ANTHONY GIDDENS
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Επιμέλεια, Πρόλογος ΘΩΜΑΣ ΚΟΝΙΑΒΙΤΗΣ Μετάφραση ΝΤΙΝΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ Επιμέλεια κειμένου ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΚΡΑΒΑΡΗΣ
Digitized by 10uk1s
Ο Anthony Giddens είναι καθηγητής στην έδρα Κοινωνιολογίας του Kingʹs College του Cambridge. Έχει συγγράψει πολλά βιβλία θεωρίας της κοινωνιολογίας. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ SOCIOLOGY, A BRIEF BUT CRITICAL INTRODUCTION ANTHONY GIDDENS 1982, 1986 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1989 ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 1993 Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ είναι ένα σύγχρονο και παιδαγωγικά εύχρηστο κείμενο. Αναφέρεται στον προβληματισμό που απασχολεί την κοινωνιολογική σκέψη τη δεκαετία του ʹ80 και αφήνει πίσω του θεματικές καθώς και υλικό που έχει ξεπεραστεί από την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας, ενώ αντίθετα προσπαθεί να επεκταθεί και να καλύψει επιστημονικά «νέα αντικείμενα» της σύγχρονης πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε αρχάριους της κοινωνιολογίας και σε μη‐ειδικούς που επιζητούν μία «εισαγωγή» στο σύγχρονο κοινωνιολογικό προβληματισμό και τις εξελίξεις.
Digitized by 10uk1s
Περιεχόμενα Πρόλογος ....................................................................................................................................... 4 Έργα του Α. Giddens ................................................................................................................ 11 Ανθολογία ........................................................................................................................... 12 Πρόλογος ..................................................................................................................................... 13 Ευχαριστίες ............................................................................................................................. 13 1 Κοινωνιολογία: Θέματα και Προβλήματα ............................................................................... 15 Το πλαίσιο της κοινωνιολογίας ............................................................................................... 16 Κοινωνιολογία: ένας ορισμός και μερικές προκαταρκτικές σκέψεις ..................................... 18 Η κοινωνιολογική φαντασία: κοινωνιολογία ως κριτική ........................................................ 21 2 Αντικρουόμενες ερμηνείες: βιομηχανική κοινωνία ή καπιταλισμός; ..................................... 27 Η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας ................................................................................... 28 Marx: καπιταλισμός και σοσιαλισμός .................................................................................... 32 3 Ταξική δομή και κοινωνικός μετασχηματισμός ....................................................................... 38 Αλλαγές από το δέκατο ένατο αιώνα: η δύναμη των επιχειρήσεων ..................................... 38 Η «θεσμοποίηση της ταξικής πάλης» ..................................................................................... 41 Νέες τάξεις, νέες τεχνολογίες ................................................................................................. 44 Το τέλος της εργατικής τάξης; ................................................................................................. 47 4 Το σύγχρονο κράτος ................................................................................................................. 53 Το κράτος και οι τάξεις: πρόσφατες απόψεις ........................................................................ 54 Κράτος και γραφειοκρατία ..................................................................................................... 57 Κριτικά σχόλια ......................................................................................................................... 59 Κράτη, κοινωνικά κινήματα, επαναστάσεις ........................................................................... 61 5 Η πόλη: αστικό περιβάλλον και καθημερινή ζωή .................................................................... 64 Προ‐καπιταλιστικές και σύγχρονες πόλεις ............................................................................. 64 Οι απόψεις της «σχολής του Σικάγου» ................................................................................... 65 Αστισμός και καπιταλισμός .................................................................................................... 68 Αστισμός και καθημερινή ζωή ................................................................................................ 74 6 Η οικογένεια και το φύλο......................................................................................................... 76 Αλλαγές στη δομή της οικογένειας ......................................................................................... 76 Φύλο, πατριαρχία και καπιταλιστική ανάπτυξη ..................................................................... 79 Οικογένεια, γάμος, σχέσεις μεταξύ των φύλων ..................................................................... 81 Οικογενειακή ζωή και νέα κοινωνικά μοντέλα ....................................................................... 85 7 Καπιταλισμός και παγκόσμιο σύστημα ................................................................................... 87 Η θεωρία του εκσυγχρονισμού και η κριτική της ................................................................... 87 Σημερινές παγκόσμιες ανισότητες.......................................................................................... 92 Εθνικό κράτος, εθνικισμός, στρατιωτική ισχύς ...................................................................... 96 Συμπέρασμα: η κοινωνιολογία ως κριτική θεωρία .................................................................... 98
Digitized by 10uk1s
Πρόλογος
Στο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια γενική παρουσίαση της συμβολής ‐όχι φυσικά ολόκληρου του έργου‐ του ANTHONY GIDDENS στην κοινωνιολογική ανάπτυξη της τελευταίας εικοσαετίας, με την πρόθεση ότι θα βοηθήσει τόσο στην σκιαγράφηση των πλαισίων της κοινωνιολογικής συζήτησης αυτής της περιόδου όσο και στην πληρέστερη κατανόηση του παρόντος βιβλίου. Το κείμενο διαιρείται στα εξής τρία μέρη: 1) μερικές απόψεις‐εκτιμήσεις για το ανά χείρας βιβλίο, 2) παρουσίαση της συμβολής του Anthony Giddens, που πραγματοποιείται με μια σύντομη αναδρομή στο έργο του και 3) εντόπιση μιας πιθανής έντασης στη λογική συνοχή του έργου του. 1. Η ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ (1982, Β' έκδοση 1987) είναι ένα σύγχρονο και παιδαγωγικά εύχρηστο κείμενο. Είναι σύγχρονο γιατί αναφέρεται στον προβληματισμό που απασχολεί την κοινωνιολογική σκέψη τη δεκαετία του '80 και αφήνει πίσω του θεματικές καθώς και υλικό που έχει ξεπεραστεί από την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας ενώ αντίθετα προσπαθεί να επεκταθεί και να καλύψει επιστημονικά «νέα αντικείμενα» της σύγχρονης πολύπλοκης κοινωνικής πραγματικότητας. Το βιβλίο αυτό είναι παιδαγωγικά εύχρηστο. Οι επιστημονικές αναζητήσεις και οι εξελίξεις παρουσιάζονται συνήθως σε δύσκολα κείμενα και απευθύνονται στους ειδικούς κάθε επιστήμης ή κλάδου. Ο Giddens έχει την άποψη ότι νέες επιτεύξεις, προτάσεις, κ.λπ. μπορούν ν' απλοποιηθούν και να δοθούν ακόμη και σαν «εισαγωγή». Έτσι το παρόν βιβλίο απευθύνεται σε αρχάριους της κοινωνιολογίας και σε μη‐ειδικούς που επιζητούν μία «εισαγωγή» στο σύγχρονο κοινωνιολογικό προβληματισμό και τις εξελίξεις. Η επιχειρηματολογία του περνά μέσα από την κριτική παρουσίαση άλλων διαφορετικών απόψεων, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον αναγνώστη να συμμετέχει ο ίδιος στο διάλογο μορφοποιώντας ή επιλέγοντας μια άποψη διαφορετική από εκείνη του συγγραφέα. Το βιβλίο έχει επίσης μια κριτική διάσταση. Οι κοινωνικές επιστήμες, σύμφωνα με τον Giddens, δεν πρέπει να παράγουν τεχνοκρατική γνώση όπως πρεσβεύει ο θετικισμός. Θα πρέπει ν' αποβλέπουν σε μια γνώση που μπορεί να ενσωματώνεται στις προϋποθέσεις του «κοινωνικού πράττειν» των ανθρώπων με στόχο την ανασυγκρότηση των αρχών της κοινωνικής εμπειρίας και της κοινωνικής ζωής. Ο σκοπός της κοινωνιολογίας δεν περιορίζεται μόνο στη μελέτη των θεσμών της «βιομηχανικής κοινωνίας», αλλά και τη διερεύνηση των συνθηκών για την υπέρβασή τους. Η κριτική αυτή διάσταση εξασφαλίζεται επίσης με την «ενότητα της μεθόδου» μεταξύ ιστορίας και κοινωνιολογίας. 2. α) Αν η δεκαετία του '50 χαρακτηρίζεται από την επικράτηση του Λειτουργισμού και γενικότερα του Θετικισμού, η δεκαετία του '60 χαρακτηρίζεται από την αμφισβήτηση, την κριτική και την απόρριψή τους. Περνώντας στη δεκαετία του '70 η κοινωνιολογία δεν παρουσιάζει πια τη λογική συνοχή της δεκαετίας του '50. Είναι η δεκαετία της ανοχής που προέρχεται από την επίγνωση ύπαρξης διαφορετικών ειδών γνώσης και διαφορετικών οριοθετήσεων του γνωστικού αντικειμένου. Είναι η δεκαετία του πλουραλισμού όπου διάφορες σχολές, τάσεις, ιδέες συνυπάρχουν ανταγωνιστικά ή όχι και αναπτύσσονται παράλληλα ή επικαλυπτόμενες. Τη δε δεκαετία του '80 αποκτούν επικαιρότητα και επικρατούν ορισμένες προσπάθειες σύνθεσης, αρκετές από τις οποίες είχαν ήδη εμφανισθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Η εμφάνιση αυτών των προσπαθειών δε σημαίνει φυσικά μείωση της δραστηριότητας των υπαρχόντων ήδη σχολών και τάσεων, οι οποίες προσπαθούν ν' ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις παραμένοντας εντός των μεθοδολογικών και θεωρητικών τους πλαισίων. Οι συνθετικές όμως προσπάθειες αποβλέπουν στη συγκρότηση Digitized by 10uk1s
νέων κοινωνικών θεωριών ή μεθοδολογικών προσεγγίσεων με στοιχεία που προέρχονται από διαφορετικές σχολές ή και επιστήμες. Συνθέσεις μεταξύ μαρξισμού και λειτουργισμού, μεταξύ Marx και Weber1 ή μεταξύ μαρξισμού και μεθόδων της αναλυτικής φιλοσοφίας2 ή μεταξύ μικρο‐ και μακρο‐ κοινωνιολογικών προσεγγίσεων3, ή προσπάθειες που αποβλέπουν στη σύνθεση «δομής» και «κοινωνικού πράττειν» ή κοινωνικού γίγνεσθαι. Μία τέτοια συνθετική προσπάθεια αποτελεί και η συμβολή του Α. Giddens, με τη «Θεωρία της Δομοποίησης» («Theory of Structuration») και τη «διπλή ερμηνευτική» («Double Hermeneutics»). Ας παρακολουθήσουμε τη διαμόρφωσή της. β) Ο Anthony Giddens, (γεννημένος το 1938) καθηγητής της κοινωνιολογίας του πανεπιστημίου του Cambridge, συγγραφέας με την πλουσιότερη ίσως παραγωγή επιστημονικών συγγραμμάτων και άρθρων στο χώρο της κοινωνιολογίας μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο και μια φήμη ανάλογη με την πλούσια παραγωγή του, με αμφιλεγόμενη όμως αποδοχή, όπως άλλωστε συνηθίζεται για συγγραφείς καινοτόμους στις κοινωνικές επιστήμες, βρίσκεται στο κέντρο της επικαιρότητας διεκδικώντας τη θέση που κάποτε κατείχε ο Τ. Parsons. Μπαίνοντας κάθε φορά στον πυρήνα του προβληματισμού κάθε συγγραφέα ή ρεύματος με το οποίο ασχολείται, προσπάθησε να επανεξετάσει την κοινωνιολογική παράδοση. Παίρνει πάντα θέση και μορφοποιεί προτάσεις που σταθερά τον οδηγούν στη διαμόρφωση ενός ευρύτερου προγράμματος για ανασυγκρότηση της κοινωνικής θεωρίας.4 Το έργο του Giddens αντιπροσωπεύει μια συνθετική τάση στις κοινωνικές επιστήμες. Η σύνθεσή του αυτή φιλοδοξεί να είναι μια σύγχρονη απάντηση στον προβληματισμό που διαμορφώνεται στο χώρο των κοινωνικών επιστημών τη δεκαετία του '80. Η πρότασή του προσπαθεί: α) να ανταποκριθεί στο βαθμό πολυπλοκότητας της σύγχρονης «βιομηχανικής κοινωνίας», όπως αυτή διαμορφώνεται μετά τη δεκαετία του '60, β) να ενσωματώσει εκείνα τα στοιχεία από τα έργα των κλασικών (Marx, Weber, Durkheim) που κατά τη γνώμη του διατηρούν την επικαιρότητά τους για τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και γ) να επιλύσει μια σειρά αντινομιών που υπάρχουν στις κοινωνικές επιστήμες και κυρίως την εμφανιζόμενη μεταξύ «δομής» και «κοινωνικού πράττειν», αντλώντας στοιχεία από διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές τάσεις που διαμορφώνονται μετά τη δεκαετία του '60. Η συνθετική του προσπάθεια ξεπερνάει τα όρια μιας επιστήμης, τόσο σαν κοινωνική θεωρία που φιλοδοξεί να ισχύει για όλες τις κοινωνικές επιστήμες, όσο και στον καθορισμό της κοινωνιολογικής του προσέγγισης που συμπεριλαμβάνει στοιχεία κοινωνιολογικά, ιστορικά, κοινωνικής ανθρωπολογίας κ.λπ. Ας δούμε όμως κάπως γενικά πώς διαμορφώνεται η πρότασή του σε σχέση με την κρίση της κοινωνιολογίας, την υπέρβαση του θετικισμού (στη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία) και την εμφάνιση των νέων προσεγγίσεων. γ) Στις αρχές της δεκαετίας του '70, με τα έργα του Capitalism and Modern Social Theory (1971), Emile Durkheim (1972), και The Class Structure of the Advance Societies (1973), ο Giddens ασχολείται με την επικαιρότητα των κλασικών: Marx, Weber και Durkheim. Επιστροφή στους κλασικούς είναι η απάντηση του Giddens για την υπέρβαση της κρίσης της κοινωνιολογίας, της οποίας το πρόβλημα είναι οι κοινωνικές τάξεις και ο ταξικός αγώνας. Σ' αντίθεση με την επικρατούσα τότε αντίληψη που προερχόταν από τον Parsons και οριοθετούσε τη διαμόρφωση της κοινωνιολογίας στην περίοδο 1890‐1920 θεωρώντας έτσι σαν πατέρες της μόνον τον Weber και τον Durkheim, o Giddens μετατόπισε τα όρια και τον προβληματισμό χρονικά προς τα πίσω και πρόβαλε τον Marx. Προσπάθησε να επεξεργαστεί κοινωνικά μία θεώρηση διαφορετική από την επικρατούσα του δομο‐ λειτουργισμού που στηριζόταν στο έργο του Parsons The Structure of Social Action (1936). (Giddens Α., 1973:16). Προσπαθεί να συνδυάσει στοιχεία από τους κλασικούς, οι οποίοι κατά τη γνώμη του
Digitized by 10uk1s
απέβλεπαν στο να απεικονίσουν τα χαρακτηριστικά της δομής του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, (Giddens Α., 1971: XVI) σε αντιπαράθεση με προκαπιταλιστικές κοινωνίες, ενώ ο ίδιος χρησιμοποιεί ορισμένα στοιχεία από το έργο τους για την ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού. Επίσης χρησιμοποιεί τη μαρξιστική ταξική ανάλυση σε συνδυασμό με τις απόψεις του Weber για τις κοινωνικές τάξεις και κοινωνικές θέσεις για να δώσει απάντηση σε προβλήματα μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και τον εντοπισμό της σύγχρονης ταξικής δομής της αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Προτείνει, ότι στη μελέτη των έργων των κλασικών δεν θα πρέπει να περιορίζεται κανείς μόνο σε μεθοδολογικά ζητήματα, γιατί οι ίδιοι απέβλεπαν στην κοινωνική αλλαγή και την κοινωνική ανάπτυξη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, γι' αυτό και οι απόψεις τους αποτελούν τις βασικές παραμέτρους και για την κοινωνική σκέψη του 20ού αιώνα (Giddens Α., Mullan b: 1978:90). Την ίδια περίοδο κυκλοφορεί το σύντομο, αλλά μεγάλης επιρροής, βιβλίο του Politics and Sociology in the Thought of Max Weber (1972), όπου σ' αντίθεση με τη μέχρι τότε παρουσίαση των κοινωνιολογικών αντιλήψεων του Weber, αποκομμένων από τις άλλες του απόψεις, αυτός προσπαθεί να συνδέσει και να εξετάσει τις αντιλήψεις αυτές σε σχέση με τις πολιτικές του αντιλήψεις και «τανάπαλιν» (Giddens Α. (1972) 1978:2). Για την περίοδο αυτή το έργο του θα χαρακτηρισθεί ως «βεμπεριανό». Όμως ο Giddens στη δεύτερη έκδοση του The Class Structure (1979) θα ισχυριστεί, ότι οι θέσεις που αναπτύσσονται εκεί στηρίζονται περισσότερο στον Marx παρά στον Weber, ότι δεν επεδίωξε σύνθεση μεταξύ Marx και Weber, αλλά ότι ο Weber ανέπτυξε ορισμένες πλευρές για τις κοινωνικές τάξεις που δεν είχαν αναπτυχθεί από τον Marx και που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη (Giddens Α., 1986:297). Ζητήματα που αφορούν την επανεξέταση των κλασικών και τη δυνατότητα εφαρμογής τους στις σύγχρονες κοινωνίες, καθώς επίσης μεθοδολογικά προβλήματα και θεματικές περιεχομένου που εξετάζονται κατά την περίοδο αυτή από τον Giddens θα τον απασχολήσουν τα επόμενα 20 χρόνια και θα αποτελέσουν τη βάση για τη συγκρότηση ενός ολόκληρου ερευνητικού προγράμματος. δ) Στην περίοδο που ακολουθεί ο Giddens ασχολείται με μεθοδολογικά και επιστημολογικά προβλήματα των κοινωνικών επιστημών. Κυκλοφορεί την ανθολογία «Positivism and Sociology» (1974), καθώς και το βιβλίο New Rules of Sociological Method (1976), που αποτελεί μια από τις βασικότερες εργασίες του. Η ανθολογία είναι συλλογή δέκα κειμένων, από τα οποία τα έξι εμφανίζονται για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα. Συγγραφείς (Weber, Alfred Schutz, Harold Gagfinkel, Alain Touraine, Jean‐Daniel Reynaud και Pierre Bourdieu, Gelliner Ernest, Hans Albert, Jurgen Habermas και Herbert Marcuse) με μεγάλη επιρροή στη συζήτηση της τελευταίας 20ετίας, αν και αντιπροσωπεύουν διαφορετικές τάσεις ‐κυρίως ερμηνευτικές‐ συζητούν ζητήματα που σχετίζονται με τα κύρια χαρακτηριστικά του θετικισμού στην κοινωνιολογία. Στην εισαγωγή του Giddens γίνεται μια παρουσίαση της θετικιστικής αντίληψης, η οποία αποβλέπει στη δημιουργία μιας επιστήμης για την κοινωνία κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών. Αυτό επιτυγχάνεται με την προσαρμογή και εφαρμογή των μεθόδων των φυσικών επιστημών στην κοινωνιολογία για την παραγωγή γνώσης που παίρνει τη μορφή αιτιακών νόμων ή εμπειρικών γενικεύσεων που μοιάζουν με νόμους. Η γνώση αυτή έχει «εργαλειακό» χαρακτήρα και επιδιώκεται να είναι αξιολογικά ουδέτερη. Μέσα από την πολεμική των κειμένων της ανθολογίας ‐που εξελίσσεται και μεταξύ των συγγραφέων‐ διαγράφεται ένα άλλο πρότυπο για την κοινωνιολογία, που αποβλέπει όχι στην αιτιακή εξήγηση αλλά στην κατανόηση της υποκειμενικής σημασίας των κοινωνικά δρώντων ατόμων και σε μια γνώση που δεν είναι αξιολογικά ουδέτερη αλλά είναι δεμένη με αξίες και με ενδιαφέροντα/συμφέροντα. Στο βιβλίο του New Rules of Sociological Method ο Giddens στρέφεται και εξετάζει κριτικά διάφορες σχολές κοινωνικής φιλοσοφίας καθώς και κοινωνικές θεωρίες από τη Digitized by 10uk1s
φαινομενολογία μέχρι νεότερες ερμηνευτικές προσπάθειες (σαν εκείνες των Apel, H.‐G. Gadamer, P. Ricoeur) όπως επίσης και συγγραφείς που είχε αντιπαραθέσει στο θετικισμό στην ανθολογία του 1974. Η μελέτη καταλήγει σε ορισμένα συμπεράσματα τα οποία ασφαλώς εμπεριέχουν στοιχεία από τις προαναφερθείσες τάσεις, που ο Giddens χρησιμοποιεί σαν θέσεις για να προτείνει την ανασυγκρότηση του αντικειμένου της κοινωνιολογίας και της μεθοδολογικής του προσέγγισης. Ενώ όμως η κριτική κατά του θετικισμού και του λειτουργισμού προέρχεται από δύο κυρίως τάσεις, την ερμηνευτική και τη «νεότερη φιλοσοφία των επιστημών» (Popper, Kuhn, Lakatos), είναι βασικά η πρώτη που αντιπροσωπεύεται στις θέσεις του (Gane M., 1983). Αυτές είναι οι εξής (Giddens Α., 1976: 159‐162). Ο Giddens οριοθετεί ως αντικείμενο της κοινωνιολογίας την παραγωγή και την αναπαραγωγή της κοινωνίας σαν αποτέλεσμα της ενεργητικής παρέμβασης των μελών της, που εμφανίζεται σαν μια εξειδικευμένη εκτέλεση και όχι σαν μια σειρά μηχανικών διαδικασιών. Στο σημείο αυτό η επιρροή της εθνομεθοδολογίας είναι εμφανής (Gane M., 1983). Αποδεχόμενος την ενεργητική παρέμβαση των μελών της κοινωνίας στη συνέχεια αναφέρεται στα όρια του κοινωνικού πράττειν και στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να διερευνηθεί η παραγωγή και η αναπαραγωγή της κοινωνίας. Έτσι θα υιοθετήσει την άποψη, ότι οι άνθρωποι παράγουν την κοινωνία μέσα σε κοινωνικά πλαίσια και όχι κάτω από καταστάσεις που οι ίδιοι επιλέγουν κατά βούληση. Η θέση αυτή παίρνει την τελική της μορφή το 1984 και παρουσιάζεται από τον Giddens με την κλασική πρόταση του Marx στο βιβλίο του Η 18η Μπριμαίρ του Λ. Βοναπάρτη: «Οι άνθρωποι κάνουν την ίδια τους την ιστορία, δεν την κάνουν όμως κάτω από ελεύθερες συνθήκες, που διάλεξαν μόνοι τους, μα κάτω από συνθήκες που βρέθηκαν άμεσα, που δόθηκαν και κληρονομήθηκαν από το παρελθόν» ‐ πρόταση που αποκαλύπτει μία σειρά σύνθετων προβλημάτων για την κοινωνική ανάλυση, στα οποία ο Giddens προσπαθεί να δώσει κάποια ικανοποιητική απάντηση (Giddens Α., (1984), 1986: XXI, Marx, εκ. Νέοι Στόχοι, Αθήνα 1971: 15). Ένα μέρος της κοινωνικής δραστηριότητας μπορεί να κατανοηθεί με βάση τις προθέσεις των κοινωνικά δρώντων ατόμων, όμως ένα μέρος της κοινωνικής συμπεριφοράς πρέπει να εξηγηθεί νομολογικά, με όρους των κοινωνικών δομών. Οι κοινωνικές δομές έχουν διττό χαρακτήρα: εξασκούν ένα είδος καταναγκασμού, αλλά υποβοηθούν επίσης το κοινωνικό πράττειν, γι' αυτό ο Giddens μιλάει για τη δυαδικότητα της δομής. Οι δομές μπορούν να διερευνηθούν κατά τη διαδικασία της δομοποίησής τους σαν μια σειρά αναπαραγόμενων πρακτικών. Το ζητούμενο είναι να εντοπιστούν οι σχέσεις κοινωνικού πράττειν και δομών: πώς δηλαδή οι δομές συγκροτούνται από τις κοινωνικές πράξεις, υπάρχουν μέσα στις κοινωνικές πράξεις και το κοινωνικό πράττειν συγκροτείται από τις δομές. Η διαδικασία της δομοποίησης εμπεριέχει μια συνεργασία μεταξύ «σημασίας», «θεσμών» και «εξουσίας» ‐ έννοιες που αποτελούν τους βασικούς όρους των κοινωνικών επιστημών και συνάγονται τόσο από την έννοια της κοινωνικής πράξης με πρόθεση, όσο και από την έννοια της δομής. Περνώντας σε περισσότερο μεθοδολογικά ζητήματα περιγραφής και κατανόησης, ο Giddens υποστηρίζει την άποψη (σε αντίθεση με το θετικισμό και σε συμφωνία ξανά με την εθνομεθοδολογία) ότι η κοινωνιολογία δεν μπορεί να κάνει προσιτή την κοινωνική ζωή σαν «φαινόμενο» παρατήρησης, που υπάρχει ανεξάρτητο από τη γνώση του ερευνητή που το συγκροτεί ως γνωστικό αντικείμενο ‐γιατί αυτό το «αντικείμενο» είναι υποκειμενικά συγκροτημένο. Επομένως η επιδίωξη μιας «αμοιβαίας γνώσης» είναι ο καλύτερος τρόπος κατανόησης, τόσο από την πλευρά του ερευνητή, όσο και για τους κοινωνικά δρώντες ανθρώπους. Αυτό όμως απαιτεί την πρακτική συμμετοχή στους υπό ανάλυση και κατανόηση τρόπους ζωής. Οι κοινωνιολογικές επομένως έννοιες, σύμφωνα με τον Giddens, υπακούουν στη λογική της διπλής ερμηνευτικής που αναφέρεται στις αμοιβαίες σχέσεις και στη «μετάφραση» που πρέπει να γίνεται μεταξύ δύο γλωσσών: εκείνης των κοινωνικών επιστημών και εκείνης των ανθρώπων που παράγουν και αναπαράγουν την κοινωνία με την πρακτική τους δραστηριότητα και της αποδίδουν το νόημά της.
Digitized by 10uk1s
Οι θέσεις αυτές δεν ήταν νέες, δεν διατυπώθηκαν δηλαδή στο βιβλίο του Giddens του 1976 για πρώτη φορά. Αυτό που ο Giddens προσθέτει στις γνωστές ήδη θέσεις είναι η διάταξη και ο συνδυασμός μεταξύ τους, μέσω των βασικών εννοιών που χρησιμοποιεί της «δυαδικότητας της δομής» και της «διπλής ερμηνευτικής». ε) Η περίοδος που ακολουθεί μετά τη μελέτη του 1976, είναι μία συνέχεια των μεθοδολογικών του αναζητήσεων και του προβληματισμού κυρίως γύρω από ζητήματα της κοινωνικής δομής. Η παραγωγή αυτής της περιόδου χαρακτηρίζεται από την προσπάθειά του για ανασυγκρότηση της κοινωνικής θεωρίας. Δημοσιεύει μια σειρά από έργα με ευρύτερες αναπτύξεις και επεξηγήσεις αλλά επίσης με επικαλύψεις και επαναλήψεις απόψεών του από τις προηγούμενες μελέτες του. Η δε κριτική του ανάλυση επεκτείνεται πέρα από το λειτουργισμό, στο δομισμό και στη συζήτηση για το μετα‐δομισμό, όπως αναπτύσσεται στη Γαλλία και επηρεάζεται από τις αναλύσεις του Foucault για την εξουσία, για να περάσει τελικά στη κριτική εξέταση του ιστορικού υλισμού. Το 1977 κυκλοφορεί το βιβλίο Studies in Social and Political Theory με περιεχόμενο μια σειρά κειμένων που συνδέονται με τα βιβλία που παρουσιάσαμε προηγουμένως. Τα κείμενα αυτά είχαν γραφεί ‐παράλληλα με τα βιβλία‐ στο διάστημα των προηγούμενων 7‐8 χρόνων. Ακολουθεί το Central Problems in Social Theory (1979), ο πρώτος τόμος του A Contemporary Critic of Historical Materialism (1981), για να συνοδευτεί το 1985 από ένα δεύτερο τόμο με τον τίτλο The Nation‐State and Violence ενώ υπάρχει η υπόσχεση και ενός τρίτου τόμου.5 Ακολουθεί μια συλλογή κειμένων «Profiles and Critiques in Social Theory» (1982) όπου επανεξετάζει και συμπληρώνει τα έργα της τελευταίας 5ετίας. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί το βιβλίο του Sociology. A Brief But Critical Introduction, ενώ το 1984 εμφανίζεται με το The Constitution of Society. Επίσης μια σειρά άρθρων και κειμένων με τα οποία συμμετέχει σε διάφορες ανθολογίες συμπληρώνουν την πλούσια παραγωγή του, η οποία φυσικά συνεχίζεται και μ' άλλες νεότερες εκδόσεις. Εξάλλου θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η επιμέλεια που αναλαμβάνει (σε συνεργασία με τον D. Held) της ανθολογίας Class, Power and Conflict (1982)∙ αυτή αποτελείται από μια σειρά κειμένων από τους κλασικούς (Marx, Weber, Lenin) αλλά κυρίως από τις σημαντικότερες συμβολές συγχρόνων μελετητών, εκφράζει δε τη σύγχρονη μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντος για την ταξική δομή, την εξουσία και το κράτος διεκδικώντας τη θέση που κατείχε η ανθολογία των Bendix R. και Lipset S. (Class, Status and Power (1967), η οποία για δεκαετίες (πρώτη έκδοση 1953) προσανατόλιζε την έρευνα στην ανάλυση της «κοινωνικής στρωμάτωσης» και «κοινωνικής κινητικότητας» (Therborn G., 1986: 100‐101, για μια συγκριτική παρουσίαση των βιβλίων). Ό,τι υποδηλωνόταν έμμεσα στη μελέτη του πριν το 1976 και έγινε εμφανές και ρητό τότε σχετικά με τη θεωρία της δομοποίησης και τη διπλή ερμηνευτική, συστηματοποιείται ακόμη περισσότερο το 1977 και παρουσιάζεται ως «σημειώσεις για μια θεωρία της δομοποίησης» στο τέλος του κεφαλαίου για το «Λειτουργισμό». Μια τρίτη προσπάθεια συναντά κανείς στο βιβλίο του 1979, μέρη της οποίας επεξεργασμένα επανεμφανίζονται το 1982 για να καταλήξει σε μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της Θεωρίας της Δομοποίησης το 1984 στο περισσότερο συστηματικό βιβλίο του Giddens. Σύμφωνα με τον Urry (Urry J., 1986) είναι η πιο συστηματική ίσως προσπάθεια κοινωνικής θεωρίας που υπάρχει για την υπέρβαση μιας σειράς διχοτομιών, μεταξύ ατόμου‐κοινωνίας, υποκειμένου‐αντικειμένου, κ.λπ. 3. α) Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η αντίληψη που διαμορφώθηκε και επικράτησε στο χώρο των κοινωνικών επιστημών για αρκετές δεκαετίες προσέφερε στο επίπεδο της επιστημολογίας και της λογικής των επιστημών το θετικισμό (Braithwaite, R. Carnap, C. Hempel, Nagel, κ.λπ.), στο επίπεδο της μεθόδου το λειτουργισμό και στο επίπεδο της εμπειρικής οριοθέτησης του αντικειμένου την αντίληψη της βιομηχανικής κοινωνίας και τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού. Αντίθετα ο Giddens απέναντι στην αντίληψη αυτή προτείνει έναν άλλο συνδυασμό που καλύπτει και τα τρία προαναφερθέντα επίπεδα και που φιλοδοξεί
Digitized by 10uk1s
να κερδίσει τη θέση της προηγούμενης, η οποία εδώ και χρόνια, μετά την πτώση της, αποτελεί χώρο αντιπαράθεσης ή συνύπαρξης πολλών προσεγγίσεων (Coniavitis T., «Metodologisk Pluralism», Acta Universitatis Upsaliensis, Uppsala, 1984, Κεφ.1, και Giddens Α., 1982W 1‐27, για την παρουσίαση της αντιπαράθεσης από τη σκοπιά του που γίνονται εδώ). Στο εμπειρικό επίπεδο ο Giddens θα διατηρήσει τροποποιημένο τον όρο «βιομηχανική κοινωνία». Επιχειρηματολογία αυτής της επιλογής βρίσκει κανείς και στο α' κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου. Για τον Giddens οι ερμηνευτικές τάσεις που συνέβαλαν στην κριτική / ρήξη με το θετικισμό / λειτουργισμό δεν προσφέρουν ικανές εναλλακτικές λύσεις. Οι προτάσεις αυτές δεν μπορούν να καλύψουν μεθοδολογικά τα κενά που αφήνει η απόρριψη του λειτουργισμού: Η πρόταση π.χ. του P. Winch, ‐ένας συνδυασμός αναλυτικής φιλοσοφίας που στηρίζεται στο έργο του ώριμου Wittgenstein και της βεμπεριανής μεθοδολογίας‐ για την κατανόηση των κανόνων που οι άνθρωποι ακολουθούν προκειμένου να δράσουν κατά τον τρόπο που ενεργούν, δεν είναι επαρκής. Έτσι ο Giddens προσφέρει τη δική του προσέγγιση που απαντά στο επίπεδο της μεθόδου κατά του λειτουργισμού με τη θεωρία της δομοποίησης ‐στοιχεία της οποίας αναφέρθηκαν πιο πριν. Μια σειρά δυαδισμών, υπαρκτών στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και της κοινωνικής φιλοσοφίας, που συνδέονται με το διαχωρισμό υποκειμένου‐αντικειμένου, γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστεί σ' ένα εννοιολογικό σχήμα που προτείνει τη δυαδικότητα της δομής. Σύμφωνα με τη θεωρία της δομοποίησης η περιοχή που πρέπει να μελετήσουν οι κοινωνικές επιστήμες δεν είναι ούτε αυτή της εμπειρίας των κοινωνικά δρώντων ατόμων, ούτε εκείνη των κοινωνικών ολοτήτων, αλλά οι κοινωνικές πρακτικές όπως αυτές συγκροτούνται και αναπαράγονται χωρο‐χρονικά (Giddens Α., (1984), 1986: ΧΧΙ‐ΧΧΙΙ). Με τη θεωρία του αυτή καλύπτει τόσο την πρόταση του Winch καθώς και στοιχεία άλλων ερμηνευτικών τάσεων, στο βαθμό που αποβλέπουν στη μελέτη των ατόμων και της δραστηριότητάς τους, όσο και τη μελέτη δομών, θεσμών και κοινωνικών συστημάτων, χώρου που κατά παράδοση ερευνούν ο λειτουργισμός και ο δομισμός και δεν λαμβάνει υπόψη η ερμηνευτική παρά μόνο σαν σημείο αναφοράς του κοινωνικού πράττειν. Στην προσέγγισή του αυτή βασικές έννοιες του λειτουργισμού όπως «ανάγκη», «λειτουργία» δεν έχουν πια θέση. Όμως υπάρχει ένα στοιχείο του λειτουργισμού που δεν μπορεί να παραβλεφθεί, γι' αυτό και ο Giddens επιδιώκει να το συμπεριλάβει στη δική του θεωρία. Είναι οι μη‐προβλεπόμενες συνθήκες και οι μη σκόπιμες συνέπειες του κοινωνικού πράττειν. Αυτές ακριβώς οι συνθήκες που δεν μπορούν να ελεγχθούν από τη γνώση των κοινωνικά δρώντων ατόμων, καθώς και οι μη‐σκόπιμες συνέπειες που παράγονται, συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των κοινωνικών πρακτικών, μεταβάλλονται δηλαδή σε μη γνωστές συνθήκες αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος. Ο Giddens αποδέχεται την ύπαρξη αιτιακών νόμων στις κοινωνικές επιστήμες. Οι νόμοι αυτοί εντοπίζονται στις διασυνδέσεις μεταξύ των σκόπιμων και μη σκόπιμων συνεπειών των κοινωνικών πράξεων. Όμως οι νόμοι στις κοινωνικές επιστήμες έχουν ιστορικό χαρακτήρα, δεν έχουν δηλαδή καθολικό χαρακτήρα και είναι δυνατόν να μεταβληθούν με την επίγνωση της ύπαρξής τους από τους ανθρώπους. Σαν παράδειγμα αναφέρει τους «νόμους της αγοράς» σε μια ανταγωνιστική καπιταλιστική κοινωνία, που αναλύει ο Marx. H ισχύς των νόμων αυτών εξασφαλίζεται από την έλλειψη κατανόησής τους και ελέγχου της οικονομικής ζωής από τους παραγωγούς (Giddens Α., 1982: 15). Στο επίπεδο της λογικής των κοινωνικών επιστημών αντί του θετικισμού ο Giddens προτείνει τη «διπλή ερμηνευτική». Η σύγχρονη ερμηνευτική μετατόπιση του ενδιαφέροντος από την «ψυχολογική» κατανόηση (που επικράτησε στις κοινωνικές επιστήμες με τη συμβολή του Dilthey) στη γλώσσα, σημείο προσέγγισης νεότερης ερμηνευτικής (Gadamer, Apel, κ.λπ.) και ώριμου Wittgenstein συμπληρώνεται με τη φαινομενολογική προσέγγιση που απευθύνεται στη διερεύνηση της καθημερινής πρακτικής των ανθρώπων και των αντιλήψεών τους. Η
Digitized by 10uk1s
ερμηνευτική γίνεται διπλή γιατί, όπως διευκρινίστηκε πιο πριν, προσανατολίζεται τόσο στην περιγραφή των «τρόπων ζωής» («Forms of Life») που συγκροτούνται και συγκροτούν την ανθρώπινη συμπεριφορά, όσο επίσης και τις κοινωνικές επιστήμες, καθόσον οι ίδιες συγκροτούν έναν «τρόπο ζωής» και με δική τους γλώσσα. Όμως οι δυνατότητες που παρέχονται από μια γλωσσική προσέγγιση της κοινωνικής ζωής περιορίζονται σε μη‐ διαχρονικές μικρο‐αναλύσεις που δεν μπορούν να καλύψουν το πέρασμα από έναν «τρόπο ζωής» σ' έναν άλλο «τρόπο ζωής», ούτε να εκφράσουν τους κανόνες ενός «τρόπου ζωής» με τους κανόνες ενός άλλου (Giddens Α., 1976: 17‐18). Η σπουδαιότητα της φιλοσοφίας του ώριμου Wittgenstein έγκειται στη σύνδεση της γλώσσας με συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές. Το γεγονός αυτό δημιουργεί κατά τον Giddens, μια άμεση συνέχεια και σχέση μεταξύ του Marx και του ώριμου Wittgenstein όσον αφορά την παραγωγή και αναπαραγωγή της κοινωνίας ως κοινωνικής πράξης (Giddens Α., 1983: 4). Ο Giddens λοιπόν θα προχωρήσει να δώσει μια νέα οντολογική διάσταση στην ερμηνευτική, ενσωματώνοντάς την στην οντολογική θεωρία της δομοποίησης, που επιδιώκει αναλύσεις μακρο‐πρόθεσμων θεσμικών αλλαγών, εξουσίας, κοινωνικών συγκρούσεων, κ.λπ. ‐ζητημάτων δηλαδή που δεν είχαν θέση στην ερμηνευτική παράδοση (Giddens Α., 1982: 1). β) Στην προσπάθειά του να υπερβεί μία σειρά αντινομιών που αναφύονται σ' ολόκληρη την ιστορία των κοινωνικών επιστημών (Schumpeter J., History of Economic Analysis, Allen and Unwin, London 1955: 85 κ.επ.) ίσως προκαλεί μια καινούρια ένταση: όσο κι αν ο Giddens προγραμματικά επιμένει ότι ούτε το υποκείμενο, (οι κοινωνικά δρώντες) ούτε το αντικείμενο («κοινωνία», «κοινωνικοί θεσμοί», κλπ.) έχει προτεραιότητα ή ότι η έννοια της πράξης προϋποθέτει εκείνη του θεσμού και το αντίθετο, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει μια ένταση στο έργο του μεταξύ των απόψεών του για τη «διπλή ερμηνευτική» που η βάση της είναι «ανθρωπιστική», υποκειμενική και των αναλύσεών του που αφορούν ζητήματα εμπειρικού κοινωνικού περιεχομένου. Θα υποστηριχθεί και όχι αβάσιμα, ότι ίσως είναι η δομική διάσταση που τελικά επικρατεί στην επεξεργασία θεμάτων (Hechter Μ. 1987). Ακόμη και ο ορισμός που δίνει στην κοινωνιολογία έχει μια δομική απόκλιση (Gane M., 1983). Στηριζόμενος στις αναλύσεις της «νεότερης φιλοσοφίας της επιστήμης» (Popper, Kuhn, Toulmin, Hesse, Feuerabend) θα υποστηρίξει ότι οι επιστήμες χρησιμοποιούν εξίσου την «εξήγηση» και την «κατανόηση», ότι οι σχέσεις μεταξύ σημασιολογικών πλαισίων ή «παραδειγμάτων» και των θεωριών που οι επιστήμονες συλλαμβάνουν εντός αυτών των «παραδειγμάτων», συνεπάγονται προβλήματα κατανόησης σαν εκείνα που κατεξοχήν απασχολούν την ερμηνευτική (Giddens Α., 1982: 12). Επομένως ανοίγονται προοπτικές για την άρση της από παλιά υπάρχουσας αντίθεσης μεταξύ «κατανόησης» («Verstehen») και «εξήγησης («Erklären») (Wright G. H., Explanation and understanding, Routledge and Kegam Paul, London, 1971 κεφ. Ι. Διαφαίνεται λοιπόν και στον Giddens μία πρόταση «ενότητας της μεθόδου» για τις κοινωνικές και φυσικές επιστήμες σαν εκείνη του θετικισμού, όμως αυτή τη φορά στα πλαίσια της ερμηνευτικής. Τέτοιες φυσικά προτάσεις υπάρχουν πολλές στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών, όπως εκείνη του Max Weber που παρουσιάζεται στον ίδιο τον ορισμό της κοινωνιολογίας ή για ν' αναφερθώ σε μια νεότερη, με περισσότερες ίσως απαιτήσεις, εκείνη του Κ.Ο Apel (Apel Κ.Ο, Α «Communication and the Foundations of the Humanities», Acta Sociologica vol.15, no 1, 1972). To πρόβλημα σ' αυτή τη διαμάχη δεν εντοπίζεται στην εξασφάλιση της ενότητας μεταξύ των δύο αυτών διαφορετικών μεθοδολογικών διαδικασιών και ειδών γνώσης αλλά του επικαθορισμού μεταξύ τους (Coniavitis T., «Irrationalitet‐Rationalitet», Acta Universitatis Upsaliensis, UPPSALA 1977:96‐ 100). Κάθε λοιπόν πρόταση άρσης των διαφορών πρέπει να αποβλέπει στην εξασφάλιση ίσων όρων στις αντίπαλες τοποθετήσεις και τα επιδιωκόμενα είδη γνώσης («νομοθετική»‐ «ιδιογραφική» γνώση). Είναι γεγονός, ότι η πρόταση Giddens εισάγει αναμφισβήτητα νέα στοιχεία όμως δεν φαίνεται να συμβάλλει στην άρση της διαμάχης αφού η λύση που προτείνεται είναι μέσα στα πλαίσια της ερμηνευτικής ‐έστω κι αν αυτή είναι «διπλή». Είναι δε λογικό, στα πλαίσια της διπλής ερμηνευτικής να εξασφαλίζονται οι δυνατότητες Digitized by 10uk1s
«ιστορικοποίησης» των νόμων χωρο‐χρονικά ‐αν φυσικά αυτό είναι πάντα ευκταίον‐ όμως δεν υπάρχουν εχέγγυα που να εξασφαλίζουν την «αντικειμενικότητα» των νόμων, θεσμών, κ.λπ. μέσα από την υποκειμενικοποίηση που επιβάλλει η ερμηνευτική (Coniavitis T., 1977: 96‐ 100, Darllmyr Ε., 1982: 22‐23 στο Giddens Α., 1982 Κεφ.1, Callinicos 1985). Ο επαναπροσδιορισμός όρων όπως «θεσμός» κλπ., ως «ανθρώπινων» πρακτικών εξασφαλίζει την υποκειμενικοποίησή τους. Όμως μεταξύ των συνεπειών του κοινωνικού πράττειν, όπως αναφέρθηκε πιο πριν, υπάρχουν και οι μη‐σκόπιμες συνέπειες με τις οποίες αναπαράγονται τα κοινωνικά συστήματα, καθώς επίσης υπάρχουν και οι μη‐προβλεπόμενες συνθήκες, οι οποίες διατηρούν αυτή τους την ιδιότητα, επειδή οριοθετούνται πάντα πέρα από την εκάστοτε υποκειμενικότητα και την προσδιορίζουν τουλάχιστον μερικά. Τα δε προϊόντα του κοινωνικού πράττειν π.χ. επιστημονικές γνώσεις και τεχνολογία δεν αποτελούν απλώς εξωτερικές συνθήκες προβλεπόμενες ή μη‐ προβλεπόμενες ‐αλλά ενσωματωμένα στοιχεία των κοινωνικών συστημάτων. Ο Giddens κατατάσσει τον εαυτό του στους νεο‐ρεαλιστές. Είναι ένα ρεύμα που επικράτησε την τελευταία δεκαετία (κλείνοντας και υπερβαίνοντας την παλιά διαμάχη μεταξύ της επικρατούσας θετικιστικής αντίληψης για την επιστήμη και τους Popper, Kuhn, Feuerabend, Lakatos, κ.λπ.), με κύριους εκπροσώπους τους R. Harre, R. Bhaskar, M. Hesse στην επιστημολογία και τους R. Keat, J. Urry, Τ. Benton, W. Outhwaite, Β. Jessop, D. Sayer κ.λπ., στις κοινωνικές επιστήμες. Όπως και οι ρεαλιστές, ο Giddens αποδέχεται την ύπαρξη μηχανισμών στην κοινωνία, στον κόσμο, που θα πρέπει να περιγραφούν, αποδέχεται ότι αυτοί οι μηχανισμοί είναι δυνατόν να περιγραφούν με ακρίβεια κατά τον παραδοσιακό εμπειρικό τρόπο, παρατηρεί δε ότι η θεωρία του της δομοποίησης έχει κοινά σημεία μ' εκείνη του Bhaskar (Transformational Model) για την κοινωνική πραγματικότητα (Bhaskar R, «Scientific realism and human emancipation» VEPSO NCB London 1986, Κεφ. 2, Giddens Α., 1982; 14 και 1987: 110 στο Mullan b. 1987). Το πρόβλημα όμως είναι, αν η ερμηνευτική που ο Giddens αποδέχεται μπορεί να συνδυασθεί με τις θέσεις του νεο‐ρεαλισμού. Εδώ ίσως διαγράφεται μια νέα πρόκληση για τον Anthony Giddens. Θωμάς Κονιαβίτης
Έργα του Α. Giddens Capitalism and modern social theory. An analysis of the writings of Marx, Durkheim and Max Weber, Cambridge University Press, Cambridge 1971. Politics and sociology in the thought of Max Weber, Allen & Unwin, London 1972. The class structure of the advanced societies, Hutchinson, London 1973. New rules of sociological method, Basic Books, New York 1976. Emile Durkheim, Cambridge University Press, Cambridge 1972. Studies in social and political theory, Hutchinson, London 1977. Central problems in social theory, Macmillan, London 1979.
Digitized by 10uk1s
A contemporary critique of historical materialism, Vol. 1, Power, property and the state, Macmillan, London 1981. Profiles and critiques in social theory, Macmillan, London 1982. Sociology. A brief but critical introduction, Macmillan, London 1982. The constitution of society. Polity Press, Cambridge 1984. The nation‐state and violence. Volume two of A contemporary critique of historical materialism, Polity Press, Cambridge 1985. Social theory and Modern Sociology, Polity Press, London 1987. Ανθολογία Giddens A. (ed.) Positivism and Sociology, Heinemann, London 1974. Giddens A. and Held D. (ed.). Class, power and conflict, Macmillan, London 1982. Giddens A. and Mackenzi G. (ed.), Social class and division of labour, Camridge, Un. Pr. 1982. Giddens A. and Turner J. (ed.), Social theory today, Stanford Un. Pr. 1987.
Digitized by 10uk1s
Πρόλογος
Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης πάνω κάτω δεκαετίας έγιναν σημαντικές αλλαγές στην κοινωνιολογία και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότερα. Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις, ως επί το πλείστον έχουν μελετηθεί μόνο σε κείμενα ιδιαιτέρως περίπλοκα τα οποία δεν είναι εύκολα προσιτά σε ανθρώπους που δεν έχουν εξοικειωθεί με το θέμα. Αυτό με παρακίνησε να γράψω αυτό το βιβλίο με σκοπό να προσφέρω μια εισαγωγή στην κοινωνιολογία, η οποία αντανακλά τις υπάρχουσες εξελίξεις κάνοντάς τες προσιτές στον αρχάριο αναγνώστη. Ονομάζω το βιβλίο «κριτική εισαγωγή» για δύο λόγους. Είναι κριτική μιας κατηγορίας ιδεών, οι οποίες για ένα μεγάλο διάστημα αποτέλεσαν την παραδοσιακή γνώση της κοινωνιολογίας. Αλλά ισχυρίζομαι, επίσης, ότι η κοινωνιολογία εκλαμβανόμενη με τον τρόπο που παρουσιάζεται εδώ, είναι αναγκαστικά άμεσα συνδεδεμένη με την κοινωνική κριτική. Η κοινωνιολογία δεν μπορεί να είναι ένα ουδέτερο διανοητικό εγχείρημα, αδιάφορο απέναντι στις πρακτικές επιπτώσεις των αναλύσεών του σ' εκείνους, των οποίων η συμπεριφορά διαμορφώνει το αντικείμενο της μελέτης της. Αυτό το βιβλίο διαφέρει από τα περισσότερα εισαγωγικά κείμενα στην κοινωνιολογία από πολλές απόψεις. Περιλαμβάνει μία μελέτη των βασικών προβλημάτων της κοινωνικής θεωρίας ‐τον πυρήνα των θεωρητικών ανησυχιών‐ τις οποίες η κοινωνιολογία μοιράζεται με όλες τις κοινωνικές επιστήμες. Δεν υιοθετώ τη συνήθη άποψη ότι αυτά τα θέματα είναι ασήμαντα γι' αυτούς που επιζητούν μία πρώτη γνωριμία με την κοινωνιολογία. Ούτε δέχομαι την εξίσου συνήθη άποψη ότι τέτοια ζητήματα είναι πολύ περίπλοκα για να κατανοηθούν, πριν ο αναγνώστης γνωρίσει τέλεια το εμπειρικό περιεχόμενο του θέματος. Στην ανάλυση αυτού του εμπειρικού περιεχομένου τονίζω ορισμένα σημεία, τα οποία διαφέρουν από όσα υπάρχουν συνήθως στις εισαγωγικές μελέτες. Αρκετές αναλύσεις της κοινωνιολογίας γράφονται κυρίως σε σχέση με μια συγκεκριμένη κοινωνία ‐αυτή στην οποία ζει ο συγγραφέας ή το κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο. Προσπαθώ να αποφύγω αυτό το είδος τοπικισμού, πιστεύοντας ότι ένα από τα κύρια καθήκοντα της κοινωνιολογικής σκέψης είναι να απελευθερωθεί από τα όρια του οικείου. Ίσως, όμως, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του βιβλίου είναι η έντονα ιστορική έμφαση. Η «κοινωνιολογία» και η «ιστορία» κανονικά μπορεί να διδάσκονται σαν να ήταν ξεχωριστοί τομείς μελέτης, όμως εγώ θεωρώ μια τέτοια άποψη εντελώς λανθασμένη. Προσπάθησα να είμαι σύντομος και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει κάποια προσπάθεια από άποψη κατανόησης. Δεν προσπαθώ να καλύψω εγκυκλοπαιδικά την ποικιλία των θεμάτων τα οποία αποτελούν γνήσιες περιοχές κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος. Ο αναγνώστης που θέλει μία τέτοια κάλυψη πρέπει να κοιτάξει κάπου αλλού. Anthony Giddens
Ευχαριστίες Ο συγγραφέας και οι εκδότες θέλουν να ευχαριστήσουν αυτούς, που ευγενικά έδωσαν την άδειά τους για τη χρήση του κοπυράιτ των έργων τους: τον Ελεγκτή της Υπηρεσίας Κρατικών
Digitized by 10uk1s
Εκδόσεων της Αυτής Μεγαλειότητος για τα στοιχεία από το Social Trends∙ τα Ηνωμένα Έθνη για τους πίνακες από το United Nations Statistical Yearbook (1981) 1983. Καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια να έρθουμε σε επαφή με τους κατόχους του κοπυράιτ, εάν, όμως, λόγω απροσεξίας μας διέφυγε κάποιος, θα χαρούμε να κάνουμε τις απαραίτητες διευθετήσεις με την πρώτη ευκαιρία.
Digitized by 10uk1s
1 Κοινωνιολογία: Θέματα και Προβλήματα
Η κοινωνιολογία είναι ένα αντικείμενο με περιέργως συγκεχυμένη φήμη. Από τη μία πλευρά πολλοί άνθρωποι τη συνδέουν με την υποδαύλιση επανάστασης, θεωρώντας την ένα κίνητρο για εξέγερση. Αν και μπορεί να έχουν μόνο μια αόριστη ιδέα για το ποια θέματα μελετώνται στην κοινωνιολογία, κατά κάποιο τρόπο σχετίζουν την κοινωνιολογία με την ανατροπή, με τα ηχηρά αιτήματα των ατημέλητων μαχητικών φοιτητών. Από την άλλη πλευρά, εντελώς διαφορετική άποψη για το θέμα ‐ίσως πιο συνηθισμένη από την πρώτη‐ έχουν συχνά οι άνθρωποι που ήρθαν σε άμεση επαφή με την κοινωνιολογία στο σχολείο και το Πανεπιστήμιο. Αυτό στην πραγματικότητα αποτελεί ένα μάλλον ανιαρό και μη‐διδακτικό εγχείρημα, το οποίο αντί να ωθεί τους φοιτητές στα οδοφράγματα είναι πιο πιθανό να τους κάνει να βαρεθούν θανάσιμα τις κοινοτοπίες του. Η κοινωνιολογία, μ' αυτή την αμφίεση, έχει την όψη επιστήμης, που όμως αποδεικνύεται ότι δεν είναι τόσο διαφωτιστική όσο οι φυσικές επιστήμες, το μοντέλο των οποίων χρησιμοποιούν όσοι την ασκούν. Νομίζω ότι εκείνοι που έχουν υιοθετήσει τη δεύτερη άποψη για την κοινωνιολογία, έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Η κοινωνιολογία εκλαμβάνεται από αρκετούς ‐ίσως και από τους περισσότερους‐ υποστηρικτές της κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι κοινότοποι ισχυρισμοί μεταμφιέζονται σε μια ψευτο‐επιστημονική γλώσσα. Η ιδέα ότι η κοινωνιολογία ανήκει στις φυσικές επιστήμες, και κατά συνέπεια θα έπρεπε να προσπαθεί να μιμείται δουλικά τις μεθόδους και τους στόχους τους, είναι λανθασμένη. Οι μη‐ειδικοί κριτικοί της, κατά ένα μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, έχουν δίκιο που δυσπιστούν για τα επιτεύγματα της κοινωνιολογίας που παρουσιάζονται με τέτοιο τρόπο. Σ' αυτό το βιβλίο πρόθεσή μου είναι να σχετίσω την κοινωνιολογία περισσότερο με την πρώτη άποψη, παρά με τη δεύτερη. Λέγοντας αυτό δεν εννοώ ότι σκοπεύω να συνδέσω την κοινωνιολογία μ' ένα είδος παράλογης επίθεσης εναντίον όλων των τρόπων συμπεριφοράς τους οποίους το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού θεωρεί καλούς και σωστούς. Θέλω, όμως, να υποστηρίξω την άποψη ότι η κοινωνιολογία, εκλαμβανόμενη με τον τρόπο που θα την περιγράψω, αναγκαστικά έχει μία ανατρεπτική ιδιότητα. Θα υποστηρίξω, όμως, ότι ο ανατρεπτικός ή κριτικός χαρακτήρας της δεν (ή δεν θα έπρεπε να) υποδηλώνει ότι είναι ένα ευκαταφρόνητο διανοητικό εγχείρημα. Αντίθετα, η κοινωνιολογία έχει αυτό το χαρακτήρα ακριβώς επειδή ασχολείται με προβλήματα άμεσου ενδιαφέροντος για όλους μας (ή θα έπρεπε να το κάνει), προβλήματα που αποτελούν το αντικείμενο σημαντικών διενέξεων και συγκρούσεων μέσα στην ίδια την κοινωνία. Είτε είναι καλοβαλμένοι, είτε όχι, οι ριζοσπάστες φοιτητές ή όποιοι άλλοι ριζοσπάστες, υπάρχει ευρεία σχέση μεταξύ των παρορμήσεων, που τους ωθούν σε δράση, και της κοινωνιολογικής συνείδησης. Αυτό δεν συμβαίνει, ή φαντάζομαι συμβαίνει πολύ σπάνια μόνο, επειδή οι κοινωνιολόγοι διακηρύσσουν ευθέως την εξέγερση∙ συμβαίνει κυρίως επειδή η μελέτη της κοινωνιολογίας, σωστά εκλαμβανόμενη, αποδεικνύει αναπόφευκτα πόσο θεμελιώδη είναι τα κοινωνικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο σημερινό κόσμο. Καθένας, μέχρις ενός σημείου, έχει συνείδηση αυτών των προβλημάτων, όμως η μελέτη της κοινωνιολογίας βοηθά να εστιασθούν καθαρότερα. Η κοινωνιολογία δεν είναι δυνατόν να παραμείνει ένα καθαρά ακαδημαϊκό ζήτημα, αν με τη λέξη «ακαδημαϊκό» εννοούμε την ανιδιοτελή και απόμακρη λόγια επιδίωξη, που λαμβάνει χώρα μόνο μέσα στους τέσσερις τοίχους του Πανεπιστημίου. Η κοινωνιολογία δεν είναι ένα αντικείμενο που εμφανίζεται σαν ένα όμορφα τυλιγμένο δώρο, το οποίο δεν απαιτεί τίποτα άλλο παρά να αποκαλυφθεί το περιεχόμενό του. Όπως όλες οι κοινωνικές επιστήμες ‐κάτω από την ετικέτα των οποίων μπορούν, μεταξύ άλλων κλάδων, να
Digitized by 10uk1s
ενταχθούν η ανθρωπολογία, τα οικονομικά και η ιστορία‐ έτσι και η κοινωνιολογία είναι μια ενδογενώς αμφιλεγόμενη προσπάθεια. Χαρακτηρίζεται, δηλαδή, από συνεχείς διενέξεις σχετικά με την ίδια της τη φύση. Αλλά αυτό δεν είναι αδυναμία, αν και έτσι φαινόταν σε πολλούς από αυτούς που αποκαλούν τους εαυτούς τους επαγγελματίες «κοινωνιολόγους», καθώς επίσης και σε πολλούς άλλους έξω από την επιστήμη οι οποίοι ενοχλούνται, επειδή υπάρχουν πολυάριθμες αντικρουόμενες αντιλήψεις για το πώς πρέπει να προσεγγιστεί και να αναλυθεί το αντικείμενο της κοινωνιολογίας. Εκείνοι που ενοχλούνται από τον επίμονο χαρακτήρα των κοινωνιολογικών αντιθέσεων καθώς και από τη συχνή έλλειψη ομοφωνίας σχετικά με το πώς θα επιλυθούν, συνήθως έχουν την εντύπωση ότι αυτό είναι ένα δείγμα ανωριμότητας του αντικειμένου. Θέλουν να μοιάζει η κοινωνιολογία με τις φυσικές επιστήμες και να παράγει ένα σύστημα καθολικών νόμων, παρόμοιο με το σύστημα που θεωρούν ότι έχουν ανακαλύψει και επαληθεύσει οι φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα όμως με την άποψη που θα περιγράψω σ' αυτό το βιβλίο, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι η κοινωνιολογία μπορεί να θεωρεί τις φυσικές επιστήμες ως πρότυπο, ή να φανταζόμαστε ότι μια φυσική επιστήμη της κοινωνίας είναι δυνατή είτε επιθυμητή. Πρέπει να τονίσω ότι λέγοντας αυτό δεν εννοώ ότι οι μέθοδοι και οι στόχοι των φυσικών επιστημών δεν έχουν καμία σχέση με τη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνικής συμπεριφοράς. Η κοινωνιολογία ασχολείται με ένα αντικείμενο που είναι πρακτικά παρατηρήσιμο, εξαρτάται από την εμπειρική έρευνα και περιλαμβάνει προσπάθειες για διαμόρφωση θεωριών και γενικεύσεων, οι οποίες ερμηνεύουν τα γεγονότα. Οι άνθρωποι, όμως, δε μοιάζουν με τα άψυχα αντικείμενα στη φύση∙ η μελέτη της δικής μας συμπεριφοράς αναγκαστικά είναι εντελώς διαφορετική από ορισμένες, πολύ σημαντικές απόψεις, από τη μελέτη των φυσικών φαινομένων.
Το πλαίσιο της κοινωνιολογίας Η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας και τα σημερινά ενδιαφέροντά της πρέπει να κατανοηθούν στο πλαίσιο των αλλαγών που δημιούργησαν το σύγχρονο κόσμο. Ζούμε σε μια εποχή μαζικών κοινωνικών μεταβολών σχηματισμών. Μόνο στο διάστημα δύο περίπου αιώνων έχει εμφανιστεί ένα ευρύτατο σύνολο κοινωνικών αλλαγών, των οποίων ο ρυθμός σήμερα μάλλον έχει επισπευθεί παρά επιβραδυνθεί. Αυτές οι αλλαγές, προερχόμενες αρχικά από τη δυτική Ευρώπη, έχουν τώρα παγκόσμιο αντίκτυπο. Έχουν καταλύσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης, με την οποία η ανθρωπότητα είχε ζήσει τα χιλιάδες χρόνια της προηγούμενης ιστορίας της. Ο πυρήνας τους βρίσκεται σ' αυτό που μερικοί έχουν περιγράψει ως τις «δύο μεγάλες επαναστάσεις» της Ευρώπης του 18ου και του 19ου αιώνα. Η πρώτη είναι η γ α λ λ ι κ ή ε π α ν ά σ τ α σ η του 1789, ένα συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων αλλά και ένα σύμβολο πολιτικών μετασχηματισμών στην εποχή μας. Κι αυτό γιατί η επανάσταση του 1789 ήταν εντελώς διαφορετική από τις εξεγέρσεις προηγούμενων εποχών. Αρκετές φορές οι χωρικοί είχαν εξεγερθεί, για παράδειγμα, εναντίον των φεουδαρχών, γενικά όμως προσπαθούσαν να απομακρύνουν συγκεκριμένα άτομα από την εξουσία, ή να εξασφαλίσουν μείωση στις τιμές ή στους φόρους. Στη γαλλική επανάσταση (στην οποία μπορούμε να συμπεριλάβουμε, με ορισμένες επιφυλάξεις, την αντι‐αποικιακή επανάσταση στη βόρειο Αμερική το 1776) για πρώτη φορά στην ιστορία καταλύθηκε ολοκληρωτικά η κοινωνική τάξη πραγμάτων από ένα κίνημα καθοδηγούμενο από καθαρά κοσμικά ιδεώδη∙ καθολική ελευθερία και ισότητα. Αν και τα επαναστατικά ιδεώδη δεν έχουν εντελώς πραγματοποιηθεί ως σήμερα, δημιούργησαν ένα κλίμα πολιτικής αλλαγής, που αποδείχτηκε ότι είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης ιστορίας. Σήμερα λίγα κράτη στον κόσμο δεν έχουν ονομαστεί από τους κυβερνήτες τους «δημοκρατίες» ανεξάρτητα από την πραγματική πολιτική τους χροιά. Αυτό είναι κάτι εντελώς καινούριο στην ανθρώπινη ιστορία. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν άλλα δημοκρατικά πολιτεύματα, ιδίως τα πολιτεύματα της κλασικής Ελλάδας και της Ρώμης. Αυτά, όμως, ήταν σπάνιες περιπτώσεις∙ σε καθεμιά από Digitized by 10uk1s
αυτές οι «πολίτες» ήταν ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου αποτελούσαν οι σκλάβοι ή άλλοι, που δεν είχαν τα προνόμια των εκλεκτών ομάδων των πολιτών. Η δεύτερη «μεγάλη επανάσταση» ήταν η επονομαζόμενη «β β ι ο μ η χ α ν ι κ ή ε π α ν ά σ τ α σ η », που συνήθως τοποθετείται στη Βρετανία στο τέλος του 18ου αιώνα, ενώ και το 19ο εξαπλώνεται σ' ολόκληρη τη δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η βιομηχανική επανάσταση μερικές φορές παρουσιάζεται απλά και μόνο ως ένα σύνολο τεχνικών βελτιώσεων: ιδίως η χρησιμοποίηση του ατμού στη βιομηχανική παραγωγή και η εισαγωγή νέων μηχανημάτων πραγματοποιήθηκαν με βάση τέτοιες πηγές ενέργειας. Αυτές, όμως, οι τεχνικές ανακαλύψεις ήταν μόνο μέρος ενός πολύ ευρύτερου συνόλου κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν η μετακίνηση του όγκου του εργατικού δυναμικού από την ύπαιθρο στις διαρκώς επεκτεινόμενες ζώνες της βιομηχανικής εργασίας, μια διαδικασία η οποία, επίσης, οδήγησε τελικά στη διευρυμένη εκμηχάνιση της αγροτικής παραγωγής. Η ίδια διαδικασία ενίσχυσε την επέκταση των πόλεων σε τέτοια κλίμακα, που δεν είχε ποτέ προηγουμένως παρατηρηθεί στην ιστορία. Έχει υπολογιστεί ότι πριν από το δέκατο ένατο αιώνα, ακόμη και στις πιο αστικοποιημένες κοινωνίες στις κωμοπόλεις ή στις πόλεις δε ζούσε περισσότερο από το 10% του πληθυσμού ‐συνήθως στα περισσότερα αγροτικά κράτη ή στις αυτοκρατορίες ζούσαν πολύ λιγότεροι. Ουσιαστικά, με τα σημερινά δεδομένα, όλες οι πόλεις στις προβιομηχανικές κοινωνίες, ακόμη και τα πιο ονομαστά κοσμοπολίτικα κέντρα, ήταν σχετικά μικρές. Ο πληθυσμός του Λονδίνου το δέκατο τέταρτο αιώνα, για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί στις 30.000∙ της Φλωρεντίας, κατά την ίδια περίοδο, έχει υπολογιστεί στις 90.000. Στην αρχή του δέκατου ένατου αιώνα, ο πληθυσμός του Λονδίνου ξεπερνούσε ήδη τον πληθυσμό οποιασδήποτε προγενέστερης πόλης στην ιστορία, ανερχόμενος στις 900.000 ψυχές περίπου. Το 1800, όμως, ακόμη και σ' ένα τόσο μεγάλο μητροπολιτικό κέντρο μόνο ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της Αγγλίας και της Ουαλίας ζούσε σε πόλεις κάποιου μεγέθους. Έναν αιώνα αργότερα, περίπου γύρω στο 40% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις με 100.000 ή περισσότερους κατοίκους και το 60%, περίπου, σε πόλεις 20.000 ή περισσότερων κατοίκων. ΠΙΝΑΚΑΣ 1.1. Ποσοστά πληθυσμού της γης στις πόλεις επί του εκάστοτε συνόλου Πόλεις με 20.000 κατ. και πάνω
Πόλεις με 100.000 κατ. και πάνω
1800
2,4
1,7
1850
4,3
2,3
1900
9,2
5,5
1950
20,9
13,1
1970
31,2
16,7
1982
34,6
18,1
Πηγή: Kingsley Davis, «The origin and growth of urbanisation in the world», American journal of Sociology, τομ. 61, 1955 (αναθεωρημένο).
Ο Πίνακας 1.1. δείχνει ότι ο εξαστισμός έχει εξαπλωθεί εντυπωσιακά σε παγκόσμια κλίμακα και εξακολουθεί να εξαπλώνεται. Όλες οι βιομηχανοποιημένες χώρες είναι εξαιρετικά αστικοποιημένες με βάση οποιαδήποτε κριτήρια κι αν επιλέξει κανείς για να διαχωρίσει την
Digitized by 10uk1s
«κωμόπολη» ή την «πόλη» από μικρότερα πληθυσμιακά σύνολα. Ραγδαία επεκτεινόμενες αστεακές περιοχές υπάρχουν και στις περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Οι πιο μεγάλες αστεακές περιοχές στο σύγχρονο κόσμο είναι τεράστιες σε σύγκριση με τις πόλεις στις κοινωνίες πριν από το δέκατο ένατο αιώνα. Αν η εκβιομηχάνιση και ο αστισμός αποτελούν το επίκεντρο των μετασχηματισμών οι οποίοι κατέλυσαν ανεπανόρθωτα τις περισσότερες παραδοσιακές μορφές κοινωνιών, υπάρχει και ένα τρίτο φαινόμενο που συνδέεται με αυτά και πρέπει να αναφερθεί. Είναι η αρκετά εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού στο σημερινό κόσμο, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Έχει υπολογιστεί ότι την εποχή της γέννησης του Χριστού η γη μάλλον είχε λιγότερους από 300 εκατομμύρια κατοίκους. Ο συνολικός αριθμός φαίνεται ότι αυξήθηκε με αρκετά σταθερό αλλά αργό ρυθμό ως το δέκατο όγδοο αιώνα∙ πιθανόν, ο πληθυσμός της γης μόλις που διπλασιάστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Από τότε έχει εμφανιστεί η «πληθυσμιακή έκρηξη», για την οποία καθένας έχει ακούσει, ωστόσο λίγοι μπορούν να ξέρουν τις λεπτομέρειες. Σήμερα υπάρχουν σχεδόν 4.800 εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο και αυτός ο αριθμός αυξάνεται με τέτοιο ρυθμό που εάν συνεχιστεί, ο πληθυσμός της γης θα διπλασιάζεται κάθε σαράντα χρόνια. Ενώ οι συνέπειες μιας τέτοιας πληθυσμιακής αύξησης είναι φοβερές για το μέλλον της ανθρωπότητας και αποτελούν αντικείμενο σημαντικών διαφωνιών, οι παράγοντες που βρίσκονται πίσω από την εμφάνιση της πρόσφατης πληθυσμιακής αύξησης είναι λιγότερο αμφισβητήσιμοι από τους παράγοντες της εκβιομηχάνισης ή του αστισμού. Κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας γενικά υπήρχε ισορροπία μεταξύ των ποσοστών γεννητικότητας και θνησιμότητας. Παρ' όλο που από ορισμένες απόψεις αυτό είναι ένα περίπλοκο ζήτημα, υπάρχουν δύο κύρια φαινόμενα, τα οποία επισκιάζουν τα άλλα. Το ένα είναι ότι πριν από τους δύο τελευταίους αιώνες, ο μέσος όρος ζωής σπάνια ήταν μεγαλύτερος από τριανταπέντε χρόνια ενώ συχνά ήταν μικρότερος. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν το μέγεθος του ποσοστού παιδικής θνησιμότητας: στη μεσαιωνική Ευρώπη και αλλού δεν ήταν σπάνιο να πεθαίνουν, πριν ενηλικιωθούν, μέχρι και τα μισά από τα παιδιά που γεννιούνταν κάθε χρόνο. Η αύξηση της πιθανής διάρκειας ζωής και η εντυπωσιακή μείωση του ποσοστού παιδικής θνησιμότητας, που οφείλονται στο βελτιωμένο αποχετευτικό σύστημα, στις γενικές συνθήκες υγιεινής και στη νίκη της ιατρικής πάνω σε μερικές σημαντικές μεταδοτικές ασθένειες επέτρεψαν αυτή την τεράστια πληθυσμιακή αύξηση.
Κοινωνιολογία: ένας ορισμός και μερικές προκαταρκτικές σκέψεις Η κοινωνιολογία γεννήθηκε όταν αυτοί που αντιλήφθηκαν τις πρώτες αλλαγές, τις οποίες προκάλεσαν οι δύο «μεγάλες επαναστάσεις» στην Ευρώπη, προσπάθησαν να κατανοήσουν τις συνθήκες της εμφάνισής τους και τις πιθανές συνέπειές τους. Φυσικά, κανένας τομέας μελέτης δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς από τη στιγμή της γένεσής του. Εύκολα μπορούμε να εντοπίσουμε κάποια συνέχεια ανάμεσα στους συγγραφείς των μέσων του δέκατου όγδοου αιώνα μέχρι τις τελευταίες περιόδους της κοινωνικής σκέψης. Το κλίμα των ιδεών, που συμπεριλαμβάνονται στη διαμόρφωση της κοινωνιολογίας, πράγματι βοήθησε μέχρις ενός σημείου την εμφάνιση της διττής διαδικασίας της επανάστασης. Πώς θα έπρεπε να οριστεί η κοινωνιολογία; Επιτρέψτε μου να αρχίσω με μία κοινοτοπία. Η κοινωνιολογία ασχολείται με τη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνιών. Τώρα η ιδέα της κοινωνίας μπορεί να διατυπωθεί μόνο με πολύ γενικό τρόπο. Κι αυτό γιατί στη γενική κατηγορία των «κοινωνιών» οφείλουμε να συμπεριλάβουμε όχι μόνο τις βιομηχανικές κοινωνίες αλλά και τις μεγάλες αγροτικές αυτοκρατορίες (όπως τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ή την παραδοσιακή Κίνα) καθώς και στην άλλη άκρη της κλίμακας, τις μικρές φυλετικές
Digitized by 10uk1s
κοινωνίες οι οποίες μπορεί να αποτελούνται από έναν πολύ μικρό αριθμό ατόμων. Η κοινωνία είναι ένα σύμπλεγμα, ένα σύστημα θεσμοποιημένων τρόπων συμπεριφοράς. Μιλώντας για «θεσμοποιημένες» μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς αναφερόμαστε στις πεποιθήσεις και στους τρόπους ενέργειας που εμφανίζονται και επανεμφανίζονται ‐ή σύμφωνα με την ορολογία της σύγχρονης κοινωνικής θεωρίας, αναπαράγονται κοινωνικά‐ στο χρόνο και το χώρο. Η γλώσσα είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα μιας τέτοιας μορφής θεσμοποιημένης ενέργειας ή θεσμού, εφόσον αποτελεί τόσο κεφαλαιώδες μέρος της κοινωνικής ζωής. Όλοι μας μιλάμε γλώσσες τις οποίες κανείς από μας, ως άτομα, δεν κατασκεύασε, και παρ' όλα αυτά χρησιμοποιούμε δημιουργικά τη γλώσσα. Είναι δυνατόν, όμως, να θεσμοποιηθούν και πολλοί άλλοι τομείς της κοινωνικής ζωής: γίνονται, δηλαδή, κοινώς αποδεκτές λειτουργίες που διατηρούν, διαμέσου των γενεών, μια ευδιάκριτα συγγενή μορφή. Συνεπώς, μπορούμε να μιλάμε για οικονομικούς θεσμούς, για πολιτικούς θεσμούς και τα λοιπά. Πρέπει να τονιστεί ότι μία τέτοια χρήση της έννοιας «θεσμός» διαφέρει από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται συχνά ο όρος στην καθημερινή γλώσσα, όπου έχει την ίδια περίπου σημασία με τους όρους «ομάδα» ή «συλλογικότητα», όταν, ας πούμε, χαρακτηρίζεται μία φυλακή ή ένα νοσοκομείο ως «θεσμός». Αυτές οι σκέψεις υποδεικνύουν τον τρόπο που πρέπει να εννοηθεί ο όρος «κοινωνία», δεν μπορούμε, όμως, να σταματήσουμε εδώ. Η «κοινωνία» είναι κοινό αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας και άλλων κοινωνικών επιστημών. Αυτό που διακρίνει την κοινωνιολογία είναι το μεγάλο ενδιαφέρον της για τις μορφές κοινωνιών που δημιουργήθηκαν ως επακόλουθο των «δύο μεγάλων επαναστάσεων». Σ' αυτές τις μορφές συμπεριλαμβάνονται οι βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες ‐οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης, η Ιαπωνία και οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης‐ και στον εικοστό αιώνα πολλές άλλες κοινωνίες σ' όλο τον κόσμο. Στη σύγχρονη εποχή καμία κοινωνική τάξη πραγμάτων δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τις δυνάμεις που αποδεσμεύτηκαν από τις «δύο μεγάλες επαναστάσεις». Ωστόσο, θέλω να τονίσω ιδιαιτέρως ότι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε τις «προηγμένες» κοινωνίες σαν να ήταν απομονωμένες από τον υπόλοιπο κόσμο ή από τις προγενέστερες κοινωνίες ‐αν και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνιολογίας έχει γραφτεί σαν να ίσχυε κάτι τέτοιο. Υπό το φως αυτών των σχολίων μπορώ να δώσω τον εξής ορισμό της κοινωνιολογίας. Η κοινωνιολογία είναι μία κοινωνική επιστήμη, η οποία επικεντρώνεται κυρίως στη μελέτη των κοινωνικών θεσμών, που δημιουργήθηκαν από το βιομηχανικό μετασχηματισμό των δύο ή τριών προηγούμενων αιώνων. Πρέπει να τονίσω ότι δεν υπάρχουν ακριβή όρια μεταξύ της κοινωνιολογίας και των άλλων τομέων πνευματικής δραστηριότητας των κοινωνικών επιστημών. Ούτε θα ήταν επιθυμητό κάτι τέτοιο. Μερικά ζητήματα κοινωνικής θεωρίας σχετικά με το πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την ανθρώπινη συμπεριφορά και τους θεσμούς είναι κοινά για όλες τις κοινωνικές επιστήμες. Οι διάφορες «περιοχές» της ανθρώπινης συμπεριφοράς, οι οποίες καλύπτονται από διαφορετικές κοινωνικές επιστήμες, αποτελούν το διανοητικό καταμερισμό της εργασίας, που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο με πολύ γενικό τρόπο. Η ανθρωπολογία, για παράδειγμα, ουσιαστικά ενδιαφέρεται για τις «απλούστερες» κοινωνίες: τις φυλετικές κοινωνίες, τις κοινωνίες με μονοπρόσωπη εξουσία και τα αγροτικά κράτη. Αυτές οι κοινωνίες, όμως, είτε έχουν εξαφανιστεί λόγω των σημαντικών κοινωνικών αλλαγών που σάρωσαν τον κόσμο απ' άκρη σ' άκρη, είτε βρίσκονται στο στάδιο της ενσωμάτωσής τους στα σύγχρονα βιομηχανικά κράτη. Αντικείμενο των οικονομικών επιστημών, για να δούμε ένα άλλο παράδειγμα, είναι η παραγωγή και η διανομή των υλικών αγαθών. Ωστόσο, οι οικονομικοί θεσμοί συνδέονται πάντοτε με τους άλλους θεσμούς των κοινωνικών συστημάτων, οι οποίοι επιδρούν πάνω σ' αυτούς, αλλά και δέχονται τις επιδράσεις τους. Τέλος, η ιστορία ως μελέτη της διαρκούς απομάκρυνσης του παρελθόντος από το παρόν αποτελεί την πηγή απ' όπου αντλούν όλες οι κοινωνικές επιστήμες.
Digitized by 10uk1s
Πολλοί διακεκριμένοι στοχαστές, οι οποίοι συνδέονται με την ανάπτυξη της κοινωνιολογίας, εντυπωσιάστηκαν από τη σημαντική συμβολή της επιστήμης και της τεχνολογίας στις αλλαγές που διαπίστωσαν. Έτσι, εκθέτοντας τους σκοπούς της κοινωνιολογίας, επιδίωξαν να αντιγράψουν στη μελέτη των ανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων τις επιτυχημένες ερμηνείες των φυσικών επιστημών για τον υλικό κόσμο. Η κοινωνιολογία θα ήταν μία «φυσική επιστήμη της κοινωνίας». Ο Auguste Comte, ο οποίος έζησε από το 1798 ως το 1857 και έπλασε τον όρο «κοινωνιολογία», διατύπωσε αυτή την άποψη με τον πιο σαφή και περιεκτικό τρόπο. Ό Όλες οι επιστήμες, ισχυριζόταν, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνιολογίας, έχουν κοινό ένα γενικό πλαίσιο λογικής και μεθόδου∙ όλες επιδιώκουν να αποκαλύψουν τους καθολικούς νόμους που διέπουν τα συγκεκριμένα φαινόμενα, με τα οποία ασχολούνται. Αν ανακαλύψουμε τους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη κοινωνία, πίστευε ο Comte, θα είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε τη μοίρα μας με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που η επιστήμη μας έχει δώσει τη δυνατότητα να ελέγχουμε τα συμβάντα του φυσικού κόσμου. Η περίφημη φράση του Prévoir pour pouvoir (το να είσαι σε θέση να προβλέπεις είναι το να είσαι σε θέση να ελέγχεις), εκφράζει αυτή την άποψη. Από την εποχή του Comte η αντίληψη ότι η κοινωνιολογία έπρεπε να ακολουθήσει τα χνάρια των φυσικών επιστημών, αποτέλεσε την επικρατέστερη άποψη για το θέμα αυτό ‐παρότι, βέβαια, δεν έλειψαν οι αμφισβητήσεις οι οποίες εκφράστηκαν ποικιλοτρόπως. Ο Emile Durkheim (1858‐1917), μία από τις μορφές με τη μεγαλύτερη επιρροή στην εξέλιξη της κοινωνιολογίας τον εικοστό αιώνα, ανέπτυξε περαιτέρω μερικές από τις κύριες ιδέες του Comte. H κοινωνιολογία, δήλωσε, ενδιαφέρεται για τα «κοινωνικά γεγονότα», τα οποία είναι δυνατό να προσεγγισθούν με τον ίδιο αντικειμενικό τρόπο, όπως τα γεγονότα με τα οποία ασχολούνται οι φυσικές επιστήμες. Στο μικρό, αλλά πολύ σημαντικό, βιβλίο του The Rules of Sociological Method (1895), ο Durkheim πρότεινε να θεωρούνται τα κοινωνικά φαινόμενα ως πράγματα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους εαυτούς μας σαν αντικείμενα της φύσης. Μ' αυτό τον τρόπο τόνισε τις ομοιότητες μεταξύ κοινωνιολογίας και φυσικών επιστήμων. Όπως ανέφερα νωρίτερα, μολονότι αυτή η άποψη ήταν πολύ διαδεδομένη στην κοινωνιολογία, είναι η άποψη που εγώ απορρίπτω. Όταν αποκαλούμε την κοινωνιολογία και άλλους τομείς, όπως την ανθρωπολογία και τις οικονομικές επιστήμες «κοινωνικές επιστήμες», τονίζουμε ότι αυτές συνεπάγονται τη συστηματική μελέτη ενός εμπειρικού αντικειμένου. Η ορολογία δεν είναι μπερδεμένη, αρκεί να καταλάβουμε ότι η κοινωνιολογία και οι άλλες κοινωνικές επιστήμες διαφέρουν από τις φυσικές επιστήμες σε δύο ουσιαστικά σημεία. (1) Δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε την κοινωνία ή τα «κοινωνικά γεγονότα» όπως προσεγγίζουμε τα αντικείμενα ή τα συμβάντα στο φυσικό κόσμο, γιατί οι κοινωνίες υφίστανται μόνο στο βαθμό που παράγονται και αναπαράγονται μέσω των δικών μας πράξεων ως ανθρώπινων όντων. Στην κοινωνική θεωρία δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τις ανθρώπινες δραστηριότητες σαν να καθορίζονταν από αίτια, με τον ίδιο τρόπο που καθορίζονται τα φυσικά φαινόμενα. Πρέπει να αντιληφθούμε αυτό που θα ονόμαζα διπλή ανάμιξη ατόμων και θεσμών: δημιουργούμε την κοινωνία και ταυτόχρονα είμαστε δημιουργήματά της. Οι θεσμοί είναι τρόποι κοινωνικής δραστηριότητας που αναπαράγονται στο χρόνο και στο χώρο. Αξίζει να αναλογιστούμε για μια στιγμή τι συνεπάγεται αυτό. Μιλώντας για «αναπαραγωγή» της κοινωνικής συμπεριφοράς ή των κοινωνικών συστημάτων, εννοούμε την επανάληψη παρόμοιων τρόπων δραστηριότητας από άτομα που δρουν σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Πράγματι έχει μεγάλη σημασία να τονίσουμε αυτό το σημείο, επειδή ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής θεωρίας ‐συμπεριλαμβανομένης της θεωρίας του Durkheim‐ διαπνέεται από την τάση να σκέφτεται κανείς με τον ίδιο τρόπο που θα σκεφτόταν κατά την απεικόνιση της φύσης, μια τάση η οποία μπορεί να έχει καταστρεπτικές συνέπειες. Τα κοινωνικά συστήματα περιλαμβάνουν μορφές σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων. Digitized by 10uk1s
Πολλοί κοινωνιολόγοι απεικονίζουν αυτές τις μορφές περισσότερο σαν τους τοίχους ενός κτιρίου ή το σκελετό ενός σώματος. Αυτό είναι παραπλανητικό, επειδή υποδηλώνει μια πολύ στατική και αμετάβλητη εικόνα της φύσης των κοινωνιών: κι αυτό γιατί δε δείχνει ότι η μορφή των κοινωνικών συστημάτων υφίσταται μόνο στο βαθμό που τα άτομα επαναλαμβάνουν, ενεργά συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς σε διαφορετικό χρόνο και χώρο. Εάν επρόκειτο να χρησιμοποιήσουμε κατά κάποιο τρόπο αυτό το είδος απεικόνισης, θα έπρεπε να πούμε ότι τα κοινωνικά συστήματα μοιάζουν με κτίρια, τα οποία διαρκώς ξαναχτίζονται απο τα ίδια τα τούβλα που τα αποτελούν. (2) Από αυτό συνεπάγεται ότι οι πρακτικές συνέπειες της κοινωνιολογίας δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, παράλληλες με τις τεχνολογικές χρήσεις της επιστήμης. Τα άτομα της ύλης δεν μπορούν να μάθουν τι λένε οι επιστήμονες γι' αυτά, ή να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, όταν το μάθουν. Τα ανθρώπινα όντα μπορούν να το κάνουν. Έτσι, η σχέση μεταξύ της κοινωνιολογίας και του «αντικειμένου» της αναγκαστικά είναι διαφορετική από τη σχέση των φυσικών επιστημών με το αντικείμενό τους. Αν θεωρήσουμε την κοινωνική δραστηριότητα ως ένα μηχανικό σύνολο γεγονότων τα οποία καθορίζουν φυσικοί νόμοι, τότε και παρανοούμε το παρελθόν και δεν κατορθώνουμε να αντιληφθούμε πώς μπορεί να επηρεάσει το πιθανό μέλλον μας η κοινωνιολογική ανάλυση. Ως ανθρώπινα όντα δε ζούμε απλώς μέσα στην ιστορία∙ η κατανόηση της ιστορίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τι είναι αυτή η ιστορία και τι μπορεί να γίνει. Γι' αυτό το λόγο δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση του Comte Prévoir pour pouvoir η οποία δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά την κοινωνική τεχνολογία. Οι κοινωνικές επιστήμες απευθύνονται στους ανθρώπους και όχι στον αδρανή κόσμο των αντικειμένων. Συχνά, αυτό γίνεται σαφές, όταν αποδεικνύουμε πως ό,τι μπορεί να φαίνεται στους άμεσα ενδιαφερόμενους αναπόφευκτο, αναμφισβήτητο ‐παρόμοιο με νόμο της φύσης‐ στην πραγματικότητα είναι ιστορικό προϊόν, και πως η κοινωνιολογική ανάλυση μπορεί να παίξει έναν ρόλο χειραφέτησης στην ανθρώπινη κοινωνία. Ταυτόχρονα, η κοινωνιολογική ανάλυση διδάσκει την εγκράτεια. Κι αυτό γιατί η γνώση μπορεί να είναι σημαντική βοηθός της δύναμης, δεν ταυτίζεται όμως με αυτήν. Και η γνώση μας για την ιστορία είναι πάντοτε προσωρινή και ατελής.
Η κοινωνιολογική φαντασία: κοινωνιολογία ως κριτική Η κοινωνιολογική πρακτική, υποστηρίζω σ' αυτό το βιβλίο, απαιτεί την επίκληση αυτού που ο C. Wright Mills έχει ορθώς αποκαλέσει «κοινωνιολογική φαντασία» (The Sociological Imagination, Penguin, 1970∙ ελλ. έκδ.. Ολκός, Αθήνα, 1974). Ο όρος παρατίθεται τόσο συχνά, που διατρέχει τον κίνδυνο της κοινοτοπίας, μια και ο ίδιος ο Mills τον χρησιμοποίησε με ασαφή μάλλον τρόπο. Με τον όρο αυτό εννοώ τις διάφορες συσχετιζόμενες μορφές αίσθησης, που είναι απαραίτητες στην κοινωνιολογική ανάλυση όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι. Η κατανόηση του κοινωνικού κόσμου, δηλαδή των νόμων που διέπουν τις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες ‐τη σημερινή κοινωνία, όπως για πρώτη φορά διαμορφώθηκε στη Δύση‐μπορεί να επιτευχθεί μόνο με βάση μια τριπλή άσκηση της φαντασίας. Αυτές οι μορφές κοινωνιολογικής φαντασίας απαιτούν την ιστορική, ανθρωπολογική και κριτική αίσθηση. Ανθρώπινα όντα όμοια με μας από γενετική άποψη υπήρξαν για 100.000 περίπου χρόνια. Απ' ό,τι γνωρίζουμε από τα αρχαιολογικά ευρήματα, «πολιτισμοί» βασισμένοι στην εγκαταστημένη μόνιμα γεωργία υπήρξαν μόνο τα προηγούμενα 8.000 χρόνια. Όμως αυτή η περίοδος φαίνεται μεγάλη σε σύγκριση με το μικροσκοπικό κομματάκι της σύγχρονης ιστορίας, στην οποία κυριαρχεί η άνοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι ιστορικοί δε συμφωνούν στη χρονολόγηση της αρχής του δυτικού καπιταλισμού ως επικρατέστερου
Digitized by 10uk1s
τρόπου οικονομικής επιχείρησης∙ όμως είναι δύσκολο να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της τοποθέτησής του πριν από το δέκατο πέμπτο ή το δέκατο έκτο αιώνα στην Ευρώπη. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός, η σύζευξη της καπιταλιστικής επιχείρησης με τη μηχανική παραγωγή στο εργοστάσιο, δεν εμφανίζεται νωρίτερα απ' τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα και έπειτα έμελλε να εντοπιστεί μόνο σε περιοχές της Βρετανίας. Ωστόσο τα προηγούμενα εκατό χρόνια, ο αιώνας περίπου που παρακολούθησε την επέκταση του βιομηχανικού καπιταλισμού σ' όλο τον κόσμο, επέφερε κοινωνικές αλλαγές πιο συγκλονιστικές ως προς τις επιπτώσεις τους από κάθε άλλη περίοδο σ' ολόκληρη την προηγούμενη ιστορία της ανθρωπότητας. Όσοι είμαστε στη Δύση ζούμε σε κοινωνίες που έχουν αφομοιώσει τις πρώτες επιδράσεις αυτών των αλλαγών. Η σύγχρονη γενιά έχει εξοικειωθεί με τις κοινωνίες που προσαρμόζονται στις γοργές τεχνολογικές καινοτομίες, στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει σε κωμοπόλεις ή σε πόλεις, εργάζεται στη βιομηχανία και αποτελείται από «πολίτες» των εθνικών κρατών. Αυτός, όμως, ο οικείος κοινωνικός κόσμος ο οποίος δημιουργήθηκε τόσο γοργά και τόσο εντυπωσιακά σ' ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, είναι εντελώς μοναδικός στην ανθρώπινη ιστορία. Η πρώτη προσπάθεια κοινωνιολογικής φαντασίας, που πρέπει να γίνει σήμερα από τον αναλυτή των βιομηχανικών κοινωνιών, είναι η ανάκτηση του άμεσου παρελθόντος μας – του «κόσμου που έχουμε χάσει». Μόνο με μια τέτοια προσπάθεια της φαντασίας, η οποία, φυσικά, απαιτεί ιστορική συνείδηση, μπορούμε να αντιληφθούμε με ακρίβεια πόσο διαφορετική είναι σήμερα η ζωή στις βιομηχανικές κοινωνίες, από τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν. Μας βοηθούν τα ωμά γεγονότα, όπως εκείνα που ανέφερα σε σχέση με τον αστισμό. Όμως αυτό που πραγματικά χρειάζεται είναι μια προσπάθεια με τη δημιουργική φαντασία ανακατασκευής της υφής των μορφών κοινωνικής ζωής οι οποίες τώρα έχουν, κατά ένα μεγάλο μέρος, εκλείψει. Σ' αυτό το σημείο δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ τεχνικής του κοινωνιολόγου και τέχνης του ιστορικού. Η Βρετανία του δέκατου όγδοου αιώνα, η πρώτη κοινωνία που δέχτηκε την επίδραση της βιομηχανικής επανάστασης, εξακολουθούσε να είναι μια κοινωνία στην οποία τηρούνταν τα έθιμα της τοπικής κοινότητας, και της οποίας τα μέλη συνέδεε η μεγάλη επιρροή της θρησκείας. Ήταν μια κοινωνία, στην οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε ευδιάκριτες αναλογίες με την κοινωνία της Βρετανίας του εικοστού αιώνα, όπου όμως οι αντιθέσεις είναι αξιοσημείωτες. Οι οργανώσεις που σήμερα υπάρχουν παντού, δεν είχαν παρά υποτυπώδη μορφή: όχι μόνο τα εργοστάσια και τα γραφεία, αλλά και τα σχολεία, τα κολλέγια, τα νοσοκομεία και οι φυλακές διαδόθηκαν πλατιά το δέκατο ένατο αιώνα. Φυσικά, αυτές οι αλλαγές στην υφή της κοινωνικής ζωής είναι, κατά ένα μέρος, υλικής μορφής. Όπως έγραψε ένας ιστορικός περιγράφοντας τη βιομηχανική επανάσταση: Η σύγχρονη τεχνολογία δεν παράγει μόνο περισσότερα, ταχύτερα∙ φτιάχνει αντικείμενα τα οποία δε θα ήταν με κανένα τρόπο δυνατό να παραχθούν με τις παλαιότερες μεθόδους τεχνικής. Η καλύτερη ινδική χειροκίνητη ανέμη δε θα μπορούσε να φτιάξει τόσο λεπτή και ομαλή κλωστή όσο το αναπηνιστήριο∙ όλα τα σιδηρουργεία της χριστιανοσύνης του δέκατου όγδοου αιώνα δε θα μπορούσαν να φτιάξουν τόσο μεγάλα, λεία και ομοιογενή φύλλα χάλυβα, όσο τα φύλλα ενός σύγχρονου μηχανήματος. Και το σπουδαιότερο είναι ότι η σύγχρονη τεχνολογία έχει δημιουργήσει πράγματα, σχεδόν ασύλληπτα στην προ‐βιομηχανική εποχή: η κάμερα, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, όλη η σειρά των ηλεκτρονικών συσκευών από το ραδιόφωνο ως τον ηλεκτρονικό υπολογιστή μεγάλης ταχύτητας, το εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας, και ούτω καθεξής, σχεδόν ad infinitum... To αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση στην παραγωγή και στην ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών, κάτι που έχει αλλάξει τον τρόπο ζωής του ανθρώπου περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, από τότε που ανακαλύφθηκε η φωτιά: ο Άγγλος του 1750 από άποψη υλικών αγαθών βρισκόταν πιο κοντά στους λεγεωνάριους του Καίσαρα,
Digitized by 10uk1s
παρά στα ίδια τα δισέγγονά του. (David S. Landes, The Unbound Prometheus, Cambridge, Cambridge University Press, 1969, σ. 5). Η κατακόρυφη κλίμακα και ο διεισδυτικός χαρακτήρας των τεχνολογικών καινοτομιών αναμφίβολα σήμερα είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των βιομηχανικών κοινωνιών. Στενά συνδεδεμένη μ' αυτό είναι η παρακμή της παράδοσης, του θεμελίου της καθημερινής ζωής στην τοπική κοινότητα του χωριού, που έχει σημασία ακόμη και για την αστική ζωή στην προ‐καπιταλιστική εποχή. Η παράδοση ενσωμάτωνε το παρόν στο παρελθόν και επέτρεπε μια διαφορετική βίωση του χρόνου από αυτή που κυριαρχεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Η ζωή του ανθρώπου δε διαχωριζόταν σε «ώρες εργασίας» και «ελεύθερο χρόνο», όπως τείνει να γίνει η κατάσταση σήμερα∙ η «εργασία» δεν ήταν σαφώς διαχωρισμένη από τις άλλες δραστηριότητες από άποψη χώρου ή χρόνου. Νωρίτερα αναφέρθηκα στη διασταύρωση των δύο μεγάλων επαναστάσεων, οι οποίες βρίσκονται στην αφετηρία της μεταβολής των κοινωνιών της δυτικής Ευρώπης. Η δεύτερη ήταν πολιτική επανάσταση, η οποία συνδέεται με την εμφάνιση του εθνικού κράτους, ένα φαινόμενο τόσο σημαντικό όσο και η εμφάνιση της εκβιομηχάνισης στη δημιουργία του σύγχρονου κόσμου. Εκείνοι που ζουν στη Δύση έχουν την τάση να θεωρούν ως δεδομένο ότι όλοι είναι «πολίτες» ενός συγκεκριμένου έθνους, και κανένας δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται το σημαντικό ρόλο που παίζει το κράτος (συγκεντρωτική κυβέρνηση και τοπική διοίκηση) στη ζωή τους. Αλλά και η απόκτηση των δικαιωμάτων του πολίτη, συγκεκριμένα το καθολικό δικαίωμα ψήφου, είναι επίσης σχετικά πρόσφατο φαινόμενο. Το ίδιο και ο εθνικισμός, η αίσθηση ότι ανήκεις σε μια διακεκριμένη εθνική κοινότητα, διαφορετική από τις άλλες. Αυτά έχουν γίνει χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «εσωτερικής» οργάνωσης των εθνικών κρατών, όμως είναι εξίσου σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή στις σχέσεις μεταξύ των εθνικών κρατών ως κύριο γνώρισμα της σύγχρονης εποχής. Σήμερα ζούμε σ' ένα παγκόσμιο σύστημα που δεν έχει όμοιό του σε προηγούμενες εποχές. Αποδείχτηκε ότι καθεμιά από τις «δύο μεγάλες επαναστάσεις» εξαπλώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα. Ο βιομηχανικός καπιταλισμός βασίζεται σε μία εξαιρετικά περίπλοκη εξειδίκευση της παραγωγής, σ' έναν καταμερισμό εργασίας, κατά τον οποίο οι σχέσεις ανταλλαγής είναι παγκόσμιες. Εξετάστε τα ρούχα που φοράτε, το δωμάτιο στο οποίο κάθεστε ή το φαγητό που θα φάτε στο επόμενο γεύμα σας. Είναι απίθανο να έχετε φτιάξει εσείς ο ίδιος τα ρούχα σας, να έχετε χτίσει την κατοικία σας ή να έχετε καλλιεργήσει ό,τι καταναλώνετε. Στις βιομηχανικές χώρες είμαστε εντελώς συνηθισμένοι σε μια τέτοια κατάσταση, όμως πριν από την εμφάνιση του βιομηχανικού καπιταλισμού ο καταμερισμός εργασίας ήταν πολύ λιγότερο περίπλοκος. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού φρόντιζε άμεσα για τις περισσότερες από τις ανάγκες του και για τις υπόλοιπες κατέφευγε στις υπηρεσίες των άλλων μελών της τοπικής κοινότητας. Σήμερα, όμως, τα προϊόντα κατασκευάζονται και ανταλλάσσονται σε όλο τον κόσμο μέσω ενός πραγματικά παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας. Όχι μόνο πολλά από τα αγαθά, που καταναλώνονται στη Δύση, παράγονται στην άλλη άκρη της γης, και αντιστρόφως μέχρις ενός σημείου, αλλά μπορεί και να υπάρχουν περίπλοκες σχέσεις παραγωγικών διαδικασιών, οι οποίες διεξάγονται σε εντελώς διαφορετικά μέρη. Για παράδειγμα, μερικά κομμάτια μιας συσκευής τηλεόρασης μπορεί να φτιαχτούν σε μία χώρα, ενώ τα άλλα κάπου αλλού, έπειτα η συσκευή μπορεί να συναρμολογηθεί κάπου αλλού και να πουληθεί σε άλλο μέρος. Δεν είναι, όμως, μόνο η διεύρυνση των οικονομικών σχέσεων που δημιούργησε ένα νέο και μοναδικό παγκόσμιο σύστημα. Η επέκταση του καπιταλισμού συνοδεύτηκε από τη γενική επικράτηση του εθνικού κράτους. Ανέφερα μερικά από τα «εσωτερικά» χαρακτηριστικά του εθνικού κράτους (και θα τα αναλύσω πληρέστερα στο Κεφ. 7). Ωστόσο, από μία σημαντική άποψη, το να μιλάμε για εθνικό κράτος είναι παραπλανητικό, επειδή από την αρχή κιόλας υπήρχαν πάντοτε στην Ευρώπη εθνικά κράτη, που ζούσαν έχοντας πότε καλές και πότε κακές Digitized by 10uk1s
σχέσεις. Σήμερα όλος ο κόσμος διαιρείται σ' ένα μωσαϊκό εθνικών κρατών. Τόσο η εμφάνιση αυτών των κρατών στην Ευρώπη όσο κυρίως η ανάπτυξή τους σε άλλα μέρη του κόσμου αποτελούν για μία ακόμη φορά σχετικά πρόσφατα φαινόμενα. Η ανθρωπότητα, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της, ήταν αραιά διασκορπισμένη σ' όλη τη γη, ζούσε σε πολύ μικρές κοινωνίες και διετηρείτο στη ζωή κυνηγώντας ζώα και συλλέγοντας φυτά κατάλληλα για τροφή ‐στις ονομαζόμενες «θηρευτικές και συλλεκτικές» κοινωνίες. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων δέκα χιλιετιών η γη εξακολουθούσε να είναι αραιοκατοικημένη, σε σχέση με σήμερα, οι άνθρωποι ζούσαν είτε σε θηρευτικές και συλλεκτικές κοινωνίες, σε μικρές αγροτικές κοινότητες, σε πόλεις‐κράτη, είτε σε αυτοκρατορίες. Μερικές αυτοκρατορίες, ειδικά η Κίνα, ήταν εντελώς διαφορετικές από τα σύγχρονα εθνικά κράτη. Για παράδειγμα, η κεντρική κινεζική κυβέρνηση στην παραδοσιακή Κίνα δεν κατόρθωσε ποτέ να ελέγξει άμεσα τις διάφορες επαρχίες της, ιδίως τις πιο αχανείς. Οι περισσότεροι υπήκοοι του κινεζικού κράτους ζούσαν εντελώς διαφορετικά από τους κυβερνήτες τους, με τους οποίους είχαν λίγα κοινά σημεία τόσο όσον αφορά τον πολιτισμό όσο και τη γλώσσα. Εξάλλου, αν και οι διάφοροι τύποι κοινωνιών, που αναφέρθηκαν παραπάνω, είχαν διάφορες σχέσεις μεταξύ τους, ασφαλώς εκείνες οι επαφές δε συνέδεαν τον κόσμο, όπως συμβαίνει σήμερα. Η ρήση του προηγούμενου αιώνα, «η Ανατολή είναι Ανατολή και η Δύση είναι Δύση και ποτέ τα δύο δε θα συναντηθούν» εξέφραζε μια πραγματική κατάσταση. Από τον ενδέκατο αιώνα και μετά υπήρχαν σποραδικές επαφές και, κατά καιρούς, εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ Κίνας και Ευρώπης∙ όμως τους επόμενους αιώνες ουσιαστικά, η Κίνα και η Ευρώπη ζούσαν σε διαφορετικό σύμπαν η μία από την άλλη. Σήμερα όλα αυτά έχουν αλλάξει, παρ' όλες τις πολιτισμικές διαφορές που μπορεί να χωρίζουν την Ανατολή από τη Δύση. Η Κίνα δεν είναι πλέον αυτοκρατορία αλλά εθνικό κράτος, αν και οι διαστάσεις της, από άποψη εδάφους και πληθυσμού, είναι μεγάλες. Φυσικά, είναι επίσης ένα αυτο‐αποκαλούμενο σοσιαλιστικό κράτος∙ αν και τώρα υπάρχουν εθνικά κράτη σ' όλο τον κόσμο, δεν αντέγραψαν όλα το «φιλελεύθερο‐δημοκρατικό» μοντέλο, το οποίο είχε καθιερωθεί στη δυτική Ευρώπη. Αν η πρώτη διάσταση της κοινωνιολογικής φαντασίας συνεπάγεται την ανάπτυξη μιας ιστορικής αίσθησης, η δεύτερη συνεπάγεται την καλλιέργεια της ανθρωπολογικής γνώσης. Λέγοντας αυτό τονίζω ξανά ότι τα συμβατικά αποδεκτά όρια μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών επιστημών είναι δυσδιάκριτα. Δύσκολα καλλιεργείται η ιστορική αίσθηση του πόσο πρόσφατες και πόσο δραματικές είναι οι κοινωνικές αλλαγές των δύο προηγούμενων αιώνων. Ίσως, όμως, είναι ακόμη περισσότερο αμφισβητήσιμο το αν θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από τη φανερή ή συγκεκαλυμμένη πεποίθηση ότι οι τρόποι ζωής που έχουν αναπτυχθεί στη Δύση είναι κατά κάποιο τρόπο ανώτεροι από τους τρόπους ζωής των άλλων πολιτισμών. Αυτή η άποψη ενθαρρύνθηκε από την ίδια την επέκταση του δυτικού καπιταλισμού, ο οποίος έθεσε σε κίνηση μια ακολουθία γεγονότων που διέβρωσαν ή κατέστρεψαν τους περισσότερους από τους άλλους πολιτισμούς με τους οποίους ήρθε σε επαφή. Εξάλλου, πολλοί κοινωνικοί στοχαστές έχουν δώσει συγκεκριμένη μορφή σ' αυτή την άποψη, προσπαθώντας να στριμώξουν την ανθρώπινη ιστορία σε διαγράμματα κοινωνικής εξέλιξης, στα οποία η «εξέλιξη» νοείται ως ικανότητα των διαφόρων τύπων κοινωνιών να ελέγξουν ή να επιβληθούν στο υλικό περιβάλλον τους. Αναπόφευκτα ο δυτικός καπιταλισμός εμφανίζεται στην κορυφή αυτών των διαγραμμάτων, από τη στιγμή που αύξησε θεαματικά την παραγωγικότητα των υλικών αγαθών, περισσότερο από την παραγωγικότητα των προγενέστερων κοινωνιών. Ωστόσο, τέτοια εξελικτικά διαγράμματα εκφράζουν εθνοκεντρισμό, τον οποίο η κοινωνιολογική φαντασία έχει καθήκον να παραμερίσει. Εθνοκεντρική είναι η αντίληψη που υιοθετεί την άποψη ότι η κοινωνία και ο πολιτισμός του καθενός αποτελούν μέτρο σύγκρισης των άλλων πολιτισμών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτή η θέση είναι βαθιά εδραιωμένη στον πολιτισμό της Δύσης. Αποτέλεσε, επίσης, χαρακτηριστικό και πολλών άλλων
Digitized by 10uk1s
κοινωνιών. Ωστόσο, στη Δύση η σιγουριά της ανωτερότητας μέχρις ενός σημείου αποτέλεσε τρόπο έκφρασης και δικαιολόγηση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο οποίος καταβρόχθισε λαίμαργα τους άλλους τρόπους ζωής. Δεν πρέπει, όμως να συγχέουμε την οικονομική και τη στρατιωτική δύναμη των δυτικών κοινωνιών, που τους έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσουν εξέχουσα θέση στον κόσμο, με την κορυφή ενός εξελικτικού σχήματος. Η αξιολόγηση της υλικής παραγωγικότητας, που τόσο πολύ τονίζεται στη Δύση, αποτελεί ανορθόδοξη στάση, εάν συγκριθεί με άλλους πολιτισμούς. H ανθρωπολογική διάσταση της κοινωνιολογικής φαντασίας είναι σημαντική, επειδή μας δίνει τη δυνατότητα να εκτιμήσουμε την ποικιλία των μορφών ανθρώπινης ζωής που εμφανίστηκαν σ' αυτή τη γη. Μία από τις ειρωνείες τις σύγχρονης εποχής είναι ότι η συστηματική μελέτη της πολυμορφίας των ανθρώπινων πολιτισμών ‐«ανθρωπολογία της επιτόπιας έρευνας»‐ δημιουργήθηκε την ίδια στιγμή που η μανιώδης επέκταση του βιομηχανικού καπιταλισμού και οι στρατιωτικές δυνάμεις της Δύσης επιτάχυναν την καταστροφή των πολιτισμών αυτών. Οι κοινωνικές επιστήμες, όμως, από τη στιγμή της εμφάνισής τους διακατέχονται από την ανθρωπολογική διάσταση της κοινωνιολογικής φαντασίας, που αντιτίθεται στον εθνοκεντρικό χαρακτήρα της εξελικτικής σκέψης. Στο βιβλίο του Discourse on the Origin and Foundation of Inequality (1755) ο Jean‐Jacques Rousseau σαφώς εμμένει στην ιδέα ότι, αντιλαμβανόμενοι την εντυπωσιακή πολυμορφία των ανθρώπινων κοινωνιών, μπορούμε να μάθουμε να κατανοούμε καλύτερα τους εαυτούς μας. «Όλος ο κόσμος», παρατήρησε ο Rousseau, αποτελείται από κοινωνίες, «των οποίων γνωρίζουμε μόνο τα ονόματα, κι όμως κρίνουμε επιπόλαια το ανθρώπινο γένος!» Φανταστείτε, συνέχισε, να μπορούσαμε να στείλουμε μια ομάδα θαρραλέων παρατηρητών, οι οποίοι να είναι ευαίσθητοι δέκτες των ποικίλων ανθρώπινων εμπειριών, με σκοπό να περιγράψουν τις διάφορες κοινωνίες που υπάρχουν, αλλά για τις οποίες γνωρίζουμε λίγα. «Ας υποθέσουμε», έγραφε, «ότι αυτοί οι άνθρωποι, ως νέος Ηρακλής, όταν επέστρεφαν από τις αλησμόνητες αυτές εκστρατείες, θα έγραφαν με την ησυχία τους τη φυσική, ηθική και πολιτική ιστορία όσων είχαν δει∙ εμείς οι ίδιοι θα βλέπαμε να δημιουργείται από τις πένες τους ένας καινούριος κόσμος, κι έτσι θα μαθαίναμε να κατανοούμε το δικό μας κόσμο». Στη διάρκεια των 150 χρόνων μετά την έκδοση του Discourse του Rousseau ταξιδιώτες, ιεραπόστολοι, έμποροι και άλλοι, όντως, έκαναν αρκετά από αυτά τα ταξίδια. Αλλά οι αναφορές που παρέδιδαν, συχνά ήταν αναξιόπιστες ή μεροληπτικές ή ενσάρκωναν το πνεύμα του εθνοκεντρισμού, εναντίον του οποίου στρεφόταν ο Rousseau. Συστηματική και λεπτομερής ανθρωπολογική επιτόπια έρευνα ξεκίνησε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Από εκείνη την εποχή, παρά το διαρκώς περιοριζόμενο αντικείμενο της μελέτης τους, οι ανθρωπολόγοι έχουν συσσωρεύσει ένα μεγάλο αριθμό πληροφοριών για τους διάφορους πολιτισμούς. Από τη μία πλευρά, αυτές οι πληροφορίες όντως επιβεβαιώνουν την ενότητα του ανθρώπινου γένους∙ δεν υπάρχει κανένας λόγος να θεωρήσουμε ότι οι άνθρωποι που ζουν σε μικρές «πρωτόγονες» κοινωνίες είναι κατά κάποιο τρόπο από γενετική άποψη κατώτεροι ή διαφορετικοί, από τους ανθρώπους που ζουν στους υποτιθέμενους πιο προηγμένους «πολιτισμούς». Δε γνωρίζουμε ανθρώπινες κοινωνίες που δεν έχουν αναπτύξει μορφές γλώσσας όπως επίσης δε φαίνεται να υπάρχει σχέση μεταξύ κοινωνικής μορφής και γλωσσικής πληρότητας. Από την άλλη πλευρά, η σύγχρονη ανθρωπολογική έρευνα υπογραμμίζει επίσης το ευρύ φάσμα θεσμών, με βάση το οποίο οι άνθρωποι μπορούν να ρυθμίσουν τη ζωή τους. Συχνά, ο σύγχρονος ανθρωπολόγος είναι χρονογράφος καταστροφών ή πολιτισμών που χάθηκαν από στρατιωτική καταστροφή, που ερημώθηκαν από ασθένειες, οι οποίες προήλθαν από την επαφή με τη Δύση, που υπονομεύτηκαν από την κατάλυση των παραδοσιακών εθίμων. Όπως είπε ο Claude Lévi‐Strauss, ο ανθρωπολόγος σήμερα είναι, ίσως, ο πιο διακεκριμένος πρακτικός ερευνητής αυτού του θέματος στον κόσμο, «ο μαθητής και ο
Digitized by 10uk1s
μάρτυρας» αυτών των χαμένων λαών. Υπάρχουν επείγοντα και πρακτικά ζητήματα που περιλαμβάνονται στους αγώνες για την παρεμπόδιση των διαρκών καταστρατηγήσεων των δικαιωμάτων αυτών των ανθρώπων, ή τουλάχιστον για την ομαλή προσαρμογή τους σε νέους τρόπους ζωής, στην περίπτωση που ο δικός τους τρόπος ζωής βρίσκεται ήδη σε παρακμή. Η σημασία, όμως, τέτοιων αγώνων δεν πρέπει να μας κάνει να αγνοούμε τη σπουδαιότητα της ανθρωπολογικής εργασίας που έχει διεξαχθεί κατά τη διάρκεια του προηγούμενου μισού περίπου αιώνα∙ από μια τέτοια εργασία μπορούμε να διατηρήσουμε ζωντανές στη μνήμη μας μορφές κοινωνικής ζωής, οι οποίες μπορεί να βρίσκονται στο χείλος της παντοτινής εξαφάνισης. Συνδυάζοντας αυτή τη δεύτερη αντίληψη με την πρώτη, η άσκηση της κοινωνιολογικής φαντασίας μας δίνει τη δυνατότητα να απελευθερωθούμε από τον περιορισμό, να σκεφτόμαστε μόνο σε συνάρτηση με τον τύπο της κοινωνίας που γνωρίζουμε εδώ και σήμερα. Κάθε τύπος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την τρίτη μορφή κοινωνιολογικής φαντασίας, την οποία θέλω να παρουσιάσω. Έχει σχέση με τις μελλοντικές δυνατότητες. Επικρίνοντας την ιδέα ότι η κοινωνιολογία μοιάζει με τις φυσικές επιστήμες, επέμεινα ότι καμιά κοινωνική διαδικασία δεν καθορίζεται από αμετάβλητους νόμους. Ως ανθρώπινα όντα δεν είμαστε καταδικασμένοι να παρασυρόμαστε από τις αναπόδραστες δυνάμεις των νόμων της φύσης. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τις εναλλακτικές λύσεις που μας προσφέρονται για το μέλλον. Η τρίτη πλευρά της κοινωνιολογικής φαντασίας συνδέεται στενά με το καθήκον που έχει η κοινωνιολογία να συμβάλλει στην κριτική των υπαρχόντων μορφών κοινωνίας. Η κριτική πρέπει να βασίζεται στην ανάλυση. Στα επόμενα κεφάλαια θα αρχίσω να αναπτύσσω τις διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν για τις βιομηχανικές κοινωνίες, παραβάλλοντας αντικρουόμενες ερμηνείες. Αλλά, όπως τόνισα προηγουμένως, οι αλλαγές που συντελέστηκαν στη Δύση δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν, αν δε δούμε τις σχέσεις μεταξύ αυτών των κοινωνιών και του υπόλοιπου κόσμου. Γι' αυτό το λόγο στη συνέχεια θα ασχοληθώ λεπτομερώς με τη σημασία που έχει η διαμόρφωση του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, ενός φαινομένου βασικού για τον προσδιορισμό των μελλοντικών δυνατοτήτων της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης.
Digitized by 10uk1s
2 Αντικρουόμενες ερμηνείες: βιομηχανική κοινωνία ή καπιταλισμός;
Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε τις επιπτώσεις των «δύο μεγάλων επαναστάσεων» στη μετέπειτα ανάπτυξη των βιομηχανοποιημένων ζωνών του κόσμου; Αν και στην κοινωνιολογία έχει εμφανιστεί μια ποικιλία αναλύσεων με θέμα την καταγωγή και το χαρακτήρα των βιομηχανικών κοινωνιών, υπάρχει μια κύρια διαχωριστική γραμμή γύρω από την οποία τείνουν να επικεντρωθούν διαφορετικές απόψεις∙ σ' αυτό το διαχωρισμό θα επιμείνω σ' αυτό το κεφάλαιο. Προηγουμένως χρησιμοποίησα τους όρους «βιομηχανικές κοινωνίες» ή «βιομηχανικός καπιταλισμός» για να χαρακτηρίσω τη μορφή κοινωνίας που εμφανίστηκε στα τέλη του δέκατου όγδοου και στο δέκατο ένατο αιώνα στη δυτική Ευρώπη. Θα συνεχίσω να χρησιμοποιώ αυτούς τους όρους στο υπόλοιπο βιβλίο, όμως κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι ανάγκη να υποδείξω μερικές αντιθέσεις στην ορολογία, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές για τα προβλήματα που θέλω να συζητήσω και τα ζητήματα που θα θέσω. Θα διακρίνω αυτό που ονομάζω θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, από τη μία πλευρά, από τη θεωρία της καπιταλιστικής κοινωνίας, από την άλλη. Αυτοί οι δύο όροι δεν είναι αθώες ετικέτες, αλλά εφιστούν την προσοχή στους δύο αντίθετους τρόπους, με τους οποίους οι κοινωνικοί στοχαστές προσπάθησαν να κατανοήσουν τη φύση των αλλαγών που μετέτρεψαν το σύγχρονο κόσμο. Ο όρος «βιομηχανική κοινωνία» πλάστηκε από τον Comte‐Henri de Saint‐ Simon, που έγραφε στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα και ο οποίος καθιέρωσε επίσης μερικές γενικές θεωρητικές κατευθυντήριες γραμμές, που αργότερα έγιναν αποδεκτές από άλλους. Ανάμεσα σ' εκείνους τους μεταγενέστερους συγγραφείς ήταν και ο Durkheim, του οποίου η επίδραση στην κοινωνιολογία δεν ήταν, με κανένα τρόπο, αποκλειστικά μεθοδολογική. Στην πραγματικότητα, ο Durkheim δεν έδειξε κάποια προτίμηση για τον όρο «βιομηχανική κοινωνία», ωστόσο πρόσφερε μια περιεκτική έκθεση αυτής της θέσης που εξετάζω. Καινούρια ώθηση δόθηκε στη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60, από έναν αριθμό διακεκριμένων συγγραφέων στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πράγματι, εκείνη την περίοδο αποτελούσε ένα είδος ορθοδοξίας. Η έννοια της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι κυρίως συνδεδεμένη με τον Karl Marx, παρ' ολο που ο Marx πήρε μερικές βασικές ιδέες του από διάφορες προηγούμενες σχολές της κοινωνικής θεωρίας, της φιλοσοφίας και των οικονομικών επιστημών. Ο Marx δημιούργησε τα περισσότερα από τα σημαντικά έργα μεταξύ 1840 και 1870. Κατά τη διάρκεια της ζωής του (1818‐1883) αυτά τα έργα ήταν πολύ γνωστά μόνο σ' ένα σχετικά μικρό αριθμό συντρόφων και οπαδών του. Καθώς όμως, τα μαρξιστικά πολιτικά κινήματα και, γενικότερα, τα εργατικά κινήματα έγιναν ισχυρότερα τις τελευταίες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα, οι ιδέες του Marx αποτέλεσαν θέμα πολυάριθμων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων και έτσι έχουν παραμείνει από τότε. Ωστόσο από την εποχή του Marx έχουν γίνει πολλές αλλαγές∙ σήμερα ο μαρξισμός παρουσιάζει μια εσωτερική ποικιλία ιδεών, και στην περιορισμένη έκταση αυτού του βιβλίου θα μπορέσω να μελετήσω μερικά, μόνο, κύρια θέματα της ήδη πληθωρικής βιβλιογραφίας. Ίσως σ' αυτό το σημείο θα έπρεπε, ήδη, να δηλώσω parti pris. Θα υποστηρίξω ότι τα έργα του Marx εξακολουθούν να έχουν σημασία για την κοινωνιολογία και ότι με βάση κυρίως αυτά πρέπει να κριθούν μερικές υποθέσεις της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν εμφανείς αδυναμίες στο έργο του Marx, τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
Digitized by 10uk1s
Η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας Κατά την παρουσίαση της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας και την αντιπαραβολή της με απόψεις που εκφράστηκαν ή προέρχονται από τον Marx πρέπει να κάνω μερικές διευκρινίσεις. Οι αντιθέσεις που θα παρουσιάσω και ο τρόπος ανάλυσης που θα ακολουθήσω δεν εξαντλούν από καμία άποψη τους τρόπους, με τους οποίους είναι δυνατόν να ενταχθούν σε κατηγορίες οι κοινωνιολογικές ιδέες. Αν και ο μαρξισμός περιλαμβάνει ένα ποικιλόμορφο σύνολο προσεγγίσεων, η ποικιλία των μορφών της μη μαρξιστικής κοινωνικής σκέψης είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατά συνέπεια είναι αναπόφευκτη κάποια μορφή απλοποίησης των πολύπλοκων προβλημάτων και αναπόφευκτα θα πρέπει να αγνοήσω μερικά ζητήματα και ιδέες, τα οποία σε μια εκτενέστερη εργασία θα άξιζαν άμεση εξέταση. Άρα, οι συγκρίσεις, που θα κάνω πιο κάτω μεταξύ των δύο προοπτικών, γίνονται ως μία εισαγωγή στο θέμα. Αυτό δεν είναι ένα μαρξιστικό βιβλίο∙ το να δηλώνεις ότι είσαι σύμφωνος με μερικές ιδέες του Marx, δε συνεπάγεται αποδοχή των απόψεών του, ή των απόψεων του καθενός από τους αυτο‐αποκαλούμενους οπαδούς του στο σύνολό τους. Αλλά ούτε απορρίπτω τον Marx ευνοώντας τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας. Έχουμε κάτι να μάθουμε και από τις δύο απόψεις. Καθεμιά έχει όρια, τα οποία πρέπει να επιδιώξουμε να προσδιορίσουμε και έπειτα να κάνουμε βελτιώσεις. Θα συναντήσετε συχνά συγγραφείς, οι οποίοι επιμένουν ότι ο «μαρξισμός» και η επονομαζόμενη «αστική κοινωνιολογία» είναι ασύμβατες και ότι κατά συνέπεια πρέπει να επιλέξει κανείς ή τον ένα ή την άλλη. Όμως η δική μου γνώμη δεν είναι αυτή. Η ιδέα της «βιομηχανικής κοινωνίας», όπως έχω αναφέρει, μπορεί να αναχθεί στον Saint‐ Simon. Υπάρχουν νομίζω, κοινά σημεία μεταξύ των ιδεών του Saint‐Simon και των ιδεών πιο πρόσφατων μελετητών. Λέγοντας, όμως, «θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας» δεν εννοώ ένα τυπικό σύνολο αξιωμάτων, αποδεκτών από μία συγκεκριμένη σχολή μελετητών. Εννοώ έναν αριθμό εννοιών και ερμηνειών που γενικά συγκλίνουν. Διάφοροι συγγραφείς έχουν τονίσει μερικές από αυτές σε βάρος των άλλων και έχουν εκφράσει τις ιδέες που εμπεριέχονται, με διαφορετικό βαθμό εκζήτησης και λεπτότητας. (Μία χρήσιμη επισκόπηση αυτών των ιδεών υπάρχει στον Krishan Kumar, Prophecy and Progress, London, Allen Lane, 1978). Οι στοχαστές, τους οποίους θα συνέδεα με τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, έχουν υποστηρίξει μερικές, τουλάχιστον, από τις ακόλουθες ιδέες. (1) Το πιο αξιοσημείωτο σύνολο αλλαγών, που παρατηρούνται στο σύγχρονο κόσμο, έχουν σχέση με τη μετάβαση από τις «παραδοσιακές» κοινωνίες, οι οποίες βασίζονταν κυρίως στη γεωργία, από τη μία πλευρά, στις «βιομηχανικές κοινωνίες», οι οποίες βασίζονται στη εκμηχανισμένη παραγωγή, και ανταλλαγή αγαθών από την άλλη. Οι συγγραφείς έχουν χρησιμοποιήσει διάφορες ονομασίες για να αναφερθούν σ' αυτές τις δύο μορφές κοινωνιών και έχουν χαρακτηρίσει με διαφορετικούς τρόπους τις παραδοσιακές και τις βιομηχανικές κοινωνίες. Έχουν, επίσης, αποδεχτεί ότι η «παράδοση» και η «νεωτερικότητα» μπορούν να συνδυαστούν με ποικίλους τρόπους στις διάφορες χώρες. (2) Η μετάβαση από την παραδοσιακή στη βιομηχανική κοινωνία αποτελεί μία ιστορικά προοδευτική κίνηση. Κανείς, φυσικά, δεν ισχυρίζεται ότι από τις βιομηχανικές κοινωνίες λείπουν οι συγκρούσεις ή η ένταση. Αλλά, αυτές τείνουν να εξισορροπηθούν, έχει υποστηριχθεί, από τα αγαθοεργά στοιχεία της βιομηχανικής τάξης πραγμάτων, η οποία δημιουργεί υλική ευημερία και ταυτόχρονα συνδέεται με την κατάλυση των παραδοσιακών περιορισμών. Βιομηχανική είναι η κοινωνία, στην οποία οι αυστηρές μορφές κοινωνικής διάκρισης ‐όπως αυτές μεταξύ αριστοκρατίας ή οικονομικής ολιγαρχίας και «κοινών
Digitized by 10uk1s
ανθρώπων»‐ καταλύονται. Είναι μια κοινωνία, στην οποία τείνει να επικρατήσει ισότητα στις ευκαιρίες. (3) Οι ταξικές συγκρούσεις που παρατηρήθηκαν στη δυτική Ευρώπη το δέκατο ένατο και τις αρχές του εικοστού αιώνα, ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα των πιέσεων, που συνεπάγεται η μετάβαση από την αγροτική τάξη πραγμάτων στη βιομηχανική κοινωνία. Σ' αυτό το σημείο, η πιο σημαντική θεωρία, συχνά, αναφέρεται ως «θεσμοποίηση της ταξικής σύγκρουσης». Όταν πρωτοεμφανίστηκε η βιομηχανική κοινωνία οι ταξικές διαφορές ήταν έντονες και οι σχέσεις μεταξύ των τάξεων ήταν το επίκεντρο σημαντικών προστριβών. Αυτές οι προστριβές, όμως, κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν εξαλειφθεί από τότε που καθιερώθηκαν αποδεκτοί τρόποι «βιομηχανικής διαπραγμάτευσης» σε συνδυασμό με την επέκταση των «πολιτικών δικαιωμάτων» ‐το δικαίωμα ψήφου και το δικαίωμα σχηματισμού πολιτικών κομμάτων‐ στο σύνολο του πληθυσμού. (Μια σημαντική ανάλυση, που περιλαμβάνει αυτά τα ζητήματα και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον μέχρι σήμερα, είναι του Seymour Martin Lipset, Political Man, New York, Doubleday, 1960). (4) Η εμφάνιση του φιλελεύθερου δημοκρατικού κράτους είναι ένα βασικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με τη μετάβαση από την παράδοση στη νεωτερικότητα. Η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι ένα πολιτικό σύστημα, που μας είναι γνωστό από τη δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, στο οποίο κυριαρχεί η κοινοβουλευτική διακυβέρνηση και όπου δύο ή περισσότερα κόμματα μάχονται για να αποκτήσουν την εύνοια του εκλογικού σώματος. Πολλοί συγγραφείς υπέθεσαν ότι αυτός ο τύπος κράτους είναι, κατά κάποιο τρόπο, φυσικό επακόλουθο της επέκτασης των βιομηχανικών κοινωνιών. Άλλοι, περισσότερο οξυδερκείς, συνειδητοποίησαν τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά και κατέκριναν αυτή την άποψη, υποστηρίζοντας ότι το σύγχρονο κράτος δικαιωματικά έχει παίξει βασικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή (δες Reinhard Bendix, Nation‐Building and Citizenship, New York, Wiley, 1964). (5) Οι υποστηρικτές της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας θεωρούν, ή προτείνουν, ότι η βιομηχανική τάξη πραγμάτων, όπου κι αν εμφανίζεται, έχει ουσιαστικά ενιαίο χαρακτήρα. Μερικές φορές αυτή η ιδέα έχει παρουσιαστεί μ' έναν περιέργως απότομο τρόπο, ειδικά από τον Kerr και τους συναδέλφους του (Clark Kerr et al., Industrialism and Industrial Man, Harmondsworth, Penguin, 1973). Σύμφωνα με τη «θεωρία της σύγκλισης» του Kerr, υπάρχει αυτό που ονομάζει «λογική της βιομηχανοποίησης», η οποία αδυσώπητα ωθεί τις βιομηχανικές κοινωνίες σε διαρκώς μεγαλύτερη εξομοίωση όσον αφορά τους βασικούς θεσμούς τους, ανεξάρτητα από το πόσο διαφορετικοί μπορεί να ήταν αρχικά. Όσο περισσότερο βιομηχανοποιημένες είναι οι κοινωνίες, τόσο περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους, καθώς εξαφανίζονται και τα τελευταία υπολείμματα της παράδοσης. Ο Kerr συγκέντρωσε την προσοχή του στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση, υποστηρίζοντας ότι οι δύο κοινωνίες, παρά τις διαφορές ως προς την πολιτική ιδεολογία, συνέκλιναν προς ένα κοινό μονοπάτι ανάπτυξης. Αυτή η άποψη εξακολουθεί να εμπνέει μερικούς οπαδούς της. Ωστόσο, έχει, επίσης, επικριθεί δριμύτατα από μερικούς όπως, για παράδειγμα, τον Bendix, ο οποίος τόνισε τους ποικίλους τρόπους, με τους οποίους μπορούν να συνδυαστούν η παράδοση και η νεωτερικότητα στις σύγχρονες κοινωνίες. Παρ' όλα αυτά, αυτοί οι κριτικοί, συχνά, εξακολουθούν να θεωρούν ότι οι βιομηχανικές ή «εκσυγχρονισμένες» κοινωνίες έχουν ορισμένες γενικές ομοιότητες, παρά τις διαφορές, που μπορούν να παρατηρηθούν. Επιπλέον, θεωρούν ότι αυτές οι γενικές ομοιότητες μεταξύ των βιομηχανικών κοινωνιών είναι τα αναγκαία χαρακτηριστικά τους, αποκλείοντας έτσι τον πιθανό ριζικό μετασχηματισμό τους. Αυτές οι απόψεις μπορεί να μη συνεπάγονται έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό, πράγμα που συμβαίνει στην περίπτωση του Kerr και άλλων. Για παράδειγμα, μερικοί συγγραφείς στηρίχτηκαν στις μελέτες του Max Weber (1864‐1920), υποστηρίζοντας ότι η οργάνωση μεγάλης κλίμακας είναι αναγκαίο χαρακτηριστικό των σύγχρονων κοινωνιών και έχει ορισμένα καθολικά χαρακτηριστικά. Συνήθως, επικρίνουν Digitized by 10uk1s
άμεσα όπως κάνει και ο Max Weber, όχι μόνο το μαρξισμό αλλά και, γενικότερα, τα ιδεώδη του σοσιαλισμού. Σε άλλο σημείο αυτού του κεφαλαίου θα εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους υιοθετούν αυτή την άποψη, δεδομένου ότι αυτοί οι λόγοι έχουν μεγάλη σημασία για την κοινωνική σκέψη. (Βλέπε παρακάτω σ. 84 επ.). (6) Η έννοια της βιομηχανικής κοινωνίας, συχνά, έχει στενά συνδεθεί με την επονομαζόμενη «θεωρία του εκσυγχρονισμού», σε σχέση με τις μη βιομηχανικές κοινωνίες του κόσμου. Η ιδέα του εκσυγχρονισμού, εύκολα μπορεί να εναρμονιστεί με τις άλλες υποθέσεις και τα άλλα θέματα, που ανέφερα παραπάνω. Η βασική ιδέα της θεωρίας του εκσυγχρονισμού είναι ότι οι «υπανάπτυκτες» κοινωνίες είναι παγιδευμένες μέσα στους παραδοσιακούς θεσμούς, από τους οποίους πρέπει να απελευθερωθούν για να προσεγγίσουν την οικονομική ευημερία που έχει επιτευχθεί στη Δύση. Αυτή η άποψη έχει επίσης διατυπωθεί με περισσότερο ή λιγότερο σύνθετο τρόπο. Μερικές φορές «εκσυγχρονισμός» σημαίνει απλά «Δυτικοποίηση», μια εύκολη απλούστευση, απ' τη στιγμή που θεωρεί κανείς ότι όλες οι βιομηχανικές κοινωνίες βασικά είναι όμοιες. Ωστόσο, οι περισσότεροι συγγραφείς παραδέχονται ότι η «βιομηχανική κοινωνία» περιλαμβάνει θεσμούς, που αρχικά διαμορφώθηκαν μέσα στο δυτικό πολιτισμό και ότι οι άλλες κοινωνίες, οι οποίες βαδίζουν προς τη βιομηχανοποίηση, διαφέρουν από τη Δύση από ορισμένες απόψεις. Ταυτόχρονα, θεωρούν ότι η «υπανάπτυξη» μπορεί να υπερνικηθεί μόνο με την υιοθέτηση τρόπων συμπεριφοράς, οι οποίοι απαντώνται στις υπάρχουσες βιομηχανικές κοινωνίες. Στο κεφάλαιο 7 θα μελετήσω τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτή τη θέση. Μέχρι στιγμής όλα τα σχόλιά μου ήταν θεωρητικού επιπέδου και καλό θα ήταν να μιλήσω συγκεκριμένα. Ένας χρήσιμος τρόπος για να γίνει αυτό, είναι να σκιαγραφήσω μια συγκεκριμένη εκδοχή της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας, συγκρίνοντάς την, στη συνέχεια, με μία μαρξιστική ερμηνεία. Μία σημαντική μελέτη, που προσφέρεται γι' αυτό το σκοπό υπάρχει στο βιβλίο του Ralf Dahrendorf, Class and Class Conflict in Industrial Society (Stanford, Stanford University Press, 1959 [η αρχική έκδοση ήταν στα γερμανικά το 1957]). Παρ' όλο που η εργασία πρωτοπαρουσιάστηκε εδώ κι αρκετό καιρό και, κατά συνέπεια ο συγγραφέας έχει αναθεωρήσει μερικές από τις απόψεις που εκθέτει, περιλαμβάνει ιδέες οι οποίες εξακολουθούν να κυκλοφορούν ευρέως. Εξάλλου, η εργασία σαφώς αποτελεί μια κριτική θεώρηση του Marx και συνεπώς μπορεί εύκολα να συγκριθεί με μια πιο ρητή μαρξιστική άποψη. Ο Dahrendorf ξεκινά τη μελέτη του συγκρίνοντας τη σχετική χρησιμότητα των εννοιών «βιομηχανική» και «καπιταλιστική» κοινωνία. Ενώ η δεύτερη χρησιμοποιήθηκε από τον Marx, ο Dahrendorf ισχυρίζεται ότι πρέπει να προτιμηθεί η πρώτη ως πιο περιεκτικός όρος για την κατανόηση των δυτικών κοινωνιών. «Η βιομηχανική παραγωγή», μας διαβεβαιώνει ο Dahrendorf, «δεν είναι απλώς ένας περαστικός επισκέπτης στην ιστορία, αλλά είναι πιθανό να μείνει μαζί μας με τη μια ή την άλλη μορφή για πάντα» (Dahrendorf, σ. 40). Η εκβιομηχάνιση, σύμφωνα με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τον όρο, αναφέρεται στην εκμηχανισμένη παραγωγή αγαθών σε εργοστάσια ή άλλες επιχειρήσεις∙ βιομηχανική είναι η κοινωνία, στην οποία η βιομηχανία αποτελεί την επικρατούσα μορφή οικονομικής οργάνωσης. Ο Dahrendorf δε μας αφήνει καμία αμφιβολία για το ότι η εκβιομηχάνιση είναι το κυριότερο φαινόμενο που επηρεάζει την εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών. Ο καπιταλισμός, λέει, είναι μόνο ένας τρόπος οργάνωσης της βιομηχανικής κοινωνίας ‐μια μεταβατική μορφή, που έχει περιοριστεί στις κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης, το δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα. Κατά τη γνώμη του, καπιταλιστική είναι η κοινωνία, στην οποία η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται, κυρίως, στα χέρια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας: ο επιχειρηματίας βιομήχανος είναι, ταυτόχρονα, ιδιοκτήτης του εργοστασίου ή των εργοστασίων, αλλά αποτελεί και την εξουσία που δίνει εντολές στους εργάτες. Αυτή, όμως η ταύτιση βιομηχανικής ιδιοκτησίας και ελέγχου Digitized by 10uk1s
αποδείχτηκε βραχύβιο φαινόμενο. Με τη διαρκώς αυξανόμενη βιομηχανία από την εποχή του Marx, η κατοχή κεφαλαίου δεν παρέχει, πλέον, τη δυνατότητα ελέγχου του συστήματος διεύθυνσης της επιχείρησης. (Η κλασική παρουσίαση αυτής της άποψης βρίσκεται στους A.A. Berle και G.C. Means, The Modern Corporation and Private Property, New York, Collier‐ Macmillan, 1968 [πρώτη έκδοση το 1932]). Σήμερα, αυτοί που ελέγχουν τη βιομηχανική παραγωγή ειδικά στις μεγάλες εταιρίες, οι οποίες κυριαρχούν στην οικονομία, είναι τα διευθυντικά στελέχη. Ο Marx (θα ασχοληθώ μ' αυτό παρακάτω) θεωρούσε την ατομική ιδιοκτησία κεφαλαίου ως κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού. Ωστόσο, ο Dahrendorf υποστηρίζει ότι η άποψή του ήταν λανθασμένη. Ο καπιταλισμός, σε αντίθεση με το βιομηχανισμό, έχει, πράγματι, αποδειχθεί ότι είναι «ένας περαστικός επισκέπτης στην ιστορία». Η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι παρά μία υποδεέστερη μορφή βιομηχανικής κοινωνίας, στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο από μία απλή φάση στην εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας. Από μια άποψη ο Dahrendorf και ο Marx συμφωνούν σ' αυτό το σημείο∙ ο καθένας θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι ένα είδος κοινωνίας, που προορίζεται να αντικατασταθεί από ένα άλλο είδος. Διαφέρει, όμως, ο τρόπος που ερμηνεύουν αυτή τη διαδικασία. Κατά τον Dahrendorf, ο καπιταλισμός είναι μόνο μία πρώιμη μορφή βιομηχανικής κοινωνίας, ένα είδος κοινωνίας, το οποίο, αναπόφευκτα, πρόκειται να κυριαρχήσει στην εποχή μας. Η εξαφάνιση του καπιταλισμού θα συμβεί μέσα από μία σχετικά ομαλή διαδικασία κοινωνικής εξέλιξης, που ρυθμίζεται, κυρίως, από τις οικονομικές αλλαγές που συμβαδίζουν με την επέκταση της βιομηχανοποίησης. Από την άλλη πλευρά, για τον Marx η υπέρβαση του καπιταλισμού μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας διαδικασίας επαναστατικών αλλαγών οι οποίες θα δημιουργούσαν ένα εντελώς διαφορετικό είδος κοινωνίας: το σοσιαλισμό. Εξάλλου ο Marx πίστευε ότι η πάλη των τάξεων θα έπαιζε βασικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία μετάβασης. Τώρα, ο Dahrendorf, από κοινού με άλλους θεωρητικούς μελετητές της βιομηχανικής κοινωνίας, δέχεται ότι η πάλη των τάξεων είναι αρκετά σημαντικό φαινόμενο στη σύγχρονη ιστορία. Οι απόψεις του για το θέμα είναι περίπλοκες και δε θα προσπαθήσω να τις συνοψίσω, εφόσον περιλαμβάνουν συγκεκριμένες προτάσεις για την αναμόρφωση της θεωρίας της «τάξης», οι οποίες δεν κέρδισαν την εύνοια ούτε αυτών που κατά τα άλλα δέχονται τις απόψεις του. Ωστόσο, όσον αφορά τη σύγκριση με τον Marx, αρκεί να πούμε ότι ο Dahrendorf περιορίζει την άποψη του Marx για την πάλη των τάξεων ‐που συνδέεται με την ατομική ιδιοκτησία‐ σ' ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα του δέκατου ένατου αιώνα. Η πάλη των τάξεων εκφράζει σοβαρές προστριβές, από τις οποίες εξαρτάται η αρχική ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας, καθώς δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί πλήρως οι θεσμοί που εμφανίστηκαν πρόσφατα. Ο Dahrendorf δίνει ιδιαίτερη σημασία στα θέματα που ανέφερα πιο πάνω στα σημεία (3) και (4): στην εμφάνιση του φιλελεύθερου‐δημοκρατικού κράτους και στη δημιουργία μορφών βιομηχανικής διαιτησίας, συμπεριλαμβανομένης της νομικής αναγνώρισης του δικαιώματος της απεργίας, με βάση τις οποίες ρυθμίζονται ή ελέγχονται οι διαμάχες στο βιομηχανικό τομέα. Με την εμφάνιση του δημοκρατικού‐φιλελεύθερου κράτους καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός κομμάτων, τα οποία μπορούν να επέμβουν προωθώντας αποκλίνοντα ταξικά συμφέροντα στον πολιτικό στίβο∙ η βιομηχανική διαιτησία επιτρέπει την κοινή αποδοχή διαφορετικών συμφερόντων στο βιομηχανικό τομέα. Αποτέλεσμα είναι η «εξουδετέρωση» της ενεργοποιημένης βόμβας που λέγεται πάλη των τάξεων∙ οι σχετικά βίαιοι ταξικοί αγώνες του δέκατου ένατου αιώνα παραχωρούν τη θέση τους στον ειρηνικό πολιτικό ανταγωνισμό και τη βιομηχανική διαπραγμάτευση. Σύμφωνα με την ανάλυση του Dahrendorf, η βιομηχανική κοινωνία είναι διαφοροποιημένη: υπάρχει σ' αυτή την κοινωνία πολλαπλότητα διασταυρούμενων συγκρούσεων και συμμαχιών. Η γενική εικόνα που παρουσιάζει είναι αισιόδοξη. Όπως έχει ήδη αναφερθεί τέτοιες συγκρούσεις εμπεριέχονται στις δομές της θεσμοθετημένης πολιτικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων. Ένα ακόμη ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο είναι η διεύρυνση της ίσης συμμετοχής
Digitized by 10uk1s
στις ευκαιρίες, απόρροια της αύξησης της κοινωνικής κινητικότητας. Όπως τις παρουσιάζει ο Dahrendorf, οι βιομήχανικές κοινωνίες δε βασίζονται στην ισότητα, από την άποψη ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές όσον αφορά τον πλούτο και τη δύναμη μεταξύ των διαφόρων ομάδων, που τις αποτελούν. Αλλά οι ενδεχόμενες καταστρεπτικές συνέπειες των διαφορών αντισταθμίζονται από τις αυξανόμενες δυνατότητες ανέλιξης στην κοινωνική κλίμακα, που προσφέρονται στα άτομα. Σ' αυτό το σημείο η εκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο. Κατά τον Dahrendorf, σε μια βιομηχανική κοινωνία η επιτυχία ή η αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος μετατρέπεται σε παράγοντα απ' τον οποίο εξαρτάται κυρίως η θέση του ατόμου στην κοινωνία. Τα αποτελέσματα του φιλελευθερισμού στην κοινωνική κινητικότητα που πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια της εκπαίδευσης, έχουν ζωτική σημασία για τη σταθερή ωρίμανση των βιομηχανικών κοινωνιών. Κατά τον Dahrendorf «η κοινωνική κινητικότητα έχει γίνει ένα βασικό στοιχείο της δομής των βιομηχανικών κοινωνιών και θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να προβλέψει την "κατάρρευσή" τους, εάν κάποια στιγμή παρεμποδιζόταν σοβαρά η διαδικασία της κινητικότητας» (Dahrendorf, σ. 57). Οι ιδέες του Dahrendorf γι' αυτό το θέμα συνδέονται στενά με τις ιδέες του Durkheim, οι οποίες είχαν γραφτεί πριν από μισό αιώνα περίπου. Ο Durkheim έκανε μία διάκριση μεταξύ αυτών που ονόμαζε «ενδογενείς» και «εξωγενείς» ανισότητες. Ενδογενείς είναι οι ανισότητες που πηγάζουν από γενετικές διαφορές ως προς τις ικανότητες ή τις κλίσεις∙ εξωγενείς είναι οι ανισότητες που έχουν κοινωνική προέλευση. Η γενική κατεύθυνση της εξέλιξης στις σύγχρονες κοινωνίες, πρότεινε, βαίνει προς τη σταδιακή εξαφάνιση των εξωγενών ανισοτήτων. Αυτό σε μία τέτοια κοινωνία δε σημαίνει γενική εξίσωση, αλλά αυξανόμενη ίση συμμετοχή στις ευκαιρίες μέσω της κοινωνικής κινητικότητας. Αυτή η διαδικασία μπορεί να ερμηνευτεί ως διαρκής προσαρμογή σε μία κοινωνική τάξη, στην οποία ο καταμερισμός του πλούτου και της δύναμης γίνεται αποκλειστικά με βάση τις ενδογενείς ανισότητες. Οι άνθρωποι θα βρίσκουν κοινωνικές θέσεις ανάλογες με το ταλέντο τους, βοηθούμενοι από την καθοδήγηση ενός φιλικού κράτους.
Marx: καπιταλισμός και σοσιαλισμός Όπως έχω τονίσει, τα έργα του Marx έχουν γίνει αφορμή για μια σειρά ποικίλων πνευματικών παραδόσεων, μερικές από τις οποίες κατέχουν σημαντική θέση στις συζητήσεις που γίνονται σήμερα στις κοινωνικές επιστήμες. Για λόγους απλούστευσης, θα χρησιμοποιήσω ως βάση για σύγκριση με τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας ένα έργο, το οποίο επηρέασε την κοινωνιολογία όσο και το βιβλίο του Dahrendorf. Ωστόσο, οι απόψεις, που εκφράζονται σ' αυτό, έρχονται σε αντίθεση με τις απόψεις του προηγούμενου συγγραφέα, εφόσον η εργασία αυτή είναι φανερά μαρξιστική: είναι το βιβλίο του Ralph Miliband, The State in Capitalist Society (London, Weidenfeld & Nicolson, 1969). Οι στόχοι του Miliband είναι σχεδόν ίδιοι με τους στόχους του Dahrendorf ‐η ανάλυση των αλλαγών που συντελέστηκαν στις βιομηχανικές κοινωνίες τον τελευταίο ενάμιση αιώνα και η μελέτη των επιπτώσεων των έργων του Marx στην εξέταση αυτών των αλλαγών. Αλλά ενώ ο Dahrendorf υποστηρίζει ότι μερικές από τις πιο βασικές ιδέες του Marx αποδεικνύονται αβάσιμες, ο Miliband θεωρεί ότι είναι, κατά βάση, ορθές και ότι η ερμηνευτική τους δύναμη έχει μειωθεί ελάχιστα με το πέρασμα του χρόνου. Φυσικά, ο Miliband δέχεται ότι αυτή η περίοδος, μετά το θάνατο του Marx, γνώρισε υψίστης σημασίας κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές. Ισχυρίζεται όμως, ότι αυτές οι αλλαγές είναι δυνατόν να κατανοηθούν περισσότερο αν αναπτύξουμε λεπτομερώς τις απόψεις του Marx, παρά αν τις μετατρέψουμε ριζικά ή αν αδιαφορήσουμε γι' αυτές. Ο Miliband αναφέρεται μάλλον στην «καπιταλιστική» παρά στη «βιομηχανική κοινωνία». Κάνοντάς το αυτό δείχνει ότι υιοθετεί την άποψη του Marx. Επιτρέψτε μου να σκιαγραφήσω
Digitized by 10uk1s
αυτή την άποψη. Ο Marx με τον όρο «καπιταλισμός» εννοούσε μία μορφή οικονομικής επιχείρησης και ένα είδος κοινωνίας επειδή πίστευε ότι οι άλλοι θεσμοί συνδέονται μ' αυτόν τον τρόπο οικονομικής οργάνωσης. Για τη θεωρία του Marx είναι βασική η υπόθεση ότι ο καπιταλισμός, ως μορφή οικονομικής επιχείρησης, είχε καθιερωθεί πολύ πριν τη βιομηχανική επανάσταση και στην πραγματικότητα παρείχε το κίνητρο για την ώθηση της εκβιομηχάνισης. Κατά τον Marx, η καπιταλιστική οικονομική επιχείρηση περιλαμβάνει δύο βασικά δομικά στοιχεία. Το ένα, φυσικά, είναι το κεφάλαιο. Το «κεφάλαιο», είναι απλά κάθε αγαθό το οποίο μπορεί να επενδυθεί έτσι ώστε να εξασφαλιστούν και άλλα αγαθά∙ συνεπώς η καπιταλιστική επιχείρηση περιλαμβάνει χρήματα, την πιο ρευστή απ' όλες τις μορφές κεφαλαίου καθώς και μέσα, τα οποία καθιστούν δυνατή την παραγωγή: εργαστήρια, εργαλεία και ούτω καθεξής∙ έπειτα στη φάση της εκβιομηχάνισης περιλαμβάνει εργοστάσια και μηχανές. Η αρχική συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιήθηκε στην Ευρώπη το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα και έθεσε σε ενέργεια μαζικές διαδικασίες κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών. Κατά τον Marx η σημασία αυτών των μετασχηματισμών δεν μπορεί να κατανοηθεί, εάν δεν ληφθεί υπόψη το δεύτερο στοιχείο που συμμετέχει στη σύνθεση της καπιταλιστικής επιχείρησης. Η συσσώρευση κεφαλαίου προϋποθέτει την ύπαρξη «μισθωτής εργασίας» ‐ο όρος αναφέρεται στους εργάτες, οι οποίοι, όπως λέει ο Marx, έχουν «στερηθεί τα δικά τους μέσα παραγωγής». Στη φεουδαρχική κοινωνία οι μεγαλύτερες μάζες του πληθυσμού ήταν χωρικοί, οι οποίοι εξασφάλιζαν τα μέσα για τη συντήρησή τους καλλιεργώντας μικρά κομμάτια γης. Καθώς επιταχύνθηκε η ανάπτυξη του καπιταλισμού, ένας μεγάλος αριθμός χωρικών παροτρύνθηκε ή εξαναγκάστηκε να μετακινηθεί από την ύπαιθρο στις επεκτεινόμενες αστικές περιοχές. Έτσι διαμορφώθηκε ένα απόθεμα εργατών που εξαρτώνταν από τους κατόχους κεφαλαίου για να βρουν δουλειά και για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Συνεπώς, για τον Marx, η καπιταλιστική οικονομική οργάνωση προϋποθέτει ένα ταξικό σύστημα, το οποίο βασίζεται στη σχέση μεταξύ κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας. Η ευρεία χρήση της μηχανής στην παραγωγή και η εξάπλωση του εργοστασίου ‐με άλλα λόγια η διαδικασία της εκβιομηχάνισης‐ επιτάχυνε το μετασχηματισμό των αγροτών‐εργατών σε βιομηχανική εργατική τάξη του άστεως. Συνεπώς, κατά τον Marx ο καπιταλισμός ουσιαστικά είναι μια ταξική κοινωνία∙ οι ταξικές σχέσεις πάνω στις οποίες έχει θεμελιωθεί ουσιαστικά είναι σχέσεις σύγκρουσης ή πάλης. Εργοδότες και εργαζόμενοι, κατά ένα μεγάλο μέρος εξαρτώνται οι μεν από τους δε. Οι μεν χρειάζονται εργατικό δυναμικό, το οποίο θα απασχοληθεί στη βιομηχανική παραγωγή∙ οι δε, εφόσον δεν έχουν περιουσία, χρειάζονται τους μισθούς που τους δίνουν οι εργοδότες. Κατά τον Marx αυτή η εξάρτηση είναι εξαιρετικά δυσανάλογη. Οι εργάτες ασκούν ελάχιστο ή, τυπικά, κανέναν έλεγχο στην εργασία που κάνουν∙ οι εργοδότες έχουν τη δυνατότητα να παράγουν κέρδη, τα οποία οικειοποιούνται για την εξυπηρέτηση των δικών τους σκοπών. Οι καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις είναι σχέσεις εκμετάλλευσης και προωθούν χρόνιες μορφές συγκρούσεων. Ο Marx πίστευε ότι η πάλη των τάξεων όχι μόνο δεν περιοριζόταν στα πρώτα στάδια της εξέλιξης του καπιταλισμού, αλλά και ότι θα εντεινόταν προοδευτικά. Στη θεωρία του Marx, οι ταξικές σχέσεις συνδέουν άμεσα την οικονομική οργάνωση του καπιταλισμού με τους θεσμούς που αποτελούν την υπόλοιπη κοινωνία. Η ανάλυση της ταξικής δομής και όχι η εξέταση της εκβιομηχάνισης εξασφαλίζει κυρίως τη βάση για την κατανόηση της σπουδαιότητας των δύο επαναστάσεων, που δημιούργησαν το σύγχρονο κόσμο και δείχνει τη μελλοντική τροχιά της εξέλιξής του. Η αυξανόμενη κυριαρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, η οποία είναι για τον Marx ένα αδιάκοπα επεκτεινόμενο σύστημα, προώθησε τις τεχνολογικές καινοτομίες που συνδέονται με τη βιομηχανική επανάσταση. Κατά τον Marx η επανάσταση του 1789 στη Γαλλία και οι άλλες «αστικές» επαναστάσεις σηματοδότησαν την άνοδο της πολιτικής εξουσίας της καπιταλιστικής τάξης. Η εμφάνιση της δημοκρατικής πολιτικής, συμπεριλαμβανομένης της κοινοβουλευτικής
Digitized by 10uk1s
διακυβέρνησης, ήταν, κατά τον Marx, στενά συνδεδεμένη με τις οικονομικές αλλαγές, τις οποίες επέφερε η διάδοση της καπιταλιστικής επιχείρησης. Στη φεουδαρχική κοινωνία, η δουλοπαροικία ή η υποτέλεια στο φεουδάρχη αποτελούσε τη βάση του ταξικού συστήματος∙ αποκλειόταν ρητά η συμμετοχή της μεγάλης μάζας του πληθυσμού στην κυβέρνηση. Στον αγώνα για την απόκτηση πολιτικής δύναμης, η καπιταλιστική τάξη επιδίωξε να καταργήσει τα φεουδαρχικά προνόμια∙ κατ' αρχήν η συμμετοχή στην πολιτική ήταν ελεύθερη για όλους, εφόσον όλοι, από τότε και στο εξής, θεωρούνταν ίσοι «πολίτες» του κράτους. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του Marx, το καπιταλιστικό κράτος απέχει πολύ από το να επιτύχει τα δημοκρατικά ιδεώδη, τα οποία υποτίθεται ότι εκφράζει πλήρως. Οι ελευθερίες, για τις οποίες αγωνίστηκε η ανερχόμενη επιχειρηματική τάξη και οι σύμμαχοί της, στην πραγματικότητα υπηρετούν την ενίσχυση της κυριαρχίας της επί της εργατικής τάξης. Το κράτος δεν είναι ο αγαθοεργός, φιλελεύθερος μεσολαβητής του οποίου το πορτρέτο σκιαγραφεί η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, αλλά έκφραση ταξικής εξουσίας. Αυτό έχει δύο έννοιες, τη μια βαθύτερη από την άλλη. Στο καπιταλιστικό κράτος υποτίθεται ότι όλοι οι πολίτες είναι ίσοι και έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτική. Ωστόσο, πριν από τον εικοστό αιώνα στις περισσότερες καπιταλιστικές κοινωνίες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στην πραγματικότητα δεν είχε το δικαίωμα ψήφου, επειδή μόνο όσοι είχαν περιουσία μπορούσαν να ψηφίσουν και ο σχηματισμός εργατικών κομμάτων συχνά εμποδιζόταν ή απαγορευόταν άμεσα από το νόμο. Αυτά τα φαινόμενα, όμως, δεν αποτελούν την κύρια βάση του ταξικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους. Κι αυτό γιατί η σφαίρα του «πολιτικού» αγγίζει μόνο ένα πολύ περιορισμένο τμήμα της δραστηριότητας του ανθρώπου και δεν επεκτείνεται στην περιοχή, όπου επικεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής ζωής: στην εργασία. Στη φεουδαρχική κοινωνία οι σχέσεις μεταξύ άρχοντα και δουλοπάροικου ή μάστορα και ειδικευμένου εργάτη βασίζονταν στην αμοιβαιότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όσο και αν έκλινε η ζυγαριά περισσότερο προς τη μια πλευρά παρά προς την άλλη. Αντίθετα, ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής σύμβασης εργασίας είναι ο καθαρά οικονομικός χαρακτήρας της ‐μια εγχρήματη σχέση. Δεν παρέχεται στον εργάτη κανένα δικαίωμα συμμετοχής στις διαδικασίες, που καθορίζουν το εργασιακό καθήκον ή τις άλλες πλευρές της εργασίας εν γένει. Κατά τον Marx η δημιουργία συνδικάτων, η κυριότερη έκφραση της ταξικής πάλης αντιπροσωπεύει την προσπάθεια των εργατών να ελέγξουν ως ένα βαθμό τις συνθήκες εργασίας. Αυτές οι ιδέες διαμορφώνουν τη βάση της ανάλυσης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών από τον Miliband, ο οποίος αμφισβητεί με συστηματικό τρόπο την εικόνα που παρουσιάζει ο Dahrendorf. Κατά τον Miliband, η ύπαρξη ιδιωτικού κεφαλαίου παραμένει το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των κοινωνιών, παρά την ανάπτυξη των μεγάλων επιχειρήσεων και την αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία. Κατά τον Miliband: [οι καπιταλιστικές κοινωνίες] έχουν δύο κοινά βασικά χαρακτηριστικά: το πρώτο είναι ότι όλες είναι σε υψηλό βαθμό βιομηχανοποιημένες∙ το δεύτερο είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των μέσων της οικονομικής τους δραστηριότητας βρίσκεται στην κατοχή και τον έλεγχο ιδιωτών. Ο συνδυασμός αυτών των γνωρισμάτων είναι που κάνει αυτές τις κοινωνίες προηγμένα καπιταλιστικά κράτη κατά κύριο λόγο και που τις διαχωρίζει ριζικά από τις υπανάπτυκτες βιομηχανικά χώρες, όπως είναι η Ινδία, η Βραζιλία ή η Νιγηρία, παρ' όλο που και εκεί τα μέσα οικονομικής δραστηριότητας βρίσκονται κυρίως στην κατοχή και τον έλεγχο ιδιωτών∙ τις διαχωρίζει επίσης από τις χώρες, στις οποίες επικρατεί η κρατική ιδιοκτησία, παρότι μερικές από αυτές, όπως η Σοβιετική Ένωση, η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία, είναι έντονα βιομηχανοποιημένες. Με άλλα λόγια, η διάκριση γίνεται με κριτήριο το επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας σε συνδυασμό με τον τρόπο οικονομικής οργάνωσης (Miliband, σ. 9).
Digitized by 10uk1s
Η αυξανόμενη σπουδαιότητα των μεγάλων επιχειρήσεων, όχι μόνο δεν υπονομεύει τον καπιταλισμό, αλλά έχει σταθεροποιήσει την εξουσία του κεφαλαίου, με διαφορετικό, όμως, τρόπο από τον επιχειρηματικό καπιταλισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Miliband δε δέχεται ότι ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο επέφερε τις ριζικές επιπτώσεις που περιγράφτηκαν από τον Dahrendorf. Για ένα λόγο δεν έχει προχωρήσει η διάσπαση τόσο πολύ, όσο ισχυρίζονται∙ η κατοχή της μειοψηφίας των μετοχών μπορεί να διατηρήσει τον έλεγχο μιας επιχείρησης, εάν οι υπόλοιπες μετοχές είναι διεσπαρμένες. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι κεφαλαιοκράτες και τα διευθυντικά στελέχη έχουν παρόμοια οικονομικά συμφέροντα ως προς τη διατήρηση του πλαισίου που στηρίζει την καπιταλιστική παραγωγή, έχουν σχεδόν ίδια προνόμια και γι' αυτό το λόγο αποτελούν μία σχετικά ενιαία κυρίαρχη τάξη. Η κοινωνική κινητικότητα είναι, επίσης, πολύ πιο περιορισμένη απ' ό,τι διακήρυττε ο Dahrendorf, και ως προς την έκταση αλλά και ως προς τις επιπτώσεις της στην κοινωνία γενικότερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό κινητικότητας, ισχυρίζεται ο Miliband, είναι «μικρής‐ κλίμακας». Είναι, δηλαδή, μεταξύ κοντινών θέσεων μέσα στο ταξικό σύστημα∙ υπάρχει μικρό ποσοστό κινητικότητας «μεγάλης‐κλίμακας», η οποία δίνει τη δυνατότητα σ' αυτούς που προέρχονται από εργατικές τάξεις να μετακινηθούν σε ομάδες της ελίτ. Η ισότητα των ευκαιριών, την οποία ο Dahrendorf θεωρεί τόσο σημαντική, είναι περισσότερο μύθος παρά πραγματικότητα. Ακόμη κι αν ήταν τα πράγματα έτσι όπως τα περιγράφει ο Dahrendorf, ισχυρίζεται ο Miliband, η κινητικότητα ελάχιστα θα μετέβαλε τις ταξικές διαφορές. Κι αυτό γιατί το γενικό ταξικό σύστημα βασικά θα παρέμενε ως έχει, ακόμη κι αν υπήρχε πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα από αυτήν που πράγματι υπάρχει: «Ακόμη κι αν εμβολιάζαμε το υπάρχον οικονομικό σύστημα με έναν "αξιοκρατικότερο" τρόπο για να φτάσει κανείς στην κορυφή, το μόνο που θα εξασφαλίζαμε είναι η κατάκτηση των υψηλότερων θέσεων του υπάρχοντος συστήματος από ένα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, που προέρχονται από την εργατική τάξη. Αυτό μπορεί να είναι επιθυμητό, όμως δε θα προκαλούσε το μετασχηματισμό αυτού του συστήματος σε διαφορετικό». (Miliband, σ. 41). Παρομοίως, η ανάλυση του Miliband για τις συνέπειες της απόκτησης του καθολικού δικαιώματος ψήφου καθώς και για τις συνέπειες των αναγνωρισμένων διαδικασιών διαιτησίας στη βιομηχανία, έρχεται σε αντίθεση με την ανάλυση του Dahrendorf. Ο τελευταίος έχει την τάση να εμφανίζει αυτά τα επιτεύγματα ως άμεση απόρροια της προόδου της εκβιομηχάνισης, επιτεύγματα, τα οποία διατηρήθηκαν και προήχθηκαν από το καλοπροαίρετο κράτος. Κατά τον Miliband αυτά τα επιτεύγματα πραγματοποιήθηκαν εν μέσω και μέσω διαδικασιών ταξικής πάλης και αποτελούν ακόμη το επίκεντρο αυτής της πάλης. Σπάνια παραχωρήθηκε εύκολα από την κυρίαρχη τάξη το δικαίωμα ψήφου∙ ούτε υπήρχε το δικαίωμα βιομηχανικής διαιτησίας. Εξουδετερώθηκε, λοιπόν, επιτυχώς η βόμβα; Ο Miliband και ο Dahrendorf συμφωνούν σ' αυτό, παρ' όλο που ξεκινούν από εντελώς διαφορετική αφετηρία. Κι αυτό γιατί ο Miliband δέχεται ότι το σενάριο που οραματίστηκε ο Marx, δεν έχει μέχρι στιγμής τουλάχιστον πραγματοποιηθεί. Υπάρχουν κοινωνίες στην Ανατολική Ευρώπη, που η επίσημη ορθοδοξία ισχυρίζεται ότι ενσαρκώνουν, δίνοντάς τους πρακτική μορφή, τα δόγματα του Marx. Έτσι, η Σοβιετική Ένωση, οι κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, η Κίνα, καθώς και πολλές άλλες ισχυρίζονται ότι διακυβερνώνται σύμφωνα με τις μαρξιστικές αρχές. Όπως φαίνεται από την παράγραφο που παρατέθηκε παραπάνω, ο Miliband παραδέχεται ότι αυτές οι κοινωνίες διαφέρουν ριζικά από τις κοινωνίες της Δύσης, εφόσον η οικονομία τους ουσιαστικά ελέγχεται από το κράτος και όχι από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Αλλά δε δέχεται ότι αυτή η οικονομία δημιούργησε το σοσιαλισμό που προέβλεψε ο Marx∙ στην καλύτερη περίπτωση δημιούργησε μόνο μια ατελή και παραμορφωμένη έκδοσή του. Κατά τον Miliband στη Δύση, καθώς έχουν βελτιωθεί σημαντικά οι σκληρές οικονομικές συνθήκες του πρώιμου καπιταλισμού, η αμφισβήτηση, που εκφράστηκε από την εργατική Digitized by 10uk1s
τάξη, έχει κατά ένα μέρος αμβλυνθεί. Στο οικονομικό επίπεδο η πάλη των τάξεων υφίσταται τις τυπικές ισχυρές πιέσεις, ασκούμενες από τις επιχειρήσεις και το κράτος, για να κρατηθούν οι λεγόμενες «βιομηχανικές σχέσεις» μακριά από τις πολιτικές αναμετρήσεις. Η επιτυχία των συνδικάτων στην κινητοποίηση της εργατικής τάξης ως «οργανωμένης εργασίας» οδήγησε στην ενσωμάτωσή τους στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Τα συνδικάτα που γίνονται μεγάλες, γραφειοκρατικές οργανώσεις με πλήρως απασχολούμενους υπαλλήλους, μπορούν να αποκοπούν από τα μέλη, τα οποία υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Ποικίλοι παράγοντες, προσθέτει ο Miliband, έχουν συμβάλει ώστε να υπάρξουν παράλληλες εξελίξεις στην πολιτική. Από την εποχή του Marx, σε όλες τις προηγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες τα σοσιαλιστικά ή τα εργατικά κόμματα έχουν αποκτήσει κάποια εξουσία, με σημαντική και πολυσυζητημένη εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου όμως μπορεί να αντικρούσει κανείς με κάποια αληθοφάνεια ότι το Δημοκρατικό Κόμμα γενικά εκπροσωπεί τα εργατικά συμφέροντα. Κανένα από αυτά τα κόμματα δεν έκανε μια πετυχημένη σοσιαλιστική επανάσταση. Γιατί; Ένας λόγος είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν κατορθώσει τα σοσιαλιστικά κόμματα να κερδίσουν μια ουσιαστική θέση στην κυβέρνηση. Αυτό γινόταν πολύ συχνά μόνο στην περίπτωση που τα σοσιαλιστικά κόμματα σχημάτιζαν συνασπισμό μαζί με τους συντηρητικούς αντιπάλους τους, στον οποίο οι τελευταίοι είχαν την αριθμητική υπεροχή∙ έτσι το αποτέλεσμα ήταν να υποστηρίζουν παρά να υπονομεύουν την καθεστηκυία τάξη. Στις περιπτώσεις που τα σοσιαλιστικά κόμματα ήρθαν στην εξουσία ως πλειοψηφία, η επιρροή τους περιορίστηκε εξαιτίας άλλων παραγόντων. Προκειμένου να επιτύχουν μεγάλη εκλογική επιτυχία, έπρεπε γενικά να αλλοιώσουν τα προγράμματά τους για κοινωνική αλλαγή. Όταν έρχονταν στην εξουσία, η πολιτική τους στην πραγματικότητα ήταν ακόμα λιγότερο ριζοσπαστική από τις προεκλογικές υποσχέσεις τους, εφόσον αυτοί που είχαν κεκτημένα δικαιώματα προέβαλλαν ισχυρή αντίσταση σε οτιδήποτε απειλούσε τις καθιερωμένες τους θέσεις ή τα προνόμιά τους. Οι μαρξιστές έχουν διχαστεί ως προς αυτό το θέμα, όμως ο Miliband κλίνει προς την άποψη ότι ο «κοινοβουλευτικός σοσιαλισμός» είναι, πιθανόν, ipso facto ατελέσφορος∙ για μια ριζική κοινωνική αλλαγή θα χρειαζόταν πρόσθετη υποστήριξη από εξω‐κοινοβουλευτικά κινήματα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο Marx πίστευε πως στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα προμηνυόταν σοσιαλιστική επανάσταση στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Σίγουρα, κάτι πήγε στραβά. Ωστόσο, ο Miliband ψάχνει την απάντηση στα έργα του Marx. Οι μεταρρυθμιστικές τάσεις των δυτικών σοσιαλιστικών κομμάτων έχουν διαμορφωθεί υπό τη μεγάλη επίδραση της ιδεολογίας. Κατά τον Marx η τάξη που ελέγχει τα μέσα παραγωγής και τον πολιτικό μηχανισμό, ελέγχει επίσης και τα κυριότερα σύμβολα ή μορφές πίστης σε μία κοινωνία. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες υπάρχει αυτό που ο Miliband ονομάζει «τεχνική της συναίνεσης», με την οποία καλλιεργούνται μεταξύ του πληθυσμού γενικές συμπεριφορές συμβιβασμού με το status quo. Μία σειρά θεσμών, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των εκπαιδευτικών θεσμών, συμμετέχουν στη δημιουργία ευνοϊκού ιδεολογικού κλίματος για τη συνέχιση του καπιταλισμού. Ενώ ο Dahrendorf βλέπει την εκπαίδευση ως κύριο μέσο εξίσωσης και ως προώθηση μιας ρευστής, «αξιοκρατικής» κοινωνικής τάξης, στα μάτια του Miliband η εκπαίδευση αποτελεί ένα σημαντικό φαινόμενο, το οποίο αναχαιτίζει την κοινωνική αλλαγή. Κι αυτό γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα κατευθύνεται έτσι ώστε να αναπαράγει σε κάθε γενιά γενικά αποδεκτές αξίες, οι οποίες ευνοούν τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Όπως ανέφερα προηγουμένως, η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις του Marx, όσον αφορά τις δυνατότητες για ριζικό μετασχηματισμό των «προηγμένων κοινωνιών». Σ' αυτή την άποψη σημαντικό ρόλο παίζει η ιδέα του βαθύτερου ενιαίου χαρακτήρα του βιομηχανισμού. Εάν οι βιομηχανικές κοινωνίες έχουν κοινά γνωρίσματα, προφανώς τα πιθανά μοντέλα για το μέλλον είναι αρκετά περιορισμένα∙
Digitized by 10uk1s
με άλλα λόγια το μέλλον δε θα διαφέρει και πολύ από το παρόν. Ελπίζω ότι τα επιχειρήματά μου, στα πρώτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου, έχουν ήδη κάνει τον αναγνώστη να δυσπιστεί για κάθε θεωρία που σχηματίζεται με βάση το αναπόφευκτο. Αυτό ισχύει, επίσης, και για τις μαρξιστικές απόψεις, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί με παρόμοιο τρόπο. Υπάρχουν μαρξιστές που έχουν υποστηρίξει ότι η κατάλυση του καπιταλισμού και η αντικατάστασή του από το σοσιαλισμό είναι αναπόφευκτη∙ ο Marx, επίσης, μιλά με τέτοιο τρόπο σε μερικά έργα του. Δεν υπάρχει άποψη που να μην είναι λογικά βάσιμη ή εμπειρικά αληθοφανής. Είμαστε αντιμέτωποι μ' ένα κόσμο ανοιχτών πιθανοτήτων, και οι γνώσεις μας γι' αυτό τον κόσμο μας βοηθούν να διακρίνουμε αυτές τις πιθανότητες. Σίγουρα όμως, είναι σημαντικό να εκτιμήσουμε ποια από τις δύο προοπτικές που σκιαγραφήθηκαν είναι η πιο ακριβής, επειδή αυτό θα επηρεάσει πολύ τις απόψεις μας σχετικά με το ποιες εξελικτικές τάσεις είναι πιο πιθανές στον κόσμο και ποιες είναι οι πιο ρεαλιστικές επιλογές, που θα επηρεάσουν τις κατευθύνσεις της κοινωνικής αλλαγής.
Digitized by 10uk1s
3 Ταξική δομή και κοινωνικός μετασχηματισμός
Το προηγούμενο κεφάλαιο θίγει διάφορα θέματα, μερικά από τα οποία, παρ' όλο που ελπίζω ότι θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δεν είναι δυνατόν λόγω χώρου, να τα αναπτύξω λεπτομερώς σ' αυτό το βιβλίο. Ωστόσο, υπάρχουν τρία ζητήματα, που θα ήθελα να προσεχθούν ιδιαίτερα. Το ένα είναι η σημασία της ταξικής ανάλυσης για τη μελέτη των βιομηχανικά προηγμένων κοινωνιών σήμερα. Οι εξελίξεις δεν ακολούθησαν την πορεία που είχε προβλέψει ο Marx. Μήπως, όμως, θα έπρεπε να δηλώσουμε ότι οι ιδέες του δεν έχουν, πλέον, καμία σημασία για την ανάλυση των σύγχρονων κοινωνιών ‐όπως έχουν την τάση να ισχυρίζονται οι θεωρητικοί της βιομηχανικής κοινωνίας; Αυτό το ερώτημα θα αποτελέσει το κύριο μέλημά μου σ' αυτό το κεφάλαιο. Το δεύτερο θέμα αφορά τη φύση του κράτους. Σύμφωνα με τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας και, γενικότερα, σύμφωνα με τη φιλελεύθερη πολιτική θεωρία το κράτος εκφράζει τα συμφέροντα της κοινότητας εν γένει. Αντίθετα, κατά τη γνώμη του Marx, όπως διευκρινίζει ο Miliband, το κράτος είναι «καπιταλιστικό»: δηλαδή, από μία άποψη (η οποία, όπως θα δούμε, πρέπει να διευκρινιστεί), αποτελεί έκφραση της ταξικής κυριαρχίας, και αντικατοπτρίζει τις διαφορές των ταξικών συμφερόντων. Θα ασχοληθώ με το θέμα του κράτους στο επόμενο κεφάλαιο. Ωστόσο, υπάρχει κι ένα τρίτο θέμα, το οποίο προχωρεί ακόμη περισσότερο σε βάθος και συνδέεται στενά με τη θεωρητική συζήτηση στα πρώτα κεφάλαια. Αυτό είναι το θέμα των δυνατοτήτων για κοινωνικό μετασχηματισμό του σημερινού κόσμου. Σε πρώτο επίπεδο αυτό το θέμα αφορά τη βιωσιμότητα του μαρξικού σχεδίου. Μπορούμε, ακόμη, να οραματιστούμε με ρεαλιστικό τρόπο την πιθανότητα εμφάνισης σοσιαλιστικών κοινωνιών, οι οποίες θα διαφέρουν ριζικά από τις υπάρχουσες μορφές βιομηχανικού καπιταλισμού; Σ' ένα πιο αφηρημένο, αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο το τρίτο θέμα αφορά τη φύση της κοινωνιολογίας ως κριτικού εγχειρήματος. Ισχυρίστηκα ότι η κοινωνική επιστήμη έχει μία εσωτερική κριτική σχέση με το «αντικείμενό της» ‐τις ζωές των ανθρώπων στην κοινωνία. Όμως, τι μορφή πρέπει να πάρει αυτό το κριτικό εγχείρημα; Από μία άποψη όλο το βιβλίο ασχολείται μ' αυτό το θέμα∙ αλλά, αυτό θα το διευκρινίσω στο τέλος της εργασίας μου.
Αλλαγές από το δέκατο ένατο αιώνα: η δύναμη των επιχειρήσεων Αν συγκρίνει κανείς τις αναλύσεις που έγιναν από τον Dahrendorf και τον Miliband αντίστοιχα, ‐οι οποίες είναι ενδεικτικές και πολλών άλλων αναλύσεων‐ θα δει ότι οι απόψεις τους, όσον αφορά την Ευρώπη του δέκατου ένατου αιώνα δε διαφέρουν και πολύ. Και για να το θέσω ωμά, και οι δυο συμφωνούν ότι ο Marx, κατά βάση, παρουσίασε σωστά το βιομηχανικό καπιταλισμό του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Dahrendorf δέχεται ότι η δομή της ατομικής ιδιοκτησίας και η ταξική δομή όντως συνέπιπταν εκείνη την περίοδο και ότι η ανοιχτή πάλη των τάξεων ήταν ένα φαινόμενο που παρουσιαζόταν συχνά. Οι διαφορές μεταξύ των δύο συγγραφέων, όσον αφορά τις αλλαγές που συνέβησαν στις δυτικές κοινωνίες κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκατό ετών είναι εμφανέστατες. Κατά τον Dahrendorf αυτές ο αλλαγές είναι βαθιές και έχουν περισσότερο με εξελικτικό παρά με επαναστατικό τρόπο καταλύσει τον ταξικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που περιέγραψε ο Marx. Ο Miliband απορρίπτει αυτή την ερμηνεία: οι δυτικές κοινωνίες παραμένουν καπιταλιστικές και η ταξική ανάλυση έχει πρωταρχική σημασία για την κατανόηση της θεσμικής τους μορφής. Φυσικά, μια ευρεία εξέταση αλλαγών ενός αιώνα θα ξεπερνούσε, κατά πολύ, τα όρια αυτού του κεφαλαίου ‐στην πραγματικότητα θα ξεπερνούσε και τα όρια ενός βιβλίου. Μπορώ, Digitized by 10uk1s
όμως, να κάνω ένα γενικό απολογισμό της σημασίας των πιο μεγάλων αλλαγών που πραγματοποιήθηκαν, βασιζόμενος σε εμπειρικά γεγονότα. Ένα εμφανές χαρακτηριστικό των δυτικών κοινωνιών, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκατό ετών, είναι η διαρκώς αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή, καθώς επίσης και στα άλλα επίπεδα κοινωνικής δραστηριότητας. Αλλά, θα ασχοληθώ περισσότερο μ' αυτό το φαινόμενο στο κεφάλαιο που ακολουθεί. Σε αυτό το σημείο είναι πιο σημαντική η μεγάλη συγκέντρωση της οικονομίας: η κυριαρχία, δηλαδή, των πολύ μεγάλων εταιριών στην οικονομική ζωή. Κανένας δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι σε όλες τις δυτικές οικονομίες οι μεγάλες επιχειρήσεις παίζουν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο. Είναι δύσκολο να βρεθούν συγκεκριμένοι αριθμοί, ιδίως στοιχεία, με τα οποία μπορούν να γίνουν συγκρίσεις μεταξύ κρατών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι διακόσιες μεγαλύτερες βιομηχανικές εταιρίες παρουσιάζουν από τις αρχές του αιώνα αύξηση του συνολικού κεφαλαίου τους 0,5% ετησίως. Αυτές οι διακόσιες επιχειρήσεις σήμερα ελέγχουν τα 3/5 περίπου του επενδυμένου κεφαλαίου όλων των βιομηχανιών. Παρομοίως, οι διακόσιοι μεγαλύτεροι οικονομικοί οργανισμοί έχουν τώρα την ευθύνη για τις εμπορικές συναλλαγές, σε ποσοστό πάνω από 50%. (Michael Useem, The Inner Circle, New York, Oxford University, Press, 1984, κεφάλαιο 2). Οι λίγες τέτοιου είδους κορυφαίες εταιρίες είναι, πράγματι, πολύ μεγάλες και έχουν θυγατρικές σε όλο τον κόσμο. Ο βαθμός βιομηχανικής συγκέντρωσης στη Βρετανία, όπως έχει υπολογιστεί με βάση τις περισσότερες ενδείξεις, είναι υψηλότερος ακόμη και από αυτόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Παρότι οι άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες και η Ιαπωνία διαφέρουν σημαντικά από την άποψη του βαθμού συγκέντρωσης, εντούτοις σε όλες τις χώρε οι μεγάλες επιχειρήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική δραστηριότητα. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολύ μεγάλων εταιριών είναι επιχειρήσεις με δημόσιο χαρακτήρα, δηλαδή, εκδίδουν μετοχές, οι οποίες μπορούν να αγοραστούν και να πουληθούν. Οι εταιρίες «ανήκουν» στους μετόχους τους. Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά; Ο Dahrendorf ακολουθεί όσους έχουν υιοθετήσει αυτή που αποκαλείται γενικά «τεχνοκρατική θέση». Η εμφάνιση των μεγάλων επιχειρήσεων είχε ως επακόλουθο τον κατακερματισμό της καπιταλιστικής τάξης, το δέκατο ένατο αιώνα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το γεγονός ότι υπάρχουν διάφοροι μέτοχοι στις πολύ μεγάλες εταιρίες έχει αρκετές και σοβαρές επιπτώσεις. Επιτρέψτε μου, από τώρα και στο εξής, να αποκαλώ αυτές τις εταιρίες «γιγαντιαίες επιχειρήσεις». Υποστηρίζεται ότι οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις είναι «λιγότερο καπιταλιστικές» απ' ό,τι ήταν οι εταιρίες στη διάρκεια της ακμής του επιχειρηματικού καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός του δέκατου ένατου αιώνα ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστικός και γι' αυτό το λόγο η μεγιστοποίηση του κέρδους αποτελούσε επιτακτική ανάγκη κάθε εταιρίας. Τώρα, όμως, οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις έχουν τόσο ισχυρή θέση σε ορισμένους τομείς της οικονομίας, ώστε να επιβάλλονται στις αγορές παρά να υπακούουν σ' αυτές. Εξάλλου, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σταθερή, μακροπρόθεσμη ανάπτυξή τους, παρά για την άμεση μεγιστοποίηση των κερδών τους. Έτσι, η IBM είναι πιθανόν να ενδιαφέρεται για την ανάπτυξή της εν γένει τουλάχιστον όσο ενδιαφέρεται και για την εξασφάλιση μεγάλων κερδών. Στη γλώσσα της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης αυτές οι εταιρίες έχουν την τάση να κερδίζουν «ικανοποιητικά». Αυτό που έχει, πάνω απ' όλα, σημασία δεν είναι η μεγιστοποίηση των κερδών, αλλά η διατήρησή τους σ' ένα γενικό, ικανοποιητικό επίπεδο. Αυτή η ερμηνεία συνδέεται στενά με την άποψη ότι οι επίσημοι ιδιοκτήτες των γιγαντιαίων επιχειρήσεων, οι μέτοχοι, δεν ασκούν πλέον σημαντικό έλεγχο στις υποθέσεις της επιχείρησης. Η εξουσία έχει περάσει στα χέρια των διευθυντών. Εφόσον οι διευθυντές δεν είναι «καπιταλιστές» ‐οι επιχειρήσεις, που διοικούν, δεν ανήκουν σ' αυτούς‐ ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σταθερότητα της εταιρίας, όσον αφορά την εσωτερική της διοίκηση, παρά για το ποσοστό των κερδών που εξασφαλίζει. Μερικοί «τεχνοκρατικοί» συγγραφείς έδωσαν
Digitized by 10uk1s
μεγάλη έμφαση σ' αυτό. Η γιγαντιαία επιχείρηση, υποστήριξαν έχει γίνει ένας υπεύθυνος για την κοινωνία φορέας, μία επιχείρηση με αισθήματα, η οποία απέχει πολύ από την επιθετική ιδιοτελή προσωπική εταιρία του δέκατου ένατου αιώνα. Κατά τη γνώμη των «τεχνοκρατικών» συγγραφέων, όπως του Berle για παράδειγμα, η έντονα εμφανής συγκέντρωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό των σύγχρονων δυτικών οικονομιών, δε συνεπάγεται την εδραίωση μιας άρχουσας τάξης με νέα μορφή. Η επιχειρησιακή συγκέντρωση συμβαδίζει με τη φθορά των προϋπαρχουσών μορφών ταξικής αλληλεγγύης. Επεκτείνοντας αυτή την άποψη ο Dahrendorf μιλά για «αποσύνθεση της άρχουσας τάξης». Το δέκατο ένατο ανώνα υπήρχε μια ενιαία καπιταλιστική κυρίαρχη τάξη, αλλά ο διαχωρισμός της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο σε συνδυασμό με την αύξηση των γιγαντιαίων επιχειρήσεων την ώθησε σε διάλυση. Οι «κάτοχοι» κεφαλαίου είναι μια κατακερματισμένη κατηγορία, αφού η κατοχή μετοχών διαδόθηκε τόσο πολύ μεταξύ του πληθυσμού. Οι καπιταλιστές διαχωρίστηκαν από τα διευθυντικά στελέχη, τα οποία ασκούν τον πραγματικό έλεγχο των επιχειρήσεων. Αλλά και οι διευθυντές είναι αποκομμένοι ο ένας απ' τον άλλο, εφόσον πρέπει να είναι αφοσιωμένοι στη συγκεκριμένη επιχείρηση, για την οποία είναι υπεύθυνοι. Ωστόσο, έχουμε λόγους να αμφισβητούμε την προαναφερθείσα ερμηνεία. Η κυριαρχία των γιγαντιαίων επιχειρήσεων στη σύγχρονη οικονομία, είχε φυσικά σημαντικές επιπτώσεις στη σύγχρονη οικονομική ζωή. Αυτές οι επιπτώσεις, όμως, δεν εναρμονίζονται με το μοντέλο επιδίωξης ικανοποιητικών κερδών που προτείνουν οι τεχνοκράτες. Πρώτα απ' όλα οι έχοντες τεχνοκρατικές αντιλήψεις έχουν την τάση να υπερβάλλουν ως προς το βαθμό που ο ελεύθερος ανταγωνισμός, συνδυαζόμενος με τη μεγιστοποίηση των κερδών, αποτελούσε κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού του δέκατου ένατου αιώνα. Συχνά, οι πρώτοι επιχειρηματίες ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη των εταιριών τους, παρά για την απόκτηση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους. Ίσως είναι πιο σημαντικό το γεγονός ότι οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις ακόμη και σήμερα λειτουργούν μέσα σ' ένα ανταγωνιστικό καπιταλιστικό πλαίσιο, παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν άμεσα τη ζήτηση χρησιμοποιώντας ευρύτατα τη διαφήμιση καθώς και άλλα μέσα. Οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις πολύ σπάνια έχουν το «μονοπώλιο», με την ακριβή έννοια της λέξης: να είναι, δηλαδή, η εταιρία ο μοναδικός παραγωγός αγαθών σ' ένα συγκεκριμένο τομέα της οικονομίας. Συνήθως στην εποχή μας οι γιγαντιαίες επιχειρήσεις συναγωνίζονται η μία την άλλη τόσο στα πλαίσια των εθνικών οικονομιών, όσο και σε διεθνές κυρίως επίπεδο. Η πίεση αυτού του ανταγωνισμού, καθώς και η προσπάθεια για τη διατήρηση των κερδών σε υψηλό επίπεδο, μπορεί, πράγματι, να είναι πολύ έντονες. Πρέπει να σημειωθεί σε παρένθεση ότι η τεχνοκρατική άποψη ήταν πολύ δημοφιλής τις δεκαετίες του '50 και του '60, όταν η δυτική βιομηχανία βρισκόταν σε μια φάση φαινομενικά σταθερής και σχετικά μη προβληματικής επέκτασης. Η επανεμφάνιση της οικονομικής κρίσης τα επόμενα χρόνια, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη σημασία της εγχώριας παραγωγής των εν μέρει βιομηχανοποιημένων χωρών στις οποίες το κόστος εργασίας είναι χαμηλό, σήμερα δυσκολεύει σοβαρά τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις ν' αυξήσουν τα κέρδη τους σε μερικούς τομείς της οικονομίας. Λίγες μπορούν να είναι ικανοποιημένες με το να έχουν «ικανοποιητικά» κέρδη, αν θεωρήσουμε ότι ήταν ποτέ ικανοποιημένες μ' αυτή την κατάσταση. Αυτές οι εκτιμήσεις σχετίζονται με τη μελέτη της φύσης και των συνεπειών του διαχωρισμού της ιδιοκτησίας από τον έλεγχο. Πρόσφατες ενδείξεις έχουν θέσει υπό αμφισβήτηση τόσο την ορθότητα της θέσης των τεχνοκρατών σχετικά με τη διασπορά των μετοχών στις γιγαντιαίες επιχειρήσεις, όσο και το κατά πόσο αυτή οδήγησε όντως σε τόσο μεγάλη, όσο είχε θεωρηθεί, απώλεια του ελέγχου εκ μέρους του κεφαλαίου. Ακόμη και ένα σχετικά μικρό μέρος μετοχών μπορεί να αρκεί για να εξασφαλιστεί αποτελεσματικός έλεγχος της πολιτικής που ακολουθεί
Digitized by 10uk1s
η επιχείρηση, στην περίπτωση που οι υπόλοιπες μετοχές είναι διεσπαρμένες. Ωστόσο, σημαντικότερο από όλα αυτά είναι το γεγονός ότι τα συμφέροντα των διευθυντών είναι πολύ πιο κοντά στα συμφέροντα των ιδιοκτητών, απ' όσο ισχυρίζονται οι «τεχνοκρατικοί» συγγραφείς. Τα περισσότερα ανώτερα διευθυντικά στελέχη έχουν στην κατοχή τους σημαντικό ποσοστό μετοχών, οι οποίες συχνά αποτελούν ουσιώδες αν όχι κεφαλαιώδες μέρος, του ολικού πλούτου μιας πολύ μεγάλης επιχείρησης. Συνεπώς, τα συμφέροντά τους είναι, στην πραγματικότητα, «καπιταλιστικά» από δύο απόψεις. Γενικά, ενδιαφέρονται, από κοινού με τους άλλους ιδιοκτήτες κεφαλαίου, για την ευημερία του χρηματιστηρίου αξιών∙ ταυτόχρονα, οι δραστηριότητές τους στη σφαίρα της γιγαντιαίας επιχείρησης εντάσσονται στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής επιχείρησης, (βλ. σχετικά Edward S. Herman, Corporate Control, Corporate Power, Cambridge, Cambridge University, Press, 1981). Μια τέτοια ανάλυση δύσκολα ενισχύει την άποψη ότι η ενιαία καπιταλιστική τάξη του δέκατου ένατου αιώνα έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια σειρά ποικίλων ομάδων, για τις οποίες δεν ισχύει ο όρος «κυρίαρχη τάξη». Φυσικά, μπορεί πάντοτε να υπερβάλλουμε ως προς το βαθμό ενότητας τόσο των κυρίαρχων όσο και των κατώτερων τάξεων. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα οι γαιοκτήμονες εξακολουθούσαν να έχουν μεγάλη οικονομική δύναμη σε πολλές δυτικές κοινωνίες. Αυτό βέβαια δίχασε την ανώτερη τάξη, τουλάχιστον τόσο όσο είναι δυνατόν να χωρίσουν σήμερα οποιεσδήποτε διαφορές τους «διευθυντές» από τους «καπιταλιστές». Σημαντικοί, εδώ, είναι άλλοι δύο παράγοντες. Ο ένας είναι η συνεχιζόμενη ύπαρξη κραυγαλέων ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αν και υπάρχουν ορισμένες διαφορές μεταξύ των διαφόρων χωρών, σε όλες ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού κατέχει ένα αρκετά δυσανάλογο ποσοστό του ολικού πλούτου. Η ιδιοκτησία της μειοψηφίας γίνεται ακόμη περισσότερο προφανής αν λάβουμε υπόψη μας τα αποθέματα και τις μετοχές συγκεκριμένα, παρά γενικά τον πλούτο. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η κοινωνική κινητικότητα ‐ή μάλλον η έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας, όσον αφορά τη σύνθεση των ομάδων της ελίτ. Τα συμπεράσματα του Miliband μοιάζει ν' αγγίζουν περισσότερο την ουσία απ' ό,τι τα συμπεράσματα του Dahrendorf. Οποιαδήποτε κινητικότητα και να παρουσιαστεί στις χαμηλότερες βαθμίδες του ταξικού συστήματος, είναι πράγματι, γι' αυτούς που έχουν ταπεινή καταγωγή, ελάχιστες οι δυνατότητες διείσδυσης στα ανώτερα κλιμάκια.
Η «θεσμοποίηση της ταξικής πάλης» Τι απέγινε, λοιπόν, η εργατική τάξη, την οποία ο Marx σε μια περίφημη φράση του χαρακτήρισε «νεκροθάφτη του καπιταλισμού»; Μετά από έναν αιώνα ο τάφος δεν έχει ακόμη σκαφτεί και, ο μελλοντικός κάτοικός του, αν και δε βρίσκεται στην πρώτη του νεότητα, δε φαίνεται να απειλείται με επικείμενο θάνατο. Γιατί δεν έγινε ο επαναστατικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού, όταν μάλιστα όπως είδαμε, συγγραφείς, που κατά τα άλλα έχουν εντελώς διαφορετικές απόψεις συμφωνούν ότι υπήρξαν τουλάχιστον ορισμένα ουσιώδη στοιχεία στις ιδέες του Marx που ίσχυαν το δέκατο ένατο αιώνα; Η απάντηση σ' αυτές τις ερωτήσεις ‐ή η άποψη που μπορεί να διατυπωθεί ως απάντηση‐ κατά ένα μεγάλο μέρος βασίζεται στην ερμηνεία της «θεσμοποίησης της ταξικής πάλης». Έβαλα τη φράση σε εισαγωγικά, γιατί θέλω να δείξω ότι υπάρχει κάτι ύποπτο σ' αυτήν. Όμως οι διαδικασίες, στις οποίες στρέφει την προσοχή μας, είναι διαδικασίες μέσω των οποίων η εργατική τάξη μάλλον ενσωματώθηκε στο καπιταλιστικό σύστημα, παρά αντιπαράθεσε σ' αυτό μια επαναστατική, εναλλακτική λύση. «Η θεσμοποίηση της ταξικής πάλης» είναι η αγαπημένη έκφραση των θεωρητικών της βιομηχανικής κοινωνίας και εμπεριέχει σαφώς μια χαρακτηριστική τους θέση. Διότι κατά τη
Digitized by 10uk1s
γνώμη αυτών των συγγραφέων η ανοιχτή ή η διαβρωτική ταξική πάλη περιορίζεται, ακριβώς, στις πρώτες φάσεις ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η εμφάνιση αποδεκτών ή ρυθμισμένων τρόπων βιομηχανικής διαιτησίας εξυπηρετεί την άμβλυνση της ταξικής πάλης, μετατρέποντάς τη σε «βιομηχανική σύγκρουση». Οι εργάτες έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν μια καλή μερίδα από τη βιομηχανική πίτα, αφού υπάρχουν τρόποι για να ικανοποιήσουν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η πρόσβαση στα δικαιώματα βιομηχανικής διαπραγμάτευσης συμπληρώθηκε με την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων στα πλαίσια του κράτους. Αυτοί που έχουν υιοθετήσει αυτή την άποψη αναφέρονται στην ιστορία των εργατικών κινημάτων, τα οποία στο τέλος του δέκατου ένατου ή στις αρχές του εικοστού αιώνα συνδέονταν άμεσα με τα μαρξιστικά δόγματα και που στη συνέχεια, όμως, εγκατέλειψαν την επαναστατική τους στάση ευνοώντας τη μεταρρύθμιση. Σ' αυτό το σημείο, το γερμανικό και το σουηδικό εργατικό κίνημα αναφέρονται συχνά ως παραδείγματα. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) ήταν το πρώτο μαζικό πολιτικό κόμμα που υιοθέτησε μαρξιστικές θέσεις. Ωστόσο, με το ξέσπασμα του πρώτου παγκόσμιου πολέμου τα περισσότερα μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ψήφισαν υπέρ της γερμανικής πολεμικής πολιτικής, καταφέρνοντας στο τέλος να πάρουν τα ηνία της κυβέρνησης. Ωστόσο το έκαναν αυτό γιατί το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήθελε να συντρίψει ό,τι είχε απομείνει από την επαναστατική αριστερά ‐αυτούς που είχαν αρνηθεί να ακολουθήσουν τη γραμμή της πλειοψηφίας του κόμματος. Και το πέτυχαν χύνοντας αίμα, χρησιμοποιώντας, δηλαδή, τις ένοπλες δυνάμεις∙ στα χρόνια που μεσολάβησαν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα παρέμεινε κατά ένα μεγάλο μέρος κόμμα κοινωνικής μεταρρύθμισης μάλλον, παρά κόμμα προσανατολισμένο προς την επανάσταση. Εντωμεταξύ στη σφαίρα της βιομηχανίας, οι γερμανοί εργάτες υπήρξαν, κατά κάποιο τρόπο, υπόδειγμα υποχωρητικής εργατικής δύναμης με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά απεργιών στο βιομηχανικό κόσμο. Ωστόσο, η εξέλιξη του γερμανικού εργατικού κινήματος δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως αντιπροσωπευτική της εξέλιξης των δυτικών κοινωνιών στο σύνολό τους∙ ούτε μπορεί να θεωρηθεί, γενικότερα, αντιπροσωπευτικό μοντέλο μετατροπής ενός κόμματος, το οποίο αυτοαποκαλείται επαναστατικό, σε μεταρρυθμιστικό. Απ' αυτή την άποψη υπάρχουν τεράστιες και βαθιές διαφορές μεταξύ των καπιταλιστικών κοινωνιών. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν κοινωνίες (όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία), στις οποίες έχουν εξουδετερωθεί τα επαναστατικά στοιχεία των εργατικών κινημάτων και στις οποίες ο μαρξισμός, ως τρόπος σκέψης και ως πολιτικό πρόγραμμα, άσκησε ελάχιστη επιρροή. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα εργατικών κινημάτων με έντονη επαναστατική παράδοση, που διατηρούν μέχρι σήμερα ορισμένα στοιχεία αυτού του χαρακτήρα τους. Η Γαλλία και η Ιταλία ανήκουν σ' αυτή την κατηγορία. Αυτές οι διαφορές δείχνουν ότι η «ενσωμάτωση» της εργατικής τάξης δεν αποτελεί καθολικό φαινόμενο. Όσο ισχύει ότι η ωρίμανση του καπιταλισμού δεν προκαλεί την εμφάνιση ενός επαναστατικού προλεταριάτου, άλλο τόσο ισχύει και ότι η εργατική τάξη δεν έγινε πουθενά πειθήνιο «μέρος του συστήματος». Φαίνεται ότι δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι η απουσία επαναστατικών μετασχηματισμών στη Δύση συνδέεται στενά με τα γεγονότα που αναφέρει τόσο ο Dahrendorf, όσο και άλλοι. Μία από τις καλύτερες αναλύσεις αυτού του θέματος, από την οποία ο Dahrendorf, καθώς και συγγραφείς με παρόμοιες απόψεις, έχουν αντλήσει πολλά στοιχεία, είναι αυτή του Τ.Η. Marshall που γράφτηκε πριν από τριάντα, περίπου, χρόνια (Τ.Η. Marshall, «Citizenship and social class» στο Class, Citizenship and Social Development Westport, Greenwood, 1973, [πρώτη έκδοση το 1950]). Κατά τον Marshall ταξική πάλη που χαρακτηρίζει το δέκατο ένατο αιώνα, αμβλύνθηκε σταδιακά με τη διαδοχική εμφάνιση των τριών ειδών των «δικαιωμάτων του πολίτη», τα οποία διακρίνει σε ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Το πρώτο είδος, τα ατομικά δικαιώματα, συνίσταται στην τυπική
Digitized by 10uk1s
ισότητα έναντι του νόμου και είναι ένα σύνολο δικαιωμάτων που επιτρέπουν την πρόσβαση στο νομικό σύστημα. Το δεύτερο είδος αναφέρεται, κυρίως, στο καθολικό δικαίωμα ψήφου καθώς και στο δικαίωμα σχηματισμού πολιτικών κομμάτων. Το τρίτο αναφέρεται στα δικαιώματα βιομηχανικής διαπραγμάτευσης και κοινωνικής πρόνοιας ‐επίδομα ανεργίας, επίδομα ασθενείας και ούτω καθεξής. Η άποψη του Marshall είναι ότι κάθε είδος δικαιωμάτων του πολίτη αποτελεί ένα βήμα προς την κατεύθυνση απόκτησης και άλλων. Τα ατομικά δικαιώματα που θεσπίζουν ότι κάθε πολίτης είναι «ελεύθερος και ίσος» έναντι του νόμου, εμφανίστηκαν κατά τις πρώτες, σχεδόν, φάσεις της διαμόρφωσης του καπιταλισμού. Χωρίς ατομικά δικαιώματα (τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τα διαφοροποιημένα δικαιώματα και τις διαφοροποιημένες υποχρεώσεις των νομοκατεστημένων τάξεων του φεουδαρχικού συστήματος) θα ήταν αδύνατη η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων έπαιξε, με τη σειρά της, σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της εξουσίας της καπιταλιστικής τάξης, δίνοντας τη δυνατότητα στους εργάτες να οργανωθούν πολιτικά και να εκπροσωπήσουν τα συμφέροντά τους στο κοινοβούλιο. Η αυξημένη πολιτική δύναμη της εργατικής τάξης, σε συνδυασμό με τα ατομικά δικαιώματα, ενίσχυσε την εδραίωση των αναγνωρισμένων τρόπων συλλογικής διαπραγμάτευσης στη βιομηχανία. Όμως τα πολιτικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, κατά τη γνώμη του Marshall, είχαν ιδιαίτερη σημασία για την πρόοδο του σύγχρονου «κράτους προνοίας». Εν ολίγοις αυτές οι εξελίξεις έχουν, σαφώς, μεταβάλει τόσο τις επιπτώσεις της ταξικής δομής όσο και τη φύση της ταξικής πάλης. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκατό ετών, λέει ο Marshall, «τα δικαιώματα του πολίτη και το καπιταλιστικό ταξικό σύστημα βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση» (Marshall, σ. 84). Επιπλέον, νικητής είναι τα δικαιώματα, δεν έχει, όμως, ολοκληρωθεί ο θρίαμβός τους επειδή η ταξική πάλη δεν απειλεί πλέον να ανατρέψει την καπιταλιστική τάξη των πραγμάτων. Νομίζω ότι όσα λέει ο Marshall είναι αρκετά έγκυρα, όμως δεν είναι δυνατό να τα αποδεχτούμε έτσι όπως παρουσιάζονται∙ πρέπει να γίνουν ορισμένες, αρκετά σημαντικές διευκρινίσεις. Η πρώτη αφορά τη σημασία των νομικών δικαιωμάτων. Ο Marshall δεν τονίζει επαρκώς την έλλειψη ισορροπίας στη σχέση μεταξύ «των αστικών νομικών σχέσεων» και της θέσης του μισθωτού. Όπως φρόντισε να επισημάνει ο Marx, η απελευθέρωση του όγκου του πληθυσμού από τα δεσμά των φεουδαρχικών υποχρεώσεων ήταν μέρος της ίδιας της υποταγής του στην εξουσία του κεφαλαίου. Οι πρώτοι καπιταλιστές επιχειρηματίες ενδιαφέρονταν για τη δημιουργία ενός αποθέματος «ελεύθερου», διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, το οποίο θα μπορούσαν να προσλαμβάνουν και να απολύουν κατά βούληση. Η καπιταλιστική σύμβαση εργασίας παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάλυση του Marx για την καπιταλιστική οικονομική επιχείρηση και συνδέεται άμεσα με τη θεωρία του για το κράτος. Η καπιταλιστική σύμβαση εργασίας προϋποθέτει τυπικά «ελεύθερα» άτομα, τα οποία δεν τα συνδέουν φεουδαρχικές σχέσεις υποταγής∙ η σχέση είναι καθαρά οικονομική και διαμορφώνεται με βάση μία σύμβαση, στην οποία καθένας μπορεί να συμμετέχει ελεύθερα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η «ελευθερία» ενισχύει την εξουσία των εργοδοτών επί των εργατών. Κι αυτό γιατί οι ακτήμονες εργάτες για να επιβιώσουν εξαρτώνται αναγκαστικά από την εργασία τους. Τα ατομικά δικαιώματα, που αποτελούν τη βάση της ελεύθερης σύμβασης, τυπικά δεν επιτρέπουν στον εργάτη να ελέγξει τη διαδικασία της εργασίας, στην οποία συμμετέχει. Κατά τον Marx, όπως ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο, αυτό είναι ένας βασικός περιορισμός στο σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Τα πολιτικά δικαιώματα, που παρέχονται σε κάθε άνθρωπο, δεν επεκτείνονται στη βιομηχανική σφαίρα, την περιοχή που καταλαμβάνει ένα σημαντικό μέρος της δραστηριότητας του συνόλου του πληθυσμού. Αυτό οδηγεί στη δεύτερη παρατήρηση. Η διεύρυνση των δικαιωμάτων του πολίτη, την οποία περιγράφει ο Marshall, δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα των ενεργειών ενός καλοπροαίρετου κράτους, αλλά (όπως σημειώνει ο Miliband) αποτέλεσμα έντονης διαμάχης. Αξίζει εδώ να
Digitized by 10uk1s
επαναλάβω τα σημεία που τόνισα στις πρώτες παραγράφους αυτού του βιβλίου. Δεν είναι αυτά καθεαυτά τα «δικαιώματα του πολίτη και το ταξικό σύστημα» που βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση∙ μάλλον, καθένα από αυτά εκφράζει την ενεργό συμμετοχή του ανθρώπινου παράγοντα στο θεσμικό πλαίσιο της πρώιμης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η άποψη του Marx ‐κατάλληλα διαμορφωμένη‐ εξακολουθεί να προσφέρει μια βάση για την ανάλυση τόσο αυτών των διαδικασιών όσο και των αποτελεσμάτων τους. Ο συνδυασμός μεταξύ των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων προσφέρει τη βάση για τη συνέχιση της ταξικής πάλης∙ αυτά τα δικαιώματα δεν αποτελούν απλώς διαδοχικές φάσεις της άμβλυνσης των ταξικών ανισοτήτων, αλλά παραμένουν ως σήμερα επίκεντρο των μόνιμων αντιθέσεων. Η διεύρυνση των δικαιωμάτων του πολίτη, ουσιαστικά, είναι επίτευγμα των εργατικών κινημάτων, τα οποία ήρθαν σε σύγκρουση με τους εργοδότες και το κράτος. Μπορούμε να ερμηνεύσουμε ξανά την έκθεση του Marshall με τον εξής τρόπο. Η ανάπτυξη του συνδικαλισμού των εργατών μπορεί να θεωρηθεί ως «αμυντική» αντίδραση στην έλλειψη εξουσίας εκ μέρους της εργατικής τάξης ‐εξουσία, η οποία περιοριζόταν από την καπιταλιστική σύμβαση εργασίας. Αφού δεν είχαν επίσημο δικαίωμα συμμετοχής στη σφαίρα της παραγωγής, οι εργάτες υιοθέτησαν διάφορους τρόπους άρνησης συνεργασίας ‐ βασιζόμενοι στην απειλή ή στην πραγματοποίηση της συλλογικής άρνησης εργασίας‐ με σκοπό να πετύχουν ως ένα βαθμό τον έλεγχο του εργασιακού περιβάλλοντος. Σε πολλές χώρες, λέει ο Miliband, η καθιέρωση αναγνωρισμένων τρόπων βιομηχανικής διαπραγμάτευσης επιτεύχθηκε μόνο μετά από πολύ έντονους, συχνά σκληρούς και βίαιους αγώνες των εργατικών κινημάτων. Το ίδιο ισχύει και για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων. Στις περισσότερες χώρες το καθολικό δικαίωμα ψήφου αποκτήθηκε μόλις τον εικοστό αιώνα ‐κάτω από την επικείμενη απειλή του πολέμου‐ και με την απρόθυμη συναίνεση των κυβερνήσεων, οι οποίες ήθελαν να παρακινήσουν τους πληθυσμούς σε εχθροπραξίες. Αυτό που ο Marshall αποκαλεί «κράτος προνοίας» (στο οποίο θα αναφερθώ εκτενώς στο επόμενο κεφάλαιο), ο Dahrendorf το ονομάζει «μετα‐καπιταλιστική» βιομηχανική τάξη πραγμάτων. Η άποψη που προτείνω είναι εντελώς διαφορετική. Σίγουρα, οι δυτικές κοινωνίες έχουν αλλάξει πολύ από την εποχή του Marx ‐αυτή η αλλαγή, ουσιαστικά, αποτελεί μέρος της έκβασης της ταξικής πάλης‐ εξακολουθούν όμως να είναι «καπιταλιστικές». Οι δυτικές κοινωνίες είναι καπιταλιστικές με βάση τα εξής κριτήρια: (1) η παραγωγή με σκοπό το κέρδος, που στηρίζεται στην κυριαρχία του ιδιωτικού κεφαλαίου, παραμένει η κινητήρια δύναμη του οικονομικού συστήματος∙ (2) η ατομική ιδιοκτησία, ιδιαίτερα η ιδιοκτησία κεφαλαίου, παραμένει εξαιρετικά άνιση∙ (3) η ταξική πάλη εξακολουθεί να έχει πρωταρχική σημασία τόσο για την οικονομία όσο και για την πολιτική. Οι καπιταλιστικές κοινωνίες είναι ταξικές κοινωνίες. Αυτό σημαίνει ότι τα έργα του Marx έχρυν ακόμη σημασία για την ανάλυση αυτών των κοινωνιών. Δε σημαίνει, όμως, ότι μπορούμε να αποδεχθούμε αβασάνιστα ούτε το έργο του ίδιου του Marx, ούτε τα έργα των μεταγενέστερων μαρξιστών. Οι αντιθέσεις που εξέθεσα μεταξύ θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας και μαρξισμού αποτελούν μια χρήσιμη και συνοπτική παρουσίαση μερικών βασικών προβλημάτων της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Στη συνέχεια, όμως, θα υποστηρίξω ότι πρέπει να απελευθερωθούμε, μέχρις ενός σημείου, από αυτούς τους αντικρουόμενους τρόπους ανάλυσης.
Νέες τάξεις, νέες τεχνολογίες Μία από τις πιο χαρακτηριστικές και πολυσυζητημένες αλλαγές, που συνέβησαν στο ταξικό σύστημα των δυτικών κοινωνιών κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, είναι η σχετική
Digitized by 10uk1s
αύξηση της «μη‐χειρωνακτικής» ή υπαλληλικής εργασίας σε σύγκριση με τη «χειρωνακτική» εργασία. Σύμφωνα με τις στατιστικές, τώρα στις Ηνωμένες Πολιτείες το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού είναι υπάλληλοι και όχι εργάτες. Στις άλλες χώρες το ποσοστό των υπαλλήλων, όπως φαίνεται από τις επίσημες στατιστικές, δεν είναι τόσο υψηλό, παρουσιάζει όμως την ίδια τάση. Αυτές οι στατιστικές φαίνεται ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την περιγραφή που έκανε ο Marx για την πιθανή εξέλιξη των καπιταλιστικών κοινωνιών. Ο Marx, φαίνεται, πίστευε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι προορίζονταν να γίνουν χειρώνακτες, με δουλειά ρουτίνας∙ το μικρό κεφάλαιο θα εξανεμιζόταν κατά ένα μεγάλο βαθμό, και μια πολύ περιορισμένη τάξη μεγάλων καπιταλιστών θα βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα ογκώδες προλεταριάτο. Υπάρχουν, όμως, κομμάτια στο έργο του Marx που έρχονται σε αντίθεση με αυτή την απλοϊκή άποψη. Το πιο γνωστό είναι ένα, στο οποίο ο Marx μιλάει για «τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των μεσαίων τάξεων, αυτών που βρίσκονται μεταξύ εργαζομένου, από τη μία πλευρά, και καπιταλιστή και γαιοκτήμονα, από την άλλη» (Karl Marx, Theories of Surplus Value, London, Lawrence & Wishart, 1969, τόμος δεύτερος, σ. 573). Όμως αυτό το σχόλιο περιλαμβάνεται σε ένα πολεμικό κείμενο, και οι συνέπειες αυτής της παραδοχής δε φωτίζονται. Πράγματι, πολλοί μη‐μαρξιστές θεωρούν την εξάπλωση της υπαλληλικής εργασίας ως σημαντικό στοιχείο που αντικρούει την ανάλυση του Marx για την ταξική δομή του καπιταλισμού. Έρευνες που έγιναν σε διαφορετικές χώρες δείχνουν, κυρίως, ότι οι υπάλληλοι ή αυτό που ονομάζεται «νέα μεσαία τάξη», έχουν την τάση να εμφανίζουν μικρότερο ποσοστό συμμετοχής στα συνδικάτα απ' ό,τι οι απασχολούμενοι σε χειρωνακτικές εργασίες∙ έχουν επίσης διαφορετικές αξίες και συμπεριφορά. Έτσι, για μερικούς συγγραφείς η ανάπτυξη της υπαλληλικής εργασίας σηματοδοτεί την εμφάνιση της μεσοαστικής κοινωνίας. Ο Marx είχε μια κοινωνία διασπασμένη σε δύο αντιμαχόμενες τάξεις. Αντ' αυτού η διεύρυνση της νέας μεσαίας τάξης γίνεται σταθεροποιητικός παράγοντας, που διαβρώνει την εργατική τάξη∙ το προλεταριάτο∙ αντί να συμβεί το αντίθετο, απορροφάται όλο και περισσότερο, από τη μεσαία τάξη. Οι μαρξιστές έχουν ασκήσει πειστική κριτική σ' αυτή την άποψη. Για δύο λόγους πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός με τις επίσημες στατιστικές που αναφέρθηκαν και δεν πρέπει να τις παίρνει τοις μετρητοίς. Ο ένας είναι ότι πολλές υπαλληλικές απασχολήσεις έχουν χαρακτήρα μονότονης ή ακόμη και εκμηχανισμένης εργασίας. Η αύξηση της μη‐χειρωνακτικής εργασίας συνοδεύτηκε από την «εκμηχάνιση του γραφείου». Γι' αυτό το λόγο πολλές εργασίες, οι οποίες σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές κατατάσσονται στην κατηγορία των υπαλληλικών εργασιών, δύσκολα διακρίνονται από τις χειρωνακτικές δουλειές∙ γι' αυτές τις εργασίες απαιτούνται ελάχιστα προσόντα εκτός από ανάγνωση και γραφή. Το δέκατο ένατο αιώνα ο «υπάλληλος» ήταν ένας εξειδικευμένος εργάτης, που κατείχε μία θέση στη διοικητική εξουσία. Σήμερα, στο χώρο των απασχολουμένων υπάρχουν απείρως περισσότεροι «υπάλληλοι»‐εργάτες∙ αλλά, η υπαλληλική εργασία έχει περιοριστεί σε μία σειρά στερεότυπων καθηκόντων χωρίς απαιτήσεις που δεν έχουν διόλου προνόμια εξουσίας. Δεύτερον, η εξάπλωση της υπαλληλικής εργασίας συνέπεσε με την αύξηση του αριθμού των γυναικών στις κατώτερες θέσεις μη‐χειρωνακτικής εργασίας. Στις περισσότερες δυτικές χώρες η πλειοψηφία των υπαλλήλων είναι γυναίκες (το ίδιο ισχύει και για τις εργασίες παροχής υπηρεσιών, όπως είναι, για παράδειγμα, ο υπάλληλος καταστήματος). Οι μη χειρωνακτικές εργασίες στις οποίες συγκεντρώνονται γυναίκες τείνουν να γίνουν εντελώς διαφορετικές από τις χειρωνακτικές εργασίες που επανδρώνονται με άρρενες εργάτες. Πρόκειται για τις εργασίες που έχουν γίνει πάρα πολύ μονότονες, όπου η διατήρηση της θέσης είναι ιδιαίτερα επισφαλής και όπου υπάρχουν ελάχιστες προοπτικές σταδιοδρομίας. Αυτές οι εργαζόμενες γυναίκες δεν ανήκουν στη θάλλουσα και ευημερούσα νέα μεσαία τάξη∙ αντίθετα, είναι αυτό που έχω ονομάσει «υπο‐τάξη» του υπαλληλικού τομέα. (Anthony Giddens, The Class Structure of the Advanced Societies, London, Hutchinson, 1979, σ. 288). Οι γυναίκες υφίστανται διπλή εκμετάλλευση (βλέπε παρακάτω, Κεφάλαιο 6): γίνονται διακρίσεις σε βάρος τους στα πλαίσια
Digitized by 10uk1s
του εργασιακού συστήματος αλλά και φέρουν, επίσης, το βάρος των οικιακών εργασιών και τη φροντίδα των παιδιών στο σπίτι. Ορισμένοι συγγραφείς υποστήριξαν επίσης ότι επαληθεύτηκε η πρόγνωση του Marx για την αυξανόμενη «προλεταριοποίηση» του εργατικού δυναμικού. Σήμερα, όμως, σχετικά λίγοι δέχονται αυτή την άποψη. Οι περισσότεροι, παρ' όλο που η νέα μεσαία τάξη δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο άφησαν να εννοηθεί αυτοί που αποδέχονται την απλοϊκή ερμηνεία των στατιστικών στοιχείων, αναγνωρίζουν ότι η μεσαία τάξη είναι ένα στοιχείο που περιπλέκει τις καπιταλιστικές ταξικές σχέσεις. Υπάλληλοι που απασχολούνται σε εξειδικευμένες διευθυντικές και άλλες διοικητικές εργασίες έχουν αποδείξει ότι είναι ικανοί να γίνουν σημαντική πολιτική δύναμη στις σύγχρονες κοινωνίες. Ο Marx είχε δίκιο εν γένει προβλέποντας την παρακμή των ιδιοκτητών του μικρού κεφαλαίου ‐την παρακμή των μικροεπιχειρηματιών, των καταστηματαρχών, και ούτω καθεξής, της «παλαιάς» δηλαδή, «μεσαίας τάξης». Για να ρίξουμε, όμως, το βάρος που πρέπει στην επιρροή που άσκησε η νέα μεσαία τάξη, πρέπει να απομακρυνθούμε μέχρις ενός σημείου, από τις θεωρίες του Marx. Τουλάχιστον, αυτή είναι η γνώμη μου. Για να είμαι δίκαιος πρέπει να τονίσω ότι μερικοί σύγχρονοι μαρξιστές συγγραφείς αποπειράθηκαν να διατυπώσουν κάποιες αναλύσεις της νέας μεσαίας τάξης τις οποίες θεωρούν περισσότερο άμεσα συνδεδεμένες με τον Marx απ' όσο θεωρώ ότι είναι (για παράδειγμα, βλ. Ε.Ο. Wright, Class, Crisis and the State, London, New Left Books, 1978, κεφ. 3). Νέες τάξεις, νέες τεχνολογίες. Υπάρχει ένας αριθμός σημαντικών συγγραφέων, μερικοί κλίνουν προς τη μαρξιστική σκοπιά, η πλειοψηφία τους απέχει όμως πολύ από αυτήν, οι οποίοι έδωσαν ιδιαίτερα έμφαση σε ορισμένες τεχνολογικές αλλαγές, θεωρώντας τες εξαιρετικά σημαντικές για τη διαμόρφωση της σημερινής τροχιάς των καπιταλιστικών κοινωνιών. Η άποψη που κυριαρχεί εδώ είναι ότι μπαίνουμε σε μία εποχή, κατά την οποία δε θα δεσπόζει πλέον, όπως γινόταν παλιά, η μεταποιητική βιομηχανία αλλά η «τεχνολογία της πληροφορίας». Αυτοί οι συγγραφείς δε μιλούν μόνο για «μετα‐καπιταλιστική κοινωνία», αλλά και για «μετα‐βιομηχανική». (Για δύο αντικρουόμενες ερμηνείες αυτής της άποψης βλ. Daniel Bell, The Coming of Post‐Industrial Society, New York, Basic Books, 1973∙ Alain Touraine, The Post‐Industrial Society, New York, Random House, 1971). Ισχυρίζονται ότι ο ρόλος της επιστήμης στη σύγχρονη παραγωγή, η ευρεία χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και, πρόσφατα, η τεχνολογία των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην προϋπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Αυτές οι επιπτώσεις είναι αρκετά πιθανές μολονότι η εισαγωγή της τεχνολογίας των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων είναι τόσο πρόσφατη, που τα αποτελέσματά της είναι ακόμη αστάθμητα. Σίγουρα, το να μιλάμε για «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» είναι τουλάχιστον πρόωρο. Εξάλλου, υπάρχουν έντονες αντιρρήσεις στην άποψη που λέει ότι η εκβιομηχάνιση βρίσκεται στο στάδιο της αντικατάστασής της από ένα νέο τύπο κοινωνίας, από μία δηλαδή «μετα‐βιομηχανική» τάξη πραγμάτων η οποία θα διαφέρει ριζικά από τις σύγχρονες κοινωνίες. Μερικές από τις πιο εύστοχες κριτικές είναι οι εξής: (1) Η θεωρία της μετα‐ βιομηχανικής κοινωνίας αποτελεί προέκταση του τεχνολογικού ντετερμινισμού, ο οποίος καραδοκεί κοντά στην επιφάνεια της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας. Όπως έχω ήδη τονίσει πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε κάθε είδους ντετερμινισμό που εφαρμόζεται στις ανθρώπινες υποθέσεις. Καμία τεχνολογία δεν είναι δυνατό να μελετηθεί επαρκώς, αν απομονωθεί από το κοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εμπλέκεται. Στις δυτικές κοινωνίες το πλαίσιο αυτό εξακολουθεί να έχει κατ' εξοχήν καπιταλιστικό χαρακτήρα. (2) Μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι η επικείμενη εμφάνιση της μετα‐βιομηχανικής κοινωνίας σηματοδοτεί την εμφάνιση μιας νέας άρχουσας τάξης, της οποίας η δύναμη θα βασίζεται περισσότερο στον έλεγχο της πληροφορίας παρά στην ιδιοκτησία. Ωστόσο, αυτή η θεωρία στην ουσία δεν είναι καινούρια, χρονολογείται από τις αρχές του δέκατου ένατου
Digitized by 10uk1s
αιώνα. Για παράδειγμα, την αναδυόμενη «βιομηχανική κοινωνία» του Saint‐Simon θα κυβερνούσε ένας συνδυασμός επιστημόνων και εξειδικευμένων τεχνικών. Αυτό δε συνέβη τότε και παρά την πρόοδο της τεχνολογίας της πληροφορίας, δεν είναι πιθανόν να συμβεί ούτε τώρα. (3) Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συνδέονται με τη νέα τεχνολογία πρέπει να ενταχθούν ‐όπως θα δούμε στα επόμενα κεφάλαια‐ σε παγκόσμιο πλαίσιο. Ένα μεγάλο μέρος της μεταποιητικής βιομηχανίας, η οποία παρέχει στη Δύση το μεγαλύτερο ποσοστό των αγαθών της δε βρίσκεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες. Από αυτή την άποψη τα πρωτεία έχει η Ιαπωνία, η οποία είχε μία σχετικά χαμηλή οικονομική θέση, και στη διάρκεια τριών δεκαετιών περίπου, έφτασε να γίνει το κράτος με το τρίτο κατά σειρά μεγαλύτερο Α.Ε.Π. στον κόσμο (μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και την ΕΣΣΔ). Τώρα η Ιαπωνία εξάγει πολύ περισσότερα αγαθά απ' ό,τι εισάγει και έχει διπλάσιο ποσοστό επενδύσεων καθώς και ρυθμό ανάπτυξης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατάφερε να έχει ηγετική θέση σε μια μεγάλη σειρά βιομηχανιών, οι οποίες παλαιότερα βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δυτικών χωρών. Οι Γιαπωνέζοι κατόρθωσαν να κλονίσουν την υπεροχή που είχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στις «βασικές» βιομηχανίες, όπως είναι η παραγωγή χάλυβα και η ναυπηγική. Η Ιαπωνία απέσπασε τα πρωτεία που είχαν σε παγκόσμια κλίμακα οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γερμανία στην αυτοκινητοβιομηχανία∙ από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ολλανδία την παραγωγή καταναλωτικών ηλεκτρονικών προϊόντων∙ από τη Γερμανία και την Ελβετία την παραγωγή φωτογραφικών μηχανών, ρολογιών και οπτικών ειδών6. Όμως η θέση της Ιαπωνίας με τη σειρά της απειλείται από τη γοργή οικονομική ανάπτυξη των άλλων χωρών της Άπω Ανατολής, συγκεκριμένα του Χονγκ‐Κονγκ, της Ταϊβάν και της Νότιας Κορέας. Όπως θα δούμε σε άλλο κεφάλαιο (σ. 46) αυτές οι αλλαγές πρόσφεραν ελάχιστα στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των περισσότερο και λιγότερο προνομιούχων ζωνών του κόσμου. Βοήθησαν, όμως, τις δυτικές κοινωνίες να ενταχθούν σ' ένα διαρκώς πολυπλοκότερο σύστημα καταμερισμού εργασίας. Η υποτιθέμενη εμφάνιση της μετα‐ βιομηχανικής κοινωνίας πιθανόν περιγράφεται καλύτερα ως σύγκλιση της παγκόσμιας οικονομίας, στην οποία οι καπιταλιστικές κοινωνίες προσφέρουν το διοικητικό «κέντρο» ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος (αν και αυτό μπορεί να υποστεί σημαντικές μεταβολές).
Το τέλος της εργατικής τάξης; Όπως έχει ήδη ειπωθεί, σίγουρα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την αντίληψη ότι γίνονται σημαντικές αλλαγές στην ταξική δομή και στη φύση της εργασίας των δυτικών κοινωνιών. Μπορεί πράγματι η αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας της πληροφορίας να αλλάξει, σταδιακά, το χαρακτήρα της εργασίας που κάνουν αρκετοί άνθρωποι, και να συμβάλει στην αύξηση της ανεργίας. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας έχει αιχμαλωτιστεί από την παρατεινόμενη ύφεση και σε πολλές χώρες το ποσοστό ανεργίας έχει αυξηθεί απότομα κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Υπό το φως αυτών των φαινομένων πολλοί υποστήριξαν ότι οι βιομηχανικές χώρες δε θα επανέλθουν ποτέ στην οικονομία της «πλήρους απασχόλησης» την οποία οι περισσότερες απολάμβαναν στη δεκαετία του '60. Το Διάγραμμα 3.1. είναι ενδεικτικό των μεταβαλλόμενων ποσοστών ανεργίας σε μερικές δυτικές κοινωνίες.
Digitized by 10uk1s
ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3.1. Ανεργία σε μερικές χώρες, 1973‐83 (εκφράζεται σε ποσοστά επί του ενεργού πληθυσμού)
Πηγή: Social Trends, London, HMSO, 1985.
Υπό το φως της πιθανής διατήρησης των υψηλών ποσοστών ανεργίας έχει διατυπωθεί μία σειρά περισσότερο ή λιγότερο θεωρητικών ερμηνειών σχετικά με τις τάσεις εξέλιξης στην ταξική δομή των δυτικών χωρών. Αρκετά αξιόλογη και τολμηρή είναι η ερμηνεία του σύγχρονου γάλλου συγγραφέα Gorz (André Gorz, Farewell to the Working Class, London, Pluto, 1982). Παρ' όλο που γράφει σαν να ήταν περισσότερο ριζοσπάστης παρά συντηρητικός, ο Gorz ισχυρίζεται ότι το σχέδιο για τον επαναστατικό μετασχηματισμό του καπιταλισμού, έτσι όπως το συνέλαβε ο Marx το δέκατο ένατο αιώνα, είναι πλέον άκυρο. Αντί να ανατρέψει το προλεταριάτο το καπιταλιστικό σύστημα, η ωρίμανση του καπιταλισμού εξυπηρετεί όλο και περισσότερο τη συρρίκνωση του ρόλου της εργατικής τάξης. Ο Gorz δέχεται τη θέση ότι ο δείκτης χειρωνακτικής προς υπαλληλική εργασία μειώνεται σταθερά. Προσθέτει, όμως, σ' αυτό την επίδραση της τεχνολογίας της πληροφορίας, η οποία πιστεύει ότι θα εξαλείψει ένα μεγάλο ποσοστό των υφιστάμενων χειρωνακτικών εργασιών ‐καθώς επίσης και τις πλέον μονότονες υπαλληλικές εργασίες. Συνεπώς, η κριτική του Gorz για το μαρξισμό διαφέρει αρκετά από την άποψη που παρουσιάζει ο Dahrendorf. Κατά τη γνώμη του Marx, τουλάχιστον έτσι όπως την παρουσιάζει ο Gorz, η εν δυνάμει ικανότητα της εργατικής τάξης να δημιουργήσει μία δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία, στηρίζεται στην πλεονασματική παραγωγή, την οποία καθιστά εφικτή ο βιομηχανικός καπιταλισμός. Οι σύγχρονες βιομηχανίες γεννούν παραγωγικές δυνατότητες, οι οποίες δημιουργούν πολύ περισσότερο πλούτο, απ' ό,τι είναι αναγκαίος για την κάλυψη των βασικών ανθρώπινων αναγκών. Στην πλεονασματική παραγωγή διακρίνουμε να προδιαγράφεται αχνά μία περιοχή ελευθερίας από τα δεσμά της αναγκαστικής εργασίας∙ η εργασία θα γίνει σκοπός καθεαυτό και θα τη διέπει μόνο η ικανοποίηση που προσφέρει στον παραγωγό. Ωστόσο, λέει ο Gorz, η περαιτέρω εξέλιξη του καπιταλισμού διέψευσε εντελώς αυτές τις προσδοκίες. Η χρήση αυστηρών μεθόδων ελέγχου της εργασίας από τη διεύθυνση, Digitized by 10uk1s
κατέρριψε την αντίληψη που μπορεί να είχαν οι εργάτες, όσον αφορά τις δημιουργικές δυνατότητες της εργασίας. Σήμερα, πολλά εργοστάσια συνδέονται με παραγωγικές διαδικασίες, οι οποίες μπορεί να καλύπτουν αρκετές ηπείρους (βλ. σελ. 172‐175) και έχουν από καιρό πάψει να αποτελούν κύρια κέντρα διαμόρφωσης της πολιτικής καθώς και κέντρα λήψης αποφάσεων. Σε μία εποχή τεχνικά σύνθετων και παγκόσμιων παραγωγικών διαδικασιών, η μόνη δύναμη που μπορούν να έχουν οι εργάτες στα κατά τόπους παραγωγικά πλαίσια είναι η ικανότητά τους να παρεμποδίσουν, μέχρις ενός σημείου, την πολιτική ή τις πρωτοβουλίες της διεύθυνσης. Όμως, κατά τη γνώμη του Gorz, οι ίδιες οι τάσεις, που υπονόμευσαν τη μαρξιστική θεωρία, προσφέρουν καινούριες δυνατότητες για τη συνειδητοποίηση ορισμένων συμβατών με αυτήν αξιών. «Τώρα το θέμα είναι», ισχυρίζεται, «να απελευθερωθεί κανείς από την εργασία, απορρίπτοντας τη φύση, το περιεχόμενο, την αναγκαιότητα και τις μεθόδους της» (Gorz, σ. 67). Το ζήτημα δεν είναι πλέον, όπως προέβλεψε ο Marx, να πάρει την εξουσία η εργατική τάξη, αλλά να επιτύχει την ελευθερία που θα της δώσει τη δυνατότητα να απορρίψει εντελώς το ρόλο του «εργάτη». Οι εξελίξεις, που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, αντικατέστησαν την εργατική τάξη με αυτό που ο Gorz ονομάζει «μη‐τάξη των μη‐εργατών» ή «νεοπρολεταριάτο». Αυτό αποτελείται από ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι ή είναι άνεργοι μονίμως, ή εάν δουλεύουν, οι εργασίες τους δεν είναι σωστά οργανωμένες, στερούνται καθορισμένης ταξικής ταυτότητας και είναι ιδιαίτερα επισφαλείς. Μακροπρόθεσμα, αποτέλεσμα της αυξανόμενης επιρροής της τεχνολογίας της πληροφορίας θα είναι η περαιτέρω διόγκωση της στρατιάς των ανέργων. Εφόσον το νεοπρολεταριάτο δεν αποτελεί τάξη και δεν έχει οργανωτική συνοχή, δεν μπορεί στην εποχή μας να είναι υποκατάστατο της μαρξιστικής εργατικής τάξης∙ δεν έχει ως ιστορική του αποστολή την αλλαγή της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Όμως αυτή η φαινομενική αδυναμία, προτείνει ο Gorz, είναι πηγή δύναμης. Κι αυτό γιατί όσοι ανήκουν στη «μη‐τάξη» δεν έχουν κανένα λόγο να αποδεχτούν το ήθος του «φανατικού της παραγωγής» που διακρίνει τον καπιταλισμό ή τον σοσιαλισμό, έτσι όπως τον οραματίστηκε ο Marx. Έτσι θα επιζητούν, όλο και περισσότερο πηγές ικανοποίησης, οι οποίες δεν θα έχουν καμία σχέση με την εργασία καθώς και το χώρο εργασίας. Η ποικιλία των τρόπων ζωής ‐έξω από τη σφαίρα της εργασίας‐ θα γίνει η κεντρική ιδέα του μέλλοντος. Ο Gorz ισχυρίζεται ότι βαδίζουμε προς μία «διπλή» κοινωνία. Ο ένας τομέας θα είναι η οργάνωση της παραγωγής και της πολιτικής διοίκησης με στόχο την αύξηση της αποδοτικότητας στο έπακρον. Ο άλλος τομέας θα είναι μια σφαίρα, όπου τα άτομα θα απασχολούνται με τα πολύπλευρα ενδιαφέροντά τους, στα οποία τους οδηγούν η αναζήτηση της ευχαρίστησης ή της ολοκλήρωσής τους. Όσον αφορά τους εργαζόμενους, λέει ο Gorz, μπορούμε να αναμένουμε σημαντική μείωση της διάρκειας της μέσης εργάσιμης ημέρας, καθώς και εκτεταμένη εισαγωγή νέων μορφών κατανομής των θέσεων εργασίας. Οι περισσότεροι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θεωρούν την ανεργία αρνητικό φαινόμενο∙ όμως είναι πιθανόν αυτή η άποψη να θεωρηθεί παρωχημένη. Η ηθική της εργασίας των φανατικών της παραγωγής θα δώσει τη θέση της σε μια νέα νοοτροπία ως προς την αξιοποίηση του «ελεύθερου χρόνου», ο οποίος δε θα θεωρείται πλέον απλά και μόνο χρόνος στο περιθώριο των καθημερινών δραστηριοτήτων. Ήδη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες ένα σημαντικό ποσοστό των εργαζομένων καθορίζει όχι μόνο τις ώρες έναρξης και λήξης της εργασίας, αλλά και μέχρις ενός σημείου το χρόνο εργασίας ανά μήνα. Προβλέπονται και άλλες δυνατότητες: «προκαταβολική συνταξιοδότηση» σε οποιαδήποτε ηλικία, με αντάλλαγμα την αναβολή της οριστικής αποχώρησης από το χώρο του ενεργού πληθυσμού∙ εκπαιδευτικές άδειες που υπάρχουν προς το παρόν μόνο σε μερικούς χώρους, κυρίως σε πανεπιστήμια∙ «αποταμιευμένος χρόνος», δηλαδή τα άτομα που έχουν «συγκεντρώσει» ένα ορισμένο ποσό εργασίας κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου, θα έχουν στη συνέχεια τη δυνατότητα να μειώσουν τις ώρες εργασίας χωρίς να
Digitized by 10uk1s
μειωθούν οι αποδοχές τους. Θα ήταν εποικοδομητικό να συγκρίνουμε τις απόψεις του Gorz με τις απόψεις που διατυπώνουν άλλοι συγγραφείς, όπως ο Himmelstrand και οι συνάδελφοί του (Ulf Himmelstrand κ.α., Beyond Welfare Capitalism, London, Heinemann, 1981). Ο Himmelstrand γράφει έχοντας ως σημείο αναφοράς του τη Σουηδία ‐παρεμπιπτόντως την κοινωνία που μάλλον χρησιμοποίησε την τεχνολογία της πληροφορίας περισσότερο από κάθε άλλη κοινωνία μέχρι σήμερα. Ο Himmelstrand στο έργο του επιδοκιμάζει ακριβώς εκείνα τα φαινόμενα που ο Gorz θεωρεί παρωχημένα∙ προσφέρει μια αυτοχαρακτηριζόμενη μαρξιστική ερμηνεία για τις πιθανότητες που έχει το εργατικό κίνημα να κατευθύνει τη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Ο Himmelstrand όχι μόνο διστάζει να αποχαιρετήσει την εργατική τάξη, αλλά και δε δέχεται το γεγονός ότι έχει μειωθεί το μέγεθός της και ότι οι εργάτες έχουν, σήμερα, ενσωματωθεί παθητικά στον τεχνικό μηχανισμό της παραγωγής. Στη ουσία η Σουηδία είναι μία από τις πιο ακμαίες, φιλελεύθερες και τεχνολογικά προηγμένες κοινωνίες στον κόσμο ‐έχει μεγαλύτερο κατά κεφαλήν εισόδημα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι, επίσης, μία χώρα που για μισό, περίπου, αιώνα γνώρισε τη διακυβέρνηση ενός δεδηλωμένου εργατικού κόμματος, του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Κατά τον Himmelstrand αυτά τα γεγονότα και μόνο δίνουν τη δυνατότητα στη Σουηδία να βαδίσει «πέρα από τον καπιταλισμό προνοίας» προς το σοσιαλισμό. Εδώ ο «σοσιαλισμός», έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Himmelstrand, δεν ανταποκρίνεται σε κάποιο μοντέλο παρόμοιο με το μοντέλο της ανατολικής Ευρώπης ‐το οποίο περιφρονεί σήμερα, από κοινού με την πλειοψηφία των δυτικών μαρξιστών. Αυτό που εύχεται να συμβεί δεν είναι η επέκταση της εθνικοποίησης της παραγωγής ή του κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής. Μάλλον, εξετάζει την περίπτωση να δοθεί στους εργάτες ένα μέρος ουσιαστικού ελέγχου των παραγωγικών διαδικασιών στις οποίες εμπλέκονται ‐κάτι που ο Gorz απορρίπτει, θεωρώντας ότι είναι αδύνατον να επιτευχθεί στη σύγχρονη βιομηχανία. Εξάλλου, κατά τη γνώμη του Himmelstrand, αυτό δεν είναι απλά μία προοπτική, την οποία θα μπορούσε να θεωρήσει ελκυστική κάποιος που ατενίζει το μέλλον είναι ήδη στην ημερήσια διάταξη. Στη Σουηδία το ποσοστό ανεργίας είναι χαμηλό σε σύγκριση με τις περισσότερες δυτικές χώρες. Στο βιβλίο του Himmelstrand δε γίνεται λόγος για το πολυπληθές νεοπρολεταριάτο των ανέργων ή αυτών που απασχολούνται μερικώς. Αντ' αυτού αναφέρεται σ' αυτό που ονομάζει «εκτεταμένη εργατική τάξη» ‐στην πλειοψηφία των εργαζομένων, οι οποίοι θεωρεί ότι ενδιαφέρονται από κοινού για σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις. Η διευρυμένη εργατική τάξη περιλαμβάνει όλους όσοι κάνουν εργασία ρουτίνας, συμπεριλαμβανομένων των κατώτερων υπαλλήλων, αυτών που εργάζονται στην παροχή υπηρεσιών καθώς και των εργατών. Προσπαθεί να αποδείξει ότι, σύμφωνα με τους διάφορους δείκτες ταξικής συνείδησης, το προλεταριάτο, με τη μορφή της εκτεταμένης εργατικής τάξης, σφύζει από ζωή. Στη Σουηδία και πιθανόν σε διάφορες άλλες βιομηχανικά προηγμένες κοινωνίες υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία προγραμμάτων, τα οποία θα υπερβαίνουν τις συνηθισμένες διαπραγματεύσεις των συνδικάτων, προς την κατεύθυνση μιας πολύ πιο ριζικής μορφής κοινωνικής αναδόμησης. Πιο συγκεκριμένα, ο Himmelstrand εφιστά την προσοχή στις προτάσεις για την εισαγωγή στη βιομηχανία ενός συστήματος ταμείου των μισθωτών ‐ προτάσεις, τις οποίες εγκρίνουν τώρα επίσημα οι Σοσιαλδημοκράτες. Παρ' όλο που έχουν προταθεί διάφορες παραλλαγές τους, όλες έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη συμμετοχή στα κέρδη. Κάθε χρόνο ένα συγκεκριμένο ποσοστό των κερδών της εταιρίας θα μεταβιβάζεται στους εργαζομένους καθώς και σε άλλα εθνικά και τοπικά αναπτυξιακά ταμεία. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να επηρεάσει σταδιακά τη σχέση μεταξύ εργοδοτών και εργατών, αλλά και να ενταχθεί σε μορφές βιομηχανικής δημοκρατίας. Πώς όμως είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο μεγάλες διαφορές στις απόψεις δύο συγγραφέων, οι οποίοι περιγράφουν τις τρέχουσες μεταβολές στην ταξική δομή των δυτικών
Digitized by 10uk1s
κοινωνιών; Προφανώς, μία απάντηση είναι ότι η μελέτη του Himmelstrand επικεντρώνεται στη Σουηδία, παρ' όλο που υποτίθεται ότι τα συμπεράσματά της δεν ισχύουν μόνο γι' αυτή την κοινωνία, ενώ ο Gorz αναφέρεται βασικά στη Γαλλία. Υπάρχουν, όμως, επίσης, μεγάλες διαφορές ως προς τις επιπτώσεις που ο κάθε συγγραφέας πιστεύει ότι θα έχουν οι πρόσφατες αλλαγές στη βιομηχανική οργάνωση και στην ταξική δομή. Σίγουρα, ένα ζήτημα είναι αν εξαφανίζεται η εργατική τάξη (όπως λέει ο Gorz) ή αν διευρύνεται (όπως ισχυρίζεται ο Himmelstrand) στα πλαίσια του συστήματος απασχόλησης των δυτικών κοινωνιών. Η ανάλυση που παρέθεσα προηγουμένως (σ. 82) έχει σχέση με αυτό το ερώτημα. Το πιο πιθανόν είναι ότι καμία από τις απόψεις των δύο συγγραφέων δεν είναι ορθή. Από τη μία πλευρά, αρκετές από τις σημαντικές δυτικές κοινωνίες, σ' αυτές συμπεριλαμβάνονται οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία, ζουν μία συρρίκνωση των «παλαιών» βιομηχανιών, όπως είναι τα ανθρακωρυχεία ή η παραγωγή σιδήρου και χάλυβα. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, μερικές χώρες της Άπω Ανατολής έχουν αναλάβει ένα μέρος αυτής της παραγωγής. Από την άλλη πλευρά η μείωση του σχετικού μεγέθους αυτών των βιομηχανιών αναπληρώθηκε από την ανάπτυξη των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών, οι οποίες, για παράδειγμα, έχουν σχέση με ξενοδοχεία, εστιατόρια και ταξίδια. Οι περισσότεροι που εργάζονται σ' αυτές τις νέες βιομηχανίες είναι ανειδίκευτοι ή μερικώς ειδικευμένοι και, όπως τόνισα προηγουμένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν τη δυνατότητα να προωθηθούν στη «μεσαία τάξη» μέσω της εργασίας. Αλλά, ούτε αυτές οι κατηγορίες ανθρώπων τείνουν να αναμιχθούν με τους εργάτες, έτσι ώστε να διαμορφώσουν αυτό που ο Himmelstrand ονομάζει «διευρυμένη εργατική τάξη». Η εικόνα που μας παρουσιάζεται είναι ποικιλόμορφη ‐με σημαντικές παραλλαγές τόσο μεταξύ, όσο και στα ίδια τα πλαίσια, των ταξικών δομών διαφορετικών κοινωνιών. Η θεωρία του Gorz βασίζεται όχι μόνο στη φθίνουσα σημασία της εργατικής τάξης, αλλά και στην αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ τεχνολογίας της πληροφορίας και ανεργίας, σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι και στο μέλλον το ποσοστό ανεργίας θα παραμείνει υψηλό. Όμως, όλοι αυτοί οι ισχυρισμοί είναι συζητήσιμοι. Είναι αρκετά προφανές ότι η μικροηλεκτρονική τεχνολογία, ιδίως όταν χρησιμοποιείται για τον αυτοματισμό των διαδικασιών οι οποίες προηγουμένως διεκπεραιώνονταν με ανθρώπινη εργασία, μπορεί να οδηγήσει στην απόλυση των πλεοναζόντων εργαζομένων του τομέα, στον οποίο εισήχθη. Σε ποιο βαθμό όμως γίνεται αυτό και θα συνεχίσει να συμβαίνει σε σχέση με την οικονομία στο σύνολό της, παραμένει ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Μερικοί, όπως ο Gorz, υποστηρίζουν ότι ο αυτοματισμός θα οδηγήσει στη μείωση των ευκαιριών εργασίας. Μπορούμε, όμως, να αντιτάξουμε το επιχείρημα ότι η διάδοση της τεχνολογίας της πληροφορίας θα δημιουργήσει, αργά ή γρήγορα καθώς θα αλλάζουν τα πρότυπα ζήτησης, νέα επαγγέλματα. Αντί, λοιπόν, να καταλήξουμε σε αντίθετα συμπεράσματα, μπορούμε να σκεφτούμε τρόπους, με τους οποίους θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας με την ευρεία διάδοση της μικροηλεκτρονικής. Η φτηνότερη μαζική παραγωγή υπαρχόντων προϊόντων θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα ζήτηση∙ θα ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν καινούρια προϊόντα και υπηρεσίες∙ προβληματικοί τομείς της βιομηχανίας θα μπορούσαν να ξαναγίνουν προσοδοφόροι. Αναγκαστικά, όλα αυτά εγκυμονούν πολύ περισσότερους κινδύνους και απρόβλεπτες καταστάσεις απ' ό,τι είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν πολλοί συγγραφείς. Το υψηλό ποσοστό ανεργίας του καιρού μας πρέπει να μελετηθεί με φόντο την «πετρελαϊκή κρίση» του 1973‐74 και τους άλλους παράγοντες που τείνουν να δημιουργήσουν ύφεση. Είναι πολύ πιθανό το γεγονός ότι στις περισσότερες δυτικές κοινωνίες το ποσοστό ανεργίας θα παραμείνει υψηλό, ή θα αυξηθεί περισσότερο στο άμεσο μέλλον. Σίγουρα, όμως, αυτή η αύξηση δεν είναι τόσο αναπόφευκτη, όσο υποθέτουν σήμερα αρκετοί παρατηρητές. Στη Digitized by 10uk1s
δεκαετία του '60, η οποία ήταν μια περίοδος ευημερίας για όλες τις δυτικές κοινωνίες, σχεδόν όλοι θεωρούσαν ως δεδομένη τη διατήρηση, λίγο ως πολύ της πλήρους απασχόλησης. Πρέπει, λοιπόν, να προσέχουμε όταν κάνουμε τις ίδιες γενικεύσεις, προς την αντίθετη, όμως, κατεύθυνση αυτή τη φορά. Αυτά τα σχόλια είναι συναφή με την εμπειρική βάση των απόψεων, που εκφράζουν ο Gorz και ο Himmelstrand αντίστοιχα. Σαφώς δε διευκρινίζουν το ζήτημα κατά πόσο ένα σενάριο σαν κι αυτό που οραματίστηκε ο Marx πριν από έναν αιώνα και πλέον, εξακολουθεί να έχει σχέση με τα σημερινά ικανά για άμυνα πολιτικά προγράμματα. Τα σχετικά προβλήματα υπερβαίνουν τα όρια των θεμάτων που έχω, μέχρι στιγμής, αναλύσει σ' αυτό το βιβλίο, και θα επανέλθω σ' αυτά στο τελευταίο κεφάλαιο.
Digitized by 10uk1s
4 Το σύγχρονο κράτος
Κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα έγιναν μερικές εξαιρετικά αξιόλογες αλλαγές στις οποίες, μέχρι στιγμής, έχω αναφερθεί μόνο εν παρόδω: πρόκειται για τη διεύρυνση του ρόλου του κράτους στην κοινωνική ζωή. Η επέκταση των δραστηριοτήτων του κράτους μπορεί να τεκμηριωθεί με διάφορους τρόπους. Σε οικονομικό επίπεδο, το κράτος στις καπιταλιστικές κοινωνίες παίζει όλο και πιο άμεσο ρόλο στην επίβλεψη της παραγωγικής δραστηριότητας. Στις περισσότερες από αυτές τις χώρες το ίδιο το κράτος απασχολεί πάνω από το 40% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, που εργάζεται είτε στον κρατικό μηχανισμό, είτε στις εθνικοποιημένες βιομηχανίες. Επίσης, τα κράτη κάθε φορά προσπαθούσαν να «παρεμβαίνουν» όλο και περισσότερο στην οικονομική δραστηριότητα, επιδιώκοντας να επηρεάσουν την προσφορά και τη ζήτηση αγαθών, συμμετέχοντας στον οικονομικό σχεδιασμό, στη διαμόρφωση των τιμών και της εισοδηματικής πολιτικής και ούτω καθεξής. Το κράτος, όμως επεμβαίνει επίσης και σε πολλές άλλες πλευρές της κοινωνικής ζωής: παίρνει μέρος στην ίδρυση και την οργάνωση φυλακών, ασύλων, νοσοκομείων, καθώς και στην παροχή μιας σειράς υπηρεσιών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην κατηγορία των υπηρεσιών «προνοίας». Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, εκπλήσσει το γεγονός ότι, μέχρι πριν από λίγο καιρό τουλάχιστον, το κράτος αγνοήθηκε από την κοινωνιολογία ‐τόσο από συγγραφείς με μαρξιστικές πεποιθήσεις όσο και από άλλους. Εν μέρει αυτό ήταν απόρροια ενός ιδιαίτερα ανεπιτυχούς καταμερισμού της εργασίας στις κοινωνικές επιστήμες. Θεωρούσαν ότι στόχος της κοινωνιολογίας ήταν η μελέτη της «κοινωνίας», η οποία λογιζόταν ως αυτό που οι στοχαστές του δέκατου ένατου αιώνα συνήθιζαν να αποκαλούν «κοινωνία των πολιτών»: δηλαδή, η οικονομία, η οικογένεια και άλλοι θεσμοί εκτός του κράτους. Η ανάλυση του κράτους είχε, τότε, προσδιοριστεί ως συγκεκριμένη αρμοδιότητα του κλάδου των «πολιτικών επιστημών». Μέχρις ενός σημείου, ωστόσο, η αποφυγή της μελέτης του κράτους έχει βαθύτερες πνευματικές ρίζες, που φτάνουν ως το δέκατο ένατο αιώνα. Η μαρξιστική και η μη‐μαρξιστική κοινωνιολογία έχουν κοινό πρόγονο την κριτική της κλασικής οικονομικής θεωρίας. Η τελευταία απέδωσε στο κράτος ελάχιστο ρόλο. Κατά τη γνώμη των πρώτων οικονομολόγων, οι πιο σημαντικές κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής αλλαγής επικεντρώνονται στην παραγωγή και κατά συνέπεια στο χώρο της «κοινωνίας των πολιτών». Το κράτος παρέχει το νομικό πλαίσιο, το οποίο εγγυάται την προστασία των οικονομικών συμβάσεων και γενικά εποπτεύει τα συμφέροντα της κοινότητας. Οι μεταγενέστεροι στοχαστές δεν ικανοποιήθηκαν με αυτή την άποψη. Διότι, γι' αυτούς που ακολουθούν το κύριο ρεύμα της κοινωνιολογίας ‐μπορούμε ξανά να φέρουμε ως παράδειγμα τον Durkheim‐ το κράτος παίζει πιο θετικό και πιο σημαντικό ρόλο, απ' ό,τι δήλωναν οι πρώτοι οικονομολόγοι. Η διεύρυνση των δραστηριοτήτων του κράτους είναι ένα αναγκαίο και αδιαφιλονίκητο συστατικό στοιχείο της ανάπτυξης ενός κοινωνικού συστήματος, που καθήκον του θα είναι η πραγματοποίηση προοδευτικών κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Το κράτος, εδώ, θεωρείται ως ένα σύνολο ευεργετικών θεσμών, οι οποίοι συμβάλλουν στην εξάλειψη των ταξικών διαφορών και των ταξικών ανισοτήτων. Αντίθετα, η γνώμη του Marx ήταν ότι οι οικονομολόγοι δεν κατόρθωσαν να διακρίνουν τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Το κράτος όχι μόνο δεν είναι ένα μέσο εξάλειψης των ταξικών διαφορών, αλλά συμβάλλει στη διατήρησή τους προστατεύοντας τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης σε βάρος των συμφερόντων των άλλων κοινωνικών τάξεων. Πάντως, το κράτος δεν αποτέλεσε αντικείμενο συστηματικής μελέτης καμιάς παραδοσιακής θεωρίας. Κι αυτό γιατί το επίκεντρο του
Digitized by 10uk1s
ενδιαφέροντος των μη‐μαρξιστών αλλά και των μαρξιστών συγγραφέων ήταν οι υποτιθέμενες επιπτώσεις των κρατικών δραστηριοτήτων και όχι το ίδιο το κράτος. Πράγματι κι ο ίδιος ο Marx άφησε μόνο μερικά αποσπασματικά κείμενα σχετικά με το κράτος, καθώς συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στην κριτική προγενέστερων οικονομικών θεωριών μπαίνοντας στα ίδια τους τα χωράφια: στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Το κράτος και οι τάξεις: πρόσφατες απόψεις Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, περίπου, το σύγχρονο κράτος αποτέλεσε αντικείμενο έντονων συζητήσεων, ιδίως μεταξύ των μαρξιστών συγγραφέων. Οι μαρξιστές συνειδητοποίησαν πόσο υποτυπώδεις ήταν οι περιγραφές του κράτους που περιλαμβάνονταν στα έργα του Marx και επιδίωξαν να αναπτύξουν διεξοδικά τη σημασία τους. Πράγματι, το βιβλίο του Miliband ήταν από τα πρώτα που συνέβαλαν στη δημιουργία ενδιαφέροντος για το κράτος. Δύο άλλοι σημαντικοί συγγραφείς σ' αυτό τον τομέα είναι ο Πουλαντζάς και ο Offe. (Βλ. κυρίως Nicos Poulantzas, Political Power and Social Classes, London, New Left Books, 1973 [πρώτη έκδοση το 1968] ελλ. έκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1975∙ Claus Offe, Disorganised Capitalism, Cambridge, Polity Press, 1985). Ο Miliband και ο Πουλαντζάς έχουν λάβει μέρος σε μια σειρά συζητήσεων σχετικά με το πώς πρέπει να αναλυθεί το κράτος∙ αυτές τις απόψεις θα σχολιάσω εν συντομία παρακάτω. Τα διάφορα σχόλια του Marx για το καπιταλιστικό κράτος είναι δυνατόν να ερμηνευτούν με δύο τρόπους. Σε μερικά σημεία ο Marx μιλά για το κράτος σαν να ήταν άμεσο εργαλείο ταξικής κυριαρχίας, απευθείας ελεγχόμενο από την καπιταλιστική τάξη. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα απόσπασμα, στο οποίο ο Marx χαρακτηρίζει το κράτος ως «εκτελεστική επιτροπή της αστικής τάξης». Υπάρχουν, όμως, και άλλες περιπτώσεις, στις οποίες ο Marx φαίνεται να υποστηρίζει πως ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους έγκειται στο γεγονός ότι το σύνολο των κρατικών υπαλλήλων προστατεύει τη συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολό της. Παρότι ίσως δε φαίνεται με την πρώτη ματιά, υπάρχει μάλλον μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ αυτών των δύο απόψεων. Η πρώτη λέει ότι η κυρίαρχη τάξη είναι ένα αμιγές κοινωνικό μόρφωμα και ότι αυτή η τάξη χειρίζεται το κράτος κατά βούληση. Συνεπώς, αυτή η άποψη μπορεί εύκολα να καταρριφθεί και έχει αμφισβητηθεί από τους επονομαζόμενους «πλουραλιστές» συγγραφείς. Σύμφωνα με την Πλουραλιστική ερμηνεία, η οποία ταιριάζει απόλυτα με τις απόψεις που διατύπωσε ο Dahrendorf και άλλοι υποστηρικτές της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας, στις δυτικές κοινωνίες δεν υπάρχει ομοιογενής «άρχουσα τάξη». Αντίθετα, υπάρχουν διαφοροποιημένα σύνολα ή πολλαπλές ελίτ, η καθεμιά από τις οποίες έχει περιορισμένες δυνατότητες να επηρεάσει την κυβερνητική πολιτική. Η δεύτερη άποψη, που έχει τις ρίζες της στον Marx, λαμβάνει υπόψη της το γεγονός ότι σε μια κοινωνία, η οποία παραμένει ταξική, μπορεί να υπάρχουν σημαντικές διαφορές και προστριβές στο εσωτερικό των κυρίαρχων κύκλων. Ο Πουλαντζάς, στις μελέτες του για το κράτος, αναπτύσσει αυτή την άποψη με δυσνόητο συχνά ύφος και με τρόπο που επιδέχεται κριτική. Στην πρώτη ερμηνεία του Marx, που αναφέρθηκε παραπάνω, το κράτος παρουσιάζεται ως υποχείριο της άρχουσας τάξης. Ωστόσο, κατά τον Πουλαντζά το κράτος έχει αυτό που ονομάζει «σχετική αυτονομία» από την καπιταλιστική τάξη, η οποία έχει διασπαστεί εσωτερικά. Με άλλα λόγια το κράτος είναι μόνο μέχρις ενός σημείου ανεξάρτητο και αυτή την ανεξαρτησία τη χρησιμοποιεί για τη διατήρηση του γενικού θεσμικού πλαισίου της καπιταλιστικής επιχείρησης. Το κράτος μπορεί να προωθήσει πολιτικές αντίθετες στα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα ορισμένων καπιταλιστικών ομάδων, με σκοπό να προστατεύσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα διαιώνισης του συστήματος στο σύνολό του. Ένα παράδειγμα είναι η περίπτωση που η κυβέρνηση θεσπίζει νόμους εναντίον των μονοπωλίων,
Digitized by 10uk1s
αδιαφορώντας για την αντίδραση των επικεφαλής των επιχειρήσεων, οι οποίοι επιθυμούν να πραγματοποιήσουν συγχώνευση των εταιριών σ' ένα συγκεκριμένο οικονομικό τομέα. Αυτή η ανάλυση του κράτους είναι, αναμφίβολα, περισσότερο εκλεπτυσμένη από αυτές που βασίζονται στην πρώτη, ή «εργαλειακή» ερμηνεία του Marx. Πράγματι, ο Πουλαντζάς θεωρεί ότι το βιβλίο του Miliband εμπίπτει σ' αυτή την κατηγορία και από αυτό ορμώμενος το υποβάλλει σε κριτική. Ο Miliband, ισχυρίζεται ο Πουλαντζάς, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να αποδείξει ότι στις καπιταλιστικές κοινωνίες τις ομάδες της ελίτ ενώνουν το κοινό μορφωτικό υπόβαθρο, οι οικογενειακές, οι φιλικές σχέσεις, και ούτω καθεξής. Ο Miliband έρχεται αντιμέτωπος με τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας και τη θεωρία του πολιτικού πλουραλισμού, και κάθε άλλο παρά αναιρεί τη λογική τους, προσπαθώντας να αποδείξει ότι παρ' όλα αυτά εξακολουθεί, όντως, να υφίσταται μία αμιγής τάξη ιδιοκτητών, η οποία έχει τα ηνία της διακυβέρνησης. Όμως η ύπαρξη ρηγμάτων στα ανώτερα κλιμάκια, ισχυρίζεται ο Πουλαντζάς, δεν αποδεικνύει ότι έχει υπονομευτεί η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης. Ούτως ή άλλως αυτά τα ρήγματα είναι φυσιολογικά. Αυτό που έχει αποφασιστική σημασία είναι το γεγονός ότι παραμένουν οι θεσμικοί μηχανισμοί της καπιταλιστικής παραγωγής. Αν και δεν μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση μεταξύ Πουλαντζά και Miliband ήταν ιδιαίτερα εποικοδομητική ή γόνιμη ‐πολύ συχνά οι συνομιλητές αγνοούσαν ο ένας τον άλλο‐ τονίζει όμως μερικά από τα ζητήματα που θέτω σ' αυτό το βιβλίο. Κι αυτό γιατί η άποψη του Πουλαντζά στο σύνολό της, παρότι μαρξιστική, διαμορφώνεται με βάση ορισμένα στοιχεία του κοινωνιολογικού μοντέλου, στο οποίο έχω ασκήσει κριτική. Στη μελέτη του Πουλαντζά, ο οποίος έχει επηρεαστεί έντονα από το «στρουκτουραλιστικό μαρξισμό» του σύγχρονου γάλλου φιλοσόφου Louis Althusser, οι κοινωνικοί δρώντες θεωρούνται ρητά ως «φορείς των τρόπων παραγωγής». Για να το πω με άλλα λόγια, ο ανθρώπινος παράγοντας ερμηνεύεται ως απόρροια κοινωνικών αιτιών. Τα ανθρώπινα όντα δεν εμφανίζονται ως νοήμονες δρώντες: η «διπλή ανάμιξή» τους στην κοινωνία δεν υπάρχει ως έννοια. Έτσι, ανεξάρτητα από τα σωστά και τα λάθη της υπόλοιπης αντιπαράθεσης, ο Miliband ορθά επικρίνει τον Πουλαντζά που επιδίδεται σ' αυτό που ονομάζει ένα είδος «στρουκτουραλιστικού υπερ‐ντετερμινισμού» (Ralph Miliband, «The capitalist state: a reply to Nicos Poulantzas», New Left Review αρ. 59, 1970). Επιτρέψτε μου να επεκταθώ λίγο σ' αυτό το θέμα, επειδή ενισχύει τη σημασία των θεωρητικών σκέψεων που συζητήθηκαν στο πρώτο κεφάλαιο καθώς και επειδή είναι άμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα του κράτους. Πώς επιτυγχάνει το κράτος αυτή τη «σχετική αυτονομία», για την οποία μιλά ο Πουλαντζάς; Σε τι συνίσταται; Οι απαντήσεις του Πουλαντζά σ' αυτά τα ερωτήματα είναι ασαφείς και δυσνόητες. Δε διευκρινίζεται από τι εξαρτάται η σχετική αυτονομία του κράτους, πόσο σχετική είναι ή με τι σχετίζεται. Νομίζω ότι μπορούμε να ξεδιαλύνουμε αυτά τα πράγματα, μόνο αν απομακρυνθούμε από το είδος της ντετερμινιστικής θεώρησης που υιοθετεί ο Πουλαντζάς. Ο καλύτερος τρόπος για να διευκρινίσουμε μερικά συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού κράτους είναι να το συγκρίνουμε με άλλους τύπους κρατών που εμφανίστηκαν στην ιστορία ‐με αγροτικά κράτη ή αυτοκρατορίες. Στις περισσότερες αυτοκρατορίες κρατικοί υπάλληλοι ήταν τα μέλη της άρχουσας τάξης∙ κράτος και κυρίαρχη τάξη ήταν ένα και το αυτό. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες δε συμβαίνει το ίδιο. Τα μέλη της κυρίαρχης τάξης ‐δηλαδή, οι επικεφαλής των επιχειρήσεων ή της βιομηχανίας‐ μπορεί πολλές φορές να συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Αλλά, γενικά η βιομηχανική ηγεσία θεσμικά διαχωρίζεται από τους υπαλλήλους του κράτους. Στον καπιταλισμό, για να χρησιμοποιήσω τη γνωστή φράση ενός μαρξιστή των αρχών του αιώνα, του Karl Kautsky, «η άρχουσα τάξη δεν άρχει». Και οι δύο παραλλαγές αυτών που έλεγε ο Marx για το κράτος, από μία πλευρά συμφωνούν ως προς αυτό, όμως οι συνέπειές του πρέπει να περιγραφούν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκρινιστεί η έννοια της σχετικής αυτονομίας.
Digitized by 10uk1s
Στον καπιταλισμό η πρόοδος του κράτους εξαρτάται από την επιτυχημένη άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας∙ δε θα μπορούσε να επιβιώσει, αν δεν προήγαγε την ευημερία της βιομηχανικής επιχείρησης, την οποία, ωστόσο, δεν ελέγχει άμεσα, εφόσον αυτός ο έλεγχος είναι μέριμνα της καπιταλιστικής τάξης. Έτσι, η αυτονομία δράσης των κρατικών αξιωματούχων περιορίζεται σημαντικά, εφόσον εξαρτάται από την καπιταλιστική επιχείρηση. Αυτό είναι το θεσμικό πλαίσιο της κρατικής αυτονομίας και ταυτόχρονα η βασική πηγή της περιορισμένης ή «σχετικής» της φύσης. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα φαινόμενα δεν μπορεί, ή δεν πρέπει, να ερμηνευτεί με μηχανιστικό τρόπο. Η αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή δείχνει την προσπάθεια εκ μέρους του κρατικού προσωπικού να επηρεάσει τη γενική λειτουργία της οικονομικής επιχείρησης. Οι μαρξιστές δεν ήταν οι μόνοι που συνειδητοποίησαν την αποσύνθεση, στην οποία βρίσκονται και την κρίση που περνούν οι καπιταλιστικές οικονομίες. Ορισμένοι από τη δημόσια διοίκηση το έχουν αντιληφθεί όπως και ο καθένας μας εξάλλου και μονίμως προσπαθούν να «διευθύνουν» την οικονομία. Μέχρι εδώ, οι απόψεις αυτές συμπίπτουν γενικά με τις απόψεις του Πουλαντζά, παρότι είναι διατυπωμένες με διαφορετικούς όρους από αυτούς που προτιμά ο ίδιος. Όμως υπάρχει, νομίζω, ακόμη ένα στοιχείο εξαιρετικής σημασίας για την αυτονομία του κράτους. Αυτό είναι η δύναμη της οργανωμένης εργατικής τάξης που εκφράζεται τόσο ως συνδικαλιστική δύναμη όσο και ως επιρροή των εργατικών ή των σοσιαλιστικών κομμάτων στη συμπεριφορά της κυβέρνησης. Ο Πουλαντζάς εξηγεί γιατί το κράτος θα έπρεπε να συγκρούεται συχνά με την καπιταλιστική τάξη, απλά και μόνο εξαιτίας των διαφορών στο εσωτερικό αυτής της τάξης: η κρατική πολιτική μπορεί να ευνοεί έναν τομέα του κεφαλαίου περισσότερο από κάποιον άλλο. Αλλά, το κράτος πρέπει, επίσης να αντεπεξέλθει στις πιέσεις της οργανωμένης εργασίας. Μπορεί στην αρχική φάση του βιομηχανικού καπιταλισμού η κατάσταση να μην ήταν τόσο δύσκολη, είναι όμως σήμερα. Οι αγώνες και οι αλλαγές, που περιέγραψα στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν «ενσωμάτωσαν» απλά και μόνο την εργατική τάξη στους οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς, οι οποίοι έμειναν αμετάβλητοι∙ η απόκτηση των δικαιωμάτων του πολίτη ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων μέσα στο κράτος, αν και δεν οδήγησε στις επαναστατικές ζυμώσεις που είχε προβλέψει ο Marx. Σ' αυτό το σημείο, τα έργα του Offe μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως απαραίτητες διορθώσεις των σημείων που τόνισε ο Πουλαντζάς. Κατά τον Offe, το κράτος δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί επαρκώς με βάση τις ερμηνείες των θεωριών του Marx που αναφέρονται παραπάνω, αν και η δεύτερη είναι σωστότερη από την πρώτη. Πράγματι, το κράτος στριμώχνεται μεταξύ δύο εγγενώς ανταγωνιστικών ή «αντιφατικών» επιρροών. Το σύγχρονο κράτος δεσμεύεται να λάβει μία σειρά μέτρων ‐κοινωνικής πρόνοιας και άλλων υπηρεσιών κοινής ωφέλειας‐ που προβλέπονται για το σύνολο. Αλλά, όσο κι αν προσπαθεί να «διευθύνει» την οικονομική ανάπτυξη, το εισόδημά του εξαρτάται κυρίως από τον πλούτο που προέρχεται από το ιδιωτικό κεφάλαιο και από τις εταιρίες: δηλαδή, από διαδικασίες, τις οποίες δεν διευθύνει άμεσα. Οι υπηρεσίες που πρέπει να οργανώσει το κράτος, πληρώνονται από το εισόδημα που αποκτάται με έμμεσο τρόπο μέσω φορολογίας. Αυτοί, όμως, που ελέγχουν την οικονομική ζωή ‐οι επικεφαλής των επιχειρήσεων ή η καπιταλιστική τάξη‐ αντιδρούν στις προσπάθειες του κράτους να εξασφαλίσει το έσοδο που είναι απαραίτητο για την παροχή αυτών των υπηρεσιών στην κοινότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ μερικές από αυτές τις υπηρεσίες (π.χ. η παροχή και διατήρηση καλού οδικού δικτύου) είναι απαραίτητες τόσο στην κυρίαρχη τάξη όσο και στις υπόλοιπες, αρκετές άλλες υπηρεσίες (π.χ. η παροχή επιδομάτων προνοίας) απευθύνεται κυρίως στις κατώτερες τάξεις. Το αποτέλεσμα, κατά τη γνώμη του Offe, είναι η διαρκής ένταση μεταξύ αυτού που ονομάζει «εμπορευματοποίηση» και «απο‐εμπορευματοποίηση» των κοινωνικών σχέσεων. Εμπόρευμα είναι κάθε προϊόν ή υπηρεσία που μπορεί να αγοραστεί ή να πουληθεί∙ συνεπώς,
Digitized by 10uk1s
εμπορευματοποιημένη σχέση είναι αυτή που μπορεί να έχει μία τιμή, είναι, δηλαδή, εμπορεύσιμη. Απο‐εμπορευματοποίηση είναι η απομάκρυνση των κοινωνικών σχέσεων από την αγορά και η διαμόρφωσή τους βάσει κριτηρίων, τα οποία δεν είναι οικονομικά. Όλα τα εργατικά ή τα σοσιαλιστικά κόμματα χαράσσουν ή επιδιώκουν πολιτική που διευρύνει τις μη‐ εμπορευματοποιημένες σχέσεις. Ως παραδείγματα μπορούμε να αναφέρουμε την παροχή ευκαιριών μόρφωσης ή τη δωρεάν νοσοκομειακή περίθαλψη για όλους. Από την άλλη πλευρά, τα συντηρητικά κόμματα, που στηρίζονται κυρίως από τις ανώτερες ή τις μεσαίες τάξεις, επιδιώκουν να διατηρήσουν τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις, ή ακόμη και να τις «επανεμπορευματοποιήσουν». Για παράδειγμα, αυτό συμβαίνει όταν η πολιτική της κυβέρνησης αποσκοπεί στην κάλυψη των δαπανών για την παιδεία μέσω σύναψης ομολογιακού δανείου, ή όταν διευρύνει το χώρο άσκησης του ελεύθερου ιατρικού επαγγέλματος. Η άποψη που προβάλλει ο Offe γενικά συμβαδίζει με την ανάλυση της σημασίας των δικαιωμάτων του πολίτη και την ανάλυση του «κράτους προνοίας», που παρουσίασα στο προηγούμενο κεφάλαιο. Οι θεωρητικοί της βιομηχανικής κοινωνίας είχαν την τάση να τα αντιμετωπίζουν ως «τελειωμένα» φαινόμενα, στα οποία βασίστηκε μια σταθερή, φιλελεύθερη, δημοκρατική βιομηχανική τάξη πραγμάτων. Επίσης θεώρησαν ότι εκμηδένισαν την πάλη των τάξεων, τουλάχιστον με τον τρόπο που είχε περιγράψει ο Marx. Αλλά, αν έχω δίκιο, τα φαινόμενα αυτά μάλλον εμπλέκονται σοβαρά στην πάλη των τάξεων, παρά την υπονομεύουν∙ το «κράτος προνοίας» είναι ως εκ τούτου ένα σχετικά εύθραυστο οικοδόμημα. Σε ένα συντηρητικό πολιτικό κλίμα όπως το σημερινό, είναι πιο εύκολο να παρατηρήσει κανείς κάτι τέτοιο απ' ό,τι ήταν πριν από μία ή δύο δεκαετίες∙ αυτό συμβαίνει επειδή μερικές τωρινές συντηρητικές κυβερνήσεις κατέβαλαν πιο επίμονες προσπάθειες «επανεμπορευματοποίησης» ορισμένων περιοχών παροχής υπηρεσιών πρόνοιας από τις προσπάθειες που καταβάλλονταν για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν.
Κράτος και γραφειοκρατία Αν και οι μαρξιστές συγγραφείς συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάλυση του σύγχρονου κράτους όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όσον αφορά, όμως, δύο θέματα οι μελέτες τους είναι ιδιαιτέρως ανεπαρκείς. Το ένα είναι η σχέση κράτους‐γραφειοκρατίας και γενικότερα η σχέση κράτους‐διοικητικής εξουσίας∙ το δεύτερο θέμα είναι η σχέση κράτους‐έθνους καθώς και η σχέση εθνικού κράτους‐διοικητικής εξουσίας και βίας. Στην προσπάθειά μας να εξασφαλίσουμε έναν οδηγό για την αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων, πάλι δεν μπορούμε να ανατρέξουμε στη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, επειδή συνδέεται άμεσα με τους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης, από τους οποίους απορρέει ο μαρξισμός. Ωστόσο, υπάρχει μία σπουδαία μορφή στην κοινωνική θεωρία, οι ιδέες της οποίας προσφέρουν όντως μια διέξοδο στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε αυτά τα ζητήματα: είναι ο Max Weber. Πριν από τον Weber ο όρος «γραφειοκρατία» ήταν συνώνυμος με τον όρο «κρατική γραφειοκρατία», αναφερόταν δηλαδή στους κρατικούς αξιωματούχους. Ο Weber στα έργα του για τη γραφειοκρατία εξακολουθεί να ασχολείται με το κράτος, διευρύνει, όμως, σημαντικά τον όρο, έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει κάθε μορφή μεγάλης οργάνωσης. Κατά τον Weber, η ενίσχυση της γραφειοκρατίας συνδέεται στενά με την επέκταση του καπιταλισμού. Ο μεταξύ τους σύνδεσμος βρίσκεται σ' αυτό που ο Weber ονομάζει «νομικοί‐ ορθολογικοί» κανόνες. Κατά τον Weber, ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της καπιταλιστικής ρουτίνας είναι ο μηχανιστικός χαρακτήρας της: η παραγωγή βασίζεται στον υπολογισμό εσόδων και εξόδων, σε σχέση με την εισαγωγή πρώτων υλών και εργατικής δύναμης καθώς και με την παραγωγή αγαθών. Αυτή η ρουτίνα μπορεί να δημιουργηθεί μόνο
Digitized by 10uk1s
μέσω της υιοθέτησης απρόσωπων κανόνων, οι οποίοι καθορίζουν τη διαδικασία και καθιστούν δυνατό τον ακριβή οικονομικό υπολογισμό. Κατά τον Weber δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι η εμφάνιση της καπιταλιστικής επιχείρησης στην Ευρώπη συνέπεσε με την εφεύρεση της διπλογραφικής μεθόδου λογιστικής∙ πρόκειται για έναν τρόπο οικονομικού υπολογισμού απαραίτητο στην οικονομική δραστηριότητα ρουτίνας. Κατά τον Weber μπορεί οι νομικοί‐ορθολογικοί κανόνες να καθοδηγούν την καπιταλιστική επιχείρηση, γενικά όμως έχουν ευρύτερη εφαρμογή στη διοίκηση των γραφειοκρατικών οργανισμών. Στα πλαίσια του κράτους συνοψίζονται στο σχηματισμό ενός μηχανισμού επίσημου, κωδικοποιημένου δικαίου∙ στους άλλους οργανισμούς συνοψίζονται στα διάφορα είδη τυποποιημένων διαδικαστικών κανόνων. Ένας γραφειοκρατικός οργανισμός έχει ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ο Weber, στο σημαντικό έργο του Economy and Society, αποδίδει, σ' αυτούς τους οργανισμούς τον περίφημο χαρακτηρισμό «ιδεότυπος» ‐μια έννοια που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά του να προσεγγίσει τις κοινωνικές επιστήμες. Ιδεότυπος είναι η «μονόπλευρη υπερβολή» ορισμένων όψεων της πραγματικότητας∙ στη συνέχεια, αυτή η υπερβολή μπορεί να συγκριθεί με την πραγματικότητα. Έτσι, η ιδεοτυπική διαμόρφωση της γραφειοκρατίας από τον Weber περιλαμβάνει ένα σύνολο γνωρισμάτων, τα οποία, στην πραγματικότητα, σπάνια, ή σχεδόν καθόλου, αναπτύσσονται πλήρως σε μια πραγματική οργάνωση. (Βλ. Max Weber, Economy and Society, Berkeley, University of California Press, 1978 τόμος 2, σ. 956‐94 [πρώτη γερμανική έκδοση το 1922]). Περιλαμβάνει μία κλίμακα ιεράρχησης της εξουσίας, διαμορφωμένη με βάση τα επίπεδα των επίσημων καθηκόντων∙ οι γραφειοκρατικοί υπάλληλοι έχουν μισθό, είναι προσωπικό πλήρους απασχόλησης και έχουν τυπικά προσόντα, τα οποία αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για το διορισμό τους. Υπάρχουν δύο κριτήρια στη μελέτη του Weber για τις σχέσεις μεταξύ καπιταλισμού και γραφειοκρατίας, που αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή. Το ένα αφορά γενικά τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής επιχείρησης. Ο Weber δίνει πολύ μεγαλύτερη έμφαση απ' ό,τι ο Marx στην ανάπτυξη του γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού ως προϋπόθεσης για την επέκταση του καπιταλισμού. Η διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου και εγγυημένου νομισματικού συστήματος, που καθορίζονταν από το κράτος, ήταν οι απαραίτητες βάσεις για την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής σε μεγάλη κλίμακα. Το πιο σημαντικό στοιχείο της μελέτης του Weber, τουλάχιστον όσον αφορά το θέμα σ' αυτό το κεφάλαιο, συνδέεται με τις επιπτώσεις της σχέσης μεταξύ καπιταλισμού, ο οποίος έχει καθιερωθεί ως γενικός τύπος κοινωνίας, και ενίσχυσης της γραφειοκρατίας. Σ' αυτό το σημείο ο Weber πετά το γάντι στους μαρξιστές αμφισβητώντας την άποψη ότι η σοσιαλιστική κοινωνία μπορεί να εξασφαλίσει μία δημοκρατικότερη τάξη πραγμάτων από την τάξη πραγμάτων της καπιταλιστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο Weber ισχυρίζεται ότι η γραφειοκρατία και η δημοκρατία έχουν αντιστρόφως ανάλογη σχέση. Από την ίδια της τη φύση η γραφειοκρατία προωθεί τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια μιας μειοψηφίας: σ' αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή κάθε οργάνωσης. Ο Marx θεωρούσε ως πηγή τόσο της αθέμιτης ταξικής κυριαρχίας όσο και του περιορισμένου χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας τον αποκλεισμό των μαζών από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής στην καπιταλιστική κοινωνία. Φυσικά αυτά θα άλλαζαν με την εμφάνιση του σοσιαλισμού μέσω της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και των τάξεων. Οι εργάτες θα επανακτούσαν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής∙ η ψεύτικη ελευθερία της «ελεύθερης μισθωτής εργασίας» θα παραχωρούσε τη θέση της στην πραγματική ελευθερία της εκδημοκρατισμένης βιομηχανίας. Η ανάλυση του Weber αμφισβητεί έντονα αυτή την άποψη. Οι αποκλεισμός των εργατών από τον έλεγχο των μέσων παραγωγής δεν περιορίζεται στα πλαίσια της καπιταλιστικής εταιρίας και, κατά συνέπεια, δε θα εξαφανιστεί μόλις ξεπεραστεί ο καπιταλισμός. Κατά τον Weber η απώλεια του ελέγχου των εργασιακών διαδικασιών ‐και ο υποβιβασμός της εργασίας σε μία στερεότυπη λειτουργία, κατά την οποία η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι απλώς
Digitized by 10uk1s
«γρανάζια μιας μηχανής»‐ γενικά αποτελεί χαρακτηριστικό της γραφειοκρατικοποίησης. Οι βιομηχανικοί εργάτες στο καπιταλιστικό πλαίσιο δεν είναι ιδιοκτήτες και δεν έχουν δικαίωμα ελέγχου των μέσων παραγωγής. Αυτό όμως δε συμβαίνει μόνο στη βιομηχανία: το ίδιο ισχύει και γι' αυτούς που εργάζονται στις χαμηλότερες θέσεις όλων των γραφειοκρατικών οργανισμών, καθώς και γι' αυτούς που συμμετέχουν στην ίδια την κυβέρνηση. Τα δημοκρατικά ιδεώδη, τονίζει ο Weber, δημιουργήθηκαν σε κοινωνίες μικρής κλίμακας, στις οποίες τα περιορισμένα τμήματα του πληθυσμού που ήταν «πολίτες», μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε ένα μέρος και να ασκήσουν πολιτική εξουσία. Όμως στις σύγχρονες κοινωνίες μεγάλης κλίμακας, όπου τα δικαιώματα του πολίτη έχουν δοθεί σχεδόν σε όλους, αυτό το μοντέλο δημοκρατίας είναι ανεφάρμοστο. Το σύγχρονο δημοκρατικό σύστημα προϋποθέτει υψηλό επίπεδο γραφειοκρατικοποίησης της πολιτικής. Για να οργανωθούν γενικές εκλογές, πρέπει να καθιερωθεί ένα νομικό‐ορθολογικό σύστημα, συνοδευόμενο από γραφειοκρατικές διαδικασίες, οι οποίες εξασφαλίζουν τη σωστή οργάνωση και διεξαγωγή των εκλογών. Επιπλέον, έντονη τάση γραφειοκρατικοποίησης παρουσιάζουν και τα πολιτικά κόμματα, όσο φιλελεύθεροι ή δημοκρατικοί κι αν είναι οι στόχοι, τους οποίους υποτίθεται ότι υπηρετούν. Η σύγχρονη εποχή είναι η εποχή της «πολιτικής των κομματικών μηχανισμών», όπου ο βαθμός συμμετοχής του πολίτη στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Ο Weber είναι ένας από τους επινοητές αυτού που, συχνά, ονομάζεται θεωρία του «δημοκρατικού ελιτισμού». Η σύγχρονη δημοκρατία δίνει στα άτομα τη δυνατότητα να ασκήσουν κάποια επιρροή, μέσω του καθολικού δικαιώματος ψήφου, στην ελίτ που τους κυβερνά∙ δεν υπάρχει, όμως, περίπτωση να επανέλθουμε σε μορφές «συμμετοχικής δημοκρατίας», όπου ο πληθυσμός θα καθόριζε τη μοίρα του (βλ. David Beetham, Max Weber and the Theory of Modern Politics, Cambridge, Polity Press, 1985). Ο σοσιαλισμός κατά Weber θα χειροτέρευε την κατάσταση. Θα προωθούσε την εξάπλωση της γραφειοκρατίας: η συγκεντρωτική κατεύθυνση της οικονομικής ζωής που είναι σύμφυτη στα σοσιαλιστικά προγράμματα, θα είχε ως συνέπεια την ανάπτυξη ενός περισσότερο γραφειοκρατικού κράτους απ' αυτό που χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Η εκτίμηση του Weber για τον καπιταλισμό και τη δημοκρατία σε γενικές γραμμές είναι απαισιόδοξη. Πίστευε, όμως, ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία διατηρεί ορισμένες διεξόδους, οι οποίες δεν καλύπτονται από τη γραφειοκρατική παλίρροια που περιβάλλει τα πάντα. Ο «δημοκρατικός ελιτισμός» μπορεί να είναι μία περιορισμένη μορφή πολιτικής συμμετοχής, αλλά στα πλαίσια ενός πολυκομματικού συστήματος είναι καλύτερη από το τίποτα. Επιπλέον, παρ' όλο που ο καπιταλισμός κλίνει προς το μονοπώλιο ή το ολιγοπώλιο, έχει αρκετά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, έτσι ώστε να παρέχει στον καταναλωτή δυνατότητες επιλογής, οι οποίες περιορίζονται στην περίπτωση που ασκείται κεντρικός έλεγχος στην παραγωγή.
Κριτικά σχόλια Οι απόψεις του Weber πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη και σίγουρα μπορούν να αμφισβητήσουν τις απόψεις οποιουδήποτε που τείνει να υποθέσει ότι το καπιταλιστικό κράτος μπορεί εύκολα με μεταρρύθμιση ή επανάσταση να μετασχηματιστεί εξασφαλίζοντας υψηλότερα επίπεδα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Υπάρχουν, όμως αρκετοί λόγοι, για τους οποίους δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούμε απλώς την εκδοχή του, όσον αφορά τη διαγραφόμενη απειλή της γραφειοκρατικής κυριαρχίας. Πρώτον, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε, όπως κάνει ο Weber, ότι η ενίσχυση της γραφειοκρατίας δημιουργεί άνιση κατανομή δυνάμεων σε βάρος αυτών που βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις των διαφόρων μορφών οργάνωσης. Αυτή η θεωρία του Weber γενικεύτηκε από το μαθητή του Robert Michels (Robert Michels, Political Parties, London, Collier‐
Digitized by 10uk1s
Macmillan, 1968 [πρώτη γερμανική έκδοση του 1911]), ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο «σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας». Και για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου του Michels, «οργάνωση σημαίνει ολιγαρχία»: αναγκαστικά, στις μορφές οργάνωσης μεγάλης κλίμακας η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια μιας μειοψηφίας. Όμως, ο σιδερένιος νόμος της ολιγαρχίας ούτε σιδερένιος νόμος είναι, ούτε καν μια σωστή γενίκευση, που διατυπώνεται με αδόκιμο τρόπο. Ούτε το αυξανόμενο μέγεθος των κοινωνιών ή των διαφόρων μορφών οργάνωσης στα πλαίσια αυτών των κοινωνιών (στις οποίες έδωσε μεγάλη έμφαση ο Michels), ούτε η αυξανόμενη γραφειοκρατία (που τόνισε ο Weber) επιφέρουν αναγκαστικά τις συνέπειες που φαντάζονται αυτοί οι συγγραφείς. Πράγματι, αυτό αποδεικνύεται πολύ εύκολα. Σκεφτείτε τα δύο επόμενα παραδείγματα, τα οποία έχουν σχέση με την προηγούμενη αναφορά μου στις τάξεις και στο κράτος. Η σύγχρονη οικονομία έχει πολύ πιο συγκεντρωτικό χαρακτήρα απ' ό,τι είχε πριν από πενήντα χρόνια ‐κι αυτό οφείλεται στο συνδυασμό των παραγόντων που ανέφερα, δηλαδή, στην ανάπτυξη των γιγαντιαίων επιχειρήσεων και στην αυξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή. Μ' αυτό τον τρόπο, όμως, μερικές ομάδες εργαζομένων επειδή εργάζονταν σε ζωτικής σημασίας τομείς της οικονομίας απέκτησαν πολύ περισσότερη δύναμη απ' όση είχαν στο παρελθόν. Τέτοιες περιπτώσεις είναι, για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες κοινής ωφελείας ή στην παραγωγή και τη διανομή ενέργειας. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι οι εργαζόμενοι σε ιδιαιτέρως ολοκληρωμένα συστήματα παραγωγής, στα οποία υποτίθεται ότι ο έλεγχος των εργασιακών διαδικασιών έχει αφαιρεθεί εντελώς από τους εργάτες. Μερικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που έχουν μαρξιστική ιδεολογία (βλ. κυρίως Harry Braveman, Labor and Monopoly Capital, New York, Monthly Review Press, 1974) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτό το πλαίσιο απασχόλησης αφαιρεί τον έλεγχο της εργασίας από τον εργαζόμενο ‐ κατέληξαν, δηλαδή, σε εξίσου απαισιόδοξα συμπεράσματα με τον Weber και τον Michels. Ωστόσο, πράγματι με τη συντονισμένη σε υψηλό βαθμό εργασία, οι εργαζόμενοι, από μία άποψη αποκτούν περισσότερη δύναμη, απ' ό,τι είχαν προηγουμένως. Διότι, τα ολοκληρωμένα συστήματα παραγωγής διατρέχουν τον κίνδυνο διάλυσης, σε περίπτωση συντονισμένης δράσης μικρών ομάδων εργαζομένων. Για μια ακόμη φορά αντιλαμβανόμαστε την κοινωνιολογική σημασία της αναγνώρισης του γεγονότος ότι τα δρώντα άτομα της κοινωνίας είναι νοήμονες δρώντες και όχι απλώς παθητικοί δέκτες επιδράσεων, που, καθορίζουν αναπόφευκτα τη συμπεριφορά τους. Η σημασία αυτού του γεγονότος, σε αυτά τα πλαίσια, είναι ότι σε γραφειοκρατικές μορφές οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης του κράτους, υπάρχουν, λίγο έως πολύ, διαρκείς διαδικασίες «παζαρέματος». Η εξουσία, αποτελεί, συνήθως, επίκεντρο ενεργού πάλης, κατά την οποία χαμένοι δεν είναι πάντοτε όσοι βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις. Λέγοντας αυτά δεν προσπαθώ να διαγράψω τις θεωρίες του Weber ή του Michels θεωρώντας τις ανάξιες λόγου, εφόσον δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπογραμμίζουν μερικές συνήθεις και αρκετά ρεαλιστικές τάσεις. Γενικά όμως δε συνδέονται ούτε με τη γραφειοκρατία, ούτε με το αυξανόμενο μέγεθος κοινωνικής οργάνωσης. Νομίζω ότι η εμμονή του Weber στο πρόβλημα της γραφειοκρατικής κυριαρχίας, τον έκανε να υποτιμήσει την έξοχη κριτική του Marx για το καπιταλιστικό κράτος. Ο διαχωρισμός μεταξύ «πολιτικού», στο οποίο έχει πρόσβαση ο καθένας, από το «οικονομικό» εξακολουθεί να αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των προηγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών. Ισχυρίστηκα ότι το καθολικό δικαίωμα ψήφου υπήρξε σημαντικός φορέας αλλαγής σ' αυτές τις κοινωνίες. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η δύναμη, που μπορούν να αποκτήσουν οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία μέσα στον ίδιο της το χώρο είναι αρνητική: βασίζεται στη συλλογική άρνηση εργασίας ή σε άλλους τρόπους, με τους οποίους κάνουν αισθητή την παρουσία τους (έλεγχος της ροής της παραγωγής, παρεμπόδιση της λειτουργίας της ή δολιοφθορά). Τόσο οι εργάτες
Digitized by 10uk1s
όσο και οι υπάλληλοι δεν έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην άνωθεν διαμορφούμενη πολιτική. Εφόσον αυτοί που βρίσκονται σε κατώτερες θέσεις έχουν, ήδη, τη δυνατότητα να αποκτούν αρκετή δύναμη χρησιμοποιώντας αρνητικά μέσα, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αυτή η δύναμη θα μπορούσε να αυξηθεί περισσότερο με τη διεύρυνση των δικαιωμάτων του πολίτη στο χώρο της βιομηχανίας. Με άλλα λόγια, δε θα πρέπει να απορρίψουμε τόσο κατηγορηματικά, όσο ο Weber, τις πιθανότητες να δημιουργηθούν μορφές «συμμετοχικής δημοκρατίας» στις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όπως προκύπτει από την ανάλυση του Marx, για το βιομηχανικό χώρο εργασίας. Είναι δύσκολο, όμως, να αρνηθεί κανείς το γεγονός ότι ο Marx καθώς και αρκετοί μεταγενέστεροι μαρξιστές ήταν πέραν του δέοντος αισιόδοξοι όσον αφορά τον τρόπο, με τον οποίο μπορούσαν να θεσμοποιηθούν με επιτυχία αυτές οι μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας στην προσδοκώμενη σοσιαλιστική τάξη πραγμάτων. Οι υπάρχουσες σοσιαλιστικές κοινωνίες της ανατολικής Ευρώπης (με ορισμένες εξαιρέσεις, όπως είναι τα γιουγκοσλαβικά πειράματα αυτο‐διαχείρισης των εργατών και οι δραστηριότητες της Αλληλεγγύης στην Πολωνία) μόλις που στρέφονται προς αυτή την κατεύθυνση.
Κράτη, κοινωνικά κινήματα, επαναστάσεις Η ιστορία των σύγχρονων κρατών, τουλάχιστον από το δέκατο όγδοο αιώνα και μετά, έχει συνυφανθεί με τις επιδράσεις των κοινωνικών κινημάτων. Μπορούμε να θεωρήσουμε τα κοινωνικά κινήματα ως μορφές συλλογικής δράσης, που έχουν στόχο την επίτευξη μεταβολών σε κάποια πτυχή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων σε μία κοινωνία. Όπως η μελέτη για το κράτος και τη γραφειοκρατία, έτσι και η κοινωνιολογία των κοινωνικών κινημάτων οφείλει πολλά στην πρωτοποριακή προσπάθεια του Max Weber. O Weber τόνισε τη σημασία των αντιθέσεων μεταξύ των σταθερών, τυποποιημένων μορφών γραφειοκρατικής οργάνωσης και του ακαθόριστου καθώς και ευμετάβλητου χαρακτήρα των μαζικών κινημάτων, τα οποία αναπτύσσονται με σκοπό να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Κατά τη γνώμη του τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν δυναμικές επιδράσεις, οι οποίες συχνά μπορούν να κλονίσουν ή να ανατρέψουν τις προϋπάρχουσες μορφές συμπεριφοράς επιφέροντας γοργές αλλαγές. Σε παλαιότερες εποχές εμφανίστηκαν σημαντικοί τύποι κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, ο Cohn μελέτησε τις επιδράσεις των «χιλιαστικών κινημάτων» κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (Norman Cohn, The Pursuit of the Millenium, London, Mercury Books, 1962). Αυτά τα κινήματα είχαν θρησκευτικό κυρίως χαρακτήρα, καθώς διακατέχονταν από τη φιλοδοξία να έλθει η βασιλεία του Θεού στη γη. Άλλες μορφές κοινωνικών κινημάτων είχαν περισσότερο κοσμικό χαρακτήρα. Έτσι, προς το τέλος του Μεσαίωνα στην Ευρώπη έγιναν πολλές εξεγέρσεις χωρικών, που οφείλονταν συνήθως στην έλλειψη τροφίμων ή στους υψηλούς φόρους. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ θρησκευτικών και κοσμικών κινημάτων στις παραδοσιακές κοινωνίες και κοινωνικών κινημάτων, τα οποία κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη των σύγχρονων κρατών. Αυτές οι διαφορές είναι εμφανείς στη διάκριση που έκαναν μερικοί συγγραφείς μεταξύ επαναστατικών κινημάτων, από τη μία πλευρά και κοινωνικών επαναστατικών κινημάτων, από την άλλη. Οι εξεγέρσεις των χωρικών, παρ' όλο που συχνά είχαν ως στόχο τους την ανατροπή μιας υφιστάμενης ομάδας ευγενών, ή την ανατροπή της μοναρχίας, δε θεωρούνταν επαναστάσεις από την άποψη ότι δεν οραματίζονταν ευρείες διαδικασίες θεσμικής μεταρρύθμισης. Ακόμη και η διαποτισμένη από τα διδάγματα της Βίβλου πίστη στην έλευση της χιλιετίας δεν οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συστήματος θα έπρεπε να θεωρείται επιθυμητή ή πιθανή. Αντίθετα, τα επαναστατικά
Digitized by 10uk1s
κινήματα έχουν ως στόχο τους τη ριζική, κοσμική, κοινωνική αλλαγή και κατά ένα μεγάλο μέρος είναι στενά συνδεδεμένα με τη σύγχρονη εποχή. Αυτά τα κινήματα παρουσιάστηκαν μόνο με την εμφάνιση του αιτήματος για την επέκταση των δικαιωμάτων του πολίτη σε όλους και σε συνδυασμό με τις ιδέες για ισότητα και δημοκρατία. Αυτές οι ιδέες έχουν τις ρίζες τους στον Κλασικό Κόσμο και από το δέκατο έβδομο αιώνα αρχίζουν να αποκτούν σύγχρονη μορφή. Όμως μόνο μετά τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα συνδέονται συστηματικά με κινήματα, που πιέζουν για ριζικές καινοτομίες στον κοινωνικό και πολιτικό χώρο. Έχω, ήδη, αναφέρει από το πρώτο κεφάλαιο τη μεγάλη επίδραση της αμερικανικής και της γαλλικής επανάστασης στις διαδικασίες μετασχηματισμού κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα. Υπάρχει ένας βασικός λόγος, για τον οποίο σήμερα όλος ο κόσμος ζει σε «επαναστατικές κοινωνίες». Καμιά κοινωνία δε διέφυγε τον αντίκτυπο των «δύο μεγάλων επαναστάσεων» και είναι πιθανόν οι περισσότερες χώρες να έχουν ζήσει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια των διακοσίων προηγούμενων ετών μία, τουλάχιστον, σημαντική πολιτική επανάσταση. Φυσικά, ο μαρξισμός από τις αρχές του εικοστού αιώνα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος μ' αυτό το φαινόμενο. Οι περισσότερες κοινωνικές επαναστάσεις του εικοστού αιώνα έχουν, λίγο έως πολύ, επηρεαστεί ή εμπνευστεί από τη μαρξιστική σκέψη. Από αυτή την άποψη ο μαρξισμός δε μοιάζει με καμία θεωρητική άποψη των κοινωνικών επιστημών: χρησίμευσε ως μέσο για μια μακρά σειρά κοινωνικών αλλαγών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέσω του σχηματισμού αντιπολιτευτικών κοινωνικών κινημάτων. Οι ερμηνείες της φύσης και των συνεπειών των κοινωνικών επαναστάσεων διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους ‐κάτι που δε μας κάνει εντύπωση, εάν λάβουμε υπόψη μας τον έντονα φορτισμένο χαρακτήρα του θέματος. Οι απόψεις των Tilly και Skocpol για την κοινωνική επανάσταση και τα επαναστατικά κινήματα είναι από τις πιο σημαντικές του είδους (Charles Tilly, From Mobilization to Revolution, Reading, Mass., Addison‐Wesley, 1978. Theda Skopcol, States and Social Revolutions, Cambridge, Cambridge University Press, 1979): Ο Tilly επιδίωξε να αναλύσει τις διαδικασίες των επαναστατικών αλλαγών στα πλαίσια μιας γενικής αναφοράς στην υποκίνηση κοινωνικών κινημάτων στη σύγχρονη εποχή. Χαρακτηριστικό ενός κόσμου, που διακατέχεται από αντιλήψεις για πολιτική ανάμιξη και συμμετοχή, είναι η τάση των δραστήριων ομάδων να κινητοποιούνται για να προάγουν τα συμφέροντα και τα ιδεώδη τους. Τα κοινωνικά κινήματα είναι μέσα κινητοποίησης ομάδων που υπάρχουν εν δυνάμει και είτε είναι κατακερματισμένες στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης πολιτικής τάξης είτε καταπιέζονται από τις κρατικές αρχές. Κατά τη γνώμη του Tilly τα επαναστατικά κινήματα είναι υποδεέστερες μορφές συλλογικής δράσης σε περιπτώσεις, τις οποίες θεωρεί ως «πολλαπλή κυριαρχία» ‐δηλαδή, όταν το κράτος για κάποιο λόγο δεν έχει πλήρη έλεγχο της επικράτειας, την οποία υποτίθεται ότι διοικεί. Καταστάσεις πολλαπλής κυριαρχίας μπορεί να εμφανιστούν ως συνέπεια πολέμου ή εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων, ή και τα δύο. Έτσι, η ρωσική επανάσταση του 1917 έγινε όταν η ανάμιξη του κράτους στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια εδαφών και τη δημιουργία βαθύτατων εσωτερικών πολιτικών ρηγμάτων. Σε περιπτώσεις πολλαπλής κυριαρχίας τα επαναστατικά κινήματα γίνονται πιο ορμητικά, όταν η καταπιεστική κυβέρνηση προσπαθεί να παραμείνει στην εξουσία με τη βία. Αυτό συνδέεται συχνά με την ξαφνική απροθυμία, ή αδυναμία, εκ μέρους της κυβέρνησης να καλύψει τις ανάγκες, για τις οποίες, όπως προηγουμένως υπέθετε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, έπρεπε να φροντίσει το κράτος. Για παράδειγμα, στην Ιταλία μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου η αποστράτευση των περισσότερων από δυο εκατομμυρίων αντρών σε συνδυασμό με την απότομη διακοπή του ελέγχου που γινόταν στα τρόφιμα και τις τιμές κατά τη διάρκεια του πολέμου, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ριζοσπαστικών κινημάτων τόσο στη δεξιά όσο και την αριστερά.
Digitized by 10uk1s
Το κύριο μέρος των απόψεων της Skocpol είναι εντελώς διαφορετικό. Ο Tilly θεωρεί ότι τα επαναστατικά κινήματα καθοδηγούνται από τη συνειδητή, σκόπιμη επιδίωξη των συμφερόντων τους καθώς και ότι οι «επιτυχημένες» μορφές επαναστατικής αλλαγής παρουσιάζονται όταν τα κινήματα κατορθώσουν να αντιληφθούν το συμφέρον τους. Η Skocpol θεωρεί ότι αυτά τα κινήματα έχουν ασαφείς και αμφιταλαντευόμενους στόχους και ότι οι επαναστατικές αλλαγές κατά ένα μεγάλο μέρος είναι το απροσδόκητο αποτέλεσμα επιμέρους στόχων τους οποίους επιδιώκουν διάφορες ομάδες και κινήματα. Στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία οι κοινωνικές επαναστάσεις ‐η Skocpol συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στη γαλλική, τη ρωσική και την κινέζικη επανάσταση‐ απορρέουν από την εμφάνιση ορισμένων δομικών αλλαγών στα πλαίσια ενός συγκεκριμένου προϋπάρχοντος κυβερνητικού καθεστώτος. Επίσης, τονίζει ιδιαιτέρως τη σημασία της διεθνούς κατάστασης στη δημιουργία συνθηκών, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε κοινωνική επανάσταση. Η θέση της είναι ότι οι επαναστατικές κρίσεις, σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που μελετά, εμφανίζονται όταν το καθεστώς ‐και στις τρεις περιπτώσεις που μελετά πρόκειται για απολυταρχική μοναρχία‐, δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της μεταβαλλόμενης διεθνούς κατάστασης και αυτή η αποτυχία επιδεινώνεται λόγω εσωτερικών ταξικών διαφορών. Οι κρατικές αρχές δεν είχαν τη δυνατότητα να φέρουν σε πέρας προγράμματα εσωτερικής μεταρρύθμισης ή να συμβάλλουν στη γοργή οικονομική ανάπτυξη, με την οποία θα ήταν δυνατό να αντιμετωπιστούν οι πολεμικές απειλές από άλλα κράτη, που είχαν ήδη πραγματοποιήσει επιτυχώς αυτές τις αλλαγές. Οι πιέσεις που δημιουργήθηκαν, οδήγησαν σε τέτοια εσωτερική ένταση με αποτέλεσμα να διασπαστεί η υπάρχουσα κρατική δομή και να δημιουργηθεί παρατεταμένη πολιτική κρίση, την οποία κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τα αναπτυσσόμενα κοινωνικά κινήματα. Όπως λέει η Skocpol, αυτές οι επαναστάσεις δεν έγιναν. Εξαιτίας εσκεμμένων ενεργειών προς αυτή την κατεύθυνση, είτε εκ μέρους των δεδηλωμένων επαναστατών, είτε εκ μέρους των πολιτικά ισχυρών ομάδων στα πλαίσια των Παλαιών Καθεστώτων. Οι επαναστατικές πολιτικές κρίσεις, που κατέληξαν σε διοικητική και πολιτική ανατροπή, εμφανίστηκαν όταν οι αυτοκρατορίες είχαν να αντιμετωπίσουν έντονο στρατιωτικό ανταγωνισμό ή εισβολές κρατών, από τη μία πλευρά, και περιορισμούς που επιβάλλονταν στις αντιδράσεις της μοναρχίας από τις υπάρχουσες αγροτικές ταξικές δομές και τους πολιτικούς θεσμούς, από την άλλη (Skocpol, σ. 285). Χωρίς αμφιβολία η Skocpol έχει δίκιο όταν τονίζει ότι οι σημαντικές κοινωνικές επαναστάσεις δεν είναι ακριβώς αποτέλεσμα σκόπιμα οργανωμένων κινημάτων που στοχεύουν στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Κατά πάσα πιθανότητα, όμως, είναι υπερβολική η διάκριση που κάνει μεταξύ σκόπιμων μορφών κοινωνικής αλλαγής και μορφών, που προκύπτουν από τη «δομική» εξάρθρωση. Η θέση της μπορεί να διαφέρει από τη θέση του Tilly λιγότερο απ' ό,τι φαντάζεται η ίδια. Κι αυτό γιατί, γενικά, τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα και ειδικά τα επαναστατικά κινήματα όντως συνεπάγονται έναν ασυνήθιστα ισχυρό και ιδιαιτέρως αποτελεσματικό συντονισμό ανθρώπινων ενεργειών, οι οποίες τίθενται στην υπηρεσία των κοινών στόχων και συμφερόντων. Δεν μπορούμε να εξαναγκάσουμε την ιστορία να υποταχθεί σ' αυτούς τους στόχους, όμως η αλληλεπίδραση αυτών των μορφών κινητοποίησης καθώς και οι απρόβλεπτες συνέπειές τους έχουν σφυρηλατήσει πολλά χαρακτηριστικά του σημερινού κόσμου.
Digitized by 10uk1s
5 Η πόλη: αστικό περιβάλλον και καθημερινή ζωή
Προκαπιταλιστικές και σύγχρονες πόλεις Σκεφτείτε ξανά πόσο πρόσφατες είναι οι αλλαγές που μετέτρεψαν το σύγχρονο κόσμο. Η ευρείας κλίμακας καπιταλιστική επιχείρηση χρονολογείται από το δέκατο έκτο αιώνα περίπου και ο βιομηχανικός καπιταλισμός μόλις από τα τέλη του δέκατου όγδοου ‐και μάλιστα σ' ένα απομονωμένο κομμάτι του κόσμου. Στο διάστημα των διακοσίων ετών από το 1780 και μετά έγιναν σημαντικότερες μεταβολές στην κοινωνική ζωή από αυτές που είχαν συμβεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ανθρώπινης ιστορίας. Αυτό, όπως είπα και στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, δε γίνεται πουθενά τόσο εμφανές, όσο στο χαρακτήρα και την εξάπλωση του σύγχρονου αστισμού. Η ιστορική πλευρά της κοινωνιολογικής φαντασίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση των επιπτώσεων του σύγχρονου αστισμού. Υπάρχει ένας σημαντικός λόγος, που θα προσπαθήσω να εξηγήσω παρακάτω, για τον οποίο είναι το αστικό περιβάλλον αυτό μέσα στο οποίο ζούμε όλοι εμείς στις προηγμένες, καπιταλιστικές κοινωνίες. Γι' αυτό το λόγο μας είναι δύσκολο να συλλάβουμε πώς ήταν η κοινωνική ζωή των ανθρώπων ακόμη και πριν από δύο αιώνες ‐παρ' όλο που σ' ένα μεγάλο μέρος του κόσμου εξακολουθεί να επικρατεί ο παραδοσιακός τρόπος ζωής. Στους προ‐καπιταλιστικούς πολιτισμούς, η πόλη ήταν φυσικό να διαφέρει σαφώς από την ύπαιθρο. Σίγουρα υπάρχει περίπτωση να υπερβάλλουμε όταν αναφερόμαστε στα κοινά γνωρίσματα των προ‐καπιταλιστικών πόλεων. (Για παράδειγμα, βλ. Gideon Sjoberg, The Preindustrial City, Glencoe, The Free Press, 1960. Αν και αυτό το βιβλίο έχει επικριθεί δριμύτατα είναι κλασικό στο είδος του και περιλαμβάνει πολύτιμο υλικό). Αλλά και πριν από την ανάπτυξη του καπιταλισμού οι πόλεις στις περισσότερες μορφές κοινωνιών παρουσιάζουν μερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Συνήθως, οι πόλεις περιβάλλονταν από τείχη, τα οποία τόνιζαν τον κλειστό τους χαρακτήρα και το διαχωρισμό τους από την ύπαιθρο αλλά και εξυπηρετούσαν αμυντικούς σκοπούς. Το κέντρο των παραδοσιακών πόλεων καταλάμβαναν, συνήθως, η εκκλησία, το παλάτι και η αγορά∙ αυτό το τελετουργικό και εμπορικό κέντρο μερικές φορές προστατευόταν από ένα δεύτερο, εσωτερικό τείχος. Οι πόλεις αποτελούσαν τον πυρήνα της επιστήμης, των τεχνών και του πολιτισμού. Αυτά, όμως, ήταν πάντοτε προνόμια μικρών ελίτ. Αν και συχνά οι πόλεις συνδέονταν με αρκετά εξελιγμένο οδικό δίκτυο, τα ταξίδια ήταν συνήθως προνόμιο των λίγων, ή εξυπηρετούσαν κυρίως πολεμικές και εμπορικές δραστηριότητες. Ο ρυθμός ζωής στις προ‐καπιταλιστικές πόλεις ήταν αργός και οι απλοί άνθρωποι συνήθως είχαν παρόμοιες παραδόσεις με τους ομοίους τους που ζούσαν στην ύπαιθρο. Επίσης, όπως ανέφερα προηγουμένως, οι πόλεις με βάση τα σημερινά δεδομένα ήταν πολύ μικρές. Ο πληθυσμός της γης αυξήθηκε πολύ κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων αιώνων ‐και εξακολουθεί να αυξάνεται‐ενώ σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι συνωστίζονται στις πόλεις (βλ. πίνακα σελ. 32). Τα στατιστικά στοιχεία είναι, πράγματι, αξιοσημείωτα. Σήμερα υπάρχουν περίπου 1.700 πόλεις σ' όλο τον κόσμο, των οποίων οι κάτοικοι ξεπερνούν τα 100.000 άτομα. Υπάρχουν 250 περίπου πόλεις, οι οποίες έχουν μεγαλύτερο πληθυσμό από κάθε άλλη πόλη στην ιστορία, έχουν, δηλαδή, πάνω από 500.000 κατοίκους. Οι πιο πυκνοκατοικημένες πόλεις έχουν γύρω στα 14 εκατομμύρια κατοίκους. Τώρα πλέον οι πόλεις δεν έχουν τείχη και στις
Digitized by 10uk1s
εκτεταμένες αστικές συγκεντρώσεις τα διοικητικά όρια συχνά παύουν να ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε πραγματικά όρια της πολεοδομικής εξάπλωσης. Αν οι σύγχρονες οικονομίες κυριαρχούνται από τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις, η ζωή στην πόλη επισκιάζεται από την ανάπτυξη της «μεγαλούπολης» της «πόλης των πόλεων». Στην πραγματικότητα η λέξη έχει κλασική προέλευση, αφού πλάστηκε από τους Πελοποννήσιους πολιτικούς‐φιλοσόφους, οι οποίοι κατέστρωσαν σχέδια για μια νέα πόλη‐κράτος που θα τη ζήλευαν όλοι οι πολιτισμοί. Η σημερινή της έννοια έχει πολύ μικρή σχέση μ' αυτό το όνειρο. Στη σύγχρονη εποχή ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τη βορειοανατολική πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, μια κατά κάποιο τρόπο συνεχή αλυσίδα αστικοποιημένων περιοχών, που εκτείνεται σε μήκος 450 μιλίων περίπου από τα βόρεια της Βοστώνης ως την Ουάσινγκτον. Εδώ ζουν περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι και η πυκνότητα του πληθυσμού είναι πάνω από 700 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Περίπου τόσο μεγάλος και τόσο πυκνός αστικός πληθυσμός έχει συγκεντρωθεί στην περιοχή Γκρέιτ Λέικς των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά. Η σημασία αυτών των εξελίξεων δεν είναι απλώς ποσοτική, παρ' όλο που στη βιβλιογραφία της κοινωνιολογίας της πόλης παρατηρείται έντονη τάση προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή, πολλοί συγγραφείς μίλησαν για την αστικοποίηση συνδέοντάς την με το βιομηχανικό καπιταλισμό, σαν να επρόκειτο απλώς για ένα φαινόμενο μετακίνησης του πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές στις πόλεις. Φυσικά ήταν και αυτό∙ αλλά αυτή η μετακίνηση αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αλλαγών που μετέτρεψαν τη φύση του άστεως και που αντικατοπτρίζονται, ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, στην εξαφάνιση των τειχών των πόλεων. Η σημασία αυτών των σχολίων γίνεται εμφανής, αν εξετάσουμε εν συντομία ορισμένες θεωρίες, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της κοινωνιολογικής‐πολεοδομικής ανάλυσης.
Οι απόψεις της «σχολής του Σικάγου» Οι μελέτες της κοινωνιολογικής «σχολής του Σικάγου», η οποία κατείχε εξέχουσα θέση τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας δέσποζαν μέχρι πριν από λίγο καιρό στις έντονες συζητήσεις περί πολεοδομίας. Αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα δύο συσχετιζόμενες έννοιες της σχολής αυτής. Μία είναι η επονομαζόμενη «οικολογική προσέγγιση» του τρόπου κατανομής ανά γειτονιές. Αρχικά μελετήθηκε κατ' αναλογία προς τις οικολογικές διαδικασίες στη βιολογία, διαδικασίες κατά τις οποίες ο φυτικός και ο ζωικός κόσμος κατανέμονται με τάξη στο φυσικό περιβάλλον, μέσω των τρόπων προσαρμογής τους σ' αυτό. Ο R. Ε. Park περιέγραψε την ανάλογη κατά τη γνώμη του διαδικασία στην πόλη, ως εξής. Η πόλη, έγραψε, «είναι, καθώς φαίνεται, ένας μηχανισμός ταξινόμησης και επιλογής, ο οποίος, με τρόπους που δεν έχουν ακόμη πλήρως κατανοηθεί επιλέγει από το σύνολο του πληθυσμού τα άτομα που ενδείκνυνται να ζήσουν σε μία συγκεκριμένη περιοχή και σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον» (Robert Ε. Park, Human Communities, Glencoe, The Free Press, 1952 σ. 79). Η πόλη χωρίζεται σε «φυσικές περιοχές» μέσω διαδικασιών ανταγωνισμού, εισβολής και διαδοχής παρόμοιες με αυτές που απαντώνται στη βιολογική οικολογία. Αυτές οι διαδικασίες διέπουν την «κατανομή σε ζώνες» των χαρακτηριστικών των διαφορετικών γειτονιών. Το κέντρο της πόλης τείνει να έχει μεγάλη συγκέντρωση επιχειρήσεων, εμπορίου και ψυχαγωγίας. Συνήθως γύρω από το κέντρο, στην «παλιά πόλη», κατανέμονται παρακμάζουσες γειτονιές με μεγάλο ποσοστό φτηνών διαμερισμάτων ή πανσιόν. Πιο έξω υπάρχουν οι εργατικές περιοχές μόνιμης κατοικίας, ενώ στις παρυφές της πόλης βρίσκονται τα μεσοαστικά προάστια. Συχνά, θεωρήθηκε ότι η οικολογική προσέγγιση αφορούσε μόνο το αστικό φαινόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες. Δεν μπορεί, όμως, να υποστηριχτεί κάτι τέτοιο για τη δεύτερη σημαντική άποψη που συνδέεται με τη σχολή του Σικάγου, τη μελέτη, δηλαδή, του Louis
Digitized by 10uk1s
Wirth για τον «αστισμό ως τρόπο ζωής»∙ αυτή η μελέτη επιδιώκει να προσδιορίσει τα καθολικά χαρακτηριστικά της ζωής στις πόλεις. Σε πολλές περιπτώσεις οι απόψεις του Wirth έχουν σχεδόν γελοιοποιηθεί από τους κριτικούς και γι' αυτό το λόγο πρέπει να προσπαθήσουμε να τις παρουσιάσουμε με ακρίβεια. Οι ιδέες του συνοψίζονται σ' ένα γνωστό άρθρο, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1938 (Louis Wirth, «Urbanism as a way of life», American Journal of Sociology, τόμος 44, 1938. Βλ. επίσης A. J. Reiss, Louis Wirth on Cities and Social Life, Chicago, University of Chicago Press, 1964). Ο Wirth διακρίνει τρία γνωρίσματα των πόλεων εν γένει: το μέγεθος, την πυκνότητα και την ετερογένεια του πληθυσμού. Στις πόλεις οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, αλλά δε γνωρίζονται προσωπικά. Θεωρεί ότι αυτά τα χαρακτηριστικά είναι σε μεγάλο βαθμό τυπικά και ότι οι επιπτώσεις τους εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες. Παρ' όλα αυτά αντιλαμβανόταν ότι αυτές οι επιπτώσεις συνεπάγονται ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής, που είναι χαρακτηριστικός των κατοίκων των πόλεων. Στις πόλεις πολλές επαφές μας με τους άλλους είναι εφήμερες και αποσπασματικές και θεωρούνται από τους ενδιαφερόμενους ως μηχανικές, περισσότερο ως μέσα για την πραγματοποίηση σκοπών παρά ως ικανοποιητικές σχέσεις αυτές καθεαυτές. Το άτομο, λέει ο Wirth, έχει απογυμνωθεί από την «αυθόρμητη αυτοέκφραση, την ηθική και την αίσθηση συμμετοχής, που απορρέει από τη διαβίωσή του σε μια ολοκληρωμένη κοινωνία» (Wirth, σ. 13). Ακολουθώντας την οικολογική θεωρία, ο Wirth υποστηρίζει ότι η ύπαρξη μεγάλου και πυκνού πληθυσμού, αναπόφευκτα οδηγεί στη διαφοροποίηση και την εξειδίκευση των περιοχών, έτσι όπως στο φυτικό και το ζωικό κόσμο η διαφοροποίηση των λειτουργιών δίνει τη δυνατότητα συμβίωσης μεγαλύτερου αριθμού ατόμων σε σχετικά μικρό χώρο. Στην πόλη η διάλυση μιας «ολοκληρωμένης κοινωνίας» συνεπάγεται τη γενίκευση τακτικών ενεργειών ρουτίνας, ελεγχόμενων από απρόσωπους κανόνες συμπεριφοράς∙ σ' αυτό το σημείο θα μπορούσαμε να σημειώσουμε την εμφανή ομοιότητα με το χαρακτηρισμό του Weber για τη γραφειοκρατία. Ο Wirth εξειδίκευσε τη θεωρία του από πολλές απόψεις. Ο αστικός «τρόπος ζωής» δεν περιορίζεται αναγκαστικά σ' αυτούς που ζουν σε πόλεις οποιουδήποτε μεγέθους, επειδή η επιρροή των πόλεων φτάνει και σ' αυτούς που ζουν πιο μακριά. Επίσης, ισχύει και το αντίθετο. Δεν έχουν όλοι όσοι ζουν στις πόλεις απορροφηθεί από την ανώνυμη ρουτίνα τους. Μετανάστες από αγροτικές περιοχές συχνά διαφυλάσσουν σημαντικές πλευρές του προηγούμενου τρόπου ζωής τους∙ μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά μπορεί να διατηρηθούν για ένα μεγάλο διάστημα. Εξάλλου, ο Wirth με κανένα τρόπο δε θεωρεί ότι τα γνωρίσματα, που περιγράφει, εξαντλούν τα χαρακτηριστικά της ζωής στην πόλη, πρόκειται απλώς για ένα minimum προσδιορισμό. Ωστόσο, επιμένει σ' αυτό το σημείο, εν μέρει επειδή θέλει να κάνει μία περιγραφή των πόλεων, που να έχει ιδιαίτερα ευρεία εφαρμογή και να μην περιορίζεται στο σύγχρονο αστικό φαινόμενο. Τόσο οι απόψεις του Wirth, όσο και η οικολογική προσέγγιση έχουν επικριθεί κατά πολλούς τρόπους. Εδώ θα περιοριστώ σε κριτική αξιολόγηση σχετική με τα γενικότερα θέματα αυτού του βιβλίου∙ ακόμη, με ενδιαφέρει να τονίσω τις πλευρές αυτών των δύο θεωριών, οι οποίες, αν διατυπωθούν πάλι όπως πρέπει, θα ισχύουν και σήμερα. Τα σχόλιά μου μπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις κατηγορίες και αναφέρονται, κυρίως, στην άποψη του Wirth. Πρώτον, η θεωρία του Wirth σίγουρα δεν έχει τη γενική ισχύ που διεκδικεί. Βασισμένη κυρίως, σε παρατηρήσεις για τις αμερικανικές πόλεις των δεκαετιών του 1920 και 1930, έχει σαφή όρια, ακόμη και ως εργαλείο ερμηνείας του αστικού φαινομένου κατά το βιομηχανικό καπιταλισμό. Είναι, όμως, ιδιαίτερα ανεπαρκής, όταν αναφέρεται σε πόλεις των προ‐ καπιταλιστικών κοινωνιών. Στην αρχαιολογία και την ανθρωπολογία πρόσφατα έγιναν πολλές συγκριτικές έρευνες για την πόλη σ' αυτές τις κοινωνίες. Παρότι δεν είναι εύκολο να γενικευθούν τα συμπεράσματα, νομίζω ότι κατά ένα μεγάλο μέρος επιβεβαιώνουν αυτό που ο Sjoberg, στο βιβλίο του που αναφέρθηκε νωρίτερα, περιγράφει ως «κύρια υπόθεση»: «οι
Digitized by 10uk1s
προ‐βιομηχανικές πόλεις παρουσιάζουν μεγάλες ομοιότητες, όσον αφορά τη δομή ή τη μορφή τους ‐είτε βρίσκονται στη μεσαιωνική Ευρώπη, στην παραδοσιακή Κίνα, την Ινδία, είτε αλλού‐ και διαφέρουν φανερά από τα σύγχρονα βιομηχανικά αστικά κέντρα» (Sjoberg σ. 5). Οι διαφορές αφορούν τα χαρακτηριστικά των προ‐καπιταλιστικών πόλεων, που αναφέρθηκαν πριν από τρεις ή τέσσερις σελίδες. Συγκρινόμενες με τις τεράστιες, σύγχρονες αστικές περιοχές, οι παραδοσιακές πόλεις ήταν πολύ συμπαγείς, περιβάλλονταν από τείχη και κατανέμονταν σε σταθερές συνοικίες, οι οποίες περιέβαλλαν μια σαφώς καθορισμένη τελετουργική και εμπορική περιοχή. Δεύτερον, είναι λάθος να υποθέτουμε, όπως φαίνεται ότι κάνει ο Wirth, ότι μία γενικευμένη περιγραφή του αστικού φαινομένου μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά των ίδιων των πόλεων. Οι πόλεις εκφράζουν και περιλαμβάνουν πτυχές της ευρύτερης κοινωνίας, της οποίας αποτελούν μέρος. Αυτό το σχόλιο συνδέεται στενά με το πρώτο. Στις προ‐καπιταλιστικές κοινωνίες η ζωή στις πόλεις, από ορισμένες απόψεις, παρουσιάζει ομοιότητες με τη ζωή στις αγροτικές περιοχές. Και στις δύο οι επιδράσεις της παράδοσης είναι ισχυρές, ακόμη και στις πιο κοσμοπολίτικες ελίτ∙ οι περισσότερες σχέσεις έχουν γίνει πιο προσωπικές παρά ανώνυμες, όπως τις περιγράφει ο Wirth. Από άλλες απόψεις, όμως, οι αντιθέσεις μεταξύ πόλης και υπαίθρου ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' ό,τι στις σύγχρονες κοινωνίες∙ πράγματι, όπως θα δείξω σύντομα, στις σύγχρονες κοινωνίες αυτές οι αντιθέσεις ουσιαστικά χάνουν το νόημά τους. Απλώς, οι πόλεις δεν υφίστανται «στις» προ‐ καπιταλιστικές κοινωνίες. Καθώς έχουν ποικίλες και περίπλοκες σχέσεις με την ύπαιθρο, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη γενική οργάνωση αυτών των κοινωνιών. Πόλη: πολιτισμός: κράτος ‐συχνά, οι λέξεις αυτές, όπως είναι εύλογο, εμφανίζονται σχεδόν ως συνώνυμες στη βιβλιογραφία της αρχαιολογίας και της ανθρωπολογίας. Η ίδια γενική αρχή ισχύει για το αστικό φαινόμενο στις σύγχρονες κοινωνίες. Δηλαδή, ο χαρακτήρας των πόλεων μπορεί να αναλυθεί επαρκώς, μόνο σε σχέση με τα γενικότερα γνωρίσματα αυτών των κοινωνιών. Εδώ, ξανά η πόλη αποτελεί μέρος των θεσμών όλης της κοινωνίας και ταυτοχρόνως ασκεί σ' αυτούς μεγάλη επιρροή. Σήμερα, όμως, ο χαρακτήρας του αστισμού είναι διαφορετικός απ' ό,τι ήταν στην προ‐μοντέρνα πόλη και αντικατοπτρίζει τις βαθιές κοινωνικές μεταβολές, που προκάλεσε η εμφάνιση του καπιταλισμού. Τρίτον, αυτά που διατυπώνει ο Wirth περιλαμβάνουν μερικά από τα πλέον αμφίβολα στοιχεία της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας ‐αν και ξεκινά ειδικά με σκοπό να αναπτύξει μία θεωρία που να ανταποκρίνεται στις πόλεις όλων των τύπων κοινωνίας. Η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, όπως τόνισα ήδη, και όλες οι παραλλαγές της, διχοτομούν την έννοια της κοινωνικής αλλαγής, αντιπαραθέτοντας την «παραδοσιακή» στη «βιομηχανική κοινωνία». Τέτοιου είδους αντιπαραθέσεις, είτε χρησιμοποιήθηκε ειδικά ο όρος «βιομηχανική κοινωνία» είτε όχι, επηρέασαν πάρα πολύ τις κοινωνικές επιστήμες. Μία από τις πιο γνωστές θεωρίες αυτού του είδους ανέπτυξε στις αρχές του αιώνα περίπου ο γερμανός στοχαστής Ferdinand Tönnies. Μίλησε για τη μετάβαση της κοινωνίας από τη Gemeinschaft (κοινότητα) στη Gesellschaft (κοινωνία). Η Gemeinschaft αντιστοιχεί στη μικρή κοινότητα του Wirth, ή στην «ολοκληρωμένη κοινωνία» και κυριαρχείται από την «αυθόρμητη αυτο‐έκφραση». Η Gesellcshaft, που χαρακτηρίζεται από απρόσωπες, μηχανικές κοινωνικές σχέσεις, σταδιακά, καθώς αναπτύσσονται οι σύγχρονες κοινωνίες μεγάλης κλίμακας αντικαθιστά τη Gemeinschaft. Ο Wirth, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει την ανάλυσή του για το αστικό φαινόμενο, άντλησε πολλά στοιχεία από τις ιδέες του Tönnies, καθώς και από άλλους ‐ιδίως από τον Georg Simmel. Στα χέρια του το αστικό φαινόμενο διατηρεί κάποια αναπτυξιακή απόχρωση ‐εφόσον κυριαρχεί όλο και περισσότερο στις σύγχρονες κοινωνίες‐ όμως, το μεγαλύτερο βάρος πέφτει στην ερμηνεία του φαινομένου ως αντίθεση μεταξύ αγροτικού και αστικού. Ωστόσο, αυτό οδηγεί σε δύο περιορισμούς. Ο ένας είναι αυτός που μόλις ανέφερα: η ταύτιση Gesellschaft αστικού φαινομένου εν γένει δε λειτουργεί, επειδή η πόλη στις προ‐καπιταλιστικές κοινωνίες διαφέρει εμφανώς από τις
Digitized by 10uk1s
σύγχρονες αστικές περιοχές. Αλλά μπορούμε, επίσης, να ασκήσουμε εποικοδομητική κριτική στην αντίληψη του Wirth για τον αστισμό, παραβάλλοντάς την με τις ιδέες που προέρχονται από την εναλλακτική γενική άποψη του μαρξισμού. Πράγματι, μερικές πολύ σημαντικές συμβολές στην ανάλυση του σύγχρονου αστικού φαινομένου, βρίσκονται σε πρόσφατα έργα, τα οποία οφείλουν πολλά στο μαρξισμό. Όπως θα προσπαθήσω να αποδείξω, αυτά μας βοηθούν να διευκρινίσουμε γιατί μερικά από τα στοιχεία του αστικού φαινομένου που προσδιορίζει ο Wirth, αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σύγχρονης εποχής. Τέλος, η προσέγγιση του Wirth, ιδιαίτερα στο βαθμό που καταφεύγει στην οικολογική αναλογία, αποκαλύπτει τα όρια του «νατουραλιστικού» τύπου κοινωνιολογίας. Το οικολογικό σύστημα των γειτονιών της πόλης θεωρείται ότι διαμορφώνεται, όπως λέει κατηγορηματικά ο Park, μέσα από μία σειρά «φυσικών διαδικασιών», οι οποίες παρουσιάζονται ως απρόσωπα γεγονότα στο φυσικό κόσμο. Αυτές οι διαδικασίες εκλαμβανόμενες μ' αυτό τον τρόπο φαίνεται ότι έχουν αμετάβλητο χαρακτήρα, όπως έχουν και οι νόμοι της φύσης. Εάν αναλύσουμε το αστικό φαινόμενο σε σχέση με την άποψη που σκιαγράφησα στα πρώτα κεφάλαια, δημιουργείται μία εντελώς διαφορετική θεωρία.
Αστισμός και καπιταλισμός Πώς πρέπει να χαρακτηρίσουμε τις γενικές ιδιότητες των αντιθέσεων μεταξύ προ‐ καπιταλιστικών πόλεων και καπιταλιστικού αστισμού; Προκειμένου να απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει, όπως τόνισα, να συνδέσουμε το αστικό φαινόμενο με τα γενικότερα χαρακτηριστικά των κοινωνιών και κατά συνέπεια με τις γενικές κοινωνικές μεταβολές, που προκλήθηκαν με το σχηματισμό και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Στις προ‐καπιταλιστικές κοινωνίες η πόλη ήταν το κέντρο της κρατικής εξουσίας καθώς επίσης και κέντρο ενός περιορισμένου αριθμού παραγωγικών και εμπορικών επιχειρήσεων∙ η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού έκανε αγροτικές εργασίες. Η εμφάνιση του καπιταλισμού και η παγίωσή του ως βιομηχανικού καπιταλισμού είχε ως συνέπεια την ολοκληρωτική σχεδόν μετακίνηση του πληθυσμού από το αγροτικό στο αστικό περιβάλλον. Αυτή όμως προκλήθηκε, αλλά και ενθαρρύνθηκε περισσότερο από τις βαθιές αλλαγές στη φύση του «άστεως». Μία ένδειξη αποτελεί το γεγονός ότι, κατά την αρχική ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού στη Βρετανία στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, τα περισσότερα από τα πρώτα μεταποιητικά κέντρα δε βρίσκονταν στις προϋπάρχουσες μεγάλες πόλεις. Το Μάντσεστερ αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αστικής επέκτασης. Το 1717 ήταν μία κωμόπολη που είχε 10.000 κατοίκους περίπου∙ το 1851, ως κέντρο παραγωγής και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του Λάνκασάιαρ, είχε 300.000 περίπου κατοίκους. Στις αρχές του εικοστού αιώνα ο πληθυσμός της περιοχής του Μάντσεστερ εκτεινόμενος και στις γειτονικές κωμοπόλεις ήταν 2.400.000 κάτοικοι. Αυτές οι παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν ότι η κινητήρια δύναμη της επέκτασης του αστισμού στα τέλη του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, διαφέρει ριζικά από τους παράγοντες που αποτελούν τη βάση των προηγούμενων μορφών αστισμού. Δεν αποκαλύπτουν, όμως, το συγκεκριμένο χαρακτήρα του νέου αστισμού. Ίσως, μπορούμε να διασαφηνίσουμε καλύτερα τα χαρακτηριστικά του αστικού φαινομένου και τη σχέση του με την καπιταλιστική ανάπτυξη, μέσω αυτού που ο Marx ονόμαζε «εμπορευματοποίηση». Έχω, ήδη, αναφερθεί σ' αυτή την έννοια, όταν σχολίαζα την ερμηνεία του Offe για το καπιταλιστικό κράτος. Κατά τον Marx, η έννοια της εμπορευματοποίησης είναι βασική στην ανάλυση της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων: η αγορά και η πώληση αγαθών, συμπεριλαμβανομένης της εργασιακής δύναμης, με σκοπό τη δημιουργία κέρδους είναι αυτό που κάνει κατ' εξοχήν η καπιταλιστική επιχείρηση. Συνεπώς, δεν πρέπει να εκπλαγούμε αν ανακαλύψουμε ότι η εμπορευματοποίηση επεκτείνεται ακόμη και στο περιβάλλον που ζουν
Digitized by 10uk1s
τα ανθρώπινα όντα. Μπορούμε να κατανοήσουμε το σύγχρονο αστικό φαινόμενο και τους τρόπους κοινωνικής ζωής που συνδέονται με αυτό, αντιλαμβανόμενοι πώς ο χώρος εμπορευματοποιείται στις καπιταλιστικές κοινωνίες. Στις προ‐καπιταλιστικές κοινωνίες, αν και παρουσιάζονταν αρκετές διαφορές, στην πόλη και στην ύπαιθρο τόσο η γη όσο και η κατοικία ή δεν ήταν μεταβιβάσιμες ή η μεταβίβασή τους υπόκεινταν σε περιορισμούς. («Μεταβιθάσιμη» είναι η περιουσία πού, με κάποιο τρόπο πληρωμής, μπορεί να αλλάξει ιδιοκτήτη). Ωστόσο, με την εμφάνιση του καπιταλισμού η γη και τα κτίρια έγιναν μεταβιβάσιμα, όπως τα εμπορεύματα που αγοράζονται και πωλούνται στην αγορά. Η εμπορευματοποίηση του χώρου εμπλέκει το φυσικό περιβάλλον στο σύνολο του παραγωγικού συστήματος του καπιταλισμού. Αυτό έχει αρκετές επιπτώσεις. (1) Καπιταλιστικός αστισμός σημαίνει «τεχνητό περιβάλλον», το οποίο οδηγεί στην εξάλειψη των διαφορών μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Η προ‐καπιταλιστική πόλη ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη αλλά και εμφανώς διαχωριζόμενη από την ύπαιθρο. Στον καπιταλισμό, όμως, η βιομηχανία κάλυψε τις διαφορές μεταξύ πόλης και υπαίθρου. Η γεωργία αποκτά καπιταλιστική μορφή, εκβιομηχανοποιείται και υποτάσσεται στην εξουσία κοινωνικο‐ οικονομικών παραγόντων, παρόμοιων με αυτούς που επικρατούν σε άλλους τομείς της παραγωγής. Εξάλλου, σε συνδυασμό με αυτή τη διαδικασία εξαλείφθηκαν σταδιακά οι διαφορές στους τρόπους κοινωνικής ζωής μεταξύ υπαίθρου και πόλης. Στο βαθμό που ο χώρος είναι ένα κοινωνικό και όχι καθαρά φυσικό φαινόμενο «η πόλη» και «η ύπαιθρος» παύουν να υπάρχουν με αυτή τη μορφή. Τη θέση τους παίρνουν αντίστοιχα το «κτισμένο περιβάλλον» και το περιβάλλον του «ανοιχτού χώρου» (Μία ενδιαφέρουσα μελέτη σχετική με το θέμα αυτό είναι του David Harvey, Social Justice and the City, London, Arnold, 1973). (2) Σε όλες τις προ‐καπιταλιστικές κοινωνίες οι άνθρωποι ζούσαν κοντά στη φύση ‐μάλιστα, σε μερικούς πολιτισμούς θεωρούσαν ότι συμμετείχαν στο φυσικό κόσμο με τρόπους, που ήταν εντελώς άγνωστοι στη Δύση. Αλλά, το κτισμένο περιβάλλον των καπιταλιστικών κοινωνιών διαχωρίζει ριζικά την ανθρώπινη ζωή από τη φύση. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο στον καπιταλιστικό χώρο εργασίας, στον οποίο τόσο ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης εργασίας, όσο και το φυσικό περιβάλλον του εργοστασίου ή του γραφείου απομακρύνουν τους ανθρώπους από την επίδραση του εδάφους, του καιρού ή του κύκλου των εποχών. Εξάλλου, η χωροτοποθέτηση του τόπου εργασίας μέσα σ' ένα αστικό περιβάλλον εμπορευματοποιημένου χώρου εντείνει εξαιρετικά το φαινόμενο. Σήμερα, οι περισσότεροι από μας περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε χώρους, οι οποίοι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου κατασκευασμένοι από τον άνθρωπο. (3) Τα φαινόμενα, που επηρεάζουν την κατανομή ανά γειτονιές συνδέονται με τα γενικά γνωρίσματα των καπιταλιστικών κοινωνιών και ταυτόχρονα προσδίδουν σ' αυτά μία ακόμη διάσταση. Το σχόλιο μπορεί να ηχεί ως κοινοτοπία, στην πραγματικότητα, όμως, είναι σημαντικό σε σχέση με τις πρόσφατες, επηρεασμένες από το μαρξισμό, συζητήσεις για την πόλη. Μερικοί συγγραφείς εξέφρασαν έντονα την άποψη ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει «κοινωνιολογία της πόλης», για λόγους που έχουν να κάνουν με τα δύο πρώτα σημεία που ανέφερα παραπάνω. Αν το «τεχνητό περιβάλλον» αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της καπιταλιστικής κοινωνίας, τότε η ανάλυσή του μπορεί να προέλθει άμεσα από την κατανόηση αυτής της μορφής κοινωνίας στο σύνολό της. Βασικά συμφωνώ με αυτή την άποψη, επειδή πράγματι έχω την εντύπωση ότι τα φαινόμενα που σχολίασα στα προηγούμενα κεφάλαια ‐η καπιταλιστική παραγωγή, η πάλη των τάξεων και το κράτος‐ είναι άμεσα συνδεδεμένα με τη μετατροπή του «αστικού περιβάλλοντος» σε «κτισμένο». Αν και αυτά θεωρούνται ως δεδομένα, εξακολουθεί να είναι αναγκαία η διαμόρφωση εννοιών, με βάση τις οποίες θα αναλυθεί το καπιταλιστικό κράτος με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποδειχτεί ποια μορφή αποκτούν αυτές οι σχέσεις με όλη την κοινωνία. Μία προσπάθεια Digitized by 10uk1s
προς αυτή την κατεύθυνση είναι η διατύπωση αυτού που ο Rex ονομάζει «θεωρία των στεγαζόμενων τάξεων» (βλ. John Rex και Robert Moore, Race, Community and Conflict, Oxford, Oxford University Press, 1967 και άλλες δημοσιεύσεις του Rex). Οι ιδέες του Rex είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας να δοθεί μια πιο ικανοποιητική ερμηνεία της οργάνωσης των γειτονιών και της ανάπτυξης των πόλεων από αυτή που προσέφεραν οι κοινωνιολόγοι της σχολής του Σικάγου. Η οικολογική προσέγγιση, τονίζει ο Rex, βασίζεται σε μία πέραν του δέοντος μηχανική πλευρά των οικολογικών διαδικασιών, οι οποίες δήθεν καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των γειτονιών της πόλης. Προσπαθεί να αντικαταστήσει αυτή την άποψη με μία προοπτική, η οποία αναγνωρίζει τις ενεργητικές προσπάθειες των κατοίκων των πόλεων να επηρεάσουν το περιβάλλον, στο οποίο ζουν. Καθώς η μελέτη του βασίζεται σε στοιχεία από τη Βρετανία, συμπληρώνει με νέα στοιχεία την πολεοδομική ανάλυση, ενώ προσφέρει επίσης και ένα απαραίτητο αντιστάθμισμα στην τάση της «σχολής του Σικάγου», που βασίζεται αποκλειστικά στην αμερικανική έρευνα. Ξεκινά απ' το γεγονός ότι στη Βρετανία κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα οι βιομηχανικοί οικισμοί φύτρωναν σαν μανιτάρια∙ παίρνει ως παράδειγμα την ανάπτυξη του Μπέρμινχαμ. Στις πρώτες φάσεις ανάπτυξης αυτών των οικισμών η χωροθέτηση της κατοικίας είχε την τάση να επηρεάζεται άμεσα από τις ανάγκες των εργοδοτών. Τα σπίτια των μεγαλοβιομηχάνων και των άλλων τοπικών αξιωματούχων χτίζονταν σε περιοχές που είχαν πρόσβαση σε κεντρικές λειτουργίες, αποφεύγοντας, όμως, τη μουτζούρα και την καπνιά των εργοστασίων. Όσο η οικοτεχνία έπαιζε σημαντικό ρόλο στην παραγωγή (σε μεγάλο βαθμό και κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα) οι εργοδότες εν μέρει απαλλάσσονταν από την ανάγκη παροχής στέγης στους εργάτες. Παρ' όλα αυτά έχτιζαν καταλύματα με αυξανόμενο ρυθμό∙ μερικοί έχτιζαν παράγκες μόνο για τους εργάτες, κυρίως όμως, έχτιζαν για τις εργατικές οικογένειες σειρές από μικρά μονώροφα σπίτια που απλώνονταν γύρω από τα εργοστάσια ή βρίσκονταν κοντά στους σιδηροδρόμους. Δεν έγινε καμία προσπάθεια να μεταφερθούν στοιχεία της ζωής της κοινότητας από τα παραδοσικά αγροτικά χωριά, αν και αναπτύχθηκαν ταχύτατα «κουλτούρες κοινότητας» ‐κουλτούρες δυστυχίας. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και τις αρχές του εικοστού αυτές οι «άμεσες ταξικές διαφορές» στην κατοικία κατάρρευσαν. Η ραγδαία επέκταση της βιομηχανίας του πληθυσμού και των αστικών περιοχών δημιούργησαν τις προϋποθέσεις. Υπήρξαν όμως και άλλοι, πιο ειδικοί παράγοντες. Η παροχή στέγης από τους εργοδότες δέσμευσε το κεφάλαιο, το οποίο αν επενδυόταν αλλού θα απέφερε περισσότερα κέρδη∙ η μη δυνατότητα επιλογής του τόπου κατοικίας περιόριζε επίσης την κινητικότητα των εργαζομένων. Ωστόσο, εξίσου σημαντική ήταν η ανάπτυξη ενός διαφοροποιημένου ταξικού συστήματος και το αίτημα των ειδικευμένων εργατών καθώς και των υπαλλήλων για κατοικίες καλύτερες από τα μικρά μονώροφα σπιτάκια των παλαιότερων εργατών. Έτσι, η παροχή εργασίας διαχωρίστηκε από την παροχή στέγης και άλλων δημοτικών υπηρεσιών∙ αυτά τα καθήκοντα ανέλαβαν ειδικευμένες οικοδομικές εταιρίες διαφόρων μεγεθών. Αυτά τα σπίτια, που χρηματοδοτούνταν μέσω υποθηκών, χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για ιδιοκατοίκηση. Στη συνέχεια, μετά τα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα, εμφανίστηκε η επέκταση των αγορών στέγης, οι οποίες από τη μια πλευρά συνδέονται με το βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο, από την άλλη με τις αγορές εργασίας. Με αυτούς τους όρους πρέπει να επιδιώξουμε να κατανοήσουμε τα «οικολογικά» πρότυπα μετακίνησης και απομόνωσης σε γειτονιές, τα οποία αναφέρουν οι ερευνητές του Σικάγου. Κατά τον Rex, αυτά τα πρότυπα είναι απόρροια αγώνων για σπάνιους και επιθυμητούς τύπους κατοικίας, που ομαδοποιούν τους κατοίκους σε «στεγαστικές τάξεις». Στις μεγαλύτερες πόλεις μπορούμε να διακρίνουμε αρκετές στεγαστικές τάξεις. Αυτές, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν ανθρώπους, οι οποίοι αγοράζουν τοις μετρητοίς, και ζουν σε σπίτια στις πιο θελκτικές περιοχές∙ ανθρώπους στους οποίους «ανήκουν» τέτοια σπίτια μέσω ενυπόθηκου δανεισμού∙ ανθρώπους που ζουν σε
Digitized by 10uk1s
άλλες ενυπόθηκες ιδιοκτησίες σε λιγότερο θελκτικές περιοχές∙ ανθρώπους που ζουν σε ενοικιαζόμενη, από ιδιώτη στέγη∙ τέλος, ανθρώπους που ζουν σε ενοικιαζόμενη, παρεχόμενη από το κράτος κατοικία. Σε πολλές πόλεις αυτοί που ανήκουν στις πιο πλούσιες στεγαστικές τάξεις, μετακινήθηκαν από το κέντρο της πόλης στις πιο καλές συνοικίες της παλιάς πόλης ή μερικές φορές, στα περίχωρά της. Οι λιγότερο προνομιούχοι ιδιοκτήτες ενυπόθηκων κατοικιών επιδίωξαν, επίσης, να απομακρυνθούν από το παραδοσιακό τμήμα της πόλης, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ρεύματος προς την κατεύθυνση της διαρκούς επέκτασης των πιο μακρινών προαστίων. Η εργατική τάξη, με εξαίρεση μερικές ομάδες ειδικευμένων εργατών, ζει κυρίως σε ενοικιαζόμενες κατοικίες κρατικής ιδιοκτησίας και σε συγκροτήματα κατοικιών που βρίσκονται αρκετά κοντά στο παλιό τμήμα της πόλης. Η παροχή στέγης σε ευρεία κλίμακα από το κράτος είναι μία πτυχή των αγώνων των εργατικών κινημάτων, που περιγράφτηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια. Σε πολλές χώρες τα σοσιαλιστικά ή τα εργατικά κόμματα έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία να κατασκευάσουν και να συντηρήσουν αυτές τις κατοικίες, αν και στην πραγματικότητα, κανονικά, χτίζονται από ιδιώτες εργολάβους. Οι προϋποθέσεις για την απόκτηση δημόσιας στέγης και για την εξασφάλιση των υποθηκών, υποστηρίζει ο Rex, είναι δύο βασικά ζητήματα της ταξικής πάλης για την απόκτηση κατοικίας. Οι περισσότεροι θέλουν να έχουν δικό τους σπίτι και επιδιώκουν να πάρουν ενυπόθηκο δάνειο. Ωστόσο είναι πιο πιθανόν αυτοί που έχουν σίγουρες και καλύτερα αμειβόμενες εργασίες, ιδιαίτερα οι υπάλληλοι, να είναι και περισσότερο προετοιμασμένοι τόσο να επενδύσουν ένα βασικό μέρος του εισοδήματός τους σε ενυπόθηκο δάνειο όσο και να πληρούν τις προϋποθέσεις για τη σύναψή του. Αλλά και η δημόσια στέγη αποτελεί αντικείμενο αγώνα, καθώς η προσφορά σπανίως ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Οι ομάδες, που έχουν τη δυνατότητα να ενοικιάσουν δημόσια κατοικία, είναι πιθανόν να προστατεύσουν, ή να επιδιώξουν να διευρύνουν, το σύστημα κατανομής με βάση το οποίο μπόρεσαν να επιταχύνουν αυτή την ενοικίαση. Κανονικά, αυτοί που μένουν σε κατοικία του δημοσίου δεν είναι οι λιγότερο ευνοημένοι από τους αγώνες των κατοίκων της πόλης. Τους ανταγωνίζονται ομάδες, στις οποίες υπήρξε απαγορευτικό το δικαίωμα πρόσβασης στα ενυπόθηκα δάνεια και στις παρεχόμενες από το κράτος κατοικίες και είναι, κατά συνέπεια, αναγκασμένες να νοικιάζουν από τον ιδιωτικό τομέα ‐ συχνά υπό όρους που τις καθιστούν ιδιαίτερα τρωτές στους επιδέξιους χειρισμούς των ασυνείδητων ιδιοκτητών, οι οποίοι δεν υπόκεινται στις μορφές ελέγχου των ενοικίων ή προστασίας που απολαμβάνουν όσοι διαμένουν σε δημόσιες κατοικίες. Είναι πιθανόν αυτές οι ομάδες να βρεθούν σε αυτό που οι κοινωνιολόγοι του Σικάγου ονόμασαν «ζώνες μετάβασης»: σε άθλιες ή φτωχικές περιοχές, που βρίσκονται, συνήθως, στις παρυφές των περιοχών επιχειρήσεων και διασκέδασης στην παλιά πόλη. Οι ζώνες μετάβασης περιλαμβάνουν ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων, που ζουν σε μικρά, υπερπλήρη διαμερίσματα ή πανσιόν∙ συχνά αυτές οι περιοχές αναγκαστικά προκαλούν το ενδιαφέρον των νεο‐ αφιχθέντων μεταναστών. Ωστόσο, για τους μετανάστες που υφίστανται φυλετικές διακρίσεις αυτές οι περιοχές μπορεί να είναι λιγότερο μεταβατικές απ' ό,τι για άλλες ομάδες. Αυτό παρατηρείται κατ' εξοχήν στις αμερικανικές πόλεις με την ανάπτυξη των λίγο ως πολύ μόνιμων γκέτο∙ ένα παρόμοιο, μικρότερης κλίμακας, φαινόμενο εντοπίζεται και σε αρκετές άλλες χώρες, στις οποίες οι φυλετικές μειονότητες διακρίνονται εμφανώς από την πλειοψηφία του πληθυσμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες το γκέτο των μαύρων αναπτύχθηκε ως επακόλουθο της μετανάστευσης από το Νότο προς το Βορρά και εμφανίστηκε πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (βλ. Α. Meier και Ε. Μ. Rudwick, From Plantation to Ghetto, New York, Hill & Wang, 1966). Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των μοντέλων κινητικότητας των λευκών και των μαύρων, στα πλαίσια των αστικών περιοχών. Συχνά, οι μετακινήσεις των λευκών είναι μακρινές: από τη μία γειτονιά της πόλης σε μία άλλη μακρινή που διαφέρει εντελώς από την πρώτη, ή σε πόλεις που απέχουν γεωγραφικά μεταξύ τους. Οι μαύροι κατά μέσο όρο κάνουν μετακινήσεις μικρότερων αποστάσεων. Όπως δείχνει η «φυγή των λευκών
Digitized by 10uk1s
προς τα προάστια στις δεκαετίες του 1950 και 1960», αυτή η αντίθεση οφείλεται στη διαρκή εξαθλίωση των περιοχών της παλιάς πόλης. Η φυλετική απομόνωση και η απομόνωση στο χώρο συνδέονται στενά, εφόσον από μία άποψη, γκέτο τείνουν να είναι οι ίδιες πάντα περιοχές με πολιτιστικά γνωρίσματα που τις διαχωρίζουν από άλλες συνοικίες (βλ. το κλασικό έργο του Gerald Suttles, The Social Order of the Slum, Chicago, University of Chicago Press, 1968). Η παγίωση αστικών εξαθλιωμένων περιοχών ‐των γκέτο‐ παρά τα υψηλά ποσοστά ατομικών μετακινήσεων στα πλαίσιά τους, θέτει ανυπέρβλητα προβλήματα σ' αυτούς που επιθυμούν να αποδράσουν. Έτσι όμως, αυτές οι περιοχές μπορούν, επίσης, να γίνουν χώρος νέων αστικών κινημάτων διαμαρτυρίας, τα οποία μπορούν ίσως να αναπαράγουν σχέσεις αμοιβαιότητας στα πλαίσια μιας κοινότητας, σχέσεις που αναπτύσσονται ελάχιστα στις πιο πλούσιες περιοχές της πόλης. Η ανάλυση που μπορεί να γίνει με βάση τα επιχειρήματα του Rex μου φαίνεται ουσιαστικά ορθή. Με το να εντάσσει κανείς την αιτία κατανομής ανά γειτονιές στους ενεργούς αγώνες ομάδων στα πλαίσια της αγοράς στέγης, τονίζει παράγοντες που έχουν γενικευμένη σημασία για τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Ωστόσο, πρέπει να γίνουν μερικά, ακόμη, σχόλια. Δε θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να μιλήσω, όπως κάνει ο Rex, για «στεγαστικές τάξεις». Πρέπει να τονιστεί ότι οι συγκρούσεις στο χώρο της πόλης πολλές φορές είναι τόσο μακροχρόνιες και έντονες, όσο ακριβώς και οι συγκρούσεις στη βιομηχανική σφαίρα καθώς και ότι η αγορά στέγης έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία δεν εξαντλούνται με τον όρο «στεγαστικές τάξεις». Αντί να θεωρούμε ότι φορείς των αστικών αγώνων είναι οι «στεγαστικές τάξεις», που διαφέρουν από το υπόλοιπο ταξικό σύστημα, θα ήταν προτιμότερο να θεωρούμε αυτού του είδους τις συγκρούσεις ως συμβολή στο γενικό χαρακτήρα της ταξικής δομής μιας συγκεκριμένης κοινωνίας. Κατά συνέπεια, μπορούμε να εκλάβουμε τους διάφορους τρόπους οργάνωσης των γειτονιών, καθώς και τον τρόπο ζωής ως παγίωση ορισμένων πλευρών των ταξικών διαφορών και ως υπέρβαση άλλων. Για παράδειγμα, η διαφοροποίηση των κριτηρίων σύναψης ενυπόθηκων δανείων πολύ πιθανόν να ενισχύσει τη διάκριση μεταξύ χειρωνακτών και μη, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι υπάλληλοι με σίγουρη απασχόληση να πάρουν τη μερίδα του λέοντος από τους διατιθέμενους πόρους δανειοδότησης. Από την άλλη πλευρά τα μοντέλα οικιστικής απομόνωσης, με βάση τα οποία ομάδες, που υπόκεινται σε φυλετικές διακρίσεις, συγκεντρώνονται σε διαφορετικές περιοχές από αυτές που ζει το μεγαλύτερο μέρος της ντόπιας εργατικής τάξης, μπορεί να προκαλέσουν διάσπαση της εργατικής τάξης. Η μελέτη του Rex βασίζεται σε στοιχεία από τη Βρετανία και, όπως ομολογεί ο ίδιος, πρέπει να είμαστε τόσο επιφυλακτικοί, όταν επιχειρούμε να γενικεύσουμε τις θέσεις του, όσο και όταν γενικεύουμε τα συμπεράσματα της αμερικανικής έρευνας. Η καταστροφή της παλιάς πόλης έχει προχωρήσει περισσότερο στις μεγάλες αστικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά στην Ευρώπη. Χωρίς αμφιβολία αυτό οφείλεται, εν μέρει, στην έντονη επίδραση του πολεοδομικού σχεδιασμού στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και στην εκτεταμένη παροχή δημόσιας στέγης. Αν είχαμε σκοπό να ερευνήσουμε λεπτομερώς αυτές τις παραλλαγές, θα έπρεπε να μελετήσουμε τους τρόπους που το κράτος και το βιομηχανικό και χρηματιστικό κεφάλαιο από κοινού με τις δραστηριότητες των κατοίκων επιδρούν πάνω στα διάφορα μοντέλα. Δεν είναι δύσκολο να δούμε τη σχέση της ανάλυσης του κράτους από τον Offe με ένα εγχείρημα τέτοιου είδους. Κι αυτό γιατί οι παράγοντες που παράγουν τον εμπορευματοποιημένο χώρο του σύγχρονου αστισμού, εξισορροπούνται διαρκώς από διαδικασίες απο‐εμπορευματοποίησης. Σ' αυτό το σημείο άμεση σχέση έχει η παροχή δημόσιας στέγης, ο πολεοδομικός σχεδιασμός, ο έλεγχος ενοικίων και επενδύσεων και η παροχή κοινωφελών εξυπηρετήσεων, όπως πάρκα και λειτουργίες αναψυχής. Ένα πολύ σημαντικό ερώτημα είναι κατά πόσο τα γνωρίσματα του αστισμού, που παρουσιάστηκαν στις προηγούμενες σελίδες, αποτελούν χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών κοινωνιών και ως ποιο βαθμό είναι αντιπροσωπευτικά κάθε τύπου σύγχρονης κοινωνικής
Digitized by 10uk1s
τάξης πραγμάτων, η οποία έχει φτάσει σε ένα συγκεκριμένο στάδιο βιομηχανοποίησης. Φυσικά, αυτό το ερώτημα είναι μία μόνο πτυχή του πολύ ευρύτερου θέματος, που αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του βιβλίου: κατά πόσο οι βιομηχανοποιημένες κοινωνίες τείνουν να έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά ανεξάρτητα από την προέλευση και την τροχιά της ανάπτυξής τους. Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί στην ανατολική Ευρώπη αρκετές μελέτες για την πολεοδομική οργάνωση δίνοντάς μας τη δυνατότητα να συλλάβουμε, μέχρις ενός σημείου, τουλάχιστον, το πρόβλημα. Αρκετά από τα κύρια γνωρίσματα που εμπλέκονται στις διαδικασίες που περιγράφει ο Rex, δεν υπάρχουν ή εμφανίζονται με εντελώς αντίθετη μορφή στον αστισμό της ανατολικής Ευρώπης. Η αστική γη ελέγχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από το κράτος, ενώ η αγορά στέγης είναι πολύ πιο περιορισμένη απ' ό,τι στη Δύση. Οι κατοικίες κατασκευάζονται από εταιρίες, οι οποίες είτε αποτελούν τμήμα του κυβερνητικού μηχανισμού, είτε κατευθύνονται από αυτόν. Ο τόπος κατοικίας δεν εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα του καθένα∙ δεν υπάρχει επίσης απόλυτη ελευθερία στις μετακινήσεις από τη μία πόλη, ή τη μία περιοχή, στην άλλη. Ο Szelinyi διηγείται μία ιστορία για ένα συνάδελφό του ερευνητή στην Ουγγαρία, που μελετούσε τα στεγαστικά ζητήματα και με τον οποίο ο Szelinyi αντάλλασσε σημειώσεις και εκθέσεις. Αφού διάβασε την έκθεση του Szelinyi για την έρευνά του και τα συμπεράσματά της, ρώτησε απορημένος: «Προτείνετε, δηλαδή, οι άνθρωποι να μένουν στο μέρος που επιθυμούν να μένουν;» Η ιδέα του προκάλεσε έκπληξη και ανησυχία, γιατί αν οι άνθρωποι ακολουθούσαν τις κλίσεις τους ως προς τον τύπο κατοικίας που επιθυμούν ή το μέρος που θέλουν να εγκατασταθούν, τότε για ποιο λόγο υπάρχει κυβερνητικός σχεδιασμός; (Ivan Szelinyi, Urban Inequalities Under State Socialism, New York, Oxford University Press, 1983, σ. 14). Φυσικά, υπάρχουν και στις δυτικές κοινωνίες ρυθμίσεις υπερτοπικής ή τοπικής σημασίας που περιορίζουν διάφορες πλευρές της οικιστικής ανάπτυξης καθώς και της δημιουργίας ζωνών. Υπάρχει, επίσης, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πολεοδομικός σχεδιασμός. Όμως τα όρια και η φύση των ρυθμίσεων και του σχεδιασμού δίνουν τη δυνατότητα στην αγορά εργασίας να ακμάσει κάτω από προϋποθέσεις σχετικής ελευθερίας και ατομικής δράσης. Οι αποφάσεις, που στη Δύση εξαρτώνται από τις τιμές και τη δυνατότητα πληρωμής, στην ανατολική Ευρώπη λαμβάνονται από αυτούς που διαχειρίζονται τα της πόλης. Βασιζόμενος στην έρευνά του στην Ουγγαρία και σε συγκρίσεις με άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες ο Szelinyi έχει τη δυνατότητα να τεκμηριώσει μερικές μόνιμες διαφορές μεταξύ των πόλεων της Ανατολής και της Δύσης. Οι μεταπολεμικές μελέτες για την ανοικοδόμηση των κατοικιών στην Ουγγαρία βασίζονταν στην υπόθεση ότι η στέγη δεν είναι εμπόρευμα και, κατά συνέπεια, τα ενοίκια δεν θα έπρεπε να συνδέονται αναγκαστικά με την ποιότητα των οικημάτων. Το ενοίκιο, υποστηρίχτηκε, θα έπρεπε να αποτελεί ένα μικρό μόνο ποσοστό των δαπανών του νοικοκυριού∙ οι οικογένειες (όχι τα άτομα) θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα στέγασης ανεξάρτητα από τη δυνατότητά τους να πληρώσουν ένα συγκεκριμένο ενοίκιο. Το αποτέλεσμα είναι μια κατανομή ανά τύπο κατοικίας και γειτονιά με εντελώς διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι στις περισσότερες πόλεις της Δύσης. Οι κατοικίες που χτίζονται από ιδιώτες εργολάβους και αγοράζονται και πωλούνται στην αγορά (ένα πολύ μικρό ποσοστό του συνόλου των διαθέσιμων κατοικιών) ανήκουν κυρίως στις ομάδες με το χαμηλότερο εισόδημα. Αυτοί που έχουν υψηλότερες κοινωνικές θέσεις, όπως είναι π.χ. τα κυβερνητικά στελέχη, ζουν σε διαμερίσματα, τα οποία ανήκουν στο κράτος και συντηρούνται απ' αυτό. Μεταξύ εκείνων που πλήρωσαν κάποιο ποσό για τα σπίτια τους, πράγμα που είναι σχετικά απίθανο να έκαναν οι πιο εύποροι, τα λιγότερα έδωσαν οι ομάδες που βρίσκονται σε υψηλότερη κοινωνική και οικονομική θέση, ενώ πήραν καλύτερες κατοικίες. Αυτή η κατάσταση απορρέει από την πιστωτική και συναλλαγματική πολιτική που ευνοεί τους Digitized by 10uk1s
δημόσιους υπαλλήλους και επιπλέον από το γεγονός ότι ομάδες, που έχουν υψηλότερο εισόδημα, κληρονόμησαν από τα προπολεμικά χρόνια καλύτερες κατοικίες. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες η ανάπτυξη των ζωνών κατοικίας καθορίζεται κυρίως από την τρέχουσα αξία του οικιστικού διαθέσιμου και τις αξίες γης. Στην ανατολική Ευρώπη την κατανομή της πόλης σε ζώνες επηρεάζουν πολύ περισσότερο διοικητικές αποφάσεις. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν παρατηρείται έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των τάξεων που ο Rex ονομάζει στεγαστικές∙ διαφέρουν, όμως, οι μηχανισμοί διανομής από τους μηχανισμούς των περισσότερων δυτικών πόλεων. Υπάρχουν παρακμάζουσες περιοχές, αλλά δε συγκεντρώνονται γύρω από το κέντρο της πόλης, όπως συμβαίνει συχνά στη Δύση και ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η γη στο κέντρο της πόλης κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανήκει στο κράτος και γύρω από τα κέντρα των πόλεων συχνά υπάρχουν περιοχές με καλύτερης ποιότητας κατοικίες ενώ οι μεταβατικές ζώνες βρίσκονται πιο έξω. Οι γειτονιές έχουν πολύ μεγαλύτερη ομοιογένεια από τις συνοικίες των δυτικών πόλεων, τόσο από άποψη χαρακτήρα ιδιοκτησίας, όσο και από το είδος κατοικιών. Αυτές οι διαπιστώσεις ενισχύουν αυτό που αναφέρθηκε προηγουμένως: η διαφοροποίηση των περιοχών της πόλης και των τύπων κατοικίας δεν αποτελεί «φυσική διαδικασία», αλλά συνδέεται με ευρύτερες πτυχές της κοινωνικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα, δε θα ήταν λογικό να υποστηρίξουμε ότι δεν υπάρχουν διαδικασίες, οι οποίες επηρεάζουν την εξέλιξη του τρόπου ζωής σε όλες τις σύγχρονες πόλεις. Το αστικό περιβάλλον της Ανατολικής Ευρώπης διαφέρει τόσο από την παραδοσιακή πόλη όσο και το αστικό περιβάλλον της Δύσης. Συνεπώς, για να τελειώσω αυτό το κεφάλαιο καλό θα ήταν να επανέλθω σε γενικότερα θέματα.
Αστισμός και καθημερινή ζωή Αν και ο χαρακτηρισμός του Wirth για τον «αστισμό ως τρόπο ζωής» αναφέρεται αποκλειστικά σε όλες τις πόλεις, είναι συζητήσιμο το αν διασαφηνίζει τις σημαντικές πλευρές του σύγχρονου αστισμού. Ίσως αυτό να εκφραζόταν καλύτερα, αν λέγαμε ότι η εμφάνιση της σύγχρονης πόλης ευνοεί τη δημιουργία μιας ζωής μονότονης, αρκετά διαφορετικής από αυτή που επικρατούσε στις παραδοσιακές κοινωνίες. Στις παραδοσιακές κοινωνίες η επιρροή των εθίμων είναι πάντοτε ισχυρή, ενώ ακόμη και στις πόλεις η μονότονη ζωή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει ηθικό χαρακτήρα: απόδειξη οι σχέσεις της ζωής τους με τις κρίσεις και τις μεταπτώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης ‐με την αρρώστια, το θάνατο και τον κύκλο των γενεών. Υπάρχουν ηθικά πλαίσια που συνήθως έχουν τις βάσεις τους στη θρησκεία και τα οποία, σε πλήρη αρμονία με τις καθιερωμένες από την παράδοση συνήθειες, προσφέρουν έτοιμες λύσεις για την αντίδραση σ' αυτά τα φαινόμενα ή για την αντιμετώπισή τους. Οι διαδικασίες, που οδηγούν στην αποσύνθεση αυτών των συνηθειών, είναι σύνθετες και ποικίλες. Δεν μπορεί, όμως, να υπάρξει αμφιβολία ότι τα χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής, που ευνοούνται από την επέκταση του σύγχρονου αστισμού, είναι εντελώς διαφορετικά από τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων τύπων κοινωνίας. Σ' αυτό το σημείο καλό θα ήταν να δούμε αυτά που λέει ο Lefebvre για την εμφάνιση ενός διαφορετικού τρόπου «καθημερινής ζωής», η οποία έχει έντονα μηχανιστικό χαρακτήρα, έχει απογυμνωθεί από το ηθικό της νόημα και από αυτό που ονομάζει «ποίηση της ζωής». Τα περισσότερα από αυτά που κάνουμε στη διάρκεια της μονότονης ζωής μας στις σύγχρονες κοινωνίες έχουν λειτουργικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, αυτό ισχύει για τα ρούχα που φοράμε, για τα πράγματα που κάνουμε καθημερινά, καθώς και για τα περισσότερα χαρακτηριστικά των κτιρίων, στα οποία ζούμε και εργαζόμαστε. Αντίθετα, όπως λέει ο Lefebvre: «στους Ίνκας, τους Αζτέκους, στην Ελλάδα ή στη Ρώμη κάθε λεπτομέρεια (οι κινήσεις, οι λέξεις, τα εργαλεία,
Digitized by 10uk1s
τα σκεύη, η ένδυση κ.τ.λ.) φέρουν τη σφραγίδα του ύφους∙ τίποτε δεν ήταν πεζό... ο πεζός λόγος και η ποίηση της ζωής ταυτίζονταν». Η επέκταση του καπιταλισμού εξασφάλισε την υπεροχή «του πεζού χαρακτήρα του κόσμου» ‐την υπεροχή του οικονομικού, του μηχανικού και του τεχνικού‐ σε τέτοιο βαθμό ώστε «περιέλαβε τα πάντα ‐η λογοτεχνία, η τέχνη και τα αντικείμενα και η ποίηση της ύπαρξης εξορίστηκαν» (Henri Lefebvre, Everyday Life in the Modern World, London, Allen Lane, 1971, σ. 29, ελλ. έκδ., εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1970). Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ο Lefebvre σκιαγραφεί μία εξωπραγματική, ρομαντική άποψη των προ‐μοντέρνων κοινωνιών. Αντιδρά στην αντικατάσταση της παράδοσης, που βασιζόταν στην ηθική και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, από τις περιορισμένες σε στενά πλαίσια μονότονες διαδικασίες. Δύο παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του κενού ή κοινότοπου χαρακτήρα της καθημερινής ζωής στο σύγχρονο κόσμο. Ο ένας αφορά τη συγκεκριμένη μορφή του εμπορευματοποιημένου χώρου στο «κτισμένο περιβάλλον» του σύγχρονου αστισμού: το κτισμένο περιβάλλον έχει απογυμνωθεί από κάθε αισθητική. Ο δεύτερος είναι αυτός που μερικοί κοινωνιολόγοι έχουν αποκαλέσει «αποστέρηση» από μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας και εμπειρίας, προφανείς σε προηγούμενους τύπους κοινωνιών και σύμφυτους με την κοινωνική ζωή όλης της κοινότητας. Για παράδειγμα, η συνήθεια να κλείνουμε τους εγκληματίες σε φυλακές τιμωρώντας τους με αυτό τον τρόπο για τις κακές πράξεις τους, δεν υπήρχε πριν από τους δύο προηγούμενους αιώνες περίπου. Στη μεσαιωνική Ευρώπη υπήρχαν φυλακές, αλλά χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για την κράτηση υπόπτων, μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου, ή για τους οφειλέτες. Τα σοβαρά εγκλήματα τιμωρούνταν κυρίως με εξορία, απαγχονισμό ή επιβολή σωματικής τιμωρίας, και όχι με φυλάκιση (Michael Ignatieff, A Just Measure of Pain, London, Macmillan, 1978). Εκτός από τις φυλακές, την ίδια περίοδο άρχισαν να εμφανίζονται τα ψυχιατρεία και τα νοσοκομεία και να διαχωρίζονται σαφώς το ένα από το άλλο. Με τον όρο αποστέρηση εννοεί την απομάκρυνση όλων των φαινομένων που απειλούν τη συνοχή της κοινωνικής ζωής: του εγκλήματος, της τρέλας, της αρρώστιας και του θανάτου. Αυτά τα φαινόμενα καθώς και τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτά βγαίνουν από τη ροή της καθημερινής ζωής της πλειοψηφίας. Κατά συνέπεια, ο «πεζός χαρακτήρας της ζωής», η μονοτονία της καθημερινής δραστηριότητας, που στρέφεται προς τους μηχανιστικούς στόχους, διευρύνεται ακόμη περισσότερο. Αυτές οι παρατηρήσεις δείχνουν μερικούς τρόπους, με τους οποίους η γενική οργάνωση των κοινωνιών συνδέεται με τις προσωπικές πλευρές της καθημερινής μας ζωής. Ένα μέρος της σημαντικής συμβολής της κοινωνιολογίας είναι η δυνατότητα που μας παρέχει να κατανοήσουμε τη φύση αυτών των δεσμών. Κι αυτό επειδή αυτά που μπορούμε να θεωρήσουμε ως τις πιο προσωπικές πλευρές των εμπειριών μας, διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από επιδράσεις, από τις οποίες εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται ότι απέχουν αρκετά. Αυτό το σημείο καθιστά εμφανές η μελέτη της οικογένειας και της σχέσης μεταξύ των φύλων στην οποία θα στραφώ στο επόμενο κεφάλαιο.
Digitized by 10uk1s
6 Η οικογένεια και το φύλο
Κατά την περίοδο των δεκαετιών του '50 και του '60, που η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας είχε τα πρωτεία αποτελώντας τη βάση της κοινωνικής ανάλυσης, επικράτησε στην κοινωνιολογική βιβλιογραφία μια συγκεκριμένη ερμηνεία για την εξέλιξη της οικογένειας. Σε γενικές γραμμές αυτή η ερμηνεία έχει ως εξής: πριν από τη βιομηχανοποίηση η κοινωνία ήταν βαθιά βυθισμένη σ' ένα ευρύ σύνολο συγγενικών σχέσεων («η εκτεταμένη οικογένεια») και αποτελούσε το κέντρο της οικονομικής παραγωγής. Ωστόσο, η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία, στην οποία η οικογένεια δεν αποτελεί πλέον παραγωγικό σύνολο, έφθειρε την εκτεταμένη οικογένεια. Οι συγγενικές σχέσεις εξαφανίστηκαν, δίνοντας τη θέση τους στην «πυρηνική οικογένεια»: στο ζευγάρι των γονέων και στους άμεσους απογόνους τους. Όπως το έθεσε ένας μελετητής «η οικογένεια έχει γίνει πιο εξειδικευμένος φορέας απ' ό,τι ήταν πριν, πιθανόν πιο εξειδικευμένος απ' ό,τι ήταν σε οποιαδήποτε προηγούμενη, γνωστή σε μας, κοινωνία». (Talcott Parsons, «The American family», στο βιβλίο των Τ. Parsons και R. F. Bales, Family, Socialization and Interaction Process, London, Routledge & Kegan Paul, 1956, σ. 10). Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι συγγραφείς που πρότειναν αυτή την άποψη, συμπεριλαμβανομένου του Parsons, υπεράσπισαν σθεναρά τη σπουδαιότητα που εξακολουθεί να έχει η οικογένεια (και ο γάμος) στη σύγχρονη κοινωνία. Η πυρηνική οικογένεια εξακολουθεί να είναι η βάση της τεκνοποιίας και της ανατροφής των παιδιών και αποτελεί, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, πηγή συναισθηματικής υποστήριξης και ευφορίας για τα μέλη της. Τα τελευταία χρόνια έχει ασκηθεί δριμύτατη κριτική σ' αυτή την άποψη: μέχρι του σημείου που, πράγματι, σήμερα θεωρείται από ορισμένες απόψεις άκυρη. Η μελέτη της οικογένειας αποτελεί τμήμα της κοινωνικής ανάλυσης που έχει μεταβληθεί σημαντικά λόγω μιας σειράς ταυτόχρονων εξελίξεων κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περίπου δεκαετίας. Η άποψη που σκιαγραφήθηκε πιο πάνω περιείχε κατά το μεγαλύτερο μέρος της μερικά μόνο ιστορικά στοιχεία, τα οποία αφορούν τις μορφές οικογενειακών σχέσεων που υπήρχαν στο παρελθόν. Το έργο των ιστορικών της οικογένειας έχει αποδείξει ότι μερικές υποθέσεις που έχουν γίνει από τους πρώτους συγγραφείς ήταν, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, αρκετά αμφισβητήσιμες. Η δεύτερη πηγή ιδεών, που επηρέασε σημαντικά τις προ‐υπάρχουσες ερμηνείες για την οικογένεια, προέρχεται από τα έργα των φεμινιστριών συγγραφέων, μερικές από τις οποίες έχουν αντλήσει πολλά στοιχεία από τη μαρξιστική σκέψη.
Αλλαγές στη δομή της οικογένειας Είναι βέβαιο ότι στη δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα πριν από την εμφάνιση του καπιταλισμού κάθε νοικοκυριό αποτελούσε μια παραγωγική ενότητα. Δηλαδή, τα αγαθά παράγονταν στο σπίτι ή στο χωράφι πλάι στο σπίτι, και όλα τα μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών, συνέβαλλαν στην παραγωγική δραστηριότητα. Η επέκταση της καπιταλιστικής επιχείρησης, πριν ακόμη εμφανιστεί η βιομηχανία σε μεγάλη κλίμακα, επέφερε αλλαγές σ' αυτή την κατάσταση ενσωματώνοντας τα μέλη της οικογένειας σε διαφορετικές αγορές εργασίας. Το αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας ήταν η γενίκευση του διαχωρισμού της κατοικίας από τον τόπο εργασίας. Αποδείχτηκε, όμως, ότι ήταν λανθασμένη η υπόθεση πως αυτές οι αλλαγές έφθειραν το
Digitized by 10uk1s
προϋπάρχον σύστημα εκτεταμένης οικογένειας. Η ιστορική έρευνα απέδειξε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της δυτικής Ευρώπης η οικογένεια, ήταν ουσιαστικά περισσότερο πυρηνική παρά εκτεταμένη για αρκετές, τουλάχιστον, δεκαετίες πριν την αρχική διαμόρφωση του καπιταλισμού ‐αν και οι ευρύτερες οικογενειακές σχέσεις είχαν μεγαλύτερη σημασία απ' όση έχουν σήμερα. Όπου η οικιακή ομάδα ήταν μεγαλύτερη, αυτό συνέβαινε επειδή υπήρχε υπηρετικό προσωπικό. Αποδείχτηκε επίσης ότι οι σχέσεις μεταξύ ανάπτυξης του καπιταλισμού και χαρακτήρα της οικογενειακής ζωής ήταν πολύ πιο περίπλοκες απ' όσο τις θεωρούσε η άποψη που περιγράφτηκε προηγουμένως. Για παράδειγμα, οι πρώτοι καπιταλιστές επιχειρηματίες πολύ συχνά προσλάμβαναν οικογένειες και όχι άτομα ακολουθώντας την παραδοσιακή άποψη, κατά την οποία τα παιδιά, όπως και οι ενήλικες, θα έπρεπε να συμμετέχουν στην παραγωγική εργασία. Μολονότι αυτό οδήγησε στη σκληρή εκμετάλλευση των παιδιών, που εργάζονταν στα ορυχεία ή στα εργοστάσια κάτω από άθλιες συνθήκες, θα ήταν λάθος να ισχυριστούμε ότι οφειλόταν αποκλειστικά στην απληστία των εργοδοτών. Όσοι προέρχονταν από αγροτικές περιοχές, όπου η οικογενειακή ομάδα συνέβαλλε στην παραγωγή, περίμεναν ότι θα πρόσφερε εργασία ολόκληρη η οικογένεια. Οι ίδιοι οι εργοδότες, σε συνδυασμό με τη φιλελεύθερη νομοθεσία, η οποία απαγόρευε την παιδική εργασία, ήταν αυτοί που προκάλεσαν κυρίως την κατάρρευση της οικονομικής αλληλεγγύης της οικογένειας. Τελευταίο και ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι οι μορφές οικογενειακής ζωής, οι οποίες τείνουν να επικρατήσουν σήμερα, φαίνεται ότι έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την αστική οικογένεια, ο τρόπος ζωής της οποίας «διαχύθηκε προς τα κάτω», παρά από τις άμεσες επιπτώσεις του καπιταλισμού στο μισθωτό. Ενώ σ' αυτή την εργασία έχει ασκηθεί σημαντική κριτική και χρειάζεται μερικές τροποποιήσεις, η ανάλυση του Stone για την εξέλιξη της οικογενειακής ζωής στην Αγγλία προσφέρει μια χρήσιμη ταξινόμηση των αλλαγών στις μορφές της οικογένειας (Lawrence Stone, The Family, Sex and Marriage in England 1500‐1800, London, Weidenfeld & Nicolson, 1977). Διακρίνει τρεις κύριες φάσεις στην εξέλιξη της οικογένειας κατά τη διάρκεια των τριακοσίων ετών από το δέκατο έκτο ως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. Πριν από το δέκατο έκτο αιώνα και κατά τη διάρκειά του κυριαρχούσε ο τύπος οικογένειας, που ο Stone ονομάζει «οικογένεια ανοιχτής γενεαλογικής γραμμής». Παρ' όλο που κέντρο της ήταν η πυρηνική οικογένεια το σύνολο των μελών της είχε ευρύτερες σχέσεις μέσα στην κοινότητα συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με άλλες οικογένειες. Οι οικογενειακές σχέσεις, όπως και γενικά οι σχέσεις μέσα στην κοινότητα, ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές που επικράτησαν μεταγενέστερα. Ο γάμος δεν αποτελούσε το κεντρικό σημείο του συναισθηματικού δεσμού ή της εξάρτησης σε κάθε επίπεδο του ταξικού συστήματος. Σύμφωνα με τον Stone: Η άποψη που κυριαρχούσε ήταν ότι οι άνθρωποι έπρεπε να προσδοκούν την ευτυχία στον άλλο κόσμο μόνο και όχι σ' αυτόν και ότι ο έρωτας δεν ήταν ευχαρίστηση αλλά αμαρτωλή αναγκαιότητα, η οποία μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο από την ανάγκη για αναπαραγωγή της φυλής. Το δικαίωμα επιλογής κάθε ατόμου έπρεπε όλες τις φορές και από κάθε άποψη να υποτάσσεται στα συμφέροντα των άλλων, ανεξάρτητα απ' το αν ήταν πρόγονοι, γονείς, γείτονες, η Εκκλησία ή το κράτος. Όσον αφορά την ίδια τη ζωή ήταν ευτελής και ο θάνατος ερχόταν εύκολα και συχνά. Η ελπίδα για ζωή ήταν τόσο μικρή ώστε αποτελούσε απερισκεψία η συναισθηματική εξάρτηση από οποιοδήποτε ανθρώπινο ον. (Stone σ. 5). Σ' αυτό το σημείο ο συγγραφέας μπορεί να υπερβάλλει∙ κατά πόσο οι συζυγικές σχέσεις καθώς και οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών χαρακτηρίζονταν, ουσιαστικά, από την έλλειψη ισχυρών συναισθηματικών δεσμών, εξακολουθεί να αποτελεί το αντικείμενο μερικών συζητήσεων ανάμεσα στους ιστορικούς. Δεν υπάρχει, όμως, αμφιβολία ότι η ρομαντική αγάπη άνθιζε μόνο στους αριστοκρατικούς κύκλους και δεν είχε σχέση με το γάμο και την
Digitized by 10uk1s
οικογένεια. Όντως, γενικά φαίνεται να αληθεύει το γεγονός ότι τόσο οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων, όσο και οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών δεν ήταν ιδιαίτερα στενές ή τρυφερές. (Μία πρωτοποριακή μελέτη των μακροχρόνιων αλλαγών στις σχέσεις γονέα‐παιδιού είναι το Centuries of Childhood του Philippe Ariès, Harmondsworth, Penguin, 1973). Ο γάμος δε βασιζόταν στην προσωπική επιλογή. Όσοι ανήκαν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα θεωρούσαν το γάμο ως μέσο που τους εξασφάλιζε την κληρονομιά της περιουσίας ή τους βοηθούσε να αποκτήσουν κάποια μορφή οικονομικού ή πολιτικού πλεονεκτήματος. Για τους χωρικούς και τους τεχνίτες ο γάμος συνήθως ήταν απαραίτητος για την οικονομική τους επιβίωση∙ για τις κατώτερες, όπως και για τις ανώτερες, τάξεις ήταν φυσιολογικό η εκλογή του συντρόφου να γίνεται από άλλους, παρά από το ίδιο το συζυγικό ζεύγος. Η σχετική έλλειψη συναισθηματικού δεσμού στην οικογένεια κάθε άλλο παρά εκφραζόταν με την απομάκρυνσή του ενός ατόμου από το άλλο∙ σε όλες τις κοινωνικές τάξεις οι άνθρωποι ζούσαν κάτω από συνθήκες που περιόριζαν πολύ την προσωπική ζωή μέσα στο σπίτι αλλά και έξω από αυτό. Η κατανομή των δωματίων στις κατοικίες, με την οποία έχει εξοικειωθεί η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που ζουν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, γενικεύτηκε μόλις από το δέκατο όγδοο αιώνα και μετά. Οι κατοικίες των πλουσίων μπορεί να είχαν πολλά δωμάτια συνδέονταν όμως μεταξύ τους χωρίς διαδρόμους∙ οι υπηρέτες συνήθιζαν να κοιμούνται στο ίδιο δωμάτιο, ώστε να βρίσκονται κοντά στα αφεντικά τους. Οι χωρικοί και οι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων ζούσαν σε σπίτια με ένα ή δύο δωμάτια∙ ακόμη και αυτοί που βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση είχαν κοινά δωμάτια, τα οποία δε διαχωρίζονταν με σαφήνεια, όπως γινόταν αργότερα ανάλογα με τη χρήση τους. Όπως το θέτει ο Ariès, μόλις το δέκατο όγδοο αιώνα άρχισε η οικογένεια «να κρατά σε απόσταση την κοινωνία», να «την απωθεί έξω από μια σταθερά επεκτεινόμενη ζώνη ιδιωτικής ζωής» (Ariès, σ. 386). Η αρχή έγινε από αυτούς που βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση∙ τα σπίτια σχεδιάστηκαν και απέκτησαν μοντέρνα μορφή, με διαδρόμους που προστάτευαν την ιδιωτική ζωή και με το διαχωρισμό των καθιστικών από τις κρεβατοκάμαρες. Πριν από αυτές τις εξελίξεις, όπως φαίνεται από την περιγραφή του Stone, εμφανίστηκε ένας δεύτερος τύπος οικογενειακής ζωής, αλλά μόνο σε μερικές κοινωνικές ομάδες. Τον ονομάζει με αρκετά άκομψο τρόπο «περιορισμένη πατριαρχική πυρηνική οικογένεια»∙ διήρκεσε από τις αρχές του δέκατου έκτου ως τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα. Περιορίστηκε σημαντικά στις κορυφές της κοινωνικής ιεραρχίας και ήταν ένας μεταβατικός τύπος ανάμεσα στην παλαιότερη μορφή και στην εμφάνιση της οικογένειας με τη σύγχρονή της περίπου μορφή. Η πίστη που συνέδεε προηγουμένως την πυρηνική οικογένεια με τις άλλες οικογένειες και ομάδες της τοπικής κοινότητας, εξασθένισε και αντικαταστάθηκε από την υποταγή στο κράτος. Η δύναμη του άρρενος αρχηγού του σπιτιού ενισχύθηκε μέσα στα πλαίσια της οικογένειας, αντικατοπτρίζοντας την κοσμική εξουσία του στα πλαίσια του κράτους∙ η πυρηνική οικογένεια εμφανώς αποτέλεσε ξέχωρη ενότητα. Η εμφάνιση της «κλειστής οικιακής πυρηνικής οικογένειας», η οποία αποτελεί τη βάση της οικογενειακής οργάνωσης, που υπάρχει και στον εικοστό αιώνα, σημαδεύτηκε από αρκετά χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ο Stone συνοψίζει αυτά τα χαρακτηριστικά με τον όρο «συναισθηματικός ατομισμός». Η διαμόρφωση σχέσεων γάμου γινόταν όλο και περισσότερο ζήτημα προσωπικής επιλογής των ενδιαφερομένων, παρότι τα μοντέλα προγαμιαίων σχέσεων διέφεραν από τάξη σε τάξη. Η επιλογή συντρόφου επηρεαζόταν σημαντικά από την επιθυμία για μια σχέση ικανή να προσφέρει τρυφερότητα ή «αγάπη» και καθοριζόταν από κανόνες που συνέδεαν τη σεξουαλικότητα με το γάμο. Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών απέκτησαν επίσης πιο έντονο συναισθηματικό περιεχόμενο και ήρθε στο προσκήνιο το ενδιαφέρον για τη σωστή «εκπαίδευση» των παιδιών. Ωστόσο, η επικράτηση αυτού του τύπου οικογένειας στο κοινωνικό σύνολο δεν παρουσιάστηκε ως μια απλή, αδιάκοπη διαδικασία εξάπλωσης. Στη
Digitized by 10uk1s
διαδικασία περιλαμβάνονταν ποικίλες αλλαγές και μετατοπίσεις.
Φύλο, πατριαρχία και καπιταλιστική ανάπτυξη Οι σύγχρονες φεμινίστριες συγγραφείς άσκησαν σημαντική επιρροή ειδικά στην κοινωνιολογία της οικογένειας αλλά και γενικότερα στους άλλους τομείς της κοινωνικής ανάλυσης. Οι φεμινίστριες ασχολήθηκαν ιδίως με την ανάλυση της προέλευσης της πατριαρχίας ‐της κυριαρχίας των ανδρών επί των γυναικών μέσα στην οικογένεια και στο ευρύτερο πλαίσιο των άλλων κοινωνικών θεσμών. Η ανθρωπολογική έρευνα αποδεικνύει ότι όλες οι κοινωνίες, που έχουν μελετηθεί σωστά, είναι πατριαρχικές, παρ' όλο που διαφέρει σημαντικά ο βαθμός και η φύση της ανδρικής κυριαρχίας. Ωστόσο, σ' αυτό το σημείο δε θα ασχοληθώ με το πρόβλημα της πανταχού παρούσας πατριαρχίας. (Μία σχετική και σημαντική μελέτη είναι της Nancy Chodorow, The Reproduction of Mothering, Berkeley, University of California Press, 1978∙ μια επισκόπηση των σχετικών ανθρωπολογικών στοιχείων, η οποία περιλαμβάνει εκτεταμένη ανάλυση των κοινωνιών του Τρίτου Κόσμου, υπάρχει στο έργο της Barbara Rogers, The Domestication of Women, London, Kogan Page, 1980). Οι αλλαγές στις μορφές της οικογένειας, που περιγράφτηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αντίθετων τάσεων, οι οποίες επηρέασαν τη θέση της γυναίκας. Από τη μία πλευρά, ο διαχωρισμός της κατοικίας από τον τόπο εργασίας που γενικεύθηκε στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, συνέβαλε στη σύνδεση των γυναικών με την οικιακή ζωή. Αυτό, πάλι, φαίνεται ότι ήταν μια ιδεολογία, που καλλιεργήθηκε πρώτα στα ανώτερα στρώματα του ταξικού συστήματος και διέρρευσε προς τις άλλες τάξεις. Η ιδέα ότι «η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι» είχε διαφορετικές επιπτώσεις στις γυναίκες ανάλογα με την κοινωνική τους θέση. Οι πιο πλούσιες απολάμβαναν τις υπηρεσίες που τους πρόσφεραν οι υπηρέτριες, οι γκουβερνάντες και οι υπηρέτες του σπιτιού. Όσον αφορά τις γυναίκες των μεσαίων τάξεων το αποτέλεσμα ήταν να συγκαταλέγονται στα καθήκοντά τους οι οικιακές εργασίες και η φροντίδα των παιδιών, καθήκοντα που δεν αναγνωρίζονταν πλέον ως «εργασία», τουλάχιστον με την έννοια της αμειβόμενης εργασίας στην παραγωγή. Το φορτίο, όμως, ήταν βαρύτερο για τις γυναίκες των οικογενειών της εργατικής τάξης, οι οποίες έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τις περισσότερες οικιακές εργασίες ενώ εργάζονταν και στη βιομηχανία. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού οι γυναίκες που «εργάζονταν» ‐δηλαδή αυτές που προσλαμβάνονταν επί μισθώ‐ προέρχονταν κατ' εξοχήν από τις αγροτικές και τις εργατικές τάξεις (βλ. Luise Α. Tilly και Joan W. Scott, Women, Work and Family, New York, Holt, Rinehart & Winston, 1978). Αντλώντας στοιχεία από τη Βρετανία και τη Γαλλία οι Tilly και Scott καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό των εργαζόμενων γυναικών στη μεταποιητική βιομηχανία ήταν σχετικά μικρό, με εξαίρεση την υφαντουργία. Ακόμη και τόσο πρόσφατα όσο το 1911 στη Βρετανία η πλειονότητα των εργαζόμενων γυναικών προσλαμβανόταν σε οικιακές ή άλλες εργασίες παροχής υπηρεσιών. Περισσότερο από το 33% των εργαζόμενων γυναικών, που αμείβονταν, ήταν υπηρέτριες∙ το 16% απασχολούνταν στον κλάδο του ρουχισμού, ενώ πολλές από αυτές τις γυναίκες εργάζονταν στο σπίτι∙ το 20% περίπου δούλευαν στην υφαντουργική βιομηχανία. Στη Γαλλία οι γυναίκες έκαναν περίπου τις ίδιες εργασίες. Αυτά τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν αρκετά καθαρά ότι οι ευκαιρίες απασχόλησης των γυναικών κατά την περίοδο της επέκτασης του βιομηχανικού καπιταλισμού, περιορίζονταν σε τομείς που είχαν σχέση με τις παραδοσιακές εργασίες που μπορούσαν να κάνουν. Πράγματι, οι γυναίκες μονοπωλούσαν την εργασία σ' αυτούς τους τομείς, με επίπεδο μισθού σημαντικά χαμηλότερο από αυτό ενός άντρα χειρώνακτα. Ωστόσο, οι περισσότερες εργαζόμενες γυναίκες ήταν νέες και ανύπαντρες. Στη Βρετανία το 1911 εργαζόταν περίπου το 70% των
Digitized by 10uk1s
άγαμων γυναικών, ενώ μόνο το 10% των έγγαμων. Από τότε η μορφή της γυναικείας απασχόλησης έχει μεταβληθεί με συνέπεια την ουσιαστική εξαφάνιση των μόνιμων οικιακών βοηθών και τη σχετική συρρίκνωση της υφαντουργικής βιομηχανίας. Η πιο σημαντική αλλαγή έχει συνδεθεί με το φαινόμενο που ανέφερα σε προηγούμενο κεφάλαιο: με την εξάπλωση των υπαλληλικών θέσεων εργασίας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Η ανάπτυξη αυτού του τομέα απασχόλησης συνέπεσε με την αυξημένη στρατολόγηση των γυναικών στις εργασίες γραφείου καθώς και στις εργασίες παροχής υπηρεσιών. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να θεωρήσουμε ότι αυτό αποτελεί σημαντικό βήμα προς την επίτευξη ισότητας μεταξύ των δύο φύλων στα πλαίσια του παραγωγικού συστήματος. Κι αυτό γιατί οι εργαζόμενες γυναίκες βρίσκονταν κατ' εξοχήν σε άσχημο περιβάλλον εργασίας, στις χαμηλές θέσεις της ιεραρχίας του γραφείου ή του καταστήματος και με ελάχιστες πιθανότητες σταδιοδρομίας σε σύγκριση με τους άντρες. Η μοίρα του «υπαλλήλου» παρουσιάζει θαυμάσια την εξέλιξη αυτού του φαινομένου (βλ. σ. 97 επ.). Στη Βρετανία στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα λιγότερο από το 1% των υπαλλήλων ήταν γυναίκες. Αλλά το να είσαι «υπάλληλος», όπως είπα, σήμαινε ότι έχεις υπεύθυνη θέση, που απαιτεί γνώσεις εμπειρογνώμονα ασφαλίσεων καθώς και άλλες ικανότητες. Ο εικοστός αιώνας γνώρισε την εκμηχάνιση της δουλειάς του γραφείου∙ η αρχή έγινε με την εισαγωγή της γραφομηχανής στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, που συνοδεύτηκε από τη μετατροπή της «εργασίας του υπαλλήλου» σε μία σειρά καθηκόντων, τα οποία δεν απαιτούσαν ιδιαίτερη ειδίκευση. Σήμερα, οι περισσότεροι υπάλληλοι, όπως και η πλειοψηφία αυτών που εργάζονται στα καταστήματα, είναι γυναίκες. Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το ποσοστό των γυναικών που περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, έχει αυξηθεί σημαντικά σε όλες τις δυτικές χώρες. Η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στο ποσοστό των έγγαμων εργαζόμενων γυναικών. Αν και ανοίγονται στις γυναίκες νέες προοπτικές σταδιοδρομίας σε επαγγέλματα που προηγουμένως ήταν αποκλειστικότητα των αντρών, ωστόσο αυτά τα επαγγέλματα πουθενά δεν είναι πλατιά διαδεδομένα. Μπορούμε να πάρουμε μια γενική ιδέα για την πενιχρή οικονομική κατάσταση των γυναικών σε σχέση με τους άντρες συγκρίνοντας το μέσο όρο των αποδοχών των γυναικών με τις αποδοχές των εργαζόμενων αντρών. Στον Πίνακα 6.1 φαίνεται η ανάλογη σύγκριση για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για ορισμένα χρόνια μεταξύ 1961 και 1982. ΠΙΝΑΚΑΣ 6.1. Αποδοχές εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατά φύλο στις Ηνωμένες Πολιτείες
Μέσο εισόδημα
Αποδοχές γυναικών σε % των αντρών
Γυναίκες
Άντρες
1961
$ 3.351
$ 5.644
59,4
1965
3.823
6.375
60,0
1969
4.977
8.227
60,5
1972
5.903
10.202
57,9
1982
12.001
20.260
59,2
Πηγές: Barbara M. Wertheimer, «Search for a partnership role», in Jane Roberts Chapman (ed.), Economic Independence of Women, London, Sage, 1976, σ. 188 και Statistical Abstract of the United States, 1984.
Αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το άνοιγμα της ψαλίδας στους μισθούς ανδρών και γυναικών, στην καλύτερη περίπτωση, δεν κλείνει. Είναι επίσης αντιπροσωπευτικά όλων των καπιταλιστικών κοινωνιών. Ακόμη και κοινωνίες όπως οι Σκανδιναβικές, στις οποίες η επίσημη κυβερνητική πολιτική ευνόησε περισσότερο από ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες την
Digitized by 10uk1s
ένταξη των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, δε φαίνεται να διαφέρουν πολύ όσον αφορά την αναλογία αποδοχών των γυναικών προς τις αποδοχές των αντρών. Η ένταξη στο εργατικό δυναμικό είναι φυσικά μόνο μία πλευρά των πατριαρχικών σχέσεων, οι οποίες κυριαρχούν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Παντού οι γυναίκες έχουν λίγες εκπροσώπους τους σε θέσεις ισχύος, τόσο όσον αφορά την πολιτική όσο και άλλους τομείς. Επιπλέον, υφίστανται «διπλή διάκριση», εφόσον πολλές εργαζόμενες γυναίκες εξακολουθούν να έχουν κυρίως την ευθύνη για τις οικιακές εργασίες και τη φροντίδα των παιδιών. Τα γυναικεία κινήματα επιδίωξαν να καταπολεμήσουν την ανισότητα με διάφορους τρόπους, αν και πολλές φεμινίστριες συγγραφείς έχουν ομολογήσει ότι αυτή η ανισότητα είναι βαθιά εδραιωμένη. Η διείσδυση της πατριαρχίας στις ανθρώπινες κοινωνίες αποδεικνύει το εξής: η πατριαρχία δεν παρουσιάστηκε με την εμφάνιση του καπιταλισμού. Είναι εμφανές, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, συνυφασμένη με τις αλλαγές των οικογενειακών μορφών, οι οποίες περιγράφτηκαν προηγουμένως, συνδέεται με συγκεκριμένους τρόπους αντρικής κυριαρχίας. Προφανώς υπάρχει σχέση μεταξύ διακρίσεων, με κριτήριο το φύλο, και ταξικού συστήματος. Η συγκέντρωση των εργαζόμενων γυναικών σε σχετικά κακοπληρωμένες εργασίες, όπου επικρατούν χειρότερες συνθήκες δουλειάς και όπου οι προοπτικές προαγωγής είναι λιγότερες, συνδέεται άμεσα με τη στάση των εργοδοτών και των αντρών εργαζομένων καθώς και με την απομάκρυνση των γυναικών από την εργασία τους λόγω τοκετού. Οι γυναίκες κατά ένα μεγάλο μέρος εξακολουθούν να υπομένουν, καρτερικά ή με άλλους τρόπους, αυτή την κατάσταση αποδεχόμενες την «ιδεολογία της οικιακής ζωής» και τοποθετώντας το γάμο και την οικογένεια πάνω από κάθε οικονομικό όφελος, που θα μπορούσε να προέλθει από την πλήρη και ισότιμη συμμετοχή τους στο σύστημα της βιομηχανικής εργασίας. Σ' αυτό το σημείο τα υπό συζήτηση θέματα είναι σύνθετα και οι απόψεις των φεμινιστριών συγγραφέων διίστανται. Η επίτευξη πλήρους ισότητας μεταξύ των δύο φύλων στο χώρο της εργασίας, και όχι στο σπίτι, δεν είναι αναγκαστικά επιθυμητό αποτέλεσμα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας. Αντιθέτως, η μετατροπή ή ο εξανθρωπισμός της καπιταλιστικής‐βιομηχανικής εργασίας δε θα εγγυόταν την εξάλειψη της εκμετάλλευσης του ενός φύλου από το άλλο, εφόσον οι ρίζες της βρίσκονται στην οικογένεια.
Οικογένεια, γάμος, σχέσεις μεταξύ των φύλων Πολλοί κοινωνιολόγοι, στα γραπτά τους για την οικογένεια, συνέδεσαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού με ριζική μείωση του μεγέθους της οικογένειας. Επηρεασμένοι ‐λανθασμένα‐ από τις μεγάλες οικογένειες σ' εκείνες τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, στις οποίες οφείλεται η πληθυσμιακή έκρηξη που παρατηρείται στις μέρες μας σε παγκόσμια κλίμακα, παρουσίασαν μία εικόνα οικογενειών, οι οποίες κατά τη διάρκεια της προ‐καπιταλιστικής περιόδου στην Ευρώπη είχαν ένα τσούρμο παιδιά. Οι πολύ μεγάλες οικογένειες δε σπάνιζαν, όμως με κανένα τρόπο δεν αποτελούσαν τον κανόνα. Οι ιστορικοί που μελετούν τη Βρετανία και τη Γαλλία του δέκατου έβδομου αιώνα λένε ότι ο μέσος όρος ηλικίας που παντρεύονταν οι γυναίκες ήταν κατά πάσα πιθανότητα από τα είκοσι τρία ως τα είκοσι επτά τους χρόνια. Τόσο αυτό το γεγονός, όσο και η πρόωρη εμμηνόπαυση περιόριζαν το διάστημα κατά το οποίο η γυναίκα μπορούσε να τεκνοποιήσει∙ το διάστημα αυτό περιοριζόταν επίσης από την πιθανότητα πρόωρου θανάτου του ενός από τους συζύγους καθώς και από το υψηλό ποσοστό βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας. Συνήθως οι πλούσιοι είχαν μεγαλύτερες οικογένειες από τους χωρικούς και τους τεχνίτες: ήταν μικρότερη η ηλικία γάμου των γυναικών και οι άντρες, σε περίπτωση θανάτου της συζύγου τους, παντρεύονταν γρηγορότερα. Η έντονη παρουσία και το φάσμα του θανάτου είναι ένα φαινόμενο που διαφοροποιεί
Digitized by 10uk1s
εμφανώς την προ‐καπιταλιστική οικογένεια, και γενικότερα την καθημερινή κοινωνική ζωή, από τη σύγχρονη εποχή. Το ποσοστό θανάτων ήταν αρκετά μεγαλύτερο απ' ό,τι είναι σήμερα, ενώ ο θάνατος δεν έπληττε κυρίως τους υπερήλικες. Ιδιαίτερο κίνδυνο διέτρεχαν αυτοί που ζούσαν στις πόλεις, λόγω της έλλειψης αποχετευτικού συστήματος και της μόλυνσης του πόσιμου νερού, πράγμα που είχε ως συνέπεια τη μόνιμη πιθανότητα εμφάνισης επιδημικών ασθενειών. Πράγματι, οι πόλεις δεν αναπαράγονταν και βασίζονταν για τη διατήρησή τους στην τακτική μετανάστευση από τις αγροτικές περιοχές. Όπως αναφέρθηκε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, η διάρκεια ζωής ήταν μικρή. Κατά πάσα πιθανότητα το ένα τρίτο περίπου των βρεφών πέθαιναν πριν συμπληρώσουν το πρώτο έτος της ζωής τους∙ το δέκατο έβδομο αιώνα κατά μέσο όρο οι μισοί χωρικοί της Γαλλίας πέθαιναν πριν φτάσουν στην ηλικία των δέκα ετών. Από το θάνατο δεν ξέφευγαν ούτε οι νέοι ενήλικες, οι οποίοι είχαν υψηλότερους δείκτες θνησιμότητας απ' ό,τι έχουν οι αντίστοιχες ομάδες σήμερα. Έτσι οι οικογένειες των κατώτερων τάξεων συνήθως δεν είχαν περισσότερα από δύο ή τρία παιδιά περίπου, αν και ο αριθμός των παιδιών που είχαν γεννηθεί ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ο μισός πληθυσμός ήταν κάτω από είκοσι και ελάχιστοι πάνω από εξήντα ετών. Η επονομαζόμενη «δημογραφική μετάβαση», η οποία συνέβη το δέκατο όγδοο και το δέκατο ένατο αιώνα, δεν ήταν τόσο μετάβαση από τη μεγάλη στη μικρή οικογένεια, όσο μια αλλαγή στη σύνθεση της οικογένειας σε σχέση με τις γενεές. Η «δημογραφική μετάβαση» παρουσιάζει την αλλαγή από τις συνθήκες, που περιγράφτηκαν παραπάνω, και συνέβη κυρίως λόγω της απότομης μείωσης του δείκτη θνησιμότητας των νεότερων ομάδων ηλικίας. Μειώθηκε ο μέσος όρος της ηλικίας γάμου και συνέχισε να μειώνεται και στον αιώνα μας. Η αύξηση του πληθυσμού, που παρατηρήθηκε το δέκατο ένατο αιώνα, δεν ήταν αποτέλεσμα περισσότερων γεννήσεων αλλά επιβίωσης περισσότερων παιδιών και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Οι αλλαγές, που περιγράφτηκαν προηγουμένως και οι οποίες επηρεάζουν τη φύση της οικογένειας καθώς και το ποσοστό συμμετοχής αντρών και γυναικών στο εργατικό δυναμικό, οδήγησαν σε καταστάσεις, κατά τις οποίες οι μεγάλες οικογένειες ήταν μειονέκτημα για την εργατική τάξη. Στους παραδοσιακούς τρόπους παραγωγής, όπου τα παιδιά συνέβαλλαν στην οικονομική δραστηριότητα, συχνά επιδιωκόταν η δημιουργία μεγάλης οικογένειας, αν και στην πραγματικότητα πολλοί από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν περιόριζαν το μέγεθός της. Αλλά όπου δεν εργάζονται τα παιδιά και όπου πολλές γυναίκες δεν έχουν μισθωτή εργασία, οι μεγάλες οικογένειες δημιουργούν πολλά οικονομικά βάρη. Οι βελτιωμένες μέθοδοι αντισύλληψης παρείχαν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία γάμων, που διατηρούνταν περισσότερο και βασίζονταν στο «συναισθηματικό ατομισμό», ο οποίος συμβαδίζει με τις μικρές οικογένειες ‐το βασικό μοντέλο που επικρατεί σήμερα. Φυσικά, αυτό έχει επίσης μεγάλη σημασία για τις γυναίκες, καθώς στις περισσότερες παρουσιάζεται τώρα η προοπτική μιας περιόδου είκοσι ή τριάντα χρόνων, περίπου, μετά την ωρίμανση και την αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι. Οι έντονες συζητήσεις μεταξύ των κοινωνιολόγων καθώς επίσης και τα δημοσιεύματα του λαϊκού τύπου που αφορούν την κατάσταση του γάμου και της οικογένειας, ιδίως της διάλυσης των γάμων και της σεξουαλικής συμπεριφοράς, συχνά δεν έχουν επαρκή ιστορική βάση. Στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων η διάλυση των γάμων ήταν συχνά αποτέλεσμα θανάτου κυρίως παρά διαζυγίου. Μερικοί σχολιαστές έχουν υποστηρίξει ότι το ποσοστό των παιδιών, που είχαν τραυματιστεί εξαιτίας των «διαλυμένων γάμων», ήταν τόσο υψηλό στο παρελθόν όσο είναι και σήμερα. Σε μερικές χώρες και σε μερικές περιόδους της σχετικά πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας ήταν συνήθεις οι προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων και δεν αποτελούσαν εμπόδιο για το γάμο που θα ακολουθούσε∙ το ποσοστό των νόθων παιδιών ήταν τόσο υψηλό ή και υψηλότερο απ' ό,τι είναι σήμερα. Φυσικά, οι σύγχρονες τάσεις στο γάμο, την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα εκτυλίσσονται σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο ‐πράγμα που επιδίωξα να επιβεβαιώσω σ' αυτό το βιβλίο‐ αλλά είναι εξίσου σημαντικό να κατανοήσουμε ότι από μερικές απόψεις δεν
Digitized by 10uk1s
είναι τόσο μοναδικές, όσο μπορεί να παρουσιάζονται. Στις περισσότερες δυτικές χώρες τα ποσοστά των διαζυγίων αυξήθηκαν απότομα κατά τη διάρκεια των δύο ή τριών προηγούμενων δεκαετιών, όπως δείχνει ο Πίνακας 6.2 για διάφορες επιλεγμένες χώρες. Στη διάρκεια των είκοσι πέντε ετών από το 1950 ως το 1975 το ποσοστό των διαζυγίων στη Γαλλία, η οποία βρίσκεται στη βάση της κλίμακας, αυξήθηκε κατά 40%, ενώ στην Αγγλία, που βρίσκεται στην κορυφή, κατά 400%. Πρέπει να διατηρούμε μερικές επιφυλάξεις όσον αφορά αυτές τις στατιστικές. Για παράδειγμα, δεν περιλαμβάνουν αυτούς που συζούν χωρίς να είναι παντρεμένοι, ή τους παντρεμένους που έχουν χωρίσει αλλά δεν έχουν ακολουθήσει την τυπική διαδικασία του διαζυγίου. Ωστόσο, θα ήταν δύσκολο να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι αποτελούν ένδειξη της εμφάνισης σημαντικών αλλαγών στην οικογένεια και το γάμο στη Δύση. Υπάρχουν μερικοί που θα υποστηρίξουν ότι αυτές οι αλλαγές σημαίνουν την επικείμενη διάλυση της πυρηνικής οικογένειας, της οποίας οι διαδοχικές μορφές αποτέλεσαν μακροχρόνιο φαινόμενο. Μερικοί, που έχουν συντηρητικές απόψεις, βλέπουν με δυσαρέσκεια αυτή την προοπτική θεωρώντας την ένδειξη παρακμής μιας ηθικά υπεύθυνης κοινωνίας. Άλλοι με εντελώς διαφορετική νοοτροπία καλωσορίζουν αυτές τις αλλαγές θεωρώντας τις ενδεικτικές της πιθανότητας ανάπτυξης άλλων κοινωνικών μορφών, εφόσον πιστεύουν ότι η οικογένεια ουσιαστικά είναι ένας καταπιεστικός θεσμός. ΠΙΝΑΚΑΣ 6.2. Αριθμός γάμων, διαζυγίων (σε χιλιάδες) και διαζύγια ανά 100 γάμους, 1950‐80 1950
1960
1970
1975
1980
Γαλλία
Γάμοι
331
320
394
387
334
Διαζύγια
35
30
40
67
91
Διαζύγια ανά 100 γάμους
11
9
10
17
27
Ηνωμένο Βασίλειο
Γάμοι
408
394
471
429
418
Διαζύγια
30
23
62
129
160
Διαζύγια ανά 100 γάμους
7
6
13
30
38
Ηνωμένες Πολιτείες
1.675
1.523
2.159
2.127
2.390
Διαζύγια
387
393
708
1.026
1.189
Διαζύγια ανά 100 γάμους
23
26
33
48
50
Γάμοι
Πηγές: Michael Anderson, «Quantitative indicators of family change» in Anderson, Sociology of the Family, Harmondsworth, Penguin, 1980∙ United
Digitized by 10uk1s
Nations Statistical Yearbook, 1984.
Είναι πιθανόν ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει μία ποικιλία πειραματικών μορφών κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες αποκλίνουν από τους καθιερωμένους οικογενειακούς θεσμούς. Αλλά, μια πιο αληθοφανής ερμηνεία από αυτή της επερχόμενης διάλυσης της οικογένειας, θα ήταν ότι αυτές οι εξελίξεις συμβολίζουν το θρίαμβο του «συναισθηματικού ατομισμού» ως βασική αρχή της οικογενειακής ζωής. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να παραδεχτεί κανείς ότι το αυξανόμενο ποσοστό διαζυγίων μπορεί να μην αποτελεί ένδειξη μεγάλης δυσαρέσκειας προς τη συζυγική κατάσταση ή προς την οικογένεια αυτή καθεαυτή, αλλά ένδειξη μεγάλης αποφασιστικότητας για να γίνουν αυτές οι σχέσεις γόνιμες και ικανοποιητικές. Αν και τα ποσοστά των διαζυγίων έχουν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, έχουν εξίσου αυξηθεί τα ποσοστά των ανθρώπων που ξαναπαντρεύονται. Οι περισσότεροι από αυτούς που χωρίζουν, ξαναπαντρεύονται. Ωστόσο, δε νομίζω ότι θα ήταν λογικό να θεωρήσουμε αυτή την κατάσταση, πράγμα που έκαναν όσοι αναφέρθηκαν στην αρχή του κεφαλαίου, ως απόδειξη του γεγονότος ότι η οικογένεια αποτελεί αναντικατάστατη πηγή ψυχικής ικανοποίησης για τους περισσότερους ανθρώπους των σύγχρονων κοινωνιών. Σίγουρα, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Η οικογενειακή ζωή βρίσκεται στο σημείο τομής των διαφόρων ρευμάτων κοινωνικής αλλαγής, την οποία αντικατοπτρίζει και στην οποία συμβάλλει. Εδώ, έχει μεγάλη σημασία η σύνδεση της μελέτης της οικογένειας με τα θέματα των προηγούμενων κεφαλαίων. Σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κάνει ανιαρές και καταπιεστικές εργασίες και όπου η εμπορευματοποίηση των κοινωνικών σχέσεων έχει δημιουργήσει μία σειρά άσκοπων μονότονων διαδικασιών που καθορίζουν την καθημερινή ζωή, οι προσωπικές σχέσεις στον οικογενειακό χώρο μπορεί, πράγματι, να φαίνονται σαν καταφύγιο μακριά από τον «άκαρδο κόσμο». Καθώς, όμως, δεν παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές στα ευρύτερα πλαίσια της κοινωνίας, είναι πολύ πιθανόν η οικογένεια να παραμείνει διαμελισμένη λόγω αντίθετων τάσεων ‐απελευθέρωση και καταπίεση, ελπίδα και απελπισία. Η εμφάνιση του «συναισθηματικού ατομισμού» έχει συνυφανθεί με τη σύνδεση της σεξουαλικότητας με την ολοκλήρωση του ατόμου τόσο στα πλαίσια των επίσημων δεσμών του γάμου, όσο και έξω από αυτά. Μερικοί ριζοσπάστες συγγραφείς έχουν υποστηρίξει ότι η αρχή και η συνέχιση του καπιταλισμού ψυχολογικά είναι στενά συνδεδεμένη με την καταπίεση της σεξουαλικότητας. Κατά τη γνώμη τους η αυστηρή πειθαρχία, που ήταν απαραίτητη στη βιομηχανική εργασία, εξασφαλιζόταν με το γενικευμένο περιορισμό των προσωπικών επιθυμιών με τον τρόπο που καθόριζαν τα βικτωριανά ήθη κατά την περίοδο της ακμής του καπιταλισμού το δέκατο ένατο αιώνα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι διάφορες εκδοχές της οποίας είχαν ευρεία απήχηση σ' αυτούς που αναμίχθηκαν στα φοιτητικά κινήματα στα τέλη της δεκαετίας του '60, η απελευθέρωση της σεξουαλικότητας είναι η λύση που εξασφαλίζει την απελευθέρωση των ανθρώπων από τη μονότονη φύση της εργασίας και την καθημερινή ζωή στο καπιταλιστικό σύστημα. Όσα συζητήθηκαν σ' αυτό το κεφάλαιο υποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιου είδους απόψεις. Ο «συναισθηματικός ατομισμός» φαίνεται ότι είναι ένα γνώρισμα του σύγχρονου καπιταλισμού βαθύτερα ριζωμένο από την πιο περιορισμένη και μεταβατική εισβολή στο χώρο έκφρασης της σεξουαλικότητας που αντιπροσωπεύει η βικτωριανή σεμνοτυφία. Προσφάτως, ο Foucault διεύρυνε αυτή την άποψη με ενδιαφέροντα τρόπο (Michel Foucault, The History of Sexuality, τόμος 1ος, London, Allen Lane, 1978). Αυτό που πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε, προτείνει, δεν είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά η καταπίεση της σεξουαλικότητας, αλλά ο λόγος για τον οποίο σήμερα ασχολούμαστε τόσο πολύ με τη σεξουαλικότητα κάνοντάς την επίκεντρο των προσπαθειών μας για την ολοκλήρωση του εαυτού μας. Αυτό που χρειάζεται είναι η απελευθέρωσή μας από τη σεξουαλικότητα και όχι η απελευθέρωσή μας μέσω της σεξουαλικότητας. Digitized by 10uk1s
Οικογενειακή ζωή και νέα κοινωνικά μοντέλα Είναι προφανές ότι το μεγαλύτερο μέρος των ατόμων, που παντρεύονται για πρώτη φορά, πιστεύουν ‐ακόμη κι αν βρίσκονται σε χώρες με υψηλό ποσοστό διαζυγίων‐ ότι δεσμεύονται εφ' όρου ζωής. Τα γεγονότα δείχνουν το αντίθετο. Ένα μεγάλο ποσοστό των γάμων, που συνάπτονται σήμερα, διαρκούν λίγο. Πολλοί από αυτούς που πίστευαν ότι «παντρεύονται εφ' όρου ζωής» μένουν μόνοι σε πολύ μικρότερη ηλικία από τους ανθρώπους των οποίων οι γάμοι «διαλύονται» λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους. Εάν δεχτούμε τη φυσιολογική ροπή των διαζευγμένων να ξαναπαντρευτούν, κάθε στιγμή ένας σημαντικός αριθμός απ' αυτούς, που είτε ζουν μόνοι είτε ζουν ως γονείς σε μονογονεϊκές οικογένειες, θα βρίσκονται σε μια κατάσταση «μεταξύ γάμων». Ο Πίνακας 6.3. δείχνει τις μεταβολές που συντελέστηκαν στα ποσοστά των ατόμων που ζουν μόνα κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι άνθρωποι που ζουν μόνοι τους, τόσο ως απόλυτος αριθμός όσο και σε σύγκριση με άλλες ομάδες του πληθυσμού, είναι περισσότεροι απ' ό,τι ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Ενώ το 1960 το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που ζούσαν μόνοι ανήκε στις μεγαλύτερες ομάδες ηλικιών, τα τελευταία χρόνια αυτό το μοτίβο έχει αλλάξει αρκετά. Παρουσιάστηκε απότομη αύξηση στο ποσοστό των ανθρώπων που ζουν μόνοι από τα 24 ως τα 44 χρόνια τους. ΠΙΝΑΚΑΣ 6.3. Άτομα που ζουν μόνα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αριθμός ατόμων
(σε χιλιάδες)
Ποσοστό
Φύλο και ηλικία
1960 Και τα δύο φύλα
7.064
1975
1982
1960
1975
1982
13.939 19.354
100
100
100
14‐24 ετών
234
1.111
1.511
3,3
8,0
7,8
25‐44 ετών
1.212
2.744
5.560
17,2
19,7
28,7
45‐64 ετών
2.720
4.076
4.611
38,5
29,2
23,8
65 ετών και άνω
2.898
6.008
7.673
41,0
43,1
39,6
Άντρες
2.628
4.918
7.482
37,2
35,3
38,7
14‐24 ετών
124
610
841
1,8
4,4
4,3
25‐64 ετών
686
1.689
3.365
9,7
12,1
17,4
45‐64 ετών
965
1.329
1.784
13,7
9,5
9,2
65 ετών και άνω
853
1.290
1.492
12,1
9,3
7,7
9.021 11.872
62,8
64,7
61,3
Γυναίκες
4.436
14‐24 ετών
110
501
670
1,6
3,6
3,5
25‐44 ετών
526
1.055
2.196
7,4
7,6
11,3
45‐64 ετών
1.755
2.757
2.826
24,8
19,7
14,6
65 ετών και άνω
2.045
4.718
6.180
28,9
33,8
31,9
Digitized by 10uk1s
Πηγή: Statistical Abstract of the United States, 1984. Η αναλογία αυτών που ζουν μόνοι προς αυτούς που έχουν οικογένεια έχει αυξηθεί κατά τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο έχει αυξηθεί το ποσοστό των παιδιών που ζουν με τον ένα γονέα σε σύγκριση με τα παιδιά των έγγαμων ζευγαριών. Στην απογραφή των ΗΠΑ συμπεριλαμβάνεται τώρα η κατηγορία των «άγαμων ζευγαριών που μοιράζονται το ίδιο νοικοκυριό». Εφόσον έχουμε αυτή την καινοτομία, δεν είναι εύκολο να κάνουμε συγκρίσεις με προηγούμενες περιόδους. Σίγουρα, όμως, στις νεότερες ομάδες ηλικιών παρατηρείται σημαντική αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων που συζούν επί μονίμου βάσεως χωρίς να είναι παντρεμένοι ‐ αν και αυτό το ποσοστό είναι μικρό σε σύγκριση με τη μεγάλη στρατιά των παντρεμένων. Παρά το σημαντικό αριθμό ανθρώπων που ζουν μόνοι ή αποτελούν μονογονεϊκές οικογένειες συν τις άλλες μορφές οικογενειών, η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα άτομα περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους σε ένα «ορθόδοξο» οικογενειακό περιβάλλον. Είναι, δηλαδή, μέλη ενός οικογενειακού συνόλου, το οποίο περιλαμβάνει ένα έγγαμο ζεύγος ετεροφύλων, που ζει με τα παιδιά του στο ίδιο σπίτι. Ωστόσο, για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων αυτό συνεπάγεται δύο βασικές αλλαγές στις μορφές οικογενειακής ζωής, που γνώρισαν οι γονείς τους. Η μία είναι ότι κατά τη διάρκεια της ζωής τους ‐ως παιδιά αλλά και αργότερα ως γονείς‐μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις και για διαφορετικά χρονικά διαστήματα να παρεκκλίνουν από το «ορθόδοξο» μοντέλο. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας και της εφηβείας τους μπορεί να ζουν σε μία οικογένεια που αποτελείται από τους γονείς και τα ετεροθαλή αδέλφια τους. Λιγότερο πιθανόν είναι να γεννηθούν σε μία οικογένεια, στην οποία φυσικός γονέας τους είναι μόνο το ένα μέλος του έγγαμου ζεύγους∙ σε οικογένειες όπου φυσικοί γονείς τους είναι και τα δύο μέλη ή μόνο το ένα μέλος του άγαμου ζεύγους που συζεί∙ σε οικογένειες όπου κανένα από τα δύο μέλη του έγγαμου ζεύγους δεν είναι ο πραγματικός τους γονέας (υιοθεσία)∙ ή σε μονογονεϊκή οικογένεια. Ο δεύτερος παράγοντας είναι η αυξανόμενη σημασία των θετών οικογενειών στη ζωή τόσο των παιδιών όσο και των ενηλίκων. Οι θετές οικογένειες παρατηρούνταν συχνά και πριν από τη «δημογραφική» μετάβαση που αναφέρθηκε νωρίτερα, ως αποτέλεσμα του υψηλού δείκτη θνησιμότητας. Σήμερα, όμως, πάρα πολλά παιδιά μεγαλώνουν σε οικογένειες, στις οποίες ο ένας σύντροφος είναι θετός γονέας, ενώ διατηρείται τακτική επαφή με το χωρισμένο ή διαζευγμένο φυσικό γονέα. Σίγουρα μερικές απ' τις πιο δύσκολες, αλλά πιο σημαντικές σχέσεις της σύγχρονης οικογένειας συνδέονται μ' αυτό το γεγονός. Τα σημερινά παιδιά με τη σειρά τους είναι πιθανόν να γίνουν φυσικοί και θετοί γονείς στις επόμενες φάσεις της ζωής τους. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν απέχουν πολύ από την κατάσταση, κατά την οποία η διαβίωση σε θετή οικογένεια θα γίνει η επικρατέστερη μορφή οικογενειακής ζωής. Η οικογένεια αποτελεί το επίκεντρο σημαντικών κοινωνικών αλλαγών και, ταυτόχρονα, διακατέχεται από αξίες που προέρχονται από καθιερωμένους τρόπους οικογενειακής οργάνωσης. Ο όρος «θετός πατέρας» ‐καθώς και η συναφής ορολογία όπως «διαλυμένος γάμος» ή «διαλυμένο σπιτικό»‐πρέπει να απελευθερωθούν από την αρνητική σημασία με την οποία έχουν συνδεθεί. Στο μεταξύ το φαινόμενο των θετών γονέων μπορεί να φωτίσει με ιδιαίτερα οξύ τρόπο τα διλήμματα και την ένταση της σύγχρονης οικογενειακής ζωής.
Digitized by 10uk1s
7 Καπιταλισμός και παγκόσμιο σύστημα
Υπό το φως των ιδεών που παρουσίασα σε προηγούμενες σελίδες, δεν θα ήταν περίεργο να περάσω αμέσως από την οικειότητα της οικογενειακής ζωής στις εξελίξεις που συμβαίνουν ανά την υδρόγειο. Τίποτε δε χαρακτηρίζει περισσότερο την εποχή μας από τη σχέση που έχει η χρονικά και τοπικά περιορισμένη ζωή μας με τα όσα συμβαίνουν σε μακρινές περιοχές. Είναι δύσκολο για μας, που ζούμε στον κόσμο της, λίγο έως πολύ, άμεσης ηλεκτρονικής επικοινωνίας μέσω του τηλεφώνου, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και των ταχύτατων ταξιδιών με το αυτοκίνητο, το τρένο και το αεροπλάνο, να αντιληφθούμε τον αργό ρυθμό των επικοινωνιών και των ταξιδιών στους προηγούμενους αιώνες. Η κατάκτηση του χρόνου και του χώρου χρονολογείται, όπως και πολλά από τα φαινόμενα που αναλύθηκαν σ' αυτό το βιβλίο, μόλις από τα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα. Στην Ευρώπη στις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα οι μεταφορές ‐που ταυτόχρονα ήταν και μέσα επικοινωνίας‐ γίνονταν σχεδόν τόσο αργά όσο και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων φάσεων της παγκόσμιας ιστορίας, ακόμη και στις αυτοκρατορίες που είχαν οδικό δίκτυο. Ο Ναπολέων έκανε τόσο πολύ να πάει από τη Ρώμη στο Παρίσι όσο και ο Καίσαρας. Οι επικοινωνίες διαχωρίστηκαν από τις μεταφορές μόνο μετά την πρώτη επιτυχημένη χρήση του ηλεκτρομαγνητικού τηλεγράφου του Morse μεταξύ Βαλτιμόρης και Ουάσινγκτον το 1844. Ο Morse μεταβίβασε το μήνυμα «τι δημιούργησε ο Θεός;» εγκαινιάζοντας έτσι μια νέα εποχή στη μετάδοση της πληροφορίας. Πριν από αυτό η υπερ‐αστική επικοινωνία βασιζόταν στην κινητικότητα του ανθρώπου στο χώρο, που με βάση τα σημερινά δεδομένα ήταν ιδιαιτέρως αργή. Υπολογίστηκε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού των Ηνωμένων Πολιτειών πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του John F. Kennedy μέσα σε μισή ώρα από τη στιγμή που συνέβη. Πριν από ενάμιση περίπου αιώνα, όταν πέθανε ο George Washington στην Αλεξάνδρεια της Βιρτζίνια, το νέο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη μετά από επτά μέρες (βλ. Allan R. Pred, Urban Growth and the Circulation of Information, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1973). Φυσικά, η κινητικότητα μέσα στο χώρο έχει επίσης αυξηθεί πολύ από τότε. Οι γεωγράφοι έχουν εισάγει την έννοια της «χωρο‐χρονικής σύγκλισης» ως απλό τρόπο ανάλυσης αυτού του φαινομένου. Ο δείκτης χωρο‐χρονικής σύγκλισης δύο πόλεων μπορεί να υπολογιστεί, για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε τη διάρκεια ενός μέσου ταξιδιού από το Εδιμβούργο στο Λονδίνο με ταχυδρομική άμαξα το 1780 με τη διάρκεια του ίδιου ταξιδιού με αεροπλάνο το 1980. Σύμφωνα με αυτό τον υπολογισμό οι δύο πόλεις συγκλίνουν με συντελεστή 2.000%. Ο δείκτης «χωρο‐χρονικής σύγκλισης» μεταξύ, ας πούμε, Τόκιο και Λονδίνου θα είναι ακόμη υψηλότερος. Τόσο οι ενδείξεις αυτών των φαινομένων όσο και η ουσία τους έχουν μεγάλη σημασία: ζούμε σε έναν κόσμο όπου το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει σχέσεις αλληλοεξάρτησης με πρωτοφανείς, για τις προηγούμενες εποχές, τρόπους. Σήμερα υπάρχει ένα «παγκόσμιο σύστημα», το οποίο θα αποτελέσει το αντικείμενο της έρευνάς μου σ' αυτό το κεφάλαιο.
Η θεωρία του εκσυγχρονισμού και η κριτική της Στο κεφάλαιο 2 ανέφερα ότι η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας έχει συνδεθεί στενά με μία συγκεκριμένη άποψη για τη σχέση των ανεπτυγμένων (βιομηχανοποιημένων) κοινωνιών με τον υπόλοιπο κόσμο ‐μία συγκεκριμένη άποψη για τη δυναμική του σύγχρονου παγκόσμιου
Digitized by 10uk1s
συστήματος. Αυτή η προσέγγιση συχνά αναφέρεται ως θεωρία του «εκσυγχρονισμού». Η θεωρία του εκσυγχρονισμού συνδέεται μάλλον άμεσα με τη θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας, εφόσον οι εισηγητές της θεωρούν ότι η ανάλυση, που κάνουν ο Dahrendorf και οι άλλοι, είναι βασικά ορθή. Δηλαδή, η εκβιομηχάνιση ουσιαστικά θεωρείται ως απελευθερωτική και προοδευτική δύναμη∙ έτσι, οι δυτικές κοινωνίες αποτελούν το πρότυπο που θα ακολουθήσουν οι «υπανάπτυκτες» κοινωνίες. Αυτή η άποψη αναλυτικά έχει ως εξής. Πρώτον, οι παραδοσιακές κοινωνίες του Τρίτου Κόσμου δεν είναι απλώς υπανάπτυκτες είναι μη ανεπτυγμένες: αναμένουν τις επιδράσεις της βιομηχανικής μεταβολής. Δεύτερον, αυτές οι κοινωνίες πρέπει κατά συνέπεια, να ακολουθήσουν παρόμοια μονοπάτια με αυτά που ακολούθησαν οι βιομηχανοποιημένες κοινωνίες, αναπαραγάγοντας με αυτό τον τρόπο τα επιτεύγματα της «βιομηχανικής κοινωνίας». Η θεωρία του εκσυγχρονισμού εξακολουθεί να έχει ισχύ στους ακαδημαϊκούς κύκλους, αν και δεν έχει πλέον τη γενική έγκριση που είχε πριν, καθώς έχει ασκηθεί σ' αυτήν ουσιαστική κριτική. Πρέπει, όμως να αναγνωρίσουμε ότι από τη δεκαετία του '60 μέχρι σήμερα αυτή η θεωρία αποτελεί σημαντική συμβολή στο παγκόσμιο σύστημα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι δυτικές κυβερνήσεις στις σχέσεις τους με τον Τρίτο Κόσμο καθώς και οι αναπτυξιακοί φορείς, που συνδέονται με τα Ηνωμένα Έθνη, τη Διεθνή Τράπεζα και ούτω καθεξής, αποδέχονται τα δεδομένα, στα οποία βασίζεται αυτή η θεωρία. Τα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζονται ως αναπόσπαστα από μια ευημερούσα βιομηχανική τάξη πραγμάτων θεωρούνται ως «δείκτες» ανάπτυξης και έχουν χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό οικονομικής και μη πολιτικής απέναντι στις μη‐βιομηχανοποιημένες χώρες (βλ. την επονομαζόμενη «Έκθεση Brandt»: Willy Brandt κ.ά., North‐South: a Programme for Survival, London, Pan Books, 1980). Ωστόσο, αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία δυσκολιών που ενισχύουν τις τάσεις, οι οποίες, όπως θα σχολιάσω παρακάτω, οδηγούν σταδιακά στην εξάρθρωση της παγκόσμιας οικονομίας. Κι αυτό γιατί η θεωρία του εκσυγχρονισμού βασίζεται σε λανθασμένους συλλογισμούς και μέχρις ενός σημείου χρησίμευε ως ιδεολογική υπεράσπιση της κυριαρχίας του δυτικού καπιταλισμού στον υπόλοιπο κόσμο. Όπως επισήμανα σε προηγούμενα κεφάλαια, η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας έχει συγκεκριμένα όρια, κάτι που θέτει σε κίνδυνο τη θεωρία του εκσυγχρονισμού. Αλλά, εξίσου σημαντική είναι η άποψη ότι ο βιομηχανικός καπιταλισμός αναπτύχθηκε ξεχωριστά από τον υπόλοιπο κόσμο∙ σ' αυτή τη δεύτερη άποψη έχει ασκηθεί δριμύτατη κριτική από τους συγγραφείς που έχουν επηρεαστεί από τη μαρξιστική ιδεολογία. Υπήρξαν και εξακολουθούν να υπάρχουν έντονες διαμάχες μεταξύ των μαρξιστών συγγραφέων όσον αφορά το σχηματισμό του παγκόσμιου συστήματος και τα σημερινά χαρακτηριστικά του. Συμφωνούν, όμως, σε ορισμένα σημεία. Ένα είναι ότι η δυναμική της σύγχρονης ιστορίας είναι αυτό που ο Marx περιέγραψε ως «αδιάκοπα επεκτεινόμενο» χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ένα άλλο σημείο (που δε μελετήθηκε συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Marx) είναι το γεγονός ότι από τις πρώτες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης οι υπανάπτυκτες, κοινωνίες είχαν εμπλακεί με τις καπιταλιστικές χώρες έχοντας μαζί τους συστηματικές σχέσεις που βασίζονταν στην εκμετάλλευση και εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των καπιταλιστικών κοινωνιών. Ο Wallerstein διατύπωσε αυτή την άποψη δείχνοντας μια θεμελιώδη αντίθεση μεταξύ σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος (που χρονολογείται από το δέκατο έκτο και δέκατο έβδομο αιώνα) και προηγούμενων φάσεων της ανθρώπινης ιστορίας. Σε προηγούμενες εποχές ο επικρατέστερος τύπος κοινωνικού συστήματος, υποστηρίζει, ήταν η αγροτική αυτοκρατορία (όπως η παραδοσιακή Κίνα, που διατηρήθηκε για δύο χιλιάδες, περίπου, χρόνια). Ωστόσο, αυτές οι αυτοκρατορίες, όσο ισχυρές κι αν ήταν, δεν μπόρεσαν ποτέ να κυριαρχήσουν παρά μόνο σ' ένα τμήμα του κόσμου. Οι βασικές σχέσεις μεταξύ των «κέντρων» ‐του διοικητικού, δηλαδή, μηχανισμού της κυβέρνησης‐ αυτών των αυτοκρατοριών και των περιφερειών διατηρούνταν μέσω πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας. Αλλά από το δέκατο έκτο αιώνα και μετά, με ιδιαίτερη ένταση κατά τη διάρκεια του
Digitized by 10uk1s
δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα, εμφανίστηκε η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, η οποία το δέκατο ένατο αιώνα αποτελούσε ήδη παγκόσμιο σύστημα, οι βασικές σχέσεις σε ευρεία εδαφική κλίμακα είναι οικονομικές∙ η πολιτική και η στρατιωτική εξουσία βρίσκονται στα χέρια των εθνικών κρατών, τα οποία έχουν δικαιοδοσία σε αυστηρά καθορισμένες περιοχές. Όπως λέει ο Wallerstein, «ο καπιταλισμός ως οικονομική μέθοδος βασίζεται στο γεγονός ότι οι οικονομικοί παράγοντες έχουν ισχύ σε περιοχή ευρύτερη από αυτή που μπορεί να εξουσιάσει πλήρως κάθε πολιτική κοινωνία» (Immanuel Wallerstein, The Modern World System, New York, Academic Press, 1974, σ. 348). Σύμφωνα μ' αυτή την άποψη, αν και η κύρια ώθηση για την επέκταση του καπιταλισμού δόθηκε από τη Δύση με την οποία αργότερα συνδέθηκαν και άλλες οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες, η Ιαπωνία κυρίως ‐ο όρος «υπανάπτυξη» δεν αναφέρεται στις κοινωνίες που δεν έχουν έρθει σε επαφή με τον καπιταλισμό. Η επέκταση του καπιταλισμού προκάλεσε την «υπανάπτυξη». Αν και οι μαρξιστές συγγραφείς, όπως ο Frank (βλ. παρακάτω σ. 167), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της άποψης, σήμερα έχει γίνει αποδεκτή και από συγγραφείς με διαφορετικές πεποιθήσεις. Λίγοι υποστηρίζουν τώρα τη θεωρία του εκσυγχρονισμού με την αφέλεια που την υποστήριζαν πριν από δύο δεκαετίες και υπάρχει από ορισμένες, τουλάχιστον, απόψεις ουσιώδης ομοφωνία όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος. Οι περισσότεροι μελετητές δέχονται ότι υπήρξαν τρεις φάσεις στη διαμόρφωση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Στην πρώτη φάση, που διήρκεσε από τις αρχές του δέκατου έκτου ως τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα περίπου, κυριαρχούσε ο «εμπορικός καπιταλισμός». Όταν η Ευρώπη κατόρθωσε για πρώτη φορά να προστατευθεί από τις εξωτερικές απειλές, άρχισε να επεκτείνει τις εμπορικές επιχειρήσεις της ανά τον κόσμο. Για εκατοντάδες χρόνια από την παρακμή της αυτοκρατορίας «της», της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Ευρώπη μονίμως, λίγο έως πολύ, δεχόταν απειλές από εξωτερικές δυνάμεις. Για παράδειγμα, το 1241 η Ευρώπη βρισκόταν στο έλεος των Μογγόλων, οι οποίοι είχαν αναδειχθεί νικητές σε μία αποφασιστική μάχη. Τελικά, οι Μογγόλοι σταμάτησαν να προελαύνουν λόγω του ξαφνικού θανάτου του αρχηγού τους Ögödai καθώς επίσης επειδή προτιμούσαν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στην Ανατολή παρά στη Δύση. Στη συνέχεια η ανεξαρτησία της Ευρώπης ‐τα κράτη της οποίας φιλονικούσαν διαρκώς μεταξύ τους‐ απειλήθηκε από την οθωμανική αυτοκρατορία. Η απώθηση των Τούρκων μετά από τη μάχη στη Βιέννη το 1683 αποτελεί σημαντικό γεγονός στην παγκόσμια ιστορία. Έπειτα από όλα αυτά η οικονομική, και κατά συνέπεια η στρατιωτική, ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών μέχρις ενός σημείου παρείχε προστασία σε περίπτωση εξωτερικής απειλής, η οποία διατηρήθηκε ως τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, οπότε εμφανίστηκαν οι «υπερδυνάμεις», οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση. Η εσωτερική ασφάλεια αποτελούσε κίνητρο για τη διεύρυνση των υπερπόντιων εμπορικών επιχειρήσεων. Κατά τη διάρκεια της μακράς περιόδου του εμπορικού καπιταλισμού, έμποροι από την Ευρώπη υποστηριζόμενοι όπου χρειαζόταν με τη δύναμη των όπλων «άνοιξαν» τις ακτές της Αφρικής, την Ασία καθώς και τη Βόρειο και Νότιο Αμερική. Εγκατέστησαν προπύργια σε όλες αυτές τις περιοχές και εγκαινίασαν τη μετανάστευση από την Ευρώπη στην Αμερική, με αποτέλεσμα τον πλήρη μετασχηματισμό αυτών των ηπείρων. Στην Αφρική και την Ασία το δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα το εμπόριο συνήθως διεξαγόταν μέσω της χορήγησης μονοπωλιακών προνομίων σε εταιρίες εμπόρων ‐όπως είναι η East India Company. Αυτές οι εταιρίες επιφανειακά μόνο ήταν καθαρά εμπορικοί οργανισμοί: οι δραστηριότητές τους ενισχύονταν άμεσα με απειλές ή χρήση βίας. Συνεπώς αυτές οι εταιρίες προστατευόμενες από το κράτος είχαν τη δυνατότητα να επιβάλλουν όρους συναλλαγής που συχνά άγγιζαν τα όρια της κλοπής. Αποτέλεσμα ήταν η εκτεταμένη μεταφορά πλούτου από τα
Digitized by 10uk1s
υπόλοιπα μέρη του κόσμου στην Ευρώπη∙ το κράτος ιδιοποιήθηκε ένα μέρος αυτού του πλούτου, ενώ ένα άλλο μέρος χρησιμοποιήθηκε ως κεφάλαιο για παραγωγικές επενδύσεις στην Ευρώπη. Έτσι η Ισπανία αντλούσε μεγάλες ποσότητες αργύρου από το Μεξικό και το Περού∙ η Πορτογαλία χρυσό από τη Βραζιλία. Η Αγγλία κέρδιζε από τις πειρατείες που γίνονταν σε βάρος των Ισπανών και των Πορτογάλων∙ συνεπώς, είχε τη δυνατότητα να επιβάλλει στην Ινδία ή αλλού εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες εξασφάλιζαν μεγάλη διαρροή πλούτου από τις αποικίες. Φυσικά, τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών εξαρτώνται επίσης από τις εσωτερικές αλλαγές στην Ευρώπη κι έτσι διέφεραν από χώρα σε χώρα. Ενώ στην Αγγλία η εισροή πρώτων υλών, χρυσού και αργύρου, εφοδίαζε την πρωτοεμφανιζόμενη εγχώρια βιομηχανία, στην Ισπανία και την Πορτογαλία η εισροή πλούτου οδήγησε στη μείωση της οικονομικής παραγωγής. Η «ανάπτυξη της υπανάπτυξης», που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της φάσης του εμπορικού καπιταλισμού, πραγματοποιήθηκε σε τρία αλληλένδετα επίπεδα, αλλά σε διαφορετικό χρόνο και χώρο: ήταν η πολιτιστική, η οικονομική και η πολιτική διάβρωση των κοινωνιών, που παρασύρθηκαν στην τροχιά του δυτικού εμπορίου. Καμία από αυτές τις μορφές καταστροφικής σχέσης δεν αποτελεί χαρακτηριστικό της επέκτασης του δυτικού καπιταλισμού ή της σύγχρονης εποχής. Σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία, ιδίως από τη στιγμή της εμφάνισης του «πολιτισμού», ο οποίος σχεδόν παντού έχει συνδεθεί με την κλιμάκωση της στρατιωτικής δύναμης, διαβάζουμε ζοφερές περιγραφές διάλυσης, απορρόφησης ή γενικής σφαγής μερικών κοινωνιών από άλλες. Αυτό που διαφέρει στη σύγχρονη εποχή της δυτικής εξουσίας είναι ο μαζικός και διαρκής χαρακτήρας αυτών των διαδικασιών. Η καταστροφή της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των άλλων κοινωνιών κατά ένα μέρος ήταν απόρροια της άμεσης επιβολής του δυτικού τρόπου ζωής, αλλά και αποτέλεσμα της εξολόθρευσης των ανθρώπων σε μεγάλη κλίμακα. Οι αφρικανοί δούλοι που μεταφέρθηκαν στην Αμερική μάλλον ανέρχονται σε 15 εκατομμύρια∙ ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που ξεκίνησαν πέθαναν καθ' οδόν, συνεπώς ο πραγματικός αριθμός αυτών που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους ήταν πολύ μεγαλύτερος. Οι ασθένειες και ο υποσιτισμός, που προκλήθηκαν από την επαφή με τους Ευρωπαίους, διόγκωσαν περισσότερο αυτό τον αριθμό. Στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα όλος σχεδόν ο ντόπιος πληθυσμός της βορείου Αμερικής είχε εξολοθρευτεί∙ έχει υπολογιστεί ότι από τις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα ως τα μέσα του δέκατου ένατου οι ιθαγενείς της νοτίου Αμερικής είχαν μειωθεί κατά 40%. Έχει τεκμηριωθεί η οικονομική παρακμή των κοινωνιών που ήρθαν σε επαφή με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Οι παραδοσιακοί τρόποι παραγωγής διαβρώθηκαν εξαιτίας της ευρωπαϊκής απαίτησης για εξαγωγικές καλλιέργειες ενώ κατέρρευσαν οι καθιερωμένοι τρόποι εμπορικής συναλλαγής. Η πολιτική αποδιοργάνωση ήταν είτε επακόλουθο της πολιτιστικής και της οικονομικής αλλαγής, είτε αποτέλεσμα άμεσης παρέμβασης στους υφιστάμενους μηχανισμούς της διοίκησης. Η ιδέα της «ανάπτυξης της υπανάπτυξης» παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Frank (André Gunder Frank, Capitalism and Underdevelopment in Latin America, Harmondsworth, Penguin, 1971) και έχει ασκηθεί σ' αυτήν αρκετή κριτική, τουλάχιστον όσον αφορά τον τρόπο που διατυπώνεται από τον Frank. Ο Frank θεωρεί ότι η «υπανάπτυξη» απορρέει από τις επιπτώσεις του δυτικού εμπορικού κεφαλαίου που εμποδίζει την ανάπτυξη της εγχώριας οικονομίας μέσω της κυριαρχίας του σ' αυτήν. Άλλοι, παρ' όλο που δέχονται ότι η «υπανάπτυξη» είναι ένα τεχνητό φαινόμενο, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στους διάφορους τρόπους πολιτικού ελέγχου καθώς και στο γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή περιορίζεται εσκεμμένα στη Δύση. Βεβαίως, πρέπει να τονίσουμε ακόμη ότι η περίοδος του εμπορικού καπιταλισμού δεν ήταν μία περίοδος πλήρους καταλήστευσης των υπόλοιπων περιοχών του κόσμου. Όπως έκαναν και άλλοι «πολιτισμοί» πριν από αυτόν, έτσι και ο δυτικός
Digitized by 10uk1s
καπιταλισμός συνδύασε την εξαθλίωση με ουσιαστικά οφέλη: σε μερικές περιπτώσεις εξασφαλίστηκε η ειρηνική συνύπαρξη των τέως πολεμοχαρών γειτόνων και χάθηκε η δύναμη των εκμεταλλευτών γαιοκτημόνων. Το ίδιο, περίπου, ισχύει και για τη δεύτερη φάση, τη φάση της αποικιοκρατίας. Κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, η οποία έληξε μόλις πριν από δύο περίπου δεκαετίες, διευθετήθηκε ένα από τα σημαντικά ζητήματα που εμπλέκονταν στις προηγούμενες επαφές των Ευρωπαίων με άλλους λαούς: η μεταφορά ασθενειών σε άλλους λαούς, οι οποίοι είχαν ελάχιστη, ή και καθόλου φυσική άμυνα. Η επέκταση της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας από το δέκατο έκτο ως τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα ήταν φορέας διαδοχικών κυμάτων καταστροφικών επιδημιών στις αποικίες. Η ευλογιά, η ιλαρά και ο τύφος ήταν ασθένειες σχεδόν άγνωστες στην κεντρική και τη νότιο Αμερική πριν από την άφιξη των ισπανών στρατιωτών και εμπόρων. Αυτές οι ασθένειες σάρωσαν τον πληθυσμό που είχε μικρή, ή και δεν είχε, φυσική ανοσία. Παρόμοια τύχη είχαν πολλές φυλές της βορείου Αμερικής ως αποτέλεσμα των υποχρεωτικών επαφών τους με τους Άγγλους και τους Γάλλους. Η πιο καταστρεπτική αιτία θανατηφόρων ασθενειών ήταν το δουλεμπόριο, με το οποίο μεταφέρονταν αυτές οι ασθένειες στους απροστάτευτους πληθυσμούς από τη δυτική Αφρική στην Αμερική και, το αντίθετο, από την Αμερική πίσω στην Αφρική. Τον εικοστό αιώνα ωστόσο, τα προγράμματα ιατρικής περίθαλψης που βασίζονταν στη σύγχρονη ιατρική και συγκεκριμένα στον εμβολιασμό και στη βελτίωση της υγιεινής, προκάλεσαν μείωση του δείκτη θνησιμότητας στις αποικίες, ανάλογη με τη μείωση που είχε παρατηρηθεί νωρίτερα στην Ευρώπη. Μερικές ασθένειες, που προηγουμένως θεωρούνταν μοιραίες ‐η ευλογιά, η φυματίωση, η διφθερίτιδα και άλλες‐, αντιμετωπίστηκαν ή, ουσιαστικά, εξαλείφθηκαν. Απόρροια όλων αυτών, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν οι παράγοντες που περιόριζαν το ποσοστό των γεννήσεων στην Ευρώπη, ήταν η μεγάλη αύξηση του πληθυσμού της γης. Η δημιουργία αποικιών, θεωρούμενη ως «ευθύνη», την οποία έπρεπε να επωμιστούν οι δυτικές κυβερνήσεις, συχνά στην αρχή γινόταν απρόθυμα. Οι διαδικασίες πολιτιστικής, οικονομικής και πολιτικής αποδιοργάνωσης που περιγράφτηκαν παραπάνω κατέστησαν αναγκαία την άμεση πολιτική διοίκηση περιοχών ζωτικής σημασίας από τις δυνάμεις της Δύσης, διαφορετικά οι τελευταίες δε θα μπορούσαν να διατηρήσουν τα οικονομικά τους οφέλη. Η αποικιοκρατία δημιούργησε ένα «διττό» σύστημα σ' αυτές τις κοινωνίες ‐μια κοινωνική μορφή που υφίσταται μέχρι σήμερα στο μετα‐αποικιακό περιβάλλον. Πάλι, διαφέρουν οι ερμηνείες που αφορούν τις λεπτομέρειες του δυϊσμού, υπάρχει, όμως, συμφωνία γενικά για τη φύση του. Ο δυϊσμός υφίσταται σε σχέση και με τις τρεις διαστάσεις, που ανέφερα∙ σε κάθε περίπτωση αναφέρεται στην ύπαρξη δύο συνόλων θεσμών, που διαχωρίζονται αλλά και συνδέονται μεταξύ τους στα πλαίσια της αποικίας. Ο οικονομικός δυϊσμός μπορεί να έχει διάφορες μορφές, βασικά, όμως, σημαίνει ότι ένας «ανεπτυγμένος», ή βιομηχανοποιημένος, τομέας συνυπάρχει με την πιο παραδοσιακή οικονομική δραστηριότητα των άλλων τομέων ή περιοχών της χώρας. Το φαινόμενο αυτό συνήθως συνδέεται με μεγάλη ανισότητα πλούτου και εισοδήματος μεταξύ των δύο τομέων και σε πολλές χώρες έχει γίνει αιτία εκτεταμένης μετανάστευσης από τις στερημένες αγροτικές περιοχές στις πόλεις, οι οποίες δεν έχουν ούτε τα οικονομικά μέσα ούτε τη διοικητική υποδομή για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των μεταναστών. Η οικιστική ανάπτυξη δεν πραγματοποιήθηκε ‐ταυτόχρονα με την εκβιομηχάνιση, όπως συνέβη στην Ευρώπη. Οι πόλεις του Τρίτου Κόσμου έχουν «μοντέρνο» ‐κατά τα δυτικά πρότυπα‐κέντρο, όπου αναπτύσσεται μερικώς το εμπόριο και η βιομηχανία, ενώ στην περιφέρειά τους βρίσκονται παραπηγμουπόλεις, στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει μέσα στην αθλιότητα. Ο πολιτιστικός και ο πολιτικός δυϊσμός συνήθως έχουν αρκετά στενή σχέση με τον οικονομικό δυϊσμό. Ο πρώτος αναφέρεται στο γεγονός ότι ο παραδοσιακός τρόπος ζωής
Digitized by 10uk1s
επιβιώνει εκ παραλλήλου με τα κέντρα που ακολουθούν τα δυτικά πρότυπα∙ ο δεύτερος αναφέρεται στην εγκαθίδρυση πολιτικού μηχανισμού διακυβέρνησης, επανδρωμένου με υπαλλήλους δυτικού τύπου και με ανώτερους αξιωματούχους που τους προμηθεύει η αποικία. Το τέλος της αποικιοκρατίας συχνά είχε ως αποτέλεσμα μια κοινωνία ασταθή λόγω της «υπερφορτωμένης κορυφής», με ανεπτυγμένους θεσμούς διακυβέρνησης σε μία χώρα διασπασμένη λόγω των οικονομικών στερήσεων της αποικιοκρατίας (βλ. Peter Worsley, The Three Worlds. Culture and World Development, London, Weidenfeld, 1984). Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας συνεχίστηκε και επιταχύνθηκε η «ανάπτυξη της υπανάπτυξης». Η εκμετάλλευση των αποικιών περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, οργανωμένες μορφές οικονομικής ανισομέρειας μεταξύ των δυτικών κρατών και των αποικιών τους. Οι δυνάμεις της Δύσης οργάνωσαν απευθείας την παραγωγή και την προώθηση πρώτων υλών στις αποικίες με σκοπό να προάγουν τη δική τους βιομηχανική ανάπτυξη αφιερώνοντας συχνά το μεγαλύτερο μέρος της αρόσιμης γης στην καλλιέργεια ενός ή δύο ιδιαιτέρως επικερδών εξαγωγικών καλλιεργειών. Έτσι, ο ντόπιος πληθυσμός είχε στη διάθεσή του ένα μικρό μέρος εύφορης γης για την κάλυψη των αναγκών του. Επιπλέον, τα κέρδη που μπορεί να είχε η αποικία από τις εμπορικές καλλιέργειες ‐το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είχε ιδιοποιηθεί η αποικιοκρατική δύναμη‐ εκμηδενίζονταν εξαιτίας των διακυμάνσεων των τιμών αυτών των προϊόντων στην παγκόσμια αγορά. Σε περιόδους κατακόρυφης αύξησης της τιμής του καουτσούκ, του κακάο, του καφέ, της ζάχαρης και άλλων εμπορικών καλλιεργειών τα κέρδη διέρρεαν εκτός της αποικίας∙ όταν οι τιμές έπεφταν, η χώρα μπορούσε να στηριχτεί σε ελάχιστους πόρους εξαιτίας της έλλειψης ποικιλίας στα προϊόντα της. Τώρα η παγκόσμια οικονομία διανύει μετα‐αποικιακή φάση ανάπτυξης, κατά την οποία οι κυριότερες άμεσα αποικιοκρατούμενες περιοχές έχουν κερδίσει την ανεξαρτησία τους και αποτελούν «νέα έθνη». Αυτές, όμως, οι χώρες υποφέρουν ακόμη από την εκμετάλλευση που είναι απόρροια των συνθηκών που περιγράφτηκαν παραπάνω. Ο εξαιρετικά υψηλός βαθμός οικονομικής ανισότητας μεταξύ των «ανεπτυγμένων» και αυτών που συνήθως ονομάζονται «λιγότερο ανεπτυγμένες» (παρά «υπανάπτυκτες») χώρες μπορεί εύκολα να παρατηρηθεί σε παγκόσμια κλίμακα, εάν συγκρίνουμε τον πλούσιο «Βορρά» με το φτωχό «Νότο». Οι περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες βρίσκονται βόρεια από τον ισημερινό, ενώ οι λιγότερο ανεπτυγμένες βρίσκονται στην περιοχή του ισημερινού ή στο νότο. Έτσι η Αφρική, η Λατινική Αμερική και η νότια Ινδία, περιοχές που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους είναι σχετικά φτωχές, βρίσκονται στις νοτιότερες περιοχές της γης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρώπη και η Ιαπωνία βρίσκονται στο βορρά.
Σημερινές παγκόσμιες ανισότητες Μέχρι στιγμής έχω μιλήσει για τον «Πρώτο» και τον «Τρίτο Κόσμο», χωρίς να αναφέρω το «Δεύτερο Κόσμο» ‐τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης, την ανατολική Ευρώπη, την Κίνα και άλλες. Η κατηγορία του «Δεύτερου Κόσμου» σε μερικά σημεία τέμνει τη διαχωριστική γραμμή Βορρά‐Νότου. Οι σοσιαλιστικές χώρες, άμεσα συνδεδεμένες με το μαρξισμό, έχουν μέχρις ενός σημείου μείνει έξω από την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία. Με άλλα λόγια, με τη θεσμοθέτηση της σχεδιασμένης οικονομίας που βασίζεται στην απαγόρευση ή στον αυστηρό περιορισμό του ιδιωτικού κεφαλαίου, αυτές οι χώρες έχουν απαλλαγεί ως ένα βαθμό από τις σχέσεις εκμετάλλευσης που υφίστανται ακόμη μεταξύ Δύσης και Τρίτου Κόσμου. Πρέπει να πούμε «ως ένα βαθμό», επειδή στην πραγματικότητα η Σοβιετική Ένωση και οι ανατολικοευρωπαϊκές κοινωνίες έχουν αρκετούς οικονομικούς δεσμούς με τη Δύση∙ κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου απομονωμένες από τους παράγοντες,
Digitized by 10uk1s
που επηρεάζουν τη δυτική οικονομική ανάπτυξη. Η οικονομική ύφεση των καπιταλιστικών κέντρων έχει άμεσες επιπτώσεις στις σοσιαλιστικές χώρες. Εύκολα μπορούμε να περιγράψουμε σε γενικές γραμμές την οικονομική θέση των τριών βασικών ζωνών στο παγκόσμιο σύστημα. Το καπιταλιστικό «κέντρο» καταλαμβάνει περίπου το 1/4 των εδαφών της γης, έχει το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της γης αλλά τα 3/5 της παραγωγής. Η συνολική παραγωγή των σοσιαλιστικών χωρών είναι λιγότερη από τη μισή παραγωγή των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών της Δύσης και της Ιαπωνίας. Ωστόσο, είναι υπερ‐διπλάσια από την παραγωγή των χωρών του Τρίτου Κόσμου (βλ. Ranjit Sau, Unequal Exchange, Imperialism and Underdevelopment, Calcutta, Oxford University Press, 1978). Στον πίνακα 7.1. έχουμε μία ένδειξη της παγκόσμιας ανισότητας. Αυτός ο πίνακας αφορά τους μη‐σοσιαλιστικούς τομείς του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. ΠΙΝΑΚΑΣ 7.1. Παγκόσμιες αντιθέσεις σε διάφορα επίπεδα παραγωγής, 1975 (σε ποσοστά επί του συνόλου της παγκόσμιας παραγωγής)
ΑΕΠ
Γεωργία Βιομηχανική Μεταφορές και δραστηριότητα επικοινωνίες
Οικονομίες ανεπτυγμένων αγορών
81,5
51,2
81,0
84,3
Οικονομίες αναπτυσσόμενων αγορών
18,5
48,8
19,0
15,7
Αφρική, εκτός Νοτίου Αφρικής
3,0
10,7
2,5
2,5
15,9
30,6
34,6
Ηνωμένες Πολιτείες 33,9 και Καναδάς
Πηγή: United Nations Statistical Yearbook, 1981.
Το ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) και οι κυριότερες υποδιαιρέσεις του ‐η αγροτική παραγωγή, η βιομηχανική παραγωγή, οι μεταφορές και οι επικοινωνίες δίνονται σε ποσοστά επί του συνόλου της παγκόσμιας παραγωγής. Όταν λέω «οικονομίες αναπτυγμένων αγορών» εννοώ αυτά που ονόμασα καπιταλιστικά «κέντρα» ή χώρες του Πρώτου Κόσμου, ενώ οι «οικονομίες των αναπτυσσόμενων αγορών» αποτελούν το κύριο μέρος των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Στον πίνακα φαίνεται καθαρά πόσο υπερισχύουν οι χώρες του Πρώτου Κόσμου, όσον αφορά την παγκόσμια παραγωγή –81,5% του ΑΕΠ προέρχεται από αυτές τις χώρες, ενώ μόνο 18,5% από τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Η Αφρική, αν δεν υπολογίσουμε τη νότιο Αφρική, έχει λιγότερο από το 3% του συνολικού ΑΕΠ. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες και ο Καναδάς έχουν περισσότερο από το 1/3 του
Digitized by 10uk1s
συνόλου. Παρόμοιες αντιθέσεις παρατηρούνται και στις υποδιαιρέσεις της παραγωγής. Μολονότι ο πρωτογενής τομέας στις χώρες του Πρώτου Κόσμου είναι ασήμαντος συγκριτικά με τους άλλους τομείς της παραγωγής, ωστόσο οι χώρες αυτές ελέγχουν πάνω από το 1/2 της ολικής αγροτικής παραγωγής και πάνω από το 80% της μεταποιητικής βιομηχανίας, των μεταφορών και των επικοινωνιών. Η περίοδος της απο‐αποικιοποίησης από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά συνοδεύτηκε από μία πολύ σημαντική εξέλιξη στη φύση του διεθνούς καπιταλισμού: από τον όλο και πιο αποφασιστικό ρόλο που έπαιζαν οι «πολυεθνικές εταιρίες». Συζητώντας τις τάσεις στο εσωτερικό των καπιταλιστικών οικονομιών, αναφέρθηκα στην αυξημένη συγκεντροποίηση της οικονομικής ζωής στα χέρια μεγάλων εταιριών. Το μέγεθος και η δομή αυτών των εταιριών στηρίχτηκαν στην επέκταση των δραστηριοτήτων και της συμμετοχής τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Όταν τα δυτικά κράτη έπαψαν να εξουσιάζουν άμεσα τις αποικίες, οι πολυεθνικές εταιρίες έτειναν να ασκούν αποφασιστική επιρροή στην παγκόσμια οικονομία, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συναλλαγές αυτών των χωρών με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Φυσικά, από μία άποψη δεν πρόκειται για εντελώς νέο φαινόμενο: οι μεγάλες μονοπωλιακές εμπορικές εταιρίες των πρώτων φάσεων της ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας είχαν προαναγγείλει την εμφάνισή τους. Η μεταπολεμική, όμως, ανάπτυξη του πολυεθνικού καπιταλισμού έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι πολυεθνικές εταιρίες έχουν πολύ περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες ανά τον κόσμο απ' όσες είχαν οι προκάτοχοί τους. Έχουν έσοδα τα οποία συναγωνίζονται ή ξεπερνούν το ΑΕΠ ακόμη και μερικών βιομηχανικών χωρών. Έντεκα από τις είκοσι τέσσερις χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ΑΕΠ μικρότερο από την Exxon. Μία πολυεθνική εταιρία μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνδυασμός επιχειρήσεων που βρίσκονται σε διαφορετικές χώρες, τις ενώνει η κοινή ιδιοκτησία και ως εκ τούτου έχουν συντονισμένη γενική στρατηγική. Όλες οι πολυεθνικές έχουν «μητρικές» εταιρίες σε συγκεκριμένες χώρες. Από αυτή την άποψη την πρώτη θέση έχουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ακολουθούν η Βρετανία και η Δυτική Γερμανία (βλ. Robert Gilpin, U.S. Power and the Multinational Corporation, London Macmillan, 1976). Επειδή είναι παγκόσμιοι οργανισμοί, οι πολυεθνικές εταιρίες μπορούν να διοχετεύσουν τα κεφάλαιά τους με τρόπους που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποφεύγουν μερικούς από τους περιορισμούς, που ίσως επιδιώξουν να τους επιβάλουν τα κράτη. Για παράδειγμα, αρκετοί ισχυροί κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν επεκτείνει την παραγωγή τους σε διεθνές επίπεδο, επωφελούμενοι με αυτόν τον τρόπο από τις διαφορές που υπάρχουν ανά τον κόσμο στο κόστος εργασιακής δύναμης και πρώτων υλών. Έτσι το Ford Escort είναι ένα «διεθνές αυτοκίνητο», του οποίου οι διεθνείς προδιαγραφές παραγωγής έχουν καθοριστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να αλλάζουν αρκετά εύκολα οι συμφωνίες παραγωγής, χωρίς να λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα εθνικά σύνορα. Παρ' όλα αυτά η χώρα στην οποία έχει την έδρα της η μητρική εταιρία, δεν παίζει διόλου ευκαταφρόνητο ρόλο, επειδή οι σπουδαιότερες πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται σ' αυτή τη χώρα, στην οποία διοχετεύονται επίσης και τα κέρδη. Συνεπώς, η κατανομή των μητρικών εταιριών ανά εθνικά κράτη επηρεάζει έντονα το διεθνές μοντέλο συσσώρευσης κεφαλαίου. Οι επιπτώσεις της ανάμιξης των πολυεθνικών εταιριών στον Τρίτο Κόσμο υπήρξε αντικείμενο πολλών συζητήσεων όπως υπήρξε και η σημασία τους όσον αφορά το ερώτημα αν αυξάνονται ή λιγοστεύουν οι διαφορές μεταξύ πλούσιων και φτωχών κρατών. Μερικοί θεωρούν τις δραστηριότητές τους απλώς ως ένα περαιτέρω βήμα προς την εκμετάλλευση των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών, προς όφελος του καπιταλιστικού «κέντρου». Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα περιπτώσεων στις οποίες οι πολυεθνικές έχουν ακολουθήσει εξαιρετικά καταστρεπτική πολιτική έναντι των φτωχότερων χωρών. Έτσι, για παράδειγμα, τα προηγούμενα είκοσι χρόνια οι δυτικές εταιρίες έκαναν μεγάλη διαφημιστική εκστρατεία σε
Digitized by 10uk1s
πολλές από αυτές τις χώρες, με σκοπό να πείσουν τις μητέρες να χρησιμοποιούν αποβουτυρωμένο γάλα και άλλες παιδικές τροφές. Η επακόλουθη αύξηση του ποσοστού των βρεφών που τρέφονταν με το μπιμπερό, αντί να θηλάζουν, αποδείχτηκε ότι ήταν η αιτία της σημαντικής αύξησης της παιδικής θνησιμότητας. Το μητρικό γάλα δεν έχει μόνο μικρότερο ποσοστό βακτηριδίων από το γάλα του εμπορίου αλλά βοηθά στην ανάπτυξη ορισμένων αντιλοιμογόνων ιδιοτήτων βραχείας διάρκειας και εξασφαλίζει μακράς διάρκειας ανοσολογική άμυνα σε μερικές ασθένειες. Ωστόσο, η εικόνα είναι πιο περίπλοκη απ' αυτήν που προσφέρουν τα προηγούμενα παραδείγματα. Οι πολυεθνικές εταιρίες επενδύουν τεράστια κεφάλαια στις χώρες που λειτουργούν οι θυγατρικές τους και σταδιακά έτειναν να εγκαθιστούν εργοστάσια στις χώρες αυτές, εκμεταλλευόμενες την άμεση πρόσβαση σε φτηνές πρώτες ύλες και φτηνά εργατικά χέρια. Μια από τις συνέπειες ήταν αυτό που ονομάστηκε «αποδιάρθρωση» ‐ένας παράγοντας που συμβάλλει στο δυϊσμό. Όπως λέει ο Amin, αποτελείται «από τομείς, από εταιρίες, που συνυπάρχουν η μια πλάι στην άλλη και που μεταξύ τους δεν υπάρχει ολοκλήρωση σε μεγάλο βαθμό, η καθεμιά από τις οποίες, όμως, έχει ολοκληρωθεί σε έντονο βαθμό στα πλαίσια οικονομικών συνασπισμών, των οποίων τα κέντρα βάρους βρίσκονται στα κέντρα του καπιταλιστικού κόσμου». (S. Amin, Accumulation on a World Scale, New York, Monthly Review Press 1971, σ. 289). Μία μελέτη για τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στο Μεξικό έδειξε ότι οι ξένες εταιρίες αποτελούν πάνω από το 45% του συνόλου των εταιριών. Μία παρεμφερής μελέτη στη Βραζιλία οδήγησε σε παρόμοια συμπεράσματα, τα οποία ενισχύθηκαν από τη διαπίστωση ότι αυτές οι μεγάλες ξένες εταιρίες ελέγχουν επίσης ένα ευρύτερο δίκτυο μικρότερων εταιριών. Ταυτόχρονα ωστόσο, η εγκατάσταση παραγωγικών μονάδων στις φτωχότερες χώρες του κόσμου τους παρέχει τουλάχιστον τη δυνατότητα να δημιουργήσουν μία οικονομική βάση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τα θεμέλια αυξημένης υλικής ευημερίας. Πολλά εξαρτώνται από τη συγκεκριμένη κατάσταση στη χώρα που «φιλοξενεί»: κατά πόσο μπορεί να ελεγχθεί η εισροή και εκροή κεφαλαίων και μέχρι ποιο βαθμό υπάρχουν οικονομικοί τομείς διαφορετικοί από αυτόν που ελέγχεται από το διεθνές κεφάλαιο. Το πιο πιθανό σενάριο για τις επόμενες δεκαετίες φαίνεται να είναι το εξής: οι περισσότερες χώρες του Τρίτου Κόσμου θα εξακολουθήσουν να είναι σχετικά φτωχές αλλά από ορισμένες απόψεις θα διαβρωθεί ουσιαστικά η οικονομική ισχύς της Δύσης. Σχηματίζοντας ένα καρτέλ (ΟΠΕΚ), οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες κατόρθωσαν να αποτελέσουν σημαντικό κέντρο δύναμης έξω από τα πλαίσια του καπιταλιστικού πυρήνα. Όμως αυτή η στρατηγική είναι απίθανο να επαναληφθεί με παρόμοια επιτυχία όσον αφορά άλλα ορυκτά, επειδή τα κοιτάσματα πετρελαίου αφενός μεν είναι συγκεντρωμένα σε ορισμένες περιοχές, αφετέρου έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία για την οικονομία της Δύσης από οποιαδήποτε άλλη πρώτη ύλη. Πολύ πιο σημαντική είναι η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων εκτός καπιταλιστικού «κέντρου», ικανών να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τα δυτικά προϊόντα. Αυτή φαίνεται να είναι η αρχή αυτού που εμφανίζεται ως διαρκής τάση «απο‐βιομηχανοποίησης» της Δύσης, κατά την οποία οι δυτικές μεταποιητικές βιομηχανίες παρακμάζουν ή τείνουν να κλείσουν οριστικά. Εν μέρει ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων των πολυεθνικών εταιριών, εν μέρει λόγω της επέκτασης των εγχώριων επιχειρήσεων, χώρες όπως η Βραζιλία και η Βενεζουέλα στη Λατινική Αμερική, η Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και η Ταϊβάν, κατόρθωσαν να αναμετρηθούν με επιτυχία με το καπιταλιστικό «κέντρο» στον ίδιο του το χώρο. Αν εξακολουθήσει να υφίσταται η τάση μετατόπισης της μεταποιητικής βιομηχανίας από το κέντρο στην περιφέρεια, τότε οι επιπτώσεις στη Δύση μπορεί να είναι εξαιρετικά σημαντικές. Ο «στασιμοπληθωρισμός» ‐χαμηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με υψηλό πληθωρισμό‐μπορεί μαζί με τα ποσοστά ανεργίας, που παλιότερα θεωρούνταν ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Τρίτου Κόσμου, να γίνουν μόνιμο φαινόμενο στη Δύση.
Digitized by 10uk1s
Εθνικό κράτος, εθνικισμός, στρατιωτική ισχύς Για να προσεγγίσουμε τα θέματα του εθνικού κράτους, του εθνικισμού και της στρατιωτικής ισχύος, πρέπει να εγκαταλείψουμε τις συγκρίσεις μεταξύ της θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας και των μαρξιστικών θεωριών. Και αυτό γιατί καμία θεωρία δεν έχει διατυπώσει επαρκείς ερμηνείες γι' αυτά τα φαινόμενα. Εκ πρώτης όψεως, αυτό φαίνεται εξαιρετικά περίεργο. Κι αυτό γιατί η περίοδος εμφάνισης της «παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας», πριν από τρεις αιώνες περίπου, υπήρξε επίσης περίοδος επικράτησης του εθνικού κράτους ως μορφή πολιτικής ενότητας σε όλο τον κόσμο. Η επέκταση του καπιταλισμού από το δέκατο έκτο αιώνα και μετά έχει συνδεθεί στενά με τη στρατιωτική ισχύ ‐ιδίως με τη ναυτική ισχύ‐ της Δύσης. Ο εθνικισμός κατέληξε να είναι παράγοντας που επιδρά βαθιά στο σύγχρονο κόσμο, καθώς συνδέεται με ποικίλα κινήματα, από φασιστικά μέχρι και ριζοσπαστικά της άκρας αριστεράς. Οι πόλεμοι και η βία έχουν πετύχει μία πρωτοφανή κλιμάκωση στον εικοστό αιώνα, ο οποίος γνώρισε δύο παγκόσμιους πολέμους και τη μαζική εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων σε άλλους πολέμους. Και όμως αυτή η φρίκη συνήθως περνά απαρατήρητη στην κοινωνιολογία, ανεξάρτητα από τη διαφορετική κατά τα άλλα ιδεολογία των συγγραφέων. Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Μία εξήγηση, που μπορεί να δοθεί είναι η ακαδημαϊκή διαφοροποίηση της «κοινωνιολογίας» από «την πολιτική επιστήμη», που αναφέρθηκε στο κεφάλαιο 4, δηλαδή η άποψη που θεωρεί την ανάλυση του κράτους ως προνόμιο της δεύτερης. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η ανάλυση του κράτους, ακόμη και όταν εντασσόταν σ' αυτή την κατηγορία, ήταν εντελώς ανεπαρκής, καθώς καταπιανόταν κυρίως με τη δομή στο εσωτερικό της δημοκρατίας ή με τον οικονομικό ρόλο του κράτους. Η βιβλιογραφία για την «ανάπτυξη της υπανάπτυξης», στην οποία αναφέρθηκα ήδη σ' αυτό το κεφάλαιο, έχει μεγάλη σημασία στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τη διαμόρφωση του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος. Αλλά, το μεγαλύτερο μέρος της αντιμετωπίζει σχεδόν αποκλειστικά την οικονομική πλευρά του ζητήματος, λες και η παραγωγή και η ανταλλαγή αγαθών είναι τα μόνα που επηρεάζουν το παγκόσμιο σύστημα. Για να εξηγηθεί πώς κυριάρχησε αυτός ο τρόπος σκέψης που δίνει έμφαση μόνο στην οικονομική πλευρά, πρέπει να γυρίσει κανείς πίσω στην πνευματική παράδοση που η κοινωνιολογία κληρονόμησε από τα τέλη του δέκατου όγδοου και το δέκατο ένατο αιώνα. Τόσο η θεωρία της βιομηχανικής κοινωνίας όσο και ο μαρξισμός διακατέχονται έντονα από την ιδέα ότι η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας υποκαθιστά το μιλιταρισμό της φεουδαρχίας με τις ειρηνικές σχέσεις οικονομικών ανταλλαγών. Οι κύριες μορφές σύγκρουσης είναι οικονομικές και σε κάθε περίπτωση θα αρθούν ‐κατ' αρχήν μέσω της ωρίμανσης της εκβιομηχάνισης αυτής καθαυτής και δεύτερον μέσω της διαδικασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Καμία θεωρία δε συνέλαβε το κράτος ως άρρηκτα συνδεδεμένο με τη διάδοση της στρατιωτικής βίας ή με το διοικητικό έλεγχο μιας καθορισμένης εδαφικής έκτασης. Το κράτος, εν ολίγοις, δεν εκλαμβάνεται ως εθνικό κράτος, με δυνάμει ή ήδη ανταγωνιστικές σχέσεις με άλλα εθνικά κράτη. Επίσης, ειδικά ο Marx απέτυχε να προβλέψει τον τεράστιο αντίκτυπο, που έμελλε να έχουν τα ιδανικά του εθνικισμού σ' όλη τη σύγχρονη εποχή∙ η ειρωνεία είναι ότι τα εθνικιστικά συναισθήματα έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην ενθάρρυνση μερικών σημαντικών επαναστάσεων του εικοστού αιώνα, οι οποίες εγκαθίδρυσαν μαρξιστικά καθεστώτα. Για να κατανοήσουμε την εμφάνιση του σύγχρονου εθνικού κράτους, πρέπει να συνδέσουμε την καταγωγή του καπιταλισμού με τις προϋπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες στη μετα‐ μεσαιωνική Ευρώπη. Η Ευρώπη το δέκατο έκτο αιώνα ήταν ένα δίκτυο μικρών κρατών ‐ένα κρατικό σύστημα, το οποίο περιλάμβανε ευκαιριακές συμπαρατάξεις, συμμαχίες και συγκρούσεις. Ανεξάρτητα από το αν το κρατικό σύστημα ήταν, ή δεν ήταν, απαραίτητη προϋπόθεση για την εμφάνιση του καπιταλισμού, η ύπαρξή του αποτέλεσε το υπόβαθρο για
Digitized by 10uk1s
την επέκτασή του. Αυτά τα κράτη δεν είχαν γίνει ακόμη εθνικά. Το εθνικό κράτος μπορεί να οριστεί ως σύνολο θεσμών πολιτικής διακυβέρνησης, όπου οι ηγέτες μιας κοινωνίας μονοπωλούν επιτυχώς τον έλεγχο των μέσων άσκησης βίας (του στρατού και της αστυνομίας) και αυτός ο έλεγχος αποτελεί το κύριο έρεισμα που τους εξασφαλίζει τη διοίκηση μιας καθορισμένης εδαφικής έκτασης. Από αυτή την άποψη τα ευρωπαϊκά κράτη το δέκατο έκτο αιώνα δεν ήταν εθνικά κράτη. Κι αυτό γιατί τα περισσότερα είχαν σχετικά ρευστά σύνορα ενώ δεν υπήρχε ο κεντρικός κρατικός μηχανισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε σταδιακά στη συνέχεια. Σημαντικό ρόλο σ' αυτή τη διαδικασία έπαιξαν οι αλλαγές στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, που ανέφερα στην αρχή του κεφαλαίου, οι οποίες ταυτόχρονα συνδέονταν με τις μορφές οικιστικής ανάπτυξης, που έχουν ήδη περιγραφεί. Αυτές οι αλλαγές κατέστησαν ως ένα βαθμό δυνατό το συντονισμό της κυβερνητικής διοίκησης, που δεν μπορούσε να επιτευχθεί παλιότερα. Ταυτόχρονα, η διεύρυνση της βιομηχανικής παραγωγής σε συνδυασμό με την πολεμική τέχνη, έδωσαν τη δυνατότητα μιας πρωτοφανούς ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος. Έτσι, το πρώιμο ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο βασίστηκαν αργότερα τα εθνικά κράτη. Ο πόλεμος και η διπλωματία σχηματοποίησαν αυτές τις αλλαγές. Το δέκατο έκτο αιώνα υπήρχαν περίπου 500 αυτόνομα κράτη και πριγκιπάτα στην Ευρώπη∙ στις αρχές του εικοστού αιώνα είχαν συρρικνωθεί σε είκοσι πέντε (βλ. Charles Tilly, The Formation of National States in Europe, Princeton, Princeton University Press, 1975). Ο σχηματισμός των σύγχρονων εθνικών κρατών συνδέθηκε στενά με την εμφάνιση του εθνικιστικού πνεύματος. Ο εθνικισμός μπορεί να οριστεί ως κοινά αισθήματα συμπάθειας απέναντι σε σύμβολα, μέσω των οποίων τα μέλη ενός συγκεκριμένου πληθυσμού αναγνωρίζουν ότι ανήκουν στην ίδια ευρύτερη κοινότητα. Η ανάπτυξη του εθνικισμού στην Ευρώπη συνέκλινε με τη διαμόρφωση των εθνικών κρατών. Επομένως πρόκειται για σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, που προσδιορίζεται με μεγαλύτερη ακρίβεια από το διάχυτο τοπικιστικό πνεύμα, που επικρατούσε στις πρώτες φάσεις της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού κρατικού συστήματος. Είναι εμφανές ότι η όξυνση του εθνικιστικού πνεύματος στην Ευρώπη συνδέθηκε με την καταστροφή των δεσμών της τοπικής κοινότητας των εξαρτήσεων, των διαλέκτων και ούτω καθεξής, που προκλήθηκε από τις διαδικασίες συγκέντρωσης με την εμφάνιση του εθνικού κράτους. Είναι επίσης εμφανές ότι το εθνικό κράτος και ο εθνικισμός δε θα έπρεπε να θεωρούνται απλώς ως δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Για παράδειγμα, τα μετα‐αποικιακά κράτη της σύγχρονης Αφρικής είναι σίγουρα εθνικά κράτη, μερικά, όμως, ταλαιπωρούνται από τοπικιστικές διαφορές πιο δυνατές από τα αισθήματα προσκόλλησης στην εθνική κοινότητα. Αν η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου παγκόσμιου συστήματος, άλλο τόσο είναι και το σύστημα του εθνικού κράτους. Ο Wallerstein το επισημαίνει, αλλά δε φαίνεται να αντιλαμβάνεται πλήρως τις συνέπειες αυτής της διαπίστωσης. Κι αυτό γιατί η επέκταση του εθνικού κράτους σε όλο τον κόσμο συνοδεύτηκε από μια όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση των μέσων διεξαγωγής πολέμου στα χέρια των εθνικών κρατών. Η φράση του Amin «συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα» ταιριάζει τόσο στην αύξηση των εξοπλισμών όσο και στην ανάπτυξη του υλικού πλούτου ‐με αποκορύφωμα την πλατιά εξάπλωση των πυρηνικών όπλων στην εποχή μας, μία εποχή κατά την οποία η επιβίωση όλων μας κρέμεται από μια κλωστή.
Digitized by 10uk1s
Συμπέρασμα: η κοινωνιολογία ως κριτική θεωρία
Σ' αυτό το βιβλίο επιδίωξα να παρουσιάσω στον αναγνώστη μία άποψη για την κοινωνιολογία διαφορετική από τον τρόπο σκέψης, που κυριαρχούσε σ' αυτό το χώρο για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτοί που θέλησαν να διαμορφώσουν την κοινωνιολογία με βάση τις φυσικές επιστήμες, με την ελπίδα ότι θα ανακαλύψουν καθολικούς νόμους κοινωνικής συμπεριφοράς, έτειναν να την αποκόψουν από την ιστορία. Για να θέσουμε τέρμα σε αυτές τις απόψεις, πρέπει να προχωρήσουμε πέρα από την απλή επιβεβαίωση ότι η κοινωνιολογία ‐ ή ακριβέστερα οι κοινωνικές επιστήμες και η ιστορία δεν είναι δυνατόν να διαχωριστούν, όσο προκλητικός κι αν φαίνεται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Πρέπει να αντιληφθούμε πώς διαμορφώνεται η ιστορία μέσα από την ενεργό συμμετοχή και τους αγώνες των ανθρώπων, και πώς παρ' όλα αυτά διαπλάθει ταυτόχρονα τα ανθρώπινα όντα και έχει συνέπειες οι οποίες ούτε έχουν επιδιωχθεί ούτε προβλεφτεί. Σε μία εποχή που αιωρείται ανάμεσα στις εκπληκτικές ευκαιρίες από τη μία πλευρά και την ολική καταστροφή από την άλλη τίποτε δεν έχει τόσο ζωτική σημασία όσο ένα θεωρητικό υπόβαθρο των κοινωνικών επιστημών. Αν εγκαταλείψουμε την ορθόδοξη άποψη, απορρίπτουμε επίσης την αντίληψη ότι η κοινωνιολογία μπορεί να περιοριστεί στην περιγραφή και την εξήγηση. Η κοινωνιολογία από κοινού με όλες τις κοινωνικές επιστήμες αποτελεί εγγενές και αναπόσπαστο μέρος του «αντικειμένου», που επιδιώκει να κατανοήσει. Ως κριτικό εγχείρημα η κοινωνιολογική σκέψη πρέπει να δομηθεί με άξονα τις τρεις διαστάσεις της κοινωνιολογικής φαντασίας, τις οποίες ανέφερα. Πετυχαίνοντας κάποια κατανόηση των κοινωνικών μορφών που χάθηκαν στο παρελθόν καθώς και των άλλων μορφών, των οποίων οι τρόποι ζωής διαφέρουν ριζικά από τον τρόπο ζωής που επιβάλλουν οι παρούσες διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής, μπορούμε να βοηθήσουμε στην εκπλήρωση του καθήκοντος της κοινωνιολογίας ως κριτικής θεωρίας. Η κοινωνιολογία ως κριτική θεωρία δεν εκλαμβάνει τον κόσμο ως δεδομένο, αλλά θέτει τα ερωτήματα: ποιες μορφές κοινωνικής αλλαγής είναι εφικτές και επιθυμητές και πώς πρέπει να αγωνιστούμε για να τις πετύχουμε; Υπάρχουν μερικοί που θα ισχυριστούν ίσως ότι ο μαρξισμός προσφέρει έτοιμες λύσεις σ' αυτά τα ζητήματα και οι οποίοι, κατά συνέπεια, θα επιδίωκαν απλώς να αντικαταστήσουν την «κοινωνιολογία» με το «μαρξισμό». Δε συμμερίζομαι αυτή την άποψη, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ μαρξισμού και κοινωνιολογίας, όπως προϋποθέτει αυτή η άποψη. Η κοινωνιολογική σκέψη πρέπει να είναι προετοιμασμένη να αφομοιώσει τις ιδέες που απορρέουν από τη μαρξιστική παράδοση, χωρίς να συγχωνευθεί μ' αυτήν. Ο δεύτερος λόγος δικαιολογεί αυτή την άποψη: υπάρχουν πολλές ατέλειες και ελλείψεις στη μαρξιστική σκέψη κι επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο της κοινωνιολογικής ανάλυσης. Τα έργα του Marx έχουν από ορισμένες απόψεις ουσιώδη σημασία για την κοινωνιολογία, όπως προσπάθησα να δείξω όταν μελετούσα τις αντιθέσεις μεταξύ μαρξιστικής σκέψης και θεωρίας της βιομηχανικής κοινωνίας. Η επέκταση της καπιταλιστικής επιχείρησης έδωσε ώθηση στη συνακόλουθη ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής στη Δύση. Οι δυτικές κοινωνίες εξακολουθούν να έχουν καπιταλιστικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το πόσο μπορεί να άλλαξαν από την εποχή των κειμένων του Marx. H πάλη των τάξεων συμμετείχε άμεσα σ' αυτές τις αλλαγές και εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί τόσο σε επίπεδο βιομηχανικών σχέσεων όσο και στο επίπεδο της φύσης του κράτους. Ο δυναμικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής παραγωγής προκάλεσε ασύγκριτα περισσότερες τεχνολογικές καινοτομίες από οποιαδήποτε άλλη προγενέστερη μορφή παραγωγικού συστήματος. Ο Marx κάθε άλλο παρά υπερέβαλλε όταν έγραφε ότι «αυτή [η καπιταλιστική επιχείρηση] έχει κάνει θαύματα που ξεπερνούν τις
Digitized by 10uk1s
αιγυπτιακές πυραμίδες, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία, τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς∙ διεξήγαγε εκστρατείες, που επισκιάζουν όλες τις προηγούμενες εξόδους των εθνών και τις σταυροφορίες... Διαρκής επαναστατικοποίηση της παραγωγής, αδιάκοπη αμφισβήτηση των κοινωνικών συνθηκών, μόνιμη ανασφάλεια και αναταραχή διακρίνουν την αστική εποχή από τις προηγούμενες». Εξάλλου, όπως τόνιζε συχνά ο Marx, αυτός ο δυναμισμός συντείνει στη διάδοση των καπιταλιστικών οικονομικών μηχανισμών σε όλο τον κόσμο: οι καπιταλιστικές βιομηχανίες «δε λειτουργούν πλέον με εγχώριες πρώτες ύλες αλλά με πρώτες ύλες που αντλούν από τις πιο μακρινές περιοχές∙ βιομηχανίες των οποίων τα προϊόντα καταναλώνονται όχι μόνο στη χώρα, που παράγονται, αλλά σε κάθε γωνιά της γης» (Karl Marx και Friendrich Engels, «Manifesto of the Communist Party», in Selected Works in One Volume, London, Laurence & Wishart, 1968, σ. 38 και 39∙ ελλ. έκδ., έκδοση εξωτερικού του ΚΚΕ). Από την εποχή που έγραφε ο Marx, η μαρξιστική σκέψη έχει αναπτυχθεί και εμπλουτιστεί ποικιλοτρόπως. Ο μαρξισμός με τη μία μορφή ή την άλλη έχει επίσης αποτελέσει την επίσημη ιδεολογία‐σύστημα που ακολουθούν κυβερνήσεις, οι οποίες εξουσιάζουν σημαντικά τμήματα του κόσμου. Παράλληλα, όμως, με την πολιτική του επιτυχία έχουν γίνει έντονα εμφανή τα όριά του ως σύνολο θεωρίας και εφαρμογής. Όπως γνωρίζουν όλοι, οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις έγιναν σε χώρες στην περιφέρεια του καπιταλισμού και όχι στα βιομηχανικά προηγμένα κέντρα της Δύσης. Η σημασία αυτού του γεγονότος για την αξιολόγηση όλων των σοσιαλιστικών προγραμμάτων εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Κι αυτό γιατί είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι η Σοβιετική Ένωση και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες, παρ' όλο που διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, μάλλον απέχουν πολύ από την ανθρωπιστική και ελεύθερη κοινωνική τάξη πραγμάτων από το σοσιαλιστικό, δηλαδή, ιδεώδες. Οι συγκεκριμένες συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύχθηκε η Σοβιετική Ένωση, μία κοινωνία που βιομηχανοποιήθηκε με γοργό ρυθμό, σε ένα χώρο που περιστοιχιζόταν από εχθρικές καπιταλιστικές δυνάμεις, αναμφίβολα συνέβαλαν στη δημιουργία ορισμένων αυταρχικών χαρακτηριστικών που εμφανίζει. Η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης στις σοσιαλιστικές κοινωνίες, που διαμορφώθηκαν αργότερα, συνέβαλε στην αναπαραγωγή παρόμοιων στοιχείων στις κοινωνίες αυτές. Είναι δυνατόν να υπάρξουν διεισδυτικές μαρξιστικές κριτικές των κοινωνιών σοβιετικού τύπου και, πράγματι τα τελευταία χρόνια έχουν παρουσιαστεί αρκετές ‐κυρίως αν όχι αποκλειστικά, γραμμένες από τις πένες των μαρξιστών που ζουν στη Δύση. Εξακολουθεί, όμως, να είναι βασικό το θέμα κατά πόσο μερικά ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά των κοινωνιών στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού ανάγονται στα όρια των ίδιων των απόψεων του Marx. Αν, όπως νομίζω, συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε η σύγχρονη πολιτική θεωρία χρειάζεται βαθύτερη αναμόρφωση απ' αυτήν που είναι ικανοί να πραγματοποιήσουν όσοι φοβούνται να απομακρυνθούν από τους περιορισμούς των δογμάτων του Marx. Οι περισσότεροι κριτικοί του Marx έχουν συντηρητικές ή φιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις. Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό μία κριτική κοινωνική θεωρία, που αντλεί στοιχεία από αυτούς τους συγγραφείς, να υπερφαλαγγίζει τον Marx απ' τα αριστερά. Εκτός απ' το βασικό ζήτημα της προέλευσης του ολοκληρωτικού πολιτικού ελέγχου, νομίζω ότι υπάρχουν άλλα τέσσερα ζητήματα που συνδέονται με τη χειραφέτηση του ανθρώπου και τα οποία αναλύονται ανεπαρκώς τόσο στα έργα του Marx, όσο και στα έργα των περισσότερων μεταγενέστερων μαρξιστών (δεν είχα χώρο να τα συζητήσω όλα αυτά σ' αυτό το βιβλίο). Πρώτο. Το θέμα της σχέσης των ανθρώπων με τη φύση και οι πόροι, τους οποίους προσφέρει, για τη διατήρηση της ανθρώπινης ζωής. Αν και ο Marx περιστασιακά κάνει ορισμένα μυστηριώδη και συγκεκαλυμμένα σχόλια για τη φύση, η κύρια κατεύθυνση της θεωρίας του είναι η αντιμετώπιση της φύσης απλώς ως μέσου της ανθρώπινης κοινωνικής προόδου. Με άλλα λόγια, η κοινωνική πρόοδος ταυτίζεται με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, αυτού που ο
Digitized by 10uk1s
Marx ονομάζει «παραγωγικές δυνάμεις». Ο Marx θεωρούσε τον καπιταλισμό ως προοδευτικό τρόπο παραγωγής επειδή ανεξάρτητα από τις ανισότητες που μπορεί να γεννούσε, εξάλειφε άλλες ‐οικονομικά στάσιμες‐ κοινωνικές μορφές. Αν όμως υποτάξουμε άλλες μορφές σχέσεων με τη φύση στην αναζήτηση της υλικής ευημερίας, ίσως καταστρέψουμε τρόπους ζωής, από τους οποίους η Δύση θα μπορούσε να διδαχτεί πολλά. Μπορούμε να πούμε ότι η φύση για τους περισσότερους πολιτισμούς, που προϋπήρξαν του δυτικού καπιταλισμού, είναι κάτι περισσότερο από απλό μέσο υλικής προόδου. Οι άνθρωποι δε ζουν μακριά από τη φύση, όπως συμβαίνει με αυτούς που ζουν στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον. Για μας η «ύπαιθρος» (ό,τι έχει απομείνει και δεν έχει καταστραφεί από τη βιομηχανία ή δεν έχει αποκτήσει ομοιόμορφη όψη από την εμπορική καλλιέργεια) είναι αναπόληση, το καταφύγιό μας για τα Σαββατοκύριακα. Ωστόσο, στους περισσότερους πολιτισμούς και ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, οι άνθρωποι ζούσαν «στη» φύση και ένιωθαν ότι ανήκουν σ' αυτήν, αναμιγνύοντας αισθητικά και θρησκευτικά βιώματα. Μόνο μερικές φορές αισθανόμαστε φευγαλέα με αποσπασματικό και ελλιπή τρόπο το βάθος ενός τέτοιου βιώματος. Ο T.S. Eliot υπαινίσσεται κάτι τέτοιο στο Burnt Norton, όταν γράφει για την απροσδιόριστη και μελαγχολική διάθεση που δημιουργεί η στιγμή μες στο ροδόκηπο, Η στιγμή στην κληματαριά που την έδερνε η βροχή, Η στιγμή όταν κάθεται ο καπνός στην εκκλησιά που τη χτυπούν τα ρέματα.7 Να υποθέσουμε λοιπόν ότι τέτοιες στιγμές είναι το μόνο που μπορεί, ή που θα έπρεπε να επιζήσει στο σύγχρονο κόσμο; Αν είναι έτσι, διαγράφουμε χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας καθώς και τον τρόπο ζωής πολλών ανθρώπινων κοινωνιών, θεωρώντας τα απλώς ως αξιοπερίεργα περασμένων εποχών. Ακόμη κι αν υιοθετούσαμε μια τέτοια άποψη, η οποία σήμερα λόγω μιας περίεργης μεταστροφής θεωρείται εντελώς βάρβαρη, στον εικοστό αιώνα είναι πλέον εμφανές ότι υπάρχουν οικολογικά όρια στη χρησιμοποίηση της φύσης από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η εμμονή των σύγχρονων καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών κοινωνιών στην οικονομική ανάπτυξη οδηγεί τον κόσμο στην οικολογική καταστροφή. Αν και επείγει το θέμα της ανακατανομής του παραγωγικού πλούτου προς την κατεύθυνση των χωρών του Τρίτου Κόσμου, πρέπει να αντιταχθούμε άμεσα στην άποψη ότι τα οικονομικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος, μπορούν εύκολα να λυθούν με περισσότερες τεχνολογικές καινοτομίες. Συνεπώς, μία μορφή ριζοσπαστισμού, η οποία πρέπει απαραίτητα να συμπληρώσει τις παραδοσιακές απόψεις του μαρξισμού, είναι ο οικολογικός ριζοσπαστισμός, που επιδιώκει να πολεμήσει μία εντελώς μηχανιστική στάση απέναντι στη φύση. Δεύτερο. Το θέμα της φυλετικής καταπίεσης ή της καταπίεσης των εθνικών μειονοτήτων. Βέβαια, τα έργα του Marx, όπως και τα έργα των μεταγενέστερων μαρξιστών, έχουν διασαφηνίσει ορισμένες πλευρές αυτών των φαινομένων στο βαθμό που έπαιξαν κάποιο ρόλο στην επέκταση του καπιταλισμού. Από τις αρχές του δουλεμπορίου λαοί του Τρίτου Κόσμου «εισάχθηκαν» λίγο ως πολύ βίαια ή δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις για καλύτερο βιοτικό επίπεδο και μεταφέρθηκαν στις μητροπολιτικές καπιταλιστικές χώρες. Μία από τις τελευταίες φορές που έγινε κάτι τέτοιο ήταν η ευρεία απασχόληση εργατών που είχαν μεταναστεύσει από φτωχότερες χώρες στις πλούσιες κοινωνίες της δυτικής Ευρώπης. Ένα παράδειγμα είναι η εισαγωγή τούρκων «φιλοξενούμενων εργατών» στη δυτική Γερμανία κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '50 και '60. Όσοι από αυτούς τους εργάτες δεν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, έχουν εργασίες με χαμηλούς μισθούς, λίγες προοπτικές σταδιοδρομίας ενώ η δουλειά τους δεν είναι σίγουρη. Μπορούμε να κατανοήσουμε την καταπίεση των μειονοτήτων στις προηγμένες Digitized by 10uk1s
καπιταλιστικές χώρες μόνο μέσα στα πλαίσια της ιστορίας της δυτικής αποικιοκρατίας και των απόψεων που τη στηρίζουν. Όπως αποδεικνύει η τύχη των μαύρων και των άλλων «μη‐ λευκών» μειονοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτές οι απόψεις είναι ακλόνητες. Υπάρχουν εμφανείς και συστηματικές διαφορές μεταξύ των εμπειριών αυτών των ομάδων και των εμπειριών των λευκών μεταναστών, που κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου και στις αρχές του εικοστού αιώνα ήρθαν κατά κύματα από την Ευρώπη. Πολλοί απ' αυτούς τους ίδιους είχαν αποδράσει από τις καταπιεστικές συνθήκες της πατρίδας τους, για να βρουν ξαφνικά μια ζωή φοβερής φτώχειας στα κράτη που πήγαιναν. Αλλά για τους περισσότερους ‐όχι όμως για όλους‐ απογόνους τους αποδείχτηκε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ένα «χωνευτήρι», μέσα στο οποίο αφομοιώθηκαν από την κοινωνία που τους δέχτηκε. Από την άλλη πλευρά, είναι εμφανές ότι οι «μη‐λευκές» μειονότητες δεν έχουν αφομοιωθεί με τον ίδιο τρόπο που αφομοιώθηκαν οι ευρωπαίοι μετανάστες. Οι χαμηλές αμοιβές και η απομόνωση σε αστικά γκέτο αποτελούν τα μόνιμα γνωρίσματα των συνθηκών, στις οποίες ζουν (βλ. Robert Blauner, Racial Oppression in America, New York, Harper & Row, 1972). Ωστόσο, η καταπίεση των εθνικών μειονοτήτων δεν αποτελεί χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και κατά συνέπεια ο μετασχηματισμός του μόνο, δεν αρκεί για να θέσει τέρμα σ' αυτή την κατάσταση. Σίγουρα οι υπάρχουσες σοσιαλιστικές κοινωνίες δεν έχουν απελευθερωθεί από τις φυλετικές διακρίσεις. Αυτό δε θα έπρεπε να μας προκαλεί έκπληξη, εφόσον όποια παραλλαγή της και αν εφαρμόζεται, η μαρξιστική σκέψη δεν αντιμετωπίζει αυτές τις διακρίσεις ως ανεξάρτητη ‐από τους μηχανισμούς ταξικής κυριαρχίας‐ πηγή εκμετάλλευσης. Κι αυτό γιατί αν και η καταπίεση αλλοεθνών έχει συνδεθεί στενά με τις ταξικές διακρίσεις στις σύγχρονες κοινωνίες, θα ήταν λάθος να περιορίσουμε τη μία στα πλαίσια της άλλης. Ένας από τους στόχους μιας κριτικής κοινωνικής θεωρίας πρέπει να είναι η ανάλυση των διακρίσεων και της εκμετάλλευσης των εθνικών μειονοτήτων, οι οποίες αναλύσεις, όμως, θα ξεφεύγουν από την παραδοσιακή ενασχόληση της μαρξιστικής σκέψης με την ταξική κυριαρχία. Τρίτο. Το θέμα της καταπίεσης της γυναίκας. Τα ζητήματα που τίθενται εδώ έχουν κοινά σημεία με το θέμα των φυλετικών διακρίσεων. Οι μαρξιστές συγγραφείς έχουν συμβάλει ιδιαίτερα στη μελέτη της καταπίεσης των γυναικών σε σχέση με την εμφάνιση του καπιταλισμού. Έχω, ήδη, αναφερθεί σ' αυτές τις εργασίες. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού με το διαχωρισμό της κατοικίας από τον τόπο εργασίας και σε συνδυασμό με ορισμένα γνωρίσματα της οικογενειακής ζωής, καλλιέργησε τα ιδανικά της οικογενειακής ζωής τα οποία επηρέασαν έντονα τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Όπως και στην περίπτωση των εθνικών μειονοτήτων ‐και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό όσον αφορά τις γυναίκες που ανήκουν σ' αυτές τις μειονότητες‐ έτσι και οι εργαζόμενες γυναίκες συγκεντρώνονται στις δουλειές με τις χειρότερες συνθήκες. Αν τα δεχτούμε αυτά, η μαρξιστική σκέψη δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει επαρκώς την προέλευση και τη φύση της εκμετάλλευσης του ενός φύλου από το άλλο. Ο ίδιος ο Marx έγραψε λίγα γι' αυτό το θέμα. Ωστόσο, ο φίλος και στενός συνεργάτης του Friedrich Engels αποπειράθηκε να περιγράψει συστηματικά την υποταγή των γυναικών στο έργο του The Origin of the Family, Private Property and the State (1884, ελλ. έκδ., Θεμέλιο, Αθήνα, 1975). Δεν μπορούμε να ξέρουμε κατά πόσο συμφωνούσε ο Marx με τις λεπτομέρειες της ανάλυσης του Engels, όμως δε φαίνεται να υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι θα είχε αμφισβητήσει τα κύρια σημεία της άποψης του Engels. Ακολουθώντας το παράδειγμα ορισμένων ανθρωπολόγων του δέκατου ένατου αιώνα, ο Engels υποστήριξε ότι οι πρώτες μορφές ανθρώπινης κοινωνίας είναι μητριαρχικές. Η ανδρική κυριαρχία, ο θεσμός της πατριαρχικής οικογένειας είναι προϊόν της ιστορίας. Η ανάπτυξη της πατριαρχίας συνδέεται με την εμφάνιση των τάξεων και του κράτους. Η πατριαρχία εμφανίστηκε όταν παρουσιάστηκε η ανάγκη να προστατεύσουν οι άντρες τα νέα συμφέροντα των ιδιοκτητών
Digitized by 10uk1s
(πρέπει να πούμε, όμως, ότι ο Engels δεν εξηγεί καθαρά πώς συνέβη αυτό). Συνεπώς, σύμφωνα με τη θεωρία του Engels, η ανδρική κυριαρχία ερμηνεύεται ταξικά. Εφόσον η πατριαρχία είναι αποτέλεσμα της ταξικής κυριαρχίας, ισχυρίζεται ο Engels, θα εξαφανιστεί όταν ο σοσιαλισμός υπερβεί τον καπιταλισμό ‐με την έλευση της αταξικής κοινωνίας. Υπό το φως των πορισμάτων των κοινωνικών επιστημών λίγα στοιχεία της θεωρίας του Engels διατηρούν την εγκυρότητά τους. Τα ανθρωπολογικά ευρήματα δείχνουν ότι δεν υπήρξε μητριαρχικό στάδιο στην εξέλιξη της κοινωνίας. Όπως ανέφερα στο κεφάλαιο 6, όλες οι γνωστές σε μας κοινωνίες είναι από ορισμένες απόψεις πατριαρχικές ‐ συμπεριλαμβανομένων, πρέπει να το επισημάνουμε αυτό, των υφιστάμενων σοσιαλιστικών κοινωνιών‐ παρ' όλο που υπάρχουν αρκετές παραλλαγές στα διαφορετικά κοινωνικά συστήματα. Δεν είναι δυνατόν να «εξηγήσουμε» την πατριαρχία ως έκφραση ταξικής κυριαρχίας∙ όπως και η φυλετική καταπίεση πρέπει να αναλυθεί ως ανεξάρτητο φαινόμενο, και αν δεν αναγνωριστεί αυτό το γεγονός δεν είναι δυνατόν να προωθηθούν τα προγράμματα κοινωνικής αλλαγής, που αφορούν τη χειραφέτηση των γυναικών. Ο φεμινισμός μπορεί να έχει πιο ριζοσπαστικές επιπτώσεις στην κοινωνική ζωή από το μαρξισμό. Τέταρτο. Το ζήτημα της κρατικής εξουσίας και η σχέση της με την επέκταση της βίας. Όπως προσπάθησα να αποδείξω σε προηγούμενο κεφάλαιο, η εξέχουσα θέση, που έδωσε η μαρξιστική θεωρία στην ταξική κυριαρχία, οδηγεί σε διπλή αποτυχία. Εφόσον στις προ‐ καπιταλιστικές καθώς και στις καπιταλιστικές κοινωνίες το κράτος θεωρείται απλώς ως μέσο διατήρησης της εξουσίας της άρχουσας τάξης, δεν υπάρχει περίπτωση να αναγνωριστεί ως ανεξάρτητη πηγή εξουσίας. Εν μέρει ως συνέπεια της έμφασης αυτής, ο μαρξισμός δεν προσφέρει καμιά περιγραφή του σύγχρονου εθνικού κράτους και του παγκόσμιου κρατικού συστήματος σε σχέση με τη στρατιωτική δύναμη. Οι προεκτάσεις αυτών των θεμάτων είναι σύνθετες, μα ό,τι και να πει κανείς δεν θα υπερβάλλει ως προς τη σημασία τους. Όσον αφορά τη δομή των σύγχρονων κρατών, οι προεκτάσεις αυτές καθιστούν άμεσα αναγκαία μια θεωρία περί ολοκληρωτισμού. Ο Marx προσδοκούσε την υπέρβαση του κράτους στη σοσιαλιστική κοινωνία, όμως, για λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω στο προηγούμενο κεφάλαιο, το κράτος αποδείχτηκε ότι ήταν πολύ πιο επίμονο φαινόμενο απ' ό,τι θεωρούσε η μαρξιστική σκέψη. Δε χρειάζεται ιδιαίτερη κοινωνιολογική κατάρτιση για να αντιληφθούμε ότι στις σοσιαλιστικές κοινωνίες το κράτος όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά και επιβάλλεται στον πολίτη σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι στις φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες: πρόκειται για κρατικές σοσιαλιστικές κοινωνίες. Σίγουρα η εξήγηση αυτού του φαινομένου και των αιτίων του, έχει άμεση σχέση με τις συγκεκριμένες συνθήκες μέσα απ' τις οποίες αναπτύχθηκε η Σοβιετική Ένωση καθώς και με την επιρροή της στα μεταγενέστερα σοσιαλιστικά κινήματα. Πράγματι όμως θα ήταν ανοησία να υποθέσουμε ότι το ζήτημα τελειώνει εδώ. Όσο σημαντικά και αν είναι αυτά τα «εσωτερικά» πολιτικά θέματα, ωχριούν μπροστά στη σπουδαιότητα των θεμάτων που αφορούν το κράτος και τη βία. Ένα από τα βασικά στοιχεία της κριτικής του Marx για τον καπιταλισμό στρέφεται εναντίον αυτού που ονόμαζε «αναρχία» της καπιταλιστικής παραγωγής. Κινητήρια δύναμη της καπιταλιστικής επιχείρησης είναι η επιδίωξη κέρδους μέσω της πώλησης αγαθών στην αγορά. Οι μηχανισμοί της αγοράς φέρνουν σε επαφή τον παραγωγό με τον καταναλωτή∙ δεν υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ παραγωγής και ανθρώπινων αναγκών. Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται στις σύγχρονες οικονομικές σχέσεις, με τη διαφορά ότι μερικά από αυτά τα «αναρχικά» στοιχεία μάλλον εντοπίζονται στην παγκόσμια οικονομία, παρά στις οικονομίες συγκεκριμένων χωρών. Ωστόσο, τώρα υπάρχει μια άλλη «αναρχία», που απειλεί την επιβίωση του καθενός μας σ' αυτόν τον πλανήτη: είναι οι σχέσεις μεταξύ των εθνικών κρατών. Το παγκόσμιο σύστημα των εθνικών κρατών, όπου εντάσσεται σήμερα ο έλεγχος όπλων ικανών να προκαλέσουν πρωτόγνωρες και ασύλληπτες καταστροφές, δε διαθέτει συντονιστικό πολιτικό μηχανισμό. Digitized by 10uk1s
Αυτοί που ισχυρίζονται ότι η εποχή των εθνικών κρατών έχει τελειώσει, λόγω της εμφάνισης διεθνών κοινοτήτων, όπως είναι η ΕΟΚ, ή λόγω της ύπαρξης φορέων όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η Διεθνής Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κ.λπ., λένε ανοησίες. Οι δύο «υπερδυνάμεις», οι οποίες έχουν τη δυνατότητα να καταστρέψουν τον κόσμο, είναι εθνικά κράτη, όπως είναι και οι άλλες πυρηνικές δυνάμεις, που πληθαίνουν χρόνο με το χρόνο. Ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον με τη μορφή που έχει ως τώρα, δεν οδήγησε στη δημιουργία μιας ειρηνικής κοινοπολιτείας των εθνών. Με τη μορφή που έχει στη Σοβιετική Ένωση, βρίσκεται στην καρδιά των ανταγωνισμών, που απειλούν το μέλλον του κόσμου∙ οι ψυχρές σχέσεις μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Κίνας ή μεταξύ του Βιετνάμ και των γειτονικών των χωρών αποδεικνύουν ότι το σύγχρονο σοσιαλιστικό κράτος είναι εθνικό κράτος και δε διαφέρει από τα άλλα εθνικά κράτη όσον αφορά τη ζηλότυπη προσκόλληση στα εδάφη του και την τάση του να χρησιμοποιεί βία, όταν οι ηγέτες του βλέπουν να απειλούνται τα συμφέροντά τους. Μία ριζοσπαστική κοινωνική θεωρία πρέπει να προσπαθήσει να κατανοήσει με μεγαλύτερη επάρκεια το παγκόσμιο σύστημα των εθνικών κρατών, πράγμα που είναι λιγότερο πιθανό να κάνουν όσοι δουλεύουν στα πλαίσια μιας μη αναθεωρημένης μαρξιστικής παράδοσης∙ το βασικό μέλημά της πρέπει να είναι η ενίσχυση των κοινωνικών κινημάτων, τα οποία επιδιώκουν να αναχαιτίσουν, ή και να εξαλείψουν, την τάση που έχουμε σήμερα να βασιζόμαστε στην «αποτροπή», θεωρώντας την ως μοναδικό τρόπο αντιμετώπισης της «αναρχίας» στο σύστημα των εθνικών κρατών. Πράγματι, σ' αυτό το κρίσιμο σημείο της παγκόσμιας ιστορίας έχουμε απομακρυνθεί πολύ από το σενάριο που σκιαγράφησε κάποτε ο Marx στα μέσα περίπου του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Marx είχε εμπιστοσύνη στην προοδευτική εξέλιξη της ανθρωπότητας, κι αυτή του η εμπιστοσύνη συνοψίζεται στην περίφημη φράση του «οι άνθρωποι θέτουν στον εαυτό τους μόνο τα καθήκοντα στα οποία μπορούν ν' ανταποκριθούν». Πίστευε στην προοδευτική εξέλιξη της ανθρωπότητας. Βέβαια τώρα πλέον δεν μπορούμε να πιστεύουμε το ίδιο∙ δε χρειάζεται, όμως, να βυθιστούμε σε απόγνωση. Κι αυτό, γιατί οι άνθρωποι όντως κάνουν την ιστορία τους και μπορούμε ακόμη να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι η κατανόηση αυτής της ιστορίας θα μας δώσει τη δυνατότητα να την αλλάξουμε ‐ή τουλάχιστον θα μας επιτρέψει να βεβαιωθούμε ότι συνεχίζεται... 1
Βλέπε τ' αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη το 1979‐1980 από την επιτροπή «Οικονομία και Κοινωνία» της Διεθνούς Ένωσης Κοινωνιολόγων στο κείμενο των Makler Η., Sales A., Smelser Ν., «Recent trends in theory and methodology in the study of economy and society» στην ανθολογία των Bottomore T., Nowak S., Sokolowska M., Sociology the Stale of Art, ISA, Sage London 1982, 147‐171, ιδιαίτερα 167‐68. 2
Elster, Roemer, Przeworski
3
Knorr‐Cetina Κ., Cicourel A. (ed), Advances in Social Theory and Methodology. Toward an integration of micro‐and macro‐sociologies, Routledge and Kegam Paul, Boston 1981.
4
Για μια αντιπροσωπευτική κριτική συζήτηση των απόψεων του Giddens βλέπε: Bernstein, R. J, «Structuration as critical theory», Praxis, Vol.6, No 2, 1986. Callinicos, Α., «Anthony Giddens. A contemporary critique», Theory and society, Vol. 14, No 2, 1985. Gane, M., «Anthony Giddens and the crisis of social theory», Economy and society, Vol. 12, No 3, 1983. Hall, J.Α., Κριτική παρουσίαση του βιβλίου «A contemporary critique of historical materialism, Vol. 2. The Nationstate and violence». The Sociological review, Vol. 35, No 2, 1987. Hechter, Μ.. Κριτική παρουσίαση του βιβλίου «Α contemporary critique of historical materialism, Vol. 2, The Nation‐state and violence», American Journal of sociology, Vol. 93, No 2, 1987. Hirst, P.O., «Recent tendencies in sociologican theory»‐Review article, Economy and society, Vol. 1, No 2, 1972. Jessop, Β., Κριτική παρουσίαση του βιβλίου «The Nation‐state and violence», Capital and class, No 29, 1986. Joas, H., «Giddens theory of structuration», International sociology, Vol. 2, No 1, 1987. Parkin, F., «Reply to Giddens», Theory and Society , Vol. 9 No 6, 1980. Skocpol, T., Κριτική παρουσίαση του βιβλίου «The Nation‐ state and violence, Vol. 2 of a contemporary critique of historical materialism», Social forces, Vol. 66, No 1, 1987. Therborn, G., «Class analysis: history and defence» from Himmelstrand, U (ed). The sociology of structure and action, London 1986. Digitized by 10uk1s
Urry, J., Κριτική του βιβλίου «The constitution of society», The sociological review, Vol. 34. No 2, 1986. Walton, P., Κριτική του βιβλίου «The class structure of the advanced societies», Theory and society, Vol. 2, No 1, 1975. Wright, E.O., «Giddens critique of Marxism», New Left Review 138, 1983. 5
Στον πρώτο τόμο η κριτική επικεντρώνεται σε βασικά στοιχεία του μαρξισμού, όπως στην αναπτυξιακή‐ τεχνολογική αντίληψη της ιστορικής διάστασης του μαρξισμού, στη μη‐αρμόζουσα εκτίμηση του παράγοντα εξουσία και στον λειτουργισμό στις σχέσεις βάσης / εποικοδομήματος. Η στάση του απέναντι στο μαρξισμό είναι θετική. Ο Giddens επικρίνει κυρίως εκείνες τις απόψεις που δεν εναρμονίζονται με τη διαμορφωμένη του ήδη προσέγγιση. Το βιβλίο αρχίζει με μια παρουσίαση της δικής του προσέγγισης στη μορφή 10 θέσεων. Με άλλα 10 σημεία, στα οποία ο Giddens συμπυκνωμένα παρουσιάζει τις απόψεις του, αρχίζει επίσης και ο β' τόμος. Οι αναλύσεις του εδώ επικεντρώνονται στην ανάπτυξη του κράτους, τονίζοντας το σημαντικό ρόλο της στρατιωτικής οργάνωσης, της επιτήρησης και του ελέγχου των πολιτών και γενικότερα όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής, σαν ανεξάρτητων παραγόντων από τον οικονομικό παράγοντα. Η αναπτυξιακή αντίληψη που υπάρχει στον Marx και που εκδηλώνεται με την έμφαση στην ανάπτυξη των μέσων της υλικής παραγωγής, εμποδίζουν να διακρίνει τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει μεταξύ καπιταλιστικών και προ‐καπιταλιστικών κοινωνιών. Στη σύγχρονη κοινωνία συνυπάρχουν τέσσερα θεσμοποιημένα στοιχεία. Η καπιταλιστική επιχείρηση, σύστημα επιτήρησης, βιομηχανική παραγωγή και νομιμοποίηση του κεντρικού ελέγχου των μέσων βίας. Τα στοιχεία αυτά εδώ δεν ανάγονται το ένα στο άλλο. Σύμφωνα με τον Giddens ο ιστορικός υλισμός δεν μπορεί να καλύψει και ν' αναλύσει και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Γενικά για τη σχέση του Giddens με τον μαρξισμό μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι το έργο του αποτελεί μια θετική περίπτωση των σχέσεων ακαδημαϊκής κοινωνιολογίας και μαρξισμού ‐όταν οι όροι αυτής της συνεργασίας καθορίζονται από την πλευρά της κοινωνιολογίας. Προσπάθησε να συμβάλει στην υπέρβαση της κρίσης της κοινωνιολογίας και στην ανασυγκρότηση της κοινωνικής θεωρίας χρησιμοποιώντας τον μαρξισμό, η δε θεωρία του έχει εμφανή τα στοιχεία της μαρξιστικής επιρροής. 6
Ezra Ε. Vogal, Japan as Number One: Lessons for America, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1979
7
Τέσσερα Κουαρτέτα, μετ. Κ. Κύρου, Ρόπτρον, β' έκδ. 1988, σελ. 41.
Digitized by 10uk1s