό αύτό. όσο καί τή θετικιστική. ή όποια παρακά μπτει τά ερωτήματα άπό τά όποια θά έξαρτώνταν τά πάντα κα ταργώντας τα. κρίνοντάς τα εμμέσως αρνητικά. Από τή θεμε λιώδη άξίωση τής γνωσιολογίας, πού αναλαμβάνει νά φέρει τό όλον. ό γερμανικός ιδεαλισμός παρήγαγε κατά παρέκταση τή μεταφυσική του. Σέ τελική ανάλυση ή κριτική τού Λόγου, ή όποια αμφισβητεί τήν αντικειμενικά έγκυρη γνώση τού απολύ του. κρίνει μέ αύτό άκριβώς τό ίδιο τό απόλυτο. Αύτό τό προέβαλε ό ιδεαλισμός. Παραταύτα ή συνέπειά του μετατρέπει αύτό τό μοτίβο στό άντίθετό του καί σέ άναλήθεια. Στίς άντικειμενι-
κα πολύ πιό σεμνές. τίς έπιστημολυγιχές διδασκαλίες του Κάντ αποδίδεται μιά θέση έναντίον τής όποίας. παρά τόν αναπόφευχτο χαρακτήρα της αιτιολογημένα άμόνονταν. Παρά τή θέλησή του ό Κάντ ύφίσταται. λήγω τών αυστηρά συναγόμενων συμπε ρασμάτων του. μιά έπέκταση πέρα άπή τά όρια τής έπιστημολογίας. Ή συνέπεια τού ιδεαλισμού παραβαίνει τή μεταφυσική έπιφύλαξη τού Κάντ- ή καθαρά συνεπής σκέψη όδηγεΐται Ακά θεκτα στό απόλυτο. Άντιθετικιστική ήταν ή ομολογία τού Κάντ δτι ό Λόγος έμπλέχεται άναγκαστικά σέ έκεϊνες τίς άντινομίες τίς όποιες έλυσε στή συνέχεια μέ λογικά έπιχειρήματα4“. Καί όμως δεν θεωρεί ανάξιο νά καταφύγει στή θετικιστική παρηγο ριά ότι στά στενά περιθώρια πού Αφήνει στό Λόγο ή κριτική τής ικανότητάς του μπορεί κανείς νά εγκατασταθεί, ευχαριστημένος μέ τό σταθερό έδαφος κάτω Από τά πόδια του. Συμφωνεί μέ τήν εξαιρετικά αστική Αποδοχή τών στενών προσωπικών δυνατοτή των. Σύμφωνα μέ τήν έγελιανή κριτική τού Κάντ ή δικαστική κρίση τού Λόγου ως πρός τό ερώτημα άν ό Λόγος έχει ξεπεράσει τά όρια τής δυνατότητας τής έμπειρίας καί άν αυτό είναι επιτρεπτό προϋποθέτει ήδη μιά θέση πέρα Από τίς χωριστές πε ριοχές πάνω στόν καντιανό χάρτη, τρόπον τινά μιά τρίτη δικα στική αρχή48*. Ό τοπολογικός ζήλος τού Κάντ. χωρίς σχετικές εξηγήσεις, ύπέθεσε. ώς δυνατότητα απόφασης, έκείνη τήν ύπέρβαση Απέναντι στην περιοχή τής διάνοιας γιά τήν όποια απαγο ρεύει νά έκφέρονται θετικές κρίσεις. Τέτοια κρίνουσα Αρχή έγινε γιά τόν γερμανικό ιδεαλισμό τό απόλυτο ύποκείμενο.τό «πνεύ μα». πού τότε μόνο παράγει τή διχοτομία ύποκειμένου-αντικειμένου καί κατά συνέπεια τό όριο τής πεπερασμένης γνώσης. Αφού όμως μιά τέτοια μεταφυσική Αντίληψη γιά τό πνεύμα έχει Αποδυναμωθεί. ή όριοθετική πρόθεση περιορίζει μόνον αυτόν πού έρχεται νά γνωρίσει, τό υποκείμενο. Τό κριτικό ύποκείμενο γίνεται καρτερικό καί παραιτεϊται. Μή εμπιστευόμενο πιά τό άπειρο τής ούσίας. πού έμψυχώνει τό ϊδιο. όχυρώνεται. σέ Αντί θεση πρός τήν ουσία του. στή δική του πεπερασμένη περιοχή καί στόν πεπερασμένο κόσμο, θέλει νά είναι Ανενόχλητο Ακόμη καί
Η ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ KANT
461
στις μεταφυσικές μετουσιώσεις, τό άπόλυτο γίνεται γιά τό ύποκείμενο μιά άσκοπη ένασχόληση. Αύτή είναι ή κατασταλτική πλευρά τού κριτικισμού· οί ιδεαλιστές πού ακολούθησαν ήταν τόσο πιό μπροστά άπό την τάξη τους, πού έναντιώθηκαν σέ αυτή τήν παραίτηση. Στή ρίζα αύτού πού ό Νίτσε εξυμνούσε άκόμη ώς διανοητική εντιμότητα έλλοχεύει τό αύτομίσος τού πνεύματος, ή έσωτερικευμένη προτεσταντική όργή κατά τού έκπορνευόμενου Λόγου. Ή όρθολογικότητα. ή όποια αποκλείει τή φαντασία, ενώ αύτή είχε μεγάλη άξια άκόμη στούς διαφωτι στές καί τόν Σαίν-Σιμόν καί τώρα, ώς συμπλήρωμα, συρρικνώ νεται άπό μόνη της. είναι άνορθολογιστικά διεφθαρμένη. Ό κρι τικισμός άλλάζει επίσης τή λειτουργία του: πάνω του έπαναλαμβάνεται ή μετεξέλιξη τής άστικής τάξης άπό επαναστατική σέ συντηρητική. Απόηχος αύτής τής φιλοσοφικής τάξης πραγμά των είναι ή κακία τού περήφανου γιά τή στενοκεφαλιά του κοι νού νού. ή όποία είναι άπλωμένη σήμερα σέ δλον τόν κόσμο. Συνηγορεί ύπέρ τού άντιθέτου. δτι τό όριο, ή λατρεία τού όποι ου ενώνει πλέον τούς πάντες. δέν πρέπει νά είναι σεβαστό. Αύτή ή κακία είναι «θετική», σημαδεμένη άπό εκείνη τήν αυθαι ρεσία τών ύποκειμενικών πράξεων γιά τίς όποιες ό κοινός νούς. όπως ένσαρκώνεται άπό τόν Μπάμπιτ4*4. κατηγορεί τήν είκοτολογική-θεωρητική σκέψη. Ή παραβολή τού Κάντ γιά τή χώρα τής άλήθειας, τό νησί μέσα στόν ωκεανό, χαρακτηρίζει άντικειμενικά τή διανοητική εύτυχία σέ μιά γωνιά ώς ροβινσονάδα: άκριβώς όπως ή δυναμική τών παραγωγικών δυνάμεων δέν άργησε νά καταστρέψει τήν ειδυλλιακή κατάσταση στήν όποία οι μικροαστοί, μέ δικαιολογημένη δυσπιστία άπέναντι σέ αύτήν τή δυναμική, θά έπιθυμούσαν νά παραμείνουν. Σέ χτυπητή άντίθεση πρός τό καντιανό πάθος τού άπειρου βρίσκεται ή πεζότητα τής διδασκαλίας του. Αν ό πρακτικός Λόγος έχει τήν πρωτοκα θεδρία άπέναντι στόν θεωρητικό, θά έπρεπε καί ό δεύτερος, πού είναι επίσης ένας τρόπος συμπεριφοράς, νά μπορεί νά φθάσει σέ έκείνο γιά τό όποιο ό ύπερκείμενός του δήθεν είναι ικανός, αλλιώς θά άχμηστευόταν ή έννοια τού Λόγου άπό τήν τομή άνά-
1111IIHYMIA Tl 1Σ AIAIOTHÏ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
μέσα στη διάνσια καί τό Λόγο. Ιΐρός αύτή την κατεύθυνση έξωθεΐται όμως ό Κάντ από την άντίληψή του γιά την έπιστημονικότητα. Δέν έπιτρέπεται νά τό πει καί εντούτοις πρέπει νά τό πειή ασυμφωνία, πού τόσο εύκολα καταγράφεται στην ιστορία τού πνεύματος ώς κατάλοιπο τής παλαιότερης μεταφυσικής, παράγεται από τό ϊδιο τό πράγμα. Ή νήσος τής γνώσης, την όποια περηφανεύεται πώς χωρομέτρησε ό Κάντ. λόγω τής στενοκέφα λης αύτοπεποίθησής της περιέρχεται στην αναλήθεια, την όποια προβάλλει πάνω στη γνώση τού άπεριόριστου. Είναι αδύνατον νά άναγνωρισθεΐ στη γνώση τού πεπερασμένου μιά αλήθεια πού άπό τή μεριά της έχει παραχθεί από τό απόλυτο -στή γλώσσα τού Κάντ: άπό τό Λόγο-, στό όποιο ή γνώση δέν μπορεί νά φθάσει. Ό ώκεανός τής μεταφορικής έκφρασης τού Κάντ απει λεί νά καταπιεί κάθε στιγμή τό νησί. 7 Ή ιδέα ότι ή μεταφυσική φιλοσοφία, όπως αυτή πού 'ιστορικά συμπίπτει στήν ούσία της μέ τά μεγάλα συστήματα, είναι πιό λαμπρή άπό τά έμπειριστικά καί θετικιστικά συστήματα δέν είναι, όπως θέλει νά μάς κάνει νά πιστέψουμε ή χαζή έκφραση, ποίηση τών εννοιών, απλώς αισθητική, ούτε μιά ψυχολογική έκπλήρωση επιθυμιών. Ή ένύπαρκτη ποιότητα μιάς σκέψης: ή δύναμη, ή άντίσταση. ή φαντασία, ή ενότητα τής κριτικής μέ τό άντίθετό της. πού έκδηλώνεται σέ αύτήν τή σκέψη, άν δέν είναι μιά λυδία λίθος τής άλήθειας. είναι τουλάχιστον μιά ένδειξη. 'Ότι ό Κάρναπ καί ό Μήζες είναι πιό άληθινοί άπό τόν Κάντ καί τόν Χέγκελ δέν θά μπορούσε νά είναι ή αλήθεια, ακόμη καί αν αύτό ευσταθούσε. Ό Κάντ τής κριτικής τού Λόγου είπε άνοικτά στή διδασκαλία περί ιδεών ότι χωρίς μεταφυσική ή θεωρία είναι άδύνατη. Τό γεγονός όμως ότι είναι δυνατή περικλείει εκείνο τό δι καίωμα τής μεταφυσικής στό όποιο έπέμενε ό ίδιος ό Κάντ. πού μέ τήν απήχηση τού έργου του συνέτριψε τή μεταφυσική. Ή διά σωση τής νοητής σφαίρας άπό τόν Κάντ δέν είναι μόνον αύτό πού όλοι ξέρουν, μιά προτεσταντική άπολογητική. άλλά θέλει νά
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
παρέμβει καί στη διαλεκτική τού διαφωτισμού εκεί δποο κατα λήγει στήν κατάργηση τού ίδιου τού Λόγου. Ή καντιανή επιθυ μία τής διάσωσης τού νοητού δέν έχει τίς ρίζες της απλώς στον ευσεβή πόθο νά διατηρήσει κάτι από τίς παραδοσιακές ιδέες μέ σα στόν νομιναλισμό καί σέ άντίθεση πρός αύτόν. αλλά πολύ βαθύτερα, κάτι πού μαρτυρεί ή κατασκευή τής άθανασίας ώς ενός αιτήματος τού πρακτικού Λόγου. Αύτό τό αϊτημα καταδι κάζει τήν αφόρητη ύφιστάμενη κατάσταση καί ένισχύει τό πνεύμα πού έρχεται νά τή γνωρίσει. Τό γεγονός δτι καμμιά ένδοκοσμική βελτίωση δέν θά έπαρκούσε γιά νά αποδοθεί δικαι οσύνη στούς νεκρούς καί δτι καμμία δέν θά έθιγε τήν αδικία τού θανάτου κάνουν τόν καντιανό Λόγο νά ελπίζει παρά τό Λόγο. Τό μυστικό τής φιλοσοφίας του είναι τό άδιανόητο τής απόγνωσης. Αναγκασμένος άπό τή σύγκλιση δλων των σκέψεων σέ ένα από λυτο. δέν έμεινε μόνο στό απόλυτο δριο ανάμεσα στό απόλυτο καί τό ύπάρχον. πού δέν ήταν λιγότερο αναγκασμένος νά τό χα ράξει. Έπέμενε στίς μεταφυσικές ιδέες καί δμως δέν έπέτρεπε τό άλμα άπό τήν ιδέα τού απολύτου, τό όποιο θά μπορούσε νά πραγματοποιηθεί κάποτε δπως ή αίώνια ειρήνη, στήν πρόταση δτι γι' αύτόν τό λόγο τό απόλυτο ύπάρχει. Ή φιλοσοφία του. δπως άλλωστε θά μπορούσε νά λεχθεί γιά κάθε φιλοσοφία, κι νείται γύρω άπό τήν όντολογική άνάδειξη τής ύπαρξης τού θεού. Μέ μιά μεγαλοπρεπή άμφισημία άφησε τή δική του θέση άνοικτή· άπέναντι στό μοτίβο τού «Πρέπει νά κατοικεί ένας αιώνιος πατέρας», τό όποιο ή σύνθεση τού καντιανού ύμνου Στη χαρά άπό τόν Μπετόβεν. ύπακούοντας στό καντιανό πνεύμα, τόνισε στό «πρέπει»4*5, βρίσκονται τά χοιρίς στά όποια ό Κάντ. πού εδώ είναι τόσο κοντά στόν Σοπενχάουερ, ό οποίος τόνιζε άργότερα αυτή τήν εγγύτητα, άπέρριψε τίς μεταφυσικές ιδέες, προ πάντων αύτήν τής άθανασίας. ώς εγκλωβισμένες στίς παραστά σεις τού χώροο καί τού χρόνου καί κατά συνέπεια ώς περιορι σμένες. Απαξίωσε νά περάσει στήν κατάφαση. Τό καντιανό φράγμα, ή θεωρία γιά τά δρια τής δυνατής θε τικής γνώσης. προέρχεται σύμφωνα καί μέ τήν κριτική τού Χέ-
4Μ
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΙΉΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
γκελ άπό τόν δυϊσμό μορφής-περιεχομένου. Ή άνθρώπινη συνεί δηση. έτσι έπιχειρηματολογεΐ άνθρωπολογικά. είναι τρόπον τινά ισόβια καταδικασμένη νά μένει μέσα στις μορφές τής γνώσης πού είναι γι’ αύτή μιά γιά πάντα δεδομένες. Αυτό πού προσβάλ λει τή γνώση δέν χρειάζεται κανέναν καθορισμό. τόν όποιο δέχε ται μόνον άπό τίς μορφές τής συνείδησης. Αλλά οΐ μορφές δέν είναι τό πρώτο καί τελευταίο, δπως τίς εμφανίζει ό Κάντ. Βάσει τής αμοιβαιότητας ανάμεσα σέ αύτές καί τό ύπάρχον περιεχόμε νο αναπτύσσονται καί οί 'ίδιες. Αύτό όμως δέν συμβιβάζεται μέ την άντίληψη γιά τό ακατάλυτο φράγμα. Άπαξ καί οί μορφές είναι στοιχεία μιας δυναμικής, κάτι πού στήν πραγματικότητα άνταποκρίνεται ήδη στήν άντίληψη γιά τό ύποκείμενο ώς πρω ταρχική έπαναντίληψη, ή θετική τους σύσταση δέν μπορεί νά συνομολογηθεϊ γιά κάθε μελλοντική γνώση, όπως καί κανένα άπό τά περιεχόμενα, χωρίς τά όποια δέν υπάρχουν καί μαζί μέ τά όποια άλλάζουν. Μόνον αν ή διχοτομία μορφής-περιεχομένου ήταν άπόλυτη, θά μπορούσε ό Κάντ νά ίσχυρισθεί ότι ή διχοτομία άπαγορεύει κάθε προερχόμενο πού προέρχεται μόνον άπό τίς μορφές, κάθε μή ουσιαστικό ή καθ’ ύλην, περιεχόμενο. Άν στίς ίδιες τίς μορφές προσιδιάζει αυτό τό καθ’ ύλην στοιχείο, τό τε τό φράγμα φαίνεται δημιουργημένο άκριβώς άπό τό ύποκεί μενο πού εμποδίζεται άπό τό φράγμα. Τό ύποκείμενο έξυψώνεται καί ταυτόχρονα ταπεινώνεται όταν τό όριο τοποθετείται μέ σα του. μέσα στήν ύπερβατική-λογική όργάνωσή του. Ή απλοϊ κή συνείδηση, τήν όποια συμπαθούσε μάλλον καί ό Γκαίτε: δέν τό ξέρουμε άκόμη, αλλά τό αίνιγμα μπορεί εντούτοις νά λυθεί, βρίσκεται πιό κοντά στη μεταφυσική αλήθεια άπό όσο τό ignoramus486 τού Κάντ. Ή άντιιδεαλιστική του διδασκαλία γιά τό άπόλυτο όριο καί ή ίδεαλιστική γιά τήν άπόλυτη γνώση487 δέν είναι τόσο εχθρικές μεταξύ τους όσο νομίζει ή μία γιά τήν άλλη· άκόμη καί ή δεύτερη, σύμφωνα μέ τήν πορεία τής σκέψης τής Φαινομενολογίας τού Χέγκελ, καταλήγει στό συμπέρασμα ότι ή άπόλυτη γνώση είναι απλώς ή πορεία τής σκέψης τής ίδιας τής φαινομενολογίας. δηλαδή δέν σημαίνει καμμιά υπέρβαση.
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
465
Ό Κάντ. πού απαγορεύει την έκτροπη σέ νοητούς κόσμους, ταυτίζει τη νευτώνεια επιστήμη από την υποκειμενική της πλευ ρά μέ τή γνώση, καί από τήν αντικειμενική της με τήν αλήθεια. "Ετσι πρέπει νά παίρνει κανείς άκριβώς τό ερώτημα πώς είναι δυνατή ή μεταφυσική ώς επιστήμη: άν δηλαδή άνταποκρίνεται στά κριτήρια μιας γνώσης προσανατολισμένης πρός τό ιδανικό των μαθηματικών καί τής λεγόμενης κλασικής φυσικής. Ό κα ντιανός προβληματισμός, πού δέχεται δτι ή μεταφυσική άνταποκρίνεται σέ μιά φυσική προδιάθεση, άναφέρεται στό «πώς» μιας γνώσης ή οποία θά διεκδικεΐ γενική ισχύ καί θά είναι αναγκαία, εννοεί δμως τό «τί» τής γνώσης, τήν ίδια της τή δυνατότητα. Ό Κάντ τήν άρνεϊται μέ κριτήριο τό προαναφερόμενο ιδανικό. Ή επιστήμη τήν όποια ό Κάντ απαλλάσσει από όποιουσδήποτε ενδοιασμούς λόγω τών έπιβλητικών της αποτελεσμάτων είναι όμως προϊόν τής αστικής κοινωνίας. Ή πάγια δυϊστική βασική δομή τού καντιανού μοντέλου κριτικής τού Λόγου αναπαράγει τή βασική δομή μιας παραγωγικής σχέσης στήν όποια τά εμπο ρεύματα βγαίνουν από τά μηχανήματα όπως τά φαινόμενά του μέσα άπό τόν γνωστικό μηχανισμό, όπου τό ύλικό καί ή σύστα σή του είναι κάτι τόσο άδιάφορο. σέ σχέση μέ τό κέρδος, όσο και στον Κάντ. πού βάζει νά τό σφραγίσουν. Τό τελικό προϊόν μέ τήν ανταλλακτική του άξια μοιάζει μέ τά υποκειμενικά κατα σκευασμένα καί δεκτά ώς άντικειμενικότητα καντιανά άντικείμενα. Ή διαρκής ΓθόιιεΗο εά Ηοιπΐηβιη488 όλων τών φαινομένων παρασκευάζει τή γνώση ανάλογα μέ τούς σκοπούς τής εσωτε ρικής καί τής έξωτερικής κυριαρχίας- ανώτατη έκφρασή της είναι ή αρχή τής ένότητας. δανεισμένη άπό τήν άναλυμένη σέ έπιμέρους πράξεις παραγωγή. Κυριαρχική είναι ή καντιανή θε ωρία τού Λόγου καθόσον κατά βάθος ένδιαφέρεται μόνο γιά τή σφαίρα εξουσίας τών έπιστημονικών προτάσεων. Ό περιορισμός τού καντιανού προβληματισμού στήν όργανωμένη φυσικοεπιστημονική έμπειρία. ό προσανατολισμός πρός τήν έγκυρότητα καί ό γνωσιοκριτικός υποκειμενισμός είναι τόσο άλληλένδετοι. πού τό ένα δέν μπορεί νά υπάρξει χωρίς τό άλλο. "Οσο ό ύπο-
466
Η Ι-ΙΙΙΘΥΜΙΑ ΤΜΣ ΑΙΑΙΜΣΙΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
κειμενικός έλεγχος είναι ή δοκιμή τής ισχύος, οί επιστημονικά μή επικυρωμένες, δηλαδή μή αναγκαίες καί όχι γενικής ισχύος γνώσεις έχουν κατώτερη αξία- γι' αυτόν τό λόγο όλες οί προ σπάθειες γιά χειραφέτηση τής καντιανής γνωσιολογίας άπό τή φυσικοεπιστημονική περιοχή δέν μπορούσαν παρά νά άποτύχουν. Στό πλαίσιο τής ταυτιστικής προσέγγισης δέν μπορεί κα νείς νά αναπληρώσει εκείνο που αυτή ή προσέγγιση άπό τή φύ ση της άπαλείφεί' σέ κάθε περίπτωση αύτή ή προσέγγιση πρέ πει νά αλλάξει μέσα άπό τή γνώση τής άνεπάρκειάς της. Τό γε γονός όμως ότι τόσο λίγο άνταποκρίνεται στή ζωντανή εμπειρία, ή όποια είναι γνώση, δείχνει ότι είναι ψευδής, ανίκανη νά προ σφέρει αύτό πού άναλαμβάνει νά πράξει. δηλαδή νά θεμελιώσει τήν έμπειρία. Διότι μιά τέτοια θεμελίωση μέσα σέ ένα άκαμπτο καί άμετάβλητο πλαίσιο έρχεται σέ αντίθεση πρός αύτό που ξέ ρει γιά τόν έαυτό της ή έμπειρία. ή όποια βέβαια, όσο πιό άνοικτή είναι καί όσο πιό ζωντανή γίνεται κάθε φορά, άλλάζει πά ντοτε καί τίς μορφές της. Ή άνικανότητα γι’ αύτό είναι ή άνικανότητα γιά έμπειρία γενικά. Δέν μπορεί νά προσθέσει κανείς στόν Κάντ κανένα γνωσιολογικό θεώρημα πού ό ίδιος δέν τό έχει άναπτύξει. διότι ό άποκλεισμός τέτοιων θεωρημάτων είναι κεντρικός στή γνωσιολογία του· τόν φανερώνει μέ σαφέστατο τρόπο ή συστηματική άξίωση τής διδασκαλίας γιά τόν καθαρό Λόγο. Τό σύστημα του Κάντ χαρακτηρίζεται άπό σήματα στά σης. Ή υποκειμενικά κατευθυνόμενη άνάλυση τής σύστασης δέν άλλάζει τόν κόσμο, όπως αύτός είναι δεδομένος γιά τήν άπλοϊκή άστική συνείδηση, άλλά είναι περήφανη γιά τόν «έμπειρικό ρεα λισμό» της. Τό ύψος τής άξίωσης ισχύος της όμως είναι γι’ αυτήν ένα καί τό αύτό μέ τό έπίπεδο άφαίμέσης. Προσηλωμένη στόν a priori χαρακτήρα τών συνθετικών της κρίσεων, τείνει νά έξαλείψει κάθε γνωστικό στοιχείο πού δέν υπακούει στοός κα νόνες τού παιχνιδιού αύτού τού a priori χαρακτήρα. Χωρίς στο χασμό γίνεται σεβαστός ό κοινωνικός καταμερισμός τής έργασίας μαζί μέ τό έλάττωμα πού στά διακόσια χρόνια άπό τότε έγινε ολοφάνερο: ότι οί όργανωμένες στό πλαίσιο τού καταμερι
H ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΉΣ ΔΙΑΣαΣΜΣ ΚΛΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
467
σμού τής έργασίας έπιστήμες άρπαξαν μέ αθέμιτο τρόπο τό μο νοπώλιο τής αλήθειας. Οί παραλογισμοί τής καντιανής γνωσιο λογίας είναι σάν ακάλυπτες επιταγές, γιά νά χρησιμοποιήσουμε μιά αστική καί πολύ καντιανή γλώσσα, πού μέ τήν έξέλιξη τής επιστήμης σέ μιά μηχανική μονάδα παραγωγής, δεν είναι απο δεκτές καί σφραγίζονται. Ή αύθεντία τής καντιανής έννοιας τής αλήθειας έγινε τρομοκρατική μέ τήν άπαγόρευση νά σκεφτόμα στε τό απόλυτο. Αύτό όδηγεΐ ακάθεκτα στήν άπαγόρευση τής σκέψης. Τό καντιανό φράγμα προβάλλει πάνω στήν άλήθεια τόν αύτοακρωτηριασμό τού Λόγου, πού τόν έπέβαλε στόν έαυτό του ό Λόγος ώς τελετή μύησης τής έπιστημονικότητάς του. Έτσι είναι τόσο πενιχρά αύτά πού στόν Κάντ έγκρίνονται ώς γνώση, σέ σύγκριση μέ τήν έμπειρία τών ζωντανών άνθρώπων. στήν όποια τά ίδεαλιστικά συστήματα, ήθελαν, έστω μέ στρεβλό τρό πο, νά εξασφαλίσουν τά δικαιώματά της. Δύσκολα θά αμφισβητούσε ό Κάντ ότι ή ιδέα τής αλήθειας περιφρονεΐ τό φυσικοεπιστημονικό ιδανικό. Όμως ή δυσαναλογία δέν γίνεται φανερή μόνο σέ σχέση μέ τόν νοητό κόσμο, άλλά σέ κάθε γνώση πού έπιτυγχάνεται άπό τήν άχειραγώγητη συνεί δηση. Κατ’ αύτά τό καντιανό φράγμα είναι μιά φαινομενικότητα πού κακολογεί τό πνεύμα. κάτι πού στούς ύμνους τού όψιμου Χαίλντερλιν ύπερέχει φιλοσοφικά έναντι τής φιλοσοφίας. Αύτό δέν ήταν ξένο γιά τούς ιδεαλιστές, άλλά ή άνοικτή έμπειρία πε ριερχόταν σέ αύτούς υπό τήν έϊτήρεια τής ίδιας μαγείας ή όποια άνάγκασε τόν Κάντ νά συμφύρει τήν έμπειρία μέ τήν έπιστήμη. Ένώ μερικές παρορμήσεις τού ιδεαλισμού ήθελαν τόν άνοικτό όρίζοντα. ό ιδεαλισμός τόν παρακολουθούσε έπεκτείνοντας τήν καντιανή άρχή καί τά περιεχόμενα γίνονταν πιό άνελεύθερα άκόμη καί άπό όσο ήταν στόν Κάντ. Αύτό έξασφαλίζει πάλι στό φράγμα του ένα στοιχείο άλήθειας: ό Κάντ προαπέτρεψε τή μυ θοποίηση τής έννοιας. Βάσιμη είναι ή κοινωνική υπόνοια ότι αύτό τό φράγμα μπροστά στό άπόλυτο είναι ταυτόσημο μέ τήν ανάγκη τής έργασίας. πού άντικειμενικά κρατάει τούς άνθρώπους ύπό τήν έπήρεια τής ίδιας μαγείας, τήν οποία ό Κάντ άνύ-
4ΛΧ
Η ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΑΙΑΣΗΙΉΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΡΑΓΜΑ
ψωσε σέ φιλοσοφία. Ή αΙχμαλωσία στην περιοχή έντεΰθεν τού απολύτου, στήν όποια ό Κάντ. τόσο έντιμος 6σο καί σκληρός, καταδικάζει τό πνεύμα είναι ή ποινή φυλάκισης στην αυτοσυ ντήρηση. δπως αυτή πού επιβάλλει στούς ανθρώπους μιά κοι νωνία ή όποια δεν συντηρεί τίποτε άλλο εκτός άπό τή στέρηση, πού έχει πάψει νά είναι άναγκαία. “Αν έσπαζε ή άνησυχία πού μάς συνδέει μέ τή φυσική Ιστορία τών κανθάρων, ή θέση τής συ νείδησης άπέναντι στήν αλήθεια θά άλλαζε. Ή σημερινή υπαγο ρεύεται άπό τήν Αντικειμενικότητα πού τήν κρατάει στήν κατά στασή της. Ή καντιανή διδασκαλία γιά τό φράγμα είναι μέρος τής κοινωνικής φαινομενικότητας, αλλά είναι τόσο βάσιμη δσο ή φαινομενικότητα κυριαρχεί πραγματικά πάνω στούς Ανθρώ πους. Ό χωρισμός μεταξύ τών αισθήσεων καί τής διάνοιας, τό νεύρο τής επιχειρηματολογίας υπέρ τού φράγματος, είναι επίσης ένα κοινωνικό προϊόν· οΐ αισθήσεις ορίζονται άπό τό χωρισμό ώς θύμα τής διάνοιας, διότι ή όργάνωση τού κόσμου, παρ’ όλα τά Αντίθετα μέτρα, δέν τίς ικανοποιεί. Μαζί μέ τήν κοινωνική του προϋπόθεση ό χωρισμός θά μπορούσε κάποτε νά έξαφανισθεϊ. ενώ οί ιδεαλιστές είναι ίδεολόγοι. διότι έξυμνούν τή συμφιλίωση μέσα στόν Ασυμφιλίωτο κόσμο. Μέ συνέπεια καί ταυτόχρονα μάταια προσπάθησαν νά ερμηνεύσουν τό πνεύμα ώς ένότητα τού εαυτού του μέ τό μή ταυτόσημο. Ένας τέτοιος αύτοστοχασμός αίφνιδιάζει μάλιστα καί τή θέση γιά τήν πρωτοκαθεδρία τού πρακτικού Λόγου, ή όποια άπό τόν Κάντ περνάει μέσω τών ιδεαλιστών κατευθείαν στόν Μάρξ. Ή διαλεκτική τής πρακτικής θά Απαιτούσε επίσης νά καταργηθεϊ ή πρακτική, ή παραγωγή γιά χάρη τής παραγωγής, αυτό τό οικουμενικό προκάλυμμα τής ψευδούς πρακτικής. Αυτή είναι ή υλιστική βάση τών χαρακτηρι στικών πού στήν Αρνητική διαλεκτική έξεγείρονται κατά τής επίσημης δογματικής έννοιας τού υλισμού. Τό στοιχείο τής αύτονομίας. τής μή άναγωγιμότητας τού πνεύματος, θά συμφω νούσε Ασφαλώς μέ τήν πρωτοκαθεδρία τού αντικειμένου. "Οπου έδώ καί τώρα τό πνεύμα γίνεται αύτόνομο. μόλις κατονομάσει τά δεσμά στά όποια ¿μπλέκεται, ρίχνοντας κάτι άλλο στά δε-
469
ΝΟΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
σμά, προκαταλαμβάνει αυτό, καί όχι ή περιπλεγμένη πρακτική, την ελευθερία. Οί Ιδεαλιστές έκθείαζαν τό πνεύμα, αλίμονο όμως άν κάποιος τό είχε.
8 Απέναντι στην κατασκευή τού φράγματος στόν Κάντ βρίσκεται ή θετική κατασκευή της μεταφυσικής στήν Κριτική τού πρακτι κού Λόγου. Τόν άπεγνωσμένο χαρακτήρα της δέν τόν αποσιώ πησε διόλου: «Ακόμη καί άν ωστόσο σέ περίπτωση ανάγκης παραχωρηθεϊ έπιπλεον μιά ύπερβατική ικανότητα στήν ελευθε ρία. γιά νά άρχίσει τίς άλλαγές στόν κόσμο, αυτή ή ικανότητα θά έπρεπε νά είναι τουλάχιστον μόνον έξω από τόν κόσμο (άν καί παραμένει πάντοτε μιά Ιταμότητα νά δεχόμαστε έξω από τό σύ νολο τών δυνατών έποπτειών ακόμη ένα αντικείμενο τό όποιο δέν μπορεί νά είναι δεδομένο σέ καμμιάδεδομένη αντίληψη)»*80. Ή παρένθεση «ιταμότητα» δηλώνει τόν σκεπτικισμό τού Κάντ απέναντι στόν ίδιο του τόν νοητό κόσμο. Αύτή ή διατύπωση άπό τήν «παρατήρηση» γιά τήν άντίθεση τής τρίτης αντινομίας βρί σκεται αρκετά κοντά στόν άθεισμό. Αυτό πού αργότερα άπαιτείται μέ ζήλο, εδώ άποκαλείται ιταμότητα· μέ κόπο παρακά μπτεται ό απελπιστικός φόβος τού Κάντ μήπως φαντασθεί κα νείς ότι τό αίτημα είναι μιά υπαρκτική κρίση. Σύμφωνα μέ αυτό τό χωρίο θά έπρεπε νά μπορεί νά νοηθεί ώς αντικείμενο τουλά χιστον μιας δυνατής έποπτείας κάτι πού ταυτόχρονα πρέπει νά νοηθεί ώς απομακρυσμένο άπό κάθε έποπτεία. Μπροστά στήν αντίφαση ό Λόγος θά έπρεπε νά καταθέσει τά όπλα, εκτός άν. μέσω τής ΰβρε<ος νά προδιαγράφει ό ίδιος τά όριά του. περιόρι ζε πρώτα άνορθολογιστικά τό ίδιο τό πεδίο ισχύος του, χωρίς νά δεσμεύεται αντικειμενικά, ώς Λόγος, άπό αυτά τά όρια. Άν όμως, όπως στούς ιδεαλιστές καί τούς νεοκαντιανούς. ή έπο πτεία ενσωματωνόταν στόν άπειρο Λόγο. τότε ή ένδοεμπειρική έμμονή τού πνεύματος θά άναιρούσε τήν υπέρβαση. - Αυτό πού ό Κάντ άφήνει νά διαφανεί σέ σχέση μέ τήν έλευθερία θά ϊσχυε άκόμη περισσότερο γιά τό θεό καί τήν άθανασία. διότι αυτές οί
470
ΝΟΙΙΤΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
λέξεις δέν άναφέρονται σέ καμμιά καθαρή δυνατότητα συμπερι φοράς. άλλα άπό την έννοια τους είναι αιτήματα γιά ένα ύπάρχον οίασδήποτε φύσης. Χρειάζεται μιά «ϋλη» καί στον Κάντ θά έξαρτιόταν εντελώς άπό αύτή τήν έποπτεία. τή δυνατότητα τής όποιας ό ϊδιος άποκλείει γιά τίς υπερβατικές ιδέες. Τό πάθος τού καντιανού νοητού έρχεται νά άντισταθμίσει τή δυσκολία του νά βεβαιωθεί γι’ αύτό. έστω στό πλαίσιο τής αύτάρκους σκέψης, τό όποιο όρίζει ή λέξη νοητός. Δέν θά επιτρεπόταν νά δηλώνει τίποτε πραγματικό. Ωστόσο ή κίνηση τής Κριτικής τού πρακτι κού Λόγου προχωρεί σέ μιά θετικότητα τού νοητού κόσμου (mundus intelligibilis). ή όποια δέν διαφαινόταν στήν πρόθεση τού Κάντ. Όταν τό δέον πού έχει άποχωρισθεϊ έμφαντικά άπό τό ον ορίζεται ώς περιοχή ίδιου τύπου καί τού άποδίδεται άπόλυτη αυθεντία, λαμβάνει, έστω άθελα, μέσω της διαδικασίας τό χαρακτήρα μιας δεύτερης ύπαρξης. Ή σκέψη πού δέν σκέφτεται ένα «κάτι» δέν είναι σκέψη. Οί ιδέες, τό περιεχόμενο τής μετα φυσικής. δπως δέν πρέπει νά είναι εποπτικές, έτσι δέν πρέπει νά είναι καί αντικατοπτρισμοί τής σκέψης, διότι τότε θά έχαναν κά θε άντικειμενικότητα. Τό νοητό θά καταβροχθιζόταν άκριβώς άπό τό ύποκείμενο πού θά έπρεπε νά ύπερβεϊ ή νοητή σφαίρα. Έναν αιώνα μετά τόν Κάντ ή ίσοπεδωτική ταύτιση τού νοητού μέ τό φανταστικό άπέβη τό κύριο άμάρτημα τού νεορρομαντισμού καί τού Jugendstil, καθώς καί τής πλασμένης στά μέτρα τους φιλοσοφίας, τής φαινομενολογικής. Τό νοητό δέν είναι μιά έννοια ούτε τού πραγματικού ούτε τού φανταστικού κόσμου, άλλά μάλλον μιά άπορητική έννοια. Μέ τήν υπεράσπιση τού νοητού δέν μπορεί νά σωθεί τίποτε πάνω στή γή καί τίποτε στόν άδειο ούρανό. Τό «ναί. άλλά», κατά τού κριτικού επιχειρήμα τος. πού δέν θέλει νά τού αρπάξουν κάτι, έχει ήδη τή μορφή τής πεισματώδους επιμονής στήν ύφιστάμενη κατάσταση, τού γαντζώματος. καί δέν μπορεί νά συμφιλιωθεί μέ τήν ιδέα τής διά σωσης. στήν όποια θά λυνόταν ό σπασμός μιάς τέτοιας προεκτεταμένης αύτοσυντήρησης. Τίποτε δέν μπορεί νά διασωθεί άμετάβλητο. τίποτε πού δέν θά περνούσε τήν πύλη τού θανάτου
ΝΟΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
471
του. Άν ή διάσωση είναι ή εσωτερική παρόρμηση κάθε πνεύμα τος. τότε δέν ύπάρχει άλλη ελπίδα από αύτήν τής ανεπιφύλα κτης εγκατάλειψης: τόσο αύτού πού μέλλει νά σωθεί όσο καί τού πνεύματος πού ελπίζει. Τό ύφος καί ήθος τής ελπίδας είναι νά μήν κρατάει τίποτε από εκείνο στό όποιο θέλει νά στηριχθεί τό ύποκείμενο. από τό όποιο ελπίζει ότι θά έχει διάρκεια. Τό νοητό θά μπορούσε, τόσο στό πνεύμα τής καντιανής χάραξης ορίων όσο καί σέ εκείνο τής έγελιανής μεθόδου γιά τήν ύπέρβαση αύτής τής διαχωριστικής γραμμής, νά νοηθεί μόνον αρνητικά. Κατά παράδοξο τρόπο ή νοητή σφαίρα στήν όποια προσέβλεπε ό Κάντ είναι πάλι «φαινόμενο»: έκείνο πού τό κρυμμένο γιά τό πεπερασμένο πνεύμα έντούτοις τού δείχνει, έκείνο πού τό πνεύμα αναγκάζεται νά σκεφθεί καί λόγω τού πεπερασμένου χαρακτήρα του τό παραμορφώνει. Ή έννοια τού νοητού είναι ή αύτοάρνηση τού πεπερασμένου πνεύματος. Στό πνεύμα συνει δητοποιεί τήν έλλειψή του αύτό πού απλώς είναι· ό αποχωρι σμός άπό τήν άκαμπτη μέσα της ύπαρξη είναι ή προέλευση εκείνου τού στοιχείου τού πνεύματος ως πρός τό όποιο αύτό διαφέρει άπό τήν αρχή τής ύποταγής τής φύσης, πού φέρει μέσα του. Αύτή ή στροφή θέλει νά μή γίνει τό πνεύμα γιά τόν έαυτό του όπως καθετί ύπάρχον: διαφορετικά θά επαναλαμβάνεται αιωνίως τό πάντοτε ’ίδιο. Ό εχθρικός πρός τή ζωή χαρακτήρας τού πνεύματος θά ήταν απλώς κάτι στυγερό άν δέν αποκορυ φωνόταν στόν αύτοστοχασμό του. Ψευδής είναι ή άσκητικότητα πού τό πνεύμα απαιτεί άπό άλλα, καλή ή δική του: στήν αύτοάρνησή του ξεπερνά τόν έαυτό του· γιά τή μεταγενέστερη Με ταφυσική των ηθών τού Κάντ αύτό δέν ήταν τόσο ξένο όσο θά άνέμενε κανείς. Γιά νά είναι πνεύμα πρέπει νά ξέρει ότι δέν έξαντλεϊται σέ έκείνο πού είναι στήν εμβέλειά του, δηλαδή στό πεπερασμένο, στό όποιο μοιάζει . Καί έτσι σκέφτεται έκείνο πού θά ήταν άπομακρυσμένο άπό τό ίδιο. Μιά τέτοια μεταφυσι κή έμπειρία έμπνέει τή φιλσοοφία τού Κάντ. άν τήν άποσπάσουμε άπό τόν θώρακα τής μεθόδου. Ή έκτίμηση άν ή μεταφυ σική είναι γενικά άκόμη δυνατή πρέπει νά στοχασθεί τήν άρνηση
47:
ΝΟΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
τού πεπερασμένου πού άπαιτεϊ ό πεπερασμένος του χαρακτή ρας. Ή αινιγματική της μορφή δίνει ζωή στή λέξη νοητός. Ή σύλληψη τού νοητού δέν είναι έντελώς άναιτιολόγητη χάρη σέ εκείνο τό στοιχείο τής αύτονομίας που έχασε τό πνεύμα μέ τήν άπολυτοποίησή του καί τό όποιο αποκτά ώς καί άπό τή μεριά του μή ταυτόσημο μέ τά υπαρκτά, δταν έπιμένει στό μή ταυτό σημο καί δέν εξατμίζεται καθετί υπαρκτό μετατρεπόμενο σέ πνεύμα. Παρ’ όλες τίς διαμεσολαβήσεις του τό πνεύμα συμμετέ χει στην ύπαρξη, ή όποια ύποκατέστησε τή δήθεν υπερβατική καθαρότητα του. Στην υπερβατική αντικειμενικότητα ώς ένα στοιχείο τού πνεύματος τό όποιο δέν μπορεί νά άποσχισθεϊ καί νά όντολογικοποιηθεί έχει τήν απαρατήρητη θέση της ή δυνατό τητα τής μεταφυσικής. Ή νοητή περιοχή θά ήταν ή έννοια ενός πράγματος πού δέν ύπάρχει καί εντούτοις όχι άπλώς δέν υπάρ χει. Σύμφωνα μέ τούς κανόνες τής σφαίρας πού στή νοητή σφαί ρα άρνείται τόν έαυτό της αυτή ή δεύτερη θά μπορούσε νά άπορριφθεΐ χωρίς άντιστάσεις ώς φανταστική. Πουθενά αλλού δέν είναι τόσο εύθραυστη ή άλήθεια όσο εδώ. Μπορεί νά έκφυλισθεί σέ ύποστασιοποίηση ένός άναίτια επινοημένου πράγμα τος. στό όποιο ή σκέψη νομίζει πώς κατέχει αύτό πού χάθηκεεύκολα μπερδεύεται ή προσπάθεια κατανόησής του πάλι μέ κά τι ύπαρκτό. Ανάξια είναι ή σκέψη πού συγχέει τό αντικείμενό της μέ κάτι πραγματικό, όπως στό εσφαλμένο συμπέρασμα τής όντολογικής απόδειξης γιά τήν ύπαρξη τού θεού, τό όποιο ό Κάντ συνέτριψε. ’Εσφαλμένα συμπεράσματα εξάγονται όμως μέ τήν άμεση αναγόρευση τής άρνητικότητας. τής κριτικής τού άπλώς ύπάρχοντος. σέ κάτι θετικό, λές καί ή άνεπάρκεια τού ύπάρχοντος έγγυάται ότι έτσι θά άπαλλασσόταν άπό αύτή τήν άνεπάρκεια. ’Ακόμη καί στήν άκρότατη περίπτωση ή άρνηση τής άρνησης δέν είναι θετικότητα. Ό Κάντ άποκάλεσε τήν υπερβα τική διαλεκτική μιά λογική τής φαινομενικότητας: τή διδασκα λία γιά τίς άντιφάσεις στίς όποιες άναγκαστικά περιπλέκεται κάθε μεταχείριση υπερβατικών πραγμάτων ώς τέτοιων πού μπορούμε νά τά γνωρίσουμε θετικά. Ή κρίση του δέν ξεπερά-
473
ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΗΣΗ
στηκε ούτε άπό την προσπάθεια τού Χέγκελ νά διεκδικήσει τή λογική τής (φαινομενικότητας ώς λογική τής αλήθειας. Αλλά μέ αύτή τήν έτομηγορία γιά τή φαινομενικότητα δεν διακόπτεται ό στοχασμός. Ό,τι λέγεται άπό πεπερασμένα δντα γιά τήν υπέρ βαση είναι ή δική τους φαινομενικότητα, άλλά. δπως άντιλήφθηκε ό Κάντ. είναι μιά αναγκαία φαινομενικότητα. Έτσι λοιπόν ή διάσωση τής φαινομενικότητας, τό αντικείμενο τής αισθητικής, έχει τήν απαράμιλλη μεταφυσική βαρύτητά της. 9 Στίς αγγλοσαξονικές χώρες ό Κάντ άποκαλεΐται συχνά, εύφημιστικά. αγνωστικιστής. Όσο λίγα καί άν άπομείνουν έτσι άπό τόν πλούτο τής φιλοσοφίας του. ή φρικτή άπλοποίηση δέν είναι σκέτη άνοησία. Ή άντινομική δομή τής καντιανής διδασκαλίας, πού έπιζεΐ καί μετά τή διάλυση τών άντινομιών. μπορεί χονδρι κά νά μεταφρασθεί σέ μιά όδηγία πρός τή σκέψη: νά άπέχει άπό άσκοπα ερωτήματα. Υπερυψώνει τή χυδαία μορφή τού άστικού σκεπτικισμού, πού συνδέει τή σοβαρότητα μόνο μέ αύτό πού κρατάει κανείς μέ βεβαιότητα στά χέρια του. Από μιά τέτοια νοοτροπία ό Κάντ δέν ήταν έντελώς άπαλλαγμένος. Τό γεγονός δτι στήν κατηγορηματική προσταγή καί ήδη στίς ιδέες τής Κρι τικής τού καθαρού Λόγου προσθέτει εκείνο τό περιφρονημένο ανώτερο μέ σηκωμένο τόν δείκτη τού χεριού του. ένα συμπλή ρωμα άπό τό όποιο οί άστοί παραιτούνται τόσο άπρόθυμα δπως άπό τήν Κυριακή, τήν παρωδία τής άπαλλαγής άπό τήν εργασία, ένίσχυσε άσφαλώς τό κύρος τού Κάντ στή Γερμανία, πολύ πέρα άπό τήν άπήχηση τών ιδεών του. Τό στοιχείο τής μή δεσμευτικής διαλλακτικότητας μέσα στήν αύστηρότητά του ταί ριαζε πολύ μέ τήν τάση ούδετεροποίησης κάθε πνευματικότητας σέ διακοσμητικό στοιχείο, ή οποία, μετά τή νίκη τής επανάστα σης ή. δπου αύτή δέν έγινε, μέ τήν απαρατήρητα επιβαλλόμενη αστικοποίηση, κατέκτησε όλόκληρο τό σκηνικό τού πνεύματος καθώς καί τά θεωρήματα τά όποια προηγουμένως ή άστική χει ραφέτηση χρησιμοποιούσε ώς δπλα. "Οταν πλέον τά συμφέρο
OVAbTEPOIlOmiH
ντα τής νικηφόρας τάξης δεν τά είχαν άνάγκη. έπαψαν νά την ενδιαφέρουν καί νά τη συμφέρουν, όπως παρατήρησε μέ άρκετή όξύνοια 6 Σπένγκλερ στην περίπτωση του Ρουσσώ. Υποδεέστε ρη είναι ή λειτουργία τού πνεύματος στην κοινωνία, καί άς τό εξυμνεί ιδεολογικά. Τό καντιανό non liquet490 συνέβαλε στη με τατροπή τής κριτικής τής συμμάχου τής φεουδαρχίας, τής θρη σκείας. σέ κάτι αδιάφορο, πού μέ τήν όνομασία ανοχή φόρεσε έναν μικρό μανδύα ανθρωπιάς. Τό πνεύμα, τόσο ώς μεταφυσική όσο καί ώς τέχνη, ούδετεροποιεϊται δσο πιό πολύ εκείνο γιά τό όποιο ή κοινωνία ήταν περήφανη, ό πολιτισμός της. χάνει τή σχέση του πρός μιά δυνατή πρακτική, πού στίς καντιανές μετα φυσικές ιδέες ήταν ακόμη άρκετά προφανής. Μέ αυτές ή αστική κοινωνία ήθελε νά ξεπεράσει τήν περιορισμένη αρχή της. τρόπον τινά νά αύτοκαταργηθεί. Ένα τέτοιο πνεύμα γίνεται απαράδε κτο καί ό πολιτισμός καταντάει ένας συμβιβασμός άνάμεσα σέ μιά αστικά άξιοποιήσιμη μορφή καί εκείνον τόν άφόρητο -σύμ φωνα μέ τή νεογερμανική όνοματολογία τού συρμού- χαρακτή ρα πού τόν προβάλλει σέ μιά άπιαστη καί μακρινή σφαίρα. Οί υλικές συνθήκες συμβάλλουν σέ αυτό πέραν τού δέοντος. Ύπό τήν άνάγκη γιά επενδύσεις σέ μιά διευρυμένη κλίμακα τό κεφά λαιο κυριεύει τό πνεύμα, οί έκφάνσεις τού όποιου δυνάμει τής ίδιας τους, αναπόφευκτης άντικειμενοποίησης τό προκαλούν νά τίς άποκτήσει καί νά τίς μετατρέψει σέ εμπορεύματα. Ή ευαρέ σκεια χωρίς πρακτικό ενδιαφέρον, γιά τό όποιο μιλάει ή αισθη τική ίτού Κάντ) εξυψώνει τό πνεύμα καί τό ταπεινώνει, καθώς άρκείται νά θεωρεί καί νά θαυμάζει, τελικά νά λατρεύει τυφλά καί χωρίς σχέση όλα αύτά πού δημιούργησαν καί σκέφθηκαν με ρικοί άνθρωποι, χωρίς νά λαμβάνει ύπόψη τό περιεχόμενο αλή θειας τους. Μέ άντικειμενικά ειρωνικό τρόπο ή επιτεινόμενη έμπορευματοποίηση αίσθητικοποιεί τόν πολιτισμό γιά χάρη τής πρακτικής ώφέλειας. Ή φιλοσοφία γίνεται μιά έκδήλωση τού πνεύματος ώς θεάματος. Αύτό πού παρατήρησε ό Β. Groethuysen στή θρησκεία άνατρέχοντας μέχρι τόν δέκατο όγδοο καί τόν δέκατο έβδομο αιώνα, τό γεγονός ότι ό διάβολος δέν
ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΗΣΗ
475
εμπνέει πλέον φόβο καί ό θεός καμμιά ελπίδα, έπεκτείνεται στή μεταφυσική, δπου εξακολουθεί νά ζεί στή μνήμη ό θεός καί ό διάβολος, ακόμη καί δπου αυτός ό φόβος καί αυτή ή έλπίδα ύπόκεινται σέ κριτικό έλεγχο. Εξαφανίζεται αύτό πού υπό μιά εντελώς μή ιδεολογική έννοια θά έπρεπε νά είναι τό πιό έπεϊγον γιά τούς ανθρώπους· αντικειμενικά έχει γίνει προβληματικό· ύποκειμενικά τό κοινωνικό πλέγμα καί οί συνεχείς ύπεραποκτήσεις λόγω τής πίεσης γιά προσαρμογή δέν τούς παρέχουν ούτε χρόνο ούτε δύναμη γιά νά κάνουν τέτοιες σκέψεις. 'Όχι μόνο δέν έχουν λυθεί αυτά τά προβλήματα, αλλά δέν έχει άποδειχθεϊ καν δτι είναι άλυτα. 'Έχουν ξεχαστεϊ. καί δπου γίνεται λόγος γι' αυτά, είναι σάν νά τά νανουρίζουν γιά νά συνεχίσουν ακόμη βα θύτερα τόν άσχημο ύπνο τους. Έ μοιραία ρήση τού Γκαίτε. δτι ό Έκκερμαν δέν χρειάζεται νά διαβάσει τόν Κάντ. επειδή ή φι λοσοφία του άσκησε ήδη τήν έπίδρασή της. δηλαδή πέρασε στή γενική συνείδηση, θριάμβευσε στήν κοινωνικοποίηση τής μετα φυσικής αδιαφορίας. Αλλά ή αδιαφορία τής συνείδησης απέναντι στά μεταφυσικά ζητήματα, τά όποια διόλου δέν διευθετούνται μέ τήν ικανοποίη ση στήν επίγεια ζωή. δέν είναι αδιάφορη γιά τήν ίδια τή μεταφυ σική. Κρύβει μέσα της έναν τρόμο πού. άν δέν τόν απωθούσαν οί άνθρωποι, θά τούς έκοβε τήν άνάσα. Θά μπορούσε κανείς νά παρασυρθεϊ σέ άνθρωπολογικές εικασίες γύρω από τό ερώτημα μήπως ή εξελικτική μεταβολή, πού εξασφάλισε στό ανθρώπινο είδος τήν ανοικτή συνείδηση καί κατά προέκταση τή συνείδηση τού θανάτου, έρχεται σέ αντίθεση πρός μιά παραταύτα συνεχι ζόμενη ζωική κατάσταση. ή οποία δέν έπιτρέπει στόν άνθρωπο νά ανέχεται αυτήν τή συνείδηση. Σέ αύτή τήν περίπτωση τό τί μημα γιά τή δυνατότητα συνέχισης τής ζωής θά ήταν ένας περιο ρισμός τής συνείδησης γιά τήν προστασία της από αύτό πού είναι ή 'ίδια, δηλαδή συνείδηση τού θανάτου. Ή προοπτική είναι θλιβερή, ή στενοκεφαλιά κάθε ιδεολογίας θά άναγόταν, τρόπον τινά βιολογικά, σέ μιά αναγκαιότητα τής αύτοσυντήρησης καί δέν θά εξαφανιζόταν Αναγκαστικά μέ μιά σωστή οργάνωση τής
47(1
ΟΥ ΑΚΤίΡΟΠΟΙ ΗΣΙI
κοινωνίας, ένώ ασφαλώς μόνο στη σωστή κοινωνία θά άναδυόταν ή δυνατότητα μιας σωστής ζωής. Ή σημερινή κοινωνία μάς σερβίρει ακόμη τό ψέμα ότι δέν πρέπει νά φοβάται κανείς τό θάνατο καί ό στοχασμός πάνω στό θάνατο είναι κάτι σάν σαμποτάζ. Ή άπαισιοδοξία του Σοπενχάουερ πρόσεξε πόσο λίγο οί άνθρωποι στή μέση τής ζωής νοιάζονται γιά τό θάνατο**'1. *0 Σοπενχάουερ. όπως έκατό χρόνια αργότερα ό Χάιντεγγερ. διέκρινε αυτή την αδιαφορία μέσα στην ούσία του ανθρώπου, αντί νά τή συναγάγει άπό τούς ανθρώπους ώς προϊόντα τής ιστορίας. Ή έλλειψη μεταφυσικού ενδιαφέροντος4*2 γίνεται καί στους δύο ένα μεταφυσικό πρόβλημα. Αύτό πάντως δείχνει τό βάθος στό όποιο φθάνει ή ουδετεροποίηση, ένα ύπαρκτικό χαρακτηριστικό τής αστικής συνείδησης. Αύτό τό βάθος δημιουργεί τήν αμφιβο λία αν τά πράγματα, όπως τυμπανίζει στό πνεύμα μιά ρομαντι κή παράδοση πού έπιζεί καί μετά άπό τή θολωτή σκέπη τής με ταφυσικής καί τούς όποιους ό νεαρός Λούκατς άποκαλούσε πλήρεις νοήματος, ήταν γι’ αύτόν τό λόγο τόσο πολύ διαφορετι κά. Ή παράδοση κουβαλάει έναν παραλογισμό. Ό ενιαίος χα ρακτήρας πολιτισμών, ή συλλογική δεσμευτικότητα μεταφυ σικών αντιλήψεων, ή εξουσία τους πάνω στή ζωή. όλα αυτά δέν εγγυώνται τήν άλήθεια τους. Ή δυνατότητα μεταφυσικής έμπειρίας συνδέεται μάλλονμέ τήν ελευθερία, καί ικανό γι’ αυτήν είναι μόνο τό ανεπτυγμένο ύποκείμενο πού έχει σπάσει τούς δεσμούς οί όποιοι έξυμνούνται ώς σωτήριοι, ένώ ό ασυνείδητα εγκλωβι σμένος σέ κοινωνικά επικυρωμένες άντιλήψεις δήθεν μακάριων έποχών συγγενεύει μέ τόν θετικιστή πού πιστεύει στά δεδομέ να. Τό εγώ πρέπει νά είναι ιστορικά ισχυρό ώστε, ξεπερνώντας τήν άμεσότητα τής αρχής τής πραγματικότητας νά μπορεί νά συλλάβει τήν ιδέα αυτού πού είναι κάτι περισσότερο άπό τό ύπάρχον. Μιά τάξη πού ενοποιείται μέ δικό της νόημα κλείνεται στον έαυτό της καί αποκλείει κάθε δυνατότητα πάνω άπό αυτή τήν τάξη. Ή μεταφυσική σέ σχέση μέ τή θεολογία δέν είναι απλώς, όπως σύμφωνα μέ τή θετικιστική διδασκαλία, ένα ιστο ρικά μεταγενέστερο στάδιο, δέν είναι μιά έκκοσμίκευση τής θε
ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΜΣΗ
477
ολογίας έργαζόμενη μέ έννοιες. Διατηρεί τη θεολογία μέσα στην κριτική πού άσκεί σε αύτήν αποκαλύπτοντας ατούς άνθρώπους ώς δυνατότητα αύτό πού ή θεολογία τούς τό έπιβάλλει καί έτσι τό ατιμάζει. Τό σόμπαν τού τινεύματος τό έσπασαν οί δυνάμεις πού δέσμευσε· έτσι τού αποδόθηκε τό δίκαιό του. Ό αύτόνομος Μπετόβεν είναι πιό μεταφυσικός από την κοσμική τάξη τού Μπάχ- κατά συνέπεια πιό άληθινός. Ή ύποκειμενικά άπελευθερωμένη καί ή μεταφυσική εμπειρία συγκλίνουν στην ανθρωπιά. Κάθε έκφραση ελπίδας, δπως αύτήν πού εκπορεύεται από τά μεγάλα έργα τέχνης ακόμη καί στήν εποχή τής βουβαμάρας τους πιό δυνατή από δσο βγαίνει μέσα άπό τά παραδοσιακά θεολογικά κείμενα, αποτελεί έναν κοινό σχηματισμό μέ τήν έκφραση τού ανθρώπινου· πουθενά δέν είναι τόσο σαφής δσο στίς στιγμές τού Μπετόβεν. Αύτό πού σημαίνει ή ρήση δτι δέν είναι δλα μά ταια υπάρχει μέσω τής συμπάθειας πρός τό ανθρώπινο, είναι ό αύτοστοχασμός τής φύσης μέσα στά ύποκείμενα* μόνο στήν εμπειρία τής ίδιας τής φυσικότητάς μας ξεπροβάλλει τό δημι ουργικό τη/εύμα πάνω άπό τή φύση. Αξιοσέβαστο παραμένει στόν Κάντ δτι δσο κανένας άλλος φιλόσοφος σημείωσε, στή δι δασκαλία γιά τό νοητό, τόν αστερισμό τού ανθρώπινου καί τού υπερβατικού. Προτού άνοίξει τά μάτια της ή άνθρωπιά. οί άνθρωποι, κάτω άπό τήν άντικειμενική πίεση τών άναγκών τής ζωής, εξαντλούνταν ταπεινωτικά στήν προσπάθεια γιά τά πιό άμεσα, καί ή έμμονή τού νού στό πλαίσιο τής έπίγειας ζωής είναι τό προκάλυμμα τού εγκλωβισμού τους. Αφότου υπάρχει αύτό πού λέγεται οργανωμένη κοινωνία, ένα στερεό καί αυτάρ κες πλέγμα συναρτήσεων γενικά, ή επιθυμία τών άνθρώπων νά τό έγκαταλείψουν ήταν πάντοτε πολύ άδύναμη. Στό παιδί πού δέν έχει ήδη προετοιμασθεί θά έπρεπε νά κάνει εντύπωση πόσο φτοίχό καί μικρό είναι τό μέρος τού υμνολογίου του πού φέρει τόν τίτλο «Τά βαθύτερα προβλήματα»493, σέ σύγκριση μέ όλες τίς άσκήσεις σέ αύτά πού πρέπει νά πιστεύουν οί πιστοί και στους τρόπους συμπεριφοράς τους. ΤΙ άλλη πλευρά τής ύποψίας δτι στίς θρησκείες εξακολουθούν νά ζούν καί νά βασιλεύουν ή
478
ΟΥΑΙ-.ΤίΡΟΙΙΟΙΙΙΙ»
μαγεία καί οί προλήψεις είναι οτι γιά τίς θετικές Ηρησκείες ό πυρήνας, δηλαδή ή έλπίδα γιά τό ύπερπέραν. δέν ήταν ίσως ποτέ τόσο σημαντικός όσο απαιτούσε ή έννοια αύτής τής ελπίδας. Η μεταφυσική εικοτολογία ένώνεται μέ τήν ίστορικοφιλοσοφική: πιστεύει οτι ή δυνατότητα μιας σωστής συνείδησης, ακόμη καί όσον αφορά τά «έσχατα πράγματα», είναι μόνον υπόθεση ένός μέλλοντος χωρίς τήν πίεση τών αναγκών τής ζωής. Ή κατάρα αύτών τών πιεστικών αναγκών είναι ότι δέν οδηγούν τόν άνθρω πο πέρα άπό τήν απλή ύπαρξη καί μόνο, αλλά μάλλον συγκαλύ πτουν αυτή τήν ύπαρξη, σταθεροποιώντας την ώς μεταφυσική κρίνουσα άρχή. Ή ρήση «τά πάντα ματαιότης», μέ τήν όποια άπό τόν Σολομώντα καί εξής οί μεγάλοι θεολόγοι έκριναν τήν επίγεια ζωή. είναι πολύ άφηρημένη γιά νά οδηγήσει πέρα άπό τό ένδοκοσμικό πλαίσιο. Όταν οί άνθρωποι έχουν βεβαιωθεί ότι ή ύπαρξή τους είναι άδιάφορη, δέν διατυπώνουν καμμιά ένστα ση· όσο δέν άλλάζουν τή θέση τους άπέναντι στήν ύπαρξή τους, γι* αύτούς είναι καί τό Άλλο μάταιο. Όποιος κατηγορεί τό ύπαρχον ώς μάταιο, άδιακρίτως καί χωρίς προοπτική πρός τό δυνατό, ύποβοηθεί τόν άσυνείδητο μηχανισμό τού κρατούντος. Ή άποκτήνωση στήν οποία καταλήγει μιά τέτοια ολοκληρωτική πρακτική είναι χειρότερη άπό τήν πρώτη: γίνεται άρχή τού εαυ τού της. Τό καπουκίνειο κήρυγμα494 γιά τή ματαιότητα τής επί γειας ζωής διαλύει στά κρυφά καί τήν ύπέρβαση. ή όποια τρέ φεται μόνον άπό έμπειρίες στόν επίγειο κόσμο. Αλλά ή ούδετεροποίηση, πού συγγενεύει βαθιά μέ τήν άδιαφορία. έπέζησε άκόμη καί μετά τίς καταστροφές οί όποιες σύμφωνα μέ τίς φαν φάρες τών άπολογητών ξανάφεραν τούς άνθρώπους σέ αυτό πού τούς άφορά ριζικά, διότι ή βασική κατάσταση τής κοινωνίας δέν άλλαξε. Αύτή καταδικάζει τήν άπό άνάγκη άναστημένη θεο λογία καί μεταφυσική, παρά τή γενναία άμυνα πού προέβαλαν μερικοί προτεστάντες. νά δείχνει τή συναίνεσή της ώς πιστοποι ητικό κοινωνικών φρονημάτων. Αύτό δέν μπορεί νά τό ξεπεράσει καμμιά εξέγερση τής συνείδησης καί μόνο. Ακόμη καί στή συνείδηση τών ύποκειμένων ή άστική κοινωνία προτιμά τήν όλι-
47V
■ΑΠ ΛΟΣ Μ ΙΑ Π ΑΡΑΒΟ ΛΗ -
χή καταστροφή, τήν αντικειμενική δυνατότητά της. παρά νά αποφασίσει νά έπιδοθεΐ σε στοχασμούς πού θά απειλούσαν τό βασικό της στρώμα. Τά μεταφυσικά ενδιαφέροντα τών ανθρώ πων θά χρειάζονταν τήν πλήρη μέριμνα γιά τά υλικά τους συμ φέροντα. Όσο αυτά τούς άποκρύπτονται, ζούν κάτω από τό πέ πλο της μάγιας. Μόνον άν αυτό πού υπάρχει μπορεί νά άλλάξει. δέν είναι τό πάν αυτό πού υπάρχει.
10 Σέ ένα σχόλιό του γιά τή μελοποίηση τού ποιήματος τού Στ. Γκεόργκε Entrückung (Μεταρσίωση). γραμμένο μερικές δεκαε τίες μετά τή σύνθεσή του. ό Άρνολντ Σαΐνμπεργκ εγκωμίασε τό ποίημα ώς προφητική πρόβλεψη τών συναισθημάτων τών κο σμοναυτών. Υποβιβάζοντας έτσι, άφελώς. ένα από τά σημαντι κότερα έργα του. στό επίπεδο τής επιστημονικής φαντασίας (science fiction). ενεργούσε άθελά του μέσα από τήν κατάσταση ανάγκης τής μεταφυσικής. Χωρίς αμφιβολία στό νεορρομαντικό ποίημα τό θεματικό περιεχόμενο, ή οπτασία εκείνου πού βάζει τό πόδι του σέ «άλλους πλανήτες», είναι παραβολή ενός εσωτε ρικού βιώματος, τής έκστασης καί τής ανάτασης στή μνήμη τού Μαξιμίνου. Δέν πρόκειται γιά μιά έκσταση στό διάστημα, άκόμη καί άν αυτό ήταν ό χώρος τής εμπειρίας τού σύμπαντος. μο λονότι οί εικόνες τής έκστασης αναγκαστικά είναι δανεισμένες άπό αυτήν. Αλλά αυτό ακριβώς προδίδει τήν αντικειμενική βά ση τής πολύ επίγειας ερμηνείας. Εξίσου βάρβαρο θά ήταν νά παίρνουμε κατά γράμμα τήν επαγγελία τής θεολογίας. Μόνον ό Ιστορικά συσσωρευμένος σεβασμός έμποδίζει τή συνείδηση νά τό κράξει. Καί άπό τή θεολογική περιοχή έχει πορθεί ή ποιητική μεταρσίωση όπως καί ή συμβολική γλώσσα όλόκληρου τού κύ κλου εκείνων τών ποιημάτων. Ή θρησκεία κατά γράμμα θά έμοιαζε ήδη μέ τήν έπιστημονική φαντασία* τό ταξίδι στό διά στημα θά όδηγούσε στόν πραγματικό ουρανό, τόν παράδεισο πού επαγγέλλεται ή θεολογία. Παιδαριώδεις σκέψεις γιά τίς συ νέπειες τών ταξιδιών μέ πυραυλοκίνητα διαστημόπλοια γιά τή
480
«ΑΠΛΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΒΟΛΗ»
χριστολογία τους δεν μπόρεσαν νά τίς άπυφύγυυν οι θεολόγοι, ενώ άπό τήν άλλη μεριά ό παιδισμός του ένδιαφέροντος γιά τίς πτήσεις στό διάστημα φανερώνει τόν λανΟάνοντα παιδισμό τών κηρυγμάτων πού εύαγγελίζονται τη σωτηρία. Αν όμως αύτές καθαρίζονταν άπό κάθε θεματικό περιεχόμενο καί γίνονταν εντελώς μετουσιωμένες. θά περιέρχονταν στην πιό δεινή άμηχανία προκειμένου νά πούν τί αντιπροσωπεύουν. Άν κάθε σύμβο λο συμβολίζει μόνο κάτι άλλο πού έχει έπίσης έννοιολογικό χα ρακτήρα. ό πυρήνας του παραμένει κενός, όπως κατά συνέπεια καί ή θρησκεία. Αύτή είναι ή άντινομία τής θεολογικής συνείδη σης σήμερα. Μέ αύτή θά συμβιβαζόταν ϊσως μόνον ό τολστοίκός -άναχρονιστικός- πρωτοχριστιανισμός. διαδοχή τού Χριστού έδώ καί τώρα, χωρίς δεύτερη σκέψη, μέ κλειστά τά μάτια. Κάτι άπό αύτή τήν άντινομία κρύβεται ήδη στήν κατασκευή τού Φάουστ. Μέ τόν στίχο «Τήν αγγελία τήν άκούω άσφαλώς. άλλά μού λείπει ή πίστη» ερμηνεύει τή δική του συγκίνηση, πού τόν προφυλάσσει άπό τήν αύτοκτονία. ώς επάνοδο άπατηλά παρήγορων παραδόσεων άπό τήν παιδική ηλικία. Καί όμως λυτρώνε ται καί άνεβαίνει στόν ούρανό τών μαριολάτρεων. Τό έργο δέν άποφαίνεται άν στήν κλιμακωτή πορεία του ό σκεπτικισμός τού ώριμου σκεπτόμενου αναιρείται ή ή τελευταία λέξη του είναι πάλι ένα σύμβολο -«απλώς μιά παραβολή»495-καί έκκοσμικεύει τήν υπέρβαση, κατά προσέγγιση δπως στόν Χέγκελ - συνθέ τοντας τήν εικόνα τού δλου τής έκπληρωμένης επίγειας ύπαρ ξης. Όποιος μετατρέπει τήν ύπέρβαση σέ κάτι χειροπιαστό, δι καιολογημένα μπορεί νά τόν κατηγορήσει κανείς, όπως έκανε ό Κάρλ Κράους. γιά έλλειψη φαντασίας, άντιπνευματική στάση καί σέ αύτή γιά προδοσία τής ύπέρβασης. ’Αν όμως ματαιωνό ταν πλήρως ή έστω πολύ μακρινή καί άδύναμη δυνατότητα εκπλήρωσης στόν υπαρκτό κόσμο, τό πνεύμα θά γινόταν ψευ δαίσθηση καί τελικά θά θεοποιούνταν τό πεπερασμένο, εξαρτη μένο, άπλώς ύπάρχον ύποκείμενο ώς φορέας τού πνεύματος. Σέ αύτό τό παράδοξο τού υπερβατικού απάντησε ένα όραμα τού Ρεμπώ γιά μιά άπελευθερωμένη άπό τήν καταπίεση άνθρωπό-
«ΑΠΛΩΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΒΟΛΗ»
<1X1
τητα ώς την αληθινή θεότητα. Αργότερα τό ύποχείμενο μυθο ποιήθηκε απροκάλυπτα άπό τόν παλαιοκαντιανό Mynona, γιά τόν όποιο ό ιδεαλισμός άποκαλυπτεται ώς ί'φρις. Μέ τέτοιου είδους είκοτολογικά συμπεράσματα ή επιστημονική φαντασία καί ή τεχνική τών πυραύλων θά συμφωνούσαν εύκολα. Άν όντως άπό δλα τά ούράνια σώματα μόνο στή γή κατοικούσαν έλλογα όντα, αυτό θά ήταν ένα μεταφυσικό πρόβλημα, ή ηλιθιότητα τού όποιου θά κατήγγελλε τή μεταφυσική· τελικά οί άνθρωποι θά ήταν πραγματικά θεοί, μόνον πού θά βρίσκονταν υπό τήν έπήρεια της μαγείας, ή όποια θά τούς απαγόρευε νά τό ξέρουν· καί τί είδους θεοί! - ασφαλώς χωρίς κυριαρχία πάνω στό σύμπαν, όπότε τέτοιες εικοτολογίες ευτυχώς θά ήταν πάλι περιττές. Όλες οί μεταφυσικές εικασίες όμως εξωθούνταν μοιραία στήν περιοχή τού άπόκρυφου. Ή Ιδεολογική αναλήθεια στή σύλληψη τής ύπέρβασης είναι ό χωρισμός μεταξύ σώματος καί ψυχής, μιά αντανάκλαση τού καταμερισμού τής έργασίας. 'Οδη γεί στήν είδωλοποίηση τής res cogitans496. ώς τής αρχής πού κυ ριαρχεί πάνω στή φύση, καί στήν ύλική στέρηση, ή οποία θά διαλυόταν άπό την έννοια μιας ύπέρβασης πέρα άπό τό πλέγμα τής ενοχής. Αλλά ή ελπίδα προσκολλάται. όπως στό τραγούδι τής Μινιόν497, στό εξυψωμένο σώμα. Ή μεταφυσική δέν θέλει νά άκούσει τίποτε γι’ αύτό. δέν θέλει νά έχει καμμιά σχέση μέ οτιδήποτε υλικό. Γι’ αυτόν τό λόγο ξεπερνά τά όρια πρός τήν υποδεέστερη πίστη στά πνεύματα. Ανάμεσα στήν ύποστασιοποίηση ένός μή σωματικού καί παραταύτα άτομοποιημένου πνεύματος -καί τί θά είχε στά χέρια της ή θεολογία χωρίς αυτή!-καί τόν άπατηλό ισχυρισμό τού πνευματισμού ότι ύπάρχουν καθαρώς πνευματικά όντα δέν υπάρχει διαφορά εκτός άπό τό ιστορικό κόρος πού περιβάλλει τήν έννοια πνεύμα. Μέ ένα τέτοιο κύρος ή κοινωνική επιτυχία, ή εξουσία, γίνεται κρι τήριο μεταφυσικής άλήθειας. Άν άπό τή λέξη Spiritualismus (πνευματοκρατία), πού στά γερμανικά είναι ή διδασκαλία γιά τό πνεύμα ώς άτομική-ουσιώδη άρχή. άφαιρέσουμε τήν κατά ληξη - U S . έχουμε τήν άγγλική λέξη γιά τόν πνευματισμό .Ή
4X2
«ΛΙΙΛΗΣ ΜΙΑ 1ΙΑΡΛΒΟΛΜ-
άμφισημία αυτής τής λέξης οφείλεται στη γνωσιολογική ανάγκη που παρακίνησε κάποτε τούς ιδεαλιστές νά προχωρήσουν πέρα άπό την ανάλυση τής ατομικής συνείδησης στην κατασκευή μιας ύπερβατικής ή άπόλυτης συνείδησης. Ή άτομική συνείδηση είναι μέρος τού χωροχρονικού κόσμου, χωρίς προνόμια άπέναντί του· ό άνθρωπος δέν μπορεί νά τη φαντασθεϊ αποκομμένη άπό τόν κόσμο τού σώματος. Αλλά ή ίδεαλιστική κατασκευή, πού θέλει νά άποβάλει τό έπίγειο υπόλειμμα, γίνεται κενή ούσιαστικού περιεχομένου δταν άπαλείψει έντελώς εκείνη την έγωικότητα πού ήταν τό μοντέλο τής έννοιας πνεύμα. Έξού καί ή παραδοχή μιας μή αισθητής έγωικότητας. ή οποία ώστόσο. παρά τόν ορισμό της εκδηλώνεται ώς ύπαρξη στό χώρο καί τό χρόνο. Σύμφωνα μέ τή στάθμη τής κοσμολογίας ό ούρανός [παράδεισοςΐ καί ή κόλαση ώς κάτι ύπαρκτό στό χώρο είναι απλοί άρχαϊσμοί. Ή αθανασία τών πνευμάτων, στήν όποια υποβιβά ζεται ή αθανασία, κάνει αύτή τήν έννοια μή πραγματική δπως τά φαντάσματα, χλευάζοντας την. Ή χριστιανική δογματική, πού σκεφτόταν την ανάσταση τών ψυχών σέ συνδυασμό μέ τήν άνάσταση τής σάρκας ήταν μεταφυσικά πιό συνεπής, δηλαδή τρόπον τινά πιό πεφωτισμένη άπό τήν είκοτολογική μεταφυσι κή. δπως καί ή ελπίδα εννοεί μιά σωματική άνάσταση. ένώ ή έκπνευμάτισή της τής στερεί τό καλύτερο. ’Έτσι ώστόσο αυξά νονται άφόρητα αύτά πού μά ζητεί ή μεταφυσική εικοτολογία. Ή γνώση κλίνει βαθιά πρός τό μέρος τής άπόλυτης θνητότητας, κάτι άφόρητο γι’ αύτήν, πού τήν κάνει άπολύτως άδιάφορη. Σέ αύτό όδηγεϊ ή ιδέα τής άλήθειας, ή άνώτατη άπό τίς μεταφυσι κές αλήθειες. Όποιος πιστεύει στό θεό δέν μπορεί, γι’ αύτόν τό λόγο, νά πιστέψει σε αύτόν. Ή δυνατότητα τήν όποια άντιπροσωπεύει τό δνομα τού θεού διατηρείται άπό εκείνον πού δέν πιστεύει. Άν κάποτε ή άπαγόρευση τών εικόνων περιελάμβανε καί τήν άναφορά τού ονόματος, ύπό αύτήν τή μορφή έχει γίνει ή ίδια ύποπτη ώς δεισιδαιμονία. Τά πράγματα έχουν όξυνθεί: Ακόμη καί νά σκέφτεται κανείς τήν ελπίδα είναι άνοσιούργημα σέ βάρος της καί άντίκειται σέ αύτήν. Τόσο βαθιά είναι φωλιά-
Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ
483
σμένη ή ιστορία μέσα στή μεταφυσική άλήθεια ή όποια μάταια άρνεϊται την ιστορία, την προοδευτική απομυθοποίηση. Λύτή ή τελευταία δμως τρώει τόν εαυτό της. δπως τρώνε οί μυθικοί θε οί κατά προτίμηση τά παιδιά τους. Καθώς δεν άφήνει κανένα ύπόλειμμα. ξαναγίνεται πάλι μύθος499. Διότι ό μύθος είναι άπλώς τό κλειστό ένδοκοσμικό πλαίσιο τού ύπάρχοντος. Σέ αυτή τήν αντίφαση έχει συρρικνωθεί σήμερα ή μεταφυσική. Ή σκέψη πού προσπαθεί νά τήν άρει κινδυνεύει νά γίνει άναληθής τόσο πρός τή μία δσο καί πρός τήν άλλη πλευρά τής αντίφασης. Μ Ή όντολογική απόδειξη τής ύπαρξης τού θεού500 άναστήθηκε στήν έγελιανή διαλεκτική, παρά τήν καντιανή κριτική, τήν όποια τρόπον τινά απορρόφησε. Καί δμως μάταια. Καθώς ό Χέγκελ. προχωρώντας μέ συνέπεια, διαλύει τό μή ταυτόσημο μέσα στήν καθαρή ταυτότητα. ή έννοια γίνεται εγγυητής τού μή έννοιλογικού. ή ύπέρβαση συλλαμβάνεται από τό έγγενές δίκτυο τού πνεύματος καί ένσωματωνόμενη στήν ολότητα τού πνεύματος καταργείται. Όσο περισσότερη ύπέρβαση διαλύεται σύμφωνα μέ αυτά μέσω τού διαφωτισμού στόν κόσμο καί τό πνεύμα, τό σο πιό πολύ αύτή γίνεται κάτι κρυφό, λές καί συγκεντρώνεται σέ ένα έσχατο άκρο πάνω από δλες τίς διαμεσολαβήσεις. Κατ’ αυτά ή άντιιστορική θεολογία τού απολύτως διαφορετικού έχει τόν ιστορικό της δείκτη. Τό έρώτημα σχετικά μέ τή μεταφυσική είναι πιά μόνον άν αυτό τό λιγοστό, άφηρημένο. ακαθόριστο είναι ή τελευταία λέξη καί ήδη χαμένη θέση άμυνας ή άν ή με ταφυσική έπιζεί μόνο στό πιό μικρό καί ασήμαντο, άν στήν κα τάσταση πλήρους άφάνειας θά κάνει τό Λόγο νά λογικευθεί, ενώ τώρα είναι αυτεξούσιος καί κάνει τή δουλειά του χωρίς νά συναντά αντιστάσεις καί χωρίς αύτοστοχασμό. Ή θέση τού θε τικισμού έκμηδενίζει τή μεταφυσική, άκόμη καί δταν αύτή κα ταφεύγει στήν περιοχή τού βέβηλου. Θυσιάζει άκόμη καί τήν ιδέα τής άλήθειας, στό δνομα τής οποίας ό ίδιος συγκροτήθηκε. Αύτή ή υπογράμμιση είναι μιά προσφορά τού Βίτγκενσταίν,
Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ
χαλά αν ταιριάζει άλλωστε ή επιταγή του νά σιωπά κανείς απέναντι στην ψευδώς άναστημένη. δογματική μεταφυσική, κά τι που δεν διαφέρει άπό τήν άφωνη έκσταση εκείνων πού πι στεύουν στό είναι. Αύτό πού δέν θά έπληττε ή απομυθοποίηση καί δέν τίθεται στή διάθεση κανενός σέ έναν ρόλο άπολογητή. δέν είναι ένα έπιχείρημα -ή σφαίρα τών επιχειρημάτων είναι οί αντινομίες γενικά-, άλλά ή εμπειρία ότι ή σκέψη πού δέν άποκεφαλίζεται καταλήγει στήν ύπέρβαση. ή όποια φθάνει μέχρι τήν ιδέα μιας οργάνωσης τού κόσμου, όπου όχι μόνο θά έπρεπε νά καταργηθεϊ ό ύφιστάμενος πόνος, ή άδικία. άλλά νά άνακληθεϊ άμετάκλητα καί ή άδικία τού παρελθόντος. Ή σύγκλιση όλων τών ιδεών στήν έννοια μιας κατάστασης πού θά ήταν δια φορετική άπό τό άνεκδιήγητο ύπάρχον. τόν κόσμο, δέν είναι τό ίδιο όπως ή άπειροστική άρχη. μέ τήν όποια ό Λάιμπνιτς καί ό Κάντ θέλησαν νά κάνουν τήν ιδέα τής υπέρβασης σύμμετρη μέ μιά επιστήμη τής όποιας ή σφαλερότητα. ή σύγχυση τής κυ ριαρχίας πάνω στή φύση μέ τό είναι καθ’ έαυτό. άποτελεϊ τό λόγο γιά τή διορθωτική εμπειρία τής σύγκλισης. Ό κόσμος είναι χειρότερος άπό τήν κόλαση καί καλύτερος. Χειρότερος, επειδή ούτε καν ή μηδενικότητα είναι εκείνο τό άπόλυτο όπως εμφανί ζεται τελικά μέ έναν συμφιλιωτικό τρόπο στή σοπενχαουερική νιρβάνα. Τό κλειστό καί άδιέξοδο ένδοκοσμικό πλαίσιο άρνείται άκόμη καί εκείνο τό νόημα πού βλέπει τό ινδικό φιλο σόφημα στόν κόσμο θεωρώντας τον ως όνειρο ενός κακού δαί μονα* ό Σοπενχάουερ σκέφτεται έσφαλμένα. διότι χαρακτηρίζει τό νόμο πού κρατάει τήν ένδοκοσμική ύπαρξη μέσα στόν ίδιο της τόν μαγικό κλοιό κατευθείαν ως κάτι ουσιώδες τό όποίο είναι κλεισμένο άπό τήν ένδοκοσμική ύπαρξη καί μόνον ως υπερβατικό θά μπορούσε νά νοηθεί. Καλύτερος είναι ό κόσμος, επειδή ή άπολύτως κλειστή ενότητα τήν όποια ό Σοπενχάουερ άναγνωρίζει στήν πορεία τού κόσμου είναι μέ τή σειρά της δά νειο άπό τό ίδεαλιστικό σύστημα, καθαρή άρχή τής ταυτότητας καί τόσο άπατηλή όσο κάθε άρχή. Ή ταραγμένη καί παρα βλαμμένη πορεία τού κόσμου είναι, όπως στόν Κάφκα, άσύμ1
) 0
0
Η ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΛΛΟΥ
4Η5
μετρη επίσης πρός τό νόημα τής καθαρής της ¿απουσίας νοήμα τος καί τυφλότητας καί δεν μπορεί νά κατασκευασθεί μέ αυστηρή συνέπεια σύμφωνα μέ την αρχή τους. Αντιστέκεται στην προσπάθεια τής απεγνωσμένης συνείδησης νά θέσει την απόγνωση ως κάτι άπόλυτο. Δέν είναι απόλυτα κλειστή ή πο ρεία του κόσμου ούτε άπόλυτη απόγνωση· αύτή ή δεύτερη είναι μάλλον ή κλειστή ένότητά της. Όσο άχνά καί άν είναι μέ σα στήν πορεία τού κόσμου δλα τά ίχνη τού Άλλου· δσο παρα μορφωμένη καί άν είναι δλη ή ευτυχία λόγω τού ανακλητού της χαρακτήρα, τό ύπάρχον είναι έντούτοις. στά ρήγματα πού διαψεύδουν τήν ταυτότητα, άνακκατεμένο μέ τίς ολοένα άθετούμενες υποσχέσεις έκείνου τού Άλλου. Κάθε εύτυχία είναι κομμάτι ολόκληρης τής ευτυχίας πού άρνεϊται νά προσφερθεϊ στους ανθρώπους καί οί ϊδιοι τό στερούν από τόν έαυτό τους. Ή σύ γκλιση. τό Άλλο τής Ιστορίας ώς υπόσχεση στούς ανθρώπους, παραπέμπει απαρέγκλιτα σε εκείνο πού μέ αθέμιτο τρόπο ή οντολογία τοποθετεί πρίν άπό τήν ιστορία ή τό εξαιρεί άπό αυτήν. Ή έννοια δέν είναι πραγματική, δπως θά άρεσε στήν όντολογική απόδειξη, αλλά δέν θά μπορούσε νά νοηθεί άν κάτι μέσα στό πράγμα δέν ώθούσε πρός αυτήν. Ό Κάρλ Κράους. πού. θωρακισμένος έναντίον κάθε χειροπιαστού, φανταστικού καί χωρίς φαντασία ισχυρισμού γιά τήν ύπαρξη τού υπερβατι κού . μέ λαχτάρα προτιμούσε νά τό διακρίνει μέσα στη λαχτάρα παρά νά τό διαγράψει, δέν ήταν ένας ρομαντικός φιλελεύθερος χρήστης μεταφορικών έκφράσεων. Ή μεταφυσική δέν μπορεί ασφαλώς νά άναστηθεί -ή έννοια τής ανάστασης άναφέρεται σέ πλάσματα, δχι σέ κάτι δημιουργημένο· στήν περίπτωση πνευ ματικών μορφωμάτων είναι δείκτης τής άναλήθειας τους-, μπο ρεί όμο^ς νά δημιουργείται μόνο μέ τήν πραγματοποίηση αύτών πού παράγει ή σκέψη υπό τόν άστερισμό της. Ή τέχνη προκα ταλαμβάνει κάτι άπό αυτά. Τό έργο τού Νίτσε ξεχειλίζει άπό υβριστικές έκφράσεις κατά τής μεταφυσικής. ’Αλλά καμμιά δια τύπωση δέν τήν άποδίδει πιό πιστά άπό τόν Ζαρατούστρα: Μόνο τρελός, μόνο ποιητής. Ό σκεπτόμενος καλλιτέχνης κατα
ΑΥΤΟ1ΤΟΧΑ1Μ0Σ ΤΜΙ ΑΙΛΛΚΚΠΚΗΙ
νοούσε την τέχνη, πού δεν είναι προϊόν τής σκέψης. Ή σκέψη πού δέν καταθέτει τά όπλα μπροστά στό άθλιο όντικό501 εκμη δενίζεται βάσει τών κριτηρίων του.ή άλήθεια γίνεται αναλήθεια, ή φιλοσοφία γίνεται τρέλα. Καί όμως ή φιλοσοφία δέν μπορεί νά παραιτηθεί, διότι τότε θά θριαμβεύσει ή άμβλύνοια μέ την πραγματοποίηση τού παραλογισμού. Aux sots je préfère les fous502. Ή τρέλα είναι ή άλήθεια ύπό τή μορφή μέ τήν όποια τι μωρούνται οί άνθρωποι όταν μέσα στό αναληθές δέν εννοούν νά την έγκαταλείψουν. Ακόμη καί στις πιό υψηλές άνατάσεις της ή τέχνη είναι φαινομενικότητα· τή φαινομενικότητα δμως. τό άκαταμάχητό της. τό δέχεται άπό τό μή φαινομενικό. Καθώς παραιτείται άπό τή διατύπωση κρίσεων, λέει, προπάντων εκεί νη πού κατηγορείται ώς μηδενιστική, ότι δέν είναι τά πάντα απλώς ενα τίποτε. Διαφορετικά αυτό πού είναι πάντοτε θά ήταν ώχρό, άχρωμο, αδιάφορο. Δέν υπάρχει κανένα φώς πάνω στούς ανθρώπους καί τά πράγματα χωρίς τήν ανταύγεια τής υπέρβασης. Ανεξίτηλο στήν άντίσταση κατά τού άντικαταστατού κόσμου τής ανταλλαγής είναι ή άντίσταση τού ματιού πού δέν θέλει νά χαθούν τά χρώματα τού κόσμου. Μέσα στή φαινο μενικότητα παρέχεται ώς υπόσχεση τό μή φαινομενικό. 12
Τό ερώτημα είναι άν ή μεταφυσική, ώς γνώση τού άπολύτου. είναι γενικά δυνατή χωρίς τήν κατασκευή τού απόλυτου πνεύ ματος. δηλαδή χωρίς έκείνον τόν ιδεαλισμό πού δίνει τόν τίτλο στό τελευταίο κεφάλαιο τής Φαινομενολογίας τού πνεύματος τού Χέγκελ. Δέν λέει άραγε όποιος πραγματεύεται τό άπόλυτο. άναγκαστικά. ότι αύτός είναι τό σκεπτόμενο όργανο πού τό κατέχει καί έτσι άκριβώς ότι είναι ό ίδιος τό άπόλυτο ; Δέν θά παραβίαζε έξάλλου τήν ίδια της τήν αύστηρή έννοια τής άρνητικότητας ή διαλεκτική, περνώντας σέ μιά μεταφυσική πού δέν θά έμοιαζε άπλώς μέ τή διαλεκτική ; Ή διαλεκτική ενσάρκωση τής άρνητικής γνώσης, δέν θά ήθελε νά έχει πλάι της άλλη γνώ ση· ακόμη καί ώς άρνητική κουβαλάει μαζί της άπό τή θετική
ΑΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΙΙΣ ΑΙΑΛΕΚΤΙΚΜΣ
487
γνώση, από τό σύστημα, την εντολή τής αποκλειστικότητας. Μετά άπό μιά τέτοια λογική εκτίμηση θά έπρεπε νά άρνεΐται τή μή διαλεκτική συνείδηση ώς πεπερασμένη καί σφαλερή. Σέ όλες τίς ιστορικές μορφές της δέν έπέτρεπε τήν έξοδο άπό τήν απο κλειστικότητα. Θέλοντας καί μή. μεσολαβούσε έννοιολογικά ανάμεσα στό απόλυτο καί τό πεπερασμένο πνεύμα* αύτή ή στάση της έκανε τή θεολογία κατά διαλείμματα έχθρό της. Μο λονότι σκέφτεται τό απόλυτο, αύτό. ώς διαμεσολαβημένο άπό τήν ϊδια. παραμένει υποτελές στή σχετική, τή μή άπόλυτη σκέ ψη. Άν τό έγελιανό άπόλυτο ήταν μιά έκκοσμίκευση τής θεότη τας. εντούτοις ήταν άκριβώς ή έκκοσμίκευσή της* ώς όλότητα του πνεύματος αύτό τό άπόλυτο παρέμενε στενά συνδεδεμένο μέ τό πεπερασμένο άνθρώπινο μοντέλο της. Όταν όμως ή σκέψη. έχοντας πλήρη συνείδηση αύτής της κατάστασης πραγμά των. ψηλαφεί πέρα άπό τόν έαυτό της έτσι ώστε νά άποκαλεϊ τό Άλλο κάτι άπολύτως άσύμμετρο μέ τόν έαυτό της. τό όποιο παραταΰτα ή ϊδια σκέφτεται, τότε δέν βρίσκει πουθενά προ στασία έκτος άπό τή δογματική παράδοση. Σέ μιά τέτοια ιδέα ή σκέψη είναι ξένη πρός τό περιεχόμενό της. άσυμφιλίωτη. καί καταδικάζεται πάλι σέ δύο είδη άλήθειας. κάτι πού δέν συμβι βάζεται μέ τήν ιδέα της άλήθειας. Ή μεταφυσική έξαρτάται άπό τή δυνατότητά της νά βγει χωρίς δόλο άπό αύτή τήν απο ρία. Γιά νά τό κάνει ή διαλεκτική, πού είναι τόσο άποτύπωμα του οικουμενικού πλαισίου τύφλωσης όσο καί κριτική του. πρέ πει μέ μιά τελευταία κίνηση νά στραφεί καί εναντίον τού έαυτού της. Ή κριτική κάθε μερικού πού τίθεται ώς άπόλυτο έπικρίνει τή σκιά της άπολυτότητας πάνω της. τό γεγονός ότι. σέ αντίθεση πρός τή φορά της. πρέπει νά παραμένει στό πλαίσιο τής έννοιας. Καταστρέφει τήν άξίωση τής ταυτότητας καθώς τήν άνταμείβει έλέγχοντάς την. Γι’ αυτόν τό λόγο ή κριτική δέν προχωρεί πιό πέρα καί φθάνει μόνον όσο καί αύτή ή άξίωση. ή όποια άποτυπώνει πάνω της έν ειδει μαγικού κύκλου τή φαινο μενικότητα τής άπόλυτης γνώσης. Καθήκον τού αύτοστοχασμού τής διαλεκτικής κριτικής είναι νά άπαλείψει αύτήν τή φαι
ΑΥΤΟΣ! ΟΧΑΣΜΟΣ ΤΉΣ ΛΙΑΑΕΚ ΓΙΚΜΣ
νομενικότητα. Κατ’ αυτό είναι μιά άρνηση τής άρνησης, ή οποία δέν περνάει σέ θέση. Ή διαλεκτική είναι ή αυτοσυνείδηση τού άντικειμενικού πλέγματος τύφλωσης, δέν έχει γλυτώσει ήβη άπό αύτό. ‘Αντικειμενικός στόχος της είναι νά δραπετεύσει άπό αύτό τό πλέγμα άπό μέσα. Από τό 'ίδιο τό πλαίσιο τύφλωσης αντλεί τη δύναμη γι’ αυτήν τή διαφυγή· έδώ θά μπορούσε νά έφαρμοσθεϊ καί πάλι ή ρήση τού Χέγκελ δτι ή διαλεκτική απορ ροφά τή δύναμη τού άντιπάλου καί τή στρέφει εναντίον του* αύτό μάλιστα όχι μόνο στά διαλεκτικά έπιμέρους. άλλά τελικά μέσα στό όλον. Μέ τά μέσα τής λογικής συλλαμβάνει τόν καταναγκαστικό χαρακτήρα τής ϊδιας. έλπίζοντας ότι θά υποχωρή σει. Διότι αύτός ό καταναγκασμός είναι έπίσης μιά μυθική φαι νομενικότητα, ή επιβαλλόμενη ταυτότητα. Τό άπόλυτο όμως, όπως τό φαντάζεται ή μεταφυσική, θά ήταν τό μή ταυτόσημο, αύτό πού θά εκδηλωνόταν μόνον αφού διαλυθεί ό καταναγκα σμός τής ταυτότητας. Χωρίς τή θέση τής ταυτότητας ή διαλε κτική δέν είναι τό όλον, οπότε δέν είναι κύριο άμάρτημα νά κά νει ένα διαλεκτικό βήμα καί νά έγκαταλείψει αυτήν τή θέση. Από τόν ορισμό της ή άρνητική διαλεκτική δέν ήρεμεί στόν εαυ τό της σάν νά ήταν όλική· αύτή είναι ή δική της μορφή τής ελπί δας. Κάτι άπό αύτά σημείωσε ό Κάντ στή διδασκαλία του γιά τό υπερβατικό πράγμα καθ’ έαυτό πέρα άπό τούς μηχανισμούς ταύτισης. Όσο συνεπής καί άν ήταν ή κριτική αυτής τής διδα σκαλίας άπό τούς διαδόχους του. άλλο τόσο ένίσχυσαν τή μα γεία. κάνοντας μιά έπαναστροφή παρόμοια μέ εκείνη τής μετεπαναστατικής άστικής τάξης στό σύνολό της: ύποστασιοποίησαν τόν ίδιο τόν καταναγκασμό ως κάτι άπόλυτο. Ό 'ίδιος ό Κάντ άσφαλώς. στόν ορισμό τού πράγματος καθ’ έαυτό ώς νοητής ουσίας, συνέλαβε βέβαια τήν υπέρβαση ώς τό μή ταυτό σημο. άλλά τήν ταύτισε μέ τό άπόλυτο υποκείμενο, ύποκύπτοντας εντούτοις στήν άρχή τής ταυτότητας. Ή γνωστική διαδικα σία. ή όποια υποτίθεται δτι πλησιάζει τό υπερβατικό πράγμα καθ’ έαυτό όπως μιά άσύμπτωτος. τρόπον τινά τό σπρώχνει πιό πέρα άπομακρύνοντάς το άπό τή συνείδηση. Οί ταυτίσεις τού
ΑΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ
4HV
άπόλυτου τό μεταφέρουν στόν άνθρωπο, από τόν όποιο προέρ χεται ή άρχή τής ταυτότητας· όπως όμολογούν μερικές φορές οι ίδιες καί όπως μπορεί νά τούς αποδείξει κάθε φορά ό διαφωτι σμός. είναι ανθρωπομορφισμοί. Γι’ αύτόν τό λόγο τό απόλυτο ¿ξανεμίζεται μπροστά στό πνεύμα πού τό προσεγγίζει: ή προ σέγγισή του είναι αντικατοπτρισμός. Αλλά ή έπιτυχής απάλει ψη κάθε ανθρωπομορφισμού, μέ την ελπίδα ότι έτσι διαλύεται τό πλέγμα τής τύφλωσης, συμπίπτει ίσως τελικά μέ αύτό τό πλέγμα, μέ την άπόλυτη ταυτότητα. Αρνούμενοι μέσω τής ταύ τισης τήν ύπαρξη τού μυστικού, δηλαδή άποσπώντας από αύτό όλο καί περισσότερα κομμάτια, δέν τό λύνουμε. Μάλλον τό ίδιο διαψεύδει. σάν νά έπαιζε, τήν κυριαρχία πάνω στή φύση υπεν θυμίζοντας τήν άδυναμία τής δύναμής της. Ό διαφωτισμός δέν αφήνει σχεδόν κανένα υπόλειμμα άπό τό μεταφυσικό περιεχό μενο άλήθειας. σύμφωνα μέ έναν νεότερο όρο τής μουσικής άγωγής presque rien {σχεδόν τίποτε]. Τό άπόλυτο πού ύποχωρεί γίνεται όλοένα μικρότερο, όπως τό έδειξε ό Γκαϊτε στήν πα ραβολή μέ τό κουτάκι, ή όποια κατονομάζει κάτι ελάχιστο, στή Neue Melusine503 : όλο καί πιό αφανές- αύτός είναι ό γνωσιολογικός καί ό ίστορικοφιλοσοφικός λόγος γιά τόν όποιο ή μεταφυ σική γίνεται μικρολογία504. Αύτή είναι ή θέση τής μεταφυσικής ώς καταφύγιο άπό την όλικότητα. Κανένα άπόλυτο δέν μπορεί νά έκφρασθεί παρά μόνο μέ θέματα καί κατηγορίες τής επίγει ας εμπειρίας, ένώ βέβαια δέν πρέπει νά θεοποιείται ούτε ή έμμονή στό πλαίσιό της. πού είναι σχετικό καί εξαρτημένο, ούτε τό όλον πού τήν ένσαρκώνει. Ή μεταφυσική, σύμφωνα μέ τήν έννοια της. είναι δυνατή όχι ώς ένα πλαίσιο παραγωγικών κρίσεων γιά τό ύπάρχον. όπως δέν μπορεί επίσης νά νοηθεί σύμφοινα μέ τό μοντέλο ενός απολύτως διαφορετικού πού περιφρονεί φοβερά τή σκέψη. Κατ’ αύτά θά ήταν δυνατή μόνον ώς αναγνώσιμος αστερισμός υπαρχόντων. Άπό αύτά θά δεχόταν τό θεματικό υλικό.χωρίς τό όποιο δέν θά υπήρχε· δέν θά έπρε πε όμως νά δοξάζει τήν ύπαρξη τών στοιχείου τού αστερισμού. άλλά νά τά συνδέει σέ έναν σχηματισμό στόν όποιο αύτά τά
ΑΥΤΟΣΤΟΧΑΣΜΟΣ TH1 AlAAliKTIKHI
στοιχεία θά άπάρτιζαν μιά γραφή. Γιά νά τό πράξει όμως θά έπρεπε νά καταλαβαίνει από επιθυμίες. Ή έπιθυμία είναι μιά κακή μητέρα τής σκέψης, κάτι που από τήν έποχή τού Ξενοφά νηδ0δ είναι μία άπό τίς γενικές θέσεις τού εύρωπάίκού διαφωτι σμού. ή όποια ισχύει άμετρίαστη ακόμη καί όσον αφορά τίς όντολογικές προσπάθειες παλινόρθωσης. Αλλά ή σκέψη, πού είναι καί αύτή μιά συμπεριφορά, εμπεριέχει τήν ανάγκη - κατ' άρχάς τίς άνάγκες τής ζωής. Μέσα άπό τήν άνάγκη σκέφτεται ό άνθρωπος, ακόμη καί όταν απορρίπτεται τό wishful thinking506. Ή κινητήρια δύναμη τής ανάγκης είναι αύτή πού κινεί τήν προ σπάθεια. ή όποια περιλαμβάνει τή σκέψη ώς πράξη. "Ετσι λοι πόν αντικείμενο τής κριτικής δέν είναι ή άνάγκη μέσα στή σκέ ψη, άλλά ή σχέση άνάμεσά τους. Ή άνάγκη μέσα στή σκέψη θέ λει όμως νά σκεφτόμαστε. Απαιτεί τήν άρνησή της άπό τή σκέ ψη. πρέπει νά έξαφανισθεί μέσα στή σκέψη προκειμένου νά ικανοποιηθεί πραγματικά· μέσα σέ αύτή τήν άρνηση έπιζεί καί στόν εσώτερο πυρήνα τής σκέψης άντιπροσωπεύει αυτό πού δέν είναι όμοιο μέ τή σκέψη. Τά ελάχιστα ένδοκοσμικά χαρα κτηριστικά θά είχαν σημασία γιά τό άπόλυτο. διότι ή μικρολογική ματιά θρυμματίζει τά κελύφη τού έπιμέρους. τό όποιο σύμφωνα μέ τό κριτήριο τής γενικής έννοιας πού τό περιλαμβά νει είναι άνυπεράσπιστα μεμονωμένο, καί σπάζει τήν ταυτότη τά του, τήν πλάνη ότι είναι άπλώς ένα άντίτυπο τού είδους του. Μιά τέτοια σκέψη είναι άλληλέγγυα μέ τή μεταφυσική τή στιγ μή τής άνατροπής της.
Σημειώσεις (σχετικά μέ τή σήμανση τών σημειώσεων, βλ. σ. 8)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Th. W. Adorno. Zur Metakritik der Erkenntnistheorie. Studien über Husserl und die phänomenologischen Antinomien. Στουτγάρδη 1956. (Σ.τ.μ.) 2. Πρβλ. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft (Κριτική τού καθαρού Λόγου), ß' έχδ.. WW III. Akademie-Ausgabe (Drittes Hauptstück der Transzendentalen .Methodenlehre). 3. Adaequatio: έπαρκής ανταπόκριση τής έννοιας πρός τήν πραγματικότητα πού επιχειρεί νά συλλάβει. (Σ.τ.μ.) 4. Δηλαδή αναγνωρίζω κάτι ώς κάτι, διαπιστώνω τήν ταυτότητά του. (Σ.τ,μ.) 5. Πρβλ. F.A. Trendelenburg. Logische Untersuchungen, τόμ. I. Λειψία 1870. σ. 43 κ.έ.. 167 κ.έ. 6. Henedetto Croce. Lebendiges und Totes in Hegels Philosophie, μτφρ. K. Büchler.Χάίδελβέργη 1909.σ. 66 χ.έ..68 κ.έ.. 72 χ.έ..82 κ.έ. 7. Πρβλ. G.W.F. Hegel*. WW 4.σ. 78. 8. Actus purus: καθαρή ένέργεια. άυλη ενεργητικότητα, δραστηριότητα χω ρίς Ολη. Έτσι άποκαλοΰν οί Σχολαστικοί τόν θεό. άκολουθώντας τόν 'Αριστο τέλη, σύμφωνα μέ τόν όποιο ό θεός δέν πάσχει, είναι μόνον ενέργεια χωρίς δύναμιν. (Σ.τ.μ.) 9. Άμεσα δεδομένα τής συνείδησης. Δοχίμιο πάνω ατά άμεσα δεδομένα τής συνείδησης είναι καί ό τίτλος τοΰ πρώτου βιβλίου του Μπερξόν. 1889. (Σ.τ.μ.) 10. Πρβλ. Th. W. Adorno, Zur Metakritik der Erkenntnistheorie. Στουτγάρδη 1956. πανταχοΰ. 11. Υποκειμενική ένύπαρξη είναι ό περιορισμός τής γνωστικής διαδικασίας σέ δ.τι ένυπάρχει στην υποκειμενική συνείδηση ή εμπειρία. (Σ.τ.μ.)
• Οι Αναφορές στά έργα τοίι Χέγκελ Ακολουθούν τήν (έκδοσηΙ Jubiläumsausgabe, πού έπανεκδόθηκε Από τόν Hermann Glöckner. Στουτγάρδη 1927 καί έξης, έκχός Από ™ν ειδική έκδοση τού οίκου Meiner. Pie Vernunft in der Geschuhte).
Α ΡΝ Η ΤΙΚ Η Δ ΙΑΛ ΕΚ ΤΙΚ Η
12. Εννοεί τήν κατακλείδα ιού Traclalus lógico-philoeophícus: -l ui ό.τι δέν μπο{κ>Γ>με νά μιλήσουμε πρέπει νά σιωπούμε ». Ό Αντόρνο Ιχει έπικρίνει αύτή τήν πρόταση, λόγου χάρη στο Philosophtsthr Terminologie. Φρανκφούρτη 1974. τόμ. 2. σ. 288-289. Πρβλ. έπίσης Th. W. Adomo. Αισθητική θεωρία. 'Αλεξάνδρεια.'Αθήνα 2000. σ. 348. (Σ.τ.μ.) 13. Εννοεί τήν άχύρωση αύτής τής αρχής άπό τόν Χέγχελ. Βλ. σχετικά G.W.F. Hegel. EnzyklopàJieJerphilosophisehcti Wissrnscliaflen.i 115 κ.έ. (Σ.τ.μ.) 14. 'Ένα άπό τά χαρακτηριστικά ύφολογικά στοιχεία του Άντόρνο είναι ή ποιιλότροπη διάλυση τών πάγιων έχφράσεων. παροιμιών χ,λπ.. όπως στήν παρούσα πρόταση μέ τό «παραγέμισμα» τής ρήσης πού άντιστοιχεί στήν έλληνιχή «τήν ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος». (Σ.τ.μ.) 15. Έδώ ό ρεαλισμός άναφέρεται στήν έριδα τών Σχολαστιχών γιά τήν Ισχύ τών γενικών έννοιών (universelle). ΟΙ ρεαλιστές πίστευαν ότι οΐ γενικές έννοιες είναι αντικειμενικά πραγματικές, δτι δέν είναι άπλώς υποκειμενικές έννοιες, άπλώς λέξεις ή όνόματα. όπως ύποστήριζε ό άντίποδας του ρεαλισμού, ό νομι ναλισμός. (Σ.τ.μ.) 16. ΟΙ έννοιες σύμφωνα μέ τόν Κάντ είναι προϊόντα ή «λειτουργίες» τής διάνοιας, τού αυθορμητισμού τής σκέψης, δηλαδή τής «Ικανότητάς της νά πα ράγει άπό μόνη της παραστάσεις». Πρός τά άντικείμενα στρέφονται μόνο μέσω τής έποπτείας. όχι άμεσα. Χωρίς έξωεννοιολογικό περιεχόμενο είναι «κενές*, δπως καί οΐ έποπτείες χωρίς έννοιες είναι «τυφλές». (Σ.τ.μ.) 17. Μη έννοιολογικά. δεικτικά στοιχεία είναι οΐ αισθητές Ιδιότητες τών δντων. τού εξωτερικού κόσμου, λόγου χάρη δταν δείχνουμε μιά γάτα, άντί νά όρίσουμε αύτό τό δν κατά γένος καί είδος ώς σαρκοφάγο, θηλαστικό, αιλουρο ειδές κ.λπ. (Σ.τ.μ.) 18. Ό άρχικός υπότιτλος τής Φαινομενολογίας του πνεύματος τού Χέγχελ. (Σ.τ.μ.) 19. G.W.F. Hegel. WW 6. Heidelberger Enzyklopàdie.o. 28. 20. Ψευδομορφισμός ή ψευδομόρφωση είναι ή εμφάνιση ένός όρυκτού μέ τήν κρυσταλλική μορφή ένός άλλου όρυκτού. ό σχηματισμός ψευδοκρυστάλλων. Γιά μιά ψευδομόρφωση μιλάει μεταφορικά ό ιστορικός τού πολιτισμού “Οσβαλντ Σπένγκλερ δταν ένα νέο ρεύμα ιδεών, τρόπον τινά σάν λάβα ένός όρυκτού. άναγκάζεται νά λάβει προϋπάρχουσες μορφές, δηλαδή νά χυθεί στίς υφιστάμενες κοιλότητες ένός παλαιότερου πετρώματος. (Σ.τ.μ.) 21. «"Αν εξάλλου ό σκεπτικισμός άκόμη καί σήμερα συχνά θεωρείται ώς άκαταμάχητος εχθρός κάθε θετικής γνώσης γενικά, κατά συνέπεια καί τής φι λοσοφίας. έφόσον αύτή έπιδιώκει θετική γνώση, έχουμε νά άντιπαρατηρήσουμε δτι στην πραγματικότητα μόνον ή πεπερασμένη, άφηρημένα συνετή σκέψη πρέ πει νά φοβάται τόν σκεπτικισμό, στόν όποιο δέν μπορεί νά άντισταθεί. ενώ ή φιλοσοφία έμπεριέχει τόν σκεπτικισμό ώς στοιχείο της. δηλαδή ώς διαλεκτική. Ή φιλοσοφία δμως δέν σταματάει στό άπλώς άρνητικό άποτέλεσμα τής διαλε κτικής. δπως συμβαίνει μέ τόν σκεπτικισμό, ό όποιος παραγνωρίζει τά άποτελέσματά του διατηρώντας το ώς άπλή. δηλαδή ώς άφηρημένη άρνηση. Τό άρνη-
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
493
τικό. ώς αποτέλεσμα τής διαλεκτικής, είναι ταυτόχρονα θετικό, διότι ώς τέτοιο έμπεριέχει. δηλαδή διατηρεί μέσα του. έκεϊνο άπό τό όποιο προέκυψε καί χω ρίς τό όποιο δέν ύπάρχει. Αυτός όμως είναι ό βασικός προσδιορισμός τής τρί της μορφής τού λογικού, δηλαδή τού είκοτολογικού [έδώ = θεωρητικού] ή τού θετικού έλλογου». (G.W.F. Hegel. WW 8.0. 194 κ.έ.) 22. Ιδεολογία, πάντοτε ύπό τήν κριτική έννοια, είναι ή ψευδής συνείδηση, καί μάλιστα μιά άναγκαϊα ψευδής συνείδηση μέ στόχο τή δικαιολόγηση τής αξίωσης γιά κυριαρχία. (Σ.τ,μ.) 23. I. Kanl. Kritik der reinen Vernunft, a έκδ.. WW IV. Akademie-Ausgabe, σ. 11. 24. Walter Benjamin. Briefe.τόμ. 2. Φρανκφούρτη 1966.σ. 686. 25. Τά “Αβδηρα. αρχαία πόλη στόν Νέστο τής Θράκης, ήταν ή πατρίδα τού Δημόκριτου, αντιπροσώπου τής θεωρίας τών ατόμων. “Ισως καί τού φερόμενου ώς Ιδρυτή τής άτομιστικής. τού Λευκίππου. Οί 'Αβδηρίτες φημίζονταν γιά τή στενοκεφαλιά ή άκόμη καί τή βλακεία τους. Παραταύτα άνέδειξαν καί άλλους σημαντικούς ¿Κάρες, λόγου χάρη τόν φιλόσοφο Άνάξαρχο. τόν σοφιστή Πρωτα γόρα καί τόν Ιστορικό Έκαταΐο. (Σ.τ.μ.) 2Β. «Ή σκέψη ή ή φαντασία πού έχει τήν παράσταση ένός όρισμένου είναι, τής ύπαρξης, πρέπει νά άναπεμφθεΐ στά προαναφερόμενα αρχικά βήματα τής έπιστήμης πού έκανε ό Παρμενίδης, ό όποιος έδωσε στή φαντασία του καί κατά συνέπεια στή φαντασία τής έπόμενης περιόδου τήν άποκαθαρμένη καί άνώτερη μορφή τής καθαρής σκέψης, τού είναι ώς τέτοιου, καί έτσι δημιούργησε τό στοιχείο τής επιστήμης». (G.W.F. Hegel. WW 4.σ. 96) 27. Μερικοκρατικό είναι δ.τι υπηρετεί τά συμφέροντα ένός μέρους τής κοι νωνίας. δηλαδή μιας κοινωνικής όμάδας. καί δχι τού όλου. (Σ.τ.μ.) 28. Κατά τόν Χάιντεγγερ. (Σ.τ.μ.) 29. Βλ. σημ. 6. (Σ.τ,μ.) 30. Βλ. σημ. 15. (Σ.τ,μ.) 31. Πρβλ. Karl Marx. Das Kapital I. Βερολίνο 1955. σ. 621 κ.έ. Karl Marx/ Friedrich Engels. Kommunistisches Manifest. Στουτγάρδη 1953. σ. 10. 32. Αύτή ή ενύπαρκτη διαμεσολάβηση δέν δέχεται ένα έξωτερικό παράγο ντα ώς διαμεσολαβητή, άλλά πιστεύει δτι τά ίδια τά στοιχεία ένός άντικειμένου πού συνιστούν ένα δλον παραπέμπουν σέ κάτι άλλο, άφοϋ κανένα ολον δέν είναι άμεσο, άλλά πάντοτε ήδη διαμεσολαβημένο στό εσωτερικό του. (Σ.τ.μ.) 33. Είναι καθ’ έαυτό. τό είναι στήν άμεσότητά του. ώς τέτοιο, άνεξάρτητα άπό τό υποκείμενο πού έρχεται νά τό γνωρίσει. Είναι δι’ έαυτό. ή χωριστή ύπαρξη σέ σχέση μέ τόν έαυτό της καί δχι σέ σχέση πρός άλλα πράγματα ή υποκείμενα. Τό είναι καθ’ έαυτό είναι ή πρώτη βαθμίδα ύπαρξης, τό μή άνεπτυγμένο καί άπλώς δυνητικό είναι- τό είναι δι’ έαυτό είναι ή δεύτερη βαθμίδα τής διαλεκτικής διαδικασίας, μιά χωριστή, διακριτή ύπαρξη- τό είναι καθ' έαυ τό καί δι' έαυτό είναι ή τρίτη καί τελευταία διαλεκτική βαθμίδα, τό ανεπτυγμέ νο είναι πού πέρασε σέ κάτι άλλο, άναπτύχθηκε καί έπέστρεψε στόν έαυτό του. διατηρώντας τά στοιχεία του σέ άνώτερη μορφή. - Διευκρινιστικές παρατηρή
ΑΡΝΗΤΙΚΗ A1AAEKTIKH
σεις προπάντων γιά καντιανές καί ¿γελιανές έννοιες μπορεί νά βριί 6 Αναγνώ στης στίς ο.τ.μ. καί τά οΐχεία χωρία τών μεταφρασμένων βιβλίων τού Άντόρνο (Mínima Momita χαί Αισθητική θεωρία. Αλεξάνδρεια) χαΟώς καί τή Διαλεκτική τού Διαφωτισμού τού Χορχχάιμερ καί τού ‘Αντόρνο. νήσος. (Σ.τ.μ,) 34. ΚαηΙ. Kritik der reinen Veniunfl, β’ έκδ.. WW ΙΙΙ,ό.π.,σ. 109. 35. Καταβολή χρημάτων χωρίς τήν προοπτική Ανταπόδοσης ή επιστροφής. Ή εικόνα τής σκέψης πού χάνεται μέσα στό Αντικείμενό της γιά νά βρει τόν έαυτό της είναι έγελιανή. Αύτό δηλώνει ή αύτοπαραίτηση. ή Ανυπόκριτη αύτοεγχατάλειψη τού ύποκειμένοο στό αντικείμενο. Ό εαυτός τής αυτοσυνείδησης είναι κενός περιεχομένου χωρίς τήν εμπειρία του κόσμου. (Σ.τ.μ.) 36. Στή διαλεκτική φιλοσοφία τού Άντόρνο δέν υπάρχει μιά πρώτη Αρχή Από τήν όποία δλα τά άλλα έπονται ή στήν όποία δλα τά άλλα μπορούν νά αναχθούν. όπωσδήποτε καί άν όνομάζεται: θεός, πρώτη αίτία. είναι. Αρχή τού κόσμου κ.λπ.. ούτε μιά έσχατη βάση στήν όποία δλα τά άλλα στηρίζονται. (Σ.τ.μ.) 37. Χρήματ' άνήριή περιουσία, τά Αγαθά κάνουν τόν άνθρωπο. (Σ.τ,μ.) 38. «Ή δραστηριότητα τού διαχωρισμού είναι ή δύναμη τής διάνοιας, τής πιό παράξενης, τής πιό μεγάλης ή μάλλον τής Απόλυτης δύναμης. Ό κύκλος, πού μένει κλειστός καί ώς ουσία έχει τά στοιχεία του. είναι ή άμεση καί συ νεπώς μή παράξενη σχέση. Αλλά τό γεγονός δτι τό χωριστό Από τήν περυρέρειά του επουσιώδες γνώρισμα [συμβεβηκός] ώς τέτοιο, τό συνδεδεμένο καί μόνο σέ σχέση μέ άλλα πραγματικό αποκτά δική του ύπαρξη καί ξεχωριστή έλευθερία είναι ή τεράστια δύναμη τού Αρνητικού- είναι ή ενέργεια τής σκέψης, τού καθαρού έγώ». (G.W.F. Hegel. WW 2,σ. 33 κ.έ.) 39. Δραστηριότητα τού διαχωρισμού: Αναλυτική εργασία. (Σ.τ.μ.) 40. Ό Wilhelm Krug (1770-1842), καντιανός καί διάδοχος τού Κάντ. πού στή φιλοσοφία του υποστήριζε θέσεις συμβατές μέ τόν κοινό νοϋ. κάλεσε κά ποτε τή φιλοσοφία τής φύσης νά αποδείξει παραγωγικά μόνο (deduktiv) τή γέ νεση τής δικής του γραφίδας, δηλαδή ένός τυχαίου καί Ασήμαντου μεμονωμέ νου δντος. Ό Χέγκελ τόν είρωνεύθηκε τονίζοντας δτι δέν μπορεί κανείς νά Απαιτεί από τήν έννοια, δηλαδή τήν έννοιολογική σκέψη, νά κατανοήσει τό τυ χαίο. τό μή αναγκαίο καί μή εύτακτο, δηλαδή τήν τυχαία συνύπαρξη ιδιοτήτων σέ ένα άμεσα συγκεκριμένο πράγμα. (Σ.τ.μ.) 41. Διαφοροποίηση είναι ή εξέλιξη Από τό Απλό στό σύνθετο. Από τό ένα στά πολλά καί διάφορα, τό καθένα Από τά όποία έχει τή δική του λειτουργία στό διαφοροποιημένο δλον. Ή έννοια προέρχεται Από τή βιολογία, δπου ή εξέ λιξη Από τούς μονοκύτταρους Απλούς όργανισμούς στούς πολυκύτταρους μέχρι τά Ανώτερα θηλαστικά καί τόν άνθρωπο νοείται ώς διαδικασία διαφοροποίη σης. καί έπεκτάθηκε στήν κοινωνιολογία. ψυχολογία, φιλοσοφία κ.λπ. Ή δια φοροποίηση Αναφέρεται στήν έσωτερική δομή ένός πολυσχιδούς δλου καί δχι στή διάκρισή του Από άλλα. - Πνευματική διαφοροποίηση είναι ή Ικανότητα τού ύποκειμένου νά διακρίνει λεπτές διαφορές. (Σ.τ.μ.) 42. Μέ μαθηματικό τρόπο. Παραπέμπει στό more geométrico: μέ γεωμε
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
4«#5
τρικό τρόπο, σύμφωνα μέ τή γεωμετρική μέθοδο, τής HOtxrfc τού Σπινόζα. Τά μαθηματικά ήταν καθοριστικά στή σκέψη τών τριών μεγάλων όρΟολογιστών. τού Καρτέσιου. του Σπινόζα καί τού Λάιμπνιτς. Ι'ιά τούς όρθολογιστές ή μα θηματική γνώση ήταν πρότυπο γνώσης σέ δλα τά πεδία τού έπιστητοΰ. (Σ.τ,μ.) 43. Πρβλ. Ed. Zeller. Die Philosophie der Croc/im.2.1 .Τύμπινγκεν 1859.σ. 300. 44. Διαίρεσις. ή άνάλυση μιας έννοιας τού γένους ατά είδη του βάσει ένός όρισμένου γνωρίσματος, τό άντίθετο τής συναγωγής. Οί λέξεις συναγωγή. διαίρεσις.φύσει καί θέσει παρατίθενται έλληνικά στό κείμενο. (Σ.τ.μ.) 45. Φαιδρός, στίχ. 265. 46. G.W.F. Hegel. WW 4.σ. 402. 47. G.W.F. Hegel. WW 8.0.217. 48. Πρβλ. WW 4.σ. 291 κ.έ. 49. Δυστυχισμένη συνείδηση, δπως τήν έκθέτει à Χέγκελ στή Φαινομενολο γία τού πνεύματος, είναι ή εσωτερικά διχασμένη συνείδηση, δπως στόν σκεπτι κισμό, πού έχει έπίγνωση δτι είναι ένα διπλό δν. τρόπον τινά κύριος καί δούλος μαζί, καί δτι αντιφάσκει στόν εαυτό της. (Σ.τ,μ.) 50. Μιά ψυχαναλυτική έννοια πού άναφέρεται στή λειτουργία τού έγώ. όταν αύτό ελέγχει δν μιά αισθητήρια αντίληψη, μιά κρίση, επιθυμία κ.λπ. άνταποκρίνονται στήν πραγματικότητα ή είναι πλάνη, ευσεβής πόθος, αυταπάτη, φαντασίωση, παρανοϊκό κατασκεύασμα. (Σ.τ.μ.) 51. “Ας μάς έπιτραπεΐ νά θυμίσουμε τήν κριτική χρήση αυτής τής έννοιας, πρβλ. σημ. 22. (Σ.τ.μ.) 52. Μιά έννοια τού Γκαϊτε πού τονίζει τή διαισθητική θεώρηση. (Σ.τ.μ.) 53. Άτομοποίηση. ή γένεση τού ατόμου, μιά διαδικασία παράλληλη μέ τήν κοινωνικοποίηση, γενικά ή διαμόρφωση τής ατομικής ιδιαιτερότητας. -Ή επαναστροφή (Regression) είναι ένα πισωγύρισμα σέ μιά προηγούμενη βαθμίδα τού πολιτισμού, άκόμη καί στή βαρβαρότητα* στήν περίπτωση τής ατομικής συνείδησης συνιστά μιά άποδιαφοροποίηση. ενώ ή ψυχική έπαναστροφή συνο δεύεται από μιά έπιστροφή σέ προηγούμενα στάδια τής λίμπιντο (Φρόυντ). Έπαναστροφή είναι καί μιά όργανική ύποπλασία. Ή έπαναστροφή elvat γενικά τό αντίστροφο τής προόδου (Progression). (Σ.τ,μ.) 54. 'Αποκατάσταση στό ακέραιο, μιά έννοια τού ρωμαϊκού δικαίου. ‘Εδώ τό αντικείμενο δέν έχει ύποστεί υλική ή δυλη βλάβη ή όποια πρέπει νά άρθεΐ. αλλά έχει τήν άνάγκη τού ύποκειμένου γιά νά είναι άκέραιο. δπως ασφαλώς καί αντίστροφα. (Σ.τ.μ.) 55. «'Οδός άνω κάτω μία και ώστή». (Σ.τ.μ.) 56. Τό παράθεμα προέρχεται από τό βιβλίο τού Άντόρνο Minima Moralia.àipoptομός 122. Βλ. έλλ. έκδ.. Αλεξάνδρεια. Αθήνα Ι990.β' Ικδ. 2000.σ. 290. (Σ.τ.μ.) 57. Ή αποκατάσταση τού ρεαλισμού τών γενικών εννοιών (βλ. σημ. 15| άπό τόν Χέγκελ. μέχρι τήν προκλητική υπεράσπιση τής όντολογικής άπόδειξης τής ύπαρξης τού θεού, ήταν Αντιδραστική σύμφωνα μέ τούς κανόνες τού αστόχαστου Διαφωτισμού. Στό μεταξύ ή πορεία τής ιστορίας δικαιολόγησε τήν άντινομιναλιστική το«» πρόθεση. Σέ αντίθεση πρός τό χονδροειδές σχήμα τής κοινωνιολογίας
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
τής γνώσης τού Σέλερ ό νομιναλισμός μετατράπηκε σέ Ιδεολογία,αυτή που βλεφαρίζοντας διαβεβαιώνει πώς «αυτό είναι έντελώς άνύπαρκτο».τήν όποία ή έπίσημη ¿πιατήμη άρέσχεται νά χρησιμοποιεί κάθε φορά πού γίνεται λόγος γιά ένοχληπχές όντότητες δπως. κοινωνική τάξη. Ιδεολογία, τελευταία μάλιστα άχόμη καί όταν άναφέρεται ή έννοια κοινωνία. Ή σχέση τής έγγενώς κριτικής φιλοσο φίας πρός τύν νομιναλισμό όέν είναι άμετάβλητη- άλλάζει Ιστορικά άνάλογα μέ τή λειτουργία τού σκεπτικισμού (πρβλ. Max Horkheimer. «Montaigne und die Funktion der Skepsis». στό Zeitschrift fur Sozialforsdtung. VII. έτος 1938). Ή Ιδέα ότι κάθε fundamentum in ne τών εννοιών πρέπει νά χαταλσγιοθει στό υποκείμενο είναι ιδεαλισμός. Ό νομιναλισμός διαχώρισε τή θέση του άπό τόν Ιδεαλισμό όταν αυτός ήγειρε αντικειμενικές άξιώσεις. Ή έννοια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας δέν είναι flatus vocis. 58. Flatus vocis. φύσημα τής φωνής, δηλαδή άπλώς μιά λέξη, λόγια τού άέρα. χωρίς αντικειμενική ύπαρξη. Fundamentum in rr. θεμέλιο στό (Ιδιο τό) πράγμα. ‘Εκτός από τίς δύο άκραίες κατευθύνσεις στήν έριδα γιά τίς γενικές έννοιες ύπήρξαν καί ένδιάμεσες: ότι οΐ γενικές έννοιες υπάρχουν πραγματικά. όχι όμως αύτοτελώς. έξω άπό τά πράγματα («extra ns») όπως ol ιδέες τού Πλάτωνα («εν ούρανίω τόπφ»). αλλά πρίν άπό τά πράγματα («ante rrs»), δηλαδή στόν θεό. μέ σα στά πράγματα («in rébus») καί μετά τά πράγματα («posi res»). Ή όντολσγιχή άπόδειξη τής ύπαρξης τού θεού διδάσκει ότι στοιχείο τής έννοιας ένός τέλειου δντος είναι καί ή ύπαρξή του. δηλαδή πρέπει νά υπάρχει' &ν τού λείπει ένα τόσο σημαντιχό γνώρισμα δπως ή ύπαρξη, δέν είναι πιά τέλειο. (Σ.τ.μ.) 59. Gôtz von Berlichingen. Φράγχος ιππότης καί πολέμαρχος, κεντρικό πρόσωπο τού όμώνυμου δράματος τοΰ Γχαίτε. Ίοοδήθ χαί Όλοφέρνης. μιά παρωδία τοΰ J.N. Nestroy (1801-1862). Αυστριακού κωμωδιογράφου. (Σ.τ.μ.) 60. Ελεύθερη πράξη, μιά έννοια τού Φίχτε (βλ. καί λίγο πιό πάνω) γιά τή δραστηριότητα πού κατ’ αυτόν πρέπει νά νοείται άναγχαία ώς βάση τής συνεί δησης. Μέ τήν ελεύθερη πράξη τό έγώ θέτει τόσο τόν έαυτό του όσο χαί τά άντικείμενά του (άχραίος υποκειμενικός Ιδεαλισμός). (Σ.τ.μ.) 61. Προφανώς Τό είναι χαί τό μηδέν. 1943. (Σ .τ.μ.) 82. Existen ή exsistere: εξανίσταμαι, εξέρχομαι, αναφαίνομαι, άναδεικνΰομαι. προκύπτω- τόσο ή existentia. ύπαρξη, όσο χαί τά άλλα παράγωγα άνάγονται στά μεταγενέστερα λατινικά. (Σ.τ.μ.) 63. 'Εποχή είναι ή άποχή άπό καθ’ ύλην χρίσεις, ένα αίτημα τών Σκεπτικών στήν αρχαιότητα. Εποχή στή φαινομενολογία τού Χούσσερλ είναι ή άποχή άπό τήν κρίση αν ένα περιεχόμενο τής συνείδησης, ένα φαινόμενο ώς άντιχείμενο τής γνώ σης. έχει πραγματικό χαρακτήρα ή όχι. Ξεπερνώντας τόσο τή «φυσιχή στάση» ένός υποκειμένου .τού προϋποθέτει τήν ύπαρξη τού κόσμου όσο χαί τή ριζική άμφψολία τού Καρτέσιου.άπότήνόκοία μένει έξω ή σκέψη.ή συνείδηση (res cogitans).ή φαινομενολογία τού Χούσσερλ θέλει νά είναι μιά αναλυτική χαί ταυτόχρονα διαι σθητική έπιστημη τών όριστιχών δομών τής καθαρής συνείδησης. Μέ αυτή τήν επο χή άποχλείει τό ερώτημα &ν ή συνείδηση συμφωνεί μέ τήν πραγματικότητα, κατά βάση τό παλαιό ερώτημα &ν τό νοείν χαί τό είναι ταυτίζονται. (Σ.τμ.)
ΣΗΜ ΕΙΟΣΕ1Σ
497
64. Ό Άντόρνο άρνείται όποιεσδήποτε άνθρωπολογικές σταθερές, μιά αμετάβλητη φύση τού ανθρώπου, άχόμη καί ώς ιστορικού προϊόντος. (Σ.τ.μ.) 65. Βλ.σημ.35. (Σ.τ.μ.) 66. Τόδε τι στόν 'Αριστοτέλη είναι κάθε ξεχωριστό πράγμα, αυτό έδώ τό πράγμα, λατινικά: haecceitas. άπό τό haec (αυτή έδώ). δηλαδή τό έδώ καί τώρα ενός μεμονωμένου πράγματος υπαρκτού στόν χώρο καί τόν χρόνο. Ό λατινικός δρος ήταν σημαντικός στή σχολή τού Duns Seo tus. Τάδε τι είναι αυτό πού στην καθημερινή γλώσσα λέγεται συγκεκριμένο. Στή γλώσσα τού Χέγκελ συγκεκριμέ νο (konkret) είναι τό συμφυές (concretum. άπό τό concrescere: συμφόω) μέ τά συμπαρομαρτούντα του. τό δλον. ένώ άφηρημένο είναι τό χωριστό, τό ξεκομμένο, τό μεμονωμένο στοιχείο - λόγου χάρη τό μεμονωμένο υποκείμενο ανεξάρτητα άπό τά άντικείμενα μέ τά όποια άσχολείται ή τά πράγματα ανεξάρτητα άπό τά στοιχεία τής διαμεσολάβησης άπό τή σκέψη πού πάντοτε ύπάρχουν μέσα στά πράγματα. (Σ.τ.μ.) 67. Κακή άπειρότητα ή άπεραντοσύνη άποκαλεί ό Χέγκελ τό κακό ή αρνη τικό απόλυτο, τή συνεχή άρση ή άρνηση τού πεπερασμένου, ή οποία εκφράζει μόνο τήν αντίφαση πού περιέχει καθετί πεπερασμένο. Ή αντίφαση κάνει κάτι νά γίνεται κάτι άλλο, νά περνάει σέ κάτι άλλο. Τό άληθινό άπειρο δέν είναι μό νον ή συνεχής άρνηση, αλλά ή άρνηση τής άρνησης, όπότε τό είναι, ώς άποτέλεσμα τού γίγνεσθαι, άποκαθίσταται καί είναι τό είναι δι’ εαυτό. Στήν κακή άπειρότητα οΐ άντιφάσεις δέν αίρονται. (Σ.τ.μ.) 68. Ύπάρχουσα άμεσότητα είναι καθετί πού ύπάρχει. τό δν. τά δντα. τό άντικείμενο κ,λπ.. δπως προσφέρονται στις αισθήσεις μας. δηλαδή άμεσα, άδιαμεσολάβητα. Συχνά υπονοείται ή υφιστάμενη κοινωνική κατάσταση. Ή έννοια, ή έννοιολογική σκέψη οφείλει νά συλλάβει τόν έσωτερικά διαμεσολαβημένο χαρακτήρα τής πραγματικότητας, τίς άντιφάσεις της. καί νά δείξει δτι ή άρση τών άντιφάσεων. δηλαδή ή άλλαγή. είναι καί δυνατή καί άναγκαία. (Σ.τ.μ.) 69. Αυτός πού διέπραξε ένα άδίκημα θά τό έπανορθώσει. Παρατίθεται ελληνικά στό κείμενο, δπως καί οί περισσότερες λέξεις μέ πλάγια. (Σ.τ.μ.) 70. Πλήρη έλπίδα στήν άποτελεσματικότητα τής τελετουργικής άναφοράς ένός ονόματος τρέψει ή μαγεία, δπου τό όνομα, ώς ξόρκι, ταυτίζεται μέ τό πράγμα. (Σ.τ.μ.) 71. 'Εσωτερική αίσθηση, τό ψυχικό βίωμα στή συνειδητότητά του. ώς διερ γασία τής συνείδησης, σέ άντίθεση πρός τήν άντίληψη πραγμάτων τού εξωτερι κού κόσμου. (Σ.τ.μ.) 72. Ή συνείδηση τού «έγώ σκέφτομαι», «τό όποιο πρέπει νά μπορεί νά συνοδεύει όλες τίς παραστάσεις μου», είναι ή έκφραση τής ύπερβατικής έπαναντίληψης. δηλαδή τής πρωταρχικής, ένοποιητικής. συνθετικής λειτουργίας τής συνείδησης. Ή τυπική ταυτότητα τού έγώ συνιστά τήν ένότητα τής έπαναντίληψης. τής σαφούς συνειδητό ποίησης τού περιεχομένου τών παραστάσεων, πού είναι απαραίτητος δρος τής σύνδεσης τών παραστάσεών μας. τής μνημονικής διατήρησης καί τής έπαναναγνώρισής τους. (Σ.τ.μ.)
<*ν»
ΑΡΝΗΊ1ΚΙΙ ΑΙΑΛίΚΠΚΗ
73. Πρβλ. Th. W. Adorno. «Thesen über Tradition», otó Insel Almanach auf
das Jahr 19(16. Φρανκφούρτη 1965. o. 21 κ.έ. 74. Μία Από τίς διατυπώσεις τού Κάντ κοιί παραπέμπουν στόν Αγνωστικι σμό του. τήν αδυναμία τού θεωρητικού Λόγου νά γνωρίσει τίς άπόλυτες ιδέες του θεού καί τής Αθανασίας βρίσκεται στόν Πρόλογο τής Κριτικής τού πρακτι κού Λόγου. Σύμφωνα μέ αυτή δεν μπορούμε νά γνωρίσουμε καί νά κατανοή σουμε ούτε καν τή δυνατότητα αυτών τών εννοιών, πόσοι μάλλον τήν πραγμα τικότητά τους. (Σ.τ.μ.) 75. Intentio obliqua, πλάγια πρόθεση- intenüo recta, όρθή. ευθεία πρόθεση. Είναι ένα ζεύγος έννοιών τής μεσαιωνυιής φιλοσοφίας, πού ύπό διάφορες όνομασίες παραμένουν επίκαιρες. Intentio. κατά λέξη: ένταση, δηλαδή πνευματική ένταση (ό τόνος τών Στωικών). Intentio recta είναι ή προσπάθεια τής συνείδησης νά άπευθυνβεΐ άμεσα, νά στραφεί άπευθείας στό Αντικείμενο τού εξωτερικού κόσμου, τό όποιο αντιπροσωπεύεται ώς παράσταση στή συνείδηση. Intentio obliqua είναι ή έμμεση πλάγια σκόπευση ή προσέγγιση τού αντικειμένου, δηλαδή ή θεώρηση τού μέσω (ύποκειμενυιών) εννοιών. Ή intentio recta έχει τρόπον τινά μιά έκλεκτική συγγένεια μέ τόν υλισμό ή Ακόμη καί μέ τόν υλοζωισμό τών Αρχαίων, καθώς δέν έχει έμπιστοσύνη στο πνεύμα, τίς ιδέες καί γενικά στην υποκειμενική συνείδηση. Ή intentio obliqua είναι ίδεαλιστιχή. καθώς αναγνωρί ζει τήν πρωτοκαθεδρία τού πνεύματος ή τού ύποχειμένου. μέσω τού όποίου συγκροτείται ή γνώση τού αντικειμένου. Πρβλ. πιό πάνω (σημ. 72): ή ενότητα τής συνείδησης είναι προϋπόθεση γιά τήν ενότητα ή ταυτότητα τού αντικειμένου. Στόν Χούσσερλ ή intentio χαρακτηρίζει τή συνείδηση, καθώς αύτή σκοπεύει τείνει (intendiert) πρός ένα Αντικείμενο, δηλαδή είναι συνείδηση τινός. Ή καθαρή ή υπερβατική συνείδηση τείνει πρός ένα αντικείμενο σημαίνει δτι εννοεί (in tendiert) ένα «φαινόμενο», χωρίς νά τίθεται τό ερώτημα άν αυτό τό εννοούμενο καί νοηματοδοτούμενο φαινόμενο ύπάρχει Αντικειμενικά (ύπερβατυιός ιδεαλι σμός). (Σ.τ.μ.) 76. Είδος (ελληνικά στό κείμενο) είναι γιά τόν Χούσσερλ ή ουσία (Wesen) κάθε αισθητού αντικειμένου, μιά καθαρή είκόνα, που διαφέρει Από τό αριστο τελικό είδος (μορφή, ούσία: τό τιήν είναι) καί Από τήν πλατωνική ιδέα. Ή σύλ ληψη τού είδους γίνεται μέσω τής Wesensschau [θέασης τής ούσίας). ή όποια είναι Αμεση καί διαισθητική. (Σ.τ.μ.) 77. Διανοητικά ή νοητιχή έποπτεία είναι ή υπεραισθητή, πνευματική καί ταυτόχρονα έποπτική-Αμεση σύλληψη τής ουσίας ενός αντικειμένου, πού στηρί ζεται σέ μιά λογική ενεργοποίηση τής φαντασίας, ή όποία ξεχωρίζει καί ξεκα θαρίζει διαισθητικά τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τήν Ιδέα ενός πράγματος. (Σ.τ.μ.) 78. Δηλαδή παραγωγικά (άπαγωγιχά). Βλ. σημ. 42. (Σ.τ.μ.)
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
4W
Πρώτο μέρος: Ή σχέση πρός την οντολογία I Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ 79. Martin Heidegger. Aus der Erfahrung des Denkens. Πφούλλινγκεν 1954. σ. 7. 80. "Ετσι έχει άποκληθεί ή στροφή τού Κάντ πρός τούς μηχανισμούς τού Λόγου καί χατά συνέπεια πρός τή συστατική υποκειμενικότητα, πού άνέλυσε ό Κάντ (κατ’ αναλογία πρός τή στροφή τού Κοπέρνικου άπό τή γεωκεντρική πρός τήν ηλιοκεντρική άποψη). Τό πολύ σημαντικότερο όμως στόν Κάντ ήταν ή αντι κειμενική Ισχύς τής γνώσης, ό πραγματικός χαρακτήρας τών εμπειριών μας. Ή ανάλυση τών υποκειμενικών προϋποθέσεων τής γνώσης μας χρησιμεύει στή διάσωση καί τήν υπεράσπιση τής ίδιας τής αντικειμενικότητας. (Σ.τ.μ.) 81. An sich, καθ' έαυτό. ώς πρός τό δικό του είναι, άνεξάρτητα άπό τή γνωστική συνείδηση καί τίς μορφές της. Τό αντίθετο τού καθ' έαυτό είναι τό φαινόμενο, τό είναι βι* ήμάς. ή άντικειμενοποίηση. Γιά τόν Κάντ. τό καθ' έαυτό είναι τό είναι ανεξάρτητα τόσο άπό τίς μορφές τής έποπτείας όσο καί άπό τίς μορφές τής σκέψης, αύτό πού δέν μπορούμε νά καθορίσουμε θετικά, δηλαδή νά γνωρίσουμε. Τό πράγμα καθ’ έαυτό ή τό καθ' έαυτό τών πραγμάτων ή σκέψη είναι άναγκασμένη νά τό παραδεχθεί, νά τό άπαιτήσει. διότι πρέπει νά υποθέ σει ότι άντικειμενικά ύπάρχει κάτι άνεξάρτητο άπό τή βούληση τού υποκειμέ νου. κάτι σταθερό καί νομοτελειακό, κάτι «άντίστοιχο» τού φαινομένου. Αύτό πού υποπίπτει στίς αισθήσεις μας. τό φαινόμενο, πρέπει νά υπάρχει καθ’ έαυ τό. γιά νά μπορεί νά φαίνεται. Τό υποκείμενο μπορεί νά γνωρίσει μόνο τό φαι νόμενο. ένώ τό καθ' έαυτό τών πραγμάτων ή τό πράγμα καθ' έαυτό είναι άπλώς νοητό. (Σ.τ.μ.) 82. Τό μή εγώ είναι ό έξωτερικός κόσμος στήν όρολογία τού Φίχτε. (Σ.τ.μ.) 83. Πρβλ. Μ. Heidegger. Vom Wesendes Grundes.Φρανκφούρτη 1949.σ. 14. 84. Βλ. σημ. 15 καί 57. (Σ.τ.μ.) 85. "Οπως ό Φίχτε μέ τήν ελεύθερη πράξη τού άπολυτοποιημένου εγώ πού θέτει τόν έαυτό του καί τόν κόσμο. (Σ.τ.μ.) 86. Ένώ στόν Χέγκελ ή διαλεκτική κίνηση είναι ένα συνεχές πέρασμα άπό τή μία έννοια στήν άλλη μέσω διαμεσολαβήσεων. ό κριτικός τού Χέγκελ. ό Κίρκεγκωρ. φρονεί άτι ή σκέψη αρχίζει μέ ένα ποιοτικό «άλμα», μιά διακοπή τής συνέχειας. "Ενα τέτοιο άλμα είναι τό προπατορικό άμάρτημα. δπως καί κάθε ατομική άμαρτία. (Σ.τ.μ.) 87. Deus absconditus. κρυφός θεός, αυτός δηλαδή πού. άν καί άποκαλύφθηκε. παρεμένει κρυμμένος. Ό χαρακτηρισμός προέρχεται άπό τό έδάφιο Ήσαίας 45. 15. σύμφωνα μέ τή λατινική καί τή λουθηρανική μετάφραση. Στή μετάφραση τών 0* τό έδάφιο έχει ώς έξής: ού γάρ εί θεός, καί ούκ ήδειμεν. ό θεάς τού Ισραήλ σωτήρ. Τό ούκ ήδειμεν. δέν σέ γνωρίζαμε, άντιστοιχει στό κρυμμένος (ή κρυφός) θεός. (Σ.τ.μ.) 88 . Ήθελε νά φάει τήν πίττα καί νά έχει καί τόν σκύλο χορτάτο (ή: καί τήν πίττα σωστή καί τόν σκύλο χορτάτο). ίΣ.τ.μ.)
APNHT1KH ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΉ
89. Πρβλ. ήβη τό κεφάλαιο γιά τή δικαιοδοσία τού Λόγου μέσα άπό τις «Ιδέες». 90. Σέ γενικές γραμμές: τή διαίσθηση γιά τά φαινόμενα τής ζωής χαί τήν αιτιοκρατία γιά τίς φυσικές έπιστήμες. (Σ.τ.μ.) 91. Γιά τήν άμεση προσέγγιση τών άντιχειμένων καί τή σύλληψη τής ουσίας ή σκέψη πρέπει νά κάνει μερικές περιστολές. Τέτοιες φαινομενολογικές περι στολές είναι ή άποχή άπό κρίσεις γιά τό άvu κείμενο, άπό προσωπικές χρίσεις χαί άπό χρίσεις άλλων. 'Αργότερα ό Χοϋσσερλ εΐσήγαγε καί μιά υπερβατική περιστολή πλησιάζοντας έτσι πρός τόν Κάντ. αλλά έδώ βέν τόν Ακολούθησαν πιά οΐ φαινομενολόγοι πού τόν διαδέχθηκαν. Με τίς πρώτες περιστολές ό Χουσσερλ άφηνε έξω τό ερώτημα άν τό αντικείμενο τής γνώσης υπάρχει πραγ ματικά. Βλ. έπίσης σημ. 63 καί 75. (Σ.τ.μ.) 92. Μ. Heidegger. Platons Lehre von der Wahrheit.ß' έκδ.. Βέρνη 1954.σ. 76. 93. Karl Heinz Haag. Kritik der neueren Ontologie. Στουτγάρδη 1960. σ. 73. 94. Πρβλ. M. Heidegger. Was heißt Denken ?. Tύμπινγκεν 1954.σ. 57. 95. Πρβλ. 72 κ.έ. 96. Κατά Ματθαίον 7.9. (Σ.τ.μ.) 97.1. Kant. Kritik der reinen Vernunft. WW IV. Akademie'Ausgabe.o. 233. 98. Υπερβατικός Ιδεαλισμός είναι ή αντίληψη ότι δλα τά φαινόμενα είναι απλώς παραστάσεις στή συνείδηση τού γνωστικού ύποχειμένου. όχι πράγματα καθ’ έαυτά. Ό ύπερβατιχός ιδεαλισμός δέν όρνεΐται τήν ύπαρξη τών έξωτερικών πραγμάτων, άλλά μόνο τή δυνατότητα νά τά γνωρίσουμε χαθ’ έαυτά χαί δχι μόνον ώς φαινόμενα. Ό εμπειρικός ρεαλιστής άναγνωρίζει ότι ή ύλη. ώς φαινόμενο, είναι πραγματική. (Σ.τ.μ.) 99. Μ. Heidegger. Einführung in die Metaphysik.Τύμπινγχεν 1958.σ. 31. 100. Fr. Nietzsche. Gesammelte Werke. Μόναχο 1924. τόμ. 12. σ. 182,άφορισμός 193. 101. Ό Κάντ άποχαλεϊ υπερβατική άμφιβολία «τή σύγχυση τού καθαρού αντικειμένου τής διάνοιας μέ τό φαινόμενο», τού νοούμενου μέ τό φαινόμενο. (Σ.τ.μ.) 102. Causa sui. αιτία τού εαυτού της. δηλαδή κάτι άπόλυτο. πού δέν χρειά ζεται άλλη αίτια.δπως ό θεός. (Σ.τ.μ.) 103. Πρβλ. Μ. Heidegger. Holzwege.Φρανκφούρτη 1950.σ. 121 χ.έ. 104. Πρβλ. Μ. Heidegger. Sein undZr/ί.στ'έχδ..Τύμπινγχεν 1949,σ. 27. 105.Ό Günther Anders Wie Antiquiertheit des Mensehen. Μόναχο 1961. σ. 186 κ.έ.. 220. 326 χαί προπάντων: «On the Pseudo-Concreteness of Heidegger's Philosophy».στό Philos. & Phenomtnol. Research.τόμ. νίΠ.άριθμ. 3.σ. 337 χ.έ.) στηλίτευσε πριν άπό πολλά χρόνια τόν ψευδό-συγκεκριμένο χαρακτήρα τής θε μελιώδους όντολογίας. Ή λέξη συγκεκριμενοποίηση, πού στή γερμανική φιλο σοφία τού μεσοπολέμου ήταν συναισθηματικά έξαιρετιχά φορτισμένη, ήταν διαποτισμένη άπό τό πνεύμα τής εποχής. Ή μαγεία τής λέξης έχμεταλλευόταν εκείνο τό χαραχτηριστιχό τής όμηριχής νέχυιας σύμφωνα μέ τό όποιο 6 Όδυσσέας. θέλοντας νά κάνει τίς σκιές νά μιλήσουν, τίς τάιζε μέ αίμα. Τό σύνθημα
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
501
«αίμα καί έδαφος» δέν έδινε Ισως τόσο πολύ τήν έντύπωση μιας επίκλησης τών άπαρχών. Ή ειρωνική χροιά που είχε εξαρχής αύτός 6 τόπος προδίδει τόν ευδιάκριτο χαρακτήρα μιας τέτοιας Αρχαϊχότητας υπό τίς συνθήκες μιάς χατεξοχήν καπιταλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. ‘Ακόμη καί τό «Μαύρο σωμα τείο» ειρωνευόταν τίς γενειάδες τών παλαιών Γερμανών. Άντ’ αυτού ήταν δε λεαστικό τό κατ’ έπίφαση συγκεκριμένο ώς μοναδιχό καί μή ανταλλάξιμο μέ ότιδήποτε άλλο, μή άντιχαταστατό. Μέσα σέ έναν κόσμο κινούμενο πρός τή μονοτονία έμφανίστηκε έχεΐνο τό φάντασμα* χαί ήταν φάντασμα, διότι δέν έθι γε τά θεμέλια τών σχέσεων άνταλλαγής. αφού τότε οΐ νοσταλγοί θά αισθάνο νταν ακόμη περισσότερο Απειλούμενοι άπό εκείνο πού άποκαλούσαν ίσοπέδωση. τήν άσυνείδητη σέ αυτούς άρχή τού καπιταλισμού, τήν οποία απέδιδαν στους άντιπάλους του. Ή έμμονη ιδέα τού συγκεκριμένου συνδεόταν μέ τήν άνικανότητά τους νά τό προσεγγίσουν μέ τή σκέψη. Τό λεκτικό ξόρκι άναπληρώνειτό πράγμα. Ή φιλοσοφία τού Χάιντεγγερ εκμεταλλεύεται ασφαλώς ακό μη καί τό ψεύδος τής συγκεκριμενοποίησης έκείνου τού είδους* επειδή το'δε η χαί ουσία είναι κατ’ αυτόν άξεχώριστα. χρησιμοποιεί, όπως ήταν σχεδιασμένο ήδη στόν Αριστοτέλη, άνάλογα μέ τίς ανάγκες καί τό Αποδεικτέο ζήτημα (thema probandum) χρησιμοποιεί τό ένα στή θέση τού άλλου. Τό άπλώς ον γί νεται άσήμαντο. απαλλαγμένο άπό τό στίγμα δτι είναι δν. εγειρόμενο στό έπίπεδο τού είναι, τής Ιδιας του τής καθαρής έννοιας. Τό είναι δμως. χωρίς Λποιοδήποτε περιοριστικό περιεχόμενο, δέν χρειάζεται πιά νά εμφανίζεται ώς έννοια, αλλά θεωρείται άμεσο δπως τό τάδε τι: συγκεκριμένο. Τά δύο στοιχεία, άπαξ καί Απομονωθούν απόλυτα, δέν έχουν καμμιά ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους χαί τό ένα μπορεί νά λαμβάνει τή θέση τού άλλου* αύτό τό quid pro quo είναι ένα κύριο μέρος τής φιλοσοφίας τού Χάιντεγγερ. 106. Quid pro quo: κάτι στή θέση ένός άλλου, σύγχυση τού ένός μέ τό άλλο. (Σ.τ.μ.) 107. Μ. Heidegger. Platons Lehre von der Wahrheit, δ Λ., a. 119. 108. Πρβλ. Theodor W. Adorno. Zur Metakritik der Erkenntnistheorie. Στουτ γάρδη 1956.0.168. 109. M. Heidegger. Platons Lehre von der Wahrheit.öjr..a. 119. 110. A priori: έκ τών προτέρων* a posteriori: έκ τών ύστέρων* «έκ τών προτέρων» σημαίνει πρίν άπό τήν εμπειρία, μιά κρίση πού σχηματίζεται βάσει τυπικής λογικής αναγκαιότητας καί ισχύει* «έκ τών ύστέρων» δηλώνει τήν κρί ση βάσει τής έμπειρίας. (Σ.τ.μ.) 111. Στή φαινομενολογική θεμελιώδη θεώρηση τών «ιδεών» εκθέτει τή μέ θοδό του ώς δομή χειριστιχών πράξεων, χωρίς νά αιτιολογεί τήν παραγωγή της. Ή αυθαιρεσία πού όμολογείται μέ αυτόν τόν τρόπο, τήν όποια μόνο στήν όψιμη φάση του ήθελε νά άρει, είναι αναπόφευκτη. “Αν προχωρούσε στήν παραγωγή τής μεθόδου του. θά άποκαλυπτόταν ακριβώς δτι επιβάλλεται άπό πάνω στά Αντικείμενα τής γνώσης, κάτι πού κατά κανέναν τρόπο δέν ήθελε νά παραδε χθεί. Ηά παραβίαζε έκείνο τό οίονεί θετιχιστικό σύνθημα «πρός τά πράγμα τα». Αύτά ωστόσο δέν κάνουν Αναγκαίες τίς φαινομενολογικές περιστολές |βλ.
502
ΑΡΝ1ΓΠΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
σημ. 91|. ol όποιες έτσι μοιάζουν σάν τυχαίες. Παρ' όλη τή ουντηροιίμενη «δι καιοδοσία του Λόγου» αυτές όβηγούν ατόν Ανορθολογισμό. 112. Ή λεγάμενη σχολή τού Μαρβούργου ήταν μία άπό τις νεοχαντιανές κατευθύνσεις. Κυριότεροι έχπρόοωποί της υπήρξαν 6 Hermann Cohen (18421918). ό Paul Natorp (1854-1924) καί ό Emsl Cassirer (1874-1945). Ή γνώση γιά τόν Cohen καί τή σχολή του συνιστά μιά έπ’ άπειρον συνεχιζόμενη διαδιχασία που ό ουδέποτε έπιτυγχανόμενος στόχος της είναι ή πλήρης κατανόηση του κόσμου τών Αντικειμένων μέσω του Λόγου, κατά συνέπεια ή σταδιακή Αντικα τάσταση κάθε υποκειμενικού στοιχείου Από Αντικειμενικές κρίσεις γενικής Ισχύος. Αότή ή Απειροστιχή διαδικασία έκτείνεται καί στό πεδίο τής ήθικής. βπου Αφορά τήν πραγματοποίηση τού Αντικειμενικού ήθικού Λόγου σέ ένα τέ λειο κράτος δικαίου, καθώς καί στό πεδίο τής τέχνης, στήν έξέλιξη τής όποιας ό Cohen έβλεπε τήν προοδευτική έπιδίωξη μιας καθαρής. Αντικειμενικής νομοτέ λειας τών συναισθημάτων. (Σ.τ,μ.) 113. Αύτό που δέν είναι σκέψη ή υποκείμενο. Αλλά Αντικείμενο. (Σ.τ,μ.) 114. Πρβλ. Μ. Heidegger. Sein und Zeit.δη..a. 35. 115. Πρβλ. Th. W. Adorno.<5jt..o. 135 χ.έ. 116. M. Heidegger. Einführung in die Metaphysik.δη.,α. 155. 117. Τό πιό πραγματικό δν. συνήθως ό θεός. (Σ.τ,μ.) 118. Μ. Heidegger. Einführung in die Metaphysik.6Jt.. o. 155. 119. «...τό γάρ αύτό νοείν έστίν τε και είναι» τού Παρμενίδη. (Σ.τ.μ.) 120. θέσει καί δχι φύσα, δηλαδή έχει τεθεί Από τους Ανθρώπους, είναι Ανθρώπινη κατασκευή. (Σ.τ,μ.) 121. Ότι κάτι έχει αύτή ή εκείνη τήν ιδιότητα, ή σύνδεση τού υποκειμένου ή τού Αντικειμένου μέ ένα κατηγορούμενο, π.χ. ό Κ. είναι δάσκαλος. "Αλλωστε κάθε πρόταση περιέχει μιά Απόφανση, μιά κρίση, ή όποια ταυτίζει χάη μέ κάτι άλλο. (Σ.τ,μ.) 122. Πρβλ. Th. W. Adorno. Dm Studien zu Hegel. Φρανκφούρτη 1963.0.107 χ.έ. 123. Δηλαδή νόημα καί σημασία. Π.χ. ή σημασία τής λέξης ζωή ή μιας πρό τασης πού Αναφέρεται σέ αύτή δέν ταυτίζεται μέ αύτό πού λέγεται τό νόημα τής ζωής. (Σ.τ,μ.) 124. Ύποχείμενον (έλληνιχά στό κείμενο) είναι τό (συντακτικό) ύποκείμενο μιας πρότασης, ό φορέας τών ιδιοτήτων πού έκφράζει τό κατηγόρημα. (Σ.τ,μ.) 125. Μ. Heidegger. Identität und Differenz, ß’ έκδ.. Πφούλλινγκεν 1957.σ. 47. 126. Entwurf: σχέδιο, πρόγραμμα, πρόταγμα. προβολή, προβαλλόμενο πε ρίγραμμα. προβαλλόμενο σχέδιο. <Σ.τ.μ.) 127. Μ. Heidegger. Platons Lehre wm der Wahrheit. 6jt.. o. 84. 128. Ek-sistenz: εχ-στάση, μιά ετυμολογικά υπαγορευόμενη ερμηνεία τής λέξης Existenz: ύπαρξη* Da-sein: έδω-είναι. δηλαδή ύπαρξη* τό ίδιο συμβαίνει καί μέ αύτό πού (προ)βάλλει. ρίχνει, στήν προβολή, όπως καί μέ τό schicken: στέλνω (μοιραία).τό «μοιραία» (schicklich) τού παραθέματος τής σημ. 125 καί τό «μοίρα» (Geschick) τής σημ. 129. ίΣ.τ,μ.)
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
503
129. Πρβλ. Μ. Heidegger. Platons Lehre io n d e r Wahrheit, ôjr.. o. 75. 130. Στο ίδιο. a. 84. 131. Τό είναι πού λησμονεϊται ή χάνεται. (Σ.τ.μ.) 132. Πρβλ. Μ. Heidegger. Vom Wesen des Grundes.ôjt..a. 42 καί 47. 133.1. Kant. Kritik der reinen Vernunft. 0jt..o. 95. 134. Πρβλ. Adolf Loos. Sämtliche Schriften. τόμ. I. Βιέννη-Μόναχο 1962. σ. 278 χ.α. 135. Τό όνομα τού Αύστριακού άρχιτέκτονα (1870-1933) συνδέθηκε μέ τήν κριτική του διακοσμητικού στοιχείου, τήν απόρριψη του Jugendstil (art nouveau) καί τήν προώθηση τής λειτουργικής, κυβιστικής δόμησης. Ό Άντόρνο τόν άναφέρει συχνά στά αισθητικά του κείμενα. (Σ.τ.μ.) 136. Ένα είναι που γίνεται αντικείμενο στή διάθεση καί στήν ύπηρεσία τού άλλου. (Σ.τ.μ.) II ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΠΑΡΞΗ 137. Πλάτος μιας έννοιας είναι τό σύνολο τών άντικειμένων πού εννοούμε μέ αυτή- βάθος της είναι τό σύνολο τών γνωρισμάτων της. (Σ.τ.μ.) 138. Άναφέρεται σε μία άπό τίς κατηγορίες τών ανθρώπινων πλανών σύμ φωνα μέ τόν Φραγκίσκο Βάκωνα (Francis Bacon. 1561 -1626): είδωλα τής φυλής (idola tribus), τής άνθρώπινης φύσης γενικά· είδωλα τής σπηλιάς (idola specus). πού παραπέμπουν στή γνωστή πλατωνική παραβολή καί αφορούν τίς πλάνες οί όποιες απορρέουν άπό τήν ατομική προδιάθεση. αγωγή καί κοινωνική θέση κά θε ανθρώπου* είδωλα τής άγοράς (idola fori), πλάνες πού δημιουργούνται κατά τήν επικοινωνία μεταξύ τών άνθρώπων. δπου κύρια πηγή πλάνης είναι ή γλώσ σα. ιδιαίτερα ή σύγχυση τής άπλής λέξης μέ τήν έννοια ή τό πράγμα στό όποιο άναφέρεται* είδωλα τού θεάτρου (idola theatri). στά όποια ό Βάκων κατέτασσε τά θεωρήματα τών παλαιών ή άρχαίων φιλοσόφων, τά όποια, ενώ υποτίθεται ότι συλλάμβαναν τήν πραγματικότητα, εντούτοις ήταν τόσο επινοημένα όσο κα τά θεατρικά έργα. (Σ.τ.μ.) 139. Δηλαδή ή απόδοση ενός χαρακτηριστικού στό υποκείμενο, ή κρίση γι’ αύτό. π.χ. ό τάδε είναι δάσκαλος. (Σ.τ.μ.) 140. Πρέπει κατ’ άρχάς νά γίνει μιά αύστηρή διάκριση άνάμεσα στή σχέση ύποκειμένου-άντικειμένου στήν κρίση, ώς καθαρά λογική, καί στή σχέση μεταξύ ύποκειμένου καί αντικειμένου, ώς γνωσιολογική-καθ’ ύλην* ό δρυς υποκείμενο έχει στή μία καί στήν άλλη περίπτωση δύο σχεδόν άλληλοαποκλειόμενες σημασίες. Στή θεωρία τής κρίσης είναι αύτό πού αποτελεί τή βάση |πού ύπόκειται). εκείνο στό όποιο άποδίδεται ένα χαρακτηριστικό* απέναντι στήν πράξη τής κρίσης καί τό αποτέλεσμα τής κρίσης στή σύνθεσή της είναι ώς ένα βαθμό κάτι αντικειμενικό, έκείνο στό όποιο ένεργεί ή σκέψη. Γνωσιολογικά όμως ή λέξη υποκείμενο σημαί νει τή λειτουργία τής σκέψης, συχνά καί έκείνο τό δν πού σκέφτεται καί τό όποιο δέν μπορεί νά αποκλεισθεί άπό τήν έννοια έγώ. διότι τότε ή έννοια έγώ δέν θά σήμαινε αύτό πού σημαίνει. 'Αλλά αύτή ή διάκριση συνεπάγεται παρ’ δλα αύτά τή
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
στενή συγγένεια μεταξύ τών διακρινόμενων. Ό αστερισμός μιας κατάστασης πραγμάτων, πού διαπιστώνεται άπό τήν κ^ιίση -στή γλώσσα τής φαινομενολογίας: τού αποτελέσματος τής κρίσης-, καί τής σύνθεσης, πού στηρίζεται ¿πίσης σέ αυτή τήν κατάσταση πραγμάτων καί τή συνθέτει, θυμίζει τόν ούσιασηχό αστερισμό ύποχειμένηυ καί άνηχειμένου. Αυτά τά δύο διαχρίνονται μεταξύ τους ¿πίσης. κα νένα δέν μπορεί νά ταυτισθεϊ μέ τό Αλλο καί τό ίνα προύποθέτει τό Αλλο, διότι κανένα Αντικείμενο δέν μπορεί νά όρισθεί χωρίς τόν όρισμό πού τό χάνει Αντικεί μενο. χωρίς τό υποκείμενο, καί έπειδή κανένα υποκείμενο δέν μπορεί νά σχεφθεί κάτι πού δέν θά ήταν ¿να öv πού βρίσκεται Απέναντί του |άντίχειται|. χω(ές νά έξαιρείται καί τό ίδιο τό υποκείμενο: ή σκέψη είναι Αναπόσπαστα συνδεδεμένη μέ τό δν. Ό παραλληλισμός μεταξύ τής λογικής καί τής γνωσιολογίας είναι κάτι πε ρισσότερο Από μιά Απλή Αναλογία. Ή καθαρά λογική σχέση Ανάμεσα στήν κατά σταση πραγμάτων καί τή σύνθεση, πού δέν χρειάζεται νά λάβει υπόψη τήν ύπαρξη στόν χώρο καί τόν χρόνο, στήν πραγματυιότητα είναι μιά Αφαίρεση Από τή σχέση υποκειμένου-Αντικειμένου. Αυτή θεωρείται Από τή σκοπιά τής καθαρής σκέψης, κάθε ιδιαίτερη όντική κατάσταση πραγμάτων που παραμελείται. ένώ αυτή ή Αφαίρεση δέν έχει καμμιά έπίδραση στό κάτι πού κατέχει τήν κενή θέση του υλι κού περιεχομένου, εννοεί αυτό τό υλικό περιεχόμενο.όσο γενικά καί Αν τό κατο νομάζει. καί μόνο μέσω τού ύλικού περιεχομένου γίνεται αυτό πού σημαίνει. Τά όρια τής μεθοδολογικής διεξαγωγής τής Αφαίρεσης χαράσσονται Από τό νόημα αυτού πού ή ίδια ώς καθαρή μορφή νομίζει πώς έχει στά χέρια της. Τό τυπικολογικό «κάτι» φέρει πάνω του Ανεξάλειπτα τά ίχνη τού δντος. Τό κάτι είναι μιά μορφή πλασμένη σύμφωνα μέ τό μοντέλο τού υλικού, τού τάδε γι· είναι μορφή τού υλικού περιεχομένου καί κατ' αυτό, σύμφωνα μέ τή δική της καθαρά λογική σημα σία, έχει τήν Ανάγκη εκείνου τού μεταλογικού στοιχείου γιά τό όποιο, ώς τόν Αντί θετο πόλο τής σκέψης, μόχθησε ό γνωσιολογικός στοχασμός. 141. Βλ. σημ. 36. (Σ.τ.μ.) 142. Τήν Ανέπτυξε ό Βάλτερ Μπένγιαμιν. βλ. Schriften I. Φρανκφούρτη 1955.0. 366 κ.έ.. 426 κ.έ. 143. Πρβλ. Μ. Horkheimer καί Th.W. Adomo. Dialektik der Aufklärung. ‘Αμστερνταμ 1947. σ. 26 [έλλ. εκδ.: Μάξ Χορκχάιμερ χαί Τέοντορ Β. Αντόρνο. Διαλεχηχή τού διαφωτισμού, νήσος. Αθήνα 1996.σ. 46. 144. Γιά τήν αύρα τού Μπένγιαμιν βλ. στό ίδιο. σ. 52. (Σ.τ.μ.) 145. Hölderlin. WW 2.έπιμ. Friedrich Beissner. Στουτγάρδη 1953.σ. 190. 146. «Τό είναι ώς βασικό θέμα τής φιλοσοφίας δέν είναι γένος ένός δντος κοκ παραταύτα αφορά κάθε δν. Ή "οίκουμενικότητά" του πρέπει νά Αναζητη θεί πιό ψηλά. Τό είναι καί ή δομή τού είναι βρίσκονται πέρα Από κάθε δν χοή κάθε δυνατή ούσα χαθοριστιχότητα ένός δντος. Τό είναι είναι τό Απολύτως υπερβατικό. Ή υπέρβαση τού είναι τής ύπαρξης είναι μιά διακεκριμένη, καθό σον περιέχει τή δυνατότητα χαί τήν αναγκαιότητα τής ριζικής Ατομοποίησης. Κάθε διάνοιξη τού είναι ώς ύπερβατικού είναι υπερβατική γνώση. Ή φαινομε νολογική αλήθεια (διανοικτότητα τού είναι) είναι υπερβατική Αλήθεια (veritas transcendentalis)». (Μ. Heidegger. Sein und Zeit, στ' έκδ.. Τύμπινγχεν. σ. 38.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
505
147. Τό πιό συγκεκριμένο δν. (Σ.τ.μ.) 148. Τό γεγονός δτι παρά τήν έπαφή της μέ τόν Χέγκελ μπροστά στη δια λεκτική Αλλάζει κατεύθυνση τής προσδίδει τή γοητεία τής έπιτευχθείσας υπέρ βασης. Πυρίμαχη απέναντι στόν διαλεκτικό στοχασμό, ό όποιος πάντως συ νεχώς τήν αγγίζει, διαχειρίζεται τά πράγματα βάσει τής παραδοσιακής λογικής καί. σύμφωνα μέ τό μοντέλο τής κατηγορηματικής κρίσης, καταλαμβάνει τόν χαρακτήρα τής σταθερότητας καί τής άπολυτότητας έκείνου που γιά τή διαλε κτική λογική θά ήταν άπλώς ένα στοιχείο. Λόγου χάρη, σύμφωνα μέ μιά παλαιότερη διατύπωση (πρβλ. Μ. Heidegger, Sein und Zeit. δ.π., σ. 13). ή ύπαρξη είναι εκείνο τό όντικό. υπαρκτό πού εχει τό -άνομολόγητα παράδοξο- πλεονέ κτημα νά είναι όντολογικό. Ύπαρξη (Dasein) είναι μιά γερμανική καί ντροπαλή έκδοχή τού υποκειμένου. Δέν τού ξέφυγε τού Χάιντεγγερ δτι αύτή ή ύπαρξη είναι τόσο αρχή τής διαμεσολάβησης δσο καί άδιαμεσολάβητη. δτι ώς συνιστώσα προϋποθέτει τό συνιστάμενο. δηλαδή τήν πραγματικότητα. Ή κα τάσταση πραγμάτων είναι διαλεκτική- ό Χάιντεγγερ τή μεταφέρει μέ κάθε θυ σία στή λογική τής απουσίας αντιφάσεων. Τά άμοιβαίως άντιφάσκοντα στοι χεία τού υποκειμένου τά μετατρέπει σέ δύο Ιδιότητες πού τίς άποδίδει σέ αυτό σάν νά έπρόκειτο γιά μιά ούσία. Αύτό δμως ένισχύει τό όντολογικό κύρος: ή μή αναπτυσσόμενη αντίφαση γίνεται έγγϋηση ένός άνώτερου καθ’ έαυτό. επειδή δέν υπακούει στούς δρους τής συλλογιστικής λογικής, στή γλώσσα τής όποίας έχει μεταφερθεί. Δυνάμει αυτής τής προβολής ή ούσία. πού ακούει στό δνομα είναι, υποτίθεται δτι ώς κάτι θετικό βρίσκεται πάνω από τήν έννοια καί πάνω άπό τό πραγματικό γεγονός. Μιά τέτοια θετικότητα δέν θά άντεχε στόν διαλε κτικό στοχασμό της. Τέτοια σχήματα είναι κοινοί τόποι όλόκληρης τής θεμε λιώδους όντολογίας. Ή υπέρβαση τής σκέψης καί τού πραγματικού γεγονότος επιτυγχάνεται καθώς οι διαλεκτικές δομές έκφράζονται μή διαλεκτικά, σάν νά μπορούσαν άπλώς νά κατονομασθούν. καί Αποστασιοποιούνται. 149. 'Αλήθειες τού Λόγου - αλήθειες τού πράγματος, τών δεδομένων. (Σ.τ.μ.) 150. Πρβλ. Hermann Schweppenhäuser. «Studien über die Heideggersche Sprach theorie». στό Archiv für Philosophie 7.1957.0. 304. 151. Μένω έκπληκτος, απορώ. (Σ.τ.μ.) 152. Δέν θά συγχυθώ, δέν θά συγκερασθώ. δέν θά σβήσω μέσα σέ κάτι άλλο. (Σ.τ.μ.) 153. To be or not to be. πού στά έλληνικά είναι γνωστό ώς «νά ζεί κανείς ή νά μή ζεί». (Σ.τ.μ.) 154. Μ. Heidegger. Sein und Zeit.στ έκδ..Tύμπινγκεν 1949.σ. 11. 155. Πρβλ. πιό πάνω, τήν παράγραφο μέ τήν παραπομπή στή σημ. 92. 155. «Νόημα» στή φαινομενολογία τού Χούσσερλ είναι τό άντικείμενο τής σκέψης, τό σύνολο τών σημασιών τών αντικειμένων οΐ όποιες περιέχονται σέ κάθε πράξη τού Λόγου, σέ κάθε «νόηση». Τό νοηματικό περιεχόμενο, μιά πνευματικά, νσητικά Αντιληπτή όντότητα. διαφέρει άπό τή νοητική πράξη. (Σ.τ,μ.) 187. «Ή υπέρμετρη Αντικειμενικότητα πού Αποδίδεται σέ αύτό» -τό είναι-
Μ*
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΙΑΛΕΚΤΙΚΜ
«χάνει την ϊβια νά δείξει όλόχληρη τήνχενότητά της: νά φανεί “ώς κενή γνώμη γιά τά πάντα, χωρίς έξαίρεση". Μόνο στή βάση ένός quid pro quo Ιμιάς άντιμετάθεσης): καθώς δηλαδή ή σύγχρονη όντολογία αποδίδει τή σημασία πού έχει τό είναι ώς έννοούμενο στό ίδιο τό είναι, γίνεται σημαντικό τό είναι άχόμη καί χωρίς έννοούντα υποκείμενα. Ή αυθαίρετη απόσχιση, δηλαδή ή υποκειμενικό τητα. Αποδεικνύεται έτσι ώς ζωτική άρχή (principium vitale) της. Ή όντολογία δέν μπορεί νά συλλάβει τό είναι παρά μόνον άπό τή σκοπιά τού δντος. άλλά αποσιωπά αύτή Ακριβώς τήν έξάρτηση του Από τό δν». (Karl Heinz Haag. Kritik der neueren Ontologie. Στουτγάρδη 1960. σ. 69.) 158. Karl Heinz Haag.6jr..o. 71. 159. Ή διδασκαλία τού Χάιντεγγερ γιά τό πλεονέκτημα τής ύπαρξης ώς ένός όντιχού πού ταυτόχρονα είναι όντολογικό, γιά τήν παρουσία τού είναι, ύποστασιοποιεϊ τό είναι έξαρχής. Μόνον όταν τό είναι, δπως τό θέλει ό Ιδιος, είναι αύτονομημένο ώς κάτι προγενέστερο τής ύπαρξης, αποκτά ή ύπαρξη έκείνη τή διαφάνεια ώς πρός τό είναι, ή όποία δμως ύποτίθεται δτι τό άποχαλύπτει. Άχόμη καί Από αύτή τήν άποψη ή δήθεν υπέρβαση τού υποκειμενισμού δεν πραγματοποιείται μέ καθαρά μέσα. Παρά τό Αναγωγικό σχέδιο τού Χάιντεγγερ. μέ τή διδασκαλία γιά τήν υπέρβαση τού είναι πρός τό δν έχει έπανεισαχθεί λα θραία ακριβώς ή όντολογική πρωτοκαθεδρία τής υποκειμενικότητας. τήν όποία ή γλώσσα τής θεμελιώδους οντολογίας Αποκηρύσσει. Ό Χάιντεγγερ ήταν συνε πής δταν. Αργότερα, μετέβαλε τήν Ανάλυση τής ύπαρξης πρός τήν κατεύθυνση τής πλήρους πρωτοκαθεδρίας τού είναι, ή όποία δέν μπορεί νά θεμελιωθεί βάσει τού δντος. διότι σύμφωνα μέ αυτόν ειδικά τό είναι δέν «είναι». Μέ αύτή τήν Αναστροφή χάθηκαν ασφαλώς δλα εκείνα πού τού είχαν εξασφαλίσει απήχηση. Αλλά αύτή είχε ένσωματωθει ήδη στό κύρος τού μεταγενέστερου. 160. Δηλαδή ψεύτικο, δπως τά θεατρικά σχηνσγραφημένα χωριά τού Ποτέμκιν. ό όποιος ήθελε νά δώσει στήν Αικατερίνη Β' τήν έντύπωση δτι ή περιοχή πού διοικούσε έσφυζε Από ζωή. (Σ.τ.μ.) 161. «... άν γενικά, σύμφωνα μέ τήν αλήθεια τού είναι, τό είναι δέν Ανα πτύσσει τήν ούσία του χωρίς τό δν καί ποτέ δε ν ύπάρχει ένα δν χωρίς τό είναι». (Μ. Heidegger. Was is Metaphysik?, i έχδ.. Φρανκφούρτη 1949. σ. 41.) 162. Μ. Heidegger. Sein undZeit.ÔJt..o. 42. 163. M. Heidegger. Platons Lehre von der Wahrheit.0Jt..o.68. 164. Eksistiert (αντί τού κανονικού existiert: ύπάρχει): έξ-ίσταται. Βλ. καί σημ- 127. (Σ.τ.μ.) 165. Μ. Heidegger, Platons Lehre von der Wahrheit. ÔJt..o. 70. 166. Στό ISto.o. 68. 167. Γτόΐδιο.α. 75. 168. G.W.F. Hegel. WW 4.σ. 110. 169. Στοχασμός (Reflexion) σύμφωνα μέ τόν Χέγχελ είναι ή «πράξη» μέ τήν όποία τό έγώ. Αφού Απέβαλε τήν φυσιχότητά του καί έπέστρεψε στόν έαυτό του. συνειδητοποιεί τήν ύποκειμενικότητά του πάνω στήν Αντικειμενικότητα πού έχει θέσει Απέναντί του καί μέ τή διαπίστωση αύτής τής σχέσης ξεχωρίζει
ΣΜ Μ ΕΙΟΣΕΙΣ
507
τόν έαυτό του άπό αυτή». (Enzyklopädie § 413.) - Φιλοσοφία τού στοχασμού (Reflexionsphilosophie) είναι γιά τόν Χέγκελ κάθε φιλοσοφία που κάνοντας τή διάκριση ανάμεσα στό νοεϊν (σκέψη) καί τό είναι θέλει νά όρίσει τά αντικείμενα επεξεργαζόμενη τήν εμπειρία μέ τήν υποκειμενική σκέψη, ενώ ή φιλοσοφία τής ταυτότητας, γιά τήν οποία τό νοεϊν καί τό είναι είναι ταυτόσημα, ένα καί τό αυτό, όπως στόν Παρμενίδη, θέλει νά κατασκευάσει τήν πραγματικότητα άμε σα μέσα στην ίδια τήν κίνηση τής σκέψης. (Σ.τ.μ.) 170. ’Ολόκληρος ό τίτλος τού βιβλίου είναι: Differenz dea Fichteachen und Schellingschen Systems der Philosophie (Διαφορά μεταξύ τών φιλοσοφικών συστη μάτων του Φίχτε καί του Σέλλινγκ). Είναι τό πρώτο δημοσίευμα τού Χέγκελ (1801). (Σ.τ.μ.) 171. Πρβλ. σχετικά Werner Becker. Die Dialektik von Grund und Begründetem in Hegels Wissenschaft der Logik, διατριβή στό Πανεπιστήμιο τής Φρανκφούρτης 1964.0.73. 172. Πρβλ. Alfred Schmidt. «Der Begriff der Natur in der Lehre von Marx». Frankfurter Beiträge zur Soziologie, τόμ. 11. Φρανκφούρτη 1962. σ. 22 κ.έ. 173. Karl Jaspers. Philosophie. Βερολίνο-Γκαίττινγκεν-Χάίδελβέργη 1956. τόμ.Ι.σ.ΧΧ. 174. Στό ίδιο.σ. 4. 175. Στό Ιδιο. σ. XXI11. καί Μ. Heidegger. Ober den Humanismus. Φρανκ φούρτη 1949. λ.χ. σ. 17 κ.έ. 176. Εννοεί τόν «υπαρξισμό» πού είχε γίνει του συρμού άνάμεσα σέ «καλλιτέχνες», «διανοούμενους», θαμώνες τών μπάρ κ.λπ.. πρώτα στή Γαλλία καί αργότερα σέ πολλές μεγαλουπόλεις τής Δύσης. (Σ.τ.μ.) 177. Μ. Heidegger. Sein und Zeit, δJt.. a. 12. 178. Στό Ιδιο. a. 13. 179. Karl Jaspers. Philosophie, δji.. o. 264. 180. Μιά έννοια του Κίρκεγκωρ. «τό έξαίφνης» του Πλάτωνα, δηλαδή ή ξαφνική μεταβολή άπό μιά κατάσταση στήν άλλη, πού γιά τόν Κίρκεγκωρ είναι τό «απόλυτο τώρα» άνάμεσα σέ δύο χρονικές στιγμές, μιά έννοια τόσο χρονική όσο καί σχεδόν άχρονη, άφού έχει μιά σχέση μέ τό αίώνιο. Τό αιώνιο ώς «τό πληρωμένο μέ άπειρο περιεχόμενο παρόν» καί ό χρόνος ώς ή άπλή χρονική δια δοχή συναντώνται στή στιγμή. Ή έννοια τής στιγμής στόν Κίρκεγκωρ είναι βι βλική καί άνάγεται στή ρήση του Παύλου. Πρός Κορινθΐους 15. 52: «èv άτόμω καί εν ριπή όφθαλμοΰ». δηλαδή σέ μιά στιγμή, όσο διαρκεϊ μιά άστραπιαία μα τιά. (Σ.τ.μ.) 181. «Μόνο τό ον πού ούσιωδώς είναι μελλοντικό στό είναι του. έτσι που. ελεύθερο γιά τό θάνατό του. σπάζοντας πάνω του μπορεί νά άφεθεί νά ριχθεϊ πίσω στό γεγονικό (πραγματικό) εδώ (Da) του. δηλαδή μόνο τό ον πού ώς μελ λοντικό υπήρξε εξίσου άρχέγονο μπορεί, παραδίδοντας στόν έαυτό του τήν κληρονομημένη δυνατότητα, νά άναλάβει την ίδια του τήν κατάσταση ένός ριγ μένου καί νά είναι στιγμιαίο γιά τό "χρόνο του”. Μόνον αυθεντική χρονικότητα ή όποια ταυτόχρονα είναι πεπερασμένη καθιστά δυνατό aireó πού λέγεται πε
508
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
πρωμένο. δηλαδή αύθεντική Ιστορικότητα». (Μ. Heidegger. San und Zat.ÖJt..
a. 385.) 182. Βάσει τής γλωσσικής μορφής της μπορεί νά καταμαρτυρηθεί στή θεμε λιώδη όντολογία Ενα Ιστορικό καί κοινωνικό στοιχείο πού δέν θά μπορούσε νά Αναχθεί πάλι στήν καθαρή ουσία (essentia) τής Ιστορικότητας. 01 γλωσσοκριτικές διαπιστώσεις στό fargon der Eigentlichkeit είναι κατά συνέπεια ευρήματα κα τά τού περιεχομένου αυτής τής φιλοσοφίας. Ό κατά βούληση χαρακτήρας πού ό Χάιντεγγερ σέρνει μαζί του μέσα στήν Εννοια του Entwurf (βλ. σημ. 126). άμεση κληρονομιά τής φαινομενολογίας άπό τή μετάβασή της σέ Εναν καθ' ΰλην κλάδο καί έξής. γίνεται όλοφάνερος στά συμπεράσματα: oi είδιχοί προσδιορι σμοί του Dasein καί τής ύπαρξης στόν Χάιντεγγερ. αυτά πού καταλογίζει στήν ανθρώπινη κατάσταση (condition humaine) καί θεωρεί ώς κλειδί μιας άληθινής διδασκαλίας γιά τό είναι, δέν είναι αυστηροί καί πειστικοί δπως προϋποθέτει ό ίδιος, αλλά παραμορφωμένοι άπό τυχαία Ιδιωτικά στοιχεία. Ό ψευδής τόνος πνίγει τίς παραφωνίες καί έτσι ακριβώς τίς όμολογεί. 183. Τό ίδίωμα τής αυθεντικότητας, τού Άντόρνο. Φρανκφούρτη 1964. μιά κριτική τού ιδιώματος τής υπαρξιακής φιλοσοφίας.προπάντων τού Χάιντεγγερ. δπως έγινε τού συρμού στίς μεταπολεμικές δεκαετίες, ένα είδος κριτικής τής γερμανικής Ιδεολογίας κατ' αναλογία πρός Εκείνη τού Μάρξ. Ήταν μιά άπό τίς λίγες «πρακτικές παρεμβάσεις» τού Αντόρνο. καί μάλιστα πολύ Αποτελεσμα τική. (Σ.τ.μ.) 184. «Τά εισαγωγικά στά όποια ό Χάιντεγγερ θέτει “τό χρόνο του” στό πιό πάνω παράθεμα θέλουν ίσως νά δείξουν ότι αύτό δέν χρησιμοποιείται ώς τυ χαίο συνώνυμο στή θέση ένός στιγμιαία επιβαλλόμενου σύγχρονου σήμερα, αλλά είναι ό καίριος χρόνος μιας γνήσιας στιγμής, ό Αποφασιστικός χαρακτή ρας τής όποιας προκύπτει άπό τή διαφορά άνάμεσα στόν χυδαίο καί τόν υπαρ κτικό χρόνο καί Ιστορία. Πώς δμως μπορεί κανείς σέ κάθε δεδομένη περίπτωση νά ξεχωρίσει μέ πλήρη σαφήνεια &ν ό χρόνος τής Απόφασης είναι μιά "άρχέγονη" στιγμή ή μόνον ενα “φορτικό" σήμερα στήν πορεία καί εξέλιξη τού παγκό σμιου γίγνεσθαι ; Ή Αποφασιστικότητα που δέν ξέρει πρός τί είναι Αποφασι σμένη δέν μάς Απαντά σέ αύτό τό έρώτημα. Έχει συμβεΐ περισσότερες άπό μία φορές νά υποστηρίζεται άπό πολύ αποφασισμένους μιά ύπόθεση πού φε ρόταν ώς Απορρέουσα Από τό πεπρωμένο καί ώς κρίσιμη, Αλλά ήταν εντούτοις χυδαία καί Ανάξια τής θυσίας. Πώς μπορεί κανείς ατό πλαίσιο μιας Απολύτως ιστορικής σκέψης νά χαράξει τό δριο άνάμεσα στό “αυθεντικό” γίγνεσθαι καί στά “χυδαία" συμβαίνοντα καθώς καί νά κάνει σαφή διάκριση Ανάμεσα στό πεπρωμένο πού έπέλεξε 6 Ιδιος καί τίς μή έπιλεγμένες Εναλλαγές τής μοίρας πού καταλαμβάνουν ξαφνικά τόν άνθρωπο καί τόν παρασύρουν σέ μιά στιγμι αία Επιλογή καί Απόφαση: Καί μήπως ή χυδαία ιστορία δέν Εκδικήθηκε μέ Αρκετή σαφήνεια τήν περιφρόνηση τού Χάιντεγγερ πρός τό Απλώς σήμερα ύπάρχον. όταν σέ μιά χυδαία αποφασιστική στιγμή τόν παρέσυρε νά Αναλάβει επί Χίτλερ τήν ηγεσία τού Πανεπιστημίου τού Φράιμπουργκ καί νά μετατρέψει τήν Αποφασισμένη Εντελώς δική του ύπαρξη σέ μιά “γερμανική ύπαρξη”, γιά
5íW
ΣΗΜΕΙΟΣΕΙΣ
νά ασκήσει τήν όντολογική θεωρία τής ύπαρκτιχής ιστορικότητας στό όντικό έδαφος τού πραγματικά Ιστορικού, δηλαδή το» πολιτικού γίγνεσθαι;» (Kurl Löwith. Heidegger. Denker in dürftiger Zeit, Φρανκφούρτη 1953. σ. 49.)
Δεύτερο μέρος: 'Αρνητική διαλεκτική "Εννοια και κατηγορίες 185. Ό Χέγκελ άρνεϊται. στην πρώτη παρατήρηση γιά τήν πρώτη τριάδα (βλ. σημ. 206) τής Λογικής, νά Αρχίσει Από τό «κάτι» αντί Από τό είναι. (Πρβλ. C.W.F. Hegel. WW 4.ójt.. προπάντων σ. 89· βλ. επίσης σ. 80). Έτσι προδικάζει τό συνολικό έργο, πού θέλει νά εξηγήσει τήν πρωτοκαθεδρία τού υποκειμένου, υπό τήν έννοια του τελευταίου. Ιδεαλιστικά. Δύσκολα θά μπορούσε νά έχει δια φορετική διαδρομή ή διαλεκτική του. Αν ξεκινούσε Από τό άφηρημένο κάτι, όπως θά ταίριαζε στόν αριστοτελικό βασικό χαρακτήρα τού έργου. Ή ιδέα ενός τέτοι ου «κάτι» ώς τέτοιου μπορεί νά μαρτυρεί περισσότερη ανοχή Απέναντι στό μή ταυτόσημο Από δσο ή Ιδέα τού είναι. Αλλά δεν είναι ίσως λιγότερο διαμεσολαβημένη. 'Επίσης δέν Οά έπρεπε νά σταματήσει κανείς στήν έννοια τού «κάτι», ή Ανάλυσή του θά έπρεπε νά συνεχίσει τήν κίνησή της πρός τήν κατεύθυνση αύτού πού έννοεί ή έννοια, δηλαδή πρός τό μή έννοιολογικό. Ό Χέγκελ ωστόσο δέν μπορεί νά Ανεχθεί τό παραμικρό ίχνος μή ταυτότητας στήν Αφετηρία τής Λογικής. τήν οποία θυμίζει ή λέξη «κάτι». 186. Πρβλ. Theodor W. Adorno. Zur Metakritik der Erkenntnistheorie, öjr.. o. 97 κ.Α. 187. Βλ. σημ. 36. (Σ.τ.μ.) 188. Τό πανόραμα ήταν ένα κατασκεύασμα μέ φακούς καί καθρέφτες, μέσα στό όποιο μπορούσε κανείς νά δει εναλλασσόμενες εικόνες σέ μεγέθυνση καί σέ φαινομενικά φυσική Απόσταση, ένα είδος τεχνητής πανοραμικής θέας. (Σ.τ.μ.) 189. ‘Αρχέτυπος νούς (intellectus Archetypus), μιά δημιουργική, θεία διά νοια. στήν όποια πρέπει νά Αναχθεί δλη ή συστηματική ενότητα τής φύσης, τού αντικειμένου τού Λόγου μας. σέ Αντίθεση πρός τόν έκτυπο νού (intellectus ectypus). ό όποιος είναι συλλογιστικός καί έχει τήν ανάγκη τών εικόνων, ένώ ή σύστασή του είναι τυχαία. Ό Αρχέτυπος νούς δέν είναι Ανάγκη νά υπάρχει, αλλά συνδέεται μέ τή δυνατότητα τής μεγαλύτερης δυνατής χρήσης τού Λόγου μας. (Σ.τ,μ.) 190. Ή πανουργία, ένα Από τά κατεξοχήν χαρακτηριστικά τού ομηρικού Όδυσσέα. Αναπτύσσεται ώς μέσον τού διαφωτισμού στή Διαλεκτική τού δια φωτισμού τών Μ. Χορκχάιμερ καί Τ.Β. Άντόρνο. νήσος. Αθήνα 1996. προπά ντων στό κεφ. «Όδυσσέας ή Μύθος καί διαφωτισμός». Πρβλ. έπίσης τήν πα νουργία τού Λόγου στόν Χέγκελ. λ.χ. στόν Πρόλογο καί τήν Εισαγωγή τής Φαι νομενολογίας τού πνεύματος. Βλ. Ακόμη Τ.Β. Άντόρνο. Minima Moralia. αφορ. 69. Αλεξάνδρεια. Αθήνα 1990. σ. 187-188. Μιά μορφή πανουργίας τού Λόγου χρησιμοποιούσαν καί οι σοφιστές: «τόν ήττονα λόγον κρείττον ποιούντες». Τό
MO
A PN H TIK H Δ ΙΑΛ ΕΚ ΤΙΚ Η
μικρό βήμα Από τήν ανατρεπτική ή Απελευθερωτική χρήση της μέχρι τήν Ιδεο λογική και συμφεροντολογική κατάχρησή της είναι Ισο μέ τήν απόσταση άηό τόν σι>νήγορο τής ¿«ανάστασης μέχρι τόν βιχολάβο τής Απάτης. (Σ.τ,μ.) 191. Ηλ. πιό κάτω.τρίτο μέρος. II. Παγκόσμιο πνεύμα χαί φυσική Ιστορία. 192. Η λέξη ταυτότητα είχε διάφορες σημασίες στήν ιστορία τής νεότερης φιλοσοφίας. Μιά φορά δήλωνε τήν ένότητα τής προσωπικής συνείδησης: Ατι ένα έγώ διατηρείται τό ίδιο διαμέσου Αλών τών έμπειριών του. Αυτό έννοούσε τό χαντιανό «έγώ σκέφτομαι, τό όποιο πρέπει νά μπορεί νά συνοδεύει Αλες τίς παραστάσεις μου». Σέ άλλη περίπτωση ή ταυτότητα σήμαινε τό νομοτελειακά Αμοιο σέ Αλα τά έλλογα όντα. τό σχέπτεσθαι ώς λογική γενικότητα· επιπλέον τήν όμοιότητα κάθε Αντικειμένου τής σκέψης μέ τόν ¿αυτό του. τό Απλό Α=Α. Τέλος, γνωσιολογιχά: Ατι τό υποκείμενο καί τό αντικείμενο, όπως και Αν είναι διαμεσολαβημένα. συμπίπτουν. ΟΙ δύο πρώτες σημασίες δέν διαχωρίζονται αυστηρά ούτε Από τόν Κάντ. 'Εδώ δέν φταίει μιά χαλαρή χρήση τής γλώσσας, καθώς ή ταυτότητα δηλώνει τό σημείο Αδιαφορίας Ανάμεσα στό ψυχολογικό καί τό λογικό στοιχείο τού Ιδεαλισμού. Ή λογική γενικότητα ώς ιδιότητα τής σκέψης συνδέεται μέ τήν Ατομική ταυτότητα, χωρίς τήν όποία ή πρώτη Θά ήταν αδύνατη, διαφορετικά δέν θά μπορούσε τίποτε Από τό παρελθόν νά διατηρηθεί σέ κάτι παρόν, κατά συνέπεια τίποτε δέν θα παρέμενε τό ίδιο. Ή Αναδρομή οέ αύτή τήν ταυτότητα προϋποθέτει πάλι τή λογική γενικότητα, είναι μιά Αναδρο μή τής σκέψης. Τό καντιανό «έγώ σκέφτομαι», τό στοιχείο τής Ατομικής ενότη τας. απαιτεί πάντοτε καί τήν υπερατομική γενικότητα. Τό ατομικό έγώ είναι ένα μόνο δυνάμει τής γενικότητας τής Αριθμητικής αρχής τής ενότητας· ή ένό τητα τής συνείδησης είναι έπίσης μιά μορφή Αντανάκλασης τής λογικής ταυτό τητας. Ή Θέση Ατι μιά ατομική συνείδηση είναι μία Ισχύει μόνον ύπό τή λογική προϋπόθεση τού Αποκλειόμενου τρίτου: Ατι δέν μπορεί νά είναι άλλη. Κατ' αυτό ή μοναδικότητά της. Απλώς καί μόνο γιά νά είναι δυνατή, είναι ύπερατο μική. Κανένα Από τά δύο στοιχεία δέν έχει τήν προτεραιότητα Απέναντι στό άλλο. "Αν δέν υπήρχε μιά ταυτόσημη συνείδηση, μιά ταυτότητα τού είδιχού, δέν θά υπήρχε ούτε ένα γενικό, δπως καί Αντίστροφα. Έτσι νομιμοποιείται γνωσιολογιχά ή διαλεκτική Αντίληψη τού είδιχού χαί τού γενικού. 193. "Αφατο, ανέκφραστο άτομο. Τά φαινόμενα, ώς Αντικείμενα τής σκέ ψης. προδιαμορφώνονται υποκειμενικά, δηλαδή Από τήν παρασκευασμένη, «μαγειρεμένη» μορφή τών εννοιών χαί τείνοντας πρός τήν ταυτότητα μεταξύ έννοιας χαί πράγματος αποκρύπτουν τό μή ταυτόσημο, τή διαφορά, δηλαδή την άφατη. Ατομικότητα, τήν Ανέχφραστη ιδιαιτερότητα τών πραγμάτων. Ή ταυτιστιχή σκέψη τείνει νά όργανώνει κυριαρχικά τά πράγματα Ισοπεδώνοντας τίς διαφορές. Σέ αύτή τήν κυριαρχία εναντιώνεται ή διαλεκτική σκέψη. (Σ.τ.μ.) 194. Βλ. τή Διαλεκτική τού διαφωτισμού. <5π.. προπάντων τά δύο πρώτα κεφάλαια. (Σ.τ.μ.) 195. Ή Ανθρωπότητα νοούμενη Αχι Απλώς ώς σύνολο τών Ανθρώπων. Αλλά ώς συμφιλιωμένη ενότητα, κοινή μοίρα. Αλληλεγγύη χ.λπ.. χωρίς Αντιφάσεις πού φθάνουν μέχρι τόν Αλληλοσπαραγμό. (Σ.τ.μ.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Sil
196. Ή ρουσσωική «έπιστροφή στή φύση». (Σ.τ.μ.) 197. ΒΧ. σημ. 65. (Σ.τ.μ.) 199. Βλ. σημ. 22. (Σ.τ.μ.) 199. Πρβλ. λόγου χάρη τό Αποδιδόμενο στόν Πυθαγόρα «ύπό τού όμοιου τό δμοιον χαταλαμβάνεσθαι πέφυχεν». την αναφορά τού ‘Εμπεδοκλή «ή γνώσις τού όμοιου τφ όμοίφ» καί μιά ανάλογη τού 'Ηρακλείτου: «τό δέ κινούμενον κινουμένφ γιγνώσκεσθαι». Ό 'Αναξαγόρας απέδιδε τήν αίσΟητήρια αντί ληψη γιά ανόμοια (έναντίοις): «τό γάρ δμοιον Απαθές ύπό τού όμοίου». ένώ ό Αριστοτέλης κατέληξε στό συμπέρασμα: «φασί γάρ γιγνώσκεσθαι τό δμοιον τφ όμοίφ· επειδή γάρ ή ψυχή πάντα γιγνώσχει. συνιστάσιν αύτήν έκ πασών τών Αρχών». (Σ.τ.μ.) 200. Ένα όρισμένο τραπέζι μπορεί νά έχει μεταλλικά ή ξύλινα κ.λπ. πό δια. ένώ ή έννοια «τραπέζι» παραβλέπει (Αφαιρεϊ) την ύλιχή σύσταση τών Απαραίτητων γνωρισμάτων πού περιλαμβάνει. (Σ.τ.μ.) 201. Βλ. σημ. 169. (Σ.τ.μ.) 202. Κλασική περίπτωση μιας τέτοιας ύπερχείμενης έννοιας, τής τεχνικής τής λογικής ύπαγωγής γιά ιδεολογικούς σκοπούς, είναι ή συνήθης σήμερα ύπερκείμενη έννοια τής βιομηχανικής κοινωνίας. Τηρεί Αποστάσεις Από τίς κοι νωνικές παραγωγικές σχέσεις επικαλούμενη τίς τεχνικές παραγωγικές δυνά μεις. λές καί μόνον ή στάθμη ανάπτυξής τους καθορίζει. Αμεσα, τή μορφή τής κοινωνίας. Αύτή ή θεωρητική μετάθεση μπορεί Ασφαλώς νά προβάλει ώς δικαι ολογία τίς αναμφισβήτητες συγκλίσεις μεταξύ τού ανατολικού καί τού δυτικού κόσμου ύπό τήν επιρροή τής γραφειοκρατικής κυριαρχίας. 203. «Άν ή διαλεκτική επεξεργάζεται Απλώς έκ νέου τά προϊόντα τών έπιμέρους επιστημών καί τά μελετά ώς δλον. τότε είναι μιά Ανώτερη εμπειρία καί κατά βάθος τίποτε Αλλο Από τή σκέψη πού μέσα Από τίς έμπειρίες προσπαθεί νά έκφράσει τήν Αρμονία τού δλου. Τότε όμως ή διαλεκτική δέν επιτρέπεται νά έλθει σέ ρήξη μέ τή γενετική θεώρηση- δέν επιτρέπεται νά περηφανεύεται γιά μιά έγγενή της πρόοδο, ή όποια Ασφαλώς αποκλείει κάθε τυχαίο απόχτημα τής παρατήρησης καί τής Ανακάλυψης- τότε εργάζεται μόνο μέ τήν ίδια μέθοδο καί μέ τά ίδια μέσα δπως καί οί Αλλες επιστήμες καί διαφέρει μόνο ώς πρός τό στόχο, καθιύς ένώνει τά μέρη γιά νά συνθέσει τήν ιδέα τού δλου. Έδώ λοιπόν παρουσιάζεται πάλι ένα κρίσιμο δίλημμα. “Η ή διαλεκτική Ανάπτυξη είναι Ανε ξάρτητη καί καθορίζεται μόνον Από τόν εαυτό της. οπότε πρέπει πραγματικά νά γνωρίζει τά πάντα Από μόνη της. ή προϋποθέτει τίς πεπερασμένες επιστήμες καί τίς εμπειρικές γνώσεις- τότε όμως ή εγγενής πρόοδος καί ή συνεχής Αλλη λουχία διακόπτονται Από τά εξωτερικά στοιχεία πού προσέλαβε. ένώ έπιπλέον συμπεριφέρεται Ακριτα Απέναντι στην έμπειρία. ΤΙ διαλεκτική πρέπει νά έπιλέξει ένα Από τά δύο. Δέν βλέπουμε τρίτη δυνατότητα». (F.A. Trendelenburg. fjogische Vntenuehunxm. τόμ. I, Λειψία I87Ü. σ. 9Ι κ.έ.) 204. βέαη-άντίθεση (άρνηση)-σύνθεση (νέα θέση). (Σ.τ.μ.) Ϊ05. Πρβλ. G.W.F. Hegel, WW 4 .όΛ.,σ. 543. '206. Πρβλ. στό ϊδιη.α. 98 κ.έ.
3L
APNimKH AlAAtKTlKH
207. ΙΙρώτη τριάδα είναι: τό είναι.τό τίποτε καί τό γίγνεσθαι. (Σ.τ.μ.) 208. Κατά τή λιτανεία τής κωμόπολης του Λουξεμβού(»γυυ Έχτερναχ, μιά δοξολογία ευχαριστιών γιά τήν κατάπαυση τής χορείας πού έπυψατούστ έχει τόν Αγδοο αΙώνα. ή όποία τελείται τήν Τρίτη μετά τήν Πεντηκοστή, οΐ πιστοί, συνοδευόμενοι άπό κληρικούς καί μουσικούς πού δίνουν τό ρυθμό, προχωρούν κάνοντας τρία άλματα μπρός καί δύο πίσω. (Σ.τ.μ.) 209. "Αρνηση τού αρνητικοί» είναι ή Αντίθεση τής Αρνητικής (=χακής) θέσης, πού σύμφωνα μέ τόν Χέγχελ καταλήγει στή σύνθεση, δηλαδή οέ κάτι θετικό, ώσπου νά γίνει καί αυτή αρνητική καί νά προχαλέσει νά άρνηση. (Σ.τ.μ.) 210. "Οπως σχεδόν κάθε έγελιανή κατηγορία, έχει καί ή άρνηση που όπέστη τήν άρνηση καί έτσι έγινε θετική άρκετό έμπειριχό περιεχόμενο, καί μάλιστα γιά τήν υποκειμενική συνέχεια της φιλοσοφικής γνωστικής διαδικασίας. "Οταν τό υποκείμενο τής γνώσης ξέρει μέ άρκετή άχρίβεια τί λείπει άπό μιά Αντίληψη ή κατά τί είναι έσφαλμένη. συνήθως αυτή ή βεβαιότητα τού προσφέρει έχείνο πού λείπει. 'Αλλά αύχό τό στοιχείο τής καθορισμένης άρνησης, ώς υποκειμενικό άπό τή μεριά του. δέν πρέπει νά πιστώνεται στην αντικειμενική λογική, πόσω μάλλον στή μεταφυσική. Πάντως αυτό τό στοιχείο είναι τό πιό ισχυρό έπιχείρημα πού συνηγορεί ύπέρ τής επάρκειας τής έμφαντικής γνώσης· σέ αύτή τήν έπαρχειά της στηρίζεται ή δυνατότητα τής μεταφυσικής πέρα άπό τήν έγελιανή. 211. G.W.F. Hegel. WW 4.δ.π..σ. 543. 212. Μέ αύτή τή λέξη Αποδίδουμε τόν όρο Szientivismus καί τό Ανάλογο έπίθετο. δπως τόν χρησιμοποιεί ό Άντόρνο καί οί άλλοι εκπρόσωποι τής Κρι τικής θεωρίας, μολονότι κατά λέξη θά μπορούσε νά άποκληθει επιστημονισμός. Τό έπίθετο έπιστημονικός δμως δέν θά άνταποκρινόταν σέ αυτό πού έννοεί ό δρος: τό μοντέλο τών φυσικών έπιστημών Ακόμη καί στή φιλοσοφία καί τίς κοι νωνικές έπιστήμες. δπως τό υποστηρίζει ό θετικισμός. (Σ.τ.μ.) 213. Πρβλ. Walter Benjamin. Ursprung des deutschen Trauerspiels. Φρανκφούρ τη 1963.σ. 15 χ.έ. 214. Ή δεύτερη άπό τίς μεγαλύτερες σχολές τού νεοκαντιανισμού, πλάι σέ έκείνη τού Μαρβούργου (βλ. σημ. 112) μέ χέντρο τή Χάιδελβέργη. Κυριότεροι έκπρόσωποί της ήταν οί φιλόσοφοι Βίλχελμ Βίντελμπαντ (1848-1915) καί Χάινριχ Ρίκερτ (1863-1936). Μιά κεντρική Ιδέα ήταν ό μή χαθαρά φυσικοεπιστημονικός προσανατολισμός τής σχολής: Οί φυσικές («νομοθετικές») έπιστήμες στοχεύουν σέ γενικούς κόσμους, ενώ οί έπιστήμες τού πολιτισμού («ίδιογραφικές» έπιστήμες) Αποβλέπουν στό ιδιαίτερο, τό μοναδικό καί τό Ατομικό. Ή διαφορά είναι μεθοδολογική. Μιά άλλη ιδιαιτερότητα τής σχολής, σημαντική καί στόν Μάξ Βέμπερ. ήταν ή μεγάλη σημασία πού Απέδιδε στίς λεγάμενες Αξίες (Σ.τ.μ.) 215. «Αύτή ή σχέση, τό δλον ώς ουσιώδης ενότητα, βρίσκεται μόνο στήν έννοια, στό σκοπό. Γι’ αύτή τήν ενότητα οί μηχανικές αιτίες δέν είναι έπαρκείς. επειδή ή βάση τους δέν είναι ό σκοπός, δηλαδή ή ενότητα τών προσδιορισμών. "Ετσι ό Λάιμπνιτς θεωρούσε επαρκή λόγο έχεϊνον πού έπαρχούσε καί γι’ αύτή τήν ένότητα καί κατ’ αύτό δέν περιελάμβανε τίς Απλές αίτίες. Αλλά τά τελικά
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
513
αίτια. Αύτός ό καθορισμός τού λόγου δέν άνήχει όμως άκόμη σέ αύτό τό πλαί σιο- ό τελεολογικός λόγος είναι μιά Ιδιότητα τής έννοιας καί τής διαμεσολάβησης άπό αυτήν, πού είναι ό Λόγος». (G.W.F. Hegel. VVW 4.6jt..a. 555.) 216. Max Weber. Cesammelte Aufsatze zur Religionssoziologie Ι.Τύμπινγκεν 1947.O.30. 217. Genus proximum. differentia specifica: προσεχές γένος, ειδοποιός δια φορά. (Σ.τ.μ.) 218. Στό Ιδιο. ο. 30. 219. Στό ίδιο.σ. 4 κ.έ. 220. Τό περίφημο λογοπαίγνιο τού Νίτσε δέν μπορεί νά περισωθεί στή με τάφραση. Η in terwel t -Η interwiild ler: ή πρώτη λέξη σημαίνει: πίσω κόσμος, άφανής κόσμος, άπόμακρη έπαρχία* ή δεύτερη είναι μεταφορά τού αμερικάνικου backwoodsmen: άξεστοι, άγροϊκοι. έποικοι τών «πίσω δασών», δηλαδή τής άγριας Δύσης. Άιρανής κόσμος έδώ είναι προφανώς ή μή όρατή ουσία σέ αντί θεση πρός τόν εμφανή κόσμο, τό φαινόμενο. Ό θετικισμός πού δέν άρέσκεται σέ μή παρατηρήσιμες. αφανείς ιδέες, προπάντων μέ τή μορφή τού συμπεριφο ρισμού καί τής τεχνικής όρθολογικότητας. ταιριάζει καί γεωγραφικά μάλλον στήν ανατολική ακτή τής 'Αμερικής παρά στήν άγρια Δύση. Ό ακούραστος δια φωτισμός μετατρέπεται διαλεκτικά σέ σκοταδισμό, δπως ή τεχνική όρθολογικότητα σέ μύθο καί νέα βαρβαρότητα. Αυτό είναι ένα άπό τά κεντρικά μοτίβα τής Διαλεκτικής τού διαφωτισμού. Εννοείται δτι ό Νίτσε ούτε τόν θετικισμό ήθελε γενικά νά ευνοήσει ούτε νά φανεί χρήσιμος στούς σκοταδιστές. (Σ.τ,μ.) 221. «'Εφόσον λοιπόν σέ μιά ύπαρξη γίνεται διάκριση ανάμεσα στό ούσιώδες καί τό μή ουσιώδες, αύτή ή διαφορά ανάμεσα σέ ένα μέρος τής ύπαρξης καί ένα άλλο μέρος της τίθεται άπό έξω καί δέν έγγίζει τήν ίδια τήν ύπαρξη, ένας χωρισμός πού εμπίπτει σέ κάτι τρίτο, ενώ παραμένει ακαθόριστο τί άνήκει στό ούσιώδες ή τό έπουσιώδες. Ό χωρισμός γίνεται βάσει μιάς θεώ ρησης πού λαμβάνει υπόψη κάτι εξωτερικό καί έτσι τόΐδιο περιεχόμενο κρίνεται μιά φορά ώς ούσιώδες καί μιά άλλη ώς έπουσιώδες». (G.W.F. Hegel. WW 4.<5λ..ο.487.) 222. Μονισμός είναι κάθε αντίληψη πού ανάγει τήν πραγματικότητα σέ μία καί μοναδική βασική άρχή τού είναι, στό πνεύμα (πνευματοκρατία, ιδεαλι σμός), στήν ύλη (ύλισμός) ή στήν ένότητα. τόν κοινό φορέα αύτών τών δύο (φι λοσοφία τής ταυτότητας). Υπάρχει ένας πανθείστικός. ένας γνωσιολογικός. ένας ηθικός κ.λπ. μονισμός μέ ποικίλες κάθε φορά εκδοχές. Ανάλογη είναι καί ή ποικιλομορφία τής δυαρχίας, τού δυϊσμού, τής άντίληψης πού αναγνωρίζει κάθε φορά δύο βασικές αρχές (θεός-κόσμος), αλλά προπάντων άναφέρεται στή δυαδικότητα τού σώματος καί τού πνεύματος. (Σ.τ.μ.) 223. «Ή κατανόηση ενός άντικειμένου δέν σημαίνει στήν πραγματικότητα παρά μόνον δτι τό έγώ οίκειοποιείται αύτό τό αντικείμενο. τό διαπερνά. καί τού δίνει τή δική του μορφή, δηλαδή μιά γενικότητα, πού τό κάνει άμεσα καθο ρισμένο, ή έναν καθορισμένο χαρακτήρα, πού τό κάνει άμεσα γενικό. Τό αντι κείμενο στήν έποπτεία ή καί στή φαντασία είναι άκόμη κάτι έξωτερικό. ξένο.
514
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΙΑΛΕΚ'ΠΚΜ
Μέ τήν κατανόηση τό είναι καθ' ¿αυτό καί 8ι' έαυτό. πού τό αντικείμενο έχει στην έποπτεία καί τή φαντασία, μετατρέπεται σέ ¿να είναι πού έχει τεθεί τό εγώ τό διαπερνά σχεπτόμενο. "Οπως είναι όμως στή σκέψη τό Αντικείμενο έτσι είναι καθ' έαυτό καί βι’ έαυτό· όπως είναι στήν έποπτεία καί τή φαντασία είναι φαινόμενο. Ή σκέψη αίρει τήν άμεσότητά του. μέ τήν όποία κατ' Αρχάς έμφανίζεται μπροστά μας. καί τό χάνει κάτι πού έχει τεθεί* αυτό τό είναι ώς τεθειμέ νο όμως είναι τό είναι καθ’ έαυτό καί βι' έαυτό τού Αντικειμένου, βηλαβή ή άντιχειμενιχότητά του. Αυτή ή άντικειμενιχότητά του βρίσκεται κατ' αυτά στήν έννοια, ή όποία είναι ή ένότητα τής αυτοσυνείδησης. στήν όποία έχει περιληφθεϊ* ή άντιχειμενιχότητά ή ή έννοια δέν είναι λοιπόν παρά ή φύση τής αυτοσυ νείδησης' δέν έχει άλλα στοιχεία ή προσδιορισμούς άπό αυτούς πού έχει τό Ιδιο τό έγώ». (Ü.W.F. Hegel. WW b.ÖJt .a. 16.) 224. Πρβλ. Karl Marx. Kritik des Gothaer Programms, επιλογή καί εισαγωγή του Franz Borkenau. Φρανκφούρτη 1956.σ. 199 κ.έ. 225. Πρβλ. Alfred Schmidt. «Der Begriff der Natur in der Lehre von Marx». Frankfurter Beiträge zur Soziologie.τόμ. 11. Φρανκφούρτη 1962.σ. 21. 226. Παρωδεί τήν ετυμολογική σκέψη του Χάιντεγγερ. ό όποιος σε αυτή τήν περίπτωση έρμηνεύει τήν αναγκαιότητα (Notwendigkeit) ώς μεταστροφή (Wende, τό δεύτερο συνθετικό τής λέξης) τής χρείας (Not-τό πρώτο συνθετικό). (Σ.τ.μ.) 227. Βλ. Μ. Χορκχάιμερ καί Τ.Β. Άντόρνο. Διαλεχτιχή του διαφωτισμού. νήσος.σ. 29 κ.έ. (Σ.τ.μ.) 228. Παραπέμπει στή διαλεκτική κυρίου (Αφέντη) καί δούλου, δπως τήν ανέπτυξε ό Χέγκελ στή Φαινομενολογία τού πνεύματος. IV. Α. (Σ.τ.μ.) 229. Τό «δός μοι πά στώ καί τάν γάν κινήσω» γιά τήν έχμόχλευση τής κοι νωνικής Ιεραρχίας. (Σ.τ.μ.) 230. Βλ. σημ. 70. (Σ.τ.μ.) 231. Βλ.σημ. 15 καί 57. (Σ.τ,μ.) 232. Πρβλ. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft. WW ΙΙΙ.δπ.,σ. 93. κ.έ. 233. Τήν προτεραιότητα του αντικειμένου θά μπορούσαμε νά τήν Αναζητή σουμε κυριολεκτικά ακόμη καί έχει όπου ή σκέψη νομίζει πώς έχει φθάσει στήν Απόλυτη άντιχειμενιχότητά της άποδεσμευόμενη άπό κάθε Αντικειμενικότητα πού δέν είναι επίσης σκέψη: στήν τυπική λογική. Τό «κάτι» στό όποιο Αναφέρονται όλες οί λογικές προτάσεις είναι. Ακόμη καί έκεί όπου μπορούν νά τό Αγνοούν πλήρως, όμοίωμα αυτού που έννοεϊ ή σκέψη καί χωρίς τό όποιο ή Ιδια δέν θά μπορούσε νά υπάρχει* τό μή νοητικό είναι λογικά εγγενής προϋπόθεση τής σκέψης. Τό συνθετικό ρήμα, τό «είναι» τού τρίτου προσώπου, περιέχει κατά βάθος πάντοτε, σύμφωνα μέ τό μοντέλο τής υπαρκτικής κρίσης, αντικειμενικό τητα. “Ετσι διαλύονται καί δλες οΐ έλπίβες πού τρέφει ή Ανάγκη γιά Ασφάλεια, ότι ή τυπική λογική είναι κάτι όντως Απόλυτο.ή Ασφαλής βάση τής φιλοσοφίας. 234. Reductio ad hominem: Αναγωγή (περιστολή) στόν Ανθρωπο, μείωση στις Ανάγκες καί τις δυνατότητες τού Ανθρώπου- reductio hominis: Αναγωγή (μείωση, περιστολή) τού Ανθρώπου. (Σ.τ,μ.)
ΣΜΜΕΙΟΣΕΙΣ
515
235. Προσβολή είναι ό ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων άπό τόν εξωτε ρικό κόσμο, τρόπον τινά δπως στήν περίπτωση τής άρρώστιας. Στή δεκτικότη τα τέτοιων έντυπώσεων στηρίζονται οΐ κατ' αίσθηση έποπτεϊες. ενώ οί έννοιες είναι προϊόντα τού αυθορμητισμού τής σκέψης, τής αυτενέργειας, τής διάνοιας, πού επεξεργάζεται έννοιολογικά, συλλογιστικά τά περιεχόμενα τής συνείδησης (εμπειρικά δεδομένα) γιά νά φθάσει στη γνώση. (Σ.τ,μ.) 236. Τυφλή είναι κάθε έποπτεία χωρίς έννοιες, δπως καί κάθε έννοια χωρίς έποπτεία είναι κενή, σύμφωνα μέ τόν Κάντ. (Σ.τ,μ.) 237. Βλ. σημ. 15 καί 57. (Σ.τ,μ.) 238. Είναι ή δραστηριότητα τού πνεύματος, πού συνδέει τά ποικίλα μέρη σέ ένα αυτοτελές δλον. ή συνθετική δραστηριότητα πού δημιουργεί τήν ενότητα τών περιεχομένων τής συνείδησης. Ή πραγματική σκέψη πού υπαινίσσεται δέν άκολουθεΐ άπλώς τήν τυπική λογική καί δέν ταξινομεί στατιστικά τά δεδομένα, άλλά είναι ή πνευματική έμπειρία στήν όποια στηρίζεται ό διαλεκτικός-κριτικός στοχασμός καί αύτοστοχασμός.ή σκέψη τού δλου. (Σ.τ.μ.) 239. Πρός μεγαλύτερη τιμή. 'Ολόκληρο τό έμβλημα τού ίησουιτικοΰ τάγμα τος είναι: Omnia ad majorem Dei gloriam: δλα πρός μεγαλύτερη τιμή (δόξα) του θεού, θεός εδώ είναι τό θεοποιημένο ύποκείμενο πού άντιπροσοιπεύει τήν επιστημονική μέθοδο, ή όποία προβάλλεται ως δήθεν άντικειμενική. άπαλλαγμένη άπό κάθε ύποκειμενικότητα νοούμενη ώς μεροληψία. "Ας μάς έπιτραπεί ένα παράδειγμα. Ή εμπειρική έρευνα τής κοινωνιολογίας. ακόμη καί δταν δέν εξυπηρετεί συμφέροντα έντολέων (δημοσκοπήσεις), συχνά καταγράφει ώς κοι νή γνώμη ύποκειμενικές απόψεις τών ατόμων πού συμμετέχουν στήν έρευνα καί τις ταξινομεί «αντικειμενικά» γιά νά τίς εμφανίσει ώς άντικειμενική έπιστημονική έρευνα γιά τό υποτιθέμενο άντικείμενό της. τήν κοινωνία. (Σ.τ.μ.) 240. Βλ. Κ. Marx. Das Kapital (Τό κεφάλαιο). Dietz-Vcrlag, Βερολίνο 1947. σ. 78 (πρώτο βιβλίο, πρώτο μέρος, πρώτο κεφάλαιο, υποκεφάλαιο: Ό φετιχιστικός χαρακτήρας τού εμπορεύματος καί τό μυστικό του). Στόν θρησκευτικό κόσμο, γράφει ό Μάρξ «τά προϊόντα τού ανθρώπινου μυαλού φαίνονται σάν αυτόνομες μορφές... προικισμένες μέ δική τους ζωή. “Ετσι καί στόν κόσμο τών εμπορευμάτων τά προϊόντα του άνθρώπινου χεριού» (Σ.τ.μ.) 241. Βλ. σημ. 138. (Σ.τ.μ.) 242. Βλ. σημ. 85. (Σ.τ.μ.) 243. Πολύ πρίν άπό τήν εύαισθητοποίηση τής λεγάμενης οικολογικής συνεί δησης ό Άντόρνο δέν δεχόταν νά άποκαλείται άνθρωπιστής. διότι θεωρούσε δτι παρά τίς διακηρυσσόμενες καλές ή φιλάνθρωπες προθέσεις τών άνθρωπιστών ή σκέψη τους είναι ανθρωποκεντρική, δηλαδή όχι φιλική πρός τό ζωικό καί φυτικό βασίλειο, πόσο) μάλλον πρός τόν άνόργανο κόσμο. Ή Κριτική θεωρία δέν συνη γορούσε ύπέρ τής κυριαρχίας πάνω στή φύση, άλλά έπειδή. προπάντων ώς τεχνι κή όρθολογικότητα. τείνει νά καταστρέψει τόν κόσμο οτό σύνολό του. (Σ.τ.μ.) 244. Βλ. σημ. 53. (Σ.τ.μ.) 245. ΓΙρβλ, W. Benjamin. Deutsche Menschen. Eine Folge von firiefen. Φρανκ φούρτη 1962. Επίλογος τού Th.W. Adorno, σ. 128.
SU»
ΑΡΝΗΤΙΚΙΙ ΑΙΑΛΕΚΤΙΚΙΙ
246. Πρβλ. Kerl Marx. Das Kapital, τόμ. I.Βερολίνο 1955.σ. 514. 247. Ό χωρισμός άναφέρεται στόν πλατωνικό χωρισμό τής ψιιχής άπό τό σώμα. Ό θάνατος είναι «λύσις καί χωρισμός ψυχής άπό σώματος», λέει ό Σω κράτης στόν Φαίδωνα. Ή νοολογιχή θεώρηση (Eucken. Scheler) ξεχωρίζει τήν πνευματική ζωή. τήν ένεργητική-συνθετική καί δημιουργική δραστηριότητα του πνεύματος ή νού. άπό τήν έμπειριχή ψυχική ζωή. (Σ.τ.μ.) 248. Όρθολογιστές ήταν οΐ φιλόσοφοι πού θεωρούσαν τό Λόγο, τή σκέψη ώς πηγή γνώσης, σέ αντίθεση πρός τούς έμπειριστές. πού τόνιζαν τήν προτεραι ότητα ή τήν παγχυριαρχία τής έμπειρίας. θεμελιωτές τού νεότερου όρθολογισμού ήταν ό Καρτέσιος. ό Σπινόζα. ό Λάιμπνιτς. Ό κριτικισμός τού Κάντ είναι μιά νέα ένότητα πού προέκυψε ώς σύνθεση τού όρθολσγισμού καί τού έμπειρισμού. (Σ.τ.μ.) 249. Βλ. σημ. 101. 'Εδώ έννοεί κυρίως τόν Λάιμπνιτς. ό όποιος έφάρμοσε σέ πράγματα καθ’ έαυτά σχέσεις πού Ιχουν νόημα καί Ισχύ μόνο σέ αντικείμενα τά όποια έμπϊπτουν στην έμπειρία καί έτσι έκπνευμάτισε τά φαινόμενα. (Σ.τ.μ.) 250. Ή απλή, αβασάνιστη γνώμη.ή δόξα.τό δοκεϊμοι. (Σ.τ.μ.) 251. Petitio principii: λήψη τού ζητούμενου, στόν Αριστοτέλη: αίτεΐσθαι τό εν άρχή. έξ αρχής. Πρόκειται γτά σοφίσματα στά όποια τό ζητούμενο, δηλαδή ή αποδεικτέα πρόταση, λαμβάνεται. χρησιμοποιείται ώς άποδειχτιχός λόγος. (Σ.τ.μ.) 252. Γύρω στό 1900. (Σ.τ.μ.) 253. Ή χριτιχή τής χοινωνιολογιας τής γνώσης, προπάντων σέ αυτή τήν παράγραφο, στρέφεται χυρίως κατά τού μαθητή τού Μάξ Βέμπερ. Κάρλ Μάνχαϊμ (1893-1937). ό όποιος δίδασκε δτι όλη ή δραστηριότητα τού ανθρώπινου πνεύματος έξαρτάται άπό τά έχάστοτε συμφέροντα που ύπηρετεϊ. δτι όλα είναι Ιδεολογία. (Σ.τ.μ.) 254. Κόμμα σημαίνει κομμάτι, δπως καί τό Partei (party, parti χ.λπ.. άπό τό λατινικό pars-partis: μέρος), δηλαδή μιά μερίδα πολιτών, ώς «έκφραστής» μεριχοχρατιχών συμφερόντων.άπόψεων κ.λπ. (Σ.τ.μ.) 255. «Έτσι καί τό είναι είναι έντελώς άδιάφορο άπέναντι στό δν. Αλλά δσο πιό βαθιά και πιό τερπνή είναι αύτή ή αταραξία, τόσο πιό πολύ πρέπει, χωρίς νά χάνει ή ίδια κάτι καί χωρίς νά τό ξέρει, νά δημιουργηθεϊ στήν αιωνιό τητα μιά σιωπηρή λαχτάρα νά βρει τόν έαυτό της καί τήν απόλαυση, μιά έσωτεριχή παρώθηση νά συνειδητοποιηθεί, χάτι πού ή ίδια έντούτοις δέν συνειδη τοποιεί». (Schilling. Die Weltalter. Μόναχο 1946.σ. 136). 256. W. Benjamin. Passagenarbeit.χειρόγραφο, δεσμίδα 6 257. Στίχος άπό τό τραγούδι ¿χ περιτροπής (Rundgesang) τού προτελευ ταίου χεφαλαίου «Τό μεθυσμένο τραγούδι» τού Ζαρατούστρα τού Νίτσε. Με λοποιημένο άπό τόν Γχούσταφ Μάλερ. αποτελεί τό τέταρτο μέρος τής Τρίτης συμφωνίας του. (Σ.τ.μ.) 258. Στό Τί είναι διαφωτισμός; 6 Κάντ δρισε τό διαφωτισμό ώς τήν έξοδο τού άνθρώπου άπό τήν άνωριμότητα. γιά τήν όποία ύπαίτιος είναι Ô ϊδιος. Καί
517
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ανωριμότητα είναι ή ανικανότητα νά χρησιμοποιεί κανείς τή διάνοιά του χωρίς νά καθοδηγείται άπό άλλους, δηλαδή νά κρίνει καί νά άποφασίζει αυτόνομα. (Σ.τ,μ.)
Τρίτο μέρος: Μοντέλα I ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Μεταχριτιχή τού πραχαχού Λόγου 259. Βλ. σημ. 50. (Σ.τ,μ.) 260. 'Αριστοτέλης. Μετά τά φυσιχά. βιβλίο A. 983b. 261. «Τιμιωτατον μέν γάρ τό πρεσβύτατον δρχος δέ τό τιμιώτατόν εστιν». Μάρτυρας ενός δρχου ήταν συνήθως 6 Δίας (μά τόν Δία), ένώ έγγυήτρια τού δρκου ένός θεού ήταν ή Στυξ. (Σ.τ.μ.) 262. Πόλεμος πάντων έναντίον πάντων. (Σ.τ.μ.) 263. I. Kant. Grundlegung zur Metaphysik der Sitten. WW IV. AkademieAusgabe. o. 432. 264. Πρβλ. Max Horkheimer καί Theodor W. Adorno. Dialektik der Aufklärung, Άμστερνταμ 1947. σ. 106 [έλλ. έκδ.: Μ. Χορχχάιμερ καί Τ.Β. Άντόρνο. Διαλεχτιχή τού διαφωτισμού.νήσος. 'Αθήνα 1996]. 265. ’Αρχή τής ατομικότητας, άρχή τής άτομοποίησης. Τό πέπλο τής μάγια κάνει τό μόνο ύπαρκτό. τό εν χαΐ παν νά γίνεται άντιληπτό ώς πλήθος πραγμά των. Είναι ή αυταπάτη τών αισθήσεων καί τής φαντασίας. (Σ.τ,μ.) 266. I. Kant. Grundlegung zur Metaphysik da Sitten.δχ.,ο. 454 x.e. 267. Στό ίδιο. σ. 454. 268. Anamnesis. Παραπέμπει στην πλατωνική άνάμνηση «εκείνων, ά ποτ' είδεν ημών ή ψυχή ... ά νΰν είναι φαμεν και άνακόψασα εις τό δν όντως» (Φαίδων 2490. Έδώ δέν πρόχειται βέβαια γιά τίς αιώνιες Ιδέες, γι' αυτά πού είδε κάποτε ή ψυχή «συμπορευθεϊσα θεών», άλλά γιά τίς βιολογικές παρορμήσεις πρίν άπό τήν ανάδυση ένός συγκροτημένου έγώ στην πορεία τού πολιτισμού. (Σ.τ,μ.) 269. Είναι ένα νοητιχό πείραμα πού (μάλλον άδικα) αποδόθηκε στόν Σχο λαστικό φιλόσοφο, μαθητή τού 'Όκχαμ καί ηγέτη τού νομιναλισμού τών Παρισίων Ιωάννη Μπουριντάν (πρίν άπό τό 1300-μετά τό 1358). Σύμφωνα μέ αυτό ένας γάιδαρος βιψασμένος ή πεινασμένος. άν τοποθετηθεί άνάμεσα σέ δύο ισο μεγέθη καί ισοδύναμα δεμάτια χόρτου ή άνάμεσα σέ δύο σκεύη μέ νερό, δέν θά μπορούσε νά διαλέξει κανένα, άφού θά βρισκόταν στό σημείο άδιαφορίας. Επομένως θά έπρεπε νά πεθάνει άπό τή δίψα ή τήν πείνα, άν δέν διέθετε τήν έλευθερία νά έπιλέγει καί σέ περίπτωση Ισοδυναμίας τών κινήτρων, δηλαδή άπό ένα σημείο άδιαφορίας (liberum arbitrium indifferentiae). Αυτή ή σχετική έλευθερία τής βούλησης άντιστοιχεΐ σέ μιά θέση μεταξύ ντετερμινισμού χαί ιντετερμινισμού. Ή βασική Ιδέα ύπάρχει στόν 'Αριστοτέλη: «λόγος» - τού πεινώντος καί διψώντας σφόδρα μέν όμοίως δέ καί τών έδωδίμων καί ποτών
MX
APNHTIKH ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
ίσον άπέχοντυς- καί γάρ τούτον ήρεμείν άναγκαίυν». <Περί ουρανού II 13. ‘295b 32)· μόνον γάιδαρος προστέθηκε άργύτεμα καί έτσι τό νυητιχό πείραμα έγινε γνωστό ώς «ό όνος του Μπουριντάν». (Σ.τ.μ.) 270.1. Knnt. Kritik der praktischen Vernunft. WW V. Akademie-Ausgabe, σ. 30. 271. Ό.π. 272. Ταυτίζεται μέ τήν όρμή τής αυτοσυντήρησης, δηλαδή μέ τήν ένέργεια που τό έγώ χρησιμοποιεί στήν αμυντική σύγκρουση, μέ άλλα λόγια είναι δλες οι ανάγκες πού συνδέονται μέ τίς σωματικές λειτουργίες καί είναι άπαραίτητες γιά τή διατήρηση τής ζωής. (Σ.τ.μ.) 273. Στό ίδιο. ο. 37. 274. Ηθική άνοια, ηθική παραφροσύνη, μιά βαθιά διαταραχή πού χαρα κτηρίζεται άπό έλλειψη ήθιχής αίσθησης καί κρίσης, ένώ ή έξωηθική νοημοσύνη είναι κανονική. Αύτή ή έννοια είχε προταθεί τό 1838 άπό τόν “Αγγλο ψυχίατρο J.C. Prichard (1786-1848). σήμερα όμως τό περιεχόμενό της δέν αναγνωρίζεται γενικά ώς ιδιαίτερη νόσος. (Σ.τ.μ.) 275. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft.ß έκδ.. WYV III. Akademie-Ausgabe, σ. 97. -Τή χρήση παραδειγμάτων στή φιλοσοφία έπέκρινε βαθύτατα καί ό Χέγκελ. καί μάλιστα έπανειλημμένα. προπάντων στήν Ιστορία τής φιλοσοφίας. 276. Τό ίδιο καί ό Άντόρνο. όπως καί κάθε διαλεκτικός στοχαστής, άφοϋ τά αντικείμενα τής σκέψης, τά πράγματα, είναι πάντοτε μοναδικά καί ανεπα νάληπτα. ένώ τά παραδείγματα τά μετατρέπουν σέ κάτι όμοιο, άνάλογο καί επαναλαμβανόμενο- βέβαια ό βιαστικός αναγνώστης άρέσκεται νά πιστεύει 6τι κάθε άφηρημένη διατύπωση θά μπορούσε κατά βούληση νά διευκρινίζεται μέ παραδείγματα καί τά «δύσκολα» νά γίνονται εύκολα. Τό ϊδιο ισχύει γιά τίς εκλαϊκευτικές περιλήψεις. (Σ.τ.μ.) 277. Τά νοητικά πειράματα τού Κάντ παρουσιάζουν μιά όμοιότητα μέ τήν ύπαρξιστιχή ηθική. Ό Κάντ. πού άσφαλώς γνώριζε δτι ή καλή θέληση εκφράζε ται στό συνεχές τής ζωής καί δχι στή μεμονωμένη πράξη, επιδιώκοντας νά δώ σει στό παράδειγμα τήν άπαιτούμενη άποδεικτική δύναμη ωθεί τήν καλή θέλη ση στή στενόχωρη θέση νά έπιλέξει μεταξύ δύο δυνατοτήτων. Αυτό τό συνεχές δέν υπάρχει πλέον- γι’ αυτόν τό λόγο ό Σάρτρ προσκολλάται στήν απόφαση, κάτι πού συνιστά ένα είδος πισωγυρίσματος στόν δέκατο όγδοο αιώνα. Ένώ δμως ή διαζευκτική κατάσταση μέλλει νά άποδείξει τήν αυτονομία, είναι ετε ρόνομη άνεξάρτητα άπό όποιοδήποτε περιεχόμενο. Σέ ένα άπό τά παραδείγματά του γιά καταστάσεις λήψης αποφάσεων είναι αναγκασμένος νά καταφύγει σέ έναν τύραννο. ’Ανάλογα είναι καί τά παραδείγματα τού Σάρτρ. πού συ χνά προέρχονται άπό τόν φασισμό : άληθινά είναι ώς πρός τήν καταγγελία τού τελευταίου, δχι ώς άνθρώπινη κατάσταση (condition humaine). Ελεύθεροι θά ήταν μόνον δποιος δέν θά έπρεπε πιά νά υποκύπτει σέ διαζευκτυιές επιλογές, ένώ στήν υφιστάμενη κοινωνία ένα Ιχνος ελευθερίας είναι νά άρνείται κανείς νά ύποκύψει στήν άναγκαστική επιλογή μεταξύ δύο δυνατοτήτων. Ελευθερία ση μαίνει κριτική καί άλλαγή τών καταστάσεων, δχι έπιβεβαίωσή τους μέσω τής απόφασης στό πλαίσιο τής καταναγκαστικής δομής τους. "Οταν ό Μπρέχτ μετά
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
519
τό κολλεκτιβιστικό διδακτικό έργο Der Jasager (Λύτός πού λέει πάντοτε ναι) καί μιά συζήτηση μέ μαθητές του έγραψε τό άποκλίνον έργο Der Neinsager (Λύτός πού λέει πάντοτε όχι), προέβαλε αυτή τήν αντίληψη, έναντιωνόμενος έτσι στό επίσημο πιστεύω του. 278. Βλ. σημ. 248. (Σ.τ.μ.) 279. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft.δ jr..a. 56 κ.έ. 280.1. Kant. Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, δJt.. o.427. 28/. Ή «ιδέα όρισμένων νόμων» καταλήγει στήν έννοια τού καθαρού Λό γου, τόν όποιο ό Κάντ όρίζει ως «τήν ικανότητα γνώσης μέσα άπό αρχές». 282. Στό ίδιο. ο. 446. 283. I. Kant. Kritik der praktischen Vcrnunfî.ÔJT..o. 59. 284. Ό.ΤΓ. 285. Res extensa: ή έκτεταμένη ουσία, ή ύλη. τά σώματα* res cogitans: ή σκεπτόμενη ούσία.τό πνεύμα.ή ψυχή. (Σ.τ.μ.) 286. Μέρος τού μεγάλου έργου του Ό κόσμος ώς βούληση καί ώς παρά σταση. (Σ.τ.μ.) 287. Παραγωγική φαντασία ή δύναμη ένεικόνισης σύμφωνα μέ τόν Κάντ είναι μία άπό τίς υποκειμενικές πηγές γνώσης, ή ικανότητα σύνθεσης τού άπόντος τού άντικειμένου. δηλαδή τού έποπτικού ύλικού. Αυτή συνδέει την έποπτεία. τίς αισθητές εντυπώσεις, μέ τή διάνοια. Ή άναπαραγωγική φαντασία, σέ αντίθεση πρός τήν παραγωγική, άπλώς έπαναφέρει στόν νού μιά προγενέστερη εμπειρική έποπτεία. (Σ.τ.μ.) 288. «Σάν νά». δηλαδή δήθεν, πλασματική, θετική: ώς θέση, αντικειμενικά ύπαρχτή. (Σ.τ.μ.) 289.1. Kant. Grundlegung zur Metaphysik der Sitten, δJt..o. 448. 290. Ojt. 291. 'Αντινομία είναι ή σύγκρουση δύο νόμων (κρίσεων, συμπερασμάτων) φαινομενικά εξίσου πειστικών καί Ισχυρών παρά τήν άντίφαση μεταξύ τους. Ή τρίτη άπό τίς περίφημες τέσσερις αντινομίες τού Λόγου, στίς οποίες κατ’ άνέ γκη αυτός περιέρχεται προσπαθώντας νά σκεφθεί τό απόλυτο, είναι: «Ή αιτιό τητα σύμφωνα μέ φυσικούς νόμους δέν είναι ή μόνη άπό τήν όποια μπορούν νά παραχθούν όλα τά φαινόμενα τού κόσμου. Είναι ανάγκη νά δεχθούμε γιά τήν εξήγησή τους καί μιά αιτιότητα μέσω έλευθερίας» (θέση). - «Δέν υπάρχει ελευ θερία. αλλά τά πάντα στόν κόσμο συμβαίνουν μόνο σύμφωνα μέ τούς νόμους τής φύσης» (άντίθεση). -Ή άπάντηση τού Κάντ είναι ότι εδώ ή «θέση» ισχύει γιά τόν κόσμο τών πραγμάτων καθ' έαυτά, ένώ ή αντίθεση ισχύει γιά τόν κόσμο τών φαινομένων, δηλαδή είναι καί οι δύο αληθινές. (Σ.τ.μ.) 292.1. Kant. Kritik der praktischen Vernunft .δ.π., o. 80. 293. Des Knaben Wunderhom (Τό θαυμαστό κόρνο τού άγοριού) είναι μιά τρίτομη συλλογή λαϊκών τραγουδιών. πού έκδόθηκε στά 1806-1808 άπό τούς ρομαντικούς συγγραφείς Λ. von Arnim καί CI. Brentano. Είναι ευρύτερα γνω στή άκόμη καί σήμερα, πολλά τραγούδια μάλιστα, επεξεργασμένα, βρήκαν τή θέση τοι>ς στήν έντεχνη μουσική, π.χ. σέ συμφωνίες τού Μάλερ. Die Gedanken
S 21)
APNHTIKH ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
sind frei (Ol σκέψεις είναι έλεύθερες) είναι iva πολύ γνωστό ηκτγούβι πού με τήν ιδέα τού τίτλου παρηγορεί τούς Ανθρώπους: ft.τι καί νά συμβεί. οΐ σκέψεις μέσα μας είναι έλεύθερες. (Σ.τ.μ.) 294. Ό (λογικός) λόγος τής γνώσης. δηλαδή ή σκέψη, ή γνώση, άπό τήν όποία μπορεί νά παραχΟεΐ ώς συνέπεια μιά άλλη γνώση, ένώ ό πραγματικός λόγος έγκειται στά πράγματα, τά Αντικείμενα τής γνώσης, καί λέγεται ahia. Ή σαφής διάκριση δέν γινόταν στήν παλαιότερη φιλοσοφία. (Σ.τ.μ.) 295. «Ό άνθρωπος καί γενικά κάθε έλλογο δν υπάρχει ώς αυτοσκοπός, όχι Απλώς ώς μέσον γιά κάθε είδους χρήση εκ μέρους αυτής ή εκείνης τής βούλησης. καί σέ δλες τίς πράξεις πού στρέφονται τόσο πρός τόν έαυτό του bao καί πρός άλλα έλλογα όντα πρέπει νά θεωρείται πάντοτε καί ώς σκοπός» (1. Kant. Grundlegung zur Metaphysik der Sitten). (Σ.τ.μ.) 296. Ό ειρωνικός υπαινιγμός Αναφέρεται στόν Μάξ Σέλερ καί τή λεγάμενη ήθική τών ουσιαστικών Αξιών (Der Formalismus in der Ethik und die materiale Wert ethik. 19(3/19: Ή τυποκρατία στήν ήθιχή καί ή ήθική τών ούσιαστικών Αξιών). Τό έπίθετο ουσιαστικός νοείται ώς τό Αντίθετο τού τυπικός, δηλαδή Αφορά τό περιεχόμενο καί κατά συνέπεια συγκεκριμένες Αξίες· Σύμφωνα μέ τόν Σέλερ οι Αξίες είναι απόλυτες, αύτοτελεϊς. Αμετάβλητες ¿νεότητες. Μιά ανακριβέστατη χρήση τής έλληνικής γλώσσας, πού σήμερα είναι τού συρμού, φλυαρεί φαρισαϊ κά καί Αμήχανα γιά «διαχρονικές» Αξίες, πού ποτέ δέν κατονομάζονται καί κανένας Από τούς κήρυκές τους δέν τίς πιστεύει. (Σ.τ.μ.) 297. Πλέγμα συναρτήσεων μεταξύ τού κοινωνικού είναι καί τών παράγω γων Από αύτό ψευδών παραστάσεων γιά τό χαρακτήρα τής Αστικής κοινωνίας. Ή τύφλωση αναφέρεται στήν Ανικανότητα τού Ανθρώπου νά δει καθαρά τι συμβαίνει καί νά κάνει λογικές σκέψεις συγκρίνοντας τό φαινομενικό μέ τό πραγματικό. (Σ.τ.μ.) 298. Ύπό τήν έννοια τού πρακτικού Λόγου έννοώ τήν παράσταση ένός Αντι κειμένου ώς δυνατού Αποτελέσματος μέσω ελευθερίας. Τό γεγονός ότι κάτι είναι αντικείμενο τής πρακτικής γνώσης ώς τέτοιας σημαίνει λοιπόν μόνο τή σχέση τής βούλησης μέ τήν πράξη, μέσω τής όποίας τό ίδιο ή τό αντίθετό του πραγματοποι ήθηκαν. καί ή εκτίμηση άν κάτι είναι ή δέν είναι αντικείμενο τού καθαρού πρα κτικού Λόγου είναι μόνον ή διάκριση τής δυνατότητας ή μή δυνατότητας νά θέλει κανείς ¿κείνη τήν πράξη μέσω τής όποίας. άν είχαμε τή σχετική Ικανότητα (καί έπ’ αυτού πρέπει νά κρίνει ή έμπειρία). ένα αντικείμενο θά γινόταν πραγματικό. (I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. WW V. Akademie-Ausgabe.o. 57.) 299. Walter Benjamin. Schriften 1. Φρανκφούρτη 1955. σ. 36 x.t. 300. Werkgerechtigkeit, μιά θεολογική Αντίληψη, σύμφωνα μέ τήν όποια ό άνθρωπος δικαιώνεται ενώπιον τού θεού κάνοντας χαλά έργα. Ώς καλά έργα νοούνται οί πράξεις υποταγής στή θέληση τού θεού. (Σ.τ,μ.) 301. Σημειώνουμε μέ κάθε συντομία δτι στίς δύο πρώτες Αντινομίες, τίς λε γάμενες μαθηματικές, τόσο οΐ δύο θέσεις boo καί οί δύο αντιθέσεις είναι εσφαλμένες, διότι ό χρόνος, ό χώρος, ή Απλότητα καί τό πολυσύνθετο τών πραγμάτων δέν είναι Ιδιότητες τών πραγμάτων καθ' ¿αυτά. Αλλά μόνο τών
ΣΗΜ ΕΙΩΣΕΙΣ
521
φαινομένων. Στην τρίτη και την τέταρτη άντινομία οι θέσεις Ισχύουν γιά τόν κόσμο τών πραγμάτων καθ' έαυτά (πού δέν μπορούμε νά τά γνωρίσουμε) καί οί αντιθέσεις γιά τόν κόσμο τών φαινομένων (τών μόνων πού μπορούμε νά γνωρίσουμε. (Σ.τ.μ.) 302. «Διότι έκεϊνο πού μάς εξωθεί άναγκαστικά πέρα άπό τά όρια τής εμπειρίας καί όλων τών φαινομένων είναι τό άπόλυτο (τό μη υποκείμενο σέ δρους. τό άνεξάρτητο). τό όποιο ό Λόγος, άναγκαστικά καί έντελώς δικαιολο γημένα. απαιτεί μέσα στά πράγματα καθ' έαυτά γιά καθετί ύποκείμενο σέ δρους [έξαρτημένο. σχετικό, μή άπόλυτο). γιά νά όλοκληρώσει έτσι τή σειρά τών βρων έξάρτησης. "Αν τώρα, υποθέτοντας δτι ή έμπειρική μας γνώση ρυθμί ζεται πρός τά άντικείμενα ώς πράγματα καθ' έαυτά. διαπιστώσουμε δτι τό άπόλυτο δέν μπορεί νά νοηθεί χωρίς άντίφαση. ένώ ή άντίφαση αίρεται μέ την ύπόθεση δτι οί δικές μας παραστάσεις τών πραγμάτων ώς δεδομένων δέν ρυθ μίζονται πρός αυτά τά πράγματα καθ* έαυτά. άλλά μάλλον τά άντικείμενα ώς φαινόμενα ρυθμίζονται πρός τό είδος τών παραστάσεών μας* καί άν έπομένως τό άπόλυτο δέν μπορεί νά βρεθεί σέ πράγματα καθόσον τά γνωρίζουμε (μάς είναι δεδομένα), άλλά σέ αυτά καθόσον δέν τά γνωρίζουμε, σέ πράγματα καθ’ έαυτά: τότε άποδεικνύεται δτι αυτό πού δεχθήκαμε στην αρχή μόνο δοκιμαστι κά είναι θεμελιωμένο». (I. Kant. Kritik der remen Vernunft. WW III. AkademieAusgabe.σ. 13 κ.έ. [έκδοση Suhrkamp.o. 27). 303. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÖJt.. o. 6. 304. Ό θεωρητικός βίος του 'Αριστοτέλη, ή vita contemplativa. (Σ.τ.μ.) 305. Ποιόν ώφελεϊ: περιβόητη άναφορά πού περιέχεται στούς λόγους τού Κικέρωνα υπέρ τού Μίλωνα καί όπέρ τού Ρωσκίου καί άποτελεϊ τό κεντρικό έρώτημα τής έγκληματολογίας σχετικά μέ τό κίνητρο ένός εγκληματία πού άναζητείται. (Σ.τ.μ.) 306. Ή φροϋδική μετουσίωση έννοεί τή μεταστροφή, μιάς όρμής πρός ένα «άνώτερο». πολιτιστικό, πνευματικό, καλλιτεχνικό έπίτευγμα. δηλαδή κατ' άρχάς δχι τήν άμεση καί πλήρη ικανοποίησή της. (Σ.τ.μ.) 307. Έπαναστροφή (Regression) είναι ή έπιστροφή άπό ένα σημείο έξέλιξης σέ ένα προγενέστερο, τό πισωγύρισμα άπό ένα πιό διαφοροποιημένο καί πο λυσύνθετο στάδιο σέ ένα πιό άπλό λιγότερο διαφοροποιημένο καί πιό πρωτό γονο. Μιά άκραία περίπτωση έπαναστροφής είναι ό παλιμπαιδισμός. Είναι κά τι άνάλογο τής υποπλασίας καί άναφέρεται στήν άτομική ψυχική καί πνευματι κή έξέλιξη. Βλ. καί σημ. 53. (Σ.τ.μ.) 308. Ή υπερβατική άναλυτική είναι τό μέρος τής κριτικής τού Λόγου τού Κάντ πού έχει ώς αντικείμενό του «τήν άνάλυση τού συνόλου τών γνώσεών μας a priori στά στοιχεία τής καθαρής διανοητικής γνώσης». Διαιρείται στήν «άναλυτική τών εννοιών» καί τήν «άναλυτική τών άρχών». (Σ.τ.μ.) 309. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft, ójz.. σ. 311. 310. Oji. Βλ. τή διατύπωση στή σημ. 291. (Σ.τ.μ.) 311. Στό Ιδιο. σ. 308. 312. Αναγ6»γή στόν άνθρωπο, στις υποκειμενικές άνάγκες καί τίς δυνατό
522
ΛΡΝΗΊΊΚΙΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
τητες τού ανθρώπου, χωρίς νά λαμβάνεται υπόψη ή λογική ιών Αντικειμένων. (Σ.τ.μ.) 313. Αντιθετική: διδασκαλία γιά τή σύγκρουση τών φαινομενικά δογμα τικών γνώσεων. Ή υπερβατική άντιΟετιχή πραγματεύεται τήν Αντινομία τού καθαρού Λόγου. <Σ.τ.μ.) 3Í4. «Ό Χέγχελ ήταν Λ πρώτος πού έξέΟεσε σωστά τή σχέση μεταξύ τής έλευθερίας καί τής Αναγκαιότητας. Γι’ αύτόν ή έλευθερία είναι ή κατανόηση τής αναγκαιότητας. “Τυφλή είναι ή Αναγκαιότητα μόνον έφόσον 8έν κατανοειται". Ή έλευθερία δέν βρίσκεται στήν όνειρεμένη Ανεξαρτησία Από τούς φυσικούς νόμους. Αλλά στή γνώση αύτών τών νόμων καί στήν κατά συνέπεια δεδομένη δυνατότητα νά τούς θέσουμε συστηματικά στήν ύπηρεσία όρισμένων σκοπών. Αυτό ισχύει τόσο γιά τούς νόμους τής έξωτερικής φύσης 6σο καί γιά εκείνους πού ρυθμίζουν τή σωματική καί τήν πνευματική ύπαρξη τού ίδιου τού Ανθρώ που -δύο κατηγορίες νόμων πού τό πολύ στή φαντασία μπορούμε νά τούς δια χωρίσουμε. δχι δμως καί στήν πραγματικότητα. Έλευθερία τής βούλησης δέν σημαίνει κατά συνέπεια παρά μόνο τήν Ικανότητα νά μπορούμε νά κρίνουμε καί νά Αποφασίζουμε έχοντας γνώση τών πραγμάτων. “Οσο πιό ελεύθερη είναι λοιπόν ή κρίση ένός ανθρώπου Αναφορικά μέ ένα όρισμένο ¿ρώτημα, μέ τόσο μεγαλύτερη Αναγκαιότητα θά είναι καθορισμένο τό περιεχόμενο αυτής τής κρί σης. ένώ ή όφειλόμενη στήν Αγνοια Αβεβαιότητα, πού έπιλέγει φαινομενικά αύθαίρετα Ανάμεσα σέ πολλές καί διάφορες. Αντιφατικές μεταξύ τους δυνατό τητες Αποδεικνύει. γι’ αύτόν ακριβώς τό λόγο, τήν Ανελευθερία της. τήν υποτα γή της στό αντικείμενο πού ίσα-ίσα ήθελε νά ύποτάξει. Ή έλευθερία συνίσταται λοιπόν στή βασιζόμενη στή γνώση τών Αναγκαιοτήτων κυριαρχία πάνω στόν έαυτό μας καί πάνω στήν εξωτερική φύση- έτσι είναι κατ’ Ανάγκη Ινα προϊόν τής ιστορικής εξέλιξης». (Karl Marx/Friedrich Engels. Werkt. Βερολίνο 1962. τόμ. 20. o. 106.) 315. Βλ. σημ. 85. (Σ.τ,μ.) 316.1. Kant. Kritik der reinen Vernunft, δη., a. 310. 317. Injuria: αδικία. Παραπέμπει στό φαινομενικά παράδοξο τού Κικέρωνα: summum ius summa injuria: Ακρα δικαιοσύνη Ακρα Αδικία. (Σ.τ.μ.) 318. Τυπικός (formal) σέ αντίθεση πρός τό ουσιαστικός ή καθ’ ύλην (material). Τό πρώτο Αναφέρεται στή μορφή τής γνωστικής διαδικασίας, τήν ένοποιηπκή. συνθετική δραστηριότητα τού σκεπτόμενου υποκειμένου, τό δεύ τερο στό περιεχόμενο, τό υλικό τής έμπειρίας. (Σ.τ,μ.) 319.1. Kant. Kritik der reinen Vernunft. δχ.,α. 309. 320. Στό Ιδιο. a. 311. 321. Πρβλ. σημ. 236. (Σ.τ.μ.) 322. Εννοεί τόν Σίλλερ καί τό μακροσκελές ποίημά του «Das Lied von der Glucke» (Τό τραγούδι τής καμπάνας). (Σ.τ.μ.) 323.1. Kant. Kritik der reinen Vernunft, δχ.. o. 311. 324. Βλ σημ. 212. (Σ.τ,μ.) 325. Αγνωστικισμός είναι ή αντίληψη Ατι δέν μπορούμε νά γνωρίσουμε τό
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
523
είναι χαθ’ εαυτό, τά πράγματα καθ' έαυτά ίσε άντίθεση πρός τά φαινόμενα) τούς υπερβατικούς παράγοντες, τό απόλυτο, τό θεό καί κατά περίπτοιση διά φορα άλλα «αινίγματα». (Σ.τ.μ.) 326. Non liquet: δέν είναι σαφές. Ή διαπίστωση δτι ένας ισχυρισμός ή μιά κατάσταση πραγμάτων δέν είναι σαφής καί δέν μπορεί νά άποσαφηνισθει μέ αποδείξεις ή άνταποδείξεις. Ό δρος συνηθίζεται στά νομικά. (Σ.τ.μ.) .127. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. 95. 328.1. Kant. Grundlegung zur Metaphusik der Sitten. ÖJt.. a. 451. 329. Πρβλ. τό παράθεμα της σημ. 303. 330. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÖJt.. o. 6. 331. Στό Ιδιο. a. 114. 332. «'Από αύτά γίνεται φανερό δτι ό σχηματισμός τής διάνοιας μέσω τής υπερβατικής σύνθεσης τής φαντασίας καταλήγει άπλώς στήν ένότητα τών πολλών καί διαφόρων περιεχομένων τής έποπτείας στήν έσωτερική αίσθηση καί έτσι στήν ένότητα τής έπαναντίληψης ώς λειτουργίας πού αντιστοιχεί στήν έσω τερική αίσθηση (μιά δεκτικότητα). Τά σχήματα τών καθαρών διανοητικών έννοιών είναι λοιπόν οί άληθινοί καί μοναδικοί δροι πού έξασφαλίζουν σέ αυτές μιά σχέση μέ αντικείμενα, δηλαδή σημασία, καί οί κατηγορίες είναι τελικά μόνο κατηγορίες μιας δυνατής έμπειρικής χρήσης, καθώς ή μόνη χρησιμότητά τους είναι, γιά λόγους μιας a priori αναγκαίας ένότητας (λόγω τής αναγκαίας ένω σης δλης τής συνείδησης σέ μιά πρωταρχική έπαναντίληφη). νά υποτάσσουν τά φαινόμενα στούς γενικούς κανόνες τής σύνθεσης καί έτσι νά τά κάνουν κατάλ ληλα γιά μιά συνεχή σύνδεση στήν έμπειρία». (I. Kant. Kritik der reinen Vernunft. ÖJt..a. 138.) 333. Σχηματισμός, στόν Κάντ. είναι ή διαδικασία μέ τήν όποια ή φαντασία έξασφαλίζει σέ μιά έννοια τήν εικόνα της. δπως π.χ. πέντε τελείες παριστάνουν τόν (άφηρημένο) άριθμό 5. Ό υπερβατικός σχηματισμός προσδίδει μιά τέτοια εικόνα σέ μιά κατηγορία πρίν άπό κάθε έμπειρία, γιά νά μάς παράσχει μιά σαφή ιδέα. Π.χ. μιά σχηματοποιημένη ιδέα τής κατηγορίας ουσία είναι: σταθε ρός καί αμετάβλητος στό χρόνο φορέας τών εναλλασσόμενων ιδιοτήτων τών δντων. Κατά τήν έξωτεριχή αίσθηση (άντίληψη) τό ανθρώπινο σώμα δέχεται μέσω τών αισθητηρίων όργάνων ερεθίσματα (=προσβάλλεται) άπό τόν έξωτερι κό κόσμο, ένώ στήν έσωτερική αίσθηση ή έπαναντίληφη προσβάλλεται άπό τόν έσωτερικό του κόσμο (συνείδηση, συναισθήματα). Ή έπαναντίληφη διακρίνει μέ σαφήνεια, ενοποιεί καί συνθέτει τίς παραστάσεις. (Σ.τ.μ.) 334. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÓJt.. a. 99. 335. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft, öji.. a. 309. 336. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÖJt..o. 89. 337. Στο ßio. o. 24. 338. Στό ίδιο. σ. 22. 339. I. Kant. Grundlegung zur Metaphusik der Sitten. öjt..a. 429. 340. Ol ιδέες είναι έννοιες τού Λόγου, στις όποιες ποτέ δέν μπορεί νά άντιστοιχεί όποιοδήποτε αντικείμενο τής (πραγματικής ή δυνατής) έμπειρίας. αλλά
524
ΑΡΝΗΠΚΜ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
Εχουν ρυθμιστιχή Αξία ώς κανόνες. ένώ οΐ κατηγορίες. ώς βασικές καί Ανώτατες έννοιες. ώς μορφές τής σκέψης πού παράγονται άπό τόν καθαρό Λόγο, «(ναι συ στατικές. «(»ηγούνται τής Εμπειρίας καί τήν καθορίζουν. τή σι/γκρυτοϋν. (Στ .μ.) 341. I. Kant. Idee zu einer allgemeinen Geschichte in weltblirgerlicher Absicht. WW VIII. Akademie-Ausgabe. a. *20 χ.έ. 342. I. Kant. Grundlegung zur Melaphusik der Sillen. djt..a. 430. 343. l'rd ιδιο.σ. 447. 344. l'rd (δ(0.σ.4β2. 345.1. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÖJt..a. 36. 346. Στό Ι5(θ.σ. 62 χ.έ. 347. Θυμίζουμε δτι ό νομιναλισμός θεωρεί πραγματικά μόνο τά συγκεκρι μένα. αυθύπαρκτα, καθ’ έαυτά δντα. ένώ οΐ γενικές έννοιες, πού είναι άφηρημένες χαί περιλαμβάνουν χοινά γνωρίσματα πραγμάτων, είναι γι' αυτόν κάτι μή πραγματικό, δηλαδή άπλώς όνόματα (nominal. (Σ.τ.μ.) 348. Η ήθιχή τών άγαθών ή άγαθολογία είναι τό μέρος τής ηθικής πού πραγματεύεται τά πνευματικά-ηθικά αγαθά, δηλαδή αυτά πού έχουν πνευμα τική ή ήθιχή αξία, όπως τά αγαθά τού πολιτισμού, τό άγαθό τής ζωής χ.λπ. (Σ.τ.μ.) 349. Ή έννοια στόν Χέγκελ είναι ή ούσία χαί ή κινητήρια δύναμη τών πραγμάτων. Ή λογική, υποκειμενική έννοια είναι ένα ξεδίπλωμα τής φυσικής έννοιας, ή οποία συνίσταται σε μιά αΙώνια διαδικασία (Prozess) χαί μέ διαλε κτικό τρόπο παράγει τό Αντίθετό της. γιά νά συνδεθεί μέ αύτό σέ μιά Ανώτερη ενότητα, στήν οποία αίρεται χαί ταυτόχρονα διαφυλάσσεται (aufhebt). Ή έννοια δέν είναι Απλώς μιά ύποχειμενιχή παράσταση. Αλλά ή ούσία τού ίδιου τού πράγματος, τό «καθ' έαυτό» του. (Σ.τ.μ.) 350. 'Ύλη (Εδώ): τό υλικό περιεχόμενο τής βούλησης, τό Αντικείμενό της. αύτό πού θέλει κανείς. (Σ.τ.μ.) 351. I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. 0Jt..a. 34 χ.έ. 352. Σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο χαί τό νόημα τής Κριτικής του καθαρού Λόγου, μπορεί νά βρει κανείς σέ αυτήν χαί τήν Αντίθετη πρόθεση: «Όσο πιό πολύ θά συμφωνούσαν μέ αύτή την ιδέα ή νομοθεσία καί ή κυβέρνηση, τόσο πιό σπάνιες θά ήταν βέβαια οΐ τιμωρίες, χαί είναι έντελώς λογικό (όπως υποστηρί ζει ό Πλάτων) ότι σέ περίπτωση τελειότητάς τους δέν θά ήταν Ανάγκη νά Επι βάλλονται ποινές» (I. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. 0Λ..0.248.) 353.1. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. . . . 92. 354. Στο' ίδιο. σ. 118. Πρβλ. σχετικά Horkheimer καί Adorno. Dialektik der Aufklärung, δ Jt. a. 123 χ.έ. 355. Βλ. τήν έλλ. έκδ.. öjt.. σημ. 143. κεφ. Ίουλιέττα ή Διαφωτισμός χαί ήθιχή. (Σ.τ.μ.) 356. Βλ. σημ. 291 χαί 301. (Σ.τ.μ.) 357.1. Kant. Grundlegung zur Metaphusik der Sitten, öjc.. a. 450. 358. f. Kant. Kritik der praktischen Vernunft. ÖJt.. a. 31. Βλ. σχετικά Hork heimer χαί Adorno. Dialektik der Aufklärung.Öjc. o. 114. ö j x
o
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
525
359. Jugendstil, ένα καλλιτεχνικό ρεύμα πού εμφανίσθηκε στά τέλη τού δέ κατου ενάτου αΙώνα. άνάλογο τής art nouveau στή Γαλλία καί άλλες χώρες. (Σ.τ.μ.) 360. Gygcs und sein Ring (Ό Γύγης καί τό δαχτυλίδι του), ένα θεατρικό έργο (1856) τού Fr. Hebbel (1813-1863) βασισμένο στόν γνωστό μύθο γιά τή δολο φονία τού βασιλιά τής Λυδίας Κανδαύλη (735-700 π.Χ.) άπό τόν υπασπιστή του Γύγη. Ό Κανδαύλης. περήφανος γιά τήν ωραιότατη γυναίκα του. θέλησε νά τή δείξει στόν Γύγη. τόν όποιο έπεισε νά κρυφτεί πίσω άπό ένα παραπέτασμα τού κοιτώνα. Ή ωραία βασίλισσα άντιλήφθηκε ότι τήν είδε ό Γύγης γυμνή, έξοργίσθηκε κατά τού συζύγου της καί έπεισε τόν Γύγη νά σκοτώσει τόν Καν δαύλη (άν όχι. τότε νά αύτοκτονήσει). νά τήν παντρευτεί καί νά γίνει αυτός βα σιλιάς. Σύμφωνα μέ τήν εκδοχή τού Πλάτωνα (καί αργότερα τού Κικέρωνα) τόν δολοφόνησε μέ τή βοήθεια ένός δαχτυλιδιού πού τόν έκανε αόρατο. (Σ.τ.μ.) 361. «Κατά τήν κρίση τών έλεύθερων πράξεων ώς πρός τήν αίτιότητά τους μπορούμε λοιπόν νά φθάσουμε μόνο μέχρι τή νοητή αιτία, δχι όμως καί νά τήν ξεπεράσουμε' μπορούμε νά διαπιστώσουμε δτι είναι έλεύθερη. δηλαδή καθορι ζόμενη άνεξάρτητα άπό τίς αισθήσεις καί δτι έτσι μπορεί νά είναι ό ανεξάρτη τος άπό τίς αισθήσεις δρος τών φαινομένων. Γιατί όμως ό νοητός χαρακτήρας δίνει αυτά ακριβώς τά φαινόμενα καί αύτόν τόν εμπειρικό χαρακτήρα ύπό τίς παρούσες συνθήκες, αύτό είναι ένα έρώτημα στό όποιο δέν μπορούμε νά άπαντήσουμε. διότι ξεπερνά κατά πολύ δλες τίς δυνατότητες τού Λόγου μας. άκόμη καί δλες τίς άρμοδιότητές της νά θέσει έστω τό έρώτημα. σάν νά ρωτούσε γιατί τό ύπερβατικό αντικείμενο τής εξωτερικής κατ' αίσθηση έποπτείας δίνει άκριβώς μόνο μιά έποπτεία στό χώρο καί δχι όποιαδήποτε άλλη». (I. Kant. Kritik der reinen Vernunft.6jc.. o. 376 κ.έ.) 362. Sandor Ferenczi. Bausteine zur Psychoanalyse. Βέρνη 1939. τόμ. III. σ. 394 κ.έ. 363. Στό Ιδιο. ο. 398. 364. Όλ. 365. Στό ίδιο. σ. 435. 366. Βλ. σημ. 348. (Σ.τ,μ.) 367. «Αυτή ή “αλλοτρίωση”. γιά νά παραμείνει κατανοητή γιά τούς φιλο σόφους. μπορεί νά αρθεί μόνον υπό δύο πρακτικές προϋποθέσεις». (Karl Marx/Friedrich Engels. Die deutsche Ideologie (Ή γερμανική ίδεολογία|. Βερολίνο 1960. σ. 31. 368. Λίγο μετά τή δημοσίευση τού κύριου έργου τού Χάιντεγγερ στάθηκε ήδη δυνατόν νά καταδειχθεί ή άντικειμε νική - όντολογική συνεπαγωγή τής έννοι ας τής ύπαρξης τού Κίρκεγκωρ καί ή μεταβολή τής χωρίς Αντικείμενο εσωτερι κότητας σέ αρνητική Αντικειμενικότητα. (Πρβλ. Th. W. Adorno. Kierkegaard. Konstruktion des Ästhetischen. Φρανκφούρτη 1962. σ. 87 κ.έ.) 369. Τό «αύτό» είναι ή τρίτη Αρχή τού ψυχικού μηχανισμού πλάι στό «έγώ» καί τό «υπερεγώ», τά όποια Από γενετική άποψη είναι προϊόντα δια-
52ft
APNUTIKH ΑΙΑΛΕΚΠΚΙΙ
φομο ποίησης τού «αυτό». Τό «αυτό» είναι 6 πόλος τών όρμών. ή χόρια πηγή τής ψυχικής ένέργειας. (Σ.τ.μ.) 370. Μέ τήν έκφραση ήθιχή συνείδηση άποβίΛυυμε τή λέξη Gewissen. δηλα δή τή συνείδηση τού καλού χαί τού κακού άναφοριχά μέ τίς πράξεις μας (πρβλ. τύψεις τής συνείδησης), ένώ άπλώς συνείδηση (Bewußtsein) είναι γενικά ή σα φής αντίληψη ένός πράγματος, σέ αντιδιαστολή πρός πολλές άλλες γλώσσες στίς όποιες, όπως χαί στά έλληνιχά, δέν γίνεται λεχτιχή διάκριση μεταξύ Gewissen χαί BewuBtsein. Έτσι λοιπόν βέν είναι αντίφαση βταν ή προσωπική ηθική συνείδηση (Gewissen) οΐχειοποιεϊται έναν κανόνα ασυνείδητα, δηλαδή χωρίς νά έχει έπίγνωση τής προέλευσής τοι». (Σ.τ.μ.) 371. «Κάθε πράξη είναι σωστή όταν ή Ιδια ή σύμφωνα μέ τήν άρχή της ή ελευθερία τής έπιλσγής κατά βούληση τού χαθενός μπορεί νά συνυπάρχει μέ τήν ελευθερία τού χαθενός σύμφωνα μέ έναν γενιχά νόμο». (I. Kant. Metaphysik in Sitten. Einleitung in die Rechtslehre. $ C. WW VI. Akademie-Ausgabe, o. 230.) 372. 'Ολοφάνερη είναι ή αιχμή χατά τού Κάρλ Πόππερ. (Σ.τ.μ.) 373.1. Kant. Kritik der praktischen Vernunft, δχ,.α. 48. 374. Στό Ιδιο.ο. 6/. 375. Στό ίδιο. σ. 68. 376. Στό ίδιο.σ. 72. 377. Όλ. 378. Στό Ιδιο.ο. 99. 379. "Ολ. 380. Σχετικά με τήν έννοια τού νοητού θά μπορούσε κανείς άνετα νά δείξει δτι απαγορεύεται νά άναφέρονται άγνωστες αιτίες τών φαινομένων θετικά, ακό μη καί μέ τήν πιό άφηρημενη μορφή. Δέν θά μπορούσε νά έργάζεται χάνεις μέ μιά έννοια γιά τήν όποία δέν μπορούμε νά πούμε απολύτως τίποτε* μιά τέτοια έννοια θά ίσοδυναμούσε μέ τό τίποτε, δπως καί τό περιεχόμενό της. Αύτό ήταν ένα από τά πιό δραστικά έπιχειρήματα τών Γερμανών ιδεαλιστών κατά τού Κάντ. oi όποιοι δμως δέν πρόσεξαν ιδιαίτερα τήν Ιδέα τής όριαχής έννοιας τού Κάντ χαί τού Λάιμπνιτς. Κατά τής ευλογης κριτικής πού άσκησαν στόν Κάντ ό Φίχτε καί ό Χέγχελ θά μπορούσαν βέβαια νά προβληθούν άντιρρήαεις. Ακολουθεί άπό τή μεριά της τήν παραδοσιακή λογική, ή όποία θεωρεί μάταιο καί άπαγορεϋει νά μιλάμε γιά κάτι πού δέν μπορεί νά άναχθεί σέ αντικειμενικά περιεχόμε να, τά όποία θά έπρεπε νά αποτελούν τήν ουσία τής έννοιας. Στήν εξέγερσή τους κατά τού Κάντ οί ιδεαλιστές ξέχασαν μέ ύπερβάλλοντα ζήλο τήν άρχή πού άχολουθούσαν σέ άντίθεση πρός αυτόν: δτι ή συνέπεια τής σκέψης επιβάλλει τήν κατασκευή έννοιών πού δέν αντιπροσωπεύονται άπό κανένα θετικά καθορίσιμο δεδομένο. Γιά χάρη τής είκοτολογικής θεώρησης κατήγγειλαν τόν Κάντ ώς είκοτολόγο. όποπίπτοντας στόν ίδιο θετικισμό γιά τόν όποιο τόν κατηγορούσαν. Στό δήθεν λάθος τής καντιανής υπεράσπισης τού πράγματος καθ’ εαυτό, τό όποιο ή λογική τής συνέπειας άπό τόν Μάιμον καί έξης μπορούσε νά άποδειχνύει θριαμ βολογώντας. έπιζεί στόν Κάντ ή ανάμνηση τού άνηστεκόμενου στη λογική τής συνέπειας στοιχείου, τής μή ταυτότητας. Γι’ αυτόν τό λόγο ό Κάντ. πού ασφαλώς
ΣΗΜΕΙΟΣΕ1Σ
527
δέν παραγνώριζε τή συνέπεια τών κριτικών του. διαμαρτυρήθηκε εναντίον τους προτιμώντας μάλλον νά άποκαλυφΟεί ο>ς δογματικός παρά νά άπολυτοποιήσει τήν ταυτότητα, γιά τό νόημα τής όποίας. όπως δέν άργησε νά άντιληφΟεϊ ό Χέγκελ. είναι άπαραίτητη ή σχέση μέ κάτι μή ταυτόσημο. Ή κατασκευή τού πράγ ματος καθ' εαυτό καί τού νοητού χαρακτήρα είναι ή κατασκευή ένός μή ταυτό σημου ώς δρου γιά τή δυνατότητα της ταύτισης, άλλα καί ή κατασκευή αυτού πού ξεφεύγει άπό τήν κατηγοριακή ταύτιση. 381. 'Οριακές έννοιες λέγονται εκείνες πού τό περιεχόμενό τους είναι ή ύπαρξη ένός υπερβατικού, πέραν τής εμπειρίας κείμενου, πράγματος χωρίς νά περιέχουν καί τίς ίδιότητές του. Αύτό πού έτσι τίθεται μέ τή σκέψη χωρίς νά κα θορίζεται ποιοτικά είναι τό νοούμενο, κάτι πού δέν ύπόκειται στις αισθήσεις καί απλώς νοείται. - Ό Salomon Maimón (1753-1800). μαθητής τού Mendelsson. άσκησε κατ’ άρχάς μιά παραγωγική κριτική στήν καντιανή φιλοσοφία πρός τήν κατεύθυνση τού απόλυτου ιδεαλισμού καί μέ αυτή έγινε πρόδρομος τού Φίχτε καί τού νεοκαντιανισμού. Αντικατέστησε τήν έννοια τού πράγματος καθ’ έαυτό μέ τήν έννοια τού διαφορικού τής συνείδησης, ένός περιεχομένου τής συνείδησης πού τείνει πρός τό μηδέν. Περιόριζε τήν αύστηρή γνώση στίς μορφές τής θεωρη τικής συνείδησης (τά μαθηματικά καί τή λογική). (Σ.τ,μ.) 382.1. Kan». Kritik der praktischen Vernunft. δπ.,α. 99 κ.έ. 383. Στόιδιο.σ. 87. 384. Γιά τή σχέση μεταξύ τής καντιανής διδασκαλίας γιά τή βούληση καί εκείνης τού Λάιμπνιτς καί τού Σπινόζα.πρβλ. Johan Eduard Erdmann. Geschichte der neueren Philosophie, άνατύπωση: Στουτγάρδη 1932. ιδιαίτερα τόν τέταρτο τόμο, σ. 128 κ.έ. 38$. Είναι τό γνωστό θεολογικό δόγμα δτι σύμφωνα μέ τή βουλή τού θεού μερικοί είναι προορισμένοι γιά τήν αιώνια ζωή καί άλλοι γιά τήν αίώνια κόλα ση. άνεξάρτητα άπό τή διαγωγή τους. Κατ’ αύτό ή θεία χάρη προκαθορίζει μέ άνορθολογικό τρόπο. (Σ.τ.μ.) 386. Πρβλ. W. Benjamin.ό\π..σ. 36 χ.έ. 387. «Τίς πιό εγκάρδιες ευχαριστίες, πολύ άξιότιμε καί πολυαγαπημένε φί λε μου. γιά τήν έκφραση τών άγαθών προθέσεών σας άπέναντί μου μαζί μέ τό ωραίο δώρο πού έφθασε κανονικά στά χέρια μου τήν ημέρα μετά τά γενέθλιά μου! Ή προσωπογραφία πού έκτέλεσε χωρίς τήν άδειά μου ό Λαϊβε. ένας Εβραίος ζωγράφος, έχει βέβαια έναν βαθμό ομοιότητας μέ μένα, όπως λένε οί φίλοι μου. αλλά ένας καλός γνώστης ζωγραφικών έργων είπε μέ τήν πρώτη μα τιά: ένας Εβραίος ζωγραφίζει κάθε φορά πάλι έναν Εβραίο, θέτοντας ένα έβραϊκό χαρακτηριστικό στή μύτη. Αλλά αρκετά γι' αύτό». (βλ. Kants Brief wechsel ( Η Αλληλογραφία τού Κάντ].τόμ. II. 1789-1794. Βερολίνο I900.O. 33. 388. Πρβλ. Minima Moralia. Στοχασμοί μέσα άπό τή φθαρμένη ζωή. 'Αλε ξάνδρεια. 'Αθήνα 1990.σ. 194-195: «Στά μάτια τού παιδιού ... στίς διακοπές». (Σ.τ,μ.) 389.1. Kanl. Kritik der praktischen Vernunft, όπ. σ. 76.
$28
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
II ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΓΜΑ ΚΑΙ ΦΓΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Παρέκβαση στον Χέγχελ 390. Άνασχευάζει περιπαικτικά τήν έκφραση gesunder Menschen verstand, πού σημαίνει κοινός νους, κατά λέξη: υγιής Ανθρώπινος νους. Συνήθως ή στάση τών διαλεκτικών. Από τόν Χέγχελ μέχρι τόν Άντόρνο. Απέναντι στόν κοινό νοό είναι κριτική καί συχνά ειρωνική: τού έπιρρίπτουν κοινοτοπία, πολυσημία. Ακριτη υιοθέτηση κυρίαρχων θρησκευτικών καί κοινωνικών ίβεών. Ανικανότητα αυθόρμητης Αναλυτικής σκέψης. Ακόμη καί στενοχεφαλιά. (Σ.τ.μ.) 391. Πρόγραμμα έξυγίανσης μιας πόλης μέ τήν κατάργηση τών φτωχών συ νοικιών καί τήν ανοικοδόμηση νέων οίκισμών. (Σ.τ.μ.) 392. Βλ. σημ. 169. (Σ.τ.μ.) 393. Έννοιες τού στοχασμού Αποχαλεί ό ΚΑντ έκεΐνες που Αναφέρονται στίς σχέσεις μεταξύ δεδομένων έwo ιών καί έτσι δέν έπιτρέπεται νά έφαρμόζονται σέ πράγματα καθ' έαυτά. (Σ.τ.μ.) 394. Karl Marx/Friedrich Engels. Die heilige Familie |Ή αγία οικογένεια]. Βερολίνο 1953.0. 211. 395. Karl Marx. Das Kapital, τόμ. I.Βερολίνο 1955.σ.621 χ.έ. 396. Στο Ιδιο. ο. 621. 397. Πού δέν είναι γραμμένο στά πρακτικά. (Σ.τ.μ.) 398. Δηλαδή θέλει νά πράττει δπως τού αρέσει, κατά τό δοκούν, Ανάλογα μέ τίς προτιμήσεις του. (Σ.τ.μ.) 399. G.W.F. Hegel. WW 7.δ«..α. 28 xi. 400. Πρβλ. σημ. 41. (Σ.τ.μ.) 401. Ή ένταση Αναφέρεται στήν ενσωμάτωση τών έπιμέρους (εδώ: τών Ατόμων) σέ ένα δλον. τό όποιο έτσι τά ένοποιεί στό πλαίσιο μιας διαφοροποιη μένης δομής. Ό όρος τού Σπένσερ integration, κοινός σέ πολλές εύρωπαίκές γλώσσες, σημαίνει τόσο τήν ένταξη τών Ατόμων ή μερών δσο καί τήν ένοποίηση-όλοχλήρωση τού δλου. (Σ.τ.μ.) 402. Πρβλ. W. Benjamin. Schriften I.Φρανκφούρτη 1955.σ. 494 xi. 403. Ό Ανθρωπος είναι λύκος γιά τόν Ανθρωπο, ή γνωστή Ανθρωπολογιχή Αντίληψη τού Χόμπς. (Σ.τ.μ.) 404. Συμβατική Αποδοχή τού χράτους ώς Απόλυτου ρυθμιστή τής κοινω νικής συμβίωσης. (Σ.τ.μ.) 405. Τό φανταστικό πολιτιχό-χρατικό συμβόλαιο ήταν τόσο εύπρόσδεχτο γιά τούς πρώιμους Αστούς βιανοητές. διότι ή βασική του κατασκευή λάμβανε ώς τυπιχό-νομιχό a priori τήν αστική όρθολογιχότητα. της σχέσης Ανταλλαγής ήταν δμως φανταστικό όπως Ακριβώς χαί ό ίδιος ό Αστικός όρθός λόγος μέσα στήν Αδιαφανή πραγματική κοινωνία. 406. C.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Cesduchte. e έχδ.. Αμβούργο 1955. ο. 60. 407. Όλ. 406. Στάιδιο.σ. 48. 409. G.W.F. Hegel. WW 7.Ajt..o. 230.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
52y
410. G.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Geschichte.δπ.,ο. 77. 411. Στό Ιδιο. a. 78. 412. Στό ίδιο. a. 115. 413. Ιδίωμα τής αύθεντιχότητας άποκάλεσε ό Άντόρνο στό όμώνυμο βι βλίο του Jargon der Eigentlichkeil. μέ υπότιτλο Zur deutschen Ideologie (Σχετικά μέ τή γερμανική Ιδεολογία), τή μεταπολεμική άργκό τού συρμού στή Γερμανία, προφορική καί προπάντων γραπτή, πού άκολουθούσε τήν υπαρξιακή φρασεο λογία τού Χάιντεγγερ καί τού κύκλου του. Ό ύπότιτλος παραπέμπει στό κοινό έργο τού Μάρξ καί τού Ένγχελς Die deutsche Ideologie (Ή γερμανική ιδεολογία). 1846. <Σ.τ.μ.) 414. Βλ. σημ. 322. (Σ.τ,μ.) 415. Έδώ: ή όργανωμένη κοινωνία από τό άτομο. (Σ.τ,μ.) 416. G.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Geschichte, δ jr..a. 60. 417. Στό ίδιο. σ. 95. 418. Γτο' tdto.o. 60. 419. Άπό τούς θετικιστές ό Έμίλ Ντυρκέμ ήταν έκεΐνος πού κράτησε τήν έγελιανή προτίμηση τού γενικού στή διδασκαλία του γιά τό συλλογικό πνεύμα, καί ϊσως τήν τόνισε ακόμη περισσότερο, καθόσον στό σχήμα του δέν υπάρχει ούτε κάν άφηρημένα μιά θέση γιά μιά διαλεκτική μεταξύ τού γενικού καί τού ειδικού. Στήν κοινωνιολογία τών πρωτόγονων θρησκειών διέγνωσε βάσει τού υλικού του δτι έκείνο γιά τό όποιο έπαίρεται τό ειδικό, ή ιδιαιτερότητα, τού επιβάλλεται από τό γενικό. Επίσης χαρακτήρισε τήν πλάνη τής ιδιαιτερότητας ώς άπλή μιμητική έξομοίωση μέ τό γενικό, δπως καί τή δύναμη πού τού έπιβάλλει τήν ιδιαιτερότητα: «Τό πένθος (πού έκφράζεται κατά τή διάρκεια ôptσμένων τελετουργιών) δέν είναι μιά φυσική συγκίνηση τής ιδιωτικής ευαισθη σίας πού είναι συντετριμμένη άπό μιά φριχτή απώλεια* είναι ένα καθήκον επι βαλλόμενο άπό τήν ομάδα. Οί άνθρωποι δέν θρηνούν άπλώς επειδή είναι λυπη μένοι. άλλά έπειδή είναι άναγκασμένοι νά θρηνούν. Είναι μιά τελετουργική στάση τήν όποία είναι κανείς υποχρεωμένος νά υΙοθετήσει άπό σεβασμό πρό; τά ήθη καί έθιμα καί ή όποία δμως είναι σέ μεγάλο βαθμό άνεξάρτητη άπό τήν πραγματική κατάσταση τών άτόμων. Αυτή ή υποχρέωση είναι άλλο>στε επικυ ρωμένη καί ή παράβασή της έπισύρει μυθικές ή κοινωνικές τιμωρίες». (Emile Durkheim. Les formes élémentaires de la vie religieuse: Le système totémique en Australie.Παρίσι 1912.Travaux de l’Année sociologique.σ. 568.) 420. G.W.F. Hegel. WW b.6jt..o. 43 xi. 421. G.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Geschichte, ö.π., σ. 59 κ.έ. 422. Στό iSto.a. 105. 423. Πρβλ. τό κείμενο. Ιδιαίτερα τό κεφάλαιο «Είναι καί ύπαρξη». 424. G.W.F. Hegel. WW T.ÖJt..a. 231. 425. Στό ίδιο. σ. 32 κ.έ. 426. Τό πάγιο σχήμα «άπλώς μιά ιδέα» τό έπέκρινε ήδη ό Κάντ. «Ή πλατο>νιχή πολιτεία. ώς ένα δήθεν χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας όνειρευμένης τελειότητας ή όποία μόνο στό μυαλό τού άργόσ/υλου στοχαστή μπορεί νά έχει
530
ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΙΑΛΕΚΤΙΚΙI
την {Αμα της.έγινε παροιμιώΑης... θά ήταν δμως προτιμότερο νά έξετάσει χά νεις καλύτερα αυτή την ΙΟέα χαί (Απου A έξοχος Αντρας μάς αφήνει χωρίς βοή θεια) νά τή φωτίσει μέ μιά νέα προσπάθεια Αντί νά τήν παραμερίζει ώς Αχρη στη ύπό τό πολύ Αθλιο χαί έπιζήμιο πρόσχημα Ατι είναι άνεπίτευχτη». (I. Kant. Kritik der remeh Vernunft. WW III. Akademie-Ausgabe, σ. 247). 427. «Ό χρόνος Αέν κυλάει χαί φεύγει. Αλλά σέ αυτόν χυλάει χαί φεύγει ή ύπαρξη των μεταβλητών πραγμάτων. Στό χρόνο λοιπόν, πού ό ίδιος είναι Αμε τάβλητος χαί μόνιμος. Αντιστοιχεί μέσα στόν κόσμο τών φαινομένων τό Αμετά βλητο στήν ύπαρξη, δηλαδή ή ουσία, καί μόνο πάνω σέ αυτήν μπορεί νά χαθορισθεί ή διαδοχή καί ή ταυτόχρονη ύπαρξη τών φαινομένων ώς πρός τό χρόνο». (I. Kant. Kritik der reinen Vernunft. ÓJt..a. 137). 42$. «'Ακριβέστερα λοιπόν τό Ιδιο τό πραγματικό έγώ Ανήκει στό χρόνο, μέ τόν όποιο. Αν παραβλέψουμε τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τής συνείδησης καί τής αυτοσυνείδησης, συμπίπτει, καθόσον δέν είναι παρά αύτή ή κενή κίνηση νά θέτει τόν έαυτό του ώς κάτι Αλλο καί νά αίρει αυτή τήν Αλλαγή, δηλαδή τόν έαυτό του. νά διατηρεί σέ αυτήν τό έγώ καί μόνο τό έγώ ώς τέτοιο. Τό έγώ είναι μέσα στό χρόνο χαί ό χρόνος είναι τό είναι του ίδιου του υποκειμένου». (C.W.F. Hegel. WW 14.0Λ..σ. 151. 429. Στό γέλιο ό Μπερξόν Αφιέρωσε ένα όμώνυμο βιβλίο, τό όποιο μάλι στα μετέφρασε στά έλληνιχά ό Αρκετά μπερξονιστής Ν. Καζαντζάκης. Ένα πρόσφατο βιβλίο εμπνευσμένο Από τον Μπερξόν είναι: Κ. Ρωμανός. ΟΙχείωσις. τυπωθήτω, Αθήνα 2001. (Σ.τ.μ.) 430. Karl Marx. Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie. Βερολίνο 1953. a. 73 χ.έ. [τόμ. 42 τών Marx/Engels. Werke.σ. 89-90. (Σ.τ.μ.)|. 431. Στό ίδιο.σ. 76. 432. G.W.F. Hegel. WW 7.ÔJt..a. 336. 433. Σύμφωνα μέ τόν Χέγχελ τά πράγματα έξελίσσονται Από μόνα τους καί ή σχέψη Απλώς παρατηρεί προσεχτικά, θεάται τό ξεδίπλωμα τών έννοιών. χωρίς νά προσθέτει τίποτε. Ή Αρνηση μιας θέσης, νόμος τής εξέλιξής της. όδηγεί σέ νέα θέση, χαί ή σχέψη χαταφάσχει θεώμενη τό θετιχό. (Σ.τ.μ.) 434. C.W.F. Hegel, WW 7,ÔJt..a. 268 χ.έ. 435. Ή πλήρης ρήση του Μενάνδρου είναι: ό μή βαρείς Ανθρωπος où παι δεύεται. - Αυτοβιογραφία του Γχαίτε είναι τό Dichtung und Warhheit (Ποίηση χαί Αλήθεια). (Σ.τ.μ.) 436. Στό ίδιο. σ. 235. 437. Στό Ιδιο. σ. 329. 438. Όλ. 439. G.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Geschichte. 6ji„ o. 111. 440. Πρβλ. Oskar Negt, «Strukturbeziehungen zwischen den Gesellschafts lehren Comtes und Hegels». Frankfurter Beiträge zur Soziologie, τόμ. 14. Φραν κφούρτη 1964.σ. 49 x.A. 441. G.W.F. Hegel. Die Vernunft in der Geschichte. 6.n..o. 72. 442. Ί. Κάντ. Γιά τήν αιώνια ειρήνη. Αλεξάνδρεια. Αθήνα 1992. (Σ.τ.μ.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 443. 444. 445. 446. 447. 448. 449.
53J
G.W.F. Hegel. D ie V e r n u n ft in d e r G e s c h ic h t e , fi.it.. a. 67. Όλ. Όλ. Στό ίδίο.σ. 95. Σ τ ό (Siο.ο. 73. Στό ίδίο.σ. 95. Πρβλ. W. Benjamin. S c h rift e n II.Φρανκφούρτη 1955.σ. 197.
450. Ή διδασκαλία τού Χέγκελ γιά την ταυτότητα τού τυχαίου καί τού άναγχαίου (βλ. πιό κάτω. σ. 413 κ.έ.) διατηρεί την εμπεριεχόμενη άλήθεια της καί πέρα από τήν κατασκευή του. Ύπό τό πρίσμα τής ελευθερίας ή αναγκαιό τητα. μολονότι προδιαγεγραμμένη άπό τό αύτόνομο υποκείμενο, παραμένει έτερόνομη. Έτσι ακριβώς ό καντιανός έμπειρικός κόσμος, πού υποτίθεται ότι ύπόκειται στην υποκειμενική κατηγορία αιτιότητα, βρίσκεται έξω άπό τήν υπο κειμενική αυτονομία* τό αίτιωδώς καθορισμένο είναι ταυτόχρονα απολύτως τυχαίο γιά τό ατομικό ύποχείμενο. Όσο ή μοίρα τών ανθρώπων παίζεται στό βασίλειο τής αναγκαιότητας είναι τυφλή γι' αυτούς, δέν τούς λαμβάνει υπόψη, δηλαδή είναι τυχαία. Είδιχά ό αύστηρά ντετερμινιστικός χαρακτήρας τών οικο νομικών νόμων κίνησης τής κοινωνίας καταδικάζει τά μέλη της νά ζοι»ν τυχαία, αν ό καθορισμός τους γινόταν πραγματικά σεβαστός ώς κριτήριο. Ό νόμος τής αξίας καί ή αναρχία στήν παραγωγή έμπορευμάτων είναι ένα καί τό αυτό. Γιά τόν ίδιο λόγο τό τυχαίο δέν είναι μόνον ή μορφή τού παραμορφωμένου άπό τήν αιτιότητα μή ταυτόσημου- συμπίπτει ακόμη καί μέ τήν αρχή τής ταυτότητας. Αυτή ή τελευταία, ιός κάτι πού άπλώς έχει τεθεί, έχει επιβληθεί στήν έμπειρία καί δέν προκύπτει μέσα άπό τό μή ταυτόσημο τής εμπειρίας, κρύβει στόν πυ ρήνα της τό τυχαίο. 451. G.W.F. Hegel. WW 7.0Λ..σ. 234 κ.έ. 452. G.W.F. Hegel. D ie V e r n u n ft in d e r G e s c h ic h te . δ jt.. σ. 115. 453. Πρβλ. Theodor W. Adorno. V e rs u c h ü b e r W a g n e r . Βερολίνο καί Φραν κφούρτη 1952. σ. 195. 454. Πρβλ. Emile Durkheim. L e s r è g le s d e la m é th o d e s o c io lo g iq u e . 13η έκδ.. Παρίσι 1956. σ. 100 κ.έ.* πρβλ. σχετικά Th. W. Adorno. «Notiz über sozial wissenschaftliche Objektivität», στό K ö ln e r Z e its c h r ift f ü r S o z io lo g ie u n d S o z ia lp s y c h o lo g ic . 17ο έτος.τχ. 3.σ. 416 κ.έ. 455. ΓΙρβλ. Ε. Durkheim.Ö J t . . a . 104. 456. Πρβλ. Herbert Marcuse. «Zur Kritik des Hedonismus», στό Z e its c h r ift fü r S o z ia lf o r s c h u n g . έτος VII. 1938, Παρίσι 1939. σ. 55 κ.έ. 457. G.W.F. Hegel. D ie V e r n u n ft in d e r G e s c h ic h te . ö . n . , o . 92 κ.έ. 458. ΓΙρβλ. Th. W. Adorno. D re i S tu d ie n z u H e g e l. Φρανκφούρτη 1963, σ. 154 κ.έ. 459. Karl Mare. D a s K a p ita l, τόμ. Ι.<5λ.. Πρόλογος στήν πρώτη έκδοση.σ. 7 κ.έ. 460. Πρβλ. Alfred Schmidt. «Der Begriff der Natur in der Lehre von Mare». F r a n k f u r te r lie itr ä g e z u r S o z io lo g ie .τόμ . II. Φρανκφούρτη 1962, σ. 15. 461. Karl Mare. D a s K a p ita l . δ j i . . a . 652 κ.έ.
532
APNH T1KH ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
462. Diamat. συντομογραφ(α toii dialektischer Materialismus: διαλεκτικός ύλισμός. ή έπίσημη σοβιετική φιλοσοφία. μιά έπέκταση του Ιστορικού ύλισμού. (Σ.τ.μ.) 463. Karl Man. Grundrisse der Krit ik der politischen Ökonomie, δ λ.. σ. 111. 464. G.W.F. Hegel. WW 7.6jt..a. 375. 465.1'rd ίδιο. a. 434. 466. Στό Ιδιο. o. 50. 467. Πρβλ. Georg Lukács. Die Theorie des Romans. Βερολίνο 1920. σ. 54 xi. 468. Karl Marx. «Deutsche Ideologie», στό MEGA (Άπαντα τού Μάρξ καί τού Ένγχελς). Ιο τμήμα.τόμ. V. Βερολίνο 1932. σ. 567. 469. Th. W. Adorno. «Die Idee der Naturgeschichte», διάλεξη στήν τοπική όμάδα τής Καντιανής Εταιρείας. Φρανκφούρτη. Ιούλιος 1932. 470. W. Benjamin. Ursprung des deutschen Trauerspteis. Φρανκφούρτη 1963. σ. 199. 471. Στό Ιδιο.σ. 197. III ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦ1ΓΣΙΚΗ 472. Εδώ άναχαλεί μιά παλαιότερη ρήση, ή όποια δμως εξακολουθεί νά είναι πιό γνωστή από την ανάκλησή της. (Σ.τ,μ.) 473. Έξομοίωση τού πράγματος καί τής σκέψης, ή άνταπόχριση τής σκέψης πρός τό πράγμα. Είναι ό συνήθης όρισμός τής Αλήθειας. (Σ.τ.μ.) 474. Βλ. τό όμώνυμο υποκεφάλαιο, σ. 259. (Σ.τ,μ.) 475. Ή πρώτη θά μπορούσε νά σημαίνει τό ρέμα μέ τά ψοφίμια (ώς δολώ ματα τών κυνηγών) ή καί τό ρέμα μέ τά καθάρματα. Ή δεύτερη, ηθικά Απαξιωτική σημασία είναι κοινή. Ή δεύτερη λέξη θά μπορούσε νά Αποδοθεί ώς γουρουνόσταβλος ή γουρουνόσχαλα. Τό γουρούνι παραπέμπει ασφαλώς σέ κυριολεκτικές καί μεταφορικές βρομιές, δπως καί στό πρώτο συνθετικό τής πρώτης λέξης. (Σ.τ.μ.) 476. Καί δμως Ας μάς έπιτραπεί ένα μικρό σχόλιο: ή Ανορθογραφία πού παρατηρείται μερικές φορές στόν Τύπο, πόσω μάλλον σέ σχολικά τετράδια, αίρει πάλι αυτή τήν Απόκρυψη. Παρά τόν πάγια «τραγικό» θάνατο γιά τόν όποιο μιλούν, γράφουν τή σορό μέ ω καί αυτό συμπαρασύρει καί τό άρθρο μετατρέποντάς το σέ Αρσενικό χωρίς νά τούς ενοχλεί ούτε τό γλωσσικό Αμάρτημα ούτε τό Ασυνεπές νόημα πού Αποδίδει ή νέα εικόνα. (Σ.τ.μ.) 477. Τό σκεπτόμενο εγώ. τό Αυλό υποκείμενο τής σκέψης.ή res cogitans.ή σκεπτόμενη ουσία, πού προκύπτει Από τό cogito, ergo sum. σκέπτομαι. Apa υπάρχω. (Σ.τ.μ.) 478. Πρβλ. Heinrich Regius [ψευδώνυμο τού Μ. Χορκχάιμερ μετά τό 1933). Dämmerung. Ζυρίχη 1934.σ. 69 κ.έ. 479. Βλ. σημ. 306. (Σ.τ,μ.) 480. Εννοείται δτι ή μεταφορά τών τοπωνυμίων στά έλληνιχά είναι αύθαίρετη. (Σ.τ.μ.) 481. Φώς Από αυτό που δέν πρέπει νά φέγγει. (Σ.τ,μ.)
ΣΜΜΕΙΟΣΕΙΣ
533
482. «Ένα διαλεκτικό θεώρημα του καθαρού Λόγου πρέπει κατ' αύτά νά έχει τό χαρακτηριστικό που τό ξεχωρίζει άπό δλα τά σοφιστικά θεωρήματα. δτι δεν άφορά Ενα αυθαίρετο ερώτημα τό όποιο θέτει κανείς μόνο μέ μιά κατά βούληση πρόθεση, άλλά ένα τέτοιο στό όποιο αναγκαστικά φθάνει κάθε ανθρώπινος Λόγος στην πορεία του· καί δεύτερον, δτι μέ την άντίθεσή του φέ ρει πάνω του όχι μιά άπλώς Επιτηδευμένη φαινομενικότητα, ή όποία όταν τήν άντιληφθούμε. εξαφανίζεται άμέσως. άλλά μιά φυσική καί άναπόφευκτη φαι νομενικότητα, πού. άκόμη καί &ν δέν μάς έξαπατά. Εξακολουθεί νά μάς πλανά, μολονότι δέν μάς άπατά, καί κατά συνέπεια, μπορεί νά Εξουδετερωθεί ώς πρός τίς βλαβερές της συνέπειες, άλλά ποτέ δέν είναι δυνατόν νά Εξαλειφθεί». (I. Kant. Kritik der reinen Vemunfl. WW III. Akademie-Ausgabe, a. 290 κ.Ε.). 483. «Συνήθως ... άποδίδεται μεγάλη άξία στά δρια τής σκέψης, τού Λόγου κ.λπ. καί ύποστηρίζεται δτι δέν μπορεί νά ξεπεράσει κανείς τά δρια. Αυτός ό ισχυρισμός δείχνει τή μή συνειδητοποίηση τού γεγονότος δτι Εδώ όρίζεται ώς δριο κάτι τό όποιο έχει ήδη ξεπεραστεί. Διότι ένας καθορισμός, ένα δριο. είναι περιοριστικό φράγμα μόνο σέ άντίθεσή πρός τό “Αλλο του γενικά, πρός τόν δι κό του άπεριόριστο χαρακτήρα* τό “Αλλο Ενός ορίου είναι άκριβώς τό πέρασμα αυτού τού όρίου». (G.W.F. Hegel. WW 4.σ. 153.) 484. Babbit είναι ό κεντρικός ήρωας τού όμώνυμου μυθιστορήματος (1922) τού Sinclair Lewis (1885-1951). ένας άντιπροσωπευτικός τύπος τού μέσου Βορειοαμερικανού. (Σ.τ.μ.) 485. Είναι ή γνωστή Ώδή στή χαρά άπό τήν Ένάτη τού Μπετόβεν. μιά Επι λογή στροφών άπό τό ποίημα τού Φρ. Σίλλερ Στή χαρά, δπου ό θεός άποκαλείται «άγαπητός» καί δχι «αιώνιος» πατέρας. Ό Σίλλερ ήταν καντιανός καί κριτικός τού Κάντ. (Σ.τ.μ.) 486. Ignoramus et ignorabimus: τό άγνοούμε καί θά τό αγνοούμε, ένα σύν θημα πού σημαίνει δτι τά παγκόσμια αινίγματα δέν μπορούν νά λυθούν. (Σ.τ.μ.) 487. Τού Χεγκελ. (Σ.τ.μ.) 488. 'Αναγωγή στόν άνθρωπο, περιστολή στις ανάγκες καί τίς δυνατότητες τού άνθρώπου. (Σ.τ.μ.) 489. I. Kant. Kritik der reinen Vernunft, ß' έκδ.. WW III. Akademie-Ausgabe. σ.313. 490. Δέν είναι σαφής, ή διαπίστωση δτι ένας ισχυρισμός ή μιά κατάσταση πραγμάτων δέν μπορούν νά άποσαφηνισθούν μέ άποδείξεις ή άνταποδείξεις. μιά νομική έκφραση. (Σ.τ.μ.) 491. «Μόνον ό άνθρωπος φέρει μέσα του σέ άφηρημένες έννοιες τή βεβαιό τητα τού θανάτου: καί όμως αύτή. κατά πολύ παράξενο τρόπο, μπορεί νά τόν φοβίζει μόνο γιά μερικές στιγμές, δταν μιά άφορμή τήν Ενεργοποιεί στή φαντα σία του. Απέναντι στή δυνατή φωνή τής φύσης ό στοχασμός δέν έχει πολλές δυ νατότητες. Όπως στό ζώο πού βέν σκέφτεται, έτσι καί στόν άνθρωπο Επικρατεί ώς μόνιμη κατάσταση Εκείνη ή βεβαιότητα πού πηγάζει άπό τήν Εσώτατη συνεί δηση Ατι αύτός είναι ή φύση, ό ίδιος ό κόσμος* βάσει αύτής τής βεβαιότητας κανέναν άνθρωπο δέν άνησυχεί αίσθητά ή σκέψη Ατι ό θάνατος είναι βέβαιος και
534
ΑΡΝΙΓΓΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ
όχι μακρινός, άλλά Λ καθένας συνεχίζει τή ζωή του σάν νά Επρεπε νά ζήσει αιώνια· αύτό ισχύει σέ τέτοιον βαθμό πού μάς έπιτρέπει νά πούμε δη κανένας δέν Εχει όντως τή ζωντανή πεποίθηση ότι ό θάνατός του είναι βέβαιος. Λιότι διαφορετικά ή διαφορά άνάμεσα στή δική του διάθεση καί Εκείνη τού καταδι κασμένου Εγκληματία δέν θά μπορούσε νά είναι τόσο μεγάλη· ό καθένας άναγνωρίζει βέβαια αύτήν τή βεβαιότητα άφηρημένα καί θεωρητικά, άλλά. όπως καί άλλες θεωρητικές άλήθειες πού δέν είναι Εφαρμόσιμες στήν πρακτική ζωή. τή βάζει στήν άκρη χωρίς νά τήν Εντάσσει κάπως στή ζωντανή του συνείδηση». (Α. Schopenhauer. Die Welt ah Wille und Vorstellung |Ό κόσμος ώς βούληση καί ώς παράσταση|. I.SWW.Enip. Frauenstadl, τόμ. II.Λειψία 1888.σ. 332). 492. Εννοεί τό γεγονός δη oi άνθρωποι δέν σκέφτονται πολύ τό θάνατο. (Σ.τ.μ.) 493. Κατά λέξη: τά Εσχατα πράγματα, αυτά πού περιλαμβάνει ή Εσχατο λογία. (Σ.τ.μ.) 494. Τό χαρακτηριστικό κήρυγμα τών μοναχών του τάγματος τών καπου τσίνων κατά τήν περίοδο τής ’Αντιμεταρρύθμισης: ώμά λαϊκό, αυστηρά έπιτιμητικό. Ενας Εξάψαλμος αμάθειας. (Σ.τ.μ.) 495. 'Από τήν τελευταία στροφή τού Μυστικού χορού, μέ τήν όποία κλείνει ό Φάουστ. μέρος δεύτερο: «Καθετί Εφήμερο είναι άπλώς μιά παραβολή». Πριν άπό τόν Μυστικό χορό Εμφανίζεται ό Doktor Marianus. Ενας άγιος ή δάσκαλος τής μοιρολατρίας, καί πρίν άπό αυτόν ή Mater gloriosa^ Ενδοξη μητέρα, δηλα δή ή Θεοτόκος Μαρία: «Έλα! 'Ανέβα στις υψηλότερες σφαίρες». (Σ.τ,μ.) 496. Τής σκεπτόμενης ουσίας, τού πνεύματος, σε αντιδιαστολή πρός τή res extenso, τήν Εκτεταμένη ούσία. δηλαδή τήν ύλη. τό σώμα. *0 δυϊσμός ανήκει στόν Καρτέσιο. (Σ.τ,μ.) 497. Ένα χαριτωμένο καί αίνιγματικό κορίτσι στό Wilhelm Meisters Lehrjahre τού Γκαϊτε. (Σ.τ.μ.) 498. Spiritismus: πνευματισμός, ή πίστη ότι τά πνεύματα, δηλαδή οι ψυχές τών πεθαμένων. Εμφανίζονται καί μπορεί κανείς νά Επικοινωνήσει μέ αύτά μέ σω Ενός μέντιουμ. καθώς καί ή προσπάθεια νά Εξηγηθούν τά λεγόμενο Απόκρυ φα φαινόμενα ώς Επιδράσεις τέτοιων πνευμάτων. Spiritualismus: πνευματο κρατία . ή μεταφυσική διδασκαλία πού θεωρεί τήν πραγματικότητα πνευματική ή τρόπο Εμφάνισης τού πνεύματος. (Σ.τ,μ.) 499. Πρβλ. Μ. Χορκχάιμερ-Τ.Β. Άντόρνο. διαλεκτική τού διαφωτισμού, νήσος, προπάντων τό κεφάλαιο «Ή Εννοια τού διαφωτισμού».σ. 29 κ.Ε. (Σ.τ.μ.) 500. θυμίζουμε δη αυτή ή «άπόδειξη» συμπεραίνει τήν ύπαρξη τού θεού άπό τήν Εννοια τού θεού. Τήν πρωτοδιατύπωσε ό "Ανσελμος τής Καντερβουρίας (Canterbury) (1033-H09) στό σύγγραμμά του Proslogium.όπου ισχυρίζε ται δη ό θεός, ώς τό τελειότατο δν πού μπορεί νά νοηθεί, δέν μπορεί νά στε ρείται τού γνωρίσματος υπαρκτός, διότι τότε δέν θά ήταν τό τελειότατο όν. ό ϋψιστός. Πρόκειται ασφαλώς γιά Ενα σόφισμα λήψης τού ζητουμένου. άφού τό ζητούμενο (ή ύπαρξη), δηλαδή ή Αποδεικτέα πρόταση, λαμβάνεται. χρησιμο ποιείται ώς άποδεικηκός λόγος. (Σ.τ,μ.)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
535
501. Τό νοούμενο ώς όντως 6ν. δηλαδή ανεξάρτητα άπό τη συνείδηση υπαρκτή. (Σ.τ.μ.) 502. Άπή τούς βλάκες προτιμώ τούς τρελούς. (Σ.τ.μ.) 503. Die neue Melusine (Ή νέα Μελουζίνα). ένα παραμύθι τού Γκαΐτε βασι σμένο σέ έναν παλαιογαλλικό μύθο μέ κύριο πρόσωπο την δμορφη νεράιδα της θάλασσας Μελουζίνα. (Σ.τ.μ.) 504. Ενασχόληση μέ μικρά πράγματα, ύπό τήν έννοια ότι αύτά είναι ίσως άσημα, άλλά δχι ασήμαντα. Ό Μπένγιαμιν είχε όξύνει τήν παρατηρητικότητά του προκειμένου γιά λεπτομέρειες, στίς όποιες έμβάθυνε θέλοντας νά άποκαλύψει κάτι πού παραπέμπει πέρα άπό τό μικρό. Βλ. καί σ. 24 (Γλωσσική έκθε ση). (Σ.τ.μ.) 505. Ό Ξενοφάνης είναι περισσότερο γνωστός γιά τήν κριτική του άνθρωπομορφισμού. (Σ.τ.μ.) 506. Ό ευσεβής πόθος, κατά λέξη: ή γεμάτη έπιθυμίες σκέψη. (Σ.τ.μ.)