JONATHAN CULLER
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ θεωρία και κριτική μετά το δομισμό
*
jp
Λ /ΊΝ
ΜεταιχΜίο ( J
ΜΕ Τ ΑΙ ΧΜΙ Ο επιστήμεs Σειρά Θεωρία και κριτική της λογοτεχνίας Επιστημονική υπεύθυνη σειράς Άννα Τζοΰμα
JO N A T H A N C U LLE R
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ θ ε ω ρ ί α και κριτική μ ε τ ά το δ ο μ ι σ μ ό
Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ
Απόστολος Λαμπρόπουλος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - Θ ΕΩ ΡΗ ΣΗ Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Άννα Τζοΰμα
ΜεταιχΜίο ([)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
See the dance that needs no alibi Oh you don’t need to dream When you know you can fly Chris Rea, Julia
Ο τα ν παρουσίαζα τη μετάφραση του Δαίμονα της θεωρίαςι, εντόπιζα τη σημασία της στο γεγονός ότι αναδεικνΰει τον τρόπο με τον οποίο η θεωρία αντιστρατεΰεται τους κάθε είδους παγιωμε'νους ιδεολογικούς σχηματισμούς και γενικότερα οτιδήποτε τείνει να θεωρηθεί «φυσικό»: τη λογοτεχνική ιδεολογία, τη λο γοτεχνία ως ιδεολογία, τις λογοτεχνικές σπουδές ως ιδεολογία. Το βιβλίο αυτό έφερνε στην επιφάνεια, κατά τη γνώμη μου, τον τρόπο με τον οποίο η διαρκής αυτο-υπονόμευση της θεωρίας αποτελεί την ίδια τη ζωτικότητά της και άφηνε να διαφανεί πόσο αναγκαίο είναι για τη θεωρία να διατηρήσει την επαφή της με το λεγόμενο global marketplace of ideas, να μην εγκλωβιστεί στην αίγλη που έχει κατά τόπους και κατά περιόδους κατακτήσει και να μην ενδώσει στην αυταρέσκεια μιας εύκολης παιδαγωγικής
1. «Π ρόλογος του Μεταφραστή», στο C o m p a g n o n , Antoine: Ο δαίμων της θεω ρίας. Λογοτεχνία και κοινή λογική, μτφρ. Α. Λαμπρόπουλος, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003, σσ. xiii-xiii.
vii
viii
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
της αξιοποίησης που, πανηγυρικά και μονότονα, θα επιβεβαιώ νει τα επιτεύγματα της. Κατά τη χρυσή εποχή των λογοτεχνικών θεωριών, στην οποία αναφέρεται ο Δαίμων, η εγγενής υπερβολή ορισμένων από αυ τές ενδέχεται να τους κόστισε σε «αποτελεσματικότητα», «εφαρμοσιμότητα» και «αποδεκτότητα»· ακόμη αντηχούν γενικόλογα ερωτήματα του τύπου: «σε τι επιτέλους χρησιμεύει η (τό ση) θεωρία;» ή «τι μπορεί να κάνει κανείς με αυτές τις θεω ρίες;». Σήμερα, μια ενδεχόμενη αποκοπή τους από το παράλ ληλο φιλοσοφικό ή κριτικό γίγνεσθαι (αναφέρομαι εδώ στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένες από τις παλιότερες εκδο χές της θεωρίας οδεύουν ατόφιες προς τις ποικίλες «εφαρμο γές» τους) φαίνεται να καθιστά θνησιγενή οποιαδήποτε προ σπάθεια τους για ουσιαστική καινοτομία. Αυτή η μετατόπιση ως προς τα κριτήρια απήχησης της λογοτεχνικής θεωρίας εξη γεί και τη φθίνουσα πορεία της «καθαρολόγου» εκδοχής της: κάθε φορά που απομονώνεται από τις συνθέσεις, τις περιπλο κές και τους, παραγωγικούς ή ατυχείς, πειραματισμούς των πο λιτισμικών σπουδών προς τις οποίες οι πιο εύπλαστες εκδοχές της έχουν προ πολλού εκβάλει, μοιάζει αποκομμένη από τις πι θανές πηγές εμπλουτισμού της. Οι «εφαρμοσμένες» και «σχο λικές» παραλλαγές της αφηγηματολογίας και των θεωριών της αναγνωστικής ανταπόκρισης, παραδείγματος χάριν, μοιάζουν ολοένα και πιο μακριά από τη γόνιμη ζέση της θεωρητικής δραστηριότητας. Αυτό ακριβώς το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία «εν κινήσει» και την (πρώην) θεωρία «εν στάσει» σηματοδοτεί ίσως, κατά την αντίληψή μου, και το πέρασμα από τη λογοτεχνική θεωρία
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤ ΑΦ ΡΑ ΣΤΗ
ix
στη Θεωρία. Επιπλέον, συμπίπτει, αν δεν είναι σΰμφυτο, με την εμφάνιση, την εκκωφαντική επιτυχία και τη χωροκατακτητική εξάπλωση της αποδόμησης στο σύνολο της λογοτεχνικής και πολιτισμικής κριτικής. Κατ’ αυτή την έννοια, η Αποδόμηση του Jonathan Culler προηγείται χρονικά του Δαίμονα κατά δυο σχεδόν δεκαετίες, αλλά πιάνει το νήμα από το σημείο που αυτός το αφήνει. Το πέρασμα από τις καθαρότερα λογοτεχνι κές θεωρίες στη διακλαδικότητα όσων τις ακολούθησαν, από τις αυστηρότερα λογοτεχνικές στις ευρύτερα πολιτισμικές σπουδές και από έναν πρόδηλο ή υποτιθέμενο κειμενοκεντρισμό σε μια επιτακτική πολιτικοποίηση, μοιάζει συνυφασμένο με την αποδόμηση, έστω κι αν δεν οφείλεται ή δεν αποδίδεται πάντοτε σε αυτή. Μια ματιά σε οποιαδήποτε βιβλιογραφία της σύγχρονης κριτικής αρκεί για να αναδείξει τόσο την πυκνότη τα των διασυνδέσεων μεταξύ της αποδόμησης και των ποικί λων σπουδών, όσο και τη συχνότητα των ανακεφαλαιώσεων που επιχειρούνται. Αντίστοιχα ευρύ είναι το πλέγμα των κειμένων με τα οποία συνδέεται η αποδόμηση ως προς τις βασικές φιλοσοφικές ανα φορές της, αλλά και ως προς τους χώρους που την υποδέχτηκαν και άρθρωσαν τη δραστηριότητα τους γύρω από τα επιτεύγματά της. Ξεκινώντας από τις κεντρικές και επίμονες αναφορές στον Πλάτωνα, τον Nietzsche, τον Heidegger ή τον Freud στις αναγνώσεις του Αριστοτέλη, του Αυγουστίνου, του Kant, του Hegel, του Levinas και του Nancy, φτάνουμε σε αναφορές στον Joyce και τον Mallarme, τον Genet, τον Blanchot και τον Baudelaire. Εξίσου ευρεία είναι η υποδοχή της αποδόμησης: α πό την όχι ομοιογενή παραγωγή της Σχολής του Yale (de Man,
X
ΑΠΟΔΟΜΗΣΙΙ
Hartmann, Hillis Miller) και το διάλογο που ανέπτυξαν με την αποδόμηση οι Gadamer και Habermas, στον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε στην αποδόμηση η αναλυτικών ή μη καταβολών φι λοσοφία όπως αυτή αναπτύχθηκε στον αγγλοαμερικανικό χώ ρο (οι περιπτώσεις των Rorty, Norris και Gasche είναι ενδει κτικές) και στις διάφορες εκδοχές του «μετά», του «πέραν» ή και του «αντί» της μετανεωτερικότητας που αναπόφευκτα έρ χεται σε διάλογο με την αποδόμηση (ο ύστερος Eagleton, ο ν Zi2ek και ο Badiou). Στα παραπάνω θα μπορούσαμε προσθέσουμε την παρουσία της αποδόμησης σε ποικίλα εξωακαδημαϊκά συμφραζόμενα: από τα ντοκιμαντέρ D ’ailleurs, Derrida (2000) του Safaa Fathy και Derrida (2002) των Kirby Dick και Amy Ziering Kofman ως την ταινία Deconstructing Harry (1997) του Woody Allen και από το τρέχον πολιτικό λεξιλόγιο ως τη χρή ση επιτυχημένων διαφημιστικών σλόγκαν του τύπου «εκρηκτι κός πηλός αποδόμησης». Αυτή η πανδαισία λόγων περί αποδόμησης (αν και όχι απα ραίτητα αποδομητικών λόγων) είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί. Το ερώτημα, επομένως, που εγείρεται είναι προ φανές: από πού να ξεκινήσει κανείς; Πως θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί μια εύστοχη επιλογή ενός προς μετάφραση κειμένου; Ή , για να θυμηθούμε τον Barthes του S/Z, πώς θα μπορούσε κανείς να διαλέξει «μια είσοδο σε ένα δίκτυο με χί λιες εισόδους»; Αν ακόμα και η απλή σταχυολόγηση των επιμέρους πτυχών του φαινομένου μοιάζει δυσεπίτευκτη, τότε η μό νη συνετή επιλογή που μένει είναι να παρουσιαστεί η αποδό μηση ως φιλοσοφική μηχανή ή, ακόμα περισσότερο, ως η πιο ε πιτυχημένη κριτική μήτρα των τελευταίων δεκαετιών. Σε μια
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤΑΦΡΑ ΣΤΗ
xi
διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης2, ο Jacques Derrida αναφέρεται στο ζήτημα των φιλοσοφικών βιογραφιών και σημειώνει: Δεν θα πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι μερικές βιο γραφίες, γραμμένες από ανθρώπους με κύρος στο Πανε πιστήμιο, επενδύουν την αυθεντία τους σε ένα βιβλίο το ο ποίο αποτελεί την «αλήθεια», κάποτε μάλιστα και για αιώ νες ολόκληρους μετά το θάνατο ενός συγγραφέα. Κάποιος που ενδιαφέρεται για τη βιογραφία γράφει, για παρά δειγμα, τα Έργα και ημέρες του Heidegger με τρόπο καλά τεκμηριωμένο και προφανώς συνεκτικό. Προκύπτει έτσι το ένα και μοναδικό βιβλίο, δημοσιευμένο υπό την αιγίδα ενός καλού εκδότη, και η εικόνα που έχουμε για τη ζωή του Heidegger αποκρυσταλλώνεται και ακινητοποιείται για αιώνες. Γι’ αυτό μερικές φορές λέω ότι αυτός που δια βάζει το ίδιο το κείμενο ενός φιλοσόφου, μια μικρή παρά γραφο για παράδειγμα, και την ερμηνεύει με διεισδυτικό, ευρηματικό και εύστοχα αποκρυπτογραφικό τρόπο είναι καλύτερος βιογράφος από εκείνον που ξέρει ολόκληρη την ιστορία.
Η προτίμηση που υπονοείται στην παραπάνω δήλωση είναι, νο μίζω, καίρια: ευστοχία αντί για πληρότητα, ερμηνευτική επαναψηλάφηση αντί για πανοραμική συστηματοποίηση, μικροαναγνώσεις αντί για περιλήψεις και συγκεφαλαιώσεις, αναγνω στική πρωτοτυπία αντί για εξηγητική πιστότητα. Οι επιπτώσεις αυτής της επιλογής είναι σημαντικές. Αφενός, προκρίνεται η 2. Τ ο α π ό σ π α σ μ α π ερ ιλ α μ β ά ν ετ α ι στο ντοκ ιμ α ντέρ των D ic k , Kirby - Z ie r in g K o fm a n , Amy: D errida, 2002.
xii
Α Π Ο Δ Ο Μ II Σ Ι 1
έμφαση στο κείμενο ως βίο και ταυτόχρονα στις προφανείς ή συγκαλυμμένες πτυχές, αναδιπλώσεις και αντηχήσεις του. Αφετέρου, υπογραμμίζεται η κινητικότητα του και η δυνατότη τά του να μετασχηματίζεται και να αναδιαρθρώνεται. «Η ανά γνωση δεν πρέπει να εκδιπλώνεται με τη μορφή ενός απλοΰ καταλόγου εννοιών ή λέξεων, σαν μια στατική στίξη ή σαν στα τιστική λέξεων. Πρέπει να συγκροτεί εκ νέου μια αλυσίδα σε κίνηση, τα παρεπόμενα ενός δικτύου και το παιχνίδι μιας σύ νταξης»3. Πρόκειται όχι μόνο για ένα θεμελιώδες δίλημμα ως προς το πώς επιλέγουμε να γνωρίσουμε ένα ρεύμα σκέψης, αλ λά και για μια ένθερμη παρότρυνση ως προς την επιλογή που καλούμαστε να κάνουμε. Η στάση αυτή δεν θα μπορούσε παρά να αποτυπωθεί και στον προβληματισμό σχετικά με την επιλογή του προς μετά φραση κειμένου ή τουλάχιστον να δηλωθεί ως μία από τις προσδοκώμενες αναγνώσεις του μεταφράσματος: λιγότερο ως απολογισμός και ενθάρρυνση της επαναληπτικής «πιστής» ε φαρμογής και περισσότερο ως παρότρυνση για συνεχή αποδο μητική δραστηριότητα. Η επιλογή αυτή αποφεύγει να δώσει έμφαση στη διαδρομή της αποδόμησης και να την περιγράψει ως ένα ήδη συντελεσμένο εγχείρημα. Επιδιώκει, αντίθετα, να αναδείξει μερικές από τις διαδρομές που επιλέγει η αποδόμη ση και οι οποίες την ωθούν στη διαρκώς ανανεούμενη εκ-κεντρικότητά της χωρίς να τη μετατρέπουν σε κριτικό μανιερι σμό. Θα ήταν ίσως πιο αναμενόμενο να επιλεγόταν ένα ολοκλη ρωμένο και κατά το δυνατόν ασφαλές αφήγημα για το τι έχει 3. D e r r id a , Jacques, La Dissimination, Paris, Seuil, 1972, σ. 239.
ΠΡ ΟΛΟΓΟΣ TOT Μ ΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
xiii
συμβεί στο πλαίσιο, εξαιτίας ή χάρη στην αποδόμηση. Η πα ρούσα επιλογή, όμως, παραπέμπει στο ανανεώσιμο παρόν της αποδόμησης, καθώς και την παραγωγικότητά της, τόσο την ήδη αποδεδειγμένη όσο και την επικείμενη. Συνεπώς, η απόφαση να μεταφραστεί η Αποδόμηση του Jonathan Culler, ήδη διαθέσιμη σε αρκετές γλώσσες (ιαπωνι κά, ισπανικά, ιταλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, σέρβικά, κινε ζικά, πολωνικά, κορεατικά, ουγγρικά, τσεχικά) δεν θεμελιώνε ται μόνο στην επιτυχία που έχει ήδη γνωρίσει. Υπακούει στη λογική που περιέγραψα παραπάνω και κατ’ αυτό τον τρόπο ξε περνάει προβλήματα όπως: - Πρώτον, το γεγονός ότι εμφανώς δεν φιλοδοξεί να καλύψει με πληρότητα το αντίστοιχο κενό στη διαθέσιμη στα ελληνι κά ιστοριογραφία της θεωρίας. Δημοσιευμένο για πρώτη φορά πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, αναπόφευκτα δεν καλύπτει την πιο πρόσφατη παραγωγή του ίδιου του Derrida -ιδιαίτερα τα με εμφανέστερο τρόπο «πολιτικά» κείμενά του-, ορισμένα γραπτά άλλων θεωρητικών που προστέθηκαν στο βασικό corpus της αποδόμησης, αλλά και τις πολυποίκιλες κριτικές τους υποδοχές, παραλλαγές και προεκτάσεις. - Δεύτερον, το γεγονός ότι δεν προτείνεται ως μια αυστηρή συστηματοποίηση ή, πολύ περισσότερο, ως μια τυπολόγηση των αποδομητικών αρχών και πρακτικών με στόχο να διευκο λύνει τη διεκπεραιωτική μεταφορά τους σε ένα πεδίο εφαρ μογής (τις λογοτεχνικές σπουδές, την κοινωνική ή πολιτική θεωρία κ.ο.κ.). Άλλωστε, έχουν υπάρξει πολυάριθμες εισα γωγές, παρουσιάσεις και κωδικοποιήσεις της αποδόμησης:
xiv
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
περιεκτικές και μεθοδικές, κάποτε μάλιστα και ιδιαίτερα εύληπτες, συχνά φαίνονται να πάσχουν από την αυταρέσκεια της άψογης και εφησυχασιικής τακτοποίησης την οποία προ τείνουν. - Τρίτον, επειδή το συγκεκριμένο βιβλίο επικεντρώνεται σε μερικά βασικά γνωρίσματα του τρόπου με τον οποίο δου λεύει η αποδόμηση, χωρίς να την περιορίσει σε μια κριτική μανιέρα. Χωρίς να λείπουν οι επαναλήψεις, οι παλινδρομή σεις και τα σκοτεινά χωρία, καταφέρνει να αναδείξει ένα βασικό γνώρισμα της αποδόμησης που ακόμα και σήμερα συσκοτίζεται από την πληθώρα των κειμένων που γράφο νται στο όνομά της ή ακόμα και υπό τη σκέπη της. Πιο συ γκεκριμένα, υπογραμμίζει το γεγονός ότι δεν πρόκειται ού τε για κάποιου είδους φιλοσοφικό μηδενισμό, ούτε για έναν απόλυτο κριτικό σχετικισμό, ούτε για μια εσκεμμένα ναρ κισσιστική και αδικαιολόγητα ερμητική εννοιολογική πολυπλοκότητα. Αντίθετα, καταφέρνει να διαβάσει το αποδομητικό εγχείρημα ως την εκ των έσω ανατροπή της ευστάθειας του κειμένου και ως τη δημιουργία χώρου για μια ζωτικής σημασίας ετερολογία. Η Αποδόμηση επεξηγεί αναδρομικά διάφορα ζητήματα που α νέκυψαν σε υστερότερες φάσεις της και καθιστά περισσότερο κατανοητά τόσο τα ευρύτερα διακυβεύματά της όσο και τις πιο πρόσφατες εμφανείς διασυνδέσεις της με πολιτικά ζητήματα. Ανοίγει έτσι το δρόμο σε μια σειρά από καίρια ζητήματα που τέθηκαν, είτε από τον ίδιο τον Derrida είτε με αφορμή τα κεί μενά του, τις τελευταίες δεκαετίες. Εντελώς ενδεικτικά θα ανέ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤΑΦΡ ΑΣΤΗ
XV
φερα ορισμένα: η αποδόμηση ως αντίδοτο στη μεταφυσική της παρουσίας και στην οντολογική ξενοφοβία· η αποδόμηση ως αποφυγή του διανοητικού σολιψισμού και ως ανοιχτότητα στον ήδη διατυπωμένο ή επικείμενο λόγο του άλλου- η λογοτεχνία ως το έτερον της φιλοσοφίας και ως στοιχείο που αποσταθερο ποιεί τους οποιουδήποτε τύπου ηγεμονικούς λόγους· η λογοτε χνία ως δραστηριότητα σύμφυτη με την εμπειρία της μοναδικό τητας και της ιδιαιτερότητας· το ενδιαφέρον για τα συμφραζό μενα, τις προϋποθέσεις, τις συνδηλώσεις, τις υπονοούμενες δο μές και την υφέρπουσα δυναμική διάφορων θεσμών τη δυνα τότητα ή και την υποχρέωση των κρατικών και υπερ-κρατικών οντοτήτων (ιδιαίτερα μάλιστα της Ευρώπης), αντί να αντιμετω πίζουν προστατευτικά την ταυτότητά τους και να επαναπαύο νται στο κεντρομόλο βλέμμα τους, να εκτελούν το χρέος τους για απροϋπόθετη φιλοξενία- η αδυναμία να υπάρξει δωρεά αν αναγνωριστεί ως τέτοια- η φιλία ως εγγύτητα δύο δυσυμμετριών- ο επείγων χαρακτήρας της δικαιοσύνης και η αναγκαιό τητα της απόφασης που καταστρατηγεί και εμποδίζει την ολο κληρωμένη γνώση σχετικά με το αντικείμενό της, ενώ ταυτό χρονα συγκροτεί και την αντίστοιχη ευθύνη- η αποδόμηση ως ριζική εκδοχή του μαρξισμού- οι επιμέρους αποδομήσεις ως δραματική διακοπή του παρόντος και η κριτική ως άνοιγμα στο απόλυτο μέλλον του επερχόμενου, του a-venir. Όλες αυτές και πολλές άλλες εξίσου ενδιαφέρουσες διαστάσεις κατά κάποιον τρόπο υπνώττουν στο κείμενο του Culler, όπως ακριβώς εμπε ριέχονταν και στην αρχική, θεμελιώδη και ίσως πιο κρυπτική φάση της αποδόμησης που αυτό πραγματεύεται. Συνολικότερα, το βιβλίο αυτό αφενός προσφέρει μια προ-
xvi
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
καταβολική εξήγηση για ζητήματα που τέθηκαν ΰοτερα από αυτό, αφετέρου συνεισφέρει στην προσπάθεια μας να ανταποκριθοΰμε στην μόνιμα επιτιμητική παρατήρηση του Derrida4: «Ναι, ξέρω, προσχήματα που δίνουμε στον εαυτό μας για να α ποφύγουμε το γράψιμο». Όπως εύστοχα σημειώνει σχετικά με τη φράση αυτή ο Jean-Luc Nancy αρκετά χρόνια μετά την εκ φώνησή της: Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι το «γράψιμο» είναι δυνατό να παρουσιαστεί σαν μια υποχρέωση από την οποία θα μπορούσε κανείς να προσπαθήσει να ξεφύγει. Εξακολου θώ να μην είμαι βέβαιος ότι κατάλαβα καλά, αν και, όπως λέει η έκφραση, «δεν το έψαξα και πολύ». Έμεινε όμως σαν αξίωμα, ή σαν προσταγή. Δεν πρέπει να αποφεύγεις τη διακινδύνευση να γράφεις, τη διακινδύνευση να προ σπαθείς να σημειώνεις αυτό που ποτέ δεν έχει γραφεί και ίσως δεν θα γραφεί. Δεν πρέπει να υπεκφεύγεις για να μην εκτεθείς μέσω εκείνου του πράγματος που μπορεί να φανεί και να λειτουργήσει -της γραφής- σαν όργανο δύ ναμης και αυταρέσκειας. Διότι δεν μπορείς και δεν πρέ πει να αρκεστείς σε αυτό που έχει ήδη λεχθεί, δεν πρέπει να παλιλλογείς, αλλά να λέγεις εκ νέου, πάντοτε, και ποτέ δεν υπάρχουν υπερβολικά πολλές φωνές.
Συνέχιση της γραφής αντί για αναδιπλασιασμό, πολλαπλασια σμό ή κλωνοποίησή της* πεποίθηση στο νεωτερισμό που μπο-
4. Τα δύο παραθέματα που ακολουθούν αναφέρονται στο N a n c y , Jean-Luc:
«Trois phrases de Jacques Derrida», στο «Salut a Jacques Derrida», Rue Descartes 48 (2005) 68· «Τρεις φράσεις του Ζακ Ντερριντά», μτφρ. Β. Μπιτσώρης, Ποίηση 25 (2005) 21.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ TOT ΜΕΤΑ ΦΡΑ ΣΤΗ
xvii
ρεί μέσω αυτής να επέλθει και αποστροφή προς την ενδεχόμε νη επαναληπτικότητά της που εξ ορισμού ακυρώνει τη σκοπι μότητα της· εμπιστοσύνη στην ολοένα αυξανόμενη και ανανεω τική πολλαπλότητα της, που δεν εξαντλεί τη δυναμική της και δεν περιττολογεί. Με μία λέξη, η Αποδόμηση του Culler θέτει συγκεφαλαιωτικά τόσο το ίδιο αίτημα της γραφής -της κατα γραφής αυτού που δεν έχει ακόμη ειπωθεί-, όσο και το επιδιωκόμενο άνοιγμά της στην ετερολογία. Οι τίτλοι των κειμένων που αναφέρονται στο βιβλίο δίνονται την πρώτη φορά τόσο στην πρωτότυπη μορφή τους όσο και στα ελληνικά- τις επόμενες φορές δίνονται μόνο στα ελληνικά. Οι παραπομπές δίνονται σε παρενθέσεις μέσα στο κείμενο. Όποτε εμφανίζεται μόνο ένας αριθμός σελίδας, τότε αυτός παραπέ μπει στο αγγλικό ή γαλλικό πρωτότυπο και η μετάφραση είναι δική μου. Όποτε εμφανίζονται δυο αριθμοί σελίδων (ή δύο τίτ λοι, στις περιπτώσεις μερικών μεταφράσεων των πρωτότυπων κειμένων) και χωρίζονται με μια κάθετο, τότε ο πρώτος αποτε λεί παραπομπή στο πρωτότυπο αγγλικό ή γαλλικό κείμενο και ο δεύτερος στην ελληνική μετάφρασή του. 'Οταν τα πρωτότυπα κείμενα δεν είναι στα αγγλικά ή στα γαλλικά, τότε οι τίτλοι δί νονται στη γλώσσα του πρωτοτύπου και στα ελληνικά, ενώ οι αριθμοί σελίδων παραπέμπουν στην αγγλική (ενδεχομένως και στην ελληνική) μετάφραση. Όπου κάνω κάτι διαφορετικό, το διευκρινίζω. Τροποποίησα σιωπηρά ορισμένες μεταφράσεις, όπου μου φάνηκε ότι έπρεπε να το κάνω. Περισσότερες λεπτο μέρειες για τα έργα που αναφέρονται δίνονται στη Βιβλιογρα φία.
xviii
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Η μετάφραση της Αποδόμησης, όπως ακριβώς συνέβη πριν από τρία χρόνια και με το Δαίμονα της θεωρίας, είναι καρπός της ιδιαίτερα εκτεταμένης και επίπονης συνεργασίας με την επιμελήτρια της σειράς κυρία Άννα Τζοΰμα, την οποία από καρδιάς ευχαριστώ. Οι συζητήσεις μας ξεπερνούσαν κατά πολΰ τη μεθο δική σημείο προς σημείο συνεξέταση του κειμένου και εξελίσ σονταν συχνά σε παραγωγικό διάλογο για ζητήματα που αφο ρούν την αποδόμηση, τις υποδοχές της αλλά και τη Θεωρία γε νικότερα. Οι διαφωνίες μας, πηγή ατέλειωτων αλλά και συναρ παστικών καυγάδων, οδήγησαν στη μικροσκοπική θεώρηση και επίλυση ζητημάτων που χωρίς τη δική της πεισματική εμμονή ίσως και να μην είχαν τύχει τόσης προσοχής. Ελπίζω ότι αυτό είναι εμφανές και στο τελικό αποτέλεσμα της μετάφρασης. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω θερμά τους φίλους Christian Bertram, May Chehab, Μίνα Καραβαντά, Βαγγέλη Ρουμελιώτη, Σταυρούλα Τσιπλάκου και Ξένια Χατζηιωάννου για την προθυμία και την υπομονή με την οποία με βοήθησαν να λύσω πολλά από τα μεταφραστικά προβλήματα που αντιμε τώπισα. Απόστολος Ααμπρόπονλος Λευκωσία, Μάιος 2006
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙ ΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Η αποδόμηση αποτέλεσε κόκκινο πανί στις συζητήσεις για την κριτική και τον πολιτισμό το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώ να- υπήρξε πεδίο συμφωνίας αλλά και πεδίο κατάχρησης, ένας όρος που κάλυψε μια σειρά από δύσκολα θεωρητικά κείμενα που άσκησαν ωστόσο σημαντική επίδραση, αλλά και το όνομα ενός ευρύτερου κινήματος που σημάδεψε τη σκέψη του εικο στού αιώνα και αμφισβήτησε παραδοχές ή υποθέσεις μιας υπερχιλιετούς φιλοσοφικής, λογοτεχνικής και κριτικής παράδοσης. Πιο απλά, η αποδόμηση είναι μια μορφή φιλοσοφικής και λογο τεχνικής ανάλυσης που προήλθε από το έργο του γάλλου φιλο σόφου Jacques Derrida, το οποίο αναθεωρεί τις βασικότερες κατηγορίες και έννοιες της φιλοσοφίας. Από την άλλη μεριά, όμως, η αποδόμηση δεν είναι ποτέ μια έννοια απλή. Όπως υπο γραμμίζει ο Derrida, δεν πρόκειται για μια σχολή ή μια μέθοδο, για μια φιλοσοφία ή για μια πρακτική, αλλά για κάτι που συμ βαίνει: παραδείγματος χάριν, όταν τα επιχειρήματα ενός κειμέ νου υπονομεύουν τις προϋποθέσεις από τις οποίες αυτό εξαρτάται ή όταν ο όρος αποδόμηση (deconstmction) -τον οποίο κάπως τυχαία εισήγαγε ο Derrida ως απόδοση στα γαλλικά των όρων Abbau και Destruktion («καταστροφή») που βρίσκουμε στα φι λοσοφικά κείμενα του Martin Heidegger- αποκτά δική του ζωή ξεφεύγοντας από τον έλεγχο του δημιουργού του και δηλώνοxix
XX
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ντας πλέον ένα ευρύτερο διανοητικό κίνημα ή διαδικασία, τα οποία στο τέλος του εικοστού αιώνα κάθε άλλο παρά έχουν εξα ντληθεί. Ο όρος αποδόμηση δεν ήταν μια λέξη που χρησιμοποίη σε ο Derrida ως σύνθημα για να περιγράψει τη δική του δραστη ριότητα, αλλά μια λέξη που οι άλλοι επέλεξαν για να περιγράψουν αυτό που γινόταν. Η Αποδόμηση δημοσιεύτηκε στη Μεγάλη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1982 και ήταν ένα από τα βιβλία που συ νέβαλαν ώστε η «αποδόμηση» να γίνει συνώνυμο ενός ευρύτε ρου κινήματος φιλοσοφικής και λογοτεχνικής ανάλυσης. Διαδέ χτηκε το προγενέστερο βιβλίο μου Ποιητική τον δομισμού (1975) στο οποίο επιχειρούσα να οργανώσω και να αξιολογήσω τα κεί μενα του γαλλικού δομισμού που σχετίζονται με τη λογοτεχνία και να τα παρουσιάσω στο αγγλο-αμερικανικό κοινό. Η Αποδό μηση, ωστόσο, ήταν πάνω απ’ όλα μια παρέμβαση στην αγγλοαμερικανική κριτική σκηνή, η οποία είχε ήδη έρθει σε επαφή με το κριτικό και θεωρητικό έργο του Roland Barthes, την ιστορία των ιδεών του Michel Foucault, την ψυχανάλυση του Jacques Lacan, αλλά και με το Περί γραμματολογίας του Derrida -το οποίο μετέφρασε η Gayatri Spivak το 1976 με τον τίτλο O f Grammatology-, και με τη συλλογή δοκιμίων του Η γραφή και η διαφορά που μεταφράστηκε το 1978. Σε αυτό το πλαίσιο, η Απο δόμηση επιχείρησε να κάνει τρία πράγματα: πρώτον, να εξηγή σει το έργο του Jacques Derrida, το οποίο θεωρούνταν από πολ λούς δύσκολο και σκοτεινό· δεύτερον, να εντάξει αυτό το είδος σκέψης στα συμφραζόμενα διάφορων κριτικών συζητήσεων, ιδιαίτερα αυτών που διεξάγονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες- και τρίτον, να αναδείξει όσο πιο συστηματικά γινόταν τις επιπτώ-
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ
Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α ΓΙΑ ΤΗ Ν Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η
ΕΚΔΟΣΗ
xxi
σεις που έχουν στη μελέτη της λογοτεχνίας τα αποδομητική κεί μενα του Derrida, καθώς και η εργασία των κριτικών που είτε εμπνεύστηκαν από τα κείμενά του είτε δουλεύουν με παρόμοιο τρόπο. Από τον καιρό που δημοσιεύτηκε, η Αποδόμηση έκανε εξαι ρετικά καλές πωλήσεις, ανατυπώθηκε πολλές φορές και μετα φράστηκε σε πάνω από δέκα γλώσσες. Πάνω απ’ όλα φαίνεται ότι σταδιοδρόμησε ως μια διαυγής εξήγηση του έργου του Derrida και του Paul de Man και ως κείμενο αναφοράς για την αποδόμηση στις λογοτεχνικές σπουδές. Κατά τη γνώμη μου, όμως, ήταν καίριας σημασίας να συσχετίσω την αποδόμηση με τις κριτικές συζητήσεις της δεκαετίας του ’70 και του ’80 (ζήτημα στο οποίο εστιάζεται η εισαγωγή μου και το πρώτο κεφάλαιο). Ασχολήθηκα ιδιαίτερα με το να διαλευκάνω τις σχέσεις της απο δόμησης με το δομισμό, καθώς και τη σύγχρονη φεμινιστική κρι τική και την κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης, που και οι δύο ήταν ιδιαίτερα σημαντικές στις Ηνωμένες Πολιτείες εκείνο τον καιρό. Και νομίζω ότι ·χ\Αποδόμηση συνέβαλε στην καλλιέρ γεια της άποψης ότι υπήρχαν πολλά πιθανά σημεία σύγκλισης μεταξύ του φεμινισμού και της αποδόμησης, έστω κι αν υπήρχαν ορισμένες εκδοχές του φεμινισμού που μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να δεχτούν την αποδομητική σκέψη. Καθώς όμως απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο από τον κριτικό διάλογο τής δεκαετίας του ’70 και του ’80 στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι αναμενόμενο το βιβλίο να διαβάζε ται πάνω απ’ όλα ως μια εξήγηση της αποδόμησης και να θεω ρείται ότι το δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο («Αποδόμηση» και «Αποδομητική κριτική») αποτελούν το επίκεντρο του βιβλίου.
xxii
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Παραδόξως, συνεχίζουν να λειτουργούν αρκετά καλά από αυτή την άποψη, παρά το γεγονός ότι ο Derrida υπήρξε ιδιαίτερα πα ραγωγικός τα επόμενα χρόνια, μεταξΰ 1981 και 2004, χρονιά του θανάτου του- και, μάλιστα, παρά το γεγονός ότι τα επόμενα χρό νια έγραφε ολοένα και συχνότερα για λογοτεχνία. Η εξήγηση γι’ αυτή την συνεχιζόμενη επάρκεια της Αποδόμησης είναι δι πλή. Πρώτον, υπάρχει μια αξιοπρόσεκτη συνέχεια ανάμεσα στα πρωτίστως φιλοσοφικά κείμενα του Derrida, με το εξής αποτέ λεσμα: ενώ τα ύστερα γραπτά του διευρύνουν κατά πολύ την γκάμα των θεμάτων στα οποία έχει εγκύψει -δίκαιο, θρησκεία, ψυχανάλυση, Marx, φιλία, περιθωριοποιημένα καθεστώτα, φι λοξενία-, οι γενικότερες αναλυτικές διαδικασίες των κειμένων του οι οποίες περιγράφονται εδώ παραμένουν ιδιαίτερα επαρ κείς, μολονότι ούτε αναφέρονται στις προεκτάσεις της σκέψης του ούτε πολύ περισσότερο τις εξαντλούν. Δεύτερον, όσο παρά δοξο κι αν φαίνεται, τα κείμενα του ίδιου του Derrida για τη λο γοτεχνία είναι μεν εξαιρετικά ενδιαφέροντα και ευρηματικά, αλλά δεν ανήκουν στο είδος της αποδομητικής πρακτικής το οποίο περιγράφεται εδώ και το οποίο ακολουθούν ο Paul de Man και άλλοι. Μάλλον αναλαμβάνουν έναν διαφορετικό τύπο εγχειρήματος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανταποκρίνονται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους στη μοναδικότητα των κει μένων με τα οποία ασχολούνται, κάνοντας και τα ίδια με τη σειρά τους κάτι μοναδικό και διακριτό, προσυπογράφοντας και παράγοντας ένα κείμενο με τη δική του απρόβλεπτη δομή και στόχευση. Είτε συζητά ένα μεμονωμένο κείμενο, είτε μια μεμο νωμένη πρόταση, είτε μια σειρά στοιχείων από το έργο ενός συγγραφέα, ο Derrida δεν επιδιώκει να ερμηνεύσει ή να προ
ΠΡΟΔΟΤΙΚΟ
Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α ΓΙΑ ΤΗΝ Ε Λ Λ ΗΝ Ι Κ Η
ΕΚΔΟΣΗ
xxiii
σφέρει μια ανάγνωση ενός κειμένου ως αυτοτελούς όλου, αλλά να γράψει, όπως λέει, «ένα κείμενο το οποίο, καθώς στέκεται απέναντι από το γεγονός ενός άλλου κειμένου, προσπαθεί να “ανταποκριθεί” σε αυτό ή να το “προσυπογράψει”». Παραδό ξως, τα κείμενα του Derrida για τη λογοτεχνία δεν εμπίπτουν στην περιοχή της αποδομητικής κριτικής όπως αυτή παρουσιά ζεται εδώ και, ίσως για το λόγο ότι αποφεύγει οτιδήποτε θα μπο ρούσε να εκληφθεί ως κριτική μέθοδος, άσκησαν πολύ μικρό τερη επίδραση στις λογοτεχνικές σπουδές από την αποδομητική κριτική που περιγράφεται εδώ και η οποία έχει συμπεριληφθεί στο θεσμό της κριτικής. Τα κείμενα του Derrida για τη λογοτεχνία χρειάζονται ένα αρκετά διαφορετικό βιβλίο από την Αποδόμηση: το βιβλίο του Derek Attridge Η μοναδικότητα της λογοτεχνίας (The Singularity of Literature, Routledge, 2004) αποτελεί μια πλήρη και καλο γραμμένη αναφορά στη λογοτεχνία από αυτή την καινούργια ντερινταϊκή οπτική. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι αυτό το βιβλίο θα ασκήσει κάποια επίδραση στις λογοτεχνικές σπουδές, αλλά προς το παρόν η Αποδόμηση παραμένει, απρόσμενα ίσως, μια πολύ επαρκής εισαγωγή τόσο στην ίδια την αποδόμηση όσο και στις προεκτάσεις που αυτή είχε στη λογοτεχνία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Jonathan Culler Ithaca, Νέα Υόρκη Μάρτιος 2006
ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOT ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ο ρισμένες θέσεις του πρώτου μέρους του Δεύτερου Κεφα λαίου πρωτοδημοσιεύτηκαν στο Sturrock, John (επιμ.):^4;το το δομισμό κι έπειτα (Structuralism and Since), Oxford, Oxford University Press, 1979* μια συντομότερη εκδοχή του δεύτερου μέρους του Δεύτερου Κεφαλαίου πρωτοδημοσιεύτηκε στο πε ριοδικό New Literary History 12 (1982).
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τ ο βιβλίο αυτό αποτελεί τη συνέχεια της Ποιητικής τον δομι σμού (Structuralist Poetics), μολονότι τόσο η μέθοδος όσο και τα συμπεράσματα του είναι διαφορετικά. Επιδίωξη της Ποιητικής τον δομισμού ήταν να διατρέξει εξαντλητικά ένα σώμα κριτικών και θεωρητικών κειμένων, να εντοπίσει τις αξιολογότερες προ τάσεις και επιτεύγματά τους, και να τις παρουσιάσει στο αγγλι κό και αμερικανικό κοινό που λίγο ενδιαφερόταν τότε για την ευρωπαϊκή κριτική. Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει. Έχουν γίνει πλέον παρουσιάσεις και έχουν ξεσπάσει διαμάχες. Να γράφει κανείς για την κριτική θεωρία στο ξεκίνημα της δεκαε τίας του ’80 δεν σημαίνει πια ότι παρουσιάζει άγνωστα ζητήμα τα, μεθόδους και αρχές, αλλά ότι παρεμβαίνει σε μια ζωντανή και περίπλοκη συζήτηση. Οι σελίδες που ακολουθούν συνιστούν έναν απολογισμό του προβληματισμού που θεώρησα ότι είναι ζωτικής σημασίας για την πρόσφατη θεωρητική παραγωγή και αναλαμβάνουν να εκθέσουν ορισμένα ζητήματα που συχνά φαί νεται να μην γίνονται ιδιαιτέρως κατανοητά. Έ να από αυτά τα ζητήματα είναι το καθεστώς που διέπει τη θεωρητική συζήτηση και το κειμενικό είδος στο οποίο ανήκει αυτό το βιβλίο. Οι άγγλοι και αμερικανοί κριτικοί συχνά θεω ρούν δεδομένο ότι η λογοτεχνική θεωρία είναι ο υπηρέτης ενός υπηρέτη: σκοπός της είναι να συμπαρασταθεί στον κριτικό, δου XXV
XXVI
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
λειά του οποίου είναι να υπηρετήσει τη λογοτεχνία φωτίζοντας τα αριστουργήματα της. Η δοκιμασία για την κριτική γραφή έγκειται στο κατά πόσο θα καταφέρει να διευρύνει την εκτίμηση που τρέφουμε για τα λογοτεχνικά έργα, ενώ η δοκιμασία για τον θεωρητικό στοχασμό έγκειται στο κατά πόσο θα μπορέσει να προσφέρει τα εργαλεία με τα οποία ο κριτικός θα επιτύχει κα λύτερες ερμηνείες. Η «κριτική της κριτικής», όπως αποκαλείται κάποτε, βρίσκεται δύο βήματα πέρα από το βασικό αντικείμενο ενδιαφέροντος και θεωρείται χρήσιμη όταν βοηθά την κριτική να μείνει στον σωστό δρόμο. Η αντίληψη αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Ο Wayne Booth, άνθρωπος με σημαντικά επιτεύγ ματα στο χώρο της λογοτεχνικής θεωρίας, πιστεύει πως οφείλει να απολογηθεί γι’ αυτό που κάνει. «Ποιος θα ήθελε πραγματικά να γράψει ένα ογκώδες βιβλίο για αυτό που στο τρέχον ιδίωμα θα ονομαζόταν μετα-μετα-μετα-κριτική;» αναρωτιέται στον πρόλογο ενός ογκώδους βιβλίου λογοτεχνικής θεωρίας. «Αλλά νιώθω αναγκασμένος να βουτήξω σε ολοένα και πιο βαθιά νε ρά, μόνο και μόνο προσπαθώντας να αντιμετωπίσω την κατά σταση στην οποία έχει περιέλθει σήμερα η λογοτεχνία και η κρι τική» (Critical Understanding / Κριτική κατανόηση, σ. xii). Το γεγονός ότι η κριτική θεωρία αντιμετωπίζεται συχνά ως το στοιχείο που θα στηρίξει την εγκυρότητα ή μη εγκυρότητα συ γκεκριμένων ερμηνευτικών διαδικασιών αποτελεί αναμφίβολα κληρονομιά της Νέας Κριτικής. Αυτή όχι μόνο επέβαλε την πα ραδοχή ότι σκοπός της μελέτης της λογοτεχνίας είναι η ερμηνεία των λογοτεχνικών κειμένων, αλλά παράλληλα, μέσα από το πο λύ αξιόλογο θεωρητικό της εγχείρημα -την προσπάθεια δηλαδή να οριστεί και να καταρριφθεί η προθετική ψευδαίσθηση-, άφη
ΠΡ ΟΛΟΓ ΟΣ
xxvii
νε επιπλέον να εννοηθεί ότι η λογοτεχνική θεωρία αποτελεί μια απόπειρα να περιοριστούν τα μεθοδολογικά λάθη προκειμένου να αποδοθεί σωστά η ερμηνεία. Πρόσφατα, ωστόσο, άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι πρέπει να αντιληφθοΰμε τη λογοτεχνική θεωρία με διαφορετικό τρόπο. Με όποιον τρόπο και αν επηρεάζουν την ερμηνεία, τα κείμενα της λογοτεχνικής θεωρίας συνδέονται στενά και ουσιαστικά με άλ λα κείμενα που ανήκουν σε ένα χώρο που παραμένει ακόμη ανοίνυμος, αλλά συχνά αποκαλείται εν συντομία «θεωρία». Αυ τός ο χώρος δεν είναι «λογοτεχνική θεωρία», αφού ορισμένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενά του δεν αφορούν άμεσα τη λογοτεχνία. Ούτε πρόκειται για «φιλοσοφία» με την τρέχουσα έννοια του όρου, αφού περιλαμβάνει κείμενα του Saussure, του Marx, του Freud, του Erving Goffman και του Jacques Lacan, αλ λά και του Hegel, του Nietzsche και του Hans-Georg Gadamer. Θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε «κειμενική θεωρία», εάν με τη λέξη κείμενο εννοούσαμε «οτιδήποτε αρθρώνεται γλωσσι κά». Ωστόσο, η προσφορότερη δήλωσή του είναι απλά και εν συ ντομία «θεωρία». Τα κείμενα στα οποία παραπέμπει αυτός ο όρος δεν δικαιώνονται με βάση την πρόοδο των ερμηνειών την οποία επιφέρουν, ενώ, ταυτόχρονα, αποτελούν ένα περίεργο μείγμα. «Από τον καιρό του Goethe και του Macaulay και του Carlyle και του Emerson» γράφει ο Richard Rorty «αναπτύχθη κε ένα είδος γραφής που δεν είναι ούτε αποτίμηση της σχετικής αξίας της λογοτεχνικής παραγωγής, ούτε διανοητική ιστορία, ούτε ηθική φιλοσοφία, ούτε επιστημολογία, ούτε κοινωνική προφητεία, αλλά όλα αυτά μαζί, συμφυρμένα σε ένα νέο είδος» («Professionalized Philosophy and Transcendentalist Culture» /
xxviii
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
«Επαγγελματικοποιημένη φιλοσοφία και υπερβατική κουλτού ρα», σσ. 763-764). Αυτό το νέο είδος είναι ασφαλώς ετερογενές. Τα μεμονωμέ να έργα που το συναποτελούν συνδέονται με διάφορες διακριτές δραστηριότητες και λόγους: ο Gadamer με ένα συγκεκριμέ νο ρεύμα της γερμανικής φιλοσοφίας, ο Goffman με την εμπει ρική κοινωνιολογική έρευνα, ο Lacan με την πρακτική της ψυ χανάλυσης. Η «θεωρία» αποτελεί είδος εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν τα κείμενά της. Όσοι καταπιάνονται με συγκεκριμένες επιστήμες διαμαρτύρονται γιατί τα κείμενα που διεκδικεί αυτό το είδος μελετώνται έξω από το χώρο της επιστή μης από την οποία προέρχονται: οι φοιτητές της θεωρίας διαβά ζουν τον Freud χωρίς να νοιάζονται για το κατά πόσο η υστερότερη ψυχαναλυτική έρευνα έχει ενδεχομένως αναθεωρήσει τις διαπιστώσεις του- διαβάζουν Derrida χωρίς να κατέχουν τη φι λοσοφική παράδοση· διαβάζουν Marx χωρίς να μελετούν εναλ λακτικές προτάσεις για πολιτικά και οικονομικά συστήματα. Ως συνιστώσες του είδους της «θεωρίας» αυτά τα έργα ξεπερνούν το επιστημονικό πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε κανονικά να αξιολογηθούν και το οποίο θα μας βοηθούσε να αναγνωρίσουμε την ουσιαστική συμβολή τους στη γνώση. Με άλλα λόγια, αυτό που διακρίνει τα κείμενα αυτού του είδους είναι η ικανότητά τους να λειτουργούν όχι ως δείγματα του περιχαρακωμένου χώ ρου μιας επιστήμης, αλλά ως επανεγγραφές που αμφισβητούν τα όρια μεταξύ των επιστημών. Τα έργα στα οποία παραπέμπει ο όρος «θεωρία» είναι αυτά που είχαν τη δύναμη να μετατρέ ψουν το γνωστό σε ξένο και να κάνουν τους αναγνώστες να αντιληφθούν με καινούργιο τρόπο την ίδια τους τη σκέψη, τη συ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
xxix
μπεριφορά και τους θεσμούς τους. Ακόμα και αν αυτά τα κείμε να βασίζονται σε γνωστές τεχνικές απόδειξης και επιχειρηματο λογίας, η δύναμή τους προέρχεται -και αυτό είναι το στοιχείο που τα εντάσσει στο είδος που περιγράφω- όχι από τις αποδε κτές διαδικασίες μιας συγκεκριμένης επιστήμης, αλλά από την πειστική καινοτομία που επιφέρουν οι επανεγγραφές τους. Στην ανάπτυξη αυτού του είδους τα τελευταία χρόνια ο Hegel, ο Marx και ο Freud έχουν εκτοπίσει τον Macaulay και τον Carlyle, μολονότι ο Emerson και ο Goethe παίζουν κατά περιό δους σημαντικό ρόλο. Δεν υπάρχουν εμφανή όρια στα ζητήματα που τα θεωρητικά έργα μπορούν να πραγματευτούν. Πρόσφατα βιβλία με θεωρητική ισχύ που μπορεί να ενταχθούν σε αυτό το είδος περιλαμβάνουν τη Θεωρία των σκονπιδιών (Rubbish Theory) του Michael Thompson, το Godel, Escher, Bach του Douglas Hofstader και το Ο τουρίστας (The Tourist) του Dean MacCannell. To γεγονός ότι αυτός ο χώρος, που περιλαμβάνει την πλέον πρωτότυπη σκέψη αυτού που οι Γάλλοι αποκαλούν les sciences humaines (ανθρωπιστικές επιστήμες), αποκαλείται κά ποτε «κριτική θεωρία» ή ακόμα και «λογοτεχνική θεωρία» αντί «φιλοσοφία» οφείλεται στον πρόσφατο ιστορικό ρόλο της φιλο σοφίας και της λογοτεχνικής κριτικής στην Αγγλία και στην Αμερική. Ο Richard Rorty, διαπρεπής αναλυτικός φιλόσοφος ο ίδιος, γράφει: «Πιστεύω ότι στην Αγγλία και την Αμερική η φι λοσοφία έχει ήδη παραγκωνιστεί από τη λογοτεχνική κριτική όσον αφορά την πρωταρχική πολιτιστική λειτουργία της - ως εφόδιο για τον αυτοπροσδιορισμό της νεολαίας απέναντι στο παρελθόν [...]. Και όλα αυτά εξαιτίας κυρίως της καντιανής και αντι-ιστορικιστικής γενικής τάσης που κυριαρχεί στην αγγλοσα-
XXX
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ξονική φιλοσοφία. Η πολιτιστική λειτουργία των δασκάλων φι λοσοφίας στις χώρες όπου ακόμη δεν έχει λησμονηθεί ο Hegel είναι πολΰ διαφορετική και πολΰ πιο κοντινή στο ρόλο των κρι τικών λογοτεχνίας στην Αμερική» (Philosophy and the Mirror of Nature / Φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, σ. 168, σημ. 6/227, σημ. 6). Οι λογοτεχνικοί κριτικοί, που έχουν συνηθίσει περισσότερο να ακοΰνε κατηγορίες για ασχετοσύνη και παρασιτισμό παρά να απολαμβάνουν το θαυμασμό των νέων που επιζητούν να πε ριγράφουν τη διαφοροποίησή τους από το παρελθόν, μάλλον θα στέκονται σκεπτικοί μπροστά σε αυτή τη διαπίστωση και, αναμ φίβολα, ο Rorty θα ήταν λιγότερο πρόθυμος να μας διαβεβαιώσει ότι η κριτική αντικατέστησε τη φιλοσοφία αν ο ίδιος ήταν κριτικός και όχι φιλόσοφος. Θα μπορούσαμε, παραδείγματος χάριν, να υποψιαστούμε ότι, προκειμένου να περιγράφει τη δια φορά της σε σχέση με το παρελθόν, η νεολαία στρέφεται περισ σότερο προς τη διαφήμιση και τη λαϊκή κουλτούρα παρά προς τη λογοτεχνική θεωρία. Υπάρχουν, ωστόσο, δύο ενδείξεις που ίσως να στηρίζουν τους ισχυρισμούς του Rorty. Πρώτον, όσοι επιτίθενται στη θεωρητικά προσανατολισμένη κριτική κατηγο ρούν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές ότι μιμούνται μηχανικά συ γκεκριμένα μοντέλα, οικειοποιούνται ιδέες που δεν μπορούν να χειριστούν γιατί είναι πολύ αδαείς και ανώριμοι, και βιάζονται να υιοθετήσουν μια ψευδεπίγραφη ή εκκεντρική καινοτομία. Η συχνότητα αυτών των επιθέσεων δείχνει ότι η απειλή που προέρχεται από την πρόσφατη κριτική θεωρία συνδέεται με την ιδιαίτερη έλξη που ασκεί στους νέους. Για τους αντιπάλους της, η θεωρία ενδέχεται να είναι επικίνδυνη επειδή ακριβώς απειλεί
ΠΡ ΟΛΟΓ ΟΣ
xxxi
να διαδραματίσει το ρόλο που ο Rorty τής αναγνωρίζει, να συν δράμει δηλαδή την προσπάθεια των νέων διανοουμένων να δια φοροποιηθούν από το παρελθόν. Δεύτερον, φαίνεται πως πράγμα τι η νεότερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία -ο Heidegger, η Σχολή της Φρανκφούρτης, ο Sartre, ο Foucault, ο Derrida, ο Serres, ο Lyotard, ο Deleuze- εισήχθη στην Αγγλία και στην Αμερική από λογο τεχνικούς κριτικούς μάλλον παρά από φιλοσόφους. Με αυτή την έννοια, οι λογοτεχνικοί κριτικοί ήταν εκείνοι που εργάστηκαν περισσότερο για να συγκροτήσουν το είδος της «θεωρίας». Επιπλέον, είτε οι ισχυρισμοί του Rorty για την κριτική είναι δικαιολογημένοι είτε όχι, υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δεν θα ήταν παράταιρο για τη λογοτεχνική θεωρία να παίξει κεντρικό ρόλο στο αναδυόμενο είδος της «θεωρίας». Πρώτον, από τη στιγμή που η λογοτεχνία εκλαμβάνει ως αντι κείμενό της το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας και ιδιαίτερα την ταξινόμηση, την ερμηνεία και την άρθρωση αυτής της εμπει ρίας, δεν είναι τυχαίο ότι τα πλέον ετερόκλητα θεωρητικά σχέ δια βρίσκουν υλικό στη λογοτεχνία και ότι τα αποτελέσματά τους σχετίζονται με το στοχασμό γύρω από τη λογοτεχνία. Από τη στιγμή που η λογοτεχνία αναλύει τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, ή τις πλέον περίπλοκες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής, ή τις επιπτώσεις των υλικών συνθηκών στην ατομική εμπειρία, οι θεωρίες εκείνες που αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήμα τα με τον δυναμικότερο και διεισδυτικότερο τρόπο θα έχουν εν διαφέρον για τους λογοτεχνικούς κριτικούς και τους θεωρητι κούς της λογοτεχνίας. Η οικουμενικότητά της λογοτεχνίας δίνει τη δυνατότητα σε κάθε εξαιρετική ή θελκτική θεωρία να μετατρέπεται σε λογοτεχνική θεωρία.
xxxii
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Δεύτερον, καθώς η λογοτεχνία διερευνά τα όρια της κατανοησιμότητας, ενθαρρύνει ή προκαλεί θεωρητικές συζητήσεις που σχετίζονται ή αναφέρονται σε γενικότερα ζητήματα λογικότητας, αυτοστοχασμοΰ και σημασιοδότησης. Ο Alvin Gouldner, που ανήκει στο χώρο της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας, ορί ζει τη λογικότητα ως «την ικανότητα να καθιστούμε προβλημα τικό αυτό που ως εκείνη τη στιγμή θεωρούσαμε δεδομένο- να στοχαζόμαστε πάνω σε αυτό που προηγουμένως απλώς χρησι μοποιούσαμε· να μετατρέπουμε τις πηγές μας σε θέμα προς συ ζήτηση- να εξετάζουμε κριτικά τη ζωή που κάνουμε. Αυτή η άπο ψη για τη λογικότητα την ορίζει ως την ικανότητά μας να σκε φτόμαστε σχετικά με τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Η λογικότητα ως στοχασμός πάνω στις ίδιες τις προϋποθέσεις της σκέψης μας βασίζεται στην ικανότητά μας να μιλάμε για το λόγο μας και για τους παράγοντες που τον προσδιορίζουν. Η λογικότητα τοποθε τείται επομένως στην μετα-επικοινωνία» (The Dialectics of Ideology and Technology / Η διαλεκτική ιδεολογίας και επικοινω νίας, σ. 49). Δεδομένου ότι τα λογοτεχνικά έργα έχουν την ικα νότητα να προβάλουν στοιχεία που παλιότερα είχαν θεωρηθεί δεδομένα -συμπεριλαμβανομένης της γλώσσας και των κατηγο ριών μέσω των οποίων αρθρώνουμε τον κόσμο μας-, η λογοτε χνική θεωρία, στην προσπάθειά της να θεωρητικοποιήσει την παραδειγματική αυτο-αναφορικότητα της λογοτεχνίας, μοιραία εμπλέκεται σε ζητήματα στοχαστικότητας και μετα-επικοινωνίας. Η λογοτεχνική θεωρία τείνει επομένως να εντάξει στη δι κή της σφαίρα διάφορες απόψεις σχετικά με τα προβλήματα της πλαισίωσης, με την επικοινωνία περί επικοινωνίας, καθώς και με άλλες μορφές εγκιβωτισμού ή ατέρμονης παλινδρόμησης.
ΠΡ ΟΛΟΓ ΟΣ
xxxiii
Τρίτον, οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μπορούν να είναι ιδιαί τερα δεκτικοί σε νέες θεωρητικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα σε άλλα πεδία, ακριβώς επειδή είναι απαλλαγμένοι από τις ιδιαί τερες επιστημονικές δεσμεύσεις των ανθρώπων που εργάζονται σε αυτά τα πεδία. Μολονότι έχουν δικές τους δεσμεύσεις που τους κάνουν να αντιστέκονται σε ορισμένους τΰπους ασυνήθι στης σκέψης, είναι σε θέση να καλωσορίζουν τις θεωρίες που θέ τουν υπό αμφισβήτηση τις παραδοχές της σύγχρονης ορθόδοξης ψυχολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχανάλυσης, φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας ή ιστοριογραφίας· το γεγονός αυτό καθιστά τη θεωρία -ή τη λογοτεχνική θεωρία- πεδίο ζωντανού διαλόγου. Σε αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να εξετάσουμε εξα ντλητικά μια δεκαετία λογοτεχνικής θεωρίας. Το εύρος των θεω ρητικών κειμένων που έχουν συρρεύσει στο χώρο της λογοτε χνικής θεωρίας είναι πολύ μεγάλο. Επιλέγοντας να εστιάσω στην αποδόμηση, υποστηρίζω όχι μόνο ότι αποτέλεσε τη βασι κότερη πηγή ενέργειας και ανανέωσης για τη νεότερη θεωρία, αλλά και ότι αγγίζει τα σημαντικότερα ζητήματα της λογοτεχνι κής θεωρίας. Αφιερώνω πολύ χώρο στον Jacques Derrida, γιατί θεωρώ ότι πολλά από τα γραπτά του επιδέχονται και απαιτούν μια παρουσίαση που ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα βρουν χρήσι μη. Τα κείμενα αυτά δεν αποτελούν, βέβαια, λογοτεχνική κριτι κή ή λογοτεχνική θεωρία- αλλά θα μπορούσα να δικαιολογήσω το ενδιαφέρον μου επικαλούμενος τον Frank Lentricchia, έναν ιδιόμορφο ιστορικό της κριτικής σκηνής, ο οποίος γράφει: Κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ξυπνήσαμε από τον δογματικό λήθαργο του φαινομενολογικού μας ύπνου για να δούμε ότι μια νέα παρουσία είχε επικρατήσει
xxxiv
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
απόλυτα στην πρωτοποριακή κριτική μας φαντασία: ο Jacques Derrida. Με κάποια έκπληξη μάθαμε ότι, παρά ορι σμένα χαρακτηριστικά που συνηγορούν περί του αντιθέτου, έφερε όχι το δομισμό, αλλά κάτι που θα μπορούσε να ονο μαστεί «μετα-δομισμός». Η στροφή προς τις αρχές και τη μα χητικότητα του μεταδομισμού που προσέλαβε η διανοητική πορεία του Paul de Man, του J. Hillis Miller, του Geoffrey Hartman, του Edward Said και του Joseph Riddel -τη στιγμή μάλιστα που ήταν όλοι τους ενθουσιασμένοι τη δεκαετία του ’60 με την επέλαση της φαινομενολογίας-τα λέει όλα (After the New Criticism / Μετά τη Νέα Κριτική, σ. 159).
Αυτό, φυσικά, δεν τα λέει όλα: η έντονη ρητορική δεν είναι πα ρά ένα σύμπτωμα της επιθυμίας μας να πούμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία με κάθε κόστος. Αυτή όμως η μυθοποίηση του Derrida ως μιας νέας απόλυτης παρουσίας υπονοεί ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την αποδόμηση για να εστιάσουμε την προσοχή μας σε ορισμένα προβλήματα που σχετίζονται με το δο μισμό και το μεταδομισμό, την ποιητική και την ερμηνεία, τους αναγνώστες και τις κριτικές μεταγλώσσες. Αν και γράφω για τη θεωρία της περασμένης δεκαετίας, αγνόησα πολλές σημαντικές μορφές - τον Roland Barthes, για παράδειγμα. Για την περίπτω σή του θα μπορούσα διατακτικά να παραπέμψω σε μια εκτενή συζήτηση σε ένα άλλο βιβλίο μου- για άλλους, όμως, δεν έχω κα μιά δικαιολογία και το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι τους έχω παραμελήσει με τον ίδιο τρόπο που παραμέλησα και άλλους κρι τικούς οι οποίοι ανήκουν στη σφαίρα της αποδόμησης. Κάθε συζήτηση για τη σύγχρονη κριτική θεωρία οφείλει, ωστόσο, να έρθει αντιμέτωπη με την περίπλοκη και ασαφή έν νοια του μεταδομισμού ή, πιο συγκεκριμένα, με τη σχέση ανάμε
Π Ρ ΟΛΟΓ ΟΣ
XXXV
σα στην αποδόμηση και διάφορα άλλα κριτικά κινήματα. Στην ει σαγωγή προσεγγίζω το ζήτημα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ενώ στο πρώτο κεφάλαιο με έναν άλλο. Τον τελευταίο καιρό, δομιστές, φαινομενολόγοι, φεμινίστριες και ψυχαναλυτικοί κριτικοί συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο για το ποιος θα δώσει μεγαλύ τερη έμφαση στους αναγνώστες και στην ανάγνωση· η ανάλυση των προβλημάτων που προκύπτουν από αυτές τις προσεγγίσεις θέτει τη βάση για τη συζήτηση περί αποδόμησης που καλύπτει το δεύτερο κεφάλαιο. Δεν επιχείρησα μια χρονολογική ή συστημα τική επισκόπηση των κειμένων του Derrida, αλλά ανέτρεξα σε αυτά συζητώντας μια σειρά από θέματα, καθώς και το πώς αυτά σχετίζονται με τη λογοτεχνική κριτική και θεωρία. Κατά τη διάρ κεια αυτής της εκτεταμένης παρουσίασης αποτόλμησα ορισμέ νες επαναλήψεις για λόγους καθαρότητας και ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες αν έχασα το λογαριασμό. Το τρίτο κεφά λαιο αναλύει μια σειρά μελέτες που προέρχονται από το διαρκώς αυξανόμενο απόθεμα της αποδομητικής λογοτεχνικής κριτικής, προκειμένου να αναγνωρίσει τις βασικές μορφές της και τους άξονες γύρω από τους οποίους διαρθρώνεται η ποικιλία της. Είμαι ευγνώμων σε όλους αυτούς με τους οποίους συζήτησα αυτά τα ζητήματα στο πέρασμα των χρόνων ή απάντησαν στις ερωτήσεις μου σχετικά με κείμενά τους. Το ζήτημα της υπευθυ νότητας σε παρόμοιες καταστάσεις είναι ιδιαίτερα προβληματι κό και οι αναγνώστες θα δουν ότι δεν τίθεται θέμα να θεωρή σουμε τον Jacques Derrida υπεύθυνο για τις προεκτάσεις που εγώ δίνω στα κείμενα που αυτός έχει υπογράψει. Θα επέμενα, ωστόσο, ότι αυτό το βιβλίο οφείλει πολλά στις συμβουλές πολλών συναδέλφων μου στο Πανεπιστήμιο Cornell, της Laura Brown,
xxxvi
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
του Neil Hertz, της Mary Jacobus, του Richard Klein, του Philip Lewis, του Mark Seltzer, και ιδιαίτερα της Cynthia Chase, τα γρα πτά της οποίας αποτέλεσαν και το ερέθισμα γι’ αυτή την εργασία, ενώ οι αναγνώσεις της με βοήθησαν να τη διορθώσω. Ευχαριστώ το Ίδρυμα John Simon Guggenheim για την υποτροφία που μου έδωσε και κατά τη διάρκεια της οποίας αυτή η εργασία ξεκίνησε χωρίς όμως, δυστυχώς, και να ολοκληρωθεί. Jonathan Culler Ithaca, Νέα Υόρκη
Ε ΙΣΑ Γ Ω Γ Η
Α ν όσοι παρακολουθούν και λαμβάνουν μέρος στις πρόσφατες κριτικές διαμάχες μπορούσαν να συμφωνήσουν σε κάτι, αυτό θα ήταν το γεγονός ότι η σύγχρονη κριτική θεωρία είναι περίπλοκη και ασαφής. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ενδεχομένως δυνατό να σκεφτούμε την κριτική ως μία και μοναδική δραστηριότητα που διεξάγεται δίνοντας κάθε φορά έμφαση σε διαφορετικά ζη τήματα. Η οξύτητα του πρόσφατου διαλόγου δείχνει το αντίθε το: το πεδίο της κριτικής συγκροτείται με αμφιλεγόμενο τρόπο από εμφανώς ασύμβατες δραστηριότητες. Ακόμα και αν επιχει ρήσουμε να συγκροτήσουμε απλώς έναν κατάλογο -δομισμός, κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης, αποδόμηση, μαρξιστι κή κριτική, πλουραλισμός, φεμινιστική κριτική, σημειωτική, ψυ χαναλυτική κριτική, ερμηνευτική, αντιθετική κριτική, Rezeptionsasthetik—, ερωτοτροπούμε με μια άβολη ματιά στο άπειρο που ο Kant αποκαλεί «μαθηματικό υψηλόν». Η ενατένιση ενός χάους που απειλεί να υπερκαλύψει τις αισθητές δυνάμεις μας μπορεί ως ένα βαθμό να μας συνεπάρει, όπως υποστηρίζει ο Kant, αλλά οι περισσότεροι αναγνώστες αισθάνονται απλώς αμήχανοι ή εγκλωβισμένοι μάλλον, παρά περιδεείς. Το βιβλίο αυτό δεν υπόσχεται κανένα δέος, αλλά προτίθεται να αντιμετωπίσει μια αμηχανία. Η κριτική διαμάχη θα πρέπει να αποτελεί ερέθισμα και όχι ανάσχεση, όπως συνέβη συχνά τει
2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
λευταία. Όταν ακόμα και όσοι έχουν διαβάσει αρκετά πράγμα τα από τη σύγχρονη θεωρία δυσκολεύονται να προσδιορίσουν τι είναι σημαντικό, ή πού και πώς οι ανταγωνιστικές μεταξύ τους θεωρίες ανταγωνίζονται η μία την άλλη, τότε μπαίνουμε στον πειρασμό να αποπειραθούμε κάποια εξήγηση, ιδιαίτερα όταν μια εξήγηση μπορεί να ωφελήσει όλους αυτούς τους φοιτητές και καθηγητές λογοτεχνίας που δεν έχουν ούτε το χρόνο ούτε και τη διάθεση να παρακολουθήσουν τις θεωρητικές διαμάχες και, χωρίς αξιόπιστους οδηγούς, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα σύγχρονο λαϊκό πανηγύρι, αναλογιζόμενοι αυτό που τους φαί νεται σαν μια «κενή σύγχυση» «διαφορών/που δεν έχουν ούτε νόμο, ούτε νόημα, ούτε και τέλος»1. Αυτό το βιβλίο αποπειράται να διαλύσει τη σύγχυση και να διαλευκάνει σημασίες και στό χους, συζητώντας ποιο είναι το διακύβευμα στις σημερινές κρι τικές διαμάχες και αναλύοντας τα πιο ενδιαφέροντα και αξιό λογα σχέδια της σύγχρονης θεωρίας. Μια πρώτη αιτία σύγχυσης είναι η αστάθεια των όρων-κλειδιά, το εύρος της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το βαθμό εξειδίκευσης στον οποίο υπεισέρχεται η κριτική συζήτηση και τις αντι θέσεις ή τις διαφορές που συναντούμε εκεί. Ο όρος δομισμός αποτελεί ένα διαφωτιστικό παράδειγμα. Ο σχολιαστής που ανα
1. W o r d s w o r t h William, Το πρελούόιο (The Prelude), 1850, βιβλίο vii, στ. 722 και
727-728. Για μια διεισδυτική συζήτηση της σχέσης ανάμεσα στο χάος και την εμπλοκή στην κατάσταση του κριτικού, βλ. H e r t z Neil, «Η έννοια της εμπλοκής στη λογοτεχνία του υψηλού» («The Notion of Blockage in the Literature of the Sublime»). Πλήρεις βιβλιογραφικές πληροφορίες για το ζήτημα και σχετικές παραπομπές δίνονται στη βιβλιογραφία. Στο εξής οι παραπομπές θα δίνονται μέσα σε παρένθεση στο σώμα του κειμένου.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
3
λύει ένα δοκίμιο του Roland Barthes θα διέκρινε ενδεχομένως τα γνωρίσματα του εκείνα που παραπέμπουν στο δομισμό από τις υπόλοιπες πλευρές του, επομένως θα αναφερόταν και θα συνεισέφερε στο δομισμό κατά μια πολύ συγκεκριμένη έννοια. Από την άλλη, ένας κριτικός με ευρύτερες φιλοδοξίες, στην προσπάθειά του να περιγράψει τις βασικές αρχές της σύγχρονης σκέψης, θα αντιπαρέβαλλε το «δομισμό» του 20ού αιώνα με μια προγενέστερη «ουσιοκρατία», μετατρέποντας όλους εμάς σήμε ρα σε δομιστές, άσχετα με το τι οι ίδιοι ισχυριζόμαστε. Θα μπο ρούσαμε εύσχημα να υπερασπιστούμε καθεμία από τις χρήσεις του όρου ξεχωριστά, αφού οι διαφορές που είναι ζωτικής σημα σίας σε ένα επίπεδο αποδυναμώνονται σε κάποιο άλλο* αν όμως η εκάστοτε λειτουργία της έννοιας δομισμός σκιαγραφεί τον δο μικό καθορισμό της σημασίας που ο δομισμός διατείνεται ότι περιγράφει, τα αποτελέσματα είναι ελάχιστα διαφωτιστικά για όποιον ελπίζει ότι ο όρος θα χρησιμεύσει ως μια πρόσφορη και αξιόπιστη ετικέτα. Ο Vincent Descombes, στο βιβλίο του Το ίδιον και το έτερον (Le Meme et Vautre), έναν διεισδυτικό απο λογισμό της γαλλικής φιλοσοφίας από το 1933 ως το 1978, ερευ νά διεξοδικά τα διακριτικά γνωρίσματα των θεωρητικών συστη μάτων και φθάνει στο σημείο να θεωρήσει τον Michel Serres ως τον μόνο πραγματικό δομιστή (σσ. 96-111). Για άλλους σχολια στές, ο δομισμός περιλαμβάνει όχι μόνο τη νεότερη γαλλική σκέψη, αλλά και κάθε θεωρητικά προσανατολισμένη κριτική: ο William Phillips, σε μια συζήτηση περί σύγχρονης κριτικής που οργάνωσε για το περιοδικό που εκδίδει, το Partisan Review, χρη σιμοποιεί τον όρο δομισμός προκειμένου να δηλώσει την ομό φωνη άρνηση των νεότερων κριτικών και θεωρητικών κειμένων
4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
να ευθυγραμμιστούν με την παραδοσιακή τακτική που αποκαλύ πτει το μήνυμα του συγγραφέα και αποτιμά τα επιτεύγματα του («The State of Criticism»/«Η κατάσταση της κριτικής», σ. 374). Τι θα κάνουμε με αυτή τη μετατόπιση στην ορολογία; Θα ήταν πολύ εύκολο να απορρίψουμε μια τόσο γενικευτική χρήση ενός όρου ως απληροφόρητη συσσώρευση στοιχείων που θα έπρεπε να διακρίνονται μεταξύ τους. Όταν κάποιος μιλά για κριτικούς όπως ο Roland Barthes, ο Harold Bloom, ο John Brenkman, η Shoshana Felman, o Stanley Fish, o Geoffrey Hartman, η Julia Kristeva και o Wolfgang Iser σαν να ήταν όλοι τους δομιστές, θα μπορούσαμε να απαντήσουμε δείχνοντας ότι χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους, εργάζονται με βάση αλληλοαντικρουόμενες παραδοχές, ανακοινώνουν διαφορετικούς στόχους και προέρχονται από ασύμβατες μεταξύ τους παραδό σεις. Όσο περισσότερο γνωρίζουμε την κριτική θεωρία, τόσο περισσότερο ενδιαφερόμαστε για ακριβέστερες διακρίσεις και τόσο περισσότερο χαμογελάμε απαξιωτικά με την άγνοια αυτών που, υποβιβάζοντας την κριτική σέ ένα απλό ηθικό σενάριο, εγκαταλείπουν κάθε αξιώση να διακριθούν. Ο εστιάτορας που μας λέει ότι διαθέτει δύο είδη κρασιού, κόκκινο και λευκό, δεν μας εντυπωσιάζει και ως γευσιγνώστης. Το να περιγράφει κανείς όλους τους θεωρητικά προσανατο λισμένους κριτικούς ως δομιστές αποτελεί γενικά ένδειξη άγνοιας- ενυπάρχει όμως σε αυτή τη χρήση του δομισμού μια υπονοούμενη παραδοχή την οποία θα μπορούσαμε να υπερα σπιστούμε - να την υπερασπιστούμε σε ένα πρώτο, πολύ γενικό επίπεδο. Ο ισχυρισμός θα μπορούσε να είναι ο εξής: το γεγονός ότι η μελέτη της λογοτεχνίας στηρίχτηκε σε ποικίλα θεωρητικά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
5
εγχειρήματα προκάλεσε μεγαλύτερη αλλαγή απ’ ό,τι το πέρα σμα από μια θεωρία σε μια άλλη και η φύση αΰτής της αλλαγής συνδέεται με ορισμένα κεντρικά χαρακτηριστικά του δομισμού. Ό σοι χρησιμοποιούν το δομισμό υπ’ αυτή την ευρεία έννοια, στην πραγματικότητα δεν υποστηρίζουν αυτή τη θέση- αντιπαραθέτουν το δομισμό με την ανθρωπιστική κριτική -μια γενικευμένη μορφή της Νέας Κριτικής-, η οποία στηρίζεται στην κοινή λογική και στις αξίες που μοιραζόμαστε όταν ερμηνεύουμε τα λογοτεχνικά έργα ως αισθητικά επιτεύγματα που μας μιλούν για γνωστά ανθρώπινα ζητήματα. Τα πιο συνηθισμένα παράπονα για το δομισμό φαίνεται να είναι, πρώτον, το γεγονός ότι χρησι μοποιεί έννοιες από άλλες επιστήμες -από τη γλωσσολογία, τη φιλοσοφία, την ανθρωπολογία, την ψυχανάλυση, το μαρξισμόγια να τιθασεύσει τη λογοτεχνία και, δεύτερον, ότι απειλεί τον ίδιο το λόγο ύπαρξης των λογοτεχνικών σπουδών, αφού εγκατα λείπει την προσπάθεια να ανακαλυφθεί το πραγματικό νόημα ενός έργου και θεωρεί όλες τις ερμηνείες ως εξίσου έγκυρες. Η σχέση ανάμεσα στις δύο αυτές κριτικές του δομισμού δεν είναι ξεκάθαρη· θα μπορούσαν να θεωρηθούν ακόμα και αντι φατικές, αφού θα περιμέναμε ένας κριτικός που αποπειράται να τιθασεύσει τη λογοτεχνία -ας πούμε μέσω της ψυχανάλυσης- να μας διαβεβαιώνει για την προτεραιότητα των ψυχαναλυτικών ερ μηνειών. Αυτή ακριβώς η δυσκολία να συμβιβαστούν τέτοιες αντιρρήσεις μεταξύ τους μας δείχνει ότι χρειάζεται να κοιτάξου με πέρα από τις παραδοχές μας σχετικά με τη λογοτεχνία και την κριτική, προκειμένου και να κατανοήσουμε τις δυνάμεις που εμπλέκονται σε αυτές και να συλλάβουμε την αλληλουχία μεταξύ της χρήσης διάφορων θεωρητικών λόγων και της υπονόμευσης
6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
του παραδοσιακού ερμηνευτικού προγράμματος της κριτικής. Στην πραγματικότητα, ένας διακριτός και ακραιφνής «δομι σμός» δεν βασίζεται στα οικουμενικά θεωρητικά ενδιαφέροντά του. Η Νέα Κριτική, με την οποία συχνά αντιπαραβάλλεται, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αναθεωρητική ή επαρχιώτικη, όπως άλλωστε δείχνει και η προβληματική των Rene Wellek και Austin Warren στη Θεωρία Λογοτεχνίας (Theory of Literature). Το στοιχείο που καθιστά διακριτό έναν τέτοιο ακραιφνή δομι σμό ενδέχεται να προκύπτει από το γεγονός ότι η στοιχειοθέτηση των θεωρητικών κατηγοριών συνδέεται -με συχνά συγκεκαλυμμένο, στην κριτική συζήτηση, τρόπο- με την απειλή εναντίον του παραδοσιακού στόχου να διαλευκανθεί το νόημα ενός αι σθητικού αντικειμένου. Τα ερμηνευτικά προγράμματα της Νέας Κριτικής συνδέονταν με τη διατήρηση της αισθητικής αυτονομίας του κειμένου και με την υπεράσπιση των λογοτεχνικών σπουδών απέναντι στο σφετερισμό τους από τις διάφορες επιστήμες. Αν, επιχειρώντας να περιγράφει το λογοτεχνικό έργο, η κριτική του «δομισμού» χρησιμοποιεί ποικίλους θεωρητικούς λόγους και εν θαρρύνει ένα είδος επιστημονικών προσμείξεων, τότε η κριτική έρχεται να εστιάσει την προσοχή της όχι στο θεματικό περιεχό μενο που το έργο παρουσιάζει με αισθητικό τρόπο, αλλά στις συνθήκες παραγωγής της σημασίας, στα διάφορα δηλαδή είδη δομών και διαδικασιών που εμπλέκονται στην παραγωγή του νοήματος. Ακόμα και όταν οι δομιστές καταπιάνονται με την ερ μηνεία και αποπειρώνται να αναλύσουν τη δομή του έργου και τις δυνάμεις από τις οποίες αυτή εξαρτάται, αφενός καταλήγουν να επικεντρώνονται στη σχέση ανάμεσα στο έργο και τις συνθή κες που το καθιστούν δυνατό, αφετέρου υποσκάπτουν, όπως του
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
7
λάχιστον οι αντίπαλοι του δομισμού φαίνεται να το καταλαβαί νουν, το παραδοσιακό ερμηνευτικό πρόγραμμα. Αυτό συμβαίνει με δυο τρόπους, προφανώς αρκετά διαφορε τικούς αλλά, στα μάτια τουλάχιστον των αντιπάλων του δομι σμού, εξίσου παροδηγητικούς. Από τη μία μεριά, ε'νας δομισμός όπως αυτός του Barthes, του Todorov ή του Genette, που παρα μένει κατά βάση λογοτεχνικός στις αναφορές του, κατηγορείται ως φορμαλιστικός: του προσάπτεται ότι παραμελεί το θεματικό περιεχόμενο ενός έργου προκειμένου να επικεντρωθεί στην παιγνιώδη, παρωδική ή διασπαστική σχέση του με τις λογοτεχνι κές μορφές, κώδικες και συμβάσεις. Από την άλλη μεριά, οι κρι τικοί που χρησιμοποιούν κατηγορίες της ψυχαναλυτικής, μαρξι στικής, φιλοσοφικής ή ανθρωπολογικής θεωρίας δεν κατηγοροΰνται για φορμαλισμό, αλλά για τις εκ των προτέρων διαμορ φωμένες ή προκατειλημμένες αναγνώσεις τους: κατηγοροΰνται ότι παραμελούν τη διακριτή θεματική ενός κειμένου, προκειμέ νου να βρουν στο εσωτερικό του εκφάνσεις της δομής ή του συ στήματος που προτείνει η επιστήμη τους. Και τα δύο είδη δομιστών εμπλέκονται, για παρόμοιους λόγους, σε κάτι που διαφέ ρει από την παραδοσιακή ανθρωπιστική ερμηνεία. Εάν ο δομισμός φαίνεται να είναι ο καταλληλότερος συγκε φαλαιωτικός όρος για μια σειρά από κριτικές δραστηριότητες που βασίζονται σε θεωρητικούς λόγους και αδιαφορούν για το «πραγματικό» νόημα των έργων που μελετούν, αυτό αναμφίβο λα συμβαίνει γιατί ο δομισμός με τη στενότερη έννοια, ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί το γλωσσολογικό μοντέλο, αποτελεί το αποφασιστικότερο θεωρητικό κίνημα που προέκυψε από αυτόν τον κριτικό αναπροσανατολισμό. Οι κατηγορίες και οι μέθοδοι
8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
της γλωσσολογίας, είτε εφαρμόζονται άμεσα στη γλώσσα της λογοτεχνίας είτε χρησιμοποιούνται ως πρότυπο μιας ποιητικής, βοηθούν τους κριτικούς να εστιάσουν όχι στο νόημα ενός έργου και στις προεκτάσεις ή την αξία του, αλλά στις δομές που παρά γουν αυτό το νόημα. Ακόμα και όταν η γλωσσολογία τίθεται εμφανώς στην υπηρεσία της ερμηνείας, ο βασικός προσανατολι σμός της επιστήμης, που είναι να μην επινοεί καινούργιες ερμη νείες για συγκεκριμένες προτάσεις αλλά να αποπειράται να πε ριγράφει το σύστημα των κανόνων που προσδιορίζουν τη μορφή και το νόημα των γλωσσικών ακολουθιών, την οδηγεί να εστιά ζει την προσοχή της στις δομές και να αντιλαμβάνεται το νόημα και την αναφορά όχι ως την πηγή της αλήθειας ενός έργου, αλλά ως το αποτέλεσμα ενός γλωσσικού παιχνιδιού. Η ευχέρεια με την οποία αντιμετωπίζουμε για παράδειγμα τον Barthes, τον Bloom, τον Girard, τον Deleuze, τη Felman και τον Serres ως δομιστές βασίζεται στην αίσθηση ότι τα κείμενά τους παρεκκλί νουν με πολλούς τρόπους από την εξήγηση ή την αποτίμηση ενός νοήματος που έχει ήδη δοθεί και προσανατολίζονται προς μια διερεύνηση της σχέσης του κειμένου με ειδικότερες δομές και διαδικασίες, γλωσσικές, ψυχαναλυτικές, μεταφυσικές, λογικές, κοινωνιολογικές ή ρητορικές. Η βασική πηγή ερμηνείας είναι οι γλώσσες και οι δομές και όχι η βιογραφία ή η συνείδηση του συγγραφέα. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με παρόμοια επιχειρή ματα τη διαίρεση των λογοτεχνικών σπουδών ανάμεσα σε μια παλιά αλλά επίμονη Νέα Κριτική και σε έναν νέο δομισμό- όσοι όμως κάνουν αυτή τη διάκριση -συνήθως οι αντίπαλοι ενός ευ ρύτερου και απειλητικού δομισμού- δεν τη βρίσκουν τελικά και
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
9
πολύ χρήσιμη, γιατί στη συνέχεια δυσκολεύονται να αντικρούσουν μια συγκροτημένη και εύστοχη κριτική που θα τους γίνει σε αυτό το επίπεδο γενίκευσης. Οι κατηγορίες που τους απευθύνο νται είναι ποικίλες και συγκεκριμένες. Ορισμένοι ψέγουν το δο μισμό για τις επιστημονικές αξιώσεις του: τα διαγράμματα, τις ταξινομήσεις ή τους νεολογισμούς του, καθώς και τον γενικότε ρο ισχυρισμό του ότι ελέγχει και εξηγεί τα δυσερμήνευτα προϊό ντα τον ανθρώπινου πνεύματος. Άλλοι τον κατηγορούν για α-λογοκρατία: για μια αυτάρεσκη αγάπη για τις παράδοξες και πε ρίεργες ερμηνείες, μια προτίμηση στο γλωσσικό παιχνίδι και μια ναρκισσιστική σχέση με την ίδια του τη ρητορική. Για ορισμέ νους, δομισμός σημαίνει ακαμψία: μια μηχανιστική εξαγωγή συ γκεκριμένων μοτίβων και θεμάτων, μια μέθοδος που κάνει όλα τα έργα να σημαίνουν το ίδιο πράγμα. Για άλλους, ο δομισμός φαίνεται να επιτρέπει στο έργο να σημάνει οτιδήποτε, είτε διαβεβαιώνοντάς μας για την απροσδιοριστία του νοήματος είτε ορίζοντας το νόημα ως την εμπειρία του αναγνώστη. Κάποιοι πάλι βλέπουν στο δομισμό την καταστροφή της κριτικής ως επι στήμης, ενώ άλλοι βρίσκουν ότι εξυμνεί καταχρηστικά τον κριτι κό, ανεβάζοντάς τον πάνω και από το συγγραφέα και υποστηρί ζοντας ότι η εξοικείωση με ένα σώμα δύσκολης θεωρίας είναι η Προϋπόθεση για κάθε σοβαρή ενασχόληση με τη λογοτεχνία. Επιστήμη ή α-λογοκρατία, ακαμψία ή ελαστικότητα, κατα στροφή ή πληθωρικότητα της κριτικής: η ίδια η δυνατότητά μας να διατυπώνουμε τέτοιους αντιφατικούς χαρακτηρισμούς δεί χνει ότι πρώτη και βασική ιδιότητα του «δομισμού» είναι μια ακαθόριστη ριζοσπαστική δύναμη: το γεγονός ότι θεωρείται ως ακρότητα, ως παραβίαση παλιότερων παραδοχών για τη λογο
ΙΟ
ΑΠΟΔΟι ΜΗΣΗ
τεχνία και την κριτική, παρόλο που διαφωνούμε για το πώς ακριβώς το καταφέρνει αυτό. Ωστόσο, τέτοιες αντιφατικές κα τηγορίες δείχνουν επίσης ότι οι αντίπαλοι του δομισμού έχουν κάθε φορά διαφορετικά θεωρητικά κείμενα στο μυαλό τους και ότι, για να διαλευκάνουμε παρόμοια ζητήματα, πρέπει να εξειδικεύσουμε τη συζήτησή μας. Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, που είναι ίσως πιο σημαντικό από το πρώτο για την κριτική διαμάχη, η βασική διάκριση δεν γίνεται ανάμεσα σε έναν ακραιφνή δομισμό και την παραδοσια κή κριτική, αλλά ανάμεσα στο δομισμό και στο «μετα-δομισμό», όπως συχνά αποκαλείται. Ο Derrida, σύμφωνα με τα λόγια του Lentricchia, έφερε όχι το δομισμό, αλλά το μετα-δομισμό (Μετά τη Νέα Κριτική, σ. 12). Στο πλαίσιο αυτής της αντίθεσης, ο δομι σμός συνίσταται σε μια σειρά από συστηματικά, επιστημονικά προγράμματα -η σημειωτική, η διάδοχος του δομισμού κατ’ αυ τή την έννοια, ορίζεται γενικά ως η «επιστήμη» των σημείων-, ενώ αντίπαλοί του είναι οι διάφορες μεταδομιστικές κριτικές και οι προσπάθειές τους να αποδείξουν την αναποτελεσματικό τητα αυτών των προγραμμάτων. Πιο απλά, οι δομιστές χρησιμο ποιούν τη γλωσσολογία ως πρότυπο και αποπειρώνται να ανα πτύξουν «γραμματικές» -συστηματικά ευρετήρια στοιχείων και τους πιθανούς μεταξύ τους συνδυασμούς-, οι οποίες στοιχειοθε τούν τη μορφή και το νόημα των λογοτεχνικών έργων οι μεταδομιστές εξετάζουν πώς αυτό το πρόγραμμα ανατρέπεται από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα ίδια τα κείμενα. Οι δομιστές πιστεύουν ότι η συστηματική γνώση είναι δυνατή- οι μεταδομιστές ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν μόνο το αδύνατο αυτής της γνώσης.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
11
Μια λεπτομερέστερη εκδοχή αυτής της διάκρισης, ενδιαφέ ρουσα για τα σύνθετα ζητήματα που θέτει, προτάθηκε το 1976 από τον J. Hillis Miller, πρωτεργάτη της αμερικανικής εκδοχής του μεταδομισμού. «Ένα διακριτικό χαρακτηριστικό της αγγλι κής και αμερικανικής λογοτεχνικής κριτικής σήμερα» ξεκινάει «είναι η προοδευτική πολιτογράφηση, οικειοποίηση ή προσαρ μογή στα καθ’ ημάς της νεότερης ευρωπαϊκής κριτικής». Το να μιλάμε όμως για το σύνολο αυτής της κριτικής υπό τον όρο «δο μισμός» σημαίνει ότι αγνοούμε έναν βασικό διαχωρισμό. Ό σον αφορά τους κριτικούς που έχουν επηρεαστεί από αυτές τις πρόσφατες εξελίξεις, μπορεί να γίνει μια καθαρή διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που θα αποκαλούσαμε [...] σω κρατικούς, θεωρητικούς ή οικείους κριτικούς αφενός, και τους απολλώνειους/διονυσιακούς, τραγικούς ή ανοίκειους κριτικούς αφετέρου. Σωκρατικοί είναι οι κριτικοί που εφη συχάζουν με την προοπτική μιας λογικής τακτοποίησης της μελέτης της λογοτεχνίας βάσει της σταθερής προόδου της επιστημονικής γνο5σης αναφορικά με τη γλο5σσα. Πιθανώς να λένε ότι είναι «επιστήμονες» και να τοποθετούν το συλ λογικό τους εγχείρημα κάτω από έναν όρο του τύπου «αν θρωπιστικές επιστήμες». [...] Έ να τέτοιο εγχείρημα εκ προσωπείται από την επιστήμη που λέγεται «σημειωτική», ή από νέες απόπειρες διερεύνησης και εκμετάλλευσης των ρητορικών όρων. Σε αυτό συμπεριλαμβάνονται κάποιες πλευρές του έργου του Gerard Genette, του Roland Barthes και του Roman Jakobson [...]. Ως επί το πλείστον, αυτοί οι κριτικοί ανήκουν στη σω κρατική σχολή, αυτή που ο Nietzsche όρισε ως «την ακλό νητη πίστη ότι η σκέψη, χρησιμοποιώντας το νήμα της λογι κής, μπορεί να διεισδύσει και στη βαθύτερη άβυσσο του εί ναι» [...]. Οι σημερινοί κληρονόμοι της σωκρατικής πίστης
12
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θα πίστευαν ενδεχομένως σε μια κριτική που εμπνέεται από το δομισμό και αποτελεί μια εκλογικευμένη και εκλογικεΰσιμη δραστηριότητα, με συμφωνημένες διαδικασίες, δεδομένα στοιχεία και μετρήσιμα αποτελέσματα. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια επιστήμη που θα φώτιζε τη λογοτε χνία μέσα σε έναν «χαρούμενο θετικισμό» [...]. Σε αυτούς αντιτίθενται οι κριτικοί που θα μπορούσαν να ονομαστούν «ανοίκειοι». Μολονότι εμπνεύστηκαν από το ίδιο κλίμα σκέψης με τους σωκρατικούς κριτικούς και μολονότι το έργο τους θα ήταν αδύνατο χωρίς τη σύγχρονη γλωσσολογία, η «αίσθηση» ή η ατμόσφαιρα της γραφής τους είναι αρκετά διαφορετική. [...] Αυτοί οι κριτικοί δεν είναι τραγικοί ή διονυσιακοί με την έννοια ότι η δουλειά τους είναι ιδιαζόντως οργιαστική ή πα ράλογη. Κανένας κριτικός, παραδείγματος χάριν, δεν θα μπορούσε να είναι πιο αυστηρά εγκεφαλικός και λογικός, πιο απολλώνειος στη διαδικασία που ακολουθεί από τον Paul de Man. Έ να γνώρισμα της κριτικής του Derrida είναι η υπομονετική και σχολαστικά φιλολογική «εξήγηση του κειμένου». Παρ’ όλ’ αυτά, το νήμα της λογικής οδηγεί και στις δύο περιπτώσεις σε ά-λογες ή παρά-λογες περιοχές [...]. Κάποια στιγμή βρίσκεται κανείς μπροστά σε μια «απορία» ή σε ένα αδιέξοδο. [...] Πράγματι, η στιγμή κατά την οποία φαίνεται να χάνεται η λογική μέσα στη δουλειά τους είναι η στιγμή της βαθΐ)τερης διείσδυσης στην πραγματική φύση της λογοτεχνικής γλώσσας, ή της γλώσσας καθαυτήν. («Stevens’ Rock and Criticism as Cure, II» / «Ο βράχος του Stevens και η κριτική ως θεραπεία, II», σσ. 335-338).
Ένας διαχωρισμός μεταξύ δομισμού και μεταδομισμού υπ’ αυ τούς τους όρους προϋποθέτει μια συνθετότερη σχέση, καθώς το οικείο και το ανοίκειο δεν είναι απλά αντώνυμα. Έ νας επιτυχη μένος ανοίκειος κριτικός μπορεί να είναι εξίσου ικανός με τον
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«3
οικείο αντίστοιχό του και, μολονότι το ανοίκειο αποτελεί μια παραβίαση της τάξης, το ενοχλητικό παράδοξο της ανοίκειας στιγμής στη λογοτεχνία ή στην κριτική είναι η εκδήλωση μιας λανθάνουσας τάξης. «Το ανοίκειο» γράφει ο Freud «είναι αυτό το τρομακτικό στοιχείο που μας γυρνά πίσω σε ό,τι εδώ και πο λύ καιρό μας είναι γνωστό και οικείο»· «το τρομακτικό στοιχείο μπορεί να αποδειχτεί ότι είναι κάτι το καταπιεσμένο που επα νακάμπτει» («The Uncanny» / «Το ανοίκειο», τ. 17, σσ. 220,241). Το ανοίκειο δεν είναι απλώς κάτι παράξενο και περίεργο, αλλά προϋποθέτει βαθύτερους νόμους. Από την άλλη μεριά, οι διατυ πώσεις του Miller ασφαλώς υπαινίσσονται την υπεροχή του ανοίκειου επί του οικείου: ο ανοίκειος μεταδομισμός καταλήγει να ξυπνήσει τον οικείο δομισμό από τη δογματική υπνηλία στην οποία είχε περιπέσει εξαιτίας της «ακλόνητης πίστης» του στη σκέψη και στην «προοπτική μιας λογικής τακτοποίησης». Απο τελεί τελικά η αποδόμηση το γκρέμισμα αυτής της χίμαιρας; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην αποδόμηση και σε αυτό που αποδομεί; Είναι ο μεταδομισμός μια άρνηση του δομισμού; Οι παρατηρητές συχνά συμπεραίνουν ότι, αν ο μεταδομισμός δια δέχτηκε το δομισμό, είναι γιατί τον απαρνήθηκε ή τουλάχιστον γιατί τον υπερέβη: post hoc ergo ultra hoc. Ο απολογισμός του Miller κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά η αντίθεση ανά μεσα στο οικείο και στο ανοίκειο προβάλλει αντίσταση, αφού το ανοίκειο ούτε απαρνιέται ούτε αντικαθιστά το οικείο. Παρ’ όλ’ αυτά, ο δομισμός και ο μεταδομισμός διακρίνονται καθαρά, σύμφωνα με τον Miller, με τη δοκιμή της πίστης. Τόσο οι οικείοι όσο και οι ανοίκειοι κριτικοί προβαίνουν σε μια αυ στηρή λογική αναζήτηση· ωστόσο, η «βαθιά διείσδυση» στη φύ
<4
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
ση της γλώσσας και της λογοτεχνίας ανταμείβει τους ανοίκειους κριτικούς, που δεν πιστεύουν στη λογική, ενώ απωθεί τους οι κείους κριτικούς με την ακλόνητη πίστη στη σκέψη. Χωρίς να αγγίξουμε τα νέα ερωτήματα που εγείρει μια τέτοια προοπτική (ο Roland Barthes πιστεύει άραγε περισσότερο στη λογική από τον Paul de Man;), θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι οι οι κείες ενοράσεις τις οποίες επιτυγχάνει ο ανοίκειος κριτικός με τη λίγη πίστη μετατρέπουν αυτή την ιστορία σε μια παραβολή της υπερηφάνειας. Θεωρητικοί που κατατρύχονται από τη φιλο δοξία της επιστήμης υποσκελίζονται από υπομονετικούς εξηγη τές, οι οποίοι είναι υποψιασμένοι για τα σημεία διαστροφής και απορίας που υπάρχουν στα κείμενα που διαβάζουν. Αν και οι όροι που χρησιμοποιεί ο Miller δεν προκαλούν την υποψία ότι κάποια από τις δύο πλευρές διαθέτει το μονοπώλιο της αλήθειας, της τάξης ή της ευστροφίας, τον υποχρεώνουν ωστόσο να διαι ρέσει την πρόσφατη κριτική σε δύο στρατόπεδα με κριτήριο την εμπιστοσύνη στη συστηματική σκέψη: οι δομιστές και οι σημειωτιστές με αισιοδοξία αναπτύσσουν θεωρητικές μεταγλώσσες προκειμένου να μιλήσουν για κειμενικά φαινόμενα- οι μεταδομιστές διερευνούν με σκεπτικισμό τα παράδοξα που προκύ πτουν από την υλοποίηση τέτοιων σχεδίων και τονίζουν ότι η δουλειά τους είναι λιγότερο επιστήμη και περισσότερο κείμενο. Τα ζητήματα που προκύπτουν από αυτή τη διάκριση κατέ χουν περίοπτη θέση στις συζητήσεις για τη λογοτεχνική θεωρία σήμερα, αλλά ανακύπτουν και διάφορα προβλήματα όταν προ σπαθήσουμε να χαρτογραφήσουμε τη σύγχρονη θεωρία σύμφω να με αυτό το σχήμα. Πρώτον, όπως είναι αναμενόμενο, είναι κάπως δύσκολο να αποφασίσουμε ποιοι θεωρητικοί ανήκουν σε
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
*5
ποιο στρατόπεδο. Μια πρόσφατη ανθολογία της κριτικής του μεταδομισμοΰ, την οποία επιμελήθηκε ο Josue Harari, ένας νέος κριτικός που μόνο για άγνοια δεν μπορεί να κατηγορηθεί, αποτελείται κατά κΰριο λόγο από κείμενα στοχαστών που εμφανί ζονταν και στην παλιότερη βιβλιογραφία του επιμελητή για το δομισμό: Roland Barthes, Gilles Deleuze, Eugenio Donato, Michel Foucault, Gerard Genette, Rene Girard, Louis Marin, Michael Riffaterre και Michel Serres. Ο τρόπος με τον οποίο ο Harari διαρθρώνει το πεδίο αναγνωρίζει τον Claude LeviStrauss και τον Tzvetan Todorov ως τους μόνους πραγματικούς δομιστές, αφοΰ όλοι οι υπόλοιποι έχουν μετατραπεί σε μεταδομιστές. Φυσικά, ριζικοί μετασχηματισμοί και μεταστροφές όντως συμβαίνουν αλλά όταν τόσο πολλοί χθεσινοί δομιστές έχουν μετατραπεί σήμερα σε μεταδομιστές, προκύπτουν αμφι βολίες σχετικά με τη διάκριση αυτή, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ορίζεται με τόσο διφορούμενο τρόπο. Εάν ο μεταδομισμός υπο τίθεται ότι είναι η συνετή κριτική μιας προγενέστερης ψευδαί σθησης υπεροχής, είναι δύσκολο να βρούμε κείμενα δομιστών με τόσο σημαντική έλλειψη αυτοσυνειδησίας που να εμπίπτουν σε αυτό το σχήμα. Όπως γράφει ο Philip Lewis στην καλύτερη μελέτη γι’ αυτό το ζήτημα, «μια ανάγνωση του έργου ορισμένων πρωτεργατών του δομισμού, όπως ο Levi-Strauss και ο Barthes, στην πραγματικότητα δεν μας δείχνει ότι ο δομισμός, ωριμάζο ντας, συνειδητοποιούσε βαθμιαία τα όρια και τα προβλήματά του, αλλά ότι διέθετε από την αρχή μια οξυμμένη αυτοκριτική συνείδηση που ενίσχυε το επιστημονικό πνεύμα του εγχειρήμα τος του» («The Post-Structuralist Condition»/«H συνθήκη του μεταδομισμού», σ. 8). Τα εγχειρήματα που τώρα θεωρείται ότι
ι6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ανήκουν στο μεταδομισμό, όπως η κριτική του σημείου, της ανα παράστασης και του υποκειμένου, είχαν εμφανώς δρομολογη θεί στα κείμενα του δομισμού ήδη από τη δεκαετία του ’60. Ωστόσο, οι αμφιβολίες μας σχετικά με αυτή τη διάκριση δεν αμβλύνονται ούτε όταν κοιτάξουμε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ο Roland Barthes είναι δομιστής ή μεταδομιστής; Ή μήπως εί ναι ένας δομιστής που αλλαξοπίστησε και έγινε μεταδομιστής; Και αν ναι, πότε συνέβη αυτή η αλλαγή; Η σημειολογική μελέτη του Barthes για τη μόδα (Systeme de la mode j To σύστημα της μό δας, 1967) και το πρόγραμμά του για τη δομική ανάλυση της αφή γησης («Introduction a l’analyse structurale des recits» / «Εισα γωγή στη δομική ανάλυση της αφήγησης», 1966) είναι κείμενα που ξεκάθαρα θα του έδιναν την ταυτότητα του ορθόδοξου δομιστή. Από την άλλη μεριά, κείμενα που προηγούνται κατά αρ κετά χρόνια, όπως η σημαντική εισαγωγή του στη συλλογή Κρι τικά δοκίμια (Essais critiques, 1964), δεν μας επιτρέπουν να το ποθετήσουμε τη ριζική αυτή αλλαγή μετά το 1967. Επιπλέον, εί ναι πολύ δύσκολο να κατατάξουμε εδώ ή εκεί τη γνωστότερη ερ γασία του Barthes στο πεδίο της κριτικής, το S/Z, όχι γιατί απο φεύγει τα ζητήματα στα οποία βασίζεται γενικά η διάκριση με ταξύ δομισμού και μεταδομισμού, αλλά γιατί φαίνεται να υιοθε τεί εξίσου και τις δύο προσεγγίσεις, σαν να μην συνειδητοποιού σε το γεγονός ότι τα δύο κινήματα υποτίθεται ότι διαφέρουν ρι ζικά. To S/Z επιδεικνύει μια ισχυρή μεταγλωσσική τάση: επι διώκει να αναγάγει το λογοτεχνικό κείμενο στα συστατικά του, ονομάζοντάς τα και ταξινομώντας τα με τρόπο λογικό και επι στημονικό- εντοπίζει και περιγράφει τους διάφορους κώδικες στους οποίους βασίζεται το κλασικό και αναγνώσιμο κείμενο
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
*7
και εξετάζει επισταμένατις συμβάσεις αυτσΰ του τύπου γραφής. Προσπαθεί να διαλευκάνει τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες οι αναγνώστες παράγουν το νόημα των μυθιστορημάτων, συμ βάλλοντας έτσι εύστροφα και ουσιαστικά σε μια ποιητική της μυθοπλασίας. Ταυτόχρονα, όμως, το S/Z ξεκινά με αυτό που ο Barthes και διάφοροι άλλοι εξέλαβαν ως εγκατάλειψη του εγ χειρήματος του δομισμού: ο Barthes, αντί να θεωρήσει το κείμε νο ως προϊόν ή έκφανση ενός υποκείμενου συστήματος, επιμέ νει να εξετάζει τις διαφορές που αυτό έχει από τον εαυτό του, τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο υποσκάπτει τους κώδικες στους οποίους φαίνεται να βασίζεται. Το γεγονός ότι το S/Z οφείλει τη δύναμη και το ενδιαφέρον του στο συνδυασμό τρόπων προσέγ γισης που υποτίθεται πως ανήκουν σε αντίθετες σχολές μάς προ τρέπει να μεταχειριστούμε αυτή την αντίθεση με προσοχή και χρησιμεύει για να μας υπενθυμίσει πως, ήδη από το ξεκίνημά της, η απόπειρα του δομισμού να περιγράψει τις συμβάσεις του λογοτεχνικού λόγου συνδέθηκε με την εξέταση των τρόπων με τους οποίους τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα προβάλλουν, παρω δούν και παραβιάζουν αυτές τις συμβάσεις. Στα Κριτικά δοκί μια του Barthes, για παράδειγμα, την πιο ισχυρή ώθηση προς μια ποιητική δίνουν οι ριζικές καινοτομίες του Νέου Μυθιστορήμα τος (nouveau roman). Όσα ενδιαφέροντα του Barthes κλίνουν προς το «μεταδομισμό» φαίνεται να συμπορεύονται με το δομι σμό του ήδη από την αρχή.. Ανάλογα προβλήματα ανακύπτουν όταν στραφούμε στον Jacques Lacan. Αν και υπήρξε δηλωμένος δομιστής στο αποκο ρύφωμα του δομισμού και ξεκάθαρος τόσο στη χρήση του Saussure και του Jakobson όσο και στον ισχυρισμό του ότι το
ι8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ασυνείδητο δομείται ως γλώσσα, ο Lacan αποτέλεσε παράλληλα μια σημαίνουσα μορφή του μεταδομισμοΰ, υποσκάπτοντας με το ΰφος του τις βεβαιότητες στις οποίες στηρίζεται ο ισχυρισμός τους: απορρίπτοντας την «ακλόνητη πίστη» του οικείου κριτικού στο λόγο, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θεωρώντας δεδομένο ότι «εισχω ρεί στη βαθύτερη άβυσσο του είναι»2. Η αντίθεση μεταξύ δομι σμού και μεταδομισμοΰ απλώς περιπλέκει την προσπάθεια να καταλάβουμε τέτοιες σημαίνουσες μορφές. 2.
Γ ια μια οξυδερκή προσέγγιση, βλ. D e r r id a Jacques, «Ο ταχυδρόμος της αλή θειας» («Le Facteur de la verite»), στο Η καρτ-ποστάλ (La Carte postale). H έλξη που ασκεί o Lacan σε πολλούς κριτικούς και θεωρητικούς οφείλεται στο γεγονός ότι, πέρα από την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα των κειμένων του, οι θέσεις του υπόσχονται μια αλήθεια, την αλήθεια του υποκειμένου, μια αλήθεια που δεν είναι απλώς μια αληθινή ανάγνωση ενός κειμένου, αλλά η αλήθεια της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης επιθυμίας: με μία λέξη, η διείσδυση στη βαθύτερη άβυσσο του είναι. Η Barbara Johnson, σε μια εύστο χη παρατήρησή της που τοποθετεί τον Derrida και τον Lacan σε μια σύνθετη μεταβιβαστική σχέση, υποστηρίζει ότι η κριτική του Derrida μπορεί τελικά να εφαρμοστεί στον Lacan με τον τρόπο που αυτός διαβάζεται - στον Lacan που διαβάζεται ως η σιβυλλική πηγή της αλήθειας. Η διφορούμενη όμως γραφή του Lacan κάνει την κριτική του Derrida (μεταφέροντας την ενοχή από μια συγκε κριμένη ανάγνωση του Lacan στο κείμενο του Lacan) να μοιάζει με ραδιουργία (The Critical Difference / Η κριτική διαφορά, σσ. 125-126). Βρίσκουμε εδώ, στη σχέση ανάμεσα στο κείμενο και σε μια ανάγνωση αυτού του κειμένου την οποία αναλύει η Johnson, ένα σχήμα ιδιαίτερα σημαντικό και γενικεύσιμο, που κάνει ορισμένους ερμηνευτές να μιλάνε για όλες τις αναγνώσεις σαν να πρόκειται για παραναγνώσεις (βλ. σσ. 175-179). Προς το παρόν θα μπορούσα με απλώς να σημεκόσουμε χάριν παραδείγματος ότι η κριτική που ασκεί ο H illis M iller στο δομισμό φαίνεται να βασίζεται όχι τόσο στα κείμενα του Barthes και rcov συν αυτώ, όσο σε μια ανάγνωση ή ερμηνεία του δομισμού: πιο συγκεκριμένα, στη συστηματοποιημένη παρουσίαση του δομισμού που επιχεί ρησα στην Ποιητική του δομισμού. Ό τα ν για προπη φορά ο Miller σκιαγραφεί
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
19
Μολονότι η διαμάχη ανάμεσα στο λογικό και στο παράλογο, ανάμεσα στην απόπειρα να γίνουν διακρίσεις και στην απόπει ρα να ανατραπούν, ή ανάμεσα στην αναζήτηση της γνώσης και στην αμφισβήτησή της αποτελεί ισχυρό παράγοντα της σύγχρο νης κριτικής θεωρίας, σε τελική ανάλυση αυτές οι αντιθέσεις δεν προσφέρονται για αξιόπιστες διακρίσεις ανάμεσα στις κρι τικές σχολές. Παρατηρούμε, για παράδειγμα, ότι ο Miller επαι νεί τους ανοίκειους κριτικούς του για ένα οικείο επίτευγμά τους: τη διεισδυτική ματιά τους στη φύση της λογοτεχνικής γλώσσας ή κειμενικότητας. Η στιγμή που η λογική αποτυγχάνει στη δουλειά της δεν είναι μόνο «η στιγμή της βαθύτερης διείσδυσής τους στην πραγματική φύση της λογοτεχνικής γλώσσας ή της γλώσσας καθαυτήν», αλλά «είναι και ο χώρος στον οποίο τελικά θα οδηγή σουν οι σωκρατικές διαδικασίες, εάν αυτές προχωρήσουν» («Ο την αντίθεση ανάμεσα στους ανοίκειους και στους οικείους κριτικούς που π ε ριέγραψα προηγουμένως, γράψει σε μια φράση, μέρος της οποίας παρέθεσα παραπάνω: «μολονότι εμπνεύστηκαν από το ίδιο κλίμα σκέψης με τους σω κρατικούς κριτικούς και μολονότι το έργο τους θα ήταν αδύνατο χωρίς τη σύγ χρονη γλωσσολογία, η “αίσθηση” ή η ατμόσφαιρα της γραφής τους είναι αρ κετά διαφορετική από αυτή ενός κριτικού σαν τον Culler, με τη ζωηρή κοινή λογική του και τις καθησυχαστικές έννοιες της “λογοτεχνικής ικανότητας” και της κατάκτησης των “συμβάσεων”, την ελπίδα του ότι όλοι οι ορθά σκεπτόμενοι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν στη σημασία ενός ποιήματος ή ενός μυθιστορήματος, ή σε οποιοδήποτε επίπεδο να μοιραστούν ένα “σύμπαν λόγου ” στο οποίο θα μπορούσαν να μιλήσουν γ ι’ αυτά» («Ο βράχος του Stevens και η κριτική ως θεραπεία, II», σ. 336). Είτε αυτός είναι ένας εύστοχος χαρακτηρισμός του τρόπου με τον οποίο έχει γραφτεί η Ποιητική τον δομι σμού είτε όχι, βοηθά να διαφανεί ο τρόπος με τον οποίο οι κριτικές εξαρτώνται από μια ανάγνωση αυτού που κρίνεται, όπως ακριβώς και μια κριτική της ανοίκειας κριτικής θα μπορούσε να εξαρτάται από την ίδια τη συστηματική και, ως εκ τούτου, οικεία παρουσίασή της από τον Miller.
20
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βράχος του Stevens και η κριτική ως θεραπεία, II», σ. 338). Και οι δύο προσεγγίσεις μπορούν να παραγάγουν τις ίδιες μορφές επίγνωσης. Ο τρόπος με τον οποίο ο Derrida διαβάζει τον Saussure (κάτι που θα συζητήσω στο δεύτερο κεφάλαιο) πετυ χαίνει την επίγνωση της φύσης της γλώσσας, αλλά άλλες επι γνώσεις παράγονται και από τον οικείο τρόπο με τον οποίο διε ρευνά τη γλώσσα ο Saussure. Ο Derrida, θα μπορούσαμε να πούμε, ακολουθεί με τον πλέον αυστηρό τρόπο την αρχή του δο μισμού ότι στο γλωσσικό σύστημα υπάρχουν μόνο διαφορές, χω ρίς θετικούς όρους. Ο Derrida διαβάζει αυτή την ενορατική θέ ση στον Saussure, όπως ο de Man διαβάζει αντίστοιχες ενορατι κές θέσεις στον Proust, στον Rilke, στον Nietzsche και στον Rousseau, ή ο Miller βρίσκει την ανοίκεια γνώση του ήδη ανα πτυγμένη στον Stevens, την George Eliot, ή τον Shakespeare. Όπως σημειώνει ο Miller στο συμπέρασμα του δοκιμίου του, «η πλέον ανοίκεια στιγμή, παρ’ όλ’ αυτά, σε αυτή την αναπτυσσό μενη πόλωση ανάμεσα στους κριτικούς σήμερα, είναι η στιγμή που τα εμφανώς αντίθετα αντιστρέφονται, το σωκρατικό γίνεται ανοίκειο, το ανοίκειο οικείο, και μερικές φορές όλα γίνονται με πολύ επιδέξιο τρόπο λογικά» (σ. 343). Αυτή η δυνατότητα αντι στροφής, η οποία όπως θα δούμε είναι και πολύ πιο συνηθισμέ νη από ό,τι θα περιμέναμε, διατηρεί μια διάκριση ανάμεσα στο οικείο και στο ανοίκειο, ή ανάμεσα στη σίγουρη λογικότητα και στο σκεπτικισμό, αλλά δεν της επιτρέπεται να χρησιμεύσει ως έλεγχος ή ως βάση για την κατηγοριοποίηση της κριτικής. Η συνεχής αναφορά του κριτικού διαλόγου σε μια διάκριση ανάμεσα στο δομισμό και το μεταδομισμό έχει μερικές ατυχείς επιπτώσεις. Πρώτον, οι όροι με τους οποίους τίθεται η αντίθεση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
επικεντρώνουν όλο το ενδιαφέρον σε οτιδήποτε αντιστέκεται στην κατανοησιμότητα ή αποκλείουν τη συμβατικότητα από το μεταδομισμό, αφήνοντας έτσι πίσω τους έναν τυφλό και προ γραμματικό δομισμό. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο ορισμός της αποδό μησης και διάφορων άλλων εκδοχών του μεταδομισμοΰ σε αντι διαστολή προς τα συστηματικά εγχειρήματα του δομισμού ση μαίνει ότι αποτελοΰν ΰμνους στο παράλογο και στο μη συστημα τικό. Αν η αποδόμηση οριστεί σε αντιδιαστολή προς τον «επιστη μονικό» δομισμό, τότε θα μπορούσε να ονομαστεί «ντεριντανταϊσμός» - πρόκειται για μια έξυπνη κίνηση με την οποία ο Geoffrey Hartman εξολοθρεύει το επιχείρημα του Derrida (Saving the Text /Η διάσωση τον κειμένου, σ. 33). Σε κάποιο άλλο πλαίσιο, το περίγραμμα της αποδόμησης θα ήταν διαφορετικό. Τρίτον, η αντίθεση μεταξύ δομισμού και μεταδομισμοΰ μάς κάνει να υποθέσουμε ότι διάφορα κείμενα της πρόσφατης θεω ρίας απαρτίζουν από κοινού ένα κίνημα που ανήκει στο μεταδομισμό. Έτσι, κριτικοί με θεωρητικές ανησυχίες όπως ο Harold Bloom και ο Rene Girard αντιμετωπίζονται ως μεταδομιστές μια και δεν μοιάζουν με δομιστές. Ο Bloom επαινείται από τον Miller και από άλλους ως μέλος της «Σχολής του Yale» και υπήρ ξε ο ιθύνων νους πίσω από τη συλλογική έκδοση δοκιμίων με τίτ λο Αποδόμηση και κριτική (Deconstruction and, Criticism), έστω και αν στο έργο του προφανώς καταγίνεται με ένα κατεξοχήν μη αποδομητικό εγχείρημα, την ανάπτυξη ενός ψυχολογικού μο ντέλου που θα περιγράψει τη γένεση των ποιημάτων, και έρχε ται σε εμφανή σύγκρουση με την αποδόμηση επιμένοντας στην προτεραιότητα της θέλησης: τη θέληση των σπουδαίων ποιητών που έχουν εγκλωβιστεί σε μια αντιπαλότητα με τους τιτάνες
22
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
προδρόμους τους. Μολονότι ένας ικανός ερμηνευτής μπορεί να αποκαλύψει σημαντικές ομοιότητες ανάμεσα στον Bloom, τον Derrida ή τον de Man, ο Bloom πασχίζει με όλες του τις δυνά μεις να στρέψει το έργο του εναντίον των άλλων, επιμένοντας ότι το ανθρώπινο υποκείμενο είναι περισσότερο ένα πεδίο ή μια πηγή και λιγότερο ένα αποτέλεσμα της κειμενικότητας: «ο άν θρωπος γράφει, ο άνθρωπος σκέφτεται, και τούτο πάντοτε ακο λουθώντας έναν άλλο άνθρωπο ή στρεφόμενος εναντίον του» (Α Map of Misreading / Ένας χάρτης της παρανάγνωσης, σ. 60). Ορί ζοντας την πρόσφατη κριτική ως προϊόν του μεταδομισμού συ σκοτίζουμε παρόμοια ζητήματα. Ο Rene Girard συνδέεται με το μεταδομισμό εν μέρει λόγω της γαλλικής του προέλευσης και εν μέρει εξαιτίας του κειμενικού προσανατολισμού της πρώιμης ενασχόλησής του με την επι θυμία της μίμησης. Στο σημαντικό βιβλίο του για το μυθιστόρη μα, Ρομαντικό ψεύδος και μυθιστορηματική αλήθεια (Mensonge romantique et verite romanesque), αναλύει την επιθυμία ως μίμη ση της αναπαράστασης μιας άλλης επιθυμίας. Είναι όμως δύ σκολο να φανταστούμε έναν θεωρητικό που να έχει συγκρουστεί με το μεταδομισμό περισσότερο από τον ύστερο Girard, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως επιστήμονας που επιδιώκει να δείξει ότι η κουλτούρα και οι θεσμοί ανάγονται σε πραγματικές και συγκεκριμένες πράξεις βίας εναντίον αυθαίρετα επιλεγμένων αποδιοπομπαίων τράγων. Τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν τελετουργικές επαναλήψεις των πρωταρχικών θυματοποιήσεων τις οποίες με τη σειρά της συγκαλύπτει η κουλτούρα, αλλά τα ίχνη τους μπορούν να διαβαστούν στα κείμενά της. Αναπτύσ σοντας και προεκτείνοντας την ισχυρή ανθρωπολογική του υπό
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
23
θεση, ο Girard μετατράπηκε σε ένα στοχαστή με ειδικότερο εν διαφέρον για τη θρησκεία, για τον οποίο η χριστιανική αποκά λυψη, με το αυθεντικό και θεϊκό θύμα της θυσίας της, προσφέρει τη μόνη διαφυγή από τη βία της μιμητικής επιθυμίας. Η εχθρό τητα απέναντι σε πολλές ανησυχίες του μεταδομισμού, που είναι αρκετά έντονη στον απολογισμό του Girard για το έργο του, συ σκοτίζεται από ένα πλαίσιο που μας αναγκάζει να τον θεωρή σουμε είτε δομιστή είτε μεταδομιστή3. Μια διεξοδική συζήτηση για την κριτική, η οποία επικεντρώνεται στη διαφορά ανάμεσα στο δομισμό και στο μεταδομισμό, θα έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι σε γενικές γραμμές οι δομιστές μοιάζουν με τους μεταδομιστές περισσότερο απ’ ό,τι πολλοί μεταδομιστές μοιάζουν μεταξύ τους. Τελικά, η προσοχή που δίνουμε σε αυτή τη διάκριση παρα κωλύει τη διερεύνηση άλλων ζητημάτων και κινημάτων. Χαρτο γραφώντας τη σύγχρονη κριτική ως μια διαμάχη ανάμεσα σε Νέους Κριτικούς, δομιστές και μεταδομιστές, θα δυσκολευόμα σταν να αποδώσουμε στη φεμινιστική κριτική όσα της αξίζουν, έστω και αν αυτή άσκησε μεγαλύτερη επίδραση στο λογοτεχνι κό κανόνα απ’ ό,τι οποιοδήποτε άλλο κριτικό κίνημα και αναμ φισβήτητα αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες ανανεωτικές δυνάμεις της σύγχρονης κριτικής. Μολονότι πολυάριθμοι μεταδομιστές είναι ανοιχτοί στο φεμινισμό (και αντίστροφα), η φε μινιστική κριτική δεν ανήκει στο μεταδομισμό, ιδιαίτερα αν ο μεταδομισμός ορίζεται από την αντίθεσή του στο δομισμό. Προ3.
Γ ια μια συζήτηση του έργου του Girard, βλ. L a c o u e -L a b a r t h e Philippe, «Τυ πογραφία» («Typographic»).
24
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κειμένου να συζητήσουμε επαρκώς τη φεμινιστική κριτική, θα χρειαζόμασταν ένα διαφορετικό πλαίσιο στο οποίο η έννοια του μεταδομισμοΰ θα ήταν το προϊόν της μάλλον, παρά η προϋ πόθεση της. Με μία λέξη, αν και τα συνηθέστερα κομβικά σημεία της σύγ χρονης κριτικής εγείρουν μια σειρά από σημαντικά προβλήματα -αναφορικά με τη σχέση μεταξΰ των λογοτεχνικών σπουδών και των θεωρητικών γλωσσών άλλων πεδίων, αναφορικά με τη δυ νατότητα και το καθεστώς μιας συστηματικής θεωρίας της γλώσ σας ή των κειμένων-η διάκριση μεταξΰ δομισμού και μεταδομισμοΰ είναι ιδιαίτερα αναξιόπιστη. Αντί λοιπόν να ανοίξουμε μια συζήτηση περί μεταδομισμοΰ, εντός του οποίου η αποδόμηση θα αναγνωριζόταν ως μια μείζων δΰναμη, φαίνεται προτιμότερο να επιχειρήσουμε μια διαφορετική προσέγγιση, που θα μας επιτρέ ψει μια πλουσιότερη και παραγωγικότερη σειρά διασυνδέσεων. Αφοΰ το μεγαλΰτερο μέρος της σύγχρονης κριτικής όλο και κάτι έχει να πει σχετικά με την ανάγνωση, αυτό το ζήτημα ενδέχεται να αποτελεί τον καλύτερο τρόπο για να θέσουμε το πλαίσιο μέ σα στο οποίο θα συζητήσουμε την αποδόμηση.
1
Αναγνώστες και ανάγνωση
1. Νέες περιπέτειες
Ο Roland Barthes ξεκινά τ ψ Απόλαυση τον κειμένου (Le Plaisir du texte) ζητώντας μας να φανταστούμε ένα παράξενο δημιούρ γημα που έχει απαλλαγεί από το φόβο της αντίφασης με τον εαυ τό του, αναμειγνύει γλώσσες γνωστές για την ασυμβατότητά τους και καρτερικά υπομένει την κατηγορία του παραλογισμού που του προσάπτεται. Οι κανόνες που διέπουν τους θεσμούς μας, γράφει ο Barthes, θα μετέτρεπαν κάθε τέτοιο πρόσωπο σε παρία. Σε τελευταία ανάλυση, ποιος μπορεί να ζήσει χωρίς ντροπή μέσα στην αντίφαση; «Και όμως, αυτός ο αντι-ήρωας υπάρχει: είναι ο αναγνώστης των κειμένων τη στιγμή που αντλεί ευχαρίστηση από αυτά» (σ. 10/3). Άλλοι κριτικοί και θεωρητικοί διαφώνησαν σχε τικά με το χαρακτήρα του αναγνώστη, επαινώντας την ελευθερία ή τη συνοχή του, μετατρέποντάς τον σε ήρωα και όχι σε αντι ήρωα, αλλά συνέκλιναν ως προς το ότι απέδωσαν στον αναγνώ στη κεντρικό ρόλο, τόσο στη θεωρητική συζήτηση περί λογοτε χνίας και κριτικής, όσο και στις ερμηνείες των λογοτεχνικών έρ γων. Εάν, όπως ισχυρίζεται ο Barthes, «η γέννηση του αναγνώ στη πρέπει να εξαγοραστεί με το θάνατο του συγγραφέα», πολ λοί ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν αυτό το τίμημα (Image, Music, Text / Εικόνα, μουσική, κείμενο, σ. 148/143). 25
26
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Ακόμα και κριτικοί που βρίσκουν αυτό το τίμημα εξωφρενικό και αντιδρούν σε οτιδήποτε μοιάζει με επικίνδυνη τάση της σύγ χρονης κριτικής δείχνουν πρόθυμοι να μελετήσουν κι αυτοί τους αναγνώστες και την ανάγνωση. Αυτό ακριβώς μαρτυρούν και ορισμένοι πρόσφατοι τίτλοι: Wayne Booth, Κριτική κατανόηση' Walter Davis, Η πράξη της ερμηνείας (The Act of Interpretation)' E. D. Hirsch, Οι στόχοι της ερμηνείας (The Aims of Interpretation)' John Reichert, Βγάζοντας νόημα από τη λογοτεχνία (Making Sense o f Literature)' Geoffrey Strickland, Δομισμός ή κριτική: με ρικές σκέψεις σχετικά με το πώς διαβάζουμε (Structuralism or Criticism: Some Thoughts on How We Read). Αυτοί οι θεωρητικοί, για τους οποίους κριτική σημαίνει πρωτίστως διαλεύκανση των στόχων ενός συγγραφέα, ένιωσαν την υποχρέωση να καταγρά ψουν τη δική τους αντίληψη σχετικά με τον αναγνώστη, προκει μένου να προκαλέσουν όσους τον ανάγουν σε αντι-ήρωα, σε κορόιδο, σε απτόητο ηδονιστή, σε δεσμώτη μιας ταυτότητας ή ενός ασυνείδητου, ή σε πρόθυμο εφευρέτη σημασιών. Επιδιώκοντας να απαλείψουν παρόμοιες ανοησίες με μια κριτική που, όπως το θέτει ο Reichert, «τέμνει την πληθώρα των ανταγωνιστικών με ταξύ τους κριτικών γλωσσών, προκειμένου να αναζωογονήσει και να προσδώσει νέα αξία στις απλές διαδικασίες της ανάγνω σης, της κατανόησης και της αξιολόγησης», οι κριτικοί αυτοί επιδόθηκαν σε έναν ανταγωνισμό για τα δικαιώματα «του ανα γνώστη» (Βγάζοντας νόημα από τη λογοτεχνία, σ. χ). Αν, όπως λέει ο Barthes, ο αναγνώστης μπορεί να ζει μέσα στην αντίφαση χωρίς να ντρέπεται, αυτό είναι αναμφίβολα καλό, μια και σε αυ τή την αμφιλεγόμενη μορφή συγκλίνουν οι αντιφατικοί ισχυρι σμοί και περιγραφές του τρέχοντος κριτικού διαλόγου. «Ο ανα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
V
γνώστης και το κοινό» γράφει η Susan Suleiman παρουσιάζο ντας μια ανθολογία επικεντρωμένη στον αναγνώστη, «που κά ποτε είχαν υποβιβαστεί στην κατηγορία του μη προβληματικού και του προφανούς, ανέλαβαν πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο» (The Reader in the Text ΙΟ αναγνώστης μέσα στο κείμενο, σ. 3). Πώς συνέβη αυτό; Ένας λόγος που εξηγεί το ενδιαφέρον για τους αναγνώστες και την ανάγνωση είναι η κατεύθυνση προς την οποία οδηγούν ο δομισμός και η σημειωτική. Προσπαθώντας να περιγράφουμε τις δομές και τους κώδικες που ευθύνονται για την παραγωγή του νοήματος, επικεντρώνουμε την προσοχή μας στην αναγνω στική διαδικασία και στις συνθήκες που την καθιστούν δυνατή. Μια δομική ποιητική ή μια επιστήμη της λογοτεχνίας (science de la litterature), γράφει o Barthes, «δεν θα μας μάθει ποιο νόημα πρέπει οριστικά να αποδοθεί σε ένα έργο- δεν θα μας δώσει, ού τε καν θα ανακαλύψει ένα νόημα, αλλά θα περιγράφει τη λογι κή διεργασία σύμφωνα με την οποία παράγονται οι σημασίες» (Critique et Verite / Κριτική και αλήθεια, σ. 63). Αν θεωρήσουμε την κατανοησιμότητα ενός έργου ως σημείο εκκίνησης, μια ποιη τική θα προσπαθήσει να δείξει τους τρόπους με τους οποίους οι αναγνώστες έχουν καταλάβει ένα κείμενο- ορισμένες βασικές έννοιες αυτής της ποιητικής, όπως η διάκριση του Barthes μετα ξύ αναγνώσιμου (lisible) και επανεγγράψιμου (scriptible), αναφέρονται στην ανάγνωση: το αναγνώσιμο είναι αυτό που συμ φωνεί με τους κώδικές μας και ξέρουμε να το διαβάζουμε, το επανεγγράψιμο είναι αυτό που αντιστέκεται στην ανάγνωση και μπορεί μόνο να ξαναγραφτεί. Ο τρόπος με τον οποίο ο δομισμός αναζητά τους κώδικες κά
28
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νει τους κριτικούς να μεταχειρίζονται το έργο ως διακειμενική κατασκευή -ω ς το προϊόν διάφορων, πολιτισμικά προσδιορι σμένων, λόγων στους οποίους αυτό βασίζεται για την κατανοησιμότητά του- και κατ’ αυτό τον τρόπο ενισχύει τον κεντρικό ρό λο του αναγνώστη ως κεντρομόλο ρόλο. «Ξέρουμε τώρα» γρά φει ο Barthes με τη σιγουριά που διακρίνει μερικούς συγγρα φείς στο Παρίσι «ότι ένα κείμενο δεν είναι φτιαγμένο από μια γραμμή λέξεων, από όπου αναδύεται μια έννοια μοναδική, κατά κάποιο τρόπο θεολογική (η οποία θα ήταν το μήνυμα του “Συγγραφέα-Θεού”), αλλά ένας χώρος με πολλαπλές διαστάσεις, όπου παντρεύονται και αλληλοαμφισβητοΰνται ποικίλες γρα φές, από τις οποίες καμία δεν είναι η αρχική. Το κείμενο είναι ένα πλέγμα αναφορών, προερχόμενων από τις χίλιες τόσες εστίες πολιτισμού» (Oeuvres completes IΆπαντα, τ. 2, σσ. 493-494 / Εικόνα, Μουσική, Κείμενο, σ. 141). «Υπάρχει όμως» συνεχίζει «ένας χώρος όπου η πολλαπλότητα αυτή συναθροίζεται, και ο χώρος αυτός δεν είναι ο συγγραφέας, όπως έλεγαν ως τώρα, εί ναι ο αναγνώστης. Ο αναγνώστης είναι ο χώρος ακριβώς όπου εγγράφονται, χωρίς καμία τους να χάνεται, όλες οι αναφορές, από τις οποίες είναι φτιαγμένη μια γραφή. Η ενότητα ενός κει μένου δεν βρίσκεται στην προέλευσή του, αλλά στον προορισμό του» (Άπαντα, τ. 2, σ. 495 / Εικόνα, μουσική, κείμενο, σ. 143). Φυ σικά, δίνεται έμφαση στον αναγνώστη ως λειτουργία περισσότε ρο παρά ως πρόσωπο, ως δέκτη (destinataire) ή ως χώρο στον οποίο υποτίθεται ότι εγγράφονται οι κώδικες από τους οποίους εξαρτάται η ενότητα και η κατανοησιμότητα του κειμένου. Αυτή η αποσύνθεση του αναγνώστη σε κώδικες αποτελεί μια κριτική της φαινομενολογικής αντίληψης για την ανάγνωση. Ακόμα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
29
όμως και αν ο αναγνώστης εκληφθεί ως προϊόν κωδίκων -η υπο κειμενικότητα αυτοΰ του προϊόντος, γράφει ο Barthes, αποτελεί ένα συνάθροισμα στερεοτυπών-, και πάλι θα ήταν δυνατή η δια φοροποίηση των στερεοτύπων, όπως συμβαίνει στην τυπολογία του Barthes για τις «απολαύσεις της ανάγνωσης ή τους αναγνώ στες της απόλαυσης», η οποία «συνδέει τη νεύρωση της ανάγνω σης με την παραισθητική μορφή του κειμένου» και διακρίνει τέσσερις αναγνώστες ή αναγνωστικές απολαύσεις: τη φετιχιστική, την έμμονη, την παρανοϊκή και την υστερική (Η απόλαυση του κειμένου, σ. 99). Η διάκριση μεταξύ των αναγνωστών θα μπορούσε να είναι μια γόνιμη ερευνητική τακτική -ή υπόθεση-, αλλά σπάνια την ακολουθούν οι δομιστές, οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στους κώδικες και τις συμβάσεις που ευθύνονται για την ανα γνωσιμότητα (lisibilite) ή την κατανοησιμότητα του κειμένου. Στο S/Z, ο Barthes περιγράφει την ανάγνωση ως διαδικασία που συσχετίζει τα στοιχεία του κειμένου με πέντε κώδικες, καθένας από τους οποίους αποτελεί μια σειρά από στερεότυπα μοντέλα και μια «παραθεματική προοπτική», «την αφύπνιση αυτού που έχουμε πάντοτε ήδη διαβάσει, δει, κάνει, βιώσει (σσ. 27-28). Σε ένα υστερότερο δοκίμιό του, την «Κειμενική ανάλυση ενός διη γήματος του Edgar Poe» («Analyse textuelle d’un conte d’Edgar Poe»), o Barthes αυξάνει τον αριθμό των κωδίκων διαιρώντας αυτό που είχε πρωτύτερα ονομάσει «πολιτισμικό κώδικα»· και, αναμφίβολα, θα είναι απαραίτητο να γίνουν και περαιτέρω προσθήκες. Στη Σημειωτική της ποίησης (Semiotics of Poetry), ο Michael Riffaterre υποστηρίζει ότι οι κώδικες των ποιητικών στερεοτύπων χρησιμεύουν ως βάση για την παραγωγή ποιητι
30
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
κών κειμένων και ότι η αναγνώριση των μετασχηματισμών αυ τών των κωδίκων είναι μια αποφασιστική στιγμή της ανάγνω σης. Θα πρέπει επίσης να προσθέσουμε στον κατάλογο έναν κώδικα που γενικά παραγνωρίζεται στο S/Z, αλλά μελετάται εκτενώς σε άλλες μελέτες για την ποιητική: τον κώδικα της αφή γησης, που δίνει στους αναγνώστες την ευκαιρία να κατασκευά σουν το κείμενο ως επικοινωνία ενός αφηγητή με ένα κοινό ή με ένα δέκτη της αφήγησης. Η μελέτη του κοινού της αφήγησης, ενός σημαντικού κλάδου της ποιητικής της ανάγνωσης, διερευνά ποιες διακρίσεις είναι απαραίτητες προκειμένου να μιλήσουμε για την επίδραση της αφήγησης στον αναγνώστη της. Ο δέκτης της αφήγησης, τον οποίο ο Gerald Prince έχει ορίσει ως αυτόν στον οποίο απευθύ νεται ο αφηγητής, διαφοροποιείται τόσο από τον ιδανικό ανα γνώστη που θα μπορούσε να φανταστεί ένας συγγραφέας (και ο οποίος θα εκτιμούσε και θα θαύμαζε κάθε λέξη και κάθε τέχνα σμα του έργου), όσο και από αυτό που ο Wolfgang Iser ονομάζει «υπονοούμενο αναγνώστη», μια κειμενική δομή που ενσωματώ νει «τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες προκειμένου ένα λογοτεχνικό έργο να ασκήσει την επίδρασή του» (Prince, «Introduction a 1’etude du narrataire»/«Εισαγωγή στη μελέτη του δέκτη της αφήγησης», σ. 178· Iser, The Act of Reading! Η πρά ξη της ανάγνωσης, σ. 34). Ο Peter Rabinowitz, σε μια σειρά από έξοχες συζητήσεις, διακρίνει τέσσερα είδη ακροατηρίου: το πραγματικό ακροατήριο, το συγγραφικό ακροατήριο (που θεω ρεί το κείμενο ως μια φανταστική πράξη επικοινωνίας η οποία εκπορεύεται από ένα συγγραφέα), το αφηγηματικό ακροατήριο (που θεωρεί το κείμενο ως μια επικοινωνιακή πράξη η οποία
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
3»
εκπορεύεται από τον αφηγητή) και ένα ιδανικό αφηγηματικό ακροατήριο (που ερμηνεύει την επικοινωνιακή πράξη η οποία εκπορεύεται από τον αφηγητή με τον τρόπο που ο αφηγητής φαί νεται να επιθυμεί). «Έτσι, στο Τέλος τον δρόμου (End of the Road) του John Barth, το συγγραφικό ακροατήριο γνωρίζει ότι ο Τζέικομπ Χόρνερ (δηλαδή ο αφηγητής και βασικός χαρακτήρας) δεν υπήρξε ποτέ-το αφηγηματικό ακροατήριο πιστεύει ότι υπήρ ξε, αλλά δεν αποδέχεται εντελώς τις αναλύσεις του· και το ιδανι κό αφηγηματικό ακροατήριο αποδέχεται άκριτα ό,τι κι αν λέει» («Truth in Fiction: a Reexamination of Audiences»/«Η αλήθεια στη μυθοπλασία: μια επανεξέταση των ακροατηρίων», σ. 134). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε δύο πράγματα. Πρώτον, παρόμοιες διακρίσεις προτείνονται για να διαπιστωθεί τι συμβαίνει στην ανάγνωση: ο Rabinowitz ενδιαφέρεται ιδιαίτε ρα για τις ριζικές διαφωνίες που έχουν προκύψει με αφορμή τη Χλωμή φωτιά (Pale Fire) του Nabokov, οι οποίες μπορούν να αναχθούν σε διαφωνίες σχετικά με το τι υποτίθεται ότι πιστεύουν το αφηγηματικό και το συγγραφικό ακροατήριο αντίστοιχα. Δεύ τερον, αυτά τα «ακροατήρια» είναι στην πραγματικότητα ρόλοι τους οποίους οι αναγνώστες συγκροτούν και εν μέρει αναλαμβά νουν κατά την ανάγνωση. Όποιος διαβάζει το «Μια σεμνή πρό ταση» («Α Modest Proposal») του Swift ως αριστούργημα ειρω νείας συγκροτεί κατ’ αρχάς ένα κοινό στο οποίο ο αφηγητής φαί νεται να πιστεύει ότι απευθύνεται: ένα κοινό που διασκεδάζει συγκεκριμένες παραδοχές, που τείνει να διατυπώνει συγκεκρι μένες αντιρρήσεις, αλλά και που ενδέχεται να βρίσκει τα επιχει ρήματα του αφηγητή ακαταμάχητα και αδιάσειστα. Ο δεύτερος ρόλος τον οποίο αναλαμβάνει ο αναγνώστης είναι αυτός του
32
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ακροατηρίου που περιμένει μεν μια σοβαρή πρόταση για την αντιμετώπιση της πείνας στην Ιρλανδία, αλλά αντιλαμβάνεται ότι οι ενυπάρχουσες αξίες και παραδοχές.της πρότασης (και του «ιδανικού αφηγηματικού ακροατηρίου») λοξοδρομούν με κά πως ιδιαίτερο τρόπο. Τέλος, ο αναγνώστης συμμετέχει σε ένα ακροατήριο που διαβάζει το κείμενο όχι ως πρόταση του αφηγη τή, αλλά ως ιδιοφυή κατασκευή του συγγραφέα και εκτιμά τη δύ ναμη και την ικανότητά του. Οι πραγματικοί αναγνώστες θα συν δυάσουν τους ρόλους του συγγραφικού, του αφηγηματικού, ή ακόμα και του ιδανικού αφηγηματικού ακροατηρίου σε διαφο ρετικές κάθε φορά αναλογίες - χωρίς να ενοχλούνται από το γε γονός ότι ζουν μέσα σε μια αντίφαση. Θα πρέπει ίσως να αποφύ γουμε να μιλήσουμε για τον «υπονοούμενο αναγνώστη» σαν να επρόκειτο για έναν και μοναδικό ρόλο τον οποίο ο αναγνώστης καλείται να διαδραματίσει, αφού η απόλαυση του αναγνώστη μπορεί κάλλιστα να έρθει, όπως λέει ο Barthes, από την αλληλε πίδραση αντιφατικών μεταξύ τους δεσμεύσεων. Εστιάζοντας στις συμβάσεις και τις διεργασίες της ανάγνω σης, οι κριτικοί καταλήγουν να μεταχειρίζονται τα λογοτεχνικά έργα ως μια σειρά πράξεων που διενεργούνται πάνω στην κατα νόηση του αναγνώστη. Η ερμηνεία του έργου μετατρέπεται έτσι σε μια περιγραφή αυτού που συμβαίνει στον αναγνώστη: πώς επιστρατεύονται διάφορες συμβάσεις και προσδοκίες, πού ακριβώς ο αναγνώστης τοποθετεί συγκεκριμένες συνδέσεις και υποθέσεις, πώς οι προσδοκίες του διαψεύδονται ή επιβεβαιώ νονται. Μιλώ για το νόημα ενός έργου σημαίνει αφηγούμαι την ιστορία μιας ανάγνωσης. Αυτός είναι λίγο πολύ ο τρόπος με τον οποίο κινείται ο Barthes στο S/Z, αλλά διατυπώνεται ακόμα σα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
33
φέστερα σε κείμενα όπως το Ξαφνιασμένος από την αμαρτία: ο αναγνώστης στον Χαμένο παράδεισο (Surprised by Sin: the Reader in Paradise Lost) του Stanley Fish, Ο υπονοούμενος αναγνώστης (The Implied Reader) του Wolfgang Iser, το Ένα δοκίμιο για τα σονέτα του Shakespeare (An Essay on Shakespeare’s Sonnets) του Stephen Booth, Η σημειωτική της ποίησης του Michael Riffaterre, καθώς και το δικό μου Flaubert: οι χρήσεις της αβεβαι ότητας (Flaubert: The Uses of Uncertainty)1. Όλα αυτά τα κριτικά δοκίμια περιγράφουν την απόπειρα του αναγνώστη να φέρει σε επαφή με το κείμενο κώδικες και συμβάσεις που θεωρούνται σχετικοί με αυτό, καθώς και την αντίσταση του κειμένου σε συ γκεκριμένες ερμηνευτικές διαδικασίες ή την υποταγή του σε αυ τές. Η δομή και η ερμηνεία του κειμένου προκύπτουν μέσα από μια περιγραφή της αναγνωστικής δραστηριότητας. Φυσικά η χρήση του αναγνώστη και της ανάγνωσης δεν είναι καινούργια. Πολύ πριν από τον Barthes, η ανταπόκριση του αναγνώστη ήταν συχνά απαραίτητη στις περιγραφές της λογοτε χνικής δομής. Στην Ποιητική του Αριστοτέλη, η εμπειρία του ελέου και του φόβου από τον αναγνώστη ή τον ακροατή, σε συ γκεκριμένες στιγμές και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, είναι το στοιχείο που καθιστά δυνατή την περιγραφή των τραγικών υπο 1.
Αν και εξετάζω σύντομα ορισμένα από αυτά τα κείμενα σε αυτό το κεφάλαιο, συζητώ εκτενέστερα τα προβλήματα που αυτά θέτουν στο βιβλίο μου Η ανα ζήτηση των σημείων: σημειωτική, λογοτεχνία, αποδόμηση (The Pursuit of Signs: Semiotics, Literature, Deconstruction). Βλ. το τρίτο κεφάλαιο για μια γενική αναφορά στη «Σημειωτική ως αναγνωστική θεωρία», το τέταρτο κεφάλαιο για τον Riffaterre και το έκτο κεφάλαιο για τον Fish. Επίσης, συζητώ τις δομιστικές προσεγγίσεις στην ανάγνωση στο δεύτερο μέρος της Ποιητικής τον δομι σμού και αποτιμώ τη συμβολή του Roland Barthes στο Barthes.
34
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θέσεων: σι τύποι των τραγικών υποθέσεων συνδέονται με τη δια φορετική επίδραση που ασκούν πάνω στον αναγνώστη. Όπως σημειώνει και ο Bernard Weinberg, το ίδιο συμβαίνει και στην αναγεννησιακή κριτική, όπου τα χαρακτηριστικά ενός ποιήμα τος έπρεπε να αναζητηθούν μέσα από τη μελέτη της επίδρασής του σε ένα κοινό2. Ακόμα και οι Νέοι Κριτικοί της εποχής μας, οι οποίοι τώρα εγκαλούνται επειδή απέκλεισαν το λόγο των αναγνωστών ως φορέων της συγκινησιακής ψευδαίσθησης («σύγχυση ανάμεσα στο τι είναι και στο τι κάνει ένα ποίημα»), συχνά δείχνουν ιδιαί τερο ενδιαφέρον για αυτό που κάνει ένα ποίημα, όταν, για πα ράδειγμα, περιγράφουν τη δραματική δομή του ή εξαίρουν τη σύνθετη ισορροπία των αντιλήψεων που αυτό παράγει. Η στιγμή κατά την οποία οι Νέοι Κριτικοί αναγνωρίζουν ιδιαίτερα το ρό λο του αναγνώστη προϋποθέτει τη σύνδεση της αναγνωστικά προσανατολισμένης κριτικής με τη νεωτερικότητα. Στο «Η ποίη ση από τον καιρό της Έρημης χώρας» («Poetry since The Waste Land»), o Cleanth Brooks υποστηρίζει ότι μια βασική τεχνική της νεωτερικής ποίησης είναι η χρήση λανθανουσών αντιπαρα θέσεων, όπου «οι διασυνδέσεις αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη». Στην Έρημη χώρα (The Waste Land), ο Eliot απο 2.
Μια ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής κατά την ιταλική Αναγέννηση (A History o f Literary Criticism in the Italian Renaissance ), τ. 2, Chicago, Chicago University
Press, 1961, σ. 806, όπως το παραθέτει η Jane Tompkins στο πολύτιμο δοκίμιό της «Ο αναγνώστης ανά την Ιστορία: η μεταβαλλόμενη μορφή της αναγνωστι κής ανταπόκρισης» («The Reader in History: The Changing Shape of Literary Response»), σ. 207. H Tompkins επισημαίνει ότι η κλασική και αναγεννησια κή κριτική ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επίδραση που ασκούσε ένα κείμενο σε ένα κοινό, παρά για το νόημα που είχε γι’ αυτό το κοινό.
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
35
φεύγει να αναλύσει τη σημασία μιας αντιπαράθεσης σκηνών, αλλά «πετάει το μπαλάκι στον ίδιο τον αναγνώστη, ζητώντας του να συσχετίσει τις δυο σκηνές στη φαντασία του». Από τη στιγμή που διαπιστώνεται αυτή η νεωτερική τεχνική, ο κριτικός μπορεί να αναγνωρίσειτη σημασία της και σε πρωιμότερα ποιήματα: τα ποιήματα της Λούση του Wordsworth, σημειώνει ο Brooks, «αφήνουν λογικά κενά που ο αναγνώστης καλείται να υπερπη δήσει με ένα άλμα της φαντασίας του -παραπέμπουν σε αναλο γίες που επιζητούν να συμπληρωθούν- και που δεν μπορούν να συμπληρωθούν παρά μόνο από τον ίδιο τον αναγνώστη» (Λ Shaping Joy I Μια μορψοποιητική χαρά, σ. 58). Η κριτική οφείλει να αναγνωρίσει το ρόλο του αναγνώστη όταν τα λογοτεχνικά κείμενα, σύμφωνα με τη φράση του Henry James, «δοξάζονται πάλι και πάλι μέσα σε ένα κενό» (Selected Literary Criticism I Επιλεγμένη λογοτεχνική κριτική, σ. 332). Μια τέτοια αναγνώριση όμως δεν τροποποιεί ουσιαστικά το ρόλο που οι έννοιες του αναγνώστη και του κοινού έχουν παίξει στις περιγραφές της λογοτεχνικής δομής. Μελετώντας πολλά νεωτερικά κείμενα, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε τη δραστη ριότητα του αναγνώστη και να την αντιμετωπίσουμε ως την εκ πλήρωση μιας καθορισμένης αποστολής: ο αναγνώστης πρέπει «να επεξεργάζεται για λογαριασμό του» τη σχέση ανάμεσα σε δύο εικόνες, πρέπει να συμπληρώνει αναλογίες που «φωνάζουν ότι θέλουν να συμπληρωθούν», ή πρέπει να συνάγει από διά σπαρτες ενδείξεις αυτό που «πραγματικά» πρέπει να έχει συμβεί, φέρνοντας στην επιφάνεια ένα σχήμα ή ένα σχέδιο που το κείμενο συγκαλύπτει. Αυτός είναι ο γενικός ρόλος που έχουν προσδώσει στον αναγνώστη ο Roman Ingarden και ο Wolfgang
36
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Iser: να γεμίζει τα κενά, να συγκεκριμενοποιεί και να καθορίζει τις Unbestimmtheitsstellen, δηλαδή τα ακαθόριστα σημεία ενός κειμένου3. Αν η δραστηριότητα του αναγνώστη έχει πρόσφατα προσλάβει αποφασιστική σημασία για την κριτική, αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένα κείμενα -αυτά που ο Umberto Eco περιγράφει στο Ανοιχτό έργο (L ’Opera aperta) ως «ανοιχτά έργα»- μας κάνουν να επανεκτιμούμε γενικότερα τη θέση που κατέχει η ανάγνωση, καλώντας τον αναγνώστη ή ερ μηνευτή να παίξει έναν ουσιαστικότερο ρόλο ως κατασκευα στής του έργου. Η μουσική προσφέρει εντυπωσιακά παραδείγ ματα, όπως η Τρίτη σονάτα για πιάνο του Pierre Boulez, το πρώ το μέρος της οποίας αποτελείται από δέκα διαφορετικά κομμά τια σε δέκα φύλλα πενταγράμμου που μπορούν να τοποθετη θούν με οποιαδήποτε σειρά (Eco, The Role of the Reader/ Ο ρό λος τον αναγνώστη, σ. 48). Τα έργα τα οποία εμφανίζονται ως μια σειρά στοιχείων που οι αναγνώστες ή οι ερμηνευτές συναρ μόζουν με διαφορετικό τρόπο ο καθένας συχνά μοιάζουν με αρ κετά προφανή πειράματα και το βασικό ενδιαφέρον τους έγκει 3.
Βλ. I n g a r d e n , Π ερί της γνώσεως τον λογοτεχνικού έργον τέχνης (Vom Erkennen des literarischen Kunstwerks) και To λογοτεχνικό έργο τέχνης (Das literarische Kunstwerk), καθώς και I s e r «Η αναγνωστική διαδικασία: μια φαι νομενολογική προσέγγιση» («The Reading Process: A Phenomenological Approach»), στο Ο υπονοούμενος αναγνώστης, ή την πλήρη μελέτη τον Η πρά ξη της ανάγνωσης. Για περαιτέρω συζήτηση βλ. M a r k ie w it z Henryk, «Ακα θόριστα σημεία στο λογοτεχνικό κείμενο» («Places of Indeterminacy in a Literary Work»), F ish Stanley, «Γιατί κανείς δεν φοβάται τον Wolfgang Iser» («Why No One’s Afraid of Wolfgang Iser») και I s e r , «Συνέντευξη» («Interview»).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
37
ται στην επίδραση που αυτά ασκούν στις έννοιες της τέχνης και της ανάγνωσης. Προβάλλοντας την ανάγνωση ως γραφή -ως κα τασκευή του κειμένου-, παρέχουν ένα νέο μοντέλο ανάγνωσης που μπορεί να περιγράφει και την ανάγνωση άλλων κειμένων. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να υποστηρίξουμε πως το να διαβάζει κανείς το Finnegans Wake δεν σημαίνει τόσο ότι ανα γνωρίζει ή παράγει για λογαριασμό του συνδέσεις που είναι εγ γεγραμμένες στο κείμενο, όσο ότι παράγει ένα κείμενο: μέσα από τους συνδυασμούς που επιχειρεί και τις συνδέσεις που κά νει, κάθε αναγνώστης κατασκευάζει και ένα διαφορετικό κείμε νο. Όσον αφορά τα πιο παραδοσιακά έργα, αυτό το μοντέλο μάς καλεί να περιγράφουμε τις ομοιότητες ανάμεσα στα προϊό ντα των αναγνωστών, διερευνώντας την παραγωγική επίδραση που ασκούν πάνω τους οι κειμενικοί κώδικες και οι θεσμοποιημένες συμβάσεις. Με την ίδια λογική, διάφορες άλλες περιγρα φές της ανάγνωσης -η ανάγνωση ως αναγνώριση ενός νοήματος ή ενός σχήματος- δεν απορρίπτονται, αλλά μετατρέπονται σε ει δικότερες, πιο αυστηρά καθορισμένες περιπτώσεις της ανάγνω σης ως παραγωγής. Μολονότι, όπως θα δούμε αργότερα, η άπο ψη ότι ο αναγνώστης είναι παραγωγός παρουσιάζει μειονεκτή ματα, θεωρητικοί όπως ο Booth, ο Hirsch και ο Reichert, που αντιμάχονται αυτή την αντίληψη περί ανάγνωσης, στην πραγμα τικότητα καταθέτουν προτάσεις που θα μπορούσαν να εγγραφούν στο εσωτερικό της, όπως, για παράδειγμα, κανόνες για ει δικά, περιορισμένα είδη γραφής. Από αυτή τη σκοπιά -σύμφωνα με την οποία, όπως λέει ο Barthes, «το διακύβευμα του λογοτεχνικού κειμένου (της λογοτε χνίας ως κειμένου) είναι να μετατραπεί ο αναγνώστης όχι πλέον
38
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σε καταναλωτή, αλλά σε παραγωγό»-, οι παραλλαγές που πα ρουσιάζονται στις κατασκευές που κάνουν οι αναγνώστες δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως τυχαίες, αλλά θεωρούνται φυσιολογι κά αποτελέσματα της αναγνωστικής δραστηριότητας (S/Z, σ. 10). Αυτό έχει επιπτώσεις ακόμα και για τους κριτικούς οι οποίοι απορρίπτουν την ιδέα των αναγνωστών που κατασκευάζουν κεί μενα, γιατί η έμφαση στην ποικιλία των αναγνώσεων και η εξάρ τησή τους από συμβατικές διαδικασίες μάς διευκολύνει να εγεί ρουμε πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα. Αν ο αναγνώστης πά ντοτε ξαναγράφει το κείμενο και αν η απόπειρα να ανασυστήσει τις προθέσεις του συγγραφέα δεν είναι παρά μια συγκεκριμένη και εξαιρετικά περιορισμένη περίπτωση επαναγραφής, τότε μια μαρξιστική ανάγνωση, παραδείγματος χάριν, δεν αποτελεί μια αβάσιμη διαστρέβλωση, αλλά μια μορφή παραγωγής. Μια τέτοια αναθεωρημένη αντίληψη σχετικά με τη θέση που κατέχει η ανά γνωση μπορεί, επομένως, να υποστηρίξει και την κριτική εκείνη η οποία δεν δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πρωτοποριακά κείμενα που γίνονται η μαγιά για μια επικείμενη αλλαγή. Η σύγχρονη λογοτεχνία μάς ενθαρρύνει επίσης να επικε ντρωθούμε στον αναγνώστη, γιατί πολλές από τις δυσκολίες και τις ασυνέχειες των πρόσφατων κειμένων προσφέρονται για κρι τική συζήτηση μόνο όταν ο αναγνώστης αναλάβει πρωταγωνι στικό λόγο. Αναλύω ένα από τα ποιήματα του John Ashbery ση μαίνει πρώτα απ’ όλα περιγράφω τη δυσκολία του αναγνώστη να βγάλει νόημα από αυτά. Στη Γαλλία, το ενδιαφέρον για τον αναγνώστη φαίνεται να ανέκυψε τη στιγμή που ήταν πλέον αδύ νατο να αντιμετωπιστεί το Νέο Μυθιστόρημα (nouveau roman) ως μια καθαρά αντικειμενική, μη ανθρωποκεντρική παρουσία
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
39
ση της πραγματικότητας. Η προβληματική πλοκή και οι προβλη ματικοί χαρακτήρες κειμένων, όπως τα Ο ηδονοβλεψίας (Le Voyeur) και Στο λαβύρινθο (Dans le labyrinthe) του Alain RobbeGrillet, παρότρυναν τους κριτικούς να εντοπίσουν τη δύναμη και το ενδιαφέρον τέτοιων μυθιστορημάτων στη ριζική αποκοπή τους από τις συμβατικές μυθιστορηματικές προσδοκίες των ανα γνωστών και στο γεγονός ότι απορρυθμίζουν τις συνήθεις διαδι κασίες παραγωγής νοήματος. Αλλά και έξω από τη γαλλική πα ράδοση παρατηρούμε ότι η ανάλυση δύσκολων σύγχρονων έρ γων απαιτεί αναφορά στους αναγνώστες και στην ανάγνωση. Για να πάρουμε ένα και μόνο παράδειγμα, το ζωντανό και ευ ρηματικό Ποιητικό τέχνασμα: μια θεωρία για την ποίηση τον ει κοστού αιώνα (Poetic Artifice: A Theory of Twentieth Century Poetry) της Veronica Forrest-Thomson δεν ενδιαφέρεται καθό λου για τη συμπεριφορά συγκεκριμένων αναγνωστών. Δεδομέ νου ότι καταπιάνεται με τα ποιήματα ως τεχνάσματα ή κατα σκευάσματα και με το τι αυτά σημαίνουν, η Forrest-Thomson περιγράφει δυο διαδικασίες με τις οποίες τα δύσκολα σύγχρονα ποιήματα δημιουργούν την εντύπωση του ποιμενικού και του παρωδιακού: την «εξωτερική επέκταση και περιορισμό» και την «εσωτερική επέκταση και περιορισμό». Αλλά για να εξηγήσου με αυτές τις εντυπώσεις και να δείξουμε πώς τα μορφικά χαρα κτηριστικά αποκλείουν ορισμένες θεματικές, πρέπει να περι γράφουμε την ανάγνωση: οι αναγνώστες, μαθημένοι από την επαφή τους με τα μυθιστορήματα να ερμηνεύουν λεπτομέρειες προβάλλοντας τις προεκτάσεις τους σε έναν εξωτερικό ως προς το κείμενο κόσμο (και περιορίζοντας έτσι τα μορφικά χαρακτη ριστικά που μπορεί να θεωρηθούν λειτουργικά), πιστεύουν ότι
40
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αυτή η διαδικασία ελέγχεται από μορφικά σχήματα -που είναι και οι μόνες εμφανείς συνεκτικές δυνάμεις σε πολλά από αυτά τα ποιήματα- και, αξιοποιώντας αυτά τα μορφικά σχήματα, εγκαθιδρύουν εσωτερικές σχέσεις που περιορίζουν την κίνηση προς έναν εξωτερικό κόσμο και παράγουν μια κριτική της γλώσ σας. Αυτού του είδους η ποίηση εργάζεται, όπως το θέτει ο Barthes στα Κριτικά δοκίμια (Essais critiques), «για να ανεκφράσει το εκφράσιμο» (σ. 15). Η σπουδαιότητά της έγκειται στην πάλη του αναγνώστη με την άτακτη τάξη της γλώσσας. Η έμφαση που δίνει ο δομισμός στους λογοτεχνικούς κώδι κες, ο ρόλος του κατασκευαστή που επιβάλλουν στον αναγνώ στη ορισμένα πειραματικά μυθοπλαστικά κείμενα, καθώς και η ανάγκη να βρούμε τρόπους να μιλήσουμε ακόμα και για τα πιο ατίθασα σύγχρονα κείμενα, όλα αυτά έχουν συνεισφέρει σε μια αλλαγή που επιτελείται ως προς το ρόλο του αναγνώστη. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέψουμε μια όψη αυτής της αλλαγής που αγνοείται συχνά. Για τους ρήτορες της αρχαιότητας και της Ανα γέννησης, όπως και για πολλούς κριτικούς άλλων εποχών, ένα ποίημα είναι μια σύνθεση που σχεδιάστηκε για να προκαλέσει ένα αποτέλεσμα στους αναγνώστες της, να τους συγκινήσει με κάποιο τρόπο- και η κρίση μας για ένα ποίημα εξαρτάται από την αίσθησή μας για την ποιότητα και την ένταση αυτού του απο τελέσματος. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Jane Tompkins («Ο αναγνώστης ανά την Ιστορία», σσ. 202-209), περιγράφω μια τέ τοια επίδραση δεν σημαίνει δίνω αυτό που σήμερα θα θεωρού σαμε ερμηνεία. Οι εμπειρίες ή η ανταπόκριση που επικαλούνται οι σύγχρονοι κριτικοί που είναι προσανατολισμένοι στην ανα γνωστική θεωρία είναι σε γενικές γραμμές περισσότερο γνωστι
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
4»
κές και λιγότερο συγκινησιακές: κανείς τους δεν αισθάνεται ρί γος να τον διαπερνά, κανείς δεν δακρύζει από συμπάθεια, οΰτε και συνεπαίρνεται από δέος, αλλά πολλοί βλέπουν τις προσδο κίες τους να διαψεύδονται, παλεΰουν με μια δυσεπίλυτη αμφιση μία, ή αμφισβητούν τις παραδοχές στις οποίες έχουν βασιστεί. Όταν ο Stanley Fish εξαπολύει την επίθεση του στη συγκινησια κή ψευδαίσθηση, επιμένει ότι «στην κατηγορία της ανταπόκρι σης δεν περιλαμβάνονται μόνο “δάκρυα, ανατριχίλα” και “άλλα ψυχολογικά συμπτώματα”», τα οποία παραμερίζει η ψευδαί σθηση των Wimsatt και Beardsley, «αλλά όλες οι συγκεκριμένες νοητικές διαδικασίες που εμπλέκονται στην ανάγνωση, μαζί με τις πλήρεις σκέψεις που διατυπώνουμε, τις κρίσεις που εκφέ ρουμε (και μεταβάλλουμε), τις λογικές ακολουθίες που παρακο λουθούμε και κατασκευάζουμε» (Is There a Text in This Class? / Υπάρχει κείμενο σ’αυτή την τάξη;, σσ. 42-43). Στην πραγματικό τητα, ο Fish δεν αναφέρεται ποτέ σε δάκρυα ή ανατριχίλα- η δι κή του κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης αντιμετωπίζει την επαφή του αναγνώστη με τη λογοτεχνία ως μια ερμηνευτική εμπειρία. Αν η εμπειρία του αναγνώστη είναι μια ερμηνευτική εμπειρία, τότε μπορούμε να προχωρήσουμε στην περαιτέρω διαπίστωση ότι η εμπειρία είναι το νόημα. «Πρόκειται για την εμπειρία ενός εκ φωνήματος» γράφει ο Fish «για ολόκληρη την εμπειρία και όχι για ό,τι θα μπορούσε να ειπωθεί σχετικά με αυτή, μαζί και ό,τι θα μπορούσα εγώ να πω: αυτό είναι το νόημά του» (σ. 32). Η γραμμι κή εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι απλώς ένας τρόπος για να γνωρίσουμε ένα έργο, όπως κάποιος που μελετά τον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων παρατηρεί πρώτα ένα μέρος και
42
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στη συνέχεια ένα άλλο, αλλά μια σειρά από γεγονότα εξίσου ση μαντικά με τα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να καταλήξει ο αναγνώστης. Για να ερμηνεύσουμε ένα έργο πρέπει κατ’ αρχάς να ρωτήσουμε τι κάνει αυτό το έργο και, για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, λέει ο Fish, πρέπει να αναλύσουμε «την υπό διαμόρφωση ανταπόκριση του αναγνώστη συσχετίζοντάς τη με τις λέξεις, όπως αυτές διαδέχονται η μία την άλλη μέσα στο χρό νο» (σ. 27). Ακόμα και στα παραδείγματα που αντλεί από τον 17ο αιώνα, ο Fish τονίζει την -οικεία για όποιον διαβάζει νεωτερική λογοτεχνία- εμπειρία του αναγνώστη που δοκιμάζεται και συνα ντά εμπόδια κατά την αναζήτηση του νοήματος. Όταν ο αναγνώ στης συναντά το στίχο του Milton «Ούτε που κατάλαβαν τη δεινή τους θέση» («Nor did they not perceive the evil plight»), η εμπει ρία την οποία προς στιγμήν προσφέρει η σύνταξη, δηλαδή η εκ κρεμότητα μεταξύ εναλλακτικών λύσεων, είναι τόσο σημαντική για τη σημασία του στίχου όσο και το συμπέρασμα ότι τελικά συ νειδητοποίησαν το χάλι τους (σσ. 25-26). Ούτε και οι συνδέσεις που αποδείχτηκαν λανθασμένες θα πρέπει να απαλειφθούν: «ο αναγνώστης έχει αποκτήσειτην εμπειρία τους· έχουν υπάρξει στη διανοητική ζωή του- σημαίνουν» (σ. 48). Άλλοι κριτικοί είναι λιγότερο ευθείς ως προς την έκκληση που απευθύνουν σε ό,τι ενυπάρχει στην πνευματική ζωή του αναγνώστη. Η αναγνωστικά προσανατολισμένη κριτική, όμως, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από διάφορες όψεις της εμπειρίας του αναγνώστη και αναφέρεται σε αυτό που ο αναγνώστης ή ένας αναγνώστης βρίσκει, αισθάνεται, διερωτάται, εικάζει ή συ μπεραίνει προκειμένου να δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει το νόημα και τη δομή των λογοτεχνικών έρ
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
43
γων. Προκύπτει επομένως ένα ζήτημα σχετικά με τη φΰση και την εμπειρία του αναγνώστη. Ο Fish απαντά ότι «ο αναγνώστης για την ανταπόκριση του οποίου μιλώ» είναι μια συνθέτη μορφή, ένας «πληροφορημένος αναγνώστης, που δεν είναι ούτε μια αφηρημένη κατασκευή, ού τε ένας πραγματικός ζωντανός αναγνώστης, αλλά ένα υβρίδιο ένας πραγματικός αναγνώστης (εγώ) που κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να γίνει πληροφορημένος αναγνώστης», κά τι που περιλαμβάνει «την προσεκτική απάλειψη, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, οποιουδήποτε στοιχείου της ανταπόκρισής μου που είναι προσωπικό, άπτεται της ιδιοσυγκρασίας μου και παραπέμπει στη δεκαετία του ’70». «Καθένας από εμάς» συνεχί ζει δημοκρατικά «αν είν.αι αρκετά υπεύθυνος και συνειδητοποιη μένος, μπορεί, εφαρμόζοντας αυτή τη μέθοδο, να γίνει πληρο φορημένος αναγνώστης» (σ. 49). Αυτό το απόσπασμα αποκαλύπτει μια παράξενη δομή: αναδιπλασιάζει την έννοια της εμπειρίας ή επιφέρει μια διαίρεση στο εσωτερικό της. Από τη μία, η εμπειρία είναι ένα δεδομένο στο οποίο καταφεύγουμε- από την άλλη, η εμπειρία που έχουμε την πρόθεση να χρησιμοποιήσουμε πρέπει να παραχθεί μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες - στην προκείμενη περίπτωση μέσα από την απόκτηση γνώσης και την απάλειψη των στοιχείων που σχετίζονται με την προσωπική ιδιοσυγκρασία του καθενός. Οι σχέσεις ανάμεσα στη γνώση, τις πεποιθήσεις και τις εμπει ρίες των πραγματικών προσώπων και εκείνες του πληροφορημένου αναγνώστη παραμένουν κάπως ασαφείς- στο ερώτημα, όμως, κατά πόσο ένας πληροφορημένος καθολικός ή ένας πλη ροφορημένος άθεος αναγνώστης θα μπορούσε να είναι εξίσου
44
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
«κατάλληλος» αναγνώστης του Milton με έναν πιστό προτεστάντη, ο Fish απαντά: «Όχι. Υπάρχουν μερικές πεποιθήσεις που δεν μπορούν οΰτε να αρθούν ούτε να γίνουν αποδεκτές σε μία στιγμή» (σ. 50). Μια εκτενέστερη θεώρηση των τρόπων, με τους οποίους οι αναγνώστες μπορούν να συσχετιστούν με πραγματι κά πρόσωπα, μπορούμε να βρούμε οτοΣχετικά με τους αναγνώ στες (With Respect to Readers) του Walter Slatoff. Όταν μας προ τρέπει να θυμηθούμε ότι η λογοτεχνία απαιτεί την ενεργό, προ σωπική ανάμειξη των αναγνωστών, ο Slatoff αντιτίθεται στην τάση της πλειοψηφίας όσων ασχολούνται με την αι σθητική και την τέχνη να μιλάνε σαν να υπήρχαν μόνο δύο είδη αναγνωστών: αφενός το απολύτως ιδιαίτερο, μεμονω μένο ανθρώπινο ον, με όλες τις προκαταλήψεις, τις ιδιαιτε ρότητες, την προσωπική ιστορία, τις γνώσεις, τις ανάγκες και τα άγχη του, το οποίο αποκτά την εμπειρία του έργου τέχνης με αποκλειστικά «προσωπικούς» όρους· αφετέρου ο ιδανικός ή οικουμενικός αναγνώστης, η ανταπόκριση του οποίου είναι μη προσωποπαγής και αισθητική. Νομίζω ότι οι περισσότεροι πραγματικοί αναγνώστες -εκτός από τους πιο αφελείς- διαβάζοντας μετασχηματίζονται σε όντα που βρίσκονται κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Μαθαί νουν, δηλαδή, να βάζουν στην άκρη πολλές από τις ιδιαίτε ρες συνθήκες, τις έγνοιες και τις ιδιαιτερότητες που προσ διορίζουν την καθημερινότητά τους (σ. 54).
Μαθαίνουν, δηλαδή, να αποκτούν ένα συγκεκριμένο είδος εμπειρίας και, διαβάζοντας, να γίνονται αναγνώστες που μπο ρούν να αποκτήσουν αυτό το είδος εμπειρίας. Στην περίπτωσή του, για παράδειγμα, «το αναγνωστικό υποκείμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση μια ιδανική ή απρόσωπη οντότητα. Είναι ως
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
45
επί το πλείστον πάνω από 35 και κάτω από 50 χρόνων, διαθέτει την εμπειρία του πολέμου, του γάμου και της ευθύνης των παι διών, ανήκει κατά ένα μέρος σε κάποιο είδος μειονοτικής ομά δας, είναι άντρας και όχι γυναίκα και, σε γενικές γραμμές, σκέ φτεται και αισθάνεται όπως ο Slatoff» (σ. 55). Αν η εμπειρία της λογοτεχνίας εξαρτάται από τις ιδιότητες του αναγνωστικού υπο κειμένου, μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα τι διαφορά θα είχε για την εμπειρία της λογοτεχνίας, άρα και για το νόημα της λο γοτεχνίας, αν αυτό το υποκείμενο ήταν, για παράδειγμα, γυναί κα αντί για άντρας. Αν το νόημα του κειμένου ταυτίζεται με την εμπειρία του αναγνώστη, τότε τι διαφορά κάνει αν ο αναγνώ στης είναι γυναίκα; Αυτό το ερώτημα αποτελεί έναν εξαιρετικό τρόπο για να θέ σουμε τα προβλήματα που προκύπτουν από την έμφαση που δίνει η κριτική στην αναγνωστική εμπειρία: πρώτον, γιατί το ζήτημα της γυναίκας αναγνώστριας θέτει με συγκεκριμένο και πολιτικό τρόπο το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στην εμπειρία του ανα γνώστη την ώρα της ανάγνωσης και σε άλλου είδους εμπειρίες· και δεύτερον, γιατί, μέσα από τις συζητήσεις και τις διχογνωμίες της φεμινιστικής κριτικής, έρχονται στο φως ζητήματα που οι αν δρικές αναγνωστικές ιστορίες συχνά κρύβουν κάτω από το χαλί. Μολονότι η φεμινιστική κριτική αποτελεί ένα από τα σημα ντικότερα και μαζικότερα κριτικά κινήματα των τελευταίων χρό νων, μερικοί από όσους αυτοαναγορεύτηκαν ιστορικοί της κριτι κής και της κριτικής θεωρίας συχνά την αγνόησαν4. Είτε διαθέτει 4.
Ο Frank Lentricchia, στο Μετά τη Νέα Κριτική, ισχυρίζεται ότι κάνει, μεταξύ άλλων, έναν «ιστορικό απολογισμό για όσα συνέβησαν από τη στιγμή που οι
46
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
εμφανείς φιλοσοφικές αναφορές είτε όχι, η φεμινιστική κριτική θέτει θεωρητικά ζητήματα με συγκεκριμένο και εύστοχο τρόπο. Η επίδραση της στην ανάγνωση και στη διδασκαλία της λογοτε χνίας, καθώς και στη σύνθεση του λογοτεχνικού κανόνα οφείλεται εν μέρει στην έμφαση που δίνει στην έννοια της αναγνώστριας και στην εμπειρία της. Επιμένει ιδιαίτερα στη σχέση ανά μεσα στο αναγνωστικό υποκείμενο και την εμπειρία της αναγνώστριας αφενός, και σε άλλες στιγμές του υποκειμένου και άλλες όψεις της εμπειρίας της αφετέρου. Και τοΰτο, γιατί τα επιχειρή ματα που προβάλλονται σχετικά με τη σημασία που έχει ή που θα μπορούσε να έχει για την ανάγνωση το να είσαι γυναίκα ισχΰουν αμερικανοί Νέοι Κριτικοί έπεσαν σε δυσμένεια», ιδιαίτερα κατά την περίοδο 1957-1977, αλλά σχεδόν καθόλου δεν αναφέρεται στη φεμινιστική κριτική. Υποθέτουμε πως αυτό συμβαίνει γιατί η φεμινιστική κριτική, με τον ιδιαίτερο πολιτικό προσανατολισμό της, κάνει αυτό που ο Lentricchia κατηγορεί τους άλλους ότι δεν μπορούν να κάνουν και, επομένως, αν ανέφερε κάτι τέτοιο, θα έφερνε στην επιφάνεια το γεγονός ότι και το δικό του κριτικό ιδανικό είναι συζητήσιμο: μια φουκωλντιανή λογοτεχνική κριτική που θα ενίσχυε την προ λεταριακή επανάσταση και θα παρείχε στέρεη ιστορική γνώση, ενώ ταυτό χρονα θα απέφευγε όλα τα προβλήματα και τα παράδοξα που αναλύει η απο δόμηση. Το παράδειγμα της φεμινιστικής κριτικής δείχνει ότι μια κριτική επι τυχημένη από πολιτική άποψη μπορεί ταυτόχρονα να είναι εξαιρετικά ανο μοιόμορφη και επιστημολογικά προβληματική. Όποια κι αν είναι η εξήγηση, η επιλογή του Lentricchia να αγνοήσει τη φεμινιστική κριτική ενοό αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις «Εκδοχές της φαινομενολογίας» (Georges Poulet και J. Hillis Miller) μας κάνει να αμφιβάλλουμε για την επιμονή του στην ιστορική κατανόηση και για το κατά πόσο νομιμοποιείται να κατακρίνει τους άλλους γιατί την αγνόησαν. Για μια επισταμένη κριτική άλλων ζητημάτων που προκύπτουν από το Μετά τη Νέα Κριτική, βλ. την εύγλωττη ανάλυση του Andrew Parker «Παίρνοντας θέση (για την ιστορία): ο Derrida νέος Marx» («Taking Sides (On History): Derrida Re-Marx»).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
47
και για ανάλογα ερωτήματα αναφορικά με τη σημασία που αυτά θα είχε και σε άλλες δραστηριότητες. Αν η φεμινιστική κριτική δεν διαθέτει μια απλή απάντηση σχετικά με τη φΰση της αναγνω στικής εμπειρίας και τη σχέση της με άλλες εμπειρίες, αυτό συμ βαίνει γιατί παίρνει στα σοβαρά την αναγνωστική εμπειρία και διερευνά τους τρόπους με τους οποίους ανακύπτει η πολυπλοκότητα του ζητήματος και της έννοιας της «εμπειρίας». Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτή τη διερεΰνηση σε τρία επίπεδα ή σε τρεις στιγμές της φεμινιστικής κριτικής.
2. Διαβάζοντας ως γυναίκα
Ας υποθέσουμε ότι ο πληροφορημένος αναγνώστης ενός λογο τεχνικού έργου είναι γυναίκα. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε άραγε να μην διαφοροποιεί, παραδείγματος χάριν, την «ανα γνωστική εμπειρία» που προκαλεί το εναρκτήριο κεφάλαιο του Δήμαρχου τον Κάστερμπριτζ (The Mayor of Casterbridge), όπου ο μεθυσμένος Μάικλ Χέντσαρντ πουλάει τη γυναίκα και τη βρε φικής ηλικίας κόρη του σε ένα ναύτη για πέντε γκινέες σε ένα επαρχιακό πανηγύρι; Δίνοντας αυτό το παράδειγμα, η Elaine Showalter παραθέτει το παρακάτω απόσπασμα από τον Irving Howe, που επαινεί το άνοιγμα του Hardy: Απελευθερώνεται από την ίδια τη σύζυγό του- παραμερίζει μια γυναίκα που θυμίζει ξεχειλωμένο κουρέλι με τα βουβά παράπονά της και την εξοργιστική παθητικότητά της· δρα πετεύει, όχι εγκαταλείποντάς την χωρίς να τον πάρει είδη ση κανείς, αλλά πουλώντας δημόσια το σώμα της σε έναν
48
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ξένο, όπως πουλάνε τα άλογα σε ένα πανηγύρι* κι έτσι, μέ σα από μια ξεκάθαρη και ανήθικη προμελετημένη πράξη, αρπάζει μια δεύτερη ευκαιρία να ξεφύγει από τη ζωή του με αυτήν ακριβώς την κίνηση, τόσο ύπουλα ελκυστική για την ανδρική φαντασία, ξεκινά Ο Δ ήμαρχος τον Κάστερμπριτζ.
Η ίδια ανδρική φαντασία που βρίσκει αυτή τη σκηνή ελκυστική μπορεί να επενεργήσει και πάνω στη Σούζαν Χέντσαρντ μετα τρέποντας την σε «ξεχειλωμένο κουρέλι», σε παθητική και πα ραπονιάρα γυναίκα - μια προσωπογραφία που μετά βίας υπο στηρίζεται από το κείμενο. Ο Howe στη συνέχεια υποστηρίζει ότι αυτή η σκηνή απευθύνεται στα «βάθη της κοινής μας φαντα σίωσης» και μας παρασύρει στη συνενοχή με τον Χέντσαρντ. Η Showalter σχολιάζει: Μιλώντας για «τις κοινές μας φαντασιώσεις», μετατρέπει σιωπηρά το μυθιστόρημα σε ανδρική υπόθεση. Η γυναι κεία εμπειρία αυτής της σκηνής πρέπει να είναι πολύ δια φορετική. Πράγματι, υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα της δεκαετίας του 1870 και του 1880 που προκαλούν αίσθηση, γιατί παρουσιάζουν την πώληση της γυναίκας για γάμο από τη σκοπιά της αγορασμένης γυναίκας. Στην ανάγνωση του Howe, το μυθιστόρημα του Hardy γίνεται ένα είδος μυθοπλασίας-πρόκλησης που παίζει με τις καταπιεσμένες επι θυμίες του ανδρικού του ακροατηρίου, προκαλώντας τη συ μπάθεια για τον Χέντσαρντ όχι παρά το έγκλημά του αλλά χάρη σε αυτό («The Unmanning of The Mayor o f Casterbridge»/« Η αν-άνδρωση του Δ ήμαρχον τον Κ άστερ μπριτζ », σσ. 102-103).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
49
Ο Howe ασφαλώς δεν είναι ο μόνος που υποστηρίζει πως «ο αναγνώστης» είναι άντρας. «Μεγάλο μέρος της ανάγνωσης» γράφει ο Geoffrey Hartman στη Μοίρα της ανάγνωσης (The Fate of Reading) «μοιάζει στην πραγματικότητα με το να χαζεύει κα νείς κορίτσια, είναι ένα απλό ξόδεματου πνεύματος» (σ. 248). Η εμπειρία της ανάγνωσης φαίνεται να είναι η εμπειρία ενός άντρα (ενός άντρα-καρδιάς;) για τον οποίο το χάζεμα των κοριτσιών φαίνεται να είναι το κατεξοχήν παράδειγμα ενός πνεύμα τος που ξοδεύεται και χάνεται μέσα στη ντροπή5. Εάν θεωρή σουμε ότι ο αναγνώστης είναι γυναίκα, το αποτέλεσμα θα είναι μια ανάλογη επίκληση στην εμπειρία: όχι στην εμπειρία του χαζέματος των κοριτσιών, αλλά στην εμπειρία του να παρακαλουθείται κανείς, να αντιμετωπίζεται σαν «κορίτσι», να περιορίζε ται και να περιθωριοποιείται. Μια πρόσφατη ανθολογία που υπογραμμίζει τη συνέχεια ανάμεσα στη γυναικεία εμπειρία και στην εμπειρία της γυναικείας ανάγνωσης φέρει τον εύστοχο τίτ λο Η εξουσία της εμπειρίας: δοκίμια φεμινιστικής κριτικής (The Authority o f Experience: Essays in Feminist Criticism). H Maurianne Adams, μία από τις συγγραφείς, εξηγεί: Τώρα που έχουμε πλέον απαλλαγεί από την υποχρέωση να
5.
Αυτό μας προειδοποιεί για το αξιοσημείωτο σενάριο της πρόσφατης κριτικής του Hartman. Η μοίρα της ανάγνωσης κάνει αυτή την πρόγνωση: ως επί το πλείστον, η ανάγνωση είναι σαν να χαζεύει κανείς κορίτσια, κάτι αναμφίβολα «ψεύτικο, δολοφονικό, αιματηρό, καταδικαστέο». Η θεραπεία γι’ αυτό θα ήταν μια περίοδος Κριτικής στα αζήτητα (Criticism in the Wilderness) μετά την οποία η κριτική, εξαγνισμένη και αποκαθαρμένη, θα μπορούσε να στραφεί στη Διάσωση τον κειμένον - και να το σώσει, όπως φαίνεται, από μια επιπό λαια, γοητευτική και εσωστρεφή αποδόμηση που αγνοεί καθετί το ιερό.
50
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
προσποιούμαστε ότι υπάρχει μια εντελώς αντικειμενική και απελευθερωμένη από αξίες προοπτική, μπορούμε όλοι να παραδεχτούμε, με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια, ότι οι λογοτεχνικές μας θεωρήσεις και αντιλήψεις προέρχονται, τουλάχιστον κατά ένα μέρος, από την ευαισθησία που δεί χνουμε στις αποχρώσεις της ζωής μας και από τις παρατη ρήσεις μας σχετικά με τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Κάθε φορά που ξανασκεφτόμαστε και επανοικειοποιοΰμαστε την Τζέιν Έ ιρ , της προσδίδουμε και έναν νέο προσανατολι σμό. Για τις γυναίκες κριτικούς, αυτός ο προσανατολισμός φαίνεται να μην εστιάζει ιδιαίτερα στα διλήμματα του άντρα, για τα οποία εύλογα οι άντρες κριτικοί έχουν ήδη ευαισθητοποιηθεί, αλλά στην ίδια την Τζέιν και στις σχετι κές με αυτή περιστάσεις («Jane Eyre : Woman’s Estate»/ «Τζέιν Έ ιρ : γυναικείο κτήμα», σσ. 140-141).
«Ξαναδιαβάζοντας την Τζέιν Έιρ» σημειώνει «οδηγούμαι ανα πόφευκτα σε φεμινιστικά ζητήματα, και με αυτό εννοώ τη θέση και την οικονομική κατάσταση της γυναίκας μέσα στο γάμο, τις περιορισμένες επιλογές που έχει η Τζέιν ως διέξοδο προς την παιδεία και τις ενέργειές της, την ανάγκη της να αγαπήσει και να αγαπηθεί, να είναι χρήσιμη και αναγκαία. Αυτές οι ανησυ χίες, η αμφιταλάντευση που εκφράζει ο αφηγητής απέναντι τους, καθώς και η μεταξύ τους σύγκρουση, αποτελούν ζητήματα που θέτει το ίδιο το μυθιστόρημα» (σ. 140). Μια πιο ασυνήθιστη εκδοχή αυτής της επίκλησης στη γυναι κεία εμπειρία περιλαμβάνεται σε ένα δοκίμιο της Dawn Lander στον ίδιο τόμο, το οποίο διερευνά τον λογοτεχνικό κοινό τόπο ότι «τα σύνορα δεν είναι μέρος για μια γυναίκα», καθώς οι γυ ναίκες απεχθάνονται τις πρωτόγονες καταστάσεις και την απου σία πολιτισμού, ωστόσο πρέπει στωικά να τις υπομένουν. Η
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
5ΐ
Lander αναφέρει ότι η δική της εμπειρία ως γυναίκας που έζηοε στην έρημο την έκανε να αμφισβητήσει αυτό το στερεότυπο, να αναζητήσει τι είχαν γράψει για τις ζωές τους οι γυναίκες των συνόρων, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι «ξαναβρίσκει τα δικά της συναισθήματα σχετικά με την ερημιά στην εμπειρία των πραγματικών σύγχρονων γυναικών» («Eve Among the Indians» / «Η Εύα ανάμεσα στους Ινδιάνους», σ. 197). Μέσα από αναφορές στη δική της αυθεντική εμπειρία κατ’ αρχάς και στην παρόμοια εμπειρία άλλων γυναικών στη συνέχεια, διαβά ζει το μύθο των γυναικών που μισούν τα σύνορα ως μια απόπει ρα των αντρών να μετατρέψουν τα σύνορα σε διαφυγή από όλα όσα οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν γι’ αυτούς: μια απόδραση από την αποκήρυξη του παραδείσου της αντρικής συντροφικό τητας, όπου η σεξουαλικότητα μπορεί να γίνει ένα επιθετικό και απαγορευμένο πάρε δώσε με μη λευκές γυναίκες. Έτσι η εμπει ρία των γυναικών δίνει την ευκαιρία να ξεσκεπαστεί αυτός ο λο γοτεχνικός τόπος ως η αντρική άποψη πάνω στη γυναικεία μα τιά, μια άποψη που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα. Όπως υποστηρίζουν πολλές φεμινίστριες κριτικοί, η γυναι κεία εμπειρία τις κάνει να αποτιμούν τα έργα διαφορετικά σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους που μπορεί να θεωρούν τα χαρακτηριστικά ζητήματα με τα οποία οι γυναίκες ασχολού νται ως ζητήματα περιορισμένου ενδιαφέροντος. Ένας εξέχων άντρας κριτικός, σχολιάζοντας τους Βοστονέζους, παρατηρεί ότι «το δογματικό αίτημα για ισότητα των φύλων μπορεί να φαίνε ται ότι υπόσχεται μια πικρόχολη και περιορισμένου βεληνεκούς ιστορία, μια απλώς εκκεντρική ιστορία» (Lionel Trilling, The Opposing Self/ Ο αντίπαλος εαυτός, σ. 109). Πρόκειται αναμφί-
52
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βολα γι’ αυτό που η Virginia Woolf αποκαλεί «διαφορά άποψης, διαφορά στα μέτρα και τα σταθμά» (Collected EssaysIΔοκίμια, τ. 1, σ. 204). Απαντώντας σε έναν άντρα κριτικό που με πατερνα λιστικό τρόπο τής προσάπτει ότι επιχειρεί να «μεγιστοποιήσει την ενδιαφέρουσα αλλά ελάσσονα ιστορία» τρέλας και εγκλει σμού της Charlotte Gilman «Η κίτρινη ταπετσαρία» («The Yellow Wallpaper»), συγκρίνοντάς την με το «Ο λάκκος και το εκκρεμές» («The Pit and the Pendulum») του Poe, η Annette Kolodny σημειώνει ότι, ενώ τη βρίσκει εξίσου επιδέξια κατα σκευασμένη και σφιχτοδεμένη με οτιδήποτε έχει γράψει ο Poe, αναμφίβολα σκέφτεται διαφορετικά όταν κρίνει το κατά πόσο αυτή η ιστορία είναι «ελάσσων» ή όχι: «αυτό που μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικής μου ανταπόκρισης είναι το γεγονός ότι, ως γυναίκα αναγνώστρια, βρίσκω ότι αυτή η ιστορία αποτελεί μια ψυχρά συμβολική αναφορά στις καταστάσεις που οι γυναί κες αντιμετωπίζουν καθημερινά, ακόμα και στην εποχή μας» («Reply to Commentaries»/«Απάντηση σε σχόλια», σ. 589). Η πεποίθηση ότι η γυναικεία εμπειρία τους είναι μια πηγή αυθε ντικής αναγνωστικής ανταπόκρισης έχει ενθαρρύνει πολλές γυ ναίκες κριτικούς να επανεκτιμήσουν διάφορα διάσημα και παραμελημένα έργα. Σε αυτό το πρώτο στάδιο της φεμινιστικής κριτικής, η έννοια της γυναίκας αναγνώστριας μας οδηγεί στη διαβεβαίωση ότι υπάρχει ένα συνεχές ανάμεσα στη γυναικεία εμπειρία των κοι νωνικών και οικογενειακών δομών και στην εμπειρία της αναγνώστριας. Η κριτική που βασίζεται στην υπόθεση αυτής της συ νέχειας ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τις καταστάσεις και την ψυ χολογία των γυναικείων χαρακτήρων και διερευνά τις αντιλή
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
53
ψεις γύρω από τις γυναίκες ή τις «εικόνες της γυναίκας» στα έρ γα ενός συγγραφέα, σε ένα λογοτεχνικό είδος ή σε μια περίοδο. Όπως παρατηρούν οι επιμελητές μιας κριτικής ανθολογίας, δί νοντας προσοχή στους γυναικείους χαρακτήρες του Shakespeare, οι φεμινίστριες κριτικοί «αντισταθμίζουν τις προκαταλήψεις μιας κριτικής παράδοσης που έτεινε να δίνει έμφαση στους αντρικούς χαρακτήρες, στα αντρικά θέματα και στις αντρικές φαντασιώσεις» και αντ’ αυτού εφιστούν την προσοχή στην πολυπλοκότητα των γυναικείων χαρακτήρων και στη θέση που αυτοί κατέχουν στην ιεραρχία των αντρικών αξιών που παρουσιάζο νται στα θεατρικά έργα (Lenz κ.ά., The Woman’s Part/Από τη με ριά της γυναίκας, σ. 4). Αυτού του είδους η κριτική είναι τελεσί δικα θεματική -εστιάζει στη γυναίκα ως θέμα στα λογοτεχνικά έργα-, όπως τελεσίδικη είναι και η ενασχόλησή της με τη λογο τεχνική και τη μη λογοτεχνική εμπειρία των αναγνωστών. Η φεμινιστική κριτική του Shakespeare ξεκινά με έναν με μονωμένο αναγνώστη, συνήθως (αν και όχι απαραίτητα) με μια γυναίκα αναγνώστρια -μια φοιτήτρια, μια δασκάλα, μια ηθοποιό-, η οποία μεταφέρει στα έργα τη δική της εμπειρία, τους δικούς της προβληματισμούς και τα δικά της ερωτήματα. Τέτοιες αναγνώστριες εμπιστεύονται την ανταπόκρισή τους στον Shakespeare, ακόμα και όταν εγεί ρουν ερωτήματα που αμφισβητούν τις κυρίαρχες κριτικές παραδοχές σχετικά με το έργο του. Τα συμπεράσματα που εξάγονται από αυτά τα ερωτήματα δοκιμάζονται πάνω στο κείμενο, στα πάμπολλα συμφραζόμενά του και στις προ σεγγίσεις των άλλων κριτικών (σ. 3).
Η κριτική που βασίζεται στην υπόθεση της συνέχειας ανάμεσα στην αναγνωστική και στη γυναικεία εμπειρία και στην ενασχόλη
54
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ση με τις εικόνες της γυναίκας είναι πιθανό να αποτελέσει μια πο λύ δυναμική κριτική των φαλλοκεντρικών παραδοχών που επι κρατούν οτα λογοτεχνικά έργα. Αυτή η φεμινιστική κριτική απο τελεί πλέον ένα οικείο είδος που βασίστηκε σε θεμελιώδη έργα όπως Το δεύτερο φύλο (Le dewdeme sexe) της Simone de Beauvoir και, την ίδια στιγμή που καταγγέλλει διάφορους γνωστούς τρό πους με τους οποίους σκεφτόμαστε τις γυναίκες, επιχειρεί να δια βάσει τους μύθους της γυναίκας στον Montherlant, τον Lawrence, τον Claudel, τον Breton και τον Stendhal. Έ να παρόμοιο εγχείρη μα, στο οποίο μια γυναίκα αναγνώστρια ανταποκρίνεται κριτικά στις θέσεις που ενσωματώνει η λογοτεχνία την οποία εξυμνεί η κουλτούρα της, αποτελεί το έργο Πολιτική τον φύλου (Sexual Politics) της Kate Millett, το οποίο αναλύει τους έμφυλους τρόπους θέασης ή τις αντίστοιχες ιδεολογίες των Lawrence, Miller, Mailer και Genet. Αν παρόμοιες συζητήσεις φαίνονται υπερβολικές ή χονδροειδείς, όπως φάνηκαν και στους άντρες κριτικούς οι οποίοι δυσκολεύονται να υπερασπιστούν την έμφυλη πολιτική των συγ γραφέων που μπορεί να θαυμάζουν, αυτό συμβαίνει γιατί, όταν θέτουμε το ζήτημα της σχέσης μεταξύ φύλου και εξουσίας και συ γκεντρώνουμε σχετικά αποσπάσματα από τους Lawrence, Miller και Mailer, μπορούμε να δείξουμε εντελώς ωμά τις επιθετικές φαλλικές θέσεις τριών «αντιεπαναστατών πολιτικών του φύλου» (σ. 233· ο Genet, αντίθετα, υποβάλλει τους αντρικούς και γυναι κείους κώδικες των ρόλων σε εξαντλητική επεξεργασία μέχρι ση μείου να τους κάνει να παραλύουν). Η στρατηγική που ακολουθεί η Millett σε σχέση με τη γυναι κεία ανάγνωση συνίσταται στο «να παίρνουμε τις ιδέες του συγ γραφέα στα σοβαρά μόνο όταν οι μυθιστοριογράφοι που συμπε
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
55
ριλαμβάνονται στη μελέτη θέλουν να τους παίρνουμε στα σοβα ρά» και να τους αντιμετωπίζουμε κατά μέτωπο. «Οι κριτικοί που διαφωνούν παραδείγματος χάριν με τον Lawrence για οποιοδήποτε ζήτημα αρέσκονται να λένε ότι η γραφή του είναι αδέξια. [...] Μου φαίνεται ότι θα ήταν πολΰ καλύτερο να κάνουμε μια διεισδυτική μελέτη που θα δείξει γιατί η ανάλυση μιας κατάστα σης από τον Lawrence είναι ανεπαρκής ή προκατειλημμένη ή γιατί η επίδρασή του είναι ολέθρια, χωρίς οΰτε για μία στιγμή να χρειαστεί να υπαινιχθοΰμε ότι είναι κάτι λιγότερο από ένας με γάλος και πρωτότυπος καλλιτέχνης» (σ. xii). Η Millett, σε αντίθεση με άλλους κριτικούς που είναι συχνά πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο, δεν υποβαθμίζει τα κείμενα με ιδιαίτερα αναπτυγμένη έμφυλη οπτική, αλλά οδηγεί την έμφυλη θρησκεία του Lawrence σε μια αποθέωση όπου η σεξουαλικότη τα διαχωρίζεται από το φύλο: οι ιερείς στο «Οι γυναίκες που ξέφυγαν» («The Women Who Rode Away») είναι «υπερφυσικοί άντρες, “υπεράνω φΰλου”, οι οποίοι κινούνται στο πλαίσιο ενός ιερού ζήλου για την αντρική υπεροχή που περιφρονεί κάθε εί δους γενετήσια επαφή με γυναίκα, προτιμώντας αντ’ αυτής να αντιμετωπίσει τη γυναίκα με ένα μαχαίρι». Αυτός ο καθαρός ή απώτατος ανδρισμός είναι, σύμφωνα με τον Lawrence, «κάτι πρωτόγονα αρσενικό και σκληρό» (σ. 290). Το έμφυλο ήθος του Miller είναι κάτι πολύ πιο συμβατικό: «η πιο πρωτότυπη συμβολή του στις έμφυλες αντιλήψεις περιορίζεται στο ότι δίνει για πρώτη φορά πλήρη έκφραση σε μια πανάρχαια αίσθηση ανυποληψίας»: έχει «δώσει φωνή σε ορισμένα συναισθήματα, τα οποία η αντρι κή κουλτούρα είχε για πολύ καιρό βιώσει αλλά ταυτόχρονα τα εί χε και προσεκτικά καταπνίξει» (σσ. 309, 313). Όσο για τον
56
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Mailer, ο τρόπος με τον οποίο υπερασπίζεται τον Miller απέναντι στην κριτική της Millett επιβεβαιώνει την ανάλυση της Millett για τον ίδιο τον Mailer ως «φυλακισμένο στη λατρεία της αρρενωπότητας», «η οποία εμπερικλείει με εναργή διανοητικό τρόπο το πιο επικίνδυνο κομμάτι της αρσενικής ευαισθησίας, κάτι που ξεπερνιέται μόνο με την προσκόλλησή του στη διαστροφή» (σ. 314). Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Mailer υπερασπίζεται τον Miller και επαναβεβαιώνει την αντρική τους ιδεολογία: Γιατί συνέλαβε ένα στοιχείο της αντρικής σεξουαλικότητας όπως δεν το είχε δει κανείς νωρίτερα* πρόκειται, πιο συ γκεκριμένα, για το δέος που αισθάνεται ο άντρας απέναντι στη γυναίκα, για τον τρόμο που νιώθει επειδή εκείνη βρί σκεται ένα βήμα πιο κοντά στην αιωνιότητα (γιατί σε αυτό ακριβώς το βήμα εντοπίζεται και η δύναμή της), κάτι που κάνει τους άντρες να μισούν τις γυναίκες, να τις διασύρουν, να τις ταπεινώνουν, να αφοδεύουν συμβολικά επάνω τους, να κάνουν τα πάντα για να τις μειώσουν, με αποτέλεσμα να μπορεί κάποιος να διεισδύσει σε αυτές και να αντλήσει ευ χαρίστηση από αυτές. [...] Οι άντρες επιχειρούν να κατα στρέψουν στη γυναίκα κάθε χαρακτηριστικό που θα μπο ρούσε να της δώσει τη δύναμη ενός άντρα, γιατί στα μάτια τους οι γυναίκες είναι ήδη οπλισμένες με τη δύναμη που προέρχεται από το γεγονός ότι αυτές έφεραν τους άντρες στον κόσμο* και αυτή είναι μια δύναμη πέρα από τα συνη θισμένα μέτρα - τα πρώτα θραύσματα της μνήμης ανάγο νται σε αυτή τη γυναίκα που συνέλαβε τους άντρες ανάμε σα στα πόδια της, τους έθρεψε και σχεδόν τους έπνιξε την ώρα της γέννας ( The Prisonner o f Sex I Φυλακισμένος στο φύλο , σ. 116).
Πώς διαβάζει μια γυναίκα τέτοιους συγγραφείς; Η φεμινιστική
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
57
κριτική αντιμετωπίζει το πρόβλημα της γυναίκας που καταναλώ νει μια λογοτεχνία αντρικής παραγωγής. Η Millett επίσης, σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, προχωρά σε σύντομες αναλύσεις άλλων κειμένων: του Σκοτεινού Ιούδα (Jude the Obscure), του Εγωιστή (The Egoist), της Βιλέτ (Villette) και της Σαλώμης (Salome) του Wilde. Αναλύοντας αυτές τις αντιδράσεις στη σεξουαλική επανάσταση του 19ου αιώνα, συν θέτει μια φεμινιστική απάντηση που αποτέλεσε σημείο εκκίνη σης για συζητήσεις στο πλαίσιο της φεμινιστικής κριτικής: δια φωνίες, παραδείγματος χάριν, για το κατά πόσο, παρά την ευαι σθησία με την οποία προσωπογραφεί τη Σου Μπράιντχεντ, ο Hardy είναι τελικά «προβληματισμένος και μπερδεμένος» όταν φθάνει σε ζητήματα σεξουαλικής επανάστασης6. Παρ’ όλ’ αυτά, η δυνατότητα να διαφωνήσει κανείς με τη Millett, προκειμένου να προχωρήσει σε οξυδερκέστερες φεμινιστικές αναγνώσεις, δεν θα πρέπει να συσκοτίζει το βασικότερο ζήτημα. Όπως το θέ τει η Carolyn Heilburn, η Millett ανέλαβε ένα εγχείρημα το οποίο βρίσκω ιδιαίτερα αξιοσημείωτο: τη μελέτη ορισμένων γεγονότων ή λογοτεχνι κών έργων από μια απρόσμενη, ή ακόμα και αιφνιδιαστική σκοπιά [...]. Σκοπός της είναι να τραβήξει τον αναγνώστη από την πλεονεκτική θέση στην οποία βρίσκεται εδώ και
6.
Βλ., παραδείγματος χάριν, μια πρώιμη αντίδραση της Mary Jacobus, η οποία υποστηρίζει πως αυτό που η Millett ονομάζει «σύγχυση» του Hardy είναι σιην πραγματικότητα μια «προσεκτική μη-ευθυγράμμιση»: μέσα από την ασάφεια της Σου, εξετάζει τη σχε'ση ανάμεσα σε ε'να χαρακτήρα και σε μια ιδε'α, ε'τσι ώστε να αφήνει το μυαλό μας να ασχολείται μαζί της όσο ασχολήθηκε με λίγες γυναίκες στη λογοτεχνία» («Sue the Obscure» / «Η σκοτεινή Σου», σσ. 305,325).
58
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
καιρό και να τον αναγκάσει να κοιτάξει τη ζωή και τη λογο τεχνία από μια νέα οπτική γωνία. Αυτό δεν σημαίνει πως ό,τι λέει η Millett πρέπει να είναι και η τελευταία λέξη που λέγε ται για κάποιο συγγραφέα, αλλά πρέπει να είναι μια εντε λώς καινούργια και παράξενη λέξη που μέχρι στιγμής δεν έχει ακουατεί παρά ελάχιστα. Για πρώτη φορά μάς ζητηθηκε να δούμε τη λογοτεχνία ως γυναίκες· εμείς, άντρες, γυ ναίκες και διδάκτορες τη διαβάζαμε πάντοτε σαν άντρες. Όλοι είναι σε θέση να παρατηρήσουν την κάπως υπερβολι κή έμφαση στον τρόπο με τον οποίο η Millett διαβάζει τον Lawrence, τον Stalin ή τον Ευριπίδη. Αλλά τι πειράζει; Έχουμε ριζώσει στη θέση που βρισκόμαστε και επιζητούμε το ξερίζωμά μας («Millett’s Sexual Politics: A Year Later» / «Η πολιτική του φύλου της Millett: ένα χρόνο μετά», σ. 39).
Όπως προτείνει η Heilbrun, η γυναικεία ανάγνωση δεν συμβαί νει απαραίτητα όταν διαβάζει μια γυναίκα: οι γυναίκες μπορούν να διαβάσουν, και έχουν διαβάσει, σαν άντρες. Δεν παράγονται φεμινιστικές αναγνώσεις με το να καταγράφεται ό,τι συμβαίνει στην πνευματική ζωή μιας αναγνώστριας τη στιγμή που διαβάζει τις λέξεις στο Δήμαρχο του Κάστερμπριτζ, έστω κι αν αυτή η ανάγνωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έννοια της εμπειρίας της αναγνώστριας. Η Shoshana Felman ρωτά «αρκεί να είναι κανείς γυναίκα για να μιλά και ως γυναίκα; Το γεγονός ότι “μιλάω ως γυναίκα” καθορίζεται άραγε από κάποιες βιολο γικές συνθήκες ή από μια στρατηγική, θεωρητική θέση; Εντέλει καθορίζεται από την ανατομία ή από την κουλτούρα;» («Women and Madness: The Critical Fallacy»/«Γυναίκες και τρέλα: η κρι τική ψευδαίσθηση», σ. 3). Το ίδιο ερώτημα ισχύει και για το «διαβάζω ως γυναίκα».
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
59
Το να ζητήσει κανείς από μια γυναίκα να διαβάσει ως γυναί κα είναι στην πραγματικότητα ένα διπλό ή διχασμένο αίτημα. Αναφέρεται στη συνθήκη του να είναι κανείς γυναίκα σαν να πρόκειται για κάποιου είδους δεδομένο και ταυτόχρονα πιέζει για τη δημιουργία ή την επίτευξη αυτής της συνθήκης. Παρά τα όσα μπορεί να διαφαίνονται στις διακρίσεις της Felman, η γυ ναικεία ανάγνωση είναι κάτι παραπάνω από μια θεωρητική θέ ση, δεδομένου ότι επικαλείται μια έμφυλη ταυτότητα, γεγονός ουσιαστικό δεδομένου ότι δίνει το προβάδισμα σε εμπειρίες που συνδέονται με αυτήν ακριβώς την ταυτότητα. Ακόμα και οι πιο προβληματισμένοι θεωρητικοί επικαλούνται την ίδια συνθήκη ή εμπειρία, η οποία θεωρείται βασικότερη από τη θεωρητική θέση που καλείται να δικαιολογήσει. «Ως αναγνώστρια, μάλλον με κατατρέχει ένα άλλο ερώτημα» γράφει η Gayatri Spivak, προ κειμένου να θέσει το φύλο της ως τη βάση του ερωτήματος («Finding Feminist Readings»/«Ανακαλύπτοντας φεμινιστικές αναγνώσεις», σ. 82). Υπάρχουν στιγμές που, ακόμα και οι ριζο σπαστικότερες γαλλίδες κριτικοί -αυτές που θα απέρριπταν κά θε θετική ή διακριτή γυναικεία ταυτότητα και θα έβλεπαν το θη λυκό (le feminin) ως όμοιο με οποιαδήποτε άλλη δύναμη που αντιστρατεύεται τις συμβολικές δομές της δυτικής σκέψης-, όταν αναπτύσσουν μια θεωρητική θέση, μιλάνε ως γυναίκες και βασί ζονται στο γεγονός ότι είναι γυναίκες. Οι φεμινίστριες κριτικοί αρέσκονται να παραθέτουν την παρατήρηση της Virginia Woolf ότι η γυναικεία «κληρονομιά», αυτό που τους δίνεται, είναι «η διαφορά της άποψης, η διαφορά στα μέτρα και τα σταθμά». Το ερώτημα τότε γίνεται: ποια είναι αυτή η διαφορά; Η διαφορά δεν είναι ποτέ δεδομένη· αντίθετα, πρέπει να παραχθεί. Η δια
6ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
φορά παράγεται από τη διαφοροποίηση. Παρά την αποφασιστι κή και απαραίτητη αναφορά στην αυθεντικότητα της γυναικείας εμπειρίας και της θηλυκής αναγνωστικής εμπειρίας, η φεμινιστι κή κριτική στην πραγματικότητα ασχολείται, όπως εύστροφα αναφέρει η Elaine Showalter, «με τον τρόπο με τον οποίο η υπό θεση ότι υπάρχει μια αναγνώστρια αλλάζει την αντίληψή μας για ένα δεδομένο κείμενο, αφυπνίζοντάς μας ως προς τη σημασία των έμφυλων κωδίκων του» («Towards a Feminist Poetics» / «Για μια φεμινιστική ποιητική», σ. 25, εγώ υπογραμμίζω)7. Όταν η Showalter κάνει λόγο για την υπόθεση ότι υπάρχει μια γυναίκα-αναγνώστρια, δηλώνει τη διπλή ή διχασμένη δομή της 7.
Η φεμινιστική κριτική ασχολείται φυσικά και με άλλα ζητήματα, και ειδικότε ρα με τη διακριτότητα της γυναικείας γραφής και τα επιτεύγματα των γυναι κών συγγραφέων. Τα προβλήματα της γυναικείας ανάγνωσης και της γυναι κείας γραφής είναι από πολλές απόψεις παρόμοια, αλλά η έμφαση στο δεύτε ρο οδηγεί τη φεμινιστική κριτική σε περιοχές που δεν με απασχολούν εδώ, όπως η συγκρότηση μιας κριτικής που εστιάζει την προσοχή της σε γυναίκες συγγραφείς και παραβάλλεται με την κριτική που εστιάζει την προσοχή της σε άντρες συγγραφείς. Η γυνοκριτική, λέει η Showalter, που υπήρξε μία από τις βασικές υποστηρίκτριες αυτής της δραστηριότητας, ασχολείται «με τη γυναί κα ως παραγωγό κειμενικής σημασίας, με την ιστορία, τα θέματα, τα είδη και τις δομές της γυναικείας λογοτεχνίας. Η θεματολογία της περιλαμβάνει την ψυχοδυναμική της γυναικείας δημιουργικότητας· τη σχέση της γλωσσολογίας με το ζήτημα μιας γυναικείας γλώσσας* το οδοιπορικό της ατομικής ή συλλο γικής γυναικείας λογοτεχνικής σταδιοδρομίας* τη λογοτεχνική ιστορία* και, φυσικά, μελέτες για συγκεκριμένους συγγραφείς και έργα» («Για μια φεμινι στική ποιητική», σ. 25). Για εργασίες αυτού του τύπου, βλ. G il b e r t Sandra και G u b a r Susan, The Madwoman in the Attic /Η τρελή στη σοφίτα, καθώς και τη συλλογική έκδοση που επιμελήθηκαν οι M c C o n n e ll - G in e t Sally, B o r k e r Ruth και F u r m a n Nelly, Women and Language in Literature and SocietyI Γυ ναίκες και γλώσσα στη λογοτεχνία και την κοινωνία (New York, Praeger, 1980).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
6ι
«εμπειρίας» στην κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Με γάλο μέρος της αντρικής κριτικής της αναγνωστικής ανταπόκρι σης συγκαλύπτει αυτή τη δομή -στην οποία η εμπειρία θεωρείται δεδομένη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά αναβάλλεται και ως κάτι που πρέ πει να επιτευχθεί-, διαβεβαιώνοντάς μας ότι οι αναγνώστες πράγματι έχουν μια κάποια εμπειρία. Αυτή η δομή είναι ιδιαίτε ρα εμφανής και σε ένα μεγάλο μέρος της φεμινιστικής κριτικής που ασχολείται με το πρόβλημα ότι οι γυναίκες δεν διαβάζουν πάντα ή δεν έχουν πάντοτε διαβάσει ως γυναίκες, αλλά έχουν αποξενωθεί από την εμπειρία που αρμόζει στη γυναικεία τους ιδιότητα8. Προχωρώντας στην υπόθεση ότι υπάρχει μια γυναίκααναγνώστρια, μπαίνουμε σε μια δεύτερη φάση ή σε ένα δεύτερο επίπεδο στο οποίο η φεμινιστική κριτική ασχολείται με τον ανα γνώστη. Στην πρώτη φάση, η κριτική αναφέρεται στην εμπειρία ως δεδομένο που μπορεί να στηρίξει ή να δικαιολογήσει μια ανά γνωση. Στο δεύτερο επίπεδο, το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι οι γυναίκες δεν διαβάζουν ως γυναίκες. «Αυτό που έχει ζωτική σημασία στο σημείο αυτό» γράφει η Kolodny «είναι ότι η ανάγνωση αποτελεί μια δραστηριότητα που μαθαίνεται και ότι, όπως πολλές άλλες ερμηνευτικές στρατηγικές που έχουμε μά 8.
Η αναλογία με την κοινωνική τάξη είναι διαφωτιστική: η προοδευτική πολιτι κή γραφή αναφέρεται στην εμπειρία της καταπίεσης που βιώνει το προλετα ριάτο* συνήθως όμως, το πρόβλημα για ένα πολιτικό κίνημα είναι ακριβώς ότι τα μέλη μιας τάξης δεν διαθέτουν την εμπειρία που η κατάστασή τους θα δι καιολογούσε. Η πιο φριχτή καταπίεση είναι αυτή που απομακρύνει μια ομά δα από τα συμφέροντά της ως ομάδας και την παροτρύνει να ταυτιστεί με τα συμφέροντα των καταπιεστών της· οι πολιτικοί αγώνες, επομένως, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κάνουν μια ομάδα να συνειδητοποιήσει τα συμφέροντα και την «εμπειρία» της.
62
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θει στην κοινωνία μας, κωδικοποιείται αναπόφευκτα με βάση το φύλο και διαμορφώνεται με βάση το γένος» («Reply to Com mentaries»/«Απάντηση σε σχόλια», σ. 588). «Περιμένουμε οι γυ ναίκες να ταυτιστούν» γράφει η Showalter «με μια αρσενική εμπειρία και προοπτική, η οποία παρουσιάζεται και σαν η μόνη ανθρώπινη» («Women and the Literary Curriculum»/«Γυναίκες και η διδασκόμενη λογοτεχνία», σ. 856). Οι γυναίκες έχουν συσταθεί ως υποκείμενα από λόγους που δεν έχουν αναγνωρίσει ή προωθήσει τη δυνατότητα να διαβάζει κανείς «ως γυναίκα». Σε αυτή τη δεύτερη φάση της, η φεμινιστική κριτική αναλαμβάνει, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει μια γυναίκα-αναγνώστρια, να φέρει στην επιφάνεια μια νέα αναγνωστική εμπειρία και να εν θαρρύνει τους αναγνώστες -άντρες και γυναίκες- να αναρωτηθούν για τις λογοτεχνικές και πολιτικές παραδοχές στις οποίες έχουν βασίσει την ανάγνωσή τους. Στο πρώτο είδος φεμινιστικής κριτικής, οι γυναίκες αναγνώστριες ταυτίζονται με τις ανησυχίες των γυναικείων χαρακτή ρων στη δεύτερη περίπτωση, το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι οι γυναίκες ωθούνται να ταυτιστούν με αντρικούς χαρακτήρες ενάντια στα συμφέροντα που έχουν ως γυναίκες. Η Judith Fetterley, σε ένα βιβλίο για τις αναγνώοτριες και την αμερικανι κή πεζογραφία, υποστηρίζει ότι «τα σπουδαιότερα έργα της αμερικανικής πεζογραφίας αποτελούν μια σειρά σχεδιασμάτων πάνω στη γυναίκα αναγνώστρια». Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της λογοτεχνίας «επιμένει στην οικουμενικότητά της, ενώ ταυτό χρονα ορίζει αυτή την οικουμενικότητά με απόλυτα αντρικούς όρους» (The Resisting Reader/ Ο αναγνώστης που αντιστέκεται, σ. xii). Έ να από τα θεμελιώδη έργα της αμερικανικής λογοτε
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
63
χνίας, παραδείγματος χάριν, είναι ο «Μύθος του ακέφαλου κα βαλάρη» («The Legend of Sleepy Hollow»). Η μορφή του Ριπ Βαν Βίνκλε, γράφει η Leslie Fiedler, «κυριαρχεί στη γένεση της αμερικανικής φανταστικής γραφής και ο πρώτος επιτυχημένος ντόπιος μύθος νομιμοποιείται να αποτυπώνει, έστω και με παι γνιώδη τρόπο, πώς ένας ονειροπόλος ξεφεύγει από μια στρίγ γλα» (Love and Death in the American Novel/Έρωτας και θάνα τος στο αμερικανικό μυθιστόρημα, σ. χχ). Νομιμοποιείται γιατί, από τότε μέχρι σήμερα, μυθιστορήματα που θεωρούνται αρχετυπικά αμερικανικά -που διερευνούν, δηλαδή, ή αρθρώνουν μια διακριτή αμερικανική εμπειρία- αποτελούν παραλλαγές σε αυ τό το βασικό σχήμα, στο οποίο ο πρωταγωνιστής αγωνίζεται εναντίον του περιορισμού, του εκπολιτισμού, των κατασταλτι κών δυνάμεων που ενσαρκώνει η γυναίκα. Ο τυπικός πρωταγω νιστής, συνεχίζει η Fiedler, ο πρωταγωνιστής που θεωρείται ότι ενσαρκώνει το οικουμενικό αμερικανικό όνειρο υπήρξε «ένας άνθρωπος υπό καταδίωξη, που χανόταν σία δάση ή έφευγε στη θάλασσα, κατέβαινε τα ποτάμια ή πήγαινε στη μάχη - που πή γαινε παντού για να αποφύγειτον “πολιτισμό”, δηλαδή την αντι παράθεση του άντρα και της γυναίκας που οδηγεί στην πτωτική πορεία προς το σεξ, το γάμο και τις ευθύνες». Προτείνοντας παρόμοιες πλοκές, η δομή του μυθιστορήμα τος ωθεί επίμονα την αναγνώστρια, όπως και άλλους αναγνώ στες, να ταυτιστεί με έναν ήρωα που αντιμετωπίζει τη γυναίκα σαν εχθρό. Σε ό,τι αφορά το «Μύθο του ακέφαλου καβαλάρη», όπου η κυρία Βαν Βίνκλε εκπροσωπεί όλα αυτά από τα οποία θα ήθελε κανείς να αποδράσει και ο Ριπ την επιτυχία μιας φαντα σίωσης, η Fetterley υποστηρίζει πως «αυτό που ουσιαστικά απο-
64
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τελεί μια απλή πράξη ταύτισης όταν ο αναγνώστης της ιστορίας είναι άντρας, μετατρέπεται σε ένα πλέγμα αντιφάσεων όταν ο αναγνώστης είναι γυναίκα» (Ο αναγνώστης που αντιστέκεται, σ. 9). «Σε τέτοιου είδους μυθοπλασίες, η αναγνώστρια συν-επιλέγεται να συμμετάσχει σε μια εμπειρία από την οποία έχει προ φανώς αποκλειστεί- της ζητείται να ταυτιστεί με έναν εαυτό που ορίζεται αντιθετικά προς εκείνη- απαιτείται από αυτή να ταυτι στεί με κάτι που είναι αντίθετο με την ίδια» (σ. xii). Θα πρέπει να τονίσουμε το γεγονός ότι η Fetterley δεν ανα τίθεται σε μη κολακευτικές λογοτεχνικές αναπαραστάσεις γυ ναικών, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η δραματική δομή τέτοιων ιστοριών κάνει τις γυναίκες να συμμεριστούν την εικόνα μιας γυναίκας που συνιστά εμπόδιο στην ελευθερία. Στον Αποχαιρε τισμό στα όπλα (A Farewell to Arms), η Κάθριν είναι ένας γοη τευτικός χαρακτήρας, αλλά ο ρόλος της είναι ξεκάθαρος: ο θά νατός της ελευθερώνει τον Φρέντερικ Χένρι από το βάρος που αυτή φοβάται ότι του επιβάλλει, ενώ ταυτόχρονα ενισχύει την εμπλοκή του σε έναν ειδυλλιακό έρωτα και την αυτοεικόνα του ως «θύματος ενός κοσμικού ανταγωνισμού» (σ. xvi). «Αν κλαίμε στο τέλος του βιβλίου» καταλήγει η Fetterley, «δεν είναι για την Κάθριν, αλλά για τον Φρέντερικ Χένρι. Τελικά όλα τα δάκρυά μας είναι για τους άντρες, γιατί στον κόσμο τον Αποχαιρετισμού στα όπλα η ζωή του άντρα είναι αυτή που μετράει. Και το μήνυ μα προς τις γυναίκες που διαβάζουν αυτή την κλασική ερωτική ιστορία και βιώνουν μια τέτοια εικόνα του γυναικείου ιδανικού είναι ξεκάθαρη και απλή: η μόνη καλή γυναίκα είναι η νεκρή γυ ναίκα, αλλά ακόμα και εκεί παραμένουν μερικά ερωτηματικά» (σ. 71). Είτε το μήνυμα είναι τόσο απλό είτε όχι, είναι βέβαιο ότι
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
65
ο αναγνώστης πρέπει να υιοθετήσει την οπτική του Φρέντερικ Χένρι για να απολαύσει το πάθος του τέλους. Η ανάλυση της Fetterley για τη δυσχερή θέση στην οποία βρί σκεται η αναγνώστρια -που γοητεύεται και προδίδεται από τα δόλια αρσενικά κείμενα- είναι μια απόπειρα να αλλάξειτον τρό πο ανάγνωσης: «η φεμινιστική κριτική είναι μια πολιτική πράξη με σκοπό όχι μόνο να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά και να τον αλ λάξει αλλάζοντας τη συνείδηση εκείνων που διαβάζουν και τη σχέση τους με αυτό που διαβάζουν» (σ. viii). Η πρώτη ενέργεια μιας φεμινίστριας κριτικού είναι «να γίνει μια αναγνώστρια που αντιστέκεται, όχι μια αναγνώστρια που συναινεί και, μέσα από την άρνησή της να συναινέσει, να πυροδοτήσει τον εξορκισμό του αντρικού μυαλού που μας εμφύτευσαν» (σ. xxii). Όλα τα παραπάνω αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης διαμά χης. Η ανάλυση της Fetterley για το χάλι της γυναίκας αναγνώστριας επιβεβαιώνεται πανηγυρικά από τον τρόπο με τον οποίο η Dorothy Dinnerstein προσεγγίζει την επίδραση που έχει η ανατροφή του ανθρώπου τόσο στη γυναίκα όσο και στον άντρα. «Η γυναίκα, που μας εισάγει στην ανθρώπινη κατάσταση και που στην αρχή μάς φαίνεται υπεύθυνη για κάθε μειονέκτημα αυ τής της κατάστασης, φέρει για όλους εμάς και για πάντα το προλογικό όνειδος μιας ολωσδιόλου ένοχης ευθύνης» (The Mermaid and the Minotaur / Η Γοργόνα και ο Μινώταυρος, σ. 234). Γενικά, τα βρέφη και των δύο φύλων ανατρέφονται πρώτα από τη μητέρα τους από την οποία και εξαρτώνται ολοκληρωτικά. «Η αρχική εμπειρία εξάρτησης από μια εν πολλοίς ανεξέλεγκτη πηγή καλού εστιάζεται στη γυναίκα, και το ίδιο συμβαίνει με την πρώτη εμπει ρία τρωσιμότητας από την απογοήτευση και τον πόνο» (σ. 28). Το
66
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αποτέλεσμα είναι μια ισχυρή αποστροφή για αυτή την εξάρτηση και μια τάση αναπλήρωσης που οδηγεί στην ταύτιση με αντρικές μορφές που γίνονται αντιληπτές ως απόμακρες και ανεξάρτη τες. «Ακόμα και στην κόρη της μπορεί η μητέρα να μην καταφέ ρει ποτέ να εμφανιστεί εντελώς ως ένα “εγώ” όπως ο πατέρας, ο οποίος ήταν ήδη ένα “εγώ” όταν αυτή ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του» (σ. 107). Αυτή η αντίληψη μιας γυναίκας για τη μητέρα της επηρεάζει την αντίληψή της για όλες τις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένου και του εαυτού της, και την προτρέπει από τη μία μεριά «να διατηρήσει την ^ώ-τητά της σκεπτόμενη τους άντρες, και όχι τις γυναίκες, ως τα όντως συγγενικά της πλάσματα» και από την άλλη να εμπλακεί ως αναγνώστρια σε σενάρια απομάκρυνσης από τις γυναίκες και από την κυριαρχία των γυναικών (σ. 107). Αυτό που οι φεμινίστριες αγνοούν ή αρνούνται με δικό τους κίνδυνο, προειδοποιεί η Dinnerstein, «εί ναι ότι οι γυναίκες συμμερίζονται τα αντι-γυναικεία αισθήματα των αντρών - συχνά με κάπως πιο διστακτικό, αλλά παρ’ όλ’ αυ τά βαθύ, τρόπο. Αυτό προκύπτει εν μέρει, για να λέμε την αλή θεια, από αιτίες που και άλλοι συγγραφείς έχουν ήδη επαρκώς αναδείξει: ότι είμαστε διαποτισμένες από αυτο-απορριπτικά κοινωνικά στερεότυπα, ότι οικτίρουμε η μία την άλλη για την εύ νοια του κυρίαρχου φύλου κ.ο.κ. Αλλά προκύπτει σε μεγάλο βαθμό και από μια άλλη αιτία, τα αποτελέσματα της οποίας εί ναι πολύ δύσκολο να ανατραπούν: το γεγονός ότι κι εμείς, όπως και οι άντρες, είχαμε γυναίκες μητέρες» (σ. 90). Χωρίς αλλαγή στον τρόπο ανατροφής, οι φοβίες και οι επιμέρους απέχθειες των γυναικών δεν θα εξαφανιστούν ενδέχεται όμως να σημειω θούν κάποια βήματα προόδου, αν καταλάβουμε τι επιζητούν οι
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
67
γυναίκες: «Αυτό που επιζητούν οι γυναίκες είναι να σταματήσουν να αποτελούν αποδιοπομπαίους τράγους (αποδιοπομπαίους τρά γους τόσο των εαυτών τους, όσο και των αντρών και των παιδιών τους) εξαιτίας της ανθρώπινης αποστροφής για την ανθρώπινη κατάσταση. Το επιζητούν τόσο επίπονα και τόσο έμμεσα και μέ χρι σχετικά πρόσφατα ήταν τόσο μάταιο να το επιζητούν, ώστε δεν έχουν ακόμη καταφέρει να πουν δυνατά ότι το επιζητούν» (σ. 234). Αυτό το απόσπασμα απεικονίζει τη δομή που τέθηκε σε λει τουργία κατά τη δεύτερη φάση της φεμινιστικής κριτικής και δείχνει κάτι από τη δύναμη και την αναγκαιότητά της. Αυτό το πειστικό δείγμα γραφής αναφέρεται σε μια βασική γυναικεία επιθυμία ή εμπειρία -τι θέλουν και τι αισθάνονται οι γυναίκες-, μια εμπειρία όμως που προτίθεται να εκτοπίσει τις εμπειρίες αυτο-ακρωτηριασμού όπως τις έχει περιγράψει η Dinnerstein. Η εμπειρία στην οποία αναφέρεται δεν εμφανίζεται πουθενά ως αναμφισβήτητη απόδειξη ή ως σημείο στήριξης, αλλά η επίκλη σή της δεν είναι τεχνητή: ποια παρόμοια επίκληση θα μπορούσε να είναι βασικότερη από αυτήν; Μια τέτοια παραδοχή ενδυνα μώνει την προσπάθεια να μεταβληθούν οι συνθήκες, έτσι ώστε οι ίδιες οι γυναίκες να μην αναγκαστούν να συνεργαστούν στη μετατροπή τους σε αποδιοπομπαίους τράγους για όλα τα προ βλήματα της ανθρώπινης κατάστασης. Οι πιο εντυπωσιακές εργασίες που εντάσσονται σε αυτό τον αγώνα είναι, αναμφισβήτητα, βιβλία σαν αυτό της Dinnerstein, το οποίο αναλύει τη δυσχερή θέση στην οποία βρισκόμαστε με όρους που βοηθούν να γίνει κατανοητή μια ολόκληρη σειρά από φαινόμενα, από την αυτο-αποξένωση των γυναικών ανα-
68
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γνωστριών ως την ειδική περίπτωση του σεξισμού του Mailer. Στη λογοτεχνική κριτική, μια καλή στρατηγική είναι να παρά γουμε αναγνώσεις που αντιλαμβάνονται και εντοπίζουν τις αντρικές παραναγνώσεις. Αν και είναι δύσκολο να οριστεί θε τικά και αυτόνομα τι μπορεί να σημαίνει μια γυναικεία ανά γνωση, θα μπορούσαμε σίγουρα να προτείνουμε έναν καθαρά διαφοροποιητικό ορισμό: διαβάζω ως γυναίκα σημαίνει απο φεύγω να διαβάσω σαν άντρας, εντοπίζω τις ιδιαίτερες άμυνες και παραφθορές των αντρικών αναγνώσεων και προτείνω πι θανές διορθώσεις. Κατ’ αυτή την έννοια, η φεμινιστική κριτική αποτελεί αμφι σβήτηση αυτού που η Mary Ellmann, στο έξυπνο και πληροφορημένο Σκεπτόμενοι τις γυναίκες (Thinking About Women), ονο μάζει «φαλλική κριτική». Το πιο εντυπωσιακό και ουσιαστικό κεφάλαιο της Fetterley, παραδείγματος χάριν, θα μπορούσε να είναι αυτό στο οποίο μιλά για τους Βοστονέζους, όπου παραθέ τει τεκμήρια για την εντυπωσιακή τάση των αντρών κριτικών να παίρνουν ομόφωνα το μέρος του Μπέιζιλ Ράνσομ, όσον αφορά την απόφασή του να απομακρύνειτη Βερένα από τη φεμινίστρια φίλη της Όλιβ Τσάνσελορ. Θεωρώντας τη σχέση μεταξύ αυτών των γυναικών ως διεστραμμένη και αφύσικη, οι κριτικοί ταυτί ζονται με το φόβο του Ράνσομ ότι η γυναικεία αλληλεγγύη απει λεί την αντρική κυριαρχία και τον αντρικό χαρακτήρα: «Μια ολόκληρη γενιά εκθηλύνεται· ο αρσενικός τόνος χάνεται από τον κόσμο- [...] ο αρσενικός χαρακτήρας [...] είναι αυτό που θέ λω να διατηρήσω ή μάλλον, θα μπορούσα να πω, να κάνω να αναβιώσει- και πρέπει να σας πω ότι διόλου δεν νοιάζομαι τι θα απογίνετε εσείς, κυρίες μου, όσο εγώ το προσπαθώ».
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
69
Η διάσωση της Βερένα από την Όλιβ είναι μέρος αυτοΰ του σχεδίου, για το οποίο οι κριτικοί δείχνουν αρκετό ενθουσιασμό. Ορισμένοι αναγνωρίζουν τα λάθη του Ράνσομ και τον ακριβή τρόπο με τον οποίο ο James τα σκιαγραφεί (άλλοι εκλαμβάνουν αυτή την πολυπλοκότητα ως καλλιτεχνικό λάθος από την πλευρά του James)· όλοι όμως φαίνεται να συμφωνούν ότι, όταν ο Ράν σομ φεύγει με τη Βερένα, επέρχεται ένα απολύτως επιθυμητό τέ λος. Ο αφηγητής μάς λέει στην κατακλείδα του βιβλίου ότι η Βε ρένα θα χρειαστεί να χύσει και άλλα δάκρυα: «Πρέπει να φοβό μαστε ότι με αυτή τη διόλου σπουδαία ένωση, στην οποία ήταν έτοιμη να εμπλακεί, αυτά δεν θα ήταν τα τελευταία δάκρυα που έμελλε να χύσει». Αλλά οι κριτικοί γενικά θεωρούν, όπως παρα τηρεί ένας από αυτούς, ότι πρόκειται για «το μικρό τίμημα που πρέπει κανείς να πληρώσει για μια φυσιολογική σχέση». Αντιμέ τωποι με μια απειλή για αυτό που θεωρούν φυσιολογικό, οι άντρες κριτικοί εμπλέκονται στη σταυροφορία του Ράνσομ και συναγωνίζονται ο ένας τον άλλο στην εύρεση τρόπων για να δυ σφημίσουν την Όλιβ -το χαρακτήρα για τον οποίο ο James δεί χνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον- και τα φεμινιστικά κινήματα τα οποία κρίνει ο James. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια αντρική συγ χορδία: «η κριτική των Βοστονέζων είναι αξιοσημείωτη για την εξαντλητική ομοιομορφία της, τις αναφορές της σε εξωμυθιστορηματικές αξίες, αλλά και για τον δονκιχωτικό τρόπο με τον οποίο παρακάμπτει την ανάγκη της να στηριχθεί στο κείμενο» (Ο αναγνώστης που αντιστέκεται, σ. 113). Η υπόθεση ότι μια γυναίκα αναγνώστρια υπάρχει είναι μια απόπειρα να διορθωθεί αυτή η κατάσταση: προσφέροντας ένα διαφορετικό σημείο εκκίνησης, φέρνει στο επίκεντρο τον τρόπο
70
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
με τον οποίο οι άντρες κριτικοί ταυτίζονται με έναν συγκεκριμέ νο χαρακτήρα και επιτρέπει την ανάλυση των αντρικών παραναγνώσεων. Κυρίως, όμως, ανατρέπει τη συνήθη κατάσταση, σύμφωνα με την οποία η προοπτική ενός άντρα κριτικού θεω ρείται ουδέτερη ως προς το φύλο, ενώ αντίθετα μια φεμινιστική ανάγνωση εκλαμβάνεται ως μια ειδικού τΰπου αγόρευση και μια απόπειρα να μπει το κείμενο σε ένα προαποφασισμένο καλούπι. Συγκρίνοντας τις αντρικές αναγνώσεις με τα στοιχεία του κειμένου που αυτές αγνοούν και δείχνοντας ότι αποτελούν μάλ λον συνέχεια της θέσης που διατυπώνει ο Ράνσομ, παρά έναν εναργή συνολικό σχολιασμό του μυθιστορήματος, η φεμινιστική κριτική τοποθετείται ακριβώς στο σημείο που η φαλλική κριτική συνήθως επιχειρεί να καταλάβει. Όσο πειστικότερη είναι η κρι τική που ασκεί στη φαλλική κριτική, τόσο περισσότερο η φεμινι στική κριτική πετυχαίνει να δώσει μια ευρεία και περιεκτική ει κόνα, εντοπίζοντας και αναλύοντας τις περιοριστικές και μονό πλευρες ερμηνείες των αντρών κριτικών. Σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσαμε πράγματι να πούμε πως η φεμινιστική κριτική είναι ένα όνομα το οποίο θα έπρεπε να δοθεί σε κάθε είδους κριτική που βρίσκεται σε ετοιμότητα απέναντι στην έμφυλη κα ταπίεση και στις κριτικές της διαστάσεις, όπως ακριβώς στην πολιτική ο όρος «γυναικεία ζητήματα» είναι το όνομα που δίνε ται πλέον σε πολλά βασικά θέματα προσωπικής ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Έ ναν άλλο τρόπο για να υποσκελιστεί η φαλλική κριτική προσφέρει η ανάλυση της Jane Tompkins για την Καλύβα τον μπαρμπα -Θωμά (Uncle Tom’s Cabin), ένα μυθιστόρημα που το είχαν πετάξει στα σκουπίδια της λογοτεχνικής ιστορίας οι
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
7*
άντρες κριτικοί και διάφοροι συνοδοιπόροι τους, όπως η Ann Douglas σε ένα βιβλίο που άσκησε σημαντική επίδραση, την Εκθήλυνση της αμερικανικής κουλτούρας (The Feminization of American Culture). «Η στάση την οποία υιοθετεί η Douglas για την τεράστια, ποσοτικά, λογοτεχνία που έγραψαν γυναίκες στην Αμερική μεταξύ 1820 και 1870 είναι αυτή που πάντοτε εξέφραζε η ανδροκρατούμενη λόγια παράδοση: περιφρόνηση. Η απορία την οποία αφουγκραζόμαστε πίσω από κάθε σελίδα των κατη γοριών που εκτοξεύει εναντίον της εκθήλυνσης είναι: γιατί δεν μπορεί μια γυναίκα να μοιάζει περισσότερο με έναν άντρα;» («Sentimental Power»/«Συναισθηματική δύναμη», σ. 81). Η κα λύβα του μπαρμπα-Θωμά, αν και από μια άποψη αποτελεί το σημαντικότερο βιβλίο του αιώνα, εντάσσεται σε ένα λογοτεχνι κό είδος -το συναισθηματικό μυθιστόρημα-που γράφεται, αφο ρά και απευθύνεται σε γυναίκες και ως εκ τούτου αντιμετωπίζε ται σαν σκουπίδι ή τουλάχιστον ως ανάξιο σοβαρής κριτικής αντιμετώπισης. Αν όμως πάρουμε το βιβλίο στα σοβαρά, υπο στηρίζει η Tompkins, ανακαλύπτουμε ότι διαθέτει με υποδειγ ματικό τρόπο τα χαρακτηριστικά ενός μείζονος αμερικανικού είδους, «της αμερικανικής ιερεμιάδας», την οποία ο Sacvan Bercovitch ορίζει ως «έναν τρόπο δημόσιας παρότρυνσης [...] που σχεδιάστηκε για να συνδυάσει την κριτική της κοινωνίας με την πνευματική ανανέωση, τη δημόσια με την ιδιωτική ταυτότη τα, τα μεταβαλλόμενα “σημεία των καιρών” με ορισμένες παρα δοσιακές μεταφορές, θέματα και σύμβολα», ιδιαίτερα αυτά που χρησιμοποιεί η τυπολογική αφήγηση (σ. 93). Το βιβλίο του Bercovitch, σημειώνει η Tompkins, «προσφέρει ένα εξαιρετικό παράδειγμα για το πώς ολόκληρη η ακαδημαϊκή κριτική είχε
72
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αποκλείσει τη συναισθηματική μυθοπλασία' γι’ αυτόν το λόγο, ακόμα κι αν ένα συναισθηματικό μυθιστόρημα πληρούσε τα κρι τήρια μιας ανδρικής θεωρίας στον ύψιστο βαθμό, αυτή δεν μπο ρούσε να το δει. Γι’αυτήν το έργο οΰτε καν υπάρχει. Παρά το γε γονός ότι η μελέτη του Bercovitch δεν λαμβάνει υπόψη της τα πιο προφανή ή και εξόφθαλμα δείγματα ιερεμιάδας από τον καιρό του Μεγάλου Ξυπνήματος, η περιγραφή του αποτελεί στην πραγματικότητα μια εξαιρετική παρουσίαση του συνδυασμού των στοιχείων που έκαναν το μυθιστόρημα της Stowe να αρέσει» (σ. 93). Ξαναγράφοντας τη Βίβλο σαν να επρόκειτο για την ιστο ρία ενός νέγρου σκλάβου, «Η καλύβα τον μπαρμπα-Θωμά αφηγείται εκ νέου τον κεντρικό μύθο της κουλτούρας μας -την ιστο ρία της Σταύρωσης- με τους όρους της μεγαλύτερης πολιτικής διαμάχης του αμερικανικού έθνους -της δουλείας- και της πιο καλοδιατηρημένης κοινωνικής πεποίθησής του - την ιερότητα της μητρότητας και της οικογένειας» (σ. 89). Στο σημείο αυτό η υπόθεση ότι υπάρχει μια γυναίκα αναγνώστρια μας βοηθά να εντοπίσουμε τους αντρικούς αποκλεισμούς που εμποδίζουν τη σοβαρή ανάλυση· από τη στιγμή όμως που ξε κινά η ανάλυση μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι το δημοφιλές οικογενειακό μυθιστόρημα του 19ου αιώ να αντιπροσωπεύει μια μνημειώδη προσπάθεια να οργα νώσουμε εκ νέου την κουλτούρα, αυτή τη φορά από τη γυ ναικεία σκοπιά, ότι αυτό το σύνολο κειμένων είναι αξιοση μείωτο για τη διανοητική πολυπλοκότητά του και τον φιλό δοξο και πολυμήχανο χαρακτήρα του, καθώς και ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσφέρει μια κριτική της αμερι κανικής κοινωνίας πολύ πιο σαρωτική σε σχέση με οποιαδήποτε από αυτές που διατύπωσαν γνωστοί κριτικοί, όπως
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
73
ο Hawthorne και ο Melville [...]. Με το ιδεολογικό υλικό που είχαν στη διάθεση τους, οι συγγραφείς συναισθηματι κών μυθιστορημάτων ανέπτυξαν ένα μύθο που έδινε στις γυναίκες την κεντρική θέση εξουσίας και κύρους στην κουλτούρα- και ανάμεσα σε αυτές τις προσπάθειες, Η κα λύβα του μπαρμπα-Θ ω μά είναι το λαμπρότερο δείγμα (σσ. 81-82).
Εκτός από τη σαρωτική επίθεση που εξαπολύει στη δουλεία και που φημολογείται ότι «άλλαξε τα μυαλά» πολλών αναγνωστών, το μυθιστόρημα επιχειρεί, αλλάζοντας τα μυαλά με τον ίδιο τρό πο, να προωθήσει μια νέα κοινωνική ιεραρχία. Σε αυτή τη νέα κοινωνία -διαβάζουμε για το όραμά της σε ένα κεφάλαιο με τίτ λο «Η εγκατάσταση των Κουάκερων»- οι ανθρώπινοι θεσμοί μοιάζουν πλέον ανεπαρκείς και εξασθενοΰν, ενώ το σπίτι το οποίο καθοδηγεί η χριστιανή γυναίκα γίνεται όχι ένα καταφύγιο από την κατάσταση που επικρατεί στον πραγματικό κόσμο, αλ λά το κέντρο μιας σημαντικής δραστηριότητας (σ. 95). «Η μετα κίνηση του άντρα από το κέντρο στην περιφέρεια της ανθρώπι νης δραστηριότητας είναι το ριζοσπαστικότερο χαρακτηριστικό αυτού του χιλιετούς σχήματος που είναι πολύ γερά ριζωμένο στις πλέον παραδοσιακές αξίες - τη θρησκεία, τη μητρότητα, το σπίτι και την οικογένεια. [Στις λεπτομέρειες αυτού του κεφαλαίου,] η Stowe συλλαμβάνει εκ νέου το ρόλο του άντρα στην ανθρώπινη ιστορία: ενώ οι Νέγροι, τα παιδιά, οι μητέρες και οι γιαγιάδες κάνουν την πρωτογενή εργασία του κόσμου, στους άντρες αρκεί να κάθονται στη γωνιά τους» (σ. 98). Σε αυτό το είδος ανάλυσης, η φεμινιστική κριτική δεν περιο ρίζεται στην εμπειρία της γυναίκας αναγνώστριας όπως κάνει
74
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στο πρώτο είδος, αλλά χρησιμοποιεί την υπόθεση ότι υπάρχει μια αναγνώστρια για να εκτοπίσει την κυρίαρχη αντρική κριτική ματιά και να αποκαλύψει τις παραμορφώσεις που αυτή επιβάλ λει. «Με τον όρο “φεμινιστικός”» προτείνει η Peggy Kamuf «εν νοούμε έναν τρόπο ανάγνωσης των κειμένων που μας οδηγεί στα αληθοφανή προσωπεία με τα οποία ο φαλλοκεντρισμός υποκρύπτεται στις μυθοπλασίες του» («Writing like a Woman»/ «Γράφοντας σαν γυναίκα», σ. 286). Στόχος μας, σε αυτή την πε ρίπτωση, δεν είναι τόσο να παραγάγουμε μια γυναικεία ανά γνωση παράλληλη με μια αντρική ανάγνωση, όσο να συγκροτή σουμε μια συνολικότερη προοπτική, μια ανάγνωση που να επι βάλλεται και μέσω επιχειρημάτων και μέσω της προσπάθειάς μας να δώσουμε κειμενικές αποδείξεις. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η φεμινιστική κριτική αυτού του τύπου δεν έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με τις γυναίκες, με την έννοια ότι θα μπορούμε να τα κατανοούμε, να συμφωνούμε ή να συμπάσχουμε με αυτά μόνο αν έχουμε ορισμένες εμπειρίες που θεωρούνται γυναικείες. Αντίθετα, τέτοιες αναγνώσεις αναδεικνύουν τους περιορισμούς των αντρικών κριτικών ερμηνειών με τέτοιο τρόπο, ώστε οι άντρες κριτικοί να φαίνεται ότι τις αποδέ χονται, και επιζητούν να επιτύχουν, όπως όλα τα φιλόδοξα κρι τικά εγχειρήματα, μια γενικώς αποδεκτή κατανόηση: μια κατα νόηση που να είναι φεμινιστική γιατί αποτελεί ταυτόχρονα και μια αμφισβήτηση του αντρικού σοβινισμού. Στο δεύτερο αυτό είδος της φεμινιστικής κριτικής επικαλού μαστε κατ’ αρχάς τη δυνητική εμπειρία της γυναίκας αναγνώστριας (που θα ξέφευγε από τους περιορισμούς των αντρικών αναγνώσεων) και στη συνέχεια επιχειρούμε να καταστήσουμε
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
75
μια τέτοια εμπειρία δυνατή θέτοντας ερωτήματα και ανοίγοντας προοπτικές που θα επέτρεπαν σε μια γυναίκα να διαβάσει ως γυ ναίκα - δηλαδή όχι «σαν άντρας». Οι άντρες παραλληλίζουν την αντίθεση άντρας/γυναίκα με τις αντιθέσεις λογικό/συναισθημα τικό, σοβαρό/επιπόλαιο, ή στοχαστικό/αυθόρμητο- και η φεμινι στική κριτική της δεύτερης φάσης εργάζεται για να αποδείξει ότι είναι πιο λογική, σοβαρή και στοχαστική από τις αντρικές ανα γνώσεις με τις παραλείψεις και τις παραποιήσεις τους. Υπάρχει όμως και μια τρίτη φάση κατά την οποία η φεμινιστική θεωρία, αντί να αμφισβητεί τη σύνδεση του αντρικού με το λογικό, διε ρευνά τον τρόπο με τον οποίο οτιδήποτε αποδίδουμε στο λογικό συνδέεται ή συμπλέει με τα αντρικά συμφέροντα. Μία από τις σημαντικότερες αναλύσεις αυτού του είδους είναι το Κάτοπτρο, της άλλης γυναίκας (Speculum, de Vautre femme) της Luce Irigaray, η οποία χρησιμοποιεί την πλατωνική παραβολή του σπηλαίου, με την αντίθεση ανάμεσα στη μητρική μήτρα και στον θείο πατρικό λόγον ως σημείο εκκίνησης προκειμένου να δείξει ότι οι φιλοσοφικές κατηγορίες αναπτύχθηκαν για να καταδικά σουν το θηλυκό σε θέση υποτέλειας και να υποβιβάσουν τη ριζι κή Ετερότητα της γυναίκας σε μια φανταστική σχέση: η γυναίκα είτε αγνοείται είτε θεωρείται το αντίθετο του άντρα. Αντί να επι χειρήσουμε να ανασυστήσουμε το σύνθετο επιχείρημα της Irigaray, θα μπορούσαμε απλώς να κοιτάξουμε το εύγλωττο πα ράδειγμα που δίνουν η Dorothy Dinnerstein, η Peggy Kamuf και άλλες: τη σύνδεση της πατριαρχίας με την ανάδειξη του λογικού, του αφηρημένου ή του διανοητικού. Ο Freud, στο Ο Μωνσής και ο μονοθεϊσμός (Der Mann Moses und die monolheistische Religion), δείχνει τη σχέση ανάμεσα σε
76
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τρία «συμβάντα του ίδιου τύπου»: τον μωσαϊκό νόμο που απαγο ρεύει την κατασκευή μιας αισθητής εικόνας του Θεού (εξού και «η υποχρέωση να λατρεύουμε ένα Θεό τον οποίο δεν μπορούμε να δούμε»), την ανάπτυξη του λόγου («έχει ανοίξει το νέο πεδίο της διανόησης, στο οποίο ιδέες, μνήμες και συμπεράσματα απο κτούν αποφασιστική σημασία σε αντίθεση με την κατώτερη ψυ χική δραστηριότητα που περιλαμβάνει την άμεση αντίληψη από τα αισθητήρια όργανα») και, τέλος, την αντικατάσταση της μη τριαρχικής κοινωνικής ιεραρχίας με μια αντίστοιχη πατριαρχι κή. Αυτό το τελευταίο περιλαμβάνει περισσότερα από μια απλή αλλαγή των νομικών συμβάσεων. «Αυτή η στροφή από τη μητέ ρα στον πατέρα σηματοδοτεί επιπλέον μια νίκη της διανόησης πάνω στην αίσθηση - δηλαδή μια πρόοδο του πολιτισμού, δεδο μένου ότι η μητρότητα αποδεικνύεται από το προφανές των αι σθήσεων, ενώ η πατρότητα είναι μια υπόθεση βασισμένη σε μια παραδοχή και ένα συμπέρασμα. Κατ’ αυτό τον τρόπο, προτιμώ ντας μια διαδικασία σκέψης από μια αισθητηριακή αντίληψη, έχουμε αποδεδειγμένα κάνει ένα βήμα κεφαλαιώδους σημα σίας» (τ. 23, σσ. 113-114). Αρκετές σελίδες πιο κάτω, ο Freud εξηγεί τον κοινό χαρακτήρα αυτών των συμβάντων: Η πρόοδος στη διανόηση συνίσταται στο να αποφασίσουμε εναντίον της άμεσης αισθητηριακής αντίληψης και υπέρ των γνωστών ως ανώτερων διανοητικών διεργασιών - δη λαδή της μνήμης, της σκέψης και της δυνατότητας εξαγω γής συμπερασμάτων. Συνίσταται, παραδείγματος χάριν, στην απόφαση ότι η πατρότητα είναι πιο σημαντική από τη μητρότητα, μολονότι, σε αντίθεση με τη μητρότητα, δεν μπορεί να συναχθεί από το προφανές των αισθήσεων, και ότι γι’ αυτόν το λόγο το παιδί θα πρέπει να φέρει το όνομα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
77
του πατέρα του και να είναι ο κληρονόμος του. Ή , ακόμα, η ίδια αυτή πρόοδος δηλώνει ότι ο Θεός μας είναι ο μεγα λύτερος και ο ισχυρότερος, έστω κι αν είναι αόρατος σαν το φύσημα του ανέμου ή σαν την ψυχή (σσ. 117-118).
Ο Freud φαίνεται να υποστηρίζει ότι η εγκαθίδρυση της πα τριαρχικής εξουσίας είναι απλώς ένα δείγμα της γενικότερης προόδου της διανόησης και ότι η προτίμηση για έναν αόρατο Θεό αποτελεί ένα επιπλέον αποτέλεσμα της ίδιας αιτίας. Όταν όμως αναλογιστούμε ότι ο αόρατος, παντοδύναμος Θεός είναι ο Θεός-Πατέρας, για να μην ποΰμε ο Θεός των Πατριαρχών, θα μπορούσαμε να αναρωτηθοΰμε κατά πόσο η προτίμηση για το αόρατο σε σχέση με το ορατό και για τη σκέψη ή την εξαγωγή συμπερασμάτων σε σχέση με την αισθητηριακή αντίληψη δεν αποτελεί συνέπεια ή αποτέλεσμα της συγκρότησης της πατριαρ χικής εξουσίας: μια συνέπεια του γεγονότος ότι η πατρική σχέση είναι αόρατη. Αν κάποιος ήθελε να υποστηρίξει ότι η προτίμηση για το κα τανοητό σε σχέση με το αισθητό, για το νόημα σε σχέση με τη μορφή και για το αόρατο σε σχέση με το ορατό εξυψώνει την πα τρική αρχή και την πατρική εξουσία σε σχέση με τη μητρική, θα μπορούσε να στηριχθεί στο είδος των επιχειρημάτων που ο Freud αναπτύσσει αλλοΰ, αφοΰ δείχνει πως πολλά εγχειρήματα καθορίζονται από ασΰνειδα συμφέροντα έμφυλου χαρακτήρα. Οι αναλύσεις της Dorothy Dinnerstein θα μπορούσαν επίσης να στηρίξουν την άποψη ότι το άυλο και αβέβαιο στοιχείο της πα τρικής σχέσης έχει σημαντικές επιπτώσεις. Σημειώνει ότι ο πα τέρας, λόγω της έλλειψης άμεσης φυσικής σχέσης με το μωρό, επείγεται να επιβεβαιώσει κάποιου είδους σχέση μαζί του, δίνει
78
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στο παιδί το όνομά του με στόχο να συγκροτήσει γενεαλογικούς δεσμούς μαζί του και συμμετέχει σε διάφορα «τελετουργικά μύησης, μέσα από τα οποία συμβολικά και με ζέση διαβεβαιώνει πως είναι αυτός που έχει δημιουργήσει πραγματικά ανθρώπινα πλάσματα, σε αντίθεση με την απλή σάρκα την οποία γεννά η γυ ναίκα. Ας σκεφτούμε επίσης την αγωνιώδη μέριμνα για την αθα νασία που δείχνει ο άντρας μέσα από τους απογόνους του, κα θώς και την προσπάθειά του να ελέγξει την ερωτική ζωή της γυ ναίκας για να σιγουρευτεί ότι τα παιδιά που αναδέχεται προέρ χονται πραγματικά από το δικό του σπέρμα: ο εύθραυστος φυσι κός του δεσμός με τους απογόνους του σαφώς και πονά τον άντρα με τρόπο που δεν θα μπορούσε να πονέσει τους ταύρους ή τα άλογα» (Η Γοργόνα και ο Μινώταυρος, σ. 80). Η ισχυρή παρόρμηση του άντρα «να επιβεβαιώσει και να συσφίξει με πολιτισμικά ευρήματα τον απογοητευτικά χαλαρό θη λαστικό δεσμό του με το παιδί» τον κάνει να υπερτιμά τις συμ βολικού χαρακτήρα πολιτισμικές επινοήσεις (σσ. 80-81). Είναι προβλέψιμη η τάση του να εκτιμά αυτό που γενικά ονομάζουμε μεταφορικές σχέσεις -σχέσεις ομοιότητας μεταξύ διαφορετι κών αντικειμένων που μπορούν να αντικαταστήσουν το ένα το άλλο, σαν αυτή που επιτυγχάνουν ο πατέρας και η μικρογραφική αναπαραγωγή του που φέρει το ίδιο όνομα με αυτόν, δηλαδή το παιδί-, σε βάρος της μετωνυμικής μητρικής σχέσης που βασί ζεται στη γειτνίαση. Πράγματι, αν προσπαθούσαμε να φανταστούμε τη λογοτεχνι κή κριτική ενός πατριαρχικού πολιτισμού, θα μπορούσαμε να προβλέψουμε αρκετούς παρόμοιους συσχετισμούς: (1 )0 ρόλος του συγγραφέα θα θεωρούνταν πατρικός και κάθε μητρική λει
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
79
τουργία που θα λογιζόταν ως αξιόλογη θα προσμετροΰνταν στην πατρότητα9. (2) Θα επενδύονταν πολλά στους πατρικούς συγ γραφείς, στους οποίους και θα πιστώνονταν όλα όσα ανήκουν στα κειμενικά γεννήματά τους. (3) Θα γινόταν μεγάλη συζήτηση σχετικά με το ποιες σημασίες είναι νόμιμες και ποιες όχι (δεδο μένου ότι μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το ρόλο του πα τρικού συγγραφέα στην παραγωγή του νοήματος)· αντίστοιχα, η κριτική θα κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια αφενός για να ανα πτύξει αρχές που θα καθόριζαν ποια νοήματα είναι πραγματικά γέννημα του συγγραφέα, αφετέρου για να ελέγξει τη σχέση που αυτή αναπτύσσει με τα κείμενα, ούτως ώστε να εμποδίσει την εμ φάνιση υπερβολικά πολλών μη νόμιμων ερμηνειών. Πολλές όψεις της κριτικής, συμπεριλαμβανομένης και της προτίμησής της για τη μεταφορά σε σχέση με τη μετωνυμία, της αντίληψής της για το συγγραφέα, και της προσπάθειάς της να διαχωρίζει τις νό μιμες από τις μη νόμιμες ερμηνείες, μπορούν να θεωρηθούν ως εκδοχές της προτίμησής της για το πατρικό στοιχείο. Ο φαλλογοκεντρισμός συνδυάζει το ενδιαφέρον για την πατριαρχική εξου σία, την ενότητα του νοήματος και τη βεβαιότητα της καταγωγής. Στην τρίτη αυτή φάση της, η φεμινιστική κριτική αναλαμβά νει να διερευνήσει κατά πόσο οι διαδικασίες, οι παραδοχές και
9.
Βλ. G i l b e r t και G u b a r, Η τρελή στη σοφίτα , σσ. 3-92. Οι φεμινίστριες κριτι κοί έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μοντέλο ποιητικής δημιουργίας του Harold Bloom, γιατί διευκρινίζει τις έμφυλες συνδηλώσεις της συγγραφι κής ιδιότητας και αυθεντίας. Αυτό το οιδιπόδειο σενάριο, βάσειτου οποίου γί νεται ποιητής όποιος παλεύει με τον ποιητικό πατέρα του για την κατοχή της μούσας, δείχνει την προβληματική θέση μιας γυναίκας που θα ήταν ποιήτρια. Τι είδους σχέση θα μπορούσε αυτή να οικοδομήσει με την παράδοση;
8ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
οι στόχοι της σύγχρονης κριτικής συμπλέουν με τη διατήρηση της αντρικής εξουσίας και να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις. Δεν τίθεται θέμα να απορρίψουμε το λογικό προς όφελος του παραλόγου, να επικεντρωθούμε στις μετωνυμικές σχέσεις απο κλείοντας τις μεταφορικές ή στο σημαίνον αποκλείοντας το σημαινόμενο, αλλά να επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε τρόπους άσκησης της κριτικής, έτσι ώστε οι έννοιες που παράγει η αντρι κή εξουσία να εντάσσονται σε ένα ευρύτερο κειμενικό σύστημα. Οι φεμινίστριες θα δοκιμάσουν διάφορες στρατηγικές: σε πρό σφατα γαλλικά κείμενα ο όρος «γυναίκα» έχει καταλήξει να ση μαίνει κάθε ριζοσπαστική δύναμη που ανατρέπει έννοιες, πα ραδοχές και δομές του παραδοσιακού αντρικού λόγου10. Θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε την υποψία, ωστόσο, ότι οι από πειρες να παραγάγουμε έναν νέο γυναικείο λόγο θα αποδει χτούν σε αυτό το στάδιο λιγότερο αποτελεσματικές από την αμ φισβήτηση της φαλλοκεντρικής κριτικής, η οποία με τη σειρά της διόλου δεν περιορίζεται στις στρατηγικές της δεύτερης φάσης της φεμινιστικής κριτικής. Σε αυτού του είδους την κριτική, οι φεμινιστικές αναγνώσεις εντοπίζουν το αντρικό υπόβαθρο χρη 10. Τα άρθρα στον συλλογικό τόμο των Elaine Marks και Isabelle de Courtivron New French Feminisms IΝέοι γαλλικοί φεμινισμοί αποτελούν μια εξαιρετική επισκόπηση των πρόσφατων στρατηγικών. Βλ. επίσης τις μελέτες στο περιοδι κό Yale French Studies 62 (1981), «Feminist Readings: French Texts/American Contexts»/«Φεμινιστικές αναγνώσεις: γαλλικά κείμενα/αμερικανικά συμ φραζόμενα». Η σχέση φεμινισμού-αποδόμησης είναι ένα σύνθετο ζήτημα. Για μερικές σύντομες νύξεις, βλ. παρακάτω, κεφ. 2, μέρος 4. Τ αEperons/Έμβολα του Derrida, κείμενο για τον Nietzsche και την έννοια της γυναίκας, είναι ένα σχετικό αλλά, σε αυτή την περίπτωση και από πολλές απόψεις, όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικό κείμενο.
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
8ι
σιμοποιώντας έννοιες και κατηγορίες που οι άντρες κριτικοί φαί νεται να αποδέχονται. Σε αυτή την τρίτη φάση ή τρίτο είδος της φεμινιστικής κριτικής, πολλές από αυτές τις έννοιες ή τις θεωρη τικές κατηγορίες -όπως οι έννοιες του ρεαλισμού, της λογικής, της κυριαρχίας, της εξήγησης- αποδεικνύεται ότι ανήκουν στη φαλλοκεντρική κριτική. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την ανάλυση της Shoshana Felman για το κείμενο και τις αναγνώσεις του διηγήματος του Balzac «Αντίο» («Adieu»), μιας ιστορίας για την τρέλα μιας γυ ναίκας, την προέλευσή της από ένα περιστατικό των ναπολεόντιων πολέμων και την προσπάθεια του πρώην εραστή της να την γιατρέψει. Η φεμινιστική προοπτική της πρώτης και της δεύτε ρης φάσης ανασύρει αυτό που προηγουμένως αγνοούσαμε ή θεω ρούσαμε δεδομένο, αφού οι άντρες κριτικοί παρέκαμπταν τις γυναίκες και την τρέλα για να επαινέσουν τον ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο ο Balzac περιγράφει τον πόλεμο. Η Felman δείχνει ότι, κατά την ενασχόλησή τους με το κείμενο, οι κριτικοί επανα λαμβάνουν τη σχέση του άντρα πρωταγωνιστή με την πρώην ερωμένη του, τη Στεφανί. «Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό να πα ρατηρήσει κανείς σε ποιο βαθμό η λογική του ανυποψίαστου “ρεαλιστή” κριτικού μπορεί να αναπαράγει, τη μία μετά την άλ λη, όλες τις ψευδαισθήσεις του Φιλίπ» («Γυναίκες και τρέλα: η κριτική ψευδαίσθηση», σ. 10). Ο Φιλίπ πιστεύει ότι μπορεί να γιατρέψει τη Στεφανί κάνοντάς την να τον αναγνωρίσει και να προφέρει το όνομά του. Για να ανασυστήσει τη λογική της πρέπει να εξαλείψει την ετερότητά της, την οποία βρίσκει τόσο απαράδεκτη ώστε να επιθυμεί να τη σκοτώσει και να αυτοκτονήσει αν αποτύχει στη θεραπεία του.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Αυτή πρέπει να τον αναγνωρίσει και να αναγνωρίσει τον εαυτό της σαν τη «Στεφάνι του» και πάλι. Όταν τελικά το καταφέρνει, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Φιλίπ επανασυγκροτεί με συστηματικό και ρεαλιστικό τρόπο τη σκηνή της δοκιμασίας τον καιρό του πολέμου, τότε που η Στεφανί έχασε τα λογικά της, αυ τή πεθαίνει. Το δράμα που παίζεται στην ιστορία αντανακλάται στην απόπειρα των άντρων κριτικών να μετατρέψουν την ιστο ρία σε αναγνωρίσιμη περίπτωση ρεαλισμού και επομένως αμφι σβητεί την έννοια που αυτοί αποδίδουν στο «ρεαλισμό» ή στην πραγματικότητα, στη λογική και στην ερμηνευτική δεξιοτεχνία ως φορείς ενός αντρικού πάθους ανάλογου με αυτό του Φιλίπ. «Και στο κριτικό και στο λογοτεχνικό πεδίο, οι άντρες κριτικοί καταβάλλουν την ίδια προσπάθεια να οικειοποιηθούν το σημαί νον και να μειώσουν τη διαφοροποιητική επανάληψή του- παρα τηρούμε ότι επιδεικνύουν τον ίδιο ζήλο να απαλλαγούν από τη διαφορά, την ίδια αστυνόμευση των ταυτοτήτων, το ίδιο σχήμα κυριαρχίας και ελέγχου του νοήματος [...]. Άρα μαζί με τις ψευ δαισθήσεις του Φιλίπ, ο ρεαλιστής κριτικός επαναλαμβάνει με τη σειρά του την αλληγορική πράξη δολοφονίας και εξαφάνισης του Άλλου: και ο κριτικός, με τον τρόπο του, σκοτώνει τη γυναί κα, την ίδια στιγμή που σκοτώνει τα ερωτήματα του κειμένου και το κείμενο ως ερώτημα» (σ. 10). Το διήγημα του Balzac μάς βοηθά να ταυτίσουμε τις έννοιες που έχουν χρησιμοποιήσει οι κριτικοί με τις αντρικές στρατηγικές του πρωταγωνιστή του και, επομένως, καθιστά δυνατή μια φεμινι στική ανάγνωση που βάζει αυτές τις έννοιες στη θέση τους και πε ριγράφει τους περιορισμούς τους. Στο βαθμό που η δομή και οι λεπτομέρειες του διηγήματος του Balzac παρέχουν μια κριτική
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
83
περιγραφή των άντρων κριτικών του, η διερεύνηση και η εκμε τάλλευση της κειμενικότητάς του αποτελεί έναν φεμινιστικό τρό πο ανάγνωσης· πρόκειται για έναν τρόπο ανάγνωσης που μάλλον θέτει παρά απαντά ερωτήματα σχετικά με το πώς να παρακάμψουμε ή να υπερβούμε τις έννοιες και τις κατηγορίες της αντρικής κριτικής. Η Felman καταλήγει λέγοντας ότι «από αυτή την αντι παράθεση, μέσω της οποίας το κείμενο του Balzac προκύπτει ως ειρωνική ανάγνωση των ίδιων των μελλοντικών αναγνώσεών του, εγείρεται το ερώτημα: πώς θα πρέπει να διαβάζουμε;» (σ. 10). Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει και η δεύτερη φάση της φε μινιστικής κριτικής - πώς θα πρέπει να διαβάζουμε; Τι είδους αναγνωστική εμπειρία μπορούμε να φανταστούμε ή να παραγάγουμε; Τι σημαίνει να διαβάζουμε «ως γυναίκες»; Η κριτική πρακτική της Felman μάς οδηγεί επομένως πίσω στη δεύτερη φάση στην οποία συζητιούνται οι πολιτικές επιλογές της κριτι κής, καθώς και ιδέες σχετικά με το πώς θέλει καθένας να πυρο δοτεί την κριτική πρακτική. Κατ’ αυτή την έννοια, η τρίτη φάση, η οποία αμφισβητεί τα πλαίσια μέσα στα οποία γίνονται παρό μοιες επιλογές και τις διασυνδέσεις μεταξύ κριτικών και θεωρη τικών κατηγοριών, δεν είναι πιο ριζοσπαστική από τη δεύτερηούτε και ξεφεύγει από το ζήτημα της «εμπειρίας». Από αυτά τα διαφορετικά μεταξύ τους κείμενα προκύπτει μια γενικότερη δομή. Στην πρώτη φάση ή τύπο της φεμινιστικής κριτικής, κατά την οποία η γυναικεία εμπειρία χρησιμοποιείται ως σταθερό έδαφος για την ερμηνεία, γρήγορα ανακαλύπτουμε ότι αυτή η εμπειρία δεν αποτελεί μια σειρά από σκέψεις στη συ νείδηση της αναγνώστριας καθώς αυτή διαβάζει το κείμενο, αλ λά μια ανάγνωση ή εμπειρία της «γυναικείας εμπειρίας» -της δι
84
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κής της και άλλων- που μπορεί να διαμορφώσει μια ζωτική και παραγωγική σχέση με το κείμενο. Στη δεύτερη φάση, το πρό βλημα είναι πώς γίνεται να διαβάσει κανείς ως γυναίκα: η διερεΰνηση της δυνατότητας αυτής της βασικής εμπειρίας περιλαμ βάνει και μια απόπειρα να παραχθεί αυτή η εμπειρία. Στην τρί τη φάση, η επίκληση της εμπειρίας είναι συγκεκαλυμμένη, αλλά πάντως υπαρκτή ως αναφορά στη μητρική περισσότερο παρά στην πατρική σχέση, ή στη γυναικεία κατάσταση και στην εμπει ρία του περιθωρίου από την οποία μπορεί να προκΰψει και ένας διαφοροποιημένος τρόπος ανάγνωσης. Η επίκληση της αναγνω στικής εμπειρίας είναι το πρώτο βήμα για να ανατοποθετήσουμε ή να αποσυναρμολογήσουμε το σύνολο των εννοιών ή των διεργασιών της αντρικής κριτικής. Η «εμπειρία», όμως, έχει πά ντοτε αυτόν το διαιρεμένο, διφορούμενο χαρακτήρα: έχει πά ντοτε ήδη συμβεί και ταυτόχρονα περιμένει ακόμη να επισυμβεί· πρόκειται για ένα απαραίτητο σημείο αναφοράς που ποτέ δεν είναι απλώς εκεί. Η Peggy Kamuf μάς δίνει με ζωντανό τρόπο να καταλάβουμε αυτή την ασταθή κατάσταση, αν μεταφέρουμε όσα λέει για τη γυναικεία γραφή στη γυναικεία ανάγνωση: -«μια γυναίκα [που διαβάζει] ως γυναίκα»- η επανάληψη του «ταυτολογικού» όρου διαιρεί αυτή την ταυτότητα, κά νοντας χώρο για μια ελαφρά μετατόπιση, αφήνοντας ένα περιθώριο στη διαφοροποιητική σημασία που πάντοτε λει τουργούσε στο πλαίσιο του ενιαίου όρου. Και η επανάληψη δεν έχει κανένα λόγο να σταματήσει εκεί, κανείς δεν μπο ρεί να πει ακριβώς πόσες φορές μπορεί αυτός ο όρος να επαναληφθεί ως τη στιγμή που λογικά θα κλείσει ξαναβρί σκοντας την αρχική του ταυτότητα σε έναν τελικό όρο. Κα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
«5
τά τον ίδιο τρόπο, μόνο αυθαίρετα μπορούμε να βρούμε μια αρχή για κάθε σειρά επαναλήψεων και δεν μπορούμε να βρούμε κανέναν όρο που να μην είναι ήδη μια επανάλη ψη: «... μια γυναίκα που [διαβάζει] ως γυναίκα που [διαβά ζει] ω ς ...» («Γράφοντας σαν γυναίκα», σ. 298).
Αν μια γυναίκα διαβάζει ως γυναίκα, αυτό δεν σημαίνει ότι επαναλαμβάνει μια δεδομένη ταυτότητα ή εμπειρία, αλλά ότι παίζει ένα ρόλο τον οποίο κατασκευάζει σε συνάρτηση με την ταυτότητά της ως γυναίκας, που είναι κι αυτή με τη σειρά της κα τασκευασμένη, και η ιστορία συνεχίζεται: μια γυναίκα που δια βάζει ως γυναίκα που διαβάζει ως γυναίκα. Η μη σύμπτωση φα νερώνει μια απόσταση, μια διαίρεση στο εσωτερικό της γυναί κας ή ανάμεσα σε οποιοδήποτε αναγνωστικό υποκείμενο και στην «εμπειρία» αυτοΰ τον υποκειμένου.
3. Αναγνωστικές ιστορίες
Η ίδια διαίρεση που, σύμφωνα με τη φεμινιστική κριτική, λαμβά νει χώρα στο εσωτερικό του αναγνώστη και της αναγνωστικής εμπειρίας ενυπάρχει και στις εξηγήσεις που δίνει για την ανά γνωση η αντρική κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης. Ο Norman Holland υποστηρίζει ότι το νόημα ενός κειμένου είναι η εμπειρία που αποκομίζει ο αναγνώστης από αυτό, καθώς και ότι κάθε αναγνώστης αποκτά την εμπειρία του κειμένου σύμφωνα με το δικό του ή δικό της διακριτό «ταυτοτικό θέμα». Αναφέρει ωστόσο ότι, προκειμένου να φέρει στο φως το είδος της εμπει ρίας που τον ενδιαφέρει, «θα ρωτούσ[ε], ξανά και ξανά, “τι αι
86
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σθάνεσαι” για τους χαρακτήρες, τα γεγονότα, τις καταοτάσεις ή τις διατυπώσεις», με σκοπό να αναδυθούν «οι ελεύθεροι συνειρ μοί που προκαλούν οι ιστορίες» (5 Readers Reading 15 αναγνώ στες διαβάζουν, σ. 44). Ελπίζει πως έτσι θα ανασυγκροτήσει αυ τό που ονομάζει ανταπόκριση στο έργο, αλλά η εμπειρία την οποία αναζητά σχηματίζεται σε μεγάλο βαθμό, αν δεν παράγεται κιόλας, από αυτά τα υποβολιμαία ερωτήματα. Ποια είναι η σχέ ση ανάμεσα στην εμπειρία που υποτίθεται ότι έχουν αποκτήσει οι αναγνώστες και στις απαντήσεις που αυτοί δίνουν οτις ερωτή σεις του Holland; Ο David Bleich, ένας εξέχων επαγγελματίας αυτού που ο ίδιος ονομάζει «υποκειμενική κριτική», ασπάζεται την πεποίθηση του Holland ότι το νόημα ενός έργου είναι η διακριτή εμπειρία του κάθε αναγνώστη* ταυτόχρονα όμως εξηγεί ότι πρέπει να εκπαιδεύσει τους φοιτητές του προκειμένου να δώ σουν τις «απαντητικές δηλώσεις» τους, καθοδηγώντας τους σχε τικά με το τι να συμπεριλάβουν και τι να παραλείψουν. Μια απαντητική δήλωση στοχεύει να καταγράψει την αντί ληψη μιας αναγνωστικής εμπειρίας και τις φυσικές, αυθόρ μητες επιπτώσεις της, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται αι σθήματα ή συναισθήματα, καθώς και αναπόφευκτες μνή μες και σκέψεις ή ελεύθεροι συνειρμοί. Ενώ άλλες μορφές περίσκεψης μπορεί να θεωρούνται «φυσικές και αυθόρμη τες», κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί σε αυτή την περίπτωση. Για να καταγράψουμε μια ανταπόκριση χρειά ζεται να χαλαρώσουν οι καλλιεργημένες αναλυτικές συνή θειές μας, ιδιαίτερα μάλιστα η συνήθεια να αντικειμενικοποιούμε αυτόματα το λογοτεχνικό έργο. [...] Φυσικά, η πράξη της αντικειμενικοποίησης εμποδίζει τη συνειδητοποίηση της απάντησης (Subjective Criticism /Υποκειμενική κριτική , σ. 147).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
«7
Η επίκληση της φυσικής ανταπόκρισης συνοδεύεται από την απόπειρα να αποσιωπηθοΰν ορισμένες πλευρές των διαθέσιμων ανταποκρίσεων, όπως η «αυτόματη αντικειμενικοποίηση» που αποτελεί μέρος της εμπειρίας των φοιτητών. Η έννοια της εμπει ρίας διαιρείται σε αυτό που οι φοιτητές ήδη διαθέτουν και στις δυνατότητες στις οποίες ο δάσκαλός τους ελπίζει να τους δώσει πρόσβαση. Στο Ξαφνιασμένος από την αμαρτία και στα Αυτοαναλούμενα κατασκευάσματα (Self-Consuming Artifacts), ο Stanley Fish ισχυρίζεται ότι καταγράφει την εμπειρία την οποία πραγματικά αποκτούν οι αναγνώστες διαβάζοντας και υποστηρίζει ότι οι κριτικοί φθάνουν σε διαφορετικά συμπεράσματα γιατί οι λαν θασμένες θεωρίες τους (ή, όπως θα έλεγε ο Bleich, «περισκέ ψεις» τους) τους κάνουν να ξεχνούν, να διαστρέφουν ή να πα ρερμηνεύουν την πραγματική εμπειρία που αποκομίζουν από ένα έργο. Πολλοί υπήρξαν επιφυλακτικοί απέναντι σε αυτό τον ισχυρισμό και υποστήριξαν ότι ο Fish απλώς αναφέρεται στη δι κή του εμπειρία- κάποια στιγμή μάλιστα ο Fish παραδέχτηκε ότι «δεν αποκαλύπτ[ει] αυτό που οι αναγνώστες πάντοτε έκαναν, αλλά προσπαθ[εί] να τους πείσει για μια σειρά από κοινές πα ραδοχές, έτσι ώστε, όταν διαβάζουν, να κάνουν αυτό που κάν[ει] κι [εκείνος]» (Υπάρχει κείμενο σ ’αυτή την τάξη;, σ. 15). Η κατά σταση όμως δεν είναι και τόσο απλή. Έχουμε αρκετούς λόγους για να πιστεύουμε ότι η λεγόμενη αναγνωστική εμπειρία του εί ναι πολύ πιο περίπλοκη από τις ιστορίες που μας λέει. Πρώτα απ’ όλα, ο αναγνώστης του Fish ποτέ δεν μαθαίνει τίποτε από την εμπειρία του. Απογοητεύεται κάθε φορά που βλέπει το δεύ τερο μισό μιας φράσης να καταρρίπτει αυτό που το πρώτο μισό
88
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
φαινόταν να λέει. Μπερδεύεται κάθε φορά που βλέπει το αυτοαμφισβητούμενο κατασκεύασμα που διαβάζει να αμφισβητεί τον εαυτό του. Αυτό που διακρίνει τον αναγνώστη του Fish είναι η επιμονή του να πέφτει στις ίδιες παγίδες ξανά και ξανά. Κάθε φορά που μπορεί να ερμηνεύσει την απόληξη ενός στίχου ως ολοκλήρωση μιας σκέψης, το κάνει μόνο και μόνο για να ανακα λύψει ότι, σε αρκετές περιπτώσεις, το ξεκίνημα του επόμενου στίχου επιφέρει αλλαγές στο νόημα. Θα περιμέναμε κάθε πραγ ματικός αναγνώστης, ιδιαίτερα ένας αναγνώστης που καταβάλ λει κάθε δυνατή προσπάθεια για να είναι ενημερωμένος, να πα ρατηρήσει ότι οι βιαστικές υποθέσεις του συχνά αποδεικνύονται εσφαλμένες και να προβλέψει αυτή την πιθανότητα καθώς δια βάζει. Σε τελευταία ανάλυση, ο Stanley Ε. Fish όχι μόνο λαμβά νει υπόψη του αυτή την πιθανότητα, αλλά γράφει και ολόκληρα βιβλία σχετικά με αυτή. Μπορούμε σίγουρα να υποθέσουμε πως, όταν διαβάζει, ο Fish κρατάτα μάτια του ανοιχτά για τέτοια ενδεχόμενα και ευχαριστιέται μάλλον παρά απογοητεύεται κά θε φορά που παρουσιάζεται κάτι τέτοιο. Αναπόφευκτο συμπέ ρασμα: ο Fish δεν παρουσιάζει τον Stanley Fish να διαβάζει, αλ λά τον Stanley Fish να φαντάζεται ότι διαβάζει σαν ένας ανα γνώστης όπως τον θέλει ο Fish. Ή μάλλον, μια και ο αναγνώστης όπως τον φαντάζεται ο Fish είναι ένας αναγνώστης αποφασι σμένος να περιοριστεί σε έναν συγκεκριμένο ρόλο, θα μπορού σαμε να πούμε πως όσα λέει για την αναγνωστική εμπειρία είναι αναφορές στον Fish που διαβάζει σαν αναγνώστης όπως τον θέ λει ο Fish, που διαβάζει σαν αναγνώστης όπως τον θέλει ο Fish. Αν ο Fish είχε επιχειρήσει να καταγράψει τη δική του εμπει ρία, θα τα είχε άραγε καταφέρει καλύτερα; Αν το πρώτο πρόβλη-
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
89
ματης θεωρίας του είναιη απόσταση που χωρίζειτην πραγματική από την υποθετική εμπειρία του, τότε το δεύτερο πρόβλημα είναι ποια θα μπορούσε να είναι «η δική του εμπειρία». Ποια είναι η εμπειρία του Fish όταν διαβάζει αυτές τις γραμμές τονΛνκίόα; Δεν πρέπει να αιωρείται πάνω στον υγρό του τάφο Άκλαφτος...
Σημειώνει: «“είδα” αυτό που οι ερμηνευτικές μου αρχές μου επέτρεπαν ή με οδηγούσαν να δω» (Υπάρχει κείμενο σ ’αυτή την τάξη;, σ. 163). Οι αρχές του τον οδήγησαν να δει, επομένως τον έκαναν να προσδοκά, καταλήξεις στίχων που διακόπτουν φρά σεις παροτρύνοντας τους αναγνώστες να καταλήξουν σε βιαστι κά συμπεράσματα. Προσδοκά ότι ακολουθίες όπως «Δεν πρέ πει να αιωρείται πάνω στον υγρό του τάφο» δεν θα αποδειχτούν πλήρεις και ότι, στην περίπτωση αυτή, το «Άκλαφτος» θα επιβε βαιώσει την αντίληψή του για τη δομή του ποιήματος. Και όμως, χάρη σε αυτήν ακριβώς την προσδοκία, η εμπειρία του θα πρέ πει να περιλαμβάνει και μια φανταστική εμπειρία αυτού που πε ριγράφει ως αναγνωστική εμπειρία: την εμπειρία να θεωρεί κα νείς τον πρώτο στίχο «ως μια απόληξη που καταλήγει σε μια υπόσχεση» προαναγγέλλοντας «μια έκκληση για δράση, ή ακό μα και ένα πρόγραμμα για την ανάληψη μιας αποστολής σωτη ρίας», και στη συνέχεια να διαψεύδονται τόσο η προσδοκία όσο και η προαναγγελία. «Ο αναγνώστης, έχοντας καταλήξει σε ένα νόημα, απομακρύνεται από αυτό» (σσ. 164-165). Η εμπειρία που αποκομίζει ο Fish από αυτούς τους στίχους χονΛυκίδα, εάν βέ βαια υπάρχει κάτι τέτοιο, είναι πιθανότατα αντιφατική: από τη μία η εμπειρία να περιμένει κανείς ότι τα τελικά νοήματα θα πά-
90
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ψουν να είναι τελικά και από την άλλη να καταλήγει με αυτοπε ποίθηση σε ένα τελικό νόημα, λες και αυτό δεν θα μπορούσε να πάψει να είναι τελικό. Σαν τον αντι-ήρωα του Barthes, ο Fish ζει μέσα στις αντιφάσεις χωρίς ντροπή, παίζοντας ένα ρόλο με τον οποίο ποτέ δεν ταυτίζεται, διαβάζοντας σαν ένας αναγνώστης όπως τον θέλει ο Fish που διαβάζει σαν αναγνώστης όπως τον θέλει ο Fish... Η επανάληψη αποκαλύπτει ένα κενό ή μια διαί ρεση που υπήρχε πάντοτε μέσα στον ίδιο τον όρο. Διαβάζω σημαίνει παίζω το ρόλο του αναγνώστη και ερμη νεύω σημαίνει θέτω ως δεδομένη μια εμπειρία ανάγνωσης. Πρό κειται για κάτι που οι αρχάριοι φοιτητές της λογοτεχνίας γνωρί ζουν αρκετά καλά, αλλά το ξεχνούν τη στιγμή που πηγαίνουν για μεταπτυχιακές σπουδές και αρχίζουν να διδάσκουν λογοτεχνία. Όταν οι εργασίες των φοιτητών αναφέρονται στο τι «αισθάνεται εδώ ο αναγνώστης» ή στο τι «καταλαβαίνει λοιπόν ο αναγνώ στης», οι δάσκαλοι συχνά θεωρούν ότι πρόκειται για μια πλαστή αντικειμενικότητα, μια μεταμφιεσμένη μορφή του «αισθάνομαι» ή του «καταλαβαίνω» και παροτρύνουν το ακροατήριό τους είτε να είναι ειλικρινές είτε να παραλείπει τέτοιες αναφορές. Σε αυ τό το σημείο, όμως, οι φοιτητές ξέρουν περισσότερα από τους δα σκάλους τους. Ξέρουν ότι δεν τίθεται ζήτημα ειλικρίνειας. Έχουν καταλάβει ότι διαβάζω και ερμηνεύω λογοτεχνικά κείμε να σημαίνει ακριβώς φαντάζομαι τι θα αισθανόταν και τι θα κα ταλάβαινε «ένας αναγνώστης»11. Διαβάζω σημαίνει ενεργώ βα 11. Ο John Reichert σημειώνει ότι «οι κριτικοί συχνά επιχειρηματολογούν υπέρ μιας ανταπόκρισης στο κείμενο που κανένας αναγνώστης δεν έδειξε ποτέ» και συνάγει από αυτό, στην πιο ενδιαφέρουσα ανάλυση του Βγάζοντας νόημα α π ό τη λογοτεχνία , ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με την ανταπόκριση είναι στην
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
9*
σιζόμενος στην υπόθεση ενός αναγνώστη· και πάντοτε υπάρχει ένα κενό ή μια διαίρεση στο εσωτερικό της ανάγνωσης. Οι πιο οικείες εκδοχές αυτής της διαίρεσης είναι η έννοια της «άρσης της δυσπιστίας», ή το ταυτόχρονο ενδιαφέρον μας για τους χαρακτήρες ως ανθρώπινα πλάσματα και για τους χαρα κτήρες ως τεχνάσματα της τέχνης του μυθιστοριογράφου, ή η εκτίμηση που τρέφουμε για την αγωνία που προκαλεί μια ιστο ρία της οποίας, ωστόσο, γνωρίζουμε ήδη το τέλος. Οι εμφανώς προβληματικότερες δομές των γυναικών που διαβάζουν ως γυ ναίκες και του Fish που διαβάζει σαν ένας αναγνώστης όπως τον θέλει ο Fish αποτελοΰν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας διαίρε σης που τις εμποδίζει να γίνουν εμπειρίες τις οποίες θα μπορούπραγματικότητα ισχυρισμοί σχετικά με το πώς θα πρέπει να καταλαβαίνουμε ένα απόσπασμα ή ένα κείμενο (σ. 87). Διαπιστώσεις όπως «Ο αναγνώστης οι κτίρει τον Μάκβεθ» προσπαθούν γενικά να μας πείσουν να καταλάβουμε αυ τό το θεατρικό έργο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κάτι το οποίο θεωρό) και ως μια περαιτέρω ένδειξη για τον διχαστικό και αναβλητικό χαρακτήρα της ανταπόκρισης: η φράση «Ο αναγνώστης οικτίρει τον Μ άκβεθ» επιχειρεί να παραγάγει την ανταπόκριση στην οποία αναφέρεται και στην αυθεντικότητα της οποίας βασίζεται. Ο Reichert, ωστόσο, είναι βαθιά πεπεισμένος ότι τα πράγματα δεν είναι προβληματικά και ως εκ τούτου απορρίπτει τέτοιες επι πλοκές με τον ισχυρισμό ότι «βιώνουμε πάντοτε τα καταλληλότερα για την κα τανόησή μας συναισθήματα» (σ. 85). Τότε, όμως, ο κριτικός που επιχειρημα τολογεί υπέρ μιας συγκεκριμένης κατανόησης ενός κειμένου βιώνει αναπό φευκτα το καταλληλότερο συναίσθημα και δείχνει την καταλληλότερη για αυ τή την κατανόηση ανταπόκριση* στην πραγματικότητα, ο ισχυρισμός του ότι ο αναγνώστης αιθάνεται οίκτο θα ήταν τότε μια αναφορά στο γεγονός ότι ο ίδιος αισθάνεται οίκτο. Ό πω ς είδαμε, η ανταπόκριση δεν λειτουργεί με αυτό τον τρόπο και ο Reichert το αναγνωρίζει όταν σημειώνει, με περισσότερη λεπτότη τα απ’ όση επιτρέπει η θεωρία του, ότι οι κριτικοί μπορεί να επιχειρηματολο γούν υπέρ μιας ανταπόκρισης που κανείς, ούτε και οι ίδιοι, δεν έδειξαν ποτέ.
92
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σαμε να συλλάβουμε και να παρουσιάσουμε ως την αλήθεια του κειμένου. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, μας συμφέρει να διατηρήσουμε την πίστη μας στην εμπειρία ως θεμέλιο του νοήματος και επομένως να διαβρώσουμε ή να ανατοποθετήσουμε αυτές τις διαιρέσεις. Έ νας συνηθισμένος τρόπος για να ασχοληθούμε μαζί τους ήταν να βασιστούμε στην οικεία και διαδεδομένη ιδέα ότι διαφορετι κοί αναγνώστες ή ομάδες αναγνωστών διαβάζουν διαφορετικά και να παρουσιάσουμε τις διαφοροποιημένες αναγνώσεις ως διαφοροποιήσεις μεταξύ αναγνωστών. Θα μπαίναμε στον πει ρασμό να υποστηρίξουμε, παραδείγματος χάριν, ότι, αν ορισμέ νες φεμινίστριες ισχυρίζονται πως παρουσιάζουν τη διαφοροποιητική εμπειρία των γυναικών αναγνωστριών την ίδια στιγμή που άλλες διαμαρτύρονται ότι οι γυναίκες δεν έχουν ακόμη μά θει να διαβάζουν ως γυναίκες, κάτι τέτοιο αναμφίβολα συμβαί νει γιατί οι δύο ομάδες κριτικών αναφέρονται σε δύο διαφορε τικές ομάδες αναγνωστριών. Άρα, το να επιχειρηματολογούμε με αυτό τον τρόπο θα σημαινε ότι αγνοούμε τα ζητήματα που συ ζητούν οι φεμινίστριες -όπως το τι σημαίνει για μια γυναίκα να διαβάζει ως γυναίκα-, θεωρώντας βέβαιο ότι η μία ομάδα βρή κε την απάντηση ενώ η άλλη όχι, αντί αυτή η απάντηση να απο τελεί το διακύβευμα κάθε ανάγνωσης. Όταν αμφισβητήθηκε η αναφορά του Stanley Fish στην εμπειρία όλων των αναγνωστών, ο ίδιος κατέφυγε στην έννοια των «ερμηνευτικών κοινοτήτων»: παραδέχτηκε πως δεν αναφερόταν σε μια οικουμενική εμπειρία, αλλά πως επιχειρούσε να πείσει άλλους να ενταχθούν στην ερμηνευτική κοινότητά του, μαζί με άλλους παρόμοια σκεπτόμενους αναγνώστες (Υπάρχει
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
93
κείμενο σ ’αυτή την τάξη;, σ. 15). Κάποιοι θεώρησαν ότι πρόκει
ται για ένα εξαιρετικά αδύναμο περιγραφικό εγχείρημα, το οποίο μας κληροδοτεί πολλές ανεξάρτητες κοινότητες, ανίκανες να συζητήσουν η μία με την άλλη: ορισμένοι αναγνώστες διαβά ζουν με έναν τρόπο -ας πούμε, οι αναγνώστες όπως τους θέλει ο Fish-, άλλοι με άλλο τρόπο -ας πούμε, οι αναγνώστες όπως τους θέλει ο Hirsch- κ.ο.κ., και το ίδιο για όσες διαφορετικές ανα γνωστικές στρατηγικές κι αν μπορέσουμε να εντοπίσουμε. Αλλά όσο ενοχλητική κι αν βρίσκουν ορισμένοι αυτή την αντίληψη που μας χωρίζει σε μεμονωμένες κοινότητες, είναι από μια άπο ψη αρκετά καθησυχαστική: παίρνοντας τις διαφορές και τα προ βλήματα που παρουσιάζονταιμέσα στην ανάγνωση και προβάλλοντάς τα σε διαφορές μεταξύ ερμηνευτικών κοινοτήτων, επιβε βαιώνει την ενότητα και την ταυτότητα των διεργασιών και των εμπειριών κάθε αναγνώστη και κάθε κοινότητας. Όπως είδαμε, ωστόσο, έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε για το κατά πόσο μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένη την ενότητα και την ταυτότητα των αναγνωστικών στρατηγικών και εμπειριών ενός προσώπου. Αν ούτε και ο αναγνώστης Fish δεν συμπίπτει με τον αναγνώστη όπως τον θέλει ο Fish, τότε το πρόβλημα είναι αρ κετά σοβαρό και μας δείχνει ότι η ανάγνωση είναι διαιρεμένη και ετερογενής, χρήσιμη ως σημείο αναφοράς μόνο όταν συνθέτει μια ιστορία, όταν ερμηνεύεται ή κατασκευάζεται ως αφήγημα. Υπάρχουν, ασφαλώς, πολλές διαφορετικές αναγνωστικές ιστορίες. Ο Wolfgang Iser μιλά για τον αναγνώστη που με ενεργό τρόπο γεμίζει τα κενά, πραγματώνει τα σημεία που το κείμενο αφήνει απροσδιόριστα, επιχειρεί να κατασκευάσει την ενότητα του κειμένου και τροποποιεί την κατασκευή του στο βαθμό που
94
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
το κείμενο απαιτεί περαιτέρω πληροφορίες. Στη Σημειωτική της ποίησης, ο Michael Riffaterre αφηγείται μια πιο δραματική ιστο ρία: αντιμέτωπος με την προσπάθεια να διαβάσει τα πάντα σε ένα ποίημα ως αναπαράσταση μιας τάξης πραγμάτων, ο αναγνώ στης επιχειρεί μια δεύτερη, αναδρομική ανάγνωση, στην οποία τα εμπόδια που είχε προηγουμένως συναντήσει μετατρέπονται σε ενδείξεις μίας και μοναδικής «μήτρας» - μιας ελάχιστης πρό τασης που κυριολεκτεί· καθετί μέσα στο ποίημα μπορεί να θεω ρηθεί ένας περιφραστικός μετασχηματισμός αυτής της πρότα σης. Ξαφνικά, εκεί που διαβάζουμε, «το παζλ συμπληρώνεται, όλα μπαίνουν στη θέση τους» (σ. 12). Ο Stephen Booth λέει μια πιο θλιβερή ιστορία για αναγνώστες οι οποίοι έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με (φωνολογικά, συντακτικά, θεματικά) σχήματα που προϋποθέτουν συνοχή, αισθάνονται επανειλημμένα να ακροβατούν στο κατώφλι της κατανόησης, χωρίς ποτέ να νιώ θουν αρκετά ικανοί να προσανατολιστούν ή να βάλουν τα διάφο ρα σχήματα σε μια τάξη. «Το μυαλό του κοινού [του Άμλετ] είναι ένα σταθερό αλλά απαλό ρεύμα που συνεχώς μετατοπίζεται, χω ρίς όμως ποτέ να εγκαταλείπει εντελώς το οικείο πεδίο», έτσι ώστε το έργο να τους επιτρέπει να «συγκρατούν», αλλά όχι και να επιλύουν, «όλες τις αντιφάσεις που αυτό περιέχει» («On the Value of Hamlet» I «Για την αξία τον Άμλετ», σσ. 287, 310). Ο Norman Holland, αντίθετα, κάνει λόγο για αναγνώστες που χαί ρονται να χρησιμοποιούν το έργο «για να αναπαράγουν τους εαυτούς τους». «Κάθε άτομο μπορεί να δεχτεί ένα λογοτεχνικό έργο μόνο στο βαθμό που πράγματι ανα-συστήνει μαζί με αυτό τη λεκτική μορφή του δικού του σχήματος αμυντικών μηχανισμών». Αφού συνδυάσει τις άμυνες, ο αναγνώστης εξάγει από το κείμε
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
95
νο «ορισμένες από αυτές τις φαντασιώσεις που του προκαλούν ευχαρίστηση» και τελικά δικαιολογεί τη φαντασίωση μετατρέποντάς την «σε μια συνολική εμπειρία αισθητικής, ηθικής, διανοη τικής ή κοινωνικής συνοχής και σημασίας» («Unity Identity Text Self»/«Ενότηταταυτότητα κείμενο εαυτός», σσ. 816-818). Τι αποκαλύπτουν παρόμοιες αφηγηματικές κατασκευές σχε τικά με την ανάγνωση; Ποια προβλήματα ανακύπτουν όταν εξε τάζουμε ένα σώμα αναγνωστικών ιστοριών; Μια σημαντική με ταβλητή στις ιστορίες αναγνωστικής ανταπόκρισης είναι το ζή τημα του ελέγχου. Σύμφωνα με τον Holland, φυσικά, οι αναγνώ στες οικειοποιούνται ένα έργο μέσα από τις διαδικασίες κατα σκευής του, έτσι ώστε αυτό να ταιριάξει με τις άμυνές τους. Άλλες ιστορίες επίσης εξαίρουν τον δημιουργικό ή παραγωγικό ρόλο του αναγνώστη ως μια βασική συμβολή της αναγνωστικά προσανατολισμένης κριτικής και συμπεραίνουν, συμπίπτοντας με τον Fish, ότι οι αναγνώστες διαβάζουν το ποίημα που έχουν πλάσει {Υπάρχει κείμενο σ ’ αυτή την τάξη;, σ. 169). Αλλά το πε ρίεργο χαρακτηριστικό αυτών των ιστοριών είναι πόσο εύκολα κείμενο και αναγνώστης μπορούν να αλλάξουν θέσεις: η ιστο ρία του αναγνώστη που δομείτο κείμενό του εύκολα αλλάζει και γίνεται ιστορία του κειμένου που προκαλεί συγκεκριμένες ανταποκρίσεις από την πλευρά του αναγνώστη και τον ελέγχει ενεργά. Η αλλαγή αυτή επέρχεται μόλις μετακινηθούμε από τον Bleich και τον Holland στον Riffaterre και τον Booth, αλλά μπο ρεί εξίσου εύκολα να συμβεί και στο πλαίσιο ενός μόνο κριτικού άρθρου. Στο λήμμα «Κείμενο, θεωρία τού» («Texte, theorie du») στην Encyclopaedia Universalis, o Barthes γράφει ότι «το σημαίνον ανήκει σε όλους» αλλά, συνεχίζει αμέσως μετά, «το
96
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κείμενο είναι αυτό που δουλεύει ακούραστα, όχι ο καλλιτέχνης ή ο καταναλωτής του» (σ. 1015). Στην επόμενη σελίδα, επανέρ χεται στην πρώτη θέση του: «η θεωρία του κειμένου αίρει όλους τους περιορισμούς στην ελευθερία της ανάγνωσης (καθιστώ ντας δυνατή την ανάγνωση ενός παλαιότερου κειμένου μέσα από μια εντελώς σύγχρονη οπτική [...]), αλλά επιμένει ιδιαίτερα και στην (παραγωγική) αντιστοιχία ανάγνωσης και γραφής» (σ. 1016). Σε άλλο σημείο, οι έπαινοι του Barthes για τον ανα γνώστη ως παραγωγό του κειμένου συνοδεύονται από αναφο ρές στον τρόπο με τον οποίο ακόμα και οι βασικότερες αντιλή ψεις του αναγνώστη χαλάνε το κείμενο: «Το οργασμικό κείμενο (texte de jouissance) εξαρθρώνει τις ιστορικές, πολιτισμικές και ψυχολογικές παραδοχές του αναγνώστη, καθώς και το σύνολο των προτιμήσεων, των αξιών και των αναμνήσεών του, προκαλώντας κρίση στη σχέση του με τη γλώσσα (Η απόλαυση του κει μένου, σσ. 25-26/14). Η πιο τρανή επιβεβαίωση αυτής της εύκολης μετατόπισης με ταξύ ελευθερίας και περιορισμών έρχεται από τις αναλύσεις του Umberto Eco για τα «ανοιχτά έργα», τα οποία ζητούν από τους αναγνώστες τους να γράψουν το κείμενο μέσα από την ανάγνω σή τους. Οι σφιχτές δομές των «κλειστών έργων» φαίνεται να μην αφήνουν στους αναγνώστες τέτοια περιθώρια, ενώ οι μη τελειωμένες δομές των ανοιχτών έργων απευθύνονται στη δημιουργικότητάτους. Ο Eco σημειώνει, ωστόσο, ότι αυτή ακριβώς η ανοιχτότητα των δεύτερων αναθέτει έναν πολύ πιο δυναμικό ρόλο στον αναγνώστη απ’ ό,τι το κλειστό έργο. «Ένα ανοιχτό έργο σχηματίζειτο “κλειστό” σχέδιο του Πρότυπου Αναγνώστη του ως συστατικό στοιχείο της δομικής στρατηγικής του» (Ο ρόλος του
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
97
αναγνώστη, σ. 9). Ο αναγνώστης καλείται να παίξει οργανωτικό
ρόλο: «Δεν μπ;ορείς να χρησιμοποιήσεις το κείμενο όπως θε'λεις, αλλά μόνο όπως το κείμενο θέλει να το χρησιμοποιήσεις», ενώ μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα κλειστά έργα με πολλούς διαφο ρετικούς τρόπους. Μπορούμε να θεωρήσουμε ή να αφηγηθούμε «τις ελεύθερες ερμηνευτικές επιλογές που προκύπτουν από μια σχεδιασμένη στρατηγική ανοιχτότητας» (σ. 40) ως πράξεις τις οποίες προκαλεί η στρατηγική καθοδήγησης που έχει καταστρώσει ένας ευρηματικός συγγραφέας. Οι ιστορίες του Fish παλινδρομούν και αυτές ανάμεσα σε έναν αναγνώστη που συμμετέχει ενεργά και σε έναν φουκαρά αναγνώστη που τον σφυροκοπούν οι μανιασμένες προτάσεις. Ο Fish ξεκινά με σκοπό να αμφισβητήσει τη φορμαλιστική αντίλη ψη για το κείμενο ως δομή που καθορίζει το νόημα, αντιπαραθέτοντας τη δική του αντίληψη για τα «ανθρώπινα όντα που ανά πά σα στιγμή δημιουργούν τους πειραματικούς χώρους στους οποίους εισρέει η προσωπική γνώση» με την αντίθετη άποψη για τα «αν θρώπινα όντα ως παθητικούς και αδιάφορους δέκτες μιας γνώ σης που βρίσκεται έξω από αυτά» (Υπάρχει κείμενο σ ’ αυτή την τάξη;, σ. 94). 'Οταν όμως αφηγείται συγκεκριμένες αναγνωστικές πράξεις, συμβαίνει κάτι περίεργο- όταν ο αναγνώστης-δημιουργός του νοήματος συναντά τη φράση του Walter Pater «Αυτό το καθαρό αντιληπτικό περίγραμμα του προσώπου και των άκρων είναι απλώς μια εικόνα μας» («That clear perceptual outline of face and limb is but an image of ours»), να τι συμβαίνει: Με όρους ανταπόκρισης του αναγνώστη, η λέξη «αυτό» («that») δημιουργεί μια προσδοκία που τον φέρνει στο προ σκήνιο, την προσδοκία να ανακαλύψει τι είναι αυτό το «αυ
98
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τό» («that») [...]. Το επίθετο «καθαρό» («clear») λειτουργεί με δύο τρόπους· υπόσχεται στον αναγνώστη ότι όταν εμφα νιστεί το «αυτό» («that») αυτός θα μπορέσει να το δει εύκο λα και, αντίστροφα, ότι αυτό θα είναι εύκολα ορατό. Το «αντιληπτό» («perceptual») σταθεροποιεί την ορατότητα του «αυτό» («that») πριν ακόμη το δει κανείς και το «περί γραμμα» («outline») του δίνει μια δυνητική μορφή ενώ ταυ τόχρονα θέτει ένα ερώτημα. Σε αυτό το ερώτημα -περί γραμμα τίνος πράγματος;- απαντά πολύ ευγενικά η φράση «του προσώπου και των άκρων» («face and limb»), η οποία, στην πραγματικότητα, γεμίζει το περίγραμμα. Τη στιγμή που ο αναγνώστης φθάνει στο δηλωτικό ρήμα «είναι» («is») [...] προσανατολίζεται καθαρά και με βεβαιότητα προς έναν κόσμο με απολύτως διακριτά αντικείμενα και απολύτως ικανούς να τα διακρίνουν παρατηρητές, ένας από τους οποίους είναι και ο ίδιος. Τότε όμως η φράση στρέφεται στον αναγνώστη και παίρνει πίσω τον κόσμο που η ίδια έχει δημιουργήσει. [...] Η «εικόνα» («image») δίνει τέλος σε αυ τή την αβεβαιότητα, αλλά προς την κατεύθυνση μιας μη υλι κής κατάστασης· και η ήδη θολή μορφή εξαφανίζεται πια εντελώς όταν η φράση «μας» («of ours») καταρρίπτει τη διάκριση ανάμεσα στον αναγνώστη και σε αυτό που είναι (ή ήταν) «χωρίς» (η διατύπωση είναι του ίδιου του Pater). Τη μία το βλέπεις (το «αυτό», «that»), την άλλη όχι. Ο Pater το έδωσε και ο Pater το πήρε πίσω (σ. 31).
Παρά τους ισχυρισμούς της θεωρίας του Fish, ο αναγνώστης γί νεται το θύμα της δαιμόνιας στρατηγικής του συγγραφέα. Στην πραγματικότητα, όσο πιο ενεργός, ευφάνταστος ή δημιουργικός είναι ο αναγνώστης, τόσο πιο εύκολα χειραγωγείται από την πρόταση που διαβάζει ή από το συγγραφέα. Ο Fish παρατήρησε αργότερα ότι αυτή η μεταβολή υπέσκαψε
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
99
το υποτιθέμενο πρόγραμμά του. «Η επιχειρηματολογία στο “Η λογοτεχνία στον αναγνώστη” (“Literature in the Reader”)» γρά φει στην εισαγωγή του σε αυτή τη συλλογή άρθρων «στήθηκε (ή τουλάχιστον έτσι ανακοινώθηκε) για λογαριασμό του αναγνώ στη και εναντίον της αυτάρκειας του κειμένου- καθώς όμως η επιχειρηματολογία αυτή προχωρά, το κείμενο αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα και ο αναγνώστης, αντί να απε λευθερωθεί, βρίσκεται ακόμα πιο στριμωγμένος σε αυτή την και νούργια για τον ίδιο εξέχουσα θέση, απ’ ό,τι ήταν προηγουμέ νως» (σ. 7). Ο Fish απατάται όμως όταν νομίζει ότι πρόκειται για ένα λάθος που μπορεί να διορθώσει υποστηρίζοντας, όπως κάνει σε επόμενα άρθρα του, ότι τα μορφικά χαρακτηριστικά του κει μένου που χειραγωγούν τον αναγνώστη προέρχονται από τις ερ μηνευτικές αρχές που μεταφέρει ο αναγνώστης. Η ιστορία της χειραγώγησης θα επιβεβαιώνει πάντοτε τον εαυτό της: πρώτον, γιατί είναι μια πολύ καλύτερη ιστορία, γεμάτη δραματικές συνα ντήσεις, στιγμές απογοήτευσης και ανατροπές- δεύτερον, γιατί ασχολείται ευκολότερα και ακριβέστερα με τις λεπτομέρειες του νοήματος- και τρίτον, γιατί αυτή η άποψη δίνει αξία στην εν χρό νιο εμπειρία της ανάγνωσης. Ο αναγνώστης που δημιουργεί τα πάντα δεν μαθαίνει τίποτε, ενώ εκείνος που συναντά συνεχώς το απρόσμενο μπορεί να κάνει πολύ σημαντικές και ενοχλητικές ανακαλύψεις. Όσο περισσότερο μια θεωρία τονίζει την ελευθε ρία του αναγνώστη, τον έλεγχο που αυτός ασκεί και την συγκροτησιακή δραστηριότητά του, τόσο πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε ιστορίες δραματικών συναντήσεων και εκπλήξεων που πα ρουσιάζουν την ανάγνωση ως μια διαδικασία ανακάλυψης. Η επιστροφή στον έλεγχο του κειμένου μέσα στο πλαίσιο ανα-
ιοο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γνωστικών ιστοριών που θα έπρεπε να αφηγούνται ακριβώς το αντίθετο είναι ένα σπουδαίο παράδειγμα των περιορισμών που οι διαλογικές δομές επιβάλλουν στις θεωρίες οι οποίες με τη σειρά τους ισχυρίζονται ότι τις ελέγχουν ή τις περιγράφουν. Οι ίδιες οι θεωρίες και οι περιγραφές των αναγνωστικών ιστοριών φαίνεται να καθοδηγούνται από διάφορες όψεις τις ιστορίας. Λειτουργεί όμως και μια άλλη δομική αναγκαιότητα σε αυτές τις μετακινή σεις από την κυριαρχία του αναγνώστη προς την κυριαρχία του κειμένου και αντίστροφα. Μια μελέτη της ανάγνωσης δεν θα μας επέτρεπε να αποφασίσουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο εναλλακτι κές λύσεις, δεδομένου ότι μπορούμε να θεωρητικοποιήσουμε την κατάσταση και από τις δύο πλευρές και ότι υπάρχουν λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να θεωρητικοποιηθεί και από τις δύο πλευρές. Το παράδειγμα των αστείων δείχνει με πολύ όμορφο τρόπο την περίεργη κατάσταση της ανάγνωσης. Ο ακροατής είναι απαραίτητος για ένα αστείο, αφού, αν δεν γελάσει ο ακροατής, το αστείο δεν είναι αστείο. Εδώ, όπως θα έλεγε και η κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης, ο αναγνώστης παίζει καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό της δομής και της σημασίας του εκφωνήμα τος. Όπως γράφει και ο Samuel Weber, εξηγώντας τη φροϋδική θεωρία του Witz (αστείου), «το τρίτο πρόσωπο, ως ακροατής, αποφασίζει αν το αστείο είναι επιτυχημένο ή όχι -δηλαδή αν εί ναι αστείο ή όχι- [...]. Και παρ’ όλα αυτά, αυτή η αποφασιστική πράξη του τρίτου προσώπου είναι πέρα από κάθε βούληση -κανείς δεν μπορεί να εκβιάσει το γέλιο- και έξω από το συνειδητό, αφού κανείς δεν ξέρει, τη στιγμή που γελάει, για ποιο πράγμα γε λάει» («The Divaricator»/«0 διασπορέας», σσ. 25-26). Ο ακροα τής δεν ελέγχει το ξέσπασμα του γέλιου: το κείμενο το προκαλεί
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
ΙΟΙ
(το αστείο, λέμε, με έκανε να γελάσω). Από την άλλη μεριά, η απρόβλεπτη ανταπόκριση καθορίζει τη φύση του κειμένου από το οποίο υποτίθεται ότι προκλήθηκε. Αυτή την κατάσταση, στην οποία ο αναγνώστης και το κείμενο έχουν από κοινού τον έλεγχο του νοήματος, καμία συμβιβαστική διατύπωση δεν θα μπορούσε να την περιγράψει με ακρίβεια, γι’ αυτό και την αντιλαμβανόμα στε καλύτερα όταν αντιπαραθέσουμε δύο απόλυτα διακριτές προοπτικές. Στις αναγνωστικές ιστορίες, η κίνηση από τις αποφα σιστικές πράξεις των αναγνωστών προς τις αυτόματες απαντή σεις τους και αντίστροφα δεν είναι ένα λάθος το οποίο θα έπρεπε να διορθώσουμε, αλλά ένα βασικό δομικό χαρακτηριστικό της όλης κατάστασης. Έ να δεύτερο, πολύ σχετικό, ζήτημα που ανακύπτει από τις αναγνωστικές ιστορίες είναι τι υπάρχει «μέσα» στο κείμενο. Πρόκειται άραγε για κάτι τόσο πλούσιο και πλήρες που κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να το συλλάβει σε όλη του την έκταση; Ή μήπως για μια καθορισμένη δομή με κάποια κενά που πρέπει να καλύψει ο αναγνώστης; Ή για μια σειρά από ακαθόριστα ση μάδια στα οποία ο αναγνώστης πρέπει να προσδώσει δομή και σημασία; Ο Stanley Fish, παραδείγματος χάριν, παίρνει διαφο ρετικές θέσεις προσπαθώντας να χειριστεί αυτό το πρόβλημα. Με κάθε αλλαγή θέσης στοχεύει να αποδώσει στη θεμελιώδη δραστηριότητα του αναγνώστη κάποιο από τα στοιχεία που είχε προηγουμένως αποδώσει στο κείμενο. Αρχικά, ο Fish υποστήρι ξε ότι το νόημα δεν βρίσκεται στο κείμενο, αλλά στην αναγνω στική εμπειρία. Το κείμενο είναι μια σειρά από μορφικές δομές στις οποίες οι αναγνώστες συνεισφέρουν το νόημα, όπως συμ βαίνει και με το παράδειγμα από τον Pater που αναφέρθηκε πα
102
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ραπάνω. Εντρυφώντας αργότερα οτην υφολογία, ο Fish αποφά σισε ότι οι ερμηνευτικές υποθέσεις του αναγνώστη είναι αυτές που καθορίζουν ποια από τα πολυάριθμα μορφικά χαρακτηρι στικά και σχήματα του κειμένου μετράνε ως κειμενικά γεγονό τα. Σε ένα τρίτο στάδιο, ισχυρίστηκε ότι τα μορφικά σχήματα δεν είναι κατά κανένα τρόπο μέσα στο κείμενο. Μιλώντας για τους στίχους χονΛνκίδα που αναφέρθηκαν νωρίτερα, γράφει: Εμείς καθορίζουμε την έννοια της «απόληξης του στίχου» και νομίζουμε πως είναι φυσικό γεγονός* έτσι θα μπορού σε κάποιος να συμπεράνει ότι πράγματι αυτή είναι υπεύθυ νη για την αναγνωστική εμπειρία που περιγράφουμε. Η αλήθεια, πιστεύω, είναι εντελώς αντίθετη: το τέλος των στί χων υπάρχει χάρη στις αντιληπτικές στρατηγικές μας μάλ λον, παρά το αντίστροφο. Ιστορικά, η στρατηγική την οποία γνωρίζουμε ως «ανάγνωση (ή ακρόαση) ποίησης» σημαίνει ότι δίνουμε προσοχή στο στίχο ως ενότητα, αλλά ακριβώς αυτή η προσοχή που του δείχνουμε καθιστά το στί χο διαθέσιμο ως ενότητα (είτε με «τυπογραφική» είτε με «ακουστική» διάρκεια) [...]. Με μία λέξη, αυτό που παρα τηρούμε είναι αυτό που θέλουμε να παρατηρήσουμε, όχι μέσα από έναν καθαρό και μη παραμορφωτικό καθρέφτη, αλλά μέσα από μια ερμηνευτική στρατηγική (Υπάρχει κεί μενο σ ’ αυτή την τάξη;, σσ. 165-166).
Μπορούμε να επαναλάβουμε το ίδιο επιχείρημα και για τα πιο βασικά φαινόμενα: οποιαδήποτε επανάληψη του ίδιου ήχου ή γράμματος είναι αποτέλεσμα φωνολογικών ή ορθογραφικών συμβάσεων και ως εκ τούτου μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο ήχος ή το γράμμα προκύπτει από τις ερμηνευτικές στρατηγικές συγκεκριμένων κοινοτήτων. Δεν υπάρχει αυστηρός τρόπος για
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
103
να διακρίνουμε το γεγονός από την ερμηνεία του, γι’ αυτό και τί ποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι οριστικά μέσα στο κείμε νο πέρα από τις ερμηνευτικές συμβάσεις. Ο Fish κάνει κι ένα βήμα παραπάνω: όπως το κείμενο και τα νοήματά του, έτσι και ο αναγνώστης είναι προϊόν των στρατηγι κών μιας ερμηνευτικής κοινότητας και συγκροτείται ως αναγνώ στης από τους διανοητικούς χειρισμούς που αυτή η ερμηνευτική κοινότητα καθιστά δυνατούς. «Με μία κίνηση» γράφει ο Fish «το δίλημμα που προκάλεσε τη διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του κειμένου και των υποστηρικτών του αναγνώστη (ένας από τους οποίους ασφαλώς και υπήρξα) διαλύεται, γιατί δεν μπορούμε πλέον να συλλάβουμε αυτές τις δύο ανταγωνιστικές οντότητες ως ανεξάρτητες τη μία από την άλλη. Για να το θέσου με διαφορετικά, το ζήτημα της αντικειμενικότητας δεν μπορεί πια να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης, γιατί η αυθεντική διαμεσολάβηση, το κέντρο της ερμηνευτικής αυθεντίας, είναι ταυτόχρονα και τα δύο αυτά μαζί και κανένα από τα δύο» (σ. 14). «Πολλά πράγματα φαίνονται αρκετά διαφορετικά» ισχυρίζεται «από τη στιγμή που παύει να υπάρχει η αυστηρή διά κριση υποκειμένου-αντικειμένου» (σ. 336). Αυτός ο ριζικός μονισμός, σύμφωνα με τον οποίο τα πάντα εί ναι προϊόν ερμηνευτικών στρατηγικών, είναι το λογικό αποτέλε σμα μιας ανάλυσης που δείχνει ότι κάθε οντότητα είναι και ένα συμβατικό κατασκεύασμα-η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου, όμως, προβάλλει μεγαλύτερη αντίσταση απ’ ό,τι νομίζει ο Fish και δεν πρόκειται να εξαφανιστεί «με μία κίνηση». Ξανακάνει την εμ φάνισή της αμέσως μόλις επιχειρήσουμε να μιλήσουμε για ερμη νεία. Για να συζητήσουμε μια αναγνωστική εμπειρία, πρέπει να
104
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
διαθέτουμε έναν αναγνώστη και ένα κείμενο. Για κάθε αναγνω στική ιστορία, πρέπει ο αναγνώστης κάτι να συναντάει, από κάτι να εκπλήσσεται και κάτι να μαθαίνει. Η ερμηνεία είναι πάντοτε ερμηνεία κάποιου πράγματος και αυτό το πράγμα είναι πάντοτε το αντικείμενο σε μια σχέση υποκειμένου-αντικειμένου, ακόμα και αν μπορεί να θεωρηθεί ως το προϊόν προγενέστερων ερμηνειών. Στις αποστροφές του Fish διακρίνουμε ορισμένες στιγμές μιας γενικότερης διαμάχης ανάμεσα στο μονισμό της θεωρίας και στη δυαδικότητα της αφήγησης. Οι αναγνωστικές ιστορίες δείχνουν την αδυναμία μας να στοιχειοθετήσουμε σαφείς διακρίσεις ανά μεσα στο γεγονός και την ερμηνεία του, ανάμεσα σε αυτό που μπορούμε να διαβάσουμε στο κείμενο και σε αυτό που μπορούμε να αποδώσουμε στο κείμενο διαβάζοντάς το, ή ανάμεσα στο κεί μενο και στον αναγνώστη· μας οδηγούν επομένως σε ένα είδος μονισμού. Τα πάντα είναι κατασκεύασμα της ερμηνείας, και μά λιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Fish να παραδέχεται πως δεν μπο ρεί να απαντήσει στο ερώτημα τίνος πράγματος ερμηνεία είναι οι ερμηνευτικές πράξεις (σ. 165). Οι αναγνωστικές ιστορίες, ωστό σο, δεν θα αφήσουν αναπάντητο αυτό το ερώτημα. Πρέπει πάντο τε να υπάρχουν κάποιες δυαδικότητες: ένας ερμηνευτής και κάτι προς ερμηνεία, ένα υποκείμενο και ένα αντικείμενο, ένας δρά στης και κάτι επί του οποίου δρα ή κάτι το οποίο δρα επάνω του. Η σχέση μεταξύ μονισμού και δυαδικότητας είναι έντονα πα ρούσα στο έργο του Wolfgang Iser. Οι αναφορές του στην ανά γνωση είναι ιδιαίτερα λογικές, σχεδιασμένες για να αποδώσουν τα οφειλόμενα στη δημιουργική και συμμετοχική δραστηριότη τα του αναγνώστη, ενώ ταυτόχρονα σέβονται τα καθορισμένα κείμενα που απαιτούν και προκαλούν μια συγκεκριμένη ανα
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
105
γνωστική ανταπόκριση. Ο Iser επιχειρεί δηλαδή να δώσει μια δυαδική θεωρία, αλλά οι κριτικοί του δείχνουν πως αυτή η δυαδικότητα είναι αστήρικτη: η διάκριση μεταξύ κειμένου και ανα γνώστη, γεγονότος και ερμηνείας, ή καθορισμένων και ακαθό ριστων στοιχείων καταρρίπτεται και η θεωρία του γίνεται μονιστική. Από τα επιχειρήματα και τις παραδοχές του Iser στα οποία θα δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση θα εξαρτηθεί και η μορ φή του μονισμού την οποία θα προσλάβει η θεωρία του. Στη «Διαμάχη για τον έλεγχο» («The Struggle of Control»), o Samuel Weber υποστηρίζει ότι στη θεωρία του Iser τα πάντα εξαρτώνται από την αυθεντία του συγγραφέα, ο οποίος έκανε το κείμενο αυ τό που είναι: ο συγγραφέας εγγυάται την ενότητα του έργου, επιζητάτη δημιουργική συμμετοχή του αναγνώστη και μέσα από το κείμενό του «προκατασκευάζει το σχήμα του αισθητικού αντικειμένου που ο αναγνώστης καλείται να παραγάγει», άρα η ανάγνωση πραγματώνει την πρόθεση του συγγραφέα (Ηπράξη της ανάγνωσης, σ. 96). Αλλά θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε με πειστικό τρόπο, όπως κάνει ο Stanley Fish στο «Γιατί κανείς δεν φοβάται τον Wolfgang Iser», ότι η θεωρία του αποτελεί μο νισμό άλλου τύπου: οι αντικειμενικές δομές που κατά τον Iser καθοδηγούν ή καθορίζουν την ανταπόκριση του αναγνώστη αποτελούν δομές μόνο για μια συγκεκριμένη αναγνωστική πρα κτική. «Τα κενά δεν είναι ενσωματωμένα στο κείμενο αλλά εμ φανίζονται (ή δεν εμφανίζονται) ως συνέπεια συγκεκριμένων ερμηνευτικών στρατηγικών» και, επομένως, «δεν μπορεί να γί νει διάκριση ανάμεσα σε αυτό που δίνει το κείμενο και σε αυτό που προσφέρει ο αναγνώστης· αυτός προσφέρει τα πάντα· τα αστέρια ενός λογοτεχνικού κειμένου δεν είναι συγκεκριμένα-
ιο 6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
έχουν τόση ποικιλία όση και οι γραμμές που τα ενώνουν» (σ. 7). Το λάθος του Iser είναι ότι εκλαμβάνει τη δυαδικότηταπου χρειά ζονται οι αναγνωστικές ιστορίες ως θεωρητικώς προφανή, χω ρίς να συνειδητοποιεί ότι η μεταβλητή διάκριση μεταξύ γεγονό τος και ερμηνείας, ή μεταξύ της συμβολής του κειμένου και της συμβολής του αναγνώστη, καταρρέει κάτω από το βάρος του θεω ρητικού ελέγχου12. Αν δείξουμε πως η θεωρία του Iser οδηγεί σε ένα μονισμό στον οποίο είτε ο αναγνώστης είτε ο συγγραφέας συνεισφέρουν τα πάντα, τότε είμαστε σε θέση να δείξουμε πού κάνει λάθος όταν προτείνει την ιδιαίτερα ευάλωτη ιδέα ότι το κείμενο συνει σφέρει κάτι και ο αναγνώστης συνεισφέρει κάτι άλλο, ή ότι υπάρχουν κάποιες καθορισμένες δομές και κάποια απροσδιόρι στα πεδία. Στο Τι είναι η λογοτεχνία; (Qu ’est-ce que la litterature?), o Jean-Paul Sartre προσφέρει μία από τις καλύτερες λύσεις όταν συζητά τον τρόπο με τον οποίο οι αναγνώστες «δημιουργούν και ξεκλειδώνουν ταυτόχρονα, ξεκλειδώνουν δημιουργώντας και 12. Σε μια απάντησή του στον Fish («Talk like Whales»/«Μιλώντας σαν τις φάλαι νες»), ο Iser υποστηρίζει ότι «οι λέξεις ενός κειμένου είναι δεδομένες, η ερμη νεία των λέξεων είναι καθορισμένη και τα νοηματικά κενά ανάμεσα στα δεδο μένα στοιχεία και/ή στις ερμηνείες αποτελούν τα απροσδιόριστα σημεία του κειμένου» (σ. 83). Κάτι τέτοιο δεν είναι διόλου ικανοποιητικό, αφοΰ σε πολλές περιπτώσεις η ερμηνεία ορισμένων λέξεων είναι αρκετά ασαφής και συχνά το ερώτημα τι σημαίνει η λέξη με την οποία ασχολούμαστε είναι θέμα ερμηνείας και όχι δεδομένο. Δείγματα μιας καλύτερης απάντησης, που θεωρεί τη διάκρι ση ανάμεσα στο καθορισμένο και στο απροσδιόριστο μια μεταβλητή και λει τουργική αντίθεση, δίνει ο Iser στη συνέντευξή του στο DiacHtics, όπου μιλά για «τη διάκριση ανάμεσα σε μια σημασία που πρέπει να δώσουμε και σε μια ση μασία που μας έχει δοθεί». «Από τη στιγμή που ο αναγνώστης παρέχει το σύν δεσμο μεταξύ των δύο, η σημασία προσδιορίζεται» («Συνέντευξη», σ. 72).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
107
δημιουργούν ξεκλειδώνοντας» (σ. 55). «Ainsi pour le lecteur» γράφει o Sartre «tout est a faire et tout est deja fait» («Έτσι για τον αναγνώστη όλα απομένει να γίνουν και όλα έχουν ήδη γί νει») (σ. 58). Για τον αναγνώστη το κείμενο δεν είναι μερικώς δημιουργημένο· αντίθετα, αφενός είναι ήδη πλήρες και ανεξά ντλητο -μπορούμε να το διαβάζουμε και να το ξαναδιαβάζουμε χωρίς ποτέ να συλλάβουμε εντελώς αυτό που έχει ήδη κατασκευα στεί-, αφετέρου περιμένει ακόμη να το δημιουργήσουμε κατά τη διαδικασία της ανάγνωσης, χωρίς την οποία το κείμενο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαύρα σημάδια στο χαρτί. Η προσπάθεια να βρούμε συμβιβαστικές διατυπώσεις δεν καταφέρνει να συλλάβει αυτή τη βασική, διπλή ιδιότητα της ανάγνωσης. Οι αναγνωστικές ιστορίες, ωστόσο, χρειάζονται κάτι που να μπορεί να εκληφθεί ως δεδομένο προκειμένου ο αναγνώστης να μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτό. Τα επιχειρήματα του Ε. D. Hirsch για το νόημα και τη σημασία είναι διαφωτιστικά ως προς αυτό. «Το “νόημα”», το οποίο ο Hirsch ταυτίζει με το νόημα που ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να παραγάγει, «αναφέρεται σε όλο το λεκτικό νόημα ενός κειμένου, ενώ η “σημασία” αναφέρεται στο κειμενικό νόημα σε σχέση με τα ευρύτερα συμφραζόμενα, δηλαδή σε σχέση με έναν άλλο νου, με μια άλλη εποχή, με μια ευρύτερη θε ματική» (Οι στόχοι της ερμηνείας, σσ. 2-3). Οι αντίπαλοι του Hirsch απορρίπτουν αυτή τη διάκριση, υποστηρίζοντας ότι το νόημα δεν βρίσκεται μέσα στο κείμενο, αλλά στα συμφραζόμενα μιας ερμη νείας- ο Hirsch όμως ισχυρίζεται ότι η ερμηνευτική δραστηριότη τα εξαρτάται από τη διάκριση ανάμεσα στο νόημα που ενυπάρχει στο κείμενο (γιατί ο συγγραφέας το έβαλε εκεί) και στη σημασία που προστίθεται σε αυτό. «Αν ένας ερμηνευτής δεν θεωρούσε ότι
ιο 8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
το νόημα ενός κειμένου βρίσκεται εκεί ως μια ευκαιρία για στοχα σμό ή για διερεύνηση, δεν θα μπορούσε οΰτε να σκεφτεί οΰτε να μιλήσει για τίποτε. Ακριβώς το γεγονός ότι το νόημα βρίσκεται εκεί και ότι η ταυτότητά του δεν αλλάζει από τη μία στιγμή στην άλ λη του επιτρέπουν να αποτελέσει αντικείμενο στοχασμού. Επομέ νως, ενώ το νόημα αποτελεί τη σταθερά της ερμηνείας, η σημασία ασπάζεται την αρχή της αλλαγής» (σ. 80). Η αναγκαιότητα αυτής της διάκρισης επιβεβαιώνεται, κατά τον Hirsch, από την προθυμία των αντιπάλων του να ισχυριστούν ότι τους έχει παρερμηνεύσει (και άρα ότι τα έργα τους έχουν σταθερό νόημα, διαφορετικό από τη σημασία που οι ερμηνευτές μπορεί να τους αποδίδουν). Αυτό όμως που δείχνουν τα επιχειρήματά του είναι ότι ακριβώς αυτού του τύπου οι δυαδικότητες είναι απαραίτητες στην ενασχόλησή μας με τα κείμενα και με τον κόσμο, και όχι το επιστημολογικό κύ ρος μιας διάκρισης ανάμεσα στο νόημα ενός κειμένου και στη ση μασία που οι ερμηνευτές τού αποδίδουν, ούτε και η δυνατότητα να καθορίσουμε με βάση ορισμένες αρχές τι ανήκει στο νόημα και τι στη σημασία. Χρησιμοποιούμε συνεχώς τέτοιες διακρίσεις γιατί τις απαιτούν οι ιστορίες μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παύουν να αποτελούν μεταβλητές και αστήρικτες έννοιες. Ο Richard Rorty θέτει πολύ σοοστά αυτό το ζήτημα σε μια συ ζήτηση για τα προβλήματα που προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο ο Thomas Kuhn χειρίζεται την επιστήμη ως μια σειρά από ερμηνευτικά παραδείγματα. Άραγε οι επιστήμονες ανακαλύ πτουν ιδιότητες που βρίσκονται μέσα στη φύση ή μήπως είναι τα εννοιολογικά τους σχήματα αυτά που παράγουν οντότητες όπως τα υπατομικά σωματίδια, τα φωτοκύματα κ.ά.; Η επιστήμη φτιά χν εις βρίσκει-, «Στην προσέγγιση που προτείνω» γράφει ο Rorty
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
Τίποτε το ουσιαστικό δεν διακυβεύεται από την επιλογή ανάμεσα σε αυτές τις δυο φράσεις - ανάμεσα στη μεταφορά της δημιουργίας και αυτήν της ανακάλυψης [...]. Παρ’ όλα αυτά, και όσον αφορά τη φυσική, είναι λιγότερο παραδοξολογικό να επιμείνουμε στην κλασική αντίληψη περί «καλύ τερης περιγραφής αυτοΰ που ήδη υπάρχει». Και αυτό, όχι λόγω κάποιων βαθύτερων επιστημολογικών ή μεταφυσικών παραμέτρων, αλλά απλώς επειδή, όταν αφηγούμαστε τις αναχρονιστικές ιστορίες μας για το πώς οι πρόγονοί μας σκαρφάλωσαν βήμα-βήμα στις κορυφές [ό]που σήμερα (εν δεχομένως παραπλανημένοι) στεκόμαστε, χρειάζεται να κρατήσουμε κάποια πράγματα σταθερά καθ’ όλη τη διάρ κεια της ιστορίας. Οι φυσικές δυνάμεις και οι μικρές μονά δες ύλης, όπως τις αντιλαμβάνεται η εκάστοτε φυσική θεω ρία, συνιστούν καλούς υποψήφιους για έναν τέτοιο ρόλο. Η φυσική αποτελεί υπόδειγμα «ανακάλυψης» μόνο και μόνο επειδή είναι δύσκολο (τουλάχιστον στη Δύση) να αφηγηθού με μια ιστορία μεταβλητών φυσικών συμπάντων που αντιπαρατίθενται σε έναν αμετάβλητο Ηθικό Νόμο ή ποιητικό κα νόνα, ενώ είναι πολύ εύκολο να αφηγηθούμε μια αντίστρο φη ιστορία. Η άτεγκτη «φυσιοκρατική» μας αίσθηση, σύμ φωνα με την οποία το πνεύμα, αν δεν ανάγεται στη φύση, τουλάχιστον παρασιτεί σε αυτήν, δεν είναι τίποτε περισσό τερο από τη διαίσθηση που βλέπει τη φυσική ως χορηγό ενός πολύ καλού πλαισίου για τις αφηγήσεις των ιστοριών μας πε ρί ιστορικής αλλαγής. Δεν πρόκειται, με άλλα λόγια, για κανενός είδους διαισθητική ενόραση βαθιά μέσα στη φύση της πραγματικότητας, η οποία θα μας έπειθε ότι τα πάντα, πλην των ατόμων και του κενού, είναι «συμβατικά» (ή «πνευματι κής υφής» ή «κατασκευασμένα»). Αυτό που είχε διαισθαν θεί ο Δημόκριτος είναι ότι μια ιστορία που μιλά για τα μι κρότερα δυνατά τμήματα των πραγμάτων αντιπροσωπεύει ένα πολύ καλό υπόβαθρο για τις ιστορίες που μιλούν για τις
log
no
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αλλαγές αυτών των πραγμάτων. Η αποδοχή τέτοιων κοσμοϊστοριών (στις οποίες μπορούμε να συμπεριλάβουμε διαδο χικά αυτές του Λουκρητίου, του Νεύτωνα και του Bohr) μπο ρεί να υπήρξε καθοριστική για τη Δύση, αλλά κατά κανένα τρόπο δεν συνιστά μια επιλογή που εξασφαλίζει ή προϋπο θέτει κάποιες επιστημολογικές ή μεταφυσικές εγγυήσεις (Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, σσ. 344-345/468-469).
Λίγο πολΰ κατά τον ίδιο τρόπο, η έννοια του σταθερού κειμένου με τις αμετάβλητες ιδιότητες που μπορούν να εντοπιστούν προ σφέρει μια εξαιρετική βάση για επιχειρήματα σχετικά με την ερ μηνεία, καθώς και για αναφορές στις μεταβαλλόμενες ερμη νείες. Οι ίδιοι οι κριτικοί που είναι προσανατολισμένοι στη λει τουργία της ανάγνωσης ανακάλυψαν ότι είναι πιο ενδιαφέρον να αφηγείται κανείς ιστορίες κειμένων που προκαλούν ή προσκαλοΰν σε απαντήσεις απ’ ό,τι να περιγράφει αναγνώστες που δημιουργούν κείμενα- οι διακρίσεις όμως που δομούν αυτές τις ιστορίες παραμένουν προς διερεύνηση και οι αναλύσεις που εξαρτώνται από αυτές αποδεικνύονται ευάλωτες στην κριτική. Οι θεωρίες που αντιμετωπίζουν το κείμενο ως κατασκεύασμα του αναγνώστη παίζουν πολύ βασικό ρόλο εμποδίζοντας αυτές τις μεταβλητές πραγματολογικές διακρίσεις να σταθεροποιη θούν και τις όψεις της ανάγνωσης που διαφορετικά θα περνού σαν απαρατήρητες να διαλευκανθούν. Έ να τρίτο σημαντικό χαρακτηριστικό των αναγνωστικών ιστοριών είναι η κατάληξή τους. Οι αναγνωστικές περιπέτειες έχουν συνήθως αίσια έκβαση. Οι ιστορίες του Riffaterre κορυφώνονται με μια θριαμβευτική ανασύσταση της νοηματικής μή τρας που παράγει και ενοποιεί το ποίημα. Οι αντίστοιχες ιστο ρίες του Iser τελειώνουν επίσης με μια ανακάλυψη: «Στο τέλος
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑ Ι Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
111
του Που αιώνα, η ανακάλυψη ήταν μια διαδικασία που μας κα θησύχαζε αναφορικά με την certitudo salutis, και έτσι μας ανα κούφιζε από τη θλίψη που προκαλούσε η καλβινική διδασκαλία περί προκαθορισμού». Τον 18ο αιώνα, αντί για τη σωτηρία τους, οι αναγνώστες ανακάλυπταν την «ανθρώπινη φύση». Τον 19ο αιώνα, ο αναγνώστης «έπρεπε να ανακαλύψει το γεγονός ότι η κοινωνία ασκούσε εν μέρει πάνω του μια επιρροή και ότι στόχος του ενδεχομένως θα ήταν να υιοθετήσει κριτική στάση απέναντι σε αυτή την επιβολή». Τον 20ό αιώνα, «η ανακάλυψη αφορά τη λειτουργία των δικών μας αντιληπτικών ικανοτήτων» (Ο υπονοού μενος αναγνώστης, σ. xiii). Αποτέλεσμα της ανάγνωσης, όπως φαίνεται, είναι πάντοτε η γνώση. Οι αναγνώστες μπορεί να χει ραγωγούνται και να αποπροσανατολίζονται αλλά, όταν τελειώ νουν το βιβλίο, η εμπειρία τους μετατρέπεται σε γνώση -ίσως σε μια κατανόηση των περιορισμών που επιβάλλουν οι οικείες ερ μηνευτικές συμβάσεις-, καθώς τελειώνοντας το βιβλίο βγαίνουν από την αναγνωστική εμπειρία και αποκτούν έλεγχο επάνω της. Κριτικοί όπως ο Fish, ο οποίος μιλά για την «εμπειρία μιας αφή γησης που υποσκάπτει τη βεβαιότητα και απομακρύνεται από την καθαρότητα, περιπλέκοντας αυτό που αρχικά φαινόταν εντε λώς απλό και εγείροντας περισσότερα προβλήματα από αυτά που λύνει», κατασκευάζουν παρ’ όλ’ αυτά μυθιστορήματα μαθη τείας: Bildungsromane (Αυτοαναλονμενα κατασκευάσματα, σ. 378). Οι ιστορίες τους παρακολουθούν έναν αθώο αναγνώστη που εμπιστεύεται τις παραδοσιακές παραδοχές σχετικά με τη δο μή και το νόημα, έρχεται αντιμέτωπος με την τάση των κειμένων να αποκλίνουν από αυτές, πέφτει σε παγίδες, απογοητεύεται και στενοχωριέται, αλλά γίνεται και σοφότερος καθώς οι ψευδαι
112
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σθήσεις του καταρρέουν13. Σχεδόν θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την ανάγνωση ως πάθημα, χάρη στο αίσιο τέλος της που μετατρέπει μια σειρά από αντιδράσεις σε κατανόηση τόσο του κειμένου όσο και του εγώ που είχε εμπλακεί με το κείμενο. Ο χει ρισμός του κειμένου από τον αναγνώστη γίνεται καλή ιστορία μόνο αν έχει και καλή κατάληξη. Αυτά τα αισιόδοξα συμπεράσματα αποτελσύν το αμφισβητησιμο χαρακτηριστικό των αναγνωστικών ιστοριών. Διόλου απρό σμενα, ορισμένοι κριτικοί άρχισαν να βλέπουν με καχυποψία τον εξιδανικευμένο τρόπο με τον οποίο η ανάγνωση φέρεται να οδη γεί σε μια ηθικά παραγωγική αυτοσυνειδησία. «Δεν κερδίζουμε τίποτε» γράφει ο Harold Bloom «συνεχίζοντας να εξιδανικεύουμε την ανάγνωση και αγνοώντας ότι πρόκειται για μια αμυντική τε χνική που χρησιμοποιείται την ώρα της μάχης» (Kabbalah and Criticism/Καμπύλα και κριτική, σ. 126). Ενώ οι εξιδανικευμένες ιστορίες περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ο αναγνώστης υπο 13. Πρόκειται για μια ιστορία που έχω πει εγώ και με την οποία προκάλεσα ένα κάποιο ζήτημα. Στο Flaubert: οι χρήσεις της αβεβαιότητας, υποθέτω πως υπάρ χει ένας αναγνώστης που περιμένει ότι το μυθιστόρημα θα υπακούσει στις συμβάσεις του μπαλζακικού μυθιστορήματος, και περιγράφω πώς τα κείμενα του Flaubert υποσκάπτουν τις παραδοχές του αναγνώστη σχετικά με τη λει τουργία της περιγραφής, τον σημαίνοντα ρόλο των δυαδικών αντιθέσεων, τη συνοχή της οπτικής γωνίας και τις δυνατότητες της θεματικής σύνθεσης. Αυτή η αποσταθεροποιητική για τον αναγνώστη εμπειρία έχει ως αποτέλεσμα να συνειδητοποιήσουμε τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες κατασκευάζουμε το νόημα. Για μια περαιτέρω συζήτηση σχετικά με κάποιες αναγνωστικές ιστο ρίες, βλ. M a il l o u x Steven, «Μ αθαίνοντας να διαβάζουμε: ερμηνεία και κρι τική της αναγνωστικής ανταπόκρισης» («Learning to Read: Interpretation and Reader-Response Criticism»), σσ. 99-107 και C o s t e Didier, «Τρεις αντιλήψεις για τον αναγνώστη» («Trois conceptions du lecteur»).
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
H3
τάσσεται στο κείμενο προκειμένου να φτάσει θριαμβευτικά στην κατανόηση αυτού που έχει συμβεί, ο Bloom δεν βλέπει κανενός εί δους διαφυγή ή υπέρβαση. «Η ποιητική γλώσσα κάνει τον δυνατό αναγνώστη ό,τι θέλει και επιλέγει να τον κάνει ψεύτη». Το καλύ τερο που μπορεί να καταφέρει ένας αναγνώστης είναι μια καλή παρανάγνωση - μια ανάγνωση που με τη σειρά της θα προκαλέσει άλλες. Οι περισσότερες αναγνώσεις είναι αδύναμες παραναγνώσεις που, χωρίς να φτάνουν ούτε στην κατανόηση ούτε στην αυτοσυνειδησία, παραλλάσσουν τυφλά το κείμενο ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι δεν το παραλλάσσουν. Με τη θέση του για την αγωνιώδη και όψιμη ανάμειξη του αναγνώστη στη νοηματοδότηση του κειμένου, ο Bloom απορρίπτει την ιδέα ότι μέσω της ανάγνω σης θα μπορούσαμε να καταφέρουμε να ελέγξουμε αυτή τη νοη ματοδότηση ή να συλλάβουμε το αναγνωστικό εγώ, έστω και αν οι ικανοί αναγνώστες αγωνίζονται να επιβληθούν στο κείμενο μέσα από τις παραναγνώσεις του. Οι υπερβολικές αναλύσεις του μας βοηθούν να αντιληφθούμε τις αμφίβολες προϋποθέσεις πάνω στις οποίες οι κριτικοί βασίζουν τα αισιόδοξα συμπεράσματά τους14. Ασφαλώς, όταν πάψουμε να περιγράφουμε τι κάνει «ο αναγνώ στης» και εξετάσουμε τι το ιδιαίτερο έχουν επιτύχει οι προγενέ στεροι αναγνώστες, τότε τείνουμε να συμπεράνουμε ότι κι αυτοί δεν κατάφεραν να καταλάβουν τι έκαναν, επηρεάστηκαν από πα ραδοχές τις οποίες δεν μπορούσαν να ελέγξουν και αποπροσανα τολίστηκαν με τρόπους που εμείς είμαστε σε θέση να περιγράψου 14. Από μια διαφορετική οπτική γωνία, οι ίδιες οι αναφορές του Bloom στην ανά γνωση θα μπορούσαν να θεωρηθούν αθεράπευτα αισιόδοξες ως προς τον τρό πο με τον οποίο εξυμνούν την ηρωική πάλη της θέλησης μεταξύ δύο ατομικών υποκειμένων. Βλ. Culler, Η αναζήτηση των σημείων, σσ. 107-111.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
με, αλλά εκείνοι όχι. Η ενασχόληση μας με τους προγενέστερους αναγνώστες δεν οδηγεί στα θριαμβευτικά συμπεράσματα των πε ρισσότερων αναγνωστικών ιστοριών, αλλά σε σχήματα τυφλότη τας και ενόρασης όπως αυτά που περιγράφει ο Paul de Man. Οι αναγνωστικές ιστορίες που αρνούνται τις εξιδανικευμένες λύσεις (denouements) δίνουν έμφαση στο αδύνατο της ανά γνωσης. Μιλώντας για τον Rousseau, ο de Man γράφει: Έ να κείμενο όπως η Ομολογία πίστης (Profession defoi) μπο ρεί κυριολεκτικά να αποκληθεί «μη αναγνώσιμο», με την έν νοια ότι οδηγεί σε μια σειρά από διαβεβαιώσεις που απο κλείουν ριζικά η μία την άλλη. Αλλά οΰτε ως ουδέτερες παρατηρήσεις δεν μπορούν να εκληφθούν παρόμοιες διαβε βαιώσεις* πρόκειται για προτρεπτικές επιτελεστικές προτά σεις που απαιτούν το πέρασμα από την απλή εκφώνηση στη δράση. Μας προκαλούν να επιλέξουμε, την ίδια στιγμή που καταστρέφουν τα θεμέλια κάθε επιλογής. Μιλούν για την αλ ληγορία μιας δικαστικής απόφασης που δεν μπορεί να είναι ούτε συνετή ούτε δίκαιη. Όπως συμβαίνει με τα θεατρικά του Kleist, η ετυμηγορία επαναλαμβάνει το έγκλημα που καταδι κάζει. Αν, αφού διαβάσουμε την Ομολογία πίστης , μπούμε στον πειρασμό να ασπαστούμε το «θεϊσμό», καταδικαζόμα στε ταυτόχρονα για ανοησία στο δικαστήριο της νόησης. Αν όμο)ς αποφασίσουμε ότι ένα φωτισμένο μυαλό μπορεί μια και καλή να ξεπεράσει την πίστη με την ευρύτερη έννοια του όρου (που συμπεριλαμβάνει όλες τις πιθανές μορφές λατρεί ας ειδώλων και ιδεολογιών), τότε αυτή η δύση των ειδώλων θα είναι ακόμα πιο ανόητη αν δεν αναγνωρίσει τον εαυτό της ως το πρώτο θύμα των συνθηκών που οδήγησαν στην ύπαρξή τους. Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι το αδύνατο της ανά γνωσης δεν μπορούμε να το πάρουμε στα αστεία (Allegories of Reading / Αλληγορίες της ανάγνωσης , σ. 245).
ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ
ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
ιι5
Η μη αναγνωσιμότητα δεν προκύπτει απλώς και μόνο από μια κεντρική αμφισημία ή επιλογή, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το σύστημα αξιών του κειμένου ταυτόχρονα παροτρύνει τους αναγνώστες να κάνουν μια επιλογή και τους εμποδίζει να την κά νουν. Τα απλούστερα παραδείγματα μιας τέτοιας μη αναγνωσι μότητας είναι οι παράδοξες προτροπές του τύπου «Μην υπακούς συνέχεια σε εμένα» ή «Να είσαι αυθόρμητος», οι οποίες συνιστούν διπλή παγίδευση: πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ υπακοής και ανυπακοής, αλλά και πάλι δεν μπορούμε να επιλέξουμε για τί αν υπακούσουμε θα σημαίνει ότι δεν υπακούμε και αν δεν υπα κούσουμε θα σημαίνει ότι υπακούμε. Στην Ομολογία πίστης , ο θεϊσμός τον οποίο φαινομενικά προωθεί το κείμενο ορίζεται ο:>ς κατάφαση σε μια εσωτερική φωνή, τη φωνή της Φύσης, και η επι λογή που καλούμαστε να κάνουμε βρίσκεται ανάμεσα σε αυτή τη φωνή και την κρίση* αλλά η δυνατότητα μιας τέτοιας επιλογής υποσκάπτεται από το σύστημα εννοιών που ενυπάρχει στο κείμε νο, γιατί αφενός η σύγκλιση με την εσωτερική φωνή ορίζεται ως πράξη κρίσης, αφετέρου οι αναφορές του Rousseau ορίζουν την κρίση ως διαδικασία αναλογιών και υποκαταστάσεων, η οποία είναι τόσο πρόξενος λαθών όσο και πηγή γνώσης. Ακυρώνοντας τις αντιθέσεις από τις οποίες αποτελείται και μεταξύ των οποίων παροτρύνει τον αναγνώστη να επιλέξει, το κείμενο φέρνει τον αναγνώστη σε εξαιρετικά δύσκολη θέση* η κατάληξη δεν μπορεί να είναι θριαμβευτική, αφού έχει ήδη κριθεί ακατάλληλη: μια αδικαιολόγητη επιλογή ή μια αποτυχία στην επιλογή. Η ανάγνωση αποτελεί μια απόπειρα να κατανοήσουμε τη γρα φή ορίζοντας τα αναφορικά και ρητορικά γνωρίσματα ενός κει μένου, μεταφράζοντας, για παράδειγμα, τη μεταφορά σε κύριο-
ιι6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
λεξία και απομακρύνοντας τα εμπόδια που προκύπτουν κατά την αναζήτηση ενός συνεκτικού νοήματος. Η κατασκευή όμως των κειμένων -ιδιαίτερα των λογοτεχνικών κειμένων, όπου τα πραγ ματολογικά συμφραζόμενα δεν δικαιολογούν εύκολα μια ρητή διάκριση ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά ή στην αναφορικότητα και τη μη αναφορικότητα- μπορεί να φέρει προσκόμ ματα σε αυτή τη διαδικασία κατανόησης. «Η δυνατότητα να δια βάσουμε» γράφει ο de Man «δεν πρέπει ποτέ να θεωρηθεί δεδο μένη» (.Blindness and Insight/Τυφλότητα και ενόραση, σ. 107). Η ρητορική «βάζει ένα αξεπέραστο εμπόδιο σε κάθε ανάγνωση ή κατανόηση» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ. 131). Ο αναγνώστης μπορεί να βρεθεί σε αδιέξοδες καταστάσεις που δεν υπόσχονται καμία ευτυχή κατάληξη πέρα από τη δυνατότητα να διαδραματί σει ρόλους τους οποίους προδιαγράφει το κείμενο. Αυτή η δυνατότητα, την οποία θα μελετήσουμε στο τρίτο κε φάλαιο, αποτελεί μία από τις όψεις των κειμένων που διερευνά η αποδόμηση, αλλά προκύπτει από αναγνωστικές θεωρίες που αρχικά δεν είχαν καμία πρόθεση να δώσουν τέτοια εξουσία στο κείμενο. Για να δώσουμε μια σχηματική περίληψη, θα μπορού σαμε να πούμε πως θεωρίες σαν αυτές που μέχρι εδώ συζητού με επισημαίνουν πως κανείς δεν μπορεί, διαβάζοντας ένα κεί μενο, να καθορίσει αξιόπιστα τι υπάρχει μέσα σε αυτό και τι όχι· επίσης πως, από τη στιγμή που αυτές οι θεωρίες στρέφονται στην εμπειρία του αναγνώστη, ελπίζουν να εξασφαλίσουν μια διαφορετική βάση τόσο για την ποιητική γενικά, όσο και για τις επιμέρους ερμηνείες. Αλλά φαίνεται ότι δεν είναι διόλου ευκο λότερο να πούμε τι υπάρχει στην εμπειρία του αναγνώστη ή στην εμπειρία ενός αναγνώστη από το να πούμε τι υπάρχει μέ
Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Ε Σ ΚΑΙ Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Η
"7
σα στο κείμενο. Η «εμπειρία» διαιρείται και αναβάλλεται: την έχουμε ήδη αφήσει πίσω μας ως κάτι που πρέπει να ξαναβρούμε, αλλά την βρίσκουμε και πάλι μπροστά μας ως κάτι που πρέ πει να παραγάγουμε. Το αποτέλεσμα δεν είναι ένα καινούργιο οικοδόμημα, αλλά αναγνωστικές ιστορίες· και αυτές οι ιστορίες επανασυγκροτοΰν με τη σειρά τους το κείμενο ως οντότητα με καθορισμένες ιδιότητες ή γνωρίσματα, δεδομένου ότι κάτι τέ τοιο φέρνει ακριβέστερες και δραματικότερες αφηγήσεις οι οποίες αφήνουν παράλληλα ανοιχτή τη δυνατότητα της μάθη σης που θα μας επιτρέψει να επαινέσουμε τα μεγάλα έργα. Η αξία ενός έργου σχετίζεται με την αποτελεσματικότητα που του αποδίδεται από αυτές τις ιστορίες, την ικανότητά του να παρά γει ερεθιστικές, ενοχλητικές, συγκινησιακές και διανοητικές εμπειρίες. Αλλά τέτοιες ιστορίες πρόκλησης και χειραγώγησης μας κάνουν να αναρωτιόμαστε τι δικαιολογεί την αίσια έκβασή τους. Αληθεύει άραγε ότι, τελειώνοντας ένα βιβλίο, οι αναγνώ στες το ξεπερνούν και καταφέρνουν να συλλάβουν, όντας έξω από αυτό, τι επίδραση είχε επάνω τους; Ο αναγνώστης μπορεί να βγει από το κείμενο; Ή μήπως η θέση του αναγνώστη, αυτή στην οποία βρίσκεται όταν αποπειράται να καταλάβει, προδια γράφεται μέσα στο κείμενο και από το κείμενο, το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αστήριχτη και αναπόφευκτη θέση; Η αποδόμηση θέτει και άλλα ζητήματα που προκύπτουν από τις αναγνωστικές ιστορίες, όπως τη σχέση ανάμεσα στην πε ρίεργα διαιρεμένη δομή της «εμπειρίας» και στην αξία της πα ρουσίας που δημιουργεί τις επικλήσεις για εμπειρία: ποιο είναι το διακύβευμα του ισχυρισμού ότι το νόημα συνίσταται σε οτι
ιι8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
δήποτε εμπεριέχεται στην αναγνωστική εμπειρία ή της ιδέας ότι στόχος της ανάγνωσης είναι να ανακαλύψει το αναγιγνώσκον εγώ τον εαυτό του; Ή γιατί, για να προχωρήσουμε λίγο παρα κάτω, θα πρέπει να ταλαντευόμαστε ανάμεσα στο μονισμό της θεωρίας και στη δυαδικότητα της αφήγησης, αφού οι αντιθέσεις που δεν αντέχουν σε θεωρητικό έλεγχο επαναβεβαιώνουν την ισχύ τους κάθε φορά που αναφερόμαστε στην εμπειρία μας; Ποιο είναι αυτό το σύστημα που μας εμποδίζει να προχωρήσου με σε μια σύνθεση χωρίς αντιφάσεις; Αν τις δούμε όλες μαζί, αυτές οι αναγνωστικές ιστορίες δί νουν το περίγραμμα της παράδοξης κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας καλείται να λειτουργήσει η αποδόμηση. Ενώ αντιμετω πίζουν το νόημα ως αναγνωστικό πρόβλημα και ως αποτέλεσμα της εφαρμογής κωδίκων και συμβάσεων, αυτές οι ιστορίες βλέ πουν το κείμενο ως πηγή που προκαλεί ενόραση, προτείνοντάς μας να αναγνωρίσουμε κάποια εξουσία στο κείμενο προκειμέ νου να μάθουμε από αυτό, ακόμα και όταν αυτά που μαθαίνου με για το κείμενο και τις αναγνώσεις αμφισβητούν τον ισχυρι σμό ότι κάτι συγκεκριμένο όντως υπάρχει μέσα στο κείμενο. Η αποδόμηση διερευνά την προβληματική κατάσταση στην οποία μας οδήγησαν οι αναγνωστικές ιστορίες. Αν η αποδόμηση θεω ρείται ως η κορύφωση της πρόσφατης έρευνας που έχει γίνει σχετικά με την ανάγνωση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ερευ νητικά προγράμματα που είχαν ξεκινήσει με αρκετά διαφορετι κές προϋποθέσεις έρχονται αντιμέτωπα με τα ζητήματα που κατεξοχήν θέτει η αποδόμηση.
2
Αποδόμηση
Η αποδόμηση έχει κατά καιρούς παρουσιαστεί ως φιλοσοφική τοποθέτηση, ως πολιτική ή διανοητική στρατηγική και ως τρόπος ανάγνωσης. Όσοι σπουδάζουν λογοτεχνία ή θεωρία της λογοτε χνίας σίγουρα ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σημασία της ως αναγνωστικής ή ερμηνευτικής μεθόδου- αν όμως σκοπεύουμε να περιγράφουμε και να αξιολογήσουμε την αποδομητική πρακτική στις λογοτεχνικές σπουδές, κάτι τέτοιο θα αρκούσε για να ξεκι νήσουμε από αλλού: από την αποδόμηση ως φιλοσοφική στρατη γική1. Ίσως θα έπρεπε να πούμε, για μεγαλύτερη ακρίβεια, ότι θα ξεκινήσουμε από την αποδόμηση ως στρατηγική στο εσωτερικό της φιλοσοφίας και ως στρατηγική για την ενασχόληση με τη φι λοσοφία, δεδομένου ότι η αποδομητική πρακτική φιλοδοξεί τόσο να γίνει μια ισχυρή τάση στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, όσο και να συντελέσει σε μια μετατόπιση των κυρίαρχων φιλοσοφικών κατηγοριών ή εγχειρημάτων. Ο Derrida περιγράφει «μια γενική στρατηγική της αποδόμησης» («une strategic generate de la 1.
Δεν θα επιχειρήσω να διερευνήσω τη σχέση της ντερινταϊκής αποδόμησης με το έργο του Hegel, του Nietzsche, του Husserl και του Heidegger. Η εισαγωγή της Gayatri Spivak στην αγγλική μετάφραση του De la grammatologie / Περί γραμματολογίας προσφέρει πολλές χρήσιμες πληροφορίες. Βλ. επίσης και το «Deconstruction as Criticism» / «Η αποδόμηση ως κριτική» του Rodolphe Gashe. 119
120
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
deconstruction») ως εξής: «Στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής φιλο σοφικής αντίθεσης, δεν έχουμε δυο αντίπαλους όρους που συνυ πάρχουν ειρηνικά, αλλά μια βίαιη ιεράρχησή τους. Ένας από αυ τούς τους όρους κυριαρχεί πάνω στον άλλο (αξιολογικά, λογικά, κ.λπ.) και καταλαμβάνει την ισχυρότερη θέση. Αποδομώ την αντί θεση σημαίνει, πάνω απ’ όλα, αντιστρέφω αυτή την ιεραρχία» {PositionsIΘέσεις, σσ. 56-57). Πρόκειται για ένα αναγκαίο βήμα, που δεν είναι όμως τίπο τε παραπάνω από ένα βήμα. Η αποδόμηση πρέπει, συνεχίζει ο Derrida, «μέσω μιας διπλής χειρονομίας, μιας διπλής επιστήμης, μιας διπλής γραφής, να καταφέρει στην πράξη να αντιστρέφει την κλασική αντίθεση και να μετακινήσει γενικά το σύστημα. Μόνο υπ’ αυτές τις συνθήκες η αποδόμηση θα μας παράσχει τα μέσα για να παρέμβουμε στο πεδίο των αντιθέσεων που η ίδια αμφισβητεί, το οποίο είναι μεταξύ άλλων και πεδίο μη διαλογικών δυνάμεων» (MargesIΠεριθώρια, σ. 392). Αυτός που ασκεί την αποδόμηση δουλεύει μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος, αλ λά με στόχο να το διεμβολίσει. Να και μια άλλη διατύπωση: «“Αποδομώ” τη φιλοσοφία σημαί νει, επομένως, πραγματεύομαι τη δομημένη γενεαλογία των εν νοιών της με τον πλέον σχολαστικό και ενδογενή τρόπο και ταυτό χρονα καθορίζω, από μια συγκεκριμένη εξωτερική προοπτική που η ίδια η φιλοσοφία δεν μπορεί να κατονομάσει ή να περιγράφει, αυτό που μια τέτοια ιστορία μπορεί να έχει συγκαλύψει ή αποκλεί σει, καθώς συγκροτείται ως ιστορία μέσα από αυτό τον αποκλεισμό στον οποίο εντοπίζεται και το διακύβευμά της» (Θέσεις, σ. 15). Σε αυτές τις διατυπώσεις θα προσθέσουμε και άλλη μία: απο δομώ ένα λόγο σημαίνει δείχνω πώς αυτός υποσκάπτει τη φιλο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
121
σοφία την οποία ασπάζεται ή τις ιεραρχικές αντιθέσεις από τις οποίες εξαρτάται, εντοπίζοντας στο κείμενο τους ρητορικούς χειρισμούς που παράγουν το υποτιθέμενο πεδίο της επιχειρημα τολογίας, τη βασική έννοια ή παραδοχή. Αυτές οι περιγραφές της αποδόμησης διαφέρουν ως προς το σημείο στο οποίο δίνουν έμφαση. Για να δούμε με ποιο τρόπο οι χειρισμοί που προτείνονται μπορεί να συγκλίνουν στην πράξη, ας εξετάσουμε μια περί πτωση που προσφέρεται για μια σύντομη παρουσίαση, τη νιτσεϊκή αποδόμηση της αιτιότητας. Η αιτιότητα αποτελεί τη βασική αρχή του σύμπαντός μας. Δεν θα μπορούσαμε να ζούμε και να σκεφτόμαστε όπως ζούμε και σκεφτόμαστε, χωρίς να θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε γεγο νός προκαλεί ένα άλλο, ότι οι αιτίες παράγουν αποτελέσματα. Η αρχή της αιτιότητας επιβεβαιώνει τη λογική και χρονική προτε ραιότητα της αιτίας επί του αποτελέσματος. Αλλά, όπως υποστη ρίζει ο Nietzsche στα σπαράγματα του Η θέληση για ισχύ ( The Will to Power), η ίδια η έννοια της αιτιακής δομής δεν είναι δε δομένη, αλλά μάλλον αποτελεί το προϊόν ενός ειδικού τροπολογικού ή ρητορικού χειρισμού, μια chronologische Umdrehung ή χρονολογική αναστροφή. Ας υποθέσουμε ότι αισθανόμαστε έναν πόνο. Αυτό μας κάνει να αναζητήσουμε μια αιτία και να υποψιαστούμε, ενδεχομένως, ότι φταίει μια καρφίτσα, οπότε συνδέουμε το ένα με το άλλο και αντιστρέφουμε τη σειρά με την οποία αυτά εμφανίζονται και περιέρχονται στην αντίληψή μας (πόνος-καρφίτσα), προκειμένου να συγκροτήσουμε μια αιτιακή σειρά (καρφίτσα-πόνος ). «Το σπάραγμα του εξωτερικού κό σμου το οποίο αντιλαμβανόμαστε έπεται του αποτελέσματος που αυτό προκάλεσε επάνω μας και προβάλλεται εκ των υστέ
122
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ρων ως η “αιτία” του. Στη φαινομενολογία του “εσωτερικού κό σμου” αντιστρέφουμε τη χρονολογική σειρά αιτίας και αποτελέ σματος. Το βασικό στοιχείο της “εσωτερικής εμπειρίας” είναι ότι φανταζόμαστε την αιτία αφοΰ το αποτέλεσμα έχει ήδη συμβεί» (Werke/Έ ργα, τ. 3, σ. 804). Το αιτιακό σχήμα παράγεται με μετωνυμία ή μετάληψη (υποκατάσταση της αιτίας με το αποτέ λεσμα)- δεν αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη βάση, αλλά το προϊόν ενός τροπολογικοΰ χειρισμού. Ας γίνουμε όσο το δυνατόν σαφέστεροι σχετικά με όσα αυτό το απλό παράδειγμα αφήνει να εννοηθούν. Πρώτον, δεν μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αρχή της αιτιότητας είναι αβάσιμη και ότι θα πρέπει να απορριφθεί. Αντίθετα, η ίδια η αποδόμηση στηρίζεται στην έννοια της αιτίας: η εμπειρία του πόνου, υπο στηρίζει, προκαλεί την ανακάλυψη της βελόνας, άρα προκαλεί την παραγωγή μιας αιτίας. Για να αποδομήσουμε την αιτιότητα, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την έννοια της αιτίας και να την εφαρμόσουμε στην ίδια την αιτιότητα. Η αποδόμηση δεν αναφέρεται σε καμιά υπερκείμενη λογική αρχή και σε καμιά ανώτερη λογική γενικότερα, αλλά χρησιμοποιεί την ίδια την αρχή την οποία αποδομεί. Η έννοια της αιτιότητας δεν αποτελεί ένα λά θος που η φιλοσοφία θα μπορούσε ή θα έπρεπε να έχει αποφύγει, αντίθετα είναι αναγκαία τόσο για την αποδομητική επιχει ρηματολογία όσο και για άλλου είδους επιχειρηματολογίες. Δεύτερον, η αποδόμηση της αιτιότητας δεν ταυτίζεται με το σκεπτικιστικό επιχείρημα του Hume, αν και διαθέτουν κάτι κοι νό. 'Οταν διερευνούμε αιτιακές ακολουθίες, υποστηρίζει ο Hume στην Πραγματεία περί της ανθρώπινης (ρύσεως (Treatise o f Human Nature), δεν ανακαλύπτουμε τίποτε άλλο παρά μόνο σχέσεις γειτ-
123
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νίασης και χρονικής διαδοχής. Στο βαθμό που «αιτιότητα» σημαί νει κάτι παραπάνω από γειτνίαση και διαδοχή, είναι κάτι που δεν μπορεί ποτέ να αποδειχτεί. 'Οταν λέμε ότι ένα πράγμα προκαλεί κάποιο άλλο, έχουμε στην πραγματικότητα βιώσει την εμπειρία «ότι παρόμοια αντικείμενα καταλαμβάνουν θέσεις σε παρόμοιες σχέσεις γειτνίασης και διαδοχής» (σσ. i, iii, vi). Έτσι, από τη μία μεριά η αποδόμηση αμφισβητεί την αιτιότητα και από την άλλη, με μια διαφορετική κίνηση, χρησιμοποιεί την έννοια της αιτίας στην επιχειρηματολογία της. Αν η «αιτία» είναι μια ερμηνεία της γειτνίασης και της διαδοχής, τότε ο πόνος μπορεί να αποτελεί την αιτία με την έννοια ότι μπορεί να προηγείται στην ακολουθία της εμπειρίας2. Αυτή η διπλή διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας έν νοιες και παραδοχές ταυτόχρονα χρησιμοποιούνται συστηματικά και υπονομεύονται κάνει τον κριτικό να επιλέγει όχι τη θέση της σκεπτικιστικής αποστασιοποίησης, αλλά αυτή της αδικαιολόγη της ανάμειξης, καθώς επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της αίτιό2.
Θα μπορούσαμε να προβάλουμε την αντίρρηση ότι κάποτε συμβαίνει να πα ρατηρούμε πρώτα την αιτία και μετά το αποτέλεσμα: βλέπουμε μια μπάλα του μπέιζμπολ να κατευθύνεται στο παράθυρο και έπειτα γινόμαστε μάρτυρες ενός τζαμιού που σπάζει. Ο Nietzsche θα αντέτεινε ότι μόνο η εμπειρία ή η προσδοκία του αποτελέσματος μας καθιστά ικανούς να αναγνωρίσουμε το υπό συζήτηση φαινόμενο ως μια (δυνατή) αιτία* αλλά σε κάθε γεγονός, η δυ νατότητα μιας ανεστραμμένης χρονικής σχέσης αρκεί για να κάνει το αιτιακό σχήμα να καταρρεύσει, αμφισβητοίντας τη δυνατότητά μας να συναγάγουμε αιτιακές σχέσεις από τις αντίστοιχες χρονικές. Για περαιτέρω εξέταση αυτής της νιτσεϊκής αποδόμησης, βλ.
de
M a n Paul,
Αλληγορίες της ανάγνωσης,
σσ. 107-110. Για μια πιο εκτεταμένη εξέταση ενός άλλου παραδείγματος, του τρόπου με τον οποίο ο Nietzsche αποδομεί την αρχή της ταυτότητας, βλ. D e M a n , ό.π. , σσ. 119-131 και K o f m a n Sarah, Nietzsche et la scene philosophique / O
Nietzsche και η φιλοσοφική σκηνή , σσ. 137-163.
124
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τητας την ίδια στιγμή που της αρνείται οποιαδήποτε επαρκή δικαιολόγηση. Πρόκειται για μια όψη της αποδόμησης που πολλοί δυσκολεύονται να καταλάβουν και να αποδεχτούν. Τρίτον, η αποδόμηση αντιστρέφει την ιεραρχική αντίθεση του αιτιακού σχήματος. Η διάκριση μεταξύ αιτίας και αποτελέ σματος μετατρέπει την αιτία σε καταγωγή, λογικά και χρονικά προγενέστερη. Το αποτέλεσμα είναι υστερογενές, δευτερεύον, εξαρτημένο από την αιτία. Χωρίς να διερευνήσουμε τους λό γους που επιβάλλουν αυτή την ιεράρχηση ή τις συνέπειές της, περιοριζόμαστε να σημειώσουμε ότι η αποδόμηση, δουλεύοντας στο πλαίσιο αυτής της αντίθεσης, διαταράσσει την ιεραρχία προκαλώντας ανταλλαγή ιδιοτήτων. Αν το αποτέλεσμα είναι αυ τό που κάνει την αιτία να γίνει αιτία, τότε θα πρέπει να χειρι στούμε ως καταγωγή το αποτέλεσμα και όχι την αιτία. Δείχνο ντας ότι η ίδια επιχειρηματολογία που αναδεικνύει την αιτία μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς όφελος και του αποτελέσματος, αποκαλύπτουμε και αποσυναρμολογούμε τον ρητορικό χειρι σμό που ευθύνεται για την ιεράρχηση των στοιχείων και προκαλούμε μια σημαντική μετατόπιση. Αν ούτε η αιτία ούτε το αποτέ λεσμα δεν μπορεί καταλάβει τη θέση της καταγωγής, τότε η κα ταγωγή δεν είναι πλέον καταγωγική· χάνει τα μεταφυσικά της πλεονεκτήματα. Μια μη καταγωγική καταγωγή είναι μια «έν νοια» που δεν μπορεί να αφομοιωθεί στο προηγούμενο σύστημα και κατά συνέπεια το αποσυντονίζει. Το νιτσεϊκό παράδειγμα θέτει μια σειρά από προβλήματα, αλ λά προς το παρόν μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα σοβαρό δείγμα των γενικότερων διαδικασιών που συναντάμε στο έργο του Jacques Derrida. Τα γραπτά του Derrida καταπιάνονται με μια
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
125
σειρά από άλλα κείμενα, ως επί το πλείστον των μεγάλων φίλοσόφων, αλλά και άλλων: Πλάτωνα (La Dissemination / Η διασπορά), Rousseau (De la grammatologie IΠερί γραμματολογίας), Kant («Economimesis»/«Οικονομίμησις», La Vέritέen peinture / Η αλή θεια στη ζωγραφική ), Hegel (Περιθώρια, Glas), Husserl (LOrigine de la Geometrie / Η προέλευση της γεωμετρίας , La Voix et le Phenomene / Η φωνή και το φαινόμενο , Περιθώρια ), Heidegger (Περιθώρια), Freud (L ’Ecriture et la difference IΗ γραφή και η δια φορά, Η καρτ-ποστάλ), Mallarme (Η διασπορά), Saussure (Περί γραμματολογίας ), Genet (Glas), Levi-Strauss (Ηγραφή και η δια φορά, Π ερί γραμματολογίας), Austin (Περιθώρια). Οι περισσότε ρες από αυτές τις συναντήσεις αναδεικνΰουν την ενασχόλησή του με ένα πρόβλημα το οποίο θίγει εν συντομία στην «Πλάτωνος φαρμακεία» («La Pharmacie de Platon»): γράφοντας φιλοσοφία, ο Πλάτων καταδικάζει τη γραφή. Γιατί; Ποιος νόμος διέπει αυτή την «αντίφαση», αυτή την αντίθε ση προς εαυτόν του λεγομένου κατά της γραφής, του λεγο μένου που από τη στιγμή που γράφεται λέγεται κατά του ίδιου του εαυτού του, που γράφει την ταυτότητά του προς εαυτόν σε αντίθεση με αυτό το βάθος πεδίου και ανασύρει την ιδιότητά του από αυτό το βάθος πεδίου που συνιστά η γραφή; Αυτή η «αντίφαση», που δεν είναι άλλη από τη σχέ ση προς εαυτόν του λεγομένου καθόσον αντιτίθεται προς τη γραφή [...], αυτή η αντίφαση δεν είναι ένα τυχαίο ενδεχόμε νο (Ηδιασπορά, σ. 197/ Πλάτωνος φαρμακεία, σ. 214).
Ο φιλοσοφικός λόγος ορίζεται κατ’ αντίθεση προς τη γραφή, άρα κατ’ αντίθεση προς τον εαυτό του, αλλά αυτή η αυτο-διαίρεση ή αυτο-αντίθεση δεν είναι, σύμφωνα με τον Derrida, ένα λά-
126
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θος ή ένα ατύχημα που συμβαίνει κατά διαστήματα στα φιλοσο φικά κείμενα. Είναι μια δομική ιδιότητα του ίδιου του λόγου. Γιατί θα πρέπει να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ως σημείο εκκίνη σης της ανάλυσης του Derrida ο ισχυρισμός αυτός θέτει αρκετά προβλήματα. Γιατί θα πρέπει η φιλοσοφία να αντιστέκεται στην ιδέα ότι αποτελεί ένα είδος γραφής; Γιατί θα πρέπει το ζήτημα της υπόστασης της γραφής να είναι τόσο σπουδαίο; Για να απα ντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα πρέπει να καλύψουμε ένα ση μαντικό πεδίο.
1. Γραφή και λογοκεντρισμός
Στο Π ερί γραμματολογίας και αλλοΰ, ο Derrida δίνει ορισμένες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο υποτιμάται η γραφή στα φιλοσοφικά κείμενα. Ο αμερικανός φιλόσοφος Richard Rorty έχει προτείνει να σκεφτοΰμε τον Derrida ως απάντηση στην ερώτηση «Δεδομένου ότι η φιλοσοφία είναι ένα είδος γρα φής, γιατί αυτή η ιδέα συναντά τόσες αντιδράσεις;». Στο έργο του Derrida, αυτό μετατρέπεται στην κάπως ειδικότερη ερώτη ση: «Οι φιλόσοφοι που αντιστέκονται σε αυτόν το χαρακτηρι σμό, τι άραγε νομίζουν πως είναι η γραφή, ώστε να βρίσκουν τό σο απειλητική την ιδέα ότι αυτό ακριβώς κάνουν;» («Philosophy as a Kind of Writing»/«H φιλοσοφία ως είδος γραφής», σ. 144). Οι φιλόσοφοι γράφουν, αλλά δεν ασπάζονται την άποψη ότι η φιλοσοφία πρέπει να είναι γραφή. Η φιλοσοφία την οποία γράφουν αντιμετωπίζει τη γραφή ως μέσο έκφρασης, το οποίο στην καλύτερη περίπτωση είναι άσχετο με τη σκέψη που εκφρά-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
127
ζει και στη χειρότερη αποτελεί εμπόδιο για αυτή τη σκέψη. Για τη φιλοσοφία, συνεχίζει ο Rorty, «η γραφή είναι μια ατυχής ανα γκαιότητα· αυτό που στην πραγματικότητα επιδιώκουμε είναι να δείξουμε, να αποδείξουμε, να επισημάνουμε, να εκθέσουμε, να κάνουμε το συνομιλητή μας να στοχαστεί τον κόσμο [...]. Σε μια ώριμη επιστήμη, οι λέξεις με τις οποίες ο ερευνητής “καταγρά φει” τα αποτελέσματά του, θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό λιγότερες και διαφανέστερες [...]. Η φιλοσοφική γραφή, τόσο για τον Heidegger όσο και για τους οπαδούς του Kant, στοχεύει πραγματικά να δώσει ένα τέλος στη γραφή. Για τον Derrida, η γραφή οδηγεί πάντοτε σε περισσότερη γραφή, ακόμα περισσό τερη, ολοένα και περισσότερη» (σ. 145). Η φιλοσοφία χαρακτηριστικά ελπίζει να λύσει προβλήματα, να δείξει πώς είναι τα πράγματα ή να επιλύσει μια δυσκολία, άρα να δώσει ένα τέλος σε όσα γράφονται γύρω από ένα ζήτημα, δί νοντας τις σωστές απαντήσεις. Φυσικά, η φιλοσοφία δεν είναι η μόνη που τρέφει αυτή την ελπίδα. Κάθε επιστήμη οφείλει να προϋποθέτει τη δυνατότητα να λύσει ένα πρόβλημα, να βρει την αλήθεια, άρα και να πει την τελευταία λέξη για ένα συγκεκριμέ νο ζήτημα. Η ίδια η ιδέα ενός επιστημονικού κλάδου είναι η ιδέα μιας αναζήτησης στο πλαίσιο της οποίας η γραφή πρέπει να φτάσει σε ένα τέλος. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας, θορυβημένοι από την πληθώρα των ερμηνειών και την προοπτική ενός μέλλοντος στο οποίο η γραφή θα δίνει λαβή για ακόμα περισσότερη γραφή, κι αυτό για όσο καιρό επιβιώνουν τα ακαδημαϊκά περιοδικά και οι πανεπιστημιακές εκδόσεις, επιχειρούν συχνά να φανταστούν τρόπους για να δώσουν ένα τέλος στη γραφή, επαναδιατυπώνοντας τους στόχους της λογοτεχνικής κριτικής προκειμένου να τη
128
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
συγκροτήσουν ως πραγματικό επιστημονικό κλάδο. Οι διάφοροι ισχυρισμοί σχετικά με τους πραγματικούς στόχους της κριτικής συνήθως ορίζουν εγχειρήματα τα οποία, τουλάχιστον επί της αρ χής, θα μπορούσαν να έχουν αίσια έκβαση. Μας αφήνουν να ελ πίζουμε ότι θα πουν την τελευταία λέξη, εμποδίζοντας τον περαι τέρω πολλαπλασιασμό του σχολιασμού. Στην πραγματικότητα, η ελπίδα να δώσουν τη σωστή απάντηση είναι αυτή που κατεξοχήν εμπνέει τους κριτικούς να γράψουν, αν και την ίδια τη στιγμή που γράφουν γνωρίζουν ότι ποτέ η γραφή δεν δίνει τέλος στη γραφή. Παραδόξως, όσο πιο δυνατή και αξιόπιστη είναι μια ερμηνεία, τόσο περισσότερη γραφή προκαλεί. Όσο δύσκολη όμως και αν είναι η θέση στην οποία έρχονται οι κριτικοί, πολύ πιο άβολη είναι η κατάσταση για τους φιλοσό φους. Αν επιδιώκουν να λύσουν προβλήματα αναφορικά με τις συνθήκες της αλήθειας, τη δυνατότητα της γνώσης και τις σχέ σεις ανάμεσα στη γλώσσα και τον κόσμο, τότε η σχέση της δικής τους γλώσσας με την αλήθεια και με τον κόσμο είναι μέρος του προβλήματος. Η προσπάθεια να χειριστούν τη φιλοσοφία ως εί δος γραφής θα προκαλούσε πρόσθετες δυσκολίες. Αν φιλοσο φία σημαίνει ορίζω τη σχέση της γραφής με τη λογική, η ίδια δεν μπορεί να είναι γραφή, ακριβώς γιατί θέλει να ορίσει αυτή τη σχέση όχι από τη σκοπιά της γραφής, αλλά από τη σκοπιά της λο γικής. Αν επρόκειτο να προσδιορίσει την αλήθεια ως προς τη σχέση της γραφής με την αλήθεια, θα έπρεπε να πάρει το μέρος της αλήθειας και όχι της γραφής. Για να επιστρέψουμε στην πα ρατήρηση του Derrida που αναφέραμε νωρίτερα σχετικά με το λεγόμενο που εκφέρεται εναντίον του εαυτού του τη στιγμή ακριβώς που γράφει τον εαυτό του ή γράφεται, η φιλοσοφία
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
129
πρέπει να καταδικάσει τη γραφή, πρέπει να αυτο-οριστεί ενα ντίον της γραφής, ακριβώς επειδή και η ίδια γράφεται. Προκει μένου να ισχυριστεί ότι οι δηλώσεις της δομούνται από τη λογι κή, το λόγο, την αλήθεια και όχι από τη ρητορική της γλώσσας από την οποία αυτές «εκφράζονται», ο φιλοσοφικός λόγος ορί ζει τον εαυτό του εναντίον της γραφής. Η γραφή, από αυτή την άποψη, είναι το εξωτερικό, το φυσι κό, το μη υπερβατικό- συνιστά όμως και απειλή ως προς το ότι οι διαδικασίες της, που κανονικά θα έπρεπε να είναι απλώς ένα μέσο έκφρασης, ενδέχεται να επηρεάσουν ή να μολύνουν το νόημα που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν. Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε το περίγραμμα ενός γνωστού σχήματος. Από τη μία υπάρχει η σκέψη -το πεδίο της φιλοσοφίας, για παράδειγμακαι από την άλλη τα διαμεσολαβητικά συστήματα μέσω των οποίων κοινοποιείται η σκέψη. Στην ομιλία υπάρχει πάντοτε διαμεσολάβηση, αλλά τα σημαίνοντα εξαφανίζονται την ίδια τη στιγμή που εκφωνούνται- δεν συσκοτίζουν την ομιλία και ο ομι λητής μπορεί να εξηγήσει οποιεσδήποτε αμφισημίες για να εξα σφαλίσει τη μεταβίβαση της σκέψης του. Αντίθετα, μέσα από τη γραφή έρχονται στην επιφάνεια οι πλέον ατυχείς πλευρές της διαμεσολάβησης. Η γραφή παρουσιάζει τη γλώσσα ως μια σει ρά από φυσικά σημάδια που λειτουργούν απόντος του ομιλητή. Ενδέχεται είτε να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό αμφισημίας είτε να είναι οργανωμένα σε επιδέξια ρητορικά σχήματα. Το ιδανικό θα ήταν να ερχόμαστε σε επαφή κατευθείαν με τη σκέψη. Από τη στιγμή που αυτό δεν μπορεί να συμβεί, η γλώσσα θα έπρεπε να είναι όσο πιο διαφανής γίνεται. Η απειλή της αδιαφάνειας συνίσταται στον κίνδυνο τα γλωσσικά σημεία, αντί
13 °
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
να επιτρέπουν την άμεση επαφή με τη σκέψη, να τραβήξουν την προσοχή πάνω τους και, παρεμβάλλοντας τη φυσική μορφή τους, να επηρεάσουν ή να μολΰνουν τη σκέψη. Ακόμα χειρότε ρα, αντί η φιλοσοφική σκέψη να βρίσκεται πέρα από τον ευκαι ριακό χαρακτήρα της γλώσσας και της έκφρασης, κινδυνεύει να επηρεαστεί από τη μορφή των σημαινόντων μιας γλώσσας, τα οποία παραπέμπουν, παραδείγματος χάριν, σε μια διασύνδεση της επιθυμίας μας να γράψουμε και ταυτόχρονα να βρούμε τις σωστές απαντήσεις. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ο φιλοσοφικός μας στοχασμός γύρω από τη σχέση υποκειμένουαντικειμένου δεν έχει επηρεαστεί από την οπτική ή μορφολογική συμμετρία αυτών των όρων και από το γεγονός ότι έχουν πα ρόμοιο άκουσμα; Η ακραία περίπτωση -ένα είδος αμαρτίας απέναντι στην ίδια τη λογική- είναι το λογοπαίγνιο, στο οποίο μια «συμπτωματική» ή εξωτερική σχέση μεταξύ σημαινόντων αντιμετωπίζεται ως εννοιολογική σχέση, ταυτίζοντας την «ιστο ρία» (history) με την «ιστορία του» (his story) ή συνδέοντας το νόημα (sens) με την απουσία (sans). Χειριζόμαστε το λογοπαί γνιο σαν να πρόκειται για αστείο, από φόβο μην τυχόν και τα ση μαίνοντα μολύνουν τη σκέψη μας. Η απόρριψη του σημαίνοντος μετατρέπεται σε απόρριψη της γραφής. Με αυτή την κίνηση η φιλοσοφία συγκροτείται ως επι στήμη που παραμένει ανεπηρέαστη από τις δολοπλοκίες των λέ ξεων και από τους ευκαιριακούς μεταξύ τους συσχετισμούς - ως επιστήμη της σκέψης και της λογικής. Η φιλοσοφία ορίζεται ως υπέρβαση της γραφής και, ταυτίζοντας ορισμένες πλευρές της λειτουργίας της γλώσσας με τη γραφή, προσπαθεί να απαλλαγεί από παρόμοια προβλήματα παραμερίζοντας τη γραφή σαν να
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
είναι ένα απλό υποκατάστατο της ομιλίας. Αυτή η καταδίκη της γραφής, τόσο στον Πλάτωνα όσο και αλλού, είναι ουσιαστικής σημασίας γιατί ο «φωνοκεντρισμός», που αντιμετωπίζει τη γρα φή ως αναπαράσταση της ομιλίας και εγκαθιδρύει μια άμεση και φυσική σχέση μεταξύ ομιλίας και νοήματος, είναι αναπό σπαστα συνδεδεμένος με το «λογοκεντρισμό» της μεταφυσικής, δηλαδή με τον προσανατολισμό της προς ένα είδος νοήματος -τη σκέψη, την αλήθεια, το λόγο, τη λογική, το Λόγο- που θεωρείται αυθύπαρκτο και θεσμικό. Το πρόβλημα που εντοπίζει ο Derrida δεν περιλαμβάνει μόνο τη σχέση μεταξύ ομιλίας και γραφής στον φιλοσοφικό λόγο, αλλά και τον ισχυρισμό ότι ανταγωνιστι κές μεταξύ τους φιλοσοφίες αποτελούν διαφορετικές παραλλα γές του λογοκεντρισμού. Στην πραγματικότητα, όπως θα έλεγε ο Derrida, το ίδιο το γεγονός ότι οι φιλοσοφίες μπορούν να θεω ρηθούν ανταγωνιστικές μεταξύ τους οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι συμπίπτουν όταν αναζητούν ένα θεμέλιο, αυτό το κάτι πέρα από το οποίο δεν χρειάζεται να προχωρήσουμε. Η φιλοσοφία υπήρξε «μεταφυσική της παρουσίας», η μόνη μεταφυσική που γνωρίζουμε. «Θα μπορούσαμε να δείξουμε» γράφει ο Derrida «ότι όλα τα ονόματα που έχουν συσχετιστεί με τις βάσεις, με τις αρχές, ή με το κέντρο πάντοτε δήλωναν τη στα θερά μιας παρουσίας» (Η γραφή και η διαφορά, σ. 411). Ο φωνοκεντρισμός, η έμφαση στη φωνή, συγχέεται με τον ιστορικό καθορισμό του νοήματος του εί ναι εν γένει ως παρουσίας , μαζί με όλους τους υποκαθορισμοΰς, όσοι εξαρτώνται από αυτή τη γενική μορφή και ορ γανώνουν με'σα της τα συστήματα τους και την ιστορική τους αλληλουχία (παρουσία του πράγματος απέναντι στο
132
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βλέμμα ως είδος , παρουσία ως υπόσταση/ουσία/ύπαρξη, χρονική παρουσία ως σημείο τού τώρα ή της στιγμής, πα ρουσία του cogito στον εαυτό του, συνείδηση, υποκειμενι κότητα, συμπαρουσία του άλλου και του εαυτού μου, διυποκειμενικότητα ως αποβλεπτικό φαινόμενο του ego, κ.λπ.). Συνεπώς ο λογοκεντρισμός είναι εδώ αλληλένδετος με τον καθορισμό τού είναι του όντος ως παρουσίας (Περί γραμματολογίας , σ. 23/29-30).
Καθεμία από αυτές τις έννοιες, που όλες ανεξαιρέτως εμπεριέ χουν μια εκδοχή της παρουσίας, αποτέλεσαν μέρος και μιας διαφορετικής φιλοσοφικής προσπάθειας να περιγράφει το θε μελιώδες, αυτό που έχει αντιμετωπιστεί ως κεντρική και βασική δύναμη ή αρχή. Σε αντιθέσεις όπως νόημα/μορφή, ψυχή/σώμα, διαίσθηση/έκφραση, κυριολεκτικός / μεταφορικός, φύση/πολι τισμός, νοητό/αισθητό, θετικό/αρνητικό, υπερβατικό/εμπειρι κό, σοβαρό/μη σοβαρό, ο πρώτος όρος ανήκει στο λόγον και αποτελεί μια ανώτερη παρουσία* ο δεύτερος όρος, αντίθετα, ση ματοδοτεί μια πτώση. Ο λογοκεντρισμός επομένως επιβεβαιώ νει την προτεραιότητα του πρώτου όρου και αντιλαμβάνεται τον δεύτερο σε σχέση με αυτόν ως μια περιπλοκή, άρνηση, έκφανση ή διαταραχή του. Η περιγραφή ή η ανάλυση μετατρέπεται επο μένως σε ένα εγχείρημα «στρατηγικής» επιστροφής, με εξιδανικευτικό τρόπο, σε μια καταγωγή ή σε μια «προτεραιότητα» που θεωρείται απλή, ακέραιη, φυσιολογική, καθαρή, δεδο μένη, συνεκτική, προκειμένου στη συνέχεια να αντιληφθούμε την παραγωγή, την περιπλοκή, την υποβάθμιση, τη σύ μπτωση κ.λπ. Ό λοι όσοι ασχολούνται με τη μεταφυσική έχουν κινηθεί με αυτό τον τρόπο, από τον Πλάτωνα ως τον
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*33
Rousseau και από τον Descartes ως τον Husserl: το καλό πριν από το κακό, το θετικό πριν από το αρνητικό, το κα θαρό πριν από το ακάθαρτο, το απλό πριν από το σύνθετο, το ουσιαστικό πριν από το συμπτωματικό, το προς μίμηση πριν από τη μίμηση κ.λπ. Δεν πρόκειται μόνο για μία μετα φυσική χειρονομία μεταξύ άλλων πρόκειται για την απαί τηση της μεταφυσικής, για την πιο σταθερή, βαθιά και δυ ναμική διαδικασία της (Limited Inc., σ. 66).
Πράγματι, υποθέτουμε γενικά πως αυτή είναι η διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθήσουμε σε κάθε «σοβαρή» ανάλυση: να περιγράφουμε π.χ. την απλή, φυσιολογική, στερεότυπη εκδο χή της αποδόμησης, απεικονίζοντας την «ουσία» της φΰσης της και προχωρώντας παραπέρα να συζητήσουμε και άλλες περι πτώσεις που μπορεί να οριστούν ως περιπλοκές, παραγωγές και υποβαθμίσεις της. Η δυσκολία να φανταστούμε και να ακολου θήσουμε διαφορετικές διαδικασίες αποτελεί μια ένδειξη για την πανταχού παρουσία του λογοκεντρισμού. Ανάμεσα στις οικείες έννοιες που εξαρτώνται από την αξία της παρουσίας βρίσκουμε: την αμεσότητα της αίσθησης, την πα ρουσία της ύψιστης αλήθειας στη θεία συνείδηση, την πραγματι κή παρουσία της προέλευσης σε μια διαδικασία ιστορικής εξέ λιξης, την αυθόρμητη ή αδιαμεσολάβητη διαίσθηση, τη σύμπηξη θέσης και αντίθεσης σε μια διαλεκτική σύνθεση, την παρουσία στην ομιλία λογικών και γραμματικών δομών, την αλήθεια που ελλοχεύει πίσω από τα φαινόμενα, καθώς και την πραγματική παρουσία ενός στόχου στα ίδια τα βήματα που οδηγούν σε αυ τόν. Το κύρος της παρουσίας, η αξία της ως επικύρωσης, δομεί όλη τη σκέψη μας. Έννοιες όπως «διαλευκαίνω», «συλλαμβά
•34
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νω», «αποδεικνύω», «αποκαλύπτω» και «δείχνω περί τίνος πρό κειται» παραπέμπουν όλες ανεξαιρέτως στην παρουσία. Το να ισχυριστούμε, όπως συμβαίνει με το καρτεσιανό cogito, ότι το «εγώ» δεν επιδέχεται ριζική αμφισβήτηση γιατί είναι παρόν στην πράξη της σκέψης ή της αμφισβήτησης, είναι ένας τρόπος να παραπέμψουμε στην παρουσία. Έ νας άλλος τρόπος είναι η ιδέα ότι το νόημα ενός εκφωνήματος συνίσταται σε αυτό που βρίσκεται στη συνείδηση του ομιλητή, σε αυτό που «έχει στο μυαλό του» την ώρα της εκφώνησης. Όπως δείχνουν αυτά τα παραδείγματα, η μεταφυσική της παρουσίας είναι διεισδυτική, οικεία και ισχυρή. Υπάρχει, ωστό σο, και ένα πρόβλημα στο οποίο χαρακτηριστικά παραπέμπει: όταν τα επιχειρήματα παραθέτουν συγκεκριμένους φορείς πα ρουσίας ως πεδία πρόσφορα για περαιτέρω ανάπτυξη, αποδεικνύεται ότι όλοι ανεξαιρέτως οι φορείς αυτοί αποτελούν ήδη σύνθετες κατασκευές. Ό,τι προτείνεται ως δεδομένο και στοι χειώδες συστατικό, αποδεικνύεται ότι είναι ένα προϊόν που εξαρτάται ή προκύπτει από κάτι άλλο με τρόπους που του στε ρούν την αυθεντικότητα της απλής και καθαρής παρουσίας. Ας σκεφτούμε, παραδείγματος χάριν, την πτήση ενός βέλους. Αν πραγματικότητα είναι ό,τι είναι παρόν σε κάθε δεδομένη στιγ μή, το βέλος παράγει ένα παράδοξο. Σε κάθε δεδομένη στιγμή βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη θέση· είναι πάντοτε σε μια συγκε κριμένη θέση και ποτέ σε κίνηση. Θέλουμε να επιμείνουμε, μάλ λον δικαιολογημένα, ότι το βέλος είναι συνεχώς σε κίνηση, από την πρώτη ως την τελευταία στιγμή της πτήσης του, αλλά η κίνησή του δεν είναι παρούσα σε καμία στιγμή της παρουσίας του. Η πα ρουσία της κίνησης είναι αντιληπτή, λαμβάνει χώρα, μόνο στο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*35
βαθμό που κάθε στιγμή φέρει τα ίχνη του παρελθόντος και του μέλλοντος. Η κίνηση δηλαδή μπορεί να είναι παρούσα μόνο αν η παρούσα στιγμή δεν είναι κάτι δεδομένο, αλλά το προϊόντων σχέ σεων μεταξύ παρελθόντος και παρόντος. Κάτι μπορεί να συμβαί νει σε μια δεδομένη στιγμή, μόνο αν η ίδια η στιγμή είναι διχα σμένη στο εσωτερικό της και κατοικείται από τη μη παρουσία. Πρόκειται για ένα από τα παράδοξα του Ζήνωνα, ο οποίος επιδίωξε να αποδείξει το αδύνατο της κίνησης, αλλά αυτό που παρουσιάζει πιο πειστικά είναι οι δυσκολίες ενός συστήματος που βασίζεται στην παρουσία. Σκεπτόμαστε το πραγματικό ως κάτι που είναι παρόν σε κάθε δεδομένη στιγμή, γιατί η παρούσα στιγμή μοιάζει με κάτι το απόλυτα απλό και αδιαίρετο. Το πα ρελθόν είναι ένα πρώην παρόν, το μέλλον είναι ένα αναμενόμε νο παρόν, αλλά η παρούσα στιγμή είναι απλώς ένα αυτόνομο δε δομένο. Συμβαίνει όμως η παρούσα στιγμή να μπορεί να χρησι μεύσει ως πεδίο μόνο στο βαθμό που δεν είναι ένα καθαρό και αυτόνομο δεδομένο. Αν κίνηση σημαίνει παρουσία, η παρουσία πρέπει να έχει ήδη σημαδευτεί από τη διαφορά και την αναβολή. Πρέπει, γράφει ο Derrida, «penser le present a partir du temps comme difference» («να σκεφτούμε το παρόν με βάση το χρόνο ως διαφωρά») (Περίγραμματολογίας , σ. 237/285). Η έννοια της παρουσίας και του παρόντος είναι παράγωγη: το αποτέλεσμα διαφορών. «Καταλήγουμε επομένως» γράφει ο Derrida «να θέ τουμε την παρουσία [...] όχι πλέον ως την απόλυτη μήτρα του Εί ναι, αλλά μάλλον ως “διαφοροποίηση” και “αποτέλεσμα”. Ως έναν καθορισμό και ένα αποτέλεσμα που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό ενός συστήματος που δεν είναι πλέον το σύστημα της παρουσίας, αλλά της διαφωράς» (Περιθώρια, σ. 17).
«36
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Το ζήτημα εδώ είναι η ιεραρχική αντίθεση παρουσίας/απου σίας. Μια αποδομητική προσέγγιση θα καταδείκνυε μεταξύ άλ λων ότι, προκειμένου η παρουσία να λειτουργήσει όπως θεωρεί ται ότι λειτουργεί, πρέπει να εμπεριέχει και τις ιδιότητες που υπο τίθεται ότι ανήκουν στο αντίθετό της, την απουσία. Έτσι, αντί να ορίσουμε την απουσία με όρους παρουσίας, ως το αντίθετό της, μπορούμε να χειριστούμε την «παρουσία» ως το αποτέλεσμα μιας γενικευμένης απουσίας ή, όπως θα δούμε σε λίγο, ως το αποτέλε σμα της διαφωράς. Μπορούμε να φωτίσουμε ακόμα περισσότερο αυτή τη διαδικασία εξετάζοντας άλλη μία από τις δυσκολίες που ανακύπτουν στο πλαίσιο της μεταφυσικής τής παρουσίας. Αυτή η δυσκολία έχει να κάνει με τη σημασία και θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε το παράδοξο της δομής και του γεγονότος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το νόημα μιας λέξης εί ναι αυτό που οι ομιλητές εννοούν όταν τη χρησιμοποιούν. Το νόημα μιας λέξης μέσα σε ένα γλωσσικό σύστημα, αυτό που βρί σκουμε όταν ψάχνουμε μια λέξη στο λεξικό, είναι το αποτέλε σμα της σημασίας που οι αναγνώστες τής έχουν δώσει κατά τις προγενέστερες επικοινωνιακές τους πράξεις. Και ό,τι ισχύει για μια λέξη ισχύει και για τη γλώσσα γενικότερα: η δομή μιας γλώσσας, το σύστημα των κανόνων και των κανονικοτήτων της, είναι το προϊόν συγκεκριμένων γεγονότων, το αποτέλεσμα προ γενέστερων λεκτικών πράξεων. Ωστόσο, όταν πάρουμε αυτό το επιχείρημα στα σοβαρά και αρχίσουμε να κοιτάμε τα γεγονότα που θεωρείται ότι καθορίζουν τις δομές, βλέπουμε ότι κάθε γε γονός έχει ήδη καθοριστεί και καταστεί δυνατό από προγενέ στερες δομές. Η δυνατότητα να σημάνουμε κάτι με ένα εκφώνημα είναι ήδη εγγεγραμμένη στη δομή της γλώσσας. Οι δομές κα
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
*37
θαυτές είναι πάντοτε προϊόντα άλλων δομών, αλλά όσο πίσω και να προσπαθήσουμε να πάμε -ακόμα και τότε που προσπαθούμε να φανταστούμε τη «γέννηση» της γλώσσας και να περιγράφου με ένα πρωτογενές γεγονός στο οποίο θα ανάγονται όλα τα υπό λοιπα και από το οποίο θα κατάγεται η πρώτη δομή- ανακαλύ πτουμε ότι είμαστε αναγκασμένοι να υποθέσουμε μια προγενέ στερη οργάνωση, μια προγενέστερη διαφοροποίηση. Όπως και στην περίπτωση της αιτιότητας, έτσι κι εδώ βρίσκου με μόνο μη καταγωγικές προελεύσεις. Αν ένας άνθρωπος των σπη λαίων υποτίθεται ότι εγκαινιάζει επιτυχώς τη γλώσσα κάνοντας ένα γρύλλισμα να σημαίνει «τροφή», τότε πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτός ο γρυλλισμός έχει ήδη διαφοροποιηθεί από τους άλλους γρυλλισμούς και ότι ο κόσμος έχει ήδη διαιρεθεί στις κατηγορίες «τροφή» και «μη τροφή». Οι σημαίνουσες πράξεις εξαρτώνται από διαφορές, όπως η αντίθεση μεταξύ «τροφής» και «μη τροφής» που επιτρέπει στην τροφή να σημανθεί, ή όπως η αντίθεση ανάμεσα σε στοιχεία που σημαίνουν, η οποία επιτρέπει σε μια σειρά στοιχείων να λειτουργήσει ως σημαίνον. Η σειρά φθόγγων bat αποτελεί ση μαίνον γιατί έρχεται σε αντίθεση με τα pat, mat, bad, bet κ.λπ. Ο ήχος που είναι «παρών» όταν λέμε bat εμπεριέχει τα ίχνη των μορ φών που δεν εκφωνούμε και μπορεί να λειτουργήσει ως σημαίνον μόνο στο βαθμό που απστελείται από τέτοια ίχνη. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της κίνησης, αυτό που υποτίθεται ότι είναι πα ρόν είναι πάντοτε περίπλοκο και διαφοροποιητικό, είναι σημαδε μένο από τη διαφορά, είναι προϊόν των διαφορών. Μια μελέτη της γλώσσας που απαιτεί σταθερή βάση θα θελή σει ασφαλώς να χειριστεί τη σημασία ως κάτι που είναι παρόν κάπου, λ.χ. παρόν στη συνείδηση τη στιγμή του σημαίνοντος γε
*38
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γονότος' αλλά κάθε παρουσία στην οποία παραπέμπει συμβαί νει να εμπεριέχει ήδη τη διαφορά. Ωστόσο, αν αντί γι’ αυτό προ σπαθήσει κανείς να στηρίξει μια μελέτη του νοήματος στη δια φορά, δεν θα καταφέρει τίποτε περισσότερο, γιατί οι διαφορές καθαυτές δεν είναι ποτέ δεδομένες, αλλά παράγωγες. Μια σχο λαστική θεωρία θα πρέπει να κινείται ανάμεσα σε αυτές τις δύο προοπτικές, στο γεγονός και τη δομή ή στην ομιλία (parole) και το λόγο (langue), που ποτέ δεν οδηγούν στη σύνθεση. Κάθε προο πτική δείχνει το λάθος μιας άλλης μέσα από μια ανεπίλυτη εναλ λαγή ή απορία. Όπως γράφει ο Derrida, Μπορούμε να προεκτείνουμε στο σύστημα των σημείων γε νικά αυτό που λέει ο Saussure για τη γλώσσα: «Το γλωσσι κό σύστημα (langue/λόγος) είναι απαραίτητο προκειμένου τα γεγονότα ομιλίας (parole/ομιλία) να είναι κατανοητά και να παράγουν τα αποτελέσματα τους, αλλά και τα γεγο νότα ομιλίας είναι απαραίτητα προκειμένου να συγκροτη θεί το γλωσσικό σύστημα [...]». Έχουμε εδώ να κάνουμε με ένα κυκλικό σχήμα γιατί, αν κάνουμε σαφή διάκριση ανά μεσα σε λόγο και ομιλία, κώδικα και μήνυμα, σχήμα και χρήση κ.λπ., και αν σεβαστούμε τις δύο αρχές που προβάλ λονται εδώ, δεν ξέρουμε ούτε από πού να ξεκινήσουμε ού τε και πώς κάτι μπορεί γενικώς να ξεκινήσει, είτε πρόκει ται για το λόγο είτε για την ομιλία. Πρέπει επομένως να εντοπίσουμε, πριν από κάθε διάκριση μεταξύ λόγου και ομιλίας, κώδικα και μηνύματος κ.ο.κ., μια συστηματική πα ραγωγή διαφορών, την παραγωγή ενός συστήματος διαφο ρών - μια διαφωρά' σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματά της, θα μπορούσαμε αργότερα, μέσα από μια διαδικασία αφαίρε σης και για συγκεκριμένους λόγους, να κάνουμε τη διάκρι ση ανάμεσα σε μια γλωσσολογία του λόγου και σε μια γλωσσολογία της ομιλίας (Θέσεις, σσ. 39-40/28).
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
‘39
Ο όρος διαφωρά (difference), τον οποίο προτείνει εδώ ο Derrida, παραπέμπει σε αυτή την αναποφάσιστη, μη συνθετική εναλλαγή ανάμεσα στην προοπτική της δομής και στην προοπτι κή του γεγονότος. Το ρήμα differer σημαίνει και διαφέρω και αναβάλλω. Ο όρος διαφωρά (difference) ακούγεται όπως ακρι βώς ακούγεται και ο όρος διαφορά (difference), αλλά η κατάλη ξη -ωρά (-ance), που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ρηματι κών ουσιαστικών, του δίνει μια νέα μορφή που σημαίνει «διαφορά-διαφοροποιώ-αναβάλλω». Η διαφωρά δηλώνει επομένως μια «παθητική» διαφορά που υπάρχει ήδη ως προϋπόθεση του νοήματος και ως διαφοροποιητική ενέργεια που παράγει διαφο ρές. Ο αντίστοιχος αγγλικός όρος είναι spacing (διευθέτηση), ο οποίος δηλώνει και μια συγκεκριμένη τακτοποίηση και την πρά ξη της κατανομής ή της τακτοποίησης. Ο Derrida χρησιμοποιεί ευκαιριακά τον ανάλογο γαλλικό όρο espacement, αλλά ο όρος διαφωρά είναι πιο ισχυρός και εύστοχος, γιατί η διαφορά αποτέλεσε καίριο όρο στα γραπτά του Nietzsche, του Saussure, του Freud, του Husserl και του Heidegger. Διερευνώντας συστήματα νοήματος, κατέληξαν να δίνουν έμφαση στη διαφορά και τη δια φοροποίηση· από την άλλη πλευρά, η σιωπηρή παραμόρφωση του όρου από τον Derrida, δείχνοντας ότι η γραφή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ως μια απλή αναπαράσταση του λόγου, φέρνει στην επιφάνεια το πρόβλημα που καθορίζει και μαζί υπονομεύει κάθε θεωρία περί νοήματος. Η διαφωρά, γράφει, αποτελεί μια δομή και μια κίνηση που δεν μπορούν να γί νουν αντιληπτε'ς με βάση την αντίθεση παρουσίας/ απου σίας. Η διαφωρά (differance) είναι το συστηματικό παιχνί
140
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
δι ανάμεσα στις διαφορές, ανάμεσα στα ίχνη των διαφο ρών, το παιχνίδι της διευθέτησης (espacement) με βάση την οποία τα στοιχεία συσχετίζονται μεταξύ τους. Αυτή η διευ θέτηση είναι η παραγωγή, ταυτόχρονα ενεργητική και πα θητική (το α της differance δηλώνει αυτή την αναποφασιστικότητα ανάμεσα στην ενεργητικότητα και την παθητικότητα, που δεν μπορούν ούτε να καθοριστούν ούτε να οργανω θούν με βάση αυτη την αντίθεση), των χασμάτων χωρίς τα οποία οι «πλήρεις» όροι δεν θα μπορούσαν να σημάνουν, δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν (Θέσεις, σσ. 38-39).
Αυτά τα προβλήματα εξετάζονται περαιτέρω στην ανάλυση του Saussure από τον Derrida στο Π ερί γραμματολογίας. Τα Μαθή ματα γενικής γλωσσολογίας (Cours de Linguistique gdnerale) του Saussure, που ενέπνευσαν το δομισμό και τη σημειωτική, μπορεί να αποδειχτεί ότι αποτελούν μια διεισδυτική κριτική της μετα φυσικής της παρουσίας αφενός, και μια ρητή επαναβεβαίωση του λογοκεντρισμού και της αναπόφευκτης εμπλοκής μαζί του αφετέρου. Ο Derrida δείχνει πώς ο λόγος του Saussure αποδομεί τον εαυτό του, ενώ παράλληλα ισχυρίζεται -και αυτό είναι ένα σημείο που δεν πρέπει να παραβλέπουμε- ότι αυτή η απο δομητική κίνηση, αντί να αποδυναμώνει τα Μαθήματα, είναι βα σικό συστατικό της ισχύος και της σπουδαιότητάς τους. Η αξία και η ισχύς ενός κειμένου μπορεί σε σημαντικό βαθμό να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο αποδομεί τη φιλοσοφία που το υποβαστάζει. Ο Saussure ξεκινά ορίζοντας τη γλώσσα ως σύστημα σημείων. Οι ήχοι λογίζονται ως γλώσσα μόνο όταν χρησιμεύουν για να εκφράσουν ή να κοινοποιήσουν ιδέες· το κεντρικό ερώτημα λοι πόν για τον Saussure είναι η φύση του σημείου: τι του προσδίδει
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*4ΐ
την ταυτότητά του και τι το καθιστά ικανό να λειτουργήσει ως σημείο; Υποστηρίζει ότι τα σημεία είναι αυθαίρετα και συμβα τικά και ότι καθένα από αυτά ορίζεται όχι από κάποια ενδογενή χαρακτηριστικά του, αλλά από διαφορές που το κάνουν να διακρίνεται από τα άλλα σημεία. Μια γλώσσα γίνεται επομένως αντιληπτή ως σύστημα διαφορών και το γεγονός αυτό μας παρο τρύνει να αναπτύξουμε τις διακρίσεις στις οποίες βασίστηκαν ο δομισμός και η σημειωτική: τη διάκριση ανάμεσα στη γλώσσα ως σύστημα διαφορών (langue/λόγος) και στα γεγονότα ομιλίας που το σύστημα καθιστά δυνατά (parole/ομιλία), ανάμεσα στη μελέτη της γλώσσας ως συστήματος σε μια δεδομένη στιγμή (συγχρονική μελέτη) και στη μελέτη των συσχετισμών ανάμεσα σε στοιχεία από διαφορετικές ιστορικές περιόδους (διαχρονική μελέτη), ανάμεσα σε δύο τύπους διαφορών στο πλαίσιο του ίδιου συστήματος -τις συνταγματικές και τις παραδειγματικές σχέ σεις- και ανάμεσα στα δύο συστατικά του σημείου - το σημαίνον και το σημαινόμενο. Όλες αυτές οι βασικές διακρίσεις μαζί συναποτελούν το γλωσσολογικό και σημειωτικό πρόγραμμα που επιχειρεί να αναλύσει τα γλωσσικά γεγονότα φέρνοντας στην επιφάνεια το σύστημα σχέσεων που τα καθιστά δυνατά. Στη συνέχεια, όσο επιμένει ο Saussure να συνεχίζει τις ανα ζητήσεις του, τόσο εντονότερα υπογραμμίζει την καθαρά συσχετιστική φύση του γλωσσικού συστήματος. Ο ίδιος ο ήχος, ισχυρί ζεται πειστικά, δεν μπορεί να ανήκει στο σύστημα- ωστόσο, επι τρέπει σε διάφορες μονάδες του συστήματος να εμφανιστούν σε λεκτικές πράξεις. Πράγματι, συμπεραίνει ότι «στο γλωσσικό σύ στημα υπάρχουν μόνο διαφορές, χ^ρίς θετικούς όρονς» (Μαθή ματα, ο. 166). Πρόκειται για μια ριζοσπαστική διατύπωση. Η
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κοινή αντίληψη αναμφίβολα υποστηρίζει ότι μια γλώσσα αποτελείται από λέξεις, δηλαδή από θετικές οντότητες, που συνδυά ζονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν ένα σύστημα και έτσι να αποκτήσουν σχέσεις η μία με την άλλη, ενώ, αντίθετα, η ανάλυ ση του Saussure για τη φύση των γλωσσικών μονάδων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα σημεία είναι το προϊόν ενός συστήματος δια φορών πράγματι, δεν είναι κατά κανένα τρόπο θετικές οντότη τες αλλά αποτελέσματα διαφορών. Πρόκειται για μια έντονη αμφισβήτηση του λογοκεντρισμού* όπως εξηγεί ο Derrida, το συμπέρασμα ότι το σύστημα αποτελείται μόνο από διαφορές υποσκάπτει την απόπειρα να βασίσουμε μια θεωρία της γλώσ σας σε θετικές οντότητες που μπορεί να είναι παρούσες είτε στο γεγονός της ομιλίας είτε στο γλο^σσικό σύστημα. Αν στο γλωσσι κό σύστημα υπάρχουν μόνο διαφορές, σημειώνει ο Derrida, το παιχνίδι των διαφορών περιλαμβάνει συνθέσεις και μετακυλίσεις που εμποδίζουν το εκεί να είναι σε οποιαδήποτε στιγμή ή με οποιοδήποτε τρόπο ένα απλό στοιχείο που είναι παρόν εν εαυτώ και αφ’ εαυτού και αναφέρεται μόνο στον εαυτό του. Είτε πρόκειται για γραπτή είτε για προφορική ομιλία, κανένα στοιχείο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ση μείο χωρίς να συσχετίζεται με κάποιο άλλο στοιχείο, το οποίο με τη σειρά του δεν είναι ποτέ απλώς παρόν. Αυτός ο σύνδεσμος σημαίνει ότι κάθε «στοιχείο» -φώνημα ή γράφη μα· συγκροτείται σε σχέση με το ίχνος που έχουν αφήσει επάνω του τα άλλα στοιχεία της σειράς ή του συστήματος στα οποία ανήκει. Αυτός ο σύνδεσμος, αυτή η διαπλοκή, είναι το κείμενο , το οποίο παράγεται μόνο μέσα από το μετασχηματι σμό ενός άλλου κειμένου. Τίποτε από τα στοιχεία ή από το σύστημα δεν είναι πουθενά απλώς παρόν ή απόν. Υπάρχουν μόνο, παντού, διαφορές και ίχνη ιχνών (ιΘέσεις, σσ. 37-38).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*43
Η αυθαίρετη φύση του σημείου και η έννοια ενός συστήματος χωρίς θετικούς όρους μάς δίνουν την παράδοξη έννοια του «θεσμοποιημένου ίχνους», μια δομή διαρκούς μετακΰλισης στην οποία υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο ίχνη - ίχνη που προϋ πάρχουν κάθε οντότητας της οποίας μπορεί να είναι ίχνη. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ενυπάρχει στα επιχειρήματα του Saussure και μια επιβεβαίωση του λογοκεντρισμού. Η ίδια η έν νοια του σημείου, από την οποία ξεκινάει ο Saussure, βασίζεται σε μια διάκριση ανάμεσα στο αισθητό και στο νοητό· το σημαί νον υπάρχει για να δώσει πρόσβαση στο σημαινόμενο και ως εκ τούτου φαίνεται να υπόκειται στην έννοια ή στη σημασία την οποία μεταδίδει. Επιπλέον, προκειμένου να διακρίνει το ένα σημείο από το άλλο, προκειμένου δηλαδή να διευκρινίσει πότε οι υλικές παραλλαγές είναι σημαίνουσες, ο γλωσσολόγος πρέ πει να αποδεχτεί το ενδεχόμενο να έχει συλλάβει τα σημαίνο ντα, προκειμένου να τα μετατρέψει σε σημείο εκκίνησης. Η έν νοια του σημείου είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τις βασικές έννοιες του λογοκεντρισμού, ώστε θα ήταν πολύ δύσκολο για τον Saussure να τη μετακινήσει από εκεί ακόμα και αν το ήθελε. Αν και μεγάλο μέρος της ανάλυσής του πηγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση, ο ίδιος επιβεβαιώνει ανοιχτά τη λογοκεντρική αντίληψη περί σημείου και έτσι η ανάλυσή του εγγράφεται στο πλαίσιο του λογοκεντρισμού. Αυτό προκύπτει, κατά πολύ ενδια φέροντα για τον Derrida τρόπο, από την αντιμετώπιση που επι φυλάσσει ο Saussure στη γραφή, την οποία και υποβιβάζει στην κατηγορία του δευτερεύοντος και παράγωγου. Μολονότι απο κλείει εκ των προτέρων τον ήχο καθαυτόν από το γλωσσικό σύ στημα και επιμένει στον μορφικό χαρακτήρα των γλωσσικών
144
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μονάδων, υποστηρίζει ότι «το αντικείμενο της γλωσσολογικής ανάλυσης δεν ορίζεται από το συνδυασμό της λέξης που γράφε ται με τη λέξη που λέγεται: μόνο η λέξη που λέγεται αποτελεί αντικείμενο της γλωσσολογίας» (Μαθήματα, σ. 45). Η γραφή δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας τρόπος αναπαράστασης του λόγου, μια τεχνική επινόηση ή ένα εξωτερικό εξάρτημα που δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη κατά τη μελέτη της γλώσσας. Τα παραπάνω μπορεί να φαίνονται ως μια σχετικά ανώδυνη υπόθεση, αλλά στην πραγματικότητα, όπως δείχνει ο Derrida, κατέχουν κεντρική θέση στον παραδοσιακό δυτικό στοχασμό γΰρω από τη γλώσσα, σύμφωνα με τον οποίο η προφορική ομι λία θεωρείται ένα είδος φυσικής και άμεσης επικοινωνίας, ενώ η γραφή μια τεχνητή και έμμεση αναπαράσταση της αναπαρά στασης. Για να υποστηρίξουμε αυτή την ιεράρχηση, θα μπορού σαμε να αναφέρουμε το γεγονός ότι τα παιδιά πρώτα μαθαίνουν να μιλούν και μετά μαθαίνουν να γράφουν ή ότι εκατομμύρια άνθρωποι, ακόμα και ολόκληροι πολιτισμοί, διαθέτουν προφο ρική ομιλία αλλά όχι γραφή. Όταν όμως παρατίθενται τέτοια δεδομένα, θεωρείται ότι καταδεικνύουν όχι μόνο μια γεγονοτική ή τοπική προτεραιότητα της προφορικής ομιλίας σε σχέση με τη γραφή, αλλά μια πιο δυσοίωνα γενικευμένη και συνολικότε ρη προτεραιότητα. Η προφορική ομιλία αντιμετωπίζεται σαν να βρίσκεται σε άμεση επαφή με το νόημα: οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα του ομιλητή σαν να πρόκειται για τα αυθόρμητα και πε ρίπου διαφανή σημεία της σκέψης που κάνει εκείνη τη στιγμή, την οποία και ελπίζει ότι θα συλλάβει ο ακροατής που τον πα ρακολουθεί. Η γραφή, από την άλλη πλευρά, αποτελείται από φυσικά σημάδια που απομακρύνονται από τη σκέψη αυτού που
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
«45
τα παρήγαγε. Λειτουργεί χαρακτηριστικά εν τη απουσία ενός ομιλητή, δίνει αβέβαιη πρόσβαση σε μια σκέψη και μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και ως εντελώς ανώνυμη, αποκομμένη από κάθε ομιλητή ή συγγραφέα. Η γραφή φαίνεται επομένως να μην είναι απλώς μια τεχνική επινόηση για την αναπαράσταση της προφορικής ομιλίας, αλλά μια παραποίησή της. Αυτή η κριτική της γραφής είναι τόσο παλιά όσο και η φιλοσοφία. Στον Φαίδρο, ο Πλάτων καταδικάζει τη γραφή ως μια νόθα μορφή επικοινω νίας· αποκομμένη από τον πατέρα ή από τη στιγμή της γένεσής της, η γραφή μπορεί να προκαλέσει πολλαπλές παρανοήσεις, δεδομένου ότι ο ομιλητής δεν είναι εκεί για να εξηγήσει στον ακροατή τι εννοεί. Αυτή η εΰνοια προς την ομιλία, που προκύπτει όταν αντιμε τωπίζουμε τη γραφή ως παρασιτική και ατελή αναπαράστασή της, είναι ένας τρόπος να παραμερίσουμε συγκεκριμένα χαρα κτηριστικά της γλώσσας ή ορισμένες όψεις της λειτουργίας της. Αν η απόσταση, η απουσία, η παρανόηση, η ανειλικρίνεια και η αμφισημία είναι χαρακτηριστικά της γραφής, τότε, διακρίνοντας τη γραφή από την προφορική ομιλία, μπορούμε να κατα σκευάσουμε ένα επικοινωνιακό μοντέλο που έχει για κανόνα του ένα ιδανικό συνδεδεμένο με την προφορική ομιλία, ένα μο ντέλο δηλαδή σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις έχουν νόημα και ο ακροατής μπορεί καταρχήν να συλλάβει με ακρίβεια αυτό που εννοεί ο ομιλητής. Η ηθική ζέση με την οποία ο Saussure συζητά τη γραφή δείχνει ότι διακυβεύεται κάτι σημαντικό. Μιλά για τους «κινδύνους» της γραφής, η οποία «μεταμφιέζει» τη γλώσσα και σε ορισμένες περιπτώσεις φτάνει να «υφαρπάξει» το ρόλο της προφορικής ομιλίας. Η «τυραννία της γραφής» είναι ισχυρή
146
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
καιύπουλη· οδηγεί, παραδείγματος χάριν, σε «παθολογικά» λά θη προφοράς, σε παραφθορά ή μόλυνση των φυσικών μορφών της ομιλίας. Οι γλωσσολόγοι που παρακολουθούν τις γραπτές μορφές της γλώσσας «πέφτουν στην παγίδα». Η γραφή, που υποτίθεται ότι είναι μια αναπαράσταση της προφορικής ομι λίας, απειλεί την καθαρότητα του συστήματος το οποίο υπηρετεί (Περίγραμματολογίας, σσ. 51-63/64-77). Αλλά αν η γραφή μπορεί να επηρεάσει την ομιλία, τότε η σχέ ση είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται αρχικά. Το ιεραρχικό σχήμα που έδινε προτεραιότητα στην ομιλία και εξαρτούσε τη γραφή από αυτή διαβρώνεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο Saussure ανατρέχει στο παράδειγμα της γραφής για να εξηγήσει τη φύση των γλωσσικών μονάδων. Πώς μπορεί κανείς να απεικονίσει την έννοια μιας καθαρά διαφοροποιητικής μονάδας; «Από τη στιγμή που η ίδια ακριβώς κατά σταση παρατηρείται στη γραφή, δηλαδή σε ένα διαφορετικό σύ στημα σημείων, θα χρησιμοποιήσουμε τη γραφή για να κάνουμε ορισμένες συγκρίσεις που θα διαλευκάνουν το όλο ζήτημα» (Μαθήματα, σ. 165). Το γράμμα t, παραδείγματος χάριν, μπορεί να γραφτεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους στο βαθμό που παραμένει διακριτό από τα /,/, ί, ά, κ.λπ. Δεν υπάρχουν ουσιώδη χαρακτηριστικά που πρέπει να διατηρηθούν η ταυτότητά του εί ναι καθαρά συσχετιστική. Επομένως η γραφή, η οποία, όπως υποστήριξε ο Saussure, δεν θα πρέπει να είναι το αντικείμενο της γλωσσολογικής έρευ νας, αποδεικνύεται η καλύτερη απεικόνιση της φύσης των γλωσ σικών μονάδων. Η ομιλία πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια μορ φή γραφής, ως ένας φορέας του βασικού γλωσσικού μηχανισμού
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
147
που εκδηλώνεται στη γραφή. Το επιχείρημα του Saussure φέρνει στην επιφάνεια αυτή την αναστροφή: η προαποφασισμένη ιε ραρχία που θεωρεί τη γραφή ως μια παράγωγη μορφή της ομι λίας, έναν παρασιτικό τρόπο αναπαράστασης που προστίθεται στην ομιλία, τώρα αντιστρέφεται και η ομιλία παρουσιάζεται και εξηγείται ως μια μορφή γραφής. Αυτό καταλήγει σε μια και νούργια αντίληψη για τη γραφή: μια γενικευμένη γραφή που θα είχε ως υποκατηγορίες τη φωνητική γραφή και τη γραπτή γραφή. Παρακολουθώντας την αλληλεπίδραση ομιλίας και γραφής στα κείμενα του Πλάτωνα, του Rousseau, του Husserl, του LeviStrauss, του Condillac, καθώς και του Saussure, ο Derrida δείχνει γενικότερα πως, αν η γραφή ορίζεται από τις ιδιότητες που πα ραδοσιακά της αποδίδουμε, τότε η ομιλία είναι ήδη μια μορφή γραφής. Για παράδειγμα, η γραφή συχνά παρακάμπτεται ως μια τεχνική που χρησιμεύει απλώς για να πάρει η ομιλία τη μορφή καταγραφών που μπορούν να επαναληφθούν και να κυκλοφορή σουν κατά την απουσία της σημαίνουσας πρόθεσης που ζωογονεί την ομιλία* αλλά αυτή η επαναληπτικότητα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί και τη συνθήκη κάθε σημείου. Μια ακολουθία ήχων μπορεί να λειτουργήσει ως σημαίνον μόνο εάν μπορεί να επαναληφθεί, αν μπορεί να αναγνωριστεί ως η «ίδια» σε διαφορετικές περιστάσεις. Πρέπει εγώ να μπορώ να επαναλάβω αυτό που εί πε κάποιος σε έναν τρίτο. Η ακολουθία μιας ομιλίας δεν αποτε λεί ακολουθία σημείων παρά μόνο αν μπορούμε να την παραθέ σουμε και να την κυκλοφορήσουμε μεταξύ εκείνων που δεν γνω ρίζουν ούτε τον «αρχικό» ομιλητή ούτε και τις προθέσεις του σχε τικά με το νόημα που θέλει να παραγάγει. Το εκφώνημα «το ΡιΟρανζίς είναι ένα νότιο προάστιο του Παρισιού» συνεχίζει να
148
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σημαίνει όσο επαναλαμβάνεται, αναφέρεται ή, όπως εδώ, παρα τίθεται ως παράδειγμα· και μπορεί να συνεχίσει να σημαίνει εί τε αυτοί που το αναπαράγουν ή το αναφέρουν έχουν κάτι «στο μυαλό τους» είτε όχι. Αυτή η δυνατότητα των γλωσσικών σημείων να επαναλαμβάνονται και να λειτουργούν άσχετα από το αν υπάρχει μια συγκεκριμένη σημαίνουσα πρόθεση ή όχι αποτελεί συνθήκη των γλωσσικών σημείων γενικά και όχι μόνο της γρα φής. Θα μπορούσαμε να σκεφτούμε τη γραφή ως υλικό αρχείο, αλλά όπως επισημαίνει ο Derrida, «αν “γραφή” σημαίνει επι γραφή και πάνω απ’ όλα διαρκής θεσμοποίηση των σημείων (και αυτός είναι ο πρώτος μη αναγώγιμος πυρήνας της έννοιας της γραφής), τότε η γραφή καλύπτει γενικά όλο το πεδίο των γλωσ σικών σημείων. [...] Η ίδια η ιδεατής θεσμοποίησης-συνεπώςτου αυθαίρετου χαρακτήρα του σημείου- είναι αδιανόητη πριν από τη δυνατότητα της γραφής ή έξω από τον ορίζοντά της» (Περί γραμματολογίας, σ. 65/81). Η γραφή γενικά είναι μια archiecriture, μια αρχι-γραφή ή πρωτογραφή που αποτελεί προϋπόθε ση τόσο της ομιλίας όσο και της γραφής με τη στενότερη έννοια. Η σχέση ομιλίας-γραφής μάς δίνει μια δομή την οποία ο Derrida ανακαλύπτει σε μια σειρά από κείμενα και την οποία αποκαλεί, χρησιμοποιώντας έναν όρο που ο Rousseau χρησιμο ποιεί για τη γραφή, λογική του «συμπληρώματος». Έ να συμπλή ρωμα, όπως μας λέει το λεξικό Webster, είναι «κάτι που συμπλη ρώνει ή προσθέτει». Το συμπλήρωμα ενός λεξικού είναι ένα επι πλέον τμήμα που προστίθεται σε αυτό- η ίδια όμως η δυνατότητα να προσθέσουμε ένα συμπλήρωμα δείχνει ότι το λεξικό καθαυτό είναι ατελές. «Οι γλώσσες φτιάχνονται για να μιλιούνται» γρά φει ο Rousseau- «η γραφή χρησιμεύει μόνο ως συμπλήρωμα στην
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
‘49
ομιλία». Και αυτή η έννοια του συμπληρώματος, η οποία εμφανί ζεται παντού στον Rousseau, «στεγάζει δύο σημασίες, η συγκα τοίκηση των οποίων είναι τόσο παράξενη όσο και αναγκαία» (Περίγραμματολογίας, σ. 208/251). Το συμπλήρωμα είναι ένα μη απαραίτητο επιπλέον στοιχείο, το οποίο προστίθεται σε κάτι που αυτό καθαυτό είναι πλήρες, αλλά το συμπλήρωμα προστίθεται προκειμένου να συμπληρώσει, να αποκαταστήσει ένα κενό σε κάτι που υποτίθεται ότι ήταν αυτό καθαυτό πλήρες. Μια ισχυρή λογική συνδέει αυτές τις δύο διαφορετικές σημασίες του συ μπληρώματος· και στις δύο σημασίες το συμπλήρωμα παρουσιά ζεται σαν κάτι εξωτερικό, ξένο ως προς την «ουσιαστική» φύση αυτού στο οποίο προστίθεται ή το οποίο υποκαθιστά. Ο Rousseau περιγράφει τη γραφή ως μια τεχνική που προστί θεται στην ομιλία, ενώ παραμένει ξένη ως προς τη φύση της γλώσσας· και η άλλη όμως έννοια του συμπληρώματος φαίνεται επίσης να βρίσκει εφαρμογή εδώ. Η γραφή μπορεί να προστεθεί στην ομιλία μόνο αν η ομιλία δεν είναι μια αυτάρκης και φυσική πληρότητα, μόνο αν ήδη ενυπάρχει στην ομιλία μια έλλειψη ή μια απουσία που δίνει στη γραφή τη δυνατότητα να τη συμπληρώσει. Αυτό προκύπτει με έντονο τρόπο στις απόψεις του Rousseau για τη γραφή: ενώ από τη μία καταδικάζει τη γραφή «ως καταστρο φή της παρουσίας και ασθένεια του λόγου», από την άλλη η δραστηριότητά του ως συγγραφέα παρουσιάζεται, αρκετά παραδο σιακά, ως μια απόπειρα να αποκατασταθεί η παρουσία που έλει πε από την ομιλία μέσα από την απουσία της γραφής. Να μια πε ριεκτική διατύπωση από τις Εξομολογήσεις : «Θα αγαπούσα την κοινωνία όπως κι ο καθένας, αν δεν ήμουνα βέβαιος ότι φαίνο μαι όχι μόνο κατώτερος απ’ ό,τι είμαι, αλλά τελείως διαφορετι
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κός. Η απόφαση που πήρα να γράψω και να κρυφτώ είναι εκείνη που μου πήγαινε. Αν ήμουνα παρών, ποτέ δεν θα καταλάβαιναν οι άνθρωποι τι αξίζω» (Π ερί γραμματολογίας, σ. 205/247). Η γραφή μπορεί να είναι μια αναπλήρωση, ένα συμπλήρωμα της ομιλίας, μόνο και μόνο γιατί η ομιλία είναι ήδη σημαδεμένη από τις ιδιότητες που γενικώς αποδίδονται στη γραφή: απουσία και παρανόηση. Όπως σημειώνει ο Derrida, και παρόλο που μι λά για τη γλωσσική θεωρία γενικότερα παρά για την επιχειρη ματολογία του Rousseau, η γραφή μπορεί να είναι δευτερεύουσα και παράγωγη «μόνο υπό μία προϋπόθεση: ότι η “πρωταρχι κή”, “φυσική” κ.λπ. γλώσσα δεν υπήρξε ποτέ, ότι ποτέ δεν ήταν άθικτη, ανέγγιχτη από τη γραφή, ότι ανέκαθεν η ίδια ήταν γρα φή» (Περί γραμματολογίας, σ. 82/101). Ο Derrida, συζητώντας «αυτό το επικίνδυνο συμπλήρωμα» στον Rousseau, περιγράφει την ίδια δομή σε μια σειρά από τομείς: τα διάφορα εξωτερικά συμπληρώματα του Rousseau καλούνται να συμπληρώσουν, ακριβώς επειδή υπάρχει πάντοτε μια έλλειψη σε αυτό το οποίο συμπληρώνεται, δηλαδή μια πρωταρχική έλλειψη. Ο Rousseau, παραδείγματος χάριν, αντιμετωπίζει την παι δεία 0)ς συμπλήρο)μα της φύσης. Η φύση είναι καταρχήν πλήρης, μια φυσική πληρότητα για την οποία η παιδεία είναι ένα εξωτε ρικό πρόσθετο στοιχείο. Η περιγραφή όμως αυτής της συμπλή ρωσης αποκαλύπτει μια εγγενή έλλειψη της φύσης- η φύση πρέ πει να συμπληρωθεί -να πληρωθεί- με την παιδεία αν θέλει να είναι ο εαυτός της: η σωστή παιδεία χρειάζεται αν θέλουμε να αναδυθεί η ανθρώπινη φύση στην πραγματική της μορφή. Η λο γική της συμπληρωματικότητας αντιμετωπίζει έτσι τη φύση ως τον προαπαιτούμενο όρο, ως μια πληρότητα που αρχικά υπάρχει,
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
15 1
αλλά στη συνέχεια αποκαλύπτει μια έλλειψη ή απουσία στο εσω τερικό της, έτσι ώστε η παιδεία, το επιπλέον πρόσθετο στοιχείο, να γίνεται η απαραίτητη συνθήκη αυτού το οποίο συμπληρώνει, Ο Rousseau μιλά επίσης για τον αυνανισμό ως «επικίνδυνο συμπλήρωμα». Όπως η γραφή, έτσι και ο αυνανισμός αποτελεί μια διεστραμμένη προσθήκη, μια πρακτική ή τεχνική που προ στίθεται στη φυσιολογική σεξουαλικότητα όπως η γραφή προ στίθεται στην ομιλία. Αλλά ο αυνανισμός επίσης αντικαθιστά ή υποκαθιστά τη «φυσιολογική» σεξουαλική δραστηριότητα. Προκειμένου να λειτουργήσει ο)ς υποκατάστατο πρέπει με κά ποιο ουσιαστικό τρόπο να μοιάζει σε αυτό το οποίο αντικαθι στά. Πράγματι, η θεμελιώδης δομή του αυνανισμού -η επιθυμία ως αυτο-ερωτισμός που επικεντρώνεται σε ένα φανταστικό αντικείμενο το οποίο δεν μπορούμε ποτέ να «αποκτήσουμε»επαναλαμβάνεται και σε άλλες σεξουαλικές σχέσεις, οι οποίες μπορούν με τη σειρά τους να θεωρηθούν ως επιμέρους στιγμές ενός γενικευμένου αυνανισμού. Παρ’ όλ’αυτά, θα ήταν ακριβέστερο να μιλήσουμε για μια γενικευμένη υποκατάσταση, μια και τα συμπληρώματα του Rousseau δεν αποκαλύπτουν τίποτε άλλο παρά μόνο μια ατέλειωτη σειρά από συμπληρώματα. Η γραφή είναι ένα συμπλήρωμα της ομιλίας, αλλά και η ομιλία είναι ήδη ένα συμπλήρωμα: τα παιδιά, γράφει οχον Αιμίλιο, μαθαίνουν γρήγορα να χρησιμοποιούν την ομιλία για να «υποκαταστήσονν τις αδυναμίες τους, [...] γιατί δεν χρειά ζεται μακρόχρονη εμπειρία για να νιώσει κανείς πόσο υπέροχο είναι να ενεργεί με τα χέρια του άλλου και να κινεί το σύμπαν μό νο σαλεύοντας τα χείλη» (Περίγραμματολογίας, σ. 211/254-255). Όταν λείπει η Μαντάμ ντε Βαρένς, η αγαπημένη του «μαμά», ο
152
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Rousseau προστρέχει σε συμπληρώματα, όπως περιγράφουν οι Εξομολογήσεις: «Δεν θα τέλειωνα ποτέ αν έλεγα με λεπτομέρειες όλες τις τρέλες που η ανάμνηση αυτής της αγαπημένης μαμάς με έσπρωχνε να κάνω όταν δεν βρισκόμουνα κοντά της. Πόσες φο ρές δεν φίλησα το κρεβάτι μου με τη σκέψη ότι είχε κοιμηθεί εκεί, τις κουρτίνες μου, όλα τα έπιπλα της κάμαράς μου με τη σκέψη ότι της ανήκαν, ότι το όμορφο χέρι της τα είχε αγγίξει, ακόμα και το πάτωμα όπου ξάπλωνα με τη σκέψη ότι το είχε πατήσει» (Περί γραμματολογίας, σσ. 217-218/262). Αυτά τα συμπληρώματα λει τουργούν κατά την απουσία της ως υποκατάστατα της παρουσίας της, αλλά, συνεχίζει το κείμενο, «ενίοτε ακόμα και μπροστά της έκανα υπερβολές που μόνο ο πιο βίαιος έρωτας μπορούσε να εμπνεύσει. Κάποια μέρα που τρώγαμε, τη στιγμή που έβαζε μια μπουκιά στο στόμα της, έβαλα μια φωνή γιατί είδα πάνω στο φα γητό μια τρίχα: εκείνη άφησε τη μπουκιά μέσα στο πιάτο της κι εγώ αμέσως την άρπαξα και την κατάπια». Το απόσπασμα του Rousseau δηλώνει εύστροφα μέσω του σημαίνοντος ποια δομή λειτουργεί εδώ. Αναφωνεί όταν στην μπουκιά του φαγητού βλέ πει κάτι που είναι ταυτόχρονα ξένο και αδιάφορο (un cheveu μια τρίχα) και τη δική του επιθυμία (un je veux - ένα θέλω), το οποίο λειτουργεί μέσα από συμπτωματικά συμπληρώματα. Αυτή η αλυσίδα υποκαταστάσεων θα μπορούσε να συνεχι στεί. Η «παρουσία» της μαμάς, όπως είδαμε, δεν τη διακόπτει. Αν μπορούσε να «την αποκτήσει», ας πούμε, αυτή η κατοχή θα συνέχιζε να είναι σημαδεμένη από την απουσία: «la possession physique» λέει ο Proust, «ού d’ailleurs Ton ne possede rien» («η φυσική κατοχή στην οποία άλλωστε δεν κατέχουμε τίποτε»). Και η ίδια η Μαμά είναι το υποκατάστατο μιας άγνωστης μητέρας,
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
»53
που κι εκείνη με τη σειρά της θα ήταν ένα συμπλήρωμα. «Μέσα από αυτή τη διαδοχή των συμπληρωμάτων αναγγέλλεται μια αναγκαιότητα: εκείνη μιας ατελεύτητης αλληλουχίας, η οποία πολλαπλασιάζει αναπόδραστα τις συμπληρωματικές μεσιτεύσεις που γεννούν το νόημα εκείνου ακριβώς που αναβάλλουν: τον κατοπτρισμό του ίδιου του πράγματος, της άμεσης παρουσίας, της πρωταρχικής αντίληψης. Η αμεσότητα είναι παράγωγη. Όλα αρ χίζουν από το έμμεσο [...]» (Περίγραμματολογίας , σ. 226/272). Τα κείμενα του Rousseau, όπως και πολλά άλλα, διδάσκουν ότι η παρουσία διαρκώς αναβάλλεται και ότι η συμπλήρωση εί ναι δυνατή μόνο εξαιτίας μιας πρωταρχικής έλλειψης, και ως εκ τούτου μας προτείνουν να συλλάβουμε αυτό που αποκαλούμε «ζωή» με βάση το πρότυπο ενός κειμένου, με βάση δηλαδή τα συμπληρώματα που βρίσκουμε στις διαδικασίες σήμανσης. Αυ τά τα κείμενα δεν υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει τίποτε έξω από τα εμπειρικά κείμενα -τα γραπτά- ενός πολιτισμού, αλλά πως ό,τι βρίσκεται απ’ έξω αποτελεί ένα επιπλέον συμπλήρωμα ή μια αλυσίδα συμπληρωμάτων, και στη συνέχεια θέτουν εν αμφιβόλω τη διάκριση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω. Αν το εξε τάζαμε, θα προέκυπτε ότι η μήτρα αυτού που αποκαλούμε πραγ ματική ζωή του Rousseau, με τις κοινωνικοοικονομικές της συν θήκες και τα δημόσια γεγονότα της, τις ιδιωτικές ερωτικές εμπειρίες της και τη δραστηριότητα της γραφής, συγκροτείται από τη λογική της συμπληρωματικότητας, όπως ακριβώς συμ βαίνει και με τα φυσικά αντικείμενα που επικαλείται στο από σπασμα των Εξομολογήσεων για τη Μαμά. Ο Derrida γράφει: Εκείνο που αποπειραθήκαμε να αποδείξουμε ακολουθώ ντας το οδηγητικό νήμα του «επικίνδυνου συμπληρώματος»
!5 4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
είναι πως μέσα σε ό,τι αποκαλούμε πραγματική ζωή αυτών των υπάρξεων «με σάρκα και οστά», πέρα από ό,τι πιστεύα με πως μπορούμε να οριοθετήσουμε ως έργο του Rousseau και πίσω από αυτό, δεν υπήρχε παρά μόνο η γραφή* ανέκα θεν υπήρχαν μόνο συμπληρώματα, υποκατάστατες σημα σίες, που μπόρεσαν να εμφανισθοΰν μόνο μέσα από μιαν αλυσίδα διαφορετικοί παραπομπών, καθώς το «πραγματι κό» δεν επισυνέβαινε, δεν προσετίθετο παρά μόνο λαμβάνοντας νόημα με βάση ένα ίχνος και μιαν επίκληση συμπλη ρώματος κ.λπ. Και οΰτω καθ’ εξής επ’ άπειρον, γιατί μέσα στο κείμενο διαβάσαμε ότι το απόλυτο παρόν, η ψυση, ό,τι οι λέξεις ονομάζουν «πραγματική μητέρα» κ.λπ., έχουν ήδη εξαρχής αφαιρεθεί, δεν υπήρξαν ποτέ* ότι εκείνο που διανοίγει το νόημα και τη γλώσσα είναι η γραφή ως εξαφάνιση της φυσικής παρουσίας (Περίγραμματολογίας, σ. 228/274).
Αυτή η πανταχοΰ παρουσία του συμπληρώματος διόλου δεν ση μαίνει πως δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στην «παρου σία» και την «απουσία» της Μαμάς ή της Τερέζας, ή ανάμεσα σε ένα πραγματικό και σε ένα φανταστικό γεγονός. Πρόκειται για καίριες διαφορές που παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό που ονο μάζουμε εμπειρία μας. Αλλά η εντύπωση της παρουσίας και της ιστορικής πραγματικότητας προκύπτει και καθίσταται δυνατή χάρη στη συμπλήρωση και τη διαφορά, που αποτελούν συγκε κριμένες πραγματώσεις αυτής της δομής. Η «παρουσία» της Μαμάς είναι ένας ειδικός τύπος απουσίας, με τον ίδιο τρόπο που ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός, όπως πολλοί θεωρητικοί επιχείρησαν να δείξουν, είναι ένας ιδιαίτερος τύπος μυθοπλα σίας. Η παρουσία δεν είναι καταγωγική* συγκροτείται (Ηγραφή και η διαφορά , σ. 314/320).
Α Π Ο Δ Ο ΜΗ Σ Η
*55
Η μεταφυσική στρατηγική που χρησιμοποιείται στα κείμενα του Rousseau, τα οποία ταυτόχρονα αποδεικνύουν και την αποσυναρμολόγησή της, συνίσταται «στον αποκλεισμό της μη πα ρουσίας, καθορίζοντας το συμπλήρωμα ως απλή εξωτερικότητά , ως καθαρή προσθήκη ή καθαρή απουσία. [...] Εκείνο που προ στίθεται δεν είναι τίποτα, επειδή προστίθεται σε μια πλήρη πα ρουσία, σε σχέση με την οποία είναι εξωτερικό. Η ομιλία έρχεται
να προστεθεί στην εποπτική παρουσία (του όντος, της ουσίας, του είδους , της ουσίας κ.λπ.)* έρχεται να προστεθεί στη ζώσα και παρούσα στον εαυτό της ομιλία* ο αυνανισμός έρχεται να προ στεθεί στη σεξουαλική εμπειρία που αποκαλείται φυσιολογική* ο πολιτισμός έρχεται να προστεθεί στη φύση, το κακό στην αθωό τητα, η ιστορία στην καταγωγή κ.λπ.» (Π ερίγραμματολογίας, σσ. 237-238/286). Η σημασία παρόμοιων δομών και εκτιμήσεων για τη σκέψη μάς δείχνει ότι η προτεραιότητα της ομιλίας σε σχέση με τη γραφή δεν αποτελεί ένα απλό λάθος που οι συγγρα φείς θα μπορούσαν να είχαν αποφύγει. Ο Derrida επιμένει πως ο παραμερισμός της γραφής ως συμπληρώματος αποτελεί μια διαδικασία που θεμελιώνεται σε ολόκληρη την ιστορία της με ταφυσικής και επίσης αποτελεί την πλέον καίρια διαδικασία όσον αφορά την «οικονομία» των μεταφυσικών εννοιών. Το προνόμιο της φωνής δεν αποτελείται από μια εκλογή που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει. Ανταποκρίνεται σε μια στιγμή της οικονομίας (ας πούμε της «ζωής», της «ιστορίας» ή του «είναι ως σχέσης με τον εαυτό του»). Το σύστημα του «ακούω-τον-εαυτό-μου-που-μιλάει» μέσα από τη φωνητική υπόσταση -που προσφέρεται ως σημαίνον μη εξωτερικό, μη κοσμικό, άρα μη εμπειρικό ή μη τυχαίοθα πρέπει να δέσποσε επί μίαν ολόκληρη εποχή της ιστο
156
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ρίας του κόσμου, και μάλιστα παρήγαγε την ιδέα του κό σμου, την ιδέα της καταγωγής του κόσμου με βάση τη δια φορά ανάμεσα στο κοσμικό και το μη κοσμικό, το έξω και το μέσα, το ιδεατό και το μη ιδεατό, το καθολικό και το μη καθολικό, το υπερβατικό και το εμπειρικό κ.λπ. (Περί γραμματολογίας, σ. 17/22).
Πρόκειται για τεράστια ζητήματα. Γίνονται πιο κατανοητά αν σημειώσουμε ότι η ιδέα του «κόσμου», δηλαδή αυτοΰ που είναι έξω από τη συνείδηση, εξαρτάται από διακρίσεις του τύπου μέ σα/έξω, και καθεμία από αυτές τις διακρίσεις εξαρτάται από ένα σημείο διαφοροποίησης, ένα σημείο ως προς το οποίο το έξω διαφοροποιείται από το μέσα. Η διάκριση ελέγχεται από ένα σημείο διαφοροποίησης. Ο ισχυρισμός του Derrida έχει δύο όψεις. Πρώτον, η στιγμή της ομιλίας -ή μάλλον η στιγμή της ομι λίας κάποιου συγκεκριμένα, κατά την οποία φαίνεται να συγ χρονίζονται το σημαίνον με το σημαινόμενο και να συγχωνεύο νται το μέσα με το έξω και το υλικό με το πνευματικό-, αυτή η στιγμή χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς σε σχέση με το οποίο το ποθετούνται όλες οι παραπάνω βασικές διακρίσεις. Δεύτερον, αυτή η αναφορά στη στιγμή της ομιλίας κάποιου συγκεκριμένα μας δίνει τη δυνατότητα να χειριστούμε τις διακρίσεις που προ κύπτουν από αυτή ως ιεραρχικές αντιθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο ένας όρος ανήκει στην παρουσία και το λόγο, ενώ ο άλ λος δηλώνει την πτώση από την παρουσία. Αν διαταράξουμε το προνόμιο της ομιλίας, απειλούμε ολόκληρο το οικοδόμημα. Η ομιλία μπορεί να παίξει αυτόν το ρόλο γιατί, τη στιγμή που μιλάμε, το υλικό σημαίνον και το πνευματικό σημαινόμενο φαί νεται να παρουσιάζονται ως μια αδιάσπαστη ενότητα, στο πλαί
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*57
σιο της οποίας το νοητό ελέγχει το αισθητό. Οι γραπτές λέξεις μπορεί να εμφανίζονται ως φυσικά σημεία που ο αναγνώστης πρέπει να ερμηνεύσει και να ζωντανέψει- μπορούμε να τα βλέ πουμε και χωρίς να τα καταλαβαίνουμε, και αυτή ακριβώς η δυ νατότητα να υπάρχει ένα κενό αποτελεί μέρος της ίδιας της δο μής τους. Όταν όμως μιλάω, η φωνή μου δεν μοιάζει να είναι κά τι εξωτερικό που πρώτα το ακούω και έπειτα το καταλαβαίνω. Ακούω και καταλαβαίνω την ομιλία μου την ώρα που μιλάω είναι ένα και το αυτό. Αυτό ακριβώς αποκαλεί ο Derrida σύστημα του «ακούω-τον-εαυτό-μου-που-μιλάει» (s’entendre parler), δεδομέ νου ότι το γαλλικό ρήμα αναμειγνύει επαρκώς τις πράξεις «ακούω» και «καταλαβαίνω» κάποιον. Στο πλαίσιο της ομιλίας φαίνεται να έχω άμεση πρόσβαση στις σκέψεις μου. Τα σημαί νοντα δεν με χωρίζουν από τη σκέψη μου, αλλά σβήνονται μπρο στά της. Ούτε όμως μοιάζουν με εξωτερικά εξαρτήματα, που τα παίρνουμε από τον κόσμο και τα θέτουμε σε χρήση. Προκύ πτουν αυθόρμητα από μέσα μας και είναι διαπερατά από τη σκέ ψη. Η στιγμή που ακούω/καταλαβαίνω κάποιον να μιλάει προ σφέρει τη «μοναδική εμπειρία του σημαινόμενου που γεννιέται αυθόρμητα, ένδοθεν, και μολαταύτα, ως σημαινόμενη έννοια, βρίσκεται στο στοιχείο του ιδεατού ή του καθολικού. Ο άκοσμος χαρακτήρας αυτού του υλικού έκφρασης συγκροτεί το στοιχείο του ιδεατού. Τούτη η εμπειρία της εξάλειψης του σημαίνοντος μέσα στη φωνή δεν είναι μια αυταπάτη ανάμεσα σε άλλες - για τί είναι η συνθήκη της ίδιας της ιδέας της αλήθειας» (Π ερί γραμ ματολογίας, σσ. 33-34/42). Η εξάλειψη του σημαίνοντος από την ομιλία αποτελεί προϋ πόθεση της ίδιας της ιδέας της αλήθειας, γιατί συνδυάζει τη δυ
158
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νατότητα για αντικειμενικότητα -επαναληπτική εμφάνιση, στα θερό νόημα που είναι παρόν στις πολυάριθμες εμφανίσεις του-, με κυριαρχία του νοήματος επί της εμφάνισης. Στο βαθμό που η αλήθεια απαιτεί να είναι δυνατή μια σταθερή σημασία που να μπορεί να εκδηλωθεί χωρίς να αλλάζει ή να επηρεάζεται από το εκάστοτε όχημα μέσω του οποίου εκδηλώνεται, η φωνή μάς προ σφέρει το απαραίτητο μοντέλο. Σε ένα μοντέλο στο οποίο η διά κριση μεταξύ νοήματος και μορφής αποτελεί ιεραρχική αντίθε ση, η αλήθεια είναι αυτή που κατέχει κυρίαρχη θέση στην αντί θεση ανάμεσα στην ίδια και στις εκδηλώσεις της. Ασφαλώς όμως αυτό το μοντέλο περιλαμβάνει μια ψευδαί σθηση. Η απάλειψη του σημαίνοντος από την ομιλία δημιουργεί την εντύπωση της άμεσης παρουσίας μιας σκέψης αλλά, όσο επι δέξια και αν εξαφανίζεται, η λέξη που εκφωνείται παραμένει μια υλική μορφή η οποία, όπως άλλωστε και η γραπτή μορφή, λει τουργεί μέσα από τις διαφορές της από άλλες μορφές. Αν διατη ρήσουμε το φωνητικό σημαίνον για να το μελετήσουμε, όπως θα κάναμε με μια ηχογράφηση για να μπορέσουμε να «ακούσουμε τους εαυτούς μας να μιλάνε», βρίσκουμε ότι η ομιλία είναι μια σειρά σημαινόντων όπως ακριβώς και η γραφή, εξίσου ανοιχτή στην ερμηνευτική διαδικασία. Μολονότι η ομιλία και η γραφή μπορούν να παράγουν διαφορετικά είδη σημασιολογικών εντυ πώσεων, δεν έχει καμιά βάση ο ισχυρισμός ότι η φωνή μεταφέρει άμεσα τις σκέψεις, όπως ενδεχομένως φαίνεται να συμβαίνει όταν κάποιος ακούει τον εαυτό του να μιλάει την ώρα που μιλάει. Μια ηχογράφηση της ομιλίας μας καθιστά σαφές το γεγονός ότι και η ομιλία δουλεύει με το διαφοροποιητικό παιχνίδι των σημαι νόντων, παρόλο που το προβάδισμα που δίνουμε στη φωνή τείνει
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
<59
να απαλείψει αυτήν ακριβώς τη διαφοροποιητική δραστηριότητα. «Η φωνή και η συνείδηση της φωνής -δηλαδή η αμιγής συνείδηση ως αυτοπαρουσία- είναι το φαινόμενο μιας αυτοπάθειας που βιώνεται ως κατάργηση της διαφωράς. Αυτό το φαινόμενο, αυτή η υποτιθέμενη κατάργηση της διαφωράς, αυτή η βιωμένη αναγωγή της αδιαφάνειας του σημαίνοντος είναι η καταγωγή εκείνου που αποκαλούμε παρουσία» (Περί γραμματολογίας, σ. 236/285). Βλέποντας πώς το σύστημα του «ακούω-τον-εαυτό-μου-πουμιλάει» χρησιμοποιείται ως μοντέλο παρουσίας, καθώς και πώς αποκαλύπτει την αλληλεγγύη του φωνοκεντρισμού, του λογοκεντρισμού και της μεταφυσικής τής παρουσίας, έχουμε ήδη αναλύ σει τους λόγους για τους οποίους η ομιλία τίθεται υπεράνω της γραφής. Αυτή η αντίθεση, με όλη τη στρατηγική σημασία της, αποδομείται στα κείμενα που την επιβεβαιώνουν, καθώς αποδεικνύεται ότι η ομιλία εξαρτάται από τις ίδιες ακριβώς ιδιότητες που έχουν αποδοθεί στη γραφή. Οι θεωρίες που θεμελιώνονται στην παρουσία -είτε του νοήματος ως σημαίνουσας πρόθεσης που εί ναι παρούσα στη συνείδηση την ώρα της εκφώνησης, είτε μιας ιδανικής νόρμας που υποβόσκει σε όλες τις εμφανίσεις ενός εκφωνήματος- αποσυντίθενται, αφού αποδεικνύεται ότι τα υποτι θέμενα θεμέλια ή οι βάσεις τους είναι το προϊόν ενός διαφοροποιητικού συστήματος ή, σωστότερα, της διαφοράς, της διαφορο ποίησης και της αναβολής. Ωστόσο, το εγχείρημα της αποδόμη σης ή της αυτο-αποδόμησης των λογοκεντρικών θεωριών δεν οδη γεί σε μια νέα θεωρία που βάζει τα πάντα στη σωστή τους θέση. Ακόμα και θεωρίες όπως αυτή του Saussure, παρά την έντονη κρι τική που ασκούν στο λογοκεντρισμό μέσω της ιδέας ενός καθαρά διαφοροποιητικού συστήματος, δεν ξεφεύγουν από τις λογοκε-
ι6 ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ντρικές προϋποθέσεις τις οποίες υποσκάπτουν και δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι ένα θεωρητικό εγχείρημα θα μπο ρούσε ποτέ να απελευθερωθεί από αυτές τις προϋποθέσεις. Η θεωρία μοιάζει λοιπόν καταδικασμένη σε μια δομική ασυνέπεια. Το ερώτημα που προκύπτει τώρα, ειδικά για τους λογοτεχνι κούς κριτικούς που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις συνέπειες των φιλοσοφικών θεωριών παρά για τη συνοχή ή τις διασυνδέ σεις τους, είναι πώς σχετίζονται όλα αυτά με τη θεωρία του νοή ματος και την ερμηνεία των κειμένων. Τα παραδείγματα που εξετάσαμε μέχρι στιγμής μάς επιτρέπουν τουλάχιστον μια προ καταρκτική απάντηση: η αποδόμηση δεν διαλευκαίνει τα κείμε να με την παραδοσιακή έννοια, δηλαδή δεν επιχειρεί να συλλάβει ένα συνεκτικό περιεχόμενο ή θέμα· διερευνά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι μεταφυσικές αντιθέσεις στα επιχειρή ματα τους και τους τρόπους με τους οποίους οι κειμενικές μορ φές και σχέσεις, όπως το παιχνίδι του συμπληρώματος στον Rousseau, παράγουν μια διπλή, απορητική λογική. Τα παραδείγ ματα που εξετάσαμε δεν μας επιτρέπουν να πιστέψουμε, όπως ακούγεται πού και πού, ότι η αποδόμηση μετατρέπει την ερμη νεία σε μια διαδικασία ελεύθερου συνειρμού στην οποία όλα επιτρέπονται, μολονότι πράγματι επικεντρώνεται περισσότερο στις εννοιολογικές και μορφολογικές συνέπειες ενός κειμένου, παρά στις προθέσεις του συγγραφέα. Παρ’ όλ’ αυτά, η αποδόμη ση της αντίθεσης ανάμεσα στην ομιλία και στη γραφή, αποδίδο ντας κεντρικό ρόλο σε κατηγορήματα που συχνά συνδέονται αποκλειστικά και μόνο με τον γραπτό χαρακτήρα της γλώσσας, μπορείνα έχει επιπτώσεις που δεν έχουμε ακόμη διερευνήσει. Αν, παραδείγματος χάριν, το νόημα θεωρείται προϊόν της γλώσσας
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ι6 ι
μάλλον παρά η πηγή της, πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να επηρεά σει την ερμηνεία; Ένας καλός τρόπος να προσεγγίσουμε τις επι πτώσεις της αποδόμησης στα μοντέλα της σημασίας είναι μέσα από τον τρόπο με τον οποίο ο Derrida διαβάζει τον J. L. Austin στο «Υπογραφή γεγονός συμφραζόμενα» («Signature evenement contexte», στα Περιθώρια) και την επακόλουθη διαμάχη με τον αμερικανό θεωρητικό των πράξεων ομιλίας John Searle.
2. Νόημα και εΛαναληητικότητα
Σύμφωνα με τη σωσσυρική προοπτική, το νόημα είναι το προϊόν ενός γλωσσικού συστήματος, το αποτέλεσμα ενός συστήματος δια φορών. Κάνω λόγο για το νόημα σημαίνει φέρνω στο προσκήνιο τις αντιθετικές σχέσεις και τους πιθανούς συνδυασμούς που συ γκροτούν μια γλώσσα. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη προ κειμένου να αναλύσουμε τις διεργασίες της σημασιοδότησης, αλ λά θα πρέπει να κάνουμε δύο παρατηρήσεις σχετικά με τη θεωρία που την προτείνει. Πρώτον, όπως διαπιστώσαμε παρακολουθώ ντας την αυτο-αποδόμηση του Saussure, μια θεωρία, που βασίζεται στη διαφορά, δεν ξεφεύγει από το λογοκεντρισμό και αναγκά ζεται να επικαλεστεί την παρουσία- και τούτο, όχι μόνο γιατί οι έννοιες της ανάλυσης, της κατάδειξης και της αντικειμενικότη τας εμπεριέχουν μια τέτοια αναφορά, αλλά και γιατί, προκειμένου να αναγνωρίσουμε τις διαφορές που ευθύνονται για το νόημα, πρέπει να αντιμετωπίσουμε ορισμένα νοήματα σαν να είναι δε δομένα, σαν να είναι κάπου «παρόντα» ως σημείο εκκίνησης. Δεύτερον, μια θεωρία που παράγει το νόημα από τη γλωσσι-
16*2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κή δομή δεν το εξηγεί πλήρως, ε'οτω κι αν συμβάλλει αποφασι στικά στην ανάλυσή του. Αν θεωρήσουμε το νόημα ως το αποτέ λεσμα των γλωσσικών σχέσεων που εκδηλώνονται σε ένα εκφώνημα, τότε θα πρέπει να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι, κατά κάποιον τρόπο, ένας ομιλητής μπορεί να σημαίνει διαφορετικά πράγματα σε διαφορετικές περιστάσεις με την ίδια γλωσσική ακολουθία. Μια φράση όπως «μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το κουτί;» μπορεί να είναι μια παράκληση, μια ερώτηση σχετικά με τη δύναμη του συνομιλητή μας, ή ακόμα, ως ρητορική ερώτη ση, ένδειξη παραίτησης μπροστά σε κάτι το αδύνατο. Τέτοια παραδείγματα φαίνεται να αποκαθιστούν ένα μοντέ λο σύμφωνα με το οποίο το υποκείμενο -η συνείδηση του ομιλη τή- μετατρέπεται σε πηγή του νοήματος: παρά τη συμβολή της γλωσσικής δομής, το νόημα του εκφωνήματος ποικίλλει από πε ρίπτωση σε περίπτωση- το νόημά του είναι ό,τι ο ομιλητής εννοεί με αυτό. Όταν έρθει αντιμέτωπος με ένα τέτοιο μοντέλο, ο υποστηρικτής της δομικής εξήγησης θα ρωτήσει πώς είναι δυνατό ένας ομιλητής να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα με ένα και μόνο εκφώνημα. Όπως ακριβώς εξηγούμε το νόημα των προτάσεων αναλύοντας το γλωσσικό σύστημα, έτσι θα πρέπει να εξηγήσουμε το νόημα των εκφωνημάτων (ή, όπως λέει ο Austin, την ενδολεκτική δύναμή τους) αναλύοντας ένα άλλο σύ στημα, το σύστημα των πράξεων ομιλίας. Ως θεμελιωτής της θεω ρίας των πράξεων ομιλίας, ο Austin στην πραγματικότητα επα ναλαμβάνει σε ένα άλλο επίπεδο (αν και όχι τόσο εμφανώς) την καίρια κίνηση του Saussure: για να μιλήσουμε για τα σημαίνοντα γεγονότα (την ομιλία/parole), επιχειρούμε να περιγράφουμε το σύστημα που τα καθιστά δυνατά.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Κατά συνέπεια, ο Austin υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι εννοώ κάτι με ένα εκφώνημα δεν σημαίνει διενεργώ μια εσωτε ρική πράξη νοήματος που συνοδεύει αυτό το εκφώνημα. Η ιδέα ότι μπορεί να σημαίνω διαφορετικά πράγματα με τη φράση «μπορείτε να μετακινήσετε αυτό το κουτί;» φαίνεται να μας πα ρακινεί να εξηγήσουμε το νόημα αναζητώντας τι είχε ο ομιλητής στο μυαλό του σαν να επρόκειτο για τον καθοριστικό παράγο ντα- αυτό ακριβώς όμως αρνείται ο Austin. Το στοιχείο που κά νει ένα εκφώνημα να είναι διαταγή, υπόσχεση ή αίτημα δεν εί ναι η διάθεση του ομιλητή τη στιγμή της εκφώνησης, αλλά διά φοροι συμβατικοί κανόνες που περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά των συμφραζομένων. Αν πω, στις κατάλληλες περιστάσεις, «σου υπόσχομαι να σου το επιστρέψω», έχω δώσει μια υπόσχεση, ό,τι κι αν περνά από το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή- και αντίστροφα, όταν λίγο πιο πάνω έγραψα τις λέξεις «σου υπόσχομαι να σου το επιστρέψω», δεν κατάφερα να δώσω κάποια υπόσχεση, ακόμα και αν οι σκέψεις στο μυαλό μου ήταν παρόμοιες με τις σκέψεις που έκανα σε μια περίσταση κατά την οποία έδωσα πραγματικά μια υπόσχεση. Η υπόσχεση είναι μια πράξη που διέπεται από ορισμένες συμβάσεις, τις οποίες ο θεωρητικός των πράξεων ομι λίας επιχειρεί να αναδείξει. Το πρόγραμμα του Austin αποτελεί επομένως μια απόπειρα δομικής εξήγησης, η οποία ασκεί οξυδερκή κριτική στις λογοκεντρικές της προϋποθέσεις- στην ανάλυσή του, όμως, ο Austin επανεισάγει όλες εκείνες τις παραδοχές τις οποίες αμφισβητεί το πρόγραμμά του. Ο Derrida επισημαίνει αυτή την αυτο-αποδομητική κίνηση σε ένα τμήμα του «Υπογραφή γεγονός συμ φραζόμενα», αλλά η τεράστια παρανόηση του Searle στο «Επα
164
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ναλαμβάνοντας τις διαφορές: μια απάντηση στον Derrida» («Reiterating the Differences: A Reply to Derrida») μας υποδει κνύει ότι καλό θα ήταν να προχωρήσουμε με πιο αργό ρυθμό σε σχέση με τον Derrida, συζητώντας πληρέστερα τόσο το πρό γραμμα του Austin όσο και τις παρατηρήσεις του Derrida. Ο Austin ξεκινά το Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις (How to Do Things with Words) με την παρατήρηση ότι «για υπερβολικά πολΰ καιρό, οι φιλόσοφοι υπέθεταν ότι μια “δήλω ση” (statement) πρέπει είτε να “περιγράφει” κάποια κατάσταση πραγμάτων (state of affairs) είτε να “δηλώνει κάποιο γεγονός” (state some fact), και ότι πρέπει να το κάνει είτε αληθώς είτε ψευδώς» (σ. 1/20). Η φυσιολογική πρόταση γινόταν αντιληπτή ως μια αληθής ή ψευδής αναπαράσταση μιας κατάστασης πραγ μάτων και οι πολυάριθμες προτάσεις που δεν κατάφερναν να ανταποκριθούν σε αυτό το μοντέλο αντιμετωπίζονταν είτε ως άνευ σημασίας εξαιρέσεις είτε ως παρεκκλίνουσες «ψευδοδηλώσεις». «Όμως εμείς, δηλαδή ακόμα και.οι φιλόσοφοι, θέτου με κάποια όρια στον αριθμό των ανοησιών που είμαστε διατε θειμένοι να αποδεχτούμε ότι λέμε: έτσι ήταν φυσικό, σε ένα δεύ τερο στάδιο, να θέσουμε το ερώτημα μήπως αρκετές φαινομενι κές ψευδοδηλώσεις δεν αποσκοπούν καν να είναι πραγματικά “δηλώσεις”» (σ. 2/21-22). Έτσι ο Austin προτείνει να δώσουμε προσοχή σε περιπτώ σεις που προηγουμένως αγνοούσαμε ως περιθωριακές και προ βληματικές και να τις αντιμετωπίσουμε όχι ως αποτυχημένες δη λώσεις, αλλά ως έναν ανεξάρτητο τύπο δηλώσεων. Προτείνει μια διάκριση ανάμεσα σε δηλώσεις, ή διαπιστωτικά εκφωνήμα τα, που περιγράφουν μια κατάσταση πραγμάτων και είναι αλη
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
'65
θή ή ψευδή, και σε μια άλλη κατηγορία εκφωνημάτων που δεν είναι αληθή ή ψευδή και τα οποία στην πραγματικότητα επιτελοΰν την πράξη στην οποία αναφέρονται (π.χ. η φράση «σου υπόσχομαι να σε πληρώσω αΰριο» εκπληρώνει την πράξη της υπόσχεσης). Αποκαλεί αυτές τις φράσεις επιτελεστικές. Αυτή η διάκριση μεταξύ επιτελεστικού και όιαπιστωτικού αποδείχτηκε πολΰ καρποφόρα για την ανάλυση της γλώσσαςόταν όμως ο Austin προχωρά ακόμα περισσότερο στην περιγρα φή των διακριτικών χαρακτηριστικών του επιτελεστικού και τις διάφορες μορφές που μπορεί αυτό να προσλάβει, καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που μας εκπλήσσει. Έ να εκφώνημα όπως «με την παρούσα βεβαιώνω ότι η γάτα είναι πάνω στο χαλί» φαίνε ται να διαθέτει το καίριο χαρακτηριστικό ότι εκπληρώνει την (επιβεβαιωτική) πράξη στην οποία αναφέρεται. Φράσεις του τύπου βεβαιώνω το X και υπόσχομαι το X δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς, αλλά επιτελούν την πράξη που δηλώνουν. Μπο ρούν λοιπόν να θεωρηθούν ως επιτελεστικές. Έ να άλλο όμως σημαντικό χαρακτηριστικό των επιτελεστικών φράσεων, όπως έχει δείξει ο Austin, είναι η δυνατότητά μας να παραλείψουμε το προφανές επιτελεστικό ρήμα. Αντί να πούμε «υπόσχομαι να σε πληρώσω αύριο» μπορούμε στις κατάλληλες περιστάσεις να επιτελέσουμε την πράξη της υπόσχεσης λέγοντας «θα σε πληρώ σω αύριο» - μια δήλωση, η ενδολεκτική δύναμη της οποίας πα ραμένει επιτελεστική. Παρομοίως, μπορούμε να επιτελέσουμε τις πράξεις της βεβαίωσης ή της δήλωσης παραλείποντας το «με την παρούσα βεβαιώνω ότι». Η φράση «η γάτα είναι πάνω στο χαλί» μπορεί να θεωρηθεί ως συντομευμένη εκδοχή της φράσης «με την παρούσα δηλώνω ότι η γάτα είναι πάνω στο χαλί», άρα
ι6 6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μπορεί να ιδωθεί και ως επιτελεστική. Από την άλλη, βέβαια, η φράση «η γάτα είναι πάνω στο χαλί» είναι το κλασικό παρά δειγμα ενός δηλωτικού εκφωνήματος. Η ανάλυση του Austin αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα της λογικής τής συμπληρωματικότητας εν δράσει. Ξεκινώντας από τη φιλοσοφική ιεραρχία που θεωρεί τις αληθείς ή ψευδείς δηλώσεις ως τον κανόνα της γλώσσας και αντιμετωπίζει τα υπόλοιπα εκφω νήματα ως ελαττωματικές δηλώσεις ή ως επιπρόσθετες και συ μπληρωματικές μορφές, η έρευνα του Austin για τα χαρακτηρι στικά αυτής της περιθωριακής περίπτωσης καταλήγει στην απο δόμηση και την αναστροφή της ιεραρχίας: το επιτελεστικά δεν εί ναι ένα ελατωματικό διαπιστωτικό- μάλλον το διαπιστωτικά είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση του επιτελεστικού. Η πιθανότητα το διαπιστωτικό να είναι ένα επιτελεστικά από το οποίο έχει παραλειφθείτο επιτελεστικά ρήμα έχει έκτοτε υποστηριχθεί από πολλούς γλωσσολόγους. Ο John Lyons σημειώνει: «είναι φυσικό να εξετά σουμε την πιθανότητα να αναγάγουμε όλες τις προτάσεις σε υπο κείμενες δομές με μια κύρια πρόταση που μπορεί κατά περίπτω ση να παραλείπεται και να περιλαμβάνει ένα πρωτοπρόσωπο υποκείμενο, ένα επιτελεστικά λεκτικό ρήμα και, προαιρετικά, ένα έμμεσο αντικείμενο που να αναφέρεται στο δέκτη της πρότα σης» (Semantics/Σημασιολογία, τ. 2, σ. 778). Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος να επεκταθεί η γραμματική και να εξηγηθεί ένα μέρος από τη δύναμη των εκφωνημάτων. Αντί να πούμε ότι οι ομιλητές μπορεί να εννοούν δια φορετικά πράγματα με την πρόταση «αυτή η καρέκλα είναι σπα σμένη», οι γλωσσολόγοι μπορούν να επεκτείνουν το γλωσσικό σύστημα προκειμένου να εξηγήσουν διάφορες παραλλαγές του
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
167
νοήματος. Η φράση «αυτή η καρέκλα είναι σπασμένη» μπορεί να έχει διαφορετικά νοήματα γιατί μπορεί να ανάγεται σε πολλές διαφορετικές υποκείμενες κατευθύνσεις - κατευθύνσεις που θα μπορούσαν να εκφραστούν ως «σε προειδοποιώ ότι αυτή η κα ρέκλα είναι σπασμένη», «σε πληροφορώ ότι αυτή η καρέκλα εί ναι σπασμένη», «αναγνωρίζω μπροστά σου ότι αυτή η καρέκλα είναι σπασμένη», «σου αποκαλύπτω το γεγονός ότι αυτή η καρέ κλα είναι σπασμένη», «σου παραπονιέμαι γιατί αυτή η καρέκλα είναι σπασμένη». Ο Austin δεν διατυπώνει τη θεωρία του με αυτή τη μορφή και θα ήταν μάλλον επιφυλακτικός απέναντι σε τέτοιες απόπειρες επέκτασης της γραμματικής. Παραθέτει σχέσεις ανάμεσα σε ζεύγη όπως «σε προειδοποιώ ότι αυτή η καρέκλα είναι σπασμέ νη» και «αυτή η καρέκλα είναι σπασμένη» για να δείξει ότι η ενδολεκτική δύναμη μιας φράσης δεν προκύπτει απαραίτητα από τη γραμματική δομή της. Πράγματι, προτείνει μια διάκριση ανάμεσα στις λεκτικές (locutionary) και τις ενδολεκτικές (illocutionary) πράξεις. Όταν λέω «αυτή η καρέκλα είναι σπασμένη» επιτελώ τη λεκτική πράξη της εκφώνησης μιας συγκεκριμένης φράσης στα ελληνικά και την ενδολεκτική πράξη της παρατήρησης, της προειδοποίησης, της αποκάλυψης ή του παραπόνου. (Υπάρχει επίσης αυτό που ο Austin αποκαλεί περιλεκτική (perlocutionary) πράξη, δηλαδή η πράξη που ενδέχεται να πραγματοποιήσω επιτελώντας τις λεκτικές και ενδολεκτικές πράξεις: επιχειρηματο λογώντας μπορεί να σας πείσω, αποκαλύπτοντας κάτι σας κάνω να το μάθετε). Οι κανόνες του γλωσσικού συστήματος εξηγούν τη σημασία της λεκτικής πράξης· στόχος της θεωρίας των πρά ξεων ομιλίας είναι να εξηγήσει τη σημασία της ενδολεκτικής
ι6 8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πράξης ή, όπως λέει ο Austin, της ενδολεκτικής δύναμης ενός εκφωνήματος. Εξηγώ την ενδολεκτική δύναμη σημαίνει προτάσσω τις συμ βάσεις που καθιστούν δυνατή την επιτέλεση διάφορων ενδολεκτικών πράξεων, αυτοΰ δηλαδή που πρέπει να κάνουμε προκει μένου να υποσχεθοΰμε, να προειδοποιήσουμε, να παραπονεθοΰμε, να διατάξουμε. «Πέρα από την εκφώνηση των λέξεων του λεγόμενου επιτελεστικού» γράφει ο Austin «πολλά ακόμα πράγματα πρέπει κατά κανόνα να είναι σωστά και να λειτουρ γήσουν σωστά, αν πρόκειται να θεωρηθεί ότι φέραμε επιτυχώς σε πέρας την πράξη μας. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βρούμε ποια είναι αυτά εξετάζοντας και ταξινομώντας τύπους περιπτώ σεων όπου χά η πηγαίνει στραβά, έτσι ώστε η πράξη -του γάμου, του στοιχήματος, της βάφτισης, της κληροδότησης ή όποια άλληνα είναι, τουλάχιστον μέχρι ένα σημείο, αποτυχημένη» (σ. 14/34). Ο Austin επομένως δεν αντιμετωπίζει την αποτυχία ως ένα εξω τερικό συμβάν που τυχαίνει στα επιτελεστικά χωρίς να έχει κα μία σχέση με τη φύση τους. Η πιθανότητα της αποτυχίας βρίσκε ται μέσα στο επιτελεστικά και αποτελεί σημείο εκκίνησης για τη διερεύνησή του. Κανένα στοιχείο δεν μπορεί να είναι επιτελεστικό αν δεν μπορεί να αποτύχει. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να φαίνεται ασυνήθιστη, αλλά στην πραγματικότητα είναι σύμφωνη με τα βασικά αξιώματα της ση μειωτικής. «Σημείο» γράφει ο Umberto Eco στη Θεωρία σημειω τικής (Una Teoria della Semiotica/A Theory o f Semiotics) «είναι οτιδήποτε μπορεί να εκληφθεί ως υποκατάστατο κάποιου άλλου πράγματος. [...] Η σημειωτική είναι καταρχήν ο τομέας που μελε τά οτιδήποτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με σκοπό το ψεύδος. Αν
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
169
κάτι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ειπωθεί ένα ψέμα, αντίστροφα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ειπωθεί η αλή θεια» (σ. 7/26). Η φράση η νυχτερίδα είναι πάνω στο καπέλο μου δεν θα αποτελοΰσε σημαίνουσα ακολουθία αν ήταν αδύνατο να την εκφωνήσουμε ψευδώς. Παρομοίως, η φράση τώρα σας ανακηρύσσω συζύγους δεν θα ήταν επιτελεστική, αν ήταν αδύνατο να πέσει στο κενό, να χρησιμοποιηθεί σε ακατάλληλες περιστάσεις και να μην έχει ως αποτέλεσμα την τέλεση ενός γάμου. Για την ομαλή λειτουργία ενός επιτελεστικού, λέει ο Austin, «(α.1) Πρέπει να υπάρχει μια αποδεκτή συμβατική διαδικασίαη οποία να έχει κάποια συγκεκριμένα συμβατικά αποτελέσματα, η διαδικασία αυτή να περιλαμβάνει την εκφορά συγκεκριμένων λέξεων από συγκεκριμένα πρόσωπα σε συγκεκριμένες περιστά σεις, και επιπλέον (α.2) πρέπει τα συγκεκριμένα πρόσωπα και περιστάσεις σε μια δεδομένη περίπτωση να είναι τα κατάλληλα για την επίκληση της συγκεκριμένης διαδικασίας που θα επικα λεστούν. (β.1) Η διαδικασία πρέπει να εκτελείται από όλους τους συμμετέχοντες σωστά και (β.2) ολοκληρωμένα» (Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, σσ. 14-15/35). Όπως προτείνει αυτή η ανάλυση, υπόσχομαι σημαίνει εκφωνώ μία από τις σχετι κές συμβατικές διατυπώσεις στις κατάλληλες περιστάσεις. Θα ήταν λάθος, υποστηρίζει ο Austin, να θεωρήσουμε το εκφώνημα «ως (μόνο) το εξωτερικό και φανερό σημάδι μιας εσωτερικής και πνευματικής πράξης, για λόγους ευκολίας ή καταγραφής ή πληροφόρησης» (σ. 9/28-29). Για παράδειγμα, «η πράξη του γά μου, όπως, ας πούμε, και η πράξη του στοιχήματος, είναι τουλά χιστον προτιμότερο [... ] να περιγραφούν ως το να λέει κανείς κάποιες λέξεις, παρά ως η εκτέλεση μιας διαφορετικής, εσωτερι
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κής και πνευματικής πράξης, της οποίας αυτές οι λέξεις είναι απλώς το εξωτερικό ακουστικό σημάδι. Το ότι έτσι έχουν τα πράγματα είναι ίσως πολύ δύσκολο να αποδειχθεί, αλλά είναι, όπως ισχυρίζομαι, γεγονός» (σ. 13/33). Ο Austin αρνείται να εξηγήσει το νόημα με όρους πρόθεσης και προτείνει αντί γι’ αυτό μια ανάλυση των συμβάσεων του λό γου. Μπορεί άραγε ένα τέτοιο πρόγραμμα να πραγματοποιηθεί; Μπορεί πράγματι η θεωρία του να καταφέρει να μην επικαλε στεί εκ νέου την έννοια της παρουσίας; Στο πρόγραμμά του, ο Saussure επανεισάγει την παρουσία μιλώντας για τη φωνή· μπο ρεί άραγε ο Austin να προχωρήσει χωρίς και αυτός με τη σειρά του να αποκαταστήσει την έννοια του νοήματος ως σημαίνουσας πρόθεσης που είναι παρούσα στη συνείδηση τη στιγμή της εκφώ νησης και, επομένως, χωρίς να αντιμετωπίσει το νόημα μιας πρά ξης ομιλίας ως τελεσίδικα προσδιορισμένο ή θεμελιωμένο σε μια συνείδηση, η πρόθεση της οποίας είναι με τη σειρά της πλήρως παρούσα; Η ανάγνωση του Derrida εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα αυτή η επανεισαγωγή. Ιδιαίτερα ενδιαφέ ρουσα είναι η στιγμή κατά την οποία η επιχειρηματολογία του Austin φαίνεται να επικαλείται την παρουσία, όταν στις πρώτες σελίδες του Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις προλειαίνει το έδαφος για το εγχείρημά του. Αφού επιπλήξει τους φιλοσό φους που αντιμετωπίζουν ως περιθωριακά όσα εκφωνήματα δεν αποτελούν ούτε αληθείς ούτε ψευδείς δηλώσεις και αφού μας κάνει να υποθέσουμε ότι ο ίδιος θα ασχοληθεί με ζητήματα όπως τα μυθοπλαστικά εκφωνήματα που δεν είναι ούτε αληθή ούτε ψευδή, ο Austin προβάλλει την εξής αντίρρηση στην έννοια του επιτελεστικού εκφωνήματος: «Σίγουρα οι λέξεις πρέπει να λέγο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
‘71
νται “σοβαρά” και με τρόπο ώστε να εκλαμβάνονται “σοβαρά”; Αυτό, αν και ασαφές, είναι γενικά αρκετά αληθές - είναι ένας σημαντικός κοινός τόπος, όταν συζητάμε για τη σημασία ενός οποιουδήποτε εκφωνήματος. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να αστειεύομαι, οΰτε να γράφω ένα ποίημα» (σ. 9/28). Η ίδια η ρητορική δομή αυτού του αποσπάσματος είναι αρκε τά αποκαλυπτική. Αν και μας προτείνει να αποκλείσουμε τα μη σοβαρά εκφωνήματα, ο Austin αποφεύγει να τα ορίσει, πιθανό τατα επειδή σε αυτό το σημείο έχει το άγχος να αποφύγει οποιαδήποτε αναφορά σε μια εσωτερική πρόθεση που αυτή η περι γραφή αναμφίβολα θα περιλάμβανε. Αντί γι’ αυτό, το κείμενό του διατυπώνει μια ανώνυμη αντίρρηση την οποία βάζει «σοβα ρά» σε εισαγωγικά, σαν να μην ήταν και η ίδια εντελώς σοβαρή. Αφού το κείμενο αναδιπλασιάζεται προκειμένου να παραγάγει μια αντίρρηση, ο βασικός όρος της οποίας παραμένει έωλος, μπορεί πλέον να θεωρήσει την αντίρρηση ως δεδομένη. Κάποτε, όπως μας έχει ήδη πει ο Austin, ήταν συνηθισμένο οι φιλόσοφοι να αποκλείουν, αδικαιολόγητα, εκφωνήματα που δεν συνιστούσαν αληθείς ή ψευδείς δηλώσεις. Τώρα το κείμενό του παρουσιάζει τον αποκλεισμό των μη σοβαρών εκφωνημάτων σαν να πρόκειται για κάτι συνηθισμένο. Όπως φαίνεται και από την παρατήρηση για την αοριστία του «σοβαρού», δεν έχουμε να κά νουμε με μια δραστική κίνηση στο εσωτερικό της φιλοσοφίας, αλ λά με έναν συνηθισμένο αποκλεισμό από τον οποίο εξαρτάται η φιλοσοφία. Σε ένα άλλο σημείο, ο Austin κάνει ένα σχόλιο που μπορεί να σχετίζεται με την πολυπλοκότητα του μη σοβαρού και του ίσως-όχι-και-τόσο-σοβαρού: «απλά δεν είναι τα πράγματα, απλοί είναι οι φιλόσοφοι. Θα έχετε ακούσει, πιστεύω, να λέγεται
17 2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ότι η υπεραπλούστευση είναι η επαγγελματική διαστροφή των φι λοσόφων και, κατά μια έννοια, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε αυτό. Αλλά μόνο από μια ανομολόγητη υποψία ότι αυτή είναι η δουλειά τους» (PhilosophicalPapersIΦιλοσοφικά κείμενα , σ. 252)3. Ο αποκλεισμός του μη σοβαρού επαναλαμβάνεται και σε ένα εκτενέστερο απόσπασμα που μας βοηθά να εντοπίσουμε το διακύβευμα. Αφού απαριθμήσει διάφορων ειδών αποτυχίες που μπορεί να εμποδίσουν την εκπλήρωση ενός επιτελεστικού, ο Austin σημειώνει ότι τα επιτελεστικά υπόκεινται σε κάποια άλλα είδη ασθένειας, που προσβάλλουν όλες τις εκφορές. Ομοίως κι αυτά εσκεμμένα εδώ τα αγνοούμε, αν και θα μπορούσαν πάλι να ενταχθούν σε μια γενικότερη αναφορά. Εννοώ για παράδειγμα το εξής: μια επιτελεστική αναφορά θα είναι κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο κούφια ή άκυ ρη, αν ειπωθεί από έναν ηθοποιό στη σκηνή ή αν εμφανίζε 3.
Ασφαλώς, αυτή η απλούστευση σκοπό έχει να επιτρέψει συνθετότερες αναζη τήσεις. Η εύστοχη διάγνωση του Austin συλλαμβάνει τη δομή της συμπληρωματικότητας την οποία συζητάμε: η υποτιθέμενη επαγγελματική διαστροφή -μια εξωτερική ασθένεια που μπορεί να βασανίσει ή να μολύνει τον αναλυτήμπορεί να αποδειχτεί απαραίτητη και να αναδειχθεί η ίδια σε επάγγελμα χω ρίς να χάσει την ιδιότητα της ασθένειας. Πράγματι, οι επίγονοι του Austin επι χείρησαν να βελτιώσουν τις αναλύσεις του με ριζικότερους αποκλεισμούς και απλουστεύσεις. Ο Jerrold Katz, στο Προτασιακή δομή και ενδολεκτική δύνα μη (Propositional Structure and Illocutionary Force, New York, Harper & Row, 1977), αναλαμβάνει να δείξει, σε ένα κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Πώς να σώσουμε τον Austin από τον Austin» («How to save Austin from Austin»), ότι μια πληρέστερη εξιδανίκευση θα προστατεύσει τη διάκριση μεταξύ επιτελεστικών και δηλωτικών στοιχείων από την ενορατική αυτο-αποδόμηση την οποία επιτυγχάνει ο Austin (σσ. 184-185). Βλ. την εξαιρετική προσέγγιση της Shoshana Felman στο Σ κ ά νδαλο του ομιλούντος σώματος (Le Scandale du corps parlant ), σσ. 190-201.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
173
ται σε ένα ποίημα ή αν ειπωθεί σε μονόλογο. Αυτό ισχύει κατά παρόμοιο τρόπο για κάθε μία εκφορά - η επίδραση των ειδικών περιστάσεων μπορεί να είναι τεράστια. Σε τέ τοιες περιστάσεις, η γλώσσα χρησιμοποιείται με ειδικούς τρόπους -όπως είναι κατανοητό- όχι σοβαρά, αλλά με τρό πους παραοιτικούς σε σχέση με την κανονική χρήση της τρόπους που εμπίπτουν στη θεωρία των παραφθορών της γλώσσας. Ό λα αυτά τα αποκλείουμε από τη μελέτη μας. Θα αντιμετωπίζουμε τις επιτελεστικές εκφορές μας, εύστοχες ή όχι, όπως αυτές εκφέρονται σε συνηθισμένες περιστάσεις (Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, σσ. 21-22/42-43).
Όπως προκύπτει από την εικόνα του παρασιτισμού, έχουμε να κάνουμε εδώ με τη γνώριμη σχέση της συμπληρωματικότητας: η μη σοβαρή χρήση της γλώσσας είναι κάτι το επιπλέον, κάτι που προστίθεται στην κοινή γλώσσα και εξαρτάται εντελώς από αυτή. Δεν χρειάζεται να τη λάβουμε υπόψη μας όταν συζητάμε τη χρή ση της κοινής γλώσσας, μια και πρόκειται μόνο για ένα παράσιτο. Ο John Searle υποστηρίζει απαντώντας στον Derrida ότι αυτός ο αποκλεισμός είναι άνευ σημασίας και εντελώς προσωρινός. Η ιδέα του Austin είναι απλώς αυτή: αν θέλουμε να μάθου με τι σημαίνει να δίνουμε μια υπόσχεση ή να κάνουμε μια δήλωση, θα ήταν καλύτερο να μην ξεκινήσουμε την έρευνά μας με υποσχέσεις που δίνουν οι ηθοποιοί επί σκηνής κατά τη διάρκεια ενός έργου ή με δηλώσεις που κάνουν σε ένα μυθιστόρημα οι μυθιστοριογράφοι σχετικά με τους ήρωες του μυθιστορήματος, γιατί είναι μάλλον προφανές ότι τέ τοια εκφωνήματα δεν αποτελούν τυπικές περιπτώσεις υπο σχέσεων και δηλώσεων. [...] Ο Austin σωστά διέβλεψε ότι είναι απαραίτητο να παραμείνει σε εκκρεμότητα μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τον παρασιτικό λόγο, μέχρι να
‘7 4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
απαντήσουμε σε μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τον «σοβαρό» λόγο, που λογικά προηγούνται («Επαναλαμβά νοντας τις διαφορές», σσ. 204-205).
Μπορεί να πρόκειται απλώς για την «ιδέα του Austin», αλλά αμ φισβητείται η ίδια η καταλληλότητα αυτής της ιδέας. «Το διακύβευμα» γράφει ο Derrida «είναι πάνω απ’ όλα το δομικό αδύνατο και η παρανομία μιας τέτοιας “εξιδανίκευσης”, ακόμα και αν πρόκειται για μια εξιδανίκευση που έχει καθαρά μεθοδολογικό και προσωρινό χαρακτήρα» (Limited Inc., σ. 39). Πράγματι, ο ίδιος ο Austin, που ξεκινά τη διερεΰνηση των επιτελεστικών αναζητώντας τρόπους με τους οποίους αυτά μπορούν να αποτΰχουν, αμφισβητεί την έννοια της απλής λογικής προτεραιότητας του Searle: «Η έρευνα που επιχειρεί να ξεκαθαρίσει όλους τους πιθανούς τρόπους και τις ποικιλίες που υπάρχουν για να μην κά νουμε ακριβώς κάποια πράγματα [...] οφείλει να ολοκληρωθεί αν πραγματικά θέλουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει να κάνου με κάποια πράγματα» (Φιλοσοφικά κείμενα , σ. 27, ο Austin υπο γραμμίζει). Παραμερίζω ορισμένες χρήσεις της γλώσσας ως παρασιτικές προκειμένου να βασίσω τη θεωρία μου σε άλλες, «κα νονικές», χρήσεις της γλώσσας σημαίνει θεωρώ πως έχουν απα ντηθεί όλα εκείνα τα ερωτήματα σχετικά με την πραγματική φύ ση της γλώσσας, τα οποία οφείλει να απαντήσει μια θεωρία της γλώσσας. Ο Austin αντιτασσόταν σε παρόμοιους αποκλεισμούς όταν τους πρότειναν οι προγενέστεροί του, οι οποίοι δέχονταν ότι η κανονική φύση της γλώσσας ήταν να κάνει αληθείς ή ψευ δείς δηλώσεις και ως εκ τούτου απέκλειαν εκείνες ακριβούς τις περιπτώσεις που του έδωσαν τη δυνατότητα να συμπεράνει ότι οι δηλώσεις είναι μια ειδική περίπτωση επιτελεστικών. Όταν ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*7 5
Austin προβαίνει σε παρόμοιους αποκλεισμούς, το παράδειγμά του μας παρακινεί να ρωτήσουμε κατά πόσο κάτι τέτοιο δεν εί ναι εξίσου παράνομο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τόσο ο ίδιος όσο και ο Searle, βάζοντας το «σοβαρό» σε εισαγωγικά, υπαι νίσσονται την αβεβαιότητα της ιεραρχικής αντίθεσης μεταξύ σο βαρού και μη σοβαρού. Το γεγονός ότι η ίδια η γραφή του Austin είναι συχνά ιδιαίτερα παιγνιώδης και γοητευτική, ή ότι δεν διστάζει να υποσκάψει τις διακρίσεις που ο ίδιος προτείνει, υπογραμμίζει το γεγονός ότι δεν ενδείκνυται ο αποκλεισμός του μη σοβαρού λόγου από την έρευνά μας4. Ο Searle χρησιμοποιεί την «Απάντηση στον Derrida», όχι για να εξετάσει το ζήτημα, αλλά για να επαναβεβαιώσει δογματικά την υπό συζήτηση δομή. «Η ύπαρξη της υποτιθέμενης μορφής της πράξης ομιλίας εξαρτάται λογικά από τη δυνατότητα της 4.
Η Shoshana Felman, σε μια συναρπαστική μελέτη της, αποδίδει στον Austin το ρόλο του Δον Ζουάν που γοητεύει τους αναγνώστες και εξαρθρώνει όλες τις νόρμες. Επιχειρεί να παραμερίσει το γεγονός ότι ο Austin αποκλείει τον μη σοβαρό λόγο και αναρωτιέται κατά πόσο, όταν ο Austin γράφει «δεν πρέπει να αστειεύομαι, για παράδειγμα, ούτε να γράφω ένα ποίημα», «η ίδια αυτή φρά ση δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως άρνηση, ως αστείο;» («cette phrase ne pourrait-elle pas etre consideree elle-meme comme une denegation - comme une plaisanterie ?») (To σκάνδαλο τον ομιλούντος σώματος , σ. 188). Πρόκειται για ένα έξυπνο ερώτημα που εντάσσεται στη συστηματική προσπάθεια της Felman να αποδώσει στον Austin όλα αυτά που έμαθε από τον Derrida, προ κειμένου στη συνέχεια να κατηγορήσει τον Derrida για παρανάγνωση του Austin. Ωστόσο, αν αντιμετωπίσουμε τον αποκλεισμό των αστείων ως αστείο, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τη λογική οικονομία του σχεδίου του Austin, το οποίο μπορεί να παραδεχτεί τις αστοχίες του και να τις εκμεταλλευτεί επ’ ωφελεία του απλώς και μόνο αποκλείοντας το μυθοπλαστικό και το μη σοβαρό στοιχείο. Το διακύβευμα είναι αυτή ακριβώς η λογική και όχι η στάση που υιο θετεί ο Austin ή η προτίμησή του γι’ αυτό που η Felman αποκαλεί «le fun».
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πραγματικής πράξης ομιλίας, κατά τον ίδιο τρόπο με τον οποίο κάθε υποτιθέμενη μορφή συμπεριφοράς εξαρτάται από μια πραγματική μορφή συμπεριφοράς· κατ’ αυτή την έννοια, οι υπο τιθέμενες μορφές είναι παρασιτικές ως προς τις πραγματικές» («Επαναλαμβάνοντας τις διαφορές», σ. 205). Κατά ποια έννοια το υποτιθέμενο εξαρτάται από το πραγμα τικό; Ο Searle δίνει ένα παράδειγμα: «οι ηθοποιοί σε ένα έργο, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσαν να δίνουν υποσχέσεις, αν δεν ήταν δυνατό να δίνουμε υποσχέσεις στην πραγματική ζωή». Ασφαλώς έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε με αυτό τον τρόπο: μια υπόσχεση που δίνω είναι πραγματική· μια υπόσχεση σε ένα έργο είναι η μυθοπλαστική μίμηση μιας πραγματικής υπόσχε σης, η κενή επανάληψη μιας διατύπωσης που χρησιμοποιούμε για να δώσουμε πραγματικές υποσχέσεις. Στην πραγματικότη τα, όμως, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η σχέση εξάρτησης λειτουργεί εξίσου και προς την άλλη κατεύθυνση. Εάν δεν ήταν δυνατόν ο ήρωας ενός έργου να δίνει μια υπόσχεση, τότε δεν θα υπήρχαν υποσχέσεις ούτε στην πραγματική ζωή, γιατί αυτό που καθιστά δυνατή την υπόσχεση, όπως μας λέει ο Austin, είναι η ύπαρξη μιας συμβατικής διαδικασίας, μιας διατύπωσης την οποία μπορεί κάποιος να επαναλάβει. Για να είμαι σε θέση να δώσω μια υπόσχεση στην «πραγματική ζωή», πρέπει να υπάρ χουν επαναλαμβανόμενες διαδικασίες ή διατυπώσεις, σαν αυ τές που χρησιμοποιούνται στο θέατρο. Η «σοβαρή» συμπεριφο ρά είναι ένας ιδιαίτερος ρόλος. «Θα μπορούσε άραγε ένα επιτελεστικό εκφώνημα να είναι εύστοχο» αναρωτιέται ή προσποιείται ότι αναρωτιέται ο Derrida, «αν η διατύπωσή του δεν επαναλάμβανε ένα “κωδικό-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ιΠ
ποιημένο” ή επαναλαμβανόμενο εκφώνημα, με άλλα λόγια αν οι διατυπώσεις τις οποίες εκφέρω για να ξεκινήσω μια συνάντηση, να καθελκΰσω ένα πλοίο ή να τελέσω ένα γάμο δεν αναγνωρί ζονταν ως σύμφωνες με ένα επαναλαμβανόμενο μοντέλο, αν δη λαδή δεν ήταν κατά κάποιο τρόπο αναγνωρίσιμες ως ένα είδος “παραθέματος”;» (Περιθώρια, σ. 389). Προκειμένου να έχουμε τη «βασική περίπτωση» της υπόσχεσης, αυτή θα πρέπει να είναι αναγνωρίσιμη ως η επανάληψη μιας συμβατικής διαδικασίας- η επιτέλεσή της από έναν ηθοποιό επί σκηνής αποτελεί ένα εξαι ρετικό μοντέλο για μια τέτοια επανάληψη. Η δυνατότητα να έχουμε «σοβαρά» επιτελεστικά εξαρτάται από τη δυνατότητα της επιτέλεσης, γιατί τα επιτελεστικά εξαρτώνται από την επαναληπτικότητα που εκδηλώνεται με τον πιο σαφή τρόπο στις πα ραστάσεις5. Όπως ακριβώς ο Austin ανέτρεψε την ιεραρχική 5.
Ο Searle κατηγορεί τον Derrida ότι «συγχέει τουλάχιστον τρία ξεχωριστά και διακριτά φαινόμενα: την επαναληπτικότητα, την παραθεματικότητα και τον παρασιτισμό». «Υπάρχει μια βασική διαφορά ως προς το ότι στον παρασιτικό λόγο οι εκφράσεις χρησιμοποιούνται , δεν α να φ έρονται » - μια διαφορά που ο Derrida υποτίθεται ότι δεν κατανοεί («Επαναλαμβάνοντας τις διαφο ρές», σ. 206). Αλλά η διάκριση μεταξύ χρήσης και αναφοράς αποτελεί ακρι βώς μία από τις ιεραρχήσεις τις οποίες αμφισβητεί η επιχειρηματολογία του Derrida. Η διάκριση φαίνεται ξεκάθαρη και σημαντική σε κλασικά παρα δείγματα, όπως: η φράση «η Βοστόνη είναι πολυπληθής» χρησιμοποιεί τη λέ ξη ή την έκφραση «Βοστόνη», ενώ η φράση «η “Βοστόνη” είναι τρισΰλλαβη» δεν χρησιμοποιεί την έκφραση αλλά την αναφέρει - αναφέρει τη λέξη «Βο στόνη» χρησιμοποιώντας μια έκφραση που μιλά γι’ αυτή τη λέξη. Σε αυτή την περίπτωση η διάκριση φαίνεται ξεκάθαρη γιατί αναδεικνΰει τη διαφορά ανά μεσα στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούμε μια λέξη για να μιλήσουμε για μια πόλη και στον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για μια λέξη. Όταν όμως στρα φούμε σε άλλα παραδείγματα παράθεσης, το πρόβλημα περιπλέκεται. Αν
ι78
ΑΠΟΔΟι ΜΗΣΗ
αντίθεση που χρησιμοποιούσαν οι προγενέστεροι γλωσσολόγοι δείχνοντας ότι τα διαπιστωτικά αποτελούν μια ειδική περίπτω ση επιτελεστικών, έτσι μπορούμε να αντιστρέψουμε την αντίθεγράψω για έναν επιστήμονα ότι «κάποιοι συνάδελφοί μου θεωρούν το έργο του “βαρετό και αδύναμο” ή “άσκοπο”», τότε τι έχω κάνει; Χρησιμοποίησα τις εκφράσεις «βαρετό και αδύναμο» και «άσκοπο» και ταυτόχρονα τις ανέ φερα; Αν θελήσουμε εδώ να διατηρήσουμε τη διάκριση μεταξύ χρήσης και αναφοράς, θα επιστρέψουμε αναγκαστικά στις έννοιες της σοβαρότητας και της πρόθεσης, έννοιες που συμφοονα με τον Derrida εμπλέκονται με το ζήτη μα. Χρησιμοποιώ τις εκφράσεις στο βαθμό που στοχεύω σοβαρά τις σημασίες των ακολουθιών τοον σημείων που εκφωνοΓ τις αναφέρω όταν επαναλαμβάνω ορισμένα από αυτά τα σημεία (π.χ. μέσα σε εισαγωγικά), χωρίς να δεσμεύο μαι από το νόημα που αυτά μεταφέρουν. Επομένως, η αναφορά θα ήταν, σύμcpcova με τον Searle, παρασιτική ως προς τη χρήση και η μεταξύ τους διάκριση θα διαχώριζε τη χρήση της γλώσσας καθαυτήν -χρήση η οποία στοχεύει στο νόημα των σημείων που χρησιμοποιεί- από τη δευτερογενή επανάληψη των σημείων που απλώς τα αναφέρει. Καταλήγουμε συνεπώς σε μια διάκριση -εφαρμόζουμε «σοβαρά» τις εκφράσεις «βαρετός», «άστοχος» και «αδύνα μος», ή απλώς τις αναφέρουμε;- ανάμεσα σε δύο είδη επανάληψης, που προ φανώς βασίζονται στην πρόθεση· και ο Derrida έχει δίκιο όταν ισχυρίζεται ότι το ζεύγος χρησιμοποιώ/αναφέρω αποτελεί τελικά μια ιεραρχία παρόμοια με αυτή που εμπεριέχεται στα ζεύγη σοβαρό/μη σοβαρό και ομιλία/γραφή. Ό λες αυτές οι ιεραρχήσεις αποπειρώνται να ελέγξουν τη γλώσσα χαρακτηρί ζοντας παρασιτικά ή δευτερογενή ορισμένα από τα διακριτικά γνωρίσματα της επαναληπτικότητάς της. Μια αποδομητική ανάγνωση θα έδειχνε ότι η ιε ραρχία μπορεί να αντιστραφεί και ότι η χρήση δέν είναι παρά μια ειδικότερη περίπτωση της αναφοράς. Η διάκριση, (οστόσο, παραμένει χρήσιμη, καθώς μεταξύ άλλων μας βοηθά να περιγράψουμε πώς η γλώσσα την ανατρέπει. Ό σο κι αν θέλω απλίός και μόνο να αναφέρω σε ένα φίλο μου τι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν, αναπόφευκτα χρησιμοποιώ αυτές τις εκφράσεις δίνοντάς τους νόημα και ισχύ στο λόγο μου. Και μπορεί να θέλω με όλη μου την καρδιά να «χρησιμοποιήσω» ορισμένες εκφράσεις, αλλά πιάνω τον εαυτό μου να τις αναφέρει: όπως έχουν παρατη ρήσει πολλοί εραστές το «σ’ αγαπώ» πάντα μοιάζει και λίγο με παράθεμα.
Α Π Ο Δ Ο ΜΗ Σ Η
179
ση ανάμεσα στο σοβαρό και το παρασιτικό την οποία εισάγει ο Austin δείχνοντας ότι τα λεγάμενα «σοβαρά» επιτελεστικά του είναι απλώς μια ειδική περίπτωση επιτέλεσης. Πρόκειται για μια αρχή με αξιοσημείωτο εύρος. Έ να στοι χείο μπορεί να αποτελεί σημαίνουσα ακολουθία μόνο αν μπορεί να επαναληφθεί σε ποικίλα, σοβαρά και μη σοβαρά, συμφραζό μενα, να χρησιμοποιηθεί ως παράθεμα και να αποτελέσει αντι κείμενο παρωδίας. Η μίμηση δεν είναι απλώς κάτι που τυχαίνει σε ένα πρωτότυπο, αλλά η ίδια η δυνατότητά του να υπάρξει. Το πρωτότυπο ύφος του Hemingway υπάρχει μόνο αν μπορεί να πα ρατεθεί, να γίνει αντικείμενο μίμησης και παρωδίας. Για να υπάρξει ένα τέτοιο ύφος, πρέπει να υπάρχουν και εκείνα τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που παράγουν τα διακριτά του αποτελέσματα· προκειμένου ένα γνώρισμα να εί ναι αναγνωρίσιμο πρέπει να μπορούμε να το απομονώσουμε ως στοιχείο που μπορεί να επαναληφθεί· επομένως, η επαναληπτι κότητα που εκδηλώνεται στο μη αυθεντικό, στο παράγωγο, στο μιμούμενο και στο παρωδικό είναι αυτή ακριβώς που καθιστά δυνατό το πρωτότυπο και το αυθεντικό. Ή , για να χρησιμοποιή σουμε ένα ακόμα καλύτερο παράδειγμα, η αποδόμηση υπάρχει μόνο χάρη στην επανάληψη. Μπαίνουμε στον πειρασμό να μιλή σουμε για την πρωτότυπη αποδομητική πρακτική των κειμένων του Derrida και να παραμερίσουμε τις μιμήσεις των θαυμαστών του ως παράγωγες* στην πραγματικότητα, όμως, αυτές ακριβώς οι επαναλήψεις, παρωδίες, παραφθορές ή παραποιήσεις είναι που κάνουν μια μέθοδο να υπάρχει και αρθρώνουν, ακόμα και στο ίδιο το έργο του Derrida, μια αποδομητική πρακτική. Μια αποδομητική ανάγνωση του Austin εστιάζει στον τρόπο
ι8ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
με τον οποίο ο ίδιος επαναλαμβάνει εκείνη την κίνηση την οποία αναγνωρίζει και αμφισβητεί στους άλλους, καθώς και στον τρό πο με τον οποίο η διάκριση μεταξύ του σοβαρού και του παρασιτικοΰ -που του δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει την ανάλυση των πράξεων ομιλίας- καταργείται από όσα υπονοούνται στην ίδια του την ανάλυση. Εφόσον κάθε σοβαρό επιτελεστικά μπο ρεί να αναπαραχθεί με ποικίλους τρόπους και αποτελεί επανά ληψη μιας συμβατικής διαδικασίας, η δυνατότητα της επανάλη ψης δεν είναι κάτι εξωτερικό που ενδέχεται να βλάψει τα σοβα ρά επιτελεστικά. Αντίθετα, επιμένει ο Derrida, το επιτελεστικά δομείται εξαρχής με βάση αυτή την πιθανότητα. «Αυτή η δυνα τότητα αποτελεί μέρος της λεγόμενης “κανονικής” περίπτωσης. Είναι ένα αναγκαίο, εσωτερικό και μόνιμο τμήμα της- αποκλείω από την περιγραφή μου αυτό που ο ίδιος ο Austin αποδέχεται ως σταθερή πιθανότητα σημαίνει περιγράφω κάτι διαφορετικό από τη λεγόμενη κανονική περίπτωση» (LimitedInc., σ. 61). Παρ’ όλ’ αυτά, όπως ο αποκλεισμός της γραφής από τον Saussure, έτσι και ο αποκλεισμός του παρασιτισμού από τον Austin δεν είναι απλώς ένα λάθος ή έστω ένα λάθος που θα μπο ρούσε να είχε αποφύγει. Είναι ένα στρατηγικής σημασίας μέρος του εγχειρήματος του. Όπως είδαμε παραπάνω, σύμφωνα με τον Austin, ένα εκφώνημα μπορεί να λειτουργήσει ως επιτελεστικά και επομένως να έχει μια ορισμένη σημασία ή ενδολεκτική δύνα μη, όταν υπάρχει μια συμβατική διαδικασία που περιλαμβάνει «την εκφορά συγκεκριμένων λέξεων από συγκεκριμένα πρόσω πα σε συγκεκριμένες περιστάσεις» και όταν αυτές οι προκαθορι σμένες συνθήκες όντως ισχύουν. Η ενδολεκτική δύναμη φέρεται λοιπόν να εξαρτάται από τα συμφραζόμενα και ο θεωρητικός
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ι8ι
οφείλει, προκειμένου να εξηγήσει το νόημα, να καθορίσει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά των συμφραζομένων: τη φΰση των λέξεων, των προσώπων και των περιστάσεων που απαιτούνται. Τι συμβαίνει όταν επιχειρούμε έναν τέτοιο καθορισμό; Ο γάμος είναι ένα από τα παραδείγματα που αναφέρει ο Austin. Όταν ο ιερέας λέει «τώρα σας ανακηρΰσσω συζύγους», το εκφώνημά του επιτελεί επιτυχώς την πράξη της ένωσης ενός ζεύγους στο πλαίσιο του γάμου, αν τα συμφραζόμενα πληρούν ορισμένα κρι τήρια. Ο ομιλητής πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένος να τελεί γάμους· τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται πρέπει να είναι ένας άντρας και μια γυναίκα που δεν είναι παντρεμένοι, που έχουν αποκτήσει άδεια γάμου και έχουν εκφωνήσει τις απαραίτητες φράσεις στην τελετή που προηγείται. Κάθε φορά όμως που δια τυπώνουμε παρόμοιες συνθήκες, οι οποίες σχετίζονται με λέξεις, πρόσωπα και περιστάσεις που.είναι απαραίτητα ώστε ένα εκφώ νημα να έχει μια συγκεκριμένη σημασία ή δύναμη, ένας ακροα τής ή κριτικός μπορεί συνήθως χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να φα νταστεί περιστάσεις που ταιριάζουν με αυτές τις συνθήκες, αλλά στις οποίες το εκφώνημα δεν θα είχε την ενδολεκτική δύναμη που υποτίθεται ότι προκύπτει από αυτές. Ας υποθέσουμε ότι ικα νοποιούνται οι απαιτήσεις μιας γαμήλιας τελετής, αλλά ένας από τους συζύγους βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης· ή πάλι ότι η τε λετή είναι άψογη από όλες τις πλευρές, αλλά αποκαλείται «πρό βα»· ή ακόμα ότι, ενώ ο ομιλητής είναι ένας ιερέας εξουσιοδοτη μένος να τελεί γάμους και το ζευγάρι έχει πάρει άδεια γάμου, και οιτρεις τους παίζουν σε αυτή την περίπτωση σε ένα έργο που, συμπτωματικά, περιλαμβάνει μια γαμήλια τελετή. Όταν κάποιος προτείνει μια φράση χωρίς νόημα, οι ακροα-
ι8·2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τές μπορούν συνήθως να φανταστούν κάποια συμφραζόμενα στα οποία αυτή η φράση θα είχε όντως νόημα- τοποθετώντας τη μέσα σε ένα πλαίσιο, μπορούν να την κάνουν να σημάνει. Αυτή η πλευρά της λειτουργίας της γλώσσας, η δυνατότητα να εντά ξουμε μια ακολουθία σημείων σε συμφραζόμενα που τροπο ποιούν τη λειτουργία της, ισχύει και στην περίπτωση των επιτελεστικών. Για να εξειδικεύσουμε τις περιστάσεις στις οποίες ένα εκφώνημα λογίζεται ως υπόσχεση, μπορούμε είτε να φαντα στούμε περαιτέρω λεπτομέρειες που θα διαφοροποιούσαν την κατάσταση, είτε να τοποθετήσουμε τις περιστάσεις σε ένα ευρύ τερο πλαίσιο (να φανταστούμε ότι οι συνθήκες ικανοποιούνται επί σκηνής ή στο πλαίσιο ενός παραδείγματος). Προκειμένου να συλλάβει ή να ελέγξει αυτή τη διαδικασία η οποία απειλεί την ίδια τη δυνατότητα για μια επιτυχημένη θεω ρία των πράξεων ομιλίας, ο Austin αναγκάζεται να επανεισαγάγειτην ιδέα, που είχε νωρίτερα απορρίψει, ότι το νόημα ενός εκφωνήματος εξαρτάται από την παρουσία μιας σημαίνουσας πρόθεσης στη συνείδηση του ομιλητή. Προδτον, παραμερίζει το μη σοβαρό, μια έννοια που δεν ορίζεται σαφώς, αλλά περιλαμ βάνει μια ξεκάθαρη αναφορά στην πρόθεση: «σοβαρή» πράξη ομιλίας είναι αυτή κατά την οποία ο ομιλητής συνειδητά συγκα τανεύει στην πράξη που φαίνεται να επιτελεί. Δεύτερον, εισάγει την πρόθεση ως χαρακτηριστικό των περιστάσεων παραμερίζο ντας τις πράξεις ομιλίας που επιτελούνται απρόθετα, που γίνο νται δηλαδή «κάτω από καταναγκασμό ή τυχαία ή εξαιτίας του ενός ή του άλλου είδους λάθους, δηλαδή ακούσια» (σ. 21/41). Ωστόσο, αυτή η ανατοποθέτηση δεν λύνει το πρόβλημα- η πρόθεση δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως το αποφασιστικό καθο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
183
ριστικό στοιχείο ή ως το πρωταρχικό θεμέλιο μιας θεωρίας των πράξεων ομιλίας. Για να το καταλαβουμε, αρκεί να σκεφτοΰμε τι θα συμβεί αν, αμέσως μόλις ολοκληροοθεί μια γαμήλια τελετή, κάποιος από τους εμπλεκόμενους δηλώσει ότι αστειευόταν όταν εκφωνούσε τα λόγια του - ότι προσποιούνταν, ότι απλώς έκανε πρόβα ή ότι ενεργούσε κάτω από καταναγκασμό. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι πιστεύουν όσα λέει για την πρόθεσή του, αυτή η ίδια δεν θα έχει αποφασιστική σημασία. Αυτό που έχει στο μυαλό του τη στιγμή της εκφοράς δεν καθορίζει τη λεκτική πράξη την οποία επιτελείτο εκφώνημά του. Αντίθετα, το ζήτημα κατά πόσο πραγματικά έλαβε χώρα ένας γάμος εξαρτάται από την περαιτέρω διερεύνηση των περι στάσεων. Αν ο ιερέας είχε πει ότι θα λάβει χώρα μια ολοκληρω μένη τελική πρόβα αμέσως πριν από την πραγματική τελετή ή αν ο γαμπρός μπορεί να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της τελετής ο πατέρας της νύφης τον απειλούσε με ένα πιστόλι, τότε θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα σχετικά με την ενδολεκτική δύναμη των εκφωνημάτων τους. Αυτό που έχει σημασία είναι η αληθοφάνεια της πε ριγραφής των περιστάσεων: κατά πόσο τα παρατιθέμενα χαρα κτηριστικά των συμφραζομένων δημιουργούν ένα πλαίσιο που τροποποιεί την ενδολεκτική δύναμη των εκφωνημάτων. Επομένως, η δυνατότητα να μετεμφυτεύσουμε ένα εκφώνημα σε νέα συμφραζόμενα και να επαναλάβουμε μια διατύπωση σε διαφορετικές περιστάσεις δεν αναιρεί την αρχή ότι η ενδολεκτι κή δύναμη καθορίζεται περισσότερο από τα συμφραζόμενα πα ρά από την πρόθεση. Αντίθετα μάλιστα, αυτή η αρχή επιβεβαιώ νεται: στην περίπτωση της παράθεσης, της επανάληψης ή της
184
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πλαισίωσης, τα γνωρίσματα των νέων συμφραζομένων είναι αυ τά που τροποποιούν την ενδολεκτική δύναμη. Στο σημείο αυτό πλησιάζουμε σε μια ιδιαίτερα σημαντική γενική αρχή. Η αδιά σπαστη συνοχή του επιτελεστικού και της επιτέλεσης δεν αμφι σβητεί τόσο τον καθορισμό της ενδολεκτικής δύναμης από τα συμφραζόμενα, όσο τη δυνατότητά μας να ελέγξουμε το χώρο των πράξεων ομιλίας καταγράφοντας εξαντλητικά τα στοιχεία εκείνα των συμφραζομένων που καθορίζουν την ενδολεκτική δύναμή τους. Μια θεωρία των πράξεων ομιλίας πρέπει να είναι καταρχήν σε θέση να προσδιορίσει κάθε γνώρισμα των συμφρα ζομένων που θα μπορούσε να επηρεάσει την ευστοχία ή αστοχία μιας συγκεκριμένης πράξης ομιλίας ή το είδος της πράξης ομι λίας που θα επιτελέσει ένα εκφώνημα. Κάτι τέτοιο θα απαιτού σε, όπως αναγνωρίζει ο Austin, τέλεια γνώση των συμφραζομέ νων συνολικά: «το ολικό ομιλιακό ενέργημα, μέσα στην ολική ομιλιακή κατάσταση, είναι το μοναδικό πραγματικό φαινόμενο, το οποίο σε τελευταία ανάλυση έχουμε αναλάβει να διασαφηνί σουμε» (σ. 148/172). Παρ’ όλ’ αυτά είναι αδύνατο να αποκτήσου με τέλεια γνώση των συμφραζομένων συνολικά, τόσο επί της αρ χής όσο και στην πράξη. Το νόημα περιορίζεται από τα συμφρα ζόμενα, αλλά τα ίδια τα συμφραζόμενα είναι απεριόριστα. Ο Derrida δηλώνει: «Το σημείο από το οποίο ξεκινώ είναι το εξής: κανένα νόημα δεν μπορεί ποτέ να προσδιοριστεί εκτός συμφρα ζομένων, αλλά και ποτέ τα συμφραζόμενα δεν εξαντλούνται. Αυτό στο οποίο αναφέρομαι εδώ δεν είναι ούτε ο πλούτος της ουσίας ούτε η σημασιολογική γονιμότητα αλλά η δομή, η δομή των υπολειμμάτων ή της επανάληψης» («Living On»/«Επιβιώ νοντας, σ. 81).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*85
Τα συμφραζόμενα είναι απεριόριστα με δύο έννοιες. Πρώτον, όλα τα συμφραζόμενα είναι ανοιχτά σε περαιτέρω περιγραφή. Θεωρητικά δεν μπορούν να τεθούν όρια στα πράγματα που θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν σε συγκεκριμένα συμφραζόμε να, σε αυτά που θα μπορούσαν να θεωρηθούν σχετικά με την επι τέλεση μιας συγκεκριμένης πράξης ομιλίας. Αυτό το δομικό άνοιγμα των συμφραζομένων είναι θεμελιώδες για όλες τις επι στήμες: ο επιστήμονας ανακαλύπτει ότι παράγοντες, που προη γουμένως είχαν υποτιμηθεί, σχετίζονται με τη συμπεριφορά συ γκεκριμένων αντικειμένων ο ιστορικός εξετάζει ένα συγκεκρι μένο γεγονός μέσα από νέα ή εκ νέου ερμηνευμένα δεδομένα- ο κριτικός συσχετίζει ένα απόσπασμα ή ένα κείμενο με κάποια συμφραζόμενα που το φωτίζουν με διαφορετικό τρόπο. Εντυπω σιακή περίπτωση περαιτέρω δυνατοτήτων προσδιορισμού των συμφραζομένων, σημειώνει ο Derrida, αποτελούν οι μετατοπί σεις που προκαλεί η έννοια του ασυνείδητου. Στις Πράξεις ομι λίας (Speech Acts), ο Searle προτείνει ως μία από τις συνθήκες της υπόσχεσης το εξής: «αν θέλουμε να μην είναι ελαττωματική η υπόσχεση που εκφέρουμε, αυτό που υποσχόμαστε πρέπει να εί ναι κάτι που ο ακροατής θέλει να πραγματοποιηθεί ή θεωρεί πως είναι προς το συμφέρον του» (σ. 59). Αν η ασυνείδητη επιθυμία μετατρέπεται σε παράγοντα των συμφραζομένων, τότε το καθε στώς μερικών πράξεων ομιλίας θα αλλάξει: ένα εκφώνημα που υπόσχεται να πραγματοποιήσει αυτό που ο ακροατής φαίνεται να θέλει, αλλά ασυνείδητα φοβάται, μπορεί να πάψει να είναι υπό σχεση και να μετατραπεί σε απειλή- αντίστροφα, ένα εκφώνημα που ο Searle θα συμπεριλάμβανε στις ελαττωματικές υποσχέσεις, γιατί «υπόσχεται» κάτι που ο ακροατής ισχυρίζεται ότι δεν θέλει,
18 6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μπορεί να μετατραπεί σε σωστά σχηματισμένη υπόσχεση (Limited Inc., σ. 47). Το νόημα καθορίζεται από τα συμφραζόμενα και, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι ανοιχτό σε τροποποιήσεις κάθε φο ρά που ενεργοποιούνται καινούργιες δυνατότητές τους. Τα συμφραζόμενα δεν χειραγωγούνται και κατά μία ακόμα έννοια: κάθε προσπάθειά μας να κωδικοποιήσουμε τα συμφρα ζόμενα μπορεί να εγγράφει στα συμφραζόμενα που επιχειρεί να περιγράψει, προκαλώντας έτσι νέα συμφραζόμενα που ξεφεύ γουν από την προηγούμενη διατύπωση. Οι απόπειρες να περιγράψουμε κάποια όρια πάντοτε καθιστούν δυνατή μια μετατόπιση αυτών των ορίων έτσι ακριβώς, ο ισχυρισμός του Wittgenstein, ότι δεν μπορούμε να λέμε «μπουμπουμπου» και να εννοούμε «αν δεν βρέχει θα βγω βόλτα», μας δίνει τη δυνατότητα να εννοούμε ακριβώς αυτό. Παρόμοιες αρνήσεις εγκαθιδρύουν συνδέσεις που μπορούμε να εκμεταλλευτούμε. Οι οπαδοί της θεωρίας των πράξεων ομιλίας που ενδιαφέρονται να αποκλείσουν τα μη σο βαρά εκφωνήματα από το σώμα δεδομένων που αποπειρώνται να ελέγξουν θα θαύμαζαν την αρχή που διέπει τις πινακίδες με ρικών αμερικανικών αεροδρομίων στο σημείο όπου περνούν από έλεγχο επιβάτες και χειραποσκευές: «όλες οι δηλώσεις σχε τικά με βόμβες και όπλα θα ληφθούν σοβαρά υπόψη». Σχεδια σμένες για να ελέγξουν το νόημα προσδιορίζοντας την ενδολεκτική δύναμη συγκεκριμένων δηλώσεων σε αυτά τα συμφραζό μενα, οι πινακίδες αυτές επιχειρούν να προλάβουν την πιθανό τητα κάποιος να πει ένα αστείο του τύπου «έχω μια βόμβα στο παπούτσι μου», θεωρώντας εκ των προτέρων παρόμοια εκφωνή ματα ως σοβαρές δηλώσεις. Αλλά μια τέτοια κωδικοποίηση δεν καταφέρνει να συλλάβει το παιχνίδι του νοήματος και αυτή η
Α Π Ο Δ Ο ΜΗ Σ Η
187
αποτυχία δεν είναι τυχαία. Η δομή της γλώσσας εγγράφει αυτή την κωδικοποίηση στα συμφραζόμενα που επιχειρεί να ελέγξει και τα νέα συμφραζόμενα δημιουργούν με τη σειρά τους νέες ευ καιρίες ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. «Αν δήλωνα ότι έχω μια βόμβα στο παπούτσι μου, εσείς θα έπρεπε να το πάρετε στα σο βαρά, έτσι δεν είναι;» είναι μία από τις πολυάριθμες δηλώσεις η δύναμη των οποίων είναι ζήτημα συμφραζομένων, αλλά ξεφεύ γουν από την προγενέστερη απόπειρα να κωδικοποιηθεί η ισχύς των συμφραζομένων. Μια μεταπινακίδα «Όλες οι δηλώσεις σχε τικά με βόμβες και όπλα, συμπεριλαμβανομένων των δηλώσεων σχετικά με δηλώσεις σχετικά με βόμβες και όπλα, θα ληφθούν σοβαρά υπόψη» θα κλιμάκωνε την προσπάθεια χωρίς στην πραγματικότητα να πετυχαίνει κάτι, δημιουργώντας μάλιστα και την πιθανότητα ανεπιθύμητων δηλώσεων σχετικά με αυτή την πι νακίδα σχετικά με τις δηλώσεις. Αν αυτό το παράδειγμα δεν φαίνεται και πολύ σοβαρό, ας ασχοληθούμε με μια σοβαρότερη περίπτωση. Ποια πράξη ομι λίας είναι σοβαρότερη από την υπογραφή ενός εγγράφου, μια επιτέλεση με ενδεχομένως τεράστιες νομικές, οικονομικές και πολιτικές επιπτώσεις; Ο Austin παρουσιάζει την πράξη της υπο γραφής ως το αντίστοιχο, όσον αφορά τη γραφή, των ρητών επιτελεστικών εκφωνημάτων της μορφής «Ο κάτωθι...»· πράγματι, στον πολιτισμό μας, η υπογραφή αποτελεί την πιο αξιόπιστη ανά ληψη της ευθύνης για ένα εκφώνημα. Υπογράφοντας ένα έγγρα φο, αναλαμβάνουμε την ευθύνη του νοήματος του και επιτελούμε σοβαρά τη σημαίνουσα πράξη που αυτό πραγματοποιεί. Ο Derrida στο «Υπογραφή γεγονός συμφραζόμενα» καταλή γει με αυτό που ονομάζει «απίθανη υπογραφή», την αναπαραγω-
ι88
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
γη ενός χειρόγραφου «J. Derrida» πάνω από ένα έντυπο «J. Der rida», που συνοδεύεται από την ακόλουθη «Παρατήρηση»: «(Πα ρατήρηση: το -γραπτό- κείμενο αυτής της -προφορικής- ανακοί νωσης θα έπρεπε να έχει σταλεί στην Ένωση των Γαλλόφωνων Ομίλων Φιλοσοφίας πριν από τη συνάντηση. Αυτή η αποστολή θα έπρεπε να έχει υπογράφει. Κάτι το οποίο κάνω, και παραχαράσσω, εδώ. Που; Εδώ. J. D.)» (Περιθώρια, σ. 393). Αποτελεί το πλαγιογράμματο «J. Derrida» μια υπογραφή, ακόμα και αν πρόκειται για την παράθεση της υπογραφής η οποία είχε τεθεί στο αντίγρα φο του κειμένου που είχε σταλεί μέσω ταχυδρομείου; Συνεχίζει να αποτελεί υπογραφή από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπογράφων την αποκαλεί παραχάραξη; Μπορεί κανείς να παραχαράξει την ίδια του την υπογραφή; Εντέλει, τι είναι η υπογραφή; Παραδοσιακά, όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις του Austin, μια υπογραφή υποτίθεται ότι βεβαιώνει την παρουσία στη συνείδηση μιας σημαίνουσας πρόθεσης σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Όποιες κι αν είναι οι σκέψεις μου πριν ή μετά, υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία είχα την πλήρη πρόθεση να παραγάγω μια συγκεκριμένη σημασία. Η έννοια της υπογραφής φαίνεται επομένως να εννοεί μια στιγμή παρουσίας στη συνείδηση, από την οποία προκύπτουν και οι συνεπακόλουθες υποχρεώσεις μου ή άλλα αποτελέσματα. Αν όμως ρωτήσουμε τι δίνει στην υπογρα φή τη δυνατότητα να λειτουργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, βρίσκου με ότι τα αποτελέσματα της υπογραφής εξαρτώνται από την επαναληπτικότητά της. Όπως γράφει ο Derrida, «για άλλη μια φορά, η συνθήκη της δυνατότητας να παραχθούν αυτά τα αποτελέσμα τα είναι ταυτόχρονα και συνθήκη της αντίστοιχης α-δυνατότητας, της α-δυνατότητας της αυστηρής καθαρότητάς τους. Προκειμέ-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νου να λειτουργήσει, με άλλα λόγια προκειμένου να είναι ανα γνώσιμη, η υπογραφή πρέπει να διαθέτει μια μορφή που να μπο ρεί να επαναληφθεί, να επανέλθει, να γίνει αντικείμενο μίμησης· πρέπει να είναι ικανή να αποδεσμευτεί από την παρούσα και μο ναδική πρόθεση της παραγωγής της. Αυτή ακριβώς η ομοιότητα, παραφθείροντας την ταυτότητα και τη μοναδικότητα της υπογρα φής, διαιρεί τη σφραγίδα της» (Περιθώρια, σσ. 391-392). Μια κανονική υπογραφή, που επικυρώνει μια επιταγή ή κά ποιο άλλο έγγραφο, είναι μια υπογραφή που προσομοιάζει σε ένα πρότυπο και είναι αναγνωρίσιμη ως επανάληψή του. Αυτή η επαναληπτικότητα, βασικό γνώρισμα της δομής της υπογραφής, προτείνει ως μέρος της δομής της μια σχετική αυτονόμησή της από τη σημαίνουσα πρόθεση που τη συνοδεύει. Αν η υπογραφή πάνω σε μια επιταγή ανταποκρίνεται σε αυτό το πρότυπο, η επι ταγή μπορεί να εκταμιευθεί όποιες κι αν είναι οι προθέσεις μου κατά τη στιγμή της υπογραφής. Αυτό είναι τόσο αληθινό, ώστε η εμπειρική παρουσία του υπογράφοντος να μην αποτελεί καν απαραίτητο στοιχείο της υπογραφής. Αποτελεί τμήμα της δομής της υπογραφής, που μπορεί, επομένως, να παραχθεί από μια σφραγίδα ή από μια μηχανή. Μπορούμε, ευτυχώς, να εκταμιεύσουμε επιταγές υπογεγραμμένες από μια μηχανή και να εισπράξουμε ένα μισθό ακόμα και αν ο υπογράφων δεν είδε ποτέ την επιταγή και δεν εκδήλωσε ποτέ καμία συγκεκριμένη πρόθεση να μας πληρώσει το εν λόγω ποσό. Μπαίνουμε στον πειρασμό να σκεφτούμε τις επιταγές που έχουν υπογράφει από μια μηχανή ως τις διεστραμμένες εξαιρέ σεις που αποκλίνουν από τη θεμελιώδη φύση των υπογραφών. Η λογοκεντρική εξιδανίκευση παραμερίζει τέτοιες περιπτώσεις
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ως μεμονωμένα περιστατικά, ως «συμπληρώματα» ή «παράσι τα», στην προσπάθειά της να διατηρήσει ένα πρότυπο που να βασίζεται στην παρουσία μιας πλήρους και ενσυνείδητης πρό θεσης κατά τη στιγμή της υπογραφής. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν δεν ανήκαν στη δομή του εν λόγω φαινομένου* μια επιταγή υπογεγραμμένη από μια μηχανή πόρρω απέχει από το να είναι μια διεστραμμένη εξαίρεση και αποτελεί το λογικό και σαφές παράδειγμα της θεμελιώδους επαναληπτικότητας των υπογραφών. Η απαίτηση μια υπογραφή να είναι αναγνωρίσιμη ως επανάληψη επιτρέπει τη δυνατότητα μια μηχανή να είναι μέρος της δομής της υπογραφής, ενώ ταυτό χρονα απαλείφει την ανάγκη για οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόθεση κατά τη στιγμή της υπογραφής. Οι υπογραφές επομένως θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε αυ τό που ο Derrida αποκαλεί «τυπολογία των μορφών επανάληψης»: Σε μια τέτοια τυπολογία, η κατηγορία της πρόθεσης δεν θα εξαφανιστεί: θα διατηρήσει τη θέση της, αλλά από αυτή τη θέση δεν θα είναι πλέον ικανή να κυβερνήσει ολόκληρη τη σκηνή και το σύστημα της εκφώνησης. Πάνω απ’ όλα, θα έχουμε τότε να κάνουμε με διαφορετικά είδη σημείων ή με αλυσίδες επαναλαμβανόμενων σημείων και όχι με μια αντίθεση ανάμεσα σε παραθεματικά εκφωνήματα από τη μία μεριά και σε μοναδικά, πρωτότυπα γεγονότα-εκφωνήματα από την άλλη. Η πρώτη επίπτωση του γεγονότος αυ τού είναι η εξής: δεδομένης της δομής της επανάληψης, η πρόθεση που ζωογονεί το εκφώνημα δεν θα είναι ποτέ εντελώς παρούσα στον εαυτό της και στο περιεχόμενό της. Η επανάληψη που το δομεί εισάγει εκ των προτέρων στο εσωτερικό της μια αναπόφευκτη ασυνέχεια και ρωγμή (brisure) (Περιθώρια , σ. 389).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
‘9*
Το ζήτημα εδώ δεν είναι να αρνηθούμε το γεγονός ότι οι υπογράφοντες έχουν προθέσεις, αλλά να εντοπίσουμε αυτές τις προθέσεις. Ένας τρόπος για να το επιτύχουμε θα ήταν να θεω ρήσουμε το ασυνείδητο, όπως έχει υποστηρίξει ο Vincent Descombes, «όχι ως ένα φαινόμενο σχετικό με τη θέληση, αλλά ως ένα φαινόμενο εκφώνησης» (L ’lnconscient malgre lui/To ασυνείδητο παρά τη θέλησή τον, σ. 85). Η θέση σχετικά με το ασυνείδητο «έχει νόημα μόνο σε σχέση με το υποκείμενο της εκφώνησης: δεν ξέρει τι λέει» (σ. 15). Το ασυνείδητο ξεπερνά αυτό που γνωρίζουμε ή αυτό που θέλουμε να πούμε με αυτό που τελικά λέμε. Η πρόθεση του ομιλητή είτε ταυτίζεται με οποιοδήποτε περιεχόμενο τυχαίνει να είναι παρόν στη συνείδησή του τη στιγμή της εκφώνησης -περίπτωση κατά την οποία η πρόθε ση είναι μεταβλητή και ατελής, άρα ανίκανη να εξηγήσει την ενδολεκτική δύναμη των εκφωνημάτων-, είτε είναι περιεκτική και διαιρεμένη -σε συνειδητό και ασυνείδητο-, μια δομική προθετικότητα δηλαδή που δεν είναι παρούσα ποτέ και πουθε νά και περιλαμβάνει επιπτώσεις που ποτέ, θα λέγαμε, δεν πέρασαν από το μυαλό του. Η δεύτερη αυτή έννοια της πρόθεσης, που χαρακτηρίζεται από αυτό που ο Derrida αποκαλεί καίρια ρωγμή ή διαίρεση, είναι πράγματι αρκετά συνηθισμένη. Όταν ερωτηθώ για τις επιπτώσεις ενός εκφωνήματος, μπορεί με αρ κετά στερεότυπο τρόπο να συμπεριλάβω στην πρόθεσή μου και πράγματα που ποτέ στο παρελθόν δεν είχα αναλογιστεί. Η πρό θεσή μου ταυτίζεται με το σύνολο των περαιτέρω εξηγήσεων που θα μπορούσα ενδεχομένως να δώσω αν μου ζητούσαν να διευκρινίσω οποιοδήποτε σημείο του λόγου μου- πρόκειται επομένως για ένα προϊόν μάλλον παρά για μια προέλευση, για
192
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ένα ανοιχτό σύνολο δυνατοτήτων του λόγου που συνδέεται με τις επιπτώσεις των επαναλαμβανόμενων πράξεών μου και με συμφραζόμενα που θέτουν περισσότερα συγκεκριμένα ερωτή ματα σχετικά με αυτές τις πράξεις, παρά για ένα περιχαρακω μένο περιεχόμενο. Το παράδειγμα της υπογραφής μάς φέρνει αντιμέτωπους με την ίδια δομή που συναντήσαμε και στην περίπτωση άλλων πρά ξεων ομιλίας: (1) την εξάρτηση του νοήματος από παράγοντες που σχετίζονται με συμβάσεις και συμφραζόμενα, αλλά και (2) την αδυναμία μας να εξαντλήσουμε τις δυνατότητες των συμ φραζομένων έτσι ώστε να προσδιορίσουμε τα όρια της ενδολεκτικής δύναμης και επομένως (3) την αδυναμία μας να ελέγξου με τα αποτελέσματα του νοήματος ή τη δύναμη του λόγου με μια θεωρία, είτε αυτή αναφέρεται σε προθέσεις υποκειμένων, είτε σε κώδικες και συμφραζόμενα. Ο Austin, όπως και άλλοι φιλό σοφοι και θεωρητικοί της λογοτεχνίας, επιχειρεί να χειραγωγή σει το νόημα, ορίζοντας ό,τι ξεφεύγει από τη θεωρία του ως πε ριθωριακό - αποκλείοντάς το, όπως λέει ο Derrida, «στο όνομα ενός είδους ιδανικού διακανονισμού» (Περιθώρια , σ. 385). Όπως συμβαίνει και με άλλες απόπειρες χειραγώγησης του νοήματος, προσωπικές ή συλλογικές, έτσι και το εγχείρημα του Austin ταλαντεύεται ανάμεσα στην απόπειρα να ορίσει τα κα θοριστικά συμφραζόμενα -το ευρετήριο των συνθηκών που διέπουν την επιτέλεση διάφορων ενδολεκτικών πράξεων- και στην απόπειρα να ανατρέξει σε διάφορες εκδοχές της πρόθεσης όταν η περιγραφή των συμφραζομένων δεν καταφέρνει να εξαντλή σει τις πιθανότητες που ανακύπτουν από αυτά. Η προηγούμενη διατύπωσή μας «το νόημα εξαρτάται από τα συμφραζόμενα αλ
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
•93
λά τα συμφραζόμενα είναι απεριόριστα» μας βοηθά να καταλά βουμε γιατί και τα δύο εγχειρήματα αποτυγχάνουν: το νόημα εξαρτάται από τα συμφραζόμενα, άρα οι προθέσεις στην πραγ ματικότητα δεν επαρκούν για να καθορίσουν το νόημα- πρέπει να κινητοποιηθούν τα συμφραζόμενα. Αλλά τα συμφραζόμενα είναι απεριόριστα, άρα οι αναφορές στα συμφραζόμενα δεν προσφέρουν ποτέ πλήρη καθορισμό του νοήματος. Ενάντια σε οποιαδήποτε τυποποίηση, μπορούμε ανά πάσα στιγμή να φα νταστούμε και άλλες δυνατότητες συμφραζομένων για κάθε σύ νολο διατυπώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της επέκτασης των συμφραζομένων που προκαλεί η επανεγγραφή στα συμ φραζόμενα της περιγραφής τους. Αυτή η εξήγηση του νοήματος και των συμφραζομένων μπο ρεί να διαλευκάνει τον τρόπο με τον οποίο η αποδόμηση κατα πιάνεται με την έννοια της ιστορίας, κάτι που παραμένει για πολλούς σκοτεινό σημείο. Όσοι επικαλούνται την ιστορία, αναφέρονται σε αυτή σαν να πρόκειται για ένα πεδίο που καθορίζει το νόημα, και, δεδομένου ότι ο Derrida δεν τη χρησιμοποιεί κατ’ αυτό τον τρόπο, τον αντιμετωπίζουν σαν έναν «κειμενιστή» που αρνείται ότι τα ιστορικά συμφραζόμενα καθορίζουν τη σημα σία. Ωστόσο, στην κριτική που ασκεί στη φιλοσοφία και σε άλ λες ουσιοκρατικές θεωρίες, η αποδόμηση δίνει έμφαση στο γε γονός ότι ο λόγος, η ανάγνωση και το νόημα είναι ολωσδιόλου ιστορικά, παράγονται μέσα από διαδικασίες ένταξης, αποδέ σμευσης και επανένταξης σε συμφραζόμενα. Όταν ο Derrida γράφει πως πρέπει να επιχειρήσουμε να σκεφτούμε την παρου σία (συμπεριλαμβανομένου και του νοήματος ως παρουσίας στη συνείδηση) «a partir du temps comme difference» («με βάση το
<94
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
χρόνο ως διαφωρά») (ξεκινώντας από τη σχέση της ή μέσα από τη σχέση της με το χρόνο ως διαφορά, διαφοροποίηση και αναβο λή), ξεκαθαρίζει τόσο την ιστορικότητα των αρθρώσεων της σκέ ψης, όσο και την αδυναμία μας να μετατρέψουμε αυτή την ιστορι κότητα σε πεδίο ή θεμέλιο (Περίγραμματολογίας, σ. 237/285). Ο χρόνος ως διαφοροποίηση και αναβολή υποσκάπτει την παρου σία, μετατρέποντάς τη σε κατασκεύασμα μάλλον παρά σε δεδο μένο, αλλά ο χρόνος δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο θεμέλιο. «Θα πρέπει με τον όρο διαφωρά να διακρίνουμε» γράφει ο Derrida «την κίνηση με την οποία η γλώσσα και κάθε κώδικας, κάθε σύστημα αναφοράς γενικότερα, συγκροτείται “ιστορικά” ως υλικό διαφορών». «Αν η ίδια η λέξη ιστορία δεν μετέφερε μα ζί της το ζήτημα της τελικής απώθησης της διαφοράς, θα λέγαμε ότι οι διαφορές καθαυτές θα μπορούσαν να είναι από την αρχή εξολοκλήρου “ιστορικές”» (Περιθώρια, σ. 12). Όσοι υπερασπίζονται μια «ιστορική προσέγγιση» ή κατηγο ρούν την αποδόμηση επειδή αρνείται να εκτιμήσει τον ιστορικό καθορισμό του νοήματος, προσφέρουν μια αμφίβολη εναλλακτι κή λύση. Μια «ιστορική προσέγγιση» παραπέμπει σε ιστορικά αφηγήματα -ιστορίες αλλαγών που έχουν επέλθει στη σκέψη και ιστορίες σκέψεων ή πεποιθήσεων που προσιδιάζουν σε διακριτές ιστορικές περιόδους-, προκειμένου να ελέγξει το νόημα πλούσιων και σύνθετων κειμένων αποκλείοντας πιθανά νοήματα ως ιστορικά ακατάλληλα. Αυτά τα ιστορικά αφηγήματα παράγονται μέσα από την ερμηνεία των, υποτίθεται, λιγότερο σύνθετων και αμφίσημων κειμένων μιας περιόδου, ενώ το κατά πόσο είναι εξουσιοδοτημένα να εγκρίνουν ή να ελέγχουν το νόημα των πιο περίπλοκων κειμένων τίθεται ασφαλώς υπό αμφισβήτηση. Η
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
195
ιστορία την οποία επικαλούμαστε ως την έσχατη πραγματικότητα και πηγή της αλήθειας εκδηλώνεται ως αφηγηματική κατασκευή, ως ιστορία που έχει σχεδιαστεί με σκοπό να αποφέρει ένα νόημα μέσα από μια αφηγηματική ταξινόμηση. Στις Θέσεις, ο Derrida τονίζει τη δυσπιστία του για την έννοια της ιστορίας και για όλο το λογοκεντρικό σύστημα των εμπλοκών της, αλλά σημειώνει ότι χρησιμοποιεί συχνά τον όρο ιστορία με κριτικό τρόπο, προκειμένου να αναψηλαφήσει τη δυναμική του (σσ. 77-78). Ο Derrida χρησιμοποιεί την ιστορία εναντίον της φιλοσοφίας: όταν έρχεται αντιμέτωπος με ουσιοκρατικές, εξιδανικευτικές θεωρίες και με αξιώσεις για ανιστορικές ή διιστορικές κατανοήσεις των φαινο μένων, προβάλλει την ιστορικότητα αυτών των λόγων και των θεω ρητικών παραδοχών τους. Χρησιμοποιεί όμως και τη φιλοσοφία εναντίον της ιστορίας και των αξιώσεων που εγείρουν τα ιστορι κά αφηγήματα. Η αποδόμηση συνενώνει μια φιλοσοφική κριτική της ιστορίας και της ιστορικής κατανόησης με τη διευκρίνιση ότι κάθε λόγος είναι ιστορικός και κάθε νόημα ιστορικά προσδιορι σμένο, τόσο επί της αρχής όσο και στην πράξη. Η ιστορία δεν αποτελεί μια προνομιακή αυθεντία, αλλά μέ ρος αυτού που ο Derrida αποκαλεί «le texte general», το γενικό και χωρίς όρια κείμενο («Avoir l’oreille de la philosophie»/ «Ακούγοντας φιλοσοφικά», σ. 310). Είμαστε πάντοτε αναγκα σμένοι να ερμηνεύουμε αυτό το γενικό κείμενο, προσδιορίζο ντας το νόημά του και αναστέλλοντας, για πρακτικούς λόγους, τη διερεύνηση και επαναπεριγραφή των συμφραζομένων του. Τα νοήματα που προσδιορίζουμε ερμηνεύοντας ο ένας το λόγο, τη γραφή και τις πράξεις του άλλου γενικώς επαρκούν για τους σκο πούς μας και ορισμένοι κριτικοί της αποδόμησης υποστήριξαν
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
ότι θα πρέπει να δεχτούμε αυτόν το σχετικό καθορισμό ως τη φύ ση του νοήματος. Νόημα είναι αυτό που καταλαβαίνουμε- και, αντί να επιμένουμε στο γεγονός ότι του λείπουν τα θεμέλια και το αποφασιστικό κύρος, θα έπρεπε απλώς να πούμε, ακολουθώντας τον Wittgenstein, ότι «αυτό το γλωσσικό παιχνίδι έχει παιχτεί». Κατά μία έννοια, πρόκειται για μια εύλογη αντίρρηση: θα μπορούσαμε αρκετά λογικά να θεωρήσουμε τις συζητήσεις των προηγούμενων σελίδων άσχετες με τα ζητήματα που μας απα σχολούν και να προσπαθήσουμε να τις αγνοήσουμε (το κατά πό σο θα μπορέσουμε πράγματι να τις αγνοήσουμε είναι άλλο ζήτη μα: έχει να κάνει με την ιστορική δύναμη αυτών των θεωρητικών λόγων). Όσοι όμως εκφράζουν παρόμοιες αντιρρήσεις σπάνια περιορίζονται απλώς στο να αγνοήσουν την αποδόμηση. Ξεκι νούν σημειώνοντας πως καθορίζουμε αδιαλείπτως το νόημα, αλ λά μπαίνουν αμέσως μετά στον πειρασμό να υποστηρίξουν ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το νόημα είναι καθορισμένο. Ξεκινούν σημειώνοντας πως, ό,τι και να πουν οι φιλόσοφοι, εμείς διαθέ τουμε την εμπειρία του καθορισμού και της σύλληψης του νοήμα τος, αλλά στη συνέχεια μεταχειρίζονται αυτή την εμπειρία σαν να αποτελούσε τη βάση για τη φιλοσοφική άρνηση του σκεπτικι σμού6. Ο Wittgenstein μάς διαβεβαιώνει ότι «το γλωσσικό παι χνίδι είναι κατά κάποιο τρόπο κάτι απρόβλεπτο. Εννοώ ότι δεν 6.
Βλ. A ltieri Charles, Πράξη και ποιότητα (Act and Quality), σσ. 23-52 και «Ο Wittgenstein για τη συνείδηση και τη γλώσσα: μια πρόκληση για τη λογοτεχνι κή θεωρία του Derrida» («Wittgenstein on Consciousness and Language: A Challenge to Derridean Literary Theory»). Ο Μ. H. Abrams προτείνει μια πα ρόμοια επιχειρηματολογία στο «Πώς να κάνουμε πράγματα με τα κείμενα» («How to Do Things with Texts»), σσ. 570-571.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
*97
στηρίζεται σε κάποια βάση. Δεν είναι λογικό (ή παράλογο). Εί ναι εκεί - σαν τη ζωή μας» (On CertaintyIΠ ερί βεβαιότητος, σ. 73). Οι θαυμαστές του μιλάνε λες και το γλωσσικό παιχνίδι κα θαυτό αποτελεί μια βάση - μια πραγματική παρουσία που καθο ρίζει το νόημα. Αλλά όταν επιχειρήσουμε να δώσουμε σάρκα και οστά σε ένα τέτοιο επιχείρημα προτάσσοντας τους κανόνες και τις συμβάσεις του γλωσσικού παιχνιδιού, συναντάμε όλα τα προ βλήματα που έχουμε συζητήσει. Ένας ντεριντάίκός θα συμφω νούσε ότι το γλωσσικό παιχνίδι παίζεται, αλλά μπορεί στη συνέ χεια να δείξει ότι δεν μπορούμε να είμαστε και εντελώς βέβαιοι για το ποιος παίζει, για το αν παίζει «σοβαρά», για το ποιοι είναι οι κανόνες ή για το ποιο παιχνίδι παίζεται. Ούτε όμως αυτή η αβεβαιότητα είναι τυχαία ή εξωτερική. Αυτοί που παραθέτουν τον Wittgenstein τείνουν να αναγάγουν το γλωσσικό παιχνίδι και τους κανόνες του σε απλά δεδομένα. «Αλλά αποτελεί γεγονός» φέρεται να λέει ο Wittgenstein «ότι οι άνθρωποι έχουν θεσπίσει τέτοιους κανόνες» (Lectures and ConversationsIΔιαλέξεις και συ ζητήσεις, σ. 6 σημ.). Ωστόσο, είναι πάντα δυνατό η εκ νέου περι γραφή να τροποποιήσει τους κανόνες και να εγκαταστήσει το εκφώνημα σε ένα διαφορετικό γλωσσικό παιχνίδι. Μιλώντας για μια φράση από το Nachlass του Nietzsche, που βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, «Έχω ξεχάσει την ομπρέλα μου», ο Derrida γράφει «χίλιες πιθανότητες θα παραμένουν πάντοτε ανοιχτές» (Limited Inc., σ. 35/201). Παραμένουν ανοιχτές όχι γιατί ο αναγνώστης μπορεί να κάνει την πρόταση να σημάνει οτιδήποτε, αλλά γιατί άλλες εξειδικεύσεις των συμφραζομένων ή ερμηνείες του «γενι κού κειμένου» είναι πάντοτε δυνατές. Θα πρέπει πλέον να έχει γίνει σαφές: η αποδόμηση δεν είναι
ι9 8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μια θεωρία που ορίζει το νόημα προκειμένου να μας πει πώς να το βρούμε. Δεδομένου ότι πρόκειται για μια κριτική αποσυναρμολόγηοη των ιεραρχικών αντιθέσεων από τις οποίες εξαρτώνται οι θεωρίες, αναδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε θεωρία που επιχειρεί να ορίσει το νόημα με μονοφωνικό τρόπο: ως πρόθεση του συγγραφέα, ως αυτό που προσδιορίζουν οι συμβάσεις, ως εμπειρία του αναγνώστη. «Υπάρχουν δύο ερ μηνείες της ερμηνείας» γράφει ο Derrida σε ένα απόσπασμα από το «Η δομή, το σημείο και το παιχνίδι μέσα στο λόγο των επιστημών του ανθρώπου» («La structure, le signe, et le jeu dans le discours des sciences humaines»), που παρατίθεται συχνά: Η μία πασχίζει να αποκρυπτογραφήσει, ονειρεύεται να αποκρυπτογραφήσει, μια αλήθεια ή μια καταγωγή που δια φεύγει από το παιχνίδι και από την τάξη του σημείου, και βιώνει σαν εξορία την αναγκαιότητα της ερμηνείας. Η άλλη, που δεν είναι πλέον στραμμένη προς την καταγωγή, βεβαιώ νει το παιχνίδι και τείνει να διαβεί πέραν του ανθρώπου και του ανθρωπισμού, καθώς το όνομα του ανθρώπου είναι το όνομα αυτού του όντος το οποίο, μέσα στην ιστορία της με ταφυσικής ή της οντο-θεολογίας, δηλαδή μέσα από όλη την ιστορία του, ονειρεύτηκε την πλήρη παρουσία, το ασφαλές θεμέλιο, την καταγωγή και το τέρμα του παιχνιδιού. Θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε σήμερα ότι αυτές οι δύο ερμηνείες της ερμηνείας -που είναι απολύτους ασυμφι λίωτες, έστω και αν τις ζούμε ταυτόχρονα και τις συμφιλιώ νουμε μέσα σε μια σκοτεινή οικονομία- επιμερίζουν το πε δίο εκείνου που αποκαλούμε, με τρόπο τόσο προβληματι κό, επιστήμες του ανθρώπου. Ό σο για μένα, δεν φρονώ ότι αυτές οι δύο ερμηνείες οφείλουν να ορίσουν τη διαφορά τους και να οξύνουν τη μη αναγωγιμότητά τους, που πρέπει σήμερα να την επιλέξον-
Α ΠΟΔΟΜΗΣΗ
*99
με. Κατ’ αρχάς, επειδή βρισκόμαστε ακόμη σε μια περιοχή
-ας πούμε ακόμα, προσωρινά, στην περιοχή της ιστορικό τητας- όπου η κατηγορία της εκλογής φαίνεται αβαρής. Συνακόλουθα, επειδή πρέπει να δοκιμάσουμε καταρχήν να σκεφτούμε το κοινό έδαφος και τη διαφωρά (differance) αυτής της μη αναγώγιμης διαφοράς (Η γραφή και η διαφο ρ ά , σσ. 427-428/453-454).
Συχνά διαβάζουμε τον Derrida σαν να μας παροτρύνει να επιλέξουμε τη δεύτερη ερμηνεία της ερμηνείας και να συγκατανεύ σουμε στο ελεύθερο παιχνίδι του νοήματος7*αλλά, όπως σημειώ νει εδώ, δεν μπορούμε απλά ή αποτελεσματικά να επιλέξουμε να μετατρέψουμε σε νόημα ούτε το αρχικό νόημα ενός συγγραφέα, ούτε τη δημιουργική εμπειρία του αναγνώστη. Όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, η απόπειρα να μετατρέψουμε σε νόημα την εμπειρία του αναγνώστη, αντί να λύνει το πρόβλημα του νοήμα τος, το παρατοποθετεί, παράγοντας μια διαιρεμένη και μετατο πισμένη αντίληψη για την εμπειρία, ενώ από την άλλη μεριά η έν νοια της δημιουργικής ελευθερίας του αναγνώστη καταρρέει μάλλον γρήγορα. Μπορούμε φυσικά να επιλέξουμε ή να ισχυρι στούμε ότι επιλέξαμε αυτή τη δεύτερη ερμηνεία της ερμηνείας, αλλά τίποτε δεν μας εγγυάται ότι μια τέτοια επιλογή μπορεί όντως να πραγματοποιηθεί στην οικονομία του λόγου μας. Η έν 7.
Ο Wayne Booth, παραδείγματος χάριν, αναφέρει: «ο Jacques Derrida αναζητά ένα “ελεύθερο παιχνίδι”, που ισοδυναμεί με μια “μεθοδολογική τρέλα”, προκειμένου να προκαλέσει μια “διασπορά” κειμένων που -διαρκής, ύπουλη και τρομακτική καθώς είναι- μας απελευθερώνει σε μια errance joyeuse (χα ρούμενη περιπλάνηση)» (.Κριτική κατανόηση , σ. 216). Ο Booth ενδέχεται να βοηθήθηκε στην κατανόηση του Derrida από τα άρθρα του Geoffrey Hartman, όπου εμφανίζονται παρόμοιες διατυπώσεις.
200
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νοια της επιλογής εδώ είναι «bien legere», πολύ ανάλαφρη, όπως λέει ο Derrida, γιατί όποια και να είναι η επιλογή του θεωρητι κού, η θεωρία φαίνεται να παρουσιάζει μια διαιρεμένη ερμηνεία ή νόημα, διαιρεμένο, παραδείγματος χάριν, ανάμεσα στο νόημα ως ιδιότητα του κειμένου και στο νόημα ως εμπειρία του ανα γνώστη. Αυτό που αποκαλούμε εμπειρία μόλις και μετά βίας μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος οδηγός για αυτά τα ζητήματα, αλλά φαίνεται ότι, στην ερμηνευτική μας εμπειρία, το νόημα συ γκροτείται τόσο από τα σημασιολογικά αποτελέσματα την εμπει ρία των οποίων αποκτούμε, όσο και από μια ιδιότητα του κειμέ νου με την οποία επιδιώκουμε να αντιπαραβάλουμε την εμπειρία μας. Αυτό που ενδεχομένως καθιστά απαραίτητη την έννοια του νοήματος είναι αυτός ο διαιρεμένος χαρακτήρας και η διαιρεμέ νη αναφορά του: αναφορά σε ό,τι καταλαβαίνουμε και σε ό,τι η κατανόησή μας συλλαμβάνει ή δεν καταφέρνει να συλλάβει. Αυτός ο διπλός χαρακτήρας του νοήματος πράγματι προϋπο τίθεται τις περισσότερες φορές που ασχολούμαστε με αυτό. Ακό μα κι αν πούμε ότι το νόημα ενός κειμένου είναι η ανταπόκριση του αναγνώστη του, δείχνουμε παρ’ όλ’ αυτά με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουμε την ανταπόκρισή του ότι η ερμηνεία είναι μια απόπειρα να ανακαλύψουμε το νόημα μέσα στο κείμενο. Αν προτείνουμε κάποιον άλλο αποφασιστικό και καθοριστικό πα ράγοντα του νοήματος, θα ανακαλύψουμε ότι οι παράγοντες που θεωρούνταν ζωτικής σημασίας υπόκεινται στην ερμηνεία όπως ακριβώς και το κείμενο και, ως εκ τούτου, αναβάλλουν το μήνυ μα που καθορίζουν. Τι κι αν, όπως προτείνει ο Derrida, «το νόη μα του νοήματος (με τη γενική έννοια του νοήματος και όχι της σήμανσης) είναι μια άπειρη συνεπαγωγή; Μια απροσδιόριστη
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
201
συνεπαγωγή του σημαίνοντος στο σημαίνον; Αν η δύναμή του εί ναι μια ορισμένη αμφιλογία -καθαρή και άπειρη- που δεν αφή νει κανένα περιθώριο, καμία ανάσα στο σημαινόμενο νόημα, εξαναγκάζοντας το, μέσα στην οικονομία του, να σημαίνει και πάλι και να αναβάλλει;» (Η γραφή και η διαφορά, σ. 42/504). Ο συνδυασμός του νοήματος που εξαρτάται από τα συμφρα ζόμενα και των απεριόριστων συμφραζομένων αφενός καθιστά δυνατές τις διακηρύξεις περί ακαθοριστίας του νοήματος -αν και ο αυτάρεσκος εικονοκλαστικός χαρακτήρας παρόμοιων διακη ρύξεων μπορεί κάποτε να γίνει και ενοχλητικός-, αφετέρου μας προτρέπει να συνεχίσουμε να ερμηνεύουμε τα κείμενα, να ταξι νομούμε τις πράξεις ομιλίας και να επιχειρούμε να διαλευκάνουμε τις συνθήκες της σημασιοδότησης. Ακόμα κι αν έχουμε λό γους να πιστεύουμε, όπως γράφει ο Derrida, ότι «η γλώσσα της θεωρίας αφήνει πάντοτε ένα υπόλειμμα που δεν μπορεί ούτε να μορφοποιηθεί ούτε να εξιδανικευτεί με τους όρους αυτής της θεω ρίας της γλώσσας», δεν υπάρχει λόγος να πάψουμε να δουλεύου με με τη θεωρία (.Limited Inc., σ. 41)8. Στα μαθηματικά, για παρά δειγμα, το γεγονός ότι ο Godel δείχνει την ατέλεια των μεταμαθηματικών (την αδυναμία μας να κατασκευάσουμε ένα θεωρητι κό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου όλες οι αληθείς προτάσεις της θεωρίας των αριθμών θα λογίζονται ως θεωρήματα) δεν κά νει τους μαθηματικούς να εγκαταλείπουν τη δουλειά τους. Φαί νεται, ωστόσο, ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες επηρεάζονται συ
8.
Οι πρώτες έξι λέξεις αυτής της πρότασης απουσιάζουν από το γαλλικό κείμε νο. Μια αράδα του τυπογραφικού δοκιμίου παραλείφθηκε στη σειρά 35 της σελίδας 41 μετά το «toujours».
202
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
χνά από την πεποίθηση ότι μια θεωρία που επιβεβαιώνει την τε λική ακαθοριστία του νοήματος καθιστά άσκοπες όλες τις προ σπάθειες. Το γεγονός ότι τέτοιες διαβεβαιώσεις προκύπτουν από συζητήσεις που προτείνουν πολυάριθμους επιμέρους καθο ρισμούς του νοήματος, συγκεκριμένες ερμηνείες αποσπασμάτων και κειμένων, θα έπρεπε να μας γεννήσει υποψίες σχετικά με έναν απερίσκεπτο μηδενισμό. Μια αντίθεση που αποδομείται ούτε καταστρέφεται, ούτε εγκαταλείπεται, αλλά επανεγγράφεται. Ο προβληματισμός του Austin σχετικά με τα επιτελεστικά και τα διαπιστωτικά εκφωνήματα καταδεικνύει πόσο δύσκολα διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο τύπους εκφωνημάτων αυτή η απο τυχία, όμως, αποκαλύπτει μια διαφορά στο εσωτερικό κάθε πρά ξης ομιλίας που αντιμετωπίζεται ως διαφορά ανάμεσα σε διαφο ρετικούς τύπους πράξεων ομιλίας. Η ασταθής διαφορά ανάμεσα σε επιτελεστικά και διαπιστωτικά εκφωνήματα δεν θεμελιώνει μια αξιόπιστη τυπολογία, αλλά χαρακτηρίζει τον ανεξέλεγκτο τρόπο με τον οποίο η γλώσσα ταλαντεύεται ανάμεσα σε αυτό το οποίο θέτει και αυτό στο οποίο αναφέρεται. «Το αδιέξοδο ανά μεσα στην επιτελεστική και τη διαπιστωτική γλώσσα» σημειώνει ο Paul de Man σε μια εκτενή επαναγραφή αυτής της αντίθεσης «είναι απλώς μια εκδοχή του αδιεξόδου ανάμεσα στα σχήματα λόγου και την πειθώ που ταυτόχρονα παράγει και παραλύει τη ρητορική, δίνοντάς της έτσι την όψη μιας ιστορίας» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, ο. 131). Η αποδόμηση δεν προτείνει το τέλος των διαχωρισμών, ούτε μια ακαθοριστία που μετατρέπει το νόημα σε εφεύρημα του αναγνώστη. Το παιχνίδι του νοήματος είναι το αποτέλεσμα αυ τού που ο Derrida αποκαλεί «παιχνίδι του κόσμου», στο οποίο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
203
το γενικό κείμενο προσφέρει ολοένα και περισσότερες διασυν δέσεις, συσχετισμούς και συμφραζόμενα (Η γραφή και η διαφο ρ ά , σ. 427/453-454). Η έννοια του «ελεύθερου παιχνιδιού του νοήματος» έκανε λαμπρή σταδιοδρομία, ιδιαίτερα στην Αμερι κή· μια πιο χρήσιμη έννοια όμως, η οποία διαλευκαίνει τις δια δικασίες της σήμανσης που συζητήσαμε προηγουμένως και ταυ τόχρονα επιχειρεί μια προσέγγιση της ίδιας της γραφής του Derrida, είναι η έννοια του μοσχεύματος. Το νόημα παράγεται μέσα από μια διαδικασία μεταμόσχευσης και οι πράξεις ομι λίας, σοβαρές ή μη σοβαρές, είναι μοσχεύματα.
3. Μ οσχεύματα και μπολιάσματα
Στη «Διπλή σκηνή» («La Double Seance»), ο Derrida προτείνει το μπόλιασμα ως το μοντέλο μέσο3 του οποίου μπορούμε να σκεφτούμε τη λογική των κειμένων -μια λογική που συνδυάζει το εγχείρημα της γραφής με τις διαδικασίες προσθήκης και τις στρατηγικές πολλαπλασιασμού. Θα πρέπει να διατρέξουμε συστηματικά όχι μόνο αυτό που παρουσιάζεται ως μια απλή ετυμολογική σύμπτωση που συν δέει το μπόλιασμα (greffe) με το γράφημα (graphe) (εκ του γραφίον : εργαλείο γραφής, γραφίδα), αλλά και την αναλο γία ανάμεσα στις μορφές του κειμενικοΰ μπολιάσματος και του λεγάμενου μπολιάσματος των φυτών, ή ακόμα, ολοένα και συχνότερα στις μέρες μας, της μεταμόσχευσης σε ζώα. Δεν θα αρκοΰσε να συνθέσουμε έναν εγκυκλοπαιδικό κατά λογο των μπολιασμάτων (μπόλιασμα ενός δέντρου με μάτι από άλλο δέντρο, μπόλιασμα με πλησίασμα, μπόλιασμα με κλώνους και παραφυάδες, μπόλιασμα με σχισμή, στεφανω
204
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τό μπόλιασμα, μπόλιασμα με κάλυκες ή με ενοφθαλμισμό, μπόλιασμα με ανοιχτό ή με κλειστό μάτι, μπόλιασμα με λοξοτομε'ς, σε σχήμα δαχτυλιδιού ή με γονάτισμα του φυτοΰ)· θα πρέπει να συνθέσουμε μια συστηματική πραγματεία για το κειμενικό μπόλιασμα (Η διασπορά, σσ. 249-250).
Μια τέτοια πραγματεία θα έμοιαζε με συστηματική τυπολογία των πράξεων ομιλίας, ως προς το ότι ενδιαφέρεται να μάθει ποια είδη μοσχευμάτων θα πιάσουν: ποια θα επιτύχουν, θα καρ ποφορήσουν, θα διασπαρούν. Αλλά μια θεωρία των πράξεων ομιλίας επιδιώκει να είναι κανονιστική. Επιδιώκει να περιγράψει, παραδείγματος χάριν, τις συνθήκες που πρέπει να ισχύσουν προκειμένου ένα εκφώνημα να θεωρηθεί υπόσχεση και επομέ νως υπόκειται σε κάποιου είδους αποφασιστικότητα: στοχεύει να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε αυτό που πραγματικά είναι υπόσχεση και σε αυτό που δεν είναι. Μια πραγματεία για το κειμενικό μπόλιασμα, από την άλλη, θα πιθα νολογούσε, θα προσπαθούσε να υπολογίσει τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να εμπλακούν. Τι θα περιέγραφε μια τέτοια πραγματεία; Θα καταπιανόταν με το λόγο ως προϊόν διάφορων συνδυασμών ή προσθηκών. Διερευνώντας την επαναληπτικότητα της γλώσσας και την ικανότη τά της να λειτουργεί σε νέα συμφραζόμενα με νέα δύναμη, μια πραγματεία για το κειμενικό μπόλιασμα θα επιχειρούσε να τα ξινομήσει διάφορους τρόπους με τους οποίους εισάγουμε ένα λόγο σε έναν άλλο ή παρεμβαίνουμε στο λόγο που ερμηνεύουμε. Το γεγονός ότι δεν έχουμε παρά μια πολύ αόριστη ιδέα σχετικά με το πώς μπορούμε να οργανώσουμε μια τυπολογία των μο σχευμάτων είναι ενδεικτικό για το πόσο καινούργια είναι αυτή
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
205
η προοπτική, ίσως και για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσου με προκειμένου να την κάνουμε παραγωγική. Είναι ωστόσο σαφές ότι η αποδόμηση αποτελεί, μεταξύ άλ λων, μια απόπειρα να εντοπιστούν τόσο τα σημεία των υπό ανά λυση κειμένων όπου βρίσκονται τα μοσχεύματα όσο και τα ση μεία συναρμογής τους, καθώς και να τονιστεί πού ακριβώς ένα μόσχευμα ή ένα επιχείρημα συνεχίζει ένα άλλο. Το συμπλήρω μα (supplement) του Rousseau είναι ένα τέτοιο σημείο, στο οποίο μπορούμε να εντοπίσουμε το μπόλιασμα λογοκεντρικών με μη λογοκεντρικά επιχειρήματα- η διπλή αντιμετώπιση της γραφής από τον Saussure είναι ένα άλλο. Εστιάζοντας σε αυτά τα σημεία, η αποδόμηση διαλευκαίνει την ετερογένεια του κει μένου («Το μοτίβο της ομοιογένειας» γράφει ο Derrida, «το κατεξοχήν θεολογικό μοτίβο, είναι αυτό που πρέπει να καταστρέ ψουμε») (Θέσεις, σ. 86). Γράφοντας για την Κριτική της κριτι κής δύναμης, ο Derrida μιλά για τη θεωρία του Kant ως προϊόν μοσχευμάτων. «Ορισμένα από τα μοτίβα του ανήκουν σε μια μακρά σειρά, στην αλυσίδα μιας ισχυρής παράδοσης που φθά νει πίσω στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Με αυτά τα μοτίβα διαπλέκονται -κατά τρόπο αυστηρό και καταρχήν λαβυρινθώ δη- άλλες, μικρότερης έκτασης σειρές που δεν θα ήταν αποδε κτές στο πλαίσιο μιας πλατωνικής ή αριστοτελικής πολιτικής της τέχνης. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να ταξινομήσουμε ή να αποτιμήσουμε τις σειρές. Καθώς συμπτύσσονται μέσα σε ένα νέο σύστημα, οι μακρές σειρές ανατοποθετούνται- η σημασία και η λειτουργία τους αλλάζουν» («Οικονομίμησις», σ. 57). Εάν, κατά τον αφορισμό του Derrida, «toute these est une prothese» -κάθε θέση είναι ένα συνημμένο επίθημα-, θα πρέ
2θ6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πει να εντοπίσουμε τα μοσχεύματα και να αναλύσουμε τα πα ραγωγοί τους (Glas, σ. 189). Θα μπορούσαμε επίσης να περιγράψουμε τα ίδια τα γραπτά του Derrida με όρους των τεχνικών που χρησιμοποιούν για να μπολιάσουν ένα λόγο με κάποιον άλλο. Έ να απλό μόσχευμα, όσο σύνθετο και αν είναι στις δυνητικές διακλαδώσεις του, φέρ νει δυο λόγους τον ένα δίπλα στον άλλο πάνω στην ίδια σελίδα. Το «Τύμπανο» (.Περιθώρια, σσ. i-xxv) μπολιάζει με το στοχασμό του Michel Leiris τις διασυνδέσεις του ονόματος «Περσεφόνη» καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησης που διεξάγει ο Derrida για τα όρια της φιλοσοφίας. Αυτή η δομή προκαλεί αντηχήσεις, όπως ακριβώς και το τύμπανο: μια μεμβράνη η οποία ταυτόχρο να διαχωρίζει και λειτουργεί σαν ηχείο που μεταδίδει τον παλ μό του ήχου - μια μεμβράνη η οποία, μεταδίδοντας τον ήχο, συν δέει το μέσα και το έξω που η ίδια διαχωρίζει. To Glas χρησιμοποιεί παρόμοιες τεχνικές σε μεγαλύτερη κλί μακα. Στην αριστερή στήλη κάθε σελίδας, ο Derrida προχωρεί σε μια ανάλυση της έννοιας της οικογένειας στον Hegel (συμπεριλαμβάνοντας στην ανάλυσή του και τα σχετικά ζητήματα της πα τρικής εξουσίας, της Απόλυτης Γνώσης, της Αγίας Οικογένειας, των οικογενειακοόν σχέσεο)ν του ίδιου του Hegel, και της Αμώμου Συλλήψεως). Στη δεξιά στήλη, αντιμέτωπος με το συγγρα φέα της Φιλοσοφίας τον όικαίον (Philosophie des Rechts) είναι ο κλέφτης και ομοφυλόφιλος Jean Genet. Τα παραθέματα και οι συζητήσεις των κειμένων του διαπλέκονται με παρατηρήσεις για τη λογοτεχνική σημασία των κύριων ονομάτων και των υπογρα φών, τη δομή των διπλών διασυνδέσεων, την αποδόμηση της κλα σικής θεωρίας των σημείων και τη διερεύνηση των σημασιακών
Α ΠΟΔΟΜΗΣΗ
207
δεσμών ανάμεσα σε λέξεις που συνδέονται λόγω φωνολογικής ομοιότητας ή ετυμολογικών αλυσίδων. Στο βιβλίο αυτό είναι διαρκώς παρούσα η προβληματική σχέση ανάμεσα στις δύο στή λες του κειμένου. «Γιατί να τραβήξουμε μια μαχαιριά ανάμεσα σε δύο κείμενα;» αναρωτιέται ο Derrida. «Ή, τουλάχιστον, γιατί να γράψουμε δύο κείμενα ταυτόχρονα;» «On veut rendre l’ecriture imprenable, bien sur» («Θέλουμε, βέβαια, να κάνουμε τη γραφή απόρθητη») (Glas , σ. 76). Οι σχολιαστές μπαίνουν πράγματι στον πειρασμό να υποψιαστούν ότι ο αναδιπλασια σμός του Glas είναι μια στρατηγική υπεκφυγής, που σχεδιάστηκε για να κάνει τη γραφή εντελώς ασύλληπτη. Ενώ διαβάζουμε τη μία στήλη, θυμόμαστε ότι η ουσία βρίσκεται αλλού, στη σχέση ανάμεσα στις δύο στήλες, αν όχι εντελώς στην άλλη στήλη. Μια επίπτωση αυτού του μπολιάσματος, ωστόσο, είναι ότι προκαλεί χιαστά σχήματα. Η διαίρεση σε στήλες δίνει έμφαση στις ριζικό τερες αντιθέσεις: την αντίθεση ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία (μέσα από τις μορφές του θαυμαστού φιλοσόφου και του ανήθικου litterateur), ανάμεσα σε σώμα και ψυχή, ορθοδο ξία και ετεροδοξία, πατρική και μητρική εξουσία, τον αετό (Hegel-aigle) και το άνθος (Genet-genet), το ορθό και την ανα τροπή του, την ιδιοκτησία και τον κλέφτη. Αλλά η διερεύνηση των σχέσεων και των διασυνδέσεων ανάμεσα στις δύο στήλες φέρνει στην επιφάνεια ανατροπές και προκαλεί μια ανταλλαγή ιδιοτή των: δεν καταλήγει στην αποδόμηση των αντιθέσεων, αλλά πα ράγει παρ’ όλ’ αυτά ένα αποδομητικό αποτέλεσμα9. 9.
Για μια διαφορετική προσέγγιση του Glas, βλ. τη Διάσωση τον κειμένου του Geoffrey Hartman. «Προσέγγισα το Glas ως έργο τέχνης και απομόνωσα συ γκεκριμένες φιλοσοφικές έννοιες τις οποίες αναπτύσσει ο Derrida» γράφει ο
20 8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Μια ξεκάθαρη τυπολογία θα έκανε αναμφίβολα τη διάκριση ανάμεσα στα μοσχεύματα του Glas και σε αυτά του «Επιβιώνο ντας: Διαχωριστικές γραμμές» («Living On: Border Lines»), το οποίο τοποθετεί ένα λόγο πάνω από έναν άλλο και αποδίδει στον υποκείμενο λόγο κάτι από την ιδιότητα του πλαισίου ή του παρέργου που χαρακτηρίζει τον σχολιασμό. Ο υπερκείμενος λό γος, «Επιβιώνοντας», αποτελεί ήδη ένα μόσχευμα που εξαπλώ νεται μάλλον γρήγορα, παρμένο από την Θανατική καταδίκη (L ’A rret de mort ) και την «Τρέλα της ημέρας» («La Folie du jour») του Blanchot και το Θρίαμβο της ζωής (The Triumph of Life) του Shelley. Ο υποκείμενος λόγος, οι «Διαχωριστικές γραμμές», είναι από μια άποψη μια σημείωση για τη μετάφραση και προκαλεί σε «τηλεγραφικό ύφος» αυτό που αποκαλεί «μια πομπή κάτω από το άλλο κείμενο, περνώντας δίπλα του σιωπη λά, σαν να μην το είδε, σαν να μην είχε καμία σχέση μαζί του» (σ. 78). Αλλά πριν αποδεχτούμε τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το κείμενο περιγράφει τα δικά του μοσχεύματα, θα πρέπει να λά βουμε υπόψη μας την καταληκτική παρατήρησή του: «Ποτέ μην λες αυτό που κάνεις και, προσποιούμενος ότι το λες, κάνε κάτι άλλο που αμέσως αποκρύπτει, προσθέτει, περιχαρακώνει τον Hartman. «Βρίσκω ότι η θέση την οποία κατέχει το βιβλίο στην ιστορία της τέ χνης [...] είναι το σημείο στο οποίο μπορώ να εστιάσω πιο παραγωγικά» (σ. 90). Το αποτέλεσμα είναι ο «Ντεριντανταϊσμός» (σ. 33), τον οποίο ο Hartman, εμπλεγμένος καθώς είναι στηΑιάσωση τον κειμένου , μπορεί τελικά να απορρίψει ως «κάπως αυτο-αναλοΰμενο» (σ. 121). Μια και πολλοί μπορεί να είναι πρόθυμοι να δεχτούν όσα λέει ο Hartman για το Glas, αξίζει να ση μειώσουμε ότι το κείμενό του περιλαμβάνει σημαντικές άμεσες αναφορές στον Hegel, τον Genet και τον Saussure. Για ένα δείγμα ανάγνωσης των σχέ σεων μεταξύ στηλών, βλ. το «Σύλληψις» («Syllepsis») του Michael Riffaterre.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
209
εαυτό του. Μιλάω για τη γραφή και για το θρίαμβο ως συνέχιση της ζωής σημαίνει διατυπώνω ή καταγγέλλω μια μανιακή φα ντασίωση. Κι αυτό χωρίς να αποφΰγω να την επαναλάβω, κάτι που είναι αυτονόητο» (σ. 176). Η πολυπλοκότητατων μοσχευμά των φαίνεται από αυτό το παράδειγμα: ένα μόσχευμα που σχο λιάζει ένα άλλο κείμενο και τον εαυτό του, επινοώντας ή προσφέροντας μια εξήγηση, αποτελεί μια προσθήκη που υπερβαί νει αυτή την εξήγηση. Το αυτονόητο λέγεται τη στιγμή που εντο πίζεται ως αυτονόητο και η καταγγελία επαναλαμβάνει αυτό που καταγγέλλει. Αν η περιγραφή που ένα κείμενο προσφέρει για τις ίδιες του τις διαδικασίες αποτελεί πάντοτε ένα μόσχευμα που προσθέτει κάτι σε αυτές τις διαδικασίες, τότε υπάρχει ένα σχετικό μόσχευμα με το οποίο εκείνος που αναλύει το κείμενο εφαρμόζει τις δηλώ σεις του κειμένου στα ίδια του τα εκφωνήματα. Ρωτώντας πώς όσα κάνει το κείμενο σχετίζονται με όσα λέει, συχνά ανακαλύπτει μια ανοίκεια επανάληψη. Έ να εντυπωσιακό παράδειγμα αποτε λεί ο τρόπος με τον οποίο διαβάζει ο Derrida το Πέραν της αρχής της ηδονής (Jenseits des Lustprinzips) σιο «Εικάζοντας - Για τον “Freud”» («Speculer - Sur “Freud”», στο Η καρτ-ποστάλ, σσ. 275437). Δεδομένου ότι ο Freud εξετάζει το ζήτημα της κυριαρχίας της αρχής της ηδονής -τις διαδρομές μέσα από τις οποίες αυτή κυ ριαρχεί και αν μπορεί κάτι να της ξεφύγει- προκύπτει το ερώτη μα κατά πόσο το ίδιο το κείμενο του Freud κυριαρχείται από τις διαδικασίες που περιγράφει ή αποτελεί ένα δείγμα αυτών των διαδικασιών. Το ζήτημα αποκτά ιδιαίτερη σημασία στο κεφάλαιο που αφορά το, διάσημο πλέον, «παιχνίδι» fort/da του εγγονού του Ernst. «Αναδιπλώστε» γράφει ο Derrida,
210
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βάλτε λοιπόν αυτό που λέει ότι κάνει ο εγγονός του στα σοβαρά πάνω σε αυτό που ο ίδιος κάνει λέγοντάς το, γρά φοντας το Πέραν της αρχής της ηδονής, παίζοντας εξίσου σοβαρά (εικάζοντας) όταν το γράφει. Γιατί η εικοτολογική ετερο-ταυτολογία που βρίσκουμε εδώ σημαίνει ότι αυ τό το «πέραν» στεγάζεται [...] στην επανάληψη της επανά ληψης του ΡΡ (Principe deplaisir-aqyr\ της ηδονής - και του Ρέρέ-π απποΰς). Βάλτε: αυτός (ο εγγονός του παππού του, ο παππούς τον εγγονού του) επαναλαμβάνει καταναγκαστικά την επανάληψη, αλλά τίποτε δεν πάει πουθενά, τίποτε δεν προχωράει ούτε ένα βήμα. Επαναλαμβάνει ένα εγχείρημα που συνίσταται στην απομάκρυνση και στην προσποίηση [...], στο να απομακρύνει την ηδονή, το αντικείμενο της ηδονής ή την αρχή της ηδονής, το αντικείμενο και/ή το ΡΡ -τα οποία αντιπροσωπεύονται εδώ από τον ξύλινο κύλινδρο που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει τη μητέρα (και/ή, όπως θα δούμε, τον πατέρα, στη θέση του γαμπρού, τον πατέρα ως γαμπρό, το άλλο οικογενειακό όνομα)-, για να την φ έ ρει πίσω ξανά και ξανά. Προσποιείται ότι απομακρύνει το ΡΡ, για να το επαναφέρει ασταμάτητα [...] και για να συμπεράνει κάτι: είναι πάντοτε εκεί - είμαι πάντοτε εκεί. Da. Το ΡΡ διατηρεί όλη του την εξουσία, δεν έλειψε ποτέ (Η καρτ-ποστάλ, σ. 323).
Η θεωρητική ενασχόληση του Freud με την αρχή της ηδονής, την οποία απομακρύνει για να την κάνει να έρθει ξανά κοντά του, περιγράφεται από ένα μόσχευμα που προσαρμόζει πάνω στη θεωρία τις παρατηρήσεις του Freud σχετικά με τον εγγονό του. Αυτή η σχέση, συνεχίζει ο Derrida, «δεν είναι, με τη στενή έν νοια, ζήτημα υπέρθεσης, ούτε παραλληλισμού, ούτε αναλογίας, ούτε σύμπτωσης. Η αναγκαιότητα που συνδέει τις δύο περιγρα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
211
φές είναι διαφορετικού είδους: δεν είναι εύκολο να της βρούμε ένα όνομα, αλλά πρόκειται σαφώς για το σημαντικότερο διακύβευμα της επιλεκτικής, συμφεροντολογικής ανάγνωσης την οποία επαναλαμβάνω εδώ». Όπως όμως και αν αποκαλέσουμε αυτή την αναγκαιότητα, οφείλουμε να είμαστε επιφυλακτικοί ως προς το ότι ο Derrida εκ μεταλλεύεται τη δυνητική αυτοαναφορικότητα του κειμένου, επα ναλαμβάνει την οικεία πλέον κριτική κίνηση που δείχνει ότι το κείμενο περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους σημαίνει και, ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι το κείμενο είναι ελεύθερο ως ένα αύταρκες, αυτο-ερμηνευόμενο αισθητικό αντικείμενο που προ καλεί αυτό για το οποίο μας διαβεβαιώνει. Η δυνατότητα να συμπεριλάβουμε τις ίδιες τις διαδικασίες του κειμένου στα αντικεί μενα που αυτό περιγράφει δεν οδηγεί, όπως δείχνει ο Derrida, σε μια συνεκτική και κρυστάλλινη παρουσίαση. Αντιθέτως, ένας τέ τοιος αυτο-εγκλεισμός συσκοτίζει τα όρια του κειμένου και καθι στά τις διαδικασίες του ιδιαίτερα προβληματικές, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον δυνατό να προσδιορίσουμε αν η ίδια η διαδικασία την οποία ακολουθεί ο Freud είναι μια ανοίκεια, μεταβατική επα νάληψη της δομής την οποία διερευνά ή, αντίθετα, αν η δομή εμ φανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης κριτικής πρα κτικής. «Alors» γράφει ο Derrida «ga boite et ga ferme mal». «Άρα χωλαίνει και δεν κλείνει καλά». (Ηχαρχ-ποσχάλ, σ. 418) Αυτό το είδος ανάλυσης, στο οποίο ο λόγος φαίνεται να επα ναλαμβάνει τις δομές που αναλύει και ταυτόχρονα διερευνάται η διαλυτική ενόραση αυτής της μεταβίβασης, εξελίχθηκε σε μία από τις βασικές δραστηριότητες της αποδόμησης (πρβλ. κεφά λαιο 2.5 σχετικά με την ανάλυση του ποιήματος «Η κανονικο
212
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ποίηση» από τον C. Brooks, καθώς και το κεφάλαιο 3 σχετικά με την ανάλυση του Στριψίματος της βίδας από τη Shoshana Felman). Σχετίζεται και με ένα άλλο μόσχευμα που περιλαμβάνει τη σχέ ση ανάμεσα σε όσα δηλώνει ένα κείμενο και στις ίδιες του τις διαδικασίες: την αντιστροφή ενός προηγούμενου ερμηνευτικού μοσχεύματος. Ακριβώς στο σημείο, που ένα κείμενο ισχυρίζεται ότι αναλύει και διαλευκαίνει ένα άλλο, ενδέχεται να μπορούμε να δείξουμε ότι στην πραγματικότητα η σχέση θα πρέπει να αντιστραφεί: ότι το κείμενο που αναλύει διαλευκαίνεται από το κείμενο που αναλύεται, το οποίο έχει ήδη, με υπονοούμενο τρό πο, σκεφτεί και εξηγήσει τις κινήσεις του αναλυτή. Στο πιο πα ραστατικό του παράδειγμα, τον «Ταχυδρόμο της αλήθειας», ο Derrida αντιστρέφει την ανάγνωση του «Κλεμμένου γράμμα τος» («The Purloined Letter») από τον Lacan, για να δείξει πώς η ιστορία του Poe ήδη περιέχει και αναλύει την απόπειρα του ψυχαναλυτή να του επιβληθεί (Η καρτ-ποστάλ, σσ. 439-524). Αλλά, όπως και όλα τα μοσχεύματα, έτσι και αυτό υπόκειται σε περαιτέρω μοσχεύματα. Έτσι, η Barbara Johnson κάνει ένα ακό μα βήμα για να υποστηρίξει, επαναλαμβάνοντας το μόσχευμα του Derrida, ότι οι κινήσεις του Derrida όταν συζητά τον Lacan είναι και αυτές επαναλήψεις κινήσεων οι οποίες προβλέπονται από τα κείμενα που διαβάζει ο Derrida και επομένως καταδει κνύουν «τη μεταβίβαση της καταναγκαστικής επανάληψης του αρχικού κειμένου στη σκηνή της ανάγνωσής του» ( «The Frame of Reference» /«To πλαίσιο της αναφοράς», σ. 154). «Κάθε κεί μενο» γράφει ο Derrida «είναι μια μηχανή με πολλαπλές ανα γνωστικές κεφαλές για άλλα κείμενα» («Επιβιώνοντας», σ. 107). Έ να άλλο κοινό εγχείρημα είναι αυτό που επιλέγει ένα έλασ-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
213
σον, άγνωστο κείμενο και το μπολιάζει στο κύριο σώμα της πα ράδοσης ή επιλέγει ένα εμφανώς περιθωριακά στοιχείο ενός κει μένου, όπως, για παράδειγμα, μια υποσημείωση, και το μετεμφυτεύει σε ένα καίριο σημείο. Το «Ουσία και γραμμή» («Ousia et Gramme»), ένα δοκίμιο για τον Heidegger στα Περιθώρια, φέρει τον υπότιτλο «Σημείωση για μια σημείωση του Sein und Zeit». Η συζήτηση τχ\ςΚριτικής της κριτικής δύναμης του Kant εστιάζει σε ένα απόσπασμα στο οποίο ο Kant συζητά ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία όπως τις κορνίζες («Le Parergon»/«To πάρεργον», στο Η αλήθεια στη ζωγραφική). Η ανάγνωση της Ιστορίας της τρέλας (Histoire de lafolie) του Foucault αφορά αποκλειστικά ένα σύντομο χωρίο στο οποίο ο Foucault συζητά τον τρόπο με τον οποίο ο Descartes χειρίζεται την τρέλα («Cogito et histoire de la folie»/«To cogito και η ιστορία της τρέλας», στο Η γραφή και η διαφορά). Το «Ο Freud και η σκηνή της γραφής» («Freud et la scene de l’ecriture»), ένα σπουδαίο κείμενο που άσκησε σημαντι κή επίδραση, ασχολείται με ένα ως τότε παραμελημένο δοκίμιο, τη «Σημείωση για το μαγικό σημειωματάριο» (Ηγραφή και η δια φορά). Η συζήτηση για τον Rousseau επικεντρώνεται σε ένα σκοτεινό δοκίμιο αβέβαιης χρονολογίας, το «Δοκίμιο για την προέλευση των γλωσσών» («Essai sur l’origine des langues») και εκεί εστιάζει σε ένα «επιπρόσθετο» κεφάλαιο για τη γραφή. Αυτή η έμφαση σε προφανώς περιθωριακά στοιχεία ενεργο ποιεί τη λογική της συμπληρωματικότητας ως ερμηνευτική στρα τηγική: ό,τι τέθηκε στο περιθώριο ή παραμερίστηκε από προη γούμενους ερμηνευτές μπορεί να είναι σημαντικό ακριβώς για τους λόγους που προκάλεσαν τον παραμερισμό του. Πράγματι, η στρατηγική του μοσχεύματος είναι διπλή. Γενικότερα, η ερμη
214
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νεία εξαρτάται από διακρίσεις ανάμεσα στο κεντρικό και το πε ριθωριακό, το ουσιαστικό και το μη ουσιαστικό: ερμηνεύω ση μαίνει ανακαλύπτω αυτό που είναι ουσιώδες σε ένα κείμενο ή σε ένα σύνολο κειμένων. Από τη μία πλευρά, το περιθωριακό μόσχευμα δραστηριοποιείται σε αυτό το πλαίσιο για να ανατρέ ψει μια ιεραρχία, για να δείξει ότι αυτό που προηγουμένως θεω ρούνταν περιθωριακό είναι στην πραγματικότητα κεντρικό. Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι αυτή η αντιστροφή δίνει προσοχή στο περιθωριακό, λαμβάνει συνήθως χώρα με τέτοιο τρόπο ώστε να μην οδηγεί απλώς στον εντοπισμό ενός καινούρ γιου κέντρου (όπως, για παράδειγμα, ο ισχυρισμός ότι το πραγ ματικά σημαντικό στοιχείο σχετικά με την Κριτική της κριτικής δύναμης είναι η απόπειρα να συσχετιστούν διάφορα είδη ηδο νής με το μέσα και το έξω του έργου τέχνης), αλλά και στη συνο λικότερη ανατροπή των διακρίσεων ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο μη ουσιαστικό, στο μέσα και στο έξω. Τι μπορεί να είναι ένα κέντρο αν το περιθωριακό στοιχείο μπορεί να γίνει κεντρι κό; Η «δυσανάλογη» ερμηνεία είναι ανησυχητική. Αυτή η διπλή πρακτική (εξαρτόμαστε από τους όρους μιας αντίθεσης που εμπεριέχεται σε ένα επιχείρημα, αλλά ταυτόχρο να επιδιώκουμε να μεταθέσουμε αυτή την αντίθεση) αποφέρει ένα ιδιαίτερο μόσχευμα που ο Derrida εντοπίζει σε συζητήσεις για τη λογική των «παλαιωνύμων», το γεγονός δηλαδή ότι διατη ρούμε παλιά ονόματα και τα μπολιάζουμε με καινούργιο νόημα. Υποστηρίζοντας ότι, δεδομένων των χαρακτηριστικών που έχουν αποδοθεί στη γραφή, η ομιλία επίσης αποτελεί μια μορφή γραφής, ο Derrida παράγει στην πραγματικότητα μια νέα αντί ληψη για τη γραφή, έναγενικευμένο είδος γραφής που περιλαμ
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
215
βάνει και την ομιλία, αλλά κρατά το παλιό της όνομα ως «levier d’intervention», για να διατηρήσει ένα μοχλό παρέμβασης και να μπορεί να χειριστεί την ιεραρχική αντίθεση (ομιλία/γραφή) την οποία θέλει να μετασχηματίσει (Θέσεις, σ. 96). Να και ένα ευρύτερο συμπέρασμα σχετικά με τη σημασία που έχουν τα παλαιώνυμα για την αποδόμηση: Η αποδόμηση δεν συνίσταται στη μετακίνηση από τη μία έννοια στην άλλη, αλλά στην αντιστροφή και τη μετατόπιση μιας εννοιολογικής τάξης, καθώς και της μη εννοιολογικής τάξης με την οποία αυτή συναρθρώνεται. Για παράδειγμα, η γραφή ως κλασική έννοια συνεπάγεται κατηγορήματα που έχουν υποταχθεί, αποκλειστεί ή περιπέσει σε αχρη στία εξαιτίας δυνάμεων ή λόγω αναγκών που πρέπει να αναλυθούν. Αυτά ακριβώς τα κατηγορήματα (υπενθύμισα αρκετά από αυτά) -με τη δύναμη που έχει η γενικότητα, η γενίκευση και η παραγωγικότητά τους να απελευθερώνε ται και να μπολιάζει μια «νέα» έννοια της γραφής που ανταποκρίνεται επιπλέον και σε ό,τι πάντοτε αντιστάθηκε στην προγενέστερη οργάνωση δυνάμεω ν- αποτελούσαν ανέκαθεν το κατάλοιπο εκείνο το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί στην κυρίαρχη δύναμη που οργανώνει τη λογοκεντρική, όπως θα την αποκαλούσαμε εν συντομία, ιεραρχία. Αφήνω σε αυτή τη νέα έννοια το παλιό όνομα της γραφής σημαίνει ότι συντηρώ τη δομή του μοσχεύματος, τη μετάβα ση και την απαραίτητη προσκόλληση σε μια πραγματική παρέμβαση στο συγκροτημένο ιστορικό πεδίο. Σημαίνει ότι προσδίδω, σε οτιδήποτε διακυβεύεται στις διαδικασίες της αποδόμησης, την ευκαιρία, τη δύναμη και την ισχύ της επικοινωνίας (Περιθώρια, σ. 393).
Το μόσχευμα αποτελεί την ίδια τη μορφή της παρέμβασης.
2 l6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Τελικά, τα κείμενα του Derrida χρησιμοποιούν μοσχεύματα τα οποία σχετίζονται με τις ποιητικές τεχνικές που εξαρθρώ νουν τις παραδοσιακές συνήθειες της σκέψης και σφυρηλατούν νέες διασυνδέσεις: την εκμετάλλευση των φωνητικών, γραφι κών, μορφολογικών και ετυμολογικών σχέσεων ή των σημασιολογικών διασυνδέσεων ενός συγκεκριμένου όρου. To Glas διε ρευνά τις σχέσεις ανάμεσα σε διάφορους όρους που περιλαμβά νουν τα συμπλέγματα gl και cl. Το Η αλήθεια στη ζωγραφική , που μας προτείνει «να εγκαταλείψουμε το gl και να καταπια στούμε (traiter avec) με το tr» (σ. 195), μας εξηγεί όλα όσα μπο ρεί να προκύψουν από αυτό το ενδιαφέρον για το trait («γραμ μή», «χαρακτηριστικό», «διασύνδεση», «πινελιά», «περίγραμ μα», «βέλος», «προβολή», «διάταση», «χαλινάρι», «ίχνος»): Plus tard, ailleurs, attirer tout ce discours sur les traits tires, l’attirer du cote ou se croisent les deux «families», celle du Riss (Aufriss, l’entame, Umriss, le contour, le cadre, l’esquisse, Grundnss, le plan, le precis, etc.) et celle de Zug, de Ziehen, Entziehen, Geziige (trait, tirer, attirer, retirer, le contrat qui rassemble tous les traits: «Der Riss ist das einheitliche Geziige von Aufriss und Grundriss, Durch- und Umriss») (Heidegger, «LO rigine de l’oeuvre d’art») (H αλήθεια στη ζωγραφική, σ. 222). Αργότερα, αλλού, να φέρουμε τη συζήτηση στα γνωρίσματα που έχουμε σκιαγραφήσει, να τη φέρουμε στο σημείο όπου διασταυρώνονται οι δύο «οικογένειες», η οικογένεια του Riss (ρωγμή) (Aufriss, το προσχέδιο, Umriss, το περίγραμ μα, το πλαίσιο, το σκαρίφημα, Grundriss, το σχέδιο, η περί ληψη) και η οικογένεια του Zug, του Ziehen, του Entziehen, του Geziige (το «χαρακτηριστικό», το «σχεδιάζω», το «τρα βώ», το «αποσύρω», η σύμβαση που συνενώνει όλα τα χα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
217
ρακτηριστικά: «η ρωγμή είναι η σύμπτυξη του προσχέδιου και του σχεδίου, του ρήγματος και του περιγράμματος») (Heidegger, «Η προέλευση του έργου τέχνης»).
Οι διασυνδέσεις που δίνουν έμφαση στην ετυμολογία ή τη μορ φολογία μιας λέξης, αναδεικνύοντας έτσι τη ρωγμή ή το κενό στην καρδιά του πρόχειρου, του περιγράμματος, του σχεδίου, εί ναι τεχνικές που μας επιτρέπουν να εφαρμόσουμε μια ροπή σε μια έννοια για να επηρεάσουμε τη δύναμή της. Αυτό γίνεται ιδιαί τερα ενδιαφέρον όταν, όπως συμβαίνει με τις οικογένειες εννοιών που παρατίθενται εδώ, το βασικό στοιχείο είναι μια εκδοχή της όιαφωράς: το σημείο ή το γνώρισμα ως κενό. Ανάμεσα στους όρους που αποκτούν νέα προοπτική μέσα από τη σχέση με άλ λους όρους είναι το marge, το marque, το marche (το περιθώριο, το στίγμα, το βήμα ) καθώς και, με εντονότερο και ευστοχότερο ίσως τρόπο, η «οικογένεια» φάρμακον, ψαρμακεύς και φαρμακός στο «Πλάτωνος φαρμακεία». Αξίζει να περιγράψουμε αυτή την περίπτωση ως ένα παράδειγμα για τη λογική της σημασιοδότησης που αποκαλύπτει η αποδομητική ανάγνωση. Στον Φαίόρο η γραφή περιγράφεται ως φάρμακον, το οποίο σημαίνει και «γιατρικό» (π.χ. γιατρικό για την αδύναμη μνήμη) και «δηλητήριο». Αν και αυτός που εφηύρε τη γραφή την προσέφερε στο ανθρώπινο είδος ως γιατρικό, ο Σωκράτης την αντιμε τωπίζει ως επικίνδυνο παρασκεύασμα. Αυτή η διπλή σημασία του φαρμάκου αποδεικνύεται απαραίτητη για τη λογική αντιμε τώπιση της γραφής ως συμπληρώματος: πρόκειται για ένα τε χνητό πρόσθετο που γιατρεύει και μολύνει. Το φάρμακον σχετί ζεται ιδιαίτερα με τον φαρμακέα (τον ταχυδακτυλουργό, το μά γο, το φυλακισμένο), έναν όρο που οι διάλογοι αποδίδουν τόσο
2l 8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στον Σωκράτη όσο και σε άλλους. Για τους συνομιλητές του, ο Σωκράτης είναι ένας ταχυδακτυλουργός που δουλεύει με βάση τον αποπροσανατολισμό και τη μαγγανεία- αναφέρεται ότι σε μια ξένη πόλη θα τον συλλάμβαναν γρήγορα ως μάγο- και, πράγματι, στην Αθήνα συλλαμβάνεται και εξαναγκάζεται να καταπιεί το κώνειο (ψάρμακον ), γιατί γοητεύει τη νεότητα. Αλλά η μαγεία του Σωκράτη δεν αποτελεί μια τεχνική εξωτε ρική ως προς τη φιλοσοφία, αποτελεί την ίδια τη φιλοσοφική μέ θοδο. Μια προσευχή στην αρχή του Κριτία ζητά από τους θεοΰς «να μας χαρίσουν το τελειότερο φίλτρο (ψάρμακον τελεώτατον) και το καλύτερο από όλα τα φίλτρα (άριστον ψάρμακον), τη γνώση (επιστήμην)». Το κείμενο έτσι παρουσιάζει τη «φιλοσο φική και επιστημονική τάξη του λόγου ως αντίδοτο, ως δύναμη εγγεγραμμένη στη γενική άλογη οικονομία του φαρμάκου » (Η όιασπορά, σ. 142/Πλάτωνος φαρμακεία, σ. 160). Μολονότι η
γραφή και το φάρμακον παρουσιάζονται ως ένα τέχνασμα περι θωριακό ως προς την τάξη της λογικής και της φύσης, οι σημαίνουσες σχέσεις συνεπάγονται μια αντιστροφή αυτής της τάξης και αντιμετωπίζουν τη φιλοσοφία ως μια συγκεκριμένη εκδοχή του φαρμάκου. Το φάρμακον δεν έχει δικά του, προκαθορισμένα συστατικά- μάλλον αποτελεί τη δυνατότητα και του δηλητηρίου και του γιατρικού (το δηλητήριο που παίρνει ο Σωκράτης είναι γι’ αυτόν και γιατρικό). Γίνεται έτσι, υποστηρίζει ο Derrida, το «κοινό στοιχείο, στο μέσον κάθε δυνατού διαχωρισμού [...]. Αν συνεπώς το φάρμακον είναι “αμφίσημο”, είναι ακριβώς επειδή συνιστά το μέσον μέσα στο οποίο αντιτίθενται τα αντίθετα, την κίνηση και το παιχνίδι που κάνει το ένα συνάρτηση του άλλου, που τα αντιστρέφει και τα κάνει να περνούν το ένα μες στο άλλο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
2 tg
(ψυχή/σώμα, καλό/κακό, εντός/εκτός, μνήμη/λήθη, ομιλία/ γραφή κ.λπ.). Με αφετηρία αυτό ακριβώς το παιχνίδι ή αυτή την κίνηση, τα αντίθετα ή τα διαφορετικά καθηλώνονται και διατάσσονται από τον Πλάτωνα. Το φάρμακον είναι η κίνηση, ο τόπος και το παιχνίδι (η παραγωγή) της διαφοράς» (σσ. 145146/164-165). Αυτός ο ρόλος του φαρμάκου ως συνθήκης της διαφοράς επι βεβαιώνεται στη συνέχεια μέσα από το σύνδεσμό του με τον φαρμακόν, τον «αποδιοπομπαίο τράγο». Ο αποκλεισμός του φαρμακού αποκαθαίρει την πόλη, όπως ακριβώς ο αποκλεισμός του φαρμάκου της γραφής υποτίθεται ότι αποκαθαίρει την τάξη της ομιλίας και της σκέψης. Ο φαρμακός εκδιώκεται ως εκπρόσωπος του κακού που πλήττει την πόλη: εκδιώκεται προκειμένου να κά νει το κακό να επιστρέψει στο «έξω» από το οποίο προέρχεται και να επαναβεβαιώσει τη σημασία της διάκρισης ανάμεσα στο έξω και στο μέσα. Αλλά για να παίξει το ρόλο του κακού που πρέ πει να εκδιωχθεί, ο φαρμακός πρέπει να επιλεγεί από το εσωτερι κό της πόλης. Η δυνατότητά μας να χρησιμοποιήσουμε τον φαρμακόν, προκειμένου να στοιχειοθετήσουμε τη διάκριση ανάμεσα σε ένα καθαρό μέσα και σε ένα διεφθαρμένο έξω, εξαρτάται από το γεγονός ότι αυτό το έξω είναι ήδη μέσα, όπως ακριβώς και η απέλαση της γραφής μπορεί να έχει αποκαθαρτική λειτουργία μόνο αν η γραφή τοποθετείται ήδη στο εσωτερικό της ομιλίας. «Η τελετή του φαρμακού συνεπώς» γράφει ο Derrida «παίζεται στο όριο του εντός και του εκτός και έχει ως λειτουργία να χαράζει και να ξαναχαράζει αδιάκοπα αυτό το όριο. Intra muros/extra muros. Προέλευση της διαφοράς και της διαίρεσης, ο φαρμακός αναπαριστά/αντιπροσωπεύει το κακό που ενδοβάλλεται και
220
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
προβάλλεται» (σ. 153/174). Και η αναπαράσταση εδώ, όπως και άλλου, εξαρτάται από την επανάληψη. Η σημασία μιας εκδίωξης εξαρτάται από τις συμβάσεις του τελετουργικού το οποίο επανα λαμβάνει· και στην Αθήνα, σημειώνει ο Derrida, το τελετουργικό της εκδίωξης επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο κατά την ημέρα των γενεθλίων του φαρμακέα εκείνου τον οποίο ο θάνατος με φάρμα κον κατέστησε φαρμακόν, δηλαδή του Σωκράτη. Ποιο είναι το καθεστώς αυτών των σχέσεων; Είναι άραγε το μπόλιασμα μεταξύ του φαρμάκου, του φαρμακέως και του φαρμακού, ή το λογοπαίγνιο της differance (διαφωράς) και το παι χνίδι του supplement (συμπληρώματος); Πολλοί θα έλεγαν ότι πρόκειται για δείγματα μοσχεύματος στη φιλοσοφία και ότι ο Derrida χαίρεται με ανεμομαζώματα. «Το πιο σκανδαλιστικό στοιχείο της δουλειάς του Derrida» γράφει ο Rorty «είναι η χρή ση λογοπαιγνίων από πολλές γλώσσες, παρετυμολογιών, υπαι νιγμών οποιοσδήποτε προέλευσης, ακουστικών και τυπογραφι κών τεχνασμάτων» («Η φιλοσοφία ως είδος γραφής», σσ. 146147). Αυτά τα στοιχεία είναι σκανδαλιστικά σύμφωνα με μια αντίληψη που θεωρεί δεδομένη τη δυνατότητά μας να θεμελιώ σουμε σε στέρεο έδαφος τη διάκριση ανάμεσα στα αυθεντικά φιλοσοφικά εγχειρήματα και στα τεχνάσματα, ανάμεσα στο θέα μα και την ουσία, ανάμεσα στα συμπτωματικά γλωσσικά και κειμενικά μορφώματα και τη λογική ή τη σκέψη καθαυτές. Το σκάνδαλο της γραφής του Derrida είναι επομένως η απόπειρα να δοθεί «φιλοσοφική» διάσταση σε «τυχαίες» ομοιότητες ή διασυνδέσεις. Το γεγονός ότι το φάρμακον είναι ταυτόχρονα δηλητήριο και γιατρικό, ο υμήν είναι και η μεμβράνη και η διαπέραση αυτής της μεμβράνης, η dissemination (διασπορά) είναι
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
221
ο διασκορπισμός του σπέρματος, των σπόρων και των σημημάτων (των σημασιολογικών χαρακτηριστικών), και το s’entendre parler είναι τόσο η ακρόαση όσο και η κατανόηση κάποιου που μιλάει - όλα αυτά είναι τυχαία γλωσσικά γεγονότα που σχετίζο νται με την ποίηση, αλλά δεν έχουν επιπτώσεις στον οικουμενι κό λόγο της φιλοσοφίας. Θα ήταν εύκολο να απαντήσουμε ότι η αποδόμηση αρνείταιτη διάκριση μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας ή μεταξύ συμπτωματικών γλωσσικών χαρακτηριστικών και της σκέψης καθαυτήν, αλλά θα ήταν λάθος, γιατί θα επρόκειτο για μια απλουστευτική απά ντηση σε μια απλουστευτική κατηγορία, μια απάντηση που θα εμπεριείχε μια κάποια ανικανότητα. Γράφουμε και με τα δυο μας χέρια, λέει ο Derrida. Η απάντηση, όπως είναι πλέον αναμενόμε νο, είναι διπλή. Ας πάρουμε το παράδειγμα του νμένος , όπως εμ φανίζεται σε μια πλούσια συζήτηση της μιμικής οτον Mallarme: La scene n’illustre que l’idee, pas une action effective, dans un hymen (d’ou precede la Reve), vicieux mais sacre, entre le desir et raccomplissement, la perpetration et son souvenir: ici devangant, la rememorant, au futur, au passe, sous une apparence fausse du present («Mimique», παρατίθεται στο Η διαοπορά, σ. 218). Η σκηνή απεικονίζει μόνο την ιδέα και όχι κάποια πραγ ματική πράξη στο εσωτερικό ενός υμένα (από τον οποίο προκύπτει το Ό νειρο), ενός υμένα φαύλου αλλά και ιερού που διαχωρίζει την επιθυμία από την ικανοποίησή της και τη διάπραξη από την ανάμνησή της: άλλοτε την προλαβαί νει, άλλοτε την επαναφέρει στη μνήμη, στο μέλλον, στο πα ρελθόν, υπό το ψεύτικο πρόσχημα ενός παρόντος.
222
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Ο «υμήν» αποτελεί εδώ ένα πάντρεμα ανάμεσα στην επιθυμία και την ικανοποίησή της, μια συγχώνευση που καταργεί τα αντί θετα και τις μεταξύ τους διαφορές. Αλλά, όπως τονίζει ο Derrida, ο υμένας είναι και μια μεμβράνη, και ένας υμένας ανάμεσα στην επιθυμία και την ικανοποίησή της είναι αυτό ακριβώς που τις χω ρίζει. Έχουμε να κάνουμε με «ένα εγχείρημα το οποίο “ταυτό χρονα” προκαλεί μια συγχώνευση ή σύγχυση μεταξύ των αντιθέ των και στέκεται ανάμεσα στα αντίθετα», ένα διπλό και αδύνατο εγχείρημα το οποίο γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αποτελεί αναμφί βολα «έναν υμένα φαύλο αλλά και ιερό» (σ. 266). Αφού αναπτύξει τις συνέπειες που έχει αυτός ο αναποφάσι στος υμένας, ο Derrida σχολιάζει τη διαδικασία που ο ίδιος ακο λουθεί και τις επιπτώσεις της, αναπτύσσοντας αυτό που θα μπο ρούσαμε να ονομάσουμε μια εκ δεξιών απάντηση στην κατηγο ρία του μπολιάσματος και της επιπολαιότητας: Δεν τίθεται ζήτημα να επαναλάβουμε με αφορμή τον υμένα αυτό που επιχειρεί να κάνει ο Hegel με γερμανικές λέξεις όπως Aufhebung, Urteil, Meinen, Beispiel κ.ά., όταν ενθου σιάζεται με την ευτυχή συγκυρία που διαποτίζει μια φυσική γλώσσα με το στοιχείο της εικοτολογικής διαλεκτικής. Αυτό που μετράει εδο5 δεν είναι τόσο ο λεξιλογικός πλούτος, η σημασιολογική απεραντοσύνη μιας λέξης ή μιας έννοιας, το βάθος, το εύρος της, ή τα κατάλοιπα που αφήνουν στο εσω τερικό της δυο αντιφατικές σημασίες (συνέχεια και ασυνέ χεια, μέσα και έξω, ταυτότητα και ετερότητα κ.λπ.). Αυτό που μετράει εδώ είναι η μορφολογική και συντακτική δρα στηριότητα (pratique) που τη συνθέτει και την αποσυνθέτει. Φάνηκε βέβαια σαν να ανάγουμε τα πάντα στη λέξη υμήν. Ωστόσο, το γεγονός ότι όλα φαίνεται να συγκλίνουν στη δια πίστωση πως πρόκεται για ένα αναντικατάστατο σημαίνον
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
223
ασφαλώς εμπεριέχει κάποιου είδους παγίδα. Αυτή η λέξη, αυτή η σύλληψη, δεν είναι απολΰτως αναγκαία· η φιλολογία και η ετυμολογία μάς ενδιαφέρουν μόνο δευτερευόντως και η Μιμική (Mimique) δεν θα πληγεί ανεπανόρθωτα από την απώλεια του «υμένα». Το αποτέλεσμα παράγεται κατεξοχήν από τη σύνταξη που διευθετείτο «ανάμεσα» (entre), κα τά τέτοιο τρόπο ώστε η αβεβαιότητα να οφείλεται μόνο στη θέση και όχι στο περιεχόμενο των λέξεων. Ο «υμένας» απλώς επισημαίνει εκ νέου αυτό που ήδη υποδεικνύει η θέ ση του ανάμεσα και θα το υποδείκνυε ακόμα και αν η λέξη «υμένας» δεν εμφανιζόταν. Α ν αντικαθιστούσαμε τη λέξη «υμένας» με τη λέξη «γάμος» ή «έγκλημα», «ταυτότητα» ή «διαφορά» κ.λπ. το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, εκτός από την απώλεια μιας οικονομικής συμπύκνωσης ή συσσώρευ σης την οποία διόλου δεν παραγνωρίσαμε (σσ. 271-272).
Επομένως, ο Derrida επιμένει στις προϋποθέσεις του φιλοσοφι κού επιχειρήματος και απαντά θετικά: το γεγονός ότι ο νμήν έχει αυτές τις δύο αντίθετες μεταξύ τους σημασίες.δεν είναι πα ρά ένα συμπτωματικό γεγονός στα γαλλικά (επίσης, το ίδιο συμ βαίνει στα λατινικά και στα αγγλικά) και εκμεταλλευόμαστε αυ τό το γεγονός γιατί παρουσιάζει με ενάργεια και οικονομία μια αρκετά σημαντική υποκείμενη δομή. Η differance (διαφωρά) συνδυάζει με επιτυχία μια διαφοροποιητική δομή και την τέχνη της αναβολής, αλλά το επιχείρημα δεν εξαρτάται από αυτό το χαρακτηριστικό του γαλλικού λεξιλογίου και της μορφολογίας του. Το γεγονός ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί τον όρο φάρμακον για τη γραφή καιφαρμακεύς για το Σωκράτη, ή το γεγονός ότι ο Austin μιλά για τον «παρασιτικό» λόγο της μυθοπλασίας είναι σημαντικό ως σύμπτωμα μιας βαθύτερης λογικής που υφέρπει
224
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στα επιχειρήματα τους, μιας λογικής όμως που θα είχε αναμφι σβήτητα εκδηλωθεί και με άλλους τρόπους ακόμα και αν αυτοί οι συγκεκριμένοι όροι είχαν παραλειφθεί, δεδομένου ότι περι λαμβάνει τις βασικότερες αρθρώσεις της σφαίρας του λόγου. Από τη μία πλευρά, η αποδόμηση δέχεται τη διάκριση ανά μεσα στα επιφανειακά χαρακτηριστικά ενός λόγου και στην υποκείμενη λογική του ή ανάμεσα στα εμπειρικά χαρακτηριστι κά των γλωσσών και την ίδια τη σκέψη. Το γεγονός ότι επικε ντρώνεται στις μεταφορές ενός κειμένου ή σε άλλα εμφανώς πε ριθωριακά χαρακτηριστικά, αποτελεί μια ένδειξη γι’ αυτό που είναι αληθινά σημαντικό. Όταν παραθέτει όλη την γκάμα των σημασιών μιας λέξης που καταλογογραφούνται σε ένα λεξικό ή συγκεντρώνονται γΰρω της μέσω μορφολογικών και ετυμολογι κών διασυνδέσεων, το κάνει για να δώσει έμφαση, μέσα από αυ τές, σε συμπτωματικές συνάψεις και συνδυασμούς που επανα λαμβάνονται ποικιλοτρόπως και συμβάλλουν σε μια παράδοξη λογική. Για την dissemination (διασπορά), ο Derrida παρατηρεί ότι «ce mot a de la chance»: «αυτή η λέξη είναι τυχερή [...]. Είναι ικανή να συμπυκνώσει με οικονομικό τρόπο, την ίδια στιγμή που αυτά ξετυλίγουν το κουβάρι τους, τόσο το ζήτημα της σημασιολογικής διαφωράς (τη νέα αντίληψη περί γραφής) όσο και την κίνηση του σπέρματος, την αδύνατη (μονοκεντρική, πατρική, οι κογενειακή) επανοικειοποίηση και της έννοιας και του σπέρμα τος» («Ακούγοντας φιλοσοφικά», σ. 309). Ο Derrida δεν παίζει με τις λέξεις, στοιχηματίζει με τις λέξεις, χρησιμοποιώντας τις στρατηγικά και αποβλέποντας σε μεγαλύτερα διακυβεύματα. Κάνοντας αυτό και μόνο, εμπλέκεται με τον φιλοσοφικό λόγο. Από την άλλη πλευρά όμως, εξ αριστερών, αν επαναπαυθού
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
225
με στους κειμενικούς και γλωσσικούς σχηματισμούς όπως συμ βαίνει στην «Πλάτωνος φαρμακεία», θέτουμε υπό αμφισβήτηση τη δυνατότητα να διακρίνουμε με σιγουριά τις γλωσσικές ή κειμενικές δομές από τις δομές της σκέψης, το συμπτωματικό από το ουσιώδες. Μήπως αυτό συμβαίνει επειδή οι σχέσεις τις οποίες εντοπίζουμε και παραμερίζουμε ως συμπτωματικές εμπεριέχο νται και σε αυτό που θεωρείται ουσιώδες; Επιχειρηματολογώ ντας για την αποκαλυπτική σημασία των ποιητικών ή συμπτωματικών στοιχείων στα φιλοσοφικά κείμενα, σκιαγραφούμε τη δυ νατότητα να μεταχειριστούμε τη φιλοσοφία ως μια ιδιαίτερη μορφή ενός γενικευμένου ποιητικού λόγου και οι αποδομητικές αναγνώσεις το έχουν όντως καταφέρει. Το γεγονός ότι αυτές οι αναγνώσεις αντιμετωπίζουν τα φιλοσοφικά κείμενα όχι ως δη λώσεις θέσεων αλλά ως κείμενα -ως ετερογενείς λόγους που δο μούνται από ποικίλες, οικείες και ανοίκειες, απαιτήσεις- σημαί νει ότι έχουν λάβει σοβαρά υπόψη τους ορισμένα εμφανώς τε τριμμένα ή περιττά στοιχεία -τα οποία οι φιλόσοφοι είχαν απορρίψει ως ατυχή δείγματα έκφρασης και παρουσίασης- και έχουν επιπλέον αποκαλύψει τις εκπληκτικές επιτελεστικές δια στάσεις αυτών των διαπιστωτικών, υποτίθεται, κειμένων. Ανα λύοντας τις ρητορικές στρατηγικές που αναπτύσσονται γύρω από το συμπλήρωμα του Rousseau, το φάρμακον του Πλάτωνα και το πάρεργον του Kant, ο Derrida μετατρέπει πραγματικά τη φιλοσοφία σε ένα είδος αρχι-λογοτεχνίας και έρχεται σε ρήξη με μια ιεραρχία που αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως το μη σο βαρό περιθώριο του σοβαρού εννοιολογικού λόγου. Μερικά από τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της αντιστρο φής που επιφέρει η αποδόμηση εμφανίζονται στη μελέτη της με
226
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ταφοράς στη φιλοσοφία. Θεωρητικά, οι μεταφορές είναι συμπτωματικά χαρακτηριστικά του φιλοσοφικού λόγου- αν και μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην έκφραση και τη δια λεύκανση εννοιών, θα πρέπει κατ’ αρχάς να μπορούν να διαχω ριστούν από τις έννοιες και την επάρκεια ή την ανεπάρκειά τους- πράγματι, ο διαχωρισμός ανάμεσα στις ουσιώδεις έννοιες και τη ρητορική με την οποία εκφράζονται είναι ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό εγχείρημα. Όταν όμως αποπειραθούμε να αναλάβουμε αυτό το εγχείρημα, όχι μόνο είναι δύσκολο να βρούμε μη μεταφορικές έννοιες, αλλά και οι ίδιοι οι όροι με τους οποίους ορίζουμε το φιλοσοφικό εγχείρημα αποδεικνύονται μεταφορι κοί. Στα Τοπικά, ο Αριστοτέλης προτείνει διάφορες τεχνικές με τις οποίες μπορούμε να διαλευκάνουμε ένα λόγο εντοπίζοντας και ερμηνεύοντας τις μεταφορές του, αλλά όπως παρατηρεί ο Derrida, «η επίκληση των κριτηρίων σαφήνειας και ασάφειας θα αρκούσε για να επιβεβαιωθεί ό,τι ανήγγειλα προηγουμένως: όλη αυτή η φιλοσοφική οριοθέτηση της μεταφοράς δομείται ήδη και λειτουργεί διά μέσου κάποιων “μεταφορών”. Πώς θα μπο ρούσαν μια γνώση ή μια γλώσσα να είναι κυριολεκτικά σαφείς ή ασαφείς; Όλες οι έννοιες που συνέπραξαν στον ορισμό της με ταφοράς έχουν πάντοτε μια καταγωγή και μια αποτελεσματικότητα που οι ίδιες είναι “μεταφορικές”» (Περιθώρια , σ. 301/ Η λευκή μυθολογία, σ. 91). Η ίδια η ιδέα ενός στοιχείου του λόγου που ενδέχεται να μην είναι μεταφορικό αποτελεί μια έννοια που χρωστά πολλή από τη δύναμή της στη γοητεία την οποία ασκούν τα σχήματα λόγου που αυτή χρησιμοποιεί. Μεταφορικές, ανεπίδεκτες κάθε μετα-μεταφορικής προ σέγγισης, είναι οι αξίες «έννοια», «θεμελίωση», «θεωρία».
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
227
Δ εν θα επιμείνω στην οπτική μεταφορά που ανοίγει υπό τον ήλιο κάθε θεωρητική άποψη. Το θεμελιώδες ανταποκρίνεται στην επιθυμία του στέρεου και έσχατου εδάφους, του τόπου δόμησης, της γης ως υποθέματος τεχνητής δομής. Η αξία του έχει μια ιστορία, είναι μια ιστορία, την ερμη νεία της οποίας πρότεινε ο Heidegger. Τέλος η έννοια της έννοιας δεν μπορεί να μην βαστά, ακόμα κι αν δεν περιο ρίζεται σ’ αυτό, το νοητικό σχήμα της χειρονομίας κυρίευσης, εν-χειρισμοΰ εν-εστώτος, κατά-ληψης και σύν-ληψης του πράγματος ως αντικειμένου (σ. 267/43-44).
Διερευνώντας τις προσπάθειες που έχαναν ο Locke, ο Condillac και ο Kant για να εντοπίσουν και να ελέγξουν τα σχήματα λόγου (ο Kant σημειώνει ότι οι όροι Grund, «έδαφος», abhangen, «εξαρτώμαι», και fliessen, «προκύπτω από», είναι μεταφορές), ο Paul de Man δείχνει ότι οι ίδιες οι απόπειρες να ελεγχθεί η μετα φορά δεν μπορούν να λειτουργήσουν εκτός μεταφοράς και ότι, σε κάθε περίπτωση, η καίρια διάκριση μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς καταρρέει. «Η παρεπόμενη αναποφασιστικότητα οφείλεται στην ασυμμετρίατου δυαδικού μοντέλου» που αντιπαρατάσσει τη μεταφορά με την κυριολεξία ή τη λογοτεχνία με τη φιλοσοφία («The Epistemology of Metaphor»/«Η επιστημολο γία της μεταφοράς», σ. 28). Η κυριολεξία είναι το αντίθετο της μεταφοράς, αλλά μια κυριολεκτική έκφραση μπορεί να είναι κι αυτή μια μεταφορά, τη μεταφορικότητα της οποίας έχουμε ξεχάσει. Η φιλοσοφία είναι καταδικασμένη να είναι λογοτεχνία στο βαθμό που εξαρτάται από τα σχήματα λόγου, ακόμα και όταν αυτο-ορίζεται μέσω της αντίθεσής της στα σχήματα λόγου. Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος της απάντησης στην κα τηγορία για εκμετάλλευση των συμπτώσεων θα καθόριζε εκ νέου
228
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
την αντίθεση μεταξύ συμπτωματικού και ουσιώδους με το επι χείρημα ότι οι σχέσεις εκείνες που αναγνωρίζονται ως συμπτω ματικές και ποιητικές έχουν ήδη τεθεί σε λειτουργία και μάλι στα στην καρδιά της εννοιολογικής τάξης. Ενδεχομένως δεν υπάρχει τρόπος η φιλοσοφία να απαλλαγεί από τη ρητορική, αφοΰ δεν φαίνεται να υπάρχει τρόπος να κρίνουμε κατά πόσο έχει απαλλαγεί ή όχι, δεδομένου ότι οι κατηγορίες μιας τέτοιας κρίσης διαπλέκονται αναπόφευκτα με το υπό κρίση υλικό. Ο φιλοσοφικός λόγος έχει πολλές ιδιαιτερότητες, τις οποίες και επικαλούμαστε όταν χαρακτηρίζουμε ένα κείμενο ως φιλοσο φικό, αλλά δεν παύει να αρθρώνεται στο πλαίσιο μιας γενικό τερης κειμενικότητας, όπου η δυνατότητα των μορφών να επαναληφθούν, οι διασυνδέσεις τους με άλλες μορφές και συμφρα ζόμενα και η επεκτασιμότητα των ίδιων των συμφραζομένων εμποδίζουν τη σαφή περιχαράκωση του νοήματος. Ο ψαρμακός μπορεί να αποβληθεί κατ’ επανάληψη από την πόλη προκειμέ νου αυτή να κρατηθεί καθαρή· η αποβολή όμως της μεταφοράς, της ποίησης, του παρασιτικού, του μη σοβαρού είναι δυνατή μό νο και μόνο επειδή όλα αυτά είναι ήδη εγκαταστημένα στην καρδιά της πόλης: και ανακαλύπτουμε κατ’ επανάληψη ότι βρί σκονται εγκαταστημένα εκεί, γι’ αυτό και μπορούμε κατ’ επα νάληψη να τα αποβάλουμε. Οι εκ δεξιών και εξ αριστερών απαντήσεις μας στις κατηγο ρίες του φιλοσόφου είναι ως ένα βαθμό ασύμβατες και δεν μπο ρούν να συμπεριληφθούν από κοινού σε μια συνεκτική σύνθεση. Γι’ αυτόν το λόγο, μπορεί να μην μοιάζουν καν με απαντήσεις για όλους εκείνους που θα προέβαλλαν το επιχείρημα ότι η λογική μάς απαγορεύει να αποδεχτούμε και να χρησιμοποιήσουμε μια
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
22g
διάκριση από τη μία μεριά και να την αμφισβητήσουμε από την άλλη. Το ερώτημα επομένως είναι κατά πόσο η λογική μπορεί να πραγματώσει την απαγόρευσή της και να επιβάλει πραγματικές κυρώσεις στην αποδόμηση. Συχνά, ωστόσο, η αντίθεση σε αυτή τη διπλή διαδικασία δηλώνεται με ένα σχήμα λόγου που δεν πα ραπέμπει στην αυθεντία ενός νόμου ή μιας ηθικής, αλλά σε μια φυσική και εμπειρική ακαταλληλότητα: η διαδικασία της αποδό μησης ονομάζεται «πριόνισμα του κλαδιού πάνω στο οποίο κα θόμαστε». Αυτή μπορεί πράγματι να είναι μια προσφυής περι γραφή της συγκεκριμένης δραστηριότητας γιατί, μολονότι ασυ νήθιστη και κάπως παρακινδυνευμένη, είναι προφανώς κάτι που μπορούμε να αποπειραθούμε. Μπορούμε να συνεχίσουμε να κα θόμαστε πάνω σε ένα κλαδί την ώρα που το πριονίζουμε και ίσως να το κάνουμε. Δεν υπάρχει κανένα φυσικό ή ηθικό εμπόδιο αν θελήσουμε να διακινδυνεύσουμε τις συνέπειες. Άρα το ερώτημα που προκύπτει είναι αν θα καταφέρουμε να πριονίσουμε εντε λώς το κλαδί, αλλά και πού και πώς θα προσγειωθούμε. Δύσκο λο ερώτημα: για να απαντήσουμε χρειαζόμαστε μια συνολικότε ρη κατανόηση της όλης κατάστασης -την ανθεκτικότητα του στη ρίγματος, την αποτελεσματικότητα των εργαλείων μας, τη μορφή του εδάφους-, καθώς και την ικανότητά μας να προβλέψουμε με ακρίβεια τις συνέπειες της δουλειάς μας. Αν «το πριόνισμα του κλαδιού πάνω στο οποίο καθόμαστε» φαίνεται παράτολμο στους ανθρώπους που διαθέτουν κοινή λογική, δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Nietzsche, τον Freud, τον Heidegger και τον Derrida- γιατί υποπτεύονται ότι, αν πέσουν, δεν υπάρχει «έδαφος» για να χτυ πήσουν και ότι η διαυγέστερη ενέργεια ενδέχεται να είναι ένα απερίσκεπτο πριόνισμα, ένας υπολογισμένος διαμελισμός ή η
23 °
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αποδόμηση των μεγάλων, καθεδρικού τύπου, δέντρων στα οποία ο Άνθρωπος βρήκε καταφύγιο για χιλιετίες10. Θέλω να τονίσω τη διπλή διαδικασία της αποδόμησης, δεδο μένου ότι οι φήμες τείνουν να απλοποιούν κάθε κίνηση και να αντιμετωπίζουν την αποδόμηση σαν μια προσπάθεια να καταργηθούν όλες οι διακρίσεις, να μην μείνει ούτε η λογοτεχνία ούτε η φιλοσοφία, να μην επιβιώσει τίποτε πέρα από μια γενική, αδιαφοροποίητη πραγματικότητα. Αντιθέτως, μια διάκριση ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία είναι απαραίτητη για να έχει η αποδόμηση τη δυνατότητα να παρέμβει: για να φανεί, παραδείγ ματος χάριν, ότι η γνησιότερη φιλοσοφική ανάγνωση ενός φιλο σοφικού έργου -μια ανάγνωση που αμφισβητεί τις έννοιες και τα θεμέλια του λόγου του- είναι μια ανάγνωση που αντιμετωπίζει το έργο σαν λογοτεχνία, σαν μυθοπλαστική και ρητορική κατα σκευή, τα στοιχεία και η τάξη της οποίας καθορίζονται από διά φορες κειμενικές απαιτήσεις. Αντίστροφα, οι πλέον δυνατές και εύστοχες αναγνώσεις λογοτεχνικών κειμένων ενδέχεται να είναι εκείνες που τα αντιμετωπίζουν ως φιλοσοφικές χειρονομίες, δια σαφηνίζοντας τις συνέπειες της αντιμετώπισης που αυτά επιφυ λάσσουν στις φιλοσοφικές αντιθέσεις που τα στηρίζουν. Για να συνοψίσουμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποδομώ μια αντίθεση, όπως παρουσία/απουσία, ομιλία/γραφή, φιλοσο φία/λογοτεχνία, κυριολεξία/μεταφορά, κέντρο/περιθώριο, δεν 10. Είμαι ευγνώμοτν στον William Warner που μου παρείχε τις διατυπώσεις αυτής της πρότασης, απαντώντας στις παρατηρήσεις μου σχετικά με το «πριόνισμα του κλαδιού πάνο3 στο οποίο καθόμαστε», μια δραστηριότητα την οποία συ σχετίζει με την εντολή του Nietzsche στη Χ αρούμενη γνώση (The Gay Science) για το «ζην επικινδύνως»!
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
231
σημαίνει ότι την καταστρέφω, αφήνοντας πίσω μου ένα μονισμό σύμφωνα με τον οποίο θα πρέπει να υπάρχει μόνο απουσία, ή γραφή, ή λογοτεχνία, ή μεταφορά, ή περιθωριακότητα. Αποδομώ μια αντίθεση σημαίνει την αποσυναρμολογώ και την ανατοποθετώ, την τοποθετώ διαφορετικά. Σχηματικά, αυτό περιλαμ βάνει μια σειρά από διακριτές κινήσεις: (Α) Δείχνουμε ότι μια αντίθεση αποτελεί μεταφυσικό και ιδεολογικό καταναγκασμό, (1) αποκαλύπτοντας τις προϋποθέσεις και το ρόλο της στο σύ στημα των μεταφυσικών αξιών -ένα εγχείρημα που μπορεί να απαιτήσει εκτενή ανάλυση ενός αριθμού κειμένων- και (2) δεί χνοντας πώς αποσυναρμολογείται στα κείμενα που ταυτόχρονα την εκφέρουν και βασίζονται σε αυτή. Αλλά (Β) ταυτόχρονα διατηρούμε την αντίθεση, (1) χρησιμοποιώντας την στην επιχει ρηματολογία μας (οι χαρακτηρισμοί της ομιλίας και της γραφής ή της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας δεν αποτελούν λάθη που πρέπει να αποκηρύξουμε, αλλά απαραίτητες πηγές επιχειρημά των) και (2) αποκαθιστώντας την με μια αντιστροφή που της προσδίδει διαφορετική θέση και επιρροή. Όταν κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα σε ομιλία και γραφή σαν να πρόκειται για δύο μορφές μιας γενικευμένης πρωτογραφής, η αντίθεση δεν έχει τις ίδιες συνέπειες όπως όταν αντιμετωπίζουμε τη γραφή ως τεχνική και ως ατελή αναπαράσταση της ομιλίας. Η διάκριση κυριολεξίας και μεταφοράς, απαραίτητη στις συζητήσεις σχετι κά με τη λειτουργία της γλώσσας, δουλεύει διαφορετικά όταν η αποδομητική αντιστροφή αντιμετωπίζει την κυριολεκτική γλώσ σα ως μια σειρά από σχήματα λόγου των οποίων έχουμε ξεχάσει τη μεταφορικότητα, αντί να αντιμετωπίζει τα σχήματα λόγου ως παρεκκλίσεις από την καθαρή, φυσιολογική κυριολεξία.
232
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
Δουλεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, κάνοντας αυτή τη διπλή κίνηση ταυτόχρονα μέσα και έξω από τις προγενέστερες κατη γορίες και διακρίσεις, η αποδόμηση καταλαμβάνει μια αμφίβο λη και άβολη θέση, και μαζί γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε επιθέ σεις και παρανοήσεις. Δεδομένου ότι εξαρτάται από διακρίσεις τις οποίες αμφισβητεί και ότι εκμεταλλεύεται αντιθέσεις προ σπαθώντας να αποφύγει τις φιλοσοφικές τους συνέπειες, η απο δόμηση μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί τόσο ως αναρχική διαδι κασία που είναι αποφασισμένη να καταργήσει κάθε είδους τά ξη και, από την αντίθετη προοπτική, ως εξάρτημα των ίδιων των ιεραρχιών που καταγγέλει. Αντί να ισχυρίζεται ότι προσφέρει σταθερό έδαφος για την κατασκευή μιας νέας τάξης ή σύνθεσης, παραμένει εμπλεγμένη ή εξαρτημένη από το σύστημα το οποίο αμφισβητεί και επιχειρεί να ανατοποθετήσει. Όπως είδαμε με λετώντας μερικά ντερινταϊκά μπολιάσματα, τα αποδομητικά κείμενα διατηρούν μια ιδιαίτερα προβληματική σχέση με τη διά κριση μεταξύ σοβαρού και μη σοβαρού. Απρόθυμη καθώς είναι να απαρνηθεί τις δυνατότητες μιας σοβαρής επιχειρηματολο γίας ή τη διάθεσή της να ασχοληθεί με «ουσιώδη» ζητήματα, η αποδόμηση επιχειρεί παρ’ όλ’ αυτά να δραπετεύσει από τους περιορισμούς του σοβαρού, μια και αμφισβητεί την προτεραιό τητα που αποδίδεται στους «σοβαρούς» φιλοσοφικούς προβλη ματισμούς για ζητήματα γλωσσικής, ας πούμε, «επιφάνειας». Οι συνέπειες αυτής της αμφιδέξιας σχέσης με τη φιλοσοφία και τα φιλοσοφικά προγράμματα είναι δύσκολο να αναλυθούν, αλλά είναι απαραίτητες για την κατανόηση της αποδόμησης. Όταν χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία ως λογοκεντρική, ο Derrida εντοπίζει το βασικό της σχέδιο στον καθορισμό της φύσης της
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
233
αλήθειας, της λογικής, του είναι, καθώς και στη διάκριση ανά μεσα στο ουσιώδες και το συμπτωματικό, το καλά θεμελιωμένο και το πλασματικό. Από τον καιρό του Descartes, ο λογοκεντρισμός της φιλοσοφίας έγϊνε ιδιαίτερα εμφανής μέσα από την έμ φαση που αυτή έδινε στην επιστημολογία. Όπως αναφέρει ο Richard Rorty σε μια πολύ καλή μελέτη αυτής της παράδοσης, Έτσι, η φιλοσοφία, ως θεωρητικός κλάδος, βλέπει τον εαυ τό της ως το εγχείρημα να εγγυηθεί ή να υπονομεύσει τις γνωστικές αξιώσεις τις οποίες εγείρουν η επιστήμη, η ηθική, η τέχνη ή η θρησκεία. Εμφανίζεται να το κάνει αυτό βασι σμένη στην ξεχωριστή κατανόηση που έχει για τη φύση της γνώσης ή του νου. Η φιλοσοφία μπορεί να είναι θεμελιακή ως προς τον υπόλοιπο πολιτισμό, διότι ο πολιτισμός είναι το άθροισμα των γνωστικών αξιώσεων, και η φιλοσοφία αυτού του είδους τις αξιώσεις επιδικάζει. Μπορεί δε να το κάνει αυτό επειδή κατανοεί τα θεμέλια της γνώσης και βρίσκει τα θεμέλια αυτά μελετώντας τον άνθρωπο ως γνωρίζον υπο κείμενο, τις νοητικές διεργασίες ή την «αναπαραστατική δραστηριότητα» που καθιστούν τη γνώση δυνατή. «Γνωρί ζω» σημαίνει αναπαριστώ με ακρίβεια αυτό που είναι έξω από το νου: έτσι, το να κατανοώ τη δυνατότητα και τη φύση της γνώσης ισοδύναμεί με το να κατανοώ τον τρόπο με τον οποίο ο νους μπορεί να κατασκευάζει τέτοιες αναπαραστά σεις (Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, σ. 3/15).
Η πραγματικότητα είναι η παρουσία πίσω από τις αναπαραστά σεις, είναι αυτό που αναπαριστούν οι επιτυχείς αναπαραστάσεις, και η φιλοσοφία είναι πάνω απ’ όλα μια θεωρία αναπαράστασης. Προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, μια θεωρία της αναπαρά στασης οφείλει να υποθέσει και να θεωρήσει ως δεδομένη την παρουσία αυτού που αναπαριστούν οι επιτυχείς αναπαραστά
234
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σεις. Συνεχίζει λοιπόν να τίθεται το ερώτημα κατά πόσο κάθε υποτιθέμενο δεδομένο δεν είναι στην πραγματικότητα ένα κα τασκεύασμα ή ένα προϊόν που εξαρτάται, παραδείγματος χάριν, από τη θεωρία την οποία υποτίθεται ότι υποστηρίζει. Επιπλέον, το χαρακτηριστικό πρόβλημα των θεωριών της αλήθειας ή της γνώσης είναι το γιατί θα πρέπει να πιστέψουμε ότι έχουμε πιο σίγουρη γνώση των συνθηκών της αλήθειας ή της γνώσης απ’ ό,τι μιας συγκεκριμένης αλήθειας. Η πραγματιστική παράδοση έχει πολλές φορές υποστηρίξει ότι, αν ορίσουμε την αλήθεια απλώς ως αυτό περί του οποίου πρόκειται, τότε όχι μόνο δεν έχουμε κα μιά εξασφάλιση για το αν οι παρούσες πεποιθήσεις μας είναι αληθείς -αφού θα πρέπει να αφήσουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτές να ακυρωθούν από μελλοντικές ανακαλύψεις-, αλλά δεν έχουμε και καμιά εγγύηση ότι τα κριτήριά μας για μια επιτυχη μένη αναζήτηση είναι τα σωστά. Μπορούμε να σκεφτούμε καλύ τερα την αλήθεια, όπως έχουν υποστηρίξει οι σχετικοί στοχαστές, σε σχέση με ένα πλαίσιο επιχειρημάτων και αιτιολογήσεων: η αλήθεια, όπως το θέτει ο John Dewey, είναι μια «αιτιολογήσιμη διαβεβαίωση»11. Η αλήθεια αποτελείται από προτάσεις που 11. Παρατίθεται από τον Rorty στο Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης , σ. 176/238. Αυτό το βιβλίο, και ιδιαίτερα τα κεφάλαια 3,4,6,7 και 8, αποδεικνΰεται πολύ χρήσιμο για την κατανόηση του Derrida, γιατί αποτελεί την κριτική ενός αναλυτικού φιλοσόφου για αυτό που ο Derrida αποκαλεί λογοκεντρισμό της δυτικής φιλοσοφίας. Χρησιμοποιώντας αναλυτικά επιχειρήματα εναντίον του αναλυτικού εγχειρήματος, ο Rorty προχωρά διακρίνοντας τους συστηματι κούς φιλοσόφους από τους «διαπλαστικούς φιλοσόφους» όπως ο Dewey, ο ύστερος Wittgenstein, ο Gadamer και ο Derrida. «Οι μεγάλοι συστηματικοί φι λόσοφοι είναι εποικοδομητικοί και παρέχουν επιχειρήματα. Οι μεγάλοι διαπλαστικοί φιλόσοφοι είναι εγγενώς ανταγωνιστικοί και τα όπλα τους είναι
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
235
μπορούν να αιτιολογηθούν σύμφωνα με τους τρέχοντες και απο δεκτούς όρους αιτιολόγησης. Αντί για μια αντιστοιχία ανάμεσα σε προτάσεις και σε κάποια απόλυτη κατάσταση πραγμάτων έχουμε μια συνεχιζόμενη συζήτηση στην οποία προτάσεις έρχο νται στο προσκήνιο για να υπερασπιστούν άλλες προτάσεις, σε μια οιονεί ατέρμονη διαδικασία που σταματά μόνο όταν οι εμπλεκόμενοι σε αυτήν ικανοποιηθούν ή βαρεθούν (Rorty, σ. 159). Για τους θεωρητικούς που αντιμετωπίζουν την αλήθεια ως αντιστοιχία υπάρχει μια αλήθεια που ποτέ δεν μπορούμε να ξέρουμε αν την ξέρουμε. Οι πραγματιστές επιμένουν πως μπο ρούμε να γνωρίσουμε την αλήθεια, αφού αλήθεια είναι οτιδήπο τε επικυρώνεται από τις μεθόδους επικύρωσής μας· και εφόσον η αλήθεια σχετίζεται με ένα σύνολο θεσμικών διαδικασιών και παραδοχών που ενδέχεται να αλλάξουν, δεν μπορεί να υπάρχει πιο σίγουρο θεμέλιο, υποστηρίζουν, από αυτό το είδος αλήθειας που κατέχουμε. Θα μπαίναμε ίσως στον πειρασμό να ταυτίσουμε την αποδό μηση με τον πραγματισμό, μια και προχωρά σε μια παρόμοια κριτική της φιλοσοφικής παράδοσης και τονίζει τους θεσμικούς και συμβατικούς περιορισμούς της αναζήτησης διά του λόγου. Όπως και ο πραγματισμός στις αναφορές του Rorty, έτσι και η η σάτιρα, η παρωδία και ο αφορισμός» (σ. 369/502). Στην πραγματικότητα, αναγνωρίζει ότι και οι διαπλασιικοί φιλόσοφοι όντως προβάλλουν επιχειρή ματα, αλλά προτείνει ότι δεν θα πρέπει να κάνουν κάτι τέτοιο. Παρ’ όλ’ αυτά, όπως υποστηρίζει ο Derrida, αν είναι να εμπλακοΰμε με τη φιλοσοφία, τότε πρέπει να επιχειρηματολογήσουμε· και ο ίδιος ο Rorty πιστεύει ότι τα αναλυ τικά επιχειρήματα είναι αναγκαία έτσι (όστε το διαπλαστικό πρόγραμμά του να προωθήσει τη διαπλαστική παράδοση. Ο διαπλαστικός φιλόσοφος γράφει κατ’ ανάγκην υβριδικά κείμενα.
236
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αποδόμηση βλέπει τις αναπαραστάσεις ως σημεία που αναφέρονται σε άλλα σημεία που και αυτά με τη σειρά τους αναφέρονται σε άλλα σημεία, και απεικονίζει την αναζήτηση ως μια δια δικασία στην οποία οι προτάσεις καταλήγουν να υποστηρίζουν άλλες προτάσεις, ενώ αυτό που υποτίθεται ότι αποτελεί το «έδα φος» στο οποίο θεμελιώνεται μια πρόταση αποδεικνΰεται μέρος ενός γενικότερου κειμένου. Αλλά συναντάμε δύο βασικά εμπό δια στην προσπάθειά μας να ταυτίσουμε την αποδόμηση με τον πραγματισμό. Πρώτον, η αποδόμηση δεν μπορεί να ικανοποιη θεί με την πραγματιστική αντίληψη περί αλήθειας. Η έκκληση για συναίνεση και σύμβαση -αλήθεια είναι οτιδήποτε επικυρώ νεται από τις αποδεκτές για εμάς μεθόδους επικύρωσης- λει τουργεί όταν θελήσουμε να μεταχειριστούμε τη νόρμα ως θεμέ λιο- όπως όμως προτείνουν οι αναλύσεις του Derrida για τον Austin και τον Searle, 01 νόρμες παράγονται μέσα από πράξεις αποκλεισμού. Οι θεωρητικοί των πράξεων ομιλίας αποκλείουν τα μη σοβαρά παραδείγματα με στόχο να στηρίξουν τους κανό νες τους στη συναίνεση και τις συμβάσεις. Οι ηθικιστές απο κλείουν οτιδήποτε παρεκκλίνει για να στηρίξουν τις παραινέ σεις τους για μια κοινωνική συναίνεση. Αν, όπως παρατηρεί ο Rorty, αναλύω προτάσεις για να καθορίσω την αντικειμενικότητά τους σημαίνει διερευνώ «την ύπαρξη καθολικής συμφωνίας μεταξύ των ψυχικώς υγιών και λογικών ανθροόπων ως προς το τι θα μπορούσε να επικυρώσει την αλήθεια των εν λόγω προτά σεων» (σ. 337/457), η αντικειμενικότητα συγκροτείται αποκλείο ντας τις απόψεις εκείνων που δεν λογίζονται ως ψυχικά υγιείς και λογικοί άνδρες: οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ποιητές, οι προ φήτες, οι τρελοί. Βρίσκουμε συχνά γενικές συμφωνίες- οι συναι
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
237
νέσεις όμως που προορίζονται να λειτουργήσουν ως θεμέλια δεν είναι δεδομένες, αλλά παράγονται, και μάλιστα παράγονται με αποκλεισμούς αυτού του τύπου. Από τη στιγμή που η αποδόμηση ενδιαφέρεται για ό,τι έχει αποκλειστεί και για την προοπτική της συναίνεσης που αυτό επι τρέπει, δεν τίθεται ζήτημα να αποδεχτούμε τη συναίνεση ως αλήθεια ή να περιορίσουμε την αλήθεια σε αυτό που μπορεί να δειχθεί στο πλαίσιο ενός συστήματος. Πράγματι, η έννοια της αλήθειας, ως αυτού που επικυρώνεται από τις αποδεκτές μεθό δους επικύρωσης, χρησιμοποιείται για να αμφισβητήσει αυτό που περνάει για αλήθεια. Από τη στιγμή που η αποδόμηση επι χειρεί να εξετάσει τα συστήματα τόσο από έξω όσο και από μέ σα, προσπαθεί να κρατήσει ζωντανή την πιθανότητα η εκκεντρικότητα των γυναικών, των ποιητών, των προφητών και των τρε λών να αποφέρει αλήθειες για το σύστημα στο περιθώριο του οποίου αυτοί βρίσκονται - αλήθειες που αντίκεινται στη συναί νεση και δεν μπορούν να αποδειχτούν μέσα στο πλαίσιο που έχει ήδη αναπτυχθεί. Δεύτερον, η αποδόμηση διαφέρει από τον πραγματισμό ως προς τη στάση που τηρεί απέναντι στην αναστοχαστική αναζή τηση. Στην πιο αυστηρή μορφή του, ο πραγματισμός υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε, μέσα από μια προσπάθεια λεπτομερούς αυτο εξέτασης ή θεωρητικής αναζήτησης, να βγούμε από το πλαίσιο των πεποιθήσεων και των παραδοχών μέσα στο οποίο λειτουρ γούμε -δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τους θεσμούς και τις πεποιθήσεις μας για να τα αξιολογήσουμε-, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για τέτοια ζητήματα, αλλά αντ’ αυτού να ασχοληθούμε ρεαλιστικά με τη δουλειά μας. Η αποδόμηση πα-
238
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ραμένε ι, φυσικά, σκεπτική απέναντι στη δυνατότητά μας να επι λύσουμε επιστημολογικά προβλήματα ή να καταφέρουμε να ξεφύγουμε από το λογοκεντρισμό της δυτικής σκέψης, αποκηρύσσει ωστόσο την αυταρέσκεια στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο πραγματισμός και θεωρεί απαραίτητο το στοχασμό μας γύρω από τις διαδικασίες που εμείς οι ίδιοι ακολουθούμε και γύρω από τα θεσμικά μας πλαίσια. Η αμφισβήτηση των κατηγοριών και των διαδικασιών που ακολουθούμε μπορεί, φυσικά, να γίνει με περισσή αυταρέσκεια, αλλά η αρχή, η στρατηγική μας μπορεί να διατυπωθεί κατηγορηματικά: ακόμα και αν επί της αρχής δεν μπορούμε να βγούμε έξω από τα εννοιολογικά πλαίσια για να κρίνουμε και να αξιολογήσουμε, η πρακτική του αυτοστοχα σμού και η απόπειρά μας να θεωρητικοποιήσουμε τις πρακτικές μας προκαλούν τελικά την αλλαγή, όπως περίτρανα δείχνει η πρόσφατη ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής. Η θεωρητική ανα ζήτηση δεν ρίχνει καινούργια θεμέλια και, από αυτή την άποψη, οι πραγματιστές έχουν δίκιο. Αλλά έχουν άδικο όταν την απορ ρίπτουν με αυτό το αιτιολογικό, αφού προκαλεί αλλαγές στις παραδοχές, τους θεσμούς και τις πρακτικές μας. Η διατήρηση της ιδέας ότι η αλήθεια μπορεί να προκύψει από περιθωριακά ή έκκεντρα σημεία αποτελεί μέρος αυτής της θεωρητικής στρατηγικής· κι αυτό γιατί, ενώ αμφισβητούνται διάφοροι ισχυρισμοί ότι έχει εντοπιστεί κάποιο θεμέλιο ή μια επιστημολογικά αξιόπιστη θέση, το κριτικό σχέδιο εξαρτάται από την αντίσταση που το ίδιο θα προβάλει στην ιδέα ότι η αλή θεια είναι μόνο ό,τι μπορεί να αποδειχτεί σε ένα αποδεκτό πλαί σιο. Μπορεί ακόμα η «αλήθεια» να παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην επιχειρηματολογία και την ανάλυση, ακριβώς επειδή έχει
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
239
αυτό τον επίμονα διπλό χαρακτήρα, μια διπλή αναφορά που εί ναι δύσκολο να απαλειφθεί. Η αλήθεια είναι τόσο ό,τι μπορεί να αποδειχτεί μέσα σε ένα αποδεκτό πλαίσιο όσο και αυτό περίτου οποίου πρόκειται, είτε κάποιος θα μπορούσε να το πιστέψει και να το επικυρώσει είτε όχι. Η ελαστικότητα αυτής της διπλής λειτουργίας ή του διπλού παιχνιδιού της «αλήθειας» φαίνεται και από το γεγονός ότι, σε γενικές γραμμές, όσοι υπερασπίζονται μια πραγματιστική αντί ληψη της αλήθειας δεν διατείνονται πως η άποψή τους είναι αληθής, επειδή αποτελεί μια αιτιολογήσιμη διαβεβαίωση που μπορεί να καταδειχθεί στο πλαίσιο των παραδοχών μιας κουλ τούρας. Υποστηρίζουν, αντίθετα, ότι αυτό είναι η αλήθεια, ότι αυτή είναι η αλήθεια σχετικά με την αλήθεια, έστω και αν οι άν θρωποι γενικά πιστεύουν ότι η αλήθεια είναι κάτι άλλο. Υπάρχει εδώ ένα παράδοξο το οποίο συναντούμε συχνά στα πεδία της φιλοσοφίας, της λογοτεχνικής κριτικής και της ιστορίας και το οποίο αναμφίβολα μπορούμε να βρούμε και αλλού. Οι υποστηρικτές μιας απόλυτης, αναφορικής θεωρίας της αλήθειας υπε ρασπίζονται τη θέση τους με πραγματιστικούς όρους: έχει επιθυ μητές συνέπειες και είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των ου σιαστικών αξιών. Το επιχείρημα λέει ότι δεν χρειάζεται να πι στεύουμε στη δυνατότητά μας να φτάσουμε όντως στην αλήθεια, αλλά πρέπει να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια αλήθεια -ένας τρόπος με τον οποίο υπάρχουν τα πράγματα, το αληθινό νόημα ενός κει μένου ή ενός εκφωνήματος-, διαφορετικά η έρευνα και η ανάλυ ση χάνουν το νόημά τους· η ανθρώπινη αναζήτηση δεν έχει στόχο. Οι υπέρμαχοι της πραγματιστικής άποψης απαντούν ότι, όποιες κι αν είναι οι επιπτώσεις του σχετικισμού τους, πρέπει να ζήσου-
240
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
με με αυτές γιατί αυτή είναι η αλήθεια, έτσι είναι τα πράγματα: η αλήθεια είναι σχετική και εξαρτάται κάθε φορά από ένα εννοιολογικό πλαίσιο. Και οι δυο απόπειρες να υπερασπιστούμε μια θέ ση γεννούν μια αποδομητική κίνηση κατά την οποία η λογική του επιχειρήματος που χρησιμοποιούμε για να υπερασπιστούμε μια θέση ανακρούει τη θέση που υποστηρίζουμε. Οι αποδομητικές αναγνώσεις εντοπίζουν αυτή την παράδοξη κατάσταση στην οποία αφενός οι λογοκεντρικές θέσεις εμπεριέ χουν την ίδια τους την αποσυναρμολόγηση, αφετέρου η άρνηση του λογοκεντρισμού επιτυγχάνεται με λογοκεντρικούς όρους. Στο βαθμό που η αποδόμηση υποστηρίζει αυτές τις θέσεις, μπο ρεί να φανεί και σαν διαλεκτική σύνθεση, σαν ανώτερη και πλή ρης θεωρία- όταν όμως συνδυαστούν αυτές οι δύο κινήσεις, δεν οδηγούν σε μια συνεκτική θέση ή σε μια ανώτερη θεωρία. Η απο δόμηση δεν διαθέτει μια καλύτερη θεωρία για την αλήθεια. Είναι μια πρακτική ανάγνωσης και γραφής που συντονίζεται με τα αδιέξοδα που συναντά στην προσπάθειά της να μας μιλήσει για την αλήθεια. Δεν αναπτύσσει ένα νέο φιλοσοφικό πλαίσιο ή μια λύση, αλλά πηγαίνει μπρος πίσω -με μια ευστροφία που ελπίζει ότι θα αποδείχτεί στρατηγικής σημασίας- παλινδρομώντας μετα ξύ δύο μη συνθέσιμων στιγμών μιας γενικότερης οικονομίας. Κι νείται μέσα και έξω από το πλαίσιο της φιλοσοφικής σοβαρότη τας, μέσα και έξω από τη φιλοσοφική κατάδειξη. Μολονότι δου λεύει μέσα και γύρω από ένα πλαίσιο λόγου αντί να χτίζει πάνω σε ένα καινούργιο έδαφος, επιδιώκει ωστόσο να προκαλέσει ανατροπές και ανατοποθετήσεις. Έχουμε ήδη συναντήσει αρκε τές τέτοιες ανατροπές ιεραρχιών αλλά, μια και υπάρχουν και πολλές άλλες παρόμοιες, ιδιαίτερης πρακτικής και θεωρητικής
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
241
σημασίας, μπορούμε να στραφούμε προς αυτές για να δώσουμε ένα δείγμα των επιπτώσεων της αποδόμησης, προτού καταπια στούμε με τις πιθανές επιπτώσεις της στη λογοτεχνική κριτική.
4. Θεσμοί και ανατροπές
Στη «Διαμάχη των Σχολών» («The Conflict of Faculties»), ο Derrida γράφει: Αυτό που κάπως βιαστικά αποκαλοΰμε αποδόμηση δεν εί ναι, αν αυτό έχει κάποια σημασία, ένα εξειδικευμένο σύνο λο πρακτικών του λόγου ή, ακόμα λιγότερο, οι κανόνες μιας νέας ερμηνευτικής μεθόδου που δουλεύει με κείμενα ή εκ φωνήματα στο ασφαλές καταφύγιο ενός δεδομένου και σταθερού θεσμού. Είναι, το λιγότερο, ένας τρόπος να δου λεύουμε αναλυτικά και να παίρνουμε θέση ως προς τις πο λιτικές και θεσμικές δομές που καθιστούν δυνατές και ορί ζουν τις πρακτικές, τις ικανότητες και τα επιτεύγματά μας. Ακριβώς επειδή ποτέ δεν ασχολείται μόνο με το περιεχόμε νο που σημαίνεται, η αποδόμηση δεν θα πρέπει να διαχωρί ζεται από αυτή την πολιτικο-θεσμική προβληματική, αλλά οφείλει να επιδιώξει μια νέα διερεύνηση της υπευθυνότη τας, μια διερεύνηση η οποία θα αμφισβητεί τους κώδικες που αυτή έχει κληρονομήσει από την ηθική και την πολιτική. Αυτό σημαίνει ότι, ενώ η αποδόμηση είναι υπερβολικά πο λιτική για ορισμένους, θα μοιάζει να λειτουργεί παραλυτι κά για όσους αναγνωρίζουν την πολιτική από πιο οικείους σηματοδότες. Η αποδόμηση δεν είναι ούτε μια μεθοδολογι κή μεταρρύθμιση που θα πρέπει να μας καθησυχάζει ανα φορικά με την ισχύουσα οργάνωση των πραγμάτων, ούτε το σάλπισμα για μια ανεύθυνη καταστροφή που θα καθιστά
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ανεύθυνους κι εμάς τους ίδιους, με βέβαιο αποτέλεσμα να μείνουν όλα ως έχουν και να ενισχυθοΰν μέσα στο πανεπι στήμιο οι δυνάμεις που κατεξοχήν ευνοούν την ακινησία.
Το αίτημα που προβάλλεται έχει ως εξής: αφοΰ η αποδόμηση δεν ασχολείται ποτέ αποκλειστικά και μόνο με το περιεχόμενο που σημαίνεται, αλλά πολΰ περισσότερο με τις συνθήκες και τις υπονοούμενες παραδοχές του λόγου και με το εκάστοτε πλαίσιο της έρευνάς μας, τότε αφορά τις θεσμικές δομές που ορίζουν τις πρακτικές, τις ικανότητες και τα επιτεΰγματά μας. Η αμφισβή τηση αυτών των δομών, όποιες κι αν είναι οι επιπτώσεις της -κι έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι εύκολο να τις υπολογίσουμε- μπο ρεί να ιδωθεί και ως πολιτικοποίηση αυτού που, υπό άλλους όρους, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ουδέτερο πλαίσιο. Αποδεικνύεται ότι διάφορα ζητήματα θεσμικής ισχύος και δομής συν δέονται με τα προβλήματα που θέτει η αποδόμηση. Στη «Διαμά χη των Σχολών», κείμενο το οποίο ο Derrida αναλύει στο ομώ νυμο δοκίμιό του, ο Kant συζητά τη σχέση ανάμεσα στη Φιλοσο φική Σχολή και τις άλλες Σχολές του Πανεπιστημίου (Νομική, Ιατρική και Θεολογική), καθώς και την κρατική εξουσία. Η απόπειρα του Kant να ορίσει το πεδίο δραστηριότητας της Φι λοσοφικής Σχολής και τους περιορισμούς, που θα μπορούσαν να της επιβάλουν τα δικαιώματα και οι εξουσίες των άλλων Σχο λών, ενεργοποιεί μια διάκριση μεταξύ διαπιστωτικής και επιτελεστικής γλώσσας: η πρώτη είναι μια επικράτεια στην οποία μπορεί να παρέμβει η φιλοσοφία, ενώ η δεύτερη προορίζεται για το κράτος και τους πανεπιστημιακούς φορείς του. Και τα προβλήματα που προκύπτουν όταν μια θεωρία των πράξεων ομιλίας επιχειρεί να ορίσει και να διατηρήσει αυτή την αντίθεση
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
243
είναι ακριβώς τα ζητήματα που πυροδοτούν τις θεσμικές διαμά χες στο Πανεπιστήμιο του Kant και, με διαφορετικούς όρους, στο δικό μας. «II n’y a pas de hors texte» («δεν υπάρχει εκτός κει μένου»), ως προς το ότι οι πραγματικότητες που απασχολούν την πολιτική και οι μορφές μέσω των οποίων τις χειριζόμαστε δεν εί ναι δυνατό να διαχωριστούν από τις δομές του λόγου και τα συ στήματα του νοήματος, ή, αλλιώς, από αυτό που ο Derrida ονο μάζει «το γενικό κείμενο». Δεδομένου ότι εξαρτώνται από τις ιεραρχικές αντιθέσεις της παράδοσής μας, αυτές οι πραγματι κότητες τείνουν να επηρεάζονται από τις ανατροπές και τις ανατοποθετήσεις αυτών των ιεραρχιών, αν και τα σχετικά αποτελέ σματα μπορεί να αργήσουν να φανούν. Η πλέον δημόσια ανάμειξη του Derrida με τους θεσμούς και την πολιτική είναι η δουλειά που έχει κάνει με την Ερευνητική Ομάδα για τη Διδασκαλία της Φιλοσοφίας (Groupe de recherches sur l’enseignement philosophique - GREPH), η οποία ξεκίνησε έναν μεγάλο αγώνα ενάντια στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που θα περιόριζαν το ρόλο της φιλοσοφίας στα γαλλικά σχολεία και θα προσανατόλιζαν την εκπαίδευση προς τις υποτιθέμενες τεχνολογικές απαιτήσεις της μελλοντικής αγοράς εργασίας. Ο τρόπος με τον οποίο η GREPH υπερασπίστηκε τη φιλοσοφία συμπεριλαμβάνει και μια αμφισβήτηση της αντίληψης για τη φι λοσοφία που προωθούν διάφοροι θεσμοί. Μια φιλοσοφική ανά λυση του τρόπου με τον οποίο η φιλοσοφία εμπλέκεται με συμ φέροντα και δυνάμεις που θεωρούνται περιθωριακά ως προς την καθαρά φιλοσοφική αναζήτηση επεκτείνει την έννοια της φιλοσοφίας ως κριτικού λόγου που καταπιάνεται ανοιχτά με την πολιτική της γνώσης, της αναπαράστασης, της μάθησης και της
244
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
επικοινωνίας. Αμφισβητώντας τις ιεραρχικές αντιθέσεις με βά ση τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τη φιλοσοφία και το ρόλο της, η GREPH επιχειρεί να μεταβάλει το πεδίο και τα διακυβεύματα αυτής της διαμάχης. Όπως γράφει ο Christopher Fynsk σε μια βιβλιοκρισία του για το συλλογικό έργο της GREPH Ποιος φο βάται τη φιλοσοφία; (Qui a peur de la philosophie ?), το ζήτημα δεν είναι μόνο το καθεστώς ενός θεωρητικού κλάδου που ονο μάζεται «φιλοσοφία», αλλά «μια διαμάχη ανάμεσα σε λίγο-πολΰ καθορισμένες δυνάμεις που λειτουργούν ως φιλοσοφίες τόσο εντός όσο και εκτός θεσμών» («Α Decelebration of Philosophy»/ «Αντι-έπαινος της φιλοσοφίας», σ. 81). Ο συνδυασμός ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού πάνω στη (ρύ ση της φιλοσοφίας και της πάλης για συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους δεν είναι διόλου εύκολο να επιτευχθεί, όπως άλλωστε φαίνεται και από τις ετερογενείς συμβολές στο Ποιος φοβάται τη φιλοσοφία; Σε μια συνέντευξή τού με τίτλο «Μέσα σε αγκύλες» («Entre crochets»), ο Derrida τονίζει το ύψιστο ενδιαφέρον αυτού του προγράμματος: «πρώτον γιατί είναι πάντοτε δύσκολο, γιατί δεν ξέρω τι να κάνω με αυτό: δεν υπάρχει ένα εκ των προτέρων κατασκευασμένο πρόγραμμα- πρέπει να συγκροτείται ή να εντο πίζεται για κάθε πράξη ξεχωριστά- υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αποτύχει- ούτως ή άλλως, πάντοτε αποτυγχάνει σε κάποιο βαθμό». Αλλά αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει, συνεχίζει, είναι να προσπαθήσει να μειώσει ένα κάποιο κενό ή μια καθυστέρηση για παράδειγμα, ανάμεσα (για να το πούμε απλά) σε αυτή την εργασία για τους θεσμούς ή εναντίον των θεσμών αφε νός και σε αυτό που αντιλαμβάνομαι (για να το απλουστεΰσω και πάλι) ως την πιο προχωρημένη εκδοχή της φιλοσο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
245
φικής ή θεωρητικής αποδόμησης αφετέρου [...]. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας συγκεκριμένα κενά και να προσπαθή σουμε να τα περιορίσουμε, ακόμα και αν, για ουσιαστικούς λόγους, μας είναι αδύνατο να τα απαλείψουμε: κενά, για παράδειγμα, ανάμεσα στους λόγους ή τις πρακτικές μιας ευθέως πολιτικής αποδόμησης και σε μια αποδόμηση θεω ρητικού ή φιλοσοφικού τύπου. Αυτά τα κενά είναι συχνά τόσο μεγάλα ώστε να συγκαλύπτουν τις διασυνδέσεις (les relais) ή να τις καθιστούν αδιόρατες για πολλούς (σ. 113).
Πολλοί θεωρητικοί διακατέχονται από την έντονη επιθυμία να εξαλείψουν αυτά τα κενά. Στο Μαρξισμός και αποδόμηση (Marxism and Deconstruction), παραδείγματος χάριν, ο Michael Ryan σκιαγραφεί με αξιοσημείωτο πολεμικό οίστρο τρόπους με τους οποίους η αποδόμηση μπορεί ευθέως να στρατευθεί σε πο λίτικους σκοπούς. Τέτοια προγράμματα κινδυνεύουν να εκπέσουν από το σοβαρό στο γελοίο -χρειαζόμαστε άραγε τον Derrida για να ανακαλύψουμε τις αντιφάσεις της δεξιάς πολιτικής ρητορικής;- και, κάτι ακόμα πιο σημαντικό, θεωρούν δεδο μένες πολλές από τις απαντήσεις σχετικά με το τι είναι πραγμα τικά προοδευτικό και τι δεν είναι. Δεν υπάρχει κανένα εκ των προτέρων κατασκευασμένο πρόγραμμα, λέει ο Derrida, γιατί η απόπειρα να ανατρέψουμε και επομένως να ανατοποθετήσουμε τις μείζονες ιεραρχικές αντιθέσεις της δυτικής σκέψης γεννά ανυπολόγιστες δυνατότητες αλλαγής. Αυτό που σε κάποια δεδο μένη στιγμή φαίνεται να αποτελεί το πλέον θεωρητικό ή σκοτει νό ζήτημα μπορεί να έχει πιο ενοχλητικές συνέπειες από τον άμεσο και έντονο πολιτικό διάλογο· αυτή η ριζοσπαστική δυνα μική μπορεί να εξαρτάται από τη θέλησή μας να εμπλακούμε σε θεωρητικές αναζητήσεις που δεν ορίζονται από την ανάγκη να
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
προβλέψουμε τα πολιτικά οφέλη που μπορεί να αποκομίσουμε. Αν, όπως υποστηρίζει ο Derrida στο Π ερί γραμματολογίας, το μέλλον που βλέπει φευγαλέα η αποδόμηση -ένα μέλλον που τα χαλάει με την ήδη συγκροτημένη κανονικότητα- «δεν μπορεί να αναγγελθεί, να παρουσιαστεί, παρά μόνο με τη μορφή της τερα τωδίας» (σ. 14/17), τότε θα πρέπει ίσως να επιτραπεί στα θεωρη τικά εγχειρήματα να γίνουν τερατώδη ή αλλόκοτα και να μην υποταχθούν σε μια τελεολογία πολιτικού κέρδους, ελπίζοντας να εξαλείψουν το κενό που περιγράφει ο Derrida. Από φόβο μή πως η αναπόφευκτη διάρκεια αυτού του κενού δικαιολογήσει μια συντηρητική θεσμική αυταρέσκεια, πρέπει, γράφει ο Derrida, να συνεχίσουμε «να αγωνιζόμαστε όπως πάντα σε δύο μέτωπα, σε δύο πεδία, σε δύο επίπεδα» -την κριτική των τωρι νών θεσμών και την αποδόμηση των φιλοσοφικών αντιθέσεων-, έστω κι αν την ίδια στιγμή αμφισβητούμε τη μεταξύ τους διάκρι ση («Ou commence et comment finit un corps enseignant»/«E^ αρχίζει και πώς τελειώνει ένα σώμα διδασκαλίας», σ. 67). Υποστηρίζεται ότι οι αποδομητικές αναλύσεις έχουν δυνά μει ριζικές θεσμικές επιπτώσεις, αλλά και ότι αυτές οι επιπτώ σεις, συχνά απόμακρες και ανυπολόγιστες, δεν υποκαθιστούν την άμεση κριτική και πολιτική δράση, με την οποία φαίνεται να σχετίζονται μόνο έμμεσα. Η ριζοσπαστική δυναμική αυτών των αναλύσεων μπορεί να εξαρτάται από τις απρόσμενες πηγές τις οποίες αποκαλύπτουν μέσα από μια υπερβολική και με ανυπο λόγιστες συνέπειες θεωρητική αναζήτηση. Αν η δύναμη της θεω ρίας εξαρτάται από την ικανότητά της να θεσμοποιηθεί -αν δη λαδή γίνεται πολιτικά αποτελεσματική στο βαθμό που μπορεί να επηρεάζει τις πρακτικές με τις οποίες συγκροτούμε, χειριζόμα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
247
στε και μεταβιβάζουμε έναν κόσμο-, τότε οι ριζοσπαστικότερες όψεις της απειλούνται από αυτή τη θεσμοποίηση και προκύ πτουν ακριβώς από έναν θεωρητικό στοχασμό που αμφισβητεί συγκεκριμένες θεσμοποιήσειςτου θεωρητικού λόγου. Αυτό βρί σκουμε, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση της φροϋδικής θεωρίας: η δύναμή της συνδέεται με την ικανότητα που έχουν οι ιεραρχικές ανατροπές τις οποίες επιφέρει να μετασχηματίσουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά μας- οι θεσμοί όμως που σχετίζο νται με την ψυχανάλυση υπήρξαν αναμφίβολα αρκετά συντηρη τικοί και η ριζοσπαστική δύναμη της φροϋδικής θεωρίας δεν συνδέεται τόσο με αυτούς τους θεσμούς, όσο με τις διεξόδους που προσφέρει για μια συνεχιζόμενη θεωρητική κριτική - μια κριτική των θεσμών και των παραδοχών μας, συμπεριλαμβανο μένων και αυτών της ψυχαναλυτικής κριτικής. Πράγματι, η φροϋδική θεωρία αποτελεί ένα εξαιρετικό πα ράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο μια προφανώς εξειδικευμένη ή στρεβλή έρευνα μπορεί να μετασχηματίσει ένα ολόκληρο πεδίο ανατρέποντας και ανατοποθετώντας τις αντιθέσεις που περιθωριοποιούσαν τις δικές της ανησυχίες. Έ να από τα πλέον παραγωγικά διανοητικά εγχειρήματα της δεκαετίας του ’70 υπήρξε η -από αποδομητική σκοπιά- μελέτη των κειμένων του Freud ως θεωριών και παραδειγμάτων κειμενικότητας12. Δεδο 12. Πέρα από το «Εικάζοντας - για τον “Freud”» του Derrida στο Η καρτ-ποστάλ και το «Ο Freud και η σκηνή της γραφής» στο Η γραφή και η διαφορά, βλ. το Η παιδική ηλικία της τέχνης (L ’Enfance de Fart), το Τέσσερα μυθιστορήματα ανάλυσης (Quatre Romans analytiques) και το Το αίνιγμα της γυναίκας (L ’Enigme de la femme) της Sarah Kofman* το Διατρέχοντας τον Freud (Parcours de Freud) του Jean-Michel Rey* το «Μια σημείωση για τον Freud και
248
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μένης της σημαντικής αποδομητικής και αυτο-αποδομητικής δύ ναμης αυτών των κειμένων, τέτοιες αναγνώσεις μάς δίνουν μια διαφορετική όψη της φροϋδικής θεωρίας. Ένας τρόπος για να καταλάβουμε τι πέτυχε ο Freud είναι να τον μελετήσουμε με τους όρους που διεξήλθαμε σε αυτό το κε φάλαιο. Ο Freud ξεκινά με μια σειρά από ιεραρχικές αντιθέ σεις: φυσιολογικό/παθολογικό, λογική/παραφροσύνη, πραγ ματικό/φαντασιακό, εμπειρία/όνειρο, συνειδητό/ασυνείδητο,
την αναπαράσταση» («Note sur Freud et la representation») του Philippe Lacoue-Labarthe* το «Η μυθοπλασία και τα φαντάσματά της» («La Fiction et ses fantomes») της Helene Cixous* τις «Μυθοπλασίες του Λυκανθρώπου» («Fictions of the Wolfman») του Peter Brooks* το «Οιδιπόδεια κειμενικότητα: διαβάζοντας την ανάγνωση του Οιδίποδα από τον Freud» («Oedipal Textuality: Reading Freud’s Reading of Oedipus») της Cynthia Chase· το «Ο Freud και ο Άνθρωπος της άμμου» («Freud and the Sandman») του Neil Hertz* το «Πώς να διαβάζουμε τον Freud σχετικά με τα αστεία: ο κριτικός ως Schadchen» («How to Read Freud on Jokes: the Critic as Schadchen») και το «Τριμυθελαμίνη: σημειώσεις για το δείγμα ονείρου του Freud» («Trimethylamin: Notes on Freud’s Specimen Dream») του Jeffrey Mehlman* το «Η μεταψυχολογική μάγισσα» («La Sorciere metapsychologique») του Rodolphe Gasche* το «Ο Freud και ο μΰθος της καταγωγής» («Freud and the Myth of Origins») του David Carroll* και το Freud-μύθος (Freud-Legende), το «Ο δια σπορέας: παρατηρήσεις για το Witz του Freud» («The Divaricator: Remarks on Freud’s Witz»), το «Το παράπλευρο θέαμα, ή παρατηρήσεις για μια οικεία στιγμή» («The Sideshow, or Remarks on a Canny Moment») και το «Αυτό» («It») του Samuel Weber. Μολονότι η «επιστροφή στον Freud» του Lacan αποτέλεσε ένα αποφασιστικής σημασίας ερέθισμα για την έρευνα και τον πα ρεπόμενο διάλογο, οι πιστοί λακανικοί, ταγμένοι στις απαιτήσεις της επιστή μης τους, δεν υπήρξαν οι πλέον εύστροφοι και πειστικοί αναγνώστες του Freud. Εξαίρεση αποτελεί, φυσικά, ο Jean Laplanche, συγγραφέας του κλασι κού Ζωή και θάνατος στην ψυχανάλυση (Vie et mort enpsychanalyse).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
249
ζωή/θάνατος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο πρώτος όρος εκλαμβάνεται ως πρωταρχικός, ως μια πληρότητα την οποία αρνείται ή περιπλέκει ο δεύτερος. Καθώς βρίσκεται στο περιθώριο του πρώτου όρου, ο δεύτερος όρος δηλώνει μια ανεπιθύμητη και περιττή παρέκκλιση. Οι αναζητήσεις του Freud αποδομούν αυ τές τις αντιθέσεις αφενός εντοπίζοντας ποιο είναι το διακύβευμα της επιθυμίας μας να απωθήσουμε τον δεύτερο όρο, αφετέ ρου δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα κάθε πρώτος όρος μπο ρεί να ιδωθεί ως μια ειδική περίπτωση των βασικών στοιχείων που δηλώνονται από τον δεύτερο, ο οποίος με τη σειρά του με τασχηματίζεται μέσα από αυτή τη διαδικασία. Η κατανόηση του περιθωριακού ή παρεκκλίνοντος όρου μετατρέπεται έτσι σε συνθήκη για την κατανόηση του υποτιθέμενου πρωταρχικού όρου. Οι γενικότερες διεργασίες της ψυχής αποκαλύπτονται, πα ραδείγματος χάριν, μέσα από τη διερεύνηση των παθολογικών περιπτώσεων. Η λογική των ονείρων και των φαντασιώσεων κα τέχει κεντρική θέση στην επισκόπηση των δυνάμεων που λει τουργούν σε όλο το φάσμα της εμπειρίας μας. Η διερεύνηση των νευρώσεων είναι το κλειδί για την περιγραφή της υγιούς προ σαρμογής· είναι μάλιστα σχεδόν κοινός τόπος ότι η «υγεία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ειδική περίπτωση νεύρωσης, μια νεύρωση που εναρμονίζεται με συγκεκριμένες κοινωνικές επι ταγές. Ή πάλι, αντί ο Freud να αντιμετωπίσει τη σεξουαλικότη τα ως μια ιδιαίτερα εξειδικευμένη όψη της ανθρώπινης εμπει ρίας, ως μια δύναμη που λειτουργεί σε συγκεκριμένες στιγμές της ανθρώπινης ζωής, δείχνει τη διαστροφικότητάτης, καθιστώ ντας τη θεωρία της σεξουαλικότητας προϋπόθεση για την κατα νόηση αυτού που μπορεί να μοιάζει απολύτως μη σεξουαλικό,
250
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
όπως η συμπεριφορά των παιδιών. Το «μη σεξουαλικό» γίνεται μια συγκεκριμε'νη εκδοχή αυτοΰ που ο Freud αποκαλεί «διευρυμένη σεξουαλικότητα» ( Three Essays on the Theory o f Sexuality! Τρία δοκίμια για τη θεωρία της σεξουαλικότητας, τ. 7, σ. 134). Αυτές οι αποδομητικές αντιστροφές, που φέρνουν σε περίοπτη θέση ό,τι μέχρι πρότινος θεωρούνταν περιθωριακό, ευθύνονται για μεγάλο μέρος της επαναστατικής επίδρασης της φροϋδικής θεωρίας. Η μετατροπή ενός ανεπανάληπτου τέρατος σαν τον Οιδίποδα σε πρότυπο για τη φυσιολογική ωρίμαση ή η μελέτη της φυσιολογικής σεξουαλικότητας ως διαστροφής -μιας δια στροφής του ενστικτώδους- είναι διαδικασίες που ακόμα και σήμερα δεν έχουν χάσει την ισχύ του σκανδάλου. Η ευρύτερης σημασίας περίπτωση φροϋδικής αποδόμησης είναι, φυσικά, η αποσυναρμολόγηση της ιεραρχικής αντίθεσης μεταξύ συνειδητού και ασυνειδήτου. Ο Freud γράφει: Είναι απαραίτητο να εγκαταλείψουμε την υπερβολική εκτίμηση που τρέφουμε για την ικανότητά μας να έχουμε συνείδηση, προκειμένου να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια σωστή αντίληψη για την καταγωγή οποισυδήποτε δια νοητικού στοιχείου. [...] Το ασυνείδητο είναι η ευρύτερη σφαίρα που συμπεριλαμβάνει τη μικρότερη σφαίρα του συ νειδητού. Καθετί το συνειδητό έχει ένα προκαταρκτικό ασυνείδητο στάδιο- επιπλέον, το ασυνείδητο ενδέχεται να παραμείνει ασυνείδητο και παρ’ όλ’ αυτά να διεκδικεί την πλήρη αξία μιας ψυχικής διαδικασίας. Το ασυνείδητο είναι η αληθινή ψυχική πραγματικότητα (The Interpretation of DreamsIΗ ερμηνεία των ονείρων, τ. 5, σσ. 612-613).
Η ισχυρή ανθρωπιστική παράδοση, με επιφανέστερο εκπρόσω πό της τον Descartes, όρισε το ανθρώπινο υποκείμενο με όρους
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
25<
συνείδησης: το «εγώ» είναι αυτό που σκέφτεται, αντιλαμβάνε ται και αισθάνεται. Αποκαλύπτοντας και περιγράφοντας την καθοριστική δύναμη των ασύνειδων παραγόντων και δομών της ανθρώπινης ζωής, ο Freud αντιστρέφει την παραδοσιακή ιεραρ χία και μετατρέπει το συνειδητό σε μια συγκεκριμένη και παράγωγη όψη των ασύνειδων διαδικασιών. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε αυτό το εγχείρημα του Freud με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος, ο οποίος συχνά προτιμάται όταν συζητάμε για την ψυχαναλυτική θεραπεία, προτείνει μια αντιστροφή που δίνει έμφαση στην υπερκείμενη δύναμη του ασυ νειδήτου, αλλά συνεχίζει να το ορίζει με όρους συνείδησης, ως συνείδηση που απωθείται ή αναβάλλεται. Οι εμπειρίες απωθούνται και κρύβονται στο ασυνείδητο, από όπου και ασκούν καθο ριστική επιρροή. Κατά τη διάρκεια της ψυχανάλυσης αποκαλύ πτεται η λανθάνουσα παρουσία τους· επανέρχονται στη συνείδη ση και, όπως θα υποστήριζε η ανθρωπιστική παράδοση, οι ανα λυόμενοι ελευθερώνονται από τον έλεγχο αυτών των μέχρι πρό τινος απωθημένων ιδεών αποκτώντας μια νέα αυτοσυνειδησία, χάρη στην οποία ξαναβρίσκουν τον εαυτό τους στον μέγιστο δυ νατό βαθμό. Με αυτό τον τρόπο σκέψης, η φροϋδική αντιστροφή ευνοεί το ασυνείδητο, αλλά το κάνει μετατρέποντάς το σε λανθά νουσα πραγματικότητα την οποία μια ανώτερη συνείδηση μπορεί θεωρητικά να αποκαλύψει και να επανοικειοποιηθεί. Οι διατυπώσεις του Freud είναι συχνά ανοιχτές σε μια τέτοια ερμηνεία, αλλά ο ίδιος επιμένει και σε μια διάκριση ανάμεσα στο ψυχαναλυτικό ασυνείδητο και σε αυτό που ονομάζει «προσυνειδητό», οι μνήμες και οι εμπειρίες του οποίου δεν είναι συ νειδητές σε μια συγκεκριμένη στιγμή, αλλά θεωρητικά μπορεί
252
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
να τις ανακαλέσει η συνείδηση. Από την άλλη μεριά, η συνείδη ση δεν έχει πρόσβαση στο ασυνείδητο13. Επιπλέον, ιδιαίτερα σε έργα που αναπτύσσουν θεωρίες πρωτογενούς απώθησης, πρω τογενών φαντασιώσεων και Nachtraglichkeit ή δραστηριότητας που αναβάλλεται, ο Freud τονίζει ότι το ασυνείδητο δεν είναι σε καμία περίπτωση απλώς ένα στρώμα πραγματικών εμπειριών που έχουν απωθηθεί, μια λανθάνουσα παρουσία. Το ασυνείδη το όχι μόνο συγκροτείται από την απώθηση, αλλά και γίνεται ενεργός παράγοντας αυτής της απώθησης. Όπως και η difference (διαφωρά), η οποία δηλώνει την ατελή καταγωγή της διαφοράς από τη διαφοροποίηση και της διαφοροποίησης από τη διαφορά, έτσι και το ασυνείδητο αποτελεί μια μη καταγωγική καταγωγή που ο Freud αποκαλεί πρωτογενή απώθηση (Urverdrangung) και με την οποία το ασυνείδητο ταυτόχρονα ει σάγει την πρώτη απώθηση και συγκροτείται ως απώθηση. Αν η ανακάλυψη του ασυνειδήτου αποδεικνύει ότι τίποτε στην αν θρώπινη φύση δεν είναι ποτέ απλό και ότι οι σκέψεις και οι επι θυμίες έχουν πάντοτε ήδη αναδιπλασιαστεί και διαιρεθεί, τότε προκύπτει ότι το ίδιο το ασυνείδητο δεν είναι απλώς μια λανθά νουσα πραγματικότητα, αλλά πάντοτε, σύμφωνα με τις εικασίες του Freud, ένα σύνθετο και διαφοροποιημένο προϊόν. Όπως γράφει ο Derrida, το ασυνείδητο δεν είναι, όπως ξε'ρουμε, μια λανθάνουσα, εικονική, δυνητική παρουσία εν εαυτώ: διαφοροποιείται/
13. Για μια σχετική συζήτηση, βλ. το «Το ασυνείδητο: μια ψυχαναλυτική μελέτη» («The Unconscious: A Psychoanalytic Study») των Laplanche και Serge Leclaire, σ. 127.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
253
αναβάλλεται (il se differe) κι αυτό αναμφίβολα σημαίνει ότι έχει εξυφανθεί με διαφορές και ότι στέλνει ή εξουσιο δοτεί αντιπροσώπους, δίνει εντολές. Σε καμία περίπτωση όμως ο εντολοδόχος δεν μπορεί να «υπάρξει», να είναι πα ρών, να είναι ο «εαυτός» του κάπου, πολύ λιγότερο να απο κτήσει συνείδηση. Κατ’ αυτή την έννοια [...], το «ασυνείδη το» δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ένα «πράγμα» πε ρισσότερο απ’ ό,τι ως οτιδήποτε άλλο* δεν είναι ένα πράγ μα περισσότερο απ’ ό,τι είναι μια εικονική ή συγκεκαλυμμένη συνείδηση. Αυτή η ριζική ετερότητα που σέβεται κά θε δυνατή μορφή παρουσίας είναι εμφανής και στα μη αναγώγιμα αποτελέσματα της δράσης που αναβάλλεται [...]. Σε ό,τι αφορά την ετερότητα του «ασυνείδητου», δεν έχου με να κάνουμε με μια σειρά τροποποιημένων παρόντων -παρόντων που έχουν παρέλθει ή ακόμη αναμένονται-, αλ λά με ένα «παρελθόν» που ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν θα είναι παρόν και που το μέλλον του ποτέ δεν θα είναι η π α ραγωγή ή αναπαραγωγή του με τη μορφή της παρουσίας (Περιθώρια, σσ. 21-22, «Differance» / «Διαφωρά», σ. 152).
Ο όρος Nachtraglichkeit σηματοδοτεί μια παράδοξη κατάσταση την οποία ο Freud αναλύει συχνά στις επιμέρους μελέτες του: το καθοριστικό γεγονός σε μια νεύρωση δεν συμβαίνει ποτέ ως τέ τοιο, δεν είναι ποτέ παρόν ως γεγονός, αλλά κατασκευάζεται εκ των υστέρων από αυτό που μπορεί να περιγράφει μόνο ως κειμενικός μηχανισμός του ασυνειδήτου. Στην περίπτωση του Λυ κανθρώπου, η ανάλυση των ονείρων-κλειδιά οδηγεί τον Freud στο συμπέρασμα ότι το παιδί υπήρξε μάρτυρας της συνουσίας των γονιών του στην ηλικία του ενάμισι έτους. Η «πρωτογενής σκηνή» δεν είχε κανένα νόημα ή επίδραση εκείνη τη στιγμή* κα ταγράφτηκε στο υποσυνείδητο ως ένα κείμενο σε μια άγνωστη
254
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γλώσσα. Όταν το παιδί έγινε τεσσάρων ετών, ωστόσο, ένα όνει ρο που συνδεόταν με εκείνη τη σκηνή μέσω μιας σειράς συνειρ μών το μετέτρεψε σε τραύμα, έστω και αν σε γενικές γραμμές παρέμεινε απωθημένο με εξαίρεση ένα παρατοποθετημένο σύ μπτωμα: το φόβο για τους λύκους. Η καίρια εμπειρία, το καθο ριστικό για τη ζωή του Λυκανθρώπου γεγονός, ήταν ένα γεγονός που δεν συνέβη ποτέ. Η ίδια η «πρωταρχική» σκηνή δεν ήταν τραυματική και θα μπορούσε -ο Freud αφήνει ανοιχτό αυτό το ενδεχόμενο- να είναι ακόμα και μια σκηνή ζώων που συνουσιά ζονται, η οποία στη συνέχεια μετασχηματίζεται, μέσω μιας χρο νικά μετατοπισμένης ενέργειας, σε πρωτογενή σκηνή. Δεν μπο ρούμε να ανακαλύψουμε και να μεταφέρουμε στο παρόν το γε γονός ή την αιτία, γιατί δεν υπάρχουν πουθενά. Η περίπτωση της «Έμμας» είναι άλλο ένα κλασικό παρά δειγμα της κειμενικής, διαφοροποιητικής λειτουργίας του ασυ νειδήτου. Η Έμμα αποδίδει το φόβο της για τα καταστήματα σε ένα περιστατικό που της συνέβη στην ηλικία των δώδεκα ετών, όταν εκείνη μπήκε σε ένα μαγαζί, είδε δυο υπαλλήλους να γε λούν και έφυγε κατατρομαγμένη. Ο Freud, από τη μεριά του, αποδίδει τον ίδιο φόβο σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν εκείνη ήταν οχτώ χρονών και ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού χάιδεψε τα γεννητικά της όργανα μέσα από τα ρούχα της. «Ανάμεσα στα δύο γεγονότα» γράφει ο Jean Laplanche «κάνει την εμφάνι σή του ένα εντελώς καινούργιο γεγονός - η πιθανότητα μιας σε ξουαλικής αντίδρασης» (Ζωή και θάνατος στην ψυχανάλυση, σ. 40). Το σεξουαλικό περιεχόμενο δεν εντοπίζεται ούτε στην πρώτη σκηνή, όταν δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σεξουαλική διάσταση του γεγονότος, ούτε στη δεύτερη σκηνή. «Εδώ» γρά
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
255
φει ο Freud «έχουμε την περίπτωση μιας μνήμης που διεγείρει ένα συναίσθημα το οποίο δεν διέγειρε το άτομο ως εμπειρία, γιατί στο μεταξύ οι αλλαγές που έφερε η εφηβεία κατέστησαν δυνατή μια διαφορετική κατανόηση αυτοΰ που το πρόσωπο θυ μόταν [...]. Η μνήμη απωθείται και μετατρέπεται σε τραύμα μό νο μέσα από μια χρονικά μετατοπισμένη ενέργεια» («Project for a Scientific Psychology»/«Πρόγραμμα για μια επιστημονική ψυ χολογία», τ. 1, σ. 356). «Η ανακάλυψη του Freud» γράφει ο Derrida «αναμφίβολα είναι η μη αναγωγικότητα της μη-επιβράδυνσης» (Η γραφή και η διαφορά, σ. 303/308). «Το ασΰνειδο κείμενο είναι ήδη υφασμένο από καθαρά ίχνη, από διαφορές όπου ενοποιούνται το νόημα και η μορφή, κείμενο που δεν παρίσταται πουθενά, συγκροτημέ νο από στοιχεία που είναι πάντα ήδη μεταγραφές. Καταγωγικά εκτυπώματα. Όλα αρχίζουν με την αναπαραγωγή. Πάντα ήδη, δηλαδή αποθέματα ενός νοήματος που δεν ήταν ποτέ παρόν, του οποίου το σημαινόμενο παρόν συγκροτείται πάντα με καθυστέ ρηση, nachtraglich, κατόπιν εορτής, συμπληρωματικά: nachtraglich σημαίνει επίσης συμπληρωματικό» (σ. 314/320-321). Μια περαι τέρω επιβεβαίωση της δυνατότητάς μας να καταλάβουμε τη φροϋδική θεωρία με όρους differance (διαφωράς) έρχεται από τα ποικίλα διαφοροποιητικά μοντέλα που προτείνει ο Freud για την ψυχή -ο Derrida τα συζητά στο «Ο Freud και η σκηνή της γρα φής»-, και ιδιαίτερα το μοντέλο του μαγικού σημειωματάριου. Προκειμένου να αναπαραστήσει την παράδοξη κατάσταση κα τά την οποία οι μνήμες εγγράφονται ή αναπαράγονται στο ασυ νείδητο χωρίς ποτέ να έχουν γίνει αντιληπτές, ο Freud επικαλεί ται έναν σύνθετο μηχανισμό γραφής. Τα ίχνη που ποτέ δεν εμ
256
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
φανίστηκαν στην επιφάνεια της αντίληψης παραμένουν κάτω από αυτή, σαν αναπαραγωγές χωρίς πρωτότυπα. Γενικά η απο δόμηση, ενώ τονίζει την ετερογένεια των κειμένων του Freud, βρίσκει στα γραπτά του τολμηρές προτάσεις που αμφισβητούν τις μεταφυσικές παραδοχές με βάση τις οποίες φαινομενικά ενεργεί. Όπως γράφει ο Derrida, «το γεγονός ότι το παρόν εν γένει δεν είναι πρωτογενές, αλλά ανασυγκροτημένο, ότι δεν εί ναι η απόλυτη μορφή, πλήρως ζωντανή και συστατική της εμπει ρίας, ότι δεν υπάρχει καθαρότητα του ζωντανού παρόντος, αυτό είναι το -εξαίρετο για την ιστορία της μεταφυσικής- θέμα που ο Freud μάς καλεί να σκεφτούμε μέσα από μια εννοιολογία άνιση προς το ίδιο το πράγμα» (σ. 314/321). Έ να εκπληκτικό δείγμα αποδομητικοΰ εγχειρήματος είναι η παρουσίαση των ενορμήσεων ή των ορμών του θανάτου στο Πέ ραν της αρχής της ηδονής. Μπορεί να φαίνεται ότι, αν υπάρχει μια καθαρή δυαδική αντίθεση, αυτή είναι ζωή εναντίον θανά του: η ζωή είναι ο θετικός όρος και ο θάνατος είναι η άρνησή του. Ωστόσο, ο Freud υποστηρίζει ότι η ενόρμηση του θανάτου, η θεμελιώδης δηλαδή τάση κάθε ζωντανού οργανισμού να επιστρέψει σε μια ανόργανη κατάσταση, αποτελεί την πιο ισχυρή ζωτική δύναμη· ο οργανισμός «επιθυμεί απλώς να πεθάνει με τον δικό του τρόπο» και η ζωή του είναι μια σειρά από αναβολές του βασικού στόχου της ζωής του (τ. 18, σ. 39). Η ενόρμηση του θανάτου, όπως εκδηλώνεται στην καταναγκαστική επανάληψη, μετατρέπει τη δραστηριότητα των ζωτικών ενστίκτων σε μια ει δικότερη περίπτωση της γενικότερης οικονομίας της επανάλη ψης και της ανάλωσης. Όπως το θέτει ο Laplanche, με αυτή την «επαναφορά του θανάτου στη ζωή [...] είναι σαν να είχε ο Freud
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
257
μια μάλλον σκοτεινή αντίληψη της αναγκαιότητας να αρνηθούμε οποιαδήποτε βιταλιστική ερμηνεία και να διυλίσουμε τη ζωή φτάνοντας στα ίδια της τα θεμέλια» (Ζωή και θάνατος στην 'ψυ χανάλυση, σ. 123). Η λογική του επιχειρήματος του Freud έχει ως αποτέλεσμα μια εντυπωσιακή αποδομητική ανατροπή με την οποία «η αρχή της ηδονής φαίνεται ότι βρίσκεται ακριβώς στην υπηρεσία των ενορμήσεων του θανάτου» (Πέραν της αρχής της ηδονής, τ. 18, σ. 63/σ. 97). Οι αναγνώσεις του Freud ασχολούνται και με μια άλλη αντίθεση που είναι βαθιά ριζωμένη στη σκέψη μας και η αποδόμηση της οποίας μπορεί να έχει πιο άμεσες κοινωνικές και πολιτικές επι πτώσεις: την ιεραρχική αντίθεση μεταξύ άντρα και γυναίκας. Ορισμένοι κριτικοί έχουν υποστηρίξει ότι αυτή είναι η πρωταρ χική αντίθεση στην οποία βασίζονται όλες οι υπόλοιπες και ότι, όπως το θέτει η Helene Cixous, σκοπός του λογοκεντρισμού, μο λονότι δεν θα το παραδεχόταν ποτέ, ήταν ανέκαθεν να θεμελιώ σει το φαλλογοκεντρισμό, να διασφαλίσει τη λογική για την αντρική τάξη («Sorties»/«Έξοδοι», σσ. 116-119). Είτε πρόκειται για το παράδειγμα των μεταφυσικών αντιθέσεων είτε όχι, το άντρας/γυναίκα ασφαλώς αποτελεί μια διάκριση, η ιεραρχική δόμηση της οποίας επισημαίνεται με πάμπολλους τρόπους, από τη βιβλική αναφορά στη Γένεση, όπου η γυναίκα δημιουργείται από την πλευρά του άντρα ως συμπλήρωμα και «σύντροφος/ βοηθός» του μέχρι τις σημασιολογικές, μορφολογικές και ετυ μολογικές σχέσεις μεταξύ man και woman στα αγγλικά. Πρόκειται για μια περίπτωση στην οποία οι επιπτώσεις της ιεραρχίας που μας έχει επιβληθεί είναι ξεκάθαρες και οι λόγοι
258
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
που έχουμε για να την αποδομήσουμε απτοί. Μπορούμε επίσης να δούμε εδώ πόσο δίκιο έχει ο Derrida όταν επιμένει ότι δεν αρκεί να αρνηθούμε μια ιεραρχική σχέση. Ελάχιστα ωφελεί να διεκδικούμε την ισότητα μεταξύ γραφής και ομιλίας ή την ισότη τα μεταξύ γυναίκας και άντρα: ακόμα και οι ριγκανικοί ρεπουμπλικάνοι θα τάσσονταν με τα λόγια υπέρ της ισότητας. «Επιμέ νω σθεναρά και διαρκώς» γράφει ο Derrida «για το πόσο ανα γκαία είναι η φάση της αντιστροφής, την οποία διάφοροι, πολύ βιαστικά ίσως, επιχείρησαν να αμφισβητήσουν [...]. Παραμελώ τη φάση της αντιστροφής σημαίνει ξεχνώ ότι η δομή της αντίθε σης είναι δομή σύγκρουσης και εξάρτησης και επομένως περνώ υπερβολικά βιαστικά, χωρίς να αποκομίζω κανένα κέρδος σε σχέση με την προγενέστερη αντίθεση, σε μια ουδετερότητα η οποία πρακτικά αφήνει τα πράγματα όπως ακριβώς ήταν και μας στερεί κάθε δυνατότητα να παρέμβονμε ουσιαστικά» (Θέ σεις , σσ. 56-57)14. Οι διαβεβαιώσεις περί ισότητας δεν έρχονται σε ρήξη με την ιεραρχία. Η αποδόμηση μπορεί να έχει κάποια τύχη στην προσπάθειά της να εξαρθρώσει την ιεραρχική δομή, μόνο αν συμπεριλάβει μια ανατροπή ή αντιστροφή. Η αποδόμηση αυτής της αντίθεσης απαιτεί τη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους διάφορα είδη λόγου -ψυχαναλυτι κός, φιλοσοφικός, λογοτεχνικός, ιστορικός λόγος- έχουν συ γκροτήσει την έννοια του άντρα, αποδίδοντας στο θηλυκό χα ρακτηρισμούς που το παραγκωνίζουν. Ο αναλυτής επιδιώκει να εντοπίσει τα σημεία στα οποία αυτοί οι λόγοι αποσυναρμολο14. Η πρώτη πρόταση αυτού του παραθέματος δεν εμφανίζεται στην αγγλική με τάφραση των Θέσεων.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
259
γοΰνται, αποκαλύπτοντας τη συμφεροντολογική και ιδεολογική φΰση της ιεραρχικής επιβολής τους και υπονομεύοντας τη βάση της ιεραρχίας που αυτοί επιθυμούν να συγκροτήσουν. Η ντερινταϊκή αποδόμηση μπορεί να συμβάλει σε αυτή τη διερεύνηση, δεδομένου ότι πολλές από τις διαδικασίες που εντοπίζονται, παραδείγματος χάριν, στη μελέτη του Derrida για το χειρισμό της γραφής εμφανίζονται επίσης και σε διάφορες συζητήσεις για τη γυναίκα. Όπως και η γραφή, έτσι και η γυναίκα αντιμε τωπίζεται ως συμπλήρωμα: οι συζητήσεις σχετικά με τον «άντρα» μπορούν να προχωρήσουν χωρίς να γίνεται μνεία της γυναίκας, γιατί θεωρείται ότι τη συμπεριλαμβάνει αυτόματα σαν ειδική περίπτωση- οι αρσενικές αντωνυμίες την αποκλείουν χωρίς να εφιστούν την προσοχή στον αποκλεισμό της- ακόμα και αν μελετηθεί ξεχωριστά, θα οριστεί και πάλι με βάση τον άντρα, ως το έτερόν του. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ύμνοι για τη γυναίκα αντικρούουν αυτή τη δομή, αλλά αποδεικνύεται ότι τελικά υπακούουν στην ίδια λογική που ο Derrida διέκρινε και στους ύμνους για τη γραφή. Όταν ένα κείμενο φαίνεται να επαινεί τη γραφή αντί να την αντιμετωπίζει σαν συμπληρωματική τεχνική, αποδεικνύεται ότι ο έπαινός του αφορά τη μεταφορική γραφή που διακρίνεται από την κοινή, κυριολεκτική γραφή. Στον Φαίδρο, παραδείγμα τος χάριν, η γραφή ή εγγραφή της αλήθειας στην ψυχή είναι δια φορετική από την «αισθητή» και «εν χώρω» γραφή - κατά το Με σαίωνα, η γραφή του Θεού στο Βιβλίο της Φύσης, που επίσης επαινείται, ελάχιστα μοιάζει με τη γραφή του ανθρώπου στην περγαμηνή (Περίγραμματολογίας, σσ. 26-27/33). Παρομοίως, οι συζητήσεις για τη γυναίκα που φαίνεται να δίνουν προτεραιότη
26ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τα στο θηλυκό έναντι του αρσενικού -και υπάρχουν βέβαια πα ραδόσεις ιδιαίτερα αναπτυγμένων επαίνων-υμνούν τη γυναίκα ως θεά (το Ewig-Weibliche (αιώνιο θηλυκό), Αφροδίτη, Μούσα, Μητέρα Γη) και επικαλούνται μια μεταφορική γυναίκα σε σύ γκριση με την οποία υπολείπονται οι πραγματικές γυναίκες. Οι ύμνοι στη γυναίκα ή η ταύτιση της γυναίκας με μια ισχυρή δύνα μη ή ιδέα -η αλήθεια ως γυναίκα, η ελευθερία ως γυναίκα, οι μούσες ως γυναίκες- περιθωριοποιούν τις πραγματικές γυναί κες. Η γυναίκα μπορεί να γίνει το σύμβολο της αλήθειας μόνο αν απαρνηθεί μια πραγματική σχέση με την αλήθεια, μόνο αν υπο θέσουμε ότι αυτοί που γυρεύουν την αλήθεια είναι άντρες. Η ταύτιση της γυναίκας με την ποίηση μέσω της μορφής της μούσας προϋποθέτει επίσης ότι ο ποιητής θα είναι άντρας. Ενώ εμφανί ζεται να υμνεί τη γυναίκα, αυτό το μοντέλο αρνείται στις γυναί κες έναν πιο ενεργό ρόλο στο σύστημα της λογοτεχνικής παρα γωγής και τις αποκλείει από τη λογοτεχνική παράδοση15. Διερευνώνταςτη θέση που κατέχουν οι γυναίκες σε διάφορα είδη λόγου, ανακαλύπτουμε τη λογική που διέπει αυτές τις λιγότερο ή περισσότερο περίπλοκες μορφές καταπίεσης, αλλά που θενά τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο ενδιαφέροντα και υπαινι κτικά όσο στην ψυχανάλυση, η οποία αποκτά ιδιαίτερη σημασία από τη στιγμή που αναδείχτηκε στη βασική θεωρία που διαθέ τουμε σχετικά με τη σεξουαλικότητα και σε αυθεντία για τη σε ξουαλική διαφορά. 15. Για μια σχετική συζήτηση και βιβλιογραφικές ενδείξεις, βλ. κεφ. 1 και 2 του Η τρελή στη σοφίτα των Gilbert και Gudman. Τα Έ μβολα του Derrida συζητούν τη «γυναίκα» στα κείμενα του Nietzsche και ερευνούν ιδιαίτερα τα αποσπάσματα εκείνα που ταυτίζουν την αλήθεια με τη γυναίκα.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
2βΐ
Τι έχει να πει η ψυχανάλυση για την ιεραρχική αντίθεση άντρα/γυναίκας; Ή , καλύτερα, πώς συγκροτείται αυτή η αντί θεση στην ψυχαναλυτική θεωρία; Μπορούμε εύκολα να δείξου με ότι στα κείμενα του Freud το θηλυκό αντιμετωπίζεται ως συ μπληρωματικό και παρασιτικό. Το γεγονός ότι ορίζουν τη θηλυ κή ψυχή μέσα από τον φθόνο του πέους είναι ένα αναμφισβήτη το δείγμα φαλλογοκεντρισμού: το ανδρικό μόριο είναι το σημείο αναφοράς- η παρουσία του είναι ο κανόνας, ενώ το θηλυκό απο τελεί μια παρέκκλιση, ένα ατύχημα ή μια αρνητική περιπλοκή που έχει εκπέσει από τη θετική νόρμα. Ακόμα και οι λακανικοί ψυχαναλυτές, που θα ανασκεύαζαν αυτή την κατηγορία υποστη ρίζοντας ότι φαλλός δεν είναι το πέος, επιβεβαιώνουν αυτή τη δομή εκλαμβάνοντας το αρσενικό πέος ως το πρότυπο του κα θαρά συμβολικού φαλλού τους. Η γυναίκα, όπως λέει και ο τίτ λος της Luce Irigaray, είναι Ce Sexe qui n ’en estpas un -«αυτό το φύλο που δεν είναι ένα»-, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια άρνη ση του αρσενικού. Η γυναίκα δεν είναι ένα ον με αιδοίο, αλλά ένα ον χωρίς πέος, ένα ον που προσδιορίζεται ουσιαστικά από αυτή την έλλειψη. Ό ταν αναφέρεται στην παιδική σεξουαλικότητα, ο Freud παρουσιάζει αρκετά καθαρά το θηλυκό ως παράγωγο. «Οφεί λουμε τώρα να αναγνωρίσουμε» γράφει «ότι το μικρό κορίτσι είναι ένας μικρός άνδρας». Τα αγόρια μαθαίνουν «πώς να παίρνουν ηδονή από το μικρό τους πέος [...]. Τα μικρά κορίτσια κάνουν το ίδιο πράγμα με την ακόμα μικρότερη κλειτορίδα τους. Φαίνεται ότι όλες οι αυνανιστικές πράξεις τους γίνονται με αυτό το αντίστοιχο του πέους και ότι το πραγματικά θηλυκό αιδοίο δεν το έχει ακόμη ανακαλύψει κανένα από τα δύο φύλα»
26 2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
(«Femininity»/«Θηλυκότητα», τ. 22, σ. 118). Η θηλυκότητα ξεκι νά ως μια ηπιότερη μορφή της ανδρικής σεξουαλικότητας· οι διακρίσεις ανάμεσα στα φΰλα ξεκινούν όταν το θηλυκό ανα γνωρίζει τον εαυτό του ως μια υποδεέστερη εκδοχή του αρσενι κού. Ο Freud μιλά για μια «στιγμιαία ανακάλυψη που τα μικρά κορίτσια προορίζονται να κάνουν. Παρατηρώντας το πέος ενός αδελφού ή ενός άλλου παιδιού με το οποίο παίζουν, εντυπωσια κά ορατό καθώς είναι και μεγάλων διαστάσεων, το αναγνωρί ζουν αμέσως ως το ανώτερο αντίστοιχο του δικού τους μικρού και δύσκολα παρατηρήσιμου οργάνου και από εκείνη τη στιγμή γίνονται θύματα αυτού του φθόνου του πέους» («Some Psychical Consequences of the Anatomical Distinction between the Sexes»/«Ορισμένες ψυχικές συνέπειες της ανατομικής διά κρισης μεταξύ των φύλων», τ. 19, σ. 252). Λέγεται εδώ ότι το κο ρίτσι θεωρεί εξαρχής το αρσενικό ως τον κανόνα. Χωρίς καν να αναρωτηθεί, ορίζει τον εαυτό του ως εκτροπή: «προβαίνει στην κρίση της και παίρνει την απόφασή της αστραπιαία» συνεχίζει ο Freud. «Το έχει δει και γνωρίζει ότι δεν το έχει και θέλει να το αποκτήσει». Αυτή η αναγνώριση έχει πολύ σημαντικές συνέ πειες: «αποδέχεται το γεγονός του ευνουχισμού της και, μαζί με αυτό, την ανωτερότητα του αρσενικού και τη δική της κατωτε ρότητα» («Female S ex u ality»/«ruva^ia σεξουαλικότητα», τ. 21, σ. 229). Αργότερα, η ανακάλυψη του αιδοίου ασφαλώς και θα έχει περαιτέρω επιπτώσεις, αλλά το αιδοίο είναι κάτι επιπρόσθετο· συμπληρώνει το ανεπαρκές όργανό της και, σύμφωνα με την πα ρουσίαση του Freud, δεν δίνει στο κορίτσι αυτόνομη ή ανεξάρ τητη σεξουαλικότητα. Αντίθετα, συνεχίζει να λειτουργεί η δομή
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
263
της εξάρτησης και της παραγωγής. Η ώριμη γυναικεία σεξουα λικότητα επικεντρώνεται στο αιδοίο και συγκροτείται με βάση την απώθηση της κλειτοριδικής σεξουαλικότητας που είναι ου σιαστικά αρσενική. Η γυναίκα είναι ένα ανεπαρκές αρσενικό, η σεξουαλικότητά της ορίζεται ως απώθηση της αρχικής της αρσενικότητας, ενώ η γυναικεία ψυχή συνεχίζει να χαρακτηρίζεται κατά βάση από το φθόνο του πέους. Πολλά μπορεί να γραφτούν και έχουν γραφτεί για τις αντρι κές προκαταλήψεις του Freud. Η γλώσσα του υποδεικνύει την προοπτική του: μιλά για τη γυναίκα που «αποδέχεται το γεγονός του ευνουχισμού της» και για την «ανακάλυψή της ότι είναι ευ νουχισμένη» και για την άμεση εκ μέρους της «αναγνώριση» της «κατά πολύ ανώτερης κατασκευής του αγοριού» («Θηλυκότη τα», τ. 22, σ. 126). Στο Κάτοπτρο, της άλλης γυναίκας και στο Α υ τό το φύλο που δεν είναι ένα, η Luce Irigaray εξαπολύει δριμεία επίθεση εναντίον του και υποστηρίζει ότι αυτός ο ριζοσπαστικός θεωρητικός, οι ανακαλύψεις του οποίου έρχονται σε ρήξη με τα θεμελιώδη μεταφυσικά σχήματα της σκέψης μας, όταν συζητά τη γυναίκα παραμένει φυλακισμένος στις πιο παραδοσιακές φιλο σοφικές και κοινωνικές παραδοχές. Αντί όμως να απορρίψουμε τον Freud, μπορούμε, όπως κάνει η Sarah Kofman στο Το αίνιγ μα της γυναίκας: η γυναίκα στα κείμενα του Freud, να πάρουμε τα κείμενά του στα σοβαρά και να δούμε πώς αυτή η θεωρία, που τόσο ξεκάθαρα ευνοεί την ανδρική σεξουαλικότητα και ορίζει τη γυναίκα ως ατελή άνδρα, αποδομεί τον εαυτό της. Δεν κάνουμε κάτι τέτοιο για να εμπιστευτούμε τον άντρα Freud, αλ λά για να δώσουμε στον εαυτό μας την καλύτερη δυνατή ευκαι ρία να μάθουμε από τα γραπτά του Freud, υποθέτοντας ότι, αν
264
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αυτός ο δυνατός και ετερογενής λόγος λειτουργεί σε κάποια δε δομένη στιγμή με αδικαιολόγητες παραδοχές, διάφορες ενδοκειμενικές δυνάμεις που μια ανάγνωση θα φέρει στην επιφά νεια μπορούν να αποκαλύψουν και να υποσκάψουν αυτές ακρι βώς τις παραδοχές. Μια πρώτη γραμμή έρευνας είναι να καθορίσουμε τι έχουν να πουν οι θεωρίες του Freud σχετικά με την κατασκευή των θεω ριών της σεξουαλικότητας. Στο «Εικάζοντας - για τον “Freud”», ο Derrida εφαρμόζει αυτό που λέει ο Freud σχετικά με το παι χνίδι του εγγονοΰ του στο παιχνίδι του ίδιου του Freud με την Αρχή της Ηδονής· στην περίπτωση όμως που μας απασχολεί εδώ, η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική, μια και οι θεωρίες του Freud ασχολούνται ανοιχτά με τη συγκρότηση των σεξουα λικών θεωριών. Έ χει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η θεωρία της ευνουχισμένης γυναίκας και του φθόνου του πέους παρουσιάζε ται για πρώτη φορά σε ένα άρθρο με τίτλο «Περί των σεξουαλι κών θεωριών των παιδιών» («On the Sexual Theories of Children») υπό τη μορφή μιας θεωρίας που αναπτύσσει το αρ σενικό παιδί: μία από τις τρεις «ψευδείς θεωρίες που του επι βάλλει το καθεστώς της δικής του σεξουαλικότητας» (τ. 9, σ. 215). Μέσα στην «άγνοια του αιδοίου» που το χαρακτηρίζει, το παιδί υποθέτει ότι όλοι έχουν πέος και ότι το όργανο του κο ριτσιού θα μεγαλώσει με το χρόνο. «Εκλαμβάνει τα γεννητικά όργανα της γυναίκας, όταν αργότερα τα δει, ως ακρωτηριασμέ να όργανα» (σ. 217). Αυτή η παιδική σεξουαλική θεωρία εξελίσ σεται αργότερα σε θεωρία και του ίδιου του Freud και, αν την τοποθετήσουμε στο πλαίσιο της ψυχικής οικονομίας που ο ίδιος περιγράφει, μπορούμε να δούμε, όπως υποστηρίζει η Sarah
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
265
Kofman, ότι μια θεωρία της ατελούς γυναικείας σεξουαλικότη τας δεν καταλήγει μόνο στο να γίνει η ανδρική σεξουαλικότητα ο κανόνας με βάση τον οποίο πρέπει να κρίνουμε τα πάντα, αλ λά και στο να καταστεί δυνατή μια συγκεκριμένη «φυσιολογική» αντρική σεξουαλικότητα. Δεδομένης της έμφασης που δίνει ο Freud στην αμείλικτη δύναμη του συνδρόμου και του άγχους του ευνουχισμού, η γυναίκα θα πρέπει να είναι είτε ένα φρικιαστικό και απεχθές αντικείμενο, μια ζωντανή απόδειξη της δυνατότη τας του ευνουχισμού, είτε, όπως προτείνει ο Freud στο «Περί ναρκισσιμού» («On Narcissism»), ένα συνολικά ανώτερο και αυτόνομο ον, πλήρης έτσι όπως είναι, χωρίς να έχει τίποτε να χάσει ή να κερδίσει. Και οι δύο δυνατότητες είναι απειλητικές για τους άνδρες. Η θεωρία της γυναικείας σεξουαλικότητας και του φθόνου του πέους είναι ένας τρόπος κυριαρχίας πάνω στη γυναίκα: όσο περισσότερο μια γυναίκα φθονεί το πέος, τόσο πιο βέβαιο είναι ότι το ανδρικό πέος παραμένει ακέραιο, ότι πράγ ματι αποτελεί «ανώτερη κατασκευή». Ο γυναικείος φθόνος του πέους καθησυχάζει τον άνδρα για τη σεξουαλικότητά του και καθιστά τη γυναίκα επιθυμητή τόσο ως δεξαμενή από την οποία αντλεί αυτό τον καθησυχασμό, όσο και ως σεξουαλικό αντικεί μενο. Ο Freud υποστηρίζει ότι «ο τρόπος με τον οποίο ο πολιτι σμός έχει χαλιναγωγήσει τον έρωτα εμπεριέχει την οικουμενική τάση να υποτιμιόνται τα σεξουαλικά αντικείμενα» και ότι, κατά συνέπεια, η γυναίκα που μέλλει να γίνει αντικείμενο σεξουαλι κής προσοχής πρέπει να υποτιμηθεί. «Από τη στιγμή που θα ικα νοποιηθεί η συνθήκη της υποτίμησης, μπορεί ελεύθερα πλέον να εκφραστεί η φιληδονία και να αναπτυχθούν σημαντικές σε ξουαλικές ικανότητες και υψηλός βαθμός ηδονής» («On the
266
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Universal Tendency to Debasement in the Sphere of Love»/ «Περί της οικουμενικής τάσης για υποτίμηση στη σφαίρα του έρωτα», τ. 11, σσ. 187,183). Όπως εξηγεί η Kofman, η διαδικα σία του ευνουχισμού που προσγράφει στη γυναίκα μια ατελή σε ξουαλικότητα και, επομένως, ο φθόνος του πέους είναι η «λύση» την οποία προτείνει ο Freud προκειμένου να αποδώσει στον πο λιτισμένο άνθρωπο όλη τη σεξουαλική του δύναμη (Το αίνιγμα της γυναίκας, σσ. 97-103). Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, όπως κάνει η Juliet Mitchell στο πρωτοποριακό έργο της Ψυχανάλυση και φεμινι σμός (Psychoanalysis and Feminism ), ότι ο Freud περιγράφει τι συμβαίνει στις σχέσεις μεταξύ των φύλων. «Είναι κρίμα που ο Freud δεν αποκήρυξε σαφέστερα αυτό που ανέλυσε [...]. Πι στεύω, ωστόσο, ότι με την ανάλυση δεν μπορούμε παρά να προ χωρήσουμε παραπέρα. Το γεγονός ότι προ έκυψε μια απαισιό δοξη αναφορά του Freud στη γυναίκα δεν είναι ενδεικτικό τόσο του αντιδραστικού πνεύματός του, όσο της κατάστασης των γυ ναικών» (σ. 362). Ωστόσο, η θεωρία του Freud παρουσιάζει ξε κάθαρα το φθόνο του πέους, το σύνδρομο του ευνουχισμού και άλλα γνωρίσματα της θηλυκότητας ως απαραίτητα μάλλον παρά ως συμπτωματικά, όχι τόσο ως συμπτώματα της ιστορικής συ γκυρίας στην οποία ανήκουν οι γυναίκες, όσο ως αναπόδραστα χαρακτηριστικά της συγκρότησής τους ως ανθρώπινων όντων κατ’ αυτή την έννοια, η θεωρία του Freud εργάζεται για να επι κυρώσει, ως ανιστορική αναγκαιότητα, την υποτίμηση της γυ ναίκας και την αυθεντία του άνδρα. Επιπλέον, αφού οι αναφο ρές του ίδιου του Freud δείχνουν πως η σεξουαλική κατάσταση του άνδρα καθαυτήν κάνει πιο συμφέρουσα για τον ίδιο τη δια-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
267
τύπωση θεωριών που ενστερνίζονται τέτοιες ιεραρχικές δομές, έχουμε κάθε λόγο να αμφισβητήσουμε τον ισχυρισμό ότι αυτή η αναφορά του Freud είναι μια ουδέτερη περιγραφή. Η θεωρία του Freud ανάγεται έτσι σε μια μορφή ανδρικής επιβολής, η οποία υποκινείται με τη σειρά της από δυνάμεις που ανήκουν στο συστημάτων σεξουαλικών ενορμήσεων και αγχών αποσυναρμολογεί όμως τον εαυτό της και με έναν άλλο τρόπο. Προκειμένου να συγκροτήσει τη γυναικεία σεξουαλικότητα ως παράγωγη και εξαρτημένη, ως μια ήπια εκδοχή της ανδρικής σε ξουαλικότητας και συνεπώς ως απώθηση της φαλλικής σεξουα λικότητας, ο Freud αποδίδει στη γυναίκα μια εγγενή αμφισεξουαλικότητα. Αν «το μικρό κορίτσι είναι ένας μικρός άντρας» που το έχει μέσα του να γίνει γυναίκα, τότε είναι εξαρχής αμφισεξουαλική και ο Freud θέτει το ζήτημα της θηλυκότητας με αυτοΰς τους όρους: η ψυχανάλυση επιδιώκει να καταλάβει «πώς από ένα παιδί με αμφισεξουαλική προδιάθεση προκύπτει μια γυναίκα» («Θηλυκότητα», τ. 22, σ. 116). Χωρίς αυτή την καταγωγική αμφισεξουαλικότητα, θα υπήρχαν μόνο δύο διακριτά φύλα, άνδρας και γυναίκα. Ο Freud μπορεί να αντιμετωπίσει τη γυναι κεία σεξουαλικότητα ως παράγωγη και παρασιτική μόνο αν της αποδώσει μια τέτοια αμφισεξουαλικότητα: πρώτα μια κατώτερη φαλλική σεξουαλικότητα και στη συνέχεια την ανάδυση της θη λυκότητας μέσα από την απώθηση της κλειτοριδικής (αρσενι κής) σεξουαλικότητας. Αλλά η θεωρία της αμφισεξουαλικότητας -μία από τις πιο ριζοσπαστικές συμβολές της ψυχανάλυσηςαντιστρέφει την ιεραρχική σχέση μεταξύ άνόρα και γυναίκας, γιατί προκύπτει ότι η γυναίκα -με το συνδυασμό αρσενικών και θηλυκών χαρακτηριστικών και με τα δύο σεξουαλικά όργανά
•268
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
της, ένα «ανδρικό» και ένα «γυναικείο»- αποτελεί το καθολικό πρότυπο της σεξουαλικότητας και ο άνδρας αποτελεί μία μόνο συγκεκριμένη παραλλαγή της γυναίκας, μια παρατεταμένη πραγμάτωση του φαλλικοΰ της σταδίου. Από τη στιγμή που η γυ ναίκα έχει, όπως λέει ο Freud, μια αρσενική και μια θηλυκή φά ση, αντί να αντιμετωπίσουμε τη γυναίκα ως μια παραλλαγή του «άνδρα», θα ήταν ακριβέστερο σύμφωνα με τη θεωρία του να αντιμετωπίσουμε τον άνδρα ως ένα ιδιαίτερο δείγμα γυναίκας. Ή θα έπρεπε ίσως να πούμε, ευθυγραμμιζόμενοι με το ντερινταϊκό πρότυπο, ότι άνδρας και γυναίκα είναι από κοινού πα ραλλαγές της αρχι-γυναίκας. Μπορούμε επομένως να δείξουμε, μέσα από μια προσεκτική και επινοητική ανάγνωση του Freud, ότι η κίνηση με την οποία η ψυχανάλυση συγκροτεί την ιεραρχική αντίθεση ανάμεσα στον άνδρα και στη γυναίκα εξαρτάται από παραδοχές που αντιστρέ φουν αυτή την ιεραρχία. Μια αποδομητική ανάγνωση αποκαλύ πτει ότι η γυναίκα δεν είναι περιθωριακή αλλά αποτελεί το κέ ντρο και ότι οι αναφορές στην «ατελή σεξουαλικότητά» της αποτελούν μια απόπειρα να κατασκευάσουμε την ανδρική πληρότη τα παραμερίζοντας μια συνθετότητα που αναδεικνύεται σε συν θήκη της σεξουαλικότητας γενικά. Η ιεραρχική αντίθεση προϋ ποθέτει τον προσδιορισμό κάθε όρου και ιδιαίτερα τον συνεκτι κό, κατηγορηματικό αυτοπροσδιορισμό του άνδρα- αλλά, όπως υποστηρίζει η Shoshana Felman, αυτός ο ανδρικός αυτοπροσδιορισμός και «η επιβολή την οποία διεκδικεί αποδεικνύεται μια σεξουαλική αλλά και πολιτική φαντασίωση που ανατρέπεται από τη δυναμική της αμφισεξουαλικότητας και από τη ρη τορική αντιστρεψιμότητα του αρσενικού και του θηλυκού»
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
269
(«Rereading Femininity»/«Ξαναδιαβάζοντας τη θηλυκότητα», σ. 31). Είτε επικεντρώσουμε την προσοχή μας στα κείμενα του Freud που αποκρύπτουν την αρχι- ή την πριοτο-γυναίκα, είτε, όπως κάνει η Sarah Kofman σε ένα άλλο σημείο τον Αινίγματος της γυναίκας, σε εκείνα που αποκαλύπτουν υπό την πίεση της εξήγησης τον καθοριστικό ρόλο της μητέρας, μπορούμε να δεί ξουμε ότι αυτά τα κείμενα έρχονται σε ρήξη με την ιεραρχία των φύλων στην ψυχανάλυση. Απαντοόντας σε μια ερώτηση της Lucette Finas για το «φαλλογοκεντρισμό» και τη σχέση του με το γενικότερο πρόγραμμα της αποδόμησης, ο Derrida απαντά ότι αυτός ο όρος επιβεβαιώ νει τη συνενοχή λογοκεντρισμού και φαλλοκεντρισμού. «Είναι ένας και ο αυτός λόγος: η έγερση ενός πατρικού λόγου [...] και του φαλλού ως “προνομιακού σημαίνοντος” (Lacan). Τα κείμε να που δημοσίευσα μεταξύ 1964 και 1967 απλώς προετοίμαζαν το δρόμο για μια ανάλυση του φαλλογοκεντρισμού» («Ακούγοντας φιλοσοφικά», σ. 311). Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια υπερβατική αυθεντία ή ένα υπερβατικό σημείο αναφοράς: η αλήθεια, η λογική, ο φαλλός, ο «άνδρας». Καθώς οι φεμινί στριες αντιτίθενται στις ιεραρχικές αντιθέσεις του φαλλοκεντρισμού, έρχονται αντιμέτωπες άμεσα και πρακτικά με ένα ενδημι κό πρόβλημα της αποδόμησης: τη σχέση ανάμεσα στα επιχειρή ματα που αναπτύσσονται με λογοκεντρικούς όρους και την από πειρα να ξεφύγουμε από το σύστημα του λογοκεντρισμού. Για τις φεμινίστριες αυτό παίρνει τη μορφή ενός επείγοντος ερωτή ματος: να ελαχιστοποιήσουμε ή να αναδείξουμε τη διαφοροποίη ση των φύλων; Πρέπει άραγε να επικεντρωθούμε σε ποικίλες απόπειρες προκειμένου να προκαλέσουμε και να εξουδετερώ
Ίηο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σουμε ή να υπερβούμε την αντίθεση ανάμεσα στο «ανδρικό» και στο «γυναικείο», που ξεκινούν από το να δείξουμε τις υψηλές επιδόσεις των γυναικών σε «ανδρικές» ασχολίες και φθάνουν στο να εξιχνιάσουμε την ιστορική εξέλιξη της διάκρισης και να αμφισβητήσουμε την ίδια την έννοια μιας αντιθετικής ταυτότη τας των φύλων; Ή μήπως, αντίθετα, πρέπει να αποδεχτούμε την αντίθεση μεταξύ άνδρα και γυναίκας και να εξυμνήσουμε ό,τι το γυναικείο, δείχνοντας τη δύναμή του, την ανεξαρτησία του και την υπεροχή του σε σχέση με «ανδρικούς» τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς; Ας πάρουμε ένα συγκεκριμένο ζήτημα που έχουν συζητήσει οι αμερικανίδες φεμινίστριες: όταν μιλάμε για γυναίκες συγγραφείς, παλιές και νέες, θα πρέπει άραγε να ανα ζητούμε ένα διακριτό γυναικείο επίτευγμα -με τον κίνδυνο να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός γκέτο «γυναικείας γραφής» μέσα στην πόλη της λογοτεχνίας- ή θα πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι είναι ανεπιθύμητη η κατηγοριοποίηση των συγ γραφέων με βάση το φύλο και να περιγράψουμε τα υπέροχα γε νικά επιτεύγματα συγκεκριμένων γυναικών συγγραφέων; Για τις γυναίκες συγγραφείς το ζήτημα ήταν κατά πόσο θα πρέπει να υιοθετήσουν «ανδρικούς» τρόπους γραφής και να αναδειχτούν σε «δασκάλες» του είδους ή αν θα πρέπει να αναπτύξουν ένα αποκλειστικά γυναικείο είδος λόγου, ελπίζοντας ενδεχομένως ότι θα καταφέρουν να επιδείξουν τις υψηλές αρετές του. Οι δια φωνίες στο εσωτερικό των φεμινιστικών κινημάτων έφτασαν συ χνά σε σημείο έντονης αντιπαλότητας, κάτι που είναι ενδεχομέ νως αναπόφευκτο από τη στιγμή που θα πρέπει να γίνουν κάποιες επιλογές· αλλά η περίπτωση της αποδόμησης δείχνει πόσο σημαντικό είναι να δουλεύουμε σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα,
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ακόμα και αν αυτό καταλήγει σε ένα κίνημα περισσότερο αντι φατικό παρά ενιαίο. Τα αναλυτικά κείμενα που επιχειρούν να εξουδετερώσουν την αντίθεση ανδρικού/γυναικείου είναι ιδιαί τερα σημαντικά, αλλά, όπως λέει ο Derrida, «η ιεραρχία αυτής της δυαδικής αντίθεσης πάντοτε ανασυγκροτείται» και, επομέ νως, ένα κίνημα που επιβεβαιώνει την προτεραιότητα του κατα πιεσμένου όρου είναι στρατηγικά αναγκαίο (Θέσεις, σ. 57). Πολλοί θεωρητικοί που έχουν επηρεαστεί από την αποδόμη ση εργάστηκαν για να αναστρέψουν την παραδοσιακή ιεραρχία και να επιβεβαιώσουν την προτεραιότητα του γυναικείου. Στις «Εξόδους», η Helene Cixous αντιπαραβάλλει τη νευρωτική εμ μονή του άνδρα σε μια φαλλική μονοσεξουαλικότητα με τη γυ ναικεία αμφισεξουαλικότητα που, όπως υποστηρίζει, θα πρέπει να δώσει στις γυναίκες μια προνομιακή σχέση με τη γραφή. Η ανδρική σεξουαλικότητα αρνείται και αντιστέκεται στην ετερό τητα, ενώ η αμφισεξουαλικότητα αποτελεί μια αποδοχή της ετε ρότητας στο πλαίσιο του ίδιου μας του εαυτού, όπως ακριβώς και η γραφή. «Είναι πολύ πιο δύσκολο για τον άντρα να αφήσει να συνυπάρξουν οι δύο εαυτοί· η γραφή είναι το πέρασμα, η εί σοδος, η έξοδος, η εγκατοίκηση στο εσωτερικό μου αυτού του άλλου που είμαι και δεν είμαι» (σ. 158). Η γυναικεία γραφή θα πρέπει να επιβεβαιώνει αυτή τη σχέση με την ετερότητα- θα πρέ πει να αντλεί δύναμη από την αμεσότερη πρόσβασή της στη λο γοτεχνικότητα, καθώς και από την ικανότητά της να ξεφεύγει από την ανδρική επιθυμία για κυριαρχία και επιβολή. Η Luce Irigaray προτρέπει τις γυναίκες να αναγνωρίσουν τη δύναμή τους ως «la terre-mere-nature (re)productrice» («ανα-παραγωγική γη-μητέρα-φύση») και επιδιώκει να αναπτύξει μια νέα μυ-
2J 2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θολογία που να συνδέει αυτοΰς τους όρους (Αυτό το φύλο πον δεν είναι ένα, σ. 99 passim). Η Julia Kristeva προωθεί το συνδυα σμό του μητρικού με το σεξουαλικό στοιχείο στη μορφή της οργασμικής μητέρας («la mere qui jouit») και περιγράφει την τέ χνη ως τη γλώσσα της jouissance maternelle (της μητρικής ηδο νής· Polylogue/ Πολνλόγιο, σσ. 409-435). Το γυναικείο δεν είναι μόνο ο χώρος της τέχνης και της γραφής αλλά και της αλήθειας, «le vreel» («το πραγμαληθινό» ή η «αληθινή αυτή»- το «truereal» ή το «she-truth» [vrai-elle, αληθαυτή]): η αλήθεια που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, που βρίσκεται πέρα από την ανδρι κή τάξη της λογικής, της επιβολής και της αληθοφάνειας και τις υπονομεύει (Folle verite/Τρελή αλήθεια, σ. 11). Στο Αίνιγμα της γυναίκας, η Sarah Kofman δείχνει την προτεραιότητα της μητέ ρας στη φροϋδική θεωρία: η μητέρα δεν αποτελεί μόνο ένα αί νιγμα που πρέπει επιλυθεί αλλά και το δάσκαλο της αλήθειας, ενώ η «επιστήμη» του Freud προσπαθεί να αποδώσει μια έλλει ψη στη γυναίκα που μοιάζει να είναι επικίνδυνα αυτάρκης. Αξιοποιώντας τη φροϋδική και νιτσεϊκή εικόνα της γυναίκας ως ναρ κισσιστικού κυρίαρχου-εγκληματία ή ως τρομερού αρπακτικού πουλιού, η Kofman αναπτύσσει την έννοια της καταφάσκουσας γυναίκας που δεν θέλει να αποδεχτεί τον ευνουχισμό ως κάτι που έχει αποφασιστεί ή πρέπει να αποφασιστεί, αλλά αποδέχεται τη δική της διπλή, επαμφοτερίζουσα γυναικεία σεξουαλικότητα. Οι συγγραφείς που εξυμνούν οτιδήποτε το γυναικείο κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί ανά πάσα στιγμή να κατηγορηθούν ότι δημιουργούν μύθους, ότι αντιμάχονται τους μύθους για τον άν δρα με νέους μύθους για τη γυναίκα- γι’ αυτό ίσως και οι αντι στροφές στην ιεραρχία είναι πιθανότατα πιο πειστικές όταν
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
273
προκύπτουν από κριτικές αναγνώσεις σημαντικών κειμένων, όπως συμβαίνει όταν η Kofman καταδεικνύει ότι τα μισογυνικά κείμενα του Freud εντοπίζουν με συγκεκαλυμμένο τρόπο την απειλητική δυναμική και την προτεραιότητα του θηλυκού. Αλλά η προώθηση του θηλυκού θα πρέπει να συνοδεύεται από την αποδομητική απόπειρα να ανατοποθετήσουμε την αντίθεση με ταξύ των φύλων. «Το θηλυκό» καταλήγει η Shoshana Felman σε μια ανάγνωση του Κοριτσιού με τα χρυσά μάτια (La Fille aux yeux d ’or) του Balzac, «ως πραγματική ετερότητα, στο κείμενο του Balzac, είναι ανοίκειο από την άποψη ότι δεν είναι το αντί θετο του αρσενικού αλλά αυτό που υποσκάπτει την ίδια την αντίθεση αρσενικού-θηλυκού» («Ξαναδιαβάζοντας τη θηλυκότη τα», σ. 42). Το μυθιστόρημα αναδεικνύει αυτό το στοιχείο ως τη χαρακτηριστική απειλή που εκπορεύεται από το θηλυκό. Άλλες αναλύσεις δείχνουν πώς το θηλυκό ή η «γυναίκα» ταυτίζονται με τη ριζική ετερότητα, δηλαδή με ό,τι βρίσκεται έξω ή ξεφεύγει από τον έλεγχο των ανδροκεντρικών αφηγημάτων και των ιε ραρχικών κατηγοριοποιήσεών τους. Μολονότι η γυναίκα εντο πίζεται και ορίζεται αυστηρά από τις γλώσσες και τα ιδεολογικά αφηγήματα της κουλτούρας μας, το γεγονός ότι αυτή η ριζική ετερότητα κωδικοποιείται ως θηλυκή καθιστά δυνατή μια νέα αντίληψη για τη «γυναίκα», η οποία υποσκάπτει την ιδεολογική διάκριση μεταξύ άνδρα και γυναίκας, περίπου όπως και η πρωτο- ή αρχι-γραφή ανατοποθετεί τη συνηθισμένη διάκριση μετα ξύ ομιλίας και γραφής. Αυτή η νέα αντίληψη για τη «γυναίκα» έχει μικρή άμεση σχέ ση με όσα οι φεμινίστριες εντοπίζουν ως προβλήματα των «πραγματικών» γυναικών. Σε μια συνέντευξη με τίτλο «La
274
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Femme, ce n’est jamais ga» («Η γυναίκα δεν είναι ποτέ αυτό» ή «δεν μπορεί ποτέ να οριστεί»), η Julia Kristeva εξηγεί: Η πεποίθηση ότι «είμαστε γυναίκες» είναι σχεδόν τόσο πα ράλογη και σκοταδιστική όσο και η πεποίθηση ότι «είμαστε άνδρες». Λέω «σχεδόν», γιατί υπάρχουν ακόμη πολλοί στό χοι που μπορεί να επιτύχουν οι γυναίκες: ελευθερία στην έκτρωση και στην αντισύλληψη, κέντρα ολοήμερης φροντί δας για τα παιδιά, ισότητα στη δουλειά κ.λπ. Πρέπει επομέ νως να χρησιμοποιούμε το «είμαστε γυναίκες» ως διαφήμι ση ή σλόγκαν για τα αιτήματά μας. Σε ένα βαθύτερο επίπε δο, ωστόσο, η γυναίκα δεν είναι κάτι που μπορούμε να «εί μαστε»· δεν ανήκει καν στην κατηγορία του είναι [...]. Με τον όρο «γυναίκα» εννοώ αυτό που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί, αυτό που δεν λέγεται, αυτό που παραμένει πάνω και πέρα από ονοματολογίες και ιδεολογίες. Υπάρχουν ορισμένοι «άνδρες» που είναι εξοικειωμένοι με αυτό το φαινόμενο* αυτό ακριβώς δεν σταματούν να δείχνουν και μερικά σύγχρονα κείμενα: ελέγχουν τα όρια της γλώσσας και της κοινωνικότητας -το δίκαιο και την υπέρβασή του, την κυριαρχία και τη (σεξουαλική) ηδονή- χο)ρίς να κρατάνε το ένα για τους άνδρες και το άλλο για τις γυναίκες (σσ. 20-21).
Οι φεμινίστριες δικαίως ενοχλούνται από το γεγονός ότι, σε αυ τή την αποδομητική παλαιωνυμία, ο όρος «γυναίκα» μπορεί να μην αναφέρεται πλέον σε πραγματικά ανθρώπινα όντα που ορί ζονται από τις ιστορικές αναπαραστάσεις της έμφυλης ταυτότη τας, αλλά να χρησιμεύει ως ορίζοντας μιας κριτικής που ταυτίζει την «έμφυλη ταυτότητα», την «αναπαράσταση» και το «υποκεί μενο» με διάφορες ιδεολογικές επιβολές. Αυτό όμως είναι το άλλο μέτωπο μιας μάχης που περιλαμβάνει και την εξύμνηση
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
275
του γυναικείου έργου και της γυναικείας γραφής. Στο πρώτο κε φάλαιο, συναντήσαμε την ίδια λίγο-πολύ διάκριση μιλώντας για τη φεμινιστική κριτική: τη διάκριση ανάμεσα σε όσους ενδιαφέρονται να προωθήσουν τις χαρακτηριστικές εμπειρίες που έχουν ή μπορεί να έχουν οι γυναίκες αναγνώστριες και σε όσους καταπιάνονται με το να εκθέσουν τις «ανδρικές» ή «γυναικείες» αναγνώσεις ως προϊόντα μιας ιδεολογίας που πρέπει να εξαρ θρωθεί. Το ζήτημα, όπως λέει ο Derrida, είναι πώς να μειώσου με το χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα δύο μη συνθέσιμα προγράμμα τα, χωρίς όμως να θυσιάσουμε το ένα στο βωμό του άλλου- στο βαθμό που οι προβλέψεις είναι δυνατές, θα χρειαστεί για κά ποιο χρόνο ακόμα να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και στα δύο μέτωπα ταυτόχρονα. Μια τελική ιεραρχική αντίθεση με θεσμικές επιπτώσεις είναι η αντίθεση ανάμεσα στην ανάγνωση και την παρανάγνωση ή την κατανόηση και την παρανόηση. Το μορφολογικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας εξαρτά τον δεύτερο όρο από τον πρώτο, τον θεωρεί ως μια παράγωγη εκδοχή του πρωταρχικού όρου με το παρα-, Η παρανόηση είναι ένα ατύχημα που κάποτε συμβαίνει στην κατανόηση, μια παρέκκλιση που είναι δυνατή αποκλειστι κά και μόνο επειδή υπάρχει η κατανόηση. Το γεγονός ότι μπο ρούν να συμβούν ατυχήματα σχετικά με τη γραφή ή την κατα νόηση είναι μια εμπειρικά διαπιστωμένη δυνατότητα που δεν επηρεάζει αυτή καθαυτήν τη φύση αυτών των δραστηριοτήτων. Όταν ο Harold Bloom εισηγείται μια θεωρία για την «Αναγκαιό τητα της παρανάγνωσης» («The Necessity of Misreading») και θέτει σε κυκλοφορία το Χάρτη της παρανάγνωσης , οι κριτικοί
276
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
του απαντούν ότι μια θεωρία της αναγκαστικής παρανάγνωσης -ο ισχυρισμός ότι όλες οι αναγνώσεις είναι παραναγνώσειςδεν είναι συνεκτική, δεδομένου ότι η ιδέα της παρανάγνωσης προϋποθέτει τη δυνατότητα μιας σωστής ανάγνωσης. Μια ανά γνωση μπορεί να είναι παρανάγνωση μόνο αν υπάρχει μια πραγματική ανάγνωση την οποία δεν επιτυγχάνει. Αυτό φαίνεται εντελώς λογικό, αλλά, αν σπρώξουμε τα πράγματα λίγο παραπέρα, προκύπτει και μια άλλη δυνατότητα. Αν επιχειρήσουμε να διατυπώσουμε τη διάκριση ανάμεσα στην ανάγνωση και την παρανάγνωση, θα βασιστούμε αναπόφευκτα σε κάποια έννοια ταυτότητας και διαφοράς. Η ανάγνωση και η κατανόηση διατηρούν ή αναπαράγουν ένα περιεχόμενο ή ένα νόημα, συντηρούν την ταυτότητά του, ενώ η παρανόηση και η παρανάγνωση την παραμορφώνουν παράγουν ή εισάγουν μια διαφορά. Αλλά μπορούμε να προβάλουμε το επιχείρημα ότι, στην πραγματικότητα, ο μετασχηματισμός ή η τροποποίηση του νοήματος που χαρακτηρίζει την παρανόηση λειτουργεί εξίσου και σε αυτό που ονομάζουμε κατανόηση. Αν ένα κείμενο μπορεί να γίνει κατανοητό, μπορεί θεωρητικά να γίνει κατανοητό κατ’ επανάληψη, από διαφορετικούς αναγνώστες σε διαφορετικές περιστάσεις. Αυτές οι πράξεις ανάγνωσης ή κατανόησης δεν εί ναι, φυσικά, ταυτόσημες. Περιλαμβάνουν τροποποιήσεις και διαφορές, αλλά διαφορές που θεωρείται ότι δεν έχουν και πολ λή σημασία. Μπορούμε επομένως να πούμε, χρησιμοποιώντας μια διατύπωση πιο έγκυρη από την αντίστροφή της, ότι η κατα νόηση είναι μια ειδική περίπτωση παρανόησης, μια συγκεκριμέ νη παρέκκλιση από την παρανόηση ή ένας ιδιαίτερος καθορι σμός της. Είναι μια παρανόηση, οι απώλειες της οποίας δεν
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
277
έχουν και πολλή σημασία. Οι ερμηνευτικές διαδικασίες που λει τουργούν σε μια γενικευμένη παρανόηση ή παρανάγνωση προκαλούν τόσο αυτό που ονομάζουμε κατανόηση όσο και αυτό που ονομάζουμε παρανόηση. Ο ισχυρισμός ότι όλες οι αναγνώσεις είναι παραναγνώσεις μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί και από τις πλέον οικείες όψεις της κριτικής και ερμηνευτικής πρακτικής. Δεδομένης της πολυπλοκότητας των κειμένων, της αντιστρεψιμότητας των σχημάτων του λόγου, της επεκτασιμότητας των συμφραζομένων και της αναγκαιότητας μια ανάγνωση να επιλέγει και να οργανώνει, κά θε ανάγνωση μπορεί να αποδειχτεί ατελής. Οι ερμηνευτές είναι ικανοί να ανακαλύψουν γνωρίσματα και αναφορές ενός κειμέ νου που οι προηγούμενοι ερμηνευτές αγνόησαν ή παραμόρφω σαν. Μπορούν να χρησιμοποιήσουν το κείμενο για να δείξουν ότι οι προηγούμενες αναγνώσεις είναι στην πραγματικότητα παραναγνώσεις· και οι δικές τους αναγνώσεις όμως θα αποδει χτούν ανεπαρκείς από τους κατοπινούς ερμηνευτές, οι οποίοι μπορεί με οξυδέρκεια να εντοπίσουν τις αμφίβολες προϋποθέ σεις ή τις συγκεκριμένες μορφές τυφλότητας αυτών των ανα γνώσεων της οποίας γίνονται μάρτυρες. Η ιστορία των αναγνώ σεων είναι μια ιστορία παραναγνώσεων, έστω και αν υπό ορι σμένες συνθήκες αυτές οι παραναγνώσεις μπορεί να γίνουν ή να έχουν ήδη γίνει αποδεκτές ως αναγνώσεις. Η αντιστροφή αυτή, που αντιμετωπίζει την κατανόηση ως μια μορφή παρανόησης, μας επιτρέπει να διατηρήσουμε μια μετα βλητή διάκριση ανάμεσα σε δύο κατηγορίες παρανοήσεων, αυτές για τις οποίες το παρα- έχει σημασία και αυτές για τις οποίες δεν έχει, έστω και αν ούτως ή άλλως έχει σημαντικές επιπτώ
278
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σεις. Αμφισβητεί την παραδοχή ότι η παρανόηση προκύπτει ως περιπλοκή ή ως άρνηση της πράξης της κατανόησης, ότι η παρα νόηση είναι ένα ατύχημα το οποίο θεωρητικά μπορεί να εξαλειφθεί, περίπου όπως θεωρητικά μπορούμε να εξαλείψουμε τα αυτοκινητικά ατυχήματα και να δώσουμε την ευκαιρία σε κάθε όχημα να φθάσει στον κανονικό προορισμό του. Ο Wayne Booth, ο μεγάλος σύγχρονος θεωρητικός της κατανόησης, την ορίζει ως εξής: «Η κατανόηση είναι ο στόχος, η διαδικασία και το αποτέλεσμα κάθε φορά που ένα μυαλό καταφέρνει να εισχω ρήσει σε ένα άλλο μυαλό ή αντίστοιχα κάθε φορά που ένα μυα λό καταφέρνει να ενσωματώσει οποιοδήποτε μέρος ενός άλλου μυαλού» (,Κριτική κατανόηση, σ. 262). Σύμφωνα με τον Booth, η παρανόηση είναι απλώς αρνητική, μια αποτυχία να εισχωρή σουμε ή να ενσωματώσουμε κάτι στο οποίο πρέπει να εισχωρή σουμε ή το οποίο πρέπει να ενσωματώσουμε. Η παρανόηση εί ναι σε σχέση με την κατανόηση ό,τι είναι το αρνητικό σε σχέση με το θετικό. Οι διαβεβαιώσεις για την αναγκαιότητα της παρα νάγνωσης, από την άλλη πλευρά, μας υποβάλλουν την ιδέα ότι η αντίθεση δεν είναι αυτού του τύπου, αλλά ότι τόσο η ανάγνωση όσο και η παρανάγνωση, η κατανόηση και η παρανόηση, είναι δείγματα ενσωμάτωσης και διείσδυσης. Το ζήτημα που τίθεται σχετικά με το ποιες παραναγνώσεις ή παρανοήσεις θα αντιμε τωπιστούν ως πράξεις κατανόησης είναι περίπλοκο και περι λαμβάνει ένα πλήθος περιστασιακών παραγόντων που δεν ανά γονται σε κανόνες. Αυτό που δεχόμαστε ως «κατανόηση» μιας συγκεκριμένης βιβλικής παραβολής, παραδείγματος χάριν, ποι κίλλει πάρα πολύ ανάλογα με το αν βρισκόμαστε στη μία κατά σταση ή στην άλλη κατάσταση.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
279
Η ίδια η Κριτική κατανόηση του Booth προσφέρει ένα εξαι ρετικό παράδειγμα της ανάγνωσης ως παρανάγνωσης. Προκειμένου να αναδείξει τον πλουραλισμό της, ο Booth επιχειρεί να ασπαστεί και να αναπτύξει την κριτική πρακτική του Kenneth Burke, του R. S. Crane και του Μ. Η. Abrams. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να δείξει πώς είναι δυνατόν να υιοθετήσουμε σωστά τέτοιες αντιτιθέμενες προσεγγίσεις και δεν φείδεται κόπου για να επιτύχει μια συμ-παθητική και ακριβή κατανόηση· αλλά τόσο ο Burke όσο και ο Abrams απορρίπτουν διάφορες όψεις των αναφορών του σε αυτούς. «Αν δεν μπορούμε να αποδείξουμε ότι έστω και ένας κριτικός έχει πλήρως καταλάβει έναν άλλο» γράφει ο Booth, «τότε τι θα πρέπει να κάνουμε με τον ισχυρισμό των πλουραλιστών ότι έχουν καταλάβει και ενστερνιστεί περισ σότερους από έναν;» (σ. 200). Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε, όπως προτείνουν ο Abrams και ο Burke, ότι η κατανόηση του Booth είναι μια μορ φή παρανόησης: η ανάγνωσή του είναι μια, έστω γενναιόδωρη και σχολαστική, παρανάγνωση. Σε συγκεκριμένες περιστάσεις και σε αντιπαραβολή με άλλες παραναγνώσεις, θα μπορούσα με να πιστώσουμε τον Booth με μία από εκείνες τις παρανοή σεις που μετράνε σαν κατανοήσεις· κατά πόσο συμβαίνει κάτι τέτοιο εξαρτάται από ένα πλήθος σύνθετων και περιστασιακών παραγόντων. Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συμπεράνουμε ότι η κατανόηση είναι αδύνατη, αφού ανά πάσα στιγμή λαμβάνουν χώρα ερμηνευτικές πράξεις που φαίνεται να είναι απόλυτα επαρκείς για συγκεκριμένους σκοπούς και περιστάσεις· αλλά αυτές οι αναγνώσεις θα μπορούσαν να αποδειχτούν παραναγνώσεις, αν είχαμε λόγο να κάνουμε κάτι τέτοιο. Η δική μου πα-
28ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ρανάγνωση του Derrida μπορεί σε ορισμένα συμφραζόμενα να περάσει ως επαρκής κατανόηση, αλλά μπορεί επίσης να κατηγορηθεί και ως παρανόηση. «Το κείμενο» γράφει ο de Man «μπορεί να χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για να δειχθεί πού και πώς ο κριτικός παρεξέκλινε από αυτό» (Τυφλότητα και ενό ραση , σ. 109). Όπως το θέτει η Barbara Johnson: Η πρόταση «όλες οι αναγνώσεις είναι παραναγνώσεις» δεν αρνείται απλώς την έννοια της αλήθειας. Η αλήθεια διατηρείται σε υποτυπώδη μορφή στην έννοια του λάθους. Αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει, κάπου εκεί έξω, οριστικά ανέφικτη, η μία και μόνη αληθινή ανάγνωση με την οποία θα συγκρίνουμε όλες τις υπόλοιπες και θα τις βρούμε να υπολείπονται. Μάλλον σημαίνει (1) ότι οι λόγοι για τους οποίους μια ανάγνωση μπορεί να θεωρεί τον εαυτό της σω στά υποκινούνται και υποσκάπτονται από τα ίδια της τα συμφέροντα, την τυφλότητά της, τις επιθυμίες της και την κόπωσή της, και (2) ότι ο ρόλος της αλήθειας δεν μπορεί τό σο εύκολα να απαλειφθεί. Ακόμα και αν η αλήθεια δεν εί ναι τίποτε άλλο παρά μια φαντασίωση της βούλησης για εξουσία, κάτι συνεχίζει να δηλώνει το σημείο από το οποίο γίνονται αισθητές οι επιταγές του μη-εαυτού («Nothing Fails like Success»/«Τίποτε δεν αποτυγχάνει σαν την επιτυ χία», σ. 14).
Σύμφωνα με την παλαιωνυμική στρατηγική στην οποία μας πα ροτρύνει ο Derrida, η «παρανάγνωση» παρακρατά το ίχνος της αλήθειας, γιατί οι αξιοσημείωτες αναγνώσεις διατείνονται ότι λένε την αλήθεια, αλλά και γιατί η ερμηνεία δομείται από την προσπάθεια να συλλάβει αυτό που οι άλλες αναγνώσεις έχουν παραβλέψει και παρερμηνεύσει. Από τη στιγμή που καμία ανά-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
281
γνώση δεν μπορεί να αποφΰγει τη διόρθωση, όλες οι αναγνώ σεις είναι παραναγνώσεις· κάτι τέτοιο όμως δεν προκαλεί κά ποιου είδους μονισμό, αλλά μια διπλή κίνηση. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι, αν υπάρχουν μόνο παραναγνώσεις, τότε όλα περνάνε, επιβεβαιώνουμε ότι η παρανάγνωση συνιστά λάθος· σε αντίθεση όμως με τον θετικιστικό ισχυρισμό ότι είναι λάθη γιατί πασχίζουν μεν για μια σωστή ανάγνωση αλλά δεν κατα φέρνουν να την επιτύχουν, επιμένουμε ότι οι σωστές αναγνώ σεις είναι απλώς ειδικές περιπτώσεις παραναγνώσεων: παραναγνώσεις των οποίων παραλείπουμε τις παραλείψεις. Ίσως αυτή η θεώρηση της παρανάγνωσης να μην αποτελεί μια συνε κτική και συμπαγή θέση, αλλά, όπως θα ισχυρίζονταν οι υποστηρικτές της, αντιστέκεται στις μεταφυσικές εξιδανικεύσεις και συλλαμβάνει τη χρονική δυναμική της ερμηνευτικής μας περίστασης. Όπως συμβαίνει και με άλλες ανατροπές, η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ κατανόησης και παρανόησης προκαλεί μια ρήξη με τη δομή από την οποία εξαρτώνται οι θεσμοί. Οι επιθέσεις εναντίον των αποδομιστών και άλλων κριτικών τόσο διαφορετι κών μεταξύ τους, όσο ο Bloom, ο Hartman και ο Fish, συχνά δί νουν έμφαση στο γεγονός ότι, αν κάθε ανάγνωση είναι και μια παρανάγνωση, τότε απειλούνται οι έννοιες του νοήματος, της αξίας και της αυθεντίας τις οποίες προωθούν οι θεσμοί μας. Κά θε ανάγνωση ενός αναγνώστη θα είναι τόσο έγκυρη ή νόμιμη όσο και οποιαδήποπτε άλλη και τότε ούτε οι δάσκαλοι ούτε τα κείμενα δεν θα μπορέσουν να διατηρήσουν το γνωστό κύρος τους. Παρ’ όλ’ αυτά, τέτοιες ανατροπές ανατοποθετούν το ζήτη μα και μας κάνουν να σκεφτούμε ποιες είναι οι διαδικασίες νο
282
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μιμοποίησης, επικύρωσης ή έγκρισης που παράγουν διαφορές ανάμεσα στις αναγνώσεις και δίνουν το δικαίωμα σε μια ανά γνωση να εμφανίσει την άλλη ως παρανάγνωση. Κατά τον ίδιο τρόπο, εντοπίζοντας το φυσιολογικό ως μια ειδική περίπτωση παρέκκλισης, καταφέρνουμε να αμφισβητήσουμε τις θεσμικές δυνάμεις και πρακτικές που θεσπίζουν το φυσιολογικό δηλώνο ντας ή αποκλείοντας το παρεκκλίνον. Σε γενικές γραμμές, οι ανατροπές των ιεραρχικών αντιθέ σεων παραδίδουν στο διάλογο τους θεσμικούς διακανονισμούς που εξαρτώνται από την ιεραρχία και, ως εκ τούτου, ανοίγουν τη δυνατότητα αλλαγής, δηλαδή μια δυνατότητα που μπορεί να έχει πενιχρά αποτελέσματα, αλλά που σε κάποιο σημείο ενδέ χεται να αποδειχτεί κρίσιμη. Ο Richard Rorty σημειώνει ότι δεν έχουμε ακόμη συνειδητοποιήσει τις συνέπειες που έχει για την κουλτούρα και την κοινωνία η συνολική αλλά λεπτομερής επαναπεριγραφή της ανθρώπινης ψυχής και της ανθρώπινης συμπε ριφοράς από τον Freud- αντίθετα, ζούμε άβολα με «τις συνέπειες που έχει η ψυχανάλυση πάνω στους ηθικούς όρους που ορίζουν τη σκέψη μας, συνέπειες τις οποίες δεν έχουμε ακόμη εμπεδώ σει» («Freud, Morality, and Hermeneutics»/«Freud, ηθική και ερμηνευτική», σ. 185). Η αποδόμηση στρατηγικής σημασίας αντιθέσεων από τον Freud έχει προκαλέσει προβλήματα στη λο γική της ηθικής αξιολόγησης που χρησιμοποιεί κατηγορίες όπως «γενναιοδωρία»/«ατομικισμός», «θάρρος»/«δειλία» ή «αγάπη»/«μίσος». Δεν είναι σαφές τι είδους ανακατατάξεις θα επέλθουν στη γλώσσα και στους θεσμούς της ηθικής: «βρισκό μαστε ακόμη στο στάδιο που υποψιαζόμαστε ότι κάτι θα χρεια στεί να αλλάξει στον παλιό τρόπο ομιλίας μας, αλλά δεν ξέρου
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
283
με ακόμη τι» (σ. 177). Το διακύβευμα της αποδόμησης, γράφει ο Derrida σαο «Η σύγχρονη ρήξη» («L’ebranlement actuel»), εί ναι η επαναξιολόγηση της σχέσης ανάμεσα στο γενικό κείμενο και σε ό,τι είχαμε συλλάβει απλώς ως εξωτερική γλώσσα, λόγο ή γραφή, ως πραγματικότητες μιας άλλης κατηγορίας (Θέσεις, σ. 126). Οι «προφανώς τοπικές» εννοιολογικές ρήξεις έχουν επομένως ευρΰτερη σημασία, όσο κι αν οι συνέπειές τους δεν είναι άμεσα μετρήσιμες.
5. Κριτικές επιπτώσεις
Παρά την έκδηλη συνάφεια ανάμεσα στις λογοτεχνικές σπουδές και τη σχέση μεταξύ ανάγνωσης και παρανάγνωσης, οι επιπτώ σεις της αποδόμησης στη μελέτη της λογοτεχνίας πολύ απέχουν από το να είναι προφανείς. Ο Derrida γράφει συχνά για λογοτε χνικά κείμενα, αλλά δεν έχει ασχοληθεί άμεσα με ζητήματα όπως το αντικείμενο της λογοτεχνικής κριτικής, οι μέθοδοι ανά λυσης της λογοτεχνικής γλώσσας ή η φύση του λογοτεχνικού νοήματος. Οι επιπτώσεις της αποδόμησης στις λογοτεχνικές σπουδές πρέπει να συναχθούν, αλλά δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο με ποιο τρόπο θα πρέπει να γίνουν αυτές οι συναγωγές. Το επι χείρημα, παραδείγματος χάριν, ότι όλες οι αναγνώσεις είναι παραναγνώσεις δεν φαίνεται να έχει λογικές συνέπειες που θα ανάγκαζαν τους κριτικούς να ενεργήσουν διαφορετικά- θα μπο ρούσε όμως να επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι κριτικοί σκέπτονται την ανάγνωση και τα ερωτήματα που θέτουν σχετικά με την ερμηνευτική πράξη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, τόσο
284
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σε αυτή την περίπτωση όσο και σε άλλες, η αποδόμηση μιας ιε ραρχικής αντίθεσης δεν συνεπάγεται οΰτε προκαλεί αλλαγές στη λογοτεχνική κριτική, αλλά μπορεί να έχει σοβαρή επίδραση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι κριτικοί. Πιο συγκεκρι μένα, μέσα από την αμφισβήτηση των φιλοσοφικών αντιθέσεων στις οποίες αναπόφευκτα βασίζεται η κριτική σκέψη, η αποδό μηση εγείρει θεωρητικά ζητήματα που οι κριτικοί μπορούν είτε να αγνοήσουν είτε να διερευνήσουν. Καθώς έρχεται σε ρήξη με τις ιεραρχικές σχέσεις από τις οποίες εξαρτώνται οι κριτικές έν νοιες και μέθοδοι, δεν επιτρέπει σε έννοιες και μεθόδους να θεω ρηθούν δεδομένες ή απλώς αξιόπιστα μέσα. Οι κριτικές κατηγο ρίες δεν είναι απλά εργαλεία που θα χρησιμοποιήσουμε για να παραγάγουμε βάσιμες ερμηνείες, αλλά προβλήματα που θα με λετήσουμε μέσα από την αλληλεπίδραση κειμένου και εννοιών. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο η κριτική φαίνεται τόσο θεωρητική στις μέρες μας: οι κριτικοί είναι τώρα σε μεγαλύτερη ετοιμότητα να διερευνήσουν πώς επηρεάζονται οι κριτικές κα τηγορίες από τα κείμενα που συνηθίζουν να αναλύουν. Πριν περάσουμε, στο τρίτο κεφάλαιο, σε μια συζήτηση για τη λογοτεχνική κριτική και τις οφειλές της στη ντερινταϊκή αποδό μηση, θα πρέπει να προσδιορίσουμε τις επιπτώσεις της αποδομη τικής πρακτικής που αναπτύσσουμε εδώ στη λογοτεχνική θεωρία και κριτική. Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα επίπεδα ή τέσ σερα είδη συσχετισμού. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι η επίδραση που ασκεί η αποδόμηση σε μια σειρά από κριτικές έν νοιες, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της έννοιας της λογο τεχνίας. Η αποδόμηση ασκεί όμως την επίδρασή της και με άλ λους τρεις τρόπους: ως πηγή θεμάτων, ως παράδειγμα αναγνω
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
285
στικών στρατηγικών και ως δεξαμενή προτάσεων σχετικά με τη φύση και τους στόχους της κριτικής αναζήτησης. (1) Η έννοια της λογοτεχνίας ή του λογοτεχνικού λόγου εμπλέ κεται με πολλές από τις ιεραρχικές αντιθέσεις στις οποίες έχει εστιάσει την προσοχή της η αποδόμηση: σοβαρό/μη σοβαρό, κυριολεκτικό/μεταφορικό, αλήθεια/μυθοπλασία. Είδαμε πώς οι φιλόσοφοι, προκειμένου να αναπτύξουν μια θεωρία των πρά ξεων ομιλίας, κατασκευάζουν την έννοια της «κοινής γλώσσας» και των «συνηθισμένων περιστάσεων», παραμερίζοντας ως παρασιτικές εξαιρέσεις όλα τα μη σοβαρά εκφωνήματα, το κατεξοχήν δείγμα των οποίων είναι η λογοτεχνία. Υποβιβάζοντας τα ζητήματα μυθοπλασίας, ρητορικότητας και μη σοβαρότητας στο χο')ρο του περιθοορίου και της εξάρτησης -ένα χώρο στον οποίο η γλώσσα μπορεί να είναι όσο ελεύθερη, παιγνιώδης και ανεύ θυνη επιθυμεί-, η φιλοσοφία παράγει μια αποκαθαρμένη γλώσ σα και μπορεί να ελπίζει ότι θα την περιγράψει βάσει κανόνων με τους οποίους η λογοτεχνία θα ερχόταν σε ρήξη αν δεν είχε πα ραμεριστεί. Η έννοια της λογοτεχνίας είναι επομένως απαραίτη τη στην προσπάθειά μας να αναγάγουμε τους σοβαρούς, αναφο ρικούς και επαληθεύσιμους λόγους σε κανόνα της γλώσσας. Η αποδόμηση δείχνει ότι αυτές οι ιεραρχίες αποσυναρμολογούνται μέσα από τις διεργασίες των ίδιων των κειμένων που τις προτείνουν, κάτι που αλλάζει το καθεστώς της λογοτεχνικής γλώσσας. Αν η σοβαρή γλώσσα είναι μια ειδική περίπτωση της μη σοβαρής γλώσσας και αν οι αλήθειες είναι μυθοπλασίες το φανταστικό στοιχείο των οποίων έχει ξεχαστεί, τότε η λογοτε χνία δεν αποτελεί ένα παρεκκλίνον, παρασιτικό δείγμα γλώσ
286
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σας. Αντίθετα, άλλοι λόγοι μπορεί να ιδωθούν ως υποπεριπτώ σεις μιας γενικευμένης λογοτεχνίας ή μιας αρχι-λογοτεχνίας. Στο «Qual Quelle», ο Derrida παραθέτει μια παρατήρηση του Valery: αν μπορέσουμε να απελευθερωθούμε από τις συνήθεις παραδοχές μας, θα δούμε ότι «η φιλοσοφία, η οποία ορίζεται από το ίδιο το έργο της που είναι με τη σειρά του ένα σώμα γραφής, αντικειμενικά αποτελεί ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος [...], το οποίο και πρέπει να τοποθετήσουμε κοντά στην ποίηση». Αν η φιλοσοφία είναι ένα είδος γραφής, τότε, γράφει ο Derrida, μας επιβάλλεται η εξής αποοτολή: να μελετήσουμε το φιλο σοφικό κείμενο ως προς τη μορφική δόμησή του, τη ρητορι κή οργάνωσή του, την ιδιαιτερότητα και τη διαφορετικότη τα των κειμενικών του τΰπων, τα μοντέλα παρουσίασης και παραγωγής που χρησιμοποιεί (πέρα από αυτό που κάποτε αποκαλοΰσαμε γένος) και, ακόμα παραπέρα, ως προς το χώρο στον οποίο στήνεται (mises en scene) και συντάσσεται, κάτι που δεν περιορίζεται στη συναρμογή των σημαινομένων και των αναφορών του προκειμένου να παραχθεί το είναι και η αλήθεια, αλλά περιλαμβάνει και τον τρόπο με τον οποίο διευθετούνται οι διαδικασίες που ακολουθεί το κείμενο και οτιδήποτε επενδύεται σε αυτές. Με μία λέξη, αποστολή μας είναι να μελετήσουμε τη φιλοσοφία ως «ένα ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος», γεγονός που αξιοποιεί και το αποθεματικό του γλωσσικού συστήματος, οργανώνο ντας, εκβιάζοντας ή εκτρέποντας μια σειρά από τροπολογικές δυνατότητες που είναι παλιότερες από τη φιλοσοφία (.Περιθώρια, σσ. 348-349).
Διαβάζοντας τη φιλοσοφία ως λογοτεχνικό γένος, ο Derrida μάς διδάσκει να αντιμετωπίζουμε τα φιλοσοφικά κείμενα ως κείμενα τόσο με επιτελεστική όσο και με γνωσιολογική διάστα-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
287
αη, ως ετερογενείς κατασκευές που οργανώνουν και οργανώνονται από ποικίλες διαλογικές δυνάμεις, που ποτέ δεν βρίσκονται απλώς εκεί, ούτε ελέγχουν τις συνέπειες τους, και που διατη ρούν σύνθετες σχέσεις με ποικίλα άλλα κείμενα, γραμμένα και βιωμένα. Αν κάτι τέτοιο σημαίνει ότι χειριζόμαστε τη φιλοσοφία ως λογοτεχνία, αυτό συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο γιατί, από τον καιρό του ρομαντισμού, η λογοτεχνία αποτελεί το δυνά μει περιεκτικότερο είδος λόγου. Τίποτε δεν αποκλείεται από το λογοτεχνικό κείμενο- κανένα σχήμα και κανένας προσδιορι σμός δεν είναι απίθανο να βρεθεί μέσα του. Διαβάζω ένα κείμε νο ως φιλοσοφία σημαίνει αγνοώ ορισμένες όψεις του προς όφελος ενός συγκεκριμένου τύπου επιχειρημάτων- διαβάζω το ίδιο κείμενο ως λογοτεχνία σημαίνει δίνω προσοχή ακόμα και σε εκείνα τα χαρακτηριστικά του που εκ πρώτης όψεως φαίνο νται κοινότοπα. Λογοτεχνική είναι η ανάλυση που δεν αποκλείει δομικές και νοηματικές δυνατότητες του κειμένου στο όνομα των κανόνων της περιορισμένης εκείνης πρακτικής που προσι διάζει σε ένα συγκεκριμένο είδος λόγου. Έχουμε να κάνουμε, επομένως, με μια ασύμμετρη δομή: η «λογοτεχνία» ανατίθεται στη «φιλοσοφία» ή στην «ιστορία» ή στη «δημοσιογραφία», αλλά μπορεί και να συμπεριλάβει οτιδή ποτε ανατίθεται σε αυτήν. Αυτό αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμέ νη εμπειρία σχετικά με τη λογοτεχνία: νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι η λογοτεχνία, πάντοτε όμως ανακαλύπτουμε και άγνωστα σε εμάς στοιχεία της και αυτή με τη σειρά της επεκτείνεται για να τα συμπεριλάβει- τίποτε δεν είναι τόσο οριστικά μη λογοτε χνικό ώστε να αποκλείεται να εμφανιστεί σε μια ποιητική συλ λογή. Αυτή η ασύμμετρη σχέση αποτελεί και τη γενική δομή που
288
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
προκύπτει από Το λογοτεχνικό απόλυτο (.L ’A bsolu litteraire) των Philippe Lacoue-Labarthe και Jean-Luc Nancy, μια ανάλυση των απαρχών της σύγχρονης έννοιας της λογοτεχνίας στη γερ μανική ρομαντική θεωρία. «Το λογοτεχνικό απόλυτο» του τίτ λου τους αποτελεί μια αναφορά στην κίνηση αυθυπέρβασης που συχνά εμπεριέχεται σε διάφορες αναφορές στη λογοτεχνία. Η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος γραφής που διακρίνεται από την αναζήτηση της ίδιας του της ταυτότητας· έτσι, η αναζήτηση του λογοτεχνικού γίνεται γνώρισμα του λογοτεχνικού. Το μυθιστό ρημα περιλαμβάνει και την παρωδία του μυθιστορήματος και τη θεωρία του μυθιστορήματος. Η ουσία της λογοτεχνίας είναι να μην έχει ουσία, να είναι πρωτεϊκή, να μην μπορεί να οριστεί, να εμπερικλείει οτιδήποτε θα μπορούσε να βρίσκεται έξω από αυ τή. Αυτή η περίεργη σχέση, σύμφωνα με την οποία η λογοτεχνία υπερβαίνει κάθε ορισμό και μπορεί να συμπεριλάβει ό,τι αντιτίθεται σε αυτή, επαναλαμβάνεται εν μέρει στην έννοια μιας γενικευμένης λογοτεχνίας, ένα από τα είδη της οποίας θα ήταν και η λογοτεχνία. Δεν θα μπορούσαμε, ωστόσο, να συμπεράνουμε ότι για την αποδόμηση η λογοτεχνία αποτελεί ένα προνομιακό ή ανώτερο είδος λόγου. Ο Derrida σημειώνει ότι το πρόγραμμα του Valery για τη μελέτη της φιλοσοφίας ως λογοτεχνικού γένους είναι μια εξαιρετική στρατηγική αλλά, αν δεν υιοθετηθεί με στρατηγικό τρόπο, ως αντίδραση και ως παρέμβαση, θα μας οδηγήσει πίσω σε έναν φαύλο κύκλο, στο «εν λόγω μέρος» (Περιθώρια , σ. 350). Οποιοσδήποτε ισχυρισμός για την υπεροχή της λογοτεχνίας έναντι της φιλοσοφίας θα πρέπει πιθανώς να βασιστεί στο επι χείρημα ότι η φιλοσοφία βαυκαλίζεται ελπίζοντας ότι θα απο-
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
289
φΰγει τη μυθοπλασία, τη ρητορική και τα σχήματα λόγου, ενώ η λογοτεχνία ανακοινώνει ανοιχτά τη μυθοπλαστική και ρητορική της φΰση. Για να υποστηρίξουμε όμως αυτόν τον ισχυρισμό αναδεικνύοντας τη ρητορική φΰση ενός φιλοσοφικοΰ κειμένου, θα πρέπει να ξέρουμε τι είναι κυριολεκτικό και τι μεταφορικό, τι είναι μυθοπλασία και τι μη μυθοπλασία, τι είναι άμεσο και τι πλάγιο. Χρειάζεται, επομένως, να είμαστε σε θέση να κάνουμε αξιόπιστες διακρίσεις ανάμεσα στην ουσία και στη σΰμπτωση, τη μορφή και το περιεχόμενο, τη γλώσσα και τη σκέψη. Η προ σπάθεια να αναδείξουμε την ανωτερότητα της λογοτεχνίας δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε μια υπέρτερη λογοτεχνική γνώση, αλλά θα εξαρτιόταν από τέτοιες θεμελιώδεις φιλοσοφικές δυ σκολίες και θα οδηγούσε πίσω σε αυτές. Η αντιμετώπιση της φιλοσοφίας ως λογοτεχνικού γένους δεν συνεπάγεται, σύμφωνα με τον Derrida, την υπεροχή του λογοτε χνικού λόγου ή της λογοτεχνικής γνώσης, αφού άλλωστε αυτά δεν θα μπορούσαν ούτε να επιλύσουν ούτε να αποφύγουν δυσε πίλυτα φιλοσοφικά προβλήματα. Επιπλέον, θα ήταν άστοχο να ισχυριστούμε ότι τα φιλοσοφικά κείμενα αγνοούν κάτι -την ίδια τους τη ρητορικότητα- που τα λογοτεχνικά κείμενα καταλαβαί νουν. Οι αποδομητικές αναγνώσεις, που δείχνουν τα φιλοσοφι κά κείμενα να αποδομούν τα ίδια τους τα επιχειρήματα και να ταυτίζουν τις στρατηγικές τους με ρητορικούς καταναγκασμούς, στην πραγματικότητα πιστώνουν αυτά τα κείμενα με αυτό που θα αποκαλούσαμε σωστότερα γνώση παρά άγνοια. Όταν ο Derrida υποστηρίζει ότι το Δοκίμιο για την καταγωγή των γλωσ σών του Rousseau «διακηρύσσει εκείνο που θέλει να πει» αλλά από την άλλη «περιγράφει εκείνο που δεν θέλει να πει » ή εγγρά
290
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
φει μια δηλωμένη πρόθεση «μέσα σε ένα σύστημα, το οποίο δεν ελέγχει πια», δεν εντοπίζει σε αυτό το κείμενο κάποιο σφάλμα που θα μπορούσε να αποτελεί πλεονέκτημα στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού έργου (Π ερί γραμματολογίας, σσ. 326, 345/391, 414). Αντίθετα, μπορούμε να αποκαλέσουμε αυτή την ιδιαίτερα αυτοαποδομητική δομή -τη διαφορά του κειμένου από τον εαυ τό του- «λογοτεχνική», όπως άλλωστε κάνει και ο Paul de Man όταν υποστηρίζει ότι σε αυτό το κείμενο «ο Rousseau αποφεύγει την πλάνη του λογοκεντρισμού ακριβώς στο βαθμό που η γλώσ σα του είναι λογοτεχνική» (Τυφλότητα και ενόραση, σ. 138). Το «λογοτεχνικό» φαίνεται να αποτελεί εδώ προνομιακή κατηγο ρία και παρόμοια αποσπάσματα έχουν κάνει πολλούς θεωρητι κούς να υποθέσουν ότι ο de Man, ίσως και ο Derrida, αποδίδουν στη λογοτεχνία ένα ιδιαίτερο και αξιόπιστο επιστημολογικό κα θεστώς. Ο de Man όμως εφαρμόζει την κατηγορία «λογοτεχνι κό» στο σύνολο της γλώσσας -φιλοσοφική, ιστορική, κριτική, ψυχαναλυτική, αλλά και ποιητική-, κάτι το οποίο προοιωνίζει την παρανόησή της και την κάνει να διαβάζεται λανθασμένα: «το κριτήριο της λογοτεχνικής ιδιαιτερότητας δεν εξαρτάται από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ασυνέχεια αυτού του είδους γραφής, αλλά από το βαθμό συμπαγούς “ρητορικότητας” της γλώσσας» (σ. 137). Αυτό ελάχιστα μας βοηθά να αναγνωρίσου με τη λογοτεχνικότητα ενός λόγου, αλλά σίγουρα μας βοηθά να δείξουμε πως το γεγονός ότι η αποδόμηση παράγει μια αρχι-λογοτεχνία διόλου δεν μας εξουσιοδοτεί να αναγνωρίσουμε ένα προνομιακό καθεστώς στα ποιήματα, τα μυθιστορήματα και τα θεατρικά έργα σε σχέση με τα υπόλοιπα κείμενα. Ούτε όμως αν ανατραπεί η ιεραρχική σχέση μεταξύ λογοτε-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
29»
χνίας και φιλοσοφίας δεν μπορεί να προκύψει ένας μονισμός που να εξαλείφει όλες τις διακρίσεις. Αντί για μια αντίθεση ανάμεσα σε έναν σοβαρό φιλοσοφικό λόγο και σε έναν περιθω ριακό λογοτεχνικό λόγο που ξεφεύγει πού και πού από τη μυθο πλασία ελπίζοντας ότι θα επιτύχει τη σοβαρότητα, έχουμε μια μεταβλητή, πραγματολογικού τύπου, διάκριση στο εσωτερικό της αρχι-λογοτεχνίας ή της γενικής κειμενικότητας. Η φιλοσο φία έχει τις δικές της διακριτές ρητορικές στρατηγικές: «για πα ράδειγμα, το φιλοσοφικό κείμενο, μολονότι είναι όντως πάντα γραμμένο, περιλαμβάνει, ακριβώς ως το φιλοσοφικό του ειδο ποιό γνώρισμα, το σχέδιο να εξαφανιστεί μπροστά στο σημαινόμενο περιεχόμενο που φέρει και γενικά διδάσκει» (Π ερί γραμ ματολογίας, σ. 229/276). «Ο Valery θυμίζει στο φιλόσοφο» ση μειώνει ο Derrida «ότι η φιλοσοφία είναι γραμμένη. Και ότι ο φιλόσοφος είναι φιλόσοφος στο βαθμό που το ξεχνάει» (Περι θώρια, σ. 346). Η ειδοποιός διαφορά της φιλοσοφίας διατηρείται επομένως μέσα στο ίδιο το επιχείρημα που φαινόταν να εξαλεί φει τις διακρίσεις αντιμετωπίζοντας τη φιλοσοφία ως λογοτε χνία. Αν ερμηνεύσω την Κριτική της κριτικής δύναμης του Kant σαν να πρόκειται για έργο τέχνης, όπως προτείνει ο Derrida σ νψ Αλήθεια στη ζωγραφική, ή συζητήσω φιλοσοφικά τις παρα μέτρους του θεατρικού σχεδίου του Artaud, όπως κάνει στο Η γραφή και η διαφορά, τότε υποστηρίζω μια μεταβλητή διάκριση. Η αποδόμηση καταφέρνει να διαταράξει την ιεραρχική σχέση που καθόριζε πρωτύτερα την έννοια της λογοτεχνίας, επανεγγράφοντας τη διάκριση μεταξύ λογοτεχνικών και μη λογοτεχνι κών κειμένων στο εσωτερικό μιας γενικής λογοτεχνικότητας ή κειμενικότητας· καταλήγει, επομένως, να ενθαρρύνει προγράμ
2Q 2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ματα όπως η λογοτεχνική ανάγνωση φιλοσοφικών κειμένων και η φιλοσοφική ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων, τα οποία επι τρέπουν σε αυτά τα είδη λόγου να επικοινωνούν μεταξύ τους. Πέρα από την ίδια την έννοια της λογοτεχνίας, η αποδόμηση ασκεί επίδραση και σε μια σειρά από κριτικές έννοιες μέσα από τη ρήξη της με υποκείμενες φιλοσοφικές ιεραρχίες. Για παρά δειγμα, η αποδόμηση της αντίθεσης ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, αποδίδει μεγαλύ τερη σημασία στη μελέτη των μορφών, που γίνονται με τη σειρά τους ο κανόνας μάλλον παρά η εξαίρεση, η βάση που προκαλεί γλωσσικά αποτελέσματα παρά μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ταυτό χρονα, όμως, η αποδόμηση δυσχεραίνει τέτοιες μελέτες αμφι σβητώντας κάθε προσπάθεια να κάνουμε μια καθαρή διάκριση ανάμεσα στην κυριολεξία και τη μεταφορά. Αν, όπως γράφει ο Derrida «προτού αποβεί ρητορική μεθόδευση μέσα στη γλώσσα, η μεταφορά [...] ήταν ανάβλυση της ίδιας της γλώσσας», τότε ο κριτικός δεν μπορεί απλώς να περιγράψει τη λειτουργία της με ταφορικής γλώσσας μέσα στο κείμενο, αλλά πρέπει να συνυπο λογίσει τόσο την πιθανότητα κάθε είδος λόγου να είναι μεταφο ρικό, όσο και τις μεταφορικές ρίζες των «κυριολεκτικών» προτά σεων (Η γραφή και η διαφορά , σ. 166/147). Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, κάτι τέτοιο συχνά συμπεριλαμβάνει την ανά γνωση λογοτεχνικών έργων σαν να πρόκειται για συγκεκαλυμμένες ρητορικές πραγματείες οι οποίες αρθρώνουν με μεταφορι κούς όρους ένα επιχείρημα περί κυριολεξίας και μεταφοράς. Μεταξύ των ειδικότερων μορφών λόγου που επηρεάστηκαν από την αμφισβήτηση των φιλοσοφικών κατηγοριών είναι το σύμβολο και η αλληγορία , τα οποία η ρομαντική αισθητική έφε
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
293
ρε σε αντιπαράθεση ως το οργανικό προς το μηχανικό και ως το εμπρόθετο προς το αυθαίρετο. Το δοκίμιο του Paul de Man «Η ρητορική της χρονικότητας» («The Rhetoric of Temporality»), περιγράφοντας το σύμβολο ως κρυπτικότητα και συναρτώντας την αλληγορία προς μια «αυθεντική» κατανόηση της γλώσσας στη χρονικότητά της, εγκαινίασε μια ανατροπή που μετέτρεψε την αλληγορία σε πρωταρχικό τρόπο σημασιοδότησης και άφη σε πίσω το «σύμβολο» ως μια ειδική, προβληματική περίπτωση. Μια άλλη έννοια που επηρεάστηκε από την αποδομητική θεω ρία είναι η μίμησις, η οποία εμπερικλείει αντιθέσεις ανάμεσα στο αντικείμενο καιτην αναπαράστασή του, καθώς και ανάμεσα στο πρωτότυπο και τη μίμησή του. Μια εκτενής υποσημείωση στη «Διπλή σκηνή» δίνει συνοπτικά την επιχειρηματολογία που προορίζεται για ένα άρθρο σχετικά με την πλατωνική θεωρία της μίμησης και εντοπίζει ένα σχήμα δύο προτάσεων και έξι πι θανών επιπτώσεων που θεωρείται ότι συγκροτεί «ένα είδος λο γικής μηχανής- προγραμματίζει τα πρωτότυπα όλων των προτά σεων που εγγράφονται στο λόγο του Πλάτωνα και της παράδο σης. Αυτή η μηχανή διασπείρει όλα τα στερεότυπα της μελλοντι κής κριτικής, σύμφωνα με έναν σύνθετο, αλλά άτεγκτο νόμο» (Η διασπορά, σ. 213 σημ./Πλάτωνος φαρμακεία, σ. 187 σημ.). Μπο ρούμε να προβούμε σε πολλές και ποικίλες αξιολογήσεις της μί μησης: θα μπορούσαμε να την καταδικάσουμε ως μια αντιγραφή που υποκαθιστά τα πρωτότυπα με τα αντίγραφα, να την επαινέ σουμε στο βαθμό που με ακρίβεια αναπαράγει το πρωτότυπο, ή να την αντιμετωπίσουμε ως ουδέτερη και να εξαρτήσουμε την αξία της αναπαράστασης από την αξία του πρωτοτύπου. Μια μεταγενέστερη αισθητική παράδοση, την οποία ο Derrida
294
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αναλύει στο «Οικονομίμησις», επιτρέπει στις μιμήσεις να είναι ακόμα και ανώτερες από τα αντικείμενα που μιμούνται, αν ο καλλιτέχνης ελεύθερα και δημιουργικά μιμείται τη δημιουργι κότητα της Φύσης ή του Θεού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υποστηρίζει ο Derrida, διατηρείται «η απόλυτη διακριτότητα ανάμεσα στη μίμηση και το αντικείμενό της». Υπάρχει ένα με ταφυσικό διακύβευμα στη διατήρηση της διάκρισης ανάμεσα στην αναπαράσταση και το αναπαριστώμενο, καθώς και στην προτεραιότητα του αναπαριστώμενου σε σχέση με την αναπα ράστασή του. Η μίμησις και η μνήμη είναι στενά συνδεδεμένες -η μνήμη είναι μια μορφή μιμήσεως ή αναπαράστασης- και η μίμησις αρθρώνεται με βάση την έννοια της αλήθειας. Όταν η αλήθεια γίνεται αντιληπτή ως α-λήθεια, ως αποκάλυψη ή επικαιροποίηση του λανθάνοντος, τότε r\μίμησις είναι η απαραίτη τη, γι’ αυτή τη διαδικασία, αναπαράσταση, δηλαδή ο αναδιπλα σιασμός που δίνει την ευκαιρία σε κάτι να παρουσιαστεί. Όταν η αλήθεια δεν είναι αλήθεια αλλά ομοίωσις, συνάφεια ή αντι στοιχία, τότε η μίμησις είναι η σχέση ανάμεσα σε μια εικόνα ή αναπαράσταση και σε ό,τι αυτή πραγματικά αντιστοιχεί. Και στις δύο περιπτώσεις, γράφει ο Derrida, «η μίμησις πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία της αλήθειας. Η νόρμα της, ο κανό νας της, ο νόμος της, είναι η παρουσία του παρόντος» (Η διασττορά, σ. 220). Αυτό το λογοκεντρικό σύστημα εμφανίζει μια σχετική αστά θεια. Πρώτον, διακρίνοντας το πρωτότυπο από τη μιμητική πα ρουσίασή του και συντηρώντας τους δεσμούς του με την αλή θεια, σι παρουσιάσεις της μιμήσεως διαπλέκονται με τον πολλα πλασιασμό των στιγμών της μιμήσεως. Διαβάζοντας τον Σοφιστή
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
'•*95
του Πλάτωνα, ο Jean-Luc Nancy περιγράφει μια σειρά από έξι στάδια της μιμήοεως, στα ενδιάμεσα των οποίων παράγεται η εντύπωση της εγγαστριμυθίας· κάθε παρουσίαση είναι και μια αναπαράσταση, η φωνή της οποίας έρχεται στην πραγματικότη τα από αλλού («Le Ventriloque»/«0 εγγαστρίμυθος», σσ. 314332). Έ να απλό παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η μιμητική αλυσίδα την οποία προκαλεί, παραδείγματος χάριν, ο πίνακας ενός κρεβατιού- αν αναπαριστά ένα κρεβάτι φτιαγμένο από έναν ξυλουργό, αυτό το κρεβάτι μπορεί με τη σειρά του να αποδειχθεί μίμηση ενός συγκεκριμένου προτύπου, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να θεωρηθεί ως παρουσίαση ή μίμηση ενός ιδανικού κρεβατιού. Ξεκινώντας από τη διάκριση ανάμεσα στην αναπαράσταση και το αναπαριστώμενο αντικείμενο, μπορεί να καταλήξουμε να αμφισβητούμε το καθεστώς οποιουδήποτε συ γκεκριμένου κρεβατιού: θα μπορούσαμε να δείξουμε ότι κάθε υποτιθέμενο πρωτότυπο είναι και μια μίμηση, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που παίρνει τέλος μόνο αν ορίσουμε μια θεϊκή κα ταγωγή, ένα απόλυτο πρωτότυπο. Επιπλέον, κείμενα όπως αυτό του Πλάτωνα, που δίνουν έμ φαση στον δευτερογενή χαρακτήρα της μιμήοεως και την παρα μερίζουν ως συμπληρωματική δραστηριότητα, επανεισάγουν τη μίμηση με τρόπους που την καθιστούν κεντρική και απαραίτητη. Στον Φίληβο, παραδείγματος χάριν, ο Σωκράτης περιγράφει τη μνήμη με κατεξοχήν μιμητικούς όρους, ως εικόνες ζωγραφισμέ νες στην ψυχή. «Αν και ο Πλάτων συχνά παραμερίζει τη μίμηση» γράφει ο Derrida «και σχεδόν πάντοτε τις μιμητικές τέχνες, ποτέ δεν διαχωρίζει την αποκάλυψη της αλήθειας, την α-λήθεια, από την κίνηση της ανάμνησης (της επιστροφής της μνήμης).
296
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Προκύπτει επομένως μια διαίρεση στο εσωτερικό της μιμήοεως, μια αυτοαντιγραφή της ίδιας της επανάληψης» (Η διασπορά, σ. 217). Η μίμηση διαιρείται σε μια απαραίτητη μίμησιν, που δεν διαχωρίζεται από την παραγωγή της αλήθειας, και στην προαι ρετική μίμησή της· και αυτή η δεύτερη μίμησις, την οποία βρί σκουμε, παραδείγματος χάριν, στις τέχνες, διαιρείται εκ νέου σε αποδεκτές μορφές και στις μιμήσεις τους. Υπάρχει ένας αναδι πλασιασμός των μιμήσεων της μίμησης, «επ’ άπειρον» καταλή γει ο Derrida, «αφού αυτή η κίνηση εκτρέφει τον ίδιο τον πολ λαπλασιασμό της». Όπως ακριβώς η αναφορά του Freud στη Nachtraglichkeit οδήγησε στην έννοια της πρωταρχικής αναπαραγωγής, όπως ακριβώς η εργασία της συμπλήρωσης στον Rousseau αποκάλυψε ότι υπάρχουν μόνο συμπληρώματα, έτσι και το παιχνίδι της μιμήοεως σε θεωρητικά κείμενα υπονοεί τη (μη) έννοια μιας πρωταρχικής μιμήοεως η οποία έρχεται σε ρήξη με την ιεραρχία που συνδέει το πρωτότυπο με τη μίμηση. Μπορούμε να δούμε τις μιμητικές σχέσεις ως διακειμενικές: ως σχέσεις μεταξύ δύο ανα παραστάσεων μάλλον, παρά ως σχέσεις ανάμεσα σε μια κειμενική μίμηση και σε ένα μη κειμενικό πρωτότυπο. Τα κείμενα που μας διαβεβαιώνουν για την πληρότητα μιας καταγωγής, για τη μοναδικότητα ενός πρωτοτύπου, για την εξάρτηση ενός δείγμα τος ή ενός παραγώγου από τη μίμηση, ενδέχεται να αποκαλύψουν ότι το πρωτότυπο ήδη αποτελεί μια μίμηση και ότι όλα ξε κινούν με μια αναπαραγωγή. Μια έννοια στενά συνδεδεμένη με την αναπαράσταση, που δέχτηκε την επίδραση της αποδόμησης, είναι η έννοια του ση μείου. Η αποδόμηση αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα από τα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
297
γλωσσικά προσανατολισμένα ή σημειωτικά θεωρητικά κινήμα τα που εκλαμβάνουν τη λογοτεχνία ως σύστημα σημείων αλλά, όπως σημειώνει ο Derrida διαβάζοντας τον Saussure, η έννοια του σημείου, με τη διάκριση που εισάγει ανάμεσα σε ένα περιε χόμενο ή σημαινόμενο και σε ένα σημαίνον που παρουσιάζει αυτό το περιεχόμενο, είναι εκ θεμελίων μεταφυσική. Παρά την επιμονή του Saussure στη διαφοροποιητική φύση του σημείου, η διατήρηση ενός αυστηρού διαχωρισμού -ενός ουσιαστι κού και νομικού διαχωρισμού- μεταξύ signans (σημαίνο ντος) και signatum (σημαινομένου), καθώς και η εξίσωση του signatum με την έννοια, αφήνει καταρχήν ανοιχτό το ενδεχόμενο να συλλάβουμε τη σημαινόμενη έννοια καθαυτήν, μια έννοια που απλώς θα είναι παρούσα στη σκέψη, ανεξάρτητη από το γλωσσικό σύστημα, ανεξάρτητη δηλαδή από ένα σύστημα σημαινόντων. Αφήνοντας αυτό το ενδε χόμενο ανοιχτό, κάτι που όντως συμβαίνει εξαιτίας της ίδιας της αρχής της αντίθεσης μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, άρα και της αρχής του σημείου, ο Saussure διαψεύδει την κριτική κατάκτηση για την οποία μιλήσαμε. Προσχωρεί στο παραδοσιακό αίτημα γι’ αυτό που πρότεινα να ονομαστεί «υπερβατικό σημαινόμενο», το οποίο δεν θα αναφερόταν καθαυτό ή ως προς την ουσία του σε κανέ να σημαίνον, το οποίο θα υπερέβαινε την αλυσίδα των ση μείων και από μια στιγμή κι έπειτα δεν θα λειτουργούσε πλέον ως σημαίνον. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, από τη στιγμή που αμφισβητούμε τη δυνατότητα να υπάρξει ένα τέτοιο υπερβατικό σημαινόμενο και αναγνωρίζουμε ότι κάθε σημαινόμενο κατέχει ταυτόχρονα και τη θέση ενός σημαίνοντος, η διάκριση μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου και, κατά συνέπεια, η έννοια του σημείου καθίστα ται προβληματική στη ρίζα της (Θέσεις, σσ. 29-30).
2g8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Αυτό δεν σημαίνει ότι η έννοια του σημείου θα μπορούσε ή θα έπρεπε να πεταχτεί στον κάλαθο τον αχρήστων αντίθετα, η διά κριση ανάμεσα σε αυτό που σημαίνει και σε αυτό που σημαίνεται είναι απαραίτητη για οποιαδήποτε σκέψη. Αλλά από την κα θαρά διαφοροποιητική και μη υλική φύση του σημείου έπεται ότι η διαφορά μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου δεν μπο ρεί να είναι διαφορά ουσίας και ότι αυτό που σε κάποια στιγμή ενδέχεται να εντοπίσουμε ως σημαινόμενο είναι και σημαίνον. Δεν υπάρχουν τελικές σημασίες που να σταματούν την κίνηση της σήμανσης. Ο Charles Sanders Peirce ανάγει τη δομή της ανα βολής και της αναπομπής σε συστατικό του ορισμού του: το ση μείο είναι «οτιδήποτε κάνει κάτι άλλο (το όιερμηνεύον του) να αναφερθεί σε ένα αντικείμενο (το αντικείμενό του) στο οποίο και το ίδιο αναφέρεται κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ το διερμηνεύον γίνεται με τη σειρά του και αυτό σημείο και ούτω καθεξής επ’ άπειρον [...]. Αν η σειρά των διαδοχικών ερμηνευτών φθάσει σε ένα τέλος, τότε το σημείο καθίσταται, τουλάχιστον, ατελές» (Collected Papers/Άπαντα, τ. 2, σ. 169). Αυτή η διατύπωση εμπεριέχει και τον ισχυρισμό που συνα ντήσαμε σε συζητήσεις για τις πράξεις ομιλίας και τη μίμησιν: ότι η δυνατότητα αέναης αναπαραγωγής δεν είναι κάτι τυχαίο που συμβαίνει στο σημείο, αλλά ένα συστατικό στοιχείο της δο μής του, μια ατέλεια χωρίς την οποία το σημείο θα ήταν ατελές. Παρ’ όλ’ αυτά, οι λογοτεχνικοί κριτικοί θα πρέπει να είναι επι φυλακτικοί όταν αναζητούν συνέπειες αυτής της αρχής. Όσο και αν αυτή η αρχή μάς συνιστά να είμαστε σκεπτικοί ως προς τη δυνατότητά μας να οριστικοποιήσουμε το νόημα, να ανακαλύ ψου με ένα νόημα που βρίσκεται έξω από το κείμενο και κυβερ
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
299
νά το παιχνίδι των σημείων μέσα σε αυτό, δεν μας προτείνει την ακαθοριστία του νοήματος με τη συνηθισμένη έννοια: δεν υπο στηρίζει ότι είναι αδύνατο ή αδικαιολόγητο να επιλέγουμε ένα νόημα αντί για ένα άλλο. Αντίθετα, ακριβώς επειδή ενδέχεται να υπάρχουν εξαιρετικοί λόγοι για να διαλέξουμε ένα νόημα αντί για ένα άλλο, αξίζει ίσως να επιμείνουμε ότι το νόημα που διαλέ ξαμε είναι και το ίδιο ένα σημαίνον που μπορεί με τη σειρά του να ερμηνευθεί. Το γεγονός ότι κάθε σημαινόμενο κατέχει επι πλέον και τη θέση ενός σημαίνοντος δεν συνεπάγεται ότι δεν υπάρχει λόγος να συνδέσουμε ένα σημαίνον με ένα συγκεκριμέ νο σημαινόμενο μάλλον παρά με ένα άλλο- ακόμα λιγότερο συ νεπάγεται, όπως έχουν ισχυριστεί τόσο εχθρικοί όσο και συμπαθοΰντες κριτικοί, την απόλυτη προτεραιότητα του σημαίνοντος ή τον ορισμό του κειμένου ως γαλαξία σημαινόντων. «Το “πρω τείο” ή η “προτεραιότητα” του σημαίνοντος» γράφει ο Derrida «θα ήταν μια αδόκιμη και άτοπη έκφραση [...]. Το σημαίνον ποτέ δεν θα προηγηθεί δικαιωματικά από το σημαινόμενο, γιατί τότε δεν θα ήταν πια σημαίνον, και το σημαίνον “σημαίνον” δεν θα εί χε πλέον κανένα πιθανό σημαινόμενο» (Περίγραμματολογίας, σ. 32 σημ./39-40 σημ.). Ο δομικός αναδιπλασιασμός οποιουδήποτε σημαινομένου υπό τη μορφή ερμηνεύσιμου σημαίνοντος όντως σημαίνει ότι το βασίλειο των σημαινόντων αποκτά κάποια αυτονομία- δεν έπεται όμως ότι τα σημαίνοντα αποχωρίζονται τα σημαινόμενα, αλλά απλώς και μόνο ότι τα σημαινόμενα δεν κα ταφέρνουν να δώσουν ένα τέλος σε αυτή τη διαδικασία. Το έργο του Derrida, ωστόσο, δίνει πρόσθετη έμφαση στο σημαίνον τουλάχιστον από μία άποψη. Διαβάζοντας τον Saussure, στο Π ερί γραμματολογίας αλλά κυρίως στο Glas, ο
300
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Derrida δείχνει ότι, προκειμένου ο Saussure να συγκροτήσει τη θεωρία του για την αυθαίρετη φΰση του σημείου, ακολουθεί μια τακτική αποκλεισμών που πρέπει πλέον να μας είναι οικεία. Υπάρχουν φυσικά ονοματοποιίες σε διάφορες γλώσσες, ο Saussure δεν το αποκλείει, αλλά είναι «δευτερεύουσας σημα σίας», όχι «οργανικά στοιχεία του γλωσσικού συστήματος», και επομένως δεν χρειάζεται να ληφθοΰν υπόψη κατά τη διατύπωση μιας θεωρίας του γλωσσικού σημείου. Εκτός αυτοί', υποστηρί ζει, αυτά τα υποτίθεται εμπρόθετα σημεία ποτέ δεν είναι καθα ρά μιμητικά, αλλά πάντοτε εν μέρει συμβατικά. «Λέξεις όπως fouet (μαστίγιο) ή glas (πένθιμη κωδωνοκρουσία) μπορεί να χτυπούν (frapper) περίεργα στα αυτιά ορισμένων με το υπαινι κτικό άκουσμά τους, αλλά δεν έλκουν την καταγωγή τους από ονοματοποιίες: το fouet προέρχεται από το fagus, «οξιά», και το glas από το classicum, «ήχος τρομπέτας», άρα οι μιμητικές ιδιό τητες που τους αποδίδονται δεν αποτελούν εγγενές γνώρισμά τους, αλλά «ένα τυχαίο αποτέλεσμα της φωνητικής τους εξέλι ξης» (παρατίθεται στο Glas, σ. 106). Όπως σημειώνει ο Derrida, αυτό το απόσπασμα προβαίνει σε έναν αποκλεισμό της τυχαιότητας, ο οποίος μπορεί να φανεί περίεργος στον αναγνώστη του Saussure, που έχει συντονιστεί με την προβολή του αυθαίρετου σε βάρος του εμπρόθετου- προκειμένου όμως να ορίσει το γλωσ σικό σύστημα ως ουσιαστικά τυχαίο, δηλαδή αυθαίρετο, ο Saussure χρειάζεται να αποκλείσει την τυχαία υποκίνηση. Ακόμα και αν αποδεχόμασταν το επιχείρημα του Saussure ότι ποτέ οι ονοματοποιίες δεν είναι καθαρές και ότι ποτέ δεν πατάνε σταθερά στην ομοιότητα, θα μπορούσαμε να διατηρή σουμε το ενδιαφέρον μας για τη μόλυνση της αυθαιρεσίας από
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3 01
το εμπρόθετο, συμπεριλαμβανομένου και του εμπρόθετου που δεν είναι παρά ένα τυχαίο αποτέλεσμα της γλωσσικής εξέλιξης. Ο Saussure, ωστόσο, το αποκλείει ως τυχαίο περιστατικό που δεν επηρεάζει την ουσία. Από τη σκοπιά του γλωσσικού συστή ματος, κάτι τέτοιο μπορεί να είναι δικαιολογημένο· ο ισχυρι σμός συνίσταται στο ότι η δομή της γαλλικής ή της αγγλικής γλώσσας δεν επηρεάζεται από τη δυνητική μιμητική υπαινικτικότητα διάφορων σημαινόντων. Ο Derrida όμως αναρωτιέται κατά πόσο θα ήταν δυνατόν αυτή η μόλυνση των αυθαίρετων ση μείων από υπαινιγμούς προθετικότητας και με τη δυνατότητα επανυποκίνησής τους, αντί να είναι συμπτωματική και να μπο ρεί να παραμεριστεί, να είναι αδιαχώριστη από τη λειτουργία της γλώσσας. «Τι κι αν αυτή η μίμησις σήμαινε ότι το εσωτερικό σύστημα της γλώσσας δεν υπάρχει, ή ότι ποτέ δεν το χρησιμο ποιούμε, ή τουλάχιστον ότι ποτέ δεν το χρησιμοποιούμε χωρίς να το μολύνουμε, και ότι αυτή η μόλυνση είναι αναπόφευκτη και άρα κανονική και “φυσιολογική”, ότι ανήκει στο σύστημα και στη λειτουργία του, en fasse partie δηλαδή, τόσο με την έννοια ότι είναι μέρος του, όσο και με την έννοια ότι καθιστά το σύστη μα, που είναι το όλον, μέρος ενός συνόλου μεγαλύτερου από το ίδιο;» (Glas , σ. 109). Τα αυθαίρετα σημεία του γλωσσικού συ στήματος ενδέχεται να είναι στοιχεία ενός ευρύτερου λογοτε χνικού συστήματος ή ενός συστήματος λόγου, στο πλαίσιο του οποίου συνεχώς λαμβάνουν χώρα η υποκίνηση, η αποϋποκίνηση και η επανυποκίνηση, ενώ οι σχέσεις ομοιότητας μεταξύ σημαι νόντων ή μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένων ενδέχεται επί σης να προκαλούν συνειδητά ή ασυνείδητα αποτελέσματα. Για μεγάλο διάστημα, οι λογοτεχνικοί κριτικοί έδειξαν ιδιαί-
3 °2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τερο ενδιαφέρον για αυτό το είδος υποκίνησης, το οποίο και θεώ ρησαν ως ένα θεμελιώδες ποιητικό ή αισθητικό τέχνασμα, αλλά τα αποτελέσματά της θα πρέπει να αναζητηθοΰν αλλοΰ. Στο «Fors», ο Derrida παρουσιάζει την εργασία των ψυχαναλυτών Nicolas Abraham και Maria Torok για το «Verbarium» του Λυ κανθρώπου, το τζοϋσικό δίκτυο διαγλωσσικών διασυνδέσεων και μιμητικών σειρών από σημαίνοντα που δομούν και παρά γουν το κείμενο της ψυχικής του εμπειρίας: «το Verbarium δεί χνει πώς ένα σημείο, ενώ έχει καταστεί αυθαίρετο, μπορεί να επανυποκινήσει τον εαυτό του. Και μέσα σε ποιο λαβύρινθο, σε ποια πολυάριθμα και ετερογενή μέρη θα πρέπει να μπούμε για να ψηλαφήσουμε αυτή την κρυπτική υποκίνηση» («Fors», σσ. 7071). Στο όνειρο από το οποίο ο Λυκάνθρωπος πήρε το όνομά του υπήρχαν έξι λύκοι. Σχηματικά: το έξι στους έξι λύκους [...] μεταφράζεται στα ρωσικά (Chiest, κούρνια, ιστός, και ίσως σεξ, που είναι κο ντινό με το Chiestero και το Chiesterka, «οι έξι», το «σύνο λο των έξι ανθρώπων», που είναι κοντινό με το Siestra, αδελφή, και με το υποκοριστικό του Siesterka, αδελφούλα, προς την κατεύθυνση του οποίου οδηγήθηκε η αποκρυπτο γράφηση, υπό την επήρεια του γερμανικού Schwester): στο πλαίσιο της μητρικής γλώσσας, επομένως, μέσα από μια κατεξοχήν ρηματική διαδοχή αυτή τη φορά, η αδελφή συν δέεται με τη φοβική εικόνα του λύκου. Η διαδοχή παρ’ όλ’ αυτά δεν είναι σημασιολογική: οφείλεται σε λεξιλογική γειτνίαση ή σε μορφική παρήχηση. Αν πε ράσου με από τη δυνητική έκφραση Siesterka-Bouka (αδελφούλα-λύκος), που παραφθείρεται, στον εφιάλτη των άστρων και της ημι σελήνου, στο Zviezda-Louna, θα μπορούσαμε ίσως να αρ χίσουμε να βλέπουμε την επιβεβαίωση (σ. 60).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3 °3
Μέσα από την αναφορά στο Λυκάνθρωπο έρχονται στην επιφά νεια πολυάριθμα παραδείγματα στα οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, αποδεικνύεται ότι το κίνητρο είναι απλώς μια υποκίνηση των σημείων. Αν και η υποκίνηση των σημείων είναι, κατά μία έννοια, άσχετη με το εσωτερικό σύστημα της γλώσσας -άρα και διαθέσιμη ως ειδική ποιητική τεχνική που καθιστά τα σύμβολα πιο πειστικά και αυξάνει τη σταθερότητα ορισμένων σημαντι κών θεματικών διασυνδέσεων-, δεν παύει να λειτουργεί δυνα μικά αλλά και συγκεκαλυμμένα μέσα στο σύστημα της γλώσσας, ενώ τώρα πια φαίνεται να κατέχει κεντρική θέση και σε άλλες κειμενικές κατασκευές ή σε άλλες δραστηριότητες που περιλαμ βάνουν λόγο16. Όσο διαβρωτικότερα αποδειχθούν τα αποτελέσματα της υπο κίνησης, τόσο δυσκολότερα θα μπορέσουμε να την αντιμετωπί σουμε ως μια τεχνική που την ελέγχουμε ή μπορούμε να την ελέγ ξουμε και τόσο περισσότερο θα πρέπει να την αναλύσουμε ως ένα ανοίκειο γνώρισμα της λειτουργίας της γλώσσας και του τρό 16. Εκτός από το «Fors» του Derrida και την εκτενή εργασία του Freud για τον αποφασιστικό ρόλο των διασυνδέσεων μεταξύ σημαινόντων, μπορεί κανείς να συμβουλευτεί δύο μελέτες που χρησιμοποιούν την έννοια της ενσωμάτωσης των Abraham και Torok: το «‘Εσείς, χαρούμενη μελωδία - θρεμμένη με λί γδα”: αναφορικά με μια μετάθεση στα Άνθη του Κακού από τον Stephen George» («“Vous joyeuse melodie - nourrie de crasse”: a propos d’une transposition des Fleurs du Mai par Stephen George») του Nicolas Rand και το «Παράγων, πάρεργον: ο Baudelaire μεταφράζει Rousseau» («Paragon, Parergon: Baudelaire Translates Rousseau») της Cynthia Chase. Στν\Αιάσωση του κειμένου, ο Geoffrey Hartman διατυπώνει ορισμένες υποθέσεις σχετικά με τις λαθραίες παρακινήσεις του σημείου, καθώς και με την πιθανότητα η λο γοτεχνία να είναι το ανάπτυγμα και η επανάληψη αυτού που αποκαλεί ένα «υποθετικό όνομα» (σσ. 97-117).
304
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
που με τον οποίο το υποκείμενο επενδύει στη γλώσσα. Ας πάρου με, παραδείγματος χάριν, την περίπτωση των κύριων ονομάτων. Ο Derrida προτείνει στο Glas ότι «το μεγάλο διακύβευμα του λο γοτεχνικού λόγου -και εννοώ λόγου- είναι ο υπομονετικός, φευ γαλέος, οιονεί ζωικός ή φυτικός, ακούραστος, μνημειακός, χλευα στικός μετασχηματισμός του ονόματος μας σε ένα πράγμα ή στο όνομα ενός πράγματος, δηλαδή ένα ρέμπους» (σ. 11). Και όταν διαβάζει τον σύγχρονο γάλλο ποιητή Francis Ponge, εστιάζει ιδιαίτερα στην κίνηση του σπόγγου (eponge), στην πορώδη λογι κή του σημείου (signe), το signe «eponge», το οποίο είναι και μία από τις εντυπώσεις που προκαλεί η υπογραφή (signe), ένα signe Ponge, αλλά και μια υπογραφή που διαχέει το υποκείμενο στο κείμενο. Η γραφή αντιμετωπίζεται συχνά ως μια διαδικασία οικειοποίησης, με την οποία ο συγγραφέας υπογράφει εκ μέρους του εαυτού του ή εκ μέρους ενός κόσμου τον οποίο καθιστά μέρος του οράματος του ή κτήμα του- αλλά οι επιπτώσεις της υπογρα φής, τα ίχνη του δικού του ονόματος/της δικής του υπογραφής στο κείμενο, παράγουν την απο-οικειοποίηση την ίδια τη στιγμή που το οικειοποιούνται. Το κύριο όνομα δεν είναι πλέον ιδιόκτητο. «Αντιμετωπίζουμε εδο) το πρόβλημα του κύριου ονόματος ως λέ ξης, ως ονόματος, καθώς και το ζήτημα της θέσης που αυτό κατέ χει στο σύστημα μιας γλώσσας. Έ να κύριο όνομα, σαν σημάδι που είναι, θα έπρεπε να μην έχει κανένα νόημα, θα έπρεπε να εί ναι μια καθαρή αναφορά- αφού όμως είναι μια λέξη που εμπλέ κεται στο δίκτυο μιας γλιόσσας, πάντοτε αρχίζει να σημαίνει. Η σημασία μολύνει τη μη σημασία που υποτίθεται ότι παραμερίζε ται- το όνομα υποτίθεται ότι δεν σημαίνει τίποτε, κι όμως αρχίζει να σημαίνει» («Signeponge», μέρος I, σ. 146).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3°5
Η συμβολή των αποκρυμμένων ή σπαραγματοποιημένων κύ ριων ονομάτων στην παραγωγή ενός κειμένου αναδεικνύει τα προβλήματα μιας διάκρισης ανάμεσα στο ρητορικό και το ψυχο λογικό στοιχείο (το όνομα είναι και όνομα του πατέρα) και πα ρουσιάζει τη «σκέψη» να καθορίζεται από εξαιρετικές καταστά σεις και να εμπλέκεται σε ένα γλωσσικό παιχνίδι, τις σημαίνουσες διακλαδώσεις του οποίου δεν ελέγχει ποτέ: υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο τα συμβατικά γλωσσικά σημεία να επηρεαστούν από διάφορων τύπων υποκίνηση. Ο Andrew Parker υποστηρίζει, παραδείγματος χάριν, ότι η ενασχόληση του Derrida με τα marques (σημάδια), με τη δομή των σημαδιών, αποτελεί μια ενσωμάτωση του Marx («Of Politics and Limits: Derrida Re-Marx II»/«Περί πολιτικής και ορίων: ο Derrida νέος Marx II», σσ. 9597). Αλλά η εγγραφή ενός κύριου ονόματος στο κείμενο είναι πά νω απ’ όλα μια εκδοχή της υπογραφής. Θεωρητικά οι υπογραφές βρίσκονται έξω από το κείμενο για να το πλαισιώσουν, να το πα ρουσιάσουν και να το επικυρώσουν, αλλά φαίνεται ότι, προκειμένου μια υπογραφή να πλαισιώσει, να σημαδέψει ή να υπογρά ψει ένα κείμενο, πρέπει να βρίσκεται μέσα σε αυτό, στην καρδιά του κειμένου. Μια ούτως ή άλλως προβληματική σχέση ανάμεσα στο μέσα και το έξω προκύπτει όταν τα κύρια ονόματα εγγράφονται στο κείμενο και αποπειρώνται να το πλαισιώσουν από μέσα. Το πρόβλημα της πλαισίωσης -της διάκρισης ανάμεσα στο μέσα και το έξω, καθώς και της δόμησης του ορίου- είναι απο φασιστικής σημασίας για την αισθητική γενικότερα. Όπως γρά φει ο Derrida σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό για τον θεωρητικό της λογοτεχνίας κείμενο, το «Πάρεργον», η αισθητική θεωρία έχει δομηθεί με βάση ένα επίμονο αίτημα:
3 °6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πρέπει να γνωρίζουμε για τι μιλάμε, τι σχετίζεται ουσιαστι κά με την αξία της ομορφιάς και τι παραμένει έξω από μια έμφυτη αίσθηση της ομορφιάς. Το μόνιμο αίτημα -ο διαχω ρισμός ανάμεσα στο εσωτερικό ή καθαυτό νόημα και στις περιστάσεις του υπό συζήτηση αντικειμένου- οργανώνει και κάθε φιλοσοφικό λόγο περί τέχνης, περί νοήματος της τέχνης και περί νοήματος καθαυτό, από τον Πλάτωνα ως τον Hegel, τον Husserl και τον Heidegger. Προϋποθέτει ένα λόγο σχετικά με το όριο ανάμεσα στο μέσα και το έξω του καλλιτεχνικού αντικειμένου, στην περίπτωσή μας ένα λόγο περί πλαισίου. Πού θα τον βρούμε; (Η αλήθεια στη ζωγραφική, σ. 53).
Ο Derrida τον βρίσκει στην Κριτική της κριτικής δύναμης του Kant και πιο συγκεκριμένα, δεδομένου ότι ο Kant λέει ότι η αναστοχαστική κρίση ξεκινά με παραδείγματα, στα παραδείγ ματα μιας ενότητας της «Αναλυτικής του ωραίου» που φέρει τον τίτλο «Διασάφηση με παραδείγματα». Ο Kant εξηγεί ότι η κα λαισθητική κρίση (η κρίση ότι κάτι είναι ωραίο) δεν περιλαμβά νει την καθαρά εμπειρική απόλαυση που προκαλούν οι γοητευ τικές ιδιότητες ή τα στολίδια ενός αντικειμένου. Στις οπτικές τέ χνες βασικό είναι το στοιχείο που ικανοποιεί με τη μορφή του. Άλλες ιδιότητες, όπως το χρώμα, είναι σημαντικές, σύμφωνα με τον Kant, στο βαθμό που καθιστούν τη μορφή ακριβέστερα, σαφέστερα και πληρέ στερα ορατή και επιπλέον ζωογονούν την παράσταση με το θέλγητρό τους, αφού στρέφουν και συντηρούν την προσοχή για το ίδιο το αντικείμενο. Ακόμα και όσα ονομάζονται διακοσμήσεις (πάρεργα), εκείνα δηλαδή που δεν αποτελούν εσωτερικό συστατικό στοιχείο όλης της παράστασης του αντικειμένου, παρά μό
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
307
νο εξωτερική προσθήκη και απλώς αυξάνουν την αρέσκεια της καλαισθησίας, το πραγματοποιούν τούτο ασφαλώς μό νο με τη μορφή τους, όπως τα πλαίσια των πινάκων ή τα εν δύματα των αγαλμάτων ή οι κιονοστοχίες γύρω από τα λα μπρά κτίρια (.Kritik der UrteilskraftIΚριτική της κριτικής δύ ναμης, σ. 68/139)
Το ελληνικό πάρεργον σημαίνει «hors d’oeuvre», «εξάρτημα», «συμπλήρωμα». Έ να πάρεργον στον Πλάτωνα είναι κάτι δευτερεΰον. «Ο φιλοσοφικός λόγος είναι πάντοτε εναντίον του π ά ρεργου [...]. Έ να πάρεργον είναι απέναντι, δίπλα, και πάνω και πέρα από το έργον , το ολοκληρωμένο έργο, την ολοκλήρωση, το έργο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι συμπτωματικό* συνδέε ται με το έργο και συμπράττει με αυτό στην εσωτερική λειτουρ γία του εκ των έξω» (Ηαλήθεια στη ζωγραφική , σ. 63). Ο Kant το ξεκαθαρίζει όταν χρησιμοποιεί την έννοια του πάρεργου στο Η θρησκεία εντός των πλαισίων τον λόγον καθαντόν (Die Religion innerhalb der Grenzen der blossen Vernunft) για να περιγράψει
τέσσερα «παρεπόμενα» -έργα της Χάριτος, θαύματα, μυστήρια και μέσα της χάριτος- που δεν ανήκουν σε μια καθαρά λογική θρησκεία, αλλά την περι-ορίζουν και τη συμπληρώνουν: ανα πληρώνουν ένα κενό της λογικής θρησκείας. Τα παραδείγματα που αναφέρει στην Κριτική της κριτικής δύναμης είναι ερεθιστικά αλλά περίεργα. Μπορούμε να κατα λάβουμε ότι τα ρούχα ή τα σεντόνια πάνω σε αγάλματα ενδέχε ται να είναι προσθήκες που επαυξάνουν τις μορφές χωρίς να εί ναι εγγενείς σε αυτές, αλλά ήδη αυτό το παράδειγμα θέτει ένα ζήτημα οριοθέτησης: οτιδήποτε μπορεί να αποσπαστεί από το ανθροοπινο σώμα αποτελεί πάρεργον; Και πόσο μεγάλο μπορεί
3 °8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
να είναι το μέρος που θα αποσπαστεί; Και τι συμβαίνει με τα μέ λη - τα σπαράγματα ενός αρχαίου γλυπτοΰ που θεωρήθηκαν ωραία τόσο στην εποχή του Kant όσο και στη δική μας; Το πα ράδειγμα των κιόνων μάς δείχνει καθαρά ότι η δυνατότητα της απόσπασης δεν μπορεί να είναι το αποφασιστικό κριτήριο, αφού ένα ανάκτορο μπορεί να συνεχίσει να υποστηρίζεται από τους κίονές του. Αυτό που μάλλον συμβαίνει, όπως μας δείχνει το παράδειγμα της κορνίζας, είναι ότι οι κίονες και τα σεντόνια μπορεί να είναι ένας οριακός χώρος ανάμεσα στο έργο τέχνης και τα πέριξ. «Τα πάρεργα έχουν μια πυκνότητα, μια επιφάνεια που δεν τα διαχωρίζει μόνο, όπως θα υποστήριζε ο Kant, από το μέσα, από το ίδιο το σώμα του έργου , αλλά και από το έξω, από τον τοίχο στον οποίο είναι κρεμασμένος ο πίνακας, από το χώρο στον οποίο στέκεται το άγαλμα ή ο κίονας, όπως επίσης και από ολόκληρο το ιστορικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο εγγραφής στο οποίο προκύπτει η ενόρμηση για υπογραφή» (σ. 71). (Υπο γράφω κάτι σημαίνει ότι προσπαθώ να το αποσπάσω από τα συμφραζόμενά του και, κάνοντάς το, του αποδίδω μια κάποια ενότητα. Η υπογραφή, όπως υποστηρίζει ο Derrida στο Glas και στο «Signeponge», έχει τη δομή του πάρεργου, δεν είναι ούτε εντελούς μέσα ούτε εντελώς έξω από το έργο). Το πρόβλημα, επομένως, είναι το εξής: Κάθε ανάλυση της καλαισθητικής κρίσης π ροϋπ οθέτει τη δυνατότητα μιας αυστηρής διάκρισης α νάμ εσα στο ενδ ο γ ε νές και το εξω γενές. Η καλαισθητική κρίση π ρ έ π ε ι να α φ ο ρά την ενδογενή ομορφ ιά και όχι τα γΰρω και τα σχετικά με αυτή. Γ ι’ αυτό και είνα ι απαραίτητο ν α γνω ρ ίζουμ ε -κ α ι αυτή είνα ι ή θεμελιώ δης προϋπόθεση , η προϋπόθεση του θ εμ ελιώ δους- πώς να ορίσουμε το ενδ ογενές, το πλαισιω
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3 °9
μένο, καθώς και τι να αποκλείσου με ως πλαίσιο και ως το πέραν του πλαισίου [...]. Και αφού, όταν ρωτήσουμε «τι εί ναι ένα πλαίσιο;», ο Kant μάς απαντά ότι είναι ένα πάρεργον, μια μείξη του μέσα και του έξω, αλλά μια μείξη που δεν είναι ένα αμάλγαμα ή ένα μισό-μισό, αλλά ένα έξω που κα λείται μέσα στο μέσα για να το κατασκευάσει ως μέσα* και αφοΰ δίνει ως παραδείγματα πάρεργου, εκτός από το πλαί σιο, τα σεντόνια και τους κίονες, μπορούμε να πούμε ότι υπάρχουν πράγματι «σημαντικές δυσκολίες» (σ. 74).
Για να καταλάβουμε τη λειτουργία του πάρεργου , πρέπει να διερευνήσουμε τη δομή πλαισίωσης που προτείνει η ίδια η Κριτική της κριτικής δύναμης , η οποία καταπιάνεται με την προσπάθεια να πλαισιώσει ή να καθορίσει τις καθαρές καλαισθητικές κρί σεις, να τις διαχωρίσει απ’ ό,τι ενδέχεται να τις περιβάλλει ή να προσκολλάται σε αυτές. Στην «Αναλυτική του ωραίου», η καλαι σθητική κρίση εξετάζεται από τέσσερις πλευρές: ως προς την ποιότητά της, την ποσότητά της, τη σχέση της με τους πιθανούς στόχους της και την τροπικότητά της. Αυτό το πλαίσιο κατηγοριοποίησης, σημειώνει ο Derrida, προέρχεται από τις εννοιολογικές αναλύσεις της Κριτικής του καθαρού λόγου' από τη στιγμή όμως που ο Kant επιμένει ότι η καλαισθητική κρίση δεν είναι μια γνωστική κρίση, το να χρησιμοποιείται αυτό το πλαίσιο ανα φοράς μοιάζει με μηχανορραφία. Αυτό το πλαίσιο συγκροτείται από και «εξαιτίας του κενού -μιας κάποιας “εσωτερικής” ακα θοριστίας- μέσα σε αυτό που έρχεται να πλαισιώσει», με άλλα λόγια, εξαιτίας του εννοιολογικού κενού της καλαισθητικής κρί σης που δεν επιτρέπει μια γνωστική περιγραφή της καλαισθητι κής κρίσης (σ. 83). Αυτό το κενό όχι μόνο παράγει το πλαίσιο, αλλά και παράγεται από το πλαίσιο, με την έννοια ότι εμφάνιζε-
3 1°
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ται μόνο όταν η καλαισθητική κρίση μελετηθεί από εννοιολογική άποψη. Πάνω απ’ όλα, το πλαίσιο είναι αυτό που μας δίνει ένα αντικείμενο με ενδογενές περιεχόμενο και δομή. Η δυνατό τητα να καθορίσουμε τι όντως ανήκει στις καθαρές καλαισθητι κές κρίσεις εξαρτάται από την κατηγοριοποίηση που υιοθετού με. Αυτή η ανάλυση που πλαισιώνει την κρίση καθιστά δυνατές τις διακρίσεις που προτείνει η ανάλυση του ωραίου, δηλαδή δια κρίσεις μεταξύ ύλης και μορφής, καθαρού και ακάθαρτου, εν δογενούς και εξωγενούς. Αυτή μας οδηγεί στον ορισμό του πλαισίου ως πάρεργου, άρα ορίζει και τη δική του επικουρική εξωτερικότητα. Την ίδια στιγμή που παίζει έναν ουσιαστικό, κα ταστατικό, φυλακτικό και προστατευτικό ρόλο -πρόκειται για διάφορες πλευρές του καντιανού Einfassung (πλαισίωσης κ.λπ.)-, υποσκάπτει τον ίδιο το ρόλο της προκαλώντας τον ορι σμό της ως επικουρικής διακόσμησης. Η λογική του παρέργου είναι, όπως μπορούμε να δούμε, παρόμοια με τη λογική του συ μπληρώματος, βάσει της οποίας το περιθωριακό γίνεται κεντρι κό χάρη στην ίδια του την περιθωριακότητα. Αν, συνεχίζει ο Derrida, «οι διαδικασίες που εισάγονται και τα κριτήρια που προτείνονται από την ανάλυση του ωραίου εξαρτώνται από αυτή την “παρεργονικότητα”, αν όλες οι αντιθέ σεις που κυριαρχούν στη φιλοσοφία της τέχνης (πριν από και με τά τον Kant) εξαρτώνται από αυτή για να πιστοποιηθεί η καταλ ληλότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα και η ορθότητά τους, τότε σίγουρα θα επηρεάζονται από αυτή τη λογική του παρέργου που είναι δυνατότερη από τη λογική της ανάλυσης» (σ. 85). Συνέπεια αυτής της σχέσης ανάμεσα στο πλαίσιο και σε αυτό που πλαισιώ νεται είναι μια «ορισμένη επαναληπτική αποσυναρμολόγηση».
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Έ να παράδειγμα είναι η αποσυναρμολόγηση της αντίθεσης μεταξύ γνώσης και ευχαρίστησης. «Η ανάλυση του ωραίου πα ραμορφώνει» γράφει ο Derrida, «ανατρέποντας συνεχώς τη λει τουργία του πλαισίου, στο βαθμό που, ενώ επιτρέπει στον εαυτό της να πλαισιωθεί από την ανάλυση των εννοιών και από τη θεω ρία των κρίσεων, περιγράφει την απουσία των εννοιών από τη δραστηριότητα της καλαισθησίας» (σ. 87). Μολονότι η Κριτική βασίζεται σε μια απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη γνώση και την ευχαρίστηση ή την αίσθησιν που συνοδεύει την καθαρή αντίλη ψη του έργου τέχνης, ο Kant εισάγει μια αναλογία με τη διαδι κασία της κατανόησης τη στιγμή που προσπαθεί να περιγράψει τη διακριτότητα της αισθήσεως. Έ να άλλο παράδειγμα είναι αυτό που ο Derrida αποκαλεί «νόμο του γένους», ή μάλλον «νόμο του νόμου του γένους [...]. Μια αρχή μόλυνσης, ένα νόμο ακαθαρσίας, μια παρασιτική οι κονομία» («La Loi du genre»/«0 νόμος του γένους», σ. 179). Αν και είναι πάντοτε μέρος ενός γένους, ένα κείμενο δεν ανήκει σε κανένα γένος, γιατί το πλαίσιο ή το γνώρισμα που σηματοδοτεί το ανήκειν του δεν ανήκει το ίδιο. Ο τίτλος «Ωδή» δεν είναι μέ ρος του γένους που δηλώνει και, όταν ένα κείμενο αυτοπροσδιορίζεται ως αφήγημα (recit) συζητώντας το δικό του αφήγημα (recit), αυτή η ένδειξη για το γένος είναι σχετική με το γένος, αλλά όχι και κομμάτι του γένους. Το παράδοξο της «παρεργονικότητας» είναι ότι ένα τέχνασμα που χρησιμεύει στη διαδικα σία πλαισίωσης και επιβεβαιώνει ή επιδεικνύει την ιδιότητα του μέλους μιας κατηγορίας δεν είναι το ίδιο μέλος αυτής της κατηγορίας.
312
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Η πλαισίωση μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος πλεκτάνης, ένα εί δος ερμηνευτικής επιβολής που περιορίζει ένα αντικείμενο επι βάλλοντας του όρια: η πλαισίωση κατά τον Kant εγκλείει την αι σθητική στο πλαίσιο μιας θεωρίας του ωραίου, το ωραίο στο πλαίσιο μιας θεωρίας του γούστου και το γούστο στο πλαίσιο μιας θεωρίας της κρίσης. Η διαδικασία της πλαισίωσης παραμέ νει ωστόσο αναπόφευκτη και η έννοια ενός αισθητικού αντικει μένου, όπως και η συγκρότηση μιας αισθητικής, εξαρτάται από αυτήν. Το συμπλήρωμα είναι απαραίτητο. Οτιδήποτε πλαισιώνε ται σωστά -εκτίθεται σε ένα μουσείο, αναρτάται σε μια πινακο θήκη, τυπώνεται σε ένα βιβλίο ποίησης- γίνεται αντικείμενο τέ χνης· αλλά έστω κι αν είναι η πλαισίωση αυτή που δημιουργεί το αισθητικό αντικείμενο, το πλαίσιο δεν μετατρέπεται σε μια καθορίσιμη οντότητα, οι ιδιότητες της οποίας θα μπορούσαν να απομονωθούν και να μας δώσουν μια θεωρία του λογοτεχνικού ή του ζωγραφικού πλαισίου. «Υπάρχει πλαισίωση» μας διαβεβαιώνει ο Derrida, «αλλά το πλαίσιο δεν υφίσταται» (Η αλήθεια στη ζωγραφική, σ. 93). «II y a du cadre, mais le cadre n’existe pas». To πάρεργον αποσπάται τόσο από το έργον όσο και από το ευρύτερο περιβάλλον του· αποσπάται καταρχήν όπως το κάνει μια μορφή σε σχέση με το βάθος από το οποίο προ έρχεται, αλλά όχι με τον τρόπο που το κάνει ένα έργο το οποίο επίσης ξεκινά από ένα βάθος. Το παρεργονικό πλαί σιο αποσπάται από δύο διαφορετικά βάθη, αλλά όταν έρ χεται αντιμέτωπο με το καθένα από αυτά ξεχωριστά φαίνε ται να απορροφάται από το άλλο. Αντιμέτωπο με το έργο που χρησιμεύει ως βάθος του, χάνεται μέσα στον τοίχο και, στη συνέχεια, βαθμιαία, μέσα στο γενικό κείμενο (τα συμφραζόμενα). Αντιμέτωπο με το βάθος του γενικού κειμέ
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3*3
νου, απορροφάται από το έργο που ξεκινά από το γενικό βάθος. Αν και αποτελεί πάντα μια μορφή σε σχέση με ένα πεδίο, το πάρεργον παραμένει πάντοτε μια μορφή που πα ραδοσιακά ορίζεται όχι ως η μορφή που αναδεικνΰεται, αλλά ως η μορφή που εξαφανίζεται, βυθίζεται, εξαλείφε ται, διαλύεται καθώς αναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς της. Το πλαίσιο δεν είναι ποτέ ένα βάθος με τον τρόπο που το περιβάλλον ή το έργο μπορεί να γίνει κάτι τέ τοιο, όπως άλλωστε ούτε και το πάχος του περιθωρίου δεν αποτελεί μορφή, εκτός κι αν πρόκεται για μια μορφή που αυτο-αναιρείται (σσ. 71-73).
Παρ’ όλ’ αυτά, αυτή η υπό εξαφάνιση μορφή, αυτό το περιθω ριακό συμπλήρωμα, αποτελεί από μια άποψη την «ουσία» της τέχνης. Στην αποκαθαρτική του αναφορά στην τέχνη, ο Kant προχωρά αφαιρώντας πιθανές ιδιότητες: η pulchritudo vaga ή «ελεύθερη ομορφιά», που αποτελεί το αντικείμενο των καθα ρών καλαισθητικών κρίσεων, είναι μια οργάνωση «που δεν ση μαίνει τίποτε, δεν δείχνει τίποτε, δεν αντιπροσωπεύει τίποτε». Αυτές οι δομές μπορούν μεταξύ άλλων να αντιπροσωπεύουν, να υποδεικνύουν, να σημαίνουν αλλά η ομορφιά τους είναι ανε ξάρτητη από παρόμοιες λειτουργίες, καθώς βασίζεται σε αυτό που ο Derrida αποκαλεί «le sans de la coupure pure», το χωρίς της καθαρής τομής ή τη διάκριση που καθορίζει τα αισθητικά αντικείμενα, όπως συμβαίνει στην «στοχοθεσία χωρίς στόχο» του Kant. Αν το αντικείμενο των καθαρών καλαισθητικών κρί σεων είναι μια οργάνωση που δεν σημαίνει τίποτε και δεν αναφέρεται σε τίποτε, τότε το πάρεργον είναι στην πραγματικότητα η ίδια η θέση που καταλαμβάνει η ελεύθερη ομορφιά, έστω και αν ο Kant το αποκλείει από το ίδιο το έργο.
3*4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Αν αφαιρέσουμε από έναν πίνακα κάθε αναπαράσταση, κάθε σημασία, κάθε θέμα, κάθε κείμενο ως εμπρόθετο νόημα, αν αφαιρέσουμε επίσης κάθε είδους υλικό (τον καμβά, τη χρωματιστή βαφή) που κατά τον Kant δεν μπορεί να είναι όμορφο καθαυτό, αν απαλείψουμε κάθε σχέδιο που κατευθύνεται προς έναν καθορισμένο στόχο, αν αφαι ρέσουμε το βάθος του και τα κοινωνικά, ιστορικά, πολιτικά και οικονομικά στηρίγματά του, τότε τι μένει; Το πλαίσιο, η πλαισίωση, ένα παιχνίδι μορφών και γραμμών που είναι δομικά ομοιογενείς με τη δομή του πλαισίου (σ. 111).
Πράγματι, ένα από τα παραδείγματα που δίνει ο Kant για την ελεύθερη ομορφιά είναι το «Laubwerkzu Einfassungen», δηλα δή πλαίσια δουλεμένα με φυλλωτά σχέδια. Αν, όπως λέει ο Derrida, «το ίχνος του “χωρίς” είναι η πηγή της ομορφιάς», τότε το πλαίσιο μπορεί να είναι ή να φέρει αυτό το ίχνος. Στο «Ζήτημα της τεχνολογίας» («Die Frage nach der Technik»/«The Question Concerning Technology»), o Heidegger ταυτίζει την ουσία της τεχνολογίας με μια διαδικασία Πλαισίω σης (Gestell) η οποία, χωρίς να είναι η ίδια τεχνολογική, πλαι σιώνει διάφορα φαινόμενα ως «σταθερό απόθεμα» και απειλεί να συγκαλύψει την αποκάλυψη ή την πλαισίωση που αποκαλεί ποίησιν (σσ. 301-309). Το πρόβλημα της πλαισίωσης είναι πράγ ματι γενικότερο, αλλά ο τεχνολογικός της χαρακτήρας διαφαίνεται ήδη στα διακυβεύματα και στις διαδικασίες μιας θεωρίας της τέχνης ή μιας θεωρίας της λογοτεχνίας, καθώς αυτή η θεω ρία επιχειρείνα κατασκευάσει έναν επιστημονικό κλάδο. Οι συ ζητήσεις σχετικά με την κριτική μέθοδο περιστρέφονται γύρω από αυτό που βρίσκεται μέσα στη λογοτεχνία ή το λογοτεχνικό έργο και σε αυτό που βρίσκεται έξω από αυτό. Η έγκυρη Θεω
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3*5
ρία Λογοτεχνίας των Wellek και Warren οργανώνεται και οργα
νώνει το πεδίο της με βάση μια διάκριση ανάμεσα στο μέσα και στο έξω: αφενός «η μελέτη της λογοτεχνίας εκ των έξω», αφετέ ρου «η μελέτη της λογοτεχνίας έκτων έσω». Η μελέτη του Derrida αναδεικνύει την περίπλοκη δομή των παρεργονικών διακρίσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμο ποιεί τον όρο «εγκόλπωση» για να δηλώσει τη συνθέτη σχέση ανάμεσα στο μέσα και το έξω («Επιβιώνοντας», σ. 97). Αυτά που θεωρούμε ως τα ενδότερα του σώματος -τον κόλπο, το στομάχι, τα εντόσθια- είναι στην πραγματικότητα αναδιπλωμένες θήκες εξωτερικότητας. Η πεμπτουσία της εσωτερικότητάς τους έγκει ται εν μέρει στη διαφορά τους από τη σάρκα και τα οστά, αλλά κυρίως στο χώρο τον οποίο περιχαρακώνουν και εμπεριέχουν, στο έξω το οποίο μετατρέπουν σε μέσα. Έ να εξωτερικό πλαίσιο ενδέχεται, χάρη στην αναδίπλωσή του, να λειτουργήσει ως το πλέον εσωτερικό στοιχείο ενός έργου- αντίστροφα, αυτό που μοιάζει να είναι το πλεόν εσωτερικό ή κεντρικό στοιχείο ενός έργου προσλαμβάνει αυτόν το ρόλο μέσα από ιδιότητες που το εκδιπλώνουν, βγάζοντάς το έξω από το έργο και αντιπαραθέτοντάς το με αυτό. Το μυστικό κέντρο που φαίνεται να εξηγεί τα πάντα αναδιπλώνεται πίσω στο έργο, ενσωματώνοντας την εξω τερική θέση από την οποία διαλευκαίνει το όλον στο εσωτερικό του οποίου εμφανίζεται. Η διάκριση μεταξΰ κριτικής και λογοτεχνίας αντιπαραθέτει έναν πλαισιωτικό λόγο με ό,τι αυτός πλαισιώνει, ή χωρίζει μια εξωτερική μεταγλώσσα από το έργο που αυτή περιγράφει. Αλλά και τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα περιλαμβάνουν μεταγλωσσικά σχόλια: κρίσεις για την πλοκή, για τους χαρακτήρες και για τις
3ΐ6
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
διαδικασίες τους. Κατά περίεργο τρόπο, η αξιοπιστία των μεταγλωσσικών θέσεων που διατυπώνουν οι κριτικοί εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον μεταγλωσσικό λόγο στο εσωτερικό ενός κειμένου: οι κριτικοί αισθάνονται ότι είναι ασφαλείς έξω από το έργο και ότι το ελέγχουν όταν μπορούν να εξαγάγουν από αυτό αποσπάσματα εμφανώς αξιόπιστου σχολιασμού τα οποία αποτελούν προέκταση των απόψεων που οι ίδιοι υπερα σπίζονται. Όταν διαβάζουν ένα κείμενο από το οποίο εμφανώς απουσιάζει μια αξιόπιστη μεταγλώσσα ή που ειρωνικά αμφι σβητεί τους ερμηνευτικούς λόγους που εμπεριέχει, οι κριτικοί αισθάνονται άβολα, περίπου σαν να προσέθεταν απλώς τη φω νή τους στην ήδη υπάρχουσα πολυφωνικότητα. Τους λείπουν οι αποδείξεις ότι πράγματι κατέχουν μια μεταγλωσσική θέση, πά νω και έξω από το κείμενο. Πρόκειται για μια παράδοξη κατάσταση: οι κριτικοί βρίσκο νται έξω από το κείμενο όταν ο λόγος τους προεκτείνει και ανα πτύσσει το λόγο τον οποίο εγκρίνει το κείμενο, δηλαδή μια αναδι πλωμένη θήκη εξωτερικότητας, η εξωτερική αξιοπιστία της οποίας προκύπτει από τη θέση που αυτή κατέχει μέσα στο κείμε νο. Αν όμως τα καλύτερα παραδείγματα μεταγλωσσικού λόγου εμφανίζονται μέσα στο κείμενο, τότε η εγκυρότητά τους, που εξαρτάται από τη σχέση της με αυτό που βρίσκεται έξω από το κείμενο, είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη: μπορούν πάντοτε να διαβαστούν ως τμήμα ενός έργου μάλλον παρά ως περιγραφή του. Αρνούμενοι την εξωτερικότητά τους, ανατρέπουμε τη μεταγλωσ σική αυθεντία του κριτικού, η εξωτερικότητά του οποίου εξαρτάται από τις πτυχές που δημιούργησε αυτή η εσωτερική μεταγλώσ σα ή θήκη εξωτερικότητας. Η διάκριση μεταξύ γλώσσας και με
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3 47
ταγλώσσας, όπως και η διάκριση μεταξύ του μέσα και του έξω, δεν προσφέρονται για ακριβείς διατυπώσεις αλλά παραμένουν πάντοτε ενεργές και περιπλέκονται με μια σειρά από πτυχώσεις. Το πρόβλημα του πλαισίου σχετίζεται και με μια άλλη έννοια που έπαιξε βασικό ρόλο στην κριτική σκέψη: την έννοια της ενό τητας. Οι θεωρητικοί συχνά ισχυρίζονται ότι η «οργανική ενότη τα» των έργων τέχνης αποτελεί προϊόν πλαισίωσης, το αποτέλε σμα αυτού που ο de Man αποκαλεί «επιδίωξη της ολότητας στην ερμηνευτική διαδικασία» (Τυφλότητα και ενόραση, σ. 31). Σε πρόσφατες κριτικές αναλύσεις, η εξύμνηση της ετερογένειας, η περιγραφή των κειμένων ως μοσχευμάτων ή ως διακειμενικών κατασκευών, η προσπάθεια να βρεθούν ασύμβατα νήματα επι χειρημάτων ή ασύμβατες λογικές σήμανσης, καθώς και η σύνδε ση της δύναμης ενός κειμένου με την αυτοαποδομητική αποτελεσματικότητά του, όλα αυτά συντέλεσαν στο να αρνηθούμε στην έννοια της οργανικής ενότητας τον προηγούμενο ρόλο που έπαι ζε ως αναμφισβήτητος στόχος της κριτικής ερμηνείας. Ωστόσο, τα κριτικά κείμενα, που με μεγαλύτερη ενάργεια δηλώνουν ότι εξυ μνούν την ετερογένεια, πιθανότατα αποκαλύπτουν μέσω της εξη γητικής διερεύνησής τους την εξάρτησή τους από τις διάφορες παραλλαγές της οργανικής ενότητας, οι οποίες δεν είναι διόλου εύκολο να εκδιωχτούν. Η αποδόμηση δεν οδηγεί σε έναν ρωμα λέο νέο κόσμο όπου δεν εμφανίζεται ποτέ κανενός είδους ενότη τα, αλλά καταδεικνύει την ενότητα ως προβληματική μορφή. Επιπλέον, ο σκεπτικισμός γύρω από τους οργανιστικούς όρους και κατηγορίες ενθαρρύνεται από την ανάλυση του συ στήματος στο οποίο λειτουργούν τέτοιες έννοιες. Στο Ο καθρέ φτης και το φως (The Mirror and the Lamp), ο Μ. H. Abrams υπο
3<8
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στήριξε ότι οι σύγχρονες οργανιστικε'ς έννοιες ανήκουν σε ένα σύστημα που κατά βάση αποτελεί μια ανατοποθετημένη θεολο γία. Στο «Οικονομίμησις», ο Derrida τοποθετεί το γεγονός ότι ο Kant απορρίπτει ανοιχτά τη μιμητική αντίληψη για την τέχνη στο πλαίσιο μιας οικονομίας της μίμησης. Μέσα σε αυτό το σύστημα, οι οργανιστικές περιγραφές του αισθητικού αντικειμένου λει τουργούν, παραδόξως, προς όφελος της απόλυτης υπεροχής της ανθρώπινης τέχνης, ελευθερίας και γλώσσας σε σχέση με τη φυ σική δραστηριότητα των ζώων. Η καντιανή θεωρία κάνει μια βασική διάκριση ανάμεσα στην τέχνη και τη φύση και καταβάλ λει μεγάλη προσπάθεια για να διακρίνει τη μιμητική δραστηριό τητα του ανθρώπου από αυτή του ζώου, την ελεύθερη δημιουρ γικότητα ή παραγωγικότητα του ανθρώπου από την πρακτική εργασία των μελισσών. Το κάνει τονίζοντας την ελευθερία της τέχνης, η οποία δεν θα πρέπει να είναι ούτε μηχανιστική ούτε ιδιοτελής, αλλά τόσο ελεύθερη όσο θα ήταν αν επρόκειτο για ένα παράγωγο της καθαρής φύσης, για ένα λουλούδι ή ένα δέ ντρο. «Η καθαρή και ελεύθερη παραγωγικότητα» γράφει ο Derrida αναπαράγοντας το επιχείρημα του Kant «θα πρέπει να μοιάζει με αυτή της φύσης. Και της μοιάζει ακριβώς επειδή, ελεύθερη και καθαρή καθώς είναι, δεν εξαρτάται από φυσικούς νόμους. Όσο λιγότερο εξαρτάται από τη φύση, τόσο περισσότε ρο της μοιάζει» («Οικονομίμησις», σ. 67/9). Για να συγκροτή σουμε το απόλυτο προνόμιο της ελεύθερης ανθρώπινης δημιουρ γίας ή μίμησης, την επαναφυσικοποιούμε μέσω μιας οργανιστικής γλώσσας, σαν κάτι φυσικό που προσιδιάζει στον άνθρωπο, σαν μια λειτουργία που δεν μπορεί να μολυνθεί από τη ζωικότητα όπως συμβαίνει με άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3*9
Κάτι εξίσου σημαντικό που παραγνωρίζεται ακόμα συχνότε ρα είναι το γεγονός ότι η αποδόμηση αμφισβητεί τη διασύνδεση μεταξύ αυτοαναφορικότητας και αυτοπαρουσίας σε συζητήσεις σχετικά με την οργανική αυτονομία του λογοτεχνικού κειμένου. Για τη Νέα Κριτική, ένα σημαντικό γνώρισμα της οργανικής ενότητας ενός καλοΰ ποιήματος ήταν το γεγονός ότι ενσωματώ νει ή δραματοποιεί τις θέσεις που υποστηρίζει. Ενεργοποιώντας ή εκτελώντας αυτό που υποστηρίζει ή περιγράφει, το ποίημα ολοκληρώνεται, μιλά για τον εαυτό του και είναι ελεύθερο ως ένα αυτοτελές μείγμα του είναι και του πράττειν. «Το ποίημα εί ναι ένα δείγμα της θεωρίας την οποία υποστηρίζει» γράφει ο Cleanth Brooks για το παράδειγμα που εξετάζει, την «Κανονικοποίηση» («The Canonization») του Donne. «Είναι τόσο αυτό που υποστηρίζει όσο και η πραγμάτωση αυτού που υποστηρίζει. Ο ποιητής έχει πράγματι κατασκευάσει μπροστά στα μάτια μας, μέσα στο ποίημα, το “χαριτωμένο δωμάτιο” μέσα στο οποίο λέει ότι μπορούν να ικανοποιηθούν οι εραστές. Το ίδιο το ποίημα εί ναι η καλοσμιλεμένη υδρία που μπορεί να κλείσει μέσα της την τέφρα του εραστή χωρίς να υποφέρει όταν συγκρίνεται με τον “μισού εκταρίου τάφο” του ηγεμόνα» (The Well Wrought Urn IΗ καλοσμιλεμένη υδρία, σ. 17). Ό,τι λέει το ποίημα σχετικά με τάφους, υδρίες και δωμάτια εκλαμβάνεται ως αυτοαναφορά και αυτή η αυτοστοχαστικότητα εκλαμβάνεται με τη σειρά της ως αυτογνωσία, αυτοδιάθεση, αυ τοκατανόηση ή ως παρουσία του ποιήματος εν εαυτώ. Οι αναλύ σεις του Derrida που μας απασχόλησαν σε αυτό το κεφάλαιο εκ μεταλλεύονται επίσης τη δυνητική αυτοαναφορά, εφαρμόζοντας τη φροϋδική περιγραφή του παιχνιδιού Fort/Da στο παιχνίδι του
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ίδιου του Freud με την αρχή της ηδονής ή την αναφορά του Kant στα πάρεργα κατά τις δικές του πλαισιοοτικές διαδικασίες στην «Αναλυτική του ωραίου». Οι σχέσεις που αποκαλύπτει η αποδο μητική διερεΰνηση της αυτοαναφορικότητας είναι νοικοκυρεμέ νες, κάτι που θυμίζει τη σύμπτωση του είναι με το πράττειν, την οποία ο Brooks και αναρίθμητοι άλλοι κριτικοί έχουν έκτοτε αναζητήσει και εκτιμήσει. Αλλά η σχέση την οποία αποκαλύπτει η αποδόμηση δεν είναι η διαφάνεια του κειμένου καθαυτήν μέσα σε μια πράξη αναστοχαστικής αυτοαναφοράς ή αυτοκατοχής· πρόκειται μάλλον για μια ανοίκεια νοικοκυροσύνη που παράγει ένα παράδοξο, μια αυτοαναφορά που καταδεικνύει τελικά την ανικανότητα οποιουδήποτε λόγου να μιλήσει για τον εαυτό του και την αποτυχία του επιτελεστικού και του διαπιστωτικού στοι χείου ή του πράττειν και του είναι στην προσπάθειά τους να συ μπέσουν. Στον τομέα της λογικής, η αυτοαναφορά αναγνωρίζε ται εδώ και πολύ καιρό ως μια βασική πηγή παραδόξων: το Πα ράδοξο του Επιμενίδη, γνωστότερο ως το Παράδοξο του Ψεύτη Κρητικού, το παράδοξο του κουρέα που ξυρίζει όλους τους άντρες του χωριού που δεν ξυρίζονται μόνοι τους, το παράδοξο του Russell για τα σύνολα που δεν είναι μέλη του εαυτού τους, το παράδοξο της «ετερολογικότητας» του Grelling17. Όταν ο Russell και ο Whitehead επιχείρησαν axaPrincipia Mathematica να επιλύσουν ή να διευθετήσουν τέτοια παράδοξα τα οποία απε ιλούσαν τα θεμέλια των μαθηματικών, το κατάφεραν θέτοντας
17. Η εκτενέστερη και συναρπαστικότερη πρόσφατη διερεΰνηση των παραδόξοον που μπορεί να προκύπτουν από την αυτο-αναφορά είναι το Godel, Escher, Bach του Douglas Hofstader.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
321
εκτός νόμου την αυτοαναφορά. Η θεωρία των λογικών τύπων που διατύπωσαν καθιστά αδύνατο το ενδεχόμενο μια πρόταση να αφορά τον εαυτό της, δεδομένου ότι τοποθετούν κάθε πρότα ση σχετικά με ένα X σε υψηλότερη λογική κατηγορία σε σχέση με το ίδιο το X. Μια διαβεβαίωση σχετικά με ένα ποίημα θεω ρείται ότι ανήκει σε διαφορετική λογική κατηγορία από το ποίη μα στο οποίο αναφέρεται. Αυτό μπορεί να αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση για τα προβλήματα της θεωρίας των συνόλων, αλ λά ως αρχή του λόγου θεωρεί αποδεδειγμένη την αποδεικτέα αυτοαναφορά της γλώσσας και αντιμετωπίζει ακόμα και τις πιο συνηθισμένες περιπτώσεις, για παράδειγμα, φράσεις όπως «Σε αυτό το κεφάλαιο θα προσπαθήσω να δείξω...», ως λογικές ανα κρίβειες. Ο λόγος είναι αναπόδραστα και αναγκαστικά αυτοαναφορικός, αλλά ακόμα και φράσεις όπως «Σε αυτό το κεφά λαιο θα προσπαθήσω να δείξω...» που τοποθετούνται ταυτόχρο να μέσα και έξω από αυτό που πλαισιώνουν θέτουν ενδιαφέρο ντα ζητήματα παρεργονικότητας. Κάτω από την εξηγητική πίεση, η αυτοαναφορικότητα αναδεικνύει το αδύνατο της αυτοδιάθεσης. 'Οταν τα ποιήματα αποκηρύσσουν την ποίηση ως ψέμα, τότε η αυτοαναφορικότητα γί νεται πηγή της αναποφασιστικότητας, η οποία δεν αποτελεί αμ φισημία αλλά μια δομή που θέτει κάτι λογικά ανεπίλυτο: αν ένα ποίημα λέει την αλήθεια όταν περιγράφει την ποίηση ως ψέμα, τότε ψεύδεται- αν όμως ο ισχυρισμός του ότι τα ποιήματα ψεύ δονται είναι ψέμα, τότε θα πρέπει να λέει την αλήθεια. Είναι επίσης δυνατό να δείξουμε ότι τα ποιήματα που οι Νέοι Κριτικοί ανέλυσαν ως δείγματα της θεωρίας την οποία διακηρύσσουν εί ναι στην πραγματικότητα πιο σύνθετα και πιο προβληματικά
322
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
από τη σκοπιά της αυτοαναψορικότητάς τους. Το ποίημα «Η κανονικοποίηση», το κανονιστικό παράδειγμα του Brooks, ξεκινά το αυτοαναφορικό του συμπέρασμα ως εξής: Αν δεν μπορέσουμε να ζήσουμε με την αγάπη, τότε μπορούμε να πεθάνουμε μαζί της, Κι αν δεν ταιριάζει σε φέρετρα και τάφους Η ιστορία μας, τότε θα ταιριάζει σ’ ένα στίχο* Κι αν δεν γίνουμε κομμάτι κάποιου Χρονικού Θα χτίσουμε στα σονέτα μας χαριτωμένα δωμάτια* Τόσο καλά όσο μια καλοσμιλεμένη υδρία που στεγάζει Τις πιο σπουδαίες στάχτες, σαν μισού εκταρίου τάφος, Και με τέτοιους ύμνους όλοι θα μας δεχτούν Ως τους Κανονικοποιημένους του Έρωτα:
Ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι ο θρύλος του έρωτά του είναι κα τάλληλος για να μπει σε στίχους, σε σονέτα ή ακόμα και σε χρο νικά, τα οποία θα λειτουργήσουν ως ΰμνοι για αυτούς που θα τα ακούσουν. Επιπλέον, οι ακροατές θα παρακινηθούν να εκφρα στούν μόλις ακούσουν αυτούς τους στίχους: Και με τέτοιους ύμνους όλοι θα μας δεχτούν Ως τους Κανονικοποιημένονς του Έρωτα: Κι έτσι θα μας θυμούνται* Εσείς που η θεϊκή αγάπη σας Έκανε τον έναν ερημητήριο του άλλου* Εσείς, που κάποτε η αγάπη σας ήταν ειρήνη και τώρα είναι οργή* Που κάνατε την ψυχή όλου του κόσμου να μαζευτεί, και την φέρατε Στα γυάλινα μάτια σας (Και κάνατε έτσι όλα να διακρίνονται κι όλα να καθρεφτί ζονται
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
3 23
κι όλα σ’ εσάς να συμπυκνώνονται,) Χώρες, Πόλεις, Δρομάκια: ζητήστε από ψηλά Έ ναν τρόπο ν ’αγαπάτε!
Ο ομιλητής επομένως φαντάζεται πως όσοι ακούσουν το θρύλο του έρωτά του σε στίχους θα φανταστούν τους εραστές μέσα από τις εξιδανικευτικές περιγραφές οι οποίες, καλύτερα απ’ οτιδή ποτε θα μπορούσε ο ίδιος να πει, δίνουν το πορτρέτο των ερα στών που κατακτούν θριαμβευτικά την ψυχή ολόκληρου του κό σμου επιδιώκοντας μόνο τον έρωτα. Η ανταπόκριση στο θρύλο τον οποίο φαντάζεται και αντιπροσωπεύει ο ομιλητής είναι μια επίκληση και αναπαράσταση των εραστών από τους οποίους ζη τά να επικαλεστούν το Θεό και να Του ζητήσουν μια ακόμα ανα παράσταση του έρωτά τους που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μοντέλο. Έχουμε να κάνουμε, επομένως, όχι τόσο με μια αυ τάρκη υδρία, όσο με μια αλυσίδα λόγων και αναπαραστάσεων: το θρύλο που περιγράφει τους εραστές, την έμμετρη αναπαρά σταση αυτού του θρύλου, το εγκωμιαστικό πορτρέτο των ερα στών όπως διαμορφώνεται στην ανταπόκριση αυτών που άκουσαν το θρύλο, το αίτημα που ζητείται από τους εραστές να δια τυπώσουν, καθώς και το άνωθεν μοντέλο που θα παραγάγει και άλλες εκδοχές του έρωτά τους. Η αλυσίδα των αναπαραστάσεων περιπλέκει την κατάσταση που περιγράφει ο Brooks, ιδιαίτερα αν εστιάσουμε την προσοχή μας στο ερώτημα της αυτοαναφοράς και ρωτήσουμε τι είναι το «χαριτωμένο δωμάτιο», η «καλοσμιλεμένη υδρία» ή ο «ύμνος» στον οποίο αναφέρεται το ποίημα. Ο Brooks απαντά ότι είναι το ίδιο το ποίημα: «το ίδιο το ποίημα είναι η καλοσμιλεμένη υδρία
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
που μπορεί να φιλοξενήσει την τέφρα των εραστών». Αν ισχύει κάτι τέτοιο, αν δηλαδή το ποίημα είναι η υδρία, τότε ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της υδρίας είναι ότι προσωπο γραφεί τους ανθρώπους που ανταποκρίνονται στην υδρία. Αν η υδρία ή ο ΰμνος είναι το ίδιο το ποίημα, τότε η αναμενόμενη ανταπόκριση στον ΰμνο είναι η ανταπόκριση στην αναπαράστα ση μιας ανταπόκρισης στον ύμνο. Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το μακράν υμνολογικότερο στοιχείο του ποιήματος είναι η επίκληση στους εραστές από αυτούς που άκουσαν τον ύμνο ή τον στιχουργημένο θρύλο του έρωτά τους. Οι προηγού μενες στροφές του ποιήματος, στις οποίες ο εραστής ισχυρίζε ται, όπως λέει ο Brooks, ότι «ο έρωτάς τους, όσο παράλογος κι αν φαίνεται στον κόσμο, δεν βλάπτει τον κόσμο» (σ. 13), μόλις και μετά βίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύμνος* άρα, αν το ποίημα αναφέρεται στον εαυτό του σαν να πρόκειται για ύμνο, περιλαμβάνει στο εσωτερικό του και τον τρόπο με τον οποίο απεικονίζει την υμνολογική του ανταπόκριση, δηλαδή την αντα πόκριση στον ύμνο που ισχυρίζεται ότι είναι. Κάτι τέτοιο μπορεί να μοιάζει με μια διεστραμμένη περιγρα φή αυτού που συμβαίνει μέσα στο ποίημα, μια υπερβολική εκμε τάλλευση της στρεβλής συρρίκνωσης που επιφέρει η αυτοανα φορά* αλλά αυτή η αναφορά μάς δίνει μια εντυπωσιακά προ σφυή περιγραφή αυτού που έχει συμβεί. Ο Brooks, αφού διάβα σε τον έμμετρο θρύλο αυτών των εραστών, τους επικαλείται και τους εγκωμιάζει σαν αγίους του έρωτα: «απορρίπτοντας τη ζωή, οι εραστές κερδίζουν στην πραγματικότητα την πλέον έντονη ζωή [...]. Οι εραστές, καθώς μετατρέπονται σε ερημίτες, βρί σκουν ότι δεν έχασαν τον κόσμο, αλλά ότι κέρδισαν τον κόσμο ο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
32 5
ένας μέσα από τον άλλο [...]. Ο τόνος με τον οποίο κλείνει το ποίημα είναι ο τόνος του θριαμβευτικού επιτεύγματος» (σ. 15). Σε μεγάλο βαθμό ανταποκρίνεται με τον τρόπο που προβλέπει το ίδιο το ποίημα, εξυμνώντας δηλαδή τον παραδειγματικό έρω τά τους και αναζητώντας το μοντέλο του, το οποίο και ερμηνεύει ως «την ένωση στην οποία καταλήγει η ίδια η δημιουργική φα ντασία» (σ. 18). Το βιβλίο του αναφέρεται στο «Η κανονικοποίηση» ως κανονιστικό παράδειγμα, ως μοντέλο: το σχέδιό του, όπως το περιγράφει, είναι να διαπιστώσει τι συμβαίνει όταν δια βάζουμε άλλα ποιήματα «όπως έχουμε μάθει να διαβάζουμε τον Donne και τους σύγχρονους ποιητές» (σ. 193). Η εξαγιασμένη, αλλά ακόμη εγκόσμια, ένωση που εξυμνείται στο ποίημα -η ένωση που πραγματοποιείται από τη δημιουργική φαντασίαεκλαμβάνεται ως το μοντέλο που μπορεί να αναπαραχθεί και αλλού. Το βιβλίο παίρνει τη φράση «καλοσμιλεμένη υδρία» -που αυτό το παραδειγματικό παράδειγμα, «Η κανονικοποίηση», εφαρμόζει και σε άλλα ποιήματα και στον εαυτό του- και την εφαρμόζει και σε άλλα ποιήματα και στον εαυτό του. Το ίδιο το βιβλίο του Brooks ονομάζεται Η καλοσμιλεμένη υδρία : στις σε λίδες του συνδυάζονται η υδρία του Donne με την ανταπόκριση του Brooks και γίνονται και τα δύο με τη σειρά τους μια υδρία. Αυτό το αυτοαναφορικό στοιχείο στο ποίημα του Donne δεν παράγει ούτε καταλήγει σε ένα κλείσιμο σύμφωνα με το οποίο το ποίημα θα ταυτιζόταν αρμονικά με ό,τι το ίδιο περιγράφει. Εξυμνώντας τον εαυτό του ως υδρία, το ποίημα ενσωματώνει την εξύμνηση της υδρίας και ως εκ τούτου γίνεται κάτι διαφορε τικό από υδρία- και αν θεωρείται ότι η υδρία συμπεριλαμβάνει την ανταπόκριση στην υδρία, τότε οι ανταποκρίσεις που πρόκα-
326
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
λεί, όπως αυτή του Brooks, γίνονται τμήμα της και την εμποδί ζουν να κλείσει. Η αυτοαναφορά δεν την κάνει να κλειστεί στον εαυτό της, αλλά οδηγεί σε μια πληθώρα αναπαραστάσεων, σε μια σειρά από επικλήσεις και υδρίες συμπεριλαμβανομένης και της Καλοσμιλεμένης υδρίας του Brooks. Η κατάσταση αυτή είναι νοικοκυρεμένη, αλλά έχουμε να κάνουμε με τη νοικοκυροσύνη μιας μετάβασης κατά την οποία αυτός που αναλύει βρίσκεται να έχει εμπλακεί στο δράμα που νόμιζε ότι ανέλυε απ’ έξω και να το επανενεργοποιεί. Πρόκειται για μια δομή που επαναλαμβά νει και πολλαπλασιάζει μάλλον, παρά αποκρυσταλλώνει. Η αυτοαναφορική δομή δουλεύει εντέλει για να διαιρέσει το ποίημα και για να το κάνει να στραφεί εναντίον του εαυτού του, δημιουρ γώντας μια υδρία στην οποία ανταποκρινόμαστε και μια υδρία που περιλαμβάνει την ανταπόκριση σε μια υδρία. Αν η υδρία εί ναι ο συνδυασμός μιας υδρίας και της ανταπόκρισης σε μια υδρία, τότε αυτή η αυτοαναφορική δομή δημιουργεί μια κατά σταση στην οποία ανταποκρίσεις όπως αυτή του Brooks είναι τμήμα της υπό συζήτηση υδρίας. Αυτή η σειρά αναπαραστάσεων, επικλήσεων και αναγνώσεων που, ως αυτοαναφορικές στιγμές, είναι ταυτόχρονα μέσα και έξω από το ποίημα, μπορεί να συνε χιστεί επ’ άπειρον. Όπως έχει τονίσει ο Rodolphe Gasche σε ένα σημαντικό άρ θρο του, όσο κι αν η αποδόμηση διερευνά τις αυτοαναφορικές δομές των κειμένων, αυτές οι δομές συγκροτούν μια κριτική της έννοιας της αυτοστοχαστικότητας ή της αυτοεπιβολής μέσω της αυτοανάλυσης («Η αποδόμηση ως κριτική», σσ. 181-185). Η προ σπάθεια να κατακτηθεί το «γνώθι σεαυτόν», είτε καταβάλλεται από ένα πρόσωπο είτε από ένα ποίημα, ενδέχεται να παραγάγει
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
327
έναν ισχυρό ερμηνευτικό λόγο- παρ’ όλ’ αυτά, ένα στοιχείο ζω τικής σημασίας θα παραμένει πάντοτε άγνωστο ή θα περνά απα ρατήρητο, και ως εκ τοΰτου η σχέση ανάμεσα σε ένα κείμενο και στην αυτοπεριγραφή ή στην αυτοερμηνεία του θα παραμένει στρεβλή. Όπως παρατηρήσαμε όταν συζητούσαμε τα πάρεργα, η εντύπωση της αυτοστοχαστικότητας παράγεται από διπλώσεις και αναδιπλώσεις. Όταν ένα κείμενο αναδιπλώνεται στον εαυ τό του, δημιουργεί αυτό που ο Derrida αποκαλεί «εγκολπωμένη θήκη», χάρη στην οποία ένα έξω γίνεται μέσα και μια εξωτερική θέση αποδίδεται σε μια εσωτερική στιγμή. Αναλύοντας την «Τρέλα της ημέρας» του Blanchot στο «Νόμο του γένους», ο Derrida διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι αυτοπροσδιορισμοί του έργου, αντί να παράγουν μια διαφάνεια στο πλαίσιο της οποίας το έργο θα μιλούσε για τον εαυτό του, διακόπτουν ακόμα και τα όσα οι ίδιοι λένε (σσ. 190-191). Η προσπάθεια ενός κειμέ νου να πλαισιώσει τον εαυτό του παράγει παραμορφώσεις και εντάσεις, δηλαδή παρατοποθετήσεις. Η αποδόμηση τονίζει τις αυτοαναφορικές στιγμές ενός κειμένου προκειμένου να αποκαλύψει τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του εγχειρήματος να χρη σιμοποιήσουμε ένα μέρος του κειμένου για να αναλύσουμε το σύνολό του, ή τις ανοίκειες σχέσεις ανάμεσα σε ένα κειμενικό επίπεδο και σε ένα άλλο, ή ανάμεσα σε ένα λόγο και σε έναν άλ λο. Η ιδέα του κειμένου που μιλά για λογαριασμό του είναι μια άλλη εκδοχή της αυτοπαρουσίας, μια άλλη έκφανση του συστή ματος του s’entendre parler. Τα κείμενα δουλεύουν αυτοαναφο ρικά προκειμένου να παράγουν έννοιες στρατηγικής σημασίας για την ανάγνωσή τους, αλλά πάντοτε παρατηρείται, όπως θα έλεγε ο Derrida, μια επιβράδυνση ή μια αστάθεια. «Χωλαίνει και
328
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
δεν κλείνει καλά» (Η καρτ-ποστάλ, σ. 418). Όσο κι αν αυτοπεριορίζεται, ένα κείμενο δεν κλείνει ποτέ. (2) Σε ό,τι αφορά το δεύτερο είδος ή το δεύτερο επίπεδο της σχέ σης της με τη λογοτεχνική κριτική, η αποδόμηση γίνεται αισθητή όχι μόνο αμφισβητώντας κριτικές έννοιες, αλλά και εντοπίζο ντας μια σειρά από σημαντικά ζητήματα στα οποία οι κριτικοί μπορούν να εστιάσουν την προσοχή τους όταν ερμηνεύουν λο γοτεχνικά κείμενα: ζητήματα όπως η γραφή (ή η σχέση ανάμεσα στην ομιλία και τη γραφή), η παρουσία και η απουσία, η κατα γωγή, η περιθωριακότητα, η αναπαράσταση, η ακαθοριστία. Στρέφοντας την προσοχή της σε μια σειρά από θέματα ή ζητή ματα, η αποδόμηση δουλεύει όπως κάνουν και άλλα θεωρητικά προγράμματα. Ο υπαρξισμός, με την αναφορά του στην ανθρώ πινη κατάσταση, ενθάρρυνε τους κριτικούς να μελετήσουν τι εί χαν να πουν τα λογοτεχνικά κείμενα σχετικά με την επιλογή, τη σχέση μεταξύ ύπαρξης και ουσίας, την εξέγερση και τη δημιουρ γία του νοήματος σε ένα παράλογο περιβάλλον. Θεωρητικά εγ χειρήματα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο η ψυχανάλυση, ο φεμινισμός, ο μαρξισμός και η αναφορά του Girard στη μιμητι κή επιθυμία και στο μηχανισμό κατασκευής αποδιοπομπαίων τράγων εντοπίζουν ορισμένα ιδιαίτερα σημαντικά ζητήματα και στρέφουν τους κριτικούς στον τρόπο με τον οποίο αυτά εκδηλώ νονται στα λογοτεχνικά κείμενα. Δεν προκαλεί έκπληξη ούτε το γεγονός ότι στιβαροί θεωρητικοί λόγοι θα πρέπει να έχουν αυτό το αποτέλεσμα, ούτε το γεγονός ότι η λογοτεχνία θα πρέπει να αποδείξει πως διαθέτει οξυδερκείς και αποκαλυπτικές απαντή σεις στα ερωτήματα που της απευθύνονται.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
329
Δεν παύουν, ωστόσο, να υπάρχουν σημαντικές διαφωνίες σχετικά με το καθεστώς και την αξία της θεματικής κριτικής. Για πολλούς από όσους ασχολούνται με τη λογοτεχνία, η αξία της αποδόμησης, όπως και η αξία του υπαρξισμού ή του μαρξισμού πριν από αυτή, καθορίζεται από την ικανότητά της να φωτίσει κείμενα που περιέχουν τα αγαπημένα της θέματα. Μεγάλο μέ ρος αυτού που σήμερα θεωρείται αποδομητική κριτική διακρίνεται καταρχήν από τα θέματα που συζητά -την ομιλία και τη γραφή στον Δάντη, την ακαθοριστία της αναπαράστασης στον Dickens, την απουσία του αντικειμένου αναφοράς στον William Carlos Williams- και κατηγορείται χαρακτηριστικά ότι αγνοεί τα βασικά ζητήματα που απασχολούν ένα κείμενο, προκειμένου να εστιάσει σε θέματα που είναι ως επί το πλείστον δευτερεύοντα. Μέσα από αυτή την οπτική, η αποδόμηση θα μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμη για να καταλάβουμε κείμενα όπως το Βιβλίο των ερωτήσεων (Le Livre des questions) του Edmond Jabes, το οποίο o Derrida ερμηνεύει θεματικά ως το «ατελεύτητο τραγού δι της απουσίας και συνάμα ένα βιβλίο για το βιβλίο» (Η γραφή και η διαφορά, σσ. 104-105/74). Αντίστοιχα, η φεμινιστική θεω ρία θα ήταν διαφωτιστική αν μελετούσαμε μυθιστορήματα σχε τικά με τη θέση των γυναικών η ψυχανάλυση θα μπορούσε να φωτίσει λογοτεχνικά κείμενα που αποτελούν κατά βάση ψυχο λογικές μελέτες και ο μαρξισμός θα μπορούσε να βοηθήσει τον κριτικό να καταλάβει βιβλία που εστιάζουν στις επιπτώσεις των ταξικών διαφορών και των οικονομικών δυνάμεων στις προσω πικές εμπειρίες. Κάθε θεωρία φωτίζει συγκεκριμένα ζητήματα, αλλά θα ήταν λάθος να υποθέσουμε πο)ς αυτά είναι και τα μονα δικά ζητήματα.
330
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Καθώς οι κριτικοί προτιμούν τα ισχυρά επιχειρήματα από τα πιο αδύναμα και αρέσκονται να αιτιολογούν την ύπαρξη του θέ ματος που τους απασχολεί μέσα στο υπό μελέτη κείμενο, το με γαλύτερο μέρος της κριτικής φαίνεται να λειτουργεί με βάση την παραδοχή ότι το θέμα του υπό μελέτη κειμένου όντως αποδεικνύει τη σχέση του θεωρητικού λόγου με αυτό. Ωστόσο, τα ση μαντικότερα θεωρητικά και κριτικά εγχειρήματα των ημερών μας, όταν ανακαλύπτουν τις σημαντικότερες και αποκαλυπτικό τερες εφαρμογές τους, απορρίπτουν τη βασική παραδοχή της θεματικής κριτικής η οποία, σύμφωνα με τον Derrida, «μετατρέ πει το κείμενο σε μορφή έκφρασης και το περιορίζει στο σημαινόμενο θέμα του» (Η διασπορά, σ. 279). Ορισμένοι κριτικοί οι οποίοι έχουν στραφεί προς την ψυχανάλυση επιχείρησαν να με τατρέψουν την κριτική που ασχολείται με τη μελέτη ψυχαναλυτι κών ζητημάτων, όπως τα οιδιπόδεια συμπλέγματα, σε μια διερεύνηση μέσω της ψυχαναλυτικής θεωρίας του τρόπου με τον οποίο δουλεύουν τα κείμενα, όπως, για παράδειγμα, της ικανό τητάς τους να προκαλούν την ανοίκεια μεταβιβαστική επανάλη ψη των βασικότερων δραματικών δομιόν τους στους αναγνώστες και τους κριτικούς. Η φεμινιστική κριτική, όπως σημειώσαμε και στο πρώτο κεφάλαιο, δεν περιορίστηκε στο ζήτημα της απει κόνισης των γυναικών -τη γυναίκα ως θέμα-, αλλά έθεσε γενι κότερα το ζήτημα της διαφοράς ανάμεσα στα φύλα σε σχέση με τη λογοτεχνία. Κείμενα που δεν σχετίζονται στενά με την κατά σταση της γυναίκας θέτουν παρ’ όλ’ αυτά το ζήτημα της σχέσης της γυναίκας αναγνώστριας με τους έμφυλους κώδικες και προ σφέρουν στη φεμινίστρια κριτικό την ευκαιρία να διερευνήσει τις επιπτώσεις που αυτοί έχουν στη λογοτεχνία και το ρόλο που
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
33«
παίζουν στο κείμενο τα εμφύλιος προσδιορισμένα μοντέλα δη μιουργικότητας. Επίσης, οι μαρξιστές κριτικοί επιμένουν ότι, όπως το θέτει ο Terry Eagleton, ο μαρξισμός δεν είναι ένα ερ γαλείο για να ερμηνεύουμε μυθιστορήματα με εμφανές κοινωνι κό περιεχόμενο ή θέμα, αλλά μια απόπειρα «να κατανοήσουμε τις σύνθετες έμμεσες σχέσεις ανάμεσα στα [λογοτεχνικά] έργα αυτά και τους ιδεολογικούς κόσμους που οικίζουν -σχέσεις που αναφαίνονται όχι μόνο στα “θέματα” και τις “ενασχολήσεις”, αλλά στο ύφος, το ρυθμό, τις εικόνες, την ποιότητα και [...] τη μορφή» (Marxism and Literary Criticism IΟ μαρξισμός και η λο γοτεχνική κριτική, σ. 6/27). Σε κάθε περίπτωση, η θεωρία ισχυ
ρίζεται ότι είναι σε θέση να μελετήσει με παραγωγικό τρόπο κείμενα που δεν έχουν συγκεκριμένο και σχετικό με την ίδια θέ μα. Αυτό που συχνά μοιάζει με επιμονή να θέτουμε ακατάλλη λες ερωτήσεις και να αναζητούμε τα μη προφανή θέματα ενός κειμένου ενδέχεται να αποτελεί μια μετακίνηση προς ένα άλλο επίπεδο ανάλυσης: ένας θεωρητικός λόγος που διατυπώνει ισχυρισμούς σχετικά με τη θεμελιώδη οργάνωση της γλώσσας και της εμπειρίας επιχειρεί να ρίξει φως στη δομή και το νόημα των κειμένων, όποια κι αν είναι τα δήθεν θέματά τους. Αφού αυτή η μετακίνηση προς ένα άλλο επίπεδο διερεύνησης μπορεί να καταλήξει σε ερμηνείες που αντιμετωπίζουν το κείμενο ως μια αλληγορία μαρξιστικού, ψυχαναλυτικού, φεμι νιστικού ή αποδομητικού τύπου, ενδέχεται να μην διακρίνεται πολύ εύκολα από τη θεματική κριτική την οποία επιδιώκει να υπερβεί- αλλά η αδυναμία να συλλάβουμε αυτή τη διάκριση οδηγεί σε παρανοήσεις. Όταν την εξετάσουμε σε ένα πρώτο επίπεδο, η λογοτεχνία είναι αξιοσημείωτη για την ποικιλία των
332
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θεμάτων της και οι κριτικοί γενικά αποπειρώνται να αρθρώ σουν τη διακριτότητα ενός συγκεκριμένου κειμένου ή να περιγράψουν ένα κοινό θέμα που καθιστά διακριτό ένα σύνολο έρ γων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, μια ισχυρή και εφαρμόσιμη στη λογοτεχνία θεωρία αποπειράται να αναλύσει τις δομές που θεωρεί ως τις πλέον θεμελιώδεις ή χαρακτηριστικές και επομέ νως δίνει έμφαση στην επανάληψη και στην επιστροφή των ίδιων στοιχείων μάλλον, παρά στη διαφορετικότητά τους. Τα θέματα που εμφανίζονται και στα δυο επίπεδα συχνά φέρουν και τα ίδια ονόματα, γεγονός που προκαλεί σύγχυση αλλά ταυ τόχρονα, όπως επισημαίνει ο Derrida με κάποιες από τις παλιότερες παρατηρήσεις του σχετικά με την παλαιωνυμία, σηματο δοτεί και μια ιδιαίτερη σχέση. Η διαδικασία που ακολουθεί ο ίδιος ο Derrida στο Π ερί γραμματολογίας αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Το πρώ το κεφάλαιο, «Το τέλος του βιβλίου και η έναρξη της γραφής», θα μπορούσε να περιγράφει ως μια διερεύνηση της γραφής ως θέματος σε κείμενα της φιλοσοφικής παράδοσης- ο Derrida όμως αφήνει τη συζήτηση σχετικά με το τι λένε διάφορα έργα γύρω από τη γραφή όταν αναφέρονται σε αυτό το ζήτημα, για να προχωρήσει σε μια ανάλυση της ευρύτερης δομής από την οποία προκύπτει το θέμα της γραφής και η οποία μπορεί να εντοπιστεί και σε κείμενα που δεν συζητούν ειδικά τη γραφή. Σε αυτό το δεύτερο επίπεδο, γραφή είναι το όνομα που χρησι μοποιείται για μια γενικευμένη γραφή, για τη συνθήκη τόσο της ομιλίας όσο και της γραφής. Αυτή η αρχι-γραφή (archi-ecriture) δεν αποτελεί θέμα με τη συνηθισμένη έννοια του όρου και σε καμία περίπτωση θέμα του ίδιου τύπου με τη γραφή με την
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
333
οποία ξεκίνησε ο Derrida. Αν και οι αποδομητικές αναγνώσεις εργάζονται για να αποκαλύψουν πώς ένα δεδομένο κείμενο διαφωτίζει ή αλληγορικά θεματοποιεί αυτή την πανταχού πα ρούσα δομή, ούτε προωθούν ένα συγκεκριμένο θέμα ούτε αρνούνται κάποιο άλλο, αλλά επιχειρούν να περιγράψουν σε ένα άλλο επίπεδο τη λογική των κειμένων. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το ζήτημα στο τρίτο κεφάλαιο, όπου και θα συζητήσουμε την αποδομητική κριτική. Αυτό που θέλω να τονίσω εδώ είναι το γεγονός ότι η αποδόμηση αναπό φευκτα προκαλεί μια θεματική κριτική διάφορων τύπων, ακόμα και όταν διατυμπανίζει την καχυποψία της απέναντι στην ίδια την έννοια του θέματος και επιχειρεί κατά περίπτωση να ορίσει τις διαδικασίες και τις ενασχολήσεις της κατ’ αντιδιαστολή προς τις αντίστοιχες της θεματικής κριτικής. Στη «Διπλή σκηνή», ο Derrida διαφωνεί με την ανάλυση του Jean-Pierre Richard για το blanc (κενό) και το pli (πτυχή) ως θέματα στον Mallarme. Ο ίδιος ο Richard σημειώνει ότι η διακριτική φύση του νοήματος μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε το blanc ή το pli απλώς ως μια πυρηνική μονάδα με ένα συγκεκριμένο νόημα στον Mallarmeτην ίδια όμως στιγμή που τονίζει την, ιδιαίτερα πλούσια και πα ραγωγική, πολλαπλή αξία τους, ταυτόχρονα επισημαίνει ότι «η πολλαπλότητα των παράπλευρων σχέσεων» δημιουργεί μια «ου σία» και ότι έτσι προκύπτει ένα θέμα που «δεν είναι τίποτε άλλο παρά το σύνολο, ή μάλλον η διευθέτηση (mise en perspective) των διάφορων τροπικοτήτων της» (παρατίθεται στο Η διασπορά, σ. 282). Ο Derrida προτείνει, αντίθετα, ότι το ανεξάντλητο στοιχείο που εντοπίζεται εδώ δεν προέρχεται τόσο από τον πλούτο, το βάθος και την πολυπλοκότητα μιας ουσίας, όσο από
334
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μια συγκεκριμένη και ανεξάντλητη φτώχεια. Μια όψη αυτοΰ του γεγονότος είναι το φαινόμενο που ο Nicolas Abraham αποκαλεί «ανασημία»: μια κατάσταση «απο-σημασιοδότησης» που παρά γουν, παραδείγματος χάριν, τα γραπτά του Freud, στα οποία μεταψυχολογικές έννοιες, όπως το Ασυνείδητο, η ενόρμηση του Θανάτου, η Ηδονή ή η Ενόρμηση, συνδέονται μεν με τα σημεία από τα οποία προκύπτουν, αλλά ταυτόχρονα τα αδειάζουν από τη σημασία τους και ανατίθενται στην περαιτέρω σημασιολογική πραγμάτωσή τους. «Πάρτε οποιονδήποτε όρο προτείνει ο Freud» γράφει ο Abraham, «είτε τον εισήγαγε ο ίδιος είτε απλώς τον δανείστηκε από την επιστημονική ή από την καθημε ρινή γλώσσα. Για όποιον δεν κωφεύει στο νόημά του, προκαλεί εντύπωση η ένταση με την οποία, την ίδια τη στιγμή που συσχε τίζεται με τον ασυνείδητο Πυρήνα του, κυριολεκτικά αποσπάται βίαια από το λεξικό και από τη γλώσσα» (L ’Ecorce et le noyau / Ο φλοιός και ο πυρήνας, σ. 209). Το Πέραν της αρχής της ηδονής, παραδείγματος χάριν, ανακαλεί και συνδέεται με την ηδονή, αλ λά παρ’ όλ’ αυτά η διάρθρωση της φροϋδικής θεωρίας την αδειά ζει από αυτό το περιεχόμενο, όταν ορίζει την εμπειρία της ηδο νής ως πόνο. «Ηδονή, Id, Εγώ, Οικονομικό, Δυναμικό» συνεχί ζει ο Abraham «δεν είναι μεταφορές, μετωνυμίες, συνεκδοχές, καταχρήσεις· αποτελούν, μέσα από τη δράση του λόγου, προϊό ντα απο-σημασιοδότησης και συγκροτούν νέες μορφές που απουσιάζουν από τις πραγματείες ρητορικής. Πρόκειται για μορφές μιας αντι-σημασιολογίας οι οποίες, στο βαθμό που δεν σημαίνουν τίποτε περισσότερο από μια επιστροφή στη [μη εμπειρική] πηγή του συνήθους νοήματος τους, ζητούν μια εντε λώς ενδεικτική για την κατάστασή τους ονομασία· εν αναμονή
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
335
ενός καλυτέρου ονόματος, προτείνουμε να τις δηλώσουμε με το νεολογισμό ανασημία». Ο λόγος του Freud δεν παράγει μια νέα και πλουσιότερη έννοια ηδονής την οποία και θα μπορούσαμε να εκλάβουμε ως θέμα- η θεωρία του αναπτύσσει ένα διαρθρωμένο αποθεματικό το οποίο παράγει αναφορές στην Ηδονή που με τη σειρά της βιώνεται ως βασανισμός, μετακινώντας έτσι την «ηδο νή» από ένα θεματικό επίπεδο σε ένα ανασημειακό επίπεδο. Μια άλλη κειμενική λογική που υποσκάπτει τη θεματική ορ γάνωση και παράγει πολυπλοκότητα μέσω μιας σημασιολογικής πτώχευσης βρίσκουμε στην ανάγνωση του Genet από τον Derrida. Δουλεύοντας σαν «βυθοκόρος» -ο όρος είναι του Derrida (Glas, σ. 229)- που παρασύρει βράχια, λάσπη και φύκια αφήνοντας πίσω του νερό, ανασύρει διάφορα στοιχεία και ερευ νά τις σημασιολογικές, φωνητικές και μορφολογικές διασυνδέ σεις τους μέσα στο κείμενο: «Κάθε λέξη που παρατίθεται δίνει ένα κλειδί ή ένα πλέγμα που μπορείτε να περιφέρετε μέσα στο κείμενο [...]. Η βασική δυσκολία έγκειται στο ότι δεν υπάρχει καμία ενότητα ως προς τις εμφανίσεις της: μια σταθερή μορφή, ένα αναγνωρίσιμο θέμα, ή κάποιο στοιχείο που να μπορεί να καθοριστεί ως τέτοιο. Μόνο ανθήματα (anthemes) που, δια σκορπισμένα παντού καθώς είναι, μπορούν να μαζευτούν όπου να ’ναι» (Glas, σ. 233). Υιοθετεί τη στρατηγική επιλογή να ανα ζητήσει στοιχεία που μπορούν να λειτουργήσουν ως «greffes du nom propre», ως μοσχεύματα του κύριου ονόματος. Το θαύμα του ρόδου (Le Miracle de la Rose ) του Genet «καλλιεργεί λοιπόν τα μοσχεύματα του κύριου ονόματος [...]. Τεμαχίζοντάς το, διαλύοντάς το, κάνοντάς το αγνώριστο με τα χτυπήματά μας [...], το κάνουμε να κερδίσει έδαφος σαν μια μυστική δύναμη κατοχής.
336
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Οριακά, για το κείμενο και για τον κόσμο, δεν θα έμενε τίποτε άλλο παρά μια τεράστια υπογραφή, παραγεμισμένη με όλα αυ τά που θα είχε εκ των προτέρων καταπιεί, αλλά εγκυμονούσα μόνο τον εαυτό της» (σ. 48). Ο Derrida δεν παρουσιάζει εδώ ως λογική του κειμένου του Genet ένα ανασημειακό εγχείρημα, αλ λά τη διαφορετική διαδικασία αποσημασιοποίησης που θα μπο ρούσαμε να αποκαλέσουμε αναθεματική. Με μία από αυτές τις ανα-κινήσεις, ο Genet, συνειδητά ή ασυνείδητα -έχω τη γνώμη μου επ’ αυτού, αλλά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία- τοποθέτησε τις υπογραφές του σιωπη ρά, επίπονα, επιμελώς, παθιασμένα, πιεστικά, με τις κινή σεις ενός νυχτερινού κλέφτη, στη θέση των αντικειμένων που λείπουν. Το πρωί, κι ενώ περιμένετε να αναγνωρίσετε τα οικεία αντικείμενα, ξαναβρίσκετε το όνομά του παντού, με μεγάλα γράμματα, με μικρά γράμματα, ολόκληρο ή τε μαχισμένο, παραμορφωμένο ή ανασυγκροτημένο. Ο ίδιος δεν είναι πια εκεί, αλλά εσείς κατοικείτε το μαυσωλείο ή το βοηθητικό του κτίριο. Πιστεύατε ότι το αποκωδικοποιείτε, το ανιχνεύετε, το αναζητείτε, ότι ήσαστε μέρος του. Αυτός προσέθεσε παντού την υπογραφή του. Προσποιήθηκε την υπογραφή του και τη χρησιμοποίησε όσο δεν παίρνει άλλο. Προσέθεσε και τον εαυτό του σε αυτή (αργότερα, στολί στηκε και με μια περισπωμένη). Προσπάθησε να γράψει σωστά αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε αυτή την προσθήκη και στην υπογραφή (σ. 51).
Η ανάλυση του Derrida εντοπίζει κάποιου είδους νόημα -πρό κειται για ένα διεστραμμένο αλλά απόλυτα λογοτεχνικό πρό γραμμα-, αλλά το κάνει ακολουθώντας αντι- ή ανα-θεματικές συνδέσεις.
ΑΠΟΛΟΜΗΣΗ
337
Η θεματική ερμηνεία του Mallarme παρακωλύεται από ανασημειακές και αναθεματικές μετατοπίσεις, αλλά αυτό που ο Derrida αποκαλεί «φτώχεια» της πολλαπλής αξίας του blanc και του pli προκύπτει, όπως λέει, από συντακτικές διασυνδέσεις με μορφές όπως aile (πτέρυγα), plume (φτερό), eventail (βεντά λια), page (σελίδα), frolement (άγγιγμα), voile (πανί), papier (χαρτί): μπορούμε να δούμε την πτυχή να εκδιπλώνεται, να δια σκορπίζεται κάπου ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία και να ανασυντίθεται, ή μπορούμε να δούμε οποιοδήποτε από αυτά τα άλλα στοιχεία να αναπτύσσονται και να εκφράζονται μέσα στην πτυ χή. Ο Derrida περιγράφει αυτή τη δομή ως εκδίπλωση ή αναδί πλωση: «la polysemie des “blancs” et des “plis” se deploie et se reploie en eventail» (η πολυσημία των “κενών” και των “πτυ χών” εκδιπλώνεται και αναδιπλώνεται, ασταμάτητα) (Η όιασπορά, σ. 283). To blanc με τη σειρά του δεν αποτελεί απλώς ένα θέμα, αλλά μια κειμενική δομή ή διαδικασία: «Σε μια φαινομε νολογική ή θεματική ανάγνωση, το blanc φαίνεται πρώτα σαν να είναι η ανεξάντλητη ολότητα των σημασιολογικών συνάψεων που έχουν κάποια τροπολογική συγγένεια με αυτή (αλλά ποια είναι “αυτή”;). Σε μια επαναληπτικά αναπαριστώμενη αναδί πλωση, το blanc εισάγει (ονομάζει, δηλώνει, σημειώνει, εκφω νεί, πείτε το όπως θέλετε, και χρειαζόμαστε εδώ μια άλλη “λέ ξη”) το blanc ως κενό ανάμεσα στις συνάψεις, ως τον υμένα που ταυτόχρονα τις ενώνει και τις διακρίνει στη σειρά και στο διά στημα μεταξύ των “blancs” που “κερδίζουν σε σημασία”» (σσ. 283284). Το κενό ενός λευκού χώρου, το διάστημα και το άδειο χαρ τί είναι τόσο τμήματα της θεματικής σειράς του blanc στον Mallarme, όσο και η συνθήκη της κειμενικής σειράς, κατά τρόπο
338
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ώστε αυτό που επιδιώκαμε να περιγράψουμε ως θέμα να ξεπερ νά τη θεματική* αναδιπλώνεται μέσα της τη στιγμή που την κα τονομάζει. Le blanc se plie, est (marque d’un) pli. U ne s’expose jamais a plate couture. Car le pli n’est pas plus un theme (signifie) que le blanc et si Ton tient compte des effets de chaine et de rupture qu’ils propagent dans le texte, rien n’a plus simplement la valeur d’un theme (σ. 285). To κενό αναδιπλώνεται (σημαδεύεται από μια αναδίπλω ση). Ποτέ δεν προσφέρεται για μια επίπεδη συρραφή. Για τί η πτυχή δεν αποτελεί (σημαινόμενο) θέμα περισσότερο από ό,τι το κενό και, αν λάβουμε υπόψη μας την εντύπωση της αλυσίδας και της ασυνέχειας που και τα δύο διαχέουν μέσα στο κείμενο, τίποτε πια δεν έχει απλώς την αξία ενός θέματος.
Αυτή η γενική κριτική του θέματος προκύπτει από τον στρατηγι κό και πρόσκαιρο εντοπισμό ενός θέματος και την παρεπόμενη ανακάλυψη ότι το θέμα είναι και κάτι άλλο -κάτι περισσότερο ή κάτι λιγότερο- από ένα θέμα. Η θεματική μορφή, όπως το pli, έρχεται να περιγράψει τη γενικότερη κατηγορία στην οποία ανήκει ένα θέμα, ή τη λογική της θεματικής διασύνδεσης, ή τη συνθήκη της κειμενικότητας. To pli δεν αποτελεί θέμα όταν αρ θρώνει, σε ένα άλλο επίπεδο, μια γενική κειμενική δομή, όπως ακριβώς και η γραφή δεν αποτελεί πλέον θέμα όταν παλαιωνυμικά γίνεται archi-ecriture πίσω από κάθε είδους θεματικές εντυπώσεις. Ο Derrida γράφει: Αναμφίβολα, το θέμα της συμπληρωματικότητας, από ορι σμένες πλευρές, είναι ένα θέμα ανάμεσα στα άλλα. Ανήκει
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
339
σε μιαν αλυσίδα, φέρεται από αυτήν. Ίσως θα μπορούσαμε να την υποκαταστήσουμε με κάτι άλλο. Αλλά συμβαίνει να περιγράφει την ίδια την αλυσίδα, το είναι-αλυσίδα μιας αλυσίδας κειμένων, τη δομή της υποκατάστασης, την άρ θρωση της επιθυμίας και της γλώσσας, τη λογική όλων των εννοιολογικών αντιθέσεων που επωμίζεται ο Rousseau, και ιδιαίτερα το ρόλο και τη λειτουργία της έννοιας «φΐίση» μέ σα στο σύστημά του. Μέσα στο κείμενο μας λέει τι είναι ένα κείμενο, μέσα στη γραφή τι είναι η γραφή, μέσα στη γραφή του Rousseau την επιθυμία του Jean-Jacques κ.λπ. (Περίγραμματολογίας, σ. 233/280).
Το θέμα της συμπληρωματικότητας προκύπτει επομένως ως αρχι-θέμα ή ως θεμελιώδης δομή που δεν ανήκει πλέον στη θεμα τική κριτική. Όπως κάθε θεωρητικό εγχείρημα, έτσι και η αποδόμηση ευ νοεί διάφορες έννοιες που μπορεί να αποτελούν θέματα, να αντιμετωπιστούν ως θέματα και να μελετηθούν μέσα στα λογο τεχνικά κείμενα· διακρίνεται όμως καλύτερα εξαιτίαςτης κριτι κής που ασκεί στη θεματική και χάρη στο ενδιαφέρον της για την παρεργονική διαδικασία βάσειτης οποίας ορισμένα θέματα κα θορίζουν τη μορφική ή κειμενική λογική που τα παράγει. Δεν εί ναι εύκολο να διακρίνουμε τη μελέτη των θεμάτων από τη μελέ τη των δομών ή της κειμενικής λογικής, ιδιαίτερα αφού ενδέχε ται και τα δύο να ισχυριστούν ότι αποκαλύπτουν περί τίνος «πραγματικά πρόκειται» στο έργο. Μια αναφορά στην αποδό μηση, ωστόσο, οφείλει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε αυτή τη δεύτερη σχέση της αποδόμησης με τη λογοτεχνική κριτική -την αποδόμηση ως πηγή θεμάτων- και την τρίτη, όπου η αποδόμηση ενθαρρύνει τη μελέτη ιδιαίτερων δομών.
340
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
(3) Οι αναλύσεις λογοτεχνικών κειμένων από τον ίδιο τον Derrida εφιστούν την προσοχή μας σε σημαντικά προβλήματα, αλλά δεν αποτελούν αποδομήσεις με την έννοια που χρησιμο ποιήσαμε τον όρο ως τώρα- επιπλέον, μια αποδομητική λογοτε χνική κριτική αναμένεται να επηρεαστεί πρωταρχικά από τον τρόπο με τον οποίο ο Derrida διαβάζει τα φιλοσοφικά κείμενα. Πέρα από την τροποποίηση των κριτικών εννοιών και τον εντοπισμό συγκεκριμένων θεμάτων, η αποδόμηση ασκεί ένα συγκε κριμένο είδος ανάγνωσης που ενθαρρύνει τους κριτικούς να εντοπίσουν ή να παραγάγουν συγκεκριμένους τύπους δομών. Αυτή η όψη της αποδόμησης είναι ακριβώς αυτό που περιγράψαμε στις αναλύσεις μας για τις αποδομητικές αναγνώσεις -του Saussure, του Rousseau, του Πλάτωνα, του Austin, του Kant, του Freud-, αλλά θα ήταν μάλλον χρήσιμο να συνοψίσουμε εν συ ντομία το διακύβευμά της, διακινδυνεύνοντας την υπεραπλούστευση για χάρη της σαφήνειας. Αν η αποδόμηση είναι, σύμφωνα με την επιτυχή διατύπωση της Barbara Johnson, η «προσεκτική ανάδειξη των αντιμαχόμενων σημασιολογικών δυνάμεων ενός κειμένου» (Η κριτική δια φορά , σ. 5), τότε ο κριτικός θα πρέπει να αναζητήσει διαφορετι κούς τύπους διαμάχης. Ο πρώτος τύπος -και ο προφανέστερος σύμφωνα με τα όσα είπαμε νωρίτερα σε αυτό το κεφάλαιοέγκειται στην ασύμμετρη αντίθεση ή την αξιακά δομημένη ιε ραρχία, η οποία προωθεί έναν όρο σε βάρος ενός άλλου. Το ερώτημα για τον κριτικό είναι κατά πόσο ο δεύτερος όρος, που αντιμετωπίζεται ως μια αρνητική, περιθωριακή ή συμπληρωμα τική εκδοχή του πρώτου, φαίνεται να αποτελεί τη συνθήκη ύπαρξης του πρώτου. Παράλληλα με τη λογική που επιβεβαιώ
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
34»
νει την πρωτοκαθεδρία του πρώτου όρου, υπάρχει άραγε και μια αντίθετη λογική, που εργάζεται με συγκεκαλυμμένο τρόπο και αναδύεται σε κάποιο ζωτικής σημασίας σημείο ή με αφορμή κάποια ζωτικής σημασίας μορφή του κειμένου, για να αναδείξει τον δεύτερο όρο ως την ικανή συνθήκη του πρώτου; Η σχέση με ταξύ ομιλίας και γραφής, όπως την έχει αναπτύξει ο Derrida, εί ναι η γνωστότερη εκδοχή αυτής της δομής, η οποία μπορεί όμως να εμφανιστεί με πολλά απρόβλεπτα προσωπεία που ενδέχεται να είναι δύσκολο να ανιχνευτούν και να αναταμούν. Δεύτερον, το παράδειγμα των αναγνώσεων του Derrida κά νει τον κριτικό να ψάξει για σημεία συμπύκνωσης, στα οποία ένας και μόνο όρος συγκεντρώνει διάφορα επιχειρήματα ή διά φορα αξιακά σύνολα. Ό ροι όπως πάρεργον, φάρμακον, συ μπλήρωμα, υμήν εμφανίζονται σε αντιθέσεις που είναι απαραί τητες για την επιχειρηματολογία ενός κειμένου, αλλά ταυτόχρο να λειτουργούν και με τρόπους που ανατρέπουν αυτές τις αντι θέσεις. Αυτοί οι όροι είναι σημεία στα οποία η ένταση που προ κύπτει από την προσπάθειά μας να συντηρήσουμε ή να επιβά λουμε λογοκεντρικά συμπεράσματα γίνεται αισθητή μέσα στο ίδιο το κείμενο, με άλλα λόγια αποτελούν στιγμές απρόβλεπτης αδιαφάνειας που μπορεί να οδηγήσουν σε πλούσιο σχολιασμό. Τρίτον, ο κριτικός θα είναι προσεκτικός ως προς άλλες μορ φές του κειμενικού ecart de soi, δηλαδή της αποστασιοποίησης του κειμένου από τον εαυτό του. Στην απλούστερη και λιγότερο αυστηρή αποδομητική εκδοχή του, αυτό συνίσταται στο ενδια φέρον για οποιοδήποτε στοιχείο του κειμένου εναντιώνεται σε μια έγκυρη ερμηνεία, συμπεριλαμβανομένων και των ερμηνειών που το έργο φαίνεται πολύ εμφατικά να ενθαρρύνει. Όποια θέ
34^
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ματα, επιχειρήματα ή μοτίβα κι αν παραθέτουμε όταν ορίζουμε την ταυτότητα ενός συγκεκριμένου κειμένου, θα υπάρχουν πά ντοτε τρόποι με τους οποίους το κείμενο θα διαφέρει από τον εαυτό του, έτσι όπως εμείς το ορίζουμε, αμφισβητώντας συστη ματικά ή έμμεσα τις επιλογές που στηρίζουν αυτό τον ορισμό. Οι ερμηνείες ή οι ορισμοί της ταυτότητας περιλαμβάνουν την ανα παράσταση ενός κειμένου μέσα στην εμπειρία του προσώπου που το γράφει ή το διαβάζει, αλλά όπως λέει ο Derrida «το κεί μενο υπερκαλύπτει ακατάπαυστα αυτή την αναπαράσταση με όλο το σύστημα των πόρων του και των ιδιαζόντων νόμων του» (Περίγραμματολογίας, σ. 149/181-182). Κάθε ανάγνωση ενέχει προϋποθέσεις και το ίδιο το κείμενο, υποστηρίζει ο Derrida, προσφέρει εικόνες και επιχειρήματα που ανατρέπουν αυτές τις προϋποθέσεις. Το κείμενο εμπεριέχει σημεία αυτής της αποστα σιοποίησης από τον εαυτό του τα οποία μπορούν να παρατεί νουν την εξήγησή του στο διηνεκές. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι δομές που περιγράψαμε στις συζητήσεις μας για την παρεργονικότητα και την αυτοαναφορά, τότε που το κείμενο αποδίδει κάπου αλλού μια περιγραφή, μια εικόνα ή ένα σχήμα λόγου που μπορεί να διαβαστεί ως αυτοπεριγραφή, ως αναπαράσταση των δικών του μηχανισμών. Αντιμε τωπίζοντας τέτοια σχήματα λόγου ως αυτοαναφορικές στιγμές, συχνά τα διαβάζουμε ενάντια στη φύση τους: το φροϋδικό μο ντέλο που ο Derrida εφαρμόζει στις διαδικασίες του φροϋδικού κειμένου αποτελεί ένα σχήμα που ο Freud ανέπτυξε για τις δρα στηριότητες του παιδιού, ενώ οι πλαισιωτικές διαδικασίες που λειτουργούν στο κείμενο του Kant αναγνωρίζονται από την Κρι τική της κριτικής δύναμης ως μια ειδική καλλιτεχνική διαδικα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
343
σία. Μια αποδομητική ανάγνωση θεωρητικών κειμένων συχνά αναδεικνύει μια παρατοποθετημένη ή μεταμφιεσμένη μορφή της διαδικασίας που αυτό το έργο ισχυριζόταν ότι καταδίκαζε σε άλλα έργα - όπως αποδεικνύεται ότι ο Austin επαναλαμβά νει τον αποκλεισμό τον οποίο είχε αποκηρΰξει μιλώντας για τους προγενεστέρους του. Σε άλλες περιπτώσεις δίνεται έμφαση στους τρόπους με τους οποίους τα τεχνάσματα που κάνουν ένα κείμενο να αναδιπλωθεί παραδόξως υποσκάπτουν τις προσπάθειές του για αυτοδιάθεση. Πέμπτον, εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο συγκρούσεις ή δράματα στο εσωτερικό του κειμένου αναπαράγονται ως συγκρούσεις μέσα και ανάμεσα στις ανα γνώσεις του κειμένου. Το απόφθεγμα του de Man ότι η λογοτε χνική γλώσσα προεικονίζει τις ίδιες της τις παρανοήσεις αποτε λεί εν μέρει έναν ισχυρισμό ότι τα κείμενα επιδεικνύουν αλληγορικά την ανεπάρκεια των πιθανών ερμηνευτικών κινήσεων, δηλαδή των κινήσεων που θα κάνουν οι αναγνώστες τους. Τα κείμενα θεματοποιούν, με διαφορετικό βαθμό σαφήνειας το καθένα, τις ερμηνευτικές τους διαδικασίες και τις επιπτώσεις τους, άρα αναπαριστούν προκαταβολικά τα δράματα που θα αναζωογονήσουν την ερμηνευτική τους παράδοση. Πολλές φο ρές, οι κριτικές διαμάχες σχετικά με ένα κείμενο μπορούν να ιδωθούν ως αναζωπύρωση συγκρούσεων που δραματοποιούνται μέσα στο κείμενο, με αποτέλεσμα το κείμενο να ελέγχει τις επιπτώσεις και τις συνέπειες των ποικίλων δυνάμεων που αυτό εμπερικλείει, αλλά οι κριτικές αναγνώσεις να μετατρέπουν αυ τή τη διαφοροποίηση στο εσωτερικό του κειμένου σε διαφορά ανάμεσα σε αμοιβαία αποκλειόμενες θέσεις. Αυτό που αποδο-
344
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μείται οτις αποδομητικές αναλύσεις που συντονίζονται με αυτό το πρόβλημα δεν είναι το ίδιο το κείμενο, αλλά το κείμενο έτσι όπως διαβάζεται, ο συνδυασμός του κειμένου και των αναγνώ σεων που το διαρθρώνουν. Αυτό που αμφισβητείται είναι οι προϋποθέσεις και οι επιλογές που μετατρέπουν ένα σύνθετο σχήμα εσωτερικών αντιθέσεων του κειμένου σε εναλλακτικές θέσεις ή ερμηνείες. Τέλος, αποδόμηση σημαίνει μεταξύ άλλων και προσοχή στα περιθωριακά στοιχεία. Επισημάναμε ήδη την προτίμηση του Derrida για στοιχεία ενός κειμένου ή ενός corpus που προγενέ στεροι κριτικοί είχαν θεωρήσει ασήμαντα. Αναγνωρίζονται έτσι οι αποκλεισμοί από τους οποίους εξαρτώνται οι ιεραρχίες και μέσω των οποίων ενδέχεται να εξαρθρωθούν ξεκινά όμως και μια απροσδόκητη συνάντηση με προγενέστερες αναγνώσεις οι οποίες, διαιρώντας το κείμενο ανάμεσα στα κεντρικά και στα περιθωριακά χαρακτηριστικά του, δημιούργησαν για λογαρια σμό του κειμένου μια ταυτότητα που το ίδιο το κείμενο, με τη δύναμη των περιθωριακών του στοιχείων, μπορεί να ανατρέψει. Από τη στιγμή που η επιμονή στο περιθωριακό ισοδυναμεί με μια αναγνώριση των κειμενικών στοιχείων τα οποία αντιστέκονται στην ταυτότητα που κατασκεύασαν για το κείμενο άλλες αναγνώ σεις του, είναι και μέρος μιας προσπάθειας να μην αφήσουμε άλλα, λιγότερο πλούσια ή σύνθετα κείμενα να εξουσιάσουν ή να καθορί σουν το υπό μελέτη κείμενο. Οι αναγνώσεις που λαμβάνουν υπόψη τους τα συμφραζόμενα ή οι ιστορικές ερμηνείες βασίζονται γενικά σε δήθεν απλά και μη αμφίσημα κείμενα για να προσδιορίσουν το νόημα αποσπασμάτων που προέρχονται από συνθετότερα και διφορούμενα κείμενα. Επισημάναμε ήδη την επιμονή του Derrida
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
345
στο γεγονός ότι τα συμφραζόμενα είναι ανεξάντλητα και την επακόλουθη πιθανότητα να προεκτείνουμε τα συμφραζόμενα με τρόπους που θα επιτρέψουν στην περαιτέρω πολυπλοκότητα του υπό μελέτη κειμένου να αναδειχτεί. Θα μπορούσαμε, επομένως, να ταυτίσουμε την αποδόμηση με τη διττή αρχή του κα θορισμού του νοήματος με βάση τα συμφραζόμενα και της άπειρης επεκτασιμότηταςτων συμφραζομένων. Ο Derrida εκμεταλλεύεται τη δυναμική του καθορισμού του νοήματος με βάση τα συμφραζό μενα οποτεδήποτε διαβάζει ένα κείμενο σε σχέση με το σύστημα των μεταφυσικών αξιών από το οποίο δεν καταφέρνει να ξεφύγει. Παρ’ όλ’ αυτά, περιγράφοντας την αποδόμηση κατ’ αυτό τον τρόπο, δημιουργούνται ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη θέση που κατέχουν τα «περιθωριακά» στοιχεία. Όταν οι αποδομητι κές αναγνώσεις επιτίθενται σε όσους δίνουν έμφαση στα συμ φραζόμενα προκειμένου να καταλήξουν σχετικά με το νόημα ενός σύνθετου κειμένου μέσω αναφορών σε απλούστερα και λιγότερο αμφίσημα κείμενα, καθώς και όταν συνεχίζουν να επικε ντρώνονται σε στοιχεία που οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούν περιθω ριακά σε σχέση με ό,τι προβάλλεται ως συγγραφική πρόθεση, αρνούνται άραγε τη σχέση της συγγραφικής πρόθεσης με την κειμενική ερμηνεία ή μήπως υιοθετούν κάποια άλλη θέση; Κα θώς πρόκειται για ένα ζήτημα που ανακύπτει συχνά σε αξιολο γήσεις του Derrida, δεν πρέπει να καταλήξουμε σε ένα σχεδία σμα των αναγνωστικών στρατηγικών τις οποίες ενθαρρύνει η αποδόμηση χωρίς να εμβαθύνουμε σε αυτές, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού μας βολεύει για να ανασκοπήσουμε τη μεθοδολο γική αξία του τρόπου με τον οποίο ο Derrida διαβάζει τον Austin, τον Πλάτωνα και τον Rousseau.
346
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Μια προσεκτική ανάλυση της διαδικασίας που ακολουθεί ο Austin -μια ανάλυση που δεν παρακάμπτει, όπως συνήθως συμ βαίνει, οΰτε παραγνωρίζει ιδιαίτερες διατυπώσεις στο όνομα μιας πρόθεσης- δείχνει ότι ο Austin επαναλαμβάνει τους απο κλεισμούς που ο ίδιος καταδίκαζε στους προγενεστέρους του και οδηγείται, θα μπορούσαμε να πούμε, σε αυτούς τους απο κλεισμούς για τους ίδιους λόγους με εκείνους. Η ανάλυση του Derrida όχι μόνο αρνείται να απορρίψει διατυπώσεις με το επι χείρημα ότι άπτονται των προθέσεων του Austin, αλλά ούτε αποποιείται και την κατηγορία της πρόθεσης, ούτε αγνοεί τις κειμενικές ενδείξεις της. Αντίθετα, είναι σημαντικό για την ανά λυση του Derrida το γεγονός ότι ο Austin αποπειράται να αποφύγει και να θεραπεύσει την αποτυχία που εντόπισε σε άλλους και δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι ο Austin παρουσιά ζει ή θέλει τον αποκλεισμό του μη σοβαρού να είναι προσωρινός και προαιρετικός. Η περίπτωση του Austin είναι ενδιαφέρουσα, όπως λέει ο Derrida, ακριβώς επειδή αρνείται να θεωρήσει τις αληθείς και τις ψευδείς προτάσεις ως τον καθοριστικό κανόνα του λόγου και στη συνέχεια επιχειρεί -προτίθεται- να έρθει σε ρήξη με μια συγκεκριμένη λογοκεντρική αντίληψη της γλώσσας μέσα από «μια υπομονετική, ανοιχτή, απορητική ανάλυση σε διαρκή μετασχηματισμό, η οποία είναι συχνά πιο γόνιμη όταν αναγνωρίζει τα αδιέξοδά της, παρά όταν στοιχειοθετεί τις θέ σεις της» (Περιθώρια , σ. 383). Το γεγονός ότι μια ανάλυση με τέ τοιες προθέσεις θα ολοκληρωνόταν επανεισάγοντας τις παρα δοχές που επιδίωκε να αμφισβητήσει αποκαλύπτει περισσότερα σε σχέση με το αναπόδραστο του λογοκεντρισμού και τις δυσκο λίες που αντιμετωπίζει μια θεωρία της γλώσσας απ’ ό,τι θα απο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
347
κάλυπτε η αποτυχία ενός λόγου που θα υποδήλωνε διαφορετι κές προθέσεις. Η πρόθεση του Austin δεν είναι ένα στοιχείο που καθορίζει το νόημα του λόγου του- υπάρχει όμως στη γραφή του μια εντύπωση πρόθεσης, που μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ως προς τον τρόπο με τον οποίο αναφερόμαστε σε ό,τι διαδρα ματίζεται μέσα σε αυτό το κείμενο. Ο ρόλος τέτοιων εντυπώσεων φαίνεται ακόμα καθαρότερα στην ανάγνωση του Rousseau, όπου ο Derrida δεν διστάζει να αναφερθεί σε ένα συγκεκριμένο επίμονο θεματικό μοτίβο των κειμένων του Rousseau με τη φράση «αυτό που ο Rousseau θέ λει να πει»: «Διακηρύσσει εκείνο που θέλει να πει, ήτοι ότι η άρ θρωση και η γραφή είναι μια αρχική ασθένεια της γλώσσας· λέει ή περιγράφει εκείνο που δεν θέλει να πει· συνεπώς η άρθρωση και κατά συνέπεια ο χώρος της γραφής δρουν στην απαρχή της γλώσσας» (Περίγραμματολογίας, σ. 326/391). Ο Rousseau προτίθεται να ορίσει τον πολιτισμό ως την άρνηση μιας θετικής φυ σικής κατάστασης, στην οποία η δυστυχία αντικαθιστά την ευτυ χία, η γραφή την ομιλία, η αρμονία τη μελωδία, η πεζογραφία την ποίηση· ταυτόχρονα, όμως, μιλά και για τον συμπληρωματι κό χαρακτήρα του πολιτισμού με τρόπο που να αποκαλύπτει ότι οι υποτιθέμενες αρνητικές περιπλοκές που αυτός προκαλεί λει τουργούσαν ήδη στο εσωτερικό αυτού που λέγεται ότι προηγεί ται. Μια τέτοια διαίρεση του κειμένου του Rousseau σε αυτό που ο Rousseau θέλει και σε αυτό που δεν θέλει να πει συνιστά βέβαια ένα αναγνωστικό τέχνασμα (η πρόθεση αποτελεί πάντο τε ένα κειμενικό κατασκεύασμα αυτού του είδους). Ο de Man θα το θεοιρούσε παράδειγμα παρανάγνωσης που προεικονίζε ται στο κείμενο - η επιμονή του κειμένου σε αυτά τα θέματα κά
34»
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νει τον αναγνώστη να τα εκλάβει ως εμπρόθετο νόημα και να αντιμετωπίσει την ανατροπή του ή τις όποιες περιπλοκές αυτό παρουσιάζει ως αθέλητο υπόλειμμά του. Αλλά αυτή η χρηστική έννοια της πρόθεσης είναι σημαντική για την ανάλυση του Derrida, τόσο για την ιστορία που αφηγείται σχετικά με τον Rousseau, όσο και για την αναφορά του, στο υποκεφάλαιο «Ζή τημα μεθόδου», στη σχέση του συγγραφέα με τη γλώσσα: Αυτό θέτει το πρόβλημα της χρήσης της λέξης «συμπλήρω μα»: της κατάστασης του Rousseau μέσα στη γλώσσα και στη λογική που εξασφαλίζουν σε αυτή τη λέξη ή σε αυτή την έννοια αποθέματα αρκετά εκπληκτικά , έτσι ώστε το αναμενόμενο υποκείμενο της φράσης, όταν λέει τη λέξη «συμπλήρωμα», να λέει πάντα λίγο-πολΰ κάτι άλλο από εκείνο που θα ήθελε να πει. Συνεπώς αυτό το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη γραφή του Rousseau, αλλά επίσης την ανάγνωσή μας. Πρέπει να ξεκινήσουμε λαβαίνοντας σο βαρά υπόψη αυτή τη λήψη ή αυτή την έκπληξη : ο συγγρα φέας γράφει μέσα σε μια γλώσσα και μέσα σε μια λογική, και ο λόγος του εξ ορισμού δεν μπορεί να κυριαρχήσει απολΰτως πάνω στο σύστημα, στους νόμους και στη ζωή τους. Τις χρησιμοποιεί αφήνοντας κατά έναν τρόπο και μέχρις ενός σημείου να κυβερνώνται από το σύστημα. Και η ανάγνωση οφείλει πάντα να αποβλέπει σε μιαν ορισμέ νη, αθέατη για το συγγραφέα σχέση ανάμεσα σε ό,τι κα τευθύνει και σε ό,τι δεν κατευθύνει τα σχήματα της γλώσ σας την οποία χρησιμοποιεί. Αυτή η σχέση δεν είναι μια κάποια ποσοτική κατανομή σκιάς και φωτός, αδυναμίας και δύναμης, αλλά μια σημαίνουσα δομή, την οποία πρέπει να παραγάγει η κριτική ανάγνωση (Π ερίγραμματολογίας , σσ. 226-227/272-273).
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
349
Η Νέα Κριτική απέρριπτε την προσφυγή στην πρόθεση γιατί οι ιδιαίτερες προθέσεις των ποιητών, όπως αυτές προκύπτουν από κείμενα προφανώς σχετικότερα με μια τέτοια μελέτη, αποδεικνύονταν πιο στενού και περιορισμένου ενδιαφέροντος σε σχέ ση με τον πλούτο και το εντυπωσιακό βάθος των έργων που οι ποιητές είχαν συνθέσει. Αν οι Νέοι Κριτικοί έθεσαν εκτός νό μου την αναζήτηση μιας εμφανούς πρόθεσης, το έκαναν προκει μένου να προσφύγουν σε μια αφηρημένη και περιεκτική πρόθε ση. Ο Cleanth Brooks απορρίπτει την κατηγορία ότι αποκαλύ πτει σύνθετα στοιχεία που δεν ανήκουν στις προθέσεις του ποιη τή, κατηγορία βασισμένη στην αρχή ότι «ο ποιητής γνωρίζει ακριβώς τι κάνει» (Η καλοσμιλεμένη υδρία, σ. 159). Ο ποιητής, όπως και ο Θεός-δημιουργός, θεωρείται ότι έχει την πρόθεση να κάνει όλα αυτά που κάνει. Για τον Derrida, αντίθετα, η πρόθεση μπορεί να ιδωθεί ως ένα ιδιαίτερο κειμενικό προϊόν ή εντύπω ση, η οποία διυλίζεται μέσα από τις κριτικές αναγνώσεις, αλλά την οποία πάντοτε υπερκεράζει το κείμενο. Η πρόθεση, όπως δηλώνεται στο δεύτερο υποκεφάλαιο αυτού του κεφαλαίου, δεν είναι κάτι που προηγείται του κειμένου και καθορίζει το νόημά του, αλλά μια σημαντική οργανωτική δομή την οποία μπορούμε να εντοπίσουμε σε αναγνώσεις που κάνουν τη διάκριση ανάμε σα σε μια σαφώς εκφρασμένη επιχειρηματολογία και στο ανα τρεπτικό έτερό της. Ο κριτικός δεν χρειάζεται να αποκαλέσει ένα κειμενικό στρώμα συγγραφική πρόθεση - όσο μεγαλύτερος είναι ο συγγραφέας τόσο λιγότερο μπαίνουμε στον πειρασμό να περιορίσουμε τη συγγραφική πρόθεση σε ένα από τα σημασιολογικά νήματα του κειμένου· αν το κάνουμε όμως αυτό, δραματοποιούμε με εντυπωσιακό τρόπο τον ισχυρισμό αναφορικά με
350
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τη σχέση του υποκειμένου με τη γλώσσα και την κειμενικότητα μια σχέση λήψης και έκπληξης. Όταν διαβάζει τον Rousseau, ο Derrida χρησιμοποιεί ένα ηθελημένο επιχείρημα για να εντοπίσει τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο ανατρέπει τις ρητές δηλώσεις του* όταν όμως διαβά ζει τον Πλάτωνα επισημαίνει τον δευτερογενή χαρακτήρα της έννοιας της συνειδητής πρόθεσης και της υπεραπλοΰστευσης που αυτή επιφέρει στις κειμενικές σχέσεις. Στο κείμενο του Πλάτωνα, η λέξη φάρμακον έχει πιαστεί σε αυτό το κείμενο μέσα σε μια αλυσίδα ση μασιών. Το παιχνίδι αυτής της αλυσίδας μοιάζει να είναι συστηματικό. Όμως το σύστημα εδώ δεν είναι, απλώς, το σύστημα των προθέσεων του συγγραφέα που είναι γνο> στός με το όνομα Πλάτων. Αρχικά δεν είναι το σύστημα ενός θέλω-να-πο). Μέσα από το παιχνίδι της γλώσσας εγκαθίστανται ρυθμισμένες επικοινωνίες μεταξύ των ποι κίλων λειτουργιών της λέξης και, μέσα της, μεταξύ των ποι κίλων προσχώσεων ή των ποικίλων περιοχών του πολιτι σμού. Αυτές τις επικοινωνίες, αυτές τις διόδους του νοήμα τος, ο Πλάτων μπορεί κάποτε να τις δηλώνει ρητά, να τις φωτίζει παίζοντας με αυτές «ηθελημένα» [...]. Με όμοιο τρόπο, σε άλλες περιπτώσεις, ο Πλάτων μπορεί να μην βλέπει τις συνδέσεις, να τις αφήνει στη σκιά ή να τις διακό πτει. Και παρ’ όλ’ αυτά αυτές οι συνδέσεις επιτελούνται αφ’ εαυτών. Ερήμην του; Χάρη σ’ αυτόν; Μέσα στο κείμε νό τον; Εκτός του κειμένου του; Αλλά τότε πού; Μεταξύ του κειμένου του και της γλώσσας; Για ποιον αναγνώστη; Σε ποια στιγμή; (Η όιασπορά, σσ. 118-119 / Πλάτωνος φ αρ μακεία, σσ. 114-115)
Δεν μπορούμε, συνεχίζει ο Derrida, να δώσουμε μια γενική και
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
35*
ενιαία απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, γιατί κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε ότι υπάρχει ένα μέρος στο οποίο αυτές οι σχέσεις και διασυνδέσεις είτε συγκροτούνται, είτε δεν συγκροτούνται και ως εκ τούτου ακυρώνονται. Θα μπορούσαμε βέβαια να υπο στηρίξουμε ότι όλες αυτές οι διασυνδέσεις συγκροτούνται στο ασυνείδητο ή στη γλωσσική ικανότητα του Πλάτωνα, αλλά κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι θεωρούμε αποδεδειγμένο το προς από δειξη ζήτημα, ενώ ο Derrida δεν επιδιώκει να αποδείξει κάτι, αλλά να το θέσει χωρίς να το απαντήσει. Δεν διατείνεται, παρα δείγματος χάριν, ότι υπάρχει κάποια αρχή ή κάποιος κανόνας σύμφωνα με τους οποίους κάθε λέξη σε ένα κείμενο έχει όλες τις σημασίες που έχουν μέχρι στιγμής καταγραφεί για λογαριασμό της ή για λογαριασμό κάθε σημαίνοντος που διαφέρει από αυ τήν κατά ένα το πολύ φώνημα. Όταν στην «Πλάτωνος Φαρμα κεία» επιχειρηματολογεί για τις δυνητικά ισχυρές σχέσεις ανά μεσα στις λέξεις που είναι «παρούσες» στο λόγο και σε όλες τις υπόλοιπες λέξεις ενός λεξιλογικού συστήματος, αρνείται πως υπάρχουν αρχές με βάση τις οποίες ορισμένες δυνατότητες σή μανσης μπορούν εκ των προτέρων να αποκλειστούν και ανοίγει το δρόμο για να εντοπιστούν σχέσεις απρόσμενα σημαντικές, όπως αυτή ανάμεσα στο παιχνίδι φαρμάκου και φαρμακέα στο πλατωνικό κείμενο και στον θεμελιώδη πολιτισμικό θεσμό του φαρμακού (πρβλ. κεφάλαιο 2.3). Ποιος μπορεί να πει πού λαμ βάνει χώρα αυτή η σχέση, εκτός από το ότι πρέπει να παραχθεί από την κριτική ανάγνωση; Οι σχέσεις που αξίζει τον κόπο να αναζητήσουμε και να παραγάγουμε είναι αυτές που αποδεικνύεται ότι λειτουργούν με παρεργονικό τρόπο και περιγράφουν τις δομές της κειμενικότητας και τις στρατηγικές της ανάγνωσης.
352
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
(4) Τελικά, η αποδόμηση ασκεί επίδραση στη λογοτεχνική κριτι κή γιατί, ως ένα από τα σπουδαιότερα θεωρητικά κινήματα των ανθρωπιστικών επιστημών, επηρεάζει την ιδέα που έχουμε για τη φύση της κριτικής αναζήτησης και τους στόχους που αυτή πρέπει να θέτει. Αν θεωρήσουμε την αποδόμηση ως ηγετική μορφή του μεταδομισμού και άρα την αντιπαραθέσουμε στο δο μισμό, μπορεί να καταλήξουμε στα συμπεράσματα που σκια γραφεί ο J. Hillis Miller στο άρθρο που παραθέσαμε στην Εισα γωγή: η αποδόμηση έρχεται ως επακόλουθο του δομισμού για να ματαιώσει τα σχέδιά του αναφορικά με τη συγκρότηση ενός συστήματος. Οι αποδομητικές αναλύσεις παρουσιάζουν τις επι στημονικές φιλοδοξίες των δομιστών ως απραγματοποίητα όνει ρα και αμφισβητούν τις δυαδικές αντιθέσεις μέσω των οποίων οι δομιστές περιγράφουν την πολιτισμική παραγωγή και επιβάλλο νται σε αυτήν. Η αποδόμηση θρυμματίζει την «πίστη τους στο λόγο» αποκαλύπτοντας τον ανοίκειο παραλογισμό των κειμέ νων και την ικανότητά τους να περιπλέκουν ή να ανατρέπουν κάθε σύστημα ή θέση που υποτίθεται ότι αποδεικνύουν. Η απο δόμηση, μέσα από αυτή την οπτική, αποκαλύπτει ότι είναι αδύ νατη οποιαδήποτε επιστήμη της λογοτεχνίας ή επιστήμη του λό γου και επαναφέρει την κριτική έρευνα στην ερμηνευτική της αποστολή. Για παράδειγμα, αντί να χρησιμοποιήσει λογοτεχνι κά κείμενα για να αναπτύξει μια ποιητική της αφήγησης, ο κρι τικός θα μελετήσει μεμονωμένα μυθιστορήματα για να δει πώς αντιστέκονται ή πώς ανατρέπουν τη λογική της αφήγησης. Η έρευνα στις ανθρωπιστικές επιστήμες, την οποία ο δομισμός επιχείρησε να εντάξει σε ευρύτερα συστηματικά προγράμματα, παρακινείται τώρα να επιστρέψει στην εκ του σύνεγγυς ανά-
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
353
γνώση, στην «προσεκτική ανάδειξη των αντιμαχόμενων σημασιολογικών δυνάμεων μέσα στο κείμενο». Θα μπορούσαμε ασφαλώς να υποστηρίξουμε ότι η αμερικα νική κριτική βρήκε χάρη στην αποδόμηση αρκετούς λόγους για να αναγάγει την ερμηνεία σε ύψιστη αποστολή της κριτικής έρευνας και, κατά συνέπεια, για να εξασφαλίσει μια κάποια συ νέχεια ανάμεσα στους στόχους της Νέας Κριτικής και εκείνους της νεότερης κριτικής. Στο επόμενο κεφάλαιο θα μελετήσουμε την πρακτική της αποδομητικής κριτικής και τις ποικίλες σχέ σεις της με τη λεγόμενη «εκ του σύνεγγυς ανάγνωση». Ωστόσο, αν ήταν να αποδεχτούμε την άποψη ότι η αποδόμηση δείχνει στους κριτικούς πώς να απορρίπτουν τα συστηματικά εγχειρή ματα και πώς να αφιερώνουν τις προσπάθειές τους στη διαλεύ κανση μεμονωμένων κειμένων, το παράδειγμα του ίδιου του Derrida θα μας έφερνε σε αμηχανία. Οι αναγνώστες που, σύμ φωνα με το αμερικανικό μοντέλο της κριτικής έρευνας, υπέθε σαν ότι στόχος της αποδόμησης είναι να διαλευκάνει μεμονω μένα έργα την βρίσκουν από πολλές απόψεις ανεπαρκή. Παρα πονιούνται, παραδείγματος χάριν, για μια σχετική μονοτονία: η αποδόμηση κάνει τα πάντα να ακούγονται ίδια. Πράγματι, ο Derrida και οι συνοδοιπόροι του δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εντοπίσουν τη διακριτότητα κάθε έργου (ή τουλάχιστον τον διακριτό ανοίκειο χαρακτήρα του), όπως βαθμιαία συμβαίνει με έναν ερμηνευτή. Αντί γι’ αυτό, φαίνονται απασχολημένοι με ερωτήματα σχετικά με τις υπογραφές, τις τροπικότητες, τα πλαί σια, την ανάγνωση και την παρανάγνωση, ή το πόσο δύσκολο εί ναι να ξεφύγουμε από ένα σύστημα παραδοχών. Επιπλέον, οι αποδομητικές αναγνώσεις δείχνουν ελάχιστο σεβασμό για την
354
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ολότητα και το «δέσιμο» μεμονωμένων έργων. Επικεντρώνο νται σε επιμέρους στοιχεία, τα συσχετίζουν με διάφορων ειδών υλικά και ενδέχεται να μην ασχοληθούν καν με τη σχέση μετα ξύ μέρους και όλου. Οι ερμηνευτές διατηρούν το δικαίωμα να υποστηρίξουν ότι ένα κείμενο στερείται ενότητας, αλλά το να παρακάμψουν το ζήτημα της ενότητας συνολικά σημαίνει ότι αψηφούν τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η αποστολή τους. Τρίτον, η επιλογή των προς μελέτη κειμένων στην οποία προ βαίνει ο Derrida είναι δυσνόητη. Οι φεμινίστριες κριτικοί γρά φουν για κείμενα που δεν ανήκουν στον λογοτεχνικό κανόνα προσπαθώντας να αλλάξουν αυτόν τον κανόνα- αλλά όταν ο Derrida μιλά για τον Warburton και τον Condillac αντί για τον Leibniz και τον Hume, δεν επιδιώκει ούτε να προωθήσει ούτε να υποβιβάσει τίποτε. Οι επιλογές κειμένων στις οποίες προ βαίνει φαίνεται να καθορίζονται από τα ζητήματα που αυτά μπορούν να φωτίσουν, όπως συμβαίνει όταν αφιερώνει χρόνο στο Glas και στο «Η ηλικία του Hegel» («L’age de Hegel») σε κάποια γράμματα του Hegel. Είναι ολοφάνερο ότι δεν αφοσιώνεται κατά κύριο λόγο στην επανερμηνεία ή τον επανακαθορι σμό του κανόνα. Τελικά, τα συμπεράσματα στα οποία καταλή γουν οι αποδομητικές αναγνώσεις είναι συχνά ισχυρισμοί σχε τικά με τις δομές της γλώσσας, τις λειτουργίες της ρητορικής και τους δαιδάλους της σκέψης, παρά συμπεράσματα για το τι ση μαίνει ένα συγκεκριμένο έργο. Για αναγνοόσεις που υποτίθεται ότι κατά βάση αποποιούνται τα γενικά θεωρητικά προγράμμα τα, φαίνεται να δείχνουν ένα ύποπτο ενδιαφέρον για θεωρητι κά ερωτήματα πολύ γενικού τύπου. Η ιδέα ότι η αποδόμηση απορρίπτει τη συστηματική έρευνα
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
355
προκειμένου να φωτίσει μεμονωμένα κείμενα βασίζεται σε μια προύπάρχουσα αντίθεση που και η ίδια απαιτεί την αποδόμηση της. Δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, επειδή ο Derrida εντοπίζει δυσκολίες ή αδιέξοδα στα επιμέρους προγράμματα του δομισμού -του Saussure, του Levi-Strauss, του Austin, του Foucault-, τα δικά του γραπτά στερούνται συστηματικών και θεωρητικών αναζητήσεων. Κατά παρόμοιο τρόπο, είναι επικριτικός απέναντι στο μαρξισμό ως επιστήμη που επιχειρεί να στη ριχτεί στην «ιστορία», αλλά παρ’ όλ’ αυτά εμπλέκεται στο είδος εκείνο της έρευνας που ενθαρρύνει ο μαρξισμός: μια συστημα τική και διεισδυτική ανάλυση των ρητών και συγκεκαλυμμένων σχέσεων ανάμεσα στη βάση και την υπερδομή ή ανάμεσα στους θεσμούς και τη σκέψη. Θα πρέπει να είναι πλέον σαφές ότι τα έργα του Derrida ασχολούνται ιδιαίτερα με τις κανονικότητες: τις δομές που επανεμφανίζονται σε λόγους διάφορων τύπων, όποιες κι αν είναι οι φαινομενικές θεματικές επιλογές τους. Αναλύοντας, παραδείγματος χάριν, τον τρόπο με τον οποίο διά φορα κείμενα εμπλέκονται αναπόδραστα με το λογοκεντρισμό, διερευνά τα δομικά στοιχεία που καθορίζουν ένα λόγο: ένα ζή τημα, δηλαδή, που με άλλους τρόπους απασχόλησε και πολλούς δομιστές. Η ιδέα ότι στόχος της ανάλυσης είναι να εμπλουτίσει και να διαλευκάνει μεμονωμένα κείμενα είναι μια βαθιά ριζωμένη αρ χή της αμερικανικής κριτικής. Η ισχύς της φαίνεται τόσο στην αντίσταση που προβάλλει στα συστηματικά προγράμματα του δομισμού, του μαρξισμού και της ψυχανάλυσης τα οποία αποκαλεί «αναγωγικά», όσο και στην αφομοίωση της αποδόμησης από την ερμηνεία, μολονότι είναι προφανές ότι η ερμηνεία δεν απο-
356
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τελεί το σκοπό της αποδόμησης. Αν σκοπός της ήταν η ερμηνεία, τότε οι αντίπαλοί της θα είχαν ενδεχομε'νως δίκιο να παραπο νιούνται ότι η έμφαση της αποδόμησης στην ακαθοριστία της σημασίας στερεί από το έργο της κάθε νόημα. «Αν κάθε ερμη νεία είναι παρερμηνεία» γράφει ο Μ. Η. Abrams «και αν όλη η κριτική (όπως και όλη η ιστορία) των κειμένων δεν μπορεί να καταφέρει τίποτε άλλο παρά μόνο το στρεβλό κατασκεύασμα ενός κριτικού, τότε γιατί θα πρέπει ασχολούμαστε με το να συνεχίσουμε τη δραστηριότητα της ερμηνείας και της κριτικής;» («The Deconstructive Angel»/«0 άγγελος της αποδόμησης», σ. 434). Θεωρώντας δεδομένο ότι στόχος της κριτικής είναι η ερ μηνεία, ο Abrams κρίνει ότι η αποδόμηση απογυμνώνει την ίδια της τη δραστηριότητα από κάθε νόημα, αφού στερεί στον εαυτό της τη δυνατότητα να καταλήξει σε ερμηνευτικά συμπεράσματα. Για να καταλάβουμε ότι ενδέχεται παρ’ όλ’ αυτά να υπάρχει κάποιο νόημα, χρειάζεται να αντικρούσουμε την παραδοχή, που φέρνει σε αντίθεση την επιστήμη με την ερμηνεία και τη γενικό τητα με την ιδιαιτερότητα εκλαμβάνοντάς τες ως δυο εναλλακτι κές δυνατότητες και ανάγει κάθε κριτική της επιστήμης σε μια ερμηνευτική εξύμνηση της ιδιαιτερότητας. Για να ξεφύγουμε από αυτή την αντίθεση και αφομοίωση, χρειαζόμαστε μια διαφο ρετική περιγραφή της σχέσης του δομισμού με την αποδόμηση. Τα κείμενα που ανήκουν στο δομισμό καταφεύγουν κατ’ επανά ληψη στα γλωσσολογικά μοντέλα, γιατί ο δομισμός μετακινείτο επίκεντρο της κριτικής σκέψης από τα υποκείμενα στο λόγο. Η εξήγηση που δίνει ο δομισμός δεν αφορά τη συνείδηση τον υπο κειμένων, αλλά τις δομές και τα συστήματα των συμβάσεων που
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
357
λειτουργούν στο διαλογικό πεδίο μιας κοινωνικής πρακτικής. Το νόημα είναι το προϊόν κωδίκων και συμβάσεων: πρόκειται συχνά για το αποτέλεσμα προβολής, παρωδίας, εμπαιγμού, ή αλλιώς ανατροπής των σχετικών συμβάσεων. Για να περιγράψουμε αυτές τις συμβάσεις, πρέπει να θεμελιώσουμε αρκετές επιστήμες -μια επιστήμη της λογοτεχνίας, μια επιστήμη της μυ θολογίας, μια γενική επιστήμη των σημείων- που χρησιμεύουν ως μεθοδολογικός ορίζοντας για μια σειρά από αναλυτικά προ γράμματα. Σε καθένα από αυτά τα προγράμματα το ενδιαφέρον εστιάζεται σε περιθωριακά ή προβληματικά φαινόμενα, τα οποία χρησιμεύουν για να υποδεικνύουν τις συμβάσεις που τα αποκλείουν, ενώ η δύναμή τους αποτελεί μία από τις λειτουργίες αυτών των συμβάσεων. Η λογοτεχνική κριτική που ανάγεται στο δομισμό, παραδείγματος χάριν, δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την πρωτοποριακή λογοτεχνία που παραβιάζει τις συμβά σεις, παρά για τα καλοσχηματισμένα παραδείγματα των παρα δοσιακών λογοτεχνικών γενών. Οι δομιστές εγκωμιάζουν το «νέο μυθιστόρημα», τη λογοτεχνία του υπερρεαλισμού, καθώς και όσους από τους προγενέστερους καλλιτέχνες θεωρούνται επαναστατικοί - τον Mallarme, τον Flaubert, τον Sade, τον Rabelais. Όταν όμως τελικά στρέφονται σε κλασικούς συγγρα φείς, που ίσως θεωρείται ότι συμμορφώνονται με τις συμβάσεις, τότε ανακαλύπτουν μια απρόσμενη ριζοσπαστική δύναμη, όπως, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει με τις εργασίες του Barthes για τον Ρακίνα και τον Balzac. Λίγο πολύ τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλα κείμενα του δο μισμού: η ιδέα μιας επιστήμης ή μιας πλήρους «γραμματικής» των μορφών χρησιμεύει ως μεθοδολογικός ορίζοντας για μια
35»
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
έρευνα που συχνά τονίζει τις αντιγραμματικότητες ή τις πα ρεκκλίσεις, όπως συμβαίνει με τις ανθρωπολογικές μελέτες για τη μόλυνση και τα ταμπού ή με τη δομιστική ιστορία της τρέλας του Foucault καθώς και με την πρόσφατη δουλειά του για τη φυλακή. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι η ιδέα μιας επιστήμης ή μιας γραμματικής παίζει λίγο πολύ τον ίδιο ρόλο για το δομισμό με το ρόλο που παίζει η συστηματική και συνολική αμφισβήτηση για την αποδόμηση. Τίποτε από αυτά τα δύο δεν είναι ένα πιθανό επίτευγμα, αλλά ένα πρόσταγμα το οποίο δρομολογεί προγράμματα που με τη σειρά τους επιτυγ χάνουν κάτι διαφορετικό. Η αποδομητική αμφισβήτηση κατη γοριών και παραδοχών μάς επαναφέρει κατ’ επανάληψη σε ένα μικρό σύνολο προβλημάτων και οδηγεί σε συμπεράσματα που λειτουργούν ως γνώση. Όπως ο δομισμός μπορεί να εστιά σει στις αντικανονικότητες όταν μελετά τους κανόνες και τους κώδικες, έτσι και η αποδόμηση αποκαλύπτει ορισμένες κανο νικότητες όταν αποσυναρμολογεί αυτούς τους κώδικες. Και όπως οι δομιστές υποστηρίζουν ότι οι αντιγραμματικότητες θα αποδειχτούν γραμματικότητες σε ένα άλλο επίπεδο ή σε έναν άλλο κώδικα, έτσι και οι θιασώτες της αποδόμησης σημειώ νουν ότι η κυριαρχία επί του κειμένου την οποία υποβάλλουν οι κανονικότητες των αποδομητικών αποτελεσμάτων πρέπει να αμφισβητηθεί από περαιτέρω αναλύσεις. Αν, όπως φαίνε ται, η επιστήμη του δομισμού ξεθάβει εντυπωσιακές ανωμα λίες την ίδια στιγμή που η αποδομητική ερμηνεία φέρνει στην επιφάνεια αμείλικτες κανονικότητες, τότε δεν μπορούμε να βασιστούμε στις αντιθέσεις μεταξύ δομισμού και αποδόμησης, επιστήμης και ερμηνείας, ή γενικότητας και ιδιαιτερότητας,
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
359
παρά μόνο σαν να πρόκειται για οδηγούς στις πρακτικές που τις ανατρέπουν. Εστιάζοντας στη γλώσσα ή το λόγο, ο δομισμός μετατρέπει τη συνείδηση ή το υποκείμενο σε προϊόν των συστημάτων που λει τουργούν μέσω αυτής. Ο Foucault έλεγε ότι ο «άνθρωπος» δεν είναι παρά μια πτυχή στη γνώση μας - μια εκφορά που περιπλέ κεται από τη δουλειά του Derrida για τις πτυχές και τις εγκολπώσεις. Αλλά για να δρομολογήσει τα αναλυτικά προγράμματά του, ο δομισμός πρέπει να προτείνει ένα καινούργιο κέντρο, ένα δεδομένο που να μπορεί να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς. Αυτό το δεδομένο είναι το νόημα. Στο Κριτική και αλήθεια, ο Barthes κάνει την οξυδερκή παρατήρηση ότι μια ποιητική ή μια επιστήμη της λογοτεχνίας δεν θεμελιώνεται στα ίδια τα λογοτε χνικά έργα αλλά στην κατανοησιμότητά τους, στο γεγονός ότι έχουν γίνει κατανοητά (σ. 62). Θεωρώντας τα νοήματα ως δεδο μένα, η ποιητική επιχειρεί να εντοπίσει το σύστημα των κωδίκων το οποίο ευθύνεται γι’ αυτά τα νοήματα που είτε έχουν γίνει εί τε μπορούν να γίνουν αποδεκτά. Το πρόγραμμα του Saussure για μια επιστημονική γλωσσολογία εξαρτάται επίσης από το νόημα -πιο συγκεκριμένα, από τη διαφορά του νοήματος- ως δεδομένο σημείο αναφοράς. Για να καθορίσουμε ποιες είναι οι σημαίνουσες αντιθέσεις και στη συνέχεια τα σημεία του γλωσσι κού συστήματος, χρησιμοποιούμε το τεστ της αντιμετάθεσης: το p και το b είναι διαφορετικά φωνήματα και το pat και το bat δια φορετικά σημεία στα αγγλικά, γιατί το πέρασμα από το ρ στο b στο περιβάλλον -at παράγει μια νοηματική διαφορά. Η εμπιστο σύνη στη δυνατότητα να θεωρήσουμε κάποιου είδους νόημα ως δεδομένο συνδέει το δομισμό και την κριτική της αναγνωστικής
360
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ανταπόκρισης, η οποία δεν αντιμετωπίζει τα νοήματα ως δεδο μένα κοινωνικά γεγονότα, αλλά τα ταυτίζει ξεκάθαρα με την εμπειρία του αναγνώστη. Η αποστολή του κριτικού, τότε, είναι να περιγράψει και να διαλευκάνει τα νοήματα που εμπεριέχο νται στην εμπειρία του αναγνώστη. Η αποδόμηση επιχειρεί να δείξει πώς αυτός ο χειρισμός του νοήματος υποσκάπτεται από τη θεωρία που εξαρτάται από αυ τόν. «Η δυνατότητα της ανάγνωσης» γράφει ο de Man «δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί δεδομένη. Πρόκειται για μια πράξη κατανόησης την οποία δεν μπορούμε ποτέ ούτε να παρατηρή σουμε, ούτε με κανένα τρόπο να προκαθορίσουμε ή να επαληθεύσουμε». Το κείμενο δεν γεννά καμία «υπερβατική αντίληψη, διαίσθηση ή γνώση» που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως το ασφαλές θεμέλιο μιας επιστήμης (Τυφλότητα και ενόραση, σ. 107). Όπως είδαμε και στο πρώτο κεφάλαιο, αποδεικνύεται πως η εμπειρία του αναγνώστη -η οποία πρέπει να λειτουργήσει ως δεδομένο προκειμένου να δρομολογηθεί η κριτική της ανα γνωστικής ανταπόκρισης- δεν αποτελεί δεδομένο, αλλά κατα σκεύασμα, με άλλα λόγια το προϊόν δυνάμεων και παραγόντων στη διαλεύκανση των οποίων υποτίθεται ότι βοηθούσε. Ο δομι σμός, όπως και η Νέα Κριτική, προσπαθώντας να συνδέσει απευθείας το νόημα του ποιήματος με τις δομές του, ανακαλύ πτει απαρέγκλιτα ότι δεν μπορεί να βασιστεί σε ένα δεδομένο νόημα, αλλά έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με προβλήματα αμ φισημίας, ειρωνείας και διασποράς. Τα δεδομένα νοήματα -από την αποδοχή του Balzac ως ενός παραδοσιακά κατανοητού μυθιστοριογράφου μέχρι τη συνήθη ερμηνεία ενός ρητορικού σχήματος λόγου- είναι απαραίτητα σημεία εκκίνησης, αλλά
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
361
ανατοποθετούνται από τις ίδιες τις αναλύσεις τις οποίες αυτά καθιστούν δυνατές, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις αποδομη τικές αναγνώσεις. «Η όψη της αποδομητικής πρακτικής που είναι περισσότερο γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες» γράφει η Gayatri Spivak είναι η τάση της για συνεχή οπισθοχώρηση. Η όψη της, ωστόσο, που με ενδιαφέρει περισσότερο είναι η αναγνώρι ση, στο πλαίσιο της αποδομητικής πρακτικής, των προσω ρινών και ατίθασων σημείων εκκίνησης κάθε διερευνητι κής απόπειρας* η αποκάλυψη της συνενοχής εκεί που η θέ ληση για γνώση θα δημιουργούσε αντιθέσεις· η επιμονή της στο γεγονός ότι, με την αποκαλυπτική συνενοχή της, η ίδια η κριτικός-ως-υποκείμενο είναι συνένοχη με το αντικείμε νο της κριτικής της· η έμφαση που δίνει στην «ιστορία» και στο ηθικο-πολιτικό στοιχείο ως «ίχνος» αυτής της συνενο χής - απόδειξη ότι δεν κατοικούμε σε έναν σαφώς καθορι σμένο και ελεύθερο από τέτοια ίχνη κριτικό χώρο* και, τε λικά, η παραδοχή ότι ο ίδιος ο λόγος της δεν θα είναι ποτέ επαρκής για το παράδειγμά της («Draupadi», σσ. 382-383).
Δείχνοντας ότι τα «δεδομένα» του δομισμού δεν είναι θεμέλια αλλά προσωρινά σημεία εκκίνησης που η ανάλυση πρέπει να αμφισβητήσει, ασκούμε έντονη κριτική στα εγχειρήματα του δο μισμού* αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η αποδόμηση διαθέτει και κάτι άλλο εκτός από προσωρινά και ατίθασα σημεία εκκίνησης. Αναφερόμαστε, παραδείγματος χάριν, στα διαπιστωμένα νοή ματα και στις θεμελιώδεις παραδοχές του λόγου που πρέπει να αποδομηθούν. Δείχνοντας ότι οι κριτικοί, που αποπειρώνται να σταθούν πάνω ή έξω από ένα λογοτεχνικό πεδίο προκειμένου να το χειραγωγήσουν, εμπλέκονται στο παιχνίδι των δυνάμεων
362
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
του αντικειμένου που επιδιώκουν να περιγράψουν -στα τροπολογικά και μεταβατικά τεχνάσματά του-, δεν υπονοούμε άτι οι αποδομητικές αναγνώσεις μπορούν να ξεφΰγουν από αυτές τις ατίθασες δυνάμεις. Δείχνοντας τη συνάφεια γλώσσας και μετα γλώσσας, παρατηρούμενου και παρατηρητή, αμφισβητούμε μεν τη δυνατότητά μας να επιτύχουμε μια συντεταγμένη κυριαρχία επί ενός πεδίου, αλλά δεν ισχυριζόμαστε ότι η αποδόμηση έχει καταφέρει να κυριαρχήσει επί του εαυτού της ή ότι μπορεί να παρακάμψει το όλο πρόβλημα της κυριαρχίας καταλαμβάνο ντας μια ασφαλή θέση έξω από αυτήν. Αποτέλεσμα των αποδομητικών αναλύσεων, όπως μπορούν να το βεβαιώσουν πολλοί αναγνώστες, είναι η γνώση και η αίσθηση της κυριαρχίας. Δια βάζοντας συγκεκριμένα κείμενα καθώς και αναγνώσεις αυτών των κειμένων, η αποδόμηση επιχειρεί να κατανοήσει τέτοια κειμενικά φαινόμενα - τη σχέση γλώσσας και μεταγλώσσας, παρα δείγματος χάριν, ή την εντύπωση της εξωτερικότητας και της εσωτερικότητας, ή την πιθανή αλληλεπίδραση ανάμεσα σε συγκρουόμενες λογικές. Και αν οι ίδιες οι διατυπώσεις που παράγονται από τέτοιες αναλύσεις είναι ανοιχτές σε αμφισβήτηση εξαιτίας της ανάμειξής τους με τις δυνάμεις και τα τεχνάσματα που οι ίδιες επιζητούν να κατανοήσουν, τότε και η παραδοχή της ανεπάρκειάς τους καθαυτήν συνιστά ένα άνοιγμα στην κριτική, στην ανάλυση και στην ανατοποθέτηση.
3
Αποδομητική Κριτική
Η συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις της αποδόμησης στη λο γοτεχνική κριτική εντόπισε μια σειρά από πιθανές στρατηγικές και ζητήματα, από την αυστηρή διερεΰνηση των φιλοσοφικών ιεραρχιών και τον τρόπο με τον οποίο αυτές ανατρέπονται στον λογοτεχνικό λόγο ως την αναζήτηση των διασυνδέσεων που προκύπτουν από τη διαδοχή των σημαινόντων όπως συμβαίνει με τα κρυπτώνυμα του Λυκανθρώπου. Δεδομένου ότι η αποδο μητική κριτική δεν αποτελεί εφαρμογή φιλοσοφικών μαθημά των στις λογοτεχνικές σπουδές, αλλά μια διερεύνηση της κειμενικής λογικής των κειμένων που αποκαλούνται λογοτεχνικά, οι εκδοχές της ποικίλλουν και οι σχολιαστές δεν μπορούν να αντισταθούν στον πειρασμό να τραβήξουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην ορθόδοξη αποδομητική κριτική και στις παρα μορφώσεις ή τις παράνομες μιμήσεις και τα παράγωγά της. Αν ο Derrida και ο de Man θεωρηθούν δύο διαφορετικά αλλά αξιόπιστα δείγματα της αληθινής αποδόμησης, τότε οι σχολια στές μπορούν να προσάψουν σε άλλους κριτικούς είτε ότι δια λύουν τις πρωτότυπες· αποδομητικές ιδέες, είτε ότι αντιγρά φουν μηχανικά τις διαδικασίες που ακολουθούν οι δύο αυτοί δάσκαλοι. Από τη μία μεριά, οι αντίπαλοι της αποδόμησης γρά φουν στο Newsweek ή στο New York Review o f Books και ανα363
3^4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γνωρίζουν, στο πλαίσιο ενός κάποιου πλουραλισμού, μια διε στραμμένη πρωτοτυπία στον de Man και στον Derrida, αλλά κατηγορούν τους μεταπτυχιακούς φοιτητές ότι μιμούνται μηχα νικά αυτά που δεν μπορούν μόνοι τους να φτάσουν. Από την άλ λη μεριά, οι υποστηρικτές της αποδόμησης γράφουν στο Glyph ή στο Diacritics και προσάπτουν στους αμερικανούς αποδομιστές κριτικούς ότι παραμορφώνουν και αποδυναμώνουν τις αρ χικές διατυπώσεις του Derrida και του de Man1. 1.
To Newsweek επαινεί τους αυθεντικούς «επαγγελματίες καθηγητές της απο δόμησης», χαρακτηρίζοντας τους «εξαιρετικούς ανθρώπους των γραμμάτων που έστρεψαν την αποδόμηση στα δικά τους προσωπικά -και πρακτικά- εν διαφέροντα», αλλά μας προειδοποιεί και για την επίδρασή της στους μετα πτυχιακούς φοιτητές που ενδέχεται να διαπράξουν «το παιδαγωγικό σφάλμα να επιτρέψουν σε μια θεωρία της γλώσσας να καθορίσει την ανταπόκρισή τους στη μεγάλη λογοτεχνία» (22 Ιουνίου 1981, σ. 83). To New York Review o f Books, μέσω του Denis Donoghue, παραπονιέται για τους μεταπτυχιακούς φοιτητές που μηχανικά παράγουν αποδομητικές αναγνώσεις «στο όνομα της θεωρίας που υποτίθεται ότι προσυπογράφουν» («Deconstructive Deconstru ction» / «Αποδομητική αποδόμηση», σ. 41). Στο Συνέδριο του Σεριζύ για τον Derrida το 1980 διατυπώθηκαν πολλά παράπονα, ιδιαίτερα από Αμερικα νούς, σχετικά με τη μηχανιστική εφαρμογή στην Αμερική της ντερινταϊκής αποδόμησης στις λογοτεχνικές σπουδές - μια θεσμοποίηση που της στερεί την αρχική ριζοσπαστική της δύναμη (βλ. π.χ. L a c o u e -L a b a r t h e Ph. N a n c y J.-L . (επιμ.), Les Fins de Vhomme / Τα τέλη τον ανθρώπου, σσ. 278281). Το ζήτημα μας είναι πλέον οικείο: η αμερικανική αποδομητική κριτική παρουσιάζεται ως επανάληψη ή εφαρμογή, ως μια μηχανιστική διαδικασία που παραμορφώνει ή καταστρέφει τη δύναμη του πρωτοτύπου το οποίο επα ναλαμβάνει. Στο «Η αποδόμηση ως κριτική», ο Rodolphe Gasche εκφράζει παράπονα για τις παραμορφώσεις που επήλθαν στο αρχικό φιλοσοφικό πρό γραμμα του Derrida και μιλά για την «πολύ συχνά αφελή και ορισμένες φορές ακόμα και γελοία, εξαιτίας των ανεξέλεγκτων και αθέλητων παρενεργείων της, εφαρμογή των πορισμάτων των φιλοσοφικών συζητήσεων στο λογοτε-
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
3^5
Αυτός ο συνδυασμός κατηγοριών μάς είναι οικείος, αφοΰ η γραφή περιγράφεται και παραμερίζεται με τους ίδιους όρους: ως παραμόρφωση και μηχανιστική επανάληψη της ομιλίας. Έ να κάποιο ενδιαφέρον για την καθαρότητα της αποδόμησης είναι κατανοητό μεταξύ των υποστηρικτών της, οι οποίοι εκπλήσσο νται με την υποδοχή που γνωρίζουν οι ιδέες που θαυμάζουν το να αναγάγουμε, όμως, τα κείμενα του Derrida και του de Man σε αυθεντικό λόγο και να αντιμετωπίζουμε την υπόλοιπη αποδομη τική γραφή σαν να πρόκειται για υποδεέστερη μίμησή τους ση μαίνει ακριβώς ότι ξεχνάμε τι μας δίδαξε η αποδόμηση τόσο για τη σχέση νοήματος και επανάληψης όσο και για το ρόλο που παίζουν ως προς αυτές η αποτυχία και η αστοχία. Η αποδόμηση δημιουργείται από τις επαναλήψεις, τις αποκλίσεις και τις πα ραμορφώσεις. Προκύπτει από τα γραπτά του Derrida και του de Man μόνο χάρη στην επανάληψη: μίμηση, παράθεση, διαστρέ βλωση, παρωδία. Επιμένει όχι ως μονοφωνικό σύνολο οδηγιών, αλλά ως μια σειρά από διαφορές που μπορούν να χαρτογραφη θούν γύρω από διάφορους άξονες, όπως, για παράδειγμα, ο βαθμός στον οποίο το υπό ανάλυση έργο αντιμετωπίζεται ως ενότητα, ο ρόλος που αποδίδεται σε προγενέστερες αναγνώσεις του κειμένου, το ενδιαφέρον για την αναζήτηση σχέσεων ανά μεσα στα σημαίνοντα και η προέλευση των μεταγλωσσικών κα τηγοριών που χρησιμοποιούνται στις αναλύσεις. Η ευρωστία κάθε διανοητικού εγχειρήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό χνικό πεδίο» (σ. 178). Η σύγκλιση αντιπάλων και υποστηρικτών στην έντονη προσπάθεια τους να διαχωρίσουν το πρωτότυπο από το παράγωγο είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύμπτωμα του συσχετισμού δυνάμεων στσ εσωτερικό των κριτικών θεσμών.
3 66
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
από τις διαφορές που καθιστούν την επιχειρηματολογία του δυ νατή, ενώ ταυτόχρονα εμποδίζουν οποιαδήποτε οριστικότερη διάκριση ανάμεσα στα στοιχεία που αποτελούν και στα στοιχεία που δεν αποτελούν μέρος αυτού του εγχειρήματος2. Δεν είναι μόνο η επανάληψη που παράγει κάτι που θα μπο ρούσε στη συνέχεια να θεωρηθεί μέθοδος, αλλά και τα κριτικά κείμενα -αυτά που υποτίθεται ότι μιμούνται ή αποκλίνουν- που συχνά αποτελούν διαυγέστερα ή πληρέστερα δείγματα μιας με θόδου απ’ ό,τι τα υποτιθέμενα πρωτότυπα. Τα γραπτά του ίδιου του de Man, παραδείγματος χάριν, συχνά παραθέτουν, με την αυτοπεποίθηση της αξιοπιστίας τους, ισχυρισμούς που απαιτούν απόδειξη, αλλά αντί γι’ αυτό απλώς τους επιβεβαιώνουν για να συνεχίσουν με πιο «προχωρημένους» συλλογισμούς. Τα δοκίμιά του συχνά διαβεβαιώνουν τον αναγνώστη ότι η απόδειξη αυτών των σημείων δεν θα ήταν δύσκολη υπόθεση, αλλά απλώς χρονοβόρα- και ενώ σε άλλα σημεία προσφέρουν λεπτομερή επιχει ρήματα και εξηγήσεις, παρόμοια κενά στην επιχειρηματολογία του είναι αρκετά εντυπωσιακά. Ο Frank Lentricchia, διαβάζο ντας τον de Man ως υπαρξιστή, παραπονιέται ότι τα κείμενά του «σπιλώνονται ανά πάσα στιγμή από την ιδέα ότι με τρόπο αναμ φισβήτητο, αξιόπιστο και αληθινό κατέχει τα κείμενα που διαβαζει», μια θέση που κατά τον Lentricchia μόνο ένας «ιστορι κός» μπορεί να κατέχει (Μετά τη Νέα Κριτική, σ. 299). Αν και 2.
Εκτός από τα κείμενα των κριτικών που συζητάμε σε αυτό το κεφάλαιο, θα ήταν ωφέλιμο να συμβουλευτεί κανείς κείμενα τ<χ>ν παρακάτο) συγγραφέων που παρατίθενται στη βιβλιογραφία: Timothy Bahti, Cynthia Chase, Eugenio Donato, Rodolphe Gasche, Carol Jacobs, Sarah Koi'man, Richard Rand, Joseph Riddel, Michael Ryan, Henry Sussman και Andrzej Warm insky.
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
367
μεγάλο μέρος της κριτικής γραφής επιδιώκει να υποβάλει αυτή την αυθεντία, η γραφή του de Man είναι ιδιαίτερη -και συχνά ιδιαίτερα ενοχλητική- ως προς τη στρατηγική του να παραλείπει ζωτικής σημασίας αποδείξεις προκειμένου να φέρει τους ανα γνώστες του στη θέση να μην μπορούν να επωφεληθούν από τις αναλύσεις του, παρά μόνο αν πιστέψουν σε αυτό που φαίνεται αβάσιμο ή τουλάχιστον αναπόδεικτο. Όπως λέει και ο ίδιος ο de Man για τις «δογματικές διαβεβαιώσεις» του Michael Riffaterre, «εκφέροντάς τες όπως εκείνος, με τον ηπιότερο και αποφθεγματικότερο δυνατό τρόπο, καθιστά την ευρετική τους λειτουργία προφανή» («Hypogram and Inscription»/«Υπόγραμμα και εγ γραφή», σ. 19). Μια αναφορά στην αποδομητική κριτική δεν μπορεί, βέβαια, να παραγνωρίσει τα κείμενα του de Man, αλλά αυτή η «ρητορι κή της αυθεντίας» που συχνά χρησιμοποιεί τον καθιστά λιγότερο πρόσφορο από τους νεότερους κριτικούς που πρέπει ακόμη να προσπαθήσουν να δείξουν αυτό που επιθυμούν να βεβαιώ σουν και μπορούν επομένως να μας δώσουν μια καθαρότερη ει κόνα για διάφορα σημαντικά ζητήματα και διαδικασίες. Έ να καλό σημείο εκκίνησης είναι μια κομψή και σχετικά απλή ανά λυση ενός κριτικού, η πρακτική του οποίου είναι οξυδερκέστερη από τη θεωρία του. Στους «Ψεύτικους πυθμένες του Ονώλντεν» («Walden's False Bottoms»), ο Walter Michaels δίνει μια αποδο μητική κλίση στις μεθόδους της Νέας Κριτικής και ως εκ τούτου μας βοηθά να τοποθετήσουμε την αποδομητική κριτική στο εσω τερικό μιας παράδοσης λογοτεχνικής ερμηνείας. Ο Emerson διαμαρτυρόταν για το «τέχνασμα της απεριόρι στης αντίφασης» του Thoreau: «εκνευρίζομαι και δυστυχώ όταν
3 68
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
το διαβάζω». Ο Michaels παρουσιάζει τις αντιφάσεις του Ονώλ ντεν και τις στρατηγικές που υιοθετούν οι αναγνώστες του για να αποφύγουν να εκνευριστούν και να δυστυχήσουν. Το Ονώλντεν διαβάζεται συνήθως ως μια αναζήτηση θεμελίων, ως μια από πειρα να πετάξουμε ό,τι το επιφανειακό και να φθάσουμε σε έναν σκληρό πυρήνα. Στο Ημερολόγιό του, ο Thoreau καταγρά φει ένα εμβληματικό πρόγραμμα, τα αποτελέσματα του οποίου καταγράφονται αργότερα στο Ονώλντεν. «Να βρεθεί ο σκληρός πυρήνας του Ουώλντεν Ποντ, καθώς και οι είσοδοι ή οι έξοδοι που μπορεί να έχει». Έ να διάσημο απόσπασμα από το Ονώλ ντεν μάς παροτρύνει να βρούμε τον σκληρό πυρήνα: Ας εγκατασταθούμε κάπου, και ας στερεώσουμε τα πόδια μας κάτω, χώνοντας τα μέσα από τη λάσπη και τη βρόμα της προκατάληψης και της παράδοσης, μέσα από την απάτη και την εξωτερική εμφάνιση, μέσα από το βρομόνερο αυτό που σκεπάζει όλη τη γη, [...] μέσα από την εκκλησία και το καθεστώς, μέσα από την ποίηση και τη φιλοσοφία και τη θρησκεία, ώσπου να φτάσουμε σ’ ένα στέρεο έδαφος με βράχια, που λέγεται πραγματικότητα , και ας πούμε: «Αυτή είναι η αλήθεια, δεν κάνουμε λάθος!» Και ύστερα ας αρχί σουμε τη δουλειά μας έχοντας πια ένα στέρεο σημείο να στηριχθούμε που δεν μπορούν να το χαλάσουν οι χείμαρ ροι και η παγωνιά και η φωτιά, ένα μέρος όπου θα μπορού σατε να χτίσετε τοίχο ή πολιτεία, ή ίσως να εγκαταστήσετε κι ένα μετρητή, για να μπορούν οι κατοπινές γενιές να μά θουνε πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει καμιά φορά ο χείμαρ ρος της απάτης και της υποκρισίας (κεφ. 2, σ. 91).
Αυτός ο σκληρός πυρήνας είναι ένα φυσικό έδαφος, ένα θεμέ λιο στη φύση προγενέστερο ή έξω από τους ανθρώπινους θε
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
3®9
σμούς, η πραγματικότητα την οποία πρέπει να αποπειραθούμε να συλλάβουμε. Αλλά υπάρχει και άλλος ένας σκληρός πυρήνας στο Ονώλντεν: «δεν μου αρέσει» αρχίζει ο Thoreau «να χτίζω μια γέφυρα πριν να βάλω τα θεμέλιά της. Ας μην παίζουμε. Υπάρχει ένας σταθερός πυρήνας παντού». Και συνεχίζει με ένα επεξηγηματικό ανέκδοτο, σχετικά με έναν ταξιδιώτη που ρώτη σε ένα παιδί «αν το έλος μπροστά του έχει στέρεο βυθό. “Έ χει”, απάντησε το παιδί. Αλλά μόλις το άλογο του ταξιδιώτη άρχισε να βουλιάζει έβαλε τις φωνές: “Μα μου είπες πως έχει στέρεο βυθό”. “Έ χει”, απάντησε το παιδί, “μα είναι λίγο πιο κάτω”. Έτσι και με την κοινωνία» καταλήγει ο Thoreau, «είναι σαν το πολύπειρο παιδί όποιος ξέρει τα μυστικά της» (κεφ. 18, σ. 270ακολουθούν παραπομπές στην ελληνική μετάφραση). Όπως παρατηρεί ο Michaels, αν και το θέμα των δύο αποσπασμάτων είναι παρόμοιο -«ο εξερευνητής σε αναζήτηση ενός σταθερού θεμελίου-το ζήτημα μάλλον έχει αλλάξει δρα ματικά» («Οι ψεύτικοι πυθμένες του Ονώλντεν», σ. 136). Και τα δύο αποσπάσματα αντιπαραθέτουν τον σκληρό πυθμένα με τη λάσπη και τα βρομόνερα που βρίσκονται από πάνω του, αλλά η δομή των αξιών μεταβάλλεται: στο πρώτο απόσπασμα, ο σοφός προσπαθεί μέσα από τη λάσπη και τα βρομόνερα να φτάσει στον πυθμένα· στο δεύτερο, σοφός είναι αυτός που γνωρίζει αρκετά για να μείνει καθαρός, ενώ ο ηρωικός εξερευνητής του πρώτου αποσπάσματος μετατρέπεται σε ανόητο ταξιδιώτη που βουλιάζει. Το πράγμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν ο Thoreau αναφέρεται στην αναζήτηση του πυθμένα του Ουώλντεν ΓΤοντ.
370
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Είχα την επιθυμία να βρω τον χαμένο βυθό της λίμνης. Γι’ αυτό τη μελετούσα προσεκτικά, πριν να σπάσει ο πάγος, νωρίς το 1846, με πυξίδα και αλυσίδα και σκοινί για βυθο μέτρηση. Πολλές ιστορίες κυκλοφορούνε για το βυθό, ή κα λύτερα για την έλλειψη βυθού σ’ αυτή τη λίμνη, μα σίγουρα δεν έχουνε καμιά βάση. Είναι περίεργο πώς οι άνθρωποι πιστεύουν ότι μια λίμνη δεν έχει βυθό, χωρίς να κάνουνε τον κόπο να το εξετάσουν. Έχω επισκεφθεί δυο τέτοιες λί μνες σ’ ένα μου περίπατο σε γειτονικές περιοχές. Πολλοί πιστεύανε πως η λίμνη Ουώλντεν έφτανε στην άλλη άκρη της γης. [...] Άλλοι κατέβηκαν από το χωριό με σκοινιά, έψαξαν, μα δε βρήκανε το βυθό. Βεβαιώνω όμως εγώ τους αναγνώστες μου ότι η λίμνη έχει βυθό και μάλιστα χωρίς τρύπες, αν και το βάθος της είναι ασυνήθιστα μεγάλο. Το υπολόγισα εύκολα με μια πετονιά μπακαλιάρου και μια βα ριά πέτρα. [...] Το μεγαλύτερο βάθος ήταν ίσα-ίσα εκατόν δύο πόδια (κεφ. 16, σ. 239).
Ως εδώ το μοτίβο είναι ξεκάθαρο: ο Thoreau μάς δίνει τη λάσπη και τα βρομόνερα των κρίσεων (την ανόητη πίστη στην απουσία πυθμένα, που δεν θεμελιώνεται πουθενά), καθώς και τη δική του πείσμονα αποφασιστικότητα να φθάσει στον πυρήνα των πραγμάτων, να παραγάγει ένα γεγονός και να πει «Αυτό είναι και δεν χωράει λάθος». Αλλά αμέσως μετά συνεχίζει: «Το βά θος είναι αξιοσημείωτο για μια τόσο μικρή περιοχή* κι όμως ού τε ένα εκατοστό δεν μπορεί να ξεφύγει από τη φαντασία. Τι θα συνέβαινε αν όλες οι λιμνούλες ήταν ρηχές; Δεν θα επηρέαζε τα μυαλά των ανθρώπων; Είμαι ευγνώμων γιατί αυτή η λιμνούλα έγίνε καθαρή και βαθιά για χάρη ενός συμβόλου. Όσο οι άν θρωποι πιστεύουν στο άπειρο, μερικές λιμνούλες θα θεουρούνται απύθμενες». Η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματικότητα
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗΤ ΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
37»
ενός στέρεου πυθμένα αφενός και την πλάνη για την απουσία του πυθμένα αφετέρου μετατρέπεται σε αντίθεση ανάμεσα στη ρηχότητα που συνδέεται με τους πυθμένες και το άπειρο που συνδέεται με την απουσία τους. Το βάθος του έλους εξυμνείται για να γίνει ένας υπαινιγμός σχετικά με την απουσία του πυθμέ να του, κάτι που θα μπορούσε ενδεχομένως να απαλειφθεί από την ανακάλυψη ενός πραγματικού πυθμένα. Ο Michaels δεν επιχειρεί να διασκεδάσει αυτές τις αντιφά σεις, αλλά διερευνά τον τρόπο με τον οποίο αυτές αναπαράγονται στις περαιτέρω συζητήσεις του Thoreau για τα φυσικά θε μέλια και τη Φύση ως θεμέλιο. Η ίδια κίνηση, με την οποία δια γράφεται ο πυθμένας ως αξία αμέσως μόλις ανακαλυφθεί, λαμ βάνει χώρα και όταν ο Thoreau αποκηρύσσει κάθε πραγματικό «δείγμα φυσικής αξίας που προσφέρει η κοινωνία του». Η έλξη που ασκεί η φύση ως σκληρός πυρήνας ή ως έσχατο όριο εξαρτάται από την ετερότητά της, έτσι ώστε κάθε συγκεκριμένος πυθμένας να αποδεικνύεται ρηχός και να γίνεται το έναυσμα της επιθυμίας για μεγαλύτερο βάθος. «Η έννοια του φυσικού εκκενώνεται» γράφει ο Michaels. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι εγκαταλείπεται η διάκριση μεταξύ φυσικού και συμβατικού. «Μάλλον το αντίθετο: όσο πιο δύσκολο γίνεται να εντοπίσουμε φυσικές αρχές, τόσο μεγαλύτερη αίγλη αποδίδουμε σε μια θέση που μπορεί να οριστεί μόνο στο πλαίσιο μιας θεωρητικής αντί θεσης με το συμβατικό ή το θεσμικό» (σσ. 140-141). Αυτό το παι χνίδι του πυθμένα επιβεβαιώνεται σε ένα απόσπασμα που δεν παραθέτει ο Michaels. Στην παράγραφο που ακολουθεί την πα ρότρυνση να εργαστούμε και να στερεώσουμε τα πόδια μας κά τω, σε ένα σταθερό σημείο, ο Thoreau συνεχίζει λέγοντας ότι «ο
37 2
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
χρόνος είναι το ποτάμι όπου ψαρεύω. Πίνω από το νερό του. Μα καθώς πίνω, ξεχωρίζω τον αμμουδερό βυθό του και βλέπω πόσο ρηχό είναι. Το λιγοστό νερό του κυλάει και φεύγει, μα η αιωνιό τητα μένει. Θα ήθελα να πιω από πιο βαθιά. Και να ψαρέψω στον ουρανό που το βάθος του είναι σπαρμένο με άστρα» (κεφ. 2, σ. 92). Ο πυθμένας που μπορούμε να δούμε είναι πολύ ρηχός. Η μορφή του ουρανού που μοιάζει με λίμνη συνδυάζει την επιθυμία ενός πυθμένα με το βάθος της απουσίας του. Το μαύρο του ουρανού είναι ο καλύτερος φυσικός πυθμένας. Στη σειρά των αποσπασμάτων που διερευνά ο Michaels -σχετικά με τη φύση και τα θεμέλια- «καθίσταται σαφής η επι θυμία ενός στέρεου πυθμένα, αλλά η απόπειρα να εντοπιστούν ή να εξειδικευτούν τα χαρακτηριστικά του εμπλέκει το συγγρα φέα σε έναν κυκεώνα αντιφάσεων». «Αυτό που προσπάθησα να περιγράψω ως αυτό το σημείο» συνεχίζει είναι μια σειρά από σχέσεις στο κείμενο του Ονώλντεν ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, το πεπερασμένο και το άπειρο, και (αυτό ακόμη το περιμένουμε) την κυριολε κτική και τη μεταφορική γλώσσα. Σκεφτόμαστε καθεμία από αυτές τις σχέσεις ιεραρχικά, με άλλα λόγια οι όροι δεν συνυπάρχουν απλώς, αλλά ο ένας θεωρείται πάντοτε ως πιο βασικός ή πιο σημαντικός από τον άλλο. Η παγίδα είναι ότι οι ιεραρχίες πάντοτε καταρρέουν. Κάποτε η φΰση γίνε ται η βάση που επιτρέπει τον πολιτισμό, κάποτε γίνεται απλώς άλλο ένα από τα δημιουργήματά του. Κάποτε η ανα ζήτηση ενός σκληρού πυρήνα εμφανίζεται ως η κεντρική δραστηριότητα μιας ηθικής ζωής, κάποτε αυτή η ίδια ανα ζήτηση μετατρέπει τον ερευνητή σε χωροφΰλακα-μάρτυρα. Αυτές οι ανεπίλυτες αντιφάσεις είναι, νομίζω, το στοιχείο που μας εκνευρίζει όταν διαβάζουμε το Ονώλντεν και η
ΑΠ Ο Δ Ο ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
373
ανάγκη να τις επιλύσουμε μου φαίνεται ότι είναι ένα σημα ντικό κίνητρο για το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής που γράφτηκε για το Ονώλντεν («Οι ψεύτικοι πυθμένες του Ονώλντεν», σ. 142).
Αν η προσπάθεια να επιλΰσουμε τις αντιφάσεις διαστρεβλώνει το Ονώλντεν, θα μπαίναμε ενδεχομένως στον πειρασμό να τις αφήσουμε ανεπίλυτες στο πλαίσιο μιας αισθητικής εκκρεμότη τας και να εκτιμήσουμε την πλούσια αμφισημία του κειμένου του Thoreau. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν αποτελεί μια αθώα επιλογή, γιατί το μοτίβο της αντιφατικής αποτίμησης εκτείνεται στο έργο από τους πυθμένες και τη φύση στην ανάγνωση. Έ να κεφάλαιο που επιγράφεται «Το διάβασμα» αντιπαραθέτει το έπος (ιδιαί τερα την Ιλιάόα ) με αυτό που ο Thoreau ονομάζει «ρηχά ταξι διωτικά βιβλία» (κεφ. 3). Το έπος είναι βαθΰ. Οι λέξεις του είναι «μια συγκρατημένη και επιλεγμένη έκφραση, υπερβολικά σημαίνουσα για να ακουστεί από ένα αυτί» και, προκειμένου να τις περιγράψει, ο Thoreau επαναλαμβάνει την εικόνα «του ουρα νού με τον πυθμένα καλυμμένο από αστέρια» που χρησιμοποίη σε λίγες παραγράφους νωρίτερα. «Ακόμα και οι ευγενέστερες γραμμένες λέξεις είναι συνήθως τόσο πίσω ή πάνω από τη φαυγαλέα ομιλούμενη γλώσσα όσο και ο ουράνιος θόλος με τα αστέ ρια του είναι πίσω από τα σύννεφα. Εκεί βρίσκονται τα αστέρια και, όσοι μπορούν, ίσως και να τα διαβάσουν». Σε αντίθεση με τα ρηχά ταξιδιωτικά βιβλία, το έπος απαιτεί μεταφορική ανά γνωση: ο αναγνώστης πρέπει να προετοιμαστεί για να εικάσει μια «ευρύτερη έννοια από αυτή που επιτρέπει η συνήθης χρή ση». Κατά συνέπεια, όπως λέει ο Michaels,
374
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
η αντίθεση ανάμεσα στο έπος και τις ταξιδιωτικές περι γραφές έχει μετατραπεί σε αντίθεση ανάμεσα στο κυριολε κτικό και το μεταφορικό και, στη συνέχεια, ανάμεσα στο γραπτό και στο προφορικό. Σε κάθε περίπτωση, ευνοείται ο πρώτος όρος της αντίθεσης και, αν επιστρέφουμε στην προσπάθεια να αφουγκραστοΰμε τα βάθη του Ουώλντεν Ποντ, θα μπορέσουμε να δοΰμε ότι όλα αυτά είναι αξίες αυτοΰ που αποκάλεσα «απουσία του πυθμένα». Έ να ρηχό έλος θα ήταν κάτι σαν ένα ρηχό βιβλίο, δηλαδή σαν ένα τα ξιδιωτικό βιβλίο που θα επιμέναμε να το διαβάσουμε κυ ριολεκτικά. Το Ονώλντεν γράφεται «βαθιά και καθαρά για χάρη ενός συμβόλου». Αλλά αυτό το μοτίβο της αποτίμησης, αν και πειστικό, διόλου δεν είναι πανταχοΰ παρόν ή τελικό. Το κεφάλαιο για «Το διάβασμα» ακολουθείται από ένα άλλο με τίτλο «Οι ήχοι», το οποίο επανεξετάζει συστηματικά τις κατηγο ρίες που προτάθηκαν προηγουμένως και επαναβεβαιώνει τις αξίες του στέρεου πυθμένα (σ. 144).
Η μεταφορική γλώσσα των βιβλίων έρχεται σε αντίθεση, κατά τρόπο που μάλλον την αδικεί, με τους κυριολεκτικούς ήχους της φύσης, «της γλώσσας» γράφει ο Thoreau, «την οποία μιλούν χωρίς μεταφορές όλα τα πράγματα και τα γεγονότα» (κεφ. 4)* και, με τον ίδιο τρόπο που το προηγούμενο κεφάλαιο εκθείαζε τη μεταφορική ανάγνωση, τώρα συστήνεται στον αναγνώστη να προτιμήσει την πραγματικότητα, τη στερεότητα και την κυριο λεξία της. Ο αναγνώστης δεν μπορεί απλώς να αποδεχτεί αυτή την αντί φαση, γιατί διαβάζω σημαίνει επιλέγω, για παράδειγμα, επιλέ γω ανάμεσα σε κυριολεκτικές και μεταφορικές αναγνοκτεις ή ανάμεσα στην αναζήτηση ενός σταθερού πυθμένα και την απο
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗΤ ΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
375
τίμηση της απουσίας του. «Ολόκληρη η ζωή μας» γράφει ο Thoreau «είναι στην αφετηρία της ηθική. Δεν υπάρχει ποτέ έστω και μια στιγμιαία ανακωχή ανάμεσα στην αρετή και την ανηθικότητα» (κεφ. 11). Ο Thoreau καταφέρεται βίαια εναντίον όσων πιστεύουν ότι δεν έχουν επιλογή. Το Ονώλντεν επιχειρεί, λέει ο Michaels, «να δείξει ότι μας απομένουν κάποιες επιλογές και, ανάγοντας τις ιεραρχίες σε μια σειρά αντιφατικών επιλο γών, να επιμείνει στον τρόπο με τον οποίο τις κατασκευάζουμε. Αλλά αυτή η αναγωγή, που δημιουργεί την ευκαιρία ή μάλλον την αναγκαιότητα της επιλογής, μας χρησιμεύει ταυτόχρονα για να υποσκάψουμε τη λογική εξήγηση που μπορεί να δώσουμε για καθεμία από τις επιλογές μας» (σσ. 146-147). Αυτό ισχύει τόσο για την ανάγνωση όσο και για τις άλλες επιλογές μας. «Αν η ανά γνωσή μας ισχυρίζεται ότι βρίσκει έναν στέρεο πυθμένα, μπορεί να το κάνει μόνο σύμφωνα με αρχές που το κείμενο ταυτόχρονα επιτρέπει και αποκηρύσσει- διατρέχουμε επομένως τον κίνδυνο να πνιγούμε στις ίδιες μας τις βεβαιότητες. Αν αυτό δεν συμβεί, αν ενστερνιστούμε την ιδέα της απουσίας ενός πυθμένα [...], τότε έχουμε αποτύχει στο πρώτο τεστ του Ονώλντεν, στην αποδοχή της ηθικής ευθύνης που φέρουμε ως ενσυνείδητοι αναγνώστες. Κορώνα κερδίζω, γράμματα χάνεις. Δεν έχουμε πια καμία αμ φιβολία γιατί το παιχνίδι μάς εκνευρίζει» (σ. 148). Η ανάγνωση του Michaels διερευνά τον τρόπο με τον οποίο το Ονώλντεν χειρίζεται διάφορα κεντρικά και άλλα συναφή ζη τήματα και ανακαλύπτει, όπως συνήθως κάνει η κριτική ερμη νεία, σύνθετες αμφισημίες. Ωστόσο, οι αμφισημίες που ανακα λύπτει είναι πιο ενοχλητικές απ’ ό,τι συνήθως: δεν πρόκειται απλώς για διακρίσεις ανάμεσα σε εναλλακτικά νοήματα, αλλά
376
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
για διακρίσεις ανάμεσα σε δυο αντιλήψεις σχετικά με το νόημα και με τη διαφορά του νοήματος. Επιμένοντας στην παροτρυντική και ηθική διάσταση του κειμένου, ο Michaels εντοπίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτό παράγει μια διπλή παγίδευση, που μας ωθεί να επιλέξουμε την ίδια στιγμή που η πιθανότητα σω στής επιλογής μειώνεται. Η ανάλυσή του επίσης παρεκκλίνει από τη συνήθη κριτική ιδέα της ενότητας. «Η βασική δομή ενός ποιήματος» γράφει ο Cleanth Brooks στην Καλοσμιλεμένη υδρία «είναι ένα μοτίβο επιλυμένων εντάσεων [...]. Η χαρακτη ριστική ενότητα ενός ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι ενο ποιούνται διαφορετικές αντιλήψεις στο πλαίσιο μιας ιεραρχίας που με τη σειρά της υπόκειται σε μια συνολικότερη επικρατού σα αντίληψη» (σσ. 203,207). Εδώ, ωστόσο, οι ιεραρχίες ανατρέπονται και η δομή των αντιφάσεων, μολονότι επιφέρει ένα κά ποιο ενοποιητικό αποτέλεσμα, δεν παράγει μια συνολικότερη επικρατούσα δομή, αλλά προκαλεί τη διαίρεση κάθε πιθανής αντίληψης. Τελικά, αυτή η ανάλυση διογκώνει τα διακυβεύματα της ανάγνωσης καθώς επικεντρώνεται σε στοιχεία του κει μένου που διαθέτουν μεταγλωσσική βαρύτητα και παρέχουν υλικό και λεξιλόγιο -«στέρεο πυθμένα» και «απουσία πυθμέ να»- σε μια συζήτηση περί νοήματος και ερμηνείας. Αντί να ψάχνει για ποιητικά σύμβολα και για λογοτεχνική φαντασία, ο κριτικός διερευνά αυτό που λέει το κείμενο, ρητά και συγκεκαλυμμένα, σχετικά με την ανάγνωση. Πολλοί θα υποστήριζαν, και έχουν κάποιο δίκιο σε αυτό, ότι η ανάγνωση του Michaels, αν και ενδιαφέρεται να καταρρίψει τις ιεραρχικές αντιθέσεις, δεν είναι αυθεντικά αποδομητική, αλ λά αποτελεί μια εξερεύνηση που αφήνει πίσω της αισθητικά
ΑΠ Ο Δ Ο ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
377
ανεπίλυτες αντιφάσεις και δεν δίνει την εντύπωση της νευρικό τητας που ισχυρίζεται ότι προκαλεί το Ονώλντεν. Αν και διερευ νά τις σχέσεις ανάμεσα σε ό,τι λέει το έργο για την ανάγνωση και στις αναγνώσεις που αυτό εκμαιεύει, το δοκίμιο του Michaels δεν αναζητά τις συνέπειες της γλώσσας και της ρητορι κής με τρόπους που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος της αποδομητικής κριτικής. Επιπλέον, θα μπορούσαμε να θεωρή σουμε το Ονώλντεν ως πολύ εύκολη περίπτωση για όποιον ανα ζητεί αντιφάσεις. Η αφηγηματική γραμμή του είναι σχετικά αδύναμη και οι κριτικοί έχουν συχνά μιλήσει γι’ αυτή σαν να πρόκειται για μια σειρά από θεαματικά σπαράγματα. Για μια •αποδομητική ανάγνωση ενός πιο σφιχτοδεμένου κειμένου που φαίνεται να έχει τον πλήρη έλεγχο των αφηγηματικών και θεμα τικών δομών του, μπορούμε να μελετήσουμε την ανάλυση του Μ πίλν Μ παντ από την Barbara Johnson, «Τα πρωτόλεια του Melville: η εκτέλεση του Μ πίλν Μπαντ» («Melville’s First: the Execution of Billy Budd ») από το βιβλίο της Η κριτική διαφορά. Το Μ πίλν Μπαντ είναι η ιστορία ενός όμορφου και αθώου νεαρού ναύτη πάνω σε ένα βρετανικό πολεμικό σκάφος. Ο Κλά γκαρτ, ο σατανικός οπλονόμος, κατηγορεί άδικα τον Μπίλυ για στασιαστική συνωμοσία και αυτός, που δεν μπορεί να μιλήσει καλά επειδή τραυλίζει, χτυπά και σκοτώνει τον Κλάγκαρτ μπρο στά στον Καπετάνιο Βέρε. Ο καπετάνιος, ένας τίμιος, καλλιερ γημένος και σοβαρός άνθρωπος, τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον Μπίλυ, αλλά πείθει τους συναξιωματικούς του ότι υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες -η Βρετανία βρίσκεται σε πόλεμο και έχουν σημειωθεί και άλλες στασιαστικές κινήσεις- ο Μπίλυ πρέπει να απαγχονιστεί- οι τελευταίες λέξεις του Μπίλυ είναι «ο
37^
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Θεός να ευλογεί τον Καπετάνιο Βέρε!» Σε κάθε χαρακτήρα απο δίδονται συγκεκριμένες ηθικές αξίες, αλλά όπως σημειώνει η Johnson «η μοίρα κάθε χαρακτήρα είναι ακριβώς αντίστροφη από αυτό που περιμένουμε με βάση τη “φύση” του. Ο Μπίλυ είναι γλυκός, αθώος και ακίνδυνος, κι όμως σκοτώνει. Ο Κλάγκαρτ εί ναι κακός, διεστραμμένος και ψεύτης, αλλά πεθαίνει σαν θύμα. Ο Βέρε είναι μυαλωμένος και υπεύθυνος, αλλά δίνει τη συγκατά θεσή του να απαγχονιστεί ένας άνθρωπος που, σύμφωνα με τη διαίσθησή του, είναι άψογος» (Ηκριτική διαφορά , σ. 82). Το ζητούμενο λοιπόν σε αυτή την ιστορία δεν είναι τόσο η σχέση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, όσο η σχέση ανάμεσα στη φύση και στις πράξεις των χαρακτήρων, ανάμεσα στο είναι και στο πράττειν. «Κατά αρκετά περίεργο τρόπο» γράφει η Johnson το ερώτημα σχετικά με το είναι εναντίον του πράττειν είναι ακριβώς αυτό που δημιουργείται από τη μία και μοναδική φράση που βλέπουμε τον Κλάγκαρτ να απευθύνει άμεσα στον Μπίλυ Μπαντ. Όταν ο Μπίλυ χύνει κατά λάθος τη σούπα του στο δρόμο του οπλονόμου, ο Κλάγκαρτ απαντά με ένα λογοπαίγνιο: «Ωραία τα κατάφερες, παλικάρι μου! Κι ωραίος είναι όποιος τα καταφέρνει και ωραία!» Η παροιμιώδης έκφραση «ωραίος είναι όποιος τα καταφέρνει και ωραία» από την οποία προέρχεται και αυτή η αναφώ νηση καθιστά δυνατή τη συνεχή, προβλέψιμη, διαφανή σχέ ση μεταξύ του είναι και του πράττειν. [... ] Αλλά αυτήν ακρι βώς τη συνέχεια μεταξύ του φυσικού και του ηθικού, μετα ξύ της εμφάνισης και της ενέργειας, ή μεταξύ του είναι και του πράττειν αμφισβητεί ο Κλάγκαρτ με αφορμή την περί πτωση του Μπίλυ Μπαντ. Προειδοποιεί τον Καπετάνιο Βέ ρε να μην παρασυρθεί από τη φυσική ομορφιά του Μπίλυ:
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
379
«Σίγουρα πρόσεξες τα ωραία του μάγουλα. Μια ανθρωπο παγίδα μπορεί να κρύβεται κάτω από αυτές τις ροδαλές μαργαρίτες» (σσ. 83-84).
Οι υποψίες του επιβεβαιώνονται όταν επαναλαμβάνει την κατη γορία του ενώπιον του Μπίλυ και το παλικάρι με τα ροδαλά μά γουλα τον χτυπά και τον σκοτώνει. Προκειμένου να διερευνήσει τι διακυβεύεται σε αυτό το δράμα, η Johnson συγκεντρώνει τα στοιχεία που παραθέτει ο Melville ως προς τη σύγκρουση μεταξύ Μπίλυ και Κλάγκαρτ, που αποτελεί σύγκρουση «ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις για τη γλώσσα, ή ανάμεσα σε δύο τύπους ανάγνωσης». Ο Μπίλυ είναι ένας απλός οπαδός της κυριολεξίας, ένας άνθρωπος που πι στεύει στη διαφάνεια της σημασίας. «Η ενασχόληση με διπλά νοήματα και κάθε είδους υπαινιγμούς» γράφει ο Melville «ήταν εντελώς ξένο προς τη φύση του». Για εκείνον, «η περιστασιακή ειλικρίνεια και τα ευχάριστα λόγια σήμαιναν αυτό που έλεγαν, μια και ο νεαρός ναύτης δεν είχε ακούσει ποτέ μέχρι τότε για τον “υπερβολικά ευπροσήγορο άνδρα”». Δεν μπορεί να πιστέ ψει ότι ενδεχομένως να υπάρχει μια κάποια ασυμφωνία μεταξύ μορφής και νοήματος. Ο Κλάγκαρτ, από την άλλη μεριά, δεν αποτελεί απλώς την ενσάρκωση της αμφισημίας και της διπρο σωπίας, αλλά πιστεύει στην ασυμφωνία μεταξύ μορφής και νοή ματος. Έ χει μάθει, γράφει ο Melville, «να δείχνει τόση δυσπι στία για κάτι όσο αξιόπιστη είναι η εμφάνισή του». Ο Κλάγκαρτ κατηγορεί τον Μπίλυ για διπροσωπία, για ασυμφωνία μεταξύ του φαινομενικού και του πραγματικού' ο Μπίλυ το αρνείται χτυπώντας τον, κάτι το οποίο στην πραγματικότητα απεικονίζει αυτήν ακριβώς την ασυμφωνία την οποία αρνείται και αποκαλύ
380
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
πτει μια θανατηφόρα ανθρωποπαγίδα κάτω από τις ροδαλές μαργαρίτες. Αποδεικνυει την αλήθεια της κατηγορίας του Κλά γκαρτ μέσα από την πράξη της άρνησής της. Η ιστορία επομένως διαδραματίζεται ανάμεσα στο αξίωμα της συνέχειας μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου («ωραίος είναι όποιος τα καταφέρνει και ωραία») και το αξίωμα της ασυνέχειας τους («μια ανθρωποπαγίδα μπ;ορεί να κρύβεται κάτω από αυτές τις ροδαλές μαργαρίτες»). Ο Κλάγκαρτ, οι κατηγορίες του οποίου για στάση εν τη γενέσει της είναι προφανώς αστήρικτες και ως εκ τούτου απει κονίζουν την ίδια τη διπροσωπία που αποδίδουν στον Μπί λυ, διαψευδεται ως προς τα ψέματα που διαδίδει για τον Μπίλυ, τα οποία όμως παραδόξως επιβεβαιώνει η πράξη με την οποία τα διαψεΰδει ο Μπίλυ (σ. 86).
Η αναφορά στην αντίθεση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες και στον τρόπο με τον οποίο αυτή αρθρώνει αντιφατικά μοντέλα σημασιοδότησης και ερμηνείας, αναδεικνύει, εκτός των άλλων, και τους δύο τρόπους ανάγνωσης που εμφανίζονται στις κριτι κές διαμάχες σχετικά με την ιστορία. Ορισμένοι κριτικοί είναι φιλύποπτοι ερμηνευτές, όπως ο Κλάγκαρτ, απρόθυμοι να δε χτούν την καλοσύνη του Μπίλυ με βάση την όψη του. Μπορεί να συνάγουν την υφέρπουσα ομοφυλοφιλία του Κλάγκαρτ, ερμη νεύοντας τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται τον Μπίλυ ως κατα πιεσμένη μορφή έρωτα. Προτείνουν συχνά ψυχαναλυτικές περι γραφές της αθωότητας του Μπίλυ ως ψευδοαθωότητας και της καλοσύνης του ως απώθησης της ίδιας του της καταστροφικότητας, η οποία έρχεται στην επιφάνεια με το θανατηφόρο χτύπη μα. Πράγματι, στη σκηνή της αντιπαράθεσης, ο Κλάγκαρτ προσωπογραφείται ως ψυχαναλυτής καθώς κινείται προς τη μεριά
ΑΠΟΔ ΟΜ ΗΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
3βι
του Μπίλυ «με το μετρημένο βήμα και τη συμπυκνωμένη ηρεμία του γιατρού ενός άσυλου ο οποίος πλησιάζει στην αίθουσα υπο δοχής κάποιον ασθενή που αρχίζει να δίνει ενδείξεις ενός επερχόμενου παροξυσμού». Άλλοι κριτικοί παίρνουν το μέρος του Μπίλυ ως θιασώτες της συνέχειας μεταξύ του είναι και του πράττειν, ενώ ταυτόχρονα αποδέχονται τους ηθικούς χαρακτη ρισμούς των προσώπων: ο Κλάγκαρτ είναι κακός, ο Μπίλυ είναι καλός, ο Βέρε είναι σοφός. Και οι δύο ομάδες κριτικών έχουν πειστικές ερμηνείες για το καίριας σημασίας γεγονός της ιστο ρίας, το θανατηφόρο χτύπημα: «Αν ο Μπίλυ εκπροσωπείτην κα θαρή καλοσύνη, τότε η πράξη του είναι ακούσια μεν αλλά σε συμβολικό επίπεδο δικαιολογημένη, αφού καταλήγει στον αφανισμό του “κακού” Κλάγκαρτ. Αν ο Μπίλυ αποτελεί μια περίπτω ση νευρωτικής απώθησης, τότε η πράξη του καθορίζεται από τις ασυνείδητες επιθυμίες του και αποκαλύπτει την καταστροφικότητα της προσπάθειας να απωθηθεί η δική μας καταστροφικότητα. Στην πρώτη περίπτωση, ο φόνος είναι συμπτωματικός· στη δεύτερη, είναι η εκπλήρωση μιας επιθυμίας» (σσ. 90-91). Το καίριο σημείο εδώ είναι πως, και σιις δύο περιπτώσεις, η ερμηνεία του χτυπήματος βασίζεται σε παραδοχές οι οποίες υποσκάπτουν την εκδοχή που υποστηρίζει η ερμηνεία: ο Μπίλυ και οι οπαδοί της κυριολεξίας, δηλαδή οι θιασώτες της συνέχειας και του κινήτρου, πρέπει να αντιμετωπίσουν το χτύπημα ως συμπτωματικό και απρόθετο προκειμένου να διαφυλάξουν την καλοσύνη του Μπίλυ και τη συμβολική δικαιολόγηση του χτυ πήματος· για τον Κλάγκαρτ και τους άλλους φιλύποπτους ερμη νευτές, δηλαδή τους θιασώτες της ασυμφωνίας μεταξύ του φαι νομενικού και του πραγματικού, το χτύπημα είναι η απόδειξη
382
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
της κακής διπροσωπίας του Μπίλυ μόνο αν είναι υποκινούμενο και κατά συνέπεια αποτελεί ένα δείγμα συνέχειας μεταξύ του είναι και του πράττειν. Έτσι, η συνοχή κάθε ερμηνευτικού σχή ματος χαλαρώνει λόγω της αρχής της σημασιοδότησης την οποία πρέπει να επικαλεστεί για να ενσωματώσει το χτύπημα στις αναφορές του. Το χτύπημα καταστρέφει κάθε θέση: τόσο του Μπίλυ και του Κλάγκαρτ, όσο και των αναγνώσεων αυτών που πιστεύουν στην κυριολεξία ή στην ειρωνεία. Εξαρθρώνει κάθε ερμηνευτική αναφορά γιατί αυτό που σημαίνει καταργείται από το πώς το σημαίνει. Αν η κριτικός επιχειρήσει να εκφέρει κρίση ως προς τη δια μάχη Μπίλυ και Κλάγκαρτ ή μεταξύ οπαδών της κυριολεξίας και οπαδών της ειρωνείας, τότε βρίσκεται στη θέση του Καπε τάνιου Βέρε που περιγράφεται ως καλλιεργημένος και νουνε χής αναγνώστης. «Αποστολή [του] είναι ακριβώς να διαβάσει τη σχέση μεταξύ αφέλειας και παράνοιας, παραδοχής και ειρω νείας, φόνου και λάθους» και διαβάζει διαφορετικά απ’ ό,τι ο Μπίλυ και ο Κλάγκαρτ. Αυτοί δεν έχουν ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν παίζουν κανένα ρόλο στις αναγνώσεις τους: διαβάζουν αναζητώντας κίνητρα και νοήμα τα. Αντίθετα, ο Βέρε εστιάζει στα προηγούμενα και στις συνέ πειες: «Η πρόθεση ή η μη-πρόθεση του Μπαντ δεν έχει να κά νει με το προκείμενο» δηλώνει. Διαβάζει σε σχέση με τις πολι τικές και ιστορικές'περιστάσεις, καθώς και σε σχέση με προγε νέστερα κείμενα, τη Βίβλο και το Νόμο περί Στάσεων. Συνδυά ζοντας εξουσία και γνώση, ο Βέρε καθορίζει τη σχέση μεταξύ άλλων ερμηνειών και πράξεων με βάση αυτή την κρίση. Και κα τά την άποψή του, θεωρώ τον Μπίλυ ένοχο σημαίνει τον σκοτώ-
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
3^3
νω. Η ανάγνωση του Βέρε είναι μια πολιτική πράξη που λει τουργεί μετατρέποντας μια αμφίσημη κατάσταση σε μια κατάσταση που απαιτεί αποφάσεις. Αλλά αυτό το καταφέρνει μετατρέποντας μια διαφορά μέσα (ο Μπίλυ που διχάζεται ανάμεσα στη συνει δητή υποτακτικότητα και στην ασυνείδητη εχθρικότητα, ο Βέρε που διχάζεται ανάμεσα στον πατέρα που δείχνει κα τανόηση και τη στρατιωτική εξουσία) σε μια διαφορά ανά μεσα (ανάμεσα στον Κλάγκαρτ και τον Μπίλυ, ανάμεσα στη Φΰση και το Βασιλιά, ανάμεσα στην εξουσία και την εγκληματικότητα) [...]. Τα πολιτικά συμφραζόμενα στο Μπίλυ Μπαντ είναι τέτοια που σε όλα τα επίπεδα οι διαφοQέζμέσa (στασιασμός πάνω στο πολεμικό πλοίο, η Γαλλική Επανάσταση ως απειλή στους «μόνιμους θεσμούς», η ασυνειδη εχθρότητα του Μπίλυ) υπάγονται στις διαφορές ανά μεσα (Bellipotent εναντίον Athee, Αγγλία εναντίον Γαλλίας, δολοφόνος εναντίον θύματος) (σσ. 105-106).
Αναγνώστες και κριτικοί διαφωνούν έντονα στις κρίσεις τους σχετικά με αυτό τον αναγνώστη, τον Βέρε, που φαίνεται ανα γκασμένος από τις περιστάσεις να περιπλανιέται εδώ κι εκεί και ο οποίος είναι ένας αναγνώστης που μεροληπτεί επειδή ακρι βώς για την ετυμηγορία του πρέπει να λάβει υπόψη του και τις επιπτώσεις της κρίσης του. Δεν μπορούμε άραγε εμείς, ως ανα γνώστες ενός λογοτεχνικού έργου, να τα καταφέρουμε καλύτε ρα; Δεν μπορούμε να εκφέρουμε μια πιο ακριβή και αμερόλη πτη κρίση απ’ ό,τι ο Βέρε; «Αν νόμος είναι ο βίαιος μετασχημα τισμός της αμφισημίας σε κατάσταση που απαιτεί αποφάσεις, είναι άραγε δυνατό» αναρωτιέται η Johnson «να διαβάσουμε την αμφισημία καθαντήν , χωρίς αυτή η ανάγνωση να λειτουργεί
384
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ως πολιτική πράξη;» (σ. 107). Ακόμα και πάνω σ’ αυτό, καταλή γει, ο Melville έχει κάτι να πει, «γιατί υπάρχει ένας τέταρτος αναγνώστης στο Μ πίλν Μπαντ, ένας αναγνώστης που “ποτέ δεν παρεμβαίνει άσκοπα και ποτέ δεν δίνει συμβουλές”: ο γέρος Ντάνσκερ. Έ νας άνδρας “με λίγα λόγια και πολλές ρυτίδες” και “δέρμα σαν παλιά περγαμηνή”» (σ. 107). Βλέπει και ξέρει. Όταν ο Μπίλυ τον πιέζει για να του δώσει συμβουλές, παρατη ρεί απλώς ότι ο Κλάγκαρτ «τα έχει βάλει» μαζί του- αλλά αυτό, μαζί με την άρνησή του να πει περισσότερα, έχει ανιχνεύσιμες συνέπειες και συμβάλλει στην τραγωδία. Ο Ντάνσκερ «δραματοποιεί μια ανάγνωση που φιλοδοξεί να είναι γνωστικά όσο πιο ακριβής και επιτελεστικά όσο πιο ουδέτερη γίνεται», αλλά «η ίδια η προσπάθεια να γνωρίσει χωρίς να πράξει μπορεί να λει τουργήσει ως πράξη». Ο Ντάνσκερ, όπως κι ο Βέρε, απεικονίζει τόσο το γεγονός ότι γνώση και πράξη είναι αδιαχώριστες, όσο και το γεγονός ότι η αρμονική ανάμειξή τους είναι αδύνατη, για τί σε κάθε περίπτωση, όπως λέει η Johnson, «η εξουσία συνίσταται ακριβώς στην αδυναμία της να συμπεριλάβειτα αποτελέ σματα της ίδιας της εφαρμογής της». Κανένας χαρακτήρας δεν μπορεί να εμποδίσει τις απρόβλεπτες επιπτώσεις που περιπλέ κουν και ακυρώνουν την πράξη της γνώσης και της κρίσης. Το Μπίλν Μπαντ, καταλήγει η Johnson, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια μελέτη του καλού και του κακού, της δικαιοσύνης και της αδικίας. Πρόκειται για μια δραματοποίηση των ανεστραμμένων σχέσεων μεταξύ γνώ σης και πράξης, ομιλίας και φόνου, ανάγνωσης και κρίσης, οι οποίες καθιστούν την πολιτική κατανόηση και πράξη ιδιαίτερα προβληματική [...]. Ο «φονικός χώρος» ή η «δια φορά» που διατρέχει το Μπίλυ Μπαντ δεν εντοπίζεται κά
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
3»5
που ανάμεσα στη γνώση και τη δράση, την επιτέλεση και την επίγνωση. Είναι αυτό που, στο πλαίσιο της γνωστικότητας, λειτουργεί ως πράξη· είναι αυτό που, στο πλαίσιο της δράσης, μας εμποδίζει να καταλάβουμε κατά πόσο αυτό που κάνουμε συμπίπτει με αυτό που καταλαβαίνουμε. Και αυτό ακριβώς κάνει το νόημα του τελευταίου έργου του Melville τόσο εντυπωσιακό (σσ. 108-109).
Αυτή η τελευταία φράση, από την καταληκτική πρόταση του άρ θρου, φωτίζει ένα γνώρισμα αυτού του είδους κριτικής που δεν προβλήθηκε αρκετά στα αποσπάσματα που παρέθεσα παραπά νω: η χρήση εκφράσεων παρμένων από το κείμενο, συχνά με τη μορφή λογοπαιγνίου, για να συνδεθούν γεγονότα της αφήγησης με γεγονότα της ανάγνωσης και της γραφής. Το χτύπημα του Μπίλυ είναι ένα εντυπωσιακό γεγονός στην ιστορία, μια σύνθε τη νοηματική δομή και μια πράξη με επιπτώσεις· το νόημα ενός έργου, όπως αυτό έχει φωτιστεί, έχει επίσης μια επιτελεστική ιδιότητα με επιπτώσεις που δεν είναι εύκολο να αποφευχθούν. Μια παρόμοια σύνδεση επιχειρείται και στον τίτλο του κεφα λαίου «Η γροθιά του Melville: η εκτέλεση του Μπίλν Μπαντ», που αποπειράται να συσχετίσει τρεις επιτελεστικές πράξεις ομι λίας: την πράξη της γραφής του Melville (γράφει «θα επιχειρή σω να τον προσωπογραφήσω [τον Κλάγκαρτ], αλλά ποτέ δεν θα τα καταφέρω»), την πυγμαχική άρνηση του Μπίλυ και τη θανα τηφόρα κρίση του Βέρε. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του κει μένου ως μεταγλώσσα, οι κριτικοί δίνουν συνέχεια σε μια διαδι κασία την οποία έχει ήδη ξεκινήσει το κείμενο- ωστόσο, οι αποδομητικές αναγνώσεις ποικίλλουν σημαντικά ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται αυτή τη δυνατότητα. Ο Derrida αναπτύσσει με επιθετικό τρόπο σημαίνοντα παρμένα από το
386
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κείμενο για να περιγράψει μια κειμενική λογική. Ο de Man, αντίθετα, αποφεύγει τις κατηγορίες που παρέχει το κείμενο και εύστροφα συσχετίζει τα σημεία που τον ενδιαφέρουν με μεταγλωσσικούς όρους από τη ρητορική και τη φιλοσοφία. Η περιο ρισμένη, από μέρους της Johnson, εκμετάλλευση αυτών των κειμενικών πηγών παράγει κάτι που μοιάζει με λογοπαίγνιο. Η δεύτερη πλευρά της αποδόμησης που αναδεικνύεται μέσα από αυτό το παράδειγμα είναι η καχυποψία μας απέναντι στην προθυμία των κριτικών να εξυμνήσουν την αμφισημία ως αισθη τικό πλούτο. 'Οταν έρχεται αντιμέτωπη με δύο ερμηνείες ή με δύο πιθανότητες, η Johnson θέτει ερωτήματα σχετικά με τις πα ραδοχές στις οποίες καθεμία από αυτές στηρίζεται και διερευνά τη σχέση μεταξύ παραδοχών και συμπερασμάτων, για να ανα καλύψει ότι συχνά οι αναγνώσεις υποσκάπτονται από τις ίδιες τις παραδοχές που τις καθιστούν δυνατές. Τέτοιες ανακαλύψεις προσφέρουν σημεία εκκίνησης για τη διερεύνηση του πλαισίου μέσα στο οποίο αναδεικνύονται οι αναγνώσεις. Οι αποδομητικές αναγνώσεις ενδέχεται επομένως να μην θελήσουν να μετα τρέψουν τον αισθητικό πλούτο σε στόχο τους. Όποτε φθάνουμε σε κάτι που μοιάζει με κατάληξη -σε ένα ωραίο παράδοξο ή σε μια συμμετρική διατύπωση- επιστρέφουμε με αυτή την κατάλη ξη πίσω στο κείμενο, ρωτώντας τι έχει να μας πειτο κείμενο σχε τικά με το συμπέρασμα στο οποίο έχουμε καταλήξει. Έχοντας αναλύσει την κρίση του Βέρε, η Johnson αναρωτιέται τι έχει να πει το κείμενο σχετικά με την ίδια την πράξη της κρίσης. Επίσης, αφού καταλήξει σε συμπεράσματα γύρω από την κρίση ως πρά ξη βίας που επιχειρεί -κάτι αδύνατο- να ελέγξει τις ίδιες της τις συνέπειες, αναρωτιέται τι θα είχε να πει το κείμενο σχετικά με
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
387
την αισθητική κριτική της πολιτικής κρίσης που φαίνεται να προκύπτει από την ανάγνωση της. Αναλύει τότε τη δυσχερή θέ ση του γέρου Ντάνσκερ ως μια περαιτέρω πλαισίωση του ζητή ματος της ερμηνείας. Με τις «εγκολπωμένες θήκες» του, το κεί μενο έχει κάτι να πει σχετικά με κάθε συμπέρασμα γι’ αυτό στο οποίο μπαίνουμε στον πειρασμό να καταλήξουμε. Τρίτον, το δοκίμιο της Johnson ανασύρει τα διακυβεύματα της «ανάγνωσης», δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε τη δράση και την κρίση από το ζήτημα της ανάγνωσης. Κατά μία έννοια, το Μπίλν Μπαντ δεί χνει ότι «il n’y a pas de hors texte» («δεν υπάρχει εκτός κειμέ νου»): η πολιτική δράση φέρεται εδώ να είναι ένας ιδιαίτερος τύπος ανάγνωσης, που μάταια προσπαθεί να μετατρέψει τις επι πτώσεις της ανάγνωσης σε έδαφος πρόσφορο για την ίδια. Διερευνώντας τις διασυνδέσεις ανάμεσα στη βία των μέσων και στην παραγωγή των νοημάτων (ή ανάμεσα στην παραδοχή της συνέχειας μεταξύ μέσων και στόχων και την παραδοχή ότι όλα πρέπει να έχουν κάποιο νόημα), το Μπίλν Μπαντ προβαίνει σε κριτική της ίδιας της εξουσίας -του νόμου, παραδείγματος χάριν, συμπεριλαμβανομένου και του νόμου της σημασίας-, και φωτίζει την κειμενικότητα της κρίσης όπως περίπου κάνει με άλλους όρους και ο de Man διαβάζοντας τον Nietzsche (Αλληγο ρίες της ανάγνωσης, σσ. 119-131). Τελικά, το δοκίμιο της Johnson μάς δείχνει ότι η αποδομητι κή κριτική αναζητά δομές που μοιάζουν ολοένα και πιο άκα μπτες και συχνά αποδεικνύεται ότι αποτελούν διπλή παγίδευ ση. Στο εναρκτήριο δοκίμιο της Κριτικής διαφοράς σχολιάζει την απόφαση του Barthes στο S/Z να κατατεμαχίσει το κείμενο
388
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
και να το αντιμετωπίσει περισσότερο ως «γαλαξία σημαινό ντων» παρά ως δομή σημαινομένων: «Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι κατά πόσο αυτή η “αντι-δομητική” (σε αντίθε ση με την απο-δομητική) πίστη στο σπαραγματοποιημένο ση μαίνον καταφέρνει να απογυμνώσει τη λειτουργική πολλαπλό τητα του μπαλζακικού κειμένου ή αν, σε τελευταία ανάλυση, κάποιο από τα επίπεδα που προκαλούν την κειμενική διαφορο ποίηση δεν χάνεται και δεν ισοπεδώνεται από την άρνηση του Barthes να ξαναβάλει σε τάξη ή να επανακατασκευάσει το κεί μενο» (σ. 7). Ανακεφαλαιώνοντας τη διαδικασία που η ίδια ακολουθεί στις «Εναρκτήριες παρατηρήσεις» του βιβλίου της, η Johnson γράφει: Η ανάγνωση, εδώ, προχωρά εντοπίζοντας και αποσυναρ μολογώντας διαφορές μέσα από άλλες διαφορές που δεν μπορούν ούτε να εντοπιστούν οΰτε να αποσυναρ μολογη θοΰν πλήρως. Το σημείο εκκίνησης αποτελεί συχνά μια δυαδική αντίθεση, η οποία στη συνέχεια αποδεικνΰεται πως είναι μια ψευδαίσθηση που προκαλεί η λειτουργία ορι σμένων διαφορών που είναι με τη σειρά τους πολΰ πιο δύ σκολο να προσδιοριστούν. Οι διαφορές ανάμεσα σε οντό τητες (πεζογραφία και ποίηση, άνδρα και γυναίκα, λογοτε χνία και θεωρία, ενοχή και αθωότητα) αποδεικνύεται ότι βασίζονται στην απώθηση των διαφορών μέσα στις ενότη τες, δηλαδή των τρόπων με τους οποίους μια οντότητα δια φέρει από τον εαυτό της. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ένα κείμενο διαφέρει από τον εαυτό του δεν είναι ποτέ απλός: διαθέτει μια ισχυρή, αντιφατική λογική, τα αποτελέσματα της οποίας μπορούν ως ένα βαθμό να διαβαστούν. Επομέ νως, η «αποδόμηση» μιας δυαδικής αντίθεσης δεν εκμηδε νίζει όλες τις αξίες ή διαφορές· είναι μια απόπειρα να πα
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
389
ρακολουθήσουμε τα αδιόρατα αλλά ισχυρά αποτελέσματα των διαφορών που ήδη λειτουργούν μέσα στην ψευδαίσθη ση μιας δυαδικής αντίθεσης (σσ. x-xi).
Αν η αποδομητική κριτική είναι μια αναζήτηση διαφορών -η εξάλειψη των οποίων αποτελεί συνθήκη κάθε επιμέρους οντό τητας ή θέσης-, τότε δεν μπορεί ποτέ να καταλήξει σε τελικά συ μπεράσματα, αλλά σταματά όταν δεν μπορεί πλέον να εντοπίσει και να αποσυναρμολογήσει τις διαφορές που εργάζονται για την αποσυναρμολόγηση άλλων διαφορών. Η ανάγνωση του Μπίλν Μπαντ από την Johnson διακρίνεται στο χώρο της αποδομητικής κριτικής για την περιεκτικότητά της -μια αρετή που εύκολα υπερεκτιμάται-, αλλά δεν διερευνά λε πτομερέστερα, όπως συμβαίνει στις Παραμορφώσεις της ποιητι κής γλώσσας (Difigurations du langagepoetique), τις επιπτώσεις των ρητορικών μορφών. Παρουσιάζοντας μια συλλογή άρθρων για τη «Ρητορική του ρομαντισμού» («The Rhetoric of Roman ticism») στην οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά το δοκίμιο της Johnson για τον Μπίλν Μπαντ, ο Paul de Man γράφει ότι «πρό κειται για την κοινή και παραγωγική χειρονομία όλων αυτών των κειμένων να υπερνικούν την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση που τους είχε επιβληθεί και να δείχνουν, διαβάζοντας από πιο κοντά τις εκ του σύνεγγυς αναγνώσεις, σχεδόν ότι δεν ήταν αρκετά έκτου σύ νεγγυς» («Εισαγωγή», σ. 498). Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε περαιτέρω την αποδομητική κριτική, εξετάζοντας δύο ερωτήμα τα που εκπορεύονται από αυτή την παρατήρηση. Τι καθιστά μια ανάγνωση εκ του σύνεγγυς ανάγνωση; Και ποιος είναι ο ρόλος των προγενέστερων αναγνώσεων για την αποδομητική κριτική; Η Johnson διαβάζει το κείμενο από όσο πιο κοντά γίνεται όταν
390
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
δίνει λεπτομέρειες σχετικά με τη λογική της σημασίας του. Τι πα ραπάνω θα μπορούσε να περιλαμβάνει η εγγύτητα; Για τον de Man, η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση συνεπάγεται σχολαστική ενασχόληση με ό,τι φαίνεται επικουρικό ή προβάλ λει αντίσταση στην κατανόησή του. Στον πρόλογό του στην Αποκρύπτονσα αρμονία (The Dissimulating Harmony ) της Carol Jacobs μιλά για την παράφραση ως «συνώνυμο της κατανόη σης»: μια πράξη που μετατρέπει το ξένο σε οικείο, «καθώς έρ χεται αντιμέτωπη με προφανείς δυσκολίες (είτε αυτές έχουν να κάνουν με τη σύνταξη, είτε με τα μορφικά σχήματα, είτε με την εμπειρία) και [...] ασχολείται μαζί τους εξαντλητικά και πειστι κά», αλλά και έξυπνα παραλείπει, συγκαλύπτει και εκτρέπει ό,τι παρεμβάλλεται στο δρόμο του νοήματος. «Τι θα συνέβαινε» αναρωτιέται, «αν, έστω για μία φορά, ανατρέπαμε τη συνήθεια της εξήγησης και προσπαθούσαμε να είμαστε πραγματικά ακρι βείς», επιχειρώντας «μια ανάγνωση που δεν θα υπάκουε πλέον τυφλά στην τελεολογία του ελεγχόμενου νοήματος» (σσ. ix-x); Τι θα συνέβαινε δηλαδή αν, αντί οι αναγνώστες να αποδεχτούν ότι τα επιμέρους στοιχεία ενός κειμένου αποτελούν βοηθητικά ερ γαλεία ενός νοήματος που τα ελέγχει ή μιας συνολικής και επικρατούσας αντίληψης, διερευνούσαν και την παραμικρή αντί σταση που το κείμενο προβάλλει στο νόημα; Βασικά σημεία αντίστασης μπορεί να είναι και ό,τι αποκαλούμε ρητορικά σχή ματα λόγου, μια και για να θεωρήσουμε ένα απόσπασμα ή μια ακολουθία μεταφορική σημαίνει να προτείνουμε το μετασχημα τισμό μιας κυριολεκτικής δυσκολίας -με ενδιαφέρουσες ενδε χομένως δυνατότητες- σε μια παράφραση η οποία ταιριάζει με το νόημα που κυβερνά το όλο μήνυμα. Οπως είδαμε μελετώντας
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
39ΐ
τον Derrida, η ρητορική ανάγνωση, δηλαδή η προσοχή στις .επι πτώσεις της μεταφορικότητας στο λόγο, είναι ένας από τους βα σικότερους πόρους της αποδόμησης. Ας πάρουμε, παραδείγματος χάριν, τον τρόπο με τον οποίο ο de Man αντιμετωπίζει ένα απόσπασμα από την Αναζήτηση τον χαμένον χρόνον του Proust, όπου ο Marcel αντιδρά στην παρό τρυνση της γιαγιάς του να βγεί έξω να παίξει και μένει στο δωμά τιό του για να διαβάσει. Ο αφηγητής ισχυρίζεται ότι μέσα από το διάβασμα μπορεί να έχει πραγματικότερη πρόσβαση στους αν θρώπους και στα πάθη τους, όπως ακριβώς και μένοντας μέσα μπορεί να συλλάβει την ουσία του καλοκαιριού με βαθύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο απ’ ό,τι αν έβγαινε τελικά έξω: «Η σκοτεινή δροσιά του δωματίου μου [...] δώρισε στη φαντασία μου το συνολικό θέαμα του καλοκαιριού, ενώ, αν είχα βγει για περί πατο, οι αισθήσεις μου μόνο αποσπασματικά θα μπορούσαν να το απολαύσουν». Η αίσθηση του καλοκαιριού φτάνει ως τον ίδιο «από τις μύγες που έπαιζαν μπροστά μου, στη μικρή συναυλία τους, μια καλοκαιρινή μουσική δωματίου. Αυτή με τη σειρά της δεν είναι απλώς υποβλητική όπως συμβαίνει με μια ανθρώπινη με λωδία που, αν την ακούσουμε τυχαία κατά τη διάρκεια του καλο καιριού, αργότερα μας θυμίζει αυτό το καλοκαίρι, αλλά συνδέεται μαζί του με ουσιαστικότερο τρόπο: γεννιέται με τις όμορφες μέ ρες, ανασταίνεται μόνο όταν αυτές επιστρέφουν κλείνοντας μέσα της και κάτι από την ουσία τους και δεν ξυπνά μόνο την εικόνα τους στη μνήμη μας, αλλά μαζί εγγυάται την επιστροφή τους, την πραγματική, επίμονη, άμεσα προσβάσιμη παρουσία τους». Το απόσπασμα από τον Proust είναι μετα-μεταφορικό, υποστηρίζει ο de Man, ως προς το ότι σχολιάζει τις μεταφορικές σχέσεις.
392
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Φέρνει σε αντίθεση δυο τρόπους με τους οποίους υποβάλ λεται η φυσική εμπειρία του καλοκαιριού και, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες, δηλώνει την προτίμησή του για τον ένα από αυτούς τους τρόπους έναντι του άλλου: ο «ουσιαστικότερος τρόπος» με τον οποίο συνδέεται το βούισμα της μύγας με το καλοκαίρι το καθιστά πολύ αποτε λεσματικότερο σύμβολο απ’ ό,τι μια μελωδία που «τυχαία» ακούμε κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η προτίμηση εκφράζεται μέσω μιας διάκρισης που αντιστοιχεί στη δια φορά ανάμεσα στη μεταφορά και τη μετωνυμία, καθώς η αναγκαιότητα και η τύχη είναι ένας νόμιμος τρόπος για να διακρίνουμε μεταξύ αναλογίας και γειτνίασης. Ο προσδιο ρισμός της ταυτότητας και της ολότητας που συγκροτούν τη μεταφορά απουσιάζει από την καθαρά συσχετιστική μετωνυμική επαφή [...]. Το απόσπασμα σχετίζεται με την αισθη τική υπεροχή της μεταφοράς έναντι της μετωνυμίας [...]. Και όμως, δεν χρειάζεται και πολλή οξυδέρκεια για να δεί ξουμε ότι το κείμενο δεν εφαρμόζει αυτό που διακηρύσσει. Μια ρητορική ανάγνωση του αποσπάσματος αποκαλύπτει ότι η μεταφορική πράξις και η μετα-μεταφορική θεωρία δεν συγκλίνουν και ότι η διαβεβαίωση περί της κυριαρχίας της μεταφοράς επί της μετωνυμίας οφείλει την πειθώ της στη χρήση μετωνυμικών δομών (Αλληγορίες της ανάγνω σης, σσ. 14-15).
Προκειμένου ο Μαρσέλ να δείξει ότι μπορεί να βιώσει την εμπειρία «του συνολικού θεάματος του καλοκαιριού» μέσα από μια μεταφορική μεταβίβαση της ουσίας του, πρέπει να εξηγήσει πώς η ζέστη και η ζωή που είναι χαρακτηριστικές αυ τού που συμβαίνει έξω μεταφέρονται μέσα. Η σκοτεινή δρο σιά του δωματίου μου, γράφει, «s’accordait bien a mon repos qui -grace aux aventures racontees par mes livres et qui
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
393
venaient l’emouvoir- supportait, pareil au repos d’une main immobile au milieu d’une eau courante, le choc et l’animation d’un torrent d’activite» («ταίριαζε με την ανάπαυσή μου, που -χάρη στις περιπέτειες που αφηγούνταν τα βιβλία μου και στη συγκίνηση που προκαλούσαν- υποστήριζε, όπως συμβαίνει και με ένα ακίνητο χέρι που ξεκουράζεται μέσα στο τρεχούμε νο νερό, το ξάφνιασμα και τον παλμό μιας χειμαρρώδους δρα στηριότητας»). Η έκφραση «χειμαρρώδης δραστηριότητα», η οποία εισάγει τη ζεστή ζωή του καλοκαιριού, λειτουργεί μετωνυμικά και όχι μεταφορικά, όπως υποστηρίζει ο de Man. Εκμε ταλλεύεται τη γειτνίαση ή τις συμπτωματικές, σε αντίθεση με τις ουσιαστικές, διασυνδέσεις της με τρεις διαφορετικούς τρό πους: πρώτον, η εικόνα στηρίζεται στη συμπτωματική σύναψη των λέξεων torrent και activite σε μια στερεότυπη ή ιδιωματι κή έκφραση (τα κυριολεκτικά και ουσιαστικά γνωρίσματα του «χειμαρρώδους» δεν είναι σημαντικά για το ιδίωμα)· δεύτε ρον, η αντιπαράθεση του στερεοτύπου torrent d’activite με την εικόνα του χεριού στο νερό ξυπνάει, ως συνέπεια της γειτνίασης, τη διασύνδεση του torrent με το νερό- και τρίτον, το torrent συμβάλλει ώστε να έρθει η ζέστη μέσα στο απόσπασμα μέσω της διασύνδεσής του με το σημαινόμενο torride («καυ τός»). «Η ζέστη επομένως εγγράφεται στο κείμενο» γράφει ο de Man «με έναν, δόλιο, κρυψίνου τρόπο [...]. Σε ένα απόσπα σμα που βρίθει επιτυχημένων και γοητευτικών μεταφορών και, επιπλέον, επιβεβαιώνει ανοιχτά ότι η μεταφορά είναι αποτελεσματικότερη από τη μετωνυμία, η πειθώ επιτυγχάνε ται μέσα από ένα μεταφορικό παιχνίδι στο οποίο οι απρόοπτες μορφές της τύχης μεταμφιέζονται φαινομενικά σε μορφές της
394
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αναγκαιότητας» (σσ. 66-67)3. Μια ρητορική ανάγνωση δείχνει πώς το κείμενο βασίζεται στις συμπτωματικές σχέσεις που το ίδιο φέρεται να απορρίπτει: «την ίδια ακριβώς στιγμή που εμ φανίζονται οι υψηλότερες προσδοκίες για την ενοποιητική δύ ναμη της μεταφοράς, στην πραγματικότητα οι ίδιες αυτές εικό νες βασίζονται στην παροδηγητική χρήση των ημι-αυτόματων γραμματικών σχημάτων» (σ. 16). Σε μια παρόμοια μελέτη της Γέννησης της τραγωδίας, ο de Man παρατηρεί ότι «η αποδόμη ση δεν συμβαίνει μεταξύ δηλώσεων, όπως συμβαίνει με μια λογική άρνηση ή στη διαλεκτική, αλλά αντίθετα συμβαίνει με ταξύ μεταγλωσσικών δηλώσεων [του κειμένου] για τη ρητορι κή φύση της γλώσσας αφενός και μιας ρητορικής πράξεως που αμφισβητεί αυτές τις δηλώσεις αφετέρου» (σ. 98). Η εκ του σύνεγγυς ανάγνωση προϋποθέτει την προσοχή στο ρητορικό είδος ή καθεστώς των σημαντικών λεπτομερειών. Μια θεματική ανάγνωση του αποσπάσματος του Proust θα ήταν πι θανότερο να σχολιάσει την υπέροχη ανάμειξη του δροσερού με 3.
Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, σε αυτό το απόσπασμα, η κειμενική μορφή που αντιτίθεται στη μετωνυμία δεν είναι η μεταφορά (η υποκατάσταση βάσει ομοιότητας), αλλά η συνεκδοχή (η υποκατάσταση του όλου από το μέ ρος): οι μύγες παραπέμπουν στο καλοκαίρι όχι γιατί του μοιάζουν, αλλά γιατί εκλαμβάνονται ως ένα αναπόσπαστο μέρος του. Αυτό που δεν επιτρέπει σε παρόμοιες σκέψεις να ακυρώσουν το επιχείρημα του de Man είναι η επίμονη αντίθεση που παρουσιάζεται στο απόσπασμα ανάμεσα στις ουσιαστικές μορ φές υποκατάστασης και στις συμπτωματικές μορφές υποκατάστασης, μια αντίθεση που γενικά στην Αναζήτηση του χαμένου χρόνου ταυτίζεται με την αντίθεση μεταξύ μεταφοράς και μετωνυμίας. Με άλλα λόγια, το απόσπασμα αυτό εξομοιώνει μια συνεκδοχή με το μοντέλο της μεταφοράς (ως το σχήμα λόγου που βασίζεται στη σύλληψη της ουσίας) που το κείμενο επεξεργάζεται σε άλλο σημείο.
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
395
το ζεστό στο «torrent d’activite», χωρίς να υπεισέρχεται στη ρη τορική βάση αυτής της εντύπωσης ή στις φιλοσοφικές προεκτά σεις της. Ο de Man, βέβαια, δεν επιχειρεί να δείξει ότι κάθε θε ματική δήλωση υποσκάπτεται από τα εκφραστικά της μέσα- οι εκ του σύνεγγυς αναγνώσεις του επικεντρώνονται στις καίριες ρητορικές δομές των αποσπασμάτων που επιτελούν κάποια μεταγλωσσική λειτουργία ή έχουν κάποιες μετακριτικές επιπτώ σεις: τα αποσπάσματα που σχολιάζουν άμεσα τις συμβολικές σχέσεις, τις κειμενικές δομές ή τις ερμηνευτικές διαδικασίες, ή που, συζητώντας τις φιλοσοφικές αντιθέσεις από τις οποίες εξαρτώνται οι ρητορικές δομές (αντιθέσεις όπως ουσία/τυχαιότητα, μέσα/έξω, αιτία/αποτέλεσμα), έχουν άμεση επίδραση στα προβλήματα ρητορικής και ανάγνωσης. Πολλές από τις αναλύ σεις του de Man στρέφονται εναντίον της μεταφορικής γενίκευ σης: του ισχυρισμού ότι ελέγχουμε ένα πεδίο ή ένα φαινόμενο μέσω μιας υποκατάστασης που εμφαίνει την ουσία του. Μπο ρούμε να δείξουμε ότι τέτοιες στιγμές εξαρτώνται από την απά λειψη τυχαίων σχέσεων, όπως ακριβώς, για να χρησιμοποιήσου με τους όρους από ένα παλιότερο βιβλίο του de Man, η κριτική ενόραση προκύπτει από την κριτική τυφλότητα. «Η μεταφορά» γράφει «γίνεται τυφλή μετωνυμία» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ. 102). Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο de Man αναδεικνύει το ρό λο που παίζουν οι μηχανικές διαδικασίες της γραμματικής, της τύχης και της γειτνίασης, δεν αποφέρει -όπως επιμένει ο ίδιος— γνώση που να αναχαιτίζει την αποδομητική διαδικασία. Όταν διαβάζουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα της Αναζήτησης ως αποδόμηση της ιεραρχικής αντίθεσης μεταξύ μεταφοράς και μετωνυμίας, πρέπει να σημειώσουμε ότι «ο αφηγητής που μας μιλά
396
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
για το αδύνατον της μεταφοράς είναι ή γίνεται ο ίδιος μια μετα φορά, η μεταφορά ενός γραμματικού συντάγματος το νόημα του οποίου έγκειται στην άρνηση της μεταφοράς που δηλώνεται αντιφραστικά ως η προτεραιότητά του» (σ. 18). Η διαβεβαίωση σχετικά με την προτεραιότητα της μεταφοράς (η οποία, όπως αποδείχτηκε από την ανάλυση, δείχνει την εξάρτησή της από τη μετωνυμία) αποδίδεται σε έναν αφηγητή που αποτελεί ένα με ταφορικό κατασκεύασμα, ένα γραμματικό υποκείμενο οι ιδιό τητες του οποίου μεταφέρονται σε αυτό από γειτονικά εκφωνήματα. Το έσχατο αποτέλεσμα, καταλήγει ο de Man με μεγάλη σι γουριά, είναι «μια κατάσταση άγνοιας σε αναστολή» (σ. 19). Παρόμοιες αναγνώσεις κινούνται με ασυνήθιστη ταχύτητα από τις κειμενικές λεπτομέρειες στις πιο αφηρημένες κατηγο ρίες της ρητορικής ή της μεταφυσικής. Ο «εκ του σύνεγγυς» χα ρακτήρας τους φαίνεται να εξαρτάται από το γεγονός ότι διε ρευνούν δυνατότητες τις οποίες θα αγνοούσαν ή θα απάλειφαν άλλες αναγνώσεις και θα τις αγνοούσαν ακριβώς γιατί αυτές οι δυνατότητες θα διατάρασσαν την εστίαση ή τη συνέχεια των αναγνώσεων που η απάλειψή τους καθιστά δυνατές. Οι τελευ ταίες γραμμές από το «Ανάμεσα σε μαθητές» («Among School Children») του Yeats, παραδείγματος χάριν, διαβάζονται γενι κά ως ένα ρητορικό ερώτημα που μας διαβεβαιώνει ότι είναι αδύνατο να διακρίνουμε το χορευτή από το χορό. Ω, καστανιά, βαθύρριζη κι ανθισμένη, Είσαι το φύλλο, το άνθος ή ο κορμός; Ω, σώμα που λικνίζεσαι με τη μουσική· ω, λαμπερή ματιά, Πώς μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το χορευτή απ’ το χορό;
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
397
«Είναι επίσης δυνατόν» γράφει ο de Man «να διαβάσουμε την τελευταία γραμμή περισσότερο κυριολεκτικά, παρά μεταφορι κά, σαν να θέτουμε κάπως επιτακτικά το ερώτημα. [...] Πώς θα μπορούσαμε ενδεχομένως να κάνουμε τις διακρίσεις που θα μας προστάτευαν από το λάθος να εντοπίσουμε κάτι που δεν μπορεί να εντοπιστεί; [...] Η μεταφορική ανάγνωση, που επιβε βαιώνει ότι η ερώτηση είναι ρητορική, είναι ίσως αφελής, ενώ η κυριολεκτική ανάγνωση περιπλέκει ακόμα περισσότερο και το θέμα και τη δήλωση» (σ. 11). Όταν έρχεται αντιμέτωπος με μια τέτοια υπόθεση, ο κριτικός θα έτεινε να ρωτήσει ποια ανάγνωση εναρμονίζεται περισσότε ρο με το υπόλοιπο ποίημα, αλλά αυτή ακριβώς η κίνηση βρίσκε ται τελικά υπό αμφισβήτηση: η τάση μας να χρησιμοποιήσουμε τις έννοιες της ενότητας και της θεματικής συνοχής για να αποκλείσουμε δυνατότητες που προφανώς προκύπτουν από τη γλώσ σα και θέτουν προβλήματα. Αν ένας αναγνώστης άκουγε «bowl» αντί για «bole», μπορεί να μην είχε καμία σημασία για την ερμη νεία που θα εκδιπλωνόταν, αλλά η κυριολεκτική ανάγνωση της καταληκτήριας ερώτησης του Yeats δεν μπορεί να παραγνωρι στεί ως ασήμαντη. «Η μία ανάγνωση πρέπει να εμπλέκεται με την άλλη σε μια σχέση άμεσης σύγκρουσης» γράφει ο de Man, «γιατί η μία ανάγνωση είναι ακριβώς το λάθος που καταγγέλλει η άλλη και πρέπει να ανατρέπεται από αυτή. [...] Ηαυθεντίατου νοήματος που παράγεται από τη γραμματική δομή συσκοτίζεται από τη διπλή ταυτότητα ενός σχήματος λόγου που απαιτεί τη δια φοροποίηση την οποία συγκαλύπτει» (σ. 12). Το πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στο χορευτή και στο χορό, ή ανάμεσα στην κα στανιά και τις εκφάνσεις της μοιάζει και εμπλέκεται με το πρό-
39
»
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βλήμα της σχέσης ανάμεσα στην κυριολεκτική γραμματική δομή και στη ρητορική της χρήση. Ερμηνεύω το «πώς μπορούμε να ξε χωρίσουμε το χορευτή από το χορό;» ως ρητορικό ερώτημα ση μαίνει ότι θεωρώ δεδομένη τη δυνατότητά μου να διακρίνω επα κριβώς τη μορφή ενός εκφωνήματος (τη γραμματική δομή του εκφωνήματος) από τη ρητορική εκτέλεση της δομής του εδώ· ση μαίνει ότι διαβεβαιώνω πως μπορώ να διακρίνω το ίδιο το ερώ τημα από τη ρητορική του εκτέλεση. Αλλά διαβάζω ένα ερώτημα ως ρητορικό ερώτημα σημαίνει επίσης ότι παραδέχομαι την αδυ ναμία μου να διακρίνω ανάμεσα σε μια οντότητα (το χορευτή) και την εκτέλεσή του (το χορό). Ο ισχυρισμός ότι το ποίημα ερ μηνεύτηκε ως κατασκευή -η διαβεβαίωση του συγκερασμού ή της συνέχειας- ανατρέπεται από την ασυνέχεια που απαιτείται προκειμένου να συμπεράνουμε αυτό τον ισχυρισμό. «Η αποδόμηση» δηλώνει παρενθετικά ο Derrida σε μια συ νέντευξή του «δεν αποτελεί κριτικό εγχείρημα. Η κριτική είναι το αντικείμενό της- η αποδόμηση έχει πάντοτε να κάνει, τη μία ή την άλλη στιγμή, με την εμπιστοσύνη που δείχνουμε στην κρι τική ή την κριτικο-θεωρητική διαδικασία, με άλλα λόγια στην πράξη της απόφασης, στην έσχατη δυνατότητα να πάρουμε μια απόφαση» («Ja, ou le faux bond»/«Ja, ή ο ψεύτικος δεσμός», σ. 103). Οι αποφάσεις σχετικά με το νόημα -απαραίτητες και αναπόφευκτες- αποκλείουν ορισμένες πιθανότητες στο όνομα της αρχής της δυνατότητας της απόφασης. «Μια αποδόμηση» γράφει ο de Man «έχει πάντοτε στόχο να αποκαλύψει την ύπαρ ξη λανθανουσών αρθρώσεων και σπαραγματοποιήσεων στο εσωτερικό των, υποτίθεται, μοναδικών ενοτήπον» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ. 249).
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
399
Στο προηγούμενο κεφάλαιο εντοπίσαμε μερικές ολοκληρω τικές έννοιες που οι αποδομητικές αναγνώσεις προσπαθούν να ανατρέψουν. Η αποδομητική λογοτεχνική κριτική συχνά εστιά ζει στη λογοτεχνία της ρομαντικής περιόδου και αμφισβητεί με συγκεκριμένους τρόπους τα γενετικά σχήματα της λογοτεχνικής ιστορίας, καθώς και τις γενικεύσεις τις οποίες απαιτούν τα ορ γανικά μοντέλα που συνήθως χρησιμοποιούν τα γενετικά αφη γήματα. Οι κριτικοί βγάζουν νόημα από τη λογοτεχνία χρησιμο ποιώντας ιστορικά αφηγήματα και ομαδοποιώντας τα κείμενα σε σειρές μέσα στις οποίες φαίνεται κάτι να αναπτύσσεται (ένα κειμενικό είδος, ένας ρητορικός τρόπος, ένα θέμα, ένας συγκε κριμένος τρόπος κατανόησης). Έτσι, η Ζυλί, ή η νέα Ελοΐζα (Julie ou La Nouvelle Heloise) του Rousseau εξομοιώνεται με τις Εξομολογήσεις και τις Ονειροπολήσεις ενός μοναχικού περιπα τητή {Reveries du promeneur solitaire ) και διαβάζεται ως μυθι στόρημα αναστοχαστικής εσωτερικότητας, προκειμένου να λει τουργήσει ως απαρχή ενός σημαντικού μυθιστορηματικού τύ που. «Ιστορικά έχουμε επενδύσει πολύ σε αυτή την ερμηνεία του Rousseau και μία από τις προκλήσεις που εμπεριέχονται σε μια επανανάγνωση της Ζυλί είναι η παράλληλη επανανάγνωση και των κειμένων εκείνων που θεωρείται ότι ανήκουν στη γενεαλο γία που υποτίθεται ότι ξεκινά με τον Rousseau. Μια τέτοια ανά γνωση θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη των παραπάνω ιστορικών “γραμμών” και όσο περισσότερο εκδιπλώνεται, τόσο μας κάνει να αντιλαμβανόμαστε γιατί της αντιστεκόμαστε» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ, 190). Μία από τις βασικότερες επιπτώσεις της αποδομητικής κρι τικής είναι ότι διέρρηξε το ιστορικό σχήμα που φέρνει σε αντί
4 oo
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θεση τη ρομαντική με τη μεταρομαντική λογοτεχνία, και βλέπει τη δεύτερη ως μια στοχαστική ή ειρωνική απομυθοποίηση των υπερβολών και των ψευδαισθήσεων της πρώτης. Όπως συμβαί νει και με πολλά ιστορικά μοτίβα, αυτό το σχήμα είναι γοητευτι κό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που, ενώ παρέχει μια αρχή κατανοησιμότητας που φαίνεται να εξασφαλίζει την πρόσβασή μας στη λογοτεχνία του παρελθόντος, συνδέει τη χρονική εξέλιξη με την πρόοδο στην κατανόηση και ωθεί τόσο εμάς όσο και τη λο γοτεχνία μας σε μεγαλύτερη επίγνωση και αυτεπίγνωση. Υπήρ ξε στρατηγική πολλών αποδομητικών αναγνώσεων να δείχνουν ότι η ειρωνική απομυθοποίηση που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τη μεταρομαντική λογοτεχνία βρίσκεται ήδη στα κείμενα των μεγαλύτερων ρομαντικών -ιδιαίτερα του Wordsworth και του Rousseau-, η ίδια η δύναμη των οποίων μας οδηγεί συνεχώς στην παρανάγνωσή τους4. Η κριτική παράδοση εργάστηκε για να μετατρέψει μια διαφορά εντός σε διαφορά μεταξύ και να αναγάγει την ετερογένεια που ενυπάρχει στα κείμενα σε δια κρίσεις μεταξύ τρόπων και περιόδων. Στο πλαίσιο μιας οργανιστικής περιοδολόγησης της λογοτεχνικής ιστορίας, παραδείγ ματος χάριν, ο ρομαντισμός αντιμετωπίζεται ως το πέρασμα από μια μιμητική σε μια γενετική ή οργανιστική αντίληψη για την τέ χνη. Αν, όπως προτείνει ο de Man, η ρομαντική λογοτεχνία ερ 4.
Βλ. τα έξι δοκίμια του de Man για τον Rousseau στις Αλληγορίες της ανάγνω σης, το «Rousseau ο γραφέας» («Rousseau the Scribe») της Ellen Burt, το Wordsworth: η γλώσσα ως αντι-πνεύμα ( Wordsworth: Language as CounterSpirit) της Frances Ferguson, καθώς και τα «Ατυχήματα παραμόρφωσης»
(«Accidents of Disfiguration») της Cynthia Chase ως παραδείγματα αυτής της επανεκτίμησης.
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
401
γάζεται για να υποσκάψει το σύστημα των εννοιολογικών κατη γοριών που συνδέονται με τον οργανικισμό και το γενετισμό, «θα μπορούσαμε να αναρωτηθοΰμε ποιο είδος ιστοριογραφίας θα άρμοζε στο φαινόμενο του ρομαντισμού, δεδομένου ότι σε αυτή την περίπτωση ο ρομαντισμός (έννοια-περίοδος και ο ίδιος) θα ήταν το κίνημα το οποίο αμφισβητεί τη γενετική αρχή που αναπόφευκτα αποτελεί τη βάση όλων των ιστορικών αφη γήσεων» (σ. 82). Οι αποδομητικές αναγνώσεις χαρακτηριστικά ανατρέπουν τα αφηγηματικά σχήματα εστιάζοντας όχι σε αυτά τα ίδια, αλλά στις εσωτερικές διαφοροποιήσεις των κειμένων. Οι αποδομητικές αναγνώσεις καταπιάνονται επίσης με τις απλουστεύσεις που προκαλούν οι αποφάσεις μας σχετικά με την αναφορικότητα. Η αντίθεση μεταξύ αναφορικής και ρητορικής λειτουργίας της γλώσσας είναι επίμονη, θεμελιώδης και σταθε ρά παρούσα στην πράξη της ανάγνωσης, η οποία απαιτεί απο φάσεις σχετικά με το τι είναι αναφορικό και τι ρητορικό. Στα μυ θιστορήματα, όπως υποστηρίζει ο J. Hillis Miller στο Μυθοπλα σία και επανάληψη (Fiction and Repetition), τα ισχυρά θεματικά στοιχεία σχετικά με τη μιμητική λειτουργία της γλώσσας παρο τρύνουν τους αναγνώστες να ερμηνεύσουν τις λεπτομέρειες ως αναπαραστάσεις ενός κόσμου- ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και άλλες ενδείξεις, διαφορετικού είδους σε κάθε μυθιστόρημα, τις οποίες δεν μπορούμε να εξαρτήσουμε από την αναφορικότη τα κάποιας συγκεκριμένης γλωσσικής μονάδας. Οι ψευδαισθή σεις και οι αυταπάτες των χαρακτήρων, παραδείγματος χάριν, παρουσιάζονται συχνά στα μυθιστορήματα επειδή εκλαμβάνου με κυριολεκτικά τα σχήματα λόγου ή επειδή παίρνουμε τη ρητο ρική μυθοπλασία για πραγματικότητα. Ο Miller αναλύει το Μι-
402
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ντλμαρτς (Middlemarch) με αυτούς τους όρους ως μια περίπτω
ση «αυτο-καταστροφικής επιστροφής του μυθιστορήματος προκειμένου αυτό να υποσκάψει την ίδια του τη βάση», παρουσιά ζοντας το τεκμήριο της αναφορικότητας στο οποίο βασίζεται ως αναξιόπιστη μυθοπλασία («Narrative,and History»/«Αφήγηση και ιστορία», σ. 462). «Κατανοώ σημαίνει καταρχήν καθορίζω το είδος της αναφο ρικότητας ενός κειμένου» γράφει ο de Man, «και τείνουμε να θεωρούμε δεδομένο ότι αυτό μπορεί να γίνει. [...] Στο βαθμό που μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ κυριολεκτικού και μετα φορικού νοήματος, μπορούμε να αναγάγουμε ένα σχήμα λόγου στο ίδιο το αντικείμενο αναφοράς του». Αναγνωρίζω κάτι ως σχήμα λόγου σημαίνει δέχομαι τη δυνατότητά μου να το θεωρή σω αναφορικό σε ένα άλλο επίπεδο και επομένως να «θέσω τη δυνατότητα της αναφορικής σημασίας ως το τέλος όλης της γλώσσας. Θα ήταν μάλλον ανόητο να υποθέσουμε ότι μπορούμε ελαφρά τη καρδία να αποστασιοποιηθούμε από τους περιορι σμούς της αναφορικής σημασίας» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ. 201). Η ανάγνωση του Η νέα Ελο'ίζα από τον de Man διερευνά τη συνθετότητα αυτού του προβλήματος, δείχνοντας πώς το μυ θιστόρημα υποσκάπτει κάθε ειδικότερο καθορισμό της αναφο ρικότητας και ως εκ τούτου αμφισβητεί τη δυνατότητά μας να διακρίνουμε το αναφορικό από το ρητορικό· σε καμία περίπτω ση όμως δεν επιτρέπει στην ανάγνωση να απαλλαγεί από την αναφορικότητα, η οποία σταθερά επανέρχεται. Ο Πρόλογος, παραδείγματος χάριν, συζητά το αναφορικό καθεστώς του μυθι στορήματος: πρόκειται άραγε για μια αναπαράσταση της πραγ ματικής ζωής -μια σειρά από υπαρκτά γράμματα, για παράδειγ
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ ΙΤ Ι Κ Η
4°3
μα- ή για κατασκευασμένα, φανταστικά γράμματα που λειτουρ γούν αναφορικά σε ένα άλλο επίπεδο για να περιγράψουν τον έρωτα; Αν και ο Πρόλογος αφήνει το ερώτημα αναπάντητο, οι αναγνώστες τείνουν να προτιμήσουν τη δεύτερη άποψη και αντι μετωπίζουν, παραδείγματος χάριν, τους χαρακτήρες ως μορφές του έρωτα. Αλλά οι αναφορές στον έρωτα που βρίσκουμε στον Πρόλογο και στο κείμενο, υποστηρίζει ο de Man, υπονομεύουν αυτή την αναφορικότητα. «Όπως ο “άνθρωπος” (στο Discours sur I’origine de Finegalite /Λόγος για την προέλευση της ανισότη τας και στο Δοκίμιο για την προέλευση των γλωσσών του
Rousseau), έτσι και ο “έρωτας” είναι ένα σχήμα λόγου που πα ραμορφώνει, μια μεταφορά που προσδίδει σε μια εκκρεμή, ανοιχτή σημασιολογική δομή την ψευδαίσθηση ενός πραγματι κού νοήματος» (σ. 198). Το μυθιστόρημα λέει, παραδείγματος χάριν, ότι «ο Έρωτας είναι καθαρή ψευδαίσθηση: πλάθει, κατά κάποιο τρόπο, ένα άλλο Σύμπαν για λογαριασμό του- περιβάλ λεται από αντικείμενα που δεν υπάρχουν ή που έλκουν την ύπαρξή τους από τον έρωτα και μόνο- και από τη στιγμή που κα ταγράφει τα αισθήματά του μέσα από εικόνες, η γλώσσα του εί ναι πάντοτε μεταφορική». «Δεν είναι απλώς δυνατό, είναι απαραίτητο» γράφει ο de Man «να διαβάσουμε τη Ζ υ λ ί κατ’ αυτό τον τρόπο, σαν να αμφι σβητούμε την αναφορική δυνατότητα του “έρωτα” και να απο καλύπτουμε το μεταφορικό καθεστώς του» (σ. 200) - κάτι που μετατρέπει το κείμενο αυτό σε άλλο ένα από τα «αποδομητικά αφηγήματα» του Rousseau «που βάζουν στο στόχαστρο τη γοη τεία της μεταφοράς». Από τη στιγμή όμως που το κείμενο υπο νομεύει το αναφορικό καθεστώς του έρωτα και το μεταχειρίζε
404
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
ται σαν να πρόκειται για ρητορικό τέχνασμα, επιφορτίζει την επιθυμία με ένα εντυπωσιακό πάθος και κάνει το πάθος του έρωτα και το πάθος της επιθυμίας του συγγραφέα να αποδίδουν την αναπαράστασή της σε ένα αντικείμενο αναφοράς. «Το ίδιο το πάθος της επιθυμίας (άσχετα με το αν αποτιμάται θετικά ή αρνητικά) αποτελεί ένδειξη για το γεγονός ότι η παρουσία της επιθυμίας αντικαθιστά την απουσία της ταυτότητας και ότι, όσο περισσότερο ένα κείμενο αρνείται την πραγματική παρουσία ενός αντικειμένου αναφοράς, πραγματικού ή ιδεατού, και όσο πιο φανταστικά μυθοπλαστικό γίνεται, τόσο πιο πολύ μετατρέπεται σε αναπαράσταση του ίδιου του του πάθους» (σ. 198). Στο διάλογο του Προλόγου του Rousseau, ένας από τους συ νομιλητές επιδιώκει να σταματήσει την αναβολή και την επα νεμφάνιση της αναφορικότητας βρίσκοντας «κάποια δήλωση στο κείμενο που να δημιουργεί ένα κενό ανάμεσα στο κείμενο και το εξωτερικό αντικείμενο αναφοράς του» και να καθορίζει την ιδιαίτερη αναφορικότητα του κειμένου. «Δεν βλέπεις» λέει ο Ν. «ότι η προμετωπίδα σού τα λέει όλα;» Αποφασιστικής ση μασίας απόδειξη είναι ένα παράθεμα από τον Πετράρχη, που με τη σειρά του είναι μια ελεύθερη προσαρμογή της Βίβλου και η ρητορική του μορφή είναι τόσο προβληματική όσο και κάθε ζή τημα που καλείται να επιλύσει. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποκαταστήσει την κατανοησιμότητα, αλλά δεν διαθέτει κα μία τέτοια ικανότητα. Ο de Man καταλήγει: Τα αναρίθμητα κείμενα που κυριαρχούν στη ζωή μας γίνο νται κατανοητά μέσα από μια προκαθορισμένη συμφιονία σχετικά με την αναφορική τους ικανότητα- αυτή η συμφο)νία, ωστόσο, είναι απλώς συμβατική και ποτέ συνταγματι
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
405
κή. Μπορεί να ανατραπεί ανά πάσα στιγμή και κάθε κειμενικό κομμάτι μπορεί να αμφισβητηθεί ως προς τη ρητορική του μορψή, όπως ακριβώς αμφισβητείται η Ζ υ λ ί στον Πρό λογο. Όποτε και αν συμβεί κάτι τέτοιο, αυτό που αρχικά φαινόταν σαν ντοκουμέντο ή σαν εργαλείο μετατρέπεται σε κείμενο και, συνεπώς, εγείρονται αμφιβολίες σχετικά με την αναγνώσιμότητά του. Η αμφισβήτηση αυτή παραπέ μπει σε προγενέστερα κείμενα και παράγει, με τη σειρά της, και άλλα κείμενα που επιδιώκουν (και αποτυγχάνουν) να περιχαρακώσουν το κειμενικό πεδίο. Και τοΰτο, γιατί καθεμία από αυτές τις δηλώσεις μπορεί με τη σειρά της να εξελιχθεί σε κείμενο, όπως ακριβώς το παράθεμα από τον Πετράρχη ή η διαβεβαίωση του Rousseau ότι ο ίδιος «συνέλεξε και δημοσίευσε» τα γράμματα μπορούν και αυτά να μετατραπούν σε κείμενο - όχι με τον απλό ισχυρισμό ότι πρόκειται για ψέματα τα αντίθετα των οποίων θα μπορού σαν να είναι αλήθειες, αλλά με την αποκάλυψη ότι εξαρτώνται από μια αναφορική συμφωνία που άκριτα εκλαμβάνει την αλήθεια ή το ψεύδος τους ως δεδομένα (σσ. 204-205).
Η αντίθεση εδώ δεν είναι ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρ ριψη αυτού που λέει το κείμενο, αλλά ανάμεσα στο ενδεχόμενο να αποδώσω κάποια αναφορική αξία σε αυτή τη στιγμή ώστε ό,τι λέγεται να μπορεί να είναι αληθές ή ψευδές, και στο να την αντιμετωπίσω ως σχήμα λόγου ώστε να αναβληθεί η αναπόφευ κτη στιγμή της αναφορικότητας. Τέλος, η αποδομητική κριτική προσέχει ιδιαίτερα τις δομές που προβάλλουν αντίσταση στο ενοποιητικό αφηγηματικό σχή μα του κειμένου. Αυτό είναι και το πρόγραμμα πολλών δοκιμίων του J. Hillis Miller: αφοΰ περιγράψειτην εξάρτηση των μυθιστορημάτοον από τις αφηγηματικές «γραμμές» που συνδέουν το ξε
406
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κίνημα με την κατάληξή του αποκαλύπτοντας αναδρομικά ένα νόμο που τα δένει όλα μαζί σε μια ενιαία ακολουθία, ο Miller προχωρά στη διερεύνηση των ποικίλων τρόπων με τους οποίους τα μυθιστορήματα συν-τάσσουν αντιθετικές αφηγηματικές λο γικές ή αναδεικνύουν τα ρητορικά σχήματα γύρω από τα οποία οργανώνονται ως προϊόν αδικαιολόγητης επιβολής5. Θα μπο ρούσαμε να πάρουμε για παράδειγμα, ωστόσο, το «Ο Νάρκισ σος στο κείμενο» («Narcissus in the Text») του John Brenkman, μια ανάλυση της εξάρθρωσης των αφηγηματικών σχημάτων στην ιστορία του Νάρκισσου από τις Μεταμορφώσεις του Οβι δίου. Ο Οβίδιος παρουσιάζει κατ’ αρχάς έναν όμορφο και υπε ρήφανο Νάρκισσο και μετά αναφέρει πώς η νύμφη Ηχώ είχε περιοριστεί να αντηχεί τις λέξεις των άλλων ανθρώπων, εξαιτίας μιας τιμωρίας που της επέβαλε η Ή ρα. Ο Νάρκισσος απορρίπτει την Ηχώ και το σώμα της διασκορπίζεται, αφήνο ντας πίσω μόνο τη συνείδηση και τη φωνή της· αλλά και ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με την καταστροφή του όταν ερωτεύεται την ίδια την εικόνα του. Όταν συνειδητοποίησε ότι είναι αδύ νατο να εκπληρωθεί η επιθυμία του, «έγειρε το κουρασμένο του κεφάλι και ο θάνατος έκλεισε τα μάτια που τόσο θαύμασαν την ομορφιά του κατόχου τους». Συνήθως θεωρούμε επιτυχημένη λογοτεχνική μορφή ένα 5.
Βλ. «Ο μίτος της Αριάδνης: επανάληψη και αφηγηματική γραμμή» («Ariadne’s Thread: Repetition and the Narrative Line»). Έχει προγραμματι στεί η έκδοση μιας συλλογής δοκιμίων του Miller σχετικά με αυτό το ζήτημα με τον τίτλο Ο μίτος της Αριάδνης (Ariadne’s Thread). Στο μεταξύ, το Μυθοπλασία και επανάληψη αναλύει επτά αγγλικά μυθιστορήματα <ης εκτΰλιξη της ίδιας τους της συνέχειας.
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
40?
συνδυασμό μύθον , διάνοιας και ήθους *η κριτική ερμηνεία ανα ζητεί έτσι μια ενιαία ολότητα στην οποία πλοκή, χαρακτήρας και νόημα αλληλοσυμπληρώνονται. «Είναι ξεκάθαρο» γράφει ο Brenkman ότι η περιγραφή της αφηγηματικής οργάνωσης (μύθος) και της θεματικής της ενότητας (διάνοια) θα καταλήξει στην εξειδίκευση της σχέσης ανάμεσα στην Ηχώ και τον Νάρ κισσο. Αν τις δοΰμε χωριστά, οι ιστορίες τους σχετίζονται μεταξύ τους μέσα από έναν παρατοποθετημένο παραλλη λισμό - παραλληλισμό ως προς το ότι κάθε χαρακτήρας ωθείται προς το θάνατο όταν η επιθυμία του δεν βρίσκει ανταπόκριση και παρατοποθετημένο ως προς το ότι για την Ηχώ ο άλλος είναι κάποιος σαν την ίδια, ενώ για τον Νάρκισσο ο άλλος είναι η αντανάκλασή του. Σε καμία από τις δύο περιπτώσεις δεν επιτυγχάνεται η ερωτική ένωση, πρώτον γιατί ο Νάρκισσος τη συγκρατεί και δεύτερον για τί είναι βέβαια αδύνατη. Οι ιστορίες διαπλέκονται με τρό πο που να νοηματοδοτεί αυτή τη διαφορά. Η φανταστική αιχμαλωσία του Νάρκισσου παρουσιάζεται σαν «τιμωρία» για την άρνησή του να ανταποκριθεί στην επιθυμία των άλ λων, ενώ η συνάντησή του με την Ηχώ αποτελεί προφανώς το πιο προχωρημένο παράδειγμα μιας τέτοιας άρνησης. Με μία λέξη, η άρνησή του να ανταποκριθεί στην επιθυμία απαντάται με την αδυναμία του να βρει ανταπόκριση στην επιθυμία του (σ. 297).
Η αφήγηση είναι αρκετά σαφής όταν ορίζει τη μοίρα του Νάρ κισσου ο)ς μια δομικά κατάλληλη τιμωρία. Αφοΰ ερμηνεύσει την ηχώ της ίδιας του της φωνής ως έκφραση της ερωτικής επιθυμίας της Ηχώς, την απορρίπτει. «Εκείνη τη στιγμή κάποιος που τον απέφευγαν σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: “Έτσι κι
408
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
εκείνος να ερωτευτεί και να μην αποκτήσει αυτό που ερωτεύτηκε!” Η Νέμεσις συμφώνησε με τις δίκαιες προσευχές του. Υπήρ χε μια λιμνούλα [...]» Αποστολή της ερμηνείας είναι να κατανοήσει τον παρατοποθετημένο παραλληλισμό που δημιουργεί η αφήγηση ανάμεσα στην Ηχώ και στον Νάρκισσο. Υπάρχουν δυο τιμωρίες, της Ηχώς και του Νάρκισσου- δυο μορφές επανάληψης, μια φωνητική επα νάληψη στην ομιλία της Ηχώς και μια οπτική επανάληψη στην αντανάκλαση του Νάρκισσου- δυο ψευδαισθήσεις, τόσο το λά θος του Νάρκισσου που εκλαμβάνει τις αντηχήσεις της φωνής του σαν να πρόκειται για τη φωνή της Ηχώς, όσο και την αντανά κλασή του σαν να πρόκειται για αντανάκλαση άλλου σώματοςκαι δύο αναπαραστάσεις του θανάτου, ο θάνατος του σώματος της Ηχώς, που αφήνει πίσω του τη φωνή και τη συνείδηση της, και ο θάνατος του Νάρκισσου, που τον μεταφέρει στον κάτω κόσμο. Πώς διερευνά η αφηγηματική δομή τις διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους παραλληλισμούς και ποια σημασία τους αποδίδει; Ας εξετάσουμε πρώτα την περίπτωση της Ηχώς. Καταδικάζο ντας την Ηχώ να επαναλαμβάνει ό,τι ακούει, η τιμωρία της Ή ρας ενδεχομένως κατέστρεψε τη σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στο εγώ, στέρησε από την Ηχώ την ικανότητα να λέει τις επι θυμίες της και την έκανε εντελώς ακατανόητη ως χαρακτήρα. Επινοώντας μια ομάδα εκφωνημάτων έτσι ώστε η Ηχώ αντηχώ ντας τα να εκφράζει τελικά τις επιθυμίες της, η αφήγηση του Οβίδιου επεμβαίνει για να αποκαταστήσει τη σχέση μεταξύ της γλώσσας και του εγώ (π.χ. όταν ο Νάρκισσος φωνάζει «καλύτε ρα να πεθάνω, παρά η αφθονία μου να γίνει δική σου!», η Ηχώ επαναλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις, sit tibi copia nostri, «η
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
. 4 °9
αφθονία μου να γίνει δική σου!»). «Θα μπορούσαμε να πούμε» γράφει ο Brenkman «άτι η ιστορία της Ηχώς προκύπτει μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο της αφήγησης σαν να πρόκειται για το δράμα της προσωπικής ταυτότητας και πληρότητας που αποκαθίσταται. Αυτό που θα μπορούσε να είναι το παιχνίδι των σημα σιών καθαυτό, χωρίς να αποδοθεί σε κάποιον ομιλητή, χαρα κτήρα ή συνείδηση, γίνεται η άλλη πλευρά ενός πραγματικού διαλόγου ανάμεσα σε αυτόνομους ομιλητές, ανάμεσα σε δύο εξίσου πραγματωμένους χαρακτήρες» (σ. 301). Αν και η «φωνή» της Ηχώς είναι μόνο μια άδεια και επανα ληπτική αντήχηση των λόγων του Νάρκισσου που με τη σειρά του την εκλαμβάνει ως τη φωνή κάποιου άλλου, είναι καίριας σημασίας για τη θεματική και δομική ενότητα της αφήγησης να απαλειφθεί η αυταπάτη και η κενή επανάληψη και να μάθουμε ότι οι αντηχήσεις της Ηχώς όντως εκφράζουν την επιθυμία της, άρα αποκαθιστούν τη φωνή, το εγώ και την κατανοησιμότητά της. Είναι καίριας σημασίας, γιατί αν μοίρα του Νάρκισσου εί ναι η τιμωρία που του πρέπει, τότε η Ηχώ πρέπει να είναι ένας χαρακτήρας που εξέφρασε την επιθυμία του και απορρίφθηκε. Η απάλειψη της απειλής εναντίον του εγώ που προκαλεί η απλή επανάληψη εξαρτάται από την αντίθεση ανάμεσα στις μορφές της επανάληψης που συναντάμε στις δύο τιμωρίες. Στην περίπτωση της Ηχώς, όπου η φωνή επαναλαμβάνει τη φωνή, η αφήγηση μπορεί να αντιμετωπίσει τη δεύτερη φωνή ως ανεξάρ τητη (σαν να υπόκειται στο ίδιο καθεστώς με την πρώτη) και να παρουσιάσει τη φωνητική επανάληψη ως διάλογο μεταξύ ανε ξάρτητων υποκειμένων. Ωστόσο, όταν η εικόνα του Νάρκισσου επαναλαμβάνεται στη λιμνούλα, «ο άλλος μοιάζει με κάποιον
4 ΐο
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
άλλο που μοιάζει με το εγώ εξαιτίας μιας αυταπάτης· [...] η ανα κλώμενη εικόνα και αυτό που αντανακλά χωρίζονται με μια απόλυτη διαφορά». Η επανάληψη της Ηχώς είναι vox (φωνή) όπως και η vox την οποία επαναλαμβάνει, ενώ στην περίπτωση του Νάρκισσου «το πρωτότυπο είναι corpus, ενώ η αντανάκλα σή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά umbra (σκιά) ή imago (εικό να) (οι όροι είναι του Οβίδιου). Ο άλλος δεν είναι ένας άλλος σαν το εγώ, αλλά το άλλο του εγώ» (σ. 306). Η αντίθεση ανάμε σα στην ομιλία και την οπτική αναπαράσταση, θεμελιωμένη γε ρά σε μια παράδοση που σκιαγραφεί λακωνικά ο Brenkman, εί ναι απαραίτητη για τη δομική και θεματική ενότητα της ιστο ρίας. «Ενεργεί ρυθμιστικά για το αφηγηματικό σύστημα και σφραγίζει την ενότητα του μύθου, της διάνοιας και του ήθους. Κάθε όψη της αφήγησης εξαρτάται από τη δυνατότητα της ηχώς να γίνει ομιλία: η σταθερότητα της Ηχώς ως χαρακτήρα ή συνεί δησης- ο καθορισμός κάθε στοιχείου της διάνοιας : το εγώ και ο άλλος, η δικαιοσύνη και ο νόμος, η σεξουαλικότητα, ο θάνατοςτο νόημα του φανταστικού εγκλεισμού του Νάρκισσου- και η ιε ραρχία φωνής-συνείδησης/σώματος/αντανάκλασης» (σ. 308). Η αποφασιστική παρέμβαση της αφήγησης που μετατρέπει τις αντηχήσεις της Ηχώς σε έκφραση των σκέψεών της αποσιω πά, όπως είπαμε, την κενή επανάληψη των σημαινόντων και με τατρέπει την αυταπάτη του Νάρκισσου σε σωστή κατανόηση. Αυτές οι αποσιωπήσεις ανήκουν οργανικά στο αφηγηματι κό και θεματικό σύστημα που προετοιμάζει τη συνάντηση του Νάρκισσου στη λιμνούλα όηλώνοντάς την ως τιμωρία του. Αυτοΰ του είδους η δήλωση χρησιμεύει για να δώσει ένα νόημα στο επεισόδιο - με άλλα λόγια, για να προσανα
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4ΐι
τολίσει τις πολλαπλές σημασίες του προς ένα νόημα που θα παραμείνει συνεπές με τις θεματικές κατασκευές της αφή γησης. Συνεπάγεται άραγε και αυτή η χειρονομία μια απο σιώπηση που σκοπό έχει να διασφαλίσει τη σταθερότητα και τις αξίες του αφηγηματικού συστήματος; [...] Αν η σκη νή του Νάρκισσου παράγει σημασίες που το αφηγηματικό σύστημα πρέπει να αποσιωπήσει, αυτές μπορούν να ενερ γοποιηθούν μόνο αν αγνοήσουμε ενεργά τη δήλοοση και την επιβολή που προσανατολίζουν αυτή τη σκηνή (σ. 310).
Αν αγνοήσουμε ενεργά την προσανατολιστική δήλωση, «αυτό που διαβάζουμε είναι ένα κείμενο το οποίο υπερβαίνει τα όρια που θέτει για λογαριασμό του το ανοιχτό θεματικό σύστημα της αφήγησης». Αυτή η περαιτέρω ανάγνωση έχει δύο όψεις: αφενός η ανά πτυξη αυτού που πρέπει να αποσιωπηθεί προκειμένου το κείμε νο να πετύχει την αφηγηματική και θεματική του ενότητα* αφε τέρου η διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο αυτά τα δευτερεύοντα ή περιθωριακά στοιχεία διασπούν την ιεραρχία από την οποία εξαρτάται η θεματική δομή, ξαναγράφοντας το δράμα με ανατοποθετημένους όρους. «Αν η αφήγηση δήλωνε τη σκηνή του Νάρκισσου ως τιμωρία, τότε θα την ανάγκαζε να είναι ένα δευτερεύον ή ακόμα και ψευδές δράμα του εγώ, ένα δράμα απλής παγίδευσης, ματαιότητας και θανάτου» (σσ. 316-317). Όταν όμως κοιτάμε αυτό που εμφανίζεται ως στιγμή της ανα γνώρισης, βρίσκουμε ότι ο Νάρκισσος αναγνωρίζει την αντανά κλασή του ως εικόνα του εαυτού του, γιατί βλέπει την κίνηση των χειλιών του αλλά δεν ακούει ομιλία: ο Νάρκισσος λέει «μου επι στρέφεις λέξεις που δεν φτάνουν τα αυτιά μου. Είμαι αυτός».
412
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
«Iste ego sum» -αυτή η φράση σημαδεύει όχι μόνο τη στιγμή κατά την οποία ο Νάρκισσος αναγνωρίζει την εικόνα ως ει κόνα, αλλά και αυτή κατά την οποία αναγνωρίζει τον εαυτό του (ως εικόνα), άρα ανοίγει το δρόμο για την εκπλήρωση της προφητείας του Τειρεσία ότι θα ζούσε μέχρι μια προχω ρημένη ηλικία «si se non novent» («αν δεν γνωρίσει τον εαυ τό του»)- αυτή η σύναψη εμπλέκει το εγώ με τον άλλο και με τη χωρικότητα. Αυτή η εμπλοκή δεν μπορεί εδώ να απλουστευτεί, από τη στιγμή που δεν επέρχεται αυτο-αναγνώριση παρά μόνο σε σχέση με τον άλλο και με τη χωρικότητα. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή του δράματος του Νάρκισσου με τον εαυτό του πρέπει να αποκλείσει η μεταφυσική περι γραφή του εγώ (σ. 316).
Ωστόσο, το κείμενο του Οβίδιου δεν μας λέει μόνο ότι ο εαυτός αναγνωρίζεται ως άλλος στο στάδιο του καθρέφτη, αλλά ταυτό χρονα παρουσιάζει αυτή την αναγνοδριση σαν να εξαρτάται από τη σιωπηλή, χωρική, ορατή επανάληψη της φωνής. «Μια ολό κληρη ομάδα κατηγορημάτων που αποδίδονται κατά παράδοση στη γραφή μαζεύονται γύρω από την αντανακλώμενη εικόνα. [...] Υπό την ιδιότητα της μη ζωντανής αναπαράστασης της φωνής, η γραφή αναπτύσσει τη σχέση της με το θάνατο μέσα από τις γλωσσικές διαδικασίες» (σ. 317). Έτσι, «το δράμα του Νάρκισ σου -αν απαλλαγεί από την ταύτισή του με την τιμωρία και με την ειρωνική αναβίωση ενός εγκλήματος που αυτοκαταργείται, και διαβαστεί σαν δράμα του εγώ-φέρνει με προνομιακό τρόπο το εγο) σε συσχετισμό με το έτερό του, με τη χωρικότητα, με το θάνατο, με τη “γραφή”» (σ. 320). Ο άλλος τον οποίο ανακαλύ πτει ο Νάρκισσος «είναι ένα μη υποκείμενο που επηρεάζει το εγώ, ένα μη υποκείμενο χωρίς το οποίο το εγώ δεν θα μπορούσε
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4 '3
ούτε να εμφανιστεί ούτε να αναγνωρίσει τον εαυτό του» (σ. 321). Αυτή η αναφορά στο εγώ, την οποία η αφηγηματική και θεματι κή δομή απαλείφουν τη στιγμή που καθορίζουν το νόημα του τε λικού επεισοδίου, δεν είναι απλώς μια ενδιαφέρουσα περιπλοκή που λαμβάνει χώρα στο περιθώριο του κειμένου- επαναδραστηριοποιεί στοιχεία από το προηγούμενο επεισόδιο που έχουν απαλέιφθεί και δείχνει πώς ισχύει και για την Ηχώ το iste ego sum: το εγώ συγκροτείται μέσα από μια καθαρά μηχανιστική επανάληψη (στη συγκεκριμένη περίπτωση μια επανάληψη του ήχου) με την οποία η Ηχώ γνωρίζει ή αναγνωρίζει τον εαυτό της. Ο Brenkman εξετάζει τις περαιτέρω επιπτώσεις των παρα πάνω, δηλαδή στιγμές της αφήγησης που ξαναγράφονται με άλ λη δύναμη μέσα από αυτή την υπέρβαση της αφηγηματικής και της θεματικής δομής. Η ανάγνωσή του δείχνει το κείμενο να αποδομεί το μοντέλο του διαλόγου που προωθεί η αφήγηση, ένα μοντέλο «που θα προστάτευε την ταυτότητα του εγώ και την προ τεραιότητα της φωνής»- το αποτέλεσμα όμως δεν είναι ούτε μια νέα ενιαία ανάγνωση ούτε μια εναλλακτική ενότητα. Ο Brenkman γράφει: «το επεισόδιο του Νάρκισσου έρχεται σε ρή ξη με τον αυτο-εγκλεισμό του αφηγηματικού συστήματος -μ ύ θος, διάνοια, ήθος-, το οποίο παύει πλέον να είναι η μορφική ενότητα που ελέγχει όλες τις σημασίες του κειμένου, και γίνεται το όριο που διαρκώς ξεπερνιέται από αυτές» (σ. 326). Αυτή η ανάγνωση επιβεβαιώνει κάτι που είδαμε νωρίτερα: η «εγγύτητα» των αποδομητικών αναγνώσεων δεν έγκειται σε έναν λέξη προς λέξη ή γραμμή προς γραμμή σχολιασμό, αλλά στην προσοχή που αυτή δείχνει για ό,τι προβάλλει αντίσταση σε άλλους τρόπους κατανόησης. Βλέπουμε, παραδείγματος χάριν,
4*4
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
να δίνεται έμφαση στις κυριολεκτικές διατυποίσεις που χρησιμο ποιούνται σε σημεία του κειμένου όπου η προσπάθεια για ενιαία κατανόηση ενθαρρύνει τις παραφράσεις ή τις μεταφορικές ερ μηνείες. Ο de Man εκλαμβάνει κυριολεκτικά την καταληκτική ερώτηση του «Ανάμεσα σε μαθητές»- ο Brenkman δίνει έμφαση στην κυριολεξία της αναφώνησης του Νάρκισσου «iste ego sum», αντί για το «αυτό δεν είναι κάποιος άλλος» ή το «αυτό εί ναι η αντανάκλασή μου», που και τα δύο θα αρκούσαν για την ενιαία θεματική ερμηνεία. Η αποδομητική κριτική εκμεταλλεύε ται την κυριολεκτική διατύπωση του Οβίδιου, άσχετα με την ερ μηνεία που το κείμενο φαίνεται να ενθαρρύνει, γιατί αυτή εμπλέκεται με τις ιεραρχικές αντιθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η ενιαία κατανόηση. Για να υπολογίσει τη φύση και τις επι πτώσεις αυτής της εμπλοκής, ο κριτικός πρέπει να ανασύρει τις φιλοσοφικές αντιθέσεις στις οποίες βασίζεται το κείμενο, ενώ η εξηγητική εργασία που αυτό συνεπάγεται παρουσιάζει αναμφι σβήτητες διακυμάνσεις. Όπως παρατηρούμε, η vox κατέχει σημαίνουσα θέση στο κείμενο του Οβίδιου, αλλά ανασύρουμε τις ιεραρχίες στις οποίες εμφανίζεται και τα διακυβεύματα αυτών των ιεραρχιών ακολουθώντας διάφορα από τα σημασιολογικά νήματα του κειμένου και αντλώντας στοιχεία από τη φιλοσοφική παράδοση (ο Brenkman συνοψίζει λακωνικά παρόμοιες στιγμές στον Kant, τον Husserl, τον Heidegger και τον Derrida). Όταν τιμωρούμε τον Νάρκισσο για τον αυτο-έρωτά του, η ιστορία του Νάρκισσου προϋποθέτει το εγώ- όπως όμως δείχνει ο Brenkman, η ιστορία αυτή ταυτίζει το εγώ με μια τροπολογική κατασκευή, με ένα υποκατάστατο ονομασίας που βασίζεται στην ομοιότητα: iste ego sum. Το κείμενο του Οβίδιου θα ήταν
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4*5
κατ’ αυτή την έννοια αυτό που ο de Man αποκαλεί «παραβολή της ονομασίας» ή τροπολογική αφήγηση (Αλληγορίες της ανά γνωσης, σ. 188). «Το παράδειγμα όλων των κειμένων αποτελείται από ένα σχήμα λόγου (ή ένα σύστημα σχημάτων λόγου) και την αποδόμηση του». «Τα πρωτογενή αποδομητικά αφηγήματα που επικεντρώνονται σε σχήματα λόγου και εντέλει στη μεταφο ρά» είναι τροπολογικές αφηγήσεις που λένε την ιστορία μιας ονομασίας και της αποσυναρμολόγησής της (σ. 205). Το από σπασμα από τον Proust που αναλύσαμε νωρίτερα είναι η ιστο ρία μιας μεταφοράς και η ανατροπή της. Το Μπίλυ Μπαντ χρη σιμοποιεί το χτύπημα του Μπίλυ για να αφηγηθεί την αποδόμη ση της λογικής μιας σημασίας. Η ιστορία του Νάρκισσου απει κονίζει την αυτο-αναγνώριση ως απατηλή ονομασία. «Ένα αφήγημα» γράφει ο de Man «μας λέει ασταμάτητα την ιστορία της διαταραχής της ίδιας της ονομασίας του» (σ. 162). Παρόμοια αποδομητικά αφηγήματα φαίνεται «να φθάνουν σε μια αλήθεια, έστω και από την αποφατική οδό της ανάδειξης ενός λάθους ή ενός λανθασμένου ισχυρισμού. [...] Φαίνεται να καταλήγουμε σε μια διάθεση για αποφατικές διαβεβαιώσεις που είναι ιδιαίτερα παραγωγική όσον αφορά τον κριτικό λόγο» (σ. 16). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτό το μοντέλο που πε ριλαμβάνει ένα σχήμα λόγου και την αποδόμησή του «δεν μπο ρεί να κλείσει με μια τελική ανάγνωση» και «παράγει, με τη σει ρά του, ένα συμπληρωματικό υπερκείμενο σχήμα λόγου που αφηγείται τη μη αναγνωσιμότητα της προγενέστερης αφήγη σης». Παρόμοια αφηγήματα δεύτερου βαθμού αποτελούν αλλη γορίες της ανάγνωσης, στην ουσία αλληγορίες της μη αναγνωσι μότητας. «Τα αλληγορικά αφηγήματα λένε την ιστορία της απο
416
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
τυχίας μας να διαβάσουμε, ενώ τα τροπολογικά αφηγήματα, όπως ο Δεύτερος λόγος (του Rousseau), μας λένε την ιστορία της αποτυχίας μας να ονομάσουμε» (σ. 205). Δεν μπορούμε να πε ριορίσουμε τα πρωτογενή αποδομητικά αφηγήματα σε μια επι τόπια αποφατική διαβεβαίωση που ε:κθέτει μια τροπικότητα γιατί, όπως προτείνει ο de Man στις παρατηρήσεις του για τον Proust και τη Ζ υλί που αναφέραμε παραπάνω, η ιστορία της αποδόμησης -της αποδόμησης της μεταφοράς ή του «έρωτα»παράγεται από τον αφηγητή του κειμένου και αυτός ο αφηγητής είναι το μεταφορικό προϊόν ενός γραμματικού συστήματος. Συ νεπώς, και η ίδια η ιστορία που αποκαλύπτει ένα τροπολογικό κατασκεύασμα εξαρτάται από μια τροπικότητα, αφήνοντας όχι την αποφατική διαβεβαίωση αλλά τη μη δικαιολογήσιμη εμπλο κή ή, όπως λιγότερο εύστοχα λέει ο de Man, την «άγνοια σε εκ κρεμότητα» μπροστά στην αλληγορία της μη αναγνωσιμότητας. Ο de Man ισχυρίζεται ότι η κίνηση από την αποδόμηση ενός σχήματος λόγου στις αλληγορίες της ανάγνωσης είναι εγγενής στη λογική των σχημάτων λόγου· ορισμένα κείμενα, όμως, όπως αυτά του Rousseau, προσφέρουν εναργείς και εύστοχες αλληγο ρίες της μη αναγνωσιμότητάς τους. Η Ζυλί είναι ένα καλό παρά δειγμα. Στα μισά του βιβλίου, η Ζυλί γράφει ένα αποφασιστικό γράμμα στον Σαν-Πρε, με το οποίο αποποιείται τον έρωτα και σκιαγραφεί την αποδόμηση του έρωτα ως σχήματος λόγου, ως μιας μυστικής ανταλλαγής ιδιοτήτων ανάμεσα στο μέσα και το έξω, την ψυχή και το σώμα, το εγώ και τον άλλο. Το πρώτο μισό του αφηγήματος επισημαίνει τις αλλαγές που μπορεί να επέλθουν σε κάποιες υποκαταστάσεις που συμβαίνουν μέσα σε ένα σύστημα υποθετικών αντιθέσεων, ενώ η Ζυλί ανακοινώνει ότι
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4*7
όλες αυτές οι υποκαταστάσεις θεμελιώνονται σε μια εκτροπή που έχει πλέον πάψει να υφίσταται. Γράφει, παραδείγματος χά ριν: «νόμιζα ότι βρήκα στο πρόσωπό σου τα ίχνη μιας ψυχής που ήταν απαραίτητη για τη δική μου. Μου φάνηκε ότι οι αισθήσεις μου λειτουργούσαν μόνο ως όργανα ευγενέστερων συναισθημά των και σε αγάπησα, όχι τόσο γι’ αυτό που νόμιζα ότι είδα σε σέ να, όσο γι’ αυτό που αισθάνθηκα μέσα μου». Αυτή η γλώσσα του εξημμένου συναισθήματος προσφέρει στην πραγματικότητα μια ακριβή ανάλυση της μεταφορικής λογικής του έρωτα, διαλευκαίνει τη διαδικασία της υποκατάστασης από την οποία εξαρτάται η ιστορία ως αυτό το σημείο και θεματοποιείτην αποδομητική αποκάλυψη ενός σχήματος λόγου από το κείμενο. Επίσης, το αφήγημα βγάζει συμπεράσματα από την ανακά λυψη αυτής της εκτροπής. «Στη θέση του “έρωτα”, που βασίζεται στις ομοιότητες και τις αλληλοϋποκαταστάσεις του σώματος και της ψυχής ή του εγώ και του άλλου, εμφανίζεται η συμβατική συμφωνία του γάμου, δομημένη ως άμυνα έναντι των παθών και ως βάση της κοινωνικής και πολιτικής τάξης» (σ. 216). Αλλά, όπως ισχυρίζεται ο de Man διαβάζοντας τον Proust, μια διαυγής αποδόμηση των σχημάτων λόγου προκαλεί μεγαλύτερα προβλή ματα. «Τη στιγμή που η Ζυλί κατακτά τη μεγαλύτερη δυνατή ενόραση, τόσο εκείνη όσο κι εμείς χάνουμε τον έλεγχο που εί χαμε πάνω στη ρητορική του ίδιου της του λόγου» (σ. 216). Το αποτέλεσμα είναι μια μη αναγνωσιμότητα που αναδύεται με διάφορους τρόπους: θεματικά για τους χαρακτήρες, γλωσσι κά και αλληγορικά για τους αναγνώστες και τους «συγγραφείς». Πρώτον, έχουμε να κάνουμε με την ανικανότητα της Ζυλί να κα τανοήσει τη δική της αποδόμηση. Ξεκινά αμέσως να επαναλαμ
418
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
βάνει την ίδια απατηλή μεταφορική εμπλοκή την οποία με τόση διαύγεια παρουσίασε, αυτή τη φορά υποκαθιστώντας τον ΣανΠρε με το Θεό. «Η γλώσσα της Ζυλί αμέσως επαναλαμβάνει τις έννοιες που μόλις πριν αποκήρυσσε ως λάθη [...]. Είναι ανίκανη να “διαβάσει” το κείμενό της, ανίκανη να αναγνωρίσει με ποιο τρόπο η ρητορική του μορφή σχετίζεται με το νόημά του» (σ. 217). Δεύτερον, έχουμε έναν επίμονο ηθικό λόγο που οι ανα γνώστες και οι κριτικοί δυσκολεύονται να διαβάσουν: τόσο ο ηθικοπλαστικός τόνος ορισμένων τμημάτων της Ζυλί όσο και η μακροσκελής συζήτηση του R στον δεύτερο Πρόλογο σχετικά με το καλό που θα κάνει το βιβλίο του στους αναγνώστες αποτελούν ενδείξεις για την αλληγορία της ανάγνωσης. «Οι αλληγο ρίες είναι πάντοτε ηθικές» γράφει ο de Man. «Το πέρασμα σε μια ηθική τονικότητα δεν οφείλεται σε κάποια υπερβατική ανα γκαιότητα, αλλά είναι η αναφορική (και ως εκ τούτου αναξιόπι στη) εκδοχή μιας γλωσσικής σύγχυσης», η ανικανότητά μας να διαβάσουμε και να υπολογίσουμε την ισχύ ενός αποδομητικού αφηγήματος (σ. 206). Τρίτον, ο ισχυρισμός του R στον Πρόλογο ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο έγραψε ή όχι το κείμενο αποτελεί αλληγορία, υποστηρίζει ο de Man, «της στιβαρής χειρονομίας [...] με την οποία ο συγγραφέας αποκόπτεται από την κατανοησιμότητα του ίδιου του του κειμένου» (σ. 207). «Η δήλωση του R ότι είναι ανήμπορος μπροστά στην αδιαφάνεια του ίδιου του του κειμένου μοιάζει με την υποτροπή της Ζυλί η οποία, τις στιγμές της ενόρασής της, ξαναπέφτει στα μεταφορικά μοντέλα ερμηνείας» (σ. 217 σημ.). Οι πλευρές της Ζυλί που οι αναγνώστες θεωρούν συχνά ανιαρές και μη αναγνώσιμες λειτουργούν μέσα από την αλληγορία της μη αναγνωσιμότητας, μέσα από ένα συνδυασμό
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4*9
επιστημολογικής εκλέπτυνσης και χρησιμοθηρικής αφέλειας που είναι δύσκολο να διαβαστεί και ανάγεται στην ανικανότητα των χαρακτήρων και του συγγραφέα να διαβάσουν τον ίδιο το λόγο τους. Θα μπορούσαμε να πούμε, πιο γενικά και πιο ωμά, ότι τα κείμενα, που γίνονται βαρετά και συναισθηματικά ή ηθικιστικά στο δεύτερο μισό τους -όπως η Ζυλί, το Είτε / Είτε (Either/Or) ή το Ντάνιελ Ντερόντα (Daniel Deronda)- και φαίνεται να υποχω ρούν σε σχέση με την ενόραση που είχαν επιτύχει, αποτελούν αλληγορίες της ανάγνωσης οι οποίες, μέσα από εντέλει ασυνάρ τητες ηθικές κινήσεις, αναδεικνύουν την ανικανότητα των αποδομητικών αφηγημάτων να παραγάγουν κατασταλαγμένη γνώση. «Οι αποδομήσεις των μεταφορικών κειμένων παράγουν διαυγή αφηγήματα που με τη σειρά τους -και σαν να ήταν στην ίδια την υφή τους- προκαλούν συσκότιση χειρότερη και από το λάθος που διορθώνουν» (σ. 217). Το πρόβλημα, φαίνεται, είναι «ότι μια απόλυτα φωτισμένη γλώσσα [...] είναι ανίκανη να ελέγξει την επανάληψη, τόσο από τους αναγνώστες όσο και από την ίδια, των λαθών που η ίδια φέρνει στην επιφάνεια» (σ. 219 σημ.). Ο τρόπος με τον οποίο παρουσίασα την κριτική του de Man, όπως και όλες οι παρουσιάσεις της αποδόμησης, είναι παροδη γητικός, όχι γιατί υπολείπεται σε κάποιο je ne sais quoi (κι-εγώδεν-ξέρο>τι) της αποδομητικής κριτικής ή γιατί προβαίνει σε μια αιρετική παράφραση των σύνθετων κειμένων, αλλά γιατί η λογική της περίληψης και της παρουσίασης μας κάνει να εστιά ζουμε σε συμπεράσματα, σε σημεία άφιξης -άρα και στην αυτο ανατροπή, ή την απορία, ή την άγνοια σε εκκρεμότητα- σαν να ήταν αυτά η ανταμοιβή μας. Από τη στιγμή που η αποδόμηση
420
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αντιμετωπίζει κάθε θέση, θέμα, προέλευση ή κατάληξη ως κα τασκευή και αναλύει τις δυνάμεις του λόγου που την παράγουν, οι αποδομητικές αναγνώσεις θα επιχειρήσουν να αμφισβητή σουν οτιδήποτε μπορεί να μοιάζει με θετικό συμπέρασμα και επίσης θα επιχειρήσουν να κάνουν τις δικές τους ενδιάμεσες στάσεις με διακριτό τρόπο διαχωρισμένες, παράδοξες, αυθαί ρετες ή ακαθόριστες. Αυτό σημαίνει ότι παρόμοιες ενδιάμεσες στάσεις δεν είναι η ανταμοιβή μας, όση έμφαση και αν τους δί νει μια περιληπτική παρουσίαση, η λογική της οποίας μάς κάνει να επανακατασκευάσουμε μια ανάγνωση ενσψει της κατάληξής της. Τα επιτεύγματα της αποδομητικής κριτικής, όπως οι περισ σότεροι ευαίσθητοι αναγνώστες έχουν δει, ευθυγραμμίζονται με τη λογική των κειμένων περισσότερο, παρά με τις θέσεις στις οποίες καταλήγουν τα κριτικά δοκίμια. Είναι εύκολο να εκλάβουμε τα κριτικά συμπεράσματα ως δηλώ σεις για το νόημα ενός κειμένου όταν, όπως συμβαίνει με τα πα ραδείγματα που εξετάσαμε μέχρι τώρα, το δοκίμιο εξετάζει ένα συγκεκριμένο κείμενο και αναφέρεται κατά περίπτωση σε κά ποιου είδους θεωρητικό λόγο προκειμένου να εντοπίσει τα διακυβεύματα ορισμένων ιεραρχικών αντιθέσεων, ενώ ταυτόχρονα διερευνά πώς, σε ένα συγκεκριμένο κείμενο, τα στοιχεία που μια ενιαία κατανόηση έχει απωθήσει εργάζονται για να αποσυ ναρμολογήσουν τις δομές σε σχέση με τις οποίες φαίνονται πε ριθωριακά. Οι αποδομητικές αναγνώσεις, όμως, μπορούν να διεξαχθούν σε έναν διακειμενικό χώρο και εκεί γίνεται ακόμα σαφέστερο ότι στόχος μας δεν είναι να αποκαλύψουμε το νόημα ενός συγκεκριμένου έργου, αλλά να διεξέλθουμε δυνάμεις και
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
421
δομές που εμφανίζονται και επανεμφανίζονται στην ανάγνωση και στη γραφή. Η αποδομητική κριτική μπορεί επομένως να αναλύσει ένα κείμενο σαν ανάγνωση ενός άλλου -σύμφωνα με τα λόγια του Derrida, σαν «μια μηχανή με πολλαπλές αναγνωστικές κεφαλές για άλλα κείμενα» («Επιβιώνοντας», σ. 107)-, αναζητώντας τη λογική ενός σημαίνοντος ή ενός σημαινόμενου συνόλου καθώς λειτουργεί μέσα από μια σειρά κειμένων, ή χρησιμοποιώντας τις δομές ενός κειμένου για να αποκαλύψειτη ριζοσπαστική του δύ ναμη που θα αχρηστεύσει τα αποσπάσματα ενός άλλου. «Θα προτείναμε» γράφει ο Jeffrey Mehlman στο Επανάσταση και επανάληψη (Revolution and Repetition) «η ανάγνωση ενός κειμέ νου να αξιολογηθεί πάνω απ’ όλα με βάση την ικανότητά του να “διαβάσει” άλλα κείμενα και να απελευθερώσει δυνάμεις που διαφορετικά θα εμπεριέχονταν αλλού. Επιπλέον, στο βαθμό που μια ανάγνωση είναι ριζοσπαστική, η ποιότητα αυτής της δύνα μης θα πρέπει να ορίζεται ως η πολλαπλότητα των εντελώς επι τόπιων εκπλήξεων» (σ. 69). Σε μια ανάλυση την οποία αποκαλεί «εσκεμμένα και διεστραμμένα επιφανειακή» (σ. 117), ο Mehlman αντιπαραθέτει τη μία επιφάνεια με την άλλη για να μας οδηγήσει στη σύγκλιση του επαναστατικού Marx και του αντιδραστικού Hugo στα κείμενά τους για την επανάσταση. Στοιχεία όπως το tocsin (προειδοποιητικό καμπανάκι) με τα ομόφωνά του και οι εικόνες με τους τυφλοπόντικες και τις υπό γειες σήραγγες παράγουν διασυνδέσεις ανάμεσα στους δύο λό γους, οι οποίες αποδεικνύονται με τη σειρά τους απρόσμενα πα ραγωγικές στο να ενεργοποιούν ή να εντοπίζουν συγκρίσιμες λογικές που ανατρέπουν τη βασική λογική και τη διαδικασία
422
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
διαλεκτικής σύνθεσης σε κάθε κείμενο. Η αντιπαραβολή δύο τέ τοιων επιφανειών μάς προσφέρει μια περίεργη αλλά συγκρίσιμη επιβεβαίωση της ετερογένειας και στα δύο κείμενα που μοιά ζουν οριστικά αφοσιωμένα στην επίτευξη της ομοιογένειάς τους. Όταν διαβάζει Marx με Kant όπως ο Mehlman διαβάζει Marx με Hugo, ο Richard Klein χρησιμοποιεί την ανάλυση του Marx για το χρυσό και για την «ισοδύναμη μορφή» του για να ανακαλύψει ότι η πλέον εξέχουσα στιγμή κακού γούστου στην αισθητική θεωρία του Kant, η συκοφαντική εξύμνηση της ανυ πέρβλητης ομορφιάς ενός ποιήματος του Φρειδερίκου του Με γάλου στο οποίο ο βασιλιάς συγκρίνει τον εαυτό του με τον ήλιο, έχει την ίδια δομή με το «ανυπέρβλητο άπειρο της ισοδύναμης μορφής» στον Marx και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί ένα ατυχές ολίσθημα που μπορεί να αγνοηθεί, αλλά το κλειδί για την οικο νομία την οποία προϋποθέτει η αισθητική («Kant’s Sunshine / «Η λιακάδα του Kant»). Το Σκάνδαλο του ομιλούντος σώματος: Δον Ζονάν και Austin ή η γοητεία σε δύο γλώσσες της Shoshana Felman σκηνοθετεί μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ κειμέ νων, διαβάζοντας τον Δον Ζονάν του Μολιέρου ως μια θεωρία των πράξεων ομιλίας οξυδερκέστερη από αυτή του J. L. Austin και παρουσιάζοντας τον Austin ως αρχι-γητευτή. Αν όμως ο Austin γοητεύει, τότε ο Lacan σαγηνεύει, καθώς η Felman βρί σκει ότι ο Austin λέει «a peu pres la meme chose» («πάνω-κάτω το ίδιο πράγμα») με τον Lacan και ότι εγγράφει τα προγράμμα τα που οι επίγονοί του προσπαθούν να συμπληρώσουν σε μια γε νική οικονομία που παρεμποδίζει τη συμπλήρωσή τους. Καθώς ασχολείται με ένα διαφορετικό είδος προβλήματος, μελετώντας πολύ σχετικά μεταξύ τους έργα και ορίζοντας τις
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
4^3
σχέσεις τους με απλουστευτικό τρόπο, η Barbara Johnson δια βάζει τα πεζοτράγουδα του Baudelaire φέρνοντάς τα σε αντίθε ση με τα έμμετρα ισοδύναμά τους. Στο βιβλίο της Παραμορφώ σεις της ποιητικής γλώσσας διερευνά πώς τα πεζοτράγουδα εν σωματώνουν και αμφισβητούν τις υποτιθέμενες διαφορές μετα ξύ πεζογραφίας και ποίησης. Η «διαμάχη των κωδίκων» μεταξύ στίχου και πεζογραφίας διεξάγεται μέσα στα ίδια τα πεζοτρά γουδα, σε μια σειρά από σύνθετες κινήσεις τις οποίες η Johnson παρουσιάζει με επιδέξιο τρόπο. Αντί όμως να συνοψίζουμε τέτοιες συζητήσεις, θα μπορού σαμε να μελετήσουμε ένα διαφορετικό είδος δοκιμίου, αξιοση μείωτο τόσο για τη διακριτικότητά του -δεν περιέχει δηλώσεις ότι ένα κείμενο αποδομεί κάποιο άλλο- όσο και για την ικανό τητά του να συμπεριλάβει στην κειμενική σειρά τόσο ένα εντυ πωσιακό βιογραφικό υλικό, όσο και ένα δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων. Όταν ο Neil Hertz διαβάζει διακειμενικά το «Ο Freud και ο Άνθρωπος της άμμου» ξεκινά από την ενότητα «Το ανοί κειο», όπου ο Freud αναλύει τη νουβέλα του Hoffmann συνδέο ντας τη λογοτεχνική της δύναμη με τον καταναγκασμό της επα νάληψης τον οποίο είχε συζητήσει προηγουμένως- ως εκ τούτου εγκαθιδρύει μια σχέση ανάμεσα στο είδος εκείνο των παραλλη λισμών και των επαναλήψεων που συνήθως απαντούν στις λογο τεχνικές συνθέσεις και σε μια ισχυρή, κινητή ψυχική δύναμη. Το υλικό που χρησιμοποιεί ο Hertz για να διερευνήσει τις διασυν δέσεις μεταξύ του λογοτεχνικού και του ψυχολογικού στοιχείου περιλαμβάνει τη νουβέλα του Hoffmann -που αντιμετωπίζεται τόσο ως διαφωτιστικός παράγοντας όσο και ως αντικείμενο με λέτης-, το δοκίμιο του Freud -τη μετα-ψυχολογική αναφορά
424
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
στον καταναγκασμό της επανάληψης στο Πέραν της αρχής της ηδονής- και τις βιογραφικές πληροφορίες που αφηγούνται την ιστορία της σχέσης που είχε αναπτύξει ο Freud με το μαθητή του Victor Tausk και δύο γυναίκες: τη Lou Andreas-Salome, θαυμάστρια του Freud και εφήμερη ερωμένη του Tausk, και την αναλύτρια του Tausk και αναλυόμενη του Freud, Helene Deutsch. Η εναρκτήρια παράγραφος του δοκιμίου του Freud παρομοιά ζει το ζήτημα του ανοίκειου με μια απομακρυσμένη επαρχία της αισθητικής, έτσι ώστε σπάνια ο ψυχαναλυτής να παρακινηθεί να το διερευνήσει. Από τη στιγμή που ο Hoffmann αποτελεί τον «αδιαφιλονίκητο δάσκαλο του ανοίκειου στη λογοτεχνία», οι ιστορίες του μας δίνουν το υλικό για μια ψυχαναλυτική διερεύνηση βάσει συγκεκριμένων λογοτεχνικών αποτελεσμάτων. Η ανάγνωση του Freud εστιάζει στο μοτίβοτης επανάληψης, βάσει του οποίου μια πατρική μορφή (ο Άνθρωπος της άμμου / Coppelius/ Coppola) παρεμποδίζει τις απόπειρες του Ναθαναήλ για έρωτα (με την Κλάρα και την Ολυμπία). Η αίσθηση του Ναθα ναήλ ότι αποτελεί «φριχτό παίγνιο σκοτεινών δυνάμεων» και η αίσθηση του ανοίκειου που αναπτύσσει ο συγγραφέας αναγνω ρίζονται ως αποτελέσματα του συγκεκαλυμμένου πλην επίμο νου συνδρόμου του ευνουχισμού. «Η αίσθηση που προκαλεί κά τι το ανοίκειο» γράφει ο Freud «συνδέεται άμεσα με τη μορφή του Ανθρώπου της άμμου, δηλαδή με την ιδέα να αποστερηθού με τα ίδια μας τα μάτια»· και τα στοιχεία της επανάληψης, που αλλιώς φαίνονται «αυθαίρετα και χωρίς νόημα» γίνονται κατα νοητά από τη στιγμή που συνδέουμε τον άνθρωπο της άμμου με τον «τρομερό πατέρα στα χέρια του οποίου αναμένεται να λάβει χώρα ο ευνουχισμός» («Το ανοίκειο», τ. 17, σσ. 230 και 232).
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
425
Η ίδια η γραφή του «Ανοίκειου» εμπλέκεται με το πρόβλημα της επανάληψης. Τον Μάιο του 1919, αναφέρει ο Freud, επέστρεψε σε αυτό το κείμενο για να ξαναγράψει μια προγενέστε ρη εκδοχή του και πιστεύεται ότι το έκανε ως αποτέλεσμα μιας νέας κατανόησης του καταναγκασμού της επανάληψης στην οποία κατέληξε τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο του 1919 ενώ δού λευε μια μορφή του Πέραν της αρχής της ηδονής. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Freud εντοπίζει στον «Άνθρωπο της άμ μου» («The Sandman») ένα επαναλαμβανόμενο τρίγωνο που βασίζεται στο άγχος του ευνουχισμού (Coppelius/Ναθαναήλ/ Κλάρα και Coppola/Ναθαναήλ/Ολυμπία) υποβάλλει έναν βα σανιστικό παραλληλισμό με την τριγωνική επανάληψη στη σχέ ση του ίδιου του Freud με το μαθητή του Tausk στην οποία φαί νεται να λειτουργούν ισχυρά αισθήματα οιδιπόδειου ανταγωνι σμού. Στο πρώτο τρίγωνο (Freud/Tausk/Salome), η Salome και ο Freud συζητούν εκτενώς για τη διάθεση ανταγωνισμού που διακατέχει τον Tausk και για το πόσο άβολα αισθάνεται ο Freud σχετικά με την πρωτοτυπία και τη μαθητεία. Στο δεύτερο τρίγωνο (Freud/Tausk/Deutsch), ο Freud αρνείται να δεχτεί τον Tausk για μια προπαρασκευαστική ανάλυση (από φόβο μην τυχόν και φανταστεί ο Tausk ότι οι ιδέες που περιμάζεψε στις συναντήσεις του με τον Freud ήταν τελικά δικές του) και τον στέλνει στην Helene Deutsch, η οποία συνέχιζε την ανάλυσή της με τον Freud. Ο Tausk μιλούσε για τον Freud στις συναντή σεις του με την Deutsch και η Deutsch μιλούσε για τον Tausk στις συναντήσεις της με τον Freud, μέχρι που ο Freud τής ζήτη σε να διακόψει την ανάλυση του Tausk. Τρεις μήνες αργότερα, την παραμονή του γάμου του, ο Tausk αυτοκτόνησε αφήνοντας
426
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
για τον Freud μια επιστολή γεμάτη από εκφράσεις σεβασμού και ευγνωμοσύνης. Τα τρία στοιχεία που μας βάζουν σε πειρασμό να αντιπαραβάλουμε αυτά τα τρίγωνα είναι: πρώτον, ο συνδυασμός του άγ χους του Freud σχετικά με την πρωτοτυπία και τη λογοκλοπή με τη συνεπακόλουθη παρέμβασή του στη σχέση του Tausk με τις γυναίκες· δεύτερον, η «σύμπτωση» χάρη στην οποία ο Freud, όπως το έθεσε, «σκόνταψε πάνω» σε μια καινούργια θεωρία για την ενόρμηση του θανάτου ακριβώς τη στιγμή που αυτοκτονούσε ο Tausk' και τρίτον, το γεγονός ότι «η απομάκρυνση του Freud από μια τριγωνική σχέση με τον Tausk και την Deutsch συμπίπτει με την αρχή της δουλειάς του για την πρώτη εκδοχή του Πέραν της αρχής της ηδονής, δηλαδή για το κείμενο στο οποίο για πρώτη φορά διατυπώνει μια περίπλοκη θεωρία της επανάληψης» («Ο Freud και ο Άνθρωπος της άμμου», σσ. 316317). Τότε ο Freud επιστρέφει στην εργασία του για το ανοίκειο και την ξαναγράφει, για να μας προτείνει «την ανακάλυψη πως οτιδήποτε μας θυμίζει αυτό τον εγγενή καταναγκασμό της επα νάληψης γίνεται αντιληπτό ως ανοίκειο» και να παραθέσει ως παράδειγμα αυτού του είδους καταναγκασμού μια σειρά τριγω νικών σχέσεων στον «Άνθρωπο της άμμου». Στο σημείο αυτό, συνεχίζει ο Hertz «ενδέχεται να αρχίσουμε να αισθανόμαστε το άγγιγμα του πειρασμού της ερμηνείας»: μπορούμε άραγε να αντιπαραβάλουμε αυτές τις δύο σειρές τριγώνων; Και αν νομίζουμε ότι μπορούμε -ή θέλουμε να μπορούμε-, τότε τι γίνεται; Μπορούμε να βγάλουμε κάτι από αυτό; Δεν θα αισθανόμασταν άραγε «πιο υποχρεωμένοι» να το κά νουμε (όπως λέει ο αφηγητής του «Ανθρώπου της άμμου»
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
427
σχετικά με την παρόρμησή του να αφηγηθεί την ιστορία του Ναθαναήλ), να διευθετήσουμε αυτά τα στοιχεία σε χρονι κές και αιτιακές ακολουθίες; Για παράδειγμα, θα μπορού σαμε μήπως να πούμε ότι η θεωρία της επανάληψης την οποία επεξεργάστηκε ο Freud τον Μάρτιο του 1919 ήταν επακόλουθο -ή επίπτωση- του γεγονότος ότι συνειδητο ποίησε πως είχε και πάλι εμπλακεί σε μια κάποια σχέση με τον Tausk; Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι ο Freud ήταν υποχρεωμένος να αντιληφθεί αυτή τη σχέση ως ανοί κεια - ούτε τόσο λογοτεχνική, αλλά ούτε πια και τόσο πραγματική, μια και η λειτουργία του καταναγκασμού κοι τάζει φευγαλέα «μέσα» από την επίγνωση κάποιου-στοιχείου-που-επαναλαμβάνεται; (σ. 317)
Η διατύπωση του Hertz παραπέμπει στον ισχυρισμό του Freud ότι το ανοίκειο δεν προκύπτει από την υπενθύμιση του στοιχείου που επαναλαμβάνεται, αλλά από ένα φευγαλέο κοίταγμα ή την υπενθύμιση αυτού του καταναγκασμού της επανάληψης* και αυτό θα ήταν πιθανότερο να συμβεί σε περιπτώσεις που οτιδή ποτε επαναλαμβάνεται μοιάζει να είναι μάλλον περιττό ή ακραίο, όχι το αποτέλεσμα μιας αιτίας, αλλά μια περίεργη εκ δήλωση της ίδιας της επανάληψης, έστω και χάριν ενός λογοτε χνικού ή ρητορικού αποτελέσματος. Μέρος του ανοίκειου στοι χείου που παρουσιάζεται μπροστά μας -οι σχέσεις επανάληψης ανάμεσα στις δομές της νουβέλας, η διαδικασία και τα συμπε ράσματα της γραφής του Freud και τα μοτίβα της σχέσης του με τους άλλους- μπορεί να προέρχεται από το γεγονός ότι μοιάζει με λογοτεχνικό μοτίβο που θα παραβιαζόταν από την αναζήτη ση μιας ψυχολογικής αιτίας, ενός πρωτοτύπου σε σχέση με το οποίο αυτές οι επαναλήψεις θα ήταν επαναλήψεις. Στο βαθμό
428
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
που αυτό το μοτίβο εξακολουθεί από τη μία να μας προκαλεί και από την άλλη να αντιστέκεται στην επίλυσή του, ο Hertz γράφει ότι «παραμένουμε σε μια κατάσταση κάπου ανάμεσα στη “συναισθηματική σοβαρότητα” και στη λογοτεχνική προευχαρίστηση, και έχουμε συνειδητοποιήσει ότι ταλαντευόμα στε ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη “μη-μυθοπλασία”, δηλαδή την αίσθησή μας ότι η εν-ενεργεία-επανάληψη χρωματίζεται από τις ζοφερές σκιές της επίθεσης, της τρέλας και του βίαιου θανάτου» (σσ. 317-318). Ο πειρασμός του ερμηνευτή, σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι να ελέγξει τα αποτελέσματα αυτής της επανάληψης εντάσσοντάς τα σε μια ιστορία, καθορίζοντας την προέλευση και τις αι τίες τους και δίνοντάς τους μια απόχρωση δραματικότητας και σπουδαιότητας. Έτσι, ο Freud μίλησε για τον Tausk λέγοντας ότι του έκανε «ανοίκεια» εντύπωση· αν εμείς την ορίσουμε και την εξηγήσουμε ειδικότερα ως φόβο της λογοκλοπής -ως το φόβο ότι ο Tausk θα έκλεβε και θα επαναλάμβανε τις ιδέες του-, σημαίνει ότι εστιάζουμε την προσοχή μας στην επανάλη ψη και την ελέγχουμε μέσα από μια ζοφερή ιστορία. Σε αυτή την περίπτωση, ενδεχομένως θα περιμέναμε ότι ένας ερμηνευ τής του ανοίκειου στον «Άνθρωπο της άμμου», όπως ο Freud, θα έβρισκε επίσης έναν τρόπο να ελέγξει τις επαναλήψεις που μέσω της ρητορικής τους μας κάνουν να κοιτάζουμε φευγαλέα την ίδια την επανάληψη. Στην πραγματικότητα, ο Hertz δείχνει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Freud παραμερίζει τον αφηγητή και το αφηγηματικό πλαίσιο καθώς διαβάζειτον «Άνθρωπο της άμμου» αποτελεί μια απόδραση με ιδιαίτερη σημασία: οι ενσυνείδητες ακροβασίες
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
429
του αφηγητή στο ξεκίνημα της ιστορίας στοιχειοθετούν έναν πε ρίπλοκο παραλληλισμό ανάμεσα «στις δυνάμεις που ποδηγε τούν τον Ναθαναήλ και σε οτιδήποτε παρακινεί τον αφηγητή» να προσπαθήσει να επαναλάβει ή να αναπαραστήσει την ιστο ρία. Οι δραστηριότητες των χαρακτήρων και του αφηγητή, μαζί και αυτές του Ναθαναήλ όταν προσπαθεί να γράψει σχετικά με την κατάστασή του ή να την αναπαραστήσει, συνδέονται με μια σειρά από εικόνες που έχουν να κάνουν με μεταβίβαση ενέργειας. «Ως αποτέλεσμα των χειρισμών του Hoffmann» γράφει ο Hertz, «ο αναγνώστης αναγκάζεται να αισθανθεί, κάπως συγκεχυμέ να, ότι η ζωή του Ναθαναήλ, τα κείμενά του, οι ιστορίες που λέει ο αφηγητής, τα κείμενα του Hoffmann και ο ίδιος ο γοητευμένος αναγνώστης που συναινεί, όλοι και όλα αυτά παρακινούνται από την ίδια δύναμη- πιο συγκεκριμένα παρακινούνται να ανα παραστήσουν αυτή τη δύναμη, να δώσουν χρώμα στο δυσδιάκρι το περίγραμμά της» (σσ. 309-310). Η ιστορία, εν συντομία, πα ρουσιάζει μια βασανιστική σειρά επαναλήψεων, τοποθετώντας τη θλιβερή κατάσταση του Ναθαναήλ στα συμφραζόμενα μιας γενικευμένης επανάληψης- ωστόσο, αυτή ακριβώς η παρότρυν ση να αναπαραστήσουμε την ενέργεια και να δώσουμε χρώμα στο περίγραμμά της επαναλαμβάνεται εδώ, άρα αναπαριστά ή δίνει χρώμα στην επανάληψη. Παρακάμπτοντας τις «λογοτεχνι κές» επαναλήψεις μέσα στο έργο για να επικεντρωθούμε σε επαναλήψεις μέσα στην ιστορία του Ναθαναήλ -επαναλήψεις τις οποίες αποδίδει στο σύνδρομο του ευνουχισμού-, ο Freud ακολουθεί ένα σχήμα το οποίο επαναλαμβάνεται μέσα στην ιστορία: αναπαριστά την ενέργεια και την ντύνει με ζοφερά χρώματα (ως φόβο του ευνουχισμού). Απορρίπτοντας την πιο
430
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
περίπλοκη και ασαφή επανάληψη -η οποία μπορεί να μας κάνει να κοιτάξουμε φευγαλέα την ίδια την επανάληψη- και επικα λούμενος το φόβο του ευνουχισμού για να ντύσει με έντονα συ ναισθηματικά χρώματα την επανάληψη την οποία αναλύει, ο Freud εστιάζει στην επανάληψη και τη σκιαγραφεί, άρα «εξη μερώνει την ιστορία δίνοντας έμφαση ακριβώς στη σκοτεινή, δαιμονική πλευρά της» (σ. 313). Σε καθεμία από αυτές τις περιπτώσεις συναντάμε την έννοια του χρωματισμού - πρόκειται για το στοιχείο που προσδίδει ορατότητα, ακρίβεια ή ένταση σε κάτι που είναι ακαθόριστο, όπως ακριβώς και η μεταφορική γλώσσα λέγεται ότι ντύνει με χρώμα, καθιστά ορατές και τονίζει έννοιες που είναι δύσκολο να συλλάβουμε6. Ο Freud σημειώνει, παραδείγματος χάριν, ότι οι θεμελιώδεις ενορμήσεις τις οποίες αναφέρει, όπως η ενόρμηση του θανάτου, είναι ορατές μόνο όταν τις «βάψει ή τις χρωμα τίσει» η σεξουαλικότητα. Παρομοίως, ό,τι επαναλαμβάνεται ερ γάζεται για να χρωματίσει και να καταστήσει ορατό (δίνοντάς του συναισθηματικό χρώμα) τον καταναγκασμό της επανάλη ψης. Ο Freud εκλαμβάνει επίσης τις θεωρητικές του κατηγορίες, όπως και την ίδια την έννοια του καταναγκασμού της επανάλη ψης, ως μια μεταφορική γλώσσα που καθιστά ορατό αυτό που κατονομάζει. Όταν στο Πέραν της αρχής της ηδονής ζητά συγ 6.
Οι αναγνώστες μπορεί να εκλάβουν την έμφαση που δίνω στο χρωματισμό ως μια απόπειρα να οικειοποιηθώ το εξαιρετικό δοκίμιο του Hertz, προσυπο γράφοντας τις πιο αποφασιστικές στιγμές του. Ασφαλιυς και δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να καταφέρω να αποφύγω αυτή την εντύπωση, αν αναφέρω ότι μου πήρε πάρα πολύ χρόνο για να ανακαλυψω ότι ο χροοματισμός ήταν πράγματι το κλειδί της λεπτής και ρευστής επιχειρηματολογίας του Hertz.
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
43*
γνώμη γιατί «είναι υποχρεωμένος να λειτουργήσει με επιστημο νικούς όρους, με άλλα λόγια με την ιδιαίτερη μεταφορική γλώσ σα της ψυχολογίας», σημειώνει πως «διαφορετικά δεν θα μπο ρούσαμε καθόλου να περιγράψουμε τέτοιες διεργασίες, οΰτε καν να τις αντιληφθοΰμε» (τ. 18, σ. 60/σ. 93). Η πιο εντυπωσιακή αναφορά στο χρωματισμό -που επιφέρει ορατότητα, ένταση και ακρίβεια- έρχεται στο τέλος της ανάλυσης του «Ανθρώπου της άμμου» από τον Freud. Μπορεί να προσπαθήσουμε να αρνηθοΰμε ότι ο φόβος για την απώλεια ενός ματιού είναι φόβος ευ νουχισμού, γράφει ο Freud, αλλά το λογικό επιχείρημα σχετικά με την αξία της όρασης δεν μετράει για τη σχέση υποκατάστα σης ανάμεσα στο μάτι και το πέος στα όνειρα και τους μύθους· «ούτε και μπορεί να διασκεδάσει την εντύπωση ότι η απειλή του ευνουχισμού συγκεκριμένα προκαλεί ένα ιδιαίτερα βίαιο και σκοτεινό συναίσθημα και ότι αυτό το συναίσθημα είναι το πρώ το που χρωματίζει πολύ έντονα την ιδέα της απώλειας άλλων ορ γάνων» (τ. 17, σ. 231). Όπως ακριβώς ο φόβος του ευνουχισμού αποτελεί ένα είδος έντονου χρωματισμού, έτσι και η αναφορά στον ευνουχισμό χρωματίζει έντονα και δραματοποιεί την ιστο ρία της επανάληψης. Φαίνεται ότι στο ποικίλο υλικό που συγκέντρωσε ο Hertz έχουμε μια σειρά χρωματισμών που αναπαριστούν ή καθιστούν ακριβέστερες ή τονίζουν τις δυνάμεις που σε διαφορετική περί πτωση θα παρέμεναν ακαθόριστες ή τουλάχιστον λιγότερο εμ φανείς και δυσκολότερα αντιληπτές. Σε άλλο σημείο, ο Hertz γράφει για τον τρόπο με τον οποίο, όταν ερχόμαστε αντιμέτω ποι με οποιουδήποτε είδους εξάπλωση, τείνουμε να δραματοποιούμε και να επιδεινώνουμε τη δυσχέρειά μας έτσι ώστε να
432
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
θέτουμε έναν στιγμιαίο φραγμό -αυτό που, στην αναφορά του στο μαθηματικό «υψηλό», ο Kant αποκαλεί «στιγμιαίο έλεγχο των ζωτικών δυνάμεων»-, με αποτέλεσμα η όποια εξάπλωση ή επανάληψη ή ακαθόριστη συνέχεια να επιλύεται χάρη σε ένα εμπόδιο που προκαλεί κάτι σαν κατά μέτωπο αντιπαράθεση μια αντιπαράθεση η οποία επιβεβαιώνει την ταυτότητα και την ακεραιότητα του εγώ που αποκτά την εμπειρία του φραγμού. Η ακαθοριστία, η εξάπλωση και η επανάληψη γίνονται λιγότερο απειλητικές αν επικεντρώνονται σε έναν απειλητικό αντίπαλο ή σε μια ισχυρή δύναμη όπως ο ευνουχιστής πατέρας· και τούτο, γιατί μια παρόμοια επικέντρωση καθιστά δυνατή μια θεαματι κή αντιπαράθεση η οποία, ακόμα και αν προκαλεί τον τρόμο ή την ήττα, επιβεβαιώνει το καθεστώς του εγώ που είχε προηγου μένως απειληθεί από την επανάληψη και την εξάπλωση. «Στό χος σε κάθε περίπτωση» γράφει ο Hertz «είναι η οιδιπόδεια εκείνη στιγμή [...] κατά την οποία (με οποιοδήποτε τίμημα) μια ακαθόριστη και άτακτη ακολουθία λύνεται με μια κατά μέτωπο αντιπαράθεση, τότε που η αριθμητική υπερβολή μετατρέπεται σε μια εκ του περισσού ταύτιση με το υποκείμενο που θέτει το φραγμό και εγγυάται την ακεραιότητα του εγώ ως υποκειμέ νου. [...] Το πέρασμα του ορίου μπορεί να φαίνεται ζοφερό, αλ λά έχει τις ηθικές και μεταφορικές του χρήσεις» («Η έννοια του φραγμού στη λογοτεχνία του υψηλού», σ. 76). Το δαιμονικό ή οιδιπόδειο στοιχείο -π.χ. ο χρωματισμός του ευνουχισμούμπορεί στην πραγματικότητα να γίνει καθησυχαστικό μέσα από τον τρόπο με τον οποίο εστιάζει και εξημερώνει την επανάληψη (επαναφέροντάς την στον πατέρα), μια επανάληψη που σε δια φορετική περίπτωση θα έμοιαζε ακαθόριστη, ρητορική, ανοί
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
433
κεια, περιττή. Όταν, παραδείγματος χάριν, η ερμηνεία που δί νει ο Freud για το ανοίκειο στοιχείο του Tausk ως απειλή λογο κλοπής εξεταστεί με άλλα αποσπάσματα στα οποία ο Freud διεκδικεί ή με ήπιο τρόπο αποποιείται την πρωτοτυπία, τότε υποβάλλει την ιδέα ότι οι βασικότερες «αμφιβολίες» και «αβεβαιότητες» -αμ φιβολίες σχετικά με την επιρροή που κάθε μεταφορική γλώσσα έχει στις πρώτες αρχές, ειδικά όταν οι πρώτες αρ χές περιλαμβάνουν και την αρχή της επανάληψης- μπορεί να λειτουργούν προκαλώντας το άγχος που με τη σειρά του διοχετεύεται στο πλαίσιο της λογοτεχνικής προτεραιότη τας. Η ιδιαιτερότητα αυτής της σειράς φόβων και επιθυ μιών -η επιθυμία να πρωτοτυπήσουμε, ο φόβος μήπως διαπράξουμε ή γίνουμε θύματα λογοκλοπής- θα μπορούσε να δομήσει και να καταστήσει πιο εύχρηστα, με όσο μελοδρα ματικό τρόπο κι αν γίνει αυτό, ακόμα και τα πιο ακαθόρι στα συναισθήματα που σχετίζονται με την επανάληψη, ση μαδεύοντας ή χρωματίζοντάς την, παρέχοντας «ορατότη τα» στις δυνάμεις της επανάληψης και ταυτόχρονα αποκρύπτοντας τη δραστηριότητα αυτών των δυνάμεων από το ίδιο το υποκείμενό τους («Ο Freud και ο Άνθρωπος της άμ μου», σ. 320).
Στην περίπτωση επαναλήψεων που συσχετίζουν τις σχέσεις του Freud με τον Tausk, τα κείμενά του και τον τρόπο με τον οποίο διαβάζει τον «Άνθρωπο της άμμου», θα καταλήγαμε να εξημε ρώνουμε τον αλλόκοτα απειλητικό και οιονεί λογοτεχνικό χα ρακτήρα αυτών των μοτίβων, αν τα μετατρέπαμε σε μια ιστορία θανάσιμης οιδιπόδειας αντιπαλότητας, όπως περίπου κάνει και ο Freud όταν παραμερίζει τις λογοτεχνικές επαναλήψεις στον «Άνθρωπο της άμμου» προκειμένου να αποδώσει τα αποτελέ
434
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
σματα που αυτό προκαλεί στο άγχος του ευνουχισμού. Όσο πιο έντονα χρωματίζουμε αυτά τα δράματα, τόσο καλύτερα απο φεύγουν το πρόβλημα της επανάληψης, ο ανοίκειος χαρακτήρας της οποίας μπορεί να γίνει περισσότερο αισθητός σε λιγότερο υποκινούμενα και περισσότερο «ρητορικά» στοιχεία: κάτι που φαίνεται «καθαρά» λογοτεχνικό μπορεί να μας φέρει σε βαθύ τερη επαφή με την επανάληψη. Αλλά το πιο επιθυμητό στοιχείο όσον αφορά τους δραματικούς χρωματισμούς της επανάληψης, υποστηρίζει ο Hertz, είναι η απόπειρα «να απομονώσουμε το ζήτημα της επανάληψης από το ζήτημα της ίδιας της μεταφορι κής γλώσσας» (σ. 320). Στην επιχειρηματολογία του, ο Freud -ο οποίος αντιμετωπίζει τη σεξουαλικότητα, ό,τι επαναλαμβάνε ται, το άγχος του ευνουχισμού και τους δικούς του τεχνικούς όρους ως χρωματισμό- υποστηρίζει ότι είναι αδύνατο να διαχω ριστούν αυτά τα δύο ζητήματα: «προσπαθώντας να συμβιβα στούμε με την επανάληψη-καταναγκασμό, ανακαλύπτουμε ότι η αθεράπευτη μεταφορικότητα της γλώσσας μας δεν διακρίνεται από την αθεμελίωτη και προφανοίς ανεξήγητη έννοια του ίδιου του καταναγκασμού. Σε τέτοιες στιγμές, η επιθυμία να παραμερίσουμε το ζήτημα της μεταφορικής γλώσσας μπορεί να μετατραπεί σε αντίρροπη δύναμη της αντίληψης που έχουμε αναφορικά με τον καταναγκασμό της επανάληψης και να πάρει τη μορφή που έχει στον τρόπο με τον οποίο ο Freud διαβάζει τον “Άνθρωπο της άμμου”, τη μορφή δηλαδή της επιθυμίας να μην βρούμε εκεί “κανενός είδους λογοτεχνία”» (σ. 321). Ο Hertz διαβάζει αυτή την αδιαφορία για τη λογοτεχνική και εντέλει διακειμενική πλευρά της επανάληψης (την επανάληψη που προκύπτει όταν οι προσωπικές σχέσεις του Freud εγγρά
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
435
φονται μαζί με τις συγγραφικές του πράξεις καθαυτές σε αυτή τη συγκεκριμένη σειρά κειμένων) ως άμυνα απέναντι στη σκια γράφηση τέτοιων σχέσεων ή ως αναπλήρωσή τους από τη θεω ρία του Freud για την επανάληψη. Το δοκίμιό του είναι ένα εξευγενισμένο δείγμα του τρόπου με τον οποίο η αποδομητική κριτική μπορεί να διερευνήσει τα διακυβεύματα της διακειμε νικής επανάληψης. Ο τελευταίος άξονας γύρω από τον οποίο θα περιγράψουμε διάφορες εκδοχές της αποδομητικής κριτικής είναι η χρήση των προγενέστερων αναγνώσεων. Ο de Man μιλά για τους οπαδούς του που διάβαζαν παλιότερες εκ του σύνεγγυς αναγνώσεις, με στόχο να δείξουν ότι οι αναγνώσεις αυτές δεν ήταν αρκετά εκ του σύνεγγυς· έχουμε ήδη δει πώς οι αποδομητικές αναλύσεις αποσυναρμολογούν θέσεις ή συμπεράσματα που έχει ήδη βε βαιώσει ένα κείμενο και έχουν επαρκώς δείξει οι προγενέστε ρες αναγνοόσεις του. Κι όμως, το μεγαλύτερο μέρος της κριτικής κάνει κάτι παρόμοιο: αντιπαραβάλλει ένα κείμενο με τις προγε νέστερες αναγνώσεις του για να δείξει πού αυτές έκαναν λάθος και πού χρειάζεται διόρθωση ή συμπλήρωση. Ως προς τι λοιπόν διαφέρει η αποδόμηση, αν διαφέρει σε κάτι; Ορισμένα από τα παραδείγματα που έχουμε συζητήσει δεί χνουν πως η απόπειρα να διορθώσουμε προγενέστερες αναγνώ σεις αποτελεί μια εκδοχή της γενικότερης τάσης να μετατρέπου με μια διαφορά μέσα σε μια διαφορά ανάμεσα: ένα πρόβλημα μέσα στο κείμενο μετασχηματίζεται σε μια διαφορά ανάμεσα στο κείμενο και την κριτική του ερμηνεία. Παρόλο που οι απο δομητικές αναλύσεις στηρίζονται εν πολλοίς σε προγενέστερες
436
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
αναγνώσεις, μπορεί και να αποκλίνουν εντυπωσιακά από αυτές: ενδέχεται να αντιμετωπίζουν αυτές τις αναγνώσεις λιγότερο ως εξωτερικές συμπτώσεις ή παρεκκλίσεις που πρέπει να απορριφθοΰν και περισσότερο ως εκδήλωση ή αναδιάταξη σημαντικών δυνάμεων στο εσωτερικό του κειμένου. Δοκίμια όπως το «Πλαί σιο αναφοράς» της Barbara Johnson προτείνουν τη διαρκή υπο χώρηση των διορθώσεων και κάνουν τους κριτικούς πιο επιρρε πείς στο να βρίσκουν μια θέση για αυτές τις αναγνώσεις παρά να τις διορθώνουν. Ο Derrida και ο de Man χρησιμοποιούν σε σημαντικό βαθμό προγενέστερες αναγνώσεις του Rousseau με στόχο να εντοπίσουν αναπόφευκτα νήματα ή προβλήματα μέσα στα κείμενα του Rousseau. Παρ’ όλ’ αυτά, ο τρόπος με τον οποίο οι προγενέστερες ανα γνώσεις αντιμετωπίζονται από τα αποδομητικά δοκίμια διαφέ ρει σημαντικά. Ο J. Hillis Miller, παραδείγματος χάριν, μιλά συ χνά για τη σχέση ανάμεσα στην αποδομητική ανάγνωση και σε αυτό που κάποτε αποκαλεί «μεταφυσική» ανάγνωση ή, σύμφω να με τον Μ. Η. Abrams, «την προφανή ή μονοφωνική ανάγνω ση», ως μια σχέση τεταμένης συνύπαρξης. Ο θρίαμβος της ζωής του Shelley, γράφει, «περιλαμβάνει στο εσωτερικό του τόσο τη λογοκεντρική μεταφυσική όσο και το μηδενισμό σε μια σχέση ασυμφιλίωτης μεταξύ τους αντιπαλότητας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι κριτικοί διαφωνούν σχετικά με το ζήτημα. Το νόημα του Θριάμβου της ζωής δεν μπορεί να αναχθεί σε καμία “μονοφωνι κή” ανάγνωση, ούτε στην “προφανή” ούτε στην κατευθυνόμενα αποδομητική - αν βέβαια θα μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο, που δεν μπορεί» («The Critic As Host»/«Ο κριτικός ως οικοδε σπότης», σ. 226). «Τα μεγάλα λογοτεχνικά κείμενα» γράφει ο
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
437
Miller σε ένα άλλο δοκίμιο «είναι πιθανό να βρίσκονται μπρο στά από τους κριτικούς. Είναι ήδη εκεί. Έχουν ξεκάθαρα προβλέψει κάθε αποδόμηση την οποία μπορεί να πετΰχει ο κριτικός. Ο κριτικός μπορεί να ελπίζει ότι, με μεγάλη προσπάθεια και με την απαραίτητη βοήθεια των ίδιων των συγγραφέων, θα αρθεί και ο ίδιος σε εκείνο το επίπεδο γλωσσικής επιτήδευσης στο οποίο ήδη βρίσκονται ο Chaucer, ο Spenser, ο Shakespeare, ο Milton, ο Wordsworth, η George Eliot, ο Stevens ή ακόμα και ο Williams. Ωστόσο, οι συγγραφείς βρίσκονται ήδη εκεί και ανα γκαστικά με τέτοιο τρόπο ώστε τα έργα τους να είναι ανοιχτά σε αμήχανες αναγνώσεις» («Deconstructing the Deconstructors»/ «Αποδομώνταςτους αποδομούντες», σ. 31). Αποστολή του κριτι κού είναι, επομένως, «να εντοπίσει μια αποδομητική πράξη την οποία, με διαφορετικό κατά περίπτωση τρόπο, έχει πάντοτε ήδη διενεργήσει το κείμενο στον εαυτό του». Τόσο οι προγενέστερες όσο και οι αποδομητικές αναγνώσεις εστιάζουν σε νοήματα και λειτουργίες «που θεματοποιούνται στο ίδιο το κείμενο υπό μορ φή μεταγλωσσικών δηλώσεων» οι οποίες περιμένουν εκεί, μέσα σε καθεστώς τεταμένης συνύπαρξης, την πράξη εκείνη του εντοπισμοΰ που θα τις φέρει στην επιφάνεια. Διαβάζοντας, παραδείγματος χάριν, τις Εκλεκτικές συγγέ νειες (Die Wahlverwandtschaften), ο Miller σκιαγραφεί μια πα ραδοσιακή «θρησκευτικο-αισθητικο-μεταφυσική ερμηνεία του μυθιστορήματος» την οποία φαίνεται να έχει εγκρίνει ο ίδιος ο Goethe· στη συνέχεια όμως υποστηρίζει ότι ορισμένα «χαρα κτηριστικά του κειμένου οδηγούν σε μια εντελώς διαφορετική ανάγνωσή του» και προκαλούν αθεράπευτη ετερογένεια, αφού αυτές οι αναγνώσεις θεματοποιούνται αμφότερες στο κείμενο
438
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
και συγκροτούν «δύο εντελώς ασύμβατες μεταξύ τους έννοιες στην παράδοσή μας» σχετικά με το εγώ και τις προσωπικές σχέ σεις («Α “Buchstabliches” Reading of The Elective Affinities» / «Μια “κυριολεκτική” ανάγνωση των Εκλεκτικών συγγενειών», σ. 11). Τα στοιχεία που ο Miller αποκαλεί «οντολογική ανάγνω ση» και «σημειωτική ανάγνωση» από κοινού «διαπλέκονται στο κείμενο, αρθρώνονται μέσα του, σαν ένα μαύρο νήμα που υφαίνεται με ένα κόκκινο. Το κείμενο είναι ετερογενές. Οι γραμμές αυτο-ερμηνείας του μυθιστορήματος αντιφάσκουν. Το νόημα του μυθιστορήματος έγκειται στην αναγκαιότητα αυτής της αντί φασης, στον τρόπο με τον οποίο καθεμία από αυτές τις αναγνώ σεις παράγει το ανατρεπτικό της ταίρι και αδυνατεί να εμφανι στεί μόνη της» (σ. 13). Αυτή η σχέση τεταμένης συνύπαρξης κά νει «τις Εκλεκτικές συγγένειες άλλη μια εκδήλωση της αυτο-ανατρεπτικής ετερογένειας κάθε σπουδαίου κειμένου της δυτικής λογοτεχνίας. Αυτή η ετερογένεια των μεγάλων λογοτεχνικών μας κειμένων αποτελεί μια σημαντική εκδήλωση της γενικότε ρης αμφιταλάντευσης της δυτικής παράδοσης» (σ. 11). Εδώ το νόημα του κειμένου αντιμετωπίζεται ως ο συνδυασμός των προ γενέστερων αναγνώσεων και της νέας ανάγνωσης που προτείνει ο Miller, συνδυασμός ο οποίος αδυνατεί να συμπτυχθεί σε ενιαία σύνθεση και αντιπροσωπεύει τους ετερογενείς συνδυασμούς της παράδοσής μας. Άλλες αποδομητικές αναλύσεις βρίσκουν μια κάπως διαφο ρετική θέση για αυτές τις προγενέστερες αναγνώσεις. Η μελέτη της Shoshana Felman για Το στρίψιμο της βίδας (The Turn of the Screw) του James αναλαμβάνει, παραδείγματος χάριν, να δείξει ότι, όποτε οι κριτικοί ισχυρίζονται ότι ερμηνεύουν μια ιστορία
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
439
τοποθετώντας τον εαυτό τους έξω από αυτή και λέγοντας μας το πραγματικό της νόημα, στην πραγματικότητα παγιδεύονται σε αυτή παίζοντας το ρόλο ενός ερμηνευτή τον οποίο έχει ήδη δραματοποιήσει η ίδια η ιστορία. Οι κριτικές διαμάχες σχετικά με την ιστορία αποτελοΰν στην πραγματικότητα μια ανοίκεια μεταβιβαστική επανάληψη της πλοκής της ιστορίας, με αποτέλεσμα οι ισχυρότερες δομές του έργου να αναδεικνύονται όχι από το τι λένε οι κριτικοί σχετικά με το έργο, αλλά από την επανάληψη ή από τις συνεπαγωγές της ιστορίας. Ο αναγνώστης του Στριψίμα τος της βίδας, γράφει η Felman, «μπορεί είτε να επιλέξει να πι στέψει την γκουβερνάντα, άρα να συμπεριφερθεί σαν την κυρία Γκρόουζ, είτε να επιλέξει να μην πιστέψει την γκουβερνάντα, άρα να συμπεριφερθεί ακριβώς σαν την γκουβερνάντα. Επομέ νως, από τη στιγμή που η γκουβερνάντα παίζει το ρόλο του φι λύποπτου αναγνώστη μέσα στο κείμενο και καταλαμβάνει τη θέ ση του ερμηνευτή, υποψιάζομαι αυτή τη θέση και αυτή τη στάση σημαίνει την καταλαμβάνω. Η έξοδος από την αμηχανία σχετι κά με την γκουβερνάντα είναι δυνατή μόνο υπό έναν όρο: τον όρο να επαναλάβουμε την ίδια τη χειρονομία της γκουβερνάντας» («Turning the Screw of Interpretation»/«Στρίβοντας τη βίδα της ερμηνείας», σ. 190). Άρα «ακριβώς τη στιγμή που ισχυ ρίζεται ότι η γκουβερνάντα είναι τρελή, ο [Edmund] Wilson ακούσια μιμείται την ίδια την τρέλα που αποκηρύσσει, αθελά του συμμετέχει σε αυτή» (σ. 196). Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική προσέγγιση της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, οι δομές του ασυνειδήτου δεν αποκα λύπτονται χάρη στις ερμηνευτικές δηλώσεις του μεταγλωσσικού λόγου του αναλυτή, αλλά χάρη σε αποτελέσματα τα οποία γίνο
440
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
νται αντιληπτά μέσα από το ρόλο που οι αναλυτές βρίσκονται να παίζουν όταν ακοΰνε το λόγο των ασθενών. «Le transfert» λέει ο Lacan «est la mise en acte de la r6alite de l’inconscient». «Η μετα βίβαση είναι η ενεργοποίηση της πραγματικότητας του ασυνει δήτου» (Les Quatre Concepts fondamentaux de la psychanalysel Oi τέσσερις βασικές έννοιες της ψυχανάλυσης, σσ. 133 και 137). Η αλήθεια του ασυνειδήτου προκύπτει μέσα από τη μεταβίβαση και την αντιμεταβίβαση, καθώς ο αναλυτής παγιδεύεται στην επανάληψη των βασικών δομών του ασυνειδήτου του ασθενούς. Αν η μεταβίβαση είναι η δομή της επανάληψης που συνδέει τον αναλυτή με τον αναλυόμενο λόγο -τον αναλυόμενο λόγο του ασθενούς ή του κειμένου-, η κατάσταση που μας περιγράφει η Felman είναι σχετική: ο ερμηνευτής επαναλαμβάνει ένα μοτίβο του κειμένου- η ανάγνωση είναι μια παρατοποθετημένη επανά ληψη της δομής την οποία επιδιώκει να αναλύσει. Σε αυτή την περίπτωση, οι προγενέστερες αναγνώσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος ένας ερμηνευτής δεν είναι λάθη που πρέπει να παραβλεφθούν, ούτε ατελείς αλήθειες που πρέπει να συμπληρω θούν από αντίθετες αλήθειες, αλλά αποκαλυπτικές επαναλή ψεις των κειμενικών δομών. Η αξία αυτών των αναγνώσεων αναφαίνεται όταν ένας κατοπινός κριτικός -στην προκειμένη περίπτωση η Felman- μεταβιβάζοντας προβλέπει μια σχέση με ταβίβασης ανάμεσα στον κριτικό και το κείμενο και διαβάζει Το στρίψιμο της βίδας ως κείμενο που προβλέπει και δραματοποιεί τις διαμάχες και τις ερμηνευτικές κινήσεις των προγενέ στερων κριτικών. Η ανάλυση αυτού που η Barbara Johnson ονομάζει «μεταβιβαστική δομή κάθε ανάγνωσης» αποτελεί πλέον σημαντικό κομ
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
44»
μάτι της αποδομητικής κριτικής. Στη «Γροθιά του Melville», η Johnson βρίσκει ότι η αντίθεση ανάμεσα στον Μπίλυ και τον Κλάγκαρτ αποτελεί και αντίθεση ανάμεσα σε δύο ερμηνευτικά μοντέλα και ότι η ερμηνευτική παράδοση αυτής της ιστορίας εί ναι μια ανατοποθετημένη επανενεργοποίηση της ιστορίας. Οι αντικρουόμενες ερμηνείες, οι οποίες εξαρτώνται από τις αντικρουόμενες παραδοχές που προκαλούν την αντιπαράθεση Μπί λυ και Κλάγκαρτ, φτάνουν σε διένεξη σχετικά με τη διένεξη· κι αυτό δεν περιορίζεται στο να καταστρέψει τον Κλάγκαρτ και να καταδικάσει τον Μπίλυ, αλλά πλήττει και τις δύο κριτικές στά σεις γιατί, καθώς είδαμε, ο τρόπος με τον οποίο παράγεται το νόημα από κάθε ερμηνεία ανακρούει το ίδιο το νόημα που πα ράγει κάθε ερμηνεία. Οι περαιτέρω ερμηνευτικές κινήσεις επί σης επαναλαμβάνουν θέσεις που είναι εγγεγραμμένες στην ίδια την ιστορία, όπως συμβαίνει όταν οι κριτικοί επιχειρούν -σαν τον Βέρε- να δώσουν μια λύση στο ζήτημα της αθωότητας ή της ενοχής, ή όταν προσπαθούν να του ρίξουν μια αποστασιοποιημένη και ειρωνική ματιά μιμούμενοι το ρόλο του Ντάνσκερ. Μια ανάγνωση αυτού του κειμένου στα συμφραζόμενα των ερμηνειών του επιτρέπει στον αναλυτή να ανακαλύψει ορισμένα σταθερά αποτελέσματα που αυτό το κείμενο επιφέρει, σαν αυτά που η Johnson περιγράφει στην αξιοπρόσεκτη μελέτη μιας σειράς αλληλοπεριχωρούμενων αναγνώσεων: ο Derrida που διαβάζει τον Lacan που διαβάζει τον Poe. Δίνοντας περισσότερες λεπτομέ ρειες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Derrida επαναλαμβά νει τις κινήσεις που αναλύει και κατακρίνει στον Lacan, η Johnson φέρνει στην επιφάνεια αυτό που ονομάζει «μεταβίβα ση του καταναγκασμού της επανάληψης από το πρωτότυπο κεί
442
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
μενο στη σκηνή της ανάγνωσής του» («Το πλαίσιο αναφοράς»,
σ. 154). Η μεταβιβαστική δομή της ανάγνωσης, όπως την αναλύει η αποδομητική κριτική, περιλαμβάνει έναν καταναγκασμό επα νάληψης που είναι ανεξάρτητος από την ψυχολογία κάθε κριτι κού προσωπικά και στηρίζεται σε μια περίεργη συνενοχή ανά γνωσης και γραφής. Μια συνθετότερη σχέση με τις προγενέστερες αναγνώσεις, ωστόσο, ανακύπτει στα κείμενα του Paul de Man. Οι αναγνώ στες εντυπωσιάζονται από τον τρόπο με τον οποίο τα δοκίμιά του στρέφονται εναντίον των αναγνώσεων που έχουν τα ίδια με πειστικό τρόπο αναπτύξει και μάλιστα με φράσεις του τύπου «Προτού ενδώσουμε σε αυτό το πολύ πειστικό σχήμα, πρέπει...» (Αλληγορίες της ανάγνωσης, σ. 147). Από αυτή τη διατύπωση υπονοείται ότι θα ενδώσουμε μεν απαραίτητα ή αναπόφευκτα σε αυτό το σχήμα, αλλά αυτή η υποχώρηση δεν παύει να είναι ένα λάθος. Θα λέγαμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με την τε ταμένη συνύπαρξη ατελών αληθειών, αλλά με ένα συνδυασμό λάθους και αναγκαιότητας που είναι δύσκολο να περιγράφει. Στα πρώιμα γραπτά του de Man, τα λάθη των προγενέστερων αναγνώσεων αντιμετωπίζονταν ως ενορατικά και παραγωγικά. Στο «Οι εξηγήσεις του Holderlin από τον Martin Heidegger» («Les Exegeses de Holderlin par Martin Heidegger»), επαινεί την ενορατικότητα της ανάγνωσης του Heidegger, παρά το γεγο νός ότι ο Heidegger έκανε τον Holderlin να οπισθοδρομήσει, βρίσκοντας στα ποιήματα του μια ονομασία για το Ον αντί για την επανειλημμένη αποτυχία να συλλάβει το Ον. «Ο Holderlin λέει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ο Heidegger τον κάνει να πει». Αλλά «σε αυτό το επίπεδο σκέψης» παρατηρεί ο de
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ ΙΤ Ι Κ Η
443
Man «είναι δύσκολο να διακρίνουμε ανάμεσα σε μια πρόταση και σε εκείνη που αποτελεί το αντίθετό της. Λε'ω το αντίθετο ση μαίνει επίσης μιλάω για το ίδιο πράγμα, έστω και με τον αντίθε το τρόπο- και δεν είναι αμελητέο γεγονός, σε ένα διάλογο αυτού του τύπου, οι δύο συνομιλητές να καταφέρνουν να μιλούν για το ίδιο πράγμα». Το μεγάλο προσόν της ανάγνωσης του Holderlin από τον Heidegger «είναι ότι εντόπισε με ακρίβεια το κεντρικό μέλημα του έργου του» (σ. 809). Το στοιχείο που επιτρέπει αυτή την ενόραση είναι «το τυφλό και βίαιο πάθος με το οποίο ο Heidegger μεταχειρίζεται τα κείμενα» (σ. 817) και, μολονότι το δοκίμιο του de Man ενδέχεται να υποβάλλει την ιδέα ότι το λά θος του Heidegger μπορεί διαλεκτικά να ανατραπεί και να μετατραπεί σε αλήθεια, η αλληλεγγύη τυφλότητας και ενόρασης δηλώνεται καθαρά. Ο έπαινος του de Man για την «εσφαλμένη» ανάγνωση του Heidegger εξηγείται μόνο αν το λάθος είναι κατά κάποιο τρόπο απαραίτητο για την ενόραση. Η εξάρτηση της ενόρασης από το λάθος συζητείται διεξοδικότερα στο Τυφλότητα και ενόραση, όπου ο de Man αναλύει αναγνώσεις μιας σειράς κριτικών -του Lukacs, του Blanchot, του Poulet, ορισμένων Νέων Κριτικών- και συμπεραίνει ότι σε κάθε περίπτωση «η ενόραση φαίνεται [...] να επιτυγχάνεται μέ σα από μια αποφατική κίνηση που δίνει ζωντάνια στη σκέψη του κριτικού, μια αδήλωτη αρχή που απομακρύνει τη γλώσσα του από τη διακηρυγμένη θέση της, διαστρέφοντας και διαλύοντας τη δηλωμένη δέσμευσή του, σε σημείο μάλιστα που η γλώσσα να εκκενώνεται από την ουσία της, περίπου σαν να αμφισβητού νταν η ίδια η δυνατότητα να διακηρυχθεί κάτι. Και όμως, αυτή ακριβώς η αποφατική και προφανώς καταστροφική δουλειά
444
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
οδήγησε σε αυτό που νόμιμα θα μπορούσε να ονομαστεί ενόρα ση» (σ. 103). Η δηλωμένη δέσμευση, διακηρυγμένη στάση ή με θοδολογική αρχή παίζει καίριο ρόλο προκαλώντας την αποφα τική κίνηση της ενόρασης που την υποσκάπτει. Ακριβώς επειδή οι Νέοι Κριτικοί ήταν προσκολλημένοι στην έννοια της οργανι κής μορφής που ανάγεται στον Coleridge και εξυμνείτο ποίημα ως αυτόνομη εναρμόνιση των αντιθέτων, κατάφεραν να φτάσουν σε μια περιγραφή της λογοτεχνικής γλώσσας ως αναπό φευκτα ειρωνικής και αμφίσημης - μια ενόραση που «εκμηδένι σε τις παραδοχές που την κατέστησαν δυνατή» (σ. 104). «Όλοι αυτοί οι κριτικοί» συμπεραίνει ο de Man φαίνονται κατά περίεργο τρόπο καταδικασμένοι να πουν κάτι αρκετά διαφορετικό από αυτό που ήθελαν να πουν. Η κριτική τους στάση -ο προφητισμός του Lukacs, η πίστη του Poulet στη δύναμη ενός πρωτογενούς cogito, ο ισχυρισμός του Blanchot για το μετα-μαλλαρμεϊκό απρόσωπο στοιχείο που τον διακρίνει- υπερνικάται από τα ίδια τα κριτικά αποτελέσματα στα οποία καταλήγουν. Επακολουθεί μια διεισδυτική αλλά δύσκολη ενόραση της φύσης της λογοτε χνικής γλώσσας. Φαίνεται, ωστόσο, ότι μια τέτοια ενόραση μπορεί να επιτευχθεί μόνο επειδή οι κριτικοί είναι αιχμά λωτοι αυτής της συγκεκριμένης τυφλότητας: η γλώσσα τους θα μπορούσε να προχωρήσει ψηλαφητά προς ένα βαθμό ενόρασης μόνο και μόνο γιατί η μέθοδός τους παρέβλεπε την κατεύθυνση αυτής της ενόρασης. Η ενόραση υπάρχει μόνο για τον αναγνώστη εκείνον που βρίσκεται στην προ νομιούχο θέση να είναι ικανός να παρατηρεί την τυφλότη τα ως ξεχωριστό φαινόμενο -ενώ είναι εξ ορισμού ανίκα νος να θέσει το ερώτημα της δικής του τι^λότητας- και εί ναι ως εκ τούτου ικανός να διακρίνει τη δήλωση από το
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
445
νόημα. Πρέπει να αποσυναρμολογήσει τα εμφανή αποτε λέσματα μιας θέασης που είναι ικανή να κινηθεί προς το φως, μόνο και μόνο επειδή, τυφλός καθώς είναι, δεν χρειά ζεται να φοβηθεί τη δύναμη αυτού του φωτός. Αλλά η θέα ση είναι ανίκανη να καταγράψει σωστά ό,τι γίνεται αντιλη πτό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μια γραφή που είναι κριτική για τους κριτικούς γίνεται επομένως ένας τρόπος για να στοχαστούμε πάνω στην παράδοξη αποτελεσματικότητα μιας τυφλωμένης θέασης που πρέπει να διορθωθεί μέσα από τις ενοράσεις που αθέλητα παράγει (σσ. 105-106).
Ενδεχομένως φαίνεται πως η αναφορά στη «διόρθωση» της τυ φλωμένης θέασης μέσα από τις ενοράσεις που αυτή παράγει υπαινίσσεται ότι ο ανώτερος κριτικός -στην περίπτωσή μας ο de Man- μπορεί να πετύχει την ενόραση χωρίς την τυφλότητα, διορθώνοντας τα λάθη και μετατρέποντάς τα σε αλήθεια* όταν όμως επεκτείνει το ίδιο μοντέλο στην ανάγνωση του Rousseau από τον Derrida, ο de Man ξεκαθαρίζει ότι τα μοντέλα της τυ φλότητας και της ενόρασης θα πρέπει να γίνουν αντιληπτά σαν να εφαρμόζονται στις πλέον προσεκτικές και πονηρές αναγνώ σεις, ακόμα και σε εκείνες που διορθώνουν αποφασιστικά την τυφλότητα προγενέστερων αναγνώσεων. «Ο καλύτερος σύγχρο νος ερμηνευτής του Rousseau» γράφει ο de Man «χρειάστηκε να βγει από το δρόμο του για να μην τον καταλάβει» (σ. 135). Οι λα μπρές ενοράσεις της ανάγνωσης του Rousseau από τον Derrida κατέστησαν δυνατές από τη λανθασμένη ταύτιση του Rousseau με μια περίοδο στην ιστορία της δυτικής σκέψης και, επομένως, με τη μεταφυσική εκείνης της περιόδου. «Προβάλλει στον Rousseau μια μεταφυσική της παρουσίας, η οποία μπορεί στη συνέχεια να αποδειχτεί ότι δεν λειτουργεί ή ότι εξαρτάται από
446
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
την υπονοούμενη δύναμη της γλώσσας που την εξαρθρώνει και την αποκόπτει από τα θεμέλιά της» (σ. 119). Η ανάγνωση του Rousseau από τον Derrida είναι, σε τελική ανάλυση, συγκρίσιμη με την ανάγνωση του Holderlin από τον Heidegger: «η ντερινταϊκή εκδοχή αυτής της παρανόησης έρχεται πιο κοντά από κά θε προγενέστερη εκδοχή στην πραγματική δήλωση του Rousseau, γιατί επιλέγει ως σημείο μέγιστης τυφλότητας την περιοχή της μεγαλύτερης διαύγειας: τη θεωρία της ρητορικής και τις αναπό φευκτες συνέπειές της» (σ. 136). Η αναφορά του de Man στις προγενέστερες αναγνώσεις δια θέτει μια σειρά από σημαντικά γνωρίσματα. Πρώτον, είναι εντυπωσιακή η έμφαση που δίνει στην αλήθεια και το λάθος- δεν τίθεται καν ζήτημα να προσπαθήσει να σταθεί πέρα και πάνω από το παιχνίδι της αλήθειας και του ψεύδους και να αναγνωρί σει σε καθεμία από τις ανταγωνιστικές γνώμες μια κάποια εγκυρότητα χάριν πλουραλισμού, όπως συμβαίνει με την αναφορά του Miller στις ανταγωνιστικές θέσεις που άνετα εμπεριέχονται στη δυτική παράδοση. Παρόμοιες απόπειρες να αποφευχθεί η αλήθεια και το ψεύδος θεωρούνται άστοχες και «δεν είναι νοη τή καμία ανάγνωση στην οποία δεν κατέχει πρωτεύουσα θέση το ζήτημα της αλήθειας ή του ψεύδους» («Forward»/«Πρόλογος», σ. xi). Ενώ ο Derrida προτιμά την καχυποψία και τη λοξοδρόμη ση, ο de Man γράφει με πιο παραδοσιακά κριτικό τρόπο διαβεβαιώνοντάς μας σε διδακτικό τόνο πως ό,τι ισχυρίζεται είναι αλήθεια και συμβόυλεύοντάς μας με αυτοπεποίθηση σχετικά με το τι λένε τα κείμενα, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζει -όπως γνωρί ζουν πάντοτε οι κριτικοί παρότι ελπίζουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και διαφορετικά- ότι η χρονικότητα της
ΑΠΟΔΟΜΗΤΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
447
ανάγνωσης και της κατανόησης υποβάλλει κάθε δήλωση σε επανανάγνωση και την εκθέτει ως λανθασμένη. Όσοι κριτικοί βρί σκουν ενοχλητική την αγέρωχη σιγουριά του de Man υποστηρί ζουν πως, αφού αναγνωρίζει την τυφλότητα, θα έπρεπε να είναι μετριοπαθέστερες και οι δικές του διαβεβαιώσεις· δεν καταλα βαίνουν όμως ότι οι κριτικές διαβεβαιώσεις δεν θα πάψουν να ισχυρίζονται ότι λένε την αλήθεια, όσο περικυκλωμένες κι αν εί ναι με επιφυλάξεις και δηλώσεις μετριοπάθειας. Δεύτερον, ενώ έμμεσα διατείνεται ότι παρουσιάζει την ενό ραση την οποία διάφοροι πέτυχαν μέσα από τα λάθη τους, ο de Man εντοπίζειτη δομή στην οποία εντάσσεται ο δικός του λόγος. Με τον ίδιο τρόπο που η ανάγνωση του Rousseau από τον Derrida δίνει στον de Man τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον Rousseau για να εντοπίσει τις παραναγνώσεις του Derrida, έτσι και η αναφορά του de Man σε αυτούς θα δώσει την ευκαιρία σε μεταγενέστερους κριτικούς να χρησιμοποιήσουν τον Derrida και τον Rousseau εναντίον του de Man. Πρόκειται για μια περί πλοκη κατάσταση, η οποία δεν γίνεται απολύτιος κατανοητή. Έχουμε συχνά την τάση να αρνούμαστε ότι κάθε ανάγνωση διέπεται από ένα ιδιαίτερο καθεστώς που την εξουσιοδοτεί να κρί νει μια άλλη: η ανάγνωση που ισχυρίζεται ότι διορθώνει μια προγενέστερη ερμηνεία είναι απλώς μια άλλη ανάγνωση. Σε άλ λες περιπτώσεις, όμως, θέλουμε να ισχυριστούμε ότι μια συγκε κριμένη ανάγνωση διέπεται από ένα προνομιακό καθεστώς και μπορεί να εντοπίσει τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες άλλων αναγνώσεων. Και οι δύο αυτές απόψεις προϋποθέτουν ένα αχρονικό πλαίσιο - μια ανάγνωση είτε είναι είτε δεν είναι σε θέ ση λογικής υπεροχής ως προς άλλες αναγνώσεις. Γεγονός είναι
448
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
όμως, όπως δείχνουμε όταν είμαστε και οι ίδιοι τόσο εμπλεγμένοι, ότι η ερμηνεία λαμβάνει χώρα σε ιστορικές καταστάσεις που είναι εν μέρει δημιούργημα προγενέστερων αναγνώσεων και λειτουργεί πλαισιώνοντας ή μετατοπίζοντας αυτές τις ανα γνώσεις, την τυφλότητα ή την ενόραση των οποίων είναι ως εκ τούτου σε θέση να κρίνει. Οι πιο ευέλικτες αναγνώσεις συχνά αποδεικνύονται ικανές να χρησιμοποιήσουν το κείμενο για να δείξουν σε ποια σημεία οι προγενέστερες αναγνώσεις έκαναν λάθος και επομένως να προχωρήσουν σε παρατηρήσεις σχετικά με τα όρια της μεθόδου τους ή τη σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική τους. Όπως σημειώνει ο de Man σε μια εισαγωγή του στην κριτική του Hans-Robert Jauss, «ο ορίζοντας της μεθο δολογίας του Jauss, όπως και κάθε μεθοδολογίας, έχει όρια τα οποία δεν είναι προσβάσιμα στα δικά του αναλυτικά εργαλεία». Γενικότερα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι διακρίσεις με ταξύ αλήθειας και ψεύδους, τυφλότητας και ενόρασης, ή ανά γνωσης και παρανάγνωσης παραμένουν καίριες, αλλά δεν βασί ζονται σε πρακτικές που θα μας επέτρεπαν να συγκροτήσουμε οριστικά την αλήθεια ή την ενόραση της δικής μας ανάγνωσης. Τρίτον, η αναφορά του de Man στη σχέση μεταξύ αναγνώ σεων και προγενέστερων αναγνώσεων του δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσει να συμμετέχει σε μία από τις παραδοσιακότερες δραστηριότητες της λογοτεχνικής κριτικής, πιο συγκεκριμένα να εξυμνεί τις ενοράσεις και τα επιτεύγματα των μεγάλων κει μένων του παρελθόντος. «Όσο πιο αμφίσημο είναι το αρχικό εκφοδνημα» γράφει ο de Man «τόσο πιο ομοιογενές και οικου μενικό είναι το μοτίβοτου επίμονου λάθους στους επιγόνους και τους σχολιαστές του» (Τυφλότητα και ενόραση, σ. 111). Κατά την
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
449
ανάγνωση των σπουδαιότερων κειμένων, η τυφλότητα μεταβι βάζεται από το συγγραφέα στους αναγνώστες. «Επομένως, το γεγονός ότι υπάρχει μια ιδιαίτερα πλούσια και παράδοξη παρά δοση όσον αφορά τους συγγραφείς που θα ήταν θεμιτό να αποκληθούν οι πλέον πεφωτισμένοι δεν είναι τυχαίο, αλλά αποτελεί συστατικό κάθε λογοτεχνίας· στην πραγματικότητα συγκροτεί τη βάση της λογοτεχνικής ιστορίας» (σ. 141). Όσο σπουδαιότερο είναι το κείμενο, τόσο περισσότερο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποσυναρμολογηθούν οι αναπόφευκτες παραδοξολογίες των προγενέστερων αναγνώσεων. Ο κριτικός μάλιστα, όταν χει ρίζεται τέτοια κείμενα, «βρίσκεται στην πλεονεκτικότερη κριτι κή θέση: [...] ασχολείται με ένα συγγραφέα τόσο ευκρινή όσο η γλώσσα τον αφήνει να είναι, ο οποίος, για τον ίδιο ακριβώς λό γο γίνεται αντικείμενο συστηματικής παρανάγνωσης· τα ίδια τα κείμενα του συγγραφέα, που ερμηνεύονται με καινούργιο τρό πο, μπορούν τότε να στραφούν εναντίον των πιο ταλαντούχων από τους παραπλανημένους ερμηνευτές ή επιγόνους του» (σ. 139). Ο Nietzsche, ο Rousseau, ο Shelley, ο Wordsworth, ο Baudelaire και ο Holderlin εξυμνούνται για τις -έστω και αρνη τικές- αλήθειες που λένε τα έργα τους. Τέταρτον, ο απολογισμός του de Man αντιπροσωπεύει την αναπόδραστη επαναληπτικότητα της κριτικής διαδικασίας. Όπως ακριβώς η Ζυλί δεν μπορεί να μην επαναλάβει τις τροπολογικές κινήσεις που έχει τόσο ξεκάθαρα αποκηρύξει, έτσι και ο κριτικός που έχει την ικανότητα να ανιχνεύει την τυφλότητα των προγενέστερων αναγνώσεων (συμπεριλαμβανομένων, κά ποτε, και των δικών του προγενέστερων αναγνώσεων) θα κάνει κι αυτός με τη σειρά του παρόμοια λάθη. Συζητώντας, στιςΑλλη-
4 5°
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γορίεςτης ανάγνωσης, τις παραδοσιακές αναγνώσεις των πολι
τικών και αυτοβιογραφικών κειμένων του Rousseau, ο de Man σημειώνει ότι «η ρητορική ανάγνωση ξεπερνά αυτές τις πλάνες, καθώς αναφέρεται, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, στις προβλέ ψιμες εμφανίσεις τους» (σ. 258)· αυτή η προβλεψιμότητα όμως έχει σε κάποιο βαθμό να κάνει με την ανάλυση που φέρνει στην επιφάνεια τις προγενέστερες πλάνες. «Δεν χρειάζεται καν να πούμε ότι και αυτή η ερμηνεία θα εγκλωβιστεί με τη σειρά της στη δική της μορφή τυφλότητας»: αυτό είναι το βασικό επιχείρη μα στο Τυφλότητα και ενόραση (σ. 139). Οι Αλληγορίες της ανάγνωσης προχωρούν όμως ακόμα πα ραπέρα: περιγράφουν πώς μια αποδομητική ανάγνωση, μια ανάγνωση δηλαδή η οποία εντοπίζει τα λάθη που έχει διαπράξει η παράδοση και δείχνει ότι το ίδιο το κείμενο εκθέτει τις θε μελιώδεις έννοιές του ως τροπολογικές παραδοξότητες, αμφι σβητείται και εκείνη με τη σειρά της από την ίδια της τη συνέ χεια όπου το κείμενο σκιαγραφεί μια αλληγορία της μη ανα γνωσιμότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι όροι «τυφλότητα» και «ενόραση» -με τις αναφορές τους σε πράξεις και αποτυχίες της αντίληψης- παύουν να εμφανίζονται, αφού στους όρους αυτούς εμπερικλείονται όψεις της γλώσσας και ιδιότητες του λόγου που διασφαλίζουν ότι τα κριτικά κείμενα, όπως και άλλων ει δών κείμενα, θα καταλήξουν κάνοντας αυτό που ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να γίνει, ξεπερνώντας ή χάνοντας αυτό που δη λώνουν εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι το δηλώνουν. Μι λώντας για τον Rousseau, ο de Man δίνει έμφαση στις μηχανι κές και αδήριτες διαδικασίες της γραμματικής και της οργάνω σης του λόγου, σε παρατηρήσεις που εφαρμόζονται επίσης σε
ΑΠ0Δ0ΜΗΤ1ΚΗ Κ Ρ ΙΤ ΙΚ Η
45 ΐ
κριτικές απόπειρες να χειραγωγηθούν τα κείμενα του Rousseau. Το Κοινωνικό συμβόλαιο , παραδείγματος χάριν, υποσκάπτει τις υποσχέσεις του κι όμως υπόσχεται πολλά. Η επαναφορά της υπόσχεσης, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη δειχθεί ότι είναι αδύνατη, δεν συμβαίνει κατά την κρίση του συγγραφέα [...]. Η εκπληκτική αποτελεσματικότητα του κειμένου οφείλεται στο ρητορικό μοντέλο του οποίου αποτελεί μια εκδοχή. Το μοντέλο αυτό είναι ένα γλωσσικό γεγονός και ο Rousseau δεν έχει κανένα έλεγχο πάνω του. Όπως και κάθε άλλος αναγνώστης, έτσι κι αυτός είναι κα ταδικασμένος να παραναγνώσει το κείμενό του ως υπόσχε ση μιας πολιτικής αλλαγής. Το λάθος δεν βρίσκεται στον αναγνώστη* η ίδια η γλώσσα αποσυνδέει τη γνώση από την πράξη. Die Sprache verspricht (sich) (Η γλώσσα υπόσχε ται)· στο βαθμό που είναι αναπόφευκτα παροδηγητική, η γλοοσσα είναι καταδικασμένη να μεταφέρει την υπόσχεση της ίδιας της της αλήθειας (σσ. 276-277).
Η παρανάγνωση είναι εδώ το επαναλαμβανόμενο αποτέλεσμα της προβληματικής σχέσης ανάμεσα στην επιτελεστική και τη δηλωτική λειτουργία της γλώσσας. Η άβολη κατάσταση την οποία περιγράφουμε -μια κατά σταση στην οποία η παρανάγνωση είναι ταυτόχρονα ένα λάθος που πρέπει να καταδειχθεί και η αναπόφευκτη μοίρα της ανά γνωσης- ανακύπτει με δραματικό τρόπο στο συμπέρασμα του «Παραμορφωμένου Shelley», όπου ο de Man χρησιμοποιεί το κείμενο ταυτόχρονα για να χαρακτηρίσει τις άλλες αναγνώσεις ως λάθη και για να δηλώσει τον τρόπο με τον οποίο το δικό του κείμενο οφείλει οπωσδήποτε να συμπεριληφθεί σε εκείνα που έχει αποκηρύξει. Δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακός τρόπος για να
452
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
κλείσουμε τη συζήτησή μας σχετικά με την αποδομητική κριτική από αυτό το απόσπασμα το οποίο κατ’ επανάληψη συμπεριλαμ βάνει τον εαυτό του στις αναπόφευκτες διαλείψεις τις οποίες αποκηρύσσει. Ο de Man συζητά τον τρόπο με τον οποίο, όταν διαβάζουμε τη ρομαντική λογοτεχνία, αισθητικοποιούμε τα αποσπάσματα και τις αναπαραστάσεις του θανάτου, μετασχηματίζοντας καθετί νεκρό σε ιστορικό και αισθητικό μνημείο. «Μια τέτοια μνημειοποίηση διόλου δεν είναι μια αναπόφευκτα αφελής ή φευγαλέα χειρονο μία και σίγουρα δεν είναι μια χειρονομία που θα μπορούσαμε να προσποιηθούμε ότι αποφεύγουμε να κάνουμε». Είτε είναι απο τυχημένη, είτε επιτυχημένη, αυτή η χειρονομία γίνεται μια πρόκληση στην κατανόηση που πάντοτε απαιτεί να δια βαστεί εκ νέου. Και διαβάζω σημαίνει κατανοώ, αμφισβη τώ, γνωρίζω, ξεχνώ, εξαλείφω, παραμορφώνω, επαναλαμ βάνω - με άλλα λόγια αποτελείτη συνεχή προσωποποίηση μέσω της οποίας αποδίδεται στους νεκρούς ένα πρόσωπο και μια φωνή που μιλά για την αλληγορία του θανάτου τους και επιτρέπει και σε εμάς με τη σειρά μας να απευθυνθού με σε αυτούς. Καμία γνώση, σε όποιο βαθμό κι αν βρίσκε ται, δεν μπορεί ποτέ να σταματήσει αυτή την τρέλα, γιατί αυτή είναι η τρέλα των λέξεων. Αφελές Θα ήταν να πιστέ ψουμε ότι αυτή η στρατηγική, που δεν είναι η δική μας στρατηγική ως υποκειμένων δεδομένου ότι είμαστε προϊό ντα της μάλλον παρά αίτιά της, μπορεί να αποτελέσει πηγή κάποιας αξίας και θα πρέπει κατά περίπτωση να επαινεθεί ή να απαξιωθεί. Οποτεδήποτε προκύψει αυτή η πεποίθηση -και προκύ πτει συνεχώς- οδηγεί σε μια παρανάγνωση που μπορεί και πρέπει να απαλειφθεί, σε αντίθεση με την αναγκαστική
Α ΠΟΔ ΟΜ ΗΤ ΙΚΗ Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
453
«λήθη» που θ εμ α το π ο ιείτα ι αναλυτικ ά στο π οίη μ α του Shelley και τοπ οθετείται π έρ α α π ό το καλό κ α ί το κακό.
Δεν θα ήταν και πολύ χρήσιμο να απαριθμήσουμε και να κατηγοριοποιήσουμε τις διάφορες μορφές και τα ποικίλα ονόματα που προσλαμβάνει αυτή η πεποίθηση στην πα ρούσα κριτική και λογοτεχνική σκηνή. Λειτουργεί με μο νότονα προβλέψιμο τρόπο, τόσο μέσα από την ιστορικοποίηση και την αισθητικοποίηση των κειμένων όσο και μέ σα από τη χρήση τους, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε αυ τό το δοκίμιο, μια και η επιβεβαίωση των μεθοδολογικών ισχυρισμών της καθιστά αυτή την πεποίθηση ακόμα πιο ευσεβή, αρνούμενη την ευσέβειά της. Οι απόπειρες να ορίσουμε, να κατανοήσουμε ή να σκιαγραφήσουμε το ρο μαντισμό σε σχέση με εμάς τους ίδιους και σε σχέση με άλ λα λογοτεχνικά κινήματα είναι μέρος της ίδιας αυτής αφε λούς πεποίθησης. Ο θρίαμβος της ζωής μάς προειδοποιεί ότι τίποτε και ποτέ, είτε πρόκειται για πράξη, είτε για λέ ξη, σκέψη ή κείμενο, δεν συμβαίνει σε σχέση, θετική ή αρ νητική, με οτιδήποτε προηγείται, έπεται ή υφίσταται κά που αλλού, αλλά μόνο ως ένα τυχαίο γεγονός η δύναμη του οποίου, όπως και η δύναμη του θανάτου, οφείλεται στην τυχαιότητα της εμφάνισής του. Μας προειδοποιεί επίσης σχετικά με το γιατί και με το πώς αυτά τα γεγονότα μπο ρούν να επανενταχθούν στο ιστορικό και αισθητικό σύ στημα της επανάκαμψης, το οποίο επαναλαμβάνεται παρά το γεγονός ότι έχει διαπιστωθεί η πλάνη του («Παραμορ φωμένος Shelley», σσ. 68-69).
Αν μη τι άλλο, αποσπάσματα σαν κι αυτό θα έπρεπε να αποτελοΰν μια ένδειξη για το γεγονός ότι όσοι κριτικοί γράφουν για «τον ηδονιστικά προσανατολισμένο φορμαλισμό των κριτικών του Yale» παγιδεύονται σε ένα σχήμα συστηματικής παρανά-
454
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γνώσης7. Είναι δύσκολο να φανταστούμε κάποιον κριτικό που να ασχολείται πιο επίμονα με την αλήθεια και τη γνώση την ώρα που βρίσκεται αντιμέτωπος με δομές που θα μετέτρεπαν την άρ νηση της αλήθειας και της γνώσης σε ελκυστική εναλλακτική λύ ση. Αλλά αυτό το απόσπασμα δείχνει ξεκάθαρα και μία από τις πιο προβληματικές όψεις της αποδομητικής κριτικής: το γεγονός πως ό,τι λένε τα κείμενα σχετικά με τη γλώσσα, τα κείμενα, την άρθρωση, την τάξη και την εξουσία εκλαμβάνεται ως αλήθεια σχετικά με τη γλώσσα, τα κείμενα, την άρθρωση, την τάξη και την εξουσία. Αν Ο θρίαμβος της ζωής στην πραγματικότητα μας ειδοποιεί ότι τίποτε ποτέ δεν συμβαίνει σε κάποια σχέση με οτι δήποτε άλλο, για ποιο λόγο θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι κάτι τέτοιο αληθεύει; Ο αποδομητικός κριτικός συχνά κατηγορείται ότι μεταχειρίζεται το υπό ανάλυση κείμενο σαν να πρόκειται για ένα εντελώς αυτο-αναφορικό παιχνίδι μορφών χωρίς καμία γνωστική, ηθική ή αναφορική αξία· αυτό όμως θα μπορούσε να είναι άλλο ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο, όπως λέει ο de Man, ένας πραγματικά σύγχρονος συγγραφέας «με παθο λογικό τρόπο θα παρερμηνευτεί και θα υπεραπλουστευτεί και θα αναγκαστεί να πει το αντίθετο από αυτό που πραγματικά εί πε» (Τυφλότητα και ενόραση, σ. 186). Γιατί, στην πραγματικότη τα, οι αποδομητικές αναγνώσεις παίρνουν μακροπρόθεσμα μα θήματα από τα κείμενα που διαβάζουν. Οι Αλληγορίες της ανά-
7.
L e n t r i c c h i a Frank, Μετά τη Νέα Κριτική , σ. 176. Ο Lentricchia μιλά επίσης για έναν «νέο ηδονισμό» που υφέρπει «διεστραμμένα» στο έργο του Hartman, του Miller και του de Man, οι οποίοι κατά τη γνώμη του συγκροτούν μια σχολή (σ. 169).
Α ΠΟΔ ΟΜ ΗΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
455
γνώσης διαβάζουν τα κείμενα του Rousseau σαν αυτά να μας λέ
νε την αλήθεια για έναν μεγάλο κύκλο θεμάτων. Αυτό που μας λέει ο Λόγος περί ανισότητας, και πρόκειται γι’ αυτό ακριβώς το ζήτημα που οι κλασικές ερμηνείες του Rousseau αρνήθηκαν πεισματικά να ακοΰσουν οτιδήποτε, είναι το γεγονός ότι η πολιτική μοίρα του ανθρώπου δομεί ται από ένα γλωσσικό μοντέλο, που υπάρχει ανεξάρτητα από τη φύση και ανεξάρτητα από το υποκείμενο, και ταυτό χρονα προκύπτει από αυτό: συμπίπτει με την τυφλή μεταφορικοποίηση που ονομάζεται «πάθος» και αυτή η μεταφορικοποίηση δεν είναι μια εμπρόθετη πράξη [...]. Αν η κοινω νία και η εξουσία προκύπτουν από μια ένταση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη γλώσσα του, τότε δεν είναι ούτε φυσι κές (καθώς εξαρτώνται από μια σχέση ανάμεσα στον άν θρωπο και τα πράγματα), ούτε ηθικές (καθώς εξαρτώνται από τη σχέση μεταξύ ανθρώπων), ούτε θεολογικές δεδομέ νου ότι η γλώσσα δεν γίνεται αντιληπτή ως υπερβατική αρ χή αλλά ως η δυνατότητα του απρόοπτου λάθους. Το πολιτι κό στοιχείο γίνεται επομένως βάρος για τον άνθρωπο, παρά ευκαιρία [...] (σσ. 156-157).
Τα συμπεράσματα σχετικά με τη γνώση, τις πράξεις ομιλίας, την ενοχή και το εγώ παρουσιάζονται με τον ίδιο λίγο πολύ τρόπο και σε άλλα δοκίμια: ως αλήθειες που διατυπώνονται, προτείνονται ή ενεργοποιούνται στα κείμενα του Rousseau. Και οι αποδομητικές αναγνώσεις τείνουν να ανακαλύπτουν δηλώσεις όχι σχετικά με αυτό που ενδέχεται να συμβεί ή που συχνά συμβαίνει, αλλά σχετικά με αυτό που πρέπει να συμβεί. Το Μ πίλν Μπαντ δεν μας δείχνει πώς η εξουσία θα μπορούσε να λειτουργήσει* «ο Melville δείχνει στο Μ πίλν Μ παντ ότι η εξουσία συνίσταται ακριβώς στην αδυναμία της να συμπεριλάβει τα αποτελέσματα
456
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
της ίδιας της εφαρμογής της» (Johnson, Η κριτική διαφορά, σ. 108). Και πράγματι, για την Johnson, η εξουσία που περιγράφεται στο Μ πίλν Μ παντ φθάνει τόσο μακριά ώστε οι βλέψεις της να διατυπώνονται ως αναγκαιότητες: «η έννομη τάξη, η οποία επιχειρεί να υποτάξει την “κτηνώδη δύναμη” σε “μορφές, σε μετρημένες μορφές”, μπορεί μόνο να απαλείψει τη βία μετατρέποντάς την τελικά σε εξουσία. Και η γνώση, η οποία ίσως ξε κινά ως δυναμικό παιχνίδι ενάντια στο παιχνίδι της εξουσίας, μπορεί μόνο να αυξηθεί μέσα από τη δική της ανάπτυξη, μέσα από την ευρύτητα αυτού επί του οποίου επιχειρεί να κυριαρχή σει» (σσ. 108-109, εγώ υπογραμμίζω). Σε πολλές περιπτώσεις, τόσο ο κριτικός όσο και το κείμενο παρουσιάζουν ισχυρά επιχειρήματα σχετικά με τις αλήθειες που προέρχονται από το κείμενο· μερικές φορές εξηγούν ποια ανα γκαιότητα κάνει την αλήθεια να ισχύει για το σύνολο της γλώσ σας, για όλες τις πράξεις ομιλίας, όλα τα πάθη, όλη τη γνώση. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως συμβαίνει με την αναφορά του de Man στην προειδοποίηση που απευθύνει Ο θρίαμβος της ζωής, δεν μπορούμε ούτε καν να φανταστούμε με ποιο τρόπο ο κριτικός θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει σχετικά με την υπό συζήτηση αλήθεια, όπως, παραδείγματος χάριν, συμβαίνει με τον ισχυρι σμό ότι τίποτε ποτέ δεν συμβαίνει σε σχέση με οτιδήποτε προη γείται, έπεται, ή υπάρχει αλλού- οδηγούμαστε έτσι στην υποψία ότι μια κάποια πίστη τόσο στο κείμενο όσο και στην αλήθεια των πλέον θεμελιωδών και εκπληκτικών συνεπαγωγών του συνιστά την τυφλότητα που καθιστά δυνατές τις ενοράσεις της αποδομητικής κριτικής ή μια μεθοδολογική αναγκαιότητα που δεν μπο ρεί να δικαιολογηθεί αλλά γίνεται ανεκτή χάρη στην ισχύ των
ΑΠΟ ΔΟ ΜΗ ΤΙΚ Η Κ Ρ Ι Τ Ι Κ Η
457
αποτελεσμάτων της. Ο στρατηγικός ρόλος αυτής της δέσμευσης ως προς την αλήθεια του κειμένου, όταν αυτό διαβάζεται εξα ντλητικά, αναμφισβήτητα μας βοηθά να εξηγήσουμε γιατί η αμε ρικανική αποδομητική κριτική επικεντρώθηκε στους μείζονες συγγραφείς του κανόνα: αν μια τέτοια ανάλυση προϋποθέτει ότι η αλήθεια θα προκύψει μέσα από μια επινοητική και δραστήρια ανάγνωση, τότε αισθανόμαστε λιγότερο έντονα την ανάγκη να υπερασπιστούμε αυτή την προϋπόθεση όταν διαβάζουμε Wordsworth, Rousseau, Melville ή Mallarme, παρά όταν διαβά ζουμε συγγραφείς εκτός του κανόνα. Η φήμη ότι η αποδομητική κριτική δυσφημεί τη λογοτεχνία και μαζί επαινεί τους ελεύθε ρους συνειρμούς των αναγνωστών και απαλείφει το νόημα και την αναφορικότητα μοιάζει κωμικά εξωφρενική όταν εξετάσου με μερικά μόνο από τα πολλά παραδείγματα αποδομητικής κρι τικής. Ίσως αυτή η φήμη να είναι πιο κατανοητή ως άμυνα απέ ναντι στους ισχυρισμούς περί γλώσσας και κόσμου, τους οποίους αυτοί οι κριτικοί αποκαλύπτουν στα κείμενα που μελετούν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
A b rah am
Nicolas - T o r o k Maria, Cryptonymie: Le Verbierde Thomme
aux loups, Paris, Aubier-Flammarion, 1976. Σχετικά με τις σημαίνουσες πολύγλωσσες ακολουθίες του Λυκανθρώπου, με πρόλογο του Derrida. ----- , L Ecorce et le noyau, Paris, Aubier-Flammarion, 1978* αγγλική μετάφραση των σσ. 203-226: «The Shell and the Kernel», Diacritics 9:1 (1979) 16-28. Ψυχαναλυτικά δοκίμια. A b ram s
Μ. H., «The Deconstructive Angel», Critical Inquiry 3 (1977)
425-438. Κριτική της αποδόμησης στα πλαίσια μιας συζήτησης με τον J. Hillis Miller. ----- , «How to Do Things with Texts», Partisan Review 46 (1979) 566588. Σχετικά με τους νέους τρόπους ανάγνωσης που προτείνουν ο Derrida, ο Fish και ο Bloom. ----- , The Mirror and the Lamp: Romantic Theory and the Critical Tradition, New York, Oxford University Press, 1953* Ο καθρέφτης και το φως. Ρομαντική θεωρία και κριτική παράδοση, μτφρ. Ά. Μπερλής, Αθήνα, Κριτική («Γλώσσα, Θεωρία, Πράξη»), 2001. A d a m s M aurianne, «Jane Eyre: W o m a n ’s E state», στο E d w a r d s L ee D ia m o n d A rlyn (ε π ιμ .), The Authority o f Experience, A m h erst, U niversity o f M assachusetts Press, 1977, σσ. 137-159. A g a c in s k i
Sylviane, Aparte: conceptions et morts de Sd>ren Kierkegaard,
Paris, Aubier-Flammarion, 1977. Μια ντερινταϊκή ανάλυση. A ltie r i
Charles, A ct and Quality: A Theory o f Literary Meaning and
Humanistic Understanding, Amherst, University of Massachusetts Press, 1981. Βασισμένο σε κείμενα φιλοσοφίας της γλώσσας. 459
460
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
----- , «Wittgenstein on Consciousness and Language: A Challenge to Derridean Literary Theory», Modem Language Notes 91 (1976) 13971423. A r a c Jonathan κ.ά., The Yale Critics: Deconstruction in Am erica,
Minneapolis, University of Minnesota Press, 1983. Δοκίμια που δί νουν έμφαση στην πρώιμη εργασία των de Man, Hartman, Miller και Bloom. A r g y r o s Alexander, «Daughters of the Desert», DiacHtics 10:3 (1980)
27-35. Σχετικά με τα Έμβολα (Eperons) του Derrida. A u s t in J. L., H o w to Do Things with Words, Cambridge Mass., Harvard
University Press, 1975* Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, μτφρ. Α. Μπίστης, επιμ. Χάρης Χρόνης, Αθήνα, Εστία, 2003. ----- , Philosophical Papers, London, Oxford University Press, 1970. B a h t i Timothy, «Figures of Interpretation; The Interpretation of
Figures: A Reading of Wordsworth’s “Dream of the Arab”», Studies in Romanticism 18 (1979) 601-628. B a r t h e s Roland, «Analyse textuelle d’un conte d’Edgar Poe», στο C h a b r o l Claude (επιμ.), Sim iotique narrative et textuelle, Paris,
Larousse, 1973 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 1653-1676· «Textual Analysis of Poe’s “Valdemar”», στο Y o u n g Robert, Untying the Text, London, Routledge & Kegan Paul,
1981, σσ. 133-161. Συνεχίζει την ανάλυση των κωδίκων που ξεκίνη σε στο 5/Ζ. ----- , Critique et νέήίέ, Paris, Seuil, 1966 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 15-51. To δεύτερο μέρος ορίζει μια ποιητική του δομισμού. ----- , Essais cntiques, Paris, Seuil, 1964 και στο Oeuvres completes I (19421965), Paris, Seuil, 1993, σσ. 1165-1375* Critical Essays, Evanston, Northwestern University Press, 1972. ----- , Image, Music, Text, New York, Hill & Wang, 1977* Εικόνα - Μ ου σ ική -Κ είμ ενο, μτφρ. Γ. Σπανός, Αθήνα, Πλέθρον, 22001. Συμπερι
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
461
λαμβάνονται μερικά κλασικά δοκίμια που δεν περιλαμβάνονται στη γαλλική έκδοση. ----- , «Introduction a Γanalyse structurale du recit», Communications 8 (1966) 1-27 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 74-103· «Introduction to the Structural Analysis of Narratives», στο Image, Music, Text, σσ. 74-124. Πρόγραμμα μιας αφηγη ματολογίας. ----- , Le Plaisirdu texte, Paris, Seuil, 1973 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 1493-1533· The Pleasure o f the Text, New York, Hill & Wang, 1974. Σύντομα κείμενα σχετικά με την ανάγνωση, την ηδονή και το κείμενο. ----- , S/Z, Paris, Seuil, 1970 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 555-742* S/Z, New York, Hill & Wang, 1974. Συστηματική ανάλυση της νουβέλας «Sarrasine» του Balzac. ----- , Systeme de la mode, Paris, Seuil, 1967 και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 129-401. Σχετικά με το σημειακό σύστημα της μόδας. ----- , «Texte, theorie du», στο Encyclopaedia Universalis [U973] και στο Oeuvres completes II (1966-1973), Paris, Seuil, 1994, σσ. 1677-1689. B e a u v o ir Simone de, Le Deuxieme sexe, Paris, Gallimard, 1949· The
Second Sex, New York, Knopf, 1953* To δεύτερο φύλο, Αθήνα, Γλά ρος, 1976. Έ να κλασικό κείμενο για την απελευθέρωση της γυναί κας και τη φεμινιστική κριτική. B le ic h
David, Readings and Feelings, Urbana, National Council of
Teachers of English, 1975. ----- , Subjective Criticism, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978. Μια θεωρία για την κριτική που δίνει έμφαση στην αξία της ανταπόκρισης κάθε αναγνώστη προσωπικά. B lo o m
Harold, The Anxiety of Influence: A Theory o f Poetry, New York,
Oxford University Press, 1973* Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεω ρία της ποίησης, μτφρ. Δ. Δημηρούλης, Αθήνα, Αγρα, 1989.
462
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
----- , Kabbalah and Criticism, New York, Seabury, 1975. Εισάγει καβαλιστικές θεωρίες και τις εφαρμόζει στη θεωρία του σχετικά με την ποιητική παραγωγή. ----- ,Α Map o f Misreading, New York, Oxford University Press, 1975. Αναπτύσσει τις ερμηνευτικές επιπτώσεις του άγχους της επίδρα σης. ----- , Wallace Stevens: The Poems o f Our Climate, Ithaca, Cornell University Press, 1977. Πλήρης ανάπτυξη της θεωρίας του Bloom για την ποίηση. ----- κ.ά., Deconstruction and Criticism, New York, Seabury, 1979. Δ ο κίμια, τα περισσότερα για τον Shelley, από πέντε εκπροσώπους της «Σχολής του Yale»: Bloom, Hartman, de Man, Miller, Derrida. B o o th
Steven, An Essay on Shakespeare’s Sonnets, New Haven, Yale
University Press, 1969. Ερμηνείες που βασίζονται στη γραμμή-μεγραμμή εμπειρία του αναγνώστη. ----- , «On the Value of Hamlet», στο W i m s a t t W .K . (επιμ.), Literary Criticism: Idea and A ct, Berkeley, University of California Press, 1974, σσ. 284-310. Αντιμετωπίζει το συγκεκριμένο θεατρικό έργο ως μια σειρά ενεργειών που κατευθύνουν την κατανόηση του κοινού.
Wayne, Critical Understanding: The Powers and Limits o f Pluralism, Chicago, University of Chicago Press, 1979.
B o o th
B ove
Paul, Destructive Poetics: Heidegger and Modem American Poetry,
New York, Columbia University Press, 1980. Έ να χαϊντεγγεριανό κατηγορώ εναντίον της πρόσφατης κριτικής και μια ανάγνωση των Whitman, Stevens και Olson. B ren km an
John, Culture and Domination, Ithaca, Cornell University
Press, 1987. Δοκίμια για τη λογοτεχνία που προχωρούν σε μια μαρ ξιστική κριτική των ψυχαναλυτικών ερμηνειών και σε μια ψυχανα λυτική κριτική των μαρξιστικών ερμηνειών.
----- , «Narcissus in the Text», Georgia Review 30 (1976) 293-327. Μια κλασική αποδομητική ανάγνωση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
B rooks
4^3
Cleanth,^ Shaping Joy: Studies in the Writer's Craft, London,
Methuen, 1971. ----- , The Well Wrought Urn, New York, Harcourt Brace, 1947. B ro o k s Peter, «Fictions of the Wolfman: Freud and Narrative Understanding», Diacritics 9:1 (1979) 72-83. B r u ttin g
Richard, «EcHture» und «Texte»: Diefranzosische Literaturtheorie
«nach dem Strukturalismus», Bonn, Bouvier Verlag Herbert Grundmann, 1976. B urt
Ellen, «Rousseau the Scribe», Studies in Romanticism 18 (1979)
629-667. Λεπτομερής ανάλυση των προβλημάτων της αυτοβιογρα φίας. C a in
William Ε ., «Deconstruction in America: The Recent Literary
Criticism of J. Hillis Miller», College English 41 (1979) 167-182. C a r r o ll
David, «Freud and the Myth o f Origins», New Literary History
6 (1975)511-528. C ave
Terence, The Comucopian Text: Problems of Writing in the French
Renaissance, Oxford, Clarendon Press, 1979. C h a r le s
Michel, Rhetonque de la lecture, Paris, Seuil, 1977. Αναλύει πι
θανούς και απίθανους ρόλους του αναγνώστη σε διάφορα γαλλικά κείμενα. C h a se
Cynthia, «The Accidents of Disfiguration: Limits to Literal and
Rhetorical Reading in Book V of The Prelude», Studies in Romanticism 18 (1979) 547-566. Ασχολείται με προβλήματα ρητορι κής και αναστοχαστικότητας. ----- , «The Decomposition of the Elephants: Double-Reading Daniel Deronda», PMLA 93 (1978) 215-227. Μια αποδομητική ανάλυση της αφήγησης. ----- , «Oedipal Textuality: Reading Freud’s Reading of Oedipus», DiacHtics 9:1 (1979) 54-68. ----- , «Paragon, Parergon: Baudelaire translates Rousseau», Diacritics 11:2 (1981) 42-51. Συζητά τη διακειμενική ενσωμάτωση.
464
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Cixous Helene, «La Fiction et ses fantomes», Poetique 10 (1972) 199216* αγγλική μετάφραση στο New Literary History 1 (1976) 525-548. Για το «Das Unheimliche» του Freud. ----- , «Le Rire de la Meduse», L ’A rc 61 (1975) 3-54· «The Laugh of the Medusa», Signs 1 (1976) 875-893. Έ να μανιφέστο για τη γυναικεία γραφή. ----- , «Sorties», στο Cixous Helene - C l e m e n t Catherine (επιμ.), La Jeune Nee, Paris, Union generate d’editions, 1979, σσ. 114-275. Κρι τική της αντίθεσης άντρας-γυναίκα. C o ste
Didier, «Trois Conceptions du lecteur», Poitique 43 (1980) 354-
371. C ow ard
Rosalind -
E llis
John, Language and Materialism:
Developments in Semiology and the Theory o f the Subject, London, Routledge & Kegan Paul, 1977. Μια μαρξιστική κριτική και προέ κταση της σημειωτικής και της ψυχανάλυσης. Frederick, «Reductionism and Its Discontents», Critical Inquiry
C rew s
1 (1975) 543-558. To πρόβλημα της αναγωγιμότητας στην ψυχανα λυτική κριτική. C u lle r
Jonathan, Barthes, London-New York, Fontana-Oxford Uni
versity Press, 1983. ----- , Ferdinand de Saussure, London-New York, Fontana-Penguin, 1977. ----- , Flaubert: The Uses o f Uncertainty, Ithaca-London, Cornell University Press-Elek, 1974. ----- , The Pursuit o f Signs: Semiotics, Literature, Deconstruction, IthacaLondon, Cornell University Press-Routledge & Kegan Paul, 1981. —— , Structuralist Poetics: Structuralism, Linguistics, and the Study o f Literature, Ithaca-London, Cornell University Press-Routledge & Kegan Paul, 1975. D a v is
Walter, The A ct o f Interpretation: A Critique of Literary Reason,
Chicago, University of Chicago Press, 1978. Μια μετακριτική διερεΰ-
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
465
νηση τριών τρόπων για να ενοποιηθεί Η αρκούδα (The Bear) του Faulkner. D e M a n Paul, Allegories o f Reading: Figural Language in Rousseau, Nietzsche, Rilke, and Proust, New Haven, Yale University Press, 1979* μερική ελληνική μετάφραση «Σημειολογία και ρητορική», μτφρ. Ν. Καλταμπάνος, Λ όγον Χάριν 1 (1990) 69-85. ----- , «Autobiography as De-facement»,MZJV94 (1979) 919-930. Σχετι κά με τον Wordsworth, τις επιτάφιες επιγραφές και την προσωποποιία. ----- , Blindness and Insight: Essays in the Rhetoric o f Contemporary Criticism, New York, Oxford University Press, 1971* μερική ελληνι κή μετάφραση: «Μορφή και πρόθεση στην αμερικανική Νέα Κρι τική», Π λανόδιον 13 (1990) 519-531. Σχετικά με τον Derrida, τον Blanchot, τους Νέους Κριτικούς κ.ά. ----- , «The Epistemology of Metaphor», Critical Inquiry 5 (1978) 13-30· Επιστημολογία της μεταφοράς - Ανθρωπομορφισμός και τρόπος στηλνρική ποίηση, μτφρ. Κ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, Άγρα, 1990. ----- , «Les Exegeses de Holderlin par Martin Heidegger», Critique 11 (1955) 800-819. ----- , «Forward», στο J a c o b s Carol (επιμ.), The Dissimulating Harmony, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978, σσ. viixiii. Μια δήλωση για την κριτική ανάγνωση. ----- , «Hypogram and Inscription: Michael Riffaterre’s Poetics of Reading», Diacritics 11:4 (1981) 17-35. ----- , «Introduction», Studies in Romanticism 18 (1979) 495-499. Σχόλια στα άρθρα του τόμου σχετικά με τη «Ρητορική του ρομαντισμού». ----- , «Introduction», στο J a u ss Hans-Robert, Towards an Aesthetics o f Reception, Minneapolis, University of Minnesota Press, 1982. Εντο πίζει τα όρια της μεθόδου του Jauss. ----- , «Literature and Language: A Commentary», New Literary History 4 ( 1972) 181- 192.
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
466
----- , «Pascal’s Allegory of Persuasion», σ τ ο G r e e n b l a t t Stephen (επιμ.), Allegory and Representation, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1981, σσ. 1-25. ----- , «The Resistance to Literary Theory», Yale French Studies 63 (1982) 3-20* συναφείς ελληνικές μεταφράσεις: «Η αντίσταση στη θεωρία» και «Η επιστροφή στη φιλολογία», μτφρ. Δ. Καψάλης, Λ όγον Χάριν 1 (1990) 47-67 και 87-93. Μια ευρεία δήλωση για τη θεω ρία και τις προοπτικές της. ----- , «The Rhetoric of Temporality», στο S i n g l e t o n Charles (επιμ.), Intepretation: Theory and Practice, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1969, σσ. 173-209. Έ να δοκίμιο σχετικά με το συμ βολισμό και την αλληγορία στο ρομαντισμό, το οποίο άσκησε ση μαντική επίδραση. ----- , «Shelley Disfigured», στο B l o o m Harold κ.ά. (επιμ.), Decon struction and Criticism, New York, Seabury, 1979, σσ. 39-74. ----- , «Sign and Symbol in H egel’s Aesthetics», Critical Inquiry 8 (1982). D e r r id a
Jacques, «L’age de Hegel», στο GREPH, Qui a peur de la
philosophie ?, Paris, Flammarion, 1977, σσ. 73-107. Μια συζήτηση της προσέγγισης του Hegel στη διδασκαλία της φιλοσοφίας. ----- , «L’Archeologie du frivole». Εισαγωγή στο C o n d i l l a c , Essai sur Torigine de la connaissance humaine, Paris, Galilee, 1973’ L ’A rchiologie du frivole, Paris, Gonthier, 1976* The Archaeology of the Frivolous: Reading Condillac, Pittsburgh: Duquesne University Press, 1981. ----- , «Avoir l’oreille de la philosophie», στο F in a s Lucette κ.ά., Ecarts: Quatre essais a propos de Jacques Derrida, Paris, Fayard, 1973, σσ. 301-312. Μια διαυγής, γενικού περιεχομένου συνέντευξη. —— , La Carte postale: De Socrate a Freud et au-dela, Paris, Flammarion, 1980* αγγλικές μεταφράσεις: «The Purveyor of Truth», Yale French Studies 52 (1975) 31-114· «Speculating-On Freud» (αποσπάσματα από τις σσ. 277-311 του πρωτοτύπου), Oxford Literary Review 3 (1978)
Φί
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
78-97* «Coming into One’s Own» (αποσπάσματα από τις σο. 315357), στο H a r t m a n Geoffrey (επιμ.), Psychoanalysis and the Question o f the Text, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978, σσ. 114-148* πλήρης αγγλική μετάφραση: The Post Card,
Chicago, University of Chicago Press, 1987. Φανταστικές ερωτικές επιστολές που προσεγγίζουν μια σειρά από ζητήματα και δυο ση μαντικά δοκίμια για την ψυχανάλυση.
----- , «The Conflict of Faculties», στο
R iffa te r r e
Michael (επιμ.),
Languages o f Knowledge and o f Inquiry, New York, Columbia University Press, 1982. Σχετικά με το δοκίμιο του Kant για την κα τανομή της εξουσίας μεταξύ των πανεπιστημιακών σχολών. ----- , De la grammatologie, Paris, Minuit, 1967* O f Grammatology, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1976* Π ερί γραμματο λογίας, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Γνώση, 1990. Ομιλία και γραφή στους Saussure, Levi-Strauss και Rousseau. ----- , La Dissemination, Paris, Seuil, 1972* Dissemination, Chicago, University of Chicago Press, 1982· μερική ελληνική μετάφραση Πλάτωνος φαρμακεία, μτφρ. X. Λάζος, Αθήνα, Άγρα, 1990. Δοκί μια για τους Πλάτωνα, Mallarme και Sollers. ----- , «D ’un ton apocalyptique adopte naguere en philosophie», στο L a c o u e -L a b a r th e
Philippe - N a n c y Jean-Luc (επιμ.), Les Fins de
I’homme: a partir du travail de Jacques Derrida, Paris, Galilee, 1981, σσ. 445-479. Σχετικά με τον Kant, τον τόνο και τα προβλήματα του μυ στικιστικού στοιχείου. Ο τόμος περιλαμβάνει επίσης και πολυάριθ μες παρατηρήσεις του Derrida κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αυτού του συμποσίου.
----- , «Economimesis», στο
A g a c in s k i
Sylviane κ.ά., Mimesis des
articulations, Paris, Flammarion, 1975, σσ. 55-93* «Economimesis», Diacritics 11:2 (1981) 3-25. Η οικονομία της αισθητικής θεωρίας του Kant και στην αισθητική θεωρία του Kant. ----- , L'Ecriture et la difference, Paris, Seuil, 1967* Writing and
468
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Difference, Chicago, University of Chicago Press, 1978· Η γραφή και η διαφορά , μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Δο κίμια για τους Levi-Strauss, Artaud, Bataille, Freud, Foucault κ.ά. ----- , «Entre crochets», Digraphe 8 (1976) 97-114. Μια συνέντευξη.
----- ,Eperons: Les styles de Nietzsche , Venice, Corbo & Fiore, 1976* Paris, Flammarion, 1978* Spurs, Chicago, University of Chicago Press, 1979· Έμβολα: τα ύφη του Νίτσε , μτφρ. Γ. Φαράκλας, Αθήνα, Εστία, 2002. Σχετικά με τη «γυναίκα» και το «ύφος» στον Nietzsche. ----- , «Fors: Les mots angles de N. Abraham et M. Torok», Πρόλογος στο A b r a h a m N. - T o r o k M., Cryptonymie: Le Verbier de I’homme awe loups, Paris, Flammarion, 1976, σσ. 7-73* «Fors», The Georgia Review 31 (1977) 64-116.
----- , Glas , Paris, Galilee, 1974. Σχετικά με τον Hegel και τον Genet. ----- , «Ja, ou le faux bond», Digraphe 11 (1977) 84-121. Μια συνέντευξη. ----- , Limited Inc. Συμπλήρωμα στο Glyph 2, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1977* Glyph 2 (1977) 162-254. Μια απάντηση στην κριτική του Searle στο Glyph 1.
----- , «Living On: Border Lines», στο B l o o m Harold κ.ά., Decon struction and Criticism , New York, Seabury, 1979, σσ. 75-175* «Survivre», στο Parages, Paris, Galilee,. 1986, σσ. 117-218. Σχετικά με τον Blanchot και τον Shelley. ----- , «La Loi du genre», Glyph 1 (1980) 176-201* «The Law of Genre», Glyph 7 (1980) 202-229. Σχετικά με τον Blanchot, την αφήγηση (recit) και το κειμενικό είδος. ----- , Marges de la philosophie, Paris, Minuit, 1972. Αγγλικές μεταφρά σεις: «Differance» και «Form and Meaning: A Note on the Phenomenology of Language», στο D e r r i d a Jacques, Speech and Phenomena, Evanston, Northwestern University Press, 1973, σσ. 107-160* «Ousia and Gramme», στο S m ith F.J. (επιμ.), Phenomenology in Perspective, Hague, Nijhoff, 1970, σσ. 54-93* «The Ends of Man», Philosophical and Phenomenological Research 30
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
469
(1969) 31-57* «The Supplement of Copula», The Georgia Review 30 (1976) 527-564* «White Mythology», New Literary History 6 (1974) 574* «Signature Event Context», Glyph 1 (1977) 172-197* πλήρης αγ γλική μετάφραση: Margins o f Philosophy, Chicago, University of Chicago Press, 1984* μερική ελληνική μετάφραση: Η λευκή μυθολο γία . Η μεταφορά μέσα στο φιλοσοφικό κείμενο, μτφρ. Γ. Φαρά κλας, Αθήνα, Εστία, 2004. ----- , «Les Morts de Roland Barthes», Poitique 47 (1981) 269-292. Φό ρος τιμής στον Barthes, με έμφαση στον Φωτεινό θάλαμο (La Chambre claire). ----- , «Me-Psychoanalysis», Diacritics 9:1 (1979) 4-12. Γαλλικό πρωτό τυπο: «Moi, la psychanalyse», στο Psych0. Inventions de Vautre, Paris, Galilee («La Philosophie en effet»), 1987. ----- , L ’Origine de la giometrie, του Edmund Husserl, μετάφραση και εισαγωγή, Paris, Presses Universitaires de France, 1962* The Origin o f Geometry, New York, Nicolas Hays, 1977 και Brighton, Harvester, 1978* μερική ελληνική *μετάφραση: Η προέλευση της γεωμετρίας του Edmund Husserl, Αθήνα, Εκκρεμές («Ευμενείς Έ λεγχοι»), 2003. Μια εκτενής εισαγωγή σχετικά με τη γραφή στη θεωρία του Husserl για τα ιδανικά αντικείμενα. ----- , «Ού commence et comment finit un corps enseignant», στο G r is o n i
Dominique (επιμ.), Politiques de la philosophie, Paris,
Grasset, 1976, σσ. 55-97. Σχετικά με την αποδόμηση ως αγώνα για το μετασχηματισμό της θεωρίας και της πρακτικής της φιλοσοφι κής εκπαίδευσης. ----- , «Pas», Gramma 3/4 (1976) 111-215. Σχετικά με τον Blanchot. ----- , «La Philosophie et ses classes», στο GREPH, Qui a peur de la philosophie ?, Paris, Flammarion, 1977, σσ. 445-450. Σχετικά με τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με την υπεράσπιση της φιλοσο φίας (ττο σχολικό σύστημα. —— , Positions, Paris, Minuit, 1972· Positions, Chicago, University of
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
470
Chicago Press, 1981. Τρεις διαυγείς συνεντεύξεις, η τελευταία από τις οποίες αναφέρεται στο μαρξισμό, την ψυχανάλυση και την αποδόμηση. ----- , «Le Retrait de la metaphore», Po&sie 6 (1979) 103-126* «The Retrait of Metaphor», Enclitic 2:2 (1978) 5-34. Η συνέχεια της «Λευ κής μυθολογίας» («La Mythologie blanche») στα Περιθώρια (Marges). ----- , «Scribble (pouvoir/ecrire)». Εισαγωγή στο W a r b u r t o n W., L ’Essai sur les hieroglyphes, Paris, Flammarion, 1978* «Scribble (writing-power)», Yale French Studies 58 (1979) 116-147. Έ να εισα γωγικό κείμενο που ασχολείται με τις σχέσεις μεταξύ γραφής και εξουσίας. ----- , «Signeponge». Πρώτο μέρος στο Francis Ponge: Colloque de CeHsy, Paris, Union generate d’editions, 1977, σσ. 115-151. Δεύτερο μέρος στο Digraphe 8 (1976) 17-39. Σχετικά με τον Ponge, τα πράγ ματα και τις υπογραφές. ----- , «Titre (a preciser)», Nuova Corrente 28 (1981) 7-32* «Title [to be specified]», Sub-Stance 31 (1981). ----- , La Verite en peinture, Paris, Flammarion, 1978* μερική αγγλική μετάφραση: «The Parergon», October 9 (1979) 3-40. Δοκίμια σχετι κά με την τέχνη: αισθητική του Kant, Adami, Titus-Carmel και Van Gogh (με αφορμή την προσέγγιση των Heidegger και Shapiro). ----- , La Voix et le phinom ene, Paris, Presses Universitaires de France, 1967* Speech and Phenomena, Evanston, Northwestern University Press, 1973* Η φωνή και το φαινόμενο, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα, Ολκός, 1997. Μια κριτική της θεωρίας του Husserl για τα σημεία. D esco m b es
Vincent, VInconscient malgre lui, Paris, Minuit, 1977. Κα
τασκευάζει την ψυχαναλυτική θεο^ρία τοί’ Lacan με όρους αναλυ τικής φιλοσοφίας. ----- , Le Meme et Vautre: Quarante-cinq ans de philosophie frangaise,
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
471
Paris, Minuit, 1979· Modem French Philosophy, London, Cambridge University Press, 1980. Μια λαμπρή παρουσίαση βασικών ζητημά των που ανακύπτουν στη σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία.
Dorothy, The Mermaid and the Minotaur: Sexual Arrangements and Human Malaise, New York, Harper, 1976. Οι ψυ
D in n e r s te in
χολογικές επιπτώσεις της διατροφής.
Eugenio, «“Here, Now”/ “Always, Already”: Incidental Remarks on Some Recent Characterizations of the Text», Diacritics
D o n a to
6:3 (1976) 24-29. -----s «The Idioms of the Text: Notes on the Language of Philosophy and the Fictions of Literature», Glyph 2 (1977) 1-13.
Denis, «Deconstructing Deconstruction», New York
D onoghue
Review o f Books, 12 Ιουνίου 1980, σσ. 27-41. Βιβλιοκρισία του Deconstruction and Criticism και του Allegories o f Reading. ----- Ferocious Alphabets, Boston, Little Brown, 1981. Σχετικά με τους κριτικούς που αναζητούν «φωνή» και με κριτικούς που αναζητούν «γραφή». D o u g la s
Ann, The Feminization o f American Culture,
N ew
York,
Knopf, 1977. E a g le to n
Terry, Marxism and Literary Criticism, London, Methuen,
1976* Ο μαρξισμός και η λογοτεχνική κριτική, μτφρ. Γ. Αζαριάδης, Αθήνα, "Υψιλον, 1981. E co Umberto, Opera aperta: forma e indeterminazione delle poetiche contemporanee [1962], Milan, Bompiani, 81991. Μια πρωτοποριακή μελέτη του «ανοιχτού» έργου. ----- , The Role o f the Reader: Explorations in the Semiotics o f Texts, Bloomington, Indiana University Press, 1979. ----- ,A Theory o f Semiotics, Bloomington, Indiana University Press, 1976* Θεωρία σημειωτικής, μτφρ. Έ . Καλλιφατίδη, Αθήνα, Γνώση, 1994. E dw ard s
I.ce -
D ia m o n d
Arlyn, The Authority o f Experience: Essays in
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
472
Feminist Criticism, Amherst, University of Massachusetts Press, 1977. E is e n s te in
Hester - J a r d i n e Alice (επιμ.), The Future o f Difference,
Boston, G. K. Hall, 1980. Μια εξαιρετική ανθολογία για τις λογοτε χνικές, γλωσσολογικές και θεωρητικές όψεις της διαφοράς μεταξύ των φύλων. Mary, Thinking about Women, New York, Harcourt Brace,
E llm a n n
1968. Μια πρώιμη έκθεση της φαλλικής κριτικής. F e lm a n
Shoshana, La Folie et la chose litteraire, Paris, Seuil, 1978·
WHting and Madness: Literature/Philosophy/Psychoanalysis, Stanford, Stanford University Press («Meridian. Crossing Aesthetics»), 22003. Μια ευρεία συλλογή δοκιμίων από ένα μέλος της «Σχολής του Yale». ----- , «Rereading Femininity», Yale French Studies 62 (1981) 19-44. Σχε τικά με το Κορίτσι με τα χρυσά μάτια (La Fille auxyeux d ’or) του Balzac. ----- , Le Scandale du corpsparlant: Don Juan avec Austin ou La s0duction en deux langues, Paris, Seuil, 1980· The Scandal o f the Speaking Body: Don Juan With J. L. Austin, or Seduction in Two Languages, Stanford, Stanford University Press («Meridian. Crossing Aesthetics»), 22002. Μια ανάγνωση του Μολιέρου από τη σκοπιά του Austin και μια ανά γνωση του Austin από τη σκοπιά του Lacan. ----- , «Turning the Screw of Interpretation», Yale French Studies 55/56 (1977) 94-207. Μια αξιοσημείωτη ανάλυση του κειμένου και των αναγνώσεων του Στριψίματος της βίδας (The Turn of the Screw). ----- , «Women and Madness: The Critical Phallacy», Diacritics 5:4 (1975) 2-10. Μια φεμινιστική ανάγνωση του Balzac. F ergu son
Frances, «Reading Heidegger: Jacques Derrida and Paul de
Man», Boundary 2:4 (1976) 593-610. ----- , Wordsworth: Language as Counter-Spirit, New Haven, Yale University Press, 1977.
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
F e tte r le y
473
Judith, The Resisting Reader: A Feminist Approach to
American Fiction, Bloomington, Indiana University Press, 1978. Μια κριτική ορισμένων βασικών μυθιστορημάτων και ένα κάλε σμα σε αντίσταση. F ie d le r
Leslie, Love and Death in the American N ovel, New York,
Criterion, 1960. F in a s
Lucette, «Le Coup de D. e(s)t judas», στο F in a s Lucette κ.ά.,
Ecarts: Quatre essais a propos de Jacques Derrida, Paris, Fayard, 1973, σσ. 9-105. Μια ετερογενής προσέγγιση του Derrida. F is h
Stanley, Is There a Text in This Class?, Cambridge Mass., Harvard
University Press, 1980. Σημαντικά δοκίμια που παρουσιάζουν την ανάπτυξη μιας κριτικής συνείδησης. ----- , Self-Consuming Artifacts: The Experience o f Seventeenth-Century Literature, Berkeley, University of California Press, 1972. ----- , Surprised by Sin: The Reader in Paradise Lost, Berkeley, University of California Press, 1967. Έ να πρώιμο κείμενο για την κριτική της αναγνωστικής ανταπόκρισης. ----- , «Why No One’s Afraid of Wolfgang Iser», Diacritics 11:1 (1981) 213. Μια κριτική της αναγνωστικής θεωρίας του Iser. Fokkem a
D.W. - K u n n e - I b s c h Elrud, Theories o f Literature in the
Twentieth Century: Structuralism, Marxism, Aesthetics o f Reception, Semiotics, New York, St Martin, 1977. Μια χρήσιμη επισκόπηση. F o rr est-T h o m p so n
Veronica, Poetic Artifice: A Theory o f Twentieth-
Century Poetry, Manchester, University of Manchester Press, 1978. Σχετικά με τον ριζικό φορμαλισμό της ποιητικής γλώσσας. F ran k
Manfred, Das Sagbare und das Unsagbare: Studien zur neuesten
franzosischen Hermeneutik und Texttheorie, Frankfurt, Suhrkamp, 1980. Χρησιμοποιεί τον Schleiermacher ως σημείο εκκίνησης για να συζητήσει τον Sartre, τον Lacan και τον Derrida. F reud
Sigmund, Complete Psychological Works, 24 τ., London, Hogarth,
1<)53-1<)74.
ΑΠΟΔΟιΜΗΣΗ
474 F y n sk
Christopher, «Α Decelebration of Philosophy», Diacritics 8:2
(1978) 80-90. Μια αξιόλογη βιβλιοκρισία του Qui a peur de la philosophie ? G a sch e
Rodolphe, «Deconstruction as Criticism», Glyph 6 (1979) 177-
216. Αποδίδει στους αποδομητικούς κριτικούς την παρανόηση του Derrida. ----- , «The Scene of Writing: A Deferred Outset», Glyph 1 (1977) 150171. Σχετικά με το Moby-Dick. ----- , «“Setzung” and “LJbersetzung”: Notes on Paul de Man», Diacritics 11:4 (1981) 36-57. Σχετικά με %oAllegories o f Reading. ----- , «La Sorciere metapsychologique», Digraphe 3 (1974) 83-122. Σχετι κά με την αμήχανη σχέση του Freud με τη μεταψυχολογική εικασία. G ilb e r t
Sandra Μ. - G u b a r Susan, The Madwoman in the Attic: The
Woman WHter and the Nineteenth Century Literary Imagination, New Haven, Yale University Press, 1979. G ir a r d
Rene, «Interview», Diacritics 8:1 (1978) 31-54.
----- ,Mensonge romantique et virite romanesque, Paris, Grasset, 1961* Deceit, Desire and the Novel: The Self and Other in Literary Structure, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1965* Ρομαντικό ψεύ δος και μυθιστορηματική αλήθεια, μτφρ. Κ. Κολλέτ, Αθήνα, Ίνδικτος, 2001. Μια θεωρία για το μυθιστόρημα βασισμένη στη μιμητι κή επιθυμία. ----- , «Το Double Business Bound»: Essays in Literature, Mimesis, and Anthropology, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1977. Συ ζητήσεις για τον αποδιοπομπαίο τράγο και την καταγωγή της κουλ τούρας. G o u ld n e r
Alvin W., The Dialectic o f Ideology and Technology, New
York, Seabury, 1976. G r a ff
Gerald, Literature against Itself: Literary Ideas in Modem Society,
Chicago, University of Chicago Press, 1977. Επίθεση κατά της σύγ χρονης κριτικής ως συνέχειας της Νέας Κριτικής που προσάρμοζε-
475
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
ται στον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό στον οποίο διατείνεται ότι επιτίθεται. Philippe, «Texte litteraire et metalangage», Poetique 31 (1977)
H am on
261-284. Σχετικά με τις μεταγλωσσικές λειτουργίες στο εσωτερικό ενός κειμένου. H arari
Josue (επιμ.), Textual Strategies: Perspectives in Post-
Structuralist Criticism, Ithaca, Cornell University Press, 1979. Μια
κριτική ανθολογία. ----- , Structuralists and Structuralisms, Ithaca, Diacritics, 1971. Μια βι
βλιογραφία. H a rtm a n
Geoffrey, Criticism in the Wilderness, New Haven, Yale
University Press, 1980. Δοκίμια για τις δυνατότητες της κριτικής. ----- , The Fate o f Reading and Other Essays, Chicago, University of Chicago Press, 1975. ----- , Saving the Text: Literature / Derrida / Philosophy, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1981. Σχετικά με το Glas και τις δυνατό τητες σχολιασμού.
Martin, «The Question Concerning Technology», στο Basic Writings, New York, Harper, 1977, σσ. 283-318. H e i l b r u n Carolyn, «Millett’s Sexual Politics: A Year Later», Aphra 2
H e id e g g e r
(1971) 38-47.
Josue (επιμ.), Textual Strategies: Perspectives in Post-Structuralist Criticism, Ithaca, Cornell University Press, 1979, σσ. 296-321. ----- , «The Notion of Blockage in the Literature of the Sublime», στο
H er tz
Neil, «Freud and the Sandman», στο
H a r tm a n
H arari
Geoffrey (επιμ.), Psychoanalysis and the Question o f the
Text, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978, σσ. 62-85. H λειτουργία του σεναρίου του Υψηλού σε πολλές και διάφορες πε ριστάσεις. ----- , «Recognizing Casaubon», Glyph 6 (1979) 24-41. Σχετικά με τους τοποτηρητές του συγγραφέα και το Middlemarch.
476
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
H ir s c h
E .D ., The Aim s o f Interpretation, Chicago, University of
Chicago Press, 1976. Μια υπεράσπιση της δικής του εκδοχής για την ερμηνευτική. Douglas, Godel, Escher, Bach: An Eternal Golden Braid,
H o fsta d e r
New York, Basic, 1979. Προσεγγίσεις της αυτοαναφορικότητας.
Peter Uwe, The Institution o f Criticism, Ithaca, Cornell University Press, 1982. Μια κοινωνική ιστορία της γερμανικής κρι
H ohendahl
τικής και ένας στοχασμός επάνω στην κριτική ως θεσμό στη σύγ χρονη εποχή. H o lla n d
Norman, 5 Readers Reading, New Haven, Yale University
Press, 1975. Συζήτηση των προσωπικοτήτων και των ανταποκρί σεων των πέντε αναγνωστών.
----- , «Unity Identity Text Self», PMLA 90 (1975) 813-822. Μια περίλη ψη της αναγνωστικής του θεωρίας. H o rto n
Susan, Interpreting Interpreting: Interpreting Dickens’«Dombey»,
Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1979. Μια μετακριτική αναζήτηση. H oy
David Couzins, The Critical Circle: Literature and History in
Contemporary Hermeneutics, Berkeley, University of California
Press, 1978. Σχετικά με τον Hirsch, τον Gadamer και τη σύγχρονη κριτική θεωρία. In gard en
Roman, Vom Erkennen des literarischen Kunstwerks,
Tubingen, Max Niemeyer, 1968* The Cognition of the Literary Work o f Art, Evanston, Northwestern University Press, 1973. Μια φαινο μενολογική μελέτη. ----- , Das literarische Kunstwerk. Eine Untersuchung aus dem Grenzgebiet der Ontologie, Logik und Literaturwissenschaft, Halle, Max Niemeyer, 1931* The Literary Work o f Art, Evanston, Northwestern University Press, 1973. Μια μετάφραση του κλασικού κειμένου του 1931, το οποίο ορίζει τις διαστρωματώσεις του έργου τέχνης.
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
I r ig a r a y
477
Luce, Ce Sexe q u in ’en estpas un, Paris, Minuit, 1977. Φεμινι
στικά δοκίμια για την ψυχανάλυση και τη γραφή. ----- , Speculum, de Vautre femme, Paris, Minuit, 1974* Speculum of the Other Woman, Ithaca, Cornell University Press, 1985. Πρωτίστως μια φεμινιστική κριτική της φροϋδικής θεωρίας για τη σεξουαλικό τητα. Iser
Wolfgang, The A ct o f Reading: A Theory o f Aesthetic Response,
Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978. ----- , The Implied Reader: Patterns o f Communication in Prose Fiction from Bunyan to Beckett, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1974. ----- , «Interview», Diacritics 10:2 (1980) 57-74. ----- , «Talk like Whales», Diacritics 11:3 (1981) 82-87. Μια απάντηση στον Fish. Jacobs
Carol, The Dissimulating Harmony: The Image o f Interpretation
in Nietzsche, Rilke, Artaud, and Benjamin, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978. ----- , «The (too) Good Soldier: “a real story”», Glyph 3 (1978) 32-51. Σχετικά με τον Ford Madox Ford. J a c o b u s Mary, «Sue the Obscure», Essays in Criticism 25 (1975) 304-328.
Μια απάντηση στη Millett. ----- (επιμ.), Women Writing and Writing About Women, London, Croom Helm, 1979. Δοκίμια σχετικά με γυναίκες συγγραφείς και με τη φεμινιστική κριτική. Jam es Henry, Selected Literary Criticism, New York, Horizon, 1964. J a m e s o n Fredric, «Ideology of th e tex t» , Salmagundi 31 (1975-1976) 204-246. M m κριτική της πρόσφατης θεωρίας.
----- , The Political Unconscious: Narrative as a Socially Symbolic Act, Ithaca, Cornell University Press, 1980. Έ να μείζον έργο της μαρξι στικής κριτικής. J a r d in i
Alice, «Pre-Texts for the Transatlantic Feminist», Yale
478
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
French Studies 62 (1981) 220-236. Εισαγωγή στη γαλλική φεμινιστι κή θεωρία. J a u s s Η ans-Robert, Λ esthetische Erfahrung und literansche Hermeneutik.
I. Versuche im Feld des aesthetischen Erfahrung, Munich, Fink, 1977. Μ ια ε ρ γ α σ ία γ ι α τη θ ε ω ρ ία τ ο υ α ισ θ η τ ικ ο ύ α π ο τ ε λ έ σ μ α τ ο ς ή τη ς α ισ θ η τ ικ ή ς ε μ π ε ιρ ία ς .
----- , Literaturgeschichte als Provokation, Frankfurt, Suhrkamp, 1970* μερική αγγλική μετάφραση: «Literary History as a Challenge to Literary Theory», στο C o h e n Ralph (επιμ.), New Directions in Literary History, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1974, σσ. 11-41' μερική ελληνική μετάφραση Η θεωρία της πρόσληψης. Τρία
μελετήματα,
μτφρ.
Μ.
Πεχλιβάνος,
Αθήνα,
Εστία
(«Trivium»), 1995. Σχετικά με την αισθητική της πρόσληψης. Joh n son
Barbara, The Critical Difference: Essays in the Contemporary
Rhetoric o f Reading, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1980. Αποδομητικές αναγνώσεις των Baudelaire, Barthes, Mallarme, Melville και των Lacan /Derrida /Poe. ----- , Difigurations du langage poitique, Paris, Flammarion, 1979. Σχε τικά με τα πεζοτράγουδα των Baudelaire και Mallarme.
----- , «The Frame of Reference: Poe, Lacan, Derrida», σ το
H a rtm a n
Geoffrey (επιμ.), Psychoanalysis and the Question o f the Text, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978, σσ. 149-171. Μια συντομευμένη εκδοχή του αντίστοιχου δοκιμίου στο The Critical Difference, αλλά με μερικές καινούργιες και χρήσιμες διατυπώσεις.
----- , «Nothing Fails Like Success», SCE Reports 8 (1980) 7-16. Σχετικά με τις κριτικές της αποδόμησης και τις μελλοντικές στρατηγικές της. K am uf
Peggy, «Writing Like a Woman», στο M c C o n n e l l - G i n e t κ.ά.
(επιμ.), Women and Language in Literature and Society, New York, Praeger, 1980, σσ. 284-299. Έ να φεμινιστικό δοκίμιο που επικε ντρώνεται στα Πορτογαλικά γράμματα (Les Lcttres portugaises). K ant
Immanuel, Critique o f Judgement, Oxford, Oxford University
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
479
Press, 1952* Κριτική της κριτικής δύναμης, μτφρ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα, Ιδεόγραμμα, 2002 (όπου και οι παραπομπές)* Κριτική της κριτικής ικανότητας, μτφρ. X. Τασάκος, Αθήνα, Printa («Στις Πηγές της Γνώσης»), 2000. K le in
Richard, «The Blindness of Hyperboles; the Ellipses of Insight»,
Diacritics 3:2 (1973) 33-44. Σχετικά με τον de Man. ----- , «Kant’s Sunshine», Diaaitics 11:2 (1981) 26-41. Η «ηλιοποιητική» της καντιανής αισθητικής. K o fm a n
Sarah, Aberrations: Le devenir-femme d Auguste Comte, Paris,
Flammarion, 1978. Μια επινοητική ανάγνωση της ζωής και του έρ γου του Comte. ----- , L ’Enfance de Fart: Une interpretation de resthetique freudie?ine, Paris, Payot, 1972. ----- , L Enigme de la femme: La femme dans les textes de Freud, Paris, Galilee, 1980* μερικές αγγλικές μεταφράσεις: «The Narcissistic Woman: Freud and Girard», Diacritics 10:3 (1980) 36-45 [σσ. 60-80]* «Freud’s Suspension of the Mother», Enclitic 4:2 (1980) 17-28 [σσ. 83-97]* πλήρης αγγλική μετάφραση: The Enigma o f Woman: Woman in Freud’s Writings, Ithaca, Cornell University Press, 1985. ----- , Nerval: Le Charme de la rdpetition, Lausanne, L’age d’homme, 1979. ----- , Nietzsche et la metaphore, Paris, Payot, 1972. Μια πρώιμη μελέτη που δίνει έμφαση στη ρητορική. ----- , Nietzsche et la scene philosophique, Paris, Union generale d’editions, 1979. Διαυγείς αναγνώσεις πολυάριθμων κειμένων. ----- , «Un philosophe “unheimlich”», στο F in a s Lucette κ.ά., Ecarts: Quatre essais a propos de Jacques Derrida, Paris, Fayard, 1973, σσ. 107-204. Σχετικά με τον Derrida. ----- , Quatre Romans analytiques, Paris, Galilee, 1974. Μελέτη τεσσά ρων φροϋδικοί αναλύσεων.
480
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
----- , Le Respect des femmes, Paris, Galilee, 1982. Σχετικά με τις γυναί κες στον Kant και στον Rousseau.
----- , «Vautour rouge: Le double dans Les Elixirs du diable d’Hoffmann», στο A g a c in s k i
Sylviane κ .ά ., M im isis des articulations, Paris,
Flammarion, 1976, σ σ . 95-164.
Annette, «Reply to Commentaries: Women Writers, Literary Historians, and Martian Readers», New Literary History 11
K o lo d n y
(1980) 587-592. Μια υπεράσπιση των φεμινιστικών απόψεων για τη λογοτεχνική ιστορία και τη λογοτεχνική αξία.
----- , «Some Notes on Defining a Feminist Literary Criticism», Critical Inquiry 2 (1975) 75-92. K r ie g e r
Murray - D e m b o Larry (επιμ.), Directions for Criticism:
Structuralism and Its Alternatives, Madison, University of Wisconsin Press, 1977. Δοκίμια που επικρίνουν την κατεύθυνση που έχει πά ρει η σύγχρονη θεωρία. ----- , Theory o f Criticism: A Tradition and Its System, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1976. K r is te v a
Julia, Desire in Language, New York, Columbia University
Press, 1980. Δοκίμια από τη Σημειωτική και το Polylogue.
----- , «La Femme, ce n’est jamais ga», Tel Quel 59 (1974) 19-24* «Woman Cannot Be Defined», σ το M a r k s Elaine - d e C o u r t i v r o n Isabelle ( ε π ι μ .) , New French Feminisms, Amherst, University of Massachusetts Press, 1980, σ σ . 137-141. Μ ια σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η . ----- (επιμ.), Folle Viriti, Paris, Seuil, 1979. Κείμενα για την αλήθεια στο λόγο των ψυχωτικών. ----- , Polylogue, Paris, Seuil, 1977. Περιλαμβάνει θεωρητικά δοκίμια για την τέχνη, το μυθιστόρημα και το υποκείμενο. L acan
Jacques, Ecrits, Paris, Seuil, 1966* μερική αγγλική μετάφραση
Ecrits:A Selection, L o n d o n , Tavistock, 1977. ----- , Les Quatre Concepts fondamentaux de la psychanalyse (Le
481
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
Seminaire, τ. xi), Paris, Seuil, 1973* The Four Fundamental Concepts o f Psycho-analysis, London, Tavistock, 1977. L a c o u e -L a b a r th e
Philippe, «Note sur Freud et la representation»,
Digraphe 3 (1974) 70-81* «Theatrum Analyticum», Glyph 2 (1977) 122-143. Σχετικά με το «Ψυχοπαθείς χαρακτήρες επί σκηνής» («Psychopathic Characters on the Stage») του Freud. ----- , «Typographie», στο A g a c i n s k i Sylviane κ.ά., Mimesis des articulations, Paris, Flammarion, 1976, σσ. 165-270* «Mimesis and Truth», Diacritics 8:1 (1978) 10-23. Σχετικά με τον Πλάτωνα, τον Nietzsche, τον Heidegger και τον Girard. ----------N a n c y
Jean-Luc, L ’A bsolu litteraire, Paris, Seuil, 1978. Κείμενα
και συζήτηση της λογοτεχνικής θεωρίας του γερμανικού ρομαντι σμού. (επιμ.), Les Fins de Vhomme: a partir du travail de Jacques Derrida
--
,
Paris, Galilee, 1981. Έ να αρχείο 700 σελίδων από το Συνέδριο του Σεριζύ που επικεντρώθηκε στον Derrida. Μια πολύ πλούσια συλ λογή κειμένων και περιλήψεων των συζητήσεων. ----- , Le Titre de la lettre, Paris, Galilee, 1973. Σχετικά με τον Lacan. L a n d e r D a w n , « E v e a m o n g th e I n d ia n s » , D i a m o n d A r ly n
στο E d w a r d s L e e -
(επιμ.), The Authority o f Experience, A m h e r s t ,
U n iv e r sity o f M a ssa c h u se tts P re ss,
1977, σσ. 194-211. Σχετικά με την
εικόνα και την πραγματικότητα των γυναικών των συνόρων. L a p la n c h e
Jean, Vie et mort en psychanalyse, Paris, Flammarion, 1970*
Life and Death in Psychoanalysis, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1976. Μια διαυγής λακανική ανάλυση του Freud. ---------- L e c l a i r e
Serge, «The Unconscious: A Psychoanalytic Study»,
Yale French Studies 48 (1972) 118-175. L a p o r te
Roger, «Une Double Strategie», στο F in a s Lucette κ.ά.,
Ecarts: Quatre essais a propos de Jacques Derrida, Paris, Fayard, 1973, σσ. 205-263.
482
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Vincent B., «The Lateral Dance: The Deconstructive Criticism
L e itc h
of J. Hillis Miller», Critical Inquiry 6 (1980) 593-607. L e n t r ic c h ia
Frank, After the New Criticism, Chicago, University of
Chicago Press, 1980. Συζητά την πρόσφατη κριτική θεωρία και τέσ σερις «παραδειγματικούς» θεωρητικούς. L enz
Carolyn κ.ά. (επιμ.), The W oman’s Part: Feminist Criticism of
Shakespeare, Urbana, University of Illinois Press, 1980. L evesq u e
Claude, L ’Etrangeti du texte: Essai sur Nietzsche, Freud,
Blanchot et Derrida, Paris, Union generate d’editions, 1978. L e w is
Philip
E .,
«The Post-Structuralist Condition», Diacritics
12:1
(1982) 1-24. Μια κριτική αποτίμηση της προβληματικής έννοιας της μεταδομιστικής συνθήκης. Lyons
John, Semantics, 2 τ., Cambridge, Cambridge University Press,
1977. L y o ta r d
Jean-Fran^ois, La Condition post-m oderne , Paris, Minuit,
1979· Η μεταμοντέρνα κατάσταση , μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα,
Γνώση, 1993. Σχετικά με τη διανομή επικοινωνιακών ρόλων και με τις τεχνικές νομιμοποίησής τους. Dean, The Tourist, New York, Schocken, 1976. Μια θεω ρία της «νεωτερικότητας», που μελετά τις δομές του νοήματος και της αυθεντικότητας μέσω του τουρισμού. M a c C a n n e l l Juliet Flower, «Nature and Self-Love: A Reinterpretation of Rousseau’s “passion primitive”», PM LA 92 (1978) 890-902. ----- , «Phallacious Theories of the Subject», Semiotica 30 (1980) 359-374. M a c C a n n e ll
M a ck sey
Richard - D o n a t o , Eugenio (επιμ.), The Structuralist
Controversy: The Languages o f Criticism and the Sciences o f Man, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1970. Τα πρακτικά ενός σημαντικού συνεδρίου. M a ile r
Norman, The Prisoner o f Sex, Boston, Little Brown, 1971. Μια
υπεράσπιση του σεξισμού. M a illo u x
Steven, Interpretive Conventions: The Reader in the Study of
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
4^3
American Fiction, Ithaca, Cornell University Press, 1982. Έ νας απο λογισμός της κριτικής της αναγνωστικής ανταπόκρισης και η σχέση ανάμεσα στη μελέτη της ανταπόκρισης και σε διάφορα κριτικά προγράμματα. ----- , «Learning to Read: Interpretation and Reader-Response Criticism», Studies in the Literary Imagination 12 (1979) 92-107. Σχε τικά με τις χρήσεις της αναγνωστικής ανταπόκρισης στην ερμη νεία. M a r in
Louis, La Critique du discours: Etudes sur la «Logique de Port-
Royal» et les «Pensees» de Pascal, Paris, Minuit, 1975. Η γραφή του Pascal ως αποδόμηση της καρτεσιανής λογικής. ----- , Le R0cit est unpiege, Paris, Minuit, 1978. Σχετικά με τη δύναμη της αφηγηματικότητας. M a r k ie w ic z
Henryk, «Places of Indeterminacy in a Literary Work»,
στο G r a f f Piotr - K r z e m ie n - O j a k Slaw (επιμ.), Roman Ingarden and Contemporary Polish Aesthetics, Warsaw, Polish Scientific Publishers, 1975, σσ. 159-172.' M ark s
Elaine, «Women and Literature in France», Signs 3 (1978) 832-842.
--------- d e C o u r t i v r o n Isabelle (επιμ.), New French Feminisms, Amherst, University of Massachusetts Press, 1980. M a r tin
Wallace, «Literary Critics and Their Discontents: A Response
to Geoffrey Hartman», Critical Inquiry 4 (1977) 397-406. Μια ήπια κριτική των θέσεων του Hartman. M c D o n a ld
Christie V., «Jacques Derrida’s Reading of Rousseau»,
The Eighteenth Century 20 (1970) 82-95. M e h lm a n
Jeffrey, Cataract: A Study o f Diderot, Middletown, Wesleyan
University Press, 1979. Στοιχειοθετεί απρόσμενες διασυνδέσεις μέ σα από καταρράκτες όλων των ειδών. ----- , «How to Read Freud on Jokes: The Critic as Schadchen», New Literary History 4 (1975) 439-461. ----- , «On Tear-'Work: L ’ar de Valery», Yale French Studies 52 (1975)
484
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
152-173. Αποκαλύπτει ένα σημαντικό σύστημα νοήματος στην ποίη ση του Valery. ----- , Revolution and Repetition: Marx IHugo/ Balzac, Berkeley, University of California Press, 1977. Μια διακειμενική ανάγνωση. ----- , «Trimethylamin: Notes on Freud’s Specimen Dream», Diacritics 6:1 (1976) 42-45. M ic h a e ls
Walter Benn, «The Interpreter’s Self: Peirce on the
Cartesian “Subject”», Georgia Review 31 (1977) 383-402. Υποστηρί ζει ότι η «υποκειμενικότητα» στην ερμηνεία αποτελεί ψευδοπρό βλημα. ----- , «“Saving the Text”: Reference and Belief», M LN 93 (1978) 771793. Σχετικά με το ρόλο των πεποιθήσεων στην ερμηνεία. ----- , «Walden’s False Bottoms», Glyph 1 (1977) 132-149. Μια ανάλυση των αντιφάσεων του κειμένου. M ille r
J. Hillis, «Ariachne’s Broken Woof», Georgia Review 31 (1977)
44-60. Σχετικά με τις αντιφάσεις στο Τρώιλος και Χρνσηίόα. ----- , «Ariadne’s Thread: Repetition and the Narrative Line», Critical Inquiry 3 (1976) 57-78. ----- , «Α “Buchstabliches” Reading of The Elective Affinitites», Glyph 6 (1979) 1-23. ----- , «The Critic as Host», Critical Inquiry 3 (1977) 439-447. Σχετικά με την κριτική και τον παρασιτισμό. Μια εκτεταμένη μορφή του βρί σκουμε στο B l o o m Harold κ.ά., Deconstruction and Criticism, New York, Seabury, 1979, σσ. 217-253. ----- , «Deconstructing the Deconstructors», Diacritics 5:2 (1975) 24-31. Βιβλιοκρισία του The Inverted Bell του Riddel. ----- , Fiction and Repetition: Seven English Novels, Cambridge Mass., Harvard University Press, 1982. Αναλύει την αντίσταση επτά αγγλι κών μυθιστορημάτων στις ίδιες τις ενοποιητικές τους δυνάμεις. ----- , «Narrative and History», ELH 41 (1974) 455-473. Σχετικά με το
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
4^5
πώς τα αφηγήματα αποσυναρμολογούν τους ιστορικούς τους ισχυ ρισμούς. ----- , «Stevens’ Rock and Criticism as Cure», Georgia Review 30 (1976) 5-33 (μέρος πρώτο) και 330-348 (μέρος δεύτερο). Μια ανάγνωση του Stevens, που ακολουθείται από μια συζήτηση για την «οικεία» και την «ανοίκεια» κριτική. Kate, Sexual Politics, New York, Doubleday, 1970. Μια κριτι
M ille tt
κή της κυριαρχίας στις σεξουαλικές σχέσεις και στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις τους. M itc h e ll
Juliet, Psychoanalysis and Feminism, New York, Random
House, 1975. Μια πρωτοποριακή μελέτη. N an cy
Jean-Luc, Le Discours de la syncope, I: Logodaedalus, Paris,
Flammarion, 1976. Σχετικά με τον Kant. ----- , Ego Sum, Paris, Flammarion, 1979* «Larvatus Pro Deo», Glyph 2 (1977) 14-36. Αποδομητικές προσεγγίσεις σε καρτεσιανά προβλή ματα. ----- , La Remarque speculative, Paris, Galilee, 1973. Σχετικά με τον Hegel. ----- , «Le Ventriloque», στο A g a c i n s k i Sylviane κ.ά., Mimesis des articulations, Paris, Flammarion, 1975, σσ. 271-238. Σχετικά με τον Πλάτωνα. N e ls o n
Cary, «The Psychology of Criticism, or What Can Be Said»,
στο H a r t m a n Geoffrey (επιμ.): Psychoanalysis and the Question of the Text, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978, σσ. 86114. Σχετικά με τις συμβάσεις που διέπουν την αυτοέκθεση του κριτικού. N ie tz s c h e P ark er
Friedrich, Werke, 3 τ., Munich, Hanser, 1966.
Andrew, «Of Politics and Limits: Derrida Re-marx», SCE
Reports 8 (1980) 83-104. Μια αξιόλογη συζήτηση περί αποδόμησης και μαρξισμού. ----- , «Taking Sides (On History): Derrida Re-Marx», Diacritics 11:3
486
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
(1981) 57-73. Βιβλιοκρισία για το After the New Criticism του F. Lentricchia. Bernard, «Politique en scene: Brecht», στο A g a c i n s k i
P a u tr a t
Sylviane κ.ά., Mimisis des articulations, Paris, Flammarion, 1975, σσ. 339-352. ----- , Versions du soleil: Figures et systeme de Nietzsche, Paris, Seuil, 1971. P e ir c e
Charles Sanders, Collected Papers, 8 τ., Cambridge Mass.,
Harvard University Press, 1931-1958. P h illip s
William, «The State of Criticism: New Criticism to Structu
ralism», Partisan Review 47 (1980) 372-385. P r in c e
Gerald, «Introduction a l’etude du narrataire», Poetique 14
(1973) 178-196* «Introduction to the Study of the Narratee», στο T o m p k in s
Jane (επιμ.), Reader-Response Criticism, Baltimore,
Johns Hopkins University Press, 1980, σσ. 7-25. Εισαγωγή στο δομι κό αντίστοιχο του αφηγητή. R a b in o w itz
Peter,
«Truth in Fiction:
A
Reexamination of
Audiences», Critical Inquiry 4 (1977) 121-142. Διακρίνειτα διαφορε τικά ακροατήρια που προϋποθέτουν τα λογοτεχνικά κείμενα. R and
Nicolas, «“Vous joyeuse melodie - nourrie de crasse”: a propos
d’une transposition des Fleurs du Mai par Stephan George», Poitique (1982). Σχετικά με τη διακειμενική μετάφραση ως ενσωμάτωση. R and
Richard, «Geraldine», Glyph 3 (1978) 74-97. Μια αποδομητική
ανάγνωση του Coleridge. R e ic h e r t
John, Making Sense o f Literature, Chicago, University of
Chicago Press, 1977. Υπερασπίζεται μια προσέγγιση με βάση την «κοινή λογική», η οποία περιλαμβάνει και ορισμένες ειδικές δια δικασίες ή συμβάσεις. R ey
Jean-Michel, L ’Enjeu des signes: Lecture de Nietzsche, Paris, Seuil,
1965.
48?
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
----- , «Note en marge sur un texte en cours»,
Lucette κ .ά ., Ecarts: Quatre essais apropos de Jacques Derrida, Paris, Fayard, 1973, σ το F in a s
σσ. 265-295. ----- , Parcours de Freud: Economie et discours, Paris, Galilee, 1974. R id d e l
Joseph, «Decentering the Image: The “Project” of “American”
Poetics?», στο H a r a r i Josue (επιμ.), Textual Strategies: Perspectives in Post-Structuralist Criticism, Ithaca, Cornell University Press, 1979, σσ. 322-358. ----- , The Inverted Bell: Modernism and the Counter Poetics of William Carlos Williams, Baton Rouge, Louisiana State University Press, 1974. Ασχολείται εκτενώς με τον Heidegger και τον Derrida. ----- , «“Keep Your Pecker Up” - Paterson Five and the Question of
Metapoetry», Glyph 8 (1981) 203-231. ----- , «Α Miller’s Tale», Diacritics 5:3 (1975) 56-65. Μια απάντηση στην κριτική του Miller. R iffa te r r e
Michael, La Production du Texte, Paris, Seuil, 1979. Δοκί
μια για μια σειρά από ποιητικούς μηχανισμούς και τις διακειμενι κές τους σχέσεις. ----- , Semiotics o f Poetry, Bloomington, Indiana University Press, 1978. Μια θεωρία για την ανάγνωση και την ερμηνεία γαλλικών ποιημά των του 19ου και του 20ού αιώνα.
----- , «Syllepsis», Critical Inquiry 6 (1980) 625-638. Μια ανάγνωση του συμπεράσματος του Glas. R o r ty
Richard, «Freud, Morality, Hermeneutics», New Literary
History 12 (1980) 177-186. Σχετικά με τη δυσκολία να προσομοιω θούν οι ριζικές επαναπεριγραφές του Freud. ----- , Philosophy and the M inor o f Nature, Princeton, Princeton
University Press, 1980* Η φιλοσοφία και ο καθρέφτης της φύσης, μτφρ. Π. Μπουρλάκης - Γ. Φουρτούνης, Αθήνα, Κριτική («Γλώσσα-Θεωρία-Πράξη»), 2001. Μια κριτική της φιλοσοφίας ως θεμε λιώδους επιστήμης.
488
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
----- , «Philosophy as a Kind of Writing: An Essay on Derrida», New Literary History 10 (1978) 141-160. — —, «Professionalized Philosophy and Transcendentalist Culture», Georgia Review 30 (1976) 757-771. Σχετικά με την εγκατάλειψη από πλευράς της φιλοσοφίας του κοινωνικού της ρόλου. R yan
Michael, Marxism and Deconstruction, Baltimore, Johns Hopkins
University Press, 1982. Προτείνει ορισμένες πολιτικές χρήσεις της αποδόμησης. ----- , «The Question o f Autobiography in Cardinal Newman’s Apologia pro vita sua», Georgia Review 31 (1977) 672-699. Μια αποδομητική ανάγνωση. ----- , «Self-Evidence», Diacritics 10:2 (1980) 2-16. Μια κριτική της στοχαστικότητας στις κριτικές της αυτοβιογραφίας. S a id
Edward, Beginnings: Intention and Method, New York, Basic, 1975.
Συζητήσεις σχετικά με τα μυθοπλαστικά και τα μη μυθοπλαστικά κείμενα, που άσκησαν σημαντική επίδραση. ----- , «The Problem of Textuality: Two Exemplary Positions», Critical Inquiry 4 (1978) 673-714. Συγκρίνει τον Derrida με τον Foucault και προκρίνει τον δεύτερο. S a r tr e
Jean-Paul, Q u’est-ce que la litterature ?, Paris, Gallimard, 1948*
What Is Literature?, London, Methuen, 1950* Τι είναι η λογοτεχνία;, μτφρ. Μ. Αθανασίου, χ.τ., Εκδόσεις 70-Πλανήτης, 1971. Περιλαμ βάνει μια αξιοσημείωτη συνοπτική ιστορία της γαλλικής λογοτε χνίας, βασισμένη στα ακροατήρια για τα οποία γράφουν οι συγ γραφείς. S a u ssu re
Ferdinand de, Cours de linguistique generale [1916], Paris,
Payot, 1972* Course in General Linguistics, London, Peter Owen, I960* Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, μτφρ. Φ. Δ. Αποστολόπουλος, Αθήνα, Παπαζήσης, 1979. Schor
Naomi, «Female Paranoia: T h e C a s e of Psychoanalytic
Feminist Criticism», Yale French Studies 62 (1981) 204-219.
4^9
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
John, «Reiterating the Differences: A Reply to Derrida»,
S e a r le
Glyph 1 (1977) 198-208. Μια κριτική του «Signature evenement contexte» του Derrida. ----- , Speech Acts: An Essay in the Philosophy of Language, Cambridge, Cambridge University Press, 1969. Serres
Michel, Hermes, 4 τ., Paris, Minuit, 1968-1977. Πρωτότυπα δο
κίμια σχετικά με μια μεγάλη σειρά λογοτεχνικών και μη λογοτεχνι κών κειμένων. ----- , Le Parasite, Paris, Grasset, 1980. Μια μελέτη που φέρνει κοντά διάφορα είδη παρασιτισμού. S h o w a lte r
Elaine, «Feminist Criticism in the Wilderness», Critical
Inquiry 8 (1981) 179-206. Μια καταγραφή. ----- , «Towards a Feminist Poetics», στο J a c o b u s Mary (επιμ.), Women Writing and WHting About Women, London, Croom Helm, 1979, σσ. 22-41. ----- , «The Unmanning of the Mayor of Casterbridge», σ τ ο K r a m e r Dale (επιμ.), Critical Approaches to the Fiction o f Thomas Hardy, London, Macmillan, 1979, σσ. 99-115. Μια φεμινιστική ανάγνωση του μυθιστορήματος. ----- , «Women and the Literary Curriculum», College English 32 (1971) 855-862. S la to ff
Walter, With Respect to Readers: Dimensions o f Literary
Response, Ithaca, Cornell University Press, 1970. Έ να από τα πρώ τα κείμενα που δίνουν έμφαση στον αναγνώστη. S m ith
Barbara Herrnstein, «Narrative Versions, Narrative Theories»,
Cntical Inquiry 1 (1980) 213-236. Μια διεισδυτική κριτική των θεω ριών της αφήγησης. ----- , On the Margins o f Discourse: The Relation o f Literature to Language, Chicago, University of Chicago Press, 1979. Sosnoski
James, «Reading Acts and Reading Warrants: Some
Implications of Reader’s Responding to Joyce’s Portrait of
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
490
Stephen», James Joyce Quarterly 16 (1978/1979) 42-63. Μια απόπειρα να συνοψιστούν οι ποικίλες ερμηνείες. S p iv a k
Gayatri Chakravorty, «Draupadi», της Mahasveta Devi, μετά
φραση και πρόλογος της Gayatri Spivak, Critical Inquiry 8 (1981) 381-402. Έ να ς κριτικός σχολιασμός της ιστορίας που έγραψε μια μπενγκάλι φεμινίστρια συγγραφέας. ----- , «Finding Feminist Readings: Dante-Yeats», Social Text 3 (1980) 73-87. ----- , «French Feminism in an International Frame», Yale French Studies 62 (1981) 154-184. Πώς μπορεί να συσχετιστεί ο γαλλικός φε μινισμός με το φεμινισμό του Τρίτου Κόσμου; ----- , «Revolutions That as Yet Have No Model: Derrida’s Limited Inc.», Diacritics 10:4 (1980) 29-49. S p r in k e r Michael, «Criticism as Reaction», Diacritics 10:3 (1980) 2-14.
Σχετικά με το Literature against Itself τον G. Graff. ----- , «Textual Politics: Foucault and Derrida», Boundary 2 8 (1980) 7598. Μια φουκωλντιανή κριτική. S te w a r t
Susan, Nonsense: Aspects o f Intertextuality in Folklore and
Literature, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1979. Σχετι κά με τις τεχνικές του μη-νοήματος, συμπεριλαμβανομένης της αυ τοαναφοράς και της επανάληψης. ----- , «The Pickpocket: A Study in Tradition and Allusion», M LN 95 (1980) 1127-1154. S tr ic k la n d
Geoffrey, Structuralism or Criticism: Some Thoughts on
How We Read, Cambridge, Cambridge University Press, 1981. Υ πε ρασπίζεται το συγγραφικό νόημα απέναντι σε έναν προβληματικά προσδιορισμένο δομισμό. S u le im a n
Susan - C r o s m a n Inge (επιμ.), The Reader in the Text: Essays
on Audience and Interpretation, Princeton, Princeton University Press, 1980.
Β ΙΒ Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
S u ssm a n
491
Henry, Franz Kafka: Geometrician o f Metaphor, Madison,
Coda Press, 1979. Μια αποδομητική ανάγνωση. ----- , «The Deconstructor as Politician: Melville’s Confidence-Man», Glyph 4 (1978) 32-56. Michael, Rubbish Theory: The Creation and Destruction of
T h o m p so n
Value, Oxford, Oxford University Press, 1979. Μια θεωρία για την αξία βασισμένη στο στοιχείο της περιθωριακότητας. T o m p k in s
Jane, «Sentimental Power: Uncle T om ’s Cabin and the
Politics of Literary History», Glyph 8 (1981) 79-102. Μια φεμινιστική κριτική της ιδεολογίας της λογοτεχνικής ιστορίας και μια νέα προοπτική για το «συναισθηματικό» μυθιστόρημα. ----- , «The Reader in History: The Changing Shape of Literary Response», στο T o m p k in s Jane (επιμ.), Reader-Response Criticism, Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1980, σσ. 201-232. Σχε τικά με τις μεταβαλλόμενες έννοιες της ανταπόκρισης στην κριτική από την κλασική ως τη σύγχρονη εποχή. Περιλαμβάνεται σε μια εξαιρετική ανθολογία της σύγχρονης θεωρίας της αναγνωστικής ανταπόκρισης. T r i l l i n g Lionel, The Opposing Self New York, Viking, 1955. T u r k le
Sherry, Psychoanalytic Politics: Freud’s French Revolution, New
York, Basic Books, 1978. Μια ενημερωτική ιστορία σχετικά με τα λακανικά κινήματα. U l m e r Gregory, «The Post-Age», Diacritics 11:3 (1981) 39-56. Μια
έγκυρη επισκόπηση του La Carte postale του Derrida. V an ce
Eugene, «Mervelous Signals: Poetics, Sign Theory, and Politics
in Chaucer’s Troilus», New Literary History 10 (1979) 293-337. W a r m in s k i
Andrzej, «Pre-positional By-play», Glyph 3 (1978) 98-117.
Σχετικά με το Beispiel στον Hegel. ----- , «Reading for Example: Sense-Certainty in Hegel’s Phenomenology of Spirit», Diacritics 11:2 (1981) 83-94. W arning
Rainer, «Rezeptionsasthetik als literaturwissenschaftliche
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
492
Pragmatik», στο W a r n i n g R. (επιμ.), Rezeptionsasthetik, Munich, Fink, 1975, σσ. 9-41. Μια καλή θεωρητική εξήγηση σε μια εξαιρετι κή ανθολογία, με υλικό κατά κύριο λόγο από τη Σχολή της Κωνσταντίας. W eber
Samuel, «Closure and Exclusion», Diacritics 10:2 (1980) 35-46.
Σχετικά με τον Peirce. ----- , «The Divaricator: Remarks on Freud’s Witz», Glyph 1 (1977) 1-27. ----- , Freud-Legende: Drei Studien zum psychoanalytischen Denken, Olten-Freiburg, Walter Verlag, 1979. ----- , «It», Glyph 4 (1978) 1-29. Σχετικά με την επαναληπτικότητα στον Derrida και την επανάληψη στον Freud. ----- , «Saussure and the Apparition of Language», MLN 91 (1976) 913-938. ----- , «The Sideshow, or: Remarks on a Canny Moment», M LN 88 (1973) 1102-1133. ----- , «The Struggle for Control: Wolfgang Iser’s Third Dimension», Πανεπιστήμιο Στρασβούργου, ανέκδοτο χειρόγραφο. Η εξάρτηση της θεωρίας του Iser από την τελική αυθεντία του συγγραφέα. W e lle k
Rene - W a r r e n Austin, Theory o f Literature, New York,
Harcourt Brace, 1956* Θεωρία Λογοτεχνίας, μτφρ. Στ. Γ. Δεληγιώργης, Αθήνα, Δίφρος, 41984. W h ite
Hayden, Tropics o f Discourse: Essays in Cultural Criticism,
Baltimore, Johns Hopkins University Press, 1978. Σχετικά με τη ρη τορική, την ιστορία και την κριτική θεωρία. W ild e n
Anthony, System and Structure: Essays on Communication and
Exchange, London, Tavistock, 1972. Δομιστικές και ψυχαναλυτικές μελέτες σχετικά με μια μεγάλη σειρά κειμένο>ν και προβλημάτων. W ittg e n s te in
Ludwig, Lectures and Conversations on Aesthetics,
Psychology and Religious Belief, Oxford, Blackwell, 1966. ------ ,O n Certainty, Oxford, Blackwell, 1969. W o o lf
Virginia, Collected Essays, 4 τ., London, Hogarth, 1966.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ Οι αναφορές σε έργα έχουν καταχωριστεί στο όνομα του συγγραφέα τους.
Abraham, Nicolas 302-303,334
Booth, Stephen 37,94,95
Abrams, Μ. Η. 196 σημ., 279,317,
Booth, Wayne 199 σημ., 278-279
356,436
Boulez, Pierre 36
Adams, Maurianne 49
Brenkman, John 4,406-415
Altieri, Charles 196 σημ.
Bronte, Charlotte, Τζέιν Έ ιρ, 50
Αριστοτέλης 33,226
Brooks, Cleanth 34-35, 319-326,
Artaud, Antonin 291 Austin, J. L. 161-188,192,202,223, 236,340,343,345-347,355,422
349,376 Brooks, Peter 248 σημ. Burke, Kenneth 279 Burt, Ellen 400 σημ.
Balzac, Honore de 81-83,273,357, 360 Barth, John 31 Barthes, Roland 3, 4, 7, 8,11,14, 15-17,18 σημ., 25-29, 32-33, 37-
Carroll, David 248 σημ. Chase, Cynthia 248 σημ., 303 σημ., 400 σημ. Cixous, Helene 248 σημ., 275,271
38,40,90,95-96,357,359,387-388 Baudelaire, Charles 423,449
Davis, Walter 26
Beauvoir, Simone de 54
D e Man, Paul 12, 14, 20, 22, 202,
Bercovitch, Sacvan 71-72
317, 363-367, 386, 389-404, 414-
Blanchot, Maurice 208,327,443,444
419,435,436,442-456
Bleich, David 86,87,95
ανάγνωση και παρανάγνωση
Bloom, Harold 4,8,21-22,.79 σημ.,
114-116, 280, 290, 343, 347, 360
112-113,275,281
ρητορική 202,227,290-293,387 493
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
494
Derrida, Jacques
Eperons / Έμβολα 80 σημ.,
«L’age de H egel»/«Η ηλικία
260 σημ.
του Hegel» 354
«Le Facteur de la verite»/ «Ο
«Avoir l’oreille de la philo
ταχυδρόμος της αλήθειας» 18
sophie»/«Α κούγοντας φιλο
σημ., 212
σοφικά» 195,224,269
«Fors» 302-303
La Carte postale /Η καρτ-πο-
«Freud et la scene de l’ecri-
σχάλ 18 σημ., 125,209-212,328
ture» / «Ο Freud και η σκηνή
«The Conflict of Faculties»/
της γραφής» 213,247 σημ., 255
«Η διαμάχη των Σχολών»
Glas 125,206-208,216,299,300,
241-242
301,304,308,335,354
De la Grammatologie / Περί
«Ja, ou le faux bond»/«Ja, ή o
γραμματολογίας 125,126,132,
ψεύτικος δεσμός» 398
135, 140, 146-159, 194, 246, 259,
Limited Inc. 133,174,180,186,
290, 291, 299, 332, 339, 342,
197,201
347-348
«Living On»/ «Επιβιώνοντας»
«Differance» / «Διαφορά» 253
184, 208,212,315,421
La Dissemination ΙΗδιασπορά
«La Loi du genre»/«Ο νόμος
125, 204, 218, 221, 293, 294, 296,
του γένους» 311,327
330,333,350
Marges IΠεριθώρια 120, 125,
«La Double Seance»/«Η δι
135, 161, 177, 188-190,192,198,
πλή σκηνή» 203,293,333
206,213,215, 226, 253, 286, 288,
«Economimesis»/«Οικονομί-
291,346
μησις» 125,205,294,318,320
«La Mythologie b lan ch e»///
L ’Ecriture et la difference/H
λευκή μυθολογία 226
γραφή και η διαφορά 125,131,
«Οίι commence et comment
154, 199, 201, 203, 213, 255, 291,
finit un corps enseignant» /
292,329
«Πού αρχίζει και πώς τελειώ
«Entre crochets» / «Μ έσα σε
νει ένα σώμα διδασκαλίας»
αγκύλες» 244
246
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο ΟΝΟΜΑΤΩΝ
495
«Parergon» / «Πάρεργον» 213,
Donoghue, Denis 364 σημ.
305
Douglas, Ann 71
«La Pharamacie de Platon»/ Πλάτωνος φαρμακεία
125,
Eagleton, Terry 331
217,225,293,350,351
Eco, Umberto 36,96-97,168-169
Positions I Θέσεις 120,138,140,
Eliot, George 20,437
142,195,205,215,258,271,283,297
Eliot, T. S. 34
«Qual Quelle» 286-291
Ellmann, Mary 68
«Signature evenement conte-
Emerson, R. W. 367
xte» /«Υπογραφή γεγονός συμφραζόμενα» 161,163,187
Ζήνων 135
«Signeponge» 304,308 «Speculer - Sur “Freud”» / «Ει
Felman, Shoshana 4, 8, 58, 59,
κάζοντας - Για τον “Freud”»
81-83,172 σημ., 175 σημ., 212,
209,247 σημ., 264
268,273,422,438-440
«La Structure, le signe et le
Ferguson, Frances 400 σημ.
jeu»/«H δομή, το σημείο, το
Fetterley, Judith 62-65,68
παιχνίδι» 198-201
Fiedler, Leslie 63
«Tympan»/ «Τύμπανο» 206
Finas, Lucette 269 Fish, Stanley 4, 33, 36 σημ., 41-44,
La
νέήίέ en peinture /Η αλή
θεια στη ζωγραφική 125, 213, 216,291,306-307,312
87-106,111,281
Flaubert, Gustave 112 σημ., 357
Descartes, Rene 133,213,233,250
Forrest-Thomson, Veronica 39
Descombes, Vincent 3,191
Foucault, Michel
Deutsch, Helene 424-426
15, 213, 355,
358-359
Dewey, John 234
Φρειδερίκος, Μέγας 422
Diacritics 364
Freud, Sigmund 13,125,139, 209-
Dinnerstein, Dorothy 65-68,75,77
211, 229, 247-257, 282, 296, 320,
Donato, Eugenio 15,366 σημ.
334-335
Donne, John 319-325
αστεία 98-99
496
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
γυναίκες 261-268,272-273
127,139, 213, 216, 227, 229, 306,
πατριαρχία 75-77
314,414,442-443,446
«The Sandman»/«Ο Άνθρω
Heilbrun, Carolyn 58
πος της άμμου» 247-257
Hertz, Neil 2 οημ., 248 σημ., 423-435
Fynsk, Christopher 244
Hirsch, E. D. 26,37,93,107-108 Hoffmann, E. T. A. 423-435
Gadamer, Hans-Georg 234 σημ.
Hofstader, Douglas 320 σημ.
Gasche, Rodolphe 248 σημ., 326,
Holderlin, Friedrich 442-446,449
364 σημ., 366 σημ. Genet, Jean 54,125,206,208 σημ., 335-336
Holland, Norman 85-86,94-95 Howe, Irving 47-49 Hugo, Victor 421,422
Genette, Gerard 7,11,15
Hume, David 122,354
Gilbert, Sandra 60 σημ., 79 σημ.,
Husserl, Edmund 119, 125, 133,
260 σημ.
139,147,306,414
Gilman, Charlotte 52 Girard, Rene 8,15,21-23,328
Ingarden, Roman 35,36 σημ.
Glyph 364
Irigaray, Luce 75,261-263,271-272
Godel, Kurt 201
Irving, Washington, Ο μύθος τον
Goethe, J. W. von 437-438 GREPH 243-244
ακέφαλου καβαλάρη 62-64 Iser, Wolfgang 4, 30, 33, 36, 93, 104-106,110-111
Harari, Josue 15 Hardy, Thomas 47-48,57
Jabes, Edmond 329
Hartman, Geoffrey 4, 21, 49,199
Jacobs, Carol 366 σημ.
σημ., 207 σημ., 281, 303 σημ.,
Jacobus, Mary 57 σημ.
454 σημ.
James, Henry 35,69,438
Hegel, Georg Wilhelm Friedrich 119 σημ., 125, 206, 208 σημ., 222,306, 354 Heidegger, Martin 119 σημ., 125,
Jauss, Hans-Robert 448 Johnson, Barbara 18 σημ., 212, 280, 340, 377-389, 423, 436, 440441,456
497
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο ΟΝΟΜΑΤΩΝ
Joyce, James, Finnegans Wake 37
Lyons, John 166
Kamuf, Peggy 74,75,84
Mailer, Norman 54,56,68
Kant, Immanuel 1,125,127, 205,
Mailloux, Steven 112 σημ.
213, 225, 227, 242-243, 291, 306314,318,320,340,342,422,432
Mallarme, Stephane 125,221-223, 333,337-338,357,457
Katz,Jerrold 172
Marks, Elaine 80 σημ.
Kierkegaard, S^ren, Είτε/είτε 419
Marx, Karl 305,421-422
Klein, Richard 422
Mehlman, Jeffrey 248 σημ., 421-
Kofman, Sarah 123 σημ., 247 σημ., 263-273,366 σημ. Kolodny, Annette 52,61
422 Melville, Herman 73,439 M m lv Μ παντ 377-389,455-457
Kristeva, Julia 4,272,274
Michaels, Walter 367-377
Kuhn, Thomas 108
Miller, Henry 54-56 Miller, J. Hillis 11-14,18 σημ., 19-
Lacan, Jacques 17-18,212,248 σημ., 269,422,440-441 Lacoue-Labarthe, Philippe 23 σημ., 248 σημ., 288,364 σημ. Lander, Dawn 50-51 Laplanche, Jean 248, 252 σημ., 254,256-257
21, 46 σημ., 352, 401-402, 405406,436τ438,446,454 σημ. Millett, Kate 54-58 Milton, John 42,44,437 Λυκίδας 89 Mitchell, Juliet 266 Μολιέρος 422
Lawrence, D. H. 54,55,58 Leiris, Michel 206
Nabokov, Vladimir 31
Lentricchia, Frank 10, 45 σημ.,
Newsweek 363
366,454 σημ. Levi-Strauss, Claude 15,125,147, 355
Nancy, Jean-Luc 288,295,364 σημ. New York Review o f Books 363 Nietzsche, Friedrich 11,20,80 σημ.,
Lewis, Philip 15
119 σημ., 121,123 σημ., 139,197,
Lukacs, Georg 443,444
229,230 σημ., 260 σημ., 387,449
498
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
Οβίδιος 406-414
147-155,160, 205, 213, 225, 289,
Parker, Andrew 46 σημ., 305 Pater, Walter 97-98,101
436,445-446
296, 339, 340, 345, 347-348, 350,
Russell, Bertrand 320
Peirce, C. S. 298 Phillips, William 3 Πλάτωνας 125,131,132,147, 205, 219, 223, 293, 295, 306, 307, 340,
Salome, Lou-Andreas 424,425 Sartre, Jean-Paul 106-107 Saussure, Ferdinand de 17, 20, 125, 137-147,159,161,170,180,
345,350,351
Poe, E.A. 52,212,441
205,208
σημ., 297-301,355,359
Ponge, Francis 304
Searle, John 163-164,173-178,236
Poulet, Georges 46 σημ., 443,444
Σεριζΰ, Συνέδριο του ~ 364
Prince, Gerald 30
Serres, Michel 3,8,15
Proust, Marcel 20, 152, 391-396,
Shakespeare 20,53,437 Shelley, Percy Bysshe 208, 436,
415,416,417
449,451,452-456 Rabinowitz, Peter 30-31
Showalter, Elaine 47-48,60-62
Rand, Nicolas 303 σημ.
Slatoff, Walter 44-45
Reichert, John 26,37,90 σημ. Rey, Jean-Michel 247 σημ.
Spivak, Gayatri 59,119 σημ., 361 Stowe, Harriet Beecher 70-73
Richard, Jean-Pierre 333
Strickland, Geoffrey 26
Riffaterre, Michael 15, 29, 33, 94, 110,208
σημ., 367
Suleiman, Susan 27 Swift, Jonathan 31-32
Rorty, Richard 108,126-127, 220, 233,234 σημ., 235-236,282 Rousseau, Jean-Jacques de Man για τον ~ 114-115,290,
Tausk, Victor 424-435 Thoreau, Henry 367-377 Todorov, Tzvetan 7,15
445-451,454-455,457
Tompkins, Jane 34 σημ., 40,70-73 Torok, Maria 302-303
Derrida για τον ~ 20,125,133,
Trilling, Lionel 51
399-400, 402-405, 416-419, 436,
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο ΟΝΟΜΑΤΩΝ
499
Valery, Paul 286-292
Wittgenstein, Ludwig 186,196-197,
Warner, William 230 σημ.
Woolf, Virginia 52,59
Weber, Samuel 100-101,105,
Wordsworth, William 2, 35, 400,
234 σημ.
248 σημ.
437,449,457
Weinberg, Bernard 34 Wellek, Rene 6,315 Wimsatt, W.K. 41
Yeats, W .B. 396-398
Ε ΥΡ ΕΤ ΗΡ ΙΟ ΕΝΝΟΙΩΝ
Αιτιότητα, αποδόμηση της ~ 121-
αφηγηματική δομή 406-415
124 ακαθοριστία 201-202,299,356 αλήθεια 157-158,234-239,280,294,
Γενικό κείμενο 195-197,203,243, 283,312-313 γλώσσα, θεωρία της ~ 136-150,
415 αλληγορία 292-293,343,415-419 αμφισημία 41, 115,129, 145, 321, 360,373,375,379,383,386 αναπαράσταση 16, 220, 243, 274,
156-187,196-204,295-304 γλωσσολογία 5,7-12,138,140-147, 166-167,296-301,356-359 γραφή 120,125-161, 203, 207, 214215, 217-220, 223-224, 230-231,
328,329,342 φιλοσοφία ως θεωρία της ~
258-259, 273, 332-333, 338, 347,
233-235
412
αναποφασιστικότητα 139,227,321
γυναίκα 47-85,257-275
ανασημία 334-337
γυνοκριτική 60 σημ.
αναφορικότητα 116,401-405,457 ανοίκειο 12-13,423-435
Δέκτης της αφήγησης 30-31
ανοιχτά έργα 36-37,96-97
διακειμενικότητα
απορία 12,14,138,160,346,419 ασυνείδητο 18,185,191,248-255,334 αυτοαναφορικότητα 211,319-327,
420-435 διαπιστωτικά εκφωνήματα 164166,178, 202 διαφωρά
342 αυτο-αποδόμηση
140, 159, 161,
163, 172 σημ., 248, 290,317
28, 296, 317,
135-136, 138-140, 159,
193-194,199,217,223-224,252 διπλή παγίδευση 115,375-376,387 501
502
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
δομή και γεγονός 136-139, 161163,168
θεωρία των πράξεων ομιλίας 162193,201-203, 204, 236,422
δομισμός 2-24, 27-29, 40-41, 140142,161-163,352-362
Ιεραρχίες, αποδόμηση των - 119120, 132, 136, 144-146, 155-158,
Εγκόλπωση 315,327,359,387
166-168, 213-215, 230-232, 246-
εγώ 66,134, 251, 408-415, 432-435
283,285-296,340-341,372-373
αναγνωστικό - 43,112-118
ιστορία και αποδόμηση 193-197,
εκ του σύνεγγυς ανάγνωση 352353,389-396,435 εμπειρία του αναγνώστη 9,40-47, 85-92, 99, 101-104, 111, 116-118,
355,399-401 ιστορική πραγματικότητα 152-154 ίχνος
134-136, 142-143, 154, 216,
255-256
198-200,360 ~ της γυναίκας αναγνώστριας
Καλαισθητική κρίση 305-317
47-85,92
καταναγκασμός της επανάληψης
ενδολεκτική δύναμη 162-170,180192 ενότητα 28, 79, 93, 105, 317-319, 335,353-354,376,397,407-413 επιστημονικές φιλοδοξίες 7-20, 352-362 επιτελεστικό εκφώνημα 114,165189.201-202, 225,385,451 ερμηνεία, ως στόχος της κριτικής 5-7,352-356,420-422
423-442 κείμενο/tt. επίσης γενικό κείμενο καθορισμός του ~ 16-17, 28, 95,101-110 ~ στις αναγνωστικές ιστορίες 96-101, 118 κυριολεξία/μεταφορά 115-116,132, 225-228, 230-231, 259, 285, 288289, 292, 372-374, 397, 401-405 κώδικες 27-31
ερμηνευτική κοινότητα 92-93,103 Λογοκε ντρισμός 131-133,140-161, Θεματική κριτική 53-54,329-339
189-190, 205,215,232-240, 257,
θεωρία* καθεστώς της ~ 4-5,193-
269, 2^1,294-295, 341,346, 354,
194.201-202,352-362
436
Ε Τ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο ΕΝΝΟΙΩΝ
503
λογοπαίγνιο 129-130,220-229,302304,378
Νέα Κριτική 5-9, 34-35, 319-326, 349,353,360,367,443
λογοτεχνική ιστορία 399-401 λογοτεχνική κριτική, στόχοι της ~ 352-362
Νέο Μυθιστόρημα/Nouveau Ro man 17,38-39,357 νεωτερικότητα 34-35
Λυκάνθρωπος 253-254,302-303
νόημα 107-108, 136-137, 161-203, 298-304,331-335,356-362
Μαρξισμός 355
καθορισμός ή ακαθοριστία του - 195-203,298-299
μαρξιστική κριτική 328-331 μέσα/έξω 156,219-220,305-326 μεταβίβαση 18 σημ., 211-212,325-
Οικεία και ανοίκεια κριτική 11-
21
326,330-331,438-442 μεταγλώσσα 14,16,186-187, 315317, 365, 376, 385-386, 391-398, 437,439
ονοματοποιία 300-301 οργανικισμός 293, 317-319, 399401,444
μεταδομισμός 10-24,352-362 μεταφορά 78-79,224-227,292,391397,415-417
332-335,338
μεταφορική γλώσσα* βλ. επίσης μεταφορά, μετωνυμία* και ρητορική ανάγνω ση
Παλαιωνυμία 214-215, 274, 280,
224-
230, 292, 401-404,414-420, 430435
παράδοξο 115, 134-139, 239-240, 253,311,316,320-321
παρακίνηση των σημείων 298-304 παρανάγνωση 113, 275-284, 290, 343,347,353,400,442-455
μετωνυμία 78-79,122,391-397
παρανόηση: βλ. παρανάγνωση
μη αναγνωσιμότητα 114-115,415-
πάρεργον 208, 225, 305-317, 339,
419,450-453 μίμησις 293-296, 300-301,317-318
341
παρουσία 117-118, 131-137, 149160, 170-171, 188-189, 195-198,
Nachtriiglich 252-255,296 Ν ά ρ κ ισ σ ο ς 406-415
250-256,319-327,445-446
πατριαρχία 75-81
ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ
504
περιθωριακό στοιχείο* βλ. επίσης συμπλήρωμα 212-215,237-239, 344-347,357-358
συμπλήρωμα
148-155, 166, 172
σημ., 173,189-190, 205, 213-214, 255-256, 259-266, 296, 306-317,
πλαίσιο 305-317 πολιτικές στρατηγικές 65,83,241247,269-275,382-387 πραγματισμός 233-240 πρόθεση
σύμβολο 292-293
105, 147-148, 159, 162-
338-339,347-348 συμφραζόμενα 180-188,192-196, 201-202,344-345 Σχολή του Yale 21,453-454
163,170-171,178 σημ., 182-193, 289-290,346-351
Τυφλότητα και ενόραση 114-116, 395,442-453
Ρεαλισμός 82 ρητορική 115-116,121-124,129,202, 225,228,285,288-292,389-398 ρητορική ανάγνωση 389-405 ρομαντισμός
287-288, 292-293,
Υπαρξισμός 328 υπογραφή 187-192, 304-305, 308, 335-336 υψηλό 1,432
399-401,452-453 Φαλλογοκεντρισμός 79, 257-261, Σημαίνον/σημαινόμενο 80,129131, 137, 141, 143,155-159, 297-
~ και φεμινιστική κριτική 74-81 φάρμακον 217-220, 223, 341, 350-
304,380 σημείο 129-130,140-148,168, 190, 206-207,296-304,333-335 σημειωτική
269-275
1, 10-16, 27-30, 140,
141,168
351 φεμινιστική κριτική 23-24,45-85, 269-275,330-331 ~ και η υπόθεση μιας γυναί
σοβαρό /μη σοβαρό 171-183,285
κας αναγνοκπριας 58-70
σύμβαση 16-17, 27-33, 36-38, 102-
- ως ανάλυση των ανδρικών
103,109-100,112 σημ., 235-237 - και νόημα 27,162-163,168-171, 176-187,192-193
παραναγνώσεων 68-73 ~ ως ανταπόκριση των γυναι κών αναγνωστριών 47-58
Ε Υ Ρ Ε Τ Η Ρ Ι Ο ΕΝΝΟΙΩΝ
505
~ ως κριτική του λογοκεντρισμού 47-58 Φιλοσοφία 119-135,155-160, 217240 ~ και γραφή 125-131,213-214,
285-292
και τέχνη 293-296,306-321
155-161 Ψυχαναλυτική κριτική 1,211-212, 247, 328-330, 380-381, 422-435,
291 ~ και λογοτεχνία
-
φωνοκεντρισμός 130-132,141-150,
221-231,
439-440
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος του μεταφραστή................................................................... vii Προλογικό σημείωμα για την ελληνική έκδοση............................... xix Πρόλογος................................................................................................ χχν Εισαγωγή.......................................................... ........................................1 1. Αναγνώστες και Ανάγνωση............................................................. 25 Νέες περιπέτειες...............................................................................25 Διαβάζοντας ως γυναίκα................................................................. 47 Αναγνωστικές ιστορίες................................................................... 85 2. Αποδόμηση......................................................................................119 Γραφή και λογοκεντρισμός........................................................... 126 Νόημα και επαναληπτικότητα.......................................................161 Μοσχεύματα και μπολιάσματα..................................................... 203 Θεσμοί και ανατροπές...................................................................241 Κριτικές επιπτώσεις....................................................................... 283 3. Αποδομητική Κριτική................................................................... 363 Βιβλιογραφία....................................................................................... 459 Ευρετήριο ονομάτων...........................................................................493 Ευρετήριο εννοιώ ν............................................................................. 501
Στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας, η αποδόμηση συχνά κατηγορείται για τον απροσπέλαστο χαρακτήρα της και τη μηχανιστική ή μηδενιστική διάστασή της, ενώ έχει προκαλέσει περισσότερες αντιδράσεις από οποιαδήποτε άλλη κριτική σχολή. Δεν παΰει, ωστόσο, να θέτει σημαντικά ζητήματα σχετικά με τη σύγχρονη θεωρία και κριτική και να αποτελεί β( πκη πηγη ανανέωσης τους. Ο J. Culler στο βιβλί( αυτό προσεγγίζει αρχικά την αποδόμηση μέσα από ερο :ήματα που εγείρουν η ψυχαναλυτική, η φεμινιστική κ ι η αναγνωστική κριτική. Στη συνέχεια προχωρά σε μι συστηματική ανάλυσή της, μελετώντας κείμενα του J; :ques Derrida και επισημαίνοντας την επίδρασή τους σ ις έννοιες και τις μεθόδους με λογοτεχνικοί κριτικοί. Τέλος, αναφερεται c ιτευγμ< α της αμερικανικής αποδομητικής κριτική ισχολε ιι επισταμένως με το έργο του Paul de Man θετική Η AnoSc ψηση αποτελεί τ( άχρονα μι ιη της ροσέγγιση της σκέψης του De la και μια είμενά ροβληματικής σχέσης ανάμεσ( [α φιλοσο ου και στο έργο των λογοτεχνι Ο Jonathan Culler είναι Καθηγητής Αγγλικής και Συγκρ τικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Cornell.