124 ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 124
ΕΓΚΛΗία ΐτο E5HEEIWBW
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΛΥΧΝΑΡΙ 2. ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ 9. ΠΟΝΤΙΚΟΠΑΓΙΔΑ 11. ΦΟΝΟΙ ΥΠΟ ΕΧΕΜΥΘΕΙΑΝ 24. ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ ΠΑ ΦΟΝΟ 30. ΟΚΤΩ ΚΟΚΚΟΙ ΜΟΡΦΙΝΗΣ 36. ΟΙ ΕΞΙ ΥΠΟΠΤΟΙ 37. ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ 62. Η ΣΟΦΙΤΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΑΧΝΕΣ 77. ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ ΠΑ ΤΗ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗ 99. Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ 103. ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΝΥΧΤΑ 108. ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΗ ΒΑΓΔΑΤΗ 117.ΤΑΞΙΔΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ 128. ΚΡΥΦΟΣ ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ 131. ΔΕΚΑ ΜΙΚΡΟΙ ΝΕΓΡΟΙ 132. Ο ΦΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟΣ 166. ΜΑΡΤΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑΣ 170. ΤΑ ΕΠΤΑ ΡΟΛΟΠΑ 171. ΤΑ ΑΣΤΡΑ ΜΙΛΟΥΝ ΠΑ ΘΑΝΑΤΟ 196. Ο ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΜΙΣΤΕΡ ΚΟΥΙΝ 201. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ 202. ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ ΜΙΑΣ ΣΟΠΡΑΝΟ 203. ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΙΣΤΕΡ ΠΥΝ 206. ΣΤΑΧΤΗ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ 207. ΦΟΝΙΚΟ ΣΤΗ ΡΟΔΟ 209. ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΗΣ ΑΛΕΠΟΥΣ 210. ΚΙΤΡΙΝΕΣ ΙΡΙΔΕΣ 214. ΑΠΡΟΣΜΕΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ 215. Ο ΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΡΑΧΝΗΣ Η ΙΖΑΜΠΕΛ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
ΠΟΥΑΡΟ 4. ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΣΤΟ ΚΡΑΝΙΟ 5. ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΦΕΡΕΤΡΟ 16. ΘΑΝΑΤΟΣ ΥΠΟ ΔΟΚΙΜΗΝ 18. ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ 19. ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΜΑΡΤΥΣ 25. ΜΙΑ ΚΡΑΥΓΗ ΑΓΩΝΙΑΣ 26. Ο ΜΠΑΛΑΝΤΕΡ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ 29. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΝΕΙΛΟ 35. ΤΡΑΠΚΟ ΙΝΤΕΡΜΕΤΖΟ 42. ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ 55. ΕΦΙΑΛΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 63. ΤΟ ΠΑΡΤΥ 64. ΣΦΗΚΑ ΣΕ ΨΑΘΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ 66. ΣΤΙΓΜΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 67. Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΛΕΡΕΖΑ 69. ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ 72. ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΑΓΚΑΘΙ 106. ΟΙ ΕΛΕΦΑΝΤΕΣ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ
107. 119. 124. 126. 137. 139. 141. 142.
ΠΕΝΤΕ ΜΙΚΡΑ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΜΕΔΟΥΣΑΣ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ ΤΟ ΤΣΙΜΠΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΡΦΙΤΣΑΣ ΤΟ ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙΝ ΓΙΑ ΓΑΜΟ Η ΓΙΑ ΚΗΔΕΙΑ ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΑΚΡΟΥΝΤ 144 ΑΥΛΑΙΑ 160. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ 162. ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ 164. ΚΟΥΚΟΥΒΑΠΑ ΣΕ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟ 165. ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ 168. ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΤΡΑΙΝΟ 174. Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ 179. ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ Τόμος Α’ 180. ΟΙ ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ Τόμος Β’ 197. ΥΨΗΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ 201. ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ 204. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ 212. ΠΙΚΡΟΣ ΚΑΦΕΣ
ΜΙΣ ΜΑΡΠΛ 7. ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ 12. ΕΝΑ ΑΛΛΟΘΙ ΠΑΤΡΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ 52. ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΦΟΝΟ 65. ΔΙΠΛΟ ΕΙΔΩΛΟ ΣΤΟ ΣΠΑΣΜΕΝΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ 70. Ο ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ 84. Ο ΦΟΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 90. ΝΕΜΕΣΙΣ 121. ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΒΙΣΚΟΥΣ 146. ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ ΣΕ ΜΙΚΡΕΣ ΔΟΣΕΙΣ 150. ΕΝΑ ΠΤΩΜΑ ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 155. ΡΕΤΡΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ 169. ΚΑΘΕ ΤΡΙΤΗ ΚΙ ΕΝΑ ΕΓΚΛΗΜΑ 205. ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ 213. ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΜΠΕΡΤΡΑΜ
ΤΟΜΥ & ΤΟΥΠΕΝΣ 33. 53. 123. 167. 178.
ΜΙΑ ΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΕΝ ΦΛΥΑΡΟΥΝ Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ
ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 208.ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
4 Ι*4 ? Α Κ Ρ Ε Τ Ι ΕΓΚΛΗΜΑ tTO ΕΉίΡΕΐ flH fly ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΛΟΥΚΑΣ ΛΟΡΑΝΔΟΣ
t V
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΛΥΧΝΑΡΙ Λ Α Ζ Α Ρ Ο Σ Λ Α Ζ Α Ρ ΙΔ Η Σ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 139 ΚΑΛΛΙΘΕΑ 17673 ΑΘΗΝΑ Τ Η Λ .:210 9536712, Φ Α Ξ:210 9 5 32907 e-mail:
[email protected]
www.lyhnari.gr
AGATHA C H R ISTIE Murder on the Orient Express ISBN 976-960-517-051-6
Murder on the Orient Express Copyright© 1934 Agatha Christie Limited. All rights reserved. AGATHA CHRISTIE, M URDER ON THE ORIENT EXPRESS, POIROT and the Agatha Christie Signature are registered trade marks of Agatha Christie Limited in the UK and elsewhere. All rights reserved. © 2002, Ε κδόσ εις Λυχνάρι, γ ια την ελληνική μετάφραση.
■MURDER ON THE ORIENT EXPRESS" film artwork © 2017 Twentieth Century Fox Film Corporation. All Rights Reserved. Σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα, δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική ή κατά παράφραση ή διασκευή ή απόδοση του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΑΘΗΝΑ 2017
Στον Μ. Ε. Λ. Μ., Αρπαχίγια, 19 331
1Αφιέρωση στον Αρχαιολόγο και σύζυγο της Άγκαθα Κρίστι, Μαξ Μαλλόουαν. Αρπαχίγια λεγόταν η περιοχή όπου διενεργούσε ανασκαφές στο Ιράκ. (Σ.τ.Μ.)
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ο διακεκριμένος ταξιδιώτης. Ήταν πέντε το πρωί, ενός χειμωνιάτικου πρωινού, στη Συρία. Στον σταθμό περίμενε ένα τρένο, το οποίο αναφέρεται στους ταξιδιωτικούς οδηγούς με το επιβλητικό όνομα «Εξ πρές του Ταύρου». Αποτελείτο από ένα όχημα-εστιατόριο με κουζίνα, μια κλινάμαξα και δυο κοινά βαγόνια. Σε μια πόρτα της κλινάμαξας στεκόταν ένας νεαρός Γάλ λος υπολοχαγός, με ολοκαίνουργια στολή και συνομιλούσε με έναν ανθρωπάκο, που ολόκληρο σχεδόν το κεφάλι του ήταν τυλιγμένο σ’ ένα χοντρό κασκόλ. Φαινόντουσαν μόνο η άκρη μιας κατακόκκινης από το κρύο μύτης και οι αιχμές ενός μουστακιού. Φοβερή παγωνιά. Στον υπολοχαγό Ντυμπόσκ είχε ανα τεθεί να προπέμψει έναν διακεκριμένο ξένο. Μολονότι η αποστολή δεν ήταν ευχάριστη μ’ εκείνο το κρύο, ο υπολοχαγός την εξετέλεσε ευσυνείδητα. Χαριτωμένες φράσεις έβγαι ναν από τα χείλη του σε άμεμπτα γαλλικά. Ο υπολοχαγός δεν ήξερε πολλά πράγματα για την αποστολή που του είχαν αναθέσει. Κυκλοφορούσαν πολλές διαδόσεις. Οι διαθέσεις του στρατηγού του χειροτέρευαν μέρα με τη μέρα. Ξαφνικά, είχε εμφανισθεί ένας μικρόσωμος Βέλγος, ένας παράξενος άνθρωπος, που είχε έρθει, φαίνεται, κατ’ ευθείαν από την Αγγλία. Η ατμόσφαιρα ήταν εξαιρετικά τεταμένη. Και την εβδομάδα που επακολούθησε την άφιξη του παράξενου αυ τού Βέλγου, συνέβησαν μερικά πολύ παράξενα γεγονότα. Ένας διακεκριμένος αξιωματικός είχε αυτοκτονήσει χωρίς κανένα φανερό λόγο, που να δικαιολογεί το τραγικό διάβημά του, ένας άλλος είχε παραιτηθεί, κάποιοι που φαινόντουσαν πολύ ταραγμένοι, απέκτησαν ξαφνικά την ηρεμία τους, ορι σμένα από τα στρατιωτικά μέτρα, που είχαν ληφθεί τον τε λευταίο καιρό, είχαν αρθεί. Και ο στρατηγός τού Ντυμπόσκ έδειχνε πλέον νεώτερος κατά μία δεκαετία.
8
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο Ντυμπόσκ είχε κρυφακούσει ένα μέρος από μια συνο μιλία που είχε ο στρατηγός του με τον Βέλγο. «Μας σώσατε, αγαπητέ μου», είχε πει συγκινημένος ο στρατηγός, ενώ τα μουστάκια του έτρεμαν καθώς μιλούσε. «Σώσατε την τιμή του γαλλικού Στρατού και αποτρέψατε μια βέβαιη αιματοχυ σία! Πώς να σας ευχαριστήσω που δεχτήκατε την παρά κλησή μου, να έρθετε από τόσο μακριά...» Ο ξένος, που λεγόταν Ηρακλής Πουαρό, απάντησε με κατάλληλο τρόπο, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Τι είναι αυτά που λέτε, στρατηγέ μου; Ήταν δυνατόν ποτέ να ξεχάσω, πως κάποτε μου σώσατε τη ζωή;» Ο στρατηγός έδωσε άλλη μια ευγενική απάντηση, λέγο ντας πως δεν περίμενε ανταπόδοση για μια εξυπηρέτηση του παρελθόντος. Έπειτα μίλησαν για το Βέλγιο, για τη Γαλλία, τη δόξα και την τιμή και, αφού φιλήθηκαν εγκάρδια, απο χαιρέτησαν ο ένας τον άλλο. Ο υπολοχαγός Ντυμπόσκ, ωστόσο, αγνοούσε εντελώς το θέμα της συνομιλίας. Πάντως, του είχαν αναθέσει να προπέμψει τιμητικά τον διακεκριμένο ξένο, τον Ηρακλή Πουαρό, στο «Εξπρές του Ταύρου». Ο νεαρός Ντυμπόσκ είχε σταθεί στο ύψος της αποστολής του. Την εκπλήρωσε διακριτικά και με την αξιοπρέπεια, που άρμοζε σ’ έναν νεαρό αξιωματικό, με πολλά υποσχόμενη καριέρα. —Σήμερα είναι Κυριακή, παρατήρησε ο υπολοχαγός. Αύριο το βράδυ θα βρίσκεστε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό το είχε πει και προηγουμένως, αλλά όταν κατευο δώνει κανείς έναν ξένο, όσο διακεκριμένος και να είναι, δεν έχε* πολλά θέματα συνομιλίας. —Ακριβώς, είπε ο Ηρακλής Πουαρό. —Σκοπεύετε να μείνετε στην Κωνσταντινούπολη; —Λέω να μείνω εκεί μερικές μέρες. Πηγαίνω πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη και θα επωφεληθώ απ’ την ευκαιρία να τη δω. Άλλωστε, δεν έχω καμιά επείγουσα εργα σία, για να βιασθώ κι έτσι θα κάνω τον περιηγητή για μερικές μέρες... Ο Πουαρό έκανε χειρονομίες στον αέρα με τα μικροκαμωμένα χεράκια του. —Η Αγία Σοφία είναι μία από τις ωραιότερες εκκλησίες του κόσμου, διευκρίνισε ο Ντυμπόσκ, που δεν την είχε δει ποτέ. Μια ριπή ψυχρού ανέμου σάρωσε τον σιδηροδρομικό σταθμό. Και οι δυο ανατρίχιασαν. Ο Ντυμπόσκ βρήκε την ευκαιρία να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο ρολόι του. Ήταν πέντε
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
9
παρά πέντε. Έμεναν ακόμη πέντε λεπτά ώσπου να φύγει το τρένο. Επειδή υπέθεσε πως ο ξένος του είχε αντιληφθεί την κί νησή του, έσπευσε να συνεχίσει την κουβέντα. —Λίγοι άνθρωποι ταξιδεύουν αυτή την εποχή, είπε κοι τώντας την κλινάμαξα μπροστά τους. —Σωστά, συμφώνησε ο Πουαρό. —Ας ελπίσουμε πως δε θα σας αποκλείσουν τα χιόνια στον Ταύρο! —Υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο; —Έχει συμβεί στο παρελθόν. Φέτος, όμως, δεν έχει χιονίσει ακόμη πολύ. —Ας ελπίσω τότε, πως δε θα τύχει σε μένα ο κλήρος να αποκλεισθώ στον Ταύρο, είπε ο Πουαρό. Αν και οι προβλέ ψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας για την κατάσταση του καιρού στην Ευρώπη δεν είναι και τόσο ευχάριστες. —Ναι ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς. Έχει χιονίσει πολύ στα Βαλκάνια. —Και στη Γερμανία, όπως άκουσα. —Πάντως, αύριο το βραδάκι στις επτά και σαράντα, θα βρισκόσαστε στην Κωνσταντινούπολη, τον διαβεβαίωσε ο Ντυμπόσκ, που φοβήθηκε μη δημιουργηθεί και νέα σιωπή ανάμεσά τους. —Όπου θα δω την Αγία Σοφία, συμπλήρωσε ο Πουαρό, που είναι εξαιρετική, όπως υποστηρίζει όλος ο κόσμος. —Αριστούργημα, θα έλεγα. Ένα παραθυρόφυλλο από την κλινάμαξα, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, άνοιξε και μια κοπέλα κοίταξε έξω. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ είχε κοιμηθεί ελάχιστα από την προηγουμένη Πέμπτη, που είχε φύγει από τη Βαγδάτη. Δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί καλά στο τρένο για το Κιρκούκ, ούτε στον ξενώνα στη Μοσούλη, ούτε και την προηγούμενη νύχτα στο διαμέρισμα του τρένου. Είχε αποκάμει πια να μέ νει ξάγρυπνη μέσα στην κλεισούρα από το παραζεσταμένο διαμέρισμά της και άνοιξε το παράθυρο για να πάρει λίγο αέρα. Αυτό θα ήταν το Χαλέπι. Δεν παρουσίαζε κανένα ενδια φέρον η πόλη. Μπροστά της έβλεπε μια άδεια και πενιχρά φωτισμένη αποβάθρα σταθμού. Δυνατές φωνές σε αραβική γλώσσα έφταναν στ’ αυτιά της, χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει την προέλευσή τους. Δυο άνδρες κάτω απ’ το παράθυρό της μιλούσαν γαλλικά. Ο ένας ήταν Γάλλος αξιωματικός κι ο άλ λος ένας μικροκαμωμένος ανθρωπάκος με τεράστια μουστά
10
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
κια. Η Μαίρη χαμογέλασε. Για πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε έναν άνθρωπο τόσο χοντρά τυλιγμένο. Θα έπρεπε να έκανε πολύ κρύο έξω. Γι’ αυτό, φαίνεται, θέρμαιναν τόσο πολύ το τρένο. Δοκίμασε ν’ ανοίξει περισσότερο το παρά θυρό της, αλλά δεν το κατόρθωσε. Ο συνοδός του τρένου, πλησίασε τους δυο άνδρες, που στεκόντουσαν στην αποβάθρα και τους ειδοποίησε ότι το τρένο θα ξεκινούσε και ότι καλά θα έκανε να επιβιβασθεί ο επιβάτης που θα ταξίδευε. Ο κοντός ανθρωπάκος έβγαλε το καπέλο του. Τι παράξενο που ήταν το κεφάλι του! Έμοιαζε με αυγό! Παρά την ταλαιπωρία της, η Μαίρη Ντέμπενχαμ, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και χαμογέλασε. Ένας γελοίος μικροκαμωμένος ανθρωπάκος. Ήταν από εκείνους, που δεν μπορούσε να τους πάρει κανείς στα σοβαρά. Ο Ντυμπόσκ έβγαλε το αποχαιρετιστήριο λογύδριό του. Είχε μελετήσει τα λόγια του από πριν και περίμενε την κα τάλληλη στιγμή για να τα πει. Ήταν πολύ χαριτωμένα λόγια. Και για να μη φανεί αγενής, ο Πουαρό του απάντησε ανάλογα. —Όλοι οι επιβάτες να ανέβουν στο τρένο, φώναξε ο συ νοδός. Με βαριεστημένο ύφος, ο Πουαρό σκαρφάλωσε στο βα γόνι του. Ο συνοδός ανέβηκε κι αυτός μετά από εκείνον. Ο Πουαρό με μια κίνηση του χεριού αποχαιρέτησε τον Ντυ μπόσκ, που στεκόταν σε στάση προσοχής. Το τρένο με ένα απότομο τίναγμα ξεκίνησε σιγά-σιγά. —Επιτέλους, ψιθύρισε ο Πουαρό με ανακούφιση. Ο Ντυμπόσκ μόνο όταν έμεινε ολομόναχος ένιωσε πόσο κρύο έκανε εκεί που στεκόταν. —Ορίστε, κύριε, είπε ο συνοδός του τρένου στον Που αρό, δείχνοντάς του το πολυτελές διαμέρισμα. Τοποθέτησα τη μικρή βαλίτσα σας εκεί πάνω. Η κίνηση του χεριού του ήταν τόσο εύγλωττη, ώστε ο Ηρακλής Πουαρό, του έβαλε στην παλάμη, δίχως να πει λέξη, ένα διπλωμένο χαρτονόμισμα. —Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε, είπε, με το συνηθισμένο επαγγελματικό του ύφος ο συνοδός. Έχω τα εισιτήριά σας. Θα σας παρακαλέσω να μου δώσετε και το διαβατήριό σας. Αλήθεια, σκοπεύετε να διακόψετε το ταξίδι σας στην Κων σταντινούπολη; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ρώτησε: —Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ταξιδεύουν, έτσι δεν είναι;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
11
—Δυστυχώς, δεν έχετε πολλούς συνταξιδιώτες, απά ντησε ο συνοδός. Η εποχή είναι ακατάλληλη, βλέπετε. Δεν έχω, εκτός από σας, παρά μόνο δυο ακόμη ταξιδιώτες. Δύο Αγγλους. Έναν συνταγματάρχη από τις Ινδίες και μια νεαρή Αγγλίδα, που μπήκε στη Βαγδάτη. Θέλετε κάτι; Μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Ο Πουαρό ζήτησε ένα μπουκάλι Περιέ. Η πέμπτη πρωινή δεν είναι κατάλληλη ώρα για να ξεκινά κανείς ένα ταξίδι. Θα ξημέρωνε σε δυο ώρες. Επειδή δεν είχε καταφέρει να κοιμηθεί αρκετά και ένοιωθε ικανοποιημένος έχοντας τελειώσει την ευαίσθητη αποστολή που του είχαν αναθέσει, ο Πουαρό κουλουριάστηκε σε μια γωνία και γρή γορα αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε κατά τις εννιά και μισή και βγήκε από το διαμέ ρισμά του για να πάει μέχρι το βαγόνι-εστιατόριο· ήθελε ένα ζεστό φλιτζάνι καφέ. Εκεί καθόταν μόνο ένας επιβάτης. Θα ήταν ασφαλώς η νεαρή Αγγλίδα για την οποία του είχε μιλήσει ο συνοδός του τρένου. Ήταν ψηλή, πολύ κομψή, μελαχρινή. Δε θα είχε πε ράσει τα είκοσι οκτώ. Έτρωγε με συγκρατημένες κινήσεις το πρωινό της. Ο τρόπος με τον οποίο ζήτησε από το γκαρσόνι να της φέρει κι άλλο καφέ, έδειχνε πως είχε ταξιδέψει πολύ στη ζωή της. Φαινόταν, ακόμα, πως ήξερε καλά τον κόσμο. Φορούσε ένα σκούρο ταξιδιωτικό φουστάνι, από κάποιο λε πτό υλικό, κατάλληλο για την υπερθερμασμένη ατμόσφαιρα του τρένου. Ο Ηρακλής Πουαρό, καθώς δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει, κάθισε σε μια γωνιά και για να διασκεδάσει κι άρχισε απαρατήρητος να μελετά τη συνταξιδιώτισσά του. Έκρινε πως η κοπέλα έδειχνε αυτοπεποίθηση και θα ήταν ικανή να τα βγάλει πέρα οπουδήποτε. Φαινόταν αξιο πρεπής και υπεύθυνη. Στον Πουαρό άρεσαν πολύ η αυ στηρή κανονικότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου της και η λεπτή χλομάδα του δέρματός της. Του άρεσαν επί σης τα κατάμαυρα μαλλιά της, με τους απαλούς κυματισμούς και τα μάτια της, που ήταν γκρίζα, σχεδόν ανέκφραστα. Έδειχνε όμως πολύ αποφασιστική γυναίκα, για να μπορέσει να τη χαρακτηρίσει όμορφη. Τη στιγμή που σκεφτόταν όλα αυτά, μπήκε στο όχημα του εστιατορίου ένας ψηλός άνδρας, ανάμεσα στα σαράντα και στα πενήντα, αδύνατος, πολύ μελαχρινός, με μαλλιά που είχαν αρχίσει να γίνονται ψαρά στους κροτάφους. «Ο συνταγματάρχης απ’ τις Ινδίες», σκέφτηκε αμέσως ο
12
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Πουαρό. Ο ψήλος άντρας χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του την κοπέλα. —Καλημέρα σας, δεσποινίς Ντέμπενχαμ. —Καλημέρα σας, συνταγματάρχα Άρμπουθνοτ. Ο συνταγματάρχης είχε σταθεί μπροστά στην κοπέλα. —Μπορώ να καθίσω μαζί σας; τη ρώτησε. —Πολύ ευχαρίστως, απάντησε εκείνη. Δεν έχω καμιά αντίρρηση. —Στο πρωινό, εξάλλου δε χρειάζονται και πολλές κουβέ ντες. —Το ίδιο πιστεύω κι εγώ. Καθίστε όμως, δε δαγκώνω. Ο συνταγμάτάρχης κάθισε. —Γκαρσόν! φώναξε επιτακτικά. Παρήγγειλε αυγά και καφέ. Το βλέμμα του καρφώθηκε για μια στιγμή στον Πουαρό και κατόπιν γύρισε αλλού. Ο Πουαρό που είχε μάθει πια τη νοοτροπία των Άγγλων, μάντεψε πως ο συνταγματάρχης είχε πει μέσα του: «Κι άλλος διαβολεμένος ξένος». Οι συμπατριώτες, για να μη διαψεύσουν ίσως το κύριο χαρακτηριστικό της φυλής τους, αντάλλαξαν ελάχιστες κου βέντες. Σχολίασαν τον καιρό και, ύστερα από λίγο, η κοπέλα σηκώθηκε και γύρισε στο διαμέρισμά της. Την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, οι δυο Άγγλοι κάθι σαν πάλι στο ίδιο τραπέζι και αγνόησαν τελείως τον τρίτο συνταξιδιώτη τους. Αυτή τη φορά όμως, η συνομιλία μεταξύ τους ήταν πιο ζωηρή απ’ το πρωί. Ο συνταγματάρχης Άρ μπουθνοτ μίλησε για το Πουντζάμπ και έκανε μερικές τυπικές ερωτήσεις στην κοπέλα για τη Βαγδάτη, όπου, όπως έγινε φανερό απ’ τις απαντήσεις της, εργαζόταν ως γκουβερνάντα. Κουβεντιάζοντας ανακάλυψαν πως είχαν μερικούς κοινούς γνωστούς κι έτσι έγιναν περισσότερο φιλικοί και λιγότερο διατακτικοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Μίλησαν για κάποιον Τόμυ και για κάποιον Ρέτζι. Ο συνταγματάρχης ρώτησε την κοπέλα αν σκόπευε να διακόψει το ταξίδι της στην Κωνστα ντινούπολη, ή αν θα συνέχιζε κατευθείαν για Αγγλία. —Θα συνεχίσω το ταξίδι μου, απάντησε εκείνη. Δε θα σταματήσω πουθενά. —Δεν είναι κρίμα; —Πριν από δυο χρόνια, έκανα την ίδια διαδρομή και έμεινα τότε τρεις μέρες στην Κωνσταντινούπολη. —Α, κατάλαβα. Μπορώ να πω πως με μεγάλη μου ευχα ρίστηση μαθαίνω πως θα συνεχίσετε το ταξίδι σας, χωρίς
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
13
καμιά διακοπή, γιατί κι εγώ δε σκοπεύω να σταματήσω που θενά. Ο συνταγματάρχης έχασε την ισορροπία του, κάνοντας μια αδέξια κίνηση και κοκκίνισε. «Ο φίλος μας ο συνταγματάρχης είναι πολύ ευαίσθητος», είπε πάλι στον εαυτό του ο Ηρακλής Πουαρό. «Το ταξίδι με το τρένο, φαίνεται τόσο επικίνδυνο, όσο και το θαλασσινό». Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ είπε με συγκρατημένο ύφος πως και για εκείνη ήταν πολύ ευχάριστο να έχει συντροφιά σε όλο το ταξίδι της. Ο συνταγματάρχης, όπως παρατήρησε ο Πουαρό, συνο δέυσε την κοπέλα ως το διαμέρισμά της. Ύστερα από λίγο το τρένο διέσχιζε το πανέμορφο τοπίο του Ταύρου. Ενώ θαύμαζαν το ωραίο θέαμα των Πυλών της Κιλικίας, όρθιοι στον διάδρομο του βαγονιού, η κοπέλα ανα στέναξε ξαφνικά. —Είναι τόσο θαυμάσιο αυτό το τοπίο! Θα ήθελα... θα ήθελα... —Τι; —Θα ήθελα πολύ να μπορώ να το χαρώ! Ο Αρμπουθνοτ δεν απάντησε. Το τετράγωνο σαγόνι του σφίχτηκε κάπως, όταν άκουσε τα λόγια της κοπέλας. —Θα ήθελα κι εγώ πολύ, να μην είσαστε μπλεγμένη στην υπόθεση αυτή, είπε. —Μη μιλάτε τόσο δυνατά, σας παρακαλώ. —Μη φοβάστε τίποτα, την καθησύχασε ο συνταγματάρ χης κι έριξε μια ενοχλημένη ματιά προς το μέρος του Που αρό. Δε μου αρέσει καθόλου η δουλειά που κάνετε· να είστε γκουβερνάντα κουραστικών πιτσιρικάδων και να βρίσκεστε στη διάθεση τυραννικών μανάδων. Η κοπέλα γέλασε κάπως παράξενα, ακούγοντας τα λόγια του συντρόφου της. —Δεν έχετε καθόλου δίκιο, αντέτεινε. Πέρασε πια η εποχή, που οι κυρίες κακομεταχειρίζονταν τις γκουβερνάντες. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω, πως στην περίπτωσή μου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι κυρίες φοβούνται μήπως τις μαλώσω εγώ... Δε μίλησαν άλλο. Ίσως ο άντρας να ντράπηκε για την άστοχη παρατήρησή του. «Άθελά μου παρακολουθώ μια παράξενη μικρή κωμω δία», σκέφτηκε πάλι ο Πουαρό. Ήταν γραφτό αργότερα να θυμηθεί τη σκέψη του αυτή. Έφτασαν στο Ικόνιο το βράδυ, κατά τις εντεκάμισι.
14
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο συνταγματάρχης και η γκουβερνάντα κατέβηκαν απ’ το βαγόνι κι έκαναν μερικές βόλτες στη χιονισμένη αποβάθρα του σταθμού, για να ξεμουδιάσουν κάπως. Ήταν προχωρημένη η ώρα κι ωστόσο ο σταθμός παρου σίαζε αρκετή κίνηση. Ο Πουαρό παρακολουθούσε πίσω από το κλειστό παράθυρο του κουπέ του. Ύστερα από δέκα λε πτά κατέληξε στη σκέψη πως λίγος καθαρός αέρας θα του έκανε καλό. Τυλίχτηκε στο μάλλινο κασκόλ του, φόρεσε πολλά πουλόβερ και τις γαλότσες του και κατέβηκε στην αποβάθρα, όπου άρχισε να κόβει κι αυτός βόλτες. Προχώ ρησε τόσο, που πέρασε την ατμομηχανή. Εκεί άκουσε ομιλίες και μέσα στο σούρουπο ξεχώρισε δυο σκιές μισοκρυμμένες δίπλα σ’ ένα βαγόνι σταματημένο λίγο παραπέρα. Ακούσε τώρα πολύ καθαρά τη φωνή του Άρμπουθνοτ να προφέρει ένα όνομα. —Μαίρη... Η κοπέλα τον διέκοψε. —Όχι τώρα. Όχι τώρα, παρακαλώ. Όταν τελειώσουν όλα. Όταν τ’ αφήσουμε όλα πίσω μας... Τότε... Διακριτικά ο Πουαρό απομακρύνθηκε, για να μην ακούσει την κουβέντα των δυο συνεπιβατών του. Είχε παραξενευτεί όμως από τα λόγια που άκουσε. «Πολύ παράξενο!» συλλογίστηκε. Την άλλη μέρα δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί μήπως είχαν φιλονικήσει οι δυο τους, γιατί δεν αντάλλαξαν παρά ελάχιστες λέξεις την ώρα που έτρωγαν. Η κοπέλα τού φά νηκε πολύ ανήσυχη. Μαύροι κύκλοι σκίαζαν τα μάτια της. Κατά τις δυόμισι το απόγευμα, το τρένο σταμάτησε. Πολλά κεφάλια πρόβαλαν από τα παράθυρα των βαγονιών. Ένας μικρός όμιλος ανδρών στεκόταν δίπλα στη σιδηροδρο μική γραμμή και κοίταζε και έδειχνε κάτι κάτω απ’ το βαγκόνρεστοράν. Ο Πουαρό έσκυψε απ’ το παράθυρο και ρώτησε τον συ νοδό του τρένου, που περνούσε εκείνη τη στιγμή βιαστικός από μπροστά του. Ο συνοδός τον κατατόπισε κι ο Πουαρό, καθώς τραβήχτηκε απ' το παράθυρο, έπεσε σχεδόν πάνω στη Μαίρη Ντέμπενχαμ που είχε πλησιάσει χωρίς να την αντιληφθεί εκείνος. —Τι συμβαίνει; ρώτησε σε κάπως άψυχα γαλλικά η κο πέλα. Γιατί σταματήσαμε; —Δεν είναι τίποτε, δεσποινίς, απάντησε ο Πουαρό. Κάτι έπιασε φωτιά κάτω απ’ το βαγκόν-ρεστοράν. Δεν είναι σο βαρό. Διορθώνουν τη βλάβη αυτή τη στιγμή. Έσβησαν κιό
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
15
λας τη φωτιά. Μπορεί να είστε βέβαιη πως δε διατρέχουμε κανένα κίνδυνο. Η κοπέλα έκανε μια κίνηση με το χέρι, σαν να ήθελε να δείξει πως οι κίνδυνοι δεν τη φόβιζαν. —Θα αργήσουμε, όμως, παρατήρησε με ανησυχία. Η βλάβη θα μας καθυστερήσει. —Δεν αποκλείεται, συμφώνησε ο Πουαρό. —Δεν πρέπει, όμως, να καθυστερήσουμε. Δεν μπορούμε να ανεχθούμε καμιά καθυστέρηση. Το τρένο μας πρέπει να φτάσει στις 6:55' στο σταθμό του Χαϊντάρ Πασά, απέναντι απ’ την Κωνσταντινούπολη. Πρέπει ακόμα να πάρουμε το βαπόρι για να περάσουμε τον Βόσπορο και να πάρουμε απ’ την ευρωπαϊκή όχθη την ταχεία του Σεμπλόν - Οριάν στις εννέα. Αν καθυστερήσουμε εδώ που βρισκόμαστε μια-δυο ώρες, θα χάσουμε το άλλο τρένο. —Δεν αποκλείεται, παραδέχτηκε ο Πουαρό. Κοίταξε με περιέργεια τη συνομιλήτριά του. Το χέρι της, που ήταν ακουμπισμένο στο περβάζι του παραθύρου, έτρεμε και τα χείλη της ήταν γεμάτα ζαρωματιές. —Τόσο μεγάλη σημασία έχει για σας αν θα καθυστερή σουμε; τη ρώτησε. —Μάλιστα. Πολύ μεγάλη. Πρέπει οπωσδήποτε να προ λάβω αυτό το τρένο. Του γύρισε απότομα τις πλάτες και απομακρύνθηκε. Η ανησυχία της, ευτυχώς για κείνη, αποδείχτηκε αβάσιμη, γιατί ύστερα από δέκα λεπτά το τρένο ξεκίνησε πάλι. Έφτασε μάλιστα στο σταθμό του Χαϊντάρ Πασά με καθυστέρηση μόνο πέντε λεπτών, καθώς είχε κερδίσει τη διαφορά κατά τη διαδρομή. Στον Βόσπορο συνάντησαν τρικυμία κι έτσι ο Πουαρό δεν μπόρεσε να χαρεί το πολύ σύντομο θαλασσινό ταξιδάκι του. Χωρίστηκε από τους δυο Αγγλους και από τότε δεν τους ξαναείδε. Όταν αποβιβάστηκε στη γέφυρα του Γαλατά, πήγε κατευ θείαν στο ξενοδοχείο Τοκατλιάν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Το ξενοδοχείο Τοκατλιάν. Στο Τοκατλιάν ο Ηρακλής Πουαρό ζήτησε να του δώσουν δωμάτιο με λουτρό και κατόπιν ρώτησε αν είχε κανένα γράμμα. Τον περίμεναν τρία γράμματα κι ένα τηλεγράφημα. Συνοφρυώθηκε όταν είδε το τηλεγράφημα, γιατί ήταν απρό σμενο. Το άνοιξε με τις συνηθισμένες αβίαστες τακτικές κινήσεις του. Τα τυπωμένα γράμματα ξεχώριζαν έντονα. Εξέλιξη την οποίαν προβλέψατε σχετικά με την υπόθεση Κάσσνερ, σημειώθηκε αιφνιδίως. Επιστρέψατε, παρακαλώ, αμέσως.
—Μου χαλάει όλα τα σχέδια, μονολόγησε θυμωμένος ο Πουαρό κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του χολ. —Θα αναγκαστώ να συνεχίσω απόψε κιόλας το ταξίδι μου, είπε στον ρεσεψιονίστ. Τι ώρα φεύγει το Σεμπλόν Οριάν, παρακαλώ; —Στις εννιά, κύριε. —Θα μπορέσετε να μου κλείσετε μια θέση στην κλινά μαξα; —Ασφαλώς, κύριε. Αυτή την εποχή εύκολα βρίσκει κανείς θέση, γιατί όλα σχεδόν τα τρένα κυκλοφορούν άδεια. Πρώτη θέση ή δεύτερη; —Πρώτη. —Πολύ καλά, κύριε. Πού πηγαίνετε; —Στο Λονδίνο. —Πολύ καλά, κύριε. Θα φροντίσω να σας κλείσω εισιτή ριο για το Λονδίνο και μια θέση στην κλινάμαξα Κωνσταντι νούπολης - Καλαί. Ο Πουαρό κοίταξε και πάλι την ώρα. Ήταν οκτώ παρά δέκα. —Προλαβαίνω να φάω; ρώτησε. —Βεβαιότατα, κύριε. Ο μικροκαμωμένος Βέλγος ακύρωσε το δωμάτιο που είχε
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
17
κλείσει και διέσχισε το χολ, για να πάει στο εστιατόριο. Την ώρα που έδινε την παραγγελία του στο γκαρσόνι, ένα χέρι ακούμπησε στον ώμο του. —Παλιέ μου φίλε, ακούστηκε να λέει πίσω του μια φωνή. Τι ευχάριστη και αναπάντεχη έκπληξη είναι αυτή! Ο ομιλητής ήταν ένας κοντός, παχύς, μάλλον ηλικιωμέ νος άνθρωπος, με κοντά και πυκνά μαλλιά. Χαμογελούσε. Ο Πουαρό τινάχτηκε. —Κύριε Μπουκ! —Κύριε Πουαρό! Ο Μπουκ ήταν Βέλγος, ένας απ’ τους Διευθυντές της Διε θνούς Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Η γνωριμία του με τον διά σημο πρώην αστέρα της βελγικής αστυνομίας χρονολογού ταν από πολύ παλιά. —Βρίσκεστε, αγαπητέ μου, πολύ μακριά απ’ την πα τρίδα. —Είχα μια μικρή υπόθεση στη Συρία. —Και πότε επιστρέφετε; —Απόψε. —Θαυμάσια! Κι εγώ το ίδιο. Δηλαδή, εγώ πηγαίνω μέχρι τη Λοζάννη, όπου έχω κάποιες υποθέσεις. Φαντάζομαι ότι ταξιδεύετε με το Εξπρές Οριάν. —Ακριβώς. Παρήγγειλα να μου κρατήσουν μια θέση σε κλινάμαξα. Σκόπευα να μείνω μερικές ημέρες εδώ, έλαβα όμως ένα τηλεγράφημα, που με ανακαλεί εσπευσμένα στο Λονδίνο, για μια σημαντική υπόθεση. —Α, έκανε αναστενάζοντας ο κύριος Μπουκ. Αυτές οι διαβολεμένες δουλειές δεν αφήνουν κανέναν ήσυχο. Εσείς, όμως, αγαπητέ μου φίλε, κουράζεστε μεν, αλλά τα καταφέρ νετε λαμπρά. —Η αλήθεια είναι πως έχω σημειώσει μερικές επιτυχίες, παραδέχτηκε ο Πουαρό, προσπαθώντας μάταια να δείξει μετριοφροσύνη. Ο κύριος Μπουκ χαμογέλασε. —Θα συναντηθούμε αργότερα, του είπε. Ο Πουαρό αφοσιώθηκε στην προσπάθειά του να μη βρέ ξει καθόλου τα μουστάκια του με τη σούπα του. Όταν εκπλήρωσε το δύσκολο αυτό εγχείρημα, έριξε μια ματιά γύρω του, ενώ περίμενε να του φέρουν το επόμενο πιάτο. Υπήρχαν καμιά δεκαριά πελάτες μέσα στην αίθουσα. Από αυτούς μόνο δύο τράβηξαν το ενδιαφέρον του Πουαρό. Καθόντουσαν σε ένα τραπεζάκι, λίγο πιο πέρα. Ο νεότε ρος ήταν ένας συμπαθητικός άντρας γύρω στα τριάντα και
18
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
φαινόταν Αμερικανός. Δεν ήταν ωστόσο αυτός, αλλά ο σύ ντροφός του που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του μικρόσω μου ντετέκτιβ. Ήταν ένας άντρας ανάμεσα στα εξήντα και τα εβδομήντα. Από μακριά έδινε την εντύπωση πολύ καθώς πρέπει κυρίου. Το ελαφρά φαλακρό κεφάλι του, το πλατύ μέτωπό του, τα κάτασπρα ψεύτικα δόντια του, προδιέθεταν για μια προσω πικότητα ευεργέτη. Τα μάτια του, όμως διέψευδαν αυτή την εντύπωση. Ήταν μικρά, βαθουλωμένα και πανούργα. Κι όχι μόνον αυτό. Καθώς αυτός ο άντρας μιλούσε στον σύντροφό του, έριξε μια ματιά μέσα στο δωμάτιο και το βλέμμα του διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Πουαρό. Για μια στιγμή μονάχα, μια εντύπωση βαθιάς μοχθηρίας αποτυπώθηκε στον Πουαρό, μια ασυνήθιστη ένταση σε μια ματιά. Ο ηλικιωμένος σηκώθηκε λέγοντας στον σύντροφό του: —Πλήρωσε το λογαριασμό, σε παρακαλώ, Έκτωρ. Η φωνή του ήταν κάπως βραχνή. Διέθετε μια περίεργα μαλακή και σχεδόν επικίνδυνη χροιά. Όταν ο Πουαρό συναντήθηκε με τον φίλο του τον κύριο Μπουκ στο χολ του ξενοδοχείου, είδε τους δύο άντρες να φεύγουν. Είχαν κατεβάσει τις βαλίτσες τους. Ο νεώτερος επέβλεπε τη μεταφορά των αποσκευών. Ύστερα άνοιξε τη γυάλινη πόρτα και είπε: —Είμαστε έτοιμοι, κύριε Ράτσετ. Ο ηλικιωμένος άνδρας μουρμούρισε κάτι ανάμεσα απ’ τα δόντια του και προχώρησε. —Πώς σας φαίνονται αυτοί οι δύο; ρώτησε τον φίλο του ο Πουαρό. —Είναι Αμερικανοί, απάντησε ο Μπουκ. —Αυτό το κατάλαβα. Εκείνο που ήθελα να μάθω από σας είναι τι εντύπωση σας έδωσαν. —Ο νεαρός μου φάνηκε αρκετά ευχάριστος και συμπα θητικός. —Και ο άλλος; —Να σας πω την αλήθεια, δεν του έδωσα καμιά σημα σία. Μου δημιούργησε μια μάλλον δυσάρεστη εντύπωση. Εσείς τι λέτε; Ο Πουαρό δε βιάστηκε ν' απαντήσει. —Όταν με προσπέρασε στο εστιατόριο, μόλις πριν λίγο, είχα το παράξενο συναίσθημα, πως πέρασε δίπλα μου κά ποιο αγρίμι, άγριο και ανήμερο. —Κι όμως, έχει εμφάνιση πολύ αξιοσέβαστου κυρίου. —Δε διαφωνώ για την εμφάνιση. Η εμφάνιση, όμως, είναι
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
19
το κλουβί, όπου βρίσκεται το αγρίμι. —Έχετε μεγάλη φαντασία, φίλε μου, διαπίστωσε ο Μπουκ. —Ίσως. Ωστόσο, διατηρώ την εντύπωση πως κάτι κακό πέρασε από πολύ κοντά μου. —Μα γιατί; Αυτός ο αξιοσέβαστος Αμερικανός... —Μάλιστα, αυτός ο αξιοσέβαστος Αμερικανός. —Τι να σας πω, έκανε σε εύθυμο τόνο ο Μπουκ. Ίσως και να έχετε δίκιο. Υπάρχει τόση διαφθορά σήμερα στον κό σμο... Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ο υπάλληλος της ρεσεψιόν. Έδειχνε στενοχωρημένος και απολογητικός. —Είναι καταπληκτικό, κύριε! είπε στον Πουαρό. Δεν υπάρχει ούτε μία κουκέτα πρώτης θέσης στο τρένο, που να είναι διαθέσιμη! —Αδύνατο, φώναξε δύσπιστα ο Μπουκ. Αυτή την εποχή... Εκτός πια, αν ταξιδεύει καμιά ομάδα δημοσιογρά φων ή πολιτικών... —Δεν έχω ιδέα, είπε ο ρεσεψιονίστ. Αυτή, όμως, είναι η κατάσταση. —Ε, λοιπόν, είπε ο Μπουκ στον Πουαρό, μην ανησυ χείτε, φίλε μου. Κάτι θα βρούμε. Υπάρχει πάντοτε ένα διαμέ ρισμα, το 16, που δε δίνεται σε κανένα. Φροντίζει γι’ αυτό ο συνοδός. Χαμογέλασε γεμάτος ικανοποίηση και αφού έριξε μια μα τιά στο ρολόι του, ειδοποίησε τον φίλο του. —Καιρός να ξεκινήσουμε. Έφτασαν στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου τους υπο δέχθηκε με σεβασμό ο συνοδός με την καφετιά στολή. —Καλησπέρα σας, κύριε. Το νούμερο 1 είναι το διαμέρι σμά σας. Έκανε νόημα στους αχθοφόρους, που μετέφεραν τις αποσκευές στη μέση του βαγονιού με την επιγραφή: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΕΡΓΕΣΤΗ ΚΑΛΑΙ —Είναι αλήθεια εκείνο που έμαθα; ρώτησε ο Μπουκ τον συνοδό. Ότι το τρένο είναι γεμάτο απόψε; —Απίστευτο, κύριε. Φαίνεται πως όλος ο κόσμος απο φάσισε να ταξιδέψει απόψε! —Πρέπει, όμως, αγαπητέ μου, να βρεις ένα διαμέρισμα και για τον φίλο μου από εδώ. Μπορείς να τον βάλεις στο 16. —Είναι κατειλημμένο, δυστυχώς.
20
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Τι; Και το 16 ακόμη; Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν πονηρά. Ο συνοδός χαμογέ λασε. Ήταν ένας ψηλός ωχρός μεσόκοπος άντρας. —Είναι όπως σας είπα κύριε, όλα τα διαμερίσματα είναι κατειλημμένα... —Τι στην οργή συμβαίνει; απόρησε θυμωμένος ο Μπουκ. Μήπως πρόκειται να γίνει πουθενά καμιά σύσκεψη; Καμιά δεξίωση; —Τίποτα απ’ όλα αυτά. Έτυχε απλώς να γεμίσουν σή μερα όλα τα διαμερίσματα. Φαίνεται πως πολλοί αποφάσι σαν να ταξιδέψουν. Ο Μπουκ ήταν σκασμένος. —Στο Βελιγράδι, είπε, θα προσκολληθεί το βαγόνι από την Αθήνα. Υπάρχει και η άμαξα Βουκουρεστίου - Παρισίων, δυστυχώς όμως, θα φτάσουμε στο Βελιγράδι μόλις αύριο το βράδυ. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι τι θα γίνει απόψε. Δεν υπάρχει κανένα διαμέρισμα άλλης θέσεως; —Υπάρχει μία κλίνη δευτέρας θέσεως... —Τότε, λοιπόν... —Προορίζεται για γυναίκες. Η μια κουκέτα έχει ήδη κατα ληφθεί από μια Γερμανίδα, υπηρέτρια μιας κυρίας. —Αυτό είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο! βρυχήθηκε ο Μπουκ. —Μην κάνετε έτσι, φίλε μου, τον καθησύχασε ο Πουαρό. Θα ταξιδέψω σε κοινό βαγόνι. —Αδύνατο! Δεν το δέχομαι! Έφτασαν όλοι οι επιβάτες; ρώτησε τον συνοδό. —Λείπει ακόμα ένας, απάντησε εκείνος. Μιλούσε σιγά, με κάποιο δισταγμό. Ο Μπουκ το πρόσεξε. —Γιατί διστάζεις να μιλήσεις, φίλε μου; —Πρόκειται για ένα διαμέρισμα δευτέρας θέσεως. Το νούμερο 7. Ο κάτοχός του δεν έφτασε ακόμα και είναι εννέα παρά τέσσερα λεπτά. —Ποιος είναι ο καθυστερημένος αυτός επιβάτης; —Ένας Άγγλος, απάντησε ο συνοδός αφού συμβουλεύ τηκε τον κατάλογο. Κάποιος κύριος Χάρις. —Αυτό το όνομα είναι καλός οιωνός, συμπέρανε ο Που αρό. Έχω διαβάσει Ντίκενς. Ο κύριος Χάρις δεν πρόκειται να έρθει. —Τοποθέτησε τις αποσκευές του κυρίου στο νούμερο 7 τότε, πρόσταξε ο κύριος Μπουκ τον συνοδό. Εάν αυτός ο κύριος Χάρις έρθει, θα του πούμε πως έφτασε πολύ αργά, πως δεν είναι δυνατόν να κρατούνται ως την τελευταία στιγμή τα διαμερίσματα. Θα τακτοποιήσουμε, τέλος πάντων,
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
21
κατά κάποιο τρόπο, το ζήτημα. Τι με νοιάζει αυτός ο κύριος Χάρις! —Όπως θέλει ο κύριος, είπε ο συνοδός. Γύρισε προς το μέρος του αχθοφόρου που κρατούσε τις αποσκευές του Πουαρό και του είπε που έπρεπε να πάει. Παραμέρισε κατόπιν για να επιτρέψει στον Πουαρό ν’ ανέβει στο τρένο. —Το διαμέρισμά σας είναι στο βάθος του βαγονιού, είπε. Είναι το προτελευταίο διαμέρισμα. Ο Πουαρό προχώρησε με μεγάλη δυσκολία στον διά δρομο γιατί όλοι σχεδόν οι επιβάτες του τρένου στεκόντου σαν δίπλα από τα παράθυρα και χάζευαν. Αφού είπε ένα σωρό «με συγχωρείτε», ο Πουαρό έφτασε, επιτέλους, στο διαμέρισμα που του είχαν υποδείξει. Εκεί ήταν κι ο νεαρός Αμερικανός, που είχε δει στο εστιατόριο του ξενοδοχείου. Τοποθετούσε μια βαλίτσα σε μια γωνιά. Συνοφρυώθηκε βλέποντας τον Πουαρό να μπαίνει στο διαμέρισμα. —Με συγχωρείτε, του είπε, αλλά νομίζω πως κάνατε λά θος. Επανέλαβε με δυσκολία και σε σπαστά γαλλικά την ίδια φράση. —Je crois que vous avez un erreur. Ο Πουαρό του απάντησε στα αγγλικά. —Είστε ο κύριος Χάρις; —Όχι, λέγομαι Μακ Κουήν. Μόνο... Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε η φωνή του συνοδού, που μίλησε πάνω απ’ τον ώμο του Πουαρό. Μίλησε με σεβασμό, σχεδόν απολογούμενος. —Δεν υπάρχει άλλη ελεύθερη κουκέτα στο τρένο, κύριε. Ο κύριος πρέπει να έρθει εδώ. Συγχρόνως είχε ανοίξει και το παράθυρο του διαδρόμου, για να ανεβάσει τις αποσκευές του Πουαρό. Ο Πουαρό κατάλαβε απ’ το ύφος του συνοδού και χαμο γέλασε. Χωρίς αμφιβολία, του είχαν υποσχεθεί ένα μεγάλο φιλοδώρημα, αν θα μπορούσε να μην αφήσει άλλον επιβάτη να χρησιμοποιήσει το δεύτερο κρεβάτι, που υπήρχε μέσα στο ίδιο διαμέρισμα. Και το μεγαλύτερο, όμως, φιλοδώρημα, χάνει κάθε αξία, όταν βρίσκεται στο τρένο ο ίδιος ο διευθυ ντής, και εκδίδει διαταγές. Ο συνοδός βγήκε από το διαμέρισμα, αφού τοποθέτησε στη θέση τους τις αποσκευές. —Όπως βλέπετε, είπε, όλα τακτοποιήθηκαν. Το κρεβάτι
22
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
σας είναι επάνω, το νούμερο 7. Θα ξεκινήσουμε σε ένα λε πτό. Έφυγε βιαστικός. Ο Πουαρό ξαναμπήκε στο διαμέρισμα. —Να ένα φαινόμενο που σπάνια βλέπει κανείς στα τρένα, παρατήρησε εύθυμα. Να τοποθετεί ο ίδιος ο συνοδός τις αποσκευές ενός επιβάτη στη θέση τους. Είναι ανήκουστο! Ο συνταξιδιώτης του χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως είχε καταλήξει στην απόφαση να μη στενοχωρηθεί απ’ τη συ ντροφιά που του επιβαλλόταν. Έπρεπε να δει την κατάσταση στωικά. —Φαίνεται πως το τρένο μας είναι γεμάτο, παρατήρησε. Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ένα σφύριγμα και το μελαγχολικό μουγκρητό της μηχανής. Οι δυο συνταξιδιώτες βγή καν στον διάδρομο. Από την αποβάθρα του σταθμού ακούστηκε μια δυνατή φωνή. —Η αμαξοστοιχία αναχωρεί! —Ξεκινήσαμε, είπε ο Μακ Κουήν. Δεν είχαν, όμως, ακόμη ξεκινήσει στην πραγματικότητα. Ακούστηκε ξανά ένα σφύριγμα. —Θα ήθελα να σας πω κάτι, είπε ο νεαρός σύντροφος του Πουαρό. Αν σας είναι δύσκολο να χρησιμοποιήσετε την επάνω κουκέτα, δε θα με πείραζε καθόλου να τη χρησιμο ποιήσω εγώ. Ήταν πολύ εξυπηρετικός νέος. —Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκε αμέσως ο Πουαρό. Δε θέλω για κανένα λόγο να σας τη στερήσω! —Μα δε με πειράζει καθόλου... —Είστε πάρα πολύ εξυπηρετικός. Στη συνέχεια επακολούθησαν ευγενικές διαμαρτυρίες και από τις δυο πλευρές. —Είναι για μια νύχτα μόνο, είπε ο Πουαρό. Στο Βελι γράδι... —Α! Σκοπεύετε να κατεβείτε στο Βελιγράδι; —Όχι ακριβώς. Βλέπετε... Οι δυο άντρες, λίγο έλειψε να πέσουν από ένα απότομο τίναγμα. Κι οι δυο τους στράφηκαν προς το παράθυρο και κοίταξαν τη φωτισμένη αποβάθρα, που σιγά-σιγά εγκατέλειπε το τρένο. Το Εξπρές Οριάν είχε ξεκινήσει για το τριήμερο ταξίδι του, μέσα απ’ την Ευρώπη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Ο Πουαρό αρνείται μια υπόθεση. Ο Ηρακλής Πουαρό άργησε κάπως την επομένη να πάει στο βαγκόν-ρεστοράν. Είχε σηκωθεί νωρίς το πρωί, είχε πά ρει το πρωινό του σχεδόν μόνος και είχε απασχοληθεί πολ λές ώρες με τη μελέτη των σημειώσεων που είχε κρατήσει για την υπόθεση που αποτελούσε την αιτία της βιαστικής επιστροφής του στο Λονδίνο. Δεν του είχε δοθεί η ευκαιρία να μιλήσει πολύ με τον συνταξιδιώτη του. Ο Μπουκ, που είχε κιόλας εγκατασταθεί σ’ ένα παρά θυρο, όταν αντίκρισε τον φίλο του, του έκανε νόημα να πάει να καθίσει στο άδειο κάθισμα απέναντι του. Ο Πουαρό κά θισε και βρέθηκε στην ευχάριστη θέση να βρίσκεται στο τρα πέζι που το σερβίριζαν πρώτο απ’ όλα και με τα καλύτερα φαγητά. Το φαγητό, ήταν πράγματι καλής ποιότητας. Μόνο, όταν ήρθε η ώρα του τυριού, ο Μπουκ έστρεψε την προσοχή του σε άλλα θέματα που δεν αφορούσαν τη διατροφή. Βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση του φαγητού, που ωθεί τους ανθρώπους να γίνονται φιλόσοφοι. —Α, έκανε αναστενάζοντας. Δεν ξέρετε πόσο θα ήθελα να ήμουν προικισμένος με το ταλέντο του Μπαλζάκ. Θα περιέγραφα αυτή τη σκηνή. Κι έδειξε το περιβάλλον του εστιατορίου. —Δεν είναι κακή ιδέα, παραδέχτηκε ο Πουαρό. —Συμφωνείτε, λοιπόν, μαζί μου, ε; Όλοι αυτοί οι άνθρω ποι γύρω μας, ανήκουν σ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις, σ’ όλες τις εθνικότητες, σε κάθε ηλικία. Για τρεις ολόκληρες ημέρες, οι άνθρωποι αυτοί, που είναι ξένοι ο ένας στον άλλο, θα μέ νουν μαζί· θα κοιμούνται και θα τρώνε κάτω από την ίδια στέγη, δίχως να μπορούν να ξεφύγουν ο ένας από τον άλ λον. Όταν περάσουν, όμως, οι τρεις ημέρες, θα χωρίσουν, για να ακολουθήσει ο καθένας τον δρόμο του και ίσως να μην ξανασυναντηθούν ποτέ. —Κι όμως, είπε ο Πουαρό. Αν υποθέσουμε πως ένα ατύχημα... —Α, σας παρακαλώ, φίλε μου, μη λέτε τέτοια πράγματα.
24
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Καταλαβαίνω πόσο σας είναι δυσάρεστο αυτό το ενδε χόμενο, έκανε χαμογελώντας ο Πουαρό. Βέβαια, για έναν άνθρωπο, που ενδιαφέρεται για τη Διεθνή Εταιρεία Σιδηρο δρόμων, όπως εσείς, θα ήταν αναποδιά να συμβεί ένα δυ στύχημα. Ας αφήσουμε, όμως, ελεύθερη τη φαντασία μας κι ας υποθέσουμε ότι γίνεται κάτι. Στην περίπτωση αυτή, όλοι όσοι ταξιδεύουν με το τρένο, μπορεί να συνδεθούν μ' έναν κοινό κρίκο, με τον θάνατο. —Πιείτε λίγο κρασί ακόμη, είπε ο Μπουκ και γέμισε το ποτήρι του φίλου του. Έχετε διάθεση βλέπω για μακαβριότητες. Πρέπει να φταίει η χώνεψη. —Η αλήθεια είναι, παραδέχτηκε ο Πουαρό, πως τα φα γητά στη Συρία ήταν κάπως βαριά και δεν ταίριαζαν πολύ με το στομάχι μου. Ρούφηξε απολαυστικά το κρασί του. Ακούμπησε κατόπιν στο κάθισμά του και κοίταξε συλλογισμένος γύρω του. Δεκα τρείς ταξιδιώτες βρίσκονταν μέσα στο εστιατόριο και, όπως είχε πολύ σωστά πει ο Μπουκ, ανήκαν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις και εθνικότητες. Άρχισε να τους μελετά. Στο ακριβώς απέναντι του τραπέζι καθόντουσαν τρεις άντρες. Υπέθεσε πως θα ταξίδευαν ο καθένας χωριστά. Το αισθητήριο των γκαρσονιών τούς είχε τοποθετήσει στο ίδιο τραπέζι. Ένας παχύς και μελαψός άντρας, μάλλον Ιταλός, καθάριζε τα δόντια του με μια οδοντογλυφίδα. Απέναντι του καθόταν ένας αδύνατος Άγγλος, με το ανέκφραστο πρό σωπο που θα είχε ένας καλοεκπαιδευμένος υπηρέτης. Δίπλα του ένας μεγαλόσωμος Αμερικανός, με φανταχτερό κου στούμι, πιθανότατα περιοδεύων έμπορος. —Πρέπει να κάνει κανείς υπομονή, είπε με τη δυνατή και ένρινη φωνή του. Ο Ιταλός έβγαλε από το στόμα του την οδοντογλυφίδα για να μπορέσει να χειρονομεί ελεύθερα. —Αυτό λέω πάντα κι εγώ, παραδέχτηκε, με έντονη ιτα λική προφορά. Ο Αγγλος κοίταξε έξω από το παράθυρο και ξερόβηξε. Ο Πουαρό κοίταξε αλλού. Σ’ ένα μικρό τραπέζι καθόταν κορδωμένη, μια από τις πιο άσχημες γριές που είχε δει ποτέ στη ζωή του. Είχε όμως μια διακεκριμένη ασχήμια, που ενέπνεε δέος, παρά απωθούσε. Καθόταν πραγματικά πολύ στημένη. Γύρω από τον λαιμό της κρεμόταν ένα κολιέ με τεράστια μαργαριτάρια, τόσο μεγάλα, που φαινόντουσαν ψεύτικα, ενώ ήταν αληθινά. Τα χέρια της ήταν φορτωμένα με δαχτυλίδια. Είχε ριγμένη στους ώμους
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
25
μια πανάκριβη γούνα από ζιμπελίνα. Ένα μικρό και πανά κριβο επίσης μαύρο καπελάκι δε διόρθωνε καθόλου το κατακίτρινο βατραχίσιο πρόσωπό της. Μιλούσε στο γκαρσόνι με καθαρή, ευγενική, αλλά και αυ ταρχική φωνή. —Να στείλεις, παρακαλώ, στο διαμέρισμά μου ένα μπου κάλι μεταλλικό νερό και ένα μεγάλο ποτήρι πορτοκαλάδα. Θα φροντίσεις να μου ετοιμάσετε βραστό κοτόπουλο γι’ απόψε χωρίς καθόλου σάλτσες- και λίγο βραστό, επίσης, ψάρι. Το γκαρσόνι απάντησε με σεβασμό, ότι θα φρόντιζε να ικανοποιηθούν οι επιθυμίες της κυρίας. Η κυρία κούνησε τότε με χάρη το κεφάλι της και σηκώ θηκε απ’ το κάθισμά της. Το βλέμμα της για μια στιγμή έπιασε τον Πουαρό, αλλά ξεγλίστρησε με τη νωχέλεια του αδιάφορου αριστοκράτη. —Αυτή είναι η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, εξήγησε με σιγανή φωνή ο Μπουκ. Είναι Ρωσίδα. Ο σύζυγός της ρευ στοποίησε όλη την περιουσία που είχε στη Ρωσία πριν την επανάσταση και την επένδυσε στο εξωτερικό. Είναι αφάντα στα πλούσια. Μεγάλη κοσμοπολίτισσα. Ο Πουαρό ένευσε καταφατικά. Είχε ακούσει να γίνεται λόγος για την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ. —Είναι μεγάλη προσωπικότητα, συνέχισε ο Μπουκ. Βέ βαια, είναι τρομερά άσχημη, αλλά κάνει παντού, όπου κι αν περάσει, αισθητή την παρουσία της. Συμφωνείτε; Ο Πουαρό το παραδέχτηκε. Σ’ ένα άλλο, από τα μεγάλα τραπέζια, καθόταν η Μαίρη Ντέμπενχαμ, μαζί με δυο άλλες γυναίκες. Η μία ήταν ψηλή, μεσόκοπη, με μια απλή μπλούζα και μάλλινη φούστα. Τα ξεβαμμένα και κίτρινα μαλλιά της ήταν κακοχτενισμένα και τυλιγμένα σ’ ένα μεγάλο άχαρο κότσο. Φορούσε γυαλιά και είχε ένα μακρουλό ήρεμο και ευγενικό πρόσωπο, που έμοιαζε πολύ με κεφάλι αρνιού. Παρακολουθούσε με προ σοχή την τρίτη γυναίκα, που ήταν παχιά, μ’ ευχάριστη όψη και μεγαλύτερη σε ηλικία, που μιλούσε με σιγανή, καθαρή και μονότονη φωνή, χωρίς να δείχνει ότι αναπνέει ή ότι επρόκειτο ποτέ να σταματήσει να μιλά. — ... και έτσι η κόρη μου, είπε; «Δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθούν αμερικανικές μέθοδοι σ' αυτή τη χώρα. Οι κά τοικοί της είναι πολύ νωθροί. Δε βράζει το αίμα στις φλέβες τους». Θα τα χάσετε, ασφαλώς, αν μάθετε τι θαύματα κάνει το κολέγιό μας εκεί. Έχει περίφημους δασκάλους. Η εκπαί δευση είναι σπουδαίο πράγμα. Πρέπει με κάθε τρόπο να
26
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
προσπαθήσουμε να δώσουμε τα δυτικά ιδεώδη μας στην Ανατολή και να υποχρεώσουμε τους κατοίκους της να τα αναγνωρίσουν. Η κόρη μου υποστηρίζει... Το τρένο μπήκε σε μια σήραγγα. Με τη φασαρία που έκανε, η ήρεμη και μονότονη φωνή έπαψε να ακούγεται. Σε ένα διπλανό μικρό τραπέζι καθόταν μόνος ο συνταγ ματάρχης Άρμπουθνοτ. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην πλάτη της Μαίρης Ντέμπενχαμ. Δεν είχαν καθίσει στο ίδιο τραπέζι. Κι όμως μπορούσε εύκολα να κανονιστεί. «Γιατί, όμως, τους είχαν βάλει χωριστά»; αναρωτήθηκε ο Πουαρό. «Ίσως η Μαίρη Ντέμπενχαμ είχε διστάσει, Μια γκουβερνάντα μαθαίνει να είναι πολύ προσεχτική. Οι εντυ πώσεις παίζουν μεγάλο ρόλο. Μια κοπέλα υποχρεωμένη να εργάζεται για να ζει, πρέπει να είναι πολύ διακριτική». Ο Πουαρό κοίταξε κατόπιν προς την άλλη πλευρά του βαγονιού. Στο βάθος, δίπλα στο πλαϊνό του τρένου, καθόταν μια μεσόκοπη μαυροφορεμένη γυναίκα, με μεγάλο και τε λείως ανέκφραστο πρόσωπο. Πρέπει να ήταν Γερμανίδα ή Σκανδιναβή. Πιθανότατα Γερμανίδα καμαριέρα. Λίγο πιο πέρα, ένα ζευγάρι συζητούσε ζωηρά, έχοντας γείρει κοντά ο ένας στον άλλο. Ο άντρας φορούσε ένα αγ γλικό μάλλινο κοστούμι, δε φαινόταν, όμως, Άγγλος. Αν και ο Πουαρό μπορούσε να διακρίνει μόνο το πίσω μέρος του κε φαλιού του και την πλάτη του, σχημάτισε την εντύπωση πως ήταν γεροδεμένος και καλοφτιαγμένος. Γύρισε απότομα το κεφάλι του και ο Πουαρό είδε το προφίλ του. Ήταν ένας πολύ κομψός άνδρας, γύρω στα τριάντα πέντε με ένα μεγάλο ξανθό μουστάκι. Η κοπέλα που καθόταν απέναντι του, δε θα είχε περάσει τα είκοσι. Φορούσε στενή μαύρη φούστα και παλτό, άσπρη μεταξωτή μπλούζα κι ένα μικρό καπέλο, φορεμένο λοξά. Το πρόσωπό της ήταν πολύ όμορφο, το δέρμα της κάτασπρο, τα μάτια της καστανά και τα μαλλιά της κατάμαυρα. Κάπνιζε ένα τσιγάρο με μια μακριά πίπα. Τα νύχια των χεριών της, πολύ περιποιημένα, ήταν κατακόκκινα. Φορούσε ένα μονόπετρο σμαραγδένιο δαχτυλίδι. Φαινόταν πολύ κοκέτα. —Elle est jolie et chic2, ψιθύρισε ο Πουαρό. Είναι αντρό γυνο, ε; —Νομίζω πως είναι απ’ την Ουγγρική πρεσβεία, απά ντησε ο Μπουκ. Πολύ ταιριαστό ζευγάρι. Μέσα στο βαγκόν-ρεστοράν δε βρίσκονταν παρά μόνο 2Είναι όμορφη και κομψή (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
27
δυο επιβάτες ακόμη. Ο συγκάτοικος του Πουαρό, ο Μακ Κουήν, και ο εργοδότης του ο κύριος Ράτσετ. Ο τελευταίος καθόταν απέναντι απ’ τον Πουαρό κι έτσι ο ντετέκτιβ μπό ρεσε να μελετήσει για δεύτερη φορά το ψυχρό πρόσωπό του, με τα σκληρά μικρά μάτια του και την επίπλαστη καλο σύνη που εξέφραζε. Φαίνεται πως ο Μπουκ πρόσεξε κάποια αλλαγή στην έκ φραση του φίλου του και τον ρώτησε: —Παρακολουθείτε πάλι το ανήμερο αγρίμι σας; Ο Πουαρό κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Αφού ήπιε τον καφέ του, ο Μπουκ σηκώθηκε. Είχε αρχί σει να τρώει πριν από τον Πουαρό και έτσι τελείωσε πρώτος. —Επιστρέφω στο διαμέρισμά μου, είπε. Αφού πάρετε τον καφέ σας, ελάτε να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας. —Πολύ ευχαρίστως. Ο Πουαρό ρούφηξε τον καφέ του και παρήγγειλε να του φέρουν ένα λικέρ. Ένας απ’ τους υπαλλήλους του βαγονιού κυκλοφορούσε από τραπέζι σε τραπέζι, κουβαλώντας το ταμείο, όπου έβαζε τα χρήματα όσων πλήρωναν για το φα γητό τους. Ακούστηκε η διαπεραστική και παραπονιάρικη φωνή της ηλικιωμένης Αμερικάνας. —Η κόρη μου έλεγε, «Πάρε κουπόνια για το φαγητό, και δε θα 'χεις κανένα πρόβλημα -κανένα πρόβλημα απολύ τως.» Ε, δεν είναι διόλου όπως μου τα ’πε. Αυτοί εδώ γυρεύ ουν δέκα τοις εκατό φιλοδώρημα. Ασε που τι νερό είναι αυτό; Περίεργο! Δεν έχουν Εβιάν, ούτε Βισύ, αυτό μου φαίνεται ύποπτο. —Φαίνεται ότι είναι υποχρεωμένοι να σερβίρουν τα νερά του τόπου, απάντησε με δισταγμό η γυναίκα με το ανέκφρα στο και ανόητο πρόσωπο. —Πάλι το βρίσκω περίεργο. Κοίταξε με αηδία τον σωρό των μικρών νομισμάτων που είχε αφήσει σε μια άκρη του τραπεζιού το γκαρσόνι. —Κοίταξε, αγαπητή μου, τι ρέστα μου έδωσε. Και δεν έχω ιδέα τι νομίσματα είναι αυτά. Δηνάρια, ή κάτι τέτοιο. Για τα σκουπίδια μου φαίνονται! Η κόρη μου λέει... Η Μαίρη Ντέμπενχαμ σηκώθηκε κι έφυγε με μια ελαφρά κλίση του κεφαλιού προς τις δυο κυρίες. Ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ την ακολούθησε. Αφού μάζεψε τα καταφρονημένα νομίσματα, η ηλικιωμένη Αμερικάνα σηκώθηκε κι έφυγε από το εστιατόριο ακολουθούμενη από τη σύντροφό της. Οι Ούγγροι είχαν κιόλας αναχωρήσει. Έμειναν μόνο ο Πουαρό, ο Ράτσετ και ο Μακ Κουήν.
28
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο Ράτσετ είπε κάτι στον σύντροφό του, που έφυγε αμέ σως. Ο Ράτσετ σηκώθηκε κι αυτός κι αντί ν’ ακολουθήσει τον Μακ Κουήν, κάθισε απότομα στο άδειο κάθισμα απέναντι από τον Πουαρό. —Μήπως έχετε φωτιά; ρώτησε με την απαλή και ένρινη φωνή του. Ονομάζομαι Ράτσετ. Ο Πουαρό κούνησε ανεπαίσθητα το κεφάλι του. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτί σπίρτα και το έδωσε στον Ρά τσετ. Εκείνος το πήρε, αλλά δεν άναψε σπίρτο. —Πιστεύω, συνέχισε ο Ράτσετ, ότι έχω την ευχαρίστηση να μιλώ με τον Ηρακλή Πουαρό. Ή μήπως κάνω λάθος; Ο Πουαρό έγνεψε ξανά. —Σας πληροφόρησαν πολύ καλά, κύριε. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ είδε πως τα δυο πανούργα μάτια τού συνομιλητή του τον εξέταζαν με προσοχή. —Στην πατρίδα μου, συνέχισε ο Ράτσετ, συνηθίζουμε να μην πολυλογούμε. Ερχόμαστε αμέσως στο προκείμενο. Κύ ριε Πουαρό, θα σας παρακαλέσω ν’ αναλάβετε μια υπόθεσή μου. Ο Πουαρό συνοφρυώθηκε. —Οφείλω να σας ομολογήσω, απάντησε, πως η πελα τεία μου είναι πολύ περιορισμένη. Αναλαμβάνω ελάχιστες υποθέσεις. —Σας καταλαβαίνω πολύ καλά, κύριε Πουαρό. Πρέπει, όμως, να ξέρετε, πως θα κερδίσετε πολλά χρήματα. Μιλάμε για πολλά λεφτά, επανέλαβε με την απαλή και πειστική αυτή τη φορά φωνή του ο Ράτσετ. Ο Πουαρό έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα και απάντησε: —Τι ακριβώς θέλετε από μένα, κύριε Ράτσετ; Μπορείτε να με κατατοπίσετε; —Κύριε Πουαρό, οφείλω, να σας πληροφορήσω πως εί μαι πολύ πλούσιος. Πάρα πολύ πλούσιος, μάλιστα. Άνθρω ποι σαν κι εμένα, φυσικό είναι να έχουν εχθρούς. Έχω κι εγώ έναν εχθρό... —Έναν μόνο; —Τι ακριβώς εννοείτε, κύριε Πουαρό; ρώτησε απότομα ο Ράτσετ. —Κύριε, γνωρίζω εκ πείρας, ότι όταν ένας άνθρωπος εί ναι σε θέση να έχει εχθρούς, τότε δεν έχει μόνο έναν, αλλά περισσότερους. Ο Ράτσετ έδειξε να ανακουφίζεται απ’ την απάντηση που του έδωσε ο Πουαρό. Βιάστηκε να συνεχίσει.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
29
—Εκτιμώ τον συλλογισμό σας, κύριε Πουαρό. Δεν έχει καμιά σημασία, αν υπάρχουν ένας ή πολλοί εχθροί. Το ου σιώδες είναι η ασφάλειά μου. —Η ασφάλειά σας; —Απειλείται η ζωή μου, κύριε Πουαρό. Είμαι όμως από τους ανθρώπους εκείνους που μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Από την τσέπη του σακακιού του μισόδειξε ένα μικρό αυ τόματο πιστόλι. Και συνέχισε με το σκυθρωπό ύφος του. —Δεν είμαι από εκείνους που τους πιάνουν εύκολα στον ύπνο. Νομίζω, ωστόσο, πως η προφύλαξη ποτέ δε βλάπτει. Πρέπει κανείς να λαμβάνει εγκαίρως τα μέτρα του και μάλι στα όταν πρόκειται για τη ζωή του. Πιστεύω πως είστε ο άν θρωπος που χρειάζομαι. Και να έχετε υπόψη σας, πως δε θα βγείτε ζημιωμένος από την υπόθεση αυτή. Θα κερδίσετε πάρα πολλά λεφτά. Ο Πουαρό τον κοίταξε για λίγο σκεπτικός. Το πρόσωπό του ήταν τελείως ανέκφραστο. Ο συνομιλητής του, δε θα μπορούσε να φανταστεί τι σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι του. —Λυπάμαι εξαιρετικά, κύριε, είπε τέλος ο Πουαρό, αλλά δε θα μπορέσω να σας βοηθήσω. Ο Ράτσετ τον κοίταξε πονηρά. —Πείτε μου πόσα θέλετε, επέμεινε. —Ακούστε να σας πω, έκανε υπομονετικά ο Πουαρό. Στάθηκα πολύ τυχερός ως τώρα στο επάγγελμά μου. Κέρ δισα αρκετά χρήματα, ώστε να είμαι σε θέση να ικανοποιήσω όλες μου τις ανάγκες και όλα μου τα καπρίτσια. Αναλαμβάνω μόνο υποθέσεις που κινούν το ενδιαφέρον μου. —Βλέπω, ότι είσαστε πολύ καπάτσος, παρατήρησε ο Ράτσετ. Είκοσι χιλιάδες δολάρια θα ήταν ικανά να σας βά λουν σε πειρασμό; —Διόλου. —Αν νομίζετε ότι με τη στάση σας αυτή θα μπορέσετε να μου αποσπάσετε μεγαλύτερη αμοιβή, απατάστε. Ξέρω καλά την αξία των χρημάτων και των προτάσεων που κάνω. —Κι εγώ το ίδιο, κύριε Ράτσετ. —Γιατί, λοιπόν, δε δέχεστε την προσφορά μου; Ο Πουαρό σηκώθηκε. —Αν μου επιτρέπετε να σας πω την προσωπική μου γνώμη, θα σας πω, ότι δε μου αρέσει το πρόσωπό σας, κύ ριε Ράτσετ. Και με τα λόγια αυτά, ο Πουαρό έφυγε από το εστιατόριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Μια κραυγή μέσα στη νύχτα. Το Σεμπλόν - Όριάν έφτασε στο Βελιγράδι στις εννέα παρά τέταρτο το βράδυ. Επειδή επρόκειτο να ξαναφύγει στις εννέα και τέταρτο, ο Πουαρό κατέβηκε στην αποβάθρα για να ξεμουδιάσει. Δεν έμεινε όμως πολύ ώρα εκεί. Το κρύο ήταν τσουχτερό, μολονότι η αποβάθρα προστατευόταν καλά απ’ όλες τις μεριές. Έπεφτε πυκνό χιόνι. Επέστρεψε στο διαμέρισμά του. Ο συνοδός του τρένου, που έκανε βόλτες μπροστά απ’ την πόρτα του βαγονιού και χτυπούσε τα χέρια του για να ζεσταθεί, του είπε: —Οι αποσκευές σας, κύριε, έχουν μεταφερθεί στο διαμέ ρισμα 1, στο διαμέρισμα του κυρίου Μπουκ. —Και ο κύριος Μπουκ; —Μεταφέρθηκε στο βαγόνι που μας περίμενε από την Αθήνα και που προσκολλήθηκε προ ολίγου στο τρένο. Ο Πουαρό πήγε και βρήκε τον φίλο του. Ο Μπουκ δε θέ λησε ν’ ακούσει τις διαμαρτυρίες του. —Αφού θα ταξιδέψετε ως την Αγγλία, σωστό είναι να μεί νετε στο βαγόνι που θα σας πάει ως το Καλαί, χωρίς να ανα γκάζεστε να μετακομίζετε στα μισά του ταξιδιού. Είμαι πολύ καλά εδώ που βρίσκομαι. Είναι πιο ήσυχο το διαμέρισμα. Το βαγόνι είναι σχεδόν άδειο. Εκτός από μένα, υπάρχει μόνο ένας άλλος επιβάτης, ένας ήσυχος Έλληνας γιατρός. Τι νύ χτα ήταν αυτή, φίλε μου! Λένε πως χρόνια έχει να χιονίσει τόσο πολύ. Ας ελπίσουμε ότι δε θα αποκλειστούμε πουθενά. Δεν μπορώ να πω πως είμαι και τόσο ήσυχος... Στις εννέα και τέταρτο, το τρένο ξεκίνησε και ύστερα από λίγο, ο Πουαρό σηκώθηκε, καληνύχτισε τον φίλο του και αφού διέσχισε το στενό διάδρομο, επέστρεψε στο διαμέρι σμά του, που βρισκόταν μπροστά από το βαγκόν-ρεστοράν. Ήταν η δεύτερη μέρα του ταξιδιού και οι αποστάσεις με ταξύ των επιβατών άρχισαν να μικραίνουν. Ο συνταγματάρ χης Άρμπουθνοτ στεκόταν μπροστά στην πόρτα του διαμε ρίσματος του και συνομιλούσε με τον Μακ Κουήν. Ο Μακ Κουήν διέκοψε στη μέση τη φράση του, όταν
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
31
αντελήφθη τον Πουαρό να πλησιάζει. Δεν μπόρεσε να συ γκροτήσει την έκπληξή του. —Νόμιζα, είπε, πως είχατε κατεβεί από το τρένο. Είχατε πει πως θα σταματούσατε στο Βελιγράδι. —Παρανοήσατε, παρατήρησε χαμογελώντας ο Πουαρό. —Μα οι αποσκευές σας δε βρίσκονται πια στο διαμέρι σμα. —Απλούστατα, έχουν μεταφερθεί σε άλλο διαμέρισμα. Ο Μακ Κουήν συνέχισε την κουβέντα που είχε αρχίσει με τον Αρμπουθνοτ. Ο Πουαρό προχώρησε στον στενό διάδρομο του βαγο νιού. Η ηλικιωμένη Αμερικάνα, η κυρία Χάμπαρντ, στεκόταν λίγο πιο πέρα απ’ το δικό του διαμέρισμα και συζητούσε με την παράξενη Σουηδέζα. Η κυρία Χάμπαρντ πίεζε την άλλη να πάρει ένα περιοδικό. —Σας παρακαλώ, αγαπητή μου, επιμένω. Έχω ένα σωρό άλλα πράγματα να διαβάσω... Δεν κάνει τρομερό κρύο; Κούνησε φιλικά το κεφάλι της προς το μέρος του Που αρό. —Μεγάλη καλοσύνη σας, την ευχαρίστησε η Σουηδέζα. —Τι λέτε τώρα... Ελπίζω να κοιμηθείτε καλά. Αύριο το πρωί θα σας έχει περάσει ο πονοκέφαλος. —Ο πονοκέφαλός μου οφείλεται στο τρομερό κρύο. Σκο πεύω να πιω ένα τσάι. —Έχετε ασπιρίνες; Θέλετε να σας δώσω; Έχω πάρει πολλές μαζί μου. Λοιπόν, καληνύχτα σας, αγαπητή μου. Όταν η συνομιλήτριά της απομακρύνθηκε, η κυρία Χά μπαρντ εξήγησε στον Πουαρό. —Είναι Σουηδέζα, ξέρετε, η καημένη. Νομίζω πως είναι ιεροκήρυκας. Θέλει να διαδώσει κι εγώ δεν ξέρω ποιες ιδέες. Πάντως είναι πολύ καλή γυναίκα, μόνο που τα αγγλικά της δεν είναι και τόσο σπουδαία. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τις υποθέσεις της κόρης μου. Ο Πουαρό είχε μάθει ως τότε ένα σωρό λεπτομέρειες για τη ζωή της κυρίας Χάμπαρντ. Το ίδιο είχε συμβεί και με τους άλλους ταξιδιώτες, που ήξεραν αγγλικά. Η κόρη της, μαζί με τον άντρα της, εργαζόντουσαν σε ένα μεγάλο αμερικανικό κολέγιο της Σμύρνης και η κυρία Χάμπαρντ ταξίδευε για πρώτη φορά στην Ανατολή. Είχε σχηματίσει για τους Τούρ κους και τα έθιμά τους ορισμένες ιδιαίτερες εντυπώσεις, το ίδιο και για το οδικό δίκτυο της Τουρκίας.
32
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος άνοιξε και παρουσιάσθηκε ο αδύνατος και χλωμός υπηρέτης. Ο Πουαρό πρό λαβε να διακρίνει τον Ράτσετ που καθόταν στο κρεβάτι. Κι ο Ράτσετ πρόσεξε τον Πουαρό κι αμέσως άλλαξε. Η έκφραση του προσώπου του σκοτείνιασε από θυμό... Η πόρτα ξανάκλεισε. Η κυρία Χάμπαρντ τράβηξε λίγο παράμερα τον Πουαρό και συνέχισε. —Τι να σας πω. Αυτός ο άνθρωπος με φοβίζει. Όχι ο υπηρέτης, ο άλλος, ο κύριός του. Κάτι τρομερό και αντιπαθη τικό έχει, κάτι που σε απωθεί και σε κάνει να ανατριχιάζεις βλέποντάς τον! Απ’ την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισα, έχω αυτή την εντύπωση. Δυστυχώς, για μένα, μένει στο δι πλανό διαμέρισμα και καταλαβαίνετε πως αυτό δε μου είναι καθόλου ευχάριστο. Χτες το βράδυ σώριασα όλες μου τις βαλίτσες πίσω απ’ την ενδιάμεση πόρτα, που ενώνει τα δυο διαμερίσματα. Μου πέρασε η ιδέα πως προσπάθησε να την ανοίξει. Δε θα μου φανεί καθόλου παράξενο, αν αποκαλυ φθεί πως είναι ένας κοινός κακοποιός, κάποιος μεγάλος απατεώνας, κανένας λωποδύτης από κείνους που λυμαίνο νται συνήθως τα τρένα... Θα σκεφτείτε ότι λέω ανοησίες και πως παρασύρομαι από αδικαιολόγητους ίσως φόβους, αλλά δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Τρέμω απ' τον φόβο μου, όταν σκέφτομαι ή όταν αντικρίζω τον άνθρωπο αυτό. Δεν ξέρω αν θα είναι ομαλό, ως το τέλος, το ταξίδι μας. Ίσως πω πάλι καμιά ανοησία, αλλά έχω την εντύπωση ότι κάτι θα μας συμ βεί. Δεν μπορώ να καταλάβω, ωστόσο, πως δέχεται να υπη ρετεί ένα τέτοιο αφεντικό ο νεαρός γραμματέας του -φαίνεται τόσο συμπαθητικός νέος. Στο βάθος του διαδρόμου πρόβαλε ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ, ακολουθούμενος απ’ τον Μακ Κουήν, που ερ χόντουσαν προς το μέρος τους. —Ελάτε στο διαμέρισμά μου, έλεγε εκείνη τη στιγμή ο Μακ Κουήν. Δεν έχουν ακόμη ετοιμάσει τα κρεβάτια για τη νύχτα. Θα ήθελα να μου διηγηθείτε ιστορίες απ' τη δράση σας στις Ινδίες και την τακτική που ακολουθήσατε εκεί... Οι δυο συνομιλητές τους προσπέρασαν και προχώρησαν προς το βάθος του διαδρόμου, όπου βρισκόταν το διαμέρι σμα του Μακ Κουήν. Η κυρία Χάμπαρντ καληνύχτισε το σύντροφό της. —Πέρασε η ώρα, είπε. Καιρός για ύπνο. Καληνύχτα σας, κύριε Πουαρό. —Καληνύχτα σας, ευχήθηκε με τη σειρά του αυτός.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
33
Ο Πουαρό μπήκε στο διαμέρισμά του, που ήταν δίπλα στου Ράτσετ. Γδύθηκε αργά-αργά, ξάπλωσε στο κρεβάτι του και αφού διάβασε μισή περίπου ώρα, έσβησε το φως. Ξύπνησε ύστερα από μερικές ώρες. Τον ξύπνησε ένα δυνατό μούγκρισμα, μια κραυγή που προερχόταν από πολύ κοντά. Την ίδια στιγμή ακούστηκε και το χτύπημα μιας κα μπάνας. Ο Πουαρό ανακάθισε και άναψε το φως. Παρατήρησε ότι το τρένο ήταν ακίνητο. Θα είχε σταματήσει, έκανε τη σκέψη, σε κάποιο σταθμό. Η κραυγή εκείνη τον είχε καταταράξει. Θυμήθηκε αμέσως πως ο Ράτσετ κοιμόταν στο διπλανό διαμέρισμα. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του και άνοιξε την πόρτα, τη στιγμή ακριβώς που ο συνοδός του τρένου πλησίασε βιαστικά και χτύπησε την πόρτα του διαμερίσματος του Ράτσετ. Ο Πουαρό, που δεν είχε προλάβει ν’ ανοίξει τελείως την πόρτα του, την άφησε μισάνοιχτη και παρακολουθούσε τη σκηνή. Ο συνοδός χτύπησε για δεύτερη φορά. Τότε ακού στηκε το χτύπημα ενός κουδουνιού και ένα φως άναψε πάνω από μια πόρτα, λίγο πιο πέρα. Ο συνοδός γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε. Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια φωνή από το διπλανό δια μέρισμα που έλεγε γαλλικά: —Ce n’est rien. Je me suis trompe3. —Πολύ καλά, κύριε, είπε ο συνοδός και απομακρύνθηκε για να χτυπήσει την πόρτα, πάνω από την οποία ήταν αναμ μένο το φως. Ο Πουαρό ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του. Αναστέναξε με ανακούφιση. Πριν σβήσει το φως, έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Ήταν μία παρά είκοσι τρία λεπτά.
3Δ ε συμβαίνει τίποτε. Γελάστηκα. (Σ.τ.Μ.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο φόνος. Δυσκολευόταν να ξανακοιμηθεί αμέσως. Πρώτα απ’ όλα του έλειπε το νανούρισμα του τρένου. Αν πραγματικά το τρένο είχε σταματήσει σε κάποιο σταθμό, επικρατούσε μια πολύ παράξενη ησυχία. Αντίθετα, οι θόρυβοι μέσα στο τρένο ήταν ασυνήθιστα δυνατοί. Άκουγε τον Ράτσετ στο διπλανό διαμέρισμα που περπατούσε. Τον άκουσε καθώς άνοιγε το καπάκι του νιπτήρα, μετά το νερό που έτρεχε και ένα πλα τσούρισμα και κατόπιν πάλι τον νιπτήρα που έκλεινε. Στ' αυτιά του έφταναν ελαφρά βήματα έξω απ’ τον διάδρομο, τα βήματα κάποιου που φορούσε παντόφλες. Ο Πουαρό, με κουρασμένα, απλανή μάτια, κοίταζε το τα βάνι. Γιατί υπήρχε τόσο μεγάλη ησυχία έξω στον σταθμό; Ο λαιμός του είχε ξεραθεί. Είχε ξεχάσει να ζητήσει να του φέ ρουν τη συνηθισμένη του μποτίλια με μεταλλικό νερό. Ξανα κοίταξε το ρολόι του. Ήταν μία και τέταρτο. Σκέφτηκε να χτυ πήσει το κουδούνι για να του φέρουν νερό. Σήκωσε το χέρι του, αλλά δεν πίεσε το κουμπί. Γιατί άκουσε κάποιον άλλο, που είχε προλάβει να χτυπήσει πριν από εκείνον. Δε θα μπορούσε ο συνοδός να εκτελέσει όλες μαζί τις παραγγελίες των επιβατών. Ξανακούστηκε μερικές φορές το κουδούνισμα. Πού βρισκόταν ο συνοδός κι αργούσε τόσο πολύ; Κά ποιος, φαίνεται, βιαζόταν πολύ. Χωρίς άλλο, ο άγνωστος που χτυπούσε το κουδούνι, είχε κολλήσει το δάχτυλό του στο κουμπί. Ξαφνικά ακούστηκε το βιαστικό περπάτημα του συνοδού κι αμέσως μετά το χτύπημα μιας πόρτας σχετικά κοντά. Ακούστηκαν φωνές που κουβέντιαζαν. Η ήρεμη του συ νοδού και η έντονη μιας γυναίκας. Ήταν η κυρία Χάμπαρντ. Ο Πουαρό χαμογέλασε. Η συνομιλία κράτησε αρκετή ώρα. Ο συνοδός κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να κάνει τη συνομιλήτριά του να ηρεμήσει. Φαίνεται πως στο τέλος το κατόρθωσε, γιατί ο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
35
Πουαρό άκουσε καθαρά τη φράση: —Καληνύχτα σας, κυρία μου. Η πόρτα έκλεισε. Τότε ο Πουαρό χτύπησε το κουδούνι. Ο συνοδός εμφανίστηκε αμέσως. Φαινόταν πολύ εκνευ ρισμένος και ανήσυχος. —Παρακαλώ, λίγο μεταλλικό νερό, του είπε ο Πουαρό. —Αμέσως... Η έκφραση του προσώπου τού Πουαρό, τον ενθάρρυνε. —Εκείνη η Αμερικάνα, ξέρετε... —Τι έπαθε; Ο άνθρωπος σκούπισε το μέτωπό του. —Μπορείτε να φαντασθείτε τι τράβηξα μαζί της! Επέμενε με πείσμα, πως βρίσκεται ένας άντρας στο διαμέρισμά της! Αν είναι δυνατόν, κύριε, να συμβεί τέτοιο πράγμα! Μέσα σε τόσο περιορισμένο χώρο να βρίσκεται ένας άνθρωπος κρυμμένος! Προσπάθησα να της το εξηγήσω. Εκείνη, ωστόσο, επιμένει πως, όταν ξύπνησε, είδε κάποιον άντρα μέσα στο διαμέρισμά της. «Καλά, της είπα, πώς όμως κα τόρθωσε να φύγει αφήνοντας πίσω του κλειδωμένη την πόρτα από μέσα;» Εκείνη όμως δείχνει ανίκανη ν’ ακούσει τη λογική. Σαν να μην έφταναν οι έγνοιες μας. Αυτό το χιόνι... —Τι έγινε με το χιόνι; —Δεν καταλάβατε τίποτε, κύριε; Το τρένο έχει σταματή σει. Πέσαμε σε χιονοστιβάδα. Ένας Θεός μόνο ξέρει, πότε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε από την εξαιρετικά δύσκολη θέση που βρισκόμαστε. Θυμάμαι κάποτε που μείναμε απο κλεισμένοι απ’ τα χιόνια επτά ολόκληρες ημέρες. —Πού βρισκόμαστε; —Ανάμεσα στο Βίνκοβτσι και το Μπροντ. —Ω, λα λα, έκανε ο Πουαρό με δυσφορία. Ο συνοδός του έφερε σε λίγο το μεταλλικό νερό. —Καληνύχτα σας, κύριε. Ο Πουαρό ήπιε ένα ποτήρι και αποφάσισε να ξανακοιμηθεί. Μόλις είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος, τινάχτηκε. Θα ’λεγε κανείς πως κάτι πολύ βαρύ είχε πέσει στην πόρτα του, κάνοντας έναν υπόκωφο κρότο. Ο Πουαρό κατέβηκε αμέσως απ’ το κρεβάτι του, άνοιξε την πόρτα και κοίταξε έξω. Δεν είδε τίποτε ύποπτο. Δεξιά του, σε κάποια απόσταση, μια γυναίκα φορώντας μια πορ φυρή ρόμπα απομακρυνόταν στον διάδρομο. Στην άλλη άκρη του διαδρόμου, καθισμένος σε ένα χαμηλό σκαμνάκι, ο συνοδός έγραφε κάτι πάνω σε μεγάλες κόλλες χαρτιού. Επι
36
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
κρατούσε νεκρική σιγή. «Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι κάτι έχουν πάθει τα νεύρα μου», σκέφτηκε ο Πουαρό και ξανάπεσε στο κρεβάτι του. Αυτή τη φορά κατάφερε να κοιμηθεί ως το πρωί. Όταν ξύπνησε, το τρένο ήταν ακόμη καθηλωμένο από τα χιόνια στο ίδιο μέρος. Σήκωσε την άκρη της κουρτίνας και κοίταξε έξω. Σωροί ολόκληροι από χιόνια περιέβαλαν από όλα τα μέρη το τρένο. Κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι ήταν περασμένες εννιά. Στις δέκα παρά τέταρτο, ντυμένος με κάθε δυνατή κομψό τητα, κατευθύνθηκε στο βαγκόν-ρεστοράν απ’ όπου ακουγόντουσαν φωνές. Οι φραγμοί που μπορεί να υπήρχαν ανά μεσα στους επιβάτες είχαν πια καταπέσει. Όλους τους είχε ενώσει η κοινή κακοτυχία. Η κυρία Χάμπαρντ διαμαρτυρόταν πιο έντονα απ’ όλους για την ατυχία τους. —Η κόρη μου έλεγε πως το ευκολότερο πράγμα ήταν να πάρω το τρένο και να φτάσω χωρίς να το καταλάβω στο Παρίσι. Και τώρα, να που κολλήσαμε εδώ, μέσα στα χιόνια, ποιος ξέρει για πόσες μέρες. Και το βαπόρι μου φεύγει σε δυο μέρες. Πώς θα το προλάβω; Δεν μπορώ ούτε και να τηλεγραφήσω για να ακυρώσω την κράτηση. Τα έχω αλήθεια χαμένα. Ο Ιταλός έλεγε πως έπρεπε να τελειώσει μια βιαστική υπόθεση στο Μιλάνο. Ο μεγαλόσωμος Αμερικανός, προ σπάθησε να καθησυχάσει την κυρία Χάμπαρντ. Είπε πως υπήρχαν ελπίδες να ξεμπλέξουν σύντομα από τη δυσάρεστη θέση που βρισκόντουσαν. —Η αδελφή μου και τα παιδιά της με περιμένουν, παραπονέθηκε η Σουηδέζα και άρχισε να κλαίει. Δεν μπορώ να τους στείλω ούτε μια λέξη. Τι θα σκεφτούν; Θα νομίσουν, ασφαλώς, πως μου συνέβη κάτι κακό. —Πόσο καιρό θα μείνουμε εδώ; ρώτησε η Μαίρη Ντέμπενχαμ. Δεν ξέρει κανείς; Μιλούσε με αδημονία. Ωστόσο, ο Πουαρό πρόσεξε πως ο τόνος της φωνής της δεν πρόδινε την ανησυχία που είχε εκφράσει στον έλεγχο, που είχε γίνει στους επιβάτες στο Εξπρές της Ταυρίδας. Η φωνή της κυρίας Χάμπαρντ ξανακούστηκε. —Δεν υπάρχει κανείς, που να μπορεί να μας πληροφο ρήσει; Και το χειρότερο είναι που κανένας δεν κάνει κάτι για να ξεμπλέξουμε. Κάθονται με τα χέρια σταυρωμένα. Αν συνέβαινε αυτό το πράγμα στην πατρίδα μου, θα χαλούσε ο κόσμος...
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
37
Ο Άρμπουθνοτ γύρισε προς το μέρος του Πουαρό και του απεύθυνε τον λόγο σε σπαστά γαλλικά. —Vous etes un directeur de la ligne, je crois, Monsieur. Vous pouvez nous dire...4 Ο Πουαρό χαμογελώντας τον διόρθωσε. —Όχι, όχι είπε στα αγγλικά. Δεν είμαι εκείνος που νομί ζετε. Με συγχέετε με τον φίλο μου τον κύριο Μπουκ. —Με συγχωρείτε. —Δεν πειράζει. Φυσικό είναι να κάνουμε λάθη καμιά φορά. Βρίσκομαι, είναι η αλήθεια, στο διαμέρισμα όπου κοι μόταν εκείνος προηγουμένως. Ο Μπουκ δε βρισκόταν στο βαγκόν-ρεστοράν. Ο Πουαρό κοίταξε γύρω του, για να διαπιστώσει ποιος άλλος απούσι αζε. Έλειπαν η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, το ζευγάρι των Ούγγρων, ο Ράτσετ, ο υπηρέτης του και η Γερμανίδα συνο δός. Η Σουηδέζα σκούπισε τα μάτια της. —Είμαι ανόητη, είπε. Δεν είναι σωστό να κλαίω. Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος. Κάποτε θα τελειώσει κι αυτή η πε ριπέτεια. —Κάποτε, ασφαλώς, αλλά πότε; αναρωτήθηκε ο Μακ Κουήν. Μπορεί να μείνουμε μέρες ολόκληρες εδώ. —Αλήθεια, πού βρισκόμαστε; ρώτησε με παράπονο η κυρία Χάμπαρντ. Την πληροφόρησαν πως βρίσκονταν κάπου στη Γιου γκοσλαβία. —Ω, σ’ αυτά τα Βαλκάνια, πρόσθεσε η Αμερικάνα. Τι πε ριμένετε! —Βλέπω πως είστε η μόνη που δε δυσφορεί, είπε ο Πουαρό απευθυνόμενος στη Μαίρη Ντέμπενχαμ. Η κοπέλα σήκωσε τους ώμους. —Τι μπορώ να κάνω; —Βλέπω πως είστε και φιλόσοφος. —Αν ήμουν φιλόσοφος, θα φερόμουν εντελώς διαφορε τικά. Πρέπει να σας ομολογήσω πως είμαι εγωίστρια. Η ζωή με δίδαξε να μη σπαταλώ τις δυνάμεις μου άσκοπα. —Έχετε πολύ δυνατό χαρακτήρα, διαπίστωσε ο Πουαρό. Είστε η πιο ψύχραιμη απ’ όλους μας. —Δε συμφωνώ μαζί σας, μονολόγησε χωρίς να τον κοι τάζει. Ξέρω κάποιον που έχει πολύ πιο ισχυρό χαρακτήρα 4Είστε, νομίζω, ένας απ' τους διευθυντές της Εταιρείας. Δε θα μπορούσατε, λοιπόν, να μας πείτε...(Σ.τ.Μ.)
38
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
από μένα. —Μπορώ να μάθω ποιος είναι αυτός; Η Μαίρη, πάνω σ’ αυτό, προσγειώθηκε στην πραγματι κότητα, συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως μιλούσε σ' έναν άνθρωπο που της ήταν τελείως άγνωστος και ξένος, έναν άνθρωπο με τον οποίο είχε ανταλλάξει μόνο ελάχιστες λέξεις ως την ώρα εκείνη. Η νέα γέλασε μ' ένα παράξενο τρόπο, που αποξένωσε τον συνομιλητή της. —Να, εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, απάντησε. Ασφαλώς, θα την προσέξατε. Είναι πολύ άσχημη και πολύ μεγάλη, αλλά εγώ τη βρίσκω μάλλον γοητευτική. Δεν έχει παρά να σηκώσει το δαχτυλάκι της και να ζητήσει κάτι με την ευγενική φωνή της κι αμέσως ολόκληρο το τρένο είναι στις διαταγές της. —Το ίδιο συμβαίνει και με τον φίλο μου τον Μπουκ, πα ρατήρησε ο Πουαρό, όχι όμως επειδή είναι προικισμένος με ισχυρό χαρακτήρα, αλλά επειδή είναι διευθυντής της εται ρείας. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ χαμογέλασε. Το πρωί πέρασε με κουβέντες. Πολλοί -κι ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Ηρακλής Πουαρό- παρέμειναν στο βαγκόνρεστοράν, γιατί εκεί περνούσαν πιο ευχάριστα την ώρα τους. Ο μικρόσωμος ντετέκτιβ έμαθε κι άλλες λεπτομέρειες για τη ζωή της κόρης της κυρίας Χάμπαρντ, καθώς και λεπτομέ ρειες για τις συνήθειες που είχε ο μακαρίτης σύζυγός της. Ενώ ο Πουαρό άκουγε πλήποντας την ηλικιωμένη Σου ηδή, ένας από τους συνοδούς του τρένου μπήκε στο βαγόνι και στάθηκε με σεβασμό δίπλα από τον Πουαρό. —Με συγχωρείτε, κύριε... —Τι θέλεις, φίλε μου; —Σας διαβιβάζω τους χαιρετισμούς του κυρίου Μπουκ και την παράκληση να με ακολουθήσετε. Θέλει να σας μιλή σει ιδιαιτέρως. Ο Πουαρό ζήτησε συγγνώμη από τη συνομιλήτριά του και ακολούθησε τον υπάλληλο. Δεν ήταν ο συνοδός που ήξερε, αλλά ένας άλλος, ψηλός και ξανθός. Τον ακολούθησε στον διάδρομο του δικού του βαγονιού. Συνέχισαν και στον επόμενο. Ο συνοδός τέλος στάθηκε μπροστά σε μια πόρτα, τη χτύπησε διακριτικά και παραμέρισε, για να αφήσει τον Πουαρό να περάσει. Το διαμέρισμα δεν άνηκε στον Μπουκ. Ήταν δευτέρας θέσεως και προφανώς το είχαν επιλέξει επειδή ήταν κάπως
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
39
πιο φαρδύ από τα άλλα. Μέσα στο διαμέρισμα ήταν συγκε ντρωμένοι διάφοροι άνθρωποι. Ο Μπουκ καθόταν σε μια γωνιά, δίπλα από το παράθυρο και απέναντι του στεκόταν ένας κοντός και μελαχρινός άνδρας, που κοίταζε το χιόνι. Όρθιος, μπροστά από τον Πουαρό στεκόταν ένας γεροδεμένος άνδρας με γαλάζια στολή που τον εμπόδιζε να προχωρήσει περισσότερο στο εσωτε ρικό του βαγονιού, λόγω του όγκου του. Ήταν ο επικεφαλής του τρένου. Δίπλα του βρισκόταν ο συνοδός, που γνώριζε. —Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, φίλε μου, φώναξε ο Μπουκ. Πέρασε μέσα. Η παρουσία σου μας είναι απαραίτητη. Όπως και η βοήθειά σου. Ο κοντός ανθρωπάκος, που στεκόταν στο παράθυρο παραμέρισε λίγο και ο Πουαρό, αφού με κόπο πέρασε ανά μεσα από τους δυο υπαλλήλους του τρένου, πήγε και κάθισε απέναντι απ’ τον φίλο του. Η τραβηγμένη έκφραση του προσώπου του Μπουκ, έβαλε σε κίνηση τα φαιά κύτταρα του Πουαρό. Ήταν ολοφά νερο πως είχε συμβεί κάτι ασυνήθιστο. —Λοιπόν, τι συμβαίνει; ρώτησε. —Καλά κάνεις και ρωτάς, γιατί συμβαίνουν πολλά. Πρώτα το χιόνι και ο αποκλεισμός και τώρα αυτό... Σταμάτησε μη βρίσκοντας τα λόγια του και ξεφύσηξε. —Και τώρα τι; —Ένας από τους επιβάτες του συρμού βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του, μαχαιρωμένος... Ο Μπουκ φαινόταν απελπισμένος. —Ένας επιβάτης; Ποιος επιβάτης; —Ένας Αμερικανός. Ένας κάποιος... Ξεχνώ τ' όνομά του... Συμβουλεύτηκε μερικές σημειώσεις που είχε μπροστά του. —Λέγεται Ράτσετ. Ή κάνω λάθος; πρόσθεσε αποτεινόμε νος στον συνοδό. —Όχι, δεν κάνετε λάθος, απάντησε ο συνοδός. Ο Πουαρό τον πρόσεξε. Είχε χάσει το χρώμα του. —Νομίζω, είπε, πως πρέπει να επιτρέψουμε στον φίλο μας από δω να καθίσει. Μου φαίνεται πως πρόκειται να λι ποθυμήσει. Ο επικεφαλής των συνοδών του τρένου, παραμέρισε λίγο για ν’ αφήσει τον άλλο να καθίσει. Εκείνος έπεσε βαρύς σε μια γωνιά και σκέπασε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια. —Πολύ σοβαρό αυτό, είπε ο Πουαρό στον Μπουκ.
40
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Εμένα μου λέτε! ξέσπασε ο Μπουκ. Δε φτάνει που κυ κλωθήκαμε απ’ τα χιόνια και δεν ξέρουμε πότε θα ελευθερω θούμε, ήρθε τώρα κι αυτή η δολοφονία. Μεγάλη κακοτυχία. Είναι και κάτι άλλο. Από τις περισσότερες χώρες που περ νάμε, έχουμε μαζί μας αστυνομική συνοδεία από την εκάστοτε χώρα. Εδώ, όμως, στη Γιουγκοσλαβία δεν ισχύει το ίδιο. Καταλαβαίνετε τι συμβαίνει. —Σκούρα τα πράγματα, παραδέχτηκε ο Πουαρό. —Και μη χειρότερα! αναστέναξε ο Μπουκ. Ο γιατρός κύ ριος Κωνσταντίνου... Α, ξέχασα να σας συστήσω. Ο γιατρός, κύριος Κωνσταντίνου, ο κύριος Πουαρό. Ο κοντός μελαχρινός ανθρωπάκος υποκλίθηκε, το ίδιο έκανε και ο Πουαρό. —Ο κύριος Κωνσταντίνου, λοιπόν, είναι της γνώμης πως ο θάνατος επήλθε κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα. —Δεν είναι εύκολο, όπως καταλαβαίνετε, να καθορίσει κανείς ακριβώς την ώρα σε παρόμοιες περιστάσεις, παρατή ρησε ο γιατρός. Μπορώ, ωστόσο, να σας βεβαιώσω, ότι ο θάνατος επήλθε ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις δύο το πρωί. —Πότε είδαν τον Ράτσετ για τελευταία φορά, ζωντανό; ρώτησε ο Πουαρό. —Πρέπει να ήταν ζωντανός στη μία παρά είκοσι το πρωί, αφού μίλησε στον συνοδό του τρένου, είπε ο Μπουκ. —Σωστά, επιβεβαίωσε ο Πουαρό. Ακόυσα κι εγώ τι συ νέβη εκείνη την ώρα. Αυτή η λεπτομέρεια είναι μόνο γνωστή; —Μάλιστα. Ο Πουαρό γύρισε προς το μέρος του γιατρού, ο οποίος συνέχισε: —Το παράθυρο του διαμερίσματος του Ράτσετ βρέθηκε ορθάνοιχτο και αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση, ότι ο δολο φόνος ξέφυγε από κει. Κατά τη γνώμη μου, όμως, άνοιξε το παράθυρο, για να μας παραπλανήσει. Αν έφευγε απ’ το πα ράθυρο, θα άφηνε ίχνη πάνω στο χιόνι. Και δεν υπάρχει ούτε το παραμικρό ίχνος. —Το έγκλημα πότε ανακαλύφθηκε; ρώτησε ο Πουαρό. —Μισέλ! Ο συνοδός του τρένου τινάχτηκε. Ήταν χλωμός και τρο μοκρατημένος. —Να πεις, στον κύριο, με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς συνέβη, τον διέταξε ο Μπουκ. Ο συνοδός άρχισε ψευδίζοντας. —Ο υπηρέτης του κυρίου Ράτσετ χτύπησε πολλές φορές
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
41
σήμερα το πρωί την πόρτα του κυρίου του. Δεν έλαβε καμιά απάντηση. Ύστερα από μισή ώρα ήρθε ένας σερβιτόρος από το βαγκόν-ρεστοράν, για να ρωτήσει αν ο κύριος Ράτσετ θα έπαιρνε το πρωινό του. Ήταν κιόλας έντεκα. Του άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος με το κλειδί μου. Όπως ξέρετε, υπάρχει πίσω από κάθε πόρτα μια αλυσίδα, που κι εκείνη ήταν τοποθετημένη στη θέση της και έτσι δεν μπορέσαμε ν' ανοίξουμε την πόρτα... Δε λάβαμε καμιά απάντηση από τον ένοικο του διαμερίσματος. Από το στενό άνοιγμα της πόρτας, που τη συγκροτούσε η αλυσίδα ερχόταν δυνατό κρύο και δεν ακουγόταν τίποτα. Κατάλαβα πως το παράθυρο θα ήταν ανοιχτό και το χιόνι έμπαινε μέσα. Σκέφτηκα τότε ότι ίσως να είχε πάθει κάτι ο κύριος. Κάλεσα τον προϊστάμενό μου. Σπά σαμε την αλυσίδα και μπήκαμε στο διαμέρισμα. Το θέαμα που αντικρίσαμε ήταν τρομερό! Φρικτό! Ο συνοδός σκέπασε πάλι το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια. —Ώστε η πόρτα ήταν αμπαρωμένη από μέσα, έκανε ο Πουαρό συλλογισμένος. Μήπως πρόκειται για αυτοκτονία; Ο γιατρός γέλασε σαρδόνια. —Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που θέλει ν’ αυτοκτονήσει, να μαχαιρωθεί δέκα, δώδεκα, δεκαπέντε φορές; —Μα τότε πρόκειται για θηριωδία, ξεφώνησε ο Πουαρό. —Υπάρχει στην υπόθεση κάποια γυναίκα, είπε μιλώντας για πρώτη φορά ο προϊστάμενος του τρένου. Ακούτε που σας λέω... Μόνο μια γυναίκα μπορεί να μαχαιρώσει έναν άνθρωπο τόσες φορές... Ο γιατρός τον κοίταξε με προσοχή, συλλογισμένος. —Πρέπει να ήταν τότε πολύ χειροδύναμη η γυναίκα που μαχαίρωσε τον μακαρίτη, είπε. Δε θέλω να σας ζαλίσω με επιστημονικούς όρους και με λεπτομέρειες, μπορώ, όμως, να σας διαβεβαιώσω, ότι μερικά από τα χτυπήματα έχουν καταφερθεί με τέτοια δύναμη, με τέτοια μανία, που το μαχαίρι μπόρεσε να διαπεράσει μυς και μαλακά κόκαλα. —Ώστε δεν πρόκειται για επιστημονικό έγκλημα! συμπέρανε ο Πουαρό. —Δεν είναι καθόλου επιστημονικό, συμφώνησε ο για τρός. Είναι ολοφάνερο πως τα χτυπήματα καταφέρθηκαν εντελώς στην τύχη. Μερικά ξεγλίστρησαν και δεν προκάλεσαν καμιά σοβαρή ζημιά. Γρατσούνισαν, αν μπορώ να χρη σιμοποιήσω αυτή τη λέξη, το σώμα του θύματος. Θα μπο ρούσε να δεχτεί κανείς πως ο δράστης έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να χτυπά παθιασμένα με το μαχαίρι.
42
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Ο δολοφόνος είναι γυναίκα, επέμεινε ο προϊστάμενος του τρένου. Έτσι είναι οι γυναίκες. Αποκτούν τεράστια δύ ναμη όταν καταληφθούν από λύσσα. Το έλεγε με πεποίθηση, σαν να μιλούσε εκ πείρας. —Θα ήθελα να προσθέσω κι εγώ μια πληροφορία που μπορεί να σας διαφωτίσει, επενέβη ο Πουαρό. Ο κύριος Ράτσετ μου μίλησε εχθές. Μου αποκάλυψε, απ' όσα μπόρεσα να συμπεράνω από τα λόγια του, πως κινδύνευε η ζωή του. —Τον εκτέλεσαν, λοιπόν, είπε ο Μπουκ. Δεν πρόκειται για εκδίκηση κάποιας γυναίκας. Τον εκτέλεσε κάποιος γκάνγκστερ ή κανένας κακοποιός. Ο προϊστάμενος του τρένου έδειξε δυσαρεστημένος βλέ ποντας την εκδοχή του να παραμερίζεται τόσο εύκολα. —Αν συμβαίνει αυτό, παρατήρησε ο Πουαρό, τότε το έγκλημα διεπράχθη με πολύ ερασιτεχνικό τρόπο. Ο τόνος της φωνής του πρόδιδε όλη του την αποδοκιμα σία. —Μέσα στο τρένο βρίσκεται ένας ψηλόσωμος γεροδεμέ νος Αμερικανός, είπε ο Μπουκ συνεχίζοντας την υπόθεσή του. Είναι ένας πολύ κοινός τύπος, ντυμένος απαίσια. Μα σάει συνεχώς τσίχλες, πράγμα που, νομίζω, δε συνηθίζεται στους καλούς κύκλους. Ξέρετε για ποιον μιλώ; Ο συνοδός του τρένου, στον οποίο κυρίως απευθυνόταν η ερώτηση, κατένευσε. —Μάλιστα. Μιλάτε για τον κύριο που μένει στο 16. Δεν μπορεί, όμως, να είναι αυτός ο δράστης. Θα τον έβλεπα, χωρίς άλλο, την ώρα που θα έμπαινε ή θα έβγαινε απ' το διαμέρισμα. —Όπως θα μπορούσες κάλλιστα και να μην τον δεις. Δεν πρόκειται όμως τώρα γι’ αυτό. Εκείνο που πρέπει να εξετά σουμε, είναι τι πρέπει να κάνουμε. Κοίταξε τον Πουαρό και η ματιά του διασταυρώθηκε. —Εμπρός, λοιπόν, φίλε μου, συνέχισε ο Μπουκ. Κατα λαβαίνετε πολύ καλά τι πρόκειται να σας ζητήσω. Ξέρω καλά τις καταπληκτικές ικανότητές σας. Να αναλάβετε τις έρευνες. Μην αρνηθείτε! Είναι πολύ σοβαρό το ζήτημα που αντιμετω πίζει η Διεθνής Εταιρεία Σιδηροδρόμων. Θα ήταν πολύ ευ χάριστο, όταν παρουσιαστεί η γιουγκοσλαβική αστυνομία, να έχει διευκρινιστεί το έγκλημα. Διαφορετικά, θα έχουμε ένα σωρό μπελάδες και καθυστερήσεις. Ίσως και σοβαρές ενο χλήσεις τελείως αθώων ανθρώπων. Εσείς, όμως, μπορείτε να λύσετε το πρόβλημα! —Κι αν υποθέσουμε πως δεν κατορθώνω να ανακαλύψω
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
43
τον δολοφόνο; —Μα, αγαπητέ φίλε, διαμαρτυρήθηκε γλυκομίλητος πά ντοτε ο Μπουκ. Τι είναι αυτά που λέτε; Ξέρω πολύ καλά τη φήμη που έχετε. Γνωρίζω τις μεθόδους που χρησιμοποιείτε. Η προκειμένη περίπτωση είναι ιδανική για σας. Φυσικά, χρειάζεται πολύς καιρός, για να μπορέσει κανείς να ξεκαθα ρίσει το παρελθόν όλων αυτών των ανθρώπων και να εξα κριβώσει το ηθικό ποιόν τους. Σας έχω ακούσει πολλές φο ρές να υποστηρίζετε, πως για να λύσει κανείς ένα μυστήριο, δεν έχει παρά να ξαπλώσει στην πολυθρόνα του και να σκεφτεί. Εφαρμόστε τώρα τη θεωρία σας. Συζητήστε με τους επιβάτες του τρένου, εξετάστε το πτώμα, ψάξτε να βρείτε στοιχεία. Εγώ τρέφω τυφλή εμπιστοσύνη στις ικανότητές σας. Ξαπλώστε κάπου και βάλτε σε κίνηση το μυαλό σας. Χρησιμοποιείστε, όπως έχω ακούσει πολλές φορές να λέτε, τα φαιά κύτταρά σας. Θα ανακαλύψετε τελικά την αλήθεια! Κοίταξε παρακλητικά τον φίλο του. —Η πίστη σας στις ικανότητές μου, φίλε μου, με συγκινεί αφάνταστα, είπε ο Πουαρό με φωνή που έτρεμε λιγάκι. Όπως πολύ σωστά είπατε, δε δείχνει δύσκολη η υπόθεση αυτή. Εγώ ο ίδιος χθες το βράδυ... Αληθινά, το πρόβλημα αυτό με τραβάει. Τώρα δα σκεφτόμουνα πόσο θα πλήτταμε, μην έχοντας τι να κάνουμε, καθώς είμαστε αποκλεισμένοι από τα χιόνια. Να μια σπουδαία απασχόληση. Ένα πρό βλημα περιμένει τη λύση του. —Ώστε δέχεστε; ρώτησε ο Μπουκ. —Βεβαίως. Από δω και μπρος, αναλαμβάνω τα πάντα. —Περίφημα. Είμαστε όλοι στη διάθεσή σας. —Για ν’ αρχίσουμε, λοιπόν, θα ήθελα να μου δώσετε ένα σχεδιάγραμμα του τρένου, με κατάλογο των επιβατών που κατέχουν τα διάφορα διαμερίσματα. Θα ήθελα επίσης να δω τα διαβατήρια και τα εισιτήριά τους. —Ο Μισέλ θα αναλάβει να σας φέρει όλα όσα ζητήσατε. Ο συνοδός του τρένου βγήκε από το διαμέρισμα. —Ποιοι άλλοι επιβάτες βρίσκονται στο τρένο; ρώτησε ο Πουαρό. —Οι μόνοι επιβάτες του οχήματος αυτού, είμαστε ο για τρός Κωνσταντίνου κι εγώ. Στο όχημα από το Βουκουρέστι βρίσκεται ένας ηλικιωμένος κύριος, που κουτσαίνει λίγο, πολύ γνωστός του συνοδού. Ακολουθούν τα κοινά βαγόνια, που δε μας ενδιαφέρουν, δεδομένου ότι είχαν κλειδωθεί αφού έκλεισε η κουζίνα χθες το βράδυ. Μετά την αμαξοστοι χία Κωνσταντινούπολης - Καλαί βρίσκεται μόνο το εστιατό
44
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ριο. —Νομίζω πως πρέπει να ψάξουμε καλά το βαγόνι Κων σταντινούπολης - Καλαί, είπε με σιγανή φωνή ο Πουαρό, γιατί εκεί μέσα πρέπει να βρίσκεται ο δολοφόνος. Στράφηκε προς το μέρος του γιατρού και τον κοίταξε καλά. —Αυτό δεν υπονοούσατε, γιατρέ; τον ρώτησε. Ο Έλληνας γιατρός κούνησε το κεφάλι του. —Μισή ώρα μετά τα μεσάνυχτα πέσαμε σε χιονοθύελλα, εξήγησε. Κανείς απ’ τους επιβάτες δεν μπόρεσε να ξεμυτίσει από τότε. Ο Μπουκ ξερόβηξε πριν μιλήσει. —Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε με επίσημο ύφος ο κύριος Μπουκ, ο δολοφόνος θα πρέπει να βρίσκεται ακόμα μεταξύ μας, μέσα στο τρένο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Μια γυναίκα. —Πρώτα απ’ όλα, είπε ο Πουαρό, θα ήθελα να μιλήσω με τον νεαρό Μακ Κουήν. Ίσως μπορέσει να μας δώσει πο λύτιμες πληροφορίες. Ο Μπουκ πρόσταξε τον προϊστάμενο του τρένου. —Ειδοποίησε, σε παρακαλώ, τον κύριο Μακ Κουήν, να έρθει εδώ αμέσως. Ο υπάλληλος έφυγε να εκτελέσει την εντολή. Στο μεταξύ, επέστρεψε ο συνοδός με τα εισιτήρια και τα διαβατήρια των επιβατών. Ο Μπουκ τα πήρε. —Σ’ ευχαριστώ πολύ, Μισέλ. Μπορείς να πηγαίνεις. Αφού έφυγε ο Μισέλ, ο Πουαρό είπε: —Μόλις τελειώσω με τον Μακ Κουήν, θα παρακαλέσω τον γιατρό να έρθει μαζί μου στο διαμέρισμα που βρίσκεται το πτώμα. Σε λίγο ήρθε ο προϊστάμενος του τρένου με τον Μακ Κουήν. Ο Μπουκ είπε στον πρώτο: —Πήγαινε, σε παρακαλώ, στο εστιατόριο να παρακαλέ σεις όσους βρίσκονται εκεί να επιστρέφουν στα διαμερί σματα τους. Θέλω να μείνει ελεύθερο στη διάθεση του κυ ρίου Πουαρό. Αγαπητέ μου Πουαρό, θέλετε να συναντήσετε εκεί, όσους επιθυμείτε να εξετάσετε; —Θα με βόλευε πολύ. Ο Μακ Κουήν στεκόταν όρθιος και παρακολουθούσε τη συνομιλία των δύο ανδρών, από την οποία δεν καταλάβαινε πολλά, γιατί οι δυο φίλοι μιλούσαν πολύ γρήγορα στα γαλ λικά και εκείνος δυσκολευόταν να παρακολουθήσει τα λόγια τους. —Qu’est-ce qu’il y a? ρώτησε με κόπο. Pourquoi...5 Με μια κίνηση του χεριού του, ο Πουαρό του υπέδειξε να καθίσει απέναντι του. —Pourquoi? ξαναρώτησε ο νέος ενώ καθόταν. Εντέλει αποφάσισε να εγκαταλείψει τη μάταιη προσπάθεια να μιλή ^Τι συμβαίνει; Γιατί...'(Σ.τ.Μ.)
46
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
σει γαλλικά και ρώτησε: Κάτι συμβαίνει στο τρένο; Τι έγινε; —Ακριβώς, κάτι συνέβη, απάντησε ο Πουαρό. Ετοιμα στείτε να ακούσετε ένα συνταρακτικό νέο. Ο εργοδότης σας, ο Ράτσετ, είναι νεκρός! Ο Μακ Κουήν σφύριξε, εκδηλώνοντας την κατάπληξή του. Εκτός από μια αστραπιαία αναλαμπή στα μάτια του, δεν έδειξε καμιά συγκίνηση, ή στεναχώρια. —Ώστε, κατάφεραν να τον σκοτώσουν... είπε. —Τι ακριβώς εννοείτε, κύριε Μακ Κουήν; ρώτησε ο Που αρό. Ο Μακ Κουήν δίστασε. —Υποθέτετε ότι ο κύριος Ράτσετ δολοφονήθηκε; ρώτησε ο Πουαρό. —Έτσι δεν είναι; Αυτή τη φορά ο Μακ Κουήν έδειξε έκ πληξη. Μα ναι, συμπλήρωσε, αυτό ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα. Δεν ισχυρίζεστε, βέβαια, πως πέθανε ξαφ νικά στον ύπνο του, ε; Κι όμως, ο γέρος ήταν... ήταν... Σταμάτησε σαν να μην έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις για να εκφράσει τη σκέψη του. —Όχι, όχι, είπε ο Πουαρό. Η υπόθεσή σας ήταν ορθή. Ο Ράτσετ δολοφονήθηκε. Τον μαχαίρωσαν! Θα ήθελα όμως να μάθω γιατί είσαστε τόσο βέβαιος ότι τον δολοφόνησαν και ότι δεν πέθανε από άλλο αίτιο. Και πάλι ο Μακ Κουήν φάνηκε να διστάζει. —Θέλω πρώτα να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα, τόνισε ο νέος. Ποιος είσαστε εσείς; Και γιατί επεμβαίνετε σ’ αυτή την υπόθεση; —Αντιπροσωπεύω τη Διεθνή Εταιρεία Σιδηροδρόμων, απάντησε ο Πουαρό. Είμαι ντετέκτιβ. Ονομάζομαι Ηρακλής Πουαρό. Αν περίμενε κάποια έκπληξη εκ μέρους του συνομιλητή του, ο Πουαρό απογοητεύτηκε, γιατί ο Μακ Κουήν τον κοί ταξε στα μάτια, χωρίς να πει τίποτα και έδειξε πως περίμενε ν' ακούσει τη συνέχεια. —Πιθανόν να έχετε ακούσει το όνομά μου, εξακολούθησε ο Πουαρό. —Ναι, μου φαίνεται σαν γνωστό. Νόμιζα όμως, ότι ο Πουαρό ήταν ένας γνωστός κομμωτής... Ο Ηρακλής Πουαρό τον κοίταξε με απέχθεια. —Απίστευτο, ψιθύρισε. —Τι είναι απίστευτο; —Τίποτα, τίποτα. Ας μιλήσουμε καλύτερα για την υπό θεση που μας απασχολεί. Θα ήθελα να σας παρακαλέσω,
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
47
κύριε Μακ Κουήν, να μου πείτε όλα όσα ξέρετε για τον μακα ρίτη. Είστε μήπως συγγενής του; —Όχι. Είμαι... ήμουν γραμματέας του. —Πόσο καιρό είσαστε στην υπηρεσία του; —Ένα χρόνο περίπου. —Σας παρακαλώ να μου δώσετε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορείτε. —Λοιπόν, άρχισε ο Μακ Κουήν, γνώρισα τον Ράτσετ πριν από ένα χρόνο στην Περσία... Ο Πουαρό τον διέκοψε. —Τι κάνατε στην Περσία; —Είχα πάει από τη Νέα Υόρκη στην Περσία, για μια υπόθεση εκμετάλλευσης μιας πετρελαιοπηγής. Δε νομίζω, ωστόσο, ότι σας ενδιαφέρει αυτό το σημείο. Θα σας πω μόνο πως οι φίλοι μου κι εγώ, απατηθήκαμε οικτρά σ’ αυτή την υπόθεση. Ο κύριος Ράτσετ έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο. Είχε φιλονικήσει με τον γραμματέα του. Μου πρόσφερε τη θέση κι εγώ, στην κατάσταση που βρισκόμουν τότε, τη δέχτηκα αμέ σως. Ήταν τόσο ελεεινά τα οικονομικά μου. —Κατόπιν; —Ταξίδεψα πολύ με τον Ράτσετ. Ήθελε να δει κόσμο, αλλά δεν τα κατάφερνε με τις ξένες γλώσσες και δυσκολευό ταν στα ταξίδια του. Με απασχολούσε πολύ περισσότερο σαν ταχυδρόμο και λιγότερο σαν γραμματέα. Η ζωή μου ήταν πολύ ευχάριστη. —Θα ήθελα να μου πείτε όσα γνωρίζετε για τον εργοδότη σας, επέμεινε ο Πουαρό. Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους και με μια έκφραση αμηχανίας, είπε: —Δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό που μου ζητάτε. —Ξέρετε να μου πείτε ολόκληρο το όνομά του; —Λεγόταν Σάμουελ Έντουαρντ Ράτσετ. —Ήταν Αμερικανός πολίτης; —Μάλιστα. —Από ποιο μέρος της Αμερικής; —Δεν ξέρω. —Πέστε μου, λοιπόν, όσα ξέρετε. —Η αλήθεια είναι, κύριε Πουαρό, πως δεν ξέρω, δυστυ χώς, τίποτε απολύτως για τον κύριο Ράτσετ. Δε μιλούσε ποτέ για τον εαυτό του ή για το παρελθόν του στην Αμερική. —Γιατί, νομίζετε, πως συνέβαινε αυτό; —Δεν ξέρω. Υποθέτω πως ίσως ντρεπόταν για το πως άρχισε η σταδιοδρομία του... Μερικοί άνθρωποι αποφεύγουν
48
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΙΤΙ
συστηματικά να μιλούν για το παρελθόν τους. —Το βρίσκετε σωστό; -Ό χ ι. —Έχει συγγενείς; —Δε μου μίλησε ποτέ για συγγενείς. Ο Πουαρό δεν έμεινε ευχαριστημένος από τις απαντήσεις του συνομιλητή του και τον πίεσε περισσότερο. —Για πέστε μου πιο συγκεκριμένα τη γνώμη σας για τον εργοδότη σας, κύριε Μακ Κουήν. —Δεν πιστεύω πως το όνομα Ράτσετ ήταν το πραγματικό του όνομα. Μου φαίνεται πως έφυγε απ’ την Αμερική για να βρεθεί μακριά από κάποιον ή από κάτι. Και πιστεύω ακόμα πως το είχε πετύχει. Τουλάχιστον ως τώρα τελευταία. Πριν από μερικές εβδομάδες. —Τι σας έκανε να πιστέψετε κάτι τέτοιο; Τι έγινε μετά; —Άρχισε να λαμβάνει επιστολές. Απειλητικές επιστολές. —Τις διαβάσατε; —Μάλιστα. Ένα απ’ τα καθήκοντά μου ήταν να διεκπεραιώνω την αλληλογραφία του. Η πρώτη επιστολή έφθασε πριν από δεκαπέντε μέρες. —Τις επιστολές αυτές τις καταστρέψατε; —Όχι. Νομίζω πως υπάρχουν μερικές στο αρχείο μου. Πάντως, ο Ράτσετ, πάνω σ’ ένα ξέσπασμα του θυμού του, ξέσχισε σαν τρελός μια επιστολή. Θέλετε να σας τις φέρω; —Ναι, θα το ήθελα πολύ. Αν είχατε την καλοσύνη να υποβληθείτε στον κόπο... Ο Μακ Κουήν τις έφερε σε λίγα λεπτά και άπλωσε μπρο στά στον Πουαρό δυο βρώμικες σελίδες από σημειωματάριο. Η πρώτη επιστολή έλεγε: «ΝΟΜΙΣΕΣ ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΣ ΝΑ ΜΑΣ ΞΕΓΕΛΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΓΛΙΣΤΡΗΣΕΙΣ. ΛΑΘΟΣ. ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΣ ΘΑ ΣΕ ΒΡΟΥΜΕ, ΡΑΤΣΕΤ, ΚΑΙ ΘΑ ΣΕ ΠΙΑΣΟΥΜΕ!» Δεν υπήρχε καμιά υπογραφή. Χωρίς κανένα σχόλιο, ο Πουαρό συνοφρυωμένος, πήρε στο χέρι του τη δεύτερη επιστολή. «ΘΑ ΣΕ ΠΑΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΜΙΑ ΒΟΛΤΑ, ΡΑΤΣΕΤ. ΣΥΝΤΟΜΑ. ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΚΡΥΦΤΕΙΣ ΘΑ ΣΕ ΞΕΤΡΥΠΩΣΟΥΜΕ. ΧΩΝΕΨΕ ΤΟ ΚΑΛΑ!» Ο Πουαρό ακούμπησε το γράμμα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
49
—Πολύ μονότονο το ύφος τους, παρατήρησε. Περισσό τερο ακόμα και απ’ τον γραφικό τους χαρακτήρα. Ο Μακ Κουήν φάνηκε πως δεν κατάλαβε. —Δε νομίζω, ότι προσέξατε αυτή τη λεπτομέρεια, συνέ χισε ο Πουαρό. Πρέπει να έχει αποκτήσει κανείς κάποια σχε τική πείρα, για να μπορεί να διακρίνει τέτοιες λεπτομέρειες. Η επιστολή αυτή δε γράφτηκε από ένα μόνο άνθρωπο, κύριε Μακ Κουήν. Την έγραψαν δύο ή περισσότεροι. Ο κάθε ένας τους έγραφε από ένα γράμμα σε κάθε λέξη. Τα γράμματα είναι κεφαλαία. Και αυτό κάνει πολύ δύσκολη την εξακρί βωση του γραφικού χαρακτήρα. Σταμάτησε για λίγο και ύστερα πρόσθεσε: —Ξέρατε, μήπως, ότι ο Ράτσετ είχε ζητήσει τη βοήθειά μου; —Τη βοήθειά σας; Ο γεμάτος έκπληξη τόνος της φωνής του Μακ Κουήν αποκάλυψε στον Πουαρό ότι ο νεαρός αγνοούσε το διάβημα του εργοδότη του. —Μάλιστα, είπε ο Πουαρό. Ήταν τρομοκρατημένος. Πείτε μου κάτι άλλο τώρα. Με ποιο τρόπο αντέδρασε όταν έλαβε την πρώτη επιστολή; Ο Μακ Κουήν δεν απάντησε αμέσως. —Θα μου ήταν δύσκολο να σας απαντήσω. Διάβασε την επιστολή και γέλασε με τον δικό του μειλίχιο τρόπο. Κατά λαβα, ωστόσο, πως κάτω απ’ την ηρεμία του κρυβόταν ζω ηρή ανησυχία. Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά και συνέχισε με μία τελείως απροσδόκητη ερώτηση. —Κύριε Μακ Κουήν, για πέστε μου, εντελώς ειλικρινά, πώς βλέπατε τον εργοδότη σας; Θέλω να πω δηλαδή, τον συμπαθούσατε ή τον αντιπαθούσατε; Ποια γνώμη είχατε σχηματίσει για το άτομό του; Πέρασε λίγος χρόνος πριν ο Έκτωρ Μακ Κουήν αποφα σίσει να απαντήσει. —Όχι, είπε στο τέλος. Δεν τον συμπαθούσα καθόλου! —Για ποιο λόγο; —Δεν μπορώ να σας πω. Ήταν πάντως ευχάριστος. Βέ βαια με τον δικό του τρόπο. Εγώ όμως τον αντιπαθούσα. Δεν του είχα καμιά εμπιστοσύνη. Ήταν σκληρός και επικίνδυνος άνθρωπος. Οφείλω, όμως να ομολογήσω, πως αυτή είναι μόνο η άποψή μου, δεν έχω στοιχεία, για να επιχειρηματο λογήσω. —Σας ευχαριστώ, κύριε Μακ Κουήν. Μία ακόμη ερώτηση.
50
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Πότε είδατε για τελευταία φορά ζωντανό τον Ράτσετ; —Χθες το βράδυ, κατά τις δέκα νομίζω. Πήγα στο διαμέ ρισμά του για να πάρω κάποια προσχέδια για γράμματα. —Για ποιο θέμα; —Για κάποια πλακίδια και αρχαία αγγεία, που είχε αγο ράσει στην Περσία. Εκείνα που του παρέδωσαν δεν ήταν εκείνα που είχε αγοράσει. Επακολούθησε, όπως καταλαβαί νετε, μια μακρά και εκνευριστική αλληλογραφία πάνω στο θέμα αυτό. —Αυτή είναι και τελευταία φορά που τον είδε κάποιος ζωντανό; —Έτσι πιστεύω. —Ξέρετε πότε έλαβε ο Ράτσετ την τελευταία απειλητική επιστολή; —Το πρωί της ημέρας που ξεκινήσαμε απ’ την Κωνστα ντινούπολη. .—Θα σας κάνω ακόμα μια ερώτηση, κύριε Μακ Κουήν. Οι σχέσεις με τον εργοδότη σας ήταν καλές; Τα ματιά του νεαρού άστραψαν. —Δεν έχω απολύτως κανένα παράπονο. Οι σχέσεις μου με τον Ράτσετ ήταν άριστες. —θα ήθελα τώρα, κύριε Μακ Κουήν, να μου πείτε ολό κληρο το όνομά σας και τη διεύθυνσή σας στην Αμερική. Ο νεαρός είπε ολόκληρο το όνομά του -Έκτωρ Γουίλαρντ Μακ Κουήν- και μια διεύθυνση στη Ν. Υόρκη. Ο Πουαρό ακούμπησε την πλάτη του στα μαξιλάρια. —Δε σας χρειάζομαι άλλο, προς το παρόν, κύριε Μακ Κουήν. Σας παρακαλώ μόνο να κρατήσετε, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μυστικό τον θάνατο του κυρίου Ράτσετ. —Πρέπει, ωστόσο, να το μάθει ο προσωπικός υπηρέτης του, ο Μάστερμαν. —Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχει ήδη πληροφορηθεί αυτό το λυπηρό γεγονός, απάντησε ψυχρά ο Πουαρό. Αν το έχει μάθει, θα σας ήμουν υπόχρεος αν του ζητούσατε να μην το κοινολογήσει. —Είναι Αγγλος και προτιμά να μένει κλεισμένος στον εαυτό του. Δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τους Αμερικανούς και, ακόμη λιγότερο, τους άλλους. —Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Μακ Κουήν. Ο Αμερικανός έφυγε από το διαμέρισμα. —Λοιπόν; ρώτησε ο Μπουκ. Πιστέψατε όσα σας είπε ο νεαρός φίλος μας; —Φαίνεται τίμιος άνθρωπος. Δεν υποκρίθηκε ότι συμπα
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
51
θούσε τον εργοδότη του, όπως θα έκανε, αν ήταν, κατά κά ποιο τρόπο, αναμειγμένος στο έγκλημα. Η αλήθεια είναι πως δεν του φανέρωσε ο Ράτσετ, ότι προσπάθησε να με προσλάβει και ότι απέτυχε. Δε νομίζω, όμως, πως είναι ύποπτο το περιστατικό αυτό. Έχω την εντύπωση ότι ο Ράτσετ δεν απο κάλυπτε σε κανέναν τα σχέδια και τις ενέργειές του. —Ώστε, διαγράφετε έναν από τον κατάλογο των υπό πτων; έκανε με εύθυμη διάθεση ο Μπουκ. Ο Πουαρό τον κοίταξε με μομφή. —Εγώ, φίλε μου, υποπτεύομαι τους πάντες, ως την τε λευταία στιγμή, είπε. Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ, πως δεν μπορώ να φανταστώ, ότι αυτός ο συγκρατημένος Μακ Κουήν θα μπορούσε να χάσει την ψυχραιμία του και να κα ταφέρει δώδεκα ή δεκατέσσερις μαχαιριές στο θύμα του. Μια τέτοια πράξη δε θα συμβιβαζόταν με την ψυχολογία του. —Σαν να έχετε δίκιο, είπε σκεφτικός ο Μπουκ. Όπως έγινε η δολοφονία, φαίνεται σαν πράξη μανιακού. Προδίδει άνθρωπο με εκρηκτικό ταμπεραμέντο. Ή μήπως, όπως επι μένει ο προϊστάμενος του τρένου, υποδεικνύει μια γυναίκα;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Το πτώμα. Ο Πουαρό μαζί με τον γιατρό πήγαν στο διπλανό βαγόνι για να κάνουν αυτοψία στο διαμέρισμα όπου βρέθηκε δολο φονημένος ο Ράτσετ. Ο συνοδός του βαγονιού τους άνοιξε την πόρτα με το κλειδί του και μπήκαν μέσα. Ο Πουαρό γύρισε και κοίταξε τον Κωνσταντίνου. —Τι μετακινήσεις έχουν γίνει στο διαμέρισμα; ρώτησε. —Δεν αγγίξαμε τίποτα απολύτως, τον βεβαίωσε ο για τρός. Φρόντισα να μην πειράξω τίποτα, όταν εξέτασα το πτώμα. Ο Πουαρό έγνεψε ευχαριστημένος κι άρχισε να κοιτά ολόγυρα. Έκανε τρομερό κρύο μέσα στο διαμέρισμα. Το παράθυρο ήταν ολάνοιχτο και οι κουρτίνες τραβηγμένες. —Μπρρρ... έκανε ο Πουαρό τρέμοντας απ’ το κρύο. Ο Έλληνας γιατρός χαμογέλασε. —Δε θέλησα να το κλείσω, είπε. Το άφησα ανοιχτό, αφού εξέτασα τον νεκρό. Ο Πουαρό εξέτασε με προσοχή το ανοιχτό παράθυρο. —Κάνατε καλά, παραδέχτηκε. Κανείς δεν έφυγε από δω, απ’ το παράθυρο. Πιθανότατα το άνοιξε για να μας κάνει να υποθέσουμε πως πήδηξε απ’ το παράθυρο, το χιόνι, όμως, αποκαλύπτει τη σκηνοθεσία, αφού δεν υπάρχουν ίχνη βημά των. Ο μικρόσωμος ντετέκτιβ εξέτασε με ιδιαίτερη προσοχή το παράθυρο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κουτί και φύσηξε πάνω στο κούφωμα λίγη σκόνη που ήταν μέσα. —Δε διακρίνω πουθενά δακτυλικά αποτυπώματα, διαπί στωσε. Γεγονός που σημαίνει ότι τα έσβησαν. Κι αν όμως, ανακαλύπταμε αποτυπώματα, πάλι το κέρδος μας θα ήταν μικρό. Γιατί ασφαλώς θα ήταν αποτυπώματα του ίδιου του Ράτσετ, του καμαριέρη του ή του συνοδού του τρένου. Σή μερα οι εγκληματίες δεν κάνουν τέτοια σφάλματα. Ξανακοίταξε σκεφτικός γύρω του. —Τέλος πάντων, είπε, καλά θα κάναμε να κλείσουμε το
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
53
παράθυρο. Αν το αφήσουμε λίγο ακόμα ανοιχτό θα ξεπαγιά σουμε. Αφού το έκλεισε, έστρεψε την προσοχή του προς το άψυχο σώμα που κείτονταν στο κρεβάτι. Ο Ράτσετ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Το σακάκι της πυτζάμας του που είχε πηχτές κηλίδες από αίμα, ήταν ξεκού μπωτο και τραβηγμένο προς τα πίσω. —Το άνοιξα εγώ, για να εξετάσω τα τραύματα, δικαιολο γήθηκε ο γιατρός. Ο Πουαρό έσκυψε πάνω απ’ το πτώμα. Σε λίγο σηκώ θηκε κι έκανε ένα μορφασμό. —Δεν είναι καθόλου ευχάριστο θέαμα, διαπίστωσε. Φαί νεται πως κάποιος στάθηκε στο μέρος που βρίσκομαι τώρα εγώ και του κατάφερε αλλεπάλληλες μαχαιριές. Πόσες ακρι βώς μετρήσατε, γιατρέ; —Δώδεκα. Ένα ή δύο όμως απ’ τα τραύματα είναι τόσο ελαφρά, που μπορούν να θεωρηθούν απλά γδαρσίματα. Από τα άλλα τραύματα, τουλάχιστον τα τρία, θα μπορούσαν να προκαλέσουν τον θάνατο. Ο τόνος της φωνής του γιατρού τράβηξε την προσοχή του Πουαρό. Τον κοίταξε με περιέργεια. Ο μικρόσωμος Έλ ληνας στεκόταν και κοίταζε συνοφρυωμένος το πτώμα. —Διαπιστώσατε κάτι που σας έκανε ιδιαίτερη εντύπωση; τον ρώτησε. Μιλήστε ελεύθερα, φίλε μου. Υπάρχει κάτι που σας φέρνει σε αμηχανία; —Μάλιστα, παραδέχτηκε ο γιατρός. —Τι; —Βλέπετε αυτά τα δύο τραύματα; απάντησε ο γιατρός και τα έδειξε. Είναι πολύ βαθιά. Το καθένα πρέπει να έβλαψε κάποια αιμοφόρα αγγεία. Κι όμως τα στόμιά τους δε χαίνουν. Δεν αιμορράγησαν, όπως θα ήταν φυσικό. —Και τι συμπέρασμα βγαίνει από το γεγονός αυτό; —Ότι ο άνθρωπος ήταν ήδη νεκρός, ότι είχε πεθάνει λίγη ώρα προηγουμένως, όταν δέχτηκε αυτές τις δυο μαχαιριές. Είναι ανόητη όμως μια τέτοια σκέψη. —Μπορεί να φαίνεται ανόητη, παρατήρησε σκεφτικός ο Πουαρό. Εκτός πια αν ο δολοφόνος μας υπέθεσε ότι δεν είχε εκπληρώσει τελείως την αποστολή του και επέστρεψε για να βεβαιωθεί. Προσέξατε τίποτα άλλο; —Ναι, βλέπω και κάτι άλλο. —Τι βλέπετε; —Βλέπετε εκείνο το τραύμα, κάτω από το δεξί μπράτσο του, δίπλα σχεδόν από το δεξιό ώμο; Πάρτε το μολυβί μου.
54
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Θα μπορούσατε εσείς να τραυματίσετε έναν άνθρωπο στο μέρος εκείνο; Ο Πουαρό πήρε το μολύβι κι έκανε μια δοκιμή. —Τώρα κατάλαβα τι θέλετε να πείτε. Με δεξί χέρι είναι πάρα πολύ δύσκολο να τραυματίσει κανείς έναν άνθρωπο στο μέρος αυτό. Σχεδόν αδύνατο. Θα έπρεπε κανείς να βρί σκεται πίσω απ’ την πλάτη του θύματος για να το κατορθώ σει. Αν όμως τον χτύπησαν με το αριστερό χέρι... —Ακριβώς, κύριε Πουαρό, τόνισε ο γιατρός Κωνσταντί νου. Ο δολοφόνος χρησιμοποίησε το αριστερό του χέρι για να πλήξει το θύμα του. —Πρέπει, λοιπόν, να πιστέψουμε πως ο δολοφόνος είναι αριστερόχειρας; —Τα περισσότερα από τ’ άλλα τραύματα έγιναν με το δεξί χέρι. —Επομένως, δύο άνθρωποι διέπραξαν αυτό το έγκλημα. Ξαναφτάνουμε στους δύο δολοφόνους, ψιθύρισε ο μικρόσω μος ντετέκτιβ κι αμέσως μετά, με ένα τίναγμα, ρώτησε. Ήταν αναμμένο το φως; —Είναι δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτή την ερώτηση. Ο συνοδός γυρίζει τον γενικό διακόπτη κάθε μέρα στις δέκα το πρωί. —Οι διακόπτες θα μας αποκαλύψουν την αλήθεια, είπε ο Πουαρό. Εξέτασε τον διακόπτη του ηλεκτρικού για το ταβάνι κι ύστερα τον άλλο πάνω από το κρεβάτι. Και οι δυο διακόπτες αποκάλυπταν ότι ήταν σβησμένο το φως. —Ε, λοιπόν, έκανε σκεφτικός ο Πουαρό, αντιμετωπίζουμε την υπόθεση του πρώτου και του δεύτερου δολοφόνου, όπως θα το έθετε και ο Σαίξπηρ. Ο πρώτος δολοφόνος μα χαίρωσε το θύμα του και βγήκε απ’ το διαμέρισμα, αφού προηγουμένως έσβησε το φως. Ο δεύτερος μπήκε στα σκο τεινά στο διαμέρισμα, δεν κατάλαβε πως κάποιος άλλος είχε σκοτώσει τον Ράτσετ και κατάφερε δυο μαχαιριές στον νε κρό. Τι λέτε για τη σκέψη μου αυτή; —Είναι περίφημη, παραδέχτηκε μ’ ενθουσιασμό ο για τρός. Ο Πουαρό ικανοποιήθηκε απ’ την απάντηση. —Έτσι λέτε. Χαίρομαι. Γιατί ακούγεται λίγο παρατραβηγμένη. —Ποια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει; ενδια φέρθηκε να μάθει ο Έλληνας γιατρός. —Αυτήν ακριβώς την ερώτηση έθεσα κι εγώ στον εαυτό
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
55
μου. Πρόκειται άραγε για σύμπτωση ή συμβαίνει τίποτα άλλο; Μήπως υπάρχουν κι άλλες παραπλανητικές ενδείξεις, για να μας κάνουν να σκεφτούμε πως ήταν δύο οι δολοφό νοι; —Νομίζω πως υπάρχουν. Μερικά από τα τραύματα, όπως σας είπα, αποκαλύπτουν έναν αδύνατο μάλλον άν θρωπο. Για να είμαι πιο σαφής, αφήνουν να υποτεθεί πως ο άνθρωπος που μαχαίρωσε το θύμα του ήταν πολύ αποφα σιστικός. Κι ένας μη ειδικός ακόμα βλέπει πως τα τραύματα είναι μάλλον επιπόλαια. Αυτό όμως -κι εδώ ο γιατρός έδειξε ένα τραύμα- κι εκείνο πιο πέρα, διαφέρουν. Ο άνθρωπος που τα προκάλεσε πρέπει να ήταν πολύ δυνατός. Διείσδυσαν στους μύες. —Πιστεύετε πως τα έκανε κάποιος άντρας; —Ασφαλώς. —Αποκλείεται να ήταν γυναίκα; —Αν ήταν νέα και αθλητική, δεν αποκλείεται. Ιδίως αν διακατεχόταν από ένα ισχυρό συναίσθημα. Πάντως μου φαί νεται απίθανο. Ο Πουαρό σώπασε για λίγο. Ο γιατρός τον ρώτησε ανυπόμονα. —Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; —Βεβαίως, απάντησε ο Πουαρό. Η υπόθεση αρχίζει πραγματικά να ξεκαθαρίζει! Ο δολοφόνος ήταν ένας χειρο δύναμος άντρας, ήταν αδύναμος, ήταν γυναίκα, ήταν δεξιόχειρας, ήταν αριστερόχειρας. Ah! C’est rigolo, tout ga!6 Ξαφνικά έδειχνε πολύ θυμωμένος. —Και το θύμα; Τι ρόλο έπαιζε το θύμα; Φώναξε; Ξεφώνησε; Πάλεψε; Προσπάθησε ν’ αμυνθεί; Έβαλε το χέρι του κάτω από το μαξιλάρι και έβγαλε το αυτόματο, που του είχε δείξει την προηγουμένη ο Ράτσετ. —Είναι γεμάτο, όπως βλέπετε, είπε. Κοίταξαν ολόγυρα. Τα ρούχα του Ράτσετ κρεμόντουσαν από ένα γάντζο. Πάνω στο μικρό τραπεζάκι που ήταν το καπάκι του νεροχύτη, υπήρχαν διάφορα αντικείμενα. Μια μασέλα μέσα σ’ ένα ποτήρι νερό. Ένα άλλο ποτήρι άδειο. Ένα μπουκάλι με μεταλλικό νερό. Ένα μεγάλο τετράγωνο μπουκάλι. Ένα τασάκι με τη γόπα ενός πούρου, μερικά κα μένα χαρτιά και δυο καμένα σπίρτα. Ο γιατρός πήρε το άδειο ποτήρι και το πλησίασε στη μύτη του. Ά ! Είναι αστεία όλα αυτά. (Σ.τ.Μ.)
56
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Εδώ βρίσκεται η εξήγηση της αδράνειας του θύματος! ανακοίνωσε θριαμβευτικά. —Τον νάρκωσαν; —Μάλιστα! Ο Πουαρό εξέτασε τα δυο καμένα σπίρτα με προσοχή. —Βρήκατε καμιά ένδειξη; ρώτησε με περιέργεια ο για τρός. —Τα δύο αυτά σπίρτα έχουν διαφορετικό σχήμα, παρα τήρησε ο Πουαρό. Το ένα είναι πιο πλατύ από το άλλο. Βλέ πετε; —Είναι από κείνα που μοιράζουν στα τρένα, εξήγησε ο γιατρός. Είναι χάρτινα σπίρτα σε πλακέ κουτιά. Ο Πουαρό άρχισε να ψάχνει τις τσέπες των ενδυμάτων του Ράτσετ. Έβγαλε ένα κουτί σπίρτα. Σύγκρινε το περιεχό μενό του με εκείνα που υπήρχαν μέσα στο τασάκι. —Το στρογγυλό σπίρτο το άναψε ο Ράτσετ, είπε. Για να δούμε αν έχει πουθενά και άλλα σπίρτα. Όσο, όμως, και αν έψαξε, δεν μπόρεσε να ανακαλύψει κανένα καινούργιο κουτί με σπίρτα. Ο Πουαρό ερεύνησε με το βλέμμα του το διαμέρισμα. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν αρπακτικού πουλιού. Έδειχνε πως τίποτα δεν μπορούσε να του ξεφύγει. Ξαφνικά έμπηξε μια φωνή κι έσκυψε για να σηκώσει κάτι από το πάτωμα. Ήταν ένα μικρό κομμάτι λεπτού υφάσματος, πολύ καλής ποιότητας. Στην άκρη του ήταν κεντημένο ένα αρχικό ονόμα τος: X. —Ένα γυναικείο μαντήλι, διαπίστωσε ο γιατρός. Είχε δί κιο, λοιπόν, ο φίλος μας ο προϊστάμενος του τρένου. Κάποια γυναίκα είναι ανακατεμένη στην υπόθεση αυτή. —Και για να μας διευκολύνει στη δουλειά μας, άφησε το μαντήλι της, πρόσθεσε ο Πουαρό. Όπως ακριβώς βλέπουμε στον κινηματογράφο και διαβάζουμε στα αστυνομικά μυθι στορήματα. Και για να ευκολυνθούμε ακόμη περισσότερο υπάρχει και ένα αρχικό στο μαντήλι! —Είμαστε τυχεροί! φώναξε ο γιατρός. —Ψέματα; Ο τόνος της φωνής του Πουαρό εξέπληξε τον γιατρό. Πριν προλάβει να ζητήσει κάποια εξήγηση, τον είδε να κάνει μια καινούργια βουτιά στο πάτωμα. Αυτή τη φορά, όταν ση κώθηκε, κρατούσε στο χέρι του ένα κομμάτι μπαμπάκι από κείνα που καθαρίζουν τις πίπες. —Ν’ ανήκε άραγε στον κύριο Ράτσετ; αναρωτήθηκε δειλά
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
57
ο γιατρός. —Δε βρήκα καμιά πίπα στις τσέπες του μακαρίτη, ούτε καπνοσακούλα. —Τότε αποτελεί κι αυτό ένα ακόμα στοιχείο. —Ασφαλώς! Και μας βολεύει. Ένα στοιχείο που αποκα λύπτει την παρουσία κάποιου άντρα, αυτή τη φορά. Δεν μπορούμε να παραπονεθούμε ότι δε βρήκαμε ενδείξεις και στοιχεία. Αλήθεια, τι έγινε το φονικό όπλο; —Δε βρήκα ούτε ίχνος όπλου. Φαίνεται πως θα το πήρε μαζί του ο δολοφόνος. —Γιατί το πήρε μαζί του άραγε; αναρωτήθηκε με σιγανή φωνή ο Πουαρό. —Α, έκανε ξαφνικά ο γιατρός, καθώς έψαχνε τις τσέπες της πυτζάμας του νεκρού. Είχα παραβλέψει τη λεπτομέρεια αυτή, συνέχισε σχεδόν αμέσως. Όταν με κάλεσαν να εξε τάσω τον νεκρό, ξεκούμπωσα μόνο το σακάκι της πυτζάμας του, για να δω τα τραύματα. Από την μπροστινή τσέπη ο γιατρός Κωνσταντίνου έβγαλε ένα χρυσό ρολόι. Τα καπάκια του έφεραν βαριές χα ραματιές, ενώ οι δείκτες του είχαν σταματήσει στη μία παρά τέταρτο. —Μάθαμε τώρα την ακριβή ώρα της δολοφονίας! είπε θριαμβευτικά ο Κωνσταντίνου. Συμφωνεί απόλυτα με τους υπολογισμούς μου. Είχα καθορίσει σαν πιθανό χρόνο θανά του, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις δύο το πρωί και πλησιέστερα προς τη μία, αν και είναι δύσκολο να είναι ακριβής κανείς σε τέτοιες περιστάσεις. Να, έχουμε τώρα την επιβε βαίωση. Μία παρά τέταρτο. Τότε έγινε η δολοφονία! —Ναι, πολύ πιθανόν. Ο γιατρός κοίταξε παραξενεμένος τον μικρόσωμο ντετέκτιβ. —Με συγχωρείτε, κύριε Πουαρό. Για να είμαι ειλικρινής, δε σας καταλαβαίνω. —Κι εγώ ο ίδιος δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου, απά ντησε ο Πουαρό. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απολύτως κι όπως καταλαβαίνετε, αυτό με ανησυχεί πολύ. Ξεφύσηξε κι έσκυψε πάνω στο μικρό τραπέζι να εξετάσει καλύτερα τα κομματάκια του καμένου χαρτιού. Ο γιατρός τον άκουσε να μονολογεί. —Αυτό που μου χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι μια πα λιομοδίτικη γυναικεία καπελιέρα. Ο γιατρός έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τι σχέση μπο ρούσε να έχει με το στυγερό αυτό έγκλημα μια καπελιέρα;
58
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο Πουαρό δεν του έδωσε καιρό να εκφράσει την απορία του. Άνοιξε την πόρτα του διαδρόμου και κάλεσε τον συνοδό. Αυτός ήρθε τρέχοντας. —Πόσες γυναίκες μένουν στο βαγόνι αυτό; Ο συνομιλητής του άρχισε να τις μετράει στα δάχτυλα. —Μια, δυο, τρεις... Έξι. Η ηλικιωμένη Αμερικανίδα, μια Σουηδέζα, μια νεαρή Αγγλίδα, η κόμισσα Αντρένυϊ και η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ με την καμαριέρα της. Ο Πουαρό συνοφρυώθηκε. —Όλες οι κυρίες έχουν καπελιέρες; —Μάλιστα, κύριε. —Φέρε μου, λοιπόν -για να δούμε- την καπελιέρα της Σουηδέζας και της καμαριέρας της πριγκίπισσας. Σ’ αυτές τις δύο μόνο βασίζω όλες τις ελπίδες μου. Θα τους πεις, για να δικαιολογηθείς, πως χρειάζεσαι τις καπελιέρες τους για το τελωνείο ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο σκεφτείς. —Μην ανησυχείτε, θα σας τις φέρω. Καμιά από τις κυρίες δε βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο διαμέρισμά της. —Τότε κάνε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Ο συνοδός ύστερα από λίγο, έφερε τις δυο καπελιέρες. Ο Πουαρό άνοιξε πρώτα εκείνη που άνηκε στην καμαριέρα και αφού έριξε μέσα μια ματιά, την παραμέρισε. Μόλις άνοιξε την καπελιέρα της Σουηδέζας έμπηξε αμέσως μια κραυγή ικανο ποίησης. Μετά έβγαλε με προσοχή το καπέλο, φανερώνο ντας μερικά συρματένια στηρίγματα που εξείχαν απ’ τις πλευρές του κουτιού. —Αυτά ακριβώς χρειαζόμουν. Πριν από αρκετά χρόνια, έφτιαχναν τέτοιες καπελιέρες. Στερεώνει κανείς τα καπέλα με μια καρφίτσα πάνω στα στηρίγματα αυτά. Ενώ μιλούσε, είχε αφαιρέσει με μεγάλη επιδεξιότητα δύο απ’ τα στηρίγματα. Ξανάβαλε κατόπιν τα καπέλα στη θέση τους και είπε στον συνοδό να επιστρέφει τις καπελιέρες στις ιδιοκτήτριές τους. Μόλις η πόρτα έκλεισε, στράφηκε στον σύντροφό του. —Όπως βλέπετε, αγαπητέ μου γιατρέ, είπε ο Πουαρό στον Κωνσταντίνου, δε θέλω να βασιστώ μόνο στις επίσημες εκθέσεις. Βασίζομαι στην ψυχολογία κι όχι στα δακτυλικά αποτυπώματα ή στις στάχτες των τσιγάρων. Στην προκει μένη όμως περίπτωση, θα δεχόμουν πολύ ευχαρίστως τη βοήθεια της επιστήμης. Το διαμέρισμα του Ράτσετ είναι γε μάτο από διάφορες ενδείξεις, μπορώ, όμως, να είμαι βέβαιος ότι οι ενδείξεις που βλέπω είναι πραγματικά εκείνες που φαί νονται;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
59
—Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε, κύριε Πουαρό, απόρησε ο Έλληνας γιατρός. —Θα σας δώσω ένα παράδειγμα, για να καταλάβετε, Βρίσκουμε ένα γυναικείο μαντήλι. Το έριξε μια γυναίκα ή μή πως διέπραξε το έγκλημα ένας άντρας και σκέφθηκε κάπως έτσι: «Θα προσπαθήσω να φανεί ότι το έγκλημα διεπράχθη από γυναίκα. Θα μαχαιρώσω το θύμα μου πολλές φορές και σκόπιμα θ' αφήσω μερικά απ' τα τραύματα να φαίνονται επιπόλαια, ώστε να υποτεθεί, ότι εκείνος που τα προξένησε δεν ήταν χειροδύναμος και ότι, συνεπώς, μπορεί να ήταν γυναίκα. Για να επιβεβαιώσω δε όλα αυτά, θα ρίξω κι ένα μαντήλι σε ένα μέρος, όπου δε θα μπορεί να διαφύγει την προσοχή κανενός». Αυτή είναι μια πιθανότητα. Θα σας πω τώρα μια άλλη εκδοχή. Μήπως σκότωσε τον Ράτσετ κάποια γυναίκα και άφησε πίσω της το μπαμπάκι που καθαρίζουν τις πίπες, για να αποδοθεί το έγκλημα σε άνδρα; Ή μήπως πρέπει να υποθέσουμε πως δύο άνθρωποι, ένας άνδρας και μια γυναίκα, ενέχονται χωριστά ο καθένας στη διάπραξη του εγκλήματος κι ότι ο καθένας φάνηκε τόσο απρόσεκτος, ώστε ν’ αφήσει κι από ένα ενοχοποιητικό στοιχείο; Θα είναι διαβο λική σύμπτωση, αν συνέβη τέτοιο πράγμα. —Καλά, και ποια σχέση είχε η καπελιέρα με την προκει μένη περίπτωση; ρώτησε ο γιατρός. —Θα φτάσω κι εκεί. Όπως έλεγα, οι ενδείξεις που έχουμε, το ρολόι που σταμάτησε στη μία παρά τέταρτο, το μαντήλι, το μπαμπάκι για το καθοριστικό της πίπας, μπορεί να είναι αληθινές ή πλαστές. Δεν μπορώ ακόμα να κρίνω οριστικά. Υπάρχει, όμως, μια ένδειξη, για την οποία πιστεύω -αν και δεν αποκλείεται να πέφτω έξω και εδώ- να μην είναι πλαστή. Εννοώ το σπίρτο, γιατρέ. Το πλακέ σπίρτο. Πι στεύω, ότι το σπίρτο αυτό χρησιμοποιήθηκε απ’ τον δολο φόνο κι όχι απ' τον Ράτσετ. Χρησιμοποιήθηκε για να καεί κάποιο ενοχοποιητικό χαρτί. Πιθανόν ένα σημείωμα. Αν έτσι είναι πράγματι, τότε υπήρχε κάτι στο σημείωμα εκείνο, κά ποιο λάθος, κάποιο σφάλμα, που, κατά κάποιο τρόπο, απο κάλυπτε τα στοιχεία του δολοφόνου. Θα προσπαθήσω τώρα να αναστήσω, αν μπορέσω φυσικά, αυτό το μυστηριώδες κάτι. Βγήκε απ’ το διαμέρισμα και επέστρεψε ύστερα από λίγο, με μια μικρή γκαζιέρα οινοπνεύματος και μια κυρτή λαβίδα. —Χρησιμοποιώ τα εργαλεία αυτά για την περιποίηση των μουστακιών μου, εξήγησε. Ο γιατρός τον παρακολουθούσε με ζωηρό ενδιαφέρον. Ο
60
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Πουαρό ίσιωσε τα δυο κομμάτια του σύρματος που είχε αφαιρέσει από την καπελιέρα και με μεγάλη προσοχή τύλιξε πάνω σ’ ένα απ’ αυτά το καρβουνιασμένο κομμάτι του χαρ τιού. Κόλλησε κατόπιν το άλλο σύρμα επάνω τους και αφού έπιασε και τα δυο με τη λαβίδα, τα κράτησε πάνω απ’ τη φλόγα της λάμπας. —Το μέσον αυτό, είναι πολύ πρωτόγονο, ομολόγησε στον σύντροφό του, χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. Ας ελπίσουμε, όμως, ότι θα πετύχουμε αυτό που επιδιώκουμε. Ο γιατρός εξακολουθούσε να κοιτάζει με ολοένα μεγαλύ τερο ενδιαφέρον το πείραμα που έκανε ο παράδοξος αυτός ανθρωπάκος. Το μέταλλο άρχισε να πυρακτώνεται. Ξαφνικά διέκρινε αμυδρές ενδείξεις γραμμάτων. Κι αμέσως μετά, άρ χισαν να σχηματίζονται σιγά-σιγά λέξεις, λέξεις φωτιάς. Ήταν, όμως, πολύ μικρό το κομμάτι του χαρτιού. Τρεις μόνο λέξεις και το τμήμα μιας άλλης φάνηκαν. «...ΜΗΣΟΥ... ΜΙΚΡΗ ΝΤΑΙΖΗ ΑΡΜΣΤΡΟΝΓΚ». —Χμ! έκανε ο Πουαρό. —Σας λέει τίποτα η φράση αυτή; ρώτησε ο γιατρός. Τα μάτια του Πουαρό έλαμπαν. Ακούμπησε με προσοχή τη λαβίδα. —Μάλιστα, απάντησε. Ξέρω τώρα το πραγματικό όνομα του νεκρού. Ξέρω γιατί υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αμερική. —Ποιο είναι το πραγματικό του όνομα; —Λέγεται Κασσέτι. —Κασσέτι, επανέλαβε ο Κωνσταντίνου και έξυσε το φρύδι του. Κάτι μου θυμίζει αυτό το όνομα. Κάτι που συνέβη πριν από μερικά χρόνια. Νομίζω πως ήταν μια εγκληματική υπόθεση στην Αμερική. —Μάλιστα, απάντησε ο Πουαρό. Ο μικρόσωμος ντετέκτιβ, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να αποκαλύψει περισσότερα στον γιατρό. Κοίταξε πάλι γύρω του και είπε: —Θα ασχοληθούμε περισσότερο με το θέμα αυτό σε λίγο. Για την ώρα, πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δε μας διέφυγε τίποτα εδώ μέσα. Με εξαιρετική επιδεξιότητα ερεύνησε μια ακόμα φορά τις τσέπες των ρούχων του νεκρού, αλλά προς μεγάλη του λύπη δε βρήκε τίποτα. Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα που οδη γούσε στο διπλανό διαμέρισμα, διαπίστωσε, όμως, ότι ήταν
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
61
κλειδωμένη απ' το άλλο μέρος. —Ένα πράγμα δεν μπορώ να καταλάβω, είπε ο γιατρός. Αν ο δολοφόνος δε διέφυγε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και αν η πόρτα αυτή που οδηγεί στο διπλανό διαμέρισμα ήταν κλει δωμένη και αν ακόμη η πόρτα του διαδρόμου δεν ήταν μόνο κλειδωμένη από μέσα, αλλά και αμπαρωμένη συγχρόνως, με ποιο τρόπο κατόρθωσε να φύγει; —Το ίδιο αναρωτιέται και το κοινό, όταν βλέπει να εξα φανίζεται από ένα κλειστό κασόνι ένας άνθρωπος, που τον έκλεισαν εκεί μέσα δεμένο χειροπόδαρα. —Θέλετε να πείτε... —Θέλω να πω, εξήγησε ο Πουαρό, ότι αν ο δολοφόνος σκόπευε να μας κάνει να πιστέψουμε πως διέφυγε απ' το παράθυρο, θα σκηνοθετούσε τα πράγματα έτσι ώστε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι δε χρησιμοποίησε τους άλλους δύο τρόπους. Απλούστατα, λοιπόν, έχει προσφύγει σε κάποιο τέχνασμα, όπως κάνουν οι ταχυδακτυλουργοί. Απομένει τώρα ν’ ανακαλύψουμε ποιο είναι αυτό το τέχνασμα. Κλείδωσε την πόρτα που επικοινωνούσε με το διπλανό διαμέρισμα από τη δική τους πλευρά. —Για την περίπτωση, είπε, που η θαυμάσια κυρία Χάμπαρντ θα ήθελε να χώσει το κεφάλι της εδώ μέσα για να μάθει από πρώτο χέρι λεπτομέρειες που θα άρεσαν ίσως στην κόρη της. Λεπτομέρειες σχετικές με το έγκλημα, φυσικά. Κοίταξε γύρω του για άλλη μια φορά. —Νομίζω πως τελειώσαμε από εδώ. Πάμε να βρούμε τώρα τον φίλο μου τον Μπουκ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Η απαγωγή. Βρήκαν τον κύριο Μπουκ να αποτελειώνει μια ομελέτα. —Σκέφτηκα ότι καλύτερα θα ήταν να σερβίρουν τώρα, είπε. Μόλις φάνε όλοι οι επιβάτες θα αδειάσουμε το βαγόνι, για να μπορέσετε να κάνετε τη δουλειά σας, φίλε μου Πουαρό. Στο μεταξύ, παρήγγειλα να μας φέρουν να φάμε κάτι εδώ, εμείς οι τρεις. —Η ιδέα σας είναι έξοχη, επιδοκίμασε ο Πουαρό, πά ντοτε πρόθυμος όταν επρόκειτο για φαγητό. Κανείς από τους τρεις τους δεν πεινούσε πολύ. Έτσι τε λείωσαν γρήγορα. Όταν σερβίρισαν τον καφέ, ο Μπουκ ξε ρόβηξε. —Λοιπόν; —Λοιπόν, είπε ο Πουαρό, ανακάλυψα την πραγματική ταυτότητα του θύματος. Και ξέρω γιατί αναγκάστηκε να φύγει απ' την Αμερική. —Ποιος ήταν; —Όλοι θα έχετε, ασφαλώς, διαβάσει για την υπόθεση Άρμστρονγκ. Ο νεκρός είναι ο άνθρωπος που δολοφόνησε τη μικρή Νταίζη Αρμστρονγκ και ονομάζεται Κασσέτι. —Τώρα που αναφέρατε την ιστορία αυτή, τη θυμήθηκα, είπε ο γιατρός Κωνσταντίνου. Ήταν μια καταπληκτική υπό θεση. Δεν έχω όμως συγκροτήσει πολλές λεπτομέρειες... —Ο συνταγματάρχης Άρμστρονγκ, άρχισε να αφηγείται ο Πουαρό, ήταν Άγγλος. Είχε παρασημοφορηθεί με τον Σταυρό της Βικτορίας. Στις φλέβες του όμως είχε και αμερι κανικό αίμα, γιατί η μητέρα του ήταν κόρη του Βαν ντερ Χαλτ, του πολυεκατομμυριούχου της Γουώλ Στρητ. Παντρεύτηκε την κόρη της Λίντα Άρντεν, της πιο ονομαστής Αμερικανίδας τραγωδού, της εποχής της. Ζούσαν στην Αμερική και είχαν αποκτήσει μια κόρη, που λάτρευαν. Όταν έγινε τριών ετών το κοριτσάκι απήχθηκε. Οι απαγωγείς της ζήτησαν ένα εξωφρε νικό ποσό για να την απελευθερώσουν. Δε θα σας κουράσω με τις λεπτομέρειες των διαπραγματεύσεων που επακολού θησαν. Με τα πολλά ο Άρμστρονγκ κατόρθωσε να συγκε-
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
63
ντρώσει το υπέρογκο ποσό, που ζητούσαν οι απαγωγείς, αλλά αφού κατεβλήθησαν τα λύτρα, ανακαλύφτηκε το πτώμα της μικρής. Οι γιατροί τότε πιστοποίησαν ότι ο θάνατός της είχε επέλθει το λιγότερο πριν από δεκαπέντε μέρες. Η κοινή γνώμη αναστατώθηκε. Επακολούθησαν κι άλλες τραγωδίες. Η κυρία Άρμστρονγκ περίμενε και άλλο παιδί. Οταν βρέθηκε άγρια δολοφονημένη η κορούλα της, γέννησε πρόωρα. Το παιδί ήρθε στον κόσμο νεκρό και η ίδια πέθανε. Ο άνδρας της απελπισμένος δεν μπόρεσε ν’ αντέξει και αυτοκτόνησε. —Φοβερό, ψιθύρισε ο Μπουκ. Τώρα θυμήθηκα την υπό θεση. Μα νομίζω πως επακολούθησε κι άλλος θάνατος; Ή κάνω λάθος; —Ναι, πέθανε η Γαλλίδα ή Ελβετίδα, δε θυμάμαι τι απ’ τα δυο, νταντά της μικρής. Η αστυνομία πίστευε πως ήξερε πολλά για την απαγωγή, εκείνη όμως βεβαίωνε ότι δε γνώ ριζε απολύτως τίποτα. Η αστυνομία επέμενε πως η νταντά ήταν εν γνώσει και στο τέλος σ’ ένα ξέσπασμα υστερικής απελπισίας, η κακομοίρα έπεσε από ένα παράθυρο και σκο τώθηκε. Μόνο μετά τον θάνατό της απεδείχθη, ότι πραγμα τικά δε συμμετείχε στην απαγωγή. —Την κακομοίρα! είπε ο Μπουκ. —Ύστερα από έξι περίπου μήνες, συνελήφθη ο Κασσέτι με την κατηγορία ότι ήταν ο εγκέφαλος της σπείρας που απήγαγε το μωρό. Είχαν χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο και προηγουμένως. Η συμμορία συνήθιζε να εκτελεί το θύμα που είχε απαγάγει, όταν καταλάβαινε ότι υπήρχε ο φόβος να την ανακαλύψει η αστυνομία. Εξακολουθούσε μάλιστα να εκβιάζει και να αποσπά χρήματα από τους συγγενείς, ως την ανακάλυψη του εκάστοτε πτώματος. Ο Κασσέτι ήταν πραγ ματικά ένοχος. Με τη βοήθεια, όμως, της τεράστιας περιου σίας που είχε συγκεντρώσει και των μυστικών που γνώριζε σε βάρος μερικών ανθρώπων, κατόρθωσε να απαλλαγεί απ’ την κατηγορία, λόγω διαδικαστικών ελλείψεων. Είναι βέβαιο ότι ο κόσμος θα τον λυντσάριζε, αν δεν κατόρθωνε να εξα φανιστεί για ένα διάστημα. Είναι ξεκάθαρο τι έγινε κατόπιν. Αλλαξε το όνομά του κι έφυγε απ’ την Αμερική. Από τότε ζούσε σαν πλούσιος εισοδηματίας, ταξιδεύοντας στον κόσμο. —Τι βρομάνθρωπος που πρέπει να ήταν! φώναξε αγανακτισμένος ο κύριος Μπουκ. Δε λυπάμαι καθόλου που τον σκότωσαν. Του άξιζε ο θάνατος που τον βρήκε. —Συμφωνώ απολύτως μαζί σας. —Ήταν ανάγκη, όμως, να δολοφονηθεί μέσα στο τρένο; Υπάρχουν τόσα άλλα μέρη όπου οι εχθροί του θα μπορού
64
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
σαν να τον ξεκάνουν! Ο Πουαρό χαμογέλασε. Ήταν φανεροί οι λόγοι της μεροληψίας του κυρίου Μττουκ. —Το πρόβλημα που έχουμε να λύσουμε, είπε, είναι το εξής: Αυτός ο φόνος είναι άραγε έργο κάποιας αντίπαλης συμμορίας, που ίσως ο Κασσέτι εξαπάτησε στο παρελθόν, ή πρόκειται για μια πράξη προσωπικής εκδίκησης; Ο Πουαρό εδώ εξήγησε στον Μπουκ τα αποτελέσματα του πειράματος του με το καμένο κομματάκι χαρτί. —Αν δεν πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, ο δολο φόνος έκαψε την επιστολή που βρήκαμε στο τασάκι του δια μερίσματος του Ράτσετ. Γιατί, όμως, το έκανε αυτό; Ασφα λώς, γιατί ανέφερε το όνομα Αρμστρονγκ, που αποτελεί το κλειδί του μυστηρίου. —Υπάρχουν άραγε μέλη της οικογένειας Αρμστρονγκ, που βρίσκονται στη ζωή; —Δυστυχώς, δεν ξέρω. Αν θυμάμαι καλά, κάπου έχω διαβάσει πως η κυρία Αρμστρονγκ είχε μια νεώτερη αδελφή. Ο Πουαρό ανέφερε επίσης στον φίλο του τα συμπερά σματα στα οποία είχαν καταλήξει με τον γιατρό. Το πρό σωπο του Μπουκ έλαμψε, όταν άκουσε να γίνεται λόγος για το σπασμένο ρολόι. —Με την ανακάλυψη αυτή ξέρουμε πια πότε ακριβώς έγινε η δολοφονία, είπε. —Ναι, συμφώνησε ο Πουαρό. Μας βοηθάει πολύ το γε γονός αυτό. Ο τόνος της φωνής του όμως ήταν τόσο παράξενος, ώστε και οι δυο σύντροφοί του τον κοίταξαν με περιέργεια. —Λέτε ότι εσείς ο ίδιος ακούσατε τον Ράτσετ ν’ απαντά στον συνοδό του τρένου στη μία παρά είκοσι; ρώτησε ο Μπουκ. Ο Πουαρό αφηγήθηκε τη σκηνή που είχε παρακολουθή σει χωρίς να το θέλει. —Λοιπόν, έτσι αποδεικνύεται πως ο Κασσέτι ή Ράτσετ, όπως θα εξακολουθήσω να τον λέω, ήταν ακόμα ζωντανός στη μία παρά είκοσι. —Στη μία παρά είκοσι τρία λεπτά, για να είμαστε ακριβέ στεροι. —Ξέρουμε, λοιπόν, ότι ο Ράτσετ ήταν ζωντανός στις δώ δεκα και τριάντα επτά. Έχουμε τουλάχιστον ένα δεδομένο. Ο Πουαρό δεν απάντησε. Είχε βυθιστεί σε σκέψεις. Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα και παρουσιάστηκε ο σερβιτόρος του εστιατορίου.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
65
—Το βαγόνι είναι ελεύθερο, ανήγγειλε. —Πάμε, λοιπόν, είπε ο Μπουκ και σηκώθηκε. —Μπορώ να σας συνοδεύσω; ρώτησε ο γιατρός. —Ασφαλώς, αγαπητέ μου φίλε, ασφαλώς. Μήπως, κύριε Πουαρό, έχετε καμιά αντίρρηση; —Καμιά απολύτως. Σηκώθηκαν και οι τρεις και έφυγαν απ’ το διαμέρισμα.
ΒΑΓΚΟΝ-ΡΕΣΤΟΡΑΝ
V D |W.C.
J
_Έντουαρντ ΜΑΣΤΕΡΜΑΝ Αντόνιο ΦΟΣΚΑΡΕΛΛΙ
-Έκτωρ Μακ ΚΟΥΗΝ -Χίλντεγκαρντ ΣΜΙΝΤ
Γ κρετα ΟΛΣΟΝ 'Μ αίρη ΝΤΕΜΠΕΝΧΑΜ -Ηρακλής ΠΟΥΑΡΟ
10-11
-Σάμουελ ΡΑΤΣΕΤ - Καρολίνα ΧΑΜΠΑΡΝΤ ' Κόμησσα ΑΝΤΡΕΝ ΥΙ -Κόμης ΑΝΤΡΕΝ ΥΙ -Πριγκίπισσα ΝΤΡΑΓΚΟΜΙΡΩΦ -Συνταγματάρχης ΑΡΜΠΟΥΘΝΟΤ
<1
-Σάιρους ΧΑΡΝΤΜΑΝ
r
1
ΑΜΑΞΟΣΤΟΙΧΙΑ ΑΘΗΝΑ-ΠΑΡΙΣΙ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η μαρτυρία του συνοδού. Τα πάντα ήταν σε ετοιμότητα στο βαγκόν-ρεστοράν. Ο Πουαρό και ο Μπουκ κάθισαν στην ίδια πλευρά ενός τραπεζιού κι ο γιατρός δίπλα τους. Πάνω στο τραπέζι και μπροστά στον Πουαρό, ήταν απλωμένο το σχέδιο του εξπρές Κωνσταντινούπολης - Καλαί με τα ονόματα των επιβατών σημειωμένα με κόκκινο μο λύβι. Τα διαβατήρια και τα εισιτήρια των επιβατών ήταν συγκε ντρωμένα στη μια πλευρά. Στην άλλη υπήρχαν μολύβια, χαρτί, πένες και μελάνι. —Εξαιρετικά, είπε ο Πουαρό. Μπορούμε να αρχίσουμε τώρα τη δουλειά μας χωρίς φασαρίες. Νομίζω πως πρέπει ν' αρχίσουμε με την κατάθεση του συνοδού του οχήματος. Φίλε μου Μπουκ, εσείς πρέπει να τον γνωρίζετε καλύτερα από εμάς τους δυο. Τι άνθρωπος είναι; Μπορούμε να βασιζόμα στε στα λόγια του; —Με κλειστά μάτια. Ο Πιερ Μισέλ εργάζεται στην εταιρεία πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Είναι Γάλλος. Κατοικεί κοντά στο Καλαί. Είναι τίμιος και αξιόπιστος άνθρωπος. Δεν μπορώ να πω, όμως, ότι φημίζεται για τη μεγάλη εξυπνάδα του. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Πολύ καλά, μουρμούρισε. Ειδοποιείστε τον πως θέλω να του μιλήσω. Ο Πιερ Μισέλ είχε ανακτήσει κάπως την αυτοκυριαρχία του. Ήταν όμως ακόμα αρκετά νευρικός. —Ελπίζω ο κύριος να μην έχει σχηματίσει την άποψη, ότι παραμέλησα σε κάτι τα καθήκοντά μου, είπε αγχωμένος κοι τώντας πότε τον Πουαρό και πότε τον Μπουκ. Είναι τρομερό αυτό που συνέβη. Ελπίζω να μην έχει επιπτώσεις σ’ εμένα. Καθησυχάζοντας την ανησυχία του συνομιλητή του, ο
68
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Πουαρό άρχισε να του κάνει ερωτήσεις. Πρώτα απ’ όλα ζή τησε να μάθει τα πλήρη στοιχεία του, τον χρόνο που υπηρε τούσε στην εταιρία και ιδιαίτερα στη γραμμή. Ήξερε, φυσικά, τις λεπτομέρειες αυτές, οι ερωτήσεις ρουτίνας όμως, συνή θως βοηθούν τον ανακρινόμενο να χαλαρώνει. —Και τώρα, συνέχισε ο Πουαρό αφού ο Μισέλ απάντησε στις ερωτήσεις του, ας έρθουμε στα χθεσινοβραδινά γεγο νότα. Πότε αποσύρθηκε στο διαμέρισμά του ο Ράτσετ; —Σχεδόν αμέσως μετά το φαγητό. Δηλαδή, πριν φύ γουμε ακόμη απ’ το Βελιγράδι. Το ίδιο είχε κάνει και το προηγούμενο βράδυ. Μου είχε δώσει εντολή να ετοιμάσω το κρεβάτι του την ώρα που βρισκόταν στο εστιατόριο. Δεν είχα παρά να συμμορφωθώ με την επιθυμία του. —Τον επισκέφθηκε κανείς στο διαμέρισμά του, αφού μπήκε μέσα ο ίδιος; —Ο προσωπικός υπηρέτης του και ο νεαρός Αμερικανός που είναι, μου φαίνεται, γραμματέας του. —Κανένας άλλος; —Εγώ τουλάχιστον δεν είδα κανέναν άλλο. —Καλά. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που τον είδες ή τον άκουσες να μιλάει; —Όχι, κύριε. Ξεχάσατε πως χτύπησε το κουδούνι στη μία παρά είκοσι. Λίγο αφού σταματήσαμε δηλαδή. —Εσύ τι έκανες, όταν χτύπησε το κουδούνι; —Πήγα και χτύπησα την πόρτα. Εκείνος από μέσα μού είπε πως είχε χτυπήσει κατά λάθος. —Σου μίλησε γαλλικά ή αγγλικά; —Γαλλικά. —Μπορείς να θυμηθείς τι ακριβώς σου είπε; —«Ce n’est rien. Je me suis trompe7.» —Πολύ καλά. Τα λόγια αυτά ακριβώς άκουσα κι εγώ. Έτσι, απομακρύνθηκες από την πόρτα του; —Μάλιστα. —Γύρισες στη θέση σου; —Όχι. Πήγα σ’ ένα άλλο διαμέρισμα, όπου με είχαν καλέσει στο μεταξύ. —Μισέλ, θα σου κάνω τώρα μια πολύ σοβαρή ερώτηση. Πού ακριβώς βρισκόσουν στη μία παρά τέταρτο; —Εγώ, κύριε; Στο μικρό μου κάθισμα, στην άκρη του διαδρόμου, απ’ όπου βλέπω όλο τον διάδρομο. —Είσαι βέβαιος; Δε συμβαίνει τίποτε. Έκανα λάθος. (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
69
—Μα ναι... τουλάχιστον... —Τι θέλεις να πεις; —Πέρασα στο διπλανό όχημα, εκείνο που προερχόταν από την Αθήνα, για να κουβεντιάσω λίγο με τον συνάδελφό μου. Μιλήσαμε για το χιόνι. Ήταν λίγο μετά τη μία. Δεν μπορώ όμως να καθορίσω με ακρίβεια την ώρα. —Και πότε γύρισες στη θέση σου; —Χτύπησε ένα κουδούνι του βαγονιού μου. Θυμάμαι πως αυτό σας το ανέφερα. Ήταν η Αμερικανίδα κυρία. Είχε χτυπήσει πολλές φορές το κουδούνι. —Θυμάμαι τη λεπτομέρεια αυτή, είπε ο Πουαρό. Και μετά; —Μετά απάντησα στο δικό σας κουδούνι, σας χτύπησα την πόρτα και, όπως θα θυμόσαστε, σας έφερα ένα μπου κάλι μεταλλικό νερό. Ύστερα από μισή ώρα, ετοίμασα το κρεβάτι ενός άλλου διαμερίσματος, του νεαρού Αμερικανού, του γραμματέα του κυρίου Ράτσετ. —Ο κύριος Μακ Κουήν ήταν μόνος στο διαμέρισμά του, όταν πήγες να του ετοιμάσεις το κρεβάτι; —Ο Άγγλος συνταγματάρχης, που μένει στο διαμέρισμα 15, ήταν μαζί του. Καθόντουσαν εκεί και κουβέντιαζαν. —Ξέρεις τι έκανε ο συνταγματάρχης, όταν έφυγε από το διαμέρισμα του κυρίου Μακ Κουήν; —Επέστρεψε στο δικό του διαμέρισμα. —Το διαμέρισμα 15... αυτό βρίσκεται κοντά στο μέρος που είναι το κάθισμά σου. Έτσι δεν είναι; —Μάλιστα. Είναι το δεύτερο διαμέρισμα από την άκρη του διαδρόμου. —Το κρεβάτι του ήταν έτοιμο; —Το είχα ετοιμάσει την ώρα που έτρωγε. —Μπορείς να θυμηθείς τι ώρα έγιναν όλ’ αυτά; —Δεν μπορώ να σας πω ακριβώς. Πάντως, δε θα ήταν μετά τις δύο. —Κατόπιν; —Κάθισα στη θέση μου ως το πρωί. —Δεν ξαναπήγες στο βαγόνι των Αθηνών; -Ό χ ι. —Μήπως σε πήρε ο ύπνος; —Δε νομίζω, κύριε. Επειδή το τρένο ήταν σταματημένο, δε με νανούρισε ο μονότονος θόρυβος που κάνουν οι τροχοί πάνω στις γραμμές. Όταν το τρένο βρίσκεται εν κινήσει, την παθαίνω καμιά φορά. —Μήπως είδες αν κανένας από τους επιβάτες κυκλοφό-
70
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ρήσε στον διάδρομο; Ο συνοδός προσπάθησε να θυμηθεί πριν απαντήσει. —Νομίζω πως μία από τις κυρίες πήγε στην τουαλέτα, στο τέρμα του διαδρόμου. —Ποια κυρία; —Δεν ξέρω. Ήμουν πολύ μακριά της. Κι ύστερα, μου είχε γυρισμένη την πλάτη. Φορούσε, πάντως, ένα κόκκινο κιμονό με δράκους επάνω. —Και μετά; επέμεινε ο Πουαρό. —Δε συνέβη τίποτε απολύτως ως το πρωί. —Είσαι βέβαιος; —Μια στιγμή... θυμήθηκα κάτι. Εσείς ο ίδιος ανοίξατε την πόρτα σας και βγάλατε το κεφάλι σας για μια δυο στιγμές. —Πολύ καλά, φίλε μου, είπε ο Πουαρό. Αναρωτιόμουν αν θα θυμόσουν αυτή τη λεπτομέρεια. Αλήθεια, ξέχασα να σου πω ότι ξύπνησα από ένα θόρυβο, που προκάλεσε ένα βαρύ αντικείμενο που έπεσε πάνω στην πόρτα μου. Έχεις ιδέα τι μπορεί να ήταν; —Α, μπα! έκανε. Δεν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Θα σας φάνηκε. Είμαι βέβαιος. —Τότε, λοιπόν, θα είχα κάποιον εφιάλτη, έκανε στωικά ο Πουαρό. —Εκτός πια, είπε ο Μπουκ, αν ο θόρυβος που ακούσατε ερχόταν απ’ το διπλανό σας διαμέρισμα. Ο Πουαρό δεν έλαβε υπόψη του την παρατήρηση του φί λου του. Πιθανόν να μην ήθελε να μιλήσει μπροστά σε τρίτο. —Ας έρθουμε τώρα σ’ ένα άλλο θέμα, είπε απευθυνόμε νος στον συνοδό του βαγονιού. Ας υποθέσουμε πως ο δο λοφόνος επιβιβάστηκε στο τρένο χθες το βράδυ. Είναι βέβαιο πως δε θα μπορούσε να φύγει απ’ το τρένο μετά τη διάπραξη της δολοφονίας; —Αδύνατο, απάντησε ο Πιερ Μισέλ. —Δε θα μπορούσε να κρυφτεί κάπου μέσα στο τρένο; —Μα, ψάξαμε καλά, τόνισε με στόμφο ο Μπουκ. Πρέπει να εγκαταλείψεις κάτι τέτοιες ιδέες, φίλε μου. —Εξάλλου, πρόσθεσε ο συνοδός, κανένας δε θα μπο ρούσε να μπει στο όχημα όπου βρισκόμουν, χωρίς να τον αντιληφθώ. —Πού σταματήσαμε για τελευταία φορά; —Στο Βίνκοβτσι. —Τι ώρα ήταν; —Έπρεπε να φύγουμε απ’ αυτό τον σταθμό στις 11:58'. Λόγω του καιρού, όμως, καθυστερήσαμε είκοσι λεπτά.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
71
—Μήπως ήρθε από εδώ κανείς απ’ τα άλλα βαγόνια του τρένου; —Όχι, κύριε. Μετά το βραδινό φαγητό οι πόρτες ανάμεσα στα υπόλοιπα βαγόνια και την κλινάμαξα κλειδώνονται. —Εσύ κατέβηκες στο Βίνκοβτσι όταν το τρένο σταμάτησε εκεί; —Μάλιστα. Κατέβηκα στην αποβάθρα, όπως συνηθίζω να κάνω όταν σταματάμε σ’ ένα σταθμό και στάθηκα έξω απ’ την πόρτα του βαγονιού. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι συνά δελφοί μου. —Και η μπροστινή πόρτα του βαγονιού; Δε στέκεται κα νείς έξω από την πόρτα που βρίσκεται κοντά στο εστιατόριο; —Είναι πάντα κλειδωμένη από μέσα. —Δεν είναι κλειδωμένη αυτή τη στιγμή. Ο συνομιλητής του Πουαρό τα έχασε για μια στιγμή, αλλά το πρόσωπό του φωτίστηκε πάλι αμέσως. —Θα την άνοιξε κάποιος επιβάτης για να δει το χιόνι, εξήγησε. —Δεν αποκλείεται να είναι κι έτσι, είπε ο Πουαρό που άρχισε να παίζει αφηρημένος με το μολύβι του. —Μήπως έκανα καμιά μεγάλη παράλειψη; ρώτησε ο συ νοδός με συνεσταλμένο ύφος. Ο Πουαρό τον κοίταξε και χαμογέλασε. —Δε σε βοήθησε καθόλου η τύχη, φίλε μου, είπε. Α! θυ μήθηκα και κάτι άλλο. Είπες πως χτύπησε ένα άλλο κου δούνι τη στιγμή που εσύ στεκόσουν έξω από το διαμέρισμα του Ράτσετ. Θυμάσαι ποιος ήταν; Γιατί το άκουσα κι εγώ. —Ήταν το κουδούνι της πριγκίπισσας Ντραγκομίρωφ. Ήθελε να ειδοποιήσω την υπηρέτριά της ότι τη χρειαζόταν. —Εκτέλεσες την επιθυμία της; —Μάλιστα. Ο Πουαρό εξέτασε σκεφτικός το σχεδιάγραμμα που ήταν απλωμένο μπροστά του. Έσκυψε κατόπιν το κεφάλι του. —Δε σε χρειάζομαι άλλο για την ώρα, είπε. —Σας ευχαριστώ πολύ. Ο συνοδός σηκώθηκε και κοίταξε τον κύριο Μπουκ. —Μην ανησυχείς καθόλου, τον βεβαίωσε μ’ ευγενικό ύφος ο Μπουκ. Είσαι εντάξει. Έκανες το καθήκον σου, όπως έπρεπε. Ο Πιερ Μισέλ έφυγε ικανοποιημένος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η μαρτυρία του γραμματέα. Ο Πουαρό έμεινε συλλογισμένος για λίγο. —Νομίζω, είπε τέλος, ότι καλά θα κάνουμε να ξανακαλέσουμε τον κύριο Μακ Κουήν να κουβεντιάσω μαζί του, ύστερα απ’ αυτά που μάθαμε. Σε λίγο ξαναπαρουσιάσθηκε μπροστά του ο Αμερικανός. —Λοιπόν; ρώτησε ο νέος με ζεστό ενδιαφέρον. Πώς πάνε οι ανακρίσεις; —Ως τώρα πηγαίνουν καλά. Στο διάστημα που μεσολά βησε, αφότου κουβεντιάσαμε οι δυο μας, έμαθα την πραγμα τική ταυτότητα του Ράτσετ. Ο Έκτωρ Μακ Κουήν κοίταξε με ενδιαφέρον τον συνομι λητή του. —Αλήθεια; έκανε. —Το όνομα Ράτσετ είναι ψεύτικο, όπως πολύ σωστά εί χατε υποψιασθεί. Ο δήθεν Ράτσετ ήταν ο Κασσέτι, αρχηγός μιας σπείρας που διάπραττε απαγωγές. Απ' τα κατορθώματά της είχε βουίξει ολόκληρη η Αμερική. Μεταξύ άλλων, η σπείρα είχε απαγάγει και τη μικρή Νταίζη Αρμστρονγκ. Η όψη του Μακ Κουήν σκοτείνιασε. —Το κτήνος! —Αγνοούσατε το γεγονός αυτό, κύριε Μακ Κουήν; —Βεβαίως και το αγνοούσα, απάντησε έντονα ο Αμερι κανός. Αν το ήξερα, θα προτιμούσα να κόψω το δεξί μου χέρι, παρά να εργαστώ κοντά του. —Βλέπω ότι τονίζετε πολύ τα αισθήματά σας, κύριε Μακ Κουήν. Έχετε, μήπως, κανένα ιδιαίτερο λόγο να μιλάτε με τόση αγανάκτηση; —Ναι. Ο πατέρας μου ήταν ο εισαγγελέας που είχε χειρισθεί την υπόθεση αυτή, κύριε Πουαρό. Έτυχε να δω πολλές φορές την κυρία Αρμστρονγκ, μια πολύ όμορφη γυναίκα, πολύ ευγενική και ευαίσθητη. Ο Θεός τον τιμώρησε για καλά τον Ράτσετ ή Κασσέτι, όπως λεγόταν αληθινά. Χαίρομαι πολύ που βρήκε τέτοιο θάνατο. Δεν έπρεπε να ζει αυτός ο άνθρωπος!
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
73
—Δείχνετε πως θα μπορούσατε να τον έχετε σκοτώσει και εσείς ο ίδιος, αν ξέρατε το παρελθόν του; —Μάλιστα, θα το έκανα ευχαρίστως... Κοντοστάθηκε κι απότομα κοκκίνισε. —Μου φαίνεται ότι πάω να ενοχοποιήσω τον εαυτό μου μ’ αυτά που λέω, παρατήρησε. —Για να είμαι ειλικρινής απέναντι σας, κύριε Μακ Κουήν, θα σας υποπτευόμουν, αν τηρούσατε διαφορετική στάση και αρχίζατε να θρηνείτε για τον θάνατο του εργοδότη σας. —Δεν πιστεύω να τον θρηνούσα, έστω κι αν επρόκειτο να γλιτώσω απ' την ηλεκτρική καρέκλα, είπε σκυθρωπός ο Μακ Κουήν. Κοντοστάθηκε για λίγο και συνέχισε: —Αν δεν είμαι αδιάκριτος, μπορώ να σας ρωτήσω πως πληροφορηθήκατε την πραγματική ταυτότητα του Ράτσετ; —Από ένα κομματάκι μιας επιστολής που βρήκαμε στο διαμέρισμά του. —Κι όμως... θέλω να πω, μεγάλη απερισκεψία, ν’ αφήσει να σέρνονται κομμάτια από τις επιστολές του... —Εξαρτάται, απάντησε αινιγματικά ο Πουαρό. Το ζητού μενο είναι από ποια πλευρά βλέπει κανείς την υπόθεση. Ο νέος ξαφνιάστηκε από την απάντηση του Πουαρό. Τον κοίταξε με το ύφος ανθρώπου που προσπαθεί να καταλάβει. —Η δουλειά μου είναι να μάθω τις κινήσεις όλων όσων βρισκόντουσαν στο τρένο, συνέχισε ο Πουαρό. Δε χρειάζεται να το πάρετε προσωπικά. Είναι θέμα ρουτίνας. —Ρωτήστε με ό,τι θέλετε. Επιθυμώ να ξεκαθαρίσω ολότελα τη θέση μου. —Δεν είναι ανάγκη, βέβαια, να σας ρωτήσω σε ποιο δια μέρισμα μένετε, αφού για ένα βράδυ το μοιραστήκαμε, είπε ο Πουαρό χαμογελώντας. Είναι το διαμέρισμα 6-7 της δεύτε ρης θέσης που το έχετε τώρα ολόκληρο στη διάθεσή σας, μια και εγώ μετακόμισα. —Πολύ σωστά. —Θέλω, κύριε Μακ Κουήν, να μου εκθέσετε με κάθε λε πτομέρεια όλες τις κινήσεις σας, αφού φύγατε χθες το βράδυ από το βαγκόν-ρεστοράν. —Πολύ ευχαρίστως. Επέστρεψα στο διαμέρισμά μου, διάβασα λίγη ώρα, βγήκα λιγάκι στην πλατφόρμα, όταν το τρένο σταμάτησε στο Βελιγράδι κι έκοψα μερικές βόλτες μπροστά στον σταθμό για να ξεμουδιάσω. Επειδή, όμως, το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό, ξαναμπήκα στο βαγόνι. Μίλησα λίγη ώρα με τη νεαρή Αγγλίδα που μένει στο διπλανό διαμέ
74
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ρισμα. Κατόπιν, άνοιξα συζήτηση μ’ εκείνον τον συνταγμα τάρχη Άρμπουθνοτ. Μου φάνηκε μάλιστα πως περάσατε από κοντά μας την ώρα που μιλούσαμε. Κατόπιν, πήγα στο διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ και, όπως σας είχα πει, κρά τησα μερικές σημειώσεις για κάποια γράμματα που ήθελε να γράψω. Όταν τελειώσαμε, τον καληνύχτισα κι έφυγα. Ο συ νταγματάρχης Άρμπουθνοτ στεκόταν ακόμα στον διάδρομο. Το κρεβάτι του ήταν έτοιμο και για να μην το χαλάσουμε, του πρότεινα να έρθει στο δικό μου. Παραγγείλαμε ποτά και αρ χίσαμε να συνομιλούμε. Μιλήσαμε για την πολιτική, για την κατάσταση που επικρατεί στην Ινδία, την ποτοαπαγόρευση και την οικονομική κρίση στη Γουώλ Στρητ. Δεν μπορώ να πω ότι πολυσυμπαθώ τους Άγγλους, ο συνταγματάρχης, όμως, διαφέρει από τους συμπατριώτες του. —Μήπως θυμόσαστε τι ώρα έφυγε; —Ήταν πολύ αργά. Θα κόντευε δύο μετά τα μεσάνυχτα. —Ανπληφθήκατε ότι είχε σταματήσει το τρένο; —Βεβαίως. Και απορήσαμε. Ανοίξαμε μάλιστα το παρά θυρο να δούμε τι συμβαίνει και τότε αντικρίσαμε το χιόνι. Δεν πιστέψαμε, όμως, ότι ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση. —Τι έγινε αφού σας καληνύχτισε ο συνταγματάρχης; —Μου φαίνεται πως αποσύρθηκε στο διαμέρισμά του κι εγώ κάλεσα τότε τον συνοδό να ετοιμάσει και το δικό μου κρεβάτι. —Πού βρισκόσασταν όταν ετοίμαζε το κρεβάτι σας; —Στον διάδρομο, έξω από το διαμέρισμα. Κάπνισα ένα τσιγάρο. —Κατόπιν; —Ξάπλωσα και κοιμήθηκα ως το πρωί. —Βγήκατε καθόλου απ’ το τρένο το βράδυ; —Σκεφτήκαμε με τον Άρμπουθνοτ να κατέβουμε στο πώς λεγόταν αλήθεια αυτό το μέρος; Α, το Βίνκοβτσι- για να ξεμουδιάσουμε λίγο. Έκανε όμως τόσο κρύο έξω, που αμέ σως ξανανεβήκαμε στο τρένο. —Από ποια πόρτα κατεβήκατε; —Από εκείνη που βρίσκεται κοντά στο διαμέρισμά μου. —Από εκείνη που είναι προς το βαγκόν-ρεστοράν; —Μάλιστα. —Μήπως θυμάστε αν ήταν κλειδωμένη; Ο Μακ Κουήν δεν απάντησε αμέσως. —Μου φαίνεται πως ναι, ήταν κλειδωμένη, είπε τέλος. Αν θυμάμαι καλά, υπήρχε μια μπάρα μπροστά απ’ το χερούλι της πόρτας. Αυτό εννοείτε;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
75
—Ναι. Όταν ανεβήκατε πάλι στο τρένο, τοποθετήσατε την μπάρα εκείνη στη θέση της; —Νομίζω πως όχι... Μπήκα τελευταίος. Δε θυμάμαι να έκανα κάτι τέτοιο. Κοντοστάθηκε και κοίταξε τον Πουαρό. —Έχει σημασία αυτή η λεπτομέρεια; ρώτησε. —Ίσως. Την ώρα που εσείς και ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ καθόσαστε και κουβεντιάζατε στο διαμέρισμά σας, η πόρτα προς τον διάδρομο ήταν ανοιχτή; Ο Έκτωρ Μακ Κουήν έγνεψε καταφατικά. —Θα ήθελα τώρα -αν μπορείτε, βέβαια- να μου πείτε, αν πέρασε απ’ τον διάδρομο κάποιος, αφού φύγαμε απ’ το Βίνκοβτσι, ως την ώρα που χωρίσατε με τον συνταγματάρχη για να κοιμηθείτε. Ο Μακ Κουήν συνοφρυώθηκε. —Νομίζω πως είδα τον συνοδό να περνά μια φορά, είπε. Ερχόταν από το εστιατόριο. Και μια γυναίκα πέρασε κάποια στιγμή, προς την αντίθετη κατεύθυνση, πήγαινε, δηλαδή, προς το εστιατόριο. —Ποια ήταν; —Δεν μπορώ να σας πω, γιατί δεν πρόσεξα. Συζητού σαμε κάποιο πολύ ενδιαφέρον θέμα με τον συνταγματάρχη. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ένα βαθυκόκκινο μεταξωτό φόρεμα πέρασε μπροστά από την πόρτα. Δεν κοίταξα καθό λου, αλλά ακόμα κι αν πρόσεχα, δε θα μπορούσα να δω το πρόσωπο της γυναίκας. Όπως ξέρετε, το διαμέρισμά μου βλέπει προς την κατεύθυνση του εστιατορίου και μια γυναίκα που θα περνούσε στον διάδρομο προς αυτή την κατεύ θυνση, θα είχε την πλάτη της γυρισμένη προς το μέρος μου, μόλις περνούσε... —Πήγαινε στην τουαλέτα, υποθέτω; —Έτσι νομίζω. —Την είδατε να επιστρέφει; —Όχι. Τώρα που το λέτε, δεν πρόσεξα να επιστρέφει, υποθέτω, όμως, ότι θα γύρισε στο διαμέρισμά της. —Μια ακόμη ερώτηση. Καπνίζετε πίπα, κύριε Μακ Κουήν; —Όχι, κύριε Πουαρό. —Δε νομίζω ότι θα σας χρειαστώ άλλο, για την ώρα, κύ ριε Μακ Κουήν. Θα ήθελα τώρα να μιλήσω με τον υπηρέτη του κυρίου Ράτσετ. Αλήθεια, οι δυο σας ταξιδεύετε πάντα στη δεύτερη θέση; —Ο υπηρέτης ταξιδεύει συνήθως δεύτερη θέση. Εγώ
76
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
στην πρώτη. Όταν ήταν δυνατόν, έπαιρνα πάντα το διπλανό διαμέρισμα απ’ του κυρίου Ράτσετ. Τοποθετούσε τότε όλες σχεδόν τις βαλίτσες του στο δικό μου διαμέρισμα κι έτσι μας είχε και τους δύο πρόχειρους. Στην προκειμένη περίπτωση, όλα τα διαμερίσματα της πρώτης θέσεως ήταν κατειλημμένα, εκτός από κείνο που ο ίδιος κατόρθωσε την τελευταία στιγμή να εξασφαλίσει. —Κατάλαβα. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Μακ Κουήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Η μαρτυρία του υπηρέτη. Τον Αμερικανό διαδέχθηκε ο χλωμός Άγγλος με το ανέκ φραστο πρόσωπο, που τον είχε προσέξει απ’ την προηγού μενη μέρα ο Πουαρό. Όταν μπήκε, στάθηκε με σεβασμό μπροστά στον μικρόσωμο ντετέκτιβ, που του έκανε νόημα να καθίσει. —Είσαστε καμαριέρης του Ράτσετ; —Μάλιστα κύριε. —Και λέγεστε; —Έντουαρντ Χένρυ Μάστερμαν. —Η ηλικία σας; —Τριάντα εννέα χρονών. —Μπορείτε να μου δώσετε μια διεύθυνση; —Μένω στη Φράιαρ Στρητ 21, στο Κλέρκενγουελ. —Μάθατε ότι δολοφονήθηκε ο κύριός σας; —Μάλιστα. Πολύ λυπηρό. —Μπορείτε να μου πείτε πότε τον είδατε για τελευταία φορά; Ο υπηρέτης δεν απάντησε αμέσως. —Πρέπει να ήταν εννέα περίπου το βράδυ, όταν τον είδα για τελευταία φορά. Ή, το πολύ, λίγο αργότερα. —Θέλω τώρα να μου πείτε τι ακριβώς κάνατε όταν τον είδατε. —Πήγα στο διαμέρισμά του, όπως συνήθως, κι εκπλή ρωσα τις ανάγκες του. —Ποια ήταν ακριβώς τα καθήκοντά σας; —Να διπλώσω ή να κρεμάσω τα ρούχα του, να βάλω σε ένα ποτήρι με νερό την οδοντοστοιχία του και να εξακρι βώσω αν διέθετε ό,τι θα μπορούσε να χρειαστεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. —Η συμπεριφορά του απέναντι σας ήταν η συνηθισμένη; Μήπως προσέξατε καμιά διαφορά; Ο υπηρέτης δεν απάντησε πάλι αμέσως. —Έχω την εντύπωση πως ήταν λίγο ταραγμένος. —Δηλαδή, πώς ταραγμένος; Για εξηγήστε μου.
78
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Φαίνεται ότι τον είχε αναστατώσει κάποιο γράμμα που διάβαζε. Με ρώτησε αν εγώ είχα αφήσει αυτό το γράμμα στο διαμέρισμά του. Του είπα ότι δεν είχα ιδέα για το γράμμα. Εκείνος, όμως, άρχισε να με βρίζει. Έβρισκε πως ό,τι κι αν έκανα δεν ήταν σωστό. —Αυτό το έκανε για πρώτη φορά; —Καθόλου. Το συνήθιζε. Έχανε πολύ εύκολα την ψυ χραιμία του. Αρκούσε το παραμικρό για να εκνευριστεί. —Ξέρετε αν χρησιμοποιούσε υπνωτικά; Ο Έλληνας γιατρός κοίταξε με προσοχή τον υπηρέτη, γιατί τον ενδιέφερε πολύ η απάντησή του. —Έπαιρνε πάντα υπνωτικά όταν ταξίδευε με τρένο. Έλεγε πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί διαφορετικά. —Μήπως ξέρετε τι φάρμακα έπαιρνε συνήθως; —Δεν μπορώ να σας πω θετικά. Δεν υπήρχε μάρκα στην ετικέτα πάνω στο μπουκαλάκι. Έγραφε απλώς με το χέρι. «Σταγόνες για ύπνο». —Ξέρετε αν πήρε χθες το βράδυ; —Μάλιστα. Εγώ έριξα μερικές σταγόνες σ’ ένα ποτήρι νερό και τις άφησα στο τραπεζάκι δίπλα απ’ το κρεβάτι του, για να τις πάρει όταν θα ήταν η ώρα. —Δεν τον είδατε, δηλαδή, με τα μάτια σας να πίνει; —Όχι κύριε. —Τι έγινε μετά; —Τον ρώτησα αν χρειαζόταν τίποτε άλλο και τι ώρα επι θυμούσε να τον ξυπνήσω το πρωί. Μου απάντησε ότι δεν ήθελε να τον ενοχλήσει κανείς και ότι θα χτυπούσε ο ίδιος το κουδούνι. —Το συνήθιζε αυτό; —Μάλιστα, το συνήθιζε. Χτυπούσε το κουδούνι και ο συ νοδός ερχόταν να με ειδοποιήσει ότι είχε ξυπνήσει και ότι έπρεπε να πάω να τον βοηθήσω να ντυθεί. —Σηκωνόταν συνήθως νωρίς το πρωί ή του άρεσε να ξυπνάει αργά; —Ανάλογα με τη διάθεση που είχε. Μερικές φορές σηκω νόταν νωρίς για το πρωινό. Αλλες φορές πάλι δε σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι του πριν απ’ το γεύμα. —Ώστε δεν ανησυχήσατε όταν είδατε πως είχε προχω ρήσει η μέρα και δε σας είχε ακόμη καλέσει; —Όχι κύριε. —Ξέρατε ότι ο κύριός σας είχε εχθρούς; —Μάλιστα, το ήξερα, απάντησε ο υπηρέτης χωρίς να δείξει το παραμικρό συναίσθημα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
79
—Πώς το είχατε μάθει; —Τον είχα ακούσει να κουβεντιάζει με τον κύριο Μακ Κουήν για κάτι επιστολές που είχε λάβει. —Τρέφατε καμιά ιδιαίτερη συμπάθεια για τον εργοδότη σας, Μάστερμαν; Το πρόσωπο του Μάστερμαν έγινε ακόμη πιο ανέκφρα στο απ’ ό,τι ήταν συνήθως. —Δε θα το έλεγα αυτό, κύριε. Οφείλω, όμως, να ομολο γήσω, ότι ήταν πολύ γενναιόδωρος. —Ωστόσο, δεν τον συμπαθούσατε... —Το σωστότερο θα ήταν να πω ότι δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τους Αμερικανούς. —Πήγατε καμιά φορά στην Αμερική; —Όχι κύριε. —Θυμάστε αν έχετε διαβάσει ποτέ στις εφημερίδες για την περίφημη υπόθεση απαγωγής «Άρμστρονγκ»; Τα μάγουλα του Μάστερμαν κοκκίνισαν. —Ναι, τη θυμάμαι. Επρόκειτο για την απαγωγή ενός μι κρού κοριτσιού. Συγκλονιστική υπόθεση. —Ξέρατε ότι ο κύριός σας, ο Ράτσετ, ήταν ο κύριος υπο κινητής της υπόθεσης εκείνης; —Όχι, δεν το ήξερα, είπε για πρώτη φορά σ’ έντονο ύφος ο Μάστερμαν. Και τώρα που μου το λέτε, δεν μπορώ να το πιστέψω. —Κι όμως, σας λέω την αλήθεια. Για πέστε μου τώρα, τι κάνατε εχθές το βράδυ. Είναι θέμα ρουτίνας, καταλαβαίνετε. Τι ακριβώς κάνατε, αφού φύγατε απ’ το διαμέρισμα του Ρά τσετ; —Πήγα και είπα στον κύριο Μακ Κουήν ότι τον ζητούσε ο Ράτσετ και ύστερα γύρισα στο διαμέρισμά μου και διάβασα. —Πού βρίσκεται το διαμέρισμά σας; —Είναι το τελευταίο της δεύτερης θέσης. Δίπλα ακριβώς στο βαγκόν-ρεστοράν. Ο Πουαρό έριξε μια ματιά στο σχέδιο που είχε μπροστά του. —Μάλιστα, είπε. Ποια κουκέτα χρησιμοποιείτε; —Την κάτω. —Δηλαδή, εκείνη που έχει τον αριθμό 4; —Ακριβώς. —Μένει κανένας άλλος μαζί σας; —Ναι, ένας εύσωμος Ιταλός. —Μιλά καθόλου αγγλικά; —Ε, κάτι σαν αγγλικά, είπε ο υπηρέτης με αποδόκιμα-
80
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
στικό τόνο. Έχει πάει στην Αμερική, στο Σικάγο νομίζω. —Μιλήσατε καθόλου μαζί του; —Όχι κύριε. Προτίμησα να διαβάσω το βιβλίο μου. Ο Πουαρό χαμογέλασε. Η περίπτωση του χοντρού φλύ αρου Ιταλού και του ακατάδεχτου Αγγλου θα έπρεπε να είναι πολύ αστεία. —Θα ήμουν αδιάκριτος, αν σας ρωτούσα τι βιβλίο διαβά ζατε; ρώτησε. —Αυτή τη στιγμή διαβάζω το «Αιχμάλωτοι της Αγάπης» της Αραμπέλας Ρίτσαρντσον. —Είναι καλό; —Το βρίσκω διασκεδαστικό κύριε. —Ας συνεχίσουμε. Επιστρέψατε στο διαμέρισμά σας και διαβάσατε το βιβλίο σας, ως ποια ώρα; —Γύρω στις δέκα και μισή ο Ιταλός θέλησε να ξαπλώσει. Καλέσαμε, λοιπόν, τον συνοδό, για να ετοιμάσει τα κρεβάτια μας. —Όταν τα ετοίμασε, ξαπλώσατε και κοιμηθήκατε; —Η αλήθεια είναι ότι ξάπλωσα αλλά δεν κοιμήθηκα αμέ σως. —Γιατί δεν κοιμηθήκατε; —Γιατί υπέφερα από πονόδοντο. —Ω λα λα... πραγματικά επώδυνο. —Εξαιρετικά επώδυνο. —Καλά, δεν κάνατε τίποτα ν’ ανακουφισθείτε; —Έβαλα λίγο καριφαλέλαιο, κύριε. Με ξαλάφρωσε λιγάκι απ’ τον πόνο, αλλά και πάλι δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Αναψα το φως πάνω απ’ το κρεβάτι μου και άρχισα πάλι να διαβάζω, για να ξεχάσω κάπως τον πόνο μου. —Ώστε δεν κλείσατε μάτι όλη τη νύχτα; —Μόλις κατά τις τέσσερις το πρωί με πήρε ο ύπνος. —Κι ο σύντροφός σας; —Ο Ιταλός άρχισε να ροχαλίζει μόλις έπεσε στο κρεβάτι. —Και δεν έφυγε καθόλου απ' το διαμέρισμα κατά τη διάρκεια της νύχτας; —Όχι κύριε. —Εσείς βγήκατε καθόλου απ’ το διαμέρισμα; —Όχι κύριε. —Μήπως ακούσατε τίποτε απ’ έξω; —Δεν άκουσα τίποτα απολύτως. Τίποτα το ασυνήθιστο, δηλαδή. Επειδή το τρένο ήταν σταματημένο, επικρατούσε άκρα ησυχία. Ο Πουαρό δε μίλησε για λίγη ώρα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
81
—Δε νομίζω, είπε στο τέλος, ότι έχουμε να πούμε τίποτα άλλο. Δεν μπορείτε να μας διαφωτίσετε καθόλου; Δεν έχετε να μας πείτε κάτι που θα μας βοηθούσε; —Δυστυχώς, δεν μπορώ να σας πω τίποτα περισσότερο απ’ αυτά που σας είπα ήδη. Λυπάμαι κύριε. —Απ’ όσα ξέρετε ή έτυχε να υποπέσουν στην αντίληψή σας, φιλονίκησαν ποτέ ο Ράτσετ με τον γραμματέα του; Ψυ χράθηκαν ποτέ οι σχέσεις τους; —Α! Όχι κύριε. Ο κύριος Μακ Κουήν είναι ένας πολύ ευ χάριστος άνθρωπος. —Πού βρισκόσαστε πριν αναλάβετε υπηρεσία κοντά στον κύριο Ράτσετ; —Υπηρετούσα στο σπίτι του σερ Χένρυ Τόμλινσον, στη Γκρόσβενορ Σκουαίαρ. —Γιατί φύγατε από κει; —Έφυγε για την Ανατολική Αφρική και δεν είχε πια ανά γκη των υπηρεσιών μου. Είμαι, όμως, βέβαιος, ότι θα σας πει τα καλύτερα λόγια για μένα, αν τον ρωτήσετε. Έμεινα κοντά του αρκετά χρόνια. —Πότε σας προσέλαβε ο Ράτσετ; —Πριν από εννέα μήνες. —Σας ευχαριστώ πολύ κύριε Μάστερμαν. Αλήθεια, μή πως καπνίζετε πίπα; —Όχι κύριε. Δεν καπνίζω τίποτε άλλο, εκτός από τσι γάρα... σέρτικα. —Σας ευχαριστώ πολύ. Δε θα σας απασχολήσω περισ σότερο. Ο Πουαρό, με τα λόγια του αυτά, του έδωσε να καταλάβει ότι έπρεπε να φύγει. Ο Μάστερμαν κοντοστάθηκε. —Θα ήθελα να με συγχωρήσετε για το θάρρος που παίρνω, αλλά η Αμερικανίδα κυρία βρίσκεται σε κατάσταση μεγάλου εκνευρισμού. Ισχυρίζεται ότι ξέρει τα πάντα για τον δολοφόνο. Βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση. —Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε χαμογελώντας ο Πουαρό, καλά θα κάνουμε να την παρακαλέσουμε να περάσει εκείνη τώρα. —Θέλετε να την ειδοποιήσω κύριε; Γιατί από αρκετή ώρα επιδιώκει να μιλήσει με κάποιον αρμόδιο. Ο συνοδός του τρένου, προσπαθεί να την καλμάρει. —Καλά θα κάνετε τότε να της πείτε να περάσει, είπε ο Πουαρό. Θα ακούσουμε τι θέλει να μας πει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η μαρτυρία της Αμερικανίδας. Όταν η κυρία Χάμτταρντ έφτασε στο βαγκόν-ρεστοράν, ήταν τόσο εκνευρισμένη, που δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη. —Ένα θέλω να ξέρω. Ποιος έχει εξουσία εδώ μέσα; Έχω να καταθέσω πολύ σπουδαία πράγματα... πολύ σπουδαία πράγματι. Θα μιλήσω μόνο σ’ όποιον έχει εξουσία. Αν κά ποιος από εσάς κύριοι... Η ματιά της άρχισε να πέφτει στον καθένα από τους τρεις. Ο Πουαρό έγειρε προς το μέρος της. —Μιλήστε σε μένα, είπε ο Πουαρό. Καθίστε, όμως πρώτα, σας παρακαλώ. Η κυρία Χάμπαρντ έπεσε βαριά στο κάθισμα απέναντι του. —Αυτό που θέλω να σας πω, έχει ως εξής. Έγινε ένας φόνος στο τρένο χθες το βράδυ κι ο δολοφόνος βρισκόταν στο διαμέρισμά μου! Σταμάτησε, για να δώσει δραματική έμφαση στην αποκά λυψή της. —Είστε βέβαιη γι’ αυτά που λέτε, κυρία μου; τη ρώτησε μ’ ευγενικό ύφος ο Πουαρό. —Μα υπάρχει αμφιβολία; Τι ερώτηση είναι αυτή! Ξέρω τι λέω. Ιδού τι συνέβη. Είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι μου και με είχε πάρει ο ύπνος, όταν ξαφνικά ξύπνησα και ένιωσα μέσα στο σκοτάδι πως βρισκόταν ένας άνδρας στο διαμέρισμά μου. Τρομοκρατήθηκα τόσο πολύ που κόπηκε η λαλιά μου. Ήταν αδύνατο να φωνάξω. Έμεινα ακίνητη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμουν. «Έλεος, τώρα θα με σκοτώσει!». Δεν μπορώ να σας περιγράφω την αγωνία μου. Αυτά τα βρο μερά τρένα, σκεφτόμουν, γίνονται τόσα και τόσα εγκλήματα, έχω διαβάσει γι’ αυτά, ξέρετε. Παρηγορήθηκα, ωστόσο, με τη σκέψη, ότι δε θα μπορούσε να κλέψει τα κοσμήματά μου, γιατί τα είχα κρύψει κάτω απ’ το μαξιλάρι μου... δεν είναι και τόσο βολικό αυτό· το μαξιλάρι είναι κάπως σκληρό, καταλα βαίνετε. Τα κοσμήματα όμως, δε σέρνονται από δω κι από
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
83
κει. Τι σας έλεγα; —Πως διαπιστώσατε, κυρία μου, ότι ένας άντρας βρισκό ταν στο διαμέρισμά σας. —Λοιπόν, καθόμουνα με τα μάτια κλειστά και σκεφτό μουν τι έπρεπε να κάνω. Σκεφτόμουνα, πως ευτυχώς που η κόρη μου, δεν ήξερε τι βάσανα περνάω. Ξαφνικά, ανέκτησα την ψυχραιμία μου, ψαχούλεψα στα σκοτεινά και βρήκα το κουμπί. Χτύπησα το κουδούνι για να έρθει ο συνοδός. Το χτύπησα ξανά και ξανά πολλές φορές, αλλά ο συνοδός δεν ερχόταν. Η καρδιά μου πήγαινε να σταματήσει απ’ τον φόβο μου. Για μια στιγμή, φαντάστηκα ότι είχαν δολοφονηθεί όλοι οι επιβάτες του τρένου. Είχαμε σταματήσει εξάλλου κι υπήρχε μια ανησυχητική ησυχία στην ατμόσφαιρα. Δεν ξε κόλλησα το δάχτυλό μου απ’ το κουδούνι, παρά μόνο όταν άκουσα βιαστικά βήματα στον διάδρομο κι ένα χτύπημα στην πόρτα μου! Είπα με όλη τη δύναμη της φωνής μου «περά στε» και άναψα αμέσως τα φώτα. Και δε θα το πιστέψετε, αλλά δεν υπήρχε ψυχή μέσα στο διαμέρισμα! Η κυρία Χάμπαρντ πίστευε πως θα προκαλούσε εντύ πωση με την τελευταία φράση της, κανένας, ωστόσο, δε φά νηκε να συγκινήθηκε ιδιαίτερα. —Και τι έγινε μετά; ρώτησε ο Πουαρό. —Είπα στον συνοδό τι είχε συμβεί, εκείνος, όμως, δεν έδωσε σημασία στα λόγια μου. Όπως φαίνεται, πίστεψε πως όλα όσα του είπα, τα είχε εφεύρει η φαντασία μου. Τον παρακάλεσα να κοιτάξει κάτω απ’ το κάθισμα, μα εκείνος μου απάντησε πως δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει άνθρωπος κάτω από ένα κάθισμα. Ήταν ολοφάνερο πως ο άγνωστος είχε φύγει. Ήμουν βέβαιη πως είχε μπει στο διαμέρισμά μου. Είχα γίνει έξω φρενών με τον συνοδό, που προσπαθούσε να με πείσει ότι τίποτα δεν είχε συμβεί και πως όλα τα είχα φα νταστεί. Σκεφτείτε αναίδεια! Σάμπως είμαι καμιά υστερική γυναίκα. Δεν έχω δίκιο, κύριε... Αλήθεια, πώς σας λένε; —Λέγομαι Πουαρό, κυρία μου. Οι κύριοι είναι: ο κύριος Μπουκ, ο διευθυντής της Εταιρείας Σιδηροδρόμων και ο για τρός κύριος Κωνσταντίνου. Η κυρία Χάμπαρντ κοίταξε αδιάφορα τους τρεις άντρες. —Χαίρω πολύ, είπε με σιγανή φωνή και συνέχισε την αφήγηση των περιπετειών της. Δε φέρθηκα πολύ έξυπνα, αλλά μου είχε μπει η ιδέα πως ο άνθρωπος που βρισκόταν στο διαμέρισμά μου ήταν ο γείτονάς μου, ο κακομοίρης, δη λαδή, που δολοφονήθηκε κι έτσι είπα στον συνοδό να ελέγξει την πόρτα που χωρίζει τα δυο διαμερίσματα. Είμαι βέβαιη
84
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
πως δεν ήταν κλειδωμένη. Το φρόντισα αμέσως. Του είπα να την κλειδώσει καλά κι όταν εκείνος έφυγε, σηκώθηκα κι έβαλα πίσω της μια βαλίτσα, για να εξασφαλιστώ καλύτερα. —Τι ώρα έγιναν όλα αυτά; —Δυστυχώς, δε θα μπορέσω να σας ικανοποιήσω. Ήμουν τόσο αναστατωμένη, που δε μου πέρασε καθόλου η ιδέα να κοιτάξω το ρολόι μου. —Τι συμπέρασμα βγάλατε απ’ όλα αυτά, κυρία Χάμπαρντ; —Μα είναι ολοφάνερο πως ο άνθρωπος που βρισκόταν στο διαμέρισμά μου είναι ο δολοφόνος. Ποιος άλλος θα μπο ρούσε να ήταν; —Και πιστεύετε πως απ’ το δικό σας διαμέρισμα επέ στρεψε στο διπλανό; —Πώς θέλετε να ξέρω που πήγε; Σας είπα ότι δεν άνοιξα ούτε για μια στιγμή τα μάτια μου. —Δεν αποκλείεται, συνεπώς, να άνοιξε την άλλη πόρτα και να βγήκε αθόρυβα στον διάδρομο. —Δεν μπορώ να ξέρω, γιατί δεν μπορούσα να δω τι γινό ταν γύρω μου. Αφού είχα κλειστά τα μάτια μου. Η κυρία Χάμπαρντ αναστέναξε. —Πόσο φοβήθηκα, Θεέ μου! Αν ήξερε η κόρη μου τι τρά βηξα!... —Κυρία Χάμπαρντ, δεν είναι δυνατόν εκείνο που νομί σατε πως ακούσατε, να ήταν ο θόρυβος που έκανε κάποιος από το διπλανό διαμέρισμα; Στο διαμέρισμα, δηλαδή, του δολοφονημένου; —Όχι, όχι. Δεν το πιστεύω κύριε -πώς σας είπαμε;Πουαρό. Ο άνθρωπος βρισκόταν μέσα στο δικό μου διαμέ ρισμα. Μπορώ μάλιστα, να σας το αποδείξω! Με μια θριαμβευτική κίνηση ακούμπησε στο τραπέζι μια μεγάλη τσάντα και άρχισε να ψάχνει στο εσωτερικό της. Έβγαλε δυο μεγάλα καθαρά μαντήλια, ένα ζευγάρι γυαλιά με σκελετό από ταρταρούγα, ένα μπουκαλάκι με ασπιρίνες, ένα πακέτο άλατα μπάνιου, ένα κουτάκι με μέντες, ένα μπρε λόκ με κλειδιά, ένα ψαλίδι, ένα βιβλιάριο επιταγών, τη φωτο γραφία ενός μικρού παιδιού, μερικά γράμματα, πέντε φθηνά κομπολόγια και, στο τέλος, ένα μικρό μεταλλικό αντικείμενο, ένα κουμπί. —Βλέπετε αυτό το κουμπί; είπε η κυρία Χάμπαρντ. Δεν είναι δικό μου. Δεν ανήκει σε κανένα από τα ρούχα μου. Το βρήκα στο διαμέρισμά μου σήμερα το πρωί, όταν σηκώθηκα. Το ακούμπησε στο τραπέζι. Ο Μπουκ που έσκυψε να το
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
85
δει καλύτερα, έμπηξε μια δυνατή φωνή. —Μα αυτό το κουμπί θα έπεσε απ’ τη στολή κάποιου υπαλλήλου του τρένου. —Μπορεί να υπάρχει μια πολύ απλή εξήγηση γι’ αυτό, είπε ο Πουαρό. Στράφηκε και κοίταξε την κυρία Χάμπαρντ. —Το κουμπί αυτό, κυρία μου, μπορεί να έπεσε από τη στολή του συνοδού, όταν του είπατε να ερευνήσει το διαμέ ρισμά σας, είτε όταν έφτιαχνε το κρεβάτι σας. —Δεν μπορώ να καταλάβω, τι πάθατε όλοι σας! φώναξε η Αμερικάνα. Για όλα έχετε αντιρρήσεις. Ακούστε εδώ. Πριν κοιμηθώ χθες το βράδυ, διάβαζα ένα περιοδικό. Προτού σβήσω το φως, το ακούμπησα πάνω σε μια μικρή βαλίτσα που βρισκόταν στο πάτωμα, δίπλα από το παράθυρο. Με προσέχετε; Και οι τρεις έγνεψαν καταφατικά. —Ο συνοδός κοίταξε κάτω απ’ το κάθισμα που ήταν κο ντά στην πόρτα, κατόπιν κλείδωσε τη μεσόπορτα που επι κοινωνεί με το διπλανό διαμέρισμα, αλλά δεν πλησίασε κα θόλου στο παράθυρο. Για εξηγείστε μου τώρα, πως σήμερα το πρωί το κουμπί αυτό βρέθηκε πάνω στο περιοδικό μου. Τι λέτε εσείς, γι’ αυτό; —Αυτό κυρία μου θα το ονόμαζα απόδειξη, αποφάνθηκε ο Πουαρό. Η απάντησή του έδειξε να εξευμενίζει τη γυναίκα. —Δεν ξέρετε πόσο εκνευρίζομαι, είπε η κυρία Χάμπαρντ, όταν δυσπιστούν σ’ αυτά που λέω. —Η κατάθεσή σας ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πο λύτιμη, τη βεβαίωσε χαμογελώντας ο Πουαρό. Μπορώ τώρα να σας υποβάλλω μερικές ερωτήσεις; —Βεβαίως. —Πώς συνέβη, αφού σας είχε εκνευρίσει τόσο πολύ απ’ την πρώτη στιγμή ο Ράτσετ, να μην ασφαλίσετε τη μεσό πορτα ανάμεσα στα διαμερίσματά σας; —Μα το είχα κάνει, απάντησε χωρίς καθυστέρηση η κυ ρία Χάμπαρντ. —Το είχατε κάνει; —Για την ακρίβεια, πρέπει να πω πως είχα ζητήσει απ’ αυτή τη συμπαθέστατη Σουηδέζα κυρία να κοιτάξει αν ήταν κλειδωμένη η μεσόπορτα κι εκείνη μου απάντησε πως ήταν κλειδωμένη. —Γιατί δε φροντίσατε να κοιτάξετε εσείς η ίδια αν ήταν κλειδωμένη κι αρκεστήκατε σ’ ό,τι σας είπε η φίλη σας;
86
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Γιατί είχα ξαπλώσει και το τσαντάκι με τα καλλυντικά μου κρεμόταν απ’ το χερούλι της πόρτας. —Τι ώρα ήταν όταν την παρακαλέσατε να κοιτάξει αν ήταν κλειδωμένη η πόρτα; —Για να θυμηθώ... Θα πρέπει να ήταν δέκα και μισή ή έντεκα παρά τέταρτο, το πολύ. Είχε έρθει να μου ζητήσει μια ασπιρίνη. Της είπα που τις είχα φυλαγμένες και πήρε μία μόνη της. —Δε σηκωθήκατε καθόλου απ’ το κρεβάτι σας; —Όχι. Ξαφνικά η κυρία Χάμπαρντ άρχισε να γελά. —Δεν μπορείτε να φαντασθείτε σε τι χάλια βρισκόταν η καημένη! Και δεν είχε άδικο, γιατί δεν της έφτανε ο πονοκέ φαλος που είχε, αλλά άνοιξε κατά λάθος την πόρτα του δι πλανού διαμερίσματος. —Μπήκε, δηλαδή, στο διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ; —Μάλιστα. Ξέρετε πόσο δύσκολα κυκλοφορεί κανείς σε ένα τρένο εν κινήσει. Εκείνη, λοιπόν, άνοιξε, κατά λάθος, τη δική του πόρτα. Κι αυτό το πλήρωσε πολύ ακριβά. Φαίνεται ότι ο Ράτσετ την πείραξε. Της είπε κάποια προστυχιά. Ότι οι ηλικιωμένες γυναίκες δεν πρέπει να ανοίγουν, ακόμα και κατά λάθος, τις πόρτες δωματίων όπου μένουν άντρες. Η καημένη στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα. «Α, εγώ λάθος», μου είπε στα σπασμένα της αγγλικά. «Ντρέπομαι για το λάθος. Αυτός όχι καλός άνθρωπος». Ο γιατρός δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και γέλασε. Η κυρία Χάμπαρντ τον κοίταξε επιτιμητικά. —Ένας ευγενής κύριος δε θα έλεγε ποτέ τέτοια λόγια σε μια κυρία, τόνισε η Αμερικάνα. Δεν είναι ωραίο να εκμεταλ λεύεσαι την αμηχανία του άλλου. Ο γιατρός προσπάθησε να δικαιολογηθεί. —Μήπως ακούσατε κανένα θόρυβο απ’ το διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ αργότερα; τη ρώτησε ο Πουαρό. —Όχι ακριβώς. —Τι θέλετε να πείτε; —Μα... έκανε μασημένα η κυρία Χάμπαρντ και κοντοστάθηκε. Θέλω πω πως ροχάλιζε. —Α, ώστε ροχάλιζε, ε; —Ναι, ροχάλιζε φοβερά. Την περασμένη νύχτα δε με άφησε να κλείσω μάτι. —Και δεν τον ακούσατε να ροχαλίζει ξανά, αφού τρομά ξατε με τον άνδρα στο διαμέρισμά σας; —Μα πως θα μπορούσα να τον ακούσω, κύριε Πουαρό,
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
87
αφού ήταν νεκρός; —Δίκιο έχετε, παραδέχτηκε ο Πουαρό, δείχνοντας τα ραγμένος. —Θυμάστε την υπόθεση απαγωγής Άρμστρονγκ, κυρία Χάμπαρντ; —Και πολύ καλά μάλιστα. Είναι ασφαλώς ακατανόητο πως κατόρθωσε να απαλλαγεί απ’ την κατηγορία αυτός ο άθλιος εγκληματίας. Δε θα 'θελα να βρισκόμουν στη θέση του, αν έπεφτε στα χέρια μου. —Κι όμως, δεν κατάφερε να γλιτώσει εντέλει. Τώρα είναι νεκρός. Πέθανε χθες τη νύχτα. —Ώστε... έκανε η κυρία Χάμπαρντ και ανασηκώθηκε απ’ το κάθισμά της γεμάτη συγκίνηση. —Ακριβώς, αυτό ήθελα να σας πω. Ο Ράτσετ ήταν ο απαγωγέας. —Αλήθεια; Πρέπει να γράψω τα νέα αμέσως στην κόρη μου. Δε σας είχα πει από χθες ότι δε μου άρεσε καθόλου το πρόσωπο αυτού του ανθρώπου; Είχα δίκιο. Η κόρη μου όλο λέει: «Όταν η μαμά έχει μια διαίσθηση, ποτέ δεν πέφτει έξω». —Μήπως γνωρίζατε, κυρία Χάμπαρντ, κανένα από τα μέλη της οικογένειας Άρμστρονγκ; ρώτησε ο Πουαρό. —Όχι. Τα μέλη της οικογένειας των Άρμστρονγκ κινού νται σε ένα πολύ στενό κύκλο. Ακούγεται όμως ότι η κυρία Αρμστρονγκ ήταν μια εξαιρετική γυναίκα και ότι ο άνδρας της τη λάτρευε. —Κυρία Χάμπαρντ, σας ευχαριστώ πολύ για τη συν δρομή σας. Μας βοηθήσατε ιδιαίτερα. Θα μπορούσατε τώρα να μου πείτε ολόκληρο το όνομά σας; —Ονομάζομαι Καρολίνα Μάρθα Χάμπαρντ. —Μπορείτε να γράψετε σ’ αυτό το χαρτί τη διεύθυνσή σας; Η κυρία Χάμπαρντ την έγραψε χωρίς να πάψει τη φλυα ρία της. —Ακόμα δεν το χωράει το μυαλό μου. Ακούς εκεί! Ο Κασσέτι να είναι στο τρένο! Πόσο δίκιο είχα, κύριε Πουαρό, που δε μου άρεσε απ’ την αρχή αυτός ο άνθρωπος... —Πραγματικά, κυρία μου. Δε μου λέτε, κάτι άλλο κυρία Χάμπαρντ, μήπως έχετε μια πορφυρή μεταξωτή ρόμπα; —Τι παράξενη ερώτηση είναι αυτή! Δεν έχω καμιά πορ φυρή μεταξωτή ρόμπα. Έχω μια μάλλινη ροζ ρόμπα, κατάλ ληλη για ταξίδια και μια άλλη, που μου χάρισε η κόρη μου, που είναι από ντόπιο βυσσινί μεταξωτό. Γιατί, όμως, ενδια φέρεστε τόσο πολύ για τις ρόμπες μου;
88
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Θα σας πω αμέσως. Κάποια κυρία που φορούσε ένα κόκκινο κιμονό, μπήκε χθες τη νύχτα στο διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ ή στο δικό σας. Όπως, όμως, πολύ σωστά είπατε προ ολίγου, δεν είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς ποιο είναι το διαμέρισμα που μπήκε ένας άνθρωπος, όταν όλες οι πόρτες του διαδρόμου είναι κλειστές. —Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν μπήκε καμιά γυ ναίκα στο διαμέρισμά μου που να φορούσε μια κόκκινη ρό μπα ή κιμονό, όπως λέτε. —Τότε πρέπει να μπήκε στο διαμέρισμα του κυρίου Ρά τσετ. —Δε θα μου φαινόταν καθόλου παράξενο, ψιθύρισε η γυναίκα. Ο Πουαρό έγειρε προς το μέρος της κυρίας Χάμπαρντ. —Ακούσατε, λοιπόν, μια γυναικεία φωνή από το διπλανό διαμέρισμα; —Δεν ξέρω πως κατορθώσατε και το μαντέψατε, κύριε Πουαρό. Δεν μπορώ να το καταλάβω, μα την αλήθεια. Ναι, άκουσα μια γυναικεία φωνή. —Όταν όμως, μόλις τώρα, σας ρώτησα αν ακούσατε κάτι απ’ το διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ, μου απαντήσατε ότι ακούσατε μόνο το ροχαλητό του. —Δίκιο έχετε. Δε ροχάλιζε όμως διαρκώς. Όσο για το άλλο ζήτημα... Σταμάτησε απότομα κι έγινε κατακόκκινη. —Δεν είναι σωστό να συνεχίσω... —Τι ώρα ήταν περίπου όταν ακούσατε τη γυναικεία φωνή; —Δεν μπορώ να πω. Ξύπνησα για μερικά λεπτά και άκουσα μια γυναίκα να μιλάει. Ήταν ολοφάνερο που βρισκό ταν. Σκέφτηκα, λοιπόν, «να τι είδους άνθρωπος είναι αυτός ο Ράτσετ! Δε θα μου φανεί παράξενο οτιδήποτε κι αν μάθω για το άτομό του». Ξανακοιμήθηκα, λοιπόν, με ήρεμη τη συνεί δησή μου. Να είστε βέβαιοι, κύριοι, πως δε θα ανέφερα τί ποτα απολύτως και μάλιστα σε τρεις ξένους ανθρώπους, αν δε με υποχρεώνατε να μιλήσω. —Αυτό έγινε πριν σας φοβίσει ο άνθρωπος που μπήκε στο διαμέρισμά σας ή μετά; —Μα τι ερωτήσεις είν’ αυτές που κάνετε; Θα μπορούσε να μιλήσει ένας νεκρός; —Με συγχωρείτε για την ερώτηση, κυρία μου. Θα νομί σετε, ασφαλώς, ότι έχετε να κάνετε με έναν ηλίθιο... —Καταλαβαίνω ότι είστε κάπως συγχυσμένος απ’ αυτή
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
89
την υπόθεση. Δεν μπορώ να το χωνέψω ακόμα, ότι βρισκό μουν κοντά σ’ αυτό το φοβερό τέρας που λεγόταν Κασσέτι. Αν βρισκόταν εδώ η κόρη μου... Ο ΓΙουαρό βοήθησε τη συνομιλήτριά του να ξαναβάλει τα μικροαντικείμενα στην τσάντα της και, όταν σηκώθηκε να φύγει, τη συνοδέυσε ως την πόρτα. Την τελευταία μόνο στιγμή, της είπε: —Κυρία μου, σας έπεσε το μαντήλι σας. Η κυρία Χάμπαρντ κοίταξε με περιέργεια το μικρό κομ μάτι υφάσματος που ο Πουαρό κρατούσε στο χέρι του. —Δεν είναι δικό μου το μαντήλι αυτό, απάντησε. Το δικό μου βρίσκεται μέσα στην τσάντα μου. —Με συγχωρείτε. Αλλά σκέφτηκα ότι επειδή υπάρχει το αρχικό X πάνω στο μαντήλι... —Πολύ περίεργη σύμπτωση, αλλά δεν είναι δικό μου. Στα δικά μου μαντήλια είναι κεντημένα τα αρχικά Κ.Μ.Χ. Εξάλλου, είναι πρακτικά μαντίλια, δεν είναι φτιαγμένα από τόσο ακριβό ύφασμα. Τι παραπάνω χρειάζεται μια ανθρώ πινη μύτη; Καθώς κανείς απ’ τους τρεις άνδρες δεν μπόρεσε να της δώσει μια ικανοποιητική απάντηση, η κυρία Χάμπαρντ έφυγε μ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η μαρτυρία της Σουηδέζας. Ο κύριος Μπουκ έπαιζε με το κουμπί που είχε αφήσει πίσω της η κυρία Χάμπαρντ. —Πολύ με απασχολεί το κουμπί αυτό, είπε. Δεν μπορώ να καταλάβω. Μήπως σημαίνει πως κατά κάποιο τρόπο είναι ανακατεμένος και ο Πιερ Μισέλ, ο συνοδός; Καθώς ο Πουαρό δεν του έδωσε καμιά απάντηση, ο Μπουκ συνέχισε: —Τι λέτε εσείς, φίλε μου; —Το κουμπί αυτό, ανοίγει πολλές εκδοχές, είπε συλλογι σμένος ο Πουαρό. Ας ανακρίνουμε όμως πρώτα τη Σουηδή κυρία και μετά, ίσως μπορέσουμε να συζητήσουμε με όλη μας την ησυχία, την κατάθεση της κυρίας Χάμπαρντ. Έψαξε στα διαβατήρια που είχε μπροστά του και πρόσθεσε: —Να το διαβατήριο. Γκρέτα Όλσον, ηλικίας σαράντα εν νέα ετών. Ο Μπουκ έδωσε τη σχετική εντολή σ' έναν σερβιτόρο και ύστερα από λίγα λεπτά εμφανίστηκε μπροστά τους η κυρία με τον γκριζοκίτρινο κότσο και το μακρύ ανέκφραστο πρό σωπο. Κοίταξε με τα χοντρά μυωπικά της γυαλιά τον Πουαρό και ήταν πολύ ήρεμη. Μιλούσε απταίστως τα γαλλικά και έτσι η συνομιλία έγινε στη γλώσσα αυτή. Ο Πουαρό της έκανε στην αρχή μερικές ερωτήσεις για το όνομά της, την ηλικία της και τη διεύθυνσή της, μολονότι τα γνώριζε όλ' αυτά. Τη ρώτησε κατόπιν ποιο ήταν το επάγγελμά της. Του είπε πως εργαζόταν σε μια σχολή ιεραποστόλων κο ντά στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν επίσης διπλωματούχος νοσοκόμα. —Γνωρίζετε ασφαλώς τι συνέβη χθες το βράδυ μέσα στο τρένο, δεσποινίς; —Το πληροφορήθηκα. Είναι τρομερό. Η Αμερικανίδα κυ ρία μου είπε, πως ο δολοφόνος είχε εισχωρήσει στο διαμέρι
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
91
σμά της. —Είναι αλήθεια, δεσποινίς Όλσον, ότι εσείς είσαστε εκείνη που είδε για τελευταία φορά ζωντανό τον κύριο Ράτσετ; —Δεν ξέρω αν εγώ τον είδα τελευταία, πάντως, δεν απο κλείεται. Άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος του κατά λά θος. Δεν ξέρετε πόσο ντράπηκα για το λάθος μου. Ήταν το χειρότερο λάθος που θα μπορούσα να διαπράξω. —Τον είδατε, λοιπόν; —Μάλιστα. Διάβαζε ένα βιβλίο. Του ζήτησα αμέσως συγ γνώμη και αποτραβήχτηκα. —Σας είπε τίποτα; Τα ευτραφή μάγουλα της γυναίκας κατακοκκίνισαν. —Γέλασε βλέποντάς με και μου είπε μερικά λόγια. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα καλά τι εννοούσε... —Και τι κάνατε μετά απ’ αυτό, δεσποινίς; ρώτησε ο Πουαρό για να τη βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση. —Πήγα στο διαμέρισμα της Αμερικανίδας κυρίας, της κυ ρίας Χάμπαρντ και την παρακάλεσα να μου δώσει μερικές ασπιρίνες. —Μήπως σας ζήτησε να εξακριβώσετε αν η πόρτα που επικοινωνούσε με το διπλανό διαμέρισμα ήταν κλειδωμένη; Με το διαμέρισμα, δηλαδή, που έμενε ο κύριος Ράτσετ. —Ναι. —Ήταν κλειδωμένη; —Ναι, ήταν. —Μετά τι έγινε; —Κατόπιν πήγα στο διαμέρισμά μου, πήρα μια ασπιρίνη και ξάπλωσα. —Τι ώρα, περίπου, έγιναν όλ’ αυτά; —Όταν ξάπλωσα ήταν έντεκα παρά πέντε. Το ξέρω γιατί κούρδισα την ώρα εκείνη το ρολόι μου. —Κοιμηθήκατε αμέσως; —Όχι, δεν κοιμήθηκα αμέσως. Μου πέρασε ο πονοκέφα λος, έμεινα όμως άγρυπνη αρκετή ώρα. —Το τρένο είχε σταματήσει πριν αποκοιμηθείτε; —Δε νομίζω. Σταματήσαμε, θαρρώ, σε κάποιο σταθμό την ώρα που άρχιζε να με παίρνει ο ύπνος. —Θα μιλάτε, ασφαλώς, για το Βίνκοβτσι. Μπορείτε να μου πείτε τώρα, αν είναι αυτό το διαμέρισμά σας; τη ρώτησε ο Πουαρό, δείχνοντας ένα σημείο πάνω στο σχεδιάγραμμα. —Μάλιστα, αυτό είναι. —Πλαγιάζατε στην επάνω ή στην κάτω κουκέτα;
92
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Στην κάτω κουκέτα- τη νούμερο 10. —Έχετε σύντροφο στο διαμέρισμά σας; —Ναι. Μια νεαρή Αγγλίδα. Πολύ καλή και ευγενική κο πέλα. Ταξιδεύει από τη Βαγδάτη. —Βγήκε καθόλου απ’ το διαμέρισμά σας, αφού ξεκινή σαμε απ’ το Βίνκοβτσι; —Όχι, είμαι σίγουρη γι' αυτό. —Πώς μπορείτε να μιλάτε με τόση βεβαιότητα και να υποστηρίζετε ότι δεν έφυγε ούτε μια στιγμή αφού κοιμόσα σταν; —Κοιμάμαι πολύ ελαφρά. Ξυπνώ με τον παραμικρό θό ρυβο. Είμαι βέβαιη πως αν κατέβαινε απ’ την επάνω κου κέτα, ο θόρυβος που θα έκανε θα με ξυπνούσε. —Εσείς βγήκατε καθόλου τη νύχτα από το διαμέρισμά σας; —Όχι, μέχρι το πρωί. —Μήπως έχετε ένα πορφυρό κιμονό, δεσποινίς; —Όχι. Έχω μια πολύ ζεστή μάλλινη ρόμπα. —Και η Αγγλίδα που μοιράζεστε το διαμέρισμα; Η δε σποινίς Ντέμπενχαμ; Τι χρώμα είναι η ρόμπα της; —Είναι μια μοβ κελεμπία. Απ’ αυτό το ύφασμα που συ νηθίζεται στην Ανατολή. Ο Πουαρό έγνεψε και τη ρώτησε φιλικά: —Γιατί κάνετε αυτό το ταξίδι; Έχετε πάρει άδεια; —Πηγαίνω στην πατρίδα μου για τις διακοπές. Θα πε ράσω, όμως, πρώτα απ’ τη Λοζάννη, όπου μένει μια αδελφή μου. Σκοπεύω να μείνω εκεί μια περίπου βδομάδα. —Θα είχατε την καλοσύνη να μου γράψετε σε ένα χαρτί το όνομα της αδελφής σας και τη διεύθυνσή της στη Λο ζάννη; —Πολύ ευχαρίστως. Η Σουηδέζα πήρε το μολύβι και το χαρτί που της έδωσε ο Πουαρό και έγραψε το όνομα και τη διεύθυνση της αδελφής της. —Πήγατε ποτέ στην Αμερική, δεσποινίς; —Όχι. Μια φορά, λίγο έλειψε να πάω με μια ανάπηρη κυρία, το ταξίδι μας όμως ματαιώθηκε την τελευταία στιγμή. Λυπήθηκα πάρα πολύ. Οι Αμερικανοί είναι πολύ καλοί άν θρωποι. Δίνουν πολλά χρήματα για να ιδρύσουν σχολεία και νοσοκομεία. Μου αρέσει που είναι πρακτικοί και προσγειω μένοι. —Μήπως έτυχε ποτέ ν’ ακούσετε να γίνεται λόγος για την υπόθεση απαγωγής Άρμστρονγκ;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
93
—Όχι. Τι υπόθεση είναι αυτή; Ο Πουαρό της τη διηγήθηκε με λίγα λόγια. Η Γκρέτα Όλσον αγανάκτησε όταν την άκουσε. Ο γκριζοκίτρινος κότσος της αναστατώθηκε. —Ώστε υπάρχουν στον κόσμο τόσο κακοί άνθρωποι! Εί ναι πραγματικά μια δοκιμή για την πίστη στον Θεό. Φαντασθείτε τον πόνο της μάνας! Η καρδιά μου σκίζεται. Η καλόκαρδη Σουηδέζα, με δάκρυα στα μάτια, έφυγε απ' το βαγκόν-ρεστοράν. Ο Πουαρό, στο μεταξύ, άρχισε να γράφει βιαστικά σε ένα χαρτί. —Τι σημειώνετε, αγαπητέ μου φίλε; τον ρώτησε ο κύριος Μπουκ. —Αγαπητέ μου φίλε, η μεθοδικότητα και η τάξη αποτε λούν συνήθειά μου. Καταστρώνω ένα μικρό χρονολογικό πίνακα των γεγονότων. Τελείωσε το γράψιμό του κι ύστερα έδωσε το χαρτί στον φίλο του. Ο Μπουκ διάβασε. Το τρένο ξεκίνησε απ’ το Βελιγράδι. Ο καμαριέρης έφυγε απ’ το διαμέρισμα του Ράτσετ αφού του άφησε το υπνωτικό του. 10:00', περίπου. Ο Μακ Κουήν έφυγε απ’ το διαμέρισμα του Ράτσετ. 10:40', περίπου. Η Γκρέτα Όλσον βλέπει τον Ράτσετ (τελευ ταία φορά που τον είδαν ζωντανό). Σημ.: Ήταν ξύπνιος και διάβαζε ένα βιβλίο. Το τρένο αναχωρεί από το Βίνκοβτσι 0 : 10 '. (καθυστερημένο). Το τρένο πέφτει σε χιονοθύελλα. 0:30'. Το κουδούνι του Ράτσετ χτυπάει. Ο συνο 0:37'. δός ανταποκρίνεται. Ο Ράτσετ του απά ντησε: «Ce n’est rien. Je me suis trompe®.» 1:17', περίπου. Η κυρία Χάμπαρντ νομίζει πως ένας άνδρας βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμά της. Καλεί τον συνοδό. 9:15'. 9:40', περίπου.
Ο Μπουκ κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση. —Ωραία εκθέτετε τα πράγματα, είπε. —Δε σας φαίνεται τίποτα παράξενο στον πίνακα αυτό; —Όχι. Όλα μου φαίνονται τόσο ξεκάθαρα και πέρα από8 8Δε συμβαίνει τίποτε. Έκανα λάθος. (Σ.τ.Μ.)
94
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
κάθε αμφισβήτηση. Απ’ όλα αυτά διαφαίνεται ότι το έγκλημα πρέπει να διαπράχθηκε κατά τη μία και τέταρτο το πρωί. Οι δείχτες του σταματημένου ρολογιού μάς υποδεικνύουν την ώρα. Και όσα μας διηγήθηκε η κυρία Χάμπαρντ, συμφωνούν απόλυτα με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας. Για να ελαφρώσω τη συνείδησή μου, θα μου επιτρέψετε να κάνω μια υπόθεση για την ταυτότητα του δολοφόνου. Έχω την εντύπωση πως είναι εκείνος ο Ιταλός. Ήρθε απ' τις Ηνωμέ νες Πολιτείες, από το Σικάγο συγκεκριμένα. Δεν πρέπει να λησμονείτε ότι σκότωσαν με πολλές μαχαιριές τον Ράτσετ και ότι το όπλο των Ιταλών είναι συνήθως το μαχαίρι. —Δίκιο έχετε, φίλε μου. —Δεν πρέπει, λοιπόν, να αμφιβάλλουμε. Βρήκαμε τη λύση του μυστηρίου. Ασφαλώς, ο Ιταλός κι ο Ράτσετ ήταν ανακατεμένοι στην υπόθεση της απαγωγής. Το όνομα Κασσέτι είναι ιταλικό. Φαίνεται ότι κάποια απάτη έκανε εις βάρος του άλλου Ιταλού ο Ράτσετ. Ο Ιταλός ανακάλυψε τα ίχνη του, του έστειλε πρώτα μερικά προειδοποιητικά γράμματα και κατόπιν τον εκδικήθηκε με τον πιο κτηνώδη τρόπο. Είναι απλούστατο. Ο Πουαρό κούνησε με δυσπιστία το κεφάλι του. —Πολύ φοβάμαι πως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, μουρμούρισε. —Εγώ τουλάχιστον είμαι πεπεισμένος πως αυτή είναι η αλήθεια, επέμεινε ο Μπουκ, που άρχιζε να πείθεται με αυτή την εκδοχή. —Καλά όλα αυτά που λέτε, αλλά ξεχνάτε τον υπηρέτη που τον είχε πιάσει πονόδοντος και που υποστηρίζει πως ο Ιταλός δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από το διαμέρισμά του. —Ε, ναι, παραδέχομαι πως στο σημείο αυτό τα πράγ ματα παρουσιάζουν μια δυσκολία. Ο Πουαρό χαμογέλασε. —Πολύ δυσάρεστη λεπτομέρεια. Καταρρίπτει την εκδοχή σας. Ο Ιταλός στάθηκε εξαιρετικά τυχερός που ο υπηρέτης του Ράτσετ δεν μπορούσε να κλείσει μάτι από τον πονόδο ντο. —Είμαι βέβαιος πως θα βρεθεί κάποια εξήγηση στο τέ λος, τόνισε με βεβαιότητα ο Μπουκ. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Όχι, μουρμούρισε ξανά, δε νομίζω να είναι τόσο απλά τα πράγματα, να είσαι σίγουρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Η μαρτυρία της ττριγκίπισσας. —Ας φωνάξουμε πάλι τον Πιερ Μισέλ, να δούμε ποια εξήγηση θα μας δώσει για το κουμπί, είπε λίγο αργότερα ο Πουαρό. Ύστερα από μερικά λεπτά, ο συνοδός ξαναβρέθηκε μπροστά τους και, απόλυτα δικαιολογημένα, κοίταξε με πε ριέργεια τους τρεις άνδρες. Ο Μπουκ ξερόβηξε. —Μισέλ, άρχισε με σοβαρό ύφος, έχω στα χέρια μου ένα κουμπί που έπεσε από τη στολή σου. Βρέθηκε στο διαμέρι σμα της Αμερικανίδας κυρίας. Τι έχεις να πεις; Ο συνοδός ασυναίσθητα άρχισε να ψηλαφίζει το σακάκι της στολής του. —Δε μου λείπει κανένα κουμπί, απάντησε. Ασφαλώς θα κάνετε κάποιο λάθος. —Αυτό μου φαίνεται πολύ περίεργο. —Δεν ξέρω κι εγώ τι να σας πω, κύριε. Ο συνοδός φαινόταν κατάπληκτος, αλλά το ύφος του δεν πρόδιδε άνθρωπο που ήταν ένοχος. Ο Μπουκ, ωστόσο, δεν κατέθεσε τα όπλα. —Το κουμπί αυτό είναι φανερό πως το έχασε ο άνθρω πος που βρισκόταν στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ, όταν εκείνη χτύπησε το κουδούνι και σε κάλεσε. —Μα, κύριε, δεν υπήρχε κανένας μέσα στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ. Θα έπεσε θύμα της φαντασίας της. —Κι όμως, δεν έπεσε θύμα της φαντασίας της, όπως υποστηρίζεις, Μισέλ. Ο δολοφόνος του κυρίου Ράτσετ πέ ρασε μέσα απ’ το διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ και κα θώς περνούσε του έπεσε το κουμπί. Μόνο τότε κατάλαβε ο Πιερ Μισέλ σε τι απέβλεπε ο προϊστάμενός του και αναψοκοκκίνισε. —Δεν είναι αλήθεια, κύριε! φώναξε. Δεν είναι αλήθεια! Θέλετε να με κατηγορήσετε για το έγκλημα. Εγώ να κάνω τέτοιο πράγμα; Είμαι αθώος! Είμαι εντελώς αθώος! Γιατί να θελήσω να δολοφονήσω έναν άνθρωπο που τον έβλεπα
96
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
πρώτη φορά στη ζωή μου; —Πού ήσουν όταν χτύπησε το κουδούνι της κυρίας Χάμπαρντ; —Σας είπα, κύριε. Βρισκόμουν στο διπλανό όχημα και κουβέντιαζα με τον συνάδελφό μου. —Θα τον καλέσω εδώ, να δούμε τι έχει να μας πει. —Σας θερμοπαρακαλώ, κύριε, να τον καλέσετε. Σε λίγο ήρθε ο συνοδός του άλλου οχήματος και επιβε βαίωσε αμέσως τα λεγάμενα του Πιερ Μισέλ. Πρόσθεσε μά λιστα πως είχε πάει να κουβεντιάσει μαζί τους κι ο συνοδός του οχήματος που είχε προσκολληθεί από το Βουκουρέστι. Οι τρεις τους είχαν συζητήσει για τα προβλήματα που είχε δημιουργήσει το φράξιμο της γραμμής από τα χιόνια. Μιλού σαν περί τα δέκα λεπτά, όταν ο Μισέλ νόμισε πως είχε ακούσει να χτυπά ένα κουδούνι. Καθώς άνοιξε την πόρτα, που ένωνε τα δυο οχήματα, άκουσαν και οι τρεις το κουδούνι που χτυπούσε ακατάπαυστα. Ο Μισέλ τότε έτρεξε να δει ποιος τον καλούσε. —Όπως, λοιπόν, βλέπετε κύριε, φώναξε αλαφιασμένος ο Μισέλ, είμαι ολότελα αθώος. Δε σας είπα ψέματα. —Πώς εξηγείς, λοιπόν την ύπαρξη του κουμπιού αυτού στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ; —Δεν μπορώ να δώσω καμιά εξήγηση, γιατί αποτελεί μυστήριο και για μένα, κύριε. Όπως βλέπετε κι εσείς, δε λεί πει κανένα κουμπί απ’ τη στολή μου. Και οι δυο άλλοι συνοδοί δήλωσαν πως δεν έλειπε κα νένα κουμπί από τη στολή τους και πρόσθεσαν, πως δεν είχαν μπει καθόλου στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ. —Ησύχασε, Μισέλ, είπε ο κύριος Μπουκ. Προσπάθησε τώρα να θυμηθείς καλά τι έγινε την περασμένη νύχτα. Όταν έτρεξες στον διάδρομο να δεις ποιος χτυπούσε το κουδούνι της κυρίας Χάμπαρντ, συνάντησες κανέναν; —Όχι, δε συνάντησα κανέναν, κύριε. —Μήπως είδες να απομακρύνεται κάποιος από την άλλη πλευρά του διαδρόμου; —Όχι, δεν είδα κανέναν. —Πολύ παράξενο, είπε ο κύριος Μπουκ. —Δεν είναι και τόσο παράξενο, παρατήρησε ο Πουαρό. Είναι απλούστατα ζήτημα χρόνου. Η κυρία Χάμπαρντ, όταν ξύπνησε, διαπίστωσε πως κάποιος βρισκόταν στο διαμέρι σμά της. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε σαν παράλυτη από τον φόβο στο κρεβάτι της και δεν άνοιξε καθόλου τα μάτια της. Κατά πάσα πιθανότητα, εκείνη τη στιγμή ο άγνωστος
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
97
βρήκε την ευκαιρία, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον διά δρομο. Τότε μόνο συνήλθε η κυρία Χάμπαρντ κι άρχισε να χτυπά το κουδούνι. Ο συνοδός όμως, άργησε να εμφανισθεί. Μόνο όταν χτύπησε τρεις ή τέσσερις φορές άκουσε ο Μισέλ το κουδούνι. Κατά τη γνώμη μου, υπήρχε επαρκές χρονικό διάστημα για να μπορέσει... —Να πάει πού; Μην ξεχνάτε, αγαπητέ μου, πως το τρένο περιβάλλεται από μεγάλους όγκους χιονιού. —Ο δολοφόνος είχε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους που ήταν ανοιχτοί, είπε αργά ο Πουαρό. Μπορούσε να καταφύγει σε κάποια απ’ τις τουαλέτες ή να χωθεί σε ένα δια μέρισμα. —Μα όλα τα διαμερίσματα είναι κατειλημμένα. —Δεν υποστηρίζω το αντίθετο. —Λέτε με άλλα λόγια ότι ο δολοφόνος μπορούσε να καταφύγει στο δικό του διαμέρισμα. Ο Πουαρό έγνεψε καταφατικά, χωρίς να μιλήσει. —Συμφωνούν όλ’ αυτά τόσο πολύ, είπε με σιγανή φωνή ο κύριος Μπουκ. Στο διάστημα των δέκα λεπτών που απού σιασε ο συνοδός, ο δολοφόνος βγήκε από το διαμέρισμά του, μπήκε στο διαμέρισμα του Ράτσετ, τον σκότωσε, κλεί δωσε και αμπάρωσε από μέσα την πόρτα και αφού πέρασε απ’ το διαμέρισμα της Χάμπαρντ, επέστρεψε στο δικό του, εν πλήρη ασφαλεία. Κι όλα αυτά, λίγα μόλις δευτερόλεπτα πριν φτάσει ο συνοδός. —Σας επαναλαμβάνω, φίλε μου, ότι δεν είναι τόσο απλό το πρόβλημα που μας απασχολεί, μουρμούρισε ο Πουαρό. Μπορεί να σας επιβεβαιώσει τα λόγια μου και ο φίλος μου ο γιατρός. Με μια κίνηση του χεριού του, ο Μπουκ έδωσε στους τρεις συνοδούς να καταλάβουν πως μπορούσαν να απο συρθούν. —Έχουμε ακόμα να μιλήσουμε με οκτώ επιβάτες, είπε ο Πουαρό. Πέντε επιβάτες της πρώτης θέσης, την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, το ζεύγος Αντρένυϊ, τον συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ και τον κύριο Χάρντμαν. Τρεις επιβάτες δεύτερης θέσης, τη δεσποινίδα Ντέμπενχαμ, τον Αντόνιο Φοσκαρέλλι και την καμαριέρα, τη φροϋλάιν Σμιντ. —Ποιόν σκοπεύετε να καλέσετε πρώτα; Τον Ιταλό; —Τα έχεις βάλει για τα καλά μ’ αυτόν τον άνθρωπο! Όχι, θα αρχίσουμε από την κορυφή. Ίσως μπορέσει να μας αφιε ρώσει μερικές στιγμές η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ. Μισέλ, σε παρακαλώ, ειδοποίησέ τη να έρθει.
98
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Πολύ ευχαρίστως, είπε ο Μισέλ που δεν είχε ακόμα προλάβει να φύγει. —Να πεις στην πριγκίπισσα πως είμαστε πρόθυμοι να πάμε εμείς στο διαμέρισμά της, αν δε θέλει εκείνη να υπο βληθεί στον κόπο να έρθει εδώ, είπε ο Μπουκ. Η πριγκίπισσα προτίμησε το δεύτερο και ύστερα από με ρικά λεπτά εμφανίσθηκε. Κούνησε το κεφάλι της με χάρη και κάθισε απέναντι απ' τον Πουαρό. Το μικροσκοπικό ρυτιδωμένο πρόσωπό της ήταν ακόμη πιο κίτρινο από ό,τι την προηγουμένη. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία ότι ήταν εξαιρετικά άσχημη, τα μάτια της όμως άστραφταν σαν δυο διαμάντια -τα μάτια αυτά ήταν σκοτεινά και αυταρχικά και αποκάλυπταν μια κρυμμένη ενεργητικό τητα, μια πνευματική δύναμη που γινόταν αμέσως αντιληπτή. Η φωνή της ήταν βαθιά, μεταλλική, πολύ εύηχη. Δεν επέτρεψε στον κύριο Μπουκ να της ζητήσει συγνώμη για την ενόχληση στην οποία την υπέβαλαν. —Δεν είναι απαραίτητο να ζητήσετε συγνώμη, κύριοι, είπε. Πληροφορήθηκα ότι διαπράχθηκε ένα έγκλημα. Φυσικό είναι, λοιπόν, να θέλετε να ανακρίνετε όλους τους επιβάτες. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση, θα σας βοηθήσω όσο μπορώ. —Είστε πολύ υποχρεωτική, κυρία μου, είπε ο Πουαρό. —Καθόλου. Καθήκον μου θεωρώ να σας βοηθήσω. Τι ακριβώς επιθυμείτε να μάθετε; —Θα ήθελα πρώτα απ’ όλα, να μας πείτε το όνομά σας και τη διεύθυνσή σας. Μήπως προτιμάτε να τα γράψετε σε ένα χαρτί; Ο Πουαρό της έδωσε μια κόλλα χαρτιού κι ένα μολύβι. Η πριγκίπισσα όμως τα παραμέρισε με μια κίνηση του χεριού της. —Μπορώ να σας τα υπαγορεύσω. Δεν υπάρχει καμιά δυσκολία. Ονομάζομαι Ναταλία Ντραγκομίρωφ και μένω στον αριθμό 17 της λεωφόρου Κλεμπέρ στο Παρίσι. —Επιστρέφετε στη Γαλλία ύστερα από ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη; —Μάλιστα. Έμεινα στην αυστριακή πρεσβεία. Με συνο δεύει η καμαριέρα μου. —Θα είχατε την καλοσύνη να μου αφηγηθείτε λεπτομε ρώς τι κάνατε χθες βράδυ μετά το δείπνο; —Πολύ ευχαρίστως. Έδωσα οδηγίες στον συνοδό να ετοιμάσει το κρεβάτι μου ενώ έτρωγα. Αποσύρθηκα στο δια μέρισμά μου αμέσως μετά το φαγητό και ξάπλωσα. Διάβασα ως τις έντεκα περίπου και κατόπιν έσβησα το φως. Δεν μπό
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
99
ρεσα όμως να κοιμηθώ αμέσως. Υποφέρω από ρευματι σμούς και πονούσα. Κατά τη μία παρά τέταρτο χτύπησα το κουδούνι για να ειδοποιήσουν την καμαριέρα μου να έρθει. Μου έκανε λίγο μασάζ και κατόπιν άρχισε να μου διαβάζει μέχρι να κοιμηθώ. Δεν μπορώ να σας πω με βεβαιότητα τι ώρα έφυγε από το διαμέρισμά μου. Ίσως να έφυγε μισή ώρα αφού ήρθε, ίσως και αργότερα. —Το τρένο είχε σταματήσει τότε; —Μάλιστα, είχε σταματήσει. —Και δεν ακούσατε τίποτα, κάτι το ασυνήθιστο, που να σας έκανε εντύπωση την ώρα εκείνη; —Όχι, δεν άκουσα τίποτα απολύτως. —Πώς λέγεται η καμαριέρα σας; —Χίλντεγκαρντ Σμιντ. —Πόσο καιρό την έχετε κοντά σας; —Δεκαπέντε χρόνια. —Της έχετε εμπιστοσύνη; —Απόλυτα. Η οικογένειά της κατοικεί σ’ ένα κτήμα που είχε ο μακαρίτης ο σύζυγός μου στη Γερμανία. —Έχετε πάει ποτέ στην Αμερική; Η απότομη αλλαγή θέματος, ξάφνιασε την πριγκίπισσα. Κοίταξε τον Πουαρό με απορία. —Ναι! Έχω πάει πολλές φορές. —Μήπως σχετιστήκατε εκεί με κάποια οικογένεια Άρμστρονγκ, μια οικογένεια που τη χτύπησε μια μεγάλη τρα γωδία; Η πριγκίπισσα συγκινήθηκε ακούγοντας την ερώτηση του Πουαρό και απάντησε ταραγμένη. —Κύριε Πουαρό, μιλάτε για φίλους μου. —Γνωρίζατε, λοιπόν, πολύ καλά τον συνταγματάρχη Άρμστρονγκ; —Τον συνταγματάρχη τον γνώριζα ελάχιστα, η γυναίκα του όμως, η Σόνια Άρμστρονγκ, ήταν βαφτισιμιό μου. Οι σχέσεις μου με τη μητέρα της, την ηθοποιό Λίντα Άρντεν ήταν πολύ φιλικές. Η Λίντα Άρντεν ήταν εξαιρετική καλλιτέχνιδα, η μεγαλύτερη τραγωδός του κόσμου. Στον ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ, ή σαν Μάγδα ήταν ανυπέρβλητη. Καμιά σύγχρονή ηθοποιός δε θα μπορέσει να τη φτάσει ποτέ. Δεν ήμουν, όμως, μόνο θαυμάστριά της, αλλά και στενή φίλη της. —Έχει πεθάνει; —Όχι. Ζει αποτραβηγμένη τελείως απ’ τον κόσμο. Η κα τάσταση της υγείας της δεν είναι τόσο καλή και γι’ αυτό τον περισσότερο καιρό μένει ξαπλωμένη.
100
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Νομίζω ότι είχε και μια δεύτερη κόρη; —Ναι, πολύ νεώτερη από την κυρία Άρμστρονγκ. —Ζει κι αυτή; —Ασφαλώς. —Πού βρίσκεται; Η συνομιλήτρια του Πουαρό τον κοίταξε με περιέργεια. —Θα σας παρακαλέσω να μου πείτε γιατί κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις. Ποια σχέση μπορεί να έχουν με την υπόθεση που μας απασχολεί; Τη δολοφονία, δηλαδή, που έγινε στο τρένο. —Θα σας εξηγήσω αμέσως. Ο άνθρωπος που δολοφο νήθηκε, ήταν ο κύριος αυτουργός της απαγωγής και της δο λοφονίας του παιδιού της κυρίας Αρμστρονγκ. —Α! Η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ έσμιξε τα φρύδια κι ανα σηκώθηκε προς τα εμπρός. —Ώστε η δολοφονία ήταν θεία δίκη! Να με συγχωρείτε, αλλά έχω εκ των ένδον άποψη γι' αυτή την υπόθεση. —Είναι απολύτως φυσικό κυρία μου· θα μου επιτρέψετε όμως να επαναλάβω την ερώτηση, στην οποία δεν απαντή σατε. Πού βρίσκεται η νεώτερη κόρη της Λίντα Άρντεν, η αδελφή, δηλαδή, της κυρίας Άρμστρονγκ; —Ειλικρινά σας λέω, δεν ξέρω. Έχασα κάθε επαφή με την οικογένεια! Νομίζω, όμως, πως παντρεύτηκε κάποιον Αγγλο, πριν από μερικά χρόνια και ότι εγκαταστάθηκε κάπου στην Αγγλία. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Σταμάτησε λίγο και πρόσθεσε: —Έχετε να μου κάνετε κι άλλες ερωτήσεις, κύριοι; —Μόνο μία ακόμη ερώτηση για ένα προσωπικό θέμα. Θέλω να μάθω το χρώμα της ρόμπας σας. Η συνομιλήτρια του Πουαρό συνοφρυώθηκε ακούγοντας την ερώτηση. —Υποθέτω πως θα έχετε κάποιο ιδιαίτερο λόγο για να μου κάνετε μια τέτοια ερώτηση. Μάθετε, λοιπόν, ότι η ρόμπα μου είναι από μαύρο μεταξωτό. —Δεν έχω τίποτα άλλο να σας ρωτήσω. Σας είμαι υπό χρεος που είχατε την καλοσύνη να απαντήσετε στις ερωτή σεις μου τόσο πρόθυμα. Η πριγκίπισσα έκανε μια κίνηση με το φορτωμένο δαχτυλίδια χέρι της και σηκώθηκε. Οι άλλοι τη μιμήθηκαν, αλλά εκείνη στάθηκε. —Με συγχωρείτε, είπε. Θα μπορούσα να μάθω το όνομά
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
101
σας; Μου φαίνεται κάπως γνωστό το πρόσωπό σας. —Ονομάζομαι Ηρακλής Πουαρό, κυρία μου, και είμαι στη διάθεσή σας. —Ηρακλής Πουαρό, επανέλαβε. Μάλιστα, θυμήθηκα τώρα. Αυτή είναι η μοίρα. Και με τα λόγια αυτά έφυγε από το σαλόνι με το υπερή φανο βήμα της. —Voila une grande dame9, είπε ο κύριος Μπουκ. Τι γνώμη σχηματίσατε, φίλε μου, για τη συνομιλήτριά μας; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος. —Αναρωτιέμαι τι άραγε ήθελε να πει με τα λόγια, «Αυτή είναι η μοίρα»;
9Ιδού μια μεγάλη κυρία. (Σ.τ.Μ.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η μαρτυρία των ευγενών. Οι επόμενοι που κλήθηκαν ήταν το ζεύγος Αντρένυϊ, όμως, παρουσιάσθηκε μόνο ο κόμης Αντρένυϊ, ένας πολύ κομψός και ευχάριστος άνθρωπος, με φαρδείς ώμους και αθλητική κορμοστασιά. Φορούσε ένα καλοραμμένο μάλλινο αγγλικό κοστούμι και θα μπορούσε να τον πάρει κανείς για Άγγλο, αν δεν ήταν τόσο μεγάλο το μουστάκι του και δεν προεξείχαν τα μήλα του προσώπου του. —Σε τι μπορώ, κύριοι, να σας φανώ χρήσιμος; ρώτησε. —Όπως καταλαβαίνετε, κύριε κόμη, άρχισε να λέει ο Πουαρό, λόγω της δολοφονίας που έγινε στο τρένο, είμαι υποχρεωμένος να εξετάσω τους επιβάτες. —Είμαι στη διάθεσή σας. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι ούτε εγώ, ούτε η γυναίκα μου θα μπορέσουμε να σας βοηθή σουμε. Κοιμηθήκαμε νωρίς το βράδυ και δεν ακούσαμε τί ποτα απολύτως. —Γνωρίζετε την ταυτότητα του νεκρού; —Απ’ όσα άκουσα, πρόκειται για τον ψηλόσωμο εκείνο Αμερικανό, με το αντιπαθητικό πρόσωπο. Καθόταν, μάλιστα, την ώρα του φαγητού στο τραπέζι όπου κάθονται οι κύριοι αυτή τη στιγμή. Και με μια κίνηση του κεφαλιού του έδειξε το τραπέζι, όπου είχαν καθίσει ο Ράτσετ και ο Μακ Κουήν. —Έχετε απόλυτο δίκιο, αγαπητέ μου. Εκείνο που ήθελα να μάθω από σας είναι, αν ξέρετε το όνομά του. —Όχι, απάντησε ο κόμης και πρόσθεσε, μα, αν θέλετε να μάθετε το όνομά του, μπορείτε να κοιτάξετε το διαβατήριό του. Δεν το βρήκατε; —Το όνομα που αναφέρει το διαβατήριο του νεκρού είναι «Ράτσετ», είπε ο Πουαρό. Αυτό όμως δεν είναι το πραγμα τικό του όνομα. Ονομαζόταν Κασσέτι και ήταν ο κύριος αυ τουργός μιας απαγωγής, για την οποία έγινε πολύ θόρυβος στην Αμερική. Μιλώντας ο Πουαρό, παρακολουθούσε με προσοχή τον κόμη που, όμως, δε φάνηκε να ταράχτηκε. Απλώς γούρλωσε
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
103
τα μάτια του. —Α! έκανε. Βλέπω πως φωτίζεται μια πτυχή της σκοτει νής αυτής υποθέσεως. Πάντως, η Αμερική είναι καταπλη κτική χώρα. —Την επισκεφθήκατε ποτέ; —Έμεινα στην Ουάσιγκτον ένα χρόνο. —Μήπως είχατε γνωρίσει την οικογένεια Άρμστρονγκ; —Άρμστρονγκ; Άρμστρονγκ... Μου είναι κάπως δύσκολο να θυμηθώ αν γνώρισα καμιά οικογένεια μ’ αυτό το όνομα. Συνάντησα τόσους ανθρώπους εκεί. Χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους του. —Για να επανέλθουμε, όμως, κύριοι, στο θέμα που μας ενδιαφέρει, πρόσθεσε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; —Μας είπατε ότι αποσυρθήκατε στο διαμέρισμά σας για να αναπαυθείτε. Θυμόσαστε τι ώρα ήταν; Ο Πουαρό έριξε μια ματιά στο σχέδιο που είχε μπροστά του και είδε ότι το ζεύγος Αντρένυϊ είχε τα διαμερίσματα 12 και 13, που επικοινωνούσαν. —Την ώρα που πήγαμε για φαγητό, παρήγγειλα κι ετοί μασαν το ένα διαμέρισμα. Όταν επιστρέψαμε, καθίσαμε λίγο στο άλλο... —Σε ποιο διαμέρισμα καθίσατε; —Στο 13. Παίξαμε πικέτο. Κατά τις έντεκα η γυναίκα μου απεσύρθη στο διαμέρισμά της γιατί ήταν κουρασμένη. Ο συνοδός τότε ετοίμασε και το δικό μου κρεβάτι και ξάπλωσα αμέσως. Κοιμήθηκα ήσυχα μέχρι το πρωί. —Προσέξατε πως είχε σταματήσει το τρένο; —Δεν το πρόσεξα, παρά μόνο το πρωί όταν ξύπνησα. —Η σύζυγός σας; Ο κόμης χαμογέλασε. —Η γυναίκα μου συνηθίζει να παίρνει υπνωτικό κάθε φορά που ταξιδεύουμε με το τρένο. Δεν είχε κανένα λόγο για να παραβεί τη συνήθειά της. Πήρε τη συνηθισμένη δόση Τριονάλ. Στάθηκε να κοιτά τους συνομιλητές του για λίγο κι ύστερα πρόσθεσε: —Λυπάμαι πολύ που δεν μπόρεσα να σας φανώ χρήσι μος. Ο Πουαρό του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι. —Σας ευχαριστώ πολύ για όσα μας είπατε, κύριε κόμη. Θα μπορούσατε τώρα να μου γράψετε το όνομά σας και τη διεύθυνσή σας; Ο κόμης έγραψε αργά και επιμελημένα στο χαρτί.
104
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Καλά κάνατε που μου ζητήσατε να σας γράψω το όνομα και τη διεύθυνσή μου, είπε χαμογελώντας. Γιατί θα σας ήταν κάπως δύσκολο να γράψετε το όνομα του μέρους που μένω, αν δεν έχετε την ανάλογη εξοικείωση με τη γλώσσα μου. Έδωσε το χαρτί στον Πουαρό και σηκώθηκε. —Δε νομίζω ότι είναι απαραίτητο να έρθει να σας δει και η γυναίκα μου, πρόσθεσε ο κόμης. Δε θα σας πει περισσό τερα, απ’ όσα σας είπα εγώ. Τα μάτια του Πουαρό άστραψαν. —Δεν αμφισβητώ αυτό που λέτε. Θα ήθελα πάντως, να μιλήσω έστω και για λίγο με την κυρία κόμισσα. Την παρα καλώ πολύ να υποβληθεί στην ενόχληση. —Μα σας διαβεβαιώνω ότι είναι εντελώς περιπό, επέμεινε ο κόμης. Μίλησε με επιτακτικό ύφος αυτή τη φορά. Ο Πουαρό, όμως, επέμενε απτόητος, αν και ευγενικός. —Πρόκειται για μια απλή διατύπωση, είπε. Παραδέχομαι πως είναι σχολαστικότητα από μέρους μου, αλλά είναι απα ραίτητη για την αναφορά μου. —Όπως θέλετε τότε... Ο κόμης υποχώρησε με φανερή δυσαρέσκεια. Έκανε μια περίεργη υπόκλιση κι έφυγε από το βαγκόν-ρεστοράν. Ο Πουαρό πήρε μέσα από τον σωρό το διαβατήριο του κόμη που ανέφερε τα ονόματα και τους τίτλους του. Διάβασε τις περαιτέρω πληροφορίες. Συνοδεύεται από τη σύζυγό του Ελένα Μαρία, το γένος Γκόλντενμπεργκ, ηλικίας είκοσι ετών. Πάνω στο διαβατήριο υπήρχε μια μελανιά, που την είχε, προφανώς, δημιουργήσει κάποιος απρόσεκτος υπάλληλος. —Ο κόμης έχει διπλωματικό διαβατήριο, προειδοποίησε ο Μπουκ. Πρέπει να ενεργήσουμε με μεγάλη διακριτικότητα, φίλε μου, για να μη δημιουργήσουμε φασαρίες. Αυτοί οι άν θρωποι δεν μπορεί να έχουν καμιά σχέση με το έγκλημα. —Μείνετε ήσυχος και θα χειριστώ διακριτικά το ζήτημα, είπε ο Πουαρό. Μια απλή τυπικότητα. Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του καθώς εμφανίστηκε η κόμισσα Αντρένυϊ. Έδειχνε πολύ συνεσταλμένη μα εξαιρετικά γοητευτική. —Θέλετε να με δείτε, κύριοι; ρώτησε στα γαλλικά. —Πρόκειται για μια τυπική διαδικασία, κυρία κόμισσα, είπε ο Πουαρό και σηκώθηκε για να της δείξει με γαλαντομία να καθίσει απέναντι του. Θέλω απλώς να σας ρωτήσω αν είδατε ή ακούσατε τίποτα χθες τη νύχτα. Κάτι που θα μπο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
105
ρούσε ίσως να μας βοηθήσει στη διαλεύκανση του προβλή ματος που αντιμετωπίζουμε. —Δυστυχώς, δεν άκουσα τίποτα απολύτως, γιατί, απλούστατα, κοιμόμουν. —Δεν ακούσατε αίφνης καμιά ιδιαίτερη κίνηση στο δι πλανό σας διαμέρισμα; Η ένοικός του, μία Αμερικανίδα, κατελήφθη από κρίση υστερίας και χτύπησε πολλές φορές το κουδούνι της για να έρθει ο συνοδός. —Σας επαναλαμβάνω, ότι, δυστυχώς, δεν άκουσα τίποτα απολύτως. Είχα πάρει υπνωτικό. —Τώρα κατάλαβα. Δε θα σας απασχολήσω, εν τοιαύτη περιπτώσει, περισσότερο. Όταν ο Πουαρό είδε ότι η συνομιλήτριά του σηκώθηκε, πρόσθεσε: —Παρακαλώ, μια στιγμή. Μπορείτε να επιβεβαιώσετε τα στοιχεία που αναφέρει το διαβατήριο; Το όνομά σας πριν παντρευτείτε, την ηλικία σας; Είναι ακριβή; —Μάλιστα είναι ακριβή. —Μπορείτε να υπογράψετε αυτό το χαρτί; —Πολύ ευχαρίστως. Υπέγραψε γρήγορα με το κομψό και χαριτωμένο γράψιμο της. Ελένα Αντρένυϊ. —Συνοδεύσατε τον άνδρα σας στο ταξίδι που έκανε στην Αμερική; —Όχι, απάντησε η Ελένα χαμογελώντας και κοκκινίζο ντας ελαφρά. Δεν είχαμε παντρευτεί τότε. Παντρευτήκαμε μόλις πριν από ένα χρόνο. —Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία μου. Δε μου λέτε, καπνίζει ο σύζυγός σας; Η συνομιλήτρια του έμεινε κατάπληκτη, καθώς έστριβε για να φύγει. —Μάλιστα, καπνίζει. —Μήπως πίπα; —Όχι. Μόνο τσιγάρα και πούρα. —Και πάλι σας ευχαριστώ. Η νέα γυναίκα ταλαντεύτηκε για λίγο και κοίταξε με πε ριέργεια τον μικρόσωμο ντετέκτιβ. Τα χαριτωμένα μάτια της ήταν μαύρα, αμυγδαλωτά, με πολύ μακριά μαύρα τσίνορα, που τόνιζαν ακόμα περισσότερο τη φυσική χλομάδα του προσώπου της. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα και κάπως μισάνοιχτα. Έδειχνε εξωτική και όμορφη. —Γιατί μου κάνετε όλες αυτές τις ερωτήσεις; ενδιαφέρ θηκε να μάθει.
106
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Κυρία μου, απάντησε ο Πουαρό, εμείς οι ντετέκτιβ εί μαστε πολύ περίεργοι άνθρωποι. Μας αρέσει να ρωτάμε τα πιο απίθανα και τα πιο παράδοξα πράγματα! Για παρά δειγμα, θα μπορούσατε να μου πείτε τι χρώμα έχει η ρόμπα σας; Η Ελένα τον ξανακοίταξε με την ίδια περιέργεια. Και άρ χισε να γελάει. —Είναι από κίτρινη μουσελίνα. Μα έχει τόση μεγάλη ση μασία το χρώμα της; —Μάλιστα, πολύ μεγάλη σημασία, κυρία μου. Η κόμισσα ρώτησε με περιέργεια. —Είστε αληθινά ντετέκτιβ; —Μάλιστα, κυρία μου. —Νόμιζα ότι δε θα υπήρχαν ντετέκτιβ στο τρένο, όσο διασχίζαμε τη Γιουγκοσλαβία και μέχρι τα ιταλικά σύνορα. —Δεν είμαι Γιουγκοσλάβος ντετέκτιβ, κυρία μου. Μπορώ να πω πως είμαι διεθνής ντετέκτιβ. —Ανήκετε στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών; —Ανήκω σ’ ολόκληρο τον κόσμο, έκανε δραματικά ο Πουαρό. Εργάζομαι, συνήθως, στο Λονδίνο. Μιλάτε αγγλικά; —Πολύ λίγο, απάντησε στα αγγλικά η κοπέλα. Μίλησε με πολύ χαριτωμένο ύφος. Ο Πουαρό έκανε μια νέα υπόκλιση. —Δε θα σας απασχολήσω περισσότερο, κυρία μου. Όπως, βλέπετε, δεν ήταν τρομερή η συνάντησή μας. Η Ελένα χαμογέλασε, κούνησε με χάρη το κεφάλι της και απομακρύνθηκε. —Ωραιότατη γυναίκα, ψιθύρισε με θαυμασμό ο κύριος Μπουκ αναστενάζοντας, αλλά δε μας βοήθησε καθόλου. —Δεν έχετε άδικο, φίλε μου. Δυο άνθρωποι που δεν εί δαν και δεν άκουσαν τίποτα απολύτως. —Θα φωνάξουμε τώρα τον Ιταλό; Ο Πουαρό δεν απάντησε αμέσως. Κοίταζε με εξαιρετική προσοχή ένα σκουρόχρωμο λεκέ πάνω σ’ ένα Ουγγρικό διπλωματικό διαβατήριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Η μαρτυρία του συνταγματάρχη. Ο Πουαρό ανασηκώθηκε από τη θέση του. Τα μάτια του γυάλιζαν όταν κοίταξε τον κύριο Μπουκ. —Ο καθένας με τη σειρά του, αγαπητέ μου φίλε, είπε ο Πουαρό. Έχω γίνει κι εγώ σνομπ! Νομίζω ότι πρέπει πρώτα να τελειώνουμε με τους επιβάτες της πρώτης θέσης και κα τόπιν θα ασχοληθούμε με κείνους που ταξιδεύουν στη δεύ τερη. Θα καλέσουμε, λοιπόν, τον συμπαθητικό συνταγμα τάρχη Άρμπουθνοτ. Επειδή τα γαλλικά του συνταγματάρχη ήταν εξαιρετικά περιορισμένα, η συνομιλία έγινε στα αγγλικά. Όταν επιβεβαιώθηκαν όλα τα στοιχεία της ταυτότητάς του, καθώς και η στρατιωτική του θέση, άρχισε η πραγματική ανάκριση. —Έρχεστε από τις Ινδίες με άδεια; Ο Άρμπουθνοτ, που δεν ήταν πολύ φλύαρος, απάντησε λακωνικά. —Ναι. —Αλλά δεν ταξιδεύετε με το ποστάλι απ' τις Ινδίες; —Όχι. —Είχατε ιδιαίτερους λόγους που σας υποχρέωσαν να τα ξιδέψετε σιδηροδρομικώς; —Οι λόγοι που μ' έκαναν ν’ ακολουθήσω αυτό το δρομο λόγιο δε σας αφορούν. Κι αυτό το είπε με αρκετά δυσάρεστο τρόπο, σαν να εν νοούσε: «Να κοιτάς τη δουλειά σου». —Έρχεστε κατευθείαν απ' τις Ινδίες; Ο συνταγματάρχης έβηξε πριν απαντήσει. —Σταμάτησα μια μέρα προκειμένου να επισκεφτώ την παλιά πρωτεύουσα των Χαλδαίων, την Ουρ και διέκοψα το ταξίδι μου τρεις μέρες στη Βαγδάτη, όπου έμεινα με τον διοι κητή που τυχαίνει να είναι φίλος μου και είχα να τον δω πολύ καιρό. —Ώστε μείνατε τρεις μέρες στη Βαγδάτη. Απ’ ό,τι κατά λαβα και η δεσποινίς Ντέμπενχαμ έρχεται απ’ τη Βαγδάτη.
108
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Εκεί γνωριστήκατε; —Όχι, δε γνωριστήκαμε εκεί. Συνάντησα για πρώτη φορά τη δεσποινίδα Ντέμπενχαμ όταν ταξιδεύαμε από το Κιρκούκ στο Νισσιμπίν. Ο Πουαρό τον κοίταξε με μεγάλο ενδιαφέρον. Αλλαξε αμέσως ύφος κι έγινε πιο προσεχτικός και μελιστάλαχτος. —Κύριε συνταγματάρχα, πρόκειται να σας ζητήσω κάτι. Εσείς και η δεσποινίς Ντέμπενχαμ, είστε οι μόνοι Αγγλοι επι βάτες του τρένου. Μου είναι απαραίτητο να ρωτήσω τον κα θένα χωριστά ποια γνώμη έχει σχηματίσει για τον άλλο. —Αυτό είναι εξαιρετικά παράτυπο, παρατήρησε ψυχρά ο Αρμπουθνοτ. —Δε συμφωνώ μαζί σας. Πιθανότατα το έγκλημα αυτό να διαπράχθηκε από γυναίκα. Το θύμα μαχαιρώθηκε τουλάχι στον δώδεκα φορές. Ακόμη και ο προϊστάμενος του τρένου, είπε αμέσως πως πρέπει να ψάξουμε για τη γυναίκα. Κατ' ανάγκη, λοιπόν, οφείλω να εξετάσω όλες τις κυρίες που βρί σκονται στο τρένο μας. Είναι, όμως, κάπως δύσκολο να κρί νει κανείς τις Αγγλίδες, γιατί όλοι οι Άγγλοι είναι συνήθως πολύ επιφυλακτικοί. ΓΓ αυτό κάνω έκκληση σε σας, χάρη της Δικαιοσύνης. Τι είδους άνθρωπος είναι η δεσποινίς Ντέ μπενχαμ; Τι ξέρετε γι' αυτή; —Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ είναι πολύ καθώς πρέπει, τό νισε με θέρμη ο συνταγματάρχης. —Α! έκανε με εμφανή ικανοποίηση ο Πουαρό. Νομίζετε, λοιπόν, πως δεν μπορεί να είναι ανακατεμένη σ’ αυτό το έγκλημα; —Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δε στέκει καθόλου, απάντησε έντονα ο Αρμπουθνοτ. Ο νεκρός τής ήταν τελείως άγνωστος. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ στη ζωή της. —Σας το αποκάλυψε η ίδια; —Μάλιστα, μου το εμπιστεύτηκε η ίδια. Μου επισήμανε την αποκρουστική εμφάνισή του. Αν καμιά γυναίκα έχει αναμιχθεί στη δολοφονία, μπορώ να σας βεβαιώσω πως αυτή τουλάχιστον δεν είναι η δεσποινίς Ντέμπενχαμ. —Βλέπω ότι είστε ένθερμος υποστηρικτής της, παρατή ρησε χαμογελώντας ο Πουαρό. Ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ τον κοίταξε ψυχρά. —Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείτε, του είπε. Αυτή η ματιά έδειξε να φέρνει τον Πουαρό σε αμηχανία. Κατέβασε τη ματιά του κι άρχισε να φυλλογυρίζει τα χαρτιά εμπρός του. —Δεν έχει σημασία· ας έρθουμε στο προκείμενο, είπε.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
109
Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως το έγκλημα διαπράχθηκε χθες τη νύχτα γύρω στη μία και τέταρτο. Και όπως καταλα βαίνετε, έχω την υποχρέωση να ρωτήσω όλους τους επιβά τες τι έκαναν χθες το βράδυ την ώρα εκείνη. —Πολύ σωστά. Είμαι βέβαιος πως στη μία και τέταρτο μιλούσα μ’ εκείνον τον νεαρό Αμερικανό, τον γραμματέα του νεκρού. —Α! Βρισκόσασταν στο δικό του διαμέρισμα ή είχε έρθει εκείνος στο δικό σας; —Στο δικό του. —Ο νέος για τον οποίο μιλάτε λέγεται Μακ Κουήν; —Μάλιστα. —Είναι φίλος ή γνωστός σας; —Δεν τον είχα ξαναδεί. Τον γνώρισα τώρα, που συνταξι δεύουμε. Πιάσαμε κουβέντα τυχαία χθες. Διαπίστωσα ότι ήταν πολύ ενδιαφέρων τύπος. Αν και, για να είμαι ειλικρινής, δε συμπαθώ εύκολα τους Αμερικανούς... δεν τους έχω σε εκτίμηση. Ο Πουαρό χαμογέλασε, γιατί θυμήθηκε τι είχε πει ο Μακ Κουήν για τους Άγγλους. —Αυτόν τον συμπάθησα, όμως. Είχε μερικές πολύ πα ράξενες, κωμικές μπορώ να πω, ιδέες για την κατάσταση στις Ινδίες. Τα χειρότερα ελαττώματα των Αμερικανών, είναι η μεγάλη συναισθηματικότητα και ο ιδεαλισμός τους. Έδειξε ενδιαφέρον για όσα του έλεγα. Πρέπει να ξέρετε πως έχω ζήσει κάπου τριάντα χρόνια στις Ινδίες και έχω αποκτήσει αρκετή πείρα για τα ζητήματα του τόπου. Επίσης κι εγώ εν διαφέρθηκα πολύ για την οικονομική κατάσταση της Αμερι κής. Κουβεντιάσαμε κατόπιν για τη διεθνή πολιτική κατά σταση. Όταν κοίταξα το ρολόι μου, με μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι ήταν δύο παρά τέταρτο. —Εκείνη την ώρα χωρίσατε; —Ναι. —Και τι κάνατε μετά; —Πήγα στο διαμέρισμά μου και ξάπλωσα. —Ήταν έτοιμο το κρεβάτι σας; —Ναι. —Το διαμέρισμά σας είναι... για να δω, το 15. Είναι το προτελευταίο πριν το βαγκόν-ρεστοράν; —Μάλιστα. —Πού βρισκόταν ο συνοδός όταν πήγατε στο διαμέρισμά σας; —Καθόταν στη μία άκρη του διαδρόμου, δίπλα σ' ένα
110
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
τραπεζάκι. Την ώρα που έμπαινα στο διαμέρισμά μου, άκουσα τον Μακ Κουήν να τον καλεί. —Γιατί τον κάλεσε; —Για να του ετοιμάσει το κρεβάτι, υποθέτω. Επειδή κα θόμαστε μέσα, δεν είχε μπορέσει να το ετοιμάσει. —Τώρα κύριε συνταγματάρχα, θα σας παρακαλέσω, να σκεφτείτε καλά, πριν μου απαντήσετε. Μήπως είδατε κανέναν να περνά στον διάδρομο, όση ώρα μιλούσατε με τον κύριο Μακ Κουήν; —Νομίζω πως πέρασαν αρκετοί άνθρωποι, αλλά δεν έδωσα καμιά ιδιαίτερη σημασία. —Μ’ ενδιαφέρει η τελευταία μία, μιάμιση ώρα της συνομι λίας σας με τον κύριο Μακ Κουήν. Βγήκατε έξω στο Βίνκοβτσι, όταν σταμάτησε το τρένο, έτσι δεν είναι; —Ναι, για πολύ λίγο, όμως. Φυσούσε δυνατός αέρας κι έκανε τρομερό κρύο έξω, όπου αναγκαστήκαμε να επιστρέ φουμε αμέσως στη ζεστασιά του βαγονιού, αν και γενικότερα πιστεύω ότι είναι σκανδαλώδης, αυτή η υπερβολική υπερ θέρμανση των βαγονιών. Ο κύριος Μπουκ αναστέναξε. —Πολύ δύσκολο να ευχαριστήσει κανείς όλο τον κόσμο. Οι Άγγλοι επιβάτες ανοίγουν τα παράθυρα κι έρχονται κατό πιν οι άλλοι και τα κλείνουν. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολη κατάσταση. Ούτε ο Πουαρό, ούτε ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ του έδωσαν σημασία. —Προσπαθήστε να θυμηθείτε, σας παρακαλώ, είπε ο Πουαρό ενθαρρυντικά. Είπατε πως έκανε διαβολεμένο κρύο έξω. Επιστρέψατε στο βαγόνι και καπνίσατε... κανένα τσι γάρο ή ανάψατε την πίπα σας... Κοντοστάθηκε. —Άναψα την πίπα μου, επιβεβαίωσε ο Άρμπουθνοτ. Ο Μακ Κουήν καπνίζει τσιγάρα. —Το τρένο ξεκινά ξανά. Εσείς καπνίζετε την πίπα σας. Συζητάτε για την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη... στον κόσμο. Η ώρα είναι περασμένη. Οι περισσότεροι επιβά τες έχουν αποσυρθεί στα διαμερίσματά τους για να κοιμη θούν. Περνάει κανένας μπροστά από την πόρτα; Σκεφθείτε καλά. Ο Άρμπουθνοτ προσπάθησε να θυμηθεί. —Μου είναι κάπως δύσκολο να απαντήσω στην ερώτησή σας, είπε στο τέλος. Δεν πρόσεχα... —Κι όμως, σαν στρατιωτικός, προσέχετε τις λεπτομέ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
111
ρειες. Προσέχετε, χωρίς να το ξέρετε. Ο συνταγματάρχης προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά, αλλά κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. —Δεν μπορώ να σας ικανοποιήσω. Δε θυμάμαι να πέ ρασε κανείς άλλος εκτός απ’ τον συνοδό. Για σταθείτε, όμως... Πέρασε και μια γυναίκα, νομίζω... —Την είδατε; Ήταν νέα; Ηλικιωμένη; —Δεν την είδα; Δεν κοίταζα προς το μέρος της. Λκουσα ένα θρόισμα και ένα άρωμα έφτασε ως τη μύτη μου. —Άρωμα; Ωραίο άρωμα; —Κάπως φρουτώδες. Ήταν όμως ένα άρωμα πολύ έντονο, που θα γινόταν αισθητό κι από μεγάλη απόσταση. Αλλά προσέξτε, θα μπορούσε να είχε συμβεί και νωρίτερα. Όπως είπατε κι εσείς ήταν ένα απ’ αυτά τα πράγματα που παρατηρεί κανείς φευγαλέα. Κάποια ώρα χθες το βράδυ είπα στον εαυτό μου: «Γυναικείο άρωμα... κι έχει ρίξει μπόλικο». Δεν μπορώ όμως να θυμηθώ πότε ακριβώς έγινε αυτό, μόνο που... Α, τώρα θυμάμαι... Έγινε αφού ξεκινήσαμε από το Βίνκοβτσι. —Πώς μιλάτε με τόση βεβαιότητα τώρα; —Γιατί θυμάμαι τη μυρωδιά, την ώρα που μιλούσαμε για τη Ρωσία και για τα πενταετή σχέδια του Στάλιν. Το άρωμα εκείνο μου έφερε στη μνήμη τις γυναίκες και τη θέση που κατέχουν σήμερα στη Ρωσία. Θυμάμαι επίσης ότι αρχίσαμε να συζητάμε για τη Ρωσία μόνο στο τέλος της συζητήσεώς μας. —Δεν μπορείτε να καθορίσετε με μεγαλύτερη ακρίβεια την ώρα που μυρίσατε το άρωμα εκείνο; —Δυστυχώς όχι. Πρέπει, όμως, να ήταν την τελευταία μισή ώρα της κουβέντας μας. —Έγινε, δηλαδή, αφού σταμάτησε το τρένο; —Ναι, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι μύρισα το άρωμα αφού σταμάτησε το τρένο. —Πολύ καλά. Ας προχωρήσουμε. Επισκεφθήκατε ποτέ την Αμερική, κύριε συνταγματάρχα; —Ποτέ. Ούτε επιθυμώ να την επισκεφθώ. —Μήπως γνωρίζατε κάποιον συνταγματάρχη Άρμστρονγκ; —Άρμστρονγκ. Άρμστρονγκ είπατε; Γνώρισα δυο ή τρεις ανθρώπους μ’ αυτό το όνομα. Γνώριζα έναν Τόμυ Άρμστρονγκ, που υπηρετούσε στο 60ο σύνταγμα. Δεν εννο είτε αυτόν; Και τον Σέλμπυ Άρμστρονγκ που σκοτώθηκε στη Γαλλία, στο Σομ, στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο...
112
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Εννοώ τον συνταγματάρχη Άρμστρονγκ, που είχε πα ντρευτεί μια Αμερικανίδα και το μοναχοπαίδι τους, ένα κορι τσάκι, το απήγαγαν γκάνγκστερς και το σκότωσαν... —Τώρα που το αναφέρατε, θυμάμαι ότι διάβασα στις εφημερίδες. Συγκλονιστική υπόθεση. Δε νομίζω να τον έχω γνωρίσει, αν και έχω ακούσει πολλά γι’ αυτόν. Μιλάτε για τον Τόμπυ Αρμστρονγκ. Καλός άνθρωπος. Όσοι τον γνώρισαν, τον είχαν συμπαθήσει. Διέπρεψε στον στρατό. Παρασημοφορήθηκε μάλιστα με τον Σταυρό της Βικτορίας. —Ο άνθρωπος που δολοφονήθηκε χθες το βράδυ ήταν υπεύθυνος για τον φόνο του παιδιού του Άρμστρονγκ. Το πρόσωπο του Άρμπουθνοτ σκυθρώπιασε. —Τότε, κατά τη γνώμη μου, το κτήνος βρήκε την τιμωρία που του έπρεπε. Αν και θα προτιμούσα να μάθαινα πως είχε συλληφθεί απ’ την αστυνομία για να κρεμαστεί... ή για να τον βάλουν στην ηλεκτρική καρέκλα, όπως κάνουν εκεί πέρα! —Ώστε προτιμάτε, κύριε συνταγματάρχα, την επέμβαση του Νόμου από την προσωπική εκδίκηση; —Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι στον αιώνα μας μπορούν ακόμα να εφαρμόζονται οι νόμοι του αίματος και της βεντέτας όπως με την Κορσική και τη Μαφία, απάντησε ο Άρμπου θνοτ. Ό,τι κι αν πείτε, η τιμωρία πρέπει να προέρχεται από τα νόμιμα δικαστήρια. Ο Πουαρό τον κοίταξε σκεφτικός. —Μάλιστα, είπε στο τέλος. Ήμουν βέβαιος, ότι αυτή την απάντηση θα μου δίνατε. Λοιπόν, συνταγματάρχα Άρμπου θνοτ, δε νομίζω ότι θα σας απασχολήσω περισσότερο. Μή πως όμως έχετε να προσθέσετε τίποτα στα όσα μου είπατε; Κάτι που να σας φάνηκε ύποπτο; Οτιδήποτε. Ο συνταγματάρχης σκέφθηκε λίγο κι απάντησε: —Όχι. Δεν έχω να προσθέσω τίποτα άλλο. Εκτός πια... Φάνηκε σαν να δίσταζε. —Σας παρακαλώ, συνεχήστε. —Δεν είναι σοβαρό αυτό που θα σας πω, συνέχισε, αυ τός. Είπατε, όμως, ότι θέλετε να μάθετε οτιδήποτε; —Ακριβώς. Γιατί διστάζετε; —Α, δεν είναι τίποτα. Μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Καθώς επέστρεφα στο διαμέρισμά μου, παρατήρησα ότι η πόρτα του διαμερίσματος που βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το δικό μου, του τελευταίου, δηλαδή, διαμερίσματος... —Ναι, το διαμέρισμα 16. —Ακριβώς. Λοιπόν, η πόρτα του δεν ήταν εντελώς κλει στή. Ο ένοικός του παρακολουθούσε κάπως στα κλεφτά την
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
113
κίνηση του διαδρόμου. Έκλεισε βιαστικά την πόρτα όταν με αντελήφθη. Ξέρω, φυσικά, ότι είναι ασήμαντη η λεπτομέρεια αυτή, αλλά μου φάνηκε κάπως περίεργη. Θέλω να πω, είναι φυσικό να ανοίξει κανείς την πόρτα του για να δει ποιος περνά. Ο ύποπτος τρόπος του ανθρώπου εκείνου, όμως, μου φάνηκε περίεργος και κίνησε την προσοχή μου. —Χμ, έκανε με κάποια δυσπιστία ο Πουαρό. —Σας είπα, δεν απέδωσα καμιά σημασία στο γεγονός αυτό, πρόσθεσε σαν να ήθελε να δικαιολογηθεί ο Άρμπουθνοτ. Ξέρετε όμως πως έχουν τα πράγματα. Η ώρα ήταν προχωρημένη, επικρατούσε απόλυτη ησυχία μέσα στο τρένο και μου έκανε εντύπωση εκείνο που είδα. Νόμισα πως έπαιζα κάποιο ρόλο σε μια αστυνομική υπόθεση. Τέλος πά ντων, ήταν μια ανοησία και τίποτα άλλο. Σηκώθηκε. —Αν δε με χρειάζεστε περισσότερο. —Σας ευχαριστώ πολύ, συνταγματάρχα. Ωστόσο, ο στρατιωτικός δε βιαζόταν να φύγει. Φάνηκε πως κοντοστεκόταν. Του είχε περάσει ο αρχικός εκνευρισμός που του είχε προκαλέσει το γεγονός ότι τον ανάκριναν κά ποιοι που δεν ήταν Άγγλοι. —Σχετικά με τη δεσποινίδα Ντέμπενχαμ, είπε με κάποια συστολή. Σας βεβαιώ ότι είναι πρώτης τάξεως κοπέλα. Μπορώ να εγγυηθώ για την αθωότητά της. Είναι pukka sa hib. Και κατακόκκινος απ' την ντροπή του για τα λόγια που είπε, έφυγε χωρίς να εξηγήσει τις τελευταίες λέξεις. —Τι σημαίνει «pukka sahib»; ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέ ρον ο γιατρός Κωνσταντίνου. —Ήθελε να πει, εξήγησε ο Πουαρό, πως ο πατέρας και οι αδελφοί της δεσποινίδας Ντέμπενχαμ πήγαν σε σχολεία που ήταν ισάξια με το σχολείο που φοίτησε ο ίδιος. —Α, έκανε απογοητευμένος ο γιατρός. Δεν έχουν, λοι πόν, αυτά τα λόγια καμιά σχέση με το έγκλημα. —Ακριβώς, απάντησε ο Πουαρό. Βυθίστηκε σε σκέψεις, για λίγη ώρα, ενώ ασυναίσθητα χτυπούσε ρυθμικά το τραπέζι με τα δάχτυλά του. —Ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ καπνίζει πίπα, είπε στο τέλος. Στο διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ βρήκα ένα κα θοριστικό για πίπα. Ο κύριος Ράτσετ συνήθως κάπνιζε πούρα. —Πιστεύετε, λοιπόν... είπε ο Μπουκ δίχως να αποτε λειώσει τη φράση του.
114
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Είναι ο μόνος άνθρωπος, ως τώρα, που παραδέχεται ότι καπνίζει πίπα. Και γνώριζε για τον συνταγματάρχη Άρμστρονγκ. Πιθανόν να τον είχε γνωρίσει και προσωπικά, αλλά δε θέλει να το παραδεχτεί. —Πιστεύετε πως είναι δυνατόν... ξαναρώτησε ο Μπουκ. Ο Πουαρό κούνησε βίαια το κεφάλι του. —Περί αυτού ακριβώς πρόκειται. Είναι αδύνατον, εντε λώς αδύνατον, ένας τόσος έντιμος, λίγο χαζούλης Άγγλος να μαχαιρώσει, δώδεκα φορές μάλιστα, έναν εχθρό του! Δε συμφωνείτε και εσείς μαζί μου; Είναι αδύνατο να έγινε τέτοιο πράγμα. —Αυτό λέει η ψυχολογία, αποφάνθηκε ο κύριος Μπουκ. —Πρέπει να σέβεται κανείς την ψυχολογία. Αυτό το έγκλημα έχει μια υπογραφή και η υπογραφή αυτή δεν είναι του συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα με τον επόμενο. Αυτή τη φορά ο Μπουκ δεν ανέφερε τον Ιταλό, ωστόσο τον σκέφτηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Η μαρτυρία του κυρίου Χάρντμαν. Ο τελευταίος απ’ τους επιβάτες της πρώτης θέσης που επρόκειτο να ανακριθεί, ήταν ο μεγαλόσωμος και γεμάτος ζωή Αμερικανός κύριος Χάρντμαν, που είχε καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τον Ιταλό και τον υπηρέτη. Φορούσε ένα πολύ φανταχτερό καρό κοστούμι, ροζ που κάμισο, μια εκθαμβωτική καρφίτσα στη γραβάτα του και κάτι μασούλαγε όταν μπήκε στο βαγκόν-ρεστοράν όπου τον περίμενε ο Πουαρό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν αδρά, η έκφρασή του όμως χαρωπή. —Καλημέρα σας, κύριοι, είπε. Τι μπορώ να κάνω για σας; —Μάθατε για τη δολοφονία που διαπράχθηκε, κύριε Χάρντμαν; —Είναι να ρωτάτε; είπε ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του, για να ξεκολλήσει την τσίχλα. —Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι να ανακρίνουμε όλους τους επιβάτες του τρένου. —Δεν έχω αντίρρηση να καταθέσω. Έτσι γίνεται πάντα σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Ο Πουαρό συμβουλεύτηκε το διαβατήριο που βρισκόταν μπροστά του. —Είστε ο κύριος Σάιρους Μπέθμαν Χάρντμαν, Αμερικα νός υπήκοος. Είστε σαράντα ενός ετών και ταξιδεύετε για λογαριασμό μιας εταιρείας που φτιάχνει ταινίες γραφομηχα νών. Έτσι; —Ναι, αυτός είμαι. —Ταξιδεύετε απ’ την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι; —Έτσι. —Για ποιους λόγους; —Επαγγελματικούς. —Ταξιδεύετε πάντοτε στην πρώτη θέση, κύριε Χάρντμαν; —Μάλιστα. Η εταιρεία πληρώνει όλα τα έξοδα των μετακινήσεών μου. Χαμογέλασε.
116
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Και τώρα, κύριε Χάρντμαν, ας έρθουμε στα χθεσινο βραδινά γεγονότα! Ο Αμερικανός έγνεψε καταφατικά. —Τι μπορείτε να μας πείτε; —Τίποτα απολύτως. —Κρίμα! Θα μπορούσατε, τότε, κύριε Χάρντμαν, να μας πείτε τι ακριβώς κάνατε χθες το βράδυ, μετά το δείπνο; Για πρώτη φορά ο Αμερικανός δεν έδειξε να έχει έτοιμη την απάντησή του. Εντέλει τους είπε: —Με συγχωρείτε, κύριοι, αλλά δε μου λέτε, εσείς ποιοι είστε; Διαφωτίστε με. —Από εδώ ο κύριος Μπουκ, ένας από τους διευθυντές της Διεθνούς Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Ο άλλος κύριος είναι ο γιατρός Κωνσταντίνου, από την Αθήνα, που εξέτασε το πτώμα. —Κι εσείς; —Εγώ είμαι ο Ηρακλής Πουαρό. Η Εταιρεία Σιδηροδρό μων, μου ανέθεσε να ερευνήσω αυτή την υπόθεση. —Έχω ακούσει για σας, είπε αμέσως ο Χάρντμαν κι αφού σκέφτηκε λίγο, συνέχισε, νομίζω πως το καλύτερο που έχω να κάνω, είναι να τα πω απ' την αρχή. —Αυτό είναι το φρονιμότερο, ασφαλώς, είπε ο Πουαρό στεγνά. —Μην ενθουσιάζεστε, γιατί δεν ξέρω τίποτα απολύτως. Αγνοώ τα πάντα. Κι όμως θα έπρεπε να ήξερα μερικά πράγ ματα. Το γεγονός αυτό με στενοχωρεί αφάνταστα. Όφειλα να ξέρω πολλά. —Κύριε Χάρντμαν, σας παρακαλώ πολύ να εξηγηθείτε με μεγαλύτερη σαφήνεια. Ο Χάρντμαν αναστέναξε, πέταξε την τσίχλα που μασούσε και άρχισε να ψάχνει στην τσέπη του. Την ίδια ώρα έγινε μια μεγάλη μεταβολή στην εμφάνισή του. Άφησε κατά μέρος το επίπλαστο ύφος του και έγινε περισσότερο ένας πραγματι κός άνθρωπος. Ακόμη κι ο ένρινος τόνος της φωνής του άλλαξε κι έγινε πιο ήπιος. —Το διαβατήριό μου δε λέει την αλήθεια, ομολόγησε. Ιδού ποιος είμαι στην πραγματικότητα. Ο Πουαρό εξέτασε με προσοχή την κάρτα που του έδωσε ο συνομιλητής του. Ο κύριος Μπουκ έσκυψε για να διαβάσει κι αυτός.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
117
ΣΑΪΡΟΥΣ ΜΠ. ΧΑΡΝΤΜΑΝ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ ΜΑΚ ΝΗΛ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ Ο Πουαρό ήξερε το πρακτορείο. Ήταν ένα από τα γνω στότερα και τα καλύτερα της Νέας Υόρκης. —Μάλιστα κύριε Χάρντμαν. Ας ακούσουμε τι έχετε να μας πείτε. —Θα σας εξηγήσω αμέσως τί ακριβώς συμβαίνει, συνέ χισε ο Χάρντμαν. Έφτασα στην Ευρώπη ακολουθώντας τα ίχνη κάποιων απατεώνων, που δεν είχαν καμιά σχέση με την παρούσα υπόθεση. Το ανθρωποκυνηγητό μου τελείωσε στην Κωνσταντινούπολη. Τηλεγράφησα στον προϊστάμενό μου και έλαβα την εντολή να επιστρέφω στην Αμερική. Θα ήμουν κιόλας στη Νέα Υόρκη απ’ όπου απουσιάζω αρκετό καιρό, αν δε λάβαινα αυτή την επιστολή. Την έδωσε στον Πουαρό.
ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΤΟΚΑΤΛΙΑΝ
«Αγαπητέ κύριε, Μου ανεφέρθη ότι ανήκετε εις το ιδιωτικό γραφείο ντετέκτιβ Μακ Νηλ. Λάβετε τον κόπο να με επισκεφθείτε στο δια μέρισμά μου σήμερα το απόγευμα στις τέσσερις. Σ. Ε. Ράτσετ». —Λοιπόν; είπε μ’ ενδιαφέρον ο Πουαρό. —Πήγα πραγματικά την ορισμένη ώρα στο διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ κι αυτός με ενημέρωσε για την κατά σταση. Μου έδειξε μάλιστα και μερικές επιστολές που είχε λάβει. —Ήταν θορυβημένος; —Υποκρινόταν πως δεν ήταν καθόλου, όπως κατάλαβα όμως, ήταν τρομοκρατημένος. Μου έκανε μια πρόταση. Να ταξιδέψουμε με το ίδιο τρένο ως το Παρίσι, όπου θα πήγαινε και να τον προστατέψω. Λοιπόν, κύριοι, ταξιδέψαμε μαζί, αλλά παρόλα αυτά κάποιος τον κανόνισε. Πάω να σκάσω. Δεν κατάφερα να εκπληρώσω την αποστολή μου. —Σας έδωσε καμιά οδηγία για την τακτική που θα έπρεπε να ακολουθήσετε; —Βέβαια. Είχε κανονίσει όλες τις λεπτομέρειες. Δική του ιδέα ήταν να μείνω στο διαμέρισμα δίπλα στο δικό του, αλλά δεν το πετύχαμε. Το μόνο διαθέσιμο κρεβάτι ήταν στο 16 και
118
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
αυτό το πήραμε ύστερα από πολλούς κόπους. Όπως κατά λαβα, ο συνοδός θέλει να κρατά ελεύθερο το διαμέρισμα αυτό. Αργότερα, αφού εξέτασα με περισσότερη προσοχή την κατάσταση, είδα πως το διαμέρισμα δεν ήταν και σε τόσο κακή θέση. Υπήρχε μόνο το βαγκόν-ρεστοράν μπροστά απ' το βαγόνι της Κωνσταντινουπόλεως και η πόρτα της εξόδου συνήθως κλειδωνόταν τη νύχτα. Ο μόνος τρόπος ν’ ανέβει ένας ύποπτος στο τρένο ήταν από την πίσω πόρτα, ή διαμέ σου του τρένου, οπότε φυσικά θα περνούσε, θέλοντας και μη, μπροστά από το διαμέρισμά μου. —Υποθέτω, ότι δεν ξέρετε τίποτε για την ταυτότητα του πιθανού δολοφόνου. —Είχα μια ιδέα. Ο ίδιος ο κύριος Ράτσετ μου τον περιέγραψε. —Τι; Και οι τρεις άνδρες τον κοίταξαν με ενδιαφέρον. Ο Χάρντμαν ατάραχος συνέχισε: —Ένας κοντός ανθρωπάκος, μελαχρινός, με φωνή που έμοιαζε γυναικεία. Αυτά τα χαρακτηριστικά μου έδωσε ο μα καρίτης. Μου είπε ακόμα πως δεν πίστευε ότι θα του επιτε θούν την πρώτη νύχτα του ταξιδιού. Είχε τη γνώμη πως πι θανότερο θα προτιμούσαν τη δεύτερη ή την τρίτη νύχτα. —Ώστε ήξερε αρκετά ο Ράτσετ, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ. —Ήξερε χωρίς αμφιβολία πολύ περισσότερα από όσα αποκάλυψε στον γραμματέα του, είπε σκεπτικός ο Πουαρό. Μήπως σας είπε τίποτα περισσότερο για τον εχθρό του; Μήπως σας εξήγησε για ποιο λόγο απειλούταν η ζωή του; —Ήταν μάλλον επιφυλακτικός στο σημείο αυτό. Μου είπε μόνο πως ο εχθρός του ήθελε να του πιει το αίμα και πως θα έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει τον σκοπό του. —Ένας κοντός άνθρωπος, μελαχρινός με γυναικεία μάλ λον φωνή, επανέλαβε συλλογισμένος ο Πουαρό. Ξέρατε στην πραγματικότητα με ποιόν είχατε να κάνετε; ρώτησε τον Χάρντμαν. Ξέρατε ποιος ήταν ο πελάτης σας; Έτσι δεν είναι; —Δεν καταλαβαίνω... —Ο Ράτσετ. Τον αναγνωρίσατε; —Και πάλι δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. —Ο Ράτσετ ήταν ο Κασσέτι, ο δολοφόνος της κόρης του Άρμστρονγκ. Ο Χάρντμαν άφησε να του ξεφύγει ένα μακρόσυρτο σφύ ριγμα. —Αυτό δεν το φαντάστηκα ποτέ! άρθρωσε. Μάλιστα κύ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
119
ριε! Όχι, δεν τον αναγνώρισα. Έλειπα απ' την Αμερική όταν έγινε εκείνο το έγκλημα. Είδα βέβαια φωτογραφίες του στις εφημερίδες, αλλά δε θα ήταν δυνατόν να αναγνωρίσω την ίδια μου τη μητέρα, από μια φωτογραφία σε εφημερίδα. Δεν αμφιβάλλω ότι σίγουρα υπάρχουν πολλοί που θα είχαν ράμ ματα για τη γούνα του. —Μήπως έχετε κανέναν υπόψη σας, που να σχετίζεται με την υπόθεση Άρμστρονγκ και να ανταποκρίνεται με την περιγραφή του πιθανού δράστη, που σας έδωσε ο Ράτσετ; Κάποιον που να είναι κοντός, μελαχρινός και η φωνή του να μοιάζει γυναικεία; Ο Χάρντμαν σκέφτηκε λίγο και κατόπιν είπε: —Μου είναι δύσκολο ν’ απαντήσω στην ερώτησή σας. Σχεδόν όλοι όσοι είχαν κάποια ανάμιξη στην υπόθεση εκείνη είναι σήμερα νεκροί. —Θυμάστε, μια κοπέλα που έπεσε από το παράθυρο. —Βέβαια. Νομίζω πως ήταν ξένη. Ίσως να είχε συγγενείς μαφιόζους. Πρέπει να λάβετε υπόψη σας όμως, πως ο Κασσέτι είχε ανακατευθεί και σ’ άλλα εγκλήματα, ανάλογα με την υπόθεση Άρμστρονγκ. Συνεπώς δεν πρέπει μόνο να περιορισθείτε στην υπόθεση αυτή. —Μα έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως το έγκλημα αυτό συνδέεται με την υπόθεση Άρμστρονγκ, είπε ο Πουαρό. Ο Χάρντμαν τον κοίταξε με ερευνητική ματιά. Ο Πουαρό έκανε πως δεν το πρόσεξε. Ο Αμερικανός κούνησε το κεφάλι του. —Δεν μπορώ να θυμηθώ κανέναν από εκείνους που εί χαν αναμιχθεί στην υπόθεση Άρμστρονγκ, που να ανταποκρίνεται προς την περιγραφή που μου έκανε ο Κασσέτι, είπε με σιγανή φωνή. Δεν ασχολήθηκα πολύ με την υπόθεση Άρμστρονγκ και φυσικό είναι να μην ξέρω πολλά σχετικά μ’ αυτή. —Για συνεχίστε την αφήγησή σας, παρακαλώ. —Δεν έχω να σας πω πολλά πράγματα. Κοιμόμουν συ νήθως την ημέρα και ξενυχτούσα το βράδυ για να μπορώ να παρακολουθώ το διαμέρισμα του Ράτσετ. Τίποτα ύποπτο δε συνέβη το πρώτο βράδυ. Χθες το βράδυ το ίδιο. Είχα αφήσει λίγο μισάνοιχτη την πόρτα μου για να μπορώ να παρακο λουθώ την κίνηση του διαδρόμου. Δεν πέρασε κανένας ξέ νος. —Είσαστε βέβαιος γι' αυτό που λέτε, κύριε Χάρντμαν; —Είμαι εκατό τοις εκατό βέβαιος. Κανένας δεν ανέβηκε απ’ έξω και κανένας δεν πέρασε στον διάδρομο από τα άλλα
120
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
βαγόνια. Μπορώ να πάρω όρκο γι’ αυτό. —Μπορούσατε να βλέπετε τον συνοδό από τη θέση σας; —Βεβαίως. Κάθεται σ’ ένα μικρό κάθισμα, ακριβώς απέ ναντι από την πόρτα μου. —Εγκατέλειψε καθόλου τη θέση του, αφού ξεκίνησε το τρένο από το Βίνκοβτσι; —Μετά τον τελευταίο σταθμό σηκώθηκε μερικές φορές, για να δει ποιος τον καλούσε, αλλά νομίζω ότι έφυγε απ’ τη θέση του αφού σταμάτησε το τρένο. Πέρασε από μπροστά μου, πήγε στο πίσω βαγόνι κι έμεινε εκεί ένα τέταρτο περί που. Κάποιος χτυπούσε σαν τρελός το κουδούνι. Ο συνοδός επέστρεψε τρέχοντας, για να δει ποιος τον καλούσε. Βγήκα τότε έξω στον διάδρομο, να δω τι συμβαίνει, γιατί, όπως κα ταλαβαίνετε, ανησύχησα. Είδα ότι εκείνος που χτυπούσε το κουδούνι, ήταν η Αμερικανίδα. Είχε σηκώσει διαβόλους και τριβόλους για κάποιο λόγο. Ο συνοδός χτύπησε τότε την πόρτα ενός άλλου διαμερίσματος και κατόπιν τον είδα να πηγαίνει ένα μπουκάλι μεταλλικό νερό σε κάποιον. Μετά απ’ αυτό μπόρεσε να ξανακαθίσει λίγο στο κάθισμά του. Όχι, όμως, για πολλή ώρα, γιατί πήγε να ετοιμάσει το κρεβάτι σ' ένα διαμέρισμα, στην άλλη άκρη. Έπειτα δε νομίζω ότι ση κώθηκε απ’ το κάθισμά του από την ώρα εκείνη, ως τις πέντε σχεδόν το πρωί. —Μήπως προσέξατε αν αποκοιμήθηκε καθόλου; —Δεν μπορώ να πω. Δεν αποκλείεται. Ο Πουαρό τακτοποίησε τα χαρτιά μπροστά του. Πήρε την κάρτα του ντετέκτιβ και του την έδωσε. —-Θα μπορούσατε να μου υπογράψετε εδώ; Ο Χάρντμαν ικανοποίησε την επιθυμία του. —Υπάρχει κανείς που θα μπορούσε να μας επιβεβαιώσει την ιστορία σας για την πραγματική ταυτότητά σας, κύριε Χάρντμαν, τον ρώτησε ο Πουαρό. —Μέσα στο τρένο; Δε νομίζω. Ίσως ο νεαρός Μακ Κουήν. Τον αναγνώρισα. Τον έχω δει πολλές φορές στο γραφείο του πατέρα του στη Νέα Υόρκη. Αυτό όμως δε ση μαίνει ότι θα με θυμηθεί, γιατί έβλεπε εκεί ένα σωρό υπαλλή λους. Νομίζω, κύριε Πουαρό, ότι θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή, ώσπου να απεγκλωβιστούμε απ’ τα χιόνια, οπότε θα μπορέσετε να εξακριβώσετε την αλήθεια των λεγομένων μου με ένα τηλεγράφημά σας στη Νέα Υόρκη. Δε λέω ψέ ματα. Χάρηκα πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να σας γνω ρίσω από κοντά, κύριε Πουαρό. Ο Πουαρό του έτεινε την τσιγαροθήκη του.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
121
—Ή μήπως καπνίζετε πίπα; τον ρώτησε. —Οχι ό Χάρντμαν πήρε ένα τσιγάρο κι έφυγε. Οι τρεις άνδρες κοιτάχτηκαν. —Πιστεύετε πως λέει την αλήθεια; ρώτησε ο γιατρός. —Ναι. Ξέρω καλά τον τύπο αυτών των ανθρώπων. Άλ λωστε, θα είναι πολύ εύκολο να εξακριβώσουμε αν λέει την αλήθεια, απάντησε ο Πουαρό. —Μας έδωσε πάντως μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πλη ροφορίες, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ. —Πραγματικά. —Ένας μικρόσωμος μελαχρινός με πολύ λεπτή φωνή, είπε ο κύριος Μπουκ σκεπτικός. —Όμως τέτοια χαρακτηριστικά δεν έχει κανένας ανάμεσα στους επιβάτες του τρένου, πρόσθεσε Πουαρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Η μαρτυρία του Ιταλού. Ο Πουαρό χαμογέλασε. —Και τώρα θα ικανοποιήσουμε τον φίλο μου κύριο Μπουκ και θα καλέσουμε τον Ιταλό. Ο Αντόνιο Φοσκαρέλλι μπήκε στο βαγκόν-ρεστοράν με το ανάλαφρο γατίσιο περπάτημά του. Το πρόσωπό του λαμπο κοπούσε. Ήταν ο αντιπροσωπευτικός τύπος του Ιταλού, με λαψός και ηλιοκαμένος. Μιλούσε περίφημα γαλλικά και μόνο από μια ανεπαί σθητη προφορά καταλάβαινε κανείς ότι δεν ήταν αληθινός Γάλλος. —Λέγεστε Αντόνιο Φοσκαρέλλι; —Μάλιστα κύριε. —Είστε Ιταλός, αλλά έχετε αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα, ε; ρώτησε ο Πουαρό. Το πρόσωπο του Αντόνιο έλαμψε πάλι. —Μάλιστα. Με βοηθάει περισσότερο στη δουλειά μου. —Είστε περιοδεύων αντιπρόσωπος της Φορντ; —Ναι, βλέπετε... Με μεγάλη πολυλογία ο Φοσκαρέλλι εξήγησε τους όρους της δουλειάς του. Στο τέλος της παρουσίασής του οι τρεις ανακριτές γνώριζαν τις επαγγελματικές μεθόδους του, τα ταξίδια του, τα εισοδήματά του, τη γνώμη του για τις Ηνωμέ νες Πολιτείες και για τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Από τον άνθρωπο αυτό δεν ήταν ανάγκη ν’ αποσπάσει κα νείς πληροφορίες. Τις έδινε μόνος του. Το καλοπροαίρετο παιδικό του πρόσωπο έλαμπε από ικανοποίηση, όταν σταμάτησε τον μονόλογό του κι έβγαλε το μαντήλι του για να σκουπίσει το μέτωπό του. —Όπως βλέπετε, συνέχισε, ασχολούμαι μόνο με μεγάλες δουλειές. Είμαι ενημερωμένος. Ξέρω από προώθηση πωλήσεων! —Ώστε είστε αναγκασμένος να πηγαινοέρχεστε στην Αμερική τα τελευταία δέκα χρόνια; ρώτησε ο Πουαρό. —Φυσικά. Μου φαίνεται σαν και σήμερα που πρώτο-
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
123
μπήκα στο καράβι, για να πάω στην Αμερική και θαρρούσα πως ήταν στην άκρη του κόσμου! Η μητέρα μου, η μικρή αδελφή μου... Ο Πουαρό διέκοψε αυτή την αναπόληση του παρελθό ντος. —Κατά τη διάρκεια της παραμονής σας στις Ηνωμένες Πολιτείες έτυχε να γνωρίσετε τον νεκρό; —Όχι. Ξέρω, όμως, τον τύπο του. Βέβαια! είπε και χτύ πησε τα δάχτυλά του. Κάτι τέτοιοι παρουσιάζονται πάντα αξιοπρεπείς, πάντα καλοντυμένοι, κάτω όμως από την εμ φάνισή τους όλα παν στραβά. Απ’ την πείρα που έχω απο κτήσει, μπορώ να σας πω πως έδειχνε μεγάλος κατεργάρης. Αυτή είναι η γνώμη μου, για το ποιόν του. —Η γνώμη σας είναι πολύ σωστή, παρατήρησε ψυχρά, για να μην ενθαρρύνει την πολυλογία του, ο Πουαρό. Ο Ράτσετ ήταν ο διαβόητος Κασσέτι, ο απαγωγέας. —Τι σας έλεγα; Η ζωή με δίδαξε πολλά. Διαβάζω τους ανθρώπους στο πρόσωπο. Άλλωστε, αυτό είναι απαραίτητο για τη δουλειά μου. Μόνο στην Αμερική σου μαθαίνουν τον σωστό τρόπο να πουλάς. Εγώ... —Θυμόσαστε καθόλου την υπόθεση Άρμστρονγκ; —Όχι και τόσο καλά. Το όνομα, ωστόσο, κάτι μου λέει. Ήταν ένα μικρό κοριτσάκι, ένα μωρό, έτσι δεν είναι; —Ήταν μια τραγική υπόθεση. Ο Ιταλός ήταν ο πρώτος που έδειξε να έχει ενδοιασμούς, γι’ αυτή την πλευρά του ζητήματος. —Δε λέω... Βέβαια... Τέτοια, όμως, συμβαίνουν πολλά στην Αμερική. Κι ας είναι πολιτισμένο και μεγάλο κράτος. Τι τα θέλετε... Ο Πουαρό δεν τον άφησε να συνεχίσει. —Έτυχε ποτέ να γνωρίσετε κανένα μέλος της οικογένειας Άρμστρονγκ; τον ρώτησε. —Δε νομίζω. Θα ήταν δύσκολο να πω. Για να σας δώσω να καταλάβετε, πέρυσι μόνο πούλησα... —Σας παρακαλώ κύριε, ας περιοριστούμε στο αντικεί μενο. Ο Ιταλός σήκωσε τα χέρια του απολογητικά. —Σας ζητώ συγγνώμη, είπε. —Θέλω τώρα να μου πείτε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τι κάνατε χθες το βράδυ, μετά το δείπνο. —Μετά χαράς. Έμεινα εδώ στο εστιατόριο όσο περισσό τερο μπόρεσα. Πέρασα ευχάριστα την ώρα μου. Κουβέ ντιασα με τον Αμερικανό κύριο. Καθόμασταν στο ίδιο τρα
124
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
πέζι. Πουλάει ταινίες γραφομηχανών. Γύρισα κατόπιν στο διαμέρισμά μου. Το βρήκα άδειο. Ο κακομοίρης που το μοι ράζεται μαζί μου έλειπε. Είχε πάει να φροντίσει το αφεντικό του. Επέστρεψε στο τέλος με κρεμασμένα μούτρα, όπως πάντα. Δεν είναι πολύ ομιλητικός. Μου απαντούσε μονολε κτικά μ’ ένα ναι ή ένα όχι σε ό,τι του έλεγα. Τι μίζεροι που είναι όλοι αυτοί οι Αγγλοι, δεν είναι διόλου συμπαθείς. Κά θισε σε μια γωνιά μαζεμένος και βάλθηκε να διαβάζει ένα βιβλίο. Τότε ήρθε ο συνοδός κι έφτιαξε τα κρεβάτια μας. —Που έχουν τους αριθμούς 4 και 5, μουρμούρισε ο Πουαρό. —Ακριβώς. Το διαμέρισμά μας βρίσκεται στην άκρη του διαδρόμου. Έχω το πάνω κρεβάτι. Σκαρφάλωσα με μια σκα λίτσα. Κάπνισα ένα τσιγάρο κι άρχισα να διαβάζω κι εγώ. Ο Άγγλος, απ’ ό,τι κατάλαβα, είχε πονόδοντο. Έβγαλε ένα μπουκαλάκι, με βαριά μυρωδιά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και βογκούσε. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω. Κάθε τόσο ξυπνούσα ακούγοντάς τον να μουγκρίζει. —Ξέρετε αν βγήκε καθόλου απ’ το διαμέρισμα κατά τη διάρκεια της νύχτας; —Δε νομίζω, θα τον άκουγα. Και το πιο αδύνατο φως αρκεί να με ξυπνήσει. Αν άνοιγε την πόρτα, θα φωτιζόταν το διαμέρισμά μας απ’ το φως του διαδρόμου και θα ξυπνούσα αμέσως, νομίζοντας πως γινόταν τελωνειακός έλεγχος. —Σας μίλησε καθόλου για το αφεντικό του; Παραπονέθηκε εναντίον του; —Σας είπα και προηγουμένως ότι δεν άνοιξε το στόμα του ούτε μια φορά. Ήταν μουγκός σαν ψάρι. Δεν ήταν καθό λου συμπαθητικός. —Είπατε, νομίζω, πως καπνίζετε. Τι; Τσιγάρα, πίπα ή πούρα; —Καπνίζω μόνο τσιγάρα. Ο Πουαρό του πρόσφερε ένα τσιγάρο κι εκείνος το δέ χτηκε. —Έχετε επισκεφθεί ποτέ το Σικάγο; ζήτησε να μάθει ο Μπουκ. —Α, ναι! Πήγα στο Σικάγο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Είναι όμορφη πόλη. Ξέρω καλύτερα τη Νέα Υόρκη, το Κλήβελαντ και το Ντιτρόιτ. Έχετε πάει στην Αμερική; Αν δεν πήγατε, πρέπει κάποτε να το κάνετε. Είναι... Ο Πουαρό διέκοψε και πάλι την πολυλογία του. Του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί. —Παρακαλώ, να μου γράψετε όλα τα στοιχεία σας και να
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
125
υπογράψετε. Ο Ιταλός έγραψε χωρίς καμιά αντίρρηση. Κατόπιν σηκώ θηκε, πάντα χαμογελαστός. —Τελειώσαμε, ε; Δε με χρειάζεστε τίποτε άλλο φαντάζο μαι. Σας χαιρετώ. Μα πότε τέλος πάντων θα ξεκολλήσουμε απ’ τα χιόνια; Δε βλέπω την ώρα να ξεκινήσει το τρένο. Έχω ένα επείγον ραντεβού στο Μιλάνο. Αν το χιόνι μας καθυστε ρήσει κι άλλο, θα τη χάσω τη δουλειά. Και με τα λόγια αυτά έφυγε. Ο Πουαρό κοίταξε τον φίλο του. —Όπως φαίνεται έχει ζήσει πολύ καιρό στην Αμερική, είπε ο Μπουκ. Θα ξέρετε, βέβαια, ότι οι Ιταλοί είναι άσσοι στον χειρισμό του μαχαιριού! Είναι επίσης μεγάλοι ψεύτες. Δε μου αρέσουν καθόλου. —Qa se voit10, είπε χαμογελώντας ο Πουαρό. Δεν αποκλείεται να έχετε δίκιο, αγαπητέ μου Μπουκ. Πρέπει όμως να παρατηρήσατε ότι δεν υπάρχει καμιά επιβαρυντική ένδειξη εναντίον αυτού του ανθρώπου. —Η ψυχολογία δε σας λέει τίποτα; αντέτεινε ο Μπουκ. Δεν είναι μαχαιροβγάλτες οι Ιταλοί; —Δεν υποστηρίζω το αντίθετο, παραδέχτηκε ο Πουαρό. Ιδιαίτερα όταν αρχίζουν να φιλονικούν, δεν το έχουν σε τί ποτα να μαχαιρωθούν. Το έγκλημα, όμως, που αντιμετωπί ζουμε είναι τελείως διαφορετικό. Έχω την εντύπωση, φίλε μου, πως αυτό το έγκλημα έχει σχεδιαστεί μέχρι την τελευ ταία του λεπτομέρεια. Τα πάντα έχουν προβλεφθεί. Δεν είναι απ’ τα εγκλήματα που... πώς να σας το εκφράσω... που θα διέπραττε ένας θερμόαιμος Λατίνος. Δείχνει καθαρά μυαλό, ψυχρό και υπολογιστικό. Ο δράστης πρέπει ν’ ανήκει, κατά τη γνώμη μου, στην αγγλοσαξονική φυλή. Πήρε στα χέρια του τα δύο τελευταία διαβατήρια. —Καλά θα κάνουμε τώρα, είπε, να καλέσουμε τη δεσποι νίδα Μαίρη Ντέμπενχαμ.
10Αυτό φαίνεται (Σ.τ.Μ.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Η μαρτυρία της δεσποινίδας Ντέμπενχαμ. Όταν η Μαίρη Ντέμπενχαμ μπήκε στο βαγκόν-ρεστοράν, επιβεβαίωσε την εκτίμηση που της είχε ήδη κάνει ο Πουαρό. Φορούσε ένα πολύ κομψό και καλοραμμένο μαύρο ταγιέρ και γκρίζο πουκάμισο. Τα μεταξένια μαύρα της μαλλιά ήταν εξαιρετικά περιποιημένα και έλαμπαν. Οι κινήσεις της ήταν γαλήνιες και μετρημένες. Κάθισε απέναντι απ’ τον Πουαρό και τον κύριο Μπουκ και τους κοίταξε ερωτηματικά. —Λέγεστε Μαίρη Ερμιόνη Ντέμπενχαμ και είστε είκοσι έξι ετών, άρχισε ο Πουαρό. —Μάλιστα. —Είστε Αγγλίδα; —Μάλιστα. —Θα είχατε την καλοσύνη, δεσποινίς, να σημειώσετε τη μόνιμη διεύθυνσή σας, σ’ αυτό το χαρτί; Η Μαίρη υπάκουσε πρόθυμη. Ο γραφικός χαρακτήρας της ήταν καθαρός και ευδιάκριτος. —Τώρα θα μας πείτε λεπτομερώς, τι ξέρετε για τη χθε σινή νύχτα; —Πολύ φοβάμαι πως δεν έχω τίποτα να σας πω. Είχα αποσυρθεί στο διαμέρισμά μου και κοιμήθηκα. —Πώς αντιμετωπίσατε το γεγονός ότι διαπράχθηκε ένα έγκλημα στο τρένο; Ανησυχήσατε πολύ; Η ερώτηση που έκανε ο Πουαρό ήταν τελείως απροσδό κητη. Τα γκρίζα μάτια της κοπέλας εξέφρασαν απορία. —Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε. —Κι όμως η ερώτηση που σας έκανα είναι απλούστατη, δεσποινίς. Θα την επαναλάβω. Ανησυχήσατε απ’ το έγκλημα που έγινε στο τρένο; —Δε μου πέρασε μια τέτοια σκέψη. Τι να σας πω... Δε δοκίμασα καμιά σοβαρή συγκίνηση. —Μα ένα έγκλημα δεν είναι κάτι το συνηθισμένο, κάτι που γίνεται κάθε μέρα. Έτσι δεν είναι; —Όχι, βέβαια. Είναι ένα γεγονός πολύ δυσάρεστο, είπε η
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
127
Μαίρη γαλήνια. —Είστε, βλέπω, γνήσια εκπρόσωπος της αγγλοσαξονι κής φυλής, διαπίστωσε ο μικρόσωμος ντετέκτιβ. Vous n'eprouvez pas d’emotion'1. Η κοπέλα χαμογέλασε. —Λυπάμαι που δεν μπορώ να πάθω κρίση υστερίας, για να επιδείξω τη συγκίνησή μου. Εξάλλου άνθρωποι πεθαί νουν κάθε μέρα. —Βέβαια και πεθαίνουν. Ο φόνος, όμως, δεν είναι και η πιο συνηθισμένη αιτία θανάτου. —Χωρίς αμφιβολία. —Μήπως γνωρίζατε τον νεκρό; —Τον είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου εδώ εχθές, στο γεύμα. —Τι εντύπωση σας έκανε; —Σχεδόν δεν τον πρόσεξα. —Μήπως σχηματίσατε την αντίληψη ότι επρόκειτο περί κακού ανθρώπου; Η Μαίρη κούνησε αδιάφορα τους ώμους της. —Πραγματικά, δεν μπορώ να πω πως μου πέρασε απ' το μυαλό αυτή η σκέψη. Ο Πουαρό την κοίταξε έντονα. —Μου φαίνεται πως δεν εγκρίνετε καθόλου τον τρόπο με τον οποίο διεξάγω την ανάκριση, είπε χαμογελώντας ανε παίσθητα. Αν γινόταν στην Αγγλία, η ανάκριση θα ήταν συ γκεκριμένη και στεγνή. Θα έμενε στα απλά γεγονότα. Με τάξη και οργάνωση. Εγώ όμως διαφέρω. Έχω τις παραξενιές μου. Κοιτάζω πρώτα τον μάρτυρα που βρίσκεται απέναντι μου. Ζυγίζω τον χαρακτήρα του και ανάλογα με τη γνώμη που θα σχηματίσω, κάνω ερωτήσεις. Μόλις πριν από λίγο ανέκρινα έναν κύριο, που ήθελε να εκφράσει τη γνώμη του για όλα τα ζητήματα. Προσπάθησα λοιπόν να τον περιορίσω στο θέμα που μ’ ενδιαφέρει. Ήθελα ν’ απαντά στις ερωτήσεις μου μ’ ένα «ναι» ή ένα «όχι». Αυτό ή εκείνο. Ήρθατε μετά εσείς. Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που σας είδα, πως πρέπει να είσαστε πολύ τακτική και μεθοδική. Θα θελήσετε να περιοριστείτε στο αντικείμενο που μας απασχολεί. Οι απαντήσεις σας θα είναι λακωνικές. Επειδή, όμως, συνήθως, η ανθρώπινη φύση είναι διεστραμμένη, σας κάνω τις πιο απροσδόκητες ερωτήσεις, για να μάθω πως σκέπτεστε και πως αισθάνεστε. Δεν εγκρίνετε τη μέθοδό μου; Δε σας1 11Δε συγκινείστε εύκολα. (Σ.τ.Μ.)
128
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
αρέσει; —Αν μου επιτρέπετε να εκφράσω τη γνώμη μου, θα σας πω πως είναι χάσιμο χρόνου. Το αν μου άρεσε ή όχι το πρόσωπο του κυρίου Ράτσετ, δε μου φαίνεται πως μπορεί να βοηθήσει στη διαλεύκανση του μυστηρίου του θανάτου του. —Ξέρετε ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο κύριος Ρά τσετ; —Η κυρία Χάμπαρντ το διέδωσε σ’ όλο τον κόσμο. —Τι γνώμη έχετε για την υπόθεση Άρμστρονγκ; —Ήταν τρομερή και αποκρουστική, απάντησε ζωηρά η κοπέλα. Ο Πουαρό την κοίταξε σκεπτικός. —Ξεκινήσατε απ’ τη Βαγδάτη, δεσποινίς Ντέμπενχαμ; τη ρώτησε. —Μάλιστα. —Πηγαίνετε στο Λονδίνο; —Ναι. —Τι κάνατε στη Βαγδάτη; —Ήμουν γκουβερνάντα σε δυο μικρά παιδιά. —Θα επιστρέφετε στη θέση σας, όταν τελειώσει η άδειά σας; —Δεν είμαι και τόσο βέβαιη αν θα επιστρέφω. —Γιατί; —Γιατί η Βαγδάτη είναι έξω από τα πράγματα. Νομίζω πως θα προτιμήσω να μείνω στο Λονδίνο, αν βέβαια βρω καμιά καλή θέση. —Σας καταλαβαίνω. Είχα σκεφτεί πως ίσως θέλατε να παντρευτείτε. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ δεν απάντησε. Σήκωσε μόνο το κεφάλι της και κοίταξε τον Πουαρό μέσα στα μάτια, σαν να του έλεγε: «Μου φαίνεται πως είστε αυθάδης». —Τι γνώμη έχετε για την κοπέλα που μοιράζεται το δια μέρισμα μαζί σας, τη δεσποινίδα Όλσον; —Είναι ευχάριστη και πολύ απλή γυναίκα. —Τι χρώμα έχει η νυχτικιά της; Η Μαίρη Ντέμπενχαμ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. —Έχει ένα σκούρο καφέ χρώμα και είναι μάλλινη, απά ντησε μετά από μερικά δευτερόλεπτα. —Μου επιτρέπετε να παρατηρήσω, χωρίς να παρεξη γηθώ για την αδιακρισία μου, πως είδα τη ρόμπα σας στο τρένο όταν πλησιάζαμε στην Κωνσταντινούπολη. Έχει ένα απαλό μοβ χρώμα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
129
—Μάλιστα, αυτό είναι το χρώμα της ρόμπας μου. —Μήπως έχετε μαζί σας, δεσποινίς, κι άλλη ρόμπα; Κα μιά κατακόκκινη, για παράδειγμα; —Όχι, η ρόμπα αυτή δεν είναι δική μου. Ο Πουαρό τινάχτηκε. Έκανε σαν γάτα έτοιμη να εφορμήσει σε ποντίκι. —Τίνος είναι η ρόμπα αυτή; Η κοπέλα σχεδόν φοβήθηκε απ’ την κίνηση του Πουαρό και τραβήχτηκε προς τα πίσω. —Δεν ξέρω. Τι θέλετε να πείτε; —Δεν είπατε, «όχι, δεν έχω καμιά ρόμπα μ’ αυτό το χρώμα». Είπατε, «δεν είναι δική μου, αυτή η ρόμπα». Θέ λατε, συνεπώς, να πείτε πως υπάρχει μια τέτοια ρόμπα και ανήκει σε κάποια άλλη. Η Μαίρη κατένευσε. —Ανήκει σε κάποια άλλη που βρίσκεται μέσα στο τρένο; επέμεινε ο Πουαρό. —Μάλιστα. —Σε ποια; —Μα σας είπα, δεν ξέρω. Ξύπνησα σήμερα το πρωί κατά τις πέντε, με την εντύπωση πως το τρένο είχε σταματή σει πριν από πολλή ώρα. Ανοιξα την πόρτα κι έριξα μια ματιά στον διάδρομο. Είχα την εντύπωση πως βρισκόμαστε σε κάποιο σταθμό. Διέκρινα στο βάθος του διαδρόμου ένα κόκ κινο κιμονό. —Και δε διακρίνατε ποιος το φορούσε; Ήταν ξανθή, με λαχρινή ή γκριζομάλλα; —Δεν μπορώ να πω. Φορούσε ένα σκουφί. Δεν μπόρεσα να διακρίνω παρά μόνο το πίσω μέρος του κεφαλιού της. ν —Από κορμοστασιά; —Η εντύπωσή μου είναι πως ήταν μάλλον ψηλή κι αδύ νατη. Δεν μπορώ να σας πω θετικά. Το κιμονό που είδα είχε κεντημένους δράκους. —Ναι, ναι αυτό είναι με τους δράκους. Ο Πουαρό έμεινε σιωπηλός για λίγο. Άρχισε να μονολο γεί. —Δεν μπορώ να καταλάβω... Δεν μπορώ να καταλάβω. Δε βγαίνει κανένα νόημα. Σήκωσε το κεφάλι του και συμπλήρωσε. —Δε σας χρειάζομαι άλλο, δεσποινίς. —Α! Η κοπέλα έδειξε κάπως έκπληκτη αλλά σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. Εκεί φάνηκε ν' αμφιταλαντεύε
130
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ται. Κατόπιν, σαν να πήρε την απόφασή της, επέστρεψε. —Η Σουηδέζα, η δεσποινίδα Όλσον μου φαίνεται κάπως ανήσυχη. Λέει πως της είπατε ότι ήταν ο τελευταίος άνθρω πος που είδε ζωντανό αυτόν τον άνθρωπο. Πιστεύει, όπως καταλαβαίνω, πως την υποπτεύεστε για τον λόγο αυτό. Δε θα μπορούσα να της πω, πως η εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη; Είναι απ’ αυτά τα πλάσματα που δε θα μπορού σαν να σκοτώσουν ούτε μύγα. Χαμογελούσε ενώ τα έλεγε αυτά. —Θυμάστε τι ώρα ήταν όταν πήγε να ζητήσει ασπιρίνη απ’ την κυρία Χάμπαρντ; —Λίγο μετά τις δέκα και μισή. —Πόση ώρα έλειψε; —Κάπου πέντε λεπτά. —Ξανάφυγε καθόλου απ’ το διαμέρισμα τη νύχτα; —Όχι. Ο Πουαρό γύρισε προς το μέρος του γιατρού. —Είναι δυνατόν να δολοφόνησαν τον Ράτσετ τόσο νωρίς; Ο γιατρός κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. —Τότε, λοιπόν, μπορείτε να καθησυχάσετε τη φίλη σας, είπε ο Πουαρό. —Σας ευχαριστώ πάρα πολύ, έκανε η κοπέλα λαμποκο πώντας. Είναι σαν τα προβατάκια, ξέρετε. Ανησυχεί και βελάζει. Και με τα λόγια αυτά η Μαίρη Ντέμπενχαμ έφυγε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ Η μαρτυρία της Γερμανίδας καμαριέρας. Ο κύριος Μπουκ κοίταζε με απορία τον φίλο του. —Δεν μπορώ να πω πως σας καταλαβαίνω, αγαπητέ μου Πουαρό. Τι ακριβώς προσπαθούσατε να κάνετε; Πού θέλατε να καταλήξετε; —Προσπαθούσα να βρω μια ρωγμή, αγαπητέ μου. —Ρωγμή; —Ναι. Ζητούσα ν’ ανακαλύψω αν κάπου έχει ραγίσει η πανοπλία της αυτοκυριαρχίας της κοπέλας. Ήθελα να κλο νίσω την ψυχραιμία της. Το πέτυχα; Το αγνοώ. Ένα μόνο ξέρω. Δεν περίμενε ότι θα χειριζόμουν το θέμα κατ’ αυτόν τον τρόπο. —Την υποπτεύεστε; ρώτησε αργόσυρτα ο κύριος Μπουκ. Και για ποιο λόγο; Είναι τόσο χαριτωμένο κορίτσι! Μου φαί νεται εντελώς απίθανο να έχει ανακατευτεί σε μια τέτοια δο λοφονία. —Συμφωνώ μαζί σας, κύριε Μπουκ, τον ενίσχυσε ο για τρός. Είναι πολύ ψυχρή. Καθόλου συναισθηματική. Δεν παρασύρεται εύκολα. Δεν τη θεωρώ ικανή να φτάσει στο σημείο να μαχαιρώσει έναν άνθρωπο. Θα προτιμούσε να καταφύγει στα δικαστήρια... Ο Πουαρό αναστέναξε. —Και οι δυο σας πρέπει να απαλλαγείτε από την έμμονη ιδέα που σας κατέχει, ότι αντιμετωπίζουμε έναν ξαφνικό και απρομελέτητο έγκλημα. Θα σας εξηγήσω ποιοι λόγοι με κά νουν να υποπτεύομαι τη Μαίρη Ντέμπενχαμ. Ο ένας είναι κάτι που το άκουσα άθελά μου και που εσείς το αγνοείτε. Ο μικρόσωμος ντετέκτιβ επανέλαβε επί λέξει όσα είχε ακούσει να λένε ιδιαιτέρως ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ και η Μαίρη Ντέμπενχαμ. —Είναι πραγματικά περίεργο, παραδέχτηκε ο κύριος Μπουκ όταν τελείωσε ο Πουαρό. Και χρειάζεται ασφαλώς κάποια εξήγηση. Αν σημαίνει εκείνο που υποπτεύεστε, τότε είναι αναμεμιγμένοι στην υπόθεση και οι δυο τους. Ο άκα μπτος Άγγλος και η κοπέλα.
132
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Εδώ ακριβώς είναι ο κόμπος, είπε. Αν ήταν πραγμα τικά και οι δυο ανακατεμένοι στη δολοφονία, ο καθένας από τους δυο θα προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα άλλοθι για τον άλλο. Δε συμφωνείτε; Δε συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Το άλλοθι της Μαίρης μάς έχει δοθεί από μια Σουηδέζα, που η κοπέλα δεν είχε ξανασυναντήσει στο παρελθόν και ο Μακ Κουήν, ο γραμματέας του νεκρού, πρόβαλε το άλλοθι του συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ. Όχι, αυτή δεν είναι η λύση του αινίγματος που αντιμετωπίζουμε. —Μας είπατε ότι έχετε και κάποιον άλλο λόγο που σας κάνει να την υποπτεύεστε, θύμισε στον Πουαρό ο κύριος Μπουκ. Ο Πουαρό χαμογέλασε. —Α! Ο δεύτερος λόγος είναι μόνο ψυχολογικός. Αναρω τιέμαι, είναι δυνατόν να έχει σχεδιάσει αυτό το έγκλημα η Μαίρη Ντέμπενχαμ; Είμαι πεπεισμένος ότι πίσω απ’ αυτή την υπόθεση κρύβεται ένας πολυμήχανος και ψύχραιμος εγκέφαλος. Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ πληροί τις προϋποθέ σεις. Ο κύριος Μπουκ κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. —Νομίζω πως γελιέστε στο σημείο αυτό, φίλε μου. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι η κοπέλα αυτή μπορεί να δολοφο νήσει άνθρωπο. —Καλά θα κάνουμε, είπε ο Πουαρό παίρνοντας το διαβα τήριο που απέμεινε, να ασχοληθούμε και με το τελευταίο όνομα του καταλόγου μας, τη Χίλντεγκαρντ Σμιντ, την καμα ριέρα. Ύστερα από μερικά λεπτά, έκανε την εμφάνισή της η Χίλντεγκαρντ Σμιντ. Στάθηκε γεμάτη σεβασμό μπροστά στους τρεις άντρες. Ο Πουαρό της υπέδειξε με μια κίνηση του κεφαλιού να καθίσει. Η Χίλντεγκαρντ υπάκουσε αμέσως και έμπλεξε τα χέρια της πάνω στα γόνατά της, περιμένοντας ν’ αρχίσει η ανά κριση. Ήταν μια πολύ μετρημένη γυναίκα, που δεν έδειχνε να είναι ιδιαίτερα έξυπνη. Ο Πουαρό άλλαξε τελείως τακτική απέναντι της. Την ανάκρινε εντελώς διαφορετικά, απ' ό,τι τη Μαίρη Ντέμπενχαμ. Έδειξε καλοσύνη και ιδιοφυία, ώστε να κάνει τη γυναίκα να νοιώσει άνετα. Αφού την έβαλε να γράψει το όνομα και τη διεύθυνσή της, άρχισε με μεγάλη δεξιοτεχνία να της κάνει ερωτήσεις.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
133
Η ανάκριση έγινε στα γερμανικά. —Θα θέλαμε να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα, για ό,τι συνέβη χτες το βράδυ, της είπε. Ξέρουμε, βέβαια, πως δεν μπορείτε να μας δώσετε πολλές πληροφορίες σχετικές με τη δολοφονία, δεν αποκλείεται όμως να ακούσατε ή να είδατε κάτι, που ενώ εσείς το βρίσκετε ασήμαντο, για μας μπορεί να έχει μεγάλη σημασία. Καταλάβατε τι θέλω να πω; Η Χίλντεγκαρντ δεν έδειξε να κατάλαβε τι της ζητούσε ο Πουαρό. Το πρόσωπό της διατήρησε την κουτή έκφρασή του, ενώ απαντούσε. —Δεν ξέρω τίποτα απολύτως, κύριε. —Για παράδειγμα, ξέρετε ότι η κυρία σας σάς κάλεσε χθες τη νύχτα; —Φυσικά, το ξέρω. —Θυμάστε τι ώρα ήταν; —Δε θυμάμαι καθόλου, κύριε. Κοιμόμουν βαθιά την ώρα που ήρθε ο συνοδός και με ειδοποίησε. —Ναι, ναι. Η κυρία σας συνήθιζε να σας ξυπνάει σε οποιαδήποτε ώρα τη νύχτα; Ή αυτό έγινε εκτάκτως χθες τη νύχτα; —Όχι, έτσι κάνει πάντα, γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί πολλές φορές. Υποφέρει από αϋπνίες και με θέλει κοντά της. —Ε λοιπόν, ήρθε ο συνοδός και σας ειδοποίησε πως σας ζητάει η κυρία σας. Φορέσατε τη ρόμπα σας; —Όχι κύριε. Ντύθηκα. Δεν ήθελα να παρουσιαστώ στην κυρία μου με τη ρόμπα. —Κι όμως η ρόμπα σας είναι πολύ όμορφη. Δεν είναι κόκκινη; Η Χίλντεγκαρντ τον κοίταξε σαν χαζή. —Η ρόμπα μου είναι φανελένια και έχει χρώμα σκούρο μπλε. —Α, έτσι. Ήθελα να αστειευτώ. Πήγατε, λοιπόν, να δείτε τι ήθελε η κυρία Πριγκίπισσα. Τι κάνατε, όταν φτάσατε στο διαμέρισμά της; —Της έκανα μερικές εντριβές, κύριε κι ύστερα άρχισα να της διαβάζω. Όταν διαβάζω δυνατά, δεν τα καταφέρνω και τόσο καλά, είν’ η αλήθεια, η κυρία μου, όμως, λέει ότι δεν την ενοχλεί καθόλου αυτό, γιατί έτσι κοιμάται πιο εύκολα. Όταν κόντευε να την πάρει ο ύπνος, μου είπε πως μπορούσα να φύγω. Έκλεισα, λοιπόν, το βιβλίο που διάβαζα και γύρισα στο διαμέρισμά μου. —Ξέρετε τι ώρα ήταν; —Όχι, κύριε.
134
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Πόση ώρα μείνατε με την κυρία σας; —Κάπου μισή ώρα, κύριε. —Καλά, για συνεχίστε. —Πρώτα απ’ όλα πήγα κι έφερα απ' το διαμέρισμά μου μια κουβέρτα, γιατί το καλοριφέρ δε ζέσταινε αρκετά και το κρύο ήταν τρομερό. Σκέπασα με προσοχή την κυρία μου κι εκείνη με καληνύχτισε. Γέμισα το ποτήρι της με μεταλλικό νερό, έσβησα κατόπιν το φως και την άφησα μόνη. —Και μετά τι κάνατε; —Τίποτα! Γύρισα στο διαμέρισμά μου και κοιμήθηκα αμέσως. —Συναντήσατε κανέναν στον διάδρομο; —Όχι, κύριε. —Δε συναντήσατε καμιά κυρία που να φορούσε μια κόκ κινη ρόμπα με κεντημένους πάνω της δράκους; Η Χίλντεγκαρντ γούρλωσε τα μάτια της. —Δεν είδα καμιά κυρία. Στον διάδρομο δεν υπήρχε κανέ νας άλλος εκτός απ’ τον συνοδό. Όλοι οι άλλοι επιβάτες κοι μόντουσαν. —Τον συνοδό, όμως τον είδατε, ε; —Μάλιστα, κύριε. —Τι έκανε; —Έβγαινε από ένα διαμέρισμα, κύριε. —Πώς είπατε; τη διέκοψε ο κύριος Μπουκ. Από ποιο διαμέρισμα τον είδατε να βγαίνει; Η Χίλντεγκαρντ Σμιντ ξαφνιάστηκε από το απότομο ύφος με το οποίο της μίλησε ο Μπουκ. Ο Πουαρό κοίταξε αυστηρά τον φίλο του. —Είναι πολύ φυσικό, παρατήρησε ο Πουαρό. Ο συνοδός είναι υποχρεωμένος να απαντά στα κουδούνια που τον κα λούν. Και πρόσθεσε απευθυνόμενος στη Χίλντεγκαρντ. —Μήπως θυμόσαστε από ποιο διαμέρισμα τον είδατε να βγαίνει; —Από ένα διαμέρισμα στη μέση του βαγονιού. Δύο ή τρεις πόρτες από το διαμέρισμα της κυρίας μου. —Α! Σας παρακαλώ, να μου πείτε που ακριβώς βρίσκεται το διαμέρισμα αυτό και τι ακριβώς συνέβη. —Έπεσε σχεδόν επάνω μου, κύριε. Διασταυρωθήκαμε, όταν επέστρεφα στο διαμέρισμα της κυρίας μου με την κου βέρτα. —Ο συνοδός βγήκε από ένα διαμέρισμα και σχεδόν έπεσε πάνω σας είπατε, ε; Προς ποια κατεύθυνση πήγαινε;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
135
—Προς το μέρος μου, κύριε. Μου ζήτησε συγγνώμη και προχώρησε στον διάδρομο, προς το εστιατόριο. Ακόυσα τότε να χτυπά ένα κουδούνι. Δε νομίζω, όμως, πως ο συνο δός πήγε να δει ποιος τον ήθελε. Η Χίλντεγκαρντ σώπασε και μετά είπε: —Δεν καταλαβαίνω. Πως γίνεται... Ο Πουαρό έσπευσε να την καθησυχάσει. —Είναι θέμα χρόνου, της είπε. Μια υπόθεση ρουτίνας. Ο κακομοίρης ο συνοδός είχε πάρα πολύ δουλειά. Ήρθε να σας ξυπνήσει πρώτα και μετά κόντεψαν να τον τρελάνουν τα κουδούνια. —Μα δεν ήταν ο ίδιος συνοδός που με ξύπνησε. Ήταν άλλος. —Α! Άλλος! Τον είχατε ξαναδεί; —Όχι, κύριε. —Νομίζετε πως θα τον αναγνωρίσετε αν τον ξαναδείτε; —Έτσι πιστεύω, κύριε. Ο Πουαρό έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του κυρίου Μπουκ, ο οποίος σηκώθηκε αμέσως και βγήκε έξω να δώσει εντολές. Ο Πουαρό συνέχιζε στο μεταξύ την ανάκριση με φιλικό τρόπο. —Πήγατε ποτέ στην Αμερική, φροϋλάιν Σμιντ; —Ποτέ, κύριε. Πρέπει, όμως, να είναι πολύ όμορφος τό πος. —Μήπως μάθατε ποιος ήταν ο άνθρωπος που δολοφο νήθηκε; Πως τον βαρύνει η ευθύνη του φόνου ενός μικρού παιδιού; —Ναι, το άκουσα. Τι απαίσιο πράγμα! Ο καλός Θεός δεν έπρεπε να αφήνει να συμβαίνουν τέτοια πράγματα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι κακούργοι στη Γερμανία... Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια της αγαθής Γερμανίδας. —Ήταν αληθινά τρομερό αυτό το έγκλημα, είπε με σο βαρό ύφος ο Πουαρό. Έβγαλε ένα κομμάτι ύφασμα από την τσέπη του και της το έδωσε. —Δικό σας είναι αυτό το μαντήλι, φροϋλάιν Σμιντ; Κανείς δε μίλησε, ενώ η γυναίκα εξέταζε το μαντήλι. Σή κωσε το κεφάλι της. Το χρώμα στα μάγουλά της είχε αρχίσει να επιστρέφει. —Α, όχι! Δεν είναι δικό μου, κύριε, είπε τέλος. —Έχει κεντημένο στη γωνία το γράμμα X, βλέπετε; Γι’
136
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
αυτό τον λόγο νόμισα πως ήταν δικό σας. —Α, κύριε, αυτό το μαντήλι ανήκει σε κάποια κυρία. Είναι πολύ ακριβό μαντήλι, κεντημένο στο χέρι. Θα έλεγα ότι είναι Παριζιάνικο. —Ώστε δεν είναι δικό σας. Μήπως ξέρετε σε ποια κυρία ανήκει; —Εγώ; Α, όχι, δεν ξέρω. Από τους τρεις άντρες που την άκουγαν, μόνο ο Πουαρό αντιλήφθηκε κάποιο δισταγμό στη φωνή της γυναίκας. Ο κύριος Μπουκ έσκυψε και ψιθύρισε κάτι στο αυτί του Πουαρό, ο οποίος κούνησε το κεφάλι του και είπε στην κα μαριέρα: —Έρχονται οι τρεις συνοδοί του τρένου. Θα είχατε την καλοσύνη να μου πείτε ποιόν συναντήσατε χθες το βράδυ, την ώρα που πηγαίνατε την κουβέρτα στην κυρία σας; Μπήκαν στο βαγόνι οι τρεις συνοδοί. Ο Πιερ Μισέλ, ο ψηλός ξανθός συνοδός του οχήματος Αθηνών - Παρισίων και ο μάλλον παχουλός συνοδός του οχήματος του Βουκουρεστίου. Η Χίλντεγκαρντ Σμιντ τους κοίταξε και τους τρεις με προ σοχή και κούνησε το κεφάλι της. —Όχι, κύριε, είπε. Κανείς από τους τρεις, δεν είναι ο συ νοδός που είδα χτες το βράδυ. —Μα οι τρεις αυτοί είναι οι μόνοι συνοδοί του τρένου μας. Πρέπει να κάνετε κάποιο λάθος. —Είμαι απόλυτα βέβαιη, κύριε. Και οι τρεις άνθρωποι που μου παρουσιάζετε, είναι ψηλοί και γεροδεμένοι. Εκείνος που είδα ήταν κοντός και μελαχρινός, με μουστάκι. Η φωνή του, όταν μου ζήτησε συγνώμη ήταν πολύ ψιλή. Έμοιαζε γυναικεία. Τον θυμάμαι πολύ καλά, κύριε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Απολογισμός των στοιχείων. —Ένας κοντός μελαχρινός άνδρας με γυναικεία φωνή, επανέλαβε ο κύριος Μπουκ, αφού έφυγαν απ’ το βαγόνι η Χίλντεγκαρντ Σμιντ και οι τρεις συνοδοί. Κούνησε απελπισμένος το κεφάλι του. —Δεν καταλαβαίνω τίποτα απολύτως απ’ όλη αυτή την ιστορία! συνέχισε. Ο εχθρός για τον οποίο μίλησε ο Ράτσετ, βρισκόταν, λοιπόν, στο τρένο; Πού είναι όμως τώρα; Πού κρύβεται; Πώς τα κατάφερε και εξαφανίστηκε σαν καπνός; Πάει να σπάσει το κεφάλι μου. Σας ικετεύω, φίλε μου, πέστε μου κάτι. Αποδείξτε μου πως το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό. —Είπατε κάτι πολύ ωραίο, απάντησε ο Πουαρό. Δεν είναι δυνατό να συνέβη το αδύνατο, επομένως το αδύνατο πρέπει να είναι δυνατό, παρά τα αντίθετα φαινόμενα. —Εξηγείστε μου τότε με λίγα λόγια τι ακριβώς συνέβη χθες τη νύχτα στο τρένο. —Δεν είμαι μάγος. Κι εγώ ο ίδιος τα έχω κυριολεκτικά χαμένα, όπως κι εσείς. Η υπόθεση εξελίσσεται πολύ παρά ξενα. —Δεν εξελίσσεται καθόλου. Λιμνάζει και αποτελματώνεται. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Δεν έχετε δίκιο, αγαπητέ μου. Είμαστε σε πολύ καλύ τερη θέση αυτή τη στιγμή. Ξέρουμε ορισμένα πράγματα. Έχουμε λάβει τις καταθέσεις των επιβατών. —Και τι μας αποκάλυψαν; Τίποτα απολύτως. —Δε θα έλεγα κάτι τέτοιο. —Ίσως υπερβάλλω λιγάκι. Ο Χάρντμαν και η Γερμανίδα υπηρέτρια, ορισμένως μας βοήθησαν κάπως. Πλούτισαν κάπως τις γνώσεις μας. Θέλω να πω ότι έμπλεξαν ακόμη περισσότερο την ήδη μπλεγμένη υπόθεση. —Όχι, όχι, είπε ο Πουαρό, με ήπιο τόνο. —Μιλήστε, λοιπόν. Ας ακούσουμε τη σοφία του Ηρακλή Πουαρό να φωτισθούμε.
138
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Μα, δε σας είπα μόλις τώρα πως κι εγώ ο ίδιος τα έχω κυριολεκτικά χαμένα; Μπορούμε, όμως, ν' αντιμετωπίσουμε κατά κάποιο τρόπο το πρόβλημα που μας απασχολεί. Μπο ρούμε να βάλουμε σε κάποια τάξη τα γεγονότα που μας είναι γνωστά. —Μη μας παιδεύετε, παρακάλεσε ο γιατρός Κωνσταντί νου. Μιλήστε. Ο Πουαρό έβηξε κι άρχισε να παίζει μ’ ένα κομμάτι χαρτί. —Ας εξετάσουμε την υπόθεση όπως παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή. Πρώτ’ απ’ όλα, υπάρχουν μερικά αδιαφιλονίκητα γεγονότα. Αυτός ο άνθρωπος, ο Ράτσετ ή Κασσέτι, μαχαι ρώθηκε σε δώδεκα διαφορετικά σημεία και πέθανε χθες τη νύχτα. Αυτό είναι το πρώτο γεγονός. —Μας φωτίσατε! είπε ειρωνικά ο κύριος Μπουκ. Ο Πουαρό, χωρίς να δώσει προσοχή στο πείραγμα του φίλου του, συνέχισε ήρεμα: —Για την ώρα αφήνω παράμερα μερικά παράξενα φαι νόμενα, για τα οποία κουβεντιάσαμε ήδη με τον γιατρό. Θα φτάσω και σ’ αυτά πολύ σύντομα. Κατά τη γνώμη μου, άλλο σημαντικό γεγονός είναι ο χρόνος που διαπράχτηκε το έγκλημα. —Μα κι αυτό είναι απ’ τα ελάχιστα πράγματα που γνωρί ζουμε, αντέτεινε ο κύριος Μπουκ. Το έγκλημα διαπράχθηκε στη μία και τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα. Όλα τείνουν να απο δείξουν, ότι τότε δολοφονήθηκε ο Ράτσετ. —Όχι ακριβώς όλα. Εδώ υπερβάλλετε. Υπάρχουν μερι κές μόνο αποδείξεις, που τείνουν να υποστηρίξουν την άποψη αυτή. —Είμαι ικανοποιημένος που σας ακούω να παραδέχεστε ότι υπάρχουν και αμφισβητήσιμα σημεία. Πάλι ο Πουαρό δεν έδωσε καμιά σημασία στη διακοπή. —Αντιμετωπίζουμε τρεις πιθανότητες. Πρώτη: Ότι η δο λοφονία διαπράχθηκε, όπως υποστηρίζετε, στη μία και τέ ταρτο. Συμφωνεί με την ώρα του σταματημένου ρολογιού, τη μαρτυρία της κυρίας Χάμπαρντ και της Γερμανίδας της Χίλντεγκαρντ Σμιντ. Συμφωνεί επίσης με την αυτοψία του κυρίου Κωνσταντίνου. Δεύτερη πιθανότητα: Η δολοφονία διαπρά χθηκε αργότερα και ο δολοφόνος άλλαξε τους δείχτες του ρολογιού, για να μας παραπλανήσει. Τρίτη πιθανότητα: Η δολοφονία διαπράχθηκε νωρίτερα και η ώρα που έδειχνε το ρολόι άλλαξε για τον ίδιο λόγο. »Αν τώρα δεχθούμε ότι τις μεγαλύτερες πιθανότητες συ γκεντρώνει η πρώτη εκδοχή, εκείνη, δηλαδή, που την υπο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
139
στηρίζουν οι περισσότερες μαρτυρίες, πρέπει να δεχτούμε και μερικά δεδομένα που προκύπτουν από αυτήν. Για ν’ αρχίσουμε, αν η δολοφονία διαπράχθηκε στη μία και τέταρτο, είναι αδύνατο να εγκατέλειψε το τρένο ο δολοφόνος και γεννάται το ερώτημα: Πού βρίσκεται; Ποιος είναι; »Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε κάποιο αποτέλεσμα, πρέπει να εξετάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή τις μαρτυρίες. Ακούσαμε τον Χάρντμαν για πρώτη φορά να μας μιλά για ένα κοντό, μελαχρινό άντρα, με γυναικεία φωνή. Ισχυρίζεται ότι ο ίδιος ο Ράτσετ του μίλησε για έναν τέτοιο άνθρωπο και τον προσέλαβε για να τον προστατεύσει από πιθανή από πειρα κατά της ζωής του. Δεν έχουμε όμως καμιά απόδειξη που να ενισχύει την εκδοχή αυτή, εκτός, βέβαια, από τα λό για του Χάρντμαν. Ας εξετάσουμε, όμως και ένα άλλο πρό βλημα που μας παρουσιάζεται. Ο Χάρντμαν είναι πραγμα τικά εκείνος που υποστηρίζει πως είναι; Δηλαδή, πράκτορας ενός ιδιωτικού γραφείου αστυνομικών ερευνών της Νέας Υόρκης; «Εκείνο, που κατά τη γνώμη μου, προκαλεί το μεγαλύ τερο ενδιαφέρον σ’ αυτή την υπόθεση, είναι ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας τις ευκολίες που έχει η αστυνομία. Δεν μπο ρούμε να ερευνήσουμε βαθύτερα την καλή πίστη των μαρ τύρων μας. Δεν μπορούμε να βασισθούμε παρά μόνο σε συ μπεράσματα. Γεγονός που αυξάνει καταπληκτικά το ενδια φέρον της υποθέσεως αυτής. Δεν υπάρχει εργασία ρουτίνας. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τη λογική, για να καταλήξουμε σ’ ένα συμπέρασμα. Θέτω ένα ερώτημα στον εαυτό μου. Μπορούμε να θεωρήσουμε αληθινά τα λόγια του Χάρντμαν; Και καταλήγω στο συμπέρασμα πως πρέπει να δεχθούμε ότι ο Χάρντμαν λέει την αλήθεια. —Βασίζεστε, λοιπόν, στη διαίσθησή σας; ρώτησε ο για τρός. —Καθόλου, εξετάζω τις πιθανότητες. Ο Χάρντμαν ταξι δεύει με πλαστό διαβατήριο. Το γεγονός αυτό τον κάνει απ’ την αρχή ύποπτο. Η πρώτη ενέργεια που θα κάνει η Αστυ νομία, όταν έρθει εδώ, θα είναι να θέσει υπό κράτηση τον Χάρντμαν, ώσπου να εξακριβώσει με ένα τηλεγράφημα στην Αμερική αν λέει ή όχι την αλήθεια. Είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο να εξακριβωθεί η καλή πίστη πολλών από τους επιβάτες. Για μερικούς άλλους, η εξακρίβωση δεν παρουσιά ζει ενδιαφέρον, γιατί, κατά πάσα πιθανότητα, η Αστυνομία δε θα ασχοληθεί μ' αυτούς, επειδή δεν υπάρχει κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εις βάρος τους. Για την περίπτωση του Χάρ-
140
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ντμαν το πρόβλημα, είναι απλούστατο. Είτε είναι εκείνος που υποστηρίζει πως είναι είτε δεν είναι. ΓΓ αυτό πιστεύω πως γρήγορα θ’ αποδειχθεί ότι μας είπε την αλήθεια. —Ώστε τον απαλλάσσετε από κάθε υποψία; —Δεν είπα τέτοιο πράγμα. Παρανοήσατε τα λόγια μου. Από την πείρα που έχω αποκτήσει, οποιοσδήποτε Αμερικα νός ιδιωτικός αστυνομικός θα μπορούσε να έχει τους ιδιαίτε ρους λόγους του για να επιθυμεί τον θάνατο του Ράτσετ. Νομίζω απλώς, πως μπορούμε να θεωρούμε αληθινή την εκδοχή που μας έδωσε για τον εαυτό του ο Χάρντμαν. Εξάλ λου, ο ισχυρισμός του, ότι τον κάλεσε ο Ράτσετ και τον προσέλαβε για να προστατεύσει τη ζωή του, δεν είναι απίθανος. Ίσως να μην είναι εντελώς αληθινός. Αν παραδεχτούμε ότι η περίπτωση αυτή αληθεύει, πρέπει να δούμε αν μπορούμε να την επιβεβαιώσουμε από κάπου αλλού. Περιέργως την επι βεβαιώνει η μαρτυρία της Χίλντεγκαρντ Σμιντ. Η περιγραφή της, του ανθρώπου που είδε στον διάδρομο, συμπίπτει από λυτα με την περιγραφή που μας έδωσε ο Χάρντμαν. Υπάρχει καμιά άλλη επιβεβαίωση των όσων είπαν αυτοί οι δυο; Υπάρχει. Πρόκειται για το κουμπί απ’ τη στολή ενός συνο δού, που βρέθηκε στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ. Υπάρχει επίσης μια άλλη κατάθεση επιβεβαιωτική, που ίσως δεν προσέξατε... —Τι θέλετε να πείτε; — Για την ακρίβεια δυο καταθέσεις. Ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ και ο Έκτωρ Μακ Κουήν βεβαιώνουν ότι ο συ νοδός πέρασε μπροστά από το διαμέρισμά τους. Δεν έδω σαν καμιά σημασία στο γεγονός, θα ήθελα, όμως, να σας τονίσω, κύριοι, πως ο Πιερ Μισέλ δήλωσε πως δεν εγκατέλειψε τη θέση του, παρά μόνο όταν του χτύπησαν το κου δούνι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ωστόσο, καμιά απ’ τις κλήσεις αυτές δεν τον υποχρέωσε να φθάσει στο τέρμα του βαγονιού και να περάσει επομένως μπροστά από το διαμέ ρισμα, όπου καθόντουσαν ο Άρμπουθνοτ και ο Μακ Κουήν. Επομένως η εμφάνιση ενός κοντού και μελαχρινού τύπου, με γυναικεία λεπτή φωνή, που φορούσε στολή υπαλλήλου της Εταιρείας Σιδηροδρόμων βασίζεται στην άμεση ή έμμεση μαρτυρία τεσσάρων μαρτύρων. —Θα ήθελα να διευκρινισθεί ένα σημείο, παρατήρησε ο γιατρός. Αν παραδεχτούμε ότι είναι αληθινή η ιστορία της Χίλντεγκαρντ Σμιντ, πώς συνέβη και δε μας ανέφερε καθό λου ο συνοδός ότι την είδε να κυκλοφορεί στον διάδρομο, όταν πήγε, δηλαδή, να απαντήσει το κουδούνι της κυρίας
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
141
Χάμπαρντ; —Νομίζω, ότι η απάντηση στην απορία σας είναι πολύ εύκολη. Όταν ο συνοδός έφτασε προκειμένου να εξακριβώ σει τι ήθελε η κυρία Χάμπαρντ, η Σμιντ βρισκόταν με την κυρία της. Όταν τελικά επέστρεψε στο διαμέρισμά της, ο συ νοδός βρισκόταν στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ. Ο κύριος Μπουκ περίμενε με ανυπομονησία να τελειώσει ο διάλογος των δύο συντρόφων του. —Μάλιστα, πολύ καλά, φίλε μου, είπε με ανυπομονησία στον Πουαρό, θαυμάζω την προσοχή με την οποία προχω ρείτε, τη μέθοδο που εφαρμόζετε, να μην κάνετε, παρά ένα μόνο βήμα κάθε φορά, σας υπενθυμίζω, όμως, πως δε θί ξατε καθόλου ένα σπουδαίο σημείο. Όλοι μας συμφωνούμε ότι αυτός ο κοντός μελαχρινός με τη γυναικεία φωνή είναι πρόσωπο υπαρκτό. Ωραία. Πού βρίσκεται, όμως, τώρα το πρόσωπο αυτό; Ο Πουαρό κούνησε επιτιμητικά το κεφάλι του. —Κάνετε ένα κάποιο σφάλμα. Βάζετε την καρότσα μπροστά απ’ το άλογο. Πριν θέσω στον εαυτό μου το ερώ τημα, «πώς εξαφανίσθηκε ο άνθρωπος αυτός;», αναρωτή θηκα κάτι άλλο. «Υπάρχει στην πραγματικότητα αυτός ο άν θρωπος;» Γιατί, όπως καταλαβαίνετε, αν ο άνθρωπος αυτός δεν υφίσταται στην πραγματικότητα και αποτελεί ένα δη μιούργημα, είναι ευκολότατο να εξαφανισθεί σαν καπνός! ΓΓ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προσπαθώ πρώτα να εξακριβώσω αν ο άνθρωπος αυτός υπάρχει αληθινά από οστά και αίμα... —Και αφού καταλήξατε στο συμπέρασμα πως ο άνθρω πος αυτός υπάρχει, τίθεται το ερώτημα, πού βρίσκεται; —Υπάρχουν δύο απαντήσεις στο ερώτημά σας, φίλε μου, Είτε κρύβεται μέσα στο τρένο, σε κάποιο μέρος, που ούτε μπορούμε να το φαντασθούμε, είτε έχουμε να κάνουμε με δύο ανθρώπους. Δηλαδή, να παρουσιάζεται είτε ως ο εαυτός του -ο άνθρωπος που τρόμαζε τον Ράτσετ- είτε ως κάποιος άλλος επιβάτης του τρένου, τόσο καλά μεταμφιεσμένος που ούτε ο Ράτσετ να μην μπορούσε να τον αναγνωρίσει. —Ίσως να είναι κι έτσι, ψιθύρισε ο κύριος Μπουκ, με φωνή που έτρεμε σχεδόν από συγκίνηση. Υπάρχει όμως κάποια δυσκολία... Ο Πουαρό δεν τον άφησε να συμπληρώσει τη φράση του. —Το ανάστημα. Αυτό δε θέλατε να πείτε; Όλοι οι επιβά τες, με μοναδική εξαίρεση τον καμαριέρη του Ράτσετ, είναι ψηλοί. Ο Ιταλός, ο Άρμπουθνοτ, ο Έκτωρ Μακ Κουήν, ο Αντρένυϊ. Δε μένει παρά μόνο ο καμαριέρης. Δε συγκεντρώ
142
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
νει πολλές πιθανότητες για ένοχος. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Μην ξεχνάτε τη γυναικεία φωνή. Αυτό μας δίνει ένα σωρό άλλες πιθανότητες. Μπορεί ένας άντρας να μεταμφιέ σθηκε σε γυναίκα ή μπορεί αντίθετα να είναι μια γυναίκα με ταμφιεσμένη. Μια ψηλή γυναίκα με ανδρικά ρούχα θα φαινό ταν κοντή. —Μα δε θα ήξερε ο Ράτσετ... —Πιθανότατα να ήξερε. Ίσως η γυναίκα αυτή είχε απο πειραθεί και στο παρελθόν να τον δολοφονήσει, φορώντας ανδρικά ρούχα, για να πετύχει ευκολότερα τον σκοπό της. Πιθανόν να μάντεψε ο Ράτσετ πως θα ξαναχρησιμοποιούσε το ίδιο κόλπο και γι’ αυτό τον λόγο είπε στον Χάρντμαν να έχει τον νου του για έναν άνδρα. Ανάφερε, όμως, για να είναι ήσυχος για κάθε ενδεχόμενο και τη «γυναικεία φωνή». —Δεν είναι διόλου απίθανος αυτός ο συλλογισμός, δια πίστωσε ο κύριος Μπουκ. Όμως... —Ακούστε με, φίλε μου, είπε ο Πουαρό. Νομίζω ότι πρέ πει να σας αποκαλύψω μερικές ασυνέπειες που παρατήρησε ο κύριος Κωνσταντίνου. Απαρίθμησε λεπτομερέστατα τα συμπεράσματα στα οποία είχαν καταλήξει ο ίδιος και ο γιατρός, ωθούμενοι από τη φύση των τραυμάτων του νεκρού. Ο κύριος Μπουκ έμεινε κατάπληκτος. —Καταλαβαίνω πως νοιώθετε φίλε μού, του είπε ο Που αρό με συμπάθεια. Το κεφάλι σας πάει να σπάσει, έτσι δεν είναι; —Μοιάζει με όνειρο! Φώναξε ο κύριος Μπουκ. —Ακριβώς! Είναι απίστευτο, απίθανο, δεν μπορεί να συμβαίνει. Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Κι όμως φίλε μου, να που συμβαίνει! Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τα γεγο νότα. —Μα είναι τρέλα! —Είναι τόσο ασύλληπτο, που μου μπαίνει κάθε τόσο η ιδέα ότι συμβαίνει κάτι πολύ απλό... Αυτό όμως κοντεύει να μου γίνει έμμονη ιδέα! —Δύο δολοφόνοι, μούγκρισε ο κύριος Μπουκ. Στο Εξ πρές Οριάν... Η ιδέα και μόνο τον τσάκιζε. —Και τώρα ας κάνουμε το όνειρο πιο βαθύ. Χθες το βράδυ, συνέχισε ο Πουαρό, βρισκόντουσαν μέσα στο τρένο δύο μυστηριώδεις ξένοι. Είναι ο συνοδός των σιδηροδρό μων, όπως μας τον περιέγραψε ο Χάρντμαν και όπως τον είδαν ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ, ο κύριος Μακ Κουήν
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
143
και η Χίλντεγκαρντ Σμιντ. Και η γυναίκα με το κόκκινο κιμονό, μια ψηλή και αδύνατη γυναίκα, που την είδαν ο Πιερ Μισέλ, η Μαίρη Ντέμπενχαμ, ο κύριος Μακ Κουήν κι εγώ ο ίδιος και ακόμα, ένιωσε το άρωμά της ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ. Ποια ήταν; Καμιά από τις γυναίκες που ταξιδεύουν με το τρένο, δεν παραδέχεται ότι έχει ένα κόκκινο κιμονό. Και αυτή έχει εξαφανισθεί. Μήπως ο συνοδός του τρένου και η γυναίκα με το κόκκινο κιμονό αποτελούν ένα και το αυτό πρόσωπο; Ή μήπως υπάρχει στην πραγματικότητα και αυτή; Πού βρίσκονται τώρα οι δυο αυτοί άνθρωποι; Πού βρίσκο νται η στολή του συνοδού και το κόκκινο κιμονό; —Τώρα μιλάτε σωστά, είπε ο κύριος Μπουκ που τινά χτηκε από το κάθισμά του. Πρέπει να ψάξουμε με προσοχή τις αποσκευές όλων των επιβατών. Δεν αποκλείεται ν’ ανακαλύψουμε κάτι. Ο Πουαρό τον μιμήθηκε και σηκώθηκε κι αυτός. —Θα κάνω μια προφητεία, είπε. —Έχετε καμιά ιδέα πού μπορεί να βρίσκονται; —Κάτι έχω στο μυαλό μου. —Πού βρίσκονται, λοιπόν; —Θα ανακαλυφθεί το κόκκινο κιμονό στις αποσκευές ενός από τους κυρίους και η στολή του συνοδού στις απο σκευές της Χίλντεγκαρντ Σμιντ. —Της Χίλντεγκαρντ Σμιντ; Ώστε νομίζετε... —Όχι πάντως αυτό που νομίζετε εσείς. Θα σας θέσω ως εξής το θέμα. Αν η Χίλντεγκαρντ Σμιντ είναι ένοχη, υπάρχει πιθανότητα να βρεθεί στις αποσκευές της η στολή του συνο δού. Αν όμως είναι αθώα, τότε δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα βρεθεί εκεί. —Μα πως... διαμαρτυρήθηκε ο κύριος Μπουκ. Πριν προλάβει ν’ αποτελειώσει τη φράση του, ακούστηκε φασαρία. — ...Τι είναι αυτός ο θόρυβος που πλησιάζει; συνέχισε. Μοιάζει με ατμομηχανή εν κινήσει. Ο θόρυβος πλησίασε. Στριγκλιές και διαμαρτυρίες μιας γυναίκας ακούγονταν τώρα. Η πόρτα του βαγονιού άνοιξε με πάταγο και εμφανίσθηκε σε έξαλλη κατάσταση η κυρία Χάμπαρντ. —Είναι φριχτό, φώναξε. Αυτό υπερβαίνει κάθε όριο! Στην τσάντα του μπάνιου μου... στην τσάντα του μπάνιου μου! Ένα μεγάλο μαχαίρι... μες στα αίματα!... Έκανε μερικά βήματα, τρέκλισε και σωριάστηκε λιπόθυμη στον ώμο του κυρίου Μπουκ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Η απόδειξη του φονικού οργάνου. Με μια απότομη κίνηση ο κύριος Μπουκ παραμέρισε λίγο κι άφησε το κεφάλι της λιπόθυμης κυρίας Χάμπαρντ να ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι. Ο γιατρός κάλεσε αμέσως ένα σερβιτόρο, που έφτασε τρέχοντας. —Κράτησέ της το κεφάλι έτσι, είπε ο γιατρός. Μόλις συνέλθει δώσε της λίγο κονιάκ. Κατάλαβες; Μετά ο γιατρός ακολούθησε βιαστικά τους δύο άλλους συντρόφους του. Όλο το ενδιαφέρον του ήταν συγκεντρω μένο στο έγκλημα. Δεν έδινε καμιά σημασία σε μεσόκοπες γυναίκες που λιποθυμούν εύκολα. Αυτή η μέθοδος, όμως, έκανε την κυρία Χάμπαρντ, να συνέλθει, μάλλον πιο γρήγορα. Ήπιε το κονιάκ που της έδω σαν κι άρχισε πάλι να φλυαρεί. —Δε φαντάζεστε τι τρομάρα πήρα! Δε νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί άνθρωπος που θα μπορέσει να με καταλάβει. Από μικρή ήμουν πολύ ευαίσθητη. Και μόνο η θέα του αίματος! Ω! Και μόνο που το σκέφτομαι, μου ’ρχεται να λιποθυμήσω... Ο σερβιτόρος της πρόσφερε ένα ακόμη κονιάκ. —Encore un peu, madame?12 τη ρώτησε. —Λέτε να μου κάνει καλό; Δεν πίνω ποτέ οινοπνευμα τώδη ποτά. Στην οικογένειά μου απέχουμε όλοι από το αλ κοόλ. Αφού, όμως, είναι για ιατρικούς λόγους... Κατέβασε άλλο ένα ποτηράκι. Στο μεταξύ, ο Πουαρό και ο κύριος Μπουκ ακολουθούμε νοι από τον γιατρό, είχαν φτάσει στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ. Οι επιβάτες του τρένου, συνωστίζονταν έξω από την πόρτα. Ο συνοδός ενοχλημένος, προσπαθούσε να τους απομακρύνει. —Mais il n'y a rien έ voir13, έλεγε και ξανάλεγε σε διάφο ρες γλώσσες. 12Λίγο ακόμη, κυρία; (Σ.τ.Μ.) 13Μα δεν υπάρχει τίποτε να δείτε (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
145
—Μπορούμε να περάσουμε, παρακαλώ; είπε ευγενικά ο κύριος Μπουκ. Στριμώχνοντας τη στρογγυλή κοιλιά του, πέρασε ανά μεσα από τους επιβάτες. Ο Πουαρό τον ακολούθησε κάνο ντας το ίδιο. —Χαίρομαι που ήρθατε, είπε αναστενάζοντας ο συνοδός. Όλοι ήθελαν να μπουν στο διαμέρισμα. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε τις φωνές που έμπηξε η Αμερικανίδα. Στην αρχή, όταν άκουσα τις στριγκλιές της, πίστεψα ότι κάποιος θέλησε να τη δολοφονήσει! Έφτασα τρέχοντος και την αντίκρισα όρθια στη μέση του διαμερίσματος να ξεφωνίζει σαν τρελή. Πριν καλά καλά προλάβω να καταλάβω τι μου έλεγε, έφυγε ουρλιάζοντας κι έλεγε σε όλους τι είχε συμβεί. Και πρόσθεσε δείχνοντας. —Εκεί μέσα βρίσκεται, κύριε. Δεν το άγγιξα. Από το πόμολο της πόρτας, με την οποία το διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ επικοινωνούσε με το διπλανό, κρεμό ταν μια μεγάλη πλαστική τσάντα. Από κάτω της, στο πά τωμα, εκεί ακριβώς που είχε πέσει από τα χέρια της κυρίας Χάμπαρντ, βρισκόταν ένα εγχειρίδιο με ίσια λεπίδα, ένα φθηνό ανατολίτικο κατασκεύασμα, για τουρίστες. Η λαβή του ήταν φορτωμένη με πολλά σκαλισμένα στολίδια και η λάμα του κοφτερή. Η λάμα ήταν σκεπασμένη με διάσπαρτες κηλίδες, που έμοιαζαν με σκουριά. Ο Πουαρό το έπιασε με προσοχή. —Μάλιστα, είπε με σιγανή φωνή. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Δε συμφωνείτε, γιατρέ, ότι είναι το όπλο που μας έλειπε; Ο γιατρός το εξέτασε. —Δεν υπάρχει λόγος να είστε προσεκτικός, είπε ο Που αρό. Είμαι βέβαιος πως δε θα υπάρχουν παρά μόνο τα δα κτυλικά αποτυπώματα της κυρίας Χάμπαρντ. Η εξέταση του εγχειριδίου από τον γιατρό δεν κράτησε πολλή ώρα. —Αυτό είναι το όπλο, αποφάνθηκε. Ταιριάζει με όλα τα τραύματα. —Φίλε μου, σας ικετεύω να μη βγάζετε βιαστικά συμπε ράσματα... Ο Κωνσταντίνου έδειξε έκπληκτος. —Ως τώρα, μας έχουν σχεδόν πνίξει οι συμπτώσεις, συ νέχισε ο Πουαρό. Δύο άνθρωποι αποφάσισαν χθες τη νύχτα να μαχαιρώσουν τον Ράτσετ. Καταντά αληθινά απίστευτο το γεγονός, ότι διάλεξαν το ίδιο ακριβώς όπλο για να εκτελέσουν το σχέδιό τους.
146
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Δεν είναι και τόσο καταπληκτική σύμπτωση, παρατή ρησε ο γιατρός. Χιλιάδες τέτοια ανατολίτικα εγχειρίδια φτιά χνονται ειδικά για τα παζάρια της Κωνσταντινούπολης. —Τα λόγια σας με παρηγορούν, γιατρέ, αν και δεν μπορώ να πω πως με πείθουν απόλυτα. Κοίταξε σκεπτικός την πόρτα απέναντι του και κατόπιν, αφού πήρε στο χέρι του την πλαστική τσάντα, έπιασε το πό μολο. Η πόρτα δεν άνοιξε. Λίγο πιο ψηλά από το πόμολο βρισκόταν ένας σύρτης. Ο Πουαρό τον έσυρε και δοκίμασε πάλι ν’ ανοίξει την πόρτα. Κι αυτή τη φορά η πόρτα δεν άνοιξε. —Δε θυμάστε πως την κλειδώσαμε απ' την άλλη μεριά; είπε ο γιατρός. —Δίκιο έχετε, είπε ο Πουαρό αφηρημένα. Έδειχνε ότι ήταν απορροφη μένος από άλλες σκέψεις. Φαινόταν σκυθρωπός. —Μα δεν ταιριάζουν όλ’ αυτά; ρώτησε ο κύριος Μπουκ. Ο άγνωστος πέρασε από δω. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα αυτή, το χέρι του έπιασε την τσάντα. Μια σκέψη, σαν αστραπή, πέρασε απ' το μυαλό του κι έριξε μέσα το αιματο βαμμένο μαχαίρι του. Χωρίς ν’ αντιληφθεί ότι η κυρία Χάμπαρντ είχε ξυπνήσει και τον παρακολουθούσε, ξεγλίστρησε από την άλλη πόρτα στον διάδρομο. —Όπως τα λέτε μουρμούρισε ο Πουαρό. Έτσι μάλλον θα πρέπει να έγινε. Το βλέμμα του όμως, δεν άλλαξε. —Μα τι συμβαίνει, επιτέλους; νεύριασε ο κύριος Μπουκ. Υπάρχει κάτι, έτσι δεν είναι, που δε σας ικανοποιεί; Ο Πουαρό τον κάρφωσε με τη ματιά του. —Δεν το προσέξατε κι εσείς; Όχι, απ’ ό,τι φαίνεται. Λοι πόν, πρόκειται για μία λεπτομέρεια. Ο συνοδός κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα του δια δρόμου. —Η Αμερικανίδα κυρία επιστρέφει, τους ανακοίνωσε. Ο γιατρός Κωνσταντίνου ένοιωσε ένοχος. Δεν είχε αντι μετωπίσει την αδιαθεσία της κυρίας Χάμπαρντ με ενδιαφέ ρον. Εκείνη όμως, δεν τον κατηγόρησε, όλη της η ενέργεια είχε στραφεί σε άλλο θέμα. —Σας δηλώνω με τον επισημότερο τρόπο, είπε απευθυ νόμενη στον Μπουκ, πως δεν εννοώ να μείνω πια ούτε λε πτό εδώ μέσα! Δεν εννοώ να κοιμηθώ απόψε στο κρεβάτι αυτό, έστω και αν επρόκειτο να μου δώσετε ένα εκατομμύριο δολάρια.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
147
—Μα, κυρία μου... —Ξέρω τι θα μου πείτε κι εγώ σας λέω ευθύς πως δεν πρόκειται να κάνω τέτοιο πράμα! Καλύτερα να κάτσω στον διάδρομο όλη νύχτα. Άρχισε να κλαίει, αλλά μέσα στα αναφιλητά συνέχισε τη λογοδιάρροια. —Αν ήταν η κόρη μου μαζί μου... αν έβλεπε πως κατά ντησα... Ο Πουαρό δεν την άφησε να συνεχίσει. —Παρανοήσατε, κυρία μου, της είπε. Η απαίτησή σας εί ναι απόλυτα λογική. Οι αποσκευές σας θα μεταφερθούν αμέσως σε άλλο διαμέρισμα. Η κυρία Χάμπαρντ απομάκρυνε αμέσως το μαντήλι της απ’ τα μάτια της. —Αλήθεια; Δεν ξέρετε πόσο με ανακούφισαν τα λόγια σας. Το τρένο όμως είναι γεμάτο και μόνον αν κάποιος κύ ριος... Τη διέκοψε ο κύριος Μπουκ. —Μην ανησυχείτε καθόλου, κυρία μου, είπε. Θα διατάξω να μεταφερθούν αμέσως οι αποσκευές σας από το βαγόνι αυτό. Θα σας δώσουμε ένα διαμέρισμά στο βαγόνι που προσκολλήθηκε απ' το Βελιγράδι. —Είστε πολύ ευγενής και υποχρεωτικός. Δεν είμαι καμιά νευρωτική γυναίκα, αλλά θα μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ στο διαμέρισμα αυτό, όταν ξέρω πως δίπλα βρίσκεται ένας νεκρός! Θα τρελαινόμουν, χωρίς καμιά αμφιβολία, είπε κι ανατρίχιασε. —Μισέλ, φώναξε ο κύριος Μπουκ. Σε παρακαλώ, να με ταφέρεις τις αποσκευές της κυρίας σ' ένα άδειο διαμέρισμα στην κλινάμαξα Αθηνών - Παρισίων. —Μάλιστα, κύριε. Θέλετε να μεταφέρω τις αποσκευές στο ίδιο διαμέρισμα; Στο τρία; —Όχι, είπε ο Πουαρό πριν προλάβει ν’ απαντήσει ο φί λος του. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν πηγαίνατε την κυρία σε άλλο νούμερο. Να, στο δώδεκα, για παρά δειγμα. —Μάλιστα, κύριε. Ο συνοδός πήρε τις αποσκευές. Η κυρία Χάμπαρντ κοί ταξε με ευγνωμοσύνη τον Πουαρό. —Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό που κάνατε για μένα. —Μη λέτε τίποτε κυρία μου. Θα σας συνοδεύσουμε, μά λιστα, για να βεβαιωθούμε, ότι θα μείνετε ικανοποιημένη από το καινούργιο σας διαμέρισμα.
148
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Οι τρεις άνδρες συνοδέυσαν τη γυναίκα στο νέο διαμέρι σμα. Η Αμερικανίδα κοίταξε γύρω της ευχαριστημένη. —Πολύ ωραίο, διαπίστωσε. —Περίφημα. Οπως βλέπετε, είναι ολόιδιο με το διαμέρι σμα που αφήσατε. —Έτσι είναι. Η μόνη διαφορά είναι ότι βλέπει στην άλλη πλευρά του τρένου. Δεν έχει, όμως, μεγάλη σημασία, γιατί αυτά τα τρένα, συνήθως, πηγαίνουν πρώτα απ’ τη μια μεριά και μετά απ’ την άλλη. Ξέρετε, είχα πει στην κόρη μου: «Θέλω ένα διαμέρισμα που να βλέπει προς τη μηχανή» κι εκείνη μου απάντησε: «Μα δεν ξέρεις, μαμά, ότι δεν έχει ση μασία η θέση, γιατί σ’ αυτά τα τρένα μπορεί να κοιμηθείς, ενώ το βαγόνι σου βλέπει δεξιά κι όταν ξυπνήσεις να 'χει γυρίσει και να βλέπει αριστερά!» Καλά έλεγε λοιπόν, η κόρη μου. Εχθές το βράδυ μπήκαμε στο Βελιγράδι απ’ τη μια και βγήκαμε απ’ την άλλη, ανάποδα. —Ούτως ή άλλως κυρία μου, είστε ικανοποιημένη τώρα; —Δεν μπορώ να πω πως είμαι. Έχουμε αποκλεισθεί από τα χιόνια και, όπως βλέπω, κανείς δεν κάνει κάτι για να ξεφύγουμε από τη δύσκολη θέση που βρισκόμαστε. Το πλοίο μου θα φύγει μεθαύριο και δεν ξέρω αν θα το προλάβω. —Κυρία μου, την παρηγόρησε ο κύριος Μπουκ, όλοι μας βρισκόμαστε στην ίδια θέση. —Δίκιο έχετε, παραδέχτηκε η κυρία Χάμπαρντ. Κανένας όμως από τους άλλους επιβάτες δε δοκίμασε τη συγκίνηση που πέρασα εγώ, όταν είδα τον δολοφόνο να περνάει από το διαμέρισμά μου, μέσα στη νύχτα. —Εκείνο που δεν μπορώ να εξηγήσω, είπε ο Πουαρό, εί ναι πώς μπόρεσε ο άγνωστος αυτός να μπει μέσα στο δια μέρισμά σας, αφού, όπως λέτε, η πόρτα που επικοινωνεί με το διπλανό διαμέρισμα ήταν κλειδωμένη. Είστε σίγουρη πως η πόρτα ήταν κλειστή; —Μα η Σουηδέζα κυρία, το εξακρίβωσε μπροστά στα μά τια μου. —Επιτρέψτε μου να κάνω μια μικρή αναπαράσταση. Ήσασταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι σας -έτσ ι- και δεν μπο ρούσατε να διαπιστώσετε μόνη σας αν η πόρτα ήταν κλει δωμένη. Έτσι δεν είναι; —Δεν μπορούσα, γιατί από το χερούλι ήταν κρεμασμένη η τσάντα του μπάνιου. Ωχ! Μου θυμίσατε πως χρειάζομαι μια καινούργια τσάντα. Ανατριχιάζω που τη βλέπω! Ο Πουαρό πήρε την πλαστική τσάντα και την κρέμασε στο πόμολο της εσωτερικής πόρτας.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
149
—Τώρα καταλαβαίνω, είπε. Ο σύρτης βρίσκεται ακριβώς κάτω απ’ το πόμολο και η τσάντα τον σκεπάζει. Από τη θέση στην οποία βρισκόσαστε, δεν μπορούσατε να δείτε αν ήταν ή όχι τραβηγμένος ο σύρτης. —Μα, αυτό ακριβώς σας έλεγα κι εγώ! —Και η δεσποινίς Όλσον στεκόταν εδώ, ανάμεσα σε σας και την πόρτα. Δοκίμασε να την ανοίξει και σας είπε πως ήταν κλειδωμένη. —Μάλιστα. —Κι όμως, κυρία μου, μπορεί να έκανε ένα λάθος. Κατα λαβαίνετε τι θέλω να πω; είπε ο Πουαρό κάπως ανυπόμονα. Ο σύρτης είναι απλώς ένα μεταλλικό έλασμα. Αν το στρίψει κανείς προς τα δεξιά η πόρτα κλειδώνει, προς τα αριστερά ξεκλειδώνει. Δεν αποκλείεται να τράβηξε απλώς την πόρτα και επειδή ήταν κλειδωμένη από την άλλη μεριά, να υπέθεσε πως ήταν κλειδωμένη από τη δική σας μεριά. —Αν έκανε αυτή τη σκέψη, πρέπει να είναι πολύ ανόητη. —Κυρία μου, οι συμπαθητικοί και καλοί άνθρωποι, δεν είναι πάντοτε απαραιτήτως και οι πιο έξυπνοι. —Δεν έχετε κι άδικο... —Α, κάτι άλλο, κυρία μου. Μπορείτε να μου πείτε, αν πή γατε σιδηροδρομικώς στη Σμύρνη; —Όχι. Πήγα με πλοίο ως την Κωνσταντινούπολη, όπου ήρθε να με προϋπαντήσει ένας φίλος της κόρης μου, ο κύ ριος Τζόνσον. Εξαίρετος κύριος. Μακάρι να τον γνωρίζατε. Ήρθε και με πήρε και με ξενάγησε στα αξιοθέατα της Κων σταντινούπολης. Απογοητευτική πόλη. Όλο ερείπια! Τι να σας πω δε για τα τζαμιά! Κι αυτές τις αηδίες που πρέπει να φοράς πάνω από τα παπούτσια σου, για να μπεις μέσα. Α... Τι σας έλεγα; —Είπατε ότι σας προϋπάντησε ο κύριος Τζόνσον. —Μάλιστα. Με συνοδέυσε ως ένα άλλο πλοίο των γαλλι κών ταχυδρομείων που πήγαινε στη Σμύρνη. Ο άνδρας της κόρης μου με περίμενε στην προκυμαία. Είμαι περίεργη να δω τι έχει να πει, όταν ακούσει για όλα αυτά! Η κόρη μου έλεγε κι επέμενε κιόλας πως ο ασφαλέστερος τρόπος να ταξιδεύει κανείς είναι ο σιδηρόδρομος. «Θα καθίσεις στο διαμέρισμά σου», μου είπε, «κι αμέσως θα βρεθείς στο Πα ρίσι. Κι από κει κατευθείαν για το καράβι με το Αμέρικαν Εξ πρές». Τι θα κάνω τώρα! Πώς θα μπορέσω να ακυρώσω το εισιτήριο του πλοίου για την Αμερική; Πρέπει να τους ειδο ποιήσω. Είναι αδύνατο. Απλώς δεν ξέρω τι να κάνω... Η κυρία Χάμπαρντ άρχισε πάλι να δακρύζει.
150
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Ο Πουαρό, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται, άρπαξε την ευκαιρία. —Καταλαβαίνω... Περάσατε ένα σοκ, κυρία μου. Θα παρακαλέσω ένα γκαρσόνι να σας φέρει λίγο τσάι και μερικά μπισκότα. —Δεν μπορώ να πω πως μου αρέσει πολύ το τσάι, είπε με φωνή που έτρεμε η κυρία Χάμπαρντ. Είναι αγγλική συνή θεια. —Τότε θα πω να σας φέρουν καφέ. Σας χρειάζεται ένα τονωτικό. —Δεν είναι άσχημη ιδέα. Λίγος καφές θα μου κάνει καλό. Το κονιάκ που ήπια με πείραξε λίγο. —Περίφημα. Πρέπει να ανακτήσετε τις δυνάμεις σας. Θέλω όμως να σας παρακαλέσω και κάτι άλλο. Μου επιτρέ πετε να ψάξω τις αποσκευές σας; —Για ποιο λόγο θέλετε να τις ψάξετε; —Θα ξεκινήσουμε μια έρευνα στις αποσκευές όλων των επιβατών. Δε θα ήθελα να σας θυμίσω μια δυσάρεστη εμπειρία, αλλά μην ξεχνάτε την πλαστική τσάντα σας... —Έλεος, μη λέτε τέτοια! Καλά θα κάνετε να ψάξετε τα πράγματά μου. Μπορεί να με περιμένει καμιά έκπληξη σαν κι εκείνη που με τάραξε... Η έρευνα δεν κράτησε πολύ ώρα. Η κυρία Χάμπαρντ δεν είχε πολλές αποσκευές. Μια καπελιέρα, μια φθηνή βαλίτσα κι ένα παραγεμισμένο ταξιδιωτικό σάκο. Τα περιεχόμενα και των τριών αποσκευών ήταν απλά και η έρευνα θα κρατούσε ακόμα λιγότερο, αν δεν επέμενε η γυναίκα να δείξει στον Πουαρό φωτογραφίες της κόρης της και δύο μάλλον κακο μούτσουνων παιδιών που ήταν τα εγγόνια της. —Γλυκούλικα δεν είναι; τον ρώτησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Η απόδειξη των αποσκευών. Ο Πουαρό χαιρετώντας ευγενικά την κυρία Χάμτταρντ, έφυγε από το διαμέρισμα, ακολουθούμενος από τους δύο φίλους του. —Κάναμε μια αρχή, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ, αλλά δεν κερδίσαμε τίποτα απολύτως. Με ποιόν θ' ασχοληθούμε τώρα; —Θα ήταν πιο απλό, νομίζω, ν’ αρχίσουμε την έρευνά μας από το ακριανό διαμέρισμα. Έτσι θα προχωρήσουμε με σειρά στα διαμερίσματα. Θα ξεκινήσουμε, δηλαδή, από το διαμέρισμα 16, του καλοσυνάτου κυρίου Χάρντμαν. Ο κύριος Χάρντμαν, που κάπνιζε ένα πούρο, τους υπο δέχτηκε φιλικότατα. —Περάστε, σας παρακαλώ, κύριοι. Αν και το διαμέρισμα είναι τόσο μικρό που δε νομίζω πως μπορεί να μας χωρέσει όλους άνετα. Ο κύριος Μπουκ του εξήγησε τον σκοπό της επίσκεψής τους. Ο ψηλόσωμος ντετέκτιβ δεν έφερε καμιά αντίρρηση. —Οκέυ. Για να είμαι ειλικρινής, από ώρα αναρωτιόμουν γιατί δεν είχατε αρχίσει πιο σύντομα τις έρευνές σας. Ορίστε τα κλειδιά μου, κύριοι. Δε θα μου κακοφανεί αν θελήσετε να μου κάνετε και σωματική ακόμα έρευνα. Θέλετε να κατεβάσω τις βαλίτσες μου; —Δεν υπάρχει λόγος, θα τις κατεβάσει ο συνοδός. Μισέλ! Ερευνήθηκε πολύ σύντομα το περιεχόμενο των απο σκευών του κυρίου Χάρντμαν. Δεν είχε πολλά πράγματα μαζί του, εκτός από μια ικανοποιητική ποσότητα οινοπνευμα τώδη. Ο κύριος Χάρντμαν πήρε μια απολογητική στάση. —Οι τελωνειακοί δεν ερευνούν με προσοχή τις απο σκευές σου στα σύνορα, όταν ξέρει κανείς να τους φερθεί, τους πληροφόρησε ο Χάρντμαν. Με μερικά χαρτονομίσματα πέρασα τα τουρκικά σύνορα, χωρίς καμιά ενόχληση. —Και στο Παρίσι; Ο Χάρντμαν χαμογέλασε. —Ώσπου να φτάσουμε στο Παρίσι, απάντησε, δε φαντά
152
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ζομαι να έχουν μείνει πολλά γεμάτα μπουκάλια. Αλλά κι αν μείνουν, θα καταλήξουν σ’ ένα μεγάλο μπουκάλι από σα μπουάν. —Βλέπω ότι δεν είστε θιασώτης της ποτοαπαγόρευσης, κύριε Χάρντμαν, παρατήρησε χαμογελώντας ο Μπουκ. —Θα έλεγα ότι η ποτοαπαγόρευση δε με έχει ενοχλήσει ιδιαίτερα. —Α! Κατάλαβα, είπε ο κύριος Μπουκ, μιλάτε για τις λέ σχες με το παράνομο αλκοόλ. —Δεν ξέρετε πόσο θα ήθελα να επισκεφτώ την Αμερική, είπε ο Πουαρό. —Θα διδασκόσαστε πολλά στην πατρίδα μου, τόνισε ο κύριος Χάρντμαν. Η Ευρώπη μισοκοιμάται. Χρειάζεται να ξυπνήσει. —Η αλήθεια είναι πως η Αμερική είναι σήμερα η χώρα της προόδου, συμφώνησε ο Πουαρό. Θαυμάζω πολλά από τα προτερήματα των Αμερικανών. Είμαι όμως ίσως κάπως παλιομοδίτης, γιατί πιστεύω πως οι γυναίκες της πατρίδας μου είναι πιο γοητευτικές από τις Αμερικανίδες. Νομίζω πως καμιά γυναίκα στον κόσμο δεν μπορεί να παραβληθεί με μια Γαλλίδα ή μια Βελγίδα. Ο Χάρντμαν στράφηκε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο το χιόνι. —Ίσως να έχετε δίκιο, κύριε Πουαρό, παραδέχτηκε. Υποθέτω όμως, πως όλοι οι άνθρωποι προτιμούν τις συμπατριώτισσές τους απ’ τις γυναίκες των άλλων χωρών. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σαν να τα είχε πειράξει η θέα του χιονιού. —Στραβώνεσαι όταν κοιτάς το χιόνι, παρατήρησε. Κύριοι, η κατάσταση αυτή αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα. Το χιόνι, το έγκλημα και το γεγονός ότι δε γίνεται τίποτα για να ξεκολ λήσουμε από δω. Δεν ξέρει κανείς πως να σκοτώσει την ώρα του. Δε φαντάζεστε πόσο θα ήθελα να βρω κάποια απασχό ληση. —Έχετε το βιαστικό πνεύμα της δύσης, παρατήρησε ο Πουαρό χαμογελώντας. Ο συνοδός τοποθέτησε τις βαλίτσες στη θέση τους και οι τρεις άνδρες προχώρησαν στο επόμενο διαμέρισμα. Ο συ νταγματάρχης Άρμπουθνοτ καθόταν σε μια γωνιά, κάπνιζε την πίπα του και διάβαζε ένα περιοδικό. Ο Πουαρό εξήγησε τον σκοπό της επίσκεψής τους. Ο συνταγματάρχης δε δίστασε. Είχε μαζί του δυο βαριές δερ μάτινες βαλίτσες.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
153
—Οι υπόλοιπες αποσκευές μου ταξιδεύουν δια θαλάσ σης προς την Αγγλία, τους πληροφόρησε. Όπως όλοι οι στρατιωτικοί, ο Άρμπουθνοτ ήταν πολύ τα κτικός. Έτσι δεν απασχολήθηκαν πολλή ώρα μαζί του. Ο Πουαρό πρόσεξε σε μια γωνιά της βαλίτσας ένα πακέτο κα θοριστικά για πίπες. —Χρησιμοποιείτε πάντα την ίδια μάρκα; τον ρώτησε. —Συνήθως ναι. Όταν βέβαια τη βρίσκω. Αυτά τα καθοριστικά ήταν ολόιδια μ’ αυτό που είχε βρει στο πάτωμα του διαμερίσματος του νεκρού. Την ίδια ακριβώς παρατήρηση έκανε και ο γιατρός, μόλις βγήκαν από το διαμέρισμα του Αρμπουθνοτ. —Κι όμως, επέμεινε ο Πουαρό με σιγανή φωνή. Δεν μπορώ να πιστέψω το ενδεχόμενο αυτό. Δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα αυτού του ανθρώπου κι όταν σχηματίσει κανείς μια γνώμη, κάπως δύσκολα την αλλάζει. Η πόρτα του επόμενου διαμερίσματος ήταν κλειδωμένη. Εδώ έμενε η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ. Όταν χτύπησαν διακριτικά, άκουσαν μια φωνή από μέσα που τους καλούσε να περάσουν. Αυτή τη φορά ανέλαβε να εξηγήσει τον σκοπό της επί σκεψής τους ο κύριος Μπουκ. Μίλησε με όση ευγένεια μπο ρούσε. Η πριγκίπισσα τον άκουσε με προσοχή και με μεγάλη απάθεια. —Αν είναι απαραίτητη η έρευνά σας, είπε όταν έπαψε ο Μπουκ, δεν έχω καμιά αντίρρηση. Η καμαριέρα μου έχει όλα τα κλειδιά και θα σας βοηθήσει ν’ ανοίξετε τις βαλίτσες. —Πάντα η καμαριέρα σας κρατά τα κλειδιά σας; ρώτησε ο Πουαρό. —Βεβαίως. —Αν συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας να γίνει έλεγχος στα σύνορα και κάποιος τελωνειακός θελήσει ν' ανοίξει μια από τις βαλίτσες σας; Η ηλικιωμένη κυρία σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. —Πολύ απίθανη μου φαίνεται η σκέψη που κάνετε. Αλλά κι αν συμβεί αυτό, η καμαριέρα μου θα ειδοποιηθεί να φέρει τα κλειδιά. —Την εμπιστεύεστε, λοιπόν τόσο πολύ; —Μα, σας είπα νομίζω, απάντησε ψυχρά η πριγκίπισσα, δε συνηθίζω να έχω στην υπηρεσία μου ανθρώπους που δεν τους εμπιστεύομαι. —Σωστά, έκανε σκεφτικός ο Πουαρό. Κάτι είναι κι αυτό στη σημερινή εποχή. Είναι, ίσως, καλύτερα να έχει κανείς μια
154
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
απλή γυναίκα, που να της έχει εμπιστοσύνη, παρά μια πολύ κομψή καμαριέρα, μια όμορφη παριζιάνα, επί παραδείγματι. Ο Πουαρό είδε τότε τα μαύρα και πανέξυπνα μάτια της συνομιλήτριάς του να καρφώνονται στο πρόσωπό του. —Τι ακριβώς θέλετε να πείτε, κύριε Πουαρό; —Τίποτα απολύτως, κυρία μου. Τίποτα. —Κι όμως. Νομίζετε πως θα έπρεπε να έχω μια όμορφη Γαλλίδα να με υπηρετεί; —Δε θα μου έκανε καμιά εντύπωση αν συνέβαινε κάτι τέ τοιο. Η πριγκίπισσα κούνησε το κεφάλι της. —Η Σμιντ μού είναι αφοσιωμένη κι όπως θα ξέρετε, το προτέρημα αυτό δεν πληρώνεται με τίποτα. Είναι ανεκτίμητο. Η Γερμανίδα καμαριέρα έφτασε με τα κλειδιά. Η πριγκίπισσα της μίλησε στη γλώσσα της. Της είπε ν’ ανοίξει τις βαλίτσες και να βοηθήσει τους κυρίους στην έρευνά τους. Η ίδια βγήκε στον διάδρομο και στάθηκε στο παράθυρο κοιτά ζοντας το χιόνι. Ο Πουαρό από ευγένεια έμεινε κοντά της και εμπιστεύθηκε το λεπτό έργο της έρευνας στον κύριο Μπουκ. Τον κοίταζε χαμογελώντας υπεροπτικά. —Λοιπόν, κύριε Πουαρό, δεν επιθυμείτε να δείτε το πε ριεχόμενο των αποσκευών μου; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Κυρία μου, δεν πρόκειται παρά μόνο για μια τυπική ενέργεια. —Είστε τόσο βέβαιος; —Για εσάς, βεβαίως. —Κι όμως, γνώριζα κι αγαπούσα τη Σόνια Άρμστρονγκ. Τι πιστεύετε; Με θεωρείτε ανίκανη να λερώσω τα χέρια μου σκοτώνοντας έναν κανάγια σαν τον Ράτσετ; Ίσως να μην έχετε άδικο. Έμεινε σιωπηλή για λίγο κι ύστερα πρόσθεσε: —Ξέρετε τι θα ήθελα να 'κανα σ’ ένα τέτοιο βρωμερό υποκείμενο; Να καλέσω τους υπηρέτες μου και να τους πω: «Μαστιγώστε τον ώσπου να πεθάνει και πετάξτε το πτώμα του στα σκουπίδια!» Έτσι ήταν τα πράγματα, όταν ήμουν νέα, κύριε. Ο Πουαρό την παρακολουθούσε με προσοχή, χωρίς ν' ανοίξει το στόμα του. Η συνομιλήτριά του τον κοίταξε ανυπόμονα. —Βλέπω ότι δε λέτε τίποτα, κύριε Πουαρό. Τι σκέπτεστε άραγε; Τι σας απασχολεί τόσο πολύ; Ο Πουαρό την κοίταξε ευθύς στα μάτια.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
155
—Σκεφτόμουν, κυρία μου, απάντησε ο Πουαρό, πως η δύναμή σας είναι συγκεντρωμένη στη θέλησή σας και όχι στα μπράτσα σας. Η πριγκίπισσα έριξε μια ματιά στα αδύνατα μπράτσα της που κατέληγαν σε λεπτά αρπαχτικά κατακίτρινα χέρια, με δάχτυλα φορτωμένα με δαχτυλίδια. —Είπατε μια πολύ μεγάλη αλήθεια, κύριε Πουαρό. Δεν έχω καμιά δύναμη σ' αυτά τα χέρια. Δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι ευχαριστημένη ή δυσαρεστημένη γι’ αυτό. Με τα λόγια αυτά γύρισε απότομα την πλάτη της και μπήκε στο διαμέρισμά της, όπου η καμαριέρα της ήταν απα σχολημένη με την τακτοποίηση των αποσκευών. Διέκοψε τον κύριο Μπουκ, που της ζητούσε συγνώμη για την ενόχληση. —Δε βλέπω για ποιο λόγο πρέπει να μου ζητήσετε συ γνώμη. Εδώ έγινε μια δολοφονία. Ορισμένα μέτρα πρέπει να ληφθούν. Αυτό είναι όλο. —Vous etes bien aimable, madame14. Με μια ελαφρά κίνηση του κεφαλιού αποχαιρέτισε τους τρεις άνδρες καθώς έφευγαν. Οι πόρτες των δύο επομένων διαμερισμάτων ήταν κλει δωμένες. Ο κύριος Μπουκ κοντοστάθηκε και έξυσε το κεφάλι του. —Διάβολε! Ίσως βρεθούμε σε δύσκολη θέση. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν διπλωματικά διαβατήρια. Οι αποσκευές τους εξαιρούνται ελέγχου. —Οι τελωνειακοί δεν έχουν δικαίωμα να ερευνήσουν τις αποσκευές, όταν, όμως πρόκειται για έγκλημα, το πράγμα διαφέρει. —Το ξέρω. Πάντως δε θα ήθελα να προκαλέσω περι πλοκές. —Μην ανησυχείτε, φίλε μου. Πιστεύω πως ο κόμης και η κόμισσα θα φάνουν λογικοί. Είδατε, άλλωστε, μόνος σας πόσο λογική φάνηκε η πριγκίπισσα. —Είναι πραγματικά μεγάλη κυρία. Οι δύο για τους οποί ους μιλάμε τώρα, ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, μου φαίνεται, όμως, πως ο κόμης δεν είναι και τόσο πρόθυμος να συνεργαστεί. Δεν του άρεσε καθόλου όταν επιμείνατε να εξετασθεί και η σύζυγός του. Η ενέργεια που θα κάνουμε τώρα, είμαι βέβαιος πως θα τον ενοχλήσει ακόμα περισσό τερο. Δε θα μπορούσαμε να τους απαλλάξουμε απ’ την επί14Είστε πολύ ευγενική, κυρία. (Σ.τ.Μ.)
156
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
σκέψη; Στο κάτω κάτω της γραφής, δεν μπορεί να έχουν σχέση με τη δολοφονία. Δε βλέπω για ποιο λόγο να προκαλέσουμε φασαρίες. —Δε συμφωνώ καθόλου μαζί σας, απάντησε ο Πουαρό. Πιστεύω πως ο κόμης θα φανεί λογικός. Δε θα χάσουμε, τίποτα, αν δοκιμάσουμε. Πριν προλάβει να απαντήσει ο κύριος Μπουκ, ο Πουαρό χτύπησε δυνατά την πόρτα του 13. Ακούστηκε μια φωνή από μέσα. —Entrez! Ο κόμης καθόταν σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα και διάβαζε εφημερίδα. Η κόμισσα ήταν κουλουριασμένη στην αντίθετη γωνιά, κοντά στο παράθυρο. Ένα μαξιλάρι βρισκό ταν πίσω από το κεφάλι της κι έδειχνε πως μόλις είχε ξυ πνήσει. —Μας συγχωρείτε, κύριε κόμη, για την επιδρομή μας, είπε ο Πουαρό. Κάνουμε έρευνα των αποσκευών όλων των επιβατών του τρένου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι μια τυπική διαδικασία, η οποία όμως πρέπει να γίνει. Ο κύ ριος Μπουκ από δω, υποστηρίζει ότι εφόσον είστε κάτοχος διπλωματικού διαβατηρίου θα μπορούσατε, λογικότατα, να ζητήσετε να εξαιρεθείτε από την έρευνα. Ο κόμης σκέφτηκε μια στιγμή. —Σας ευχαριστώ πολύ, είπε τελικά. Δε νομίζω πως πρέ πει ν’ αποτελέσω εξαίρεση. Προτιμώ να ερευνηθούν οι απο σκευές μας, όπως και των άλλων επιβατών. Στράφηκε προς το μέρος της γυναίκας του. —Έχεις, μήπως, καμιά αντίρρηση, Ελένα; —Καθόλου, απάντησε εκείνη αμέσως, χωρίς κανένα δι σταγμό. Επακολούθησε μια γρήγορη και μάλλον επιπόλαιη έρευνα των αποσκευών του ζεύγους. Ο Πουαρό, για να κα λύψει την αμηχανία του, προσπάθησε να κάνει μερικές πα ρατηρήσεις. —Η ετικέτα της βαλίτσας σας είναι μούσκεμα, κυρία μου, είπε καθώς κατέβαζε μια μπλε δερμάτινη τσάντα, που είχε επάνω της αρχικά και οικόσημο. Η κόμισσα δεν απάντησε στην παρατήρησή του. Έδειχνε καθαρά ότι βαριόταν την έρευνα κι έμεινε κουλουριασμένη στη γωνιά της, να κοιτά έξω από το παράθυρο. Δε γύρισε ούτε μια φορά το κεφάλι της να κοιτάξει εκείνους που είχαν 15Περάστε! (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
157
μπει στο διαμέρισμά της, δίπλα κι εξέταζαν τις αποσκευές της. Ο Πουαρό τελείωσε την έρευνα του, ανοίγοντας το ντουλαπάκι πάνω από τον νεροχύτη. Έριξε μια σύντομη ματιά στα περιεχόμενά του, ένα σφουγγάρι, κρέμα προσώπου, ταλκ κι ένα μικρό μπουκαλάκι με την ετικέτα «Τριονάλ». Αφού ζήτησαν πάλι βιαστικά συγγνώμη, οι τρεις άνδρες αποχώρησαν. Το επόμενο διαμέρισμα ήταν της κυρίας Χάμπαρντ, ακο λουθούσε εκείνο του δολοφονημένου και μετά ήταν το διαμέ ρισμα του Πουαρό. Έφτασαν στα διαμερίσματα της δεύτερης θέσης. Στο πρώτο -το 10 και 11- έμεναν η Μαίρη Ντέμπενχαμ, που τώρα διάβαζε ένα βιβλίο και η Γκρέτα Όλσον που κοιμόταν, αλλά τινάχτηκε μόλις τους είδε να μπαίνουν μέσα. Ο Πουαρό επανέλαβε τις ίδιες τυπικές λέξεις. Η Σουηδέζα ταράχτηκε κάπως, ενώ η Μαίρη Ντέμπενχαμ έμεινε τελείως αδιάφορη. Ο Πουαρό μίλησε πρώτα στη Σουηδέζα. —Αν μου επιτρέπετε, δεσποινίς Όλσον, θα ήθελα να ερευνήσω πρώτα τις δικές σας αποσκευές και κατόπιν θα σας παρακαλέσω να δείτε τι κάνει η κυρία Χάμπαρντ. Τη μεταφέραμε σ' άλλο βαγόνι, είναι όμως ακόμα ανάστατη επειδή το όπλο της δολοφονίας βρέθηκε μέσα στα πράγματά της. Παρακάλεσα να της στείλουν καφέ. Νομίζω όμως ότι εκείνο που χρειάζεται περισσότερο είναι κάποιος να της κρα τήσει παρέα. Η Σουηδέζα έδειξε αμέσως μεγάλη κατανόηση. Δέχτηκε να πάει να κρατήσει συντροφιά στην κυρία Χάμπαρντ. Το σοκ πρέπει να ήταν μεγάλο και ήδη η Αμερικανίδα ήταν συγ χυσμένη από το ταξίδι, που την έπαιρνε μακριά απ’ την κόρη της. Η βαλίτσα της, όπως είπε, ήταν ανοιχτή. Θα πήγαινε αμέσως στην Αμερικανίδα και θα 'παίρνε μαζί της και αμμω νία. Βιάστηκε να φύγει. Οι αποσκευές της ερευνήθηκαν πολύ γρήγορα. Αλλωστε, δεν ήταν και πολλές. Η Σουηδέζα προ φανώς, δεν είχε ακόμα ανακαλύψει πως είχαν αφαιρεθεί τα σύρματα απ’ την καπελιέρα της. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ είχε αφήσει δίπλα της το βιβλίο που διάβαζε και τώρα παρακολουθούσε με προσοχή τον Πουαρό. Όταν έφτασε η ώρα να ερευνηθούν οι αποσκευές της, παρέδωσε τα κλειδιά της, χωρίς να φέρει αντίρρηση. Τη στιγμή που ο Πουαρό κατέβαζε μια βαλίτσα, η κοπέλα
158
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ρώτησε: —Κύριε Πουαρό, μπορείτε να μου πείτε γιατί τη διώξατε; —Δεν την έδιωξα! Την παρακάλεσα να φροντίσει λίγο για την κυρία Χάμπαρντ που έχει ανάγκη από περιποίηση. —Περίφημο πρόσχημα, αλλά πάντως πρόσχημα. —Δεν μπορώ να σας καταλάβω, δεσποινίς. —Με καταλαβαίνετε και πολύ καλά, είπε η κοπέλα και χαμογέλασε. Θέλατε να είμαι μόνη μου. Ή μήπως κάνω λά θος; —Δε σκέφτηκα τέτοιο πράγμα. —Μήπως αρχίσατε να έχετε κάποιες ιδέες; Όχι, δε νο μίζω. Έχετε ήδη σχηματίσει τις ιδέες σας. Δεν έχω δίκιο; —Στην πατρίδα μου, δεσποινίς, έχουμε μια παροιμία που λέει... —Qui s’excuse, s’accuse16... αυτό δε θα μου λέγατε; Πρέπει να παραδεχτείτε ότι διαθέτω παρατηρητικότητα και κοινή λογική. Για κάποιο λόγο, που εγώ αγνοώ, έχετε σχημα τίσει την εντύπωση ότι ξέρω κάτι για τη θλιβερή υπόθεση που προσπαθείτε να λύσετε, τη δολοφονία ενός ανθρώπου που δεν είχα δει ως τώρα ποτέ στη ζωή μου. —Έχετε μεγάλη φαντασία, δεσποινίς. —Δεν είναι της φαντασίας μου. Μου φαίνεται πως χά νουμε άδικα πολύτιμο χρόνο, με υπεκφυγές. Γιατί στριφογυ ρίζετε από δω κι από κει και δε μου λέτε τι πραγματικά σκέ φτεστε; —Δε σας αρέσει να χάνετε τον καιρό σας. Πηγαίνετε κα τευθείαν στο ψαχνό. Δε σας αρέσουν οι πλάγιοι τρόποι, θα σας μιλήσω, λοιπόν, με ανοιχτά χαρτιά, αφού το προτιμάτε. Θα σας παρακαλέσω τότε να μου εξηγήσετε την έννοια μερι κών φράσεών σας που τις άκουσα χωρίς να το θέλω, όταν ξεκινήσαμε απ’ τη Συρία. Είχα κατέβει απ’ το τρένο για να ξεμουδιάσω, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Ικονίου. Άκουσα μέσα στο σκοτάδι κουβέντες. Μιλούσατε με τον συ νταγματάρχη Άρμπουθνοτ. Σας άκουσα να του λέτε, «όχι τώρα. Όχι τώρα. Όταν όλα θα έχουν τελειώσει. Όταν θα τα αφήσουμε πίσω μας». Τι ακριβώς εννοούσατε, δεσποινίς, με τα λόγια αυτά; Η κοπέλα δεν ταράχτηκε καθόλου. —Δηλαδή, απ’ τα λόγια μου εκείνα, βγάζετε το συμπέρα σμα πως σχέδιαζα δολοφονία; 16«Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται», όπως θα λέγαμε στα ελληνικά. (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
159
—Μην ξεχνάτε ότι εγώ κάνω τις ερωτήσεις. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ αναστέναξε. Φάνηκε σαν να σκέφθηκε κάτι και μετά είπε: —Οι φράσεις μου που ακούσατε πραγματικά είχαν κά ποιο νόημα, αλλά δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω. Μπορώ μόνο να σας δώσω τον λόγο της τιμής μου, πως δεν είχα ποτέ στη ζωή μου αντικρίσει αυτόν τον άνθρωπο, τον Ράτσετ, ως τη στιγμή που τον είδα στο τρένο. —Αρνείστε να μου εξηγήσετε τι σημαίνουν τα λόγια σας; —Αν θέλετε να το θέσετε κατ’ αυτόν τον τρόπο... ναι, αρνούμαι. Είχαν σχέση με κάποια αποστολή, με κάποια υπο χρέωση που έχω αναλάβει. —Και η αποστολή σας έληξε τώρα; —Τι εννοείτε; —Τελείωσε ή όχι η αποστολή σας; —Τι σας κάνει να το λέτε αυτό; —Ακούστε, δεσποινίς, θα σας υπενθυμίσω και ένα άλλο επεισόδιο. Το τρένο είχε κάποια καθυστέρηση τη μέρα που επρόκειτο να φτάσουμε στην Κωνσταντινούπολη. Διαπί στωσα τότε πως ήσασταν πολύ ταραγμένη. Εσείς που συνή θως είσαστε τόσο ήρεμη και ψύχραιμη. Είχατε χάσει την αυ τοκυριαρχία σας. —Δεν ήθελα να χάσω το τρένο. —Έτσι λέτε. Το Εξπρές Οριάν φεύγει καθημερινά από την Κωνσταντινούπολη για το Παρίσι. Κι αν ακόμα χάνατε το τρένο εκείνη τη μέρα, δε θα ήταν μεγάλο το κακό. Θα μένατε ακόμα εικοσιτέσσερις ώρες στην Κωνσταντινούπολη και τί ποτα περισσότερο. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ άρχισε να δείχνει πως έχανε σιγά σιγά την ψυχραιμία της. —Δεν μπορεί κανείς να έχει φίλους που να τον περιμέ νουν στο Λονδίνο; Δεν καταλαβαίνετε πως μια καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει αναστάτωση, ανησυχίες και προβλή ματα; —Έτσι, λοιπόν! Σας περιμένουν φίλοι σας στο Λονδίνο, ε; Και δε θέλετε να τους αναστατώσετε άδικα, ψέματα; —Φυσικά. —Κι όμως, είναι περίεργο... —Τι είναι περίεργο; —Έχουμε τώρα κι άλλη καινούργια καθυστέρηση, πολύ μεγαλύτερη και δεν μπορείτε να ειδοποιήσετε τηλεγραφικά τους φίλους σας... ή να κάνετε ένα long... Πως το λέτε ένα... Η κοπέλα χαμογέλασε χωρίς να το θέλει.
160
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Long distance17, θέλετε να πείτε. —Α, ναι. Έτσι δεν το λέτε; —Στην Αγγλία το λένε Trunk call. Πραγματικά, είναι πολύ δυσάρεστο το να μην μπορεί κανείς να επικοινωνήσει με το τηλέφωνο ή με τον τηλέγραφο. —Και όμως, τώρα βλέπω πως είστε εντελώς ήσυχη. Δεν ανυπομονείτε καθόλου. Είσαστε τόσο ήρεμη, τόσο ψύ χραιμη... Η Μαίρη Ντέμπενχαμ κοκκίνισε και δάγκωσε τα χείλη της. Δεν είχε πια καμιά διάθεση να χαμογελάσει. —Δε θα μου δώσετε καμιά απάντηση, δεσποινίς; —Με συγχωρείτε, αλλά δεν ήξερα ότι έπρεπε να σας δώσω κάποια απάντηση. —Θα ήθελα να μου εξηγήσετε τη μεταβολή της συμπερι φοράς σας. —Δε νομίζετε, κύριε Πουαρό, ότι κάνετε μεγάλη φασαρία για το τίποτα; Ο Πουαρό άνοιξε τα χέρια του σαν να ήθελε να ζητήσει συγνώμη. —Ίσως φταίμε εμείς οι ντετέκτιβ, που επιζητούμε σταθε ρότητα στη συμπεριφορά των ανθρώπων που ανακρίνουμε. Δε μας αρέσει να βλέπουμε τους συνομιλητές μας ν' αλλά ζουν διαθέσεις. Η Μαίρη Ντέμπενχαμ δεν απάντησε. —Γνωρίζετε καλά τον συνταγματάρχη Αρμπουθνοτ; Ο Πουαρό πίστεψε ότι η συνομιλήτριά του ανακουφίστηκε απ’ την αλλαγή θέματος. —Τον γνώρισα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. —Μήπως έχετε σχηματίσει την εντύπωση ότι μπορεί να γνώριζε το θύμα; —Είμαι βέβαιη ότι δεν τον ήξερε. —Γιατί είστε βέβαιη; —Από τον τρόπο με τον οποίο μίλησε. —Και όμως, δεσποινίς, βρήκαμε ένα καθαριστικό πίπας στο διαμέρισμα του νεκρού. Και ο συνταγματάρχης είναι ο μόνος επιβάτης του τρένου που καπνίζει πίπα. Την παρακολουθούσε με προσοχή, όση ώρα μιλούσε για να δει τις αντιδράσεις της, εκείνη, όμως, έμεινε τελείως ασυ γκίνητη και είπε πολύ απλά. —Ανοησίες. Είναι παράλογο. Ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ θα ήταν ο τελευταίος που θα ανακατευόταν σ' ένα 17Υπεραστικό τηλεφώνημα. (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
161
τέτοιο φανταχτερό έγκλημα. Ήταν το μόνο σημείο στο οποίο συμφωνούσε με τη συ νομιλήτρια του, γιατί κι ο Πουαρό είχε σχηματίσει την ίδια γνώμη. —Οφείλω να σας υπενθυμίσω, δεσποινίς Ντέμπενχαμ, ότι προ ολίγου παραδεχτήκατε πως τον γνωρίζετε ελάχιστα. Η κοπέλα σήκωσε τους ώμους της. —Ξέρω, όμως, πολύ καλά τον τύπο του. Ο Πουαρό την κοίταξε μέσα στα μάτια. —Επιμένετε να μη θέλετε να μου αποκαλύψετε την έν νοια εκείνου που είπατε τότε, «όταν όλα θα έχουν περάσει»; Η νέα απάντησε ψυχρά. —Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω. —Έννοια σας κι εγώ θα μάθω. Υποκλίθηκε και βγήκε απ’ το διαμέρισμα, αφού φρόντισε να κλείσει πίσω του την πόρτα. —Κάνατε καλά, φίλε μου, που μιλήσατε έτσι; ρώτησε ο κύριος Μπουκ. Της ανοίξατε τα μάτια και τώρα θα προσέχει, θα φυλάγεται. Και χάρη στην κοπέλα θα φυλάγεται και ο συ νταγματάρχης. —Όταν ένας κυνηγός θέλει να πιάσει λαγό, βάζει μια νυ φίτσα μέσα στη φωλιά του. Αν ο λαγός βρίσκεται μέσα, θα προσπαθήσει να το σκάσει. Αυτό έκανα κι εγώ... Μπήκαν στο διαμέρισμα της Χίλντεγκαρντ Σμιντ, η οποία περίμενε την επίσκεψή τους και δεν εκδήλωσε καμιά συγκί νηση. Ο Πουαρό έριξε μια ματιά στο περιεχόμενο μιας μικρής βαλίτσας, που βρισκόταν πάνω στο κάθισμα και ζήτησε απ' τον συνοδό να κατεβάσει τη μεγάλη βαλίτσα. —Πού είναι τα κλειδιά, παρακαλώ; ρώτησε. —Δεν είναι κλειδωμένη, απάντησε η Γερμανίδα. Ο Πουαρό άνοιξε τη βαλίτσα. —Αχά! έκανε και γύρισε προς τον κύριο Μπουκ, θυμάστε τι σας είχα πει; Για κοιτάξτε εδώ! Στο επάνω μέρος της βαλίτσας βρισκόταν μια βιαστικά τυλιγμένη στολή συνοδού. Η αγέρωχη στάση της Γερμανίδας αμέσως άλλαξε. —Αχ! φώναξε με αγανάκτηση. Δεν είναι δική μου. Δεν την έβαλα εγώ. Έχω να ανοίξω τη βαλίτσα από τότε που φύγαμε απ’ την Κωνσταντινούπολη. Σας λέω την αλήθεια! Κοίταξε με παρακλητικό βλέμμα τους τρεις άνδρες. Ο Πουαρό της έπιασε απαλά το χέρι και προσπάθησε να την καθησυχάσει.
162
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Μην ανησυχείτε, της είπε. Σας πιστεύουμε. Μην ταρά ζεστε άδικα. Είμαι απόλυτα βέβαιος ότι δεν κρύψατε εσείς μέσα στη βαλίτσα σας τη στολή. Όπως είμαι επίσης βέβαιος, πως είστε περίφημη μαγείρισσα. Δεν είστε στ’ αλήθεια μια πρώτης τάξεως μαγείρισσα; Η Χίλντεγκαρντ τα έχασε απ’ την ερώτηση του Πουαρό και χαμογέλασε παρά τη θέλησή της. —Πραγματικά, σ’ όλα τα σπίτια που υπηρέτησα, έτσι λένε οι κυρίες. Θα... Δε συμπλήρωσε τη φράση της κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Έδειχνε τώρα πως την είχε κυριεύσει ένας ανεξήγη τος τρόμος. —Μη φοβάστε, την καθησύχασε πάλι ο Πουαρό, θα σας πω αμέσως τι ακριβώς έγινε. Ο άνθρωπος που είδατε να βγαίνει από το διαμέρισμα του νεκρού, φορώντας τη στολή του συνοδού έπεσε σχεδόν πάνω σας. Μεγάλη η κακοτυχία του. Ήλπιζε πως δε θα τον έβλεπε κανείς. Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνει; Έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεφορτωθεί την ενοχλη τική στολή. Δεν ήταν πια γι’ αυτόν ασφάλεια, αλλά ένας με γάλος κίνδυνος. Έριξε μια ματιά στους συντρόφους του, που τον παρακο λουθούσαν με προσοχή και συνέχισε: —Το τρένο μας περιβάλλεται από παντού με χιόνια. Αυτά τα χιόνια χάλασαν τα σχέδια του δολοφόνου. Πού θα μπο ρούσε να κρύψει τη στολή; Όλα τα διαμερίσματα είναι κατει λημμένα. Πέρασε, όμως, μπροστά από ένα που η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Είδε πως ήταν άδειο. Σκέφθηκε πως εκεί θα έμενε η γυναίκα που μόλις είχε συναντήσει. Γλίστρησε αμέ σως μέσα, έβγαλε τη εττολή βιαστικά και την έκρυψε όσο πιο γρήγορα μπόρεσε μέσα στην πρώτη βαλίτσα που βρήκε μπροστά του. Θα περνούσε αρκετός καιρός πριν την ανακαλύψουν. —Και μετά; ρώτησε ο κύριος Μπουκ. —Αυτό θα το δούμε αργότερα, απάντησε ο Πουαρό κι εξέτασε το σακάκι της στολής. Ένα κουμπί, το τρίτο από πάνω, έλειπε. Ο Πουαρό έχωσε το χέρι του στην τσέπη του σακακιού κι έβγαλε από μέσα ένα κλειδί, από εκείνα που χρησιμοποιούν οι συνοδοί για ν’ ανοίγουν τις πόρτες. —Να που εξηγείται τώρα πως κατόρθωνε να περνά από κλειδωμένες πόρτες, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ. Δεν ήταν διόλου απαραίτητες οι ερωτήσεις που κάνατε στην κυρία Χάμπαρντ. Ο άνθρωπός μας μπορούσε να κυκλοφορήσει
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
163
ελεύθερα έστω κι αν οι πόρτες ήταν κλειδωμένες. Αφού είχε στολή συνοδού, μπορούσε να έχει και το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες. —Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Πουαρό. —Θα 'πρεπε να το είχαμε καταλάβει από την αρχή. Θα θυμάστε, ασφαλώς, τι μας είπε ο Μισέλ. Πως η πόρτα της κυρίας Χάμπαρντ ήταν κλειδωμένη όταν έτρεξε να δει τι τον ήθελε. —Έτσι ακριβώς έγινε, βεβαίωσε ο συνοδός. ΓΓ αυτό πί στεψα κι εγώ πως η κυρία ονειρευόταν. —Τώρα εξηγείται. Χωρίς αμφιβολία, συνέχισε ο κύριος Μπουκ, ο δολοφόνος σκόπευε να κλειδώσει και την πόρτα που επικοινωνούσε με το διπλανό διαμέρισμα, ίσως όμως άκουσε κάποιο θόρυβο από το κρεβάτι, που τον φόβισε. —Δε μένει τώρα, είπε ο Πουαρό, παρά να βρούμε και το κόκκινο κιμονό. —Ναι, αλλά στα δύο τελευταία διαμερίσματα μένουν άντρες. —Δεν έχει σημασία... —Α, βέβαια, θυμάμαι τι είπατε... Ο Έκτωρ Μακ Κουήν δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση. Τους άφησε να ερευνήσουν τις αποσκευές του. —Θα ήθελα μάλιστα εγώ ο ίδιος να σας παρακαλέσω να τις ερευνήσετε, τους είπε χαμογελώντας. Έχω την εντύπωση πως εναντίον μου στρέφονται οι περισσότερες υποψίες. Δεν μένει παρά να βρεθεί μια διαθήκη, με την οποία να κληροδο τεί ο μακαρίτης ολόκληρη την περιουσία του σε μένα, για να σφραγιστεί ανεπανόρθωτα η τύχη μου. Ο κύριος Μπουκ του έριξε μια καχύποπτη ματιά. —Αστεία το είπα, έσπευσε να πει αυτός. Στην πραγματι κότητα, δεν περιμένω να μου αφήσει ούτε σεντς. Του ήμουν απλούστατα χρήσιμος, επειδή ξέρω διάφορες γλώσσες. Δεν μπορείς να καταφέρεις πολλά αν μιλάς μόνο αμερικάνικα. Μπορεί να μην είμαι γλωσσολόγος, αλλά τα καταφέρνω αρ κετά καλά με τις καθημερινές συναλλαγές μου στα γερμα νικά, τα γαλλικά και τα ιταλικά. Μιλούσε λίγο πιο δυνατά απ’ ότι συνήθιζε. Θα έλεγε κα νείς πως παρά τη φαινομενική αταραξία του, τον ανησυχού σαν τα αποτελέσματα της έρευνας των αποσκευών του. —Δεν ανακάλυψα τίποτα, είπε ο Πουαρό όταν τελείωσε η έρευνα. Ούτε καν ένα ενοχοποιητικό κληροδότημα! Ο Μακ Κουήν αναστέναξε. —Δεν ξέρετε από τι μεγάλο βάρος με απαλλάξατε, έκανε
164
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
γελώντας. Οι τρεις φίλοι πήγαν στο τελευταίο διαμέρισμα. Η έρευνα των αποσκευών του γεροδεμένου Ιταλού και του υπηρέτη δεν απέδωσε κανένα αποτέλεσμα. Ο Πουαρό και οι σύντροφοί του στάθηκαν στο τέρμα του διαδρόμου και κοιτάχτηκαν με αμηχανία. —Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε ο κύριος Μπουκ. —Θα επιστρέφουμε στο βαγκόν-ρεστοράν, απάντησε ο Πουαρό. Μάθαμε ότι ήταν δυνατόν να μάθουμε. Έχουμε στη διάθεσή μας τις καταθέσεις των επιβατών και τα αποτελέ σματα των ερευνών των αποσκευών τους, τη μαρτυρία των ματιών μας... Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλη βοήθεια. Δε μένει παρά να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας. Έβγαλε απ’ την τσέπη του την τσιγαροθήκη του και την άνοιξε. Ήταν άδεια. —Θα σας βρω σε λίγο, είπε. Χρειάζομαι τσιγάρα. Αντιμε τωπίζουμε μια πολύ δύσκολη, πολύ περίεργη υπόθεση. Ποιος φορούσε το κόκκινο κιμονό; Πού βρίσκεται τώρα; Μα κάρι να 'ξέρα. Υπάρχει κάτι στην υπόθεση αυτή, κάποιος παράγων που μου διαφεύγει! Είναι δύσκολη υπόθεση, επειδή κάποιος την έκανε δύσκολη, θα τη συζητήσουμε όμως απ’ όλες τις πλευρές. Με συγχωρείτε λίγο. Έτρεξε βιαστικά στο δικό του διαμέρισμα. Ήξερε πως είχε απόθεμα από τσιγάρα σε μία από τις βαλίτσες του. Την κατέβασε από το δίχτυ και την άνοιξε. Ο Πουαρό έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Διπλωμένο, με μεγάλη προσοχή πάνω πάνω στη βαλί τσα του, ήταν ένα μεταξωτό κόκκινο κιμονό με κεντημένους δράκους. —Έτσι, λοιπόν, μονολόγησε φουρκισμένος. Ώστε έτσι. Με προκαλούν. Περίφημα! Δέχομαι την πρόκληση...
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ ΤΑ ΦΑΙΑ ΚΥΤΤΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΥΑΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ποιος απ’ όλους; Ο κύριος Μττουκ και ο γιατρός κουβέντιαζαν ήσυχα, όταν μπήκε στο βαγκόν-ρεστοράν ο Πουαρό. Ο κύριος Μπουκ φαινόταν απογοητευμένος και καταβεβλημένος. Ο Πουαρό κάθισε σε μια γωνιά. —Αν κατορθώσετε, φίλε μου, να βρείτε την άκρη της υποθέσεως αυτής, θα πιστέψω στα θαύματα, είπε ο Μπουκ. —Τόσο σε απασχολεί; —Φυσικά και με απασχολεί. Δε βγάζω άκρη. —Κι εγώ το ίδιο, συμφώνησε ο γιατρός Κωνσταντίνου. Για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η επόμενη ενέργειά σας. —Έτσι, ε; αρκέστηκε ν’ απαντήσει ο Πουαρό. Ο Πουαρό έβγαλε την τσιγαροθήκη του και άναψε ένα από τα κοντά βελγικά τσιγάρα του. Τα μάτια του γυάλιζαν. —Αυτό αποτελεί και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της υπόθε σης. Το αίνιγμα που έχουμε μπροστά μας δε λύνεται με τις συνηθισμένες μεθόδους έρευνας. Άραγε, όλοι αυτοί οι άν θρωποι που εξετάσαμε έλεγαν την αλήθεια, ή μας κοροΐ δευαν; Δε διαθέτουμε τα μέσα για να το γνωρίζουμε... παρά μόνο τις προσωπικές μας ικανότητες. Πρέπει να βασανί σουμε πολύ το μυαλό μας για να βρούμε την αλήθεια. —Άδικα κοπιάσαμε να συγκεντρώσουμε στοιχεία, παρα τήρησε με απογοήτευση ο κύριος Μπουκ. Τόσες ανακρί σεις... τόσες έρευνες... —Ε, κάτι απέδωσαν, είπε ο Πουαρό. —Σπουδαία πράγματα, φώναξε ειρωνικά ο Μπουκ. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Δε συμφωνώ μαζί σου, φίλε μου. Οι καταθέσεις των επιβατών μας αποκάλυψαν πολλά ενδιαφέροντα σημεία. —Αλήθεια; Δε διαπίστωσα κάτι τέτοιο. —Κι όμως... Φαίνεται πως δεν παρακολουθούσατε με
166
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
προσοχή. —Ε, λοιπόν πες μου, τι δεν έπιασα; —Να, για παράδειγμα, ο κύριος Μακ Κουήν είπε μια πολύ ενδιαφέρουσα φράση. —Σχετικά με τα γράμματα; —Όχι, όχι για τα γράμματα. Απ’ όσο θυμάμαι τα λόγια του ήταν, «ταξιδεύαμε πολύ. Ο κύριος Ράτσετ ήθελε να δει τον κόσμο. Δεν τα κατάφερνε με τις ξένες γλώσσες. Κι εγώ εκτελούσα περισσότερο χρέη ταχυδρόμου, παρά γραμμα τέα». Ο Πουαρό κοίταξε πρώτα τον κύριο Μπουκ κι ύστερα τον γιατρό. —Ακόμα δεν καταλάβατε; συνέχισε. Μα είστε πάρα πολύ απρόσεκτοι. Ο Μακ Κουήν μας είπε πως «δεν μπορείς να καταφέρεις πολλά αν ξέρεις μόνο αμερικάνικα». —Δηλαδή; —Βλέπω, φίλε μου, πως πολύ δύσκολα μπαίνετε στο νόημα, θα σας εξηγήσω, λοιπόν, πιο απλά τι μας είπε ο Μακ Κουήν. Ο Ράτσετ δε μιλούσε καθόλου γαλλικά. Όταν ο συνο δός χτύπησε την πόρτα του χθες το βράδυ, αφού άκουσε το κουδούνι του, μια φωνή που μιλούσε γαλλικά του απάντησε μέσα από το διαμέρισμα, ότι είχε γίνει λάθος και πως δε χρειαζόταν τίποτα. Οι φράσεις που ακούστηκαν από μέσα αποκάλυπταν πως εκείνος που τις είπε έπρεπε να ξέρει πε ρίφημα γαλλικά γιατί μίλησε με ιδιωματισμό, είπε: «Ce n’est rien. Je me suis trompe» . —Σωστά, είπε ο γιατρός συνεπαρμένος. Έπρεπε να εί χαμε προσέξει αυτή τη λεπτομέρεια! Θυμάμαι τώρα πως μας τονίσατε ιδιαιτέρως τις φράσεις, όταν μας τις επαναλάβατε. Τώρα καταλαβαίνω, γιατί δε θέλατε να βασιστείτε τόσο πολύ στην απόδειξη του σπασμένου ρολογιού. Στη μία παρά εί κοσι τρία λεπτά ο Ράτσετ ήταν κιόλας νεκρός... —Και μιλούσε ο δολοφόνος του! συμπλήρωσε ο κύριος Μπουκ, εντυπωσιασμένος. Ο Πουαρό σήκωσε το χέρι του. —Ας μη βιαζόμαστε, τους συγκρότησε ο Πουαρό. Κι ας μη βγάζουμε συμπεράσματα για όσα δε γνωρίζουμε. Το γε γονός είναι ότι την ώρα εκείνη, δηλαδή, στη μία παρά είκοσι τρία λεπτά, ένα άλλο πρόσωπο βρισκόταν στο διαμέρισμα του Ράτσετ και ότι το πρόσωπο αυτό ήταν Γάλλος ή μιλούσε άριστα τα γαλλικά. 1βΔε συμβαίνει τίποτε. Έκανα λάθος. (Σ.τ.Μ.)
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
167
—Με πολλή περίσκεψη προχωράτε, φίλε μου, διαπί στωσε ο κύριος Μπουκ. —Νομίζω πως έτσι είναι το σωστό. Δεν έχουμε καμιά θε τική απόδειξη που να μας βεβαιώνει ότι ο Ράτσετ είχε ήδη πεθάνει την ώρα εκείνη. —Μην ξεχνάτε την κραυγή που σας ξύπνησε. —Ναι, δίκιο έχετε. —Κατά κάποιο τρόπο, είπε ο Μπουκ σκεπτικός, αυτή η ανακάλυψη δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την κατάσταση. Ακού σατε κάποιον να κινείται στο διπλανό διαμέρισμα. Ο κάποιος αυτός δεν ήταν ο Ράτσετ, αλλά ο άλλος. Χωρίς καμιά αμφι βολία, καθάριζε τα χέρια του απ’ το αίμα, καθάριζε τα ίχνη του απ’ το διαμέρισμα και έκαιγε το ενοχοποιητικό γράμμα. Περίμενε κατόπιν να ησυχάσουν όλα και, όταν πίστεψε πια πως είναι ασφαλής και μπορούσε να κυκλοφορήσει ελεύ θερα, κλείδωσε και έβαλε τον σύρτη από το μέσα μέρος της πόρτας, ξεκλείδωσε την πόρτα που επικοινωνούσε με το διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ και βγήκε από τη δική της πόρτα. Συνέβη, δηλαδή, εκείνο ακριβώς που σκεφθήκαμε, με τη μόνη διαφορά ότι ο Ράτσετ δολοφονήθηκε μισή ώρα νωρί τερα και οι δείκτες του ρολογιού μετακινήθηκαν για να δεί χνουν μία και τέταρτο, ώστε να δημιουργηθεί ένα άλλοθι. —Δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό το άλλοθι, παρατήρησε ο Πουαρό. Οι δείχτες του ρολογιού έδειχναν μία και τέταρτο, την ακριβή, δηλαδή, ώρα που ο δολοφόνος έφυγε από τη σκηνή του εγκλήματος. —Καλά λέτε, είπε ο κύριος Μπουκ που είχε αρχίσει πάλι να τα χάνει. Τι αποκαλύπτει, λοιπόν, η ώρα που έδειχνε το ρολόι; —Αν μετακινήθηκαν οι δείχτες του ρολογιού -λέω «αν»τότε η ώρα στην οποία τοποθετήθηκαν πρέπει να έχει κά ποια σημασία. Η φυσική αντίδρασή μας θα ήταν να υποπτευθούμε οποιονδήποτε δε διέθετε βάσιμο άλλοθι την ώρα που έδειχνε το ρολόι, δηλαδή, στη μία και τέταρτο. —Μάλιστα, είπε ο γιατρός κουνώντας το κεφάλι του. Πολύ ορθός συλλογισμός. —Θα πρέπει επίσης να προσέξουμε τον χρόνο κατά τον οποίο μπήκε στο διαμέρισμα ο δολοφόνος. Πότε του δόθηκε η ευκαιρία να μπει; Αν απομακρύνουμε την υπόνοια ότι κι ο πραγματικός συνοδός είναι συνένοχος, τότε μόνο μια ευκαι ρία είχε ο δολοφόνος. Όταν το τρένο σταμάτησε στον τελευ ταίο σταθμό, στο Βίνκοβτσι. Αφού ξεκίνησε πάλι το τρένο, ο συνοδός καθόταν σε μια γωνιά, απ’ όπου έβλεπε όλο τον
168
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
διάδρομο. Κανένας επιβάτης δε θα πρόσεχε τον δολοφόνο. Ο μόνος που θα σημείωνε την παρουσία του, θα ήταν ο πραγματικός συνοδός. Όταν όμως το τρένο σταμάτησε στον σταθμό, ο συνοδός βγήκε από το τρένο στην αποβάθρα, όπως του επέβαλε το καθήκον του. Έτσι, ο άγνωστος ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. —Σύμφωνα με τους συλλογισμούς που κάνατε ως τώρα, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ, πρέπει ο άγνωστός μας δο λοφόνος, να είναι ένας από τους επιβάτες. Επιστρέφουμε εκεί απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει. Ποιος είναι, λοιπόν, ο δολο φόνος; Ο Πουαρό χαμογέλασε. —Έχω καταρτίσει έναν κατάλογο, είπε. Ρίξτε μια ματιά. Ίσως μπορέσετε να φρεσκάρετε λίγο τη μνήμη σας... Ο γιατρός και ο Μπουκ έσκυψαν μαζί και κοίταξαν τον κατάλογο, που ο Πουαρό είχε συντάξει με τον συνηθισμένο μεθοδικό τρόπο του. Ανέγραφε τους επιβάτες με τη σειρά που είχαν εξετασθεί.
Έκτωρ Μακ Κουήν: Αμερικανός υπήκοος. Δεύτερη θέση, αριθμός κλίνης 6. Κίνητρο: Ξεσκέπασμα πιθανής συνεργασίας του με τον νεκρό; Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Από τα μεσάνυχτα έως τις 1:30' π.μ. το άλλοθι του επιβεβαιώνεται απ’ τον συ νταγματάρχη Άρμπουθνοτ. Από τη μία και τέταρτο ως και τις δύο, από τον συνοδό). Αποδείξεις εναντίον του: Καμία. Ύποπτα περιστατικά: Κανένα. Πιερ Μισέλ: Συνοδός. Γάλλος υπήκοος. Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα, ως τις δύο το πρωί. (Τον είδε ο Ηρακλής Πουαρό στον διάδρομο την ίδια ώρα που ακού στηκε η φωνή από το διαμέρισμα του Ράτσετ στις δώδεκα και τριάντα επτά. Από τη 1 π.μ. ως τη 1:16' το άλλοθι του επιβε βαιώνεται από δύο άλλους συνοδούς). Αποδείξεις εναντίον του: Καμία. Ύποπτα περιστατικά: Η στολή του συνοδού που ανακαλύ φτηκε, αποτελεί στοιχείο υπέρ του Μισέλ, γιατί, όπως φαίνε ται, χρησιμοποιήθηκε, για να στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
169
Έντουαρντ Μάστερμαν: Αγγλος υπήκοος. Δεύτερη θέση, αριθμός κλίνης 4. Κίνητρο: Ίσως να προκύπτει από τις σχέσεις του με τον νε κρό, του οποίου ήταν υπηρέτης. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις δύο, επιβεβαιώνεται από τον Αντόνιο Φοσκαρέλλι. Αποδείξεις εναντίον του ή ύποπτα περιστατικά: Κανένα, εκτός από τη λεπτομέρεια ότι είναι ο μόνος άνθρωπος στη σωμα τική διάπλαση του οποίου ταιριάζει η στολή του συνοδού που αποκαλύφθηκε. Από το άλλο, όμως, μέρος, δε μιλάει καλά γαλλικά. Κυρία Χάμπαρντ: Αμερικανίδα υπήκοος. Πρώτη θέση, αριθμός κλίνης 3.
Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Κανένα από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. Αποδείξεις εις βάρος της ή ύποπτα περιστατικά: Η ιστορία της για την παρουσία ενός άνδρα στο διαμέρισμά της βεβαι ώνεται από τη μαρτυρία του Χάρντμαν και της Σμιντ.
Γκρέτα Όλσον: Σουηδή υπήκοος. Δεύτερη θέση, αριθμός κλίνης 10. Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. Το άλλοθι βεβαιώ νεται από τη Μαίρη Ντέμπενχαμ. Σημείωση: Ήταν το τελευταίο πρόσωπο που είδε τον Ράτσετ ζωντανό. Πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ: Έχει αποκτήσει γαλλική υπηκο ότητα. Πρώτη θέση, αριθμός κλίνης 14. Κίνητρο: Ήταν στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια Άρμστρονγκ και ήταν ανάδοχος της Σόνιας Άρμστρονγκ. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Βεβαιώνεται από τον συνοδό και την υπηρέτρια.) Αποδείξεις εναντίον της ή ύποπτα περιστατικά: Κανένα.
Κόμης Αντρένυϊ: Ούγγρος υπήκοος. Διπλωματικό διαβατή ριο. Πρώτη θέση, αριθμός κλίνης 13.
Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Βεβαιώνεται από τον συνοδό -δεν καλύπτεται το διάστημα από τις 1 π.μ. ως 1:15'.)
170
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Κόμισσα Αντρένυϊ: Ως ανωτέρω. Κλίνη αριθμός 12. Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. Πήρε Τριονάλ για να κοιμηθεί. (Το άλλοθι της βεβαιώνεται από τον σύζυγό της. Μπουκαλάκι Τριονάλ βρέθηκε στο ντουλαπάκι της.)
Συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ: Βρετανός υπήκοος. Πρώτη θέση, αριθμός κλίνης 15.
Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. Συνομιλούσε με τον Μακ Κουήν, ως τη 1:30'. Πήγε κατόπιν στο διαμέρισμά του απ’ όπου δεν εξήλθε. (Βεβαιώνεται από τον Μακ Κουήν και τον συνοδό.) Αποδείξεις εναντίον του ή ύποπτα περιστατικά: Ένα καθορι στικό πίπας.
Σάιρους Χάρντμαν. Αμερικανός υπήκοος. Κλίνη αριθμός 16. Κίνητρο: Ουδέν γνωστόν. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ. δε βγήκε καθόλου από το διαμέρισμά του. (Το άλλοθι του υποστηρίζεται από τον συνοδό εκτός από την περίοδο 1 π.μ. ως 1:15 .) Αποδείξεις εναντίον του ή ύποπτα περιστατικά: Κανένα.
Αντόνιο Φοσκαρέλλι: Αμερικανός υπήκοος, ιταλικής καταγω γής, θέση δεύτερη, αριθμός κλίνης 5. Κίνητρο: Ουδέν γνωστόν. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Βεβαιώνεται από τον Έντουαρντ Μάστερμαν.) Αποδείξεις εναντίον του ή ύποπτα περιστατικά: Κανένα, εκτός του ότι το όπλο που έχει χρησιμοποιηθεί, μπορεί να ταιριάζει με τον εθνικό του χαρακτήρα. (Κατά τον κύριο Μπουκ.)
Μαίρη Ντέμπενχαμ: Αγγλίδα υπήκοος. Δεύτερη θέση, αριθμός κλίνης 11. Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Βεβαιώνεται από την Γκρέτα Όλσον. Αποδείξεις εναντίον της ή ύποπτα περιστατικά: Μία συνομιλία που παρακολούθησε ο Ηρακλής Πουαρό και η άρνησή της να δώσει σχετικές εξηγήσεις. Χίλντεγκαρντ Σμινr Γερμανίδα υπήκοος. Δεύτερη θέση, αριθμός κλίνης 8.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
171
Κίνητρο: Κανένα. Άλλοθι: Από τα μεσάνυχτα ως τις 2 π.μ.. (Βεβαιώνεται από τον συνοδό και την κυρία της.) Κοιμήθηκε. Την ξύπνησε γύρω στις 12:38' ο συνοδός και πήγε στην κυρία της.
Σημείωση: Η μαρτυρίες των επιβατών επιβεβαιώνονται από την κατάθεση του συνοδού, ότι κανένας δεν μπήκε ή δε βγήκε από το διαμέρισμα του κυρίου Ράτσετ, από τα μεσά νυχτα ως τη 1 π.μ., (οπότε ο συνοδός πήγε στο άλλο βαγόνι) και από τη 1:15' ως τις 2. —Το κείμενο που διαβάσατε, όπως καταλαβαίνετε, είπε ο Πουαρό, είναι απλή παράθεση των καταθέσεων που ακού σαμε. Το συνέταξα μόνο για να μας διευκολύνει στο έργο μας. Με μια γκριμάτσα ο Μπουκ το επέστρεψε στον φίλο του. —Δεν είναι καθόλου διαφωτιστικό, παρατήρησε. —Ίσως αυτό να ταιριάζει περισσότερο στα γούστα σου, είπε ο Πουαρό χαμογελώντας ελαφρά, καθώς του παρέδιδε ένα δεύτερο χαρτί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Τα δέκα ερωτήματα. Στο χαρτί ήταν γραμμένα τα εξής:
Θέματα προς εξήγηση. 1. Το μαντήλι με το μονόγραμμα X σε ποιόν ανήκει; 2. Το καθοριστικό της πίπας. Έπεσε άραγε από την τσέπη του Άρμπουθνοτ; Ή το έριξε κάποιος άλλος; 3. Ποιος φορούσε το κόκκινο κιμονό; 4. Ποιος ήταν ο άνδρας ή η γυναίκα, που είχε μεταμφιεσθεί με τη στολή του συνόδου του τρένου; 5. Γιατί οι δείχτες του ρολογιού δείχνουν μία και τέταρτο; 6. Διαπράχθηκε άραγε η δολοφονία την ώρα εκείνη; 7. Διαπράχθηκε νωρίτερα; 8. Διαπράχθηκε αργότερα; 9. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι μαχαίρωσαν τον Ράτσετ περισσότεροι του ενός άνθρωποι; 10. Ποια άλλη εξήγηση μπορεί να δοθεί στα τόσα τραύ ματα που φέρει το πτώμα του; —Ας δούμε, λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε, είπε ο κύ ριος Μπουκ, αφού διάβασε το σημείωμα που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο πρόκληση στην εξυπνάδα του. Ας αρχί σουμε από το μαντήλι. Καλά θα κάνουμε να προχωρήσουμε με τάξη και μεθοδικότητα. —Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Πουαρό κουνώντας με ικανοποίηση το κεφάλι του. Ο κύριος Μπουκ συνέχισε με κάπως επίσημο ύφος. —Το αρχικό X συνδέεται με τρεις ανθρώπους. Την κυρία Χάμπαρντ, τη δεσποινίδα Ντέμπενχαμ, γιατί το δεύτερο όνομά της είναι Χίλαρυ, και τη Γερμανίδα υπηρέτρια, τη Χίλντεγκαρντ Σμιντ. —Ποια απ’ τις τρεις θεωρείτε ύποπτη; ρώτησε ο Πουαρό. —Κάπως δύσκολο να εκφράσω γνώμη. Νομίζω, όμως, ότι οι υπόνοιες συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Μαίρης
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
173
Ντέμπενχαμ. Δεν ξέρουμε αν οι δικοί της τη φωνάζουν με το άλλο της όνομα. Υπάρχουν, εξάλλου, μερικές υπόνοιες που τη βαρύνουν. Η συνομιλία που παρακολουθήσατε, φίλε μου, χωρίς να το θέλετε, ήταν κάπως παράξενη, καθώς και η άρ νησή της να εξηγήσει τη φράση που ζητήσατε. —Αν ρωτήσετε εμένα, είπε με τη σειρά του ο γιατρός Κωνσταντίνου, υποπτεύομαι περισσότερο την Αμερικανίδα. Το μαντήλι είναι πολύ ακριβό, κι όπως ξέρουμε πολύ καλά, οι Αμερικανοί σκορπούν απλόχερα τα χρήματά τους και πληρώνουν πολλά για να αποκτήσουν κάτι που τους αρέσει. —Κι οι δυο σας, λοιπόν, αποκλείετε την υπηρέτρια, συμπέρανε ο Πουαρό. —Μάλιστα, απάντησε ο Κωνσταντίνου. Όπως είπε και η ίδια, το μαντήλι πρέπει να ανήκει σ’ ένα μάλλον εύπορο άν θρωπο. —Ας έρθουμε τώρα στη δεύτερη απορία μας. Το καθαριστικό της πίπας. Έπεσε από τον συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ ή το έριξε κάποιος άλλος; —Η δυσκολία είναι κάπως μεγαλύτερη τώρα, παρατή ρησε ο κύριος Μπουκ. Οι Άγγλοι, συνήθως, όταν θέλουν να σκοτώσουν κάποιον, δεν τον μαχαιρώνουν. Είχατε δίκιο στο σημείο αυτό. Τείνω μάλλον να παραδεχτώ πως κάποιος άλ λος έριξε το καθοριστικό της πίπας, και το έκανε για να ενο χοποιήσει τον Άγγλο. —Όπως πολύ σωστά έχετε πει, κύριε Πουαρό, είπε ο γιατρός, οι δύο ενδείξεις μαρτυρούν υπερβολική απερισκε ψία. Συμφωνώ με τον κύριο Μπουκ. Έχω την εντύπωση πως το μαντήλι έπεσε απ’ την τσέπη του κατόχου του, χωρίς εκεί νος ή εκείνη να το αντιληφθεί κι επομένως κανένας δε θα παραδεχθεί πως είναι δικό του. Το καθοριστικό, όμως είναι στοιχείο παραπλανητικό. Αυτή η εκδοχή ενισχύεται και από τη στάση του συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ, που δε δείχνει καμιά αμηχανία. Παραδέχεται πως καπνίζει πίπα και πως χρησιμοποιεί μάλιστα αυτό το είδος των καθοριστικών. —Τα επιχειρήματά σας είναι πολύ λογικά, αποκρίθηκε ο Πουαρό. —Φτάνουμε στο τρίτο ερώτημα. Ποιος ή ποια φορούσε το κόκκινο κιμονό; συνέχισε ο κύριος Μπουκ. Οφείλω να ομολογήσω, ότι στο σημείο αυτό έχω χάσει τον μπούσουλα. Δεν μπορώ να εκφράσω καμιά γνώμη. Τι λέτε εσείς, γιατρέ; —Κι εγώ δεν μπορώ να υποθέσω τίποτα, παραδέχτηκε ο Κωνσταντίνου. —Ομολογούμε πως δεν μπορούμε να λύσουμε το
174
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΙΤΙ
μυστήριο του κόκκινου κιμονό, είπε ο Μπουκ. Η επομένη απορία μας είναι πιο εύκολη, γιατί παρουσιάζει περισσότερες πιθανότητες. Ποιος ήταν ο άνδρας ή η γυναίκα που φόρεσε τη στολή του συνοδού του τρένου; Θα μπορούσε κανείς πολύ εύκολα να απαριθμήσει ένα σωρό ανθρώπους που δεν ήταν δυνατό να φορέσουν τη στολή. Ο Χάρντμαν, ο συνταγ ματάρχης Άρμπουθνοτ, ο Φοσκαρέλλι, ο κόμης Αντρένυϊ και ο Έκτωρ Μακ Κουήν είναι όλοι πολύ ψηλοί και δε θα τους έμπαινε η στολή. Η κυρία Χάμπαρντ, η Χίλντεγκαρντ Σμιντ και η Γκρέτα Όλσον, είναι πολύ παχουλές και δε θα μπορού σαν πάλι να φορέσουν αυτή τη στολή. Δε μένουν παρά ο υπηρέτης, η Μαίρη Ντέμπενχαμ, η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ και η κόμισσα Αντρένυϊ. Και κανένα απ’ αυτά τα πρό σωπα δε δείχνει ως πραγματικά υποψήφιο! Η Γκρέτα Όλσον από το ένα μέρος και ο Αντόνιο Φοσκαρέλλι από το άλλο, ορκίζονται πως η Μαίρη Ντέμπενχαμ και ο υπηρέτης δεν ξεμύτισαν απ' τα διαμερίσματά τους. Η Χίλντεγκαρντ Σμιντ ορκίζεται πως βρισκόταν με την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ κι ο κόμης Αντρένυϊ μας δήλωσε κατηγορηματικά πως η γυ ναίκα του είχε πάρει υπνωτικά χάπια. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα, ότι κανένας από τους επιβάτες δε φόρεσε τη στολή... πράγμα παράλογο! —Όπως λέει, όμως, ο Ευκλείδης... μουρμούρισε ο Πουαρό. —Πρέπει να ήταν κάποιος απ’ αυτούς τους τέσσερις, συ μπλήρωσε ο γιατρός. Εκτός πια κι αν ήταν κάποιος απ' έξω, που βρήκε κάποιο μέρος να κρυφτεί. Αυτό, όμως, όλοι συμ φωνούμε πως είναι αδύνατο. Ο κύριος Μπουκ προχώρησε στην επόμενη ερώτηση. —Ερώτημα πέμπτο. Γιατί οι δείχτες του σπασμένου ρο λογιού δείχνουν μία και τέταρτο; Υπάρχουν δυο εξηγήσεις. Είτε τους έβαλε επίτηδες ο δολοφόνος για να δημιουργήσει άλλοθι και κατόπιν δεν κατόρθωσε να φύγει εγκαίρως από το διαμέρισμα επειδή άκουσε κόσμο να κυκλοφορεί στον διά δρομο ή... για σταθείτε όμως... σκέφτομαι και κάτι άλλο... Οι δύο σύντροφοί του περίμεναν με υπομονή να μιλήσει ο κύριος Μπουκ, που ύστερα από λίγο συνέχισε. —Το βρήκα. Δεν ήταν ο δολοφόνος με τη στολή του συ νοδού εκείνος που πείραξε τους δείχτες του ρολογιού! Ήταν το πρόσωπο που αποκαλέσαμε δεύτερο δολοφόνο, ο αριστερόχειρας με άλλα λόγια· η γυναίκα με το κόκκινο κιμονό. Έφτασε αργότερα στο διαμέρισμα του Ράτσετ και μετακίνησε προς τα πίσω τους δείχτες του ρολογιού, για να δημιουργή
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
175
σει άλλοθι για τον εαυτό της. —Μπράβο. Έχετε, δημιουργική φαντασία, διαπίστωσε ο γιατρός. —Δηλαδή, είπε ο Πουαρό, τον μαχαίρωσε στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρει πως ήταν ήδη νεκρός, σκέφτηκε, όμως, πως ο Ράτσετ θα είχε ένα ρολόι, το έβγαλε από την τσέπη της πυτζάμας του και αφού μετακίνησε στα τυφλά προς τα πίσω τους δείχτες το έσπασε. Ο Μπουκ τον κοίταξε ψυχρά. —Έχετε καμιά καλύτερη λύση να μας προτείνετε; ρώτησε τον Πουαρό. —Για την ώρα δεν έχω καμιά, ομολόγησε αυτός. Εν πάση περιπτώσει, κανείς από τους δυο σας δεν πρόσεξε, όσο έπρεπε, το πιο ενδιαφέρον σημείο, σχετικά με το ρολόι. —Μήπως η επομένη ερώτηση του καταλόγου έχει σχέση με το έκτο ερώτημα; ρώτησε ο γιατρός Κωνσταντίνου. Δη λαδή, αν η δολοφονία διαπράχθηκε στη μία και τέταρτο. Στην ερώτηση αυτή απαντώ, όχι. —Συμφωνώ, είπε ο Μπουκ. Μήπως διαπράχθηκε όμως νωρίτερα; είναι η επομένη ερώτηση. Η απάντηση είναι, ναι! Δε συμφωνείτε μαζί μου, γιατρέ; Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του. —Μάλιστα. Στην ερώτηση: «Μήπως διαπράχθηκε αργό τερα;», θα μπορούσα να απαντήσω καταφατικά. Συμφωνώ με τη γνώμη που υποστηρίξατε προ ολίγου, κύριε Μπουκ. Νομίζω πως πρέπει να συμφωνήσει και ο κύριος Πουαρό, αν και καταλαβαίνω ότι δε θέλει να το παραδεχθεί απερίφραστα. Ο πρώτος δολοφόνος έφθασε πριν απ’ τη μία και τέταρτο κι ο δεύτερος μετά. Όσον αφορά την ερώτηση, αν ένας απ’ τους δολοφόνους είναι αριστερόχειρας, νομίζω πως πρέπει να εξακριβώσουμε ποιος από τους επιβάτες έχει αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. —Δεν το παρέβλεψα αυτό το σημείο, είπε ήρεμα ο Που αρό. Ίσως προσέξατε ότι υποχρέωσα όλους τους επιβάτες να γράψουν το όνομα και τη διεύθυνσή τους. Αλλά και μ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να καταλήξει σε θετικά συμπερά σματα, γιατί μερικοί άνθρωποι εκτελούν ορισμένα πράγματα με το δεξί τους χέρι και μερικά άλλα με το αριστερό. Κάποιοι γράφουν με το δεξί χέρι, αλλά παίζουν γκολφ με το αριστερό. Και, όμως, κάτι είναι κι αυτό. Όλοι όσους υποβάλαμε σε ανά κριση, έπιασαν την πέννα με το δεξί τους χέρι, εκτός από την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, που αρνήθηκε να γράψει. —Είναι αδύνατο να υποψιαστώ έστω και για μια στιγμή
176
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, διαμαρτυρήθηκε ο Μπουκ. —Αμφιβάλλω πολύ αν θα είχε τη δύναμη να καταφέρει εκείνο το βαθύ τραύμα από αριστερό χέρι, που είδα στο πτώμα, παρατήρησε δύσπιστα ο γιατρός. Ειδικά αυτό το τραύμα, επιτεύχθηκε με μεγάλη δύναμη. —Μεγαλύτερη από κείνη που θα μπορούσε να έχει μια γυναίκα; —Δεν μπορώ να το πω αυτό. Χρησιμοποιήθηκε πάντως περισσότερη δύναμη από κείνη που διαθέτει μια ηλικιωμένη γυναίκα. Και όπως είδατε, η πριγκίπισσα είναι πολύ αδύ ναμη. —Δεν πρέπει να παραβλέπουμε την επιρροή που μπορεί να ασκήσει το πνεύμα πάνω στο σώμα, είπε ο Πουαρό. Η πριγκίπισσα είναι προικισμένη με πολύ ισχυρή προσωπικό τητα και με μεγάλη δύναμη θέλησης. Ας αφήσουμε όμως για την ώρα αυτό το θέμα. —Ας ασχοληθούμε τότε με τις δυο τελευταίες ερωτήσεις, πρότεινε ο γιατρός. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι πως ήταν δύο άνθρωποι που δολοφόνησαν τον Ράτσετ; Ποια άλλη εξήγηση μπορεί να υπάρχει. Κατά την επαγγελματική μου γνώμη, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, γι' αυτά τα τραύματα. Αν υποστήριζα πως ένας άνθρωπος χτύπησε πρώτα απαλά και κατόπιν με μανία, πρώτα με το δεξί χέρι και κατόπιν με τ' αριστερό, και ύστερα από μισή περίπου ώρα ξαναμαχαίρωσε ένα πτώμα... ε, αυτό δε στέκει. —Δίκιο έχετε, γιατρέ, παραδέχτηκε ο Πουαρό. Δε βγαίνει κανένα νόημα. Νομίζετε, λοιπόν, ότι πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν δύο δολοφόνοι; —Όπως εσείς ο ίδιος είπατε, χωράει άλλη εξήγηση; Ο Πουαρό κοίταζε μπροστά του συλλογισμένος. —Αυτό αναρωτιέμαι κι εγώ, είπε. Δεν ξέρετε πόσο με απασχολεί αυτό. Ακούμπησε στη ράχη της καρέκλας του. —Από δω κι εμπρός, όλα βρίσκονται εδώ, συνέχισε δεί χνοντας με το χέρι το μέτωπό του. Ξεψαχνίσαμε τα πάντα. Όλα τα γεγονότα βρίσκονται μπροστά μας, τακτοποιημένα με τάξη και μεθοδικότητα. Οι επιβάτες κάθισαν μπροστά μας, ένας ένας με τη σειρά και κατέθεσαν όσα ήξεραν ή όσα ήθε λαν να μας πουν. Γνωρίζουμε όλα όσα είναι δυνατό να είναι γνωστά. Χαμογέλασε κοιτάζοντας τον Μπουκ και πρόσθεσε: —Θα θυμάστε ασφαλώς πως κι άλλες φορές καθίσαμε δίπλα δίπλα και βυθιστήκαμε σε σκέψεις, φίλε μου, είπε.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
177
Λοιπόν, σκοπεύω να θέσω πράγματι τη θεωρία μου σε πράξη. Κι οι δυο σας πρέπει να με μιμηθείτε. Ας κλείσουμε κι οι τρεις τα μάτια μας κι ας σκεφτούμε... —Ένας ή περισσότεροι επιβάτες δολοφόνησαν τον Ράτσετ. Ποιοι είναι αυτοί;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Σοβαρές ενδείξεις. Πέρασε ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας, πριν αποφασί σει να μιλήσει ένας απ’ τους τρεις. Ο κύριος Μπουκ κι ο γιατρός, υπακούοντας στη σύσταση του Πουαρό, είχαν κλείσει τα μάτια και προσπάθησαν να βάλουν σε κάποια τάξη μέσα στο μυαλό τους τα αντιφατικά γεγονότα που αντιμετώπιζαν και να βρουν μια λύση που να ευσταθεί. Ο Μπουκ είχε σκεφθεί κατά τον εξής τρόπο. «Πρέπει να τα βάλω κάτω και να σκεφτώ. Έχω όμως ήδη σκεφτεί. Είναι φανερό πως ο Πουαρό πιστεύει ότι η Αγγλίδα είναι ανακατεμένη στη δολοφονία. Νοιώθω πως δεν είναι έτσι... Οι Άγγλοι συνήθως είναι πολύ ψυχροί... Τους λείπει η στόφα... Ξεφεύγω, όμως. Απ' ό,τι φαίνεται ο Ιταλός δεν μπορεί να το έκανε. Κρίμα! Να λέει άραγε ψέματα ο Άγγλος υπηρέτης, που βεβαιώνει ότι ο άλλος δεν έφυγε ούτε μια στιγμή απ’ το διαμέρισμα; Γιατί, όμως, να πει ψέματα; Δεν είναι εύκολο να δωροδοκηθεί ένας Άγγλος. Είναι τόσο απρο σπέλαστοι. Τέλος πάντων, πάρα πολύ μπλεγμένη αυτή η υπόθεση. Πότε και πώς άραγε θα μπορέσουμε να ξεφύγουμε απ’ εδώ; Πρέπει να υπάρχει κάποια επιχείρηση απεγκλωβισμού. Οι άνθρωποι είναι τόσο αργοκίνητοι σ’ αυτά τα μέρη... Πρέπει να περάσουν πολλές ώρες πριν αποφασίσει κάποιος να κινηθεί. Έπειτα, η αστυνομία εδώ στα Βαλκάνια, δε θα μπορεί να αντεπεξέλθει. Ολο φιγούρες και δήθεν αξιοπρέ πεια. Είμαι βέβαιος πως θα μεγαλοποιήσουν τα πάντα. Πα ρόμοιες υποθέσεις σπάνια τους τυχαίνουν. Θα γράψουν ένα σωρό πράγματα στις εφημερίδες...» Οι σκέψεις του κυρίου Μπουκ συνέχισαν την πορεία τους, με τον ίδιο τρόπο ξανά και ξανά. Ο γιατρός Κωνσταντίνου πάλι έκανε τις σκέψεις. «Περίεργος αυτός ο ανθρωπάκος. Είναι άραγε μεγαλοφυΐα; Είναι κομπογιαννίτης; Θα μπορέσει άραγε να λύσει το μυστήριο; Αδύνατο. Δε βλέπω τον τρόπο. Είναι όλα τόσο συγκεχυμένα... Όλοι λένε ψέματα... Ίσως. Τι κερδίζουν
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
179
όμως; Όταν όλοι ψεύδονται, είναι το ίδιο σαν να λένε όλοι την αλήθεια. Τι παράξενα τα τραύματα του Ράτσετ! Δεν μπορώ να καταλάβω... Θα μπορούσα πολύ πιο εύκολα να κατα λάβω αν τον είχαν πυροβολήσει. Τι παράξενη χώρα η Αμε ρική! Θα ήθελα πολύ να πάω. Είναι τόσο μπροστά. Όταν γυρίσω σπίτι μου, θα πάω να βρω τον Δημήτρη Ζαγόνηαυτός έχει πάει στην Αμερική και ξέρει τις μοντέρνες ιδέες... Τι να κάνει άραγε τώρα η Σία; Αν ποτέ ανακαλύψει η γυναίκα μου ότι...» Απορροφήθηκε ολότελα σε τελείως προσωπικές σκέψεις. Ο Πουαρό καθόταν τελείως ακίνητος- θα μπορούσε κάλλιστα κανείς να πιστέψει ότι κοιμόταν. Εντελώς ξαφνικά, ύστερα από ενός τέταρτου τέλεια ακι νησία, τα βλέφαρά του άρχισαν να σαλεύουν. Του ξέφυγε ένας ελαφρύς αναστεναγμός. Και ψέλλισε ανάμεσα απ' τα δόντια του. —Στο κάτω κάτω της γραφής, γιατί όχι; Κι αν είναι έτσι, τότε εξηγούνται όλα. Άνοιξε τελείως τα μάτια του. Ήταν πράσινα κι έμοιαζαν γατίσια. Και είπε με απαλή φωνή: —Ε, λοιπόν, εγώ σκέφτηκα. Εσείς; Χαμένοι στις σκέψεις τους, οι δυο σύντροφοί του ξαφνιά στηκαν. —Κι εγώ σκέφτηκα, είπε με ένοχο ύφος ο κύριος Μπουκ. Δεν κατέληξα σε κανένα συμπέρασμα. Η λύση της σκοτεινής αυτής υποθέσεως είναι το δικό σου επάγγελμα, φίλε μου. —Κι εγώ κατέβαλα πολλές προσπάθειες, είπε χωρίς να κοκκινίσει καθόλου ο γιατρός, ενώ περνούσαν απ' το μυαλό του ακόμα, πορνογραφικές λεπτομέρειες. Σκέφτηκα πολλές πιθανότητες, καμιά όμως δε με ικανοποιεί. Ο Πουαρό κούνησε φιλικά το κεφάλι του. Το ύφος του έμοιαζε να λέει: «Πολύ σωστά. Ήταν το μόνο σωστό πράγμα που μπο ρούσατε να πείτε. Μου δώσατε τις απαντήσεις που περίμενα.» Κορδώθηκε στην καρέκλα του, ξεπέταξε το στήθος, χάιδεψε το μουστάκι του κι άρχισε να μιλά, όπως αγορεύουν συνήθως οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι να απευθύνο νται σε μεγάλο ακροατήριο. —Λοιπόν, φίλοι μου, ανακεφαλαίωσα μέσα στο μυαλό μου όλα τα γεγονότα. Επίσης, εξέτασα με προσοχή όλες τις καταθέσεις που ακούσαμε από τους επιβάτες, με τα εξής αποτελέσματα: Διαβλέπω, αν και πολύ σκοτεινή και νεφε
180
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
λώδη ακόμη, κάποια εξήγηση που μπορεί να εξηγήσει τα γεγονότα, όπως τα ξέρουμε. Είναι μια πολύ περίεργη εξή γηση και δεν μπορώ να είμαι ακόμα βέβαιος ότι είναι η αλη θινή. Για να βεβαιωθώ τελείως, θα πρέπει να κάνω ακόμα μερικά πειράματα. »Θα ήθελα πρώτα να αναφέρω μερικά σημεία που μου φαίνονται πολύ αποκαλυπτικά και επιβοηθητικά. Ας αρχί σουμε από μια παρατήρηση που μου έκανε ο φίλος μου ο κύριος Μπουκ στο μέρος όπου καθόμαστε τώρα, όταν φάγαμε μαζί την πρώτη φορά. Σχολίασε το γεγονός ότι περι βαλλόμαστε από ανθρώπους όλων των τάξεων, όλων των ηλικιών, όλων των εθνικοτήτων. Το γεγονός αυτό είναι σπά νιο για αυτή την εποχή. Τα οχήματα, επί παραδείγματι, Αθη νών - Παρισίων και Βουκουρεστίου - Παρισίων είναι σχεδόν άδεια. Δεν πρέπει να ξεχνάμε μάλιστα, τον επιβάτη που δεν εμφανίστηκε. Νομίζω ότι παίζει κάποιο ρόλο. Υπάρχουν επί σης, μερικά άλλα δευτερότερα σημεία, που είναι, κατά τη γνώμη μου, επίσης αποκαλυπτικά. Για παράδειγμα η θέση της τσάντας του μπάνιου της κυρίας Χάμπαρντ, το όνομα της μητέρας της κυρίας Άρμστρονγκ, η αστυνομική μεθοδολογία του κυρίου Χάρντμαν, η υπόθεση που έκανε ο κύριος Μακ Κουήν, πως ο ίδιος ο Ράτσετ κατέστρεψε το καρβουνιασμένο σημείωμα που ανακαλύψαμε, το μικρό όνομα της πριγκίπισσας Ντραγκομίρωφ και ένας λεκές πάνω σ’ ένα ουγγρικό διαβατήριο. Οι δυο σύντροφοί του τον κοίταζαν με γουρλωμένα μάτια. —Σας αποκαλύπτουν τίποτα όλ’ αυτά τα σημεία που σας απαρίθμησα; ρώτησε ο Πουαρό. —Τίποτα, ομολόγησε ειλικρινά ο κύριος Μπουκ. —Κι εσείς, γιατρέ, τι λέτε; —Δεν καταλαβαίνω ούτε το ελάχιστο, ομολόγησε επίσης κι ο γιατρός. Ο κύριος Μπουκ, στο μεταξύ, είχε αρχίσει να ασχολείται με το μόνο χειροπιαστό απ’ όσα είχαν αναφερθεί. Άρχισε να ψάχνει πυρετωδώς τα διαβατήρια. Με ένα μούγκρισμα, άρ παξε το διαβατήριο του κόμη και της κόμισσας Αντρένυϊ και το άνοιξε. —Αυτό εννοούσατε; ρώτησε Αυτόν τον λεκέ;... —Ακριβώς. Είναι μάλλον πρόσφατος λεκές από κάποια λιπαρή ουσία. Παρατηρείτε που συμπίπτει; —Εδώ αρχίζει η περιγραφή των στοιχείων της συζύγου του κόμη. Ακριβώς είναι πάνω στο μικρό της όνομα. Ομο λογώ, όμως, και πάλι, πως δεν καταλαβαίνω τον λόγο.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
181
—Θα προσεγγίσω το θέμα αυτό από άλλη πλευρά. Ας ανατρέξουμε στο μαντήλι που ανακαλύψαμε στη σκηνή του εγκλήματος. Όπως είπαμε προ ολίγου, τρεις άνθρωποι είναι στενά συνδεδεμένοι με το γράμμα «X». Η κυρία Χάμπαρντ, η δεσποινίς Ντέμπενχαμ και η υπηρέτρια, η Χίλντεγκαρντ Σμιντ. Ας εξετάσουμε τώρα το μαντήλι, από την άλλη πλευρά. Είναι, όπως θα παρατηρήσατε κι εσείς, φίλοι μου, πάρα πολύ ακριβό μαντήλι, είδος πολυτελείας, χειροποίητο, κεντημένο στο Παρίσι. Ποιος από τους επιβάτες -ας παραβλέψουμε προς στιγμή το κεντημένο γράμμα- θα μπορούσε να έχει στην κατοχή του αυτό το μαντήλι; Όχι, ασφαλώς, η κυρία Χάμπαρντ, που είναι μετρημένη γυναίκα και δεν της αρέσουν οι πολυτέλειες. Ούτε και η Μαίρη Ντέμπενχαμ. Στην κοινωνική της τάξη μεταχειρίζονται καλά λινά μαντήλια, όχι ένα κομμάτι πανί που στοιχίζει κι εγώ δεν ξέρω πόσα φρά γκα. Κι ακόμα λιγότερο η υπηρέτρια. Υπάρχουν, όμως, δύο γυναίκες μέσα στο τρένο που θα μπορούσαν να έχουν τέτοια μαντήλια. Ας δούμε τώρα αν μπορούμε να αποδώσουμε στις δυο αυτές γυναίκες το γράμμα X, που είναι κεντημένο στο μαντήλι. Οι δυο γυναίκες για τις οποίες μιλώ, είναι η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ... —Της οποίας το μικρό όνομα είναι «Ναταλία», συμπλή ρωσε ειρωνικά ο κύριος Μπουκ. —Ακριβώς. Το μικρό όνομα, όμως, λέει πολλά, όπως σας τόνισα ήδη. Η άλλη γυναίκα είναι η κόμισσα Αντρένυϊ. Κι αμέσως προσέχουμε κάτι, εμείς... —Εσύ! —Καλά, εγώ. Το μικρό της όνομα στο διαβατήριο έχει κάπως μουντζουρωθεί από μια λιπαρή κηλίδα. Βέβαια, συμ βαίνουν τέτοια μικροατυχήματα, αλλά για να εξετάσουμε κα λύτερα το όνομα. Ελένα. Αν όμως αντί για Ελένα γραφόταν Χελένα. Το αρχικό αντικαταστάθηκε από το δεύτερο γράμμα και μια λιπαρή κηλίδα κάλυψε τη μεταβολή. —Χελένα! Δεν αποκλείεται, παρατήρησε ο κύριος Μπουκ. Καλή ιδέα. —Βέβαια! τόνισε ο Πουαρό Προσπάθησα να βρω μια επιβεβαίωση της υπόνοιάς μου και τη βρήκα. Μία από τις ετικέτες ξενοδοχείου που είναι κολλημένη στη βαλίτσα της κόμισσας, μου φάνηκε κάπως υγρή. Η ετικέτα αυτή σκεπάζει ακριβώς το μέρος όπου είναι γραμμένο το όνομά της. Φαίνε ται πως την ξεκόλλησαν από κάπου και την κόλλησαν επίτη δες εκεί που είναι τώρα. —Ξέρετε, λοιπόν, φίλε μου, ότι αρχίζετε να με πείθετε; Η
182
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
κόμισσα Αντρένυϊ, όμως... —Θα σας παρακαλούσα να εξετάσετε την υπόθεση από τελείως διαφορετική άποψη. Πώς ήθελαν να φανεί αυτός ο φόνος; Μην ξεχνάτε πως το χιόνι ανέτρεψε ολότελα το αρ χικό σχέδιο του δολοφόνου. Ας φαντασθούμε για μια στιγμή, πως δεν υπήρχε καθόλου χιόνι και πως το τρένο ακολου θούσε την κανονική πορεία του. Τι θα συνέβαινε τότε; Η δο λοφονία θα ανακαλύπτονταν και πάλι, κατά πάσα πιθανό τητα, στα ιταλικά σύνορα, νωρίς σήμερα το πρωί. Πολλές από τις καταθέσεις που ακούσαμε θα γίνονταν στην ιταλική αστυνομία. Ο κύριος Μακ Κουήν θα μίλαγε για τις απειλητι κές επιστολές, ο κύριος Χάρντμαν θα έλεγε την ιστορία του, η κυρία Χάμπαρντ θα διηγιόταν με τη γνωστή της προθυμία πως ένας άγνωστος πέρασε μέσα απ’ το διαμέρισμά της και θα βρισκόταν αμέσως το κουμπί. Υποθέτω πως σε δύο μόνο σημεία θα ήταν διαφορετική η υπόθεση. Ο άγνωστος θα περνούσε απ’ το διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ πριν από τη μία μετά τα μεσάνυχτα και η στολή του συνοδού θα βρι σκόταν πεταμένη σε κάποια τουαλέτα. —Τι εννοείτε; —Θέλω να πω ότι ο δολοφόνος κατάστρωνε το σχέδιό του έτσι, που να φαίνεται πως το έγκλημα διαπράχθηκε από κάποιον που δεν ταξίδευε με το τρένο. Θα γινόταν η υπό θεση πως ο δολοφόνος κατέβηκε απ’ το τρένο στο Μπροντ, όπου θα φτάναμε λίγο πριν από τη μία. Κάποιος θα είχε δει έναν επιπλέον συνοδό στον διάδρομο. Η στολή θα βρισκό ταν σε ένα εμφανές σημείο, για να βρεθεί αμέσως μια εξή γηση. Επομένως, οι υποψίες της αστυνομίας δε θα στρέφο νταν εναντίον κανενός επιβάτη. Έτσι ήθελε να παρουσιάσει την υπόθεση ο δολοφόνος. Το απρόοπτο, όμως, που μεσο λάβησε, το σταμάτημα, δηλαδή, του τρένου από το χιόνι, ανέτρεψε τελείως το σχέδιό του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως γι’ αυτό τον λόγο παρέμεινε τόση ώρα στο διαμέρισμα του θύματός του. Περίμενε να ξεκινήσει πάλι ο συρμός. Στο τέλος κατάλαβε πως το τρένο δεν επρόκειτο να ξεκινήσει. Έπρεπε να καταστρώσει καινούργιο σχέδιο, γιατί θα ήταν φανερό πως ο δολοφόνος παρέμεινε στο τρένο. —Σωστά και ωραία όλ’ αυτά, έκανε με αδημονία ο κύριος Μπουκ. Τα καταλαβαίνω κι εγώ. Δεν καταλαβαίνω, όμως, πώς δικαιολογείται η ύπαρξη του μαντηλιού. —Θα επανέλθω στο θέμα αυτό από πλάγιο δρόμο. Για να αρχίσουμε, πρέπει να καταλάβετε πως τα απειλητικά γράμματα ήταν πλαστά. Αποτελούν εφέ απ’ το πιο φτηνό
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
183
αμερικάνικο αστυνομικό μυθιστόρημα. Τα άφησε ο δολοφό νος για να μας παραπλανήσει. Σκοπός του ήταν να τα βρει η αστυνομία. Το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε είναι: «Ξεγέ λασαν τον Ράτσετ;». Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική. Οι εντολές και οι οδηγίες που έδωσε στον Χάρντμαν φαίνεται ότι στρέφονται εναντίον ενός συγκεκριμέ νου «προσωπικού» εχθρού, του οποίου η ταυτότητα τού ήταν γνωστή. Φυσικά, αν παραδεχτούμε πως όσα μας είπε ο Χάρντμαν είναι αληθινά. Ο Ράτσετ, όμως, έλαβε ένα γράμμα εντελώς διαφορετικού περιεχομένου, εκείνο που περιείχε κάποια φράση σχετική με το βρέφος των Άρμστρονγκ και που ένα κομμάτι του βρήκαμε στο διαμέρισμά του. Το γράμμα απέβλεπε στο να τονίσει τον λόγο που απειλούσε τη ζωή του Ράτσετ. Ο δολοφόνος ήθελε να καταστρέψει το γράμμα αυτό. Το γεγονός ότι εμείς το ανακαλύψαμε, έστω κι ένα κομμάτι του, ήταν η δεύτερη ατυχία του δολοφόνου. Η πρώτη του ήταν το χιόνι που σταμάτησε το τρένο. Η προσπάθειά του να καταστρέψει το γράμμα, αποκαλύπτει ότι πρέπει να βρίσκεται μέσα στο τρένο κάποιος που συνδέεται πολύ στενά με την οικογένεια Αρμστρονγκ. Γι' αυτό θέλησε να το εξαφανίσει. Επειδή ήταν αρκετό για να στρέψει τις υποψίες της αστυνομίας στο πρόσωπο αυτό. Και ο Πουαρό συνέχισε: —Ας ασχοληθούμε τώρα με τις άλλες ενδείξεις που ανα καλύψαμε. Αφήνω προς στιγμήν το καθοριστικό της πίπας. Είπαμε αρκετά ως τώρα για το θέμα αυτό. Ας ασχοληθούμε με το μαντήλι. Ενοχοποιεί κάποιον που το όνομά του αρχίζει από X και έπεσε εκεί κατά λάθος. Ο κάτοχός του δεν ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο. —Ακριβώς, παρατήρησε ο γιατρός. Όταν ανπλήφθηκε η εν λόγω κυρία πως έχασε το μαντήλι της, φρόντισε αμέσως να κρύψει το μικρό της όνομα. —Βγάζετε γρήγορα συμπεράσματα, αντέτεινε ο Πουαρό. Καταλήγετε σ’ ένα συμπέρασμα, που εγώ δε θα κατέληγα τόσο γρήγορα. —Υπάρχουν, λοιπόν, κι άλλες εκδοχές; —Ασφαλώς υπάρχουν. Ας υποθέσουμε, επί παραδείγματι, ότι διαπράξατε ένα έγκλημα και θέλετε να επιρρίψετε τις υποψίες σε κάποιον άλλο. Υπάρχει, λοιπόν, στο τρένο κά ποιο πρόσωπο, που είναι στενά συνδεδεμένο με την οικογέ νεια Αρμστρονγκ. Μια γυναίκα. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι εγκαταλείπετε εκεί ένα μαντήλι, που ανήκει στη γυναίκα αυτή. Θα ανακριθεί, θα ανακαλυφθεί αργά ή γρήγορα ο δεσμός της
184
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
με την οικογένεια Άρμστρονγκ και να που φθάνουμε στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Το κίνητρο υπάρχει, καθώς και το ενοχοποιητικό στοιχείο. —Στην περίπτωση όμως αυτή, επέμεινε ο γιατρός, το πρόσωπο που θα ενοχοποιούταν, εφόσον δεν είχε καμιά σχέση με το έγκλημα, δε θα πάσχιζε να καλύψει την ταυτό τητά της. —Αλήθεια; Αυτό, λοιπόν, πιστεύετε; Έτσι θα σκεφτόταν και η αστυνομία. Ξέρω καλά όμως την ανθρώπινη φύση, φίλε μου, και μπορώ να σας πω με βεβαιότητα, ότι αν βρεθεί ξαφνικά αντιμέτωπος με την πιθανότητα να δικαστεί για ένα έγκλημα και ο πιο αθώος άνθρωπος, θα χάσει την ψυχραιμία του και θα διαπράξει τις μεγαλύτερες ανοησίες που μπορείτε να φαντασθείτε. Ο λεκές και η μετακίνηση της ετικέτας στη βαλίτσα, δεν αποδεικνύουν ενοχή, αλλά μόνο ότι για κάποιο λόγο, η κόμισσα Αντρένυϊ επιθυμεί να κρύψει την ταυτότητά της. —Ποια νομίζετε ότι μπορεί να είναι η σχέση της με την οι κογένεια Άρμστρονγκ; Η ίδια υποστηρίζει ότι δεν επισκέφθηκε ποτέ την Αμερική. —Ακριβώς. Μιλά σπασμένα αγγλικά, η εμφάνισή της εί ναι εξωτική και προσπαθεί να την τονίσει όσο μπορεί περισ σότερο. Δε θα ήταν, όμως, πολύ δύσκολο να μαντέψει κανείς ποια είναι... Ανέφερα προ ολίγου το όνομα της μητέρας της κυρίας Άρμστρονγκ. Ήταν η Λίντα Άρντεν, μια διάσημη ηθο ποιός που είχε διαπρέψει ιδιαιτέρως σε ρόλους έργων του Σαίξπηρ. Θυμάστε την κωμωδία «Όπως σας αρέσει»; Το δάσος του Άρντεν και τη Ρόζαλιντ; Από κει πήρε το καλλιτε χνικό της ψευδώνυμο -Λίντα Άρντεν. Μ’ αυτό το όνομα έγινε γνωστή σ’ όλο τον κόσμο. Θα μπορούσε το όνομά της να ήταν Γκόλντενμπεργκ και δεν αποκλείεται να είχε στις φλέβες της και εβραϊκό αίμα. Υπάρχουν όλες οι φυλές του Ισραήλ στην Αμερική. Έχω τη γνώμη ότι η νεαρή αδελφή της κυρίας Άρμστρονγκ, που θα ήταν παιδί την εποχή που έγινε η με γάλη τραγωδία, ήταν η Χελένα Γκόλντενμπεργκ, η μικρότερη κόρη της Λίντα Άρντεν και ότι παντρεύτηκε τον κόμη Αντρένυϊ, όταν ήταν ακόλουθος της ουγγρικής πρεσβείας στην Ουάσιγκτον. —Η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, όμως, μας είπε ότι πα ντρεύτηκε κάποιον Άγγλο! —Το όνομα του οποίου δε θυμάται καθόλου! Σας ρωτώ πάλι, φίλοι μου, είναι δυνατόν αυτό; Η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ αγαπούσε τη Λίντα Άρντεν, όπως οι μεγάλες κυ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
185
ρίες αγαπούν τους μεγάλους καλλιτέχνες. Βάφτισε μία από τις κόρες της ηθοποιού. Ήταν δυνατόν να ξεχάσει τόσο γρή γορα το όνομα της άλλης κόρης που παντρεύτηκε; Δεν το νομίζω πιθανό. Κατά τη γνώμη μου, μπορούμε να υποστηρί ξουμε με βεβαιότητα ότι η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ μας είπε ψέματα. Ήξερε ότι η Χελένα βρισκόταν στο τρένο- την είχε δει. Αντιλήφθηκε αμέσως, όταν πληροφορήθηκε ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο Ράτσετ, ότι οι υποψίες θα στρέ φονταν εναντίον της κοπέλας. Έτσι, λοιπόν, όταν τη ρωτή σαμε για την αδελφή, χωρίς περιστροφές μας είπε ψέματα. Μίλησε αόριστα, μας είπε πως δεν μπορούσε να θυμηθεί και πως νόμιζε ότι η Χελένα παντρεύτηκε κάποιον Αγγλο. Ένα γεγονός, δηλαδή, που απέχει πολύ από την αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ένα γκαρσόνι και ρώτησε τον κύ ριο Μπουκ. —Το δείπνο, κύριε. Μπορούμε να σερβίρουμε; Είναι έτοιμο από πολλή ώρα. Ο κύριος Μπουκ κοίταξε τον Πουαρό κι ο τελευταίος κού νησε το κεφάλι του. —Καιρός είναι νομίζω να ασχοληθούμε λίγο και με το στομάχι μας, είπε. Το γκαρσόνι έφυγε και σε λίγο ακούστηκε το κουδούνι του και η φωνή του που καλούσε τους επιβάτες να περάσουν στην τραπεζαρία. —Το δείπνο της πρώτης θέσης σερβίρεται. Η τραπεζαρία άνοιξε. Όσοι εκ των κυρίων επιβατών της πρώτης θέσης επιθυμούν να δειπνήσουν, ας προσέλθουν στο βαγκόν-ρεστοράν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Ο λεκές στο διαβατήριο. Ο Πουαρό κάθισε στο ίδιο τραπέζι με τον κύριο Μπουκ και τον γιατρό. Η παρέα που είχε συγκεντρωθεί στο εστιατόριο ήταν εξαιρετικά ήσυχη. Μιλούσαν ελάχιστα. Ακόμα και η φλύαρη συνήθως κυρία Χάμπαρντ ήταν σιωπηλή. Την ώρα που κά θισε στο τραπέζι μουρμούρισε. —Δεν έχω καθόλου όρεξη. Νομίζω πως δε θα μπορέσω να κατεβάσω ούτε μπουκιά. Ωστόσο, πήρε απ’ όλα τα φαγητά που της σερβίρισαν, γιατί την ενθάρρυνε η Σουηδέζα, που φαίνεται ότι είχε πάρει κατάκαρδα τον ρόλο της προστάτιδάς της. Πριν αρχίσουν να σερβίρουν, ο Πουαρό τράβηξε από το μανίκι τον αρχισερβιτόρο και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ο γιατρός μάντεψε ποιες περίπου οδηγίες έδωσε ο Που αρό, όταν παρατήρησε ότι ο κόμης Αντρένυϊ και η γυναίκα του, σερβιριζόντουσαν πάντοτε τελευταίοι κι όταν τελείωσαν το φαγητό τους, ο λογαριασμός αργούσε να έρθει. Έτσι ήταν οι τελευταίοι που απέμειναν στο βαγκόν-ρεστοράν. Όταν στο τέλος σηκώθηκαν απ’ το τραπέζι τους και ξεκί νησαν για το διαμέρισμά τους, ο Πουαρό πετάχτηκε από τη θέση του και τους ακολούθησε. —Με συγχωρείτε, κυρία μου, αλλά σας έπεσε το μαντήλι σας. Της έτεινε το τετράγωνο μαντήλι με το μονόγραμμα στην άκρη. Η κόμισσα το πήρε στο χέρι της, το κοίταξε και του το επέστρεψε αμέσως. —Κάνετε λάθος, κύριε. Αυτό το μαντήλι δεν είναι δικό μου. —Δεν είναι δικό σας; Είσαστε βέβαιη; —Ασφαλώς, είμαι βέβαιη, κύριε. —Κι όμως, στην άκρη του είναι χαραγμένο το μονό γραμμά σας· βλέπετε ένα X. Ο κόμης έκανε μια απότομη κίνηση. Ο Πουαρό τον
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
187
αγνόησε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στο πρόσωπο της κόμισσας. Τον κοίταξε με σταθερότητα, ενώ απαντούσε. —Δεν καταλαβαίνω τι θέλετε να πείτε, κύριε. Τα αρχικά μου είναι Ε. και Α. —Δε νομίζω, κυρία μου. Λέγεστε Χελένα και όχι Ελένα. Είσαστε η Χελένα Γκόλντενμπεργκ, η μικρότερη κόρη της Λίντα Αρντεν και αδελφή της κυρίας Άρμστρονγκ. Επακολούθησε για μερικά λεπτά νεκρική σιωπή. Ο κόμης και η κόμισσα είχαν γίνει κι οι δυο άσπροι σαν πανί. Ο Πουαρό τους μίλησε ηπιότερα αυτή τη φορά. —Δε νομίζω πως θα κερδίσετε τίποτα με το ν’ αρνείστε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια, έτσι; Ο κόμης δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί περισσότερο και ξέσπασε. —Σας ερωτώ, κύριε, με ποιο δικαίωμα... Η γυναίκα του δεν τον άφησε να συνεχίσει. Σήκωσε το χέρι της και του έκλεισε απαλά το στόμα. —Μη, Ρούντολφ. Άφησε σε παρακαλώ να μιλήσω εγώ. Δεν κερδίζουμε τίποτα αν αρνηθούμε πως λέει την αλήθεια ο κύριος Πουαρό. Καλά θα κάνουμε να καθίσουμε και να συζη τήσουμε με την ησυχία μας το θέμα. Ο τόνος της φωνής της είχε μεταβληθεί. Είχε ακόμα τον πλούτο του, μόνο που τώρα μιλούσε με μεγαλύτερη καθαρό τητα και αποφασιστικότητα. Είχε αποκτήσει, για πρώτη ίσως φορά, την αμερικανική προφορά. Ο κόμης σώπασε. Υπάκουσε στην παράκληση της γυναί κας του και οι δυο τους κάθισαν απέναντι από τον Πουαρό. —Δεν πέσατε έξω, είπε η κόμισσα. Αυτή είναι η αλήθεια. Είμαι η Χελένα Γκόλντενμπεργκ, μικρότερη αδελφή της κυ ρίας Άρμστρονγκ. —Κι όμως, δε μου αποκαλύψατε αυτή τη λεπτομέρεια στην πρωινή συνομιλία μας, κυρία μου. —Ναι. —Στην πραγματικότητα, όλα όσα μου είπατε ο σύζυγός σας κι εσείς, ήταν ένα σωρό ψέματα. —Κύριε, φώναξε θυμωμένος ο κόμης. —Μη θυμώνεις, Ρούντολφ. Ο κύριος Πουαρό είναι αλή θεια ότι μιλάει με κάποια ωμότητα. Εκείνο όμως που λέει, δε σηκώνει αντιρρήσεις. —Πρέπει να σας πω, κυρία μου, πως είμαι απόλυτα ικα νοποιημένος από τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεστε. Θα μπορούσατε τώρα να μου εξηγήσετε γιατί αλλάξατε το
188
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
μικρό σας όνομα στο διαβατήριό σας; —Εγώ φταίω για όλα, έσπευσε να πει ο κόμης. —Μα, κύριε Πουαρό, διαμαρτυρήθηκε ήπια η κόμισσα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβετε ποιοι λόγοι μας ώθησαν να κάνουμε ό,τι κάναμε. Ο άνθρωπος που δολοφονήθηκε στο τρένο, προκάλεσε τον θάνατο της ανιψιός μου, σκότωσε την αδελφή μου και βύθισε σε απελπισία τον κουνιάδο μου. Ήταν τρεις άνθρωποι που αγαπούσα περισσότερο από κάθε τι άλλο στον κόσμο. Μιλούσε με πάθος. Ήταν κόρη αντάξια της ηθοποιού που τόσο είχε συγκινήσει το κοινό. Συνέχισε με πιο ήπιο τόνο. —Ανάμεσα σ’ όλους τους επιβάτες του τρένου, εγώ είχα μάλλον το καλύτερο κίνητρο, για να τον σκοτώσω. —Δεν τον σκοτώσατε εσείς, κυρία μου; —Σας ορκίζομαι, κύριε Πουαρό. Το ξέρει κι ο σύζυγός μου. Μπορεί κι αυτός να σας ορκιστεί ότι όσο κι αν με έσπρωξε ο πειρασμός, όσο κι αν ήθελα να τον σκοτώσω, δε σήκωσα ούτε το δαχτυλάκι μου εναντίον του. —Κι εγώ το ίδιο, πρόσθεσε ο κόμης. Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου πως η Χελένα δεν εγκατέλειψε ούτε μια στιγμή το διαμέρισμά μας. Πήρε ένα υπνωτικό για να κοιμηθεί, όπως σας είπα. Είναι εντελώς αθώα. Ο Πουαρό κοίταξε με προσοχή το ζευγάρι. —Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, επανέλαβε με στα θερό ύφος ο κόμης. Ο Πουαρό κούνησε ελαφρά το κεφάλι του. —Κι όμως, προσπαθήσατε ν’ αλλάξετε το όνομά της στο διαβατήριο! —Κύριε Πουαρό, είπε με φωνή παλλόμενη από πάθος ο κόμης. Σκεφθείτε τη θέση μου. Νομίζετε πως θα μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος και να μην κάνω τίποτα όταν θα έβλεπα τη γυναίκα μου να σέρνεται στην αστυνομία και να αναμιγνύεται το όνομά της σε μια βρομερή υπόθεση δολο φονίας; Είναι αθώα, αυτό το ξέρω, όσα όμως είπε είναι αλη θινά. Εξαιτίας της συγγένειάς της με την οικογένεια Άρμστρονγκ, οι υπόνοιες της αστυνομίας θα στρέφονταν αμέσως εναντίον της. Θα την ανέκριναν, θα τη συλλάμβαναν, ίσως. Εφόσον η κακή μας τύχη θέλησε να βρεθεί στο ίδιο τρένο με μας αυτός ο απαίσιος Ράτσετ, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Παραδέχομαι ότι σας είπα ψέματα, εκτός από ένα ορισμένο σημείο. Η γυναίκα μου δε βγήκε ούτε για μια στιγμή απ’ το διαμέρισμά μας, χτες τη νύχτα. Μιλούσε με τόση ειλικρίνεια, που ήταν αδύνατον να αμ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
189
φισβητήσεις τα λόγια του. —Δε θέλω να πω ότι δε σας πιστεύω, κύριε, απάντησε αργά ο Πουαρό. Ξέρω πολύ καλά ότι κατάγεστε από μια πολύ παλιά αρχοντική οικογένεια. Θα σας ήταν, αλήθεια, αβάσταχτη η σκέψη ότι η γυναίκα σας θα μπορούσε να ανα κατευτεί σε μια ελεεινή υπόθεση δολοφονίας. Σας διαβεβαιώνω, ότι είμαι με το μέρος σας. Πώς όμως εξηγείτε το γεγο νός, ότι βρέθηκε το μαντήλι της γυναίκας σας στο διαμέρισμα του νεκρού; —Μα το μαντήλι αυτό δεν είναι δικό μου, κύριε Πουαρό, τόνισε η κόμισσα. —Κι όμως το μονόγραμμά σας υπάρχει πάνω του. —Σωστά, αλλά απλώς είναι το ίδιο μονόγραμμα με το δικό μου. Έχω μερικά μαντήλια που μοιάζουν μ’ αυτό που μου δείξατε, δεν έχω όμως κανένα με τέτοιο σχέδιο. Ξέρω, φυσικά, ότι δεν μπορώ να ελπίζω ότι θα σας κάνω να με πιστέψετε, σας διαβεβαιώνω, όμως, ότι λέω την αλήθεια. Το μαντήλι αυτό δεν είναι δικό μου. —Λέτε να το άφησε κανείς στο διαμέρισμα του Ράτσετ, για να σας ενοχοποιήσει; Η κόμισσα χαμογέλασε. —Θέλετε να με κάνετε να παραδεχτώ πως είναι δικό μου. Κύριε Πουαρό, σας επαναλαμβάνω, δεν είναι. Μιλούσε με ευθύτητα. —Αν λέτε αλήθεια πως το μαντήλι δεν είναι δικό σας, γιατί αλλάξατε το όνομά σας στο διαβατήριο; Ο κόμης ανέλαβε ν’ απαντήσει στην ερώτηση του Που αρό. —Γιατί ακούσαμε πως είχε ανακαλυφθεί ένα μαντήλι μ’ ένα αρχικό που ταίριαζε μ’ εκείνο της γυναίκας μου. Συζητή σαμε το θέμα αυτό οι δυο μας, πριν μας καλέσετε για να μας ανακρίνετε. Είπα στη γυναίκα μου πως αν διαπιστώνατε ότι το όνομά της αρχίζει με το ίδιο γράμμα του μαντηλιού, θα την υποβάλλατε σε αυστηρότερη ανάκριση. Ήταν τόσο εύκολο να σβήσουμε το πρώτο γράμμα από το όνομα της γυναίκας μου. —Βλέπω, κύριε κόμη, πως θα μπορούσατε να γίνετε ένας πρώτης τάξεως εγκληματίας, παρατήρησε ψυχρά ο Πουαρό. Γιατί είσαστε προικισμένος με μεγάλη φαντασία και αποφασιστικότητα, ικανός να παραπλανήσετε τη Δικαιοσύνη. —Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκε η κόμισσα. Κύριε Πουαρό, ο άνδρας μου σας εξήγησε. Δεν μπορείτε να φαντασθείτε πόσο τρομοκρατήθηκα. Πέρασα τρομερές στιγμές... Καταλαβαίνετε
190
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
πόσο ταράχθηκα, όταν η παρουσία αυτού του ανθρώπου μ’ έκανε να τις αναπολήσω. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι θα με υποπτευόταν η αστυνομία και ότι διέτρεχα τον κίνδυνο να με κλείσουν στη φυλακή. Τρομοκρατήθηκα σε αφάνταστο βαθμό. Δεν μπορείτε, λοιπόν, να με καταλάβετε; Μιλούσε με φωνή γεμάτη πάθος και ικεσία. Ήταν βέβαια άξια κόρη μιας μεγάλης ηθοποιού. Ο Πουαρό την κοίταζε σοβαρά. —Θέλω να σας πιστέψω, κυρία μου, δε λέω, αλλά κι εσείς πρέπει να με βοηθήσετε. —Να σας βοηθήσω; —Μάλιστα. Ο λόγος για τον οποίο διαπράχθηκε η δολο φονία ανάγεται στο παρελθόν. Στην τραγωδία που διέλυσε την οικογένειά σας και προκάλεσε τόσες στενοχώριες στη ζωή σας. Οδηγήστε με στο παρελθόν, για να μπορέσω να βρω τον κρίκο που θα μου δώσει την εξήγηση της υποθέσεως. —Τι θα μπορούσα να σας πω για να σας βοηθήσω; Όλοι είναι πια νεκροί. Όλοι έχουν πεθάνει. Η Σόνια, ο Ρόμπερτ, η καλή μου η Νταίζη. Ήταν τόσο γλυκό μωρό, τόσο ευτυχι σμένο με τις κατάμαυρες μπούκλες του. Όλοι ήμασταν ξετρε λαμένοι μαζί της. —Υπάρχει ένα ακόμα θύμα, κυρία μου. Ένα έμμεσο θύμα, αν μπορούμε να το πούμε έτσι. —Η καημένη η Σουζάν; Δίκιο έχετε. Την είχα λησμονήσει. Η αστυνομία την ανάκρινε. Ήταν πεπεισμένοι πως είχε κά ποια ανάμιξη στη υπόθεση. Ίσως να ήταν έτσι, πάντως εκείνη δεν πρέπει να το είχε θελήσει. Είχε πιστεύω φλυαρή σει με κάποιον και του έδωσε, χωρίς να το θέλει, πληροφο ρίες για τις ώρες που έβγαινε η Νταίζη. Η Σουζάν ήταν απα ρηγόρητη. Πίστευε πως ήταν υπεύθυνη για όσα συνέβησαν. Αναστέναξε και πρόσθεσε. —Έπεσε απ' το παράθυρο. Ήταν τόσο τρομερό. Σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια της. —Τι εθνικότητας ήταν; —Γαλλίδα. —Ποιο ήταν το όνομά της; —Δε θα το πιστέψετε, αλλά δεν το θυμάμαι καθόλου. Όλοι τη φωνάζαμε Σουζάν. Ήταν πολύ ευχάριστη και γελα στή κοπέλα. Απόλυτα αφοσιωμένη στην Νταίζη. —Ήταν βοηθός νηπιαγωγού; Έτσι δεν είναι; —Μάλιστα. —Ποια ήταν η νηπιαγωγός;
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
191
—Μια διπλωματούχος νοσοκόμα. Το όνομά της ήταν Στένγκελμπεργκ. Κι εκείνη αγαπούσε πολύ την Νταίζη και την αδελφή μου. —Θα σας παρακαλέσω τώρα, κυρία μου, να σκεφθείτε καλά πριν απαντήσετε στην ερώτηση που θα σας θέσω. Μήπως από τη στιγμή που ανεβήκατε στο τρένο είδατε κά ποιον που να τον αναγνωρίσατε; Η κόμισσα τον κοίταξε με ύφος κάπως αμήχανο. —Εγώ; Όχι, δεν είδα κανένα. —Τι λέτε για την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ; —Α, την πριγκίπισσα εννοούσατε; Φυσικά, τη γνωρίζω. Νόμισα πως εννοούσατε κανέναν άλλο, από την εποχή εκείνη. —Αυτό ακριβώς εννοούσα, κυρία μου. Σκεφθείτε καλά τώρα. Μην ξεχνάτε ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε. Ίσως να άλλαξε η εμφάνιση του ανθρώπου. Η κόμισσα σκέφτηκε μερικά δευτερόλεπτα. —Είμαι βέβαιη ότι δεν είδα κανέναν, είπε στο τέλος. —Εσείς που ήσασταν κοριτσάκι την εποχή εκείνη, δεν εί χατε κάποιον να σας παρακολουθεί και να σας φροντίζει; —Ναι, ένα θηλυκό μπαμπούλα. Μια γκουβερνάντα που ήταν και γραμματέας της Σόνιας συγχρόνως. Μια Αγγλίδα... όχι, Σκοτσέζα πανύψηλη και κοκκινομάλλα. —Μήπως θυμόσαστε το όνομά της; —Μάλιστα. Την έλεγαν Φρήμποντυ. —Ήταν νέα ή ηλικιωμένη; —Μου φαινόταν πάρα πολύ γριά. Υποθέτω όμως, πως τότε δε θα ήταν περισσότερο από σαράντα. Πάντως, η Σουζάν φρόντιζε για τα ρούχα μου και για μένα. —Είχατε άλλα πρόσωπα μέσα στο σπίτι σας; —Μόνον υπηρέτες. —Είσαστε απόλυτα βέβαιη, πως δεν αναγνωρίσατε κα νέναν μέσα στο τρένο; —Όχι, κανέναν, απάντησε με πεποίθηση η κόμισσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ένα μικρό τέχνασμα! Όταν έφυγαν ο κόμης και η κόμισσα, ο Πουαρό κοίταξε τους δυο συντρόφους του. —Όπως βλέπετε, είπε, σημειώνουμε προόδους. —Περίφημη δουλειά κάνατε, παραδέχτηκε με εγκάρδιο τόνο ο κύριος Μπουκ. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ δε θα υποπτευόμουν ποτέ τον κόμη και τη σύζυγό του. Τους θεω ρούσα υπεράνω υποψίας. Λέτε να διέπραξε εκείνη τη δολο φονία; Θα ήταν μεγάλο κρίμα. Ωστόσο, δεν πιστεύω να την καταδικάσουν σε θάνατο. Έχει πολλά ελαφρυντικά. Το πολύ πολύ να μείνει μερικά χρόνια στη φυλακή. —Με άλλα λόγια, είστε απόλυτα πεπεισμένος για την ενοχή της, παρατήρησε ο Πουαρό. —Λέτε να υπάρχει κάποια αμφιβολία; Έχω τη γνώμη ότι τη μεταχειριστήκατε με καλό τρόπο, για να την καθησυχάσετε ώσπου να ξεκολλήσουμε απ’ τα χιόνια και να μπορέσουμε έτσι να την παραδώσουμε στην αστυνομία. —Δε δίνετε, λοιπόν, καμιά πίστη στην τόσο έντονη βε βαίωση του κόμη που, στον λόγο της τιμής του, μας είπε πως η γυναίκα του είναι αθώα; —Μα, φίλε μου, φυσικό είναι να πει όσα μας είπε. Τι άλλο θέλατε να κάνει; Λατρεύει τη γυναίκα του. Λογικό είναι να θέλει να τη σώσει. Λέει τα ψέματά του με τον καλύτερο τρόπο· με αρχοντικό τρόπο θα έλεγα, αλλά ένα ψέμα είναι πάντοτε ένα ψέμα! —Λοιπόν, εγώ πιστεύω πως μπορεί να λέει την αλή θεια... —Όχι, δεν είναι δυνατόν. Μην ξεχνάτε το μαντήλι. Το μα ντήλι είναι αναμφισβήτητη απόδειξη. —Δεν μπορώ να πω ότι είμαι τόσο βέβαιος για το μα ντήλι. Όπως πρέπει να θυμόσαστε, σας είπα απ’ την αρχή, ότι αντιμετώπιζα δυο πιθανότητες, όσον αφορά τον κάτοχο του μαντηλιού. —Πάντως... Ο κύριος Μπουκ δε συμπλήρωσε τη φράση του. Είχε
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
193
ανοίξει η πόρτα στο βάθος του οχήματος και εμφανίσθηκε η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ. Τους πλησίασε χωρίς κανένα δισταγμό. Οι τρεις άνδρες σηκώθηκαν αμέσως, με σεβασμό. Η πριγκίπισσα αγνόησε τους δυο άλλους και απευθύν θηκε στον Πουαρό. —Νομίζω, είπε, πως έχετε κάποιο μαντήλι που μου ανή κει. Ο Πουαρό κοίταξε θριαμβευτικά τους δυο συντρόφους του. —Αυτό είναι, κυρία μου; τη ρώτησε. Και έβγαλε από την τσέπη του το μαντήλι. —Μάλιστα, αυτό είναι, απάντησε η πριγκίπισσα! Έχει το μονόγραμμά μου στη γωνία. —Μα, κυρία μου, στη γωνία είναι το γράμμα X, παρατή ρησε ο κύριος Μπουκ. Κι όμως μας είπατε ότι το όνομά σας είναι Ναταλία. Η πριγκίπισσα τον κοίταξε ψυχρά. —Δίκιο έχετε, κύριε. Συνηθίζω όμως να κεντώ στη γωνία των μαντηλιών μου το μονόγραμμά μου με το ρωσικό αλφά βητο. Το Ν στα ρωσικά γράφεται Η19. Ο κύριος Μπουκ τα έχασε κάπως από την απάντηση. Η ηλικιωμένη κυρία είχε έναν ατίθασο αέρα, που τον έκανε να νοιώθει άβολα και μειονεκτικά, όταν την αντιμετώπιζε. —Δε μας το είπατε όμως σήμερα το πρωί, όταν σας καλέσαμε για να σας κάνουμε τις ερωτήσεις μας, πως αυτό το μαντήλι σάς ανήκει. —Δε σας το είπα, γιατί δε με ρωτήσατε, απάντησε ψυχρά η πριγκίπισσα. —Μπορείτε να καθίσετε, παρακαλώ, είπε ο Πουαρό. Η συνομιλήτριά του αναστέναξε. —Αφού είναι απαραίτητο. Κάθισε και συνέχισε: —Δε νομίζω ότι υπάρχει λόγος να ασχοληθούμε λεπτο μερώς με την υπόθεση αυτή. Η επόμενη ερώτησή σας θα είναι, πώς έτυχε να βρεθεί δίπλα στο πτώμα το μαντήλι μου; Σας απαντώ. Δεν έχω ιδέα. —Αλήθεια, δεν έχετε ιδέα; —Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εκεί. —Με συγχωρείτε γι’ αυτό που θα σας πω, αλλά θέλω να ξέρω αν μπορούμε να βασιζόμαστε στην ειλικρίνεια των 19Το «Η» του αγγλικού αλφάβητου, αποδίδεται στα Ελληνικά με το γράμμα «X». (Σ.τ.Μ.)
194
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
απαντήσεων σας; Ο Πουαρό μίλησε με το γλυκύτερο ύφος του. Η πριγκίπισσα του απάντησε θυμωμένη. —Υποθέτω ότι μιλάτε έτσι, επειδή δε σας αποκάλυψα ότι η κόμισσα Αντρένυϊ είναι αδελφή της κυρίας Αρμστρονγκ. —Δηλαδή, μας είπατε σκοπίμως ψέματα. —Ασφαλώς και θα ξανάκανα το ίδιο αν μου παρουσιαζό ταν η ευκαιρία. Η μητέρα της ήταν φίλη μου. Πιστεύω, κύριοι, στις αρχές της φιλίας, της οικογένειας και της πατρίδας. —Ώστε δεν πιστεύετε στη δικαιοσύνη; Δε θέλετε να βοη θήσετε να βρεθεί η αλήθεια; —Πιστεύω πως στην προκειμένη περίπτωση η δικαιο σύνη έχει αποδοθεί... —Ελπίζω, κυρία μου, να αντιλαμβάνεστε σε πόσο δύ σκολη θέση βρίσκομαι, τόνισε ο Πουαρό. Στο ζήτημα του μαντηλιού μπορώ να σας πιστέψω; Ή μήπως θέλετε πάλι να καλύψετε την κόρη της φίλης σας; —Τώρα κατάλαβα τι θέλετε να πείτε, απάντησε χαμογε λώντας η πριγκίπισσα. Λοιπόν, κύριοι, νομίζω πως είναι πολύ εύκολο ν’ αποδειχθεί η αλήθεια αυτού που σας είπα. Θα σας δώσω τη διεύθυνση του καταστήματος στο Παρίσι, όπου συνήθως παραγγέλνω τα μαντήλια μου. Δεν έχετε, παρά να τους δείξετε το μαντήλι, για να πληροφορηθείτε ότι μου το έφτιαξαν πριν από ένα χρόνο. Το μαντήλι είναι δικό μου, χωρίς καμιά αμφιβολία. Η πριγκίπισσα σηκώθηκε. —Έχετε τίποτα άλλο να με ρωτήσετε; —Η υπηρέτριά σας, κυρία μου, αναγνώρισε το μαντήλι αυτό όταν της το δείξαμε το πρωί; —Πρέπει να το αναγνώρισε. Το είδε και δεν είπε τίποτα; Αποδεικνύει με αυτή την πράξη της ότι μου είναι απόλυτα αφοσιωμένη. Η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ τους χαιρέτισε με μια κί νηση του κεφαλιού κι έφυγε. —Αυτό ήταν, λοιπόν, μουρμούρισε ο Πουαρό. Διαπί στωσα ότι η υπηρέτρια δίστασε για μια στιγμή, όταν τη ρώ τησα το πρωί αν ήξερε σε ποιόν ανήκει το μαντήλι. Δεν ήταν και τόσο σίγουρη αν έπρεπε να παραδεχτεί ότι ανήκε στην κυρία της. Πώς όμως συμβιβάζεται το γεγονός αυτό με την παράξενη κεντρική ιδέα μου; Πάντως, δεν πρέπει να αποκλείσουμε τίποτα. —Τρομερή γυναίκα, είπε ο κύριος Μπουκ. —Είναι δυνατόν να δολοφόνησε εκείνη τον Ράτσετ; ρώ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
195
τησε ο Πουαρό τον γιατρό Κωνσταντίνου. Ο γιατρός κούνησε το κεφάλι του. —Οι μαχαιριές που διαπέρασαν ακόμα και τους μυς, δεν είναι δυνατόν να έχουν γίνει από μια τόσο αδύναμη γυναίκα. —Τα άλλα τραύματα; —Αυτά, ναι. —Σκέφτομαι, είπε ο Πουαρό, εκείνο που της είπα το πρωί επίτηδες, ότι η δύναμή της ήταν συγκεντρωμένη στη θέλησή της κι όχι στα χέρια της. Της έστησα παγίδα. Ήθελα να δω αν θα κοίταζε το δεξί ή το αριστερό χέρι της. Η πριγκίπισσα διέψευσε τις προσδοκίες μου. Κοίταξε και τα δυο χέρια της. Και μου απάντησε περίεργα. «Δεν έχουν καμιά δύναμη τα χέρια αυτά. Δεν ξέρω αν πρέπει να χαίρομαι ή να λυπάμαι γι’ αυτό». Βρίσκω πολύ παράξενα αυτά τα λόγια. Επιβεβαιώ νουν την πεποίθησή μου για το έγκλημα. —Κι όμως, δε σας κατατόπισε στο ζήτημα του αριστερού χεριού, παρατήρησε ο γιατρός. —Αυτό είναι αλήθεια. Προσέξατε μήπως ότι ο κόμης Αντρένυϊ τοποθετεί το μαντήλι του στην εσωτερική δεξιά τσέπη του σακακιού του; Ο κύριος Μπουκ κούνησε το κεφάλι του. Ήταν πολύ απασχολημένος από τις αποκαλύψεις που είχε ακούσει να γίνονται την τελευταία μισή ώρα. Μουρμούρισε: —Ψέματα. Διαρκώς ψέματα. Με καταπλήσσουν τα άπειρα ψέματα που ακούμε απ’ το πρωί. —Θα δείτε... Θα διαπιστώσουμε πως μας έχουν πει κι άλλα πολλά, είπε χαμογελώντας ο Πουαρό. —Το πιστεύετε; —Θα απογοητευθώ αφάνταστα αν δε βγω αληθινός. —Μου φαίνεται πως σας αρέσει η κατάσταση αυτή, φίλε μου, πρόσθεσε ο Μπουκ. —Ναι, γιατί παρουσιάζει το εξής πλεονέκτημα. Αν πετάξεις σε κάποιον, που σου είπε ψέματα, την αλήθεια κατά πρόσωπο, θα την παραδεχθεί, χωρίς να το θέλει απ’ την έκπληξη που θα δοκιμάσει. Το μόνο απαραίτητο είναι να μαντέψει κανείς σωστά για να επιτύχει το αποτέλεσμα που θέλει. Αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιώ. Διαλέγω τον κάθε επιβάτη με τη σειρά, κι αναρωτιέμαι. Σε ποιο σημείο μπορεί να ψεύδεται; Και ποιος είναι ο λόγος; Α, ναι. Λοιπόν, αν ο τάδε ψεύδεται, τότε το κάνει γι’ αυτόν τον λόγο και μ’ αυτό τον τρόπο. Δοκιμάζω τον στόχο μου, και μερικές φορές τον επιτυγχάνω. Παράδειγμα, η κόμισσα Αντρένυϊ. Πρέπει τώρα να συνεχίσουμε, δοκιμάζοντας την ίδια μέθοδο και σε
196
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
άλλους. —Κι αν ό,τι υποθέσατε δε βγει σωεττό; —Τότε το πρόσωπο που έχω υπόψη μου, παύει να βαρύνεται με οποιαδήποτε υπόνοια. —Ένας τρόπος εκκαθάρισης, δηλαδή; —Ακριβώς. —Με ποιον θ' ασχοληθείτε τώρα; —Νομίζω πως καλά θα κάνουμε να καλέσουμε τον συ νταγματάρχη Άρμπουθνοτ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Και πάλι ο συνταγματάρχης. Ο συνταγματάρχης Άρμπουθνοτ ενοχλήθηκε όταν τον κάλεσαν και δεύτερη φορά, για ανάκριση, στο βαγκόν-ρεστοράν. Η έκφραση του προσώπου του ήταν πραγματικά εχθρική. —Λοιπόν; ρώτησε. —Θέλω πρώτα να σας ζητήσω συγγνώμη που σας ξαναενοχλώ, άρχισε ο Πουαρό. Νομίζω, όμως, πως μπορείτε να μας δώσετε μερικές επιπλέον πληροφορίες. —Λέτε; Δεν το πιστεύω. —Για ν’ αρχίσουμε, λοιπόν. Βλέπετε αυτό το καθοριστικό της πίπας; —Μάλιστα. —Είναι δικό σας; —Δεν ξέρω. Δεν τα μαρκάρω με κάποιο ιδιαίτερο σημάδι, ξέρετε. —Γνωρίζετε, κύριε συνταγματάρχα, πως είστε ο μόνος επιβάτης του τρένου που καπνίζει πίπα; —Εν τοιαύτη περιπτώσει, το καθαριστικό πρέπει να είναι δικό μου. —Ξέρετε που βρέθηκε; —Δεν έχω ιδέα. —Λοιπόν, βρέθηκε δίπλα στο πτώμα. Ο συνταγματάρχης συνοφρυώθηκε. —Μπορείτε, παρακαλώ, να μας εξηγήσετε, πώς βρέθηκε εκεί; —Θέλετε να μάθετε, αν το πέταξα εγώ ο ίδιος εκεί. Σας βεβαιώ πως δεν το έκανα. —Πήγατε ποτέ στο διαμέρισμα του Ράτσετ; —Δε μίλησα ούτε μια φορά μ' αυτόν τον άνθρωπο. —Ώστε δε μιλήσατε ποτέ στον Ράτσετ και δεν τον δολο φονήσατε εσείς; Ο συνταγματάρχης γέλασε ειρωνικά. —Αν τον είχα δολοφονήσει, δε νομίζω ότι υπήρχε πιθα νότητα να σας το αποκαλύψω εγώ ο ίδιος. Ας αφήσουμε
198
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
όμως τ’ αστεία. Δεν τον δολοφόνησα εγώ. —Πολύ καλά, είπε ο Πουαρό. Δεν έχει σημασία. —Πώς είπατε; Ο Άρμπουθνοτ έμεινε με το στόμα ανοιχτό και κοίταξε με ανησυχία τον Πουαρό. —Γιατί, βλέπετε, συνέχισε ο μικρόσωμος ντετέκτιβ, το καθοριστικό της πίπας δεν έχει καμιά σημασία. Μπορώ να σας αραδιάσω ένα σωρό λόγους που θα μπορούσαν να δι καιολογήσουν την παρουσία του εκεί. Υπερβαίνουν τους έντεκα. Ο Αρμπουθνοτ τον κοίταξε στα μάτια, χωρίς να μιλήσει. —Για εντελώς άλλο λόγο, σας παρακάλεσα να έρθετε. Ίσως να σας πληροφόρησε ήδη η δεσποινίς Ντέμπενχαμ, ότι χωρίς να το θελήσω άκουσα μερικά λόγια που σας είπε, όταν σταθήκαμε στον σταθμό του Ικονίου. Ο συνταγματάρχης δεν απάντησε. —Η κοπέλα είπε: «Όχι τώρα. Όταν θα έχουν τελειώσει όλα. Όταν θα τ' αφήσουμε πίσω μας!». Μπορείτε να μου εξηγήσετε σε τι αναφέρονταν; —Λυπάμαι πολύ, κύριε Πουαρό, αλλά δεν μπορώ να ικα νοποιήσω την περιέργειά σας. —Γιατί; Ο Αρμπουθνοτ στραβοκοίταξε τον Πουαρό. —Το καλύτερο που έχετε να κάνετε, κύριε Πουαρό, είναι να παρακαλέσετε την ίδια τη δεσποινίδα Ντέμπενχαμ να λύσει την απορία σας. —Το έκανα ήδη. —Κι εκείνη αρνήθηκε να σας απαντήσει; —Μάλιστα. —Εν τοιαύτη περιπτώσει, πρέπει να είχατε καταλάβει ότι και τα δικά μου χείλη θα ήταν σφραγισμένα. —Δε θέλετε να προδώσετε το μυστικό μιας κυρίας; —Μπορείτε να το θέσετε κι έτσι, αν θέλετε. —Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ μου είπε ότι τα λόγια της αφορούσαν σε μια προσωπική της υπόθεση. —Γιατί δε δέχεστε την εξήγηση που σας έδωσε η ίδια; —Γιατί, κύριε συνταγματάρχα, κατά τη γνώμη μου, η δε σποινίς Ντέμπενχαμ είναι αρκετά ύποπτη. —Λέτε ανοησίες, διαμαρτυρήθηκε έντονα ο Άρμπουθνοτ. —Δε λέω ανοησίες. —Δεν έχετε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον της. —Το γεγονός ότι η Μαίρη Ντέμπενχαμ ήταν γκουβερνάντα στο σπίτι των Άρμστρονγκ την εποχή της απαγωγής της
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
199
μικρής, δε σας λέει τίποτα; Επακολούθησε νεκρική σιγή. Ο Πουαρό ανεβοκατέβαζε το κεφάλι του. —Όπως βλέπετε, συνέχισε ο Πουαρό, ξέρουμε πολύ πε ρισσότερα απ' όσα νομίζετε. Αν η Μαίρη Ντέμπενχαμ είναι αθώα, όπως υποστηρίζετε, γιατί μας απέκρυψε το γεγονός αυτό; Γιατί με βεβαίωσε με τον κατηγορηματικότερο τρόπο, πως δεν πήγε ποτέ στην Αμερική; Ο συνταγματάρχης ξερόβηξε. —Μήπως κάνετε λάθος; —Δεν κάνω κανένα λάθος. Γιατί μου είπε ψέματα; Ο συνταγματάρχης σήκωσε τους ώμους του. —Πιστεύω πως το πιο σωστό είναι να ρωτήσετε την ίδια. Προσωπικά, όμως, πιστεύω ακόμα πως κάνετε κάποιο λά θος. Ο Πουαρό με δυνατή φωνή κάλεσε ένα από τα γκαρσόνια που καθόντουσαν σε μια άκρη του σαλονιού. —Πήγαινε σε παρακαλώ πολύ να πεις στην Αγγλίδα που μένει στο διαμέρισμα 11, πως την παρακαλώ πολύ να έρθει εδώ. —Μάλιστα κύριε. Το γκαρσόνι έφυγε αμέσως για να εκτελέσει την εντολή του Πουαρό. Κανένας από τους τέσσερις άνδρες δε μίλησε. Το πρόσωπο του Αρμπουθνοτ ήταν τόσο ανέκφραστο, που θα νόμιζε κανείς πως ήταν σκαλισμένο σε ξύλο. Το γκαρσόνι επέστρεψε ύστερα από λίγο. —Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ έρχεται αμέσως, ανάγγειλε. Πραγματικά, μετά από μερικά λεπτά, εμφανίσθηκε η Μαίρη Ντέμπενχαμ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Το μυστικό της δεσποινίδας Ντέμπενχαμ. Δε φορούσε καπέλο. Τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω. Είχε ένα μάλλον προκλητικό ύφος. Η μύτη της ήταν ανασηκωμένη και θύμιζε πρώρα πλοίου που ορμάει μπρος στην αφρισμένη θάλασσα. Εκείνη τη στιγμή έδειχνε εξαιρετικά όμορφη. Το βλέμμα της καρφώθηκε για μερικά δευτερόλεπτα στο πρόσωπο του Άρμπουθνοτ. Γύρισε κατόπιν ν’ αντιμετωπίσει τον Πουαρό. —Ζητήσατε να με δείτε; ρώτησε. —Θέλω να σας ρωτήσω, δεσποινίς Ντέμπενχαμ, γιατί μας είπατε ψέματα το πρωί; —Εγώ σας είπα ψέματα; Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. —Αποκρύψατε το γεγονός ότι τον καιρό που συνέβη στην οικογένεια Αρμστρονγκ η μεγάλη τραγωδία, εσείς μέ νατε στο σπίτι τους. Μου είπατε ότι δεν έχετε επισκεφθεί ποτέ την Αμερική. Ο Πουαρό κατάλαβε πως η νέα για μια στιγμή ταλαντεύ τηκε και πως αμέσως σχεδόν ανέκτησε την ψυχραιμία της. —Μάλιστα, είπε. Αυτό είναι αλήθεια. —Όχι, δεσποινίς Ντέμπενχαμ, δεν είναι αλήθεια. —Με παρανοήσατε... θέλω να πω πως έχετε δίκιο όταν διαπιστώσατε πως έχω πει κάποιο ψέμα. —Ώστε το παραδέχεστε; Η κοπέλα χαμογέλασε. —Βεβαίως. Εφόσον ανακαλύψατε την αλήθεια, τι άλλο μπορώ να κάνω; —Βλέπω πως είσαεπε ειλικρινής. —Δε νομίζω πως μπορώ να κάνω κάτι άλλο. —Σαν να έχετε δίκιο. Μπορώ τώρα να σας ρωτήσω για ποιο λόγο τηρήσατε αυτή τη στάση; —Μα δεν είναι ολοφάνερος ο λόγος, κύριε Πουαρό; Πρέ πει να σας δώσω κι άλλες εξηγήσεις; —Δεν μπορώ να πω ότι είναι ολοφάνερος ο λόγος, για μένα.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
201
Η κοπέλα τον κοίταξε με προσοχή πριν συνεχίσει, με κά πως αργό και σκληρό τόνο. —Πρέπει να δουλέψω για να ζήσω. —Θέλετε να πείτε... Η Μαίρη τον κοίταξε στα μάτια. —Κύριε Πουαρό, ξέρετε πόσο πρέπει κανείς να κοπιάσει για να βρει μια καλή θέση; Πιστεύετε, λοιπόν, ότι μια κοπέλα, που το όνομά της έχει ακουστεί σε μια τόσο σκανδαλώδη υπόθεση δολοφονίας και η φωτογραφία της δημοσιεύθηκε σε όλες τις εφημερίδες του κόσμου, θα μπορούσε να βρει θέση σε μια ευκατάστατη οικογένεια; Θα υπήρχαν πολλές Αγγλίδες που θα ήθελαν να με πάρουν για γκουβερνάντα των παιδιών τους, ύστερα απ' τον θόρυβο που έγινε για την υπό θεση Αρμστρονγκ; —Δε βλέπω γιατί δε θα σας έπαιρναν στην υπηρεσία τους, εφόσον θα είχατε απαλλαγεί από κάθε κατηγορία. —Μα, δεν πρόκειται για την κατηγορία, αλλά για τον θό ρυβο που έγινε γύρω απ’ το όνομά μου! Ως τώρα πέτυχα στη ζωή μου, κύριε Πουαρό. Βρήκα καλές θέσεις σε σπίτια και αμειβόμουν πολύ καλά. Δε θα είχα καμιά διάθεση να κινδυ νεύσω να χάσω ό,τι είχα πετύχει στη ζωή μου, για κάτι που δε θα απέδιδε σε τίποτα. —Επιτρέψτε μου, δεσποινίς, να το κρίνω εγώ αυτό κι όχι εσείς. Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους της. —Για παράδειγμα, θα μπορούσατε να με βοηθήσετε στην πιστοποίηση ενός προσώπου. —Τι θέλετε να πείτε; —Είναι δυνατόν, δεσποινίς Ντέμπενχαμ, να μην αναγνω ρίσατε στο πρόσωπο της κόμισσας Αντρένυϊ τη νεώτερη αδελφή της κυρίας Αρμστρονγκ, στο σπίτι της οποίας, στη Νέα Υόρκη, είσαστε δασκάλα; —Την κόμισσα Αντρένυϊ; επανέλαβε η Μαίρη κουνώντας το κεφάλι της. Όχι! Μπορεί να σας φανεί απίστευτο, αλλά δεν την αναγνώρισα. Ήταν, βλέπετε, πάρα πολύ μικρή, όταν την ήξερα. Έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια. Η αλήθεια είναι, ωστόσο, πως η κόμισσα μου θύμιζε κάποια. Κάθε φορά που την έβλεπα, βασάνιζα το μυαλό μου να θυμηθώ. Είχε όμως, ένα τόσο παράξενο ύφος. Δε θα μπορούσα ποτέ να υποθέσω ότι ήταν η μικρή Αμερικάνα μαθήτριά μου. Θα σας έλεγα ψέματα, αν υποστήριζα ότι την κοίταξα με προ σοχή. Κοίταζα περισσότερο τα ρούχα της, παρά το πρό σωπό της. Άλλωστε, έτσι κάνουν συνήθως οι γυναίκες!
202
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Έπειτα, είχα να σκεφτώ τόσα άλλα... —Δε θα μου αποκαλύψετε, δεσποινίς Ντέμπενχαμ, το μυστικό σας; Ο Πουαρό μιλούσε με πολύ ευγενικό και πειστικό ύφος. Η κοπέλα ταλαντεύτηκε για λίγο. —Δεν μπορώ. Δεν μπορώ, ψέλλισε. Και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, κατέρρευσε. Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο συνταγματάρχης σηκώθηκε αμέσως και στάθηκε άχα ρος δίπλα της. —Εγώ... ε, θα... ξεστόμισε αμήχανα. Στράφηκε και κοίταξε αγριεμένος τον Πουαρό. —Θα στα σπάσω όλα σου τα κόκαλα, καταραμένε, βρο μονάνε. Μη μου κάνεις τον μάγκα, εμένα, ξέσπασε. —Κύριε πως μιλάτε! διαμαρτυρήθηκε ο κύριος Μπουκ. Ο Λρμπουθνοτ είχε ξαναστραφεί και κοιτούσε την κο πέλα. —Μαίρη, για τ’ όνομα του Θεού... Η κοπέλα ανασηκώθηκε. —Δεν έγινε τίποτα. Είμαι καλά τώρα. Δε με χρειάζεστε άλλο, κύριε Πουαρό; Έτσι δεν είναι; Αν με χρειαστείτε αργό τερα, ξέρετε που θα με βρείτε. Τι ανόητη που είμαι! Έγινα ρεζίλι. Έφυγε τρέχοντας σχεδόν. Ο Άρμπουθνοτ, πριν την ακολουθήσει, γύρισε και αντί κρισε πάλι τον Πουαρό. —Η δεσποινίς Ντέμπενχαμ δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτή την υπόθεση. Καμιά, μ’ ακούς; Κι αν εξακολουθήσετε να την ενοχλείτε και να την κακοποιείτε, θα έχετε να κάνετε μαζί μου. Έφυγε φουριόζος. —Δεν ξέρετε πόσο μ’ αρέσει να βλέπω τους Άγγλους να θυμώνουν, είπε ο Πουαρό. Είναι τόσο διασκεδαστικοί. Όσο πιο θυμωμένοι είναι, τόσο λιγότερο επιβάλλονται στον εαυτό τους και τη γλώσσα τους. Ο κύριος Μπουκ, ωστόσο, δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τις ψυχικές αντιδράσεις των Άγγλων. Είχε μείνει κατάπληκτος από τις ικανότητες του φίλου του. —Αγαπητέ μου Πουαρό, είστε θαυμάσιος. Είστε τρομε ρός, φώναξε. Κάνατε μια ακόμα εξαιρετική πρόβλεψη. —Μου φαίνεται απίστευτος ο τρόπος που σκέφτεστε, πρόσθεσε με θαυμασμό κι ο γιατρός Κωνσταντίνου.
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
203
—Δε θέλω να περηφανευτώ για τις ικανότητές μου αυτή τη φορά, είπε ο Πουαρό. Δε μάντεψα απολύτως τίποτα, γιατί η ίδια η κόμισσα μου είπε σχεδόν την αλήθεια. —Πώς δηλαδή; —Όπως θυμόσαστε, της ζήτησα μερικές πληροφορίες για την γκουβερνάντα της ή τη συνοδό της. Είχα, ήδη, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αν και εφόσον η Μαίρη Ντέμπενχαμ ήταν αναμεμιγμένη στην υπόθεση της οικογένειας Αρμστρονγκ, θα είχε μία απ’ τις ιδιότητες αυτές. —Δεν έχετε άδικο, η κόμισσα, όμως, μας έδωσε μια τε λείως διαφορετική περιγραφή της γκουβερνάντας της. —Ακριβώς. Μας είπε πως ήταν ψηλή, μεσόκοπη και κοκ κινομάλλα. Ακριβώς το αντίθετο από τη Μαίρη Ντέμπενχαμ, σε βαθμό υπερβολής. Κατάλαβα πως δε μας έλεγε την αλή θεια. Οι συνειρμοί της την πρόδωσαν. Όπως θα θυμόσαστε, αναγκάστηκε να αυτοσχεδιάσει για να βρει γρήγορα ένα όνομα. Μας είπε ότι η συνοδός της λεγόταν Φρήμποντυ. Κατάλαβα αμέσως. —Λοιπόν; —Λοιπόν, θα σας πω κάτι που πιθανόν εσείς να το αγνο είτε. Υπάρχει στο Λονδίνο ένα κατάστημα που ως τώρα τε λευταία έφερε την επιγραφή «Ντέμπενχαμ και Φρήμποντυ». Η κόμισσα, είχε, προφανώς, στο μυαλό της το πραγματικό όνομα «Ντέμπενχαμ» και προσπαθούσε να επινοήσει ένα ψεύτικο. Ίσως να θυμήθηκε το όνομα «Ντέμπενχαμ και Φρή μποντυ» και από κάποιο συνειρμό των ιδεών -α ς το πούμε έτσι- κι ανέφερε το δεύτερο όνομα. Το κατάλαβα από την
αρχή· —Μας είπε ένα ακόμα ψέμα, δηλαδή. Γιατί, όμως; —Ίσως γιατί δεν ήθελε να προδώσει την κοπέλα. Αυτό μας δυσκολεύει κάπως τα πράγματα. —Μα την πίστη μου! έκανε απότομα ο κύριος Μπουκ. Όλοι μέσα σ' αυτό το τρένο λένε ψέματα; —Μην ανησυχείτε και πολύ σύντομα θα το διαπιστώ σουμε, τον βεβαίωσε ο Πουαρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Κι άλλες εκπληκτικές αποκαλύψεις! —Τίποτα πια δε θα μπορέσει να με εκπλήξει, είπε ο κύ ριος Μπουκ, τίποτα απολύτως. Κι αν ακόμα συνέβαινε ν’ αποδειχθεί ότι όλοι οι επιβάτες του τρένου βρέθηκαν κατά κάποιο τρόπο στο σπίτι της οικογένειας Άρμστρονγκ, πάλι δε θα έδειχνα έκπληξη. —Πολύ σωστή παρατήρηση, είπε ο Πουαρό. Μήπως θέ λετε ν’ ακούσουμε τώρα, τι έχει να μας πει ο αγαπημένος σας ύποπτος, ο Ιταλός; —Θα κάνετε άλλη μία απ’ αυτές τις θεαματικές σας προ βλέψεις; —Ακριβώς. —Είναι πραγματικά ασυνήθιστη αυτή η υπόθεση, παρα τήρησε ο γιατρός. —Α, όχι, καθόλου. Ο κύριος Μπουκ σήκωσε τα χέρια του με μια κωμική χει ρονομία, λέγοντας: —Αν αυτή η υπόθεση δεν είναι ασυνήθιστη, τότε τι να υποθέσω... Στο μεταξύ, ο Πουαρό είχε ειδοποιήσει μ’ ένα γκαρσόνι τον Ιταλό πως ήθελε να του μιλήσει. Ο Φοσκαρέλλι είχε μια πολύ περίεργη έκφραση όταν πα ρουσιάστηκε μπροστά στον Πουαρό. Φαινόταν νευρικός και κοίταζε διαρκώς γύρω του δίνο ντας την εντύπωση παγιδευμένου ζώου. —Τι με θέλετε; ρώτησε. Δεν έχω τίποτ’ άλλο να σας πω. Μ’ ακούτε; Δεν έχω απολύτως τίποτα να σας πω. Μα τον Θεό! Και με το λόγια αυτά, χτύπησε δυνατά το χέρι του πάνω στο τραπέζι. —Κι όμως, κάτι έχετε να μας πείτε, αντέτεινε με ήρεμο ύφος ο Πουαρό. Την αλήθεια! —Την αλήθεια; επανέλαβε ο Ιταλός κοιτάζοντας ανήσυχα τον Πουαρό. Η ψυχραιμία του και η αυτοπεποίθησή του, είχαν κάνει
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
205
φτερά. —Μάλιστα, φίλε μου. Την αλήθεια, που δεν αποκλείεται να την ξέρω ήδη. Θα ήταν πολύ καλύτερα για σας, αν την άκουγα από το στόμα σας. —Μιλάτε σαν Αμερικανός αστυνομικός, είπε ο Ιταλός. Πέστα όλα, σου λένε. Ναι, έτσι λένε. Πέστα όλα. —Ώστε είχατε σχέσεις με την αστυνομία της Νέας Υόρκης; —Όχι, όχι, ποτέ. Δεν μπόρεσαν ν’ αποδείξουν τίποτε εναντίον μου. Όχι ότι δεν προσπάθησαν, δηλαδή. Ο Πουαρό μίλησε πολύ γαλήνια. —Πρόκειται για την υπόθεση Αρμστρονγκ; Έτσι δεν είναι; τον ρώτησε. Εσείς δεν είσαστε ο σοφέρ; Τα βλέμματα των δύο ανδρών διασταυρώθηκαν. Ο ψηλόσωμος Ιταλός είχε ξεφουσκώσει σαν μπαλόνι. —Αφού ξέρετε, γιατί ρωτάτε; είπε. —Γιατί μου είπατε ψέματα το πρωί; —Για επαγγελματικούς λόγους. Αλλωστε, δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στη γιουγκοσλαβική αστυνομία. Μισούν θανά σιμα τους Ιταλούς. Δε θα 'βρισκα το δίκιο μου. —Ακριβώς γι’ αυτό. Θ’ απέδιδαν δικαιοσύνη. —Όχι, όχι. Δεν έχω καμιά απολύτως σχέση με τη δολο φονία. Δε βγήκα ούτε μια στιγμή από το διαμέρισμά μου. Μπορεί να σας το βεβαιώσει κι εκείνος ο αλογομούρης ο Άγγλος. Δε σκότωσα εγώ αυτό το γουρούνι... τον Ράτσετ. Δεν έχετε τίποτα εναντίον μου. Ο Πουαρό σημείωσε κάτι σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Σήκωσε το κεφάλι του και είπε γαλήνια. —Πολύ καλά. Μπορείτε να πηγαίνετε. Ο Φοσκαρέλλι αμφιταλαντευόταν με μεγάλη ανησυχία. —Καταλαβαίνετε... Δεν ήμουν εγώ... Δεν μπορεί να έχω καμιά σχέση! —Σας είπα, μπορείτε να πηγαίνετε. —Είναι συνωμοσία. Θέλετε να μου στήσετε παγίδα; Κι όλα αυτά για ένα γουρούνι, για έναν παλιάνθρωπο, που κα νονικά θα έπρεπε να είχε καθίσει από καιρό στην ηλεκτρική καρέκλα! Είναι απίστευτο πως τον άφησαν να κυκλοφορεί ελεύθερος. Αν ήμουν εγώ στη θέση του... αν με είχαν συλλάβει... —Δε βρισκόσαστε, όμως εσείς στη θέση του. Δεν είχατε καμιά ανάμιξη στην απαγωγή της μικρής. —Τι είναι αυτά τα παραμύθια που λέτε; Η μικρή ήταν το καμάρι του σπιτιού. «Τόνιο», με έλεγε. Καθόταν στο τιμόνι
206
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
και έκανε πως οδηγούσε εκείνη το αυτοκίνητο. Όλοι μας τη λατρεύαμε! Ακόμα κι η αστυνομία το κατάλαβε στο τέλος. Τι ωραίο παιδάκι που ήταν! Ο τόνος της φωνής του είχε μαλακώσει πολύ. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά του. Έκανε απότομα μετα βολή κι εγκατέλειψε τον Πουαρό και τους συντρόφους του. —Πιέτρο, φώναξε ο Πουαρό. Το γκαρσόνι πλησίασε αμέσως. —Ειδοποίησε, σε παρακαλώ το 10, τη Σουηδέζα κυρία. —Μάλιστα κύριε. —Κι αυτήν ακόμα; παραξενεύτηκε ο Μπουκ. Α, δεν είναι δυνατόν. Δεν το πιστεύω! —Τίποτα δεν πρέπει να παραλείψουμε για να βρούμε την αλήθεια, έκανε ο Πουαρό. Ακόμη κι αν όλοι στο τρένο είχαν κάποιο κίνητρο για να δολοφονήσουν τον Ράτσετ, πρέπει να το μάθουμε. Όταν θα ξέρουμε, θα μπορέσουμε να καταλογί σουμε ενοχές. —Το κεφάλι μου βουίζει, μούγκρισε ο κύριος Μπουκ. Σε λίγο παρουσιάσθηκε η Γκρέτα Όλσον, υποβασταζό μενη από το γκαρσόνι. Έκλαιγε με μαύρα δάκρυα. Έπεσε βαριά στην καρέκλα που βρισκόταν απέναντι από τον Πουαρό κι εξακολούθησε να κλαίει, σκουπίζοντας το πρόσωπό της μ' ένα μεγάλο μαντήλι. —Μην κάνετε έτσι, σας παρακαλώ, είπε ο Πουαρό χαϊδεύοντάς την απαλά στον ώμο. Το μόνο που θέλω από σας είναι να μου πείτε με λίγα λόγια την αλήθεια. Τίποτα περισ σότερο. Εσείς δεν ήσασταν η νταντά της μικρής Άρμστρονγκ; —Ναι, ναι, έτσι είναι, απάντησε με περισσότερους λυγ μούς η γυναίκα. Ήταν ένας άγγελος η καημένη η Νταίζη. Ήξερε μονάχα από καλοσύνη κι απ’ αγάπη. Την άρπαξε αυτός ο παλιάνθρωπος... την κακομεταχειρίστηκε... και την καημένη τη μαμά της... και τ’ άλλο τ’ άμοιρο πλάσμα που δεν πρόλαβε να δει το φως. Δεν μπορείτε να καταλάβετε... αχ, αν ξέρατε... αν τα ’χατε ζήσει όπως εγώ... αν τα 'χατε δει με τα ίδια σας τα μάτια! Έπρεπε να σας είχα πει την αλήθεια, σήμερα το πρωί. Φοβόμουν, όμως, φοβόμουν. Χάρηκα τόσο, που πέθανε ο κακούργος... χάρηκα, που δε θα μπορούσε πια να βασανίζει και να σκοτώνει μικρά παιδιά. Α! Δεν μπορώ να μιλήσω... δεν έχω λόγια... Άρχισε να κλαίει ακόμα πιο γοερά. Ο Πουαρό συνέχισε να τη χαϊδεύει στον ώμο. —Έλα... έλα... σας καταλαβαίνω... καταλαβαίνω τα πά ντα... τα πάντα. Δε θα σας κάνω άλλες ερωτήσεις. Μου αρκεί
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
207
ότι παραδεχτήκατε πως όσα ξέρω είναι αληθινά. Μη στενο χωριέστε. Η Γκρέτα Όλσον, που ήταν ανίκανη πλέον ν’ αρθρώσει λέξη, σηκώθηκε και προχώρησε στα τυφλά προς τη μεριά της πόρτας, όπου έπεσε πάνω σε κάποιον που έμπαινε. Ήταν ο Μάστερμαν, ο υπηρέτης. Πλησίασε αμέσως τον Πουαρό και άρχισε να του μιλάει με το συνηθισμένο ανέκφραστο ύφος του. —Ελπίζω να μη σας ενοχλώ, κύριοι. Σκέφθηκα, όμως, πως το καλύτερο που είχα να κάνω, είναι να έρθω και να σας πω την αλήθεια. Ήμουν ορντινάντσα του συνταγματάρχη Άρμστρονγκ στον πόλεμο και, μετά παρέμεινα κοντά του σαν υπηρέτης του, όταν εκείνος εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Δυστυχώς απέκρυψα αυτό το γεγονός, το πρωί που μ’ εξετά ζατε. Ήταν λάθος μου, όμως σκέφτηκα πως έπρεπε να σας αποκαλύψω την αλήθεια. Ελπίζω, όμως να μην υποψιάζεστε τον Τόνιο. Δεν είναι ικανός ούτε μια μύγα να πειράξει. Μπορώ ακόμα να σας ορκιστώ πως δε βγήκε ούτε στιγμή απ’ το διαμέρισμα. Επομένως δε θα ήταν δυνατόν να σκό τωσε τον Ράτσετ. Επειδή δεν είναι Άγγλος, δε θα πει ότι μπορεί να είναι κακός άνθρωπος. Δεν είναι σαν κι αυτούς τους μαφιόζους που διαβάζουμε στα νέα. Σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Ο Πουαρό τον κοίταζε σταθερά. —Δεν έχετε τίποτα άλλο να μου πείτε; —Όχι, τίποτε άλλο, κύριε. Όταν είδε πως ο Πουαρό δεν είχε καμιά διάθεση να συ νεχίσει τη συνομιλία μαζί του, έκανε μια υπόκλιση, κι αφού ταλαντεύτηκε προς στιγμή, έφυγε με τον ίδιο ήσυχο και ατά ραχο τρόπο. —Δεν μπορώ να πιστέψω στα μάτια και στ’ αυτιά μου, είπε ο γιατρός Κωνσταντίνου. Η εξέλιξη που παίρνει αυτή η υπόθεση, ξεπερνά και τα όρια του πιο απίθανου αστυνομι κού μυθιστορήματος. —Συμφωνώ με τον γιατρό, είπε ο κύριος Μπουκ. Από τους δώδεκα επιβάτες του οχήματος, οι εννέα ως τώρα απο δείχτηκε πως έχουν κάποια σχέση με την υπόθεση Άρμστρονγκ. Τι θα συμβεί από δω κι εμπρός; Ή μάλλον ποιος έχει τώρα σειρά; —Δε μου είναι καθόλου δύσκολο να ικανοποιήσω την περιέργειά σας, φίλε μου, απάντησε χωρίς κανένα δισταγμό ο Πουαρό. Βλέπω να καταφθάνει το Αμερικάνικο λαγωνικό, ο ντετέκτιβ Χάρντμαν.
208
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
—Μήπως έρχεται κι αυτός να εξομολογηθεί; Ο Πουαρό δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί ο ψηλόσωμος Αμερικανός είχε πλησιάσει το τραπέζι τους. Κοίταξε τους τρεις άνδρες με ζωηρό βλέμμα, κάθισε σε μια καρέκλα και ρώτησε: —Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι συμβαίνει μέσα σ’ αυτό το τρένο; Μου φαίνεται σαν φρενοκομείο. Ο Πουαρό χαμογέλασε. —Είστε απόλυτα βέβαιος, κύριε Χάρντμαν, ότι εσείς δεν ήσασταν κηπουρός στο σπίτι της οικογένειας Αρμστρονγκ; —Η οικογένεια Αρμστρονγκ δεν είχε κήπο, απάντησε ο Χάρντμαν. —Μήπως ήσασταν τότε, ο μπάτλερ; —Δε θα είχα τους ανάλογους καλούς τρόπους, για μια τέ τοια δουλειά. Δεν είχα ποτέ καμιά σχέση ή δοσοληψία με την οικογένεια Αρμστρονγκ. Αρχίζω, όμως, να πιστεύω πως εί μαι ο μόνος, σ’ αυτό το τρένο. Μπορείτε να το πιστέψετε; Είναι αδιανόητο. —Η αλήθεια είναι ότι είναι εκπληκτική η περίπτωσή σας, παρατήρησε χαμογελώντας ο Πουαρό. —Πράγματι, μου φαίνεται πολύ αστείο, ξέσπασε ο κύριος Μπουκ. —Μήπως έχετε καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα για την υπόθεση που μας απασχολεί, κύριε Χάρντμαν; —Όχι, δυστυχώς, κύριε Πουαρό. Τα έχω τόσο πολύ χα μένα, που δεν μπορώ να βρω άκρη. Έχω κυριολεκτικά πε λαγώσει. Δεν είναι δυνατόν να είναι όλοι αναμεμιγμένοι στο έγκλημα! Ομολογώ πως δεν είμαι ικανός να μαντέψω τον δράστη της δολοφονίας και θέλω να σας ρωτήσω κάτι. Πώς καταφέρατε να καταλήξετε στα αποτελέσματα που πετύχατε ως τώρα; —Δεν έκανα παρά μόνο υποθέσεις. —Τότε θα είστε προικισμένος με καταπληκτικές ικανότη τες. Θα έχω να το λέω, πόσο επιδέξιος είστε. Ο Χάρντμαν κοίταξε με θαυμασμό τον Πουαρό. —Δίχως να θέλω να σας προσβάλω, θα πω πως δε μου γεμίζατε ως τώρα το μάτι. Υποκλίνομαι μπροστά σας. —Μεγάλη η καλοσύνη σας, κύριε Χάρντμαν. —Δεν είμαι απ’ τους ανθρώπους εκείνους, που δεν ανα γνωρίζουν την αξία του άλλου. —Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε, εν πάση περιτττώσει, είπε ο Πουαρό, παραμένει ακόμα άλυτο. Μπορούμε να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι ξέρουμε ποιος είναι ο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
209
δολοφόνος; —Μην υπολογίζετε να σας δώσω μια απάντηση. Δεν εί μαι ικανός να υποθέσω τίποτα. Υποκλίνομαι με θαυμασμό στο ταλέντο σας. Ποια είναι η γνώμη σας για τα άλλα δυο άτομα που δεν τα καλέσατε σε δεύτερη ανάκριση; Μιλώ για την ηλικιωμένη Αμερικανίδα και για την καμαριέρα. Φαντάζο μαι πως μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι είναι οι μόνες αθώες, μέσα σ’ αυτό το τρένο; —Δεν ξέρω ακόμα αν μπορούμε να τις περιλάβουμε κι αυτές στη μικρή συλλογή μας, απάντησε χαμογελώντας ο Πουαρό. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε πως είναι η μα γείρισσα και η οικονόμος της οικογένειας Αρμστρονγκ. —Ό,τι κι αν μου πείτε, δεν πρόκειται να εκπλαγώ, βεβαί ωσε ο Χάρντμαν. Τρελοκομείο είναι ετούτη η υπόθεση· πραγματικό τρελοκομείο! —Μα δεν είναι δυνατόν να είναι όλοι ανακατεμένοι στην υπόθεση αυτή, διαμαρτυρήθηκε ο κύριος Μπουκ. Τόσες συ μπτώσεις!... Ο Πουαρό τον κοίταξε με προσοχή. —Δεν καταλαβαίνετε, είπε. Δεν καταλαβαίνετε καθόλου. Μπορείτε να μου πείτε ποιος σκότωσε τον Ράτσετ; —Μήπως ξέρετε εσείς ποιος τον σκότωσε; αντέτεινε ο κύριος Μπουκ. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. —Ναι, είπε. Ξέρω. Το ξέρω εδώ και ώρα. Είναι τόσο φα νερό που απορώ, πώς δεν το κατάλαβε ακόμα κανένας από σας. Γύρισε και κοίταξε τον Χάρντμαν. —Εσείς ξέρετε; Ο Αμερικανός ντετέκτιβ κούνησε το κεφάλι του. —Δεν ξέρω, απάντησε. Ούτε και μπορώ να φανταστώ. Ποιος ήταν ο δράστης; Ο Πουαρό δεν απάντησε αμέσως. Κατόπιν είπε: —Κύριε Χάρντμαν, θα ήθελα μια χάρη από σας. Να παρακαλέσετε όλους να συγκεντρωθούν εδώ. Βλέπω δυο πι θανές λύσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Και θα ήθελα να τις εκθέσω μπροστά σε όλους...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Ο Πουαρό θριαμβεύει! Ύστερα από λίγη ώρα συγκεντρώθηκαν όλοι οι επιβάτες στο βαγκόν-ρεστοράν και κάθισαν γύρω στα τραπέζια. Στα πρόσωπά τους ήταν ζωγραφισμένη μια παράξενη έκφραση αναμονής. Η Σουηδέζα ακόμα έκλαιγε και η κυρία Χάμπαρντ προσπαθούσε να την παρηγορήσει. —Κοιτάξτε να συγκρατηθείτε, αγαπητή μου. Θα δείτε, όλα θα πάνε καλά. Δεν πρέπει να χάνετε την ψυχραιμία σας. Αν ένας από μας είναι ο δολοφόνος, όλοι ξέρουμε πολύ καλά, πως εσείς δεν είστε. Κανείς δε σας υποψιάζεται. Καθίστε κοντά μου και να μην ανησυχείτε. Η φωνή της έσβησε, καθώς ο Πουαρό σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του. Ο συνοδός που κοντοστεκόταν δίπλα από την πόρτα, τον ρώτησε. —Έχω την άδειά σας, να μείνω κι εγώ, κύριε; —Δεν έχω καμιά αντίρρηση, Μισέλ, απάντησε ο Πουαρό. Πήρε μια βαθιά ανάσα. —Κυρίες και κύριοι, άρχισε με στόμφο, θα μιλήσω αγ γλικά, επειδή όλοι σας γνωρίζετε τη γλώσσα αυτή. Συγκε ντρωθήκαμε εδώ για να ερευνήσουμε τις συνθήκες του θανά του του Σάμουελ Έντουαρντ Ράτσετ, ή Κασσέτι. Υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές, σχετικά με το έγκλημα- θα σας εκθέσω και τις δύο και θα παρακαλέσω τον κύριο Μπουκ και τον γιατρό Κωνσταντίνου να κρίνουν ποια από τις δυο είναι η ορθή. »Όλοι σας γνωρίζετε τα γεγονότα. Σήμερα το πρωί, βρέ θηκε μαχαιρωμένος ο κύριος Ράτσετ. Μας είναι γνωστό ότι ήταν ζωντανός στις 12:37' της περασμένης νύχτας, όταν μίλησε μέσα από το διαμέρισμά του με τον συνοδό του βα γονιού. Μέσα σε μια τσέπη της πυτζάμας του βρέθηκε ένα κομματιασμένο σχεδόν από τις μαχαιριές ρολόι, οι δείχτες του οποίου είχαν σταματήσει στη μία και τέταρτο. Ο γιατρός Κωνσταντίνου, που εξέτασε το πτώμα όταν το ανακαλύψαμε, τοποθετεί την ώρα του θανάτου, ανάμεσα στα μεσάνυχτα και
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
211
στις δύο το πρωί. Όπως όλοι ξέρετε, μισή ώρα μετά τα με σάνυχτα, το τρένο μας έπεσε σε χιονοθύελλα, που το ανά γκασε να σταματήσει. Μετά απ’ την ώρα εκείνη, ήταν τελείως αδύνατο να εγκαταλείψει κανείς το τρένο, όσο και αν το επι θυμούσε. »Η κατάθεση του κυρίου Χάρντμαν, που είναι μέλος ενός γραφείου ιδιωτικών ντετέκτιβ της Νέας Υόρκης, (πολλοί έστρεψαν το κεφάλι τους να κοιτάξουν καλύτερα τον Χάρ ντμαν), αποδεικνύει ότι ήταν αδύνατον να περάσει κανείς μπροστά από το διαμέρισμά του, (το 16 που βρίσκεται στο τέρμα του διαδρόμου), χωρίς να τον δει. Είμαστε, επομένως, υποχρεωμένοι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι ο δο λοφόνος πρέπει να αναζητηθεί ανάμεσα στους επιβάτες ενός και μόνον οχήματος. Του οχήματος Κωνσταντινούπολης Καλαί. Αυτή λοιπόν ήταν η αρχική μας ιδέα. —Πώς; Πέταξε ο κύριος Μπουκ έκπληκτος. —Θα σας εκθέσω τώρα μια άλλη εκδοχή, που είναι απλούστατη. Ο κύριος Ράτσετ είχε κάποιον εχθρό, που τον φοβόταν. Τον περιέγραψε στον κύριο Χάρντμαν και του είπε πως αν γινόταν δολοφονική απόπειρα κατά της ζωής του, τότε πίστευε ότι αυτό ήταν πιο πιθανό να συμβεί τη δεύτερη νύχτα μετά την αναχώρηση του τρένου απ’ την Κωνσταντι νούπολη. »Θα σας αποκαλύψω τώρα και κάτι άλλο. Ο κύριος Ρά τσετ ήξερε πολύ περισσότερα από εκείνα που έλεγε. Ο εχθρός, ακριβώς όπως περίμενε, μπήκε στο τρένο στο Βελι γράδι ή ίσως στο Βίνκοβτσι, τον τελευταίο σταθμό, απ’ την πόρτα που άφησαν ανοιχτή, ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ και ο κύριος Μακ Κουήν, που είχαν κατεβεί στην αποβάθρα να ξεμουδιάσουν. Είχε μαζί του μια στολή συνοδού, που τη φορούσε πάνω απ’ τα ρούχα του και ένα αντικλείδι, που του επέτρεψε να μπει στο διαμέρισμα του Ράτσετ, παρά το γεγο νός ότι η πόρτα του διαμερίσματος ήταν κλειδωμένη. Ο Ρά τσετ κοιμόταν, είχε πάρει κάποιο υπνωτικό. Ο δολοφόνος τον μαχαίρωσε με μεγάλη μανία κι έφυγε από το διαμέρισμα χρησιμοποιώντας την ενδιάμεση πόρτα, που οδηγούσε στο διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ... —Έτσι είναι, επιβεβαίωσε κουνώντας το κεφάλι της η γυ ναίκα. —Πέταξε μάλιστα το μαχαίρι που κρατούσε στην τσάντα της κυρίας Χάμπαρντ, όταν πέρασε από το διαμέρισμά της. Χωρίς να το αντιληφθεί έχασε ένα κουμπί της στολής του. Ξεγλίστρησε από το διαμέρισμα και βρέθηκε στον διάδρομο.
212
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
Έκρυψε βιαστικά τη στολή του μέσα σε μια βαλίτσα ενός κενού διαμερίσματος και λίγα λεπτά αργότερα, φορώντας τα συνηθισμένα ρούχα του, εγκατέλειψε το τρένο, πριν εκείνο ξεκινήσει, χρησιμοποιώντας και πάλι την ίδια πόρτα που είχε χρησιμοποιήσει όταν μπήκε στο τρένο. Οι ακροατές του Πουαρό τον παρακολουθούσαν ξέπνοα. —Και το ρολόι; ρώτησε ο κύριος Χάρντμαν. —Υπάρχει και γι’ αυτό μια πλήρης εξήγηση που δικαιο λογεί πολλά. Ο Ράτσετ παρέλειψε ν’ αλλάξει την ώρα του ρολογιού του και να βάλει τους δείχτες μια ώρα πίσω, όπως θα έπρεπε να είχε κάνει στο Τσάριμπροντ. Το ρολόι του έδειχνε την ώρα της Ανατολικής Ευρώπης, η οποία διαφέρει κατά μία ώρα απ' την ώρα της Κεντρικής Ευρώπης. Ήταν, λοιπόν, δώδεκα και τέταρτο όταν μαχαίρωσαν τον Ράτσετ και όχι μία και τέταρτο. —Μα, η εξήγηση αυτή δε στέκει, φώναξε ο κύριος Μπουκ. Τι λέτε για τη φωνή εκείνη που μίλησε μέσα από το διαμέρισμα του Ράτσετ, στη μία παρά είκοσι τρία; Πρέπει να ήταν η φωνή του Ράτσετ ή του δολοφόνου του. —Δεν είναι απαραίτητο. Μπορεί η φωνή εκείνη να ήταν... ενός τρίτου. Να μίλησε κάποιος που πήγε να επισκεφθεί τον Ράτσετ και τον βρήκε νεκρό. Χτύπησε το κουδούνι να έρθει ο συνοδός και τότε, κατάλαβε τον κίνδυνο, φοβήθηκε πως μπορεί να τον κατηγορούσαν ότι εκείνος ήταν ο ένοχος κι έτσι όταν χτύπησε η πόρτα, υποκρίθηκε ότι ήταν ο Ράτσετ. —Είναι πιθανό, παραδέχτηκε δύσθυμος ο κύριος Μπουκ. Ο Πουαρό κοίταξε την κυρία Χάμπαρντ. —Τι θέλετε να πείτε, κυρία μου; —Κι εγώ καλά καλά δεν ξέρω τι θέλω να πω. Πιστεύετε να ξέχασα κι εγώ ν’ αλλάξω την ώρα στο ρολόι μου; —Όχι, κυρία μου. Νομίζω ότι ακούσατε να περνά ο άν θρωπος αυτός, αλλά εντελώς ασυναίσθητα. Αργότερα είχατε έναν εφιάλτη, πως ένας άνδρας βρισκόταν μέσα στο διαμέ ρισμά σας, τιναχτήκατε μέσα στον ύπνο σας και τότε χτυπή σατε το κουδούνι να έρθει ο συνοδός. —Υποθέτω πως δεν αποκλείεται να έγινε αυτό που λέτε, παραδέχτηκε η κυρία Χάμπαρντ. Η πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ κοίταζε επίμονα τον Που αρό. —Πώς εξηγείτε τη μαρτυρία της υπηρέτριάς μου, κύριε Πουαρό; τον ρώτησε. —Είναι απλούστατη η απάντηση. Η υπηρέτριά σας ανα γνώρισε πως ήταν δικό σας το μαντήλι που βρέθηκε στο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
213
διαμέρισμα του νεκρού και προσπάθησε με αδέξιο τρόπο να σας καλύψει. Διασταυρώθηκε με τον άνθρωπο εκείνο, νωρί τερα όμως, όταν το τρένο βρισκόταν ακόμη στον σταθμό του Βίνκοβτσι. Υποκρίθηκε ότι τον είδε αρκετά αργότερα, με τη σκέψη πως θα σας εξασφάλιζε ένα καλύτερο άλλοθι. Η πριγκίπισσα έσκυψε το κεφάλι της. —Τα σκεφτήκατε όλα, κύριε. Είστε αξιοθαύμαστος. Όλοι τινάχτηκαν όταν άκουσαν ξαφνικά τον Έλληνα για τρό να χτυπάει με δύναμη πάνω στο τραπέζι το χέρι του. —Όχι, φώναξε. Όχι, όχι και πάλι όχι! Η εξήγηση αυτή δε στέκει. Παρουσιάζει ένα σωρό τρωτά σημεία. Το έγκλημα δε διαπράχθηκε έτσι... ο κύριος Πουαρό το ξέρει πολύ καλά. Ο Πουαρό γύρισε και τον κοίταξε περίεργα. —Όπως βλέπω, παρατήρησε, θα υποχρεωθώ να σας εκθέσω τη δεύτερη εκδοχή. Μη βιαστείτε όμως να παραμερί σετε την πρώτη, γιατί μπορεί να συμφωνήσετε μ’ αυτήν αρ γότερα. Στράφηκε προς το μέρος των άλλων. —Υπάρχει και μια δεύτερη πιθανή εκδοχή. Θα σας πω, πως κατέληξα σ’ αυτήν. Όταν άκουσα όλες τις καταθέσεις σας, ακούμπησα στη ράχη της καρέκλας μου, έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να σκέφτομαι. Ορισμένα σημεία παρουσία ζαν, κατά τη γνώμη μου, αρκετό ενδιαφέρον και άξιζε να τα προσέξω ιδιαίτερα. Τα απαρίθμησα στους δύο φίλους μου. Μερικά τα ξεκαθάρισα ήδη, όπως κάποιο λεκέ που υπήρχε σ’ ένα διαβατήριο και μερικά άλλα. Θα αναφέρω περιληπτικώς τα σημεία που απομένουν. Το πρώτο και κυριότερο είναι μια παρατήρηση που έκανε ο κύριος Μπουκ, στο βαγκόνρεστοράν, την ώρα του φαγητού, αφού ξεκινήσαμε απ’ την Κωνσταντινούπολη. Παρατήρησε, λοιπόν, ότι η συντροφιά που είχε συγκεντρωθεί, ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, επειδή αποτελείτο από αντιπροσώπους διαφόρων εθνικοτή των, ηλικιών και κοινωνικών τάξεων. Συμφώνησα μαζί του. Όταν όμως ξανασκέφτηκα την παρατήρηση εκείνη, δοκίμασα να φανταστώ, αν υπήρχε πιθανότητα να ξανασυγκεντρωθούν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, κάτω από άλλες συνθή κες. Η απάντηση την οποία έδωσα στον εαυτό μου, ήταν πως μόνο στην Αμερική θα μπορούσε να παρατηρηθεί αυτό. Στην Αμερική θα μπορούσε να βρει κανείς πολλά σπίτια που τα μέλη τους να ανήκουν σε διάφορες εθνικότητες. Να υπάρ χει, δηλαδή, ένας Ιταλός σοφέρ, μια Αγγλίδα γκουβερνάντα, μια Ελβετίδα παιδαγωγός, μια Γερμανίδα καμαριέρα και ούτω καθεξής. Το γεγονός αυτό, με βοήθησε πολύ στη μέ
214
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
θοδό μου. Προσπάθησα, δηλαδή, να τοποθετήσω από ένα πρόσωπο σε κάθε μέρος του δράματος, που έπληξε την οικογένεια Άρμστρονγκ. Το σχέδιό μου απέδωσε πολύ εν διαφέροντα και ικανοποιητικά αποτελέσματα. «Εξέτασα από το άλλο μέρος, μόνος μου, τις καταθέσεις κάθε επιβάτη ξεχωριστά και κατέληξα σε μερικά πολύ περί εργα συμπεράσματα. Ας πάρουμε πρώτα την κατάθεση του κυρίου Μακ Κουήν. Η πρώτη συνομιλία μου μαζί του, υπήρξε πολύ ικανοποιητική. Στη δεύτερη όμως συνάντησή μας, έκανε μια πολύ περίεργη παρατήρηση. Του είχα περιγράφει πως βρήκαμε ένα σημείωμα που αναφερόταν στην υπόθεση Αρμστρονγκ κι εκείνος μου απάντησε: “Κι όμως...” και μετά κοντοστάθηκε και συμπλήρωσε: “Θέλω να πω, ήταν μεγάλη απερισκεψία, ν’ αφήσει να σέρνονται κομμάτια από τις επι στολές του”. «Τώρα μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω πως στην απά ντησή του θα ήθελε να πει: “Κι όμως, το σημείωμα εκείνο είχε καεί!” Σ' αυτή την περίπτωση, ο κύριος Μακ Κουήν θα ήξερε για την ύπαρξη του σημειώματος και την καταστροφή του. Με άλλα λόγια έπρεπε να ήταν ο δολοφόνος ή έστω, συνέ νοχος του δολοφόνου. «Έπειτα είναι και ο υπηρέτης. Είπε πως ο κύριός του συ νήθιζε να παίρνει υπνωτικά κάθε φορά που ταξίδευε με το τρένο. Δεν αποκλείεται να έπαιρνε πραγματικά, γεννάται όμως μια απορία. Είχε πάρει χθες τη νύχτα; Το περίστροφο που βρέθηκε κάτω από το μαξιλάρι του, διαψεύδει με τον κατηγορηματικότερο τρόπο τη δήλωση του Μάστερμαν. Ο Ράτσετ σκόπευε να μείνει σε επιφυλακή χθες τη νύχτα. Και αν ήπιε κάποιο υπνωτικό, το πήρε κατά τη γνώμη μου, εν αγνοία του. Κάποιος φρόντισε να του το δώσει. Ποιος, όμως; Κατά πάσα πιθανότητα ο Μακ Κουήν ή ο υπηρέτης. «Φτάνουμε τώρα στη μαρτυρία του κυρίου Χάρντμαν. Πί στεψα όλα όσα μου είπε για την πραγματική ταυτότητά του, όταν, όμως, άρχισε να μου εκθέτει τις αντιλήψεις του και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε για να προστατέψει τον πε λάτη του, τον Ράτσετ, δηλαδή, κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι η ιστορία του δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια μεγάλη ανοησία. Ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να προστατεύσει τον Ράτσετ, θα ήταν να περάσει όλη τη νύχτα στο διαμέρισμα του Ράτσετ ή σε κάποιο άλλο μέρος απ’ όπου θα μπορούσε να παρακολουθεί την πόρτα του. Το μόνο πράγμα που απέ δειξε η κατάθεσή του ήταν, ότι κανείς δε θα μπορούσε να δολοφονήσει τον Ράτσετ, αν βρισκόταν σε άλλο βαγόνι στο
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
215
τρένο. Χάραζε λοιπόν έναν κύκλο γύρω από το βαγόνι. Αυτό μου φάνηκε περίεργο και αδικαιολόγητο και το άφησα κατά μέρος, για να μπορέσω να το εξετάσω με μεγαλύτερη προ σοχή. «Πιθανώς, να έχετε μάθει τώρα για τα λίγα λόγια, που χωρίς να το θέλω, άκουσα να ανταλλάσσουν η Μαίρη Ντέμπενχαμ και ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ. Το πιο ενδια φέρον σημείο ήταν ότι ο συνταγματάρχης όταν μιλούσε στην κοπέλα, την έλεγε “Μαίρη" και άφηνε να εννοηθεί ότι οι σχέ σεις τους θα έπρεπε να ήταν πολύ οικείες. Ισχυρίστηκε, όμως, ότι ο συνταγματάρχης δεν την είχε γνωρίσει παρά μόνο πριν από λίγες ημέρες και οφείλω να σας πω ότι ξέρω τους Άγγλους και τη νοοτροπία τους. Κι αν ακόμα είχε ερωτευθεί την κοπέλα κεραυνοβόλα, θα προχωρούσε με μεγάλη περισυλλογή, δε θα βιαζόταν. Κατέληξα, λοιπόν, στο συμπέ ρασμα, ότι ο συνταγματάρχης και η κοπέλα έπρεπε να γνω ρίζονται καλά και ήθελαν να υποκριθούν ότι ήταν εντελώς ξένοι μεταξύ τους. Μια άλλη λεπτομέρεια που μου έκανε εντύπωση, ήταν πως η δεσποινίς Ντέμπενχαμ, ήξερε πολύ καλά ότι στην Αμερική χρησιμοποιούν τον όρο, “Long dis tance”, όταν θέλουν να μιλήσουν για ένα υπεραστικό τηλε φώνημα. Και όμως, μου είχε δηλώσει ότι δεν είχε ποτέ επισκεφθεί την Αμερική. »Θα ασχοληθώ τώρα με έναν άλλο μάρτυρα. Η κυρία Χάμπαρντ μας είπε ότι καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, δεν μπορούσε να αντιληφθεί αν ήταν κλειδωμένη ή όχι η ενδιάμεση πόρτα με την οποία επικοινωνούσε το δικό της διαμέρισμα με το διπλανό του Ράτσετ και παρακάλεσε τη δεσποινίδα Όλσον να εξακριβώσει αν η πόρτα ήταν κλειδω μένη ή όχι. Θα παρατηρήσω πως στα διαμερίσματα με ζυ γούς αριθμούς, οι κλειδαριές βρίσκονται ακριβώς κάτω από το πόμολο, ενώ σ’ εκείνα που έχουν μονούς, η κλειδαριά είναι αρκετά πιο ψηλά από το πόμολο. Η κυρία Χάμπαρντ είχε το διαμέρισμα με τον αριθμό 3 κι επομένως η τσάντα με τα είδη του μπάνιου της, που ήταν κρεμασμένη στο πόμολο, δε θα την εμπόδιζε να δει. Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι η κυρία Χάμπαρντ είχε επινοήσει αυτά που μας αφηγή θηκε. »Τώρα, θα ήθελα να σας πω μερικά λόγια σχετικά με την ώρα. Κατά τη γνώμη μου, το πιο ενδιαφέρον σημείο είναι το μέρος που βρέθηκε το σπασμένο ρολόι. Γιατί να βρεθεί μέσα στην τσέπη της πυτζάμας του Ράτσετ, αφού υπήρχε ειδική θέση για το ρολόι πάνω ακριβώς από το κεφάλι του κρεβα
216
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
τιού; Ένοιωσα λοιπόν βέβαιος, ότι το έβαλαν επίτηδες στην τσέπη της πυτζάμας και ότι είχαν αλλάξει την ώρα. «Επομένως, το έγκλημα δε διαπράχθηκε στη μία και τέ ταρτο. Διαπράχθηκε μήπως νωρίτερα; Για την ακρίβεια στη μία παρά είκοσι τρία; Ο φίλος μου ο κύριος Μπουκ, προέβαλε ένα επιχείρημα υπέρ της τελευταίας αυτής άποψης -τη δυνατή φωνή που με ξύπνησε. Αν όμως, ο Ράτσετ είχε πάρει υπνωτικό, δε θα ήταν δυνατό να φωνάξει. Κι αν ήταν δυνατό να φωνάξει, θα μπορούσε επίσης να προβάλει κάποια αντί σταση για να προστατεύσει τη ζωή του. Κι όμως, δεν υπάρ χει κανένα ίχνος πάλης. «Θυμάμαι ότι ο Μακ Κουήν μου τόνισε, όχι μία, αλλά δύο φορές (τη δεύτερη φορά μάλιστα πολύ επίμονα), το γεγονός ότι ο Ράτσετ δεν ήξερε ούτε λέξη γαλλικά. Κατέληξα στο συ μπέρασμα, ότι η προσπάθεια να εμφανιστεί ότι η δολοφονία διαπράχθηκε στη μία παρά είκοσι τρία, έγινε για να παρα πλανηθώ! Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να σκεφτεί το κόλπο με το ρολόι, είναι συνηθισμένο στα αστυνομικά μυθιστορή ματα. Εκείνοι που θέλησαν να με παραπλανήσουν, υπέθε σαν πως δε θα καταλάβαινα το κόλπο τους και ότι, βασιζό μενος στην εξυπνάδα μου, θα συμπέραινα, πως εφόσον ο Ράτσετ δεν ήξερε ούτε μια λέξη γαλλικά, η φωνή που άκουσα στη μία παρά είκοσι τρία δε θα ήταν δυνατό να ήταν δική του και πως επομένως ο Ράτσετ ήταν ήδη νεκρός την ώρα εκείνη. Είμαι, όμως, απόλυτα πεπεισμένος, ότι στη μία παρά είκοσι τρία, ο Ράτσετ ήταν ακόμα ζωντανός και βρισκόταν υπό την επήρεια του υπνωτικού. «Το κόλπο όμως πέτυχε! Άνοιξα την πόρτα του διαμερί σματος μου κι έριξα μια ματιά στον διάδρομο. Άκουσα τα λόγια που ανταλλάχτηκαν στα γαλλικά. Αν ήμουν ανόητος και δεν καταλάβαινα τη σημασία της φράσης που άκουσα, κάποιος θα έπρεπε να επιστήσει την προσοχή μου. Ο Μακ Κουήν έπρεπε να κάνει την εμφάνισή του. Θα μπορούσε κάλλιστα να μου πει: “Με συγχωρείτε, κύριε Πουαρό, αλλά δεν είναι δυνατόν να μιλάει ο Ράτσετ, γιατί δεν ξέρει γαλλικά". «Πότε, λοιπόν, διαπράχθηκε στην πραγματικότητα το έγκλημα; Και ποιος σκότωσε τον Ράτσετ; Κατά τη γνώμη μου -και είναι μόνο η γνώμη μου- ο Ράτσετ δολοφονήθηκε μάλ λον κατά τις δύο το πρωί, δηλαδή, κοντά στο τελευταίο χρο νικό όριο που θέτει ο γιατρός Κωνσταντίνου ως πιθανή ώρα του θανάτου του. Τώρα, ποιος τον σκότωσε; Ο Πουαρό σταμάτησε και κοίταξε το ακροατήριό του. Δεν μπορούσε να παραπονεθεί για έλλειψη ενδιαφέροντος. Όλα
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
217
τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω του. Στη σιωπή θα μπο ρούσες ν’ ακούσεις και μια καρφίτσα να πέφτει. Συνέχισε με πιο αργό τόνο. —Μου έκανε καταπληκτική εντύπωση το γεγονός ότι συ νάντησα εξαιρετική δυσκολία να εντοπίσω κάποια κατηγορία για οποιονδήποτε στο τρένο. Ακόμα, κάθε φορά που υπο πτευόμουν κάποιον, βρισκόταν κάποιος άλλος, άσχετος φαι νομενικά, να του προμηθεύσει άλλοθι. Έτσι, ο κύριος Μακ Κουήν και ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ, δυο πρόσωπα, που δε φαινόταν πιθανό να είχαν σχέσεις στο παρελθόν, έδιναν άλλοθι ο ένας στον άλλον. Το ίδιο συνέβη με τον Ιταλό και τον υπηρέτη, με τη Σουηδέζα και την Αγγλίδα. Σκέφτηκα, λοιπόν, “κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ... Δεν μπορεί να είναι όλοι ανακατεμένοι!” »Τότε μόνο κατάλαβα τι συνέβαινε, αγαπητοί μου. Όλοι ήταν αναμιγμένοι στην υπόθεση! Γιατί ήταν απίθανο να ταξι δεύουν με το ίδιο τρένο τόσοι άνθρωποι σχετιζόμενοι με την υπόθεση Άρμστρονγκ. Δεν μπορεί να ήταν σύμπτωση. Ήταν όλα προσχεδιασμένα. Θυμάμαι μια παρατήρηση του συ νταγματάρχη Αρμπουθνοτ για τα ορκωτά δικαστήρια. Το ορκωτό δικαστήριο αποτελείται συνήθως από δώδεκα ενόρ κους. Στο τρένο ταξιδεύουν δώδεκα επιβάτες και μετρήσαμε δώδεκα μαχαιριές στο πτώμα του Ράτσετ. Έτσι, το γεγονός που με είχε απασχολήσει από την αρχή, δηλαδή, ο μεγάλος αριθμός των επιβατών που ταξίδευε με το όχημα Κωνσταντι νούπολης - Καλαί, εξηγήθηκε. »Ό Ράτσετ ξέφυγε απ' τα χέρια της δικαιοσύνης στην Αμερική. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για την ενοχή του. Είδα με τα μάτια της φαντασίας μου ένα ορκωτό δικαστήριοδώδεκα ενόρκους που είχαν αυτοδιοριστεί. Οι ένορκοι αυτοί καταδίκασαν σε θάνατο τον Ράτσετ και ήταν υποχρεωμένοι να γίνουν οι ίδιοι εκτελεστές της ετυμηγορίας τους. Όταν έκανα την υπόθεση αυτή, είδα πως όλα είχαν μπει σε τάξη. »Ό καθένας έπαιξε τον καθορισμένο ρόλο του. Είχαν ρυθμίσει με τέτοιο τρόπο το σχέδιό τους, ώστε αν έπεφταν υποψίες σε κάποιον, τότε η μαρτυρία ενός ή δύο απ’ τους άλλους θα τον εμφάνιζαν αθώο και θα συσκότιζε ακόμα πε ρισσότερο την υπόθεση. Η μαρτυρία του Χάρντμαν ήταν απαραίτητη, για να μην μπλεχθούν σ' αυτή την υπόθεση αθώοι, έξω από το βαγόνι, που πιθανώς δε θα είχαν κάποιο άλλοθι. Οι επιβάτες του βαγονιού δε διέτρεχαν κανέναν κίν δυνο. Και οι μικρότερες λεπτομέρειες είχαν προβλεφθεί εκ των προτέρων. Τα πάντα είχαν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο,
218
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
ώστε κάθε καινούργιο στοιχείο που θα προέκυτττε, να έκανε ακόμα πιο δύσκολη τη λύση του μυστηρίου που κάλυπτε το έγκλημα. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο φίλος μου, ο κύριος Μπουκ, η υπόθεση φαινόταν σαν ένα φανταστικό παραμύθι! Και αυτή ακριβώς την εντύπωση ήθελαν να δη μιουργήσουν όσοι κατέστρωσαν το έγκλημα. »Αυτή η εκδοχή δίνει εξήγηση στα πάντα; Βέβαια. Τα τραύματα παρουσιάζουν διαφορετική μορφή, γιατί είχαν προκληθεί από διαφορετικά πρόσωπα. Τα πλαστά απειλη τικά γράμματα, πλαστά δεδομένου ότι είχαν γραφτεί για να παρουσιαστούν σαν αποδείξεις. Δεν αμφιβάλλω καθόλου πως θα υπήρχαν και αληθινά απειλητικά γράμματα, που θα προειδοποιούσαν τον Ράτσετ για τη μοίρα που τον περίμενε, τα οποία, όμως, κατέστρεψε ο Μακ Κουήν και τ’ αντικατέ στησε με τα πλαστά. Έπειτα, όσα μου είπε ο Χάρντμαν, πως τον κάλεσε ο Ράτσετ, ήταν ψέματα από την αρχή ως το τέ λος. Επίσης, εκείνος ο περίφημος κοντός, μελαχρινός, με τη γυναικεία φωνή, ήταν απλούστατα επινόηση εκείνων που ισχυρίζονταν πως τον είδαν. Και ήταν σπουδαία επινόηση γιατί δεν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος μέσα στο τρένο, η περι γραφή απέκλειε τους συνοδούς κι έτσι όλοι έβγαιναν αθώοι. »Η ιδέα να δολοφονηθεί ο Ράτσετ με μαχαιριές μπορεί να φαίνεται περίεργη εκ πρώτης όψεως, όταν όμως την εξετάσει κανείς καλύτερα, θα διαπιστώσει πως ήταν πολύ πρακτική. Ένα εγχειρίδιο είναι όπλο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε, χειροδύναμος ή όχι και έχει ένα μεγάλο πλε ονέκτημα, δεν προκαλεί καθόλου θόρυβο. Υποθέτω, αν και δεν αποκλείεται να πέφτω έξω, πως όλοι οι επιβάτες του τρένου, μπήκαν ο καθένας χωριστά στο διαμέρισμα του Ρά τσετ που ήταν θεοσκότεινο, μέσα από το διαμέρισμα της κυρίας Χάμπαρντ και τον μαχαίρωσαν! Οι ίδιοι δεν επρόκειτο να μάθουν ποτέ ποια από τις μαχαιριές προκάλεσε τον θά νατο. »Το τελευταίο γράμμα, που κατά πάσα πιθανότητα βρήκε πάνω στο μαξιλάρι του ο Ράτσετ, κάηκε με ιδιαίτερη προ σοχή. Εφόσον δεν υπήρχε καμιά ένδειξη που να δείχνει πως το έγκλημα είχε σχέση με την υπόθεση της οικογένειας Άρμστρονγκ, δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να στραφούν οι υποψίες εναντίον έστω και ενός από τους επι βάτες του τρένου. Θα γινόταν πιστευτό πως κάποιος ξένος, που ανέβηκε σε κάποιο ενδιάμεσο σταθμό, ήταν ο δράστης της δολοφονίας, δηλαδή, ο κοντός, μελαχρινός, με τη γυναι κεία φωνή, που θα τον είχαν ανπληφθεί μερικοί από τους
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
219
επιβάτες, ενώ θα εγκατέλειπε το τρένο στο Μπροντ, όπως θα έλεγαν οι ίδιοι. »Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, όταν οι συνωμότες ανακά λυψαν ότι ένα σημαντικό τμήμα του σχεδίου τους δεν μπο ρούσε να τεθεί σε εφαρμογή, εξαιτίας της χιονοθύελλας. Φα ντάζομαι πως συσκέφθηκαν για λίγα λεπτά και αποφάσισαν να εκτελέσουν το σχέδιό τους, έστω κι αν όλοι οι επιβάτες θα κινούσαν της υποψίες της αστυνομίας. Η πιθανότητα όμως αυτή είχε προβλεφθεί και είχαν ληφθεί τα κατάλληλα προλη πτικά μέτρα. Πάντως, θα έπρεπε να συσκοτίσουν ακόμα περισσότερο την υπόθεση. Δύο πρόσθετες ενδείξεις σκηνοθετήθηκαν στο διαμέρισμα του νεκρού... Η μία ενοχοποιούσε τον συνταγματάρχη Άρμπουθνοτ, που διέθετε το ισχυρότερο άλλοθι και του οποίου η οποιαδήποτε σχέση με την οικογέ νεια Αρμστρονγκ, θα ήταν πολύ δύσκολο να αποδειχθεί. Η άλλη ένδειξη, το μαντήλι, ενοχοποιούσε την πριγκίπισσα Ντραγκομίρωφ, η οποία, λόγω της κοινωνικής θέσεώς της, της αδύναμης φυσικής της κατάστασης και με το αδιάσειστο άλλοθι της, που το επιβεβαίωναν η καμαριέρα της και ο συ νοδός, ήταν ανωτέρα κάθε υποψίας. »Και για να γίνει ακόμα μεγαλύτερη η σύγχυση, παρουσιάσθηκε νέο πρόσωπο επί σκηνής- η γυναίκα με το κόκκινο κιμονό. Ζήτησαν κι από μένα να επιβεβαιώσω την ύπαρξη της γυναίκας αυτής, με τον εξής τρόπο. Χτύπησαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματος μου. Τινάχτηκα αλαφιασμένος απ’ το κρεβάτι μου και άνοιξα αμέσως. Μόλις πρόβαλα το κεφάλι μου στον διάδρομο, διέκρινα να εξαφανίζεται στο βά θος του διαδρόμου μια γυναίκα με κόκκινη ρόμπα. Αρκετοί άλλοι θα την έβλεπαν επίσης, όπως ο συνοδός, ο Μακ Κουήν και η Μαίρη Ντέμπενχαμ. Κάποιος, που είχε πολύ ανεπτυγμένο το χάρισμα του χιούμορ, έκρυψε σε μια βαλίτσα μου το κόκκινο κιμονό, την ώρα που εγώ ήμουν απασχολη μένος με την ανάκριση των επιβατών. Δεν ξέρω σε ποιόν ανήκει το κιμονό. Υποψιάζομαι πως ανήκει στην κόμισσα Αντρένυϊ. Όταν έψαχνα τα πράγματά της, βρήκα μόνο ένα πλουμιστό κεντημένο νυχτικό, που δεν έδειχνε καθόλου πρακτικό, για χρήση μέσα στο τρένο. »Όταν ο Μακ Κουήν πληροφορήθηκε πρώτος απ’ όλους πως το γράμμα που με τόση προσοχή είχε φροντίσει να κά ψει δεν είχε τελείως καταστραφεί και πως διαβαζόταν κα θαρά το όνομα “Αρμστρονγκ”, ειδοποίησε αμέσως τους άλ λους για το δυσάρεστο γεγονός. Τη στιγμή εκείνη είχε γίνει πολύ κρίσιμη η θέση της κόμισσας Αντρένυϊ. Ο σύζυγός της
220
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
από απερισκεψία αποφάσισε να αλλάξει το όνομα που βρι σκόταν στο διαβατήριό της. Για δεύτερη φορά η τύχη δεν είχε φανεί ευνοϊκή! »Όλοι μαζί αποφάσισαν τότε να αρνηθούν κάθε σχέση και δεσμό με την οικογένεια Άρμστρονγκ. Ήξεραν πως δε διέθετα κανένα μέσο για ν’ ανακαλύψω την αλήθεια. Νόμιζαν ότι δε θα ακολουθούσα αυτό το Ιχνος, αν δεν είχα κάποιον συγκεκριμένο ύποπτο. »Υπήρχε ακόμα ένα άλλο θέμα που έπρεπε να εξετά σουμε. Αν λάβουμε σαν δεδομένο ότι η εκδοχή που υποστή ριζα για το έγκλημα ήταν σωστή και όπως πιστεύω δεν υπήρχε τίποτα που να τη διαψεύδει, ήταν φανερό πως και ο συνοδός του τρένου έπρεπε να ήταν μυημένος στην πλεκτάνη. Στην περίπτωση αυτή, τα πρόσωπα που ήταν ανακα τεμένα στην υπόθεση, από δώδεκα γινόντουσαν δεκατρία. Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση, αντιμετώπιζα ένα αρ κετά πολύπλοκο πρόβλημα. Απ’ τα δεκατρία πρόσωπα που είχα μπροστά μου, ένα και μόνο ένα ήταν αθώο. Ποιος όμως ήταν ο αθώος; »Κατέληξα σ’ ένα πολύ παράξενο συμπέρασμα. Το πρό σωπο που δε μετείχε καθόλου στο έγκλημα ήταν εκείνο που κανονικά θα έπρεπε να έχει λόγους περισσότερους από κάθε άλλον να σκοτώσει τον Ράτσετ. Εννοώ την κόμισσα Αντρένύί. Μου έκαναν καταπληκτική εντύπωση η ειλικρίνεια και το ύφος του συζύγου της, όταν μου ορκίστηκε επισημότατα πως η γυναίκα του δεν είχε βγει ούτε μια στιγμή από το διαμέρι σμά τους. Έτσι κατέληξα να παραδεχτώ πως ο κόμης πήρε τη θέση της γυναίκας του. »Αν συνέβησαν όλ’ αυτά που λέω, δεν έμενε καμιά αμφι βολία πως ο συνοδός του τρένου Πιερ Μισέλ είναι ένας από τους δώδεκα συνωμότες. Πώς μπορούσε κανείς να εξηγήσει τη συνενοχή του, την ανάμιξή του στη δολοφονία; Πρόκειται για έναν τίμιο άνθρωπο που βρίσκεται στην Εταιρεία Σιδηρο δρόμων πολλά χρόνια και δεν ανήκει στην τάξη εκείνων που πρόκειται να πληρωθούν για να βοηθήσουν στη διάπραξη ενός εγκλήματος. Επόμενο ήταν, λοιπόν, να σκεφτεί κανείς πως ο Πιερ Μισέλ ήταν κατά κάποιο τρόπο αναμειγμένος στην υπόθεση Άρμστρονγκ. Η εκδοχή αυτή δε μου φαινόταν πολύ πιθανή- θυμήθηκα όμως πως η βοηθός νηπιαγωγού που πέθανε ήταν Γαλλίδα. Έκανα πάλι τη σκέψη πως δεν αποκλείεται να ήταν κόρη του Πιερ Μισέλ. Η εκδοχή αυτή, αν ήταν αληθινή, θα εξηγούσε τα πάντα. Θα εξηγούσε ακόμα και γιατί είχε εκλεγεί αυτός ο συγκεκριμένος χώρος για να γίνει
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
221
το έγκλημα. Υπήρχαν μήπως κι άλλοι επιβάτες που δεν είχε ξεκαθαριστεί η θέση τους; Υπέθεσα πως ο συνταγματάρχης Αρμπουθνοτ ήταν οικογενειακός φίλος των Άρμστρονγκ· ίσως έτυχε να υπηρετήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου στην ίδια μονάδα με τον Αρμστρονγκ. Δε θα ήταν δύσκολο να υποθέσω πως η Χίλντεγκαρντ Σμιντ, η υπηρέτρια, εργα ζόταν στην οικογένεια Άρμστρονγκ. Η διαίσθησή μου μυρίζε ται πάντα μια πρώτης τάξεως μαγείρισσα. Της έστησα μια παγίδα στην οποία πιάστηκε. Της είπα ότι ήξερα πως ήταν έξοχη μαγείρισσα κι εκείνη μ’ όλη της την αφέλεια μου απά ντησε: “Ναι, όλες οι κυρίες μου το έλεγαν αυτό”. Όταν όμως μια κοπέλα υπηρετεί σ’ ένα σπίτι σαν καμαριέρα, δεν είναι δυνατόν να δοθεί η ευκαιρία στα αφεντικά της να διαπιστώ σουν τις ικανότητές της στην κουζίνα. »Έχουμε τώρα τον Χάρντμαν. Όλα έδειχναν καθαρά πως δεν είχε καμιά σχέση με την οικογένεια Αρμστρονγκ. Πως δεν μπορεί να είχε υπηρετήσει ποτέ του στο σπίτι τους. Το μόνο που μπορούσα να υποθέσω ήταν πως υπήρχε η πιθανότητα να ήταν ερωτευμένος με τη νεαρή Γαλλίδα. Του μίλησα για τα θέλγητρα που είναι προικισμένες οι ευρωπαίες και πέτυχα την αντίδραση που επεδίωκα. Τα μάτια του βούρκωσαν ξαφ νικά. Όταν είδε πως τον κοίταζα με περιέργεια, μου είπε πως υπέφερε από τα μάτια του και πως τον πείραζε το χιόνι. »Δε μένει παρά η κυρία Χάμπαρντ. Πρέπει να σας πω πως αυτή έπαιζε πρωτεύοντα ρόλο στο δράμα. Επειδή κοι μόταν στο διαμέρισμα που βρισκόταν δίπλα σε κείνο που κατείχε ο Ράτσετ, φυσικό ήταν να κινήσει απ’ την πρώτη στιγμή τις υποψίες. Έπρεπε να έχει αδιάσειστο άλλοθι. Για να παίξει μια γυναίκα τον ρόλο της γεμάτης αφέλεια και ανόητης, καλόκαρδης Αμερικάνας μητέρας, έπρεπε να ήταν πρώτης τάξεως ηθοποιός. Υπήρχε όμως μια καλλιτέχνης στενά συνδεδεμένη με την οικογένεια Άρμστρονγκ· η μητέρα της κυρίας Άρμστρονγκ, η Λίντα Άρντεν, η ηθοποιός... Δε συμπλήρωσε τη φράση του. Ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα ακούσθηκε η φωνή της κυρίας Χάμπαρντ, που αυτή τη φορά ήταν τελείως δια φορετική από εκείνη με την οποία μιλούσε ως τότε. —Πάντα ήθελα να παίζω κωμικούς ρόλους. Και πρόσθεσε σε λίγο. —Ήταν μεγάλη γκάφα αυτό που κάναμε με την τσάντα του μπάνιου. Αποδεικνύει ότι πάντα χρειάζεται να έχεις κάνει πρόβα, έχοντας το σκηνικό. Κι εμείς κάναμε όταν βρισκό μουν σ’ ένα διαμέρισμα με ζυγό αριθμό. Δεν πέρασε ποτέ
222
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
απ’ το μυαλό μου η σκέψη πως οι κλειδαριές ήταν δυνατόν να βρίσκονται σε διαφορετική θέση στα διαμερίσματα με μο νούς αριθμούς. Κοίταξε τον Πουαρό στα μάτια και πρόσθεσε: —Ανακαλύψατε όλες τις λεπτομέρειες, κύριε Πουαρό. Είσαστε εξαιρετικά ικανός άνθρωπος. Ακόμα όμως κι εσείς δεν μπορείτε να αντιληφθείτε πόσο υποφέραμε την καταραμένη εκείνη ημέρα στη Νέα Υόρκη. Πήγα να τρελαθώ απ' τη λύπη μου, καθώς κι όλοι οι άλλοι. Μαζί μας βρισκόταν κι ο συ νταγματάρχης Άρμπουθνοτ. Ήταν ο καλύτερος φίλος του Τζων Άρμστρονγκ. —Μου έσωσε τη ζωή στον πόλεμο, εξήγησε ο Άρμπου θνοτ. —Αποφασίσαμε, λοιπόν, όλοι μας, μια και ήμασταν συ γκεντρωμένοι, πως η θανατική ποινή που τόσο φτηνά την είχε γλιτώσει ο Κασσέτι, έπρεπε να εκτελεστεί. Βέβαια, ήταν τρέλα να κάνουμε τέτοιο πράγμα. Είχαμε συγκεντρωθεί δώ δεκα άνθρωποι ή μάλλον έντεκα, για να είμαι ακριβής, επειδή ο πατέρας της Σουζάν βρισκόταν στη Γαλλία. Στην αρχή σκεφτήκαμε να ρίξουμε κλήρους, για να δούμε σε ποιον θα ανέθετε η Μοίρα την εντολή να εκτελέσει την απόφασή μας. Στο τέλος, όμως, αλλάξαμε γνώμη και αποφασίσαμε να συμ μετέχουμε όλοι. Ο σοφέρ, ο Αντόνιο, μας υπέδειξε τη λύση αυτή. Η Μαίρη, με τη βοήθεια του Μακ Κουήν κατέστρωσαν το σχέδιο. Ο Μακ Κουήν λάτρευε τη Σόνια -την κόρη μου- κι εκείνος μας εξήγησε αργότερα πως κατάφερε να γλιτώσει απ’ την ηλεκτρική καρέκλα ο Κασσέτι, χάρη στα χρήματα που διέθετε. «Χρειάστηκε να περάσει πάρα πολύς καιρός ώσπου να ωριμάσει το σχέδιό μας. Έπρεπε πρώτα να βρούμε τα ίχνη του Κασσέτι. Ο Χάρντμαν κατάφερε στο τέλος να τον ανακα λύψει. Προσπαθήσαμε κατόπιν να βρούμε με τι τρόπο θα προσλάμβανε ο Κασσέτι στην υπηρεσία του τον Μάστερμαν και τον Μακ Κουήν ή τον ένα από τους δυο τουλάχιστον. Τελικά το πετύχαμε. Συναντηθήκαμε κατόπιν με τον πατέρα της Σουζάν. Ο Άρμπουθνοτ επέμενε πως έπρεπε να συνεργασθούμε και οι δώδεκα για τον θάνατο του Κασσέτι. Αυτός μας οργάνωσε. Δεν του πολυάρεσε η ιδέα να χρησιμοποιή σουμε μαχαίρι. Συμφώνησε, όμως, ότι ήταν το μόνο μέσον για να μη συναντήσουμε δυσκολίες. Ο πατέρας της Σουζάν δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Δεν είχε άλλο παιδί εκτός απ’ τη Σουζάν. Ο Μακ Κουήν μας είχε πληροφορήσει πως ο Κασ σέτι θα επέστρεφε αργά ή γρήγορα από την Ανατολή με το
ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΕΞΠΡΕΣ ΟΡΙΑΝ
223
Εξπρές Οριάν. Επειδή ο Πιερ Μισέλ εργαζόταν στο τρένο εκείνο, δεν έπρεπε να αφήσουμε ανεκμετάλλευτη την ευκαι ρία που μας παρουσιαζόταν. Εξάλλου, ήταν ο μόνος τρόπος να μην ενοχοποιηθούν και άλλοι άνθρωποι, που δεν είχαν καμιά σχέση με την υπόθεση που μας απασχολούσε. »Έπρεπε, φυσικά, να ειδοποιήσουμε και τον άνδρα της κόρης μου και να του αποκαλύψουμε το σχέδιό μας. Όταν του είπαμε τι σκοπεύαμε να κάνουμε, θέλησε να έρθει κι εκείνος μαζί μας. Ο Έκτωρ κατάφερε τον Κασσέτι να ταξιδέ ψει τη μέρα που είχε υπηρεσία στο τρένο ο Πιερ Μισέλ. Σκο πεύαμε να νοικιάσουμε όλα τα διαμερίσματα του οχήματος Κωνσταντινούπολης - Καλαί, δυστυχώς, όμως δεν το πετύ χαμε καθώς επρόκειτο να ταξιδεύσει και ο διευθυντής της Εταιρείας. Ο κύριος Χάρις, φυσικά, ήταν ένα μυθικό πρό σωπο. Δε θα ήταν τόσο ευχάριστο να ταξιδεύει στο ίδιο δια μέρισμα με τον Μακ Κουήν ένας ξένος. Όταν, την τελευταία στιγμή, εμφανιστήκατε εσείς, κύριε Πουαρό... Η κυρία Χάμπαρντ σταμάτησε. —Μάθατε τα πάντα τώρα πια, κύριε Πουαρό, πρόσθεσε. Τι σκοπεύετε να κάνετε; Αν πρόκειται να αποκαλυφθεί το έγκλημα, δεν μπορείτε να επιρρίψετε όλες τις ευθύνες σε μένα; Με μεγάλη μου προθυμία θα τον μαχαίρωνα όχι μόνο δώδεκα φορές, αλλά πολύ περισσότερες. Δεν το έκανα μόνο επειδή ήταν αίτιος του θανάτου της κόρης μου, της εγγονής μου και της άλλης κοπέλας. Είχε στην ανύπαρκτη συνείδησή του κι άλλες απαγωγές πριν απ’ την Νταίζη και μπορεί να ακολουθούσαν κι άλλα. Η κοινωνία τον είχε ήδη καταδικάσει. Εμείς δεν κάναμε τίποτε άλλο παρά να εκτελέσουμε την απόφασή της. Δε νομίζω ότι πρέπει να ανακατευθούν τόσοι άνθρωποι σε μια τόσο θλιβερή υπόθεση. Δεν είναι σωστό να βρουν τον μπελά τους ο καημένος ο Πιερ Μισέλ, ο συνταγ ματάρχης Άρμπουθνοτ και η Μαίρη που αγαπιούνται... Η κυρία Χάμπαρντ μιλούσε με πάθος. Είχε μια εξαιρετική χροιά που ηχούσε στη σιωπή κι άγγιζε το ακροατήριό της με τον πιο ευαίσθητο τρόπο. Ο Πουαρό κοίταξε τον φίλο του. —Αγαπητέ μου, Μπουκ, είπε. Είστε ένας απ' τους διευ θυντές της Εταιρείας Σιδηροδρόμων. Ποια είναι η γνώμη σας; Ο κύριος Μπουκ έβηξε πριν απαντήσει. —Κατά την ταπεινή μου γνώμη, φίλε μου Πουαρό, δε χωράει καμιά αμφιβολία πως η πρώτη εκδοχή που μας εκ θέσατε ήταν η σωστή. Προτείνω, λοιπόν, να αναφέρουμε στη
224
ΑΓΚΑΘΑ ΚΡΙΣΤΙ
γιουγκοσλαβική αστυνομία τα γεγονότα όπως τα περιγράψατε εσείς αρχικώς. Συμφωνείτε, γιατρέ; —Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας, απάντησε ο γιατρός Κωνσταντίνου. Ίσως να υπερέβαλα λίγο στα πορίσματα μου από την εξέταση του πτώματος. —Εν τοιαύτη περιπτώσει, είπε ο Πουαρό, αφού σας εξέ θεσα τι συνέβη, λαμβάνω την τιμή ν’ αποσυρθώ από την υπόθεση...
“Το αδύνατο δε θα μπορούσε να συμβεί, έτσι το αδύνατο πρέπει να είναι δυνατό παρά τα φαινόμενα. ” Agatha Christie
“Murder on the Orient Express’
Επιστρέφοντας στην Ευρώπη με το Εξπρές Οριάν ο Ηρακλής Πουαρό, ελπίζει να φτάσει μια ώρα αρχύτερα. Έχει επιτελέσει το καθήκον του κι αφού δέχτηκε τα συγχαρητήρια των επίσημων αρχών, επιβιβάζεται στο τρένο, βέβαιος πως τον περιμένει ένα ήσυχο ταξίδι. Δυστυχώς, η μοίρα του επιφυ λάσσει δοκιμασίες και το ταξίδι δεν προοιωνίζεται ευχάριστο. Μάλιστα το τρένο θα ακινητοποιηθεί από τα χιόνια ανάμεσα στο Βίνκοβτσι και στο Μπροντ της Γιου γκοσλαβίας και η ανησυχία θα δώσει τη θέση της στην αγωνία, καθώς ο Πιερ Μισέλ, ο συνοδός του τρένου, ύστερα από επανειλημμένες απόπειρες, θα κατορθώσει να εισχωρήσει στο κλειστό διαμέ ρισμα της κλινάμαξας, όπου τον περιμένει υπομο νετικά ένα πτώμα! ΟΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΠΤΟΙ!
"MURDER ON THE ORIENT EXPRESS" film artwork © 2017 Twentieth Century Fox Film Corporation, All Rights Reserved.
w w w .ly h n a ri.g r