ΝΤΟΝΑΤΟ ΚΑΡΙΖΙ
Το δικαστήριο των ψυχών ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΕΦΗ ΚΑΛΛΙΦΑΤΙΔΗ
ΩΚΕΑΝΙΔΑ
Δεν υπάρχει τόσο τρομερός μάρτυρας ή τόσο αμείλικτος κατήγορος όσο η συνείδηση που ενοικεί μες στις ψυχές όλων μας. Πολύβιος
7:37 Ο νεκρός άνοιξε τα μάτια. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα σ’ ένα κρεβάτι. Το δωμάτιο ήταν λευκό, πλημμυρισμένο από το φως της μέρας. Στον τοίχο, ακριβώς απέναντι του, υπήρχε ένας ξύλινος Εσταυρωμένος. Κοίταξε τα χέρια του, απλωμένα στα πλάγια, πάνω στα κάτασπρα σεντόνια. Δεν τα ένιωθε δικά του, ήταν σαν να ανήκαν σε κάποιον άλλον. Σήκωσε ένα -το δεξί- και το έφερε μπροστά στα μάτια του για να το παρατηρήσει καλύτερα. Τότε άγγιξε τους επιδέσμους που
5/1081
του τύλιγαν το κεφάλι. Ήταν τραυματισμένος, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε πόνο. Γύρισε προς το παράθυρο. Το τζάμι τού επέστρεψε την αχνή αντανάκλαση του προσώπου του. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο φόβος. Το ερώτημα τον πόνεσε. Όμως ακόμα περισσότερο τον πόνεσε η επίγνωση ότι δεν ήξερε την απάντηση. Ποιος είμαι;
Πέντε μήνες νωρίτερα
0:03 Η διεύθυνση ήταν κάπου έξω από την πόλη. Εξαιτίας της κακοκαιρίας και του GPS που δεν κατάφερνε να βρει το δρόμο, τους πήρε πάνω από μισή ώρα για να φτάσουν σε εκείνο το ερημικό σημείο. Αν δεν ήταν το λαμπάκι που αχνόφεγγε στην μπασιά του δρόμου, θα νόμιζαν ότι το μέρος ήταν ακατοίκητο. Το ασθενοφόρο προχώρησε αργά στον εγκαταλελειμμένο κήπο. Ο προβολέας ξυπνούσε μες στο σκοτάδι αγάλματα σκεπασμένα με μούχλα, νύμφες και ακρωτηριασμένες Αφροδίτες, που
8/1081
χαιρετούσαν το πέρασμά τους με στρεβλά χαμόγελα, τεντωμένες σε στάσεις κομψές και ημιτελείς. Χόρευαν ακίνητες, μόνο για χάρη τους. Μια παλιά βίλα τούς υποδέχτηκε σαν σίγουρο λιμάνι μέσα στη θύελλα. Στο εσωτερικό της δεν διακρίνονταν φώτα. Η πόρτα όμως ήταν ανοιχτή. Το σπίτι τούς περίμενε. Ήταν τρεις. Η Μόνικα, μια νεαρή ειδικευόμενη γιατρός, που είχε εκείνη τη νύχτα εφημερία στις Πρώτες Βοήθειες. Ο Τόνι, ένας επαγγελματίας νοσοκόμος, που είχε πίσω του τεράστια εμπειρία σε επείγοντα περιστατικά. Και ο οδηγός, που έμεινε στο ασθενοφόρο, ενώ οι άλλοι αψήφησαν τη θύελλα και τράβηξαν προς το σπίτι. Προτού περάσουν το κατώφλι, φώναξαν για να τραβήξουν την προσοχή των ενοίκων του. Δεν απάντησε κανείς. Μπήκαν στο εσωτερικό.
9/1081
Μυρωδιά κλεισούρας, ένα αδύναμο πορτοκαλί φως από μια σειρά λάμπες σε ένα μακρύ δ'άδρομο με σκούρους τοίχους. Στα δεξιά, μια σκάλα οδηγούσε στον επάνω όροφο. Στο δωμάτιο που βρισκόταν στο βάθος διακρινόταν ένα άψυχο κορμί. Έτρεξαν για να του προσφέρουν βοήθεια και βρέθηκαν σε ένα σαλόνι με έπιπλα καλυμμένα από λευκά σεντόνια, εκτός από μια τριμμένη πολυθρόνα στη μέση, ακριβώς μπροστά από μια απαρχαιωμένη τηλεόραση. Όλο εκείνο το μέρος μύριζε γεράματα. Η Μόνικα γονάτισε πάνω από τον πεσμένο καταγής άνθρωπο που ανάσαινε με κόπο, και φώναξε δίπλα της τον Τόνι με όλα τα απαραίτητα. «Είναι κυανωτικός», διαπίστωσε. Ο Τόνι βεβαιώθηκε ότι οι αναπνευστικές οδοί ήταν ελεύθερες και μετά του έβαλε τη μάσκα αμπού στο στόμα, ενώ η Μόνικα έλεγχε τις ίριδές του με ένα φακό.
10/1081
Δεν φαινόταν πάνω από πενήντα χρονών και ήταν αναίσθητος. Φορούσε ριγέ πιτζάμα, δερμάτινες παντόφλες και ρόμπα. Ήταν ατημέλητος, αξύριστος εδώ και μια-δυο μέρες, με τα λιγοστά του μαλλιά ανακατωμένα. Στο ένα χέρι του συνέχιζε να σφίγγει το κινητό με το οποίο είχε καλέσει τα Επείγοντα, παραπονούμενος για έντονους πόνους στο θώρακα. Το πιο κοντινό νοσοκομείο ήταν το Τζεμέλι. Με έναν κόκκινο κωδικό ο εφημερεύων καλούσε το προσωπικό του πρώτου διαθέσιμου ασθενοφόρου. Γι’ αυτό και βρισκόταν εκεί η Μόνικα. Είδαν ένα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι, ένα σπασμένο μπολ, γάλα και μπισκότα σκόρπια παντού, ανάκατα με ούρα. Ο άνθρωπος θα πρέπει να ένιωσε άσχημα καθώς έβλεπε τηλεόραση και τα έκανε πάνω του. Κλασική περίπτωση, σκέφτηκε η Μόνικα. Μεσήλικας άντρας που ζει μόνος, παθαίνει
11/1081
έμφραγμα και δεν καταφέρνει να καλέσει βοήθεια· συνήθως ανακαλύπτεται, νεκρός πια, όταν οι γείτονες αρχίζουν να νιώθουν τη μυρωδιά. Αλλά σ’ εκείνη την απομονωμένη βίλα δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αν δεν είχε κοντινούς συγγενείς, μπορεί να περνούσαν και χρόνια μέχρι να αντιληφθεί κάποιος τι είχε συμβεί. Όπως και να ’χε, η σκηνή τής ήταν γνώριμη και ένιωσε να τον λυπάται. Τουλάχιστον μέχρι να ανοίξουν το σακάκι της πιτζάμας του για να του κάνουν καρδιακές μαλάξεις. Στο θώρακά του ήταν χαραγμένες δυο λέξεις: Σκότωσε με. Η γιατρός και ο νοσοκόμος έκαναν σαν να μην τις είδαν. Το καθήκον τούς επέβαλλε να σώσουν μια ζωή. Όμως από εκείνη τη στιγμή οι κινήσεις τους απέκτησαν μια αισθητή βιασύνη.
12/1081
«Ο κορεσμός πέφτει», είπε ο Τόνι κοιτάζοντας τις ενδείξεις του οξύμετρου. Ο αέρας δεν έφτανε στους πνεύμονές του. «Πρέπει να τον διασωληνώσουμε, αλλιώς τον χάνουμε». Η Μόνικα έβγαλε το λαρυγγοσκόπιο από την τσάντα και πήγε πίσω από το κεφάλι του ασθενούς. Έτσι ελευθέρωσε το οππκό πεδίο του νοσοκόμου και διέκρινε μια ξαφνική λάμψη στα μάτια του· μια αναστάτωση που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ο Τόνι ήταν επαγγελματίας, μαθημένος σε κάθε λογής καταστάσεις, κι όμως κάτι τον είχε ταράξει, κάτι που βρισκόταν ακριβώς πίσω της. Στο νοσοκομείο όλοι ήξεραν την ιστορία της νεαρής γιατρού και της αδελφής της. Κανείς ποτέ δεν της είχε πει κουβέντα, μα εκείνη αντιλαμβανόταν ότι την κοιτούσαν με συμπόνια και ανησυχία, ενώ αναρωτιόνταν μέσα τους πώς ήταν δυνατόν να ζει με ένα τέτοιο βάρος.
13/1081
Εκείνη τη στιγμή το πρόσωπο του νοσοκόμου είχε ακριβώς την ίδια έκφραση, αλλά πολύ πιο τρομαγμένη. Κι έτσι η Μόνικα γύρισε φευγαλέα και αντίκρισε κι η ίδια αυτό που έβλεπε ο Τόνι. Ένα πατίνι ρόλερ παρατημένο σε μια γωνιά του δωματίου, χάτι που ερχόταν κατευθείαν από την κόλαση. Ήταν κόκκινο, με χρυσά λουράκια. Ίδιο με το ταίρι του που δεν βρισκόταν εκεί, αλλά σε ένα άλλο σπίτι, σε μια άλλη ζωή. Η Μόνικα τα έβρισκε πάντα λίγο κιτς. Αντίθετα, η Τερέζα έλεγε ότι ήταν vintage. Ήταν κι εκείνες δίδυμες, και της Μόνικα της φάνηκε ότι έβλεπε τον εαυτό της, όταν ανακαλύφθηκε το πτώμα της αδελφής της στο δασάκι κοντά στο ποτάμι, ένα κρύο πρωινό του Δεκέμβρη. Ήταν μόνον είκοσι ενός και της είχαν κόψει το λαιμό. Λένε ότι οι δίδυμοι νιώθουν ο ένας τον άλλον, ακόμα κι αν απέχουν χιλιόμετρα. Μα η
14/1081
Μόνικα δεν το πίστευε. Η ίδια δεν είχε νιώσει καμία αίσθηση φόβου ή κινδύνου την ώρα που απήγαν την Τερέζα μια Κυριακή απόγευμα, έπειτα από μια βόλτα με πατίνια με τις φίλες της. Το πτώμα της βρέθηκε ένα μήνα αργότερα, με τα ίδια ρούχα που φορούσε όταν εξαφανίστηκε. Κι εκείνο το κόκκινο πατίνι, που ήταν μια γκροτέσκα προσθήκη στο πόδι του πτώματος. Επί έξι χρόνια η Μόνικα το φυλούσε, απορώντας τι να απέγινε το άλλο και αν ποτέ θα έσμιγαν ξανά τα δυο τους. Πόσες φορές δεν είχε προσπαθήσει να φανταστεί το πρόσωπο του ανθρώπου που το είχε πάρει; Πόσες φορές δεν τον είχε αναζητήσει ανάμεσα στους αγνώστους που συναντούσε στο δρόμο; Με τον καιρό είχε γίνει σαν παιχνίδι. Και τώρα ίσως η Μόνικα να βρισκόταν μπροστά στην απάντηση. Κοίταξε τον άνθρωπο που ήταν ξαπλωμένος μπροστά της. Τα σκασμένα και χοντρά χέρια
15/1081
του, τις τρίχες που πρόβαλλαν από τα ρουθούνια του, το λεκέ από κάτουρο στον καβάλο της πιτζάμας. Δεν έμοιαζε με τέρας, όπως τον φανταζόταν πάντα. Ήταν από σάρκα. Ένα συνηθισμένο ανθρώπινο πλάσμα με, επιπλέον, αδύναμη καρδιά. Ο Τόνι την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Ξέρω τι σου περνάει απ’ το μυαλό», είπε. «Μπορούμε να σταματήσουμε όποτε θες. Και να καθίσουμε να περιμένουμε να γίνει ό,τι είναι να γίνει... Πες μου εσύ. Δεν θα το μάθει κανείς». Το πρότεινε από μόνος του, ίσως επειδή την είδε να διστάζει με το λαρυγγοσκόπιο μετέωρο πάνω από το στόμα του ανθρώπου. Για ακόμα μια φορά η Μόνικα κοίταξε το θώρακά του. Σκότωσε με. Ίσως να ήταν το τελευταίο που αντίκρισαν τα μάτια της αδελφής της, καθώς εκείνος την έσφαζε σαν ζώο. Όχι μια ζεστή λέξη παρηγοριάς, όπως πρέπει να γίνεται με κάθε
16/1081
ανθρώπινο πλάσμα που ετοιμάζεται να εγκαταλείψει για πάντα αυτή τη ζωή. Με αυτόν τον τρόπο ο δολοφόνος της θέλησε να την κοροϊδέψει. Και το είχε απολαύσει. Ίσως και η ίδια η Τερέζα να επικαλέστηκε τον θάνατό της για να τελειώσουν όλα γρήγορα. Η Μόνικα έσφιξε οργισμένη τη λαβή του λαρυγγοσκοπίου, οι αρθρώσεις της άσπρισαν. Σκότωσε με. Αυτός ο άθλιος είχε χτυπήσει τατουάζ τις λέξεις στο στήθος του, αλλά μόλις ένιωσε άσχημα, κάλεσε τις Πρώτες Βοήθειες. Ήταν σαν όλους τους άλλους. Φοβόταν κι αυτός να πεθάνει. Η Μόνικα χάθηκε στις σκέψεις της. Όποιος είχε γνωρίσει την Τερέζα έβλεπε στη Μόνικα απλώς μια απατηλή απομίμησή της, ένα άγαλμα σε ένα μουσείο κέρινων ομοιωμάτων, το αντίγραφο μιας νεκρής. Για τους δικούς της αντιπροσώπευε αυτό που θα μπορούσε να είναι η αδελφή της και δεν θα γινόταν ποτέ.
17/1081
Την έβλεπαν να μεγαλώνει και αναζητούσαν την Τερέζα. Τώρα η Μόνικα είχε μια ευκαιρία να ξεχωρίσει από την αδελφή της και να απελευθερώσει το φάντασμα της δίδυμής της, που ζούσε μέσα της. Είμαι γιατρός, σκέφτηκε. θα ήθελε να νιώσει μια αναλαμπή οίκτου για το ανθρώπινο πλάσμα που ήταν ξαπλωμένο μπροστά της, ή το φόβο μιας ανώτερης δικαιοσύνης ή κάτι που να έμοιαζε με σημάδι. Όμως συνειδητοποίησε ότι δεν ένιωθε τίποτα. Τότε προσπάθησε απεγνωσμένα να ξετρυπώσει μια αμφιβολία, κάτι που να την έπειθε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση με το θάνατο της Τερέζα. Μα όσο και να σκεφτόταν, υπήρχε μόνον ένας λόγος που εκείνο το κόκκινο ρόλερ βρισκόταν εκεί. Σκότωσε με. Και μέσα σε μια στιγμή η Μόνικα συνειδητοποίησε ότι είχε ήδη πάρει την απόφασή της.
18/1081
6:19 Η βροχή έπεφτε στη Ρώμη σαν σε θλιβερή κηδεία. Μακριές σκιές τύλιγαν τα μέγαρα του ιστορικού κέντρου, μια παράταξη από βουβές δακρύβρεχτες προσόψεις. Τα στενάκια, στριφογυριστά σαν έντερα γύρω από την πιάτσα Ναβόνα, ήταν έρημα. Μα λίγα βήματα πέρα από το Κιόστρο ντελ Μπραμάντε, οι τζαμαρίες του παλιού Καφέ ντέλα Πάτσε καθρεφτίζονταν στο γυαλιστερό δρόμο. Στο εσωτερικό του, καρέκλες ταπετσαρισμένες με κόκκινο βελούδο, τραπέζια από μάρμαρο με γκρίζα νερά, νεοαναγεννησιακά αγάλματα και οι συνηθισμένοι πελάτες. Καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι και μουσικοί, ανήσυχοι μπροστά στο ημιτελές ξημέρωμα. Αλλά και μαγαζάτορες και αντικέρ, που περίμεναν να ανοίξουν τα καταστήματά τους πιο πέρα στο δρόμο, και κάνας ηθοποιός που, έπειτα από μια νύχτα
19/1081
πρόβας στο θέατρο, περνούσε να πιει έναν καπουτσίνο προτού πάει για ύπνο. Όλοι αναζητώντας λίγη παρηγοριά γι’ αυτό το άσχημο πρωινό, όλοι πρόθυμοι για κουβέντα. Κανείς δεν έδινε σημασία στους δυο μαυροντυμένους ξένους που κάθονταν σ’ ένα τραπεζάκι μπροστά στην είσοδο. «Πώς πάνε οι ημικρανίες;» ρώτησε εκείνος που φαινόταν πιο νέος. Ο άλλος έπαψε να μαζεύει με το δάχτυλο τους κόκκους της ζάχαρης γύρω από το άδειο φλιτζανάκι και χάιδεψε ασυναίσθητα την ουλή στον αριστερό του κρόταφο. «Μερικές φορές δεν μ’ αφήνουν να κοιμηθώ, αλλά νομίζω ότι είμαι καλύτερα». «Βλέπεις ακόμα εκείνο τ όνειρο;» «Κάθε βράδυ», απάντησε ο άντρας, υψώνοντας τα μάτια του με το βαθύ και μελαγχολικό γαλάζιο χρώμα. «Θα περάσει». «Ναι, θα περάσει».
20/1081
Η σιωπή που απλώθηκε κόπηκε στα δύο από το μακρόσυρτο σφύριγμα του ατμού που άφησε η μηχανή του εσπρέσο. «Μάρκους, ήρθε η στιγμή», είπε ο πιο νέος. «Δεν είμαι ακόμα έτοιμος». «Δεν μπορούμε να περιμένουμε. Οι από πάνω με ρωτούν για σένα, αγωνιούν να μάθουν σε τι σημείο βρίσκεσαι». «Κάνω προόδους, εντάξει;» «Σωστά. Βελτιώνεσαι μέρα με τη μέρα κι αυτό με παρηγορεί, πίστεψέ με. Αλλά η αναμονή είναι μεγάλη. Από σένα εξαρτώνται αρκετά πράγματα». «Μα ποιος ενδιαφέρεται τόσο για μένα; Θα ήθελα να τους συναντήσω, να μιλήσω μαζί τους. Μόνον εσένα ξέρω, Κλεμέντε». «Τα έχουμε συζητήσει. Δεν γίνεται». «Γιατί;» «Γιατί πάντα γινόταν έτσι». Ο Μάρκους άγγιξε και πάλι την ουλή του, όπως έκανε πάντα όταν ήταν ανήσυχος.
21/1081
Ο Κλεμέντε έγειρε προς το μέρος του αναγκάζοντάς τον να τον κοιτάξει. «Είναι για την ασφάλειά σου». «Για τη δική τους, θες να πεις». «Επίσης, αν θες να το θέσεις έτσι». «Θα μπορούσα να τους φέρω σε δύσκολη θέση. Κι αυτό δεν πρέπει να συμβεί, σωστά;» Ο σαρκασμός του Μάρκους δεν ενόχλησε τον Κλεμέντε. «Τι πρόβλημα έχεις;» «Εγώ δεν υπάρχω». Η φωνή του ακούστηκε οδυνηρά σφιγμένη. «Το γεγονός ότι μόνον εγώ ξέρω το πρόσωπό σου σε κάνει ελεύθερο. Δεν καταλαβαίνεις; Εκείνοι ξέρουν μόνον τ’ όνομά σου κι όλα τ’ άλλα τ’ αφήνουν σ’ εμένα. Έτσι δεν υπάρχουν περιορισμοί στην αποστολή σου. Αν δεν ξέρουν ποιος είσαι, δεν μπορούν να σ’ εμποδίσουν». «Γιατί;» αντέτεινε ορμητικά ο Μάρκους. «Γιατί αυτό που κυνηγάμε μπορεί να διαφθείρει κι αυτούς τους ίδιους. Αν όλα τ’
22/1081
άλλα μέτρα αποτύχουν, αν τα φράγματα αποδειχτούν άχρηστα, θα υπάρχει ακόμη κάποιος να επαγρυπνεί. Είσαι η τελευταία άμυνά τους». Στα μάτια του Μάρκους άστραψε μια λάμψη πρόκλησης. «Απάντησέ μου σ’ ένα ερώτημα... Υπάρχουν άλλοι σαν κι εμένα;» Έπειτα από μια σύντομη σιωπή, ο Κλεμέντε το αποφάσισε. «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να το ξέρω». «Θα έπρεπε να μ’ αφήσεις σ’ εκείνο το νοσοκομείο...» «Μη μου το λες αυτό, Μάρκους. Μη μ’ απογοητεύεις». Ο Μάρκους κοίταξε έξω τους λιγοστούς περαστικούς που σε μια ανακωχή της καταιγίδας ξετρύπωναν από τα τυχαία καταφύγιά τους για να ξαναπάρουν το δρόμο τους. Είχε πολλές ερωτήσεις ακόμα για τον Κλεμέντε· πράγματα που τον αφορούσαν άμεσα, πράγματα που δεν ήξερε πια. Ο
23/1081
άνθρωπος απέναντι του ήταν η μόνη του επαφή με τον κόσμο. Ή, μάλλον, ο Κλεμέντε ήταν όλος του ο κόσμος. Ο Μάρκους δεν μιλούσε ποτέ με κανέναν, δεν είχε φίλους. Ωστόσο ήξερε πράγματα που δεν θα ήθελε να ξέρει· πράγματα για τους ανθρώπους και για το κακό που καταφέρνουν να κάνουν· πράγματα τόσο τρομερά, που σου κλονίζουν κάθε πίστη, που μολύνουν για πάντα κάθε καρδιά. Έβλεπε τους ανθρώπους γύρω του να ζουν χωρίς αυτό το φορτίο της γνώσης και τους ζήλευε. Ο Κλεμέντε τον είχε σώσει. Όμως η σωτηρία του συνέπιπτε με την είσοδό του σ’ έναν κόσμο από σκιές. «Γιατί εγώ;» ρώτησε συνεχίζοντας να κοιτάει αλλού. Ο Κλεμέντε χαμογέλασε. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνιχά». Ήταν η φράση που χρησιμοποιούσε κάθε φορά. «Λοιπόν, είσαι μαζί μου;»
24/1081
Ο Μάρκους στράφηκε προς το μοναδικό του φίλο. «Ναι, είμαι μαζί σου». Χωρίς να πει τίποτε άλλο, ο Κλεμέντε γλίστρησε το χέρι του στο αδιάβροχο που ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας. Έβγαλε ένα φάκελο, τον άφησε στο τραπέζι και τον έσπρωξε προς το μέρος του Μάρκους. Εκείνος τον πήρε και, με την προσοχή που χαρακτήριζε κάθε του κίνηση, τον άνοιξε. Μέσα υπήρχαν τρεις φωτογραφίες. Η πρώτη έδειχνε μια ομάδα νεαρών σε ένα πάρτι ρε κάποια παραλία. Σε πρώτο πλάνο δυο κοπέλες με μαγιό, που ύψωναν μπουκάλια μπίρας μπροστά σε μια φωτιά. Στη δεύτερη ήταν μόνο μία κοπέλα, με τα μαλλιά δεμένα πίσω και γυαλιά: χαμογελούσε δείχνοντας πίσω της το Μέγαρο του Ιταλικού Πολιτισμού, ενσάρκωση του νεοκλασικισμού, χτισμένο στη συνοικία EUR. Στην τρίτη φωτογραφία, η ίδια κοπέλα αγκάλιαζε έναν άντρα και μια γυναίκα, προφανώς τους γονείς της.
25/1081
«Ποια είναι;» ρώτησε ο Μάρκους. «Λέγεται Λάρα. Είκοσι τριών ετών. Σπουδάζει στη Ρώμη, αλλά δεν είναι από δω. Σχολή Αρχιτεκτονικής, τέταρτο έτος». «Τι της συνέβη;» «Αυτό είναι το πρόβλημα, κανείς δεν ξέρει. Πάει σχεδόν ένας μήνας που εξαφανίστηκε». Ο Μάρκους συγκεντρώθηκε στο πρόσωπο της Λάρα, ξεχνώντας τις φωνές κι όλα όσα υπήρχαν γύρω του. Τυπικό δείγμα επαρχιώτισσας που έρχεται στη μεγαλούπολη. Πολύ χαριτωμένη, λεπτά χαρακτηριστικά, άβαφη. Φαντάστηκε ότι είχε τα μαλλιά της πάντα αλογοουρά, γιατί δεν της περίσσευαν λεφτά για κομμωτήριο. Ίσως να πήγαινε μόνον όταν γύριζε στους δικούς της, για να κάνει οικονομία. Τα ρούχα της ήταν ένας συμβιβασμός: φορούσε τζιν και μακό για να μη χρειάζεται να συμβαδίζει με τη μόδα. Στο πρόσωπό της διακρίνονταν τα σημάδια από τις νύχτες που είχε περάσει πάνω από τα βιβλία ή
26/1081
από τα γεύματα με μια κονσέρβα τόνο, ύστατη λύση για τους επαρχιώτες φοιτητές, όταν έχουν εξαντλήσει το μηνιαίο επίδομα και περιμένουν ένα νέο σωτήριο έμβασμα από τη μαμά και τον μπαμπά. Πρώτη φορά μακριά από το σπίτι. Μια καθημερινή πάλη με τη νοσταλγία που μετριάζεται από το όνειρό της να γίνει αρχιτέκτονας. «Πες μου». Ο Κλεμέντε έπιασε ένα σημειωματάριο, παραμέρισε το φλιτζανάκι του καφέ κι άρχισε να συμβουλεύεται τις σημειώσεις του. «Τη μέρα της εξαφάνισής της η Λάρα πέρασε μέρος της βραδιάς με φίλους της σε ένα μαγαζί. Η παρέα της είπε ότι φαινόταν ήρεμη. Μίλησαν για τα συνηθισμένα, μετά κατά τις εννιά είπε ότι ήταν κουρασμένη και ήθελε να γυρίσει σπίτι της για να κοιμηθεί. Δύο απ’ αυτούς -ένα ζευγάρι- την πήγαν με το αυτοκίνητό τους και περίμεναν μέχρι να μπει στο κτίριο».
27/1081
«IΙού μένει;» «Σ’ ένα παλιό μέγαρο του κέντρου». «'Αλλοι ένοικοι;» «Καμιά εικοσαριά. Το κτίριο ανήκει σε ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα που νοικιάζει διαμερίσματα σε φοιτητές. Το διαμέρισμα της Λάρα είναι στο ισόγειο. Έως τον Αύγουστο το μοιραζόταν με μια άλλη κοπέλα, η οποία μετά έφυγε κι έτσι η Λάρα βρισκόταν σε αναζήτηση συγκατοίκου». «Έως πού φτάνουν τα ίχνη που έχουμε;» «Η παρουσία της Λάρα στο σπίτι της τις επόμενες ώρες επιβεβαιώνεται από τις τηλεφωνικές κυψέλες της περιοχής που κατέγραψαν δύο κλήσεις από το κινητό της: μία στις 21:27 και μια δεύτερη στις 22:12. Η πρώτη κράτησε δέκα λεπτά και ήταν στη μητέρα της, η δεύτερη στην καλύτερή της φίλη. Στις 22:19 το τηλέφωνό της απενεργοποιήθηκε. Και δεν ενεργοποιήθηκε ξανά».
28/1081
Μια νεαρή σερβιτόρα πλησίασε στο τραπέζι να πάρει τα φλιτζάνια. Καθυστέρησε επίτηδες για να τους δώσει χρόνο να παραγγείλουν και κάτι άλλο. Κανείς τους όμως δεν το έκανε. Απλώς σώπασαν μέχρι να απομακρυνθεί ξανά. Ο Μάρκους ρώτησε: «Πότε δηλώθηκε η εξαφάνισή της;» «Το επόμενο βράδυ. Οι φίλες της, όταν δεν την είδαν στη σχολή, άρχισαν να την παίρνουν τηλέφωνο, μα έβγαινε ο τηλεφωνητής της. Κατά τις οχτώ πήγαν και της χτύπησαν την πόρτα, αλλά δεν απάντησε». «Τι λέει η αστυνομία;» «Μια μέρα πριν από την εξαφάνισή της η Λάρα είχε σηκώσει τετρακόσια ευρώ από το λογαριασμό της για να πληρώσει το νοίκι. Όμως ο διαχειριστής δεν πήρε ποτέ αυτό το ποσό. Σύμφωνα με τη μητέρα της, από την ντουλάπα της έλειπαν μερικά ρούχα κι ένα σακίδιο. Και το κινητό της είναι άφαντο. Έτσι
29/1081
η αστυνομία τείνει να πιστέψει ότι το έσκασε με τη θέλησή της». «Πολύ βολικό μού φαίνεται». «Ξέρεις πώς είναι αυτά τα πράγματα, ε; Αν δεν προκύψει κάποιος λόγος για να φοβηθούν το χειρότερο, έπειτα από λίγο σταματούν να ψάχνουν. Και περιμένουν». Να εμφανιστεί κάνα πτώμα, σκέφτηκε ο Μάρκους. «Η κοπέλα ζούσε μετρημένη ζωή, περνούσε πολλές ώρες στο πανεπιστήμιο, συναναστρεφόταν πάντα τα ίδια άτομα». «Οι φίλοι της τι λένε;» «Ότι η Λάρα δεν είναι από τους τύπος που κάνουν του κεφαλιού τους. Αν και τον τελευταίο καιρό ήταν λιγάκι αλλαγμένη: φαινόταν κουρασμένη και αφηρημένη». «Είχε φίλο, κάνα φλερτ;» «Από τα αρχεία κλήσεων του κινητού της δεν προκύπτουν τηλεφωνήματα εκτός του
30/1081
κύκλου των γνωστών της και κανείς δεν ανέφερε κάποιο δεσμό». «Ίντερνετ;» «Συνδεόταν από τη βιβλιοθήκη της σχολής ή από ένα net-point κοντά στο σταθμό. Κανένα ύποπτο e-mail στο ταχυδρομείο της». Εκείνη τη στιγμή η γυάλινη πόρτα του καφέ άνοιξε και μπήκε ένας νέος πελάτης. Ένα ρεύμα αέρα διέσχισε την αίθουσα. Όλοι στράφηκαν ενοχλημένοι, εκτός από τον Μάρκους, που ήταν χαμένος στις σκέψεις του. «Η Λάρα γυρίζει σπίτι της όπως όλα τα βράδια. Είναι κουρασμένη, όπως της συμβαίνει συχνά τον τελευταίο καιρό. Η τελευταία της επαφή με τον κόσμο είναι στις 22:19, όταν απενεργοποιεί το τηλέφωνό της, που στη συνέχεια εξαφανίζεται μαζί της και δεν ενεργοποιείται ξανά. Από εκείνη τη στιγμή δεν ξέρουμε πια τίποτα. Λείπουν ρούχα, χρήματα κι ένα σακίδιο. Οπότε η αστυνομία τείνει στην άποψη ότι έφυγε οικειοθελώς.
31/1081
Κανείς δεν την έχει δει». Ο Μάρκους κοίταξε τον Κλεμέντε. «Γιατί θα πρέπει να σκεφτούμε ότι της συνέβη κάτι δυσάρεστο; Με λίγα λόγια, γιατί εμείς;» Το βλέμμα του Κλεμέντε ήταν εύγλωττο. Είχαν φτάσει στο ζουμί της υπόθεσης. Ανωμαλίες, αυτό βασικά αναζητούσαν. Μικρές ρήξεις στο υφάδι της κανονικότητας. Μικρά προσκόμματα στη λογική συνέχεια μιας κοινής αστυνομικής έρευνας. Συχνά σε αυτές τις ασήμαντες ατέλειες κρυβόταν κάτι άλλο· ένα πέρασμα σε μια διαφορετική, αδιανόητη πραγματικότητα. Εκεί ξεκινούσε η δουλειά τους. «Η Λάρα δεν βγήκε ποτέ από το σπίτι, Μάρκους. Η πόρτα της ήταν κλειδωμένη από μέσα». Ο Κλεμέντε και ο Μάρκους πήγαν εκεί. Το μέγαρο βρισκόταν στη βία ντέι Κορονάρι, δύο βήματα από την πιάτσα Σαν Σαλβατόρε ιν Λάουρο με τη μικρή εκκλησία του 16ου αιώνα.
32/1081
Για να μπουν στο διαμέρισμα του ισογείου, χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα. Δεν τους πρόσεξε κανείς. Μόλις πάτησε το πόδι του στο σπίτι της Λάρα, ο Μάρκους άρχισε να κοιτάζει γύρω του. Καταρχάς, παρατήρησε την ξηλωμένη αλυσίδα. Η αστυνομία, προκειμένου να μπει στο διαμέρισμα, αναγκάστηκε να παραβιάσει την πόρτα και οι αστυνομικοί δεν είχαν προσέξει τη λεπτομέρεια της αλυσίδας που ήταν κλεισμένη από μέσα, ξηλώθηκε και τώρα κρεμόταν από την παραστάδα της πόρτας. Το διαμέρισμα ήταν το πολύ εξήντα τετραγωνικά, μοιρασμένα σε δύο επίπεδα. Το πρώτο ήταν ένας ενιαίος χώρος που περιελάμβανε κουζίνα και καθιστικό. Είχε έναν πάγκο με ηλεκτρικά μάτια και από πάνω ντουλάπια. Δίπλα, ένα ψυγείο γεμάτο πολύχρωμα μαγνητάκια και πάνω του μια γλάστρα με ξερά πια κυκλάμινα. Υπήρχε ένα τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, ένας δίσκος με
33/1081
φλιτζάνια και τα απαραίτητα για το τσάι. Δύο καναπέδες σχημάτιζαν γωνία μπροστά σε μια τηλεόραση. Στους πράσινους τοίχους δεν κρέμονταν οι συνηθισμένοι πίνακες ή αφίσες, αλλά σχέδια φημισμένων κτιρίων ανά τον κόσμο. Υπήρχε ένα παράθυρο που, όπως όλα στο διαμέρισμα, έβλεπε στην εσωτερική αυλή και προστατευόταν από μια σιδεριά. Από κει δεν μπορούσε να μπει ή να βγει κανείς. Ο Μάρκους κατέγραφε κάθε λεπτομέρεια με το βλέμμα του. Χωρίς να πει λέξη, έκανε το σταυρό του και αμέσως ο Κλεμέντε τον μιμήθηκε. Έπειτα άρχισε να τριγυρνάει στο δωμάτιο. Δεν περιορίστηκε στο να κοιτάζει. Άγγιζε τα αντικείμενα, σχεδόν χαϊδεύοντάς τα με την παλάμη του, σαν να ήθελε να συλλάβει κάποιο υπόλειμμα ενέργειας, ένα ραδιοφωνικό σήμα, σαν να μπορούσαν να επικοινωνήσουν μαζί του, να του αποκαλύψουν εκείνο που ήξεραν ή είχαν δει. Όπως ο ραβδοσκόπος που ακούει τη φωνή του κρυμμένου στο υπέδαφος
34/1081
υδάτινου ρεύματος, ο Μάρκους βυθοσκοπούσε τη βαθιά και άψυχη σιωπή των πραγμάτων. Ο Κλεμέντε παρακολουθούσε τον άνθρωπό του - δεν επενέβαινε για να μην τον περισπάσει. Δεν πρόσεξε κανένα δισταγμό πάνω του, έδειχνε φορτισμένος και συγκεντρωμένος. Ήταν μια σημαντική δοκιμασία και για τους δυο. Ο Μάρκους θα αποδείκνυε στον εαυτό του ότι είναι και πάλι σε θέση να κάνει τη δουλειά για την οποία είχε εκπαιδευτεί. Ο Κλεμέντε θα μάθαινε ότι δεν είχε κάνει λάθος σχετικά με τη ικανότητα του Μάρκους να ανακάμψει. Τον είδε να κινείται προς το βάθος του διαμερίσματος, όπου μια πόρτα έκρυβε ένα μικρό μπάνιο. Ήταν ντυμένο με άσπρα πλακάκια και φωτιζόταν από μια λάμπα νέον. Η ντουσιέρα βρισκόταν ανάμεσα στο νιπτήρα και στη λεκάνη. Υπήρχε ένα πλυντήριο κι ένα ντουλάπι για σκούπες και απορρυπαντικά. Στο
35/1081
πίσω μέρος της πόρτας κρεμόταν ένα ημερολόγιο. Ο Μάρκους γύρισε πίσω και κατευθύνθηκε προς την αριστερή πλευρά του καθιστικού: μια σκάλα οδηγούσε στο υπερυψωμένο επίπεδο. Ανέβηκε τα σκαλιά τρία-τρία και βρέθηκε σε ένα στενό κεφαλόσκαλο απέναντι από τις πόρτες των δύο υπνοδωματίων. Το πρώτο περίμενε την άφιξη μιας νέας ενοίκου. Στο εσωτερικό του, μοναχά ένα γυμνό στρώμα, μια πολυθρονίτσα κι ένα κομό. Το άλλο ήταν το δωμάτιο της Λάρα. Τα εσωτερικά παραθυρόφυλλα ήταν ανοιχτά. Σε μια γωνιά ήταν ένα τραπεζάκι με ένα κομπιούτερ και ράφια γεμάτα βιβλία. Ο Μάρκους πλησίασε και πέρασε τα δάχτυλά του από τις ράχες των τόμων της αρχιτεκτονικής. Έπειτα χάιδεψε ένα χαρτί με το ημιτελές σχέδιο μιας γέφυρας. Πήρε ένα από τα μολύβια που βρίσκονταν σε ένα ποτήρι και το μύρισε, έκανε το ίδιο και με μια γόμα,
36/1081
νιώθοντας τη μυστική ευχαρίστηση που μόνο τα είδη χαρτοπωλείου μπορούν να προκαλέσουν. Εκείνη η μυρωδιά ήταν μέρος του κόσμου της Λάρα, αυτός ήταν ο χώρος όπου ένιωθε ευτυχισμένη. Το μικρό της βασίλειο. Άνοιξε τα φύλλα της ντουλάπας και μετακίνησε τα ρούχα στις κρεμάστρες, μερικές από τις οποίες ήταν άδειες. Τρία ζευγάρια παπούτσια ήταν βαλμένα στη σειρά στο κάτω ράφι: δύο ζευγάρια αθλητικά κι ένα ζευγάρι γόβες για τις ειδικές περιστάσεις. Μα υπήρχε χώρος και για ένα τέταρτο ζευγάρι, που έλειπε. Το κρεβάτι ήταν ημίδιπλο. Ανάμεσα από τα μαξιλάρια πρόβαλλε ένα λούτρινο αρκουδάκι. Προφανώς μάρτυρας της ζωής της Λάρα από τότε που ήταν παιδί. Όμως τώρα είχε μείνει μόνο του. Στο μοναδικό κομοδίνο υπήρχε μια κορνίζα με τη φωτογραφία της Λάρα, μαζί με τους γονείς της, και ένα τσίγκινο κουτί που περιείχε
37/1081
ένα δαχτυλιδάκι με ένα μικρό ζαφείρι, ένα βραχιόλι από κοράλλια και μερικά κοσμήματα. Ο Μάρκους κοίταξε καλύτερα τη φωτογραφία. Την αναγνώρισε. Ήταν μία από αυτές που του είχε δείξει ο Κλεμέντε στο Καφέ ντέ λα Πάτσε. Η Λάρα φορούσε μια χρυσή αλυσιδίτσα μ’ ένα σταυρό, που δεν βρισκόταν μες στην μπιζουτιέρα της. Ο Κλεμέντε τον περίμενε στη βάση της σκάλας και λίγο αργότερα τον είδε να ξανακατεβαίνει. «Λοιπόν;» Ο Μάρκους κοντοστάθηκε. «Μπορεί και να την πήραν». Μα την ίδια στιγμή που πρόφερε εκείνη τη φράση ένιωσε εντελώς βέβαιος. «Πώς μπορείς να το επιβεβαιώσεις;» «Υπάρχει υπερβολική τάξη. Λες και τα ρούχα που λείπουν και το κινητό που δεν βρίσκεται πουθενά είναι απλώς μια σκηνοθεσία. Όμως σε όποιον κι αν την έστησε ξέφυγε η λεπτομέρεια της αλυσίδας που έκλεινε την πόρτα από μέσα».
38/1081
«Μα πώς κατάφερε και...» «Θα φτάσουμε και σ’ αυτό», τον διέκοψε ο Μάρκους. Έπειτα κινήθηκε στο δωμάτιο, προσπαθώντας να εστιάσει σε ό,τι είχε συμβεί. Το μυαλό του έπαιρνε ιλιγγιώδεις στροφές. Τα κομμάτια του ψηφιδωτού άρχιζαν να ενώνονται μπροστά στα μάτια του. «Η Λάρα είχε έναν επισκέπτη». Ο Κλεμέντε ήξερε τι συνέβαινε. Ο Μάρκους είχε αρχίσει να ταυτίζεται. Αυτό ήταν το ταλέντο του: Να βλέπει αυτό που έβλεπε ο εισβολέας. «Τίταν εδώ όταν έλειπε η Λάρα. Κάθισε στον καναπέ, δοκίμασε πόσο μαλακό είναι το κρεβάτι της, έψαξε τα πράγματά της. Κοίταξε τις φωτογραφίες της, έκανε τις αναμνήσεις της δικές του. Άγγιξε την οδοντόβουρτσά της, μύρισε τα ρούχα της αναζητώντας τη μυρωδιά της. Ήπιε από το ίδιο ποτήρι που είχε αφήσει άπλυτο στο νεροχύτη». «Δεν σε παρακολουθώ...»
39/1081
«Ήξερε πώς να κινηθεί. Ήξερε τα πάντα για τη Λάρα, ωράρια, συνήθειες». «Μα τίποτα εδώ δεν δείχνει απαγωγή. Δεν υπάρχουν ίχνη συμπλοκής, κανείς στο κτίριο δεν άκουσε φωνές ή κραυγές βοήθειας. Πώς μπορείς να στηρίξεις μια τέτοια άποψη;» «Γιατί την πήρε ενώ κοιμόταν». Ο Κλεμέντε ετοιμαζόταν να πει κάτι, αλλά ο Μάρκους τον πρόλαβε. «Βοήθησέ με να βρω τη ζάχαρη». Παρόλο που δεν καταλάβαινε τι ακριβώς περνούσε από το μυαλό του Μάρκους, αποφάσισε να τον βοηθήσει. Σε ένα ντουλάπι της κουζίνας βρήκε ένα κουτί που έγραφε SUGAR, ενώ ο Μάρκους έλεγχε τη ζαχαριέρα πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σερβίτσιο του τσαγιού. Και τα δύο ήταν άδεια. Κοιτάχτηκαν για μερικές ατέλειωτες στιγμές κρατώντας τα αντικείμενα στα χέρια τους. Ανάμεσα τους υπήρχε μια θετική ενέργεια. Δεν
40/1081
ήταν μια απλή σύμπτωση. Ο Μάρκους δεν είχε μαντέψει στην τύχη. Διέθετε μια διαίσθηση που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει τα πάντα. «Η ζάχαρη είναι το καλύτερο μέρος για να κρύψεις ένα ναρκωτικό: καλύπτει τη γεύση του και σου δίνει τη βεβαιότητα ότι το θύμα θα το παίρνει τακτικά». «Και η Λάρα ήταν πάντα κουρασμένη τώρα τελευταία, το λένε οι φίλοι της». Ο Κλεμέντε ένιωσε ένα ρίγος. Αυτή η λεπτομέρεια άλλαζε τα πάντα. Αλλά προς το παρόν δεν μπορούσε να πει τίποτα στον Μάρκους. «Έγινε σταδιακά, δεν υπήρχε λόγος βιασύνης», συνέχισε ο Μάρκους. «Κι αυτό μας αποδεικνύει ότι ο απαγωγέας της είχε ξανάρθει εδώ πριν από τη συγκεκριμένη νύχτα. Μαζί με τα ρούχα και το κινητό εξαφάνισε και τη ζάχαρη που περιείχε το ναρκωτικό». «Αλλά ξέχασε την αλυσίδα της πόρτας», συμπλήρωσε ο Κλεμέντε. Ήταν η παράταιρη
41/1081
λεπτομέρεια που τίναζε στον αέρα κάθε θεωρία. «Από πού μπήκε και, κυρίως, από πού βγήκαν μαζί;» Ο Μάρκους κοίταξε και πάλι γύρω του. «Πού βρισκόμαστε;» Η Ρώμη είναι η μεγαλύτερη «κατοικημένη» αρχαιολογική ζώνη του κόσμου. Η πόλη έχει αναπτυχθεί κατά στρώματα, αρκεί να σκάψεις λίγα μέτρα για να βρεις ίχνη προηγούμενων εποχών και πολιτισμών. Ο Μάρκους ήξερε καλά ότι, ακόμα και σε όσα βρίσκονταν στην επιφάνεια, η ζωή είχε διαστρωματωθεί με το πέρασμα του καιρού. Κάθε χώρος περιέκλειε πολλές ιστορίες και προοριζόταν για περισσότερες χρήσεις. «Τι είναι αυτό το κτίριο; Δεν εννοώ τι είναι τώρα, αλλά τι ήταν αρχικά: είπες ότι το μέγαρο χρονολογείται από το 18ο αιώνα». «Ήταν μία από τις κατοικίες των μαρκησίων Κοστάλντι». «Μάλιστα. Οι ευγενείς έμεναν στους επάνω ορόφους, ενώ εδώ κάτω ήταν τα εργαστήρια
42/1081
της αυλής, οι αποθήκες και οι στάβλοι». Ο Μάρκους άγγιξε την ουλή στον αριστερό του κρόταφο. Δεν μπορούσε να καταλάβει από πού προερχόταν αυτή η ανάμνηση. Πώς γινόταν να το ξέρει; Ένα σωρό πληροφορίες είχαν χαθεί για πάντα από τη μνήμη του. Άλλες, πάλι, επέστρεφαν απροσδόκητα, κουβαλώντας μαζί τους και το δυσάρεστο ερώτημα της προέλευσής τους. Υπήρχε ένας τόπος μέσα του όπου βρίσκονταν διάφορα πράγματα, αλλά παρέμεναν κρυμμένα. Κάθε τόσο αναδίνονταν, θυμίζοντάς του και την ύπαρξη εκείνου του μέρους μέσα στην ομίχλη και το γεγονός ότι δεν θα το έβρισκε ποτέ. «Έχεις δίκιο», είπε ο Κλεμέντε. «Το μέγαρο έμεινε έτσι πολύ καιρό. Πέρασε στο πανεπιστημιακό ίδρυμα ως δωρεά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια κι αυτοί το μετέτρεψαν σε διαμερίσματα». Ο Μάρκους γονάτισε στο πάτωμα. Το δάπεδο ήταν ξύλινο, από αλουστράριστες
43/1081
χοντρές σανίδες. Οι σανίδες ήταν ίσιες. Όχι, δεν είναι εδώ, σκέφτηκε. Χωρίς να αποθαρρυνθεί, πήγε προς το μπάνιο, ενώ ο Κλεμέντε τον ακολούθησε. Πήρε έναν από τους κουβάδες που ήταν στο ντουλάπι με τις σκούπες, τον έβαλε κάτω απ’ το ντους και τον γέμισε ως τη μέση. Μετά έκανε ένα βήμα πίσω. Ο Κλεμέντε στεκόταν πίσω απ’ την πλάτη του και συνέχιζε να μην καταλαβαίνει. Ο Μάρκους έγειρε τον κουβά και άφησε το νερό να χυθεί στα πλακάκια του δαπέδου. Μια λιμνούλα απλώθηκε κάτω από τα πόδια τους. Απέμειναν να την κοιτάζουν περιμένοντας. Έπειτα από λίγο το νερό άρχισε να χάνεται. Έμοιαζε με ταχυδακτυλουργικό κόλπο, σαν εκείνο με την κοπέλα που χάνεται από ένα σπίτι κλειδωμένο από μέσα. Μόνο που αυτή τη φορά υπήρχε μια εξήγηση. Το νερό περνούσε στο υπέδαφος.
44/1081
Ανάμεσα στα πλακάκια εμφανίστηκαν φυσαλίδες αέρα που σχημάτιζαν ένα τέλειο τετράγωνο. Κάθε του πλευρά ήταν περίπου ένα μέτρο. Ο Μάρκους έπεσε στα τέσσερα και ψηλάφησε τα πλακάκια με τα δάχτυλα για να βρει μια ρωγμή. Του φάνηκε ότι την εντόπισε. Σηκώθηκε αναζητώντας κάτι για να το χρήσιμοποιήσει σαν μοχλό. Από ένα ράφι πήρε ένα μεταλλικό ψαλιδάκι. Ήταν αρκετό για να ανασηκωθεί εκείνο το πλακόστρωτο τετράγωνο. Έχωσε τα δάχτυλά του στη χαραμάδα και, σηκώνοντάς το, αποκάλυψε μια πέτρινη καταπακτή. «Περίμενε, θα σε βοηθήσω», είπε ο Κλεμέντε. Έσυραν το σκέπασμα στο πλάι και αντίκρισαν μια παλιά πέτρινη σκάλα που κατέβαινε για κάνα δυο μέτρα στο υπέδαφος και συναντούσε ένα διάδρομο.
45/1081
«Ο εισβολέας πέρασε από δω», ανακοίνωσε ο Μάρκους. «Τουλάχιστον δύο φορές: όταν μπήκε και όταν βγήκε από δω με τη Λάρα». Μετά έβγαλε το μικρό φακό που είχε πάντα μαζί του, τον άναψε και τον έστρεψε προς το άνοιγμα. «Θες να κατέβεις εκεί κάτω;» Γύρισε προς τον Κλεμέντε: «Γιατί, έχω κι άλλη επιλογή;» Κρατώντας το φακό στο ένα χέρι, ο Μάρκους κατέβηκε την πέτρινη σκάλα. Φτάνοντας στο τέρμα της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε ένα τούνελ που περνούσε κάτω από το σπίτι και ανοιγόταν σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Ένα πραγματικό υπόγειο πέρασμα. Δεν καταλάβαινε πού οδηγούσε. «Όλα καλά;» τον ρώτησε ο Κλεμέντε που είχε μείνει στο διαμέρισμα.
46/1081
«Ναι», απάντησε λακωνικά ο Μάρκους. Ίσως κατά το 18ο αιώνα η στοά να ήταν οδός διαφυγής σε περίπτωση κινδύνου. Δεν του έμενε παρά να πάρει μία από τις δύο κατευθύνσεις. Διάλεξε αυτήν απ’ όπου του φαινόταν ότι άκουγε μια υπόκωφη βοή από καταιγιστική βροχή. Διέσχισε τουλάχιστον πενήντα μέτρα, γλιστρώντας δυο φορές στο λασπωμένο έδαφος. Αρουραίοι περνούσαν δίπλα από τους αστραγάλους του, αγγίζοντάς τον με τα ζεστά, λεία κορμιά τους, προτού εξαφανιστούν βιαστικά στην ασφάλεια του σκοταδιού. Αναγνώρισε το βουητό του Τίβερη, που είχε γίνει πιο δυνατό μετά τις επίμονες βροχές των τελευταίων ημερών, και τη γλυκερή μυρωδιά του ποταμού, ίδια με ζώου που έχει βαλθεί να τρέχει ασυγκράτητο. Την ακολούθησε και λίγο αργότερα είδε μια βαριά σχάρα απ’ όπου έμπαινε το γκρίζο φως της μέρας. Από εκεί δεν μπορούσε να περάσει κανείς. Γύρισε πίσω για να πάρει την αντίθετη
47/1081
κατεύθυνση. Μόλις όμως ξεκίνησε, διέκρινε κάτι που γυάλιζε μες στη λάσπη του εδάφους. Έσκυψε και το μάζεψε: ήταν μια χρυσή αλυσιδίτσα μ’ ένα σταυρό. Θυμήθηκε ότι ήταν αυτή που φορούσε η Λάρα στο λαιμό στη φωτογραφία μαζί με τους γονείς της, που είχε στο κομοδίνο. Ήταν η απόδειξη ότι ο Μάρκους είχε δει σωστά τα πάντα. Ο Κλεμέντε είχε δίκιο. Αυτό ήταν το χάρισμά του. Ηλεκτρισμένος από την ανακάλυψή του, ο Μάρκους δεν είχε αντιληφθεί το φίλο του που στο μεταξύ είχε έρθει κοντά του. Ένιωσε την παρουσία του μόνον όταν βρέθηκε δίπλα του. Του έδειξε την αλυσιδίτσα. «Κοίτα...» Ο Κλεμέντε την πήρε στα χέρια του και την κοίταξε. «Η κοπέλα μπορεί να είναι ακόμα ζωντανή», είπε ο Μάρκους ενθουσιασμένος με την ανακάλυψή του. «Έχουμε ένα στοιχείο,
48/1081
μπορούμε να βρούμε ποιος ήταν». Μα διέκρινε ότι ο φίλος του δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του. Ίσα-ίσα, φαινόταν αναστατωμένος. «Το ξέρουμε ήδη. Ήθελα μόνο μια επιβεβαίωση... Και δυστυχώς ήρθε». «Σε τι αναφέρεσαι;» «Στο ναρκωτικό μες στη ζάχαρη». Ο Μάρκους δεν μπορούσε να καταλάβει. «Λοιπόν, τι τρέχει;» Ο Κλεμέντε τον κοίταξε σοβαρός. «Ίσως ήρθε η ώρα να γνωρίσεις τον Τζερεμάια Σμιθ». 8:40 Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει, η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι τα σπίτια δεν λένε ποτέ ψέματα. Οι άνθρωποι, όταν μιλούν για τον εαυτό τους, μπορούν να φτιάξουν υπερδομές γύρω τους, τις οποίες καταλήγουν ακόμα και να
49/1081
πιστέψουν. Αλλά ο χώρος όπου επιλέγουν να ζήσουν εξιστορεί αναπόφευκτα τα πάντα γι’ αυτούς. Εξαιτίας της δουλειάς της, η Σάντρα είχε επισκεφτεί πολλά σπίτια. Κάθε φορά που ετοιμαζόταν να διασχίσει ένα κατώφλι, της φαινόταν ότι έπρεπε να ζητήσει την άδεια. Κι όμως, γι’ αυτό που έπρεπε να κάνει δεν χρειαζόταν καν να χτυπήσει το κουδούνι. Πολλά χρόνια προτού ξεκινήσει αυτή τη δουλειά, όταν ταξίδευε τις νύχτες με το τρένο, κοιτούσε τα φωτισμένα παράθυρα στα κτίρια και αναρωτιόταν τι συνέβαινε πίσω απ’ αυτά τα τζάμια· ποιες ζωές, ποιες ιστορίες ξετυλίγονταν. Κάθε τόσο κατάφερνε να ξεκλέψει μικρές, αθέλητες εικόνες. Μια γυναίκα που σιδέρωνε παρακολουθώντας τηλεόραση. Έναν άντρα σε μια πολυθρόνα, που έφτιαχνε δαχτυλίδια καπνού με το τσιγάρο του. Ένα παιδί σκαρφαλωμένο σε μια καρέκλα να ψάχνει μέσα σε ένα ντουλάπι.
50/1081
Σύντομα πλάνα μιας ταινίας στο παράθυρό της. Μετά το τρένο περνούσε. Κι όμως, εκείνες οι ζωές συνέχιζαν να κυλούν, ασυναίσθητα. Πάντα προσπαθούσε να φανταστεί ότι παρατείνει εκείνη την εξερεύνηση· ότι περπατάει αόρατη ανάμεσα στα πιο αγαπημένα αντικείμενα εκείνων των ανθρώπων· ότι τους παρατηρεί στις πιο κοινότοπες ασχολίες τους, σαν να ήταν ψάρια σε ενυδρείο. Και σε όλα τα σπίτια όπου είχε μείνει η Σάντρα πάντα συνήθιζε να ρωτάει τι συνέβη μέσα σ’ εκείνους τους τοίχους προτού μπει η ίδια. Ποιες χαρές, τσακωμοί, στενοχώριες είχαν κάνει τον κύκλο τους χωρίς να αφήσουν απόηχο. Μερικές φορές σκεφτόταν τα δράματα ή τις φρικαλεότητες που φυλάγονταν κρυφές μέσα σ’ εκείνους τους χώρους. Ευτυχώς, τα σπίτια λησμονούν γρήγορα. Οι ένοικοι αλλάζουν και όλα αρχίζουν από την αρχή.
51/1081
Όσοι φεύγουν αφήνουν πότε-πότε ίχνη από το πέρασμά τους. Ένα κραγιόν ξεχασμένο στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Ένα παλιό περιοδικό σ’ ένα ράφι. Ένα ζευγάρι παπούτσια σ’ ένα ντουλάπι. Ένα φύλλο χαρτί με το τηλέφωνο μιας γραμμής βοήθειας για θύματα βιασμού, κρυμμένο στο βάθος ενός συρταριού. Μέσα απ’ αυτά τα μικρά ίχνη είναι δυνατόν σε μερικές περιπτώσεις να αναπλάσεις εκ των υστέρων την ιστορία του καθενός. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι αυτή η αναζήτηση των λεπτομερειών θα γινόταν το επάγγελμά της. Υπήρχε πάντως μια διαφορά: όταν κατέφτανε, οι χώροι είχαν χάσει πια για πάντα την αθωότητά τους. Η Σάντρα είχε μπει στην αστυνομία με διαγωνισμό, είχε κάνει τη βασική εκπαίδευση, είχε υπηρεσιακό όπλο και ήξερε να το χρησιμοποιεί καλά. Ωστόσο η στολή της ήταν η άσπρη ποδιά της Σήμανσης. Έπειτα από ένα
52/1081
σεμινάριο εξειδίκευσης είχε ζητήσει να ενταχθεί στην ομάδα των φωτογράφων. Έφτανε στη σκηνή του εγκλήματος με τις φωτογραφικές μηχανές της, με μοναδικό σκοπό να σταματήσει το χρόνο. Όλα πάγωναν στη λάμψη των φλας. Η στιγμή που οριζόταν από το φακό δεν θα άλλαζε πια σε τίποτα. Το δεύτερο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι και τα σπίτια πεθαίνουν, όπως και οι άνθρωποι. Και η μοίρα της ήταν να παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές της ζωής τους, όταν οι ένοικοί τους δεν θα πατούσαν πια το πόδι τους εκεί. Σημάδια αυτού του αργού θανάτου ήταν τα άστρωτα κρεβάτια, τα πιάτα στο νεροχύτη, μια κάλτσα παρατημένη στο πάτωμα. Λες και οι ένοικοι είχαν φύγει, αφήνοντας τα πάντα άνω κάτω, προκειμένου να γλιτώσουν από το ξαφνικό τέλος του κόσμου. Όταν, στην πραγματικότητα, το τέλος του κόσμου είχε επέλθει μέσα σ’ εκείνους τους τοίχους.
53/1081
Έτσι, μόλις η Σάντρα πέρασε το κατώφλι του διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο μιας λαϊκής πολυκατοικίας στην περιφέρεια του Μιλάνου, κατάλαβε ότι αυτό που την περίμενε ήταν μια σκηνή εγκλήματος που δύσκολα θα μπορούσε να ξεχάσει. Το πρώτο που είδε ήταν το στολισμένο δέντρο, αν και τα Χριστούγεννα αργούσαν πολύ ακόμη. Ενστικτωδώς κατάλαβε το λόγο. Και η δική της αδελφή, όταν ήταν πέντε χρονών, είχε εμποδίσει τους γονείς τους να ξεστολίσουν, όταν πέρασαν οι γιορτές. Έκλαιγε και έσκουζε ένα ολόκληρο απόγευμα και στο τέλος οι γονείς τους υποχώρησαν, ελπίζοντας ότι θα της περνούσε. 'Ομως το πλαστικό έλατο με τα φωτάκια και τις πολύχρωμες μπάλες έμεινε στη γωνιά του για όλο το καλοκαίρι και το επόμενο φθινόπωρο. Και γι’ αυτό η Σάντρα ένιωσε μεμιάς το στομάχι της να σφίγγεται. Τώρα ήξερε: στο σπίτι εκείνο υπήρχε ένα παιδί.
54/1081
Μπορούσε να νιώσει την παρουσία του στον αέρα. Γιατί το τρίτο πράγμα που είχε μάθει ήταν ότι τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά. Ανήκει σε αυτούς που ζουν εκεί και είναι πάντα διαφορετική, μοναδική. Όταν αλλάζουν οι ένοικοι, η μυρωδιά χάνεται για να παραχωρήσει τη θέση της σε μια καινούργια. Δημιουργείται με τον καιρό, ενσωματώνοντας άλλα αρώματα, χημικά ή φυσικά -μαλακτικό και καφέ, σχολικά βιβλία και φυτά εσωτερικού χώρου, καθαριστικό για τα πατώματα και λαχανόσουπα- και γίνεται η μυρωδιά της οικογένειας, των ανθρώπων που την αποτελούν, την κουβαλούν πάνω τους και δεν τη νιώθουν καν. Και τώρα μόνον εκείνη η οσμή έκανε το διαμέρισμα που ειχε μπροστά της να ξεχωρίζει από τις κατοικίες άλλων οικογενειών με μόνο ένα εισόδημα. Τρία δωμάτια και κουζίνα. Τα έπιπλα αγορασμένα σε διαφορετικές εποχές, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες. Οι
55/1081
φωτογραφίες στις κορνίζες έδειχναν κυρίως καλοκαιρινές διακοπές, τις μόνες που μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους. Μια κουβερτούλα στον καναπέ μπροστά από την τηλεόραση· εκεί κατέφευγαν κάθε βράδυ, χαζεύοντας τις εκπομπές στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον, μέχρι που τους έπαιρνε ο ύπνος. Η Σάντρα τακτοποιούσε στο μυαλό της αυτές τις εικόνες. Τίποτα δεν προμήνυε τι θα επακολουθούσε. Κάτι τέτοιο δεν θα περνούσε από το μυαλό κανενός. Οι αστυνομικοί τριγυρνούσαν στα δωμάτια σαν απρόσκλητοι επισκέπτες, παραβιάζοντας κάθε ιδιωτικότητα με την παρουσία τους και μόνο. Μα εκείνη είχε πάψει από καιρό να νιώθει σαν εισβολέας. Σε σκηνές εγκλήματος σαν αυτήν κανείς δεν μιλούσε. Ακόμα και η φρίκη είχε τους κώδικές της. Στη χορογραφία της σιωπής τα λόγια ήταν
56/1081
περιττά, γιατί ο καθένας ήξερε τι ακριβώς να κάνει. Μα υπήρχαν πάντα και οι εξαιρέσεις. Μία απ’ αυτές ήταν ο Φάμπιο Σέρτζι, που πράγματι ακουγόταν να μουρμουρίζει σε κάποιο σημείο του διαμερίσματος. «Γαμώ το, δεν είναι δυνατόν!» Η Σάντρα ακολούθησε τη φωνή του: ερχόταν από ένα στενόχωρο και χωρίς παράθυρα μπάνιο. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε, ενώ άφηνε στο δάπεδο του διαδρόμου τις δύο τσάντες με τον εξοπλισμό της και φορούσε τα πλαστικά καλύμματα των παπουτσιών. «Ωραία μέρα σήμερα», της απάντησε σαρκαστικά χωρίς να την κοιτάξει. Είχε βαλθεί να κοπανάει μια φορητή σόμπα υγραερίου. «Τούτο το καταραμένο δεν δουλεύει!» «Μπας και θες να μας τινάξεις όλους στον αέρα;»
57/1081
Ο Σέρτζι τής έριξε μια άγρια ματιά. Η Σάντρα δεν είπε τίποτε άλλο, ο συνάδελφός της ήταν πολύ εκνευρισμένος. Χαμήλωσε το βλέμμα της στο πτώμα του άνδρα που βρισκόταν πεσμένο ανάμεσα στην πόρτα και τη λεκάνη. Ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα, εντελώς γυμνός. Σαράντα χρονών, σκέφτηκε. Βάρος καμιά ενενηνταριά κιλά, ύψος ένα κι ογδόντα. Το κεφάλι ήταν γερμένο με αφύσικο τρόπο, ο κρανιακός θόλος είχε μια λοξή ρωγμή. Το αίμα είχε σχηματίσει μια σκούρα λίμνη πάνω στα ασπρόμαυρα πλακάκια. Στα χέρια του έσφιγγε ένα πιστόλι. Δίπλα στο πτώμα ήταν ένα κομμάτι από πορσελάνη που αντιστοιχούσε στην αριστερή γωνία του νιπτήρα, ο οποίος προφανώς έσπασε όταν το σώμα του άντρα χτύπησε πάνω του. «Σε τι σου χρησιμεύει η σόμπα;» ρώτησε η Σάντρα.
58/1081
«Πρέπει να αναπαραστήσω τη σκηνή. Ο τύπος έκανε ντους και την είχε φέρει μαζί του για να ζεστάνει το μπάνιο. Σε λίγο θα ανοίξω και το νερό, γι’ αυτό βιάσου να τακτοποιήσεις τα πράγματά σου», απάντησε απότομα. Η Σάντρα κατάλαβε τι είχε κατά νου ο Σέρτζι: ο ατμός θα έκανε ορατά τα αποτυπώματα από πατημασιές στο δάπεδο. Έτσι θα μπορούσαν να αναπαραστήσουν τη δυναμική των μετακινήσεων του θύματος μες στο δωμάτιο. «Χρειάζομαι ένα κατσαβίδι», αποφάνθηκε ο τεχνικός εκτός εαυτού. «Γυρίζω αμέσως. Κι εσύ κοίτα να περπατάς κολλητά στους τοίχους». Η Σάντρα δεν απάντησε, είχε συνηθίσει σε τέτοιου είδους παρατηρήσεις: οι ειδικοί των αποτυπωμάτων πίστευαν ότι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να διαφυλάξουν μια σκηνή εγκλήματος. Κι έπειτα, συντελούσε το γεγονός ότι ήταν μια γυναίκα είκοσι εννιά χρονών που
59/1081
λειτουργούσε σε ένα χώρο κυρίως ανδρικό: παρόμοιες πατερναλιστικές συμπεριφορές από την πλευρά των συναδέλφων της συχνά έκρυβαν μια σεξιστική προκατάληψη. Με τον Σέρτζι ήταν ακόμα χειρότερα, δεν κόλλησαν ποτέ και δεν της άρεσε να δουλεύει μαζί του. Όταν ο συνάδελφός της απομακρύνθηκε, η Σάντρα το εκμεταλλεύτηκε για να βγάλει από τις τσάντες της τη Reflex και το τρίποδο. Έβαλε τα σφουγγαράκια στα πόδια του, έτσι ώστε να μην αφήσει αποτυπώματα, μετά έστησε τη φωτογραφική μηχανή με το φακό στραμμένο ψηλά. Αφού τον σκούπισε με μια γάζα βρεγμένη με αμμωνία, ώστε να μη θολώσει από τους υδρατμούς, τη συνέδεσε με μια συσκευή Single Shot που θα της έδινε τη δυνατότητα πανοραμικής λήψης 360°. Από το γενικό στο ειδικό, αυτός ήταν ο κανόνας. Η μηχανή θα κατέγραφε όλο το σκηνικό του γεγονότος με μια σειρά αυτόματες λήψεις και
60/1081
μετά θα ολοκλήρωνε η ίδια την αναπαράσταση των συμβάντων, τραβώντας με το χέρι φωτογραφίες όλο και πιο λεπτομερείς, σημαδεύοντας τα ευρήματα με αριθμημένες ταμπέλες στάνταρ διαστάσεων, για να καταδείξει τη χρονολογική πορεία και να δώσει την αίσθηση των αναλογιών στον παρατηρητή. Η Σάντρα είχε μόλις τοποθετήσει τη Reflex στο κέντρο του χώρου, όταν είδε μια λεκανίτσα με δυο μικρές χελώνες τοποθετημένη σ’ ένα ράφι. Σφίχτηκε η καρδιά της. Σκέφτηκε το μέλος αυτής της οικογένειας που ασχολιόταν μαζί τους, που τους έδινε την τροφή από ένα κουτί εκεί δίπλα, που άλλαζε κάθε τόσο το λιγοστό νερό στο οποίο ήταν βυθισμένες, που ομόρφαινε το περιβάλλον τους με χαλικάκια κι έναν πλαστικό φοίνικα. Δεν ήταν ενήλικας, σκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Σέρτζι με το κατσαβίδι και ξανάρχισε να παλεύει με τη
61/1081
φορητή σόμπα. Έπειτα από λίγο κατάφερε να την κάνει να πάρει μπροστά. «Το ήξερα ότι στο τέλος θα νικούσα εγώ», θριαμβολόγησε. Το δωμάτιο ήταν μικρό και το πτώμα έπιανε σχεδόν όλο το χώρο. Μετά βίας χωρούσαν και οι τρεις. Θα ήταν δύσκολο να δουλέψει μ’ αυτές τις συνθήκες, σκέφτηκε η Σάντρα. «Πώς θα κινηθούμε;» «Εγώ θα ξεκινήσω εδώ μέσα με τη σάουνα», είπε ο Σέρτζι ανοίγοντας στο φουλ το ζεστό νερό του ντους. Και με σκοπό να την ξεφορτωθεί προς το παρόν, συμπλήρωσε: «Εσύ μπορείς ν’ αρχίσεις από την κουζίνα. Έχουμε ένα "αντίγραφο"...» Οι σκηνές του εγκλήματος χαρακτηρίζονται κύριες ή δευτερεύουσες, για να διακριθούν αυτές στις οποίες έγινε η εγκληματική πράξη απ’ αυτές που, αντίθετα, συνδέονται μαζί της, όπως ο τόπος της απόκρυψης ενός πτώματος ή
62/1081
ο τόπος όπου βρέθηκε το όπλο του εγκλήματος. Όταν η Σάντρα άκουσε ότι στο σπίτι υπήρχε ένα «αντίγραφο», κατάλαβε αμέσως ότι ο Σέρτζι αναφερόταν σε μια δεύτερη κύρια σκηνή. Κι αυτό δεν μπορούσε παρά να σημαίνει μόνον ένα πράγμα: κι άλλα θύματα. Η σκέψη της τότε έτρεξε ξανά στις χελώνες και στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έμεινε ακίνητη στο κατώφλι της κουζίνας. Για να διατηρήσει τον έλεγχο σ' αυτές τις καταστάσεις, ήταν απαραίτητο να ακολουθεί κατά γράμμα το εγχειρίδιο των φωτογράφων μικρές εντολές που θα έβαζαν σε τάξη το χάος. Τουλάχιστον αυτή η ψευδαίσθηση της χρησίμευε. Την έπειθε. Ο Σίμπα, το λιονταράκι, της έκλεισε το μάτι προτού αρχίσει να τραγουδάει μαζί με τους άλλους κατοίκους της ζούγκλας. Της ήρθε να κλείσει την τηλεόραση. Μα δεν μπορούσε.
63/1081
Αποφάσισε να μη δώσει σημασία και τακτοποίησε στη ζώνη της το κασετόφωνο στο οποίο θα περιέγραφε προφορικά την όλη διαδικασία. Τράβηξε πίσω τα μακριά καστανά μαλλιά της και τα έδεσε με ένα λαστιχάκι που είχε πάντα περασμένο στον καρπό της. Έπειτα πέρασε στο κεφάλι της το μικρόφωνο, για να έχει ελεύθερα τα χέρια με τα οποία θα χειριζόταν τη δεύτερη Reflex που έβγαλε από την τσάντα. Κοίταξε μέσα από το φακό της. Η φωτογραφική μηχανή τής επέτρεπε να βάλει μια απόσταση ασφαλείας ανάμεσα στον εαυτό της και σε αυτό που βρισκόταν μπροστά της. Η φωτογράφιση γινόταν, σύμφωνα με τους κανόνες, από τα δεξιά προς τα αριστερά και από κάτω προς τα πάνω. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της και ξεκίνησε την ηχογράφηση. Στην αρχή κατέγραψε τα γενικά στοιχεία, τον τόπο, την ημερομηνία και την ώρα έναρξης της διαδικασίας. Άρχισε να
64/1081
τραβάει φωτογραφίες, περιγράφοντας ταυτόχρονα αυτό που έβλεπε. «Το τραπέζι είναι τοποθετημένο στο κέντρο του δωματίου. Είναι στρωμένο για το πρωινό. Μία από τις καρέκλες είναι πεσμένη στο πάτωμα και δίπλα της βρίσκεται το πρώτο πτώμα: γυναίκα, ηλικία ανάμεσα στα τριάντα και τα σαράντα». Φορούσε μια ανοιχτόχρωμη νυχτικιά που είχε ανεβεί ως τους γοφούς της, αφήνοντας τα πόδια και την ήβη της ξεδιάντροπα εκτεθειμένα. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα πίσω με ένα κοκαλάκι που είχε σχήμα λουλουδιού. Είχε χάσει τη μία παντόφλα της. «Πολυάριθμα τραύματα από πυροβόλο όπλο. Στο ένα της χέρι σφίγγει ένα κομμάτι χαρτί». Έφτιαχνε τη λίστα με τα ψώνια. Το στιλό ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι. «Από τη στάση του πτώματος φαίνεται ότι το θύμα είχε στραφεί προς την πόρτα: θα
65/1081
πρέπει να είδε το δολοφόνο να έρχεται και να δοκίμασε να τον σταματήσει. Σηκώθηκε από το τραπέζι, αλλά μόλις που πρόλαβε να κάνει ένα βήμα». Οι ριπές της Reflex μετρούσαν έναν καινούργιο, διαφορετικό χρόνο. Η Σάντρα συγκεντρώθηκε σ’ εκείνο τον ήχο σαν μουσικός που αφήνεται να οδηγηθεί από το μετρονόμο. Και, στο μεταξύ, αφομοίωνε κάθε λεπτομέρεια της σκηνής, σιγά-σιγά, καθώς αποτυπωνόταν στην ψηφιακή μνήμη της μηχανής και στη δική της. «Δεύτερο πτώμα: αγόρι, ηλικία ανάμεσα στα δέκα και τα δώδεκα χρόνια. Κάθεται με την πλάτη γυρισμένη προς την πόρτα». Δεν είχε αντιληφθεί τι συνέβαινε. Ωστόσο η Σάντρα σκεφτόταν ότι η ιδέα ενός ασυναίσθητου θανάτου είναι ανακούφιση μόνο για τους ζωντανούς. «Φοράει γαλάζια πιτζάμα. Είναι πεσμένος πάνω στο τραπέζι, με το πρόσωπο βουτηγμένο
66/1081
σ’ ένα μπολ με κορνφλέικς. Το πτώμα φέρει βαθύ τραύμα από πυροβόλο όπλο στον αυχένα». Για τη Σάντρα ο θάνατος σ’ εκείνη τη σκηνή δεν καταδεικνυόταν από τα δύο σακατεμένα από τις σφαίρες πτώματα. Δεν υπήρχε στο αίμα που είχε πιτσιλίσει τα πάντα ή που στέγνωνε αργά στα πόδια τους. Δεν ήταν στα γυάλινα μάτια τους που συνέχιζαν να κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, ή στη μισοτελειωμένη κίνηση με την οποία έφυγαν απ’ τον κόσμο. Ήταν αλλού. Η Σάντρα είχε μάθει ότι το βασικό ταλέντο του θανάτου ήταν να μπορεί να κρύβεται στις λεπτομέρειες. Εκεί πήγαινε να τον ξετρυπώσει με τη φωτογραφική μηχανή της. Στον καφέ που είχε χυθεί στο μάτι, ξεχειλίζοντας από την παλιά καφετιέρα, η οποία συνέχισε να βράζει ώσπου κάποιος την έσβησε έπειτα από την αποκάλυψη της φρίκης. Στο μουρμουρητό του ψυγείου, που εξακολουθούσε απτόητο να
67/1081
διατηρεί στα σπλάχνα του τη φρεσκάδα των τροφίμων. Στην αναμμένη τηλεόραση που μετέδιδε χαρούμενα κινούμενα σχέδια. Μετά τη σφαγή η τεχνητή ζωή συνέχιζε αδιάφορη κι ανώφελη. Ο θάνατος κρυβόταν σε αυτήν ακριβώς την απάτη. «Ωραίος τρόπος να ξεκινάς τη μέρα σου, ε;» Η Σάντρα γύρισε, σβήνοντας το κασετόφωνο. Ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις στεκόταν στο κατώφλι με τα μπράτσα σταυρωμένα κι ένα σβηστό τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη. «Ο άντρας που είδες στο μπάνιο δούλευε φρουρός σε μια εταιρία θωρακισμένων οχημάτων για χρηματαποστολές. Το πιστόλι ήταν νόμιμα στην κατοχή του. Ζούσαν με ένα μισθό, πλήρωναν στεγαστικό, τις δόσεις του αυτοκινήτου, ζορίζονταν να βγάλουν το μήνα. Αλλά ποιος δεν ζορίζεται;» «Γιατί το έκανε;»
68/1081
«Μιλάμε με τους γείτονες. Το αντρόγυνο καβγάδιζε συχνά, μα όχι τόσο πολύ ώστε να αναγκαστεί κάποιος να φωνάξει την αστυνομία». «Ώστε υπήρχε ένταση στην οικογένεια». «Έτσι φαίνεται. Εκείνος ασχολούνταν με το ταιλανδέζικο μποξ, ήταν τοπικός πρωταθλητής, μα είχε σταματήσει όταν αποκλείστηκε για χρήση αναβολικών». «Τη χτυπούσε;» «Αυτό θα μας το πει ο ιατροδικαστής. Πάντως ήταν πολύ ζηλιάρης». Η Σάντρα κοίταξε την πεσμένη στο πάτωμα γυναίκα, μισόγυμνη από τη μέση και κάτω. Δεν μπορείς να ζηλεύεις ένα πτώμα, σκέφτηκε. Όχι πια. «Πιστεύετε ότι είχε κάποιον άλλον;» «Ίσως, ποιος ξέρει...» Ο Ντε Μικέλις ανασήκωσε τους ώμους κι έπειτα άλλαξε θέμα: «Σε ποιο στάδιο βρίσκεστε στο μπάνιο;»
69/1081
«Έβαλα την πρώτη Reflex, παίρνει ήδη τις πανοραμικές. Περιμένω να τελειώσει ή να με φωνάξει ο Σέρτζι». «Τα πράγματα δεν έγιναν όπως φαίνονται...» Η Σάντρα κοίταξε τον Ντε Μικέλις. «Τι σημαίνει αυτό;» «Ο άντρας δεν αυτοπυροβολήθηκε. Μετρήσαμε τους κάλυκες: βρίσκονται όλοι στην κουζίνα». «Ε, τότε τι συνέβη;» Ο Ντε Μικέλις έκανε ένα βήμα μέσα στο δωμάτιο, βγάζοντας το τσιγάρο από τα χείλη του. «Έκανε ντους. Βγήκε γυμνός από το μπάνιο, πήρε το πιστόλι που ήταν στην είσοδο, χωμένο στη θήκη δίπλα στη στολή του, και μπαίνοντας στην κουζίνα, εκεί περίπου που στέκεσαι εσύ τώρα, πυροβόλησε το γιο του. Ένας πυροβολισμός στον αυχένα, εξ επαφής». Μιμήθηκε την κίνησή του. «Μετά άδειασε το
70/1081
όπλο στη γυναίκα του. Όλα τέλειωσαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Και όταν γύρισε στο μπάνιο, το πάτωμα ήταν μουσκεμένο ακόμα. Γλίστρησε και, πέφτοντας, χτύπησε το κεφάλι του πάνω στο νιπτήρα τόσο δυνατά, που τον έσπασε. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος». Ο επιθεωρητής συμπλήρωσε σαρκαστικά: «Μερικές φορές ο Θεός είναι μεγαλειώδης όταν εκδικείται». Ο Θεός δεν έχει καμία σχέση, σκέφτηκε η Σάντρα παρατηρώντας το παιδί. Και σήμερα το πρωί είχε κάπου αλλού στραμμένο το βλέμμα Του. «Στις εφτά και είκοσι είχαν τελειώσει όλα». Γύρισε στο μπάνιο νιώθοντας μια τεράστια δυσφορία. Τα τελευταία λόγια του Ντε Μικέλις την είχαν ταράξει περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Ανοίγοντας την πόρτα, την τύλιξαν οι υδρατμοί που είχαν πλημμυρίσει το δωμάτιο. Ο Σέρτζι είχε ήδη κλείσει το νερό του ντους και
71/1081
ήταν γονατισμένος μπροστά στο βαλιτσάκι με τα αντιδραστήρια. «Τα μύρτιλλα, το πρόβλημα είναι πάντα τα μύρτιλλα...» Η Σάντρα δεν κατάλαβε τι εννοούσε ο τεχνικός. Ωστόσο φαινόταν πολύ απορροφημένος κι εκείνη αποφάσισε να μην επιμείνει, φοβούμενη την αντίδρασή του. Έλεγξε αν η Reflex είχε τραβήξει τις πανοραμικές και μετά την έβγαλε από το τρίποδο. Προτού βγει, γύρισε και πάλι προς το συνάδελφό της: «Αντικαθιστώ την κάρτα μνήμης και αρχίζουμε με τις λεπτομέρειες». Κοίταξε γύρω της. «Δεν υπάρχουν παράθυρα και το τεχνητό φως δεν μου φαίνεται αρκετό, οπότε χρειαζόμαστε κάνα δυο προβολείς χαμηλής εκπομπής, τι λες;» Ο Σέρτζι ύψωσε το βλέμμα πάνω της. «Λέω ότι μερικές φορές μου έρχεται να πάω να γαμηθώ σαν πουτανίτσα με κάναν νταγλαρά
72/1081
με μοτοσικλέτα. Αυτό μου χρειάζεται, μάλιστα». Η χυδαιότητα του Σέρτζι την ξάφνιασε. Μπορεί να ήταν καλαμπούρι, αλλά δεν το καταλάβαινε. Όμως ο τρόπος που την κοιτούσε δεν έδειχνε ότι περίμενε να γελάσει. Μετά, σαν να μην έτρεχε τίποτα, ο τεχνικός ξανάρχισε να ασχολείται με τα αντιδραστήριά του και η Σάντρα βγήκε στο διάδρομο. Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό της τις παλαβομάρες του συναδέλφου της και άρχισε να ελέγχει τις φωτογραφίες στην οθόνη της Reflex. Οι πανοραμικές λήψεις 360° του μπάνιου είχαν βγει αρκετά καλές. Η μηχανή είχε τραβήξει έξι, ανά διαστήματα τριών λεπτών. Οι υδρατμοί είχαν φέρει στην επιφάνεια τα αποτυπώματα των γυμνών ποδιών του δολοφόνου, αλλά ήταν πολύ μπερδεμένα. Στην αρχή σκέφτηκε ότι μέσα σε εκείνο το χώρο είχε γίνει ένας καβγάς ανάμεσα στο αντρόγυνο, που στη συνέχεια
73/1081
κατέληξε στη σφαγή. Αλλά τότε θα πρέπει να υπήρχαν και πατημασιές από τις παντόφλες της γυναίκας. Παραβίαζε έναν από τους κανόνες του εγχειριδίου. Προσπαθούσε να βρει δικαιολογία. Όσο παράλογη κι αν ήταν η σφαγή, η Σάντρα έπρεπε να αναπαραστήσει τα γεγονότα με αντικειμενικό τρόπο. Δεν είχε σημασία που δεν κατάφερνε να διακρίνει το λόγο, το καθήκον της ήταν να παραμείνει αμερόληπτη. Τους τελευταίους πέντε μήνες όμως δυσκολευόταν. Από το γενικό στο ειδικό, η Σάντρα άρχισε να κάνει ζουμ στις λεπτομέρειες αναζητώντας κάποιο νόημα. Στην οθόνη: το ξυραφάκι ακουμπισμένο στο ράφι κάτω απ’ τον καθρέφτη· το αφρόλουτρο με το Γουίνι το Αρκουδάκι· το καλσόν που ήταν απλωμένο να στεγνώσει. Καθημερινές κινήσεις, μικρές συνήθειες μιας οικογένειας
74/1081
όπως όλες. Αθώα αντικείμενα που είχαν γίνει μάρτυρες ενός τρομερού γεγονότος. Δεν είναι βουβά, σκέφτηκε. Τα αντικείμενα μιας μιλούν μέσα από τη σιωπή, αρκεί να ξέρεις να τ’ ακούσεις. Ενώ οι εικόνες περνούσαν γρήγορα, η Σάντρα συνέχιζε να αναρωτιέται τι ήταν αυτό που εξαπέλυσε μια τέτοια βία. Η προηγούμενη δυσφορία της μετατράπηκε σε πραγματική αδιαθεσία, ένιωθε να την πιάνει μια παράξενη ημικρανία. Τα μάτια της θόλωσαν για μια στιγμή. Ήθελε να καταλάβει. Πώς προκλήθηκε αυτή η μικρή οικιακή Αποκάλυψη; Η οικογένεια ξυπνά λίγο πριν από τις εφτά. Η γυναίκα σηκώνεται και πάει να ετοιμάσει πρωινό για το παιδί. Ο άντρας θα χρησιμοποιήσει πρώτος το μπάνιο, πρέπει να συνοδεύσει το μικρό στο σχολείο και μετά να πάει στη δουλειά. Κάνει κρύο, παίρνει μαζί του τη σόμπα υγραερίου.
75/1081
Τι συνέβη όσο έκανε ντους; Το νερό που τρέχει, η οργή που ξεχειλίζει. Μπορεί να έμεινε ξύπνιος όλη νύχτα, σκέφτηκε η Σάντρα. Κάτι τον παίδευε. Μια σκέψη, μια έμμονη ιδέα. Ζήλια; Η ανακάλυψη ενός εραστή της γυναίκας; Καβγάδιζαν συχνά, είχε πει ο Ντε Μικέλις. Μα εκείνο το πρωί δεν είχαν τσακωθεί. Γιατί; Ο άντρας βγαίνει από το ντους, παίρνει το πιστόλι του και πάει στην κουζίνα. Καμία κουβέντα πριν από τους πυροβολισμούς. Τι λασκάρισε μες στο μυαλό του; Μια αβάσταχτη αίσθηση αγωνίας, άγχος, πανικός: τα συνηθισμένα συμπτώματα που προηγούνται μιας κρίσης. Στην οθόνη: τρία μπουρνούζια κρεμασμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο. Από το πιο μεγάλο στο πιο μικρό. Κοντά-κοντά. Σε ένα ποτήρι, μια οικογένεια από τρεις οδοντόβουρτσες. Η Σάντρα αναζητούσε τη ρωγμή στο ειδυλλιακό
76/1081
κάδρο. Τη λεπτή χαραμάδα απ’ όπου ξεκίνησε η κατάρρευση. Στις εφτά και είκοσι όλα είχαν τελειώσει, είχε πει ο επιθεωρητής. Εκείνη την ώρα οι γείτονες ακούν τους πυροβολισμούς και ειδοποιούν την αστυνομία. Το ντους που διαρκεί το πολύ ένα τέταρτο· ένα τέταρτο για να κριθούν τα πάντα. Στην οθόνη: η λεκανίτσα με τα δυο χελωνάκια. Το κουτί με την τροφή τους. Ο πλαστικός φοίνικας. Τα βοτσαλάκια. Τα χελωνάκια, επαναλαμβάνει μέσα της. Η Σάντρα έλεγξε όλες τις πανοραμικές λήψεις, ζουμάροντας κάθε φορά σ’ εκείνη τη λεπτομέρεια. Μια φωτογραφία καθε τρία λεπτά, σύνολο έξι φωτογραφίες: ο Σέρτζι είχε ανοίξει στο φουλ το ζεστό νερό, ο χώρος είχε γεμίσει υδρατμούς... κι ομως τα χελωνάκια δεν είχαν κουνηθεί. Τα αντικείμενα μιλούν. Ο θάνατος είναι στις λεπτομέρειες.
77/1081
Η όραση της Σάντρα θόλωσε και πάλι, για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα λιποθυμούσε. Είδε τον Ντε Μικέλις να πλησιάζει. «Δεν νιώθεις καλά;» Εκείνη τη στιγμή η Σάντρα κατάλαβε τα πάντα. «Η σόμπα υγραερίου» είπε. «Τι;» Ο Ντε Μικέλις δεν καταλάβαινε. Όμως εκείνη δεν είχε χρόνο να του εξηγήσει. «Ο Σέρτζι... πρέπει να τον βγάλουμε αμέσως από δω». Κάτω από την πολυκατοικία ήταν σταματημένο ένα όχημα της πυροσβεστικής κι ένα ασθενοφόρο για να πάρει τον Σέρτζι. Ο τεχνικός της Σήμανσης είχε χάσει τις αισθήσεις του όταν μπήκαν στο μπάνιο. Ευτυχώς είχαν προλάβει. Στο πεζοδρόμιο μπροστά από το κτίριο η Σάντρα έδειξε στον Ντε Μικέλις την εικόνα της λεκανίτσας με τα νεκρά χελωνάκια, προσπαθώντας να ανασυστήσει την αλληλουχία των γεγονότων.
78/1081
«Όταν φτάσαμε, ο Σέρτζι προσπαθούσε να ανάψει τη σόμπα». «Ο βλάκας παραλίγο να τα τινάξει. Δεν υπήρχαν παράθυρα, οι πυροσβέστες είπαν ότι το μπάνιο ήταν γεμάτο μονοξείδιο του άνθρακα». «Ο Σέρτζι απλώς προσπαθούσε να ανασυνθέσει την κατάσταση του χώρου. Σκέψου: το ίδιο συνέβη και σήμερα το πρωί, την ώρα που ο άντρας έκανε ντους». Ο Ντε Μικέλις ζάρωσε το κούτελό του. «Συγγνώμη, αλλά δεν καταλαβαίνω». «Το μονοξείδιο του άνθρακα είναι ένα από τα αέρια καύσης. Είναι άοσμο, άχρωμο και άγευστο». «Ξέρω τι είναι... αλλά ρίχνει και με πιστόλι;» την ειρωνεύτηκε ο επιθεωρητής. «Ξέρεις τι συμπτώματα έχει η δηλητηρίαση από μονοξείδιο του άνθρακα; Πονοκέφαλο, ιλίγγους και, σε μερικές περιπτώσεις, παραισθήσεις και παράνοια... Μετά την
79/1081
έκθεσή του στο αέριο που υπήρχε στο μπάνιο, ο Σέρτζι παραληρούσε. Μου μίλησε για μύρτιλλα, έλεγε προστυχιές». Ο Ντε Μικέλις έκανε μια παράξενη γκριμάτσα· αυτή η ιστορία δεν του άρεσε. «Άκου, Σάντρα, ξέρω πού θέλεις να καταλήξεις με το συλλογισμό σου, αλλά δεν στέκει». «Κι ο πατέρας ήταν κλεισμένος στο μπάνιο προτού αρχίσει να πυροβολεί». «Δεν αποδεικνύεται». «Κι όμως, είναι μια εξήγηση! Τουλάχιστον δέξου ότι μπορεί να έγινε έτσι: ο άνθρωπος εισέπνευσε το μονοξείδιο κι έπαθε σύγχυση, παραισθήσεις, παράνοια. Δεν λιποθυμάει αμέσως, όπως συνέβη στον Σέρτζι, αλλά βγαίνει από το μπάνιο, παίρνει το πιστόλι και πυροβολεί γυναίκα και παιδί. Μετά γυρνάει στο μπάνιο και μόνον τότε η έλλειψη οξυγόνου τον κάνει να χάσει τις αισθήσεις του, οπότε πέφτει και σπάει το κεφάλι του».
80/1081
Ο Ντε Μικέλις σταύρωσε τα μπράτσα του. Η στάση του την εκνεύριζε. Αλλά ήξερε καλά ότι ο επιθεωρητής δεν μπορούσε να δώσει βάση σε μια τόσο παράτολμη θεωρία. Τον γνώριζε χρόνια, ήταν βέβαιη ότι θα ένιωθε κι ο ίδιος ανακούφιση, αν παραδεχόταν ότι γι' αυτούς τους παράλογους θανάτους ευθυνόταν ένα γεγονός ξένο προς τη θέληση του δολοφόνου. Ωστόσο είχε δίκιο: δεν υπήρχαν βάσιμα στοιχεία. «Θα θίξω το θέμα στο γραφείο του ιατροδικαστή, θα κάνουν τοξικολογική ανάλυση στο πτώμα του άνδρα». Καλύτερο απ’ το τίποτα, σκέφτηκε η Σάντρα. Ο Ντε Μικέλις ήταν σχολαστικός τύπος, καλός αστυνομικός, της άρεσε να δουλεύει μαζί του. Είχε πάθος με την τέχνη και για τη Σάντρα αυτό ήταν μια ένδειξη ευαισθησίας. Απ’ όσο ήξερε, δεν είχε παιδιά και προγραμμάτιζε τις διακοπές με τη γυναίκα του για να επισκέπτονται μουσεία. Υποστήριζε
81/1081
ότι κάθε έργο τέχνης περιείχε πολλαπλά νοήματα και όποιος το θαύμαζε είχε καθήκον να τα αναζητήσει. Έτσι, δεν ήταν το είδος του αστυνομικού που αρκείται στην πρώτη εντύπωση. «Μερικές φορές θα θέλαμε να είναι διαφορετική η πραγματικότητα. Και αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, τότε προσπαθούμε να τα εξηγήσουμε με τον τρόπο μας. Μα δεν το καταφέρνουμε πάντα». «Ναι», είπε η Σάντρα μετανιώνοντάς το αμέσως. Εκείνη η πραγματικότητα την αφορούσε άμεσα, αλλά δεν μπορούσε να το παραδεχτεί. Έκανε να φύγει. «Περίμενε, ήθελα να σου πω...» Ο Ντε Μικέλις πέρασε το χέρι από τα γκρίζα μαλλιά του, αναζητώντας τις κατάλληλες λέξεις. «Λυπάμαι γι’ αυτό που σου συνέβη. Ξέρω ότι έχουν περάσει έξι μήνες...» «Πέντε», τον διόρθωσε εκείνη.
82/1081
«Ναι, και θα έπρεπε να το κάνω νωρίτερα, όμως...» «Μην ανησυχείς», του απάντησε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Δεν τρέχει τίποτα, ευχαριστώ». Η Σάντρα γύρισε για να πάει στο αυτοκίνητό της. Περπατούσε με γρήγορο βήμα, με εκείνη την παράξενη αίσθηση στο στέρνο, που τώρα πια δεν την εγκατέλειπε και που οι άλλοι δεν υποπτεύονταν καν. Ήταν ανησυχία, αλλά και οργή ανάμεικτη με πόνο. Είχε κολλήσει πάνω της σαν σβόλος από ρετσίνι. Η Σάντρα την είχε ονομάσει «το πράγμα». Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά εδώ και πέντε μήνες «το πράγμα» είχε αντικαταστήσει την καρδιά της. 11:40
83/1081
Η βροχή είχε ξαναρχίσει να πέφτει με οργισμένη επιμονή. Αντίθετα με όσους συναντούσαν, ο Μάρκους κι ο Κλεμέντε διέσχιζαν τα δρομάκια της μεγάλης πανεπιστημιακής πολυκλινικής χωρίς να βιάζονται. Το Τζεμέλι ήταν το πιο σημαντικό νοσοκομείο της πόλης. «Η αστυνομία φρουρεί την κεντρική είσοδο», ανακοίνωσε ο Κλεμέντε. «Και πρέπει να αποφύγουμε τις κάμερες παρακολούθησης». Έκοψε προς τ’ αριστερά, βγαίνοντας από το δρομάκι, και οδήγησε τον Μάρκους προς ένα λευκό κτίριο. Κάτω από ένα υπόστεγο υπήρχαν βαρέλια με απορρυπαντικό και καρότσια γεμάτα με βρόμικα σεντόνια. Μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε σε μια είσοδο υπηρεσίας. Αφού χρησιμοποίησαν ένα ασανσέρ εμπορευμάτων για να ανέβουν στο μηδέν, βρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο με μια πόρτα ασφαλείας. Προτού μπουν, έπρεπε
84/1081
να φορέσουν αποστειρωμένες ποδιές, μάσκες και καλύμματα στα παπούτσια τους. Όλα αυτά τα πήραν από ένα καροτσάκι. Μετά ο Κλεμέντε έδωσε στον Μάρκους μια μαγνητική κάρτα. Με εκείνη κρεμασμένη στο λαιμό κανείς δεν θα τους έκανε ερωτήσεις. Τη χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την ηλεκτρονική κλειδαριά και τελικά βρέθηκαν μέσα στο νοσοκομείο. Μπροστά τους ανοίχτηκε ένας μακρύς διάδρομος με γαλάζιους τοίχους. Μύριζε οινόπνευμα και απορρυπαντικό για τα πατώματα. Αντίθετα με τα άλλα τμήματα, αυτό της εντατικής θεραπείας ήταν βυθισμένο στη σιωπή. Δεν υπήρχε το αδιάκοπο σούρτα-φέρτα των γιατρών και των νοσοκόμων, το προσωπικο κινούνταν στους διαδρόμους χωρίς βιασύνη και αθόρυβα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το βουητό των μηχανημάτων από τα οποία εξαρτιόταν η ζωή των ασθενών.
85/1081
Κι όμως, σ’ εκείνο το γαλήνιο μέρος διαδραματιζόταν η πιο σκληρή μάχη ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Όταν ένας από τους μαχητές υπέκυπτε, δεν υπήρχαν κρότοι ή ουρλιαχτά. Δεν χτυπούσαν συναγερμοί, για την αναγγελία αρκούσε να ανάψει ένα κόκκινο φωτάκι στην αίθουσα ελέγχου, που δήλωνε τόσο απλά τη διακοπή των ζωτικών λειτουργιών. Στα άλλα τμήματα ο σκοπός της σωτηρίας της ζωής επέβαλλε ένα συνεχή αγώνα ενάντια στο χρόνο. Εκεί, αντίθετα, ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά. Απλωνόταν τόσο, που έμοιαζε να απουσιάζει. Δεν ήταν τυχαίο ότι, ενώ στη νοσοκομειακή αργκό που, για λόγους συντομίας, έκοβε τα πάντα σε ακρωνύμια, η μονάδα εκείνη ήταν ένα ΠΔΤ, ένα Πολυδύναμο Τμήμα, για όσους εργάζονταν εκεί ήταν γνωστή ως «το όριο».
86/1081
«Μερικοί επιλέγουν να το ξεπεράσουν. Άλλοι να επιστρέψουν», είπε ο Κλεμέντε εξηγώντας στον Μάρκους αυτό το όνομα. Βρίσκονταν μπροστά στο τζάμι που χώριζε το διάδρομο από μία από τις αίθουσες ανάνηψης. Ο θάλαμος είχε έξι κρεβάτια. Μόνο το ένα ήταν κατειλημμένο. Ένας άντρας καμιά πενηνταριά χρονών ήταν συνδεμένος με μια συσκευή οξυγόνου. Κοιτάζοντάς τον, ο Μάρκους σκέφτηκε τον εαυτό του, τότε που ο φίλος του τον είχε βρει σ’ ένα παρόμοιο κρεβάτι, ενώ έδινε τη μάχη του, μετέωρος στο τέρμα του φωτός. Εκείνος είχε επιλέξει να μείνει. Ο Κλεμέντε τού έδειξε πίσω από το τζάμι: «Χτες το βράδυ ένα ασθενοφόρο πήγε σε μια βίλα έξω απ’ την πόλη έπειτα από μία επείγουσα κλήση για έμφραγμα. Ο άνθρωπος που κάλεσε τα Επείγοντα είχε στο σπίτι του μερικά αντικείμενα -μια κορδέλα για τα μαλλιά, ένα βραχιολάκι από κοράλλι, ένα
87/1081
κόκκινο κασκόλ κι ένα ρόλερ-, τα οποία ανήκαν στα θύματα ενός κατά συρροήν δολοφόνου που μέχρι τώρα ήταν άγνωστος. Λέγεται Τζερεμάια Σμιθ». Τζερεμάια, ένα ήρεμο όνομα, ήταν η πρώτη σκέψη του Μάρκους. Δεν ήταν κατάλληλο για έναν κατά συρροήν δολοφόνο. Ο Κλεμέντε έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του αδιάβροχου του ένα διπλωμένο ντοσιέ που είχε γραμμένο μόνον έναν κωδικό: c.g. 97-95-6. «Τέσσερα θύματα μέσα σε έξι χρόνια. Με κομμένο το λαιμό. Όλα γυναίκες, ηλικίας ανάμεσα στα δεκαεφτά και τα είκοσι οχτώ χρόνια». Ενώ ο Κλεμέντε απαριθμούσε αυτά τα στείρα και απρόσωπα στοιχεία, ο Μάρκους επικεντρώθηκε στο πρόσωπο του άντρα. Δεν έπρεπε να ξεγελαστεί: το σώμα εκείνο ήταν απλώς μια μεταμφίεση, ένας τρόπος για να περνάει απαρατήρητος.
88/1081
«Οι γιατροί μιλούν για κώμα», είπε ο Κλεμέντε, σχεδόν μαντεύοντας τις σκέψεις του. «Κι όμως, διασωληνώθηκε αμέσως από το προσωπικό του ασθενοφόρου που πήγε εκεί. Και μια και το ’φερε η κουβέντα...» «Τι;» «Από μια ειρωνεία της τύχης, μαζί με το νοσοκόμο ήταν και η αδελφή του πρώτου θύματος: είναι είκοσι εφτά χρονών, γιατρός». Ο Μάρκους φάνηκε να εκπλήσσεται. «Και ξέρει τίνος τη ζωή έσωσε;» «Αυτή ήταν που παρατήρησε ότι μέσα στο σπίτι υπήρχε το ρόλερ της αδελφής της, η οποία δολοφονήθηκε πριν από έξι χρόνια. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κάτι συνηθισμένο και για ακόμη έναν λόγο...» Ο Κλεμέντε πήρε μια φωτογραφία από το ντοσιέ και του την έδειξε. Ήταν ο θώρακας του ανθρώπου με τις λέξεις «Σκότωσε με», «Τριγυρνούσε μες στον κόσμο μ’ αυτό το τατουάζ».
89/1081
«Συμβολίζει τη διττή του φύση», ήταν η εκτίμηση του Μάρκους. «Είναι σαν να μας λέει ότι τελικά δεν χρειάζεται και πολύ για να υπερβούμε τα φαινόμενα, μια και συνήθως στεκόμαστε στο πρώτο επίπεδο, αυτό της ενδυμασίας, για να κρίνουμε εναν άνθρωπο. Όταν η αλήθεια είναι γραμμένη πάνω στη σάρκα, είναι προσιτή σε όλους, κρυμμένη κι όμως τόσο κοντινή. Ωστόσο, κανείς δεν τη βλέπει. Για τον Τζερεμάια Σμιθ συνέβαινε το ίδιο: ο κόσμος τον άγγιζε στο δρόμο χωρίς να φαντάζεται τον κίνδυνο, κανένας δεν κατάφερνε να δει ποιος ήταν στ’ αλήθεια». «Και εκείνη η φράση εμπεριείχε μια πρόκληση: σκότωσέ με, αν μπορείς». Ο Μάρκους στράφηκε στον Κλεμέντε: «Και τώρα ποια είναι η πρόκληση;» «Η Λάρα». «Πώς ξέρουμε ότι είναι ακόμα ζωντανή;» «Τις άλλες τις κράτησε ζωντανές τουλάχιστον ένα μήνα προτού τις βρούμε».
90/1081
«Πώς ξέρουμε ότι την πήρε αυτός;» «Η ζάχαρη. Όλες οι κοπέλες είχαν ναρκωθεί. Τις πήρε όλες με τον ίδιο τρόπο: τις πλησίασε με κάποια πρόφαση στο φως της μέρας και τους πρόσφερε κάτι να πιουν. Στα ποτά υπήρχε πάντα GΗB ή, αλλιώς, Ρούφις, “το ναρκωτικό του βιασμού”. Πρόκειται για ένα ναρκωτικό με υπνωτικά αποτελέσματα, που αναστέλλει την ικανότητα κατανόησης και τη θέληση. Η Σήμανση βρήκε ίχνη σε ένα πλαστικό ποτήρι στο χώρο όπου ο Τζερεμάια συνάντησε το πρώτο του θύμα, και μετά σε ένα μπουκαλάκι που βρέθηκε κατά την τρίτη απαγωγή. Οπότε αυτή είναι η σφραγίδα του, κάτι σαν στιλιστική υπογραφή»· «Το ναρκωτικό του βιασμού», επανέλαβε ο Μάρκους. «Το κίνητρο είναι λοιπόν σεξουαλικό;» Ο Κλεμέντε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Καμία σεξουαλική βία, κανένα ίχνος βασανισμού των θυμάτων. Τις έδενε, τις
91/1081
κρατούσε στη ζωή και τους έκοβε το λαιμό έπειτα από ένα μήνα». «Μα τη Λάρα την πήρε απ’ το σπίτι της», κατέληξε ο Μάρκους. «Πώς εξηγείται;» «Μερικοί κατά συρροήν δολοφόνοι τελειοποιούν το modus operandi τους όσο αναπτύσσεται η σαδιστική φαντασίωση που τρέφει τα ένστικτά τους. Κάθε τόσο προσθέτουν μια λεπτομέρεια, κάτι που επαυξάνει την απόλαυσή τους. Με τον καιρό, ο φόνος γίνεται μια δουλειά και προσπαθούν να βελτιώνονται». Η εξήγηση του Κλεμέντε ήταν λογική, μα δεν τον έπεισε ολότελα. Αποφάσισε να παραβλέψει προς το παρόν αυτή τη λεπτομέρεια. «Πες μου για τη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ». «Η αστυνομία την ερευνά ακόμα, οπότε προς το παρόν δεν μπορούμε να πάμε. Μα, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πήγαινε εκεί τα θύματά του.
92/1081
Είχε κάποιο άλλο μέρος. Αν το βρούμε, θα βρούμε και τη Λάρα». «Όμως η αστυνομία δεν την αναζητά». «Ίσως σ’ εκείνο το σπίτι να υπάρχει κάτι που θα τον συνδέσει μαζί της». «Δεν πρέπει να τους βάλουμε στο σωστό δρόμο;» «Όχι». «Γιατί;» Ο Μάρκους δεν μπορούσε να το πιστέψει·. Ο Κλεμέντε προσπάθησε να φανεί αποφασιστικός. «Εμείς δεν λειτουργούμε έτσι». «Θα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να σωθεί η Λάρα». «Οι αστυνομικοί μπορεί να μας στέκονταν εμπόδιο, πρέπει να έχεις απόλυτη ελευθερία κινήσεων». «Τι σημαίνει ελευθερία κινήσεων;» διαμαρτυρήθηκε ο Μάρκους. «Δεν ξέρω καν από πού ν’ αρχίσω!»
93/1081
Ο Κλεμέντε στάθηκε απέναντι του κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Ξέρω ότι το θεωρείς αδύνατον, ότι όλα αυτά σου φαίνονται καινούργια. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά για σένα. Ήσουν καλός σ’ αυτό που έκανες και μπορείς ακόμα να είσαι καλός. Σε διαβεβαιώνω ότι, αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να βρει την κοπέλα, αυτός είσαι εσύ. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβεις τόσο το καλύτερο για όλους μας. Γιατί έχω την εντύπωση ότι στη Λάρα δεν μένει πολύς χρόνος ακόμα». Ο Μάρκους κοίταξε πίσω από την πλάτη του Κλεμέντε: ο ασθενής συνδεμένος με την αναπνευστική συσκευή, μετέωρος στο έσχατο όριο. Και μετά η αντανάκλαση του δικού του προσώπου στο τζάμι, να επικάθεται πάνω από εκείνη την εικόνα σαν οφθαλμαπάτη. Τράβηξε το βλέμμα ενοχλημένος. Δεν τον τάραζε η θέα του τέρατος, αλλά δεν άντεχε τους καθρέφτες:
94/1081
ακόμα δεν κατάφερνε να αναγνωρίσει τον εαυτό του. «Τι θα μου συμβεί αν αποτύχω;» «Λυτό είναι λοιπόν, ανησυχείς για τον εαυτό σου». «Δεν ξέρω πια ποιος είμαι, Κλεμέντε». «Θα το ανακαλύψεις σύντομα, φίλε μου». Του έτεινε το φάκελο της υπόθεσης. «Σου έχουμε εμπιστοσύνη. Αλλά απ’ αυτή τη στιγμή είσαι μόνος σου». 20:56 Το τρίτο μάθημα είναι ότι τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά. Ανήκει σε αυτούς που κατοικούν εκεί και είναι πάντα διαφορετική, μοναδική. Όταν οι ένοικοι φεύγουν, η μυρωδιά χάνεται. Γι’ αυτό κάθε φορά που η Σάντρα Βέγκα έμπαινε στο διαμέρισμά της στο Ναβίλι, αναζητούσε αμέσως τη μυρωδιά του Ντέιβιντ. Άφτερσεϊβ και τσιγάρα αρωματισμένα με γλυκάνισο.
95/1081
Ήξερε ότι μια μέρα, αργά ή γρήγορα, θα γυρνούσε σπίτι, θα οσμιζόταν τον αέρα και δεν θα την ένιωθε πια. Κι όταν χανόταν η μυρωδιά, ο Ντέιβιντ στ’ αλήθεια δεν θα υπήρχε πια. Για πάντα. Η σκέψη τη δυσαρεστούσε. Γι’ αυτό και προσπαθούσε να λείπει όσο μπορούσε περισσότερο, για να μη μολύνει με την παρουσία της τους χώρους, για να μην επικρατήσει οριστικά η δική της μυρωδιά. Στην πραγματικότητα, απεχθανόταν το φτηνό άφτερσεϊβ που επέμενε να αγοράζει ο Ντέιβιντ από το σούπερ μάρκετ. Της φαινόταν επιθετικό και διαπεραστικό. Στα τρία χρόνια που συζούσαν προσπάθησε αρκετές φορές να του το αντικαταστήσει. Σε κάθε γενέθλια, Χριστούγεννα ή επέτειο, μαζί με το κανονικό δώρο τού έπαιρνε και μια καινούργια κολόνια. Εκείνος τη χρησιμοποιούσε για καμιά βδομάδα και μετά την έβαζε μαζί με τις άλλες σε ένα ραφάκι του μπάνιου. Κάθε φορά έλεγε
96/1081
την ίδια δικαιολογία: «Συγγνώμη, Τζίντζερ, αλλά δεν με αντιπροσωπεύει». Ο τρόπος που της έκλεινε το μάτι καθώς το έλεγε της έσπαγε τα νεύρα. Η Σάντρα δεν φανταζόταν ότι λίγο καιρό αργότερα θα αγόραζε είκοσι μπουκαλάκια από κείνο το άφτερσεϊβ με σκοπό να ραντίσει το διαμέρισμά της. Είχε αγοράσει τόσο πολλά με τον παράλογο φόβο ότι μια μέρα θα το έβγαζαν από την κυκλοφορία. Και είχε προμηθευτεί κι εκείνα τα απαίσια τσιγάρα με το γλυκάνισο. Τα άφηνε αναμμένα μες στα τασάκια που υπήρχαν εδώ κι εκεί. Μα η μαγική αλχημεία ήταν ατελής. Αυτό που συνέδεε ακατάλυτα εκείνες τις μυρωδιές ήταν ο Ντέιβιντ, η παρουσία του στον κόσμο. Ήταν η επιδερμίδα του, η ανάσα του, η διάθεσή του που έκαναν ιδιαίτερη εκείνη την ένωση. Έπειτα από μία ατελείωτη μέρα δουλειάς, κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού η Σάντρα περίμενε λιγάκι, ακίνητη στο σκοτάδι. Και,
97/1081
επιτέλους, η μυρωδιά του άντρα της ήρθε να την υποδεχτεί. Άφησε τις τσάντες δίπλα στην πολυθρόνα της εισόδου: έπρεπε να καθαρίσει τον εξοπλισμό της, αλλά προς το παρόν το ανέβαλε. Θα το σκεφτόταν μετά το φαγητό. Ετοίμασε ένα ζεστό μπάνιο κι έμεινε στην μπανιέρα μέχρι που τα δάχτυλά της πάνιασαν. Φόρεσε ένα γαλάζιο μακό κι άνοιξε ένα μπουκάλι κρασί. Με αυτόν τον τρόπο έπνιγε τον πόνο της. Δεν κατάφερνε πια να ανάψει την τηλεόραση και δεν είχε την απαραίτητη συγκέντρωση για να διαβάσει. Έτσι περνούσε τις βραδιές της στον καναπέ, μ’ ένα ποτήρι Νεγκραμάρο στα χέρια και το βλέμμα χαμένο σε χίλιες σκέψεις. Ήταν μόλις είκοσι εννιά χρονών και δεν κατάφερνε να σκεφτεί τον εαυτό της ως χήρα. Το δεύτερο μάθημα που είχε πάρει η Σάντρα Βέγκα είναι ότι και τα σπίτια πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι.
98/1081
Από τότε που πέθανε ο Ντέιβιντ, δεν είχε ποτέ αισθανθεί την παρουσία του στα αντικείμενα. Ίσως επειδή μεγάλο μέρος των πραγμάτων που υπήρχαν σε εκείνα τα δωμάτια ανήκε στην ίδια. Ο άντρας της ήταν freelance φωτορεπόρτερ, γυρνούσε τον κόσμο. Προτού τη γνωρίσει, δεν είχε ποτέ ανάγκη από ένα σπίτι, μόνο δωμάτια ξενοδοχείων και τυχαίες διανυκτερεύσεις. Της είχε πει ότι κάποτε στη Βοσνία κοιμήθηκε σ’ ένα νεκροταφείο, πίσω από έναν τάφο. Όλα τα υπάρχοντα του Ντέιβιντ ήταν στριμωγμένα σε δυο πράσινους πάνινους σάκους. Εκεί είχε την γκαρνταρόμπα του, λίγο καλοκαιρινή, λίγο χειμωνιάτικη, γιατί ποτέ δεν ήξερε πού θα τον έστελναν για ρεπορτάζ. Εκεί είχε το λεκιασμένο σημειωματάριό του, που δεν το αποχωριζόταν ποτέ, αλλά και εργαλεία κάθε λογής, ελβετικούς σουγιάδες και μπαταρίες για τα κινητά του, ακόμα και μία
99/1081
συσκευή για διύλιση των ούρων, μη τυχόν βρισκόταν σε κάποιο μέρος χωρίς πόσιμο νερό. Είχε περιορίσει τα πάντα στα εντελώς απαραίτητα. Λόγου χάρη, ποτέ του δεν είχε ένα βιβλίο. Διάβαζε πάρα πολύ, μα κάθε φορά που τέλειωνε ένα βιβλίο, το χάριζε. Λυτό το είχε κόψει μόνον όταν πήγε να ζήσει μαζί της. Η Σάντρα τού είχε φτιάξει χώρο στη βιβλιοθήκη κι εκείνου είχε αρχίσει να του αρέσει η ιδέα μιας τέτοιας συλλογής. Ήταν ο τρόπος του να αποκτήσει ρίζες. Μετά την κηδεία, οι φίλοι του πήγαν στη Σάντρα και ο καθένας τους της έδωσε ένα βιβλίο χαρισμένο από τον Ντέιβιντ. Σε εκείνες τις σελίδες υπήρχαν οι σημειώσεις του, οι γωνίες που τσάκιζε για να βάζει σημάδια, μικρά καψίματα ή λεκέδες από μηχανέλαιο. Και τότε εκείνη τον φανταζόταν να διαβάζει Καλβίνο ήρεμος, καπνίζοντας κάτω απ’ τον καυτό ήλιο μιας ερήμου, δίπλα σ’ ένα χαλασμένο τζιπ,
100/1081
περιμένοντας να έρθει κάποιος να τον βοηθήσει. Θα συνέχιζε να τον βλέπει παντού, της το έλεγαν όλοι, θα ήταν δύσκολο να απαλλαγεί από την παρουσία του. Μα δεν ήταν έτσι. Δεν της φάνηκε ποτέ ότι άκουγε τη φωνή του να την καλεί. Δεν της έτυχε ποτέ να βάλει αφηρημένη στο τραπέζι ακόμα ένα πιάτο. Αυτό όμως που πραγματικά της έλειπε ήταν η καθημερινότητα. Μικρές, επαναλαμβανόμενες στιγμές μιας αδιάφορης ρουτίνας. Συνήθως τις Κυριακές σηκωνόταν ύστερα απ’ αυτόν και τον έβρισκε καθισμένο στην κουζίνα να ξεφυλλίζει την εφημερίδα, πίνοντας την τρίτη καφετιέρα, μέσα σ' ένα σύννεφο γλυκάνισου. Ο αγκώνας στηριγμένος στο τραπέζι, το τσιγάρο στην άκρη των δαχτύλων, η στάχτη μετέωρη, τόσο απορροφημένος στην ανάγνωση, που την είχε ξεχάσει. Μόλις εκείνη εμφανιζόταν στην
101/1081
πόρτα με τη συνηθισμένη μουρτζούφλικη φάτσα της, εκείνος σήκωνε το κεφάλι με τα πυκνά ανάκατα μαλλιά και της χαμογελούσε. Προσπαθούσε να τον αγνοήσει όσο ετοίμαζε το πρωινό, αλλά ο Ντέιβιντ συνέχιζε να την κοιτάζει μ’ εκείνο το χαζό χαμόγελο, μέχρι που εκείνη δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Ήταν το σπασμένο του δόντι, ανάμνηση από ένα πέσιμο με το ποδήλατο όταν ήταν εφτά χρονών. Ήταν τα γυαλάκια του από απομίμηση ταρταρούγας, κολλημένα με σελοτέιπ, που τον έκαναν να μοιάζει με γριά Αγγλίδα κυρία. Ήταν ο Ντέιβιντ που έπειτα από λίγο θα την τραβούσε στα γόνατά του και θα της έσκαγε ένα υγρό φιλί στο λαιμό. Στην ανάμνηση εκείνη η Σάντρα άφησε το ποτήρι με το κρασί στο τραπεζάκι δίπλα στον καναπέ. Άπλωσε το χέρι για να πιάσει το κινητό και μετά σχημάτισε τον αριθμό του τηλεφωνητή.
102/1081
Η ηλεκτρονική φωνή την ειδοποίησε όπως πάντα για την ύπαρξη ενός μόνο μηνύματος, το οποίο είχε ήδη ακούσει. Ήταν πριν από πέντε μήνες. «Γεια, σε πήρα αρκετές φορές, αλλά βγαίνει πάντα ο τηλεφωνητής... Δεν έχω πολύ χρόνο, γι’ αυτό σου λέω αμέσως ποια πράγματα μου λείπουν... Μου λείπουν τα κρύα πόδια σου που με ψάχνουν κάτω απ’ τις κουβέρτες όταν έρχεσαι στο κρεβάτι. Μου λείπει που με βάζεις να δοκιμάσω το φαΐ απ’ το ψυγείο για να βεβαιωθείς ότι δεν χάλασε. Ή που με ξυπνάς ουρλιάζοντας στις τρεις το πρωί επειδή έχεις πάθει κράμπα. Και, δεν θα το πιστέψεις, μου λείπει και που παίρνεις το ξυραφάκι μου για να ξυρίσεις τα πόδια σου και δεν μου λες τίποτα... Τι να πω, εδώ στο Όσλο κάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Σ’ αγαπώ, Τζίντζερ!» Τα τελευταία λόγια του Ντέιβιντ ήταν μια σύνθεση με τέλεια αρμονία. Σαν αυτή που
103/1081
έχουν οι πεταλούδες, οι νιφάδες του χιονιού και μόνο μερικοί χορευτές κλακετών. Εδώ στο Όσλο χάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Είχε συνηθίσει τα ταξίδια του Ντέιβιντ. Ήταν η δουλειά του, η ζωή του. Το ήξερε από την αρχή. Παρόλο που μερικές φορές ένιωθε την επιθυμία να τον κρατήσει, καταλάβαινε ότι έπρεπε να τον αφήνει να φεύγει. Ήταν ο μόνος τρόπος για να επιστρέφει κοντά της. Η δουλειά του φωτορεπόρτερ τον οδηγούσε συχνά στα πιο εχθρικά μέρη του πλανήτη. Ποιος ξέρει πόσες φορές είχε ρισκάρει τη ζωή του... Μα έτσι ήταν φτιαγμένος ο Ντέιβιντ, αυτή ήταν η φύση του. Ήθελε να βλέπει τα πάντα με τα μάτια του, χωρίς φίλτρα, να τα αγγίζει με τα χέρια του. Για να περιγράψει έναν πόλεμο, ένιωθε την ανάγκη να νιώσει τη μυρωδιά του καπνού στις φωτιές, να μάθει ότι ο ήχος του βλήματος είναι διαφορετικός
104/1081
ανάλογα με το αντικείμενο στο οποίο προσκρούει. Δεν θέλησε ποτέ να δεχτεί τις προτάσεις για αποκλειστικότητα από τις μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις, που παράλληλα προσπαθούσαν να τον συναγωνιστούν. Δεν ανεχόταν την ιδέα ότι κάποιος θα μπορούσε να τον ελέγξει. Και η Σάντρα είχε μάθει να παραμερίζει τις κακές σκέψεις, φυλακίζοντας το φόβο στα βάθη του μυαλού της. Προσπαθούσε να ζει με φυσιολογικό τρόπο, να παριστάνει ότι ήταν παντρεμένη με κάποιον εργάτη ή κάποιον υπάλληλο. Υπήρχε μια άγραφη συμφωνία ανάμεσα στη Σάντρα και στον Ντέιβιντ. Προϋπέθετε μια σειρά παράξενων ερωτοτροπιών. Ήταν ο δικός τους τρόπος επικοινωνίας. Έτσι, μπορεί να τύχαινε ο Ντέιβιντ να μένει στο Μιλάνο για πολύ καιρό και η σχέση τους να αρχίζει να σταθεροποιείται. Μετά, κάποιο βράδυ, εκείνη γυρνούσε σπίτι και τον έβρισκε να ετοιμάζει
105/1081
την περίφημη σούπα του με τα οστρακόδερμα, που είχε μέσα τουλάχιστον πέντε ειδών λαχανικά και τη συνόδευε με ένα αλμυρό παντεσπάνι. Ήταν η σπεσιαλιτέ του. Μα στον κώδικά τους ήταν κι ένας τρόπος να της πει ότι την άλλη μέρα θα έφευγε. Έτσι, δειπνούσαν όπως πάντα, μιλούσαν για τούτο και για κείνο, ο Ντέιβιντ την έκανε να γελά και μετά έκαναν έρωτα. Και το επόμενο πρωί ξυπνούσε μόνη στο κρεβάτι. Εκείνος μπορεί να έλειπε εβδομάδες, μερικές φορές μήνες. Μετά, μια μέρα, άνοιγε την πόρτα και όλα άρχιζαν από την αρχή. Ο Ντέιβιντ δεν της έλεγε ποτέ ποιος ήταν ο προορισμός του. Εκτός από εκείνη την τελευταία φορά. Η Σάντρα άδειασε το κρασί που είχε μείνει στο ποτήρι. Το ήπιε μονορούφι. Ανέκαθεν απόδιωχνε τη σκέψη ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί στον Ντέιβιντ. Διέτρεχε κινδύνους. Αν ήταν να πεθάνει, θα έπρεπε να
106/1081
συμβεί σ’ έναν πόλεμο ή από το χέρι εκείνων των εγκληματιών που ερευνούσε. Της φαινόταν βλακώδες, αλλά δεν κατάφερνε να αποδεχτεί ότι είχε συμβεί με τόσο κοινότοπο τρόπο. Κόντευε να την πάρει ο ύπνος μ’ αυτές τις σκέψεις, όταν Χτύπησε το κινητό της. Κοίταξε την οθόνη, αλλά ο αριθμός ήταν άγνωστος. Η ώρα κόντευε έντεκα. «Μιλάω με τη σύζυγο του Ντέιβιντ Λεόνι;» Ο άντρας είχε μια παράξενη γερμανική προφορά. «Μάλιστα. Ποιος είναι;» «Σάλμπερ, δουλεύω για την Ιντερπόλ. Είμαστε συνάδελφοι». Η Σάντρα ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια της. «Με συγχωρείτε για την ώρα, αλλά μόλις τώρα βρήκα τον αριθμό σας». «Και δεν μπορούσατε να περιμένετε ως αύριο;»
107/1081
Από την άλλη μεριά ακούστηκε ένα εύθυμο γέλιο. Ο Σάλμπερ, όποιος κι αν ήταν, είχε φωνή νεαρού. «Συγχωρήστε με, είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις μου. Όταν με βασανίζει ένα ερώτημα, πρέπει να το κάνω. Αλλιώς, δεν μου κολλάει ύπνος τη νύχτα. Σ’ εσάς δεν συμβαίνει ποτέ;» Η Σάντρα δεν μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει τον τόνο εκείνου του ανθρώπου, δεν καταλάβαινε αν ήταν εχθρικός ή απλώς αναιδής. Αποφάσισε να ξεμπερδεύει. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Ανοίξαμε φάκελο για το θάνατο του συζύγου σας και θα ήθελα μερικές διευκρινίσεις». Η Σάντρα σκυθρώπιασε. «Ήταν ατύχημα». Ο Σάλμπερ θα πρέπει να περίμενε αυτή την αντίδραση, γιατί παρέμεινε ήρεμος. «Διάβασα την έκθεση της αστυνομίας. Περιμένετε μια στιγμή...»
108/1081
Η Σάντρα αναγνώρισε τον ήχο των σελίδων που γυρνούσαν, καθώς ο Σάλμπερ τις συμβουλευόταν. «Εδώ γράφει ότι ο άντρας σας έπεσε από τον πέμπτο όροφο, αλλά επέζησε της πτώσης, για να πεθάνει πολλές ώρες αργότερα εξαιτίας των καταγμάτων του και της εσωτερικής αιμορραγίας...» Σταμάτησε να διαβάζει. «Θα πρέπει να είναι σκληρό για σας, φαντάζομαι. Δεν είναι κάτι που το αποδέχεται κανείς εύκολα». «Δεν ξέρετε πόσο». Η απάντησή της ακούστηκε παγερή και η Σάντρα μίσησε τον εαυτό της καθώς την ξεστόμιζε. «Σύμφωνα με την αστυνομία, ο Ντέιβιντ Λεόνι βρισκόταν σ’ εκείνη την υπό κατασκευή οικοδομή, επειδή από εκεί είχε την καλύτερη θέα για να τραβήξει μια φωτογραφία». «Ναι, έτσι είναι». «Εσείς όμως το είδατε αυτό το μέρος;» «Όχι», απάντησε ενοχλημένη.
109/1081
«Εγώ όμως πήγα». Η παύση του Σάλμπερ κράτησε λίγο περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. «Η Canon του άντρα σας καταστράφηκε με την πτώση. Κρίμα που δεν θα δούμε ποτέ αυτή τη φωτογραφία», σχολίασε σαρκαστικά. «Από πότε η Ιντερπόλ ασχολείται με τυχαίους θανάτους;» «Για να πω την αλήθεια, είναι μια εξαίρεση για εμάς. Αλλά η περιέργειά μου δεν αφορά μόνο τις συνθήκες θανάτου του συζύγου σας». «Αλλά και τι άλλο;» «Υπάρχουν μερικά σκοτεινά σημεία. Έμαθα ότι σας έστειλαν της αποσκευές του Ντέιβιντ Λεόνι». «Δύο σάκους». Άρχιζε να εκνευρίζεται, αλλά είχε την υποψία ότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός του συνομιλητή της. «Ζήτησα άδεια να τις δω, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν πρόλαβα».
110/1081
«Για ποιο λόγο; Τι ενδιαφέρον μπορεί να έχουν για εσάς;» Από την άλλη μεριά επικράτησε μια σύντομη σιωπή. «Δεν είμαι παντρεμένος, αν και κόντεψα μια-δυο φορές». «Κι αυτό γιατί να με αφορά;» «Δεν ξέρω αν σας αφορά, αλλά πιστεύω πως, όταν εμπιστεύεσαι τη ζωή σου σε κάποιον, θέλω να πω κάποιον πραγματικά ιδιαίτερο όπως ένας σύζυγος... Τι να πω, παύεις να κάνεις ορισμένες ερωτήσεις. Λόγου χάρη, δεν αναρωτιέσαι τι κάνει τις ώρες που δεν είστε μαζί. Κάποιοι το ονομάζουν εμπιστοσύνη. Η αλήθεια είναι ότι μερικές φορές πρόκειται απλώς για φόβο... Φόβο για τις απαντήσεις». «Τι είδους ερωτήσεις πιστεύετε ότι θα έπρεπε να κάνω σχετικά με τον Ντέιβιντ;» Όμως η Σάντρα ήξερε πολύ καλά. 0 τόνος του Σάλμπερ έγινε σοβαρός. «Όλοι μας έχουμε μυστικά, πράκτορα Βέγκα».
111/1081
«Δεν γνώριζα τις λεπτομέρειες της ζωής του Ντέιβιντ, αλλά ήξερα τι άνθρωπος ήταν κι αυτό μου αρκούσε». «Ναι, αλλά σκεφτήκατε ποτέ ότι μπορεί να μη σας έλεγε όλη την αλήθεια;» Η Σάντρα έγινε έξω φρενών. «Ακούστε, είναι άσκοπο να ττροσπαθείτε να μου δημιουργήσετε αμφιβολίες». «Ναι, έχετε δίκιο. Γιατί σίγουρα αυτές τις αμφιβολίες τις έχετε ήδη». «Δεν ξέρετε τίποτα για μένα», διαμαρτυρήθηκε. «Οι σάκοι που στάλθηκαν πριν από πέντε ολόκληρους μήνες βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες της αστυνομίας. Γιατί δεν πήγατε να τους πάρετε;» Η Σάντρα χαμογέλασε πικρά. «Δεν χρειάζεται να εξηγήσω σε κανέναν πόσο κακό θα μου κάνει να πάρω πίσω αυτά τα πράγματα. Γιατί, όταν το κάνω, θα είναι σαν να παραδέχομαι ότι πράγματι τέλειωσαν όλα,
112/1081
ότι ο Ντέιβιντ δεν θα ξαναγυρίσει και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό!» «Σαχλαμάρες... και το ξέρετε πολύ καλά». Η αγένεια του ανθρώπου την άφησε με ανοιχτό το στόμα. Για μια στιγμή δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Όταν τελικά κατάφερε ν’ αντιδράσει, ξέσπασε με οργή. «Άντε γαμήσου, Σάλμπερ». Έκλεισε το τηλέφωνο. ΊΙταν έξω φρενών. Άρπαξε το άδειο ποτήρι, το πρώτο πράγμα που βρέθηκε κοντά της, και το πέταξε στον τοίχο. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε κανένα δικαίωμα! Ήταν λάθος της που τον άφησε να μιλήσει, θα έπρεπε να του κλείσει νωρίτερα το τηλέφωνο. Σηκώθηκε και άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο. Μέχρι τότε δεν είχε θελήσει να το παραδεχτεί, αλλά ο Σάλμπερ είχε δίκιο: η Σάντρα φοβόταν. Το τηλεφώνημα δεν την είχε αιφνιδιάσει, ήταν λες και κάπου μέσα της το περίμενε.
113/1081
Είναι τρελό, σκέφτηκε. Ήταν ατύχημα. Ατύχημα. Έπειτα άρχισε να ηρεμεί. Κοίταξε γύρω της. Τη γωνιά της βιβλιοθήκης με τα βιβλία του Ντέιβιντ. Τα κουτιά με τα τσιγάρα του γλυκάνισου στοιβαγμένα πάνω στο γραφείο. Το φτηνιάρικο άφτερσεϊβ στο ραφάκι του μπάνιου. Την καρέκλα στην κουζίνα, όπου διάβαζε την εφημερίδα του τα κυριακάτικα πρωινά. Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα ήταν ότι τα σπίτια δεν λένε ψέματα ποτέ - εδώ στο Όσλο χάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Αλλά ίσως το σπίτι της να έλεγε ένα ψέμα, γιατί ο Ντέιβιντ σκοτώθηκε στη Ρώμη. 23:36 Ο νεκρός ξύπνησε.
114/1081
Γύρω του σκοτάδι. Ένιωθε να κρυώνει, είχε αποπροσανατολιστεί και φοβόταν. Ωστόσο, όλες μαζί αυτές οι αισθήσεις τού ήταν αλλόκοτα οικείες. Θυμόταν την πιστολιά, τη μυρωδιά του πυροβολισμού και μετά της καμένης σάρκας. Τους μυς που κατέρρευσαν μονομιάς, κάνοντάς τον να σωριαστεί στο πάτωμα. Αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να τεντώσει το χέρι του και το έκανε. Θα έπρεπε να κείτεται μέσα σε μια λίμνη από αίμα, αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Θα έπρεπε να είναι νεκρός, αλλά δεν ήταν. Πρώτα-πρώτα, το όνομα. «Με λένε Μάρκους», είπε στον εαυτό του. Εκείνη τη στιγμή τον πολιόρκησε η πραγματικότητα, θυμίζοντάς του τους λόγους για τους οποίους ζούσε ακόμα. Και ότι ήταν στη Ρώμη, στο σπίτι, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, όπου μέχρι πριν από λίγο κοιμόταν. Οι χτύποι της καρδιάς του επιταχύνθηκαν και δεν
115/1081
ήθελε να τους επιβραδύνει. Ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα κι ανάσαινε με κόπο. Πάντως για ακόμα μια φορά είχε επιβιώσει από εκείνο το όνειρο. Για να αποφύγει τον πανικό, άφηνε συνήθως το φως αναμμένο. Αλλά αυτή τη φορά το είχε ξεχάσει. Ο ύπνος τον είχε πάρει ξαφνικά, φορούσε ακόμα τα ρούχα του. Πάτησε το διακόπτη και κοίταξε την ώρα. Είχε κοιμηθεί μόλις είκοσι πέντε λεπτά. Ήταν αρκετά. Πήρε το μαρκαδόρο που είχε δίπλα στο μαξιλάρι του κι έγραψε στον τοίχο: «Σπασμένα τζάμια». Ο άσπρος τοίχος δίπλα στο ράντσο του ήταν το ημερολόγιό του. Γύρω του το δωμάτιο ολόγυμνο. Εκείνη η σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι ήταν ο δίχως μνήμη χώρος όπου είχε διαλέξει να ζει για να μπορέσει να θυμηθεί. Δύο δωμάτια. Καθόλου έπιπλα, εκτός από ένα
116/1081
ράντσο και μια λάμπα. Τα ρούχα του πεταμένα σε μια βαλίτσα αφημένη στο πάτωμα. Κάθε φορά που αναδυόταν από τον ύπνο, έφερνε κάτι μαζί του. Μια εικόνα, μια λέξη, έναν ήχο. Αυτή τη φορά ήταν ο θόρυβος από τζάμια που έσπαζαν. Αλλά ποια τζάμια; Καρέ μιας σκηνής, πάντα της ίδιας. Έγραφε τα πάντα στον τοίχο. Την τελευταία χρονιά είχε συγκεντρώσει κάμποσες λεπτομέρειες, μα δεν ήταν ακόμα αρκετές για να ανασυνθέσουν όσα είχαν συμβεί μέσα σε εκείνο το δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ήξερε με βεβαιότητα ότι είχε βρεθεί εκεί· και μαζί του ήταν και ο Ντέβοκ, ο πιο αγαπημένος του φίλος, ο άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα γι’ αυτόν. Του είχε φανεί τρομαγμένος, σαστισμένος. Δεν ήξερε τι, αλλά θα πρέπει να είχε συμβεί κάτι σοβαρό. Θυμόταν μια αίσθηση κινδύνου. Ίσως ο Ντέβοκ να ήθελε να τον θέσει σε επιφυλακή.
117/1081
Αλλά δεν ήταν μόνοι. Μαζί τους ήταν κι ένα τρίτο άτομο. Ήταν ακόμα μια ακαθόριστη σκιά, μια αίσθηση. Απ’ αυτήν προερχόταν η απειλή. Ήταν άντρας, γι’ αυτό δεν είχε καμία αμφιβολία. Μα δεν ήξερε ποιος. Γιατί ήταν εκεί; Είχε πιστόλι πάνω του και, σε μια στιγμή, το έβγαλε και πυροβόλησε. Ο Ντέβοκ χτυπήθηκε. Κατέρρευσε πάνω του σαν σε αργή κίνηση. Τα μάτια του, που τον κοιτούσαν κατά τη διάρκεια αυτής της πτώσης, ήταν ήδη αδειανά. Τα χέρια σφιγμένα στο θώρακα, στο ύψος της καρδιάς. Πίδακες από μαύρο αίμα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ακούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός. Και σχεδόν ταυτόχρονα είδε μια λάμψη. Η σφαίρα τον χτύπησε. Την ένιωσε ολοκάθαρα να χτυπάει το κρανίο του. Άκουσε το κόκαλο να τσακίζεται, ένιωσε εκείνο το ξένο σώμα να διεισδύει στον εγκέφαλό του σαν ένα πλαδαρό
118/1081
δάχτυλο, τη ζεστή και λιπαρή αιμορραγία της πληγής. Αυτή η μαύρη τρύπα στο κεφάλι του ρούφηξε μέσα της τα πάντα. Το παρελθόν του, την ταυτότητά του, τον καλύτερό του φίλο. Μα, πάνω απ’ όλα, το πρόσωπο του εχθρού του. Γιατί αυτό που πραγματικά τυραννούσε τον Μάρκους ήταν η ανικανότητά του να θυμηθεί τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που του έκανε κακό. Όλως παραδόξως, αν ήθελε να τον βρει, έπρεπε να μην τον αναζητήσει. Γιατί, για ν’ αποδώσει δικαιοσύνη, ήταν απαραίτητο να ξαναγίνει ο αλλοτινός Μάρκους. Και για να τα καταφέρει, δεν μπορούσε να αφεθεί να σκέφτεται αυτό που είχε συμβεί στον Ντέβοκ. Έπρεπε να αρχίσει από την αρχή, να ξαναβρεί τον εαυτό του. Και ο μόνος τρόπος ήταν να βρει τη Λάρα.
119/1081
Σκασμένα τζάμια. Λποθήκευσε την πληροφορία και ξανασκέφτηκε τα τελευταία λόγια του Κλεμέντε: «Απ’ αυτή τη στιγμή είσαι μόνος σου». Μερικές φορές αμφέβαλλε αν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από τους δυο τους. Όταν ο μοναδικός του σύνδεσμος τον βρήκε στο κρεβάτι του νοσοκομείου -μισοπεθαμένο και χωρίς μνήμη- και του αποκάλυψε ποιος ήταν, ο Μάρκους δεν τον πίστεψε. Χρειάστηκε χρόνος για να συνηθίσει στην ιδέα. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά», επανέλαβε για να πειστεί ότι όλα ήταν αλήθεια. Έπειτα πήρε το ντοσιέ για την υπόθεση του Τζερεμάια Σμιθ -c.g. 97-95-6-, ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να μελετάει το περιεχόμενό του, αναζητώντας ένα ίχνος που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη χαμένη φοιτήτρια. Ξεκίνησε από το δολοφόνο και το σύντομο βιογραφικό του. Ο Τζερεμάια ήταν πενήντα χρονών, ανύπαντρος. Καταγόταν από ευκατάστατη αστική οικογένεια. Μητέρα
120/1081
Ιταλίδα και πατέρας Άγγλος, πεθαμένοι και οι δύο. Οι δικοί του ήταν ιδιοκτήτες πέντε υφασματοπωλείων στην πόλη, αλλά οι εμπορικές δράστηριότητές τους είχαν σταματήσει κάπου στη δεκαετία του ’80. Ο Τζερεμάια ήταν μοναχοπαίδι, χωρίς άλλους κοντινούς συγγενείς. Καθώς διέθετε κάποια εισοδήματα, δεν είχε εργαστεί ποτέ του. Το βιογραφικό του σταματούσε εκεί, μετά υπήρχε μια μαύρη τρύπα στην προσωπική του ιστορία. Οι τελευταίες δύο σειρές του προφίλ ανέφεραν λακωνικά ότι ζούσε εντελώς απομονωμένος στη βίλα στους λόφους της Ρώμης. Ο Μάρκους σκέφτηκε ότι δεν υπήρχαν πολλά παράξενα στην ανθρώπινη ιστορία του. Ωστόσο, δεν έλειπαν οι προϋποθέσεις για να γίνει ο Τζερεμάια αυτό που ήταν. Η μοναξιά, η συναισθηματική ανωριμότητα, η ανικανότητα να σχετιστεί με τους άλλους ανθρώπους συγκρούονταν με την επιθυμία να έχει κάποιον δίπλα του.
121/1081
Ήξερες ότι ο μόνος τρόπος να τραβήξεις την προσοχή μιας γυναίκας ήταν να την απαγάγεις και να την κρατήσεις δεμένη, έτσι δεν είναι; Βέβαια, έτσι είναι. Τι προσπαθούσες να καταφέρεις, ποιος ήταν ο σκοπός σου; Δεν τις άρπαζες για να κάνεις σεξ. Δεν τις βίαζες και δεν τις βασάνιζες. Ζητούσες απ’ αυτές μια οικογένεια. Ήταν απόπειρες συμβίωσης διά της βίας. Δοκίμασες να κάνεις το πράγμα να λειτουργήσει, να τις αγαπήσεις σαν ένας καλός σύζυγος, μα εκείνες ήταν πολύ τρομοκρατημένες και δεν μπορούσαν να σ’ το ανταποδώσουν. Κάθε φορά προσπαθούσες να είστε μαζί, αλλά έπειτα από ένα μήνα καταλάβαινες ότι δεν γινόταν. Συνειδητοποιούσες ότι ήταν μια νοσηρή, στρεβλή αγάπη που υπήρχε μόνο στο μυαλό σου. Και μετά -ας είμαστε ειλικρινείςλαχταρούσες να τους βάλεις το μαχαίρι στο λαιμό. Κι έτσι στο τέλος τις σκότωνες. Αλλά η
122/1081
αναζήτησή σου ήταν πάντα μια αναζήτηση... αγάπης. Όσο συνεπής κι αν ήταν, αυτή η θεωρία δεν τρωγόταν με τίποτα. Ωστόσο, ο Μάρκους όχι μόνον την είχε συλλάβει, αλλά κατάφερνε ακόμα και να την αποδεχτεί. Ήταν κι αυτό μέρος του ταλέντου του; Μερικές φορές το φοβόταν. Συνέχισε αναλύοντας το modus operandi του Τζερεμάια. Έδρασε ανενόχλητος επί έξι χρόνια, σκοτώνοντας τέσσερα θύματα. Κάθε φορά ακολουθούσε μια φάση ηρεμίας, που συνοδευόταν από ένα αίσθημα πληρότητας· η ανάμνηση της βίας ήταν αρκετή για να κορέσει το ένστικτο του δολοφόνου ώστε να μην ξαναχτυπήσει. Όταν χανόταν αυτή η ευεργετική επίδραση, άρχιζε η επώαση μιας νέας φαντασίωσης, που οδηγούσε σε μια νέα απαγωγή. Δεν υπήρχε τίποτα το εξωπραγματικό, ήταν μια κανονική, φυσιολογική διαδικασία.
123/1081
Τα θύματα του Τζερεμάια ήταν γυναίκες ανάμεσα στα δεκαεφτά και τα είκοσι οχτώ. Τις έψαχνε τη μέρα. Τις πλησίαζε με μια πρόφαση και μετά τους πρόσφερε ένα ποτό, βάζοντας μέσα κάτι - GHB ή Ρούφις, «το ναρκωτικό του βιασμού». Μόλις θόλωνε το μυαλό τους, ήταν πια εύκολο να τις πείσει να τον ακολουθήσουν. Μα γιατί οι κοπέλες δέχονταν να τους προσφέρει κάτι; Ο Μάρκους το έβρισκε παράξενο. Σκέφτηκε ότι ένας τύπος σαν τον Τζερεμάια -μεσήλικας και σίγουρα όχι ωραίος-θα έπρεπε να ξυπνάει στα θύματα υποψίες για τις πραγματικές προθέσεις του. Κι όμως, οι κοπέλες τον άφηναν να τις πλησιάσει. Τον εμπιστεύονταν. Ίσως να τους πρόσφερε χρήματα ή κάποια ευκαιρία. Μία από τις τεχνικές προσέγγισης πολύ συνηθισμένη στους μανιακούς και σε άλλες παρεμφερείς κατηγορίες- είναι να υπόσχονται δουλειές ή ευκαιρίες για κέρδος, ή
124/1081
τη συμμετοχή σ’ ένα διαγωνισμό ομορφιάς, στο κάστινγκ μιας ταινίας ή σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα. Όμως τέτοιου είδους τεχνάσματα απαιτούν ιδιαίτερη έφεση στις κοινωνικές σχέσεις. Κι αυτό ερχόταν σε άμεση αντίθεση με το χαρακτήρα του Τζερεμάια που, αντίθετα, ήταν ακοινώνητος, ένας ερημίτης. Με ποιον τρόπο τις εξαπάτησε; Κι έπειτα, πώς μπορεί να μην τον αντιλήφθηκε κανείς όταν τις πλησίασε; Πριν από τη Λάρα, τέσσερις περιπτώσεις απαγωγής σε δημόσιο χώρο και δεν υπήρχε ούτε ένας μάρτυρας. Κι όμως, για να τις φλερτάρει χρειαζόταν χρόνο. Μα ίσως το ερώτημα να εμπεριείχε ήδη την απάντηση: ο Τζερεμάια Σμιθ ήταν τόσο ασήμαντος στα μάτια των άλλων, ώστε να γίνεται αόρατος. Τριγυρνούσες ανενόχλητος ανάμεσά τους. Μα ένιωθες δυνατός γιατί κανείς δεν κατάφερνε να σε δει.
125/1081
Ξανασκέφτηκε τις λέξεις που ήταν χτυπημένες στο στήθος του. Σκότωσε με. «Είναι σαν να μας λέει ότι τελικά δεν χρειάζεται και πολυ για να υπερβούμε τα φαινόμενα», είχε πει στον Κλεμέντε και μετά είχε συνεχίσει: «Όταν η αλήθεια είναι γραμμένη πάνω στη σάρκα, είναι προσιτή σε όλους, κρυμμένη κι όμως τόσο κοντινή». Ήσουν σαν μια κατσαρίδα που τρέχει στο πάτωμα σε μια γιορτή: κανείς δεν την παίρνει είδηση, κανείς δεν ενδιαφέρεται. Πρεπει μόνο να προσέχει μην την πατήσουν. Κι εσύ έγινες πολυ ικανός σ’ αυτό. Μα με τη Λάρα αποφάσισες να αλλάξεις. Την πήρες από το σπίτι, από το κρεβάτι της. Και μόνο που ξανασκέφτηκε το όνομα της φοιτήτριας, ο Μάρκους πλημμύρισε με επώδυνα ερωτήματα. Πού βρισκόταν τώρα; Ποιος ξέρει αν ήταν ακόμα ζωντανή. Και, ακόμα κι αν ήταν, τι ένιωθε; Είχε νερό και τροφή στη φυλακή της; Πόσο μπορούσε να
126/1081
αντέξει; Είχε τις αισθήσεις της, ήταν ναρκωμένη; Ήταν τραυματισμένη; Ο δήμιός της την είχε δέσει; Ο Μάρκους απομάκρυνε από το μυαλό του αυτούς τους συναισθηματικούς περισπασμούς. Έπρεπε να σκεφτεί καθαρά, αντικειμενικά. Γιατί ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάποιος λόγος που ο Τζερεμάια Σμιθ είχε αλλάξει ριζικά το modus operandi του με τη Λάρα. Σχετικά με τον Τζερεμάια, ο Κλεμέντε είχε υποστηρίξει ότι μερικοί κατά συρροήν δολοφόνοι τείνουν να τελειοποιούνται προσθέτοντας λεπτομέρειες που αυξάνουν την απόλαυσή τους. Επομένως, η απαγωγή της φοιτήτριας μπορούσε να θεωρηθεί «παραλλαγή στο θέμα». Ο Μάρκους όμως δεν συμφωνούσε: η αλλαγή ήταν πολύ ριζική και αναπάντεχη. Ίσως ο Τζερεμάια να κουράστηκε να στήνει αυτή την περίπλοκη αλυσίδα από απάτες για να επιτύχει το σκοπό του, σκέφτηκε. Ή μπορεί να ήξερε ότι το παιχνιδάκι του ψαρέματος δεν
127/1081
θα έπιανε για πολύ: κάποιος μπορεί να είχε ακούσει την ιστορία των προηγούμενων θυμάτων και ίσως τον ξεσκέπαζε. Γινόταν διάσημος. Ο κίνδυνος αυξανόταν με γεωμετρική πρόοδο. Όχι. Δεν ήταν αυτός ο λόγος που άλλαξε τη στρατηγική του. Τι διαφορετικό έχει η Λάρα σε σύγκριση με τις άλλες; Αυτό που περιέπλεκε ακόμα περισσότερο τα πράγματα ήταν ότι οι τέσσερις κοπέλες που προηγήθηκαν δεν είχαν τίποτα κοινό μεταξύ τους: διαφορετικές ηλικίες και διαφορετικές φυσιογνωμίες, ο Τζερεμάια δεν είχε συγκεκριμένο γούστο στις γυναίκες. Το επίθετο που σκέφτηκε ο Μάρκους ήταν το «τυχαίο». Τις είχε επιλέξει στην τύχη, αλλιώς θα έμοιαζαν μεταξύ τους. Όσο κοιτούσε τις φωτογραφίες των νεκρών γυναικών τόσο πειθόταν ότι ο δολοφόνος τις άρπαξε απλώς επειδή βρίσκονταν εκτεθειμένες, επομένως του ήταν πιο εύκολο να τις πλησιάσει. Γι' αυτό
128/1081
και τις απήγε μέρα και από δημόσιους χώρους. Δεν τις ήξερε, σκέφτηκε. Η Λάρα όμως ήταν ιδιαίτερη. Ο Τζερεμάια δεν μπορούσε να ρισκάρει να τη χάσει. Γι’ αυτό και την άρπαξε από το σπίτι της και, κυρίως, έδρασε νύχτα. Ο Μάρκους άφησε για μια στιγμή το ντοσιέ και σηκώθηκε από το ράντσο για να πλησιάσει στο παράθυρο. Όταν έπεφτε η νύχτα, οι ακανόνιστες στέγες της Ρώμης ήταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα από σκιές. Αυτή η στιγμή του άρεσε περισσότερο. Μια παράξενη ηρεμία τον πλημμύριζε και του φαινόταν ότι ήταν ένας γαλήνιος άνθρωπος. Χάρη σ’ εκείνη τη γαλήνη, ο Μάρκους κατάλαβε πού έκανε λάθος. Είχε επισκεφτεί το διαμέρισμα της Λάρα στο φως της μέρας, ενώ, αντίθετα, έπρεπε να πάει βράδυ, γιατί έτσι είχε δράσει και ο απαγωγέας. Αν ήθελε να καταλάβει με τι τρόπο λειτουργούσε το μυαλό του Τζερεμάια, έπρεπε
129/1081
να ανασυνθέσει με ακρίβεια τις συνθήκες μες στις οποίες κινήθηκε. Ενώ συνειδητοποιούσε αυτό το νέο δεδομένο, ο Μάρκους πήρε το αδιάβροχο του και βγήκε τρέχοντας από τη σοφίτα. Έπρεπε να επιστρέφει στο σπίτι της βία ντέι Κορονάρι.
Ένα χρόνο νωρίτερα
Παρίσι
Ο κυνηγός γνώριζε την αξία του χρόνου. Η πρώτη του αρετή ήταν η υπομονή. Ήξερε να τη ρεγουλάρει όσο προετοιμαζόταν για τη στιγμή, απολαμβάνοντας τη γεύση της νίκης. Μια γοργή ριπή αέρα ανασήκωσε το τραπεζομάντιλο, κάνοντας να κουδουνίσουν τα ποτήρια στο διπλανό τραπεζάκι. Ο κυνηγός έφερε στα χείλη το παστίς του, απολαμβάνοντας τον τελευταίο ήλιο του απογεύματος. Στο μεταξύ, χάζευε τα αυτοκίνητα που περνούσαν μπροστά από το μπιστρό. Οι πολυάσχολοι περαστικοί δεν του έδιναν σημασία.
132/1081
Φορούσε μπλε κοστούμι με γαλάζιο πουκάμισο και μια χαλαρά δεμένη γραβάτα, έτσι που να μοιάζει με υπάλληλο που στάθηκε να πιει κάτι μόλις βγήκε από το γραφείο. Καθώς ήξερε ότι οι μοναχικοί άνθρωποι χτυπούν στο μάτι, στη διπλανή καρέκλα είχε αφήσει μια χάρτινη σακούλα απ’ όπου πρόβαλλαν μια μπαγκέτα, ένα ματσάκι μαϊντανός κι ένα σωληνάριο χρωματιστές καραμέλες: ήταν σαν είχε οικογένεια. Και επίσης φορούσε βέρα. Αλλά δεν είχε κανέναν. Με τα χρόνια είχε μειώσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο, ζούσε μια λιτή ζωή. Του άρεσε να θεωρεί τον εαυτό του ασκητή. Είχε κατασιγάσει κάθε φιλοδοξία που δεν χρησίμευε στο μοναδικό σκοπό του, αποφεύγοντας τον περισπασμό των επιθυμιών. Είχε ανάγκη μόνο από ένα πράγμα. Ένα θήραμα.
133/1081
Έπειτα από μία μάταιη αναζήτηση, οι τελευταίες πληροφορίες που είχε το τοποθετούσαν σε αυτή την πόλη. Κι έτσι μεταφέρθηκε εκεί, χωρίς να περιμένει επιβεβαίωση. Έπρεπε να γνωρίσει την καινούργια περιοχή του. Έπρεπε να δει αυτό που έβλεπε εκείνος, να περπατήσει στους ίδιους δρόμους, να νιώσει την παράξενη αίσθηση ότι μπορούσε να τον συναντήσει από τη μια στιγμή στην άλλη, ακόμα και χωρίς να τον αναγνωρίσει. Έπρεπε να ξέρει ότι βρίσκονταν και οι δυο κάτω απ’ τον ίδιο ουρανό. Αυτό τον κέντριζε, τον έκανε να πιστεύει ότι, αργά ή γρήγορα, θα κατάφερνε να τον ξετρυπώσει. Για να μη δίνει στόχο, άλλαζε κατάλυμα κάθε τρεις μέρες, διαλέγοντας πάντα μικρά ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια, μαρκάροντας όλο και μεγαλύτερες ζώνες της πόλης. Είχε αφήσει δολώματα ολόγυρα, αλλά τίποτα περισσότερο, πιστεύοντας ότι το
134/1081
θήραμά του θα αποκάλυπτε από μόνο του την παρουσία του. Έπειτα άρχισε να περιμένει. Εδώ και λίγες μέρες, έμενε στο Οτέλ ντε Σεν Περ, στο έκτο διαμέρισμα της πόλης. Στο δωμάτιό του στοίβες οι εφημερίδες που είχε μαζέψει μέσα σε εκείνο το μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες τους με πυρετώδεις υπογραμμίσεις, καθώς αναζητούσε ένα ίχνος έστω και αχνό- που θα του άνοιγε ένα πέρασμα σε εκείνο τον αβάσταχτο τοίχο της σκοτεινιάς και της σιωπής. Είχαν περάσει σχεδόν εννιά μήνες που ήταν εκεί, μα δεν είχε προχωρήσει ούτε ένα βήμα. Η αυτοπεποίθησή του κλονιζόταν. Αλλά μετά, εντελώς απροσδόκητα, συνέβη το γεγονός που περίμενε. Ένα σημάδι. Κάτι που μόνον αυτός θα μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει. Είχε αντισταθεί, έμεινε πιστός στους κανόνες που είχε επιβάλει στον εαυτό του. Και τώρα επιβραβευόταν.
135/1081
Είκοσι τέσσερις ώρες νωρίτερα, σε κάτι εκσκαφές σε ένα εργοτάξιο της οδού Μαλμεζόν στο Μπανιολέ, οι εργάτες είχαν βρει ένα πτώμα. Αντρας, ηλικίας περίπου τριάντα χρονών, χωρίς ρούχα και προσωπικά αντικείμενα. Ο θάνατός του είχε επέλθει πριν από περίπου ένα χρόνο. Περιμένοντας τα αποτελέσματα της νεκροψίας, κανείς δεν έκανε πολλές ερωτήσεις για εκείνο το πτώμα. Έπειτα από τόσο καιρό, για την αστυνομία ήταν μια ανεξιχνίαστη υπόθεση. Τα στοιχεία -αν τυχόν υπήρξαν ποτέ- είχαν πια χαθεί ή αλλοιωθεί. Το γεγονός ότι η ανακάλυψη έγινε στα προάστια δημιουργούσε την εντύπωση ότι επρόκειτο για φόνο των συμμοριών που έλεγχαν τη διακίνηση των ναρκωτικών. Για να μην τραβήξουν την προσοχή των δυνάμεων της τάξης, μπήκαν στον κόπο να κρύψουν το πτώμα.
136/1081
Από την εμπειρία τους, οι αστυνομικοί θεωρούσαν ότι αυτή η υπόθεση δεν έμπαζε από πουθενά. Και η μακάβρια λεπτομέρεια που θα έπρεπε να τους χτυπήσει το καμπανάκι δεν τους δημιούργησε καμία υποψία. Ο άνθρωπος που βρέθηκε δεν είχε πρόσωπο. Δεν ήταν μια απλή πράξη σκληρότητας ούτε η έσχατη προσβολή που επιβάλλεται σε έναν εχθρό. Είχαν καταστρέψει σχολαστικά όλους τους μυς και όλα τα οστά του προσώπου. Όποιος μπαίνει σε τέτοιο κόπο πρέπει να έχει κατ’ ανάγκη κάποιο λόγο. Και ο κυνηγός τις πρόσεχε αυτές τις λεπτομέρειες. Από τη μέρα που έφτασε στην πόλη έλεγχε τις εισαγωγές στα νεκροτομεία των μεγάλων νοσοκομείων. Έτσι έμαθε για την ανακάλυψη του πτώματος. Μια ώρα αργότερα έκλεψε μια ποδιά και μπήκε στα ψυγεία του νεκροθαλάμου του νοσοκομείου Σεντ Αντουάν. Πήρε με ένα ταμπόν τα δακτυλικά
137/1081
αποτυπώματα του πτώματος. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, τα σκάναρε και τα πέρασε από ένα παράνομο πρόγραμμα που συνδεόταν με τις κυβερνητικές βάσεις δεδομένων. Ο κυνηγός ήξερε ότι, άπαξ και βγει μια πληροφορία στο ίντερνετ, δεν μπορεί μετά να ανακληθεί. Είναι σαν το ανθρώπινο μυαλό: αρκεί μια λεπτομέρεια για να πυροδοτήσει μια αλληλουχία συνάψεων που ξαναφέρνει στη μνήμη κάτι που νομίζαμε ότι είχαμε ξεχάσει. Το διαδίκτυο δεν ξεχνά. Ο κυνηγός περίμενε την απάντηση καθισμένος στο σκοτάδι- προσευχόταν και σκεφτόταν πώς έφτασε ως εκεί. Είχαν περάσει εφτά χρόνια από το πρώτο παραμορφωμένο πτώμα στο Μέμφις. Μετά, το Μπουένος Αιρες, το Τορόντο και ο Παναμάς. Κι ύστερα η Ευρώπη: Τορίνο, Βιένη, Βουδαπέστη. Και τέλος, το Παρίσι. Αυτές τουλάχιστον ήταν οι περιπτώσεις που είχε καταφέρει να εντοπίσει. Μπορεί να
138/1081
υπήρχαν πολύ περισσότερες, που δεν θα ανακαλύπτονταν ποτέ. Αυτές οι ανθρωποκτονίες είχαν πραγματοποιηθεί σε μέρη τόσο μακρινά μεταξύ τους, ώστε κανείς, εκτός από τον ίδιο, δεν τις είχε συνδέσει με τον ίδιο δράστη. Το θήραμά του ήταν κι αυτό ένας θηρευτής. Στην αρχή ο κυνηγός είχε σκεφτεί ότι ήταν ένας «περιπλανώμενος», δηλαδή ένας κατά συρροήν δολοφόνος, που ταξίδευε για να κρύψει τα εγκλήματά του. Θα του αρκούσε να εντοπίσει τη βάση του. Ασφαλώς ήταν δυτικός, κάτοικος μιας μεγάλης πόλης. Οι περιπλανώμενοι είναι κοινωνικά ενταγμένα άτομα, με οικογένεια, παιδιά και μια οικονομική επιφάνεια που τους επιτρέπει συχνές μετακινήσεις. Είναι πονηροί, συνετοί, καλύπτουν τη συμπεριφορά τους πίσω από επαγγελματικά ταξίδια. Ωστόσο στη συνέχεια πρόσεξε μια λεπτομέρεια σε εκείνη την αλυσίδα των
139/1081
εγκλημάτων λεπτομέρεια που του είχε διαφύγει στην αρχή. Και αυτή φώτισε τα πράγματα από μία εντελώς διαφορετική σκοπιά: Η ηλικία των θυμάτων ήταν όλο και μεγαλύτερη. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο εγκληματικός νους με τον οποίο είχε να κάνει ήταν πολύ πιο περίπλοκος και τρομερός. Δεν σκότωνε για να ξαναφύγει. Σκότωνε για να μείνει. Να γιατί στο Παρίσι μπορεί να ήταν η οριστική φορά ή η μυριοστή αποτυχία. Έπειτα από μια-δυο ώρες ήρθε η απάντηση από τα κυβερνητικά αρχεία. Το απρόσωπο πτώμα των προαστίων ήταν σεσημασμένο. Δεν ήταν βαποράκι, αλλά ένας συνηθισμένος άνθρωπος που είχε διαπράξει ένα νεανικό παράπτωμα: στα δεκάξι του είχε κλέψει το μοντέλο μιας Bugatti από ένα μαγαζί
140/1081
για συλλέκτες. Εκείνη την εποχή η αστυνομία έπαιρνε αποτυπώματα και από ανηλίκους, αλλά μετά η κατηγορία αποσύρθηκε και η υπόθεση έκλεισε. Ο φάκελός του όμως, αν και δεν εμφανιζόταν στα μητρώα της γαλλικής αστυνομίας, κατέληξε στα αρχεία μιας κυβερνητικής υπηρεσίας που εκείνα τα χρόνια έκανε στατιστικές μελέτες για την εφηβική εγκληματικότητα. Αυτή τη φορά το θήραμά του είχε κάνει ένα λάθος. Το απρόσωπο πτώμα είχε ένα όνομα. Ζαν Ντουέ. Ήταν εύκολο πια να βρει και τα υπόλοιπα: τριάντα τριών χρονών, είχε χάσει και τους δύο γονείς του σε τροχαίο, κανένας κοντινός συγγενής, εκτός από μια γριά θεία στην Αβινιόν, άρρωστη από Αλτσχάιμερ. Είχε μια μικρή εμπορική δραστηριότητα στο ίντερνετ, που την ασκούσε απ’ το σπίτι του: τα εισοδήματα του προέρχονταν από την πώληση μοντέλων αυτοκινήτων σε συλλέκτες.
141/1081
Ελάχιστες ανθρώπινες σχέσεις, καμία ή κανένας σύντροφος στη ζωή του, κανένας φίλος. Πάθος για τις μινιατούρες αγωνιστικών αυτοκινήτων. Ο Ζαν Ντουέ ήταν τέλειος. Κανένας δεν θα καταλάβαινε την απουσία του. Αλλά πάνω απ’ όλα κανείς δεν θα τον αναζητούσε. Ο κυνηγός σκέφτηκε ότι αυτό το προφίλ θα πρέπει να ήταν πανομοιότυπο με εκείνα των προηγούμενων θυμάτων. Ανώνυμη όψη, κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μια δουλειά που δεν απαιτούσε ιδιαίτερα χαρίσματα ή ικανότητες. Μια ζωή μοναχική, κανένας γνωστόςί ελάχιστες ανθρώπινες επαφές, στα όρια της μισανθρωπίας ή ακόμα και της ανθρωποφοβίας. Ούτε κοντινοί συγγενείς ούτε οικογένεια. Ο κυνηγός εκτίμησε την πονηριά του θηράματος του. Δίέπράττε το αμάρτημα της υπεροψίας, αλλά χαιρόταν που ανέβαινε το επίπεδο δυσκολίας της πρόκλησης.
142/1081
Κοίταξε το ρολόι του: ήταν σχεδόν εφτά. Στο μπιστρό άρχισαν να καταφθάνουν οι πελάτες που είχαν κλείσει τραπέζι για δείπνο νωρίς. Τράβηξε την προσοχή μιας σερβιτόρας και της έκανε νόημα ότι ήθελε να πληρώσει. Ένα αγόρι μοίραζε στα τραπέζια την τελευταία έκδοση της απογευματινής εφημερίδας. Ο κυνηγός πήρε ένα φύλλο, μα ήξερε καλά ότι η είδηση της ανεύρεσης του πτώματος του Ζαν Ντουέ θα κυκλοφορούσε την επόμενη μέρα, οπότε είχε ένα πλεονέκτημα απέναντι στο θήραμά του. Ένιωθε υπερδιέγερση, η αναμονή είχε επιτέλους τελειώσει. Σε λίγο θα ξεκινούσε το καλύτερο μέρος του κυνηγιού. Του χρειαζόταν μόνο μια επιβεβαίωση. Γι’ αυτό βρισκόταν εκεί, καθισμένος σε εκείνο το μπιστρό. Και πάλι το αεράκι σάρωσε το δρόμο, παρασέρνοντας ένα σύννεφο πολύχρωμα πέταλα από τον πάγκο του ανθοπώλη στη
143/1081
γωνία. Είχε ξεχάσει ότι το Παρίσι ήταν τόσο όμορφο την άνοιξη. Ένιωσε μια ανατριχίλα. Μια στιγμή ακόμα και είδε το θήραμά του να βγαίνει από τις σκάλες του μετρό, ανάμεσα σ’ ένα πλήθος κόσμου. Φορούσε ένα μπλε αντιανεμικό πάνω από ένα γκρι κοτλέ παντελόνι, αθλητικά παπούτσια κι ένα κασκετάκι με γείσο. Τον ακολούθησε με το βλέμμα, ενώ εκείνος προχωρούσε στο απέναντι πεζοδρόμιο. Είχε τα μάτια χαμηλωμένα και τα χέρια στις τσέπες. Δεν φανταζόταν ότι κάποιος τον κυνηγούσε, γι’ αυτό δεν κατέφευγε σε τεχνάσματα ούτε έπαιρνε προφυλάξεις. Υπέροχα, σκέφτηκε, ενώ το θήραμά του κατευθυνόταν ανυποψίαστο προς μια πράσινη εξώπορτα της οδού Λαμάρκ. Η σερβιτόρα πλησίασε με την απόδειξη. «Καλό ήταν το παστίς σας;» «Ναι, βέβαια», της απάντησε μ ένα χαμόγελο.
144/1081
Και ενω ο κυνηγός εβαζε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας το πορτοφόλι του, ο Ζαν Ντουέ, ανυποψίαστος, έμπαινε στο σπίτι. Η ηλικία των θυμάτων όλο και μεγαλώνει, επανέλαβε μέσα του. Ο κυνηγός είχε πέσει πάνω στο θήραμά του σχεδόν τυχαία: συνδέοντας μεταξύ τους αυτά τα απρόσωπα πτώματα, τα διάσπαρτα ανά τον κόσμο, συνειδητοποίησε ότι κάποιος μέσα σε αυτά τα χρόνια είχε οικειοποιηθεί την ύπαρξή τους. Καθώς ο δολοφόνος σιγά-σιγά μεγάλωνε, άλλαζε ανάλογα και η ηλικία των θυμάτων, σαν να ήταν το νούμερο ενός ρούχου. Το θήραμα ήταν ένας κατά συρροήν δολοφόνος που υποδυόταν ρόλους. Ακόμα δεν ήξερε το λόγο αυτής της αλλόκοτης συμπεριφοράς, αλλά σύντομα πολύ σύντομα- θα είχε την εξήγηση. Ο κυνηγός στάθηκε μερικά μέτρα από την πράσινη εξώπορτα, κρατώντας στα χέρια του
145/1081
τη σακούλα με τα ψώνια, περιμένοντας κάποιον ένοικο να βγει για να μπορέσει να μπει ο ίδιος στο κτίριο. Τελικά, επιβραβεύτηκε. Στην πόρτα φάνηκε ένας ηλικιωμένος κύριος που έβγαζε για βόλτα ένα κανελί κόκερ. Φορούσε βαρύ παλτό, καπέλο με πλατύ μπορ και χοντρά γυαλιά. Επιπλέον, η προσοχή του ήταν όλη στραμμένη στο σκύλο που τον τραβούσε προς το παρκάκι. Ο κυνηγός μπλόκαρε με το χέρι του την πόρτα και μπήκε χωρίς ο γέρος να τον πάρει χαμπάρι. Το κλιμακοστάσιο ήταν σκοτεινό και στενόχωρο. Στάθηκε και αφουγκράστηκε. Οι φωνές και οι θόρυβοι από τα διαμερίσματα ανακατεύονταν σε μια ενιαία βουή. Κοίταξε τα γραμματοκιβώτια: ο Ζαν Ντουέ έμενε στο 3Q. Άφησε τη σακούλα με τα ψώνια στο πρώτο σκαλοπάτι, έβγαλε την μπαγκέτα και τον μαϊντανό κι έπιασε από το βάθος την Μπερέτα M92F, μεταποιημένη σε αναισθητικό πιστόλι
146/1081
για λογαριασμό του αμερικανικού στρατού, που την είχε αγοράσει από ένα μισθοφόρο στην Ιερουσαλήμ. Για να δράσει αμέσως το ναρκωτικό, έπρεπε να σκοπεύσει στο κεφάλι, στην καρδιά ή στους βουβώνες. Χρειαζόταν πέντε δευτερόλεπτα για να βγάλει το φυσίγγι και να οπλίσει ξανά. Πάρα πολλά. Αυτό σήμαινε ότι η πρώτη βολή έπρεπε να είναι ακριβής. Ίσως και το θήραμά του να είχε όπλο, αλλά με αληθινές σφαίρες. Ο κυνηγός αδιαφορούσε: το αναισθητικό πιστόλι τού αρκούσε. Τον ήθελε ζωντανό. Δεν προλάβαινε να μελετήσει τις συνήθειές του, όμως με τα χρόνια είχε καταλάβει ότι ο κανόνας του ήταν η συνέχεια. Το θήραμά του δεν θα έπρεπε να απομακρυνθεί πολύ από το σχέδιο ζωής που είχε επιλέξει. Αν επαναλαμβάνεις σχολαστικά τις ίδιες συμπεριφορές με προκαθορισμένη σειρά, έχεις περισσότερες πιθανότητες να μη σε προσέξουν
147/1081
και, επιπλέον, μπορείς να ελέγχεις την κατάσταση: αυτό είχε διδαχτεί ο κυνηγός από το θήραμά του. Κατά βάθος, του είχε γίνει ένα είδος προτύπου. Του είχε διδάξει την αξία της πειθαρχίας και της αυταπάρνησης. Προσαρμοζόταν στις περιστάσεις, ακόμα και στις πιο αντίξοες. Όπως εκείνοι οι οργανισμοί που ζουν στα βάθη των ωκεανών, όπου δεν φτάνει φως και το κρύο και η πίεση θα σκότωναν έναν άνθρωπο στη στιγμή. Εκεί που δεν θα έπρεπε να υπάρχει ζωή, αυτά τα πλάσματα αποτελούν μια πρόκληση. Έτσι ήταν και το θήραμά του. Δεν ήξερε άλλον τρόπο για να προχωρήσει. Ο κυνηγός κατά κάποιον τρόπο τον θαύμαζε. Κατά βάθος, έδινε έναν αγώνα για επιβίωση. Κρατώντας το αναισθητικό πιστόλι, ανέβηκε τη σκάλα ως τον τρίτο. Έφτασε στην πόρτα του διαμερίσματος του Ζαν Ντουέ κι άνοιξε την κλειδαριά εύκολα. Μες στη σιωπή ακούγονταν μόνον οι χτύποι ενός εκκρεμούς.
148/1081
Το διαμέρισμα δεν ήταν μεγάλο, το πολύ ογδόντα τετραγωνικά, μοιρασμένα σε τρία δωμάτια κι ένα μπάνιο. Μπροστά του ένας μικρός διάδρομος. Ένα φως ξεχυνόταν κάτω από τη μοναδική κλειστή πόρτα. Ο κυνηγός άρχισε να προχωρεί, προσπαθώντας να ισορροπήσει το βάρος του στα βήματά του ώστε να μην κάνει θόρυβο. Έφτασε δίπλα στο πρώτο δωμάτιο. Με μια γρήγορη κίνηση πρόβαλε στο κατώφλι του σημαδεύοντας με το πιστόλι. Ήταν η κουζίνα και ήταν άδεια. Όλα τακτοποιημένα, καθαρά. Τα πιατικά στο ντουλάπι, η φρυγανιέρα, το ποτηρόπανο κρεμασμένο στο χερούλι του φούρνου. Ένιωσε μια παράξενη συγκίνηση που βρισκόταν στη φωλιά του θηράματος του, που ερχόταν σε επαφή με τον κόσμο του. Προχώρησε προς το μπάνιο. Κι εκείνο άδειο. Πλακάκια σαν σκακιέρα, άσπρα και πράσινα. Μία και μοναδική οδοντόβουρτσα. Μία χτένα
149/1081
από ιμιτασιόν ταρταρούγα. Στο διπλανό δωμάτιο ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι. Πάπλωμα από μπορντό σατέν. Ένα ποτήρι νερό στο κομοδίνο. Δερμάτινες παντόφλες. Κι ένας τοίχος με ράφια γεμάτα από συλλεκτικά μοντέλα αυτοκινήτων: το πάθος του Ζαν Ντουέ. Ο κυνηγός βγήκε από εκείνο το δωμάτιο κι έφτασε τελικά μπροστά στην κλειστή πόρτα. Αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη μεριά. Χαμήλωσε το βλέμμα στο πάτωμα. Διέκρινε τη χρυσή λάμψη που απλωνόταν στα πόδια του. Αλλά καμιά σκιά δεν πέρασε να τη διακόψει: αυτό θα αποδείκνυε ότι κάποιος ήταν μέσα. Ωστόσο κάτω στο πάτωμα είδε ένα σημάδι που δεν είχε δει ποτέ του. Μια κορόνα από μικρές καστανές κηλίδες. Αίμα, σκέφτηκε. Αλλά τώρα. δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτή τη λεπτομέρεια. Δεν υπήρχε χρόνος για δισταγμούς και
150/1081
περισπασμούς. Το θήραμά του ήταν ανελέητο και περίπλοκο, δεν έπρεπε να το ξεχνάει. Όσο κι αν ένιωθε γοητευμενος, ήξερε ότι η άβυσσος που ανοιγόταν στην ψυχή του δεν άφηνε καμία διαφυγή: δεν θα ήθελε να αναμετρηθεί με το κλάσμα που σκιρτούσε μέσα του. Η μόνη πιθανότητα ήταν να αντιδράσει πρώτος, να τον αιφνιδιάσει. Η στιγμή είχε φτάσει. Το κυνήγι θα τελείωνε. Μόνον αργότερα θα αποκτούσαν τα πάντα ένα νόημα. Έκανε ένα βήμα πίσω. Έπειτα έριξε μια κλοτσιά στην άκρη της πόρτας ανοίγοντάς τη. Τέντωσε το πιστόλι, ελπίζοντας να διακρίνει αμέσως το στόχο του. Μα δεν τον είδε. Η πόρτα ξαναγύρισε πίσω με φόρα κι εκείνος χρειάστηκε να τη σταματήσει με το χέρι. Μπήκε κοιτάζοντας γρήγορα γύρω του. Κανείς. Μια σανίδα σιδερώματος. Ένα έπιπλο μ’ ένα παλιό ραδιόφωνο κι ένα αναμμένο λαμπατέρ. Ένας καλόγερος με κρεμασμένα ρούχα.
151/1081
Ο κυνηγός πλησίασε. Πώς ήταν δυνατόν; Ήταν τα ίδια που φορούσε το θήραμά του όταν το είδε να μπαίνει στο κτίριο. Μπλε αντιανεμικό, γκρι κοτλέ παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και κασκετάκι με γείσο. Ο κυνηγός χαμήλωσε το βλέμμα και είδε το μπολ σε μια γωνία. Φεντόρ, διάβασε πάνω του. Του ήρθε στο μυαλό η εικόνα του γέρου που έβγαζε βόλτα το κόκερ. «Διάολε», είπε μέσα του. Μα έπειτα, συνειδητοποιώντας την πονηριά που έκρυβε αυτή η απάτη, ξέσπασε σε γέλια. Είχε μείνει έκθαμβος από το σύστημα που χρησιμοποιούσε το θήραμά του για να προφυλάξει τα νώτα του. Κάθε μέρα γυρνούσε στο σπίτι και μεταμφιεζόταν για να βγάλει βόλτα το σκύλο στο πάρκο. Από κει επιθεωρούσε το σπίτι του.
152/1081
Αυτό σήμαινε ότι ο Ζαν Ντουέ -ή, για την ακρίβεια, το απάνθρωπο πλάσμα που είχε πάρει τη θέση του- τώρα ήξερε γι’ αυτόν.
Τέσσερις μέρες νωρίτερα
1:10 Μετά την καταιγίδα τα αδέσποτα σκυλιά γίνονταν οι αφέντες των στενών δρόμων του κέντρου. Μετακινούνταν σε αγέλες, σιωπηλά και ξυστά στους τοίχους. Ο Μάρκους τα βρήκε μπροστά του στη βία ντέι Κορονάρι, έρχονταν καταπάνω του. Αρχηγός τους ήταν ένα μπάσταρδο με κόκκινο τρίχωμα, τυφλό από το ένα μάτι. Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον. Μετά επέλεξαν να παραστήσουν τους αδιάφορους και τράβηξε ο καθένας το δρόμο του.
155/1081
Μερικά λεπτά αργότερα πέρασε και πάλι το κατώφλι του διαμερίσματος της Λάρα στην πολυκατοικία του πανεπιστημιακού ιδρύματος. Στα σκοτεινά, σαν τον Τζερεμάια Σμιθ. Άπλωσε το χέρι να ανάψει το διακόπτη, αλλά το ξανασκέφτηκε. Ίσως ο απαγωγέας να είχε φακό μαζί του. Έτσι έβγαλε αυτόν που είχε στην τσέπη του και άρχισε να περιεργάζεται τους χώρους. Η δέσμη του φωτός έβγαζε από το σκοτάδι τα έπιπλα και τα αντικείμενα του σπιτιού. Δεν ήξερε τι ακριβώς έψαχνε, αλλά ήταν βέβαιος ότι υπήρχε μια σύνδεση ανάμεσα στη νεαρή φοιτήτρια και στον Τζερεμαια. Η Λάρα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό θύμα, ήταν ένα αντικείμενο πόθου. Ο Μάρκους έπρεπε να φτάσει σ' αυτό που τους συνέδεε, μόνον έτσι θα μπορούσε να ανακαλύψει το χώρο όπου κρατούσε αιχμάλωτη την κοπέλα. Ήταν απλώς εικασίες
156/1081
ανάμεικτες με ελπίδες, μα προς το παρόν δεν μπορούσε να απορρίψει τίποτα. Από μακριά ακούγονταν τα γαβγίσματα των αδέσποτων σκυλιών. Με εκείνη τη μελαγχολική υπόκρουση στο βάθος, άρχισε να εξερευνά το ισόγειο, από το μικρό μπάνιο με την καταπακτή απ’ όπου είχε μπει ο απαγωγέας. Δίπλα στην ντουσιέρα υπήρχε ένα ράφι, όπου ήταν τέλεια παρατεταγμένα καθ’ ύψος μερικά μπουκαλάκια με αφρόλουτρο, σαμπουάν και κρέμα μαλλιών. Η ίδια ακρίβεια υπήρχε και στη διάταξη των απορρυπαντικών δίπλα στο πλυντήριο. 0 καθρέφτης πάνω από το νιπτήρα έκρυβε ένα ντουλαπάκι: είχε καλλυντικά και φάρμακα. Το ημερολόγιο που κρεμόταν στην πόρτα ήταν γυρισμένο στη σελίδα του τελευταίου μήνα. Τα σκυλιά έξω άρχισαν να γαβγίζουν και να γρυλίζουν μεταξύ τους, σαν να είχαν μπλεχτεί σε καβγά.
157/1081
Ο Μάρκους επέστρεψε στο μικρό καθιστικό που φιλοξενούσε και την κουζίνα. Προτού ανέβει στον επάνω όροφο, ο Τζερεμάια Σμιθ φρόντισε να αδειάσει τη ζαχαριέρα που ήταν πάνω στο τραπέζι και το κουτί στο ντουλάπι που έγραφε SUGAR, για να εξαφανίσει τα ίχνη του ναρκωτικού. Έκανε όλες του τις δουλειές ήρεμα, χωρίς βιασύνη. Εκεί δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Είχε όλο το χρόνο, ενώ η Λάρα κοιμόταν. Είσαι πολύ καλός, δεν έκανες λάθη, ωστόσο κάτι θα πρέπει να υπάρχει. Ο Μάρκους ήξερε ότι η ιστορία του κατά συρροήν δολοφόνου που λυσσάει να αποκαλύψει στον κόσμο τα κατορθώματα του και γι’ αυτό προκαλεί όποιον προσπαθεί να τον σταματήσει ηταν ενα παραμυθάκι για τα Μ ΜΕ, για να κρατάνε ζωντανή την προσοχή του κοινού. Στους κατά συρροήν δολοφόνους αρεσει αυτό που κάνουν. Ακριβώς γι’ αυτό θέλουν να συνεχισουν να το κάνουν όσο το
158/1081
δυνατόν περισσότερο. Δεν τους ενδιαφέρει η φήμη, θα τους στεκόταν εμπόδιο. Βέβαια, κάποιες φορές αφήνουν ίχνη στο πέρασμά τους. Δεν θέλουν να επικοινωνήσουν, αλλά να μοιραστούν. Τι άφησες για μένα; αναρωτήθηκε ο Μάρκους. Έστρεψε το φακό στα ντουλάπια της κουζίνας. Σε ένα ράφι είχε βιβλία με συνταγές. Πιθανόν, όσο έμενε με τους γονείς της, η Λάρα να μη χρειάστηκε ποτέ να ετοιμάσει το φαγητό της. Από τη στιγμή όμως που μετακόμισε στη Ρώμη, έπρεπε να μάθει να φροντίζει τον εαυτό της και να μαγειρεύει. Όμως ανάμεσα σε εκείνα τα βιβλία με τα πολύχρωμα εξώφυλλα ξεχώριζε ένας μαύρος τόμος. Ο Μάρκους πλησίασε κι έγειρε το κεφάλι του για να διαβάσει τον τίτλο. Ήταν μια Βίβλος. Ανωμαλία, σκέφτηκε. Την πήρε και την άνοιξε στο σημείο όπου υπήρχε ένας κόκκινος σατέν σελιδοδείκτης.
159/1081
Ήταν η επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς. «Ή ημέρα Κυρίου ώς κλέπτης εν νυχτί ούτως ερχεταί». Μια μακάβρια ειρωνεία, και σίγουρα όχι τυχαία. Μήπως κάποιος είχε βάλει εκεί το βιβλίο; Τα λόγια αυτά αναφέρονταν στην Ημέρα της Κρίσης, μα κατά τα άλλα περιέγραφαν καλά αυτό που είχε συμβεί στη Λάρα. Κάποιος την είχε αρπάξει. Ο κλέφτης αυτή τη φορά είχε κλέψει έναν άνθρωπο. Η νεαρή φοιτήτρια δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του Τζερεμάια Σμιθ που τριγυρνούσε σαν σκιά γύρω της. Ο Μάρκους κοίταξε γύρω του: τον καναπέ, την τηλεόραση, τα περιοδικά στο τραπεζάκι, το ψυγείο με τα μαγνητάκια, το παλιό φθαρμένο παρκέ. Αυτό το μικρό διαμέρισμα ήταν ο χώρος όπου η Λάρα ένιωθε πιο ασφαλής. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να την προστατέψει. Πώς θα μπορούσε να το αντιληφθεί; Πώς θα μπορούσε
160/1081
να το ξέρει; Η φύση ωθεί τους ανθρώπους να είναι αισιόδοξοι, σκέφτηκε. Είναι βασικό για την επιβίωση του είδους να παραβλέπουμε τους δυνάμει κινδύνους και να επικεντρωνόμαστε μόνο στους πιο πιθανούς. Δεν μπορεί να ζει. κανείς μέσα στο φόβο. Η θετική άποψη είναι αυτό που μας βοηθάει να προ χωρήσουμε παρά τις αντιξοότητες και τον πόνο που διανθίζω την ύπαρξή μας. Έχει ένα και μοναδικό μειονέκτημα, συχνά εκεί κρύβεται το κακό. Εκείνη τη στιγμή τα αδέσποτα σταμάτησαν να γαβγίζουν. Ένα παγερό ρίγος τού άρπαξε τον αυχένα, γιατί ξαφνιχά άκουσε έναν καινούργιο θόρυβο. Ένα ανεπαίσθητο τρίξιμο στα σανίδια του πατώματος. Η Ημέρα του Κυρίου θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα, υπενθύμισε στον εαυτό του, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν λάθος του να μην ελέγξει πρώτα τον επάνω όροφο. «Σβήσ’ τον».
161/1081
Η φωνή ερχόταν από τη σκάλα πίσω του και προφανώς αναφερόταν στο φακό που κρατούσε. Υπάκουσε χωρίς να στραφεί. Όποιος κι αν ήταν, βρισκόταν ήδη μέσα όταν ήρθε ο Μάρκους. Συγκεντρώθηκε στη σιωπή που τον περιέβαλλε. Ο άντρας βρισκόταν το πολύ δυο μέτρα παραπέρα. Ποιος ξέρει εδώ και πόση ώρα τον παρακολουθούσε. «Γύρνα», τον διέταξε η φωνή. Ο Μάρκους γύρισε αργά. Το φως της αυλής έμπαινε αδύναμο από τη σιδεριά του παραθύρου, προβάλλοντας ένα διχτυωτό πάνω στον τοίχο, σαν να ήταν κλουβί. Εκεί μέσα ήταν κλεισμένη, σαν άγριο θηρίο, μια σκούρα και απειλητική σιλουέτα. Μια σκιά χαραγμένη στη σκιά. Ο άντρας ήταν τουλάχιστον είκοσι εκατοστά πιο ψηλός από τον ίδιο και γεροδεμένος. Έμειναν ακίνητοι για πολλή ώρα, χωρίς να μιλούν. Μετά η φωνή ακούστηκε και πάλι μέσα απ’ το σκοτάδι. «Εσύ είσαι;»
162/1081
Από τη χροιά της φωνής φαινόταν λίγο μεγαλύτερος από παιδί. Στον τόνο της, ο Μάρκους αναγνώρισε την οργή, αλλ£ και το φόβο. «Εσύ είσαι, καριόλη!» Δεν ήξερε αν ήταν οπλισμένος. Σώπασε αφήνοντας τον να μιλήσει. «Σε είδα να έρχεσαι μαζί μ’ έναν άλλο χτες το πρωί». Ο Μάρκους μάντεψε ότι αναφερόταν στην πρώτη του επίσκεψη με τον Κλεμέντε. «Είναι δυο μέρες που παρακολουθώ αυτό το μέρος. Τι θέλετε από μένα;» Ο Μάρκους προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει αυτά τα λόγια, αλλά δεν καταλάβαινε το νόημά τους. Και δεν υπήρχε τρόπος να προβλέψει τι θα συνέβαινε μετά. «Προσπαθείτε να μου τη φέρετε;» Η σκιά έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. Ο Μάρκους διέκρινε τα χέρια του και κατάλαβε ότι δεν κρατούσε όπλο. Τότε αποτόλμησε να πει: «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
163/1081
«Για μαλάκα με περνάς;» «Ίσως θα ήταν προτιμότερο να το συζητήσουμε ήρεμα, έξω από δω», είπε δοκιμάζοντας τη λύση του διαλόγου. «Θα το συζητήσουμε τώρα». 0 Μάρκους αποφάσισε να μιλήσει ανοιχτά. «ΊΙρθες εδώ για την κοπέλα που χάθηκε;» «Δεν ξέρω τίποτα για την κοπέλα, δεν έχω καμία σχέση. Θες να μου τη φέρεις, μαλάκα;» Διαισθάνθηκε ότι ίσως έλεγε αλήθεια: αν ήταν συνένοχος του Τζερεμάια Σμιθ, γιατί να ρισκάρει να επιστρέψει; Ο Μάρκους δεν είπε τίποτα. Προτού προλάβει να βρει μια απάντηση, ο άγνωστος του ρίχτηκε, τον άρπαξε από το γιακά και τον έσπρωξε πάνω στον τοίχο. Κρατώντας τον ακίνητο, έβγαλε με το άλλο του χέρι ένα φάκελο και του τον κούνησε κάτω απ’ τη μύτη. «Εσύ μου έγραψες αυτό το κωλογράμμα;» «Δεν ήμουν εγώ». «Τότε τι κάνεις εδώ;»
164/1081
Ο Μάρκους έπρεπε πρώτα να καταλάβει πώς αυτή η κατάσταση μπορούσε να συνδέεται με την εξαφάνιση της Λάρα. «Ας μιλήσουμε γι’ αυτό το γράμμα, αν θες». Όμως ο νεαρός δεν είχε καμία διάθεση να του αφήσει τον έλεγχο της συζήτησης. «Σε στέλνει ο Ρανιέρι; Να πεις σ’ αυτό το οφχ» ότι εμείς οι δυο τελειώσαμε». «Δεν ξέρω κανέναν Ρανιέρι, πίστεψέ με». Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά ο νεαρός τον κράτησε ακίνητο. Δεν είχε τελειώσει ακόμα μαζί του. «Είσαι αστυνομικός;» «Όχι». «Και το σύμβολο τότε; Κανείς δεν ήξερε για το σύμβολο». «Ποιο σύμβολο;» «Αυτό στο γράμμα, μαλάκα». Το γράμμα και το σύμβολο: ο Μάρκους αποθήκευσε αυτές τις πληροφορίες. Δεν ήταν πολλές, μα μπορεί να του φαίνονταν χρήσιμες
165/1081
για να καταλάβει τις προθέσεις του νεαρού. Εκτός κι αν παραληρούσε. Έπρεπε να καταφέρει να χειριστεί την κατάσταση. «Παράτα με μ’ αυτή την ιστορία του γράμματος. Δεν ξέρω τίποτα». Ο νεαρός προσπάθησε να κερδίσει χρόνο. «Ποιος, διάολο, είσαι;» Ο Μάρκους δεν απάντησε, ελπίζοντας ότι ο άλλος θα ηρεμούσε. Όμως, προτού το καταλάβει, βρέθηκε σωριασμένος στο πάτωμα και ένιωθε να συνθλίβεται από το βάρος του νεαρού. Προσπάθησε να αμυνθεί, αλλά εκείνος του πίεζε το θώρακα και τον χτυπούσε με δύναμη. Σήκωσε τα μπράτσα για να προστατέψει το κεφάλι του, αλλά οι γροθιές τον ζάλισαν. Ένιωσε τη γεύση του αίματος που του γέμισε το στόμα. Νόμισε ότι θα έχανε τις αισθήσεις του, αλλά κατάλαβε οτι η οργή του άλλου είχε εξαντληθεί. Σωριασμένος κάτω, διέκρινε το νεαρό να ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος· Για μια στιγμή τον είδε από
166/1081
πίσω στο φως της αυλής. Μετα η πόρτα ξανάκλεισε. Άκουσε τα βήματά του να απομακρύ' νονται βιαστικά. Περίμενε λίγο και μετά δοκίμασε να σηκωθεί. Το κεφάλι του γυρνούσε και τ’ αυτιά του βούιζαν. Δεν ένιωθε πόνο. Όχι ακόμα. Θα ερχόταν όλος μαζί, το ήξερε, αλλά έπειτα από λίγο. Πάντα έτσι συνέβαινε. Θα πονούσε παντού, ακόμα κι εκεί που δεν είχε χτυπηθεί. Δεν θυμόταν ακριβώς από ποια προηγούμενη εμπειρία του πήγαζε αυτή η ανάμνηση, αλλά ήξερε ότι ήταν έτσι. Ανασηκώθηκε και κάθισε. Προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Τον είχε αφήσει να φύγει, ενώ θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον κρατήσει. Προσπάθησε να φανεί επιεικής με τον εαυτό του, λέγοντας ότι τελικά δεν θα κατάφερνε να τον κάνει να σκεφτεί λογικά. Εν πάση περιπτώσει, είχε καταφέρει τουλάχιστον κάτι.
167/1081
Πάνω στη συμπλοκή τους, είχε καταφέρει να αρπάξει το γράμμα. Ψηλάφησε το πάτωμα αναζητώντας το φακό που του είχε πέσει λίγο νωρίτερα. Τον βρήκε, τον χτύπησε μια-δυο φορές για να τον ανάψει και τον έστρεψε στο φάκελο. Δεν υπήρχε αποστολέας, αλλά απευθυνόταν σε κάποιον Ραφαέλε Λλτιέρι. Η ημερομηνία στην ταχυδρομική σφραγίδα ήταν τριών ημερών. Μέσα υπήρχε ένα φύλλο χαρτί όπου ήταν τυπωμένη μόνο η διεύθυνση του διαμερίσματος της Λάρα στη βία ντέι Κορονάρι. Μα αυτό που τον παραξένεψε ήταν το σύμβολο που είχε θέση υπογραφής. Τρεις κόκκινες κουκκίδες που σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. 6:00 Δεν κατάφερε να κοιμηθεί. Μετά το τηλεφώνημα του Σάλμπερ στριφογυρνούσε
168/1081
στο κρεβάτι επί ώρες. Τέλος, το ξυπνητήρι χτύπησε στις πέντε και η Σάντρα σηκώθηκε. Ετοιμάστηκε βιαστικά και πήρε ταξί για να πάει στο αστυνομικό τμήμα, δεν ήθελε να προσέξουν οι συνάδελφοι το αυτοκίνητό της. Δεν θα της ζητούσαν βέβαια εξηγήσεις, αλλά εδώ και λίγο καιρό την ενοχλούσε ο τρόπος που την κοιτούσαν. Η χήρα. Άραγε έτσι την αποκαλούσαν; Η συμπόνια τους κολλούσε ενοχλητική πάνω της κάθε φορά που περνούσαν από δίπλα της. Το κακό ήταν ότι ορισμένοι θεωρούσαν τον εαυτό τους αναγκασμένο να της πει κάτι. Τώρα πια έκανε συλλογή από φράσεις συλλυπητηρίων. Η πιο συνηθισμένη ήταν: «Κουράγιο, ο άντρας σου ο Ντέιβιντ θα ήθελε να φανείς δυνατή». Εκείνη όμως ήθελε να τις καταγράψει όλες για να μπορέσει μετά να δείξει στον κόσμο ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από την αδιαφορία απέναντι στον πόνο των άλλων: οι κοινοτοπίες με τις οποίες επιζητούμε να τον γιατρέψουμε.
169/1081
Αλλά ίσως να έφταιγε μόνον η ίδια και ο εκνευρισμός της. Εν πάση περιπτώσει, ήθελε να είναι στο Τμήμα Παραλαβής Προσωπικών Αντικειμένων την ώρα που θα άλλαζε η νυχτερινή βάρδια. Χρειάστηκαν είκοσι λεπτά για να φτάσει στον προορισμό της. Πρώτα πέρασε από το κυλικείο για ένα κρουασάν κι έναν καπουτσίνο. Τα πήρε μαζί της και παρουσιάστηκε στο συνάδελφο που ετοιμαζόταν να γυρίσει σπίτι του. «Γεια σου, Βέγκα», της είπε βλέποντάς τη να περνάει κάτω από τον πάγκο. «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Η Σάντρα προσπάθησε να υποκριθεί ένα ήρεμο χαμόγελο. «Σου έφερα πρωινό». Της πήρε με ευχαρίστηση το φορτίο από τα χέρια. «Είσαι πραγματική φίλη. Απόψε είχαμε αρκετή κίνηση: συνέλαβαν μια συμμορία Κολομβιανών που έκανε διακίνηση μπροστά στο σταθμό του Λαμπράτε».
170/1081
Η Σάντρα δεν ήθελε να χαθεί σε άσκοπες κουβέντες και μπήκε κατευθείαν στο θέμα της. «Θέλω να πάρω τους σάκους που άφησα εδώ πριν από πέντε μήνες». Ο συνάδελφός της την κοίταξε έκπληκτος, αλλά έσπευσε να την εξυπηρετήσει, χωρίς δισταγμό, «Σου τους φέρνω αμέσως». Χώθηκε στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της αποθήκης. Η Σάντρα τον άκουγε να μιλάει στον εαυτό του καθώς έψαχνε. Ανυπομονούσε, αλλά προσπαθούσε να συγκρατηθεί. Τώρα τελευταία όλα την ενοχλούσαν. Η αδελφή της έλεγε ότι περνούσε μία από τις τέσσερις φάσεις που έπονται ενός θανάτου. Ήταν μια εξήγηση που είχε βρει σε ένα βιβλίο, αν και δεν θυμόταν καλά τη σειρά τους, οπότε δεν μπορούσε να πει σε ποια φάση βρισκόταν και αν σύντομα θα ξεπερνούσε τα πάντα. Η Σάντρα αμφέβαλλε, αλλά την άφηνε να λέει τα δικά της. Αυτό ίσχυε και για την υπόλοιπη οικογένειά της, κανένας δεν ήθελε να
171/1081
ασχοληθεί στ’ αλήθεια με αυτό που της είχε συμβεί. Όχι από αναισθησία, αλλά επειδή δεν υπήρχαν συμβουλές που να ενδείκνυνται για μια χήρα είκοσι εννιά χρονών. Έτσι, απλώς της ανέφεραν ό,τι διάβαζαν σε διάφορα περιοδικά ή της εξιστορούσαν την εμπειρία κάποιου μακρινού γνωστού. Αυτό τους αρκούσε για να αισθάνονται εντάξει απέναντι της και τελικά για την ίδια τη Σάντρα ήταν καλύτερα έτσι. Πέντε λεπτά αργότερα είδε το συνάδελφό της να επιστρέφει με τους δύο μεγάλους σάκους του Ντέιβιντ. Τους κρατούσε από τα χερούλια, όχι όπως τους κουβαλούσε ο Ντέιβιντ στους ώμους. Έναν στα δεξιά, έναν στ’ αριστερά. Τον έκαναν να περπατάει τρεκλίζοντας πέρα δώθε. «Μοιάζεις με γάιδαρο, Φρεντ». «Μα και πάλι σου αρέσω, Τζίντζερ». Βλέποντας εκείνες τις τσάντες, η Σάντρα ένιωσε σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στήθος. Φοβόταν αυτή την αίσθηση. Σε εκείνες τις
172/1081
αποσκευές ήταν ο δικό της Ντέιβιντ, περιείχαν όλον του τον κόσμο. Αν εξαρτιόταν από αυτήν, θα έμεναν στην αποθήκη μέχρι που κάποιος απρόσεκτος να τις στείλει να καταστραφούν μαζί με τα άλλα τεκμήρια που δεν χρησίμευαν π»α. Όμως ο Σάλμπερ το προηγούμενο βράδυ είχε προσδώσει βαρύτητα και ουσία σε ένα σύννεφο από ερωτήματα που είχαν αποτελματωθεί επικίνδυνα στην καρδιά της από τότε που ανακάλυψε ότι ο Ντέιβιντ της είχε πει ψέματα. Δεν μπορούσε να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητεί τον άνθρωπό της. Μα, πάνω απ’ όλα, καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να το επιτρέψει στον εαυτό της. «Εδώ είμαστε», είπε ο συνάδελφος αφήνοντας τους σάκους πάνω στον πάγκο. Δεν ήταν ανάγκη να υπογράψει απόδειξη παραλαβής, στην ουσία χάρη τής έκαναν κρατώντας τους εκεί. Είχαν έρθει από την Αστυνομική Διεύθυνση της Ρώμης μετά το
173/1081
δυστύχημα. Απλώς εκείνη δεν πήγε να τους πάρει. «Θες να δεις μήπως λείπει κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ. Όλα είναι εντάξει». Όμως ο συνάδελφος συνέχισε να την κοιτάζει με μια έκφραση που ξαφνικά είχε γίνει θλιμμένη. Μην το κάνεις, σκέφτηκε εκείνη. Κι όμως, αυτός το έκανε. «Κάνε κουράγιο, Βέγκα, ο Ντάνιελ θα ήθελε να είσαι δυνατή». Ποιος, διάολο, είναι αυτός ο... Ντάνιελ; αναρωτήθηκε, ενώ πίεζε τον εαυτό της να του χαμογελάσει. Έπειτα τον ευχαρίστησε κι έφυγε παίρνοντας μαζί της τους σάκους του Ντέιβιντ. Μισή ώρα αργότερα ήταν και πάλι σπίτι της. Ακούμπησε τους σάκους στο πάτωμα κοντά στην πόρτα και τους άφησε εκεί. Κρατήθηκε για λίγο μακριά τους, αλλά τους παρατηρούσε, έστω κι από απόσταση. Σαν το αδέσποτο σκυλί
174/1081
που τριγυρνάει γύρω από την τροφή που του δίνουν, προσπαθώντας να καταλάβει αν πρέπει να δείξει εμπιστοσύνη. Εκείνη πάντως έψαχνε το κουράγιο να δοκιμάσει. Τους πλησίαζε και μετά απομακρυνόταν ξανά. Ετοίμασε ένα τσάι κι απόμεινε να κοιτάζει τους σάκους, καθισμένη στον καναπέ και κρατώντας το φλιτζάνι στις παλάμες της. Για πρώτη φορά σκέφτηκε αυτό που είχε μόλις κάνει. Είχε ξαναφέρει τον Ντέιβιντ στο σπίτι. Ίσως κάτι μέσα της, όλους αυτούς τους μήνες, να ήλπιζε, να φανταζόταν, να πίστευε ότι αργά ή γρήγορα ο Ντέιβιντ θα ξαναγυρνούσε. Η σκέψη ότι δεν θα ξανάκαναν έρωτα την τρέλαινε. Υπήρχαν φορές που ξεχνούσε ότι ήταν νεκρός, της περνούσε κάτι απ’ το μυαλό και σκεφτόταν: Αυτό πρέπει να το πω στον Ντέιβιντ. Μια στιγμή αργότερα, η πραγματικότητα ορμούσε πάνω της, ξαναφέρνοντάς της
175/1081
μονομιάς την πίκρα. Ο Ντέιβιντ δεν υπήρχε πια. Τελεία. Η Σάντρα έφερε ξανά στο μυαλό της τη μέρα που αναμετρήθηκε για πρώτη φορά με αυτή την πραγματικότητα. Είχε συμβεί ακριβώς στην έξοδο του σπιτιού, ένα ήρεμο πρωινό σαν το σημερινό. Συνέχιζε να κρατάει τους δύο αστυνομικούς στην πόρτα, σίγουρη ότι, όσο έμεναν εκεί, όσο δεν περνούσαν το κατώφλι της, η είδηση του θανάτου του Ντέιβιντ δεν θα ήταν πραγματική. Κι εκείνη δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτό που ετοιμαζόταν να μπει στο σπίτι της: έναν τυφώνα που θα κατέστρεφε τα πάντα, αφήνοντάς τα ανέπαφα. Δεν πίστευε ότι θα τα κατάφερνε. Κι όμως, είμαι εδώ, σκέφτηκε. Κι αν ο Σάλμπερ ενδιαφέρεται γι’ αυτές τις αποσκευές, θα πρέπει σίγουρα να υπάρχει κάποιος λόγος.
176/1081
Άφησε το φλιτζάνι του τσαγιού στο πάτωμα και προχώρησε αποφασιστικά προς τους σάκους. Έπιασε πρώτα το λιγότερο βαρύ. Ήταν αυτός που είχε μόνο ρούχα. Τον αναποδογύρισε και τον άδειασε στο πάτωμα. Τα πουκάμισα, τα παντελόνια, τα πουλόβερ, όλα ανάκατα. Η μυρωδιά της επιδερμίδας του Ντέιβιντ την πολιόρκησε, αλλά προσπάθησε να την αγνοήσει. Θεέ μου, πόσο μου λείπεις, Φρεντ. Δεν άφησε τον εαυτό της να κλάψει. Άρχισε να ψαχουλεύει τα ρούχα με μια απελπισμένη μανία. Παρ’ όλα αυτά, τη; έρχονταν εικόνες του Ντέιβιντ όταν φορούσε αυτά τα ρούχα. Στιγμές από τη ζωή που είχαν ζήσει μαζί. Ένιωσε νοσταλγία, αλλά και θυμό και, τέλος, οργή. Δεν υπήρχε τίποτα σε αυτά τα πράγματα. Έψαξε ακόμα και τις τσέπες, εσωτερικές και εξωτερικές. Τίποτα.
177/1081
Ένιωθε εξαντλημένη. Όμως το πιο δύσκολο είχε γίνει. Τώρα έπρεπε να πιάσει το σάκο της δουλειάς. Αυτά τα αντικείμενα δεν ανήκαν στις αναμνήσεις της. Ίσα-ίσα, ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Ντέιβιντ δεν υπήρχε πια. Οπότε, θα ήταν πιο εύκολο. Προτού αρχίσει, θυμήθηκε ότι υπήρχε ένας κατάλογος των αντικειμένων. Ήταν στο συρτάρι του κομοδίνου του άντρα της. Τον χρησιμοποιούσε για να θυμάται τι πράγματα θα έπαιρνε, κάθε φορά που ετοίμαζε τις βαλίτσες του. Η Σάντρα πήγε να τον πάρει. Και έπειτα ξεκίνησε το τσεκάρισμα. Πρώτα έβγαλε τη δεύτερη Reflex του Ντέιβιντ. Η πρώτη είχε καταστραφεί κατά την πτώση του. Ήταν μια Canon, ενώ η Σάντρα προτιμούσε τις Nikon. Στην οικογένεια γίνονταν παθιασμένες συζητήσεις γι’ αυτό το θέμα. Την έθεσε σε λειτουργία. Η μνήμη της ήταν κενή.
178/1081
Διέγραψε τη Reflex από τον κατάλογο και συνέχισε. Έβαλε τις διάφορες ηλεκτρονικές συσκευές να φορτίσουν, γιατί οι μπαταρίες τους είχαν αδειάσει έπειτα από τόσους μήνες αδράνειας. Ύστερα άρχισε να τις ελέγχει. Η τελευταία κλήση στο δορυφορικό τηλέφωνο ήταν πριν από πολύ καιρό κι έτσι δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον. Αντίθετα, είχε ελέγξει το κινητό όταν πήγε στη Ρώμη για να αναγνωρίσει το πτώμα. Ο Ντέιβιντ το είχε χρησιμοποιήσει μόνο για να καλέσει ταξί και να αφήσει το τελευταίο μήνυμα στον τηλεφωνητή της - Εδώ στο Όσλο κάνει ψοφόκρυο. Κατά τα άλλα, ήταν σαν να ζούσε απομονωμένος από τον κόσμο. Άναψε το notebook ελπίζοντας να βρει τουλάχιστον κάτι εκεί. Αλλά στο φορητό κομπιούτερ υπήρχαν μόνο παλιοί φάκελοι χωρίς σημασία. Ακόμα και στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τίποτα καινούργιο ή ενδιαφέρον. Σε κανένα έγγραφο ή e-mail ο Ντέιβιντ δεν
179/1081
αναφερόταν στο λόγο για τον οποίο βριζόταν στη Ρώμη. Γιατί τόση μυστικότητα; αναρωτήθηκε. Την ξανακέντρισε η αμφιβολία που την είχε κρατήσει ξάγρυπνη όλη νύχτα. Θα μπορούσε να πάρει όρκο για την εντιμότητα του άντρα της, μα μήπως αυτή η ιστορία έκρυβε κάτι σάπιο; «Αντε γαμήσου, Σάλμπερ», επανέλαβε, ενώ σκεφτόταν τον άνθρωπο που της είχε δημιουργήσει αυτή την αβεβαιότητα. Επέστρεψε στο σάκο και ξεσκάρταρε τα αντικείμενα που δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον, όπως τον ελβετικό σουγιά και τους τηλεφακούς, κι έπιασε μια ατζέντα με δερμάτινο κάλυμμα. Ήταν τριμμένη στις άκρες και πολύ παλιά. Κάθε χρόνο ο Ντέιβιντ αντικαθιστούσε μόνο τα εσωτερικά της φύλλα. Ήταν από εκείνα τα αντικείμενα που δεν μπορούσε να αποχωριστεί με τίποτα. Όπως οι καφετιές σαγιονάρες ή το κατσιασμένο φούτερ
180/1081
που φορούσε όταν έγραφε στο κομπιούτερ. Η Σάντρα είχε προσπαθήσει αμέτρητες φορές να τα εξαφανίσει. Εκείνος για κάποιες μέρες έκανε πως δεν καταλάβαινε, αλλά μετά πάντα τα ξετρύπωνε από κει που τα είχε κρύψει εκείνη. Χαμογέλασε μ’ αυτή την ανάμνηση. Έτσι ήταν ο Ντέιβιντ. Κάποιος άλλος θα διαμαρτυρόταν έντονα, αυτός όμως δεν έφερνε καμία αντίρρηση στις μικρές της καταχρήσεις. Μόνο που μετά συνέχιζε ατάραχος να κάνει αυτό που του άρεσε. Η Σάντρα άνοιξε την ατζέντα. Σε μερικές σελίδες από την εποχή που ο Ντέιβιντ ήταν στη Ρώμη βρήκε σημειωμένες διάφορες διευθύνσεις. Οι ίδιες ήταν μαρκαρισμένες και σε ένα χάρτη της πόλης. Σύνολο, καμιά εικοσαριά. Καθώς αναρωτιόταν για τη σημασία αυτών των σημειώσεων, συνειδητοποίησε ότι μέσα στο σάκο υπήρχε ένα νέο αντικείμενο, που δεν
181/1081
αναφερόταν στον κατάλογο. Ένας ασύρματος CB. Ενστικτωδώς αναζήτησε τη συχνότητα. Κανάλι 81. Δεν της έλεγε τίποτα. Τι δουλειά είχε ο Ντέιβιντ μ’ έναν πομποδέκτη; Ωστόσο, ψαχουλεύοντας ανάμεσα σε όσα αντικείμενα απέμεναν, συνειδητοποίησε ότι κάτι έλειπε. Ήταν το μικρό μαγνητόφωνο που ο Ντέιβιντ κουβαλούσε πάντα μαζί του. Έλεγε ότι ήταν η επέκταση της μνήμης του. Αλλά δεν το είχε πάνω του τη στιγμή της μοιραίας πτώσης. Μπορεί να είχε χαθεί. Πάντως η Σάντρα κράτησε στο μυαλό της αυτή τη λεπτομέρεια. Προτού συνεχίσει, ανακεφαλαίωσε στα γρήγορα τα προσώρας αποτελέσματα της ερευνάς της. Είχε βρει διευθύνσεις σε μια ατζέντα και σημειωμένες σε ένα χάρτη της Ρώμης. Ένα ραδιοπομπό συντονισμένο σε μια μυστηριώδη συχνότητα. Και τέλος, έλειπε το μαγνητόφωνο
182/1081
που χρησιμοποιούσε ο Ντέιβιντ για να κρατάει σημειώσεις. Ενώ αναλογιζόταν αυτά τα στοιχεία, αναζητώντας ποια λογική τα συνέδεε, άρχισε να νιώθει δυσφορία. Μετά το ατύχημα, είχε ρωτήσει το Reuters και το Associated Press -τα πρακτορεία με τα οποία συνεργαζόταν συνήθως ο άντρας της- αν τυχόν είχε αναλάβει κάποια δουλειά για λογαριασμό τους στη Ρώμη. Και τα δύο είχαν απαντήσει όχι. Ήταν μόνος του σε εκείνη την επιχείρηση. Βέβαια, δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε ένα ρεπορτάζ ή μια έρευνα με προοπτική να τα προσφέρει μετά σε αυτόν που θα έδινε τα περισσότερα. Όμως η Σάντρα είχε το τραγικό προαίσθημα ότι αυτή τη φορά υπήρχε κάτι περισσότερο· κάτι που δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να το ανακαλύψει. Για να αποδιώξει τις κακές σκέψεις, αφοσιώθηκε και πάλι στο περιεχόμενο του σάκου.
183/1081
Από το βάθος του έβγαλε τη Leica I. Ήταν μια φωτογραφική μηχανή του 1925, καρπός του πνεύματος του Όσκαρ Μπάρνακ, που στη συνέχεια τελειοποιήθηκε από τη διάνοια του Ερνστ Λάιτς. Ήταν η πρώτη φωτογραφική μηχανή που επέτρεπε να φωτογραφίζεις κρατώντας τη στο χέρι. Χάρη στον εύκολο χειρισμό της, αποτέλεσε πραγματική επανάσταση στην πολεμική φωτογραφία. Η κατασκευή της ήταν τέλεια. Οριζόντιος φωτοφράχτης από ύφασμα, χρόνοι από 1/20 ως 1/500 του δευτερολέπτου, σταθερός φακός των 50mm. Ένα πραγματικό κόσμημα για συλλέκτες. Η Σάντρα την είχε κάνει δώρο στον Ντέιβιντ στην πρώτη τους επέτειο. Θυμόταν ακόμα την έκπληξή του όταν ξετύλιξε το πακέτο. Με τα χρήματα που έβγαζαν δεν θα μπορούσαν να την αγοράσουν. Μα η Σάντρα την είχε
184/1081
κληρονομήσει από τον παππού της, που της είχε μεταδώσει το πάθος για τη φωτογραφία. Ήταν ένα οικογενειακό κειμήλιο και ο Ντέιβιντ δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Έλεγε ότι ήταν το γούρι του. Μα δεν κατάφερε να του σώσει τη ζωή, σκέφτηκε η Σάντρα. Ήταν φυλαγμένη μες στην αρχική δερμάτινη θήκη της, όπου η Σάντρα είχε βάλει να χαράξουν τ’ αρχικά DL. Την άνοιξε κι απόμεινε να την παρατηρεί, προσπαθώντας να μιμηθεί το βλέμμα του Ντέιβιντ, του οποίου τα μάτια έλαμπαν σαν παιδιού κάθε φορά που την έπιανε στα χέρια του. Ετοιμαζόταν να τη βάλει στην άκρη, όταν συνειδητοποίησε ότι η φωτογραφική μηχανή ήταν οπλισμένη. Μέσα στη μηχανή υπήρχε φιλμ. Ο Ντέιβιντ την είχε χρησιμοποιήσει για να τραβήξει φωτογραφίες. 7:10
185/1081
Στην αργκό τις έλεγαν «καβάτζες». Ήταν σίγουρα σπίτια σκόρπια σε όλη την πόλη, που χρησίμευαν για τροφοδοσία, προσωρινό καταφύγιο ή έστω για να ξεκουραστεί κανείς για λίγο και να πάρει δυνάμεις. Συνήθως στο κουδούνι έγραφε συνηθισμένα ονόματα ανύπαρκτων εταιριών. Ο Μάρκους μπήκε σε ένα τέτοιο διαμέρισμα που το ήξερε γιατί είχε πάει εκεί μια φορά με τον Κλεμέντε. Του είχε αποκαλύψει ότι διέθεταν αμέτρητες ιδιοκτησίες στη Ρώμη. Το κλειδί για να μπει ήταν κρυμμένο σε μια χαραμάδα δίπλα στην πόρτα. Ο πόνος, όπως είχε προβλέψει, ήρθε μαζί με την αυγή. Ο Μάρκους είχε πάνω του τα σημάδια του ξυλοδαρμού. Πέρα από μερικές μελανιές στα πλευρά, που σε κάθε του ανάσα τού θύμιζαν τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα, είχε ένα σκισμένο χείλι κι ένα πρησμένο ζυγωματικό, τα οποία συνόδευαν την ουλή
186/1081
στον κρόταφό του. Σκέφτηκε ότι το σύνολο θα δημιουργούσε παράξενες εντυπώσεις σε όποιον τον παρατηρούσε. Σε μια καβάτζα έβρισκε κανείς τροφή, ένα κρεβάτι, ζεστό νερό, ένα κουτί πρώτων βοηθειών, πλαστά χαρτιά κι ένα σίγουρο κομπιούτερ για να συνδεθεί στο διαδίκτυο. Όμως αυτή που είχε επιλέξει ο Μάρκους ήταν άδεια. Δεν υπήρχαν έπιπλα και τα ρολά ήταν κατεβασμένα. Σε ένα από το δωμάτια υπήρχε ένα τηλέφωνο στο πάτωμα. Η γραμμή λειτουργούσε. Ο σκοπός του διαμερίσματος ήταν να στεγάζει εκείνη τη συσκευή. Ο Κλεμέντε τού είχε εξηγήσει ότι δεν ήταν συνετό να έχουν κινητά. Ο Μάρκους δεν άφηνε ποτέ ίχνη πίσω του. «Δεν υπάρχω», είπε προτού καλέσει μια υπηρεσία τηλεφωνικών πληροφοριών. Έπειτα από λίγο, μια ευγενική τηλεφωνήτρια του έδωσε τη διεύθυνση και το
187/1081
τηλέφωνο του Ραφαέλε Αλτιέρι, του ανθρώπου που του επιτέθηκε στο σπίτι της Λάρα. Ο Μάρκους έκλεισε και τηλεφώνησε στο νεαρό. Επέμεινε αρκετή ώρα για να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Όταν βεβαιώθηκε, πήγε να ανταποδώσει αυτοπροσώπως την επίσκεψη εκείνης της νύχτας. Λίγο αργότερα στεκόταν κάτω από την καταρρακτώδη βροχή, στη γωνία της βία Ρούμπενς, στην αριστοκρατική συνοικία Παριόλι, παρατηρώντας μια τετραώροφη οικοδομή. Κατάφερε να μπει από το γκαράζ. Το διαμέρισμα που τον ενδιέφερε βρισκόταν στον τρίτο όροφο. Ο Μάρκους εβαλε το αυτί του στην πόρτα για να είναι απόλυτα σίγουρος ότι τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν άδειο. Δεν ακούγονταν θόρυβοι. Αποφάσισε να το ρισκάρει: έπρεπε να μάθει ποιος ήταν ο άνθρωπος που του επιτέθηκε.
188/1081
Παραβίασε την κλειδαριά και μπήκε στο εσωτερικό. Το διαμέρισμα που τον υποδέχτηκε ήταν μεγάλο. Τα έπιπλα έδειχναν καλαισθησία, αλλά και μεγάλη οικονομική άνεση. Υπήρχαν αντίκες και ακριβοί πίνακες. Τα δάπεδα ήταν από ανοιχτόχρωμο μάρμαρο, οι πόρτες λευκή λάκα. Ο χώρος δεν είχε τίποτα το ενδιαφέρον, πέρα από το ότι δεν έμοιαζε με κατοικία ψυχοπαθούς. Ο Μάρκους άρχισε την έρευνά του. Έπρεπε να βιαστεί, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να επέστρεφε κάποιος. Ένα από τα δωμάτια ήταν διαρρυθμισμένο σε γυμναστήριο. Είχε έναν πάγκο για μπόντι μπίλντινγκ με βάρη, μπάρες στον τοίχο, κυλιόμενο διάδρομο και διάφορα όργανα γυμναστικής. 0 Ραφαέλε Αλτιέρι ήταν λάτρης της καλής φυσικής κατάστασης. Ο Μάρκους είχε
189/1081
δοκιμάσει στον εαυτό του τα αποτελέσματα αυτού του πάθους. Η κουζίνα έδινε την αίσθηση ότι ζούσε μόνος του. Στο ψυγείο, μόνον αποβουτυρωμένο γάλα και ενεργειακά ροφήματα. Στα ντουλάπια, κουτιά με βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής. Το τρίτο δωμάτιο ήταν εξίσου αποκαλυπτικό για τον τρόπο ζωής του νεαρού. Είχε ένα μονό ξέστρωτο κρεβάτι. Τα σεντόνια με εικόνες από τον Πόλεμο των Άστρων. Πάνω από το κεφαλάρι, μια αφίσα του Μπρους Λι. Στους τοίχους, αφίσες με ροκ συγκροτήματα και αγωνιστικές μοτοσικλέτες. Σε ένα ράφι. υπήρχε ένα στέρεο και σε μια γωνία μια ηλεκτρική κιθάρα. Έμοιαζε με δωμάτιο εφήβου. Πόσων χρόνων μπορεί να ήταν ο Ραφαέλε; αναρωτήθηκε ο Μάρκο. Η απάντηση δόθηκε όταν πέρασε το κατώφλι του τέταρτου δωματίου.
190/1081
Είχε μια καρέκλα κι ένα γραφείο κολλημένο στον τοίχο. Αυτά ήταν τα μόνα έπιπλα. Μπροστά τους ένα κολάζ από άρθρα εφημερίδων. Το χαρτί ήταν κιτρινισμένο, μα είχαν διατηρηθεί καλά. Είχαν γραφτεί πριν από δεκαεννιά χρόνια. Ο Μάρκους πλησίασε για να τα διαβάσει. Ήταν τοποθετημένα σχολαστικά κατά ημερομηνίες, από τα αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω. Μια διπλή ανθρωποκτονία. Τα θύματα ήταν η Βαλέρια Αλτιέρι, η μητέρα του Ραφαέλε, και ο εραστής της. Ο Μάρκους στάθηκε στις φωτογραφίες που συνόδευαν τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αλλά και τα περιοδικά της εποχής. Ως συνήθως, οι εφημερίδες είχαν μετατρέψει το απαίσιο εκείνο έγκλημα σε κοσμικό κουτσομπολιό. Στην ουσία, υπήρχαν όλα τα απαραίτητα συστατικά.
191/1081
Η Βαλέρια Αλτιέρι ήταν ωραία, κομψή, κακομαθημένη και ζούσε μες στην πολυτέλεια. Ο άντρας της ήταν ο Γκουίντο Αλτιέρι, γνωστός δικηγόρος μεγάλων επιχειρήσεων, που ταξίδευε συχνά στο εξωτερικό. I ίλούσιος, αδίστακτος και πολύ ισχυρός. Ο Μάρκους τον είδε σε μια φωτογραφία στην κηδεία της γυναίκας του, σοβαρό και συγκρατημένο παρά το σαρωτικό σκάνδαλο, να κοιτάζει το φέρετρο κρατώντας από το χέρι το γιο του, τον Ραφαέλε, που εκείνη την εποχή ήταν τριών ετών. Ο περιστασιακός εραστής της Βαλέρια ήταν ένας γνωστός ιστιοπλόος, νικητής πολλών αγώνων. Ένας ζιγκολό μερικά χρόνια νεότερος από εκείνη. Το έγκλημα είχε προκαλέσει πάταγο εξαιτίας της φήμης των πρωταγωνιστών του, αλλά και για τον τρόπο που έγινε. Οι εραστές αιφνιδιάστηκαν στο κρεβάτι. Οι έρευνες έδειξαν ότι οι δολοφόνοι ήταν τουλάχιστον δύο. Όμως δεν υπήρξαν
192/1081
συλλήψεις ούτε ύποπτοι. Η ταυτότητά τους παρέμεινε άγνωστη. Μετά ο Μάρκους εντόπισε μια λεπτομέρεια που, με την πρώτη ανάγνωση, του είχε ξεφύγει. Η στυγερή ανθρωποκτονία είχε συμβεί εκεί, στο σπίτι όπου συνέχιζε να ζει ο Ραφαέλε, ακόμα και τώρα που ήταν είκοσι δύο χρονών. Ενώ κάποιοι κατακρεουργούσαν τη μητέρα του, εκείνος κοιμόταν στο κρεβατάκι του. Οι δολοφόνοι δεν τον είχαν αντιληφθεί ή είχαν αποφασίσει να μην τον σκοτώσουν. Αλλά το επόμενο πρωί το παιδί ξύπνησε. Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και είδε τα δύο πτώματα σφαγμένα με πάνω από εβδομήντα μαχαιριές. Ο Μάρκους φαντάστηκε ότι θα ξέσπασε σε απελπισμένα κλάματα μπροστά σε αυτό το θέαμα που ήταν ακατανόητο για τη μικρή του ηλικία. Η Βαλέρια είχε δώσει άδεια και στην υπηρέτρια προκειμένου να δεχτεί τον εραστή της και η δολοφονία αποκαλύφθηκε μόνον
193/1081
όταν ο δικηγόρος Αλτιέρι επέστρεψε στο σπίτι από ένα επιχειρηματικό ταξίδι στο Λονδίνο. Ο μικρός έμεινε μόνος με τα πτώματα για δύο ολόκληρες μέρες. Όσο κι αν προσπαθούσε, ο Μάρκους δεν κατάφερνε να φανταστεί χειρότερο εφιάλτη. Κάτι αναδύθηκε από τα βάθη της μνήμης του. Ήταν μια αίσθηση μοναξιάς και εγκατάλειψης. Δεν ήξερε πότε την είχε νιώσει, αλλά υπήρχε μέσα του. Οι γονείς του δεν ζούσαν πια για να μπορέσει να τους ρωτήσει από πού προερχόταν αυτή η ανάμνηση. Είχε ξεχάσει ακόμα και τη στενοχώρια της απώλειάς τους. Μα ίσως αυτή να ήταν μία από τις ελάχιστες θετικές πλευρές της αμνησίας του. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι στη δουλειά του, στρέφοντας την προσοχή του στο γραφείο. Υπήρχαν στοίβες από ντοσιέ. Ο Μάρκους θα ήθελε να καθίσει για να εξετάσει με την ησυχία του τα χαρτιά. Όμως δεν είχε χρόνο. Η
194/1081
παραμονή του σε εκείνο το σπίτι γινόταν όλο και πιο παράτολμη. Έτσι, δεν προχώρησε παραπέρα από μια επιφανειακή εξέταση, ξεφυλλίζοντάς τα γρήγορα. Υπήρχαν φωτογραφίες, αντίγραφα από τις αναφορές της αστυνομίας, κατάλογοι με στοιχεία και υπόπτους. Λυτά τα χαρτιά δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Μαζί με διάφορες σημειώσεις και σκέψεις γραμμένες από το χέρι του Ραφαέλε Αλτιέρι, υπήρχαν και τα αποτελέσματα ιδιωτικών ερευνών. Διέκρινε πάνω στο γραφείο την κάρτα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ. Ρανιέρι, είπε μέσα του διαβάζοντας το τυπωμένο όνομα. Το είχε αναφέρει ο Ραφαέλε εκείνη τη νύχτα: «Σε στέλνει ο Ρανιέρι; Να πεις σ’ αυτό το αρχίδι ότι εμείς οι δυο τελειώσαμε». Ο Μάρκους την έχωσε στην τσέπη του ως στοιχείο, μετά ύψωσε και πάλι το βλέμμα του στον τοίχο με τα άρθρα και προσπάθησε να
195/1081
συλλάβει τα πάντα με μία και μόνη ματιά. Ποιος ξέρει πόσα λεφτά μπορούσε να φάει ένας απατεώνας ιδιωτικός ντετέκτιβ από ένα νεαρό παιδί που κατατρυχόταν από μία έμμονη ιδέα: να βρει τους δολοφόνους της μητέρας του. Εκείνα τα αποκόμματα, οι αναφορές, εκείνα τα χαρτιά ήταν αποδείξεις μιας εμμονής. Ο Ραφαέλε ήθελε να δώσει ένα πρόσωπο στα τέρατα που βεβήλωσαν την παιδική του ηλικία. Τα παιδιά έχουν εχθρούς φτιαγμένους από αέρα, σκόνη και σκιές, τον μπαμπούλα ή τον κακό λύκο, σκέφτηκε ο Μάρκους. Κι αυτοί ζουν στα παραμύθια κι εμφανίζονται, προσκεκλημένοι από τους γονείς, μόνον όταν τα παιδιά είναι άταχτα. Μα μετά χάνονται για πάντα και επιστρέφουν στη σκιά που τους γέννησε. Εκείνοι του Ραφαέλε, όμως, είχαν παραμείνει.
196/1081
Υπήρχε μια τελευταία λεπτομέρεια που έπρεπε να διαλευκάνει ο Μάρκους και βάλθηκε να αναζητεί κάτι που θα του ξεκαθάριζε το θέμα του συμβόλου: τις τρεις κόκκινες κουκκίδες κάτω από το γράμμα που προσκαλούσε το νεαρό στο διαμέρισμα της Λάρα. «Και το σύμβολο τότε; Κανείς δεν ήξερε για το σύμβολο», είχε πει ο Ραφαέλε. Ο Μάρκους κατάφερε να βρει μες στα ντοσιέ το έγγραφο της Εισαγγελίας που μιλούσε για το συγκεκριμένο ζήτημα. Υπήρχαν όμως παραλείψεις. Αυτό μπορούσε να εξηγηθεί: συχνά οι ανακριτές έκρυβαν από τον Τύπο και την κοινή γνώμη ορισμένες λεπτομέρειες της υπόθεσης. Αυτό χρησίμευε για να ξεσκεπαστούν τυχόν ψευδομάρτυρες ή μυθομανείς, αλλά και για να πιστέψουν οι ένοχοι ότι η αστυνομία δεν είχε στα χέρια της τίποτα. Στην περίπτωση του φόνου της Βαλέρια Αλτιέρι, είχε βρεθεί κάτι σημαντικό
197/1081
στη σκηνή του εγκλήματος. Ένα στοιχείο που, για κάποιο λόγο, η αστυνομία είχε αποφασίσει να μην αποκαλύψει. Προς το παρόν ο Μάρκους δεν ήξερε ποια σχέση είχε αυτή η ιστορία με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Το έγκλημα είχε γίνει πριν από δεκαεννιά χρόνια και, ακόμα κι αν υπήρχαν ενδείξεις που δεν εντοπίστηκαν από τις δυνάμεις του νόμου, τώρα πια μπορούσαν να θεωρηθούν χαμένες για πάντα. Η σκηνή του εγκλήματος είχε χαθεί για πάντα. Κοίταξε την ώρα. Είχαν περάσει ήδη είκοσι λεπτά και δεν ήθελε άλλη μια προσωπική συνάντηση με τον Ραφαέλε. Ωστόσο, αποφάσισε ότι άξιζε τον κόπο να ρίξει τουλάχιστον μια ματιά στην κρεβατοκάμαρα όπου είχε δολοφονηθεί η Βαλέρια Αλτιέρι. Ποιος ξέρει τι να υπήρχε τώρα σ’ αυτό το δωμάτιο...
198/1081
'Οταν διέσχισε το κατώφλι, αμέσως ότι είχε κάνει λάθος.
κατάλαβε
Το πρώτο που είδε ήταν το αίμα. Το διπλό κρεβάτι με τα γαλάζια σεντόνια είχε ποτίσει. Υπήρχε τόσο πολύ αίμα, που μπορούσε να μαντέψει ποια ήταν η θέση των θυμάτων κατά τη διάρκεια της σφαγής. Ο ένας δίπλα στον άλλον, σφιγμένοι σε ένα απελπισμένο αγκάλιασμα, ενώ η δολοφονική μανία ξεσπούσε πάνω τους. Από το κρεβάτι, το αίμα είχε χυθεί σαν λάβα πάνω στην άσπρη μοκέτα. Είχε απλωθεί αργά, ποτίζοντας τις ίνες, βάφοντάς τες με ένα λαμπερό και ζωηρό κόκκινο χρώμια που ερχόταν σε αντίθεση με την ίδια την ιδέα του θανάτου. Οι πιτσιλιές του αίματος, σπαρμένες από το χέρι που έσειε τη λάμα και την κάρφωνε στην απροστάτευτη σάρκα, σχέδιαζαν στους τοίχους την οργή, την ταχύτητα και την
199/1081
προσπάθεια. Αυτό που εντυπώσιαζε ήταν ότι η θέση των σταγόνων μαρτυρούσε κάποια λογική και συνέπεια. Μια βέβηλη αρμονία που εξαπολύθηκε από ένα ξέφρενο μίσος. Ωστόσο, μέρος εκείνου του αίματος είχε χρησιμοποιηθεί για να γραφτεί κάτι στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι. Μία μοναδική λέξη. EVIL Κακό, στ’ αγγλικά. Όλα ήταν πια παγιωμένα, ακίνητα. Μα και πολύ ζωντανά, πολύ πραγματικά. Λες και ο φόνος είχε μόλις συντελεστεί σε εκείνο το δωμάτιο. Ο Μάρκους είχε την εντύπωση ότι, ανοίγοντας εκείνη την πόρτα, είχε ταξιδέψει στο παρελθόν. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Ήταν παράλογο να έχει διατηρηθεί το δωμάτιο όπως ακριβώς ήταν εκείνη την τραγική μέρα πριν από δεκαεννιά χρόνια. Υπήρχε μόνο μία εξήγηση και επιβεβαιώθηκε, όταν ειδε τους κουβάδες με
200/1081
την μπογιά σε μια γωνία μαζί με τα πινέλα και τις φωτογραφίες της Σήμανσης που, ποιος ξέρει πώς, είχε προμηθευτεί ο Ραφαέλε και απεικόνιζαν την αυθεντική σκηνή αυτή που αντίκρισε ο άνθρωπος που πρωτοδιέσχισε εκείνο το κατώφλι, ο δικηγόρος Γκουίντο Αλτιέρι, επιστρέφοντας στο σπίτι του ένα ήρεμο πρωινό του Μάρτη. Στη συνέχεια δεν έμεινε τίποτα στη θέση του. Εξαιτίας της επέμβασης της αστυνομίας, αλλά και από αυτούς που καθάρισαν αμέσως τα πάντα, προσπαθώντας να ξαναφέρουν τους χώρους στην αρχική τους κατάσταση, για να σβήσουν την ανάμνηση του τρόμου και να τους αποδώσουν ξανά σε μια κανονικότητα. Πάντα αυτό συμβαίνει όταν υπάρχει ένας βίαιος θάνατος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Τα πτώματα απομακρύνονται, το αίμα καθαρίζεται. Και ο κόσμος ξαναρχίζει να μπαίνει σε εκείνους τους χώρους χωρίς να
201/1081
ξέρει. Η ζωή επιστρέφει και καταλαμβάνει το χώρο που της αφαιρέθηκε. Κανείς δεν θα ήθελε να συντηρεί τέτοιες αναμνήσεις. Ούτε κι εγώ, σκέφτηκε. Ο Ραφαέλε Αλτιέρι όμως είχε αποφασίσει να αναπαραγάγει πιστά τη σκηνή του εγκλήματος. Ακολουθώντας την εμμονή του, είχε στήσει ένα ναό του τρόμου. Προσπαθώντας να φυλακίσει εκεί μέσα το κακό, είχε αιχμαλωτιστεί και ο ίδιος. Τώρα ο Μάρκους μπορούσε να επωφεληθεί από εκείνη την πιστή σκηνοθεσία για να βγάλει συμπεράσματα και να αναζητήσει, αν υπήρχαν, τις ανωμαλίες που θα του φαίνονταν χρήσιμες. Έτσι, έκανε καθυστερημένα το σταυρό του και μπήκε μέσα. Καθώς πλησίαζε σε αυτό που έμοιαζε θυσιαστήριο, κατάλαβε γιατί θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δύο οι δράστες της σφαγής. Τα θύματα δεν είχαν καμία δυνατότητα διαφυγής.
202/1081
Προσπάθησε να φανταστεί τη Βαλέρια Αλτιέρι και τον εραστή της να αιφνιδιάζονται στον ύπνο τους από μια έφοδο απάνθρωπης βίας. Ποιος ξέρει αν η γυναίκα ούρλιαξε ή συγκρατήθηκε για να μην ξυπνήσει το παιδί της που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Για να μην τρέξει και δει αυτό που συνέβαινε. Για να το σώσει. Στα πόδια του κρεβατιού, στα δεξιά, είχε μαζευτεί μια λίμνη αίμα, ενώ στ’ αριστερά ο Μάρκους πρόσεξε τρία μικρά κυκλικά σημάδια. Πλησίασε και έσκυψε για να δει καλύτερα. Σχημάτιζαν ένα τέλειο ισόπλευρο τρίγωνο. Κάθε πλευρά είχε μήκος περίπου πενήντα εκατοστά. Το σύμβολο. Αναλογιζόταν τις πιθανές σημασίες εκείνου του σχεδίου, όταν, σηκώνοντας για μια στιγμή το βλέμμα, είδε αυτο που του είχε ξεφύγει με την πρώτη ματιά.
203/1081
Πάνω στη μοκέτα υπήρχαν μικροσκοπικά αποτυπώματα από ξυπόλητα ποδαράκια. Φαντάστηκε τον Ραφαέλε, μόλις τριών ετών, να χώνεται στο δωμάτιο το πρωί μετά τη σφαγή. Να βρίσκεται μπροστά σε αυτή τη φρίκη χωρίς να μπορεί να καταλάβει το νόημά της. Να τρέχει προς το κρεβάτι, πατώντας μες στη λίμνη του αίματος. Και μπροστά στην ανελέητη αδιαφορία του θανάτου, να τραντάζει απελπισμένος τη μητέρα του προσπαθώντας να την ξυπνήσει. Ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί ακόμα και το σχήμα εκείνου του παιδικού σώματος πάνω στα ματωμένα σεντόνια: αφού έκλαψε επί ώρες, θα πρέπει να ζάρωσε δίπλα στο πτώμα της μαμάς του και να αποκοιμήθηκε εξαντλημένος. Είχε περάσει δυο μέρες μέσα σε εκείνο το σπίτι, προτού τον βρει ο πατέρας του και τον απομακρύνει. Δυο ατέλειωτες νύχτες, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μόνος του τις ενέδρες του σκοταδιού.
204/1081
Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από αναμνήσεις, μαθαίνουν ξεχνώντας. Εκείνες οι σαράντα οκτώ ώρες όμως ήταν αρκετές για να σημαδέψουν παντοτινά την ύπαρξη του Ραφαέλε Αλτιέρι. Ο Μάρκους δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει. Αρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες, φοβούμενος μια κρίση πανικού. Αυτό ηταν το ταλέντο του λοιπόν; Να καταλαβαίνει το σκοτεινό μήνυμα που κατάφερνε να αφήνει πίσω του κακό; Να ακούει τη σιωπηλη φωνη των νεκρών; Να παρακολουθεί ανήμπορος το θέαμα της κακίας των ανθρώπων; «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά». Γι’ αυτό καταλάβαινε μόνο εκείνος κάτι που ο κόσμος αγνοούσε σχετικά με τον Ραφαέλε. Αυτό το τρίχρονο παιδί ζητούσε ακόμα να σωθεί. 9:04
205/1081
«Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δεις με τα μάτια σου, Τζίντζερ». Ο Ντέιβιντ της το επαναλάμβανε κάθε φορά που γινόταν κάποια συζήτηση για τους κινδύνους της δουλειάς του. Για τη Σάντρα η φωτογραφική μηχανή ήταν ένα αναγκαίο προκάλυμμα για να αντιμετωπίζει τη σύγκρουση με τη βιαιότητα που κατέγραφε καθημερινά. Για εκείνον ήταν απλώς ένα εργαλείο. Αυτή η διαφορά τής ήρθε στο νου, ενώ ετοίμαζε έναν αυτοσχέδιο σκοτεινό θάλαμο στο WC του σπιτιού, όπως είχε κάνει πολλές φορές και ο Ντέιβιντ. Έκλεισε ερμητικά την πόρτα και το παράθυρο και αντικατέστησε τη λάμπα του καθρέφτη με μία που έβγαζε κόκκινο μη ακτινικό φως. Βρήκε στη σοφίτα το μεγεθυντή και το τανκ για την εμφάνιση και τη στερέωση των αρνητικών. Σε όλα τα υπόλοιπα αυτοσχεδίασε. Οι τρεις λεκάνες για τα
206/1081
φωτογραφικά αντίτυπα ήταν αυτές όπου έπλενε τα εσώρουχά της. Από την κουζίνα πήρε λαβίδα, ψαλίδι και μια κουτάλα. Το φωτογραφικό χαρτί και τα χημικά που είχε φυλαγμένα δεν είχαν λήξει ακόμα και έτσι μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει. Η Leica I έπαιρνε φιλμ 135-35mm. Η Σάντρα τύλιξε το ρολό και το έβγαλε από την κάμερα. Η δουλειά που ετοιμαζόταν να κάνει απαιτούσε απόλυτο σκοτάδι. Φόρεσε γάντια και το ξετύλιξε. Λειτουργώντας από μνήμης, έκοψε με το ψαλίδι το αρχικό κομμάτι του, στρογγυλεύοντας τις γωνίες, και μετά το πέρασε στο σπιράλ του τανκ. Έριξε το υγρό εμφάνισης που είχε ήδη ετοιμάσει, και άρχισε να μετράει το χρόνο. Επανέλαβε τη διαδικασία και με το υγρό στερέωσης κι έπειτα ξέπλυνε τα πάντα κάτω από τρεχούμενο νερό, έβαλε στο τανκ μια-δυο στάλες ουδέτερο σαμπουάν, μια
207/1081
και δεν είχε διαβρέκτη, και τέλος άπλωσε το φιλμ να στεγνώσει πάνω από την μπανιέρα. Έβαλε το χρονόμετρο του ρολογιού της και ακούμπησε την πλάτη της στα πλακάκια του τοίχου. Αναστέναξε. Αυτή η αναμονή στο σκοτάδι ήταν εκνευριστική. Αναρωτιόταν γιατί ο Ντέιβιντ χρησιμοποίησε αυτή την παλιά μηχανή για να τραβήξει φωτογραφίες. Κάπου μέσα της ήλπιζε ότι δεν θα ήταν τίποτα σημαντικό, ότι εκείνη η ψευδαίσθησή της οφειλόταν στην ανικανότητά της να δεχτεί έναν παράλογο θάνατο. Η Σάντρα ήθελε να νιώσει ανόητη. Ο Ντέιβιντ είχε χρησιμοποιήσει τη Leica μόνο για να τη δοκιμάσει, σκέφτηκε. Παρότι η φωτογραφία ήταν το πάθος και η δουλειά και των δυο τους, δεν είχαν φωτογραφίες μαζί. Κάθε τόσο η Σάντρα το σκεφτόταν. Δεν της φαινόταν παράξενο όσο ζούσε ο άντρας της. Δεν τις έχουμε ανάγκη, έλεγε και ξανάλεγε. Όταν το παρόν είναι τόσο έντονο, δεν σου
208/1081
χρειάζεται ένα παρελθόν. Δεν φανταζόταν ότι θα έπρεπε να κάνει απόθεμα από αναμνήσεις, γιατί μια μέρα θα της χρησίμευαν για να επιβιώσει. Όμως όσο προχωρούσε τόσο το απόθεμά της μειωνόταν. Ήταν πολύ λίγος ο χρόνος που είχαν περάσει μαζί σε σύγκριση μ’ αυτόν που στατιστικά της απέμενε να ζήσει. Τι θα τις έκανε όλες αυτές τις μέρες; Θα μπορούσε ποτέ να νιώσει και πάλι κάτι παρόμοιο με αυτό που ένιωθε γι’ αυτόν; Ο ήχος του χρονομέτρου την επανέφερε. Επιτέλους μπορούσε να ανάψει το κόκκινο φως. Πρώτα-πρώτα, έπιασε το φιλμ που είχε κρεμάσει και το κοίταξε κόντρα στο φως. Με τη Leica είχαν τραβηχτεί πέντε φωτογραφίες. Ακόμα δεν μπορούσε να διακρίνει τι απεικόνιζε η καθεμιά τους. Βιάστηκε να τις τυπώσει. Ετοίμασε τις τρεις λεκάνες. Την πρώτη με το υγρό εμφάνισης, τη δεύτερη με νερό και οξικό οξύ για την παύση της
209/1081
εμφάνισης, και την τρίτη με το στερεωτικό, διαλυμένο κι αυτό σε νερό. Πρόβαλε με το φωτομεγεθυντή τα αρνητικά πάνω στο φωτογραφικό χαρτί όση ώρα χρειαζόταν. Μετά βύθισε το πρώτο φύλλο στη λεκάνη με το υγρό εμφάνισης. Το κούνησε απαλά και σιγά-σιγά η εικόνα αναδύθηκε μέσα από το υγρό. Ήταν σκοτεινή. Σκέφτηκε ότι είχε γίνει κάποιο λάθος στο τράβηγμα, αλλά την πέρασε έτσι κι αλλιώς από τις δύο άλλες λεκάνες και την κρέμασε πάνω από την μπανιέρα με ένα μανταλάκι. Συνέχισε τη διαδικασία και με τα άλλα αρνητικά. Η δεύτερη φωτογραφία έδειχνε την αντανάκλαση του Ντέιβιντ σ’ έναν καθρέφτη· ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Με το ένα χέρι κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή, με το άλλο χαιρετούσε. Αλλά δεν χαμογελούσε. Αντιθέτως, ήταν σοβαρός. Πίσω του υπήρχε ένα ημερολόγιο, ο μήνας ήταν αυτός του
210/1081
θανάτου του. Η Σάντρα σκέφτηκε ότι ίσως αυτή να ήταν η τελευταία εικόνα του Ντέιβιντ εν ζωή. Ο ζοφερός αποχαιρετισμός ενός φαντάσματος. Η τρίτη φωτογραφία έδειχνε ένα γιαπί. Φαίνονταν οι γυμνές κολόνες μίας υπό κατασκευήν οικοδομής. Δεν υπήρχαν τοίχοι και όλα γύρω ήταν άδεια. Η Σάντρα υπέθεσε ότι είχε τραβηχτεί στην οικοδομή απ’ όπου έπεσε ο Ντέιβιντ. Όμως προφανώς νωρίτερα. Γιατί πήγε εκεί με τη Leica; Ο θάνατος του Ντέιβιντ συνέβη νύχτα. Αντίθετα, η φωτογραφία αυτή είχε τραβηχτεί μέρα. Ίσως να είχε πάει να εξετάσει το χώρο. Η τέταρτη φωτογραφία ήταν πολύ παράξενη. Απεικόνιζε έναν πίνακα που έμοιαζε του 17ου αιώνα. Μα η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι έδειχνε μόνον ένα τμήμα του πίνακα. Ήταν ένα παιδί, με τον κορμό στραμμένο κατά τα τρία τέταρτα, έτοιμο να το
211/1081
βάλει στα πόδια. Ωστόσο, είχε το πρόσωπό του ακόμα γυρισμένο προς τα πίσω, ανίκανο να αποτραβήξει το βλέμμα από κάτι που το τρομοκρατούσε και ταυτόχρονα το προσήλκυε. Η έκφρασή του ήταν έκπληκτη και ταραγμένη, το στόμα του ανοιχτό από τη σαστιμάρα. Η Σάντρα πίστευε ότι είχε ξαναδεί αυτή τη σκηνή, αλλά δεν της ερχόταν στο νου ποιος ήταν ο πίνακας. Θυμήθηκε το πάθος του επιθεωρητή Ντε Μικέλις για την τέχνη και τη ζωγραφική: θα ζητούσε τη γνώμη του. Για ένα ήταν βέβαιη: αυτός ο πίνακας βρισκόταν στη Ρώμη. Και εκείνη έπρεπε να πάει εκεί. Η βάρδια της άρχιζε στις 14:00, αλλά θα ζητούσε άδεια για μια-δυο μέρες. Στο κάτωκάτωΤ μετά το θάνατο του Ντέιβιντ δεν είχε εκμεταλλευτεί την άδεια που δίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Μπορούσε να πάρει ένα γρήγορο τρένο. Θα έφτανε σε λιγότερο από τρεις ώρες. Ήθελε να δει με τα μάτια της,
212/1081
όπως ακριβώς έλεγε ο Ντέιβιντ. Ένιωθε την ανάγκη να καταλάβει, γιατί πια ήταν σίγουρη ότι υπήρχε μια εξήγηση. Με το νου της προγραμμάτιζε το ταξίδι, ενώ ταυτόχρονα τύπωνε την τελευταία φωτογραφία του φιλμ. Οι πρώτες τέσσερις περιείχαν μόνον ερωτήματα που ακολουθούσαν όλες τις άλυτες απορίες που είχε μαζέψει έως τώρα. Ίσως στην πέμπτη να υπήρχε τουλάχιστον μια απάντηση. Δούλευε με μεγάλη προσοχή όσο η εικόνα εμφανιζόταν στο χαρτί. Ένας σκούρος λεκές πάνω σε ανοιχτόχρωμο φόντο. 'Αρχισε να ξεκαθαρίζει, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια. Σαν ένα ναυάγιο που αναδύεται αργά από τα βάθη, αφού πέρασε δεκαετίες ολόκληρες μες στο απόλυτο σκοτάδι. Ήταν ένα πρόσωπο. Προφίλ, τραβηγμένο απροειδοποίητα, χωρίς ο άνθρωπος να έχει αντιληφθεί ότι κάποιος
213/1081
τον φωτογράφιζε. Είχε κάποια σχέση με αυτό που έκανε ο Ντέιβιντ στη Ρώμη ή μήπως εμπλεκόταν στο θάνατό του; Η Σάντρα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να βρει αυτόν τον άνθρωπο. Μαλλιά μαύρα, όπως και τα ρούχα που φορούσε, μάτια ανεξιχνίαστα και μελαγχολικά. Και μια ουλή στον κρόταφο, 9:56 0 Μάρκους άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στο πανόραμα της Ρώμης από την ταράτσα του κάστρου. Πίσω του υψωνόταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που, με ανοιχτά φτερά και γυμνό σπαθί, αγρυπνούσε πάνω από τα ανθρώπινα πλάσματα και τις αμέτρητες δυστυχίες τους. Στ’ αριστερά του μπρούντζινου αγάλματος, η καμπάνα της ευσπλαχνίας, που με τα χτυπήματά της
214/1081
ανήγγελλε τους καταδικασμένους σε θάνατο τις σκοτεινές εποχές που το Καστέλ Σαντ' Αντζελο ήταν η παπική φυλακή. Εκείνος ο χώρος του μαρτυρίου και της απόγνωσης είχε γίνει τουριστικό αξιοθέατο. Έβγαζαν αναμνηστικές φωτογραφίες εκμεταλλευόμενοι το χλομό ήλιο που είχε προβάλει από τα σύννεφα κι έκανε τη μουσκεμένη από τη βροχή πόλη να λάμπει. Ο Κλεμέντε πλησίασε τον Μάρκους και στάθηκε δίπλα του χωρίς να αποτραβήξει το βλέμμα του από το τοπίο. «Τι συμβαίνει;» Χρησιμοποιούσαν μια υπηρεσία φωνητικών μηνυμάτων για δίνουν ραντεβού. Όταν κάποιος από τους δύο ήθελε να δει τον άλλον, άφηνε ένα μήνυμα με την ώρα και τον τόπο. Κανείς τους δεν έλειψε ποτέ από αυτές τις συναντήσεις. «Ο φόνος της Βαλέρια Αλτιέρι».
215/1081
Προτού απαντήσει, ο Κλεμέντε κοίταξε το πρησμένο πρόσωπο του Μάρκους. «Ποιος σε κατάντησε σ’ αυτά τα χάλια;» «Απόψε γνώρισα το γιο της, τον Ραφαέλε». Ο Κλεμέντε δεν επέμεινε, απλώς κούνησε το κεφάλι του. «Άσχημη ιστορία. Το έγκλημα έμεινε ανεξιχνίαστο». Το είπε σαν να γνώριζε καλά την υπόθεση, πράγμα που παραξένεψε τον Μάρκους, μια και την εποχή που συνέβη ο φίλος του θα πρέπει να ήταν λίγο παραπάνω από δέκα ετών. Επομένως, υπήρχε μόνο μία εξήγηση: είχαν ασχοληθεί κι αυτοί με την υπόθεση. «Υπάρχει κάτι στο αρχείο;» Στον Κλεμέντε δεν άρεσε να λέγονται μερικά πράγματα δημόσια. «Πρέπει να προσέχεις», τον μάλωσε. «Είναι πολύ σημαντικό. Τι ξέρεις;» «Δύο ήταν οι προσεγγίσεις που ακολουθήσαμε. Και οι δύο ενέπλεκαν τον Γκουίντο Αλτιέρι. Όταν υπάρχει δολοφονία
216/1081
μιας μοιχαλίδας, ο πρώτος ύποπτος είναι πάντα ο σύζυγος. Και ο δικηγόρος είχε τις γνωριμίες και τα μέσα για να δώσει εντολή να τη σκοτώσουν και μετά να τη βγάλει καθαρή». Αν ο Γκουίντο Αλτιέρι ήταν ένοχος, είχε αφήσει εν γνώσει του το παιδί μόνο του με τα πτώματα επί δύο μέρες για να ενισχύσει το άλλοθι του. Ο Μάρκους αδυνατούσε να το πιστέψει. «Η δεύτερη προσέγγιση;» «Ο Αλτιέρι είναι μέσα σ’ όλα κι εκείνη την εποχή βρισκόταν στο Λονδίνο για να κλείσει μια σημαντική συγχώνευση εταιριών. Στην πραγματικότητα, η υπόθεση είχε μερικές σκοτεινές πλευρές. Είχε να κάνει με πετρέλαια και εμπορία όπλων, παίζονταν υψηλότατα συμφέροντα. Η αγγλική λέξη EVIL που ήταν γραμμένη πάνω από το κρεβάτι της σφαγής θα μπορούσε να ερμηνευτεί σαν μήνυμα προς το δικηγόρο». «Μια απειλή».
217/1081
«Μα τελικά οι δολοφόνοι δεν πείραξαν το γιο του». Δυο παιδιά πέρασαν τρέχοντας δίπλα από τον Μάρκους, που τα ακολούθησε με το βλέμμα, ζηλεύοντας τον ανάλαφρο τρόπο με τον οποίο υπήρχαν στον κόσμο. «Και πώς και καμία προσέγγιση δεν οδήγησε πουθενά;» «Όσον αφορά την πρώτη, ο Γκουίντο και η Βαλέρια Αλτιέρι είχαν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου. Εκείνη ήταν πολύ απελευθερωμένη, ο ιστιοπλόος ήταν απλώς ο τελευταίος μιας μεγάλης λίστας. Ο δικηγόρος δεν θα πρέπει να υπέφερε πολύ από την απώλεια, μια και ξαναπαντρεύτηκε λίγους μήνες μετά το γεγονός. Από τότε έχει άλλη οικογένεια, άλλα παιδιά. Κι έπειτα, ας είμαστε ειλικρινείς, αν κάποιος σαν τον Αλτιέρι ήθελε να καθαρίσει τη γυναίκα του, θα διάλεγε ένα λιγότερο στυγερό τρόπο». «Και. ο Ραφαέλε;»
218/1081
«Πάνε χρόνια που δεν μιλιούνται. Απ’ όσο ξέρω, ο νεαρός είναι πειραγμένος, μπαινοβγαίνει σε ψυχιατρικές κλινικές. Κατηγορεί τον πατέρα για όλα όσα έγιναν». «Η υπόθεση της διεθνούς συνωμοσίας;» «Στάθηκε για λίγο, αλλά μετά κατέρρευσε λόγω έλλειψης αποδείξεων». «Δεν υπήρχαν αποτυπώματα ή άλλες ενδείξεις στον τόπο του εγκλήματος;» «Αν και έμοιαζε με σφαγή, οι δολοφόνοι ήταν πολύ ακριβείς και καθαροί». Ακόμα κι αν δεν ήταν, ο Μάρκους σκέφτηκε ότι η ανθρωποκτονία έγινε σε μια εποχή κατά την οποία οι έρευνες γίνονταν ακόμα με τις παλιές μεθόδους. Η ανάλυση του DNA εντασσόταν βαθμιαία στις πρακτικές της Σήμανσης. Επιπλέον, η σκηνή του εγκλήματος είχε «μολυνθεί» από την παρουσία του παιδιού επί σαράντα οκτώ ώρες και στη συνέχεια χάθηκε για πάντα. Σκέφτηκε το αντίγραφο που είχε φτιάξει ο Ραφαέλε Αλτιέρι
219/1081
με την ελπίδα να βρει μια απάντηση. Πριν από δεκαεννιά χρόνια η αδυναμία να εντοπιστούν αμέσως οι δράστες επηρέασε ανεπανόρθωτα τα αποτελέσματα των ερευνών. Έτσι, ήταν ακόμα πιο δύσκολο να βρεθεί ένα κίνητρο. «Υπήρχε και μια τρίτη προσέγγιση, σωστά;» Ο Μάρκους το είχε μαντέψει: γι’ αυτό το λόγο η υπόθεση είχε κινήσει κατά το παρελθόν και το δικό τους ενδιαφέρον. Δεν καταλάβαινε γιατί ο φίλος του δεν τον ανέφερε. Πράγματι, ο Κλεμέντε προσπάθησε να αλλάξει συζήτηση. «Κοίτα, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα;» «Δεν ξέρω ακόμα. Ο Ραφαέλε Αλτιέρι ήταν χτες το βράδυ στο διαμέρισμα της κοπέλας, κάποιος τον είχε προσκαλέσει εκεί με ένα γράμμα». «Κάποιος; Ποιος;» «Δεν έχω ιδέα, μα στο σπίτι της Λάρα υπήρχε μια Βίβλος στο ράφι με τα βιβλία της κουζίνας. Μια ανωμαλία που μου ξέφυγε στην
220/1081
πρώτη αυτοψία. Μερικές φορές χρειάζεται το σκοτάδι για να δεις καλύτερα τα πράγματα. ΙΥ αυτό απόψε ξαναπήγα στο διαμέρισμα. Ήθελα να αναπαραγάγω τις ίδιες συνθήκες μέσα στις οποίες κινήθηκε ο Τζερεμάια». «Μια Βίβλος;» Ο Κλεμέντε δεν καταλάβαινε. «Είχε ένα σελιδοδείκτη στην επιστολή του Παύλου προς Θεσσαλονικείς: Ή ημέρα Κυρίου ώς κλέπτης έν νυκτί ούτως έρχεται... Αν δεν ήταν παράλογο, θα έλεγα ότι κάποιος άφησε εκεί ένα μήνυμα για μας, ώστε να συναντήσουμε τον Ραφαέλε Αλτιέρι». Ο Κλεμέντε σφίχτηκε. «Κανείς δεν ξέρει για μας». «Μάλιστα», είπε ο Μάρκους. «Κανείς», επανέλαβε με πικρία. Ο Κλεμέντε τον πίεσε: «Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να σώσουμε τη Λάρα, το ξέρεις». «Μου είπες να ακολουθήσω το ένστικτό μου, ότι μόνον εγώ μπορώ να τη βρω. Αυτό
221/1081
κάνω». Ο Μάρκους δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο. «Τώρα μίλα μου για την άλλη προσέγγιση· Στη σκηνή του εγκλήματος, εκτός από τη λέξη EVIL, υπήρχαν και τρία κυκλικά σημάδια που αποτελούσαν τις κορυφές ενός τριγώνου, φτιαγμένα με το αίμα των θυμάτων». Ο Κλεμέντε γύρισε προς τον μπρούντζινο αρχάγγελο, σαν να επικαλούνταν την προστασία του γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να πει. «Είναι ένα σύμβολο του εσωτερισμού». Ο Μάρκους σκέφτηκε ότι δεν ήταν παράξενο που η αστυνομία αποφάσισε να παραλείψει αυτή τη λεπτομέρεια από τις αναφορές. Οι μπάτσοι ήταν πρακτικοί άνθρωποι, δεν θα τους άρεσε να παρεκκλίνουν οι έρευνες προς τον κόσμο του αποκρυφισμού, Ήταν ζητήματα που δύσκολα αναφέρονταν στην αίθουσα ενός δικαστηρίου και μάλιστα μπορεί να πρόσφεραν στους τυχόν
222/1081
κατηγορουμένους τη δυνατότητα να ξεφύγουν, επικαλούμενοι διανοητική αναπηρία. Κι έπειτα, υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να τα θαλασσώσεις. Ωστόσο, ο Κλεμέντε λάμβανε σοβαρά υπόψη του αυτή την υπόθεση. «Σύμφωνα με κάποιους, σ’ εκείνο το δωμάτιο έγινε μια τελετή». Τα εγκλήματα με τελετουργικό υπόβαθρο εντάσσονταν στις ανωμαλίες με τις οποίες ασχολούνταν συνήθως. Σε αυτά αναμειγνύονταν ηδονισμός και σεξ. Περιμένοντας να του φέρει ο Κλεμέντε από το αρχείο το φάκελο της υπόθεσης Αλτιέρι, ο Μάρκους βιαζόταν να καταλάβει το νόημα του τριγωνικού συμβόλου και κατέφυγε στο μόνο χώρο όπου θα έβρισκε την απάντηση. Η Αγγελική Βιβλιοθήκη στεγαζόταν στην πρώην μονή των Αυγουστινιανών, στην πιάτσα Σαντ' Αγκοστίνο. Από το 17ο αιώνα οι μοναχοί
223/1081
ασχολούνταν με τη συλλογή, την καταγραφή και τη συντήρηση περίπου διακοσίων χιλιάδων πολύτιμων τόμων, παλιών και σύγχρονων. Ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή βιβλιοθήκη που ανοίχτηκε για το κοινό. Ο Μάρκους καθόταν σε ένα από τα τραπέζια του αναγνωστηρίου -του επονομαζόμενου vaso Vanvitelliano, από το όνομα του αρχιτέκτονα που είχε αναστυλώσει το συγκρότημα κατά το 18ο αιώνα-, περικυκλωμένος από ξύλινα ράφια γεμάτα βιβλία. Έφτανες ως εκεί από ένα διάδρομο στολισμένο με πορτρέτα επιφανών ακαδημαϊκών, στον οποίο υπήρχαν οι κατάλογοι. Λίγο πιο πέρα ήταν η θωρακισμένη αίθουσα, όπου φυλάσσονταν οι πιο πολύτιμες μικρογραφίες. Ανά τους αιώνες η Αγγελική Βιβλιοθήκη υπήρξε πρωταγωνίστρια σε διάφορες διαμάχες θρησκευτικής φύσης, γιατί στέγαζε και πολυάριθμα απαγορευμένα κείμενα. Αυτά
224/1081
ενδιέφεραν τον Μάρκους, που είχε ζητήσει να εξετάσει μερικούς τόμους Συμβολολογίας. Φορούσε ένα λευκό βαμβακερό γάντι για να γυρνάει τις σελίδες, καθώς η επαφή με τα οξέα της επιδερμίδας θα μπορούσε να τις φθείρει. Στην αίθουσα ακουγόταν μόνον εκείνος ο ήχος, σαν το χτύπημα των φτερών μιας πεταλούδας. Την εποχή της Ιεράς Εξέτασης ο Μάρκους θα πλήρωνε με τη ζωή του την ανάγνωση εκείνων των λέξεων. Ύστερα από μια ώρα αναζήτησης, κατάφερε να φτάσει στην προέλευση του τριγωνικού συμβόλου. Γεννημένο σαν το αντίθετο του χριστιανικού σταυρού, έγινε σύντομα το έμβλημα ορισμένων σατανιστικών λατρειών. Η δημιουργία του αναγόταν στην εποχή του προσηλυτισμού του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Έπαψαν οι διωγμοί και οι χριστιανοί εγκατέλειψαν τις κατακόμβες. Εκεί βρήκαν καταφύγιο οι παγανιστές.
225/1081
Ο Μάρκους παραξενεύτηκε μαθαίνοντας ότι ο σύγχρονος σατανισμός κατάγεται από εκείνον ακριβώς τον παγανισμό. Μες στους αιώνες η μορφή του Σατανά αντικατέστησε τις άλλες θεότητες, διότι ήταν ο βασικός αντίπαλος του Θεου των χριστιανών. Οι μυημένοι σε αυτές τις λατρείες θεωρούνταν παράνομοι. Συναντιούνταν σε ερημικά μέρη, συνήθως υπαίθρια. Σχέδιαζαν με ένα ραβδί τους τοίχους του ναου τους στο χώμα, ώστε να μπορούν να τους σβήσουν εύκολα αν τους αιφνιδίαζαν. Ο φόνος αθώων χρησίμευε για να σφραγίσει συμφωνίες αίματος μεταξύ των πιστών. Όμως πέρα από τον τελετουργικό σκοπό, εξυπηρετούσε κι έναν πρακτικό. Αν σε βάλω να σκοτώσεις κάποιον, είσαι δεμένος μαζί μου ισόβια, κατέληξε ο Μάρκους. Όποιος εγκατέλειπε τη σέχτα κινδύνευε να κατηγορηθεί για φόνο. Στον κατάλογο της βιβλιοθήκης είχε βρει βιβλία που εξηγούσαν την ιστορική εξέλιξη
226/1081
αυτών των πρακτικών έως τη σύγχρονη εποχή. Εφόσον επρόκειτο για σύγχρονες δημοσιεύσεις, έβγαλε το προστατευτικό γάντι και βυθίστηκε στην ανάγνωση ενός κειμένου Εγκληματολογίας. Το σατανιστικό στοιχείο υπήρχε σε πολλά εγκλήματα. Όμως τις περισσότερες φορές ήταν απλώς μια πρόφαση για να βρίσκουν διέξοδο σεξουαλικές διαστροφές. Μερικοί ψυχοπαθείς δολοφόνοι ένιωθαν βέβαιοι ότι κάτι ανώτερο προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Καταφεύγοντας σε μια αιματηρή τελετή, έβρισκαν έναν τρόπο να ανταποκριθούν στο κάλεσμα. Τα πτώματα γίνονταν αγγελιαφόροι. Η πιο χαρακτηριστική υπόθεση ήταν του Ντέιβιντ Ρίτσαρντ Μπέρκοβιτς -πιο γνωστού ως «Γιου του Σαμ»-, ενός κατά συρροήν δολοφόνου που είχε τρομοκρατήσει τη Νέα Τόρκη στο τέλος της δεκαετίας του ’70. Όταν τον συνέλαβαν, είπε στην αστυνομία ότι μια
227/1081
δαιμονική παρουσία, μιλώντας μέσω του σκύλου του γείτονά του, τον διέταζε να σκοτώνει. Ο Μάρκους απέκλεισε το ενδεχόμενο η υπόθεση της Βαλέρια Αλτιέρι να ήταν ένα έγκλημα με παθολογικό υπόβαθρο. Ήταν περισσότεροι από ένας οι δράστες, πράγμα που προϋπέθετε επαρκή νοητική ικανότητα. Οι δολοφονίες από ομάδες, όμως, ήταν κάτι συνηθισμένο στις περιπτώσεις σατανισμού. Γιατί μέσα στο πλήθος, τα άτομα μπορούσαν να βρουν το θάρρος να κάνουν αξιόμεμπτες πράξεις, για τις οποίες διαφορετικά θα ήταν ανίκανα. Ο συνασπισμός βοηθούσε να ξεπεράσουν τις συνηθισμένες αναστολές και η συλλογική ευθύνη δεν δημιουργούσε αισθήματα ενοχής. Υπήρχε ο σατανισμός της υποκουλτούρας, όπου οι μ,υημένοι έκαναν μαζική χρήση ναρκωτικών, πράγμα που τους καθιστούσε πιο χειραγωγήσιμους. Αυτά τα γκρουπ μπορούσες
228/1081
να τα αναγνωρίσεις εύκολα από το ντύσιμο, όπου κυριαρχούσαν το μαύρο χρώμα και τα σύμβολα σατανιστικής προέλευσης. Η έμπνευση δεν προερχόταν τόσο από ιερόσυλα κείμενα όσο από τη μουσική heavy metal. Η επιγραφή EVIL στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας της Βαλέρια Αλτιέρι παρέπεμπε σε αυτό το είδος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Όμως σπανίως τέτοιες ομάδες κατέληγαν να σκοτώσουν ανθρώπους, συνήθως περιορίζονταν να εκτελούν κατ’ απομίμηση μαύρες λειτουργίες και να θυσιάζουν δύστυχα ζώα. Ο πραγματικός σατανισμός δεν ήταν ποτέ τόσο θεατρινίστικος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Θεμελιωνόταν στην πιο απόλυτη μυστικότητα. Δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ύπαρξή του, μόνον απατηλές και αντιφατικές ενδείξεις. Πράγματι, ελάχιστες ήταν οι υποθέσεις σατανιστικών εγκλημάτων που δεν
229/1081
αποδίδονταν σε φανατικούς ή διανοητικά ασθενείς. Η πιο γνωστή είχε συμβεί στην Ιταλία και ήταν αυτή του λεγόμενου δράκου της Φλωρεντίας. Ο Μάρκους διάβασε προσεκτικά μία σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Πληροφορήθηκε ότι οι οκτώ διπλές ανθρωποκτονίες που έγιναν ανάμεσα στο 1974 και το 1985 ήταν έργο όχι μόνο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας δολοφόνων. Οι αστυνομικοί έφτασαν στη σύλληψη των ενόχων, χωρίς όμως να προχωρήσουν περισσότερο, έστω κι αν είχαν ενδείξεις για την ύπαρξη εντολέων συνδεδεμένων με κάποια σέχτα από το χώρο της μαγείας, η οποία δεν εντοπίστηκε ποτέ. Είχε επικρατήσει η άποψη ότι επρόκειτο για εγκλήματα κατά παραγγελία, με σκοπό να εξασφαλιστούν ανθρώπινα φετίχ, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν σε άγνωστο ποιες τελετές.
230/1081
Ο Μάρκους βρήκε σε εκείνο το κείμενο ένα κομμάτι που θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο. Αναφερόταν στους λόγους για τους οποίους ο δράκος της Φλωρεντίας σκότωνε πάντα νεαρά ζευγάρια που απομονώνονταν στο ύπαιθρο. Ο πλέον ενδεδειγμένος θάνατος ήταν κατά τη διάρκεια του οργασμού, θάνατος που αποκαλούνταν και mors justi. Οι δοξασίες έλεγαν ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή απελευθερωνόταν μια ενέργεια που μπορούσε να αυξήσει και να ενισχύσει την αποτελεσματικότατα της σκοτεινής τελετουργίας. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις οι φόνοι γίνονταν βάσει συγκεκριμένων ημερομηνιών, σε μέρες που προηγούνταν χριστιανικών εορτών, κατά προτίμηση τις νύχτες με νέα σελήνη. Ο Μάρκους έλεγξε την ημερομηνία της δολοφονίας της Βαλέρια Αλτιέρι και του εραστή της. Είχε γίνει τη νύχτα της 24ης
231/1081
Μαρτίου, παραμονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Τότε που, σύμφωνα με τα Ευαγγέλια, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ πληροφόρησε την Παρθένο Μαρία ότι θα συλλάβει τον Υιό του Θεού. Και υπήρχε νέα σελήνη. Υπήρχαν όλα τα συστατικά ενός σατανιστικού εγκλήματος. Τώρα έπρεπε να οδηγήσει προς εκείνη την κατεύθυνση μια έρευνα που είχε σταματήσει εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι κάποιος που ήξερε πολλά πράγματα είχε επιλέξει να σωπάσει όλο αυτό το διάστημα. Έψαξε στις τσέπες του και βρήκε το επισκεπτήριο του Ρανιέρι που είχε πάρει από το γραφείο του Ραφαέλε Αλτιέρι. Θα ξεκινούσε από τον ιδιωτικό ντετέκτιβ. Ο Ρανιέρι είχε το γραφείο του στον τελευταίο όροφο μιας πολυκατοικίας του Πράτι. Τον είδε να βγαίνει από ένα πράσινο
232/1081
Subaru. Ηταν πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τη φωτογραφία που είχε αναρτήσει στη σελίδα του στο ίντερνετ με σκοπό να προωθήσει τις υπηρεσίες του γραφείου του. Ο Μάρκους δεν θεωρούσε σωστό κάποιος που ασκούσε ένα επάγγελμα βασισμένο στη μυστικότητα να γνωστοποιεί το πρόσωπό του στον οποιονδήποτε. Όμως ήταν προφανές ότι τον Ρανιέρι δεν τον ένοιαζε. Προτού τον ακολουθήσει στο εσωτερικό της πολυκατοικίας, πρόσεξε ότι το παρκαρισμένο αυτοκίνητό του ήταν γεμάτο λάσπες. Παρά την αδιάκοπη βροχή των τελευταίων ωρών, ήταν απίθανο να κατάντησε σ' αυτό το χάλι μες στη Ρώμη. Συμπέρανε ότι ο ντετέκτιβ είχε βγει έξω από την πόλη. Ο θυρωρός της πολυκατοικίας ήταν βυθισμένος στην ανάγνωση μιας εφημερίδας και ο Μάρκους πέρασε από μπροστά του απαρατήρητος. Ο Ρανιέρι δεν είχε πάρει το
233/1081
ασανσέρ και, από τον τρόπο που ανέβαινε τις σκάλες, έδειχνε να βιάζεται πολύ. Μπήκε στο γραφείο του. Αντίθετα, ο Μάρκους σταμάτησε στον πρώτο όροφο, όπου υπήρχε μια κόχη κατάλληλη για να κρυφτεί και να περιμένει ανενόχλητος τον άνθρωπό του να ξανακατέβει, για να μπορέσει μετά ο ίδιος να χωθεί στο διαμέρισμά του και να ανακαλύψει γιατί είχε τόση φούρια. Ενώ έκανε τις έρευνές του στη βιβλιοθήκη εκείνο το πρωί, ο Κλεμέντε του είχε βρει, όπως είχε υποσχεθεί, το φάκελο της υπόθεσης κωδικός: c.g. 796-74-8. Περιείχε ένα λεπτομερέστατο ντοσιέ για όλους τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης· Του τον είχε αφήσει στο γραμματοκιβώτιο μιας μεγάλης λαϊκής πολυκατοικίας. Το χρησιμοποιούσαν συχνά για να ανταλλάσσουν έγγραφα και, στην πραγματικότητα, δεν έγραφε το όνομα κανενός ενοίκου.
234/1081
Ο Μάρκους είχε την ευκαιρία να μελετήσει καλά το προφίλ του Ρανιέρι, ενώ τον περίμενε να έρθει. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ δεν έχαιρε μεγάλης εκτίμησης· Πάντως αυτό δεν ήταν παράξενο. Είχε αποταχτεί από την αστυνομία για ανάρμοστη συμπεριφορά. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι έρευνες δεν ήταν η μοναδική του απασχόληση: κατά το παρελθόν είχε συμμετάσχει σε μερικές απάτες, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να καταδικαστεί για πλαστές επιταγές. Ο καλύτερος πελάτης του ήταν ο Ραφαέλε Αλτιέρι, από τον οποίο, μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, είχε καταφέρει να αποσπάσει διάφορα ποσά. Ωστόσο οι σχέσεις τους διακόπηκαν απότομα. Το γραφείο στο Πράτι ήταν απλώς μια βιτρίνα για να προσελκύει αδαείς πελάτες και να τους μαδάει. Δεν είχε καν γραμματέα. Πάνω που ο Μάρκους αξιολογούσε αυτά τα στοιχεία, ένα γυναικείο ουρλιαχτό αντήχησε
235/1081
στο κλιμακοστάσιο. Φαινόταν να έρχεται από τον τελευταίο όροφο. Οι οδηγίες του ήταν σαφείς: σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να απομακρύνεται χωρίς δισταγμό. Μόλις βρισκόταν σε σίγουρο σημείο, θα μπορούσε να ειδοποιήσει τις δυνάμεις του νόμου. Το πιο σημαντικό ήταν η ανωνυμία του και έπρεπε να τη διατηρήσει οπωσδήποτε. Δεν υπάρχω, θύμισε στον εαυτό του. Περίμενε μέχρι να καταλάβει αν κάποιος στην πολυκατοικία είχε ακούσει κάτι. Αλλά κανείς δεν πρόβαλε στο κεφαλόσκαλο. Ο Μάρκους δεν κατάφερε να συγκρατηθεί: στην περίπτωση που πράγματι κινδύνευε μια γυναίκα, δεν θα συγχωρούσε τον εαυτό του αν δεν παρενέβαινε. Ετοιμαζόταν να ανέβει στον τελευταίο όροφο, όταν η πόρτα του γραφείου άνοιξε και ο Ρανιέρι άρχισε να ξανακατεβαίνει τις σκάλες. Ο Μάρκους χώθηκε και πάλι στην κόχη και ο άντρας πέρασε από μπροστά του
236/1081
χωρίς να τον αντιληφθεί. Είχε μαζί του μια δερμάτινη τσάντα. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ είχε βγει από την πολυκατοικία, ο Μάρκους άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντος τις σκάλες, ελπίζοντας ότι θα προλάβαινε. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, έδωσε μια κλοτσιά στην πόρτα του γραφείου. Βρέθηκε σε μια στενόχωρη αίθουσα αναμονής. Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε ένα και μοναδικό δωμάτιο. Ο Μάρκους έτρεξε προς τα κει. Φτάνοντας στο κατώφλι, κοντοστάθηκε. Ακούσε χτυπήματα. Έσκυψε επιφυλακτικά προς τα μέσα και είδε ότι ήταν απλώς ένα παράθυρο που χτυπούσε από τον αέρα. Δεν υπήρχε γυναίκα. Αλλά υπήρχε και μια δεύτερη πόρτα, κλειστή. Πλησίασε προσεκτικά. Ακούμπησε την παλάμη του στο πόμολο και την άνοιξε ξαφνικά, βέβαιος ότι θα βρισκόταν μπροστά
237/1081
σε ένα τρομαχτικό θέαμα. Όμως ήταν μόνο ένα μικρό μπάνιο. Και ήταν άδειο. Πού ήταν η γυναίκα που είχε ακούσει να ουρλιάζει; Οι γιατροί τού είχαν μιλήσει για ηχητικές παραισθήσεις. Μια παρενέργεια της αμνησίας του. Του είχε ξανασυμβεί. Κάποτε του φάνηκε ότι άκουγε ένα τηλέφωνο να χτυπάει επίμονα στη σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι. Μα εκείνος δεν είχε τηλέφωνο. Σε μια άλλη περίπτωση είχε ακούσει τον Ντέβοκ να φωνάζει το όνομά του. Δεν ήξερε αν ήταν στ’ αλήθεια η φωνή του, δεν τη θυμόταν. Πάντως συνέδεσε εκείνον τον ήχο με το πρόσωπό του, επομένως υπήρχε η ελπίδα κάποια μέρα οι αναμνήσεις του να επι,στρέψουν. Ol γιατροί έλεγαν όχι, ότι η αμνησία που προκαλείται από ένα τραύμα στον εγκέφαλο είναι μη αντιστρεπτή, ότι η κατάστασή του δεν οφειλόταν σε ψυχολογικούς λόγους. Ωστόσο, υπήρχε η
238/1081
πιθανότητα να ανακτήσει μια ενδόμυχη, αρχέγονη μνήμη. Ανέπνευσε βαθιά, προσπαθώντας να απωθήσει το ουρλιαχτό της γυναίκας. Έπρεπε να καταλάβει τι είχε συμβεί σε εκείνο το δωμάτιο. Πλησίασε στο ανοιχτό παράθυρο και κοίταξε κάτω: η θέση όπου ο Ρανιέρι είχε παρκάρει το πράσινο Subaru του ήταν κενή. Αν έφυγε με το αυτοκίνητο, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ δεν θα επέστρεφε νωρίς, έτσι είχε χρόνο μπροστά του. Πάνω στην άσφαλτο είχε λεκέδες από λάδια. Ο Μάρκους πρόσθεσε αυτή τη λεπτομέρεια στις λάσπες που είχε παρατηρήσει στο αμάξωμα του αυτοκινήτου, κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο ντετέκτιβ εκείνο το πρωί είχε επισκεφτεί ένα δυσπρόσιτο τόπο, λερώνοντας και προκαλώντας ζημιά στο αυτοκίνητό του.
239/1081
Έκλεισε το παράθυρο κι άρχισε να εξετάζει το γραφείο. Ο Ρανιέρι είχε μείνει μόνο δέκα λεπτά. Τι ήρθε να κάνει; Υπήρχε ένας τρόπος να το μάθει και ο Μάρκους θυμήθηκε ένα από τα μαθήματα του Κλεμέντε. Εγκληματολόγοι και profilers το αποκαλούσαν «το αίνιγμα του άδειου δωματίου». Ξεκινούσες με την προϋπόθεση ότι κάθε γεγονός, ακόμα και το πιο ασήμαντο, άφηνε ίχνη που με το πέρασμα των λεπτών έβγαιναν από το λήθαργο τους. Έτσι, ακόμα κι αν εκείνος ο χώρος έμοιαζε κενός, δεν ήταν. Περιείχε πολλές πληροφορίες. Ο Μάρκους όμως δεν είχε χρόνο για να τις εντοπίσει και να τις χρησιμοποιήσει ώστε να αναπαραστήσει το γεγονός. Η πρώτη προσέγγιση ήταν οπτική. Έτσι, κοίταξε γύρω του. Μια μισοάδεια βιβλιοθήκη, με περιοδικά βαλλιστικής και νομικά κείμενα. Κρίνοντας από τη σκόνη που τα σκέπαζε,
240/1081
χρησίμευαν μόνο για ντεκόρ. Ένας τριμμένος καναπές, δυο πολυθρονίτσες μπροστά από ένα γραφείο με μια περιστρεφόμενη καρέκλα. Παρατήρησε και την αντίθεση ανάμεσα σε μια τηλεόραση plasma κι ένα παλιό βίντεο. Νόμιζε ότι αυτές οι συσκευές είχαν περιπέσει σε αχρηστία. Αλλά αυτό που τον παραξένεψε περισσότερο ήταν ότι δεν υπήρχαν βιντεοκασέτες στο δωμάτιο. Καταχώρισε τη λεπτομέρεια και συνέχισε. Στους τοίχους υπήρχαν διπλώματα που πιστοποιούσαν τη συμμετοχή σε σεμινάρια εξειδίκευσης σε ερευνητικές μεθόδους. Μια άδεια που είχε λήξει. Η κορνίζα της όμως ήταν βαλμένη στραβά. Ο Μάρκους την τράβηξε αποκαλύπτοντας ένα μικρό χρηματοκιβώτιο. Η πόρτα του ήταν μισάνοιχτη. Το άνοιξε. Ήταν άδειο. Ξανασκέφτηκε τη δερμάτινη τσάντα που κουβαλούσε ο Ρανιέρι βγαίνοντας από το
241/1081
γραφείο. Μπορεί να είχε πάρει κάτι. Χρήματα; Σκεφτόταν να το σκάσει; Από τι ή από ποιον; Αρχισε να ερευνά την κατάσταση των χώρων. Όταν μπήκε, το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Γιατί ο ντετέκτιβ το είχε αφήσει έτσι; Για να αερίσει το δωμάτιο, σκέφτηκε. Κι άρχισε αμέσως να οσμίζεται τον αέρα. Ένιωθε μια ελαφριά, αλλά παράξενη μυρωδιά καμένου. Χλωροφύλλη, σκέφτηκε. Και πήγε προς το καλάθι των αχρήστων. Υπήρχε μονάχα ένα χαρτί, ζαρωμένο από τη φωτιά. Ο Ρανιέρι όχι μόνο είχε πάρει κάτι από το γραφείο, αλλά, προτού φύγει, ξεφορτώθηκε κάτι άλλο. Ο Μάρκους έβγαλε ό,τι απέμενε από το χαρτί από το βάθος του καλαθιού. Το άφησε προσεκτικά στην επιφάνεια του γραφείου. Πήγε πάλι στο μπάνιο, έλεγξε την ετικέτα του κρεμοσάπουνου και το πήρε μαζί του. Έβρεξε το δάχτυλό του και, ξεδιπλώνοντας το χαρτί όσο καλύτερα
242/1081
μπορούσε, το πέρασε από το πιο σκούρο σημείο του, εκεί που φαινόταν να έχει γραμμένο κάτι. Έπειτα πήρε ένα σπίρτο από ένα κουτί στο τραπέζι -το οποίο πιθανότατα είχε χρησιμοποιήσει και ο Ρανιέρι λίγο νωρίτερα- κι έβαλε και πάλι φωτιά στο χαρτί. Προτού ξεκινήσει όμως, στάθηκε λίγο για να συγκεντρωθεί. Είχε στη διάθεσή του μόνο μία απόπειρα, μετά το χαρτί θα καταστρεφόταν για πάντα. Πέρα από τις ημικρανίες, τις ηχητικές παραισθήσεις και τον αποπροσανατολισμό, η αμνησία είχε τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα: του είχε προσφέρει σημαντικές μνημονικές ικανότητες. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι η ικανότητά του να μαθαίνει γρήγορα οφειλόταν στο κενό που υπήρχε στο μυαλό του. Και είχε συνειδητοποιήσει ότι διέθετε και μια άψογη φωτογραφική μνήμη. Ας ελπίσουμε ότι θα λειτουργήσει, σκέφτηκε.
243/1081
Αναψε το σπίρτο, πήρε το χαρτί και πέρασε από κάτω του τη φλόγα, από αριστερά προς τα δεξιά, προς τη φορά της ανάγνωσης. Το μελάνι άρχισε να αντιδρά με τη γλυκερίνη που είχε το σαπούνι. Καιγόταν πιο αργά από το υπόλοιπο χαρτί, δημιουργώντας μιαν αντίθεση. Για μια στιγμή αναφάνηκαν χειρόγραφοι χαρακτήρες. Τα μάτια του έτρεξαν πάνω τους για να συλλάβουν τα γράμματα και τους αριθμούς που εμφανίστηκαν. Η εντύπωση διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα και τελείωσε μέσα σε μια πνοή γκρίζου καπνού. Ο Μάρκους είχε δει αυτό που ήθελε. Το κείμενο ήταν μια διεύθυνση: Βία ντέλε Κομέτε 19. Ωστόσο, προτού καούν όλα, είχε διακρίνει και τις τρεις κουκκίδες που σχημάτιζαν ένα τρίγωνο. Με εξαίρεση τη διαφορετική διεύθυνση, ήταν ολόιδιο με το σημείωμα που είχε πάρει ο Ραφαέλε Αλτιέρι.
244/1081
14:00 «Δεν νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα». Στο τηλέφωνο ο Ντε Μικέλις τής μίλησε στα ίσια. Η Σάντρα σχεδόν μετάνιωσε που τον ανακάτεψε. Η κυκλοφορία στη Ρώμη προχωρούσε αργά εξαιτίας της βροχής και το ταξί που είχε πάρει από το σταθμό πήγαινε σαν τον κάβουρα. Ο επιθεωρητής ήθελε να τη βοηθήσει, αλλά δεν καταλάβαινε γιατί ήταν ανάγκη να πάει η ίδια στη Ρώμη. «Είσαι βέβαιη ότι κάνεις το σωστό;» Η Σάντρα είχε ετοιμάσει ένα βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για μια-δυο μέρες, αλλά και με τις φωτογραφίες του φιλμ της Leica, την ατζέντα όπου ο άντρας της είχε σημειώσει εκείνες τις παράξενες διευθύνσεις και το ραδιοπομπό που είχε βρει μες στο σάκο του.
245/1081
«Ο Ντέιβιντ έκανε μια επικίνδυνη δουλειά. Είχαμε συμφωνήσει να μη μου λέει ποτέ ποιος ήταν ο προορισμός των ταξιδιών του». Ο άντρας της ήθελε να τη γλιτώσει από αυτό που ονόμαζε “η αγωνία της γυναίκας του στρατιώτη που είναι στο μέτωπο". «Γιατί λοιπόν να μου ξεφουρνίσει αυτό το ψέμα στον τηλεφωνητή; Ποιος ο λόγος να πει ότι βρισκόταν στο Όσλο; Το σκέφτηκα: στάθηκα πολύ μαλάκας. Δεν ήθελε να μου κρύψει κάτι, αλλά να μου επιστήσει την προσοχή». «Σύμφωνοι, ίσως να είχε ανακαλύψει κάτι και να ήθελε να σε προστατέψει, αλλά τώρα πας μόνη σου και μπλέκεις στον κίνδυνο». «Δεν νομίζω. Ο Ντέιβιντ ήξερε ότι έπαιρνε ρίσκα και, στην περίπτωση που του συνέβαινε κάτι, ήθελε να το διερευνήσω. Γι’ αυτό και μου άφησε ίχνη να ακολουθήσω». «Λναφέρεσαι σε αυτά που υπήρχαν στην παλιά φωτογραφική μηχανή;»
246/1081
«Λοιπόν, μήπως κατάλαβες σε ποιον πίνακα ανήκει η λεπτομέρεια με το παιδί που τρέχει;» «Όπως τ’ ακούω, δεν μου λέει τίποτα. Πρέπει να δω την εικόνα». «Σου την έστειλα με e-mail». «Ξέρεις ότι εγώ μ’ αυτά τα κομπιουτερίστικα... Τέλος πάντων, θα ζητήσω από ένα από τα παιδιά να μου την κατεβάσει. Θα σε ειδοποιήσω το συντομότερο». Η Σάντρα ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί πάνω του. Του είχε πάρει πέντε μήνες για να της πει ότι λυπόταν για το νατο του Ντέιβιντ, αλλά ήταν καλός άνθρωπος. «Επιθεωρητή...» «Ναι;» «Πόσα χρόνια είσαι παντρεμένος;» 0 Ντε Μικέλις γέλασε. «Είκοσι πέντε. Γιατί;» Η Σάντρα είχε ξανασκεφτεί τα λόγια του Σάλμπερ. «Ξέρω ότι είναι κάτι προσωπικό... Μα αμφέβαλλες ποτέ για τη γυναίκα σου;»
247/1081
Ο επιθεωρητής ξερόβηξε. «Ένα απόγευμα η Μπάρμπαρα μου είπε ότι θα συναντιόταν με μια φίλη της. Ήξερα ότι μου έλεγε ψέματα. Ξέρεις, η έκτη αίσθηση των αστυνομικών, ε;» «Ναι, νομίζω ότι την ξέρω». Η Σάντρα δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να μάθει αυτή την ιστορία. «Δεν είσαι υποχρεωμένος να μου πεις τα προσωπικά σου». Ο Ντε Μικέλις συνέχισε την αφήγησή του αγνοώντας τη. «Λοιπόν, αποφάσισα να την παρακολουθήσω όπως θα έκανα με έναν κανονικό εγκληματία. Εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα. Αλλά σε μια στιγμή σταμάτησα κι αναλογίστηκα αυτό που έκανα. Κι έτσι αποφάσισα να γυρίσω πίσω. Αν θες, πες ότι ήταν φόβος. Εγώ, πάντως, ξέρω τι ήταν. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιέφερε αν είχε πει ψέματα. Αν ανακάλυπτα ότι πράγματι πήγαινε στη φίλη της, θα ένιωθα σαν να την είχα προδώσει. Όπως εγώ δικαιούμουν μια πιστή
248/1081
γυναίκα, έτσι κι η Μπάρμπαρα άξιζε ένα σύζυγο που να την εμπιστεύεται». Η Σάντρα κατάλαβε ότι ο μεγαλύτερος σε ηλικία συνάδελφος της είχε εκμυστηρευτεί κάτι που πιθανότατα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν. Έτσι, βρήκε το κουράγιο για να του πει τα υπόλοιπα. «Ντε Μικέλις, θέλω να σου ζητήσω ακόμα μια χάρη...» «Τι είναι πάλι;» Έκανε δήθεν τον ενοχλημένο. «Χτες το βράδυ μού τηλεφώνησε κάποιος Σάλμπερ της Ιντεερπόλ. Πιστεύει ότι ο Ντέιβιντ ήταν μπλεγμένος σε κάτι ύποπτο και μου φάνηκε μεγάλος σπασαρχίδης». «Κατάλαβα, θα μαζέψω πληροφορίες γι.α λογαριασμό του. Αυτό είναι όλο;» «Ναι., ευχαριστώ», είπε η Σάντρα με ανακούφιση. Ο Ντε Μικέλις όμως δεν είχε τελειώσει. «Λύσε μου μια απορία, πού πας τώρα;»
249/1081
Εκεί που τελείωσαν όλα, θα ήθελε να του πει η Σάντρα. «Στην οικοδομή απ’ όπου έπεσε ο Ντέιβιντ». Η ιδέα να συγκατοικήσουν ήταν δική της. Όμως ο Ντέιβιντ τη δέχτηκε με χαρά. Έτσι τουλάχιστον της φάνηκε. Γνωρίζονταν μερικούς μήνες και ακόμα δεν ήταν βέβαιη ότι ερμήνευε σωστά τις αντιδράσεις του άντρα που αγαπούσε: μερικές φορές κατάφερνε να γίνεται πολύ περίπλοκος. Σε αντίθεση με την ίδια, ο Ντέιβιντ δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρος στα συναισθήματα του. Όταν διαφωνούσαν, αυτή ήταν που ύψωνε τη φωνή και έβγαινε εκτός εαυτού. Εκείνος τηρούσε μια αόριστα συμφιλιωτική στάση, κάπως απόμακρη. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι μόνη της τσακωνόταν. Η Σάντρα δεν μπορούσε παρά να σκέφτεται ότι η στάση του Ντέιβιντ δεν ήταν αδιαφορία, αλλά μια συγκεκριμένη στρατηγική, που την οδηγούσε πρώτα να
250/1081
ξεσπάσει και μετά να απαρνηθεί τα επιχειρήματά της από απελπισία. Η πιο τρανταχτή απόδειξη της θεωρίας της ήταν αυτό που είχε συμβεί ένα μήνα αφότου ο Ντέιβιντ μετακόμισε στο διαμέρισμά της. Επί μία εβδομάδα η διάθεσή του ήταν παράξενη, καθόταν σιωπηλός και η Σάντρα είχε την εντύπωση ότι την απέφευγε, ακόμα κι όταν ήταν μόνοι τους στο σπίτι. Παρόλο που εκείνη την εποχή δεν δούλευε, είχε πάντα κάτι να κάνει. Κλεινόταν στο γραφείο ή διόρθωνε τις πρίζες ή ξεβούλωνε ένα βουλωμένο νεροχύτη. Η Σάντρα ένιωθε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μα φοβόταν να ρωτήσει. Έλεγε μέσα της ότι έπρεπε να του δώσει χρόνο, ότι ο Ντέιβιντ όχι μόνο δεν ήταν μαθημένος να έχει ένα χώρο που να θεωρεί σπίτι του, αλλά του έλειπε και η πείρα της κοινής ζωής ενός ζευγαριού. Μαζί με το φόβο μην τον χάσει, όμως, φούσκωνε και η οργή της για εκείνη τη
251/1081
διφορούμενη συμπεριφορά του. Της ερχόταν να εκραγεί. Συνέβη μια νύχτα. Ενώ κοιμούνταν, ένιωσε το χέρι του να τη σκουντάει για να την ξυπνήσει. Μόλις συνειδητοποίησε ότι ήταν τρεις τα ξημερώματα, ζαβλακωμένη από τον ύπνο τον ρώτησε τι διάβολο ήθελε. Ο Ντέιβιντ άναψε το φως και ανακάθισε στο κρεβάτι. Το βλέμμα του περιπλανιόταν στο δωμάτιο, ενώ αναζητούσε τις λέξεις για να της πει αυτό που εδώ και λίγο καιρό τριγυρνούσε στο μυαλό του. Δηλαδή ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι, ότι δεν ένιωθε άνετα και ότι τελικά αυτή η κατάσταση του ήταν στενόχωρη. Η Σάντρα προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα αυτής της συζήτησης, αλλά η μόνη εξήγηση που της ερχόταν στο μυαλό ήταν: αυτός ο μαλάκας θέλει να με παρατήσει. Με πληγωμένο εγωισμό και χωρίς να μπορεί να το χωνέψει ότι δεν μπορούσε να περιμένει ως το επόμενο πρωί για να της ανοιχτεί, σηκώθηκε
252/1081
και έξω φρενών άρχισε να του επιτίθεται και να τον προσβάλλει με αχαρακτήριστες φράσεις. Μες στο θυμό της έριχνε καταγής ό,τι αντικείμενα έπεφταν στα χέρια της, ανάμεσά τους και το τηλεκοντρόλ που, πέφτοντας, άναψε την τηλεόραση. Εκείνη την ώρα έπαιζε μόνο παλιές ασπρόμαυρες ταινίες. Τη συγκεκριμένη στιγμή είχε το Top Hat με τον Φρεντ Λστέρ και την Τζίντζερ Ρότζερς σε ένα μουσικό ντουέτο. Η γλυκιά μελωδία, σε συνδυασμό με την υστερία της Σάντρα, δημιουργούσε μια σουρεαλιστική σκηνή. Κι αυτό που έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη ήταν ότι ο Ντέιβιντ δεν απαντούσε και υπέμενε παθητικά με χαμηλωμένο το κεφάλι τις βρισιές της. Όταν όμως η μανία της έγινε ασυγκράτητη, η Σάντρα τον είδε να χώνει το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και να βγάζει ένα κουτάκι από μπλε βελούδο που το ακούμπησε στη δική της πλευρά του
253/1081
κρεβατιού με ένα πονηρό χαμόγελο. Βουβάθηκε μονομιάς κι απόμείνε να κοιτάζει το κουτάκι, αν και ήξερε καλά τι περιείχε. Ένιωσε ηλίθια και δεν κατάφερε να ελέγξει το στόμα της, που έχασκε από έκπληξη. «Αυτό που ήθελα λοιπόν να σου πω», κατέληξε ο Ντέιβιντ. «είναι ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι και ότι, κατά την ταπεινότατη γνώμη μου, πρέπει να παντρευτούμε. Γιατί σ’ αγαπώ, Τζίντζερ». Της το είπε -και ήταν η πρώτη φορά που της φανέρωνε τι ένιωθε, η πρώτη φορά που την αποκαλούσε έτσι- πάνω στις νότες του Φρεντ που τραγουδούσε το Cheek to cheek. Heaven, Ι' m in Heaven, and my heart beats so that I can hardly speak and I seem to find the happiness I seek when we re out together dancing cheek to cheek.
254/1081
Η Σάντρα, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί, άρχισε να κλαίει. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του, γιατί είχε ανάγκη να νιώσει να τη σφίγγουν. Κλαίγοντας στο στήθος του, άρχισε να γδύνεται, νιώθοντας την ανάγκη να κάνει έρωτα μαζί του. Έμειναν ξύπνιοι ως την αυγή. Δεν υπήρχαν λόγια να περιγράφει αυτό που είχε νιώσει εκείνη τη νύχτα. Καθαρή χαρά. Τότε ήταν που είχε καταλάβει ότι με τον Ντέιβιντ δεν θα υπήρχαν ήρεμες καταστάσεις. Ότι είχαν ανάγκη και οι δυο να ζήσουν ορμητικά. Όμως μέσα της είχε ήδη αρχίσει να γεννιέται ο φόβος ότι, ακριβώς γι’ αυτό, τα πάντα μπορεί να γίνονταν στάχτη από στιγμή σε στιγμή. Έτσι κι έγινε. Τρία χρόνια, πέντε μήνες και μερικές μέρες έπειτα από εκείνη την ανεπανάληπτη νύχτα, η Σάντρα βρισκόταν στο ερημικό γιαπί μιας υπό κατασκευήν οικοδομής, μπροστά στο σημείο όπου τσακίστηκε το κορμί του Ντέιβιντ -του
255/1081
δικού της Ντέιβιντ!- ύστερα από την πτώση. Δεν υπήρχε αίμα, είχε πια ξεπλυθεί από την κακοκαιρία. Θα ήθελε να του φερει ένα λουλούδι, μα προτίμησε να μην αφήσει τα συναισθήματά της να κυριαρχήσουν. Είχε έρθει προσπαθώντας να καταλάβει. Μετά την πτώση ο Ντέιβιντ είχε απομείνει εκεί ψυχομαχώντας όλη νύχτα. Ώσπου πέρασε τυχαία κάποιος με ένα ποδήλατο, τον είδε και ειδοποίησε. Πολύ αργά όμως. Πέθανε στο νοσοκομείο. Όταν οι συνάδελφοι στη Ρώμη τής περιέγραψαν το δυστύχημα, η Σάντρα δεν έκανε πολλές ερωτήσεις. Λόγου χάρη, δεν αναρωτήθηκε αν όλο εκείνο το διάστημα είχε τις αισθήσεις του. Προτιμούσε να ξέρει ότι πέθανε ακαριαία και όχι από τα πάμπολλα κατάγματα και την εσωτερική αιμορραγία. Αλλά πάνω απ’ όλα έδιωξε από το μυαλό της το πιο τρομερό ερώτημα: Αν κάποιος είχε δει νωρίτερα τον άνθρωπο που κειτόταν
256/1081
ετοιμοθάνατος, ο Ντέιβιντ θα μπορούσε να σωθεί; Η αργή αγωνία επικύρωνε την εκδοχή του ατυχήματος και την παράλογη άποψη ότι, αν υπήρχε δολοφόνος, σίγουρα θα τέλειωνε τη δουλειά. Η Σάντρα διέκρινε μια σκάλα στα δεξιά της. Άφησε το βαλιτσάκι της και άρχισε να ανεβαίνει με μεγάλη προσοχή, γιατί δεν υπήρχε κιγκλίδωμα. Στον πέμπτο όροφο έλειπαν ολότελα οι διαχωριστικοί τοίχοι. Τπήρχαν μόνον οι κολόνες που χώριζαν τους ορόφους. Πλησίασε στο παραπέτο απ’ όπου είχε πεσει ο Ντέιβιντ. Είχε πάει εκεί νύχτα. Θυμήθηκε το διάλογό με τον Σάλμπερ στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ. «Σύμφωνα με την αστυνομία, βρισκόταν σε εκείνη την υπό κατασκευήν οικοδομή επειδή από εκεί είχε την καλύτερη θέα για να τραβήξει μια φωτογραφία... Εσείς όμως το είδατε αυτό το μέρος;»
257/1081
«Οχι», είχε απαντήσει ενοχλημένη. «Εγώ όμως πήγα». «Τι θέλετε να πείτε;» Εκείνος όμως είχε προσθέσει ειρωνικά: «Η Canon του άντρα σας καταστράφηκε με την πτώση. Κρίμα που δεν θα δούμε ποτέ αυτή τη φωτογραφία». Όταν η Σάντρα είδε αυτό που ο Ντέιβιντ είχε μπροστά του εκείνη τη νύχτα, κατάλαβε το σαρκασμό του αξιωματικού της Ιντερπόλ. Ήταν μια τεράστια ασφαλτόστρωτη αλάνα και ολόγυρά της πολυκατοικίες. Ποιος ο λόγος να τραβήξει φωτογραφία; αναρωτήθηκε. Και μάλιστα στο σκοτάδι. Είχε μαζί της μία από τις πέντε φωτογραφίες που υπήρχαν στο φιλμ της Leica. Δεν έκανε λάθος: απεικόνιζε εκείνο ακριβώς το εργοτάξιο, αλλά τη μέρα. Όταν την εμφάνισε, είχε σκεφτεί ότι ο Ντέιβιντ πήγε εκεί για να κάνει κάποια αυτοψία.
258/1081
Η Σάντρα κοίταξε γύρω της: θα πρέπει σίγουρα να υπήρχε κάποιος σκοπός. Ο χώρος εκείνος ήταν εγκαταλελειμμένος, δεν φαινόταν να έχει κανένα ενδιαφέρον, με μια πρώτη ματιά τουλάχιστον. Γιατί λοιπόν ο Ντέιβιντ πήγε εκεί; Έπρεπε να σκεφτεί με άλλο τρόπο, να αλλάξει οπτική γωνία, όπως της έλεγε ο εκπαιδευτής της στη σχολή της Σήμανσης. Η αλήθεια βρίσκεται στις λεπτομέρειες, επανέλαβε μέσα της. Εκεί έπρεπε να αναζητήσει τις απαντήσεις. Έτσι ετοιμάστηκε όπως έκανε για τις σκηνές εγκλήματος που εξερευνούσε με τη φωτογραφική μηχανή της. Έπρεπε να διαβάσει τη σκηνή. Από κάτω προς τα πάνω. Από το γενικό στο ειδικό. Ως μέτρο σύγκρισης είχε τη φωτογραφία που πήρε ο Ντέιβιντ με τη Leica. Πρέπει να ελέγξω τα στοιχεία της εικόνας, σκέφτηκε. Όπως σε εκείνους τους γρίφους που
259/1081
πρέπει να βρεις τις διαφορές ανάμεσα σε δύο εικόνες που φαίνονται όμοιες. Με βάση τα όρια της φωτογραφίας, άρχισε από το δάπεδο, προχωρώντας μέτρο-μέτρο. Μετακίνησε το βλέμμα σ’ αυτό που είχε μπροστά της και μετά το μετέφερε στο ταβάνι. Έψαχνε ένα σημάδι, κάτι χαραγμένο στο τσιμέντο. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Πέρασε με τη σειρά το δάσος από κολόνες. Μία-μία. Μερικές είχαν πάθει μικροζημιές μέσα στους πέντε εκείνους μήνες, για τον επιπλέον λόγο ότι ήταν ασοβάτιστες και εκτεθειμένες στον καιρό. Όταν έφτασε δίπλα σε αυτή που βρισκόταν τέρμα αριστερά, κοντά στο παραπέτο, συνειδητοποίησε ότι διέφερε σε σύγκριση με τη φωτογραφία. Μια μικρή αλλά ίσως σημαντική λεπτομέρεια. Την εποχή που ο Ντέιβιντ έκανε την αυτοψία, η κολόνα είχε μια οριζόντια εσοχή στη βάση. Τώρα την είχαν κλείσει.
260/1081
Η Σάντρα έσκυψε για να κοιτάξει καλύτερα. Πράγματι υπήρχε κάτι που την έφραζε. Ήταν ένα κομμάτι γυψοσανίδα. Έμοιαζε βαλμένη επίτηδες για να κρύψει κάτι. Η Σάντρα την παραμέρισε κι αυτό που αντίκρισε την άφησε με ανοιχτό το στόμα. Μέσα στην εσοχή ήταν το μαγνητόφωνο του Ντέιβιντ. Αυτό που δεν είχε βρει στο σάκο του, αν και υπήρχε στη λίστα που ο άντρας της χρησιμοποιούσε για να ετοιμάσει τις αποσκευές του. Η Σάντρα το πήρε, το φύσηξε για να διώξει τη σκόνη. Ήταν κάπου δέκα εκατοστά, πολύ λεπτό και είχε ψηφιακή μνήμη. Το συγκεκριμένο μοντέλο είχε αντικαταστήσει τα παλιά μαγνητόφωνα. Κοιτάζοντάς το στην παλάμη του χεριού της, η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι φοβόταν. Ένας Θεός ήξερε τι μπορεί να είχε μέσα. Ίσως ο Ντέιβιντ να το έκρυψε εκεί πέρα, υποδεικνύοντας για σιγουριά την κρυψώνα με
261/1081
τη φωτογραφία. Μετά, επέστρεψε να το πάρει κι έπεσε. Ή μπορεί να είχε ηχογραφήσει κάτι σε εκείνον ακριβώς το χώρο. Ίσως το ίδιο βράδυ που πέθανε. Η Σάντρα θυμήθηκε ότι η συσκευή μπορούσε να ενεργοποιηθεί από μακριά. Ένας θόρυβος ήταν αρκετός για να ξεκινήσει η εγγραφή. Έπρεπε να αποφασίσει, δεν γινόταν να περιμένει άλλο. Μα ο δισταγμός της βασιζόταν στην επίγνωση ότι μπορεί αυτό που θα άκουγε να άλλαζε για πάντα τη βεβαιότητα ότι ο Ντέιβιντ είχε πέσει θύμα δυστυχήματος. Το τίμημα για κάτι τέτοιο θα ήταν να μην ησυχάσει ποτέ' να αναζητεί για πάντα την αλήθεια. Και υπήρχε κίνδυνος να μην τη βρει ποτέ. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, το έβαλε μπροστά και περίμενε. Δυο ξεροβηξίματα. Ασφαλώς ένας τρόπος για να ενεργοποιήσει την εγγραφή από μακριά. Μετά η φωνή του άντρα
262/1081
της, σκοτεινή, μακρινή, μπερδεμένη σε θορύβους. Και αποσπασματική. «...να είμαστε μόνοι... από τότε περί μένα...» Ο τόνος του ήταν ήρεμος. Αντίθετα, η Σάντρα ένιωσε άβολα ακούγοντας τη φωνή του έπειτα από τόσον καιρό. Είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι ο Ντέιβιντ δεν θα της ξαναμιλούσε πια. Τώρα φοβόταν μήπως η συγκίνηση την τσακίσει, ενώ, αντίθετα, έπρεπε να διατηρήσει τη διαύγειά της. Προσπάθησε να συγκρατηθεί, λέγοντας στον εαυτό της ότι ήταν μια έρευνα κι έπρεπε να υιοθετήσει μια επαγγελματική προσέγγιση. «...δεν υπάρχει... έπρεπε να το φανταστώ... δυσαρέσκεια...» Οι φράσεις ήταν πολύ αποσπασματικές και δεν καταλάβαινε το θέμα της συζήτησης. «...είμαι ενήμερος... καθετί... όλον αυτόν τον καιρό... δεν είναι δυνατόν...» Για τη Σάντρα αυτές οι σκόρπιες πληροφορίες δεν είχαν κανένα νόημα. Μα
263/1081
έπειτα ακούστηκε μια πλήρης φράση, «...τον αναζητούσα πολύ καιρό, επιτέλους τον βρήκα...» Για ποιο πράγμα μιλούσε ο Ντέιβιντ και με ποιον; Δεν καταλάβαινε. Σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να δώσει την ηχογράφηση σε κάποιον τεχνικό ήχου, ο οποίος θα την καθάριζε από τα θροίσματα. Ήταν η μόνη λύση αυτή τη στιγμή. Ετοιμαζόταν να σβήσει τη συσκευή, μα μετά άκουσε μια άλλη φωνή. «...ναι, εγώ είμαι...» Η Σάντρα ένιωσε μια ξαφνική παγωμάρα. Τώρα είχε την επιβεβαίωση: ο Ντέιβιντ δεν ήταν μόνος. Γι’ αυτό και θέλησε να καταγράψει εκείνο το διάλογο. Η συνέχεια ήταν θραύσματα από φράσεις. Η κατάσταση, για κάποιο λόγο, είχε αλλάξει. Τώρα η φωνή του άντρα της ακουγόταν τρομαγμένη. «...περίμενε... δεν είναι δυνατόν... να πιστεύεις στ' αλήθεια... εγώ δεν... ό,τι μπορώ... όχι... όχι... όχι...»
264/1081
Θόρυβοι πάλης. Κορμιά που κυλιούνταν καταγής. «...Περίμενε... Περίμενε... Περίμενε...» Και μετά μια τελευταία κραυγή, γεμάτη απελπισία, που όλο και απομακρυνόταν, μέχρι που σβήστηκε στη σιωπή. Το μαγνητόφωνο της έπεσε απ’ τα χέρια και η Σάντρα ακούμπησε και τις δυο παλάμες της στο τσιμέντο. Ένας σπασμός τη συντάραξε σύγκορμη κι έκανε εμετό. Μία, δύο φορές. Ο Ντέιβιντ είχε δολοφονηθεί. Κάποιος τον είχε σπρώξει κι έπεσε. Η Σάντρα θα ήθελε να ουρλιάξει. Θα ήθελε να μη βρίσκεται εκεί. Θα ήθελε να μην είχε γνωρίσει τον Ντέιβιντ, να μην ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Να μην τον είχε αγαπήσει. Ήταν τρομερό αυτό που σκεφτόταν, μα ήταν αλήθεια. Θόρυβος από βήματα που πλησίαζαν. Η Σάντρα στράφηκε προς το μαγνητόφωνο. Η συσκευή δεν είχε σταματήσει και ζητούσε
265/1081
ακόμα την προσοχή της. Λες και ο δολοφόνος ήξερε τη θέση του μικροφώνου. Τα βήματα σταμάτησαν. Πέρασαν μερικές στιγμές κι έπειτα πάλι εκείνη η φωνή. Όμως αυτή τη φορά δεν μιλούσε. Τραγουδούσε. Heaven, I'm in Heaven, and my heart beats so that I can hardly speak and I seem to find the happiness I seek when we' re out together dancing cheek to cheek.
15:00 Η βία ντέλε Κομέτε ήταν στην περιφέρεια. Ο Μάρκους χρειάστηκε αρκετή ώρα για να φτάσει με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Το λεωφορείο τον άφησε σε μια κοντινή στάση κι
266/1081
αυτός συνέχισε με τα πόδια για καμιά διακοσαριά μέτρα. Γύρω του, ακαλλιέργητα χωράφια και βιομηχανικά κτίρια. Οι λαϊκές πολυκατοικίες ήταν μακριά η μία από την άλλη, φτιάχνοντας ένα αρχιπέλαγος από τσιμέντο. Στη μέση ξεχώριζε μια εκκλησία με μοντέρνα αρχιτεκτονική, που απείχε πολύ από τη χάρη όσων στόλιζαν εδώ και αιώνες το κέντρο της πόλης. Μεγάλες λεωφόροι εξυπηρετούσαν την κυκλοφορία, που ρυθμιζόταν αποτελεσματικά από τα φανάρια. Στον αριθμό 19 ήταν μια βιομηχανική αποθήκη που φαινόταν εγκαταλελειμμένη. Προτού μπει και δει τι υπήρχε στη διεύθυνση του σημειώματος με το τριγωνικό σύμβολο που βρήκε στο γραφείο του Ρανιέρι, ο Μάρκους στάθηκε να ελέγξει την κατάσταση. Δεν ήθελε να διατρέξει ανώφελους κινδύνους. Στην απέναντι μεριά του δρόμου βρισκόταν ένα βενζινάδικο και δίπλα του ένα πλυντήριο αυτοκινήτων κι ένα μπαρ. Υπήρχε ένα συνεχές
267/1081
πηγαινέλα κόσμου. Κανείς δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για το εργοστάσιο. Ο Μάρκους πλησίασε το βενζινάδικο κι έκανε ότι περίμενε κάποιον που είχε αργήσει. Στάθηκε εκεί παρατηρώντας τη σκηνή για κάνα μισάωρο. Στο τέλος, πείστηκε ότι ο χώρος ήταν αφύλακτος. Μπροστά στην αποθήκη υπήρχε μια αλάνα. Η βροχή την είχε κάνει σωστό τέλμα. Φαίνονταν ακόμα τα ίχνη που είχαν αφήσει τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Πιθανότατα εκείνα από το πράσινο Subaru του Ρανιέρι, σκέφτηκε αμέσως ο Μάρκους, ενώ θυμόταν πόσο λασπωμένο ήταν το αυτοκίνητό του. Ο ντετέκτιβ είχε πάει εκεί. Μετά επέστρεψε βιαστικά στο γραφείο του για να καταστρέψει το σημείωμα. Τέλος, βγήκε παίρνοντας μαζί του κάτι από το χρηματοκιβώτιο. Ο Μάρκους προσπάθησε να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία για να σχηματίσει μια πλήρη
268/1081
εικόνα. Αλλά το μόνο που του τριβέλιζε το μυαλό ήταν η φούρια του Ρανιέρι. Μόνο ένας άνθρωπος που φοβάται κάτι παίρνει τόσες προφυλάξεις, σκέφτηκε. Τι είδε και τρομοκρατήθηκε τόσο πολύ; Ο Μάρκους απέφυγε να χρησιμοποιήσει την κεντρική είσοδο της αποθήκης και αναζήτησε μια πλαϊνή πόρτα. Προχώρησε ανάμεσα στους θάμνους που περιέβαλλαν το χαμηλό τετράγωνο κτίριο. Με τη λαμαρινένια του σκεπή, έμοιαζε με υπόστεγο αεροσκαφών. Βρήκε μια έξοδο κινδύνου. Με αρκετό κόπο και τραβώντας το πορτόφυλλο και με τα δυο του χέρια, κατάφερε να την ανοίξει όσο να χωράει. Στο εσωτερικό, ένα σκονισμένο φως πλημμύριζε έναν τεράστιο χώρο, σχεδόν άδειο, με εξαίρεση μερικά στοιβαγμένα μηχανήματα και τις τροχαλίες που κρέμονταν από την οροφή. Η βροχή που είχε περάσει από τις
269/1081
λαμαρίνες της στέγης είχε συγκεντρωθεί σε μαύρες λιμνούλες. 0 Μάρκους προχώρησε για να κοιτάξει γύρω του, τα βήματά του αντηχούσαν. Στο βάθος του κτιρίου, μια σιδερένια σκάλα οδηγούσε σε ένα πατάρι με ένα μικρό γραφείο. Πλησίασε και αμέσως μια λεπτομέρεια του χτύπησε στο μάτι. Η κουπαστή της σκάλας δεν είχε σκόνη. Κάποιος είχε μπει στον κόπο να την καθαρίσει, ίσως για να σβήσει τα αποτυπώματά του. Ό,τι κι αν κρυβόταν σ’ εκείνο το μέρος έπρεπε να βρίσκεται εκεί πάνω. Άρχισε να ανεβαίνει, προσέχοντας πού πατούσε. Στα μισά της σκάλας ένιωσε τη μυρωδιά. Ήταν χαρακτηριστική. Αν τη μύριζες μια φορά, μπορούσες να την αναγνωρίσεις παντού. Ο Μάρκους δεν θυμόταν πού και πότε είχε πρωτοσυναντηθεί μ εκείνη τη δυσωδία, όμως ένα κομμάτι κρυμμένο μέσα του δεν την είχε ξεχάσει. Ήταν τα κόλπα της αμνησίας. Θα
270/1081
μπορούσε να θυμηθεί το άρωμα των τριαντάφυλλων ή του στήθους της μητέρας του. Πάντως αυτή ήταν ξεκάθαρα μυρωδιά πτώματος. Σκέπασε τη μύτη και το στόμα του με το μανίκι του αδιάβροχου και ανέβηκε τα τελευταία σκαλιά. Διέκρινε τα πτώματα από την είσοδο του γραφείου. Ήταν δίπλα-δίπλα. Το ένα ανάσκελα, το άλλο μπρούμυτα. Και τα δυο είχαν μια τρύπα από σφαίρα στο κρανίο. Κανονική εκτέλεση, κατεληξε ο Μάρκους. Η φωτιά είχε επιδεινώσει την ήδη προχωρημένη κατάσταση αποσύνθεσης. Κάποιος είχε προσπαθήσει να τα κάψει με οινόπνευμα ή βενζίνη, αλλά οι φλόγες είχαν τυλίξει μονο το πάνω μέρος των πτωμάτων, αφήνοντας ανέπαφο το κάτω. Όποιος κι αν ήταν, απλώς κατάφερε να τα κάνει αγνώριστα. Από μια λεπτομέρεια ο Μάρκους κατάλαβε ότι έπρεπε να είναι άτομα με ποινικό μητρώο: αν
271/1081
δεν είχαν φάκελο, γιατί να μπουν στον κόπο να αφαιρέσουν τα χέρια τους; Συγκρατώντας την αναγούλα του, πλησίασε για να κοιτάξει καλύτερα. Ήταν κομμένα στους καρπούς, οι ιστοί έμοιαζαν σκισμένοι, μα πάνω στο κόκαλο υπήρχαν κανονικές τομές, σαν αυτές που αφήνει ένα οδοντωτό εργαλείο, όπως ένα πριόνι. Ανασήκωσε το παντελόνι του ενός από τους δύο, ξεσκεπάζοντας τους αστραγάλους του. Η επιδερμίδα σε εκείνο το σημείο δεν ήταν καμένη. Από το πελιδνό χρώμα υπολόγισε κατα προσέγγιση ότι ο θάνατος είχε επέλθει πριν από περίπου μια εβδομάδά, ίσως και λίγο λιγότερο. Τα πτώματα ήταν πρησμένα, αλλα έμοιαζαν και πλαδαρά. Χαρακτηριστικό όποιου έχει περάσει τα πενήντα. Δεν ήξερε ποιοι ηταν, μπορεί και να μην το μάθαινε ποτέ, αλλά είχε μια ιδέα για την ταυτότητά τους. Κατά πάσα πιθανότητα
272/1081
βρισκόταν μπροστά στους δολοφόνους της Βαλέρια Αλτιέρι και του εραστή της. Έπρεπε να καταλάβει ποιος τους είχε σκοτώσει και γιατί έπειτα από τόσο καιρό. Όπως ακριβώς ο Ραφαέλε είχε προσκληθεί στο διαμέρισμα της Λάρα με ένα ανώνυμο γράμμα, έτσι και ο Ρανιέρι είχε προσκληθεί σε εκείνη την αποθήκη με το σημείωμα που ο Μάρκους είχε βρει στο γραφείο του. Ο ντετέκτιβ είχε βρει τους δύο άντρες, που ίσως είχαν οδηγηθεί εκεί με ένα ανάλογο σημείωμα, και τους είχε σκοτώσει. Δεν έστεκε. Ο Ρανιέρι είχε πάει εκεί πριν από λίγες ώρες και, αν αυτοί οι δύο ήταν νεκροί εδώ και μια βδομάδα, γιατί ξαναγύρισε; Ίσως για να τους βάλει φωτιά ή για να τους κόψει τα χέρια ή απλώς για να ελέγξει την κατάσταση. Όμως γιατί να διατρέξει έναν τόσο μεγάλο κίνδυνο; Και μετά, γιατί ήταν τρομοκρατημένος; Γιατί το έσκασε και από ποιον;
273/1081
Όχι , τους σκότωσε κάποιος άλλος, σκέφτηκε ο Μάρκους. Και αν δεν ξεφορτώθηκε τα πτώματα ήταν επειδή ήθελε να βρεθούν. Αυτοί οι δύο δεν θα πρέπει να μετρούσαν πολύ. Ίσως να ήταν απλώς εκτελεστές. Στο μυαλό του Μάρκους επέστρεψε η ιδέα ότι το έγκλημα Αλτιέρι είχε ένα συγκεκριμένο εντολεα. Ή ίσως περισσότερους. Παρότι δεν την απέρριπτε, η τελευταία εκδοχή δεν του άρεσε. Η τελετουργία που είχε τελεύει στην κρεβατοκάμαρα ενίσχυε την υπόθεση μιας σέχτας· μιας αποκρυφιστικής ομάδας που μπορούσε να σβήσει όλα τα ίχνη που τη συνέδεαν με κάτι τέτοιο, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα σκότωνε δύο οπαδούς της. Ο Μάρκους διαισθανόταν ότι εκείνη τη στιγμή δρούσαν δυο αντίθετες και αντίπαλες οντότητες. Μία που είχε βαλθεί να αποκαλύψει το μυστήριο στέλνοντας ανώνυμα σημειώματα και μία άλλη που πολεμούσε να
274/1081
υπερασπιστεί την ανώνυμία της και τους σκοπούς της. Το σημείο τομής τους μπορούσε να είναι μόνον ο Ρανιέρι. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ ήξερε κάτι, ο Μάρκους ήταν σίγουρος. Όπως ήταν βέβαιος και ότι στο τέλος θα έβρισκε κάποια σχέση με τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Εδώ λειτουργούσαν παράξενες και σκοτεινές δυνάμεις. Και εκείνη τη στιγμή ο Μάρκους ένιωθε σαν πιόνι, έρμαιο των γεγονότων. Έπρεπε να καθορίσει το ρόλο του και γι’ αυτό ήταν απαραίτητο να αντιμετωπίσει τον Ρανιέρι. Αποφάσισε ότι είχε εισπνεύσει αρκετή από τη δυσωδία των πτωμάτων. Προτού κατέβει, του ήρθε ενστικτωδώς να κάνει το σταυρό του, αλλά συγκρατήθηκε. Ίσως αυτοί οι δύο να μην το άξιζαν.
275/1081
Ο Ρανιέρι είχε προσκληθεί στην αποθήκη με ένα ανώνυμο σημείωμα. Πήγε εκείνο το πρωί και είδε τα πτώματα. Μετά γύρισε στο γραφείο του για να καταστρέψει το σημείωμα. Ύστερα έφυγε τρέχοντας, παίρνοντας μαζί του κάτι που υπήρχε στο χρηματοκιβώτιο. Στο νου του Μάρκους κλωθογύριζε αυτή η σειρά των γεγονότων. Όμως ένιωθε ότι του έλειπε ένα βασικό κομμάτι. Στο μεταξύ, είχε ξαναρχίσει να βρέχει. Βγήκε από την αποθήκη και προχώρησε προς την απέναντι αλάνα. Καθώς τη διέσχιζε προσέχοντας να μη λερωθεί από τις λάσπες εκείνου του έλους, είδε μια λεπτομέρεια που προηγουμένως του είχε ξεφύγει. Κάτω στο χώμα είχε ένα σκούρο λεκέ και λίγο παραπέρα ακόμα έναν. Ήταν ίδιοι με αυτόν που είχε δει εκείνο το πρωί κάτω από το γραφείο του Ρανιέρι, πάνω στην άσφαλτο όπου ήταν παρκαρισμένο το πράσινο Subaru.
276/1081
Αφού η βροχή δεν κατάφερε να την ξεπλύνει, θα έπρεπε να είναι μια ελαιώδης ουσία. Ο Μάρκους έσκυψε για να την εξετάσει και βεβαιώθηκε ότι ήταν λάδι μηχανής. Προφανώς το αυτοκίνητο είχε σταματήσει και μπροστά στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Μα αυτό το είχε ήδη συμπεράνει από το γεγονός ότι το αμάξωμα ήταν λασπωμένο. Στην αρχή ο Μάρκους είχε πιστέψει ότι τα δύο γεγονότα συνδέονταν κι ότι ο Ρανιέρι είχε πάθει ζημιά και είχε λερώσει το αυτοκίνητό του την ίδια στιγμή. Όμως κοίταξε γύρω του και δεν είδε λακκούβες ή πέτρες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημιές. Άρα είχε συμβεί νωρίτερα, σε κάποιο άλλο μέρος. Και πού ήταν ο Ρανιέρι προτού έρθει εδώ; Ο Μάρκους έφερε το χέρι στην ουλή του κροτάφου του. Το κεφάλι του βροντούσε, ετοιμαζόταν να τον πιάσει και πάλι ημικρανία. Χρειαζόταν ένα αναλγητικό και κάτι να φάει.
277/1081
Ένιωθε ότι είχε φτάσει σε ένα τυφλό αδιέξοδο και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να συνεχίσει. Όταν είδε το λεωφορείο να πλησιάζει στη στάση, βιάστηκε να το προλάβει. Κατάφερε να ανέβει και πήγε να καθίσει σε μία από τις τελευταίες θέσεις, δίπλα σε μία ηλικιωμένη κυρία φορτωμένη με ψώνια, που βάλθηκε να κοιτάει το πρησμένο ζυγωματικό και το σκισμένο χείλι του, προϊόντα της βίας του Ραφαέλε Αλτιέρι. Ο Μάρκους την αγνόησε, σταύρωσε τα μπράτσα του στο στήθος και άπλωσε τα πόδια κάτω από την μπροστινή θέση. Έκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να αγνοήσει το σφυρί που κοπανούσε μες στο κεφάλι του. Λαγοκοιμήθηκε. Οι φωνές και οι θόρυβοι γύρω του τον έκαναν να παραμένει σε αυτή τη μετέωρη κατάσταση, αλλά κυρίως δεν τον άφηναν να ονειρευτεί. Πόσες φορές είχε ανέβει σε ένα τέτοιο λεωφορείο ή σε ένα βαγόνι του μετρό και είχε αποκοιμηθεί, πηγαίνοντας μπρος πίσω από αφετηρία σε
278/1081
τέρμα, χωρίς σκοπό, για να ξεφύγει από το επαναλαμβανόμενο όνειρο, στο οποίο πέθαινε μαζί με τον Ντέβοκ; Το λεωφορείο, με την αργή πορεία του, τον νανούριζε. Του φαινόταν ότι τον είχε αναλάβει μια αόρατη δύναμη. Κι ένιωθε ασφαλής. Άνοιξε και πάλι τα μάτια γιατί εδώ και κάνα λεπτό δεν ένιωθε πια την ευχάριστη κίνηση και οι επιβάτες γύρω του έμοιαζαν ξαφνικά ταραγμένοι. Πράγματι, είχαν σταματήσει και κάποιος παραπονιόταν για το χρόνο που έχαναν στην ουρά πίσω από άλλα οχήματα. Ο Μάρκους κοίταξε από το παράθυρο προσπαθώντας να καταλάβει πού βρίσκονταν. Αναγνώρισε τις πανομοιότυπες πολυκατοικίες που πλαισίωναν την περιφερειακή. Σηκώθηκε από τη θέση του και προχώρησε στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου. Ο οδηγός δεν είχε σβήσει τη μηχανή, αλλά καθόταν με σταυρωμένα τα μπράτσα.
279/1081
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Δυστύχημα», απάντησε εκείνος χωρίς να προσθέσει άλλες λεπτομέρειες. «Μου φαίνεται ότι θα κάνουμε αρκετή ώρα να περάσουμε». Ο Μάρκους κοίταξε όσα αυτοκίνητα υπήρχαν μπροστά τους. Περνούσαν ένα-ένα από ένα χώρο που είχε αφεθεί στο πλάι του δρόμου, δίπλα από τον τόπο του δυστυχήματος, στο οποίο έμοιαζαν να έχουν εμπλακεί αρκετά αυτοκίνητα. Το λεωφορείο προχωρούσε μέτρο-μέτρο. Όταν τελικά ήρθε η σειρά τους, ένας τροχονόμος τούς έκανε νόημα να βιαστούν. Ο οδηγός μπήκε στο στενό πέρασμα. Ο Μάρκους ήταν όρθιος πλάι του, όταν πέρασαν από το σωρό με τις τσακισμένες και καμένες λαμαρίνες. Οι πυροσβέστες έσβηναν τις τελευταίες φλόγες. Αναγνώρισε το πράσινο Subaru του Ρανιέρι από ένα κομμάτι του σασί που είχε σωθεί από
280/1081
τις φλόγες. Στο εσωτερικό του, το πτώμα του οδηγού ήταν σκεπασμένο με ένα σεντόνι. Ο Μάρκους κατάλαβε για ποιο λόγο το αυτοκίνητο του ντετέκτιβ είχε αφήσει σε κάθε στάση του κηλίδες από λιπαντικό. Είχε κάνει λάθος: δεν συνδεόταν με κάποιο χώρο που είχε επισκεφτεί ο Ρανιέρι νωρίτερα και είχε προκαλέσει ζημιά στο Subaru. Πρέπει να ήταν υγρό φρένων - κάποιος είχε βάλει το χεράκι του. Το δυστύχημα δεν μπορεί να ήταν κάτι τυχαίο. 17:07 Το τραγούδι ήταν για κείνη. Ένα σαφές μήνυμα. Ξέχνα το. Μην το ψάχνεις. Καλύτερα για σένα. Ή το εντελώς αντίθετο. Έλα να με βρεις. Το νερό του ντους τη χτυπούσε στον αυχένα. Η Σάντρα στεκόταν ακίνητη, με τα μάτια
281/1081
κλειστά, τα χέρια ακουμπισμένα στα πλακάκια. Στο κεφάλι της αντηχούσε η μελωδία του Cheek to cheek μαζί με τα τελευταία λόγια του Ντέιβιντ που είχαν γραφτεί στο μαγνητόφωνο. «Περίμενε... Περίμενε... Περίμενε...» Αποφάσισε ότι δεν θα έκλαιγε πια μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία. Φοβόταν, αλλά δεν θα έκανε πίσω. Τώρα ήξερε. Κάποιος ήταν μπλεγμένος στο θάνατο του άντρα της. Η πληγωμένη καρδιά μιας γυναίκας θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την ανακάλυψη μια ψευδαίσθηση ότι υπήρχε γιατρειά για το ανεπανόρθωτο. Η ιδέα ότι μπορούσε να κάνει κάτι, να διορθώσει, εν μέρει τουλάχιστον, μια παράλογη και άδικη απώλεια είχε όλως παραδόξως τη δύναμη να την παρηγορεί. Είχε βρει ένα ασήμαντο ξενοδοχείο με ένα αστέρι κοντά στο σταθμό Τέρμινι, όπου κυρίως κατέλυαν ομάδες προσκυνητών που έρχονταν
282/1081
να επισκεφτούν τα μνημεία της χριστιανοσύνης. Εκεί έμεινε ο Ντέιβιντ όταν ήταν στη Ρώμη. Η Σάντρα ζήτησε το ίδιο δωμάτιο που, για καλή της τύχη, ήταν διαθέσιμο. Για να κάνει την έρευνά της, έπρεπε να αναπαραγάγει γύρω της τις ίδιες συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε δράσει εκείνος. Μα γιατί, μετά την ανακάλυψη της ηχογράφησης, δεν πήγε αμέσως στην αστυνομία να καταγγείλει το συμβάν; Όχι από δυσπιστία απέναντι στους συναδέλφους της, γι’ αυτό ήταν σίγουρη. Είχε δολοφονηθεί ο άντρας μιας δικιάς τους, θα έδιναν προτεραιότητα στην υπόθεση. Ήταν ένας άγραφος κανόνας, ένας κώδικας τιμής. Θα μπορούσε τουλάχιστον να το αναφέρει στον Ντε Μικέλις. Συνέχιζε να λέει μέσα της ότι προτιμούσε να συγκεντρώσει αρκετές αποδείξεις για να τους κάνει πιο εύκολη τη
283/1081
δουλειά. Μα ο πραγματικός λόγος ήταν άλλος. Παρόλο που απέφευγε να τον παραδεχτεί. Βγήκε από το ντους και τυλίχτηκε στην πετσέτα. Στάζοντας νερά, επέστρεψε στο δωμάτιο, έβαλε το βαλιτσάκι της στο κρεβάτι κι άρχισε να το αδειάζει μέχρι που βρήκε αυτό που είχε τακτοποιήσει στο βάθος του. Το υπηρεσιακό της πιστόλι. Έλεγξε τη θαλάμη και την ασφάλεια και μετά το έβαλε στο κομοδίνο. Από κει και πέρα θα το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Φόρεσε μόνο ένα σλιπάκι και άρχισε να τακτοποιεί και τα υπόλοιπα. Έβγαλε τη μικρή τηλεόραση από το ραφάκι και ακούμπησε εκεί το ραδιοπομπό, την ατζέντα του Ντέιβιντ με εκείνες τις παράξενες διευθύνσεις και το μαγνητόφωνο. Κόλλησε με σελοτέιπ στον τοίχο εκείνες τις φωτογραφίες που είχε πάρει από τη Leica. H πρώτη ήταν εκείνη του εργοταξίου και την είχε ήδη χρησιμοποιήσει. Μετά υπήρχε εκείνη που, αν και εντελώς
284/1081
σκοτεινή, αποφάσισε να την κρατήσει. Ύστερα εκείνη του ανθρώπου με την ουλή στον κρόταφο. Η λεπτομέρεια του πίνακα και, τέλος, η εικόνα του άντρα της που χαιρετούσε, ενώ ταυτόχρονα τραβούσε μια φωτογραφία του με γυμνό το θώρακα μπροστά στον καθρέφτη. Η Σάντρα στράφηκε προς το μπάνιο. Αυτή η τελευταία φωτογραφία είχε τραβηχτεί εκεί μέσα. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαινόταν σαν ένα από εκείνα τα αστειάκια που έκανε συχνά ο Ντέιβιντ, όπως τότε που της έστειλε τις εικόνες ενός γεύματος με ψητό ανακόντα στο Βόρνεο ή εκείνες όπου ήταν γεμάτος βδέλλες σε ένα έλος της Αυστραλίας. Όμως, σε αντίθεση με εκείνες τις φωτογραφίες, ο άντρας της δεν χαμογελούσε. Ωστόσο, ίσως εκείνος που στην αρχή τής είχε φανεί ο θλιβερός αποχαιρετισμός ενός φαντάσματος να έκρυβε ένα άλλο μήνυμα γι’
285/1081
αυτήν. Ίσως η Σάντρα να έπρεπε να ψάξει μέσα σε εκείνο το δωμάτιο επειδή ο Ντέιβιντ είχε κρύψει κάτι και ήθελε να το ανακαλύψει εκείνη. Άρχισε την έρευνα. Μετακίνησε τα έπιπλα, έψαξε κάτω από το κρεβάτι και στην ντουλάπα. Ψηλάφησε προσεκτικά το στρώμα και τα μαξιλάρια. Ξεβίδωσε το τηλέφωνο και το καπάκι της τηλεόρασης για να κοιτάξει μέσα τους. Έλεγξε τα πλακάκια του δαπέδου και τα σοβατέπι. Τέλος, επιθεώρησε προσεκτικά το μπάνιο. Πέρα από αποδείξεις ελλιπούς καθαριότητας, δεν βρήκε τίποτε άλλο. Είχαν περάσει πέντε μήνες, ίσως κάτι να μετατοπίστηκε ή να πετάχτηκε. Βλαστήμησε ακόμα μια φορά τον εαυτό της που περίμενε τόσο πολύ προτού να ελέγξει τους σάκους του Ντέιβιντ. Καθισμένη καταγής, μισόγυμνη ακόμα, άρχισε να κρυώνει. Κουκουλώθηκε με το
286/1081
ξεθωριασμένο κάλυμμα του κρεβατιού κι απέμεινε έτσι, προσπαθώντας να μην αφήσει την απογοήτευσή της να κυριαρχήσει στη λογική της. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να δονείται το κινητό της. «Ώστε ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, πράκτορα Βέγκα;» Χρειάστηκε λίγη ώρα για να αναγνωρίσει τη γερμανική προφορά που συνόδευε εκείνη την εκνευριστική φωνή. «Σάλμπερ, ήλπιζα να σας ακούσω». «Τις αποσκευές του συζύγου σας τις έχει ακόμη η αστυνομία ή μπορώ να τους ρίξω μια ματιά;» «Αν διεξάγετε κάποια έρευνα, ζητήστε άδεια από το δικαστή». «Ξέρετε καλύτερα από μένα ότι η Ιντερπόλ μπορεί μόνο να βοηθήσει τις επίσημες δυνάμεις του νόμου σε μια χώρα. Δεν θα ήθελα να φέρω σε δύσκολη θέση τους συναδέλφους
287/1081
σας, θα τους γλίτωνα ευχαρίστως από ένα τέτοιο μπλέξιμο». «Δεν έχω να κρύψω τίποτα». Αυτός ο άνθρωπος της έδινε στα νεύρα. «Πού βρίσκεστε τώρα, Σάντρα; Μπορώ να σας λέω Σάντρα, σωστά;» «Όχι, και δεν είναι δική σας δουλειά». «Εγώ είμαι στο Μιλάνο. Μπορούμε να πάμε για έναν καφέ ή για ό,τι προτιμάτε». Η Σάντρα έπρεπε οπωσδήποτε να του αποκρύψει το γεγονός ότι βρισκόταν στη Ρώμη. «Γιατί όχι; Τι λέτε για αύριο το απόγευμα; Τουλάχιστον θα ξεκαθαρίσουμε αυτή την ιστορία». Ο Σάλμπερ έσκασε στα γέλια. «Νομίζω ότι εμείς οι δυο θα τα πάμε πολύ καλά». «Μην ξεγελιέστε. Δεν μ’ αρέσει ο τρόπος σας». «Φαντάζομαι ότι θα ζητήσατε από κάποιον ανώτερο σας να βρει πληροφορίες για μένα». Η Σάντρα δεν μίλησε.
288/1081
«Καλά κάνατε. Θα σας πει ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν τα παρατάει εύκολα». Η φράση αυτή τής ακούστηκε σαν απειλή. Δεν μπορούσε να τον αφήνει να την τρομάζει. «Πείτε μου, Σάλμπερ, πώς και βρεθήκατε στην Ιντερπόλ;» «Δούλευα στην αστυνομία της Βιένης. Ανθρωποκτονιών, Αντιτρομοκρατική, Δίωξη Ναρκωτικών: λίγο απ’ όλα. Τους τράβηξα την προσοχή και με ζήτησε η Ιντερπόλ». «Και με τι ασχολείστε στην Ιντερπόλ;» Η παύση του Σάλμπερ προκάλεσε αίσθηση, ο παιχνιδιάρικος τόνος του χάθηκε. «Ασχολούμαι με τους ψεύτες». Η Σάντρα κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. «Ξέρετε κάτι; Θα έπρεπε να σας κλείσω το τηλέφωνο κατάμουτρα κι όμως είμαι περίεργη να ακούσω τι έχετε να μου πείτε». «Θέλω να σας διηγηθώ μια ιστορία». «Αν το θεωρείτε απαραίτητο...»
289/1081
«Στη Βιένη είχα ένα συνάδελφο. Κάναμε έρευνα για συμμορία Σλάβων λαθρεμπόρων, αλλά εκείνος είχε την κακή συνήθεια να μη μοιράζεται τις πληροφορίες, γιατί είχε βαλθεί να κάνει καριέρα. Πήρε μια βδομάδα άδεια και μου είπε ότι θα πήγαινε κρουαζιέρα με τη γυναίκα του. Αντίθετα, πήγε και παρεισέφρησε μες στους εγκληματίες, αλλά εκείνοι τον ξεσκέπασαν. Τον βασάνιζαν για τρεις μέρες και τρεις νύχτες, έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα τον αναζητούσε, και μετά τον σκότωσαν. Αν έδειχνε εμπιστοσύνη, ίσως σήμερα να ζούσε ακόμα». «Ωραία ιστορία. Πάω στοίχημα ότι τη λέτε κάθε φορά που θέλετε να κάνετε εντύπωση σε μια κοπέλα», είπε η Σάντρα σαρκαστικά. «Σκεφτείτε το, όλοι χρειαζόμαστε κάποιον. Θα σας ξαναπάρω αύριο για εκείνον τον καφέ που λέγαμε». Έκλεισε. Η Σάντρα απέμεινε να αναρωτιέται τι ήθελε να πει με την τελευταία
290/1081
του φράση. Ο μόνος άνθρωπος που χρειαζόταν εκείνη δεν υπήρχε πια. Και ο Ντέιβιντ; Ποιον χρειαζόταν εκείνος; Ήταν βέβαιη ότι ήταν εκείνη ο παραλήπτης των ενδείξεων που είχε σκορπίσει ο Ντέιβιντ προτού χαθεί για πάντα; Όσο ακόμα ζούσε, την κρατούσε μακριά από την έρευνά του, δεν της είχε δώσει να καταλάβει ότι κινδύνευε. Ήταν όμως μόνος στη Ρώμη; Στο κινητό του Ντέιβιντ δεν υπήρχαν κλήσεις από ή προς άγνωστα νούμερα. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε έρθει σε επαφή με κανέναν. Αν όμως είχε δεχτεί κάποιου είδους βοήθεια; Αυτή η αμφιβολία έγινε πιο συγκεκριμένη όταν το βλέμμα τηζ έπεσε στο ραδιοπομπό. Αναρωτήθηκε τι τον ήθελε ο Ντέιβιντ. Και αν χρησίμευε για να έρχεται σε επικοινωνία με κάποιον; Σηκώθηκε και πλησίασε στο ράφι. Πήρε τον πομπό και τον κοίταξε με άλλο μάτι. Ήταν συντονισμένος στο κανάλι 81. Τσως να έπρεπε
291/1081
να τον κρατάει αναμμένο, μπορεί κάποιος να προσπαθούσε να έρθει σε επαφή μαζί της. Γύρισε το διακόπτη κι ανέβασε την ένταση. Δεν περίμενε βέβαια να ακούσε:, κάτι. Τον άφησε και πάλι στο ράφι και γύρισε προς τη βαλίτσα για να βγάλει τα ρούχα της. Εκείνη τη στιγμή ο πομπός άρχισε να εκπέμπει. Ήταν η ψυχρή και μονότονη φωνή μιας γυναίκας που έλεγε ότι στη βία Νομεντάνα γινόταν μια συμπλοκή ανάμεσα σε βαποράκια. Οι περίπολοι που βρίσκονταν στην περιοχή καλούνταν να επέμβουν. Η Σάντρα γύρισε και κοίταξε το ραδιοπομπό. Ήταν συντονισμένος στη συχνότητα που χρησιμοποιούσαν τα κεντρικά της αστυνομίας της Ρώμης για να επικοινωνούν με τα περιπολικά. Και τότε κατάλαβε και το νόημα εκείνων των διευθύνσεων στην ατζέντα του Ντέιβιντ.
292/1081
19:47 Ο Μάρκους γύρισε στη σοφίτα της βία ντέι Σερπέντι. Χωρίς να ανάψει φως ή να βγάλει το αδιάβροχο του, ξάπλωσε στο κρεβάτι και κουλουριάστηκε βάζοντας τα χέρια ανάμεσα στα γόνατα. Η κούραση της άγρυπνης νύχτας είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή και πλησίαζαν τα προειδοποιητικά συμπτώματα ακόμη μίας ημικρανίας. Ο θάνατος του ιδιωτικού ντετέκτιβ ήταν ένα αδιέξοδο στην έρευνά του. Τόσος κόπος για το τίποτα. Τι είχε πάρει από το χρηματοκιβώτιο του γραφείου του εκείνο το πρωί ο Ρανιέρι; Ό,τι κι αν ήταν, θα πρέπει να καταστράφηκε στη φωτιά του Subaru. Έτσι ο Μάρκους έβγαλε από την τσέπη του το φάκελο της υπόθεσης c.g. 796-74-8. Δεν του χρησίμευε πια. Τον πέταξε κάτω και τα φύλλα σκόρπισαν στο πάτωμα. Το φεγγάρι φώτισε τα πρόσωπα
293/1081
αυτών που είχαν εμπλακεί σε ένα φόνο πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια. Πολύς καιρός για να φτάσεις στην αλήθεια, σκέφτηκε. Θα του αρκούσε αυτή, αντί για τη δικαιοσύνη. Τώρα όμως έπρεπε να αρχίσει από την αρχή. Η προτεραιότητά του ήταν η Λάρα. Η Βαλέρια Αλτιέρι τον κοιτούσε από ένα απόκομμα εφημερίδας. Χαμογελούσε κομψότατη σε μια πρωτοχρονιάτικη φωτογραφία. Ξανθά μαλλιά, το φόρεμά της αναδείκνυε τέλεια τη σιλουέτα της. Μάτια προικισμένα με ένα μοναδικό μαγνητισμό. Είχε πληρώσει την τόση ομορφιά της με τη ζωή της. Αν ήταν μια λιγότερο εμφανίσιμη γυναίκα, ίσως ο θάνατός της να μην ενδιέφερε κανέναν. Ο Μάρκους βρέθηκε άθελά του να σκέφτεται τους λόγους για τους οποίους την είχαν επιλέξει οι δολοφόνοι. Ακριβώς όπως και τη Λάρα που, για κάποιο σκοτεινό λόγο, είχε προεπιλεγεί από τον Τζερεμάια Σμιθ.
294/1081
Έως εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν τη Βαλέρια ως τη μαμά του Ραφαέλε. Από τη στιγμή που είδε τα ματωμένα αποτυπώματα των μικρών ποδιών πάνω στην άσπρη μοκέτα της κρεβατοκάμαρας, δεν είχε καταφέρει να επικεντρωθεί μόνο σε αυτήν. Υπάρχει πάντα ένας λόγος, σκέφτηκε, για τον οποίο τραβάμε την προσοχή των άλλων. Στον ίδιο δεν τύχαινε, ήταν αόρατος. Αλλά η Βαλέρια Αλτιέρι ήταν περίοπτη. Η λέξη EVIL γραμμένη στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι. Οι πολυάριθμες μαχαιριές που είχαν δεχτεί τα θύματα. Ο φόνος που είχε γίνει μέσα στους τοίχους του σπιτιού. Όλα για να τραβήξουν την προσοχή. Η δολοφονία έκανε πάταγο όχι μόνο επειδή αφορούσε ένα μέλος της υψηλής κοινωνίας και τον εξίσου διάσημο εραστή της, αλλά και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο έγινε. Έμοιαζε σκηνοθέτη μένος επί τούτου για τις σκανδαλοθηρικές φυλλάδες, αν και κανένας
295/1081
παπαράτσι δεν απαθανάτισε τη σκηνή του εγκλήματος. Ένα θέαμα τρόμου. Ο Μάρκους κάθισε στο κρεβάτι. Κάτι. είχε αρχίσει να αναδύεται στο μυαλό του. Ανωμαλίες. Αναψε το φως και πήρε από το πάτωμα το προφίλ της Βαλέρια Αλτιέρι. Αυτό το τρανταχτό επώνυμο ανήκε στο σύζυγο, το πατρικό της ήταν Κολμέτι: όνομα μάλλον ακατάλληλο για να αναρριχηθεί στο τζετ σετ. Καταγόταν από μία μικροαστική οικογένεια, ο πατέρας της ήταν υπάλληλος. Είχε φοιτήσει στην Παιδαγωγική Ακαδημία, αλλά το μεγάλο της ταλέντο ήταν η ομορφιά της. Μια φυσική τάση να κάνει τους άντρες να χάνουν το μυαλό τους. Στα είκοσι της είχε προσπαθήσει να γίνει ηθοποιός του σινεμά, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν ρόλοι κομπάρσου. Ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί πόσοι δοκίμασαν να την οδηγήσουν στο κρεβάτι τους με την υπόσχεση ενός σημαντικού ρόλου. Μπορεί
296/1081
στην αρχή η Βαλέρια να πήγαινε. Πόσα κομπλιμέντα με διπλό νόημα, πόσα ανεπιθύμητα ψαχουλέματα, πόσες συνευρέσεις χωρίς ηδονή αναγκάστηκε να υποστεί για να πραγματοποιήσει το όνειρό της; Κι έπειτα, μπήκε μια μέρα στη ζωή της ο Γκουίντο Αλτιέρι. Ένα ωραίο παιδί, μερικά χρόνια μεγαλύτερος της. Από γνωστή και αξιοσέβαστη οικογένεια. Δικηγόρος με σίγουρο μέλλον. Η Βαλέρια ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να αγαπήσει αποκλειστικά έναν άντρα. Ο Γκουίντο βαθιά μέσα του γνώριζε ότι εκείνη η γυναίκα δεν θα ανήκε ποτέ σε κανέναν -ήταν πολύ εγωίστρια, ένιωθε πολύ όμορφη για να δοθεί σ’ έναν μόνον άντρα- κι όμως τη ζήτησε σε γάμο. Κι εκεί ξεκίνησαν όλα, σκέφτηκε ο Μάρκους, ενώ σηκωνόταν ψάχνοντας χαρτί και στιλό για να κρατήσει σημειώσεις. Ο γάμος ήταν απλώς η αρχή, η πρώτη πράξη μιας
297/1081
αλυσίδας γεγονότων επιφανειακά χαρούμενων και αξιοζήλευτων, αλλά που αναπόφευκτα θα οδηγούσαν στη σφαγή της κρεβατοκάμαρας. Βρήκε ένα μπλοκ. Στο πρώτο φύλλο σχεδίασε το σύμβολο του τριγώνου. Στο δεύτερο έγραψε EVIL. Η Βαλέρια Αλτιέρι αντιπροσώπευε όλα όσα ήθελαν οι άντρες, χωρίς ποτέ κανείς τους να τα έχει. Ο πόθος, ιδίως όταν είναι ανεξέλεγκτος, συχνά μας ωθεί σε κινήσεις για τις οποίες δεν θα θεωρούσαμε τον εαυτό μας ικανό. Διαφθείρει, καταστρέφει και μερικές φορές μπορεί να γίνει κίνητρο για φόνο. Ιδίως όταν μεταμορφώνεται και γίνεται κάτι επικίνδυνο. Μια εμμονή, σκέφτηκε ο Μάρκους, φέρνοντας στο νου του αυτή που τυραννούσε τον Ραφαέλε Αλτιέρι. Αν ο νεαρός κατατρυχόταν από την ιδέα μιας μητέρας που μετά βίας είχε γνωρίσει, ίσως και κάποιος άλλος να είχε νιώσει αυτή την αίσθηση. Και ποια είναι η μοναδική λύση
298/1081
σε αυτές τις περιπτώσεις; Ο Μάρκους φοβήθηκε να δώσει απάντηση. Το είπε χαμηλόφωνα. Μία και μόνη λέξη. «Αφανισμός». Εξοντώνεις το αντικείμενο που σε κατατρύχει, το καθιστάς ανίκανο να σε πληγώσει άλλο. Και βεβαιώνεσαι ότι αυτό θα ισχύει για πάντα. Για να φτάσεις στο σκοπό σου, σε μερικές περιπτώσεις δεν αρκεί ο θάνατος. Ο Μάρκους έκοψε από το μπλοκ τα φύλλα με το σύμβολο και τη λέξη. Τα κράτησε στα χέρια του, μεταφέροντας το βλέμμα του από το ένα στο άλλο, προσπαθώντας να συλλάβει το κλειδί που θα του ξεκλείδωνε εκείνο το μυστήριο. Ένιωσε πίσω του ένα ανύπαρκτο βλέμμα να τον διαπερνά. Στράφηκε και είδε ποιος τον παρατηρούσε. Ήταν η ίδια του η αντανάκλαση στο τζάμι του παραθύρου. Ωστόσο, ο
299/1081
άνθρωπος που απεχθανόταν να καθρεφτίζεται έμεινε ακίνητος αυτή τη φορά. Διάβασε την αντανάκλαση της επιγραφής -EVIL, το κακό- αλλά αντίστροφα. «Ένα θέαμα τρόμου», επανέλαβε μέσα του. Και κατάλαβε ότι το γυναικείο ουρλιαχτό που του είχε φανεί ότι ερχόταν από το γραφείο του Ρανιέρι δεν ήταν ηχητική παραίσθηση. Ήταν αληθινό. Η μεγάλη βίλα με τα κόκκινα τούβλα ήταν βυθισμένη στο πράσινο και στην ησυχία του αριστοκρατικού προαστίου Ολτζιάτα. Γύρω της ένας πυκνός κήπος με πελούζα και πισίνα. Το διώροφο σπίτι ήταν φωτισμένο. Ο Μάρκους διέσχισε το δρομάκι της εισόδου. Λίγοι ήταν οι εκλεκτοί που περνούσαν το φράχτη εκείνου του σπιτιού. Πάντως ο ίδιος δεν δυσκολεύτηκε να μπει. Κανένας συναγερμός δεν αντήχησε, κανένας ιδιωτικός φύλακας δεν τον κατάλαβε. Κι αυτό
300/1081
σήμαινε μόνον ένα πράγμα: Κάποιος στο εσωτερικό της βίλας περίμενε μια επίσκεψη. Η γυάλινη πόρτα ήταν ανοιχτή. Πέρασε το κατώφλι και βρέθηκε σε ένα κομψό σαλόνι. Καμία φωνή, κανένας θόρυβος. Στα δεξιά του υπήρχε μια σκάλα. Άρχισε να ανεβαίνει. Λπό κει και πέρα τα φώτα ήταν σβηστά, αλλά από ένα δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου φαίνονταν οι αναλαμπές μιας φωτιάς. Ο Μάρκους τις ακολούθησε, βέβαιος ότι στο τέλος αυτής της διαδρομής θα έβρισκε αυτό που έψαχνε. Ο άντρας ήταν στο γραφείο του' βουλιαγμένος σε μια δερμάτινη πολυθρόνα, με την πλάτη προς την πόρτα, μ' ένα ποτήρι κονιάκ στο χέρι. Δίπλα του, ένα αναμμένο τζάκι. Απέναντι του, όμως -για ακόμα μία φορά, όπως και στο γραφείο του Ρανιέρι- ο αταίριαστος συνδυασμός μιας plasma τηλεόρασης και ενός βίντεο.
301/1081
Ο άντρας κατάλαβε ότι δεν ήταν πια μόνος. «Τους έδιωξα όλους. Δεν είναι κανείς άλλος στο σπίτι». Ο δικηγόρος Γκουίντο Αλτιέρι φαινόταν να θέλει να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τη μοίρα του. «Πόσα θέλετε;» «Δεν θέλω χρήματα». Ο δικηγόρος έκανε να γυρίσει. «Ποιος είστε;» Ο Μάρκους τον εμπόδισε. «Αν δεν σας πειράζει, θα προτιμούσα να μη δείτε το πρόσωπό μου». Ο Αλτιέρι συμμορφώθηκε. «Δεν θέλετε να μου πείτε ποιος είστε, αλλά δεν ήρθατε για χρήματα. Τότε τι σας φέρνει στο σπίτι μου;» «Θέλω να καταλάβω». «Αν φτάσατε ως εδώ, ξέρετε ήδη τα πάντα». «Όχι ακόμα. Σκοπεύετε να με βοηθήσετε;» «Γιατί;» «Γιατί, πέρα από τη δική σας ζωή, μπορείτε να σώσετε και τη ζωή μιας αθώας».
302/1081
«Σας ακούω». «Πήρατε κι εσείς ένα ανώνυμο μήνυμα, σωστά; Ο Ρανιέρι είναι νεκρός, οι δυο δολοφόνοι εκτελέστηκαν με πιστόλι και μετά τους έκαψαν. Και τώρα, αναρωτιέστε αν ήμουν εγώ αυτός που έστειλε τα μηνύματα». «Αυτό που πήρα ανήγγελλε μια επίσκεψη για απόψε το βράδυ». «Δεν ήμουν εγώ και δεν βρίσκομαι εδώ για να σας κάνω κακό». Στο χέρι του Αλτιέρι το κρυστάλλινο ποτήρι αντανακλούσε τις φλόγες απ’ το τζάκι. Ο Μάρκους έκανε μια παύση προτού προχωρήσει στο θέμα του. «Στο φόνο μιας μοιχαλίδας ο πρώτος ύποπτος είναι πάντα ο σύζυγος». Είχε επαναλάβει τα λόγια του Κλεμέντε, αν και στην αρχή το συγκεκριμένο κίνητρο του είχε φανεί υπερβολικά προφανές. «Το έγκλημα την παραμονή μιας θρησκευτικής γιορτής, μια νύχτα με νέα σελήνη... Όλα συμπτώσεις». Οι άνθρωποι μερικές φορές
303/1081
αφήνονται να παρασυρθούν από δεισιδαιμονίες, σκέφτηκε. Και για να γεμίσουν το κενό της αμφιβολίας, είναι διατεθειμένοι να πιστέψουν σε οτιδήποτε. «Καμία τελετουργία, καμία σέχτα. Η λέξη πάνω απ’ το κρεβάτι, EVIL, δεν ήταν μια απειλή αλλά μια υπόσχεση... Αντίστροφα διαβάζεται LIVE, “ζωντανά”. Ένα αστειάκι ίσως, μα ίσως και όχι... Ένα μήνυμα που έπρεπε να φτάσει μέχρι το Λονδίνο, όπου βρισκόσασταν εσείς: η δουλειά είχε γίνει όπως ζητήθηκε, μπορούσατε να γυρίσετε σπίτι... Εκείνα τα σημάδια στη μοκέτα, το εσωτεριστικό τρίγωνο δεν ήταν διόλου σύμβολο. Κάτι είχε τοποθετηθεί πάνω στη λίμνη του αίματος δίπλα στο κρεβάτι και στη συνέχεια μετατοπίστηκε στην άλλη μεριά. Απλό. Κάτι με τρία πόδια κι ένα μόνο μάτι. Μια βιντεοκάμερα πάνω σ’ ένα τρίποδο, που άλλαζε γωνία λήψης». Ο Μάρκους ξανασκέφτηκε το ουρλιαχτό της γυναίκας που είχε ακούσει να βγαίνει από το
304/1081
γραφείο του Ρανιέρι. Δεν ήταν ηχητική παραίσθηση. Ήταν η Βαλέρια Αλτιέρι. Προερχόταν από τη βιντεοκασέτα που ο ιδιωτικός ντετέκτιβ φύλαγε στο χρηματοκιβώτιό του και είχε παρακολουθήσει προτού την πάρει μαζί του μες στη δερμάτινη τσάντα. «Ο Ρανιέρι οργάνωσε το φόνο, εσείς απλώς τον παραγγείλατε. Αλλά έπειτα από το ανώνυμο σημείωμα κι εκείνα τα πτώματα, ο ντετέκτιβ ήταν πια βέβαιος ότι κάποιος ήξερε την αλήθεια. Ένιωθε κυνηγημένος, φοβόταν ότι ήθελαν να τον καθαρίσουν. Έγινε παρανοϊκός. Επέστρεψε τρέχοντας στο γραφείο του, έκαψε το σημείωμα. Αν κάποιος είχε εντοπίσει τους δολοφόνους έπειτα από είκοσι χρόνια, μπορούσε μέχρι και να είχε αντικαταστήσει την κασέτα μέσα στο χρηματοκιβώτιο και ο Ρανιέρι βεβαιώθηκε προτού την πάρει μαζί του...
305/1081
Πείτε μου, η κασέτα που είχε ο ντετέκτιβ ήταν αντίγραφο ή το πρωτότυπο;» «Γιατί με ρωτάτε;» «Γιατί καταστράφηκε στην πυρκαγιά του αυτοκινήτου του. Και δίχως εκείνη δεν θα αποδοθεί ποτέ δικαιοσύνη». «Ένα θλιβερό παιχνίδι της μοίρας», σχολίασε σαρκαστικά ο Αλτιέρι. Ο Μάρκους παρατήρησε το βίντεο που υπήρχε κάτω την τηλεόραση. «Ήταν μια δική σας απαίτηση, σωστά; Δεν σας αρκούσε ο θάνατος της γυναίκας σας. Όχι, έπρεπε να τον δείτε. Ακόμα και με τον κίνδυνο να θεωρηθείτε κορόιδο: ο συζυγός που προδίδεται από τη σύζυγο, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στο εξωτερικό, μέσα στο οικογενειακό σπίτι, στο συζυγικό κρεβάτι. Θα γινόσασταν περίγελος, ρεζίλι των σκυλιών, αλλά στο τέλος θα παίρνατε την εκδίκησή σας». «Δεν καταλαβαίνετε».
306/1081
«Εδώ θα σας εκπλήξω. Για εσάς η Βαλέρια ήταν μια έμμονη ιδέα. Το διαζύγιο δεν ήταν αρκετό. Δεν θα μπορούσατε να την ξεχάσετε». «Ήταν μία από εκείνες τις γυναίκες που σου παίρνουν το μυαλό. Μερικοί άντρες γοητεύονται απ’ αυτά τα πλάσματα. Ακόμα κι αν ξέρουν ότι στο τέλος θα οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή. Μοιάζουν γλυκές, αξιαγάπητες, μόνο και μόνο επειδή σου χαρίζουν τ’ απομεινάρια της προσοχής τους. Κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι μπορείς ακόμα να σωθείς, να έχεις στο πλευρό σου μια άλλη γυναίκα που θα σ’ αγαπά στ’ αλήθεια, παιδιά, μια οικογένεια. Αλλά τότε πρέπει να διαλέξεις: ή εσύ ή εκείνη». «Γιατί θελήσατε να το δείτε;» «Γιατί θα ήταν σαν να τη σκότωνα εγώ. Αυτό ήθελα να νιώσω». Για να επιστρέφει σαν τον απόηχο μιας ευχάριστης ανάμνησης, σκέφτηκε ο Μάρκους. «Κι έτσι, κάθε τόσο, όταν ήσασταν μόνος στο
307/1081
σπίτι, όπως τώρα, καθόσασταν σ’ αυτή την ωραία πολυθρόνα, βάζατε ένα κονιάκ και παρακολουθούσατε αυτή την κασέτα». «Οι εμμονές δεν χάνονται εύκολα». «Και κάθε φορά που τη βλέπατε, τι νιώθατε; Ηδονή;» Ο Γκουίντο Αλτιέρι χαμήλωσε τα μάτια. «Κάθε φορά μετάνιωνα... που δεν το έκανα εγώ». Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι, ένιωθε οργή και δεν του άρεσε. «Ο Ρανιέρι στρατολόγησε τους εκτελεστές, πιθανότατα δυο τυχαίους εγκληματίες. Η επιγραφή με το αίμα ήταν ερασιτεχνισμός, αλλά το σύμβολο στη μοκέτα ήταν μια εύνοια της τύχης. Ένα λάθος που θα μπορούσε να αποκαλύψει την ύπαρξη της βιντεοκάμερας, αλλά, αντίθετα, μεταμορφώθηκε σε ένα απρόσμενο πλεονέκτημα, περιπλέκοντας τα πάντα», Ο Μάρκους γέλασε με τον εαυτό του που σκέφτηκε το σατανισμό σαν εξήγηση εκείνης
308/1081
της ιστορίας, ενώ η αλήθεια ήταν πολύ πιο κοινότοπη. «Εσείς όμως καταλάβατε τα πάντα». «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά, το ξέρατε;» «Ασφαλώς, μα τι σχέση έχει αυτό;» «Ένας σκύλος δεν μπορεί να δει το ουράνιο τόξο. Και κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να του εξηγήσει τι είναι τα χρώματα. Αλλά εσείς κι εγώ ξέρουμε ότι υπάρχουν το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε. Ποιος μας λέει ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για τους ανθρώπους; Μπορεί να υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούμε να δούμε. Όπως το κακό. Ξέρουμε ότι υπάρχει, μόνον όταν εκδηλώνεται και είναι πια πολύ αργά». «Κι εσείς γνωρίζετε το κακό;» «Εγώ γνωρίζω τους ανθρώπους. Και βλέπω τα σημάδια». «Ποια;» «Ξυπόλητα ποδαράκια που περπατούν στο αίμα...»
309/1081
«Ο Ραφαέλε δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί εκείνη τη νύχτα». Ο Αλτιέρι έκανε μια οργισμένη χειρονομία. «Έπρεπε να είχε πάει στη μητέρα της Βαλέρια, που όμως ήταν άρρωστη. Μα εγώ δεν το ήξερα». «Κι έτσι βρισκόταν μες στο σπίτι. Κι έμεινε εκεί δυο μέρες. Ολομόναχος». Ο δικηγόρος σώπασε και ο Μάρκους κατάλαβε ότι η αλήθεια τού έκανε κακό. Κάπου μέσα του χάρηκε που ο άνθρωπος αυτός μπορούσε ακόμα να εκφράζει ένα αναγνωρίσιμο ανθρώπινο συναίσθημα. «Όλα αυτά τα χρόνια ο Ρανιέρι είχε αναλάβει να παραπλανά το γιο σας που συνέχιζε να ερευνά το θάνατο της μητέρας του. Όμως κάποια στιγμή ο Ραφαέλε άρχισε να παίρνει παράξενα ανώνυμα σημειώματα που υπόσχονταν να τον οδηγήσουν στην αλήθεια». Ένα απ’ αυτά τον έφερε σε μένα, σκέφτηκε ο Μάρκους, αν και δεν ήξερε για ποιο λόγο μπλέχτηκε σε εκείνη την ιστορία.
310/1081
«Αρχικά, ο γιος σας έδιωξε τον ντετέκτιβ. Πριν από μία εβδομάδα κατάφερε να βρει τους δολοφόνους, τους παρέσυρε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο και τους σκότωσε. Θα πρέπει να έκανε το ίδιο και με τον Ρανιέρι, σαμποτάροντας το αυτοκίνητό του. Επομένως, αυτός είναι που θα έρθει εδώ. Εγώ απλώς προηγήθηκα». «Αν δεν ήσασταν εσείς, ποιος τα μηχανεύτηκε όλα αυτά;» «Δεν ξέρω, αλλά πριν από είκοσι τέσσερις ώρες ένας κατά συρροήν δολοφόνος ονόματι Τζερεμάια Σμιθ βρέθηκε ετοιμοθάνατος μ’ ένα τατουάζ στο θώρακα που έλεγε: Σκότωσε με. Στο πλήρωμα του ασθενοφόρου που τον παρέλαβε ήταν και η αδελφή ενός από τα θύματά του. Θα μπορούσε να πάρει εκδίκηση. Πιστεύω ότι κι ο Ραφαέλε έχει την ίδια ευκαιρία». «Γιατί σας ενδιαφέρει τόσο να μου σώσετε τη ζωή;»
311/1081
«Όχι μόνον τη δική σας. Αυτός ο κατά συρροήν δολοφόνος έχει απαγάγει μια φοιτήτρια, τη Λάρα. Την κρατάει κάπου αιχμάλωτη, αλλά βρίσκεται σε κώμα και δεν μπορεί να μιλήσει». «Είναι η αθώα που αναφέρατε πριν από λίγο;» «Αν βρω ποιος τα οργάνωσε όλα αυτά, μπορώ ακόμα να τη σώσω». Ο δικηγόρος Αλφιέρι έφερε στα χείλη του το ποτήρι με το κονιάκ. «Δεν ξέρω πώς να σας βοηθήσω». «Σε λίγο ο Ραφαέλε θα είναι εδώ, πιθανόν αναζητώντας εκδίκηση. Καλέστε την αστυνομία και παραδοθείτε. Εγώ θα περιμένω το γιο σας και θα προσπαθήσω να τον πείσω να μου μιλήσει. Ίσως να ξέρει κάτι που θα μου φανεί χρήσιμο». «Θα πρέπει να τα ομολογήσω όλα στην αστυνομία;» Από τον κοροϊδευτικό τόνο του ήταν φανερό ότι ο δικηγόρος δεν είχε καμία
312/1081
τέτοια πρόθεση. «Κι εσείς ποιος είστε; Πώς να σας εμπιστευτώ αν δεν μου το πείτε;» Ο Μάρκους μπήκε στον πειρασμό να απαντήσει. Αν αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, θα παραβίαζε τους κανόνες του. Ετοιμαζόταν να του το πει, όταν ακούστηκε ο πυροβολισμός. Γύρισε. Πίσω του, ο Ραφαέλε κρατούσε προτεταμένο το όπλο. Ήταν στραμμένο προς την πολυθρόνα όπου καθόταν ο πατέρας του. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το δέρμα και τη γέμιση. Ο Αλτιέρι είχε γείρει μπροστά, αφήνοντας να του πέσει το ποτήρι με το κονιάκ. Ο Μάρκους ήθελε να ρωτήσει το νεαρό γιατί πυροβόλησε, αλλά κατάλαβε ότι, αντί της δικαιοσύνης, είχε προτιμήσει την εκδίκηση. «Σ’ ευχαριστώ που τον έκανες να μιλήσει», είπε ο Ραφαέλε. Και ο Μάρκους κατάλαβε ποιος ήταν ο ρόλος του στην όλη ιστορία. Αυτός ήταν ο λόγος που κάποιος τους είχε βάλει να
313/1081
συναντηθούν στο σπίτι της Λάρα. Έπρεπε να προσφέρει το κομμάτι του παζλ που έλειπε: την ομολογία του πατέρα του. 0 Μάρκους ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει κάτι, ελπίζοντας να βρει τι συνέδεε εκείνη την εικοσάχρονη ιστορία, τον Τζερεμάια Σμιθ και την εξαφάνιση της Λάρα. Όμως πριν προλάβει να μιλήσει, άκουσε τον ήχο που ερχόταν από μακριά. 0 Ραφαέλε τού χαμογέλασε. Ήταν οι σειρήνες της αστυνομίας. Την είχε καλέσει ο ίδιος, αλλά δεν κουνήθηκε. Αυτή τη φορά θα αποδιδόταν ολοκληρωτική δικαιοσύνη. Ακόμα και σε αυτό ήθελε να είναι διαφορετικός απ’ τον πατέρα του. Ο Μάρκους ήξερε ότι του έμεναν μόνο λίγα λεπτά. Είχε πολλά ερωτήματα, αλλά έπρεπε να φύγει. Δεν έπρεπε να τον βρουν εκεί. Κανείς δεν έπρεπε να πληροφορηθεί την ύπαρξή του. 20:35
314/1081
Αφού έβαλε στην τσάντα ό,τι της χρειαζόταν, η Σάντρα κατάφερε να μπει σ’ ένα ταξί κοντά στη βία Τζολίτι. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό και μετά, καθισμένη στο πίσω κάθισμα, επανέλαβε νοερά το σχέδιό της. Διέτρεχε τεράστιο κίνδυνο. Αν ανακάλυπταν τον πραγματικό σκοπό της, σίγουρα θα την έδιωχναν από την υπηρεσία. Το αυτοκίνητο πέρασε την πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα και μπήκε στη βία Νατσιονάλε. Δεν ήξερε καλά τη Ρώμη. Για κάποιον σαν κι αυτήν, γεννημένο και μεγαλωμένο στο Βορρά, η πόλη εκείνη ήταν άγνωστος τόπος. Ίσως υπερβολικά όμορφη. Κάπως σαν τη Βενετία, που πάντα της φαινόταν ότι κατοικείται μόνον από τουρίστες. Ήταν δύσκολο να σκεφτείς ότι κάποιοι ζούσαν στ’ αλήθεια σε τέτοιους τόπους· ότι δούλευαν, έβγαιναν για ψώνια, πήγαιναν τα παιδιά τους στο σχολείο, αντί να
315/1081
περνούν το χρόνο τους θαυμάζοντας τη λαμπρότητα γύρω τους. Το ταξί έστριψε στη βία Σαν Βιτάλε. Η Σάντρα κατέβηκε μπροστά στην Αστυνομική Διεύθυνση. Όλα θα πάνε καλά, είπε μέσα της. Έδειξε το σήμα της στον αστυνομικό της υποδοχής και ζήτησε να μιλήσει με τον αρμόδιο του Αρχείου. Της είπαν να περιμένει στην αίθουσα αναμονής, ενώ προσπαθούσαν να τον βρουν στο τηλέφωνο. Ύστερα από μερικά λεπτά ήρθε να την παραλάβει ένας κοκκινομάλλης συνάδελφος, με τα μανίκια του πουκαμίσου του σηκωμένα και το στόμα γεμάτο. «ΓΙώς μπορώ να σας βοηθήσω, πράκτορα Βέγκα;» είπε μασουλώντας. Από τα ψίχουλα που είχε στο πουκάμισο φαινόταν πως μάλλον έτρωγε σάντουιτς. Η Σάντρα επιστράτευσε το πιο φιλικό χαμόγελό της. «Ξέρω ότι είναι αργά, όμως ο
316/1081
προϊστάμενός μου με έστειλε στη Ρώμη σήμερα το απόγευμα. Έπρεπε να ειδοποιήσω, αλλά δεν είχα χρόνου. Ο κοκκινομάλλης συνάδελφος κούνησε το κεφάλι του μάλλον αδιάφορα. «Εντάξει, αλλά περί τίνος πρόκειται;» «Μια έρευνα». «Συγκεκριμένη υπόθεση ή...» «Μια στατιστική μελέτη για τη συχνότητα των βίαιων εγκλημάτων στον κοινωνικό ιστό και την ικανότητα επέμβασης των αστυνομικών δυνάμεων, με έμφαση στις διαφορές προσέγγισης μεταξύ Ρώμης και Μιλάνου», είπε με μια ανάσα. Ο άντρας ζάρωσε το κούτελό του. Από τη μια, δεν έδειχνε να τη ζηλεύει: ήταν το είδος των καθηκόντων που συνήθως έκρυβαν μια τιμωρία ή μια κανονική αγγαρεία από την πλευρά ενός προϊσταμένου. Από την άλλη, δεν καταλάβαινε σε τι αποσκοπούσε. «Μα ποιος ενδιαφέρεται;»
317/1081
«Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι ο διευθυντής πρόκειται να συμμετάσχει σε ένα συνέδριο σε λίγες μέρες. Προφανώς θα του χρησιμέψει για την εισήγησή του». Ο αστυνομικός είχε αρχίσει να μαντεύει ότι η υπόθεση θα τραβούσε σε μάκρος και δεν ήθελε να καταστρέψει την ήρεμη νυχτερινή του βάρδια με τέτοιες αγγαρείες. Η Σάντρα το διάβασε στο πρόσωπό του. «Μπορώ να δω την υπηρεσιακή σας εντολή, πράκτορα Βέγκα;» Χρησιμοποίησε ένα γραφειοκρατικό και επιτακτικό τόνο, που προοιωνιζόταν μια άρνηση. Όμως εκείνη το είχε προβλέψει. Τον πλησίασε εμπιστευτικά και του μίλησε χαμηλόφωνα. «Άκου, συνάδελφε, μεταξύ μας, δεν μου πάει με τίποτα να περάσω όλη τη νύχτα στο Αρχείο μόνο και μόνο για να ικανοποιηθεί αυτός ο μαλάκας ο προϊστάμενός μου, ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις». Ένιωσε τρομερά ένοχη που τον περιέγραψε με αυτόν
318/1081
τον τρόπο, μα ελλείψει υπηρεσιακής εντολής έπρεπε ν’ αναφέρει κάποιον ανώτερο. «Κοίτα τι θα κάνουμε. Θα σου αφήσω μια λίστα με όλα όσα πρέπει να ψαχτούν κι εσύ μου τα βρίσκεις μόλις μπορέσεις, με την ησυχία σου». Η Σάντρα τού έβαλε στα χέρια ένα τυπωμένο φύλλο. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας κατάλογος με τα τουριστικά αξιοθέατα που της είχε ετοιμάσει ο θυρωρός του ξενοδοχείου. Ήξερε ότι θα ήταν αρκετό να δει ο συνάδελφός της την έκταση του για να πάψει να προβάλλει οποιοδήποτε εμπόδιο. Πράγματι, ο αστυνομικός τής επέστρεψε τη λίστα. «Περίμενε μια στιγμή». Είχε περάσει κι αυτός στον ενικό. «Εγώ δεν θα ήξερα από πού ν’ αρχίσω. Απ’ όσο κατάλαβα, πρόκειται για λεπτή έρευνα. Νομίζω ότι είσαι πιο κατάλληλη». «Μα δεν ξέρω τι μέθοδο καταλογογράφησης ακολουθείτε», τον πίεσε.
319/1081
«Δεν υπάρχει πρόβλημα, μπορώ να σου εξηγήσω πώς γίνεται, είναι πολύ εύκολο». Η Σάντρα έδειξε όλη την ενόχλησή της, υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό και κουνώντας το κεφάλι. «Σύμφωνοι, αλλά θα ήθελα να ξαναφύγω για το Μιλάνο αύριο το πρωί ή το πολύ το απόγευμα. Γι’ αυτό, αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να αρχίσω αμέσως». «Μα βέβαια», συμφώνησε εκείνος, ξαφνικά πολύ συνεργάσιμος. Και της έδειξε το δρόμο. Μία ψηλοτάβανη σάλα με πλούσιες τοιχογραφίες, όπου υπήρχαν έξι γραφεία με ισάριθμα κομπιούτερ. Αυτό ήταν όλο το Αρχείο. Τα χαρτιά του Αρχείου είχαν μεταφερθεί σε μια βάση δεδομένων που βρισκόταν σε ένα σέρβερ δυο ορόφους παρακάτω, στα υπόγεια. Το μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης χρονολογούνταν από το 19ο αιώνα. Ήταν σαν να δουλεύεις μέσα σε ένα έργο τέχνης. Ένα
320/1081
από τα πλεονεκτήματα της Ρώμης, σκέφτηκε η Σάντρα, καθώς ύψωνε το βλέμμα της στο ταβάνι. Καθόταν σε ένα από τα κομπιούτερ, τα άλλα ήταν κενά. Το μόνο φως προερχόταν από μια λάμπα που υπήρχε δίπλα της και δημιουργούσε γύρω της μια ευχάριστη σκιά. Μέσα σε εκείνη τη σιωπή, κάθε θόρυβος αναπηδούσε από τοίχο σε τοίχο, ενώ απέξω άρχιζε να ακούγεται η βουή μιας νέας καταιγίδας. Συγκεντρώθηκε στο τερματικό που είχε μπροστά της. Ο συνάδελφος με τα κόκκινα μαλλιά είχε χρειαστεί μόλις λίγα λεπτά για να της εξηγήσει πώς να μπει στο σύστημα. Αφού της έδωσε τους προσωρινούς κωδικούς ασφαλείας, έγινε καπνός. Η Σάντρα έβγαλε από την τσάντα της την παλιά ατζέντα του Ντέιβιντ με το δερμάτινο εξώφυλλο. Ο άντρας της είχε περάσει τρεις εβδομάδες στη Ρώμη και στις σελίδες που
321/1081
αναφέρονταν σε εκείνη την περίοδο μπορούσε να μετρήσει καμιά εικοσαριά διευθύνσεις, οι οποίες στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο χάρτη της πόλης. Κάθε φορά που τα κεντρικά ειδοποιούσαν τα περιπολικά για ένα έγκλημα, ο Ντέιβιντ πιθανότατα πήγαινε επί τόπου. Γιατί; Τι έψαχνε; Η Σάντρα πήγε στη σελίδα όπου ήταν σημειωμένη η πρώτη διεύθυνση, και την έβαλε μαζί με την ημερομηνία στη μηχανή αναζήτησης του αρχείου. Χρειάστηκαν ελάχιστα δευτερόλεπτα για να εμφανιστεί η απάντηση στην οθόνη. «Βία Ερόντε Άτικο. Φόνος μίας γυναίκας από τον εραστή της». Άνοιξε το έγγραφο και διάβασε τη σύντομη περίληψη της υπόθεσης. Πάνω στον καβγά χάθηκε ο έλεγχος. Ο άντρας, ένας Ιταλός, μαχαίρωσε την Περουβιανή σύντροφό του και το έσκασε. Ακόμα τον καταζητούσαν. Χωρίς να καταλαβαίνει γιατί να ενδιέφερε τον
322/1081
Ντέιβιντ αυτή η ιστορία, η Σάντρα αποφάσισε να βάλει μια άλλη διεύθυνση μαζί με την ημερομηνία στη μηχανή αναζήτησης. «Βία ντελ’ Ασουντσιόνε. Ληστεία και φόνος άνευ προμελέτης». Μια ηλικιωμένη είχε δεχτεί επίθεση στο σπίτι της. Οι ληστές την είχαν δέσει και φιμώσει, η γυναίκα πέθανε από ασφυξία. Όσο κι αν προσπαθούσε, η Σάντρα δεν κατάφερνε να δει πώς αυτό συνδεόταν με την ιστορία της βία Ερόντε Άτικο. Χώροι και πρωταγωνιστές ήταν διαφορετικοί, όπως και οι περιστάσεις στις οποίες συνέβησαν αυτοί οι βίαιοι θάνατοι. Συνέχισε: άλλη διεύθυνση, άλλη ημερομηνία. «Κόρσο Τριέστε. Ανθρωποκτονία έπειτα από συμπλοκή». Είχε γίνει νύχτα, σε μια στάση λεωφορείου. Δύο άγνωστοι ήρθαν στα χέρια για ασήμαντη αφορμή. Έπειτα, ο ένας από τους δύο τράβηξε μαχαίρι.
323/1081
Και αυτό πού κολλάει τώρα; αναρωτήθηκε όλο και πιο σαστισμένη. Δεν κατάφερνε να βρει μια σχέση ανάμεσα στα τρία επεισόδια ούτε και με τα υπόλοιπα που ανέλυε καθώς προχωρούσε με την έρευνά της. Ήταν πάντα αιματηρές ιστορίες με ένα ή περισσότερα θύματα. Ένας παράξενος χάρτης εγκλημάτων. Μερικά είχαν διαλευκανθεί, άλλα όχι. Όλα όμως συνοδεύονταν από σειρές φωτογραφιών. Η δουλειά της ήταν να καταλαβαίνει τη σκηνή του εγκλήματος βάσει εικόνων, έτσι δεν τα πολυκατάφερνε με τη μελέτη των φακέλων και των γραπτών εκθέσεων. Προτιμούσε μια οπτική προσέγγιση και, μια και υπήρχε φωτογραφικό υλικό σε όλες τις υποθέσεις, αποφάσισε να επικεντρωθεί στις εικόνες που είχαν συγκεντρώσει οι συνάδελφοι φωτογράφοι.
324/1081
Η εξέταση δεν ήταν απλή: είκοσι ανθρωποκτονίες σήμαιναν εκατοντάδες φωτογραφίες. Άρχισε να τις κοιτάζει στο μόνιτορ. Χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει το αντικείμενο της έρευνας, θα της έπαιρνε μέρες και ο Ντέιβιντ δεν της είχε αφήσει άλλες ενδείξεις. Διάολε, Φρεντ, γιατί τόσο μυστήριο; Δεν μπορούσες να μου αφήσεις ένα γράμμα με οδηγίες; Τι θα σου κόστιζε, αγάπη μου; Ήταν εκνευρισμένη, πεινούσε, είχε είκοσι τέσσερις ώρες να κοιμηθεί και, από τη στιγμή που ήρθε στην Αστυνομική Διεύθυνση, ήθελε να κατουρήσει. Την τελευταία μέρα, ένας αξιωματικός της Ιντερπόλ είχε υπονομεύσει την εμπιστοσύνη της απέναντι στον Ντέιβιντ, είχε ανακαλύψει ότι ο άντρας της δεν πέθανε σε δυστύχημα, αλλά δολοφονήθηκε, ο δολοφόνος την είχε απειλήσει μεταμορφώνοντας το τραγούδι που συνδεόταν
325/1081
με την πιο όμορφη ανάμνηση της ζωής της σε μια μακάβρια πένθιμη ψαλμωδία. Ήταν σίγουρα πάρα πολλά για μόνο μία μέρα. Έξω ξανάρχισε να βρέχει. Η Σάντρα έγειρε κι ακούμπησε το κεφάλι στο τραπέζι. Έκλεισε τα μάτια και για μια στιγμή έπαψε να σκέφτεται. Ένιωθε πάνω της το βάρος μιας τεράστιας ευθύνης. Η απόδοση της δικαιοσύνης δεν ήταν ποτέ απλή, γι’ αυτό και είχε διαλέξει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Όμως άλλο να αποτελείς ένα γρανάζι στο μηχανισμό, να συνεισφέρεις με τη δουλειά σου, και άλλο το αποτέλεσμα να εξαρτάται αποκλειστικά από σένα. Δεν το αντέχω, σκέφτηκε. Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπάει το κινητό της. Ο θόρυβος αντήχησε μες στο αδειανό δωμάτιο, κάνοντάς τη να τιναχτεί. «Είμαι ο Ντε Μικέλις. Ξέρω τα πάντα».
326/1081
Για μια στιγμή φοβήθηκε ότι ο προϊστάμενός της είχε πληροφορηθεί ότι χρησιμοποίησε χωρίς την έγκρισή του το όνομά του κι ότι βρισκόταν εκεί χωρίς επίσημη άδεια. «Μπορώ να σου εξηγήσω», είπε αμέσως η Σάντρα. «Τι; Όχι, περίμενε, άσε με να μιλήσω. Βρήκα τον πίνακα!» 11 ευφορία στη φωνή του επιθεωρητή κατάφερε να την ηρεμήσει. «Το παιδί που τρέχει έντρομο είναι ένα από τα πρόσωπα ενός πίνακα του Καραβάτζιο: Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου». Η Σάντρα ήλπιζε η λεπτομέρεια αυτή να της αποκάλυπτε κάτι. Περίμενε περισσότερα, αλλά δεν είχε το κουράγιο να παγώσει τον ενθουσιασμό του Ντε Μικέλις. «Φτιάχτηκε ανάμεσα στο 1600 και το 1601. Η αρχική παραγγελία ήταν για τοιχογραφία, αλλά μετά ο καλλιτέχνης προτίμησε λάδι σε
327/1081
μουσαμά. Αποτελεί μέρος ενός εικονογραφικού κύκλου για τον άγιο Ματθαίο, που περιλαμβάνει και την Έμπνευση και την Κλήση. Οι τρεις πίνακες βρίσκονται στη Ρώμη, στο παρεκκλήσιο Κονταρέλι, στο εσωτερικό της εκκλησίας του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Μα όλα αυτά δεν τη βοηθούσαν και δεν ήταν αρκετά. Έπρεπε να μάθει περισσότερα. Άνοιξε τον browser κι έψαξε τον πίνακα στις εικόνες της Google. Εμφανίστηκε στην οθόνη της. Απεικόνιζε τη σκηνή όπου σκοτώνεται ο άγιος Ματθαίος. Ο δήμιός του τον κοιτάζει με μίσος κρατώντας ένα σπαθί. Ο άγιος είναι πεσμένος κάτω. Προσπαθεί να σταματήσει το δολοφόνο του με το ένα χέρι, μα το άλλο είναι αφημένο στο πλάι, σαν να αποδέχεται το μαρτύριο που τον περιμένει. Γύρω τους, υπάρχουν κι άλλα πρόσωπα, κι ανάμεσά τους το έντρομο παιδί.
328/1081
«Μια παράξενη λεπτομέρεια του πίνακα», συνέχισε ο Ντε Μικέλις. «Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρακολουθούν τη σκηνή ο Καραβάτζιο ζωγράφισε και τον εαυτό του». Η Σάντρα αναγνώρισε την αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη πάνω αριστερά. Μεμιάς, της ήρθε μια έμπνευση. Η σκηνή που απεικόνιζε ο πίνακας ήταν μια σκηνή εγκλήματος. «Ντε Μικέλις, πρέπει να κλείσω». «Μα πώς, δεν θα μου πεις ούτε πώς πάνε τα πράγματα;» «Όλα καλά, ησύχασε». Ο επιθεωρητής μούγκρισε κάτι ακατάληπτο. «Θα σε πάρω αύριο. Κι ευχαριστώ, είσαι φίλος». Έκλεισε χωρίς να περιμένει απάντηση. Ήταν πολύ σημαντικό. Τώρα ήξερε τι έπρεπε να ψάξει. Η διαδικασία της φωτογράφησης προέβλεπε ότι, εκτός από τη σκηνή του
329/1081
εγκλήματος, έπρεπε να απαθανατιστούν κι άλλες συνθήκες. Η κατάσταση των χώρων και κυρίως, στις περιπτώσεις όπου ο υπεύθυνος δεν βρισκόταν ακόμα στα χέρια του νόμου, το πλήθος των περίεργων που συνήθως μαζευόταν πίσω από την ταινία της αστυνομίας. Πράγματι, μπορεί μπλεγμένος ανάμεσα στους κοινούς πολίτες, να βρισκόταν και ο δράστης του εγκλήματος, που είχε έρθει να ελέγξει την εξέλιξη των ερευνών. Το αξίωμα, βάσει του οποίου ο δολοφόνος επιστρέφει πάντα στον τόπο του εγκλήματος, μερικές φορές ίσχυε. Αρκετοί είχαν συλληφθεί χάρη σε αυτό. Η Σάντρα διέτρεξε τις φωτογραφίες των είκοσι εγκλημάτων που είχε σημειώσει ο Ντέιβιντ στην ατζέντα του και συγκεντρώθηκε ακριβώς σε εκείνες που έδειχναν τους περίεργους, αναζητώντας ένα πρόσωπο ανάμεσά τους. Κάποιον που, όπως ο
330/1081
Καραβάτζιο στον πίνακα, έκρυβε την ταυτότητά του μες στο πλήθος. Στάθηκε στη δολοφονία μιας πόρνης: η φωτογραφία απεικόνιζε τη στιγμή που ανάσερναν το πτώμα της από τη λιμνούλα της EUR. Οι διασώστες το τραβούσαν στην όχθη. Τα φανταχτερά πολύχρωμα ρούχα της γυναίκας έρχονταν σε αντίθεση με την γκριζάδα του θανάτου που ήδη είχε σκεπάσει σαν πατίνα τη νεανική επιδερμίδα της. Στην έκφραση του προσώπου της η Σάντρα νόμισε ότι διέκρινε αμηχανία και ντροπή για εκείνη την έκθεσή της στο ανελέητο φως της μέρας και στα εξεταστικά βλέμματα μιας χούφτας θεατών. Η Σάντρα μπορούσε να φανταστεί τα αιχμηρά σχόλιά τους. Πήγαινε γυρεύοντας. Αν έκανε άλλη ζωή, δεν θα καταντούσε έτσι. Και μετά τον είδε. Ο άντρας στεκόταν λίγο παράμερα ατά τους άλλους. Ήταν στο πεζοδρόμιο και το βλέμμα του δεν εξέφραζε καμία κρίση. Ήταν ουδέτερο, κατευθυνόταν
331/1081
στο κέντρο της σκηνής, ενώ το προσωπικό του νεκροτομείου ετοιμαζόταν να πάρει το πτώμα. Η Σάντρα αναγνώρισε αμέσως εκείνο το πρόσωπο: ο ίδιος άνδρας της πέμπτης φωτογραφίας της Leica, ντυμένος στα μαύρα, με την ουλή στον κρόταφο. Εσύ είσαι, καριόλη; Εσύ έσπρωξες τον Ντέιβιντ μου στο κενό; Συνέχισε να τον αναζητεί, περιμένοντας να τον δει κι αλλού. Πράγματι, τον είδε σε άλλες τρεις περιπτώσεις. Πάντα ανάμεσα στον κόσμο, πάντα παράμερα. Ο Ντέιβιντ ήλπιζε να τον εντοπίσει στους τόπους αιματηρών συμβάντων. Γι' αυτό και είχε τον πομπό συντονισμένο στη συχνότητα της αστυνομίας, τις διευθύνσεις στην ατζέντα και το χάρτη της πόλης. Γιατί έκανε έρευνες γι’ αυτό τον άνθρωπο; Ποιος ήταν; Με ποιον τρόπο εμπλεκόταν σε
332/1081
εκείνους τους στυγερούς φόνους; Και στο φόνο του Ντέιβιντ; Τώρα η Σάντρα ήξερε τι να κάνει: έπρεπε να τον βρει. Αλλά πού; Ίσως έπρεπε να χρησιμοποιήσει κι εκείνη την ίδια μέθοδο: να περιμένει μια κλήση από τα κεντρικά προς τα περιπολικά να σπεύσουν επί τόπου. Ξαφνικά, άρχισε να σκέφτεται μια πλευρά που δεν είχε εξετάσει νωρίτερα. Το ζήτημα προς το παρόν έμοιαζε άσχετο, αλλά ήταν, όπως και να ’χε, μια αμφιβολία που ζητούσε απάντηση. Ο Ντέιβιντ δεν είχε φωτογραφήσει όλο τον πίνακα του Καραβάτζιο, αλλά μόνο μία λεπτομέρειά του. Δεν έβγαινε νόημα. Αν προσπαθούσε να την κατευθύνει, γιατί να της κάνει τη ζωή δύσκολη; Η Σάντρα ενεργοποίησε ξανά την οθόνη του κομπιούτερ όπου προβαλλόταν ο πίνακας. Ο Ντέιβιντ θα μπορούσε να πάρει την εικόνα από το ίντερνετ, ακόμα και να τη
333/1081
φωτογραφίσει από την οθόνη. Αντίθετα, απαθανατίζοντας τη λεπτομέρεια του παιδιού, ήθελε να της πει ότι βρισκόταν εκεί κι ο ίδιος. «Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να δεις με τα ίδια σου τα μάτια, Τζίντζερ». Θυμήθηκε αυτό που της είχε πει ο Ντε Μικέλις. Ο πίνακας βρισκόταν στη Ρώμη, στην εκκλησία του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. 23:39 Η πρώτη φορά που βρέθηκε με τον Κλεμέντε σε μια σκηνή εγκλήματος ήταν στη Ρώμη, στην EUR. Το πρώτο θύμα που κοίταξε στα μάτια ήταν μια πόρνη που ανάσερναν από τη λιμνούλα. Από τότε υπήρξαν κι άλλα πτώματα κι όλα τους είχαν το ίδιο βλέμμα. Έκρυβε ένα ερώτημα: Γιατί σ’ εμένα; Όλοι ένιωθαν το ίδιο ξάφνιασμα, την ίδια κατάπληξη. Δυσπιστία μαζί με μια
334/1081
απραγματοποίητη επιθυμία να επιστρέφουν, να τυλίξουν ξανά την ταινία, να έχουν μια δεύτερη ευκαιρία. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος, η απορία δεν αφορούσε το θάνατο, αλλά την κεραυνοβόλα επίγνωση ότι δεν ήταν αναστρέψιμος. Αυτά τα θύματα δεν σκέφτονταν ποτέ: Θεέ μου, πεθαίνω. Αλλά: Θεέ μου, πεθαίνω και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Ίσως η ιδέα να είχε περάσει κι από το δικό του μυαλό τότε που τον πυροβόλησαν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Πράγας. Αραγε είχε νιώσει φόβο ή μια βολική αίσθηση αναπόφευκτου; Η αμνησία είχε αρχίσει να σβήνει το καθετί αντίστροφα, ξεκινώντας από την τελευταία του ανάμνηση. Η πρώτη εικόνα που καρφώθηκε στην καινούργια μνήμη του ήταν ο ξύλινος Εσταυρωμένος στο λευκό τοίχο απέναντι από το νοσοκομειακό κρεβάτι. Είχε απομείνει κοιτάζοντάς τον επί μέρες, ενώ αναρωτιόταν τι συνέβαινε στο μεταξύ γύρω
335/1081
του. Η σφαίρα δεν είχε πειράξει τις ζώνες του εγκεφάλου όπου έδρευαν τα κέντρα της ομιλίας ή της κίνησης. Έτσι, μπορούσε να μιλά και να περπατάει. Όμως δεν ήξερε τι να πει και πού να πάει. Μετά εμφανίστηκε το χαμόγελο του Κλεμέντε. Αυτό το νεανικό και λείο πρόσωπο με τα πολύ σκούρα μαλλιά και τη χωρίστρα στο πλάι, τα καλοσυνάτα μάτια. «Σε βρήκα, Μάρκους», ήταν οι πρώτες του λέξεις. Μια ελπίδα και το όνομά του. Ο Κλεμέντε δεν τον αναγνώρισε εξ όψεως, γιατί δεν τον είχε ξαναδεί. Μόνον ο Ντέβοκ ήξερε την ταυτότητά του, αυτό επέβαλλε ο κανόνας. Ο Κλεμέντε είχε απλώς ακολουθήσει τα ίχνη του ως την Πράγα. Αυτός που τον έσωσε ήταν ο φίλος και μέντοράς του, ακόμα και νεκρός. Δεν θυμόταν τίποτα από τον Ντέβοκ ούτε και από κάτι άλλο. Αλλά τώρα ήξερε ότι σκοτώθηκε. Αυτό έκανε τον Μάρκους να καταλάβει ότι ο πόνος είναι το μόνο ανθρώπινο συναίσθημα που δεν
336/1081
χρειάζεται να συνδέεται με μια ανάμνηση. Ένα παιδί θα υποφέρει πάντα για την απώλεια ενός γονιού, ακόμα κι αν συνέβη προτού γεννηθεί ή όταν ήταν πολύ μικρό για να κατανοήσει τι είναι ο θάνατος. Παράδειγμα, ο Ραφαέλε Αλτιέρι. Έχουμε ανάγκη από τη μνήμη μόνο για να είμαστε ευτυχισμένοι, είχε σκεφτεί ο Μάρκους. Ο Κλεμέντε στάθηκε πολύ υπομονετικός μαζί του. Περίμενε να συνέλθει, έπειτα τον μετέφερε στη Ρώμη. Τους μήνες που ακολούθησαν φρόντισε να του διδάξει τα λίγα που ήξερε για το παρελθόν του. Για τη χώρα καταγωγής του, την Αργεντινή. Για τους γονείς του, που ήταν πια νεκροί. Για το λόγο που βρισκόταν στην Ιταλία και, τέλος, για το καθήκον του. Ο Κλεμέντε δεν το ονόμαζε δουλειά. Τον είχε εκπαιδεύσει, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Ντέβοκ πριν από πολλά χρόνια.
337/1081
Δεν ήταν δύσκολο, αρκούσε να καταλάβει ότι ορισμένα πράγματα υπήρχαν ήδη μέσα του, απλώς έπρεπε να τα κάνει να αναδυθούν. «Είναι το χάρισμά σου», έλεγε. Μερικές φορές ο Μάρκους δεν ήθελε να είναι όπως ήταν. Μερικές φορές θα ήθελε να είναι φυσιολογικός. Μα αρκούσε να κοιταχτεί σε έναν καθρέφτη, για να καταλάβει ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ, κι έτσι απέφευγε τους καθρέφτες. Αυτός που προσπάθησε να τον σκοτώσει του είχε αφήσει εκείνο το σουβενίρ στον κρόταφο, γιατί ο θάνατος ήταν το μόνο πράγμα που δεν θα μπορούσε να ξεχάσει ποτέ. Κάθε φορά που ο Μάρκους έβλεπε ένα θύμα, ήξερε ότι είχε βρεθεί στην ίδια κατάσταση. Ένιωθε ίδιος με αυτούς, ήταν καταδικασμένος να νιώθει την ίδια μοναξιά. Η πόρνη που ανασύρθηκε από τη λιμνούλα ήταν σαν τον καθρέφτη από τον οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει.
338/1081
Του είχε θυμίσει αμέσως τον πίνακα του Καραβάτζιο Ο θάνατος της Παρθένου. Στον πίνακα απεικονίζεται η Παναγία άψυχη, ξαπλωμένη πάνω σε κάτι που μοιάζει με τραπέζι νεκροτομείου. Δεν υπάρχουν θρησκευτικά σύμβολα γύρω της και δεν περιβάλλεται από μυστικιστική αύρα. Αντίθετα από τις αναπαραστάσεις όπου εμφανίζεται σαν ένα πλάσμα μετέωρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο, η Μαρία είναι ένα εγκαταλελειμμένο, ωχρό κορμί, με πρησμένη κοιλιά. Λέγεται ότι ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε από το πτώμα μιας πόρνης που ανασύρθηκε από ένα ποτάμι και γι’ αυτό το λόγο το έργο απορρίφθηκε από τους παραγγελιοδότες. Ο Καραβάτζιο πήρε μια σκηνή καθημερινής φρίκης και της προσέδωσε ένα θρησκευτικό νόημα. Δίνοντας στα πρόσωπα ένα διαφορετικό ρόλο, τα μετέτρεψε σε αγίους ή ετοιμοθάνατες παρθένους.
339/1081
Όταν ο Κλεμέντε οδήγησε τον Μάρκους για πρώτη φορα στην εκκλησία του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, του είπε να παρατηρήσει το Μαρτύριο του αγίου Ματθαίου. Μετά τον κάλεσε να αφαιρέσει από εκείνες τις μορφές κάθε στοιχείο ιερότητας, σαν να ήταν απλοί άνθρωποι σε μια σκηνή εγκλήματος. «Και τώρα τι βλέπεις;» τον ρώτησε. «Μια ανθρωποκτονία», ήταν η απάντηση. Ήταν το πρώτο μάθημα. Η εκπαίδευση, για ανθρώπους σαν αυτόν, ξεκινούσε πάντα μπροστά σε εκείνο τον πίνακα. «Τα σκυλιά είναι δαλτωνικά», είχε πει ο καινούργιος του δάσκαλος. «Εμείς, αντίθετα, βλέπουμε πάρα πολλά χρώματα, Παραμέρισέ τα, άσε να μείνουν μόνο το άσπρο και το μαύρο. Το καλό και το κακό». Ωστόσο σύντομα ο Μάρκους συνειδητοποίησε ότι έβλεπε κι άλλες αποχρώσεις· τόνους που ούτε οι σκύλοι ούτε οι
340/1081
άνθρωποι μπορούσαν να αντιληφθούν. Αυτό ήταν το πραγματικό του χάρισμα. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, τον έπιασε μια ξαφνική νοσταλγία. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερε για ποιο πράγμα. Όμως μερικές φορές τύχαινε να νιώθει, συναισθήματα που δεν είχε λόγο να αισθάνεται. Ήταν αργά, μα δεν ήθελε να γυρίσει σπίτι. Δεν ήθελε να κοιμηθεί και να αντιμετωπίσει ξανά εκείνο το όνειρο που τον μετέφερε πίσω, στην Πράγα, στη στιγμή που πέθανε. Γιατί πεθαίνω κάθε νύχτα, σκέφτηκε. Ήθελε να μείνει εκεί, σε εκείνη την εκκλησία που είχε γίνει το μυστικό καταφύγιό του. Εκεί επέστρεφε συχνά. Εκείνο το βράδυ δεν ήταν μόνος. Περίμενε μαζί με μια ομάδα ανθρώπων να σταματήσει η βροχή. Μόλις είχε τελειώσει ένα κονσέρτο εγχόρδων, αλλά οι ιερωμένοι και οι φύλακες δεν θέλησαν να βγάλουν στο δρόμο το λιγοστό κοινό που είχε απομεινει. Έτσι οι μουσικοί
341/1081
είχαν αρχίσει να παίζουν καινούργιες μελωδίες, παρατείνοντας απρόσμενα τη γλύκα εκείνης της βραδιάς. Ενώ η θύελλα προσπαθούσε να τους βγάλει από το καταφύγιό του, οι νότες αντιστέκονταν στον πάταγο των κεραυνών, γεμίζοντας χαρά τους παρισταμένους. Ο Μάρκους στεκόταν παράμερα, όπως πάντα. Στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι υπήρχε για εκείνον η επιπλέον απόλαυση του αριστουργήματος του Καραβάτζιο. Το μαρτύριο του αγίου Ματθαίου. Για μια φορά αφέθηκε να το κοιτάξει με τα μάτια ενός συνηθισμένου ανθρώπου. Στο μισοσκόταδο εκείνου του παρεκκλησιού πρόσεξε ότι το φως που φώτιζε τη σκηνή προερχόταν μέσα από τον πίνακα. Ζήλεψε το ταλέντο του Καραβάτζιο: να διακρίνει το φως εκεί που οι άλλοι έβλεπαν σκιές. Ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι συνέβαινε στον ίδιο.
342/1081
Όμως καθώς απολάμβανε την αίσθηση εκείνης της επίγνωσης, έτυχε να στρέψει ελαφρά το βλέμμα του προς τ’ αριστερά. Στο βάθος του κλιτούς μια νεαρή γυναίκα, μουσκεμένη από τη βροχή, τον παρατηρούσε. Εκείνη τη στιγμή κάτι μέσα του γκρεμίστηκε. Για πρώτη φορά κάποιος παραβίαζε την ανυπαρξία του. Τράβηξε το βλέμμα του και προχώρησε βιαστικά προς το σκευοφυλάκιο. Εκείνη κινήθηκε ακολουθώντας τον. Έπρεπε να της ξεφύγει. Θυμήθηκε ότι εκεί κάπου υπήρχε μια δεύτερη πόρτα. Τράβηξε βιαστικά προς εκείνη την κατεύθυνση, αλλά άκουγε τα αθλητικά παπούτσια της που αναστέναζαν στο μαρμάρινο δάπεδο, ενώ προσπαθούσε να τον προλάβει. Μια βροντή αντήχησε πάνω από το κεφάλι του, κάνοντάς τον να χάσει εκείνη την ηχητική αναφορά. Τι μπορεί να ήθελε αυτή η γυναίκα; Μπήκε στον προθάλαμο που οδηγούσε στο πίσω μέρος της εκκλησίας και
343/1081
είδε την πόρτα. Πλησίασε, την άνοιξε κι ετοιμαζόταν να χωθεί μέσα στο σουδάρι της βροχής, όταν εκείνη του μίλησε. «Στάσου». Το είπε χωρίς να φωνάξει. Αντιθέτως, ο τόνος της ήταν ψυχρός. Ο Μάρκους σταμάτησε. «Τώρα γύρισε». Υπάκουσε. Το μόνο φως ήταν η κιτρινωπή λάμψη από τα φώτα του δρόμου που σταματούσαν στην άκρη της πόρτας. Όμως η αντανάκλαση ήταν αρκετή για να δει ότι η γυναίκα κρατούσε πιστόλι. «Με ξέρεις; Ξέρεις ποια είμαι;» Ο Μάρκους σκέφτηκε προτού απαντήσει. «Όχι». «Και τον άντρα μου τον ήξερες;» Στα λόγια της δεν υπήρχε κακία. «Εσύ τον σκότωσες;» Η φωνή της έδειχνε απελπισία. «Αν ξέρεις κάτι, πρέπει να μου το πεις. Αλλιώς ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω». Ήταν ειλικρινής.
344/1081
Ο Μάρκους δεν είπε τίποτα. Στεκόταν με τα χέρια ριγμένα στο πλάι, ακίνητος. Της ανταπέδιδε το βλέμμα, αλλά δεν τη φοβόταν. Ένιωθε μάλλον συμπόνια. Τα μάτια της γυναίκας γυάλιζαν. «Ποιος είσαι;» Εκείνη τη στιγμή η λάμψη ενός πολύ κοντινού κεραυνού ανήγγειλε την έλευση μιας βροντής πιο δυνατής από τις άλλες, εκκωφαντικής. Το φως από τις λάμπες τρεμόπαιξε για λίγο, μετά έσβησε. Ο δρόμος και το σκευοφυλάκιο βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Όμως ο Μάρκους δεν το έσκασε αμέσως. «Είμαι ιερέας». Όταν οι λάμπες ξανάναψαν, η Σάντρα είδε ότι είχε εξαφανιστεί.
Ένα χρόνο νωρίτερα
Πόλη του Μεξικού
Το ταξί προχωρούσε αργά μες στην κίνηση σε ώρα αιχμής. Η λάτιν μουσική από το ραδιόφωνο ανακατευόταν με τις αντίστοιχες των άλλων αυτοκινήτων στην ουρά, όλα με τα παράθυρα ανοιχτά εξαιτίας της ζέστης. Το αποτέλεσμα ήταν μια απίστευτη κακοφωνία, όμως ο κυνηγός παρατήρησε ότι όλοι τους και πάλι κατάφερναν να ξεχωρίσουν το τραγουδάκι τους. Είχε ζητήσει από τον οδηγό να ανάψει τον κλιματισμό, αλλά του απάντησε ότι ήταν χαλασμένος. Είχε τριάντα βαθμούς στην Πόλη του Μεξικού και η υγρασία θα ανέβαινε εκείνη τη νύχτα. Και η κατάσταση θα επιδεινωνόταν
347/1081
εξαιτίας του νέφους που σκέπαζε τη μητρόπολη. Έτσι, δεν είχε διάθεση να μείνει πολύ. Θα τελείωνε τη δουλειά του και θα έφευγε αμέσως. Παρά τη δυσφορία του, ήταν ενθουσιασμένος που βρισκόταν εκεί. Έπρεπε να δει με τα ίδια του τα μάτια. Στο Παρίσι, το θήραμά του τού ξέφυγε παρά τρίχα και μετά, όπως ήταν αναμενόμενο, τα ίχνη του χάθηκαν. Μα στην πόλη αυτή υπήρχε κάποια ελπίδα για τον κυνηγό. Αν ήθελε να ξαναρχίσει το κυνήγι, έπρεπε να μάθει καλύτερα με ποιον είχε να κάνει. Το ταξί τον κατέβασε μπροστά στην κεντρική είσοδο του Ιδρύματος Σάντα Λουτσία. Ο κυνηγός σήκωσε το βλέμμα στο πενταώροφο κτίριο, λευκό και ερειπωμένο. Όσο όμορφη κι αν ήταν η αποικιακή αρχιτεκτονική του, τα κάγκελα στα παράθυρα δεν άφηναν καμία αμφιβολία για τη χρήση του.
348/1081
Κατά βάθος, αυτός είναι ο προορισμός των ψυχιατρείων, σκέφτηκε. Όποιος έμπαινε εκεί μέσα δεν θα ξανάβγαινε ποτέ πια. Η γιατρός Φλορίντα Βαλντές ήρθε να τον παραλάβει από τον πάγκο της υποδοχής. Είχαν ανταλλάξει μερικά e-mails, όπου εκείνος είχε υιοθετήσει για πρώτη φορά την πλαστή ταυτότητα ενός καθηγητή της Ιατροδικαστικής Ψυχολογίας του Κέμπριτζ. «Χαίρετε, δόκτωρ Φόστερ», του χαμογέλασε και του έτεινε το χέρι. «Καλώς ήρθατε, Φλορίντα... Μα δεν μιλάμε στον ενικό;» Ο κυνηγός είχε καταλάβει αμέσως ότι αυτή η στρουμπουλή σαραντάρα θα γοητευόταν από τους κομψούς και ευγενικούς τρόπους του δόκτορα Φόστερ. Αν μη τι άλλο, γιατί βρισκόταν ακόμα σε αναζήτηση συζύγου. Είχε κάνει προσεκτικές έρευνες προτού έρθει σε επαφή μαζί της. «Λοιπόν, ήταν καλό το ταξίδι σου;» «Ανέκαθεν ήθελα να επισκεφτώ το Μεξικό».
349/1081
«Α, μην ανησυχείς καθόλου, έχω σχεδιάσει ένα πολύ ωραίο πρόγραμμα για το Σαββατοκύριακό μας». «Ωραία», έκανε εκείνος παριστάνοντας τον ενθουσιασμένο. «Οπότε, καλύτερα να αφοσιωθούμε στη δουλειά μας για να μας μείνει χρόνος για τα υπόλοιπα». «Α, βέβαια», τιτίβισε εκείνη χωρίς να καταλάβει τίποτα. «Θα σου δείξω το δρόμο, από δω». Ο κυνηγός είχε έρθει σε επαφή με τη Φλορίντα Βαλντές όταν παρακολούθησε στο YouTube μία παρέμβασή της σε ένα συνέδριο Ψυχιατρικής στο Μαϊάμι. Έπεσε πάνω της κατά τη διάρκεια μιας έρευνας για τις διαταραχές προσωπικότητας. Ήταν από εκείνες τις ευτυχείς συμπτώσεις που τον αντάμειβαν για την αυταπάρνησή του και τον έκαναν να πιστεύει ότι στο τέλος θα πετύχαινε το σκοπό του.
350/1081
Η εισήγηση της Βαλντές στο συνέδριο είχε τίτλο «Η περίπτωση της κοπέλας στον καθρέφτη». «Φυσικά δεν επιτρέπουμε στον καθένα να τη δει», βιάστηκε να διευκρινίσει, ενώ διέσχιζαν τους διαδρόμους του νοσοκομείου, αφήνοντάς τον να καταλάβει ότι πιθανόν περίμενε μια εξίσου ιδιαίτερη ανταπόδοση από την πλευρά του. «Ξέρεις, η περιέργεια του ερευνητή κυριάρχησε: άφησα τις αποσκευές μου στο ξενοδοχείο κι έτρεξα εδώ. Αν δεν σε πειράζει, μπορούμε να περάσουμε από κει προτού πάμε για φαγητό;» «Μα φυσικά». Κοκκίνισε περιμένοντας ποιος ξέρει ποιες εξελίξεις μέσα στη βραδιά. Όμως εκείνος δεν είχε κανένα δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Η πτήση του έφευγε στις οκτώ. Η ευθυμία της γυναίκας ερχόταν σε αντίθεση με τους θρήνους που ακούγονταν από τα δωμάτια του νοσοκομείου. Ενώ
351/1081
περνούσαν μπροστά τους, ο κυνηγός κατάφερε να ρίξει μια ματιά στο εσωτερικό τους. Όσοι ζούσαν εκεί δεν ήταν πια άνθρωποι. Με πρόσωπα άσπρα σαν τα ρούχα που φορούσαν, τα κρανία ξυρισμένα για τις ψείρες, αθύρματα των ηρεμιστικών: τριγυρνούσαν ξυπόλητοι, σκουντουφλώντας ο ένας πάνω στον άλλον σαν ξεβράσματα από ναυάγια, ο καθένας με το δικό του φορτίο από άγχη και φαρμακευτικά δηλητήρια. Άλλοι ήταν δεμένοι με δερμάτινα λουριά σε βρομερά κρεβάτια. Τραντάζονταν ουρλιάζοντας με φωνές δαιμόνων ή στέκονταν ακίνητοι περιμένοντας ένα θάνατο που αργούσε ανελέητα. Είχε γέρους που έμοιαζαν παιδιά ή ήταν παιδιά που γέρασαν πολύ γρήγορα. Καθώς ο κυνηγός διέσχιζε την κόλασή τους, το σκοτεινό κακό που τους κρατούσε κλεισμένους στον εαυτό τους τον παρατηρούσε μέσα από τα γουρλωμένα μάτια τους.
352/1081
Έφτασαν στο τμήμα που η Βαλντές ονόμαζε «ειδικό». Ήταν μια πτέρυγα απομονωμένη από τις άλλες, όπου υπήρχαν το πολύ δύο άρρωστοι ανά θάλαμο. «Εδώ έχουμε τους πιο βίαιους ασθενείς, αλλά και τις πιο ενδιαφέρουσες κλινικές περιπτώσεις... Η Ανχελίνα είναι μία απ' αυτές», πρόσθεσε η ψυχίατρος με περηφάνια. Φτάνοντας μπροστά σε μια σιδερένια πόρτα όμοια με κελιού, η Βαλντές έκανε νόημα σε ένα νοσοκόμο να ανοίξει. Το εσωτερικό ήταν σκοτεινό, το ελάχιστο φως έμπαινε από ένα παραθυράκι ψηλά στον τοίχο και ο κυνηγός δυσκολεύτηκε λίγο να διακρίνει εκείνο το λιγνό σαν κλαράκι κορμί ζαρωμένο σε μια γωνιά ανάμεσα στον τοίχο και στο κρεβάτι. Η κοπέλα ήταν το πολύ είκοσι χρονών. Στο πρόσωπό της, που είχε σκληρύνει από τα βάσανα, μπορούσε κανείς να διακρίνει ακόμα κάποια χάρη.
353/1081
«Ορίστε, αυτή είναι η Ανχελίνα», ανακοίνωσε η γιατρός με μια πλατιά κίνηση σαν να παρουσίαζε ένα πανηγυρτζίδικο θέαμα. Ο κυνηγός έκανε μερικά βήματα, ανυπομονώντας να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με το λόγο που τον είχε φέρει εκεί. Όμως η ασθενής δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία τους. «Την ανακάλυψε η αστυνομία όταν εισέβαλε στο μπορντέλο ενός χωριού κοντά στην Τιχουάνα. Αναζητούσαν έναν έμπορο ναρκωτικών, αλλά έπεσαν πάνω σ’ αυτήν. Οι γονείς της ήταν αλκοολικοί και ο πατέρας της την πούλησε μόλις πέντε χρονών στους εμπόρους λευκής σαρκός». Στην αρχή θα πρέπει να ήταν ένα πολύτιμο κομμάτι αποκλειστικά για πελάτες διατεθειμένους να πληρώσουν ακριβά για το βίτσιο τους, σκέφτηκε ο κυνηγός. «Μεγαλώνοντας, έχασε την αξία της και οι άντρες μπορούσαν να την πάρουν για λίγα
354/1081
πέσος. Οι τύποι του μπορντέλου την είχαν για τους μεθυσμένους χωρικούς και τους φορτηγατζήδες. Μπορεί να είχε και δεκάδες επαφές σε μια μέρα». «Μια σκλάβα». «Δεν βγήκε ποτέ από κείνο το μέρος, ήταν πάντα αιχμάλωτη. Μια γυναίκα που ασχολιόταν μαζί της την κακομεταχειριζόταν. Δεν έχει μιλήσει ποτέ, αμφιβάλλω αν πράγματι καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω της. Είναι σαν να βρίσκεται σε κατάσταση κατατονίας». Ό,τι πρέπει για να ξεσπούν τα χειρότερα ένστικτα εκείνων των έκφυλων, ετοιμαζόταν να σχολιάσει ο κυνηγός, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να φανεί ότι, το ενδιαφέρον του ήταν αποκλειστικά επαγγελματικό. «Πες μου πότε αντιληφθήκατε το... χάρισμά της». «'Οταν την έφεραν εδώ, μοιραζόταν το θάλαμο με μια ηλικιωμένη ασθενή. Σκεφτήκαμε να τις βάλουμε μαζί γιατί και οι
355/1081
δύο δεν είχαν επαφή με τον κόσμο. Και πράγματι, δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους». Ο κυνηγός τράβηξε το βλέμμα από την κοπέλα και κοίταξε τη Βαλντές. «Και μετά τι έγινε;» «Στην αρχή η Ανχελίνα ανέπτυξε παράξενα κινητικά συμπτώματα. Οι αρθρώσεις της ήταν άκαμπτες και την πονούσαν, κινούνταν με δυσκολία. Σκεφτήκαμε ότι έπασχε από αρθρίτιδα. Αλλά μετά άρχισε να χάνει τα δόντια της». «Τα δόντια;» «Και όχι μόνο. Την υποβάλαμε σε εξετάσεις και βρήκαμε μια σοβαρή καταπόνηση των εσωτερικών οργάνων». «Και πότε καταλάβατε τελικά τι συνέβαίνε;» Μια σκιά πέρασε από το πρόσωπο της Φλορίντα Βαλντές. «Όταν άσπρισαν τα μαλλιά της». Ο κυνηγός γύρισε προς την ασθενή. Απ’ όσο μπορούσε να δει, τα μαλλιά στο σχεδόν
356/1081
ξυρισμένο κρανίο της γυναίκας είχαν σαφώς μαύρο χρώμα. «Τα συμπτώματα σταμάτησαν μόλις τη βγάλαμε από το δωμάτιο με την ηλικιωμένη γυναίκα». Ο κυνηγός παρατηρούσε την κοπέλα προσπαθώντας να μαντέψει αν υπήρχε ακόμα κάτι ανθρώπινο κρυμμένο στα βάθη των ανέκφραστων ματιών της. «Σύνδρομο του χαμαιλέοντα ή του καθρέφτη», κατέληξε. Για πολύ καιρό η Ανχελίνα ήταν αναγκασμένη να είναι αυτό που ήθελαν οι άντρες που τη βίαζαν. Το αντικείμενο της ηδονής τους, τίποτα περισσότερο. Οπότε προσαρμόστηκε. Ως αποτέλεσμα, έχασε τον εαυτό της σε εκείνες τις σχέσεις. Λίγο-λίγο κάθε φορά τής τον αφαίρεσαν. Χρόνια ολόκληρα κακομεταχείρισης έσβησαν από εκείνο το πλάσμα κάθε ίχνος ταυτότητας. Έτσι, τη δανειζόταν από τους ανθρώπους που είχε γύρω της.
357/1081
«Εδώ δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση πολλαπλής προσωπικότητας ή μπροστά σε έναν διανοητικά άρρωστο που πιστεύει ότι είναι ο Ναπολέων ή η βασίλισσα της Αγγλίας, όπως συμβαίνει στα κόμικς», γέλασε η Βαλντές. «Οι ασθενείς που προσβάλλονται από το σύνδρομο του χαμαιλέοντα τείνουν να μιμούνται απόλυτα αυτόν που έχουν απέναντι τους. Μπροστά σε ένα γιατρό γίνονται γιατροί, μπροστά σε ένα μάγειρα ισχυρίζονται ότι ξέρουν να μαγειρεύουν. Αν τους ρωτήσεις για το επάγγελμά τους, θα απαντήσουν με γενικό, μα σωστό τρόπο». Ο κυνηγός θυμόταν έναν ασθενή που ταυτιζόταν με τον καρδιολόγο με τον οποίο μιλούσε, και στην ερώτηση-παγίδα του γιατρού σχετικά με τη διάγνωση μιας συγκεκριμένης καρδιακής ανωμαλίας απάντησε ότι δεν μπορούσε να κάνει διάγνωση χωρίς ακριβείς κλινικές εξετάσεις.
358/1081
«Πάντως η συμπεριφορά της Ανχελίνα δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή μίμηση», θέλησε να διευκρινίσει η γιατρός. «Ερχόμενη σε επαφή με την ηλικιωμένη γυναίκα, μπήκε σε μια ορατή διαδικασία γήρανσης. Το μυαλό τής επέβαλλε μια πραγματική αλλαγή στο σώμα». Τρανσφορμισμός, σκέφτηκε ο κυνηγός που ήξερε τον ακριβή όρο. «Υπάρχουν άλλες εκδηλώσεις;» «Μερικές, αλλά ασήμαντες και διαρκούν μόνο λίγα λεπτά. Το σύνδρομο εκδηλώνεται σε ασθενείς είτε εξαιτίας εγκεφαλικής βλάβης είτε, όπως στην περίπτωση της Ανχελίνα, εξαιτίας κάποιου σοκ που προκάλεσε τα ίδια αποτελέσματα». Ο κυνηγός ένιωθε ταραγμένος, αλλά και αναμφισβήτητα γοητευμένος από τις ικανότητες της κοπέλας. Ήταν η υπέρτατη απόδειξη που αναζητούσε για να αποδείξει στον εαυτό του ότι όλον αυτόν τον καιρό δεν έκανε λάθος. Οι θεωρίες που είχε διαμορφώσει
359/1081
για το θήραμά του έβρισκαν τώρα μια επιβεβαίωση. Ο κυνηγός ήξερε ότι όλοι οι κατά συρροήν δολοφόνοι δρουν ορμώμενοι από μια κρίση ταυτότητας: τη στιγμή κατά την οποία σκοτώνουν αντικατοπτρίζονται στο θύμα και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους, δεν νιώθουν πια την ανάγκη να υποκρίνονται. Κατά τη διάρκεια της δολοφονίας, το τέρας που κατοικεί στα βάθη τους αναδύεται στην όψη τους. Ο άνθρωπος που κυνηγούσε -το θήραμά του- ήταν κάτι πολύ περισσότερο απ’ αυτό. Η πραγματική του ταυτότητα απούσιαζε, γι’ αυτό έπρεπε να τη δανείζεται συνεχώς από κάποιον άλλο. Ήταν ένα μοναδικό παράδειγμα, μια σπανιότατη περίπτωση για την Ψυχιατρική. Ένας τρανσφορμιστής κατά συρροήν δολοφόνος. Δεν του αρκούσε να μιμείται κάποιες συμπεριφορές, μεταμορφωνόταν ολόκληρος. Γι’ αυτό κανείς, εκτός από τον κυνηγό, δεν τον
360/1081
είχε εντοπίσει ποτέ. Ο απώτατος σκοπός της φύσης του δεν ήταν να πάρει τη θέση κάποιου άλλου, αλλά να γίνει αυτός ο άλλος. Ήταν αδύνατον να προβλέψεις τις κινήσεις του. Ο τρανσφορμιστής είχε μια εκπληκτική ικανότητα μάθησης, ιδίως στις γλώσσες και τις προφορές. Με τα χρόνια είχε τελειοποιήσει τη μέθοδό του. Καταρχάς επέλεγε το κατάλληλο άτομο. Έναν άνδρα με γνωρίσματα παρόμοια με τα δικά του: όχι έντονα χαρακτηριστικά, ίδιο ύψος, ιδιαίτερες χειρονομίες και νεύματα που μπορούσαν εύκολα να αντιγραφούν. Όπως ο Ζαν Ντουέ στο Παρίσι. Μα πάνω απ’ όλα έπρεπε να μην έχει παρελθόν, στενούς δεσμούς, να ζει μια επίπεδη ρουτίνα, κατά προτίμηση δουλεύοντας από το σπίτι. Ο τρανσφορμιστής σφετεριζόταν τη ζωή του. To modus operandi του ήταν πάντα το ίδιο. Τον σκότωνε και του έσβηνε το πρόσωπο, σαν να ήθελε να αφανίσει για πάντα την
361/1081
ταυτότητά του, εφαρμόζοντας το θεμελιώδη νόμο του πιο ισχυρού. Διάλεγε μόνος του τον τύπο του. Η Ανχελίνα όμως δεν ήταν απλώς μια επιβεβαίωση. Ήταν ένα δεύτερο δείγμα. Κοιτάζοντάς την, ο κυνηγός κατάλαβε ότι δεν έκανε λάθος τόσο καιρό. Ωστόσο, χρειαζόταν ακόμα μία απόδειξη, γιατί υπήρχε μία ακόμα πιο δύσκολη πρόκληση. Προσπάθησε να φανταστείς ένα τέτοιο χάρισμα σε συνδυασμό με ένα φονικό ένστικτο. Το κινητό της Φλορίντα Βαλντές άρχισε να χτυπάει. Εκείνη ζήτησε συγγνώμη και βγήκε για να απαντήσει την κλήση. Αυτή ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο κυνηγός. Είχε κάνει έρευνες προτού πάει εκεί πέρα. Η Ανχελίνα είχε έναν πιο μικρό αδελφό. Έζησαν πολύ λίγο χρόνο μαζί, μια και στα πέντε της χρόνια την είχαν ήδη πουλήσει. Ίσως όμως να
362/1081
ήταν αρκετός για να μείνει μέσα της ένα ίχνος από εκείνη την αγάπη. Για τον κυνηγό ήταν το κλειδί για να εισχωρήσει στη φυλακή του μυαλού της. Μένοντας μόνος με την κοπέλα, πήγε μπροστά της και κάθισε στα γόνατα ώστε να μπορεί να τον κοιτάει καλά στο πρόσωπο. Μετά άρχισε να της μιλάει χαμηλόφωνα. «Ανχελίνα, θέλω να μ’ ακούσεις καλά. Πήρα τον αδελφό σου, το μικρό Πέντρο, θυμάσαι; Είναι πολύ χαριτωμένος, αλλά τώρα θα τον σκοτώσω». Η κοπέλα δεν έδειξε καμία αντίδραση. «Άκουσες τι είπα; Θα τον σκοτώσω, Ανχελίνα. Θα του ξεριζώσω την καρδιά από το στήθος και θα την αφήσω να χτυπάει στο χέρι μου μέχρι να σταματήσει». Ο κυνηγός άπλωσε την ανοιχτή του παλάμη προς το μέρος της. «Ακούς πώς χτυπάει; Ο Πέντρο θα πεθάνει. Και κανείς δεν θα τον σώσει. Και θα του κάνω
363/1081
πολύ κακό, σου τ’ ορκίζομαι. Θα πεθάνει, αλλά πρώτα θα υποφέρει με το χειρότερο τρόπο». Ξαφνικά, η κοπέλα όρμησε κι άρπαξε με τα δόντια της το χέρι που ο κυνηγός έτεινε προς το μέρος της. Αιφνιδιασμένος αυτός, έχασε την ισορροπία του. Η Ανχελίνα κάθισε πάνω του πιέζοντάς του το θώρακα. Δεν ήταν βαριά, την έκανε πέρα και κατάφερε να ελευθερωθεί από τα δόντια της. Την είδε να σέρνεται πάλι στη γωνιά της. Στο ματωμένο στόμα της διέκρινε τα σκληρά ούλα που του είχαν σκίσει τη σάρκα. Αν και χωρίς δόντια, η κοπέλα είχε καταφέρει να του κάνει μια βαθιά πληγή. Η γιατρός Βαλντές μπήκε πάλι μέσα και βρέθηκε μπροστά στη συγκεκριμένη σκηνή. Η Ανχελίνα φαινόταν ήρεμη, ενώ ο φιλοξενούμενος της προσπαθούσε να σταματήσει με το πουκάμισό του την αιμορραγία στο χέρι του. «Τι συνέβη;» φώναξε τρομαγμένη.
364/1081
«Μου επιτέθηκε», βιάστηκε να πει ο κυνηγός. «Μα δεν είναι σοβαρό, χρειάζεται μόνον ένα-δυο ράμματα». «Δεν το ’χει ξανακάνει». «Δεν ξέρω τι να πω. Απλώς πλησίασα για να της μιλήσω». Η Φλορίντα Βαλντές αρκέστηκε σ’ αυτή την εξήγηση, χωρίς να εμβαθύνει, ίσως από φόβο μη χάσει μια ερωτική ευκαιρία με το δόκτορα Φόστερ. Όσο για τον κυνηγό, δεν είχε πια λόγο να μένει εκεί: προκαλώντας την κοπέλα, είχε πάρει την απάντηση που αναζητούσε. «Ίσως είναι προτιμότερο να το δει ένας γιατρός», είπε με μια υπερβολική γκριμάτσα πόνου. Η γιατρός απογοητεύτηκε, δεν ήθελε να φύγει έτσι, αλλά δεν ήξερε και πώς να τον κρατήσει. Προσφέρθηκε να τον συνοδέψει στις Πρώτες Βοήθειες, αλλά εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Κυριευμένη ξαφνικά από απόγνωση,
365/1081
του είπε: «Πρέπει επίσης να σας μιλήσω και για την άλλη περίπτωση...» Η φράση είχε το αποτέλεσμα που ήλπιζε, γιατί ο κυνηγός κοντοστάθηκε στο κατώφλι. «Ποια άλλη περίπτωση;» Η γιατρός Βαλντές απάντησε, αλλά ήταν εσκεμμένα αόριστη. «Συνέβη πριν από πολλά χρόνια στην Ουκρανία. Ένα παιδί που λεγόταν Ντίμα».
Τρεις μέρες νωρίτερα
3:27 Ο νεκρός άρχισε να ουρλιάζει. Μόνον όταν άδειασαν τα πνευμόνια του και αναγκάστηκε να ξαναπάρει ανάσα, συνειδητοποίησε ότι είχε βγει από το όνειρο. Ο Ντέβοκ είχε σκοτωθεί, πάλι. Πόσες φορές θα έπρεπε να παρακολουθήσει το τέλος του; Η πιο παλιά ανάμνησή του ήταν μια σεκάνς θανάτου που επαναλαμβανόταν όποτε έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί. 0 Μάρκους έχωσε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι ψάχνοντας το μαρκαδόρο. Όταν τον
368/1081
βρήκε, έγραψε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι: «Τρεις πυροβολισμοί». Ακόμα ένα πικρό ξέσπασμα του παρελθόντος του. Ωστόσο αυτό το στοιχείο άλλαζε πολλά. Όπως την προηγούμενη νύχτα, όταν είχε ανασύρει τη λεπτομέρεια των σπασμένων τζαμιών, η αίσθηση ήταν ακουστική. Μα ήταν βέβαιος ότι αυτή τη φορά ήταν στ’ αλήθεια σημαντική. Είχε ακούσει τρεις ξεκάθαρους πυροβολισμούς. Έως τότε μετρούσε πάντα δύο. Έναν για τον ίδιο, τον άλλον για τον Ντέβοκ. Όμως στην τελευταία εκδοχή του ονείρου υπήρχε και μια τρίτη πιστολιά. Μπορεί να ήταν κάποιο παιχνίδι του υποσυνειδήτου που άλλαζε κατά βούληση τη σκηνή στο ξενοδοχείο της Πράγας. Μερικές φορές εμφάνιζε αναληθοφανείς ήχους ή άσχετα αντικείμενα, όπως ένα τζουκ μποξ ή ένα φάνκι κομμάτι. Ο Μάρκους δεν ήταν σε θέση να ελέγξει τις παραξενιές του.
369/1081
Όμως αυτή τη φορά ήταν σαν να το ήξερε από πάντα. Η λεπτομέρεια του τρίτου πυροβολισμού προστέθηκε στα θραύσματα της σκηνής. Ήταν βέβαιος ότι και αυτό θα του φαινόταν χρήσιμο για ν’ αναπαραστήσει πώς έγιναν τα γεγονότα και κυρίως για να ξαναδεί το πρόσωπο του ανθρώπου που σκότωσε το δάσκαλό του και τον ανάγκασε να ξεχάσει τον εαυτό του. Τρεις πυροβολισμοί. Μόλις πριν από μία ώρα ο Μάρκους είχε βρεθεί για άλλη μια φορά απέναντι στην απειλή ενός πιστολιού. Όμως ήταν διαφορετικό. Δεν φοβήθηκε. Η γυναίκα στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι θα πατούσε τη σκανδάλη, ήταν βέβαιος. Μα δεν υπήρχε μίσος στο βλέμμα της, υπήρχε απελπισία. Μόνο το στιγμιαίο μπλακάουτ τον έσωσε από την αποφασιστικότητά της. Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να το σκάσει. Ωστόσο, έμεινε για να της πει ποιος ήταν.
370/1081
Είμαι ιερέας. Γιατί το έκανε; Γιατί ένιωσε την ανάγκη να της το πει; Ήθελε να της δώσει κάτι, ένα αντάλλαγμα για το μαρτύριο που ζούσε. Η ταυτότητά του ήταν το μεγαλύτερο μυστικό του, έπρεπε να το προασπιστεί ακόμα και με τη ζωή του. Ο κόσμος δεν θα καταλάβαινε. Αυτό ήταν το κήρυγμα που του επαναλάμβανε ο Κλεμέντε από την πρώτη μέρα. Κι εκείνος καταπάτησε τη δέσμευσή του. Και μάλιστα, με μιαν άγνωστη. Η γυναίκα εκείνη, όποια κι αν ήταν, είχε ένα λόγο να τον σκοτώσει, ήταν βέβαιη ότι δολοφόνησε τον άντρα που αγαπούσε. Κι όμως ο Μάρκους δεν κατάφερνε να τη θεωρήσει εχθρό. Ποια ήταν; Με ποιον τρόπο αυτή και ο άντρας της μπορεί να αποτελούσαν μέρος της προηγούμενης ζωής του; Κι αν είχε κάποιες απαντήσεις για το παρελθόν του; Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να την αναζητήσει. Ίσως επρεπε να της μιλήσει.
371/1081
Μα δεν ήταν φρόνιμο. Κι έπειτα, δεν ήξερε τίποτε άλλο για εκείνη. Δεν θα έλεγε τίποτα στον Κλεμέντε. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα ενέκρινε την παρορμητική απόφασή του. Βρίσκονταν και οι δύο στην υπηρεσία ενός ιερού όρκου, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ο νεαρός του φίλος ήταν ένας πιστός και αφοσιωμένος ιερέας, ενώ μες στη δική του ψυχή κινούνταν πνεύματα που δεν ήταν σε θέση να κατανοήσει. Κοίταξε την ώρα. Του είχε αφήσει ένα μήνυμα στο συνηθισμένο τηλεφωνητή. Έπρεπε να συναντηθούν πριν από την αυγή. Αίγες ώρες νωρίτερα, η αστυνομία είχε διακόψει την έρευνα στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ. Τώρα ήταν η σειρά τους να επισκεφτούν το σπίτι. Ο δρόμος στριφογύριζε ανάμεσα στους λόφους στα δυτικά της Ρώμης. Αίγα
372/1081
χιλιόμετρα πιο πέρα ήταν η ακτή του Φιουμιτσίνο με την ορμητική εκβολή του Τίβερη. Το παλιό Fiat Panda παιδευόταν στην ανηφοριά, οι αδύναμοι προβολείς μόλις και φώτιζαν ένα κομμάτι του δρόμου. Γύρω τους, η εξοχή είχε αρχίσει να ξυπνάει, προφητεύοντας την αυγή. Ο Κλεμέντε οδηγούσε τεντωμένος πάνω από το τιμόνι, για να ελέγχει καλύτερα τη διαδρομή, και συχνά αναγκαζόταν να αλλάζει με θόρυβο τις ταχύτητες. Από τη στιγμή που ανέβηκε στο αυτοκίνητο κοντά στο Πόντε Μίλβιο, ο Μάρκους τού ειχε πει περιληπτικά τι συνέβη το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Γκουίντο Αλτιέρι. Ο φίλος του όμως ανησυχούσε πολύ πώς θα το μετέδιδε η τηλεόραση. Κανείς δεν είχε αναφερθεί στην ύπαρξη ενός τρίτου ανθρώπου στη σκηνή του φόνου του γνωστού δικηγόρου από το γιο του. Αυτό τον καθησύχαζε: προς τo παρόν, το μυστικό τους ήταν ακόμα ασφαλές.
373/1081
Προφανώς ο Μάρκους δεν είπε κουβέντα για όσα έγιναν στη συνέχεια, για το επεισόδιο με την οπλισμένη γυναίκα στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Αντίθετα, βιάστηκε να του εξηγήσει τι αντίκτυπο είχαν τα γεγονότα των τελευταίων ωρών στην εξαφάνιση της νεαρής Λάρα. «Ο Τζερεμάια Σμιθ δεν έπαθε έμφραγμα. Δηλητηριάστηκε». «Οι τοξικολογικές εξετάσεις δεν έδειξαν την ύπαρξη ύποπτων ουσιών στο αίμα του», αντέτεινε ο Κλεμέντε. «Κι όμως, είμαι βέβαιος ότι έγινε έτσι. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση». «Επομένως, κάποιος πρέπει να πήρε στα σοβαρά το τατουάζ στο στήθος του». Σκότωσε με, σκέφτηκε ο Μάρκους. Κάποιος δρούσε στα σκοτεινά και είχε προσφέρει στη Μόνικα, την αδελφή του πρώτου θύματος του Τζερεμάια Σμιθ, και στον Ραφαέλε Αλτιέρι την ευκαιρία να πάρουν άμεση εκδίκηση για το
374/1081
βίαιο πένθος τους. «Όταν η δικαιοσύνη δεν είναι εφικτή, η επιλογή είναι μία: άφεση ή εκδίκηση». «Οφθαλμός αντί οφθαλμού», πρόσθεσε ο Κλεμέντε. «Ναι, μα υπάρχει και κάτι άλλο». Ο Μάρκους έκανε μια παύση, προσπαθώντας να συλλάβει μια ιδέα που ωρίμαζε μέσα του από το προηγούμενο βράδυ. «Κάποιος περίμενε την παρέμβασή μας. Θυμάσαι τη Βίβλο με τον κόκκινο σατέν σελιδοδείκτη που βρήκα στο σπίτι της Λάρα;» «Η σελίδα με την επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Θεσσαλονικείς: Ή ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί ούτως έρχεται». «Σου το ξαναλέω, κάποιος ξέρει για μας, Κλεμέντε», επανέλαβε με μεγαλύτερη πεποίθηση. «Σκέψου: Στον Ραφαέλε έστειλε ένα ανώνυμο γράμμα, για μας διάλεξε ένα ιερό βιβλίο. Ένα μήνυμα κατάλληλο για ανθρώπους της πίστεως. Σκόπιμα βρέθηκα μπλεγμένος σ’
375/1081
αυτή την ιστορία. Αλλιώς δεν εξηγείται γιατί κλήθηκε ο νεαρός στο σπίτι της Λάρα. Τελικά, εγώ ο ίδιος τον οδήγησα στην αλήθεια για τον πατέρα του. Εγώ φταίω που σκοτώθηκε ο δικηγόρος Αλτιέρι». Ο Κλεμέντε γύρισε να κοιτάξει τον Μάρκους. «Ποιος μπορεί να τα οργάνωσε όλα αυτά;» «Δεν ξέρω. Αλλά φέρνει σε επαφή τα θύματα με τους φονιάδες και ταυτόχρονα θέλει να μας εμπλέξει». Ο Κλεμέντε ήξερε ότι δεν επρόκειτο για απλή εικασία και γι’ αυτό ανησυχούσε. Στο σημείο αυτό η επίσκεψη στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ είχε τεράστια σημασία. Ήταν βέβαιοι ότι θα έβρισκαν εκεί ένα σημάδι που θα τους οδηγούσε στο επόμενο επίπεδο του λαβυρίνθου. Κι όλα αυτά με την ελπίδα να μπορέσουν να σώσουν τη Λάρα. Χωρίς το συγκεκριμένο στόχο δεν θα είχαν τόσο ισχυρό κίνητρο. Και ο δημιουργός εκείνου του
376/1081
αινίγματος το ήξερε, γι’ αυτό είχε βάλει ως έπαθλο τη ζωή της νεαρής φοιτήτριας. Μία περίπολος στεκόταν μπροστά στην καγκελόπορτα του κήπου. Μα το κτήμα ήταν πολύ μεγάλο και δεν μπορούσε να το ελέγξει όλο. Ο Κλεμέντε πάρκαρε το Panda σε ένα δρομάκι ένα χιλιόμετρο παρακάτω. Μετά κατέβηκαν για να συνεχίσουν με τα πόδια, αφήνοντας τη νύχτα να τους κρύψει. «Πρέπει να βιαστούμε, σε μια-δυο ώρες θα επιστρέψει η Σήμανση για να συνεχίσει με τα αποτυπώματα», τον προειδοποίησε ο Κλεμέντε επιταχύνοντας το βήμα του στο ανώμαλο έδαφος. Μπήκαν στη βίλα από ένα παράθυρο στο πίσω μέρος, σπάζοντας τις σφραγίδες. Είχαν άλλες, πλαστές, και θα τις έβαζαν στη θέση τους βγαίνοντας. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν ότι κάποιος μπήκε. Φόρεσαν καλύμματα στα παπούτσια τους και γάντια από λατέξ. Μετά άναψαν τους φακούς που είχαν μαζί τους,
377/1081
κρατώντας μισοκαλυμμένη τη δέσμη του φωτός με την παλάμη του χεριού, ώστε να μπορούν να προσανατολιστούν χωρίς να (ραίνονται απέξω. Το σπίτι θύμιζε στιλ λίμπερτι με αρκετές μοντέρνες παραχωρήσεις. Μπήκαν σε ένα στούντιο με ένα γραφείο από μαόνι και μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Η επίπλωση πρόδιδε ένα εύπορο παρελθόν. Ο Τζερεμάια είχε μεγαλώσει σε μια αστική οικογένεια, οι γονείς του είχαν καταφέρει να κάνουν περιουσία με το εμπόριο υφασμάτων. Ωστόσο, η αφοσίωσή τους στις επιχειρήσεις τούς εμπόδισε να αποκτήσουν κι άλλα παιδιά. Ίσως τους αρκούσε να εμπιστευτούν εκείνον ως συνεχιστή της φίρμας και του καλού ονόματος των Σμιθ. Όμως σύντομα θα πρέπει να κατάλαβαν ότι ο μοναδικός τους κληρονόμος δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τις προσπάθειές τους και να τους γεμίσει περηφάνια.
378/1081
Ο Μάρκους φώτισε με το φακό μια σειρά άλμπουμ φωτογραφιών πάνω σε ένα δρύινο τραπέζι. Η ιστορία της οικογένειας συμπυκνωνόταν σε εκείνες τις ξεθωριασμένες εικόνες. Ένα πικνίκ σ’ ένα λιβάδι, ο Τζερεμάια λίγων χρονών, καθισμένος στα πόδια της μητέρας του και ο πατέρας του να τους αγκαλιάζει και τους δυο προστατευτικά. Στο γήπεδο τένις της βίλας, με κάτασπρες στολές, κρατώντας ξύλινες ρακέτες. Κάποια παλιά Χριστούγεννα, ντυμένοι στα κόκκινα, ποζάροντας μπροστά από ένα στολισμένο δέντρο. Περιμένοντας την αυτόματη λήψη να εκτελέσει το καθήκον της, πάντα στημένοι σ’ ένα τέλειο τρίπτυχο, σαν φαντάσματα μιας άλλης εποχής. Κάποια στιγμή όμως οι φωτογραφίες έχαναν έναν από τους πρωταγωνιστές τους: ο έφηβος Τζερεμάια και η μητέρα του ποζάρουν με συμβατικά μελαγχολικά χαμόγελα, ο αρχηγός
379/1081
της οικογένειας τους έχει αφήσει έπειτα από μία σύντομη αρρώστια και αυτοί συνεχίζουν την παράδοση, όχι για να διαιωνίσουν μιαν ανάμνηση, αλλά σαν ένα αντίδοτο για να διώξουν μακριά τους τη σκιά του θανάτου. Μία από τις φωτογραφίες τράβηξε την περιέργεια του Μάρκους εξαιτίας της κάπως μακάβριας επιλογής να ποζάρουν με τον εκλιπόντα. Μάνα και γιος στέκονταν όρθιοι δίπλα σε ένα μεγάλο πέτρινο τζάκι, πάνω από το οποίο κρεμόταν μια ελαιογραφία που απεικόνιζε τον πατέρα σε μια αυστηρή πόζα. «Δεν βρήκαν τίποτα που να συνδέει τον Τζερεμάια Σμιθ με τη Λάρα», σχολίασε ο Κλεμέντε πίσω του. Στο δωμάτιο ήταν εμφανή τα ίχνη της αστυνομικής έρευνας. Τα αντικείμενα είχαν μετατοπιστεί, τα έπιπλα είχαν ερευνηθεί. «Να γιατί δεν ξέρουν ακόμα ότι αυτός την απήγαγε. Δεν την αναζητούν».
380/1081
«Πάψε». Ο τόνος του Κλεμέντε έγινε ξαφνικά απότομος. Ο Μάρκους παραξενεύτηκε, ο Κλεμέντε δεν τα συνήθιζε κάτι τέτοια. «Είναι απίστευτο που δεν έχεις καταλάβει ακόμα. Δεν είσαι ένας τυχαίος ερευνητής, δεν σου επιτρέπεται κάτι τέτοιο. Είσαι προετοιμασμένος με τον καλύτερο τρόπο για να τα αντιμετωπίσεις όλα αυτά. Θες να σου πω την αλήθεια; Μπορεί η κοπέλα τελικά να πεθάνει. Και, μάλιστα, θα έλεγα ότι είναι το πιο πιθανό. Αλλά δεν εξαρτάται από το τι θα κάνουμε ή δεν θα κάνουμε. Γι’ αυτό πάψε να νιώθεις ένοχος». Ο Μάρκους συγκεντρώθηκε και πάλι στη φωτογραφία του Τζερεμάια Σμιθ, που πόζαρε κάτω από το πορτρέτο του πατέρα, σοβαρός και σεμνός, σε ηλικία είκοσι ετών. «Λοιπόν, από πού θες να ξεκινήσεις;» ρώτησε ο Κλεμέντε.
381/1081
«Από το δωμάτιο ετοιμοθάνατο».
όπου
τον
βρήκαν
Στο καθιστικό υπήρχαν ίχνη από το πέρασμα των τεχνικών της Σήμανσης. Τα τρίποδα με τις λάμπες αλογόνου για να φωτίζουν τη σκηνή, σκόρπια εδώ κι εκεί υπολείμματα αντιδραστηρίων για οργανικά υγρά και αποτυπώματα, αριθμημένες καρτέλες, οι οποίες έδειχναν τη θέση των ευρημάτων που φωτογραφήθηκαν και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν. Στο δωμάτιο βρήκαν μια γαλάζια κορδέλα μαλλιών, ένα βραχιολάκι από κοράλλι, ένα ροζ πλεχτό κασκόλ κι ένα κόκκινο ρόλερ, που ανήκαν στα τέσσερα θύματα του Τζερεμάια Σμιθ. Αυτά τα φετίχ ήταν η αδιάσειστη απόδειξη της εμπλοκής του - ήταν επικίνδυνο που τα κρατούσε. Ωστόσο ο Μάρκους μπορούσε να φανταστεί πώς ένιωθε ο δολοφόνος κάθε φορά που χάιδευε εκείνα τα
382/1081
τρόπαια. Συμβόλιζαν αυτό που κατάφερνε καλύτερα απ’ όλα - να σκοτώνει· να τα κρατάει στα χέρια του και να νιώθει ξανά εκείνη τη σκοτεινή ενέργεια: μια ζωτική εκκένωση, λες και ο βίαιος θάνατος είχε τη δύναμη να αναζωογονεί αυτόν που τον πρόσφερε. Το ρίγος μιας μυστικής ηδονής. Τα φύλαγε στο σαλόνι, επειδή ο Τζερεμάια ήθελε να τα έχει κοντά του. Έτσι, και τα κορίτσια έμοιαζαν να βρίσκονται πάντα εκεί. Βασανισμένες ψυχές, αιχμάλωτες εκείνου του σπιτιού, όπως κι ο ίδιος. Ωστόσο, από αυτά τα αντικείμενα έλειπε ένα, που έπρεπε να ανήκει στη Λάρα. Ο Μάρκους μπήκε στο δωμάτιο, ενώ ο Κλεμέντε έμεινε στο κατώφλι. Τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με άσπρα σεντόνια - εκτός από την πολυθρόνα που βρισκόταν στο κέντρο, μπροστά σε μια παλιά τηλεόραση. Υπήρχε ένα αναποδογυρισμένο τραπεζάκι και, στο πάτωμα, ένα σπασμένο φλιτζάνι, μια άσπρη,
383/1081
στεγνή πια, κηλίδα και θρυμματισμένα μπισκότα. Τα έριξε ο Τζερεμάια, όταν ένιωσε άσχημα, σκέφτηκε ο Μάρκους. Τα βράδια έτρωγε μπροστά στην τηλεόραση γάλα και μπισκότα. Λυτή η εικόνα καθρέφτιζε τη μοναξιά του. Το τέρας δεν κρυβόταν. Το καλύτερο καταφύγιό του ήταν η αδιαφορία των άλλων. Αν ο κόσμος ενδιαφερόταν λιγάκι γι’ αυτόν, ίσως να τον είχε σταματήσει νωρίτερα. «Ο Τζερεμάια Σμιθ ήταν αντικοινωνικός, όμως μεταμορφωνόταν για να ψαρέψει τα θύματά του». Εκτός από τη Λάρa, τις άλλες τις πήρε μέρα μεσημέρι, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ποια ήταν η τεχνική του για να τις πλησιάσει και να αποσπάσει την εμπιστοσύνη τους; Ήταν πειστικός, οι κοπέλες δεν τον φοβούνταν. Γιατί δεν χρησιμοποιούσε αυτές του τις ιδιότητες για να κάνει φίλους; Ο μόνος σκοπός που τον υποκινούσε ήταν ο φόνος. Τα πάντα οφείλονταν στο κακό, σκέφτηκε ο
384/1081
Μάρκους. Γιατί το κακό κατάφερνε να τον κάνει να φαίνεται καλός άνθρωπος, κάποιος που μπορείς να εμπιστευτείς. Όμως υπήρχε κάτι που δεν είχε προβλέψει ο Τζερεμάια Σμιθ: υπάρχει πάντα ένα αντίτιμο. Ο μεγαλύτερος φόβος κάθε ανθρώπινου πλάσματος, ακόμα κι αυτού που επέλεξε να ζει σαν ερημίτης, δεν είναι ο θάνατος, αλλά το να πεθάνει μόνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά. Και είναι κάτι που συνειδητοποιείς μόνον όταν σου συμβαίνει. Η ιδέα ότι κανείς δεν θα μας κλάψει, κανείς δεν θα νιώσει την απώλειά μας, κανείς δεν θα μας θυμηθεί. Και συνέβη και σ’ εμένα, σκέφτηκε ο Μάρκους. Παρατηρούσε το σημείο όπου το προσωπικό του ασθενοφόρου είχε προσπαθήσει να τον συνεφέρει: σκόρπια αποστειρωμένα γάντια, κομμάτια γάζα, σύριγγες και σωληνάκια. Όλα είχαν παγώσει, έδειχναν όπως εκείνες τις στιγμές της φρενιασμένης δραστηριότητας.
385/1081
Ο Μάρκους προσπάθησε να φανταστεί τι είχε συμβεί προτού ο Τζερεμάια Σμιθ αρχίσει να αντιλαμβάνεται τα συμπτώματα της δηλητηρίασης. «Όποιος κι αν ήταν, γνώριζε τις συνήθειές του. Συμπεριφέρθηκε όπως ακριβώς και ο Σμιθ με τη Λάρα. Μπήκε στη ζωή του και στο σπίτι του για να τον παρατηρήσει. Δεν επέλεξε τη ζάχαρη για να κρύψει το ναρκωτικό, αλλά ίσως να έβαλε κάτι στο γάλα. Ήταν σαν αντίποινα». Ο Κλεμέντε παρακολουθούσε το μαθητή του, ενώ βυθιζόταν στην ψυχή του ανθρώπου που είχε επινοήσει όλα αυτά. «Έτσι, ο Τζερεμάια νιώθει άσχημα και τηλεφωνεί στα Επείγοντα». «Το Τζεμέλι είναι το πιο κοντινό νοσοκομείο, ήταν φυσικό να παραπέμψουν την κλήση εκεί. Ο άνθρωπος που το έκανε αυτό στον Τζερεμάια Σμιθ ήξερε καλά ότι η Μόνικα, η αδελφή του πρώτου θύματος, είχε εφημερία στα ασθενοφόρα χθες. Σε
386/1081
περίπτωση επείγοντος περιστατικού, θα έμπαινε στο πρώτο ασθενοφόρο». Ο Μάρκους είχε μείνει έκπληκτος από την ε'πδεξιότητα με την οποία είχε ενορχηστρωθεί εκείνη η ευκαίρια για εκδίκηση. «Δεν δρα τυχαία, είναι σχολαστικός». Αποσυναρμολογούσε τη σκηνή του εγκλήματος. Κομμάτι-κομμάτι αποκάλυπτε την κρυφή πλοκή, τις νάιλον κλωστές, το χάρτινο σκηνικό, τα κόλπα του μάγου. «Εντάξει, φάνηκες ικανός», είπε μιλώντας στον αντίπαλο σαν να τον είχε μπροστά του. «Και τώρα, για να δούμε τι μας έχεις φυλαγμένο...» «Νομίζεις ότι υπάρχουν ενδείξεις που οδηγούν εκεί που βρίσκεται αιχμάλωτη η Λάρα;» «Όχι, είναι πολύ πονηρός. Ακόμα κι αν υπήρχαν, θα τις εξαφάνιζε. Η κοπέλα είναι ένα έπαθλο, μην το ξεχνάς. Πρέπει να το αξίζουμε».
387/1081
Ο Μάρκους άρχισε να κινείται μες στο δωμάτιο, σίγουρος ότι υπήρχε κάτι που του διέφευγε. «Τι πρέπει να αναζητήσουμε κατά τη γνώμη σου;» ρώτησε ο Κλεμέντε. «Κάτι που δεν ταιριάζει με όλα τα υπόλοιπα. Για να διαφύγει από τις έρευνες της αστυνομίας, θα πρέπει να άφησε ένα σημάδι που μόνον εμείς μπορούμε να καταλάβουμε». Θα έπρεπε να εντοπίσει το ακριβές σημείο απ’ όπου θα ξεκινούσε την παρατήρηση της σκηνής. Ήταν βέβαιος ότι από κει θα φαινόταν η ανωμαλία. Το πιο λογικό ήταν το σημείο όπου βρέθηκε αναίσθητος ο Τζερεμάια. «Τα παντζούρια», είπε στον Κλεμέντε που πήγε να κλείσει, τα δύο μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Τότε ο Μάρκους ελευθέρωσε τη δέσμη του φακού, αφήνοντάς τη να περιπλανηθεί σε όλο το δωμάτιο. Οι σκιές των αντικειμένων υψώνονταν μία-μία, σαν υπάκουα
388/1081
στρατιωτάκια, καθώς λούζονταν από το φως. Οι καναπέδες, ο μπουφές, το τραπέζι της τραπεζαρίας, η πολυθρόνα, το τζάκι πάνω στο οποίο φιγουράριζε ένας πίνακας με τουλίπες. Μεμιάς ο Μάρκους είχε μια αίσθηση deja vu. Γύρισε προς τα πίσω και φώτισε πάλι τον πίνακα με τα λουλούδια. «Δεν θα έπρεπε να είναι εδώ». Ο Κλεμέντε δεν μπορούσε να καταλάβει. Εκείνος, όμως, θυμόταν πολύ καλά το πέτρινο τζάκι, γιατί υπήρχε στη φωτογραφία που είχε δει στο γραφείο: ήταν ο Τζερεμάια και η μητέρα του κάτω από την ελαιογραφία του εκλιπόντος αρχηγού της οικογένειας. «Του άλλαξαν θέση». Ωστόσο δεν ήταν μες στο δωμάτιο. Ο Μάρκους πλησίασε τον πίνακα με τις τουλίπες, μετατόπισε την κορνίζα και βεβαιώθηκε ότι πράγματι το αποτύπωμα που είχε αφήσει ο πίνακας στον τοίχο όλα αυτά τα χρόνια ήταν διαφορετικό. Ετοιμαζόταν να τον ξαναβάλει
389/1081
στη θέση του, όταν αντιλήφθηκε ότι στο πίσω μέρος του, στο κάτω αριστερό άκρο του μουσαμά, είχε τον αριθμό «1». «Τον βρήκα». Ο Κλεμέντε τον καλούσε στο διάδρομο. Ο Μάρκους πήγε κοντά του και είδε τον πίνακα με τον πατέρα του Τζερεμάια στον τοίχο δίπλα στην πόρτα. «Οι πίνακες άλλαξαν θέσεις». Κατέβασε κι αυτόν τον πίνακα από τον τοίχο για να ελέγξει το πίσω μέρος. Αυτή τη φορά ο πίνακας είχε τον αριθμό «2». Κοίταξαν κι οι δυο ολόγυρα, κάνοντας την ίδια σκέψη. Χωρίστηκαν κι άρχισαν να κατεβάζουν όλους τους πίνακες από τους τοίχους για να εντοπίσουν τον τρίτο. «Να, εδώ είναι», ανακοίνωσε ο Κλεμέντε. Ήταν ένα βουκολικό τοπίο και βρισκόταν στο βάθος του διαδρόμου, στα πόδια της σκάλας που οδηγούσε στον πάνω όροφο. Αρχισαν να ανεβαίνουν και, στα μισά της σκάλας, βρήκαν
390/1081
και τον τέταρτο κι έτσι βεβαιώθηκαν ότι ακολουθούσαν το σωστό δρόμο. «Μας δείχνει μια διαδρομή...» είπε ο Μάρκους. Αλλά κανείς απ’ τους δύο δεν φανταζόταν σε τι θα τους οδηγούσε. Στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου βρήκαν τον πέμπτο πίνακα. Και μετά τον έκτο σ’ ένα μικρό χολ και τον έβδομο στο διάδρομο που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Ο όγδοος ήταν πολύ μικρός. Ήταν μια ινδική τίγρη σε τέμπερα, που εμοιάζε βγαλμένη από μυθιστόρημα του Σάλγκαρι. Βρισκόταν δίπλα σε μια πορτούλα, σε ένα δωμάτιο που θα πρέπει να ήταν το παιδικό του Τζερεμάια Σμιθ. Πάνω σε ένα ράφι στεκόταν παραταγμένος ένας λόχος από μολυβένια στρατιωτάκια, μετά υπήρχε ένα κουτί με μεκανό, μια σβούρα κι ένα κουνιστό αλογάκι. Συχνά ξεχνά κανείς ότι ακόμα και τα τέρατα υπήρξαν παιδιά, σκέφτηκε ο Μάρκους. Υπάρχουν πράγματα που κουβαλάμε από τα
391/1081
παιδικά μας χρόνια. Ποιος ξέρει, όμως, από πού προήλθε η ανάγκη να σκοτώνει. Ο Κλεμέντε άνοιξε την πορτούλα και φάνηκε μια απότομη σκάλα που, προφανώς, οδηγούσε στη σοφίτα. «Ίσως οι αστυνομικοί να μην κοίταξαν ακόμα καλά εκεί πάνω». Ένιωθαν και οι δυο σίγουροι ότι ο ένατος πίνακας θα ήταν ο τελευταίος της σειράς. Ανέβηκαν προσεκτικά τα ακανόνιστα σκαλοπάτια, η στέγη ήταν χαμηλή, αναγκάζονταν να προχωρούν σκυφτοί. Στο τέλος εκείνου του πέτρινου σωλήνα βρισκόταν ένα μεγάλο δωμάτιο, γεμάτο με παλιά έπιπλα, βιβλία και μπαούλα. Μερικά πουλιά είχαν φτιάξει τις φωλιές τους ανάμεσα στα δοκάρια της στέγης. Τρομαγμένα από την παρουσία τους, άρχισαν να φτερουγίζουν γύρω τους και να χτυπιούνται αναζητώντας ένα δρόμο διαφυγής. Τον βρήκαν σε έναν ανοιχτό φεγγίτη.
392/1081
«Δεν μπορούμε να μείνουμε πολύ, σε λίγο θα φέξει», τον πίεσε ο Κλεμέντε κοιτάζοντας την ώρα. Έτσι, βάλθηκαν αμέσως να αναζητούν τον πίνακα. Είχε διάφορα τελάρα στοιβαγμένα σε μια γωνιά. Ο Κλεμέντε πλησίασε να τα ελέγξει. «Τίποτα», είπε έπειτα από λίγο, τινάζοντας τη σκόνη από τα ρούχα του. Ο Μάρκους είδε μια επίχρυση γωνία που πρόβαλλε πίσω από ένα σεντούκι. Πέρασε από πίσω του και βρέθηκε μπροστά σε μια πλούσια στολισμένη κορνίζα που κρεμόταν στον τοίχο. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το πίσω μέρος για να βεβαιωθεί ότι ήταν ο ένατος πίνακας. Το περιεχόμενό του ήταν αρκετά ασυνήθιστο ώστε να του δείξει ότι είχαν φτάσει στο τέρμα σ’ εκείνο το κυνήγι θησαυρού. Η ζωγραφιά ενός παιδιού. Φτιαγμένη με χρωματιστά μολύβια σε ένα φύλλο τετραδίου, τοποθετήθηκε στη συνέχεια
393/1081
σε εκείνη τη φανταχτερή κορνίζα, ώστε να επιβάλλεται στην προσοχή του παρατηρητή. Έδειχνε μια ανοιξιάτικη ή καλοκαιρινή μέρα, με τον ήλιο που χαμογελούσε πάνω από την καταπράσίνη φύση. Δέντρα, χελιδόνια, λουλούδια κι ένα ποταμάκι. Πρωταγωνιστές ήταν δύο παιδιά, ένα κοριτσάκι που φορούσε ένα φουστανάκι με κόκκινα πουά κι ένα αγοράκι που έσφιγγε κάτι στο χέρι του. Παρά τη ζωντάνια των χρωμάτων και την απόλυτη αθωότητα του θέματος, ο Μάρκους ένιωσε κάτι παράξενο. Τπήρχε κάτι επίβουλο σ’ εκείνη τη ζωγραφιά. Έκανε ένα βήμα μπροστά για να την παρατηρήσει καλύτερα. Μόνον τότε πρόσεξε ότι το φόρεμα του κοριτσιού δεν είχε πουά, αλλά πληγές που αιμορραγούσαν. Κι ότι το αγόρι κρατούσε ένα ψαλίδι. Διάβασε την ημερομηνία στο περιθώριο: ήταν πριν από είκοσι χρόνια. Ο Τζερεμάια
394/1081
Σμιθ ήταν ήδη πολύ μεγάλος για να το έχει ζωγραφίσει ο ίδιος. Ανήκε στην αρρωστημένη φαντασία κάποιου άλλου. Αμέσως του ήρθε στο μυαλό το Μαρτύριο του αγίου Ματθαίου του Καραβάτζιο: αυτό που είχε μπροστά του ήταν η αναπαράσταση μιας σκηνής εγκλήματος. Μα, όταν φτιάχτηκε, το αποτρόπαιο έγκλημα δεν είχε ακόμα διαπραχτεί. Ακόμα και τα τέρατα υπήρξαν παιδιά, επανέλαβε μέσα του. Αυτός που ήταν στο σχέδιο είχε στο μεταξύ μεγαλώσει. Και ο Μάρκους κατάλαβε ότι έπρεπε να τον βρει. 6:04 Την πρώτη μέρα στη Σήμανση σου μάθαιναν ότι δεν υπάρχουν συμπτώσεις σε μία σκηνή εγκλήματος. Έπειτα, συνέχιζαν να σου το επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία, μη τυχόν και κάνεις το λάθος να το ξεχάσεις. Σου
395/1081
εξηγούσαν ότι όχι μόνον είναι παραπλανητικές, αλλά μπορούν να αποβούν επιζήμιες ή αντιπαραγωγικές. Και σου ανέφεραν διάφορες οριακές περιπτώσεις, όπου οι έρευνες είχαν υπονομευτεί ανεπανόρθωτα. Εξαιτίας αυτής της μεθοδολογίας, η Σάντρα δεν έδινε ιδιαίτερη πίστη στις συμπτώσεις. Ωστόσο, στην αληθινή ζωή δεχόταν ότι αυτές οι τυχαίες διασυνδέσεις ανάμεσα σε γεγονότα είναι μερικές φορές χρήσιμες, τουλάχιστον για να επικεντρώνουν την προσοχή μας σε γεγονότα που αλλιώς δεν θα βλέπαμε. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μερικές από αυτές δεν μας αγγίζουν. Πράγματι, συνήθως τις απορρίπτουμε σαν «απλές συμπτώσεις». Άλλες φορές όμως δείχνουν ταγμένες να σφραγίσουν τη ζωή μας με τη δύναμη μιας αλλαγής. Και τότε υιοθετούμε ένα διαφορετικό όνομα γι’ αυτές. Αρχίζουμε να τις αποκαλούμε «σημεία». Συχνά μας κάνουν να
396/1081
νιώθουμε παραλήπτες ενός ιδιαίτερου μηνύματος, λες κι ο κόσμος ή ένα ανώτερο ον μάς έχει επιλέξει. Με άλλα λόγια, μας κάνουν να νιώθουμε ιδιαίτεροι. Η Σάντρα θυμόταν ότι ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ είχε ορίσει ως συγχρονικότητα. αυτές ακριβώς τις συμπτώσεις του τελευταίου είδους, αποδίδοντάς τους τρία βασικά χαρακτηριστικά. Έπρεπε να είναι εντελώς αναίτιες, δηλαδή να μη συνδέονται με τη σχέση αιτίου αιτιατού. Να συμπίπτουν με μια βαθιά συγκινησιακή εμπειρία. Και, τέλος, να διαθέτουν μια έντονη συμβολική αξία. Ο Γιουνγκ υποστήριζε ότι ορισμένα άτομα διάγουν την ύπαρξή τους αναζητώντας ένα βαθύτερο νόημα σε οποιοδήποτε ασυνήθιστο γεγονός τούς συμβαίνει. Εκείνη δεν ήταν έτσι. Όμως αναγκάστηκε να αναθεωρήσει. Σε αυτή την εξέλιξη είχε συντελέσει η αφήγηση του Ντέιβιντ για την
397/1081
αλληλουχία των παράξενων γεγονότων που είχαν καθορίσει τη συνάντησή τους. Ήταν δυο μέρες πριν από το Δεκαπενταύγουστο κι εκείνος βρισκόταν στο .Βερολίνο. Έπρεπε να πάει να βρει κάτι φίλους του στη Μύκονο, προγραμμάτιζαν να κάνουν μια κρουαζιέρα με ιστιοφόρο στα ελληνικά νησιά. Εκείνο το πρωί όμως το ξυπνητήρι δεν χτύπησε, ο Ντέιβιντ σηκώθηκε αργά, αλλά κατάφερε να φτάσει στο αεροδρόμιο πάνω που έκλεινε το checkin. Θυμάται ότι σκέφτηκε “Τι τύχη!”, χωρίς να ξέρει τι τον περίμενε ακόμα. Για να φτάσει στον προορισμό του, έπρεπε να πάρει ανταπόκριση από τη Ρώμη. Ωστόσο, προτού μπει στο δεύτερο αεροπλάνο, η αεροπορική εταιρία τον ειδοποίησε ότι, από λάθος, οι αποσκευές του είχαν χαθεί στο Βερολίνο. Μην έχοντας καμία πρόθεση να εγκαταλείψει την ιδέα του ταξιδιού, αφού
398/1081
αγόρασε βιαστικά μια καινούργια βαλίτσα και ρούχα από τα μαγαζιά του αεροδρομίου, εμφανίστηκε στην ώρα του στο check-in για να πάρει την πτήση για Αθήνα. Ανακάλυψε όμως ότι, εξαιτίας του πλήθους των τουριστών, ήταν σε λίστα αναμονής. Στις έντεκα το βράδυ θα έπρεπε να βρίσκεται στην πρύμνη ενός τρικάταρτου και να ρουφάει παγωμένο ούζο παρέα με μια εκθαμβωτική Ινδή μοντέλα που είχε γνωρίσει δύο βδομάδες νωρίτερα στο Μιλάνο. Αντίθετα, βρισκόταν σε μια αίθουσα αναχωρήσεων γεμάτη τουρίστες, συμπληρώνοντας ασφαλιστικά έντυπα αποζημίωσης για τις αποσκευές του. Θα μπορούσε να περιμένει την επόμενη μέρα και να φύγει με την πρώτη διαθέσιμη πτήση, αλλά ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο. Έτσι νοίκιασε ένα αυτοκίνητο με σκοπό να πάει στο Μπρίντεζι και να μπει σε ένα φέρι για την Ελλάδα.
399/1081
Αφού διέσχισε περίπου πεντακόσια χιλιόμετρα οδηγώντας όλη νύχτα, είδε τον ήλιο να ανατέλλει στην ακτή της Πούλια. Οι πινακίδες έδειχναν ότι κόντευε στον προορισμό του, όμως εκείνη τη στιγμή το αυτοκίνητό του άρχισε να παρουσιάζει παράξενα προβλήματα: μια προοδευτική απώλεια ισχύος, που κατέληξε στο οριστικό σταμάτημα της μηχανής. Εγκαταλελειμμένος από την αντίξοη μοίρα στην άκρη του δρόμου, ο Ντέιβιντ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και, αντί να βλαστημήσει την ατυχία του, έστρεψε το βλέμμα στο τοπίο γύρω του. Στα δεξιά του, μια λευκή πόλη σκαρφαλωμένη πάνω σε ένα υψίπεδο. Από την άλλη μεριά, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά, η θάλασσα. Περπάτησε ώσπου να φτάσει στην παραλία, που ήταν έρημη εκείνη την ώρα. Δίπλα στο κύμα έβγαλε ένα από τα τσιγάρα του με το
400/1081
γλυκάνισο και, με το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη, γιόρτασε την ανατολή του ήλιου. Εκείνη τη στιγμή, χαμηλώνοντας το βλέμμα, πρόσεξε μικρά αποτυπώματα ποδιών, αρμονικά και απόλυτα συμμετρικά, πάνω στην υγρή άμμο. Μεμιάς η καρδιά του τα απέδωσε σε μια γυναίκα που έκανε τζόκινγκ. Η ακτογραμμή σχημάτιζε κολπίσκους προς εκείνη την κατεύθυνση κι έτσι η γυναίκα που είχε αφήσει τα αποτυπώματά της είχε χαθεί από τα μάτια του. Ωστόσο, ένα ήταν το βέβαιο: δεν είχε περάσει πολλή ώρα, αλλιώς το κύμα θα τα είχε σβήσει όλα. Στη συνέχεια, όταν αφηγούνταν την ιστορία, δυσκολευόταν να περιγράψει τι έκανε κλικ μες στο μυαλό του εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά τον έπιασε η επιθυμία να ακολουθήσει εκείνα τα χνάρια. Έτσι, άρχισε να τρέχει. Όταν έφτανε σε εκείνο το σημείο της ιστορίας, η Σαντρα πάντα τον ρωτούσε πώς είχε μαντέψει ότι επρόκειτο για γυναίκα.
401/1081
«Ειλικρινά, δεν ήξερα, μπορούσα μόνο να ελπίζω. Φανταζεσαι να βρισκόμουν μπροστά σε ένα παιδάκι ή σ’ έναν κοντο άντρα;» Η εξήγηση δεν την έπειθε ποτέ ολότελα. Ήταν το αστυνομίκό της ένστικτο που την έσπρωχνε να κάνει ερωτήσεις του τύπου: «Και πώς ήξερες ότι ήταν κάποιος που έκανε τζόκινγκ;» Όμως ο Ντέιβιντ ήταν προετοιμασμένος και γι’ αυτό. «Τα αποτυπώματα στην άμμο βάθαιναν στη μύτη του ποδιού, επομένως έτρεχε». «Εντάξει, πιστευτό». Και ο Ντέιβιντ έπιανε ξανά την αφήγησή του από κει που την είχε αφήσει. Έλεγε ότι είχε τρέξει καμιά εκατοστή μέτρα και, αφού ανέβηκε έναν αμμόλοφο, διέκρινε τη σιλουέτα μιας γυναίκας. Φορούσε σορτσάκι, ένα κολλητό μακό και αθλητικά παπούτσια. Είχε ξανθά μαλλιά, δεμένα σε αλογοουρά. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της, μα και πάλι
402/1081
του ήρθε να τη φωνάξει. Ανόητη σκέψη, μια και δεν ήξερε το όνομά της. Τότε τάχυνε το βήμα του. Τι θα μπορούσε να της πει μόλις έφτανε κοντά της; Όσο την πλησίαζε τόσο καταλάβαινε ότι έπρεπε να επινοήσει κάτι για να μη φανεί εντελώς ηλίθιος. Όμως δεν του ερχόταν τίποτα. Με πολύ κόπο κατάφερε να τη φτάσει. Ήταν πολύ όμορφη. Και ακούγοντάς τον να το λέει, η Σάντρα συνήθως χαμογελούσε. Της ζήτησε συγγνώμη και την παρακάλεσε να σταματήσει. Η άγνωστη υπάκουσε ενοχλημένη, κοιτάζοντας από την κορφή ως τα νύχια εκείνον τον τρελό που προσπαθούσε να πάρει ανάσα. Δεν θα πρέπει να της έκανε καλή εντύπωση. Φορούσε τα ίδια ρούχα εδώ και είκοσι τέσσερις ώρες, ήταν ταλαιπωρημένος έπειτα από μια άγρυπνη νύχτα, ιδρωμένος από το τρεχαλητό και σίγουρα δεν ανέδιδε ευχάριστη μυρωδιά.
403/1081
«Γεια, είμαι ο Ντέιβιντ», της είπε απλώνοντάς της το χέρι. Εκείνη το κοίταξε χωρίς να του το σφίξει και ανατρίχιασε λες και της είχε προσφέρει κανένα σάπιο ψάρι. Μετά εκείνος πρόσθεσε: «Ξέρεις τι έλεγε ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ για τις συμπτώσεις;» Κι άρχισε να της εξιστορεί, χωρίς κανένα λόγο, όλες τις ταλαιπωρίες που πέρασε από τότε που έφυγε από το Βερολίνο την προηγούμενη μέρα. Εκείνη απέμεινε να τον ακούει χωρίς να λέει λέξη, προσπαθώντας ίσως να καταλάβει πού θα κατέληγε η συγκεκριμένη κουβέντα. Τον άφησε να τελειώσει κι αντέτεινε ότι η συνάντησή τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί πραγματική σύμπτωση. Γιατί, παρά την αλληλουχία των ανεξάρτητων από τη θέλησή του γεγονότων που τον είχαν φέρει σε εκείνη την παραλία, ήταν ο ίδιος που αποφάσισε να ακολουθήσει τα ίχνη της. Έτσι, η θεωρία της «συγχρονικότητας» δεν έβρισκε εφαρμογή στη συνάντησή τους.
404/1081
«Και ποιος το λέει;» «Το λέει ο Γιουνγκ». Ο Ντέιβιντ το θεώρησε εξαιρετικό αντεπιχείρημα κι απέμεινε βουβός. Μην ξέροντας τι άλλο να πει, την αποχαιρέτησε κι έκανε μεταβολή λυπημένος. Κατά τη διάρκεια της επιστροφής σκεφτόταν πόσο ωραίο θα ήταν αν εκείνη η κοπέλα αποκαλυπτόταν στ’ αλήθεια κάτι ιδιαίτερο, μακάρι η γυναίκα της ζωής του. Θα ήταν αξιομνημόνευτο να ερωτευτούν έτσι και να έχουν αυτή την ιστορία να διηγούνται στο μέλλον. Πώς μια σειρά από μικρές ατυχίες μεταμορφώνεται σε μια μεγάλη ερωτική εποποιία. Κι όλα αυτά χάρη σε μια χαμένη αποσκευή. Η κοπέλα δεν τον ακολούθησε για να του πει ότι είχε αλλάξει γνώμη. Κι εκείνος τελικά δεν έμαθε ούτε το όνομά της. Λντί γι’ αυτό, αφού περίμενε ένα μήνα να ξαναβρεί η αεροπορική εταιρία τη βαλίτσα του, πήγε στην Αστυνομική Διοίκηση του Μιλάνου για να καταγγείλει την
405/1081
κλοπή. Εκεί, μπροστά σε ένα μηχάνημα του καφέ, συνάντησε για πρώτη φορά τη Σάντρα, αντάλλαξαν δυο κουβέντες, συμπάθησαν ο ένας τον άλλον και, μερικές εβδομάδες αργότερα, κατέληξαν να ζουν μαζί. Τώρα, ξυπνώντας στο κρεβάτι του ξενοδοχείου στη Ρώμη με ένα βάρος στην ψυχή, παρότι είχε ανακαλύψει ότι ο Ντέιβιντ δολοφονήθηκε και είχε βάλει κατά νου ότι έπρεπε να βρει το δολοφόνο του, η Σάντρα δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με αυτή τη σκέψη. Κάθε φορά που ο Ντέιβιντ διηγιόταν αυτή την ιστορία σ’ έναν καινούργιο φίλο, αυτός νόμιζε ότι η κοπέλα της παραλίας ήταν η Σάντρα. Ωστόσο, η θαυμαστή πλευρά της ιστορίας ήταν ότι η ζωή χρησιμοποιεί τις πιο κοινότοπες διαδρομές για να μας προσφέρει τις πιο μεγάλες ευκαιρίες. Γιατί η καρδιά του ανθρώπου δεν ψάχνει για «σημεία». Μερικές φορές αρκεί μόνο μια συνάντηση ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους.
406/1081
Μπροστά σε εκείνο το μηχάνημα του καφέ, αν η Σάντρα δεν είχε ένα χαρτονόμισμα των πέντε ευρώ και ο Ντέιβιντ τα ψιλά για να της το χαλάσει, ίσως να μην είχαν λόγο να μιλήσουν. Και αφού αγγίζονταν μόλις και μετά βίας περιμένοντας τους καφέδες τους, να απομακρύνονταν σαν δυο ξένοι, αγνοώντας τον έρωτα που θα μπορούσαν να μοιραστούν και, πράγμα απίστευτο, χωρίς ποτέ να υποφέρουν γι’ αυτό. Πόσες φορές κάθε μέρα συμβαίνει το ίδιο πράγμα και δεν το ξέρουμε; Πόσοι άνθρωποι συναντιούνται τυχαία και μετά απομακρύνονται σαν να μην τρέχει τίποτα, χωρίς να μάθουν ότι θα ήταν τέλειοι ο ένας για τον άλλον; Γι’ αυτό, παρότι ο Ντέιβιντ είχε πεθάνει, εκείνη αισθανόταν προνομιούχα. Και τι ήταν το χτεσινοβραδινό; αναρωτήθηκε. Από τη συνάντηση με τον άνθρωπο με την ουλή τής έμεινε μια έκπληξη
407/1081
που ακόμα δεν κατάφερνε να διαχειριστεί. Νόμιζε ότι είχε απέναντι της ένα δολοφόνο, αλλά ανακάλυψε ότι ήταν ιερέας. Δεν αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του. Θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί το μπλακάουτ για να ξεφύγει αμέσως, κι όμως έμεινε για να της πει ποιος ήταν. Μπροστά σε αυτή την απρόσμενη αποκάλυψη έχασε το κουράγιο να πατήσει τη σκανδάλη. Ήταν σαν να άκουγε τη φωνή της μητέρας της να την προειδοποιεί: “Σάντρα, αγάπη μου, δεν κάνει να πυροβολήσεις έναν παπά. Δεν γίνεται”. Ήταν γελοίο. Συμπτώσεις. Ωστόσο δεν υπήρχε τρόπος να βρει τι συνέδεε τον άντρα της με αυτόν τον τύπο. Η Σάντρα σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε να παρατηρήσει με προσοχή τη φωτογραφία του που βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνες που είχε εμφανίσει από τη Leica. Τι σχέση είχε ένας
408/1081
ιερέας με την έρευνα; Αντί να της αποκαλύψει κάτι, η εικόνα εκείνη περιέπλεκε τα πάντα. Το στομάχι της γουργούρισε, κι επιπλέον ένιωθε αδιάθετη. Είχε ώρες να φάει κι ίσως είχε πυρετό. Εκείνο το βράδυ είχε επιστρέφει στο ξενοδοχείο μούσκεμα από τη βροχή. Όμως στο σκευοφυλάκιο του Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτό που επιδίωκε δεν ήταν μόνον η δικαιοσύνη, ήταν μια σκοτεινή ανάγκη να πάρει ικανοποίηση. Η θλίψη έχει παράξενα αποτελέσματα. Μας εξασθενεί και μας κάνει πιο αδύναμους. Αλλά ταυτόχρονα ενισχύει μια επιθυμία που πιστεύαμε ότι την ελέγχαμε: τη λαχτάρα να προκαλέσουμε στους άλλους τον ίδιο πόνο. Λες και η εκδίκηση είναι το μόνο γιατρικό που θα κατευνάσει το δικό μας πόνο. Η Σάντρα κατάλαβε ότι θα έπρεπε να λογαριαστεί με μια σκοτεινή πλευρά της που δεν πίστευε ότι διέθετε. Δεν θέλω να γίνω έτσι,
409/1081
είπε μέσα της. Μα φοβόταν ότι κάτι είχε αλλάξει ανεπιστρεπτί. Έβαλε στην άκρη τη φωτογραφία που έδειχνε τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο, και συγκεντρώθηκε στις τελευταίες δύο που έμεναν να αποκρυπτογραφηθούν. Η μία σκοτεινή. Και η άλλη με τον Ντέιβιντ μπροστά στον καθρέφτη που χαιρετούσε λυπημένα με υψωμένο το χέρι. Τις κράτησε και τις δύο μπροστά της σαν να ήθελε να εντοπίσει μια σχέση. Αλλά δεν της έφερναν τίποτα στο νου. Τις χαμήλωσε νιώθοντας μπλοκαρισμένη. Το βλέμμα της έμεινε στυλωμένο στο πάτωμα. Κάτω από την πόρτα ήταν ένα χαρτί. Πέρασε μερικές στιγμές παρατηρώντας το, ακίνητη. Έπειτα αποφάσισε να πάει να το πάρει, με μια γοργή κίνηση, σαν να φοβόταν. Κάποιος θα πρέπει να το έριξε από κάτω κατά τη διάρκεια της νύχτας, τις λίγες ώρες που είχε παραδοθεί στον ύπνο. Το κοίταξε. Ήταν μια
410/1081
εικονίτσα που έδειχνε ένα δομινικανό καλόγερο. Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Το όνομα ήταν τυπωμένο στο πίσω μέρος μαζί με μια προσευχή στα λατινικά που έπρεπε να τη λες για να μεσολαβήσει ο άγιος για χάρη σου. Μερικές φράσεις ήταν δυσανάγνωστες γιατί από πάνω τους είχε γραφτεί κάτι με κόκκινο μελάνι, κάτι που έκανε τη Σάντρα να ανατριχιάσει. Μία λέξη. Μια υπογραφή. Φρεντ. 7:00 Του χρειαζόταν ένα πολυσύχναστο μέρος. To McDonald’s κοντά στην πιάτσα ντι Σπάνια εκείνη την ώρα ήταν ιδανικό. Η πελατεία αποτελούνταν κυρίως από ξένους τουρίστες, ανίκανους να προσαρμοστούν στο ελαφρύ και γλυκό πρωινό αλά ιταλικά.
411/1081
Ο Μάρκους διάλεξε εκείνο το μέρος γιατί είχε ανάγκη να νιώσει γύρω του την παρουσία άλλων ανθρώπων· να ξέρει ότι ο κόσμος μπορούσε να προχωρήσει παρά τις φρικαλεότητες που ο ίδιος διαπίστωνε κάθε μέρα· να έχει τη βεβαιότητα ότι δεν είναι μόνος σε αυτόν τον αγώνα, γιατί οι οικογένειες που βρίσκονταν γύρω του -που έφερναν στον κόσμο παιδιά, τα μεγάλωναν με αγάπη και τα ανάτρεφαν έτσι ώστε να επαναλάβουν τα ίδια πράγματα στο μέλλον- διαδραμάτιζαν κάποιο ρόλο στη σωτηρία του ανθρώπινου είδους. Έτσι, παραμέρισε στην άκρη του τραπεζιού ένα φλιτζάνι νερουλό καφέ που δεν τον είχε αγγίξει καν, και έβαλε στο κέντρο το ντοσιέ που του είχε παραδώσει ο Κλεμέντε πριν από μισή ώρα κρύβοντάς το σε ένα εξομολογητήριο· ακόμα ένα από τα σίγουρα σημεία που χρησιμοποιούσαν για να ανταλλάσσουν πληροφορίες.
412/1081
Η παιδική ζωγραφιά με το αγοράκι με το ψαλίδι που είχε βρεθεί στη σοφίτα του Τζερεμάια Σμιθ θύμισε αμέσως στον Κλεμέντε μια ιστορία πριν από τρία χρόνια. Του την είχε διηγηθεί περιληπτικά ενώ βρίσκονταν ακόμα στη βίλα. Όταν όμως έφυγαν, έτρεξε να βρει την υπόθεση στο αρχείο. Ο κωδικός στο εξώφυλλο ήταν c.g. 554-33-1, μα όλοι την ήξεραν ως «υπόθεση Φιγκαρο», όπως είχαν βαφτίσει τα ΜΜΕ -εύστοχα μεν, αλλά με ελάχιστο σεβασμό απέναντι στα θύματα-το δράστη εκείνου του εγκλήματος. Ο Μάρκους άνοιξε το ντοσιέ και άρχισε να διαβάζει την αναφορά. Η σκηνή που εμφανίστηκε στα μάτια των αστυνομικών σε μια βιλίτσα της περιοχής Νουόβο Σαλάριο, μια Παρασκευή βράδυ, ήταν ανατριχιαστική. Ένας νεαρός είκοσι εφτά χρονών, ημιλιπόθυμος μέσα σε μια λίμνη εμετού, στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στον πάνω όροφο του σπιτιού. Λίγο παραπέρα
413/1081
η αναπηρική πολυθρόνα που του χρησίμευε για να μετακινείται, διαλυμένη. Ο Φεντερίκο Νόνι ήταν παραπληγικός και στην αρχή οι αστυνομικοί σκέφτηκαν ότι η πτώση του ήταν ένα ολέθριο ατύχημα. Έπειτα όμως ανέβηκαν στον πρωτο όροφο κι εκεί έκαναν τη μακάβρια ανακάλυψη. Σε μία κρεβατοκάμαρα βρήκαν το καταξεσκισμένο πτώμα της αδελφής του, της Τζόρτζια Νόνι. Η εικοσιπεντάχρονη κοπέλα ήταν γυμνή και είχε βαθιές πληγές από αιχμηρό όπλο σε όλο της το σώμα. Η μοιραία πληγή, πάντως, της είχε ξεσκίσει την κοιλιά. Αναλύοντας τα τραύματα, ο ιατροδικαστής είχε καταλήξει ότι το φονικό όπλο ήταν ένα ψαλίδι. Ο Κλεμέντε τού είχε πει ότι το αντικείμενο της έρευνας ήταν δυστυχώς γνωστό στις δυνάμεις της τάξεως, διότι τρεις γυναίκες είχαν δεχτεί προηγουμένως επίθεση με τον ίδιο τρόπο από ένα μανιακό - εξ ου και
414/1081
το παρατσούκλι Φίγκαρο. Εκείνες είχαν γλιτώσει. Αλλά, απ’ ό,τι φαινόταν, ο δράστης θέλησε να κάνει ένα ποιοτικό άλμα και να γίνει δολοφόνος. Το «μανιακός» ήταν ένας ατελής ορισμός, σκέφτηκε ο Μάρκους. Γιατί το άτομο εκείνο ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Μες στη διεστραμμένη και νοσηρή του φαντασία, αυτό που έκανε με το ψαλίδι τού ήταν απαραίτητο για να νιώσει ευχαρίστηση. Ήθελε να αισθανθεί την οσμή του φόβου στα θύματά του, ανάμεικτη με τη μυρωδιά του αίματος που έτρεχε από τις πληγές τους. Ο Μάρκους σήκωσε για μια στιγμή το βλέμμα από εκείνα τα φύλλα, είχε ανάγκη από μια γεύση φυσιολογικής ζωής. Τη βρήκε σε ένα κοριτσάκι που, μερικά τραπέζια παραπέρα, άνοιγε προσεκτικά ένα Happy Meal. Είχε τη γλωσσίτσα στα χείλη και τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό.
415/1081
Πότε αλλάζουμε; αναρωτήθηκε. Πότε η ιστορία του καθενός μας μεταβάλλεται με αμετάκλητο τρόπο; Μερικές φορές όμως δεν συμβαίνει. Μερικές φορές όλα πάνε όπως πρέπει να πάνε. Η εικόνα της μικρούλας ήταν αρκετή για να του ξαναδώσει λίγη εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο είδος. Μπορούσε να βουλιάξει και πάλι στο βάραθρο του φακέλου που είχε μπροστά του. Αρχισε να διαβάζει στην αστυνομική αναφορά πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Ο δολοφόνος είχε μπει από την είσοδο που έμεινε ανοιχτή από απροσεξία της Τζόρτζια Νόνι όταν γύρισε από τα ψώνια. Ο Φίγκαρο συνήθιζε να διαλέγει τα θύματά του στα σούπερ μάρκετ και να τα ακολουθεί ως το σπίτι τους. Οι άλλες γυναικες, όμως, ηταν μόνες κατά τη στιγμή της επίθεσης. Αντίθετα, μαζί με την Τζόρτζια βρισκόταν και ο αδελφός της ο Φεντερίκο στο σπίτι. Ήταν πρώην
416/1081
αθλητής με μεγάλες προοπτικές, αλλά ένα συνηθισμένο ατύχημα με μοτοσικλέτα έβαλε τέλος στην καριέρα του και του στέρησε την ικανότητα να περπατάει. Σύμφωνα με όσα είπε ο νεαρός, ο Φίγκαρο τον είχε αιφνιδιάσει πισώπλατα. Αναποδογύρισε την αναπηρική πολυθρόνα, στέλνοντάς τον να σωριαστεί στο πάτωμα και να χάσει τις αισθήσεις του. Μετά, ο δολοφόνος έσυρε πάνω την Τζόρτζια κι εκεί την υπέβαλε στα μαρτύρια που επεφύλασσε σε όλες του τις γυναίκες. Ο Φεντερίκο συνήλθε και ανακάλυψε ότι η αναπηρική του πολυθρόνα ήταν ανεπανόρθωτα κατεστραμμένη. Από τις κραυγές της αδελφής του κατάλαβε ότι κάτι τρομερό συνέβαινε στον επάνω όροφο. Αφού προσπάθησε να καλέσει βοήθεια, δοκίμασε να ανεβεί τη σκάλα στηριγμένος στα μπράτσα του. Μα δεν ήταν πια γυμνασμένος όπως άλλοτε, επιπλέον ήταν ακόμα ζαλισμένος από το χτύπημα και δεν τα κατάφερε.
417/1081
Εκεί που βρισκόταν ήταν αναγκασμένος να ακούει, χωρίς να μπορεί να παρέμβει για να βοηθήσει τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους στον κόσμο· την αδελφή που τον φρόντιζε και που, κατά πάσα πιθανότητα, θα συνέχιζε να τον περιποιείται τρυφερά για όλη της τη ζωή. Έμεινε εκεί να βλαστημάει, μανιασμένος και ανήμπορος, στα πόδια εκείνης της καταραμένης σκάλας. Για το συμβάν ειδοποίησε μια γειτόνισσα, η οποία άκουσε τα ουρλιαχτά που έρχονταν από το σπίτι. Ακούγοντας τη σειρήνα του περιπολικού, ο δολοφόνος το έβαλε στα πόδια χρησιμοποιώντας μια βοηθητική πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Ενώ έφευγε, άφησε αποτυπώματα των παπουτσιών του σε ένα χωμάτινο μονοπάτι. Όταν τέλειωσε το διάβασμα, ο Μάρκους είδε ότι η μικρούλα με το Happy Meal μοιραζόταν επιδέξια ένα μάφιν σοκολάτας με τον αδελφούλη της, κάτω από το καλοσυνάτο
418/1081
βλέμμα των γονιών τους. Οι αμφιβολίες του θόλωσαν την εικόνα αυτού του ειδυλλιακού οικογενειακού κάδρου. Αυτή τη φορά ήταν ο Φεντερίκο Νόνι το θύμα που ορκίστηκε να πάρει εκδίκηση; Κάποιος τον βοηθούσε ήδη να βρει το δολοφόνο της αδελφής του, που έμεινε ατιμώρητος; Και το δικό του καθήκον ήταν να σταματήσει το νεαρό; Ενώ έθετε αυτά τα ερωτήματα, ο Μάρκους έπεσε σε μια σημείωση στο τέλος του φακέλου· μια λεπτομέρεια που ίσως ούτε ο φίλος του ο Κλεμέντε γνώριζε, γιατί την είχε παραλείψει στην περιγραφή που του είχε κάνει όσο βρίσκονταν ακόμα στη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση για εκδίκηση, γιατί ο Φίγκαρο είχε όνομα. Και η υπόθεση είχε κλείσει με τη σύλληψή του. 7:26
419/1081
Είχε απομείνει κοιτώντας την εικονίτσα με την υπογραφή Φρεντ τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Πρώτα ήταν η μακάβρια εκτέλεση του τραγουδιού που συμβόλιζε τον έρωτά τους με τον άντρα της, γραμμένη στο μαγνητόφωνο το κρυμμένο στην αποθήκη με τη φωνή του ανθρώπου που τον είχε σκοτώσει. Και τώρα βεβηλωνόταν άλλο ένα κομμάτι της οικειότητάς τους. Το χαϊδευτικό παρωνύμιο με το οποίο αποκαλούσε τον Ντέιβιντ δεν ανήκε πια μόνο σε αυτήν. Ήταν ο δολοφόνος του, σκέφτηκε σφίγγοντας το χαρτάκι που της είχαν ρίξει κάτω από την πόρτα. Ξέρει ότι είμαι εδώ. Τι θέλει από μένα; Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου η Σάντρα προσπαθούσε να βρει μια εξήγηση που θα την καθησύχαζε. Πάνω στην εικονίτσα του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ, μαζί με την
420/1081
προσευχή, ήταν γραμμένος και ο τόπος της λατρείας του δομινικανού μοναχού. Ένα παρεκκλήσι στη βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα. Η Σάντρα αποφάσισε να καλέσει τον Ντε Μικέλις για να του ζητήσει πληροφορίες. Ετοιμαζόταν να χρησιμοποιήσει το κινητό της, όμως αντιλήφθηκε ότι είχε μείνει από μπαταρία. Το έβαλε να φορτίσει κι έκανε να πιάσει το τηλέφωνο του δωματίου. Όμως σταμάτησε μια στιγμή προτού σχηματίσει τον αριθμό, παρατηρώντας το ακουστικό που κρατούσε στο χέρι. Όταν ανακάλυψε ότι ο Ντέιβιντ είχε έρθει στη Ρώμη για κάποια λεπτή έρευνα, αναρωτήθηκε μήπως είχε έρθει σε επαφή με κάποιον κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη· με έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να του προσφέρει οποιουδήποτε είδους βοήθεια. Αλλά στο notebook του και στη
421/1081
μνήμη του κινητού του δεν υπήρχαν e-mails ή τηλεφωνήματα εκείνης της περιόδου. Αυτή η απομόνωση της είχε φανεί παράξενη. Η Σάντρα εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ελέγξει το τηλέφωνο του ξενοδοχείου. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στις υπερβολές της τεχνολογίας -σκέφτηκε-, ώστε δεν μπορούμε πια να σκεφτούμε με απλούστερους όρους. Έκλεισε και πήρε το 9 για να επικοινωνήσει με τη ρεσεψιόν. Ζήτησε να μιλήσει με το διευθυντή, τον οποίο ρώτησε για τον κατάλογο των τηλεφωνημάτων που είχε κάνει ο Ντέιβιντ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο ξενοδοχείο. Για ακόμα μια φορά, επικαλέστηκε καταχρηστικά την ιδιότητά της ως δημόσιος λειτουργός, κομπάζοντας ότι έκανε μια έρευνα για το θάνατο του συζύγου της. Παρότι δεν την πίστεψε ολότελα, ο
422/1081
άνθρωπος της έκανε τη χάρη. Λίγο αργότερα, ένας πρόθυμος γκρουμ τής έφερε μια λίστα με μόνο ένα νούμερο. 0039 328 39 56 7 XXX Είχε πετύχει διάνα: ο Ντέιβιντ είχε καλέσει πολλές φορές ένα κινητό. Η Σάντρα θα ήθελε να διαπιστώσει σε ποιον ανήκε αυτός ο αριθμός, αλλά τα τρία τελευταία νούμερα ήταν κρυπτογραφημένα με ένα Χ. Ήταν φυσικό το κέντρο του ξενοδοχείου, για λόγους εχεμύθειας, να μην καταχωρίζει ολόκληρους τους αριθμούς των εισερχόμενων ή εξερχόμενων κλήσεων. Στην ουσία, το σύστημα εκείνο χρησίμευε μόνον ως απόδειξη των τηλεφωνημάτων που θα χρεώνονταν στους πελάτες. Ωστόσο, αν ο Ντέιβιντ είχε αποφασίσει να τηλεφωνήσει σε εκείνο το νούμερο από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, σήμαινε ότι δεν φοβόταν αυτόν που βρισκόταν στην άλλη άκρη
423/1081
της γραμμής. Γιατί, λοιπόν, να τον φοβηθεί εκείνη; Παρατήρησε για ακόμα μια φορά την εικονίτσα με την υπογραφή Φρεντ. Κι αν δεν της την έστειλε ο δολοφόνος του άντρα της; Αν όλο αυτό ήταν έργο ενός μυστηριώδους συνεργάτη; Η συγκεκριμένη υπόθεση είχε κάποια βάση. Όποιος κι αν ήταν, θα έπρεπε να νιώθει ότι κινδυνεύει έπειτα από αυτό που συνέβη στον Ντέιβιντ. Έτσι, ήταν φυσιολογικό να είναι προσεκτικός. Ίσως αυτό που βρήκε κάτω από την πόρτα να ήταν μια πρόσκληση να πάει στη βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, γιατί εκεί υπήρχε κάτι που μπορούσε να τη βοηθήσει. Είχε υπογράψει Φρεντ για να την καθησυχάσει, δείχνοντάς της ότι ήξερε τον Ντέιβιντ. Στο κάτω-κάτω της γραφής, αν κάποιος ήθελε να της κάνει κακό, θα τον βόλευε να παραμείνει στο σκοτάδι και να τη χτυπήσει προδοτικά, δεν θα της άφηνε ένα μήνυμα.
424/1081
Η Σάντρα ήξερε ότι δεν υπήρχαν βεβαιότητες, αλλά μόνον αμφιβολίες που προστίθεντο στα άλλα ερωτήματα. Κατάλαβε ότι βρισκόταν μπροστά σε ένα σταυροδρόμι. Μπορούσε να πάρει το πρώτο τρένο και να γυρίσει στο Μιλάνο, αναζητώντας έναν τρόπο να ξεχάσει αυτή την ιστορία. Ή να διαλεξει να προχωρήσει και να το κάνει με οποιοδήποτε τίμημα. Αποφάσισε να συνεχίσει. Αλλά πρώτα έπρεπε να διαπιστώσει τι την περίμενε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Η βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα βρισκόταν κοντά στο Πάνθεον και είχε χτιστεί το 1280, κοντά στον αρχαίο ναό τον αφιερωμένο στην Αθηνά Χαλκίοικο. Η Σάντρα κατέβηκε από το ταξί στην απέναντι πλατεία. Στο κέντρο της υπήρχε ένας μικρός αιγυπτιακός οβελίσκος, τοποθετημένος από τον Μπερνίνι στην πλάτη ενός μικρού
425/1081
ελέφαντα. Ένας θρύλος έλεγε ότι ο αρχιτέκτονας των παπών θέλησε να τοποθετήσει το πέτρινο ζώο με τα οπίσθια προς το κοντινό μοναστήρι των Δομινικανών, για να χλευάσει τη βλακεία τους. Η Σάντρα φορούσε τζιν κι ένα γκρι φλις με κουκούλα, την οποία μπορούσε να σηκώσει σε περίπτωση βροχής. Η καταιγίδα εκείνης της νύχτας έμοιαζε μια απλή ανάμνηση. Ο ζεστός αέρας είχε στεγνώσει τους δρόμους. Ο ταξιτζής που την έφερε είχε νιώσει υποχρεωμένος να δικαιολογηθεί για εκείνες τις ατέλειωτες μέρες κακοκαιρίας και τη διαβεβαίωσε ότι στη Ρώμη έχει πάντα ήλιο. Ωστόσο, μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει ήδη να απλώνονται σαν γάγγραινα στο χρυσό ουρανό. Η Σάντρα διέσχισε την πόρτα της ρωμανικού και αναγεννησιακού ρυθμού πρόσοψης και ανακάλυψε ότι το εσωτερικό έκρυβε ένα απρόσμενο γοτθικό στιλ του Μεσαίωνα, με ορισμένες αμφισβητήσιμες
426/1081
μπαρόκ διορθώσεις. Απέμεινε λίγο να χαζεύει τους θόλους με τα μπλε φρέσκο, ιστορημένους με μορφές αποστόλων, προφητών και πατέρων της Εκκλησίας. Η βασιλική είχε μόλις ανοίξει τις πόρτες της για τους πιστους. Σύμφωνα με το ημερολόγιο που ήταν κολλημένο στην είσοδο, η πρώτη πρωινή λειτουργία θα γινόταν στις δέκα. Πέρα από μία μοναχή που τακτοποιούσε λουλούδια στην κεντρική Αγία Τράπεζα, η Σάντρα ήταν η μόνη επισκέπτρια. Η παρουσία της καλόγριας, πάντως, την καθησύχαζε. Πήρε την εικονίτσα που έδειχνε τον Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ και προχώρησε μέσα σε απόλυτη μοναξιά να βρει τον πίνακα. Πέρασε από τα παρεκκλήσια που ανοίγονταν στα κλιτή. Η εκκλησία είχε καμιά εικοσαριά όλα μεγαλόπρεπα. Στολισμένα με κόκκινο ίασπη, γεμάτο φλέβες που έσφυζαν σαν να ήταν ζωντανός, και πολύχρωμο μάρμαρο, που μερικές φορές έπεφτε ανάλαφρο σαν
427/1081
υφασμάτινο παραπέτασμα, σχηματίζοντας μαλακές πέτρινες καμπύλες, ή ενσαρκωνόταν σε ιερά αγάλματα με λεία και φωτεινή φιλντισένια επιδερμίδα. Το παρεκκλήσι που την ενδιέφερε ήταν το τελευταίο, στο βάθος δεξιά. Το πιο φτωχικό. Χωρίς στολίδια, στριμωγμένο σε μια σκοτεινή γωνιά, ήταν το πολύ δεκαπέντε τετραγωνικά. Δεν υπήρχαν πολύτιμα μάρμαρα να ντύνουν το γυμνό τοίχο της κατασκευής, που είχε μαυρίσει από την καπνιά. Μόνο μια σειρά ταφικά μνημεία. Η Σάντρα πήρε το κινητό της σκοπεύοντας να το φωτογραφίσει, όπως θα έκανε αν αποτύπωνε μια σκηνή εγκλήματος: από το γενικό στο ειδικό. Άρχισε να τραβάει προχωρώντας από πάνω προς τα κάτω. Έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στα εργα που υπήρχαν μέσα στο παρεκκλήσι. Ο Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ, με το ράσο του δομινικανού, απεικονιζόταν μαζί με τον
428/1081
Απόστολο Παύλο στο κεντρικό τμήμα πάνω από την Αγία Τράπεζα. Στα αριστερά υπήρχε μια ελαιογραφία με τη Σάντα Αουτσία και τη Σάντ’ Άγκατα. Όμως η Σάντρα εντυπωσιάστηκε από την τοιχογραφία που βρισκόταν στα δεξιά του παρεκκλησιού. Ο Ιησούς Κριτής ανάμεσα σε δύο αγγέλους. Από κάτω ήταν αναμμένα πλήθος κεριά. Φλογιτσες που χόρευαν όλες μαζί στην πιο αχνή πνοή ανέμου, δίνοντας στο στενόχωρο παρεκκλήσι μια κοκκινωπή απόχρωση. Η Σάντρα φωτογράφιζε εκείνα τα έργα με την ελπίδα να της προσφέρουν την απάντηση που προσδοκούσε, όπως είχε συμβεί με τον πίνακα του Μαρτυρίου του αγίου Ματθαίου στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Ήταν βέβαιη ότι μέσα από το φίλτρο του φωτογραφικού φακού όλα θα της φαίνονταν πιο καθαρά. Όπως γινόταν όταν επισκεπτόταν με τη Σήμανση τη σκηνή ενός εγκλήματος. Ωστόσο, δεν κατάφερνε να λύσει το αίνιγμα. Ήταν η
429/1081
δεύτερη φορά που της συνέβαινε εκείνο το πρωί, μετά την ανακάλυψη του μυστηριώδους αριθμού του κινητού που της είχαν δώσει από το τηλεφωνικό κέντρο του ξενοδοχείου, χωρίς όμως τα τρία τελευταία νούμερά του. Ήταν αποθαρρυντικό να ξέρει ότι βρίσκεται τόσο κοντά σε μιαν αλήθεια και να μην μπορεί να κάνει το τελευταίο, αποφασιστικό βήμα. Είναι δυνατόν ανάμεσα στις φωτογραφίες του Ντέιβιντ να μην υπήρχε τίποτα που να παρέπεμπε σε αυτόν το χώρο; Ξανασκέφτηκε τις εικόνες που είχαν απομείνει. Για ακόμα μία φορά απέκλεισε τη σκοτεινή και επικεντρώθηκε στην άλλη. Ο Ντέιβιντ, γυμνός από τη μέση και πάνω, μπροστά στον καθρέφτη του ξενοδοχείου. Με το ένα χέρι τραβούσε φωτογραφία, με το άλλο χαιρετούσε προς το φακό. Η πόζα μπορεί να έμοιαζε αστεία, αλλά εξαιτίας της σοβαρής του έκφρασης η φωτογραφία δεν είχε τίποτα το κωμικό.
430/1081
Καθώς σκεφτόταν, έπαψε να τραβάει και εστίασε στο αντικείμενο που είχε στα χέρια της. Κινητό και φωτογραφία, μέχρι τότε δεν είχε κάνει ακόμα τη σύνδεση. Φωτογραφία και κινητό. «Όχι», είπε σαν να της είχε έρθει η πιο ανόητη ιδέα. «Δεν είναι δυνατόν». Η λύση ήταν μπροστά στα μάτια της και δεν την είχε ανακαλύψει νωρίτερα. Έψαξε στην τσάντα της το χαρτί με το νούμερο του κινητού που της είχαν δώσει στο ξενοδοχείο. 0039 328 39 56 7 XXX Ο Ντέιβιντ δεν χαιρετούσε προς τον καθρέφτη. Με το υψωμένο χέρι του της έδειχνε έναν αριθμό· αυτόν που έλειπε από το νούμερο που της είχαν παραδώσει. Η Σάντρα σχημάτισε τα νούμερα στο κινητό της, αντικαθιστώντας τα X που κάλυπταν τους τρεις τελευταίους αριθμούς με τη σειρά «555». Περίμενε. Έξω ο ουρανός ήταν και πάλι βαρύς. Ένα μαυριδερό φως έμπαινε κλεφτά στη βασιλική
431/1081
από τα παράθυρά της. Σερνόταν στα κλίτη και γέμιζε κάθε γωνιά, κάθε εσοχή. Το σήμα έδειξε ότι η γραμμή ήταν ελεύθερη. Μια στιγμή αργότερα, άκουσε να χτυπάει ένα κινητό μες στον αντίλαλο της εκκλησίας. Δεν μπορεί να ήταν ένας τυχαίος συγχρονισμός. Βρισκόταν εκεί. Και την παρακολουθούσε. Έπειτα από τρία χτυπήματα, ο ήχος σταμάτησε και η γραμμή έκλεισε. Η Σάντρα στράφηκε στην κεντρική Αγία Τράπεζα για να ελέγξει αν ήταν ακόμα εκεί η μοναχή που είχε δει νωρίτερα. Μα δεν ήταν. Τότε κοίταξε γύρω της, περιμένοντας να εμφανιστεί κάποιος. Δεν έγινε τίποτα. Κατάλαβε ότι κινδύνευε μια στιγμή προτού ακουστεί ένα σφύριγμα πάνω από το κεφάλι της και μετά μια πρόσκρουση στον τοίχο. Αναγνώρισε έναν πυροβολισμό με σιγαστήρα και έσκυψε, φέρνοντας το χέρι στο υπηρεσιακό πιστόλι της. Όλες της οι αισθήσεις βρίσκονταν σε συναγερμό, αλλά δεν μπορούσε
432/1081
να εμποδίσει την καρδιά της να χτυπάει πανικόβλητη. Μια δεύτερη σφαίρα ξαστόχησε για κάνα μέτρο. Δεν γινόταν να προσδιορίσει τη θέση του σκοπευτή, μα ήταν βέβαιη ότι εκεί που στεκόταν δεν μπορούσε να τη χτυπήσει. Ωστόσο, θα έπαιρνε θάρρος από το γεγονός ότι ήταν αόρατος και σύντομα θα μετακινούνταν για να μπορέσει να στοχεύσει καλύτερα. Έπρεπε να φύγει από κει. Τέντωσε το όπλο μπροστά της και στράφηκε καθισμένη στις φτερνες της, όπως της είχαν διδάξει στην αστυνομία, καλύπτοντας με το βλέμμα το γύρω χώρο. Εντόπισε μια άλλη έξοδο λίγα μέτρα πιο κει απ’ όπου βρισκόταν. Για να φτάσει, έπρεπε να εκμεταλλευτεί την κάλυψη που της πρόσφεραν οι κολόνες του κλίτους. Ήταν λάθος της που εμπιστεύτηκε την εικονίτσα. Πώς μπόρεσε να κάνει κάτι τόσο
433/1081
επιπόλαιο, ενώ ο δολοφόνος του Ντέιβιντ κυκλοφορούσε ακόμα ελεύθερος; Έδωσε στον εαυτό της δέκα δευτερόλεπτα για να φτάσει στην έξοδο. Άρχισε να μετράει και ταυτόχρονα όρμησε μπροστά. Ένα κανένας πυροβολισμός. Δύο - είχε ήδη μερικά μέτρα αβαντάζ. Τρία - το αδύναμο φως από ένα βιτρό την τύλιξε για μια στιγμή. Τέσσερα βρισκόταν και πάλι στο καταφύγιο της σκιάς. Πέντε - έλειπαν λίγα βήματα, θα τα κατάφερνε σε λιγότερο χρόνο. Έξι και εφτά - ένιωσε να την αρπάζουν από τους ώμους, κάποιος μέσα από ένα παρεκκλήσι την τράβηξε προς το μέρος του. Οχτώ, εννέα και δέκα - ήταν μια απροσδόκητη δύναμη και δεν κατάφερνε να προβάλει αντίσταση. Έντεκα, δώδεκα και δεκατρία - χτυπιόταν, πάσχιζε κι αγωνιζόταν να ξεφύγει από κείνο το αγκάλιασμα. Δεκατέσσερα - τα κατάφερε, αλλά για λίγο. Το πιστόλι τής έπεσε, κι εκείνη, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναρχίσει να
434/1081
τρέχει, γλίστρησε. Δεκαπέντε συνειδητοποίησε ότι θα χτυπούσε το κεφάλι της στο μαρμάρινο πάτωμα και, με μια παράξενη έκτη αίσθηση, ένιωσε τον πόνο μια στιγμή προτού αγγίξει το έδαφος. Έφερε μπροστά τα μπράτσα για να σταματήσει την πτώση, αλλά ήταν μάταιο. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να γυρίσει το κεφάλι, έτσι ώστε να μετριάσει το χτύπημα πέφτοντας με το πλάι του προσώπου. Το ζυγωματικό της χτύπησε στο κρύο πάτωμα, που σε μια στιγμή έγινε καυτό. Μια σουβλιά τη διαπέρασε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Δεκαέξι - τα μάτια της ήταν ανοιχτά, μα ένιωθε ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Ήταν μια παράξενη κατάσταση, αισθανόταν απούσα και ταυτόχρονα είχε συναίσθηση του εαυτού της. Δεκαεφτά - ένιωσε δυο χέρια που την έπιαναν από τους ώμους. Έπειτα, έπαψε να μετράει και ήρθε το σκοτάδι.
435/1081
9:00 Η φυλακή Ρετζίνα Κοέλι ήταν αρχικά μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Η κατασκευή της ξεκίνησε το δεύτερο μισό του Που αιώνα. Από το 1881 είχε μετατραπεί σε κρατητήριο. Όμως από τον παλιό προορισμό της διατηρούσε ακόμα το όνομα, προς τιμήν της Παναγίας. Το κτίριο μπορούσε να φιλοξενήσει περίπου εννιακόσιους κρατουμένους, μοιρασμένους σε διάφορα τμήματα, ανάλογα με τα εγκλήματά τους. Στον αριθμό 8 κρατούνταν οι επονομαζόμενοι «borderline». Ήταν άτομα που είχαν ζήσει επί χρόνια φυσιολογικά, δουλεύοντας, δημιουργώντας σχέσεις, ενίοτε οικογένεια, και μετά, εντελώς ξαφνικά, είχαν διαπράξει ένα στυγερό έγκλημα που δεν συνδεόταν με ένα σαφές και καθαρό κίνητρο, θέττοντας εν αμφιβόλω την ψυχική υγεία τους.
436/1081
Δεν παρουσίαζαν τα αδιαμφισβήτητα σημάδια μιας διανοητικής ασθένειας, η ανωμαλία τους αποκαλυπτόταν μόνο μέσα από την εγκληματική συμπεριφορά τους και δεν είχε ως αποτέλεσμα νοσηρές ψυχικές εκδηλώσεις: στις περιπτώσεις αυτές, το μόνο νοσηρό ήταν το έγκλημα. Περιμένοντας να αποφανθεί κάποιο δικαστήριο για τις ικανότητες κατανόησης και βούλησής τους, έχαιραν στο μεταξύ μιας αντιμετώπισης διαφορετικής από τον υπόλοιπο πληθυσμό της φυλακής. Εδώ και ένα χρόνο το τμήμα 8 ήταν το σπίτι του Νικόλα Κόστα ή Φίγκαρο. Αφού ξεπέρασε τους τυπικούς ελέγχους, ο Μάρκους διέσχισε την είσοδο και μπήκε σε ένα μακρύ διάδρομο, χωρισμένο από κάγκελα, που μετρούσαν την πρόσβαση στην καρδιά της φυλακής σαν μια προοδευτική κάθοδο στους κύκλους της κόλασης. Για την περίσταση, είχε βάλει το ράσο του. Δεν ήταν συνηθισμένος στο λευκό κολάρο που
437/1081
του έσφιγγε το λαιμό ούτε στο ράσο που ανέμιζε όταν περπατούσε. Καθώς δεν το είχε φορέσει ποτέ του, το ιερατικό σχήμα ήταν μια μεταμφίεση. Λίγες ώρες νωρίτερα, όταν έμαθε ότι ο κατά συρροήν δολοφόνος βρισκόταν ασφαλισμένος πίσω από τα σίδερα, κατέστρωσε με τον Κλεμέντε αυτό το σχέδιο για να τον συναντήσει. Ο Νικόλα Κόστα περίμενε να αποφασίσει ένας δικαστής αν θα έπρεπε να εκτίσει την ποινή του στη φυλακή ή σε κάποιο ψυχιατρείο. Στο μεταξύ, είχε πάρει το δρόμο της μετάνοιας και της μεταστροφής. Κάθε πρωί οι φρουροί τον συνόδευαν στο εκκλησάκι της φυλακής. Εξομολογούνταν και παρακολουθούσε τη λειτουργία μόνος του. Εκείνη τη μέρα όμως ο ιερέας της φυλακής κλήθηκε εσπευσμένα από την Κουρία, το Σώμα διακυβέρνησης της Αγίας Έδρας, για κάποιον άγνωστο λόγο. Ο Κλεμέντε κατάφερε να οργανώσει τα πάντα ώστε να εξασφαλίσει
438/1081
στον Μάρκους μια άδεια να τον αντικαταστήσει προσωρινά κι έτσι να μπει ανενόχλητος στη Ρετζίνα Κοέλι. Έθεταν, βέβαια, σε κίνδυνο τη μυστικότητά τους, μα το σχέδιο που βρήκαν στη σοφίτα του Τζερεμάια Σμιθ ίσως να εξιστορούσε μια διαφορετική πραγματικότητα. Υπήρχε η πιθανότητα η υπόθεση Φίγκαρο να μην είχε κλείσει στ’ αλήθεια. Ο Μάρκους βρισκόταν εκεί για να το ανακαλύψει. Αφού άφησε πίσω του το μακρύ πέτρινο διάδρομο, βγήκε σε μια ψηλή οκταγωνική αίθουσα που καταλάμβανε όλο το ύψος του κτιρίου, στην οποία έβλεπαν οι τρεις όροφοι που φιλοξενούσαν τα κελιά. Τα μπαλκόνια ήταν κλειστά με μεταλλικά δίχτυα ως το ταβάνι, εμποδίζοντας τυχόν υποψήφιους αυτόχειρες που θα ήθελαν να ριχτούν από κει. Ένας δεσμοφύλακας τον συνόδεψε στο εκκλησάκι και τον άφησε μόνο να προετοιμάσει τη λειτουργία. Ένα από τα
439/1081
ιερατικά καθήκοντα ήταν η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας: οι ιερείς έπρεπε να κάνουν καθημερινά τη λειτουργία. Ο Μάρκους συγκαταλεγόταν σε αυτούς που είχαν απαλλαγεί με ανάλογη εντολή από αυτό το καθήκον. Μετά τα γεγονότα της Πράγας, είχε τελέσει ορισμένες λειτουργίες υπό την καθοδήγηση του Κλεμέντε, έτσι που να εξοικειωθεί και πάλι με το τελετουργικό. Οπότε ήταν έτοιμος. Δεν είχε τρόπο να μελετήσει σε βάθος τον άνθρωπο που ετοιμαζόταν να συναντήσει, κυρίως σε σχέση με την ψυχολογική κατάστασή του. Αλλά ο ορισμός «borderline» εξέφραζε με εύγλωττο τρόπο την ιδέα ότι υπάρχει ένα λεπτότατο διάφραγμα που χωρίζει τους ανθρώπους από το κακό. Μερικές φορές αυτό το όριο είναι ελαστικό, επιτρέπει σύντομες επισκέψεις στη σκοτεινή πλευρά, εξασφαλίζοντας πάντα τη δυνατότητα να επιστρέψεις. Μα άλλες φορές, αν το
440/1081
παραβιάσεις, αυτό το φράγμα σπάει, αφήνοντας ανοιχτό ένα επικίνδυνο πέρασμα από το οποίο ορισμένα άτομα καταφέρνουν να μετακινούνται με την άνεσή τους. Μπορεί να φαίνονται εντελώς φυσιολογικά, αλλά αρκεί ένα βήμα στην άλλη μεριά και είναι ικανοί να μεταμορφωθούν σε κάτι αδιανόητο και φονικό. Σύμφωνα με τους ψυχιάτρους, ο Νικόλα Κόστα ανήκε σε αυτή την ανεξιχνίαστη κατηγορία. 0 Μάρκους ετοίμαζε την Αγία Τράπεζα, έχοντας την πλάτη γυρισμένη στην άδεια αίθουσα. Κατάλαβε ότι ερχόταν, όταν άκουσε το κουδούνισμα από τις χειροπέδες που του έδεναν τους καρπούς. Ο Κόστα μπήκε στην εκκλησία, ανάμεσα σε δύο δεσμοφύλακες, περπατώντας άγαρμπα. Φορούσε τζιν και άσπρο πουκάμισο, κουμπωμένο ως το λαιμό. Ήταν ξυρισμένος και φαλακρός, εκτός από μερικές τούφες που πετούσαν εδώ κι εκεί στο
441/1081
κρανίο του, δίνοντάς του μια αλλόκοτη όψη. Όμως αυτό που εντυπώσιαζε όποιον τον αντίκριζε ήταν μια ολοφάνερη χειλόσχιση που ζωγράφιζε στα χείλη του ένα μόνιμο επίβουλο χαμόγελο. Ο κρατούμενος σύρθηκε ως έναν από τους πάγκους. Οι δεσμοφύλακες τον βοήθησαν να καθίσει κρατώντας τον από τα μπράτσα κι έπειτα πήγαν να περιμένουν έξω. Θα έμεναν εκεί φυλάσσοντας την είσοδο, για να μην ταράξουν την ιδιαιτερότητα εκείνων των στιγμών. Ο Μάρκους περίμενε ακόμα λίγο και μετά γύρισε διαβάζοντας την έκπληξη στο βλέμμα του κρατουμένου. «Πού είναι ο παπάς;» ρώτησε εκείνος σαστισμένος. «Δεν ένιωθε καλά». Ο Κόστα κούνησε το κεφάλι και δεν είπε τίποτε άλλο. Έσφιγγε ένα ροζάριο στα χέρια του κι επαναλάμβανε χαμηλόφωνα μια
442/1081
ακατανόητη προσευχή. Κάθε τόσο αναγκαζόταν να βγάζει από το τσεπάκι του πουκαμίσου του ένα μαντιλάκι και να σκουπίζει τα σάλια που έτρεχαν από τη σχισμή των χειλιών του. «Πριν από τη λειτουργία θέλεις να εξομολογηθείς;» «Με τον άλλο ιερέα ακολουθούσα ένα είδος πνευματικής πορείας. Εγώ του μιλούσα για τις αγωνίες μου, τις αμφιβολίες μου κι εκείνος μου απαντούσε με το Ευαγγέλιο. Ίσως πρέπει να περιμένω να ξανάρθει». Ήταν πράος σαν αρνάκι, παρατήρησε ο Μάρκους. Ή έπαιζε καλά το ρόλο του. «Συγγνώμη, νόμιζα ότι θα ήθελες», είπε γυρίζοντάς του και πάλι την πλάτη. «Τι πράγμα;» ρώτησε ο Κόστα αποπροσανατολισμένος. «Να εξομολογηθείς τα κρίματά σου». Ήταν ολοφάνερο ότι η φράση τον εκνεύρισε. «Τι συμβαίνει; Δεν καταλαβαίνω».
443/1081
«Τίποτα, ηρέμησε». Έδειξε να ηρεμεί και ξανάρχισε να προσεύχεται. Ο Μάρκους φόρεσε το άμφιο για να αρχίσει τη λειτουργία. «Υποθέτω ότι κάποιος σαν εσένα δεν κλαίει ποτέ για τα θύματά του. Και μάλιστα με αυτή σου την παραμόρφωση θα φαινόταν πολύ γκροτέσκο». Αυτά τα λόγια χτύπησαν τον Κόστα σαν γροθιά, αλλά προσπάθησε να το καταπιεί. «Νόμιζα ότι οι παπάδες είναι ευγενικοί». 0 Μάρκους πλησίασε μέχρι που το πρόσωπό του βρέθηκε λίγα εκατοστά από του ανθρώπου. «Πάντως, εγώ ξέρω πώς έγινε», του ψιθύρισε. Το πρόσωπο του Κόστα έγινε ένα κέρινο προσωπείο. Το ψεύτικο χαμόγελό του αντιπάλευε τη σκληρότητα του βλέμματός του. «Εξομολογήθηκα τα κρίματά μου και είμαι έτοιμος να πληρώσω. Δεν περιμένω
444/1081
αναγνώριση, ξέρω ότι έκανα κακό. Αλλά λίγο σεβασμό τουλάχιστον». «Μάλιστα», συγκατένευσε ο Μάρκους σαρκαστικά. «Έχεις δώσει πλήρη και λεπτομερή ομολογία για τις επιθέσεις και τη δολοφονία της Τζόρτζια Νόνι». Το είπε σαν να μην έδινε ιδιαίτερη σημασία σε εκείνη την απόδειξη που συνήθως ήταν αρκετή για να κλείσει οποιαδήποτε υπόθεση. «Αλλά κανένα από τα θύματα που δέχτηκαν επιθέσεις πριν από το έγκλημα δεν μπόρεσε να δώσει ούτε μια λεπτομέρεια σχετική μ’ εσένα». «Φορούσα κουκούλα», έκανε ο Κόστα νιώθοντας την υποχρέωση να ενισχύσει τη θέση της ενοχής του. «Κι έπειτα, ο αδελφός της Τζόρτζια Νόνι με αναγνώρισε». «Αναγνώρισε μόνο τη φωνή σου», αντέτεινε ετοιμόλογος ο Μάρκους. «Είπε ότι ο δράστης είχε ένα ελάττωμα στην ομιλία». «Ο νεαρός ήταν σε κατάσταση σοκ».
445/1081
«Δεν είναι αλήθεια, ήταν εξαιτίας τού...» Ο Κόστα δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Ο Μάρκους τον πίεσε: «Τίνος; Θες να πεις του λαγώχειλού σου;» «Ναι», είπε ο άντρας και το έκανε με μεγάλο κοπο. Δεν του άρεσε να αναφέρεται κάποιος στο ελάττωμά του με αυτό τον προσβλητικό και οπισθοδρομικό τρόπο. «Πάντα η ίδια ιστορία, ε, Νικόλα; Δεν άλλαξε τίποτα από τότε που ήσουν παιδί. Πώς σε φώναζαν οι συμμαθητές σου: Σου είχαν βγάλει παρατσούκλι, σωστά;» Ο Κόστα μετατοπίστηκε στον πάγκο κι άφησε έναν ήχο που έμοιαζε με γέλιο. «Ααγομούρη», απάντησε όλο σαρκασμό. «Σιγά το πράμα, θα μπορούσαν να βρουν κάτι καλύτερο». «Έχεις δίκιο, καλύτερο το “Φίγκαρο”», τον προκάλεσε ο Μάρκους. Ήταν εκνευρισμένος, σκούπισε και πάλι το στόμα του με το μαντιλάκι. «Τι θες από μένα;»
446/1081
«Εγώ δεν πρόκειται να σου δώσω άφεση για τα ψεύτικα αμαρτήματά σου, Κόστα». «Θέλω να φύγω». Γύρισε για να φωνάξει τους δεσμοφύλακες. Όμως ο Μάρκους τον πλησίασε και πάλι, ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του και κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Αν πάντα σ’ αποκαλούσαν τέρας, είναι εύκολο μετά να συνηθίσεις στην ιδέα. Και με τον καιρό καταλαβαίνεις ότι τελικά είναι το μόνο που σε κάνει πραγματικά ιδιαίτερο: δεν είσαι πια ένα μηδενικό. Το πρόσωπό σου είναι στις εφημερίδες. Όταν κάθεσαι στην αίθουσα του δικαστηρίου, ο κόσμος σε κοιτάζει. Άλλο να μη σε συμπαθεί κανείς κι άλλο να προκαλείς το φόβο. Ήσουν συνηθισμένος στη γενική αδιαφορία ή στην περιφρόνηση, τώρα όμως είναι αναγκασμένοι να σε δουν. Δεν γυρίζουν από την άλλη μεριά, γιατί νιώθουν την ανάγκη να κοιτάξουν αυτό που τους φοβίζει πάνω απ’ όλα. Όχι εσένα, μα το να γίνουν σαν εσένα. Κι
447/1081
όσο σε παρατηρούν τόσο πιο διαφορετικοί αισθάνονται. Έγινες το άλλοθι τους για να νιώθουν καλύτεροι. Εξάλλου, σ’ αυτό χρησιμεύουν τα τέρατα». Ο Μάρκους έβγαλε από την τσέπη του ράσου του το σχέδιο που είχε βρει στη σοφίτα. Το ξεδίπλωσε με προσοχή στην πλάτη του στασιδιού και το άφησε μπροστά από τον Νικόλα Κόστα. Το αγοράκι και το κοριτσάκι χαμογελούσαν μες στην καταπράσινη φύση. Εκείνη με το λεκιασμένο από τα αίματα φόρεμα, εκείνος με το ψαλίδι στα χέρια. «Ποιος το έκανε;» ρώτησε ο κρατούμενος. «Ο αληθινός Φίγκαρο». «Εγώ είμαι ο μοναδικός Φίγκαρο». «Όχι, εσύ είσαι ένας μυθομανής. Ομολόγησες μόνο και μόνο για να δώσεις ένα νόημα στην ανούσια ύπαρξή σου. Ήσουν καλός, έμαθες στην εντέλεια κάθε λεπτομέρεια. Ωραία και η ιδέα της στροφής στη θρησκεία, σε κάνει να φαίνεσαι πιο
448/1081
πιστευτός. Και νομίζω ότι στους αστυνομικούς ήρθε κουτί να κλείσουν μια υπόθεση που κινδύνευε να τους σκάσει μες στα χέρια: τρεις επιθέσεις σε γυναίκες, μία δολοφονία και κανένας ένοχος». «Και τότε πώς το εξηγείς ότι από τη σύλληψή μου και μετά δεν υπήρξαν άλλα θύματα;» αντέτεινε ο Κόστα, σίγουρος ότι είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα υπέρ του. Ο Μάρκους είχε προβλέψει αυτή την αντίρρηση. «Πέρασε μόλις ένας χρόνος, αλλά αργά ή γρήγορα θα ξαναχτυπήσει. Προς το παρόν, τον βολεύει να βρίσκεσαι εσύ εδώ μέσα. Πάω στοίχημα ότι σκέφτηκε ακόμα και να σταματήσει, μα δεν θα μπορέσει να αντισταθεί για πολύ». Ο Νικόλα Κόστα ρούφηξε τη μύτη του, ενώ τα μάτια του πήγαιναν από τη μια άκρη της εκκλησίας στην άλλη χωρίς να βρίσκουν ησυχία. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, παπά. Ούτε
449/1081
γιατί ήρθες εδώ σήμερα. Αλλά κανείς δεν θα σε πιστέψει». «Παραδέξου το: δεν έχεις το κουράγιο που χρειάζεται για να γίνεις τέρας. Παίρνεις τα εύσημα κάποιου άλλου». Ο Κόστα έδειχνε έτοιμος να χάσει την ψυχραιμία του. «Ποιος σ’ το ’πε; Γιατί δεν θα μπορούσα να είμαι εγώ το αγόρι σ' αυτό το σχέδιο;» Ο Μάρκους έφερε το σχέδιο κοντά του, «Κοίτα το χαμόγελό του και θα καταλάβεις». Ο Νικόλα Κόστα χαμήλωσε το βλέμμα στο φύλλο του τετραδίου και είδες ότι στο πρόσωπο του παιδιού δεν υπήρχε καμία δυσμορφία. «Αυτό δεν αποδεικνύει τίποτα», είπε με σβησμένη φωνή. «Το ξέρω», απάντησε ο Μάρκους. «Για μένα όμως είναι αρκετό». 10:04
450/1081
Την ξύπνησε ένας έντονος πόνος στο δεξί ζυγωματικό. Άνοιξε αργά τα μάτια με ένα φόβο που σχεδόν την εμπόδιζε να κοιτάξει Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεβάτι. Από κάτω της υπήρχε ένα μαλακό κόκκινο πάπλωμα. Γύρω, συνηθισμένα έπιπλα της Ikea κι ένα παράθυρο με κλειστά παντζούρια. Θα πρέπει να ήταν ακόμα μέρα, γιατί περνούσε λίγο φως. Δεν ήταν δεμένη όπως περίμενε. Φορούσε ακόμα το τζιν και το φλις, αλλά κάποιος της είχε βγάλει τα αθλητικά παπούτσια. Διέκρινε μια πόρτα στο βάθος του δωματίου. Ήταν απλώς γερτή. Είχε μια ευγένεια εκείνη η κίνηση, την ένιωσε καθαρά. Το είχαν κάνει για να μην την ενοχλήσουν. Πρώτα-πρώτα ψαχούλεψε το πλευρό της αναζητώντας το πιστόλι. Η θήκη όμως ήταν άδεια. Δοκίμασε να καθίσει, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι ένιωθε ίλιγγο. Αφέθηκε και πάλι να πέσει κι απέμεινε να κοιτάζει το
451/1081
ταβάνι, ώσπου τα έπιπλα και τα αντικείμενα έπαψαν να γυρίζουν. Πρέπει να φύγω από δω. Έσπρωξε τις γάμπες της στην άκρη του κρεβατιού, άφησε τη μία να πέσει, μετά την άλλη και άγγιξε το πάτωμα. Όταν βεβαιώθηκε ότι είχε πατήσει και τα δύο πόδια, προσπάθησε να στηριχτεί στα μπράτσα της για να έρθει σε όρθια θέση. Έπρεπε να κρατάει τα μάτια ανοιχτά για να μη χάσει την ισορροπία της. Δοκίμασε και κατάφερε να βρεθεί καθιστή. Τέντωσε τα χέρια για να στηριχτεί στον τοίχο και μετά χρησιμοποίησε ένα κομοδίνο για να πάρει φόρα. Ήταν όρθια. Μα δεν κράτησε πολύ. Ένιωσε τα γόνατά της να υποχωρούν κάτω από την ορμή ενός αόρατου κύματος που τη χτύπησε, κάνοντάς τη να κλυδωνιστεί. Προσπάθησε μάταια να αντισταθεί. Έκλεισε τα μάτια κι ετοιμαζόταν να σωριαστεί, κάποιος όμως την άρπαξε από πίσω και την έβαλε ξανά στο κρεβάτι.
452/1081
κ'Οχι ακόμα», είπε ο άντρας. Η Σάντρα αρπάχτηκε από εκείνα τα δυνατά μπράτσα. Όποιος κι αν ήταν, μύριζε όμορφα. Ξαναβρέθηκε μπρούμυτα, με το κεφάλι βυθισμένο σ’ ένα μαξιλάρι. «Ασε με να φύγω», μουρμούρισε. «Δεν είσαι έτοιμη. Από πότε έχεις να φας;» Η Σάντρα γύρισε. Τα μάτια της ήταν μόλις δύο σχισμές, αλλά και πάλι κατάφερε να διακρίνει την αντρική εκείνη σιλουέτα μες στη σκιά. Τα σταχτόξανθα μαλλιά, μακριά στο λαιμό. Τα λεπτά κι όμως αντρικά χαρακτηριστικά. Ήταν βέβαιη ότι είχε πράσινα μάτια, γιατί έβγαζαν ένα δικό τους φως, σαν των γάτων. Ετοιμαζόταν να τον ρωτήσει αν ήταν άγγελος, αλλά δυστυχώς αναγνώρισε την ανυπόφορη νεανική φωνη και τη γερμανική προφορά. «Σάλμπερ», είπε απογοητευμένη μπροστά στο γαλήνιο χαμόγελό του.
453/1081
«Συγγνώμη, δεν κατάφερα να σε συγκρατήσω και γλίστρησες». «Διάολε, εσύ ήσουν στην εκκλησία!» «Προσπάθησα να σ’ το πω, αλλά κλοτσούσες». «Κλοτσούσα;» Ο θυμός την έκανε να ξεχάσει την αδιαθεσία της. «Ο δολοφόνος θα σε πετύχαινε, αν δεν παρενέβαινα: ετοιμαζόσουν να περάσεις από μπροστά του, θα ήσουν ένας τέλειος στόχος». «Και ποιος ήταν;» «Δεν έχω ιδέα. Ευτυχώς που σε παρακολουθούσα». Ήταν πια έξω φρενών. «Τι έκανε, λέει; Κι από πότε;» «Ήρθα στην πόλη χτες το απόγευμα. Σήμερα το πρωί πήγα στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Ντέιβιντ, σίγουρος ότι θα σ’ έβρισκα εκεί. Σε είδα να βγαίνεις και να παίρνεις ταξί». «Τότε το ραντεβού για καφέ σήμερα στο Μιλάνο...»
454/1081
«Ήταν μπλόφα: ήξερα ότι είχες έρθει στη Ρώμη». «Και τα επίμονα τηλεφωνήματα, η παράκληση να ελέγξεις τους σάκους του Ντέιβιντ... με κοροΐδευες τόσον καιρό». Ο Σάλμπερ κάθισε απέναντι της στο κρεβάτι και αναστέναξε. «Έπρεπε». Η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι ο αξιωματικός της Ιντερπόλ την είχε χρησιμοποιήσει. «Τι κρύβεται σ’ αυτή την υπόθεση;» «Προτού σου εξηγήσω, πρέπει να σου κάνω μερικές ερωτήσεις». «Όχι. Εσύ θα μου πεις τώρα αμέσως τι συμβαίνει». «Σου ορκίζομαι ότι θα το κάνω, αλλά πρέπει να καταλάβω αν διατρέχουμε ακόμα κίνδυνο». Η Σάντρα κοίταξε γύρω της, εντοπίζοντας κάτι που της φάνηκε σαν σουτιέν -ασφαλώς όχι δικό της- ριγμένο στο μπράτσο μιας
455/1081
πολυθρόνας. «Για μια στιγμή, πού βρίσκομαι; Τι είναι αυτό το μέρος;» Ο Σάλμπερ ακολούθησε το βλέμμα της και πήγε να πάρει το εσώρουχο. «Με συγχωρείς για την ακαταστασία. Είναι ένα σπίτι της Ιντερπόλ, το χρησιμοποιούμε σαν ξενώνα. Εδώ πηγαινοέρχεται συνεχώς πολύς κόσμος. Αλλά μην ανησυχείς, είμαστε σε ασφαλές μέρος». «Πώς φτάσαμε ως εδώ;» «Αναγκάστηκα να πυροβολήσω μερικές φορές, δεν νομίζω να πέτυχα το δολοφόνο, αλλά καταφέραμε να βγούμε από την εκκλησία σώοι κι αβλαβείς. Ευτυχώς έβρεχε καταρρακτωδώς και μπόρεσα να σε βάλω στο αυτοκίνητο χωρίς να μας αντιληφθεί κανείς. Θα ήταν δύσκολο να πρέπει να εξηγήσω σε κάνα τροχονόμο ή σε κανέναν περαστικό μπάτσο». «Α, αυτή ήταν η μόνη σου ανησυχία;» Μετά το σκέφτηκε: «Ένα λεπτό, γιατί να διατρέχουμε ακόμα κίνδυνο;»
456/1081
«Γιατί αυτός που προσπάθησε να σε σκοτώσει σίγουρα θα το ξαναεπιχειρήσει». «Κάποιος μου άφησε μια εικονίτσα με ένα μήνυμα κάτω από την πόρτα του ξενοδοχείου. Τι το σημαντικό υπήρχε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ;» «Τίποτα, ήταν απλώς μια παγίδα». «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Ο Ντέιβιντ θα το είχε αναφέρει στα στοιχεία που σου άφησε». Αυτός ο ισχυρισμός φρέναρε μεμιάς κάθε αντίρρηση της Σάντρα. Είχε αιφνιδιαστεί. «Ξέρεις για την έρευνα του Ντέιβιντ; » «Ξέρω πολλά πράγματα, αλλά κάθε πράγμα στην ώρα του». Ο Σάλμπερ σηκώθηκε και πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Η Σάντρα τον άκουσε να ανακατεύει πιατικά. Λίγο αργότερα μπήκε με ένα δίσκο όπου είχε αβγά στραπατσάδα, μαρμελάδα και φρυγανιές, μαζί με μια αχνιστή καφετιέρα.
457/1081
«Πρέπει να βάλεις κάτι στο στομάχι σου, αλλιώς δεν θα συνέλθεις». Πράγματι, είχε είκοσι τέσσερις ώρες να φάει. Το θέαμα του φαγητού τής άνοιξε την όρεξη. Ο Σάλμπερ τη βοήθησε να καθίσει με την πλάτη στηριγμένη σε δυο μαξιλάρια και μετά άφησε το δίσκο στην αγκαλιά της. Καθώς εκείνη έτρωγε, κάθισε δίπλα της, τέντωσε τα πόδια του στο κρεβάτι και σταύρωσε τα μπράτσα. Μέχρι πριν από λίγες ώρες οι σχέσεις τους ήταν τυπικές, τώρα έμοιαζαν να έχουν αποκτήσει οικειότητα. Η επεμβατική συμπεριφορά εκείνου του ανθρώπου την ενοχλούσε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Το διακινδύνευσες πολύ σήμερα το πρωί. Σώθηκες μόνον επειδή το χτύπημα του κινητού μου τάραξε το δολοφόνο». «Ώστε ήσουν εσύ...» είπε με γεμάτο το στόμα. «1 Ιώς βρήκες αυτό το νούμερο; Πάντα σε έπαιρνα από άλλο τηλέφωνο».
458/1081
«Το ανακάλυψα επειδή ο Ντέιβιντ σού τηλεφωνούσε από το ξενοδοχείο». «Ο άντρας σου ήταν ξεροκέφαλος άνθρωπος και δεν τον συμπαθούσα καθόλου», αποφάνθηκε. Η Σάντρα τσατίστηκε ακούγοντάς τον να μιλάει για τον Ντέιβιντ μ’ αυτόν τον τρόπο. «Δεν μπορείς να ξέρεις τι άνθρωπος ήταν». «Ήταν σπασαρχίδης», επέμεινε εκείνος. «Αν με είχε ακούσει, θα ήταν ακόμα ζωντανός». Εκνευρισμένη η Σάντρα έβαλε στην άκρη το δίσκο και πήγε να σηκωθεί. Ο θυμός την είχε κάνει να ξεχάσει τους ιλίγγους. «Πού πας;» «Δεν μπορώ να ανεχτώ από έναν ξένο να λέει τέτοια πράγματα». Συνεχίζοντας να τρεκλίζει, έκανε το γύρο του κρεβατιού για να πάρει τα αθλητικά της παπούτσια.
459/1081
«Εντάξει, είσαι ελεύθερη να φύγεις», της είπε δείχνοντας της την πόρτα. «Αλλά δώσε μου τα στοιχεία που σου άφησε ο Ντέιβιντ». Η Σάντρα τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν σου δίνω τίποτα!» «Ο Ντέιβιντ δολοφονήθηκε επειδή είχε ξετρυπώσει κάποιον». «Νομίζω ότι τον έχω συναντήσει». Ο Σάλμπερ σηκώθηκε και την πλησίασε αναγκάζοντας τη να τον κοιτάξει. «Τι εννοείς τον συνάντησες;» Η Σάντρα έδενε τα παπούτσια της, αλλά σταμάτησε. «Χτες το απόγευμα». «Πού;» «Τι ερώτηση! Το μέρος όπου πιο εύκολα θα συναντήσεις έναν παπά είναι μια εκκλησία». «Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι ένας απλός παπάς». Με αυτή του τη δήλωση, ο Σάλμπερ ξανακέρδισε την προσοχή της. «Είναι ένας πνευματικός[1]».
460/1081
Ο Σάλμπερ πλησίασε στα παντζούρια. Τα άνοιξε και είδε τα μαύρα σύννεφα που απειλούσαν να εισβάλουν και πάλι στη Ρώμη. «Ποιο είναι το μεγαλύτερο ποινικό αρχείο του κόσμου;» τη ρώτησε. Η Σάντρα έμεινε άφωνη. «Δεν ξέρω... Αυτό της Ιντερπόλ, υποθέτω». «Αάθος», απάντησε ο Σάλμπερ, γυρίζοντας μ' ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Του FBI;» «Ούτε. Βρίσκεται στην Ιταλία. Και για την ακρίβεια, στο Βατικανό». Η Σάντρα δεν καταλάβαινε ακόμα. Αλλά είχε την εντύπωση ότι εξαρτιόταν από την ίδια να καταλάβει. «Τι ανάγκη έχει η Καθολική Εκκλησία από ένα ποινικό αρχείο;» Ο Σάλμπερ την κάλεσε πάλι να καθίσει, ενώ έψαχνε τις κατάλληλες λέξεις για να της εξηγήσει. «Ο χριστιανισμός είναι η μόνη θρησκευτική πίστη που προβλέπει το μυστήριο της εξομολόγησης: οι άνθρωποι εξιστορούν τις
461/1081
αμαρτίες τους σε ένα λειτουργό του Θεού και σε αντάλλαγμα παίρνουν άφεση. Μερικές φορές, όμως, η ενοχή είναι τόσο βαριά, ώστε ένας απλός ιερέας δεν μπορεί να δώσει άφεση. Λυτό συμβαίνει με τα λεγόμενα “θανάσιμα αμαρτήματα”, αυτά που αφορούν κάτι σοβαρό και τελέστηκαν συνειδητά και με απόλυτη συναίσθηση». «Όπως η ανθρωποκτονία, λόγου χάρη». «Ακριβώς. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ιερέας μεταγράφει το κείμενο της εξομολόγησης και το μεταφέρει σε μια ανώτερη Αρχή: ένα κολέγιο αξιωματούχων της Εκκλησίας που συγκαλείται στη Ρώμη για να αποφανθεί γι’ αυτά τα ζητήματα». Η Σάντρα είχε παραξενευτεί. «Ένα Σώμα που κρίνει τα αμαρτήματα των ανθρώπων». «Το δικαστήριο των ψυχών». Το όνομα απηχεί τη σοβαρότητα της αποστολής, σκέφτηκε η Σάντρα. Ποιος ξέρει ποια μυστικά πέρασαν απ’ αυτό το Σώμα.
462/1081
Επιτέλους κατάλαβε το ενδιαφέρον του Ντέιβιντ κι αυτό που τον ώθησε να ερευνήσει. Ο Σάλμπερ συνέχισε: «Ιδρύθηκε κατά το 12ο αιώνα με τον τίτλο Paenitentiaria Apostolica, Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο, με ένα λιγότερο σημαντικό σκοπό: εκείνη την εποχή υπήρχε ένα τεράστιο πλήθος προσκυνητών που συνέρρεε στην αιώνια πόλη για να επισκεφτεί τις εκκλησίες, αλλά και για να πάρει άφεση αμαρτιών». «Κάτι που θα οδηγούσε στην περίφημη ιστορική περίοδο με τα συγχωροχάρτια». «Ακριβώς. Υπήρχαν κρίσεις που ανήκαν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του ανώτατου Ποντίφικα, καθώς και αφέσεις και χάρες που μόνον η ανώτατη ηγεσία της Εκκλησίας μπορούσε να δώσει. Μα για τον Πάπα όλος αυτός ο φόρτος ήταν τεράστιος. Έτσι, άρχισε να τον μοιράζεται με μερικούς καρδιναλιους που, στη συνέχεια, έδωσαν ζωή στο Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο».
463/1081
«Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει όλο αυτό με την εποχή μας...» «Στην αρχή, άπαξ και το δικαστήριο εξέδιδε την ετυμηγορία του, τα κείμενα των εξομολογήσεων καίγονταν. Αλλά έπειτα από μερικά χρόνια, οι πνευματικοί αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα μυστικό αρχείο... Και το έργο τους δεν σταμάτησε ποτέ». Η Σάντρα άρχισε να καταλαβαίνει το μέγεθος εκείνου του εγχειρήματος. Ο Σάλμπερ συνέχισε: «Εδώ και σχεδόν χίλια χρόνια, εκεί φυλάσσονται τα χειρότερα εγκλήματα που διέπραξε η ανθρωπότητα. Μερικές φορές πρόκειται για εγκλήματα για τα οποία δεν έμαθε ποτέ κανείς. Σε αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η εξομολόγηση είναι μια πράξη όχι υποκινούμενη, αλλά αυθόρμητη από την πλευρά του μετανοούντος, οπότε είναι πάντα ειλικρινής. Συνεπώς, το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο δεν είναι μια απλή βάση δεδομένων, όπου
464/1081
καταλογογραφούνται υποθέσεις, όπως μπορεί να συμβαίνει σε οποιαδήποτε αστυνομία του κόσμου». «Τι είναι λοιπόν;» Τα πράσινα μάτια του Σάλμπερ έλαμπαν. «Είναι το πιο εκτενές και ενημερωμένο αρχείο του κακού». Η Σάντρα ένιωθε μάλλον δύσπιστη. «Έχει να κάνει με το διάβολο: Τι είναι αυτοί οι ιερείς, εξορκιστές;» «Όχι, κάνεις λάθος», βιάστηκε να τη διορθώσει εκείνος. «Οι πνευματικοί δεν ενδιαφέρονται για την ύπαρξη του δαίμονα. Υιοθετούν μία επιστημονική προσέγγιση: είναι πραγματικοί profilers. Η πείρα τους ωρίμασε σταδιακά χάρη στο αρχείο. Συν τω χρόνω, μαζί με τις ομολογίες των μετανοούντων άρχισαν να συγκροτούν μια λεπτομερή περιπτωσιολογία τωv εγκληματικών πράξεων. Τις μελετούν, τις αναλυουν και προσπαθούν να
465/1081
τις αποκρυπτογραφήσουν, όπως θα έκανε ένας σύγχρονος εγκλη ματολόγος». «Θες να πεις ότι επιλύουν και υποθέσεις;» «Μερικές φορές συμβαίνει». «Και η αστυνομία δεν ξέρει τίποτα για όλα αυτά...» «Καταφέρνουν και φυλάνε καλά το μυστικό τους, στην ουσία αυτό κάνουν εδώ και αιώνες». Η Σάντρα πλησίασε στο δίσκο με το φαγητό κι έβαλε ένα ξέχειλο φλιτζάνι καφέ. «Πώς ενεργούν;» «Μόλις φτάνουν στη λύση ενός μυστηρίου, βρίσκουν τον τρόπο να το γνωστοποιήσουν ανώνυμα στις Αρχές. Αλλες φορές, πάλι, επεμβαίνουν». Ο Σάλμπερ πήγε να πάρει ένα χαρτοφύλακα, που βρισκόταν σε μια γωνιά του δωματίου, και τον άνοιξε αναζητώντας κάτι. Η Σάντρα θυμήθηκε τις διευθύνσεις στην ατζέντα του Ντέιβιντ, τις οποίες είχε βρει
466/1081
ακούγοντας τις συχνότητες της αστυνομίας: γι’ αυτό ο άντρας της αναζητούσε τον ιερέα στις σκηνές του εγκλήματος. «Ορίστε», ανακοίνωσε ο αξιωματικός της Ιντερπόλ κρατώντας ένα ντοσιέ ανάμεσα στα χέρια του. «Η υπόθεση του μικρού Ματέο Τζινέστρα στο Τορίνο. Το παιδάκι είχε εξαφανιστεί, η μητέρα νόμιζε ότι το είχε απαγάγει ο πατέρας του: ήταν χωρισμένοι και ο σύζυγος δεν συμφωνούσε με όσα είχε ορίσει ο δικαστής σχετικά με την επιμέλεια. Ο άντρας ήταν στην αρχή άφαντος, αλλά μετά αρνήθηκε ότι είχε πάρει το παιδί και το είχε κρύψει από τη μητέρα». «Ποιος ήταν λοιπόν;» «Ενώ οι αστυνομικοί ακολουθούσαν αυτό το ίχνος, το παιδάκι εμφανίστηκε ανέπαφο. Ανακάλυψαν ότι το είχε απαγάγει μια παρέα από μεγαλύτερα παιδιά, όλα τους γόνοι καλών οικογενειών. Το κρατούσαν κλεισμένο σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι, σκόπευαν να το
467/1081
σκοτώσουν. Έτσι για πλάκα ή από περιέργεια. Το παιδί είπε ότι το έσωσε κάποιος που μπήκε κρυφά στο σπίτι και το πήρε». «Μπορεί να ήταν ο οποιοσδήποτε, γιατί να είναι κάποιος ιερέας;» «Σε μικρή απόσταση από τον τόπο όπου βρέθηκε το παιδί ανακαλύφθηκαν χαρτιά που περιέγραφαν καταλεπτώς όλα όσα είχαν συμβεί. Ένας από τους εμπλεκόμενους εφήβους είχε τύψεις και το εξομολογήθηκε στον ιερέα της ενορίας του. Στα χαρτιά εκείνα υπήρχε μια ομολογία και κάποιος τα είχε παραπετάξει». Ο Σάλμπερ τής έτεινε το έγγραφο. «Διάβασε τι είναι γραμμένο στο περιθώριο». Η Σάντρα διάβασε: «Υπάρχει ένας κωδικός: c.g. 764-9-44. Τι είναι;» «Η μέθοδος ταξινόμησης των πνευματικών. Οι αριθμοί νομίζω ότι έχουν μόνο ταξινομική αξία, αλλά τα γράμματα στην αρχή σημαίνουν culpa gravis».
468/1081
«Δεν καταλαβαίνω: από πού ξεκίνησε η έρευνα του Ντέιβιντ γι' αυτούς;» «Το Reuters τον είχε στείλει στο Τορίνο για ένα ρεπορτάζ σχετικό με το συμβάν. Τα ντοκουμέντα τα βρήκε αυτός ενώ έβγαζε φωτογραφίες. Και όλα άρχισαν από κει». «Και η Ιντερπόλ τι σχέση έχει;» «Παρόλο που μπορεί να σου φαίνεται καλό, αυτό που κάνουν οι πνευματικοί είναι παράνομο. Η δραστηριότητά τους δεν γνωρίζει ούτε όρια ούτε κανόνες». Η Σάντρα πήγε να βάλει ένα δεύτερο φλιτζάνι καφέ κι άρχισε να τον ρουφάει κοιτάζοντας τον Σάλμπερ. Ίσως εκείνος να περίμενε να πει κάτι ακόμα. «Δηλαδή ο Ντέιβιντ σας άνοιξε τα μάτια, σωστά;» «Είχαμε γνωριστεί πριν από χρόνια στη Βιένη· εκείνος έκανε ένα ρεπορτάζ, εγώ του έδινα πληροφορίες. Όταν άρχισε την έρευνα για τους πνευματικούς, αντιλήφθηκε ότι η δραστηριότητά τους εκτεινόταν πέρα από τα
469/1081
ιταλικά σύνορα, επομένως μπορούσε να ενδιαφέρει την Ιντερπόλ. Μου έκανε μερικά τηλεφωνήματα από τη Ρώμη, εξηγώντας μου τι είχε ανακαλύψει έως τότε. Μετά πέθανε. Αλλά αν κατάφερε να σε κάνει να βρεις τον αριθμό μου, πάει να πει ότι ήθελε να συναντηθούμε. Μπορώ να φέρω εις πέρας το έργο του. Λοιπόν, πού είναι τα στοιχεία;» Η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι ο Σάλμπερ την είχε ψάξει όσο ήταν λιπόθυμη και ότι, αφού της πήρε το πιστόλι, ήξερε ότι δεν τα είχε μαζί της. Αλλά δεν ήθελε να του τα παραδώσει τόσο εύκολα. «Πρέπει να συνεχίσουμε μαζί». «Δεν γίνεται, ξέχνα το. Θα πάρεις το πρώτο τρένο και θα γυρίσεις στο Μιλάνο. Κάποιος σε θέλει νεκρή και δεν είσαι ασφαλής σ’ αυτή την πόλη». «Είμαι αστυνομικός: ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου και ξέρω πώς γίνεται μια έρευνα, αν αυτό σε ανησυχεί».
470/1081
Ο Σάλμπερ άρχισε να βηματίζει νευρικά στο δωμάτιο. «Κινούμαι καλύτερα μόνος μου». «Αυτή τη φορά θα πρέπει να αναθεωρήσεις τις μεθόδους σου». «Ξεροκέφαλη». Στάθηκε μπροστά της και ύψωσε το δείκτη του. «Με έναν όρο». Η Σάντρα σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. «Ναι, ξέρω, ο αρχηγός είσαι εσύ και κάνουμε πάντα αυτό που λες». Ο Σάλμπερ αιφνιδιάστηκε. «Πώς ξέρεις...» «Γνωρίζω την επίδραση της τεστοστερόνης στο εγώ των αντρών. Λοιπόν, από πού θα αρχίσουμε;» Ο Σάλμπερ πλησίασε σε ένα συρτάρι, έβγαλε το πιστόλι που της είχε πάρει και της το έδωσε πίσω. «Τους ενδιαφέρουν οι σκηνές εγκλήματος, σωστά; Χτες, όταν ήρθα στην πόλη, πήγα σε μια βίλα όπου γινόταν μια αστυνομική έρευνα. Έβαλα κοριούς, ελπίζοντας ότι οι πνευματικοί θα έδιναν σημεία ζωής μόλις η Σήμανση θα τους άδειαζε
471/1081
τη γωνία. Πριν από το ξημέρωμα κατέγραψα μια συνομιλία. Ήταν δυο άτομα, δεν ξέρω ποιοι. Στη συζήτησή τους αναφέρονταν στην υπόθεση ενός κατά συρροήν δολοφόνου με το όνομα Φίγκαρο». «Εντάξει, θα σου δείξω τα στοιχεία του Ντέιβιντ. Και μετά θα ψάξουμε να βρούμε κάτι γι’ αυτόν τον Φίγκαρο». «Το βρίσκω πολύ καλό σχέδιο». Η Σάντρα κοίταξε τον Σάλμπερ, δεν ήταν πια σε θέση άμυνας. «Κάποιος σκότωσε τον άντρα μου και προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο και ο εμένα σήμερα το πρωί. Δεν καταλαβαίνω αν πρόκειται για το ίδιο χέρι και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους πνευματικούς. Ίσως ο Ντέιβιντ να προχώρησε υπερβολικά στην έρευνά του». «Αν τους βρούμε, θα μας το πουν οι ίδιοι». 12:32
472/1081
Η μόνη συντροφιά του Πιέτρο Τζίνι ήταν οι γάτες. Είχε έξι. Άραζαν στη σκιά μιας πορτοκαλιάς ή τριγυρνούσαν ανάμεσα στις γλάστρες και στα δρομάκια του μικρού περιβολιού του σπιτιού του στην καρδιά του Τραστέβερε. Η γειτονιά ήταν σαν ένα χωριό που ξαφνικά βρέθηκε περικυκλωμένο από μια ολόκληρη πόλη. Από την ορθάνοιχτη μπαλκονόπορτα του γραφείου έρχονταν οι νότες από ένα παλιό πικ απ. Η Σερενάτα εγχόρδων του Αντονίν Ντβόρζακ είχε τη δύναμη να κάνει τις κουρτίνες να χορεύουν. Όμως ο Τζίνι δεν μπορούσε να το ξέρει. Ήταν ξαπλωμένος σε μια σεζλόνγκ, απολαμβάνοντας τη μουσική και μιαν αχτίδα ήλιου που έδινε την εντύπωση ότι κατάφερε να διαπεράσει τα σύννεφα μόνο για χάρη του. Ήταν ένας γεροδεμένος εξηντάρης. Είχε το προτεταμένο στομάχι μερικών ρωμαλέων ανδρών των αρχών του 20ού αιώνα. Τα μεγάλα χέρια με τα οποία εξερευνούσε τον
473/1081
κόσμο ήταν ακουμπισμένα στην ποδιά του. Το άσπρο μπαστούνι αναπαυόταν κοντά στα πόδια του. Τα μαύρα γυαλιά του αντανακλούσαν μια περιττή πια πραγματικότητα. Από τη μέρα που έπαψε να βλέπει είχε απαρνηθεί κάθε ανθρώπινη σχέση. Περνούσε τις μέρες του μεταξύ περιβολιού και σπιτιού, βυθισμένος στη μακαριότητα των δίσκων του. Φοβόταν περισσότερο τη σιωπή, παρά το σκοτάδι. Μια γάτα σκαρφάλωσε στην ξαπλώστρα και πήγε να κουλουριαστεί πάνω του. Ο Τζίνι πέρασε τα δάχτυλά του από την πυκνή της γούνα και το ζώο τού έδειξε την ευγνωμοσύνη του γουργουρίζοντας σε κάθε χάδι. «Ωραία η μουσική, ε Σωκράτη; Ξέρω, εσύ είσαι σαν εμένα: σου αρέσουν οι συγκινητικές μελωδίες. Ενώ στον αδελφό σου αρέσει εκείνος ο φανφαρόνος ο Μότσαρτ».
474/1081
Ήταν τιγρέ καφέ και είχε μια άσπρη κηλίδα στη μουσούδα. Κάτι τράβηξε την προσοχή του, γιατί τέντωσε το κεφάλι κι αποτραβήχτηκε από τα χάδια του αφεντικού του για να φερμάρει μια μύγα. Ύστερα από λίγο έχασε το ενδιαφέρον του για το έντομο και ξανακουλουριάστηκε. Ο Τζίνι άρχισε και πάλι να τον χαϊδεύει. «Εμπρός, ρώτα με». Ο Τζίνι φαινόταν ήρεμος. Άπλωσε το χέρι του για να πιάσει ένα ποτήρι λεμονάδα από ένα τραπεζάκι δίπλα του. Ήπιε μια γουλιά. «Ξέρω ότι είσαι εδώ. Το κατάλαβα από τη στιγμή που ήρθες. Αναρωτιόμουν πότε θα έλεγες κάτι. Λοιπόν, αποφάσισες;» Ένα από τα γατιά πήγε και τρίφτηκε στα πόδια του εισβολέα. Στην πραγματικότητα, ο Μάρκους βρισκόταν εκεί τουλάχιστον είκοσι λεπτά. Είχε μπει από μια βοηθητική είσοδο και όλη αυτή την ώρα παρατηρούσε τον Τζίνι, αναζητώντας τον κατάλληλο τρόπο για να τον
475/1081
προσεγγίσει. Εύκολα καταλάβαινε τους ανθρώπους, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους. Το γεγονός ότι ο συνταξιούχος αστυνομικός είχε χάσει την όρασή του τον έκανε να πιστέψει ότι θα ήταν πιο εύκολο να του μιλήσει. Επιπλέον, υπήρχε το πλεονέκτημα ότι δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόσωπό του, η ανωνυμία του ήταν δεδομένη. Κι όμως, κατάφερνε να τον δει καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον. «Μην απατάσαι: δεν τυφλώθηκα εγώ. Απλώς ο κόσμος σβήστηκε γύρω μου». Ο άνθρωπος εκείνος ενέπνεε σταθερότητα κι εμπιστοσύνη. «Ήρθα για τον Νικόλα Κόστα». Ο Τζίνι κούνησε το κεφάλι, το πρόσωπό του σκοτείνιασε κι έπειτα χαμογέλασε. «Είσαι ένας απ’ αυτούς, ε; Όχι, μάταια ζητώ απάντηση: ξέρω ότι δεν μπορείς να μου το πεις».
476/1081
Ο Μάρκους δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο ηλικιωμένος αστυνομικός ήξερε. «Ανάμεσα στους μπάτσους κυκλοφορούν ιστορίες. Μερικοί θεωρούν ότι είναι παραμύθια. Εγώ πάντως τις πιστεύω. Πριν από πολλά χρόνια μού ανέθεσαν μια υπόθεση. Είχαν απαγάγει και σκοτώσει μια μητέρα, αλλά υπήρχε μια πρωτοφανής και ανεξήγητη σκληρότητα στον τρόπο που ξέσπασε πάνω της ο δολοφόνος. Ένα βράδυ πήρα ένα τηλεφώνημα. Από την άλλη άκρη της γραμμής, ένας άντρας μού εξήγησε ότι ίσως κάναμε λάθος που κυνηγούσαμε ένα βιαστή και μου υπέδειξε πώς να αναζητήσω τον αληθινό δράστη. Δεν ήταν το συνηθισμένο ανώνυμο τηλεφώνημα, ήταν πολύ πειστικός. Τη γυναίκα σκότωσε κάποιος που την είχε ερωτευτεί και τον είχε αποκρούσει. Τον συλλάβαμε». «Ο Φίγκαρο είναι ακόμα ελεύθερος», προσπάθησε να τον κάνει να μιλήσει ο Μάρκους.
477/1081
Ο άντρας όμως δεν έμπαινε στο θέμα. «Ξέρεις ότι στο 94% των περιπτώσεων το θύμα γνωρίζει το δολοφόνο του; Είναι πιο πιθανό να σε σκοτώσει ένας στενός συγγενής ή ένας φίλος που ξέρεις μια ζωή, παρά ένας εντελώς άγνωστος». «Γιατί δεν μου απαντάς, Τζίνι; Δεν θέλεις να ξεμπερδεύεις το παρελθόν;» Το κομμάτι του Ντβόρζακ τελείωσε, η βελόνα του πικ απ απέμεινε να χοροπηδάει στο τελευταίο αυλακι του βινιλιου. Ο Τζίνι έγειρε προς τα μπρος, αναγκάζοντας τον Σωκράτη να γλιστρήσει στο χώμα και να πάει να βρει τους συντρόφους του. Ο αστυνομικός σταύρωσε τα μπράτσα. «Οι γιατροί μού είχαν πει από νωρίς ότι θα τυφλωνόμουν. Έτσι, είχα όλο το χρόνο να συνηθίσω στην ιδέα. Σκεφτόμουν: Όταν η αρρώστια θα αρχίσει να επηρεάζει τη δουλειά μου, θα σταματήσω την ίδια στιγμή. Στο μεταξύ, προετοιμαζόμουν:
478/1081
μάθαινα Μπράιγ, μερικές φορές τριγυρνούσα στο σπίτι με τα μάτια κλειστά για να συνηθίσω να αναγνωρίζω τα αντικείμενα με την αφή ή, πάλι, κυκλοφορούσα με το μπαστούνι. Δεν ήθελα να εξαρτώμαι από τους άλλους. Έπειτα, μια μέρα, τα πράγματα άρχισαν να μου φαίνονται θαμπά. Χάνονταν κάποιες λεπτομέρειες, ενώ άλλες αποκτούσαν απίστευτη ένταση. Το φως εξασθενούσε στις γωνίες και γινόταν πιο έντονο σε ορισμένα σχήματα, έτσι που έμοιαζαν να φωσφορίζουν. Ήταν ανυπόφορο. Εκείνες τις στιγμές παρακαλούσα να έρθει γρήγορα το σκοτάδι. Ύστερα, πριν από ένα χρόνο, εισακούστηκα». Ο Τζίνι έβγαλε τα μαύρα γυαλιά του, αποκαλύπτοντας τις ακίνητες κόρες του, αδιάφορες απέναντι στη λάμψη του ήλιου. «Νόμιζα ότι θα ήμουν μόνος εδώ κάτω. Μα ξέρεις; Δεν είμαι διόλου μόνος. Μες στο σκοτάδι υπάρχουν όλοι εκείνοι που δεν κατάφερα να σώσω κατά τη διάρκεια της
479/1081
σταδιοδρομίας μου, τα πρόσωπα των θυμάτων που με κοιτούσαν σωριασμένα στο αίμα και στα κόπρανά τους, στο σπίτι ή στο δρόμο, σε ένα χέρσο χωράφι ή σε ένα τραπέζι νεκροτομείου. Τα βρήκα εδώ, με περίμεναν. Και τώρα, ζουν μαζί μου σαν φαντάσματα». «Πάω στοίχημα ότι ανάμεσά τους είναι και η Τζόρτζια Νονι. Τι κάνει, σου μιλάει; Ή σε κοιτάζει και σωπαίνει, κάνοντας σε να ντρέπεσαι για τον εαυτό σου;» Ο Τζίνι πέταξε κάτω το ποτήρι με τη λεμονάδα, που έγινε χίλια κομμάτια. «Δεν μπορείς να καταλάβεις». «Ξέρω ότι παραποίησες τα στοιχεία της έρευνας». Ο ηλικιωμένος κούνησε το κεφάλι. «Ήταν η τελευτεία υπόθεση με την οποία ασχολήθηκα. Έπρεπε να βιαστώ, δεν μου έμενε πολύς χρόνος. Ο αδελφός της, ο Φεντερίκο, άξιζε να βρει έναν ένοχο».
480/1081
«Και γι’ αυτό έστειλες στη φυλακή έναν αθώο;» Ο αστυνομικός στύλωσε τα μάτια του στον Μάρκους σαν να μπορούσε να τον δει. «Εδώ κάνεις λάθος: ο Κόστα δεν είναι αθώος. Είχε προηγούμενο ιστορικό παρενοχλήσεων και κακοποιήσεων. Στο σπίτι του βρήκαμε σκληρή πορνογραφία, παράνομο υλικό κατεβασμένο από το ίντερνετ. Το θέμα ήταν πάντα το ίδιο: η βία με θύμα τις γυναίκες». «Οι φαντασιώσεις δεν αρκούν για να καταδικάσουν έναν άνθρωπο». «Ετοιμαζόταν να χτυπήσει. Ξέρεις πώς έγινε η σύλληψή του; Ήταν στον κατάλογο των υπόπτων της υπόθεσης Φίγκαρο, τον παρακολουθούσαμε. Ένα βράδυ τον είδαμε να ακολουθεί μια γυναίκα στην έξοδο ενός σούπερ μάρκετ, είχε μαζί του ένα σάκο γυμναστηρίου. Χρειαζόμασταν αποδείξεις, αλλά έπρεπε να δράσουμε γρήγορα. Μπορούσαμε να τον αφήσουμε να συνεχίσει,
481/1081
με κίνδυνο να κάνει κακό, ή να τον σταματήσουμε αμέσως. Επέλεξα το δεύτερο. Και είχα δίκιο». «Είχε ψαλίδι στο σάκο;» «Όχι. Μόνο μια αλλαξιά ρούχα», παραδέχτηκε ο Τζίνι. «Αλλά ήταν ολόιδια με αυτά που ήδη φορούσε. Και ξέρεις γιατί;» «Για να μην τραβήξει την προσοχή, αν τυχόν λερωνόταν με αίμα». Η λογική του σχεδίου ήταν άψογη. «Και έπειτα ομολόγησε, με λεπτομέρειες: εμένα μου ήταν αρκετό». «Κανένα από τα θύματα των επιθέσεων δεν έδωσε στοιχεία χρήσιμα για να αναγνωριστεί. Περιορίστηκαν να επιβεβαιώσουν εκ των υστέρων ότι ήταν αυτός. Οι γυναίκες που υφίστανται βία είναι συχνά τόσο ταραγμένες, ώστε, όταν η αστυνομία τούς δείχνει έναν ύποπτο, λένε αμέσως ότι είναι αυτός. Αλλά δεν λένε ψέματα, θέλουν να το πιστέψουν - ή, μάλλον, είναι βέβαιες γι’ αυτό. Δεν θα
482/1081
μπορούσαν να ζήσουν ξέροντας ότι το τέρας που τους έκανε κακό κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερο: ο φόβος ότι όλα μπορεί να επαναληφθούν είναι πιο δυνατός από οποιοδήποτε αίσθημα δικαιοσύνης. Ένας ένοχος αξίζει όσο ένας άλλος». «Ο Φεντερίκο Νόνι αναγνώρισε τον Κόστα από τη φωνή». «Αλήθεια;» έκανε κοροϊδευτικά ο Μάρκους. «Ο νεαρός ήταν ήρεμος όταν έστρεφε το δάχτυλο εναντίον του; Σκέψου τα αλλεπάλληλα τραύματα που είχε δεχτεί τα τελευταία χρόνια». Ο Πιέτρο Τζίνι δεν μπόρεσε να απαντήσει. Η στόφα του παλιού αστυνομικού δεν είχε ξεφτίσει ακόμα, αλλά κάτι είχε σπάσει ανεπανόρθωτα στην ψυχή του. Ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ικανός να εμπνεύσει φόβο σε έναν εγκληματία με το βλέμμα τώρα έμοιαζε α7τίστευτα εύθραυστος. Και δεν ήταν μόνον εξαιτίας της αναπηρίας του. Ίσα-ίσα, η
483/1081
αναπηρία του τον είχε κάνει πιο σοφό. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι ήξερε κάτι και ότι, όπως του τύχαινε συχνά, αρκούσε μόνο να τον αφήσει να μιλήσει. «Από τη μέρα που μου είπαν ότι θα τυφλωνόμουν, δεν έχασα πια ούτε ένα ηλιοβασίλεμα. Μερικές φορές ανέβαινα στο λόφο Τζανίκολο κι έμενα εκεί μέχρι να χαθεί εντελώς το φως. Υπάρχουν πράγματα που θεωρούμε δεδομένα και δεν τα παρατηρούμε πια, παρόλο που κάθε φορά μας εκπλήσσουν. Τα αστέρια, λόγου χάρη. Θυμάμαι πως, όταν ήμουν μικρός, μου άρεσε να πλαγιάζω στο χορτάρι και να φαντάζομαι όλους εκείνους τους μακρινούς κόσμους. Προτού τυφλωθώ, ξανάρχισα να το κάνω, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Τα μάτια μου είχαν δει πάρα πολλά λαθεμένα και φριχτά πράγματα. Κι ανάμεσα στα τελευταία που αντίκρισα ήταν το πτώμα της Τζόρτζια Νόνι». Ο αστυνομικός άπλωσε το χέρι για να καλέσει τα γατιά κοντά του. «Είναι
484/1081
περίπλοκο να πιστεύεις ότι κάποιος μας έφερε στον κόσμο μόνο και μόνο για να μας βλέπει να υποφέρουμε. Λένε ότι, αν ο Θεός είναι καλός, δεν μπορεί να είναι παντοδύναμος, και το αντίστροφο. Ένας καλός Θεός δεν θα άφηνε τα παιδιά του να βασανίζονται, επομένως δεν είναι σε θέση να το εμποδίσει. Αν, πάλι, έχει προβλέψει τα πάντα, τότε δεν είναι καλός όπως θέλει να μας κάνει να πιστεύουμε». «Θα ήθελα να μπορούσα να σου πω ότι υπάρχει ένα σχέδιο που δεν είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε. Ότι ένας μεμονωμένος άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει το τόσο μεγάλο νόημα των πραγμάτων. Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω την απάντηση». «Το θεωρώ έντιμο εκ μέρους σου. Το εκτιμώ πολύ». Ο Τζίνι σηκώθηκε όρθιος. «Έλα, θέλω να σου δείξω κάτι». Πήρε το μπαστούνι και μπήκε στο γραφείο. Ο Μάρκους τον ακολούθησε. Το δωμάτιο ήταν
485/1081
πολύ τακτοποιημένο και καθαρό, σημάδι ότι ο Τζίνι ήταν πράγματι αυτάρκης. Ο αστυνομικός κατευθύνθηκε προς το πικ απ και έβαλε ξανά το δίσκο του Ντβόρζακ. Όσο να τελειώσει, ο Μάρκους παρατήρησε ένα κομμάτι σκοινί κάνα δυο μέτρα μακρύ, πεταμένο σε μια γωνιά του δωματίου. Ποιος ξέρει πόσες φορές ο αστυνομικός μπήκε στον πειρασμό να το χρησιμοποιήσει. «Το λάθος μου ήταν που παρέδωσα την άδεια οπλοφορίας», είπε ο Τζίνι, χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις του συνομιλητή του. Έπειτα πήγε και κάθισε σε ένα γραφείο όπου υπήρχε ένας υπολογιστής. Μπροστά στο πληκτρολόγιο δεν βρισκόταν μια συνηθισμένη οθόνη, αλλά μια οθόνη Μπράιγ και ηχεία. «Αυτό που θα ακούσεις δεν θα σου αρέσει». Ο Μάρκους άρχισε να φαντάζεται περί τίνος επρόκειτο.
486/1081
«Πρώτα όμως θέλω να σου πω ότι ο νεαρός αυτός, ο Φεντερίκο Νόνι, υπέφερε ήδη αρκετά». Ο Τζίνι έδειχνε περίλυπος. «Πριν από χρόνια, έμεινε ανάπηρος στα πόδια κι έτυχε να συμβεί σ’ αυτόν που ήταν αθλητής. Αν σου τύχει να τυφλωθείς στη δική μου ηλικία, μπορεί και να το δεχτείς. Μετά σκότωσαν απάνθρωπα την αδελφή του, ουσιαστικά μπροστά στα μάτια του. Μπορείς να συλλάβεις έστω και. την ιδέα αυτού του πράγματος; Σκέψου πόσο ανίκανος θα πρέπει να ένιωσε. 1 Ιοιος ξέρει πόσα αισθήματα ενοχής τρέφει, ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα κακό». «Τι σχέση έχει αυτό με όσα ετοιμάζεσαι να μου αποκαλύψεις;» «Έχει, επειδή ο Φεντερίκο δικαιούται δικαιοσύνη. Όποια κι αν είναι αυτή». Ο Πιέτρο Τζίνι σώπασε, περιμένοντας να του δείξει ο Μάρκους ότι είχε καταλάβει.
487/1081
«Μπορείς να επιβιώσεις με μιαν αναπηρία. Μα με μια αμφιβολία, όχι». Αυτό του αρκούσε. Ο αστυνομικός πλησίασε στο πληκτρολόγιο. Η τεχνολογία προσφέρει μεγάλη βοήθεια σε όσους δεν βλέπουν. Ο Τζίνι μπορούσε να καταπιάνεται με συνηθισμένες δραστηριότητες, όπως να σερφάρει στο ίντερνετ ή να τσατάρει ή να στέλνει και να λαμβάνει αλληλογραφία. Κανείς στο διαδίκτυο δεν θα παρατηρούσε τη διαφορά. Στον κυβερνοχώρο, η διαφορετικότητα ακυρώνεται. «Μου ήρθε ένα e-mail πριν από μερικές μέρες», ανακοίνωσε ο αστυνομικός. «Τώρα θα σου βάλω να τ’ ακούσεις». Στο κομπιούτερ του Τζίνι υπήρχε ένα πρόγραμμα που του διάβαζε τα e-mails. Άναψε τα ηχεία και αφέθηκε να γείρει στην πλάτη της καρέκλας, περιμένοντας. Η συνθετική ηλεκτρονική φωνή διάβασε πρώτα μια ανώνυμη διεύθυνση της Yahoo. To e-mail
488/1081
δεν είχε τίτλο. Στη συνέχεια η φωνή άρχισε να μεταφέρει το μήνυμα. «αυ-τός-δεν-εί-ναι-σαν-ε-σέ-να... ψά-ξεστο-πά-ρ-κο-της-βί-λα-γκλό-ρι». Με ένα πλήκτρο, ο Τζίνι σταμάτησε τη διαδικασία. 0 Μάρκους παραξενεύτηκε. Ο δημιουργός αυτού του αίνιγματικού μηνύματος δεν μπορεί παρά να ήταν ο άγνωστος καθοδηγητής που τον είχε φέρει ως εδώ. Γιατί απευθύνθηκε σε έναν τυφλό αστυνομικό; «“Αυτός δεν είναι σαν εσένα”, τι σημαίνει αυτό;» «Ειλικρινά, με ανησυχεί περισσότερο το δεύτερο μέρος: “Ψάξε στο Πάρκο της Βίλα Γκλόρι”». Ο Τζίνι σηκώθηκε από τη θέση του, πλησίασε τον Μάρκους πιάνοντάς τον από το μπράτσο και σχεδόν τον ικέτεψε. «Εγώ δεν μπορώ να πάω. Τώρα ξέρεις τι πρέπει να
489/1081
κάνεις. Πήγαινε να δεις τι υπάρχει σε εκείνο το πάρκο». 14:12 Στους μήνες που πέρασαν μετά το θάνατο του Ντέιβιντ, η μοναξιά ήταν ένα πολύτιμο καβούκι. Δεν ήταν μια κατάσταση, ήταν ένας χώρος ο χώρος όπου μπορούσε να συνεχίσει να μιλάει μαζί του, χωρίς να αισθάνεται σαν μια δύσμοιρη τρελή. Η Σάντρα είχε κλειστεί μέσα σε εκείνη την αόρατη φυσαλίδα θλίψης, πάνω στην οποία αναπηδούσαν τα πράγματα που έρχονταν καταπάνω της. Τίποτα και κανείς δεν μπορούσε να την αγγίξει, αν παρέμενε εκεί. Όλως παραδόξως, ο πόνος είχε τη δύναμη να την προστατεύει. Κι αυτό ίσχυε έως τους πυροβολισμούς που πέρασαν ξυστά από δίπλα της εκείνο το πρωί στο παρεκκλήσι στον Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ.
490/1081
Είχε φοβηθεί μην πεθάνει. Από εκείνη τη στιγμή η φυσαλιδα εξαφανίστηκε. Ήθελε να ζήσει. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε ένοχη απέναντι στον Ντέιβιντ. Επί πέντε μήνες η ύπαρξή της είχε μείνει μετέωρη. Ο καιρός περνούσε, μα εκείνη έμενε ακίνητη. Τώρα όμως αναρωτιόταν μέχρι ποιου σημείου μια σύζυγος πρέπει να στέκει στο πλευρό του συζύγου της. Ήταν λάθος να επιθυμεί να ζήσει όταν εκείνος ήταν νεκρος; Θα μπορούσε να θεωρηθεί προδοσία; Ήταν μια ανόητη σκέψη, το ήξερε. Όμως για πρώτη φορά είχε απομακρυνθεί από τον Ντέιβιντ. «Πολύ ενδιαφέρον». Η φωνή του Σάλμπερ έσπασε τα μάγια της σιωπής, όπου είχε βρει καταφύγιο με τις σκέψεις της. Βρίσκονταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Σάντρα και ο αξιωματικός της Ιντερπόλ ήταν καθισμένος στο κρεβάτι, κρατώντας στα χέρια του τις φωτογραφίες που
491/1081
είχαν τραβηχτεί με τη Leica. Τις κοίταξε και τις ξανακοίταξε αρκετές φορές. «Μόνον τέσσερις είναι; Δεν υπήρχαν άλλες;» Η Σάντρα φοβήθηκε ότι είχε μαντέψει τη μικρή της απάτη: είχε αποφασίσει να μην του δείξει εκείνη που απεικόνιζε τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο. Ο Σάλμπερ παρέμενε πάντα αστυνομικός κι εκείνη ήξερε πώς σκέφτονται οι αστυνομικοί: δεν σου παραχωρούν ποτέ το ευεργέτημα της αμφιβολίας. «Παρόλο που μπορεί να σου φαίνεται καλό, αυτό που κάνουν οι πνευματικοί είναι παράνομο. Η δραστηριότητά τους δεν γνωρίζει όρια ούτε κανόνες», είχε πει όταν της εξήγησε ποιοι ήταν. Οπότε, για τον Σάλμπερ ο άνθρωπος εκείνος ευθυνόταν για άνομη συμπεριφορά. Τίποτα δεν θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη.
492/1081
Στην Ακαδημία τής είχαν διδάξει ότι όλοι ήταν ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου και όχι αντίστροφα. Επιπλέον, δεν έπρεπε να πιστεύει ποτέ της κανέναν. Λόγου χάρη, σε μια ανάκριση ένας καλός αστυνομικός πρέπει να αμφισβητεί κάθε λέξη. Κάποτε της έτυχε να πιέσει έναν εκδρομέα που είχε βρει το πτώμα μιας γυναίκας σε ένα χαντάκι. Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος δεν είχε καμία σχέση, απλώς είχε ειδοποιήσει. Ωστόσο εκείνη τον βομβάρδιζε με ασήμαντες ερωτήσεις. Τον έβαζε να επαναλαμβάνει τις απαντήσεις, παριστάνοντας κάθε φορά ότι δεν είχε καταλάβει, προσπαθώντας να τον κάνει να πέσει σε αντιφάσεις. Ο κακομοίρης υπέμενε το μαρτύριο με την αφελή σκέψη ότι μπορούσε να βοηθήσει να χυθεί άπλετο φως σε εκείνο το θάνατο, χωρίς να ξέρει ότι με την παραμικρή αβεβαιότητα θα μπορούσε να βρεθεί μέσα. Ξέρω τι έχεις στο μυαλό σου, Σάλμπερ. Και δεν θα σ’ αφήσω να το κάνεις. Τουλάχιστον
493/1081
μέχρι να καταλάβω αν μπορώ να σε εμπιστευτώ ολότελα. «Μόνον τέσσερις φωτογραφίες», επιβεβαίωσε η Σάντρα. Ο αξιωματικός την κοίταξε καλά-καλά, ζυγιάζοντας την απάντησή της ή ελπίζοντας να προδοθεί. Κατάφερε να αντέξει το βλέμμα του με απάθεια. Μετά, εκείνος αφοσιώθηκε ξανά στις φωτογραφίες. Η Σάντρα νόμιζε ότι είχε περάσει το τεστ, αλλά έκανε λάθος. «Πριν είπες ότι χτες το βράδυ συνάντησες έναν απ’ αυτούς. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσες να τον αναγνωρίσεις αν δεν τον είχες δει ποτέ». Η Σάντρα αντιλήφθηκε ότι είχε κάνει λάθος. Βλαστήμησε τον εαυτό της που του έδωσε αυτή την πληροφορία όσο βρίσκονταν στον ξενώνα της Ιντερπόλ, αλλά της είχε βγει αυθόρμητα.
494/1081
«Πήγα στον Σαν Λουιτζι ντέι Φραντσέζι για να τσεκάρω τη φωτογραφία του Ντέιβιντ με τη λεπτομέρεια από τον πίνακα του Καραβάτζιο». «Αυτό μου το είπες». «Είδα αυτό τον άνθρωπο εκεί μπροστά, δεν ήξερα ποιος ήταν. Με αναγνώρισε εκείνος και απομακρύνθηκε αμέσως», είπε ψέματα. «Εγώ απλώς τον ακολούθησα και τον σημάδεψα με το πιστόλι, ώσπου μου είπε ότι ήταν ιερέας». «Θες να πεις ότι ήξερε ποια ήσουν;» «Δεν ξέρω πώς, αλλά μου έδωσε την εντύπωση ότι με γνώρισε. Οπότε, ναι, πιστεύω ότι το ήξερε». Ο Σάλμπερ κούνησε το κεφάλι. «Καταλαβαίνω». Η Σάντρα θα έβαζε στοίχημα ότι δεν το έχαψε. Όμως προς το παρόν προτίμησε να το αφήσει να περάσει. Όπως και να χε, καλύτερα έτσι: θα ήταν αναγκασμένος να μην την αποκλείσει από την έρευνα. Δοκίμασε να
495/1081
αλλάξει θέμα: «Η σκοτεινή φωτογραφία τι νόημα λες να έχει;» Εκείνος αφαιρέθηκε για μια στιγμή, αλλά συνήλθε αμέσως «Δεν ξέρω. Προς το παρόν δεν μου λέει τίποτα». Η Σάντρα σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Εντάξει, και τώρα πώς θα κινηθούμε;» Ο Σάλμπερ τής ξανάδωσε τις φωτογραφίες. «Ο Φίγκαρο», είπε μόνον. «Τον συνέλαβαν. Αλλά για να ενδιαφέρονται οι πνευματικοί για την υπόθεση, θα πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε κάποιος λόγος». «Τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Ο βιαστής έγινε δολοφόνος: το τελευταίο θύμα του πέθανε». «0ες ν’ αρχίσεις από εκείνη;» «Από τον αδελφό της: ήταν παρών στη δολοφονία της». «Οι γιατροί ήταν βέβαιοι ότι θα ξανάρχιζα να περπατώ σύντομα».
496/1081
Ο Φεντερίκο Νόνι είχε τα χέρια ακουμπισμένα στους μηρούς, το βλέμμα χαμηλωμένο. Είχε μέρες αξύριστος και τα μαλλιά του ήταν μακριά. Κάτω από το πράσινο μπλουζάκι διακρίνονταν ακόμα οι μύες του παλιού αθλητή. Όμως οι γάμπες ήταν ισχνές και ακίνητες μες στο παντελόνι της φόρμας, ακουμπισμένες στο υποπόδιο της αναπηρικής πολυθρόνας. Φορούσε ένα ζευγάρι Nike που οι σόλες τους ήταν πεντακάθαρες. Η Σάντρα τον παρατηρούσε και κατέγραφε αυτές τις λεπτομέρειες. Σε εκείνα τα αθλητικά παπούτσια υπήρχε όλη η ιστορία του δράματός του. Έμοιαζαν καινούργια, αλλά ποιος ξέρει από πότε τα είχε. Είχαν παρουσιαστεί με τον Σάλμπερ στην πόρτα της κρής βίλας στο Νουόβο Σαλάριο λίγα λεπτά νωρίτερα. πησαν το κουδούνι, επιμένοντας αρκετά μέχρι να τους ανοίξουν. Ο Φεντερίκο Νόνι ζούσε σαν ερημίτης και δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Για να τον πείσουν,
497/1081
ο Σάλμπερ είπε στη Σάντρα να του δώσει το σήμα της ιταλικής αστυνομίας και του το έδειξε από τη θυροτηλεόραση. Δήλωσε ότι ήταν επιθεωρητής. Αν και παρά τη θέλησή της, είπε και η Σάντρα ψέματα. Απεχθανόταν τις μεθόδους αυτού του ανθρώπου, την υπεροψία του και πώς χρησιμοποιούσε τους άλλους για τους δικούς του σκοπούς. Το σπίτι του νεαρού ήταν ακατάστατο. Μύριζε κλεισούρα και τα στόρια είχαν ποιος ξέρει πόσον καιρό να ανοιχτούν. Τα έπιπλα ήταν βαλμένα έτσι που να ανοίγουν περάσματα για την αναπηρική πολυθρόνα. Στο δάπεδο φαίνονταν τα ίχνη που είχαν αφήσει οι τροχοί. Η Σάντρα και ο Σάλμπερ κάθισαν σε έναν καναπέ. Ο Φεντερίκο καθόταν απέναντι τους. Πίσω του ήταν η σκάλα που πήγαινε στον επάνω όροφο. Εκεί είχε δολοφονηθεί η Τζόρτζια Νόνι. Όμως προφανώς ο αδελφός της
498/1081
δεν ανέβαινε πια. Είχε στρωμένο ένα ντιβανάκι στο καθιστικό. «Η επέμβαση πέτυχε. Με διαβεβαίωσαν ότι αρκούσε η φυσιοθεραπεία για την αποκατάστασή μου. Θα ήταν δύσκολο, αλλά θα τα κατάφερνα. Ήμουν μαθημένος στη σωματική προσπάθεια, δεν με τρόμαζε. Όμως...» 0 Φεντερίκο προσπαθούσε να απαντήσει σε μια απωθητική ερώτηση του Σάλμπερ για τα αίτια της παραπληγίας του. 0 αξιωματικός της Ιντερπόλ είχε ξεκινήσει σκόπιμα από το πιο δυσάρεστο θέμα. Η Σάντρα γνώριζε αυτή την τεχνική, ήταν η ίδια που εφάρμοζαν μερικοί συνάδελφοί της όταν άκουγαν τα θύματα ενός εγκλήματος. Ο οίκτος τούς έκανε συχνά να κλείνονται στον εαυτό τους, ενώ, για να πάρεις χρήσιμες απαντήσεις, ήταν συχνά αναγκαίο να δείχνεις αδιάφορος. «Τη στιγμή του ατυχήματος τρέχατε με τη μηχανή;»
499/1081
«Με τίποτα. Ήταν ένα γελοίο πέσιμο. Θυμάμαι ότι στην αρχή, παρά τα κατάγματα, κατάφερνα να κουνήσω τα πόδια μου. Έπειτα από μια-δυο ώρες δεν τα ένιωθα πια». Σε ένα έπιπλο υπήρχε μια φωτογραφία του Φεντερίκο Νόνι ντυμένου με στολή μοτοσικλετιστή δίπλα σε μια κατακόκκινη Ducati. Κρατούσε παραμάσχαλα ένα κράνος και χαμογελούσε στο φακό. Ωραίο παιδί, νέο κι ευτυχισμένο, με καθαρό πρόσωπο. Απ’ αυτούς που ξετρελαίνουν τις γυναίκες, σκέφτηκε η Σάντρα. «Ώστε ήσασταν αθλητής; Σε ποιο άθλημα;» «Άλμα εις μήκος». «Και ήσασταν καλός;» Ο Φεντερίκο αρκέστηκε να δείξει το ράφι με τα τρόπαια που είχε κερδίσει. «Κρίνετε μόνοι σας». Προφανώς τα είχαν προσέξει μόλις μπήκαν. Αλλά ο Σάλμπερ είχε ανοίξει αυτό το θέμα για να κερδίσει χρόνο. Ήθελε να κεντρίσει το
500/1081
νεαρό. Είχε κάποιο σχέδιο, μα η Σάντρα δεν κατάφερνε ακόμα να καταλάβει τι περίμενε να πετύχει. «Η Τζόρτζια θα πρέπει να ήταν περήφανη για σας». Και μόνον ακούγοντας το όνομα της αδελφής του, ο Φεντερίκο κοκάλωσε. «Ήταν η μόνη που μου είχε απομείνει». «Και οι γονείς σας;» Ο νεαρός ήταν απρόθυμος να μιλήσει, απάντησε βιαστικά στην ερώτηση. «Η μητέρα μου έφυγε από το σπίτι όταν ήμασταν ακόμα μικροί. Μας μεγάλωσε ο πατέρας μου. Αλλά δεν τα κατάφερε, την αγαπούσε πάρα πολύ. Πέθανε όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών». «Τι τύπος ήταν η αδελφή σας;» «Ο πιο κεφάτος άνθρωπος που μπορείτε να φανταστείτε. Τίποτα δεν την πλήγωνε και η χαρά της ήταν μεταδοτική. Μετά το ατύχημα ανέλαβε τη φροντίδα μου. Ήξερα τι βάρος θα γινόμουν με τα χρόνια και ότι δεν ήταν σωστό
501/1081
να με φορτωθεί, αλλά εκείνη επέμενε. Εγκατέλειψε τα πάντα για χάρη μου». «Ήταν κτηνίατρος...» «Ναι, και είχε κι ένα δεσμό. Την παράτησε όταν ανακάλυψε τι ευθύνη είχε αναλάβει. Θα σας φανεί κοινότοπο, ποιος ξέρει πόσες φορές θα το έχετε ακούσει, αλλά δεν της άξιζε να πεθάνει». Η Σάντρα αναρωτήθηκε ποιο θεϊκό σχέδιο μπορεί να υπήρχε πίσω από την αλληλουχία των τραγικών γεγονότων που είχαν καταστρέψει τη ζωή δυο καλών παιδιών. Εγκαταλελειμμένα από τη μητέρα, ορφανά από πατέρα, εκείνος περιορισμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα, εκείνη κακοποιημένη και δολοφονημένη. Ποιος ξέρει γιατί, αλλά της ήρθε στο νου η ιστορία του Ντέιβιντ για την κοπέλα στην παραλία. Αυτή η συνάντηση έπειτα από μια σειρά αναποδιές -χαμένη βαλίτσα, πτήση πλήρης, νοικιασμένο αυτοκίνητο που χαλάει λίγα χιλιόμετρα πριν
502/1081
από το τέρμα- θα μπορούσε να καταλήξει διαφορετικά. Αν η άγνωστη που έκανε τζόκινγκ είχε βρει τον Ντέιβιντ λιγάκι ενδιαφέροντα ή του γούστου της, αυτοί οι δύο δεν θα είχαν συναντηθεί. Και ίσως τώρα να έκλαιγε κάποια άλλη για λογαριασμό του. Μπορεί ακόμα να δεχτεί κανείς ότι μερικές φορές η μοίρα αγριεύει πάρα πολύ και συχνά αυτό έχει κάποιο νόημα. Μα στην περίπτωση του Φεντερίκο και της Τζόρτζια Νόνι αυτό το νόημα της διέφευγε. Ο νεαρός προσπάθησε να απομακρύνει τη συζήτηση από τις αναμνήσεις που τον πλήγωναν. «Δεν έχω καταλάβει το λόγο της επίσκεψής σας». «Ο δολοφόνος της αδελφής σας μπορεί να επιτύχει μια σημαντική μείωση της ποινής του». «Νόμιζα ότι είχε ομολογήσει». Η είδηση φάνηκε να τον αναστατώνει.
503/1081
«Ναι, αλλά φαίνεται ότι τώρα ο Νικόλα Κόστα σκοπεύει να επικαλεστεί διανοητική αστάθεια», απάντησε ο Σάλμπερ λέγοντας ψέματα. «Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να αποδείξουμε ότι έδρασε από την αρχή με απόλυτη επίγνωση και διαύγεια. Στις τρεις επιθέσεις και, κυρίως, στη δολοφονία». Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι κι έσφιξε τις γροθιές. Η Σάντρα ένιωσε οίκτο και αγανάκτηση για τον τρόπο με τον οποίο τον εξαπατούσαν. Δεν είχε πει ούτε λέξη ακόμα, αλλά και μόνον η παρουσία της σε εκείνο το χώρο επικύρωνε κάθε ψέμα του Σάλμπερ, πράγμα που την έκανε να νιώθει συνένοχη. Ο Φεντερίκο σήκωσε τα μάτια του που γυάλιζαν από οργή και τους κοίταξε. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Πείτε μας πώς ακριβώς έγινε». «Πάλι; Ο χρόνος μπορεί να έχει αλλοιώσει τις αναμνήσεις μου».
504/1081
«Το ξέρουμε. Αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή, κύριε Νόνι. Αυτό το κάθαρμα ο Κόστα θα προσπαθήσει να παραποιήσει τα γεγονότα, δεν πρέπει να του το επιτρέψουμε. Εσείς είστε αυτός που τον στρίμωξε». «Φορούσε κουκούλα, αναγνώρισα μόνο τη φωνή του». «Αυτό σας κάνει το μοναδικό μάρτυρα που έχουμε. Το καταλαβαίνετε;» Ο Σάλμπερ έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι, παριστάνοντας ότι ήθελε να καταγράψει κάθε κουβέντα. Ο Φεντερίκο χάιδεψε το πρόσωπό του, περνώντας το χέρι από τα αγριεμένα γένια του. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Ο θώρακάς του ανεβοκατέβαινε λες και είχε το σύνδρομο του υπεραερισμού. Αρχισε να εξιστορεί τα γεγονότα. «Ήταν εφτά το απόγευμα, η Τζόρτζια πάντα γυρνούσε στο σπίτι εκείνη την ώρα. Είχε πάει για ψώνια· είχε αγοράσει υλικά για τούρτα. Μ’ αρέσουν τα γλυκά»,
505/1081
δικαιολογήθηκε, λες κι απ’ αυτή τη λεπτομέρεια εξαρτώνταν όλα όσα είχαν συμβεί μετά. «Ακουγα μουσική με ακουστικά. Δεν της έδινα σημασία. Εκείνη έλεγε ότι ήμουν σαν αρκούδα σε χειμερία νάρκη, ότι θα περίμενε ακόμα λίγο και μετά θα έβαζε τέλος στο λήθαργο μου, είτε με το καλό είτε με το ζόρι... Είναι γεγονός ότι αρνιόμουν να κάνω φυσιοθεραπεία και είχα χάσει την ελπίδα ότι θα ξανάρχιζα να περπατάω», δικαιολογήθηκε ο νεαρός. «Μετά τι έγινε;» «Θυμάμαι μόνο την πρόσκρουση με το πάτωμα που μ εκανε να χάσω τις αισθήσεις μου. Εκείνο το κάθαρμα με άρπαξε από πίσω και αναποδογύρισε την πολυθρόνα μου». «Δεν είχατε καταλάβει ότι κάποιος μπήκε στο σπίτι;» «Όχι», είπε απλά. Είχε φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Από κει και πέρα η αφήγηση γινόταν πιο δύσκολη.
506/1081
«Σας παρακαλώ, συνεχίστε». «Όταν συνήλθα, ήμουν ζαλισμένος. Δεν κατάφερνα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και πονούσε η πλάτη μου. Δεν το κατάλαβα αμέσως, αλλά μετά άκουσα τα ουρλιαχτά που έρχονταν από τον επάνω όροφο...» Ένα δάκρυ κατάφερε να διαπεράσει την πανοπλία της οργής, γλιστρώντας στο πρόσωπό του, μέχρι που χάθηκε στα γένια του. «Ήμουν στο δάπεδο, η αναπηρική πολυθρόνα ήταν κάνα δυο μέτρα πιο πέρα, αλλά είχε σπάσει. Προσπάθησα να φτάσω στο τηλέφωνο, μα βρισκόταν πάνω σε ένα έπιπλο, πολύ ψηλά για μένα». Κοίταξε τα ακίνητα πόδια του. «Σ’ αυτές τις συνθήκες, ακόμα και τα πιο απλά πράγματα γίνονται αδύνατα». Ο Σάλμπερ όμως δεν τον άφησε να παρασυρθεί σε συναισθηματισμούς: «Το κινητό;» «Δεν ήξερα πού ήταν και βρισκόμουν σε πανικό». Ο Φεντερίκο γύρισε για να κοιτάξει
507/1081
προς τη σκάλα. «Η Τζόρτζια ούρλιαζε, ούρλιαζε, ούρλιαζε... Ζητούσε βοήθεια και έλεος, λες και αυτό το κάθαρμα μπορούσε στ’ αλήθεια να της δώσει κάτι απ’ τα δύο». «Κι εσείς τι κάνατε;» «Σύρθηκα προς τα σκαλιά, προσπάθησα να ανέβω στηριγμένος στα μπράτσα μου. Μα δεν είχα δυνάμεις». «Είναι δυνατόν;» Ο Σάλμπερ άφησε να του ξεφύγει ένα υπεροπτικό χαμόγελο. «Ήσασταν αθλητικός τύπος και επιπλεον προπονημένος. Μου φαίνεται δύσκολο να πιστέψω ότι ήταν τόσο κουραστικό να ανεβείτε ως εκεί πάνω». Η Σαντρα γύρισε για να τον κεραυνοβολήσει με το βλέμμα της, εκείνος όμως την αγνόησε. «Δεν μπορείτε να ξέρετε πώς ήμουν από τη στιγμή που χτύπησα το κεφάλι μου στο πάτωμα», αντέτεινε ο Φεντερίκο Νόνι, σκληραίνοντας. «Πράγματι, με συγχωρείτε». Ο Σάλμπερ το είπε χωρίς πεποίθηση, αφήνοντας σκόπιμα να
508/1081
φανεί η δυσπιστία του. Έσκυψε το κεφάλι πάνω από το σημειωματάριο, αλλά στην πραγματικότητα περίμενε να τσιμπήσει ο νεαρός το δόλωμα που του είχε ρίξει. «Τι θέλετε να πείτε;» «Τίποτα, συνεχίστε», έκανε μια χειρονομία όλο εκνευρισμό. «Ο δολοφόνος το έσκασε από μια βοηθητική πόρτα, όταν άκουσε την αστυνομία να έρχεται». «Αναγνωρίσατε τον Νικόλα Κόστα από τη φωνή, σωστά;» «Σωστά». «Δηλώσατε ότι ο δολοφόνος είχε ένα ελάττωμα στην ομιλία, πράγμα που ταίριαζε απόλυτα με τη δυσμορφία του ουρανίσκου του». «Και λοιπόν;» «Στην αρχή όμως ο τρόπος που επηρεαζόταν η άρθρωση του από τη χειλόσχιση σας φάνηκε σαν σλαβική προφορά».
509/1081
«Το λάθος το κάνατε εσείς οι αστυνομικοί, τι σχέση εχω εγώ;» Ο Φεντερίκο Νόνι είχε πια πάρει αμυντική σταση. «Εντάξει, τα ξαναλέμε». Αιφνιδιάζοντάς τους όλους, ο Σαλμπερ έτεινε το χέρι στο νεαρό κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Περιμένετε ένα λεπτό». «Κύριε Νόνι, δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Δεν έχει νόημα να καθόμαστε εδώ, αν δεν μας λέτε την αλήθεια». «Και ποια είναι αυτή;» Η Σάντρα διέκρινε ότι ο νεαρός ήταν ταραγμένος. Δεν ήξερε τι παιχνίδι έπαιζε ο αξιωματικός της Ιντερπόλ, αλλά ρίσκάρε να παρέμβει. «Ίσως είναι προτιμότερο να πηγαίνουμε». Ο Σάλμπερ την αγνόησε και πάλι, στάθηκε μπροστά στον Νόνι και τον σημάδεψε με το δάχτυλό του. «Η αλήθεια είναι ότι ακούσατε μόνο τη φωνή της Τζόρτζια, όχι του
510/1081
δολοφόνου. Επομένως, καμία σλαβική προφορά ή ελάττωμα στην ομιλία». «Δεν είναι αλήθεια». «Η αλήθεια είναι πως, όταν συνήλθατε, θα μπορούσατε να δοκιμάσετε να τη σώσετε ανεβαίνοντας πάνω: είστε αθλητής και θα τα καταφέρνατε». «Δεν είναι αλήθεια». «Η αλήθεια είναι ότι μείνατε εδώ κάτω, ενώ εκείνο το τέρας έκανε τα κέφια του». «Δεν είναι αλήθεια!» ούρλιαζε ο Φεντερίκο Νόνι κλαίγοντας. Η Σάντρα σηκώθηκε, έπιασε τον Σάλμπερ από το μπράτσο, δοκίμασε να τον απομακρύνει. «Φτάνει πια, άσ’ τον ήσυχο». Εκείνος όμως δεν έκανε πίσω. «Γιατί δεν μας λέτε πώς έγιναν πράγματι τα γεγονότα; Γιατί δεν πήγατε να βοηθήσετε την Τζόρτζια;» «Εγώ... εγώ...» «Τι; Εμπρός, φανείτε άντρας αυτή τη φορά».
511/1081
«Εγώ...» Ο Φεντερίκο Νόνι ψέλλιζε ανάμεσα στα δάκρυά του. «Εγώ δεν... Εγώ ήθελα...» Ο Σάλμπερ τού έκανε ανελέητη επίθεση. «Δείξε τ’ αρχίδια σου, όχι όπως έκανες εκείνο το βράδυ». «Σε παρακαλώ, Σάλμπερ», δοκίμασε να τον λογικέψει η Σάντρα. «Εγώ... φοβήθηκα». Μες στο δωμάτιο απλώθηκε μια σιωπή που έσπαζε μόνον από τους λυγμούς του νεαρού. Ο Σάλμπερ επιτέλους έπαψε να τον βασανίζει. Του γύρισε την πλάτη πηγαίνοντας προς την πόρτα. Προτού τον ακολουθήσει, η Σάντρα κοντοστάθηκε μια στιγμή κοιτάζοντας τον Φεντερίκο Νόνι που τρανταζόταν απ’ τα κλάματα, με τα μάτια στυλωμένα στα άχρηστα πόδια του. Θα ήθελε να τον παρηγορήσει, αλλά δεν κατάφερε να μιλήσει. «Λυπάμαι πολύ γι’ αυτό που σας συνέβη, κύριε Νόνι», είπε ο αξιωματικός βγαίνοντας απ’ την πόρτα. «Καλή σας μέρα».
512/1081
Καθώς ο Σάλμπερ πήγαινε βιαστικά προς το αυτοκίνητο, η Σάντρα έτρεξε ξοπίσω του και τον ανάγκασε να σταματήσει. «Μα τι σ’ έπιασε; Δεν ήταν ανάγκη να του φερθείς έτσι». «Αν δεν σου αρέσουν οι μέθοδοί μου, μπορείς πάντα να μ' αφήσεις να δουλέψω με την ησυχία μου». Ήταν περιφρονητικός και απέναντι της, δεν μπορούσε να το ανεχτεί. «Δεν μπορείς να μου συμπεριφέρεσαι έτσι!» «Σ’ το είπα ήδη: η ειδικότητά μου είναι οι ψεύτες. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, τους απεχθάνομαι». «Κι εσύ ήσουν ειλικρινής εκεί μέσα;» τον ρώτησε δείχνοντας το σπίτι πίσω τους. «1 Ιόσα ψέματα του είπες από τη στιγμή που μπήκαμε; Ή μήπως έχασες το λογαριασμό;» «Δεν έχεις ακούσει ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα;» Ο Σάλμπερ έχωσε το χέρι στην τσέπη
513/1081
του, έβγαλε ένα πακετάκι τσίχλες κι έβαλε μία στο στόμα του. «Και ποιος ήταν ο σκοπός, να ταπεινώσεις ένα παραπληγικό παιδί;» Άνοιξε τα μπράτσα του. «Κοίτα, λυπάμαι πολύ που η μοίρα στάθηκε σκληρή με τον Φεντερίκο Νόνι, πιθανότατα δεν του άξιζε. 'Ομως άσχημα πράγματα συμβαίνουν σε όλους, αυτό δεν αναιρεί τις ευθύνες μας. Εσύ θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από άλλους». «Θες να πεις, γι’ αυτό που συνέβη στον Ντέιβιντ;» «Μάλιστα. Εσύ δεν χρησιμοποιείς το θάνατό του σαν άλλοθι». Μασούσε την τσίχλα μ’ ανοιχτό το στόμα, της έδινε στα νεύρα. «Και πού το ξέρεις εσύ;» «Θα μπορούσες να κάθεσαι και να θρηνείς συνέχεια, κανείς δεν θα σου έλεγε τίποτα αν το έκανες, κι όμως αγωνίζεσαι. Σου σκοτώνουν τον άντρα, σε πυροβολούν, αλλά δεν κάνεις
514/1081
πίσω ούτε σπιθαμή». Της γύρισε την πλάτη για να πάει στο αυτοκίνητο, είχε αρχίσει πάλι να βρέχει. Αδιαφορώντας αν θα βρεχόταν, η Σάντρα περίμενε προτού απαντήσει. «Είσαι στ’ αλήθεια αντιπαθέστατος». Ο Σάλμπερ σταμάτησε κι έκανε μεταβολή. «Με την ψεύτικη μαρτυρία του, αυτός ο μαλάκας ο Φεντερίκο Νόνι έστειλε στη φυλακή έναν αθώο. Μόνο και μόνο για να μην παραδεχτεί ότι τα έκανε πάνω του. Αυτό δεν σε ενοχλεί;» «Κατάλαβα. Εσύ είσαι αυτός που ορίζει ποιος είναι ένοχος και ποιος όχι. Και από πότε είναι έτσι τα πράγματα, Σάλμπερ;» Εκείνος ξεφύσησε κουνώντας τα χέρια. «Κοίτα, δεν έχω διάθεση να στήσω κουβέντα μες στο δρόμο. Λυπάμαι που φάνηκα σκληρός, αλλά έτσι είμαι. Νομίζεις ότι ο θάνατος του Ντέιβιντ δεν με κάνει να νιώθω άσχημα;
515/1081
Νομίζεις ότι δεν αισθάνομαι εν μέρει υπεύθυνος που δεν τον εμπόδισα;» Η Σάντρα σώπασε. Δεν είχε σκεφτεί αυτή την πλευρά. Ίσως και η ίδια να είχε βιαστεί να κρίνει τον Σάλμπερ. «Δεν ήμασταν φίλοι, αλλά μου είχε εμπιστοσύνη, κι αυτό είναι αρκετό για να με κάνει να νιώθω ένοχος», κατέληξε εκείνος. Η Σάντρα ηρέμησε. Ο τόνος της έγινε πιο συγκρατημένος. «Τι θα κάνουμε με το νεαρό; Πρέπει να ενημερώσουμε κανέναν;» «Όχι τώρα. Έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε. Προς το παρόν, μπορούμε να υποθέσουμε με αρκετή σιγουριά ότι οι πνευματικοί ψάχνουν τον αληθινό Φίγκαρο. Πρέπει να τους προλάβουμε». 15:53 Μια λεπτή κι επίμονη βροχή είχε δημιουργήσει κυκλοφοριακό χάος στη Ρώμη.
516/1081
Φτάνοντας στην είσοδο του μεγάλου κήπου, ο Μάρκους στάθηκε για λίγο, ενώ ξανασκεφτόταν το e-mail που είχε πάρει ο Τζίνι. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Ψάξε στο Πάρκο της Βίλα Γκλόρι. Ποιος ήταν ο αληθινός Φίγκαρο; Και σε ποιον θα έπεφτε αυτή τη φορά ο ρόλος του εκδικητή; Ίσως εκεί να βρισκόταν η απάντηση. Το πάρκο ήταν ένας από τους πνεύμονες πρασίνου της πόλης. Δεν ήταν το πιο εκτεταμένο, αλλά, όπως και να 'χε, έπιανε είκοσι πέντε εκτάρια: πολύ μεγάλο για να το εξερευνήσει ολόκληρο προτού δύσει ο ήλιος. Πόσο μάλλον που ο Μάρκους δεν ήξερε τι έπρεπε να αναζητήσει. Το μήνυμα απευθυνόταν σε έναν τυφλό, σκέφτηκε. Επομένως, θα έπρεπε να είναι κάτι εμφανές, ίσως ένα ηχητικό σημάδι. Όμως αμέσως μετά άλλαξε γνώμη. Όχι, το μήνυμα απευθυνόταν στους πνευματικούς. Το γεγονός
517/1081
ότι στάλθηκε στον Τζίνι ήταν εντελώς συμπτωματικό. Το ίχνος αφέθηκε για εμάς. Πέρασε τη μεγάλη μαύρη καγκελόπορτα του πάρκου και πήρε την ανηφόρα: η Βίλα Γκλόρι ήταν πάνω σε ένα λόφο. Συνάντησε κάποιον ριψοκίνδυνο που έκανε τζόκινγκ με σορτσάκι και αδιάβροχο μπουφάν, έχοντας πίσω του ένα μπόξερ που ακολουθούσε με τέλειο συγχρονισμό. Ο Μάρκους σήκωσε το γιακά του αδιάβροχού του, είχε αρχίσει να κάνει κρυο. Κοιτούσε γύρω του, με την ελπίδα κάτι να τραβήξει την προσοχή του. Ανωμαλίες. Αντίθετα με τα άλλα πάρκα της Ρώμης, στη Βίλα Γκλόρι η βλάστηση ήταν πολύ πιο πυκνή. Δέντρα με ψηλά κλαριά ανέβαιναν προς τον ουρανό, δημιουργώντας παράξενα παιχνίδια φωτοσκιάσεων. Η βλάστηση στο έδαφος αποτελούνταν από μικρούς θάμνους και
518/1081
βάτους, το χώμα ήταν σκεπασμένο με κλαριά και ξερά φύλλα. Μια ξανθιά γυναίκα καθόταν σε ένα παγκάκι. Στο ένα της χέρι έσφιγγε μια ομπρέλα, στο άλλο κρατούσε ένα ανοιχτό βιβλίο. Γύρω της τριγυρνούσε ένα λαμπραντόρ. Το ζώο ίσως ήθελε να παίξει, αλλά η αφεντικίνα του το αγνοούσε, συνεπαρμένη από την ανάγνωση. Ο Μάρκους προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα της μα, όταν πέρασε από μπροστά της, η γυναίκα σήκωσε τα μάτια από το βιβλίο, προσπαθώντας να καταλάβει αν ο άγνωστος αποτελούσε πιθανό κίνδυνο. Την προσπέρασε χωρίς να κόψει ταχύτητα και ο σκύλος άρχισε να τον ακολουθεί κουνώντας την ουρά. Ήθελε να πιάσει φιλίες. Ο Μάρκους στάθηκε και τον άφησε να πλησιάσει. Του χάιδεψε το κεφάλι. «Έλα, ομορφούλη μου, γύρνα στην κυρά σου».
519/1081
Το λαμπραντόρ έδειξε να κατάλαβε κι έτρεξε προς τα πίσω. Χρειαζόταν ένα πάτημα για να κατευθύνει την ερευνά του. Και θα μπορούσε να είναι κρυμμένο μόνο στη φύση εκείνου του μέρους. Ένα δάσος με βλάστηση πιο πυκνή από τα άλλα πάρκα της Ρώμης. Όχι ιδανικό για πικνίκ, αλλά εξαιρετικό για να κάνεις τζόκινγκ ή ποδήλατο... και τέλειο για να τρέχουν τα σκυλιά. Τα σκυλιά, αυτή ήταν η απάντηση. Αν υπάρχει κάτι εδώ, σίγουρα το έχουν μυρίσει, σκέφτηκε ο Μάρκους. Ξαναπήρε το δρομάκι που ανέβαινε στην κορυφή του λόφου, κοιτάζοντας προσεκτικά το χώμα αριστερά και δεξιά από την άσφαλτο. Αφού διέσχισε καμιά εκατοστή μέτρα, είδε ότι στο λασπωμένο έδαφος ήταν χαραγμένη μια διαδρομή. Την όριζαν δεκάδες αποτυπώματα από πόδια σκύλων.
520/1081
Δεν μπορεί να οφειλόταν στο πέρασμα ενός μόνο σκύλου, αλλα πολλών που πήγαν να σκαλίσουν μες στην πυκνή βλάστηση του δάσους. Ο Μάρκους άφησε το κεντρικό δρομάκι και χώθηκε ανάμεσα στους θάμνους. Ακουγόταν μόνο ο ανεπαίσθητος θόρυβος της βροχής και των βημάτων του πάνω στα μουσκεμένα φύλλα. Προχώρησε άλλη καμιά εκατοστή μέτρα προσπαθώντας να μη χάσει από τα μάτια του τα ίχνη που, παρά τις καταιγίδες εκείνων των ημερών, είχαν ξανασχηματιστεί αμέσως. Η κίνηση ήταν συνεχής, σκέφτηκε. Όμως γύρω του δεν κατάφερνε να διακρίνει κανένα σημάδι. Το μονοπάτι με τα ίχνη σταματούσε απότομα, από κει και πέρα τα χνάρια σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις, σημαδεύοντας μια μεγάλη περιοχή, λες και τα ζώα είχαν χάσει το οσφρητικό ερέθισμα. Ή λες
521/1081
κι εκείνη η μυρωδιά ήταν τόσο επίμονη, ώστε δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την πηγή της. Ο ουρανός ήταν βαρύς. Οι θόρυβοι και τα φώτα της πόλης είχαν χαθεί πίσω από τη σκούρα κουρτίνα των φυλλωμάτων. Του φαινόταν ότι βρισκόταν σε έναν τόπο πολύ μακριά από τον πολιτισμό, σκοτεινό και αρχέγονο. Ο Μάρκους έβγαλε το φακό από την τσέπη του και τον άναψε. Μετακίνησε τη δέσμη του, βλαστημώντας την τύχη του. Θα έπρεπε να ξαναγυρίσει από κει που ήρθε και να ξαναδοκιμάσει το επόμενο πρωί, με κίνδυνο να έχει πιο πολύ κόσμο το πάρκο και να μην μπορεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του. Ετοιμαζόταν να τα παρατήσει οριστικά, όταν για μια στιγμή φώτισε ένα σημείο κάπου δυο μέτρα μακριά του. Στην αρχή το είχε περάσει για πεσμένο κλαδί. Αλλά ήταν πολύ ίσιο, πολύ τέλειο. Το κέντραρε καλύτερα με το φακό και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει.
522/1081
Σε ένα από τα δέντρα ήταν στηριγμένο ένα φτυάρι. Έβαλε το φακό καταγής, έτσι που να φωτίζει το κομμάτι του εδάφους όπου είχε τοποθετηθεί το εργαλείο. Μετά φόρεσε τα γάντια από λατέξ που είχε πάντα μαζί του, κι άρχισε να σκάβει. Οι θόρυβοι του δάσους μεγεθύνονταν από το σκοτάδι. Κάθε ήχος γινόταν απειλητικός, περνούσε από κοντά του σαν φάντασμα και χανόταν με τον άνεμο που τάραζε τα κλαδιά. Το φτυάρι βυθιζόταν στη μαλακή γη. Ο Μάρκους το έσπρωχνε και με το πόδι και μετά έριχνε πίσω του εκείνο το μείγμα από λάσπη και φύλλα, χωρίς να νοιάζεται πού θα πέσει. Βιαζόταν να δει τι ήταν θαμμένο εκεί κάτω, μα κάπου μέσα του ήξερε ήδη την απάντηση. Ήταν πιο κουραστικό απ’ ό,τι περίμενε. Άρχισε να ιδρώνει, τα ρούχα κολλούσαν πάνω του και κοντάνάσαινε. Όμως δεν σταματούσε. Ήθελε να διαψευστεί.
523/1081
Κύριε, κάνε να μην είναι όπως νομίζω. Μα λίγο αργότερα, άρχισε να νιώθει τη μυρωδιά. Ήταν διαπεραστική και γλυκερή. Του γέμιζε τα ρουθούνια και τα πνευμόνια με κάθε ανάσα. Είχε μια σχεδόν υγρή υφή, λες και θα μπορούσε να την πιει. Ερχόταν σε επαφή με τα γαστρικά υγρά, προκαλώντας τάσεις εμετού. Ο Μάρκους αναγκάστηκε να σταματήσει και να φέρει το μανίκι του αδιάβροχού του στο στόμα, προσπαθώντας να φιλτράρει τον αέρα. Ξαναστρώθηκε αμέσως στη δουλειά. Στα πόδια του ανοιγόταν μια μικρή τρύπα, με πλάτος περίπου πενήντα εκατοστά και βάθος ένα μέτρο. Όμως το φτυάρι συνέχισε να βυθίζεται στο λασπωμένο χώμα. Άλλο μισό μέτρο. Είχαν περάσει πάνω από είκοσι λεπτά. Και μετά εμφανίστηκε ένα μαυριδερό υγρό, παχύρρευστο σαν πετρέλαιο. Υπόλειμμα της αποσύνθεσης. Ο Μάρκους γονάτισε μπροστά στον τάφο κι άρχισε να σκάβει με τα χέρια.
524/1081
Εκείνο το σκούρο λάδι τού λέρωσε τα ρούχα, αλλά δεν τον ενοιαζε. Άρχισε να νιώθει κάτω από τα δάχτυλά του κάτι πιο στερεό από το χώμα. Ήταν λείο και ινώδες. Άγγιζε ένα κόκαλο. Προσπάθησε να καθαρίσει τον τόπο γύρω του και αποκαλυψε ένα κομμάτι μελανής σάρκας. Δεν υπήρχε αμφιβολία, ήταν ανθρώπινη. Ξαναπήρε το φτυάρι και προσπάθησε να απελευθερώσει το πτώμα όσο περισσότερο μπορούσε. Φάνηκε μια γάμπα, μετά η λεκάνη. Ήταν μια γυναίκα, γυμνή. Η σήψη ήταν προχωρημένη, παρ’ όλα αυτά το πτώμα είχε διατηρηθεί καλά. Ο Μάρκους δεν μπορούσε να καταλάβει την ηλικία της, αλλά σίγουρα ήταν νέα. Έφερε βαθιά τραύματα σε όλο το θώρακα, αλλά και στο ύψος της ήβης, που καταπώς φαινόταν είχαν προκληθεί από αιχμηρό αντικείμενο. Ψαλίδι.
525/1081
Τελικά, ο Μάρκους ηρέμησε. Αφέθηκε να πέσει προς τα πίσω, ζάρωσε παρατηρώντας εκείνη την πρόστυχη επίδειξη θανάτου και βίας, εισπνέοντας βαθιές ρουφηξιές αέρα. Σταυροκοπήθηκε κι έσμιξε τα χέρια. Άρχισε να προσεύχεται για εκείνη την άγνωστη. Μπορούσε να φανταστεί τα νεανικά της όνειρα, τη χαρά της ζωής. Στην ηλικία της, ο θάνατος έπρεπε να είναι κάτι απροσδιόριστο και μακρινό. 0 Μάρκους παρακάλεσε τον Θεό να δεχτεί εκείνη την ψυχή, χωρίς να ξέρει αν κάποιος τον άκουγε ή αν μιλούσε μόνος του. Η τρομερή αλήθεια του Μάρκους ήταν ότι, μαζί με τις αναμνήσεις, η αμνησία τού είχε στερήσει και την πίστη. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να νιώθει ένας άνθρωπος της Εκκλησίας, ποια συναισθήματα έπρεπε να τρέφει για να είναι αυτό που ήταν. Ωστόσο η προσευχή για εκείνη τη δύστυχη ψυχή είχε τη δύναμη να τον παρηγορήσει. Γιατί η ύπαρξη του Θεού, εκείνη
526/1081
τη στιγμή, ήταν η μόνη παρηγοριά απέναντι στο κακό. Ο Μάρκους δεν μπορούσε να ορίσει με βεβαιότητα πότε είχε επέλθει ο θάνατος. Όμως εξαιτίας της φύσης του τόπου ταφής και της κατάστασης του πτώματος, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ παλιά. Κατέληξε ότι το πτώμα που είχε μπροστά του αποδείκνυε ότι ο Νικόλα Κόστα δεν ήταν ο Φίγκαρο, διότι ο άνθρωπος με το λαγώχειλο σίγουρα βρισκόταν στη φυλακή όταν δολοφονήθηκε αυτή η κοπέλα. Ο ένοχος είναι κάποιος άλλος, σκέφτηκε. Υπάρχουν άνθρωποι που ανακαλύπτουν τυχαία την απόλαυση του ανθρώπινου αίματος και ξαναβρίσκουν ένα παμπάλαιο αρπακτικό ένστικτο, υπόλειμμα του αγώνα για την επιβίωση, απόηχος μιας αρχέγονης ανάγκης για φόνο, η οποία χάθηκε στην εξέλιξη. Έτσι ο κατά συρροήν επιτιθέμενος, με το φόνο της Τζόρτζια Νόνι, ανακάλυψε μια νέα ηδονή. Κάτι που υπήρχε μέσα του χωρίς να το ξέρει.
527/1081
Ο Μάρκους ήταν βέβαιος. Θα σκότωνε ξανά. Το τηλέφωνο χτυπούσε στην άλλη άκρη. Κρατούσε το ακουστικό στον ώμο του, ελπίζοντας ότι θα απαντούσαν σύντομα. Βρισκόταν σε ένα από τα κρησφύγετά τους, κοντά στη Βίλα Γκλόρι. Τελικά, ο Μάρκους αναγνώρισε τη φωνή του γερο-Τζίνι. «Εμπρός...» «Είναι όπως το περίμενα», είπε αμέσως. Ο αστυνομικός γρύλλισε κάτι και μετά είπε: «Εδώ και πόσο καιρό;» «Ένα μήνα, ίσως περισσότερο. Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα, δεν είμαι ιατροδικαστής». Ο Τζίνι ζύγιασε την πληροφορία. «Αν αυτή τη φορά μπήκε στον κόπο να κρύψει το πτώμα, θα το ξανακάνει σύντομα. Νομίζω ότι πρέπει να καταγγείλω το συμβάν». «Ας προσπαθήσουμε πρώτα να καταλάβουμε». Ο Μάρκους θα ήθελε να του
528/1081
αποκαλύψει τι ήξερε και τις ανησυχίες του. Αυτό που είχαν ανακαλύψει δεν θα χρησίμευε για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αυτός που είχε στείλει το ανώνυμο e-mail στον Τζίνι και τοποθέτησε το φτυάρι στη Βίλα Γκλόρι, για να καταδείξει το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να σκάψουν, έδινε στον Φεντερίκο Νόνι τη δυνατότητα να πάρει εκδίκηση. Ή η ευκαιρία δινόταν σε μία από τις τρεις γυναίκες που δέχτηκαν επίθεση πριν από το φόνο της Τζόρτζια. Ο Μάρκους ένιωθε ότι δεν του έμενε πολύς χρόνος. Έπρεπε να το πουν στην αστυνομία, ώστε να έρθουν σε επαφή με τα άλλα θύματα και να προλάβουν τα χειρότερα; Ήταν βέβαιος ότι κάποιος βρισκόταν ήδη στα ίχνη του πραγματικού Φίγκαρο. «Τζίνι, πρέπει να μάθω κάτι. Το πρώτο μέρος του μηνύματος που πήρες: “Αυτός δεν είναι σαν εσένα”. Τι σημαίνει;» «Δεν έχω ιδέα». «Μην παίζεις μαζί μου».
529/1081
Ο τυφλός αστυνομικός σώπασε για μερικές στιγμές. Σκεφτόταν. «Καλώς, έλα απόψε αργά το βράδυ». «Όχι, τώρα». «Τώρα δεν μπορώ». Μετά ο Τζίνι στράφηκε σε κάποιον που ήταν μαζί του στο σπίτι. «Μπορείτε να σερβίρετε το τσάι, έρχομαι αμέσως». «Ποιος είναι μαζί σου;» Ο Τζίνι χαμήλωσε τη φωνή του. «Μία αστυνομικός. Θέλει να μου κάνει ερωτήσεις για τον Νικόλα Κόστα, αλλά δεν μου λέει όλη την αλήθεια». Η κατάσταση περιπλεκόταν. ΓΙοια ήταν αυτή η γυναίκα; Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για μια υπόθεση που έμοιαζε κλεισμένη; Τι έψαχνε στην πραγματικότητα; «Ξεφορτώσου την», «Νομίζω ότι ξέρει πολλά πράγματα».
530/1081
«Τότε κράτα την και προσπάθησε να ανακαλύψεις τον αληθινό λόγο της επίσκεψής της». «Δεν ξέρω αν θα συμφωνήσεις, αλλά νομίζω ότι πρέπει να κάνεις κάτι. Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή;» «Σύμφωνοι, ακούω». 17:07 Έβαλε ένα γεμάτο φλιτζάνι τσάι και το κράτησε ανάμεσα στα χέρια της απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του. Από την κουζίνα έβλεπε την πλάτη του Πιέτρο Τζίνι που μιλούσε στο τηλέφωνο στην είσοδο, μα δεν κατάφερνε να ακούσει τι έλεγε. Είχε καταφέρει να πείσει τον Σάλμπερ να την περιμένει στον ξενώνα της Ιντερπόλ, ήταν πιο συνετό να συναντήσει μόνη της το γέρο αστυνομικό. Ήταν συνάδελφος και δεν θα έπεφτε σε παγίδες, όπως ο Φεντερίκο Νόνι. Θα
531/1081
έκανε ένα σωρό ερωτήσεις, μαντεύοντας ότι δεν υπήρχε επίσημη έρευνα εν εξελίξει. Κι έπειτα, οι μπάτσοι δεν συμπαθούν αυτούς της Ιντερπόλ. Όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του, του είπε απλά ότι στο Μιλάνο ασχολούνταν με μια υπόθεση ανάλογη του Φίγκαρο. Ο γεροαστυνομικός την είχε πιστέψει. Καθώς περίμενε να τελειώσει το τηλεφώνημα, η Σάντρα κοιτούσε το ντοσιέ που της είχε δώσει ο Τζίνι. Ήταν ένα αντίγραφο της επίσημης αναφοράς για τον Νικόλα Κόστα. Δεν τον ρώτησε πώς βρισκόταν στα χέρια του, αλλά εκείνος θέλησε να διευκρινίσει ότι, όταν ήταν στην υπηρεσία, είχε τη συνήθεια να κρατάει αντίγραφα όλων των ντοκουμέντων. «Δεν ξέρει ποτέ κανείς πότε θα του έρθει μια ιδέα για να λύσει μια υπόθεση», είπε για να δικαιολογηθεί. «Έτσι, πρέπει πάντα να τα έχεις όλα στη διάθεσή σου».
532/1081
Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες, η Σάντρα συνειδητοποίησε ότι ο Τζίνι ήταν σχολαστικός άνθρωπος. Υπήρχαν πολλές σημειώσεις, αλλά τα τελευταία πρακτικά έδειχναν κάποια βιασύνη. Λες και ήθελε να επισπεύσει τη διαδικασία, ξέροντας ότι η τύφλωση πλησίαζε. Σε ορισμένα ακανθώδη σημεία, ιδίως σχετικά με τους χειρισμούς γύρω από την ομολογία του Κόστα, ήταν πολύ γενικόλογος. Οι αντιπαραβολές ήταν ελλιπείς και, χωρίς την ομολογία της ενοχής, το κατηγορητήριο θα μπορούσε να καταρρεύσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Άφησε τα πρακτικά και πέρασε απευθείας στα πορίσματα των ερευνών. Υπήρχαν οι φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στις διάφορες σκηνές των εγκλημάτων. Πρώτα, οι επιθέσεις που είχαν προηγηθεί του φόνου. Τα τρία θύματα είχαν αιφνιδιαστεί, ενώ βρίσκονταν μόνα μες στα σπίτια τους. Όλες οι επιθέσεις είχαν γίνει αργά το απόγευμα. Ο μανιακός τις
533/1081
είχε χτυπήσει σε διάφορα σημεία του σώματος με το ψαλίδι. Οι πληγές δεν ήταν αρκετά βαθιές για να προκαλέσουν το θάνατο κι επικεντρώνονταν στα στήθη, στις γάμπες και στην ηβική χώρα. Σύμφωνα με την αναφορά των ψυχιάτρων, η επίθεση έκρυβε σεξουαλική βία. Ο σκοπός του μανιακού όμως δεν ήταν να φτάσει σε οργασμό, όπως συνέβαινε με μερικούς σαδιστές που κατάφερναν να ικανοποιηθούν μόνο με τον καταναγκασμό. Ο Φίγκαρο είχε άλλο σκοπό: να εμποδίσει αυτές τις γυναίκες να παραμείνουν ελκυστικές για τους άλλους άντρες. Αν δεν μπορώ να σας έχω εγώ, δεν θα σας έχει κανένας άλλος. Λυτό το μήνυμα μετέδιδαν τα τραύματα. Και αυτή η συμπεριφορά ήταν απολύτως συμβατή με την προσωπικότητα του Κόστα. Εξαιτίας του λαγώχειλου, το άλλο φύλο τον αποστρεφόταν. ΓΥ αυτό και δεν υπήρχε
534/1081
διείσδυση στα θύματα. Σε μία διά της βίας σωματική επαφή θα ένιωθε και πάλι την απέχθειά τους και θα ήταν μία επανάληψη της απόρριψης. Το ψαλίδι όμως αποτελούσε έναν εξαιρετικό συμβιβασμό. Του επέτρεπε να νιώσει ηδονή, αλλά ταυτόχρονα να τηρεί μια απόσταση ασφαλείας από τις γυναίκες που τον τρομοκρατούσαν σε όλη του τη ζωή. Τον ανδρικό οργασμό αντικαθιστούσε η ευχαρίστηση να τις βλέπει να υποφέρουν. Όμως αν, όπως υποστήριζε ο Σάλμπερ, ο Νικόλα Κόστα δεν ήταν ο Φίγκαρο, τότε έπρεπε να αναθεωρήσουν ριζικά το ψυχολογικό προφίλ του δράστη. Η Σάντρα πέρασε στις φωτογραφίες του φόνου της Τζόρτζια Νόνι. Το πτώμα είχε τα αναγνωρίσιμα σημάδια που ο μανιακός είχε αφήσει και στις άλλες γυναίκες. Όμως σε αυτή την περίπτωση είχε χτυπήσει για να σκοτώσει. Ο δολοφόνος είχε χωθεί στο σπίτι όπως και τις άλλες φορές. Μόνο που υπήρχε και ένας
535/1081
τρίτος άνθρωπος, ο Φεντερίκο. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, ο δολοφόνος έφυγε από μια βοηθητική πόρτα, μόλις άκουσε τη σειρήνα του περιπολικού. Τα βήματα του Φίγκαρο που το έβαζε στα πόδια είχαν αποτυπωθεί στο χώμα του κήπου. Ο φωτογράφος είχε τραβήξει κοντινά πλάνα των αποτυπωμάτων που είχαν αφήσει τα παπούτσια του. Χωρίς να ξέρει γιατί, η Σάντρα σκέφτηκε τη συνάντηση του Ντέιβιντ με την άγνωστη που έκανε τζόκινγκ στην παραλία. Συμπτώσεις, σκέφτηκε. Οδηγημένος από το ένστικτό του, ο άντρας της είχε ακολουθήσει τα βήματα στην άμμο για να ανακαλύψει σε ποιον ανήκαν. Ξαφνικά, εκείνη η συμπεριφορά τής φάνηκε να αποκτά κάποιο νόημα. Έστω κι αν ακόμα δεν καταλάβαινε ποιο ήταν. Ενώ είχε στρέψει την προσοχή της σε αυτή την ιδέα, ο Τζίνι τελείωσε το τηλεφώνημά του και επέστρεψε στην κουζίνα.
536/1081
«Αν θέλετε, μπορείτε να το πάρετε». Αναφερόταν στο ντοσιέ. «Εμένα δεν μου χρησιμεύει πια». «Ευχαριστώ. Είναι ώρα να πηγαίνω». Ο αστυνομικός κάθισε απέναντι της, ακουμπώντας τα μπράτσα του στο τραπέζι. «Μείνετε ακόμα λίγο. Δεν δέχομαι πολλές επισκέψεις, χαίρομαι όταν μπορώ να πω δυο κουβέντες». Πριν από το τηλεφώνημα, ο Τζίνι έδειχνε σαν να βιαζόταν να την ξεφορτωθεί. Τώρα της ζητούσε να μείνει. Δεν έμοιαζε να πρόκειται για μια απλή κίνηση από ευγένεια κι έτσι αποφάσισε να του κάνει το χατίρι για να ανακαλύψει τι είχε κατά νου. Στο διάβολο ο Σάλμπερ, ας περίμενε ακόμα λίγο. «Εντάξει, θα μείνω». Ο Τζίνι τής θύμιζε τον επιθεωρητή Ντε Μικέλις, ένιωθε ότι μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη σε αυτόν τον άνθρωπο με τα μεγάλα χέρια, που τον έκαναν να μοιάζει με δέντρο.
537/1081
«Ήταν καλό το τσάι;» «Ναι, πολύ καλό». Ο τυφλός αστυνομικός σερβιρίστηκε ένα φλιτζάνι, αν και το νερό στο τσαγιερό δεν ήταν πια τόσο ζεστό. «Το έκανα πάντα με τη γυναίκα μου. Τις Κυριακές, όταν γυρίζαμε από την εκκλησία, ετοίμαζε τσάι και καθόμασταν εδώ και μιλούσαμε. Ήταν το ραντεβού μας». Χαμογέλασε. «Νομίζω ότι μέσα σε είκοσι χρόνια γάμου δεν το παραλείψαμε ποτέ». «Για τι μιλούσατε;» «Για τα πάντα, δεν είχαμε συγκεκριμένο θέμα. Αυτό ήταν το ωραίο: να ξέρεις ότι μπορείς να μοιράζεσαι τα πάντα. Μερικές φορές συζητούσαμε, γελούσαμε ή αφηνόμασταν στις αναμνήσεις μας. Δεν είχαμε την τύχη να αποκτήσουμε παιδιά και ξέραμε ότι είχαμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά έναν τρομερό εχθρό. Η σιωπή μπορεί να γίνει εχθρική. Αν δεν μάθεις να την κρατάς μακριά σου, μπορεί να τρυπώσει από τις ρωγμές της
538/1081
σχέσης, γεμίζει τις χαραμάδες και τις μεγαλώνει. Με τον καιρό, δημιουργεί μια απόσταση χωρίς να το καταλάβεις». «Έχασα τον άντρα μου πριν από λίγο καιρό». Η φράση τής βγήκε αυθόρμητα, χωρίς να χρειαστεί να τη σκεφτεί. «Ήμασταν παντρεμένοι μόλις τρία χρόνια». «Λυπάμαι πολύ, ξέρω πόσο σκληρό μπορεί να είναι. Εγώ, παρ’ όλα αυτά, αισθάνομαι τυχερός. Η Σούζι έφυγε όπως το ήθελε, ξαφνικά». «Θυμάμαι ακόμα όταν ήρθαν να μου πουν ότι ο Ντέιβιντ ήταν νεκρός». Η Σάντρα δεν ήθελε να το σκέφτεται. «Εσείς πώς το μάθατε;» «Ένα πρωί δοκίμασα να την ξυπνήσω». Ο Τζίνι δεν προχώρησε παραπέρα, ήταν αρκετό. «Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά μια ασθένεια είναι ένα πλεονέκτημα γι’ αυτόν που μένει. Τον προετοιμάζει για το χειρότερο. Αντιθέτως...»
539/1081
Η Σάντρα κατάλαβε τι εννοούσε. Το ξαφνικό κενό, το ανεπανόρθωτο, εκείνη η ανεκπλήρωτη ανάγκη να μιλήσεις, να το συζητήσεις τουλάχιστον προτού γίνουν όλα αμετάκλητα. Ο τρελός πειρασμός να παραστήσεις ότι δεν έχει συμβεί. «Τζίνι πιστεύετε στον Θεό;» «Τι με ρωτάτε ακριβώς;» «Αυτό που σας είπα», επανέλαβε η Σάντρα. «Πηγαίνατε στην εκκλησία, άρα είστε καθολικός. Δεν τα βάζετε μαζί του γι’ αυτό που συνέβη;» «Το να πιστεύεις στον Θεό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι τον αγαπάς». «Δεν σας παρακολουθώ». «Η σχέση μας μαζί του βασίζεται αποκλειστικά στην ελπίδα ότι υπάρχει κάτι μετά θάνατον. Μα αν δεν υπήρχε η αιώνια ζωή, θα αγαπούσες το ίδιο τον Θεό που σε έπλασε; Αν δεν υπάρχει η ανταπόδοση που
540/1081
σου έχουν υποσχεθεί, θα μπορούσες να γονατίσεις και να υμνήσεις τον Κύριο;» «Εσείς;» «Εγώ πιστεύω ότι υπάρχει ένας Δημιουργός, αλλά όχι κάτι έπειτα από αυτή τη ζωή. Έτσι, έχω κάθε δικαίωμα να τον μισώ». Ο Τζίνι ξέσπασε σε ένα γέλιο δυνατό και γεμάτο πίκρα. «Αυτή η πόλη είναι γεμάτη εκκλησίες. Αντιπροσωπεύουν την προσπάθεια των ανθρώπων να αντιπαρατεθούν στο αναπόφευκτο και, ταυτόχρονα, την αποτυχία τους. Ωστόσο, η καθεμιά τους κρύβει ένα μυστικό, ένα θρύλο. Η αγαπημένη μου είναι αυτή της Σάκρο Κουόρε ντελ Σουφράτζο. Ελάχιστοι το ξέρουν, αλλά φιλοξενεί το μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου». Η φωνή του Τζίνι έγινε βραχνή. Έγειρε προς το μέρος της, σαν να ήθελε να της εμπιστευτεί κάτι σημαντικό. «Το 1897, λίγα χρόνια μετά το χτίσιμό της, ξέσπασε μια πυρκαγιά. Όταν έσβησαν οι φλόγες, μερικοί πιστοί
541/1081
παρατήρησαν ότι σε έναν τοίχο είχε εμφανιστεί ένα ανθρώπινο πρόσωπο, σχεδιασμένο από την καπνιά. Διαδόθηκε μεμιάς η φήμη ότι η εικόνα εκείνη ανήκε σε μια ψυχή του Καθαρτηρίου. Το ανεξήγητο γεγονός εξήψε τη φαντασία του πατρός Βικτόρ Ζουέ και τον ώθησε να αναζητήσει περισσότερα ίχνη από αυτά που αφήνουν οι νεκροί που περιπλανιούνται μάταια σ’ αυτή τη ζωή προσπαθώντας απεγνωσμένα να μπουν στον Ιίαράδεισο. Τα ευρήματα του βρίσκονται στο εν λόγω μουσείο. Είστε φωτογράφος, θα πρέπει να το επισκεφτείτε, σας αφορά άμεσα. Ξέρετε ποια ήταν η ανακάλυψή του;» «Πείτε μου, σας παρακαλώ». «Αν μια ψυχή θέλει να έρθει σε επαφή μαζί μας, δεν το κάνει με τους ήχους, αλλά με το φως». Η Σάντρα σκέφτηκε τις φωτογραφίες που είχε αφήσει ο Ντέιβιντ στη Leica και ανατρίχιασε.
542/1081
Μην ακούγοντάς την να κάνει κάποιο σχόλιο, ο Τζίνι δικαιολογήθηκε. «Δεν ήθελα να σας τρομάξω, συγχωρήστε με». «Δεν είναι τίποτα. Πρέπει να πάω, έχετε δίκιο». Ο αστυνομικός σοβάρεψε ξαφνικά. «Τότε είναι προτιμότερο να βιαστείτε. Το μουσείο ανοίγει μόνο για μία ώρα τη μέρα, μόλις τελειώνει ο εσπερινός». Από τον τόνο του Τζίνι η Σάντρα κατάλαβε ότι δεν ήταν μια απλή συμβουλή. Το νερό ξεχείλιζε από τα φρεάτια, λες και η κοιλιά της πόλης δεν μπορούσε πια να το συγκρατήσει. Τρεις μέρες δυνατών βροχών είχαν βάλει σε σκληρή δοκιμασία το αποχετευτικό σύστημα. Ωστόσο η βροχή σταμάτησε. Και τώρα είχε έρθει ο άνεμος. Σηκώθηκε απροειδοποίητα, άρχισε να σαρώνει τους δρόμους του κέντρου. Ορμητικός
543/1081
και βουερός, εισέβαλε στη Ρώμη, στα στενά και στις πλατείες της. Η Σάντρα κρατιόταν μακριά από ένα αόρατο πλήθος, λες και μια στρατιά φαντασμάτων πήγαινε καταπάνω της. Ο άνεμος ήθελε να την αναγκάσει να αλλάξει κατεύθυνση, μα αυτή συνέχιζε απτόητη. Ένιωσε τη δόνηση του κινητού στην τσάντα που έσφιγγε στο πλευρό της. Προσπάθησε με φούρια να το βγάλει και, στο μεταξύ, σκεφτόταν μια δικαιολογία να πει στον Σάλμπερ, σίγουρη ότι θα ήταν αυτός. Ήταν κατόρθωμα που τον είχε πείσει να μείνει στον ξενώνα, μπορούσε να φανταστεί τι αντιρρήσεις θα πρόβαλλε στην ιδέα ότι δεν θα επέστρεφε αμέσως να του αναφέρει την έκβαση της συζήτησής της με τον Τζίνι. Όμως είχε ήδη έτοιμη μια δικαιολογία. Τελικά, ψάρεψε τη συσκευή μέσα στο χάος των αντικειμένων που κουβαλούσε μαζί της,
544/1081
και κοίταξε την οθόνη. Είχε κάνει λάθος, ήταν ο Ντε Μικέλις. «Βέγκα, τι θόρυβος είναι αυτός;» «Περίμενε λίγο». Η Σάντρα αποτραβήχτηκε από την ανεμοθύελλα και χώθηκε στην εσοχή μιας εξώπορτας για να μπορέσει να συνεχίσει τη συνομιλία. «Τώρα μ’ ακούς;» «Κάπως καλύτερα, ευχαριστώ. Πώς είσαι;» «Έχουμε ενδιαφέρουσες εξελίξεις». Δεν ανέφερε ότι κάποιος την είχε πυροβολήσει εκείνο το πρωί. «Τώρα δεν μπορώ να σου πω πολλά, αλλά συναρμολογώ τα κομμάτια. Ο Ντέιβιντ είχε ανακαλύψει κάτι σημαντικό εδώ στη Ρώμη». «Μη με κάνεις ν' ανησυχώ. Πότε επιστρέφεις στο Μιλάνο;» «Μου χρειάζονται ακόμα δυο μέρες, ίσως και περισσότερες». «Θα φροντίσω να παρατείνω την άδειά σου».
545/1081
«Ευχαριστώ, επιθεωρητά, είσαι αληθινός φίλος. Κι εσύ, μου έχεις τίποτα νεότερο;» «Τόμας Σάλμπερ». «Ώστε βρήκες πληροφορίες». «Ασφαλώς. Μίλησα με έναν παλιό γνωστό μου που δούλευε στην Ιντερπόλ, αλλά τώρα έχει βγει στη σύνταξη. Ξέρεις, είναι λιγάκι δύσπιστοι, όταν τους ρωτάς για συναδέλφους τους. Δεν μπορούσα να του μιλήσω ανοιχτά, έτσι αναγκάστηκα να τον καλέσω σε γεύμα για να μην καταλάβει τις προθέσεις μου. Με λίγα λόγια, το πράγμα τράβηξε πολύ». Ο Ντε Μικέλις είχε την κακή συνήθεια να χάνεται στις λεπτομέρειες. Η Σάντρα τού έκοψε τη φόρα: «Τι ανακάλυψες;» «Ο φίλος μου δεν τον γνωρίζει προσωπικά, μα, όταν δούλευε για την Ιντερπόλ, είχε ακούσει να λένε ότι ο Σάλμπερ είναι από τους σκληρούς. Δεν έχει πολλούς φίλους, είναι άνθρωπος που δουλεύει μόνος του κι αυτό δεν άρεσε στα ανώτερα κλιμάκια. Αλλά ως
546/1081
μπάτσος είναι αποτελεσματικός. Δύστροπος, δύσκολος χαρακτήρας, όμως όλοι αναγνωρίζουν την ακεραιότητά του. Δεν κοιτά στα μάτια κανέναν, πριν από δύο χρόνια έκανε μία εσωτερική έρευνα για ορισμένα επεισόδια διαφθοράς. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι απέκτησε απαίσια φήμη, αλλά κατάφερε να στριμώξει μία ομάδα από τους δικούς του που δωροδοκούνταν από εμπόρους ναρκωτικών. Είναι βράχος ηθικής!» Ο ειρωνικός και σκόπιμα υπερβολικός χαρακτηρισμός του Ντε Μικέλις την έβαλε σε σκέψεις. Τι σχέση μπορεί να είχε ένας τέτοιος αστυνομικός με τους πνευματικούς; Στην ουσία, από το βιογραφικό του ο Σάλμπερ έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για υποθέσεις κατάφωρης αδικίας. Γιατί να τα βάλει με ιερείς που είχαν αναλάβει μία χρήσιμη αποστολή και, κατά βάθος, δεν έβλαπταν κανέναν;
547/1081
«Επιθεωρητά, τι ιδέα σχημάτισες για τον Σάλμπερ;» «Απ’ όσα άκουσα, μου δίνει την εντύπωση ότι είναι ένας ξεροκέφαλος σπασαρχίδης. Αλλά θα έλεγα ότι είναι αξιόπιστος». Τα λόγια του Ντε Μικέλις καθησύχασαν τη Σάντρα. «Ευχαριστώ, θα το λάβω υπόψη μου», «Αν με χρειαστείς τίποτε άλλο, πάρε τηλέφωνο». Πάτησε το κουμπί της συσκευής που διέκοπτε τη συνομιλία και, κάνοντας κουράγιο, ξαναβγήκε να αντιμετωπίσει το αόρατο ορμητικό ποτάμι του ανέμου. Ενώ την ξεπροβόδιζε, ο Πιέτρο Τζίνι της είχε δώσει ένα σιβυλλικό μήνυμα. Η επίσκεψη στο μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου δεν έπαιρνε αναβολή. Η Σάντρα δεν ήξερε τι έπρεπε να περιμένει, αλλά ήταν βέβαιη ότι είχε καταλάβει σωστά τα λόγια του τυφλού αστυνομικού.
548/1081
Υπήρχε κάτι, και εκείνη έπρεπε να το δει. Αμέσως. Σε λίγα λεπτά έφτασε μπροστά στην εκκλησία του Σάκρο Κουόρε ντελ Σουφράτζο. Το νεογοτθικό στιλ τής θύμισε αμέσως εκείνο του Ντουόμο του Μιλάνο, αν και η κατασκευή του ναού αναγόταν στο τέλος του 19ου αιώνα. Στο εσωτερικό τελούνταν ο εσπερινός. Δεν είχε πολύ κόσμο. Ο άνεμος τράνταζε τις πόρτες, τρύπωνε από τις ρωγμές και τριγυρνούσε σφυρίζοντας στα κλίτη. Η Σάντρα βρήκε την ένδειξη για το μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου και την ακολούθησε. Ανακάλυψε σύντομα ότι ήταν μία συλλογή από παράξενα λείψανα -τουλάχιστον καμιά δεκαριά- τοποθετημένα σε μία και μοναδική προθήκη στο διάδρομο που οδηγούσε στο σκευοφυλάκιο. Τίποτα περισσότερο· αντικείμενα που έφεραν τα ίχνη της φωτιάς.
549/1081
Ανάμεσα σε αυτά, ένα παλιό βιβλίο προσευχών, ανοιγμένο σε μια σελίδα που είχε το αποτύπωμα πέντε δάχτυλων, τα οποία, απ’ ό,τι έλεγαν, ανήκαν σε έναν πεθαμένο. Ή τα σημάδια που άφησε το 1864 σε μία μαξιλαροθήκη η βασανισμένη ψυχή μιας νεκρής μοναχής. ΊΙ εκείνα που έμειναν στο ράσο και στην πουκαμίσα μιας ηγουμένης, η οποία είχε δεχτεί την επίσκεψη του πνεύματος ενός ιερέα το 1731. Όταν ένιωσε το βάρος του χεριού στην πλάτη της, η Σάντρα δεν τρόμαξε. Ίσα-ίσα, κατάλαβε το λόγο για τον οποίο ο Πιέτρο Τζίνι την είχε στείλει εκεί. Γύρισε και τον είδε. «Γιατί με αναζητάτε;» ρώτησε ο άντρας με την ουλή στον κρόταφο. «Είμαι, αστυνομικός», βιάστηκε να απαντήσει εκείνη. «Δεν είναι μόνο γι’ αυτό. Δεν υπάρχει καμία επίσημη έρευνα, το κάνεις με δική σου πρωτοβουλία. Το κατάλαβα μετά τη
550/1081
συνάντησή μας στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι. Χτες το βράδυ δεν ήθελες να με συλλάβεις, ήθελες να μου ρίξεις». Η Σάντρα δεν απάντησε, ήταν ολοφάνερο ότι είχε δίκιο. «Είσαι στ’ αλήθεια ιερέας», δήλωσε. «Ναι, είμαι», απάντησε εκείνος. «Ο άντρας μου λεγόταν Ντέιβιντ Λεόνι, σου λέει κάτι το όνομα;» Φάνηκε να το σκέφτεται. «Όχι». «Ήταν φωτορεπόρτερ. Πέθανε πριν από λίγους μήνες πέφτοντας από μια οικοδομή. Τον σκότωσαν». «Και τι σχέση έχω εγώ;» «Έκανε μια έρευνα για τους πνευματικούς, σε είχε τραβήξει φωτογραφία σε μια σκηνή εγκλήματος». Ακούγοντας να αναφέρονται οι πνευματικοί, ο ιερέας έδειξε να ξαφνιάζεται. «Και τον σκότωσαν μόνο γι’ αυτό;»
551/1081
«Δεν ξέρω». Η Σάντρα έκανε μια παύση. «Εσύ μιλούσες στο τηλέφωνο προηγουμένως με τον Τζίνι. Γιατί θέλησες να με ξανασυναντήσεις;» «Για να σου πω να τα παρατήσεις». «Δεν μπορώ. Πρέπει πρώτα να ανακαλύψω γιατί πέθανε ο Ντέιβιντ και να βρω το δολοφόνο του. Μπορείς να με βοηθήσεις;» Ο άντρας τράβηξε τα θλιμμένα γαλάζια μάτια του από πάνω της και τα στύλωσε στην προθήκη, στο υπόλειμμα μιας ξύλινης πινακίδας που είχε σημαδευτεί με ένα σταυρό. «Σύμφωνοι. Μα πρέπει να καταστρέφεις τη φωτογραφία μου. Και όλα όσα βρήκε ο άντρας σου για το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο». «Θα το κάνω μόλις βρω τις απαντήσεις». «Ξέρει κανείς άλλος για μας;» «Όχι», του είπε ψέματα. Δεν είχε κουράγιο να του μιλήσει για τον Σάλμπερ και την Ιντερπόλ. Φοβόταν ότι, αν μάθαινε
552/1081
πως το μυστικό του κινδύνευε να αποκαλυφθεί, ο πνευματικός θα εξαφανιζόταν για πάντα. «Πώς έγινε κι έμαθες ότι ερευνούσα για τον Φίγκαρο;» «Η αστυνομία είναι ενήμερη, υπέκλεψαν τις συνομιλίες σας». Ήλπιζε ότι ο άντρας θα αρκούνταν σε αυτές τις αοριστίες. «Ηρέμησε, δεν κατάλαβαν με ποιους έχουν να κάνουν». «Εσύ όμως, ναι». «Εγώ ήξερα πώς να σας αναζητήσω. Μου το υπέδειξε ο Ντέιβιντ». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω ότι δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε». «Πώς θα μπορέσω να σε βρω;» «Θα σε βρω εγώ». Γύρισε και ετοιμάστηκε να φύγει. Η Σάντρα όμως τον σταμάτησε: «Πώς ξέρω ότι δεν μου λες ψέματα; Πώς μπορώ να σε εμπιστευτώ, αν δεν μου πεις ποιος είσαι και τι κάνεις;»
553/1081
«Ρωτάς από απλή περιέργεια. Και οι περίεργοι διαπράττουν το αμάρτημα της αλαζονείας». «Προσπαθώ απλώς να καταλάβω», δικαιολογήθηκε η Σάντρα. Ο ιερέας πλησίασε το πρόσωπό του στη βιτρίνα με τα κειμήλια. «Λυτά τα αντικείμενα αντιπροσωπεύουν μια δεισιδαιμονική αντίληψη: την προσπάθεια των ανθρώπων να κρυφοκοιτάξουν σε μια διάσταση που δεν τους ανήκει. Όλοι θέλουν να μάθουν τι θα συμβεί όταν τελειώσει ο χρόνος τους. Δεν συνειδητοποιούν ότι, αντίθετα, κάθε απάντηση που παίρνουν φέρνει μαζί της μια νέα αμφιβολία. Οπότε, ακόμα κι αν σου εξηγούσα τι κάνω, δεν θα σου ήταν αρκετό». «Τουλάχιστον πες μου γιατί το κάνεις...» Ο πνευματικός απέμεινε για λίγο σιωπηλός. «Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν τα πάντα: στον τόπο των σκιών,
554/1081
όπου τα πάντα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασπίζονται εκείνο το σύνορο. Μα κάθε τόσο κάτι καταφέρνει να περάσει». Γύρισε και κοίταξε τη Σάντρα. «Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι». «Ίσως μπορώ να σε βοηθήσω με τον Φίγκαρο», είπε εκείνη από ένστικτο. Και είδε ότι ο ιερέας περίμενε. Τότε έβγαλε από την τσάντα της το ντοσιέ που της είχε δώσει ο Τζίνι και του το έτεινε. «Δεν ξέρω αν θα χρησιμεύσει, αλλά νομίζω ότι ανακάλυψα κάτι σχετικά με το φόνο της Τζόρτζια Νόνι». «Πες μου, σε παρακαλώ». Η ευγένεια του πνευματικού την εξέπληξε. «Ο Φεντερίκο Νόνι είναι ο μοναδικός μάρτυρας του γεγονότος. Σύμφωνα με την κατάθεσή του, ο δράστης συνέχισε να χτυπάει την αδελφή του μέχρι που ακούστηκε η σειρήνα του περιπολικού. Μόνον τότε έφυγε». Η Σάντρα άνοιξε το ντοσιέ και του έδειξε μια
555/1081
φωτογραφία. «Αυτά είναι τα αποτυπώματα των ποδιών του Φίγκαρο καθώς απομακρυνόταν από το σπίτι, όπως έμειναν στο χώμα του κήπου, όταν βγήκε από μια βοηθητική πόρτα». Ο ιερέας τεντώθηκε για να κοιτάξει καλύτερα τη φωτογραφία από τα ίχνη των παπουτσιών σε ένα δρομάκι. «Τι το παράξενο έχουν;» «Ο Φεντερίκο Νόνι και η αδελφή του η Τζόρτζια υπήρξαν θύματα μιας σειράς τραγικών γεγονότων. Η μητέρα που τους εγκαταλείπει, ο πατέρας που τους αφήνει ορφανούς, το ατύχημά του, οι γιατροί που επιμένουν ότι θα ξαναπερπατήσει, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει, και, τέλος, ο φόνος της κοπέλας. Πάρα πολλά». «Τι σχέση έχει αυτό με τα αποτυπώματα;» «Στον Ντέιβιντ άρεσε να λέει μια ιστορία. Τον μάγευαν οι συμπτώσεις, οι “συγχρονικότητες”, κατά τον Γιουνγκ. Πίστευε
556/1081
τόσο πολύ σε αυτές, ώστε μια φορά, έπειτα από μια σειρά απίστευτα ατυχών γεγονότων που τον οδήγησαν σε μία παραλία, βάλθηκε να ακολουθεί τα ίχνη που είχε αφήσει στην άμμο μια κοπέλα ενώ έκανε τζόκινγκ. Ήταν βέβαιος ότι το νόημα όλων των αρνητικών που του είχαν τύχει βρισκόταν ακριβώς στο τέλος εκείνης της διαδρομής και ότι η κοπέλα δεν θα μπορούσε παρά να είναι η γυναίκα της ζωής του». «Πολύ ρομαντικό». Δεν ήταν σαρκαστικός, μιλούσε σοβαρά. Η Σάντρα το μάντεψε από τον τρόπο που την κοιτούσε, γι’ αυτό και συνέχισε την αφήγησή της. «Ο Ντέιβιντ έκανε λάθος μόνο σε αυτή την τελευταία λεπτομέρεια. Τα υπόλοιπα ήταν αλήθεια». «Τι εννοείς;» «Ότι, αν δεν ξανασκεφτόμουν πρόσφατα αυτή την ιστορία, ίσως να μην μπορούσα να σου δώσω τη λύση που σε ενδιαφέρει τόσο...
557/1081
Όπως όλοι οι αστυνομικοί, είμαι δύσπιστη απέναντι στις συμπτώσεις. Έτσι, όταν ο Ντέιβιντ έλεγε την ιστοριούλα του, εγώ προσπαθούσα να την υπονομεύσω με τις τυπικές ερωτήσεις που θα έκανε ένας μπάτσος: “Πώς και ήσουν βέβαιος ότι τα ίχνη ανήκαν σε κοπέλα;” Ή: “Πώς ήξερες ότι έκανε τζόκινγκ;” Κι εκείνος μου απαντούσε ότι τα πόδια παραήταν μικρά για να ανήκουν σε άντρα ή, τουλάχιστον, έτσι ήλπιζε... και ότι τα ίχνη ήταν πιο βαθιά στη μύτη απ’ ό,τι στη φτέρνα, επομένως έτρεχε». Αυτή η τελευταία φράση είχε τη δύναμη να ξυπνήσει κάτι μες στο μυαλό του ιερέα, ακριβώς όπως το περίμενε η Σάντρα. Κοίταξε και πάλι τις φωτογραφίες του κήπου. Τα αποτυπώματα φαίνονταν πιο βαθιά στις φτέρνες. «Δεν το είχε βάλει στα πόδια... Περπατούσε».
558/1081
Είχε καταλήξει κι αυτός στο ίδιο συμπέρασμα. Τώρα η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι δεν έκανε λάθος. «Οι πιθανότητες είναι δύο. 'Η ο Φεντερίκο Νόνι είπε ψέματα λέγοντας ότι ο δολοφόνος έφυγε την ώρα που ερχόταν η αστυνομία...» «...ή κάποιος, μετά το φόνο, είχε όλο το χρόνο να προετοιμάσει τη σκηνή του εγκλήματος για τους αστυνομικούς». «Αυτά τα αποτυπώματα αφέθηκαν σκόπιμα και μπορούν να σημαίνουν μόνον ένα πράγμα...» «...0 Φίγκαρο δεν βγήκε ποτέ από εκείνο το σπίτι». 20:38 Έπρεπε να βιαστεί. Δεν είχε χρόνο να πάει επί τόπου με τη συγκοινωνία κι έτσι σταμάτησε ένα ταξί. Κατέβηκε σε μια απόσταση από τη βιλίτσα του Νουόβο Σαλάριο και συνέχισε με τα πόδια.
559/1081
Καθώς πλησίαζε, σκεφτόταν τα λόγια της αστυνομικού, τη διαίσθηση που της είχε επιτρέψει να φτάσει στη λύση του αινίγματος. Παρόλο που ήλπιζε να κάνει λάθος, ήταν πια βέβαιος ότι τα πράγματα είχαν διαδραματιστεί όπως ακριβώς φανταζόταν. Ο άνεμος παράσερνε παλιόχαρτα και πλαστικές σακούλες που στριφογύριζαν γύρω από τον Μάρκους συνοδεύοντάς τον στον προορισμό του. Μπροστά στο σπίτι του Φεντερίκο Νόνι δεν υπήρχε κανείς. Τα φώτα στο εσωτερικό ήταν σβηστά. Περίμενε λιγάκι, σφιγμένος μες στο αδιάβροχο του, και μετά τρύπωσε στο σπίτι. Όλα ήταν ήσυχα. Υπερβολικά ήσυχα. Αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει το φακό και χώθηκε στα δωμάτια. Κανένας θόρυβος, κανένας ήχος. Ο Μάρκους μπήκε στο καθιστικό. Τα στόρια ήταν κατεβασμένα. Άναψε ένα πορτατίφ δίπλα στον καναπέ και το πρώτο που του χτύπησε
560/1081
στο μάτι ήταν η αναπηρική πολυθρόνα, παρατημένη στη μέση του δωματίου. Τώρα μπορούσε να διακρίνει καθαρά πώς είχαν γίνει τα πράγματα. Το ταλέντο του ήταν να μπαίνει στα αντικείμενα, να εισχωρεί στη βουβή ψυχή τους και να κοιτάζει το παρελθόν με τα αόρατα μάτια τους. Αυτή η σκηνή τον έκανε να καταλάβει το νόημα μιας φράσης του ανώνυμου e-mail που ειχε πάρει ο Τζίνι. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Αναφερόταν στον Φεντερίκο. Ήθελε να πει ότι δεν είχαν πληγεί με τον ίδιο τρόπο από την αναπηρία τους. Ο μικρός έπαιζε θέατρο. Μα πού ήταν τώρα ο Φίγκαρο; Αν ο Φεντερίκο ζούσε σαν ερημίτης, δεν μπορούσε να φύγει από το σπίτι από την κεντρική εξώπορτα. Θα τον έβλεπαν οι γείτονες. Πώς κατάφερνε να βγαίνει ανενόχλητος για να επιτίθεται στα θύματά του;
561/1081
Ο Μάρκους συνέχισε την έρευνα πλησιάζοντας στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον επάνω όροφο. Σταμάτησε μπροστά σε μια πόρτα κάτω από τη σκάλα. Την άνοιξε. Το εσωτερικό ήταν μια σκοτεινή σπηλιά. Πέρασε μέσα και σκούντηξε με το κεφάλι του κάτι που κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι. Μια λάμπα. Άπλωσε το χέρι και τράβηξε το κορδονάκι της για να ανάψει. Βρισκόταν σε μια στενόχωρη αποθήκη που βρομούσε ναφθαλίνη. Εκεί φυλάσσονταν παλιά ρούχα, χωρισμένα σε δύο σειρές. Στα αριστερά κρέμονταν ανδρικά ρούχα, στα δεξιά γυναικεία. Μια μακάβρια παράταξη από αδειανά κελύφη. Πιθανότατα ανήκαν στους νεκρούς γονείς του νεαρού, σκέφτηκε ο Μάρκους. Είχε και μια παπουτσοθήκη και κουτιά στοιβαγμένα στα ράφια που βρίσκονταν ψηλότερα. Πρόσεξε πεσμένα κάτω ένα γαλάζιο φόρεμα κι ένα άλλο, με κόκκινα λουλούδια, που είχαν
562/1081
γλιστρήσει από τις κρεμάστρες τους. Ίσως κάποιος να τα είχε ρίξει. Ο Μάρκους έχωσε το μπράτσο του ανάμεσα στις κρεμάστρες και τις παραμέρισε, αποκαλύπτοντας μια πόρτα. Κατάλαβε ότι η αποθήκη ήταν αρχικά ένας απλός διάδρομος. Άνοιξε την πόρτα. Έβγαλε από την τσέπη του το φακό και τον άναψε, φωτίζοντας ένα διάδρομο με φαγωμένους και λεκιασμένους από την υγρασία σοβάδες. Προχώρησε προς τα μέσα, μέχρι που έφτασε σε ένα δωμάτιο με στοιβαγμένα κουτιά και έπιπλα που δεν χρησιμοποιούνταν πια. Η δέσμη του φωτός έπεσε πάνω σε ένα αντικείμενο τοποθετημένο σε ένα τραπέζι. Ένα τετράδιο. Το πήρε και άρχισε να το ξεφυλλίζει. Τα σχέδια στις πρώτες σελίδες ήταν έργο ενός παιδιού. Στις σκηνές που αναπαριστούσαν εμφανίζονταν πάντα τα ίδια στοιχεία.
563/1081
Γυναικείες μορφές, πληγές, αίμα. Και ψαλίδια. Έλειπε ένα φύλλο, που είχε ολοφάνερα σκιστεί. Ο Μάρκους ήξερε ότι ένα από τα μακάβρια παιδικά έργα βρισκόταν κρεμασμένο στον τοίχο της σοφίτας του Τζερεμάια Σμιθ. 0 κύκλος έκλεινε. Οι επόμενες σελίδες του τετραδίου όμως αποδείκνυαν ότι εκείνη η δράση δεν είχε σταματήσει στην παιδική ηλικία. Συνέχιζε με σχέδια πιο ώριμα και περισσότερο ακριβή, που είχαν εξελιχτεί και τελειοποιηθεί με το πέρασμα του χρόνου. Οι γυναίκες ήταν πολύ πιο συγκεκριμένες, οι πληγές πιο ρεαλιστικές και σκληρές. Σημάδι ότι η διεστραμμένη και άρρωστη φαντασία είχε μεγαλώσει μαζί με το τέρας. Ο Φεντερίκο Νόνι έτρεφε ανέκαθεν αυτό το όνειρο του θανάτου. Μα δεν το είχε πραγματοποιήσει ποτέ. Ίσως αυτό που τον σταματούσε να ήταν ο φόβος. Μήπως
564/1081
καταλήξει στη φυλακή, μήπως τον κοιτάζουν όλοι σαν τέρας. Είχε φτιάξει το προσωπείο του καλού αθλητή, του καλού παιδιού και του καλού αδελφού. Αποκτούσε αξία ακόμα και στα ίδια του τα μάτια. Και μετά ήρθε το ατύχημα με τη μοτοσικλέτα. Εκείνο το γεγονός ξεμπλόκαρε τα πάντα. Αίγο νωρίτερα η αστυνομικός τού είχε αναφέρει ότι άκουσε καθαρά από τον Φεντερίκο Νόνι ότι οι γιατροί ήταν πεπεισμένοι πως θα γινόταν καλά. Μα στη συνέχεια ο ίδιος αρνήθηκε να συνεχίσει τη φυσιοθεραπεία. Η κατάσταση αυτή ήταν το τέλειο κρησφύγετο. Επιτέλους, μπορούσε να βγάλει στην επιφάνεια την αληθινή του φύση. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα του τετραδίου, ο Μάρκους ανακάλυψε το απόκομμα μιας παλιάς εφημερίδας. Το ξεδίπλωσε. Ήταν ενός χρόνου παλιό και
565/1081
έγραφε την είδηση της τρίτης επίθεσης του Φίγκαρο. Πάνω στο άρθρο κάποιος είχε γράψει με μαύρο μαρκαδόρο: «Τα ζέρω όλα». Η Τζόρτζια, σκέφτηκε αμέσως ο Μάρκους. Γι’ αυτό τη σκότωσε. Και τότε ο Φεντερίκο ανακάλυψε ότι το καινούργιο παιχνίδι τού άρεσε περισσότερο. Οι επιθέσεις άρχισαν αμέσως μετά το ατύχημα. Οι πρώτες τρεις τού χρησιμέυσαν για να προετοιμαστεί. Αποτελούσαν μια άσκηση, μια προγύμναση. Όμως αυτό δεν το συνειδητοποιούσε ο Φεντερίκο. Τον περίμενε ένα άλλο είδος ικανοποίησης, πολύ μεγαλύτερης: ο φόνος. Η δολοφονία της αδελφής του ήταν απροσχεδίαστη, μα αναγκαία. Η Τζόρτζια είχε καταλάβει τα πάντα και είχε γίνει, εκτός από κίνδυνος, και εμπόδιο. Ο Φεντερίκο δεν μπορούσε να την αφήσει να σπιλώνει την καθαρή φαντασία του ούτε να επικρίνει την πολύτιμη μεταμφίεσή του. Γι’ αυτό και τη
566/1081
σκότωσε. Ωστόσο του χρησίμευσε και για να καταλάβει. Το να αφαιρείς τη ζωή ήταν πολύ πιο ικανοποιητικό από μια απλή επίθεση. Γι' αυτό και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Το πτώμα στο πάρκο της Βίλα Γκλόρι ήταν η απόδειξη. Όμως συμπεριφερόταν πιο συνετά, είχε διδαχτεί από την εμπειρία και το είχε θάψει. Ο Φεντερίκο Νόνι είχε εξαπατήσει τους πάντες. Ξεκινώντας από το γέρο αστυνομικό που τυφλωνόταν. Του αρκούσε να υποστηρίξει την ομολογία ενός μυθομανούς για να ξεμπερδέψει, κατά τα άλλα η έρευνα έμπαζε από παντού, βασισμένη στην εκ προοιμίου αποδοχή ότι ο ένοχος είναι πάντα, μα παντα, ένα τέρας. Ο Μάρκους άφησε το τετράδιο, γιατί διέκρινε κάτι άλλο πισω από έναν μπουφέ. Ήταν μια σιδερένια πόρτα. Πλησίασε και την άνοιξε.
567/1081
Ένας λυσσαλέος άνεμος όρμησε στο δωματιάκι. Ο Μάρκους εγειρε προς τα έξω και είδε ότι ήταν μια πόρτα που έβγαζε σ ενα ερημικό παράπλευρο δρομάκι. Κανείς δεν θα πρόσεχε ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε. Ίσως με τα χρόνια είχε περιπέσει σε αχρηστία, αλλά ο Φεντερίκο Νόνι κατάφερε να την εκμεταλλευτεί. Πού είναι τώρα; Πού πήγε; Το ερώτημα αντήχησε και πάλι στο μυαλό του Μάρκους. Έκλεισε ξανά την πόρτα και επέστρεψε βιαστικά στο σπίτι. Μπαίνοντας στο καθιστικό, άρχισε να ψάχνει ολόγυρά του. Δεν τον ένοιαζε μην αφήσει αποτυπώματα, φοβόταν μόνο μη δεν προλάβει. Φώτισε την αναπηρική πολυθρόνα. Στη μια μεριά είχε μια θήκη για αντικείμενα. Έβαλε το χέρι μέσα κι έβγαλε ένα κινητό. Είναι πονηρός, σκέφτηκε. Το άφησε εδώ, γιατί ξέρει ότι, ακόμα και κλειστό, μπορεί να
568/1081
χρησιμεύσει στην αστυνομία για να τον εντοπίσει. Αυτό σήμαινε ότι ο Φεντερίκο Νόνι βγήκε από το σπίτι για να αναλάβει δράση. Ο Μάρκους έλεγξε τα τελευταία τηλεφωνήματα. Υπήρχε μια εισερχόμενη κλήση πριν από μιάμιση ώρα. Αναγνώρισε το νούμερο, γιατί το είχε καλέσει κι ο ίδιος εκείνο το απόγευμα. Ο Τζίνι, σκέφτηκε. Πάτησε το κουμπί της ανάκλησης, περιμένοντας να απαντήσει ο τυφλός αστυνομικός. Μα τίποτα: χτυπούσε μάταια. Ο Μάρκους έκλεισε και, με ένα ανατριχιαστικό προαίσθημά όρμησε έξω από το σπίτι. 21:34 Καθώς κοιταζόταν στον καθρέφτη του μπάνιου στον ξενώνα της Ιντερπόλ, η Σάντρα ξανασκεφτόταν όσα είχαν συμβει εκείνο το
569/1081
απόγευμα, έπειτα από τη συνάντησή της με τον πνευματικό. Είχε περιπλανηθεί για σχεδόν μία ώρα στους δρόμους της Ρώμης, αφήνοντας τον άνεμο και τις σκέψεις της να την παρασέρνουν. Όσο ήταν ανάμεσα σε κόσμο, αισθανόταν ασφάλεια. Όταν ηρέμησε αρκετά, γύρισε στον Σάλμπερ. Περίμενε λίγο στο κεφαλόσκαλο, προτού χτυπήσει, προσπαθώντας να αναβάλει όσο περισσότερο γινόταν την αντίδραση του αξιωματικού, τις κατηγορίες και τα παράπονα για την εξαφάνισή της επί τόσες ώρες. Μόλις όμως της άνοιξε την πόρτα, διάβασε την ανακούφιση στο πρόσωπό του. Σάστισε, δεν περίμενε ότι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να ανησυχεί για λογαριασμό της. «Δόξα τω Θεώ, δεν σου συνέβη τίποτα», ήταν τα μοναδικά του λόγια. Είχε μείνει άναυδη. Περίμενε ένα εκατομμύριο ερωτήσεις, αλλά ο Σάλμπερ
570/1081
αρκέστηκε σε ένα λακωνικό απολογισμό της επίσκεψής της στον Πιέτρο Τζίνι. Η Σάντρα τού έδωσε το φάκελο της υπόθεσης Φίγκαρο που είχε πάρει από το γέρο αστυνομικό, και ο αξιωματικός τον ξεφύλλισε αναζητώντας κάτι που θα μπορούσε να τους οδηγήσει στους πνευματικούς. Ωστόσο δεν ρώτησε να μάθει το λόγο εκείνης της παρατεταμένης καθυστέρησης. Της είπε να πλώνει τα χέρια της γιατί σε λίγο θα ήταν έτοιμο το δείπνο. Μετά ξαναμπήκε στην κουζίνα για να φέρει ένα μπουκάλι κρασί. Η Σάντρα άνοιξε το νερό στον νιπτήρα κι απέμείνε για μερικές στιγμές να κοιτάζει την αντανάκλασή της. Τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους και τα χείλη της ήταν σκασμένα, εξαιτίας της συνήθειάς της να τα δαγκώνει όποτε βρισκόταν σε ένταση. Πέρασε τα δάχτυλα από τα ακατάστατα μαλλιά της κι έπειτα έψαξε για καμιά χτένα στο έπιπλο. Βρήκε μία που είχε μερικές γυναικείες τρίχες,
571/1081
καστανές και πολύ μακριές. Της ήρθε στο νου το σουτιέν που είχε δει στο μπράτσο της πολυθρόνας στην κρεβατοκάμαρα του ξενώνα εκείνο το πρωί. Ο Σάλμπερ είχε δικαιολογηθεί λέγοντας ότι περνούσε διάφορος κόσμος από το διαμέρισμα, αλλά δεν της είχε διαφύγει η αμηχανία του. Ήταν βέβαιη ότι, αντίθετα, γνώριζε πολύ καλά την προέλευση εκείνου του εσωρούχου. Δεν την ενοχλούσε το γεγονός ότι στο κρεβάτι όπου είχε ξυπνήσει ήταν μια άλλη, ίσως μόνον λίγες ώρες νωρίτερα. Αυτό που την εκνεύριζε ήταν ότι ο Σάλμπερ προσπάθησε να δικαιολογηθεί, λες και το θέμα θα μπορούσε να την ενδιαφέρει. Εκείνη τη στιγμή ένιωσε ανόητη. Ζήλευε, δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Δεν κατάφερνε να ανεχτεί την ιδέα ότι ο κόσμος έκανε σεξ. Το να λέει αυτή τη λέξη, έστω και κρυφά μες στο νου της, ήταν λυτρωτικό. Σεξ, επανέλαβε. Ίσως γιατί αυτή η δυνατότητα της ήταν απαγορευμένη. Δεν υπήρχε ένα
572/1081
συγκεκριμένο εμπόδιο, μα κάπου μέσα της ήξερε ότι ήταν έτσι. Για ακόμα μία φορά τής φάνηκε ότι άκουγε τη φωνή της μητέρας της: «Καλή μου, ποιος θα ήθελε να πάει στο κρεβάτι με μια χήρα;» Πράγματι, φαινόταν σαν ένα είδος διαστροφής. Ξαναείπε στον εαυτό της ότι ήταν ανόητη γιατί έχανε χρόνο με τέτοιες σκέψεις. Προσπάθησε να φανεί πρακτική. Είχε μείνει πολλή ώρα στο μπάνιο και ο Σάλμπερ μπορεί να γινόταν καχύποπτος, οπότε καλύτερα να έκανε γρήγορα. Είχε δώσει μια υπόσχεση στον ιερέα και είχε σκοπό να την τηρήσει. Αν τη βοηθούσε να εντοπίσει το δολοφόνο του Ντέιβιντ, θα κατέστρεφε τα ίχνη που οδηγούσαν στους πνευματικούς. Εν πάση περιπτώσει, προς το παρόν ήταν προτιμότερο να φυλάξει τις ενδείξεις σε ένα σίγουρο μέρος.
573/1081
Στράφηκε στην τσάντα που είχε πάρει μαζί της στο μπάνιο και είχε αφήσει πάνω στη λεκάνη. Πήρε το κινητό και έλεγξε ότι υπήρχε αρκετός χώρος στη φωτογραφική του μνήμη. Είχε μέσα τις φωτογραφίες που τράβηξε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Ετοιμάστηκε να τις σβήσει, αλλά το μετάνιωσε. Σε εκείνο το χώρο κάποιος είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει. Αυτές οι εικόνες μπορούσαν να της χρησιμεύσουν για να ανακαλύψει ποιος ήταν. Έπιασε τις φωτογραφίες της Leica από την τσάντα της, μαζί με αυτήν του ιερέα με την ουλή στον κρόταφο, που είχε κρύψει από τον Σάλμπερ. Τις έβαλε στη σειρά πάνω σε ένα ράφι και μετά τις φωτογράφισε μία-μία με το κινητό: ήταν προτιμότερο να έχει ένα αντίγραφο, για κάθε ενδεχόμενο. Πήρε ένα διάφανο πλαστικό φάκελο που έκλεινε ερμητικά, κι έβαλε μέσα τις πέντε
574/1081
φωτογραφίες. Μετακίνησε το κεραμικό καπάκι από το καζανάκι και βύθισε το φάκελο στο νερό. Καθόταν εδώ και δέκα λεπτά στη μικρή κουζίνα του διαμερίσματος, κοιτάζοντας το στρωμένο τραπέζι και τον Σάλμπερ που πηγαινοερχόταν, ανασκουμπωμένος, με μια ποδιά δεμένη στη μέση κι ένα ποτηρόπανο ριγμένο στον ώμο. Σφύριζε. Γύρισε και την αιφνιδίασε έτσι όπως ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της. «Ριζότο με βαλσαμικό ξίδι, μπαρμπούνια στη λαδόκολλα, σαλάτα με ραντίτσιο και πράσινα μήλα», ανακοίνωσε. «Ελπίζω να σου αρέσουν». «Ναι, βέβαια», απάντησε μπερδεμένη. Εκείνο το πρωί τής είχε ετοιμάσει πρωινό, μα το να φτιάχνεις δυο αβγά ομελέτα δεν σημαίνει ότι ξέρεις να μαγειρεύεις. Αντιθέτως, το συγκεκριμένο μενού έδειχνε αγάπη για το καλό φαγητό. Είχε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα.
575/1081
«Απόψε θα κοιμηθείς εδώ». Η ανακοίνωσή του δεν επιδεχόταν αντιρρήσεις. «Δεν είναι φρόνιμο να επιστρέψεις στο ξενοδοχείο σου». «Δεν νομίζω να μου συμβεί τίποτα. Κι έπειτα, έχω αφήσει εκεί όλα μου τα πράγματα». «Θα περάσουμε αύριο το πρωί να τα πάρουμε. Στο άλλο δωμάτιο έχει έναν πολύ βολικό καναπέ», επέμεινε χαμογελώντας. «Φυσικά, θα θυσιαστώ εγώ». Λίγο αργότερα ο Σάλμπερ έβαλε το ριζότο στα πιάτα και έφαγαν σχεδόν σιωπηλοί. Η Σάντρα απόλαυσε ακόμα και το ψάρι, ενώ το κρασί κατάφερε να την κάνει να χαλαρώσει. Όχι όπως μετά την απώλεια του Ντέιβιντ, όταν χωνόταν το βράδυ στο σπίτι της κι αποχαυνωνόταν κατεβάζοντας το ένα ποτήρι κόκκινο κρασί μετά το άλλο μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά. Δεν πίστευε ότι ήταν πλέον ικανή να μοιραστεί ένα γεύμα της προκοπής με κάποιον.
576/1081
«Ποιος σου έμαθε να μαγειρεύεις;» Ο Σάλμπερ κατάπιε μια μπουκιά και ήπιε μια γουλιά κρασί. «Μαθαίνεις να κάνεις πολλά πράγματα όταν μένεις μόνος». «Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό να παντρευτείς; Την πρώτη φορά, στο τηλέφωνο, μου είπες ότι κόντεψες μια-δυο φορές...» Κούνησε το κεφάλι. «Ο γάμος δεν είναι για μένα. Είναι θέμα προοπτικής». «Τι θες να πεις;» «Όλοι μας έχουμε μια άποψη για τη ζωή και την προβάλλουμε στο μέλλον. Καταλαβαίνεις πώς λειτουργεί, σωστά; Σαν ένας πίνακας: υπάρχουν στοιχεία που μπαίνουν σε πρώτο πλάνο, ενώ άλλα μένουν στο φόντο. Αυτά τα τελευταία είναι απαραίτητα όσο και τα πρώτα, αλλιώς η προοπτική δεν θα επιτυγχανόταν και θα είχαμε μόνο ένα επίπεδο σχήμα, συνεπώς ελάχιστα ρεαλιστικό. Λοιπόν, οι γυναίκες της ζωής μου βρίσκονται στα παρασκήνια. Είναι
577/1081
απαραίτητες, αλλά όχι τόσο ώστε να αξίζουν την πρώτη σειρά». «Και εκεί ποιος είναι; Εκτός από σένα, βέβαια», τον κέντρισε κοροϊδευτικά η Σάντρα. «Η κόρη μου». Δεν περίμενε μια τέτοια απάντηση. Ο Σάλμπερ έμεινε ικανοποιημένος μπροστά στη σαστιμάρα και τη σιωπή της, «Θες να τη δεις;» Πήρε το πορτοφόλι του κι άρχισε να ψάχνει στις θήκες του. «Μη μου πεις ότι είσαι από τους μπαμπάδες που τριγυρνούν με τη φωτογραφία της κορούλας τους στην τσέπη! Διάολε, Σάλμπερ... αποφάσισες να μου φέρεις τα πάνω κάτω», είπε ειρωνικά. Στην πραγματικότητα, ένιωθε μέσα της τρυφερότητα. Της έδειξε την ταλαιπωρημένη φωτογραφία μιας πιτσιρίκας με σταχτόξανθα μαλλιά, ολόιδια με τα δικά του. Είχε πάρει και τα πράσινα μάτια του πατέρα της. «Πόσων χρονών είναι;»
578/1081
«Οχτώ. Είναι υπέροχη, ε; Τη λένε Μαρία. Λατρεύει το μπαλέτο και πάει σε σχολή κλασικού χορού. Κάθε Χριστούγεννα ή γενέθλια, ζητάει ένα κουτάβι. Ίσως φέτος να της κάνω το χατίρι». «Καταφέρνεις να τη βλέπεις συχνά;» Ο Σάλμπερ κατσούφιασε. «Μένει στη Βιένη. Με τη μητέρα της οι σχέσεις μας δεν είναι σπουδαίες, τα έχει μαζί μου επειδή δεν την παντρεύτηκα», γέλασε. «Μα όποτε έχω λίγο χρόνο, πάω και παίρνω τη Μαρία και την πάω για ιππασία. Της μαθαίνω, όπως μου έμαθε κι εμένα ο πατέρας μου όταν ήμουν στην ηλικία της». «Είναι όμορφο εκ μέρους σου». «Κάθε φορά που επιστρέφω κοντά της, φοβάμαι ότι δεν θα είναι πια το ίδιο. 'Οτι, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, η σχέση μας θα έχει ψυχρανθεί. Ίσως τώρα να είναι ακόμα πολύ μικρή, αλλά τι θα γίνει όταν θα θέλει να
579/1081
βγαίνει μόνο με τους φίλους της; Δεν θέλω να της γίνω βάρος». «Δεν νομίζω ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο», τον παρηγόρησε η Σάντρα. «Συνήθως οι κόρες επιφυλάσσουν αυτή την αντιμετώπιση στις μανάδες τους. Εγώ και η αδελφή μου τρελαινόμασταν για τον μπαμπά μας, παρόλο που εξαιτίας της δουλειάς του δεν ήμασταν πολύ μαζί. Απεναντίας, ίσως γι’ αυτό να του είχαμε αδυναμία. Κάθε φορά που ήταν να γυρίσει, μια παράξενη ευτυχία πλανιόταν στο σπίτι». Ο Σάλμπερ κούνησε το κεφάλι, ευγνώμων για την καθησυχαστική απάντησή της. Η Σάντρα σηκώθηκε και πήρε τα πιάτα να τα βάλει στο νεροχύτη. Εκείνος τη σταμάτησε. «Γιατί δεν πας στο κρεβάτι; Θα τα μαζέψω εγώ». «Και οι δυο μαζί θα κάνουμε ένα λεπτό». «Επιμένω, άσ’ τα σ’ εμένα».
580/1081
Η Σάντρα μπλόκαρε. Όλες αυτές οι φροντίδες την τρόμαζαν. Κάποιος της έδειχνε και πάλι προσοχή. Είχε ξεσυνηθίσει. «Όταν μου τηλεφώνησες, σε αντιπάθησα με την πρώτη. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δυο βράδια αργότερα θα τρώγαμε μαζί, πόσο μάλλον ότι θα μαγείρευες για χάρη μου». «Αυτό σημαίνει ότι δεν με αντιπαθείς πια;» Η Σάντρα έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Εκείνος έβαλε τα γέλια. «Μη με δουλεύεις, Σάλμπερ», τον προειδοποίησε. Εκείνος σήκωσε τα χέρια σαν να παραδινόταν. «Δεν το ήθελα, συγγνώμη». Εκείνη τη στιγμή τής φάνηκε απόλυτα ειλικρινής. Καμία σχέση με την αντιπαθητική εικόνα που είχε πλάσει για λογαριασμό του. «Γιατί τα έχεις βάλει με τους πνευματικούς;» Ο Σάλμπερ σοβάρεψε. «Μην κάνεις κι εσύ αυτό το λάθος»· «Τι εννοείς “κι εσύ”;»
581/1081
Έμοιαζε να μετανιώνει που είχε διατυπώσει άσχημα τη φράση του και προσπάθησε να τα μπαλώσει. «Σου εξήγησα, χυτό που κάνουν είναι παράνομο». «Δεν τα χάφτω τα περί παρανομίας, με συγχωρείς. Δεν είναι. μόνον αυτό. Λοιπόν, τι κρύβεται από κάτω;» Ήταν ολοφάνερο ότι ο Σάλμπερ προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Με εκείνη την επιφυλακτική στάση του απλώς της επιβεβαίωνε ότι όσα της είχε πει εκείνο το πρωί για τους πνευματικούς ήταν μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας. «Εντάξει... Δεν είναι καμιά μεγάλη αποκάλυψη, αλλά νομίζω ότι αυτό που θα σου πω ίσως να εξηγεί για ποιο λόγο πέθανε ο άντρας σου». Η Σάντρα πάγωσε. «Λέγε». «Στην πραγματικότητα, οι πνευματικοί δεν θα έπρεπε να υπάρχουν πια ... Μετά τη Β' Βατικανή Σύνοδο, η Εκκλησία διέλυσε το
582/1081
τάγμα τους. Κατά τη δεκαετία του ’60 το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο αναδιοργανώθηκε με νέους κανόνες και νέους υπευθύνους. Το αρχείο των αμαρτημάτων κατέστη απόρρητο. Οι εγκληματολόγοι ιερείς σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους. Ορισμένοι επανήλθαν στις τάξεις της Εκκλησίας, άλλοι διαφώνησαν και τέθηκαν σε αργία, οι αμετανόητοι αφορίστηκαν». «Λοιπόν, πώς είναι δυνατόν να...» «Περίμενε, άσε με να τελειώσω πρώτα», τη διέκοψε ο Σάλμπερ. «Πάνω που η ιστορία φάνηκε να ξεχνιέται, οι πνευματικοί ξαναεμφανίστηκαν. Συνέβη πριν από μερικά χρόνια, μέχρι που κάποιος στο Βατικανό υποψιάστηκε ότι, στην πραγματικότητα, πολλοί από αυτούς υποκρίθηκαν ότι συμμορφώθηκαν με τις επιταγές του Πάπα με μοναδικό σκοπό να συνεχίσουν το έργο τους στα κρυφά. Και ήταν αλήθεια. Επικεφαλής εκείνης της κλειστής ομάδας ήταν ένας απλός
583/1081
Κροάτης ιερέας, ο Λούκα Ντέβοκ. Αυτός έχριζε και καθοδηγούσε τους νέους πνευματικούς. Ίσως με τη σειρά του να λογοδοτούσε σε κάποιον στις ανώτατες εκκλησιαστικές σφαίρες, που είχε αποφασίσει να ανασυστήσει το Σώμα των πνευματικών. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ο μοναδικός κάτοχος μιας σειράς μυστικών. Λόγου χάρη, ο Ντέβοκ ήταν ο μόνος που ήξερε την ταυτότητα όλων των πνευματικών. Καθένας τους αναφερόταν αποκλειστικά σ’ εκείνον και αγνοούσε ποιοι ήταν οι άλλοι». «Γιατί μιλάς στον αόριστο;» «Γιατί ο Λούκα Ντέβοκ είναι νεκρός. Συνέβη πριν από περίπου ένα χρόνο, τον πυροβόλησαν μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Πράγα. Εκείνη τη στιγμή φανερώθηκε η αλήθεια. Το Βατικανό βιάστηκε να περιορίσει μια κατάσταση που θα μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνη και εξαιρετικά άβολη».
584/1081
«Δεν με παραξενεύει, είναι χαρακτηριστικό της Εκκλησίας να παρεμβαίνει για να κουκουλώνει τα σκάνδαλα». «Δεν επρόκειτο μόνο γι’ αυτό. Και μόνον η ιδέα ότι υπήρχε ανώτατος καρδινάλιος που κάλυπτε τον Ντέβοκ επί τόσα χρόνια τούς έκανε όλους να τρέμουν. Το να μην υπακούς σε μιαν εντολή του Πάπα ισοδυναμεί με ανίατο σχίσμα, το καταλαβαίνεις;» «Λοιπόν, πώς κατάφεραν να ξαναπάρουν τον έλεγχο της κατάστασης;» «Μπράβο», τη συγχάρηκε ο Σάλμπερ. «Βλέπω ότι αρχίζεις να καταλαβαίνεις πώς λειτουργούν ορισμένες δυναμικές. Ας πούμε ότι αντικατέστησαν αμέσως τον Ντέβοκ με έναν άνθρωπο εμπιστοσύνης, έναν Πορτογάλο, τον πατέρα Αουγκούστο Κλεμέντε. Είναι πολύ νέος, αλλά αρκετά έμπειρος. Οι πνευματικοί είναι όλοι δομινικανοί, ενώ ο Κλεμέντε είναι ιησουίτης.
585/1081
Άλλη σχολή σκέψης, πολύ πιο ρεαλιστική και λιγότερο επιρρεπής σε συναισθηματισμούς». «Οπότε, αυτός ο ιερέας είναι ο νέος αρχηγός των πνευματικών». «Και του έχουν αναθέσει επίσης να εντοπίσει τους πνευματικούς που έχρισε ο πατήρ Ντέβοκ, για να τους επαναφέρει στους κόλπους της Εκκλησίας. Προς το παρόν, έχει καταφέρει να ξετρυπώσει μόνον έναν: τον άνθρωπο που είδες στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι». Ωστόσο, η Σάντρα δεν μπορούσε να καταλάβει κάτι. «Επομένως, ο απώτατος σκοπός του Βατικανού είναι να παραστήσει ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση των κανόνων;» «Ακριβώς. Προσπαθούν πάντα να κλείνουν το ρήγμα. Λόγου χάρη, συνέβη και με τους λεφεβριανούς[2], των οποίων το κίνημα είναι εδώ και χρόνια σε διαπραγματεύσεις με την Εκκλησία για να επιστρέφουν στους κόλπους
586/1081
της ρωμαιοκαθολικής πίστης. Το ίδιο ισχύει και για τους πνευματικούς». «Το καθήκον του καλού ποιμένα είναι να μην εγκαταλείπει τα απολωλότα πρόβατα και να προσπαθεί να τα ξαναφέρει στο μαντρί», ειρωνεύτηκε η Σάντρα. «Μα εσύ πώς γίνεται και τα ξέρεις όλα αυτά;» «Τα ξέρω όπως τα ήξερε κι ο Ντέιβιντ. Αλλά είχαμε διαφορετικές απόψεις, γι' αυτό και μαλώσαμε. Όταν σε παρακάλεσα να μην κάνεις κι εσύ το λάθος να δεις τους πνευματικούς με υπερβολική επιείκεια, αναφερόμουν σ’ αυτό ακριβώς που σκεφτόταν ο Ντέιβιντ». «Γιατί είχες εσύ δίκιο κι αυτός άδικο;» Ο Σάλμπερ έξυσε το κεφάλι του και ξεφύσησε. «Γιατί κάποιος τον σκότωσε εξαιτίας όσων είχε ανακαλύψει, ενώ εγώ ζω ακόμα». Δεν ήταν απλώς άλλη μία προσβλητική φράση εις βάρος του άντρα της. Η Σάντρα
587/1081
αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε δίκιο. Και η ίδια συμφωνούσε με εκείνη την εκδοχή των γεγονότων. Επιπλέον, ένιωθε ένοχη. Εκείνη η ωραία βραδιά την είχε βοηθήσει να εκτονώσει την ένταση, κι αυτό το οφείλε στον Σάλμπερ. Όχι μόνο ανοίχτηκε απέναντι της, μιλώντας της για προσωπικά ζητήματα, αλλά απάντησε και στις ερωτήσεις της χωρίς να της ζητήσει τίποτα σε αντάλλαγμα, ενώ εκείνη του είχε πει ψέματα, αποσιωπώντας τη δεύτερη συνάντησή της με τον πνευματικό. «Πώς και δεν με ρώτησες γιατί έκανα τόση ώρα να επίστρέψω από την επίσκεψή μου στον Τζίνι;» «Σου είπα, δεν μου αρέσουν τα ψέματα». «Φοβόσουν ότι δεν θα σου έλεγα την αλήθεια;» «Οι ερωτήσεις χρησιμεύουν για να δίνουν προφάσεις στους ψεύτες. Αν είχες κάτι να μου πεις, θα το έκανες μόνη σου. Δεν μου αρέσει
588/1081
να βιάζω τα πράγματα, προτιμώ να μου έχεις εμπιστοσύνη». Η Σάντρα αποτράβηξε το βλέμμα της. Πήγε στο νεροχύτη και άνοιξε τη βρύση, ώστε ο ήχος του νερού να γεμίσει τη σιωπή. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να του τα πει όλα. Ο Σάλμπερ ήταν ένα βήμα πίσω της. Καθώς ετοιμαζόταν να πλύνει τα πιάτα, τον ένιωσε να πλησιάζει. Έριχνε την προστατευτική σκιά του πάνω της. Μετά την έπιασε από τους γοφούς και πλησίασε το θώρακά του στην πλάτη της μέχρι να αγγιχτούν. Η Σάντρα τον άφησε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και αισθάνθηκε την επιθυμία να κλείσει τα μάτια. Αν τα κλείσω, τελείωσε, σκέφτηκε. Ήταν φοβισμένη, αλλά δεν είχε τη δύναμη να τον απωθήσει. Εκείνος έγειρε πάνω της και της τράβηξε τα μαλλιά από το λαιμό. Ένιωσε τη ζεστή ανάσα του στην επιδερμίδα της. Ενστικτωδώς, έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω
589/1081
σαν να υποδεχοταν εκείνο το αγκάλιασμα. Τα χέρια της, ακίνητα κάτω από τον πίδακα του νερού. Χωρίς να το καταλαβαίνει, ανασηκώθηκε ελαφρά στις μύτες των ποδιών της. Τα βλέφαρά της υπέκυψαν στη γλυκιά νάρκη. Με τα μάτια κλειστά, τρέμοντας σύγκορμη, τεντώθηκε προς το μέρος του αναζητώντας τα χείλη του. Τους τελευταίους πέντε μήνες ζούσε με αναμνήσεις. Τώρα, για πρώτη φορά, η Σάντρα ξέχασε ότι ήταν χήρα. 23:24 Η πόρτα του σπιτιού ήταν ανοιχτή και χτυπούσε. Καθολου καλό σημάδι. Καθυστέρησε όσο να φορέσει τα γάντια από λατέξ κι έσπρωξε το πορτόφυλλο. Οι γάτοι του Τζίνι ήρθαν να υποδεχτούν τον καινούργιο επισκέπτη. Ο Μάρκους κατάλαβε γιατί ο
590/1081
τυφλός αστυνομικός είχε διαλέξει τα αιλουροειδή για να του κρατούν συντροφιά. Ήταν τα μόνα ζώα που μπορούσαν να ζουν μαζί του στο σκοτάδι. Έκλεισε τον άνεμο πίσω του. Μετά τη βουή περίμενε σιωπή. Αντίθετα, άκουσε έναν ηλεκτρονικό ήχο, διαπεραστικό και συγκεκομμένο, αρκετά κοντινό. Προχώρησε ακολουθώντας τον. Έπειτα από μερικά βήματα είδε ένα ασύρματο τηλέφωνο τοποθετημένο στη βάση του, δίπλα στο ψυγείο. Το σήμα ερχόταν από τη συσκευή: ειδοποιούσε ότι η μπαταρία του κόντευε να τελειώσει. Το ίδιο τηλέφωνο καλούσε μάταια, όταν είχε πάρει το νούμερο του Τζίνι από το σπίτι του Φεντερίκο Νόνι. Όμως δεν έφταιγαν τα επίμονα κουδουνίσματά του που είχε ξεφορτιστεί: κάποιος το είχε βγάλει από την πρίζα.
591/1081
Τι λόγο είχε ο Φίγκαρο να κόψει το ρεύμα στο σπίτι ενός τυφλού; «Τζίνι!» φώναξε ο Μάρκους. Μα δεν πήρε απάντηση. Συνέχισε λοιπόν στο διάδρομο που οδηγούσε στα άλλα δωμάτια. Αναγκάστηκε να πάρει το φακό για να προσανατολιστεί. Μόλις τον άναψε, είδε ότι μερικά έπιπλα του έκλειναν το δρόμο, λες και είχαν μετατοπιστεί καθώς κάποιος προσπαθούσε να ξεφύγει. Υπήρξε άραγε καταδίωξη; Προσπάθησε να αναπαραστήσει τα γεγονότα. Η τυφλότητα είχε ανοίξει τα μάτια του Πιέτρο Τζίνι: ο αστυνομικός είχε καταλάβει. Το ανώνυμο e-mail τον είχε βάλει στο σωστό δρόμο, ξυπνώντας του ίσως μια παλιά υποψία. Αυτός δεν είναι σαν εσένα. Το πτώμα της Βίλα Γκλόρι τού είχε προσφέρει την επιβεβαίωση. Έτσι, τηλεφώνησε στον Φεντερίκο Νόνι, ίσως
592/1081
ακολούθησε λογομαχία και ο αστυνομικός απείλησε να τον καταγγείλει. Αλλά γιατί δεν το έκανε και του έδωσε το χρόνο να έρθει να τον σκοτώσει; Σε εκείνο το σπίτι ο Τζίνι είχε προσπαθήσει να ξεφύγει, αλλά προφανώς ο Φεντερίκο -που ήταν πιο δυνατός, ως πρώην αθλητής, και κυρίως επειδή έβλεπε- δεν του άφησε περιθώρια. Ο Μάρκους ήξερε στα σίγουρα ότι σ’ εκείνο το χώρο κάποιος είχε πεθάνει. Ακολουθώντας τα γατιά, κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Ετοιμαζόταν να περάσει το κατώφλι, όταν παρατήρησε ότι τα ζώα έκαναν ένα άλμα για να μπουν. Έστρεψε το φακό προς τα κάτω και είδε κάτι να γυαλίζει λίγα εκατοστά πάνω από το δάπεδο. Μια νάιλον κλωστή ήταν τεντωμένη εκεί πέρα και μόνο τα γατιά μπορούσαν να τη δουν μες στο σκοτάδι.
593/1081
Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο γι’ αυτό το εμπόδιο. Περιορίστηκε να το περάσει και να μπει στο δωμάτιο. Ο άνεμος λυσσομανούσε έξω απ’ το σπίτι, αναζητώντας ένα πέρασμα για να μπει. Ο φακός πλανήθηκε στο δωμάτιο μετακινώντας τις σκιές που πήγαν να χωθούν κάτω από τα έπιπλα. Εκτός από μία. Αλλά δεν ήταν σκιά. Ήταν ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στο πάτωμα, μ’ ένα ψαλίδι στο ένα χέρι κι ένα άλλο μπηγμένο στο λαιμό του. Το ένα του μάγουλο ήταν βυθισμένο σε μια λίμνη [λαύρο αίμα. Ο Μάρκους έσκυψε πάνω από τον Φεντερίκο Νόνι, που τον κοιτούσε με ανέκφραστο βλέμμα, το στόμια του είχε συσπαστεί σε μια γκριμάτσα. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι πραγματικά είχε συμβεί μέσα σε εκείνους τους τοίχους. Ο Τζίνι -ένας άνθρωπος της δικαιοσύνηςείχε επιλέξει την εκδίκηση.
594/1081
Ο τυφλός ήταν αυτός που επέμεινε να συναντήσει ο Μάρκους την αστυνομικίνα. Έτσι, ενώ βρίσκονταν στο μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου, το εκμεταλλεύτηκε για να βάλει σε εφαρμογή το σχέδιό του. Τηλεφώνησε στον Φεντερίκο Νόνι και του είπε ότι ήξερε την αλήθεια. Αλλά ήταν, στην ουσία, μια πρόσκληση. Κι εκείνος τσίμπησε. Περιμένοντάς τον να έρθει, ετοίμασε τα εμπόδια και την πετονιά. Κόβοντας το ρεύμα, είχε εξισορροπήσει το μειονέκτημά του. Κανείς τους δεν θα μπορούσε να δει τον άλλον. Ο αστυνομικός είχε λειτουργήσει σαν αιλουροειδές. Και ο Φεντερίκο ήταν το ποντίκι που κυνηγούσε. Ο Τζίνι ήταν πιο μεγαλόσωμος και πιο ευέλικτος στο σκοτάδι. Ήξερε το χώρο, ήξερε πώς να κινηθεί. Στο τέλος, κατάφερε να επικρατήσει. Αφού τον έκανε να σκοντάψει,
595/1081
τον κάρφωσε με το ψαλίδι. Μια κανονική ανταπόδοση. Μια εκτέλεση. Ο Μάρκους απέμεινε για λίγο κοιτάζοντας το υπνωτιστικό βλέμμα του πτώματος. Είχε κάνει άλλο ένα λάθος. Για ακόμα μια φορά πρόσφερε την ψηφίδα που έλειπε σε μια εκδίκηση. Έκανε να γυρίσει πίσω, μα αντιλήφθηκε ότι οι γάτοι είχαν μαζευτεί μπροστά στην μπαλκονόπορτα που έβγαζε στο μικρό περιβόλι. Κάτι υπήρχε εκεί έξω. Ανοιξε την πόρτα και ο άνεμος όρμησε μέσα και ξεχύθηκε στο δωμάτιο. Τα γατιά πήγαν και μαζεύτηκαν γύρω από την ξαπλώστρα όπου ήταν ο Πιέτρο Τζίνι, όπως την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει. Ο Μάρκους έστρεψε το φακό στα αδειανά του μάτια. Δεν φορούσε τα μαύρα του γυαλιά και είχε μια έκφραση παραίτησης στο
596/1081
πρόσωπό του. Ακουμπούσε το ένα χέρι στα γόνατά του και στην παλάμη του έσφιγγε ακόμη το πιστόλι με το οποίο είχε αυτοπυροβοληθεί στο στόμα. Θα έπρεπε να νευριάσει με τον Τζίνι. Ουσιαστικά τον είχε Χρησιμοποιήσει και, κυρίως, τον είχε παραπλανήσει. Ο νεαρός αυτός, ο Φεντερίκο Νόνι, υπέφερε ήδη αρκετά. Πριν από χρόνια έμεινε ανάπηρος στα πόδια - κι έτυχε να συμβει σ’αυτόν που ήταν αθλητής. Αν σου τύχει να τυφλωθείς στη δική μου ηλικία, μπορεί και να το δεχτείς. Μετά σκότωσαν απάνθρωπα την αδελφή του, ουσιαστικά μπροστά στα μάτια του. Μπορείς να συλλάβεις έστω και την ιδέα αυτού του πράγματος; Σκέψου πόσο ανίκανος θα πρέπει να ένιωσε. Ποιος ξέρει πόσα αισθήματα ενοχής τρέφει, ακόμα κι αν δεν έκανε τίποτα κακό. Ο αστυνομικός θα μπορούσε να καταγγείλει τον Φεντερίκο Νόνι, να αποκαταστήσει την αλήθεια και να απελευθερώσει έναν αθώο
597/1081
κρατούμενο από τη Ρετζίνα Κοέλι. Όμως ο Τζίνι ήταν πεπεισμένος ότι ο Νικόλα Κόστα είχε φτάσει στο σημείο να κάνει το «μεγάλο άλμα» όταν τον συνέλαβαν. Δεν ήταν απλώς μυθομανής, αλλά και ένας επικίνδυνος ψυχοπαθής. Η προσοχή που συγκέντρωσε μετά τη σύλληψή του κατεύνασε τα ένστικτά του. Όμως, στη ουσία, ήταν απλώς ένα καταπραϋντικό. Μέσα του υπήρχαν πολλαπλές προσωπικότητες. Η ναρκισσιστική πλευρά του δεν θα επικρατούσε για πολύ πάνω στην αιμοδιψή. Κι έπειτα, για τον Τζίνι ήταν και ζήτημα περηφάνιας. Ο Φεντερίκο Νόνι τον είχε κοροϊδέψει, φέρνοντας στην επιφάνεια μια αδυναμία του. Εξαιτίας της επικείμενης τύφλωσής του, ο αστυνομικός είχε νιώσει αλληλέγγυος με το νεαρό. Η ίδια του η συμπόνια τον εξαπάτησε, ενώ ο πρώτος κανόνας κάθε μπάτσου είναι να μην πιστεύεις ποτέ κανέναν.
598/1081
Επιπλέον, ο Φεντερίκο είχε διαπράξει το πιο στυγερό έγκλημα σκοτώνοντας την αδελφή του. Ποιο πλάσμα δολοφονεί αυτούς που αγαπά; Ο νεαρός δεν σταματούσε μπροστά σε τίποτα. Γι’ αυτό, σύμφωνα με το νόμο του Τζίνι, του άξιζε να πεθάνει. Ο Μάρκους έκλεισε την μπαλκονόπορτα σαν αυλαία σε εκείνο το θέαμα. Μες στο γραφείο εντόπισε αμέσως το κομπιούτερ με την οθόνη Μπράιγ. Αν και είχε κοπεί το ρεύμα, ήταν αναμμένο. Είχε δικό του UPS. Ήταν ένα σημάδι. Η συνθετική φωνή τούς είχε χρησιμέψει εκείνο το απόγευμα για να ακούσουν το περιεχόμενο του ανώνυμου e-mail που είχε πάρει μια μέρα νωρίτερα ο Πιέτρο Τζίνι. Μα ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι υπήρχαν χι άλλα σε αυτό το μήνυμα και ότι ο αστυνομικός το διέκοψε προτού το κομπιούτερ αποκαλύψει τα υπόλοιπα.
599/1081
Γι’ αυτό, μόλις εντόπισε το κατάλληλο πλήκτρο, ο Μάρκους ενεργοποίησε ξανά τη συσκευή. Η ψυχρή και απρόσωπη ηλεκτρονική φωνή άρχισε να εκφωνεί μυστηριώδεις λέξεις, που όμως τώρα ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσει. «αυ-τός-δεν-εί-ναι-σαν-ε-σέ-να... ψά-ξεστο-πά-ρ-κο-της-βί-λα-γκλό-ρι». Λυτό ήταν το κομμάτι που ήξερε. Και, όπως είχε προβλέ-ψει, ήρθε και η συνέχεια. «ο-νε-α-ρός-σε-ξε-γέ-λα-σε... σύ-ντο-μα-θαέ-χεις-έ-ναν-ε-πι-σκέ-πτη». Το δεύτερο κομμάτι αναφερόταν άμεσα στον Φεντερίκο Νόνι και έμμεσα στον Μάρκους, προαναγγέλλοντας στον Τζίνι την επίσκεψή του. Όμως αυτό που τον ξάφνιασε ήταν η τελευταία στροφή του ηλεκτρονικού... τραγουδιού. «συ-νέ-βη-ή-δη... και-θα-ξα-να-συμ-βεί... c.g. 925-31-073».
600/1081
Εξαιτίας του προφητικού χαρακτήρα της συνέβη ήδη και θα ξανασυμβεί-, εξαιτίας του κωδικού που αναφερόταν σε μια άλλη περίπτωση αδικίας -925-31-073-, αλλά κυρίως για τα δύο γράμματα που προηγούνταν της ακολουθίας των αριθμών. Culpa gravis. Τώρα ο Μάρκους ήξερε - Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν τα πάντα: στον τόπο των σκιών, όπου όλα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασκίζονται εκείνο το όριο. Μα κάθε τόσο κάτι καταφέρνει να περάσει... Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι. Αυτός που έφερνε σε επαφή τα θύματα με τους δημίους ήταν ένας πνευματικός, όπως ο ίδιος.
601/1081
[1] ΣτΕ: Penitenziere στο πρωτότυπο. Πρόκειται για καθολικό ιερέα, ο οποίος ασκεί το λειτούργημά του σε καθεδρικούς ναούς και είναι εξουσιοδοτημένος να εξομολογεί ακόμα και σε ειδικές περιπτώσεις, που κανονικά δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία ενός απλού ιερέα. [?] [2] ΣτΕ: Οπαδοί του υπερσυντηρητικού Γάλλου αρχιεπισκόπου Μαρσέλ Φρανσουά Λεφέβρ (1905-1991). Η αντίθεσή του στις προοδευτικές αποφάσεις της Β' Βατικανής Συνόδου οδήγησε τελικά <ηον αφορισμό του από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β' το 1988. [?]
Ένα χρόνο νωρίτερα
Κίεβο
«Το μεγάλο όνειρο τελείωσε όταν ανταλλάξαμε την ακεραιότητά μας για λίγη συναίνεση, όταν πήγαμε να κοιμηθούμε με μια ελπίδα και ξυπνήσαμε με μια πουτάνα της οποίας το όνομα δεν θυμόμασταν καν». Ο γιατρός Νοριένκο είχε συνοψίσει μέσα σε εκείνη τη φράση την Περεστρόικα, την Πτώση του Τείχους, την κατάτμηση των δημοκρατιών και, τέλος, τη γενιά των πλούσιων κυρίαρχων του πετρελαίου και του αερίου: τη νέα αδιαμφισβήτητη ολιγαρχία της οικονομίας και της πολιτικής. Με λίγα λόγια, είκοσι χρόνια σοβιετικής Ιστορίας.
604/1081
«Και κοιτάξτε εδώ..,» είπε χτυπώντας το δάχτυλο στην πρώτη σελίδα της Χαρκόβσκι Κούριερ. «Όλα διαλύονται και αυτοί τι λένε; Τίποτα. Λοιπόν, σε τι μας χρησίμεψε η ελευθερία;» Ο Νικολάι Νοριένκο έριξε μια λοξή ματιά στον επισκέπτη του που κουνούσε το κεφάλι, έδειχνε να ενδιαφέρεται, αλλά να μη συμμερίζεται ολότελα αυτό το κατάφωρο κατηγορητήριο, όπως θα ήθελε ο ψυχολόγος. Έπειτα κοίταξε το δεμένο χέρι του. «Είπατε ότι είστε Αμερικανός, δόκτωρ Φόστερ;» «Στην πραγματικότητα, είμαι Άγγλος», απάντησε ο κυνηγός, προσπαθώντας να αποσπάσει την προσοχή του άλλου από την πληγή που του είχε προκαλέσει το δάγκωμα της νεαρής Ανχελίνα στο ψυχιατρείο της Πόλης του Μεξικού. Το γραφείο στο οποίο βρίσκονταν ήταν στο δεύτερο όροφο του διοικητικού κτιρίου του Κέντρου Βοήθειας για το Παιδί στα δυτικά του
605/1081
Κιέβου. Από μια μεγάλη τζαμαρία απολάμβανες τη θέα ενός δάσους με σημύδες στα χρώματα ενός πρόωρου φθινοπώρου. Στην επίπλωση κυριαρχούσε η φορμάικα: τα πάντα ήταν επενδυμένα, από το γραφείο ως τους τοίχους. Σε έναν απ’ αυτούς διακρίνονταν ακόμα τρεις ορθογώνιες σκιές δίπλα-δίπλα. Εκεί θα πρέπει να βρίσκονταν κάποτε τα πορτρέτα του Λένιν και του Στάλιν -των πατέρων της πατρίδας-, καθώς και του εκάστοτε γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ. Στο δωμάτιο επικρατούσε η μπόχα από τα τσιγάρα, το τασάκι μπροστά στον Νοριένκο ήταν γεμάτο γόπες. Αν και είχε μόλις περάσει τα πενήντα, η ασθενική του όψη και ο άσχημος βήχας που διέκοπτε τις φράσεις του τον έκαναν να μοιάζει πολύ μεγαλύτερος. Εκτός από το κρυολόγημα, σιγόβραζε μέσα του ένα μείγμα οργής και ταπείνωσης. Η κορνίζα χωρίς φωτογραφία πάνω σε ένα τραπεζάκι και οι κουβέρτες που ήταν διπλωμένες στην άκρη
606/1081
ενός δερμάτινου καναπέ σε οδηγούσαν συνειρμικά σε ένα γάμο με κακή κατάληξη. Την εποχή του καθεστώτος θα πρέπει να υπήρξε αξιοσέβαστος άνθρωπος. Τώρα ήταν η μελαγχολική παρωδία ενός κρατικού υπαλλήλου με μισθό οδοκαθαριστή. Ο ψυχολόγος πήρε το χαρτί με τις ψεύτικες συστάσεις που του είχε δείξει ο κυνηγός λίγο νωρίτερα όταν συστήθηκαν, και το κοίταξε ξανά. «Εδώ λέει ότι είστε αρχισυντάκτης του περιοδικού ιατροδικαστικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Είναι αξιοσημείωτο επίτευγμα για την ηλικία σας, δόκτωρ Φόστερ, συγχαρητήρια». Ο κυνηγός ήξερε ότι αυτή η λεπτομέρεια θα τραβούσε την προσοχή του, ήθελε να κεντρίσει το πληγωμένο εγώ του Νοριένκο και τα κατάφερε. Εκείνος άφησε ικανοποιημένος το χαρτί, «ξέρετε, είναι παράξενο... Κανείς έως
607/1081
σήμερα δεν ήρθε να με ρωτήσει για τον Ντίμα». Είχε φτάσει στον Νοριένκο χάρη στη γιατρό Φλορίντα Βαλντές, που του είχε δείξει στην Πόλη του Μεξικού ένα άρθρο που είχε δημοσιευτεί σε ένα μικρής κυκλοφορίας περιοδικό ψυχολογίας. Ασχολούνταν με την υπόθεση ενός παιδιού: του Ντιμίτρι Καρολίζιν - του Ντίμα. Ίσως ο Ουκρανός ψυχολόγος να ήλπιζε ότι εκείνη η μελέτη θα του άνοιγε τις πόρτες για μια νέα καριέρα, ενώ γύρω του όλα κατέρρεαν ανελέητα. Μα δεν έγινε έτσι. Η συγκεκριμένη ιστορία έμεινε θαμμένη μαζί με προσδοκίες και φιλοδοξίες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ήταν ώρα να ανασυρθεί και πάλι στην επιφάνεια. «Πείτε μου, δόκτωρ Νοριένκο, εσείς γνωρίσατε προσωπικά τον Ντίμα;» «Ασφαλώς». Ο ψυχολόγος ένωσε τις άκρες των δαχτύλων του σαν πυραμίδα και ύψωσε το
608/1081
βλέμμα αναζητώντας αναμνήσεις. «Στην αρχή έμοιαζε ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα, ίσως πιο έξυπνο, αλλά πολύ σιωπηλό». «Ποια χρονιά ήταν;» «Άνοιξη του 1986. Την εποχή εκείνη εδώ στο Κέντρο ήμασταν πρωτοπόροι σε θέματα παιδικής εκπαίδευσης στην Ουκρανία, και ίσως σε όλη τη Σοβιετική Ένωση», κοκορεύτηκε ο Νοριένκο. «Εξασφαλίζαμε ένα βέβαιο μέλλον στά παιδιά που είχαν μείνει μόνα στον κόσμο, δεν περιοριζόμασταν απλώς να τα συντηρούμε, όπως συνέβαινε στα ορφανοτροφεία της Δύσης». «Όλοι γνώριζαν τις μεθόδους σας, αποτελούσατε πρότυπο». Ο Νοριένκο έχαψε ικανοποιημένος την κολακεία. «Μετά την καταστροφή του Τσερνόμπιλ, η κυβέρνηση του Κιέβου μάς ζήτησε να αναλάβουμε παιδιά των οποίων οι γονείς είχαν αρρωστήσει επειδή εκτέθηκαν στην ακτινοβολία. Ήταν πολύ πιθανό να
609/1081
ανέπτυσσαν κι αυτά παθολογικές καταστάσεις. Στόχος μας ήταν να τα βοηθήσουμε προσωρινά και να βρούμε συγγενείς που θα μπορούσαν να τα αναλάβουν». «Ο Ντίμα ήρθε μαζί τους;» «Έξι μήνες μετά το ατύχημα, αν θυμάμαι καλά. Ήταν από το Πριπιάτ. Η πόλη βρισκόταν στη ζώνη που αποκλείστηκε γύρω από τον κεντρικό σταθμό και εκκενώθηκε. Ήταν οχτώ χρονών». «Έμεινε πολύ μαζί σας;» «Είκοσι έναν μήνες». Ο Νοριένκο έκανε μια παύση, ζάρωσε το μέτωπό του και μετά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε σε μια αρχειοθήκη. Έπειτα από μια σύντομη έρευνα, επέστρεψε στο γραφείο με ένα ντοσιέ με μπεζ εξώφυλλο. Άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Όπως όλα τα παιδιά του Πριπιάτ, ο Ντιμίτρι Καρολίζιν υπέφερε από νυχτερινή ενούρηση και μεταπτώσεις της διάθεσης, συνέπειες του
610/1081
σοκ και της αναγκαστικής απομάκρυνσης. Για το λόγο αυτό τον παρακολουθούσε μια ομάδα ψυχολόγων. Κατά τη διάρκεια των συνεδριών μιλούσε για την οικογένειά του: για τη μητέρα του την Άνια, νοικοκυρά, και τον πατέρα του τον Κονσταντίν, που δούλευε τεχνικός στον κεντρικό πυρηνικό σταθμό. Περιέγραφε στιγμές της κοινής ζωής τους... με λεπτομέρειες που στη συνέχεια θα αποδεικνύονταν σωστές». Φρόντισε να υπογραμμίσει την τελευταία φράση. «Τι συνέβη;» Προτού απαντήσει, ο Νοριένκο πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο που είχε στην τσέπη του πουκαμίσου του και το άναψε. «Ο Ντίμα είχε μόνον έναν εν ζωή συγγενή, έναν αδελφό του πατέρα του: τον Όλεγκ Καρολίζιν. Ύστερα από έρευνες καταφέραμε να τον εντοπίσουμε στον Καναδά: ο άνθρωπος χάρηκε που θα μπορούσε να φροντίσει τον ανιψιό του. Ήξερε τον Ντίμα μόνον από τις
611/1081
φωτογραφίες που του είχε στείλει ο Κονσταντίν. Έτσι, όταν του στείλαμε μια πρόσφατη φωτογραφία για να κάνει την αναγνώριση, δεν φανταζόμασταν ποτέ τι θα συνέβαινε. Για εμάς ήταν απλώς κάτι τυπικό». «Όμως ο Όλεγκ ισχυρίστηκε ότι το παιδί δεν ήταν ο ανιψιός του». «Πράγματι... Ωστόσο ο Ντίμα, παρ’ ολο που δεν τον ειχε συναντήσει ποτέ, ήξερε πολλά πράγματα για το θείο του, ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια με τον πατέρα του, και θυμόταν τα δώρα που του έστελνε κάθε χρόνο για τα γενεθλια του». «Και τότε τι σκεφτήκατε;» «Αρχικά ότι ο Όλεγκ είχε αλλάξει γνώμη και δεν ήθελε πια να αναλάβει τον Ντίμα. Όταν όμως μας έστειλε για απόδειξη τις φωτογραφίες του παιδιού που είχε λάβει όλα εκείνα τα χρόνια από τον αδελφό του, μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα... Είχαμε να κάνουμε με ένα διαφορετικό άτομο».
612/1081
Μια αμήχανη σιωπή απλώθηκε για λίγο στο δωμάτιο. Ο Νοριένκο διερεύνησε την ατάραχη έκφραση του συνομιλητή του για να καταλάβει αν τον θεωρούσε τρελό. Ευτυχώς, εκείνος μίλησε. «Δεν το είχατε καταλάβει νωρίτερα...» «Δεν υπήρχαν φωτογραφίες του Ντίμα πριν από την άφιξή του στο Κέντρο», του τόνισε ο ψυχολόγος, υψώνοντας τα μπράτσα. «Ο πληθυσμός του Πριπιάτ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει άρον-άρον τα σπίτια του, παίρνοντας μαζί μόνο τα απαραίτητα. Το παιδί ήρθε σ’ εμάς μόνο με τα ρούχα που φορούσε». «Και μετά;» Ο Νοριένκο τράβηξε μια γερή ρουφηξιά καπνού. «Τπήρχε μονο μία εξήγηση: εκείνο το παιδί που ήρθε από το πουθενά ειχε πάρει τη θέση του αληθινού Ντίμα. Μα δεν ήταν μόνο αυτο... Δεν επρόκειτο για μια απλή αλλαγή προσώπων».
613/1081
Τα μάτια του κυνηγού έλαμψαν και μια αστραπή πέρασε από το βλέμμα του Νοριένκο. Θα στοιχημάτιζε ότι ήταν φόβος. «Αυτα τα δυο παιδιά δεν ήταν απλώς “παρόμοια”», διευκρίνισε ο ψυχολόγος. «Ο πραγματικός Ντίμα ήταν μύωπας, το ίδιο κι ο άλλος. Έπασχαν και οι δύο από δυσανεξία στη λακτόζη. Ο Όλεγκ μάς είπε ότι ο ανιψιός του είχε ελαττωματική ακοή στο δεξί αυτί εξαιτίας μιας παραμελημένης ωτίτιδας. Υποβάλαμε και το δικό μας παιδί σε τεστ ακοής, χωρίς να του γνωστοποιήσουμε αυτή τη λεπτομέρεια. Είχε το ίδιο ελάττωμα στην ακοή». «Μπορεί να υποκρινόταν, ουσιαστικά τα τεστ ακοής βασίζονται στις απαντήσεις που δίνει αυθόρμητα ο ασθενής. Ίσως ο Ντίμα σας να ήξερε». «Ίσως...» Η υπόλοιπη φράση σβήστηκε στα χείλη του Νοριένκο, βρισκόταν σε αμηχανία.
614/1081
«Ένα μήνα μετά την ανακάλυψή μας, ο μικρός εξαφανίστηκε». «Το έσκασε;» «Θα έλεγα ότι... χάθηκε». Ο ψυχολόγος συνοφρυώθηκε. «Τον αναζητούσαμε επί εβδομάδες, με τη βοήθεια της αστυνομίας». «Και ο αληθινός Ντίμα;» «Κανένα ίχνος του, όπως εξάλλου και των γονιών του: ξέραμε απλώς ότι ήταν νεκροί, επειδή μας το είχε πει ο δικός μας Ντίμα. Μέσα στο χάος εκείνων των μηνών ήταν αδύνατο να επαληθεύσεις μια πληροφορία: όλα όσα αφορούσαν το Τσερνόμπιλ αποσιωπούνταν, ακόμα και η πιο κοινότοπη είδηση». «Κι αμέσως μετά γράψατε το άρθρο γι’ αυτήν την ιστορία». «Αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία». Ο Νοριένκο κούνησε πικρά το κεφάλι του, αποτραβώντας το βλέμμα από το συνομιλητή του, σαν να ντρεπόταν για τον εαυτό του.
615/1081
Έπειτα, φάνηκε να ξαναβρίσκει την αποφασιστικότητά του και είπε: «Εκείνο το παιδί δεν προσπαθούσε απλώς να περάσει για κάποιος άλλος, πιστέψτε με: στην ηλικία αυτή ο εγκέφαλος δεν είναι ακόμα σε θέση να κατασκευάσει ένα τόσο συγκρότημά νο ψέμα. Όχι, μες στην ψυχή του ήταν στ αλήθεια ο Ντίμα»· «Όταν εξαφανίστηκε, πήρε μαζί του τίποτα;» «Όχι, μα άφησε κάτι...» Ο Νοριένκο έσκυψε για να ανοίξει ένα από τα συρτάρια του γραφείου. Λφού έψαξε λίγο, έβγαλε ένα κουκλάκι και το ακούμπησε στο τραπέζι μπροστά στο φιλοξενούμενο του. Ένα πάνινο κουνελάκι. Ήταν γαλάζιο, βρόμικο και ταλαιπωρημένο. Κάποιος του είχε μπαλώσει την ουρά και του έλειπε ένα μάτι. Χαμογελούσε μακάρια και επίβουλα.
616/1081
0 κυνηγός το περιεργάστηκε. «Δεν μου φαίνεται και καμιά σπουδαία ένδειξη». «Συμφωνώ μαζί σας, δόκτωρ Φόστερ», παραδέχτηκε ο Νοριένκο και τα μάτια του έλαμψαν σαν να έκρυβε έναν άσο στο μανίκι. «Αλλά δεν ξέρετε πού το βρήκαμε». Αφού διέσχισαν μια γωνιά του πάρκου ενώ ήδη σκοτείνιαζε, ο Νοριένκο τον οδήγησε στο εσωτερικό ενός άλλου κτιρίου του Κέντρου. «Κάποτε εδώ βρίσκονταν οι κεντρικοί κοιτώνες». Δεν κατευθύνθηκαν προς τους επάνω ορόφους, αλλά προς το υπόγειο. Ο Νοριένκο ανέβασε μια σειρά διακόπτες: τα νέον φώτισαν έναν τεράστιο χώρο. Οι τοίχοι ήταν σκούροι από την υγρασία και από το ταβάνι περνούσαν σωληνώσεις κάθε διάστασης, πολλές από τις οποίες χαλασμένες και επιδιορθωμένες όπως-όπως. «Αίγο καιρό μετά την εξαφάνιση του παιδιού, μια καθαρίστρια ανακάλυψε κάτι».
617/1081
Δεν έλεγε κουβέντα παραπάνω, λες και περίμενε να απολαύσει την έκπληξη του νεότερου συναδέλφου του μόλις θα έφταναν εκεί. «Θέλησα να διατηρήσω αυτό το μέρος όπως το βρήκαμε. Μη με ρωτάτε γιατί, απλώς σκέφτηκα ότι μια μέρα θα μας χρησίμευε για να καταλάβουμε, Κι έπειτα, εδώ κάτω δεν έρχεται ποτέ κανείς». Πέρασαν από έναν ψηλό και στενό διάδρομο με ατσάλινες πόρτες, από όπου ερχόταν το υπόκωφο βουητό από τους λέβητες. Ύστερα έφτασαν σε μια δεύτερη αίθουσα, που τη χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη για τα παλιά έπιπλα: κρεβάτια και στρώματα που σάπιζαν αργά. Ο Νοριένκο άνοιξε χώρο και προσκάλεσε το συνάδελφό του να κάνει το ίδιο. «Σχεδόν φτάσαμε», ανήγγειλε. Έστριψαν στη γωνία και βρέθηκαν σε ένα στενό και κακοαερισμένο χώρο κάτω από τη σκάλα. Ήταν σκοτάδι, όμως ο Νοριένκο
618/1081
φρόντισε να ρίξει φως με τον αναπτήρα πετρελαίου που είχε για να ανάβει τα τσιγάρα του. Μες στο κεχριμπαρένιο φως εκείνης της φλόγας ο καλεσμένος του έκανε ένα βήμα μπροστά, μην πιστεύοντας αυτό που αντίκριζαν τα μάτια του. Έμοιαζε με γιγάντια φωλιά εντόμου. Ο κυνηγός ένιωσε να ανατριχιάζει, μα στη συνέχεια, πλησιάζοντας, διέκρινε την πυκνή δομή από μικρά κομμάτια ξύλου που ενώνονταν με πολύχρωμα κουρελάκια, σκοινιά, καρφίτσες και πινέζες, εφημερίδες μουλιασμένες σε νερό και χρησιμοποιημένες σαν συνδετικό υλικό. Όλα ήταν συναρμολογημένα με μεγάλη σχολαστικότητα. Ήταν το αυτοσχέδιο καταφύγιο ενός παιδιού. Κι ο ίδιος είχε φτιάξει παρόμοια όταν ήταν μικρός. Μα σε αυτό υπήρχε κάτι διαφορετικό.
619/1081
«Το κουκλάκι βρισκόταν εδώ μέσα», είπε ο Νοριένκο και είδε τον επισκέπτη του να σκύβει προς το στενό άνοιγμα και να αγγίζει κάτι στο δάπεδο. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και τον έπιασε να εξετάζει ένα μικρό κύκλο από σκούρες κηλίδες. Για τον κυνηγό ήταν μια συνταρακτική αποκάλυψη. Ξερό αίμα. Το ίδιο στοιχείο που είχε βρει και στο Παρίσι, στο σπίτι του Ζαν Ντουέ. Ο ψεύτικος Ντίμα ήταν ο τρανσφορμιστής. Ωστόσο, δεν έπρεπε να δείξει υπερβολικό ενθουσιασμό κι έτσι ρώτησε αόριστα: «Κι έχετε καμιά ιδέα για την προέλευση αυτών των κηλίδων;» «Ειλικρινά, όχι...» «Σας πειράζει να πάρω ένα δείγμα;» «Παρακαλώ». «Και θα ήθελα και το πάνινο κουνελάκι, μπορεί να συνδέεται με το παρελθόν του ψεύτικου Ντίμα».
620/1081
Ο Νοριένκο δίστασε. Προσπαθούσε να καταλάβει αν ο συνάδελφός του ενδιαφερόταν πράγματι για την ιστορία - ίσως να ήταν η τελευταία ευκαιρία του να ξαναδώσει νόημα στην ύπαρξή του. «Θεωρώ ότι η υπόθεση συνεχίζει να έχει επιστημονική αξία, θα άξιζε τον κόπο να εμβαθύνουμε», πρόσθεσε ο κυνηγός για να τον πείσει. Σε εκείνα τα λόγια στα μάτια του ψυχολόγου έλ,αμψε μια ειλικρινής ελπίδα, αλλά και μια βουβή έκκληση βοήθειας. «Τότε τι λίτε; Μπορούμε να γράψουμε ένα καινούργιο άρθρο, πιθανόν εμείς οι δυο μαζί;» Εκείνη τη στιγμή ο Νοριένκο δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί ότι μάλλον θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του σε εκείνο το ίδρυμα. Ο κυνηγός γύρισε και του χαμογέλασε. «Φυσικά, δόκτωρ Νοριένκο. Απόψε κιόλας επιστρέφω στην Αγγλία και θα έχετε νέα μου το συντομότερο».
621/1081
Στην πραγματικότητα, είχε κατά νου έναν άλλο προορισμό. Θα πήγαινε εκεί που άρχισαν όλα. Στο Πριπιάτ, στα ίχνη του Ντίμα.
Δύο μέρες νωρίτερα
6:33 Ο νεκρός είπε: «Όχι». Εκείνη η λέξη έμεινε μετέωρη ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο. Ερχόταν από το παρελθόν, αλλά κατάφερε να ξεγλιστρήσει στο παρόν μια στιγμή προτού η πόρτα που συνέδεε τους δύο κόσμους ξανακλείσει και ο Μάρκους ξυπνήσει για τα καλά. Είχε προφέρει εκείνη την άρνηση με σταθερότητα, αλλά και φόβο μπροστά στην απαθή κάννη ενός πιστολιού' ξέροντας ήδη ότι δεν θα χρησίμευε σε τίποτα. Όπως κάνουν όλοι όσοι γίνονται στόχος. Αυτή η λέξη είναι το
624/1081
τελευταίο, μάταιο φράγμα απέναντι στο αναπόφευκτο. Η έκκληση κάποιου που ξέρει ότι δεν έχει πια γλιτωμό. Ο Μάρκους δεν αναζήτησε αμέσως το μαρκαδόρο με τον οποίο κατέγραφε τα θραύσματα του ονείρου στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι του. Έμεινε σκεπτικός -με την καρδιά να βροντάει στο στήθος του και την ανάσα κομμένη-, γιατί τούτη τη φορά δεν θα ξεχνούσε αυτό που είχε δει. Είχε ακόμα ολοκάθαρη μπροστά στα μάτια του την εικόνα του ανθρώπου χωρίς πρόσωπο που είχε πυροβολήσει αυτόν και τον Ντέβοκ. Στις προηγούμενες εκδοχές του ονείρου ήταν μια σκιά από ατμό, η οποία εξαφανιζόταν κάθε φορά που προσπαθούσε να τη διακρίνει. Μα τώρα γνώριζε μια σημαντική λεπτομέρεια για το δολοφόνο. Είχε δει το χέρι με το οποίο έσφιγγε το πιστόλι. Ήταν αριστερόχειρας.
625/1081
Δεν ήταν πολύ, αλλά για τον Μάρκους αποτελούσε μιαν ελπίδα. Ίσως μια μέρα να περνούσε πέρα από αυτό το τεντωμένο μπράτσο και να κοιτούσε στα μάτια τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει να περιπλανιέται μες στον εαυτό του, αναζητώντας την ταυτότητά του. Γιατί το μόνο που του απέμενε ήταν η συνείδηση ότι ήταν ζωντανός. Τίποτα περισσότερο. Ξανασκέφτηκε τον Φεντερίκο Νόνι και τα σχέδια στο τετράδιο που είχε βρει στο σπίτι του. Εξιστορούσαν τη γέννηση ενός τέρατος. Το γεγονός ότι οι βίαιες φαντασιώσεις ανάγονταν στην παιδική ηλικία τον τάραζε. Μες στο κουβάρι που προσπαθούσε να ξεμπλέξει, υπήρχε το κόκκινο νήμα μιας αμφιβολίας. Καλός ή κακός, επίβουλος ή σπλαχνικός γεννιέσαι ή γίνεσαι; Πώς μπορούσε η καρδιά ενός παιδιού να καλλιεργεί τόσο ξεκάθαρα το κακό;
626/1081
Κάποιος θα μπορούσε να αποδώσει την ευθύνη σε μια σειρά γεγονότων που είχαν σημαδέψει την ψυχή του Φεντερίκο, όπως η εγκατάλειψη από τη μητέρα ή ο πρόωρος θάνατος του πατέρα. Μα ήταν μια ανεπαρκής και απλουστευτική εξήγηση. Πολλά παιδιά ζούσαν χειρότερα δράματα, αλλά δεν γίνονταν δολοφόνοι όταν μεγάλωναν. Επιπλέον, ο Μάρκους ήξερε ότι αυτό το ερώτημα τον αφορούσε άμεσα. Η αμνησία είχε ακυρώσει τις αναμνήσεις του, όχι το παρελθόν του. Τι είχε συμβεί πριν από εκείνη τη στιγμή; Το τετράδιο του Φεντερίκο ίσως να έκρυβε την αναλαμπή μιας απάντησης. Σε κάθε άτομο υπάρχει κάτι έμφυτο, που πάει πέρα από τη συνείδηση του εαυτού μας, της εμπειρίας που συσσωρεύουμε και της ανατροφής που παίρνουμε· μια σπίθα που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο περισσότερο από το όνομα ή το παρουσιαστικό του.
627/1081
Σε ένα από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του διδάχτηκε να μην ξεγελιέται από την εμφάνιση. Ο Κλεμέντε τον είχε βάλει να εξετάσει την υπόθεση του Τεντ Μπάντι, του κατά συρροήν δολοφόνου με την όψη καλού παιδιού. Είχε κοπέλα και οι φίλοι του τον περιέγραφαν ως άνθρωπο ευπροσήγορο και γενναιόδωρο. Ωστόσο, σκότωσε είκοσι οκτώ φορές. Όμως προτού αναγνωριστεί ως ανελέητος δολοφόνος, ο Μπάντι είχε βραβευτεί με μετάλλιο επειδή έσωσε ένα κοριτσάκι που πνιγόταν σε μια λίμνη. Βρισκόμαστε πάντα σε μάχη, σκέφτηκε ο Μάρκους. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή της ομάδας με την οποία συμπαρατασσόμαστε δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη. Και ότι, στο τέλος, ο μοναδικός κριτής είναι ο άνθρωπος, ο οποίος αποφασίζει κάθε φορά να ακολουθήσει τη σπίθα του, θετική ή αρνητική, ή να την αγνοήσει.
628/1081
Αυτό ίσχυε για τους ενόχους, αλλά και για τα θύματα. Από αυτή την άποψη, οι τελευταίες τρεις μέρες ήταν πολύ διδακτικές. Η Μόνικα -η αδελφή μίας από τις κοπέλες που είχε σκοτώσει ο Τζερεμάια Σμιθ-, ο Ραφαέλε Αλτιέρι και ο Πιέτρο Τζίνι είχαν βρεθεί μπροστά σε ένα σταυροδρόμι και είχαν κάνει την επιλογή τους. Τους προσφέρθηκε η αλήθεια, αλλά και η ευκαιρία να αποφασίσουν ανάμεσα στη συγχώρεση και την εκδίκηση. Η Μόνικα είχε επιλέξει την πρώτη, οι άλλοι δύο είχαν προτιμήσει τη δεύτερη. Κι έπειτα, ήταν και η αστυνομικίνα που ερευνούσε ποιος είχε σκοτώσει τον άντρα της. Τι ζητούσε, μια λυτρωτική αλήθεια ή την ευκαιρία να επιβάλει μια τιμωρία; Ο Μάρκους δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα του Ντέιβιντ Λεόνι που, σύμφωνα με τη γυναίκα του, είχε δολοφονηθεί ενώ έκανε έρευνα για τους πνευματικούς. Είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει
629/1081
να λύσει το μυστήριο. Γιατί το έκανε; Φοβόταν ότι θα επέλεγε κι αυτή το μοτίβο της εκδίκησης, αν και δεν ήξερε ακόμα πώς. Ήταν ένας τρόπος για να κερδίσει χρόνο. Κι επίσης ένιωθε ότι κάτι τη συνέδεε με τα υπόλοιπα. Όλα τα εμπλεκόμενα έως αυτή τη στιγμή πρόσωπα είχαν υποστεί μια αδικία που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους. Το κακό δεν είχε περιοριστεί μόνο να τα χτυπήσει, αλλά στο πέρασμά του είχε σπείρει μια σοδειά. Σε μερικές περιπτώσεις είχε βγάλει ρίζες μολύνοντας την ύπαρξή τους. Σαν σιωπηλό παράσιτο, το κακό αναπτύχθηκε δημιουργώντας μεταστάσεις μίσους και οργής, αλλοιώνοντας τον ξενιστή του. Έτσι ολοκλήρωνε τη μεταμόρφωση. Άτομα που δεν είχαν διανοηθεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να αφαιρέσουν τη ζωή ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος πλήττονταν από ένα βίαιο πένθος, κι αυτό με τον καιρό τούς μετέτρεπε με τη σειρά τους σε χορηγούς θανάτου.
630/1081
Ένα κομμάτι του Μάρκους όμως δεν μπορούσε να καταδικάσει αυτούς που, αντί να ικανοποιηθούν με την αλήθεια και να προχωρήσουν, επέλεξαν να επιβάλουν μια τιμωρία. Γιατί και ο ίδιος είχε πολλά κοινά με αυτούς τους ανθρώπους. Στράφηκε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι και ξαναδιάβασε τις τελευταίες δύο σημειώσεις του από τις λεπτομέρειες της σκηνής στο ξενοδοχείο της Πράγας. «Σπασμένα τζάμια». «Τρεις πυροβολισμοί». Κι έπειτα πρόσθεσε: «Αριστερόχειρας». Τι θα έκανε αν έβρισκε μπροστά του το δολοφόνο του Ντέβοκ, τον άνθρωπο που προσπάθησε να τον σκοτώσει και του στέρησε τη μνήμη; Δεν πίστευε ότι ήταν δίκαιος. Μπορείς να συγχωρήσεις όποιον δεν έχει πληρώσει για τα κρίματά του; Γι’ αυτό δεν του έκανε καρδιά να καταδικάσει αυτόν που, για να επανορθώσει μια αδικία, σπιλώνεται με τη σειρά του από ένα έγκλημα.
631/1081
Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν λάβει μια τεράστια εξουσία. Και αυτός που τους την έδωσε ήταν ένας πνευματικός. Έπειτα από αυτή την ανακάλυψη ο Μάρκους είχε νιώσει αντιφατικά συναισθήματα. Το είχε εκλάβει σαν προδοσία, αλλά είχε νιώσει και μια τεράστια ανακούφιση που δεν ήταν ο μόνος με αυτό το σκοτεινό ταλέντο. Ακόμα κι αν δεν ήξερε το λόγο που ωθούσε τον πνευματικό σύντροφό του, το γεγονός ότι πίσω από κάθε αποκάλυψη βρισκόταν ένας άνθρωπος του Θεού τού έδινε ελπίδες για τη Λάρα. Δεν θα την αφήσω να πεθάνει, σκέφτηκε. Ωστόσο, ο Μάρκους ένιωθε ότι τα νήματα της έρευνας του ξέφευγαν από τα χέρια. Η προτεραιότητά του θα έπρεπε να είναι η φοιτήτρια που απήγαγε ο Τζερεμάια Σμιθ, αλλά την είχε σχεδόν ξεχάσει. Λφέθηκε να παρασυρθεί από τα γεγονότα, πιστεύοντας ότι η δομή εκείνου του σχεδίου περιελάμβανε και
632/1081
ένα πλάνο για την κοπέλα. Όμως εκείνη τη στιγμή αντήχησαν στο μυαλό του τα λόγια του τελευταίου μηνύματος του μυστηριώδους πνευματικού, όπως περιλαμβάνονταν στο email που είχε στείλει στον Πιέτρο Τζίνι. Συνέβη ήδη. Και θα ξανασυμβεί. Κι αν όλα είχαν οργανωθεί κατά τρόπο ώστε να φτάσει πολύ κοντά να απελευθερώσει τη Λάρα και να αποτύχει; Μετά θα έπρεπε να ζει με τις τύψεις. Αυτό πια πήγαινε πολύ και δεν θα το άντεχε η νεαρή του μνήμη. Πρέπει να φτάσω ως το τέλος, δεν έχω άλλη επιλογή. Αλλά πρέπει να φτάσω μια στιγμή προτού ολοκληρωθούν όλα. Μόνον έτσι θα της σώσω τη ζωή. Προς το παρόν, άφησε στην άκρη κάθε προαίσθημα. Έπρεπε να σκεφτεί έναν πιο άμεσο κίνδυνο. C.g. 925-31-073. ο κωδικός με τον οποίο έκλεινε το e-mail φανέρωνε ακόμα ένα έγκλημα που είχε μείνει
633/1081
ατιμώρητο. Το αίμα είχε χυθεί χωρίς κανείς να πληρώσει το αντίτιμό του. Κάπου εκεί έξω κάποιος ετοιμαζόταν να επιλέξει αν θα παρέμενε θύμα ή θα γινόταν δήμιος.
6:33 Ο νεκρός είπε: «Όχι». Εκείνη η λέξη έμεινε μετέωρη ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο. Ερχόταν από το παρελθόν, αλλά κατάφερε να ξεγλιστρήσει στο παρόν μια στιγμή προτού η πόρτα που συνέδεε τους δύο κόσμους ξανακλείσει και ο Μάρκους ξυπνήσει για τα καλά. Είχε προφέρει εκείνη την άρνηση με σταθερότητα, αλλά και φόβο μπροστά στην απαθή κάννη ενός πιστολιού' ξέροντας ήδη ότι δεν θα χρησίμευε σε τίποτα. Όπως κάνουν όλοι όσοι γίνονται στόχος. Αυτή η λέξη είναι το τελευταίο, μάταιο φράγμα απέναντι στο αναπόφευκτο. Η έκκληση κάποιου που ξέρει ότι δεν έχει πια γλιτωμό. Ο Μάρκους δεν αναζήτησε αμέσως το μαρκαδόρο με τον οποίο κατέγραφε τα θραύσματα του ονείρου στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι του. Έμεινε σκεπτικός -με την καρδιά να βροντάει στο στήθος του και την ανάσα
635/1081
κομμένη-, γιατί τούτη τη φορά δεν θα ξεχνούσε αυτό που είχε δει. Είχε ακόμα ολοκάθαρη μπροστά στα μάτια του την εικόνα του ανθρώπου χωρίς πρόσωπο που είχε πυροβολήσει αυτόν και τον Ντέβοκ. Στις προηγούμενες εκδοχές του ονείρου ήταν μια σκιά από ατμό, η οποία εξαφανιζόταν κάθε φορά που προσπαθούσε να τη διακρίνει. Μα τώρα γνώριζε μια σημαντική λεπτομέρεια για το δολοφόνο. Είχε δει το χέρι με το οποίο έσφιγγε το πιστόλι. Ήταν αριστερόχειρας. Δεν ήταν πολύ, αλλά για τον Μάρκους αποτελούσε μιαν ελπίδα. Ίσως μια μέρα να περνούσε πέρα από αυτό το τεντωμένο μπράτσο και να κοιτούσε στα μάτια τον άνθρωπο που τον είχε καταδικάσει να περιπλανιέται μες στον εαυτό του, αναζητώντας την ταυτότητά του. Γιατί το μόνο που του απέμενε ήταν η συνείδηση ότι ήταν ζωντανός. Τίποτα περισσότερο.
636/1081
Ξανασκέφτηκε τον Φεντερίκο Νόνι και τα σχέδια στο τετράδιο που είχε βρει στο σπίτι του. Εξιστορούσαν τη γέννηση ενός τέρατος. Το γεγονός ότι οι βίαιες φαντασιώσεις ανάγονταν στην παιδική ηλικία τον τάραζε. Μες στο κουβάρι που προσπαθούσε να ξεμπλέξει, υπήρχε το κόκκινο νήμα μιας αμφιβολίας. Καλός ή κακός, επίβουλος ή σπλαχνικός γεννιέσαι ή γίνεσαι; Πώς μπορούσε η καρδιά ενός παιδιού να καλλιεργεί τόσο ξεκάθαρα το κακό; Κάποιος θα μπορούσε να αποδώσει την ευθύνη σε μια σειρά γεγονότων που είχαν σημαδέψει την ψυχή του Φεντερίκο, όπως η εγκατάλειψη από τη μητέρα ή ο πρόωρος θάνατος του πατέρα. Μα ήταν μια ανεπαρκής και απλουστευτική εξήγηση. Πολλά παιδιά ζούσαν χειρότερα δράματα, αλλά δεν γίνονταν δολοφόνοι όταν μεγάλωναν. Επιπλέον, ο Μάρκους ήξερε ότι αυτό το ερώτημα τον αφορούσε άμεσα. Η αμνησία είχε
637/1081
ακυρώσει τις αναμνήσεις του, όχι το παρελθόν του. Τι είχε συμβεί πριν από εκείνη τη στιγμή; Το τετράδιο του Φεντερίκο ίσως να έκρυβε την αναλαμπή μιας απάντησης. Σε κάθε άτομο υπάρχει κάτι έμφυτο, που πάει πέρα από τη συνείδηση του εαυτού μας, της εμπειρίας που συσσωρεύουμε και της ανατροφής που παίρνουμε· μια σπίθα που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο περισσότερο από το όνομα ή το παρουσιαστικό του. Σε ένα από τα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής του διδάχτηκε να μην ξεγελιέται από την εμφάνιση. Ο Κλεμέντε τον είχε βάλει να εξετάσει την υπόθεση του Τεντ Μπάντι, του κατά συρροήν δολοφόνου με την όψη καλού παιδιού. Είχε κοπέλα και οι φίλοι του τον περιέγραφαν ως άνθρωπο ευπροσήγορο και γενναιόδωρο. Ωστόσο, σκότωσε είκοσι οκτώ φορές. Όμως προτού αναγνωριστεί ως ανελέητος δολοφόνος, ο Μπάντι είχε
638/1081
βραβευτεί με μετάλλιο επειδή έσωσε ένα κοριτσάκι που πνιγόταν σε μια λίμνη. Βρισκόμαστε πάντα σε μάχη, σκέφτηκε ο Μάρκους. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή της ομάδας με την οποία συμπαρατασσόμαστε δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη. Και ότι, στο τέλος, ο μοναδικός κριτής είναι ο άνθρωπος, ο οποίος αποφασίζει κάθε φορά να ακολουθήσει τη σπίθα του, θετική ή αρνητική, ή να την αγνοήσει. Αυτό ίσχυε για τους ενόχους, αλλά και για τα θύματα. Από αυτή την άποψη, οι τελευταίες τρεις μέρες ήταν πολύ διδακτικές. Η Μόνικα -η αδελφή μίας από τις κοπέλες που είχε σκοτώσει ο Τζερεμάια Σμιθ-, ο Ραφαέλε Αλτιέρι και ο Πιέτρο Τζίνι είχαν βρεθεί μπροστά σε ένα σταυροδρόμι και είχαν κάνει την επιλογή τους. Τους προσφέρθηκε η αλήθεια, αλλά και η ευκαιρία να αποφασίσουν
639/1081
ανάμεσα στη συγχώρεση και την εκδίκηση. Η Μόνικα είχε επιλέξει την πρώτη, οι άλλοι δύο είχαν προτιμήσει τη δεύτερη. Κι έπειτα, ήταν και η αστυνομικίνα που ερευνούσε ποιος είχε σκοτώσει τον άντρα της. Τι ζητούσε, μια λυτρωτική αλήθεια ή την ευκαιρία να επιβάλει μια τιμωρία; Ο Μάρκους δεν είχε ακούσει ποτέ το όνομα του Ντέιβιντ Λεόνι που, σύμφωνα με τη γυναίκα του, είχε δολοφονηθεί ενώ έκανε έρευνα για τους πνευματικούς. Είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει να λύσει το μυστήριο. Γιατί το έκανε; Φοβόταν ότι θα επέλεγε κι αυτή το μοτίβο της εκδίκησης, αν και δεν ήξερε ακόμα πώς. Ήταν ένας τρόπος για να κερδίσει χρόνο. Κι επίσης ένιωθε ότι κάτι τη συνέδεε με τα υπόλοιπα. Όλα τα εμπλεκόμενα έως αυτή τη στιγμή πρόσωπα είχαν υποστεί μια αδικία που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους. Το κακό δεν είχε περιοριστεί μόνο να τα χτυπήσει, αλλά στο πέρασμά του είχε σπείρει μια σοδειά. Σε
640/1081
μερικές περιπτώσεις είχε βγάλει ρίζες μολύνοντας την ύπαρξή τους. Σαν σιωπηλό παράσιτο, το κακό αναπτύχθηκε δημιουργώντας μεταστάσεις μίσους και οργής, αλλοιώνοντας τον ξενιστή του. Έτσι ολοκλήρωνε τη μεταμόρφωση. Άτομα που δεν είχαν διανοηθεί ποτέ ότι θα μπορούσαν να αφαιρέσουν τη ζωή ενός άλλου ανθρώπινου πλάσματος πλήττονταν από ένα βίαιο πένθος, κι αυτό με τον καιρό τούς μετέτρεπε με τη σειρά τους σε χορηγούς θανάτου. Ένα κομμάτι του Μάρκους όμως δεν μπορούσε να καταδικάσει αυτούς που, αντί να ικανοποιηθούν με την αλήθεια και να προχωρήσουν, επέλεξαν να επιβάλουν μια τιμωρία. Γιατί και ο ίδιος είχε πολλά κοινά με αυτούς τους ανθρώπους. Στράφηκε στον τοίχο δίπλα στο κρεβάτι και ξαναδιάβασε τις τελευταίες δύο σημειώσεις του από τις λεπτομέρειες της σκηνής στο ξενοδοχείο της Πράγας.
641/1081
«Σπασμένα τζάμια». «Τρεις πυροβολισμοί». Κι έπειτα πρόσθεσε: «Αριστερόχειρας». Τι θα έκανε αν έβρισκε μπροστά του το δολοφόνο του Ντέβοκ, τον άνθρωπο που προσπάθησε να τον σκοτώσει και του στέρησε τη μνήμη; Δεν πίστευε ότι ήταν δίκαιος. Μπορείς να συγχωρήσεις όποιον δεν έχει πληρώσει για τα κρίματά του; Γι’ αυτό δεν του έκανε καρδιά να καταδικάσει αυτόν που, για να επανορθώσει μια αδικία, σπιλώνεται με τη σειρά του από ένα έγκλημα. Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν λάβει μια τεράστια εξουσία. Και αυτός που τους την έδωσε ήταν ένας πνευματικός. Έπειτα από αυτή την ανακάλυψη ο Μάρκους είχε νιώσει αντιφατικά συναισθήματα. Το είχε εκλάβει σαν προδοσία, αλλά είχε νιώσει και μια τεράστια ανακούφιση που δεν ήταν ο μόνος με αυτό το σκοτεινό ταλέντο. Ακόμα κι αν δεν ήξερε το λόγο που ωθούσε τον πνευματικό σύντροφό του, το
642/1081
γεγονός ότι πίσω από κάθε αποκάλυψη βρισκόταν ένας άνθρωπος του Θεού τού έδινε ελπίδες για τη Λάρα. Δεν θα την αφήσω να πεθάνει, σκέφτηκε. Ωστόσο, ο Μάρκους ένιωθε ότι τα νήματα της έρευνας του ξέφευγαν από τα χέρια. Η προτεραιότητά του θα έπρεπε να είναι η φοιτήτρια που απήγαγε ο Τζερεμάια Σμιθ, αλλά την είχε σχεδόν ξεχάσει. Λφέθηκε να παρασυρθεί από τα γεγονότα, πιστεύοντας ότι η δομή εκείνου του σχεδίου περιελάμβανε και ένα πλάνο για την κοπέλα. Όμως εκείνη τη στιγμή αντήχησαν στο μυαλό του τα λόγια του τελευταίου μηνύματος του μυστηριώδους πνευματικού, όπως περιλαμβάνονταν στο email που είχε στείλει στον Πιέτρο Τζίνι. Συνέβη ήδη. Και θα ξανασυμβεί. Κι αν όλα είχαν οργανωθεί κατά τρόπο ώστε να φτάσει πολύ κοντά να απελευθερώσει τη Λάρα και να αποτύχει; Μετά θα έπρεπε να ζει
643/1081
με τις τύψεις. Αυτό πια πήγαινε πολύ και δεν θα το άντεχε η νεαρή του μνήμη. Πρέπει να φτάσω ως το τέλος, δεν έχω άλλη επιλογή. Αλλά πρέπει να φτάσω μια στιγμή προτού ολοκληρωθούν όλα. Μόνον έτσι θα της σώσω τη ζωή. Προς το παρόν, άφησε στην άκρη κάθε προαίσθημα. Έπρεπε να σκεφτεί έναν πιο άμεσο κίνδυνο. C.g. 925-31-073. ο κωδικός με τον οποίο έκλεινε το e-mail φανέρωνε ακόμα ένα έγκλημα που είχε μείνει ατιμώρητο. Το αίμα είχε χυθεί χωρίς κανείς να πληρώσει το αντίτιμό του. Κάπου εκεί έξω κάποιος ετοιμαζόταν να επιλέξει αν θα παρέμενε θύμα ή θα γινόταν δήμιος. Δύο μήνες από το ξεκίνημα της εκπαίδευσής του ο Μάρκους είχε ρωτήσει τον Κλεμέντε για το αρχείο. Είχε ακούσει να λέγονται τόσο πολλά γι’ αυτό, που ήταν περίεργος να μάθει
644/1081
πότε θα μπορούσε να το επισκεφτεί. Ένα βράδυ αργά, ο φίλος του εμφανίστηκε στην πόρτα της σοφίτας της βία ντέι Σερπέντι και του ανήγγειλε: «Ήρθε η στιγμή». Ο Μάρκους αφέθηκε να τον οδηγήσει στους δρόμους της Ρώμης χωρίς να κάνει ερωτήσεις. Έκαναν ένα μέρος της διαδρομής με το αυτοκίνητο και συνέχισαν με τα πόδια. Έπειτα από λίγο έφτασαν σε ένα παλιό μέγαρο στο κέντρο. Ο Κλεμέντε τον κάλεσε να κατέβει στα υπόγεια. Μετά προχώρησαν σε ένα διάδρομο με τοιχογραφίες, μέχρι μια ξύλινη πορτούλα. Καθώς άνοιγε με το κλειδί που είχε μαζί του, ο Μάρκους τον παρακολουθούσε αμήχανος. Μπροστά σε αυτό το τελευταίο σύνορο δεν ένιωθε έτοιμος. Επιπλέον, δεν πίστευε ότι θα ήταν τόσο εύκολο να φτάσουν ως εκεί. 'Αλλωστε, από τότε που το άκουσε να αναφέρεται για πρώτη φορά, το αρχείο τού προκαλούσε κάποιο φόβο. Μες στους αιώνες εκείνος ο χώρος είχε αποκτήσει διάφορες
645/1081
ονομασίες, υποβλητικές ή ανησυχητικές. Η βιβλιοθήκη του κακού. Η μνήμη του διαβόλου. Ο Μάρκους το φανταζόταν σαν ένα σύμπλεγμα από στοές, γεμάτες με ράφια φορτωμένα τακτοποιημένους τόμους· έναν τεράστιο λαβύρινθο όπου εύκολα θα μπορούσε κανείς να χαθεί ή να χάσει τα λογικά του εξαιτίας όσων περιείχε. Αντίθετα, όταν ο Κλεμέντε τού άνοιξε την πόρτα, ο Μάρκους κοίταξε μέσα σαν χαμένος. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο με γυμνούς τοίχους και χωρίς παράθυρα, με ένα τραπέζι και μια καρέκλα στο κέντρο του. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα ντοσιέ. Ο Κλεμέντε του ζήτησε να καθίσει και να το διαβάσει. Ήταν η ομολογία ενός ανθρώπου που είχε σκοτώσει έντεκα φορές. Τα θύματά του ήταν όλα κοριτσάκια. Είχε κάνει τον πρώτο φόνο σε ηλικία είκοσι χρονών κι από τότε δεν είχε καταφέρει να σταματήσει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει ποια σκοτεινή δύναμη
646/1081
καθοδηγούσε τα χέρια του που χάριζαν το θάνατο. Μέσα του υπήρχε ένας ανεξήγητος καταναγκασμός που τον οδηγούσε να επαναλάβει τη φριχτή συμπεριφορά. Ο Μάρκους είχε σκεφτεί αμέσως ότι ήταν ένας κατά συρροήν δολοφόνος και ρώτησε τον Κλεμέντε αν τελικά τον έπιασαν. «Ναι», τον καθησύχασε ο φίλος του. Μόνο που τα γεγονότα είχαν συμβεί πριν από περισσότερα από χίλια χρόνια. Ο Μάρκους ανέκαθεν πίστευε ότι οι κατά συρροήν δολοφόνοι ήταν ένα προϊόν της σύγχρονης εποχής. Τον τελευταίο αιώνα η ανθρωπότητα είχε κάνει τεράστια βήματα σε ηθικό επίπεδο. Για τον Μάρκους, η ύπαρξη των κατά συρροήν δολοφόνων συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα αντίτιμα που έπρεπε να πληρωθούν για την πρόοδο. Αλλά διαβάζοντας εκείνη την ομολογία, αναγκάστηκε να αναθεωρήσει.
647/1081
Ύστερα από εκείνη τη φορά όλα τα επόμενα βράδια ο Κλεμέντε τον οδηγούσε στο δωματιάκι και του έδινε μια καινούργια υπόθεση. Πολύ σύντομα ο Μάρκους αναρωτήθηκε γιατί τον πήγαινε σε εκείνο το χώρο. Δεν θα μπορούσε να του φέρνει τους φακέλους στη σοφίτα; Η απάντηση όμως ήταν απλή. Εκείνη η απομόνωση ήταν απαραίτητη για να αφομοιώσει από μόνος του ο Μάρκους ένα σημαντικό μάθημα. «Το αρχείο είμαι εγώ», είπε μια μέρα στον Κλεμέντε. Κι εκείνος του επιβεβαίωσε ότι, εκτός από το μυστικό χώρο όπου φυλάσσονταν στην υλική τους μορφή οι μαρτυρίες του κακού, το αρχείο ήταν οι ίδιοι οι πνευματικοί. Καθένας τους γνώριζε ένα διαφορετικό κομμάτι, διαφύλαττε εκείνη την εμπειρία και τη μετέδιδε στον κόσμο.
648/1081
Όμως μετά το θάνατο του Ντέβοκ και έως το προηγούμενο βράδυ στο σπίτι του Τζίνι, ο Μάρκους πάντα σκεφτόταν ότι ήταν ο μόνος. Αυτή η σκέψη δεν τον άφηνε να ησυχάσει, καθώς περπατούσε στο στενάκι του εβραϊκού γκέτο, πηγαίνοντας προς τη Στοά της Οκταβίας, πίσω από τη μεγάλη συναγωγή. Στην αρχαιότητα είχε φιλοξενήσει ένα ναό της Ήρας Βασίλισσας και στη συνέχεια το ναό του Δία Στάτορα. Τα ερείπια βρίσκονταν κάτω από μια σύγχρονη εξέδρα από ατσάλι και ξύλο, που χρησίμευε για να θαυμάζει κανείς τη θέα προς τον Φλαμίνιο Ιππόδρομο. Ο Κλεμέντε κρατιόταν από το κιγκλίδωμα και με τα δυο του χέρια. Ήξερε ήδη τα πάντα. «Πώς ονομάζεται;» Ο νεαρός ιερέας δεν στράφηκε, η ερώτηση τον είχε καθηλώσει. «Δεν ξέρουμε». Αυτή τη φορά ο Μάρκους δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια υπεκφυγή. «Πώς γίνεται να
649/1081
μην έχετε ιδέα για την ταυτότητα του πνευματικού;» «Δεν σου είπα ψέματα, όταν ισχυρίστηκα ότι μόνον ο πατήρ Ντέβοκ ήξερε τα ονόματα και τα πρόσωπά σας». «Τότε ποιο ήταν το ψέμα;» τον ζόρισε, μαντεύοντας ότι ο Κλεμέντε βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. «Όλα αυτά ξεκίνησαν πολύ πριν από τον Τζερεμάια Σμιθ». «Οπότε ξέρατε ότι κάποιος παραβίαζε τη μυστικότητα του αρχείου». Αυτό θα έπρεπε να το ’χει συμπεράνει κι από μόνος του. «‘Όλα όσα συνέβησαν θα ξανασυμβούν”. Ήθελες να μάθεις τι σημαίνει; Εκκλησιαστής, κεφάλαιο Α', στίχος 9. “Τί τό γεγονός; αυτό το γενησόμενον”». «Πότε ξεκίνησαν οι αποκαλύψεις;» «Εδώ και μήνες. Υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, Μάρκους. Αυτό δεν ωφελεί την Εκκλησία».
650/1081
Τα λόγια του Κλεμέντε τον έκαναν να νιώσει δυσφορία. Είχε φανταστεί ότι όλες οι προσπάθειες γίνονταν για τη Λάρα. Αντίθετα, έπρεπε να αποδεχτεί κάτι διαφορετικό. «Αυτό, λοιπόν, σας ενδιαφέρει: να σταματήσετε την αιμορραγία του αρχείου, να αποφύγετε να μαθευτεί ότι οφείλεται σ’ εμάς το γεγονός ότι κάποιος άρχισε να αποδίδει δικαιοσύνη από μόνος του. Επομένως, τι είναι η Λάρα, απλώς κάτι απρόβλεπτο; Και ο θάνατός της θα χαρακτηριστεί μια αναπόφευκτη παράπλευρη απώλεια;» Ήταν έξω φρενών. «Μπήκες στην υπόθεση για να σώσεις την κοπέλα». «Δεν είναι αλήθεια», τον διέκοψε ο Μάρκους. «Αυτό που έκαναν οι πνευματικοί ήταν αντίθετο με τις αποφάσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είχατε παροπλιστεί, το τάγμα σας διαλύθηκε. Μα κάποιος θέλησε να συνεχίσει». «Ο Ντέβοκ».
651/1081
«Υποστήριζε ότι ήταν λάθος να σταματήσουμε, ότι οι πνευματικοί είχαν να παίξουν ένα βασικό ρόλο. Όλη αυτή η γνώση του κακού που προερχόταν από το αρχείο έπρεπε να παραμείνει στη διάθεση του κόσμου. Ήταν βέβαιος για την αποστολή του. Εσύ και άλλοι ιερείς τον ακολουθήσατε σε αυτό το παρανοϊκό εγχείρημα». «Γιατί ήρθε στην Πράγα να με βρει; Τι έκανα εκεί πέρα;» «Δεν ξέρω, σου τ’ ορκίζομαι». Ο Μάρκους άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στα ερείπια της αυτοκρατορικής Ρώμης. Αρχιζε να καταλαβαίνει το ρόλο του. «Κάθε φορά που αποκαλύπτει ένα από το μυστικά μας, ο πνευματικός αφήνει ίχνη για τους συντρόφους του. Θέλει να τον σταματήσουν. Με εκπαιδεύσατε εκ νέου μόνο και μόνο για να τον βρω. Σας ήμουν χρήσιμος. Η εξαφάνιση της Λάρα σάς πρόσφερε την πρόφαση για να με βάλετε στην υπόθεση
652/1081
χωρίς να υποψιαστώ τίποτα. Στην πραγματικότητα, δεν νοιάζεστε για εκείνην... ούτε για μένα». «Κι όμως. Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» Πλησίασε τον Κλεμέντε έτσι ώστε να τον κοιτάζει κατάματα. «Αν το αρχείο δεν κινδύνευε, θα με αφήνατε με αμνησία σ’ εκείνο το κρεβάτι του νοσοκομείου». «Όχι. Θα σου προσφέραμε αναμνήσεις για να συνεχίσεις. Ήρθα στην Πράγα επειδή σκοτώθηκε ο Ντέβοκ. Έμαθα πως, όταν τον πυροβόλησαν, ήταν και κάποιος άλλος μαζί του. Δεν αρχαιότητα είχε φιλοξενήσει ένα ναό της Ήρας Βασίλισσας και στη συνέχεια το ναό του Δία Στάτορα. Τα ερείπια βρίσκονταν κάτω από μια σύγχρονη εξέδρα από ατσάλι και ξύλο. που χρησίμευε για να θαυμάζει κανείς τη θέα προς τον Φλαμίνιο Ιππόδρομο. Ο Κλεμέντε κρατιόταν από το κιγκλίδωμα και με τα δυο του χέρια. Ήξερε ήδη τα πάντα. «Πώς ονομάζεται;»
653/1081
Ο νεαρός ιερέας δεν στράφηκε, η ερώτηση τον είχε καθηλώσει. «Δεν ξέρουμε». Αυτή τη φορά ο Μάρκους δεν μπορούσε να αρκεστεί σε μια υπεκφυγή. «Πώς γίνεται να μην έχετε ιδέα για την ταυτότητα του πνευματικού;» «Δεν σου είπα ψέματα, όταν ισχυρίστηκα ότι μόνον ο πατήρ Ντέβοκ ήξερε τα ονόματα και τα πρόσωπά σας». «Τότε ποιο ήταν το ψέμα;» τον ζόρισε, μαντεύοντας ότι ο Κλεμέντε βρισκόταν σε μειονεκτική θέση. «Όλα αυτά ξεκίνησαν πολύ πριν από τον Τζερεμάια Σμιθ». «Οπότε ξέρατε ότι κάποιος παραβίαζε τη μυστικότητα του αρχείου». Αυτό θα έπρεπε να το ’χει συμπεράνει κι από μόνος του. «"Όλα όσα συνέβησαν θα ξανασυμβούν”. Ήθελες να μάθεις τι σημαίνει; Εκκλησιαστής, κεφάλαιο Α', στίχος 9. “Τί τό γεγονός; αυτό το γενησόμενον”».
654/1081
«Πότε ξεκίνησαν οι αποκαλύψεις;» «Εδώ και μήνες. Υπήρξαν πάρα πολλοί νεκροί, Μάρκους. Αυτό δεν ωφελεί την Εκκλησία». Τα λόγια του Κλεμέντε τον έκαναν να νιώσει δυσφορία. Είχε φανταστεί ότι όλες οι προσπάθειες γίνονταν για τη Λάρα. Αντίθετα, έπρεπε να αποδεχτεί κάτι διαφορετικό. «Αυτό, λοιπόν, σας ενδιαφέρει: να σταματήσετε την αιμορραγία του αρχείου, να αποφύγετε να μαθευτεί ότι οφείλεται σ’ εμάς το γεγονός ότι κάποιος άρχισε να αποδίδει δικαιοσύνη από μόνος του. Επομένως, τι είναι, η Λάρα, απλώς κάτι απρόβλεπτο; Και. ο θάνατός της θα χαρακτηριστεί μια αναπόφευκτη παράπλευρη απώλεια;» Ήταν έξω φρενών. «Μπήκες στην υπόθεση για να σώσεις την κοπέλα». «Δεν είναι αλήθεια», τον διέκοψε ο Μάρκους.
655/1081
«Αυτό που έκαναν οι πνευματικοί ήταν αντίθετο με τις αποφάσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είχατε παροπλιστεί, το τάγμα σας διαλύθηκε. Μα κάποιος θέλησε να συνεχίσει». «Ο Ντέβοκ». «Υποστήριζε ότι ήταν λάθος να σταματήσουμε, ότι οι πνευματικοί είχαν να παίξουν ένα βασικό ρόλο. Όλη αυτή η γνώση του κακού που προερχόταν από το αρχείο έπρεπε να παραμείνει στη διάθεση του κόσμου. Ήταν βέβαιος για την αποστολή του. Εσύ και άλλοι ιερείς τον ακολουθήσατε σε αυτό το παρανοϊκό εγχείρημα». «Γιατί ήρθε στην Πράγα να με βρει; Τι έκανα εκεί πέρα;» «Δεν ξέρω, σου τ ορκίζομαι». Ο Μάρκους άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί στα ερείπια της αυτοκρατορικής Ρώμης. Άρχιζε να καταλαβαίνει το ρόλο του. «Κάθε φορά που αποκαλύπτει ένα από το μυστικά μας, ο πνευματικός αφήνει ίχνη για
656/1081
τους συντρόφους του. Θέλει να τον σταματήσουν. Με εκπαιδεύσατε εκ νέου μόνο και μόνο για να τον βρω. Σας ήμουν χρήσιμος. Η εξαφάνιση της Λάρα σάς πρόσφερε την πρόφαση για να με βάλετε στην υπόθεση χωρίς να υποψιαστώ τίποτα. Στην πραγματικότητα, δεν νοιάζεστε για εκείνην... ούτε για μένα». «Κι όμως. Πώς μπορείς να λες κάτι τέτοιο;» Πλησίασε τον Κλεμέντε έτσι ώστε να τον κοιτάζει κατάματα. «Αν το αρχείο δεν κινδύνευε, θα με αφήνατε με αμνησία σ’ εκείνο το κρεβάτι του νοσοκομείου». «Όχι. Θα σου προσφέραμε αναμνήσεις για να συνεχίσεις. Ήρθα στην Πράγα επειδή σκοτώθηκε ο Ντέβοκ. Έμαθα πως, όταν τον πυροβόλησαν, ήταν και κάποιος άλλος μαζί του. Δεν είχα ιδέα ποιος, μόνον ότι ο άγνωστος βρισκόταν στο νοσοκομείο κι έπασχε από αμνησία».
657/1081
Τον πρώτο καιρό ο Μάρκους έβαζε τον Κλεμέντε να του επαναλαμβάνει πολλές φορές αυτή την ιστορία, ώστε να πειστεί για την ταυτότητά του. Ψάχνοντας τα πράγματά του στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ο Κλεμέντε είχε βρει ένα διπλωματικό διαβατήριο του Βατικανού με πλαστά στοιχεία, και τις σημειώσεις του, ένα είδος ημερολογίου όπου ο Μάρκους μιλούσε σε γενικές γραμμές για τον εαυτό του, ίσως από φόβο ότι, αν πέθαινε, θα έμενε απλώς ένα πτώμα χωρίς όνομα. Όπως και να ’χε, ο Κλεμέντε από εκείνο το ημερολόγιο συμπέρανε ποιος ήταν. Όμως η επιβεβαίωση ήρθε μόνον όταν, αφού βγήκε από το νοσοκομείο, τον οδήγησε στη σκηνή ενός πρόσφατου εγκλήματος. Εκείνη τη φορά ο Μάρκους ήταν σε θέση να περιγράφει με αρκετές λεπτομέρειες τι είχε συμβεί. «Ανακοίνωσα την ανακάλυψη στους ανωτέρους μου», συνέχισε ο Κλεμέντε. «Δεν ήθελαν να ασχοληθούμε. Επέμεινα,
658/1081
θεωρώντας ότι ήσουν ο κατάλληλος άνθρωπος, και τους έπεισα. Δεν σε χρησιμοποιήσαμε, αν αυτό σε ανησυχεί. Για εμάς αντιπροσώπευες μια ευκαιρία». «Αν καταφέρω να βρω τον πνευματικό που πρόδωσε, τι θ απογίνω;» «Θα είσαι ελεύθερος, δεν το καταλαβαίνεις; Και όχι επειδή θα το αποφασίσει κάποιος άλλος: μπορείς να φύγεις και τώρα, αν θες, από σένα εξαρτάται. Δεν σε δεσμεύει καμία υποχρέωση. Αλλά ξέρω ότι, στο βάθος της καρδιάς σου, νιώθειζ την ανάγκη να μάθεις ποιος πραγματικά είσαι. Και αυτό που κάνεις, ακόμα κι αν δεν το παραδέχεσαι, σε βοηθάει να καταλάβεις». «Κι όταν θα έχουν τελειώσει όλα, οι πνευματικοί θα περάσουν στην ιστορία. Κι αυτή τη φορά θα φροντίσετε να είναι για πάντα». «Υπάρχει ένας λόγος που διαλύθηκε το τάγμα».
659/1081
«Ποιος;» τον προκάλεσε ο Μάρκους. «Εμπρός, πες μου». «Υπάρχουν πράγματα που εγώ κι εσύ δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Αποφάσεις που έρχονται από ψηλά και ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες. Ως άνθρωποι της Εκκλησίας έχουμε καθήκον να υπηρετούμε χωρίς να κάνουμε ερωτήσεις και να πιστεύουμε ότι υπάρχει κάποιος πάνω από εμάς που επιλέγει και για το δικό μας καλό». Τα πουλιά πετάριζαν ανάμεσα στις αρχαίες κολόνες, αναπαράγοντας την ίδια αρμονία και τραγουδώντας στον τσουχτερό αέρα του πρωινού. Η μέρα είχε ξεκινήσει με ήλιο, αλλά εκείνη η λάμψη δεν ταίριαζε στην ψυχική κατάσταση του Μάρκους. Όσο κι αν πάσχιζε, η προοπτική ·μιας διαφορετικής ζωής δεν τον δυσαρεστούσε. Από τότε που ανακάλυψε το ταλέντο του, είχε νιώσει κατά κάποιον τρόπο αναγκασμένος. Λες και η λύση για κάθε κακό ήταν καθαρά δική του υπόθεση. Τώρα όμως ο
660/1081
Κλεμέντε τού άφηνε ανοιχτή μια διέξοδο. Μα είχε δίκιο: αυτό που έκανε του χρησίμευε. Αν έβρισκε τη Λάρα και σταματούσε τον πνευματικό, θα του άξιζε η δυνατότητα να τα παρατήσει. Τότε θα ήταν αποδεκτό. «Τι πρέπει να κάνω;» «Να ανακαλύψεις αν η κοπέλα είναι ακόμα ζωντανή και να τη σώσεις». Ο μόνος τρόπος, ο Μάρκους το ήξερε καλά, ήταν να ακολουθήσει τα ίχνη του πνευματικού. «Κατάφερε να επιλύσει υποθέσεις που είχαν ταξινομηθεί στο αρχείο ως ανεπίλυτες. Είναι καλός». «Κι εσύ το ίδιο. Αλλιώς δεν θα είχες ανακαλύψει τα ίδια αράγματα. Είσαι σαν αυτόν». Ο Μάρκους δεν ήξερε αν η σύγκριση τον ανακούφιζε ή τον τρομοκρατούσε. Αλλά σκέφτηκε ότι έπρεπε να συνεχίσει· να φτάσει στο τέρμα. «Ο κωδικός αυτή τη φορά είναι c.g. 925-31-073».
661/1081
«Δεν θα σου αρέσει», τον προειδοποίησε αμέσως ο Κλεμέντε και έβγαλε ένα φάκελο από την εσωτερική τσέπη του αδιάβροχού του. «Κάποιος πέθανε, αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι. Ο δολοφόνος του ομολόγησε το έγκλημά του, αλλά δεν γνωρίζουμε πώς λέγεται». Ο Μάρκους πήρε το φάκελο από τα χέρια του Κλεμέντε και μεμιάς του φάνηκε πολύ ελαφρύς και λεπτός. Τον άνοιξε και είδε ότι μέσα είχε μόνο ένα χειρόγραφο χαρτί. «Τι είναι;» «Η εξομολόγηση των αμαρτιών ενός αυτόχειρα». 7:40 Ξύπνησε από ένα χάδι στο μάγουλο. Άνοιξε τα μάτια περιμένοντας να δει τον Σάλμπερ δίπλα της. Μα ήταν μόνη. Κι όμως, η αίσθηση ήταν ξεκάθαρη.
662/1081
Ο σύντροφός της αυτή την παράξενη νύχτα είχε σηκωθεί. Άκουσε το νερό στο ντους να τρέχει. Καλύτερα έτσι. Η Σάντρα δεν ήταν βέβαιη ότι ήθελε να τον αντιμετωπίσει. Όχι ακόμα, σκέφτηκε. Είχε ανάγκη από λίγο χρόνο για τον εαυτό της. Ωστόσο τώρα η ανελέητη ειλικρίνεια της μέρας τής έδινε μια αίσθηση εντελώς διαφορετική γι' αυτό που συνέβη κάτω από εκείνα τα σκεπάσματα. Αδιαφορώντας για ντροπές και σεμνοτυφίες, ο ήλιος έμπαινε από τα στόρια, πέφτοντας στα εσώρουχά της που ήταν σκόρπια στο πάτωμα μαζί με τα ρούχα, στις κουβέρτες που είχαν γίνει ένα κουβάρι στα πόδια του κρεβατιού, και φώτιζε το γυμνό κορμί της. «Είμαι γυμνή», μονολόγησε, σαν να ήθελε να πειστεί. Στην αρχή έριξε το φταίξιμο στο κρασί. Έπειτα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν ο κατάλληλος αποδιοπομπαίος τράγος. Ποιον πήγαινε να κοροϊδέψει; Οι γυναίκες δεν
663/1081
κάνουν ποτέ έρωτα τυχαία, σκέφτηκε. Οι άντρες είναι φτιαγμένοι έτσι: βρίσκονται μπροστά σε μια ευκαιρία και ορμούν. Οι γυναίκες έχουν ανάγκη από προετοιμασία. Θέλουν να είναι απαλές στην αφή, να μυρίζουν όμορφα. Λκόμα κι όταν μοιάζουν να αφήνονται στην περιπέτεια μιας νύχτας, στην πραγματικότητα την έχουν προγραμματίσει. Και ακόμα κι αν τους τελευταίους μήνες δεν είχε προβλέψει ότι θα της τύχαινε κάτι τέτοιο, δεν είχε παραιτηθεί. Συνέχιζε να φροντίζει τον εαυτό της. Ένα κομμάτι μέσα της δεν ήθελε να ηττηθεί από τον πόνο. Κι έπειτα, είχε παίξει κάποιο ρόλο κι η μητέρα της. Πριν από την κηδεία του Ντέιβιντ, την είχε στείλει στο δωμάτιο να φτιάξει τα μαλλιά της. «Μια γυναίκα βρίσκει πάντα δυο λεπτά για να χτενιστεί», της είχε πει. «Ακόμα κι όταν υποφέρει και πασχίζει μέχρι και για να αναπνεύσει», είχε προσθέσει. Αυτή η αντίληψη δεν είχε να κάνει με την ομορφιά ή
664/1081
με την εμφάνιση. Ήταν θέμα ταυτότητας. Μια φροντίδα που ένας άντρας θα απέρριπτε ως μάταιη και επιτηδευμένη σε μια τέτοια στιγμή. Τώρα όμως η Σάντρα ντρεπόταν. Ίσως ο Σάλμπερ να σκεφτόταν ότι ενέδωσε με μεγάλη ευκολία. Ανησυχούσε τι γνώμη θα σχημάτιζε. Όχι για τον εαυτό της, για τον Ντέιβιντ. Μήπως είχε νιώσει οίκτο γι’ αυτόν βλέποντας ότι η χήρα του ήταν έτοιμη να πάει στο κρεβάτι με έναν άλλον; Ξαφνικά συνειδητοποιούσε ότι αναζητούσε ένα λόγο για να τον μισήσει. Κι όμως ο Σάλμπερ ήταν πολύ τρυφερός εκείνη τη νύχτα. Δεν ήταν ένα συνταρακτικό πάθος, όλα έγιναν με απίστευτη γλυκύτητα. Της είχε εντυπωθεί ότι την κρατούσε σφιχτά χωρίς να λέει λέξη. Κάθε τόσο της έδινε ένα φιλί στα μαλλιά, το ένιωθε από τη θέρμη της ανάσας του. Την είχε τραβήξει από την πρώτη στιγμή. Ίσως γι' αυτό να την εκνεύριζε τόσο. Αναγνώριζε τα κλισέ. Πρώτα οι δύο
665/1081
μισιούνται, μετά αναπόφευκτα ερωτεύονται. Αισθανόταν κοινότοπη σαν δεκαπεντάχρονη. Το μόνο που έλειπε ήταν να κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στο νέο της φίλο και στον Ντέιβιντ. Αν και ήταν υπερβολή, απόδιωξε ενοχλημένη την ιδέα και βρήκε τη δύναμη να σηκωθεί. Πήγε να πάρει το σλιπάκι της και το φόρεσε βιαστικά, προτού βγει ο Σάλμπερ από το ντους και τη βρει ακόμα εκτεθειμένη. Κάθισε στο κρεβάτι, περιμένοντας να ελευθερωθεί το μπάνιο και να πάει να χωθεί κάτω από τον πίδακα του ζεστού νερού. Θα ήταν βέβαια παράξενο να περάσει από μπροστά του φορώντας τα ρούχα της. Ο Σάλμπερ μπορεί να νόμιζε ότι το είχε ξανασκεφτεί. Μόνο που η Σάντρα δεν μετάνιωνε καθόλου. Θα ήθελε να κλάψει, όμως αντίθετα ένιωθε μια αθέλητη ευθυμία. Αγαπούσε ακόμα τον Ντέιβιντ. Όμως αυτό ακριβώς το «ακόμα» έκανε τη διαφορά. Η λέξη έκρυβε την επιβουλή του
666/1081
χρόνου. Ήδη εδώ και λίγο καιρό η λεξούλα είχε τρυπώσει σε εκείνη τη φράση, χωρίς να το συνειδητοποιήσει η Σάντρα, και είχε σφηνωθεί εκεί στη μέση, δρώντας, στην πραγματικότητα, σαν διαχωριστικό και προοιωνιζόμενη με ύπουλο τρόπο αυτό που έμελλε να συμβεί. Όλα μεταβάλλονται και μεταμορφώνονται αργά ή γρήγορα κι αυτό το συναίσθημα θα άλλαζε. Τι θα ένιωθε για τον Ντέιβιντ έπειτα από είκοσι ή τριάντα χρόνια; Αν βέβαια η ζωή τής παραχωρούσε όλον αυτόν το χρόνο. Ήταν είκοσι εννιά, οπότε ένιωθε αναγκασμένη να συνεχίσει το δρόμο της, ακόμα κι αν εκείνος είχε σταματήσει. Θα εξακολουθούσε να κοιτάζει πίσω της κι ο άντρας της θα γινόταν όλο και πιο μικρός. Μέχρι που μια μέρα θα χανόταν πίσω από τον ορίζοντα. Ήταν μαζί πολύ καιρό. Μα δεν ήταν αρκετός σε σύγκριση με το μέλλον που την περίμενε.
667/1081
Φοβόταν να τον ξεχάσει. Γι' αυτό και αρπαζόταν απεγνωσμένα από τις αναμνήσεις. Όπως εκείνη τη στιγμή που κοιτούσε την αντανάκλασή της στον καθρέφτη δίπλα στην ντουλάπα: δεν έβλεπε πια μια χήρα, αλλά μια νεαρή γυναίκα, ακόμα ικανή να χαρίσει την ενέργεια και τη θέρμη της σε έναν άντρα. Και της έρχονταν στο μυαλό οι αμέτρητες φορές που είχε κάνει έρωτα με τον Ντέιβιντ. Δύο απ’ αυτές, ιδιαίτερα. Η πρώτη-πρώτη -πράγμα προβλέψιμο- που ήταν και η λιγότερο ρομαντική. Μετά το τρίτο τους ραντεβού, στο αυτοκίνητο, ενώ γυρνούσαν σπίτι, όπου τους περίμεναν ένα άνετο κρεβάτι και όλη η απομόνωση που απαιτεί μια τέτοια στιγμή. Ωστόσο, σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου και ρίχτηκαν κυριολεκτικά στο πίσω κάθισμα, χωρίς να ξεκολλήσουν τα χείλη τους παρά μόνο για λίγες στιγμές. Έγδυσαν ο ένας τον άλλον σαν τρελοί. Δεν μπόρεσαν να
668/1081
αντισταθούν στην ανάγκη να σμίξουν, σχεδόν σαν να προαισθάνονταν ότι θα χάνονταν πολύ σύντομα. Η δεύτερη όμως ήταν λιγότερο προφανής. Δεν ήταν η τελευταία τους φορά. Μάλιστα απ’ αυτήν η Σάντρα διατηρούσε μόνο μια αόριστη ανάμνηση. Είχε παρατηρήσει μια σύμπτωση που, αντί να τη θλίβει, την έκανε να χαμογελάει: κάθε φορά που πεθαίνει ένας αγαπημένος άνθρωπος, οι τελευταίες φορές γίνονται γι’ αυτούς που μένουν όργανο βασανιστηρίων: Θα μπορούσα να είχα πει αυτό, να είχα κάνει το άλλο. Εκείνη και ο Ντέιβιντ δεν είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς. Εκείνος ήξερε πόσο τον αγαπούσε, κι εκείνη το ίδιο. Η Σάντρα δεν ένιωθε τύψεις. Μα μια αίσθηση ενοχής, ναι. Και πήγαζε από εκείνη ακριβώς τη φορά που είχαν κάνει έρωτα στο σπίτι, κάνα μήνα προτού σκοτωθεί ο άντρας της. Από πολλές απόψεις, εκείνη η νύχτα δεν ήταν διαφορετική από άλλες. Είχαν το
669/1081
τελετουργικό των ερωτοτροπιών τους που προέβλεπε να της λέει γλυκόλογα όλη τη βραδιά. Εκείνη τον άφηνε να την πλησιάζει αργά, στερώντας του την ανταμοιβή μέχρι την τελευταία στιγμή. Ακόμα κι αν το έκαναν κάθε μέρα, δεν παρέλειπαν αυτή τη συνήθεια. Δεν ήταν μόνον ένα παιχνίδι που έκανε τα πάντα πιο ενδιαφέροντα. Ήταν ένας τρόπος για να ανανεώνουν την υπόσχεση ότι ποτέ τους δεν θα θεωρούσαν ο ένας τον άλλον δεδομένο. Εκείνη τη μέρα, πάντως, συνέβη κάτι. Ο Ντέιβιντ είχε επιστρέφει από ένα επαγγελματικό ταξίδι που κράτησε δύο μήνες. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Ούτε εκείνη έβγαλε άχνα. Όλο το βράδυ η Σάντρα υποκρινόταν χωρίς να λέει ψέματα. Ένας συμβιβασμός που καθίσταται εφικτός μέσα από την απλή επανάληψη μιας ρουτίνας. Σαν να ήταν όλα φυσιολογικά. Ακόμα και η συνήθειά τους να κάνουν έρωτα.
670/1081
Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν. Και μάλιστα απαγόρευε στον εαυτό της να το σκέφτεται. Ο Ντέιβιντ δεν το ήξερε και, αν κάποτε του το ομολογούσε, θα την παρατούσε, ήταν βέβαιη. Υπήρχε μια λέξη που όριζε την ενοχή της, μα δεν την είχε προφέρει ποτέ. «Αμαρτία», είπε στο είδωλό της στον καθρέφτη. Ποιος ξέρει αν ο πνευματικός θα τη συγχωρούσε; Πάντως αυτό το ερώτημα δεν της χρησίμεψε για να ξαλαφρώσει από τη δυσφορία που ένιωθε για τον εαυτό της. Κοίταξε προς την κλειστή πόρτα του μπάνιου. Και τώρα τι γίνεται; αναρωτήθηκε. Αυτή κι ο Σάλμπερ είχαν κάνει έρωτα ή ήταν απλώς σεξ; Και πώς θα έπρεπε να το διευθετήσουν μεταξύ τους; Δεν το είχε σκεφτεί και τώρα της φαινόταν πολύ αργά για να σκαρφιστεί κάτι. Δεν ήθελε να μιλήσει εκείνος πρώτος. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι ούτε ήθελε να διακόψει. Ξαφνικά ένιωσε αμήχανη. Αν
671/1081
αυτός της φερόταν ψυχρά, δεν ήθελε να φανεί η απογοήτευση στο πρόσωπό της. Όμως δεν ήξερε πώς να το αποφύγει. Για να απομακρύνει εκείνη τη σκέψη, κοίταξε το ρολόι της. Ήταν ξύπνια εδώ και είκοσι λεπτά και ο Σάλμπερ δεν είχε βγει ακόμα από το μπάνιο. Συνέχιζε να ακούει το νερό του ντους, μα μόνον τότε συνειδητοποίησε ότι ο ήχος του ήταν σταθερός. Δεν υπήρχε καμία αλλαγή στη ροή του, όπως γίνεται όταν ένα σώμα κινείται από κάτω. Ο θόρυβος ήταν συνεχής, σαν να μην έβρισκε καμία αντίσταση. Η Σάντρα τινάχτηκε όρθια και όρμησε στο μπάνιο. Το πόμολο γύρισε εύκολα και το προηγούμενο προαίσθημά της έγινε τρομακτικά σαφές. Την τύλιξε ένα σύννεφο ατμού. Προσπάθησε να το διαλύσει με τα χέρια και διέκρινε την καμπίνα του ντους: πίσω από το θαμπό γυαλί δεν υπήρχε καμία σκιά. Πλησίασε στο πορτάκι και το άνοιξε.
672/1081
Το νερό έτρεχε, μα από κάτω του δεν ήταν κανείς. Μόνον ένας λόγος υπήρχε για να σκαρφιστεί ο Σάλμπερ ένα τέτοιο κόλπο. Η Σάντρα στράφηκε μεμιάς στη λεκάνη. Πλησίασε και σήκωσε το κάλυμμα από το καζανάκι και είδε ότι ο αδιάβροχος φάκελος που είχε κρύψει ήταν ακόμα εκεί. Τον έβγαλε για να ελέγξει το περιεχόμενό του. Όμως στη θέση των στοιχείων του Ντέιβιντ υπήρχε ένα εισιτήριο τρένου για το Μιλάνο. Κάθισε στο μουσκεμένο από τους υδρατμούς πάτωμα κι έχωσε το κεφάλι στα χέρια της. Τώρα μάλιστα, της ερχόταν να κλάψει. Και να βάλει τις φωνές. Θα ήταν λυτρωτικό, αλλά δεν το έκανε. Δεν ξανασκέφτηκε τη νύχτα που μόλις πέρασε, για να αναρωτηθεί αν η τρυφερότητα αποτελούσε μέρος της απάτης ή όχι. Αντίθετα, της ήρθε στο νου εκείνη η φορά που είχε κάνει έρωτα με τον Ντέιβιντ κι ας ήξερε ότι του έκρυβε κάτι. Τόσο καιρό
673/1081
προσπαθούσε να απωθήσει αυτό το μυστικό. Τώρα ήταν ένα ξέσπασμα της συνείδησής της, την οποία δεν μπορούσε πια να καταπνίξει. Ναι, είμαι μια αμαρτωλή, παραδέχτηκε προσπαθώντας να την κατευνάσει. Και ο θάνατος του Ντέιβιντ ήταν η τιμωρία μου. Προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Σάλμπερ στο κινητό του. Αλλά μια ηχογραφημένη φωνή απαντούσε σε κάθε της προσπάθεια, λέγοντάς της ότι ο χρήστης δεν ήταν διαθέσιμος. Δεν ήλπιζε βέβαια ότι θα τον έβρισκε. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε χρόνο για να αποδώσει κατηγορίες ούτε για να αναρωτηθεί αν είχε κάνει λάθος. Έπρεπε να αναλάβει και πάλι δράση. Είχε κάνει μια συμφωνία με τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο. Αλλά τώρα που ο Σάλμπερ είχε τη φωτογραφία που του τράβηξε ο Ντέιβιντ, θα μπορούσε να τον εντοπίσει πολύ πιο εύκολα. Κι αν τον έπιανε, αυτό θα σήμαινε το τέλος για τη Σάντρα. Ο δρόμος για να βρει
674/1081
το δολοφόνο του άντρα της είχε κοπεί απότομα με τη σκοτεινή φωτογραφία και ο πνευματικός ήταν η τελευταία ελπίδα που της απέμενε. Έπρεπε να τον ειδοποιήσει προτού να είναι πολύ αργά. Δεν είχε ιδέα πώς να τον βρει και δεν μπορούσε να περιμένει να δώσει σημεία ζωής ο πνευματικός, όπως της είχε υποσχεθεί. Έπρεπε να σκαρφιστεί κάτι. Βάλθηκε να βηματίζει μες στο σπίτι, προσπαθώντας να σκεφτεί τα τελευταία γεγονότα. Η οργή δεν τη βοηθούσε και πάσχιζε να τη συγκρατήσει. Μέσα της αντιπάλευαν αντιφατικά συναισθήματα για τον αξιωματικό της Ιντερπόλ. Όμως δεν θα άφηνε το θυμό της να πάρει το πάνω χέρι. Έπρεπε να ξαναπιάσει την υπόθεση Φίγκαρο. Το προηγούμενο βράδυ στο μουσείο των ψυχών του Καθαρτηρίου είχε προσφέρει στον
675/1081
ιερέα μια λογική λύση του μυστηρίου. Εκείνος την είχε ακούσει και μετά το έβαλε στα πόδια, λέγοντάς της ότι έπρεπε να βιαστεί προτού να είναι αργά. Δεν της έδωσε άλλες εξηγήσεις κι εκείνη δεν μπόρεσε να επιμείνει. Θα ήθελε να μάθει μήπως η κατάσταση είχε αλλάξει με κάποιον τρόπο. Και η απάντηση μπορούσε να έρθει από την τηλεόραση. Πήγε στην κουζίνα κι άναψε τη μικρή συσκευή που ήταν πάνω στον μπουφέ. Αφού τριγύρισε στα κανάλια, βρήκε μια συνοπτική παρουσίαση των ειδήσεων. Η εκφωνήτρια σχολίαζε την ανακάλυψη του πτώματος μιας νεαρής γυναίκας, άγνωστης ακόμα ταυτότητας, στη Βίλα Γκλόρι. Έπειτα πέρασε σε μια άλλη είδηση του αστυνομικού δελτίου πρόφερε τα ονόματα του Φεντερίκο Νόνι και του Πιέτρο Τζίνι. Η δολοφονία-αυτοκτονία στο Τραστέβερε ήταν η τελευταία είδηση. Η Σάντρα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ποιος ήταν ο ρόλος της σε αυτόν το δραματικό
676/1081
επίλογο; Είχε συμμετοχή, έστω και ελάχιστη, σε αυτούς τους θανάτους; Απάντησε όχι, όταν άκουσε την εξιστόρηση των γεγονότων. Τα ωράρια δεν συνέπιπταν: τη στιγμή του δράματος εκείνη μιλούσε με τον πνευματικό. Οπότε ούτε κι αυτός ήταν παρών όταν συνέβη. Έτσι, η υπόθεση Φίγκαρο μπορούσε να θεωρηθεί ότι έκλεισε και δεν της χρησίμευε για να ξανάρθει σε επαφή με τον πνευματικό. Ήταν αποκαρδιωτικό. Δεν ήξερε από πού να ξαναρχίσει. Για στάσου μια στιγμή, σκέφτηκε. Πώς έγινε και ο Σάλμπερ έμαθε ότι ασχολούμαι με τον Φίγκαρο; Συνόψισε όσα της είχε πει ο αξιωματικός της Ιντερπόλ σχετικά με την υπόθεση. Καθώς τα αναλογιζόταν, βρήκε την πληροφορία που αναζητούσε: ο Σάλμπερ είχε μάθει το ενδιαφέρον των πνευματικών βάζοντας κοριούς. Η υποκλοπή είχε γίνει σε μια βίλα έξω
677/1081
από τη Ρώμη, όπου η αστυνομία έκανε μια έρευνα. Ποια βίλα; Και γιατί βρίσκονταν εκεί; Έπιασε το κινητό από την τσάντα της και πήρε τον τελευταίο αριθμό που την είχε καλέσει την προηγούμενη μέρα. Ο Ντε Μικέλις απάντησε στο έκτο χτύπημα. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, Βέγκα;» «Χρειάζομαι ξανά τη βοήθειά σου». «Γι’ αυτό είμαι εδώ». Είχε τα κέφια του, «Ξέρεις αν οι δικοί μας έκαναν έρευνα σε μια βίλα στη Ρώμη τις τελευταίες μέρες; Πρέπει να είναι ένας χώρος που συνδέεται με μια σημαντική υπόθεση». Η Σάντρα το συμπέρανε από το γεγονός ότι ο Σάλμπερ δεν θα πήγαινε να βάλει κοριούς όπου κι όπου. «Μα δεν διαβάζεις εφημερίδες;» Έμεινε σύξυλη. «Τι θα έπρεπε να ξέρω;» «Πιάσαμε έναν κατά συρροήν δολοφόνο. Ο κόσμος τρελαίνεται γι’ αυτές τις ιστορίες, θα έπρεπε να το έχεις μάθει».
678/1081
Θα το είπαν στις ειδήσεις, αλλά το είχε χάσει. «Ενημέρωσέ με». «Δεν έχω πολύ χρόνο». Ακούγονταν φωνές γύρω από τον Ντε Μικέλις, κι έπειτα ο επιθεωρητής μετακινήθηκε για να βρει λίγη ησυχία. «Αοιπόν: Τζερεμάια Σμιθ, τέσσερα θύματα μέσα σε έξι χρόνια. Έπαθε έμφραγμα πριν από τρία βράδια. Πήγαν οι Πρώτες Βοήθειες κι έτσι ανακάλυψαν ότι ήταν ένα τέρας. Βρίσκεται στο νοσοκομείο, περισσότερο στον άλλον κόσμο παρά εδώ. Η υπόθεση έκλεισε». Η Σάντρα απέμεινε για λίγο σκεφτική. «Εντάξει. Θέλω μια χάρη». «Κι άλλη;» «Αυτή τη φορά είναι μεγάλη». Ο Ντε Μικέλις μουρμούρισε κάτι ακατανόητο. Έπειτα είπε: «Ρίχ’ το...» «Μια υπηρεσιακή εντολή να ασχοληθώ με την υπόθεση». «Αστειεύεσαι, ελπίζω».
679/1081
«Προτιμάς να αρχίσω να ερευνώ χωρίς καμία κάλυψη; Ξέρεις ότι θα το κάνω». Ο Ντε Μικέλις σταμάτησε μια στιγμή για να σκεφτεί. «Θα μου τα εξηγήσεις όλα αυτά, αργά η γρήγορα, σωστά; Αλλιώς θα νιώθω ηλίθιος που σου έδωσα βάση». «Μείνε ήσυχος». «Σύμφωνοι, σου στέλνω την υπηρεσιακή εντολή με φαξ στην Αστυνομική Διεύθυνση της Ρώμης σε μια ώρα. Θα πρέπει να επινοήσω μία ευλογοφανή αιτία, αλλά δεν μου λείπει η φαντασία». «Χρειάζεται να σ’ ευχαριστήσω;» Ο Ντε Μικέλις γέλασε. «Προφανώς όχι». Έκλεισε. Η Σάντρα ένιωθε ότι έμπαινε ξανά στο παιχνίδι. Ήθελε να ξεχάσει αυτό που της είχε κάνει ο Σάλμπερ και αρκέστηκε να ξεσπάσει την οργή της στο εισιτήριο τρένου που της είχε αφήσει στη θέση των στοιχείων: το έκανε κομματάκια που τα σκόρπισε στο δάπεδο του ξενώνα. Αμφέβαλλε αν ο Σάλμπερ
680/1081
θα επέστρεφε εκεί για να πάρει εκείνο το μήνυμα. Ί Ιταν βέβαιη ότι δεν θα ξανασυναντιούνταν πια. Κι αυτό κάπως την πονούσε. Προσπάθησε να μην το σκέφτεται. Και μάλιστα υποσχέθηκε στον εαυτό της να το αφήσει πίσω της. Είχε άλλα να ασχοληθεί. Έπρεπε να πάει στην Αστυνομική Διεύθυνση να πάρει την υπηρεσιακή εντολή και μετά να ζητήσει αντίγραφο του φακέλου με τα στοιχεία για τον Τζερεμάια Σμιθ. Θα επανεξέταζε τα γεγονότα ακολουθώντας τη διαίσθησή της: αν η υπόθεση ενδιέφερε τους πνευματικούς, δεν είχε κλείσει στ’ αλήθεια. 8:01 Ο Μάρκους καθόταν σε ένα μακρύ τραπέζι σε ένα συσσίτιο της Κάριτας. Στους τοίχους κρέμονταν Εσταυρωμένοι και αφίσες με το λόγο του Κυρίου. Μια διαπεραστική μυρωδιά σούπας και λαχανικών απλωνόταν στην
681/1081
τραπεζαρία. Εκείνη την ώρα του πρωινού οι άστεγοι, που κατά κανόνα σύχναζαν εκεί μέσα, είχαν φύγει και στα μαγειρεία ετοίμαζαν το μεσημεριανό. Συνήθως για το πρωινό στήνονταν στην ουρά από τις πέντε. Στις εφτά ήταν και πάλι στο δρόμο, εκτός κι αν έβρεχε ή έκανε κρύο, οπότε μερικοί καθυστερούσαν λιγάκι. Ο Μάρκους ήξερε ότι πολλοί από αυτούς -σίγουρα όχι η πλειονότητα- δεν άντεχαν πια να μένουν σε κλειστούς χώρους και αρνούνταν να στεγαστούν, είτε σε κοινότητες είτε σε κοιτώνες, έστω και για μια νύχτα. Ήταν κυρίως άτομα που είχαν περάσει πολύ χρόνο στη φυλακή ή σε ψυχιατρικά ιδρύματα. Η προσωρινή απώλεια της ελευθερίας τους τούς είχε αποπροσανατολίσει. Και τώρα πια δεν ήξεραν από πού έρχονταν και πού ήταν το σπίτι τους. Ο ντον Μικέλε Φουέντε τούς υποδεχόταν με ένα αθώο χαμόγελο, μοιράζοντας ζεστά γεύματα και ανθρώπινη ζεστασιά. Ο Μάρκους
682/1081
τον παρατηρούσε καθώς έδινε εντολές στους συνεργάτες του, ώστε να είναι όλα έτοιμα για τη νέα ορδή των απελπισμένων που θα συγκεντρώνονταν σιωπηλά σε καμιά ώρα. Σε σύγκριση με εκείνο τον ιερέα και την αποστολή στην οποία είχε ενταχθεί, ένιωθε ατελής. Πολλά πράγματα είχαν χαθεί από τη μνήμη του, αλλά και από την καρδιά του. 'Οταν τελείωσε, ο ντον Μικέλε πήγε και κάθισε απέναντι του. «Ο πατήρ Κλεμέντε με ειδοποίησε για την επίσκεψή σας, αλλά απλώς μου είπε ότι είστε κι εσείς ιερέας κι ότι δεν θα πρέπει να ρωτήσω το όνομά σας». «Αν δεν σας πειράζει». «Δεν με πειράζει», επιβεβαίωσε ο παπάς. Ήταν στρουμπουλός με παχουλά και μονίμως ροδαλά μάγουλα, το ράσο του ήταν γεμάτο ψίχουλα και λαδιές. Ήταν καμιά πενηνταριά χρονών, με μικρά χέρια και ξεχτένιστα μαλλιά. Φορούσε ένα ζευγάρι γυαλιά με μαύρο στρογγυλό σκελετό, στον καρπό ένα πλαστικό
683/1081
ρολόι που το κοιτούσε αδιάκοπα, και στα πόδια στραβοπατημένα αθλητικά Nike. «Πριν από τρία χρόνια δεχτήκατε μια εξομολόγηση», είπε ο Μάρκους. Δεν ήταν ερώτηση. «Ναι, μα από τότε έχω ακούσει πολλές άλλες». «Εκείνη όμως θα πρέπει να τη θυμάστε. Δεν τυχαίνει κάθε μέρα να ακούσετε έναν επίδοξο αυτόχειρα». Ο ντον Μικέλε δεν παραξενεύτηκε, μα από το πρόσωπό του χάθηκε κάθε εγκαρδιότητα. «Ως είθισται, κατέγραψα τα λεγόμενα του μετανοούντος και τα μετέφερα στο Σώμα των πνευματικών. Δεν μπορούσα να του δώσω άφεση, το αμάρτημα που μου εξομολογήθηκε ήταν τρομερό». «Διάβασα την αναφορά, αλλά θα ήθελα να την ξανακούσω από τα χείλη σας».
684/1081
«Γιατί;» Η ερώτηση έκρυβε και μια έκκληση, ο ιερέας δεν ένιωθε άνετα να αναφερθεί και πάλι σε αυτό το θέμα. «Είναι σημαντικό να αποκομίσω μια αυθεντική εντύπωση. Πρέπει να συλλάβω όλες τις αποχρώσεις εκείνης της συνάντησης». Ο ντον Μικέλε φάνηκε να πείθεται. «Ήταν έντεκα το βράδυ, ετοιμαζόμασταν να κλείσουμε. Θυμάμαι ότι είχα προσέξει εκείνον τον άνθρωπο, ακίνητο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Είχε μείνει εκεί όλο το βράδυ, μετά κατάλαβα ότι έψαχνε το κουράγιο να μπει μέσα. Όταν ο τελευταίος φιλοξενούμενος έφυγε από την τραπεζαρία, το πήρε τελικά απόφαση. Ήρθε κατευθείαν σ’ εμένα, ζητώντας μου να τον εξομολογήσω. Δεν τον είχα ξαναδεί. Φορούσε ένα βαρύ παλτό και καπέλο, δεν τα έβγαλε καθόλου, λες και βιαζόταν. Και η συζήτησή μας ήταν βιαστική. Δεν αναζητούσε παρηγοριά ούτε κατανόηση, απλώς ήθελε να ξεφορτωθεί ένα βάρος».
685/1081
«Τι ακριβώς σας είπε;» Ο ιερέας έξυσε την γκρίζα και απεριποίητη γενειάδα του που λέκιαζε με τις τούφες της το πρόσωπό του. «Κατάλαβα αμέσως ότι σχεδίαζε κάτι ακραίο. Οι κινήσεις του έκρυβαν ένα μαρτύριο, το ίδιο και η φωνή του, και άφηνε να έννοηθεί ότι οι προθέσεις του ήταν σοβαρές. Ήξερε ότι γι’ αυτό που ετοιμαζόταν να κάνει δεν υπήρχε συγχώρεση, αλλά δεν είχε έρθει για να πάρει άφεση για το αμάρτημα που δεν είχε ακόμα διαπράξει». Έκανε μια παύση. «Δεν ζητούσε συγχώρεση για τη ζωή που ήθελε να αφαιρέσει, αλλά για εκείνη που είχε ήδη πάρει». Ο ντον Μικέλε Φουέντε ήταν ένας ιερέας του δρόμου, σε συνεχή επαφή με τις ασκήμιες του κόσμου. Ο Μάρκους όμως οεν κατέκρινε την αμηχανία του· στο κάτω-κάτω, είχε ακούσει την εξομολόγηση ενός θανάσιμου αμαρτήματος. «Ποιον ειχε σκοτώσει και γιατί;»
686/1081
Ο ιερέας έβγαλε τα γυαλιά του κι άρχισε να τα καθαρίζει με το ράσο του. «Δεν μου είπε. Όταν τον ρώτησα, απέφυγε να απαντήσει. Για να δικαιολογήσει την επιφυλακτικότητά του, είπε ότι ήταν προτιμότερο να μην ξέρω, αλλιώς μπορεί να με έβαζε σε κίνδυνο. Ήθελε μόνο να πάρει άφεση. Όταν του ανακοίνωσα ότι ένας απλός ιερέας δεν μπορούσε να δώσει άφεση για μια τόσο σοβαρή ενοχή, δυσαρεστήθηκε. Με ευχαρίστησε κι έφυγε χωρίς να πει λέξη». Παρά τις ελλείψεις της, την αοριστία και την απουσία ενδείξεων, αυτή η αναφορά ήταν η μόνη που είχε στη διάθεσή του ο Μάρκους. Στο αρχείο των πνευματικών οι ομολογίες των ανθρωποκτονιών βρίσκονταν σε χωριστό τομέα. Την πρώτη φορά που πάτησε εκεί το πόδι του, ο Κλεμέντε τού είχε κάνει μία και μοναδική σύσταση: «Μην ξεχνάς ότι αυτό που θα διαβάσεις δεν είναι τα πρακτικά που περιέχονται σε μια βάση δεδομένων της αστυνομίας. Στην περίπτωση εκείνη, η
687/1081
αντικειμενικότητα συνιστά ένα είδος προστατευτικού φράγματος. Στη δική μας, όμως, η θεώρηση όσων συνέβησαν είναι υποκειμενική, γιατί αυτός που αφηγείται είναι πάντα ο δολοφόνος. Μερικές φορές νομίζεις ότι είσαι στη θέση του. Μην αφήσεις το κακό να σε εξαπατήσει, θυμήσου ότι πρόκειται για μια πλάνη. Μπορεί να αποβεί επικίνδυνο». Διαβάζοντας εκείνα τα λόγια, ο Μάρκους εξεπλάγη από τις λεπτομέρειες. Υπήρχε πάντα σε εκείνες τις αφηγήσεις κάτι που έμοιαζε να ξεφεύγει από το πλαίσιο. Ένας δολοφόνος, λόγου χάρη, θυμόταν τα κόκκινα παπούτσια του θύματος και ο ιερέας το είχε μεταφέρει κι αυτό στην καταγραφή του. Δεν είχε καμία σημασία, δεν θα επηρέαζε την κρίση. Αλλά ήταν λες και σε έναν κατάλογο φρικαλεοτήτων και βίας να ήθελε να δημιουργήσει μια οδό διαφυγής, μια έξοδο κινδύνου. Κόκκινα παπούτσια: μια κηλίδα χρώματος διέκοπτε για μια στιγμή την αφήγηση, επιτρέποντας σε
688/1081
όποιον διάβαζε να πάρει μια ανάσα. Στην αναφορά του ντον Μικέλε έλειπαν τέτοιες λεπτομέρειες. Και ο Μάρκους υποπτευόταν ότι η καταγραφή δεν ήταν ολοκληρωμένη. «Ξέρετε ποιος ήταν ο μετανοών, σωστά;» Ο παπάς δίστασε υπερβολικά, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ήταν αλήθεια. «Τον αναγνώρισα μερικές μέρες αργότερα, στις εφημερίδες». «Αλλά όταν μεταφέρατε την εξομολόγηση, δεν βάλατε το όνομά του». «Συμβουλεύτηκα τον επίσκοπο, μου συνέστησε να παραλείψω την ταυτότητά του». «Γιατί;» «Γιατί όλοι πίστευαν ότι ήταν καλός άνθρωπος», είπε επιγραμματικά. «Έφτιαξε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Αγκόλα, στην Αφρική, σε μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Ο επίσκοπος με έπεισε ότι δεν χρειαζόταν να σπιλώσουμε τη μνήμη ενός μεγάλου ευεργέτη, αλλά να διατηρήσουμε το
689/1081
παράδειγμά του. Γιατί πια η κρίση του δεν επαφιόταν σ’ εμάς». «Πώς λεγόταν;» επέμεινε ο Μάρκους. Ο παπάς αναστέναξε. «Αλμπέρτο Κανεστράρι». Μάντεψε ότι υπήρχαν κι άλλα, μα δεν ήθελε να πιέσει τον παπά. Λπέμεινε να τον κοιτάζει σιωπηλός, περιμένοντας να μιλήσει εκείνος. «Υπάρχει κάτι ακόμα», πρόσθεσε ο ντον Μικέλε Φουέντε με κάποιο δισταγμό. «Οι εφημερίδες έγραψαν ότι πέθανε από φυσικά αίτια». Ο Αλμπέρτο Κανεστράρι δεν ήταν μόνο χειρουργός διεθνούς φήμης, ένας αστέρας της ιατρικής επιστήμης, αλλά κι ένας ανανεωτής του επαγγέλματος του. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν φιλάνθρωπος. Αυτή η εικόνα απέρρεε από τις τιμητικές πλακέτες που ήταν κρεμασμένες στους τοίχους του ιατρείου του στη βία Λουντοβίζι, αλλά και
690/1081
από τα κορνιζαρισμένα άρθρα των εφημερίδων που περιέγραφαν τις πολυάριθμες ανακαλύψεις, με τις οποίες είχε τελειοποιήσει τη χειρουργική τεχνική, και εγκωμίαζαν τη γενναιοδωρία με την οποία είχε προσφέρει τις ικανότητές του στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το μεγαλύτερο έργο του ήταν η κατασκευή ενός μεγάλου νοσοκομείου στην Αγκόλα, όπου πήγαινε αυτοπροσώπως να χειρουργήσει. Οι ίδιες εφημερίδες που εκθείαζαν την προσωπικότητά του στη συνέχεια ανέφεραν την είδηση του ξαφνικού θανάτου του από φυσικά αίτια. Ο Μάρκους είχε μπει στο χώρο όπου κάποτε ήταν το ιατρείο του, στον τρίτο όροφο ενός αριστοκρατικού κτιρίου, δύο βήματα από τη βία Βένετο, και περιέφερε το βλέμμα του σε εκείνα τα κειμήλια, εξετάζοντας το χαμογελαστό πρόσωπο του πενηντάρη χειρουργού στις φωτογραφίες που τον παρουσίαζαν με διάφορες προσωπικότητες,
691/1081
αλλά και με τους ασθενείς -πολλοί από τους οποίους ιθαγενείς- που του όφειλαν τη θεραπεία τους και, σε μερικές περιπτώσεις, τη ζωή τους. Ήταν η μεγάλη του οικογένεια. Έχοντας αφιερώσει όλη του την ύπαρξη στη δουλειά του, ο χειρουργός δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Αν έπρεπε να κρίνει τον άνθρωπο από το απάνθισμα των επιθέτων που εμφανίζονταν σε εκείνον τον τοίχο, ο Μάρκους δεν θα δίσταζε να τον χαρακτηρίσει καλό χριστιανό. Μα όλα αυτά μπορεί να ήταν ένα προσωπείο: η πείρα τού επέβαλλε να είναι συνετός στις κρίσεις του. Κυρίως υπό το φως των λέξεων που είχε προφέρει ο χειρουργός λίγες μέρες προτού πεθάνει, στην τελευταία του εξομολόγηση. Για όλον τον κόσμο ο Αλμπέρτο Κανεστράρι δεν είχε αυτοκτονήσει. Ο Μάρκους δυσκολευόταν να φανταστεί ότι την αναγγελία της πρόθεσής του να βάλει τέλος στη ζωή του ακολούθησε η αμήχανη
692/1081
τυπικότητα ενός θανάτου από φυσικά αίτια. Υπάρχει και κάτι άλλο, σκέφτηκε. Το ιατρείο αποτελούνταν από ένα μεγάλο χώρο αναμονής» από μια γραμματεία που κατεύθυνε τους ασθενείς, από ενα δωμάτιο με ένα μεγάλο μαονένιο γραφείο, περικυκλωμένο από μια τεράστια συλλογή βιβλίων ιατρικής, πολλά από τα οποία ήταν δεμένα. Μια συρόμενη πόρτα έκρυβε ένα μικρό εξεταστήριο με ένα κρεβάτι, μερικά ιατρικά όργανα κι ένα ντουλάπι για τα φάρμακα. Ο Μάρκους, όμως, στάθηκε στο δωμάτιο του Κανεστράρι. Είχε ένα σαλονάκι με δερμάτινους καναπέδες, όπως και την περιστρεφόμενη πολυθρόνα πάνω στην οποία -πάντα σύμφωνα με τις αναφορές των Μ ΜΕείχε βρεθεί νεκρός ο χειρουργός. Γιατί βρίσκομαι εδώ; αναρωτήθηκε. Αν πράγματι ο άνθρωπος εκείνος είχε σκοτώσει, το ζήτημα είχε πια κλείσει. Ο Μάρκους δεν θα έπρεπε να ασχολείται. 0
693/1081
δολοφόνος ήταν νεκρός και ο μυστηριώδης πνευματικός δεν μπορούσε αυτή τη φορά να προσφέρει καμία ευκαιρία για εκδίκηση. Μα αν τον είχε οδηγήσει μέχρι εδώ, η αλήθεια δεν μπορεί να ήταν τόσο απλή. Κάθε πράγμα στη σειρά του, σκέφτηκε. Το πρώτο βήμα ήταν να εξακριβώσει τα γεγονότα και η πρώτη ανωμαλία που έπρεπε να επιλύσει ήταν η αυτοκτονία. Ο Κανεστράρι δεν είχε γυναίκα και παιδιά, μετά το θάνατό του ξεκίνησε μια κληρονομική διαμάχη ανάμεσα στα ανίψια του. Για το λόγο αυτό, το ιατρείο του, αντικείμενο δικαστικών διεκδικήσεων, είχε παραμείνει άθικτο τα τελευταία τρία χρόνια. Τα παράθυρα του διαμερίσματος ήταν κλειστά και όλα τα αντικείμενα ήταν σκεπασμένα από ένα παχύ στρώμα σκόνης· της ίδιας σκόνης που αιωρούνταν σαν φωτεινή ομίχλη στις λεπτές δέσμες του φωτός που τρύπωναν από τα στόρια. Παρότι ο χρόνος είχε περάσει
694/1081
αδιάφορος από εκείνο το χώρο διατηρώντας τον ανέπαφο, το μέρος δεν θύμιζε σκηνή εγκλήματος, Ο Μάρκους σχεδόν νοστάλγησε τα πλεονεκτήματα του βίαιου θανάτου, τόσο πλούσιου σε ίχνη, που θα στήριζαν τα συμπεράσματά του. Μέσα στο χάος που δημιουργεί το κακό θα ήταν πιο εύκολο να διακρίνει την ανωμαλία που του χρησίμευε. Αντίθετα, στην επίπλαστη ηρεμία εκείνου του μέρους δυσκολευόταν να την ξετρυπώσει. Αυτή τη φορά η πρόκληση απαιτούσε μια δραστική αλλαγή. Έπρεπε να ταυτιστεί με τον Αλμπέρτο Κανεστράρι. Τι μετράει περισσότερο για μένα; σκέφτηκε. Η φήμη με ενδιαφέρει, αλλά δεν είναι το ουσιαστικότερο: δυστυχώς δεν γίνεσαι δημοφιλής σώζοντας ζωές ή με τις αγαθοεργίες. Τότε το επάγγελμα. Το ταλέντο μου είναι πιο σημαντικό για τους άλλους, επομένως ούτε αυτό.
695/1081
Η λύση ήρθε από μόνη της, καθώς κοιτούσε ακόμα τον τοίχο που εξυμνούσε το γιατρό. Το όνομά μου, αυτό μετράει στ’ αλήθεια. Η υπόληψή μου είναι το μεγαλύτερο αγαθό που κατέχω. Γιατί είμαι σίγουρος ότι είμαι καλός άνθρωπος. Πήγε να καθίσει στην πολυθρόνα του Κανεστράρι. Έσμιξε τα χέρια κάτω από το σαγόνι του κι έκανε μία και μοναδική, ουσιαστική ερώτηση. Πώς μπορώ να αυτοκτονήσω κάνοντας όλο τον κόσμο να πιστεύει ότι πέθανα από φυσικά αίτια; Λυτό που φοβόταν περισσότερο ο χειρουργός ήταν το σκάνδαλο. Δεν θα ανεχόταν ποτέ να αφήσει πίσω του μια κακή ανάμνηση. Έτσι, είχε επινοήσει έναν τρόπο. Ο Μάρκους ήταν βέβαιος ότι η απάντηση βρισκόταν πολύ κοντά του.
696/1081
«Μπροστά στη μύτη μου», είπε. Μετά έστρεψε την πολυθρόνα προς τη βιβλιοθήκη που είχε πίσω του. Το να υποκριθεί ένα φυσικό θάνατο δεν θα πρέπει να είναι πρόβλημα για κάποιον που γνώριζε σε βάθος τα μυστικά της ζωής. Ήταν σίγουρος ότι υπήρχε μια απλή μέθοδος που δεν θα δημιουργούσε υποψίες. Κανείς δεν θα ερευνούσε, κάνεις δεν θα εμβάθυνε, μια και επρόκειτο πάντα για το θάνατο ενοζ έντιμου ανθρώπου. Ο Μάρκους σηκώθηκε κι άρχισε να συμβουλεύεται τους τίτλους των βιβλίων που ήταν στοιβαγμένα στα ράφια. Του πήρε λίγη ώρα να βρει αυτό που χρειαζόταν. Τράβηξε τον τόμο. Το βιβλίο ήταν μια επιτομή των δηλητηριωδών ουσιών, φυσικών ή τεχνητών. Άρχισε να το ξεφυλλίζει. Περιείχε τις ουσίες και τις τοξίνες, τα μεταλλικά και φυτικά οξέα, τα καυστικά αλκάλια. Από το αρσενικό έως το
697/1081
αντιμόνιο, από την μπελαντόνα στο νιτροβενζόλιο. τη φαινακετίνη και το χλωροφόρμιο. Επαλήθευσε τη θανατηφόρα ποσολογία των δραστικών συστατικών, τη χρήση τους και τις παρενέργειες. Μέχρι που έπεσε σε μια ουσία που προσέγγιζε μια απάντηση. Σουκινυλοχολίνη. Ήταν ένα μυοχαλαρωτικό που χρησιμοποιούνταν στην αναισθησία. Ο Κανεστράρι, ως χειρουργός, πρέπει να το ήξερε καλά. Στην περιγραφή συγκρινόταν με ένα είδος συνθετικού κουράρε, γιατί είχε την ιδιότητα να παραλύει τους ασθενείς κατά τη διάρκεια της επέμβασης και να εμποδίζει τυχόν επικίνδυνους σπασμούς ή αθέλητες κινήσεις. Διαβάζοντας τις ιδιότητες του φαρμάκου, ο Μάρκους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για τον Κανεστράρι θα ήταν αρκετή μια δόση του ενός μιλιγκράμ για να μπλοκάρει τους μυς της
698/1081
αναπνοής. Λίγα λεπτά αργότερα θα πάθαινε ασφυξία. Μια αιωνιότητα κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ένας άγριος θάνατος, ο λιγότερο επιθυμητός, αλλά πολύ αποτελεσματικός, μια και η παράλυση του σώματος θα καθιστούσε την όλη διαδικασία αμετάκλητη. Μόλις έκανε την ένεση με το φάρμακο, δεν θα υπήρχε περιθώριο να αλλάξει γνώμη. Όμως ο χειρουργός το είχε επιλέξει και για άλλον ένα λόγο. Ο Μάρκους εξεπλάγη μαθαίνοντας ότι η βασική ιδιότητα της σουκινυλοχολίνης ήταν ότι καμία τοξικολογική εξέταση δεν μπορούσε να την εντοπίσει, διότι αποτελούνταν από σουκινικό οξύ και χολίνη: ουσίες που υπάρχουν φυσιολογικά στο ανθρώπινο σώμα. Η αιτία του θανάτου θα αποδιδόταν σε συγκοπή και κανένας ιατροδικαστής δεν θα αναζητούσε μια μικροσκοπική τρύπα από
699/1081
σύριγγα ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, λόγου χάρη. Το καλό του όνομα θα διασωζόταν. «Ναι... και η σύριγγα;» Αν κάποιος την έβρισκε κοντά στο πτώμα, αντίο, υποτιθέμενε φυσικέ θάνατε. Αυτή η λεπτομέρεια δεν κολλούσε με τα υπόλοιπα. Ο Μάρκους θέλησε να το σκεφτεί. Περιμένοντας το φάκελο από τον Κλεμέντε, προτού πάει εκεί, είχε διαβάσει στο ίντερνετ ότι αυτή που βρήκε το πτώμα του χειρουργού το επόμενο πρωί ήταν η νοσοκόμα την ώρα που άνοιγε το ιατρείο. Τσως εκείνη να ξεφορτώθηκε τη δυσάρεστη απόδειξη ότι δεν επρόκειτο για φυσικό θάνατο. Υπερβολικά τυχαίο, σκέφτηκε ο Μάρκους. Η γυναίκα θα μπορούσε και να μην το κάνει. Ο Κανεστράρι, όμως, ήταν βέβαιος ότι η σύριγγα θα απομακρυνόταν. Γιατί; Ο Μάρκους κοίταξε το χώρο όπου ο διάσημος γιατρός είχε αποφασίσει να
700/1081
αφαιρέσει τη ζωή του. Το ιατρείο ήταν το κέντρο του σύμπαντός του. Μα δεν το είχε επιλέξει γι’ αυτόν το λόγο. Είχε τη βεβαιότητα ότι κάποιος θα έφερνε εις πέρας το σχέδιό του. Κάποιος που είχε συμφέρον να εξαφανίσει τη σύριγγα. Το έκανε επειδή ήξερε ότι τον έβλεπαν. Ο Μάρκους σηκώθηκε απότομα, προσπαθώντας αμέσως να εντοπίσει κάτι μες στο δωμάτιο. Πού μπορεί να τις είχαν βάλει; Στην ηλεκτρική εγκατάσταση ήταν η απάντηση. Πάτησε το διακόπτη για το φως στον τοίχο. Πλησίασε και παρατήρησε ότι υπήρχε μια τρυπούλα στην πλάκα του. Για να την αφαιρέσει, πήρε ένα χαρτοκόπτη πάνω από το γραφείο. Πρώτα χαλάρωσε τις βίδες, μετά την ξερίζωσε από τον τοίχο. Μια ματιά ήταν αρκετή για να αναγνωρίσει το καλώδιο ενός αναμεταδότη που μπλεκόταν με τα καλώδια του ρεύματος.
701/1081
Όποιος είχε κρύψει τη μικροκάμερα ήταν πολύ ικανός. Μα αν κάποιος παρακολουθούσε το ιατρείο την εποχή της αυτοκτονίας του Κανεστράρι, γιατί έπειτα από τρία χρόνια αυτή η συσκευή ήταν ακόμα εκεί; Ο Μάρκους συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Η παρουσία του στο ιατρείο θα πρέπει να είχε γίνει ήδη γνωστή. Με άφησαν για να καταλάβουν ποιος είμαι. Αλλά τώρα έρχονται. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτρεξε προς την έξοδο, όταν άκουσε ένα θόρυβο από το διάδρομο. Με μεγάλη προσοχή, πρόβαλε ελάχιστα το κεφάλι του στο κατώφλι και είδε να πλησιάζει ένα άτομο με σακάκι και γραβάτα που με κόπο κουβαλούσε το βάρος του ίδιου του τού κορμιού και ήταν αδύνατο να μην κάνει θόρυβο. Δεν είχε διαφυγή. Ήταν η μόνη έξοδος κι εκείνη τη στιγμή ήταν κατειλημμένη από εκείνο το ανθρώπινο βουνό.
702/1081
Κοίταξε γύρω του και είδε τη συρόμενη πόρτα του εξεταστηρίου. Θα μπορούσε να κρυφτεί εκεί. Αν ο άνθρωπος έμπαινε στο δωμάτιο, εκείνος θα είχε περισσότερο χώρο για να του ξεφύγει: στην ουσία, όντας πιο ευκίνητος, δεν είχε παρά να τρέξει. Ο άνθρωπος έφτασε στο κατώφλι και στάθηκε εκεί, αναζητώντας τον εισβολέα. Το κεφάλι του γυρνούσε αργά πάνω στο χοντρό λαιμό του. Δυο μικροσκοπικά μάτια εξερευνούσαν το ημίφως χωρίς να διακρίνουν τίποτα. Μετά πρόσεξε τη συρόμενη πόρτα που έβγαζε στο διπλανό δωμάτιο. Πήγε κοντά της κι έχωσε τα χοντρά του δάχτυλα στη σχισμή της παραστάδας. Με μια απότομη κίνηση, την άνοιξε και όρμησε μες στο ιατρείο. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν αδειανό: η πόρτα πίσω του ξανάκλεισε ταχύτατα. Ο Μάρκους έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του που είχε αλλάξει σχέδιο την
703/1081
τελευταία στιγμή. Είχε κρυφτεί πίσω από το γραφείο του Κανεστράρι και, μόλις ο τύπος έπεσε στην παγίδα, όρμησε για να τον κλείσει μέσα. Αλλά πάνω που χαιρόταν για την πονηριά του, αντιλήφθηκε ότι το κλειδί δεν γύριζε στην κλειδαριά. Η συρόμενη πόρτα άρχισε να τραντάζεται από βίαια χτυπήματα. Ο Μάρκους την άφησε και το έβαλε στα πόδια. Ήταν στο διάδρομο και άκουγε τα βήματα του άλλου που είχε απελευθερωθεί και κέρδιζε έδαφος. Κατάφερε να φτάσει στο κεφαλόσκαλο, αφού βρόντηξε την πόρτα πίσω του για να καθυστερήσει το διώκτη του. Μα ήταν δώρον άδωρον. Ετοιμαζόταν να συνεχίσει τη φυγή του από την κεντρική σκάλα, όταν του πέρασε η ιδέα ότι ο άνθρωπος πίσω του μπορεί να είχε έρθει με κάποιον συνένοχο, που ίσως κρατούσε τσίλιες στην είσοδο. Είδε μια έξοδο κινδύνου κι αποφάσισε να τη χρησιμοποιήσει. Οι σκάλες ήταν πιο στενές και τα πλατύσκαλα πιο μικρά,
704/1081
αναγκαζόταν να τα πηδάει για να διατηρήσει το πλεονέκτημά του. Ο άλλος ήταν πολύ πιο ευκίνητος απ’ όσο είχε υπολογίσει και κόντευε να τον φτάσει. Οι τρεις όροφοι που τον χώριζαν από το δρόμο τού φάνηκαν πάρα πολλοί. 1 Ιίσω από την τελευταία πόρτα υπήρχε η σωτηρία. 'Οταν την άνοιξε, αντί για το δρόμο, βρέθηκε σε ένα υπόγειο πάρκινγκ. Ήταν έρημο. Στο βάθος του τεράστιου χώρου είδε τις πόρτες ενός ασανσέρ να ανοίγουν. Κι όταν άνοιξαν, αντί να του προσφέρουν μια νέα οδό διαφυγής, αποκάλυψαν ένα δεύτερο άνθρωπο με σακάκι και γραβάτα, που αναγνώρισε τον Μάρκους κι άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Με δύο διώκτες πίσω του δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει. Η ανάσα του άρχισε να κόβεται και φοβόταν μην καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή. Μπήκε στη ράμπα για τα αυτοκίνητα κι άρχισε να την ανεβαίνει, ενώ μερικά οχήματα έρχονταν καταπάνω του από την αντίθετη κατεύθυνση.
705/1081
Δύο πέρασαν ξυστά από δίπλα του, τα κλάξον τους διαμαρτυρήθηκαν. 'Οταν βγήκε στην επιφάνεια, οι διώκτες του τον είχαν σχεδόν φτάσει. Όμως ξαφνικά σταμάτησαν. Μπροστά τους υπήρχε το ανθρώπινο φράγμα μιας ομάδας Κινέζων τουριστών. Ο Μάρκους επωφελήθηκε για να χαθούν τα ίχνη του. Και τώρα παρατηρούσε από μία γωνία την ανησυχία των διωκτών του, διπλωμένος στα δύο από την κούραση, προσπαθώντας να πάρει ανάσα. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο; Ποιος τους έστελνε; Είχε και κάποιος άλλος σχέση με το θάνατο του Αλμπέρτο Κανεστράρι; 11:00 Παρουσιάστηκε στην ομάδα που φρουρούσε την καγκελόπορτα της βίλας του Τζερεμάια Σμιθ με την καρτελίτσα της κρεμασμένη στο
706/1081
λαιμό και ανεμίζοντας την υπηρεσιακή εντολή που της είχε στείλει ο Ντε Μικέλις. Οι αστυνομικοί έλεγξαν τα διαπιστευτήριά της, ανταλλάσσοντας πονηρά συνένοχα βλέμματα. Η Σάντρα είχε την εντύπωση ότι ξαφνικά το ανδρικό φύλο άρχιζε να ενδιαφέρεται ξανά γι’ αυτήν. Και ήξερε γιατί. Η νύχτα που είχε περάσει με τον Σάλμπερ έβγαλε από πάνω της την αποφορά της θλίψης. Τπέμεινε την όλη διαδικασία με μια τσαχπίνικη καρτερικότητα και μετά οι αστυνομικοί την άφησαν να περάσει, ζητώντας της συγγνώμη που την καθυστέρησαν. Περπάτησε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του Σμιθ. Ο κήπος ήταν εγκαταλελειμμένος. Τα χόρτα είχαν μεγαλώσει τόσο, που σκέπαζαν τις μεγάλες πέτρινες ζαρντινιέρες. Αγάλματα με νύμφες και Αφροδίτες ξεπρόβαλλαν εδώ κι εκεί, μερικά χωρίς μέλη. Τη χαιρετούσαν με ημιτελείς, αλλά ακόμα γεμάτες χάρη κινήσεις. Ο κισσός είχε
707/1081
περικυκλώσει ένα σιντριβάνι, το νερό είχε πάρει ένα πρασινωπό χρώμα μες στη γούρνα. Το σπίτι ήταν σαν ένα μονολιθικό μνημείο γκριζαρισμένο από το χρόνο. Έφτανες στην είσοδο από μια σκάλα πλατιά στη βάση της, που όσο πήγαινε στένευε. Αντί να κόβει την πρόσοψη, έμοιαζε να τη στηρίζει σαν βάθρο. Η Σάντρα ανέβηκε· μερικά σκαλιά ήταν σπασμένα. Όταν πέρασε το κατώφλι, το φως της μέρας χάθηκε ξαφνικά, απορροφήθηκε από τους σκούρους τοίχους ενός μακριού διαδρόμου. Ήταν μια παράξενη αίσθηση. Λες και μια μαύρη τρύπα ρουφούσε τα πάντα. Κι ό,τι έμπαινε δεν μπορούσε πια να ξαναβγει. Η Σήμανση έπαιρνε ακόμη αποτυπώματα, αλλά το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς είχε πια γίνει. Οι συνάδελφοί της εξέταζαν με μεγάλη προσοχή τα έπιπλα. Έβγαζαν τα συρτάρια, τα αναποδογύριζαν στο πάτωμα κι ύστερα ξεψάχνιζαν το περιεχόμενό τους.
708/1081
Ξήλωναν τα καλύμματα από τους καναπέδες, άδειαζαν τα μαξιλάρια και κάποιος ακροαζόταν τους τοίχους με ένα στηθοσκόπιο αναζητώντας κενούς χώρους που ίσως χρησίμευαν για κρυψώνες. Ένας ψηλόλιγνος άντρας με φιγουρατζίδικο κοστούμι έδινε οδηγίες στους αστυνομικούς με τα σκυλιά, κατευθύνοντάς τους στον κήπο. Αντιλήφθηκε την παρουσία της και της έκανε νόημα να τον περιμένει. Η Σάντρα κούνησε το κεφάλι και σταμάτησε στην είσοδο. Οι αστυνομικοί με τα σκυλιά βγήκαν από το σπίτι, τα ζώα τούς τραβούσαν προς τον κήπο. Τότε ο άντρας την πλησίασε. «Είμαι ο αστυνόμος Καμούσο». Της έδωσε το χέρι. Φορούσε ένα μπορντό κοστούμι κι ένα πουκάμισο με ρίγες στο ίδιο χρώμα, που το συμπλήρωνε σαν τελική πινελιά μια κίτρινη γραβάτα. Ο τέλειος δανδής. Η Σάντρα δεν αφέθηκε να περισπαστεί από την εκκεντρική αμφίεση του συναδέλφου της,
709/1081
παρ’ όλο που ήταν μια ανακούφιση για το βλέμμα -και τη διάθεση- μέσα στη γενική μαυρίλα που την περιέβαλλε. «Βέγκα». «Ξέρω ποια είστε, με ειδοποίησαν. Καλώς ορίσατε». «Δεν θέλω να μπλεχτώ στα πόδια σας». «Μην ανησυχείτε. Σχεδόν τελειώσαμε. Το τσίρκο μαζεύει την τέντα του το απόγευμα: μάλλον ήρθατε λιγάκι αργά για την παράσταση». «Έχετε τον Τζερεμάια Σμιθ και τις αποδείξεις που τον συνδέουν με τέσσερις φόνους, τι ψάχνετε;» «Δεν ξέρουμε ποια ήταν η “αίθουσα παιχνιδιών” του. Οι κοπέλες δεν δολοφονήθηκαν εδώ. Τις κρατούσε αιχμάλωτες επί ένα μήνα. Καθόλου σεξουαλική βία. Τις έδενε, αλλά δεν υπήρχαν ίχνη βασανισμού στα πτώματα: ύστερα από τριάντα μέρες τούς έκοβε το λαιμό και τέρμα. Ωστόσο, είχε ανάγκη από ένα ήσυχο μέρος για
710/1081
να μπορεί να λειτουργεί με την άνεσή του. Ελπίζαμε να βρούμε κάτι που θα μας οδηγούσε στη φυλακή τους, αλλά τίποτα. Εσείς τι ψάχνετε;» «Ο προϊστάμενός μου, ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις, θέλει να συντάξω μια λεπτομερή έκθεση για τον κατά συρροήν δολοφόνο. Ξέρετε, δεν τυχαίνουν συχνά τέτοιες περιπτώσεις. Για εμάς, στη Σήμανση, αντιπροσωπεύουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αποκτήσουμε εμπειρία». «Καταλαβαίνω», είπε ο άλλος χωρίς να ενδιαφερθεί να επιβεβαιώσει αν του έλεγε την αλήθεια. «Τι κάνουν ακόμα εδώ τα σκυλιά;» «Οι σκύλοι για τα πτώματα θα κάνουν άλλη μια βόλτα στον κήπο: μπορεί πάντα να εμφανιστεί κανένας νεκρός ακόμα, δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει. Με τόση βροχή που έριξε τις προηγούμενες μέρες, δεν στάθηκε δυνατό να ψάξουν. Ωστόσο,
711/1081
αμφιβάλλω αν θα καταφέρουν να μυρίσουν κάτι: το έδαφος είναι μουσκεμένο και απελευθερώνει πολλές μυρωδιές. Τα ζώα είναι σαν μεθυσμένα και χάνουν τον προσανατολισμό τους». Ο αστυνόμος έκανε νόημα σε έναν από τους υφισταμένους του, που πλησίασε φέρνοντάς του ένα ντοσιέ. «Ορίστε, αυτό είναι για εσάς. Περιέχει όλα τα πορίσματα για την υπόθεση Τζερεμάια Σμιθ. Θα βρείτε αναφορές, προφίλ του δολοφόνου και των τεσσάρων θυμάτων και, φυσικά, όλη τη φωτογραφική κάλυψη. Αν θέλετε αντίγραφο, πρέπει να το αιτηθειτε στον αρμόδιο δικαστή. Οπότε αυτό πρέπει να μου το επιστρέψετε, μόλις τελειώσετε». «Σύμφωνοι, δεν θα το κρατήσω πολύ», απάντησε η Σάντρα και πήρε τα έγγραφα. «Λυτά λοιπόν, εντάξει; Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε, δεν νομίζω να σας χρειάζεται συνοδός». «Θα τα καταφέρω μόνη μου, ευχαριστώ».
712/1081
Ο αστυνόμος τής έδωσε καλύμματα παπουτσιών και γάντια από λατέξ. «Εντάξει. Λοιπόν, καλή διασκέδαση». «Πράγματι, μια βόλτα σ’ αυτό το μέρος σού φτιάχνει τη διάθεση». «Ναι, σε κάνει χαρούμενο σαν παιδί που παίζει κρυφτό σε νεκροταφείο». Η Σάντρα περίμενε ν’ απομακρυνθεί ο Καμούσο και μετά έπιασε το κινητό της με σκοπό να τραβήξει φωτογραφίες του σπιτιού. Άνοιξε το ντοσιέ και διάβασε στα πεταχτά την τελευταία αναφορά. Μιλούσε για τον τρόπο με τον οποίο εντοπίστηκε ο κατά συρροήν δολοφόνος. Από όσα διάβαζε, δυσκολευόταν να πιστέψει ότι τα πράγματα είχαν όντως εξελιχθεί όπως περιγράφονταν. Κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο όπου το προσωπικό του ασθενοφόρου είχε βρει τον Τζερεμάια Σμιθ να ψυχορραγεί. Στο σαλόνι οι τεχνικοί της Σήμανσης είχαν τελειώσει από ώρα τη δουλειά τους. Η Σάντρα
713/1081
ήταν μόνη. Κοιτάζοντας γύρω της, προσπάθησε να φανταστεί τη σκηνή. Οι διασώστες έρχονται και βρίσκουν τον άνθρωπο καταγής. Προσπαθούν να κάνουν ανάνηψη, όμως είναι πολύ σοβαρά. Τον σταθεροποιούν για να τον μεταφέρουν, αλλά μία απ’ αυτούς -η γιατρός που είχε βάρδια στο ασθενοφόρο- βλέπει ένα αντικείμενο μες στο δωμάτιο. Ένα κόκκινο ρόλερ με χρυσές αγκράφες. Την έλεγαν Μόνικα και ήταν η αδελφή ενός από τα θύματα του κατά συρροήν δολοφόνου που εδώ και έξι χρόνια απήγε και σκότωνε κοπέλες. Τα πατίνια ανήκαν στη δίδυμη αδελφή της. Το άλλο είχε βρεθεί στο πόδι του πτώματός της. Η μόνικα καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μπροστά στο δολοφόνο. Ο νοσοκόμος που βρίσκεται μαζί της ξέρει την ιστορία, όπως όλοι tfto νοσοκομείο. Η Σάντρα ήξερε πώς είναι αυτά τα πράγματα, το ίδιο συνέβαινε και στην αστυνομία: οι συνάδελφοί
714/1081
σου δουλειά γίνονται μια δεύτερη οικογένεια, γιατί είναι ο μόvoc τρόπος να αντιμετωπίσεις τον πόνο και την αδικία που βρίσκεις μπροστά σου κάθε μέρα. Από αυτόν το δεσμό πηγάζουν νέοι κανόνες και ένα είδος σιωπηρής συμφωνίας. Οπότε, στο σημείο αυτό η Μόνικα και ο νοσοκόμος θα μπορούσαν να αφήσουν τον Τζερεμάια Σμιθ να πεθάνει, όπως του άξιζε. Και στις ακραίες εκείνες συνθήκες κανείς δεν θα τους κατηγορούσε για αμέλεια. Αντίθετα, αποφάσισαν να τον κρατήσουν στη ζωή. Και, μάλιστα, αυτή αποφάσισε να τον σώσει. Η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι έτσι είχαν γίνει τα πράγματα, όπως το ήξεραν και οι μπάτσοι που βρίσκονταν στη βίλα εκείνη τη στιγμή. Έστω κι αν κανείς τους δεν έλεγε λέξη. Η μοίρα είχε παίξει ένα παράξενο παιχνίδι σε εκείνο το σπίτι. Η συγκυρία ήταν τέλεια, αδυνατούσε να φανταστεί μια διαφορετική δυναμική.
715/1081
Δεν μπορεί να οργανωθεί κάτι τέτοιο, σκέφτηκε. Ωστόσο υπήρχαν πλευρές της ιστορίας που δεν κολλούσαν. Το τατουάζ του Τζερεμάια Σμιθ. Στο θώρακά του είχε χαράξει τις λέξεις «Σκότωσε με». Στο ντοσιέ, δίπλα στη φωτογραφία του τατουάζ, υπήρχε μια χειρόγραφη εκτίμηση ότι το είχε κάνει ο ίδιος. Όσο κι αν αυτό το τατουάζ επιβεβαίωνε μια σαδομαζοχιστική τάση, το παράξενο ήταν ότι η πρόσκληση αντιστοιχούσε στην επιλογή μπροστά στην οποία βρέθηκε η Μόνικα. Η Σάν τρα τράβηξε μια σειρά φωτογραφιών του δωματίου. Την πολυθρόνα του Τζερεμάια Σμιθ, το φλιτζάνι με το γάλα που ειχε γίνει θρύψαλα στο πάτωμα, την παλιά συσκευή της τηλεόρασης. Όταν τελείωσε, ένιωσε μια ξαφνική αίσθηση κλειστοφοβίας. Όσο κι αν ήταν συνηθισμένη στις στυγερές σκηνές, ο θάνατος τής φαινόταν πιο απτός και
716/1081
αδιάντροπος ανάμεσα σ’ εκείνα τα τόσο οικεία αντικείμενα. Ήταν ανυπόφορο· τόσο πολύ, που ένιωσε την ανάγκη να βγει από το σπίτι. Υπάρχουν αντικείμενα που κρατούν τους νεκρούς δεμένους με τον κόσμο των ζωντανών. Πρέπει να τα βρεις και να τους απελευθερώσεις. Μια κορδέλα για τα μαλλιά, ένα βραχιολάκι από κοράλλι, ένα κασκόλ... Κι ένα ρόλερ. Η Σάντρα εξέτασε το συνοπτικό κατάλογο των φετίχ που είχε βρει η αστυνομία στο σπίτι του Τζερεμάια Σμιθ και που τον συνέδεαν με τα θύματα. Μάλιστα, θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, με κάποιον τρόπο, οι τέσσερις νεκρές κοπέλες ταυτίζονταν με αυτά τα αντικείμενα. Σταμάτησε σε ένα πέτρινο παγκάκι στον κήπο της βίλας για να πάρει ανάσα. Λίγο νωρίτερα είχε βγει τρέχοντας μπροστά από
717/1081
τους συναδέλφους της και κατέφυγε στο ύπαιθρο για να αποφύγει τα βλέμματά τους. Ήταν ευχάριστο να είσαι εκεί, να σε χαϊδεύει ο πρωινός ήλιος, καθώς τα δέντρα ανατρίχιαζαν στις γρήγορες ριπές του ανέμου, το θρόισμα των φύλλων τους έμοιαζε με γέλιο. Τέσσερα θύματα σε έξι χρόνια, επανέλαβε η Σάντρα. Κοινό τους στοιχείο, μια καθαρή τομή στη σφαγίτιδα φλέβα. Κάτι σαν χαμόγελο, χαραγμένο με το μαχαίρι στο λαιμό. Η αδελφή της Μόνικα λεγόταν Τερέζα. Ήταν είκοσι ενός ετών και της άρεσαν τα ρόλερ. Μια Κυριακή απόγευμα, όπως τόσα άλλα, εξαφανίστηκε. Στην πραγματικότητα, τα ρόλερ ήταν μια πρόφαση: της άρεσε ένα αγόρι και ήθελε να το συναντήσει. Ποιος ξέρει πόση ώρα έμεινε να τον περιμένει η Τερέζα στην πίστα, γιατί ο νεαρός εκείνη τη μέρα δεν εμφανίστηκε. Ίσως ο Τζερεμάια να την είχε εντοπίσει εκείνη τη στιγμή, ενώ καθόταν μόνη στο τραπεζάκι, σε ένα κιόσκι, με αναψυκτικά.
718/1081
Την είχε πλησιάσει με μια πρόφαση, της είχε προσφέρει κάτι να πιει. Η Σήμανση είχε βρει ίχνη από GHB -το διαβόητο Ρουφις- σε ένα ποτήρι πορτοκαλάδα. Ένα μήνα αργότερα, ο Τζερεμάια επέστρεψε το πτώμα, αφήνοντάς το στην όχθη του ποταμού με τα ίδια ρούχα που φορούσε τη μέρα που εξαφανίστηκε. Όλοι στο φαστ φουντ θυμούνταν τη γαλάζια σατέν κορδέλα που έδενε η Μελανία -είκοσι τριών χρονών- στα κατάξανθα μαλλιά της. Η στολή της σερβιτόρας δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά εκείνη έκανε τα πάντα για να τη βελτιώσει. Τη ζωντάνευε με κάποια πινελιά της δεκαετίας του ’50, ξεκάθαρα vintage. Το απόγευμα που την απήγαγαν πήγαινε στη δουλειά της. Την τελευταία φορά που την είδαν περίμενε το λεωφορείο. Το πτώμα της εμφανίστηκε έπειτα από τριάντα μέρες σε ένα πάρκινγκ· νεκρή και φορώντας τα ίδια ρούχα. Μα η κορδέλα στα μαλλιά της είχε εξαφανιστεί.
719/1081
Η Βανέσα στα δεκαεφτά της χρόνια είχε μανία με το γυμναστήριο. Πήγαινε κάθε μέρα για spinning. Δεν έλειπε ποτέ από προπόνηση, ακόμα κι όταν δεν ένιωθε πολύ καλά. Όταν εξαφανίστηκε, ήταν συναχωμένη. Η μητέρα της τής έκανε ολόκληρο κήρυγμα προσπαθώντας να την πείσει να μην πάει στο μάθημα εκείνη τη μέρα. Αφού δεν κατάφερε να της αλλάξει γνώμη, της έδωσε ένα μάλλινο κασκόλ για να είναι τουλάχιστον λίγο πιο ζεστά. Για να της κάνει το χατίρι, η Βανεσα το φόρεσε. Η μητέρα δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι το ροζ κασκόλ δεν ήταν αρκετό για να την προστατέψει από τον κίνδυνο που την περίμενε. Το ναρκωτικό αυτή τη φορά ήταν Κρυμμένο σε ένα μπουκαλάκι με ενεργειακό αναψυκτικό. Η Κριστίνα απεχθανόταν το κοραλλένιο βραχιολάκι της. Ομως το είχε πει μόνο στην αδελφή της. Άλλωστε εκείνη παρατήρησε την απουσία του, όταν αναγνώρισε το πτώμα στο
720/1081
νεκροτομείο. Της το είχε χαρίσει ο φίλος της και η Κριστίνα έπρεπε να το φοράει. Ήταν και οι δύο είκοσι οχτώ χρονών κι ετοιμάζονταν να παντρευτούν. Ίσως γι' αυτό να ήταν λιγάκι αναστατωμένη. Όλες εκείνες οι προετοιμασίες και ο ελάχιστος χρόνος που είχαν μπροστά τους την έκαναν να αναζητήσει εύκολους τρόπους για να χαλαρώνει. Ένα αλκοολούχο ποτό βοηθούσε. Ξεκινούσε από το πρωί και συνέχιζε ως το βράδυ, λίγο κάθε φορά, χωρίς ποτέ να μεθάει στ’ αλήθεια. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί ότι αυτή η κατάσταση εξελισσόταν σε πρόβλημα. Ο Τζερεμάια Σμιθ, όμως, το παρατήρησε. Του αρκούσε να την ακολουθήσει σε ένα μπαρ για να καταλάβει ότι μαζί της θα ήταν πιο εύκολο απ’ ό,τι με τις άλλες. Η Κριστίνα ήταν το τελευταίο θύμα του κατά συρροήν δολοφόνου. Εκείνα τα πορτρέτα είχαν σκιαγραφηθεί με βάση τις μαρτυρίες συγγενών, φίλων και
721/1081
ερωτικών συντρόφων. Ο καθένας πρόσθετε μια προσωπική λεπτομέρεια, που χρωμάτιζε την ψυχρή καταγραφή των γεγονότων, έτσι ώστε αυτές οι κοπέλες να παρουσιάζονται όπως πραγματικά ήταν. Άνθρωποι, όχι αντικείμενα, σκέφτηκε η Σάντρα. Και τα αντικείμενα σαν άνθρωποι. Επειδή μια κορδέλα για τα μαλλιά, ένα κοραλλένιο βραχιολάκι, ένα κασκόλ κι ένα ρόλερ είχαν αντικαταστήσει εκείνους που πια ανήκαν στη φαντασία όσων τους είχαν αγαπήσει. Ωστόσο, από την ανάγνωση εκείνων των προφίλ προέκυπτε και ένα αντιφατικό στοιχείο. Οι τέσσερις κοπέλες δεν ήταν από αυτές που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Είχαν οικογένεια, φίλους, αγωγή, σωστά πρότυπα. Κι όμως, επέτρεψαν να τις πλησιάσει ένας ασήμαντος άνθρωπος σαν τον Τζερεμάια Σμιθ. Ένας πενηντάρης, ασφαλώς όχι ωραίος, που κατάφερε να τους προσφέρει κάτι να πιουν και
722/1081
να τις υποτάξει. Γιατί δέχτηκαν την προσφορά του; Δρούσε στο φως του ήλιου και αποσπούσε την εμπιστοσύνη τους. Πώς τα κατάφερνε; Η Σάντρα ήταν βέβαιη ότι η απάντηση δεν βρισκόταν ανάμεσα σε εκείνα τα φετίχ. Έκλεισε το ντοσιέ, σήκωσε το κεφάλι και άφησε το αεράκι να τη χαϊδέψει. Ακόμα και η ίδια για πολύ καιρό ταύτιζε τον Ντέιβιντ με ένα αντικείμενο. Μια απαίσια γραβάτα με χρώμα πράσινης σαύρας. Χαμογέλασε καθώς το σκεφτόταν. Ήταν πιο άσχημη κι από εκείνη την κίτρινη που φορούσε ο αστυνόμος που την υποδέχτηκε λίγο νωρίτερα. Ο Ντέιβιντ δεν φορούσε ποτέ κομψά ρούχα, τον ενοχλούσε να στολίζεται σαν δανδής. «Πρέπει να φτιάξεις ένα φράκο», τον πείραζε εκείνη. «Όλοι όσοι χορεύουν κλακέτες έχουν φράκο, Φρεντ». Ωστόσο, το μόνο που είχε ήταν αυτή η γραβάτα. Όταν οι άνθρωποι
723/1081
του γραφείου κηδειών τής ζήτησαν ρούχα για να τον ντύσουν στο φέρετρο, η Σάντρα έπεσε από τα σύννεφα. Στα είκοσι εννιά της δεν περίμενε ποτέ ότι θα αναγκαζόταν να πάρει μια τέτοια απόφαση. Έπρεπε να διαλέξει κάτι που θα αντιπροσώπευε τον Ντέιβιντ. Άρχισε να ψάχνει απελπισμένα στα ρούχα του. Διάλεξε ένα τζάκετ, ένα γαλάζιο πουκάμισο, χακί παντελόνι και αθλητικά παπούτσια. Έτσι τον θυμούνταν όλοι. Μα ακριβώς εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι η πράσινη γραβάτα είχε εξαφανιστεί. Δεν κατάφερνε να τη βρει πουθενά, αλλά δεν το έβαζε κάτω. Έκανε το σπίτι άνω κάτω, της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Μπορεί να έμοιαζε τρελό, αλλά είχε ήδη χάσει τον Ντέιβιντ και δεν άντεχε να απαρνηθεί και κάτι άλλο. Ακόμα κι αν ήταν μια απαίσια πράσινη γραβάτα. Έπειτα, μια μέρα, θυμήθηκε πού ακριβώς ήταν. Της ήρθε στο νου ξαφνικά, ενώ δεν το σκεφτόταν. Πώς μπόρεσε να το ξεχάσει;
724/1081
Η γραβάτα ήταν η μοναδική απόδειξη εκείνης της φοράς που είχε πει ψέματα στον άντρα της. Λίγα βήματα μακριά από το σπίτι του Τζερεμάια Σμιθ, η Σάντρα σκέφτηκε ότι η ζεστασιά του ήλιου και το χάδι του ανέμου δεν της άξιζαν. Άνοιξε τα μισόκλειστα μάτια της και είδε να την κοιτάζει ένας πέτρινος άγγελος. Με τη σιωπηλή ακινησία του, το άγαλμα της θύμιζε ότι είχε κάνει κάτι για το οποίο θα έπρεπε να πάρει άφεση. Κι ότι ο χρόνος δεν μας δίνει πάντα την ευκαιρία να διορθώσουμε τα λάθη μας. Τι θα συνέβαινε αν ο εκτελεστής που την είχε πυροβολήσει μες στο παρεκκλήσι στον Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ κατάφέρνε να τη σκοτώσει; Θα έφευγε με αυτό το βάρος στη συνείδησή της. Ποιο αντικείμενο θα έμενε στην οικογένεια και στους φίλους της για να τους τη θυμίζει; Ό,τι κι αν ήταν, θα έκρυβε την
725/1081
αλήθεια. Ότι δηλαδή δεν άξιζε την αγάπη του Ντέιβιντ, γιατί του ήταν άπιστη. Οι κοπέλες που είχε απαγάγει ο Τζερεμάια ένιωθαν ασφαλείς, σκέφτηκε. Όπως κι εγώ, προτού μπω σε εκείνη την εκκλησία. Να γιατί πέθαναν. Μπόρεσε να τις σκοτώσει γιατί ήθελαν να ζήσουν τη ζωή τους, κι αυτό τις εμπόδισε να καταλάβουν τι έμελλε να τους συμβεί. Πίσω από τον πέτρινο άγγελο η Σάντρα διέκρινε τους συναδέλφους της με τα σκυλιά να ερευνούν ένα κομμάτι του κήπου. Ήταν όπως είχε πει ο Καμούσο: τα ζώα έμοιαζαν αποπροσανατολισμένα από τις μυρωδιές που απελευθερώνονταν από το έδαφος. Λίγο νωρίτερα ο αστυνόμος είχε ισχυριστεί ότι ήταν μια εξέταση ρουτίνας, μια τελευταία επιβεβαίωση ότι δεν είχαν αφήσει τίποτα στην τύχη. «Μπορεί πάντα να εμφανιστεί κανένας νεκρός ακόμα, δεν θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει», είχε πει. Όμως η Σάντρα
726/1081
μπορούσε πια να καταλάβει πότε ένας συνάδελφος προσπαθούσε να την παραπλανήσει. Ήταν μια επιφυλακτική στάση που υιοθετούσαν οι αστυνομικοί, όταν φοβούνταν ότι ίσως κάποιος ανακάλυπτε μια αβλεψία τους, πριν ακόμα αυτή η παράλειψη στραφεί εναντίον τους. Εκείνη τη στιγμή ήρθε από πίσω της ο ίδιος ο αστυνόμος Καμούσο. «Όλα καλά;» τη ρώτησε. «Είδα ότι πριν βγήκατε από τη βίλα τρέχοντας και...» «Χρειαζόμουν λίγο καθαρό αέρα», τον διέκοψε η Σάντρα. «Ανακαλύψατε κάτι ενδιαφέρον; Δεν θα ήθελα να γυρίσετε στον προϊστάμενό σας με άδεια χέρια». Ήταν φανερό ότι ο συνάδελφός της ήθελε απλώς να είναι ευγενικός. Όμως η Σάντρα αποφάσισε να αρπάξει την ευκαιρία. «Υπάρχει κάτι. Και είναι λίγο παράξενο. Ίσως εσείς να μπορείτε να μου το εξηγήσετε...»
727/1081
Ο αστυνόμος την κοίταξε σαστισμένος. «Πείτε μου». Η Σάντρα διέκρινε μια σκιά ανησυχίας στα μάτια του. Ανοιξε το ντοσιέ και του έδειξε τα προφίλ των τεσσάρων θυμάτων του Τζερεμάια Σμιθ. «Παρατήρησα ότι ο δολοφόνος χτυπούσε κατά μέσον όρο κάθε δεκαοχτώ μήνες. Εφόσον, όταν τον βρήκατε, είχε σχεδόν περάσει αυτό το διάστημα και αφού γνωρίζετε ότι μετέφερε τις κοπέλες σε ένα άλλο μέρος, αναρωτήθηκα μη τυχόν ετοιμαζόταν να ξαναχτυπήσει». Σοβαρεύτηκε. «Όπως βεβαίως ξέρετε, στις περιπτώσεις κατά συρροήν δολοφόνων, τα χρονικά διαστήματα είναι πολύ σημαντικά. Αν κάθε περίοδος διαιρείται στις τρεις φάσεις της σύλληψης, του προγραμματισμού και της δράσης, τότε θα έλεγα ότι, όταν αρρώστησε ο Τζερεμάια Σμιθ, βρισκόταν στο αποκορύφωμα της τρίτης φάσης». Ο αστυνόμος δεν έβγαλε μιλιά.
728/1081
Η Σάντρα τον κέντρισε ακόμα περισσότερο. «Αναρωτιέμαι, λοιπόν, μήπως κάπου υπάρχει κάποια αιχμάλωτη που περιμένει τη βοήθειά μας». Αφησε την τελευταία φράση να κατασταλάξει στο μυαλό του Καμούσο, ο οποίος, πράγματι, συνοφρυώθηκε. «Πιθανόν», είπε ο αστυνόμος με μισή καρδιά. Η Σάντρα κατάλαβε ότι δεν ήταν η μόνη που έκανε τέτοιες υποθέσεις. «Εξαφανίστηκε κι άλλη κοπέλα;» Ο Καμούσο σφίχτηκε. «Ξέρετε τι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, πράκτορα Βέγκα. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να κυκλοφορήσουν εμπιστευτικές πληροφορίες που θα θέσουν σε κίνδυνο την έκβαση της έρευνας». «Τι φοβάστε; Την πίεση των εφημερίδων; Την κοινή γνώμη; Τους ανώτερους σας;» Ο αστυνόμος δίστασε. Συνειδητοποιώντας ότι η συνάδελφός του δεν επρόκειτο να τον
729/1081
αφήσει ήσυχο, τελικά παραδέχτηκε: «Πριν από σχεδόν ένα μήνα εξαφανίστηκε μια φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής. Στην αρχή υπήρχαν οι προϋποθέσεις να σκεφτούμε ότι είχε φύγει με τη θέλησή της». «Θεέ μου!» Η Σάντρα δεν πίστευε ότι είχε μαντέψει σωστά. «Είναι όπως τα λέτε. Οι χρόνοι συμπίπτουν. Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδείξεις, μόνον υποψίες. Αλλά φαντάζεστε τι έχει να γίνει αν αποδειχτεί ότι υποτιμήσαμε την όλη κατάσταση μέχρι που μας προέκυψε ο Τζερεμάια Σμιθ...» Δεν της έκανε καρδιά να κατηγορήσει τους συναδέλφους της. Πολλές φορές οι αστυνομικοί λειτουργούν υπό πίεση και κάνουν λάθη. Μόνο που σε αυτούς δεν συγχωρούνται. Κι έτσι πρέπει. Γιατί αυτό περιμένει ο κόσμος: σίγουρες απαντήσεις, μια στέρεη βάση για να αποδοθεί δικαιοσύνη. «Την ψάχνουμε», είπε αμέσως ο Καμούσο.
730/1081
Και δεν είστε οι μόνοι, σκέφτηκε η Σάντρα, που επιτέλους είχε καταλάβει ποιος ήταν ο ρόλος των πνευματικών σε αυτή την ιστορία. Το πέτρινο άγαλμα του αγγέλου έριχνε τη σκιά του στον αστυνόμο. «Πώς λέγεται η φοιτήτρια;» «Λάρα». 11:26 Η λίμνη Νέμι έχει επιφάνεια μόλις ενάμισι τετραγωνικό χιλιόμετρο και βρίσκεται στους λόφους Αλμπάνι, νότια της Ρώμης. Η λεκάνη της είναι στην πραγματικότητα ο κρατήρας ενός ηφαιστείου. Επί πολλούς αιώνες ο θρύλος έλεγε ότι στα βάθη της κρύβονταν τα ναυάγια δύο τεράστιων καραβιών, πλούσια εξαρτισμένων, παραγγελία του αυτοκράτορα Καλιγούλα: αληθινά πλωτά παλάτια. Οι ψαράδες της περιοχής επί χρόνια ανάσερναν ευρήματα. Ύστερα από πολλές
731/1081
προσπάθειες κατάφεραν, μόλις τον 20ό αιώνα, αντλώντας εν μέρει τα νερά, να ανελκύσουν τα σκάφη, τα οποία ωστόσο κάηκαν στο μουσείο που τα φιλοξενούσε, κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Το φταίξιμο αποδόθηκε σε Γερμανούς στρατιώτες, αλλά δεν υπήρξαν ποτέ συγκεκριμένες αποδείξεις. Οι πληροφορίες αναγράφονταν σε ένα τουριστικό φυλλάδιο που του είχε αφήσει ο Κλεμέντε στο συνηθισμένο γραμματοκιβώτιο που είχαν για να ανταλλάσσουν έγγραφα. Ανάμεσα σε εκείνες τις σελίδες είχε χώσει μία σύντομη αναφορά για τον χειρουργό Αλμπέρτο Κανεστράρι. Τίποτα ιδιαίτερα σημαντικό, εκτός από μια είδηση που ώθησε τον Μάρκους να κάνει μια βόλτα έξω από την πόλη. Καθώς πλησίαζε στη λίμνη, καθισμένος σε ένα πούλμαν της γραμμής, σκεφτόταν τον παράξενο δεσμό ανάμεσα σε εκείνα τα μέρη και στη φωτιά.
732/1081
Σαν αντίλαλος μιας τραγικής κληρονομιάς, η κλινική του Κανεστράρι στη λίμνη Νέμι καταστράφηκε από μια μυστηριώδη φωτιά. Οι υπαίτιοι δεν βρέθηκαν ποτέ. Το πούλμαν σκαρφάλωνε στο στενό δρόμο με την πανοραμική θέα, αγκομαχώντας κι αφήνοντας πίσω του ένα μικρό σύννεφο μαύρου καπνού. Από το παράθυρο, ο Μάρκους εντόπισε το μαυρισμένο από τις φλόγες κτίριο που συνέχιζε να διαθέτει μοναδική θέα στο τοπίο. Όταν έφτασαν σε μια ανοιχτωσιά, κατέβηκε από το λεωφορείο για να συνεχίσει με τα πόδια. Πέρασε μια καγκελόπορτα δίπλα στην οποία φιγουράριζε ακόμα μια ταμπέλα με το όνομα της κλινικής, δυσανάγνωστο εξαιτίας του κισσού που το είχε σκεπάσει. Μπήκε σε ένα δρόμο που περνούσε μέσα από ένα δασάκι. Η βλάστηση είχε θεριέψει ανεμπόδιστη και είχε απλωθεί παντού. Η κλινική αποτελ,ούνταν από δύο ορόφους κι
733/1081
ένα υπόγειο. Κατά το παρελθόν θα πρέπει να ήταν παραθεριστική κατοικία και στη συνέχεια να τη μετέτρεψαν κάνοντας διάφορες αλλαγές. Αυτό ήταν το μικρό βασίλειο του Αλμπέρτο Κανεστράρι, σκέφτηκε ο Μάρκους, παρατηρώντας το κτίριο που είχε γίνει αγνώριστο από την καπνιά. Εδώ ο άνθρωπος που θεωρούνταν καλός χάριζε τη ζωή. Ο Μάρκους μπήκε στον προθάλαμο, διασχίζοντας ό,τι είχε απομείνει από μια σιδερένια πόρτα. Το εσωτερικό ήταν τρομακτικό, τουλάχιστον όσο και το εξωτερικό. Οι κολόνες που περιέβαλλαν το αίθριο, φαγωμένες από τις φλόγες, ήταν τόσο λεπτές, που δύσκολα πίστευες ότι μπορούσαν ακόμα να αντέξουν το βάρος της οροφής. Το δάπεδο είχε σκάσει σε πολλά σημεία και στις ρωγμές είχαν φυτρώσει χόρτα. Στο ταβάνι υπήρχε μια τρύπα απ’ όπου φαινόταν ο επάνω
734/1081
όροφος. Μπροστά του ανέβαινε μια σκάλα που χωριζόταν σε δύο πτέρυγες. Ο Μάρκους έκανε το γύρο των δωματίων, αρχίζοντας από τον επάνω όροφο. Ο χώρος θύμιζε ξενοδοχείο: μονά δωμάτια με όλα τα κομφόρ. Ό,τι απέμενε από την επίπλωση φανέρωνε μια κάποια πολυτέλεια. Η κλινική του Κανεστράρι θα πρέπει να ήταν πολύ προσοδοφόρα. Πέρασε μέσα από τρία χειρουργεία. Εκεί η φωτιά τα είχε δώσει όλα: θέριεψε σαν σε κλίβανο, θρεμμένη από την παροχή οξυγόνου, κι έλιωσε τα πάντα. Διασωζόταν μια σειρά από χειρουργικά εργαλεία και άλλα μεταλλικά αντικείμενα που είχαν προβάλει αντίσταση. Το ισόγειο ήταν στην ίδια κατάσταση με τον επάνω όροφο. Οι φλόγες είχαν περάσει από τον ένα χώρο στον άλλον: διακρίνονταν οι φευγαλέες σκιές τους πάνω στους τοίχους. Η κλινική ήταν άδεια όταν κάηκε. Μετά το θάνατο του Κανεστράρι οι ασθενείς
735/1081
σκόρπισαν. Κατά βάθος, αυτό που τους έφερνε εκεί ήταν μια ελπίδα και η απόλυτη πίστη στα χαρίσματα του χειρουργού. Ο Μάρκους έβαλε σε εφαρμογή μια ιδέα που του είχε περάσει από το μυαλό την τελευταία ώρα. Αν κάποιος είχε καταστρέψει την κλινική μετά την αυτοκτονία του χειρουργού, ίσως να φοβόταν ότι αυτό το μέρος έκρυβε κάτι επικίνδυνο. Προφανώς για τον ίδιο λόγο είχαν βάλει μικροκάμερες στο ιατρείο του και τον είχαν κυνηγήσει εκείνα τα δύο υποκείμενα το πρωί. Δεν έμοιαζαν με απλούς αλήτες: φορούσαν κομψά σκούρα κοστούμια, θα πρέπει να ήταν άνθρωποι του επαγγέλματος. Σίγουρα κάποιος τούς είχε προσλάβει. Ο Μάρκους ήλπιζε ότι κάτι θα είχε γλιτώσει από τη φωτιά. Ένα προαίσθημα του έλεγε ότι έτσι θα έπρεπε να "ναι, αλλιώς ακόμα και η έρευνα του πνευματικού που είχε έρθει πριν από τον ίδιο θα είχε διακοπεί.
736/1081
Αν εκείνος έφτασε στην αλήθεια, μπορώ να φτάσω κι εγώ. Στο υπόγειο, ο Μάρκους βρέθηκε μπροστά σε ένα δωμάτιο όπου, σύμφωνα με την πινακίδα στην πόρτα, αποθηκεύονταν τα νοσοκομειακά απόβλητα. Φαντάστηκε ότι στη συνέχεια στέλνονταν στις κατάλληλες εξωτερικές εγκαταστάσεις για επεξεργασία. Μπήκε στο χώρο όπου υπήρχαν βαρέλια, εν μέρει λιωμένα από τη θερμότητα. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με μικρά πλακάκια με γαλάζια σχέδια, πολλά από τα οποία είχαν ξεκολλήσει από τη φωτιά. Τα άλλα ήταν μαυρισμένα. Εκτός από ένα. Ο Μάρκους έπεσε στα τέσσερα για να το παρατηρήσει καλύτερα. Ήταν λες και κάποιος το είχε μετακινήσει, καθαρίσει και ξαναβάλει στην αρχική του θέση, σε μια γωνιά του δωματίου. Κατάλαβε ότι δεν ήταν κολλημένο και δεν δυσκολεύτηκε να το ανασηκώσει με τα δάχτυλα.
737/1081
Έκρυβε μια ρηχή κοιλότητα που έφτανε έως και κάτω από τον τοίχο. Έχωσε το χέρι του και, αφού ψαχούλεψε λιγάκι, τράβηξε ένα μεταλλικό κουτί. Η μεγαλύτερη πλευρά του ήταν κάπου τριάντα εκατοστά. Δεν είχε λουκέτο ούτε κλειδαριά. Σήκωσε το καπάκι του. Δεν κατάλαβε αμέσως τι είχε μπροστά του, του πήρε λίγη ώρα για να αντιληφθεί ότι το μακρύ και ασπριδερό αντικείμενο που βρισκόταν στο κουτί ήταν ένα κόκαλο. Το έπιασε και το περιεργάστηκε κρατώντας το και με τα δυο χέρια. Από το σχήμα και τις διαστάσεις του έκρινε ότι προερχόταν από ανθρώπινο βραχίονα. Του φάνηκε σαν να το ήξερε πάντα, αν και δεν καταλάβαινε από πού. Εκείνη τη στιγμή δεν έδωσε σημασία, γιατί συνειδητοποίησε ότι γνώριζε και μια άλλη αλήθεια γι’ αυτό το κόκαλο.
738/1081
Από το στάδιο της ασβεστοποίησης φαινόταν ότι το θύμα δεν είχε φτάσει ακόμα στην εφηβεία. Μήπως λοιπόν ο Αλμπέρτο Κανεστράρι ένιωθε τύψεις για τη ζωή ενός παιδιού; Ο τρόμος συγκλόνισε τον Μάρκους, κόβοντάς του την ανάσα και κάνοντας τα χέρια του να τρέμουν. Δεν είχε τη δύναμη να το αντέξει. Όποια κι αν ήταν η δοκιμασία στην οποία τον υπέβαλλε ο Θεός, εκείνος δεν ήταν αντάξιός της. Ετοιμαζόταν να κάνει το σταυρό του, όταν αντιλήφθηκε μια λεπτομέρεια. Μικροσκοπικά γράμματα χαραγμένα πάνω στο κόκαλο με κάποιο αιχμηρό εργαλείο. Ένα όνομα. Άστορ Γκόγιας. «Συγγνώμη, αλλά αυτό θα το πάρω εγώ». Ο Μάρκους γύρισε και είδε το πιστόλι στο χέρι του ανθρώπου. Τον αναγνώρισε. Ήταν ο τύπος με το σακάκι και τη γραβάτα, που είχε δοκιμάσει να του επιτεθεί στο ιατρείο του Κανεστράρι πριν από καμιά ώρα.
739/1081
Δεν είχε προβλέψει ότι θα έπεφτε πάνω του. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά από το κατοικημένο κέντρο, μέσα σε ένα δάσος και σε έναν εγκαταλελειμμένο χώρο- τον έφερνε σαφώς σε μειονεκτική θέση. Θα πέθαινε εκεί, ήταν βέβαιος. Μα δεν ήθελε να πεθάνει ακόμα μια φορά. Ξαφνικά, η σκηνή τού φάνηκε οικεία. Είχε ήδη νιώσει το συγκεκριμένο φόβο μπροστά σε ένα πιστόλι. Αυτό είχε γίνει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της Πράγας, τη μέρα που σκοτώθηκε ο Ντέβοκ. Μεμιάς, μαζί μ’ αυτό το συναίσθημα, ο Μάρκους ξαναθυμήθηκε μέρος των γεγονότων. Εκείνος κι ο δάσκαλός του δεν ήταν απλοί θεατές. Υπήρξε μια σύγκρουση. Κι ο ίδιος αντιπαρατέθηκε στον τρίτο άνθρωπο, τον αριστερόχειρα εκτελεστή. Έτσι, ενώ έτεινε το οστό στον άλλον, ο Μάρκους σηκώθηκε απότομα κι όρμησε
740/1081
καταπάνω του. Εκείνος δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή του, γιατί δεν περίμενε μια τόσο αιφνίδια αντίδραση. Οπισθοχώρησε ενστικτωδώς, σκοντάφτοντας σε ένα από τα βαρέλια. Σωριάστηκε καταγής, χάνοντας το πιστόλι του. Ο Μάρκους πήρε το όπλο και τον απείλησε. Μέσα του έσφυζε μια νέα αίσθηση που δεν είχε ξανανιώσει. Δεν κατάφερνε να την ελέγξει. Ήταν μίσος. Έστρεψε την κάννη στο κεφάλι του ανθρώπου. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του, η μόνη του επιθυμία ήταν να πατήσει τη σκανδάλη. Μα η φωνή του άλλου τον εμπόδισε να πυροβολήσει. «Εδώ κάτω!» φώναξε ο άνθρωπος. Ο Μάρκους κατάλαβε ότι επάνω ήταν ο συνένοχός του, τον οποίο είχε δει εκείνο το πρωί. Κοίταξε προς τη σκάλα: είχε μόνο μερικές στιγμές στη διάθεσή του. Το κόκαλο βρισκόταν πιο κοντά στον άνθρωπο που ήταν πεσμένος κάτω. Ήταν επικίνδυνο να το
741/1081
ξαναπάρει, ο τύπος μπορεί να προσπαθούσε να τον αφοπλίσει και ο Μάρκους δεν είχε πια τη δύναμη να τον πυροβολήσει. Το έβαλε στα πόδια. Ανέβηκε τη σκάλα χωρίς να συναντήσει εμπόδια. Έτρεξε προς το πίσω μέρος του κτιρίου. Όταν βρέθηκε έξω, κοίταξε για μια στιγμή το όπλο που έσφιγγε στο χέρι του. Το πέταξε μακριά. Η μόνη οδός διαφυγής ήταν από την κορυφή του λόφου. 'Αρχισε να σκαρφαλώνει, ελπίζοντας ότι τα δέντρα θα δυσκόλευαν την παρακολούθησή του. Άκουγε μόνο τη λαχανιασμένη ανάσα του. Έπειτα από λίγο συνειδητοποίησε ότι δεν τον ακολουθούσε κανείς. Δεν πρόλαβε να καταλάβει γιατί: μια σφαίρα καρφώθηκε σε ένα κλαδί, λίγα εκατοστά από το κεφάλι του. Είχε γίνει στόχος. Άρχισε ξανά να τρέχει, αναζητώντας καταφύγιο πίσω από τα δέντρα. Τα πόδια του
742/1081
βούλιαζαν στο χώμα και κινδύνευε να τον πάρει η κατηφόρα. Τον χώριζαν ελάχιστα μέτρα από την άκρη ενός δρόμου. Σκαρφάλωνε με τα χέρια στο χώμα. Κι άλλοι πυροβολισμοί. Κόντευε να φτάσει. Αρπάχτηκε από μια ρίζα για να σηκωθεί και βρέθηκε σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Έμεινε μπρούμυτα, με τη σκέψη ότι έτσι δεν θα τον έβλεπαν. Αντιλήφθηκε ότι αιμορραγούσε στο δεξί πλευρό, αλλά η σφαίρα θα πρέπει να είχε βγει και δεν αισθανόταν κάψιμο. Αν δεν έφευγε το συντομότερο από εκεί, θα τον έφταναν. Ένα φως τον τύφλωσε. Ήταν η αντανάκλαση του ήλιου στο παρμπρίζ ενός αυτοκινήτου που ερχόταν προς το μέρος του. Διέκρινε ένα γνώριμο πρόσωπο στο τιμόνι. Ήταν ο Κλεμέντε με το παλιό του Panda. Σταμάτησε. «Μπες μέσα, γρήγορα!» Ο Μάρκους μπήκε στο αυτοκίνητο. «Τι κάνεις εδώ;»
743/1081
«Όταν μου είπες για την επίθεση στο ιατρείο, αποφάσισα να έρθω για να ελέγξω αν όλα πάνε καλά», του απάντησε ο Κλεμέντε, ενώ ανέβαζε ταχύτητα. «Είδα ένα ύποπτο όχημα έξω από την κλινική, ετοιμαζόμουν να καλέσω την αστυνομία». Αντιλήφθηκε την πληγή στο πλευρό του Μάρκους. «Είναι εντάξει», τον πρόλαβε ο Μάρκους για να τον καθησυχάσει. «Σίγουρα;» «Ναι», είπε ψέματα. Γιατί δεν ήταν καθόλου καλά. Δεν έφταιγε όμως η σφαίρα που τον είχε πάρει ξυστά. Είχε καταφέρει για άλλη μια φορά να επιβιώσει από τη συνάντησή του με το θάνατο. Ωστόσο, λυπόταν που δεν υπέφερε και πάλι από αμνησία, γιατί τώρα ήξερε κάτι για τον εαυτό του που δεν του άρεσε: ήταν κι αυτός ικανός να σκοτώσει. Άλλαξε αμέσως συζήτηση. «Βρήκα ένα βραχιόνιο οστό στην κλινική. Υποθέτω ότι ανήκε σε παιδί».
744/1081
Ο Κλεμέντε δεν είπε τίποτα, αλλά φάνηκε ταραγμένος. «Αναγκάστηκα να το σκάσω και το άφησα εκεί». «Μην ανησυχείς, έπρεπε πρώτα απ’ όλα να σωθείς». «Υπήρχε ένα όνομα χαραγμένο στο κόκαλο», είπε ο Μάρκους. «Άστορ Γκόγιας. Πρέπει να ανακαλύψουμε ποιος ήταν». Ο Κλεμέντε τον κοίταξε: «Ποιος είναι, θες να πεις. Ζει ακόμα και σίγουρα δεν είναι πια παιδί». 13:39 Το πρώτο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι τα σπίτια δεν λένε ψέματα ποτέ. Γι’ αυτό και είχε αποφασίσει να κάνει μια επιτόπια έρευνα στο διαμέρισμα της Λάρα στη βία ντέι Κορονάρι. Ήλπιζε να έρθει ξανά σε επαφή με τον πνευματικό με την ουλή στον
745/1081
κρόταφο, γιατί ήθελε να μάθει αν πράγματι η κοπέλα ήταν το πέμπτο θύμα του Τζερεμάια Σμιθ. Ίσως είναι ακόμα ζωντανή, σκέφτηκε. Ωστόσο της έλειπε το κουράγιο να φανταστεί τι μπορεί να περνούσε εκείνες τις στιγμές. Κι έτσι ανάγκασε τον εαυτό της να αποστασιοποιηθεί. Θα έκανε μια φωτογραφική απεικόνιση. Κρίμα που δεν είχε τη Reflex μαζί της. Για άλλη μια φορά θα έπρεπε να αρκεστεί στην κάμερα του κινητού για λόγους μεθοδολογίας. Βλέπω αυτό που βλέπει η μηχανή μου. Είχε σκεφτεί να κάνει χώρο στη μνήμη του κινητού, σβήνοντας τις φωτογραφίες που τράβηξε στο παρεκκλήσι του Σαν Ραίμόντο ντι Πενιαφόρτ. Ήταν άσκοπο να τις κρατάει, αφού εκείνο το μέρος δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση. Αλλά έπειτα μετά νιώσε: αυτές οι φωτογραφίες ήταν μια χρήσιμη υπενθύμιση της μέρας που την άγγιξε ο θάνατος. Θα
746/1081
φρόντιζε να μην ξεχάσει αυτή την εμπειρία, για να μην την ξαναπατήσει. Περνώντας το κατώφλι στη βία ντέι Κορονάρι, ένιωσε μια μυρωδιά κλεισούρας και υγρασίας. Το σπίτι έπρεπε να αεριστεί καλά. Δεν χρειάστηκε κλειδιά για να μπει, η πόρτα είχε παραβιαστεί από την αστυνομία, όταν η οικογένεια της κοπέλας κατήγγειλε την εξαφάνισή της. Οι αστυνομικοί δεν βρήκαν τίποτα ασυνήθιστο εκεί που επίσημα ήταν ο τελευταίος χώρος όπου βρέθηκε η Λάρα, προτού εξαφανιστεί. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν όσοι φίλοι της την είχαν συνοδέψει το βράδυ της εξαφάνισής της και οι τηλεφωνικές κλήσεις από τις οποίες προέκυπτε ότι η φοιτήτρια είχε κάνει δύο τηλεφωνήματα από εκείνο το σπίτι πριν από τις 23:00. Η Σάντρα σημείωσε στο νου της αυτή τη λεπτομέρεια: αν την είχαν απαγάγει, έγινε τις επόμενες ώρες, δηλαδή μες στη νύχτα. Κι αυτό
747/1081
δεν ταίριαζε με τη συνήθεια του Τζερεμάια Σμιθ να δρα πάντα τη μέρα. Άλλαξε modus operandi για χάρη της, σκέφτηκε. Θα πρέπει να είχε ένα βάσιμο λόγο για να το κάνει. Λκούμπησε την τσάντα της στο πάτωμα κι έβγαλε το κινητό. Ενεργοποίησε την κάμερα και άρχισε να τραβάει. Ακολούθησε κατά γράμμα τη διαδικασία κι έτσι πρώτα έδωσε τα στοιχεία της, σαν να ειχε το μαγνητόφωνο και το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα της. Μετά πέρασε στην ημερομηνία και στον τοπο οπου βρισκόταν. Θα εκανε μια λεπτομερή περίγραφή αυτού που έβλεπε ενώ το απαθανάτιζε. «Το διαμέρισμα έχει δύο επίπεδα. Στον πρώτο όροφο βρίσκονται το σαλόνι και η κουζίνα. Η επίπλωση είναι απλή, αλλά αξιοπρεπής. Χαρακτηριστικό σπίτι φοιτητή που σπουδάζει μακριά από τον τόπο του. Με
748/1081
τη διαφορά ότι το συγκεκριμένο είναι πολύ περιποιημένο». Ίσως υπερβολικά, σκέφτηκε. Έβγαλε μια σειρά φωτογραφίες του γύρω χώρου. 'Οταν γύρισε να τραβήξει την πόρτα της εισόδου, καρφώθηκε σε μια λεπτομέρεια. «Εκτός από την κλειδαριά, υπάρχει μια αλυσίδα που ανοιγοκλείνει μόνο από το εσωτερικό. Αλλά είναι κι αυτή ξηλωμένη». Πώς και δεν το πήραν χαμπάρι οι συνάδελφοι; Η Λάρα ήταν μες στο σπίτι όταν εξαφανίστηκε. Δεν έβγαινε νόημα. Ανυπομονούσε να λύσει το μυστήριο, όμως υπήρχε κίνδυνος η ανακάλυψή της να την αποπροσανατολίσει. Κατέγραψε την αντίφαση, αλλά προτίμησε να στρέψει την προσοχή της στον επάνω όροφο. Το δεύτερο πράγμα που είχε μάθει η Σάντρα Βέγκα ήταν ότι και τα σπίτια πεθαίνουν, όπως οι άνθρωποι. Όμως η Λάρα δεν ήταν νεκρή, είπε μέσα της, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της.
749/1081
Η Σάντρα παρατήρησε αμέσως ότι, αν ο Τζερεμάια είχε απαγάγει τη φοιτήτρια ενώ κοιμόταν, είχε μπει στον κόπο να ξαναφτιάξει το κρεβάτι της και να πάρει μαζί ένα σακίδιο με ρούχα και το κινητό της. Θα έπρεπε να φαίνεται ότι η κοπέλα είχε απομακρυνθεί οικειοθελώς. Πάντως η αλυσίδα της πόρτας τον διέψευδε. Είχε, βέβαια, όλο το χρόνο να εξαφανίσει τα ίχνη της παρουσίας του. Πώς όμως κατάφερε να μπει και να βγει, αν η πόρτα ήταν κλεισμένη από μέσα; Αυτή η απορία τη βασάνιζε. Απαθανάτισε βιαστικά το λούτρινο αρκουδάκι ανάμεσα στα μαξιλάρια της, το κομοδίνο με τη φωτογραφία των γονιών της, το σχεδιαστήριό της με το ημιτελές σχέδιο μιας γέφυρας, τα αρχιτεκτονικά βιβλία στη βιβλιοθήκη. Υπήρχε μια ανώμαλη συμμετρία σε εκείνο το δωμάτιο. Θα είναι ίδιον των αρχιτεκτόνων, σκέφτηκε. Ξέρω ότι μου κρύβεις κάτι, αυτό το
750/1081
τέρας σε διάλεξε επειδή σε γνώριζε. 11ες μου ότι έχεις φυλάξει σε κάποιο σημείο ένα ίχνος που θα με οδηγήσει σε αυτόν. Δώσε μου την απόδειξη ότι έχω δίκιο και σου ορκίζομαι ότι θα αναποδογυρίσω τον κόσμο για να σε βρω. Καθώς ζητούσε ένα σημάδι από τη Λάρα, η Σάντρα συνέχιζε να περιγράφει μεγαλόφωνα όσα έβλεπε. Δεν παρατήρησε τίποτα ιδιαίτερο, πέρα από τη μανία της φοιτήτριας με την τάξη. Ξανακοίταξε τις τελευταίες φωτογραφίες στην οθόνη του κινητού της, ελπίζοντας ότι θα της χτυπούσε κάποια λεπτομέρεια. Κάτω από το σχεδιαστήριο υπήρχε ένα καλάθι για χαρτιά γεμάτο με χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα. Από τη φροντίδα που αφιέρωνε η Λάρα στο σπίτι, η Σάντρα υπέθετε ότι ήταν σχολαστικός τύπος. «Ψυχαναγκαστική» ήταν η λέξη που της ήρθε στο μυαλό. Το ίδιο και η αδελφή της. Υπήρχαν πράγματα που την έκαναν να τρελαίνεται. Λόγου χάρη, το σχέδιο του
751/1081
τσιγάρου στον αναπτήρα του αυτοκινήτου της έπρεπε πάντα να βρίσκεται σε οριζόντια θέση, τα μπιμπελό πάνω στα έπιπλα έπρεπε να είναι βαλμένα κατά σειρά ύψους. Λες και η μοίρα της ανθρωπότητας εξαρτιόταν από κάτι τέτοιες εμμονές. Το ίδιο συνέβαινε και με τη Λάρα· η συμμετρία που είχε προσέξει προηγουμένως η Σάντρα δεν ήταν τυχαία. Γι" αυτό, το γεγονός ότι δεν είχε αδειάσει εκείνο το ξέχειλο καλάθι των αχρήστων τής φάνηκε παράξενο. Η Σάντρα άφησε το κινητό και έσκυψε να ελέγξει το περιεχόμενό του. Ανάμεσα στα χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα και στις παλιές σημειώσεις βρήκε ένα τσαλακωμένο χαρτί. Το άνοιξε. Ήταν μια απόδειξη από φαρμακείο. «Δεκαπέντε ευρώ και ενενήντα», διάβασε, χωρίς όμως να διευκρινίζεται το είδος. Από την ημερομηνία είδε ότι ήταν δύο βδομάδες πριν από την εξαφάνιση της κοπέλας.
752/1081
Η Σάντρα παράτησε για λίγο τη φωτογράφιση. Άρχισε να ελέγχει τα συρτάρια, αναζητώντας το φάρμακο που μπορεί να αντιστοιχούσε σε εκείνη την αγορά. Δεν βρήκε τίποτα. Τοτε, σφίγγοντας την απόδειξη, κατέβηκε πάλι στον κάτω οροφο και πήγε στο μπάνιο. Ήταν ένας μικρός χώρος που φιλοξενούσε κι ένα ντουλάπι για τις σκούπες και τα απορρυπαντικά. Στον καθρέφτη υπήρχε ένα ντουλαπάκι. Η Σάντρα το άνοιξε. Τα φάρμακα ήταν χώρια από τα καλλυντικά. Άρχισε να τα βγάζει και να ελέγχει την τιμή που αναγραφόταν στη συσκευασία. Ένα-ένα τα ακουμπούσε στο νιπτήρα. Τίποτα που να κοστίζει δεκαπέντε ευρώ και ενενήντα λεπτά. Ωστόσο, η Σάντρα ήξερε ότι εκείνη η πληροφορία ήταν σημαντική. Επιτάχυνε την έρευνά της, περισσότερο από εκνευρισμό παρά από ανάγκη. Όταν τελείωσε, στηρίχτηκε
753/1081
και με τα δυο χέρια στην άκρη της πορσελάνης όσο να καταλαγιάσει η αγωνία της. Πήρε βαθιά ανάσα, αλλά αναγκάστηκε να εκπνεύσει γιατί εκεί μέσα η μυρωδιά της υγρασίας ήταν πιο έντονη απ’ όσο στο υπόλοιπο σπίτι. Παρόλο που η λεκάνη φαινόταν καθαρή, τράβηξε το καζανάκι για να φύγει το στάσιμο νερό κι έκανε μεταβολή για να ξαναπάει επάνω. Τότε πρόσεξε το ημερολόγιο πίσω από την πόρτα. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να καταλάβει γιατί μια άλλη γυναίκα νιώθει την ανάγκη να έχει ένα ημερολόγιο στο μπάνιο, σκέφτηκε. Το έβγαλε από το καρφάκι του και άρχισε να το ξεφυλλίζει πηγαίνοντας προς τα πίσω. Σε όλες τις σελίδες υπήρχαν διαδοχικές μέρες μέσα σε έναν κόκκινο κύκλο. Συνέπιπταν με μια σχετική σταθερότητα κάθε μήνα. Όμως στον τελευταίο μήνα αυτές οι μέρες δεν ήταν σημειωμένες. «Γαμώ το», φώναξε.
754/1081
Το είχε καταλάβει από την αρχή· δεν της χρειαζόταν αυτή η επιβεβαίωση. Η Λάρα είχε πετάξει στο καλάθι των αχρήστων την απόδειξη του φαρμακείου, αλλά μετά δεν βρήκε το κουράγιο να το αδειάσει στα σκουπίδια. Γιατί μαζί με την απόδειξη και τα χαρτομάντιλα υπήρχε και κάτι ακόμα· κάτι που είχε μια ιδιαίτερη σημασία για τη φοιτήτρια και που της ήταν δύσκολο να το αποχωριστεί. Ένα τεστ εγκυμοσύνης. Ωστόσο, ο Τζερεμάια το πήρε μαζί με τη Λάρα, σκέφτηκε η Σάντρα. Μετά την κορδέλα για τα μαλλιά, το κοραλλένιο βραχιολάκι, το ροζ κασκόλ και το ρόλερ, ήταν το επόμενο φετίχ του τέρατος; Η Σάντρα βημάτιζε στο καθιστικό με το κινητό στα χέρια. Ετοιμαζόταν να ειδοποιήσει τον αστυνόμο Καμούσο για την ανακάλυψή της, ίσως η είδηση ότι η Λάρα ήταν έγκυος να έδινε μια νέα ώθηση στις έρευνες, αλλά
755/1081
συγκρατήθηκε και σκέφτηκε τι άλλο μπορεί να είχε παραβλέψει. Την πόρτα που ήταν κλεισμένη από μέσα, ήταν η απάντηση. Αυτό ήταν το μόνο που δεν έδενε καθόλου με τη θεωρία ότι κάποιος είχε πάρει τη Λάρα μέσα από το διαμέρισμά της. Αν κατάφερνε να αποδείξει με βεβαιότητα ότι η φοιτήτρια δεν απομακρύνθηκε με τη θέλησή της, κανείς δεν θα δίσταζε να αποδώσει κι ένα πέμπτο θύμα στον Τζερεμάια Σμιθ. Τι μου διαφεύγει; Το τρίτο πράγμα που είχε μάθει ήταν ότι τα σπίτια έχουν μια μυρωδιά. Ποια ήταν η μυρωδιά αυτού του σπιτιού; Υγρασία, είπε αμέσως η Σάντρα, ενώ ξανασκεφτόταν αυτό που μύρισε μπαίνοντας στο διαμέρισμα. Αλλά, με λίγο περισσότερη προσοχή. θυμήθηκε ότι την είχε νιώσει ιδιαίτερα στο μπάνιο. Μπορεί να οφειλοταν σε καποια υπερχείλιση. Δεν φαινόταν να μπάζει
756/1081
από κάπου νερα, κι ομως η οσμή ήταν πολύ διαπεραστική· Γύριοε στο μικρό μπάνιο κι άναψε το φως, κοιτάζοντας ολόγυρά της. Έλεγξε τις αποχετεύσεις του ντους, του νιπτήρα, τράβηξε ξανά το καζανάκι. Όλα έδειχναν να λειτουργούν μια χαρά. Έσκυψε γιατί η μυρωδιά ερχόταν από χαμηλά. Περιεργάστηκε τα πλακάκια κάτω από τα πόδια της και πρόσεξε ότι ένα φαινόταν λασκαρισμένο. Σαν να είχε χωθεί από κάτω του κάτι σαν μοχλός. Κοίταξε γύρω της κι έπιασε το ψαλιδάκι που ήταν σε ένα ράφι. Έχωσε τη μύτη του μες στη σχισμή. Προς μεγάλη της έκπληξη, κατάφερε να ανασηκώσει ένα κομμάτι του δαπέδου. Το τράβηξε στο πλάι και κοίταξε τι έκρυβε. Από κάτω της υπήρχε μια πέτρινη καταπακτή, την οποία κάποιος είχε αφήσει ανοιχτή.
757/1081
Από εκεί ερχόταν η μπόχα. Πέτρινα σκαλιά οδηγούσαν σε μια υπόγεια στοά. Δεν ήταν αρκετό για να αποδείξει ότι ο Τζερεμάια είχε περάσει από κει. Χρειαζόταν κι άλλες αποδείξεις. Και υπήρχε μόνον ένας τρόπος για να τις βρει. Η Σάντρα έκανε κουράγιο και κατέβηκε. Φτάνοντας στη βάση της σκάλας, έβγαλε το κινητό από την τσέπη της, σκοπεύοντας να χρησιμοποιήσει το φως της οθόνης για να προσανατολιστεί. Φώτισε και τις δύο πλευρές της στοάς, αλλά από δεξιά είχε την εντύπωση ότι φυσούσε ένα ρεύμα αέρα. Άλλωστε, από εκεί ερχόταν κι ένα υπόκωφο βουητό. Προχώρησε προσέχοντας πού πατούσε. Το έδαφος ήταν γλιστερό και, αν έπεφτε, μπορεί να χτυπούσε άσχημα. Κανείς δεν θα με βρει εδώ κάτω, σκέφτηκε προσπαθώντας να ξορκίσει μια τέτοια πιθανότητα. Αφού διέσχισε καμιά εικοσαριά μέτρα, διέκρινε μια λάμψη που προανήγγειλε την
758/1081
έξοδο. Έβγαζε κατευθείαν στον Τίβερη. Κυλούσε φουσκωμένος από τις βροχοπτώσεις των τελευταίων ημερών και τα ταραγμένα του νερά παράσερναν με ορμή κάθε λογής συντρίμμια. Πέρα από κει δεν μπορούσε να προχωρήσει, υπήρχε ένα πυκνό μεταλλικό κιγκλίδωμα. Πολύ περίπλοκο για τον Τζερεμάια, σκέφτηκε. Επομένως, η σωστή κατεύθυνση ήταν η αντίθετη. Πάντα χρησιμοποιώντας το φως του κινητού της, γύρισε πίσω, προσπέρασε την πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στο μπάνιο της Λάρα, και σύντομα ανακάλυψε ότι από την άλλη μεριά η στοά χανόταν σε ένα λαβύρινθο από τούνελ. Η Σάντρα έλεγξε αν είχε σήμα και χρησιμοποίησε το τηλέφωνο για να πάρει την αστυνομία. Έπειτα από λίγα λεπτά τη συνέδεσαν με το τηλέφωνο του αστυνόμου Καμούσο.
759/1081
«Βρίσκομαι στο σπίτι της φοιτήτριας. Είναι όπως το φοβόμασταν: την απήγαγε ο Τζερεμάια». «Τι αποδείξεις έχετε;» «Βρήκα το πέρασμα που χρησιμοποίησε για να την πάρει ανενόχλητος. Είναι κρυμμένο κάτω από μια καταπακτή στο μπάνιο». «Αυτή τη φορά το τέρας μας μελέτησε καλά το σχέδιο δράσης του», φάνηκε να τη συγχαίρει ο αστυνομικός. Αλλά από την έλλειψη ενθουσιασμού της Σάντρα, κατάλαβε ότι υπήρχαν περισσότερα. «Τι άλλο έχουμε;» «Η Λάρα είναι έγκυος». Ο Καμούσο βουβάθηκε. Η Σάντρα μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του. Η ευθύνη τους ήταν μεγαλύτερη: τώρα έπρεπε να σώσουν δύο ζωές. «Ακούστε, αστυνόμε, στείλτε αμέσως κάποιον». «Θα έρθω εγώ», πρότεινε εκείνος. «Ξεκινάμε».
760/1081
Η Σάντρα έκλεισε το τηλέφωνο και ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω. Είχε στρέψει το φως του κινητού στο γλιστερό δάπεδο, όπως είχε κάνει και στον πηγεμό. Μα ίσως πριν ήταν χαμένη στις σκέψεις της και δεν πρόσεξε τη δεύτερη σειρά από ίχνη ποδιών που είχαν αποτυπωθεί στη λάσπη. Κάποιος ήταν μαζί της εδώ κάτω. Όποιος κι αν ήταν, τώρα κρυβόταν στο λαβύρινθο των τούνελ που ανοίγονταν μπροστά της. Η Σάντρα είχε παγώσει από το φόβο. Η ανάσα της έβγαινε σαν ατμός στον κρύο αέρα της στοάς. Έφερε το χέρι της στο πιστόλι, αλλά αντιλήφθηκε αμέσως ότι στο σημείο όπου βρισκόταν αποτελούσε εύκολο στοχο στην περίπτωση που ο διώκτης της ήταν οπλισμένος. Είναι. Ήταν σίγουρη πως είχε όπλο, κυρίως μετά την εμπειρία της με τον εκτελεστή. Αυτός είναι.
761/1081
Μπορούσε να κάνει μεταβολή και να τρέξει προς την πέτρινη σκάλα. Ή να πυροβολήσει στα τυφλά μες στο σκοτάδι, ελπίζοντας να προλάβει πρώτη. Και οι δυο λύσεις όμως ήταν παράτολμες. Στο μεταξύ, είχε την αίσθηση ότι δυο μάτια την κοιτούσαν. Δεν υπήρχε τίποτα σε εκείνο το βλέμμα. Την ίδια αίσθηση είχε και όταν άκουσε την ηχογραφημένη φωνή του δολοφόνου του Ντέιβιντ να τραγουδάει Cheek to cheek. Ήταν χαμένη. «Πράκτορα Βέγκα, είστε εδώ κάτω;» Η φωνή αντήχησε μέσα της. «Ναι, εδώ είμαι», φώναξε στριγκά η Σάντρα. Ο τρόμος είχε αλλοιώσει τον τόνο της, κάνοντάς τη να ακούγεται γελοία. «Είμαι συνάδελφος. Ήμασταν περιπολία εδώ κοντά, μας στέλνει ο αστυνόμος Καμούσο».
762/1081
«Ελάτε να με πάρετε, σας παρακαλώ». Χωρίς να το συνειδητοποιεί, η φωνή της βγήκε ικετευτική. «Είμαστε στο μπάνιο, δώστε μας χρόνο να κατεβούμε». Τότε η Σάντρα άκουσε ξεκάθαρα τα βήματα κάποιου που απομακρυνόταν προς την αντίθετη κατεύθυνση της στοάς. Το αόρατο βλέμμα που την είχε πανικοβάλει δραπέτευε. 14:03 Είχαν καταφύγει σ’ ένα από τα σπίτιακαβάτζες που διέθεταν οι πνευματικοί, μία από τις πολυάριθμες ιδιοκτησίες του Βατικανού σε ολόκληρη τη Ρώμη. Στο διαμέρισμα υπήρχε ένα κουτί Πρώτων Βοηθειών κι ένα κομπιούτερ για να συνδεθούν στο ίντερνετ.
763/1081
Ο Κλεμέντε είχε φέρει μια αλλαξιά ρούχα και σάντουιτς για να στυλωθούν. Στο μεταξύ ο Μάρκους, με γυμνό το κορμί μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου, έραβε την πληγή του με βελόνα και ράμματα -ακόμα μία δεξιότητα που δεν ήξερε ότι διέθετε- και, όπως πάντα, απέφευγε να κοιτάξει την αντανάκλαση του προσώπου του, συγκεντρωμένος σε αυτό που έκανε. Μα, μετά την ουλή στον κρόταφο, δεν θα ήταν αυτή η δεύτερη ουλή του. Είχε κι άλλα σημάδια στη σάρκα του. I I αμνησία τον εμπόδιζε να βρει αναμνήσεις μέσα του κι έτσι τις αναζητούσε έξω από τον εαυτό του. Ίχνη από μικρά τραύματα του παρελθόντος, όπως η ρόδινη αυλακιά στον αστράγαλό του ή η τομή στο εσωτερικό του αγκώνα του. Ποιος ξέρει, ίσως από ένα πέσιμο από το ποδήλατο, όταν ήταν μικρός, ή από ένα συνηθισμένο οικιακό ατύχημα, όταν ήταν μεγαλύτερος. Όπως και να ’χε, δεν του
764/1081
χρησίμεψαν για να θυμηθεί. Λυπόταν που δεν είχε ένα παρελθόν. Το παιδί του οποίου το κόκαλο είχε βρει όμως δεν είχε μέλλον. Εν πάση περιπτώσει, ήταν νεκροί και οι δύο. Μόνο που για τον Μάρκους ο θάνατος λειτούργησε με παράξενο τρόπο, προχωρώντας αντίστροφα. Στη διαδρομή ανάμεσα στην κλινική του Κανεστράρι και το ασφαλές σπίτι ο Κλεμέντε τον ενημέρωσε για τον Άστορ Γκόγιας. Ήταν ένας Βούλγαρος επιχειρηματίας, εβδομήντα χρονών, που εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια ζούσε στη Ρώμη. Η επιχειρηματική δραστηριότητα του εκτεινόταν από τις εκδόσεις ως την πορνεία. Δεν ήταν ευυπόληπτο άτομο: δρούσε ως μεσάζων με το οργανωμένο έγκλημα, ανακυκλώνοντας βρόμικο χρήμα. «Τι σχέση έχει ένας τέτοιος άνθρωπος με τον Αλμπέρτο Κανεστράρι;» ρώτησε ξανά ο Μάρκους που, αφού άκουσε την αφήγηση του
765/1081
Κλεμέντε, δεν κατάφερνε να βρει μια ικανοποιητική εξήγηση. Ο φίλος του, που στο μεταξύ του έδινε βαμβάκι και αντισηπτικό, προσπάθησε να βγάλει κάποια άκρη. «Πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ποιος άφησε εκεί πέρα το οστό, δεν νομίζεις;» «Ήταν ο μυστηριώδης πνευματικός», δήλωσε ο Μάρκους με βεβαιότητα. «Όταν ασχολήθηκε με την υπόθεση, μετά την ομολογία του Κανεστράρι, βρήκε τα λείψανα του παιδιού στην αποθήκη των νοσοκομειακών αποβλήτων. Ποιος ξέρει, ίσως ο χειρουργός να βασανιζόταν από αισθήματα ενοχής και να δίσταζε να τα ξεφορτωθεί. Ευτυχώς, ο πνευματικός κράτησε το βραχιόνιο οστό για να το βρούμε εμείς, χαράσσοντας το όνομα του Αστορ Γκόγιας. Αλλιώς θα καταστρεφόταν στην πυρκαγιά της κλινικής». «Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε στη σειρά τα γεγονότα», πρότεινε ο Κλεμέντε.
766/1081
«Λοιπόν... Ο Κανεστράρι σκοτώνει ένα παιδί. Στο φόνο εμπλέκεται κι ένας κακοποιός μεγάλου διαμετρήματος, ο Άστορ Γκόγιας. Αλλά δεν ξέρουμε ακόμα γιατί». «Ο Βούλγαρος δεν εμπιστεύεται τον Κανεστράρι· ο γιατρός βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής συντριβής και μπορεί να παρεκτραπεί. Έτσι ο Γκόγιας δεν τον χάνει από τα μάτια του: μας το αποδεικνύουν οι μικροκάμερες που είχε βάλει στο ιατρείο του». «Η αυτοκτονία του χειρουργού θα πρέπει να σήμανε συναγερμό για τον Βούλγαρο». «Γι’ αυτό αμέσως μετά οι άνθρωποί του βάζουν φωτιά στην κλινική - με την ελπίδα ότι έτσι καταστρέφουν ολοκληρωτικά τυχόν αποδείξεις της δολοφονίας του παιδιού. Αλλωστε είχαν ήδη εξαφανίσει από το ιατρείο τη σύριγγα με την οποία ο Κανεστράρι πήρε την ουσία που τον σκότωσε, έτσι ώστε να αποφύγουν ενδεχόμενη έρευνα».
767/1081
«Ναι», συμφώνησε ο Μάρκους. «Αλλά παραμένει ένα βασικό πρόβλημα: τι συνδέει έναν αναγνωρισμένο ευεργέτη με έναν κακοποιό;» Ο Κλεμέντε ήταν μάλλον αόριστος. «Ειλικρινά, δεν βλέπω καμία σχέση. Το είπες κι εσύ: ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους». «Κι όμως, υπάρχει ένα νήμα που τους ενώνει, είμαι βέβαιος γι’ αυτό». Ο Κλεμέντε επιστράτευσε την πιο πειστική φωνή του. «Κοίτα, Μάρκους, ο χρόνος για τη Λάρα τελειώνει. Ίσως θα έπρεπε να παρατήσεις αυτή την ιστορία και να επικεντρωθείς στην αναζήτηση της φοιτήτριας». Η συμβουλή του ακούστηκε παράξενη στον Μάρκους. Για μια στιγμή προσποιήθηκε ότι ήταν αφοσιωμένος στη φροντίδα της πληγής του, ενώ, στο μεταξύ, περιεργαζόταν την έκφραση του Κλεμέντε μέσα από τον καθρέφτη. «Ίσως και να έχεις δίκιο, το
768/1081
συνειδητοποίησα σήμερα. Ευτυχώς που ήρθες στην κλινική. Αν δεν με έπαιρνες από κει, αυτοί οι δυο θα με είχαν σκοτώσει». Καθώς μιλούσε, ο φίλος του χαμήλωσε το βλέμμα. «Με παρακολουθούσες, σωστά;» «Μα τι λες;» έκανε τον αγανακτισμένο ο Κλεμέντε. Ο Μάρκους δεν τον πίστευε και στράφηκε να τον κοιτάξει. «Τι συμβαίνει; Τι μου κρύβεις;» «Τίποτα». Ο Κλεμέντε είχε πάρει αμυντική στάση, ο Μάρκους προσπάθησε να φανταστεί το λόγο. «Ο ντον Μικέλε Φουέντε μεταφέρει την εξομολόγηση του μέλλοντα αυτόχειρα Αλμπέρτο Κανεστράρι, αλλά, έπειτα από έκκληση του επισκόπου, παραλείπει το όνομα του μετανοούντος. Τι προσπαθείτε να περισώσετε; Ποιος απ’ αυτούς που βρίσκονται
769/1081
πάνω από εμάς θέλει να αποσιωπηθούν τα πάντα;» Ο Κλεμέντε δεν μίλησε. «Το ήξερα», συνέχισε ο Μάρκους. «Η σχέση ανάμεσα στον Κανεστράρι και τον Άστορ Γκόγιας είναι το χρήμα, σωστά;» «Ο χειρουργός δεν έδινε την εντύπωση ότι χρειαζόταν λεφτά», αντέτεινε ο άλλος, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση. Ο Μάρκους αντιλήφθηκε ότι ο Κλεμέντε δυσκολευόταν. «Αυτό που ο γιατρός έβαζε πάνω απ’ όλα ήταν το όνομά του». Και μετά πρόσθεσε: «Πίστευε ότι ήταν καλός άνθρωπος». Ο Κλεμέντε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει για πολύ αυτό το θέατρο. «Το νοσοκομείο που έφτιαξε ο Κανεστράρι στην Αγκόλα είναι ένα τεράστιο έργο. Αν συνεχίσουμε έτσι, κινδυνεύουμε να το καταστρέψουμε».
770/1081
Ο Μάρκους κούνησε το κεφάλι. «Με τι χρήματα το έφτιαξε; Με του Γκόγιας, σωστά;» «Δεν το ξέρουμε». «Είναι όμως ευλογοφανές». Ο Μάρκους ήταν ανάστατος και οργισμένος. «Η ζωή ενός παιδιού με αντάλλαγμα χιλιάδες ζωές». Ο Κλεμέντε δεν μπόρεσε να προσθέσει τίποτε άλλο: ο μαθητής του είχε καταλάβει πια τα πάντα. «Επιλέγουμε το μικρότερο κακό. Έτσι όμως ενστερνιζόμαστε τη λογική που οδήγησε τον χειρουργό να δεχτεί μια εντελώς ανέντιμη συμφωνία». «Αυτή η λογική δεν μας αφορά. Η ζωή χιλιάδων ανθρώπων όμως, ναι». «Κι εκείνο το παιδί; Η ζωή του δεν μετρούσε καθόλου;» Έκανε μια παύση για να ελέγξει την οργή του. «Ο Θεός, στο όνομα του οποίου δρούμε, πώς θα τα έκρινε όλα αυτά;» Έπειτα κοίταξε κατάματα τον Κλεμέντε. «Κάποιος θα πάρει εκδίκηση για εκείνη τη μία ζωή, όπως
771/1081
πρόβλεψε ο μυστηριώδης πνευματικός. Μπορούμε να αποφασίσουμε αν θα μείνουμε απλοί θεατές των γεγονότων ή αν θα δοκιμάσουμε να κάνουμε κάτι. Στην πρώτη περίπτωση, δεν θα διαφέρουμε από τον οποιονδήποτε σύνεργό μιας δολοφονίας». Ο Κλεμέντε ήξερε ότι ο Μάρκους είχε δίκιο, αλλά δίσταζε. Έπειτα από λίγο έσπασε τη σιωπή του: «Αν ο Άστορ Γκόγιας νιώθει την ανάγκη να παρακολουθεί το ιατρείο του Κανεστράρι ύστερα από τρία χρόνια, είναι επειδή φοβάται μην μπλέξει», δήλωσε. Κι έπειτα πρόσθεσε: «Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια απόδειξη που μπορεί ακόμα να τον ενοχοποιήσει για εκείνη τη δολοφονία». Ο Μάρκους χαμογέλασε· ο φίλος του ήταν με το μέρος του, δεν θα τον εγκατέλειπε. «Πρέπει να εξακριβώσουμε την ταυτότητα του δολοφονημένου παιδιού», είπε ύστερα από λίγο. «Και νομίζω ότι ξέρω πώς θα τα καταφέρουμε».
772/1081
Πήγαν στο διπλανό δωμάτιο, όπου ήταν το κομπιούτερ. Αφού συνδέθηκε στο ίντερνετ, ο Μάρκους μπήκε στη σελίδα της Ασφάλειας. «Πού θες να τον ψάξεις;» ρώτησε ο Κλεμέντε πίσω από την πλάτη του. «Ο μυστηριώδης πνευματικός προσφέρει μια δυνατότητα εκδίκησης, άρα το νεαρό θύμα είναι οπωσδήποτε από τη Ρώμη». Ανοιξε τη σελίδα των αγνοούμενων ατόμων και πήγε στο τμήμα των ανηλίκων. Εμφανίστηκαν πρόσωπα παιδιών και εφήβων. Πολύ συχνά επρόκειτο για παιδιά που τα διεκδικούσαν και οι δυο γονείς και τα είχε πάρει ο ένας από τους δύο, γι’ αυτό η λύση ήταν απλή και το όνομά τους σύντομα θα εξαφανιζόταν από τον κατάλογο. Άλλο τόσο συχνή ήταν και η φυγή από το σπίτι, που έπαιρνε τέλος μέσα σε λίγες μέρες με το ξανασμίξιμο της οικογένειας κι έναν εξάψαλμο. Όμως μερικοί από εκείνους τους
773/1081
ανηλίκους ήταν εξαφανισμένοι για χρόνια και θα έμεναν σε εκείνη τη σελίδα μέχρι να γίνει γνωστό τι τους συνέβη. Χαμογελούσαν σε θαμπές ή πολύ παλιές φωτογραφίες. Στα μάτια τους, μια βιασμένη αθωότητα. Σε μερικές περιπτώσεις η αστυνομία, με βάση τις συγκεκριμένες φωτογραφίες, είχε κάνει ένα σκίτσο, υποθέτοντας πώς θα εξελισσόταν το πρόσωπο με την ανάπτυξη. Ωστόσο, οι ελπίδες ότι εκείνα τα παιδιά βρίσκονταν ακόμα στη ζωή ήταν πολύ ισχνές. Οι φωτογραφίες στην ιστοσελίδα αντικαθιστούσαν συχνά μια ταφόπλακα, ήταν ένας τρόπος να μην τα ξεχάσουν. Αποκλείοντας όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο Μάρκους και ο Κλεμέντε επικεντρώθηκαν στους ανηλίκους που είχαν εξαφανιστεί από τη Ρώμη πριν από τρία χρόνια. Βρήκαν δύο: ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Διάβασαν τα στοιχεία τους.
774/1081
Ο Φιλίπο Ρόκα έγινε καπνός ένα απόγευμα βγαίνοντας από το σχολείο. Οι συμμαθητές του, με τους οποίος ήταν παρέα, δεν κατάλαβαν τίποτα. Ήταν δώδεκα χρονών και είχε ένα χαρούμενο χαμόγελο, απ’ όπου έλειπε ένας επάνω κοπτήρας. Εκτός από την ποδιά του θρησκευτικού σχολείου όπου φοιτούσε, φορούσε τζιν, ένα πορτοκαλί πουλοβεράκι με γαλάζιο πόλο και αθλητικά παπούτσια. Στο σακίδιό του είχε τις κονκάρδες των προσκόπων και το σήμα της ομάδας που υποστήριζε. Η Αλίτσε Μαρτίνι ήταν δέκα χρονών και είχε μακριές ξανθές κοτσίδες. Φορούσε γυαλιά μυωπίας με κόκκινο σκελετό. Εξαφανίστηκε ενώ ήταν στο πάρκο με την οικογένειά της: τον πατέρα, τη μητέρα και το μικρότερο αδελφό της. Φορούσε ένα άσπρο φλις με τη φάτσα του Μπαγκς Μπάνι, σορτσάκι και πάνινα παπούτσια. Τελευταίος την πρόσεξε ένας πωλητής μπαλονιών: την είδε κοντά στις
775/1081
τουαλέτες να μιλάει με κάποιο μεσήλικα. Όμως ήταν μόνο για μια στιγμή και δεν μπορούσε να τον περιγράφει στην αστυνομία. Ο Μάρκους βρήκε κι άλλες πληροφορίες στις ιστοσελίδες των εφημερίδων που είχαν ασχοληθεί με τις δύο εξαφανίσεις. Τόσο οι γονείς της Αλάτσε όσο και του Φιλίπο είχαν απευθύνει εκκλήσεις, συμμετείχαν σε τηλεοπτικές εκπομπές κι έδιναν συνεντεύξεις για να κρατήσουν ζωντανό το ενδιαφέρον για τις δυο υποθεσεις. Αλλά οι έρευνες δεν οδήγησαν σε κανένα αποτέλεσμα. «Νομίζεις ότι το παιδί που ψάχνουμε είναι κάποιο απ’ αυτά;» ρώτησε ο Κλεμέντε. «Πολύ πιθανό, αλλά θα προτιμούσα να είχαμε να κάνουμε μόνο με ένα. Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας. Έως τώρα ο πνευματικός έχει υπολογίσει τα πάντα, έτσι ώστε κάθε μέρα να ολοκληρώνεται μια πράξη εκδίκησης. Πρώτα η αδελφή ενός από τα θύματα του Τζερεμάια Σμιθ τον βρίσκει να
776/1081
ψυχορραγεί στο σπίτι του και ανακαλύπτει την αλήθεια. Το επόμενο βράδυ ο Ραφαέλε Αλτιέρι σκοτώνει τον πατέρα του που είχε παραγγείλει να σκοτώσουν τη μητέρα του πριν από είκοσι χρόνια. Χθες ο Πιέτρο Τζίνι σκότωσε τον Φεντερίκο Νόνι, ένοχο για πολλαπλές επιθέσεις και για το φόνο πρώτα της αδελφής του της Τζόρτζια, με σκοπό να της κλείσει το στόμα, και μετά μιας κοπέλας που ήταν θαμμένη στη Βίλα Γκλόρι. Πρόσεξες ότι σε αυτές τις δύο τελευταίες περιπτώσεις τα μηνύματα του πνευματικού στους εκδικητές έφτασαν κυριολεκτικά την κατάλληλη στιγμή; Μας αφήνει πάντα λίγες ώρες για να ανακαλύψουμε και να σταματήσουμε το μηχανισμό που είχε θέσει σε λειτουργία. Δεν νομίζω ότι αυτή η φορά διαφέρει από τις άλλες. Όμως πρέπει να βιαστούμε: κάποιος θα προσπαθήσει να σκοτώσει τον Άστορ Γκόγιας απόψε κιόλας».
777/1081
«Δεν θα είναι τόσο εύκολο να τον πλησιάσουν. Είδες κι εσυ τους μπράβους που χρησιμοποιεί, και κυκλοφορεί πάντα με συνοδεία». «Όπως και να χει, σε χρειάζομαι, Κλεμέντε». «Εμένα;» έκανε έκπληκτος ο άλλος. «Δεν μπορώ να παρακολουθώ και τις δύο οικογένειες των χαμένων παιδιών, πρέπει να μοιράσουμε τις δουλειές. Θα χρησιμοποιήσουμε τον τηλεφωνητή για να επικοινωνήσουμε. Μόλις κάποιος από τους δυο μας ανακαλύψει κάτι, αφήνει ένα μήνυμα». «Τι θες να χάνω;» «Βρες τους Μαρτίνι, εγώ θα αναλάβω τους γονείς του Φιλίπο Ρόκα». 0 Έτορε και η Καμίλα Ρόκα ζούσαν στη θάλασσα, στην Όστια, σε μια μονώροφη βιλίτσα που έβλεπε στην παραλία· ένα αξιοπρεπές σπίτι αγορασμένο με οικονομίες.
778/1081
Ήταν μια φυσιολογική οικογένεια. Πολλές φορές ο Μάρκους είχε προσπαθήσει να αποδώσει μια ευρύτερη έννοια σε αυτό το επίθετο. Θα μπορούσε να σημαίνει ένα σύνολο μικρών ονείρων και προσδοκιών που παγιώθηκαν με το χρόνο, που αποτελούσαν μια ασπίδα απέναντι στις τυχόν αντιξοότητες της ζωής, αλλά κι ένα πραγματικό σχέδιο ευτυχίας. Για μερικούς, η μεγαλύτερη φιλοδοξία ήταν να κάνουν μια ήσυχη ζωή, χωρίς πολλές αναταράξεις, πάντα ίδια. Ήταν η συνθήκη μιας σιωπηρής συμφωνίας με τη μοίρα, που ανανεωνόταν καθημερινά. Ο Έτορε Ρόκα δούλευε ως εμπορικός αντιπρόσωπος κι έλειπε συχνά από το σπίτι. Η γυναίκα του η Καμίλα εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός σε ένα συμβουλευτικό ίδρυμα που παρείχε στήριξη σε προβληματικές οικογένειες και νέους με δυσκολίες. Προσφερόταν για τους άλλους, αν και θα μπορούσε και η ίδια να ενταχθεί σε όσους είχαν ανάγκη από βοήθεια.
779/1081
Το ζευγάρι είχε επιλέξει να μένει στην παραλία, γιατί η Όστια ήταν πιο ήρεμη και κόστιζε λιγότερο. Κάθε μέρα πήγαιναν στη Ρώμη για δουλειά, αλλά ήταν μια ανεκτή θυσία. Οταν μπήκε στο σπίτι τους, ο Μάρκους ένιωσε για πρώτη φορά σαν εισβολέας. Υπήρχαν σιδεριές σε πόρτες και παράθυρά αλλά δεν δυσκολεύτηκε να ανοίξει την κεντρική κλειδαρια, κλείνοντας μετά την πόρτα πίσω του. Βρέθηκε σε μια κουζίνα που ήταν ταυτόχρονα και καθιστικό. Τα βασικά χρώματα ήταν το μπλε και το άσπρο. Λίγα έπιπλα, όλα σε ναυτικό στιλ. Το τραπέζι του φαγητού έμοιαζε φτιαγμένο από ξύλα βάρκας και από πάνω κρεμόταν μια λάμπα σαν πυροφάνι. Στον τοίχο κρεμόταν ένα παλιό τιμόνι, όπου είχε ενσωματωθεί ένα ρολόι, και πάνω σε ένα ράφι ήταν μια όμορφη συλλογή από κοχύλια.
780/1081
Η άμμος τρύπωνε από τις χαραμάδες κι έτριζε κάτω απ’ τα παπούτσια. Ο Μάρκους προχώρησε προσπαθώντας να καταλάβει αν υπήρχαν ίχνη που να παραπέμπουν στον πνευματικό. Στην αρχή στράφηκε στο ψυγείο, όπου είδε ένα χαρτί στερεωμένο με ένα μαγνητάκι καβούρι. Ήταν ένα μήνυμα του Έτορε Ρόκα στη γυναίκα του. Θα τα πούμε σε δέκα μέρες. Σ’ αγαπώ. Ο άνθρωπος έλειπε για δουλειές, αλλά μπορεί να ήταν κι ένα ψέμα για να καθησυχάσει τη σύζυγο. Ίσως να ετοιμαζόταν να σκοτώσει τον Γκόγιας. Εξαιτίας των κινδύνων, μπορεί να θέλησε να την αφήσει έξω από την όλη ιστορία για να την προφυλάξει. Μια εβδομάδα για να προετοιμαστεί, κλεισμένος σε ένα μοτέλ έξω από την πόλη. Όμως ο Μάρκους δεν μπορούσε να αφεθεί σε εικασίες. Χρειαζόταν επιβεβαιώσεις. Συνέχισε να ερευνά τον πρώτο
781/1081
χώρο και, όσο προχωρούσε, ένιωθε ότι κάτι έλειπε. Δεν υπήρχε πόνος ανάμεσα σε εκείνα τα αντικείμενα. Ίσως, αφελώς σκεπτόμενος, να περίμενε ότι η εξαφάνιση του Φιλίπο είχε δημιουργήσει μια ρωγμή στην ύπαρξη των γονιών. Σαν μια πληγή που, αντί να είναι στη σάρκα, είναι στα αντικείμενα. Και αρκεί να τα χαϊδέψεις για να τα δεις να αιμορραγούν. Κι όμως, εκείνο το δωδεκάχρονο παιδί είχε εξαφανιστεί και από κει. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ή ενθύμιά του. Μα ίσως ο πόνος να βρισκόταν ακριβώς σε αυτό το κενό. Ο Μάρκους δεν ήταν σε θέση να το αντιληφθεί, γιατί μόνο μια μητέρα κι ένας πατέρας μπορούσαν να το δουν. Μετά κατάλαβε. Όταν παρατηρούσε το πρόσωπο του μικρού Φιλίπο, μαζί με τα άλλα πρόσωπα των ανηλίκων στην ιστοσελίδα της αστυνομίας, αναρωτήθηκε πώς κατάφερναν οι δικοί του να συνεχίζουν τη ζωή τους. Ήταν
782/1081
διαφορετικό από το θάνατο ενός παιδιού. Στις περιπτώσεις εξαφάνισης πρέπει να διαχειριστείς την αμφιβολία. Μπορεί να τρυπώσει παντού, να διαβρώσει τα πάντα από μέσα, χωρίς να γίνει αντιληπτή. Αναλώνει τις μέρες, τις ώρες. Και τα χρόνια περνούν χωρίς απαντήσεις. Ο Μάρκους είχε σκεφτεί ότι συγκριτικά είναι προτιμότερο να ξέρεις ότι το παιδί σου έχει σκοτωθεί. Ο θάνατος οικειοποιείται τις αναμνήσεις, ακόμα και τις πιο ωραίες, και τις σπέρνει με πόνο, κάνοντας αφόρητη τη μνήμη. Ο θάνατος γίνεται κυρίαρχος του παρελθόντος. Η αμφιβολία είναι χειρότερη, γιατί οικειοποιείται το μέλλον. Μπήκε στο δωμάτιο του Έτορε και της Καμίλα. Πάνω στα μαξιλάρια του διπλού κρεβατιού ήταν βαλμένες οι αντίστοιχες πιτζάμες τους. Οι κουβέρτες άψογα στρωμένες, οι παντόφλες δίπλα-δίπλα. Το καθετί στη θέση του. Λες και μπορούσαν να
783/1081
ξεπεράσουν με την τάξη την παράνοια του πόνου, την αναστάτωση που γεννιέται από ένα δράμα· εξημερώνοντας όλα όσα τους περιβάλλουν υποτάσσοντας τα αντικείμενα στη φάρσα της κανονικότητας, για να επαναλαμβάνεται μονίμως η παρήγορη είδηση ότι όλα πάνε καλά. Και μέσα σε εκείνο το ειδυλλιακό κάδρο συνάντησε επιτέλους τον Φιλίπο. Χαμογελούσε μέσα από μια κορνίζα μαζί με τους γονείς του. Δεν είχε λησμονηθεί. Ακόμα κι αυτός, όμως, είχε τη θέση του: πάνω σε μια συρταριέρα, κάτω από έναν καθρέφτη. Ο Μάρκους ετοιμαζόταν να βγει από το δωμάτιο, όταν το βλέμμα του έπεσε σε ένα αντικείμενο και κατάλαβε ότι είχε κάνει λάθος. Πάνω στο κομοδίνο, από τη μεριά του κρεβατιού όπου κοιμόταν η Καμίλα, υπήρχε μια συσκευή ενδοεπικοινωνίας.
784/1081
Μόνο ένας λόγος μπορούσε να εξηγήσει την παρουσία εκείνου του αντικειμένου: ήταν για να ελέγχει τον ύπνο ενός μωρού. Έκπληκτος από την ανακάλυψή του, ο Μάρκους προχώρησε προς το διπλανό δωμάτιο. Η πόρτα ήταν κλειστή. Ανοίγοντάς την, ανακάλυψε ότι σε αυτό το δωμάτιο, που ανήκε κάποτε μόνο στον Φιλίπο, υπήρχε τώρα δίπλα στο κρεβάτι του και μια κούνια. Ο χώρος ήταν μοιρασμένος δίκαια. Υπήρχαν οι αφίσες της ομάδας του, το γραφειάκι για τα μαθήματα του, αλλά και μια αλλαξιέρα, ένα καρεκλάκι κι ένα βουνό παιχνίδια για μικρά παιδιά. Κι ένα κρεμαστό παιχνιδάκι με μέλισσες που γυρνούσαν γύρω-γύρω. Ο Φιλίπο δεν το ήξερε ακόμα, αλλά είχε αποκτήσει έναν αδελφούλη ή μια αδελφούλα. Η ζωή είναι το μοναδικό αντίδοτο στον πόνο, σκέφτηκε ο Μάρκους. Και κατάλαβε πώς κατάφεραν οι Ρόκα να βρουν ένα κίνητρο να ξαναπάρουν το μέλλον στα χέρια τους,
785/1081
βγάζοντάς το από την ομίχλη της αμφιβολίας. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ένιωθε απόλυτα πεπεισμένος. Θα μπορούσε όντως αυτή η οικογένεια να θέσει σε κίνδυνο την απόπειρα να ξαναβρεί μια μορφή ηρεμίας, προκειμένου να πάρει εκδίκηση; Πώς θα αντιδρούσαν στην είδηση ότι ο πρωτότοκός τους ήταν νεκρός; Αν βέβαια ήταν ο Φιλίπο το θύμα του Κανεστράρι, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ετοιμαζόταν να φύγει από το σπίτι, με σκοπό να βρει την Καμίλα Ρόκα στο ίδρυμα όπου εργαζόταν και να την παρακολουθήσει για την υπόλοιπη μέρα, όταν άκουσε το βόμβο μιας μηχανής. Τράβηξε την κουρτίνα σε ένα παράθυρο και είδε ένα μικρό αυτοκίνητο που είχε μόλις παρκάρει στο δρομάκι. Στο τιμόνι του καθόταν η κοινωνική λειτουργός. Αιφνιδιασμένος και μην μπορώντας πια να φύγει, αναζήτησε πυρετωδώς ένα μέρος να κρυφτεί. Βρήκε ένα δωματιάκι που το χρησιμοποιούσαν ως σιδερωτήριο και
786/1081
αποθηκούλα. Στάθηκε στη γωνία πίσω από την πόρτα και περίμενε. Άκουσε την κλειδαριά να ανοίγει, μετά την Καμίλα να μπαίνει και να ξανακλείνει την πόρτα. Το θόρυβο των κλειδιών πάνω σε ένα έπιπλο. Τα τακούνια που χτυπούσαν στο δάπεδο. Η γυναίκα έβγαλε τα παπούτσια της και τα άφησε να πέσουν, το ένα μετά το άλλο. Ο Μάρκους τη διέκρινε από τη σχισμή της πόρτας. Περπατούσε ξυπόλητη και κουβαλούσε χαρτοσακούλες. Είχε πάει για ψώνια και επέστρεψε στο σπίτι νωρίτερα από το προβλεπόμενο. Αλλά ο γιος ή η κόρη δεν ήταν μαζί της. Μπήκε στο σιδερωτήριο για να κρεμάσει ένα καινούργιο ρούχο σε μια κρεμάστρα. Έκανε τις απαραίτητες κινήσεις χωρίς να στραφεί. Τους χώριζε μόνον το παραπέτασμα της πόρτας, ένα λεπτό στρώμα ξύλου. Αν η γυναίκα την παραμέριζε, θα τον έβρισκε μπροστά της. Μα δεν το έκανε. Πήγε στο μπάνιο και κλείστηκε εκεί μέσα.
787/1081
Ο Μάρκους άκουσε το νερό του ντους να τρέχει και βγήκε από την κρυψώνα του. Πέρασε μπροστά από την κλειστή πόρτα και, επιστρέφοντας στο καθιστικό, είδε ότι πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα δώρο. Κατά κάποιον τρόπο, σε εκείνο το σπίτι η ζωή είχε ξαναρχίσει. Αντί να τον παρηγορήσει, αυτή η σκέψη τον αναστάτωσε. Τον κατέκλυσε μια αίσθηση αγωνίας και πανικού. «Κλεμέντε», μουρμούρισε, συνειδητοποιώντας ότι προφανώς την οικογένεια που αναζητούσαν την είχε αναλάβει ο φίλος του. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η Καμίλα Ρόκα ήταν στο ντους, έπιασε το τηλέφωνο που ήταν στερεωμένο στον τοίχο της κουζίνας και σχημάτισε το νούμερο της τηλεφωνικής θυρίδας. Υπήρχε ένα μήνυμα από τον Κλεμέντε. Ο τόνος του ήταν ανήσυχος. «Πρέπει να έρθεις αμέσως, ο πατέρας της Αλίτσε Μαρτίνε φορτώνει βαλίτσες στο
788/1081
αυτοκίνητό του και φοβάμαι ότι ετοιμάζεται να φύγει από την πόλη. Και είναι και κάτι ακόμα: έχει ενα πιστόλι χωρίς άδεια οπλοφορίας». 17:14 Δεν ανέφερε τίποτα στους συναδέλφους για τον κίνδυνο που διέτρεξε στη στοά κάτω από το σπίτι της Λάρα. Ούτε είπε λέξη στον αστυνόμο Καμούσο. Αυτό δεν έχει σχέση με την κοπέλα, σκέφτηκε. Αφορά εμένα και τον Ντέιβιντ. Κι έπειτα, έπαψε να φοβάται. Κατάλαβε ότι ο διώκτης της είχε έναν απώτερο στόχο, δεν ήθελε να τη σκοτώσει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Μέσα σε εκείνη τη στοά θα μπορούσε να το κάνει προτού η Σάντρα τηλεφωνήσει. Δεν είχε απλώς χάσει την ευκαιρία, είχε συγκρατηθεί σκόπιμα. Την παρακολουθούσε.
789/1081
Ο Καμούσο όμως είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Την είχε βρει αναστατωμένη και η Σάντρα έριξε το φταίξιμο στην κούραση και την πείνα. Έτσι ο δανδής αστυνόμος την προσκάλεσε στου Φραντσέσκο, μια τυπική τρατορία της Ρώμης στην πιάτσα ντελ Φίκο. Έφαγαν απογευματάκι, πίτσα, απολαμβάνοντας τα αρώματα και τους ήχους της γειτονιάς, καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι έξω. Γύρω τους η Ρώμη με τους πέτρινους δρόμους, τα μέγαρα με τις ρυτιδιασμένες προσόψεις, τον κισσό που σκαρφάλωνε με θράσος στα μπαλκόνια. Αμέσως μετά ξαναγύρισαν στην Αστυνομική Διεύθυνση. 0 Καμούσο τής έκανε τον ξεναγό, δείχνοντάς της το όμορφο κτίριο όπου είχε την τύχη να δουλεύει. Η Σάντρα απέφυγε να του πει ότι το ήξερε, διότι είχε κάνει έρευνες στο Αρχείο, εξαπατώντας ένα συνάδελφο. Βολεύτηκαν στο γραφείο του αστυνόμου. Κι εκεί υπήρχαν ψηλοί θόλοι με φρέσκο, αλλά η
790/1081
επίπλωση δεν αντικατόπτριζε το εκκεντρικό γούστο του ανθρώπου. Πολύ σοβαρή και λιτή, σε αντίθεση με τον Καμούσο που κινιόταν σαν μια κηλιδα χρώματος μες στο δωμάτιο. Ενώ τακτοποιούσε το μπορντο σακάκι του στην πολυθρόνα πίσω από το γραφείο, η Σάντρα παρατήρησε ότι φορούσε μανικετόκουμπα με τιρκουάζ πέτρες και της ξέφυγε ένα χαμόγελο. «Είστε βέβαιη ότι η Λάρα είναι έγκυος;» Είχαν ξανασυζητήσει το θέμα και στο εστιατόριο. Ο Καμούσο δεν παραιτούνταν από την ιδέα ότι οι γυναίκες διαθέτουν μια έκτη αίσθηση σε ορισμένα θέματα, αν και η Σάντρα διέθετε άριστα αποδεικτικά στοιχεία που υποστήριζαν την άποψή της. «Γιατί, έχετε αμφιβολίες;» Ο Καμούσο άνοιξε τα μπράτσα. «Ακούσαμε τους φίλους και τους συμφοιτητές της: κανείς δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη ενός δεσμού ή ενός περιστασιακού συντρόφου. Από τις έρευνες που κάναμε στα τηλεφωνήματα και
791/1081
στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της δεν προκύπτει κάποια σχέση». «Δεν είναι απαραίτητο να έχεις κάποια σχέση για να μείνεις έγκυος». Το είπε σαν να ήταν το πιο προφανές πράγμα στον κόσμο. Αν και καταλάβαινε τις αντιρρήσεις του αστυνόμου: η Λάρα δεν φαινόταν τύπος που θα έκανε περιστασιακές σχέσεις. «Αναρωτιόμουν κάτι σε σχέση με τον Τζερεμάια Σμιθ. Πέρα από αυτή την τελευταία φορά, τις προηγούμενες ψάρεψε τα θύματά του στο φως της μέρας, πείθοντάς τα να πιουν μαζί του. Τι είδους έλξη μπορεί να ασκούσε ένας τέτοιος τύπος σε αυτές τις κοπέλες;» «Παρακολουθώ την υπόθεση αυτού του κατά συρροήν δολοφόνου εδώ και έξι χρόνια και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όποιο τέχνασμα κι αν χρησιμοποιεί, είναι διαολεμένα αποτελεσματικό», είπε ο Καμούσο κουνώντας το κεφάλι του με χαμηλωμένα τα μάτια. «Κάθε φορά η ίδια ιστορία: μια κοπέλα εξαφανίζεται,
792/1081
επιστρατεύουμε όλα τα μέσα για να την αναζητήσουμε, ξέροντας ότι έχουμε μόνο ένα μήνα στη διάθεσή μας. Επί τριάντα μέρες επαναλαμβάνουμε τα ίδια και τα ίδια στις οικογένειες, στον Τύπο και στην κοινή γνώμη. Πάντα οι ίδιες φράσεις, τα ίδια ψέματα. Μετά, ο χρόνος τελειώνει και βρίσκουμε ένα πτώμα». Έκανε μια μεγάλη παύση. «Όταν τις προάλλες κατάλαβα ότι ο τύπος που βρίσκεται σε κώμα είναι ο ένοχος, έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ένιωσα ευτυχισμένος. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό;» «Όχι». «Χαιρόμουν που πέθαινε ένας άνθρωπος. Είπα: Θεέ μου, τι μου συμβαίνει; Είναι τρομερό τι μας έκανε αυτός ο άνθρωπος. Μας έκανε να γίνουμε σαν αυτόν. Γιατί μόνο τα τέρατα μπορούν να χαίρονται με το θάνατο. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι τελικά, με το θάνατό του, θα γλίτωναν κάποιες άλλες κοπέλες. Το γεγονός αυτό έσωζε ζωές.
793/1081
Και οι δικές μας; Ποιος θα μας έσωζε από τη χαρά που νιώθαμε;» «Θέλετε να μου πείτε ότι, όταν ανακαλύψατε ότι είχε απαγάγει ακόμα μία κοπέλα, αισθανθήκατε σχεδόν ανακουφισμένος;» «Αν, βέβαια, η Λάρα είναι ζωντανή ακόμη». Ο Καμούσο χαμογέλασε πικρά. «Αλλά κι αυτό είναι αρκετά τερατώδες, δεν νομίζετε;» «Νομίζω πως ναι», συμφώνησε η Σάντρα. «Η σωτηρία της εξαρτάται από το αν θα συνέλθει ο Τζερεμάια Σμιθ». «Λυτός ο άνθρωπος πιθανότατα θα μείνει φυτό σε όλη του τη ζωή». «Οι γιατροί τι λένε;» «Όλως παραδόξως δεν μπορούν να βγάλουν άκρη. Στην αρχή μίλησαν για έμφραγμα, μα έπειτα από λεπτομερείς εξετάσεις το απέκλεισαν. Αναζητούν κάποια νευρολογική βλάβη, αλλά δεν κατάφεραν ακόμα να την εντοπίσουν».
794/1081
«Θα μπορούσε να οφείλεται σε κάποιον τοξικό παράγοντα, ίσως ένα δηλητήριο». Ο Καμούσο αναγκάστηκε να το παραδεχτεί. «Αναλύουν το αίμα για να βρουν ίχνη της ουσίας». «Μα, αν είναι έτσι, τότε εμπλέκεται και κάποιος άλλος. Κάποιος που θέλησε να τον σκοτώσει». «Ή να βάλει την αδελφή ενός από τα θύματά του να τον σκοτώσει...» Η Σάντρα συσχέτισε αυτή την πληροφορία με την υπόθεση Φίγκαρο. Υπήρχε μια αντιστοιχία ανάμεσα στον τρόπο που σκοτώθηκε ο Φεντερίκο Νόνι και σε αυτό που συνέβη στον Τζερεμάια Σμιθ. Έμοιαζαν με εκτελέσεις. Και οι δύο τιμωρήθηκαν για τα εγκλήματά τους. Ή για τις αμαρτίες τους, είπε μέσα της. «Περιμένετε μια στιγμή, θέλω να σας δείξω κάτι».
795/1081
Η Σάντρα είχε χαθεί στις σκέψεις της και δεν κατάλαβε σε τι αναφερόταν ο αστυνόμος. Ο Καμούσο απομακρύνθηκε για να βγάλει ένα λάπτοπ από μια τσάντα. Το άναψε και το έβαλε μπροστά της. «Μια βδομάδα πριν από την εξαφάνισή της έγινε στην Αρχιτεκτονική μια γιορτούλα για μια αποφοίτηση. Ο πατέρας του νέου διπλωματούχου τράβηξε τα πάντα με μια βιντεοκάμερα». Έβαλε ένα βίντεο να παίζει. «Αυτές είναι οι τελευταίες εικόνες της Λάρα προτού εξαφανιστεί». Η Σάντρα έσκυψε προς την οθόνη. Το πλάνο ήταν κουνημένο. Ακούγονταν φωνές xocl κάποιος γελούσε. Η κάμερα έκανε ζουμ άουτ σε μια αίθουσα. Οι καλεσμένοι ήταν καμιά τριανταριά και μερικοί φορούσαν αστεία χάρτινα καπελάκια. Πάνω στην έδρα είχε ποτά και πολλοί κρατούσαν ποτήρια στα χέρια τους. Υπήρχε μια τούρτα, αλλά είχε μείνει μόνο η μισή. Ο οπερατέρ τριγυρνούσε ανάμεσα στους καλεσμένους, προσκαλώντας τους να πουν
796/1081
κάτι στο φακό. Κάποιοι χαιρετούσαν, κάποιοι έλεγαν εξυπνάδες. Η βιντεοκάμερα στάθηκε σε ένα νεαρό που εξαπέλυσε ένα σαρκαστικό μονόλογο για τα βάσανα των σπουδών. Γύρω του οι φίλοι του γελούσαν. Πίσω του, στο βάθος, ήταν μια κοπέλα που έδειχνε ξένη μες στη γιορτή. Λκουμπούσε σε ένα θρανίο, με τα μπράτσα σταυρωμένα και το βλέμμα χαμένο στο κενό. Η γενική ευθυμία έμοιαζε να μην την αγγίζει. «Αυτή είναι», είπε ο αστυνόμος, λες και χρειαζόταν. Η Σάντρα την παρατήρησε προσεκτικά. Ταλαντευόταν στις φτέρνες της, μασουλώντας το χείλι της - ένα πλάσμα που βασανιζόταν. «Δεν είναι παράξενο; Μου φέρνει στο νου τις φωτογραφίες που δημοσιεύουν τα Μ ΜΕ από το θύμα ενός εγκλήματος. Είναι πάντα από ένα γεγονός που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που του έτυχε. Από ένα γάμο, μια εκδρομή, κάποια γενέθλια. Ίσως να μην τους
797/1081
άρεσε καν η συγκεκριμένη φωτογραφία. Σίγουρα, ενώ πόζαραν, δεν σκέφτονταν ότι κάποτε αυτή η εικόνα θα κατέληγε στις εφημερίδες ή στην τηλεόραση». Οι νεκροί που χαμογελούν στις παλιές φωτογραφίες - η Σάντρα ήξερε πολύ καλά πώς νιώθεις όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια χαρά που φαντάζει σκέτη παραφωνία. «Μπορεί κατά τη διάρκεια της ζωής τους να μην τους πέρασε ποτέ η ιδέα ότι θα γίνονταν διάσημοι. Ξαφνικά πεθαίνουν και ο κόσμος μαθαίνει τα πάντα γι’ αυτούς. Παράξενο δεν είναι;» Ενώ ο Καμούσο χανόταν σε εκείνες τις σκέψεις, η Σάντρα παρατήρησε μια μικρή αλλαγή στην έκφραση της Λάρα. Το ένστικτο της φωτογράφου είχε ξετρυπώσει μια λεπτομέρεια. «Γυρίστε πίσω, σας παρακαλώ». Ο αστυνόμος την κοίταξε και υπάκουσε χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις.
798/1081
«Τώρα βάλτε το στο αργό». Η Σάντρα καραδοκούσε περιμένοντας να ξαναγίνει το θαύμα. Στα χείλη της Λάρα εμφανίστηκε μια λέξη. «Μίλησε», είπε έκπληκτος ο Καμούσο. «Ναι, μίλησε», επιβεβαίωσε η Σάντρα. «Και τι είπε;» « Βάλτε μου να το ξαναδώ». Ο αστυνόμος έπαιξε το βίντεο αρκετές φορές, ενώ η Σάντρα πάσχιζε να καταλάβει κάθε γράμμα. «Λέει: “Κάθαρμα”». Ο Καμούσο την κοίταξε σαστισμένος. «Είστε βέβαιη;» Η Σάντρα γύρισε προς το μέρος του. «Νομίζω ναι». «Και με ποιον τα έχει;» «Σίγουρα με κάποιον άντρα. Προχωρήστε μπας και καταλάβουμε ποιος είναι». Ο αστυνόμος έβαλε ξανά μπροστά το βίντεο. Η λήψη ήταν αρκετά χαώδης, δεν τους άφηνε
799/1081
χρόνο να εστιάσουν σε κανέναν από τους καλεσμένους. Μέχρι που ο φακός στράφηκε προς τα δεξιά. Η Σάντρα είχε την εντύπωση ότι ακολουθούσε το βλέμμα της Λάρα. Δεν ήταν χαμένο στο κενό, όπως της είχε φανεί λίγο νωρίτερα: κάποιον κοιτούσε. «Μπορείτε να το σταματήσετε μια στιγμή;» ρώτησε τον αστυνόμο, δείχνοντάς του την οθόνη. Ο Καμούσο το σταμάτησε. «Τι είναι;» Η Σάντρα είχε εντοπίσει έναν άντρα καμιά σαρανταριά χρονών, που χαμογελούσε ανάμεσα σε μια ομάδα φοιτήτριες. Φορούσε γαλάζιο πουκάμισο και είχε τη γραβάτα του λυτή. Ύφος αυθάδικο, μαλλιά καστανά, ανοιχτόχρωμα μάτια: ένας γοητευτικός τύπος. Είχε το χέρι του στηριγμένο στον ώμο μιας κοπέλας. «Αυτό είναι το κάθαρμα;» ρώτησε ο αστυνόμος. «Αν κρίνουμε από τη φάτσα του».
800/1081
«Επομένως, πιστεύετε ότι πρόκειται για τον πατέρα του παιδιού;» Η Σάντρα κοίταξε με νόημα τον Καμούσο. «Μερικά πράγματα δεν επιβεβαιώνονται με ένα βίντεο». Ο αστυνόμος συνειδητοποίησε την γκάφα του και προσπάθησε να ξεγλιστρήσει με μια εξυπνάδα. «Νόμιζα ότι η γυναικεία έκτη αίσθηση θα σας έλεγε κάτι». «Δεν νομίζω», είπε δήθεν απογοητευμένη εκείνη. «Αλλά ίσως θα ήταν χρήσιμο να του πούμε δυο λογάκια». «Περιμένετε, θα σας πω ποιος είναι». Ο Καμούσο έκανε το γύρο του γραφείου και πήγε να επαληθεύσει κάτι σε ένα ντοσιέ. «Έχουμε καταχωρίσει όλους τους καλεσμένους της γιορτής, δεν ξέρει κανείς ποτέ». Η Σάντρα παραξενεύτηκε με τον επαγγελματισμό των Ρωμαίων συναδέλφων της.
801/1081
Αφού συμβουλεύτηκε έναν κατάλογο, ο αστυνόμος ανακοίνωσε: «Κριστιάν Λοριέρι, βοηθός καθηγητή στην Ιστορία της Τέχνης». «Του μιλήσατε;» «Δεν είχε επαφές με τη Λάρα και δεν συνέτρεχαν νομικοί λόγοι ούτε κρίθηκε αναγκαίο για την έρευνα να τον ανακρίνουμε». Ο Καμούσο μάντεψε tl της περνούσε από το μυαλό. «Ακόμα κι αν είναι ο πατέρας του παιδιού που έχει στην κοιλιά της η κοπέλα, ακόμα κι αν το ξέρει, πολύ αμφιβάλλω ότι θα είναι διατεθειμένος να μιλήσει μαζί μας: είναι παντρεμένος». Η Σάντρα το σκέφτηκε λιγάκι. «Μερικές φορές τις αντιδράσεις πρέπει να τις προκαλούμε», είπε πονηρά. Ο Καμούσο φάνηκε περίεργος. «Τι σκοπεύετε να κάνετε;» «Πρώτα πρέπει να τυπώσω μερικές φωτογραφίες».
802/1081
Στους διαδρόμους της Αρχιτεκτονικής οι φοιτητές πηγαινοέρχονταν. Η Σάντρα πάντα έβρισκε παράξενο το γεγονός ότι οι σπουδαστές ανέπτυσσαν ομοιότητες ανάλογα με αυτό που σπούδαζαν. Σαν να ακολουθούσαν ένα είδος γενετικού κώδικα που χαρακτήριζε την ομάδα στην οποία ανήκαν και αναδείκνυε σε όλους τους κοινά χαρακτηριστικά. Αόγου χάρη, οι φοιτητές της Νομικής ήταν απείθαρχοι και ανταγωνιστικοί. Αυτοί της Ιατρικής, αυστηροί και χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Στη Φιλοσοφική, ήταν μελαγχολικοί και φορούσαν μεγαλύτερο νούμερο ρούχα. Οι αρχιτέκτονες, αντίθετα, ήταν ξεχτένιστοι και με το κεφάλι στα σύννεφα. Την είχε οδηγήσει στα γραφεία των καθηγητών ένας κλητήρας και τώρα έψαχνε το όνομα του Κριστιάν Λοριέρι στις ταμπελίτσες που ήταν δίπλα στις πόρτες. Στην αστυνομία είχαν τυπώσει τις φωτογραφίες από το κινητό
803/1081
της. Υπήρχαν οι λήψεις από τη βίλα του Τζερεμάια Σμιθ, αλλά και αντίγραφα από τη Leica του Ντέιβιντ, τα οποία ευτυχώς είχε κάνει στο μπάνιο του ξενώνα. Υπήρχαν οι εικόνες από το διαμέρισμα της Λάρα και, πάνω απ’ όλα, εκείνες από το παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Και όσο σκεφτόταν ότι παραλίγο να τις σβήσει, νομίζοντας ότι δεν τις χρειάζεται! Αντίθετα, τώρα μπορούσαν να της φανούν χρήσιμες. Η πόρτα του γραφείου του βοηθού καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης ήταν ανοιχτή. Ο Λοριέρι καθόταν με τα πόδια πάνω στο γραφείο και διάβαζε ένα περιοδικό. Ήταν ωραίος τύπος, ακριβώς όπως φαινόταν και στο βίντεο: ο κλασικός ανέμελος σαραντάρης που ξετρέλαινε τις φοιτήτριες. Η ουσία της προσωπικότητάς του συνοψιζόταν στα All Star που φορούσε στα πόδια του. Μετέδιδαν ένα φιλειρηνικό επαναστατικό μήνυμα.
804/1081
Η Σάντρα χτύπησε την πόρτα χαμογελώντας. Ο βοηθός καθηγητής σήκωσε τα μάτια από το περιοδικό του. «Οι εξετάσεις έχουν αναβληθεί για την επόμενη εβδομάδα». Εκείνη μπήκε χωρίς να περιμένει πρόσκληση, εκμεταλλευόμενη το χαλαρό κλίμα που επικρατούσε στο δωμάτιο. «Δεν ήρθα εδώ για να με εξετάσετε». «Δέχομαι Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή». «Και δεν είμαι φοιτήτρια», διευκρίνισε στη συνέχεια. Μετά έβγαλε το σήμα της. «Σάντρα Βέγκα, αστυνομικός». Ο Λοριέρι δεν φάνηκε να παραξενεύεται και δεν έκανε καμιά κίνηση να της σφίξει το χέρι. Σε ένδειξη ευγένειας, περιορίστηκε να κατεβάσει τα πόδια του από το γραφείο. «Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να λέει κανείς: “Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;”» Χαμογέλασε, προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοιά της.
805/1081
Η Σάντρα απεχθανόταν τη γοητεία του. Της θύμιζε τον Σάλμπερ και ο καημένος ο βοηθός δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο εις βάρος του ήταν αυτό. «Διερευνώ μια υπόθεση και έχω ανάγκη από τις συμβουλές ενός ιστορικού της τέχνης. Μου μίλησαν για εσάς». Ο Κριστιάν Λοριέρι ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπέζι έκπληκτος. «Για δες! Περί τίνος πρόκειται; Μήπως διάβασα κάτι στις εφημερίδες;» «Είναι εμπιστευτικό», του έκλεισε το μάτι η Σάντρα. «Καταλαβαίνω», σοβάρεψε εκείνος. «Είμαι στη διάθεσή σας». Της χαμογέλασε ξανά. Αν το ξανακάνει, θα του χώσω το πιστόλι στη μούρη, σκέφτηκε η Σάντρα. «Πρέπει να ρίξετε μια ματιά σε αυτές τις φωτογραφίες και να μου πείτε αν αναγνωρίζετε τους χώρους». Του έτεινε τις φωτογραφίες του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. «Τις βρήκαμε στην τσέπη ενός
806/1081
υπόπτου, δεν καταλαβαίνουμε από πού προέρχονται οι λήψεις». Ο Λοριέρι φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά μυωπίας και άρχισε να εξετάζει τις εικόνες. Έπαιρνε τις φωτογραφίες από το σωρό μίαμία και τις σήκωνε μπροστά του. «Είναι ταφικά μνημεία, επομένως θα έλεγα ότι πρόκειται σίγουρα για παρεκκλήσι. Και πολύ πιθανόν να βρίσκεται μέσα σε μια εκκλησία». Η Σάντρα τον παρατηρούσε περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή και την αντίδρασή του. «Υπάρχει ποικιλία τεχνοτροπιών, είναι δύσκολο να πούμε που βρισκόμαστε». Είχε δει πάνω από δέκα, όταν έπεσε πάνω στην πρώτη φωτογραφία από το διαμέρισμα της Λάρα. «Υπάρχει μια που δεν κολλάει με...» Πάγωσε. Όταν είδε και τη δεύτερη και την τρίτη, το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Τι θελετε από μένα;» Το είπε χωρίς να έχει κουράγιο να την κοιτάξει κατάματα. «Έχετε βρεθεί σε αυτό το σπίτι, σωστά;»
807/1081
Εκείνος άφησε το σωρό με τις φωτογραφίες και σταύρωσε τα μπράτσα παίρνοντας αμυντική στάση. «Μία φορά μόνον. Ίσως δύο». «Ας πούμε τρεις και ας μην το συζητήσουμε άλλο. Εντάξει;» τον προκάλεσε η Σάντρα. 0 Λοριέρι έγνεψε ναι. «Ήσασταν εκεί και τη βραδιά που εξαφανίστηκε η Λάρα;» «'Οχι, εκείνη τη βραδιά όχι», βιάστηκε να διευκρινίσει με ζέση. «Την είχα ξεφορτωθεί ήδη δύο εβδομάδες νωρίτερα». «Ξεφορτωθεί;» παρατήρησε η Σάντρα όλο φρίκη. «Ήθελα να πω ότι... Τέλος πάντων, ξέρετε τι θέλω να πω: είμαι παντρεμένος». «Το υπενθυμίζετε σ’ εμένα ή στον εαυτό σας;» Ο βοηθός καθηγητής σηκώθηκε και πλησίασε τα στόρια του παραθύρου. Περνούσε νευρικά το ένα χέρι από το κεφάλι του,
808/1081
έχοντας το άλλο στηριγμένο στο πλευρό του. «Όταν έμαθα ότι εξαφανίστηκε, ήθελα να πάω στην αστυνομία. Μα έπειτα σκέφτηκα όλες τις ερωτήσεις που θα μου έκαναν και τη γυναίκα μου, τον πρύτανη, το πανεπιστήμιο και ότι δεν θα κατάφερνα να κρατήσω το πράγμα μυστικό. Θα ήταν τραγικό για την καριέρα μου και για την οικογένειά μου. Πίστευα πως ήταν απλώς ένα καπρίτσιο της Λάρα, ένας τρόπος για να τραβήξει την προσοχή μου και ότι τελικά θα επέστρεφε σπίτι της». «Δεν σας πέρασε η ιδέα μήπως έκανε μια απερίσκεπτη κίνηση εξαιτίας της απόρριψής σας;» Ο Λοριέρι τής γύρισε την πλάτη. «Ασφαλώς», παραδέχτηκε. «Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνας και δεν είπατε τίποτα». Τονίζοντας καθαρά κάθε της λέξη, η Σάντρα προσπάθησε να δείξει όλη της την απέχθεια.
809/1081
Ο βοηθός καθηγητής ένιωθε στριμωγμένος. «Προσφέρθηκα να τη βοηθήσω». «Να κάνει έκτρωση;» Ο Λοριέρι κατάλαβε ότι είχε μπλέξει. «Τι μπορούσα να κάνω; Δεν ήταν παρά μια περιπέτεια και η Λάρα το ήξερε. Δεν βγήκαμε ποτέ έξω μαζί, δεν μιλούσαμε στο τηλέφωνο, δεν είχα καν τον αριθμό της». «Το γεγονός ότι δεν μιλήσατε, σε συνδυασμό με την εξαφάνιση της κοπέλας, σας καθιστά ύποπτο ανθρωποκτονίας». «Λνθρωποκτονία; Και γιατί;» Ήταν εκτός εαυτού. «Βρήκατε το πτώμα;» «Δεν είναι ανάγκη, υπάρχει κίνητρο. Μερικές φορές αυτό αρκεί για να περάσει κάποιος από δίκη». «Διάολε, εγώ δεν σκότωσα κανέναν». Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Όλως παραδόξως η Σάντρα τον λυπήθηκε. Στο παρελθόν, θα εφάρμοζε το νόμο του καλού αστυνομικού: μην πιστεύεις ποτέ κανέναν.
810/1081
Όμως θεωρούσε ότι ο βοηθός έλεγε την αλήθεια: αυτός που άρπαξε τη Λάρα ήταν ο Τζερεμάια Σμιθ, το σχέδιο για να την απαγάγει από το διαμέρισμά της ήταν υπερβολικά σύνθετο. Αν ο Λοριέρι ήθελε να τη σκοτώσει, θα αρκούσε να την πάει κάπου απόμερα, η Λάρα θα τον ακολουθούσε. Και ακόμα κι αν την είχε δολοφονήσει σ’ ένα ξέσπασμα τρέλας, ίσως έπειτα από έναν καβγά στο σπίτι της, θα έμεναν ίχνη του φόνου. Ο θάνατος βρίσκεται στις λεπτομέρειες, σκέφτηκε. Και τίποτα δεν άφηνε να εννοηθεί ότι η Λάρα ήταν νεκρή. «Τώρα ηρεμήστε και ξανακαθίστε, σας παρακαλώ». Ο άντρας κοίταξε τη Σάντρα με μάτια κόκκινα και βουρκωμένα. «Εντάξει, θα ηρεμήσω». Κάθισε ρουφώντας τη μύτη του. Η Σάντρα είχε έναν καλό λόγο να τον συμπονέσει για τη μοιχεία και τη δειλία του. Δεν είμαι διαφορετική απ’ αυτόν. Κι εγώ
811/1081
πρόδωσα, είπε στον εαυτό της. Και της ξανάρθε στο νου η πράσινη σαν σαύρα γραβάτα. Αλλά δεν είχε καμία διάθεση να μοιραστεί εκείνη την ιστορία με τον Λοριέρι. Αντίθετα, του είπε: «Η Λάρα δεν ήθελε να σας θέσει προ τετελεσμένου. Σας είπε ότι ήταν έγκυος για να σας δώσει μια ευκαιρία. Αν είναι ζωντανή και επιστρέψει, ακούστε την». Ο άντρας δεν ήταν σε θέση να πει τίποτα. Η Σάντρα μάζεψε βιαστικά τις φωτογραφίες από το γραφείο, γιατί ήθελε να φύγει από κει μέσα. Τις έβαζε στην τσάντα της μαζί με τις άλλες, όταν της γλίστρησαν από τα χέρια. Σκορπίστηκαν στο δάπεδο κι ο βοηθός καθηγητής έσκυψε μαζί της για να τις μαζέψει. «Αφήστε, θα σας βοηθήσω». «Το κάνω και μόνη μου, μην ανησυχείτε». Η Σάντρα προσπάθησε να επισπεύσει τη διαδικασία. Πρόσεξε ότι ανάμεσα σας
812/1081
φωτογραφίες είχε πέσει κι εκείνη του ιερέα με την ουλή στον κρόταφο. «Ο πνευματικός». Στράφηκε στον Λοριέρι, προσπαθώντας να καταλάβει αν είχε ακούσει καλά. «Γνωρίζετε αυτόν τον άνθρωπο;» είπε δείχνοντάς τον. «Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος είναι... Εγώ αναφερόμουν σ’ αυτόν». Πήρε μια φωτογραφία και της την έδειξε. «Ο Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Θέλατε να μάθετε για το παρεκκλήσι ή ήταν απλώς μια πρόφαση;» Η Σάντρα την κοίταξε: ήταν αυτή που είχε τραβήξει στον πίνακα πάνω από την Αγία Τράπεζα, απεικόνιζε το δομινικανό αδελφό. «Εξηγήστε μου, σας παρακαλώ». «Δεν έχω και πολλά να πω. Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε το 17ο αιώνα, βρίσκεται στη βασιλική της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα». «Όχι, εννοούσα τον άγιο».
813/1081
Ο Λοριέρι σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Κοίταξε τους τόμους και, με μια σίγουρη κίνηση, έβγαλε έναν από το ράφι. Τον ξεφύλλισε και μετά έδειξε στη Σάντρα μια φωτογραφία του πίνακα και διάβασε τη λεζάντα: «“Το Αποστολικό Πνευματικό Δικαστήριο είναι ένα δικαστήριο της Αγίας Έδρας που ανέκαθεν ασχολείτο με τις αμαρτίες, και ο αδελφός Ραϊμόντο συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα πιο επιφανή μέλη του. Κατά το 1 3ο αιώνα τού ανέθεσαν τη σύνταξη ενός κειμένου που θα ανέλυε τις υποθέσεις συνείδησης, ώστε να διευκολύνει το έργο των εξομολόγων, και έτσι έγραψε το Summa de Casibus Paenitentiae. To κείμενο πρόσφερε ασφαλή κριτήρια αξιολόγησης και σε κάθε αμάρτημα αντιστοιχούσε ένα συγκεκριμένο επιτίμιο”». Η Σάντρα μετάνκυσε που δεν είχε αναζητήσει νωρίτερα πληροφορίες για το παρεκκλήσι. Αυτός που έχωσε την εικονίτσα
814/1081
με την υπογραφή Φρεντ κάτω από την πόρτα του δωματίου της δεν ήθελε απλώς να την παρασύρει σε μια παγίδα. Εκείνος ο χώρος κάτι σήμαινε. Όσο κι αν η ιδέα να επιστρέψει εκεί που ένας εκτελεστής είχε δοκιμάσει να τη σκοτώσει δεν την ενθουσίαζε, έπρεπε να ανακαλύψει τι σήμαινε. 18:22 Το ταλέντο του Κλεμέντε ήταν να βρίσκει τις πληροφορίες. Τις τελευταίες μέρες είχε αποδείξει πολλές φορές τις ικανότητές του. Ο Μάρκους δεν τον είχε ρωτήσει ποτέ πώς τα κατάφερνε. Φανταζόταν ότι συμβουλευόταν το αρχείο, αλλά δεν ήταν η μόνη του πηγή. Πάνω απ’ αυτόν θα πρέπει να υπήρχε ένα μυστικό δίκτυο που συνέλεγε ή υπέκλεπτε τις πληροφορίες. Ιστορικά, η Εκκλησία ήταν πάντα ικανή να διεισδύει στους λαϊκούς
815/1081
θεσμούς ή στις οργανωμένες ομάδες που θα μπορούσαν να την απειλήσουν. Ήταν μια μορφή αυτοπροστασίας. Όπως έλεγε συχνά ο Κλεμεντε, το Βατικανό επαγρυπνούσε στη μακαριότητά του. Ωστόσο αυτή τη φορά ο φίλος του είχε ξεπερασει τον εαυτό του. Βρίσκονταν σε μια αίθουσα μπίνγκο, από τις τζαμαρίες της οποίας μπορούσαν να παρακολουθούν την είσοδο της πολυκατοικίας όπου έμενε η οικογένεια Μαρτίνι. Το μέρος ηταν γεμάτο παίκτες αφοσιωμένους στις καρτέλες τους. «Ο πατέρας της Αλίτσε φόρτωσε δυο μεγάλες βαλίτσες στο αυτοκίνητο». Ο Κλεμέντε έδειξε ένα Fiat Multipla παρκαρισμένο στην απέναντι μεριά του δρόμου. «ΤΙταν πολύ ταραγμένος. Έχει πάρει μια βδομάδα άδεια και τράβηξε ένα σημαντικό ποσό από την τράπεζα». «Νομίζεις ότι ετοιμάζεται να το σκάσει;»
816/1081
«Ασφαλώς, η συμπεριφορά του είναι ύποπτη, δεν βρίσκεις;» «Και το πιστόλι; Πώς έμαθες ότι το έχει;» «Πέρυσι πυροβόλησε κάποιον που προσπαθούσε να ψαρέψει παιδάκια σε μια παιδική χαρά. Δεν κατάφερε να τον σκοτώσει, γιατί η αστυνομία επενέβη έγκαιρα. Το έβαλε στα πόδια, αλλά κανείς από όσους είδαν τους πυροβολισμούς δεν θέλησε να καταθέσει εναντίον του και δεν μπόρεσαν να του απαγγείλουν κατηγορία, γιατί στην έρευνα του σπιτιού δεν βρέθηκε το πιστόλι. Δεν χρειάζεται να σου πω ότι δεν έχει άδεια οπλοφορίας, επομένως το προμηθεύτηκε παράνομα». Το όνομά του ήταν Μπρούνο Μαρτίνι. Και ο Μάρκους θυμήθηκε ότι η κόρη του εξαφανίστηκε σε ένα πάρκο. «Εκδικητής». Κούνησε το κεφάλι του. «Μόνο αυτό μας έλειπε, παράθεμά με». «Έπειτα από αυτό το περιστατικό η γυναίκα του τον παράτησε, παίρνοντας μαζί της το
817/1081
άλλο παιδί. Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την εξαφάνιση της Αλίτσε. Εδώ και τρία χρόνια κάνει προσωπικές έρευνες και έρχεται συχνά σε αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του νόμου. Την ημέρα δουλεύει οδηγός σε λεωφορείο, τα βράδια ψάχνει την κόρη του. Πάει στα στέκια των παιδεραστών, στους χώρους της παράνομης πορνείας και είναι βέβαιος ότι θα καταφέρει να τη βρει». «Πιστεύω ότι πάνω απ’ όλα περιμένει μια απάντηση που θα του δώσει λίγη γαλήνη». Ο Μάρκους έκανε μια σύγκριση ανάμεσα σε αυτήν την κατάσταση και σε εκείνη του ζεύγους Ρόκα. Οι γονείς του Φιλίπο δεν παραδόθηκαν στο σκοτάδι, δεν του άνοιξαν διάπλατα την πόρτα επιτρέποντάς του να εισβάλει στη ζωή τους. Δεν μετέτρεψαν το κακό που τους έκαναν σε κακό που έπρεπε να ανταποδώσουν. «Ο Μπρούνο Μαρτίνι πάει γυρεύοντας να σκοτωθεί».
818/1081
Ο Κλεμέντε συμφώνησε. Ο Άστορ Γκόγιας ήταν πραγματικά απροσπέλαστος. Οι σωματοφύλακές του θα πυροβολούσαν προτού ο άνθρωπος προλάβει να κάνει οτιδήποτε. Η ιδέα ότι θα μπορούσε να το σκάσει μετά ήταν καθαρή αυταπάτη. Καθώς περίμεναν να βγει από το σπίτι ο Μαρτίνι, ο Κλεμέντε ενημέρωσε τον Μάρκους για τα υπόλοιπα νέα της ημέρας. «Η αστυνομία άρχισε να ψάχνει τη Λάρα». Του φαινόταν απίστευτο. «Λπό πότε;» «Συνέδεσαν την εξαφάνισή της με την υπόθεση του Τζερεμάια Σμιθ. Χάρη σε μία αστυνομικό από το Μιλάνο που συνεργάζεται μαζί τους». Ο Μάρκους κατάλαβε ότι επρόκειτο για τη γυναίκα με την οποία είχε κάνει μια συμφωνία, και δεν σχολίασε. Πάντως η συγκεκριμένη είδηση του έδωσε κουράγιο. «Και υπάρχει και κάτι ακόμα. Οι γιατροί απέκλεισαν την περίπτωση να έπαθε
819/1081
έμφραγμα ο Τζερεμάια. Υποψιάζονται δηλητηρίαση και κάνουν τοξικολογικές εξετάσεις. Επομένως, είχες δίκιο». «Ξέρω και για ποια ουσία πρόκειται», συμπλήρωσε ο Μάρκους. «Σουκινυλοχολινη. Παραλύει τους μυς και το αποτέλεσμα μπορεί να μοιάζει με καρδιακό επεισόδιο. Επιπλέον, δεν αφήνει καταλοιπα στο αιμα». Του ξεφυγε μια έκφραση ικανοποίησης. «Νομίζω οτι ο μυστηριώδης συνάδελφος πνεύματικός εμπνεύστηκε από την αυτοκτονία του χειρουργού Κανεστράρι». Ο Κλεμέντε δεν μπορούσε να κρύψει το θαυμασμό του, ο μαθητής του ξεπερνούσε με λαμπρές επιδόσεις κάθε δοκιμασία. «Αποφάσισες τι θα κάνεις όταν τελειώσει αυτή η ιστορία;» Θα του άρεσε να ασχολείται με τους ανθρώπους, να έρχεται σ’ επαφή με κόσμο, κάπως σαν τον παπά της Κάριτας. Μα είπε μόνο: «Προς το παρόν, αποφεύγω να το
820/1081
σκέφτομαι». Ετοιμαζόταν να προσθέσει κάτι ακόμα, αλλά ο φίλος του τον διέκοψε αγγίζοντάς του το μπράτσο. «Βγαίνει». Κοίταξαν πέρα από την τζαμαρία και είδαν τον Μπρούνο Μαρτίνι να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητό του. Ο Κλεμέντε έδωσε τα κλειδιά του Panda του στον Μάρκους. «Καλή τύχη», του είπε. Η πόλη άδειαζε για την ώρα του δείπνου και το Fiat Multipla προχωρούσε ομαλά μες στην κυκλοφορία. Ο Μάρκους κατάφερνε να το ακολουθεί χωρίς δυσκολία, κρατώντας μιαν απόσταση ασφαλείας για να μη γίνει αντιληπτός. Ο Μαρτίνι κατευθυνόταν έξω από τη Ρώμη. Το συμπέρανε διαβάζοντας τις πινακίδες που επιβεβαίωναν τη διαδρομή. Αλλά πρώτα σταμάτησε σε ένα ATM. Του Μάρκους τού φάνηκε αμέσως παράξενο, γιατί ο Κλεμέντε
821/1081
τού είχε πει ότι την ίδια εκείνη μέρα ο άνθρωπος είχε σηκώσει χρήματα από την τράπεζα. Τον είδε να μπαίνει πάλι στο αυτοκίνητο και να ξεκινάει. Όμως έπειτα από κάνα δεκάλεπτο σταμάτησε πάλι, αυτή τη φορά για να πιει έναν καφέ σε ένα μπαρ γεμάτο πελάτες που παρακολουθούσαν το ματς. Ο Μπρούνο Μαρτίνι δεν έδειξε να γνωρίζει κανέναν, δεν χαιρέτησε κανέναν και κανείς δεν φάνηκε να τον αναγνωρίζει. Μόλις ήπιε τον καφέ του, πλήρωσε και ξεκίνησε πάλι. Κατευθύνθηκε σε μια ζώνη περιορισμένης κυκλοφορίας: η φωτεινή ταμπέλα έδειχνε ότι η απαγόρευση ίσχυε, αλλά, αδιαφορώντας για το πρόστιμο που θα του έβαζαν, πέρασε κάτω από τη βιντεοκάμερα που κατέγραφε τους αριθμούς των αυτοκινήτων. Ο Μάρκους δεν μπορούσε παρά να τον ακολουθήσει. Τότε ο Μαρτίνι πήρε τον περιφερειακό που οδηγούσε στη βόρεια πλευρά της Ρώμης. Στάθηκε στα διόδια της εθνικής και έβγαλε δελτίο εισόδου.
822/1081
Έπειτα από λίγα λεπτά σταμάτησε και τρίτη φορά για να βάλει βενζίνη. Ο Μάρκους τον περίμενε στην πλατεΐτσα λίγο μετά το βενζινάδικο και τον παρακολουθούσε από τον καθρέφτη, ενώ γέμιζε ήρεμα το αυτοκίνητό του σε μία από τις αντλίες και πλήρωνε με πιστωτική κάρτα. Ξεκίνησε πάλι κρατώντας μέτρια και σταθερή ταχύτητα. Πού πάει; αναρωτήθηκε ο Μάρκους. Αρχιζε να μην καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Κάτι του ξέφευγε. Πήρε την κατεύθυνση της Φλωρεντίας, αλλά ύστερα από καμιά δεκαριά χιλιόμετρα, σταμάτησε και πάλι σε ένα άουτογκριλ. Αυτή τη φορά ο Μάρκους αποφάσισε να τον ακολουθήσει μέσα στο κατάστημα. Πάρκαρε και μπήκε στο μαγαζί. Ο Μπρούνο Μαρτίνι αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα και παρήγγειλε ένα δεύτερο καφέ. Ο Μάρκους έκανε ότι κοιτούσε τα περιοδικά, καθώς τον παρακολουθούσε, κρυμμένος πίσω από ένα
823/1081
σταντ, να τελειώνει τον καφέ του στο μπαρ. Μόλις τελείωσε, ο άντρας έκανε μια κίνηση, την οποία προς στιγμήν ο Μάρκους δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει. Σήκωσε το βλέμμα μέχρι να συναντήσει το φακό μιας κάμερας ασφαλείας τοποθετημένης ακριβώς πάνω από το ταμείο, και απέμεινε ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα. Στεκεται να τον πάρει η κάμερα, σκέφτηκε ο Μάρκους. Επειτα ο Μαρτίνι άφησε το φλιτζανάκι του και πήγε στη σκαλα που κατεβαινε στις τουαλέτες. Ο Μάρκους τον πήρε στο κατόπι. Μόλις περασε μια παλινδρομική πόρτα και βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνοι, τον πλησίασε ενώ εκείνος επλενε τα χέρια του. Στάθηκε δυο νιπτήρες μακριά του και άνοιξε τη βρύση. Ο άνθρωπος τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη περιέργεια. «Χρειάζεστε άλλοθι, κύριε Μαρτίνι;»
824/1081
Η φράση τον αιφνιδίασε. «Τι θέλετε από μένα;» «Το ATM, το βενζινάδικο, το άουτογκριλ: όλα μέρη που εποπτεύονται από κάμερες. Από τους ποδοσφαιρόφιλους που ήταν στο μπαρ και έβλεπαν το ματς όλο και κάποιος θα σας θυμάται. Έξυπνη η ιδέα να πάρετε κλήση. Ακόμα και η βόλτα στην εθνική οδό: στα διόδια καταγράφεται η είσοδος και η έξοδος. Αφήνετε ίχνη ώστε να καταγράφονται όλες σας οι μετακινήσεις. Μα πού ακριβώς πηγαίνετε;» Ο άνθρωπος τον πλησίασε με απειλητικό ύφος. Τα μάτια του γυάλιζαν οργισμένα επειδή είχε αποκαλυφθεί. «Τι θέλετε από μένα;» Ο Μάρκους του ανταπέδωσε το βλέμμα άφοβα. «Απλώς να σας βοηθήσω». Ο άλλος ήταν έτοιμος να τον χτυπήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Η ευέξαπτη φύση του φαινόταν από τον τρόπο που κουνούσε τα δυνατά του χέρια, από τη θέση των ώμων του:
825/1081
σαν λιονταριού που ετοιμάζεται να επιτεθεί. «Είστε μπάτσος;» Ο Μάρκους τον άφησε να το πιστέψει αποφεύγοντας να του απαντήσει. «Αλμπέρτο Κανεστράρι, Άστορ Γκόγιας. Τα γνωρίζετε αυτά τα ονόματα;» Ο Μαρτίνι δεν αντέδρασε, δεν κλονίστηκε, φάνηκε μόνο σαστισμένος. «Τα ξέρετε ή όχι;» «Ποιος είσαι, γαμώ το, μπορείς να μου πεις;» «Το σκας, έτσι δεν είναι; Δεν είσαι διαφορετικός από μένα: κι εσύ προσπαθείς να βοηθήσεις κάποιον. Ποιον;» Ο Μπρούνο Μαρτίνι έκανε ένα βήμα πίσω σαν να είχε δεχτεί γροθιά καταπρόσωπο. «Δεν μπορώ». «Πρέπει να μου το πεις, αλλιώς πάνε όλα χαμένα. Αυτός ο άνθρωπος δεν θα καταφέρει να αποδώσει δικαιοσύνη. Απόψε θα πεθάνει». Τον πλησίασε και επανέλαβε. «Ποιος είναι;»
826/1081
Ο άνδρας στηρίχτηκε σε ένα νιπτήρα φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. «Ήρθε χτες να με βρει, μου είπε ότι ο χαμένος της γιος ήταν στην πραγματικότητα νεκρός και ότι μπορούσε να βρει το δολοφόνο». «Η Καμίλα Ρόκα». Ο Μάρκους δεν το περίμενε. Ο Μαρτίνι έγνεψε. «Αυτό που έτυχε και στις δύο οικογένειές μας πριν από τρία χρόνια μάς ένωσε. Μετά την εξαφάνισή τους, η Αλίτσε και ο Φιλίπο έγιναν κάτι σαν αδέλφια. Εγώ και η Καμίλα γνωριστήκαμε σε ένα αστυνομικό τμήμα και ο πόνος μάς έδεσε. Μου στάθηκε, όταν με παράτησε η γυναίκα μου. Ήταν η μόνη που με καταλάβαινε. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα να πω όχι όταν μου ζήτησε το πιστόλι». Δεν το χωρούσε ο νους του. Η οικογένεια που κατάφερε να αντιδράσει, το παιδί που γεννήθηκε στο μεταξύ, σε μια προσπάθεια να προχωρήσουν. Ήταν όλα μια πλάνη. Ο
827/1081
Μάρκους μπορούσε να διακρίνει το σχέδιο της Καμίλα. Δεν είχε πει τίποτα στον άντρα της κι εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι θα έλειπε από την πόλη. Τον είχε κρατήσει στο σκοτάδι γιατί, αν συνέβαινε κάτι, ένας από τους δυο τους έπρεπε να μείνει για να προσέχει το παιδί. Να γιατί εκείνο το απόγευμα το παιδί δεν ήταν μαζί της. Σίγουρα το είχε εμπιστευτεί σε κάποιον. «Η Καμίλα ήξερε για το πιστόλι που κατείχες παράνομα. Της το έδωσες και μετά προσπάθησες να κατασκευάσεις ένα άλλοθι, μήπως και κάτι πάει στραβά και η αστυνομία συνδέσει το όπλο μ’ εσένα, αφού το έχεις ήδη χρησιμοποιήσει όταν σου μπήκε η ιδέα να παραστήσεις τον εκδικητή». Ο Μάρκους ήξερε ότι τον είχε στριμώξει, τώρα πια δεν μπορούσε να του αρνηθεί την αλήθεια. «Η Καμίλα σού είπε τι σκοπεύει να κάνει;» «Πριν από μερικές μέρες πήρε ένα ανώνυμο τηλεφώνημα.
828/1081
Κάποιος της αποκάλυψε ότι, για να βρει τον άνθρωπο που έβαλε να σκοτώσουν το γιο της τον Φιλίπο, αρκούσε να πάει απόψε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου. Αυτός που παρήγγειλε το φόνο λέγεται Άστορ Γκόγιας». «Ποιο δωμάτιο, ποιο ξενοδοχείο;» ρώτησε αμέσως ο Μάρκους. Ο Μαρτίνι είχε καρφώσει το βλέμμα στα πόδια του. «Σκέφτηκα τι θα έκανα εγώ. Τίποτα δεν εγγυάται ότι είναι αλήθεια και όχι μια κακόγουστη φάρσα. Όμως η αμφιβολία σε κάνει να πιστεύεις τα πάντα. Αυτή η σιωπή είναι ανυπόφορη. Θες μόνο να την κάνεις να σταματήσει. Κανείς άλλος δεν μπορεί να το νιώσει, αλλά για σένα είναι ένα μαρτύριο, σε τρελαίνει». «Δεν θα σταματήσει με μερικούς πυροβολισμούς... Πες μου πού είναι τώρα η Καμίλα Ρόκα, σε παρακαλώ». «Ξενοδοχείο Εξέντρα, δωμάτιο 303».
829/1081
20:00 Η θερμοκρασία είχε πέσει αρκετούς βαθμούς και σε συνδυασμό με την πρωινή ώρα είχε προκαλέσει μια λεπτή πάχνη που έπαιρνε ένα πορτοκαλί χρώμα από τις λάμπες. Ήταν σαν να αναζητάς μια πυρκαγιά - η Σάντρα περίμενε να δει τις φλόγες να εμφανίζονται από στιγμή σε στιγμή. Στην πλατεία με τον οβελίσκο και το ελεφαντάκι οι πιστοί κοντοστέκονταν περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας. Πέρασε ανάμεσά τους και μπήκε στη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα. Σε αντίθεση με την πρώτη φορά, η εκκλησία δεν ήταν έρημη. Τουρίστες ή απλοί πιστοί τριγυρνούσαν στη βασιλική. Η παρουσία τους ηρέμησε τη Σάντρα. Πήγε ίσια στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Ήθελε να καταλάβει. Φτάνοντας στο φτωχικό παρεκκλήσι, βρέθηκε ξανά μπροστά στο πορτρέτο του
830/1081
αγίου. Στα δεξιά του, το φρέσκο του Ιησου Κριτή ανάμεσα σε δύο αγγέλους, περιτριγυρισμένο από αναθήματα και κεριά. Ποιος ξέρει για ποιες προσευχες έκαιγαν ή ποια αμαρτήματα εξιλεώνονταν σε εκείνες τις φλογίτσες. Αυτή τη φορά η Σάντρα κατάλαβε το νόημα των συμβόλων που βρίσκονταν γύρω της. Συνέθεταν ένα χώρο δικαιοσύνης. Το δικαστήριο των ψυχών, σκέφτηκε. Η απλότητα του παρεκκλησίου, σε σύγκριση με τα άλλα που κοσμούσαν τη βασιλική, προσέδιδε τη σωστή αυστηρότητα στο χώρο. Η εικονογραφία περιέγραφε μια πραγματική δίκη: ο Ιησούς ήταν ο μοναδικός κριτής, με τη βοήθεια των αγγέλων πλάι του, ενώ ο Σαν Ραιμόντο -ο πνευματικός- του εξέθετε την υπόθεση. Η Σάντρα κρυφογέλασε. Είχε την επιβεβαίωση ότι δεν οδηγήθηκε εκεί τυχαία την πρώτη φορά. Δεν ήταν ειδική στη βαλλιστική, αλλά κατάφερε να ξανασκεφτεί
831/1081
ψύχραιμα τους πυροβολισμούς του προηγούμενου πρωινού. Ο αντίλαλός τους είχε σκορπίσει μες στην εκκλησία, εμποδίζοντάς την να καταλάβει πού στεκόταν ο εκτελεστής. Όμως έπειτα από αυτό που συνέβη στη στοά κάτω από το σπίτι της Λάρα, αμφέβαλλε κατά πόσον ήθελε πραγματικά να τη σκοτώσει. Στη στοά ο εκτελεστής είχε την τέλεια ευκαιρία, αλλά δεν θέλησε να την εκμεταλλευτεί. Κάτι μέσα της απέκλειε να επρόκειτο για δύο διαφορετικά άτομα. Αυτός που την οδήγησε στη βασιλική ήθελε να διαπιστώσει τι ήξερε. Γιατί ο Ντέιβιντ θα πρέπει να ανακάλυψε κάτι σε εκείνον το χώρο· μια πληροφορία που έλειπε από κάποιον που ήθελε να τη μάθει οπωσδήποτε' κάποιον που την είχε πρώτα χρησιμοποιήσει, εκμεταλλευόμενος την ψεύτικη απειλή κατα της ζωης της, προσποιούμενος το φίλο του άντρα της. Μετα την προδωσε με εναν και μοναδικό σκοπό: να τη χρησιμοποιησει ως
832/1081
δόλωμα για να φτάσει στη σύλληψη του πνευματικού. Να γιατί κατέβηκε σε εκείνη τη στοά μαζί της. Η Σαντρα γύρισε και τον ειδε αναμεσα σε μια ομάδα πιστών. Ο Σάλμπερ την κοιτούσε από απόσταση. Δεν είχε πια λόγο να κρύβεται. Εκείνη έχωσε το χέρι της στη θήκη του πιστολιού κάτω από το φλις της για να του δώσει να καταλάβει ότι δεν θα ανεχόταν καμία παράτολμη κίνηση. Εκείνος άνοιξε τα χέρια και την πλησίασε αργά με μια στάση διόλου εχθρική. «Τι θέλεις;» «Φαντάζομαι ότι τώρα πια τα έχεις καταλάβει όλα». «Τι θέλεις;» επανέλαβε εκείνη με ένταση. Ο Σάλμπερ έδειξε με το βλέμμα του τον Ιησού Κριτή. «Να υπερασπιστώ τον εαυτό μου». «Εσύ με πυροβόλησες».
833/1081
«Σου έριξα την εικονίτσα κάτω από την πόρτα του δωματίου και σε παρέσυρα εδώ γιατί ήθελα τις φωτογραφίες του Ντέιβιντ. Μα όταν κάλεσες το κινητό μου και χτύπησε, κατάλαβα ότι έπρεπε να δράσω, αλλιώς θα έχανα τα πάντα. Αυτοσχέδιασα». «Τι είχε ανακαλύψει ο άντρας μου γι’ αυτό το μέρος;» «Τίποτα». «Κι έτσι παρέστησες ότι μου έσωσες τη ζωή, εκμεταλλεύτηκες την εμπιστοσύνη μου, μου είπες κουραφέξαλα για τη σχέση ανάμεσα σ’ εσένα και τον άντρα μου». Με πήγες στο κρεβάτι, με έκανες να πιστέψω ότι η τρυφερότητά σου ήταν ειλικρινής, ήθελε να προσθέσει, αλλά δεν το έκανε. «Κι όλ’ αυτά μόνο και μόνο για να πάρεις τη φωτογραφία του ιερέα με την ουλή στον κρόταφο». «Ναι, υποκρίθηκα, ακριβώς όπως κι εσύ. Κατάλαβα ότι μου έλεγες ψέματα, ότι δεν μου είχες δείξει όλες τις φωτογραφίες. Είμαι καλός
834/1081
με τους ψεύτες, θυμάσαι; Υπάρχει κάποια συμφωνία ανάμεσα σ’ εσένα και τον παπά, σωστά; Ελπίζεις να σε βοηθήσει να βρεις την αλήθεια για το δολοφόνο του Ντέιβιντ». Η Σάντρα ήταν έξω φρενών. «Γι’ αυτό με ακολούθησες: για να δεις αν θα τον ξανασυναντούσα». «Σε ακολούθησα και για να σε προστατέψω». «Πάψε». Ο τόνος της Σάντρα ήταν άγριος, το πρόσωπό της γεμάτο απέχθεια και οργή. «Δεν θέλω να ακούσω άλλα ψέματα». «Ωστόσο υπάρχει κάτι που πρέπει να ακούσεις». Ο Σάλμπερ ήταν εξίσου σκληρός μαζί της. «Αυτός που σκότωσε τον άντρα σου ήταν ένας πνευματικός». Κλονίστηκε, αλλά δεν θέλησε να το δείξει. «Σε βολεύει να μου πεις κάτι τέτοιο. Και περιμένεις να σε πιστέψω;» «Δεν αναρωτήθηκες γιατί κάποια στιγμή το Βατικανό αποφάσισε να διαλύσει το τάγμα
835/1081
των πνευματικών; Κάτι πολύ σοβαρό θα πρέπει να ώθησε τον Πάπα να πάρει μια τέτοια απόφαση, δεν συμφωνείς; Κάτι που δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Κάποια... παρατράγουδα στη δραστηριότητά τους». Η Σάντρα δεν είπε τίποτα, αλλά ήλπιζε να συνεχίσει ο Σάλμπερ. «Το αρχείο του Αποστολικού Πνευματικού Δικαστηρίου είναι ο χώρος όπου ανέκαθεν μελετούνταν, αναλυόταν και ερμηνευόταν το κακό. Αλλά υπάρχει ένας κανόνας, βάσει του οποίου κάθε πνευματικός έχει πρόσβαση μόνο σε ένα μέρος των ντοκουμέντων. Αυτό συμβαίνει για να διατηρηθεί η μυστικότητα, αλλά και επειδή κανείς δεν θα άντεχε στη γνώση τόσης κακίας». Ξέροντας ότι είχε όλη την προσοχή της Σάντρα, συνέχισε: «Έτρεφαν την πλάνη ότι, καταγράφοντας όσο το δυνατόν περισσότερα αμαρτήματα, θα μπορούσαν να κατανοήσουν τις εκδηλώσεις του κακού στην Ιστορία του ανθρώπου. Μα όσο κι αν
836/1081
προσπαθούσαν να το ταξινομήσουν, να το περιορίσουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες, το κακό καταφερνε να βρίσκει τρόπο για να ξεφεύγει από κάθε σχήμα, από κάθε δυνατότητα πρόβλεψης. Υπήρχαν πάντα ανωμαλίες, μικρές ατέλειες που, ωστόσο, μπορούσαν να διορθωθούν. Έτσι οι πνευματικοί μεταβλήθηκαν από απλοί ερευνητές και αρχειοθέτες σε ανακριτές, παίρνοντας άμεσα μέρος στη διαδίκασία της δικαιοσύνης. Το μεγαλύτερο μάθημα του αρχείου, το οποίο αποθησαύρισαν εκείνοι οι ιερείς, ήταν ότι αν γεννηθεί το κακό, γεννά κι άλλο κακό. Μερικές φορές λειτουργεί σαν μια ακατανίκητη μόλυνση που διαφθείρει τους ανθρώπους χωρίς να κάνει διακρίσεις. Όμως οι πνευματικοί δεν σκέφτηκαν ότι, αφού ήταν ανθρώπινα πλάσματα, η διαδικασία μπορούσε να εμπλέξει και τους ίδιους». «Θες να πεις ότι με τον καιρό το κακό τούς έκανε να χάσουν το δρόμο τους;»
837/1081
Ο Σάλμπερ κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορείς να ζεις σε άμεση επαφή με μια τόσο σκοτεινή δύναμη χωρίς να υποστείς την επίδρασή της. Υπήρχε ένας λόγος για το γεγονός ότι κάθε πνευματικός μπορούσε να έχει περιορισμένη γνώση του αρχείου, αλλά χάθηκε μες στους αιώνες». Ο Σάλμπερ υιοθέτησε έναν πιο φιλικό τόνο: «Σκέψου, Σάντρα, είσαι αστυνομικός. Καταφέρνεις πάντα να αφήνεις έξω από τη ζωή σου αυτό που βλέπεις στις σκηνές των εγκλημάτων, αυτό που εξετάζεις με τη φωτογραφική μηχανή σου; Ή κάτι απ’ αυτόν τον πόνο, αυτό το μαρτύριο, αυτή την κακία σε ακολουθεί ως το σπίτι;» Της ήρθε στο νου η πράσινη γραβάτα του Ντέιβιντ. Συνειδητοποίησε ότι ο Σάλμπερ μπορεί να είχε δίκιο. «Πόσους συναδέλφους έχεις δει να τα παρατούν γι’ αυτόν το λόγο; Πόσοι πέρασαν στο άλλο στρατόπεδο; Αστυνομικοί με
838/1081
ανεπίληπτες καριέρες ξαφνικά εξαγοράζονται από έναν έμπορο ναρκωτικών. Αστυφύλακες, στους οποίους θα εμπιστευόσουν τη ζωή σου, ξεχνούν το ρόλο τους και δέρνουν ανελέητα εναν ύποπτο με τη δικαιολογία ότι θέλουν να τον κάνουν να μιλήσει. Καταχρήσεις εξουσίας, διαφθορά: είναι άνθρωποι που παραδόθηκαν, που κατάλαβαν ότι δεν γίνεται τίποτα. Όσο κι προσπαθούσαν να διορθώσουν τις αδικίες, το κακό νικούσε πάντα». «Πρόκειται για εξαιρέσεις». «Το ξέρω, κι εγώ μπάτσος είμαι. Μα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί». «Και συνέβη στους πνευματικούς;» «Ο πατήρ Ντέβοκ δεν ήθελε να παραιτηθεί. Συνέχισε να στρατολογεί μυστικά τους ιερείς. Ήταν βέβαιος ότι θα κατάφερνε να ελέγξει την κατάσταση, αλλά πλήρωσε την αφέλειά του με τη ζωή του».
839/1081
«Κι έτσι, δεν ξέρεις ποιος ακριβώς μπορεί να σκότωσε τον Ντέιβιντ. Μπορεί να είναι και ο ιερέας με την ουλή στον κρόταφο». «Θα μπορούσα να σου πω ναι, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι να σου απαντήσω». Η Σάντρα τον περιεργάστηκε προσπαθώντας να καταλάβει αν ήταν ειλικρινής. Μετά κούνησε το κεφάλι μισοχαμογελώντας. «Τι ανόητη, κόντεψα να την πατήσω πάλι». «Δεν με πιστεύεις;» Τον κοίταξε με μίσος. «Απ’ όσο ξέρω, μπορεί να ήσουν εσύ αυτός που σκότωσε τον άντρα μου». Το είπε υπογραμμίζοντας τις λέξεις «άντρα μου», σαν να ήθελε να τονίσει τη διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και τον Ντέιβιντ, όπως και την ελάχιστη σημασία που έδινε στη νύχτα που πέρασαν μαζί.
840/1081
«Τι πρέπει να κάνω για να σε πείσω για το αντίθετο; Θες να σε βοηθήσω να βρεις το δολοφόνο;» «Δεν πρόκειται να κάνω κι άλλες συμφωνίες. Κι έπειτα, υπάρχει ένας πιο απλός τρόπος». «Εντάξει, πες τον μου». «Έλα μαζί μου, υπάρχει ένας αστυνόμος που εμπιστεύομαι, λεγεται Καμούσο. Ας του πούμε τα πάντα, ας τον αφήσουμε να μας βοηθήσει». Ο Σάλμπερ εμεινε ανέκφραστος, αλλά έκανε μια παύση για να σκεφτεί. «Ναι, γιατί όχι; Πάμε τώρα;» «Γιατί να χάνουμε χρόνο; Περπάτα όμως μπροστά μου καθώς θα βγαίνουμε». «Αν έτσι νιώθεις πιο ήσυχη...» Κι άρχισε να προχωρεί κατά μήκος του κλιτούς. Η βασιλική ετοιμαζόταν να κλείσει και οι πιστοί μαζεύονταν προς την κεντρική έξοδο. Η Σάντρα ακολουθούσε τον αξιωματικό της Ιντερπόλ κρατώντας δυο μέτρα απόσταση.
841/1081
Εκείνος κάθε τόσο γυρνούσε για να ελέγξει πού ήταν. Περπατούσε αργά για να της δίνει τη δυνατότητα να τον ακολουθεί. Σύντομα τον κατάπιε το μικρό πλήθος που είχε μαζευτεί στην πόρτα. Η Σάντρα όμως κατάφερνε ακόμα να τον διακρίνει. Ο Σάλμπερ ξαναγύρισε και της έκανε νόημα δείχνοντάς της ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Μετά μπήκε κι η Σάντρα μες στο πλήθος. Έβλεπε το κεφάλι του Σάλμπερ να προβάλλει ανάμεσα στα άλλα. Έπειτα κάποιος μπροστά της έπεσε. Ακούστηκαν φωνές διαμαρτυρίας γι’ αυτόν που τον είχε σπρώξει. Η Σάντρα κατάλαβε τι έγινε και άνοιξε δρόμο με κόπο. Δεν κατάφερνε πια να δει το κεφάλι του αξιωματικού. Σπρώχνοντας με πείσμα, κατόρθωσε να περάσει. Όταν βρέθηκε στον αύλειο χώρο, κοίταξε γύρω της. Ο Σάλμπερ είχε χαθεί. 20:34
842/1081
Αρκούσε μόνο ένα τηλεφώνημα για να κινητοποιήσει την Καμίλα Ρόκα. Καμία απόδειξη, κανένα στοιχείο. Επιτέλους, είχε ένα όνομα. Άστορ Γκόγιας. Αυτό της έφτανε. Το ξενοδοχείο Εξέντρα βρισκόταν στην πλατεία που άλλοτε λεγόταν ντελ’ Εζέντρα γιατί υψώνεται ακολουθώντας το ημικύκλιο των τεράστιων Θερμών του Διοκλητιανού, απ’ όπου μπορούσες ακόμα να θαυμάσεις τα κοντινά ερείπια- και που, από τη δεκαετία του ’50, πήρε το όνομα πιάτσα ντέλα Ρεπούμπλικα. Πάντως οι Ρωμαίοι δεν συνήθισαν ποτέ την αλλαγή και, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, συνέχιζαν να Χρησιμοποιούν την προηγούμενη ονομασία. Το πολυτελές ξενοδοχείο βρισκόταν μπροστά στο μεγάλο Σιντριβάνι των Ναϊάδων, στην αριστερή μεριά της πλατείας. Από την εθνική οδό ο Μάρκους χρειάστηκε μισή ώρα
843/1081
για να φτάσει στον προορισμό του, ελπίζοντας να προλάβει την Καμίλα προτού κάνει κάτι ανεπανόρθωτο. Ακόμα δεν ήξερε τι τον περίμενε. Δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει το λόγο του θανάτου του μικρού Φιλίπο. Αυτή τη φορά η αλήθεια που του υποδείκνυε ο άλλος πνευματικός δεν ήταν τόσο σαφής. «Είσαι εξίσου άξιος μ’ αυτόν. Είσαι σαν αυτόν», του είχε πει ο Κλεμέντε. Αλλά δεν ήταν αλήθεια. Δεν τον είχε ποτέ προβληματίσει το ερώτημα πού κρυβόταν ο προκάτοχός του. Μα ήταν βέβαιος ότι τον παρατηρούσε, κρίνοντας κάθε του κίνηση από μακριά. Θα εμφανιστεί, σκέφτηκε. Ήταν πεπεισμένος ότι, στο τέλος, θα συναντιούνταν. Και θα του εξηγούσε τα πάντα. Μπήκε στο ξενοδοχείο περνώντας μπροστά από έναν πορτιέρη με ημίψηλο και λιβρέα. Τα πολυτελή μάρμαρα αντανακλούσαν το φως των πολυελαίων, τα έπιπλα ήταν
844/1081
μεγαλόπρεπα. Στάθηκε στο λόμπι σαν ένας οποιοσδήποτε πελάτης, ενώ αναρωτιόταν πώς θα εντόπιζε την Καμίλα. Από εκεί που στεκόταν είδε να έρχονται πολλοί νέοι ντυμένοι επίσημα. Ο Μάρκους χώθηκε πίσω τους. Εκείνη τη στιγμή, ένας γκρουμ που μετέφερε ένα μεγάλο δέμα με κόκκινο φιόγκο πλησίασε στη ρεσεψιόν. «Για τον Άστορ Γκόγιας». Ο Μάρκους κατάλαβε τελικά το νόημα του δώρου που είχε δει στο σπίτι της Καμίλα Ρόκα, αλλά και την αγορά του καινούργιου ρούχου: ήταν τεχνάσματα για να μπει στο Εξέντρα χωρίς να κινήσει υποψίες. Είδε ότι ο γκρουμ μπήκε στη σειρά μαζί με άλλους προσκεκλημένους μπροστά στο ασανσέρ που πήγαινε απευθείας στη σουίτα του ρετιρέ. Στον έλεγχο όσων ανέβαιναν ήταν και οι δύο γορίλες που τον είχαν κυνηγήσει μετά την επίσκεψη στο ιατρείο του χειρουργού Κανεστράρι και εν συνεχεία στην κλινική.
845/1081
Ο Αστορ Γκόγιας θα ήταν εκεί εκείνο το βράδυ. Με τόσα μέτρα ασφαλείας δεν υπήρχε δυνατότητα να τον πλησιάσει. Ωστόσο ο μυστηριώδης πνευματικός είχε προσφέρει μια εναλλακτική λύση στην Καμίλα. Ο Μάρκους έπρεπε να φτάσει στο δωμάτιο 303 πριν από τη γυναίκα. Οι πόρτες του ξενοδοχείου άνοιξαν και μπήκε μια ομάδα σωματοφυλάκων: είχαν περικυκλώσει έναν άνθρωπο όχι πολύ ψηλό, καμιά εβδομηνταριά χρονών, με ψαρά μαλλιά, πρόσωπο μαυρισμένο και χαραγμένο από ρυτίδες, και μάτια παγερά. Ο Αστορ Γκόγιας. Ο Μάρκους κοίταξε γύρω του φοβούμενος ότι θα έβλεπε την Καμίλα να προβάλλει από στιγμή σε στιγμή. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ο Γκόγιας οδηγήθηκε σε ένα άλλο ασανσέρ. Όταν οι πόρτες έκλεισαν, ο Μάρκους κατάλαβε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Σε λίγο η παρουσία του θα γινόταν αντιληπτή από
846/1081
τις βιντεοκάμερες, και το προσωπικό ασφαλείας του ξενοδοχείου θα τον πλησίαζε διακριτικά για να μάθει για ποιο λόγο βρισκόταν εκεί. Στράφηκε προς το ρεσεψιονίστ, ζητώντας του το δωμάτιο που είχε κλείσει λίγο νωρίτερα από το κινητό του Μπρούνο Μαρτίνι. Του ζήτησαν κάποιο έγγραφο που να πιστοποιεί την ταυτότητά του και ο Μάρκους έδειξε το πλαστό διπλωματικό διαβατήριο του Βαΐικανού που του είχε προμηθεύσει ο Κλεμέντε στην αρχή της εκπαίδευσής του. «Η κυρία Καμίλα Ρόκα έχει έρθει;» Ο ρεσεψιονίστ τον κοίταξε μην ξέροντας αν έπρεπε να του δώσει αυτήν την πληροφορία. Ο Μάρκους δεν απέστρεψε το δικό του βλέμμα κι εκείνος τελικά απλώς περιορίστηκε να παραδεχτεί ότι η κυρία είχε τακτοποιηθεί στο δωμάτιό της πριν από μία ώρα. Για τον Μάρκους αυτό ήταν αρκετό. Τον ευχαρίστησε, κι ο ρεσεψιονίστ του έδωσε ένα ηλεκτρονικό
847/1081
κλειδί: το δωμάτιό του βρισκόταν στο δεύτερο. Κατευθύνθηκε σε μια άλλη σειρά ασανσέρ, που δεν φυλάγονταν από τους άντρες του Γκόγιας. Μόλις βρέθηκε στο θάλαμο, πάτησε το κουμπί του τρίτου. Οι πόρτες άνοιξαν σε ένα μακρύ διάδρομο. Κοίταξε γύρω του, μα δεν υπήρχαν μπράβοι. Του φάνηκε αμέσως παράξενο. Διαβάζοντας τα νούμερα των δωματίων, κατευθύνθηκε προς το 303. Έστριψε στη γωνία κι έκανε καμιά δεκαριά μέτρα ώσπου να το βρει μπροστά του. Δεν το φυλούσε κανείς και του φάνηκε κι αυτό παράξενο. Ίσως να ήταν μέσα με τον Γκόγιας. Στην ηλεκτρονική κλειδαριά άναβε η επιγραφή αμήν ενοχλείτε». Ο Μάρκους, μην ξέροντας τι να κάνει, χτύπησε. 1 Ιερίμενε καμιά εικοσαριά δευτερόλεπτα και μετά μια γυναικεία φωνή τον ρώτησε ποιος ήταν. «Υπηρεσία ασφαλείας του ξενοδοχείου. Συγγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά ένας
848/1081
ανιχνευτής καπνού στο δωμάτιό σας σήμανε συναγερμό». Η κλειδαριά γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Προς μεγάλη του έκπληξη, βρέθηκε μπροστά σε μια ξανθιά κοπελίτσα, το πολύ δεκατεσσάρων χρονών. Ήταν μισόγυμνη, τυλιγμένη σε ένα σεντόνι, με το θολό βλέμμα ανθρώπου που έχει πάρει ναρκωτικά. «Άναψα ένα τσιγάρο, νόμιζα ότι δεν ήταν τόσο σοβαρό», δικαιολογήθηκε. «Ηρεμήστε, πρέπει απλώς να ελέγξω». Χωρίς να περιμένει πρόσκληση, την παραμέρισε και μπήκε. Ήταν μια σουίτα. Το πρώτο δωμάτιο ήταν ένα καθιστικό με σκούρο παρκέ. Υπήρχε ένα σαλονάκι μπροστά σε μια γιγάντια πλάσμα οθόνη και ένα τροχήλατο μπαρ. Σε μια γωνιά είχαν στοιβάξει δέματα με δώρα. Ο Μάρκους έριξε μια ματιά γύρω του: πέρα από την κοπελίτσα, δεν (ραινόταν κανείς άλλος. «Ο κύριος Γκόγιας είναι εδώ;»
849/1081
«Είναι στο μπάνιο, αν θέλετε, τον φωνάζω». Ο Μάρκους αγνόησε την πρότασή της και κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο. Η κοπέλα τον ακολούθησε ενοχλημένη, ξεχνώντας να κλείσει την πόρτα. «Έι, πού πάτε;» Μέσα ήταν ένα μεγάλο ξέστρωτο κρεβάτι. Σε ένα τραπεζάκι είδε έναν καθρέφτη με γραμμές κοκαΐνης κι ένα τυλιγμένο χαρτονόμισμα. Η τηλεόραση ήταν αναμμένη και η οθόνη έδειχνε βιντεοκλίπ, ο ήχος ήταν δυνατός. «Φύγετε αμέσως», τον διέταξε η κοπέλα. Ο Μάρκους έβαλε το χέρι του στο στόμα της και την κοίταξε για να της δώσει να καταλάβει ότι δεν ήταν ώρα για διαμαρτυρίες. Εκείνη φάνηκε να ηρεμεί, αλλά τώρα φοβόταν. Ο Μάρκους πλησίασε στην πόρτα του μπάνιου και την έδειξε στην κοπέλα. Εκείνη κούνησε το κεφάλι: ο Γκόγιας ήταν εκεί μέσα. Ο ήχος της
850/1081
τηλεόρασης τον εμπόδιζε να ακούσει τι συνέβαινε από την άλλη μεριά. «Είναι οπλισμένος;» Η κοπέλα έγνεψε όχι. Ο Μάρκους κατάλαβε ότι η ανήλικη που είχε μπροστά του ήταν ο λόγος που ο ηλικιωμένος Βούλγαρος επιχειρηματίας είχε ξεφορτωθεί προσωρινά τη φρουρά του. Ένα μικρό δωράκι με σεξ και κόκα πριν από τη γιορτή των γενεθλίων. Ετοιμαζόταν να πει στην κοπέλα να φύγει, όταν γύρισε και είδε την Καμίλα Ρόκα ακίνητη στο κατώφλι. Δίπλα στα πόδια της ήταν το ανοιγμένο πακέτο ενός δώρου. Ανάμεσα στα χέρια της, ένα πιστόλι. Στα μάτια της, η σκοτεινή λάμψη του μίσους. Ενστικτωδώς, τέντωσε το χέρι του σαν να ήθελε να τη σταματήσει. Η κοπέλα έμπηξε ένα ουρλιαχτό που χάθηκε μες στις εκκωφαντικές νότες ενός ροκ τραγουδιού. Ο Μάρκους την έσπρωξε στο πλάι
851/1081
και η δεκατετράχρονη πήγε να χωθεί έντρομη σε μια γωνιά του κρεβατιού. Η Καμίλα έπαιρνε βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να βρει κουράγιο. «Ο Αστορ Γκόγιας;» Προφανώς ήξερε ότι έπρεπε να βρεθεί μπροστά σ’ έναν εβδομηντάχρονο άνθρωπο. Ο Μάρκους προσπάθησε να μείνει ήρεμος και να την κάνει να σκεφτεί λογικά. «Ξέρω την ιστορία σου, αλλά δεν πρόκειται να λύσεις τίποτα μ’ αυτόν τον τρόπο». Η γυναίκα διέκρινε το φως που έβγαινε κάτω από την πόρτα του μπάνιου. «Ποιος είναι εκεί μέσα;» Σήκωσε το πιστόλι προς εκείνη την κατεύθυνση. Ο Μάρκους ήξερε ότι, μόλις η πόρτα άνοιγε, εκείνη θα πυροβολούσε. «Ακουσέ με. Σκέψου το άλλο σου παιδί. Πώς το λένε;» Προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, να μετατοπίσει την προσοχή της σε κάτι που θα της δημιουργούσε αναποφασιστικότητα ή,
852/1081
τουλάχιστον, μια αμφιταλάντευση. Μα η Καμίλα δεν του απαντούσε, το βλέμμα της παρέμενε στυλωμένο στην πόρτα. Ξαναδοκίμασε: «Σκέψου τον άντρα σου. Δεν μπορείς να τους αφήσεις μόνους κι εσύ». Από τα μάτια της Καμίλα άρχισαν να αναβλύζουν τα πρώτα δάκρυα. «Ο Φιλίπο ήταν γλυκύτατο παιδί». Ο Μάρκους αποφάσισε να γίνει σκληρός. «Τι πιστεύεις ότι θα γίνει, αν πατήσεις τη σκανδάλη; Πώς νομίζεις ότι θα νιώθεις μετά; Θα σου το πω εγώ: δεν θα αλλάξει τίποτα, θα μείνουν όλα όπως τώρα. Δεν σε περιμένει καμία ανακούφιση. Θα είναι, έτσι κι αλλιώς, δύσκολο. Και τι θα έχεις καταφέρει;» «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αποδοθεί δικαιοσύνη». Ο Μάρκους ήξερε ότι η γυναίκα είχε δίκιο. Δεν υπήρχαν αποδείξεις που να συνδέουν τον Αστορ Γκόγιας και τον Κανεστράρι με τον Φιλίπο. Τη μόνη -το οστό που είχε βρει στην
853/1081
κλινική- την είχαν πάρει οι άντρες του Βούλγαρου. «Δεν θα υπάρξει ποτέ δικαιοσύνη», είπε με σταθερή, αλλά συμπονετίκή φωνή, όπου διακρινόταν ένα ίχνος παραίτησης, γιατί φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε να αποφύγει το χειρότερο. «Η εκδίκηση δεν είναι η μόνη δυνατότητα που σου απομένει». Αναγνώρισε στα μάτια της το ίδιο βλέμμα που είχε ο Ραφαέλε Αλτιέρι προτού πυροβολήσει τον πατέρα του, τον οποίο πάντα υποψιαζόταν. Την ίδια αποφασιστικότητα του Πιέτρο Τζίνι όταν εκτέλεσε τον Φεντερίκο Νόνι, αντί να τον καταγγείλει. Γιατί κι αυτή τη φορά ήταν όλα μάταια, η κλειστή πόρτα του μπάνιου θα άνοιγε και η Καμίλα θα πίεζε τη σκανδάλη. Είδαν το πόμολο να χαμηλώνει. Το φως από το εσωτερικό του μπάνιου απλώθηκε. Η κοπελίτσα στο κρεβάτι ούρλιαζε. Ο στόχος εμφανίστηκε στο πλαίσιο της πόρτας. Φορούσε ένα κάτασπρο μπουρνούζι και
854/1081
κοιτούσε την κάννη του πιστολιού με μια ξαφνική αβεβαιότητα· τα παγωμένα μάτια του έλιωσαν μέσα σε μια στιγμή. Μα δεν ήταν ένας έβδομη·ντάχρονος γέρος. Ήταν ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι. Μέσα στο δωμάτιο όλοι τα έχασαν και σάστισαν. Ο Μάρκους κοίταξε την Καμίλα που κοιτούσε το νεαρό. «Πού είναι ο Αστορ Γκόγιας;» Απάντησε με μια αχνή φωνή, αλλά κανείς δεν κατάφερε να τον ακούσει. «Πού είναι ο Αστορ Γκόγιας;» επανέλαβε η Καμίλα οργισμένη, κραδαίνοντας το όπλο προς το μέρος του. Το παιδί είπε μόνον: «Εγώ είμαι». «Όχι, δεν είσαι εσύ», απάντησε εκείνη σαν να μην ήθελε να πιστέψει στο προφανές. «Τότε... ίσως ο παππούς μου... Επάνω γιορτάζουν τα γενέθλιά μου, εκεί είναι τώρα». Η Καμίλα αντιλήφθηκε το λάθος και αμφιταλαντεύτηκε. Ο Μάρκους το
855/1081
εκμεταλλεύτηκε για να την πλησιάσει και να βάλει το χέρι του πάνω στο όπλο, ώσπου να την κάνει να το κατεβάσει αργά. Τα απελπισμένα μάτια της γυναίκας χαμήλωσαν μαζί με το όπλο. «Πάμε να φύγουμε», της είπε. «Δεν έχεις τίποτα να κάνεις εδώ. Δεν θες βέβαια να σκοτώσεις το παιδί, επειδή ο παππούς του, για κάποιο σκοτεινό λόγο, εμπλέκεται στο θάνατο του γιου σου; Λυτό δεν είναι εκδίκηση, είναι σκέτη βαναυσότητα. Και ξέρω πως δεν είσαι ικανή για κάτι τέτοιο». Η Καμίλα το σκέφτηκε. Είχε αρχίσει να πείθεται, όταν ξαφνικά πάγωσε. Είχε παρατηρήσει κάτι. Ο Μάρκους ακολούθησε την κατεύθυνση του βλέμματός της και είδε ότι παρατηρούσε πάλι το παιδί. Είχε στυλώσει το βλέμμα της στο άνοιγμα του μπουρνουζιού, ακριβώς στο ύψος του θώρακα. Πλησίασε και το αγόρι έκανε πίσω και βρέθηκε με την πλάτη στον
856/1081
τοίχο. Η Καμίλα άνοιξε τρυφερά τα πέτα του μπουρνουζιού του, αποκαλύπτοντας τη μακριά ουλή που είχε στο στήθος του. Ένα ρίγος διαπέρασε τον Μάρκους, κόβοντάς του την ανάσα για μια ατέλειωτη στιγμή. Θεέ μου, τι είχαν κάνει! Ο εγγονός του Άστορ Γκόγιας πριν από τρία χρόνια είχε την ίδια ηλικία με τον Φιλίπο Ρόκα. Ο Αλμπέρτο Κανεστράρι ήταν χειρουργός. Είχε σκοτώσει κατά παραγγελία για να βρει μια καρδιά. Μα η Καμίλα δεν μπορεί να ήξερε αυτή την αλήθεια, σκέφτηκε ο Μάρκους. Ωστόσο, κάτι μέσα της -ένα προαίσθημα, το μητρικό ένστικτο, μια έκτη αίσθηση- την ώθησε να κάνει αυτή την κίνηση. Έστω κι αν η γυναίκα δεν φαινόταν να καταλαβαίνει απόλυτα το λόγο. Έβαλε το χέρι της στο θώρακα του παιδιού κι εκείνο την άφησε. Απέμεινε να νιώθει τους
857/1081
αργούς χτύπους εκείνου του ξένου οργάνου· τους ήχους που προέρχονταν από έναν άλλον τόπο, από μιαν άλλη ζωή. Η Καμίλα και το αγόρι κοιτάχτηκαν. Άραγε στο βάθος των ματιών του η μάνα να αναζητούσε ένα φως που να της έλεγε ότι ήταν και δικός της γιος; Ή, ίσως, την αποκάλυψη ότι και ο Φιλίπο μπορούσε με κάποιον υπερφυσικό τρόπο να τη δει εκείνη τη στιγμή; Ο Μάρκους δεν ήξερε, αλλά συνειδητοποίησε ότι η μόνη απόδειξη που θα μπορούσε να συνδέσει το γέρο Άστορ Γκόγιας με το θάνατο του παιδιού ήταν κλεισμένη στο στήθος του εγγονού του. Θα αρκούσε μια βιοψία στην καρδιά και η σύγκριση του DNA μ’ εκείνο των συγγενών του Φιλίπο για να τον στριμώξουν. Όμως ο Μάρκους δεν ήταν βέβαιος ότι αυτή τη φορά η δικαιοσύνη θα μπορούσε να παρηγορήσει εκείνη τη δύστυχη μάνα. Ο πόνος θα ήταν αβάσταχτος, γι’ αυτό κι ο Μάρκους αποφάσισε να σωπάσει. Ήθελε
858/1081
απλώς να πάρει την Καμίλα μακριά από εκείνο το δωμάτιο, η γυναίκα είχε να σκεφτεί κι ένα άλλο παιδί. Βρήκε το κουράγιο να διακόψει την επαφή ανάμεσα σε αυτήν και το νεαρό Γκόγιας. Την έπιασε από τους ώμους με σκοπό να την οδηγήσει στην έξοδο. Η Καμίλα απομακρύνθηκε τραβώντας απαλά την παλάμη του χεριού της από το στήθος του παιδιού, σαν ένα τελευταίο αποχαιρετιστήριο χάδι. Έπειτα προχώρησε προς την πόρτα μαζί με τον Μάρκους. Διέσχισαν το διάδρομο του ξενοδοχείου, πηγαίνοντας προς το ασανσέρ. Ξαφνικά η Καμίλα στράφηκε προς το σωτήρα της σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. «Σε ξέρω. Είσαι ιερέας, σωστά;» Ο Μάρκους αιφνιδιάστηκε και δεν κατάφερε να απαντήσει. Κούνησε απλώς το κεφάλι, περιμένοντας να ακούσει τι άλλο θα του έλεγε.
859/1081
«Μου μίλησε για σένα εκείνος», συνέχισε η γυναίκα. Και ο Μάρκους κατάλαβε ότι αναφερόταν στο μυστηριώδη πνευματικό και την άφησε να μιλήσει. «Πριν από μία βδομάδα, στο τηλέφωνο, με προειδοποίησε ότι θα σε συναντούσα εδώ». Η Καμίλα έσκυψε το κεφάλι και τον κοίταξε με μια παράξενη έκφραση: έδειχνε να τον φοβάται. «Μου ζήτησε να σου πω ότι θα συναντηθείτε εκεί που ξεκίνησαν όλα. Αλλά αυτή τη φορά θα πρέπει να αναζητήσεις το διάβολο». 22:07 Είχε πάρει το 52 από την αφετηρία της πιάτσα Σαν Σιλβέστρο και βγήκε από το λεωφορείο στο ύψος της βία Παϊζιέλο. Από εκεί, με το 911 έφτασε στην πιάτσα Εουκλίντε. Κατέβηκε στον υπόγειο σιδηροδρομικό
860/1081
σταθμό και πήρε το τρένο που ερχόταν από το Βιτέρμπο στη Ρώμη και που, στο τελευταίο κομμάτι της διαδρομής, χωνόταν στο υπέδαφος, συνδέοντας τη βόρεια ζώνη της πόλης με το κέντρο. Μοναδική ενδιάμεση στάση, πιατσάλε Φλαμίνιο. Εκεί βρήκε το μετρό και ακολούθησε την κατεύθυνση Ανανίνα. Φτάνοντας στη στάση Φούριο Καμίλο, ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια και κάλεσε ένα ταξί. Κάθε διαδρομή είχε διαρκέσει ελάχιστα και είχε κάνει όλες τις αλλαγές στην τύχη, μόνο και μόνο για να αποφύγει όποιον τυχόν την παρακολουθούσε. Η Σάντρα δεν εμπιστευόταν τον Σάλμπερ. Ο αξιωματικός της Ιντερπόλ είχε φανεί ιδιαίτερα ικανός όταν χρειάστηκε να προβλέψει τις κινήσεις της. Παρότι κατάφερε να της ξεφύγει στην έξοδο της Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, ήταν βέβαιη ότι θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά, προσπαθώντας να ξαναβρεί τα ίχνη
861/1081
της. Αλλά τα μέτρα που είχε πάρει θα πρέπει να ήταν αρκετά για να τη χάσει. Γιατί είχε ακόμα μια δουλειά εκείνο το βράδυ, προτού επιστρέψει στο ξενοδοχείο: να επισκεφτεί μια νέα γνωριμία. Το ταξί την άφησε μπροστά στην κεντρική είσοδο της μεγάλης πολυκλινικής. Η Σάντρα έκανε με τα πόδια το τελευταίο κομμάτι, ακολουθώντας τις ενδείξεις των πινακίδων, μέχρι να φτάσει στο χτίριο που στεγαζε την Πολυδυναμη Χειρουργική Μονάδα. Μα για όσους δούλευαν στο Τζεμέλι εκείνο το μέρος ήταν γνωστό ως το όριο. Πέρασε μια πρώτη περιστρεφόμενη πόρτα και βρεθηκε σε μια αίθουσα αναμονής με τέσσερις σειρές πλαστικές καρεκλες, ενωμένες η μία με την άλλη, γαλάζιες όπως και οι τοίχοι που τις περιέβαλλαν. Ακόμα και τα καλοριφέρ είχαν το ίδιο χρώμα, όπως και οι στολές των γιατρών και των νοσοκόμων, μέχρι και ο
862/1081
ψύκτης του νερού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια ανεξήγητη χρωματική μονοτονία. Στη δεύτερη πόρτα η είσοδος απαγορευόταν. Για να φτάσει κανείς στην καρδιά εκείνου του τμήματος -στη μονάδα εντατικής θεραπείας-, έπρεπε να είναι εφοδιασμένος με την κατάλληλη κάρτα που άνοιγε την ηλεκτρονική κλειδαριά. Υπήρχε κι ένας αστυνομικός· μια τυπική παρουσία για να υπενθυμίζει ότι σε αυτό το τμήμα συνέχιζε να νοσηλεύεται ένα επικίνδυνο άτομο, ακόμα κι αν ήταν πια αδύνατον να κάνει κακό. Η Σάντρα έδειξε την υπηρεσιακή ταυτότητά της στο συνάδελφο και μια νοσοκόμα τής εξήγησε τις προκαταρκτικές διαδικασίες πριν από την επίσκεψη. Την έβαλε να φορέσει καλύμματα παπουτσιών, αποστειρωμένη ποδιά και σκουφάκι για τα μαλλιά. Μετά ενεργοποίησε το μηχανισμό της πόρτας για να την αφήσει να περάσει.
863/1081
Ο μακρύς διάδρομος που ανοίχτηκε μπροστά της τής θύμισε ενυδρείο. Σαν εκείνο της Γένοβας, που είχε επισκεφτεί μερικες φορές με τον Ντέιβιντ. Η Σάντρα λάτρευε τα ψάρια, την υπνώτιζε η κίνησή τους και μπορούσε να κάθεται και να τα κοιτάζει με τις ώρες. Μπροστά της τώρα είχε μια σειρά από ενυδρεία, που στην πραγματικότητα ήταν τα διαχωριστικά τζάμια των αιθουσών ανάνηψης. Τα φώτα ήταν χαμηλά και παντού βασίλευε μια παράξενη σιωπή. Αν την αφουγκραζόσουν όμως, ανακάλυπτες ότι ήταν φτιαγμένη από ήχους· χαμηλούς και αδύναμους σαν ανάσες, ρυθμικούς και συνεχείς σαν υπόκωφος σφυγμός. Ήταν λες κι εκείνος ο χώρος κοιμόταν. Περπάτησε στο ντυμένο με λινοτάπητα πάτωμα, περνώντας δίπλα από το γκισέ όπου δύο νοσοκόμες κάθονταν στο μισοσκόταδο μπροστά από μία κονσόλα: τα πρόσωπά τους αντανακλούσαν τη λάμψη του μόνιτορ που τις
864/1081
πληροφορούσε για τις ζωτικές ενδείξεις όσων ασθενών νοσηλεύονταν στο τμήμα. Πίσω τους, ένας νεαρός γιατρός έγραφε κάτι, καθισμένος σε ένα μεταλλικό γραφείο. Δύο νοσοκόμες κι ένας γιατρός: ήταν το απαραίτητο προσωπικό για τη νυχτερινή βάρδια του τμήματος. Η Σάντρα συστήθηκε, ζήτησε οδηγίες κι εκείνες της τις έδωσαν. Περνώντας μπροστά από τα... ενυδρεία ανθρώπων, τους παρατηρούσε ακίνητους στα κρεβάτια τους, καθώς κολυμπούσαν σε εκείνη τη θάλασσα της σιωπής. Κατευθύνθηκε προς την τελευταία τζαμαρία. Ενώ πλησίαζε, είδε ότι κάποιος κοιτούσε από την άλλη πλευρά. Ήταν μια λεπτοκαμωμένη κοπέλα που φορούσε μια άσπρη ποδιά: θα μπορούσαν να είναι συνομήλικες. Πήγε δίπλα της. Στο θάλαμο υπήρχαν έξι κρεβάτια. Μόνο ένα όμως ήταν κατειλημμένο: από τον Τζερεμάια Σμιθ. Τον είχαν διασωληνωμένο και ο θώρακάς του
865/1081
ανεβοκατέβαινε πάντα με τον ίδιο ρυθμό. Έδειχνε πολύ μεγαλύτερος από πενήντα χρονών. Μόνον τότε η κοπέλα γύρισε και την κοίταξε. Βλέποντας το πρόσωπό της, η Σάντρα είχε μια αίσθηση deja vu. Ύστερα από μια στιγμή θυμήθηκε πού την είχε δει και η ανάμνηση της προκάλεσε ανατριχίλα. Στο προσκεφάλι εκείνου του τέρατος βρισκόταν το φάντασμα ενός από τα θύματά του. «Τερέζα», είπε. Εκείνη χαμογέλασε. «Είμαι η Μόνικα, η δίδυμη αδελφή της». Η κοπέλα που είχε μπροστά της δεν ήταν απλώς η αδελφή ενός από τα αθώα πλάσματα που σκότωσε ο Τζερεμάια, ήταν και η γιατρός που του έσωσε τη ζωή, φτάνοντας με το ασθενοφόρο όταν εκείνος ένιωσε άσχημα. «Λέγομαι Σάντρα Βέγκα, είμαι αστυνομικός». Της έτεινε το χέρι.
866/1081
Η κοπέλα τής το έσφιξε. «Είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι εδώ;» «Γιατί, φαίνεται;» «Λπό τον τρόπο που τον κοιτάζεις». Η Σάντρα ξανακοίταξε τον Τζερεμάια Σμιθ. «Γιατί, πώς τον κοιτάζω;» «Δεν ξέρω. Σαν να βλέπεις χρυσόψαρο σε ενυδρείο». Η Σάντρα κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. «Είπα κάτι που δεν έπρεπε;» «'Οχι, τίποτα. Μην ανησυχείς». «Εγώ, πάλι, έρχομαι εδώ κάθε βράδυ. Προτού αρχίσω τη νυχτερινή μου βάρδια ή όταν τελειώνω την πρωινή. Κάθομαι κάνα τέταρτο και μετά φεύγω. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Έτσι μου ’ρχεται, αυτό είναι όλο». Η Σάντρα θαύμαζε το κουράγιο της Μόνικα. «Γιατί τον έσωσες;» «Κι εσείς όλοι γιατί με ρωτάτε το ίδιο πράγμα;» Η κοπέλα ωστόσο δεν έδειχνε
867/1081
τσατισμένη. «Η σωστή ερώτηση θα έπρεπε να είναι: γιατί δεν τον άφησα να πεθάνει; Είναι δύο διαφορετικά πράγματα, σωστά;» Ναι, δεν το είχε σκεφτεί. «Αν με ρωτήσεις αν θα ήθελα να τον σκοτώσω τώρα, θα σου απαντούσα ότι θα το έκανα αν δεν φοβόμουν τις συνέπειες. Αλλά τι νόημα είχε να τον αφήσω να πεθάνει χωρίς να παρέμβω; Όπως ένας συνηθισμένος άνθρωπος που φτάνει στο τέλος της ζωής του και σβήνει φυσικά; Αυτός δεν είναι σαν τους άλλους. Δεν του αξίζει. Η αδελφή μου δεν είχε αυτή τη δυνατότητα». Η Σάντρα ένιωσε υποχρεωμένη να σκεφτεί τα λόγια της. Εκείνη εψαχνε το δολοφόνο του Ντέιβιντ και συνέχιζε να λέει μέσα της ότι το έκανε για να φτάσει στην αλήθεια, για να δώσει ένα νόημα στο θάνατο του άντρα της. Για να αποδώσει δικαιοσύνη. Στη θέση της Μόνικα όμως πώς θα φερόταν;
868/1081
Η κοπέλα συνέχισε: «Όχι, η πιο ανελέητη εκδίκησή μου είναι να τον βλέπω σε αυτό το κρεβάτι. Καμία δίκη, κανένα σώμα ενόρκων. Κανένας νόμος, καμία στρεψοδικία. Καμία ψυχιατρική αξιολόγηση, κανένα ελαφρυντικό. Η πραγματική εκδίκηση είναι να ξέρω ότι θα μείνει εδώ, φυλακισμένος του εαυτού του. Απ’ αυτή τη φυλακή δεν πρόκειται να βγει. Κι εγώ θα μπορώ να έρχομαι να τον βλέπω κάθε βράδυ, να τον κοιτάω καταπρόσωπο και να λέω ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη». Στράφηκε στη Σάντρα. «Πόσοι απ’ αυτούς που έχασαν ένα αγαπημένο πρόσωπο από την κακία κάποιου άλλου μπορούν να απολαύσουν το ίδιο προνόμιο;» «Πράγματι, έτσι είναι». «Εγώ του έκανα καρδιακές μαλάξεις, βάζοντας τα χέρια μου στο θώρακά του, πάνω σ’ εκείνο το τατουάζ... Σκότωσε με». Κατέπνιξε την αποστροφή της. «Πάνω στα ρούχα μου έμεινε η μυρωδιά των περιττωμάτων του, των
869/1081
ούρων του, τα σάλια του στα δάχτυλά μου». Έκανε μια παύση. «Στη δουλειά μου βλέπουμε πολλά πράγματα. Η αρρώστια κλείνει λογαριασμούς. Αλλά η αλήθεια είναι ότι εμείς οι γιατροί δεν σώζουμε κανέναν. Γιατί ο καθένας σώζεται μονος του - διαλέγοντας την πιο σωστή ζωή, τον καλύτερο δρομο. Έρχεται για όλους η στιγμή που γεμίζεις περιττώματα και ουρα. Και είναι θλιβερό να ανακαλύπτεις μόνον εκείνη τη μέρα ποιος είσαι». Η Σάντρα έμεινε έκπληκτη με την τόση σοφία της. Κι όμως, η κοπέλα είχε περίπου την ηλικία της κι έμοιαζε εύθραυστη. Θα συνέχιζε ευχαρίστως να την ακούει. Η Μόνικα κοίταξε το ρολόι της. «Λυπάμαι που σε καθυστέρησα. Καλύτερα να πηγαίνω, αρχίζει η βάρδια μου». «Ήταν χαρά μου που σε γνώρισα. Έμαθα πολλά από σένα απόψε»· Η κοπέλα χαμογέλασε. «Για να μεγαλώσει κάνεις χρειάζεται να φάει από τη ζωή και
870/1081
καμιά σφαλιάρα, πάντα το λέει ο πατέρας μου». Την κοιτούσε όπως απομακρυνόταν στον έρημο διάδρομο. Για ακόμα μια φορά μια ιδέα αναδύθηκε στο μυαλό της. Αλλά και πάλι την απώθησε. Ήταν πεπεισμένη ότι τον άντρα της τον σκότωσε ο Σάλμπερ. Κι αυτή πήγε στο κρεβάτι μαζί του. Μα είχε ανάγκη από εκείνα τα χάδια. Ο Ντέιβιντ θα καταλάβαινε. Πλησίασε στην πόρτα της αίθουσας ανάνηψης. Πήρε μια αποστειρωμένη μάσκα από ένα δοχείο και τη φόρεσε. Και μετά διέσχισε το κατώφλι εκείνης της μικρής κόλασης με τον έναν και μοναδικό καταδικασμένο. Μέτρησε τα βήματά της, καθώς πλησίαζε στο κρεβάτι του Τζερεμάια Σμιθ. Έξι. Όχι, εφτά. Στάθηκε και τον κοίταξε. Το χρυσόψαρο ήταν μπροστά της. Με κλειστά τα μάτια, περιτριγυρισμένος από παγερή αδιαφορία.
871/1081
Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορούσε να προκαλέσει κανένα συναίσθημα. Ούτε φόβο ούτε συμπόνια. Είχε μια πολυθρονίτσα εκεί δίπλα. Η Σάντρα κάθισε. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατά της, έπλεξε τα δάχτυλα κι έγειρε προς το μέρος του. Θα ήθελε να μπορούσε να διαβάσει μέσα του, να καταλάβει τι τον ώθησε να κάνει κακό. Στην ουσία, αυτή ακριβώς ήταν η δουλειά των πνευματικών. Να ψάχνουν την ανθρώπινη ψυχή, αναζητώντας τα βαθύτερα κίνητρα κάθε πράξης. Εκείνη όμως, η φωτογράφος, παρατηρούσε τα εξωτερικά σημάδια, τις πληγές που άφηνε το κακό στον κόσμο. Της ήρθε στο νου η σκοτεινή φωτογραφία στο φιλμ της Leica. Να το όριό μου, είπε. Χωρίς την εικόνα που χάθηκε για πάντα, ίσως εξαιτίας ενός λάθους στο τράβηγμα, δεν μπορούσε να προχωρήσει στο δρόμο που της υποδείκνυε ο Ντέιβιντ.
872/1081
Ποιος ξέρει αν υπήρχε κάτι σε αυτή τη φωτογραφία. Τα εξωτερικά φαινόμενα ήταν η πηγή των πληροφοριών της, αλλά και ο φραγμός της. Κατάλαβε πόσο καλό θα της έκανε για μια φορά να κοιτάξει μέσα της. Κι έπειτα, να τα βγάλει όλα έξω και να αναζητήσει την οδό της συγχώρεσης. Αν μη τι άλλο, μια εξομολόγηση θα ήταν απελευθερωτική. Κι έτσι, ξαφνικά, άρχισε να μιλάει στον Τζερεμάια Σμιθ. «Θέλω να σου διηγηθώ την ιστορία μιας πράσινης γραβάτας». Δεν ήξερε γιατί το είπε, έτσι της βγήκε κι αυτό ήταν όλο. «Τα γεγονότα συνέβησαν περίπου μια βδομάδα προτού σκοτώσουν τον άντρα μου. Ο Ντέιβιντ είχε επιστρέφει από ένα πολυήμερο επαγγελματικό ταξίδι. Εκείνη η βραδιά έμοιαζε σαν όλες τις άλλες κάθε φορά που βρισκόμασταν ύστερα από πολύ καιρό. Το γιορτάζαμε, μόνον εμείς. Ο υπόλοιπος κόσμος ήταν κλεισμένος έξω από το σπίτι κι εμείς νιώθαμε ότι ήμασταν οι μόνοι
873/1081
άνθρωποι στη Γη. Καταλαβαίνεις τι εννοώ, το ένιωσες ποτέ;» Κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας. «Όχι βέβαια. Πάντως, εκείνη τη βραδιά, για πρώτη φορά από τότε που γνωριστήκαμε, υποκρίθηκα ότι τον αγαπούσα. Ο Ντέιβιντ μου έκανε μια συνηθισμένη ερώτηση: “Πώς πάει, όλα καλά;” Πόσες φορές το λέμε καθημερινά και δεν περιμένουμε καν να πάρουμε μια ειλικρινή απάντηση. Μα όταν του είπα ότι όλα πάνε καλά, δεν ήταν απλώς μια τυπική φράση: ήταν ένα ψέμα... Μερικές μέρες νωρίτερα είχα πάει στο νοσοκομείο για να κάνω έκτρωση». Η Σάντρα ένιωσε τα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της, αλλά τα συγκράτησε. «Είχαμε όλες τις προϋποθέσεις για να γίνουμε καταπληκτικοί γονείς: αγαπιόμασταν, ήμασταν σίγουροι ο ένας για τον άλλον. Όμως εκείνος ήταν ένας ρεπόρτερ που διαρκώς ταξίδευε για να φωτογραφίζει πολέμους, επαναστάσεις και σφαγές. Κι εγώ μια αστυνομικός της Σήμανσης. Δεν μπορείς
874/1081
να φέρεις ένα παιδί στον κόσμο, αν στη δουλειά κινδυνεύει η ζωή σου, όπως συνέβαινε με τον Ντέιβιντ. Και δεν μπορείς να το κάνεις ούτε αν είσαι αναγκασμένος να βλέπεις ό,τι βλέπω εγώ καθημερινά στις σκηνές των εγκλημάτων. Πάρα πολλή βία, πάρα πολύς φόβος: δεν κάνει για ένα παιδί». Το είπε με πεποίθηση, χωρίς να αφήσει να φανεί καμία μεταμέλεια. «Κι αυτή είναι η αμαρτία μου. Θα τη σέρνω πίσω μου σε όλη μου τη ζωή. Όμως αυτό που δεν συγχωρώ στον εαυτό μου είναι ότι δεν επέτρεψα στον Ντέιβιντ να έχει άποψη για το θέμα. Εκμεταλλεύτηκα την απουσία του για να αποφασίσω». Η Σάντρα άφησε να της ξεφύγει ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Όταν γύρισα στο σπίτι μετά την έκτρωση, βρήκα στο μπάνιο το τεστ εγκυμοσύνης που είχα κάνει μόνη μου. Το παιδί μου ή αυτό που έβγαλαν από μέσα μου -δεν ξέρω τι ήταν έπειτα από μόλις ένα μήνα- είχε απομείνει σε εκείνο το νοσοκομείο. Το ένιωσα να πεθαίνει μέσα μου κι έπειτα το
875/1081
άφησα μόνο. Είναι τρομερό, σωστά; Όπως και να έχει, σκέφτηκα ότι αυτό το πλάσμα άξιζε τουλάχιστον μια κηδεία. Έτσι, πήρα ένα κουτί κι έβαλα μέσα το τεστ και διάφορα πράγματα που ανήκαν στον μπαμπά και στη μαμά του. Ανάμεσά τους και τη μοναδική γραβάτα του Ντέιβιντ. Πράσινη σαν σαύρα. Μετά, πήγα με το αυτοκίνητο από το Μιλάνο στο Τελάρο, το χωριό στη Λιγυρια όπου περνούσαμε τις διακοπές μας, και τα πέταξα όλα στη θάλασσα». Πήρε μια ανάσα. «Δεν το είπα ποτέ σε κανέναν. Και μου φαίνεται παράλογο να το λέω σ’ εσένα. Όμως το πιο καλό δεν σ το είπα ακόμα. Γιατί ήμουν σίγουρη ότι είχα πληρώσει μόνη τις συνέπειες της πράξης μου. Κι όμως, χωρίς να το ξερω, ειχα προκαλέσει μια ανεπανόρθωτη καταστροφή. Το κατάλαβα αργότερα και ήταν πια πολύ αργά. Μαζί με την αγαπη που θα μπορούσα να νιώσω για το παιδί μου είχα πετάξει και την αγάπη μου για
876/1081
τον Ντέιβιντ». Σκούπισε ένα δάκρυ. «Δεν γινόταν τίποτα: τον φιλούσα, τον χάιδευα, έκανα έρωτα μαζί του και δεν ένιωθα τίποτα. H φωλιά που εκείνο το παιδι ειχε αρχίσει να σκάβει μέσα μου για να επιβιώσει είχε γίνει ένα κενό» Άρχισα να αγαπώ ξανά τον άντρα μου μόνον όταν πέθανε». Σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος καμπουριάζοντας. Βυθισμένη σε εκείνη την άβολη στάση, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Το κλάμα ξεχείλισε ορμητικό, αδιάκοπο, αλλά ανακουφιστικό. Δεν κατάφερνε να σταματήσει. Ύστερα από λίγο, ενώ φυσούσε τη μύτη της και προσπαθούσε να συνέλθει, γέλασε με τον εαυτό της. Ήταν εξαντλημένη. Όμως, για έναν παράδοξο λόγο, ένιωθε καλά εκεί. Λκόμα πέντε λεπτά, σκέφτηκε. Μόνον πέντε. Τα ρυθμικά μπιπτου καρδιογράφου που ήταν συνδεδεμένος με το θώρακα του Τζερεμάια Σμιθ, ο ρυθμός του αυτόματου αναπνευστήρα που τον κρατούσε στη ζωή
877/1081
είχαν μια υπνωτική και χαλαρωτική επίδραση πάνω της. Έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή και, χωρίς να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε. Είδε ξανά τον Ντέιβιντ. Το χαμόγελό του. Τα ανάστατα μαλλιά του. Το καλοσυνάτο βλέμμα του. Εκείνη την γκριμάτσα που έκανε κάθε φορά που την πετύχαινε λίγο θλιμμένη ή σκεφτική, προβάλλοντας το κάτω χείλος του και γέρνοντας στο πλάι το κεφάλι. Ο Ντέιβιντ την έπιασε από τα μάγουλα και την τράβηξε κοντά του για να της δώσει ένα μεγάλο ρουφηχτό φιλί. «Όλα εντάξει, Τζίντζερ». Εκείνη ένιωσε ανακουφισμένη, γαλήνια. Έπειτα ο άντρας της τής κούνησε το χέρι αποχαιρετώντας την και απομακρύνθηκε χορεύοντας κλακέτες και τραγουδώντας το τραγούδι τους. Cheek to cheek. Παρόλο που η φωνή της φάνηκε σαν του Ντέιβιντ, μες στον ύπνο της η Σάντρα δεν μπορούσε να ξέρει ότι ανήκε σε κάποιον άλλον. Και ότι ήταν πέρα για πέρα αληθινή.
878/1081
Μες στο δωμάτιο κάποιος σιγοτραγουδούσε. 22:17 Αφού έγινε μάρτυρας της χειρονομίας της Καμίλα Ρόκα, η οποία εντελώς απρόβλεπτα έβαλε το χέρι της στο θώρακα του παιδιού που είχε κληρονομήσει, την καρδιά του γιου της, ο Μάρκους ένιωσε για πρώτη φορά σαν κάτι αόρατο και σπλαχνικό να επηρέαζε την ύπαρξή του. Είμαστε τόσο ασήμαντοι μες στην απεραντοσύνη του σύμπαντος, που δείχνουμε να μη μας αξίζει το προνόμιο ενός Θεού που ενδιαφέρεται για εμάς, επαναλάμβανε συχνά μέσα του. Τώρα όμως άλλαζε γνώμη. Θα συναντηθούμε εκεί που ξεκίνησαν όλα. Θα γνώριζε τον ανταγωνιστή του. Θα επιβραβευόταν με τη σωτηρία της Λάρα. Και ο τόπος όπου ξεκίνησαν όλα ήταν η βίλα του Τζερεμάια Σμιθ.
879/1081
Σταμάτησε το Panda μπροστά στην κεντρική καγκελόπορτα. Το περιπολικό που φρουρούσε την είσοδο δεν βρισκόταν πια εκεί και η Σήμανση τα είχε μαζέψει από ώρα. Το μέρος φάνταζε έρημο και μελαγχολικό, όπως θα πρέπει να ήταν και προτού αποκαλύψει το μυστικό του. Ο Μάρκους προχώρησε προς το σπίτι. Μόνο το ολόγιομο φεγγάρι αντιστεκόταν στη δύναμη του σκοταδιού. Τα δέντρα στο κεντρικό δρομάκι λικνίζονταν στο δροσερό νυχτερινό αέρα. Τα φύλλα θρόιζαν σαν φευγαλέα γέλια που έρχονταν καταπάνω του χλευαστικά, για να σβηστούν πίσω του. Τα αγάλματα που στόλιζαν τον απεριποίητο κήπο τον κοιτούσαν με τα κενά τους μάτια. Έφτασε στη βίλα. Οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν σφραγιστεί. Στην πραγματικότητα, δεν ήλπιζε να τον περιμένει εκεί ο πνευματικός. Η εντολή του μηνύματος ήταν σαφής.
880/1081
Αυτή τη φορά να αναζητήσεις το διάβολο. Αυτή ήταν η τελευταία του δοκιμασία. Σε αντάλλαγμα, θα έπαιρνε τις απαντήσεις. Μήπως το νόημα της πρόκλησης ήταν ότι έπρεπε να αναζητήσει ένα υπερφυσικό σημάδι; Ωστόσο ξανασκέφτηκε ότι οι πνευματικοί δεν ενδιαφέρονταν για την ύπαρξη του δαίμονα, ήταν μάλιστα οι μόνοι στην Εκκλησία που αμφέβαλλαν για την ύπαρξή του. Ανέκαθεν το θεωρούσαν μια βολική πρόφαση, επινοημένη από τα ανθρώπινα όντα, για να αποφεύγουν τις ευθύνες των ενοχών τους και να δίνουν άφεση στα ελαττώματα της φύσης τους. Ο διάβολος υπάρχει μόνο επειδή οι άνθρωποι είναι κακοί. Παραβίασε τις σφραγίδες της πόρτας και μπήκε στο σπίτι. Το φως του φεγγαριού δεν τον ακολούθησε στο εσωτερικό, αλλά σταμάτησε στο κατώφλι. Δεν υπήρχαν θόρυβοι ούτε παρουσίες.
881/1081
Έβγαλε από την τσέπη του το φακό και προχώρησε στο διάδρομο με τους σκούρους τοίχους. Θυμήθηκε την πρώτη του επίσκεψη, όταν ακολούθησε τους καβαλιστικούς συμβολισμούς των αριθμών πίσω από τους πίνακες. Κι όμως, κάτι θα πρέπει να του ξέφυγε, αφού ο πνευματικός τού είχε ζητήσει να επιστρέφει. Πήγε μέχρι το δωμάτιο όπου είχε βρεθεί ετοιμοθάνατος ο Τζερεμάια Σμιθ. Ο διάβολος δεν μένει πια εδώ, σκέφτηκε. Κάτι έλειπε από την προηγούμενη φορά. Το αναποδογυρισμένο τραπεζάκι, τα θραύσματα του φλιτζανιού με το γάλα και τα θρυμματισμένα μπισκότα είχαν αφαιρεθεί από τη Σήμανση. Όπως και τα υλικά αποστειρωμένα γάντια, κομμάτια γάζας, σύριγγες και καθετήρεςπου είχε χρησιμοποιήσει το πλήρωμα του ασθενοφόρου προσπαθώντας να τον συνεφέρει. Δεν υπήρχαν τα φετίχ -η κορδέλα για τα μαλλιά, το κοραλλένιο βραχιολάκι, το ροζ κασκόλ και το
882/1081
ρόλερ- με τα οποία το τέρας ξυπνούσε τα φαντάσματα των νεαρών θυμάτων του για να του κάνουν παρέα τις ατέλειωτες νύχτες της μοναξιάς του. Όμως στη θέση των αντικειμένων συνέχιζαν να πλανώνται ερωτήματα. Πώς είχε καταφέρει ο Τζερεμάια Σμιθ -ένας άνθρωπος σκέτη μετριότητα, αντικοινωνικός, χωρίς τίποτα το ελκυστίκο- να αποσπάσει την εμπιστοσύνη εκείνων των κοριτσιών; Πού τις κρατούσε φυλακισμένες επί ένα μήνα προτού τις σκοτώσει; Πού ήταν η Λάρα; Ο Μάρκους απέφυγε να αναρωτηθεί αν ήταν ακόμα ζωντανή. Είχε κάνει, το καθήκον του με τη μεγαλύτερη δυνατή αφοσίωση και γι’ αυτό δεν θα δεχόταν κανένα διαφορετικό επίλογο. Κοίταξε γύρω του. Ανωμαλίες. Το σημάδι δεν ήταν υπερφυσικό, σκέφτηκε. Αλλά κάτι που μόνον ένας άνθρωπος της πίστης θα μπορούσε να αναγνωρίσει. Αυτή τη φορά
883/1081
έπρεπε να επιστρατεύσει ένα ταλέντο που φοβόταν ότι δεν διέθετε. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο δωμάτιο αναζητώντας κάτι που να παραβίαζε την κανονικότητα. Τη μικρή ρωγμή προς μία άλλη διάσταση. Το πέρασμα που χρησιμοποίησε το κακό για να εξαπλωθεί. « Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εγώ είμαι ο φρουρός που υπερασπίζεται εκείνο το όριο. Μα κάθε τόσο, κάτι καταφέρνει να περάσει». Τα μάτια του στάθηκαν στο παράθυρο. Πίσω από το τζάμι, το φεγγάρι τού έδειχνε κάτι. Ξεδίπλωνε τα φτερά του και κοιτούσε προς το μέρος του. 0 πέτρινος άγγελος τον καλούσε. Βρισκόταν στο κέντρο του κήπου μαζί με τα άλλα αγάλματα. Οι Γραφές έλεγαν ότι ο Εωσφόρος ήταν ένας άγγελος πριν από την
884/1081
πτώση. Ο εκλεκτός του Κυρίου. Αυτό του ήρθε στο νου κι έτρεξε έξω. Σταμάτησε μπροστά σε εκείνη την ψηλή μορφή που φωτιζόταν από μια ωχρή λάμψη. Η αστυνομία δεν είχε καταλάβει τίποτα, σκέφτηκε παρατηρώντας το έδαφος στα πόδια του αγγέλου. Αν εδώ κάτω υπάρχει κάτι, τα αστυνομικά σκυλιά θα έπρεπε να το μυρίσουν. Μα εξαιτίας των δυνατών βροχών των τελευταίων ημερών, οι μυρωδιές που βγάζει το χώμα θα πρέπει να μπέρδεψαν την όσφρηση των σκυλιών. Ο Μάρκους έβαλε τα χέρια του στη βάση του αγάλματος, την έσπρωξε και ο άγγελος κινήθηκε, αποκαλύπτοντας μια σιδερένια καταπακτή από κάτω του. Δεν ήταν κλειδωμένη. Αρκούσε να τραβήξει τη λαβή της. Σκοτάδι, μια έντονη μυρωδιά υγρασίας αναδινόταν σαν δύσοσμη ανάσα από εκείνη
885/1081
την τρύπα. Ο Μάρκους έριξε εκεί μέσα το φως του φακού: έξι σκαλοπάτια οδηγούσαν στην άβυσσο. Καμία φωνή όμως. Κανένας θόρυβος. «Λάρα», φώναξε. Και μετά άλλες τρεις φορές. Μετά, άλλη μία. Αλλά δεν πήρε απάντηση. Αρπάχτηκε από τη σκαλίτσα κι άρχισε να κατεβαίνει. Η δέσμη του φωτός γλίστρησε σε εκείνο τον στενόχωρο μέρος, με το χαμηλό ταβάνι, το δάπεδο με τα πλακάκια, που σε κάποιο σημείο βάθαινε. Κάποτε θα πρέπει να ήταν πισίνα, αλλά κάποιος την είχε μετατρέψει σε μυστικό δωμάτιο. Ο φακός αναζητούσε μια ανθρώπινη παρουσία. Ο Μάρκους φοβόταν ότι τώρα πια θα έβρισκε μόνον ένα βουβό πτώμα. Μα η Λάρα δεν ήταν εκεί. Μόνο μια καρέκλα. Άλλος ένας λόγος που τα σκυλιά δεν μύρισαν τίποτα, σκέφτηκε. Ωστόσο, εκεί τις έφερνε ο
886/1081
Τζερεμάια. Σε εκείνη την τρύπα τις κρατούσε αιχμάλωτες για ένα μήνα και στο τέλος τις σκότωνε. Δεν υπήρχαν αλυσίδες στους τοίχους για διασκεδαστικά παιχνιδάκια βασανισμού ούτε όργανα για σαδιστικά κολπάκια ή κρυφές γωνιές για σεξουαλικές συνευρέσεις. Καμία κακομεταχείριση, καθόλου βία, υπενθύμισε ο Μάρκους στον εαυτό του. Ο Τζερεμάια δεν τις άγγιζε. Όλα άρχιζαν και τελείωναν σε αυτήν την καρέκλα, δίπλα στην οποία ήταν το σκοινί, με το οποίο τις έδενε, κι ένας δίσκος με ένα μαχαίρι καμιά εικοσαριά εκατοστά, με το οποίο μετά τους έκοβε το λαιμό. Όλη η διεστραμμένη φαντασία του τέρατος ήταν εκεί μέσα. Ο Μάρκους πλησίασε την καρέκλα και είδε πάνω της έναν κλειστό φάκελο. Τον πήρε και τον άνοιξε. Στο εσωτερικό του, οι πρωτότυπες κατόψεις του διαμερίσματος της Λάρα, με τη θέση της καταπακτής που ήταν κρυμμένη στο μπάνιο. Μια λίστα με τις μετακινήσεις και τα
887/1081
ωράρια της κοπέλας. Σημειώσεις όπου διαφαινόταν το σχέδιό του να κρύψει το ναρκωτικό στη ζάχαρη. Τέλος, μια χαμογελαστή φωτογραφία της φοιτήτριας. Πάνω στο πρόσωπό της υπήρχε ένα κόκκινο ερωτηματικό. Με κοροϊδεύεις, σκέφτηκε ο Μάρκους, απευθυνόμενος στον πνευματικό. Μέσα στο φάκελο υπήρχαν οι αποδείξεις ότι ο Τζερεμάια είχε πράγματι αρπάξει την κοπέλα. Ωστόσο δεν υπήρχε ίχνος της Λάρα. Όπως και του μυστηριώδους συντρόφου του που τον είχε οδηγήσει ως εκεί. Ο Μάρκους έβραζε από οργή. Ο πνευματικός δεν είχε κρατήσει την υπόσχεσή του. Τον βλαστήμησε, βλαστήμησε και τον εαυτό του. Η κοροϊδία ήταν ανυπόφορη. Δεν ήθελε να μείνει άλλο εκεί. Γύρισε για να ανέβει πάνω, αλλά ο φακός τού ξέφυγε απ’ τα χέρια. Ενώ έπεφτε όμως, φώτισε κάτι πίσω του. Στη γωνία πίσω από την πλάτη του υπήρχε κάποιος.
888/1081
Παρατηρούσε τη σκηνή. Και ήταν ασάλευτος. Στη δέσμη του φωτός, ξεχώριζε μόνον το περίγραμμα ενός μπράτσου. Φορούσε μαύρα. Ο Μάρκους έσκυψε για να πιάσει το φακό και τον σήκωσε αργά προς τον άγνωστο. Δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ένα ράσο κρεμασμένο σε μια κρεμάστρα. Όλα μεμιάς ξεκαθάρισαν. Έτσι πλησίαζε ο Τζερεμάια Σμιθ τα θύματά του. Οι κοπέλες δεν τον φοβούνταν γιατί έβλεπαν έναν άνθρωπο της Εκκλησίας, όχι ένα τέρας. Μία από τις τσέπες του ράσου ήταν φουσκωμένη. Ο Μάρκους πλησίασε κι έχωσε μέσα το χέρι του. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι από φάρμακο και μια υποδερμική σύριγγα σουκίνυλοχολίνη. Δεν είχε κάνει λάθος. Κι όμως, τα αντικείμενα μέσα σε εκείνη την τσέπη αφηγούνταν μια διαφορετική ιστορία. Ο Τζερεμάια είχε κάνει τα πάντα μόνος του.
889/1081
Ήξερε ότι η αδελφή ενός από τα θύματά του είχε εφημερία εκείνο το βράδυ στα ασθενοφόρα για τα βαριά περιστατικά. Έτσι κάλεσε τα Επείγοντα, περιγράφοντας τα συμπτώματα μιας καρδιακής προσβολής. Περίμενε την άφιξη των διασωστών κι έκανε τη δηλητηριώδη ένεση. Μπορούσε να πετάξει τη σύριγγα σε μια γωνιά του δωματίου ή κάτω από ένα έπιπλο: το προσωπικό του ασθενοφόρου δεν θα την έπαιρνε είδηση μες στη φούρια του και η Σήμανση θα την μπέρδευε με τα υλικά που είχαν αφήσει πίσω τους η γιατρός και ο νοσοκόμος μετά την παρέμβασή τους. Δεν μεταμφιέζεται σε ιερέα. Είναι ιερέας. Το σχέδιό του θα πρέπει να ξεκίνησε πριν από μία εβδομάδα, όταν έστειλε τα ανώνυμα σημειώματα σε όλους όσοι εμπλέκονταν στη δολοφονία της Βαλέρια Αλτιέρι. Μετά φρόντισε να στείλει το e-mail που πληροφόρησε τον Πιέτρο Τζίνι για την
890/1081
υπόθεση Φίγκαρο. Και στη συνέχεια τηλεφώνησε στην Καμίλα Ρόκα για να της πει ότι ο Αστορ Γκόγιας θα βρισκόταν στο ξενοδοχείο Εξέντρα έπειτα από μερικές ημέρες. Αυτός είναι ο πνευματικός. Όλον τον καιρό τον είχαν μπροστά στα μάτια τους, χωρίς να ξέρουν ποιος πράγματι ήταν. Όπως και ο χειρουργός Αλμπέρτο Κανεστράρι, ο Τζερεμάια Σμιθ υποκρίθηκε ένα φυσικό θάνατο χρησιμοποιώντας σουκινυλοχολίνη. Καμία τοξικολογική εξέταση δεν θα την εντόπιζε. Αρκούσε μια δόση ενός μιλιγκράμ για να παραλύσει τους αναπνευστικούς μυς. Σε λίγα λεπτά θα πέθαινε από ασφυξία, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τον Κανεστράρι. Το φάρμακο προκαλούσε άμεση παράλυση του σώματος, χωρίς να αφήνει περιθώρια για καμία μεταστροφή. Όμως ο Κανεστράρι δεν προέβλεψε να καλέσει ασθενοφόρο. Αυτός όμως ναι.
891/1081
Τι βλέπει η αστυνομία; Έναν κατά συρροήν δολοφόνο που δεν αποτελεί πια κίνδυνο. Τι βλέπουν οι γιατροί; Έναν ασθενή σε κώμα. Τι έβλεπε ο Μάρκους; Ανωμαλίες. Αργά ή γρήγορα, η επίδραση της σουκινυλοχολίνης θα υποχωρούσε. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο Τζερεμάια Σμιθ θα ξυπνούσε. 23:59 Μπροστά. Σταματούσε. Γύριζε πίσω. Και πάλι από την αρχή. Μπροστά, σταματούσε, γύριζε πίσω. Μέσα στη γαλάζια αίθουσα αναμονής της εντατικής ακουγόταν μόνον εκείνος ο επίμονος και συνεχής ήχος. Ο Μάρκους κοίταξε γύρω του. Κανείς. Προχώρησε προσεκτικά προς την πηγή του θορύβου.
892/1081
Η συρόμενη πόρτα ασφαλείας που οδηγούσε στη μονάδα πήγαινε να κλείσει, μετά σταματούσε απότομα και ξαναγυρνούσε πίσω. Επαναλάμβανε πειθήνια την ίδια κίνηση, χωρίς να καταφέρνει να την ολοκληρώσει. Κάτι μπλόκαρε το μηχανισμό της. Ο Μάρκους πλησίασε για να δει. Ήταν ένα πόδι. Ο αστυνομικός της φρουράς ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο πάτωμα. Παρατήρησε εκείνο το σώμα -τα χέρια, την μπλε στολή, τα παπούτσια με τις λαστιχένιες σόλες- και συνειδητοποίησε ότι κάτι έλειπε. Το κεφάλι, δεν είχε πια κεφάλι. Το κρανίο του είχε εκραγεί από έναν πυροβολισμό εξ επαφής. Είναι μόνον ο πρώτος, είπε μέσα του. Έσκυψε πάνω του και είδε ότι η θήκη που είχε στη ζώνη του ήταν άδεια. Του έδωσε βιαστικά μια ευλογία και ξανασηκώθηκε. Περπατούσε στο λινοτάπητα με κανονικό βήμα και κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά τις
893/1081
αίθουσες ανάνηψης που έβλεπαν στο διάδρομο. Οι ασθενείς κοιμούνταν ανάσκελα, βυθισμένοι σε έναν ατάραχο και αδιάφορο ύπνο. Οι μηχανές ανάσαιναν για λογαριασμό τους. Όλα έμοιαζαν αμετάβλητα. Ο Μάρκους τριγυρνούσε μες στην εξωπραγματική σιωπή. Έτσι πρέπει να είναι η κόλαση, σκέφτηκε. Ένας μετέωρος κόσμος όπου η ζωή δεν είναι πια ζωή, μα ούτε και. θάνατος. Μόνον η ελπίδα τον κρατούσε σε αβεβαιότητα. Έμοιαζε με τέχνασμα ταχυδακτυλουργού. Η ουσία της πλάνης ήταν το ερώτημα που έθετες βλέποντας εκείνα τα άτομα. Πού βρίσκονται; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι ήταν εκεί, χωρίς όμως να είναι. Φτάνοντας στον πάγκο των νοσοκόμων, είδε τρεις από αυτούς που δεν είχαν σταθεί τυχεροί σαν τους ασθενείς που φρόντιζαν. Ή μπορεί και ναι - εξαρτάται πώς το έβλεπε κανείς. Η πρώτη νοσοκόμα ήταν πεσμένη ανάσκελα πάνω στις κονσόλες ελέγχου. Τα μόνιτορ είχαν
894/1081
λεκιαστεί από το αίμα της και η γυναίκα είχε μια βαθιά πληγή στο λαιμό. Η δεύτερη κειτόταν δίπλα στην πόρτα. Είχε δοκιμάσει να φύγει, μάταια όμως: μια σφαίρα την είχε βρει στο στήθος, ρίχνοντάς την προς τα πίσω. Στο βάθος του μικρού δωματίου, ένας άνδρας με άσπρη ποδιά ήταν σωριασμένος στην καρέκλα, τα μπράτσα του κρέμονταν, το κεφάλι του έγερνε πίσω και τα μάτια του κοιτούσαν ένα ακαθόριστο σημείο στο ταβάνι. Το δωμάτιο που φιλοξενούσε τον Τζερεμάια Σμιθ ήταν το τελευταίο στο βάθος. Πήγε προς τα κει, σίγουρος ότι θα έβρισκε ένα αδειανό κρεβάτι. «Έλα μέσα». Η φωνή που του μίλησε ήταν βραχνή και βαθιά, φωνή ανθρώπου που είχε μείνει διασωληνωμένος επί τρεις μέρες. «Είσαι πνευματικός, σωστά;» Προς στιγμήν ο Μάρκους δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει. Μετά πήγε αργά ως την ανοιχτή πόρτα που τον περίμενε. Περνώντας μπροστά από το
895/1081
διαχωριστικό τζάμι, είδε ότι οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες. Διέκρινε πάντως μια σκιά στο κέντρο του δωματίου. Τότε στάθηκε δίπλα στην είσοδο, προφυλαγμένος από τον τοίχο. «Μπες. Μη φοβάσαι». «Είσαι οπλισμένος», του αντέτεινε ο Μάρκους. «Το ξέρω, έλεγξα τον αστυνομικό». Σιωπή. Μετά είδε κάτι να τσουλάει κοντά στα πόδια του μέσα από την πόρτα. Ήταν ένα πιστόλι. «Τσέκαρέ το: είναι γεμάτου. Σαστισμένος ο Μάρκους, δεν ήξερε πώς να φερθεί. Γιατί του το έδινε; Όχι για να παραδοθεί, πάντως. Αυτό είναι το παιχνίδι του, σκέφτηκε. Κι εγώ δεν έχω επιλογή, πρέπει να παίξω. «Δηλαδή είσαι άοπλος;» Ο πυροβολισμός ήταν εκκωφαντικός. Η απάντηση εύγλωττη. Ήταν κι εκείνος οπλισμένος. «Ποιος μου λέει ότι δεν θα με πυροβολήσεις μόλις περάσω το κατώφλι;»
896/1081
«Είναι ο μόνος τρόπος, αν θες να τη σώσεις». «Πες μου πού είναι η Λάρα». Ένα γέλιο. «Για την ακρίβεια, δεν εννοούσα αυτήν». Ο Μάρκους πάγωσε. Ποια ήταν μαζί του; Αποφάσισε να κοιτάξει για μια στιγμή από την πόρτα για να ελέγξει. Αλλά μετά απέμεινε εκεί. Ο Τζερεμάια Σμιθ καθόταν στο κρεβάτι, φορώντας μια νοσοκομειακή πουκαμίσα πολύ κοντή. Τα αραιά μαλλιά του ήταν αχτένιστα και όρθια στο κεφάλι του. Είχε την κωμική όψη ενός ανθρώπου που μόλις ξύπνησε. Με το ένα χέρι του έξυνε το μπούτι του, ενώ με το άλλο κρατούσε ένα πιστόλι στραμμένο στον αυχένα μιας γυναίκας που ήταν γονατισμένη μπροστά του. Η αστυνομικός ήταν μαζί του. Έχοντας ξεκαθαρίσει την προέλευση του δεύτερου όπλου, ο Μάρκους μπήκε στο δωμάτιο.
897/1081
Η Σάντρα φορούσε στους καρπούς τις χειροπέδες που είχε πάρει ο Τζερεμάια από το φρουρό, αφού τον σκότωσε. Είχε αποκοιμηθεί σαν ηλίθια. Ξύπνησε από τρεις πυροβολισμούς, τον έναν πίσω από τον άλλον. Άνοιξε τα μάτια, αναγνωρίζοντας τον ήχο τους. Έψαξε αμέσως στη θήκη του πιστολιού της, μα ήταν άδεια. Μόνον τότε αντιλήφθηκε το άδειο κρεβάτι. Ένας τέταρτος πυροβολισμός και η σκηνή εμφανίστηκε μπροστά στα μάτια της σαν να τη φωτογράφιζε με τη Reflex της. Ο Τζερεμάια σηκώνεται, της κλέβει το πιστόλι. Περνάει μπροστά από το θάλαμο του προσωπικού και καθαρίζει τις νοσοκόμες και το γιατρό της εφημερίας. Ο αστυνομικός στην είσοδο ακούει τους πυροβολισμούς. Μέχρι να ανοίξει την κλειδαριά ασφαλείας, ο Τζερεμάια βρίσκεται ήδη μπροστά στην πόρτα. Μόλις ανοίγει, τον πυροβολεί εξ επαφής.
898/1081
Βάλθηκε να τρέχει για να τον προφτάσει, νομίζοντας ότι θα κατάφερνε, αν και άοπλη, να τον σταματήσει. Ακόμα κι αν δεν είχε νόημα, ένιωθε κατά κάποιον τρόπο υπεύθυνη που υπέκυψε στην κούραση και δεν έμεινε ξύπνια. Μα ίσως να υπήρχε και κάτι άλλο. Γιατί με άφησε ζωντανή; Βγήκε στο διάδρομο και δεν τον είδε. Έτρεξε προς την έξοδο, αλλά, περνώντας μπροστά από το δωμάτιο με τα φάρμακα, τον πήρε το μάτι της. Στεκόταν εκεί και την παρατηρούσε με ένα δυσάρεστο χαμόγελο. Έμεινε άναυδη. Μετά εκείνος τη σημάδεψε και της πέταξε τις χειροπέδες. «Φόρεσέ τες, γιατί σε λίγο αρχίζει το γλέντι». Τώρα, από το πάτωμα του δωματίου, η Σάντρα κοιτούσε με ένταση τον ιερέα με την ουλή στον κρόταφο για να του δώσει να καταλάβει ότι ήταν καλά και δεν έπρεπε να
899/1081
ανησυχεί. Εκείνος έγνεψε για να της δείξει ότι είχε πάρει το μήνυμά της. Ακόμα ένα γέλιο του Τζερεμάια. «Λοιπόν; Χαίρεσαι που με βλέπεις; Λπό καιρό ήθελα να γνωρίσω έναν άλλον πνευματικό. Τόσα χρόνια νόμιζα ότι ήμουν ο μόνος. Είμαι βέβαιος ότι το ίδιο πίστευες κι εσύ. Πώς σε λένε;» Ο Μάρκους όμως δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει παραχωρήσεις. «Έλα», επέμεινε ο Τζερεμάια. «Εσύ ξέρεις το όνομά μου. Το σωστό είναι, να μάθω κι εγώ το όνομα του ανθρώπου που στάθηκε άξιος να με ξετρυπώσει». «Μάρκους», είπε και το μετάνιωσε. «Άσε τη γυναίκα». Ο Τζερεμάια σοβάρεψε. «Λυπάμαι, Μάρκους, φίλε μου. Είναι μέρος του σχεδίου». «Ποιου σχεδίου;»
900/1081
«Στην πραγματικότητα, η επίσκεψή της ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Είχα προβλέψει να πάρω όμηρο μία από τις νοσοκόμες, αλλά μια κι εμφανίστηκε αυτή... Πώς τα λέμε εμείς αυτά;» Έφερε το δείκτη του στα χείλη και κοίταξε ψηλά, παριστάνοντας ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί. «Α, ναι: ανωμαλίες». Ο Μάρκους δεν τσίμπησε, αλλά έμεινε σιωπηλός. «Η παρουσία αυτής της νεαρής κοπέλας επιβεβαιώνει την ορθότητα της άποψης». «Ποιας άποψης;» «“Αν γεννηθεί το κακό, γεννά κι άλλο κακό”. Δεν σου έχει μιλήσει κανείς γι’ αυτό;» Έκανε μια αποδοκιμαστική γκριμάτσα. «Βλέπεις, δεν περίμενα πια να τη συναντήσω. Πριν από καιρό όμως γνώρισα τον άντρα της». Η Σάντρα ύψωσε το βλέμμα πάνω του.
901/1081
Ο Τζερεμάια συνέχισε: «Ο Ντέιβιντ Λεόνι ήταν πολύ καλός ρεπόρτερ, όσο γι’ αυτό, δεν έχω να πω τίποτα. Είχε ξεθάψει την ιστορία των πνευματικών. Τον ακολουθούσα από μακριά και διδάχτηκα πολλά απ’ αυτόν. Ήταν... εποικοδομητικό να μαθαίνεις τόσες λεπτομέρειες για την προσωπική του ζωή». Με τά, κοιτάζοντας την αστυνομικό, συμπλήρωσε: «Ενώ ο άντρας σου ήταν στη Ρώμη, εγώ ήρθα στο Μιλάνο να σε γνωρίσω: μπήκα στο σπίτι σας, έψαξα τα πράγματά σας κι εσύ δεν πήρες χαμπάρι τίποτα». Η Σάντρα θυμήθηκε το τραγουδάκι που ήταν γραμμένο στο μαγνητόφωνο του Ντέιβιντ με τη φωνή του δολοφόνου του. Cheek to cheek. Είχε αναρωτηθεί πώς γινόταν κι αυτό το τέρας ήξερε μια τόσο προσωπική πληροφορία. Μαντεύοντας τις σκέψεις της, ο Τζερεμάια τις επιβεβαίωσε: «Ναι, αγαπητή μου. Εγώ έδωσα ραντεβού στον άντρα σου σ’ εκείνο το
902/1081
εγκαταλελειμμένο γιαπί. Αυτός ο ανόητος πήρε προφυλάξεις, αλλά κατά βάθος με εμπιστευόταν, γιατί πίστευε ότι οι ιερείς είναι εν τέλει όλοι καλοί. Μου φαίνεται όμως ότι άλλαξε γνώμη λίγο προτού τσακιστεί στο έδαφος». Η Σάντρα υποπτευόταν τον Σάλμπερ: η αλήθεια την τάραξε. Ακούγοντάς τον να μιλάει περιφρονητικά και με απύθμενη ειρωνεία για το θάνατο του Ντέιβιντ, ένιωσε να φουντώνει. Αίγο νωρίτερα είχε εμπιστευτεί το πιο κρυφό μυστικό της στο δολοφόνο του άντρα της. Δεν ήταν σε κώμα και την είχε ακούσει να μιλάει για την έκτρωση και τις τύψεις της. Και τώρα κατείχε ακόμα ένα κομμάτι δικό της και του Ντέιβιντ, αφού πρώτα της είχε στερήσει τα πάντα. «Είχε ανακαλύψει το αρχείο των πνευματικών. Καταλαβαίνεις, Μάρκους, δεν μπορούσα να τον αφήσω ζωντανό», δικαιολογήθηκε ο Τζερεμάια.
903/1081
Τώρα η Σάντρα ήξερε ποιο ήταν το κίνητρο και, αν ο άνθρωπος που τη σημάδευε με ένα πιστόλι στον αυχένα ήταν πνευματικός, τότε ο Σάλμπερ είχε δίκιο: κάποιος απ’ αυτούς σκότωσε τον Ντέιβιντ· ωστόσο εκείνη δεν τον είχε πιστέψει. Με τον καιρό, το κακό τούς είχε διαφθείρει. «Όπως και να χει, η γυναίκα του ήρθε στη Ρώμη για να πάρει εκδίκηση. Μα δεν πρόκειται να το παραδεχτεί ποτέ. Έτσι δεν είναι, Σάντρα;» Εκείνη τον κοίταξε με όλο της το μίσος. «Μπορούσα να σε αφήσω να πιστεύεις ότι ήταν ένα ατύχημα», της είπε ο Τζερεμάια. «Αντιθέτως, σου έδωσα τη δυνατότητα να μάθεις την αλήθεια και να με βρεις». «Πού είναι η Λάρα;» τον διέκοψε ο Μάρκους. «Είναι καλά; Ζει ακόμα;» «Όταν κατέστρωσα το σχέδιό μου, σκέφτηκα ότι, μόλις έβρισκες την κρυψώνα μου στη βίλα, θα ερχόσουν εδώ να με ρωτήσεις
904/1081
ακριβώς αυτό». Έκανε μια παύση και τον κοίταξε χαμογελώντας. «Γιατί εγώ ξέρω πού είναι η κοπέλα». «Τότε πες το μου». «Όλα στην ώρα τους, φίλε μου. Από την άλλη, αν δεν ανακάλυπτες το σχέδιό μου μέχρι απόψε, θα θεωρούσα ότι έχω κάθε δικαίωμα να σηκωθώ από αυτό το κρεβάτι και να εξαφανιστώ για πάντα». «Κατάλαβα το σχέδιό σου, στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων. Αοιπόν, γιατί δεν αφήνεις αυτή τη γυναίκα να φύγει και να μου παραδώσεις τη Λάρα;» «Γιατί δεν είναι τόσο απλό: θα πρέπει να κάνεις μια επιλογή». «Δηλαδή;» «Έχω ένα πιστόλι, έχεις ένα πιστόλι. Θα πρέπει να αποφασίσεις ποιος θα πεθάνει απόψε». Χάιδεψε με την κάννη το κεφάλι της γυναίκας. «Θα πυροβολήσω την αστυνομικό. Αν με αφήσεις, θα σου πω μετά πού είναι η
905/1081
Λάρα. Αλλά, αν με σκοτώσεις, θα σώσεις τη ζωή της αστυνομικού, αλλά δεν θα μάθεις ποτέ τι έγινε η φοιτήτρια». «Γιατί θες να σε σκοτώσω;» «Δεν κατάλαβες ακόμα, Μάρκους;» Ο τόνος του και το βλέμμα του, ενώ έκανε αυτή την ερώτηση, άφησαν να φανεί μια απρόσμενη θλίψη. Ήταν λες και ο Τζερεμάια του έλεγε ότι θα έπρεπε να το ξέρει πολύ καλά. «Πες μου εσύ», αντέτεινε ο Μάρκους. «Ο πατήρ Ντέβοκ, αυτός ο γερο-τρελός, είχε ενστερνιστεί απόλυτα τη διδασκαλία των πνευματικών πίστευε ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσεις το κακό ήταν το ίδιο το κακό. Μα καταλαβαίνεις πόση οίηση; Για να το γνωρίσουμε, έπρεπε να εισχωρήσουμε στη σκοτεινή επικράτειά του, να το εξερευνήσουμε από μέσα, να γίνουμε ένα μαζί του. Αλλά μερικοί από εμάς έχασαν το δρόμο της επιστροφής». «Όπως συνέβη σ’ εσένα».
906/1081
«Και σε άλλους πριν από μένα», συμπλήρωσε ο Τζερεμάια. «Θυμάμαι ακόμα τότε που με στρατολόγησε ο Ντέβοκ. Οι γονείς μου ήταν πολύ θρήσκοι, από εκείνους κληρονόμησα την κλίση προς τα θεία. Ήμουν δεκαοχτώ χρονών, φοιτούσα σε ιερατική σχολή. Ο πατήρ Ντέβοκ με πήρε κοντά του, με έμαθε να βλέπω τον κόσμο με τα μάτια του κακού. Μετά έσβησε το παρελθόν μου, την ταυτότητά μου, ρίχνοντάς με για πάντα σε αυτόν τον ωκεανό των σκιών». Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό του. «Γιατί άρχισες να σκοτώνεις;» «Πάντα πίστευα ότι ανήκα στις τάξεις των καλών. Κι ότι αυτό με έκανε καλύτερο άνθρωπο απ’ τους άλλους». Το είπε σαρκαστικά. «Αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να βεβαιωθώ ότι δεν ήταν μόνον ιδέα μου. Μπορούσα να το κάνω μόνο αν έμπαινα στη δοκιμασία. Άρπαξα την πρώτη κοπέλα, τη μετέφερα στην κρυψώνα. Το είδες κι εσύ: δεν
907/1081
υπάρχουν όργανα βασανισμού, γιατί δεν ένιωθα ευχαρίστηση με αυτό που έκανα. Δεν είμαι σαδιστής». Υπερασπιζόταν τον εαυτό του γεμάτος θλίψη. «Την κράτησα στη ζωή, επειδή έψαχνα έναν καλό λόγο να την αφήσω να φύγει. Λλλά κάθε μέρα το ανέβαλλα. Εκείνη έκλαιγε, απελπιζόταν, με ικέτευε να την ελευθερώσω. Έδωσα ένα μήνα καιρό στον εαυτό μου για να αποφασίσω. Στο τέλος κατάλαβα ότι δεν ένιωθα κανέναν οίκτο. Και τη σκότωσα». Ήταν η Τερέζα. Η Σάντρα θυμήθηκε το όνομα της αδελφήζ της Μόνικα, της γιατρού που, σε αντίθεση με τις δικές του πράξεις, του έσωσε τη ζωή. «Μα δεν Συνέχιζα να πνευματικός, εγκληματίες,
ήμουν ακόμα ικανοποιημένος. εκτελώ τα καθήκοντά μου ως εντοπίζοντας εγκλήματα και χωρίς να υποψιάζεται, τίποτα ο
908/1081
Ντέβοκ. Ήμουν δύο πράγματα μαζί, ανήκα και στους δίκαιους και στους αμαρτωλούς. Έπειτα από λίγο επανέλαβα τη δοκιμασία με μια δεύτερη κοπέλα. Και μετά με μια τρίτη και μια τέταρτη. Από εκείνες κρατούσα ένα αντικείμενο, κάτι σαν ενθύμιο, ελπίζοντας πως με τον καιρό θα με βοηθούσε να νιώσω ενοχές γι’ αυτό που είχα κάνει. Μα το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο: κανένα έλεος. Είχα εθιστεί τόσο στο κακό, ώστε δεν κατάφερνα να διακρίνω ανάμεσα σε όσα συναντούσα ερευνώντας και σε όσα έκανα ο ίδιος. Και θες να μάθεις την παράλογη κατάληξη αυτής της ιστορίας; Όσο περισσότερο κακό έκανα τόσο πιο ικανός γινόμουν στο να το ανακαλύπτω. Από εκείνη τη στιγμή έσωσα δεκάδες ζωές, απέτρεψα πάμπολλα εγκλήματα». Γέλασε πικρά. «Οπότε, αν τώρα σε σκοτώσω, θα σώσω τη ζωή αυτής της γυναίκας και θα χάσω τη Λάρα». Ο Μάρκους άρχιζε να καταλαβαίνει.
909/1081
«Αν δεν το κάνω, θα μου πεις πού είναι η φοιτήτρια, αλλά μετά θα πυροβολήσεις την αστυνομικό. Όπως και να "χει, βγαίνω χαμένος. Εγώ είμαι το αληθινό σου θύμα. Στην πραγματικότητα, η μία επιλογή αντισταθμίζει την άλλη: θες να αποδείξεις ότι, μόνον κάνοντας κακό, μπορείς να κάνεις καλό». «Το καλό έχει πάντα ένα τίμημα, Μάρκους. Το κακό είναι δωρεάν». Η Σάντρα ήταν ανάστατη. Μα δεν ήθελε να μένει απλός θεατής σε αυτή την παράλογη κατάσταση. «Άσε να με σκοτώσει ο μαλάκας», είπε. «Και μάθε πού είναι η Λάρα. Είναι έγκυος». Ο Τζερεμάια τη χτύπησε με τη λαβή του πιστολιού. «Μην την αγγίξεις», τον απείλησε ο Μάρκους.
910/1081
«Μπράβο, έτσι μ’ αρέσεις. Θέλω να σε δω να ενεργοποιείσαι ξανά. Η οργή είναι το πρώτο βήμα». Ο Μάρκους δεν ήξερε ότι η Λάρα ήταν έγκυος. Η αποκάλυψη τον τάραξε. Ο Τζερεμάια το κατάλαβε. «Ποιο πονάει περισσότερο: να βλέπεις να σκοτώνουν κάποιον μπροστά στα μάτια σου ή να ξέρεις ότι κάποιος πεθαίνει μακριά από δω; Την αστυνομικό ή τη Λάρα και το παιδί που έχει στην κοιλιά της; Αποφάσισε». Ο Μάρκους έπρεπε να κερδίσει χρόνο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ελπίζει στην άφιξη της αστυνομίας. Τι θα γινόταν σε αυτή την περίπτωση; Ο Τζερεμάια δεν είχε τίποτα να χάσει. «Αν σ’ αφήσω να σκοτώσεις την αστυνομικό, ποιος μου εγγυάται ότι μετά θα μου πεις πού είναι η Λάρα; Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσες να τις σκοτώσεις και τις δύο. Με την ελπίδα ότι ίσως έτσι θα ξυπνήσεις την
911/1081
οργή μου και θα με αναγκάσεις να πάρω εκδίκηση. Για να βγεις εσύ ο νικητής». Ο Τζερεμάια του έκλεισε το μάτι. «Έκανα στ' αλήθεια καλή δουλειά μαζί σου, δεν χωράει αμφιβολία». Ο Μάρκους δεν καταλάβαινε. «Τι σημαίνει αυτό;» «Σκέψου, Μάρκους: πώς έφτασες σ’ εμένα;» «Η σουκινυλοχολίνη που πήρε ο Λλμπέρτο Κανεστράρι: την ιδέα σού την έδωσε αυτή η τελευταία υπόθεση». «Μόνον αυτή; Είσαι βέβαιος;» Ο Μάρκους έπρεπε να βάλει το μυαλό του να σκεφτεί. «Εμπρός, μη με απογοητεύεις. Σκέψου τις λέξεις που έχω γραμμένες στο θώρακα». Σκότωσε με. Τι ήθελε να του πει; «Θα σου δώσω μια μικρή βοήθεια: πριν από λίγο καιρό αποφάσισα να αποκαλύψω τα μυστικά του αρχείου μας σε συγγενείς ή γνωστούς των θυμάτων σε υποθέσεις που
912/1081
επίσημα έμειναν ανεπίλυτες. Εγώ, όμως, τις έλυσα. Εξαφάνισα βέβαια από το αρχείο τα πορίσματα των ερευνών και τα παρέδωσα σ’ αυτούς. Ωστόσο, σκέφτηκα ότι, αφού ήμουν κι εγώ ένοχος, έπρεπε να δώσω την ίδια ευκαιρία σε όσους είχα κάνει να υποφέρουν. Γι’ αυτό σκηνοθέτησα την όλη ιστορία με το ασθενοφόρο και το δήθεν έμφραγμα. Αν, αντί να με συνεφέρει, η νεαρή γιατρός με είχε αφήσει να πεθάνω, θα είχα πληρώσει το χρέος μ,ου. Αλλά η αδελφή της Τερέζα επέλεξε να μου σώσει τη ζωή». Λεν έκανε και σπουδαία επιλογή, σκέφτηκε η Σάντρα. Το κακό που είχε αποφύγει να κάνει η Μόνικα είχε βρει έναν άλλο τρόπο να εκδηλωθεί. Γ ι αυτό βρίσκονταν εκεί, επειδή η κοπέλα εκείνη ήταν καλή. Ήταν παράλογο. «Κι όμως, ήταν τόσο προφανές ότι είχα στήσει τα πάντα. Μέχρι που το έγραψα και
913/1081
πάνω μου για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις... Αλλά κανείς δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τούτες τις λέξεις. Τι σου θυμίζει αυτό;» Ο Μάρκους σκάλισε το μυαλό του. «Το φόνο της Βαλέρια Αλτιέρι. Αυτό που ήταν γραμμένο με αίμα πάνω απ’ το κρεβάτι. EVIL». «Μπράβο», τον συνεχάρη ο Τζερεμάια. «Όλοι διάβαζαν £V7L, το κακό, αλλά ήταν LIVE. Έψαχναν μια σέχτα, εξαιτίας του τριγωνικού συμβόλου που είχε γίνει από το αίμα των θυμάτων στη μοκέτα, αλλά κανείς δεν σκέφτηκε μια βιντεοκάμερα. Οι απαντήσεις βρίσκονται πάντα μπροστά στα μάτια μας - Σκότωσε με. Και κανείς δεν τις βλέπει ποτέ. Κανείς δεν θέλει να τις δει». Ο Μάρκους μάντευε σε τι πρότυπο βασίστηκε εκείνο το πρωτάκουστο σχέδιο. «Η υπόθεση Φεντερίκο Νόνι. Όλοι έβλεπαν ένα νεαρό σε αναπηρικό καροτσάκι, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ήταν ο δολοφόνος
914/1081
της αδελφής του και, κυρίως, ότι μπορούσε να περπατήσει. Το ίδιο συνέβη και μ’ εσένα: ένας άνθρωπος σε κώμα, κατά τα φαινόμενα ακίνδυνος. Μόνον ένας αστυνομικός για να σε φυλάει. Αφού απέκλεισαν το έμφραγμα, κανένας γιατρός δεν μπορούσε να καταλάβει τι έχεις. Εσύ όμως ήσουν υπό την επήρεια της σουκινυλοχολίνης, που σύντομα θα περνούσε». «Ο οίκτος μάς εξαπατά, Μάρκους. Αν ο Πιέτρο Τζίνι δεν λυπόταν τον Φεντερίκο Νόνι, θα τον είχε συλλάβει αμέσως. Αν αυτή η αστυνομικός δεν με λυπόταν, δεν θα μου μιλούσε για το παιδί που ξεφορτώθηκε με έκτρωση. Και τώρα ανησυχεί που η Λάρα είναι έγκυος». Γέλασε περιφρονητικά. «Κάθαρμα! Δεν ένιωσα κανέναν οίκτο για σένα». Στη στάση που ήταν, η Σάντρα ένιωθε να πονάει η πλάτη της. Όμως συνέχιζε να σκέφτεται πώς να του ξεφύγει. Μπορούσε να
915/1081
εκμεταλλευτεί μια στιγμή που ο Τζερεμάια θα ήταν αφηρημένος και να δοκιμάσει να του ορμήσει. Τότε ο Μάρκους -έτσι λεγόταν ο πνευματικός, τώρα πια το ήξερε- θα μπορούσε να τον αφοπλίσει. Μετά, θα έπιανε στις κλοτσιές εκείνο το τέρας, μέχρι να τους αποκαλύψει πού βρισκόταν η Λάρα. «Δεν έμαθα τίποτα από σένα», του απάντησε ο Μάρκους. «Υποσυνείδητα υιοθέτησες αυτές τις διδαχές και έφτασες μέχρις εδώ. Τώρα εσύ πρέπει να αποφασίσεις αν θα προχωρήσεις παραπέρα». Τον κοίταξε σοβαρός. «Σκότωσέ με». «Δεν είμαι δολοφόνος». «Είσαι βέβαιος; Για να αναγνωρίζεις το κακό, πρέπει να το έχεις μέσα σου. Είσαι σαν εμένα. Γι’ αυτό κοίτα μέσα σου και θα καταλάβεις». Ο Τζερεμάια στήριξε καλύτερα την κάννη στο κεφάλι της Σάντρα κι έφερε το
916/1081
άλλο του χέρι πίσω από την πλάτη του, παίρνοντας ετοιμοπόλεμη στάση. Σαν δήμιος έτοιμος για την εκτέλεση. «Τώρα θα μετρήσω ως το τρία. Δεν έχεις πολύ χρόνο». Ο Μάρκους σήκωσε το πιστόλι στον Τζερεμάια: ήταν ένας τέλειος στόχος, από εκείνη την απόσταση μπορούσε να τον πετύχει εύκολα. Αλλά πρώτα κοίταξε και πάλι τη γυναίκα: κατάλαβε ότι ετοιμαζόταν να κάνει κάτι για να ελευθερωθεί. Έπρεπε μόνο να περιμένει να κάνει μια κίνηση, μετά θα τραυμάτιζε τον Τζερεμάια, χωρίς να τον σκοτώσει. «Ένα». Η Σάντρα δεν του άφησε περιθώριο να μετρήσει: σηκώθηκε απότομα, καταφέρνοντας να χτυπήσει με τον ώμο της το πιστόλι στο χέρι του Τζερεμάια. Αλλά μόλις έκανε το πρώτο βήμα προς τον Μάρκους, ένιωσε ένα σπασμό στη σπονδυλική στήλη. Πίστεψε ότι
917/1081
χτυπήθηκε, κατάφερε ωστόσο να φτάσει κοντά του και να βρει καταφύγιο πίσω του. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ακούσει πυροβολισμό. Έφερε αμέσως το χέρι στην πλάτη της κι ένιωσε με την αφή το αντικείμενο που είχε καρφωθεί ανάμεσα στους σπονδύλους της. Το αναγνώρισε. «Θεέ μου». Ήταν μια σύριγγα. Ο Τζερεμάια τρανταζόταν από τα γέλια στην άκρη του κρεβατιού. «Σουκινυλοχολίνη», φώναξε. Ο Μάρκους κοιτούσε το χέρι που είχε βγάλει αιφνιδιαστικά ο άντρας πίσω από τη ράχη του. Είχε προβλέψει ακόμα και την αντίδραση της αστυνομικού. «Είναι απίστευτο τι βρίσκει κανείς σ’ ένα νοσοκομείο, ε;» είπε ο Τζερεμάια. Την είχε ετοιμάσει αφού πυροβόλησε το φρουρό, να γιατί τον είχε βρει μπροστά στο
918/1081
δωμάτιο με τα φάρμακα. Αργά το κατάλαβε... Ένιωσε στην αρχή ένα μούδιασμα στα μέλη, που απλώθηκε γρήγορα προς το λαιμό της. Δεν κατάφερνε να κουνήσει το κεφάλι της, ενώ τα πόδια της υποχώρησαν. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Το σώμα της κινούνταν σπασμωδικά και δεν μπορούσε να το ελέγξει. Μετά ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Ήταν λες και στο δωμάτιο δεν υπήρχε πια αέρας. Σαν ένα κανονικό ενυδρείο, σκέφτηκε, ενώ θυμόταν τον παραλληλισμό που είχε κάνει μπαίνοντας σε εκείνο το μέρος. Μα γύρω της δεν υπήρχε νερό. Απλώς αυτή δεν κατάφερνε να φυλακίσει το οξυγόνο. Ο Μάρκους έπεσε πάνω στη γυναίκα: χτυπιόταν και μελάνιαζε. Δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει. Ο Τζερεμάια του έδειξε το λαστιχένιο σωλήνα δίπλα στο κρεβάτι. «Για να τη σώσεις, πρέπει να της χώσεις αυτό στο λαιμό. Ή να
919/1081
σημάνεις συναγερμό, αλλά πρώτα θα πρέπει να με σκοτώσεις, αλλιώς δεν θα σε αφήσω». Ο Μάρκους κοίταξε το πιστόλι που είχε αφήσει καταγής. «Της μένουν μόλις τέσσερα λεπτά, ίσως πέντε. Μετά τα πρώτα τρία οι εγκεφαλικές βλάβες είναι ανεπανόρθωτες. Θυμήσου, Μάρκους: στο όριο ανάμεσα στο καλό και το κακό υπάρχει ένας καθρέφτης. Αν κοιτάξεις μέσα του, θα ανακαλύψεις την αλήθεια. Γιατί κι εσύ...» Ο πυροβολισμός διέκοψε τη φράση του. Ο Τζερεμάια έπεσε προς τα πίσω με τα χέρια διάπλατα και το κεφάλι γερμένο κάτω από το κρεβάτι. Ο Μάρκους αδιαφόρησε γι’ αυτόν και το πιστόλι που κρατούσε ακόμα στο χέρι του, αφού πάτησε τη σκανδάλη, και επικεντρώθηκε στη γυναίκα. «Σε παρακαλώ, κρατήσου». Μετά πήγε προς την πόρτα και κατέβασε το
920/1081
λεβιέ του αντιπυρικού συναγερμού. Ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος να ζητήσει βοήθεια. Η Σάντρα δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν. Ένιωθε ότι έχανε τις αισθήσεις της. Τα πνευμόνια της καίγονταν και δεν μπορούσε να κινηθεί, δεν μπορούσε να ουρλιάξει. Όλα συνέβαιναν μέσα της. Ο Μάρκους γονάτισε και της έπιασε το χέρι. Παρακολουθούσε ανήμπορος τη σιωπηλή μάχη της αστυνομικού. «Κάντε στην άκρη». Η επιτακτική φωνή ερχόταν από πίσω του. Υπάκουσε και είδε μια λεπτοκαμωμένη κοπέλα με άσπρη ποδιά να πιάνει τη Σάντρα από τα μπράτσα και να τη σέρνει στο πιο κοντινό άδειο κρεβάτι. Τη βοήθησε σηκώνοντας τα πόδια. Την ξάπλωσαν. Η κοπέλα πήρε ένα λαρυγγοσκόπιο από ένα τρόλεϊ με είδη πρώτων βοηθειών και
921/1081
διάσωσης. Το έβαλε στο λαιμό της γυναίκας και, με ψυχραιμία, πέρασε ένα σωλήνα, τον οποίο στη συνέχεια συνέδεσε στο αναπνευστικό μηχάνημα. Την ακροάστηκε με το στηθοσκόπιο. «Ο σφυγμός επανέρχεται», είπε. «Ίσως προλάβαμε». Έπειτα στράφηκε στο άψυχο σώμα του Τζερεμάια Σμιθ. Κοίταξε την τρύπα της σφαίρας στον κρόταφό του. Και μετά την ουλή στον κρόταφο του Μάρκους, έκπληκτη από αυτή την παράξενη αναλογία. Μόνον τότε την αναγνώρισε ο Μάρκους. Ήταν η Μόνικα, η αδελφή της Τερέζα. Αυτή τη φορά είχε σώσει τη ζωή της αστυνομικού. «Φύγετε από δω», του είπε η νεαρή γιατρός. Εκείνος δεν κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε. «Πηγαίνετε», επανέλαβε εκείνη. «Κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει γιατί τον πυροβολήσατε». Ο Μάρκους δίσταζε. «Εγώ ξέρω καλά γιατί», πρόσθεσε εκείνη.
922/1081
Εκείνος στράφηκε στην αστυνομικό που, στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει το χρώμα της. Διέκρινε μια λάμψη στα διάπλατα μάτια της. Ήταν σύμφωνη. Τη χάιδεψε και απομακρύνθηκε προς μια έξοδο υπηρεσίας.
Ένα χρόνο νωρίτερα
Πριπιάτ
Το ηλιοβασίλεμα πλήγωνε τον ορίζοντα πάνω από το Τσερνόμπιλ. Η κεντρική εγκατάσταση, που απλωνόταν γαλήνια δίπλα στο ποτάμι, ήταν ένα κοιμισμένο ηφαίστειο. Στην πραγματικότητα, αυτό που φαινόταν σβηστό και άκακο ήταν πιο ζωντανό και θανατηφόρο από ποτέ και θα συνέχιζε να σκορπίζει το θάνατο και τις αναπηρίες επί χιλιετίες. Λπό το δρόμο ο κυνηγός μπορούσε να απολαύσει τη θέα των αντιδραστήρων, ανάμεσά τους και ο νούμερο τέσσερα, υπεύθυνος για την πιο μεγάλη πυρηνική καταστροφή της Ιστορίας, τυλιγμένος τώρα
925/1081
στην εύθραυστη σαρκοφάγο του από μολύβι και οπλισμένο σκυρόδεμα. Η άσφαλτος ήταν γεμάτη τρύπες και οι αναρτήσεις του παλιού Volvo βογκούσαν σε κάθε τράνταγμα. Συνέχισε κατά μήκος μιας απέραντης έκτασης με πυκνά δάση. Μετά το δυστύχημα, εξαιτίας του ραδιενεργού ανέμου, τα δέντρα είχαν αλλάξει χρώμα. Ο κόσμος της περιοχής, όσο ακόμα αγνοούσε τι πραγματικά συνέβαινε, είχε επινοήσει την έκφραση «το κόκκινο δάσος». Η σιωπηλή αποκάλυψη ξεκίνησε στις 24 Απριλίου του 1986 στη 1:23 το ξημέρωμα. Οι Αρχές θέλησαν να υποβαθμίσουν το γεγονός και προσπάθησαν να συγκαλύψουν τα πάντα. Ανησυχούσαν περισσότερο μη μαθευτεί, παρά για τη δημόσια υγεία. Η εκκένωση της περιοχής άρχισε μόνον τριάντα έξι ώρες μετά το συμβάν. Η πόλη Πριπιάτ υψωνόταν σε μικρή απόσταση από τους αντιδραστήρες. Ο κυνηγός
926/1081
είδε το περίγραμμά της να εμφανίζεται σαν φάντασμα πέρα από το παρμπρίζ. Ούτε ενα φως ούτε ένα ίχνος ζωής ανάμεσα στα ψηλά κτίρια από τσιμέντο που χτίστηκαν μαζί με τον κεντρικό σταθμό. Τη χρονιά που εκκενώθηκε είχε 47.000 κατοίκους. Ήταν μια σύγχρονη πόλη, με καφέ, εστιατόρια, σινεμά, θέατρα, αθλητικά κέντρα και δύο πλήρη νοσοκομεία. Οι συνθήκες της ζωής ήταν καλύτερες απ’ ό,τι σε άλλα μέρη της χώρας. Τώρα ήταν μια θλιβερή ασπρόμαυρη καρτ ποστάλ. Μια μικρή αλεπού διέσχισε το δρόμο, ο κυνηγός αναγκάστηκε να φρενάρει για να μην τη χτυπήσει. Η φύση είχε εκμεταλλευτεί την απουσία του ανθρώπου, πολλά ζωικά και φυτικά είδη είχαν ανακτήσει το περιβάλλον που, όλως παραδόξως, είχε γίνει ένας επίγειος παράδεισος. Όμως κανείς δεν μπορούσε να πει τι θα συν έβαινε στο μέλλον εξαιτίας των
927/1081
παρατεταμένων παρενεργειών της ραδιενέργειας. Ο κυνηγός είχε στο διπλανό του κάθισμα έναν μετρητή Γκάιγκερ που συνέχιζε να εκπέμπει τον ηλεκτρικό ρυθμικό χτύπο του, σαν κωδικοποιημένο μήνυμα που ερχόταν από μια άλλη διάσταση. Δεν του έμενε πολύς χρόνος. Είχε αναγκαστεί να δωροδοκήσει έναν Ουκρανό υπάλληλο για να πάρει άδεια πρόσβασης στην αποκλεισμένη περιοχή. Η απαγόρευση ίσχυε για μία ακτίνα τριάντα χιλιομέτρων με κέντρο τις άχρηστες πια εγκαταστάσεις. Έπρεπε να εκμεταλλευτεί το σούρουπο για να ολοκληρώσει την έρευνά του. Και σύντομα θα σκοτείνιαζε. Άρχισε να συναντάει στρατιωτικά οχήματα εγκαταλελειμμενα στις άκρες του δρόμου. Υπήρχαν εκατοντάδες. Ένα πραγματικό κοιμητήριο φορτηγών, ελικοπτέρων, τανκς και μεταφορικών μέσων καθε είδους. Είχαν χρησιμοποιηθεί από το στρατό που επενεβη
928/1081
για να κουκουλώσει την κατάστασή, αλλα στο τέλος των επιχειρήσεων ήταν τόσο μολυσμένα, ώστε αποφάσισαν να τα παρατήσουν εκεί. Μια σκουριασμένη ταμπέλα με κυριλλικούς χαρακτήρες τον καλωσόρισε στην περιοχή των κατοικιών. Στις παρυφές της βρισκόταν ένα λούνα παρκ, όπου τα παιδιά συνέχισαν να παίζουν ακόμα και την επόμενη μέρα του δυστυχήματος. Ήταν το πρώτο μέρος που χτυπήθηκε από το ραδιενεργό νέφος. Η μεγάλη ρόδα είχε απομείνει εκεί, ένας σκελετός σκουριασμένος από την όξινη βροχή. Μερικά τσιμεντένια μπλόκια ήταν τοποθετημένα στη μέση του δρόμου για να εμποδίζουν την πρόσβαση στο Πριπιάτ. Στα συρματοπλέγματα κρέμονταν προειδοποιητικές πινακίδες. Ο κυνηγός σταμάτησε το αυτοκίνητο, σκοπεύοντας να συνεχίσει με τα πόδια. Πήρε ένα σάκο από το πορτμπαγκάζ και τον έριξε στον ώμο του.
929/1081
Κρατώντας το μετρητή Γκάιγκερ, χώθηκε μες στην πόλη-φάντασμα. Η είσοδός του χαιρετίστηκε από το τιτίβισμα των πουλιών, του οποίου ο αντίλαλος χανόταν μαζί με τον απόηχο των βημάτων του μες στους δρόμους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Το παγερό φως της μέρας έσβηνε βιαστικά και το κρύο όλο και δυνάμωνε. Κάθε τόσο του φαινόταν ότι άκουγε φωνές να κυνηγιούνται στους άδειους δρόμους. Ηχητικές αυταπάτες ή ίσως αρχαίοι ήχοι φυλακισμένοι για πάντα σε έναν τόπο όπου ο χρόνος δεν είχε πια νόημα. Μερικοί λύκοι τριγυρνούσαν μες στα ερείπια. Μπορούσε να τους ακούσει ή να διακρίνει την παρουσία τους με τη μορφή γκρίζων κηλίδων. Προς το παρόν κρατιούνταν μακριά του, αλλά τον παρατηρούσαν. Έλεγξε το χάρτη που είχε μαζί του και μετά κοίταξε γύρω του. Κάθε πολυκατοικία είχε
930/1081
έναν αριθμό γραμμένο με πηχυαίους χαρακτήρες και άσπρη μπογιά στην πρόσοψή της. Αυτή που τον ενδιέφερε ήταν η πολυκατοικία 109. Κάποτε στον ενδέκατο όροφό της έμεναν ο Ντίμα Καρολίζιν και οι γονείς του. Οι κυνηγοί το ξέρουν. Πρέπει να αρχίζεις την έρευνα όχι από τον τελευταίο φόνο της σειράς, αλλά απ’ τον πρώτο. Γιατι ο δολοφόνος δεν έχει ακόμα διδαχτεί από την εμπειρία και είναι πιο εύκολο να κάνει λάθος. Το πρώτο θύμα αντιστοιχεί σε ένα είδος «δείγματος μηδέν», απ’ όπου ξεκινάει η ατελείωτη αλυσίδα της καταστροφής, μέσω της οποίας μπορείς να μάθεις πολλά πράγματα για τον κατά συρροήν δολοφόνο. Απ’ όσο ήξερε ο κυνηγός, ο Ντίμα ήταν το πρώτο άτομο στο οποίο ενσαρκώθηκε ο τρανσφορμιστής, όταν ήταν μόλις οχτώ χρονών, προτού τον μεταφέρουν στο ορφανοτροφείο του Κιέβου.
931/1081
Αναγκάστηκε να ανέβει από τις σκάλες, μια και δεν υπήρχε ενέργεια για να λειτουργήσει το ασανσέρ. Κι όμως, όλως παραδόξως, αυτοί οι χώροι ήταν γεμάτοι από ενέργεια - από ραδιενέργεια. Ο μετρητής Γκάιγκερ κατέγραφε νέα υψηλά όρια. Ο κυνηγός ήξερε ότι οι κλειστοί χώροι ήταν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους ανοιχτούς. Η ραδιενέργεια συγκεντρωνόταν κυρίως στα πράγματα. Καθώς ανέβαινε, έβλεπε ό,τι είχε απομείνει από τα ακατοίκητα διαμερίσματα, ό,τι είχε διασωθεί από τα τσακάλια. Αναπαρήγε με ακρίβεια τις οικιακές στιγμές που διακόπηκαν τη στιγμή της εκκένωσης: ένα γεύμα που έμεινε στη μέση· μια παρτίδα σκάκι που δεν τελείωσε ποτέ· ρούχα απλωμένα να στεγνώσουν σε ένα καλοριφέρ- ένα ξέστρωτο κρεβάτι. Η πόλη ήταν μια τεράστια συλλογική ανάμνηση, όπου ο καθένας, δραπετεύοντας ξαφνικά, άφησε πίσω του τις αναμνήσεις του.
932/1081
Τα φωτογραφικά άλμπουμ, τα πιο οικεία και πολύτιμα αντικείμενα, τα οικογενειακά κειμήλια: όλα να περιμένουν μια επιστροφή που δεν θα ερχόταν ποτέ. Τα πάντα μετέωρα. Σαν το κενο σκηνικό μετά την παράσταση, όταν οι ηθοποιοί φεύγουν ξεσκεπάζοντας το μύθο. Σαν μια περιφρονητική κίνηση του χρονου. Θλιβερή αλληγορία της ζωής και του θανάτου μαζί. Αυτού που ήταν και που δεν θα υπήρχε ποτέ ξανά. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι άνθρωποι δεν θα ξαναπατούσαν το πόδι τους στο Πριπιάτ τα επόμενα εκατό χιλιάδες χρόνια. Μόλις μπήκε στο διαμέρισμα των Καρολίζιν, ο κυνηγός παρατήρησε ότι ήταν σχεδόν ανέπαφο. Ο στενός διάδρομος οδηγούσε σε τρία δωμάτια, μια κουζίνα κι ένα μπάνιο. Η ταπετσαρία στους τοίχους ήταν σκισμένη σε πολλά σημεία, είχε υποκύψει στην υγρασία. Η σκόνη σκέπαζε τα πάντα σαν διάφανο σάβανο. Ο κυνηγός άρχισε να τριγυρνάει στα δωμάτια.
933/1081
Στην κρεβατοκάμαρα του Κονσταντίν και της Άνια τα πάντα ήταν τακτοποιημένα. Μες στην ντουλάπα υπήρχαν ακόμα όλα τα ρούχα. Στο δωμάτιο του Ντίμα, δίπλα στο κρεβάτι, ήταν στρωμένο ένα ντιβανάκι. Στην κουζίνα, το τραπέζι ήταν στρωμένο για τέσσερις. Στο σαλόνι υπήρχαν άδεια μπουκάλια βότκας. Ο κυνηγός ήξερε γιατί. Όταν μαθεύτηκε το δυστύχημα στην πόλη, οι υγειονομικές Αρχές διέδωσαν την ψευδή είδηση ότι το αλκοόλ αποδυνάμωνε τη ραδιενέργεια. Στην πραγματικότητα, ήταν ένας ύπουλος τρόπος για να καταβάλουν τη θέληση του πληθυσμού και να εμποδίσουν τις διαμαρτυρίες. Πάνω στο τραπεζάκι, για ακόμα μία φορά, ο κυνηγός μέτρησε τέσσερα ποτήρια. Η επανάληψη αυτού του αριθμού δεν μπορούσε να σημαίνει παρά ένα πράγμα. Οι Καρολιζιν είχαν έναν φιλοξενούμενο.
934/1081
Ο κυνηγός πλησίασε σε ένα έπιπλο όπου φιγουράριζε μια κορνίζα: μέσα της μια οικογενειακή φωτογραφία. Μια γυναίκα, ένας άντρας, ένα παιδί. Όμως τα πρόσωπα ήταν μουντζουρωμένα. Γυρνώντας πίσω, αντιλήφθηκε ότι υπήρχαν τέσσερα ζευγάρια παπούτσια δίπλα στην εξώπορτα. Ένα ανδρικό, ένα γυναικείο. Δύο παιδικά. Συνδύασε όλες αυτές τις λεπτομέρειες κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο τρανσφορμιστής έφτασε σε αυτό το σπίτι κάποια ώρα αμέσως μετά το δυστύχημα στον κεντρικό σταθμό. Οι Καρολίζιν, αγνοώντας ποιος ήταν, του πρόσφεραν φιλοξενία. Εκείνες τις στιγμές του φόβου και της ταραχής δεν τους πήγαινε η καρδιά να εμπιστευτούν ένα παιδί μόνο και τρομαγμένο στις Αρχές. Δεν φαντάζονταν τι είδους τέρας έμπαζαν στο σπίτι τους. Έτσι του πρόσφεραν ένα ζεστό πιάτο φαί και τον έβαλαν να κοιμηθεί μαζί με
935/1081
τον Ντίμα. Μετά θα πρέπει να συνέβη κάτι. Ίσως κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η οικογένεια Καρολιζιν εξαφανίστηκε και ο τρανσφορμιστής πήρε τη θέση του Ντίμα. Πού κατέληξαν τα πτώματα; Αλλά, κυρίως, ποιο ήταν αυτό το παιδί; Και από πού ξεφύτρωσε; Το σκοτάδι είχε ήδη αρχίσει να πολιορκεί τις πύλες της πόλης. Ο κυνηγός έβγαλε από το σάκο το φακό του, έχοντας σκοπό να εγκαταλειψει το διαμέρισμα. Θα γυρνούσε την επόμενη μέρα, πάντα την ίδια ώρα. Δεν επρόκειτο να περάσει τη νύχτα σε εκείνο το μέρος. Ενώ πήγαινε προς τις σκάλες, μια ξαφνική σκέψη τον έβαλε σε υποψίες. Γιατί ειδικά τους Καρολίζιν; Δεν το είχε σκεφτεί νωρίτερα. Ο τρανσφορμιστής είχε επιλέξει αυτή την οικογένεια για κάποιο λόγο. Δεν ήταν τυχαίο.
936/1081
Γιατί αυτός δεν ερχόταν από μακριά. Δεν είχε εμφανιστεί από το πουθενά, θα πρέπει, αντίθετα, να ζούσε πολύ κοντά. Ο κυνηγός έστρεψε τη δέσμη του φακού προς την πόρτα του διαμερίσματος δίπλα σε εκείνο των Καρολίζιν. Ήταν κλειστή. Μια μπρούντζινη πλακέτα έγραφε το όνομα Ανατόλι Πετρόβ. Κοίταξε την ώρα. Έξω είχε σκοτάδι και θα έπρεπε να οδηγει με σβηστά τα φωτα για να μην τον εντοπίσουν οι Ουκρανοί φρουροί που επιθεωρούσαν τα σύνορα της αποκλεισμένης ζώνης. Μπορούσε να μείνει λίγο ακόμα. Η ιδέα ότι βρισκόταν κοντά σε μιαν απάντηση τον εξιτάριζε, τον έκανε να ξεχνάει και τις στοιχειώδεις προφυλάξεις. Έπρεπε να μάθει αν η διαίσθησή του σχετικά με τον Ανατόλι Πετρόβ ήταν σωστή.
Χθες
4:46 Ο νεκρός έκλαιγε. Λυτή τη φορά δεν άναψε τη λάμπα δίπλα στο κρεβάτι. Δεν πήρε το μαρκαδόρο για να προσθέσει ακόμα μία λεπτομέρεια στον τοίχο της σοφίτας της βία ντέι Σερπέντι. Απόμεινε σιωπηλός, στο σκοτάδι, προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα σε αυτό που είχε δει στο όνειρό του. Έβαλε ξανά στη σειρά τις τελευταίες ενδείξεις που είχε φέρει μαζί του από τις νυχτερινές αναπαραστάσεις όσων συνέβησαν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου στην Πράγα.
939/1081
Σπασμένα τζάμια. Τρεις πυροβολισμοί. Αριστερόχειρας. Αντιστρέφοντάς τα, έφτασε στη λύση του μυστηρίου. Τα τελευταία λόγια του Τζερεμάια Σμιθ ήταν: «Στο όριο ανάμεσα στο καλό και το κακό υπάρχει ένας καθρέφτης. Αν κοιτάξεις μέσα του, θα ανακαλύψεις την αλήθεια». Κατάλαβε για ποιο λόγο δεν του άρεσε καθόλου να καθρεφτίζεται. Ένας πυροβολισμός για τον καθένα, γι’ αυτόν και για τον Ντέβοκ. Όμως ο εκτελεστής δεν ήταν αριστερόχειρας. Η αντανάκλασή του ήταν. Ο πρώτος πυροβολισμός είχε καταστρέψει τον καθρέφτη. Δεν υπήρχε τρίτος άνθρωπος. Ήταν μόνοι. Το είχε διαισθανθεί έπειτα από όσα έγιναν στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Τζεμέλι, όταν πυροβόλησε χωρίς να διστάσει. Αλλά η βεβαιότητα ήρθε μόνο με το όνειρο, όταν ξαναείδε το φινάλε της σκηνής. Δεν ήξερε
940/1081
γιατί βρισκόταν στην Πράγα ούτε γιατί ήταν εκεί και ο δάσκαλός του. Δεν γνώριζε πώς είχε εξελιχτεί η συζήτησή τους ούτε τι είχαν πει. Ο Μάρκους ήξερε μόνον ότι λίγες ώρες νωρίτερα είχε σκοτώσει τον Τζερεμάια Σμιθ. Όμως πριν απ’ αυτόν, είχε κάνει το ίδιο και στον Ντέβοκ. Την αυγή, έπιασε ξανά βροχή στη Ρώμη, που καθάρισε τους δρόμους από τη νύχτα. Ενώ τριγυρνούσε στα στενάκια της συνοικίας Ρέγκολα, ο Μάρκους βρήκε καταφύγιο κάτω από ένα πρόθυρο. Κοίταξε ψηλά, η βροχή δεν έδινε την εντύπωση ότι θα σταματούσε σύντομα. Σήκωσε το γιακά του αδιάβροχού του και ξανάρχισε να περπατάει. Φτάνοντας στη βία Τζούλια, μπήκε σε μια εκκλησία. Δεν είχε ξαναπάει εκεί. Ο Κλεμέντε τού είχε δώσει ραντεβού στην κρύπτη της. Κατεβαίνοντας τα πέτρινα σκαλιά,
941/1081
συνειδητοποίησε την ιδιαιτερότητα εκείνου του μέρους: ήταν ένα υπόγειο κοιμητήριο. Πριν από το ναπολεόντειο διάταγμα που όρισε τον υγειονομικό κανονισμό, βάσει του οποίου οι τάφοι των νεκρών θα έπρεπε να βρίσκονται μακριά από τους ζωντανούς, κάθε εκκλησία είχε το νεκροταφείο της. Όμως αυτό στο οποίο βρισκόταν τώρα διέφερε από τα άλλα. Τα αντικείμενά του -κηροπήγια, διακοσμήσεις και γλυπτά- ήταν φτιαγμένα από ανθρώπινα οστά. Ένας σκελετός, ένθετος στον τοίχο, χαιρετούσε τους πιστούς που έβρεχαν τα δάχτυλά τους στο αγίασμα. Τα κόκαλα ήταν μοιρασμένα ανάλογα με το είδος τους και βαλμένα τακτικά μες στις κόχες. Υπήρχαν χιλιάδες. Ωστόσο εκείνος ο χώρος δεν έδινε τόσο την εντύπωση του μακάβριου όσο του γκροτέσκου. Ο Κλεμέντε στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα πίσω από την πλάτη, σκυμμένος
942/1081
πάνω από μια επιγραφή τοποθετημένη κάτω από ένα σωρό κρανία. «Γιατί εδώ;» Ο φίλος του γύρισε και τον είδε. «Μου φάνηκε το πιο κατάλληλο μέρος, όταν άκουσα το μήνυμα που μου άφησες απόψε στην τηλεφωνική θυρίδα». Ο Μάρκους έδειξε γύρω του. «Πού βρισκόμαστε;» «Προς το τέλος του 16ου αιώνα, η Αδελφότητα της Προσευχής και του Θανάτου ξεκίνησε το φιλανθρωπικό έργο της. Σκοπός της ήταν να προσφέρει αξιοπρεπή ταφή στα ανώνυμα πτώματα που βρίσκονταν στους δρόμους της Ρώμης ή στην ύπαιθρο ή ξεβράζονταν από τον Τίβερη. Αυτόχειρες, θύματα δολοφονιών ή απλώς άνθρωποι που πέθαιναν από τις κακουχίες. Υπάρχουν κάπου οχτώ χιλιάδες στοιβαγμένοι εδώ μέσα». Ο Κλεμέντε παραήταν ήρεμος. Στο μήνυμά του ο Μάρκους τού είχε περιγράψει
943/1081
περιληπτικά τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς, αλλά ο φίλος του δεν φάνηκε να αναστατώνεται ιδιαίτερα από την κατάληξή τους. «Γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν ενδιαφέρεσαι διόλου για όσα έχω να σου πω;» «Γιατί έχουμε ήδη πληροφορηθεί τα πάντα». Ο συγκαταβατικός τόνος του τον εκνεύρισε. «Ποιοι; Λες ότι έχουμε πληροφορηθεί, αλλά δεν θες να μου αποκαλύψεις σε ποιους αναφέρεσαι. Ποιος είναι πάνω από σένα; Έχω δικαίωμα να μάθω». «Ξέρεις ότι δεν μπορώ. Πάντως είναι πολύ ικανοποιημένοι μαζί σου». Για τον Μάρκους ήταν απογοητευτικό. «Ικανοποιημένοι από τι; Αναγκάστηκα να σκοτώσω τον Τζερεμάια, η Λάρα είναι ξεγραμμένη, και απόψε, έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο απουσίας της μνήμης μου, βρήκα την πρώτη μου ανάμνηση... Εγώ πυροβόλησα τον Ντέβοκ».
944/1081
Ο Κλεμέντε δεν βιάστηκε να μιλήσει. «Υπάρχει ένας κρατούμενος στην πτέρυγα των μελλοθανάτων μιας φυλακής υψιστης ασφαλείας, που σπιλώθηκε από ένα τρομερό έγκλημα και περιμένει εδώ και είκοσι χρόνια την εκτέλεσή του. Πριν από πέντε χρόνια διαγνώστηκε με όγκο στον εγκέφαλο. Όταν του τον αφαίρεσαν, έχασε τη μνήμη του. Χρειάστηκε να τα μάθει όλα από την αρχή. Μετά την επέμβαση ήταν παράξενο γι’ αυτόν να βρίσκεται σε ένα κελί, καταδικασμένος για ένα έγκλημα που δεν θυμόταν να έχει διαπράξει. Τώρα ισχυρίζεται ότι είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος από το δολοφόνο που σκότωσε ένα σωρό κόσμο, μάλιστα λέει ότι δεν θα ήταν ικανός να αφαιρέσει μια ζωή. Ζήτησε να του δοθεί χάρη, υποστηρίζει ότι αλλιώς θα τιμωρήσουν έναν αθώο. Οι ψυχίατροι λένε ότι είναι ειλικρινής, ότι δεν είναι απλώς ένα τέχνασμα για να αποφύγει τη θανατική καταδίκη. Ωστόσο το πρόβλημα είναι άλλο. Αν
945/1081
υπεύθυνο για τις πράξεις ενός ατόμου θεωρείται το ίδιο το άτομο, πού ενοικεί η ενοχή του; Βρίσκεται μες στο σώμα του, μες στην ψυχή του ή στην ταυτότητά του;» Για τον Μάρκους όλα ξεκαθάρισαν απότομα. «Ξέρατε tl είχα κάνει στην Πράγα». Ο Κλεμέντε κούνησε το κεφάλι και πρόσθεσε: «Σκοτώνοντας τον Ντέβοκ, διέπραξες ένα θανάσιμο αμάρτημα. Μα αν δεν το θυμόσουν, δεν μπορούσες να το εξομολογηθείς. Και αν δεν το εξομολογούσουν, δεν μπορούσε να σου δοθεί άφεση. Αλλά για τους ίδιους λόγους είναι σαν να μην το διέπραξες. Να γιατί σου δόθηκε συγχώρεση». «Γι’ αυτό μου το κράτησες κρυφό». «Ποια είναι η φράση που λένε πάντα οι πνευματικοί;» Ο Μάρκους θυμήθηκε το κατεβατό που είχε μάθει. «Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν όλα: στον τόπο των σκιών, όπου
946/1081
τα πάντα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασπίζονται εκείνο το σύνορο. Μα κάθε τόσο, κάτι καταφέρνει να περάσει... Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι». «Ισορροπώντας πάντα επικίνδυνα σε αυτή τη γραμμή, μερικοί πνευματικοί έκαναν ένα μοιραίο βήμα: τους κατάπιε το σκοτάδι και δεν ξαναγύρισαν πια». «Προσπαθείς να μου πεις ότι αυτό που συνέβη στον Τζερεμάια συνέβη και σ’ εμένα προτού το ξεχάσω;» «Όχι σ’ εσένα. Στον Ντέβοκ». Ο Μάρκους είχε μείνει άφωνος. «Εκείνος έφερε πιστόλι σ’ εκείνο το δωμάτιο. Εσύ απλώς τον αφόπλισες και προσπάθησες να αμυνθείς. Συγκρουστήκατε κι έπεσαν πυροβολισμοί». «Πώς είναι δυνατόν να ξέρετε τι έγινε; Δεν ήσασταν εκεί», διαμαρτυρήθηκε.
947/1081
«Προτού έρθει στην Πράγα, ο Ντέβοκ εξομολογήθηκε. Culpa gravis 785-34-15: είχε παρακούσει σε μια εντολή του Πάπα και είχε διαπράξει προδοσία έναντι της Εκκλησίας. Σε εκείνη την περίσταση αποκάλυψε την ύπαρξη του παράνομου τάγματος των πνευματικών. Πιθανόν να είχε ήδη καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά: το αρχείο είχε παραβιαστεί, τέσσερις κοπέλες είχαν απαχθεί και δολοφονηθεί και η έρευνα συνεχώς έπαιρνε λάθος δρόμους. Ο πατήρ Ντέβοκ άρχισε να υποψιάζεται τους άνδρες του». «Πόσοι είναι οι πνευματικοί;» Ο Κλεμέντε αναστέναξε. «Δεν ξέρουμε. Αλλά έχουμε την ελπίδα ότι, αργά ή γρήγορα, κάποιος θα αποκαλυφτεί. Στην εξομολόγηση ο Ντέβοκ δεν θέλησε να αναφέρει ονόματα. Είπε απλώς: “Διέπραξα ένα λάθος, πρέπει να επανορθώσω”». «Γιατί ήρθε σ’ εμένα;»
948/1081
«Υποθέτουμε ότι ήθελε να σας σκοτώσει όλους. Αρχίζοντας από σένα». Ο Μάρκους συνειδητοποίησε πώς έγιναν τα πράγματα, δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Ο Ντέβοκ ήθελε να με σκοτώσει;» Ο Κλεμέντε έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μάρκους. «Λυπάμαι. Ήλπιζα ότι δεν θα το μάθαινες ποτέ». Ο Μάρκους κοίταξε τα άδεια μάτια ενός από τα πάμπολλα κρανία που φυλάσσονταν στην κρύπτη. Ποιος ήταν εκείνος ο άνθρωπος; Ποιο ήταν το όνομά του, το πρόσωπό του; Τον αγάπησε ποτέ κανένας; Πώς πέθανε και γιατί; Ήταν καλός ή κακός άνθρωπος; Κάποιος θα μπορούσε να απευθύνει τις ίδιες ερωτήσεις στο πτώμα του, αν ο Ντέβοκ κατάφερνε να τον σκοτώσει. Γιατί, όπως όλοι οι πνευματικοί, δεν είχε ταυτότητα. Δεν υπάρχω. «Προτού πεθάνει, ο Τζερεμάια Σμιθ είπε: ‘Όσο περισσότερο κακό έκανα τόσο πιο ικανός
949/1081
γινόμουν στο να το ανακαλύπτω”. Κι εγώ αναρωτιέμαι: γιατί δεν θυμάμαι τη φωνή της μητέρας μου, ενώ αντίθετα καταφέρνω πολύ καλά να ανακαλύπτω το κακό; Γιατί ξέχασα όλα τα άλλα και όχι το ταλέντο μου; Το καλό και το κακό είναι έμφυτα σε όλους μας ή εξαρτώνται από τη διαδρομή που κάνει ο καθένας μας στη ζωή του;» Ο Μάρκους σήκωσε το βλέμμα του στο φίλο του. «Είμαι καλός ή κακός;» «Τώρα ξέρεις ότι διέπραξες θανάσιμα αμαρτήματα σκοτώνοντας τον Ντέβοκ και μετά τον Τζερεμάια. Γι αυτό θα πρέπει να εξομολογηθείς και να κριθείς από το δικαστήριο των ψυχών. Μα είμαι βέβαιος ότι θα πάρεις άφεση, γιατί, όταν κανείς έχει να κάνει με το κακό, μερικές φορές λερώνεται». «Και η Λάρα; Ο Τζερεμάια πήρε μαζί του το μυστικό. Τι θα απογίνει η καημένη η κοπέλα;» «Η αποστολή σου τελειώνει εδώ, Μάρκους». «Είναι έγκυος».
950/1081
«Δεν μπορούμε να τη σώσουμε». «Και το παιδί της δεν θα έχει ούτε μια ευκαιρία; Όχι, δεν το δέχομαι». «Κοίτα αυτο το μέρος». Ο Κλεμέντε τού έδειξε το οστεοφυλάκιο. «Το νόημα αυτού του χώρου είναι η ευσπλαχνία. Η προσφορά μιας χριστιανικής ταφής σε έναν ανώνυμο, ανεξαρτήτως ποιος ηταν η τι εκανε στη ζωή του. Θέλησα να σε συναντήσω εδώ για να νιώσεις λίγη ευσπλαχνία για τον ίδιο σου τον εαυτό. Η Λάρα θα πεθάνει, αλλά δεν θα φταις εσύ. Γ ι’ αυτό πάψε να βασανίζεσαι. Δεν θα χρησιμεύσει σε τίποτα η άφεση του δικαστηρίου των ψυχών, αν πρώτα δεν συγχωρέσεις εσύ τον εαυτό σου». «Ώστε τώρα είμαι ελεύθερος; Δεν το φανταζόμουν έτσι. Δεν νιώθω καλύτερα, όπως είχα πιστέψει». «Έχω ακόμα μία εντολή για σένα». Ο Κλεμέντε χαμογέλασε. «Ίσως αυτό να
951/1081
ελαφρύνει λιγάκι τα πράγματα». Του έτεινε έναν από τους φακέλους του αρχείου. Ο Μάρκους τον πήρε και διάβασε στο εξώφυλλό του: c.g. 294-21-12. «Δεν έσωσες τη Λάρα. Αλλά ίσως μπορείς ακόμα να σώσεις αυτήν». 9:02 Στη μονάδα εντατικής θεραπείας διαδραματιζόταν μια σουρεαλιστική σκηνή. Οι αστυνομικοί και οι τεχνικοί της Σήμανσης έκαναν τις συνηθισμένες ενέργειες για να αναπαραστήσουν τη δυναμική του μακελειού. Μα όλα αυτά γίνονταν παρουσία ασθενών σε κώμα, που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν άμεσα. Δεν υπήρχε κίνδυνος να εμπλακούν στις έρευνες κι έτσι τους άφησαν εκεί. Η παράδοξη συνέπεια ήταν ότι οι αστυνομικοί κινούνταν διακριτικά, μιλούσαν χαμηλόφωνα, λες και φοβούνταν μήπως ξυπνήσουν κάποιον.
952/1081
Παρατηρώντας τους συναδέλφους της από μια καρέκλα στο διάδρομο, η Σάντρα κουνούσε το κεφάλα κι αναρωτιόταν αν η όλη κατάσταση φαινόταν βλακώδης μόνο στην ίδια. Οι γιατροί είχαν επιμείνει να την κρατήσουν για παρακολούθηση, όμως εκείνη υπέγραψε για να φύγει υπ' ευθύνη της. Δεν ένιωθε πολύ καλά, αλλά ήθελε να επιστρέψει στο Μιλάνο, να ξαναβρεί τη ζωή της. Και να προσπαθήσει να ξαναρχίσει. Μάρκους, είπε μέσα της, καθώς της ξανάρθε στο μυαλό το όνομα του πνευματικού με την ουλή στον κρόταφο. Θα ήθελε να του μιλήσει ακόμα μια φορά, να προσπαθήσει να καταλάβει. Ενώ πνιγόταν, το αγκάλιασμά του της είχε δώσει το αναγκαίο κουράγιο για να αντισταθεί. Θα ήθελε να του το πει. Ο Τζερεμάια Σμιθ μεταφέρθηκε μέσα σε ένα μαύρο σάκο για πτώματα. Τον πέρασαν από μπροστά της και ανακάλυψε ότι δεν ένιωθε
953/1081
τίποτα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Εκείνη τη νύχτα η Σάντρα είχε νιώσει στο πετσί της το θάνατο. Της ήταν αρκετό για να απελευθερωθεί από κάθε μίσος, οργή, επιθυμία για εκδίκηση. Γιατί εκείνες τις στιγμές είχε νιώσει πολύ κοντά στον Ντέιβιντ. Η Μόνικα, η δυνατή και θαρραλέα γιατρός, την είχε γλιτώσει από βέβαιο θάνατο. Έπειτα έδωσε ρεσιτάλ υποκριτικής στην αστυνομία, αναλαμβάνοντας η ίδια το ρόλο του Μάρκους. Πήρε πάνω της την ευθύνη για το φόνο το Τζερεμάια. Τα είχε καταφέρει μια χαρά να καθαρίσει τα αποτυπώματα από το πιστόλι και να αφήσει τα δικά της. Δεν ήταν εκδίκηση, αλλά νόμιμη άμυνα. Όλα έδειχναν ότι την είχαν πιστέψει. Η Σάντρα την είδε να έρχεται κοντά της στο διάδρομο, μετά το τέλος της ατέρμονης ανάκρισης. Η Μόνικα δεν φαινόταν καταπονημένη, είχε μάλιστα μια χαρούμενη έκφραση.
954/1081
«Λοιπόν, πώς πάει;» «Καλά», απάντησε η Σάντρα καθαρίζοντας τη φωνή της. Ήταν ακόμα βραχνή εξαιτίας του σωλήνα του αναπνευστήρα και την πονούσε όλο της το κορμί. Αλλά τουλάχιστον η απαίσια αίσθηση της παράλυσης είχε περάσει. Ένας αναισθησιολόγος την είχε βοηθήσει να βγει σταδιακά από την επίδραση της σουκινυλοχολίνης. Μια διαδικασία σαν ανάνηψη. «Για να μεγαλώσει κανείς χρειάζεται να φάει από τη ζωή και καμιά σφαλιάρα, το έλεγε ο πατέρας σου, αν δεν κάνω λάθος». Γέλασαν. Απο καθαρή τύχη η Μόνικα είχε επιστρέψει στη μοναδα εντατικής θεραπείας την προηγούμενη νύχτα μετά τη συνηθισμένη βραδινή επίσκεψή της. Η Σάντρα δεν τη ρώτησε γιατί κι εκείνη είπε ότι δεν ήξερε ποιος λόγος την ώβησε. «Μάλλον ήταν η κουβέντα που είχαμε κάνει νωρίτερα, δεν ξέρω».
955/1081
Η Σάντρα δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστεί τη Μόνικα για την κρίσιμη σύμπτωση ή τη μοίρα ή κάποιον άλλο που από ψηλά προνοούσε κάθε τόσο, τακτοποιώντας τα πράγματα. Δεν είχε σημασία αν ήταν ο Θεός ή ο άντρας της. Η Μόνικα έσκυψε πάνω από τη Σάντρα και την αγκάλιασε. Δεν χρειάζονταν λόγια. Απέμειναν έτσι για μερικές στιγμές. Μετά η νεαρή γιατρός την αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο μάγουλο. Την παρακολουθούσε αφηρημένη να απομακρύνεται και δεν πήρε είδηση τον αστυνόμο Καμούσο που πλησίαζε. «Σπουδαία κοπέλα», αποφάνθηκε εκείνος. Η Σάντρα έστρεψε το βλέμμα της πάνω του. Ήταν ντυμένος στα γαλάζια. Το ίδιο χρώμα σε σακάκι, παντελόνι, πουκάμισο και γραβάτα. Θα έβαζε στοίχημα ότι και οι κάλτσες ήταν ασορτί. Μοναδική εξαίρεση τα άσπρα μοκασίνια. Αν δεν ήταν τα παπούτσια και το
956/1081
κεφάλι, ο Καμούσο θα μπορούσε να γίνει ένα με τα έπιπλα και τους τοίχους της εντατικής και να εξαφανιστεί σαν χαμαιλέοντας. «Μίλησα με τον προϊστάμενό σας, τον επιθεωρητή Ντε Μικέλις. Έρχεται από το Μιλάνο να σας πάρει». «'Οχι, γαμώ το! Γιατί δεν τον σταματήσατε; Υπολόγιζα να φύγω απόψε». «Μου είπε μια συμπαθητική ιστοριούλα για σας». Η Σάντρα άρχισε να φοβάται. «Απ’ ό,τι φαίνεται, είχατε δίκιο, πράκτορα Βέγκα. Συγχαρητήρια». Είχε σαστίσει. «Για ποιο πράγμα;» «Η ιστορία με τη σόμπα του γκαζιού και το μονοξείδιο του άνθρακα. Ο άντρας που πυροβολεί γυναίκα και παιδί μετά το ντους κι έπειτα επιστρέφει στο μπάνιό και λιποθυμά, χτυπά το κεφάλι του και πεθαίνει».
957/1081
Η περίληψη ήταν τέλεια, ο επίλογος δεν ήταν σαφής. «Ο ιατροδικαστής δέχτηκε την εκδοχή μου;» «Τη δέχτηκε και την παραδέχτηκε». Η Σάντρα δεν κατάφερνε να το πιστέψει. Βέβαια αυτό δεν έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Αλλά η αλήθεια ήταν πάντα παρήγορη. Όπως και για τον Ντέιβιντ, σκέφτηκε. Τώρα που ήξερε ποιος τον σκότωσε, ένιωθε ελεύθερη να τον αφήσει να φύγει. «Όλα τα τμήματα της πολυκλινικής ελέγχονται από ένα σύστημα με κάμερες ασφαλείας, το ξέρατε;» Ο Καμούσο την αιφνιδίασε με την απρόσμενη δήλωσή του και η Σάντρα ανατρίχιασε γιατί δεν το είχε σκεφτεί. Η εκδοχή των γεγονότων που έδωσε η Μόνικα και επιβεβαίωσε η ίδια κινδύνευε να διαψευστεί. Και ο Μάρκους κινδύνευε. «Έχετε τρόπο να δείτε τι κατέγραψαν;»
958/1081
Ο αστυνόμος έκανε μια γκριμάτσα. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η εγκατάσταση βιντεοπαρακολούθησης της εντατικής μονάδας αχρηστεύτηκε από τις καταιγίδες των προηγούμενων ημερών. Έτσι, δεν υπάρχει καμία καταγραφή των γεγονότων. Μεγάλη ατυχία, δεν βρίσκετε;» Η Σάντρα προσπάθησε να μη δείξει την ανακούφισή της. Μα ο Καμούσο είχε ακόμα κάτι να προσθέσει: «Το ξέρατε ότι το νοσοκομείο Τζεμέλι ανήκει στο Βατικανό, σωστά;» Δεν ήταν μια τυχαία δήλωση, ενείχε έναν υπαινιγμό που η Σάντρα αγνόησε. «Γιατί μου το λέτε;» Ο αστυνόμος ανασήκωσε τους ώμους του, λοξοκοιτάζοντάς την, αλλά δεν θέλησε να εμβαθύνει στο θέμα. «Έτσι, απλή περιέργεια». Προτού της ξαναπιάσει τη συζήτηση, η Σάντρα σηκώθηκε από την καρέκλα.
959/1081
«Μπορείτε να ζητήσετε από κάποιον να με συνοδεύσει στο ξενοδοχείο;» «Θα σας πάω εγώ», προσφέρθηκε ο Καμούσο. «Εδώ δεν έμεινε τίποτα να κάνω». Η Σάντρα έκρυψε την απογοήτευσή της πίσω από ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Εντάξει, όμως πρώτα θέλω να περάσω από κάπου». 0 αστυνόμος είχε μια παλιά Lancia Fulvia, που την κρατούσε σε άριστη κατάσταση. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, η Σάντρα είχε την αίσθηση ότι έκανε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Το εσωτερικό μύριζε ακόμα σαν να βγήκε μόλις από το εργοστάσιο. Η βροχή έπεφτε αδιάκοπα, αλλά το αμάξωμα φαινόταν απίστευτα καθαρό. 0 Καμούσο τη συνόδεψε στη διεύθυνση που του έδωσε. Στη διαδρομή άκουγαν ένα ραδιοφωνικό σταθμό που έπαιζε μόνον επιτυχίες της δεκαετίας του ’60. Πέρασαν από
960/1081
τη βία Βένετο και της Σάντρα τής φάνηκε ότι είχε ξαναγυρίσει στην εποχή της Dolce vita. Το ταξίδι στο χρόνο τελείωσε κάτω από το κτίριο που φιλοξενούσε τον ξενώνα της Ιντερπόλ. Ενώ ανέβαινε τις σκάλες, η Σάντρα ήλπιζε με όλη της την καρδιά να συναντήσει τον Σάλμπερ. Δεν ήταν βέβαιη ότι θα τον έβρισκε εκεί, αλλά έπρεπε να δοκιμάσει. Είχε χίλια πράγματα να του πει και, πάνω απ’ όλα, περίμενε να της πει κι αυτός κάτι. Λόγου χάρη, ότι χαιρόταν που επέζησε, ακόμα κι αν ήταν ανοησία εκ μέρους της να τον κάνει να χάσει τα ίχνη της: αν το προηγούμενο βράδυ την ακολουθούσε ως το Τζεμέλι, ίσως τα πράγματα να εξελίσσονταν διαφορετικά. Ο Σάλμπερ τελικά επιζητούσε απλώς να την προστατέψει. Μα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θα ήθελε να ακούσει ότι θα ήταν ίσως ωραίο να ξανασυναντηθούν στο μέλλον. Είχαν κάνει έρωτα και η Σάντρα ένιωσε όμορφα. Δεν ήθελε
961/1081
να τον χάσει. Όσο κι αν δεν κατάφερνε να το παραδεχτεί, ειχε αρχίσει να τον ερωτεύεται. Φτάνοντας στο κεφαλόσκαλο, βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Πέρασε το κατώφλι με μια ελπίδα, χωρίς να διστάσει. Ακουσε θόρυβο στην κουζίνα και πήγε προς τα κει. Μόλις μπήκε όμως, βρέθηκε μπροστά σε έναν άλλον άνθρωπο, που φορούσε ένα πολύ κομψό μπλε κοστούμι. Το μόνο που κατάφερε να του πει ήταν: «Χαίρετε». Εκείνος την κοίταξε, έκπληκτος από την παρουσία της. «Δεν φέρατε τον άντρα σας;» Η Σάντρα δεν κατάλαβε, αλλά βιάστηκε να ξεκαθαρίσει τυχόν παρεξηγήσεις. «Για να πω την αλήθεια, έψαχνα τον Τόμας Σάλμπερ». Ο άνδρας έδειξε σκεφτικός. «Ίσως να ήταν ένας προηγούμενος ένοικος». «Νομίζω ότι είναι συνάδελφός σας. Δεν τον γνωρίζετε;»
962/1081
«Απ’ όσο ξέρω, το μόνο μεσιτικό γραφείο που ασχολείται με την πώληση είναι το δικό μας. Και δεν υπάρχει άνθρωπος με αυτό το όνομα που να δουλεύει σ’ εμάς». Η Σάντρα άρχισε να καταλαβαίνει, ακόμα κι αν δεν της ήταν όλα ξεκάθαρα. «Είστε από μεσιτικό γραφείο;» «Δεν είδατε την πινακίδα μας στην είσοδο;» είπε ο άνθρωπος με προσποιητή εκζήτηση. «Το διαμέρισμα είναι προς πώληση». Δεν ήξερε αν έπρεπε να στενοχωρηθεί ή να εκπλαγεί. «Από πότε;» Ο πωλητής φάνηκε να σαστίζει. «Είναι πάνω από έξι μήνες που δεν μένει κανείς εδώ». Εκείνη δεν ήξερε τι να πει. Όποια εξήγηση κι αν της ερχόταν στο μυαλό, δεν την έπειθε. Ο άντρας την πλησίασε όλο ευγένεια. «Περίμενα αγοραστές. Ωστόσο, αν στο μεταξύ θέλετε να επισκεφτείτε το διαμέρισμα...»
963/1081
«Όχι, ευχαριστώ», απάντησε η Σάντρα. «Έκανα λάθος, με συγχωρείτε». Γύρισε να φύγει, αλλά ο πωλητής επέμεινε. «Αν δεν σας αρέσουν τα έπιπλα, δεν χρειάζεται να τα κρατήσετε. Μπορούμε να τα αφαιρέσουμε από την τιμή». Κατέβηκε τα σκαλιά τρέχοντος τόσο, που, όταν έφτασε στο ισόγειο, αναγκάστηκε να στηριχτεί στον τοίχο γιατί της ήρθε ζαλάδα. Ύστερα από μερικά λεπτά βγήκε στο δρόμο και μπήκε στο αυτοκίνητο του Καμούσο. «Γιατί είστε τόσο χλομή; Θέλετε να σας ξαναπάω στο νοσοκομείο;» «Καλά είμαι». Μα δεν ήταν αλήθεια. Ήταν έξω φρένων. Άλλο ένα κόλπο του Σάλμπερ. Είναι δυνατόν ο αξιωματικός να της είχε πει ψέματα για τα πάντα; Και τότε, η νύχτα που πέρασαν μαζί τι ήταν; «Τι θέλατε σ’ εκείνο το κτίριο;» τη ρώτησε ο αστυνόμος.
964/1081
«Ένα φίλο που δουλεύει για την Ιντερπόλ. Αλλά δεν ήταν εκεί και δεν ξέρω πού βρίσκεται». «Μπορώ να σας τον βρω εγώ, αν θέλετε. Τηλεφωνώ στους συναδέλφους της έδρας τους στη Ρώμη, τους ξέρω καλά και δεν θα μου κόστιζε τίποτα». Η Σάντρα ένιωθε την ανάγκη να προχωρήσει ως το τέλος σε αυτή την ιστορία. Δεν μπορούσε να γυρίσει στο Μιλάνο με αυτήν την αμφιβολία, έπρεπε να μάθει αν ο Σάλμπερ ένιωθε έστω και στο ελάχιστο ό,τι ένιωθε εκείνη. «Θα ήταν σημαντικό για μένα αν κάνατε αυτό το τηλεφώνημα». 13:55 Ο Μπρούνο Μαρτίνι ήταν χωμένος σε μία από τις αποθήκες που βρίσκονταν στην αυλή της πολυκατοικίας όπου ζούσε. Την είχε μετατρέψει σε εργαστήριο. Το χόμπι του ήταν
965/1081
οι μικρο-επιδιορθώσεις. Επισκεύαζε ηλεκτρικές συσκευές, αλλά έκανε και το μαραγκό και το μηχανικό. Όταν ο Μάρκους τον είδε πίσω από τα σηκωμένα ρολά, ασχολούνταν με τη μηχανή μιας βέσπας. Ο πατέρας της Αλίτσε δεν τον πρόσεξε ενώ πλησίαζε. Η βροχή κατέβαινε πυκνή σαν παραπέτασμα, που ανοίχτηκε μόνον όταν ο Μάρκους έφτασε πολύ κοντά. Ο Μαρτίνι, που ήταν γονατισμένος κοντά στη μηχανή, ύψωσε το βλέμμα και τον αναγνώρισε. «Τι θες πάλι από μένα;» ρώτησε απότομα. Αυτός ο θεόρατος άνθρωπος είχε τους μυς για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής, αλλά ήταν ανήμπορος μπροστά στην εξαφάνιση της κόρης του. Ο απαίσιος χαρακτήρας του ήταν η μόνη προστασία που του απέμενε για να μην καταρρεύσει. Ο Μάρκους δεν τον κατηγορούσε. «Μπορώ να σου μιλήσω;»
966/1081
Ο Μαρτίνι έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Έλα μέσα. Βρέχεσαι». Πλησίασε, και ο άλλος σηκώθηκε όρθιος, καθαρίζοντας τις παλάμες του σε μια φόρμα καταλερωμένη από γράσα. «Μίλησα με την Καμίλα Ρόκα σήμερα το πρωί», είπε. «Ήταν ταραγμένη γιατί τώρα ξέρει ότι δεν θα δικαιωθεί ποτέ». «Δεν είμαι εδώ γι’ αυτό. Δυστυχώς δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο γι’ αυτήν». «Μερικές φορές είναι προτιμότερο να μην ξέρεις». Παραξενεύτηκε ακούγοντας τον Μαρτίνι να προφέρει αυτή τη φράση· έναν πατέρα ταγμένο στην αναζήτηση της κόρης του, που αγόρασε παράνομα όπλο και στράφηκε ενάντια στους θεσμούς σαν αυτοσχέδιος εκδικητής. Αναρωτήθηκε αν είχε κάνει καλά που ήρθε. «Κι εσύ... θες να μάθεις ακόμα την αλήθεια γι’ αυτό που συνέβη στην Αλίτσε;»
967/1081
«Εδώ και τρία χρόνια την αναζητώ σαν να είναι ζωντανή, αλλά την κλαίω σαν να είναι νεκρή». «Δεν μου απαντάς», έκανε ο Μάρκους εξίσου πικρόχολα και είχε την εντύπωση ότι ο Μαρτίνι χαλάρωσε λιγάκι. «Ξέρεις τι σημαίνει να μην μπορείς να πεθάνεις; Πάει να πει να συνεχίζεις να ζεις αναγκαστικά, σαν νεκροζώντανος. Για σκέψου, τι καταδίκη... Ε, λοιπόν, εγώ δεν θα μπορέσω να πεθάνω αν δεν ανακαλύψω τι έπαθε η Αλίτσε. Και πρέπει να μένω εδώ και να υποφέρω». «Γιατί τα βάζεις τόσο με τον εαυτό σου;» «Πριν από τρία χρόνια είχα ακόμα την κακή συνήθεια να καπνίζω». Ο Μάρκους δεν καταλάβαινε πού κόλλαγε αυτό, αλλά τον άφησε να τελειώσει. «Εκείνη τη μέρα στο πάρκο, την ώρα που εξαφανίστηκε η Αλίτσε, είχα απομακρυνθεί
968/1081
για να καπνίσω ένα τσιγάρο. Ήταν και η μητέρα της μαζί, αλλά έπρεπε να την προσέχω εγώ. Είμαι ο πατέρας της, ήταν δικό μου καθήκον. Αντίθετα, αφαιρέθηκα». Για τον Μάρκους η απάντηση αυτή ήταν αρκετή. Έβαλε το χέρι στην τσέπη και τράβηξε το φάκελο που του είχε δώσει ο Κλεμέντε. C.g. 294-21-12. Τον άνοιξε κι έβγαλε ένα χαρτί. «Θα σου αποκαλύψω κάτι, αλλά υπό έναν όρο: δεν θα πρέπει να με ρωτήσεις πώς το έμαθα και δεν θα πρέπει ποτέ να πεις ότι το έμαθες από μένα. Σύμφωνοι;» Ο άνδρας τον κοίταξε παραξενεμένος. «Εντάξει». Υπήρχε μια καινούργια νότα στη φωνή του. Ήταν ελπίδα. Ο Μάρκους συνέχισε: «Σε προειδοποιώ ότι δεν θα είναι ευχάριστα όσα θα ακούσεις σε λίγο. Νιώθεις έτοιμος;» «Ναι».
969/1081
Ο Μάρκους προσπάθησε να φερθεί με λεπτότητα. «Πριν από τρία χρόνια η Αλίτσε απήχθη από έναν άνθρωπο που τη μετέφερε στο εξωτερικό». «Μα πώς;» «Πρόκειται για ψυχοπαθή: νομίζει ότι η νεκρή γυναίκα του μετενσαρκώθηκε στην κόρη σου. Γι’ αυτό την πήρε». «Ώστε...» Δεν κατάφερνε να το πιστέψει. «Ναι, ζει ακόμα». Τα μάτια του Μαρτίνι γέμισαν δάκρυα, το ανθρώπινο βουνό ετοιμαζόταν να καταρρεύσει. Ο Μάρκους τού έτεινε το χαρτί που κρατούσε. «Εδώ είναι όλα όσα χρειάζονται για να τη βρεις. Λλλά δεν πρέπει να το κάνεις μόνος σου, υποσχέσου μου». «Το υπόσχομαι». «Από κάτω είναι σημειωμένο το νούμερο του τηλεφώνου μιας αστυνομικού που ειδικεύεται στις εξαφανίσεις, κυρίως παιδιών.
970/1081
Απευθύνσου σ’ αυτήν. Μοιάζει πολύ ικανή, τη λένε Μίλα Βάσκες». Ο Μαρτίνι πήρε το χαρτί και το κοίταξε χωρίς να ξέρει τι να πει. «Καλύτερα να πηγαίνω τώρα». «Περίμενε». Ο Μάρκους κοντοστάθηκε, αλλά συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος δεν κατάφερνε να μιλήσει. Βουβά αναφιλητά τού τράνταζαν το στήθος. Ήξερε τι περνούσε από το μυαλό του, η σκέψη του δεν ήταν μόνο στην Αλίτσε. Για πρώτη φορά ο Μαρτίνι μπορούσε να φανταστεί ότι θα ένωνε ξανά την οικογένειά του. Η γυναίκα του, η οποία είχε φύγει γιατί εκείνος αντέδρασε όπως αντέδρασε στην εξαφάνιση, θα γύριζε μαζί με το άλλο του παιδί. Και θα ξανάρχιζαν να αγαπιούνται όπως παλιά. «Δεν θέλω να το μάθει η Καμίλα Ρόκα», δήλωσε ο Μαρτίνι. «Όχι ακόμα τουλάχιστον. Θα ήταν τρομερό να μάθει ότι η Αλίτσε έχει
971/1081
μια ελπίδα, ενώ ο γιος της ο Φιλίπο δεν θα γυρίσει ξανά». «Δεν είχα καμία πρόθεση να της το πω. Άλλωστε η γυναίκα έχει την οικογένειά της». Ο Μαρτίνι σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε έκπληκτος. «Ποια οικογένεια; Ο άντρας της την άφησε πριν από δύο χρόνια, ξανάφτιαξε τη ζωή του με μια άλλη, έκαναν κι ένα παιδί. Γι’ αυτό δεθήκαμε εγώ κι αυτή». Χωρίς να το θέλει, ο Μάρκους ξανασκέφτηκε το σημείωμα που είχε δει στο σπίτι της Καμίλα, στερεωμένο στο ψυγείο μ’ ένα μαγνητάκι κάβουρα. Θα τα πούμε σε δέκα μέρες. Σ9 αγαπώ. Ποιος ξέρει από πότε ήταν εκεί. Μα υπήρχε και κάτι άλλο που τον αναστάτωνε, αν και δεν ήξερε τι ακριβώς. «Πρέπει να φύγω», είπε στον Μαρτίνι. Και προτού εκείνος προλάβει να τον ευχαριστήσει, γύρισε και χώθηκε και πάλι μες στο παραπέτασμα της βροχής.
972/1081
Του πήρε σχεδόν δύο ώρες να φτάσει στην Όστια, εξαιτίας της καταιγίδας που είχε δημιουργήσει συμφόρηση στους δρόμους. Το λεωφορείο τον άφησε μπροστά σε μια ροτόντα στην παραλία, από κει συνέχισε με τα πόδια. Το αυτοκίνητο της Καμίλα Ρόκα δεν ήταν παρκαρισμένο στο δρομάκι. Όμως ο Μάρκους απέμεινε για λίγο κάτω από τη βροχή και παρατηρούσε τη βιλίτσα για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κανείς στο σπίτι. Μετά προχώρησε ως την πόρτα και βρέθηκε ξανά μες στο σπίτι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει από την προηγούμενη επίσκεψή του. Η επίπλωση σε ναυτικό στιλ, η άμμος που έτριζε κάτω από τα παπούτσια. Ωστόσο, η βρύση στο νεροχύτη της κουζίνας δεν είχε κλείσει καλά και έσταζε. Αυτό το καμπάνισμα χανόταν στη σιωπή και μπερδευόταν με το φόντο της βροχής. Πήγε προς την κρεβατοκάμαρα. Στα μαξιλάρια υπήρχαν δύο ζευγάρια πιτζάμες. Δεν είχε κάνει λάθος, καλά θυμόταν. Μια
973/1081
γυναικεία, μια αντρική. Τα μπιμπελό και τα άλλα αντικείμενα παρέμεναν τακτοποιημένα. Την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί είχε σκεφτεί ότι αυτή η τάξη πρόσφερε ένα καταφύγιο από τους φόβους, από το χάος που δημιούργησε η εξαφάνιση ενός παιδιού. Όλα έμοιαζαν στη θέση τους, όλα τέλεια. Ανωμαλίες, είπε μέσα του, θυμίζοντας στον εαυτό του τι έπρεπε να αναζητήσει. Η χαμογελαστή φωτογραφία του Φιλίπο τον κοιτούσε από τη συρταριέρα και ο Μάρκους ένιωσε ότι κάτι τον καθοδηγούσε. Στο κομοδίνο, στην πλευρά όπου κοιμόταν η Καμίλα, ήταν η συσκευή ενδοεπικοινωνίας, με την οποία η γυναίκα θα έπρεπε να παρακολουθεί τον ύπνο του νέου της παιδιού. Και αυτό του θύμισε το διπλανό δωμάτιο. Πέρασε το κατώφλι του δωματίου που κάποτε ανήκε στον Φιλίπο και που τώρα ήταν μοιρασμένο εξίσου σε δύο μέρη. Αυτό που τον
974/1081
ενδιέφερε είχε μια αλλαξιέρα, ένα βουνό λούτρινα παιχνίδια και μια κούνια. Πού είναι αυτό το παιδί που πίστεψα ότι είδα; Ποιο τέχνασμα κρύβει αυτή η σκηνοθεσία; Θυμήθηκε τα λόγια του Μπρούνο Μαρτίνι: «Ο άντρας της την παράτησε πριν από δύο χρόνια, έφτιαξε ξανά τη ζωή του με μιαν άλλη, έκαναν κι ένα παιδί». Η Καμίλα αναγκάστηκε να υποστεί ακόμα ένα μαρτύριο. Ο άντρας που είχε επιλέξει να αγαπήσει την παράτησε. Όμως η πραγματική προδοσία δεν ήταν το γεγονός ότι υπήρχε μια άλλη γυναίκα, αλλά το παιδί που του χάρισε. Ένα υποκατάστατο του Φιλίπο. Η πραγματική καταδίκη δεν είναι η απώλεια ενός παιδιού, σκέφτηκε, αλλά ότι, παρ’ όλ’ αυτά, η ζωή συνεχίζεται. Και η Καμίλα Ρόκα δεν ήθελε να σταματήσει να είναι μάνα. Μόλις συνειδητοποίησε την αλήθεια, ο Μάρκους αντιλήφθηκε την ανωμαλία. Αυτή τη
975/1081
φορά δεν ήταν μια παρουσία. Αν μη τι άλλο, ήταν μια απουσία. Δίπλα από την κούνια έλειπε η άλλη συσκευή ενδοεπικοινωνίας. Αν ο δέκτης βρισκόταν στο δωμάτιο της Καμίλα, πού ήταν ο πομπός; Ο Μάρκους γύρισε πισω και κάθισε στο διπλό κρεβάτι, δίπλα στο κομοδίνο. Απλωσε το χέρι του προς το διακόπτη που έθετε σε λειτουργία τη συσκευή. Την άναψε. Ένα συνεχές και αδιάκοπο θρόισμα. Αυτός ο ήχος ήταν η ακατανόητη φωνή του σκοταδιού. Ο Μάρκους πλησίασε το αυτί του, προσπαθώντας να πιάσει κάτι. Τίποτα. Δυνάμωσε στο φουλ την ένταση του ήχου. Ο θόρυβος πλημμύρισε το δωμάτιο. Απέμεινε περιμένοντας, σε επαγρύπνηση. Τα δευτερόλεπτα περνούσαν κι εκείνος αναμετρούσε τα βάθη εκείνης της θάλασσας των ψιθύρων, αναζητώντας την παραμικρή
976/1081
μεταβολή, μια νότα με διαφορετικό χρώμα από τις άλλες. Και μετά το άκουσε. Υπήρχε κάτι μέσα στην γκρίζα σκόνη που μετέδιδε το ηχείο. Ένας άλλος ήχος. Ρυθμικός. Δεν ήταν τεχνητός, ηταν ζωντανός. Μια ανάσα. Ο Μάρκους άρπαξε τη συσκευή και, κρατώντας την στα χέρια, άρχισε να τριγυρνάει στο σπίτι αναζητώντας την προέλευση του σήματος. Δεν μπορεί να είναι μακριά, σκεφτόταν. Αυτές οι συσκευές έχουν εμβέλεια λίγων μέτρων. Πού είναι λοιπόν; Ανοιξε όλες τις πόρτες, έψαξε τα δωμάτια. Φτάνοντας μπροστά στην πίσω πόρτα, μέσα από μια σήτα, διέκρινε τη θαμπή εικόνα ενός αφρόντιστου κήπου και μιας αποθήκης για εργαλεία. Βγήκε και πρόσεξε ότι τα γειτονικά σπίτια βρίσκονταν μακριά, ενώ το οικόπεδο προστατευόταν ολόγυρα από ψηλά πεύκα. Ήταν το τέλειο μέρος. Περπάτησε σ’ ένα
977/1081
χαλικόστρωτο δρομάκι και έφτασε στη λαμαρινένια κατασκευή. Τα βήματά του βούλιαζαν στα μουσκεμένα χαλίκια, η βροχή τον χτυπούσε αδιάκοπα, είχε τον άνεμο κόντρα, λες και οι σκοτεινές δυνάμεις προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν να μην πλησιάσει. Ωστόσο, έφτασε στον προορισμό του. Η πόρτα ήταν κλεισμένη με ένα βαρύ λουκέτο. Ο Μάρκους κοίταξε γύρω του και βρήκε αμέσως αυτό που χρειαζόταν: ένα σιδερένιο παλούκι μπηγμένο στο έδαφος, που χρησίμευε για βάση ενός ποτιστικού. Άφησε τη συσκευή ενδοεπικοινωνίας και άρπαξε το παλούκι και με τα δυο χέρια, ξεριζώνοντας το με μεγάλη προσπάθεια. Μετά στράφηκε στο λουκέτο κι άρχισε να το χτυπάει αποφασιστικά, αλλά και γεμάτος οργή. Στο τέλος τα κατάφερε: ο ατσάλινος κρίκος τινάχτηκε και η πόρτα λάσκαρε μερικά εκατοστά. Ο Μάρκους την άνοιξε διάπλατα με φούρια.
978/1081
Το γκρίζο φως της μέρας ξεχύθηκε μέσα στα λίγα τετραγωνικά, αποκαλύπτοντας ένα χαλί σκουπίδια και μια ηλεκτρική σόμπα. Η δεύτερη συσκευή ενδοεπικοινωνίας ήταν δίπλα σε ένα στρώμα ριγμένο καταγής· πάνω του ένας σωρός κουρέλια... που όμως κινήθηκαν. «Λάρα...» φώναξε και περίμενε για πολύ μιαν απάντηση, που όμως δεν ερχόταν. «Λάρα;» επανέλαβε πιο δυνατά. «Ναι», είπε μια δύσπιστη φωνή. Ο Μάρκους όρμησε κοντά της. Ήταν κουλουριασμένη κάτω από κάτι σιχαμερές κουβέρτες. Εξαντλημένη, βρόμικη, αλλά ακόμα ζωντανή. «Ηρέμησε, είμαι εδώ για σένα». «Βοήθησέ με, σε παρακαλώ», τον ικέτευε κλαίγοντας, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι εκείνος ήδη τη βοηθούσε. Συνέχισε να επαναλαμβάνει εκείνη τη φράση ακόμα κι όταν ο Μάρκους την πήρε
979/1081
στην αγκαλιά του, όταν βγήκε μαζί της στη βροχή, όταν διέσχιζαν το χαλικόστρωτο δρομάκι, ώσπου, προτού περάσουν το κατώφλι της βίλας, ο Μάρκους σταμάτησε. Στο διάδρομο στεκόταν η Καμίλα Ρόκα, καταμουσκεμένη. Κρατούσε μια αρμαθιά κλειδιά και σακούλες με ψώνια. Η κοινωνική λειτουργός είχε μείνει ακίνητη. «Την πήρε για μένα. Είπε ότι μπορούσα να κρατήσω το παιδί της...» Ο Μάρκους κατάλαβε ότι αναφερόταν στον Τζερεμάια Σμιθ. Η γυναίκα τον κοίταξε και μετά κοίταξε τη Λάρα. «Αυτή δεν το ήθελε». Αν γεννηθεί το κακό, γεννά κι άλλο κακό, αυτά ήταν τα λόγια του Τζερεμάια Σμιθ. Η Καμίλα είχε υποστεί μια αδικία της ζωής. Μα ακριβώς αυτό που έπαθε την έκανε να γίνει αυτό που ήταν. Είχε δεχτεί το δώρο ενός τέρατος. Ο Μάρκους κατάλαβε και γιατί η γυναίκα κατάφερε να εξαπατήσει τον ίδιο.
980/1081
Είχε φτιάξει έναν παράλληλο κόσμο που για εκείνην ήταν αληθινός. Ήταν ειλικρινής, δεν έπαιζε θέατρο. Άρχισε ξανά να περπατάει και πέρασε δίπλα της με τη Λάρα στην αγκαλιά του. Αγνοώντας την, της πήρε από το χέρι τα κλειδιά του αυτοκινήτου. Η Καμίλα απέμεινε να τους κοιτάζει και μετά σωριάστηκε στο πάτωμα. Μ Λούσε στον εαυτό της με αχνή φωνή, επαναλαμβάνοντας μία και μόνο φράση: «Αυτή δεν το ήθελε...» 22:56 Ο επιθεωρητής Ντε Μικέλις τάιζε κέρματα έναν αυτόματο πωλητή καφέ. Η Σάντρα είχε υπνωτιστεί παρακολουθώντας με πόση ακρίβεια έκανε αυτή τη δουλειά. Δεν φανταζόταν ότι θα επέστρεφε τόσο σύντομα στην πολυκλινική Τζεμέλι.
981/1081
Το τηλεφώνημα του Καμούσο είχε γίνει μια ώρα νωρίτερα, ενώ ετοίμαζε τις βαλίτσες της για να φύγει από το ξενοδοχείο και να πάρει ένα τρένο που θα την πήγαινε στο Μιλάνο, μαζί με τον προϊστάμενό της που είχε έρθει να την πάρει. Στην αρχή σκέφτηκε ότι ο αστυνόμος είχε νέα σχετικά με τον Σάλμπερ, αλλά, αφού τη διαβεβαίωσε ότι μ’ αυτό ασχολιόταν η Ιντερπόλ, την ενημέρωσε για τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση Τζερεμάια Σμιθ. Τότε έτρεξαν μαζί με τον Ντε Μικέλις στο νοσοκομείο για να διαπιστώσουν με τα ίδια τους τα μάτια ότι ήταν αλήθεια. Η Λάρα ήταν ζωντανή. Η ανακάλυψή της έγινε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής βρέθηκε σε ένα αυτοκίνητο εγκαταλελειμμένο στο πάρκινγκ ενός εμπορικού κέντρου στις παρυφές της Ρώμης. Κάποιος το σφύριξε στην αστυνομία με ένα ανώνυμο τηλεφώνημα. Οι πληροφορίες ήταν ακόμα αποσπασματικές και
982/1081
δεν έβγαιναν έξω από την πόρτα των Πρώτων Βοηθειών, όπου βρισκόταν η Λάρα για εξετάσεις. Αυτό που ήξερε η Σάντρα ήταν ότι ο αστυνόμος Καμούσο είχε πάρει μαζί του μερικούς άντρες για να πάνε για μια σύλληψη στην Όστια, ακολουθώντας κάποια στοιχεία που τους είχε δώσει η Λάρα. Άλλωστε και στα χαρτιά του αυτοκινήτου αναφερόταν μια διεύθυνση στην παραλιακή πόλη. Αναρωτιόταν πού κολλούσε σε όλα αυτά ο Τζερεμάια Σμιθ, ήταν όμως απόλυτα σίγουρη ότι πίσω από τη λύση της υπόθεσης βρισκόταν ο Μάρκους. Ναι, αυτός ήταν, επαναλάμβανε. Η κοπέλα σίγουρα θα μιλούσε για ένα μυστηριώδη σωτήρα με μια ουλή στον κρόταφο και ίσως οι ανακριτές να κατάφερναν να φτάσουν ως τον πνευματικό. Ήλπιζε να μη συμβεί κάτι τέτοιο. Μόλις μαθεύτηκε η είδηση της απελευθέρωσης, τα ΜΜΕ πολιόρκησαν την
983/1081
πολυκλινική. Δημοσιογράφοι, καμεραμάν και φωτογράφοι στήθηκαν στο απέναντι πάρκο. Οι γονείς της Λάρα δεν είχαν έρθει ακόμα, γιατί το ταξίδι από το Νότο ήταν μακρύ. Στο μεταξύ, οι φίλοι της είχαν αρχίσει να μαζεύονται λίγο-λίγο για να μάθουν σε τι κατάσταση βρισκόταν. Ανάμεσά τους η Σάντρα αναγνώρισε και τον Κριστιάν Λοριέρι, το βοηθό καθηγητή στην Ιστορία της Τέχνης, τον πατέρα του παιδιού που η Λάρα είχε στα σπλάχνα της. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα φευγαλέο, αλλά πιο εύγλωττο κι από χίλιες λέξεις. Αφού βρισκόταν εκεί, η κουβέντα τους στο πανεπιστήμιο είχε χρησιμέψει σε κάτι. Μέχρι τότε είχε βγει μόνο ένα ιατρικό ανακοινωθέν. Ανέφερε λακωνικά ότι η κλινική εικόνα της κοπέλας ήταν καλή και ότι, παρά το στρες που υπέστη, ήταν και το έμβρυο καλά. Ο Ντε Μικέλις πλησίασε τη Σάντρα φυσώντας σε ένα πλαστικό ποτήρι. «Δεν
984/1081
νομίζεις ότι πρέπει πια να μου εξηγήσεις μερικά πράγματα;» «Δίκιο έχεις, αλλά σε προειδοποιώ ότι δεν θα σου φτάσει μόνο ένας καφές». «Όπως και να χει, δεν μπορούμε να φύγουμε μέχρι αύριο το πρωί· μου φαίνεται ότι θα πρέπει να περάσουμε τη νύχτα εδώ». Η Σάντρα τού έπιασε το χέρι. «Θα ήθελα να μιλήσω στο φίλο και να αφήσουμε έξω από αυτή την ιστορία τον αστυνομικό. Συμφωνείς;» «Τι έγινε, δεν σου αρέσουν πια οι μπάτσοι;» την ειρωνεύτηκε. Όμως βλέποντας ότι η Σάντρα παρέμενε σοβαρή, άλλαξε τόνο. «Δεν στάθηκα στο πλευρό σου όταν πέθανε ο Ντέιβιντ. Το λιγότερο που μπορώ να κάνω τώρα είναι να σ’ ακούσω». Τις δύο επόμενες ώρες η Σάντρα διηγήθηκε τα πάντα στον άνθρωπο που είχε ανέκαθεν ως πρότυπο για την ηθική του ακεραιότητα. Ο Ντε Μικέλις την άφησε να μιλήσει,
985/1081
διακόπτοντάς τη μόνο για να ζητήσει κάποια διευκρίνιση. Όταν τελείωσε, αισθανόταν πολύ πιο ξαλαφρωμένη. «Πνευματικοί, είπες;» «Ναι», επιβεβαίωσε εκείνη. «Είναι δυνατόν να μην τους έχεις ακουστά;» Ο Ντε Μικέλις ανασήκωσε τους ώμους. «Σ’ αυτή τη δουλειά έχουν δει τόσα τα μάτια μου, που δεν με εκπλήσσει πια τίποτα. Έτυχαν υποθέσεις που λύνονταν με ένα φύσημα ή από ευτυχείς συμπτώσεις, έτσι απλά, χωρίς καμία εξήγηση. Αλλά δεν το συνέδεσα ποτέ στο μυαλό μου με κάποιον που ερευνούσε παράλληλα με την αστυνομία. Είμαι πιστός, το ξέρεις. Μου αρέσει να πιστεύω ότι υπάρχει κάτι άλογο και συνάμα απόλυτα καλό για να στηριχτώ, όταν δεν αντέχω πια τις ασχήμιες που βλέπω κάθε μέρα». Ο Ντε Μικέλις τη χάιδεψε, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Μάρκους προτού εξαφανιστεί από την αίθουσα ανάνηψης κι από τη ζωή της.
986/1081
Πάνω από τον ώμο του επιθεωρητή η Σάντρα παρατήρησε δύο άντρες με σακάκι και γραβάτα να μιλούν με έναν αστυνομικό που με τη σειρά του έδειξε προς την κατεύθυνσή τους. Οι δύο άντρες πλησίασαν. «Είστε η Σάντρα Βέγκα;» ρώτησε ο ένας τους. «Εγώ είμαι», επιβεβαίωσε. «Μπορούμε να σας μιλήσουμε για λίγο;» ρώτησε ο άλλος. «Ασφαλώς». Της έδωσαν να καταλάβει ότι το θέμα ήταν εμπιστευτικό και, ενώ απομακρύνονταν για να μείνουν μόνοι μαζί της, της έδειξαν τα σήματά τους. «Είμαστε της Ιντερπόλ». «Τι συμβαίνει;» Μίλησε ο μεγαλύτερος. «Σήμερα μου τηλεφώνησε ο αστυνόμος Καμούσο για να ρωτήσει πληροφορίες για έναν πράκτορά μας, λέγοντας ότι τις είχατε ζητήσει εσείς. Το όνομα
987/1081
είναι Τόμας Σάλμπερ. Επιβεβαιώνετε ότι τον γνωρίζετε;» «Ναι». «Πότε τον είδατε τελευταία φορά;» «Χθες». Οι δύο άντρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Μετά ο νεότερος τη ρώτησε: «Είστε βέβαιη;» Η Σάντρα άρχιζε να χάνει την υπομονή της. «Ασφαλώς και είμαι βέβαιη». «Αυτός είναι ο άνθρωπος που συναντήσατε;» Της έδειξαν μια φωτογραφία ταυτότητας και η Σάντρα έσκυψε για να τη δει καλύτερα. «Αν και υπάρχει μεγάλη ομοιότητα, δεν τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο». Οι δυο τους αντάλλαξαν πάλι βλέμματα και αυτή τη φορά φάνηκαν ανήσυχοι. «Θα μπορούσατε να δώσετε μια περιγραφή του ανθρώπου που είδατε σε έναν ειδικό μας για να κάνει ένα σκίτσο;»
988/1081
Η Σάντρα είχε μπουχτίσει πια, ήθελε να μάθει τι συνέβαινε. «Εντάξει, παιδιά. Ποιος από εσάς θα μου πει τι τρέχει; Γιατί εμένα κάτι μου διαφεύγει». Ο πιο νεαρός αναζήτησε με το βλέμμα την έγκριση του μεγαλυτέρου. Όταν την πήρε, αποφάσισε να μιλήσει. «Την τελευταία φορά που ήρθε σ’ επαφή μαζί μας, ο Τόμας Σάλμπερ ερευνούσε μυστικά μια υπόθεση». «Γιατί λέτε “την τελευταία φορά”;» «Διότι εξαφανίστηκε και εδώ και ένα χρόνο δεν έχουμε νέα του». Η είδηση την αιφνιδίασε. Η Σάντρα δεν ήξερε τι να σκεφτεί. «Συγγνώμη, αν ο πράκτοράς σας είναι αυτός στη φωτογραφία και δεν ξέρετε τι απέγινε, τότε αυτός που γνώρισα εγώ ποιος είναι;»
Ένα χρόνο νωρίτερα
Πριπιάτ
Οι λύκοι ούρλιαζαν στους έρημους δρόμους, φωνάζοντας το όνομά τους στο μαύρο ουρανό. Αυτοί ήταν τώρα οι άρχοντες του Πριπιάτ. Ο κυνηγός μπορούσε να τους ακούσει από το κεφαλόσκαλο του ενδέκατου ορόφου της πολυκατοικίας 109, όπου προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα του Ανατόλι Πετρόβ. Οι λύκοι ήξεραν ότι ο εισβολέας ήταν ακόμα στην πόλη και τώρα τον αναζητούσαν. Δεν θα μπορούσε να φύγει πριν από την ανατολή του ήλιου. Τα χέρια του πονούσαν από το κρύο και δεν κατάφερνε να παραβιάσει την κλειδαριά. Όμως στο τέλος την άνοιξε.
991/1081
Το διαμέρισμα είχε τις ίδιες διαστάσεις με το διπλανό του. Είχαν μείνει τα πάντα ανέπαφα. Τα παράθυρα ήταν κλεισμένα με κουρέλια και μονωτική ταινία, για να καλυφθούν οι χαραμάδες. Ο Ανατόλι θα πρέπει να πήρε αυτές τις προφυλάξεις αμέσως μετά το πυρηνικό δυστύχημα, για να εμποδίσει τη ραδιενέργεια να μπει μέσα. Ο κυνηγός είδε το καρτελάκι με τη φωτογραφία του στη στολή του πυρηνικού σταθμού που κρεμόταν στην είσοδο. Ήταν γύρω στα τριάντα πέντε. Ίσια ξανθά μαλλιά, με φράντζα που του σκέπαζε το μέτωπο. Μυωπικά γυαλιά με βαρύ σκελετό, πίσω από τα οποία διακρίνονταν κενά γαλάζια μάτια. Αεπτά χείλη κάτω από ένα ξανθό μουστάκι. Η ειδικότητά του ήταν «τεχνικός στροβίλων». Ο κυνηγός κοίταξε γύρω του. Η επίπλωση ήταν λιτή. Στο σαλόνι είχε ένα λουλουδάτο βελούδινο καναπέ και μια τηλεόραση. Σε μια γωνία υπήρχαν δύο γυάλινες προθήκες,
992/1081
άδειες. Μια βιβλιοθήκη κάλυπτε ένα μέρος του τοίχου. Ο κυνηγός πλησίασε για να διαβάσει τη ράχη των βιβλίων. Υπήρχαν κείμενα ζωολογίας, ανθρωπολογίας και πολλά ηθολογίας. Συγγραφείς όπως ο Δαρβίνος, ο Λόρεντς, ο Μόρις και ο Ντόκινς. Μελέτες για την εκπαίδευση των ζώων, την προσαρμογή των ειδών στο περιβάλλον και δοκίμια για τη σχέση ενστίκτου και εξωτερικών ερεθισμάτων. Αναγνώσματα που δεν είχαν καμία σχέση με τη δουλειά ενός τεχνικού στροβίλων. Πιο χαμηλά, ήταν τοποθετημένα καμιά εικοσαριά τετράδια, όλα αριθμημένα. Ο κυνηγός δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Αλλά το πιο σημαντικό συμπέρασμα ήταν ότι ο Ανατόλι Πετρόβ ζούσε μόνος. Τίποτα δεν παρέπεμπε στην παρουσία μιας οικογένειας. Ούτε ενός παιδιού. Τον έπιασε μια στιγμιαία δυσφορία. Τώρα ήταν αναγκασμένος να μείνει εκεί όλη τη νύχτα. Δεν μπορούσε να ανάψει φωτιά, γιατί η
993/1081
καύση θα ενέτεινε τις επιπτώσεις της ραδιενέργειας. Δεν είχε φαγητό μαζί του, μόνο νερό. Έπρεπε να βρει κουβέρτες και κάνα κουτί. Ενώ έψαχνε, αντιλήφθηκε ότι έλειπαν τα ρούχα από την ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας και ότι τα συρτάρια της σιφονιέρας ήταν άδεια. Αυτό σήμαινε ότι ο Ανατόλι είχε προνοήσει να εγκαταλείψει το Πριπιάτ αμέσως μετά το δυστύχημα στον αντιδραστήρα του Τσερνόμπιλ, πριν από τη μαζική εκκένωση. Δεν έφυγε βιαστικά όπως οι άλλοι. Προφανώς δεν είχε πιστέψει τις διαβεβαιώσεις των αρχών που, αμέσως μετά την καταστροφή, επαναλάμβαναν στον πληθυσμό να μείνει στα σπίτια του. Ο κυνηγός ετοίμασε ένα πρόχειρο κρεβάτι στο σαλόνι, χρησιμοποιώντας τα μαξιλάρια του καναπέ και κάτι καλύμματα. Σκέφτηκε να καταναλώσει λίγο από το νερό που είχε μαζί του για να πλύνει το πρόσωπο και τα χέρια του και να αφαιρέσει λίγη από τη ραδιενεργή
994/1081
σκόνη. Έβγαλε το παγούρι από το σάκο του και μαζί του βγήκε και το πάνινο κουνελάκι που κάποτε ανήκε στον ψεύτικο Ντίμα. Το έβαλε δίπλα στο μετρητή Γκάιγκερ και το φακό, για να του κρατάει παρέα σ’ εκείνη την παράλογη κατάσταση. Χαμογέλασε. «Ίσως μου δώσεις ένα χεράκι, φιλαράκο». Το κουκλάκι απλώς τον κοίταξε με το μοναδικό του μάτι. Κι ο κυνηγός ένιωσε βλάκας. Έριξε τυχαία το βλέμμα του στη σειρά των τετραδίων στη βιβλιοθήκη. Τράβηξε ένα στην τύχη -το νούμερο έξι- και το πήρε μαζί του στο στρώμα του με σκοπό να το ξεφυλλίσει. Δεν είχε τίτλο και ήταν χειρόγραφο. Οι κυριλλικοί χαρακτήρες ήταν γραμμένοι με ένα σταθερό και στρωτό χαρακτήρα. Διάβασε την πρώτη σελίδα. Ήταν ένα ημερολόγιο. 14 Φεβρουαρίου
995/1081
Σκοπεύω να επαναλάβω το πείραμα 68, αλλά αυτή τη φορά θα αλλάζω αισθητά τρόπο προσέγγισης. Στόχος μου είναι να αποδείξω ότι οι συνθήκες του περιβάλλοντος επιδρούν στη συμπεριφορά, αντιστρέφοντας τη δυναμική της αποτύπωσης. Γι’ αυτό πηρα σήμερα από την αγορά δύο δείγματα λευκών κουνελιών...
Ο κυνηγός σήκωσε ξαφνικά το βλέμμα του στο πάνινο κουνελάκι. Ήταν μια παράξενη σύμπτωση. Και οι συμπτώσεις δεν του άρεσαν ποτέ. 22 Φεβρουάριου Τα δύο δείγματα μεγαλώνουν χωριστά και έχουν φτάσει πλέον στην ωριμότητα. Σήμερα θα προσπαθήσω να αλλάξω τις συνήθειες του ενός...
996/1081
Ο κυνηγός κοίταξε τις γυάλινες προθήκες που ήταν στο δωμάτιο. Εκεί φυλούσε ο Ανατόλι Πετρόβ τα πειραματόζωά του. Το σαλόνι ήταν κάτι σαν πειραματικό εκτροφείο. 5 Μαρτίου Η έλλειψη τροφής και η χρήση ηλεκτροδίων έχουν κάνει πιο επιθετικό ένα από τα κουνέλια. Η ειρηνική του φύση μεταστρέφεται βαθμιαία προς ένα αρχέγονο ένστικτο...
Ο κυνηγός δεν καταλάβαινε. Τι προσπαθούσε να αποδείξει ο Ανατόλι; Γιατί είχε αφοσιωθεί με τόση αυταπάρνηση σε αυτή τη δραστηριότητα; 12 Μαρτίου Έβαλα τα δύο δείγματα στην ίδια προθήκη. Η πείνα και η επίκτητη επιθετικότητα απέφεραν καρπούς.
997/1081
Το ένα επιτέθηκε στο άλλο, τραυματίζοντάς το θανάσιμα...
Γεμάτος φρίκη ο κυνηγός, σηκώθηκε από το στρώμα και πήγε να πάρει κι άλλα τετράδια από τη βιβλιοθήκη. Σε μερικά υπήρχαν καί φωτογραφίες σχολιασμένες με λεπτομερείς λεζάντες. Τα πειραματόζωα εξαναγκάζονταν σε συμπεριφορές που αντέβαιναν στη φύση τους. Το κατάφερνε αφήνοντάς τα νηστικά ή διψασμένα για πολύ καιρό, είτε στο σκοτάδι είτε σε πολύ δυνατό φως ή ερεθίζοντάς τα με μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις ή δίνοντάς τους ψυχοφάρμακα. Στα μάτια τους έβλεπες τον τρόμο ανάμεικτο με την τρέλα. Κάθε φορά το πείραμα είχε αιματηρή κατάληξη, γιατί το ένα από τα πειραματόζωα σκότωνε το άλλο ή ο ίδιος ο Ανατόλι θανάτωνε και, τα δύο. Ο κυνηγός παρατήρησε ότι το τελευταίο τετράδιο -το ένατο- παρέπεμπε σε επόμενα,
998/1081
που ωστόσο δεν υπήρχαν στη βιβλιοθήκη. Πιθανόν ο Ανατόλι Πετρόβ να τα πήρε μαζί του, αφήνοντας όσα θεωρούσε λιγότερο πολύτιμα. Όμως μια σημείωση με μολύβι στην τελευταία σελίδα τον ξάφνιασε ιδιαίτερα. ...Όλα τα ζωντανά πλάσματα στη φύση σκοτώνουν. Μόνον ο άνθρωπος όμως το κάνει όχι μόνον από αναγκαιότητα, αλλά από καθαρό σαδισμό, που είναι η ευχαρίστηση που αντλεί κανείς όταν προκαλεί πόνο. Η κακία η η καλοσύνη δεν είναι απλώς ηθικές κατηγορίες. Αυτά τα χρόνια απέδειξα ότι μπορεί κανείς να ενσταλάξει φονική οργή σε οποιοδήποτε ζώο, αναιρώντας την κληρονομιά του είδους του. Γιατί να αποτελεί εξαίρεση ο άνθρωπος...
999/1081
Διαβάζοντας αυτά τα λόγια, ο κυνηγός ένιωσε μιαν ανατριχίλα. Ξαφνικά, το ανύπαρκτο βλέμμα του πάνινου κουνελιού τον ενόχλησε. Άπλωσε το χέρι να το απομακρύνει και, κατά λάθος, έσπρωξε το παγούρι, που έπεσε χύνοντας ένα ρυάκι νερό στο πάτωμα. 'Οταν έκανε να το σηκώσει, είδε ότι ένα μέρος του υγρού είχε απορροφηθεί από το σοβατέπι κάτω από τη βιβλιοθήκη. Ο κυνηγός έχυσε ακόμα λίγο. Εξαφανίστηκε κι εκείνο. Παρατήρησε τον τοίχο και υπολόγισε τις διαστάσεις του δωματίου, ώσπου κατάλαβε ότι πίσω από το έπιπλο υπήρχε κάτι, ίσως ένας κενός χώρος. Επιπλέον παρατήρησε ότι στα πλακάκια μπροστά από τη βιβλιοθήκη υπήρχε μια κυκλική χαρακιά. Έσκυψε για να την ελέγξει από κοντά. Στηριγμένος στα χέρια, φύσηξε στη χαρακιά για να την καθαρίσει από τη σκόνη που είχε κατακαθίσει πάνω της με τα
1000/1081
χρόνια. Όταν τελείωσε, στάθηκε όρθιος και την περιεργάστηκε. Διέγραφε ένα τέλειο τόξο εκατόν ογδόντα μοιρών. Η βιβλιοθήκη ήταν μια πόρτα και η συνεχής χρήση είχε αφήσει εκείνο το σημάδι στο δάπεδο. Άρπαξε ένα από τα ράφια και το τράβηξε προς το μέρος του για να την ανοίξει. Ήταν πολύ βαριά. Αποφάσισε να βγάλει τα βιβλία. Χρειάστηκε μερικά λεπτά για να τα αφήσει κάτω. Έπειτα ξαναπροσπάθησε και άρχισε να νιώθει ότι η βιβλιοθήκη έστριβε πάνω στους μεντεσέδες της. Έπειτα από λίγο κατάφερε να την ανοίξει. Από πίσω αποκαλύφθηκε μια δεύτερη πορτούλα, κλεισμένη με δυο σύρτες. Στο κέντρο της ήταν ένα ματάκι και δίπλα ένας διακόπτης που, χωρίς ηλεκτρικό φως, δεν χρησίμευε ιδιαίτερα. Ο κυνηγός προσπάθησε πάντως να κοιτάξει στο εσωτερικό, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Αποφάσισε να ανοίξει κι
1001/1081
αυτό το πέρασμα. Χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι να βγάλει τους σύρτες, γιατί με τον καιρό το μέταλλο είχε σκουριάσει. Όταν τα κατάφερε, μπροστά στα μάτια του εμφανίστηκε μια σκοτεινή τρύπα. Η μπόχα τον ανάγκασε να κάνει πίσω. Μετά, με το ένα χέρι μπροστά στο στόμα, ξανάπιασε το φακό και τον έστρεψε μέσα σ’ εκείνο το άντρο. Ήταν το πολύ δύο τετραγωνικά, το ταβάνι έφτανε μόλις στο ενάμισι μέτρο. Το εσωτερικό μέρος της πόρτας και οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με ένα μαλακό υλικό σε σκούρο χρώμα, σαν το σφουγγάρι που χρησιμοποιείται για ηχομόνωση. Υπήρχε μια λάμπα χαμηλής τάσης, προστατευμένη από μια μεταλλική σχάρα. Σε μια γωνιά φαίνονταν δύο μπολ. Η επένδυση των τοίχων ήταν γεμάτη γρατσουνιές, σαν να κρατούσαν φυλακισμένο εκεί ένα ζώο. Η δέσμη του φωτός έπεσε σε κάτι που γυάλιζε στο βάθος εκείνου του κελιού. Ο
1002/1081
κυνηγός τεντώθηκε, έπιασε ένα μικρό αντικείμενο και το περιεργάστηκε. Ένα γαλάζιο πλαστικό βραχιολάκι. Όχι., εδώ μέσα δεν ήταν ένα ζώο, σκέφτηκε έντρομος. Επάνω του ήταν χαραγμένο στα κυριλλικά: «ΚΡΑΤΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΚΙΕΒΟΥ. ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ».
Ο κυνηγός σηκώθηκε ξανά όρθιος, μην αντέχοντας να μείνει άλλο εκεί μέσα. Τρανταζόταν από σπασμούς εμετού κι έτρεξε στο διάδρομο. Μες στα σκοτεινά, στηρίχτηκε σε έναν από τους τοίχους από φόβο μη λιποθυμήσει. Προσπάθησε να ηρεμήσει και τελικά κατάφερε να ξαναβρεί την ανάσα του. Στο μεταξύ, μες στο μυαλό του έπαιρνε σχήμα και μορφή μια εξήγηση. Του γεννούσε αποστροφή η ιδέα ότι υπήρχε ένα σαφές και
1003/1081
λογικό αίτιο για όλα αυτά. Κι όμως, το καταλάβαινε. Ο Ανατόλι Πετρόβ δεν ήταν επιστήμονας. Ήταν ένας άρρωστος σαδιστής, ένας ψυχοπαθής. Το πείραμά του έκρυβε μιαν εμμονή. Όπως των παιδιών που σκοτώνουν μια σαύρα με μια πέτρα. Στην πραγματικότητα, δεν πρόκειται για ένα απλό παιχνίδι. Υπάρχει μια αλλόκοτη περιέργεια που τα σπρώχνει προς το βίαιο θάνατο. Δεν το ξέρουν, αλλά νιώθουν για πρώτη φορά την ηδονή της σκληρότητας. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι αφαίρεσαν τη ζωή ενός άχρηστου πλάσματος και ότι κανένας δεν θα τους βάλει τις φωνές γι’ αυτό. Πάντως ο Ανατόλι Πετρόβ θα πρέπει να βαρέθηκε σύντομα τα κουνέλια. Γι’ αυτό και απήγαγε ένα νεογέννητο. Το μεγάλωσε στην αιχμαλωσία, χρησιμοποιώντας το σαν πειραματόζωο. Επί χρόνια το υπέβαλλε σε κάθε είδους δοκιμασία, έτσι ώστε να ρυθμίσει τη φύση του. Είχε
1004/1081
ξυπνήσει μέσα του ένα φονικό ένστικτο. Γεννιέται κανείς ή γίνεται καλός ή κακός; Αυτό ήταν το ερώτημα που προσπαθούσε να απαντήσει. Να τι ήταν ο τρανσφορμιστής: καρπός ενός πειράματος. Με την έκρηξη του αντιδραστήρα στον πυρηνικό σταθμό, ο Ανατόλι έσπευσε να εγκαταλειψει την πόλη. Ως τεχνικός στροβίλων ήξερε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση. Αλλά δεν μπορούσε να πάρει το παιδί μαζί του. Ίσως σκέφτηκε να το σκοτώσει, αναλογίστηκε ο κυνηγός. Μα έπειτα κάτι τον έκανε να αλλάξει σχέδιο. Προφανώς η ιδέα ότι το δημιούργημά του μπορούσε από εκείνη τη στιγμή να αναμετρηθεί με τον κόσμο. Αν επιβίωνε, αυτή θα ήταν η πραγματική του επιτυχία. Έτσι, αποφάσισε να αφήσει ελεύθερο το πειραματόζωο, το οποίο είχε γίνει πια ένα
1005/1081
παιδί οχτώ χρονών. Ο μικρός τριγύρισε στο σπίτι και μετά βρήκε καταφύγιο στους γείτονες, που δεν ήξεραν ποιος ήταν. Γιατί υπήρχε κάτι που δεν είχε προβλέψει ο Ανατόλι Πετρόβ: είχε ξεχάσει να του προμηθεύσει μια ταυτότητα. Η προσπάθεια του τρανσφορμιστή να καταλάβει ποιος πράγματι ήταν άρχισε με τον Ντίμα και συνεχιζόταν ακόμα. Ο κυνηγός αναγκάστηκε να συγκρατήσει ένα κόμπιασμα. Το θήραμά του στερούνταν οποιασδήποτε ενσυναισθησης, του είχαν ξεριζώσει τα πιο στοιχειώδη ανθρώπινα συναισθήματα. Διέθετε εκπληκτικές ικανότητες μάθησης. Αλλά κατά βάθος ήταν απλώς ένα λευκό χαρτί, ένα άδειο κέλυφος, ένας άχρηστος καθρέφτης. Δρούσε με μοναδικό οδηγό το ένστικτο. Η φυλακή πίσω από τη βιβλιοθήκη -την οποία κανείς δεν είχε αντιληφθεί, σε ένα διαμέρισμα περικυκλωμένο από άλλα ιδια, σε
1006/1081
μια πολυκατοικία γεμάτη ανθρώπους— ήταν η πρώτη του φωλιά. Ενω εκανε αυτές τις σκεψεις, ο κυνηγός κοίταξε χαμηλά. Τα μάτια του είχαν συνηθίσει στο μισοσκόταδο του διαδρόμου και τώρα μπορούσε να διακρίνει τις σκούρες κηλίδες στο πάτωμα, δίπλα στην είσοδο. Κι αυτή τη φορά υπήρχε στο πάτωμα αίμα. Μικρές σταγόνες. Ο κυνηγός έσκυψε γιοι να τις αγγίξει, όπως στο ορφανοτροφείο του Κιέβου ή στο Παρίσι. Ομως αυτή τη φορά το αίμα ήταν φρέσκο.
Σήμερα
Στο ξενοδοχείο, ενώ μάζευε τα πράγματά της που τα είχε αφήσει στη μέση την προηγούμενη μέρα, η Σάντρα ξανασκεφτόταν όσα έζησε εκείνη τη βραδιά με τον άνθρωπο που την είχε πείσει ότι ήταν ο Τόμας Σάλμπερ, στο σπίτι που πίστευε ότι ήταν ξενώνας της Ιντερπόλ: το γεύμα που της είχε ετοιμάσει, τις εξομολογήσεις που είχαν ανταλλάξει- ακόμα και τη φωτογραφία του κοριτσιού, το οποίο εκείνος ισχυριζόταν ότι ήταν η κόρη του η Μαρία, που δεν κατάφερνε να τη βλέπει όσο συχνά θα ήθελε. Της είχε φανεί... αυθεντικός.
1009/1081
Μπροστά στους δύο αληθινούς πράκτορες της Ιντερπόλ είχε αναρωτηθεί ποιον πράγματι είχε γνωρίσει εκείνες τις μέρες. Μα το ερώτημα που πλανιόταν τώρα στο μυαλό της ήταν διαφορετικό. Με ποιον είχε κάνει έρωτα εκείνη τη νύχτα; Ήταν δυσάρεστο να μην έχει μιαν απάντηση. Εκείνος ο άνθρωπος είχε καταφέρει να τρυπώσει στη ζωή της ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους. Στην αρχή ήταν μόνο μια εκνευριστική φωνή στο τηλέφωνο, που.ήθελε να την πείσει να αρχίσει να αμφιβάλλει για τον άντρα της. Μετά έπαιξε το ρόλο του ήρωα που της έσωσε τη ζωή, γλιτώνοντάς τη την τελευταία στιγμή από τα πυρά ενός εκτελεστή. Μετά πήγε με τα νερά της, προσπαθώντας να την ξελογιάσει για να αποσπάσει την εμπιστοσύνη της. Και τέλος την εξαπάτησε αρπάζοντας τις φωτογραφίες της Leica.
1010/1081
Ο Τζερεμάια Σμιθ είχε ισχυριστεί ότι ο Ντέιβιντ κατάφερε να βρει. το μυστικό αρχείο των πνευματικών. Γι’ αυτό και. αναγκάστηκε να τον σκοτώσει. Μήπως κι ο ψεύτικος Σάλμπερ αναζητούσε το αρχείο; Ίσως να βρέθηκε σε αδιέξοδο μπροστά στην τελευταία σκοτεινή φωτογραφία που πιθανόν έκρυβε τη λύση, όμως η εικόνα δεν εμφανίστηκε. Τότε, όπως φοβόταν η Σάντρα, βάλθηκε να ξετρυπώσει τον Μάρκους, γιατί η φωτογραφία του πνευματικού, που είχε καταφέρει να τραβήξει ο Ντέιβιντ, ήταν η μόνη ένδειξη που του απέμενε. Έπειτα όμως ξαναεμφανίστηκε στη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα, μπροστά στο παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ, μόνο και μόνο για να της δώσει μια εξήγηση για τη συμπεριφορά του και μετά να εξαφανιστεί και πάλι. Στο κάτω-κάτω της γραφής, θα μπορούσε και να μην το κάνει.
1011/1081
Πού αποσκοπούσε λοιπόν; Όσο πάσχιζε να βρει ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτά τα επεισόδια τόσο της διέφευγε το νόημα κάθε μεμονωμένης πράξης. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον θεωρεί φίλο ή εχθρό. Καλό ή κακό. Ο Ντέιβιντ, σκέφτηκε. Ποιος ξέρει αν εκείνος είχε καταλάβει με ποιον είχε να κάνει. Ήξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του, εκείνος της υπέδειξε τα νούμερα που έλειπαν με τη φωτογραφία από τη Leica μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου μέσα σε εκείνο το ίδιο δωμάτιο. Ο άντρας της δεν τον εμπιστευόταν αρκετά για να του δώσει όσα στοιχεία διέθετε, ωστόσο θέλησε να την οδηγήσει σε αυτόν. Γιατί; Όσο τα γύριζε στο μυαλό της τόσο περισσότερο προβληματιζόταν. Η Σάντρα παράτησε για μια στιγμή τη βαλίτσα της και κάθισε στο κρεβάτι να σκεφτεί. Πού κάνω λάθος;
1012/1081
Ηθελε να ξεχασει γρήγορα την όλη ιστορία και έπρεπε να το κάνει για να μην υπονομεύσει το σχέδιο της καινούργιας ζωής που σκόπευε να αρχίσει. Αλλά ήξερε ότι δεν θα κατάφερνε να ζήσει με αυτά τα ερωτήματα. Θα της έστριβε. Ο Ντέιβιντ ήταν η απάντηση, ένιωθε βέβαιη. Γιατί μπλέχτηκε σε αυτή την ιστορία ο άντρας της; Ήταν πολύ καλός φωτορεπόρτερ, αλλά αυτή η υπόθεση δεν φαινόταν να τον αφορά. Ήταν Εβραίος και, σε αντίθεση με την ίδια, δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για το Θεό. Ο παππούς του είχε επιβιώσει από τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και ο Ντέιβιντ ισχυριζόταν ότι αυτές οι φρικαλεότητες επινοήθηκαν όχι για να αφανίσουν το λαό του, αλλά και για να τον κάνουν να χάσει την πίστη του. Έτσι οι Εβραίοι θα είχαν την απόδειξη ότι ο Θεός δεν υπάρχει - αυτό θα ήταν αρκετό για να τους καταστρέφει.
1013/1081
Η μόνη φορά που έθιξαν το θέμα της θρησκείας λίγο πιο σοβαρά ήταν λίγο καιρό μετά το γάμο τους. Μια μέρα, ενώ έκανε ντους, η Σάντρα ανακάλυψε ένα ογκίδιο. Η αντίδραση του Ντέιβιντ ήταν χαρακτηριστικά γίντις: το έριξε στην πλάκα. Εκείνη πίστευε ότι η στάση του υπαγορευόταν από μια αδυναμία του χαρακτήρα του: την κοροΐδευε και γελοιοποιούσε τα προβλήματα υγείας μόνο και μόνο επειδή ένιωθε ένοχος που δεν ήταν σε θέση να τα λύσει. Όλο αυτό ήταν πολύ τρυφερό, αλλά δεν τη βοηθούσε. Έτσι την πήγε να κάνει εξετάσεις, συνεχίζοντας την πλάκα. Η Σάντρα τον έκανε να πιστέψει ότι με εκείνα τα αστειάκια μείωνε την ένταση. Ωστόσο, μέσα της αισθανόταν χάλια και ήθελε μόνο να σταματούσε ο Ντέιβιντ. Όμως αυτός ήταν ο τρόπος του να αντιμετωπίζει τα πράγματα κι εκείνη δεν ένιωθε σίγουρη ότι της
1014/1081
ταίριαζε. Αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να το συζητήσουν και προέβλεπε ότι θα γινόταν καβγάς. Επί μία εβδομάδα που περίμεναν τα αποτελέσματα των εξετάσεων, ο Ντέιβιντ συνέχισε την ανυπόφορη συμπεριφορά του. Η Σάντρα σκεφτόταν να επισπεύσει τα πράγματα και να του θέσει αμέσως το θέμα, αλλά φοβόταν μην ξεσπάσει άσχημα. Τη νύχτα πριν από τα αποτελέσματα, ξύπνησε και άπλωσε το χέρι στο κρεβάτι αναζητώντας τον Ντέιβιντ. Αλλά δεν ήταν εκεί. Τότε σηκώθηκε και είδε ότι δεν υπήρχαν αναμμένα φώτα στο σπίτι. Ενώ αναρωτιόταν πού βρισκόταν, έφτασε στο κατώφλι της κουζίνας και τον είδε. Καθόταν με την πλάτη προς την πόρτα, καμπουριασμένος. Κουνούσε το κορμί του μπρος πίσω προφέροντας χαμηλόφωνα ακατανόητες λέξεις. Δεν την είχε πάρει χαμπάρι, αλλιώς θα σταματούσε να
1015/1081
προσεύχεται. Εκείνη γύρισε στο κρεβάτι κι έκλαψε. Ευτυχώς, το ογκίδιο αποδείχτηκε καλοήθες. Όμως η Σάντρα ένιωθε την ανάγκη να ξεκαθαρίσει αυτή την ιστορία με τον Ντέιβιντ. Ασφαλώς θα τους τύχαιναν κι άλλες δοκιμασίες στο γάμο τους και χρειαζόταν κάτι περισσότερο από την ειρωνεία για να προχωρήσουν. Του μίλησε για εκείνη τη νύχτα της προσευχής και ο Ντέιβιντ, κάπως αμήχανα, αναγκάστηκε να παραδεχτεί πόσο είχε τρομοκρατηθεί στην ιδέα ότι μπορεί να την έχανε. Δεν φοβόταν το θάνατο για τον εαυτό του, η δουλειά του στην πρώτη γραμμή τον ανάγκαζε να απωθεί αυτόματα ακόμα και την ιδέα ότι θα μπορούσε να πεθάνει. Μα όταν προέκυψε το πρόβλημα της Σάντρα, δεν ήξερε τι να κάνει. Το μόνο που του ήρθε στο νου ήταν να προστρέξει σε έναν Θεό που πάντα απέφευγε.
1016/1081
«Όταν δεν έχεις πια ποιον να επικαλεστείς, το τελευταίο που σου μένει είναι η πίστη σε έναν Θεό, στον οποίο δεν πιστεύεις». Για τη Σάντρα, αυτό ήταν η έκφραση της απόλυτης αγάπης. Αλλά τώρα, στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, καθισμένη στο κρεβάτι δίπλα σε μια μισοτελειωμένη βαλίτσα, αναρωτιόταν για ποιο λόγο, αν ο άντρας της προαισθανόταν ότι μπορεί να πέθαινε στη Ρώμη, αποφάσισε να της στείλει σαν αποχαιρετιστήριο μήνυμα τα στοιχεία μιας έρευνας. Φωτογραφίες, για την ακρίβεια, γιατί -εξαιτίας των επαγγελμάτων τους- αυτή ήταν η γλώσσα τους. Αλλά γιατί, λόγου χάρη, δεν της ετοίμασε ένα βίντεο για να της δείξει πόσο σημαντική ήταν γι’ αυτόν; Δεν της είχε γράψει ούτε ένα γράμμα ούτε ενα σημείωμα, τίποτα. Αν την αγαπούσε τόσο, γιατί η τελευταία του σκέψη δεν ήταν γι’ αυτήν; Γιατι ο Ντέιβιντ ήθελε να αποδεσμευτώ από εκείνον, αν πέθαινε, είπε μέσα της.
1017/1081
Αυτό ήταν μια αποκάλυψη. Μου χάρισε την υπόλοιπη ζωή μου. Τη δυνατότητα να ερωτευτώ ξανά, να αποκτήσω οικογένεια, παιδιά. Μια ζωή διαφορετική από τη ζωή μιας χήρας. Αλλά όχι έπειτα από μερικά χρόνια. Αμέσως. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να του πει αντίο. Επιστρέφοντας στο σπίτι στο Μιλάνο, θα έπρεπε να ξεμπερδέψει με τις αναμνήσεις, να βγάλει τα ρούχα του από την ντουλάπα, να εξαφανίσει τη μυρωδιά του από το σπίτι τσιγάρα με άρωμα γλυκάνισο και φτηνιάρικο άφτερσειβ. Αλλά μπορούσε να αρχίσει αμέσως. Από το τελευταίο μήνυμα του Ντέιβιντ που φυλούσε στο κινητό της και που την είχε οδηγήσει ως τη Ρώμη. Πρώτα, όμως, θέλησε να το ξαναπαιξει. Δεν θα ξανάκουγε ποτέ τον ήχο της φωνής του άντρα της. «Γεια, σε πήρα αρκετές φορές, αλλά βγαίνει πάντα ο τηλεφωνητής... Δεν έχω πολύ χρόνο,
1018/1081
γι’ αυτό σου λέω αμέσως ποια πράγματα μου λείπουν... Μου λείπουν τα κρύα πόδια σου που με ψάχνουν κάτω απ’ τις κουβέρτες όταν έρχεσαι στο κρεβάτι. Μου λείπει που με βάζεις να δοκιμάσω το φαΐ απ’ το ψυγείο για να βεβαιωθείς ότι δεν χάλασε. Ή που με ξυπνάς ουρλιάζοντας στις τρεις το πρωί επειδή έχεις πάθει κράμπα. Και, δεν θα το πιστέψεις, μου λείπει και που παίρνεις το ξυραφάκι μου για να ξυρίσεις τα πόδια σου και δεν μου λες τίποτα... Τι να πω, εδώ στο Όσλο κάνει ψοφόκρυο και δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω. Σ’ αγαπώ, Τζίντζερ!» Η Σάντρα πίεσε το κουμπί για να το σβήσει χωρίς δισταγμό. «Αγάπη μου, θα μου λείψεις». Τα δάκρυα κυλούσαν άφθονα στο πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από τόσο καιρό που δεν τον έλεγε Φρεντ. Μετά πήρε τα αντίγραφα των φωτογραφιών της Leica, μια και τα πρωτότυπα τα είχε ακόμα ο ψευτο-Σάλμπερ. Τις έβαλε τη μια πάνω στην
1019/1081
άλλη με πρώτη-πρώτη τη σκοτεινή. Ετοιμαζόταν να τις σκίσει και να ξεχάσει, αλλά σταμάτησε. Ανάμεσα στις φωτογραφίες του Ντέιβιντ δεν υπήρχε καμία από το παρεκκλήσι του Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ. Κι όμως, ο δομινικανός αδελφός ήταν κάποτε πνευματικός. Από την άλλη, αυτός που την οδήγησε στη βασιλική, ρίχνοντάς της μια εικονίτσα κάτω από την πόρτα του δωματίου, ήταν ο Σάλμπερ. Μέχρι τότε η Σάντρα είχε παραβλέψει αυτή τη λεπτομέρεια. Γιατί θέλησε να της δείξει εκείνο το μέρος χρησιμοποιώντας ένα απατηλό τέχνασμα; Η σκοτεινή φωτογραφία. Αν εκείνος πίστευε ότι σε αυτή τη φωτογραφία υπήρχε μια απάντηση στο αίνιγμα του αρχείου των πνευματικών, τότε είναι κρυμμένο σε εκείνο το φτωχικό παρεκκλήσι, σκέφτηκε η Σάντρα. Μόνο που ο Σάλμπερ δεν μπόρεσε να βρει πρόσβαση.
1020/1081
Ξανακοίταξε τη φωτογραφία. Η εικόνα δεν ήταν αποτέλεσμα ενός λάθους, όπως πίστευε. Ο Ντέιβιντ επίτηδες την ήθελε σκοτεινή. Όταν δεν έχεις πια ποιον να επικαλεστείς, το τελευταίο που σου μένει είναι η πίστη σε έναν Θεό, στον οποίο δεν πιστεύεις. Προτού φύγει για το Μιλάνο, έπρεπε να επιστρέφει στη Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα. Το τελευταίο στοιχείο που της έδινε ο Ντέιβιντ ήταν μια απόδειξη πίστης.
Ένα χρόνο νωρίτερα
Πριπιάτ
Ο κυνηγός δεν ήταν μόνος. Υπήρχε κι άλλος ένας κάτοικος στην πόλη-φάντασμα. Είναι εδώ. Ο τρανσφορμιστής είχε διαλέξει το πιο αφιλόξενο μέρος της Γης για να κρυφτεί. Εκείνο όπου κανείς δεν θα ερχόταν να τον αναζητήσει. Γύρισε σπίτι του. Ο κυνηγός ένιωθε την παρουσία του. Οι στάλες του αίματος στο πάτωμα δεν είχαν ξεραθεί ακόμα. Είναι κοντά. Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. Στο σαλόνι, μαζί με το φακό, ήταν ο σάκος με το
1023/1081
αναισθητικό πιστόλι. Μα δεν προλάβαινε να το πάρει. Με παρατηρεί. Το μόνο που ήθελε ήταν να το σχάσει από το διαμέρισμα του Ανατόλι Πετρόβ. Για να σωθεί, έπρεπε να φτάσει στο Volvo που είχε παρκάρει απέναντι από τα τσιμεντένια μπλόκια, τα οποία είχαν τοποθετηθεί στη μέση του δρόμου για να εμποδίζουν την είσοδο των αυτοκινήτων στην πόλη. Ήταν μεγάλη διαδρομή. Δεν πάνε στο διάβολο οι λύκοι, θα έτρεχε. Εδώ δεν χωρούσαν στρατηγικές. Όπου φύγει φύγει. Όρμησε προς την εξώπορτα κι άρχισε να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Δεν τα ένιωθε κάτω από τα πόδια του, απλώς τα άγγιζε. Μες στο σκοτάδι δεν έβλεπε πού πατούσε. Αν έπεφτε, θα ήταν το τέλος. Η ιδέα να μείνει αποκλεισμένος μες στην κοιλιά της πολυκατοικίας με ένα σπασμένο πόδι, περιμένοντας να εμφανιστεί ο εχθρός του, αντί
1024/1081
να τον κάνει πιο συνετό, τον έχανε πιο ριψοκίνδυνο. Κάθε τοσο πηδούσε μερικά σκαλοπάτια, αποφεύγοντας σωρούς με σκουπίδια. Ειχε λαχανιάσει και ο ιδρώτας τού πάγωνε τη ραχοκοκαλια. Τα βήματά του αντηχούσαν μες στο κλιμακοστάσιο. Έντεκα όροφοι με κομμένη την ανάσα και μετά ο δρόμος. Γύρω του έβλεπε μόνο σκιές. Κτίρια που τον κοιτούσαν με τα χίλια αδειανά μάτια τους, αυτοκίνητα σαν σαρκοφάγοι έτοιμοι να τον υποδεχτούν, δέντρα που άπλωναν τα λεπτά ξύλινα κόκαλά τους για να τον αρπάξουν. Η άσφαλτος αποσαθρωνόταν κάτω από τα παπούτσια του, λες και ο κόσμος κατέρρεε γύρω του. Η αγωνία τού έσφιγγε το στήθος, τα πνευμόνια του άρχιζαν να καίνε. Κάθε του ανάσα, μια σουβλιά στο θώρακα. Έτσι λοιπόν νιώθει κανείς όταν παλεύει να ξεφύγει από κάποιον που θέλει να του κάνει κακό. Ο κυνηγός είχε γίνει θήραμα.
1025/1081
Πού είσαι; Ξέρω ότι είσαι εδώ και με κοιτάς. Τώρα γελάς με την απόγνωσή μου. Και στο μεταξύ ετοιμάζεσαι να εμφανιστείς. Έστριψε στη γωνία και βρέθηκε μπροστά σε ένα δρομάκι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν πια από πού είχε έρθει. Είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Στάθηκε να σκεφτεί, διπλωμένος στα δυο από την προσπάθεια. Μετά είδε τους σκουριασμένους σκελετούς των παιχνιδιών και κατάλαβε ότι κατευθυνόταν στο λούνα παρκ. To Volvo βρισκόταν λιγότερο από μισό χιλιόμετρο μακριά του. Θα το προσπαθούσε. Θα τα καταφέρω. Όρμησε μπροστά, αγνοώντας τον πόνο και την κούραση, το κρυο και το φοβο. Αλλα με την άκρη του ματιού του είδε τον πρώτο λύκο. Το ζώο τον είχε πλησιάσει και έτρεχε δίπλα του. Έπειτα από λιγο ξεπρόβαλε και ο δεύτερος. Και ο τρίτος. Τον συνόδευαν, αλλά
1026/1081
κρατιούνταν σε απόσταση. Ο κυνηγός ήξερε ότι, αν έκοβε ταχύτητα, θα του επιτίθονταν. Γι’ αυτό δεν άφησε τον εαυτό να πάρει ανάσα. Αν είχα το χρόνο να πάρω το αναισθητικό πιστόλι από το σάκο... Είδε το Volvo εκεί που το είχε παρκάρει. Μια μικρή ανακούφιση, ωστόσο δεν ήξερε αν το είχαν πειράξει. Στην περίπτωση αυτή θα τέλειωναν τ’ αστεία. Όμως δεν μπορούσε να τα παρατήσει τώρα. Έμεναν λίγα μέτρα, όταν ένας από τους λύκους αποφάσισε να επιτεθεί. Του έριξε μια κλοτσιά και, παρότι δεν τον πέτυχε γεμάτα, τον έπεισε να μείνει μακριά του. Το αυτοκίνητο δεν ήταν πια οφθαλμαπάτη. Ήταν αληθινό. Άρχισε να σκέφτεται ότι, αν τα κατάφερνε, θα άλλαζαν πολλά πράγματα. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο αγαπούσε τη ζωή του. Δεν φοβόταν το θάνατο, αλλά την ιδέα να
1027/1081
πεθάνει σε εκείνον τον τόπο και με έναν τρόπο που δεν μπορούσε ούτε να διανοηθεί. Όχι, όχι έτσι, σε παρακαλώ. Όταν έφτασε στο αυτοκίνητο, δεν το πίστευε. Άνοιξε την πόρτα και είδε τους λύκους να κόβουν ταχύτητα. Είχαν καταλάβει ότι δεν θα τα κατάφερναν και τώρα ετοιμάζονταν να αποσυρθούν στις σκιές. Έψαξε πυρετωδώς τα κλειδιά που είχε αφημένα στο ταμπλό. Όταν τα βρήκε, φοβήθηκε ότι δεν θα ξεκινούσε. Κι όμως, πήρε μπροστά. Γέλασε· δεν μπορούσε να το πιστέψει. Έστριψε γρήγορα για να πάρει την αντίθετη κατεύθυνση. Όλα λειτουργούσαν τέλεια. Η αδρεναλίνη κυλούσε ακόμα στις φλέβες του, αλλά είχαν αρχίσει να γίνονται αισθητά τα σημάδια της κούρασης. Το γαλακτικό οξύ είχε χτυπήσει κόκκινο και οι αρθρώσεις του πονούσαν. Ίσως άρχιζε να χαλαρώνει.
1028/1081
Ένα τελευταίο βλέμμα στον καθρέφτη: τα μάτια του ακόμα έντρομα και η πόληφάντασμα που απομακρυνόταν. Και η σκιά ενός ανθρώπου που ανασηκωνόταν από το πίσω κάθισμα. Μα προτού ο κυνηγός προλάβει να ολοκληρώσει μια σκέψη, τον τύλιξε ένα οδυνηρό σκοτάδι. Τον ξύπνησε ο θόρυβος του νερού. Μικρές σταλαγματιές που έπεφταν από την πέτρα. Μπορούσε να φανταστεί το χώρο ακόμα και χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Δεν ήθελε να κοιτάξει. Αλλά στο τέλος το έκανε. Ήταν ξαπλωμένος σε ένα ξύλινο τραπέζι. Το φως ήταν αδύναμο και προερχόταν από τρεις λάμπες στο ταβάνι. Τα πυρακτωμένα συρματάκια τρεμόπαιζαν σε κάθε αλλαγή της τάσης. Μπορούσε να ακούσει το βουητό της γεννήτριας που τις κρατούσε ζωντανές. Δεν κατάφερνε να κινηθεί, ήταν δεμένος. Αλλά δεν θα δοκίμαζε καν. Καλά ήταν κι έτσι.
1029/1081
Βρισκόταν σε μια σπηλιά; Όχι, σε ένα υπόγειο. Αναθυμιάσεις μούχλας γέμιζαν το χώρο. Μα ήταν και κάτι άλλο. Μια μεταλλική μυρωδιά οξυγονοκόλλησης. Τσίγκος. Και μετά η ξεκάθαρη αποφορά του θανάτου. Γύρισε με κόπο το κεφάλι του και είδε καλύτερα. Βρισκόταν σε μια κρύπτη. Οι τοίχοι θύμιζαν μωσαϊκό. Υπήρχε κάτι όμορφο και ταυτόχρονα τρομακτικό σ’ εκείνο το θέαμα. Ήταν κόκαλα. Στοιβαγμένα ή μπλεγμένα το ένα με το άλλο. Μηριαία οστά, ωλένες, ωμοπλάτες. Συγχωνευμένα με τον τσίγκο που έντυνε τα φέρετρα, προστάτευαν εκείνο το μέρος από τη μόλυνση. Δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τίποτε άλλο για τη φωλιά του. Ήταν πονηρός. Στο μέρος όπου τα πάντα είχαν μολυνθεί από τη ραδιενέργεια, το μόνο που δεν είχε δηλητηριαστεί ήταν οι νεκροί. Θα πρέπει να
1030/1081
τους ξέθαψε από το νεκροταφείο για να φτιάξει το καταφύγιό του. Αναγνώρισε τρία κρανία μαυρισμένα από το χρόνο, που τον παρατηρούσαν κρυμμένα στη σκιά. Δύο ενήλικες κι ένα παιδί. Ο αληθινός Ντίμα και οι γονείς του, σκέφτηκε. Τον αντιλήφθηκε να πλησιάζει. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει. Ήξερε. Ένιωσε την ήρεμη, ρυθμική ανάσα του. Εκείνος πέρασε το χέρι από το μέτωπο του κυνηγού, παραμερίζοντας τα μουσκεμένα από τον ιδρώτα μαλλιά του. Ένα χάδι. Μετά έκανε το γύρο μέχρι να συναντήσει το βλέμμα του. Φορούσε μια στρατιωτική φόρμα κι ένα τριμμένο κόκκινο πουλόβερ με ψηλό λαιμό. Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο με μια κουκούλα, απ’ όπου φαίνονταν μόνον τα ανέκφραστα μάτια του και τούφες από απεριποίητα γένια. Σε εκείνο το κομμάτι του προσώπου δεν διακρινόταν κανένα συναίσθημα. Έδειχνε
1031/1081
απλώς περιέργεια. Έγειρε το κεφάλι του όπως κάνουν τα παιδιά όταν θέλουν να καταλάβουν κάτι. Τπήρχε ένα ερωτηματικό στο βλέμμα του. Κοιτάζοντάς τον, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε γλιτωμό. Δεν γνώριζε τον οίκτο. Όχι επειδή ήταν κακός, αλλά επειδή κανείς δεν του τον είχε διδάξει. Έσφιγγε το πάνινο κουνελάκι ανάμεσα στα χέρια του. Του χάιδευε αδιάφορα το κεφαλάκι. Μετά απομακρύνθηκε. Ο κυνηγός τον ακολούθησε με το βλέμμα. Σε μια γωνιά υπήρχε ένα αυτοσχέδιο κρεβάτι από κουβέρτες και κουρέλια. Ακούμπησε εκεί το κουνελάκι, κάθισε σταυρώνοντας τις γάμπες και ξανάρχισε να τον κοιτάζει. Θα ήθελε να τον ρωτήσει τόσα πράγματα. Μπορούσε να φανταστεί τη μοίρα του: δεν θα έβγαινε ζωντανός από κει μέσα. Μα αυτό που τον πίκραινε περισσότερο ήταν ότι δεν ήξερε τις απαντήσεις. Είχε επενδύσει πολλή ενέργεια
1032/1081
στο κυνήγι, τις δικαιούνταν. Έτσι, για την τιμή των όπλων. Πώς γινόταν η μεταμόρφωση; Γιατί ο τρανσφορμιστής ένιωθε την ανάγκη να αφήνει σταλαγματιές από το αίμα του -μια υπογραφήκάθε φορά που έκλεβε την ταυτότητα κάποιου; «Σε παρακαλώ, μίλα μου». «Σε παρακαλώ, μίλα μου», επανέλαβε. «Πες κάτι». «Πες κάτι». Ο κυνηγός γέλασε. Γέλασε κι εκείνος. «Μην παίζεις μαζί μου». «Μην παίζεις μαζί μου». Και τότε κατάλαβε. Δεν έπαιζε. Εξασκούνταν. Τον είδε να σηκώνεται και ταυτόχρονα να βγάζει κάτι από την τσέπη της φόρμας: ένα μακρύ και γυαλιστερό αντικείμενο. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι ήταν. Ενώ τον πλησίαζε, διέκρινε την κοφτερή λεπίδα.
1033/1081
Ακούμπησε το νυστέρι στο μάγουλό του, χαράζοντας αργά τις γραμμές που σε λίγο θα έσκαβε πιο βαθιά. Ένα επικίνδυνο γαργαλητό στην επιδερμίδα του, ευχάριστο και ανατριχιαστικό. Μόνον η κόλαση υπάρχει, σκέφτηκε. Και βρίσκεται εδώ. Ο τρανσφορμιστής δεν ήθελε απλώς να τον σκοτώσει: σύντομα το θήραμα θα γινόταν ο κυνηγός. Αλλά προτού συμβεί αυτό, ήρθε κάτι άλλο. Μια απάντηση. Έβγαλε την κουκούλα και για πρώτη φορά είδε καλά το πρόσωπό του. Ποτέ δεν είχαν βρεθεί τόσο κοντά. Τελικά, θα μπορούσε να πει ότι τα είχε καταφέρει. Ο κυνηγός είχε πετύχει το σκοπό του. Ωστόσο υπήρχε κάτι στο πρόσωπο του τρανσφορμιστή, κάτι το οποίο δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί καν. Κατάλαβε επιτέλους από πού προερχόταν αυτό που ο ίδιος εκλάμβανε ως υπογραφή.
1034/1081
Κι όμως, δεν ήταν υπογραφή, αλλά το αδύνατο σημείο του. Ο κυνηγός κατάλαβε ότι δεν είχε μπροστά του ένα τέρας, αλλά ένα ανθρώπινο πλάσμα. Και, όπως όλα τα ανθρώπινα πλάσματα, έτσι και ο τρανσφορμιστής διέθετε ένα διακριτικό σημάδι, κάτι που τον έκανε μοναδικό, έστω κι αν τα κατάφερνε περίφημα να κρύβεται σε πολλαπλές ταυτότητες. Ο κυνηγός σύντομα θα πέθαινε, αλλά εκείνη τη στιγμή ένιωσε ανακούφιση. Ο εχθρός του μπορούσε ακόμα να αναχαιτιστεί.
Τώρα
Η βροχή πέφτει στη Ρώμη σαν νυχτερινή κηδεία. Δεν καταφέρνεις να καταλάβεις αν είναι μέρα ή νύχτα. Η Σάντρα διασχίζει την ανώνυμη πρόσοψη πίσω από την οποία κρύβεται, πέρα από κάθε υποψία, η μοναδική γοτθική εκκλησία της Ρώμης. Με τα πολυτελή μάρμαρα, τις πανύψηλες οροφές, τις εκπληκτικές τοιχογραφίες: η Σάντα Μαρία σόπρα Μινέρβα την υποδέχεται έρημη. Ο θόρυβος των βημάτων αντιλαλεί μες στο δεξιό κλιτός. Προχωρεί προς τον τελευταίο βωμό. Τον πιο μικρό, τον πιο άχαρο.
1037/1081
Ο Σαν Ραιμόντο ντι Πενιαφόρτ την περιμένει. Μόνο που τις προηγούμενες φορές εκείνη δεν το ήξερε. Είναι λες και τώρα εκθέτει την περίπτωσή της στον Ιησού Κριτή ανάμεσα σε δύο αγγέλους. Το δικαστήριο των ψυχών. Η τοιχογραφία συνεχίζει να περιστοιχίζεται από τα αναθηματικά κεριά των πιστών που στάζουν στο δάπεδο. Αντίθετα από τα άλλα παρεκκλήσια του ναού, μόνο σε αυτό -το πιο φτωχικό— υπάρχει τέτοιο πλήθος κεριών. Ευλαβικές φλογίτσες που σε κάθε φύσημα σκύβουν το κεφάλι όλες μαζί και μετά ορθώνονται ξανά. Ποιος ξέρει για ποια αμαρτήματα τις άναψαν, αναρωτιόταν η Σάντρα τις άλλες φορές που βρέθηκε εκεί. Τώρα έχει την απάντηση. Για τα αμαρτήματα όλων. Παίρνει από την τσάντα της την τελευταία φωτογραφία της Leica, την κοιτάζει. Μες στο σκοτάδι που απεικονίζεται σε εκείνη τη μαύρη
1038/1081
φωτογραφία κρύβεται μια απόδειξη πίστης. Το τελευταίο στοιχείο που της δίνει ο Ντέιβιντ είναι το πιο μυστηριώδες, αλλά και το πιο εύγλωττο. Την απάντηση δεν έπρεπε να την αναζητήσει αλλού, έπρεπε να την ψάξει μέσα της. Τους τελευταίους πέντε μήνες αναρωτιόταν πού να βρίσκεται τώρα ο Ντέιβιντ και τι να σήμαινε το τέλος του. Μπροστά στην αμφιβολία είχε νιώσει χαμένη. Ήταν φωτογράφος, έψαχνε το θάνατο στις λεπτομέρειες, πεπεισμένη ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο εξηγούνται όλα. Βλέπω τα πράγματα μέσα από τη φωτογραφική μου μηχανή. Εμπιστεύομαι τις λεπτομέρειες, γιατί μου αποκαλύπτουν πώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα. Αλλά για τους πνευματικούς υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που έχουμε μπροστά μας. Κάτι εξίσου πραγματικό, το οποίο όμως δεν μπορεί να συλλάβει μια
1039/1081
φωτογραφική μηχανή. Επομένως, πρέπει να μάθω ότι μερικές φορές χρειάζεται να αφήνομαι στο μυστήριο. Και να δέχομαι ότι δεν είναι δυνατό να κατανοούμε τα πάντα. Μπροστά στα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, ο άνθρωπος της επιστήμης βασανίζεται, ο άνθρωπος της πίστης σταματάει. Και εκείνη τη στιγμή, σε εκείνη την εκκλησία, η Σάντρα νιώθει ότι έχει φτάσει σε ένα σύνορο. Και δεν είναι τυχαίο που της έρχονται στο νου τα λόγια του πνευματικού: «Υπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών. Εκεί συμβαίνουν όλα: στον τόπο των σκιών, όπου τα πάντα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια». Ο Μάρκους το είχε πει καθαρά. Όμως η Σάντρα δεν το είχε καταλάβει έως τώρα. Ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι το σκοτάδι, αλλά η ενδιάμεση κατάσταση, εκεί που το φως γίνεται απατηλό· εκεί που το καλό και το κακό
1040/1081
μπερδεύονται και δεν μπορεί κανείς να τα διακρίνει. Το κακό δεν κρύβεται στο σκοτάδι. Βρίσκεται στη σκιά. Εκεί μπορεί κανείς να διαστρεβλώσει τα πράγματα. Δεν υπάρχουν τέρατα, υπενθυμίζει στον εαυτό της. Μόνο φυσιολογικοί άνθρωποι που διαπράττουν φριχτά εγκλήματα. Οπότε, το μυστικό ειναι να μη φοβασαι το σκοτάδι, σκέφτεται η Σαντρα. Γιατι, τελικά, μεσα του υπάρχουν όλες οι απαντήσεις. Κρατώντας τη σκοτεινή φωτογραφία στα χέρια της, σκύβει πανω από τα κεριά. Αρχίζει να τα φυσάει και να τα σβήνει. Είναι δεκάδες και της παίρνει λίγη ώρα. Όσο τα σβήνει τόσο το σκοτάδι φουσκώνει σαν πλημμυρίδα. Γύρω της όλα χάνονται. Όταν τελειώνει, κάνει ένα βήμα πίσω. Δεν βλέπει πια τίποτα, φοβάται, αλλά επαναλαμβάνει μέσα της ότι πρέπει απλώς να
1041/1081
περιμένει και τελικά θα μάθει. Όπως τότε που ήταν παιδί και, προτού κοιμηθεί, το σκοτάδι τής φαινόταν απειλητικό, αλλά μόλις τα μάτια συνήθιζαν, όλα ξαναεμφανίζονταν ως διά μαγείας -το δωματιάκι με τα παιχνίδια, οι κούκλες-και μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχη. Σιγά-σιγά, το βλέμμα της Σάντρα προσαρμόζεται στην καινούργια κατάσταση. Η ανάμνηση του φωτός εξαφανίζεται και ξαφνικά αντιλαμβάνεται ότι μπορεί και πάλι να διακρίνει κάτι. Οι μορφές γύρω της αρχίζουν να ξεπροβάλλουν. Πάνω από το βωμό, ο Σαν Ραϊμόντο ντι Πενιαφόρτ εμφανίζεται να λάμπει. Το ίδιο και ο Ιησούς Κριτής και οι δύο άγγελοι, ντύνονται ένα διαφορετικό φως, αστραφτερό. Στον τραχύ σοβά των τοίχων, το μαυρισμένο από την καπνιά, αποκαλύπτονται μορφές. Είναι τοιχογραφίες. Αναπαριστούν σκηνές ευλάβειας και μετάνοιας, αλλά και συγχώρεσης.
1042/1081
Το θαύμα συντελειται μπροστά στα μάτια της και η Σάντρα δεν μπορεί να το πιστέψει. Το φτωχοτερο παρεκκλήσι, αυτό που δεν είχε μάρμαρα και στολίδια, γίνεται πανέμορφο. Ένα καινούργιο φως αναδιδεται από τους γυμνούς τοίχους, σχηματίζοντας τιρκουάζ μοτιβα που αξακτινώνονται ως το θόλο. Αστραφτερά νήματα αναρριχώνται στις κολόνες που έμοιαζαν γυμνές. Η συνολική εικόνα είναι μια γαλάζια λάμψη, παρόμοια με τα γαλήνια βάθη της θάλασσας. Είναι πάντα σκοτάδι, αλλά ένα σκοτάδι εκτυφλωτικό. Η Σάντρα χαμογελάει. Φωσφορίζουσα μπογιά. Παρότι υπάρχει μια λογική εξήγηση, το βήμα που έκανε μέσα της για να την ανακαλύψει δεν είχε τίποτα το λογικό. Ήταν σκέτη παραίτηση, αποδοχή των ορίων της, μια ευχάριστη παράδοση στο ανεξιχνίαστο, στο ακατανόητο. Πίστη.
1043/1081
Να το τελευταίο δώρο του Ντέιβιντ. Το μήνυμα της αγάπης του γι’ αυτήν. Δέξου το θάνατό μου χωρίς να αναρωτιέσαι γιατί μας έλαχε τέτοια μοίρα. Μόνον έτσι θα μπορέσεις να ξαναγίνεις ευτυχισμένη. Η Σάντρα κοιτάζει ψηλά και τον ευχαριστεί. «Δεν υπάρχει κανένα αρχείο εδώ. Το μόνο μυστικό είναι η απέραντη ομορφιά». Πίσω της ακούγονται βήματα. Η Σάντρα γυρίζει και αντικρίζει τον Μάρκους. «Η ανακάλυψη του φωσφορισμού έγινε το δέκατο έβδομο αιώνα και οφείλεται σε έναν παπουτσή από την Μπολόνια που είχε μαζέψει κάτι βότσαλα και τα πύρωσε με κάρβουνα. Τότε παρατήρησε ένα παράξενο φαινόμενο: όταν εκτίθονταν στο φως της μέρας, συνέχιζαν επί ώρες να εκπέμπουν φως μες στο σκοτάδι». Δείχνει γύρω του. «Αυτό που βλέπεις φτιάχτηκε δεκαετίες αργότερα από το χέρι ενός ανώνυμου καλλιτέχνη, που χρησιμοποίησε την ουσία του παπουτσή για να
1044/1081
ζωγραφίσει το παρεκκλήσι. Σκέψου την κατάπληξη των ανθρώπων της εποχής που δεν είχαν δει ποτέ κάτι παρόμοιο. Σήμερα δεν μας εκπλήσσει πια όπως τότε, γιατί ξέρουμε τις αιτίες του φαινομένου. Εν πάση περιπτώσει, ο καθένας μπορεί να επιλέξει αν θα δει το μυριοστό αξιοθέατο της Ρώμης ή κάποιο θαύμα». «Θα ήθελα να δω το θαύμα, θα το ήθελα στ’ αλήθεια», ομολογεί η Σάντρα με λίγη θλίψη. «Αντίθετα, υπερισχύει η λογική. Η ίδια που μου λέει ότι δεν υπάρχει Θεός και ότι ο Ντέιβιντ δεν βρίσκεται σε έναν παράδεισο όπου η ζωή συνεχίζεται και είναι πάντα ευτυχισμένος. Αλλά θα ήθελα πολύ να κάνω λάθος». Ο Μάρκους μένει ατάραχος. «Το καταλαβαίνω. Την πρώτη φορά που κάποιος με έφερε εδώ μου είπε ότι μπορούσα να βρω την απάντηση στο ερώτημα που είχα θέσει, όταν, μετά την αμνησία μου, μου
1045/1081
αποκαλύφθηκε ότι ήμουν ιερέας». Άγγιξε την ουλή στον κρόταφό του. «Αναρωτήθηκα: αν είναι αλήθεια ότι είμαι ιερέας, πού είναι η πίστη μου;» «Και ποια ήταν η απάντηση;» «Ότι δεν είναι απλώς ένα χάρισμα. Αλλά πρέπει πάντα να την αναζητάς». Χαμηλώνει το βλέμμα. «Εγώ την αναζητώ στο κακό». «Τι παράξενη μοίρα μάς ενώνει! Εσύ πρέπει να κλείσεις τους λογαριασμούς σου με το κενό της μνήμης, εγώ με τις πάμπολλες αναμνήσεις από τον Ντέιβιντ». Κάνει μια παύση, τον κοιτά. «Και τώρα; Θα συνεχίσεις;» «Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά αν με ρωτάς μήπως φοβάμαι ότι κάτι κάποια μέρα θα καταφέρει να με διαφθείρει, μπορώ απλώς να σου πω ναι. Στην αρχή σκεφτόμουν ότι είναι κατάρα να καταφέρνεις να δεις τον κόσμο με τα μάτια του κακού. Ωστόσο, ξαναβρίσκοντας τη Λάρα, έδωσα ένα νόημα στο χάρισμά μου. Ακόμα κι αν δεν θυμάμαι ποιος ήμουν στο παρελθόν,
1046/1081
χάρη σ’ αυτό που κάνω ξέρω επιτέλους ποιος είμαι». Η Σάντρα κουνάει το κεφάλι, αλλά νιώθει ότι δεν έχουν ειπωθεί όλα. «Πρέπει να σου αποκαλύψω κάτι». Κάνει μια μεγάλη παύση διαλέγοντας τα λόγια της. «Υπάρχει κάποιος που σε ψάχνει. Νόμιζα ότι ήθελε να βρει το αρχείο, αλλά έπειτα απ’ όσα είδα εδώ, κατάλαβα ότι ο σκοπός του είναι άλλος». Ο Μάρκους ταράζεται. «Γιατί;» «Δεν ξέρω, πάντως μου είπε ψέματα. Μου παρουσιάστηκε σαν αξιωματικός της Ιντερπόλ, μα δεν ήταν αλήθεια. Δεν ξέρω ποιος είναι στην πραγματικότητα, αλλά φοβάμαι ότι είναι πολύ επικίνδυνος». «Δεν θα καταφέρει να με βρει». «Κι όμως. Έχει μια φωτογραφία σου». Ο Μάρκους μένει σκεφτικός. «Κι αν με βρει, τι μπορεί να μου κάνει;» «Να σε σκοτώσει».
1047/1081
Η σιγουριά της Σάντρα δεν τον πτοεί. «Γιατί το λες;» «Γιατί, αν δεν είναι αστυνομικός και δεν θέλει να σε συλλάβει, τότε μόνο ένα σκοπό μπορεί να έχει». Ο Μάρκους χαμογελάει. «Έχω ήδη πεθάνει μια φορά. Δεν με φοβίζει πια». Η Σάντρα αφήνεται να πειστεί από την αταραξία του ιερέα, της εμπνέει εμπιστοσύνη. Θυμάται ακόμα το χάδι του στο νοσοκομείο. Της είχε κάνει καλό. «Διέπραξα ένα αμάρτημα και δεν καταφέρνω να συγχωρήσω τον εαυτό μου». «Για όλα υπάρχει συγχώρεση, ακόμα και για τα θανάσιμα αμαρτήματα. Δεν αρκεί να τη ζητάς όμως. Πρέπει να μοιραστείς την ενοχή με κάποιον: το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνεις για να λυτρωθείς είναι να την εξωτερικεύσεις». Η Σάντρα τότε σκύβει το κεφάλι, κλείνει τα μάτια κι αρχίζει να ανοίγει την καρδιά της.
1048/1081
Του μιλάει για την έκτρωση, για την αγάπη που χάθηκε και ξαναβρέθηκε, για την αυτοτιμωρία της. Όλα γίνονται πολύ φυσικά, τα λόγια ξεχύνονται από κάπου βαθιά. Φανταζόταν ότι η αίσθηση θα ήταν η ίδια όπως όταν απαλλάσσεσαι από ένα βάρος. Μα είναι το αντίθετο. Το κενό που άφησε μέσα της ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ γεμίζει. Το ψυχοπλάκωμα που ένιωθε αυτούς τους μήνες φεύγει. Αισθάνεται ότι κάτι μέσα της αλλάζει, ότι γίνεται ένας άλλος άνθρωπος. «Κι εγώ έχω ένα βαρύ κρίμα στη συνείδησή μου», της αποκαλύπτει ο Μάρκους στο τέλος. «Αφαίρεσα ζωές, ακριβώς όπως κι εσύ. Μα αρκεί αυτό για να μας κάνει δολοφόνους; Μερικές φορές σκοτώνει κανείς επειδή πρέπει, για να προστατέψει κάποιον ή από φόβο. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα χρειαζόταν ένα διαφορετικό κριτήριο». Η Σάντρα νιώθει ανακούφιση με τα λόγια του.
1049/1081
«Το 1314, στην περιοχή Αρντές στη νότια Γαλλία, η πανούκλα αποδεκάτιζε τον πληθυσμό. Εκμεταλλευόμενη το λοιμό, μια ληστοσυμμορία έσπερνε τον τρόμο, λεηλατώντας, βιάζοντας και σφάζοντας. Ο κόσμος είχε τρομοκρατηθεί και βρισκόταν στα όρια της επιβίωσης. Τότε ορισμένοι ιερείς από τα βουνά, αδαείς και άπειροι, ενώθηκαν για να αντιμετωπίσουν τους εγκληματίες. Πήραν τα όπλα και τους πολέμησαν. Στο τέλος, τους νίκησαν. Άνθρωποι του Θεού που έχυσαν αίμα: ποιος θα τους συγχωρούσε; Όταν επέστρεψαν στις εκκλησίες τους, ο πληθυσμός τούς υποδέχτηκε σαν σωτήρες. Χάρη στην προστασία τους, δεν υπήρξαν πια εγκλήματα στην Αρντές. Έκτοτε ο κόσμος άρχισε να αποκαλεί αυτούς τους ιερείς κυνηγούς του σκοταδιού». Ο Μάρκους παίρνει ένα κερί, το ανάβει με ένα σπίρτο και το προσφέρει στη Σάντρα. «Ωστόσο, η κρίση των πράξεών μας
1050/1081
δεν έγκειται σ’ εμάς... Εμείς μπορούμε μόνο να ζητήσουμε άφεση». Με τη σειρά της, η Σάντρα παίρνει ένα κερί και το ανάβει από το κερί του Μάρκους. Έπειτα, αρχίζουν μαζί να κάνουν το ίδιο με όλα τα κεριά που βρίσκονται στα πόδια του Ιησού Κριτή. Όσο ζωντανεύει η συλλογική φλόγα τόσο πιο απελευθερωμένη νιώθει η Σάντρα, όπως ακριβώς το είχε προβλέψει ο πνευματικός. Τα κεριά ξαναρχίζουν να στάζουν στο πάτωμα με το θαμπό μάρμαρο. Η Σάντρα είναι γαλήνια, ικανοποιημένη, έτοιμη να γυρίσει σπίτι. Οι φωσφορισμοί αρχίζουν να εξασθενούν. Χάνονται οι φωτεινές τοιχογραφίες, τα λαμπερά στολίδια. Σιγά-σιγά το παρεκκλήσι ξαναγίνεται φτωχικό και ανώνυμο. Ενώ κοντεύει να τελειώσει το άναμμα των κεριών, η Σάντρα κοιτάζει τυχαία χαμηλά και ανακαλύπτει ότι μερικές σταγόνες είναι κόκκινες.
1051/1081
Σχηματίζουν ένα μικρό στέμμα από καφέ κηλίδες. Αλλά δεν είναι κερί. Είναι αίμα. Υψώνει το βλέμμα στον Μάρκους και συνειδητοποιεί ότι αιμορραγεί η μύτη του. «Πρόσεχε», του λέει, γιατί εκείνος δεν το έχει καταλάβει. Ο Μάρκους φέρνει το χέρι στο πρόσωπό του και μετά κοιτά τα λερωμένα του δάχτυλα. «Μου συμβαίνει πότε-πότε. Αλλά μετά περνάει. Πάντα περνάει». Ψάχνοντας στην τσάντα της, η Σάντρα βγάζει χαρτομάντιλα για να σταματήσουν το αίμα. Εκείνος τα δέχεται. «Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρω για μένα», λέει καθώς γέρνει προς τα πίσω το κεφάλι. «Κάθε φορά που ανακαλύπτω κάτι καινούργιο, εκπλήσσομαι, παλιότερα τρόμαζα. Όπως με τις ρινορραγίες. Δεν ξέρω από πού προέρχονται, αλλά είναι κομμάτι του εαυτού μου. Και τότε λέω μέσα μου ότι ίσως μια μέρα
1052/1081
ακόμα κι αυτό μπορεί να με βοηθήσει να θυμηθώ ποιος ήμουν πριν». Η Σάντρα γέρνει προς τον Μάρκους και τον αγκαλιάζει. «Καλή τύχη», του λέει. «Αντίο», της απαντάει εκείνος.
Ένα χρόνο νωρίτερα
Πράγα
Είχε μείνει στο Πριπιάτ για κάνα μήνα ακόμα, για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ερχόταν κανείς άλλος να τον αναζητήσει. Η δουλειά που είχε κάνει με το τελευταίο του θύμα ήταν απαιτητική και χρονοβόρα. Δεν έμοιαζε με τους άλλους που, έπειτα από μία ώρα βασανιστήρια, του τα έλεγαν όλα. Χρειάστηκε αρκετές μέρες για να τον αναγκάσει να μιλήσει και να του πει τα πάντα για τον εαυτό του, έτσι ώστε να μάθει πώς να γίνει αυτός. Όλως παραδόξως, το πιο δύσκολο ήταν να τον κάνει να του πει το όνομά του. Ο τρανσφορμιστής κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Μάρκους», είπε. Του άρεσε.
1055/1081
Είχε φτάσει εδώ και τρεις μέρες στην πόλη, είχε κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Το κτίριο ήταν παλιό και από το παράθυρο μπορούσε να βλέπει τις μαύρες στέγες της Πράγας. Είχε μαζί του πολλά χρήματα, που μάζευε όλα αυτά τα χρόνια από όσους του είχαν παραδώσει τις ζωές τους. Και ένα διπλωματικό διαβατήριο του Βατικανού, κλεμμένο από το τελευταίο του θύμα, στο οποίο είχε αντικαταστήσει τη φωτογραφία. Η ταυτότητα στο διαβατήριο ήταν ήδη πλαστή, γιατί δεν συνέπιπτε με το όνομα που του είχε αποσπάσει. Η εξήγηση ήταν απλή. Ο κυνηγός δεν υπήρχε. Ήταν η ιδανική κατάσταση για τον τρανσφορμιστή. Αν γινόταν ένας άνθρωπος που δεν γνώριζε κανείς, δεν διέτρεχε πλέον τον κίνδυνο να αποκαλυφθεί. Όμως δεν μπορούσε να είναι ακόμα βέβαιος. Έπρεπε να περιμένει, γι’ αυτό ήταν εκεί.
1056/1081
Ξαναμελετούσε τις σημειώσεις που είχε κρατήσει στο Πριπιάτ: μια περιληπτική βιογραφία της νέας του ταυτότητας. Μόνον τις ουσιαστικές πληροφορίες, γιατί τα υπόλοιπα τα είχε αποστηθίσει. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του δωματίου. Στο κατώφλι εμφανίστηκε ένας γέρος με σκαμμένο πρόσωπο και κουρασμένη έκφραση, με σκούρα ρούχα. Κρατούσε πιστόλι. Δεν πυροβόλησε αμέσως. Μπήκε κι έκλεισε την πόρτα. Έμοιαζε ήρεμος και αποφασισμένος. «Σε βρήκα», είπε. «Έκανα ένα λάθος και ήρθα να το επανορθώσω». Ο τρανσφορμιστής σώπασε. Δεν αποσυντονίστηκε. Ακούμπησε ήρεμα σε ένα τραπεζάκι τα χαρτιά που διάβαζε, και πήρε μια απαθή έκφραση. Δεν φοβόταν -δεν ήξερε τι ήταν ο φόβος, δεν του τον είχαν διδάξει-, ήταν απλώς περίεργος. Γιατί αυτός ο γέρος είχε δάκρυα στα μάτια;
1057/1081
«Ζήτησα από τον καλύτερο μαθητή μου να σε κυνηγήσει. Αλλά, αν βρίσκεσαι εδώ, τότε ο Μάρκους είναι νεκρός. Και φταίω εγώ». Είδε ότι τον σημάδευε με το όπλο. Ο τρανσφορμιστής δεν είχε βρεθεί ποτέ τόσο κοντά στο θάνατο. Πάντα αγωνιζόταν για να επιβιώσει από την ίδια του τη φύση. Τώρα δεν ήθελε να σκοτωθεί. «Περίμενε», είπε. «Δεν μπορείς να το κάνεις. Όχι έτσι, δεν είναι σωστό, Ντέβοκ». Ο γέρος κοντοστάθηκε. Το πρόσωπό του φανέρωσε μόνο έκπληξη. Δεν τον σταμάτησε η φράση ούτε το γεγονός ότι ήξερε το όνομά του, αλλά ο ήχος με τον οποίο εκφράστηκαν τα λόγια. Ο τρανσφορμιστής είχε μιλήσει με τη φωνή του Μάρκους. Τώρα ο γέρος είχε αποπροσανατολιστεί. «Ποιος είσαι;» ρώτησε τρομαγμένος. «Ποιος είμαι; Δεν με αναγνωρίζεις;» Το είπε σχεδόν ικετευτικά. Γιατί το όπλο του
1058/1081
τρανσφορμιστή -το μόνο που χρειαζόταν, το πιο αποτελεσματικό- ήταν η ψευδαίσθηση. Μπροστά στα μάτια του γέρου συνέβαινε κάτι ακατανόητο. Παρακολουθούσε ένα είδος μεταμόρφωσης. «Δεν είναι αλήθεια. Δεν είσαι αυτός». Όσο κι αν ήξερε ότι είχε δίκιο, κάτι τον καθήλωνε. Ήταν η στοργή που ένιωθε για το μαθητή του. Γι’ αυτό και δεν είχε πια τη δύναμη που χρειαζόταν για να πιέσει τη σκανδάλη. «Είσαι ο δάσκαλος, ο μέντοράς μου. Όσα ξέρω τα οφείλω σ’ εσένα. Και τώρα θες να με σκοτώσεις;» Συνέχιζε να του μιλάει, αλλά στο μεταξύ τον πλησίαζε. Ένα βήμα τη φορά. «Δεν σε ξέρω». «Τπάρχει ένας τόπος όπου ο κόσμος του φωτός συναντά τον κόσμο των σκιών», επανέλαβε από μνήμης. «Εκεί συμβαίνουν όλα: στον τόπο των σκιών, όπου τα πάντα είναι θαμπά, συγκεχυμένα, αβέβαια. Εμείς είμαστε οι φρουροί που υπερασπίζονται εκείνο
1059/1081
το σύνορο. Μα κάθε τόσο, κάτι καταφέρνει να περάσει Κι εγώ πρέπει να το ξαναστείλω στο σκοτάδι». Ο γέρος έτρεμε, υποχωρούσε. Ο τρανσφορμιστής ήταν πια κοντά του, μπορούσε να του αρπάξει το όπλο από το χέρι, όταν είδε την πρώτη σταγόνα που έπεφτε στη μοκέτα. Συνειδητοποίησε ότι έχανε αίμα από τη μύτη. Η ρινορραγία ήταν το μόνο που δεν μπορούσε να αλλάξει. Η μόνη γνήσια ιδιότητα, τις υπόλοιπες τις δανειζόταν. Η πραγματική του ταυτότητα, θαμμένη κάτω από δεκάδες άλλες, περικλειόταν σε εκείνο το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Η ψευδαίσθηση διαλύθηκε και ο γέρος κατάλαβε την απάτη. «Καταραμένε». Ο τρανσφορμιστής όρμησε στο χέρι που κρατούσε το πιστόλι, μόλις και πρόλαβε να το αρπάξει. Ο γέρος έπεσε προς τα πίσω κι εκείνος έστρεψε το όπλο καταπάνω του.
1060/1081
Ξαπλωμένος πάνω στη μοκέτα, ο γέρος άρχισε να γελάει, σκουπίζοντας τη λερωμένη με αίμα παλάμη του πάνω στο πουκάμισό του. Ο τρανσφορμιστής είχε το πρόσωπό του πασαλειμμένο. «Γιατί γελάς; Τώρα δεν φοβάσαι;» «Προτού έρθω εδώ, εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. Είμαι ελεύθερος και έτοιμος να πεθάνω. Κι έπειτα, ειναι αστειο να νομίζεις πως αρκεί να με σκοτώσεις για να λύσεις τα προβλήματά σου, ενώ μόλις τώρα αρχίζουν». Ο τρανσφορμιστής φοβήθηκε ότι ήταν παγίδα, δεν θα έπεφτε μέσα. «Ίσως είναι καλύτερη η σιωπή, τι λες; Είναι προτιμότερο να φύγεις χωρίς τελευταία λόγια. Θα ήταν πιο αξιοπρεπές, δεν νομίζεις; Όλοι όσους έχω σκοτώσει στο τέλος κηλίδωναν το θάνατό τους με ανούσιες, κοινότοπες φράσεις. Ζητούσαν να τους λυπηθώ, με ικέτευαν. Χωρίς να ξέρουν ότι αυτό για μένα ήταν η επιβεβαίωση ότι δεν είχαν τίποτε άλλο να μου πουν».
1061/1081
Ο γέρος κούνησε το κεφάλι. «Ανόητε κακομοίρη. Ένας ιερέας καλύτερος από μένα σε κυνηγά. Διαθέτει το δικό σου χάρισμα: μπορεί να γίνεται όποιος θέλ£ι. Μόνο που δεν είναι τρανσφορμιστής και δεν σκοτώνει κανέναν. Έχει την ικανότητα να ενδύεται την ταυτότητα εξαφανισμένων ανθρώπων. Αυτή τη στιγμή είναι ένας αξιωματικός της Ιντερπόλ και έχει πρόσβαση σε όλες τις αστυνομικές έρευνες. Σύντομα θα σε ξετρυπώσει». «Ωραία, τώρα θα μου πεις πώς τον λένε». Ο γέρος ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Ακόμα κι αν με βασάνιζες, δεν θα σου χρησίμευε σε τίποτα. Οι πνευματικοί δεν έχουν όνομα. Δεν υπάρχουν, θα έπρεπε να το ξέρεις». Ενω ο τρανσφορμιστής λογάριαζε αν μπλόφαρε, ο γέρος εκμεταλλεύτηκε την αφηρημαδα του και βρήκε τη δύναμη να του επιτεθεί. Άρπαξε το πιστόλι και το έσπρωξε προς τα κάτω, αποκαλύπτοντας μια απρόσμενη σβελτάδα. Η αναμέτρηση
1062/1081
συνεχίστηκε. Αλλα αυτη τη φορα ο γέρος δεν σκόπευε να παραιτηθεί. Μια σφαιρα χτύπησε τον καθρέφτη και ο τρανσφορμιστής ειδε την εικόνα του να γινεται κομμάτια. Κατάφερε να στρέψει το όπλο προς τον αντίπαλό του και πίεσε τη σκανδάλη. Ο γέρος παρέλυσε με μια γκριμάτσα τρόμου, με μάτια ορθάνοιχτα και στόμα διάπλατο. Η σφαίρα τού είχε τρυπήσει την καρδιά. Μα, αντί να πέσει προς τα πίσω, έγειρε μπροστά, παρχσύροντας στο δάπεδο και το δολοφόνο του. Η σύγκρουση με το πάτωμα προκάλεσε έναν τρίτο πυροβολισμό. Ο τρανσφορμιστής είχε την αίσθηση ότι είδε τη σφαίρα να περνάει σαν φευγαλέα σκιά μπροστά από τα μάτια του, προτού πάει να σφηνωθεί στον κρόταφό του. Ξαπλωμένος στη μοκέτα, περιμένοντας το τέλος, παρατηρούσε την εικόνα του να αντανακλάται στα μύρια θραύσματα του σπασμένου καθρέφτη. Εκεί ήταν όλες του οι
1063/1081
ταυτότητες, όλα τα πρόσωπα που είχε κλέψει. Λες και η πληγή στον κρόταφο τα είχε απελευθερώσει από τη φυλακή του μυαλού του. Τον κοιτούσαν. Στιγμή τη στιγμή, άρχισε να τα ξεχνάει. Και προτού πεθάνει, δεν ήξερε πια ποιος ήταν.
7:37 Ο νεκρός άνοιξε τα μάτια.
Σημείωμα του συγγραφέα
Αυτή η ιστορία γεννήθηκε από δύο ιδιαίτερες συναντήσεις που πολύ δύσκολα θα ξεχάσω. Η πρώτη έγινε στη Ρώμη, ένα απόγευμα του Μαΐου, με έναν πολύ ξεχωριστό ιερέα. Το ραντεβού με τον πατέρα Τζόναθαν ήταν στην πιάτσα ντέλε Τσίνκουε Λούνε την ώρα του ηλιοβασιλέματος. Δεν χρειάζεται να πω ότι εκείνος μου έδωσε τις οδηγίες για τον τόπο και το χρόνο και, όταν του ζήτησα να είναι λιγάκι
1066/1081
πιο ακριβής σχετικά με «την ώρα του ηλιοβασιλέματος», μου απάντησε γαλήνια: «Προτού πέσει η νύχτα». Μην ξέροντας τι να πω, αποφάσισα να εμφανιστώ πολύ νωρίτερα. Βρισκόταν ήδη εκεί. Τις δύο επόμενες ώρες ο πατήρ Τζόναθαν μου μιλούσε για τους πνευματικούς, το αρχείο των αμαρτημάτων και το ρόλο των πνευματικών στον κόσμο. Όλο αυτό το διάστημα σκεφτόμουν πως ήταν αδιανόητο που κανείς δεν είχε αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Η βόλτα μας στα στενάκια της Ρώμης τελείωσε στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι, μπροστά στο Μαρτύριο του Αγίου Ματθαίου του Καραβάτζιο, που αντιπροσωπεύει την πρώτη μεγάλη δοκιμασία της εκπαίδευσης των ιερέων-profilers. Σε πολλές περιπτώσεις, οι ιερείς συνεργάζονται με τις δυνάμεις της τάξης. Στην Ιταλία υπάρχει από το 1999 μια αντισατανιστική ομάδα -η S.a.S.- η οποία
1067/1081
βοηθά την αστυνομία να κατανοήσει καλύτερα τα λεγάμενα «σατανιστικά εγκλήματα». Όχι επειδή πρέπει να ξετρυπώσουν κάποιον δαιμονα, αλλά εξαιτίας του συγκεκριμένου δαιμονικού νοήματος που ορισμένοι εγκληματίες, κυρίως δολοφόνοι, αποδίδουν στις πράξεις τους. Είναι σημαντικό να υπάρχει εξήγηση, γιατί έτσι αποσαφηνίζεται το κίνητρο των απάνθρωπων εγκλημάτων και δημιουργείται ένα αρχείο χρήσιμο στις έρευνες. Στους δύο μήνες που ακολούθησαν την πρώτη συνάντησή μας, ο πατήρ Τζόναθαν με δίδαξε, διαφωτίζοντας με σχετικά με το ιδιαίτερο λειτούργημά του και αποκαλύπτοντάς μου τα μυστικά των μαγικών χώρων της Ρώμης που επισκεπτόμασταν μαζί (αφήνοντάς με μερικές φορές με κομμένη την ανάσα) και που περιγράφονται σε αυτό το μυθιστόρημα. Μου έμαθε κάθε λογής πράγματα, οι γνώσεις του κυμαίνονται από τις
1068/1081
υποθέσεις εγκλημάτων ως την τέχνη, την αρχιτεκτονική, την ιστορία, μέχρι και την προέλευση των φωσφοριζόντων χρωμάτων. Όσο για τα θέματα πίστης και θρησκείας, ανέχτηκε καλοκάγαθα τις αμφιβολίες μου και δέχτηκε να αντιμετωπίσει ανοιχτά την κριτική μου. Τελικά, συνειδητοποίησα ότι άθελά μου είχα κάνει μια πνευματική πορεία, η οποία με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα το είδος της αφήγησης που έπρεπε να ολοκληρώσω. Στη σύγχρονη κοινωνία, η πνευματικότητα συχνά υποβαθμίζεται σε κάτι αστείο ή θεωρείται τροφή για τις ακαλλιέργητες μάζες ή, ακόμα, μετατρέπεται σε μια πρακτική του new age. Τα άτομα έχουν χάσει τη στοιχειώδη διάκριση μεταξύ καλού και κακού. Ως αποτέλεσμα, ο Θεός παραδό&ηκε στα χέρια των ολοκληρωτικών, των εξτρεμιστών, των γελοιογράφων (μια και οι φανατικοί του αθεϊσμού δεν είναι και τόσο διαφορετικοί από τους φανατικούς της θρησκείας).
1069/1081
Όλα αυτά μας καθιστούν ανίκανους να κοιτάξουμε μέσα μας, περα από ηθικές κρισεις —για να μη μιλήσουμε για την εντελώς αυθαίρετη έννοια του «πολιτικώς ορθού»-, έτσι ώστε να βρούμε την ουσιαστική διάκριση που μοις επιτρέπει να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά. Καλό και κακό, γιν και γιανγκ. Μια μέρα, ο πατήρ Τζόναθαν μου ανακοίνωσε ότι ήμουν έτοιμος να αφηγηθώ την ιστορία μου, μου ευχήθηκε να «πορεύομαι πάντα στο φως» και με αποχαιρέτησε με την υπόσχεση ότι θα ξανασυναντιόμασταν. Αυτό δεν έχει γίνει ακόμα. Τον αναζήτησα χωρίς αποτέλεσμα και ελπίζω αυτό το μυθιστόρημα να μας κάνει να ξαναβρεθούμε σύντομια. Ακόμα κι αν κάπου μέσα μου υποψιάζομαι ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο, μια και όλα όσα έπρεπε να πούμε ειπώθηκαν.
1070/1081
Η δεύτερη συνάντηση ήταν με τον Ν.Ν., που έζησε από το 19ο ως την αρχή του 20ού αιώνα. Ο πρώτος (και έως τώρα μοναδικός) τρανσφορμιστής κατά συρροήν δολοφόνος της Ιστορίας, που αντιπροσωπεύει μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις της εγκληματολογίας. Τα Ν.Ν. δεν είναι τα αρχικά του ονόματος του, αλλά το ακρωνύμιο της λατινικής έκφρασης Nomen Nescio, το οποίο συνήθως χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σε άτομα αγνώστου ταυτότητας (όπως συμβαίνει με το πλαστό όνομα John Doe στον αγγλοσαξονικό κόσμο). Το 1916, το πτώμα ενός άνδρα περίπου τριάντα πέντε χρονών βρέθηκε σε μιαν ακτή της Οστάνδης στο Βέλγιο. Ο θάνατος είχε επέλθει από πνιγμό. Τα ρούχα και τα χαρτιά που είχε πάνω του οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ήταν ένας υπάλληλος που είχε εξαφανιστεί από το Λίβερπουλ δύο χρόνια νωρίτερα. Όταν
1071/1081
οι Αρχές έδειξαν το πτώμα του στους συγγενείς που ήρθαν επί τούτου από την Αγγλία, εκείνοι δεν το αναγνώρισαν, επιμένοντας ότι ήταν λάθος άνθρωπος. Πάντως από τις φωτογραφίες που έφεραν οι συγγενείς προέκυπτε μια μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στον Ν.Ν και τον Άγγλο υπάλληλο. Αλλά δεν ήταν το μόνο τους κοινό. Και οι δύο είχαν πάθος με τις πουτίγκες και τις κοκκινομάλλες πόρνες. Και οι δύο έπαιρναν ένα φάρμακο για το συκώτι και, ακόμα πιο σημαντικό, και οι δύο κούτσαιναν ελαφρά από το δεξί πόδι (στην περίπτωση του πνιγμένου, ο ιατροδικαστής το συμπέρανε από την ιδιαίτερη κατασκευή της σόλας του παπουτσιού και από την παρουσία ενός κάλου στο πλάι του δεξιού ποδιού, πράγμα που σήμαινε ότι το βάρος του ποδιού έπεφτε εκεί εξαιτίας της λανθασμένης στάσης του σώματος).
1072/1081
Πέρα από όσα αποδείκνυαν αυτές οι ομοιότητες, στην τελευταία κατοικία του Ν.Ν. η αστυνομία ανακάλυψε μια συλλογή από έγγραφα και αντικείμενα που ανήκαν σε άτομα από διάφορα ευρωπαϊκά κράτη. Από τις έρευνες που ακολούθησαν προέκυψε ότι είχαν εξαφανιστεί όλοι ξαφνικά και χωρίς να αφήσουν ίχνη. Αλλά κυρίως ότι, με βάση τη σειρά των εξαφανίσεων, η ηλικία των θυμάτων συνεχώς αυξανόταν. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Ν.Ν. τους επέλεγε με σκοπό να πάρει τη θέση τους. Δεν βρέθηκαν πτώματα, αλλά ήταν εύλογο να υποθέσουν ότι ο Ν.Ν. είχε σκοτώσει αυτούς τους ανθρώπους προτού οικειοποιηθεί την ταυτότητά τους. Η περίπτωση, που δεν στηρίχτηκε σε επαρκείς επιστημονικές αποδείξεις, εξαιτίας των οπισθοδρομικών ερευνητικών τεχνικών της εποχής, ξεχάστηκε, για να ξανάρθει στην επικαιρότητα γύρω στη δεκαετία του 1930,
1073/1081
όταν οι Κουρμπόν και Φελ εφεραν στη δημοσιότητα τις πρώτες ψυχιατρικές μελετες για το Σύνδρομο Φρεγκολι —από το όνομα του περίφημου τρανσφορμιστη Ιταλού καλλιτέχνη— και εμφανίστηκαν άρθρα για τη νευρολογικη διαταραχή που είναι γνωστή ως Σύνδρομο Καπγκράς. Και οι δύο παθήσεις αφορούν ένα φαινόμενο αντίστροφο σε σχέση με την περίπτωση του Ν.Ν.: ο πάσχων είναι βέβαιος ότι βλέπει μια μεταμόρφωση στους άλλους. Ωστόσο, η περιγραφή τους έδωσε το έναυσμα για μια σειρά επιστημονικών ερευνών που οδήγησαν στον εντοπισμό άλλων συνδρόμων, όπως του Χαμαιλέοντα, που πλησιάζει πολύ στη βελγική περίπτωση (και που υπήρξε πηγή έμπνευσης για μια υπέροχη ταινία του Γούντι 'Αλεν, το Ζέλιγχ). Η περίπτωση του Ν.Ν. αποτέλεσε το σημείο αφετηρίας ενός νέου κλάδου των νομικών επιστημών: της «ιατροδικαστικής νευρολογίας» που μελετά τα εγκλήματα από
1074/1081
τη σκοπιά της γενετικής ή της φυσιολογίας. Αυτές οι τεχνικές μάς επέτρεψαν να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε διαφορετικά ορισμένα αδικήματα. Ένα παράδειγμα είναι η μείωση της ποινής σε ένα δολοφόνο με προβλήματα στους μετωπιαίους λοβούς και γενετικό χάρτη που δείχνει προδιάθεση στη βία, ή η απόδειξη ότι στο έγκλημα ενός ανθρώπου που μαχαίρωσε τη μνηστή του συνετέλεσε η έλλειψη βιταμίνης Β12, η οποία οφειλόταν σε μία αυστηρά χορτοφαγική διατροφή επί είκοσι πέντε χρόνια. Όπως και να ’χει, το ταλέντο του Ν.Ν. παραμένει μοναδικό και έως σήμερα έχει εντοπιστεί μόνο μία ανάλογη περίπτωση, της «κοπέλας στον καθρέφτη», την οποία αναφέρω στο μυθιστόρημα. Η νεαρή Μεξικάνα είναι υπαρκτό πρόσωπο, αν και, σε αντίθεση με τον Ν.Ν., δεν σκότωσε ποτέ
1075/1081
κανέναν. Για ευνόητους λόγους, της άλλαξα όνομα αποκαλώντας την Ανχελίνα. Ο Ν.Ν. είναι θαμμένος σε ένα μικρό κοιμητήριο στην ακροθαλασσιά. Στην πλάκα του είναι χαραγμένη η επιγραφή: «Σορός πνιγμένου αγνώστου ταυτότητας. Οστάνδη 1916». Ντονάτο Καρίζι
Ευχαριστίες
Στον Stefano Mauri, τον επιμελητή μου. Για το πάθος στη δουλειά του και τη φιλία του με την οποία με τιμά. Ευχαριστώ επίσης τον εκδοτικό οίκο Longanesi και τους οίκους που θα εκδώσουν τα βιβλία μου στο εξωτερικό. Για το χρόνο και την ενέργεια που αφιερώνουν ώστε οι ιστορίες μου να φτάσουν στον προορισμό τους. Τον Luigi, την Daniela και την Ginevra Bemabo. Για τις συμβουλές, τη φροντίδα και την
1077/1081
αγάπη που μου έδειξαν. Είναι όμορφο να ανήκει κανείς στην ομάδα σας. Τον Fabrizio Cocco -τον άνθρωπο που ξέρει τα μυστικά των ιστοριών (μου)- για την ήρεμη αφοσίωσή του και γιατί είναι τόσο noir. Τον Giuseppe Strazzeri, που διέθεσε τη φλόγα του και τη ματιά του σ’ αυτή την εκδοτική περιπέτεια. Τη Valentina Fortichiari, για το θάρρος και την αγάπη της (δεν ξέρω πώς αλλιώς θα τα κατάφερνα). Την Elena Pavanetto, για τις χαμογελαστές ιδέες της. Την Cristina Foschini, για τη φωτεινή της παρουσία.
1078/1081
Τους βιβλιοπώλες, για τη δέσμευση που αναλαμβάνουν κάθε φορά που εμπιστεύονται ένα βιβλίο σε έναν αναγνώστη. Για το μαγικό λειτούργημα που επιτελούν στον κόσμο. Αυτή η ιστορία γεννήθηκε και χάρη στην αθέλητη -και συχνά υποσυνείδητησυνεισφορά μιας σειράς ανθρώπων, που παραθέτω χωρίς καμία σειρά: Του Stefano και του Tommaso, γιατί τώρα υπάρχουν. Της Clara και της Gaia, για τη χαρά που μου δίνουν. Του Vito Lo Re, για την απίστευτη μουσική του και γιατί βρήκε την Barbara. Του Ottavio Martucci, για τον ωραίο κυνισμό του. Του Giovanni “Nanni” Serio, γιατί αυτός είναι ο Σάλμπερ! Της Valentina, που με κάνει να νιώθω μέλος της οικογένειας. Του Francesco “Ciccio” Ponzone, είναι σπουδαίος. Του Flavio, ενός κακού με τρυφερή καρδιά. Της Marta, που δεν το βάζει ποτέ
1079/1081
κάτω. Του Antonio Padovano, για τα μαθήματα πάνω στην απόλαυση της ζωής. Της θείας Franca που είναι πάντα εκεί. Της Maria “la”, για ένα υπέροχο απόγευμα στο Κουιρινάλε. Του Michele και της Barbara, της Angela και του Pino, της Tiziana, του Rolando, του Donato και της Daniela, της Azzurra. Της Elisabetta, γιατί υπάρχουν πολλά δικά της στοιχεία σ’ αυτήν την ιστορία. Της Chiara που με γεμίζει περηφάνια. Των γονιών μου, που τους οφείλω ό,τι καλύτερο. Ευχαριστώ τον Leonardo Palmisano, έναν από τους ήρωές μου. Δεν θα μιλήσω ποτέ για σένα στον αόριστο και δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Τον Achille Manzotti, που το 1999 μου έδωσε την ευκαιρία να ξεκινήσω αυτό το παράξενο επάγγελμα ζητώντας μου να γράψω την ιστορία ενός ιερέα που θα λεγόταν ντον Μάρκο. Η επιλογή του ονόματος Μάρκους για
1080/1081
τον πρωταγωνιστή είναι ένας φόρος τιμής στην ιδιοφυΐα αυτού του μεγάλου παραγωγού, στην τρέλα του, αλλά, πάνω απ’ όλα, στην ικανότητά του να «μυρίζεται» τους σεναριογράφους.
@Created by PDF to ePub