PRACTICE EXAMS W O R D L I S T
Examination 1
Part 2
give (someone) a hand (phr) βοηθώ κάποιον
Transcript
develop (v) αναπτύσσω
Listening Test
sign up for (phr v) δηλώνω συμμετοχή
Part 1
conference (n) συνέδριο
client (n) πελάτης
Transcript
look forward to (phr v) προσδοκώ, περιμένω με ανυπομονησία
upset (adj) αναστατωμένος
pat (v) χαϊδεύω life guard (n) ναυαγοσώστης
slide (n) διαφάνεια, σλάιντ
broken (adj) χαλασμένος
book (v) κάνω κράτηση
take notes (phr) κρατώ σημειώσεις compare (v) συγκρίνω
fall apart (phr v) διαλύομαι
take care of (phr) κανονίζω, φροντίζω
catch on fire (phr) παίρνω φωτιά
nearby (adv) κοντά
tear down (phr v) κατεδαφίζω
during (prep) κατά τη διάρκεια
test tube (n) δοκιμαστικός σωλήνας
workshop (n) εργαστήρι
lab rat (n) πειραματόζωο
field (n) επιστημονικός τομέας
run tests (phr) κάνω εξετάσεις / τεστ
presenter (n) παρουσιαστής
lobby (n) φουαγιέ, σαλόνι ξενοδοχείου
block (n) οικοδομικό τετράγωνο
hardly ever (adv) σχεδόν ποτέ
rug (n) χαλί
attend (v) φοιτώ, παρακολουθώ
display (v) επιδεικνύω, εκθέτω ladder (n) σκάλα
graduate school (n) μεταπτυχιακό πρόγραμμα
check out (phr v) αφήνω το δωμάτιο του ξενοδοχείου
lay out (phr v) απλώνω
graduate (n) απόφοιτος
Part 3
be stuck (v) έχω κολλήσει (π.χ. στην κίνηση)
Lost and Found (n) γραφείο απωλεσθέντων αντικειμένων
upcoming (adj) επερχόμενος
snow drift (n) σωρός από χιόνι
co-worker (n) συνάδελφος
plow (v) εκχιονίζω
checkbook (n) βιβλιάριο επιταγών
snowstorm (n) χιονοθύελλα
seminar (n) σεμινάριο
infer (v) συμπεραίνω από τα συμφραζόμενα
check-in (n) έλεγχος εισιτηρίων στο αεροδρόμιο
loan (n) δάνειο
report (v) δίνω αναφορά
tax (n) φόρος
mainly (adv) κυρίως
flight monitor (n) οθόνη αφίξεων και αναχωρήσεων στο αεροδρόμιο
cancel (v) ακυρώνω
memorandum (n) υπόμνημα
handout (n) φωτοτυπίες, σημειώσεις
proposed (adj) προτεινόμενος
polish (v) γυαλίζω
lecture (n) διάλεξη
board game (n) επιτραπέζιο παιχνίδι
skill (n) ικανότητα, επιδεξιότητα
credit card (n) πιστωτική κάρτα reserve (v) κλείνω, κάνω κράτηση ATM (n) μηχάνημα αυτόματης ATM ανάληψης
take off (phr v) φεύγω
assignment (n) εργασία, πρότζεκτ
1
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
imply (v) υπονοώ
Transcript
be in charge (phr) είμαι επικεφαλής, υπεύθυνος
feedback (n) δίνω πληροφορίες σχετικά με κάτι που έχει γίνει ήδη
handle (v) χειρίζομαι
approve (v) επιδοκιμάζω
arrogant (adj) αλαζονικός
review (n) αναθεώρηση
go over (phr v) ξανακοιτάζω, επιθεωρώ
leadership (n) ηγεσία
operating system (n) λειτουργικό σύστημα
drop by (phr v) σταματώ, κάνω επίσκεψη
technical (adj) τεχνικός
count on (phr v) βασίζομαι
concern (v) αφορώ
prospect (n) προοπτική
departure (n) αναχώρηση
version (n) εκδοχή
turn (something) in (phr v) δίνω, στέλνω
CEO (n) διευθύνων σύμβουλος
feature (n) χαρακτηριστικό, λειτουργία
pass around (phr v) μοιράζω σε όλους (στη δουλειά)
potential (adj) δυνητικός, ενδεχόμενος, πιθανόν να γίνει
run a team (phr) διοικώ μια ομάδα, είμαι επικεφαλής
negative (adj) αρνητικός
think well of oneself (phr) έχω καλή γνώμη για τον εαυτό μου
a better fit for (phr) ταιριάζω καλύτερα
replacement (n) αντικατάσταση board member (n) μέλος διοικητικού συμβουλίου appointment (n) τοποθέτηση, διορισμός
publicity (n) δημοσιότητα
strategic (adj) στρατηγικός
install (v) εγκαθιστώ
announce (v) ανακοινώνω
telecommunication (n) τηλεπικοινωνία
fill (v) γεμίζω, συμπληρώνω
stop by (phr v) σταματώ, περνάω από (ένα μέρος)
head (n) υπεύθυνος, επικεφαλής recruit (v) προσλαμβάνω respect (v) σέβομαι
service (n) υπηρεσία
figure (n) νούμερο, αριθμός
commercial (adj) διαφήμιση στην τηλεόραση
bleed (v) αιμορραγώ
effectively (adv) αποτελεσματικά
oil (n) πετρέλαιο
animation (n) κινούμενο σχέδιο στον υπολογιστή
aggressive (adj) επιθετικός
initially (adv) αρχικά
route (n) διαδρομή
increase (v) αυξάνω
decline (v) αρνούμαι
fuel (n) καύσιμο
find out (phr v) διαπιστώνω, βρίσκω
get tough (phr) σκληραίνω τη στάση μου
treat (v) φέρομαι, συμπεριφέρομαι unfairly (adv) άδικα be better off (phr v) θα είμαι καλύτερα αν… catch (someone’s) attention (phr) τραβώ την προσοχή
loss (n) απώλεια
microwave (n) μικροκύμματα
rise (v) αυξάνω, ανεβαίνω
invoice (n) τιμολόγιο
shipping cost (n) έξοδα μεταφοράς productivity (n) παραγωγικότητα
staff room (n) δωμάτιο προσωπικού
freight rate (n) τιμή του ναύλου
bargain (v) κάνω παζάρια
dive (v) κάνω βουτιά, πέφτω κατακόρυφα organizational (adj) οργανωτικός chart (n) διάγραμμα
complaint (n) παράπονο
department (n) τμήμα
tight (adj) σφιχτός, αυστηρός
sale (n) πώληση
strictly (adv) αυστηρά
schedule (n) πρόγραμμα
execute (v) εκτελώ, κάνω
supplier (n) προμηθευτής
tool (n) εργαλείο
in turn (phr) με τη σειρά
employee (n) εργαζόμενος
instruction (n) οδηγία
staff (n) προσωπικό, εργαζόμενοι
go out of business (phr) βγαίνω εκτός συναγωνισμού
dry up (phr v) ξεραίνομαι
insight (n) διορατικότητα
dam (n) φράγμα
be a hit (phr) έχει επιτυχία
stock (n) μετοχή
fail (v) αποτυγχάνω
consumer (n) καταναλωτής
value (n) αξία vice-president (n) αντιπρόεδρος
non-native (adj) ξένος, όχι ιθαγενής
tech editor (n) συντάκτης τεχνολογικών θεμάτων
division (n) τμήμα
species (n) είδος
marketing (n) προώθηση προϊόντων
construct (v) κατασκευάζω
glitch (n) μικροβλάβη, δυσλειτουργία
deal with (phr v) ασχολούμαι με…, κανονίζω
rely (v) βασίζομαι
conserve (v) κάνω οικονομία, διατηρώ
downside (adj) μειονέκτημα upgrade (v) αναβαθμίζω
2
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
load (v) φορτώνω, βάζω ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή
Part 4
retire (v) παίρνω σύνταξη
incident (n) συμβάν
bring in (phr v) φέρνω, αποφέρω
cost-effective (adj) αποδοτικός
expert (n) ειδικός
require (v) απαιτώ, χρειάζομαι
keep one’s fingers crossed (phr) ελπίζω για το καλύτερο
delay (n) καθυστέρηση
competitor (n) ανταγωνιστής
policy (n) πολιτική, τακτική
high-speed (adj) μεγάλης ταχύτητας
package (n) πακέτο, συσκευασία
professionally (adv) επαγγελματικά
board (v) επιβιβάζομαι
race (v) τρέχω σε αγώνα ταχύτητας
baggage claim (n) αναζήτηση αποσκευών
brilliant (adj) φανταστικός, φοβερός
authorities (n) οι αρχές, οι υπεύθυνοι
headscarf (n) μαντήλι laterally (adv) πλαγίως, ανοιχτόμυαλα connectivity (n) συνδεσιμότητα apply (v) εφαρμόζω stereotype (n) στερεότυπο
real estate agent (n) κτηματομεσίτης appointment (n) ραντεβού folk opera (n) λαϊκή όπερα
locate (v) βρίσκομαι
sold out (adj) εξαντλημένος, που δεν έχει άλλο
store (v) φυλάγω, κρατώ
weekday (n) καθημερινή
rental (adj) ενοικιαζόμενος
available (adj) διαθέσιμος
limit (n) όριο
charge (v) χρεώνω
mileage (n) απόσταση (σε μίλια) που διανύεται
fee (n) αμοιβή
separately (adv) ξεχωριστά
professor (n) καθηγητής πανεπιστημίου
ahead (adv) από πριν
tour guide (n) ξεναγός
button (n) κουμπί
mention (v) αναφέρω
assist (v) βοηθώ
harbor (n) λιμάνι
typhoon (n) τυφώνας
indicate (v) δείχνω, υποδεικνύω
strike (v) χτυπώ
site (n) τοποθεσία
leftover (adj) απομεινάρια
predict (v) προβλέπω
timekeeping (n) χρονομετρώ
out of order (phr) χαλασμένος
population (n) πληθυσμός
current (adj) ισχύων, τωρινός
rush (adj) βιαστικός
mudslide (n) κατολίσθηση λάσπης
industry (n) βιομηχανία
make a point (phr) αποδεικνύω κάτι lamb (n) αρνί ton (n) τόννος spare the time (phr) έχω χρόνο chili (n) τσίλι (φαγητό με καυτερές πιπεριές)
flooding (n) πλημμύρα
confusion (n) σύγχυση, μπέρδεμα
draft (n) προσχέδιο
evacuate (v) εκκενώνω
convenient (adj) βολικός
section (n) τμήμα
weaken (v) εξασθενώ, αποδυναμώνω
fall through (phr v) περνάω από (ένα μέρος)
come as a shock (phr) είναι μεγάλη (και άσχημη) έκπληξη
headline (n) τίτλος
stall (v) αργοπορώ, σταματώ
carp (n) κυπρίνος invasive (adj) αυτός που κάνει εισβολή, που είναι παρείσακτος flow (v) κυλάω, ρέω eventually (adv) τελικά apparently (adv) προφανώς get rid of (phr) ξεφορτώνομαι prevent (v) εμποδίζω spread (v) εξαπλώνομαι
Transcript
exist (v) υπάρχω
pound (n) λίβρα
green technology (n) τεχνολογία φιλική προς το περιβάλλον
wander (v) περιπλανιέμαι
awning (n) τέντα (σε μπαλκόνι) insulation (n) μόνωση
interfere (v) παρεμβαίνω contain (v) περιορίζω
reduce (v) μειώνω
energy efficient (adj) ενεργειακά αποδοτικός
rural (adj) αγροτικός make oneself at home (phr) βολεύομαι, αισθάνομαι άνετα soda cooler (n) ψυγείο για αναψυκτικά wildlife (n) άγρια ζώα
account (v) ευθύνομαι για
chill (v) χαλαρώνω, δροσίζομαι
usage (n) χρήση access (v) έχω πρόσβαση
tranquilize (v) αναισθητοποιώ με ηρεμιστικό βέλος
blame (v) κατηγορώ
remove (v) απομακρύνω
payment (n) πληρωμή
traumatic (adj) τραυματικός
3
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
broadcast (v) αναμετάδοση
personal connections (n) προσωπικές σχέσεις
lease (v) μισθώνω για μεγάλο χρονικό διάστημα
unattended (adj) αφύλακτος, ασυνόδευτος
smooth (adj) ομαλός, ήπιος
convince (v) πείθω
transition (n) μετάβαση
sophisticated (adj) εξελιγμένος
terminal (n) τερματικός σταθμός αεροδρομίου
caliber (n) διαμέτρημα
to a (great) extent (phr) σε (μεγάλο) βαθμό
confiscate (v) κατάσχω
specialize (v) ειδικεύομαι
ensure (v) εξασφαλίζω
property (n) (ακίνητη) περιουσία
destination (n) προορισμός consider (v) σκέφτομαι σοβαρά
expertise (n) εξειδίκευση, μεγάλη γνώση
pick up (phr v) παραλαμβάνω
inheritance (n) κληρονομιά
unlimited (adj) απεριόριστος
property rights (n) κληρονομικά δικαιώματα
luggage (n) αποσκευές
hold (v) είμαι στην αναμονή τηλεφωνικής γραμμής major (adj) μεγάλος, σημαντικός saturate (v) μουσκεύω previous (adj) προηγούμενος storm (n) θύελλα landslide (n) κατολίσθηση official (n) υπεύθυνος, επίσημος rainfall (n) βροχόπτωση region (n) περιοχή call in (phr v) παίρνω τηλέφωνο σε ραδιοφωνικό σταθμό heating (n) θέρμανση cooling (n) ψύξη incorporate (v) ενσωματώνω absorb (v) απορροφώ direct (n) άμεσος tremendous (adj) τεράστιος avoid (v) αποφεύγω
degree (n) βαθμός, επίπεδο
particular (adj) ειδικός, συγκεκριμένος base (v) βασίζω relate (v) σχετίζομαι besides (adv) επιπλέον, εκτός από request (v) ζητώ, αιτούμαι
deed transference (n) πράξη μεταβίβασης
Human Resources (n) Ανθρώπινο Δυναμικό
matinee (n) απογευματινή παράσταση
résumé (n) βιογραφικό σημείωμα
box office (n) ταμείο εισιτηρίων
deposit (v) καταθέτω
prior to (prep) πριν από
submit (v) υποβάλλω
first-come first-serve basis (phr) σειρά προτεραιότητας
aside (adv) εκτός από …
tour (n) γύρος, περιήγηση
curriculum (n) διδακτέα ύλη, αναλυτικό πρόγραμμα
Prime Meridian (n) Πρώτος Μεσημβρινός
no matter (phr) άσχετα από…
remain (v) παραμένω
observatory (n) αστεροσκοπείο
medical (adj) ιατρικός
chief (n) προϊστάμενος astronomer (n) αστρονόμος
blood pressure (n) πίεση αίματος
instrument (n) όργανο
excess (adj) υπερβολικός
commerce (n) εμπόριο
associate (v) σχετίζομαι
candidate (n) υποψήφιος
research (n) (επιστημονική) έρευνα
wise (adj) σοφός, έξυπνος
side effect (n) παρενέργεια
come by (phr v) περνάω από (ένα μέρος) show up (phr v) εμφανίζομαι straighten out (phr v) βάζω στο σωστό δρόμο, δρομολογώ
carry out (phr v) διενεργώ
Reading Test
head for (phr v) κατευθύνομαι
Part 5
put up (phr v) ανέχομαι
non-credit (adj) (μαθήματα) που δεν παίρνουν μονάδες
sign in (phr v) συνδέομαι
course (n) κύκλος μαθημάτων
statement (n) δήλωση, ανακοίνωση
in the meantime (phr) εν τω μεταξύ
academic (adj) ακαδημαϊκός
argue (v) ισχυρίζομαι
at any rate (phr) σε κάθε περίπτωση
pill (n) χάπι
restriction (n) περιορισμός
additional (adj) επιπρόσθετος
amount (n) ποσό
benefit (n) όφελος
radiation (n) ακτινοβολία
in spite of (prep) παρά, παρόλο που
expose (v) εκτίθεμαι
file (n) αρχείο
know something inside and out (phr) το ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά customer (n) πελάτης
even (adv) ακόμα και
struggle (v) δυσκολεύομαι, αγωνίζομαι
forge (v) σφυριλατώ, συσφίγγω
engage (v) μισθώνω
crisis (n) κρίση
knowledge (n) γνώση
hire (v) νοικιάζω
economic (adj) οικονομική
4
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
arguably (adv) αδιαμφισβήτητα activity (n) δραστηριότητα
register (v) εγγράφω, καταγράφω (όνομα) σε λίστα
bring about (phr v) επιφέρω, προκαλώ
hospitable (adj) φιλόξενος
debate (n) συζήτηση
cut down (phr v) μειώνω
unbearable (adj) ανυπόφορος, αβάσταχτος
historian (n) ιστορικός
take on (phr v) προσλαμβάνω go on (phr v) συνεχίζω
operation (n) δραστηριότητα
accuracy (n) ακρίβεια (το κατά πόσον είναι ακριβές κάτι)
profit (n) κέρδος
generate (v) παράγω, δημιουργώ
federal (adj) ομοσπονδιακός
interest (n) τόκος
minimum (n) ελάχιστο
law (n) νόμος
adjust (v) προσαρμόζω
a (good) command of (phr) καλή γνώση (κάποιου πράγματος)
work-related (adj) σχετιζόμενος με την εργασία
foreign (adj) ξένος
entitled (adj) έχω δικαίωμα, δικαιούμαι
remind (v) υπενθυμίζω overdue (adj) καθυστερημένος, εκπρόθεσμος
majority (n) πλειονότητα
state (adj) πολιτεία
cover letter (n) συνοδευτική επιστολή
suffering (n) ταλαιπωρία, δεινά
finance (n) τα οικονομικά
compensation (n) αποζημίωση
climate (n) κλίμα
stress (n) άγχος
face (v) αντιμετωπίζω
affect (v) επηρεάζω
whereas (conj) ενώ
intend (v) σκοπεύω
cause (v) προκαλώ
resign (v) παραιτούμαι
drought (n) ξηρασία
Part 6
overtime (n) υπερωρία
desert (n) έρημος
rain forest (n) τροπικό δάσος
emergency (n) έκτακτη ανάγκη
in response to (phr) σε απάντηση
provide (v) παρέχω
alternative medicine (n) εναλλακτική ιατρική
enclose (v) εσωκλείω
focus (v) εστιάζω
opportunity (n) ευκαιρία
relieve (v) ανακουφίζω drug (n) φάρμακο
confident (adj) βέβαιος για τον εαυτό μου
injury (n) τραυματισμός
surgery (n) εγχείριση
persuasive (adj) πειστικός
worm (n) σκουλήκι
against (adv) εναντίον
enable (v) καθιστώ ικανό
common (adj) κοινός
without (prep) χωρίς
agricultural (adj) αγροτικός
including (prep) συμπεριλαμβανομένου
attribute (v) αποδίδω (κάτι σε κάποιον)
measure (n) μέτρο counter (v) αντιμετωπίζω global warming (n) υπερθέρμανση του πλανήτη
habitat (n) φυσικό περιβάλλον survival (n) επιβίωση muscle strain (n) μυϊκό τράβηγμα
pest (n) παράσιτο pesticide (n) παρασιτοκτόνο lasting (adj) διαρκής resistant (adj) ανθεκτικός
security guard (n) φύλακας
overall (adj) γενικά
reply (n) απάντηση
promote (v) προάγω
take place (phr) συμβαίνει, λαμβάνει χώρα
urban (adj) αστικός survey (n) γκάλοπ, έρευνα
consist (v) αποτελούμαι
urban planner (n) πολεοδόμος
offend (v) προσβάλλω purpose (n) σκοπός categorize (v) κατηγοριοποιώ, ταξινομώ optional (adj) προαιρετικός enroll (v) εγγράφομαι (π.χ. σε σχολή)
contribute (v) συνεισφέρω qualification (n) προσόν
vote (v) ψηφίζω
pollution (n) μόλυνση
review (n) επιθεώρηση
encourage (v) ενθαρρύνω
improve (v) βελτιώνω
stable (adj) σταθερός
legalization (n) νομιμοποίηση
congestion (n) κυκλοφοριακή συμφόρηση
faculty (n) (πανεπιστημιακή) σχολή facility (n) εγκατάσταση equipment (n) εξοπλισμός resources (n) πόρος aim (v) σκοπός
jam (n) μποτιλιάρισμα
range (n) εύρος, σειρά, γκάμα
pattern (n) σχέδιο, υπόδειγμα
community (n) κοινότητα
expand (v) επεκτείνομαι
health care (n) υγειονομική περίθαλψη
personnel (n) προσωπικό, εργαζόμενοι
social (adj) κοινωνικός
5
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
support (n) υποστήριξη
state-of-the-art (adj) τελευταία λέξη της τεχνολογίας
reject (v) απορρίπτω
legal (adj) νόμιμος
fine (n) πρόστιμο
unemployed (adj) άνεργος
ethical (adj) ηθικός
notice (n) ειδοποίηση
blender (n) μπλέντερ, μίξερ
issue (n) θέμα
grade (n) βαθμός
online store (n) ηλεκτρονικό κατάστημα
necessary (adj) αναγκαίος
heritage (n) πολιτιστική κληρονομιά
training (n) εκπαίδευση, κατάρτιση, επιμόρφωση
contain (v) περιέχω
satisfied (adj) ικανοποιημένος
accreditation (n) πιστοποίηση, διαπίστευση
exquisite (adj) εξαίσιος
cash (v) εξαργυρώνω
commission (n) επιτροπή
cuisine (n) (εθνική) κουζίνα
credit (v) πιστώνω
certify (v) πιστοποιώ
entertainment (n) ψυχαγωγία
purchase (v) αγοράζω
applicant (n) αιτών
reputable (adj) αξιόπιστος
faulty (adj) ελλατωματικός
institution (n) ίδρυμα
turn on (phr v) ανάβω
acquire (v) αποκτώ
package deal (n) πακέτο διακοπών
motor (n) μοτέρ
fee (n) δίδακτρο
half board (n) ημιδιατροφή
blade (n) λεπίδα
scholarship (n) υποτροφία
discount (n) έκπτωση
attach (v) επισυνάπτω
up-to-date (adj) ενημερωμένος, σύγχρονος
infant (n) βρέφος, νήπιο
undergraduate (adj) προπτυχιακός
archaeological (adj) αρχαιολογικός
deadline (n) προθεσμία
port (n) λιμάνι
bear in mind (phr) έχω υπ’ όψιν μου
full board (n) πλήρης διατροφή
receipt (n) απόδειξη grateful (adj) ευγνώμων refund (n) επιστροφή χρημάτων letter of reference (n) συστατική επιστολή advisor (n) σύμβουλος
outstanding (adj) εξαιρετικός
sharp (adj) κοφτερός
executive (adj) διευθυντικός
endeavor (n) προσπάθεια
detailed (adj) λεπτομερής
beneficiary (n) δικαιούχος
summary (n) περίληψη
dedication (n) αφοσίωση performance (n) επίδοση border (v) πλησιάζω, είμαι δίπλαδίπλα native speaker (n) φυσικός ομιλητής (αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα)
complimentary (adj) δωρεάν
air fare (n) αεροπορικό εισιτήριο differ (v) διαφέρω drive (n) μπαζάρ item (n) είδος, αντικείμενο
content (n) περιεχόμενο
eco-friendly (adj) φιλικός προς το περιβάλλον
essential (adj) βασικός, πολύ σπουδαίος
monitor (n) οθόνη
exaggerate (v) υπερβάλλω
goods (n) τα αγαθά
relevant (adj) σχετικός
appliance (n) ηλεκτρική συσκευή
accomplishment (n) κατόρθωμα
whether (conj) κατά πόσον
concern (n) ενδιαφέρον
inaccurate (adj) ανακριβής
regardless (prep) ασχέτως
grounds for (phr) λόγος για
functional (adj) λειτουργικός, που δεν έχει χαλάσει
furthermore (adv) επιπροσθέτως
dismissal (n) απόλυση
thus (adv) έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο
format (n) μορφή
hesitation (n) δισταγμός
chronological (adj) χρονολογικός
in working order (phr) αυτός που δεν έχει χαλάσει donate (v) κάνω δωρεά
reverse (adj) αντίστροφος
charity (n) φιλανθρωπική οργάνωση
full-time (adj) πλήρους απασχόλησης
dispose (v) ξεφορτώνομαι, πετάω στα σκουπίδια
proof-reading (n) έλεγχος για λάθη, επιμέλεια κειμένου
lead (n) μόλυβδος mercury (n) υδράργυρος
solid (adj) στέρεος
miss (v) χάνω, μου ξεφεύγει κάτι
grounding (n) βάσεις, θεμέλια
built-in (adj) ενσωματωμένος
recommend (v) προτείνω, συνιστώ postgraduate (adj) μεταπτυχιακός Part 7
cadmium (n) κάδμιο arsenic (n) αρσενικό (χημικό στοιχείο)
double-check (v) διπλοτσεκάρω 6
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 1
properly (adv) σωστά, κατάλληλα
caterer (n) τροφοδοτική εταιρεία, προμηθευτής τροφίμων
material (n) υλικό soil (n) έδαφος groundwater (n) υδροφόρος ορίζοντας, υπόγεια ύδατα
gourmet (adj) γαστρονομικός, καλοφαγάδικος decoration (n) στολισμός
decrease (v) μειώνω
chef (n) σεφ
impact (n) αντίκτυπος, απήχηση
wait and serve (adj) σερβίρισμα και εξυπηρέτηση τραπεζιών
participation (n) συμμετοχή
arrangement (n) σύνθεση (π.χ. λουλουδιών)
local (adj) τοπικός resident (n) κάτοικος
tier (n) όροφος, στρώση
advance (n) πρόοδος
limousine (n) λιμουζίνα
effect (n) επίδραση
subtotal (n) υποσύνολο
harm (n) βλάβη
grand total (n) γενικό σύνολο
reaction (n) αντίδραση
offer (v) προσφέρω
proposal (n) πρόταση
deposit (n) προκαταβολή
video-conferencing (n) τηλεδιάσκεψη
software (n) λογισμικό shopping cart (n) καροτσάκι του σουπερμάρκετ
board room (n) αίθουσα συνεδριάσεων regarding (prep) όσον αφορά
moving (n) μετακόμιση expense (n) έξοδο exceptional (adj) εξαιρετικός anti-discrimination (n) εναντίον των διακρίσεων equal (adj) ίσος
hire (v) προσλαμβάνω
citizen (n) πολίτης
pension (n) σύνταξη
catalogue (n) κατάλογος
qualify (v) πληρώ τα προσόντα race (n) φυλή, ράτσα religion (n) θρησκεία origin (n) καταγωγή marital status (n) οικογενειακή κατάσταση pregnancy (n) εγκυμοσύνη disability (n) αναπηρία characteristic (n) χαρακτηριστικό workplace (n) τόπος εργασίας employment agency (n) γραφείο ευρέσεως εργασίας advertise (v) διαφημίζω
application (n) εφαρμογή
guideline (n) κατευθυντήρια γραμμή, οδηγία
hosting (adj) πάροχος ιστότοπων
take in (phr v) αντιλαμβάνομαι
independent (adj) ανεξάρτητος
pay attention (phr) προσέχω
contract (n) συμβόλαιο
seek (v) ψάχνω
venue (n) τόπος συνάντησης
programmer (n) προγραμματιστής
subscribe (v) γίνομαι συνδρομητής
refreshment (n) αναψυκτικό lounge (n) αίθουσα αναμονής, σαλόνι
assign (v) αναθέτω
physical (adj) σωματικός, που έχει φυσική παρουσία
task (n) δουλειά, έργο forward (v) προωθώ
publication (n) έντυπη έκδοση, περιοδικό baffled (adj) είμαι μπερδεμένος
assessor (n) εκτιμητής
worth (adj) (αυτός που έχει) αξία
interaction (n) αλληλεπίδραση pinpoint (v) προσδιορίζω επακριβώς
double entendre (phr) αμφίσημος, αυτός που έχει διττό νόημα
relocation (n) μεταφορά σε νέες εγκαταστάσεις, μετεγκατάσταση
e-communication (n) ηλεκτρονική επικοινωνία
jargon (n) επαγγελματική διάλεκτος
graphic designer (n) γραφίστας
fill out (phr v) συμπληρώνω
intense (adj) έντονος, εντατικός
catch the meaning (phr) πιάνω το νόημα
brief (adj) σύντομος
interface (v) αλληλεπίδραση, διεπαφή
point (n) θέμα
salary (n) μισθός
denomination (n) αξία (χαρτονομίσματος)
outgrow (v) είμαι πολύ μεγάλος για το χώρο που μου διατίθεται effective (adj) ισχύων από …
recent (adj) πρόσφατος suite (n) σουίτα primary (adj) πρωταρχικός quality (n) ποιότητα drive through (v) είμαι περαστικός forecast (n) πρόβλεψη abundant (adj) άφθονος
commensurate (adj) ανάλογος, ισόποσος
banknote (n) χαρτονόμισμα
slang (n) αργκό
merit (n) αξία
refer (v) αναφέρομαι
raise (n) αύξηση
distribution (n) διανομή
health insurance (n) ασφάλιση υγείας
pricey (adj) ακριβός geo-political (adj) γεωπολιτικός
7
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 2 1
trend (n) τάση, ροπή
chew (v) μασώ
Part 2
as regard (phr) όσον αφορά
sour (adj) ξινός
Transcript
likely (adj) πιθανός
various (adj) διάφορες
by accident (adj) κατά λάθος
spot (n) σημείο
passionate (adj) παθιασμένος
oven (n) φούρνος
source (n) πηγή (πληροφοριών)
flavorful (adj) γευστικός
ambitious (adj) φιλόδοξος
investment (n) επένδυση
pure (adj) αγνός
honestly (adv) ειλικρινά
analysis (n) ανάλυση
ingredient (n) συστατικό
recall (v) θυμάμαι
attract (v) προσελκύω
well-being (n) ευζωία
invitation (n) πρόσκληση
influence (v) επιρροή
inspire (v) εμπνέω
unfamiliar (adj) άγνωστος, μη οικείος
launch (v) λανσάρω, προωθώ
run out of (phr v) (μου) τελειώνει (κάτι)
inappropriately (adv) με λανθασμένο τρόπο, ανάρμοστα
organic (adj) βιολογικός (για προϊόντα) gummy (adj) αυτός που είναι σαν τσίχλα, που μασουλιέται
toner (n) μελάνι φωτοτυπικού deliver (v) διανέμω, παραδίδω στο σπίτι medicine (n) φάρμακο
enquire (v) ερευνώ, ρωτώ
jelly bean (n) ζελεδάκι
district (n) περιοχή, συνοικία
respond (v) απαντώ, ανταποκρίνομαι
drench (v) μουσκεύω, μουλιάζω
owner (n) ιδιοκτήτης
treat (n) λιχουδιά
follow up on (phr v) παρακολουθώ την εξέλιξη
nut-free (adj) χωρίς ξηρούς καρπούς
due (adj) αναμενόμενος προγραμματισμένος
aware (adj) ενήμερος
praise (v) επαινώ
authorization (n) εξουσιοδότηση
fare (n) ναύλο fair (adj) δίκαιο break the news (phr) λέω τα νέα
collection (n) περισυλλογή
gently (adv) μαλακά, ευγενικά
in line with (phr) σύμφωνα με
Examination 2
legislation (n) νομοθεσία
hammer (n) σφυρί leading role (n) πρωταγωνιστικός ρόλος
restore (v) επιστρέφω, αποδίδω (στον ιδιοκτήτη)
Listening Test
unclaimed (adj) αζήτητος
Part 1
delighted (adj) ευχαριστημένος, ενθουσιασμένος
proceeds (n) έσοδα
Transcript
factory (n) εργοστάσιο
postcode (n) ταχυδρομικός κώδικας
barbecue (v) μπάρμπεκιου
field (n) πεδίο candy (n) ζαχαρωτό wholly (adv) εξολοκλήρου artificial (adj) τεχνητός sweetener (n) γλυκαντική ουσία gluten (n) γλουτένη infuse (v) γεμίζω, εγχύω calcium (n) ασβέστιο relatively (adv) σχετικά impress (v) εντυπωσιάζω regular (adj) κανονικός due to (conj) εξαιτίας
sausage (n) λουκάνικο
Part 3
ball (n) χορός
end (v) τελειώνω
stick (n) μπαστούνι
product (n) προϊόν
kayak (v) καγιάκ
reduction (n) μείωση
puddle (n) λακκούβα με νερά
complain (v) παραπονούμαι
mow (v) κουρεύω lawn (n) γρασίδι
housework (n) δουλειές του σπιτιού
golf course (n) γήπεδο γκολφ
prepare (v) προετοιμάζομαι
helmet (n) κράνος
conversation (n) συζήτηση
construction site (n) εργοτάξιο
luncheon (n) μεσημεριανό φαγητό
trunk (n) πορτμπαγκάζ truck (n) φορτηγό
absence (n) απουσία
display (n) έκθεμα, εμπόρευμα στη βιτρίνα
synthetic (adj) συνθετικός
warehouse (n) αποθήκη
awkward (adj) δύσκολος, δύσχρηστος
healthy (adj) υγιεινός meal (n) γεύμα option (n) επιλογή subway (n) μετρό, υπόγειος σιδηρόδρομος traffic (n) κίνηση
8
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 2 1
embassy (n) πρεσβεία
don’t bother (phr) μην κάνεις τον κόπο
under construction (phr) υπό κατασκευή
unable (adj) αυτός που δεν μπορεί, ανίκανος
settle (v) κανονίζω
exit (n) έξοδος
exercise (n) σωματική άσκηση
update (n) ενημέρωση
contact (v) έρχομαι σε επαφή
calorie (n) θερμίδα
speed limit (n) όριο ταχύτητας
colleague (n) συνάδελφος
join (v) γίνομαι μέλος
crew (n) πλήρωμα, προσωπικό
state (v) δηλώνω
administrator (n) διευθυντής, διοικητής
interpreter (n) διερμηνέας
social skill (n) κοινωνικότητα
work load (n) φόρτος εργασίας folder (n) φάκελος
Part 4
forbid (v) απαγορεύω
coffee pot (n) καφετιέρα
limit (v) περιορίζω
error (n) σφάλμα, λάθος
ticket counter (n) ταμείο εισιτηρίων
post (v) αναρτώ, ανακοινώνω
booth (n) θάλαμος
select (v) επιλέγω
bulletin board (n) πίνακας ανακοινώσεων
brochure (n) μπροσούρα, φυλλάδιο
appropriately (adv) σωστά, κατάλληλα
mail (v) ταχυδρομώ
seat pocket (n) θήκη πίσω από το κάθισμα
landmark (n) ορόσημο
cart (n) καροτσάκι στο αεροπλάνο
identification (n) ταυτότητα
claim (n) ισχυρίζομαι bonus (n) μπόνους, δώρο delete (v) διαγράφω
maximum (adj) ανώτατος
weight (n) βάρος
outlook (n) πρόβλεψη
health club (n) ινστιτούτο υγείας health plan (n) ασφάλιση υγείας membership (n) συνδρομή government (n) κυβέρνηση introduce (v) εισάγω (ένα μέτρο) last (v) διαρκώ double (v) διπλασιάζομαι
free of charge (phr) δωρεάν
by chance (phr) κατά τύχη
material (n) ύλη μαθήματος
accept (v) δέχομαι
campus (n) πανεπιστημιούπολη introductory (n) εισαγωγικός
exchange rate (n) ισοτιμία συναλλάγματος
closure (n) κλείσιμο
largely (adv) σε γενικές γραμμές
passenger (n) επιβάτης
sunny spell (n) διάστημα ηλιοφάνειας
award (n) βραβείο campaign (n) καμπάνια
get back (phr v) επιστρέφω
address (v) απευθύνομαι
works well (phr) με βολεύει
audience (n) το κοινό, θεατές
pick up (phr v) βελτιώνομαι
budget (n) προϋπολογισμός
take up (phr v) μαθαίνω
sign (v) υπογράφω
afford (v) έχω την οικονομική δυνατότητα
reschedule (v) επαναπρογραμματίζω
doubt (v) αμφιβάλλω
document (n) έγγραφο
profitable (adj) επικερδής
response (n) απόκριση, απάντηση
lot (n) πάρκινγκ
within (prep) μέσα σε
nightmare (n) εφιάλτης midday (n) μεσημέρι annoyed (adj) ενοχλημένος wipe (v) σκουπίζω με βρεγμένο πανί
Transcript flight attendant (n) αεροσυνοδός
frequent (adj) συχνός
pack (v) πακετάρω, μαζεύω τα πράγματα μου
transportation (n) μεταφορά
shower (n) βροχή, μπόρα
get on (phr v) επιβιβάζομαι Transcript
perform (v) κάνω
special offer (n) ειδική προσφορά counter (n) ταμείο
drop (v) πέφτω (για θερμοκρασία) mixture (n) μείγμα up next (phr) ακολουθεί (στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση) pursue (v) επιδιώκω comfort (n) άνεση back and forth (phr) πέρα-δώθε at your fingertips (phr) στα ακροδάχτυλά σου dial (v) πληκτρολογώ fraction (n) κλάσμα abroad (n) άλλες χώρες, το εξωτερικό set up (phr v) κανονίζω, οργανώνω
dressing room (n) δοκιμαστήριο
consultation (n) συμβουλευτική συνάντηση
personal belongings (n) προσωπικά αντικείμενα
suspend (v) διακόπτω
9
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 2 1
get off (phr v) αποβιβάζομαι
put out (phr v) σβήνω (φωτιά)
popular (adj) δημοφιλής
journey (n) ταξίδι
wheat (n) σιτάρι
entrance (n) είσοδος
harvest (n) σοδειά
joint venture (n) συλλογική επιχείρηση, κοινοπραξία
valid (adj) έγκυρος, ισχύων
fund (n) (χρηματικό) κεφάλαιο
giant (n) γίγαντας
apologize (v) ζητώ συγγνώμη
formerly (adv) πρώην
inconvenience (n) ταλαιπωρία
precisely (adv) ακριβώς
agency (n) πρακτορείο
permission (n) άδεια
twenty-four seven (n) είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
feel at home (phr) αισθάνομαι άνετα, σα στο σπίτι μου
digital (adj) ψηφιακός
hand (someone) over to (phr v) παραδίδω
provided that (conj) υπό τον όρο
take (someone) through (phr v) εξηγώ βήμα βήμα
auditor (n) ελεγκτής, ορκωτός λογιστής
firm (n) εταιρεία
grant (v) δίνω άδεια, επιτρέπω external (adj) εξωτερικός
assess (v) αξιολογώ
confirm (v) επιβεβαιώνω
expenditure (n) δαπάνη
celebrate (v) γιορτάζω
release (v) απελευθερώνω
anniversary (n) επέτειος
approval (n) έγκριση
half off (phr) μισή τιμή
convenience (n) ευκολία nationwide (adv) πανεθνικά come across (phr v) βρίσκω κατά λάθος look to (phr v) περιμένω, προσδοκώ put off (phr v) αναβάλλω take over (phr v) εξαγοράζω, αναλαμβάνω workforce (n) εργατικό δυναμικό
automobile (n) αυτοκινητοβιομηχανία
allow (v) επιτρέπω
host (n) οικοδεσπότης
manufacturing (adj) κατασκευαστικός
electricity (n) ηλεκτρισμός
educational (adj) εκπαιδευτικός
typically (adv) χαρακτηριστικά
ability (n) ικανότητα
enterprise (n) επιχείρηση
significantly (adv) σημαντικά
transform (v) μετατρέπω
collaboration (n) συνεργασία
growth (n) ανάπτυξη
throw away (phr v) πετάω στα σκουπίδια
achievement (n) κατόρθωμα
eat out (phr v) βγαίνω έξω για φαγητό
instead (adv) αντί
toy (n) παιχνίδι
pick-up truck (n) ημιφορτηγό, αγροτικό φορτηγάκι
renovate (v) ανακαινίζω
comprehensible (adj) κατανοητός
severance (n) αποκοπή
dedicated (adj) αφιερωμένος, αφοσιωμένος
warranty (n) εγγύηση
northbound (adv) με κατεύθυνση προς τα βόρεια
keep in mind (phr) έχω υπ’ όψιν μου divide (v) διαιρώ commentary (n) σχολιασμός receive (v) παίρνω, λαμβάνω reach (v) φτάνω (σε προορισμό)
geothermal (adj) γεωθερμικός designer (n) σχεδιαστής in bulk (phr) μαζικά wholesale (n) χονδρική respondent (n) αποκρινόμενος
serve (v) υπηρετώ, κάνω θητεία vacancy (n) κενή θέση
eligible (adj) επιλέξιμος sufficient (adj) επαρκής
Reading Test
reservation (n) κράτηση
Part 5
merge (v) συγχωνεύω
electronics (n) ηλεκτρονικά share (n) μετοχή seasonal (adj) εποχιακός inflation (n) πληθωρισμός rate (n) ποσοστό push down (phr v) μειώνω, ρίχνω application (n) αίτηση internship (n) πρακτική εξάσκηση
withdraw (v) αποσύρομαι
Part 6 make the most of (something) (phr) εκμεταλλεύομαι στο έπακρο
dispatch (v) αποστέλλω
meet a deadline (phr) τηρώ μια προθεσμία
surge (v) ξεχύνομαι
despite (conj) παρόλο
upcoming (adj) ανερχόμενος
throughout (adv) καθ’ όλη τη διάρκεια
regulation (n) κανονισμός defective (adj) ελλατωματικός
multitasking (n) κάνω πολλά πράγματα μαζί
comply (v) συμμορφώνομαι
optimize (v) βελτιστοποιώ
occasionally (adv) περιστασιακά
undoubtedly (adv) αναμφίβολα
hazard (n) κίνδυνος
10
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 2 1
advantage (n) πλεονέκτημα
make up (phr v) εφευρίσκω
issue (v) εκδίδω
show (someone) round (phr v) δείχνω τα κατατόπια
speed up (phr v) επισπεύδω
holder (n) κάτοχος
explore (v) εξερευνώ
studio (n) στούντιο
fabulous (adj) φανταστικός, υπέροχος
proof of age (n) απόδειξη ότι είμαι ενήλικος
create (v) δημιουργώ appeal (v) έλκω, γοητεύω match (v) ταιριάζω criterion (n) κριτήριο suitable (adj) κατάλληλος be in touch (phr) βρίσκομαι σε επαφή attention (n) προσοχή, συγκέντρωση σε κάτι
double-decker (n) διώροφο λεωφορείο
responsible (adj) υπεύθυνος
degree (n) μοίρα (γεωμετρική μονάδα)
liable (adj) υπόλογος, υπεύθυνος για
panoramic (adj) πανοραμικός
violation (n) παράβαση
prerecorded (adj) προηχογραφημένος
accompany (v) συνοδεύω
uptown (adj) στα προάστια
device (n) συσκευή social networking (n) κοινωνική δικτύωση
loop (n) κλειστό ηχογραφημένο μήνυμα που επαναλαμβάνεται διαρκώς duration (n) διάρκεια
share (v) μοιράζομαι
downtown (adj) στο κέντρο της πόλης
feature (v) φέρω (έχω ως εξοπλισμό) in a host of (phr) σε μια πλειάδα, σε μια μεγάλη σειρά από… vivid (adj) ζωντανός, έντονος compact (adj) συμπαγής, μικρός σε μέγεθος
grand opening (n) εγκαίνια entrée (n) ορεκτικό
redeem (v) εξαργυρώνω
card (n) κάρτα
cash (n) μετρητά, χρήματα
retail (n) λιανική πώληση
promotion (n) προωθητική ενέργεια dine-in (n) γευματίζω σε εστιατόριο bearer (n) προσκομιστής
series (n) σειρά, ακολουθία compatible (adj) συμβατός slot (n) θέση, σχισμή handheld (adj) αυτός που μπορεί να κρατηθεί στο χέρι vehicle (n) όχημα approximate (adj) περίπου resolution (n) ανάλυση εικόνας in addition (phr) επιπλέον
expire (v) λήγω, εκπνέω campground (n) χώρος κάμπινγκ
unoccupied (adj) αδειανός, ακατοίκητος take down (phr v) μαζεύω (τη σκηνή)
behavior (n) συμπεριφορά protection (n) προστασία wireless (adj) ασύρματος solar powered (adj) αυτός που δουλεύει με ηλιακή ενέργεια reserve (v) εφεδρικός battery (n) μπαταρία tie to (phr v) εξαρτώμαι από power grid (n) ηλεκτρικό δίκτυο meter (n) μετρητής city official (n) υπάλληλος του δήμου capable (adj) ικανός bill (n) χαρτονόμισμα via (adv) μέσω
rule (n) κανόνας
code (n) κωδικός αριθμός
front desk (n) ρεσεψιόν
panel (n) πίνακας
obtain (v) αποκτώ, παίρνω
enforcement (n) επιβολή
permit (n) άδεια
dash-mounted (adj) στερεωμένος στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου
occupy (v) καταλαμβάνω ένα χώρο
diagonal (n) διαγώνιος
tent (n) σκηνή
evict (v) κάνω έξωση
lesser (adj) μικρότερος, λιγότερος
Part 7
miscellaneous (adj) διάφορα
condition (n) κατάσταση, συνθήκες
memory (n) μνήμη
unlike (adj) ανόμοιος
supervise (v) επιτηρώ
generator (n) γεννήτρια ρεύματος
slim (adj) λεπτός
alike (adj) παρόμοιος
conduct (n) συμπεριφορά
operate (v) λειτουργώ
coupon (n) κουπόνι
TB (n) τέραμπαϊτ (μονάδα μέτρησης μνήμης)
furnish (v) παρέχω
subject (adj) υπόκειμαι σε
wisdom (n) σοφία
forfeit (v) χάνω, παραιτούμαι του δικαιώματός μου
expedite (v) επισπεύδω
vacate (v) εκκενώνω
adjustment (n) διόρθωση, ρύθμιση demand (n) ζήτηση compliance (n) συμμόρφωση lead (v) οδηγώ, κατευθύνω
appreciate (v) εκτιμώ 11
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 3 1
annually (adv) ετήσια insert (v) βάζω, τοποθετώ σε σχισμή dashboard (n) παρμπρίζ text (v) στέλνω μήνυμα με το κινητό τηλέφωνο instantly (adv) άμεσα, την ίδια στιγμή city utility (n) δημόσια υπηρεσία
applicable (adj) εφαρμόσιμος, ταιριαστός
cutting edge (adj) τελευταίας τεχνολογίας
duty (n) φόρος, τέλος
flagship (n) ναυαρχίδα
terms and conditions (phr) όροι και προϋποθέσεις
passion (n) πάθος
written notice (phr) γραπτή προειδοποίηση
customer focused (adj) προσανατολισμένος προς τον πελάτη
discrepancy (n) ασυμφωνία, αναντιστοιχία statement (n) λογαριασμός πιστωτικής κάρτας
query (n) ερώτηση, απορία gas (n) αέριο
motivate (v) παρακινώ
demonstrate (v) δείχνω, αποδεικνύω awareness (n) επίγνωση, γνώση
bill (v) χρεώνω
combine (v) συνδυάζω
asterisk (n) αστερίσκος
commercial (adj) εμπορικός
VAT (n) ΦΠΑ
shipper (n) μεταφορέας
target (n) στόχος
balance (n) υπόλοιπο λογαριασμού
dimension (n) διάσταση
coach (v) εκπαιδεύω
length (n) μήκος
maximize (v) μεγιστοποιώ
total (n) σύνολο
width (n) πλάτος
potential (n) δυναμικό
due (adj) οφειλόμενο ποσό
diplomatic (adj) διπλωματικός (που ανήκει στο διπλωματικό σώμα)
orientated (adj) προσανατολισμένος
power failure (n) διακοπή ρεύματος
unit (n) μονάδα emission (n) εκπομπή (αερίων)
envelope (n) φάκελος
premium (adj) πριμ, πριμοδότηση
pak (n) είδος αμπαλάζ
interpersonal (adj) διαπροσωπικός
outage (n) διακοπή
recipient (n) παραλήπτης
prioritize (v) θέτω προτεραιότητες
scheme (n) σχέδιο
prepaid (adj) προπληρωμένος
multiple (adj) πολλαπλός
inclusive (adj) αυτός που συμπεριλαμβάνει
declare (v) δηλώνω
confidence (n) εχεμύθεια
sample (n) δείγμα
consolidate (v) συνενώνω aircraft (n) αεροσκάφος
reference (n) αριθμός συναλλαγής
outlet (n) πρατήριο (εργοστασίου)
original (adj) αρχικός
priority (n) προτεραιότητα
desire (n) επιθυμία
boarding pass (n) κάρτα επιβίβασης
insurance (n) ασφάλεια
excel (v) αριστεύω
box (v) βάζω σε κουτί
customs officer (n) τελωνειακός
fill in (phr v) συμπληρώνω
consideration (n) η προσοχή και η μελέτη (που δείχνει κάποιος)
claim (n) αίτηση
specify (v) καθορίζω
line (n) γραμμή προϊόντων
seaport (n) λιμάνι
public holiday (n) αργία
enlarge (v) μεγεθύνω
vessel (n) σκάφος
communication (n) επικοινωνία
transfer (v) μεταφέρω
beneficial (adj) ευεργετικός, ωφέλιμος
process (v) διαδικασία, εξέταση
gallery (n) αίθουσα εκθέσεων
reorganize (v) αναδιοργανώνω
apply (v) κάνω αίτηση
arrangement (n) διευθέτηση, συμφωνία
tourist visa (n) τουριστική βίζα bring together (phr v) συνενώνω
restructure (v) αναδιαμορφώνω
head (v) διευθύνω
coach (n) πούλμαν
Examination 3
alternate (adj) εναλλακτικός
split up (phr v) χωρίζω debit account (n) χρεωστικός λογαριασμός
size (n) μέγεθος anthropology (n) ανθρωπολογία
Listening Test
toll-free (adj) δωρεάν
unavailable (adj) μη διαθέσιμος
Part 1
quantity (n) ποσότητα
admission fee (n) τιμή εισιτηρίου
Transcript
guide (n) οδηγός, ξεναγός
field (n) χωράφι
description (n) περιγραφή
drawer (n) συρτάρι
12
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 3 1
nap (n) υπνάκος
Part 3
feed (v) ταΐζω
bucket (n) κουβάς
account (n) λογαριασμός
sand (v) τρίβω με γυαλόχαρτο
sponsor (v) χορηγώ
be off to (phr v) φεύγω, πηγαίνω κάπου
screen (one’s) calls (v) εξετάζω ποια τηλεφωνήματα θα απαντήσω
funding (n) χρηματοδότηση
hip (n) ισχίο, γοφός
benefit (n) επίδομα, δώρο
routine (n) πρόγραμμα, ρουτίνα
defend (v) υπερασπίζομαι
calm down (phr v) ηρεμώ
time off (phr) άδεια
work out (phr v) βρίσκω λύση
sightseeing (n) επίσκεψη στα αξιοθέατα
dozen (n) ντουζίνα, δωδεκάδα
manual (n) οδηγός, βιβλίο με οδηγίες
Part 4
procedure (n) διαδικασία
steak (n) μπριζόλα
liver (n) συκώτι
lobster (n) αστακός
iron (n) σίδηρος
ravioli (n) ραβιόλια
negotiation (n) διαπραγμάτευση
linguini (n) λινγκουίνι
develop (v) εμφανίζω φιλμ
crab (n) καβούρι
run (one’s) own business (phr) διοικώ επιχείρηση
itinerary (n) δρομολόγιο
rewarding (adj) αυτός που σε ανταμοίβει
freezer (n) καταψύκτης
align (v) ευθυγραμμίζω carton (n) συσκευασία απο χαρτόνι (για γάλα, χυμούς, κλπ) dig (v) σκάβω shovel (n) φτυάρι hard hat (n) κράνος ασφαλείας Part 2 Transcript expectation (n) προσδοκία turn down (phr v) χαμηλώνω τον ήχο volume (n) ήχος mechanic (n) μηχανικός αυτοκινήτων
justify (v) δικαιολογώ
plant (n) μονάδα, εργοστάσιο vegetarian (n) χορτοφάγος generous (adj) γενναιόδωρος inconvenience (v) ξεβολεύω shut down (phr v) σβήνω, κλείνω (μηχάνημα) dish (n) πιάτο, φαγητό satellite (n) δορυφόρος have a word with (phr) μιλάω σε κάποιον help oneself (phr) σερβίρομαι μόνος μου what’s on (your) mind (phr) τι έχεις στο μυαλό σου bake (v) ψήνω recipe (n) συνταγή (φαγητού) medium-rare (adj) ψημένο ελαφρά (όχι καλοψημένο) can’t be beat (phr) είναι αχτύπητος, φανταστικός
wiring (n) καλωδίωση stock (v) έχω απόθεμα cash register (n) ταμείο
Transcript
close down (phr v) κλείνω, καταργώ
congratulate (v) συγχαίρω
wonder (v) αναρωτιέμαι outdated (adj) ξεπερασμένος, απαρχαιωμένος familiar (adj) οικείος look alike (phr) μοιάζω lean towards (phr v) τείνω, στρέφομαι προς
project (n) έργο note (n) σημείωση goal (n) στόχος, σκοπός Transcript pasta (n) ζυμαρικά home made (adj) σπιτικός stuffed (adj) γεμιστά
grilled (adj) ψημένο στη σχάρα
chunk (n) κομματάκι
trout (n) πέστροφα
garlic (n) σκόρδο
sautéed (adj) σωταρισμένος
onion (n) κρεμμύδι
calf (n) μοσχάρι
mushroom (n) μανιτάρι
talk (someone) down on (phr v) πιέζω κάποιον να μειώσει (τις τιμές)
dessert (n) γλύκισμα, επιδόρπιο
high-tech (adj) υψηλής τεχνολογίας
cheesecake (n) τσιζκέικ crop up (phr v) ανακύπτω, προκύπτω wrap up (phr v) τελειώνω
figure (v) θεωρώ, νομίζω
poetry (n) ποίηση
switch (v) αλλάζω
engine (n) μηχανή
take a while (phr) παίρνει λίγο καιρό
drawing board (n) σχεδιαστήριο
figure (something) out (phr v) καταλαβαίνω πως δουλεύει κάτι
tentative (adj) δοκιμαστικός, που μπορεί να αλλάξει
estimate (v) υπολογίζω
web (n) δίκτυο
13
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 3 1
get (something) in (phr v) τελειώνω (μια δουλειά) και την παραδίδω insist (v) επιμένω short-staffed (adj) αυτός που έχει έλλειψη προσωπικού work around the clock (phr) δουλεύω είκοσι-τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
overcome (v) ανταπεξέρχομαι
gear (n) εξοπλισμός
undertake (v) αναλαμβάνω
recreation (n) αναψυχή
furnace (n) φούρνος
hiking (n) πεζοπορία
cooperate (v) συνεργάζομαι
raft (n) σχεδία
conduct (v) κάνω, διεξάγω
parka (n) είδος μπουφάν με κουκούλα
maintenance (n) συντήρηση factor (n) παράγοντας reform (v) μεταρρυθμίζω
obviously (adv) ξεκάθαρα
convert (v) μετατρέπω
northeastern (adj) βορειοανατολικός
fluctuate (v) κυμαίνομαι
high pressure (n) υψηλό βαρομετρικό
discretion (n) σύνεση, κρίση
sweep down (phr v) σαρώνω μια περιοχή
evaluate (v) αξιολογώ
textile (n) κλωστοϋφαντουργία reflect (v) σκέφτομαι
bump into (phr v) συγκρούομαι
database (n) τράπεζα δεδομένων
come up from (phr v) προέρχομαι
sell off (phr v) ξεπουλάω, asset (n) περιουσιακό στοιχείο
moist (adj) υγρός precipitation (n) βροχόπτωση sleet (n) χιονόνερο
momentum (n) ορμή currency (n) συνάλλαγμα bond (n) ομόλογο
worsen (v) χειροτερεύω
reclaim (v) ξαναπαίρνω πίσω
get in touch with (phr) έρχομαι σε επαφή familiarize (v) εξοικειώνομαι habit (n) συνήθεια tempting (adj) αυτός που σε βάζει σε πειρασμό IT department (n) το τμήμα Πληροφορικής block (v) μπλοκάρω, σταματώ team leader (n) επικεφαλής ομάδας
resolve (v) βρίσκω λύση neglect (v) ξεχνάω, αμελώ row (n) σειρά consecutive (adj) συναπτός, συνεχόμενος
lure (n) παγίδα waders (n) γαλότσες compass (n) πυξίδα flashlight (n) φακός First-Aid kit (n) κουτί πρώτων βοηθειών stove (n) γκαζάκι για μαγείρεμα procurement (n) προμήθεια scope (n) περιθώριο, έκταση vendor (n) πωλητής long distance (adj) υπεραστικός itemize (v) καταγράφω ένα προς ένα owe (v) χρωστώ alumnus (n) απόφοιτος commemorate (v) γιορτάζω, τιμώ τη μνήμη mixed-media (adj) μικτής τεχνικής permanent (adj) μόνιμος
Part 6
acrylic (n) ακρυλικό
secure (adj) ασφαλής with reference to (phr) αναφορικά με sincere (adj) ειλικρινής
beat (v) κερδίζω
net (n) δίχτυ
coordinator (n) συντονιστής
debt (n) χρέος
collide (v) συγκρούομαι
fishing pole (n) καλάμι ψαρέματος
oil paint (n) λαδομπογιά canvas (n) καμβάς stone (n) πέτρα
reoccur (v) ξανασυμβαίνει
textured (adj) που είναι ανάγλυφος, που έχει υφή
Reading Test
be committed to (phr) δεσμεύομαι
Fine Arts (n) Καλές Τέχνες
Part 5
compliment (n) φιλοφρόνηση
penicillin (n) πενικιλίνη
hands-on (adj) από πρώτο χέρι
credit (v) αποδίδω τα εύσημα, πιστώνω
in effect (phr) ισχύω
frustration (n) απογοήτευση και ενόχληση μαζί
pest-resistant (adj) ανθεκτικός στα παράσιτα
Part 7
recur (v) επαναλαμβάνομαι, ξανασυμβαίνω
cereal (n) δημητριακό crop (n) σοδειά
get off the phone with (phr) μόλις μίλησα στο τηλέφωνο με
cope (v) τα βγάζω πέρα
postpone (v) αναβάλλω
rent (v) νοικιάζω
on loan (phr) δανεικό payroll (n) μισθολόγιο
aboard (adv) πάνω στο (πλοίο, τρένο κά) shrink (v) συρρικνώνομαι
14
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 4 1
bullet train (n) τρένο υψηλής ταχύτητας pledge (v) υπόσχομαι rail network (n) σιδηροδρομικό δίκτυο found (v) ιδρύω envision (v) οραματίζομαι conventional (adj) συμβατικός, παραδοσιακός
amateur (n) ερασιτέχνης
stool (n) σκαμνί
print (v) γράφω με καθαρά κεφαλαία γράμματα
adult (n) ενήλικας
Zip (n) ταχυδρομικός κώδικας
pot (n) κατσαρόλα
newsstand (n) κιόσκι εφημερίδων, περίπτερο
ceiling (n) ταβάνι
place an order (phr) κάνω παραγγελία amount (n) ποσό
underneath (prep) κάτω από
extend (v) επεκτείνω
elevated (adj) υπερυψωμένος
make up for (phr v) αποζημιώνω
array (n) διάταξη, συστοιχία
ASAP (as soon as possible) (phr) όσο το δυνατόν πιο γρήγορα
so-called (adj) τρόπος του λέγειν
data (n) πληροφορίες, δεδομένα
photovoltaic (adj) φωτοβολταїκός
wealthy (adj) πλούσιος, ευκατάστατος
cell (n) κύτταρο
follow-up (adj) επόμενος
solar panel (n) ηλιακός συλλέκτης
minutes (n) πρακτικά (ημερήσιας διάταξης)
mount (v) τοποθετώ, επιθέτω
agenda (n) ημερήσια διάταξη
ultimately (adv) τελικά
renowned (adj) πασίγνωστος
critic (n) επικριτής
unique (adj) μοναδικός
traverse (v) διασχίζω
charming (adj) γοητευτικός
in one’s own right (phr) από μόνος μου
cable TV (n) καλωδιακή τηλεόραση
revenue (n) εισόδημα
tastefully (adv) καλόγουστα
offset (v) αντισταθμίζω
furnish (v) επιπλώνω
apart (adv) χωριστά ο ένας από τον άλλο
en-suite (adj) (με το δικό του) μπάνιο
unused (adj) αχρησιμοποίητος
guarantee (v) εγγυώμαι
interdisciplinary (adj) διεπιστημονικός
equivalent (adj) ισόποσος
fundraising (adj) αυτός που συγκεντρώνει χρήματα
in advance (phr) προκαταβολικά
upon (prep) κατά την..., αμέσως
non-profit (adj) μη κερδοσκοπικός
quote (v) αναφέρω check-out (n) αναχώρηση
corporate responsibility (adj) εταιρική ευθύνη
amount (v) ανέρχομαι rate (n) τιμή
author (n) συγγραφέας
stir (v) ανακατεύω, αναμειγνύω σιγά σιγά pumpkin (n) κολοκύθα pan (n) τηγάνι bowl (n) μπολ shave (v) ξυρίζομαι comb (v) χτενίζω trim (v) κόβω nail (n) νύχι backpack (n) σακίδιο πλάτης take a break (phr) κάνω διάλειμμα dip (v) βουτάω (κάτι μέσα σε κάποιο υγρό) brush (n) πινέλο can (n) τενεκές, κουτί κονσέρβας spill (v) χύνω κατά λάθος knock over (phr v) ρίχνω κατά λάθος band (n) μουσικό συγκρότημα abandon (v) παρατάω, εγκαταλείπω microphone (n) μικρόφωνο Part 2 Transcript stand (v) ισχύω percent (adv) τοις εκατό introduce (v) συστήνω κάποιον on duty (phr) στο καθήκον, σε υπηρεσία day off (n) ρεπό, άδεια από την εργασία
column (n) στήλη σε εφημερίδα ή περιοδικό freelance (n) ανεξάρτητος
pants (n) παντελόνι
Examination 4
cough (n) βήχας position (n) θέση briefcase (n) χαρτοφύλακας
trading site (n) ιστότοπος συναλλαγών
Listening Test
board (n) συμβούλιο
Part 1
lawyer (n) δικηγόρος
chairman (n) πρόεδρος
Transcript
series (n) σειρά στην τηλεόραση
translate (v) μεταφράζω
nail (v) καρφώνω
handle (v) κανονίζω
channel (n) κανάλι (τηλεοπτικό)
board (n) σανίδα 15
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 4 1
so far (adv) μέχρι στιγμής
Transcript
trade show (n) εμπορική έκθεση
back up (phr v) κρατώ αντίγραφο των αρχείων μου για ασφάλεια
ground (n) έδαφος
lens (n) φακός επαφής
flat tire (n) σκασμένο λάστιχο
cure (v) θεραπεύω
worst case scenario (phr) στη χειρότερη περίπτωση
nearsightedness (n) μυωπία
it’s not like (someone) to… (phr) δεν είναι στη φύση (κάποιου) να κάνει… be supposed to (phr) υποτίθεται ότι θα… work out (phr v) γυμνάζομαι delicious (adj) εξαιρετικά νόστιμος keep down (phr v) κρατώ χαμηλά (π.χ. το κόστος) home insurance (n) ασφάλεια σπιτιού
definitely (adv) οπωσδήποτε
overnight (adv) κατά τη διάρκεια της νύχτας
in time (phr) εγκαίρως
review (n) κριτική
senior (adj) ανώτερος, αρχαιότερος
hacker (n) χάκερ
consultant (n) σύμβουλος
network (n) δίκτυο
culture (n) κουλτούρα, πολιτισμός
alert (v) ειδοποιώ
ballot (n) ψήφος
bother (v) ενοχλώ
voice message (n) ηχητικό μήνυμα
heat wave (n) καύσωνας
vary (v) ποικίλω
surprise (v) έκπληξη
clear up (phr v) βελτιώνομαι, καθαρίζω (π.χ. για τον καιρό)
trip (n) ταξίδι
Transcript
novel (adj) νέος, καινοφαινής
hole (n) τρύπα
turn into (phr v) αλλάζω
swear (v) ορκίζομαι
platform (n) πλατφόρμα τρένου
take a better look at (phr) εξετάζω καλύτερα
exhaust pipe (n) εξάτμιση αυτοκινήτου
the look on (someone’s) face (phr) η έκφραση στο πρόσωπο κάποιου
inbox (n) εισερχόμενα
add (v) προσθέτω
inspect (v) επιθεωρώ
runway (n) διάδρομος απογείωσης
call back (phr v) ξαναπαίρνω τηλέφωνο
Part 3 tire (n) λάστιχο αυτοκινήτου the Middle East (n) Μέση Ανατολή relocate (v) μετεγκαθίσταμαι describe (v) περιγράφω positive (adj) θετικός
overworked (adj) καταπονημένος pull up to (phr v) σταματώ δίπλα σε κάποιον με το αυτοκίνητο μου
shift (n) βάρδια
plumber (n) υδραυλικός
postal worker (n) ταχυδρομικός υπάλληλος airline (n) αεροπορική εταιρεία tour company (n) ταξιδιωτική εταιρεία draw attention to (phr) στρέφω την προσοχή προς
air traffic (n) εναέρια κυκλοφορία line up (phr v) στέκομαι στην ουρά
virus (n) ιός
temporary (adj) προσωρινός
ignore (v) αγνοώ desperate (adj) απελπισμένος firm (adj) σταθερός, ακλόνητος picky (adj) επιλεκτικός doom (v) καταδικάζω
seatbelt (n) ζώνη αυτοκινήτου
pop (something) out (phr v) βγάζω
present (v) δείχνω, παρουσιάζω
strategy (n) στρατηγική
neighborhood (n) γειτονιά
rumor (n) φήμη
contact lens (n) φακός επαφής
international (adj) διεθνής
mix up (phr v) μπερδεύω
dispel (v) διαλύω
fasten (v) δένω, προσδένομαι
publishing company (n) εκδοτικός οίκος
newsletter (n) εγκύκλιος
short notice (phr) μικρή προειδοποίηση
assure (v) διαβεβαιώνω
Part 4
basement (n) υπόγειο
rear (n) πίσω μέρος proceed (v) προχωρώ, συνεχίζω
adventurous (adj) περιπετειώδης immediate (adj) άμεσος
clearance (n) άδεια (για απογείωση)
normal (adj) φυσιολογικός
data entry (n) εισαγωγή δεδομένων
trusting (adj) αυτός που εμπιστεύεται
make sense (phr) βγάζω νόημα
responsibility (n) ευθύνη
portion (n) μέρος, τμήμα dream come true (phr) το όνειρο γίνεται πραγματικότητα reshape (v) ανασχηματίζω, αναπλάθω transparent (adj) διαφανής
16
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 4 1
tissue (n) ιστός
exceed (v) ξεπερνώ, υπερβαίνω
background (n) υπόβαθρο
cornea (n) κερατοειδής χιτώνας
regulatory (adj) ρυθμιστικός
recognize (v) αναγνωρίζω
iris (n) ίριδα (του ματιού)
discard (v) πετάω, απορρίπτω
tip (n) συμβουλή
pupil (n) κόρη του ματιού
eliminate (v) εξαλείφω
involve (v) περιλαμβάνω, εμπλέκω
distinction (n) διάκριση, αριστείο
acknowledge (v) αναγνωρίζω, παραδέχομαι
election (n) εκλογή vulnerable (adj) ευάλωτος
representative (n) αντιπρόσωπος
attack (n) επιτίθεμαι
obey (n) υπακούω
verify (v) επαληθεύω
adhere (v) κολλάω, τηρώ
identity (n) ταυτότητα
questionnaire (n) ερωτηματολόγιο
Part 7
place a call on hold (phr) βάζω κάποιον στην αναμονή του τηλεφώνου
account balance (n) ισολογισμός
linguistics (n) γλωσσολογία
trial (n) δοκιμή
accordingly (adv) αναλόγως
speed dial (phr) ταχείας κλήσης
realize (v) πραγματοποιώ
commit (v) διαπράττω
session (n) συνεδρία
gather (v) μαζεύω
modify (v) τροποποιώ
globalized (adj) παγκοσμιοποιημένος
induce (v) προκαλώ contrary (adv) αντίθετα
drop in (phr v) κάνω επίσκεψη χωρίς προειδοποίηση
trade (n) εμπόριο
necessity (n) αναγκαιότητα
sensible (adj) λογικός
take on (phr v) αναλαμβάνω
expansion (n) επέκταση
status (n) κατάσταση
risk (n) κίνδυνος, ρίσκο meltdown (n) καταρρέω
critical (adj) εξαιρετικά σημαντικός, κρίσιμος
pending (adj) εκκρεμής, εν αναμονή
force (v) εξαναγκάζω
in full (phr) πλήρως
digit (n) ψηφίο
fundamentalism (n) φονταμενταλισμός
worldwide (adv) παγκοσμίως
behind schedule (phr) έχω μείνει πίσω στο πρόγραμμα (μου)
proof (n) απόδειξη
dean (n) κοσμήτορας form (n) αίτηση raw materials (n) πρώτες ύλες
Reading Test
viewpoint (n) άποψη
Part 5
approach (n) προσέγγιση
oversight (n) παράβλεψη, αβλεψία express mail (n) επείγον ταχυδρομείο
mayor (n) δήμαρχος retirement (n) συνταξιοδότηση
component (n) συστατικό, τμήμα, μέρος ενός πράγματος assume (v) υποθέτω, θεωρώ
syrup (n) σιρόπι
in light of (phr) υπό το πρίσμα του…
implement (v) εφαρμόζω
prescription (n) συνταγή γιατρού
findings (n) τα ευρήματα
perception (n) αντίληψη
volume (n) όγκος, ένταση
date (v) χρονολογώ declare (v) ανακηρύσσω
extension (n) επέκταση
pro bono (phr) αναλαμβάνω (νομική) υπόθεση δωρεάν brand (n) μάρκα
petition (n) αίτηση
Part 6
urge (v) προτρέπω, παροτρύνω
cease (v) σταματώ, παύω
harmless (adj) άκακος
insurance broker (n) ασφαλιστής
coat (v) επιχρίω, καλύπτω με μπογιά κλπ
reimburse (v) αποζημιώνω
certain (adj) σίγουρος
courier (n) μεταφορέας, ταχυδρόμος
encounter (v) συναντώ, αντιμετωπίζω
set (v) τοποθετώ
grade (n) σχολική τάξη
establish (v) ιδρύω, καθιερώνω household (n) νοικοκυριό
elementary school (n) δημοτικό σχολείο
certificate (n) πιστοποιητικό
listing (n) κατάλογος
renew (v) ανανεώνω
search tool (n) μηχανή αναζήτησης
auction (n) δημοπρασία
varnish (v) γυαλίζω, βερνικώνω and so on (phr) και τα λοιπά, και ούτω καθεξής unaffordable (adj) δυσβάσταχτος machinery (n) μηχάνημα part-time (adv) μερικής απασχόλησης wage (n) ημερομίσθιο
17
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 5 1
politician (n) πολιτικός
print out (phr v) εκτυπώνω
spokesperson (n) εκπρόσωπος actual (adj) πραγματικός
drop something off (phr v) περνάω και αφήνω κάτι
meet one’s goals (phr) επιτυγχάνω τους στόχους μου
accommodation (n) κατάλυμα, στέγαση
make it on time (phr) καταφέρνω να κάνω κάτι στην ώρα του
formula (n) εξίσωση
signature (n) υπογραφή
in a hurry (phr) βιαστικά
territory (n) περιοχή
tuition (n) δίδακτρο
font (n) γραμματοσειρά
reasonable (adj) λογικός
enrich (v) εμπλουτίζω
on sale (phr) προς πώληση
overwhelming (adj) συντριπτικός, αφόρητος
case-by-case (adj) κάθε περίπτωση ξεχωριστά
the sooner the better (phr) όσο γρηγορότερα, τόσο καλύτερα
beyond (prep) πέρα από
basis (n) βάση
turn in (phr v) παραδίδω, επιστρέφω
overview (n) επισκόπηση
Part 3
take the liberty (phr) παίρνω το θάρρος να
downgrade (v) υποβαθμίζω
standard (adj) κανονικός, στάνταρ
disconnect (v) αποσυνδέω
address (v) αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα give someone the benefit of the doubt (phr) δίνω σε κάποιον ακόμα μια ευκαιρία be out of line with (phr) δεν ακολουθώ την πολιτική (της εταιρείας μου κλπ)
Examination 5
snack (n) πρόχειρο φαγητό, κολατσιό
lottery (n) λαχείο answer service (n) τηλεφωνική υπηρεσία Transcript fairly (adv) αρκετά, αρκούντως on track (phr) είμαι σε καλό δρόμο
revision (n) αναθεώρηση
Listening Test
quarterly (adj) τριμηνιαίος
Part 1
situation (n) κατάσταση
Transcript
solve (v) λύνω (βρίσκω λύση)
set (v) στρώνω το τραπέζι
directory (n) κατάλογος ονομάτων με διευθύνσεις
sip (v) ρουφώ γουλιά γουλιά
do (someone’s) best (phr) κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ
trail (n) μονοπάτι
exhausted (adj) εξουθενωμένος
Information Technology (n) Τεχνολογία Πληροφορικής
crowded (adj) συνωστισμένος
dawn (n) αυγή
pedestrian (n) πεζός
inventor (n) εφευρέτης
notify (v) ενημερώνω
several (adj) αρκετοί
staple (v) συρράπτω
fancy (adj) φανταχτερός, σοφιστικέ
accounting (n) λογιστικά customer service (n) υπηρεσία πελατών reception (n) πάρτι, δεξίωση paperwork (n) γραφειοκρατία, τα επίσημα έγγραφα που πρέπει να συμπληρωθούν
pull something off (phr v) καταφέρνω
wave (v) κουνάω το χέρι, γνέφω groceries (n) ψώνια couch (n) καναπές balance (v) ισορροπώ
committee (n) επιτροπή
lay (v) στρώνω, βάζω
diverse (n) διάφορος, ποικίλος
stretch (v) τεντώνω
import (v) εισάγω
wedding (n) γαμήλια τελετή affair (n) υπόθεση seafood (n) θαλασσινά for a change (phr) για αλλαγή teleconference (n) τηλεδιάσκεψη
export (v) εξάγω
Part 2
track (v) κάνω απογραφή
Transcript
inventory (n) απογραφή εμπορευμάτων
memo (n) υπόμνημα
references available upon request (phr) συστάσεις κατόπιν αιτήσεως
run into (phr v) πέφτω πάνω σε, συναντώ κατά λάθος
slip one’s mind (phr) μου ξεφεύγει κάτι, ξεχνάω cinematography (n) κινηματογραφία
fluently (adv) ευφράδης
journalism (n) δημοσιογραφία
liberty (n) ελευθερία
diploma (n) δίπλωμα
Part 4 carnival ride (n) τρενάκι του λούνα παρκ exhibit (n) έκθεμα indoors (adv) σε κλειστό χώρο puppet (n) μαριονέτα
18
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 5 1
fire drill (n) άσκηση πυρόσβεσης
editor (n) συντάκτης, εκδότης
utilize (v) χρησιμοποιώ
elevator (n) ανελκυστήρας
emphasis (n) έμφαση
poll (n) γκάλοπ
raise the alarm (phr) χτυπώ τον συναγερμό
hard disk (n) σκληρός δίσκος
investigate (v) ερευνώ
crash (v) κρασάρω, σταματώ να δουλεύω (για ηλεκτρονικό υπολογιστή)
transmit (v) μεταδίδω
considerable (adj) αξιοσημείωτος, υπολογίσιμος
boost (v) ωθώ
attendance (n) παρουσία uniform (n) στολή logo (n) λογότυπο interview (v) συνέντευξη coach (n) προπονητής blog (n) ιστολόγιο discuss (v) συζητώ
wind up (phr v) καταλήγω να κάνω κάτι
welfare (n) ευημερία
hand out (phr v) μοιράζω
disappointed (adj) απογοητευμένος
roughly (adv) περίπου, χονδρικά
hardware (n) περιφερειακές συσκευές του υπολογιστή Transcript proud (adj) περήφανος legendary (adj) θρυλικός Fire Marshall (n) πυροσβέστης, πύραρχος as soon as (phr) αμέσως μόλις alarm (n) συναγερμός designated (adj) ορισμένος, προκαθορισμένος assemble (v) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι σε κάποιο σημείο put into practice (phr) εφαρμόζω στην πράξη
anticipate (v) προβλέπω, προσδοκώ
define (v) ορίζω, προσδιορίζω social media (n) κοινωνικά μέσα referral (n) παραπομπή run into difficulties (phr) συναντώ δυσκολίες strike a deal with (phr) συνάπτω συμφωνία PR (public relations) (n) δημόσιες σχέσεις be open to an idea (phr) είμαι δεκτικός σε κάποια ιδέα accidentally (adv) κατά λάθος cc (phr) κοινοποιώ μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος
insurance policy (n) συμβόλαιο ασφαλιστικής εταιρίας R&D (Research and Development) (n) έρευνα και ανάπτυξη robot (n) ρομπότ
surface (n) επιφάνεια
simplify (v) απλοποιώ
outcome (n) αποτέλεσμα
patience (n) υπομονή
complex (adj) περίπλοκος
shade (n) τόνος, χροιά
hint (n) υπαινιγμός, υπονοούμενο
summarize (v) κάνω περίληψη
misunderstood (adj) παρεξηγημένος
domestic (adj) οικιακός
depend (v) εξαρτώμαι view (n) γνώμη
accumulate (v) συσσωρεύω fierce (adj) άγριος biofuel (n) βιοκαύσιμο logical (adj) λογικός
object (v) έχω αντίρρηση
infrequent (adj) σπάνιος cross (v) διαγράφω
Reading Test Part 6
Part 5
speak up (phr v) μιλάω δυνατά, λέω την άποψη μου
up (v) αυξάνω, ανεβάζω
loose (adj) χαλαρός
unauthorized (adj) μη εξουσιοδοτημένος
bundle (v) τυλίγω, κάνω δέμα
thankful (adj) ευγνώμων
controversial (adj) αντιφατικός, αμφιλεγόμενος
efficient (adj) αποδοτικός standby (adv) λειτουργία αναμονής
specific (adj) συγκεκριμένος clear (v) ξεκαθαρίζω substantive (adj) ουσιαστικός
mouse pad (n) πατάκι για το ποντίκι του υπολογιστή
automated (adj) αυτοματοποιημένος
subscription (n) συνδρομή
cordially (adv) εγκάρδια
member (n) μέλος
cocktail (n) κοκτέιλ
event (n) γεγονός
chance (n) ευκαιρία
accommodate (v) βολεύω, χωράω
loyalty (n) αφοσίωση, πίστη
on record (phr) λέω κάτι επισήμως
go into effect (phr) αρχίζω να ισχύω
emerge (v) αναδύομαι, αναφαίνομαι
Part 7
premises (n) εγκαταστάσεις, κτίριο board (n) σχολικός πίνακας treat (v) κερνάω
honored (adj) τιμημένος
fiscal (adj) δημοσιονομικός top (v) κορυφή album (n) άλμπουμ (μουσικό ή φωτογραφικό)
19
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.
Examination 5 1
recording industry (n) μουσική βιομηχανία
denim (n) ύφασμα τζήν
ideal (adj) ιδανικός
sweatshirt (n) φούτερ
fit (n) ταίριασμα
promptly (adv) γρήγορα, ταχέως, έγκαιρα
slipper (n) παντόφλα
credential (n) διαπιστευτήριο
split-toed sandal (n) σαγιονάρα
remuneration (n) αμοιβή
ripped (adj) σχισμένος
interim (adj) ενδιάμεσος
torn (adj) σχισμένος
genuine (adj) αυθεντικός
jewelry (n) κόσμημα
traditional (adj) παραδοσιακός
distracting (adj) (αυτός που) αποσπά την προσοχή
adequate (adj) αρκετός, επαρκής
perfume (n) άρωμα
audio-visual (adj) οπτικοακουστικός
mandatory (adj) υποχρεωτικός beverage (v) ποτό, αναψυκτικό consequence (n) συνέπεια undergo (v) υφίσταμαι, υποβάλλομαι annex (n) παράρτημα ceremony (n) τελετή
cologne (n) κολώνια
sextant (n) εξάντας ancient (adj) αρχαίος
deodorant (n) αποσμητικό, αντιιδρωτικό
determine (v) προσδιορίζω
scent (n) άρωμα, μυρωδιά
plot (v) σχεδιάζω (στο χάρτη)
neatly (adv) τακτικά
formal (adj) επίσημος
continuously (adv) συνεχώς
brick-laying (adj) χτίσιμο με τούβλα
peak (v) φτάνω στην κορυφή
brick (n) τούβλο auditorium (n) αμφιθέατρο, αίθουσα ακροάσεων title (v) τιτλοφορώ dynamics (n) η δυναμική (κάποιου πράγματος)
exception (n) εξαίρεση exemplary (adj) παραδειγματικός individual (adj) ατομικός, προσωπικός
take something into consideration (phr) λαμβάνω υπ’ όψιν μου rectangular (adj) ορθογώνιος configuration (n) σχηματισμός projector (n) προτζέκτορας, προβολέας technician (n) τεχνικός buffet (n) μπουφές shuttle (n) μικρό λεωφορείο quote (n) δίνω μια τιμή shape (n) σχήμα
float (v) επιπλέω
be in line with (phr) ακολουθώ την πολιτική (π.χ. της εταιρείας μου)
monitor (v) παρακολουθώ
spirit (n) πνεύμα
probationary (adj) δοκιμαστικός
station (n) σταθμός
modest (adj) μέτριος, όχι μεγάλος
pro-rated (adj) προϋπολογιζόμενος
artifact (n) τεχνούργημα, αντικείμενο κατασκευασμένο από άνθρωπο, χειροτεχνία
morale (n) ηθικό
deem (v) θεωρώ, κρίνω
destroy (v) καταστρέφω
unacceptable (adj) απαράδεκτος
inner ear (n) έσω ους
terminate (v) τερματίζω, λήγω
dress code (n) ο επιτρεπόμενος τρόπος ενδυμασίας
damage (v) προκαλώ ζημιά, καταστρέφω
criticize (v) κριτικάρω, επικρίνω
handbook (n) βιβλίο με οδηγίες
disorder (n) διαταραχή
clarify (v) διευκρινίζω
high-pitched (adj) υψηλής συχνότητας, τσιριχτός
keynote address (n) εναρκτήρια ομιλία
pole (n) πόλος
perceive (v) αντιλαμβάνομαι
corporation (n) πολυεθνική εταιρεία
registration (n) εγγραφή
imperative (adj) πάρα πολύ σημαντικός
tone (n) τόνος φωνής
future-proof (v) ασφαλίζω ενάντια στο μέλλον
reveal (v) αποκαλύπτω
overseas (adv) υπερπόντιος
on site (phr) επιτόπου
vestibular (adj) προθαλαμικός
compete (v) ανταγωνίζομαι
casual (adj) άνετος, μη επίσημος
journal (n) επιστημονικό περιοδικό
fundamentals (n) βασικές αρχές
dress shirt (n) πουκάμισο sweater (n) πουλόβερ
association (n) οργάνωση, εταιρεία
blouse (n) μπλούζα
worthwhile (adj) άξιος λόγου
audiologist (n) ωτορινολαρυγγολόγος
pants suit (n) κουστούμι blazer (n) σακάκι expressly (adv) ρητά, ξεκάθαρα prohibit (v) απαγορεύω
outsource (v) αναθέτω μέρος της δουλειάς σε άλλη εταιρεία
institute (n) ινστιτούτο geophysical (adj) γεωφυσικός 20
© 2012 Hellenic American Union. These materials are photocopiable for classroom use.