CECELIA AHERN
ΜΙΑ ΣΕΛΙΔΑ ΓΙΑ ΚΑΘΕ ΑΥΡΙΟ Μυθιστόρημα Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
Τ ίτλ ος π ρωτοτύπ ου: T h e Βook of t om or r ow © Cecelia A h er n , 2 0 0 9 Εκ δίδεται κ ατόπ ιν συμ φων ίας μ ε το V ick i Sa t low Lit er a r y A g en cy © Για την ελ λ ην ικ ή γ λ ώσσα σε όλ ο τον κ όσμ ο, εκ δοσεις διοπ τρα, 2 0 1 1 Α π αγ ορεύεται η αν απ αραγ ωγ ή ή αν ατύπ ωση μ έρους ή του συν όλ ου του βιβλ ίου, σε οπ οιαδήπ οτε μ ορφή, χ ωρίς την έγ γ ραφη άδεια του εκ δότη. ISBN: 9 7 8 -9 6 0 -3 6 4 -6 1 1 -2 . Η λ εκ τρον ικ ή έκ δοση: Ιούν ιος 2 0 1 3 Μετάφραση: Βούλ α Α υγ ουστίν ου. Επ ιμ έλ εια – Δ ιόρθωση: Ροδάν θη Π απ αδομ ιχ ελ άκ η Σχ εδιασμ ός εξ ωφύλ λ ου: Ελ έν η Οικ ον όμ ου, Εκ δόσεις Δ ιόπ τρα, ηλ εκ τρον ικ ή σελ ιδοπ οίηση: Γιώργ ος Π αν αρετάκ ης , Εκ δόσεις Δ ιόπ τρα Εκ δόσε ι ς Δ ι όπτ ρα, Α γ . Π αρασκ ευής 4 0 , 1 2 1 3 2 Π εριστέρι, τηλ .: 2 1 0 3 8 0 5 2 2 8 , fa x : 2 1 0 3 3 0 0 4 3 9 , w w w .diopt r a .g r ,e-m a il: sa les@diopt r a .g r , in fo@diopt r a .g r
Στη Μάριαν , που κιν είται τόσο αθόρυβα αλ λ ά κάν ει τον σωστό κρότο Στους αν αγ ν ώστες μου· σας ευχ αριστώ γ ια την εμπιστοσύν η σας
Ευχαριστίες
David, Mimmie, μπαμπά, Georgina, Nicky, Rocco και Jay (και Star, Doggy και Sniff) – νιώθω ότι δίχως εσάς δεν θα μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί, πόσο μάλλον να κάτσω να γράψω ένα βιβλίο. Σας ευχαριστώ που δεν μου αφήσατε ούτε στιγμή το χέρι σε αυτόν το μακρύ, συναρπαστικό και περιπετειώδη δρόμο. Για τα χτες και τα σήμερα και τα αύριο που δεν βλέπω την ώρα να υποδεχτώ – σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ και την οικογένεια Kelly (μια μέρα κάποιος θα γράψει βιβλίο για εσάς), την οικογένεια Ahern, την οικογένεια Keoghan και τους αγαπημένους μου σταθερούς φίλους και περιστασιακούς ψυχοθεραπευτές. Marianne Gunn O’Connor, σ’ ευχαριστώ. Vicki Satlow, Pat Lynch, Liam Murphy, Anita Kissane, Gerard O’Herlihy, Doo Services, σας ευχαριστώ. Lynne Drew, Claire Bord – τα βιβλία μου δεν θα ήταν αυτά που είναι χωρίς τα σχόλια, τις συμβουλές και την καθοδήγησή σας. Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ. Amanda Ridout – μια θέση έμεινε κενή στο τραπέζι τού «όλα είναι δυνατά» και θα μας λείψεις πολύ. Για την ενθάρρυνση και την πίστη σου σ’ εμένα, σ’ ευχαριστώ. Όλο το προσωπικό στη HarperCollins – εργαστήκατε απίστευτα σκληρά για να πραγματοποιήσετε τόσες φανταστικές καινούριες και συναρπαστικές ιδέες. Είμαι πολύ τυχερή που ανήκω στην ομάδα. Σας ευχαριστώ. Fiona McIntosh, Moira Reilly και Tony Purdue – πόσο μου αρέσουν τα οδικά μας ταξίδια! Σας ευχαριστώ. Θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για το κάστρο Κιλίν. Παρότι το βιβλίο δεν αναφέρεται σε καμία περίπτωση στο Κιλίν, εντούτοις ψάχνοντας τον τόπο όπου θα τοποθετούσα την εξέλιξη της ιστορίας μου, έπεσα ξαφνικά πάνω σε αυτό το απίθανο μέρος. Εκείνη τη στιγμή, έγινε ένα κλικ στο μυαλό μου κι ένας ολόκληρος κόσμος για την Ταμάρα και την οικογένειά της άρχισε να παίρνει μορφή. Σας ευχαριστώ όλους εσάς στο κάστρο Κιλίν που ξεκλειδώσατε εν αγνοία σας τον κόσμο του βιβλίου. Στους βιβλιοπώλες – για την απίστευτη υποστήριξή σας. Στο ανά χείρας βιβλίο μοιράζομαι την πίστη μου στη μαγεία των βιβλίων. Πιστεύω ότι τα βιβλία πρέπει να περιέχουν ένα σύστημα αυτο-κατεύθυνσης που τους επιτρέπει να έλκουν τον σωστό κάθε φορά αναγνώστη. Τα βιβλία διαλέγουν τους αναγνώστες τους, όχι το αντίστροφο. Πιστεύω ότι στους βιβλιοπώλες χρωστάμε το προξενιό. Σας ευχαριστώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑ: Ένας αγρός μπουμπούκια
Λένε πως όλες οι ιστορίες χάνουν κάτι κάθε φορά που τις λες. Αν είναι έτσι, τότε αυτή εδώ δεν έχει χάσει τίποτα, γιατί ακούγεται πρώτη φορά. Γι’ αυτή την ιστορία κάποιοι άνθρωποι θα πρέπει να παραμερίσουν τη δυσπιστία τους. Αν δεν συνέβαινε σ’ εμένα, θα ήμουν κι εγώ μία από αυτούς. Πολλοί, όμως, δεν θα δυσκολευτούν καθόλου να την πιστέψουν, γιατί το μυαλό τους είναι ανοιχτό· τους το ξεκλείδωσε εκείνο το είδος του κλειδιού που δίνει πίστη στους ανθρώπους. Αυτοί είτε είναι έτσι από γεννησιμιού τους είτε, μωρά ακόμα, τότε που τα μυαλά είναι σαν μπουμπούκια, γαλουχούνται με τρόπο που κάνει τα πέταλά τους ν’ ανοίξουν σιγά-σιγά και τα προετοιμάζει για να έρθει η ίδια η ζωή να τα θρέψει. Καθώς πέφτει η βροχή και λάμπει ο ήλιος, αυτά μεγαλώνουν, όλο και μεγαλώνουν· μυαλά τόσο ανοιχτά που ζουν με επίγνωση και δεκτικότητα, που βλέπουν φως εκεί που υπάρχει σκοτάδι, διακρίνουν ευκαιρίες στα αδιέξοδα, γεύονται τη νίκη όταν οι άλλοι αναμασούν την αποτυχία, αμφιβάλλουν όταν οι άλλοι αποδέχονται με κλειστά μάτια. Λίγο λιγότερο βαριεστημένα, λίγο λιγότερο κυνικά. Λίγο λιγότερο έτοιμα να καταθέσουν τα όπλα. Τα μυαλά κάποιων ανθρώπων ανοίγουν αργότερα στη ζωή, ύστερα από μια τραγωδία ή ένα θρίαμβο. Και η τραγωδία και ο θρίαμβος μπορούν ν’ αποτελέσουν το κλειδί που ξεμανταλώνει και ανοίγει εκείνο το κουτί της δήθεν παντογνωσίας, επιτρέποντας στο μυαλό να αποδεχτεί το άγνωστο, να αποχαιρετήσει τις ευθείες γραμμές και τον πραγματισμό. Υπάρχουν, όμως, κι εκείνοι που το μυαλό τους είναι σαν μπουκέτο από μίσχους, οι οποίοι μπουμπουκιάζουν όποτε μαθαίνουν κάτι καινούριο –ένα νέο μπουμπούκι για κάθε νέα πληροφορία– αλλά ποτέ δεν ανοίγουν, ποτέ δεν ανθίζουν. Είναι οι άνθρωποι που τους αρέσουν τα κεφαλαία και οι τελείες, όχι όμως τα ερωτηματικά και τα αποσιωπητικά… Τέτοιοι άνθρωποι ήταν οι γονείς μου. Παντογνώστες. Άνθρωποι που έλεγαν: «Αν δεν το έχω δει γραμμένο πουθενά ή δεν το έχω ακουστά, τότε παράτα μας με τις βλακείες σου». Άνθρωποι με τετράγωνη λογική και κεφάλια γεμάτα μπουμπούκια που μπορεί να είχαν τα πιο θεσπέσια χρώματα, να ήταν τέλεια περιποιημένα και να ευωδίαζαν γλυκά, αλλά ποτέ δεν άνοιγαν, ποτέ δεν ήταν τόσο ελαφριά ή ντελικάτα ώστε να λικνιστούν στο αεράκι· αλύγιστα και στητά, απαθέστατα, παρέμειναν μπουμπούκια μέχρι τη μέρα που πέθαναν. Εντάξει, η μητέρα μου δεν πέθανε. Όχι ακόμη – από ιατρικής άποψης τουλάχιστον. Αλλά παρότι δεν είναι νεκρή, ζωντανή δεν τη λες σίγουρα. Είναι σαν ζόμπι που κάπου-κάπου μουρμουράει, σαν να θέλει να βεβαιωθεί πως είναι ακόμα ζωντανή. Αν την έβλεπες από μακριά, θα έλεγες πως είναι μια χαρά. Αν έρθεις όμως πιο κοντά, θα παρατηρήσεις ότι το ανοιχτό ροζ κραγιόν είναι μια υποψία ακανόνιστο και τα μάτια της κουρασμένα και άψυχα, όπως τα σπίτια των τηλεοπτικών σίριαλ που τα στήνουν εξ ολοκλήρου σε στούντιο – μια πρόσοψη μοναχά, αλλά ουσία μηδέν από πίσω. Τριγυρίζει στο σπίτι, πλανιέται από δωμάτιο σε δωμάτιο φορώντας μια ρομπ ντε σαμπρ με κλος μανίκια που ανεμίζουν ανάλαφρα, λες κι είναι καμιά καλλονή του Νότου στο αρχοντικό μιας φυτείας από το Όσα παίρνει ο άνεμος, που σκέφτεται πως θα τα σκεφτεί όλα αύριο. Παρά την κύκνεια χάρη της καθώς περιφέρεται στο σπίτι, κάτω από την επιφάνεια κλοτσάει μανιασμένα, τινάζει χέρια και πόδια στην προσπάθεια να κρατήσει το κεφάλι έξω απ’ το νερό, χαρίζοντάς μας πότε-πότε ένα από τα χαρακτηριστικά πανικόβλητα χαμόγελά της για να μας δείξει πως είναι ακόμα εδώ, αν και δεν μας πείθει με τίποτα. Μα δεν την κατηγορώ. Αχ, τι μεγάλη πολυτέλεια να εξαφανίζεσαι όπως αυτή, αφήνοντας τους άλλους να μαζέψουν τα σπασμένα και να περισώσουν ό,τι απέμεινε όρθιο. Ακόμα δεν σας έχω πει τίποτα, θα πρέπει να έχετε μπερδευτεί πάρα πολύ. Με λένε Ταμάρα Γκούντγουιν. Άκου εκεί, Γκούντγουιν.1 Είναι από εκείνες τις απαίσιες εκφράσεις που απεχθάνομαι. Κάτι ή είναι νίκη ή δεν είναι. Όπως λέμε «δυσάρεστη απώλεια», «καυτός ήλιος» ή «εντελώς νεκρός». Δύο λέξεις που μπαίνουν χωρίς λόγο μαζί για να εκφράσουν κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί μόνο με τη δεύτερη. Μερικές φορές, όταν συστήνομαι σε κάποιον, παραλείπω μία από τις δύο: Ταμάρα Γκουντ, που ακούγεται πολύ ειρωνικό, επειδή ποτέ δεν ήμουν καλή· ή Ταμάρα Γουίν, το οποίο ηχεί κάπως σαν κοροϊδία, γιατί ποιος έχασε τη ρέντα του για να τη βρω εγώ... Είμαι δεκαέξι χρόνων – ή έτσι μου λένε τουλάχιστον. Αυτή τη στιγμή αμφιβάλλω για την ηλικία μου, γιατί νιώθω σαν να έχω τα διπλάσια χρόνια. Στα δεκατέσσερα ένιωθα δεκατεσσάρων. Συμπεριφερόμουν σαν εντεκάχρονη και ήθελα να είμαι δεκαοχτάρα. Τους τελευταίους μήνες, όμως, πέρασαν μερικά χρόνια από τη ζωή μου. Γίνεται αυτό; Τα κλειστά μπουμπούκια θα κουνούσαν το κεφάλι πως όχι, αλλά τα ανοιχτά μυαλά θα έλεγαν πιθανόν. Όλα γίνονται, θα έλεγαν. Ε, λοιπόν, ξέρετε κάτι; Δεν γίνονται όλα. Δεν γίνεται να ξαναφέρω τον μπαμπά μου στη ζωή. Προσπάθησα όταν τον βρήκα νεκρό, σωριασμένο στο πάτωμα του γραφείου του –εντελώς νεκρό, μπορώ να πω– με πρόσωπο μπλάβο, μ’ ένα άδειο κουτί χάπια δίπλα του κι ένα άδειο μπουκάλι ουίσκι στο γραφείο του. Δεν ήξερα τι έκανα, κόλλησα πάντως τα χείλη μου στα δικά του και άρχισα να του μαλάζω σαν τρελή το στήθος. Δεν είχε αποτέλεσμα. Αλλά και στην κηδεία, στο
νεκροταφείο, όταν η μητέρα μου έπεσε πάνω στο φέρετρο κι άρχισε να σκούζει και να γρατζουνίζει το λακαρισμένο ξύλο την ώρα που τον κατέβαζαν στο λάκκο –ο οποίος είχε, παρεμπιπτόντως, μια επικάλυψη από ψεύτικο πράσινο χορτάρι, λες και ήμασταν τόσο χαϊβάνια που δεν θα καταλαβαίναμε ότι στην πραγματικότητα τον κατέβαζαν στη σκουληκιασμένη γη όπου θα ήταν η αιώνια κατοικία του–, ούτε αυτό είχε αποτέλεσμα. Μπορεί να θαυμάζω τη μαμά για την προσπάθειά της, αλλά η κατάρρευσή της στον τάφο δεν τον έφερε πίσω. Και όταν μαζευτήκαμε στο σπίτι μετά την κηδεία, τότε που συγγενείς και φίλοι πήραν μέρος στο διαγωνισμό «Ποιος γνώριζε καλύτερα τον Τζορτζ» και μοιράστηκαν ατέλειωτες ιστορίες για τον μπαμπά μου, παλεύοντας ποιος θα πάρει πρώτος το λόγο και έτοιμοι να πεταχτούν πάνω λέγοντας: «Αυτό το λες αστείο; Τότε πού ν’ ακούσεις και το άλλο…» ή «Μια φορά ήμασταν, που λέτε, με τον Τζορτζ…» – ούτε έτσι τον έφεραν πίσω. Αλλά και τότε που η μαμά ανακάλυψε ότι τα προσωπικά οικονομικά του μπαμπά έχαιραν υγείας ανάλογης με τη δική του, ούτε αυτό είχε κανένα αποτέλεσμα. Είχε χρεοκοπήσει και η τράπεζα είχε ήδη κινήσει διαδικασίες κατάσχεσης του σπιτιού μας και όλων των υπόλοιπων ακινήτων που είχε ο μπαμπάς στην κατοχή του, οπότε η μαμά αναγκάστηκε να πουλήσει όλα –μα όλα– τα περιουσιακά μας στοιχεία για να ξεπληρώσει τα χρέη. Ούτε τότε γύρισε πίσω για να μας βοηθήσει. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγμή το πήρα απόφαση ότι είχε φύγει. Για τα καλά. Σκέφτηκα πως εφόσον μας άφησε να τα περάσουμε μόνες μας όλα αυτά –με άφησε να φυσήξω αέρα στο νεκρό κορμί του, άφησε τη μαμά να γρατζουνίσει το φέρετρό του μπροστά σε όλο τον κόσμο και μετά μας κοιτούσε να χάνουμε όλα όσα ήταν κάποτε δικά μας–, τότε είχε φύγει για τα καλά. Έξυπνο από μέρους του που δεν κάθισε να τα δει όλα αυτά. Ήταν τόσο απαίσια και εξευτελιστικά όσο σίγουρα φανταζόταν κι έτρεμε και ο ίδιος. Αν οι γονείς μου ήταν προικισμένοι με ανθηρά μπουμπούκια, τότε ίσως, λέω ίσως, να τα είχαν αποφύγει όλα αυτά. Αλλά δεν ήταν. Δεν έβλεπαν φως στο βάθος του τούνελ. Δεν υπήρχαν άλλες δυνατότητες, κανένας άλλος δρόμος δράσης. Ήταν πρακτικοί άνθρωποι, αλλά δεν υπήρχαν πρακτικές λύσεις. Μόνο η πίστη και η ελπίδα μπορούσαν να βοηθήσουν τον πατέρα μου να το ξεπεράσει. Αλλά ο μπαμπάς μου δεν διέθετε τίποτε από τα δύο κι έτσι, όταν έκανε αυτό που έκανε, στην ουσία μάς πήρε μαζί του στον τάφο. Απορώ πραγματικά πώς ο θάνατος –που είναι τόσο σκοτεινός και τελεσίδικος– μπορεί να φωτίσει το χαρακτήρα κάποιου. Οι όμορφες ιστορίες που άκουσα για τον μπαμπά όλες εκείνες τις εβδομάδες ήταν ατέλειωτες και συγκινητικές. Έβρισκα παρηγοριά και μου άρεσε να χάνομαι σ’ αυτές τις ιστορίες αλλά, για να πω την αλήθεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν ήταν πραγματικές. Ο μπαμπάς μου δεν ήταν συμπαθητικός άνθρωπος. Τον αγαπούσα φυσικά, αλλά ξέρω πως δεν ήταν καλός χαρακτήρας. Σπανίως μιλούσαμε οι δυο μας και όταν το κάναμε ήταν για να διαφωνήσουμε για κάτι, ή μου έδινε χρήματα για να με ξεφορτωθεί. Ήταν οξύθυμος, ξεσπούσε συχνά, αρπαζόταν με το παραμικρό, επέβαλλε τις απόψεις του στους άλλους και ήταν, μπορώ να πω, αλαζόνας. Έφερνε τους άλλους σε δύσκολη θέση, τους έκανε να νιώθουν υποδεέστεροι και το διασκέδαζε με την ψυχή του. Στα εστιατόρια συνήθιζε να στέλνει τρεις και τέσσερις φορές το φιλέτο του πίσω στην κουζίνα μόνο και μόνο για να δει το σερβιτόρο να ιδρώνει και να ξεϊδρώνει. Μπορούσε να παραγγείλει το πιο ακριβό κρασί και μετά να πει ότι ήταν ξινισμένο μόνο και μόνο για να τσαντίσει τον εστιάτορα. Φώναζε την αστυνομία και παραπονιόταν για την ένταση της μουσικής στα πάρτι που γίνονταν στα άλλα σπίτια της γειτονιάς, μουσική που δεν ακούγαμε καν, αναγκάζοντας τους γείτονες να την κλείσουν μόνο και μόνο επειδή δεν ήμασταν κι εμείς καλεσμένοι. Δεν είπα τίποτε από αυτά στην κηδεία ούτε και στη μικρή συγκέντρωση που ακολούθησε μετά στο σπίτι μας. Μάλιστα, δεν είπα τίποτε απολύτως. Κατέβασα ολομόναχη ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και κατέληξα να κάνω εμετό στο πάτωμα δίπλα στο γραφείο του μπαμπά, όπου πέθανε. Εκεί με βρήκε η μαμά και με σκαμπίλισε. Είπε πως την κατέστρεψα. Δεν ήμουν σίγουρη αν αναφερόταν στη μοκέτα ή στη μνήμη του μπαμπά, όπως και να είχε όμως, ήμουν απολύτως σίγουρη ότι ο μπαμπάς τις είχε λερώσει και τις δύο από μόνος του. Μη νομίζετε ότι προσπαθώ τώρα να βγάλω το άχτι μου για τον μπαμπά. Κι εγώ απαίσια ήμουν. Χειρότερη κόρη από μένα δεν μπορούσε να υπάρξει. Μου έδιναν τα πάντα, αλλά σπανίως έλεγα «ευχαριστώ». Και να το είπα ποτέ, μάλλον δεν το εννοούσα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν νομίζω ότι ήξερα το νόημα της λέξης. Το να λες «ευχαριστώ» είναι δείγμα εκτίμησης, ευγνωμοσύνης. Η μαμά κι ο μπαμπάς μού μιλούσαν διαρκώς για τα μωρά που πέθαιναν από την πείνα στην Αφρική, λες και με αυτό τον τρόπο θα μ’ έκαναν να εκτιμήσω κάτι. Τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων, μου φαίνεται ότι ο καλύτερος τρόπος για να με κάνουν να εκτιμήσω κάτι θα ήταν μάλλον να μη μου έδιναν τα πάντα. Μέναμε σε μια μοντέρνα έπαυλη εξακοσίων πενήντα τετραγωνικών, με έξι υπνοδωμάτια, πισίνα, γήπεδο του τένις και ιδιωτική παραλία στο Κιλάινι, στην κομητεία του Δουβλίνου. Το δωμάτιό μου βρισκόταν στη μία άκρη του σπιτιού και των γονιών μου στην άλλη, και είχε μπαλκόνι με θέα στην παραλία, αλλά δεν νομίζω να κοίταξα ποτέ μου από κει. Είχε δικό του μπάνιο με ντουζιέρα και τζακούζι, καθώς και τηλεόραση πλάσμα – TileVision2 για την ακρίβεια– στον τοίχο πάνω από την μπανιέρα. Είχα μια ντουλάπα γεμάτη τσάντες γνωστών σχεδιαστών, υπολογιστές, PlayStation και κρεβάτι με ουρανό. Τι τυχερή που ήμουν... Ώρα τώρα γι’ άλλη μια αλήθεια: Ήμουν σκέτος εφιάλτης. Ήμουν αναιδής, αντιμιλούσα, ήθελα τα πάντα και, κάτι ακόμη χειρότερο, νόμιζα ότι δικαιούμουν τα πάντα απλά και μόνο επειδή τα είχαν όλοι οι γνωστοί μου. Ούτε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι ούτε αυτοί τα δικαιούνταν ιδιαίτερα. Είχα βρει τρόπο να το σκάω τα βράδια από το δωμάτιό μου και να βγαίνω έξω κρυφά για να σμίγω με την παρέα μου. Σκαρφάλωνα στο μπαλκόνι του δωματίου μου, κατέβαινα από την υδρορρόη και πατούσα στη στέγη της πισίνας, απ’ όπου με δυο βηματάκια βρισκόμουν στο έδαφος. Στην ιδιωτική μας παραλία υπήρχε ένα σημείο όπου πηγαίναμε να τα κοπανήσουμε με τους φίλους. Τα κορίτσια πίναμε κυρίως πολύχρωμα κοκτέιλ: το περιεχόμενο από τα μπουκάλια της κάβας των γονιών μας ανάκατο σε πλαστικό μπουκάλι. Με αυτό τον τρόπο, παίρνοντας λίγα μονάχα εκατοστά από κάθε μπουκάλι, δεν μας έπαιρναν μυρωδιά. Τα αγόρια έπιναν όποιο μηλίτη έπεφτε στα χέρια τους. Έπαιρναν επίσης όποιο κορίτσι έπεφτε στα χέρια τους – και αυτό ήμουν
ως επί το πλείστον εγώ. Υπήρχε ένα αγόρι, ο Φιάκρα, τον οποίο έκλεψα από την καλύτερή μου φίλη, τη Ζόι. Αυτός λοιπόν είχε μπαμπά διάσημο ηθοποιό και –ας μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου– αυτός ήταν ο μόνος λόγος που τον άφηνα, θυμάμαι, να χώνει το χέρι του κάτω απ’ τη φούστα μου για κάνα μισάωρο κάθε βράδυ. Έλεγα πως μια μέρα θα γνώριζα τον μπαμπά του. Δεν τον γνώρισα ποτέ. Οι γονείς μου το θεωρούσαν σημαντικό να βλέπω τον κόσμο, καθώς και πώς ζουν οι άλλοι άνθρωποι. Όλο μου έλεγαν πόσο τυχερή ήμουν που έμενα στο μεγάλο παραθαλάσσιο σπίτι μας και, προκειμένου να με βοηθήσουν να εκτιμήσω τον κόσμο, ξεκαλοκαιριάζαμε στη βίλα μας στη Μαρμπέλα, τα Χριστούγεννα πηγαίναμε στο σαλέ μας στο Βερμπιέ και το Πάσχα στο Ριτζ της Νέας Υόρκης, όπου επιδιδόμασταν σε ψώνια. Για τα δέκατα έβδομα γενέθλιά μου με περίμενε ήδη ένα ολοδικό μου ροζ κάμπριο Μίνι Κούπερ, ενώ ένας φίλος του μπαμπά μου, ο οποίος είχε στούντιο ηχογραφήσεων, περίμενε να με ακούσει να τραγουδάω και πιθανότατα να μου κλείσει συμβόλαιο. Ωστόσο, από τη στιγμή που ένιωσα το χέρι του να με χουφτώνει από πίσω, δεν ήθελα πια να μείνω στιγμή μόνη μαζί του στο δωμάτιο. Ούτε καν για να γίνω διάσημη. Όλο το χρόνο η μαμά και ο μπαμπάς έπαιρναν μέρος σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Η μαμά χαλούσε περισσότερα λεφτά για φορέματα απ’ ό,τι σε τραπέζια, ενώ δύο φορές το χρόνο χάριζε όσα ρούχα είχε αγοράσει παρορμητικά και δεν φορούσε ποτέ στην κουνιάδα της Ρόζαλιν που έμενε στην επαρχία – σε περίπτωση που η Ρόζαλιν θα ένιωθε καμιά φορά την ανάγκη να πάει ν’ αρμέξει φορώντας επώνυμο φόρεμα. Ξέρω τώρα –τώρα που είμαστε εκτός του κόσμου στον οποίο ζούσαμε κάποτε– ότι δεν ήμασταν και οι πιο συμπαθητικοί άνθρωποι της γης. Νομίζω ότι πίσω από το ανέκφραστο προσωπείο της μητέρας μου, το ξέρει κι αυτή. Όχι ότι ήμασταν κακοί, απλώς δεν ήμασταν καλοί. Ποτέ δεν προσφέραμε τίποτε στον κόσμο, αλλά πήραμε ένα σκασμό. Δεν μας άξιζαν όλα αυτά όμως. Παλιότερα, δεν σκεφτόμουν ποτέ το αύριο. Ζούσα το τώρα. Ήθελα τα πάντα τώρα. Την τελευταία φορά που είδα τον πατέρα μου, του έβαλα τις φωνές, του είπα ότι τον μισώ και μετά του κοπάνησα την πόρτα κατάμουτρα. Δεν έκανα ποτέ βήμα πίσω, ούτε ένα βήμα έξω από το μικρόκοσμό μου, ώστε να σκεφτώ τι στην ευχή έλεγα ή έκανα και πώς αυτό πλήγωνε τους άλλους. Είπα στον μπαμπά ότι δεν ήθελα να τον ξαναδώ ποτέ και δεν τον ξαναείδα. Στιγμή δεν σκέφτηκα την επόμενη μέρα ούτε και διανοήθηκα την πιθανότητα αυτά να είναι τα τελευταία μου λόγια στον πατέρα μου κι εκείνη να είναι η τελευταία μου στιγμή μαζί του. Όλα τούτα είναι δυσβάσταχτα. Είναι πολλά τα πράγματα για τα οποία ζητάω συγχώρεση. Θέλει χρόνο. Τώρα όμως, εξαιτίας του θανάτου του μπαμπά και λόγω του πράγματος που δεν σας έχω αποκαλύψει ακόμα, δεν μου μένει άλλη επιλογή από το να σκεφτώ το αύριο, καθώς και όλους τους ανθρώπους τους οποίους επηρεάζει το αύριο. Τώρα, όταν ξυπνάω το πρωί, χαίρομαι που υπάρχει το αύριο. Έχασα τον μπαμπά μου. Αυτός έχασε όλα του τα αύριο κι εγώ έχασα όλα τα αύριο μαζί του. Μπορείτε να πείτε ότι τώρα είμαι ευγνώμων που συνεχίζουν να έρχονται. Τώρα θέλω να τα κάνω όσο καλύτερα μπορώ. 1 Goodw in στο κείμενο: good w in, «καλή νίκη» ή «καλή επιτυ χία». (ΣτΜ) 2 Αδιάβροχες τηλεοράσεις, κατασκευ ασμένες ειδικά για το μπάνιο. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΥΟ: Δυο χρυσόμυγες
Οταν τα μυρμήγκια θέλουν να βρουν τον ασφαλέστερο δρόμο προς την τροφή, βγαίνει πρώτα ένα μυρμήγκι μόνο του. Μόλις αυτό βρει τη διαδρομή, αφήνει ένα χημικό ίχνος το οποίο θα ακολουθήσουν τα άλλα. Αν τύχει να πατήσετε ποτέ μια σειρά μυρμηγκιών ή, εφόσον δεν είστε τόσο ψυχωτικοί, αν κάνετε την παραμικρή παρέμβαση στο χημικό ίχνος, τα μυρμήγκια χάνουν τον μπούσουλα. Όσα μυρμήγκια μείνουν πίσω αρχίζουν να τρέχουν γύρω-γύρω πανικόβλητα, προσπαθώντας να εντοπίσουν πάλι το ίχνος. Μου αρέσει να κάθομαι και να τα χαζεύω: εντελώς αποπροσανατολισμένα στην αρχή, γυρίζουν σαν τρελά πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο, καθώς προσπαθούν να βρουν ποιο δρόμο να πάρουν· έπειτα όμως ανασυντάσσονται και εντέλει ξαναβρίσκουν το δρόμο και μπαίνουν πάλι στη γραμμή τους σαν να μη συνέβη τίποτα. Ο πανικός τους μου φέρνει στο μυαλό εμένα και τη μαμά. Κάποιος ήρθε και διέσπασε τη γραμμή μας, άρπαξε τον αρχηγό μας, κατέστρεψε το μονοπάτι μας και οι ζωές μας περιήλθαν στο απόλυτο χάος. Πιστεύω –ελπίζω– ότι με τον καιρό θα βρούμε πάλι το δρόμο μας. Μονάχα ένας μπροστάρης χρειάζεται για να οδηγήσει όλους τους άλλους, και εφόσον η μαμά κάθεται άπραγη και περιμένει να περάσει η μπόρα, νομίζω πως πρέπει να μπω εγώ μπροστά. Χτες καθόμουν και χάζευα μια χρυσόμυγα που προσπαθούσε να ξεφύγει από το καθιστικό αλλά έπεφτε συνεχώς πάνω στο παράθυρο, κοπανώντας ξανά και ξανά το κεφάλι στο τζάμι. Κάποια στιγμή σταμάτησε να ορμάει σαν βολίδα και πήγε και στάθηκε σε μια γωνιά στο τζάμι, βομβώντας λες κι είχε πάθει κρίση πανικού. Αγανάκτησα όπως την κοιτούσα, κυρίως επειδή αν πετούσε λίγο ψηλότερα, στην κορυφή του παραθύρου, θα κατάφερνε να ελευθερωθεί. Εκείνη όμως συνέχιζε να κάνει την ίδια κίνηση ξανά και ξανά. Φανταζόμουν τον εκνευρισμό της· να βλέπει τα δέντρα, τα λουλούδια και τον ουρανό, αλλά να μην μπορεί να πάει κοντά τους. Κάμποσες φορές προσπάθησα να τη βοηθήσω και να την καθοδηγήσω προς την ανοιχτή πλευρά του παραθύρου, αλλά εκείνη πέταξε μακριά και άρχισε να ζουζουνίζει γύρω-γύρω στο δωμάτιο. Εντέλει, γύρισε και κάθισε στο ίδιο σημείο και ήταν σαν να την άκουγα σχεδόν να λέει: «Λοιπόν, έχουμε και λέμε, μπήκα από δω…». Αναρωτιέμαι αν αυτό που κάνω –που την παρακολουθώ από την πολυθρόνα μου– είναι λίγο σαν αυτό που κάνει ο Θεός, αν δηλαδή υπάρχει Θεός. Κάθεται στην πολυθρόνα του και βλέπει την ευρύτερη εικόνα, όπως έβλεπα κι εγώ ότι αν η χρυσόμυγα ανέβαινε στην κορυφή του παραθύρου, τότε θα ελευθερωνόταν. Στην πραγματικότητα δεν είχε παγιδευτεί, απλώς έψαχνε στο λάθος μέρος. Αναρωτιέμαι αν ο Θεός βλέπει κάποιο δρόμο διαφυγής για μένα και τη μαμά. Εφόσον εγώ βλέπω το ανοιχτό παράθυρο για τη μύγα, τότε ο Θεός βλέπει τα αύριο για μένα και τη μαμά. Αυτή η ιδέα μού δίνει παρηγοριά. Μου έδινε μάλλον, μέχρι που έφυγα από το δωμάτιο και όταν γύρισα, λίγες ώρες αργότερα, βρήκα μια νεκρή χρυσόμυγα στο περβάζι. Μπορεί να μην ήταν η ίδια, αλλά και πάλι… Και τότε, για να πάρετε μια ιδέα σε τι κατάσταση βρίσκεται το μυαλό μου αυτή τη στιγμή, έβαλα τα κλάματα… Ύστερα θύμωσα με τον Θεό, επειδή στο μυαλό μου ο θάνατος της χρυσόμυγας σήμαινε ότι εγώ και η μαμά μπορεί να μην καταφέρουμε να ξεφύγουμε ποτέ από αυτή τη σύγχυση. Τι νόημα έχει να είσαι παντεπόπτης, να βλέπεις τα πάντα, αλλά να μην κάνεις τίποτα για να βοηθήσεις; Τότε συνειδητοποίησα ότι στην προκειμένη περίπτωση Θεός ήμουν εγώ, καθώς και ότι προσπάθησα να βοηθήσω τη χρυσόμυγα αλλά εκείνη δεν με άφησε. Και τότε μ’ έπιασε στενοχώρια για λογαριασμό του Θεού, επειδή κατάλαβα πόση απογοήτευση θα πρέπει να αισθανόταν. Είναι φορές που κάποιος πάει να δώσει ένα χέρι βοήθειας και βλέπει να του αποδιώχνουν το χέρι. Η μεγάλη επιθυμία του ανθρώπου είναι να βοηθάει μόνος του τον εαυτό του. Παλιά, δεν σκεφτόμουν ποτέ αυτά τα πράγματα: τον Θεό, τις χρυσόμυγες, τα μυρμήγκια. Προτιμούσα να με βρουν νεκρή παρά να με δουν καθισμένη σε μια πολυθρόνα σαββατιάτικα, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, να χαζεύω μια βρoμόμυγα που κοπανιέται στο παράθυρο. Ίσως αυτό να σκεφτόταν και ο μπαμπάς στις ύστατες στιγμές του: «Καλύτερα να με βρουν νεκρό εδώ στο γραφείο μου παρά να υποστώ τον εξευτελισμό να δω να μου παίρνουν όλο μου το βιος». Τα Σάββατα πηγαίναμε με τις φίλες μου στο «Topshop», όπου δοκιμάζαμε ό,τι είχαν και δεν είχαν στο μαγαζί και γελούσαμε νευρικά καθώς η Ζόι παράχωνε όσο περισσότερα αξεσουάρ μπορούσε στο παντελόνι της πριν φύγουμε από το μαγαζί. Αν δεν πηγαίναμε στο «Topshop», τότε καθόμασταν όλη μέρα στα «Starbucks» πίνοντας γκράντε λάτε με γεύση τζίντζερ και τρώγοντας μάφιν μπανάνα-μέλι. Είμαι σίγουρη ότι αυτό ακριβώς κάνουν οι φίλες μου τώρα. Δεν έχω μιλήσει με καμία έπειτα από την πρώτη εβδομάδα που ήρθα εδώ. Πήρα μόνο ένα γραπτό μήνυμα από τη Λόρα, προτού μου κόψουν το τηλέφωνο, με το οποίο με ενημέρωνε για όλα τα κουτσομπολιά – το σημαντικότερο ήταν ότι η Ζόι τα ξαναβρήκε με τον Φιάκρα και το έκαναν στο σπίτι της Ζόι το Σαββατοκύριακο που οι γονείς της έλειπαν στο Μόντε Κάρλο. Ο πατέρας της έχει πρόβλημα με τον τζόγο – πολύ μας άρεσε αυτό, όπως και στη Ζόι άλλωστε, γιατί όταν μέναμε στο σπίτι της οι γονείς της γύριζαν πολύ αργότερα από τους υπόλοιπους γονείς. Τέλος πάντων, όπως φαίνεται, η Ζόι είπε πως το σεξ με τον Φιάκρα πόνεσε περισσότερο και από εκείνη τη φορά που η λεσβία της ομάδας χόκεϊ του Σάτον τη χτύπησε με το
μπαστούνι ανάμεσα στα σκέλια –πιστέψτε με, ήταν απαίσιο, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια– και ότι δεν έχει καμιά πρεμούρα να το ξανακάνει. Στο μεταξύ, η Λόρα μου ζήτησε να μην πω τίποτα σε κανέναν, αλλά το Σαββατοκύριακο θα βρισκόταν με τον Φιάκρα για να το κάνουν. Ελπίζει να μην έχω πρόβλημα και με παρακαλεί να μην το πω στη Ζόι. Σιγά, λες κι εδώ που βρίσκομαι θα μπορούσα να πω τίποτα σε κανέναν, ακόμα και να το ήθελα. Πού βρίσκομαι; Δεν σας είπα ακόμα, έτσι; Την κουνιάδα της μαμάς μου, τη Ρόζαλιν, σας την ανέφερα ήδη. Είναι εκείνη στην οποία η μαμά μου, όποτε αποφάσιζε ν’ αδειάσει την ντουλάπα της, έστελνε τα αφόρετα ρούχα που είχε αγοράσει από παρόρμηση της στιγμής, στοιβάζοντάς τα μέσα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών με τις ταμπελίτσες κρεμασμένες ακόμα πάνω τους. Η Ρόζαλιν έχει παντρευτεί το θείο Άρθουρ, τον αδελφό της μαμάς μου. Μένουν στην επαρχία, σ’ ένα μέρος ονόματι Μιθ και σ’ ένα σπίτι που αποτελούσε μέρος της πύλης ενός κάστρου, κατάμονοι στη μέση του πουθενά. Στο παρελθόν είχαμε έρθει ελάχιστες φορές να τους δούμε και πάντα βαριόμουν του θανατά. Κάναμε μία ώρα κι ένα τέταρτο για να φτάσουμε εκεί και την όποια έξαψη της αναμονής ακολουθούσε πάντα η απογοήτευση. Τους θεωρούσα χωριάτες που ζούσαν στις ερημιές. Τους αποκαλούσα το Δίδυμο της Συμφοράς και αυτή είναι η μοναδική φορά που θυμάμαι να γέλασε ο μπαμπάς με αστείο μου. Ο μπαμπάς δεν ερχόταν ποτέ μαζί μας όποτε πηγαίναμε να επισκεφτούμε τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ. Δεν νομίζω ότι είχαν μαλώσει ποτέ ή τίποτα τέτοιο, αλλά όπως με τις πολικές αρκούδες και τους πιγκουίνους, ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση που τους χώριζε, ώστε απλώς δεν μπορούσαν να βρεθούν ποτέ στο ίδιο μέρος μαζί. Εδώ μένουμε τώρα πάντως. Στις ερημιές, με το Δίδυμο της Συμφοράς. Το σπίτι είναι γλυκύτατο, το ένα τέταρτο από το παλιό μας σπίτι, που δεν θα το έλεγες και κακό πράγμα, και μου θυμίζει το μπισκοτόσπιτο από το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ. Είναι χτισμένο με ασβεστόλιθο, ενώ τα τελάρα γύρω από τα παράθυρα και τη στέγη είναι βαμμένα λαδιά. Στο πάνω πάτωμα έχει τρεις κρεβατοκάμαρες ενώ στο κάτω κουζίνα και καθιστικό. Η μαμά έχει δικό της μπάνιο, αλλά η Ρόζαλιν, ο Άρθουρ κι εγώ μοιραζόμαστε το κοινό μπάνιο του ορόφου. Καθώς ήμουν συνηθισμένη να έχω δικό μου μπάνιο, το βρίσκω αηδιαστικό, ιδίως αν χρειαστεί να πάω τουαλέτα μετά το θείο Άρθουρ και την καθημερινή ιεροτελεστία της ανάγνωσης της εφημερίδας του. Η Ρόζαλιν είναι μανιακή με την καθαριότητα κι έχει εμμονή με την τάξη· στιγμή δεν τη βλέπεις να ησυχάζει. Όλο μετακινεί πράγματα, καθαρίζει, ψεκάζει τον αέρα με χημικά και πετάει κουβέντες για τον Θεό και την Πρόνοιά του. Μια φορά της είπα ότι ευχόμουν ο Θεός να προνοούσε καλύτερα απ’ ό,τι προνόησε ο μπαμπάς για μας. Με κοίταξε με φρίκη κι έφυγε τρέχοντας για να πάει να ξεσκονίσει κάπου αλλού. Αν πεις από βάθος δε, η Ρόζαλιν μοιάζει με σφηνάκι. Όλα όσα λέει είναι εντελώς άσχετα και περιττά: Ο καιρός. Μια θλιβερή είδηση για έναν κακομοίρη στην άλλη άκρη του κόσμου. Μια φίλη της στο τέρμα του δρόμου που έσπασε το χέρι της ή που ο πατέρας της έχει μόνο δύο μήνες ζωή. Ή η κόρη κάποιου που παντρεύτηκε έναν ανεπρόκοπο που την παρατάει με δύο παιδιά στην αγκαλιά. Γι’ αυτήν, όλα είναι μαύρα κι άραχλα και τα συνοδεύει πάντα με μια φράση για τον Θεό· λόγου χάρη, «Πρώτα ο Θεός» ή «Μεγάλη η Χάρη Του» ή «Ο Θεός να τους έχει καλά». Όχι ότι εγώ λέω τίποτε βαθυστόχαστο, αλλά έτσι και επιχειρήσω ποτέ να συζητήσω κάτι απ’ όλα αυτά πιο ουσιαστικά –να φτάσω, ας πούμε, στη ρίζα του προβλήματος–, η Ρόζαλιν είναι εντελώς ανίκανη να παρακολουθήσει τη συζήτηση. Το μόνο που θέλει είναι να μιλάει για θλιβερά προβλήματα, αλλά δεν την ενδιαφέρει καθόλου να κουβεντιάσει τα αίτια ούτε τη λύση. Με αποστομώνει με το τροπάρι της για τον Θεό και με κάνει να νιώθω σαν να μιλάω χωρίς να έχω πάρει το λόγο ή σαν να είμαι τόσο μικρή που είναι αδύνατον να αντιληφθώ την πραγματικότητα. Εγώ πάλι νομίζω πως συμβαίνει το αντίστροφο. Πιστεύω ότι η Ρόζαλιν θίγει κάποια θέματα μόνο και μόνο για να αποτινάξει την αίσθηση ότι τα αποφεύγει, αλλά με το που βγάζει την υποχρέωση από πάνω της δεν ξαναμιλάει ποτέ γι’ αυτά. Νομίζω ότι σ’ όλη μου τη ζωή δεν έχω ακούσει το θείο Άρθουρ να λέει πάνω από πέντε κουβέντες. Λες και η μαμά πέρασε όλη τη ζωή της μιλώντας για λογαριασμό και των δύο – όχι ότι ο θείος Άρθουρ θα συμμεριζόταν καμία από τις απόψεις της. Αυτό τον καιρό ο Άρθουρ μιλάει περισσότερο από τη μαμά. Έχει μια δική του γλώσσα που έμαθα να αποκρυπτογραφώ με αργά αλλά σίγουρα βήματα. Μιλάει με γρυλίσματα, νεύματα και ρουθουνίσματα· όποτε διαφωνεί με κάτι, κάνει σαν να ρουφάει τη μύτη του. Όταν δεν του καίγεται καρφί, λέει ένα απλό «Α» και γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω. Για παράδειγμα, να πώς κυλάει ένα τυπικό πρωινό γύρω από το τραπέζι. Ο Άρθουρ κι εγώ καθόμαστε στο τραπέζι και η Ρόζαλιν γυροβολάει ως συνήθως στην κουζίνα, όπου καταγίνεται με πιάτα φορτωμένα φέτες του τοστ και πιατάκια γεμάτα σπιτική μαρμελάδα και μέλι. Το ραδιόφωνο παίζει ως συνήθως στη διαπασών, τόσο που από το δωμάτιό μου ακούω ό,τι κι αν λέει ο εκφωνητής – ένας εκνευριστικός μίζερος ανθρωπάκος που μιλάει με μονότονη φωνή για όσα τρομερά συμβαίνουν στον κόσμο. Τότε λοιπόν έρχεται η Ρόζαλιν στο τραπέζι με την τσαγιέρα στο χέρι. «Θέλεις τσάι, Άρθουρ;» Ο Άρθουρ τινάζει πίσω το κεφάλι σαν άλογο που προσπαθεί να διώξει μια μύγα από τη χαίτη του. Ναι, θέλει τσάι. Ο τύπος στο ραδιόφωνο λέει ότι έκλεισε ένα ακόμα εργοστάσιο στην Ιρλανδία και ότι εκατό άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους. Ο Άρθουρ παίρνει εισπνοή ρουφώντας μια μεγάλη ποσότητα μύξας από τη μύτη την οποία κατεβάζει στο λαιμό του. Δεν του αρέσει αυτό που ακούει. Η Ρόζαλιν εμφανίζεται στο τραπέζι μ’ ένα ακόμη πιάτο όπου έχει στοιβάξει φέτες του τοστ. «Ω, τρομερό, ο Θεός να έχει καλά τις οικογένειές τους – και τα μικρά που οι μπαμπάδες τους έμειναν χωρίς δουλειά...» «Και οι μαμάδες το ίδιο», λέω και παίρνω μια φέτα. Η Ρόζαλιν με κοιτάζει να δαγκώνω το ψωμί και τα πράσινα μάτια της ανοίγουν διάπλατα καθώς μασάω. Πάντα με κοιτάζει όταν τρώω κι αυτό με φρικάρει. Νιώθω λες κι είναι η μάγισσα από το Χάνσελ και Γκρέτελ
που με περιμένει να παχύνω για να με ρίξει στο φούρνο δεμένη πισθάγκωνα, μ’ ένα μήλο στο στόμα – ωραίο θα ήταν ένα μηλαράκι όμως, και πολύ πιο ελαφρύ απ’ οτιδήποτε άλλο μου δίνει να φάω. Καταπίνω την μπουκιά που έχω στο στόμα και αφήνω το υπόλοιπο στο πιάτο μου. Η Ρόζαλιν φεύγει πάλι απογοητευμένη. Στις ειδήσεις λένε για ένα νέο κυβερνητικό μέτρο αύξησης της φορολογίας και ο Άρθουρ ρουφάει πάλι τη μύτη. Άλλη μία άσχημη είδηση ν’ ακούσει, δεν θα του μείνει χώρος για το πρωινό, τόση μύξα που έχει κατεβάσει. Μπορεί να είναι γύρω στα σαράντα πέντε, αλλά δείχνει και φέρεται σαν πολύ μεγαλύτερος. Από τους ώμους και πάνω μου θυμίζει γαρίδα, έτσι όπως είναι πάντα σκυφτός πάνω από κάτι, είτε φαγητό είτε δουλειά. Η Ρόζαλιν επιστρέφει μ’ ένα πιάτο κλασικό ιρλανδικό πρωινό, που φτάνει για να ταΐσει τα παιδιά και των εκατό εργατών που μόλις έχασαν τη δουλειά τους από το εργοστάσιο. Ο Άρθουρ γέρνει πάλι το κεφάλι πίσω. Χάρηκε πολύ τώρα. Η Ρόζαλιν στέκεται δίπλα μου και μου βάζει τσάι. Αυτό που θα ήθελα πάνω απ’ όλα τώρα είναι ένας λάτε με γεύση τζίντζερ, αλλά παρ’ όλα αυτά βάζω γάλα στο δυνατό τσάι και το πίνω. Δεν ξέρω πόσων χρόνων ακριβώς είναι η Ρόζαλιν, αλλά υπολογίζω εκεί γύρω στα σαράντα με σαράντα πέντε, και αν καταλαβαίνετε τι εννοώ, είμαι σίγουρη πως όποια κι αν είναι η πραγματική ηλικία της, αυτή δείχνει δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Φαίνεται σαν να έχει ξεμείνει από τη δεκαετία του 1940, με τα λουλουδάτα βαμβακερά της φορέματα που κουμπώνουν στο κέντρο και με το μεσοφόρι από κάτω. Η μαμά μου δεν φόρεσε ποτέ μεσοφόρι· εδώ δεν φοράει εσώρουχα καλά-καλά. Η Ρόζαλιν έχει μουντά καστανά μαλλιά, τα οποία αφήνει μόνιμα κάτω και με αυστηρή χωρίστρα στη μέση που αποκαλύπτει τις γκρίζες ρίζες, και τα κόβει κοντά, μέχρι το πιγούνι. Βάζει συνεχώς τα μαλλιά πίσω από τα αυτιά της, έτσι που πετάνε οι ροδαλές μυτερές άκρες τους. Δεν φοράει ποτέ σκουλαρίκια ούτε βάφεται. Έχει πάντα έναν χρυσό σταυρό με λεπτή χρυσή αλυσίδα γύρω από το λαιμό. Είναι από τις γυναίκες που φωνάζουν από μακριά ότι δεν ήρθαν ποτέ σε οργασμό στη ζωή τους, όπως θα έλεγε και η φίλη μου η Ζόι. Την ώρα που αφαιρώ το λίπος από το μπέικον, με τα μάτια της Ρόζαλιν να με κοιτάζουν ορθάνοιχτα, αναρωτιέμαι αν η Ζόι ήρθε σε οργασμό όταν το έκανε με τον Φιάκρα. Αλλά τότε έφερα στο μυαλό μου τη ζημιά που της προξένησε το μπαστούνι του χόκεϊ και αμέσως άρχισα να αμφιβάλλω. Απέναντι από το σπίτι μας βρίσκεται ένα μικρό σπιτάκι. Δεν έχω ιδέα ποιος μένει σ’ αυτό, αλλά η Ρόζαλιν πηγαινοέρχεται καθημερινά εκεί κουβαλώντας φαγητά. Τρία χιλιόμετρα παρακάτω είναι το ταχυδρομείο, το οποίο λειτουργεί μέσα στην κατοικία κάποιου, και ακριβώς απέναντι το μικρότερο σχολείο που έχω δει ποτέ μου, το οποίο είναι εντελώς άδειο το καλοκαίρι, σε αντίθεση με το σχολείο στο παλιό σπίτι μου, όπου οι δραστηριότ ητες συνεχίζονται όλο το χρόνο χωρίς ούτε μία ώρα διακοπές. Όταν ρώτησα αν γίνονταν τίποτα μαθήματα γιόγκα ή κάτι άλλο, η Ρόζαλιν μου είπε ότι θα μου μάθαινε να φτιάχνω γιαούρτι. Την είδα τόσο χαρούμενη που δεν μου πήγε η καρδιά να τη βγάλω από την πλάνη της. Την πρώτη βδομάδα την παρακολουθούσα να φτιάχνει γιαούρτι με γεύση φράουλα. Τη δεύτερη βδομάδα το έτρωγα ακόμη. Το οίκημα πάνω από την πύλη που αποτελεί σήμερα το σπίτι του Άρθουρ και της Ρόζαλιν, προστάτευε παλιά, τον 18ο αιώνα, την πλαϊνή είσοδο του πύργου Κίλσανι. Η κεντρική είσοδος του πύργου είναι μια τρομαχτική γοτθική πύλη που δεν χρησιμοποιείται πια, και κάθε φορά που περνάμε από κει φαντάζομαι κομμένα κεφάλια κρεμασμένα απέξω. Ο πύργος κατασκευάστηκε σαν οχυρό της Νορμανδικής Περίφραξης – της περιοχής γύρω από το Δουβλίνο, η οποία δημιουργήθηκε έπειτα από τη Νορμανδική Εισβολή υπό τον Στρόνγκμποου, απ’ όπου Νορμανδοί και Άγγλοι ασκούσαν την εξουσία τους στην ανατολική Ιρλανδία– κάπου εκεί ανάμεσα στο 1100 και το 1200, το οποίο είναι κάπως ασαφές αν το καλοσκεφτείς. Για να καταλάβετε το μέγεθος της διαφοράς, είναι σαν να λέει κάποιος ότι κάτι κατασκευάστηκε είτε από μένα είτε από τα δισέγγονα των δισέγγονων των δισέγγονών μου... Τέλος πάντων, κατασκευάστηκε για λογαριασμό ενός Νορμανδού πολέμαρχου και αυτός είναι ο λόγος που φαντάζομαι τα κομμένα κεφάλια – κάτι τέτοια δεν έκαναν τότε; Η περιοχή στην οποία βρίσκεται ονομάζεται κομητεία Μιθ. Παλιά λεγόταν Ανατολικό Μιθ και μαζί με το Δυτικό Μιθ –ποιος να το φανταζόταν;– αποτελούσε ξεχωριστή περιφέρεια της Ιρλανδίας, την πέμπτη, επικράτεια του Υψηλού Βασιλέως. Η τέως έδρα των Υψηλών Βασιλέων, ο λόφος Τάρα, βρισκόταν σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων. Τον ακούμε πλέον διαρκώς στις ειδήσεις, αφού εκεί κοντά κατασκευάζεται ένας αυτοκινητόδρομος. Πριν από λίγους μήνες συζητήσαμε αυτό το θέμα στο σχολείο. Εγώ υποστήριξα τη θέση «υπέρ» της κατασκευής του αυτοκινητόδρομου με το σκεπτικό ότι ο ίδιος ο βασιλιάς θα ήθελε να υπάρχει αυτοκινητόδρομος επί των ημερών του, καθώς έτσι θα του ήταν ευκολότερο να πηγαίνει στη δουλειά αντί να πρέπει να διασχίζει ελεεινούς αγρούς. Φανταστείτε πόση λάσπη θα μάζευαν τα σανδάλια του. Είπα επίσης ότι έτσι θα διευκολυνθεί η πρόσβαση για τους τουρίστες. Θα μπορούν να φτάσουν μέχρι πάνω ή να το φωτογραφίσουν από ανοιχτά τουριστικά λεωφορεία που θα τρέχουν στον αυτοκινητόδρομο με εκατόν είκοσι χιλιόμετρα την ώρα. Φυσικά έκανα πλάκα, αλλά η αναπληρώτρια καθηγήτρια νόμισε ότι μιλούσα σοβαρά και έγινε έξω φρενών, γιατί ανήκε σε μια επιτροπή που προσπαθούσε να αποτρέψει την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου. Είναι τόσο εύκολο να προκαλείς νευρική κρίση στους αναπληρωτές καθηγητές, ιδίως σε όσους πιστεύουν ότι έχουν να προσφέρουν κάτι στα παιδιά. Σας το είπα ότι ήμουν απαίσιος άνθρωπος. Μετά τον Νορμανδό ψυχασθενή, πέρασαν από το κάστρο κάμποσοι λόρδοι και λαίδες. Στάβλοι και παράσπιτα χτίστηκαν γύρω του. Μάλιστα, μία από τις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές στην ιστορία του κάστρου ήταν όταν ένας λόρδος ασπάστηκε τον καθολικισμό, αφού παντρεύτηκε καθολική, έχτισε ένα ναό και τον δώρισε στην οικογένεια. Εγώ και η μαμά, πάλι, πήραμε δώρο μια πισίνα, αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Το κτήμα περιβάλλεται από ένα τείχος της πείνας – έργο που είχε σκοπό την παροχή εργασίας στους ανθρώπους που δεν είχαν να φάνε την περίοδο του μεγάλου λιμού εξαιτίας της καταστροφής των καλλιεργειών πατάτας. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς στον κήπο και στο σπίτι του Άρθουρ και της Ρόζαλιν, και όποτε το βλέπω ανατριχιάζω. Αν η Ρόζαλιν ερχόταν ποτέ σπίτι μας για φαγητό, πιθανόν ν’ άρχιζε κι αυτή να χτίζει ένα τείχος
γύρω μας, γιατί καμιά μας δεν τρώει υδατάνθρακες. Τουλάχιστον δεν τρώγαμε παλιά, αφού τώρα φροντίζει η Ρόζαλιν γι’ αυτό. Οι κληρονόμοι του Κίλσανι εξακολούθησαν να ζουν στο κάστρο μέχρι τη δεκαετία του 1920, όταν κάτι εμπρηστές δεν ενημερώθηκαν εγκαίρως πως οι ένοικοι ήταν καθολικοί, οπότε τους έβαλαν φωτιά και τους έκαψαν.3 Έπειτα από αυτό, μόνο ένα μικρό τμήμα του πύργου ήταν κατοικήσιμο, επειδή οι κληρονόμοι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τον επιδιορθώσουν και να εξασφαλίσουν θέρμανση, και εντέλει τον εγκατέλειψαν τελείως τη δεκαετία του ’90. Δεν ξέρω σε ποιον ανήκει τώρα, πάντως έχει αφεθεί να ρημάξει: η στέγη είναι πεσμένη, οι τοίχοι έχουν γκρεμιστεί, λείπουν οι σκάλες – σχηματίζετε μια εικόνα. Στο εσωτερικό, αλλά και γύρω-γύρω στα χαλάσματα, φυτρώνουν κάθε λογής πρασινάδες. Όλα αυτά τα έμαθα κάνοντας μια εργασία για το σχολείο με θέμα τον πύργο. Η μαμά μου πρότεινε να πάω να περάσω ένα Σαββατοκύριακο με τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ για να ερευνήσω λίγο. Εκείνη τη μέρα είχε γίνει τρικούβερτος καβγάς ανάμεσα στη μητέρα και τον πατέρα μου, που όμοιό του ούτε είχα ξαναδεί ούτε είχα ξανακούσει ποτέ, και ο μπαμπάς έγινε ακόμα πιο έξαλλος όταν η μαμά μού πρότεινε να φύγω. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο βαριά που με μεγάλη μου χαρά τους άφησα κι εξαφανίστηκα. Εξάλλου, η προσπάθεια της μαμάς να με πείσει να φύγω απ’ το σπίτι τσάντισε πάρα πολύ τον μπαμπά, οπότε κι εγώ, θεωρώντας πως είχα καθήκον ως κόρη να του κάνω τη ζωή μαύρη, υπάκουσα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Με το που έφτασα εκεί όμως, ανακάλυψα πως δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου να τρυπώνω στο μέρος εκείνο προκειμένου να ανακαλύψω την ιστορία του. Μέχρι το μεσημεριανό φαγητό άντεξα την παρέα της Ρόζαλιν και του Άρθουρ. Μετά κλείστηκα στην τουαλέτα, απ’ όπου τηλεφώνησα στη Φιλιππινέζα νταντά μου, τη Μέι –την οποία αναγκαστήκαμε να στείλουμε πίσω στην πατρίδα της τώρα πια–, και την πίεσα να έρθει να με πάρει. Στη Ρόζαλιν είπα πως είχα κοιλόπονο και προσπάθησα να μη γελάσω όταν με ρώτησε μήπως τυχόν έφταιγε η μηλόπιτα. Εντέλει, κατέβασα ένα δοκίμιο για τον πύργο από το Ίντερνετ. Αφού παρέδωσα την εργασία, με κάλεσαν στο γραφείο της διευθύντριας, η οποία μου μηδένισε το γραπτό λόγω λογοκλοπής. Αυτό κι αν ήταν γελοίο, αφού η Ζόι, η οποία έκανε εργασία για το κάστρο Μάλαχαϊντ, έκλεψε τα πάντα από το Ίντερνετ, αλλάζοντας μερικές λέξεις και ημερομηνίες εδώ κι εκεί και κάνοντας σκόπιμα λάθη ώστε να φανεί πως δεν είχε αντιγράψει, και παρ’ όλα αυτά κατάφερε να πάρει μεγαλύτερο βαθμό από μένα. Σας φαίνεται δίκαιο τώρα αυτό; Το κάστρο περιβάλλεται από τετρακόσια στρέμματα γης. Ο Άρθουρ είναι ο επιστάτης και καθώς έχει τετρακόσια στρέμματα να φροντίσει, φεύγει από το σπίτι πρωί-πρωί και γυρνάει στις πεντέμισι ακριβώς, μουντζουρωμένος σαν ανθρακωρύχος. Ποτέ δεν γκρινιάζει, ποτέ δεν βαρυγκωμάει για τον καιρό· απλώς σηκώνεται, παίρνει το πρωινό του υπό τον εκκωφαντικό ήχο του ραδιοφώνου και μετά φεύγει για δουλειά. Η Ρόζαλιν του δίνει ένα θερμός με τσάι και μερικά σαντουιτσάκια για να τον κρατήσουν, και ο Άρθουρ σπανίως γυρίζει πίσω στο ενδιάμεσο, μόνο αν θέλει να πάρει κάτι που ξέχασε από το γκαράζ ή να πάει τουαλέτα. Φαίνεται απλοϊκός άνθρωπος, μόνο που εγώ δεν το πιστεύω. Οι άνθρωποι που μιλούν τόσο λίγο όσο αυτός δεν μπορεί να είναι τόσο απλοϊκοί όσο ίσως φαντάζεστε. Δεν είναι εύκολο να μη μιλάς, γιατί όταν δεν μιλάς τότε σκέφτεσαι, και αυτός σκέφτεται πολύ. Ο μπαμπάς και η μαμά δεν έβαζαν γλώσσα μέσα τους. Οι πολυλογάδες δεν σκέφτονται πολύ· η φλυαρία τους εμποδίζει τη δυνατότητα ν’ ακούσουν τις ερωτήσεις που τους θέτει η συνείδησή τους: Γιατί το είπες αυτό; Τι πιστεύεις πραγματικά; Εκείνο τον καιρό, είτε είχα σχολείο είτε ήταν Σαββατοκύριακο, έμενα, θυμάμαι, στο κρεβάτι όσο περισσότερο μπορούσα, μέχρι που ερχόταν η Μέι και με τραβούσε να σηκωθώ με τα χίλια ζόρια. Εδώ όμως ξυπνάω με τις κότες. Επειδή ο τόπος είναι πνιγμένος στα γιγάντια δέντρα, υπάρχουν άπειρα πουλιά, τα οποία κρώζουν τόσο δυνατά που ξυπνάω από μόνη μου, αλλά δεν νιώθω κουρασμένη. Σηκώνομαι πάντα πριν από τις εφτά, πράγμα που ισοδυναμεί με θαύμα για μένα προσωπικά. Η Μέι θα με καμάρωνε. Εδώ πέρα ούτε τα βράδια περνούν εύκολα και γι’ αυτό πιέζομαι να έχω κάτι να κάνω όσο φέγγει η μέρα. Το εικοσιτετράωρο έχει πάρα πολλές ώρες όταν δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Ο μπαμπάς αποφάσισε πως βαρέθηκε τη ζωή του τον Μάιο, ακριβώς πριν από τις σχολικές μου εξετάσεις. Ήταν λίγο άδικο αυτό, γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζα πως εγώ έπρεπε, τάχα, να ξεφορτωθώ τον κακό μου εαυτό. Πήγα πάντως κι έδωσα εξετάσεις. Μάλλον δεν πέρασα, όχι ότι με νοιάζει και πολύ, ούτε και κανέναν άλλο, πιστεύω. Τα αποτελέσματα θα βγουν τον Σεπτέμβρη. Σύσσωμη η τάξη μου ήρθε στην κηδεία του μπαμπά και είμαι σίγουρη ότι πολύ το χάρηκαν, γιατί γλίτωσαν το σχολείο εκείνη τη μέρα. Όσο για μένα, τη στιγμή που συνέβαιναν όλα αυτά τα κοσμοϊστορικά γεγονότα στη ζωή μου, το πιστεύετε ότι εγώ ντρεπόμουν επειδή έκλαψα μπροστά τους; Είναι αλήθεια ότι έκλαψα πάντως, παρασύροντας πρώτα τη Ζόι και μετά τη Λόρα. Μια συμμαθήτριά μας, η Φιόνα, στην οποία δεν μιλούσε κανείς, με αγκάλιασε πολύ σφιχτά και μου έδωσε μια κάρτα από την οικογένειά της που έγραφε ότι με σκέφτονταν όλοι. Μου έδωσε τον αριθμό του κινητού της, καθώς και το αγαπημένο της βιβλίο, και μου είπε πως αν ήθελα ποτέ να μιλήσω σε κάποιον, μπορούσα να στραφώ σε αυτήν. Εκείνη τη στιγμή βρήκα λίγο αξιολύπητη την προσπάθειά της να με διπλαρώσει στην κηδεία του μπαμπά μου, αλλά όταν το σκέφτηκα μετά –μια συνήθεια που έχω αποκτήσει τώρα τελευταία–, κατάλαβα ότι η συμπεριφορά της ήταν ό,τι πιο ευγενικό είχε κάνει ή μου είχε πει κανείς εκείνη τη μέρα. Άρχισα να διαβάζω το βιβλίο την πρώτη βδομάδα που ήρθαμε στο Μιθ. Ήταν σαν ιστορία φαντασμάτων για μια κοπέλα που ήταν αόρατη για τους άλλους – δεν την έβλεπαν ούτε η οικογένεια ούτε οι φίλοι της, αν και ήξεραν πως υπήρχε. Απλώς γεννήθηκε αόρατη. Δεν θα σας αποκαλύψω τη συνέχεια, αλλά στο τέλος γίνεται φίλη με κάποιον που τη βλέπει. Μου άρεσε η ιδέα και σκέφτηκα πως η Φιόνα προσπαθούσε να μου πει κάτι, αλλά ένα βράδυ που έμεινα στο σπίτι της Ζόι και πήγα να το κουβεντιάσω με τη Ζόι και τη Λόρα, μου είπαν πως ήταν το πιο αλλόκοτο πράγμα που είχαν ακούσει στη ζωή τους και ότι η Φιόνα ήταν ακόμα μεγαλύτερο φρικιό απ’ ό,τι νόμιζαν. Να σας εξομολογηθώ κάτι; Όσο περνάει ο καιρός, δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να τις καταλάβω. Την πρώτη βδομάδα που μετακομίσαμε εδώ, ο Άρθουρ με πήγε μια φορά στο Δουβλίνο για να μείνω το βράδυ στο σπίτι της Ζόι. Η διαδρομή με το αμάξι κράτησε πάνω από μία ώρα, αλλά εμείς δεν ανταλλάξαμε λέξη στο
δρόμο. Το μόνο που είπε ο Άρθουρ ήταν «Ραδιόφωνο;» και όταν έγνεψα καταφατικά το άναψε κι έβαλε έναν από εκείνους τους σταθμούς που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να μιλούν όλη την ώρα για τα προβλήματα της χώρας χωρίς να παίζουν μουσική, οπότε σε όλη τη διαδρομή ο Άρθουρ τους άκουγε ρουφώντας τη μύξα του. Καλύτερα αυτό πάντως, παρά η απόλυτη σιωπή. Εκείνο το βράδυ που έμεινα με τη Ζόι και τη Λόρα – σκυλοβρίζοντας τον Άρθουρ όλη νύχτα– με βοήθησε να ξαναπάρω τα πάνω μου. Βρήκα τον παλιό μου εαυτό. Συμφωνήσαμε όλες πως αυτός και η Ρόζαλιν άξιζαν αναμφίβολα τον τίτλο του Διδύμου της Συμφοράς, καθώς και ότι δεν έπρεπε να τους αφήσω να με παρασύρουν στον αλλόκοτο τρόπο ζωής τους. Αυτό σήμαινε πως θα έπρεπε να μπορώ ν’ ακούω ό,τι διάολο ήθελα στο αμάξι. Την άλλη μέρα όμως, όταν ο Άρθουρ ήρθε να με πάρει με το πενταβρόμικο Λαντ Ρόβερ του, το οποίο η Ζόι και η Λόρα δεν σταμάτησαν να κοροϊδεύουν απροκάλυπτα, ένιωσα άσχημα για τον Άρθουρ. Πολύ άσχημα. Το γεγονός ότι έπρεπε να γυρίσω σ’ ένα σπίτι που δεν ήταν δικό μου, μ’ ένα αυτοκίνητο που δεν ήταν δικό μου, για να κοιμηθώ σ’ ένα δωμάτιο που δεν ήταν δικό μου, καθώς και να προσπαθήσω να μιλήσω με μια μητέρα που δεν την ένιωθα δική μου, μ’ έκανε να θέλω να γαντζωθώ από ένα τουλάχιστον οικείο πράγμα: από τον παλιό μου εαυτό. Δεν λέω ότι ο παλιός μου εαυτός ήταν απαραίτητα κάτι από το οποίο άξιζε να γαντζωθεί κανείς, αλλά από το τίποτα... Έτσι λοιπόν, στο αμάξι, έκανα ολόκληρη φασαρία και είπα στον Άρθουρ ότι ήθελα ν’ ακούσω κάτι άλλο. Ο Άρθουρ έβαλε τον αγαπημένο μου σταθμό, αλλά άντεξε για ένα μόνο τραγούδι, γιατί τον έπιασαν τόσο πολύ τα νεύρα του ακούγοντας τις Pussycat Dolls να τραγουδούν ότι ήθελαν μεγάλα στήθη, που πέταξε ένα θυμωμένο μουρμουρητό κι έβαλε πάλι τον προηγούμενο σταθμό. Εγώ κοιτούσα φουρκισμένη έξω από το παράθυρο κι ένιωθα μίσος τόσο γι’ αυτόν όσο και για τον εαυτό μου. Για κάνα μισάωρο ακούγαμε το τηλεφώνημα μιας γυναίκας που έλεγε κλαίγοντας στον παρουσιαστή πως ο άντρας της είχε χάσει τη δουλειά του σ’ ένα εργοστάσιο ηλεκτρονικών υπολογιστών, ότι δεν μπορούσε να βρει άλλη δουλειά και ότι είχαν τέσσερα παιδιά να θρέψουν. Έριξα τα μαλλιά μπροστά στο πρόσωπο και προσευχήθηκα να μη με έβλεπε ο Άρθουρ να κλαίω. Τώρα πια με συγκινούν κάτι τέτοια θλιβερά γεγονότα. Τα άκουγα και παλιά, αλλά τότε με άφηναν παγερά αδιάφορη. Απλώς δεν συνέβαιναν σ’ εμένα τέτοια πράγματα. Δεν ξέρω πόσο καιρό θα μείνουμε εδώ. Κανείς δεν θέλει να μου δώσει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Ο Άρθουρ δεν μιλάει, η μαμά μου δεν επικοινωνεί και η Ρόζαλιν είναι ανίκανη να αντεπεξέλθει σε ερωτήσεις τέτοιου βεληνεκούς. Η ζωή μου δεν πηγαίνει όπως είχα σχεδιάσει. Είμαι δεκαέξι χρόνων και έπρεπε να είχα κάνει ήδη σεξ με τον Φιάκρα, έπρεπε να είμαι στη βίλα μας στη Μαρμπέλα και να κολυμπάω όλη μέρα, το βράδυ να τρώω ψητά στα κάρβουνα, κάθε νύχτα να χορεύω στο κλαμπ «Άγγελοι και Δαίμονες», και να είχα βάλει ήδη πλώρη για τον υπ’ αριθμόν δύο τύπο με τον οποίο θα πλάγιαζα. Έτσι και καταλήξω να παντρευτώ τον πρώτο άντρα με τον οποίο θα κοιμηθώ, θα πεθάνω. Και αντί για όλα αυτά τώρα μένω στις ερημιές, σ’ ένα σπίτι πάνω από την πύλη ενός πύργου μαζί με τρεις τρελούς, ενώ τα κοντινότερα πράγματα σ’ εμάς είναι ένα σπιτάκι όπου μένουν κάποιοι τους οποίους ουδέποτε έχω δει, ένα ταχυδρομείο που λειτουργεί κυριολεκτικά μέσα στο καθιστικό κάποιου, ένα αδειανό σχολείο κι ένα ερειπωμένο κάστρο. Δεν έχω τίποτε απολύτως να κάνω στη ζωή μου. Ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον. Επιλέγω να ξεκινήσω την ιστορία από τη στιγμή που έφτασα εδώ. 3 Αναφέρεται στον ανταρτοπόλεμο που εξαπέλυ σε από το 1 9 1 9 έως το 1 9 2 1 η νεοσύ στατη ιρλανδική οργάνωση ΙRΑ κατά των αγγλικών δυ νάμεων κατοχής· μία από τις τακτικές του ΙRΑ ήταν οι εκτεταμένοι εμπρησμοί. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑ: Έγινε η αρχή
Στην καινούρια μας ζωή στο Μιθ μας έφερε με το αμάξι της η Μπάρμπαρα, η καλύτερη φίλη της μαμάς μου. Η μαμά δεν έβγαλε μιλιά σε όλο το ταξίδι, ούτε καν όταν τη ρώτησα κάτι. Αυτό, τώρα, είναι σκληρή συμπεριφορά. Εκνευρίστηκα τόσο πολύ που της έβαλα τις φωνές· τότε ακόμα προσπαθούσα να της εκμαιεύσω μια αντίδραση. Όλα άρχισαν όταν η Μπάρμπαρα έχασε το δρόμο. Το δορυφορικό σύστημα πλοήγησης του αυτοκινήτου της, ενός BMW Χ5, δεν αναγνώρισε τη διεύθυνση, οπότε μας κατεύθυνε απλώς στην αμέσως κοντινότερη πόλη που μπόρεσε να εντοπίσει. Όταν φτάσαμε σε μια πόλη ονόματι Ράτοθ, η Μπάρμπαρα αναγκάστηκε να βάλει το μυαλό της να δουλέψει αντί να βασιστεί στον εξοπλισμό του τζιπ της. Όπως αποδείχτηκε, η Μπάρμπαρα δεν είναι και ξουράφι. Αφού χάσαμε κάνα δεκάλεπτο διασχίζοντας χωματόδρομους με ελάχιστα σπίτια και καθόλου πινακίδες, κατάλαβα ότι η Μπάρμπαρα είχε αρχίσει να ταράζεται. Ακολουθούσαμε δρόμους που δεν υπήρχαν σύμφωνα με τον δορυφορικό πλοηγό. Κανονικά, αυτό έπρεπε να το εκλάβω ως σημάδι. Καθώς η Μπάρμπαρα ήταν συνηθισμένη να πηγαίνει κάπου συγκεκριμένα και όχι ν’ ακολουθεί αόρατους δρόμους, άρχισε να κάνει λάθη, να διασχίζει τυφλά διασταυρώσεις, να βγαίνει επικίνδυνα στο αντίθετο ρεύμα. Οι φορές που είχα πάει εκεί μετριούνταν στα δάχτυλα, οπότε ούτε εγώ μπορούσα να βοηθήσω καθόλου, αλλά το σχέδιο είχε ως εξής: εγώ θα κοίταζα στην αριστερή πλευρά ψάχνοντας για οικήματα σε πύλες κάστρων, ενώ η Μπάρμπαρα θα κοίταζε δεξιά. Σε κάποια φάση μου μίλησε απότομα, επειδή δεν πρόσεχα, λέει. Μα για όνομα του Θεού, αφού έβλεπα ότι σε απόσταση ενός χιλιομέτρου τουλάχιστον δεν υπήρχαν πύλες ούτε για δείγμα, ποιος ο λόγος να κοιτάζω; Της το είπα κιόλας. Τότε μάλλον έφτασε ο κόμπος στο χτένι και η Μπάρμπαρα μου είπε απότομα ότι «χέστηκε», αφού προχωρούσαμε ήδη σε «σκατόδρομους που δεν υπήρχαν», οπότε γιατί να μην υπήρχαν και «σκατόσπιτα χωρίς σκατοπύλες». Συγκλονίστηκα ακούγοντας τη λέξη «σκατά» να βγαίνει τόσες φορές από το στόμα της, καθώς η έκφραση που συνήθιζε να χρησιμοποιεί όταν είχε τα νεύρα της ήταν «α πα πα!» Η μαμά μπορούσε να βοηθήσει, αλλά το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται στη θέση του συνοδηγού και να κοιτάζει χαμογελαστή έξω από το παράθυρο. Έτσι λοιπόν κι εγώ, στην προσπάθειά μου να βοηθήσω την κατάσταση, έσκυψα μπροστά και –παρότι ομολογώ πως δεν ήταν ούτε σωστό ούτε έξυπνο, το έκανα πάντως–, της φώναξα με όλη μου τη δύναμη μες στο αυτί. Η μαμά πετάχτηκε μέχρι πάνω από την τρομάρα της, έκλεισε τ’ αυτιά της και μετά, όταν το σοκ πέρασε, άρχισε να με κοπανάει χωρίς σταματημό στο κεφάλι και με τα δύο της χέρια, σαν να ήμουν ένα σμάρι μέλισσες που της είχε επιτεθεί. Πόνεσα πάρα πολύ. Μου τραβούσε τα μαλλιά, με γρατζουνούσε, με χαστούκιζε κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να της ξεφύγω. Η Μπάρμπαρα αναστατώθηκε τόσο που έκανε το αμάξι στην άκρη και χρειάστηκε να ξεκολλήσει με το ζόρι τα χέρια της μαμάς από πάνω μου. Μετά βγήκε απ’ το αμάξι και άρχισε να βηματίζει πέρα-δώθε πλάι στο δρόμο κλαίγοντας. Έκλαιγα κι εγώ και το κεφάλι μου πονούσε εκεί όπου η μαμά με είχε ξεμαλλιάσει και γρατζουνίσει. Στα μέρη μου θεωρείται σικ το χτένισμα που θυμίζει θημωνιά, αλλά η μαμά το κατέστρεψε· μ’ έκανε να μοιάζω με τρόφιμο ψυχιατρείου. Βγήκαμε και οι δύο έξω και την αφήσαμε μόνη μέσα στο αυτοκίνητο, καθισμένη με στητή πλάτη, να κοιτάζει ευθεία μπροστά με την οργή ζωγραφισμένη στο πρόσωπο. «Έλα εδώ, καρδούλα μου», είπε η Μπάρμπαρα ανάμεσα στα δάκρυά της και άνοιξε τα μπράτσα για να με πάρει αγκαλιά. Δεν χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Λαχταρούσα μια αγκαλιά. Ακόμα και στα καλά της, η μαμά μου δεν ήταν άνθρωπος της αγκαλιάς. Ήταν κοκαλιάρα, έκανε συνέχεια δίαιτα και η σχέση της με το φαγητό ήταν όμοια με τη σχέση της με τον μπαμπά: το λάτρευε αλλά ως επί το πλείστον δεν το ήθελε, γιατί πίστευε πως της έκανε κακό. Το ξέρω επειδή έτυχε να κρυφακούσω μια κουβέντα που είχε με μια φίλη της στις δύο το πρωί, όταν γύρισαν από μια μεσημεριανή έξοδο με φίλες. Σε ό,τι αφορά τις αγκαλιές όμως, νομίζω ότι απλώς ένιωθε άβολα όταν κάποιος βρισκόταν τόσο κοντά της σωματικά. Δεν ήταν άνετος άνθρωπος κι έτσι δεν μπορούσε να κάνει κανέναν να νιώσει άνετα μαζί της. Είναι όπως με τις συμβουλές· δεν μπορείς να τις δώσεις αν δεν τις έχεις. Δεν νομίζω πως αυτό σήμαινε ότι δεν με αγαπούσε. Ποτέ δεν ένιωσα ότι δεν με αγαπούσε. Εντάξει, μπορεί να το ένιωσα μερικές φορές. Έτσι, λοιπόν, σταθήκαμε με την Μπάρμπαρα στην άκρη του δρόμου και κλαίγαμε αγκαλιασμένες, ενώ η Μπάρμπαρα δεν σταματούσε να μου λέει πόσο άδικα ήταν όλα αυτά για μένα. Παρκάροντας το αμάξι στην άκρη του δρόμου, άφησε το πίσω μέρος του να εξέχει μες στη μέση, γι’ αυτό τα αυτοκίνητα που έρχονταν με φόρα από τη στροφή μάς κόρναραν, αλλά εμείς δεν δίναμε σημασία. Ύστερα απ’ αυτό η ένταση ξεθύμανε λίγο, όπως συμβαίνει με τα μαύρα σύννεφα που πυκνώνουν λίγο πριν ξεσπάσει μπόρα – το ίδιο συνέβη και σ’ εμάς στο δρόμο από το Κιλάινι. Τα σύννεφα μαζεύονταν, πύκνωναν και στο τέλος ξέσπασε καταιγίδα. Έτσι, λοιπόν, νιώσαμε ότι μας δόθηκε η ευκαιρία να εκτονώσουμε ένα τουλάχιστον μέρος της θλίψης μας και να ετοιμαστούμε για ό,τι μας επιφύλασσε το μέλλον. Μόνο που δεν προλάβαμε, γιατί μετά την επόμενη στροφή φτάσαμε κιόλας. Σπίτι μου, σπιτάκι μου. Στα δεξιά βρισκόταν μια πύλη και πίσω από την πύλη, στα αριστερά, ένα σπίτι. Η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ έστεκαν δίπλα στη μικρή
πράσινη πόρτα από το μπισκοτόσπιτό τους – ένας Θεός ξέρει πόση ώρα περίμεναν εκεί. Είχαμε αργήσει μία ώρα σχεδόν. Ακόμα κι αν ήθελαν να παραστήσουν πως δεν είχαν ανησυχήσει με την όλη κατάσταση, θα πρέπει να τους φάνηκε σχεδόν αδύνατον να συνεχίσουν να προσποιούνται τη στιγμή που αντίκρισαν τις μούρες μας. Καθώς δεν ξέραμε ότι βρισκόμασταν τόσο κοντά στο σπίτι, δεν είχαμε το χρόνο να συνέλθουμε. Τα μάτια μου και της Μπάρμπαρα ήταν κατακόκκινα από το κλάμα, η μαμά καθόταν μπροστά με αγριεμένο ύφος κι εγώ ήμουν ξεμαλλιασμένη – δηλαδή πιο ξεμαλλιασμένη απ’ ό,τι συνήθως. Ποτέ δεν σκέφτηκα πόσο δύσκολη θα πρέπει να ήταν η στιγμή εκείνη για τον Άρθουρ και τη Ρόζαλιν. Μ’ ενδιέφερε μόνο ο εαυτούλης μου και η δυσαρέσκειά μου που βρισκόμουν εδώ, τόσο που δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι αυτοί εδώ οι άνθρωποι άνοιγαν το σπίτι τους σε δυο άτομα με τα οποία δεν είχαν καμία σχέση. Θα πρέπει να ήταν μεγάλο σπάσιμο νεύρων γι’ αυτούς κι εγώ δεν είπα ούτε «ευχαριστώ». Η Μπάρμπαρα κι εγώ βγήκαμε από το αυτοκίνητο κι εκείνη πήγε στο πορτμπαγκάζ για να βγάλει τις αποσκευές μας, αλλά και για να μας δώσει το χρόνο ν’ ανταλλάξουμε χαιρετούρες, φαντάζομαι. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα όμως. Εγώ κοιτούσα βουβή τον Άρθουρ και τη Ρόζαλιν, ενώ αυτοί συνέχιζαν να στέκονται κοντά στη μικρή πράσινη πύλη. Αυτομάτως σκέφτηκα πως έπρεπε να είχα ρίξει ψίχουλα πίσω μου, ώστε να βρω το δρόμο του γυρισμού στο Κιλάινι. Η Ρόζαλιν κοιτούσε πότε τη μία και πότε την άλλη, προσπαθώντας να συνδέσει το τζιπ, τη μαμά, εμένα και την Μπάρμπαρα στην ίδια εικόνα. Έδεσε τα χέρια μπροστά, αλλά όλο τα ξέσφιγγε για να σιάξει το φόρεμά της σαν να έπαιρνε μέρος σε κοριτσίστικο διαγωνισμό ομορφιάς σε κάποιο επαρχιώτικο πανηγύρι. Η μαμά άνοιξε εντέλει την πόρτα και βγήκε απ’ το αμάξι. Κατέβασε τα πόδια στο χαλικόστρωτο, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε το σπίτι. Μεμιάς ο θυμός εξανεμίστηκε και χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα πασαλειμμένα με καφεκόκκινο κραγιόν δόντια της. «Άρθουρ...» Άπλωσε τα χέρια μπροστά, λες και μόλις είχε ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της και τον καλωσόριζε στο πάρτι της. Ο Άρθουρ μυξο-ρουθούνισε –ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα–, ενώ εγώ στράβωσα τα χείλη με αηδία. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της μαμάς μου κι αυτή του έπιασε τα χέρια και τον κοίταξε, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι και μ’ εκείνο το παράξενο χαμόγελο να της τραβάει τα χείλη σαν αποτυχημένο λίφτιγκ. Σε μια στιγμή μεγάλης αμηχανίας, έγειρε μπροστά και ακούμπησε το κούτελό της πάνω στο δικό του. Ο Άρθουρ έμεινε έτσι ένα κλάσμα του δευτερολέπτου παραπάνω απ’ όσο περίμενα, της έριξε ένα τρυφερό μπατσάκι στο σβέρκο και τραβήχτηκε μακριά της. Εμένα, πάλι, μου έριξε πιο δυνατά μπατσάκια στο κεφάλι, λες και ήμουν το πιστό του κόλεϊ, με αποτέλεσμα να αναμαλλιαστώ ακόμα περισσότερο. Ύστερα πήγε στο πορτμπαγκάζ για να βοηθήσει την Μπάρμπαρα με τις αποσκευές. Έτσι, μείναμε εγώ και η μαμά να κοιτάμε τη Ρόζαλιν – μόνο που η μαμά δεν την κοιτούσε. Ρουφούσε βαθιά τον καθαρό αέρα, με μάτια κλειστά και χαμόγελο στα χείλη. Μπορεί η κατάσταση να ήταν καταθλιπτική, αλλά τη στιγμή εκείνη είχα ένα καλό προαίσθημα πως όλα αυτά θα της έβγαιναν σε καλό. Ακόμα δεν ανησυχούσα γι’ αυτήν τόσο όσο τώρα. Είχε περάσει μόλις ένας μήνας από την κηδεία του μπαμπά, οπότε νιώθαμε ακόμα μουδιασμένες και, κακά τα ψέματα, δεν είχαμε καταφέρει να πούμε πολλά η μία στην άλλη, ούτε σε οποιονδήποτε άλλο, εδώ που τα λέμε. Συνεχώς ερχόταν κόσμος και μας μιλούσε, μας έλεγαν ευγενικά λόγια, αδιάκριτα λόγια, ό,τι τους κατέβαινε στο κεφάλι –σχεδόν σαν να περίμεναν να τους παρηγορήσουμε εμείς και όχι το αντίστροφο–, οπότε δεν έδινα και τόση προσοχή στη συμπεριφορά της μαμάς, η οποία άφηνε πού και πού έναν αναστεναγμό μαζί με τους άλλους κι έλεγε κάπου-κάπου καμιά κουβέντα. Στην πραγματικότητα, η κηδεία μοιάζει με παιχνίδι. Πρέπει να κάνεις απλώς ό,τι και οι άλλοι, να λες το σωστό και να συμπεριφέρεσαι σωστά μέχρι να τελειώσει η παράσταση. Να είσαι ευχάριστη αλλά να μη χαμογελάς υπερβολικά· να είσαι θλιμμένη αλλά να μην το παρακάνεις, γιατί τότε το σόι θα νιώσει ακόμη χειρότερα. Να είσαι αισιόδοξη αλλά να μην αφήσεις η αισιοδοξία σου να εκληφθεί σαν αναισθησία ή ανικανότητα να χειριστείς την πραγματικότητα. Κι όλα αυτά επειδή αν αρχίζαμε τις ειλικρίνειες, τότε δεν θα προλαβαίναμε τους καβγάδες, τις αλληλοκατηγορίες, τα δάκρυα, τις μύξες και τις κραυγές. Πιστεύω ότι πρέπει να θεσπιστούν βραβεία Όσκαρ Αληθινής Ζωής. Και το βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου απονέμεται στην Άλισον Φλάναγκαν! Επειδή την περασμένη Δευτέρα διέσχισε τον κεντρικό διάδρομο του σουπερμάρκετ με τέλειο μακιγιάζ και μαλλιά που μόλις είχαν βγει από το κομμωτήριο, παρότι μέσα της ένιωθε ότι ήθελε να πέσει να πεθάνει, και μοίρασε λαμπερά χαμόγελα στη Σάρα και την Ντέιρντρε από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων και συμπεριφέρθηκε σαν να μην την είχε εγκαταλείψει μόλις ο άντρας της, αφήνοντάς τη μόνη με τα τρία παιδιά τους. Έλα εδώ πάνω να παραλάβεις το βραβείο σου, Άλισον! Το βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου απονέμεται στη γυναίκα για την οποία την εγκατέλειψε, η οποία βρισκόταν μόλις δύο διαδρόμους πιο πέρα αλλά έτρεξε να φύγει άρον άρον από το σουπερμάρκετ ξεχνώντας να αγοράσει δύο από τα βασικά υλικά για να φτιάξει τα αγαπημένα λαζάνια του καινούριου της συντρόφου. Βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου στον Γκρέγκορι Τόμας για την παράστασή του στην κηδεία του πατέρα του, με τον οποίο είχε να μιλήσει δύο ολόκληρα χρόνια. Βραβείο δεύτερου αντρικού ρόλου στον Λέο Μαλκάχι, που υποδύθηκε τον κουμπάρο στην τελετή με την οποία ήρθαν εις γάμου κοινωνία ο καλύτερός του φίλος, Σάιμον, και η μοναδική γυναίκα την οποία αγάπησε και θ’ αγαπήσει ποτέ πραγματικά ο Λέο. Ανέβα να παραλάβεις το αγαλματάκι σου, Λέο! Αυτό πίστευα ότι έκανε και η μαμά, ότι έπαιζε απλώς το ρόλο της καλής χήρας. Όμως, όταν η συμπεριφορά της δεν άλλαξε ούτε μετά, όταν κατάλαβα ότι πραγματικά δεν ήξερε τι της γινόταν και ότι χρησιμοποιούσε τις ίδιες λέξεις και τους ίδιους αναστεναγμούς σε κάθε της κουβέντα, άρχισα να αναρωτιέμαι αν μπλόφαρε πραγματικά. Ακόμα αναρωτιέμαι σε ποιο βαθμό είναι πραγματικά μαζί μας και σε ποιο βαθμό προσποιείται ώστε να μην αναγκαστεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Κάτι ράγισε μέσα της –πράγμα απολύτως κατανοητό– μόλις πέθανε ο μπαμπάς, αλλά όταν ο κόσμος έστρεψε αλλού την προσοχή και ο καθένας επέστρεψε στη ζωή του, το ράγισμα συνέχισε να μεγαλώνει, κι ένιωθα ότι μόνο εγώ το έβλεπα.
Δεν είναι ότι η τράπεζα έδειξε υπερβάλλοντα ζήλο και ήρθαν να μας πετάξουν έξω κλοτσηδόν. Το θέμα είναι ότι είχαν ήδη ενημερώσει τον μπαμπά για την ημερομηνία κατάσχεσης, αλλά, όπως ξέχασε να μας αποχαιρετήσει, έτσι ξέχασε να μας διαβιβάσει και αυτό το μήνυμα. Οπότε, αν και στην πραγματικότητα μας άφησαν να μείνουμε πολύ περισσότερο απ’ όσο έλεγαν οι αρχικές απειλές τους, παρ’ όλα αυτά κάποια στιγμή έπρεπε να φύγουμε αναγκαστικά. Για μία βδομάδα πήγαμε να μείνουμε πίσω από το σπίτι της Μπάρμπαρα, στο σπιτάκι της Φιλιππινέζας νταντάς της. Τελικά αναγκαστήκαμε να φύγουμε και από εκεί, γιατί ήταν καλοκαίρι και η Μπάρμπαρα είχε να πάει στο σπίτι τους στο Σεντ Τροπέ και προφανώς φοβόταν μήπως της κλέψουμε τα ασημικά. Μπορεί να είπα ότι τότε δεν ανησυχούσα ακόμα για τη μαμά τόσο όσο τη μέρα που φτάσαμε στο σπίτι εδώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν με απασχολούσε καθόλου. Μάλιστα, προτού έρθουμε εδώ, είχα προτείνει να πάει να δει ένα γιατρό, αν και τώρα που το σκέφτομαι νομίζω πως θα ήταν καλύτερα αν έμπαινε σ’ ένα από εκείνα τα μέρη όπου οι άνθρωποι κυκλοφορούν όλη μέρα με άσπρες ρόμπες που αφήνουν τον πισινό τους ακάλυπτο και όπου κουνιούνται μπρος-πίσω στους διαδρόμους. Στην Μπάρμπαρα είπα την άποψή μου ότι η μαμά έπρεπε να πάει να δει ένα γιατρό, αλλά εκείνη με κάθισε στην κουζίνα και μου είπε συγκαταβατικά ότι η μαμά βρισκόταν σε αυτό που αποκαλούμε «στάδιο πένθους». Θα φαντάζεστε τι ευχάριστη εμπειρία ήταν αυτή για μια δεκαεξάχρονη: να μαθαίνει από πρώτο χέρι αυτή τη λέξη. Και μετά είπα από μέσα μου πως θα προτιμούσα να μου έπιανε κουβέντα για το χαμούρεμα, αλλά δεν μου μίλησε για τέτοια πράγματα. Μόνο μου ζήτησε να κάτσω, αν δεν με πείραζε, πάνω στη βαλίτσα της για να κλείσει το φερμουάρ, επειδή η Λούλου, η κόλλα που συγκρατεί τα κομμάτια της ζωής της ενωμένα, είχε πάει τα παιδιά στο μάθημα ιππασίας. Την ώρα που καθόμουν πάνω στη φισκαρισμένη πανάκριβη βαλίτσα και η Μπάρμπαρα τραβούσε το φερμουάρ κλείνοντας μέσα τα ασπρόμαυρα ριγέ μπικίνι, τα χρυσά σανδάλια και τα γελοία καπέλα της, ευχήθηκα να της σκιζόταν η βαλίτσα πάνω στον ιμάντα αποσκευών του αεροδρομίου στο Σεντ Τροπέ, να έπεφτε από μέσα ο δονητής της, ν’ άρχιζε να πάλλεται και να τον έβλεπαν όλοι. Τώρα, λοιπόν, ήμασταν έξω από το σπίτι της πύλης του κάστρου και αυτή ήταν η πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας. Η μαμά είχε τα μάτια κλειστά, η Ρόζαλιν με κοιτούσε με ενθουσιασμό ζωγραφισμένο στα διάπλατα πράσινα μάτια της, υγραίνοντας πότε-πότε τα χείλη της με τη μικρή ροδαλή της γλώσσα, και ο Άρθουρ έκανε ένα υγρό ρουθούνισμα στην Μπάρμπαρα για να της δώσει να καταλάβει ότι δεν θα την άφηνε να κουβαλήσει τις τσάντες, ενώ η Μπάρμπαρα, η οποία φορούσε φαρδιά αθλητική φόρμα με σαγιονάρες και το πρόσωπό της ήταν πορτοκαλί σαν Ούμπα Λούμπα 4 γιατί εκείνο το πρωί είχε πάει για τεχνητό μαύρισμα με ψεκασμό, τον κοίταζε σαστισμένη και πιθανόν να προσπαθούσε να συγκρατήσει την αναγούλα που την έπιασε ακούγοντας το υγρό ρουθούνισμά του. «Τζένιφερ», έσπασε τελικά τη σιωπή η Ρόζαλιν εκεί που ήμασταν εμείς. Η μαμά άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε πρόσχαρα, και μου φάνηκε πως κατάλαβε ποια ήταν η Ρόζαλιν και πως ήξερε τι ακριβώς έκανε. Οποιοσδήποτε άλλος –εκτός από μένα, που είχα περάσει μαζί της κάθε ώρα και στιγμή του περασμένου μήνα– θα έλεγε πως ήταν μια χαρά. Η μαμά μου ήταν πρώτη στην μπλόφα. «Καλωσορίσατε», χαμογέλασε η Ρόζαλιν. «Ναι. Ευχαριστούμε». Η μαμά διάλεξε μια σωστή απάντηση από το φάκελο με τις προκάτ κουβέντες της. «Ελάτε, περάστε να σας φτιάξουμε ένα τσαγάκι», είπε η Ρόζαλιν και η φωνή της έκρυβε τόση φούρια που ήταν λες και θα πέφταμε όλοι κάτω νεκροί έτσι και δεν πίναμε αμέσως τσάι. Δεν ήθελα να τους ακολουθήσω. Δεν ήθελα να μπω μέσα, επειδή τότε θα έπρεπε να ξεκινήσουν όλα. Η πραγματικότητα, εννοώ. Τέρμα τα μεσοδιαστήματα των διακανονισμών για την κηδεία ή της προσωρινής διαμονής στο σπιτάκι της Μπάρμπαρα. Τούτος εδώ ήταν ο νέος διακανονισμός κι έπρεπε να ξεκινήσει κάποια στιγμή. Ο Άρθουρ, η γαρίδα, πέρασε τροχάδην από δίπλα μου και ανηφόρισε το μονοπάτι του κήπου φορτωμένος βαλίτσες. Ήταν πιο χειροδύναμος απ’ ό,τι έδειχνε. Το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου έκλεισε με θόρυβο και γύρισα απότομα να κοιτάξω. Η Μπάρμπαρα έπαιζε με τα κλειδιά του αυτοκινήτου της ενώ στηριζόταν πότε στη δεξιά και πότε στην αριστερή σαγιονάρα. Μόνο τότε πρόσεξα πως είχε βαμβακάκια ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών. Με κοίταζε αμήχανα στη βαριά σιωπή που επικρατούσε, προσπαθώντας να βρει έναν εύσχημο τρόπο για να μου πει πως έφευγε και με άφηνε. «Δεν είχα καταλάβει ότι θα πήγαινες και για πεντικιούρ», είπα, έτσι για να γεμίσω τη σιωπή. «Ναι». Κοίταξε κάτω και κούνησε τα δάχτυλα σαν να το επιβεβαίωνε. Στρασάκια άστραψαν πάνω στα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών της. Μετά πρόσθεσε: «Μας κάλεσε η Ντανιέλ για ποτό στο γιοτ της αύριο βράδυ». Ο περισσότερος κόσμος θα υπέθετε πως αυτές οι δυο φράσεις ήταν ασύνδετες μεταξύ τους, εγώ όμως έκανα τη σύνδεση. Στο σκάφος της Ντανιέλ δεν επιτρέπεται να φοράς παπούτσια κι έτσι ο ανταγωνισμός των στρας και των μανό θα ήταν λυσσαλέος. Οι γυναίκες αυτές θα έβρισκαν τρόπο να στολίσουν ακόμα και τα γόνατά τους, αν αυτό ήταν το μόνο σημείο του σώματός τους που θα μπορούσαν να επιδείξουν. Κοιταχτήκαμε βουβές. Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Ήθελα να πάω μαζί της. Ήθελα να είμαι κι εγώ ξυπόλυτη στις ακτές της Μεσογείου, ενώ η Ντανιέλ θα τριγύριζε κρατώντας όλο χάρη ένα μαρτίνι ανάμεσα στις τετραγωνισμένες άκρες του γαλλικού μανικιούρ της, με το αβυσσαλέο ντεκολτέ του φορέματός της να αποκαλύπτει στήθη ζουμερά και μ’ ένα πηλήκιο πλοιάρχου φορεμένο στραβά στο κεφάλι. Ήθελα να συμμετάσχω κι εγώ. «Θα είσαι μια χαρά εδώ, καρδούλα μου», είπε και διαισθάνθηκα την ειλικρίνειά της. «Με τους δικούς σου». Γύρισα και κοίταξα αβέβαια το μπισκοτόσπιτο και μου ήρθε να βάλω πάλι τα κλάματα. «Ω, καρδιά μου», είπε όταν ψυχανεμίστηκε την αντίδρασή μου και ήρθε πάλι κοντά μου με τα χέρια ανοιχτά. Ήταν πολύ καλή στις αγκαλιές, προφανώς ένιωθε άνετα μ’ αυτές τις εκδηλώσεις – είτε αυτό είτε τα εμφυτεύματα του στήθους της αγκάλιασαν σαν προστατευτικό μαξιλάρι το κεφάλι μου. Τη ζούληξα δυνατά κι
έκλεισα τα μάτια, αλλά η Μπάρμπαρα με άφησε λίγο πιο βιαστικά απ’ όσο ήθελα και προσγειώθηκα πάλι απότομα στην πραγματικότητα. «Εντάξει», πήγε αργά προς το αυτοκίνητο κι έπιασε το χερούλι της πόρτας. «Δεν θέλω να ενοχλήσω μέσα, οπότε πες τους σε παρακαλώ–» «Περάστε, περάστε», ακούστηκε η φωνή της Ρόζαλιν μέσα από το ζόφο του διαδρόμου, και η Μπάρμπαρα πάγωσε και δεν ανέβηκε στο τζιπ της. «Εσείς εκεί...» Η Ρόζαλιν φάνηκε στην πόρτα. «Δεν θα μπείτε για ένα φλιτζάνι τσάι; Συγγνώμη, δεν ξέρω το όνομά σας, δεν το είπε η Τζένιφερ». Καλά θα έκανε να το συνηθίσει αυτό. Πολλά πράγματα δεν θα έλεγε η Τζένιφερ. «Μπάρμπαρα», απάντησε εκείνη και πρόσεξα ότι το χέρι της έσφιξε πιο δυνατά το χερούλι. «Μπάρμπαρα». Τα πράσινα μάτια της Ρόζαλιν άστραψαν σαν της γάτας. «Θα πιεις ένα φλιτζάνι τσάι προτού συνεχίσεις το δρόμο σου, Μπάρμπαρα; Έχουμε και φρέσκα κουλουράκια και σπιτική μαρμελάδα φράουλα». Το χαμόγελο στο πρόσωπο της Μπάρμπαρα είχε παγώσει καθώς έστυβε το μυαλό της για να της κατέβει γρήγορα μια ικανοποιητική δικαιολ ογία. «Δεν μπορεί να έρθει», απάντησα στη θέση της. Η Μπάρμπαρα με κοίταξε, πρώτα με ευγνωμοσύνη και μετά με την ενοχή ζωγραφισμένη στο βλέμμα. «Ω…» Η Ρόζαλιν μούτρωσε σαν να της είχα χαλάσει τη γιορτή. «Πρέπει να πάει σπίτι για να βγάλει το ψεύτικο μαύρισμα από πάνω της», πρόσθεσα. Σας το είπα, μην πείτε ότι δεν σας το είπα: είμαι απαίσιος άνθρωπος. Από τη δική μου σκοπιά, αν και ήξερα ότι η Μπάρμπαρα δεν είχε καμία δουλειά μαζί μου, καθώς και ότι είχε να επιστρέψει στη δική της ζωή, αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι με άφηνε πίσω. «Άσε που ακόμα δεν στέγνωσαν τα νύχια της». Ανασήκωσα τους ώμους. «Α...» Το ύφος της Ρόζαλιν φανέρωνε σύγχυση, σαν να είχα μιλήσει σε μια παράξενη κέλτικη διάλεκτο. «Καφέ τότε;» Έβαλα τα γέλια και αυτό φάνηκε να πληγώνει τη Ρόζαλιν. Άκουσα τις σαγιονάρες της Μπάρμπαρα πίσω μου και πέρασε από δίπλα μου χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. Μόλις είχα διευκολύνει την αναχώρησή της. Σε σχέση με τη Ρόζαλιν, η Μπάρμπαρα –ακόμα και με τη βελουτέ φόρμα, τις σαγιονάρες και το λαιμό μουντζουρωμένο από το ψεύτικο μαύρισμα– έμοιαζε με εξωτική θεά. Και τότε το σπίτι τη ρούφηξε μέσα του, σαν μυγοπαγίδα που αιχμαλώτισε μια πεταλούδα. Παρότι η Ρόζαλιν με κοίταξε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στο βλέμμα, ακόμα δεν είχα βρει τη δύναμη για να μπω μέσα. «Πάω μια βόλτα, να ρίξω μια ματιά εδώ γύρω», είπα. Η Ρόζαλιν έδειξε απογοητευμένη, σαν να της είχα αρνηθεί κάτι πολύτιμο. Περίμενα να μπει πάλι στο σπίτι, να εξαφανιστεί στον ζοφερό διάδρομο που έμοιαζε ν’ ανήκει σε άλλη διάσταση, αλλά δεν κούνησε ρούπι. Έμεινε να με κοιτάζει, όρθια στη βεράντα, και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κάνω την πρώτη κίνηση. Ενώ με κάρφωνε με τα μάτια της, γύρισα και κοίταξα τριγύρω. Πού να πήγαινα; Αριστερά ήταν το σπίτι, πίσω μου η ανοιχτή πύλη που οδηγούσε στον κεντρικό δρόμο, μπροστά μου δέντρα και δεξιά ένα μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στη σκοτεινιά ανάμεσα στα δέντρα. Τελικά επέλεξα τον κεντρικό δρόμο. Δεν γύρισα ούτε μία φορά να κοιτάξω πίσω, δεν ήθελα να ξέρω αν περίμενε ακόμα εκεί. Όσο περισσότερο ξεμάκραινα όμως, ένιωθα ότι η Ρόζαλιν δεν ήταν η μόνη που με παρακολουθούσε. Αισθανόμουν ξέσκεπη, θαρρείς και πέρα από τα τεράστια δέντρα με παρακολουθούσε και κάποιος άλλος. Σαν την αίσθηση που έχεις όταν εισβάλλεις στον κόσμο της φύσης – ότι κανονικά δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ, απρόσκλητη. Τα δέντρα που πλαισίωναν το δρόμο γύριζαν τα κεφάλια και με κοιτούσαν. Θα μου φαινόταν απολύτως λογικό αν έβλεπα να έρχονται καταπάνω μου πάνοπλοι άντρες καλπάζοντας καβάλα στα άτια τους και κραδαίνοντας σπαθιά. Η ιστορία είχε διαποτίσει το κτήμα, το κατέκλυζαν φαντάσματα του παρελθόντος· και τώρα ερχόμουν κι εγώ, άλλος ένας άνθρωπος που ετοιμαζόταν να ξεκινήσει την ιστορία του. Μπορεί τα δέντρα να τα είχαν δει όλα, παρ’ όλα αυτά κατάφερα να τους εξάψω το ενδιαφέρον, και όταν φύσηξε ένα ελαφρύ καλοκαιρινό αεράκι, τα φύλλα άρχισαν να θροΐζουν το ένα με το άλλο, με το σούσουρό τους να θυμίζει κουτσομπόλικα χείλη που δεν βαριούνται να παρακολουθήσουν το ταξίδι άλλης μιας γενιάς ακόμη. Ακολούθησα τον κεντρικό δρόμο και εντέλει τα δέντρα, τα οποία είχαν τοποθετηθεί σε έξυπνη διάταξη ώστε να κρύβουν το κάστρο, άρχισαν να αραιώνουν. Παρότι εγώ ήμουν αυτή που προχωρούσα προς τα εκεί, ένιωσα ξάφνου το κάστρο να με πλακώνει, λες και όλη αυτή την ώρα ερχόταν στα μουλωχτά προς το μέρος μου χωρίς να το πάρω είδηση – ένας ολόκληρος σωρός από μουλωχτή πέτρα και λάσπη που ακροπατούσε, με το δάχτυλο μπροστά στα χείλη, λες κι είχε εκατοντάδες χρόνια να το ρίξει λίγο έξω και να σπάσει λίγη πλάκα. Μόλις το είδα να ξεπροβάλλει μπροστά μου, κοντοστάθηκα στη στιγμή. Ήμουν τόση δα μπροστά στο μεγάλο κάστρο. Αισθάνθηκα πως ως ερείπιο είχε πιο αυταρχική, πιο επιβλητική παρουσία παρά ως κάστρο, γιατί τώρα το έβλεπα να στέκει μπροστά μου με τα σημάδια του ξεγυμνωμένα, πληγωμένο και καταματωμένο από τη μάχη. Έτσι στάθηκα κι εγώ μπροστά του, σαν σκιά του παλιού μου εαυτού, με τις πληγές μου ξεγυμνωμένες. Δεθήκαμε στη στιγμή. Περιεργαστήκαμε ο ένας τον άλλο και μετά πήγα προς το μέρος του, ενώ το κάστρο δεν κούνησε ούτε βλέφαρο. Αν και μπορούσα να μπω στο κάστρο μέσα από μια τρύπα που έχασκε στον πλαϊνό τοίχο, μου φάνηκε πως θα έδειχνα μεγαλύτερο σεβασμό αν διάβαινα την άλλη δαγκωματιά που του είχε κόψει η ζωή, δηλαδή το μέρος όπου βρισκόταν κάποτε η κύρια είσοδος. Σεβασμό προς ποιον, δεν ξέρω ακριβώς· νομίζω όμως ότι προσπαθούσα να επικαλεστώ την πιο ευαίσθητη πτυχή του κάστρου. Κοντοστάθηκα στην είσοδο έμπλεα σεβασμού και ύστερα πήγα μέσα. Υπήρχαν πολλά φυτά, πολλά συντρίμμια. Μέσα στα τείχη επικρατούσε απόκοσμη σιγή κι ένιωσα σαν να παραβίαζα το σπίτι κάποιου. Τα αγριόχορτα, οι πικραλίδες, οι τσουκνίδες,
όλα σταμάτησαν ό,τι έκαναν και σήκωσαν τα κεφάλια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά άρχισα να κλαίω. Όπως είχα λυπηθεί τη χρυσόμυγα, λυπήθηκα και το κάστρο, αλλά για να είμαστε πιο προσγειωμένοι, νομίζω ότι ένιωσα έτσι επειδή λυπόμουν κατά κύριο λόγο τον εαυτό μου. Μου φαινόταν πως άκουγα το κάστρο να βαρυγκωμά και να γκρινιάζει που το άφησαν να στέκει εδώ και να διαλύεται στα εξ ων συνετέθη, ενώ τα δέντρα γύρω του συνέχιζαν να μεγαλώνουν. Πλησίασα έναν από τους τοίχους – οι πέτρες ήταν τραχιές και τόσο μεγάλες που φαντάστηκα τη ρώμη των χεριών που τις είχαν κουβαλήσει ή που είχαν εξαναγκαστεί να τις κουβαλήσουν εδώ. Κάθισα ανακούρκουδα στη γωνία, κόλλησα το αυτί πάνω στην πέτρα κι έκλεισα τα μάτια. Δεν ξέρω τι περίμενα ν’ ακούσω και ειλικρινά δεν ξέρω τι περίμενα να πετύχω προσπαθώντας να παρηγορήσω έναν τοίχο, αυτό έκανα πάντως. Αν έλεγα στη Ζόι και τη Λόρα τι είχα κάνει, θα με πήγαιναν σίγουρα σηκωτή στον οίκο υψηλής ραπτικής για ζουρλομανδύες. Ωστόσο, ένιωσα πως με κάποιον τρόπο κατάφερα να συνδεθώ με το κτίσμα. Δεν ξέρω, ίσως επειδή είχα χάσει το σπίτι μου κι ένιωθα πως δεν είχα τίποτα πραγματικά δικό μου, αυτός να ήταν ο λόγος που, όταν ο δρόμος μου μ’ έφερε μπροστά σε τούτο το κτίσμα το οποίο δεν ανήκε σε κανέναν, θέλησα να το κάνω δικό μου. Ή μπορεί, όταν ο άνθρωπος νιώθει μοναξιά, να γραπώνεται από οτιδήποτε προκειμένου να πάψει να αισθάνεται έτσι. Για μένα, αυτό το οτιδήποτε ήταν το κάστρο. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί, αλλά στο τέλος ο ήλιος έγειρε πίσω από τα δέντρα και κάθε φορά που οι φυλλωσιές θρόιζαν δεξιά κι αριστερά ήταν σαν να έραιναν το ερείπιο με αστραφτερό φως. Για λίγη ώρα καθόμουν και θαύμαζα το θέαμα, αλλά τότε συνειδητοποίησα πως είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Θα πρέπει να ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ.5 Άρχισα να σηκώνομαι αργά-αργά, αλλά ένιωσα τα πόδια μου πιασμένα από το πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση. Με την άκρη του ματιού μου μου φάνηκε πως έπιασα μια κίνηση. Μια σκιά. Μια μορφή. Δεν ήταν ζώο, αλλά κινήθηκε σαν βολίδα. Δεν ήμουν σίγουρη. Καθώς δεν ήθελα ό,τι ή όποιος ήταν εκεί να έρθει από πίσω μου, γύρισα την πλάτη στην είσοδο του κάστρου και άρχισα να προχωράω γρήγορα με την όπισθεν. Άκουσα άλλον ένα θόρυβο – μια κουκουβάγια ή κάτι άλλο έκρωξε και μου έκοψε τη χολή κι ετοιμάστηκα να το βάλω στα πόδια. Καθώς δεν έβλεπα τι υπήρχε κάτω από τα πυκνά φυτά, σκόνταψα σε μια πέτρα, έπεσα προς τα πίσω και σωριάστηκα κατάχαμα. Χτύπησα το κεφάλι και άφησα ένα κλαψούρισμα, ενώ διέκρινα τον πανικό στη φωνή μου όταν έπεσα μέσα στην ανατριχιαστική βλάστηση, όπου ένας Θεός ξέρει τι ζούσε εκεί μέσα. Τα μάτια μου θόλωσαν λίγο και αντί για την ευθεία της γκρεμισμένης στέγης που διαγραφόταν στο φόντο του βιολετιού ουρανού, άρχισα να βλέπω μαύρες κηλίδες. Στερέωσα κάτω τα πόδια μου, ανασηκώθηκα με τη βοήθεια των χεριών μου, γδάρθηκα στα χαλίκια και στις πέτρες που με πετσόκοψαν, και δεν γύρισα ούτε μία φορά να κοιτάξω πίσω μου, μόνο συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μου επέτρεπαν οι μπότες που φορούσα. Μου φάνηκε ότι πέρασε αιώνας μέχρι να δω να ξεπροβάλλει μπροστά μου το σπίτι, λες και ο δρόμος και τα δέντρα είχαν συνωμοτήσει να με καταδικάσουν να τρέχω σε μια σισύφεια διαδρομή. Επιτέλους φάνηκε το σπίτι. Το τζιπ της Μπάρμπαρα δεν ήταν έξω και τότε κατάλαβα πως είχα αποκοπεί εντελώς από τον κόσμο. Οι γέφυρες είχαν πέσει. Την ίδια στιγμή σχεδόν που είδα το σπίτι να ξεπροβάλλει μπροστά μου, άνοιξε η εξώπορτα και η Ρόζαλιν στάθηκε στην είσοδο και με κοιτούσε· σαν να στεκόταν εκεί και να με περίμενε από τη στιγμή που έφυγα. «Έλα μέσα, έλα μέσα», είπε επιτακτικά. Διάβηκα λοιπόν το κατώφλι επιτέλους και βρέθηκα στην καινούρια μου ζωή, κι έτσι έγινε η αρχή. Οι κάποτε καθαρές ροζ μπότες μου ήταν τώρα λερωμένες από τη βόλτα στο κάστρο, όταν πάτησα τον πλακοστρωμένο διάδρομο. Στο σπίτι βασίλευε νεκρική σιγή. «Κάτσε να σε δω», είπε η Ρόζαλιν. Μ’ έπιασε σφιχτά από τους καρπούς κι έκανε ένα βήμα πίσω για να με κοιτάξει καλά-καλά από πάνω μέχρι κάτω. Η επιθεώρησή της επαναλήφθηκε δεύτερη και τρίτη φορά… Πήγα να τραβήξω τα χέρια μου και η λαβή της δυνάμωσε αυτόματα· τότε όμως, σαν να συνειδητοποίησε τι έκανε ή επειδή είδε την αλλαγή στην όψη μου, με άφησε επιτέλους. Η φωνή της ήταν πιο γλυκιά. «Θα σου το μαντάρω εγώ. Άσ’ το στο πανέρι πλάι στην πολυθρόνα του καθιστικού». «Τι θα μαντάρεις;» «Το παντελόνι σου». «Τζιν είναι. Έτσι φοριέται». Κοίταξα το σκισμένο τζιν μου, που ήταν τόσο κομματιασμένο, ώστε δεν διέκρινα ούτε μια στάλα απείραχτο ύφασμα. Κάτω από το τζιν φαινόταν το λεοπαρδαλέ καλσόν μου – αυτός ήταν ο σκοπός άλλωστε. «Λερωμένο πάντως δεν φοριέται». «Α... Καλά, άσ’ το στο πανέρι της κουζίνας». «Πολλά πανέρια έχετε». «Δύο μόνο». Δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που είπα ήταν αστείο ή έξυπνο σχόλιο, το θέμα είναι πάντως ότι η Ρόζαλιν δεν το κατάλαβε όπως και να είχε. «Καλά. Λέω να πάω στο δωμάτιό μου…» Περίμενα να μου δείξει πού ήταν, αλλά αυτή με κοιτούσε μόνο. «Πού είναι;» «Τι θα έλεγες για ένα τσαγάκι; Έφτιαξα τάρτα μήλου». Ο τόνος της ήταν παρακλητικός σχεδόν. «Ε, όχι, ευχαριστώ, δεν πεινάω και πολύ». Ένιωσα το στομάχι μου να γουργουρίζει, αντιδρώντας στα λόγια μου, και ευχήθηκα να μην το άκουσε κι εκείνη. «Φυσικά. Φυσικά και δεν πεινάς», μάλωσε σιγανά τον εαυτό της. «Πώς πάω στο δωμάτιό μου;» «Ανεβαίνεις τις σκάλες, δεύτερη πόρτα αριστερά. Η μαμά σου είναι στο τελευταίο δωμάτιο δεξιά». «Εντάξει, θα πάω να τη δω». Άρχισα ν’ ανεβαίνω τις σκάλες. «Όχι, παιδί μου», είπε βιαστικά η Ρόζαλιν. «Άσ’ την. Ξεκουράζεται τώρα».
«Να την καληνυχτίσω θέλω μόνο», χαμογέλασα σφιγμένα. «Όχι, όχι, πρέπει να την αφήσεις στην ησυχία της», αποκρίθηκε αποφασιστικά. Ξεροκατάπια. «Καλά». Απομακρύνθηκα σιγά-σιγά και ανέβηκα πάνω. Όλα τα σκαλοπάτια έτριζαν κάτω απ’ τα πόδια μου. Από το πλατύσκαλο φαινόταν ακόμα ο διάδρομος. Η Ρόζαλιν στεκόταν εκεί και με κοιτούσε. Χαμογέλασα σφιγμένα και μπήκα στο δωμάτιό μου, έκλεισα την πόρτα αποφασιστικά πίσω μου κι έγειρα πάνω της, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Έμεινα κάνα πεντάλεπτο εκεί, δίχως να ρίξω ούτε ματιά στο δωμάτιο. Ήξερα ότι είχα άφθονο χρόνο μπροστά μου για να προσαρμοστώ στον καινούριο μου χώρο, πρώτα όμως έπρεπε να δω τη μητέρα μου. Άνοιξα αργάαργά την πόρτα, ξετρύπωσα το κεφάλι μου και κοίταξα από την κουπαστή του πλατύσκαλου για να δω τι γινόταν κάτω στο διάδρομο. Η Ρόζαλιν είχε φύγει. Άνοιξα περισσότερο την πόρτα και βγήκα. Πετάχτηκα μέχρι πάνω. Ήταν εκεί, στεκόταν έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της μαμάς, σαν σκύλος φύλακας. «Τώρα δα μπήκα μέσα για να δω τι κάνει», ψιθύρισε με τα πράσινα μάτια της να γυαλίζουν. «Κοιμάται. Καλά θα κάνεις να πας να ξεκουραστείς κι εσύ». Δεν μου αρέσει καθόλου να μου λένε τι να κάνω. Παλιά δεν έκανα ποτέ αυτό που μου έλεγαν, αλλά κάτι στη φωνή της Ρόζαλιν, κάτι στο ύφος της, η παράξενη αίσθηση που μου έδινε το σπίτι και η στάση της, μου έδειξαν ότι τώρα πια δεν είχα εγώ τον έλεγχο. Έτσι μπήκα πάλι στο δωμάτιό μου κι έκλεισα την πόρτα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αργότερα την ίδια νύχτα, όταν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό του σπιτιού ήταν σαν να φορούσε μάλλινο χοντρό καλσόν –τόσο πυκνό ήταν το σκοτάδι που δεν διέκρινα καν σχήματα–, ξύπνησα με την αίσθηση ότι βρισκόταν κάποιος μέσα στο δωμάτιό μου. Άκουγα μια ανάσα πάνω από το κρεβάτι μου και μύριζα ένα γνώριμο σαπούνι λεβάντα, οπότε έσφιξα δυνατά τα μάτια μου και συνέχισα να παριστάνω την κοιμισμένη. Δεν ξέρω πόση ώρα κάθισε εκεί η Ρόζαλιν και με κοιτούσε, αλλά μου φάνηκε σαν να πέρασε ολόκληρη αιωνιότητα. Ακόμα και αφού την άκουσα να βγαίνει από το δωμάτιο και να κλείνει σιγανά την πόρτα πίσω της, κράτησα τα μάτια μου ερμητικά κλειστά, ενώ η καρδιά μου σφυροκοπούσε τόσο δυνατά που φοβήθηκα πως θα την άκουγε, μέχρι που επιτέλους με πήρε ο ύπνος. 4 Ήρωες στο βιβλίο του Ρόαλντ Νταλ Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας, οι οποίοι σε πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του έργου είχαν χαρακτηριστική πορτοκαλιά επιδερμίδα. (ΣτΜ) 5 Στην Ιρλανδία, τη μεγαλύ τερη μέρα του χρόνου , την 2 1 η Ιου νίου , ο ήλιος δύ ει στις 9 :58 μ.μ. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΕΡΑ: Ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο
Το άλλο πρωί ξύπνησα γύρω στις έξι από τη φασαρία που έκαναν τα πουλιά καθώς κελαηδούσαν το ένα στο άλλο. Τα αδιάκοπα σφυρίγματα και τα τερετίσματά τους μ’ έκαναν να σκεφτώ ότι μες στη νύχτα το σπίτι είχε σηκωθεί στον αέρα και είχε μεταφερθεί στον κόσμο των πτηνών. Τα εγωιστικά θορυβώδη χωρατά τους μου θύμισαν τους οικοδόμους που μας έφτιαξαν την πισίνα, οι οποίοι έκαναν πολλή φασαρία όσο δούλευαν κι έδειχναν απίστευτο θράσος, λες και δεν ζούσαμε ακόμα μες στο σπίτι. Ήταν ένας τύπος, θυμάμαι, ο Στιβ, ο οποίος όλο προσπαθούσε να κρυφοκοιτάξει στο δωμάτιό μου την ώρα που ντυνόμουν. Έτσι λοιπόν, ένα πρωί, φρόντισα να του δείξω κάτι που θα θυμόταν για καιρό. Ας εξηγηθώ όμως καλύτερα για να μη σχηματίσετε λάθος εντύπωση: Πήρα, που λέτε, τρία ποστίς και τα καρφίτσωσα στο μπικίνι μου –φαντάζεστε πού–, έβγαλα το μπουρνούζι μου και άρχισα να περιφέρομαι στο δωμάτιο σαν τον Τσουμπάκα,6 παριστάνοντας ότι δεν ήξερα πως με κοιτούσε. Έπειτα από αυτό το συμβάν δεν ξανακοίταξε ποτέ στο δωμάτιό μου, αλλά θυμάμαι ότι μερικοί άλλοι με κοιτούσαν περίεργα όταν περνούσα από μπροστά τους, οπότε υποθέτω ότι τους το είπε, το καθίκι. Εδώ πάντως δεν θα είχαμε τέτοια παιχνίδια, εκτός και αν αποφάσιζα να σοκάρω κάναν κόκκινο σκίουρο και να τον γκρεμίσω από το κλαδί του. Οι άσπρες και μπλε καρό κουρτίνες δεν κρατούσαν έξω το φως του ήλιου. Το δωμάτιο ήταν ολοφώτιστο σαν μπαρ την ώρα που κλείνει· όλα τα ψεγάδια, όλοι οι μεθυσμένοι και οι χαρτοκλέφτες βγήκαν στη φόρα. Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, εντελώς ξύπνια, και παρατηρούσα το δωμάτιο που ήταν πια το δικό μου δωμάτιο. Δεν μου φαινόταν και πολύ δικό μου και αναρωτήθηκα αν θα το ένιωθα ποτέ έτσι. Ήταν απλό και απρόσμενα ζεστό, όχι μόνο από τον πρωινό ήλιο που ξεχυνόταν μέσα. Απέπνεε ζεστασιά και άνεση χάρη στα αυθεντικά κομμάτια της Λόρα Άσλεϊ, και παρότι συνήθως σιχαινόμουν αυτά τα γλυκανάλατα πράγματα, πρέπει να παραδεχτώ ότι εδώ μέσα ταίριαζαν γάντι. Εκεί που δεν ταίριαζαν ήταν στο δωμάτιο της φίλης μου, της Ζόι, το οποίο η μαμά της είχε διακοσμήσει έτσι ώστε να ταιριάζει σ’ ένα δεκάχρονο κοριτσάκι, σε μια οφθαλμοφανή προσπάθεια να πείσει τον εαυτό της πως η κόρη της ήταν γλυκιά και αθώα. Σαν να ήθελε να κλείσει την κόρη της μέσα σ’ ένα βαζάκι από αγγουράκια τουρσί. Δεν υπήρχε περίπτωση να πετύχει ποτέ. Δεν έφταιγε τόσο ότι η Ζόι ξεκαπάκωνε το βαζάκι όποτε η μητέρα της γύριζε την πλάτη, όσο ότι στη Ζόι άρεσαν κάπως υπερβολικά τα αγγουράκια τουρσί. Τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν κάτω από τα πρόστεγα του σπιτιού και γι’ αυτό τα ταβάνια είχαν κλίση προς τα παράθυρα. Στη μία γωνία ήταν μια ραγισμένη ασπροβαμμένη ξύλινη καρέκλα μ’ ένα παλιό άσπρο και μπλε καρό μαξιλάρι επάνω. Οι τοίχοι είχαν γαλάζιο χρώμα, αλλά δεν ήταν ψυχροί. Υπήρχε μια επίσης ασπροβαμμένη ξεχωριστή ντουλάπα, η οποία μου έφτανε μόνο για τα εσώρουχά μου. Το κρεβάτι μου είχε μεταλλικό σκελετό, άσπρα σεντόνια, μπλε λουλουδάτο κουβερλί και πρασινογάλαζο κασμιρένιο ριχτάρι στα πόδια. Πάνω από την πόρτα του δωματίου μου ήταν κρεμασμένος ένας απέριττος σταυρός. Στο περβάζι ήταν ένα βάζο φρέσκα αγριολούλουδα – λεβάντες, καμπανούλες και κάτι άλλα που δεν ήξερα πώς τα έλεγαν. Η Ρόζαλιν είχε κάνει πολύ κόπο. Φασαρία ακουγόταν από κάτω. Πιάτα κροτάλιζαν, νερό έτρεχε, μια τσαγιέρα σφύριζε, κάτι τσιτσίριζε σ’ ένα τηγάνι και σε λίγο η μυρωδιά του ανέβηκε μέχρι πάνω και τρύπωσε στο δωμάτιό μου. Συνειδητοποίησα τότε ότι είχα να φάω από χτες το μεσημέρι στο σπίτι της Μπάρμπαρα, όπου η Λούλου μας έφτιαξε θεϊκό σασίμι. Επίσης δεν είχα πάει τουαλέτα ακόμα, οπότε η κύστη και το στομάχι μου συνωμότησαν για να με κάνουν να σηκωθώ από το κρεβάτι. Την ώρα που σκεφτόμουν ακόμα να σηκωθώ ή να μη σηκωθώ, άκουσα την πόρτα δίπλα από το δωμάτιό μου να κλείνει και το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. Άκουσα το καπάκι της τουαλέτας να σηκώνεται και μετά ένα ρυάκι ούρων να πιτσιλάει τον πάτο της λεκάνης. Τα ούρα έπεφταν από ψηλά, οπότε, εκτός και αν η Ρόζαλιν πήγαινε προς νερού της σκαρφαλωμένη σε ξυλοπόδαρα, ήταν ο Άρθουρ. Κρίνοντας από τους θορύβους που ακούγονταν τόσο από την κουζίνα όσο και από το μπάνιο, υπέθεσα πως η μητέρα μου δεν βρισκόταν σε κανένα από τα δύο δωμάτια. Τώρα ήταν η ευκαιρία μου να τη δω. Φόρεσα τις μπότες μου, τύλιξα το γαλαζοπράσινο ριχτάρι γύρω από τους ώμους μου και βγήκα κλεφτά στο διάδρομο και από εκεί στο δωμάτιο της μαμάς. Αν και περπατούσα ανάλαφρα, οι σανίδες στο πάτωμα έτριζαν κάτω από κάθε μου βήμα. Όταν άκουσα το καζανάκι της τουαλέτας, έτρεξα στο διάδρομο και μπήκα στο δωμάτιο της μαμάς χωρίς να χτυπήσω. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να αντικρίσω, αλλά μάλλον κάτι που να θύμιζε περισσότερο την εικόνα που με καλωσόριζε κάθε πρωί εδώ και δύο εβδομάδες, δηλαδή ένα δωμάτιο θεοσκότεινο σαν σπηλιά και τη μαμά θαμμένη κάπου κάτω από το πάπλωμα. Εκείνο το πρωί, όμως, με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Το δωμάτιό της ήταν πιο φωτεινό ακόμα και από το δικό μου – ένα είδος βουτυρένιου κίτρινου που απέπνεε φρεσκάδα και καθαριότητα. Το βάζο στο περβάζι της ήταν γεμάτο νεραγκούλες και πικραλίδες, με μακριά πράσινα κοτσάνια δεμένα με κίτρινη κορδέλα. Το δωμάτιό της θα πρέπει να βρισκόταν ακριβώς πάνω από το καθιστικό, καθώς υπήρχε τζάκι στον τοίχο με μια φωτογραφία του Πάπα από πάνω, πράγμα που μου έφερε ανατριχίλα. Όχι ο Πάπας –φυσικά στον δικό μου τοίχο θα προτιμούσα τον Ζακ Έφρον–, αλλά η φωτιά μ’ έκανε να νιώσω άβολα. Ποτέ δεν μου πολυάρεσε η φωτιά. Η εστία είχε άσπρη κορνίζα και μαύρο εσωτερικό και φαινόταν
πολυχρησιμοποιημένη, πράγμα που μου φάνηκε παράξενο για ξενώνα. Θα πρέπει να είχαν πολλούς καλεσμένους, αν και δεν μου έδιναν την εντύπωση κοινωνικών, γλεντζέδων ανθρώπων. Τότε πρόσεξα το μπάνιο που βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο και συνειδητοποίησα πως η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ θα πρέπει να παραχώρησαν στη μαμά τη δική τους κρεβατοκάμαρα. Η μαμά καθόταν σε μια άσπρη κουνιστή πολυθρόνα, αλλά δεν κουνιόταν, και ήταν γυρισμένη προς το παράθυρο, το οποίο έβλεπε στον πίσω κήπο. Τα μαλλιά της ήταν προσεχτικά πιασμένα πίσω, φορούσε ροδακινί αεράτη μεταξωτή ρόμπα και το ίδιο ροζ κραγιόν που φορούσε κάθε μέρα από την κηδεία του μπαμπά και μετά. Στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένο ένα μικρό χαμόγελο –μικροσκοπικό, αλλά ήταν εκεί– κι έδειχνε να συλλογίζεται με βαθιά προσήλωση το χτες. Όταν πήγα κοντά της, σήκωσε τα μάτια και το χαμόγελό της πλάτυνε. «Καλημέρα, μαμά». Της έδωσα ένα φιλί στο μέτωπο και κάθισα δίπλα της, στην άκρη του ήδη στρωμένου κρεβατιού της. «Κοιμήθηκες καλά;» «Ναι, ευχαριστώ», είπε πρόσχαρα κι ένιωσα την καρδιά μου να αναθαρρεί. «Κι εγώ το ίδιο», συνειδητοποίησα την ώρα που το έλεγα. «Δεν έχει πολλή ησυχία εδώ πέρα;» Αποφάσισα να μην πω τίποτα για τη χθεσινοβραδινή παρουσία της Ρόζαλιν στο δωμάτιό μου, σε περίπτωση που το είχα δει στον ύπνο μου. Θα ήταν πολύ δυσάρεστο να κατηγορήσω κάποιον για κάτι τέτοιο, αν δεν έβρισκα πρώτα μερικές αποδείξεις ακόμα. «Ναι, πολύ», είπε πάλι η μαμά. Καθίσαμε μαζί κοιτώντας τον πίσω κήπο. Στο κέντρο των τεσσάρων στρεμμάτων του υπήρχε μια βελανιδιά με τα κλαδιά της απλωμένα περιμετρικά, τα οποία σε προκαλούσαν να τα σκαρφαλώσεις. Ήταν όμορφο δέντρο, καταπράσινο, και υψωνόταν με μεγαλοπρέπεια προς τα ουράνια. Ήταν γερό και δυνατό και κατάλαβα γιατί το κοιτούσε η μαμά. Ήταν ασφαλές και σίγουρο, και εφόσον έστεκε στο ίδιο σημείο εδώ και μερικές εκατοντάδες χρόνια, τότε είχες τη βεβαιότητα ότι θα έμενε στη θέση του λίγο καιρό ακόμα. Ήταν ένα σταθερό σημείο στις ετοιμόρροπες ζωές μας. Ένας κοκκινολαίμης πηδούσε από κλαδί σε κλαδί. Έμοιαζε τρισευτυχισμένος που είχε όλο το δέντρο δικό του, σαν παιδί που παίζει ολομόναχο μουσικές καρέκλες. Ήταν και αυτό από τα πράγματα που ποτέ στη ζωή μου μέχρι τώρα δεν είχα καθίσει να κοιτάξω: ένα δέντρο μ’ ένα πουλί. Αλλά ακόμα και να είχα θαυμάσει ποτέ μου κάτι ανάλογο, σίγουρα δεν το είχα παρομοιάσει με παιδί που παίζει μουσικές καρέκλες μοναχό του. Σοβαρά τώρα, η Ζόι και η Λόρα θα τα έβρισκαν σκούρα μαζί μου. Εδώ εγώ η ίδια είχα αρχίσει να τα βρίσκω σκούρα με τον εαυτό μου. Όταν τις συλλογίστηκα, ένιωσα ένα τσίμπημα νοσταλγίας. «Δεν μου αρέσει εδώ, μαμά», είπα εντέλει και συνειδητοποίησα πως η φωνή μου έτρεμε και πως ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα. «Δεν γίνεται να μείνουμε στο Δουβλίνο; Με φίλους;» Η μαμά με κοίταξε και χαμογέλασε ζεστά. «Ω, θα είμαστε μια χαρά εδώ. Θα είναι όλα μια χαρά». Ένιωσα τεράστια ανακούφιση όταν την άκουσα να το λέει, όταν άκουσα τη δύναμη, τη σιγουριά, την ηγετική ικανότητα που είχα τόσο ανάγκη. «Ναι, αλλά πόσο θα μείνουμε εδώ; Τι λένε τα σχέδιά μας; Πού θα πάω σχολείο τον Σεπτέμβρη; Θα συνεχίσω να πηγαίνω στο “Σεντ Μέρις”;» Τότε η μαμά, χωρίς να χάσει το χαμόγελό της, γύρισε από την άλλη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Θα είμαστε μια χαρά εδώ. Θα είναι όλα μια χαρά». «Το ξέρω, μαμά», είπα κι ένιωσα τον εκνευρισμό μου να φουντώνει, αλλά προσπάθησα να κρατήσω μαλακό τον τόνο της φωνής μου. «Μου το είπες, αλλά για πόσο;» Καμιά απάντηση. «Μαμά;» Η φωνή μου σκλήρυνε. «Θα είμαστε μια χαρά εδώ», επανέλαβε. «Θα είναι όλα μια χαρά». Είμαι καλός άνθρωπος, αλλά μόνο όταν το θέλω εγώ, οπότε έσκυψα κοντά στο αυτί της κι ετοιμαζόμουν να της πω κάτι πραγματικά φριχτό, το οποίο ούτε να γράψω δεν μπορώ, όταν ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα και αμέσως εμφανίστηκε η Ρόζαλιν. «Εδώ μου είστε και οι δύο», είπε λες και είχε φάει τον κόσμο να μας βρει. Απομακρύνθηκα βιαστικά από το αυτί της μαμάς και κάθισα πάλι στο κρεβάτι. Η Ρόζαλιν με κοίταξε διαπεραστικά σαν να διάβαζε τη σκέψη μου. Έπειτα, το πρόσωπό της μαλάκωσε και μπήκε μέσα κουβαλώντας έναν ασημένιο δίσκο στα χέρια. Φορούσε άλλο βαμβακερό φουστάνι μέχρι το γόνατο, κάτω από το οποίο φαινόταν το μεσοφόρι της στο χρώμα του δέρματος. «Λοιπόν, Τζένιφερ, ελπίζω να κοιμήθηκες καλά χτες βράδυ». «Ναι, πολύ καλά». Η μαμά την κοίταξε χαμογελαστή και τότε ένιωσα να με πνίγει η οργή, επειδή κορόιδευε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά εμένα δεν μπορούσε να με κοροϊδέψει. «Πολύ ωραία. Σου έφτιαξα λίγο πρωινό, μερικές μπουκίτσες μοναχά για να στυλωθείς…» Η Ρόζαλιν συνέχισε να φλυαρεί στο ίδιο πνεύμα ενώ άρχισε να τριγυρίζει σε όλο το δωμάτιο, να τραβάει έπιπλα, να σέρνει καρέκλες, να χτυπάει μαξιλάρια, κι εγώ την κοιτούσα. «Μερικές μπουκιές», είπε. «Μερικές μπουκιές» για μερικές εκατοντάδες νοματαίους. Ο δίσκος ήταν φορτωμένος μέχρι πάνω. Κομμένα φρούτα, δημητριακά, ένα πιάτο γεμάτο φρυγανιές, δύο βραστά αυγά, ένα μπολάκι με κάτι που έμοιαζε με μέλι, ένα άλλο μπολάκι μαρμελάδα φράουλα κι ένα άλλο μαρμελάδα πορτοκάλι. Ο δίσκος είχε ακόμα μια τσαγιέρα, μια γαλατιέρα, ένα μπολάκι ζάχαρη, καθώς και ένα σωρό μαχαιροπίρουνα και χαρτοπετσέτες. Για κάποια που το πρωινό της αποτελούνταν συνήθως από μία μπάρα δημητριακών κι έναν εσπρέσο στο πόδι –και αυτά μόνο από ανάγκη–, η μαμά είχε ν’ αντιμετωπίσει ένα βουνό. «Πολύ ωραία», είπε η μαμά μιλώντας στο δίσκο που τώρα βρισκόταν μπροστά της πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι, αλλά χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει τη Ρόζαλιν. «Σ’ ευχαριστώ». Αναρωτήθηκα τότε αν η μαμά είχε καταλάβει πως τα πράγματα που ήταν τοποθετημένα μπροστά της
έπρεπε να φαγωθούν από την ίδια και δεν αποτελούσαν απλώς εικαστική παρέμβαση. «Να ’σαι καλά. Λοιπόν, θα ήθελες κάτι άλλο;» «Το σπίτι της πίσω, τον έρωτα της ζωής της πίσω…» είπα σαρκαστικά. Στόχος του αστείου μου δεν ήταν η Ρόζαλιν, σε καμία περίπτωση δεν είχα πρόθεση να την περιγελάσω με το συγκεκριμένο σχόλιο. Απλώς ήθελα να ξεθυμάνω. Νομίζω όμως ότι η Ρόζαλιν το πήρε προσωπικά. Μου φάνηκε ταραγμένη και –πώς να το πω– σαν να πληγώθηκε, σαν να ήρθε σε δύσκολη θέση ή σαν να θύμωσε. Κοίταξε τη μαμά για να σιγουρευτεί ότι τα λόγια μου δεν την είχαν πληγώσει. «Μην ανησυχείς, δεν ακούει», είπα βαριεστημένα εξετάζοντας την ψαλίδα στις άκρες των μαλλιών μου. Παρίστανα την αδιάφορη, αλλά στην πραγματικότητα τα σχόλιά μου έκαναν την καρδιά μου να χτυπήσει άγρια στο στήθος μου. «Φυσικά και σ’ ακούει, παιδί μου», με ψευτομάλωσε η Ρόζαλιν, που συνέχισε να τριγυρίζει στο δωμάτιο τακτοποιώντας, σκουπίζοντας και ισιώνοντας. «Λες;» Ύψωσα το φρύδι. «Εσύ τι λες, μαμά; Θα είμαστε καλά εδώ;» Η μαμά με κοίταξε και χαμογέλασε. «Φυσικά και θα είμαστε μια χαρά εδώ». Την επόμενη φράση την είπα κι εγώ μαζί, μιμούμενη την ανησυχητικά πρόσχαρη φωνή της, κι έτσι μιλήσαμε σε τέλεια συμφωνία, πράγμα που νομίζω ότι έκανε τη Ρόζαλιν να ανατριχιάσει. Εγώ πάντως ανατρίχιασα όταν είπαμε μαζί με μια φωνή: «Θα είναι όλα μια χαρά». Η Ρόζαλιν σταμάτησε το ξεσκόνισμα και με κοίταξε. «Σωστά, μαμά. Θα είναι όλα μια χαρά». Η φωνή μου έτρεμε. Αποφάσισα να το πάω ένα βήμα παραπέρα. «Για κοίτα τον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο, ωραίος δεν είναι;» Η μαμά κοιτούσε το δέντρο στον κήπο με το ίδιο αδιόρατο χαμόγελο στα ροζ χείλη της. «Ναι. Ωραίος». «Το ήξερα ότι θα συμφωνούσες». Ξεροκατάπια, προσπαθώντας να μη βάλω τα κλάματα, και κοίταξα τη Ρόζαλιν. Νόμιζα ότι θα ένιωθα ικανοποίηση, αλλά όχι, ένιωσα απλώς ακόμα πιο χαμένη. Μέχρι τότε ήταν όλα στο μυαλό μου, ότι τάχα η μαμά δεν ήταν καλά, αλλά τώρα το είχα αποδείξει και αυτό δεν μου άρεσε. Ίσως τώρα να έστελναν επιτέλους τη μαμά σ’ έναν ψυχολόγο ή σ’ έναν ψυχίατρο και να την έκαναν καλά, ώστε να ξαναβρίσκαμε το χημικό ίχνος μας και να ακολουθούσαμε το δρόμο μας. «Το πρωινό σου είναι στο τραπέζι», είπε ξερά η Ρόζαλιν, προτού μου γυρίσει την πλάτη και φύγει απ’ το δωμάτιο. Αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο επιλύονταν όλα τα προβλήματα στην οικογένεια Γκούντγουιν. Μπορείς να τα διορθώσεις στην επιφάνεια, αλλά μείνε μακριά από τη ρίζα τους και, προς Θεού, μην τυχόν δώσεις σημασία στον ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο. Νομίζω ότι εκείνο το πρωινό συνειδητοποίησα επιτέλους πως ανέκαθεν στη ζωή μου υπήρχε ένας ελέφαντας σε κάθε δωμάτιο. Μάλιστα, δεν θα ήταν ψέμα αν έλεγα πως ήταν το κατοικίδιο της οικογένειάς μας. 6 Ο τριχωτός συ γκυ βερνήτης του Χαν Σόλο στον «Πόλεμο των Άστρων». (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΝΤΕ: Πάθος
Eτοιμάστηκα με την ησυχία μου, αφού ήξερα ότι δεν είχα να κάνω και τίποτε άλλο όλη μέρα. Στάθηκα τουρτουρίζοντας στη φιστικί μπανιέρα ενώ το ζεστό νερό έπεφτε πάνω μου σταγόνα-σταγόνα, με την ίδια ορμή που τρέχουν τα σάλια από το στόμα ενός μωρού. Νοστάλγησα τότε το μπάνιο με τα ροζ ιριδίζοντα πλακάκια, την ντουζιέρα με το υδρομασάζ και την τηλεόραση στον τοίχο. Μέχρι να καταφέρω να ξεπλύνω όλο το σαμπουάν από τα μαλλιά μου –δεν είχα την υπομονή να παλέψω με το μαλακτικό–, να στεγνώσω τα μαλλιά μου και να κατέβω για πρωινό, ο Άρθουρ έγλειφε τα τελευταία ίχνη φαγητού από το πιάτο του. Αναρωτήθηκα αν η Ρόζαλιν του είπε τι συνέβη στο δωμάτιο της μαμάς. Μάλλον όχι, γιατί αν ήταν έστω και λίγο καλός αδελφός, τότε θα βρισκόταν τώρα εκεί πάνω και θα έκανε κάτι γι’ αυτή την κατάσταση, την οποία δεν νομίζω ότι μπορούσε να διορθώσει και πολύ με τη μεγάλη μύτη του χωμένη στο φλιτζάνι του τσαγιού. «Καλημέρα, Άρθουρ», είπα. «Καλημέρα», είπε στον πάτο του φλιτζανιού του. Η χαρωπή νοικοκυρούλα Ρόζαλιν ανέλαβε δράση στο πι και φι και με πλησίασε φορώντας γιγάντια γάντια φούρνου στα χέρια. Της χτύπησα μερικές φορές τα χέρια με τις γροθιές μου κλειστές σαν μποξέρ. Δεν κατάλαβε το αστείο. Διαισθάνθηκα όμως ότι ο Άρθουρ, ο οποίος δεν είπε λέξη ούτε έκανε την παραμικρή σύσπαση ή οποιαδήποτε άλλη κίνηση του προσώπου, το κατάλαβε. «Ρόζαλιν, θέλω μόνο δημητριακά, σε παρακαλώ», είπα κοιτάζοντας γύρω μου. «Θα βάλω μόνη μου αν μου πεις πού είναι». Άρχισα ν’ ανοίγω ντουλάπια ψάχνοντας τα δημητριακά, αλλά κοντοστάθηκα κι έκανα ένα βήμα πίσω μόλις βρέθηκα μπροστά σ’ ένα δίφυλλο ντουλάπι γεμάτο από πάνω μέχρι κάτω με βάζα γεμάτα μέλι. Θα πρέπει να υπήρχαν πάνω από εκατό βάζα. «Ποπό...» Απομακρύνθηκα από τα ανοιχτά ντουλάπια. «Έχεις καμιά ψυχαναγκαστική διαταραχή με το μέλι;» Η Ρόζαλιν μπερδεύτηκε, αλλά χαμογέλασε και μου έδωσε ένα φλιτζάνι τσάι. «Πήγαινε κάτσε και σου φέρνω εγώ το πρωινό σου. Το μέλι μου το δίνει η αδελφή Ιγνάτιος», είπε χαμογελαστή. Το δυστύχημα ήταν ότι την ώρα που είπε το όνομα έπινα μια γουλιά τσάι και στραβοκατάπια από το γέλιο. Το τσάι μού βγήκε απ’ τη μύτη. Ο Άρθουρ μου έδωσε χαρτοπετσέτα και με κοίταξε εύθυμα. «Έχεις αδελφή που τη λένε Ιγνάτιο;» γέλασα δυνατά. «Μα καλά, έχει τελείως αντρικό όνομα. Τραβεστί είναι;» Κούνησα το κεφάλι γελώντας ακόμη. «Τραβεστί;» ρώτησε η Ρόζαλιν ζαρώνοντας το μέτωπο. Ξέσπασα σε βροντερά γέλια, αλλά μου κόπηκαν αμέσως όταν είδα το χαμόγελό της να σβήνει στη στιγμή, ενώ μετά έκλεισε τα ντουλάπια και πήγε στην κουζίνα του γκαζιού να μου φέρει πρωινό. Άφησε στο κέντρο του τραπεζιού ένα πιάτο φορτωμένο μπέικον, λουκάνικα, αυγά, φασόλια, πίτα και μανιτάρια. Ευχήθηκα να ερχόταν και η αδελφή Ιγνάτιος για πρωινό, γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να τα φάω όλα μόνη μου. Έπειτα η Ρόζαλιν εξαφανίστηκε, άρχισε να πηγαινοέρχεται πίσω μου και επέστρεψε μ’ ένα πιάτο γεμάτο φέτες του τοστ μέχρι πάνω. «Ωχ όχι, φτάνει. Δεν βάζω υδατάνθρακες στο στόμα μου», είπα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Υδατάνθρακες;» ρώτησε η Ρόζαλιν. «Ναι», απάντησα. «Μου φέρνουν πρήξιμο». Ο Άρθουρ άφησε το φλιτζάνι του στο πιατάκι και με κοίταξε κάτω από τα φουντωτά φρύδια του. «Άρθουρ, δεν μοιάζεις καθόλου με τη μαμά». Ένα βάζο μέλι ξέφυγε από τα χέρια της Ρόζαλιν και έσκασε πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. Εγώ και ο Άρθουρ πεταχτήκαμε πάνω και γυρίσαμε να την κοιτάξουμε. Παραδόξως το βάζο δεν έσπασε. Η Ρόζαλιν συνέχισε τη δουλειά της με αστραπιαία ταχύτητα, αφήνοντας μπροστά μου μαρμελάδα και μέλι, καθώς κι ένα πιάτο κουλουράκια. «Είσαι πάνω στην ανάπτυξη, έχεις ανάγκη να τρως». «Το μόνο σημείο που θέλω ν’ αναπτυχθεί βρίσκεται εδώ πάνω». Έδειξα το στήθος μου, 70Β νούμερο σουτιέν. «Αλλά δεν πρόκειται να τα καταφέρω με τούτο το πρωινό, εκτός κι αν παραγεμίσω το σουτιέν μου με λουκάνικα». Σειρά του Άρθουρ να στραβοκαταπιεί το τσάι του. Δεν ήθελα να τους προσβάλω άλλο, γι’ αυτό πήρα μια φέτα μπέικον, ένα λουκάνικο και μια ντομάτα. «Έλα, πάρε κι άλλα», είπε η Ρόζαλιν κοιτώντας το πιάτο μου. Γύρισα και κοίταξα τον Άρθουρ με φρίκη. «Άσ’ τη να φάει πρώτα αυτά», είπε σιγά ο Άρθουρ και σηκώθηκε με τα πιάτα του στα χέρια. «Άσ’ τα κάτω». Η Ρόζαλιν άρχισε να τον περιτριγυρίζει, έτσι που μου ήρθε να πάρω μια μυγοσκοτώστρα και
να την κοπανήσω. «Άντε να δουλέψεις τώρα». «Άρθουρ, δουλεύει κανείς στον πύργο;» «Στο ερείπιο;» ρώτησε η Ρόζαλιν. «Στον πύργο», αποκρίθηκα νιώθοντας αμέσως την ανάγκη να τον υπερασπιστώ. Αν ήταν ν’ αρχίσουμε τους βαριούς χαρακτηρισμούς, ας ξεκινούσαμε από τη μαμά καλύτερα, η οποία ήταν εμφανέστατα ένα ράκος, αλλά δεν τη χαρακτηρίζαμε ερείπιο. Παρέμενε γυναίκα. Ο πύργος μπορεί να μην ήταν όπως κάποτε, αλλά παρέμενε πύργος. Δεν έχω ιδέα πού όφειλα αυτή την πεποίθησή μου, αλλά άξαφνα μου ήρθε αυτή η επιφοίτηση και κατάλαβα ότι στο εξής δεν θα τον αποκαλούσα ποτέ ερείπιο. «Γιατί ρωτάς;» είπε ο Άρθουρ ενώ φορούσε ένα καρό φανελένιο πουκάμισο κι ένα αμάνικο γιλέκο με επένδυση από πάνω. «Χτες πήγα να ρίξω μια ματιά εκεί τριγύρω και μου φάνηκε πως είδα κάτι. Δεν ήταν τίποτα», είπα αμέσως μασουλώντας, αλλά από μέσα μου ευχήθηκα τα λόγια μου να μην τους έκαναν να μου απαγορεύσουν να ξαναπάω. «Κάνας αρουραίος θα ήταν», είπε η Ρόζαλιν και κοίταξε τον Άρθουρ. «Ποπό, τώρα νιώθω πολύ καλύτερα». Κοίταξα κι εγώ τον Άρθουρ, μήπως είχε να προσθέσει κάτι παραπάνω, αλλά δεν μίλησε. «Δεν πρέπει να τριγυρνάς ολομόναχη σ’ εκείνα τα μέρη», είπε η Ρόζαλιν σπρώχνοντας το πιάτο με το φαΐ πιο κοντά μου. «Γιατί;» Κανείς τους δεν είπε τίποτα. «Μάλιστα», είπα, ξεχνώντας το πρωινό. «Το θέμα θεωρείται λήξαν. Ήταν ένας γιγαντιαίος αρουραίος με μπόι ανθρώπου. Οπότε, αφού δεν επιτρέπεται να πηγαίνω εκεί, τι άλλο έχει να κάνει κανείς εδώ γύρω;» ρώτησα. Σιωπή. «Με ποια έννοια;» ρώτησε εντέλει η Ρόζαλιν, η οποία φαινόταν σαν κάτι να τη φόβιζε. «Κάτι για μένα. Τι υπάρχει; Μαγαζιά; Μπουτίκ; Καφετέριες; Υπάρχει τίποτα εδώ κοντά;» «Η πιο κοντινή πόλη είναι ένα τέταρτο μακριά», απάντησε η Ρόζαλιν. «Τέλεια. Θα πάω με τα πόδια μετά το πρωινό. Έτσι θα κάψω ό,τι έφαγα», χαμογέλασα κι έκοψα μια δαγκωνιά λουκάνικο. Η Ρόζαλιν χαμογέλασε πρόσχαρα, στήριξε το πιγούνι στο χέρι της και με κοίταξε. «Προς τα πού είναι λοιπόν;» ρώτησα καταπίνοντας το λουκάνικο και ανοίγοντας το στόμα μου για να δείξω στη Ρόζαλιν πως το είχα κατεβάσει. «Προς τα πού είναι τι;» Ευτυχώς έπιασε το υπονοούμενό μου και σταμάτησε να κοιτάζει. «Η πόλη. Βγαίνω από την πύλη και στρίβω αριστερά ή δεξιά;» «Α, όχι, δεν μπορείς να πας με τα πόδια. Είναι ένα τέταρτο με το αυτοκίνητο. Θα σε πετάξει ο Άρθουρ. Πού θες να πας;» «Πουθενά συγκεκριμένα. Έλεγα να ρίξω απλώς μια ματιά στην περιοχή». «Θα σε πετάξει ο Άρθουρ και θα έρθει να σε πάρει όταν θα είσαι έτοιμη». «Πόση ώρα θα κάνεις;» ρώτησε ο Άρθουρ ανεβάζοντας το φερμουάρ του γιλέκου του. «Δεν ξέρω», απάντησα κοιτάζοντας μία τον έναν και μία την άλλη, με τον εκνευρισμό να φουντώνει μέσα μου. «Είκοσι λεπτά; Μία ώρα; Αν δεν είναι πολύ, μπορεί να κάτσει να σε περιμένει εκεί», πρόσθεσε η Ρόζαλιν. «Δεν ξέρω πόση ώρα θα κάνω. Πού να ξέρω; Δεν ξέρω τι έχει η πόλη ή τι θα βρω να κάνω εκεί». Με κοίταξαν ανέκφραστα και οι δύο. «Θα πάρω ένα λεωφορείο ή κάτι τέτοιο και θα γυρίσω μόνη μου όταν θελήσω». Η Ρόζαλιν κοίταξε νευρικά τον Άρθουρ. «Δεν περνάνε λεωφορεία από δω». «Τι;» Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Και πώς πάτε όπου θέλετε;» «Με το αμάξι», απάντησε ο Άρθουρ. «Μα εγώ δεν οδηγάω». «Θα σε πετάξει ο Άρθουρ», επανέλαβε η Ρόζαλιν. «Ή θα πάει να σου πάρει ό,τι θες. Έχεις κάτι στο μυαλό σου; Θα σου το φέρει εκείνος, έτσι, Άρθουρ;» Ο Άρθουρ μυξο-ρουθούνισε. «Τι θες;» ρώτησε ανυπόμονα η Ρόζαλιν σκύβοντας μπροστά. «Ταμπόν», είπα απότομα, νιώθοντας πια τον εκνευρισμό να με πνίγει. Δεν ξέρω γιατί κάνω τέτοια πράγματα. Δηλαδή, ξέρω. Με είχαν τσαντίσει και οι δύο, να γιατί. Στο σπίτι ήμουν συνηθισμένη στην απόλυτη ελευθερία, όχι στην Ιερά Εξέταση. Είχα συνηθίσει να έρχομαι και να φεύγω όποτε ήθελα, όποτε μου κάπνιζε, για όσο μου άρεσε. Ούτε οι γονείς μου δεν έκαναν τόσες ερωτήσεις. Κανείς τους δεν είπε τίποτα. Έχωσα άλλο ένα κομμάτι λουκάνικο στο στόμα μου. Η Ρόζαλιν άρχισε να παίζει με το πετσετάκι κάτω από τα κουλουράκια. Ο Άρθουρ, πάλι, κοντοστάθηκε στην πόρτα περιμένοντας με κομμένη ανάσα ν’ ακούσει αν θα τον στέλναμε να μου φέρει ταμπόν ή όχι. Ένιωσα πως ήταν δική μου υποχρέωση να ηρεμήσω τα πνεύματα. «Δεν πειράζει», είπα αρχίζοντας να καλμάρω. «Σήμερα θα ρίξω μια ματιά εδώ γύρω. Μπορεί να πάω αύριο». Έτσι θα είχα κάτι να προσμένω. «Να πηγαίνω τότε». Ο Άρθουρ έγνεψε στη Ρόζαλιν. Η Ρόζαλιν πετάχτηκε σαν ελατήριο από την καρέκλα της, λες και την είχε τσιγκλήσει ένα αόρατο χέρι.
«Μην ξεχάσεις το θερμός σου». Άρχισε να τρέχει γύρω-γύρω στην κουζίνα λες και επρόκειτο να σκάσει ωρολογιακή βόμβα. «Ορίστε». Του έδωσε ένα θερμός κι ένα ταπεράκι. Δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο όταν είδα αυτή τη σκηνή. Κανονικά θα έπρεπε να με ξενίσει το γεγονός ότι του φερόταν σαν παιδάκι δημοτικού που πηγαίνει στο σχολείο του· όμως μου φάνηκε γλυκό. «Θες λίγα κι από αυτά για το ταπεράκι σου;» ρώτησα και του έδειξα το πιάτο με το φαγητό που είχα μπροστά μου. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπορέσω να τα φάω». Δεν το είπα με κακία. Εννοούσα ότι δεν μπορούσα να το φάω λόγω της ποσότητας, όχι εξαιτίας της γεύσης· δεν ήχησε καλά πάντως. Ή μπορεί να ήχησε καλά, αλλά αυτοί να το πήραν στραβά. Πού να ξέρω... Όπως και να έχει, δεν ήθελα να πάει χαμένο το φαγητό. Ήθελα να το μοιραστώ με τον Άρθουρ και να του το δώσω να το βάλει στο όμορφο ταπεράκι του, αλλά η Ρόζαλιν αντέδρασε σαν να είχε δεχτεί πάλι γροθιά στο στομάχι. «Δεν βαριέσαι, παίρνω εγώ λίγο τότε», είπε ο Άρθουρ κι ένιωσα πως το είπε μόνο και μόνο για να ευχαριστηθεί η Ρόζαλιν. Τα μάγουλα της Ρόζαλιν ρόδισαν και άρχισε να ψαχουλεύει μέσα σ’ ένα συρτάρι για να βρει άλλο ένα ταπεράκι. «Είναι πεντανόστιμο, Ρόζαλιν, λόγω τιμής, μόνο που συνήθως δεν τρώω τόσο πολύ το πρωί». Δεν μπορούσα να πιστέψω πόση συζήτηση γινόταν για το πρωινό. «Φυσικά, φυσικά», έγνεψε εμφαντικά, θαρρείς και ήταν βλακεία της που δεν ήξερε αυτή τη λεπτομέρεια. Μάζεψε το φαγητό, το έβαλε στο μικρό πλαστικό σκεύος και ο Άρθουρ έφυγε. Ενώ καθόμουν ακόμα στο τραπέζι προσπαθώντας να καταφέρω τις τρεις χιλιάδες φέτες του τοστ, οι οποίες θα μπορούσαν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικό υλικό για να ξαναχτιστεί ο πύργος, η Ρόζαλιν πήγε να πάρει το δίσκο από το δωμάτιο της μαμάς. Η μαμά δεν είχε ακουμπήσει το φαγητό. Με το κεφάλι σκυφτό, η Ρόζαλιν πήγε και άδειασε το δίσκο κατευθείαν στο σκουπιδοτενεκέ. Έπειτα από τη σκηνή που είχε προηγηθεί, ήξερα ότι αυτό το γεγονός την είχε πληγώσει. «Απλώς δεν είμαστε πολύ του πρωινού», της εξήγησα προσπαθώντας να της το φέρω όσο πιο μαλακά μπορούσα. «Το πρωί η μαμά τρώει συνήθως μία μπάρα δημητριακών κι έναν εσπρέσο στο πόδι». Η Ρόζαλιν γύρισε να με κοιτάξει με τ’ αυτιά τεντωμένα τώρα που είχε ακούσει να μιλάω για φαγητό. «Μπάρα δημητριακών;» «Ξέρεις, εκείνες τις γκοφρέτες με τα δημητριακά και τις σταφίδες και το γιαούρτι και τα λοιπά». «Σαν αυτό;» Μου έδειξε ένα μπολ με δημητριακά και σταφίδες κι ένα μπολάκι γιαούρτι. «Ναι, αλλά… σε μπάρα». «Μα ποια είναι η διαφορά;» «Ε, την μπάρα τη δαγκώνεις». Η Ρόζαλιν συνοφρυώθηκε. «Είναι πιο γρήγορο. Μπορείς να το φας στο πόδι». Προσπάθησα να της δώσω να το καταλάβει. «Στο αμάξι για τη δουλειά ή φεύγοντας από το σπίτι, κατάλαβες;» «Μα τι σόι πρωινό είναι αυτό; Μία μπάρα στο αμάξι;» Έβαλα τα δυνατά μου να μη γελάσω. «Να, ξέρεις, για να… γλιτώνεις χρόνο το πρωί». Το βλέμμα που μου έριξε ήταν λες και μου είχαν φυτρώσει δέκα κεφάλια, αλλά δεν είπε τίποτα παρά συνέχισε να συμμαζεύει την κουζίνα. «Πώς σου φαίνεται η μαμά;» ρώτησα όταν ένιωσα πως η σιωπή είχε κρατήσει υπερβολικά πολύ. Η Ρόζαλιν συνέχισε να καθαρίζει τους πάγκους με την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα. «Ρόζαλιν; Πώς σου φαίνεται ο τρόπος που φέρεται η μαμά;» «Πενθεί, παιδί μου», είπε βιαστικά. «Δεν νομίζω ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος πένθους, εσύ; Να λες πως υπάρχει ένας ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο». «Α, μα δεν σε άκουσε καλά», είπε ανάλαφρα. «Το μυαλό της είναι αλλού, αυτό είναι όλο». «Στο φρενοκομείο, να πού», ψέλλισα. Επειδή όλοι μου πετάνε διαρκώς το σχόλιο περί «πένθους», λες και γεννήθηκα χτες και δεν ξέρω πόσο δύσκολο είναι να χάνεις τον άνθρωπο με τον οποίο έζησες τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής σου, κάθισα λοιπόν και διάβασα πολύ για το πένθος. Αυτό που έμαθα είναι ότι δεν υπάρχει ένας καθιερωμένος τρόπος πένθους, σωστός ή λάθος. Δεν ξέρω αν συμφωνώ μ’ αυτό. Νομίζω ότι ο τρόπος που πενθεί η μαμά είναι λάθος. Η λέξη «πένθος» έχει κοινή ρίζα με τη λέξη «πάθος», που σημαίνει σωματική αρρώστια, βάσανο, μαρτύριο. Υποτίθεται ότι το πένθος σε κάνει να νιώθεις άρρωστος φορτώνοντάς σε θλίψη και άλλα παρόμοια συναισθήματα. Έτσι νιώθω εγώ: άρρωστη, σαν να πρέπει να σέρνω συνεχώς τα πόδια μου για να πάω οπουδήποτε, όλα γίνονται με πολύ κόπο, είναι σκοτεινά και απαίσια. Λες και το μυαλό μου είναι συνέχεια γεμάτο με πρωτόγνωρες σκέψεις που μου φέρνουν πονοκέφαλο. Η μαμά όμως; Η μαμά δείχνει πιο ανάλαφρη. Το πένθος δεν φαίνεται να την αρρώστησε καθόλου. Ίσα-ίσα που μοιάζει έτοιμη να πετάξει, λες κι έχει αρχίσει να υψώνεται στον αέρα, αλλά κανείς δεν φαίνεται να νοιάζεται ή να το προσέχει, κι εγώ είμαι η μόνη που στέκομαι από κάτω της, στο ύψος των αστραγάλων της, και προσπαθώ να την τραβήξω πάλι κάτω.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΞΙ: Το πούλμαν με τα βιβλία
Η κουζίνα ήταν καθαρή και συγυρισμένη· άστραφτε σαν ήλιος σχεδόν, και το μόνο πράγμα που δεν είχε φυλαχτεί κάπου σε κάποιο ράφι ήμουν εγώ. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να καθαρίζει με τόση ζέση και αποφασιστικότητα – σαν να εξαρτιόταν η ζωή της από αυτό. Η Ρόζαλιν ανασήκωσε τα μανίκια και ρίχτηκε στη δουλειά, με τους εκπληκτικά καλοσχηματισμένους δικέφαλους και τρικέφαλους μυς της να φουσκώνουν καθώς έτριβε και καθάριζε κάθε ίχνος, κάθε σημάδι ότι είχε υπάρξει ποτέ ζωή στο μέρος αυτό. Γι’ αυτό καθόμουν και κοιτούσα συνεπαρμένη, αλλά και με μια υποψία συγκαταβατικού οίκτου, ομολογώ, τούτη τη μάταιη επίδειξη σφοδρότατου γυαλίσματος και συγυρίσματος. Η Ρόζαλιν έφυγε από το σπίτι μ’ ένα δέμα φρεσκοψημένο μαύρο ψωμί που μύριζε τόσο όμορφα, ώστε οι σιελογόνοι αδένες και το ήδη γεμάτο στομάχι μου άρχισαν να συσπώνται. Την κοιτούσα από το μπροστινό παράθυρο του καθιστικού να διασχίζει γρήγορα το δρόμο, χωρίς το παραμικρό ίχνος θηλυκότητας πάνω της, και να πηγαίνει στο σπιτάκι απέναντι. Περίμενα στο παράθυρο, περίεργη να δω ποιος θ’ άνοιγε την πόρτα, αλλά η Ρόζαλιν πήγε από πίσω και μου χάλασε τη διασκέδαση. Αποφάσισα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και να περιπλανηθώ στο σπίτι χωρίς τη Ρόζαλιν στο σβέρκο μου, να μου εξηγεί την ιστορία πίσω απ’ όποιο πράγμα τύχαινε να κοιτάξω, όπως έκανε όλο το πρωί. «Α, το ντουλάπι. Είναι από δρυ. Χειμώνας ήταν όταν έπεσε ένα δέντρο από τ’ αστραπόβροντα και μείναμε μέρες χωρίς ηλεκτρικό. Ο Άρθουρ δεν κατάφερε να το σώσει – το δέντρο εννοώ, όχι το ηλεκτρικό· αυτό μας ξανάρθε». Νευρικό γελάκι. «Από εκείνο το δέντρο έφτιαξε το ντουλάπι. Είναι ό,τι πρέπει για ν’ αποθηκεύεις πράγματα». «Καλή δουλίτσα για τον Άρθουρ θα ήταν αυτή». «Α, όχι». Η Ρόζαλιν με κοίταξε σαν να είχα διαπράξει ύβρη. «Είναι χόμπι, όχι κόλπο για να βγάζει λεφτά». «Δεν μίλησα για κόλπο αλλά για επιχείρηση. Δεν υπάρχει τίποτα κακό σ’ αυτό», εξήγησα. Η Ρόζαλιν πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα της. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τι έλεγα και θυμήθηκα τον μπαμπά και, παρότι μισούσα ανέκαθεν αυτό το χούι του –την τάση του να τα βλέπει όλα σαν επιχείρηση–, τώρα ένιωσα μια όμορφη θαλπωρή μέσα μου. Όταν ήμουν παιδί κι έφερνα καμιά ζωγραφιά από το σχολείο, ο μπαμπάς έλεγε πως μπορούσα αυτομάτως να γίνω καλλιτέχνιδα, μόνο όμως από τους καλλιτέχνες που μπορούν να ζητήσουν εκατομμύρια για τα έργα τους. Αν επιχειρηματολογούσα με πάθος για κάτι, γινόμουν αμέσως δικηγόρος, μόνο όμως από τους δικηγόρους που ζητούσαν εκατοντάδες ευρώ την ώρα. Ήμουν καλλίφωνη και αυτομάτως θα πήγαινα να ηχογραφήσω στο στούντιο του φίλου του και θα γινόμουν το επόμενο μεγάλο αστέρι. Δεν το έκανε μόνο μ’ εμένα, αλλά με τα πάντα γύρω του. Γι’ αυτόν η ζωή ήταν γεμάτη ευκαιρίες και παρότι δεν πιστεύω πως αυτό είναι κατ’ ανάγκη κακό πράγμα, νομίζω όμως ότι ο πατέρας μου ήθελε να τις αρπάξει για όλους τους λάθος λόγους. Δεν είχε πάθος για την τέχνη, δεν τον ένοιαζε που οι δικηγόροι μπορούσαν να βοηθήσουν τον κόσμο, δεν τον ενδιέφερε καν η καλλιφωνία μου. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βγάλει παραπάνω χρήματα. Οπότε υποθέτω πως ήταν αναμενόμενο ότι η απώλεια των χρημάτων του τον σκότωσε στο τέλος. Τα χάπια και το ουίσκι ήταν μόνο τα καρφιά στο φέρετρο. «Εκείνη εκεί τη φωτογραφία κοιτάζεις;» συνέχιζε η Ρόζαλιν όταν είδε τη ματιά μου να γυρίζει στο δωμάτιο. «Την τράβηξε όταν επισκεφτήκαμε το Μονοπάτι του Γίγαντα.7 Έβρεχε όλη μέρα, αλλά ο καιρός άνοιξε λίγο την ώρα που ανεβαίναμε». Και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα. «Βλέπω, κοιτάζεις τις κουρτίνες. Χρειάζονται λίγο καθάρισμα. Θα τις ξεκρεμάσω αύριο να τις πλύνω. Αγόρασα το ύφασμα από μια πλασιέ που γύριζε από πόρτα σε πόρτα. Δεν το συνηθίζω, αλλά την είδα που ήταν ξένη και ήξερε κάτι λίγα αγγλικά και δεν είχε χρήματα αλλά όλο αυτό το ύφασμα. Μου αρέσει το λουλούδι στο σχέδιο. Νομίζω ότι ταιριάζει με το μαξιλάρι εκεί πέρα, εσύ τι λες; Μου περίσσεψε ένα σωρό, το έχω στο γκαράζ εδώ πίσω». Μετά κοίταξα το γκαράζ και η Ρόζαλιν είπε: «Με τα χέρια του το έφτιαξε ο Άρθουρ. Δεν ήταν εδώ όταν ήρθα να μείνω». Μου φάνηκε παράξενη η διατύπωσή της. Όταν ήρθα να μείνω. «Ποιος ζούσε πριν εδώ;» Η Ρόζαλιν γύρισε και με κοίταξε μ’ εκείνο το παράξενο βλέμμα στα διάπλατα μάτια της, το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή επιφύλασσε για την ώρα που έτρωγα. Δεν είπε τίποτα. Συνηθίζει να το κάνει αυτό στις πιο άσχετες στιγμές. Μπαινοβγαίνει στις συζητήσεις μας με βλέμματα και παύσεις, λες και χάνεται η σύνδεση με τον εγκέφαλό της. Φρίκαρα τόσο πολύ που γύρισα το κεφάλι και κοίταξα αλλού – απ’ ό,τι μου είπε αμέσως μετά, αυτό που κοίταξα ήταν το χαλί που της έδωσε κάποιος ως αντάλλαγμα για κάτι, τέλος πάντων… Εκείνο το πρωί όμως, που έμεινα μόνη και η Ρόζαλιν δεν παρενοχλούσε τις σκέψεις μου με τη νευρική πολυλογία της, μπόρεσα να κοιτάξω με την ησυχία μου το χώρο.
Το καθιστικό ήταν ζεστό, μπορώ να πω, αν και λίγο παλιό. Δηλαδή, πολύ παλιό, καμία σχέση με το σπίτι μου, που είναι –ήταν– μοντέρνο και τακτικό, με καθαρές και συμμετρικές γραμμές. Σε τούτο το δωμάτιο υπήρχαν παντού πράγματα. Έργα τέχνης που δεν ταίριαζαν με τους καναπέδες, παράξενα διακοσμητικά, τραπέζια και καρέκλες με λεπτά πόδια που κατέληγαν σε νύχια ζώων, δυο καναπέδες με εντελώς διαφορετικές ταπετσαρίες –η μία λουλουδάτη μπλε-ιβουάρ, ενώ η άλλη θύμιζε ξερατό γάτας– κι ένα τραπεζάκι σαλονιού που έπαιζε και ρόλο σκακιέρας. Το δωμάτιο έδινε την αίσθηση του ακανόνιστου, καθώς είχε κλίση από το τζάκι προς τη βιβλιοθήκη, πράγμα που μου προκαλούσε μια μικρή ναυτία. Πιο βαρυφορτωμένο απ’ όλα ήταν σίγουρα το τζάκι, το οποίο μου έφερνε ανατριχίλα με τα σύνεργα που είχε μπροστά του, αφού έμοιαζαν σαν ν’ ανήκαν σε αίθουσα μεσαιωνικών βασανιστηρίων: σκαλιστήρια από σφυρήλατο σίδερο με κεφάλια ζώων, φτυαράκια σε διάφορα μεγέθη, ένα παμπάλαιο φυσερό, ένα μαύρο μαντεμένιο πλέγμα μ’ ένα ζώο αγνώστου ταυτότητας μπροστά. Γύρισα την πλάτη στη φωτιά κι έστρεψα την προσοχή μου στη βιβλιοθήκη. Έφτανε από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, είχε σκαλίτσα και κάλυπτε όλο το μήκος του τοίχου. Ήταν γεμάτη βιβλία, φωτογραφίες, τσίγκινα δοχεία, αναμνηστικά κουτ ιά, άχρηστα μπιχλιμπίδια, τέτοια πράγματα. Τα περισσότερα βιβλία ήταν κηπουρικής και μαγειρικής, πολύ εξειδικευμένα και καθόλου του γούστου μου. Ήταν παλιά και πολυδιαβασμένα, μερικά σκισμένα κιόλας, από άλλα έλειπαν τα εξώφυλλα, κάποια είχαν κιτρινισμένες σελίδες και κάποια άλλα έμοιαζαν κατεστραμμένα από την υγρασία, αλλά σκόνη δεν έβλεπες πουθενά ούτε για δείγμα. Υπήρχε ένα τεράστιο βιβλίο, δερματόδετο σε κόκκινο χρώμα, το οποίο έμοιαζε πολύ παλιό και οι σελίδες του είχαν μαυρίσει από την κόκκινη βαφή που είχε τρέξει μέσα τους. Ήταν ο βρετανικός Νηογνώμονας Λόιντς 1919-1920, τόμος Β΄. Μέσα είχε εκατοντάδες σελίδες με ονόματα πλοίων σε αλφαβητική σειρά, επισημαίνοντας τους τόνους νεκρού φορτίου και τις χωρητικότητές τους σε αμπάρια και μόνιμα σκεπαστούς και κλειστούς χώρους. Το έβαλα προσεχτικά στη θέση του και σκούπισα τα χέρια πάνω στα ρούχα μου, γιατί δεν ήθελα να μολυνθώ με βακτήρια του 1919. Ένα άλλο βιβλίο μιλούσε για τα διάφορα δόγματα στον κόσμο και είχε στο εξώφυλλο το χρυσό έμβλημα ενός σταυρού χωμένου στη γη μ’ ένα φίδι να περιελίσσεται γύρω του. Δίπλα ήταν ένα βιβλίο ελληνικής μαγειρικής, παρότι αμφέβαλλα αν το σουβλάκι θα έβρισκε ποτέ θέση στο φούρνο της Ρόζαλιν. Το επόμενο βιβλίο ήταν Ο πλήρης οδηγός για το άλογο, αν και μάλλον δεν ήταν τόσο πλήρης, αφού υπήρχαν άλλα δώδεκα βιβλία για το ίδιο θέμα. Είχα διαβάσει μόνο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που μου έδωσε η Φιόνα στην κηδεία του μπαμπά μου, και πρέπει να ομολογήσω πως αυτό ήταν το περισσότερο που είχα διαβάσει ολόκληρη τη χρονιά, οπότε τα βιβλία που στοιβάζονταν στα ράφια δεν μου κίνησαν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον, όμως, ήταν το άλμπουμ με τις φωτογραφίες που βρήκα πλάι στα βιβλία. Βρισκόταν στο τμήμα της βιβλιοθήκης που φιλοξενούσε τους μεγάλους τόμους, δίπλα στα λεξικά, στην εγκυκλοπαίδεια, στον παγκόσμιο άτλαντα και τα λοιπά. Ήταν ένα παλιομοδίτικο άλμπουμ που θύμιζε κανονικό τυπωμένο βιβλίο – η ράχη του τουλάχιστον. Είχε κόκκινο βελούδινο εξώφυλλο με χρυσό ανάγλυφο πλαίσιο. Το πήρα κι έσυρα το δάχτυλο πάνω στο εξώφυλλο, αφήνοντας μια σκούρα γραμμή στο βελούδο. Κάθισα κουλουριασμένη στη δερμάτινη πολυθρόνα και δεν έβλεπα την ώρα να βυθιστώ στις αναμνήσεις κάποιου άλλου. Με το που άνοιξα την πρώτη σελίδα, όμως, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας μ’ έναν παρατεταμένο και διαπεραστικό ήχο που διέλυσε τη σιωπή και μ’ έκανε να πεταχτώ πάνω. Περίμενα –πρόσμενα σχεδόν– να δω τη Ρόζαλιν να διασχίζει τρέχοντας το δρόμο με το φόρεμά της ανασηκωμένο ψηλά στους μηρούς και αποκαλύπτοντας από κάτω απίστευτα μυώδεις γάμπες. Δεν φάνηκε όμως. Σιγή. Ούτε κιχ δεν ακούστηκε από τον επάνω όροφο, όπου ήταν η μαμά. Το κουδούνι χτύπησε πάλι, οπότε άφησα το άλμπουμ πάνω στο τραπέζι και κατευθύνθηκα στην εξώπορτα. Πηγαίνοντας, συνειδητοποίησα ότι τώρα ένιωθα το σπίτι λίγο περισσότερο δικό μου. Μέσα από το θαμπό χρωματιστό τζάμι της πόρτας κατάλαβα πως ο επισκέπτης ήταν άντρας. Μόλις άνοιξα, είδα πως ήταν ένας πανέμορφος άντρας, γύρω στα είκοσι, με σκούρα καστανά μαλλιά σηκωμένα με ζελέ, όπως σηκωμένος ήταν και ο γιακάς της πόλο μπλούζας του. Φτυστός με παίκτη του ράγκμπι που βγήκε βόλτα φορώντας τη στολή του. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και χαμογέλασε. «Γεια», είπε και το χαμόγελό του αποκάλυψε την ολόισια λευκή οδοντοστοιχία του. Στο ξυρισμένο του πιγούνι είχαν αρχίσει να διακρίνονται σαν σκιά τα γένια, ενώ τα μάτια του είχαν βαθύ μπλε χρώμα. Στο χέρι κρατούσε ένα ντοσιέ μ’ ένα σχεδιάγραμμα πιασμένο πάνω του. «Γεια», είπα και κύρτωσα την πλάτη μου γέρνοντας πάνω στην πόρτα. «Ο σερ Ιγνάτιος;» με ρώτησε. Χαμογέλασα. «Όχι εγώ». «Υπάρχει σερ Ιγνάτιος Πάουερ στο σπίτι;» «Αυτή τη στιγμή όχι. Έχει πάει να κυνηγήσει αλεπούδες με το λόρδο Κάσπερ». Μισόκλεισε με καχυποψία τα μάτια. «Πότε θα επιστρέψει;» «Μόλις πιάσει καμιά αλεπού, φαντάζομαι». «Χμ…» έγνεψε αργά κι έριξε μια ματιά γύρω του. «Είναι γρήγορες οι αλεπούδες εδώ γύρω;» «Προφανώς δεν είσαι από εδώ γύρω. Όσοι είναι από τούτα τα μέρη έχουν γνώση περί αλεπούδων». «Χμ... Πράγματι, δεν είμαι». Δάγκωσα το χείλι μου και προσπάθησα να μη χαμογελάσω. «Μπορεί να κάνει πολλή ώρα δηλαδή;» χαμογέλασε, καθώς διαισθάνθηκε πως δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. «Μπορεί να κάνει πάρα πολλή ώρα». «Ώστε έτσι». Έγειρε στην κολόνα της βεράντας και κάρφωσε τα μάτια του πάνω μου. «Τι;» είπα αμυντικά, νιώθοντας να λιώνω κάτω από το βλέμμα του. «Σοβαρά τώρα».
«Σοβαρά τώρα τι;» «Μένει πουθενά εδώ γύρω;» «Πάντως σίγουρα όχι πίσω από τούτη την πύλη». «Εσύ τι είσαι τότε;» «Εγώ είμαι Γκούντγουιν». «Δεν αμφιβάλλω καθόλου, αλλά εγώ σε ρώτησα το επώνυμό σου». Προσπάθησα να μη γελάσω, αλλά δεν κατάφερα να κρατηθώ. «Σάχλα, το ξέρω. Συγγνώμη», είπε ευγενικά. Συμβουλεύτηκε τότε το διάγραμμά του, αλλά φάνηκε να μπερδεύεται κι έξυσε το κεφάλι του ανακατεύοντας ακόμα περισσότερο τα μαλλιά του. Κοίταξα πάνω από τον ώμο του και είδα ένα άσπρο πούλμαν με την επιγραφή «Κινητή Βιβλιοθήκη» στο πλάι. Κάποια στιγμή, σήκωσε επιτέλους τα μάτια από το ντοσιέ. «Τότε, λοιπόν, έχω σίγουρα χαθεί. Δεν υπάρχει Γκούντγουιν στη λίστα μου». «Ω, το σπίτι δεν είναι στο όνομά μου». Μπερν ήταν το πατρικό της μητέρας μου, το επώνυμο του θείου Άρθουρ και το όνομα στο οποίο ήταν γραμμένο το σπίτι. Άρθουρ και Ρόζαλιν Μπερν. Τζένιφερ Μπερν – δεν μου ακουγόταν σωστό. Μου φαινόταν πως η μαμά ήταν ανέκαθεν μια Γκούντγουιν. «Οπότε εδώ πρέπει να είναι η οικία Κίλσανι;» είπε γεμάτος ελπίδα όταν σήκωσε τα μάτια από το διάγραμμά του. «Α, τους Κίλσανι θες», είπα και είδα αμέσως την ανακούφισή του. «Είναι στο διπλανό σπίτι, όπως πας αριστερά, πίσω από τα δέντρα», του χαμογέλασα. «Τέλεια, σ’ ευχαριστώ. Δεν έχω ξαναπεράσει από αυτά τα μέρη. Έχω αργήσει μία ώρα. Πώς είναι αυτοί οι Κίλσανι;» Ζάρωσε τη μύτη του. «Θα μου ψήσουν το ψάρι στα χείλη;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Δεν είναι πολύ ομιλητικοί. Μην ανησυχείς όμως, λατρεύουν τα βιβλία». «Ωραία. Θες να σταματήσω από δω στο γυρισμό για να ρίξεις μια ματιά στα βιβλία;» «Αμέ». Έκλεισα την πόρτα και ξέσπασα σε γέλια. Περίμενα το γυρισμό του με ενθουσιασμό, νιώθοντας φτερουγίσματα στην καρδιά και στο στομάχι μου, λες και ήμουν παιδάκι και έπαιζα κρυφτό. Είχα τουλάχιστον ένα μήνα να νιώσω έτσι. Σαν κάτι να άνοιξε πάλι μέσα μου. Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και άκουσα το πούλμαν να επιστρέφει. Το άκουσα που σταμάτησε έξω από το σπίτι και άνοιξα αμέσως την πόρτα. Το αγόρι βγήκε από το πούλμαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Όταν σήκωσε τα μάτια και με είδε που τον κοίταζα, κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν σπίτι οι Κίλσανι;» τον ρώτησα. Έβαλε τα γέλια και συνέχισε να έρχεται προς το μέρος μου. Ευτυχώς που το γέλιο του ήταν εύθυμο, όχι θυμωμένο. «Αποφάσισαν πως δεν θέλουν βιβλία, αφού δεν αγνοείται η τύχη μόνο του δεύτερου ορόφου, των περισσότερων τοίχων καθώς και της στέγης του σπιτιού τους, αλλά και της βιβλιοθήκης τους». Χαχάνισα. «Πολύ αστείο, δεσποινίς Γκούντγουιν». «Κυρία, παρακαλώ». «Είμαι ο Μάρκους». Μου έδωσε το χέρι του και το έσφιξα. «Ταμάρα». «Ωραίο όνομα», είπε γλυκά. «Σοβαρά τώρα, ξέρεις πού μένει αυτός ο σερ Ιγνάτιος Πάουερ των Αδελφών του Ελέους;» «Για μια στιγμή, δώσε μου να δω». Του άρπαξα το ντοσιέ από τα χέρια. «Δεν λέει “σερ”. Λέει “Sr”. Α-δελφή», είπα αργά. «Βρε χαζούλιακα», του έριξα μία στο κεφάλι με το ντοσιέ. «Καλόγρια είναι». Δεν ήταν τραβεστί τελικά. «Ω». Έβαλε τα γέλια και άρπαξε την άκρη του ντοσιέ. Το κράτησα γερά. Τράβηξε πιο δυνατά και με παρέσυρε έξω στη βεράντα. Από τόσο κοντά ήταν ακόμα πιο κούκλος. «Λοιπόν, εσύ είσαι η αδελφή;» με ρώτησε. «Μπας και έλαβες τη θεία κλήση σου;» «Η μόνη κλήση που έλαβα ήταν από ένα ινστιτούτο αισθητικής». Γέλασε. «Και ποια είναι τότε;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Το έχεις βάλει σκοπό να με κάνεις να χαθώ, έτσι;» «Κοίτα, κι εγώ χτες ήρθα, οπότε είμαι το ίδιο χαμένη μ’ εσένα». Δεν χαμογέλασα όταν το είπα, αλλά ούτε κι αυτός χαμογέλασε. Κατάλαβε. «Για το δικό σου καλό, εύχομαι ολόψυχα να μην είναι αλήθεια αυτό». Έριξε μια ματιά στο σπίτι. «Εδώ μένεις;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Ούτε πού μένεις δεν ξέρεις;» «Είσαι ένας άγνωστος που τριγυρνάει μ’ ένα πούλμαν γεμάτο βιβλία. Λες να κάτσω να σου πω πού μένω; Έχω ακουστά κάτι κουμάσια σαν εσένα», είπα. Άρχισα να ξεμακραίνω από το σπίτι και να προχωρώ προς το πούλμαν του. «Ώστε έτσι, ε;» Με ακολούθησε. «Ήταν ένας σαν εσένα που ξεγελούσε παιδιά για να μπουν στο πούλμαν του δελεάζοντάς τα με γλειφιτζούρια, αλλά με το που έμπαιναν μέσα, κλείδωνε τις πόρτες κι έφευγε. «Τον έχω ακουστά», είπε και τα μάτια του φωτίστηκαν. «Μαύρα μακριά λιγδιασμένα μαλλιά, μεγάλη μύτη, χλωμή επιδερμίδα, φορούσε στενό παντελόνι, χόρευε και τραγουδούσε πολύ. Είχε επίσης ιδιαίτερη συμπάθεια στα παιχνιδόκουτα;»
«Αυτόν ακριβώς λέω. Είναι φίλος σου;» «Ορίστε», ψαχούλεψε στην επάνω τσέπη του και ψάρεψε την ταυτότητά του. «Έχεις δίκιο, έπρεπε να σου τη δείξω νωρίτερα. Είναι δημόσια βιβλιοθήκη, με άδεια και τα πάντα. Είναι όλα επίσημα. Οπότε σου υπόσχομαι ότι δεν θα σε παγιδέψω μέσα». Εκτός και αν του το ζητούσα. Κοίταξα προσεχτικά την ταυτότητα. «Μάρκους Σάντχερστ». «Παρών. Θες να ρίξεις μια ματιά στα βιβλία;» Άπλωσε το χέρι και μου έδειξε το πούλμαν. «Το άρμα σας σας περιμένει». Κοίταξα γύρω, ψυχή δεν φαινόταν πουθενά, ούτε η μαμά. Και το σπιτάκι έδειχνε έρημο. Δεν είχα τίποτα να χάσω, οπότε αποφάσισα ν’ ανέβω. Τότε ο Μάρκους είπε τραγουδιστά τη λέξη «Παιδάκια» με φωνή ίδια με του κακού κλέφτη των παιδιών από την ταινία «Τσίτι Τσίτι Μπανγκ Μπανγκ» και άφησε ένα δυνατό ανατριχιαστικό γέλιο. Γέλασα κι εγώ. Στο εσωτερικό του πούλμαν, οι δύο πλευρές ήταν σκεπασμένες με εκατοντάδες βιβλία, χωρισμένα σε διάφορες κατηγορίες. Έσυρα το δάχτυλό μου πάνω τους χωρίς να διαβάζω πραγματικά τους τίτλους, γιατί ήμουν λίγο επιφυλακτική που βρισκόμουν μέσα στο πούλμαν μ’ έναν άγνωστο. Νομίζω πως το διαισθάνθηκε κι αυτός, γιατί έκανε μερικά βήματα μακριά μου, δίνοντάς μου άπλετο χώρο, και πήγε και στάθηκε δίπλα στην ανοιχτή πόρτα. «Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο;» τον ρώτησα. «Ε…. ο Σημαδεμένος». «Αυτό είναι ταινία». «Βασισμένη σε βιβλίο», είπε. «Όχι, δεν είναι. Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο;» «Οι Coldplay», απάντησε. «Η πίτσα… ξέρω κι εγώ...» «Εντάξει», είπα γελώντας, «ώστε δεν διαβάζεις». «Δεν θα το έλεγα, όχι». Κάθισε πάνω σε μια προεξοχή στο εσωτερικό. «Ελπίζω όμως πως αυτή η εμπειρία θα με αλλάξει σίγουρα προς το καλύτερο και ότι θα μεταλλαχτώ σε βιβλιοφάγο». Μιλούσε βαριεστημένα και η φωνή του ήταν τόσο χλιαρή και ψεύτικη, ώστε μου φάνηκε πως επαναλάμβανε απλώς κάτι που είχε ακούσει να λένε και στον ίδιο. Τον κοίταξα προσεχτικά. «Τι έγινε λοιπόν; Μήπως ο μπαμπάς σου ζήτησε χάρη από κανένα φίλο του να σου δώσει τη δουλειά;» Το σαγόνι του σφίχτηκε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο. Αμέσως ένιωσα πολύ άσχημα, σαν να έπρεπε να πάρω πίσω το τελευταίο σχόλιο. Ούτε που ξέρω γιατί το είπα. Ούτε που ξέρω πώς μου ήρθε. Απλώς είχα την αλλόκοτη αίσθηση ότι είχα πέσει κοντά. Νομίζω ότι πάνω του ίσως αναγνώρισα κάτι δικό μου. «Συγγνώμη, δεν ήταν αστείο», είπα. «Τι γίνεται εδώ πέρα λοιπόν;» είπα προσπαθώντας να διαλύσω την ένταση. «Πηγαίνεις σε σπίτια και δίνεις βιβλία;» «Είναι όπως μια κανονική βιβλιοθήκη», είπε ο Μάρκους διατ ηρώντας ακόμη μια δόση ψυχρότητας απέναντί μου. «Όσοι θέλουν να εγγραφούν, παίρνουν κάρτα μέλους κι έτσι έχουν το δικαίωμα να δανείζονται βιβλία. Πηγαίνω σε πόλεις όπου δεν υπάρχουν βιβλιοθήκες». «Ή άλλες μορφές ζωής», είπα κι έβαλε τα γέλια. «Τα βρίσκεις μπαστούνια εδώ πέρα, πρωτευουσιάνα;» Έκανα πως δεν άκουσα το σχόλιό του και συνέχισα να περιεργάζομαι τα βιβλία. «Ξέρεις τι θα άρεσε περισσότερο στους κατοίκους της περιοχής αντί για βιβλία;» Μου χαμογέλασε υπαινικτικά. «Όχι αυτό», είπα γελώντας. «Απ’ αυτό το πράγμα που σου λέω μπορείς να βγάλεις χρήματα, αρκεί να ξεφορτωθείς τα βιβλία». «Χα! Δεν μπορώ να πω ότι δείχνει μεγάλη καλλιέργεια αυτό», είπε. «Κοίτα, η περιοχή δεν διαθέτει γραμμή λεωφορείου και απ’ ό,τι φαίνεται υπάρχει μια πόλη σε απόσταση δεκαπέντε λεπτών με το αυτοκίνητο από δω – πώς να πάει λοιπόν κανείς εκεί;» «Ε… η απάντηση εμπεριέχεται στην ερώτησή σου». «Ναι, αλλά δεν οδηγώ επειδή είμαι...» κόμπιασα και ο Μάρκους χαμογέλασε. «Επειδή είμαι ανίκανη να οδηγήσω», ολοκλήρωσα. «Πώς; Θες να πεις ότι ο μπαμπάς σου δεν σου αγόρασε ακόμη ένα Mίνι Kούπερ; Μα αυτό είναι τελείως αισχρό», με μιμήθηκε. «Ακριβώς». «Εντάξει», κατέβηκε μ’ έναν πήδο από εκεί που καθόταν, ξεχειλίζοντας ενέργεια. «Έχω να πάω εκεί τώρα. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε μαζί σ’ αυτή τη θαυμαστή μαγική πόλη όπου δεν μπορεί να πατήσει ανθρώπινο πόδι;» Γέλασα. «Τέλεια». «Δεν πρέπει να το πεις σε κάποιον; Δεν θέλω να με πιάσουν για απαγωγή». «Μπορεί να μην είμαι οδηγός, αλλά δεν είμαι και παιδί». Γυρνούσα συνεχώς κι έριχνα ματιές προς το σπιτάκι. Η Ρόζαλιν έλειπε κάμποση ώρα. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε κοιτάζοντας γύρω-γύρω. «Απλώς πες το σε κάποιον, αν έχεις την καλοσύνη». Έδειχνε αγχωμένος και αυτός ήταν ο μόνος λόγος που έβγαλα το τηλέφωνό μου και τηλεφώνησα στο κινητό της μαμάς, το οποίο ξέρω ότι είχε έναν ολόκληρο μήνα να πιάσει στα χέρια της. Της άφησα μήνυμα. «Γεια, μαμά, εγώ είμαι. Είμαι έξω από το σπίτι, σ’ ένα πούλμαν γεμάτο βιβλία κι ένας νόστιμος τύπος θα με πάει στην πόλη. Θα γυρίσω σε λίγες ώρες. Σε περίπτωση που δεν γυρίσω, τον λένε Μάρκους Σάντχερστ, έχει ύψος ένα εβδομήντα οκτώ, μαύρα μαλλιά, γαλανά μάτια… Έχεις τατουάζ;» ρώτησα. Ανασήκωσε την μπλούζα του. Ωωω, γραμμωμένοι κοιλιακοί. «Έχει έναν κέλτικο σταυρό στην κάτω κοιλιακή χώρα, άτριχο στέρνο και χαζοχαρούμενο χαμόγελο. Του
αρέσει ο «Σημαδεμένος», οι Coldplay και η πίτσα και ελπίζει πως κάποια στιγμή θα χωθεί μέχρι τα μπούνια στον κόσμο του βιβλίου. Τα λέμε μετά». Έκλεισα το τηλέφωνο και ο Μάρκους ξέσπασε σε γέλια. «Με ξέρεις καλύτερα από τον περισσότερο κόσμο». «Πάμε να φύγουμε από δω», είπα. «Πάντα τόσο άσχημα συμπεριφέρεσαι;» ρώτησε. «Πάντα», απάντησα και ανέβηκα στη θέση του συνοδηγού έτοιμη να ζήσω την περιπέτεια μακριά από την οικία Κίλσανι. 7 Το Giant’s Causew ay στη Βόρεια Ιρλανδία είναι ένας ιδιόμορφος γεωλογικός σχηματισμός από πολύ γωνες πέτρινες στήλες, ο οποίος έχει ανακηρυ χθεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΠΤΑ: Θέλω
Mεσολάβησαν δώδεκα λεπτά αβίαστης και ούτε για μια στιγμή αμήχανης κουβεντούλας με τον Μάρκους, πριν φτάσουμε στην πόλη. Μόνο που «η πόλη» δεν είχε καμία απολύτως σχέση με ό,τι περίμενα να δω. Παρότι ο πήχης των προσδοκιών μου είχε πιάσει πάτο, αυτό που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν χίλιες φορές χειρότερο. Ήταν ένα κατσικοχώρι, αλλά δεν υπήρχε κατσίκι ούτε για δείγμα. Μόνο μία εκκλησία, ένα νεκροταφείο, δύο παμπ, ένα φαστφουντάδικο, ένα βενζινάδικο με πρακτορείο Τύπου κι ένα σιδεράδικο. Αυτά. Τελεία. Και παύλα. Θα πρέπει να μου ξέφυγε ένα κλαψούρισμα, γιατί ο Μάρκους γύρισε και με κοίταξε ανήσυχος. «Τι τρέχει;» «Τι τρέχει;» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα όταν γύρισα προς το μέρος του. «Τι τρέχει; Στο σπίτι έχω το Χωριό της Μπάρμπι, απ’ όταν ήμουν –πόσο να σου πω;– πέντε, που είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό εδώ». Προσπάθησε να μη γελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. «Δεν είναι και τόσο άσχημα. Άλλα είκοσι λεπτά και φτάνεις στο Ντανσόγκλιν, που είναι κανονική πόλη». «Άλλα είκοσι λεπτά; Μα ούτε καν εδώ, σε τούτη τη σκατότρυπα, δεν μπορώ να έρθω μόνη μου». Από την αγανάκτηση, τα μάτια μου άρχισαν να με καίνε, η μύτη μου να με τρώει, τα μάτια μου βούρκωσαν. Έτσι μου ερχόταν να κάνω το πούλμαν καλοκαιρινό και ν’ αρχίσω να ουρλιάζω. Όμως περιορίστηκα να γρυλίσω. «Τι στον κόρακα θα κάνω εδώ πέρα ολομόναχη; Θ’ αγοράσω κάνα φτυάρι και θα πάω να ξεθάψω τους νεκρούς εκεί πέρα; Και θα πάρω και μια μεγάλη μπίρα και μια μερίδα τηγανητές πατάτες για να μη σκάβω ξεροσφύρι;» Ο Μάρκους γέλασε συγκρατημένα και γύρισε αλλού προσπαθώντας να σοβαρέψει. «Ταμάρα, αλήθεια τώρα, δεν είναι τόσο άσχημα». «Είναι και παραείναι. Θέλω ένα λάτε με γεύση τζίντζερ κι ένα κουλούρι κανέλα, και τα θέλω τώρα», είπα πάρα πολύ ήρεμα, αν και την ίδια στιγμή καταλάβαινα πως είχα αρχίσει ν’ ακούγομαι όπως η Βιολέτα Μπορεγκάρ από το Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας. «Και όσο θα είμαι εκεί, θέλω να χρησιμοποιήσω το λάπτοπ μου και να εκμεταλλευτώ την υπηρεσία Wi-Fi που προσφέρουν, να συνδεθώ στο Ίντερνετ και να κοιτάξω τη σελίδα μου στο Facebook. Θέλω να μπω στο Topshop και στο Twitter. Και μετά θέλω να πάω παραλία με τους φίλους μου και ν’ αγναντέψω τη θάλασσα και να πιω ένα μπουκάλι κρασί και να γίνω τόσο λιώμα που να πέσω κάτω και να ξεράσω. Ξέρεις τώρα, τα φυσιολογικά πράγματα που κάνει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος. Αυτά θέλω κι εγώ». «Παίρνεις πάντα ό,τι θέλεις;» με κοίταξε ο Μάρκους. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Η αίσθηση πως ήμουν τρελά ερωτευμένη μαζί του είχε δημιουργήσει έναν γιγάντιο κόμπο που μου έφραζε το λαιμό. Οπότε έγνεψα μόνο. «Καλά», είπε και ζωήρεψε, ενώ εγώ ξεροκατάπια κι ένιωσα το ξεμυάλισμά μου με τον Μάρκους να κατεβαίνει γοργά τον οισοφάγο μου και να εγκαθίσταται στο στομάχι μου. «Ας δούμε τη θετική πλευρά». «Δεν υπάρχει θετική πλευρά». «Πάντα υπάρχει θετική πλευρά». Κοίταξε αριστερά και δεξιά, σήκωσε τα χέρια ψηλά και τα μάτια του φωτίστηκαν. «Δεν υπάρχει βιβλιοθήκη». «Ωχ Θεέ μου…» Έκανα πως άρχισα να κοπανάω το κεφάλι μου στο ταμπλό του πούλμαν. «Μάλιστα», γέλασε κι έσβησε τη μηχανή, «πάμε κάπου αλλού». «Δεν πρέπει να είναι αναμμένη η μηχανή για να πας κάπου αλλού;» ρώτησα. «Δεν θα πάμε οδικώς», είπε. Πέρασε πάνω από τη θέση του οδηγού και πήγε στο πίσω μέρος του πούλμαν. «Για να δούμε λοιπόν… πού να πάμε;» Σέρνοντας το δάχτυλό του πάνω στις ράχες των βιβλίων στο τμήμα με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, άρχισε να προχωράει από δίπλα και να διαβάζει δυνατά: «Παρίσι, Χιλή, Ρώμη, Αργεντινή, Μεξικό…» «Μεξικό», είπα στη στιγμή. Είχα γονατίσει πάνω στο κάθισμά μου και τον κοιτούσα. «Μεξικό», έγνεψε. «Ωραία επιλογή». Πήρε το βιβλίο από το ράφι και με κοίταξε. «Τι θα γίνει; Έρχεσαι; Η πτήση είναι έτοιμη προς αναχώρηση». Χαμογέλασα και πέρασα πάνω από την πλάτη του καθίσματος. Καθίσαμε δίπλα-δίπλα κατάχαμα, στο πίσω μέρος του πούλμαν, κι εκείνη τη μέρα πήγαμε στο Μεξικό. Δεν ξέρω αν ο Μάρκους έχει ιδέα πόσο σημαντική ήταν εκείνη η στιγμή για μένα. Σε πόσο μεγάλο βαθμό μ’ έσωσε πραγματικά από τον εαυτό μου, από την απόλυτη απελπισία. Ίσως και να ξέρει· μάλιστα, ίσως αυτό ακριβώς να ήθελε να πετύχει. Πάντως, το θέμα είναι πως τον είδα σαν έναν άγγελο που ήρθε στη ζωή μου με το πούλμαν και τα βιβλία του τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε. Ήταν ο άνθρωπος που με πήρε μακριά από έναν απαίσιο τόπο και με ταξίδεψε σε μέρη μακρινά. Στο Μεξικό δεν μείναμε όσο θα θέλαμε. Πήγαμε στο ξενοδοχείο μας, ανεβήκαμε στο δωμάτιό μας –δίκλινο, παρακαλώ–, παρατήσαμε τις τσάντες μας και μετά γραμμή για την παραλία. Αγόρασα ένα μπικίνι από έναν τύπο που τα πουλούσε στην παραλία, ο Μάρκους παράγγειλε κοκτέιλ και θα πήγαινε να κάνει τζετ σκι μόνος του –εγώ πάλι αρνήθηκα να φορέσω στολή καταδύσεων–, όταν ακούστηκε ο χτύπος στην πόρτα του πούλμαν.
Μια ηλικιωμένη κυρία, η οποία με κοίταξε με καχυποψία, ανέβηκε με σκοπό να βρει κάτι για να περάσει η ώρα της. Σηκωθήκαμε από κάτω κι εγώ άρχισα να χαζεύω τα ράφια, ενώ ο Μάρκους το έπαιζε οικοδεσπότης. Βρήκα ένα βιβλίο για το πένθος· μιλούσε για τρόπους αντιμετώπισης του προσωπικού πένθους ή βοήθειας προς ένα αγαπημένο πρόσωπο που πενθεί. Έμεινα λίγο κοντά σε τούτο το βιβλίο, με την καρδιά μου να σφυροκοπάει λες κι είχα ανακαλύψει το μαγικό εμβόλιο για όλες τις αρρώστιες του κόσμου. Δεν βρήκα όμως το θάρρος να το πάρω από το ράφι – δεν ξέρω γιατί. Δεν ήθελα να το δει ο Μάρκους, δεν ήθελα ν’ αρχίσει τις ερωτήσεις γι’ αυτό το πράγμα, δεν ήθελα ν’ αναγκαστώ να του μιλήσω για το θάνατο του μπαμπά, γιατί τότε θα ξαναγινόμουν αυτή ακριβώς που είμαι: ένα κορίτσι που ο πατέρας του μόλις έχει αυτοκτονήσει. Αν δεν του το έλεγα, όμως, δεν θα χρειαζόταν να είμαι εκείνο το κορίτσι – τουλάχιστον όταν ήμουν μαζί του. Δηλαδή, θα ήμουν εκείνο το κορίτσι μόνο μέσα μου. Θα την άφηνα να λυσσάει εσωτερικά, να αναβράζει υποδόρια, αλλά κατά τ’ άλλα θα πήγαινα στο Μεξικό και αυτή θα την άφηνα πίσω, στο σπίτι της πύλης του κάστρου. Το μάτι μου πήρε τότε έναν μεγάλο δερματόδετο τόμο στο τμήμα των μη μυθοπλαστικών βιβλίων. Ήταν χοντρό και καφέ και στη ράχη δεν έγραφε ούτε το συγγραφέα ούτε τον τίτλο. Το τράβηξα από το ράφι. Ήταν βαρύ. Οι σελίδες ήταν ακανόνιστες στις άκριες, σαν να τις είχε σκίσει κάποιος. «Δηλαδή, είσαι κάτι σαν Ρομπέν των Δασών στον κόσμο των βιβλίων», του είπα μόλις η ηλικιωμένη έφυγε μ’ ένα σκανδαλιστικό ρομάντζο παραμάσχαλα. «Φέρνεις βιβλία σε όσους δεν έχουν καθόλου;» «Κάπως έτσι. Τι κρατάς εκεί;» «Δεν ξέρω, δεν γράφει τίτλο μπροστά». «Για δες στη ράχη». «Όχι, ούτε εκεί». Πήρε ένα φάκελο από δίπλα του και σάλιωσε το δάχτυλο προτού γυρίσει τις σελίδες. «Πώς λένε το συγγραφέα;» «Δεν γράφει όνομα». Ο Μάρκους συνοφρυώθηκε και σήκωσε τα μάτια. «Δεν γίνεται. Άνοιξέ το και δες τι γράφει στην πρώτη σελίδα». «Δεν μπορώ», γέλασα. «Είναι κλειδωμένο». «Ω, έλα τώρα», χαμογέλασε, «μη με δουλεύεις, Γκούντγουιν». «Δεν σε δουλεύω», γέλασα και πήγα προς το μέρος του. «Στο λόγο μου, να, κοίτα». Του έδωσα τον τόμο και τα δάχτυλά μας αγγίχτηκαν φευγαλέα, γεννώντας ένα μυρμήγκιασμα σεισμικών διαστάσεων που διέτρεξε κάθε ερωτογενή ζώνη του κορμιού μου. Οι σελίδες του βιβλίου έκλειναν με χρυσό κούμπωμα από το οποίο κρεμόταν ένα μικρό χρυσό λουκέτο. «Τι στο…» είπε, προσπαθώντας ν’ ανοίξει την κλειδαριά και κάνοντας ένα σωρό γκριμάτσες που μου φάνηκαν πολύ αστείες. «Εμ τι θα διάλεγες εσύ; Το μοναδικό βιβλίο εδώ μέσα που δεν έχει συγγραφέα ή τίτλο και είναι κλειδωμένο με λουκέτο». Βάλαμε και οι δύο τα γέλια. Εγκατέλειψε την προσπάθεια ν’ ανοίξει το λουκέτο και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εκείνη ήταν η στιγμή που κανονικά έπρεπε να του πω: «Είμαι μόνο δεκαέξι». Δεν μπόρεσα όμως. Απλώς δεν μπόρεσα. Σας το είπα, ένιωθα μεγαλύτερη από τα χρόνια μου. Όλοι έλεγαν πως έδειχνα μεγαλύτερη. Ήθελα να είμαι μεγαλύτερη. Όχι ότι θα κυλιόμασταν στο πάτωμα και θα κάναμε σεξ επιτόπου, ούτε θα τον έχωναν φυλακή επειδή με γλυκοκοίταζε. Όπως και να έχει όμως… εκείνη ήταν η στιγμή που έπρεπε να του το πω. Αν πρωταγωνιστούσαμε σε κάποιο βιβλίο εποχής, τύπου Όσα παίρνει ο άνεμος, γραμμένο στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, τον παλιό καλό καιρό που οι γυναίκες ήταν ιδιοκτησία των αντρών και δεν έχαιραν καμίας προστασίας, τότε δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία· θα μπορούσαμε να κυλιστούμε ανάμεσα στις θημωνιές μέσα σε κανέναν αχυρώνα και να κάνουμε ό,τι μας άρεσε και κανείς δεν θα κατηγορούνταν για τίποτα. Έτσι μου ερχόταν να κάτσω να βρω το συγκεκριμένο βιβλίο στα ράφια, να το ανοίξω και να πηδήξω μέσα στις σελίδες του μαζί με τον Μάρκους. Αλλά δεν ήμασταν στο τότε. Ήμασταν στον εικοστό πρώτο αιώνα. Ήμουν δεκαέξι, δεκαεφτά σχεδόν, και αυτός είκοσι δύο. Το είχα δει στην ταυτότητά του. Ήξερα επίσης από προσωπική πείρα ότι η κάψα των αγοριών δεν θα κρατούσε μέχρι τα δέκατα έβδομα γενέθλιά μου. Σπανίως ένιωθαν την επιθυμία να ξαναγυρίσουν τον Ιούλιο. «Μη δείχνεις τόσο στενοχωρημένη», είπε και μου ανασήκωσε το πιγούνι με το δάχτυλό του. Δεν είχα πάρει είδηση πότε ήρθε τόσο κοντά μου, αλλά τον είδα φάντη μπαστούνι μπροστά μου. Βρεθήκαμε μύτη με μύτη. «Ένα βιβλίο είναι μόνο». Συνειδητοποίησα τότε ότι το έσφιγγα πάνω μου, το είχα τυλίξει και με τα δύο χέρια. «Μα μου αρέσει αυτό το βιβλίο», χαμογέλασα. «Κι εμένα μου αρέσει, και πάρα πολύ μάλιστα. Είναι ένα πονηρό, πανέμορφο βιβλίο, αλλά είναι προφανές ότι δεν μπορούμε να το διαβάσουμε τώρα αμέσως». Ζάρωσα τα μάτια και αναρωτήθηκα αν μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα. «Επομένως, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να κάτσουμε και να το κοιτάμε μέχρι να βρούμε το κλειδί». Χαμογέλασα κι ένιωσα τα μάγουλά μου να ροδίζουν. «Ταμάρα!» Άκουσα να με φωνάζουν. Μια τσιριχτή, απελπισμένη κραυγή. Οι ματιές μας ξεκόλλησαν κι έτρεξα στην πόρτα του πούλμαν. Ήταν η Ρόζαλιν. Έτρεχε στο δρόμο προς το μέρος μου, με το πρόσωπό της παραμορφωμένο και το βλέμμα της αγριεμένο και απειλητικό. Ο Άρθουρ έστεκε στο πεζοδρόμιο δίπλα στο αυτοκίνητό του και έδειχνε ήρεμος. Τότε κάλμαρα κι εγώ λιγάκι. Τι είχε κάνει τη Ρόζαλιν να βγει από τα ρούχα της; «Ταμάρα», είπε χωρίς ανάσα. Κοίταξε τον Μάρκους και μετά εμένα. «Γύρνα κοντά μας, παιδί μου. Έλα πίσω», πρόσθεσε με τρεμάμενη φωνή. «Θα γυρίσω», συνοφρυώθηκα. «Μία ώρα λείπω μόνο». Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν να σάστισε λίγο και γύρισε να κοιτάξει τον Μάρκους, λες και αυτός θα
εξηγούσε τα πάντα. «Τι τρέχει, Ρόζαλιν; Είναι καλά η μαμά;» Δεν είπε τίποτα. Ανοιγόκλεισε το στόμα της σαν να προσπαθούσε να βρει τις λέξεις. «Είναι καλά;» ρώτησα πάλι κι ένιωσα τον πανικό να φουντώνει μέσα μου. «Ναι», είπε, «φυσικά και είναι καλά». Εξακολουθούσε να δείχνει σαστισμένη, αλλά άρχισε να ηρεμεί κιόλας. «Τι σου συμβαίνει;» «Νόμιζα πως…» άφησε τη φράση της μισοτελειωμένη και κοίταξε γύρω της το χωριό. Τότε, σαν να συνειδητοποίησε πού βρισκόταν, ίσιωσε την πλάτη, πέρασε το χέρι πάνω από τα μαλλιά της για να τα στρώσει και έσιαξε το φόρεμά της, που είχε γεμίσει ζάρες κατά τη διαδρομή με το αυτοκίνητο. Πήρε μικρές ανάσες και την είδαμε να ηρεμεί εμφανέστατα. «Θα γυρίσεις πίσω;» «Μα ναι, φυσικά», είπα συνοφρυωμένη. «Είπα στη μαμά πού θα πάω». «Ναι, μα η μητέρα σου…» «Η μητέρα μου τι;» Η φωνή μου σκλήρυνε. Αφού η μητέρα μου ήταν τόσο καλά, τότε το γεγονός ότι της το είπα θα έπρεπε να είναι αρκετό. Ο Μάρκους είχε βάλει το χέρι του στη μέση μου και ο αντίχειράς του διέγραφε καθησυχαστικούς κύκλους σ’ ένα σημείο χαμηλά στην πλάτη μου, θυμίζοντάς μου το Μεξικό και όλα τ’ άλλα μέρη όπου μπορούσα να πάω. «Καλύτερα να πας μαζί της», είπε σιγανά ο Μάρκους. «Έτσι κι αλλιώς έχω να πάω αλλού τώρα. Μπορείς να το κρατήσεις αυτό». Μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού του έδειξε το βιβλίο που κρατούσα στην αγκαλιά μου. «Ευχαριστώ. Θα σε ξαναδώ;» Σήκωσε τα μάτια ψηλά, απηυδισμένος τάχα. «Φυσικά, Γκούντγουιν. Και τώρα δίνε του». Όταν πέρασα απέναντι και μπήκα πίσω στο Λαντ Ρόβερ, είδα να μας κοιτάζουν τρεις άντρες που στέκονταν και κάπνιζαν έξω από την παμπ. Όχι ότι είναι ασυνήθιστο να σε κοιτάζουν, αλλά είχε κάτι παράξενο ο τρόπος τους. Ο Άρθουρ τους χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα. Η Ρόζαλιν κράτησε το κεφάλι σκυφτό και τα μάτια καρφωμένα κάτω. Ένιωθα τα μάτια των τριών αντρών να μας ακολουθούν και τους κοίταξα κι εγώ, γιατί ήθελα να καταλάβω τι πρόβλημα είχαν ακριβώς. Μήπως ότι ήμουν καινούρια; Κατάλαβα όμως πως δεν έφταιγε αυτό, αφού δεν κοιτούσαν εμένα. Τα μάτια όλων ήταν στραμμένα στον Άρθουρ και στη Ρόζαλιν. Στο αυτοκίνητο, στο δρόμο για το σπίτι, δεν είπε κανείς κουβέντα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, πήγα να δω τι έκανε η μαμά, αν και η Ρόζαλιν μου είπε να μην πάω. Καθόταν ακόμα ακίνητη στην κουνιστή πολυθρόνα και κοιτούσε έξω στον κήπο. Κάθισα λίγο μαζί της και μετά έφυγα. Κατέβηκα στο καθιστικό, στην πολυθρόνα όπου καθόμουν πριν από τον ερχομό του Μάρκους. Πήγα να πάρω το άλμπουμ με τις φωτογραφίες, αλλά δεν ήταν εκεί. Το είχε μαζέψει πάλι η Ρόζαλιν. Αναστέναξα και πήγα να το βρω στη βιβλιοθήκη. Δεν βρισκόταν εκεί. Έψαξα όλα τα βιβλία σ’ εκείνο το ράφι, αλλά άφαντο το άλμπουμ. Άκουσα ένα τρίξιμο στην πόρτα και γύρισα απότομα να κοιτάξω. Η Ρόζαλιν στεκόταν εκεί. «Ρόζαλιν!» είπα και το χέρι μου ανέβηκε στην καρδιά μου. «Με κοψοχόλιασες». «Τι έκανες;» ρώτησε με τα δάχτυλά της να τσαλακώνουν και μετ ά να ισιώνουν την ποδιά που φορούσε πάνω από το φουστάνι της. «Απλώς έψαχνα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες που είχα δει νωρίτερα». «Άλμπουμ;» Έγειρε το κεφάλι στο πλάι, με το μέτωπο αυλακωμένο από ρυτίδες και το πρόσωπο σφιγμένο από τη σύγχυση. «Ναι, το είδα πριν, πριν περάσει η κινητή βιβλιοθήκη. Ελπίζω να μη σε πειράζει, το πήρα για να το δω, αλλά τώρα…» Σήκωσα τα χέρια ψηλά και γέλασα. «Εξαφανίστηκε μυστηριωδώς». Κούνησε το κεφάλι. «Όχι, παιδί μου». Κοίταξε πίσω της και μετά χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της και είπε ψιθυριστά: «Σουτ τώρα». Ο Άρθουρ μπήκε με την εφημερίδα στο χέρι και η Ρόζαλιν βουβάθηκε. Ο Άρθουρ κοίταξε εμένα και μετά αυτήν. Η Ρόζαλιν κοίταξε νευρικά τον Άρθουρ. «Πρέπει να πάω να δω το φαγητό. Αρνίσια παϊδάκια έχουμε απόψε», είπε σιγανά. Της έγνεψε και την κοιτούσε που βγήκε από το δωμάτιο. Ο τρόπος με τον οποίο είδα να την κοιτάζει ήταν ο λόγος που δεν ρώτησα τον Άρθουρ για το άλμπουμ. Ο τρόπος που την κοίταξε μ’ έκανε να σκεφτώ πολλά πράγματα για τον Άρθουρ. Πιο αργά το βράδυ, τους άκουσα στην κρεβατοκάμαρά τους· κάτι πνιχτούς ήχους αυξομειούμενης έντασης. Δεν ήμουν σίγουρη αν μάλωναν ή κάτι άλλο, πάντως ακουγόταν διαφορετικό από τον τρόπο που μιλούσαν κανονικά. Ήταν κανονική συζήτηση και όχι μια σειρά από σχόλια τα οποία πετούσαν εναλλάξ συναμεταξύ τους. Ό,τι και να έλεγαν πάντως, έβαζαν τα δυνατά τους να μην τους ακούω. Κόλλησα το αυτί μου στον τοίχο και τη στιγμή που αναρωτιόμουν για το λόγο της ξαφνικής σιγής, άνοιξε η πόρτα του δωματίου μου και είδα τον Άρθουρ να με κοιτάζει. «Άρθουρ», είπα και απομακρύνθηκα από τον τοίχο, «πρέπει να χτυπάς προτού μπεις. Εδώ είναι ο προσωπικός μου χώρος». Αν και μόλις με είχε πιάσει στα πράσα με το αυτί κολλημένο στον τοίχο, είχε τη σύνεση να μην το σχολιάσει καθόλου. «Θες να σε πάω αύριο στο Δουβλίνο;» μουρμούρισε θυμωμένα. «Τι;» «Για να μείνεις σε καμιά φίλη». Ο ενθουσιασμός μου ήταν τέτοιος που άρχισα να χτυπάω τις γροθιές μου στον αέρα και πήρα αμέσως τηλέφωνο τη Ζόι. Όσο για τον ξαφνικό λόγο της αποπομπής μου, είτε ξέχασα είτε δεν μ’ ενδιέφερε να ρωτήσω. Έτσι έγινε λοιπόν και πήγα να μείνω στης Ζόι. Μπορεί να είχα μείνει μόλις δύο βράδια στο σπίτι της πύλης, αλλά ένιωθα ήδη διαφορετικά γυρίζοντας πίσω στο Δουβλίνο. Πήγαμε στο καθιερωμένο σημείο στην παραλία,
δίπλα στο σπίτι μου. Μου φάνηκε διαφορετικό και δεν μου άρεσε. Ένιωσα διαφορετικά και ούτε αυτό μου άρεσε. Δίπλα από την πύλη του σπιτιού μου ήταν στημένη μια πωλητήρια πινακίδα. Όποτε την κοιτούσα, ένιωθα το αίμα μου να κοχλάζει, την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα και μια ακατανίκητη επιθυμία να ουρλιάξω σαν αερικό – γι’ αυτό σταμάτησα απλώς να κοιτάζω. Η Ζόι και η Λόρα με έβλεπαν ήδη σαν να ήμουν εξωγήινη που είχα έρθει από άλλον πλανήτη, είχα ξεκοιλιάσει την καλύτερή τους φίλη και είχα πάρει τη μορφή της, και ό,τι και να έλεγα το επέκριναν, το ανέλυαν και το παρερμήνευαν. Μόλις είδαν την πωλητήρια πινακίδα, οι δυο φίλες μου ενθουσιάστηκαν επιδεικνύοντας νοοτροπία λοκατζή. Η Ζόι άρχισε να λέει να κάνουμε διάρρηξη στο σπίτι και να περάσουμε εκεί το απόγευμα, λες και τη δεδομένη στιγμή της ζωής μου ήταν σωστό ν’ ακούω τέτοια πράγματα. Η Λόρα, πάλι, επέδειξε λίγο μεγαλύτερη ευγένεια και με κοίταζε αβέβαια όσο η Ζόι μας είχε γυρίσει την πλάτη και επιθεωρούσε την είσοδο προκειμένου να αξιολογήσει την κατάσταση. Όταν είδε όμως πως δεν έφερνα αντίρρηση, υιοθέτησε και αυτή την ιδέα, παρασυρμένη σαν το φελλό που επιπλέει στη θάλασσα. Δεν ξέρω πώς το έκανα, αλλά το θέμα είναι ότι κατάφερα να τις ξενερώσω και να τους βγάλω από το μυαλό την ιδέα της επιδρομής στο κατασχεθέν σπίτι μου, εκεί όπου είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας μου. Αντί να κάνουμε διάρρηξη, λοιπόν, μεθύσαμε και αρχίσαμε να καταστρώνουμε σχέδια ενάντια στον Άρθουρ και στη Ρόζαλιν, καθώς και στους φριχτούς επαρχιώτικους τρόπους τους. Τους είπα –όχι, δεν τους είπα απλώς, τους αποκάλυψα– τι έγινε με τον Μάρκους και το πούλμαν με τα βιβλία, και αυτές έβαλαν τα γέλια και είπαν πως τους φαινόταν εντελώς σπασίκλας, καθώς και ότι η κινητή βιβλιοθήκη ήταν το πιο γελοίο και βαρετό πράγμα που είχαν ακούσει ποτέ στη ζωή τους. Λες και δεν έφτανε που υπήρχαν ολόκληρα δωμάτια γεμάτα βιβλία… ακούς εκεί να κάνεις τα βιβλία ακόμα πιο προσιτά… ε, αυτό πια ήταν κανονικό πανηγύρι για σπασικλάκια. Το σχόλιό τους με πλήγωσε αφάνταστα, αν και δεν μπορούσα να καταλάβω το λόγο. Προσπάθησα να το κρύψω, αλλά η αλήθεια είναι ότι μέσα σε μια στιγμή κατάφεραν να ποδοπατήσουν τη μοναδική πηγή χαράς και διαφυγής από την πραγματικότητα που είχα βρει όλον εκείνο το μήνα μετά το θάνατο του πατέρα μου. Νομίζω ότι εκείνη ήταν η στιγμή που άρχισα να υψώνω έναν τοίχο ανάμεσά μας. Το κατάλαβαν κι αυτές. Η Ζόι με κοιτούσε μ’ εκείνο το λοξό εξονυχιστικό βλέμμα που επιφυλάσσει σε όποιον είναι έστω και λίγο διαφορετικός, καθώς το να είσαι διαφορετικός είναι γι’ αυτήν η βαρύτερη προσβολή στον κόσμο. Δεν ήξεραν γιατί, δεν διανοήθηκαν στιγμή ότι ο συναισθηματικός αντίκτυπος όσων είχα περάσει δεν θα με άλλαζε μόνο επιδερμικά για λίγες εβδομάδες, αλλά θα με άλλαζε μέχρι το μεδούλι για πάντα. Έλεγαν απλώς ότι η επαρχιώτικη ζωή είχε αρχίσει να με επηρεάζει αρνητικά. Όμως εγώ ένιωθα σαν να με τσαλαπάτησαν, όπως το λουλούδι που το πατάει κάποιος με το πόδι αλλά δεν το σκοτώνει· και όπως το φυτό, έτσι κι εγώ δεν είχα άλλη επιλογή από το να συνεχίσω να αναπτύσσομαι προς διαφορετική κατεύθυνση από εκείνη που ακολουθούσα μέχρι τότε. Όταν η Ζόι βαρέθηκε, ή φοβήθηκε, να συζητήσει πράγματα για τα οποία δεν είχε την παραμικρή ιδέα, πήρε τηλέφωνο τον Φιάκρα, τον Γκαρόιντ και τον τρίτο σωματοφύλακα, τον Κολμ, τον οποίο φώναζα Καμπάιστ – που σημαίνει «λάχανο» στα ιρλανδικά. Ποτέ στη ζωή μου δεν του είχα απευθύνει κανονικά το λόγο. Η Ζόι τακίμιασε με τον Γκαρόιντ, ο Φιάκρα ζευγάρωσε με τη Λόρα, τον οποίο έδειχνε να έχει ξεπεράσει η Ζόι, ενώ εγώ και ο Καμπάιστ καθίσαμε απλώς στην ακρογιαλιά και αγναντεύαμε τη θάλασσα, την ώρα που οι άλλοι τέσσερις κυλιόντουσαν στην άμμο κάνοντας σαλιάρικους ήχους. Ο Καμπάιστ έπινε πότε-πότε από ένα μπουκαλάκι βότκα και περίμενα ότι από στιγμή σε στιγμή θα με χούφτωνε. Έφερε το μπουκάλι στο στόμα και κατέβασε άλλη μια γουλιά, και πίστευα ότι τότε θα μου έσκαγε εκείνο το άτσαλο, σαλιάρικο φιλί με γεύση βότκα, το οποίο με έκαιγε λίγο και συγχρόνως μου προκαλούσε αναγούλα. Δεν το έκανε όμως. «Λυπάμαι για τον πατέρα σου», είπε σιγά. Το σχόλιό του με εξέπληξε και ξαφνικά μ’ έπιασε τέτοια συγκίνηση που δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Δεν μπορούσα να του απαντήσω, ούτε καν να τον κοιτάξω. Κοίταξα από την άλλη και άφησα το αεράκι να με φυσήξει και να φέρει τα μαλλιά μπροστά στο πρόσωπό μου, κολλώντας τα πάνω στα καυτά δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλά μου. Το γεγονός ότι με είχαν ποδοπατήσει ήταν ολοφάνερο. Αυτό που είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι χωρίς σταματημό ήταν προς ποια κατεύθυνση θα μεγάλωνα τώρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΚΤΩ: Ο μυστικός κήπος
Oποτε έφευγα από το σπίτι για διάστημα μεγαλύτερο απ’ ό,τι συνήθως, για να πάω σχολική εκδρομή στο εξωτερικό, ας πούμε, ή όποτε πηγαίναμε με φίλους για ψώνια στο Λονδίνο, έπαιρνα πάντα μαζί μου κάτι που μου θύμιζε το σπίτι – κάτι μικρό. Κάποια Χριστούγεννα ήμασταν στον μπουφέ ενός ξενοδοχείου και ο μπαμπάς μου σούφρωσε έναν μικρό πλαστικό πιγκουίνο που στόλιζε την κορυφή μιας πουτίγκας και τον κάρφωσε στο γλυκό μου. Να αστειευτεί ήθελε, αλλά εγώ περνούσα μία από εκείνες τις μέρες –κάπως έτσι ήταν σχεδόν όλες μου οι μέρες– που μου ήταν αδύνατον να εκλάβω ως αστείο ό,τι κι αν έλεγε ή έκανε ο μπαμπάς, οπότε με κάποιον τρόπο ο πιγκουίνος κατέληξε εκείνη τη μέρα στην τσέπη μου. Πέρασαν μήνες από το περιστατικό, αλλά μια φορά που έλειπα από το σπίτι, έβαλα το χέρι στην τσέπη και βρήκα τον πιγκουίνο και τότε γέλασα. Κατάλαβα επιτέλους το αστείο του μπαμπά, αν και με πολλούς μήνες καθυστέρηση και χωρίς να είναι ο ίδιος παρών. Κάπως έτσι, σ’ εκείνη την εκδρομή ο πιγκουίνος κατέληξε στην τσάντα όπου φυλούσα τα άπλυτά μου και ταξίδεψε μαζί μου στον κόσμο. Ξέρετε πώς γίνεται με κάποια πράγματα που τα κοιτάς απλώς και αμέσως σε συνδέουν με κάτι άλλο; Δεν είμαι συναισθηματικός τύπος· στο σπίτι δεν ένιωσα ποτέ αυτή τη σύνδεση με τίποτα και με κανέναν. Όχι σαν μερικούς ανθρώπους που απλώς κοιτάνε κάτι –ένα χνούδι, ας πούμε– και αμέσως βουρκώνουν επειδή τους θυμίζει αμυδρά τα λόγια που είπε κάποιος, κάποτε, μια φορά κι έναν καιρό που ήταν ευτυχισμένοι, όπως τους ψιθυρίζει στο αυτί σαν ζιζάνιο η στερνή τους γνώση. Όχι, για να είμαι ειλικρινής, εγώ έπαιρνα κάτι μικρό μαζί μου σαν ένα είδος πυρομαχικού, προκειμένου να νιώθω ότι δεν ήμουν τελείως και απολύτως μόνη, ότι είχα μαζί μου ένα κομματάκι του σπιτιού μου. Όχι από συναισθηματισμό, παρά από απλή και καθαρή ανασφάλεια. Σίγουρα δεν ένιωθα να με συνδέει κάτι με το σπίτι της πύλης του κάστρου. Έμενα μόλις δύο μέρες εκεί, αλλά στη μεγάλη μου απόδραση στο σπίτι της Ζόι πήρα μαζί το βιβλίο που βρήκα στην κινητή βιβλιοθήκη. Δεν είχα καταφέρει να το ξεκλειδώσω ακόμη, αλλά δεν είχα και σκοπό να το διαβάσω όσο ήμουν εκεί, ιδίως αφού το μόνο που ένοιαζε τις φίλες μου ήταν να μου αναλύσουν με κάθε λεπτομέρεια την καινούρια μορφή ψυχαγωγίας που είχαν ανακαλύψει, δηλαδή –κάθεστε;– να βγαίνουν έξω χωρίς εσώρουχα. Ειλικρινά σας μιλάω, πέθανα στα γέλια. Μου έδειξαν μια φωτογραφία της Σίντι Μονρό, μιας Αμερικανίδας παίκτριας ριάλιτι, με βάρος σαράντα ένα κιλά και ύψος ένα πενήντα δύο, που την έδειχνε να βγαίνει από το αυτοκίνητο για να πάει σ’ ένα κλαμπ τη μέρα της αποφυλάκισής της μετά τη σαρανταοχτάωρη προσωποκράτησή της για οδήγηση σε κατάσταση μέθης· σε αυτή τη φωτογραφία, λοιπόν, η σελέμπριτι δεν φορούσε βρακί. Όπως είπαν η Ζόι και η Λόρα, θεώρησαν πως αυτή η παράλειψη ήταν ένα νέο άλμα προόδου για τις γυναίκες. Νομίζω, βέβαια, πως όταν οι υπέρμαχοι του απελευθερωτικού γυναικείου κινήματος έβγαζαν και έκαιγαν τα σουτιέν τους, δεν είχαν αυτό ακριβώς κατά νου. Το είπα μάλιστα στη Ζόι, η οποία με κοίταξε διαπεραστικά, με τα μάτια σχεδόν κλειστά από το σούφρωμα, σαν να ήταν η Ντάμα Κούπα στην Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και προσπαθούσε ν’ αποφασίσει αν θα διάταζε να μου πάρουν το κεφάλι ή όχι. Τότε, όμως, άνοιξε διάπλατα τα μάτια και είπε: «Όχι, μωρέ, δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς το μπουστάκι μου είναι εντελώς εξώπλατο, οπότε και να το ήθελα δεν μπορώ να φορέσω σουτιέν». Εντελώς εξώπλατο. Εντελώς νεκρός. Άλλη μία από εκείνες τις φράσεις. Είτε ήταν εξώπλατο είτε όχι. Είμαι σίγουρη πως ήταν. Τέλος πάντων, όταν με ξαπόστειλαν στο σπίτι της Ζόι –«ξαπόστειλαν» είναι η λέξη κλειδί–, ένιωθα σαν να με έβαλαν να σταθώ τιμωρία στη γωνία. Αν και κανονικά θα έπρεπε να νιώσω σαν να γύριζα σπίτι μου, σαν να ήμουν πάλι πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος, δεν αισθανόμουν καθόλου έτσι. Αυτός ήταν λοιπόν ο λόγος που πήρα ένα κομμάτι από τον καινούριο κόσμο μου μαζί. Πήρα το βιβλίο. Ήξερα πως ήταν εκεί στην τσάντα μου· όταν ξάπλωσα στο συρόμενο κρεβάτι στο δωμάτιο της Ζόι και μείναμε ξύπνιες όλη νύχτα μιλώντας για τα πάντα, ήξερα ότι με άκουγε – τούτο το ξένο πράγμα από τη μισητή καινούρια μου ζωή έπαιρνε μια γεύση από τη ζωή που έζησα κάποτε. Είχα ένα μάρτυρα. Μου ερχόταν να του πω να πάει πίσω και να διηγηθεί σε όλα εκείνα τα πράγματα εκεί πέρα που σιχαινόμουν πώς ήταν η ζωή μου παλιά. Ένιωθα πως το βιβλίο ήταν το μικρό μου μυστικό από τη Λόρα και τη Ζόι· μπορεί να ήταν ανούσιο και βαρετό, αλλά ήταν το μυστικό μου και κοιμόταν δίπλα μου μέσα στο σακίδιό μου. Γι’ αυτό, όταν το Λαντ Ρόβερ του Άρθουρ έστριψε στην πλαϊνή είσοδο της οικίας Κίλσανι και με κατάπιε στη στιγμή η καινούρια απελπιστική και ανύπαρκτη ζωή μου, αποφάσισα να πάρω το βιβλίο και να πάμε μια βόλτα. Ήξερα πως η Ρόζαλιν δεν θα το άντεχε αν δεν πήγαινα ευθύς αμέσως να την ενημερώσω με το νι και με το σίγμα σχετικά με την καινούρια ξεβράκωτη τάση της μόδας, και επειδή ανέκαθεν πίστευα πως είχα το χρέος να είμαι τιμωρός, είπα να ξεκινήσω τη βόλτα μου. Ήξερα επίσης ότι η μαμά θα καθόταν ακόμα στο ίδιο σημείο, ακίνητη στην κουνιστή πολυθρόνα, άφησα όμως το μυαλό μου να φανταστεί πως έκανε τάχα το εντελώς αντίθετο, ότι είχε βγει, λόγου χάρη, στον κήπο κι έκανε πιρουέτες γυμνή ή κάτι παρεμφερές. Δεν είχα περιδιαβεί ποτέ την περιοχή. Πηγαινοερχόμουν βέβαια, αλλά να περιδιαβώ τα τετρακόσια στρέμματα γης, αυτό ποτέ. Σε όλες τις προηγούμενες επισκέψεις, καθόμασταν και πίναμε τσάι τρώγοντας σάντουιτς με ζαμπόν στην ήσυχη κουζίνα του σπιτιού, ενώ η μαμά μιλούσε για πράγματα που μου ήταν
παντελώς αδιάφορα με τον παράξενο θείο και την παράξενη θεία. Θυμάμαι πως έκανα τα πάντα –έτρωγα είκοσι σάντουιτς με αυγό και δύο φέτες από το κέικ της ημέρας– ώστε να μπορέσω να βγω από εκείνη την κουζίνα και να περιπλανηθώ στον μπροστινό κήπο που κύκλωνε το σπίτι κι έφτανε μέχρι πίσω. Κανένα άλλο μέρος δεν μου κινούσε το ενδιαφέρον. Ποτέ δεν ήμουν μεγάλη εξερευνήτρια, βαριόμουν οτιδήποτε απαιτούσε να μετακινηθώ. Ποτέ τίποτα δεν μου κίνησε τόσο πολύ το ενδιαφέρον ώστε να αποφασίσω να κάνω ένα βήμα παραπέρα. Ούτε εκείνη τη μέρα ένιωθα καμία εξερευνητική διάθεση, αλλά βαριόμουν, οπότε παράτησα το σακίδιό μου, το οποίο πήγε μέσα στο σπίτι ο Άρθουρ αφού πρώτα άφησε ένα μυξο-ρουθούνισμα, και έφυγα. Ξεμάκρυνα από το σπίτι και από το κάστρο, και ακολούθησα έναν στενούτσικο δρόμο. Περπατούσα στον βαθύ ίσκιο που έριχναν τα δέντρα τα οποία πλαισίωναν το δρόμο – βελανιδιές, φλαμουριές και έλατα, τριάντα μέτρα ψηλά. Στον αέρα πλανιόταν μια γλυκιά ευωδιά. Το χώμα ήταν μαλακό από τα φύλλα και τα κομμάτια φλοιού που έπεφταν επί χιλιάδες χρόνια από τα δέντρα και σκέπαζαν τη γη. Ένιωθα σαν να είχα ελατήρια στα πόδια, θαρρείς και μπορούσα να τρέξω απ’ άκρη σε άκρη κάνοντας τούμπες στον αέρα σαν πρωταθλήτρια γυμναστικής. Η μέρα ήταν ζεστή, αλλά κάτω από τα γέρικα δέντρα είχε δροσιά. Τα πουλιά ήταν σαν υπερκινητικές μαϊμούδες, έβγαζαν διαρκώς κραυγές και τερετίσματα και πηδούσαν από το ένα δέντρο στο άλλο. Κουρασμένη από την ολονυχτία με τις φιλενάδες μου, προχωρούσα νιώθοντας το κεφάλι μου να πάει να σπάσει από τις κουβέντες τους και από τα πράγματα που είχα μάθει –η Λόρα χρειάστηκε να πάρει το χάπι της επόμενης μέρας–, αλλά ακόμα πιο εκκωφαντικές ήταν οι συζητήσεις που έκανα με τον εαυτό μου μέσα στο μυαλό μου. Αυτές δεν μπορούσα να τις κάνω να σιγήσουν. Σ’ όλη μου τη ζωή, δεν νομίζω να υπήρξε άλλη περίοδος που να σκεφτόμουν τόσο πολύ και να μιλούσα τόσο λίγο. Τόπους-τόπους, εκεί που το προστατευτικό τείχος των δέντρων ξάνοιγε, διέκρινα από πίσω το κάστρο να ορθώνεται καταμεσής της χλόης, τις σκόρπιες λίμνες και τα μεγαλοπρεπή μοναχικά δέντρα που ξεχώριζαν σαν σημεία στίξης στο τοπίο. Μοναχικές ψηλόλιγνες λεύκες υψώνονταν σαν φτερά που γαργαλούσαν τον ουρανό, μεγάλες βελανιδιές με βαριές φυλλωσιές φύτρωναν παντού σαν άγρια μανιτάρια. Ύστερα το κάστρο χανόταν και πάλι, σαν να έπαιζε κρυφτό μαζί μου, και το μονοπάτι άρχισε να στρίβει αριστερά έτσι που σε λίγη ώρα θα μπορούσα να γυρίσω και να δω τον πύργο ευθεία μπροστά. Περπάτησα άλλα είκοσι λεπτά και τότε διέκρινα την κεντρική πύλη μπροστά στα δεξιά μου. Έκοψα αμέσως το βήμα μου. Δεν με τράβηξε η σκοτεινιασμένη γοτθική είσοδος, έτσι όπως ήταν αλυσοδεμένη σαν αιχμάλωτος πολέμου που τον έχουν παραπετάξει πλάι στο δρόμο και τον έχουν αφήσει να σαπίσει. Ψηλά χόρτα και διάφορα άλλα μαραζωμένα ζιζάνια σκαρφάλωναν στη σχετικά καινούρια πύλη και ξεπρόβαλλαν μέσα από τις σκουριασμένες κιγκλίδες, σαν μακριά, άχαρα αποστεωμένα χέρια που έγνεφαν στα διερχόμενα αμάξια είτε για να τα ταΐσουν είτε για να τα ελευθερώσουν. Η πάλαι ποτέ μεγαλοπρεπής οδός που έβγαζε κατευθείαν στο κάστρο είχε αφεθεί στη μοίρα της, άχρηστη και παραμελημένη. Την είχαν πνίξει τα φυτά και την έκρυβαν τα χορτάρια, όπως τον κίτρινο λιθόστρωτο δρόμο στην Επιστροφή στη χώρα του Οζ. Ανατρίχιασα. Παρόλο που η αίγλη είχε χαθεί, το μέρος εδώ δεν μου άρεσε όπως το κάστρο. Οι ουλές του ήταν τερατώδεις. Τα σημάδια του ήταν άσχημα και μ’ έκαναν να θέλω να κοιτάξω αλλού, όχι όπως στο κάστρο που τα σημάδια του μου είχαν δημιουργήσει την επιθυμία να σηκώσω το χέρι και να τα χαϊδέψω ένα προς ένα. Αποφάσισα να βρω άλλο δρόμο, να πάω απ’ οπουδήποτε αλλού ώστε να μη χρειαστεί να διαβώ εκείνη την τρομακτική γοτθική πύλη, οπότε χώθηκα ανάμεσα στα δέντρα και άρχισα να προχωρώ στο δάσος. Εκεί ένιωσα μεγαλύτερη ασφάλεια, έτσι φωλιασμένη στον κόρφο των δέντρων αντί να βαδίζω στο χιλιοπατημένο μονοπάτι που είχαν ανοίξει οι Νορμανδοί καβάλα στ’ άλογά τους, κραδαίνοντας άγρια στον αέρα τα κομμένα κεφάλια των χωρικών τα οποία είχαν καρφώσει στις μύτες των σπαθιών τους. Οι κορμοί των δέντρων ήταν εντυπωσιακοί, γέρικοι και αυλακωμένοι σαν πόδια ελέφαντα. Περιελίσσονταν ο ένας γύρω από τον άλλο σαν σφιχταγκαλιασμένοι εραστές. Κάποιοι υψώνονταν από το έδαφος κυρτωμένοι σαν να σφάδαζαν από τους πόνους και μετά ίσιωναν, ψήλωναν, έστριβαν και μετατοπίζονταν σε νέα θέση. Οι ρίζες απλώνονταν σαν φίδια κάτω από το χώμα, ξεφύτρωναν πάνω από τη γη και μετά βυθίζονταν πάλι με χάρη, όπως γλιστρούν τα χέλια στο νερό. Σκόνταφτα συχνά στις υπερυψωμένες ρίζες και κάθε φορά με βαστούσε κάποιος καίρια τοποθετημένος κορμός. Έτσι μου φέρονταν τα δέντρα – μου έβαζαν τρικλοποδιά και με βαστούσαν να μην πέσω, με γαργαλούσαν με τα φύλλα και τους ιστούς τους και με χαστούκιζαν στο πρόσωπο με τα κλαδιά τους. Τραβούσα κλαδιά για να περάσω και αυτά επανέρχονταν σαν σούστες στη θέση τους και μου έριχναν ξεδιάντροπα μπατσάκια από πίσω. Από τη μία δέντρινη πολιτεία προχώρησα στην άλλη. Ο αέρας μύριζε γλυκά και μέλισσες συνωστίζονταν στα μπουμπουκιασμένα δέντρα, πηδώντας πεινασμένα από τη μια αρμαθιά πέταλα στην άλλη, αφού τα ήθελαν όλα και από την ανυπομονησία δεν μπορούσαν να διαλέξουν μόνο ένα. Στο έδαφος ολόγυρά μου ήταν πεσμένοι λογιών-λογιών καρποί, οι οποίοι βρίσκονταν εκεί από αμνημονεύτων χρόνων, άλλοι αλλοιωμένοι και σάπιοι, άλλοι ξεροί σαν δαμάσκηνα. Κοντοστάθηκα για να πιάσω έναν και προσπάθησα να καταλάβω τι ήταν κάποτε. Τον μύρισα. Αναγούλιασα. Τον πέταξα και σκούπισα τα χέρια μου, όταν συνειδητοποίησα ότι ο κορμός δίπλα μου ήταν γεμάτος σκαλίσματα. Το καημένο το δέντρο είχε χαραχτεί ανελέητα ξανά και ξανά. Προφανώς δεν είχαν χαραχτεί όλα την ίδια μέρα ούτε την ίδια χρονιά, ούτε καν τον ίδιο αιώνα. Από το ύψος των δύο μέτρων και κάτω ο φλοιός του κορμού ήταν σκεπασμένος με σκαλίσματα, κάποια μέσα σε καρδούλες, άλλα μέσα σε κουτάκια· όλα πάντως διακήρυτταν παντοτινές φιλίες και έρωτες. Έσυρα το δάχτυλό μου πάνω από τα ονόματα «Φρανκ και Έλι», «Φιόνα και Στίβεν», «Σίομπαν και Μάικλ», «Λόρι και Ρόουζ», «Μισέλ και Τόμι». Όλα διακήρυτταν την παντοτινή αγάπη. «Μαζί για μια ζωή». Αναρωτήθηκα αν ήταν κανείς από αυτούς ακόμα μαζί. Σε κανένα από τα άλλα δέντρα δεν έβλεπα τα ίδια σημάδια. Έκανα μερικά βήματα πίσω για να επιθεωρήσω την περιοχή και τότε ανακάλυψα το γιατί. Γύρω από το συγκεκριμένο δέντρο υπήρχε κάτι σαν ξέφωτο. Φαντάστηκα κουβέρτες απλωμένες στο χώμα, πικνίκ και γιορτές, συναθροίσεις φίλων και εραστών που έρχονταν εδώ στα κρυφά για να βρεθούν μαζί κάτω από το οπωροφόρο δέντρο.
Άφησα τον οπωρώνα και αναζήτησα την επόμενη δέντρινη πολιτεία. Ένας τοίχος ξεπρόβαλε μπροστά μου και το παιχνίδι μου με τα δέντρα διακόπηκε απότομα. Πρόσεχα να μην κάνω θόρυβο, αλλά το δάσος με πρόδωσε. Οι ενισχυμένοι ήχοι και οι αντηχήσεις από τα κλαριά που έσπαζαν, από τα τριξίματα κάτω από τα πόδια μου και από τα φύλλα που θρόιζαν όταν περνούσα ανάμεσά τους, ειδοποίησαν τους τοίχους για τον ερχομό μου. Δεν ήξερα τι κτίσμα ήταν αυτό μπροστά μου, ήξερα όμως ότι δεν ήταν το κάστρο, που το είχα αφήσει πολύ πίσω. Δεν ήξερα να υπάρχουν άλλα κτίσματα στην περιοχή, εκτός από τα ρημαγμένα σπιτάκια στις άλλες τρεις πύλες του κάστρου, οι οποίες είχαν κλείσει προ πολλού, λες και μια μέρα, μια ανείπωτη μέρα, σηκώθηκαν κι έφυγαν όλοι μαζί. Η πέτρα του τοίχου δεν ήταν ίδια με την πέτρα του κάστρου, αλλά το άπειρο μάτι μου δεν έβλεπε και μεγάλη διαφορά. Ο τοίχος ήταν παλιός και ερειπωμένος. Η κορυφή του ήταν ακανόνιστη και δεν ακουμπούσε πλέον στην οροφή την οποία θα πρέπει να στήριζε κάποτε. Στέγη δεν υπήρχε, μόνο τοίχος. Κατά μήκος του δεν διέκρινα μήτε πόρτα μήτε παράθυρο και, σε αντίθεση με το κάστρο, τούτος εδώ ο τοίχος είχε γλιτώσει ως επί το πλείστον από τις δαγκωματιές που κόβει η ζωή προκειμένου να εξασφαλίσει την ενέργεια που της χρειάζεται για να συνεχίσει. Βγήκα στις παρυφές του δάσους, σαν σκαντζόχοιρος που βρίσκεται απότομα εκτός του φυσικού του περιβάλλοντος και αντικρίζει τον κεντρικό δρόμο φωτισμένο από τους προβολείς των αυτοκινήτων, και στέκεται σαν χαμένος. Άφησα πίσω τους ψηλούς μου φίλους και, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα τους, άρχισα να βαδίζω παράλληλα με τον τοίχο. Όταν ο τοίχος τελείωσε, έστριψα στη γωνία και είδα ότι συνέχιζε και από την άλλη μεριά. Τότε άκουσα άξαφνα μια γυναίκα να σιγοτραγουδάει πίσω από τον τοίχο. Πετάχτηκα πάνω. Εκτός από το θείο Άρθουρ, δεν περίμενα να συναντήσω άλλον άνθρωπο. Έσφιξα το βιβλίο στο στήθος μου κι έστησα αυτί ν’ ακούσω το μουρμουρητό. Ήταν μαλακό, γλυκό και χαρούμενο, πολύ ελεύθερο για να προέρχεται από τη Ρόζαλιν, πολύ χαρωπό για να προέρχεται από τη μητέρα μου. Ήταν όπως όταν σιγοτραγουδάει κανείς για να περάσει η ώρα – ένας αφηρημένος ήχος, ένας σκοπός άγνωστος, αν υπήρχε κιόλας αυτό το τραγούδι. Το καλοκαιρινό αεράκι φύσηξε φέρνοντας μαζί του μια γλυκιά ευωδιά μαζί με το τραγούδι της. Έκλεισα τα μάτια κι έγειρα το κεφάλι πάνω στον τοίχο, σ’ ένα σημείο ακριβώς πίσω από εκεί που βρισκόταν η γυναίκα από την άλλη μεριά, και κάθισα ν’ ακούσω. Μόλις το κεφάλι μου ακούμπησε την πέτρα, το τραγούδι σταμάτησε. Άνοιξα αμέσως τα μάτια μου και ίσιωσα την πλάτη. Κοίταξα γύρω. Δεν την έβλεπα πουθενά, άρα ούτε αυτή με έβλεπε. Όταν η καρδιά μου ηρέμησε και βρήκε τον κανονικό ρυθμό της, η γυναίκα έπιασε πάλι να σιγοτραγουδάει. Προχώρησα παράλληλα με τον τοίχο, με το χέρι μου να χαϊδεύει την γκρίζα πέτρα. Τα καυτά μου δάχτυλα ψηλάφισαν τον τοίχο, τους ιστούς, τον γκρεμισμένο βράχο, κάποια λεία μέρη εδώ κι εκεί και κάποιες κοφτερές άκρες αλλού. Ο ήλιος με χτυπούσε κατακέφαλα τώρα που δεν είχα πια τα δέντρα για προσωπικό μου παρασόλι. Ο τοίχος τελείωσε απότομα και όταν σήκωσα τα μάτια είδα μια μεγάλη πέτρινη διακοσμητική αψίδα να οροθετεί την είσοδο. Ξετρύπωσα μια ιδέα το κεφάλι μου πίσω από τον τοίχο, ώστε να μην αποκαλυφθώ μπροστά στη μυστηριώδη γυναίκα, και τότ ε ανακάλυψα έναν περιτειχισμένο και τέλεια περιποιημένο κήπο. Από το σημείο όπου στεκόμουν έξω από την αψίδα, έβλεπα ένα ροδόκηπο, καθώς και μεγάλα τακτικά παρτέρια μπροστά από αναρριχώμενες ολάνθιστες τριανταφυλλιές γύρω από το μονοπάτι που ξεκινούσε από μια άλλη είσοδο. Αποτόλμησα να μετακινηθώ λίγο ακόμα για να δω και τον υπόλοιπο κήπο. Στο κέντρο υπήρχ αν κι άλλα λουλούδια – γεράνια, χρυσάνθεμα, γαρίφαλα, καθώς και άλλα που δεν ήξερα την ονομασία τους. Λουλούδια ξεχύνονταν μέσα από κρεμαστά καλάθια και από τεράστια διακοσμητικά πέτρινα κιούπια που πλαισίωναν το κεντρικό μονοπάτι το οποίο διέσχιζε τον κήπο. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ανάμεσα στις υπόλοιπες πρασινάδες υπήρχε αυτή η μικρή όαση. Λες και κάποιος πήρε ένα ανθρακούχο αναψυκτικό και αφού το ταρακούνησε καλά-καλά, το άνοιξε εδώ ανάμεσα σε τούτους τους ερειπωμένους τοίχους και άφησε να αναβλύσουν από μέσα όλα αυτά τα χρώματα που πιτσίλισαν κάθε εκατοστό του κήπου με διαφορετικές αποχρώσεις. Μέλισσες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι, περικοκλάδες αναρριχούνταν στους τοίχους και πλέκονταν γύρω από πανέμορφα λουλούδια. Στη μύτη μου έφτασε η μυρωδιά δεντρολίβανου, λεβάντας και δυόσμου από ένα βοτανόκηπο εκεί κοντά. Στη γωνία του κήπου ήταν ένα μικρό θερμοκήπιο και δίπλα καμιά δωδεκαριά ξύλινα κουτιά πάνω σε βάσεις. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι, παρασυρμένη από την περιέργεια, είχα μπει ασυναίσθητα μέσα στον κήπο και ότι το τραγούδι είχε κοπεί. Δεν ξέρω τι περίμενα να δω, αλλά σίγουρα δεν περίμενα αυτό που αντίκρισα. Στο τέρμα του κήπου, η πηγή του τραγουδιού και παράλληλα το άτομο που με κοιτούσε τώρα σαν να είχα έρθει από άλλον πλανήτη, φορούσε κάτι που έμοιαζε με άσπρη διαστημική στολή και είχε το κεφάλι καλυμμένο με μαύρο τούλι, ενώ στα χέρια φορούσε λαστιχένια γάντια και στα πόδια ένα ζευγάρι ψηλές γαλότσες. Έμοιαζε σαν να είχε μόλις κατέβει από διαστημόπλοιο και είχε βρεθεί σε τόπο πυρηνικής καταστροφής. Χαμογέλασα νευρικά και κούνησα το χέρι. «Γεια. Έρχομαι με ειρηνικές διαθέσεις». Εξακολούθησε να με κοιτάζει λίγη ώρα ακόμα, ασάλευτη σαν άγαλμα. Ένιωσα μια μικρή νευρικότητα, λίγη αμηχανία, κι έτσι έκανα ό,τι κάνω πάντα όποτε μου συμβαίνει αυτό. «Τι στο διάολο κοιτάς;» Δεν ξέρω πώς το πήρε, αφού φορούσε κράνος σαν του Νταρθ Βέιντερ από τον «Πόλεμο των άστρων». Συνέχισε να με κοιτάζει λίγη ώρα ακόμα και περίμενα ότι θα μου έλεγε πως ήμουν ο Λουκ Σκάιγουοκερ και πως αυτή ήταν ο πατέρας μου. «Για δες», είπε πρόσχαρα σαν να βγήκε από την αφασία της. «Το ήξερα ότι είχα επισκέψεις». Έβγαλε αυτό το πράγμα από το κεφάλι της και τότε είδα πως ήταν πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι περίμενα. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα εβδομήντα. Ήρθε προς το μέρος μου και σχεδόν περίμενα ότι θα την έβλεπα να πηδάει από το ένα πόδι στο άλλο σαν να μην υπήρχε βαρύτητα. Ήταν ζαρωμένη, πάρα πολύ ζαρωμένη, και το δέρμα της κρεμόταν προς τα κάτω, λες
και την έλιωνε ο χρόνος. Τα γαλανά της μάτια λαμπύριζαν σαν πέλαγος και θυμήθηκα μια φορά που είχαμε βγει βόλτα με το σκάφος του μπαμπά και είχαμε πάει σ’ ένα μέρος όπου η θάλασσα ήταν τόσο καθάρια, που όταν κοιτούσες κάτω έβλεπες την άμμο και εκατοντάδες πολύχρωμα ψάρια στον πυθμένα. Τα μάτια αυτής της γυναίκας, όμως, δεν είχαν πυθμένα, ήταν τόσο διάφανα που κυριολεκτικά αντανακλούσαν το φως. Έβγαλε τα γάντια της και άπλωσε τα χέρια. «Είμαι η αδελφή Ιγνάτιος», είπε χαμογελαστή. Δεν μου κούνησε το χέρι, παρά το έσφιξε ανάμεσα στις παλάμες της. Παρότι είχε ζέστη και φορούσε βαριά γάντια, τα χέρια της ήταν απαλά και δροσερά σαν από μάρμαρο. «Είστε καλόγρια», μου ξέφυγε. «Ναι», είπε γελαστά. «Είμαι καλόγρια. Το ξέρω. Ήμουν εκεί όταν συνέβη». Σειρά μου να χαμογελάσω. Έβαλα τα γέλια, γιατί εκείνη τη στιγμή ξεκαθάρισαν όλα. Το ντουλάπι με τα βάζα με το μέλι, τα δεκάδες κουτιά στον περιτειχισμένο κήπο, η ηλικιωμένη με τη γελοία διαστημική στολή. «Ξέρετε τη θεία μου». «Α...» Δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να καταλάβω από την απάντησή της. Δεν έδειξε έκπληξη αλλά ούτε με ρώτησε περισσότερα. Εξακολουθούσε να μου κρατάει το χέρι. Δεν ήθελα να τραβήξω το χέρι μου, δεδομένου ότι ήταν καλόγρια, αλλά είχα αρχίσει να φρικάρω. Συνέχισα να μιλάω λοιπόν. «Η θεία μου είναι η Ρόζαλιν και ο θείος μου ο Άρθουρ. Είναι επιστάτης εδώ πέρα. Μένουν στο σπίτι της πύλης. Ήρθαμε να μείνουμε μαζί τους… για λίγο καιρό». «Ποιοι ήρθατε;» «Εγώ και η μαμά μου». «Ω». Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν τόσο ψηλά που μου θύμισαν κάμπιες λίγο πριν μεταμορφωθούν σε πεταλούδες και πετάξουν μακριά. «Δεν σας το είπε η Ρόζαλιν;» Θίχτηκα λίγο, αν κι ένιωσα ευγνωμοσύνη για το σεβασμό που έδειχνε η Ρόζαλιν για την ιδιωτική μας ζωή. Τουλάχιστον το κατσικοχώρι που δεν είχε ούτε ένα κατσίκι δεν θα κουβέντιαζε τις νεοφερμένες. «Όχι», απάντησε. Και μετά επανέλαβε χωρίς χαμόγελο αλλά με τελεσίδικο ύφος: «Όχι». Μου φάνηκε κάπως τσαντισμένη, οπότε έσπευσα να υπερασπιστώ τη Ρόζαλιν και να περισώσω όποια φιλία τις ένωνε ή δεν τις ένωνε. «Είμαι σίγουρη πως απλώς ήθελε να προστατεύσει την ιδιωτική μας ζωή και να μας δώσει λίγο χρόνο να… το αντιμετωπίσουμε… προτού το πει στον κόσμο». «Να αντιμετωπίσετε τι;» «Τη μετακόμιση εδώ πέρα», είπα αργά. Είναι κακό να λες ψέματα σε καλόγρια; Όχι ότι έλεγα ψέματα ακριβώς… τότε μ’ έπιασε κάτι σαν πανικός. Ένιωσα το κορμί μου να φουντώνει και να ιδρώνει. Κάτι έλεγε η αδελφή Ιγνάτιος, γιατί ανοιγόκλεινε το στόμα της, αλλά εγώ δεν άκουγα λέξη. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι της είπα ψέματα, καθώς και τις Δέκα Εντολές και την κόλαση και όλα αυτά, αλλά όχι μόνο· σκεφτόμουν επίσης τι καλά που θα ήταν να μπορούσα να της τα πω όλα. Καλόγρια ήταν, μπορούσα να την εμπιστευτώ μάλλον. «Πέθανε ο μπαμπάς μου», της ξεφούρνισα βιαστικά, διακόπτοντας όποια ωραία λόγια έλεγε εκείνη τη στιγμή. Άκουσα το έντονο τρέμουλο στη φωνή μου όταν ξεστόμισα τη φράση και τότ ε, άξαφνα, από το πουθενά, όπως είχε γίνει και με τον Καμπάιστ, δάκρυα άρχισαν να κυλάνε στα μάγουλά μου. «Αχ, παιδί μου», είπε και μ’ έκλεισε αμέσως στην αγκαλιά της. Το βιβλίο μάς χώριζε έτσι όπως το έσφιγγα ακόμα πάνω μου. Μπορεί να μου ήταν εντελώς άγνωστη, αλλά ήταν καλόγρια, οπότε ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο της και αφέθηκα. Άρχισα να κλαίω με αναφιλητά και δυνατά ρουθουνίσματα, ενώ αυτή με κουνούσε απαλά και με χάιδευε στην πλάτη. Ήμουν στα μισά ενός πολύ ντροπιαστικού σκουξίματος που το νόημά του συνοψιζόταν στο εξής: «Γιατί το έκανε; Γιατίιι…;» όταν μια μέλισσα πέταξε κατευθείαν στο πρόσωπό μου και με χτύπησε στο χείλι. Ούρλιαξα και πετάχτηκα μακριά από την αγκαλιά της. «Μέλισσα», τσίριξα και άρχισα να πηδάω γύρω-γύρω και να προσπαθώ να τη διώξω καθώς με είχε πάρει στο κατόπι. «Ω, Θεέ μου, πάρτε την από πάνω μου». Η αδελφή Ιγνάτιος με κοιτούσε και τα μάτια της φωτίστηκαν. «Ω, Θεέ μου, αδελφή, σας παρακαλώ, πάρτε την από πάνω μου. Ξου-ξου!» Άρχισα να κουνάω τα μπράτσα μου στον αέρα. «Εσάς θα πρέπει να σας ακούνε. Δικές σας μέλισσες είναι, που να πάρει». Η αδελφή Ιγνάτιος τέντωσε το δάχτυλο και φώναξε με βαθιά φωνή: «Μη, Σεμπάστιαν!» Σταμάτησα να τινάζομαι δεξιά-αριστερά και την κοίταξα με μάτια στεγνά από δάκρυα πια. «Δεν μιλάτε σοβαρά. Μη μου πείτε ότι δίνετε ονόματα στις μέλισσές σας». «Α, να η Τζεμάιμα πάνω στο τριαντάφυλλο και ο Μπέντζαμιν στο γεράνι», είπε πρόσχαρα με μάτια που έλαμπαν. «Αποκλείεται», αποκρίθηκα και σκούπισα το πρόσωπό μου, νιώθοντας ντροπή για το ξέσπασμά μου. «Και νόμιζα πως εγώ είχ α τρελαθεί». «Φυσικά και δεν μιλάω σοβαρά», είπε εκείνη κι έβαλε τα γέλια – είχε ένα υπέροχο καθάριο παιδικό γέλιο που μ’ έκανε αμέσως να χαμογελάσω. Νομίζω πως εκείνη ήταν η στιγμή που κατάλαβα ότι αγαπούσα την αδελφή Ιγνάτιο. «Με λένε Ταμάρα». «Ναι», είπε και με κοίταξε καλά-καλά σαν να το ήξερε ήδη. Χαμογέλασα πάλι. Κάτι στο πρόσωπό της είχε αυτή την επίδραση πάνω μου. «Επιτρέπεται… ξέρετε… να μιλάτε; Κανονικά, δεν πρέπει να μένετε σιωπηλή;» Κοίταξα ολόγυρα. «Μην ανησυχείτε, δεν θα το πω πουθενά». «Πολλές αδελφές θα συμφωνούσαν μαζί σου», είπε γελαστά, «αλλά ναι, επιτρέπεται να μιλάω. Δεν έχω
πάρει όρκο σιωπής». «Ω. Και οι άλλες καλόγριες σας βλέπουν με μισό μάτι γι’ αυτό;» Γέλασε πάλι με το λαγαρό, μελωδικό γέλιο της. «Πείτε μου, έχετε χρόνια να δείτε άνθρωπο; Παραβαίνουμε τους κανόνες τώρα που μιλάμε; Μην ανησυχείτε, δεν θα πω τίποτα. Μόνο ότι οι ΗΠΑ έχουν πλέον Πρόεδρο τον Ομπάμα», αστειεύτηκα. Όταν δεν μου απάντησε, το χαμόγελό μου έσβησε. «Σκατά. Μήπως δεν κάνει να ξέρετε τέτοια πράγματα; Πράγματα από τον “έξω κόσμο”; Το να είσαι καλόγρια θα πρέπει να μοιάζει λίγο με το να είσαι έγκλειστη στο σπίτι του Μπιγκ Μπράδερ». Τότε η άλλη βγήκε από την αφασία και γέλασε πάλι. Όταν γελούσε έμοιαζε με μικρό παιδί, είχε τη γεροντοπαιδική όψη του Μπέντζαμιν Μπάτον. «Τι παράξενο πλάσμα που είσαι». Το είπε χαμογελαστά, οπότε έβαλα τα δυνατά μου να μην παρεξηγηθώ. «Τι έχεις εκεί πέρα;» ρώτησε κοιτάζοντας το βιβλίο που έσφιγγα ακόμα στην αγκαλιά μου. «Α, αυτό». Σταμάτησα επιτέλους να το σφίγγω. «Το βρήκα χτες στην… α, για να είμαι ειλικρινής, σας χρωστάω ένα βιβλίο». «Μη λες χαζομάρες». «Όχι, αλήθεια. Ο Μάρκους, η κινητή βιβλιοθήκη θέλω να πω, πέρασε προχτές από δω και σας έψαχνε, αλλά δεν ήξερα ποια είστε». «Τότε μου χρωστάς ένα βιβλίο», είπε και τα μάτια της σπίθισαν. «Για να δω, τίνος είναι;» «Δεν ξέρω τίνος ή τι είναι. Δεν είναι η Βίβλος ή τίποτα τέτοιο, μπορεί να μη σας αρέσει», είπα, καθώς δεν ήθελα να της το δώσω. «Μπορεί να περιέχει σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, βρισιές, γκέι, χωρισμένους, τέτοια πράγματα». Με κοίταξε και σούφρωσε τα χείλη της προσπαθώντας να μη χαμογελάσει. «Δεν μπορώ να το ανοίξω», είπα εντέλει και της το έδωσα. «Είναι κλειδωμένο». «Καλά, άσε με να το κοιτάξω. Έλα μαζί μου». Ξεκίνησε αμέσως και βγήκε από την άλλη είσοδο του περιτειχισμένου κήπου με το βιβλίο στο χέρι. «Πού πάτε;» φώναξα ξοπίσω της. «Πού πάμε, θες να πεις», με διόρθωσε. «Έλα να δεις τις αδελφές. Θα χαρούν πολύ να σε γνωρίσουν. Και μέχρι να γνωριστείτε, εγώ θα ανοίξω το βιβλίο». «Ε... όχι, δεν πειράζει». Έτρεξα να την προφτάσω και να πάρω πίσω το βιβλίο. «Τέσσερις είμαστε μόνο. Δεν δαγκώνουμε. Ιδίως όταν τρώμε τη μηλόπιτα της αδελφής Μαρίας, αλλά μην της πεις ότι το είπα», πρόσθεσε σιγά και γέλασε πάλι. «Μα, αδελφή, δεν τα πάω πολύ καλά με τους ευσεβείς ανθρώπους. Δεν ξέρω τι να τους πω». Γέλασε μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό γέλιο και συνέχισε να βαδίζει βαριά εξαιτίας της παράξενης στολής της, με κατεύθυνση τον οπωρώνα. «Τι γίνεται με το δέντρο με όλα εκείνα τα σκαλίσματα πάνω του;» ρώτησα τρέχοντας δίπλα της για να την προφταίνω. «Α, είδες τον οπωρώνα μας με τις μηλιές; Το ξέρεις ότι κάποιοι λένε πως η μηλιά είναι το δέντρο της αγάπης;» είπε και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια, ενώ όταν χαμογέλασε λακκάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά της. «Πολλά νέα παιδιά της περιοχής έχουν διακηρύξει τον έρωτά τους για τους εκλεκτούς της καρδιάς τους πάνω σ’ αυτό το δέντρο». Συνέχισε να βαδίζει γρήγορα, βάζοντας τελεία στη μαγική ιστορία αγάπης που μου έλεγε. «Χώρια που τα δέντρα είναι τέλεια για τις μέλισσες, όπως τα μήλα είναι τέλειο ταίρι για το μέλι», είπε γελαστά. «Ο Άρθουρ τα φροντίζει άψογα. Βγάζουμε τα πιο νόστιμα μήλα Γκράνι Σμιθ». «Α, ώστε γι’ αυτό η Ρόζαλιν φτιάχνει τρεις χιλιάδες μηλόπιτες τη μέρα. Έχω φάει τόσο πολλά μήλα που νιώθω ότι θα μου βγουν από…» Με κοίταξε. «Τ’ αυτιά». Γέλασε και το γέλιο της ακούστηκε σαν τραγούδι. «Και για πείτε μου», είπα κοντανασαίνοντας καθώς προσπαθούσα να συμβαδίζω με τις μεγάλες δρασκελιές της, «πώς και είστε μόνο τέσσερις;» «Τη σήμερον ημέρα δεν θέλουν πολλές να γίνουν καλόγριες. Δεν είναι… πώς το λέτε εσείς οι νέοι; Κουλ;» «Δεν θα έλεγα τόσο ότι δεν είναι κουλ –που δεν είναι καθόλου, εδώ που τα λέμε–, αλλά, χωρίς να θέλω να προσβάλω τον Θεό ή τίποτα τέτοιο, μάλλον έχει να κάνει με το σεξ. Αν επιτρεπόταν να κάνετε σεξ, πιστεύω πως ένα σωρό κορίτσια θα ήθελαν να γίνουν καλόγριες. Αν κι έτσι όπως το πάω εγώ, πολύ σύντομα θα έρθω στο μοναστήρι μαζί σας», είπα και σήκωσα τα μάτια ψηλά. Η αδελφή Ιγνάτιος γέλασε. «Κάθε πράγμα στον καιρό του, παιδί μου, κάθε πράγμα στον καιρό του. Δεκαεφτά είσαι μόνο. Δεκαοχτώ σχεδόν… απίστευτο μου φαίνεται». «Δεκαέξι είμαι». Αμέσως κοντοστάθηκε και με κοίταξε εξεταστικά με μια παραξενεμένη έκφραση στο πρόσωπο. «Δεκαεφτά». «Κλείνω τα δεκαεφτά σε λίγες εβδομάδες». Ξαναβρήκα την ανάσα μου. «Κλείνεις τα δεκαοχτώ σε λίγες εβδομάδες», είπε εκείνη συνοφρυωμένη. «Πολύ θα το ’θελα, αλλά σοβαρά τώρα, είμαι δεκαέξι, αν και όλοι μου λένε πως δείχνω μεγαλύτερη». Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω μου σαν να ήμουν κάποιο αλλόκοτο αντικείμενο. Από την έκφρασή της έβλεπα ότι το μυαλό της έπαιρνε γρήγορες στροφές. Αλλά τότε ξεκίνησε πάλι το περπάτημα. Έπειτα από πέντε λεπτά γρήγορο βάδην εγώ κοντανάσαινα σαν ασθματική, αλλά η αδελφή Ιγνάτιος ούτε που είχε ιδρώσει καν. Τότε βρήκαμε μπροστά μας κι άλλα κτίρια, κι άλλα παράσπιτα, όπως και παλιούς στάβλους. Πρώτα συναντήσαμε μια εκκλησία. «Εκεί πέρα είναι ο ναός», μου εξήγησε η αδελφή Ιγνάτιος. «Τον ανήγειραν οι Κίλσανι στα τέλη του δέκατου
όγδοου αιώνα». Θυμήθηκα το συγκεκριμένο κομμάτι από τη σχολική εργασία μου. Ένιωσα ανήμπορη να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, ανήμπορη να πιστέψω ότι οι πληροφορίες που έκλεψα τότε από την εργασία που είχα βρει στο Διαδίκτυο δεν ήταν μόνο μια εργασία αλλά η πραγματικότητα. Ο ναός ήταν μικρός, χτισμένος με γκρίζα πέτρα, και είχε δύο κίονες στην πρόσοψη οι οποίοι ήταν γεμάτοι ρωγμές, όπως το χώμα που έχει δεκαετίες να ποτιστεί. Στην κορυφή βρισκόταν το καμπαναριό. Δίπλα στο ναό ήταν ένα παλιό κοιμητήριο που το προφύλασσαν τρία λεπτά σκουριασμένα σιδερένια κιγκλιδώματα. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν τοποθετήθηκαν εκεί για να κρατάνε τους θαμμένους μέσα ή τους περιφερόμενους έξω, αλλά ανατρίχιασα μόλις το είδα. Συνειδητοποίησα πως είχα σταματήσει να προχωρώ και ότι είχα στυλώσει τα μάτια μου εκεί – την ίδια στιγμή, η αδελφή Ιγνάτιος είχε στυλώσει τα δικά της πάνω μου. «Τέλεια. Μένω δίπλα σε νεκροταφείο. Φανταστικά». «Εδώ έχουν ταφεί όλες οι γενιές των Κίλσανι», είπε μαλακά. «Ή τουλάχιστον οι περισσότερες. Για όσα πτώματα δεν μπόρεσαν να βρεθούν, τοποθέτησαν ταφόπλακες». «Τι εννοείτε “για όσα πτώματα δεν μπόρεσαν να βρεθούν”;» ρώτησα φρικαρισμένη. «Οι γενιές του πολέμου, Ταμάρα. Κάποιοι Κίλσανι στάλθηκαν φυλακή στο Κάστρο του Δουβλίνου, άλλοι έφυγαν για να ταξιδέψουν ή λόγω εξεγέρσεων». Έπεσε σιωπή ανάμεσά μας όση ώρα κοιτούσα τις παλιές ταφόπλακες· κάποιες ήταν πράσινες και είχαν σκεπαστεί με βρύα, άλλες ήταν μαύρες και είχαν γείρει, με επιγραφές που είχαν ξεθωριάσει τόσο πολύ ώστε τα γράμματα δεν διαβάζονταν πια. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, είναι πολύ τρομαχτικά. Κι εσείς είστε αναγκασμένη να μένετε εδώ δίπλα;» «Πηγαίνω ακόμα και προσεύχομαι εκεί». «Τι προσεύχεστε; Να μη σας πέσουν οι τοίχοι στο κεφάλι; Φαίνεται σαν να είναι έτοιμο να γκρεμιστεί από στιγμή σε στιγμή». Γέλασε. «Είναι ακόμα καθαγιασμένη εκκλησία». «Με δουλεύετε. Γίνονται λειτουργίες εκεί μέσα;» «Όχι», χαμογέλασε πάλι. «Τελευταία φορά που λειτούργησε ήταν…» έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και άρχισε να ανοιγοκλείνει τα χείλη της σαν να προσευχόταν. Τότε ξανάνοιξε τα μάτια της. «Ξέρεις κάτι, Ταμάρα, θα πρέπει να ψάξεις στα αρχεία για να βρεις την ακριβή ημερομηνία. Αναφέρονται επίσης τα ονόματα όλων. Τα αρχεία τα κρατάμε στο σπίτι. Δεν θες να έρθεις να ρίξεις μια ματιά;» «Ε... όχι. Είστε πολύ καλή, ευχαριστώ». «Θα έρθεις όταν νιώσεις έτοιμη, φαντάζομαι», είπε και ξανάρχισε να περπατάει. Έτρεξα να την προφτάσω. «Πόσο καιρό μένετε εδώ;» ρώτησα και την ακολούθησα μέσα σ’ ένα παράσπιτο που χρησίμευε ως αποθήκη εργαλείων. «Τριάντα χρόνια». «Τριάντα χρόνια εδώ πέρα; Θα πρέπει να νιώθατε πάντα πολλή μοναξιά». «Α, όχι. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, την εποχή που έφτασα εδώ είχε πολύ περισσότερο κόσμο. Οι τρεις αδελφές ήταν πολύ πιο ευκίνητες τότε. Εγώ είμαι η μικρότερη, το μωρό», είπε και γέλασε με το ίδιο κοριτσίστικο γέλιο. «Ήταν το κάστρο και το σπίτι της πύλης… ναι, είχε σίγουρα πολύ περισσότερο κόσμο. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει και η ησυχία που έχουμε τώρα. Η γαλήνη. Η φύση. Η απλότητα. Η ελευθερία. Η δυνατότητα να σταθείς». «Μα νόμιζα ότι το κάστρο καταστράφηκε ολοσχερώς σε πυρκαγιά τη δεκαετία του 1920». «Ω, η ιστορία του είναι γεμάτη από ολοσχερείς καταστροφές από πυρκαγιές. Ωστόσο, εκείνη τη φορά κάηκε μόνο ένα μέρος του. Η οικογένεια εργάστηκε σκληρά για να το αποκαταστήσει. Έκαναν θαυμάσια δουλειά μάλιστα. Ο πύργος έγινε πανέμορφος». «Έχετε μπει μέσα;» «Μα βέβαια». Η ερώτησή μου φάνηκε να την εκπλήσσει. «Πολλ ές φορές». «Τι του συνέβη τελικά;» «Πυρκαγιά», είπε και κοίταξε αλλού. Βρήκε το κουτί με τα εργαλεία της πάνω στο βαρυφορτωμένο τραπέζι και το άνοιξε. Πέντε θήκες γλίστρησαν έξω, η καθεμία γεμάτη βίδες και παξιμάδια. Η μικρή μαστόρισσα. «Κι άλλη;» Σήκωσα τα μάτια ψηλά απηυδισμένη. «Χωρίς πλάκα τώρα, αυτό καταντάει γελοίο. Ο συναγερμός πυρκαγιάς στο σπίτι μας ήταν συνδεδεμένος με τον πυροσβεστικό σταθμό της περιοχής μας. Ξέρετε πώς το έμαθα; Μια μέρα κάπνιζα στο δωμάτιό μου, αλλά δεν άνοιξα το παράθυρο γιατί έκανε παγωνιά και όποτε άνοιγα τις μπαλκονόπορτες τις κοπανούσε ο αέρας και μου προκαλούσε πονοκέφαλο. Έτσι, ανέβασα στο τέρμα τη μουσική και σε λίγο ένας πυροσβέστης –πολύ κούκλος, πλάκα-πλάκα– έριξε κάτω την πόρτα μου επειδή νόμιζε ότι το δωμάτιό μου είχε τυλιχτεί στις φλόγες». Η αδελφή Ιγνάτιος με άκουγε σιωπηλή καθώς έψαχνε μέσα στην εργαλειοθήκη της. «Τώρα που το σκέφτομαι, κι αυτός για δεκαεφτά με πέρασε», γέλασα. «Τηλεφώνησε μετά και με ζήτησε, αλλά σήκωσε το τηλέφωνο ο μπαμπάς μου και απείλησε να τον κλείσει φυλακή. Ήταν πολύ δραματικό». Σιωπή. «Τέλος πάντων, έπαθε κανείς τίποτα;» «Ναι», είπε. Μου έριξε μια φευγαλέα ματιά και τότε συνειδητοποίησα πως τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. «Δυστυχώς». Βλεφάρισε δυνατά για να διώξει τα δάκρυα, ενώ συνέχισε να ψαχουλεύει με θόρυβο μέσα στα συρτάρια, με τα ζαρωμένα αλλά δυνατά χέρια της να παραμερίζουν καρφιά και κατσαβίδια. Στο δεξί χέρι της φορούσε ένα χρυσό δαχτυλίδι που έμοιαζε με βέρα, το οποίο έσφιγγε πάρα πολύ το δάχτυλο και είχε αρχίσει να βυθίζεται στη σάρκα, τόσο που δεν ήξερα αν θα μπορούσε να το βγάλει, ακόμα κι αν το ήθελε. Τρωγόμουν να τη ρωτήσω κι άλλα πράγματα για το κάστρο, αλλά δεν ήθελα να τη στενοχωρήσω
περισσότερο, χώρια που έκανε τόση φασαρία ψάχνοντας το σωστό κατσαβίδι που δεν θα με άκουγε. Έπιασε να βγάζει και να δοκιμάζει μερικά, αλλά βαρέθηκα να την παρακολουθώ και άρχισα να τριγυρίζω βαριεστημένα στην αποθήκη. Ατέλειωτα ράφια με άχρηστα πράγματα γέμιζαν τους τοίχους. Ένα τραπέζι που εκτεινόταν και στους τρεις τοίχους ήταν επίσης γεμάτο με διάφορα συμπράγκαλα και σύνεργα που δεν είχα ιδέα σε τι χρησίμευαν. Ήταν σαν τη σπηλιά του Αλαντίν για τους παθιασμένους με τα μαστορέματα. Χάζευα γύρω-γύρω, αλλά στο μυαλό μου ξεπηδούσαν συνεχώς καινούρια ερωτηματικά σχετικά με το κάστρο. Ώστε κατοικούνταν και μετά την πυρκαγιά της δεκαετίας του 1920... Η αδελφή Ιγνάτιος είπε πως έμενε τριάντα χρόνια εδώ και πως είχε μπει στο εσωτερικό του κάστρου μετά την αποκατάσταση. Άρα, μιλάμε για τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Είχα την εντύπωση πως το κάστρο ήταν ακατοίκητο για πολύ μεγαλύτερο διάστημα. «Πού είναι όλοι;» «Μέσα. Είναι ώρα ψυχαγωγίας. Αυτή την ώρα η τηλεόραση έχει τη “Συγγραφέα ντετέκτιβ”. Τους αρέσει πολύ». «Όχι, θέλω να πω, τα μέλη της οικογένειας Κίλσανι. Πού είναι όλοι;» Αναστέναξε. «Οι γονείς μετακόμισαν και πήγαν να μείνουν με κάτι ξαδέλφια στο Μπαθ. Δεν άντεχαν να βλέπουν την κατάντια του κάστρου. Δεν είχαν ούτε το χρόνο ούτε την ενέργεια ούτε τα λεφτά, σημειωτέον, για να το χτίσουν από την αρχή». «Έρχονται καθόλου;» Με κοίταξε με θλιμμένο ύφος. «Πέθαναν, Ταμάρα. Λυπάμαι». Ανασήκωσα τους ώμους. «Δεν πειράζει. Δεν με αφορά». Η φωνή μου ήταν υπερβολικά κεφάτη, η στάση μου υπερβολικά αμυντική. Γιατί άραγε; Αλήθεια δεν με αφορούσε. Δεν είχα ιδέα ποιοι ήταν – γιατί να με νοιάζει; Μ’ ένοιαζε όμως. Ίσως λόγω του θανάτου του μπαμπά να ένιωθα ότι κάθε θλιβερή ιστορία ήταν η δική μου ιστορία. Δεν ξέρω. Η Μέι, η νταντά μου, παρακολουθούσε μανιωδώς εκπομπές για αληθινές αστυνομικές υποθέσεις που έβρισκαν τη λύση τους. Όποτε έλειπαν η μαμά και ο μπαμπάς, η Μέι έκανε κατάληψη στην τηλεόραση του καθιστικού για να δει τους «Φακέλους του FBI»· θυμάμαι πόσο φρίκαρα. Όχι εξαιτίας των φρικιαστικών λεπτομερειών –είχα δει και χειρότερα–, αλλά επειδή έβλεπα πως η Μέι έδειχνε έντονο ενδιαφέρον για τους τρόπους συγκάλυψης εγκλημάτων. Θυμάμαι ότι σκεφτόμουν πως θα μας δολοφονούσε όλους στον ύπνο μας. Ωστόσο, έφτιαχνε επίσης τους καλύτερους λάτε και γι’ αυτό δεν την πίεζα και πολύ, μην τυχόν και την προσβάλω και σταματήσει να μου φτιάχνει. Παρακολουθώντας μία από αυτές τις εκπομπές, έμαθα ότι η έκφραση «ξετυλίγει το κουβάρι των στοιχείων» προέρχεται από το μύθο του Θησέα που βγήκε από το Λαβύρινθο του Μινώταυρου ακολουθώντας το μίτο. Με τη βοήθειά του μπορείς να φτάσεις στο τέρμα ή ίσως να βρεις την αρχή. Όπως με το δορυφορικό σύστημα πλοήγησης της Μπάρμπαρα ή με τα ψίχουλα που ήθελα να ρίξω στο δρόμο από το σπίτι της πύλης του κάστρου μέχρι το Κιλάινι για να μη χαθώ: όταν δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα πού βρισκόμαστε, αρκεί μια ακρούλα για να μας δείξει από πού να πιάσουμε το νήμα. Επιτέλους, η κλειδαριά που σκάλιζε η αδελφή Ιγνάτιος τόση ώρα ενέδωσε και ξεκλειδώθηκε. «Έχετε κρυφά ταλέντα», την πείραξα. Γέλασε με την ψυχή της. Όταν ανασήκωσε το βαρύ εξώφυλλο, η καρδιά μου φτερούγισε. Σαν ν’ άκουσα τις φωνές της Ζόι και της Λόρα να μου λένε ότι θα έπρεπε να ντρέπομαι γι’ αυτό· για μια στιγμή ντράπηκα κιόλας, μέχρι που η Ταμάρα τούτου του καινούριου κόσμου πήρε ένα ματσούκι και τις έδιωξε. Αλλά όταν η αδελφή Ιγνάτιος άνοιξε το βιβλίο, η ντροπή επανήλθε δριμύτερη και μαζί της ήρθε και ο θυμός, γιατί το βιβλίο δεν είχε τίποτα μέσα. Οι σελίδες του δεν είχαν τίποτε απολύτως. «Χμ… για δες τι έχουμε εδώ», είπε η αδελφή Ιγνάτιος ξεφυλλίζοντας τις άκοπες από πάνω σελίδες από χοντρό κρεμ βελέν χαρτί, οι οποίες έμοιαζαν άλλης εποχής. «Κενές σελίδες που περιμένουν να τις γεμίσεις», συνέχισε με φωνή γεμάτη δέος. «Πολύ συναρπαστικό», είπα σαρκαστικά και σήκωσα απηυδισμένη τα μάτια ψηλά. «Πιο συναρπαστικό από ένα ήδη γεμάτο βιβλίο. Τότε σίγουρα δεν θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις». «Τότε θα μπορούσα να το διαβάσω όμως», φούντωσα, νιώθοντας πάλι ότι το μέρος εδώ με είχε απογοητεύσει. «Μήπως θα προτιμούσες επίσης μια ζωή ήδη βιωμένη, Ταμάρα; Έτσι μπορείς ν’ αράξεις και να την παρατηρείς. Ή μήπως θα προτιμούσες να τη ζήσεις εσύ;» ρώτησε και τα μάτια της χαμογελούσαν. «Ε, κρατήστε το εσείς», είπα και ξεμάκρυνα. Είχα χάσει το ενδιαφέρον μου για το πράγμα που αγκάλιαζα μέχρι τότε, νιώθοντας ότι με είχε απογοητεύσει. «Όχι, καλή μου. Είναι δικό σου. Να το χρησιμοποιήσεις εσύ». «Δεν γράφω. Δεν μου αρέσει να γράφω. Βγάζω κάλους στα δάχτυλα. Και με πιάνει πονοκέφαλος. Προτιμώ τα e-mail. Αφήστε που δεν μπορώ κιόλας. Είναι της κινητής βιβλιοθήκης. Ο Μάρκους θα το ζητήσει πίσω. Πρέπει να τον ξαναδώ για να του το επιστρέψω». Πρόσεξα ότι η φωνή μου είχε μαλακώσει στην τελευταία φράση. Σαν ανώριμο παιδί, προσπάθησα να κρύψω το χαμόγελό μου. Η αδελφή Ιγνάτιος, που τα παρατηρούσε όλα, χαμογέλασε και ανασήκωσε τα φρύδια. «Κοίτα, μπορείς, αν θες, να συναντηθείς με τον Μάρκους για να κουβεντιάσετε για το βιβλίο», είπε πειραχτικά. «Θα καταλάβει, όπως το κατάλαβα κι εγώ, ότι κάποιος θα πρέπει να δώρισε το ημερολόγιο στη βιβλιοθήκη νομίζοντας ότι ήταν βιβλίο». «Αν το πάρω, δεν παραβιάζω κάποια εντολή ή κάτι τέτοιο;» Η αδελφή Ιγνάτιος με μιμήθηκε και σήκωσε τα μάτια ψηλά. Παρά την κακή μου διάθεση, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το χαμόγελό μου. «Μα δεν έχω τίποτα να γράψω», είπα, λίγο μαλακωμένη πια. «Πάντα υπάρχει κάτι για να γράψεις. Γράψε κάποιες σκέψεις σου. Είμαι σίγουρη ότι έχεις μπόλικες». Ξαναπήρα το βιβλίο φλυαρώντας για το πόσο λίγο μ’ ενδιέφερε και γκρινιάζοντας ότι τα ημερολόγια είναι για τους σπασίκλες. Παρά τα λόγια μου, όμως, ένιωσα απίστευτη ανακούφιση όταν το πήρα πάλι στα χέρια
μου. Μου φαινόταν ότι εκεί ανήκε. «Γράψε ό,τι είναι εκεί πάνω», η αδελφή Ιγνάτιος έδειξε τον κρόταφό της, «και ό,τι είναι εκεί μέσα», έδειξε την καρδιά της. «Όπως το περιέγραψε κάποτε ένας σπουδαίος άντρας, “ένας μυστικός κήπος”. Όλοι έχουμε από έναν». «Ο Χριστός;» «Όχι, ο Μπρους Σπρίνγκστιν». «Εγώ βρήκα σήμερα τον δικό σας», χαμογέλασα. «Ο δικός σας δεν είναι πλέον μυστικός, αδελφή». «Ορίστε λοιπόν. Είναι πάντα ωραίο να τον μοιράζεσαι με κάποιον». Έδειξε το βιβλίο. «Ή με κάτι».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΙΑ: Ο μακρύς αποχαιρετισμός
Σουρούπωνε την ώρα που πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι της πύλης του κάστρου, με το στομάχι μου να γουργουρίζει, αφού είχα να φάω από το μεσημέρι που η μαμά της Ζόι έφτιαξε αμερικάνικες τηγανίτες με μύρτιλα. Όπως και πριν, η Ρόζαλιν ήταν όρθια στην ανοιχτή πόρτα του σπιτιού της και κοιτούσε έξω, με το πρόσωπο αυλακωμένο από την ανησυχία, γυρίζοντας σαν τρελή το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, λες και περίμενε να με δει να ξεπροβάλλω από στιγμή σε στιγμή. Πόση ώρα άραγε έκανε αυτό το πράγμα; Όταν με είδε να έρχομαι, τινάχτηκε και πήρε στάση προσοχής. Αμέσως κατέβασε τα χέρια στη φούστα του φορέματός της και άρχισε να την ισιώνει. Το φουστάνι είχε σοκολατί χρώμα κι ένα πράσινο κλαδί από τον ποδόγυρο μέχρι το γιακά. Ένα κολιμπρί πετούσε κοντά στο στήθος της, ενώ αργότερα παρατήρησα άλλο ένα κοντά στο αριστερό της κωλομέρι. Δεν νομίζω πως αυτή ήταν η πρόθεση του σχεδιαστή του υφάσματος, αλλά το ύψος της Ρόζαλιν υπαγόρευσε αυτή την ειρωνική τοποθέτησή τους. «Να σε επιτέλους, παιδί μου». Μου ήρθε να της πετάξω ότι δεν ήμουν παιδί, αλλά έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα. Έπρεπε να μάθω να δείχνω περισσότερη ανεκτικότητα στη Ρόζαλιν. Κυρίες και κύριοι, έχουμε κοντά μας απόψε την καλή Ταμάρα. «Το φαγητό σου ζεσταίνεται στο φούρνο. Δεν μπορούσαμε να σε περιμένουμε άλλο, από το ερείπιο άκουγα το στομάχι του να διαμαρτύρεται». Πολλά ήταν τα πράγματα που με εκνεύρισαν στη φράση της. Πρώτον, ότι δεν είχε αναφερθεί ονομαστικά στον Άρθουρ· δεύτερον, ότι η συζήτησή μας περιστρεφόταν πάλι γύρω από το φαγητό, και τρίτον, ότι είχε αναφερθεί στο κάστρο ως ερείπιο. Αντί να στυλώσω τα πόδια μου σαν μουλάρι, η καλή Ταμάρα χαμογέλασε πάλι και είπε γλυκά: «Ευχαριστώ, Ρόζαλιν. Δεν βλέπω την ώρα να φάω αμέσως». Έκανα να πάω στις σκάλες, αλλά η ξαφνική της κίνηση, ένα είδος τινάγματος όπως του αθλητή στην αφετηρία που περιμένει ν’ ακούσει το όπλο του αφέτη, μ’ έκανε να μείνω ριζωμένη στη θέση μου. Δεν την κοίταξα, περίμενα απλώς το σχόλιό της. «Η μητέρα σου κοιμάται, οπότε δεν θα πας να την ενοχλήσεις». Τώρα δεν τραύλιζε ούτε είχε εκείνο τον δουλικό τόνο στη φωνή της. Δεν μπορούσα να την καταλάβω, και μάλλον ούτε εκείνη εμένα. Η όχι και τόσο καλή Ταμάρα δεν της έδωσε σημασία, παρά συνέχισα να ανεβαίνω. Χτύπησα μαλακά την πόρτα της μαμάς νιώθοντας το πυρακτωμένο βλέμμα της Ρόζαλιν να μου καψαλίζει την πλάτη και, δίχως να περιμένω την απάντηση της μαμάς, μπήκα μέσα. Το δωμάτιο ήταν πιο σκοτεινό από πριν. Ήταν φυσικά και οι κουρτίνες τραβηγμένες, αλλά αυτό που έκανε το δωμάτιο πιο ψυχρό και σκοτεινό ήταν το γεγονός ότι ο ήλιος είχε αποσυρθεί στα ιδιαίτερά του για να ξεκουραστεί. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και ένα μήνα που η μαμά θύμιζε την κανονική μου μαμά, αν και η εντύπωσή μου δεν είχε να κάνει με το μητρικό φίλτρο. Οι κίτρινες κουβέρτες ήταν ανεβασμένες μέχρι το στήθος της και είχε τα χέρια σφιγμένα στα πλευρά της κάτω από τα σκεπάσματα, λες και μια τεράστια αράχνη την είχε τυλίξει στον ιστό της για να τη σκοτώσει και να τη φάει. Σκέφτηκα πως η Ρόζαλιν θα πρέπει να την είχε σκεπάσει έτσι, γιατί ήταν σωματικά αδύνατον για τη μαμά να παγιδευτεί μόνη της τόσο σφιχτά κάτω από τις κουβέρτες. Λάσκαρα τις κουβέρτες γύρω από το σώμα της, ανασήκωσα τα χέρια της από τα πλευρά και γονάτισα δίπλα της. Το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο, λες κι έκανε απλώς την αγαπημένη της θεραπεία προσώπου με μάσκα κρεμ φρες και γιαουρτιού. Ήταν τόσο ακίνητη που πλησίασα το αυτί στο πρόσωπό της για να βεβαιωθώ πως ανέπνεε. Ύστερα κάθισα και τη χάζευα: τα ξανθά μαλλιά της απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι γύρω από το πρόσωπό της, τις μακριές κλειστές βλεφαρίδες ν’ αγγίζουν την τέλεια, αψεγάδιαστη επιδερμίδα της. Τα χείλη της ήταν μια ιδέα ανοιχτά και από μέσα έβγαιναν απαλές, γλυκές, ζεστές ανάσες. Μπορεί, στην πορεία της αφήγησης, να σας έδωσα λάθος εντύπωση για τη μητέρα μου. Η εικόνα της θλιμμένης χήρας που κοιτάζει απαθής έξω από το παράθυρο, καθισμένη σε μια κουνιστή πολυθρόνα, φορώντας νυχτικιά με κλος μανίκια, την κάνει να δείχνει γριά. Στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου γριά. Είναι όμορφη. Είναι μόλις τριάντα πέντε χρόνων, πολύ μικρότερη από τις μαμάδες των φίλων μου. Με γέννησε στα δεκαοχτώ της. Ο μπαμπάς ήταν μεγαλύτερος από τη μαμά, στα είκοσι οχτώ. Του άρεσε να μου διηγείται πώς γνωρίστηκαν, αν και κάθε φορά η ιστορία του διέφερε λίγο. Νομίζω ότι του άρεσε αυτό, έτσι ώστε η αλήθεια να είναι το κοινό μυστικό του με τη μαμά. Ήταν ωραίο αυτό το χούι που είχε ο μπαμπάς, αλλά κι εμένα δεν με πείραζε που δεν μου έλεγαν ποτέ όλη την αλήθεια. Ίσως η αλήθεια να μη συναγωνιζόταν τις ιστορίες που είχα ακούσει και φανταστεί. Κοινός παρονομαστής όλων των ιστοριών του, πάντως, ήταν ότι γνωρίστηκαν σ’ ένα επίσημο δείπνο κάπου και πως όταν οι ματιές τους συναντήθηκαν, αυτός κατάλαβε ότι έπρεπε να την αποκτήσει. Έβαλα τα γέλια και του είπα πως αυτό ακριβώς είπε και για μια φοραδίτσα που είχε δει γυρνώντας από τη δημοπρασία αλόγων στην Γκοφς. Τότε ο μπαμπάς το βούλωσε, το χαμόγελο και το απόμακρο βλέμμα χάθηκαν από το πρόσωπό του και προς στιγμή ευχήθηκε να μην είχε κόρη στην εφηβεία, ενώ η μαμά φάνηκε να αναλογίζεται τα λόγια μου μένοντας
πολλή ώρα σιωπηλή. Ήθελα να τους πω ότι δεν το εννοούσα, ότι έτσι ήμουν εγώ, αδέξια, και ότι τα κακεντρεχή σχόλια έβγαιναν από τα χείλη μου χωρίς να το θέλω ή να το έχω προσχεδιάσει. Ωστόσο δεν μπορούσα να πω τέτοιο πράγμα στους γονείς μου. Ήμουν πολύ περήφανη. Δεν συνήθιζα να ζητάω συγγνώμη. Όμως η άρνησή μου να το πάρω πίσω δεν είχε να κάνει μόνο με το γεγονός ότι ήμουν περήφανη, αλλά κι επειδή ένα κομμάτι μου πίστευε ότι μπορεί να ήταν αλήθεια. Αυτό ακριβώς είχε πει ο μπαμπάς όταν γύρισε από τη δημοπρασία αλόγων στην Γκοφς. Ήταν επίσης αυτό που έλεγε όταν έβλεπε ένα καινούριο ρολόι ή ένα καινούριο σκάφος ή κοστούμι: «Έπρεπε να το δεις, Τζένιφερ. Πρέπει να το αποκτήσω». Και όταν ο μπαμπάς έπρεπε να αποκτήσει κάτι, το αποκτούσε. Αναρωτήθηκα αν η μαμά ήταν το ίδιο ανίσχυρη μπροστά στην επιθυμία του πατέρα μου όσο η φοραδίτσα στην Γκοφς, όσο το γιοτ στο Μονακό και όσο όλα τ’ άλλα πράγματα στον κόσμο που ο μπαμπάς έπρεπε να αποκτήσει. Και έτσι να είναι όμως, δεν την οικτίρω καθόλου για την αβουλία της. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι ο μπαμπάς αγάπησε τη μαμά. Τη λάτρευε. Πάντα την κοιτούσε, την άγγιζε, της άνοιγε τις πόρτες, της αγόραζε λουλούδια, παπούτσια, τσάντες, της έκανε διαρκώς εκπλήξεις για να της δείξει ότι τη σκεφτόταν. Όλο της έκανε κομπλιμέντα για τα πιο γελοία πράγματα, και μου έδινε στα νεύρα. Εμένα δεν μου έκανε ποτέ κομπλιμέντα γι’ αυτά τα πράγματα. Προς Θεού, μην αρχίσετε να μου αραδιάζετε τώρα φροϊδικές αναλύσεις επί αναλύσεων· δεν ήταν ότι ζήλευα – μπαμπάς μου ήταν, όχι άντρας μου, και ξέρω ότι δεν ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, ούτε και θα το ήθελα άλλωστε. Αλλά... Υπάρχει κι ένα «αλλά». Δεν γίνεται να χάσεις την κόρη σου, σωστά; Το παιδί σου θα είναι πάντα παιδί σου, είτε το βλέπεις είτε όχι. Τη γυναίκα σου, όμως, αυτήν μπορείς να τη χάσεις πιο εύκολα. Μπορεί να βαρεθεί και να σηκωθεί να φύγει. Ήταν τόσο όμορφη που θα μπορούσε να έχει όποιον άντρα ήθελε, και ο μπαμπάς το ήξερε αυτό. Μπορεί τα σχόλια που έκανε στη μαμά να τα έλεγε με την πιο τρυφερή διάθεση, αλλά εμένα μου φαίνονταν συγκαταβατικά. «Πες τους, καρδιά μου, πες τους τι απάντησες χτες όταν σε ρώτησε το γκαρσόνι αν θες γλυκό. Έλα, πες τους, γλυκιά μου». «Ω, δεν ήταν τίποτα, Τζορτζ, αλήθεια». «Ω, πες τους, Τζένιφερ, αγάπη μου. Ήταν πολύ αστείο, μα τον Θεό». Και τότε η μαμά τους έλεγε: «Είπα απλώς ότι και μόνο κοιτάζοντας το μενού των γλυκών θα έπαιρνα θερμίδες», και τότε οι άλλοι χαμογελούσαν και γελούσαν ανάλαφρα, ενώ το πρόσωπο του μπαμπά έλαμπε από περηφάνια για το χιούμορ της γυναίκας του και η μαμά χαμογελούσε μ’ εκείνο τον μυστηριώδη τρόπο που δεν αποκάλυπτε τίποτα κι εγώ ήθελα να σηκωθώ πάνω και να ουρλιάξω: «Μα είναι γελοίο, ρε γαμώτο! Αυτό το αστείο είναι τριών χιλιάδων χρόνων! Άσε που δεν είναι καν αστείο!» Δεν ξέρω αν η μαμά το έβλεπε ποτέ όπως εγώ. Απλώς χαμογελούσε πάντα και το χαμόγελό της έκρυβε ένα εκατομμύριο διαφορετικές απαντήσεις. Ίσως αυτό να άγχωνε τον μπαμπά: πόσα πράγματα μπορεί να κρατούσε μέσα της; Ίσως να μην ήξερε ποτέ πώς ένιωθε η γυναίκα του. Δεν ήταν σαν τα άλλα ζευγάρια που μερικές φορές αγανακτούν ο ένας με τον άλλο ή πιάνονται ο ένας από τα σχόλια του άλλου προκειμένου να συζητήσουν ή να λογομαχήσουν λίγο ακόμα. Απλώς ήταν αηδιαστικά ευχάριστοι ο ένας με τον άλλο. Η μαμά πάντα ανέκφραστη, ο μπαμπάς πάντα αβρόφρων. Ή μπορεί πολύ απλά να μην καταλάβαινα τι είχαν μεταξύ τους επειδή εγώ δεν ερωτεύτηκα ποτέ μου. Ίσως αγάπη είναι, κάθε φορά που το ταίρι σου λέει ή κάνει κάτι κοινότοπο, εσύ να θες να χαλάσει ο κόσμος από δω ως το Ουζμπεκιστάν από τη χαρά σου. Εγώ αυτό δεν το ένιωσα ποτέ για κανέναν. Πάντα πίστευα πως εγώ και ο μπαμπάς ήμασταν εκ διαμέτρου αντίθετοι. Όταν φοβάται –φοβόταν, μάλλον– μη φύγει κάποιος, τον έλουζε στις φιλοφρονήσεις. Λόγου χάρη, αν έρχονταν επίσκεψη φίλες της μαμάς, συνήθως του έσπαγαν τα νεύρα και δεν τους έδινε καμία απολύτως σημασία όση ώρα ήταν εκεί, αλλά όταν ετοιμάζονταν να φύγουν, φρόντιζε να τις πνίγει σε όσο το δυνατόν περισσότερες ζεστές αγκαλιές, χαμόγελα και καλά κατευόδια. Ο μπαμπάς ήταν από τους ανθρώπους που στέκονται στην εξώπορτα και σου κουνάνε το χέρι μέχρι να χαθεί το αμάξι σου από τα μάτια του. Φαντάζομαι τις φίλες της μαμάς όταν θα έφταναν στα σπίτια τους: «Ο Τζορτζ είναι κύριος με κάπα κεφαλαίο. Όταν έφυγα, με αγκάλιασε σφιχτά και με συνόδεψε στο αμάξι μου. Μακάρι να συμπεριφερόσουν κι εσύ έτσι στις φίλες μου, Γουόλτερ». Για τον μπαμπά μετρούσαν περισσότερο οι τελευταίες παρά οι πρώτες εντυπώσεις, γεγονός που δίνει ακόμα μεγαλύτερη συμβολική σημασία στο θάνατό του. Εγώ ήμουν το αντίθετο. Όπως ακριβώς διευκόλυνα την Μπάρμπαρα να με αφήσει εδώ με τα κακεντρεχή σχόλια που της πέταξα, το ίδιο έκανα όλη μου τη ζωή στη μαμά και τον μπαμπά μου. Διευκολύνω τους ανθρώπους να με αφήσουν, κάνοντάς τους να με μισήσουν στιγμιαία. Δεν συνειδητοποιούσα, όμως, ότι οι άλλοι κρατούσαν και φυλούσαν την απαράδεκτη συμπεριφορά μου, τα σαρκαστικά και τάχα αδιάφορα σχόλιά μου. Από παιδί συμπεριφερόμουν έτσι. Παρακαλούσα, θυμάμαι, τη μαμά και τον μπαμπά να μη βγαίνουν έξω τόσο συχνά, αλλά αυτοί έβγαιναν. Οι μόνες φορές που έμεναν σπίτι ήταν για να γεμίσουν τις μπαταρίες τους και ήταν συνήθως τόσο ξεθεωμένοι και κουρασμένοι από τη συνύπαρξή τους, ώστε χώριζαν και περνούσαν το βράδυ σε διαφορετικά δωμάτια. Ποτέ δεν καθόμασταν όλοι μαζί. Έχω συνειδητοποιήσει τώρα πια ότι αυτό που επιθυμούσα περισσότερο από μερικά πράγματα –αλλά όχι περισσότερο απ’ όλα τα πράγματα– ήταν να περνάμε λίγο χρόνο μαζί στο σπίτι, φυσικά και αβίαστα, και όχι εκείνες τις βεβιασμένες, σφιγμένες στιγμές που με φώναζαν στο δωμάτιό τους για να μου δώσουν καμαρώνοντας ένα δώρο ή να μου ανακοινώσουν κάποια έκπληξη. «Λοιπόν, Ταμάρα, ξέρεις πόσο τυχερή είσαι», ξεκινούσε η μαμά, η οποία βασανίζεται περισσότερο απ’ όλους από τύψεις επειδή είχαμε όλα όσα είχαμε. «Υπάρχουν πολλά παιδιά που δεν έχουν αυτή την ευκαιρία…» Εγώ όμως δεν ένιωθα μέσα μου τον ενθουσιασμό που εκείνοι φαντάζονταν πως θα έπρεπε να νιώθω, αν και προσπαθούσα να τον δείχνω προς τα έξω. Το μόνο που άκουγα ήταν τη φωνή μου μέσα στο κεφάλι μου να λέει: «Μπλα μπλα μπλα... έλα στο θέμα, τι θες να μου δώσεις τώρα πάλι;» «Αλλά επειδή είσαι τόσο καλή και φαίνεται πως εκτιμάς όλα τα όμορφα πράγματα που έχεις, κι επειδή είσαι τόσο ξεχωριστή για μας…» «Μπλα μπλα μπλα... Δεν είναι δώρο, δεν το βλέπω πουθενά στο δωμάτιο. Η μαμά δεν έχει τσέπες, ο μπαμπάς
έχει τα χέρια μέσα στις δικές του, οπότε δεν το έχουν κρύψει πάνω τους. Θα πάμε κάπου. Σήμερα είναι Τέταρτη. Αλλά ο μπαμπάς πάει τις Πέμπτες για γκολφ και η μαμά έχει να πάει για το κλύσμα της, όπως κάθε μήνα, και καθώς χωρίς αυτό σίγουρα θα σκάσει, άρα δεν πρόκειται να πάμε πουθενά πριν από την Παρασκευή. Οπότε, μιλάμε για το Σαββατοκύριακο. Επομένως, πού εδώ κοντά μπορούμε να πάμε για ένα Σαββατοκύριακο;» «Το συζητήσαμε και πιστεύουμε…» «Μπλα μπλα μπλα... Ίσως ένα Σαββατοκύριακο στο Λονδίνο. Όμως στο Λονδίνο πάνε συνέχεια κι έχω ξαναπάει κι εγώ, αλλά τώρα δείχνουν ενθουσιασμένοι. Επομένως, είναι κάπου που δεν πάμε συχνά. Στο Παρίσι. Σχετικά κοντά. Έχει πράγματα να κάνουν· η μαμά μπορεί να πάει για ψώνια, ο μπαμπάς μπορεί να την ακολουθεί παντού και να της αγοράζει στα κρυφά τα πράγματα που της αρέσουν αλλά δεν θέλει να τα πάρει επειδή είναι πολύ ακριβά, κι εγώ μπορώ να… τι; Τι μπορώ να κάνω στο Παρίσι; Α, τώρα κατάλαβα. Αχ, Eurodisney. Τέλεια». «Έχεις τρεις ευκαιρίες να μαντέψεις». Η μαμά σκούζει σχεδόν από τον ενθουσιασμό. «Αχ, Θεούλη μου, δεν γίνεται, μαμά. Πώς μπορώ να μαντέψω;» λέω προσπαθώντας να παραστήσω τη σαστισμένη και την μπερδεμένη και την ενθουσιασμένη, ενώ στύβω το μυαλό μου να σκεφτώ. «Καλά», δαγκώνω το χείλι μου. «Σαββατοκύριακο στη θεία Ρόζαλιν και το θείο Άρθουρ;» Έχω μάθει ότι όταν στοχεύεις πρώτα χαμηλά, οι γονείς ενθουσιάζονται ακόμα περισσότερο με το σοκ και το δέος που θα σου προκαλέσουν σε λίγο. Μαντεύω άλλα δύο χάλια μέρη και βλέπω τη μαμά έτοιμη να σκάσει από τον ενθουσιασμό. Να ’ναι καλά. «Πάμε στη Eurodisney, στο Παρίσι!» αναφωνεί η μαμά και αρχίζει να χοροπηδάει πάνω-κάτω, ενώ ο μπαμπάς ρίχνει μια βουτιά και πιάνει το φυλλάδιο για να μου δείξει πού θα μείνουμε. Η μαμά με κοιτάζει εξονυχιστικά στο πρόσωπο για να διακρίνει τη συγκίνησή μου, ο μπαμπάς σκύβει πάνω από το φυλλάδιο και αρχίζει να δείχνει πράγματα. Τα πράγματα που θα κάνουμε, που θα δούμε, τα πράγματα που μπορούμε να πάρουμε, που θα αποκτήσουμε. Κοίτα εδώ, γύρνα τις σελίδες, κοίτα εκεί. Πράγματα, πράγματα, πράγματα. Όσο έξυπνοι και καλοί κι αν νομίζουν ότι είναι οι γονείς, τα παιδιά είναι πάντα ένα βήμα μπροστά. Για να επανέλθω σε αυτό που έλεγα όμως. Ένα βράδυ σήκωσα τον κόσμο στο πόδι πριν βγουν έξω. Τους φώναξα και τους έβρισα πολύ, όχι για να τους προκαλέσω τύψεις, αλλά επειδή τότε ακόμα το εννοούσα στ’ αλήθεια. Αυτοί όμως βγήκαν έτσι κι αλλιώς, και επειδή μάλλον τους έπιασαν τύψεις που με άφησαν μόνη, δεν βρήκα τον μπελά μου για όσα απαίσια πράγματα τους είπα. Είχα μάθει ότι θα έβγαιναν πάντα, ό,τι κι αν τους έλεγα, οπότε αντί να στενοχωριέμαι και να εξευτελίζομαι μπροστά στη Μέι επειδή οι γονείς μου με άφηναν πίσω στο σπίτι, τους απομάκρυνα με τη στάση μου. Είχα εγώ το πάνω χέρι. Για μερικές βδομάδες προτού πεθάνει –ίσως και περισσότερο, αν και δεν είμαι σίγουρη–, ο μπαμπάς φερόταν παράξενα. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Φαντάζομαι ότι γι’ αυτό υπάρχουν τα ημερολόγια. Νόμιζα ότι θα μας εγκατέλειπε. Ένιωθα κάτι παράξενο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αλλά δεν μπορούσα να το προσδιορίσω επακριβώς. Ήταν ασυνήθιστα καλός. Όπως είπα, ήταν πάντα καλός απέναντι στη μαμά, καθώς και συνήθως καλός μ’ εμένα αν ήμουν κι εγώ καλή μαζί του, αλλά η καλοσύνη για την οποία μιλάω τώρα έμοιαζε με μακρύ, παρατεταμένο αποχαιρετισμό στην πόρτα. Μια πολύ καλή τελευταία εντύπωση μεγάλης διάρκειας. Μακρύς αποχαιρετισμός, εντελώς νεκρός. Το ένιωθα ότι θα γινόταν κάτι. Είτε θα φεύγαμε εμείς είτε αυτός. Αν και πολύς κόσμος έκανε ερωτήσεις για τη συμπεριφορά του μετά το θάνατό του, εγώ διατήρησα την ίδια αθώα και μπερδεμένη έκφραση με τη μαμά: «Όχι, όχι, δεν πρόσεξα τίποτα στραβό». Τι να τους έλεγα, δηλαδή; Ότι μία βδομάδα προτού πεθάνει ο μπαμπάς είχα την εντύπωση ότι τον έβλεπα να στέκεται στην πόρτα και να μας αποχαιρετάει, ακόμα και πολλή ώρα αφότου είχαμε χαθεί από τα μάτια του; Ένιωσα πως θα γινόταν κάτι, όποτε συμπεριφέρθηκα όπως πάντα: άρχισα να τον διώχνω μακριά μου. Ήμουν πιο κακεντρεχής απ’ ό,τι συνήθως, φερόμουν χειρότερα απ’ ό,τι συνήθως· κάπνιζα μέσα στο σπίτι, γυρνούσα σπίτι μεθυσμένη, τέτοια πράγματα. Τον προκαλούσα πολύ περισσότερο. Οι καβγάδες μας ήταν πιο άγριοι, τα βέλη μου πιο προσωπικά. Μιλάμε για απαίσια πράγματα. Έκανα ό,τι έκανα από παιδί κάθε φορά που δεν ήθελα να φύγουν. Βασικά, τον διαολόστειλα. Τον μισώ επειδή πήγε κι έκανε αυτό που έκανε, τη στιγμή που το έκανε. Αν το είχε κάνει οποιοδήποτε άλλο βράδυ, τότε θα μπορούσα να τον πενθήσω έτσι απλά. Τώρα τον πενθώ και συγχρόνως μισώ τον εαυτό μου, και μου είναι σχεδόν αφόρητο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τουλάχιστον πώς θα ένιωθα, ιδίως μετά την τελευταία μας κουβέντα; Ο αποχαιρετισμός μου ήταν ο χειρότερος δυνατός και η αντίδρασή του ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να κάνει. Ίσως δεν ήμουν η αιτία, αλλά σίγουρα δεν βοήθησα με τη στάση μου. Δεν ξέρω αν ένιωσε και η μαμά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί του. Μπορεί να ένιωσε, αλλά δεν είπε τίποτα. Αν δεν το διαισθάνθηκε κι εκείνη, τότε ήμουν η μόνη. Θα έπρεπε να είχα πει κάτι. Ακόμα καλύτερα, θα έπρεπε να είχα κάνει κάτι για να τον σταματήσω. Συγγνώμη, μπαμπά. Και αν, και αν, και αν… Και αν ξέραμε τι θα μας φέρει το αύριο; Θα το διορθώναμε; Θα μπορούσαμε άραγε;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑ: Σκάλα στον ουρανό
Tην άλλη μέρα το πρωί αποφάσισα να πάρω πρωινό με τη μαμά στο δωμάτιό της. Ήταν κάτι που φάνηκε ν’ ανησυχεί τη Ρόζαλιν, η οποία έμεινε στο δωμάτιο της μαμάς λίγο παραπάνω απ’ όσο έπρεπε, μετακινώντας έπιπλα, στρώνοντας ένα τραπέζι για τις δυο μας μπροστά στο παράθυρο, σιάχνοντας τις κουρτίνες, ανοίγοντας ένα παράθυρο, κλείνοντάς το μια σταλιά, ανοίγοντάς το λίγο ακόμα, ρωτώντας με αν κάνει πολύ ρεύμα. «Ρόζαλιν, σε παρακαλώ», είπα μαλακά. «Ναι, παιδί μου», είπε και συνέχισε να φτιάχνει το κρεβάτι, χτυπώντας με λύσσα τα μαξιλάρια και στρώνοντας τα σκεπάσματα τόσο σφιχτά που δεν θα με ξάφνιαζε αν την έβλεπα να κολλάρει το σεντόνι προτού το γυρίσει πάνω από την κουβέρτα για να το στρώσει στρατιωτικά, σαν φάκελο. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό. Το στρώνω εγώ μετά το πρωινό», είπα. «Κατέβα κάτω στον Άρθουρ. Είμαι σίγουρη ότι θα θέλει να σε δει πριν φύγει για τη δουλειά». «Το μεσημεριανό του είναι έτοιμο πάνω στην κουζίνα – ξέρει πού να το βρει». Συνέχισε να χτυπάει και να ισιώνει, και αν έβλεπε μια τσάκιση πουθενά, τότε φτου κι απ’ την αρχή. «Ρόζαλιν», επανέλαβα μαλακά. Αν και καταλάβαινα ότι δεν το ήθελε, με κοίταξε φευγαλέα. Όταν οι ματιές μας συναντήθηκαν, το πήρε απόφαση πως είχε χάσει τη μάχη. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να με κοιτάζει και μέσα σ’ εκείνα τα μάτια είδα ότι με προκαλούσε να το πω. Νόμιζε ότι δεν θα το έλεγα. Ξεροκατάπια. «Αν δεν σε πειράζει, θα ήθελα να μείνω λίγο με τη μαμά. Μόνες μας, αν δεν σε πειράζει». Ορίστε, το είπα. Η ώριμη Ταμάρα είχε πατήσει πόδι. Ωστόσο, τα λόγια μου συνοδεύτηκαν αναπόφευκτα από το πληγωμένο βλέμμα, την αργή πτώση των μαξιλαριών πάνω στο κρεβάτι και, τέλος, από ένα ψιθυριστό «Καλά». Δεν ένιωσα άσχημα όμως. Η Ρόζαλιν έφυγε επιτέλους από το δωμάτιο, αλλά συνέχισα να μη μιλάω για λίγο. Δεν άκουσα το γνωστό τρίξιμο στο πλατύσκαλο και κατάλαβα πως στεκόταν ακόμα έξω από την πόρτα. Δεν ήξερα αν έστηνε αυτί, αν στεκόταν φρουρός, αν μας προστάτευε ή αν μας κρατούσε φυλακισμένες. Μα τι φοβόταν τόσο πολύ; Αντί να προσπαθήσω να ζορίσω τη μαμά να μιλήσει, όπως έκανα όλον εκείνο το μήνα, αποφάσισα να σταματήσω να πολεμάω τη σιωπή της και να κάτσω υπομονετικά μαζί της μες στη σιγή που φαινόταν να της προσφέρει παρηγοριά. Κάπου-κάπου έφερνα ένα κομμάτι φρούτο μπροστά της και αυτή το έπαιρνε και το μασουλούσε. Παρατηρούσα το πρόσωπό της. Ήταν σαν να παρακολουθούσε μαγεμένη μια τεράστια οθόνη έξω στον κήπο, την οποία δεν έβλεπα εγώ. Ανεβοκατέβαζε τα φρύδια της αντιδρώντας σε κάτι που έλεγε κάποιος, και τα χείλη της χαμογελούσαν συνεσταλμένα σαν να θυμόταν κάποιο μυστικό. Το πρόσωπό της έκρυβε εκατομμύρια μυστικά. Αφού έμεινα κάμποση ώρα μαζί της, τη φίλησα στο κούτελο κι έφυγα από το δωμάτιό της. Το ημερολόγιο που αγκάλιαζα πρωτύτερα με καμάρι ήταν τώρα φυλαγμένο κάτω από το κρεβάτι μου. Ένιωθα σαν να το έσκαγα για να πάω να θάψω κάποιο μεγάλο μυστικό. Ομολογώ επίσης ότι ένιωθα και κάποια ντροπή. Στην παρέα μου δεν κρατούσαμε ημερολόγια. Ούτε ανταλλάσσαμε γράμματα. Διατηρούσαμε επαφή μέσω του Twitter και του Facebook, μοιραζόμασταν φωτογραφίες μας από τις διακοπές, από τις νυχτερινές μας εξόδους, απ’ όταν δοκιμάζαμε ρούχα σε δοκιμαστήρια πολυκαταστημάτων και θέλαμε μια δεύτερη γνώμη. Στέλναμε διαρκώς γραπτά μηνύματα η μία στην άλλη, στέλναμε e-mail με τα τελευταία κουτσομπολιά και προωθούσαμε ομαδικά αστεία e-mail, αλλ ά όλα αυτά ήταν μόνο επιφανειακή επικοινωνία. Μιλούσαμε για πράγματα που μπορείς να δεις, για πράγματα που μπορείς ν’ αγγίξεις, για τίποτα βαθύτερο. Τίποτα συναισθηματικό. Το ημερολόγιο αυτό είναι από τα πράγματα που θα έκανε η Φιόνα – η συμμαθήτριά μας στην οποία δεν μιλούσε κανείς εκτός από το άλλο σπασικλάκι, τη Σαμπρίνα, που έλειπε όμως τις περισσότερες φορές από το σχολείο επειδή πάθαινε συχνά ημικρανίες. Ξέρετε τι έκανε αυτή; Έβρισκε ένα ήσυχο απομονωμένο μέρος, μια γωνιά σε μια αίθουσα όταν δεν ήταν μέσα οι καθηγητές ή κάτω από ένα δέντρο στο προαύλιο του σχολείου την ώρα του μεσημεριανού, και βυθιζόταν στις σελίδες κάποιου βιβλίου ή έγραφε με μανία σ’ ένα σημειωματάριο. Θυμάμαι που την κορόιδευα. Προφανώς, όμως, όσα κοροϊδεύεις τα λούζεσαι. Ποιος ξέρει τι έγραφε. Μόνο σ’ ένα μέρος μπορούσα να πάω για να γράψω στο ημερολόγιο. Το πήρα από κάτω απ’ το κρεβάτι μου και κατέβηκα τρεχάτη τις σκάλες φωνάζοντας: «Ρόζαλιν, πάω…». Οι σαγιονάρες μου βροντοχτυπούσαν στα σκαλοπάτια που έτριζαν. Από το τελευταίο σκαλί έριξα έναν πήδο και προσγειώθηκα στο πάτωμα με χάρη ελέφαντα. Τότε ξεπρόβαλε φάντης μπαστούνι μπροστά μου η Ρόζαλιν. «Αμάν, βρε Ρόζαλιν!» Το χέρι μου πήγε αμέσως στην καρδιά μου. Τα μάτια της με περιεργάστηκαν αλαφιασμένα, είδαν το ημερολόγιό μου και μετά ανέβηκαν στο πρόσωπό μου. Τύλιξα προστατευτικά τα μπράτσα μου γύρω του, φροντίζοντας να κρύψω το μισό βιβλίο με το ένα φύλλο της ζακέτας μου. «Πού πας;» με ρώτησε σιγά. «Έξω… εδώ τριγύρω».
Τα μάτια της πέταξαν πάλι στο ημερολόγιο. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. «Να σου φτιάξω κάτι να πάρεις μαζί σου; Θα λιμάξεις από την πείνα». Λιμάζω από την πείνα. Καυτός ήλιος. Μακρύς αποχαιρετισμός. Εντελώς νεκρός. «Έχει φρέσκο μαύρο ψωμί και κοτόπουλο, πατατοσαλάτα και τοματίνια…» «Όχι, ευχαριστώ, είμαι ακόμα φουσκωμένη από το πρωινό». Έκανα πάλι να πάω στην πόρτα. «Κάνα κομμάτι φρούτο ίσως;» Ύψωσε λίγο τη φωνή της. «Σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί; Περίσσεψε λαχανοσαλάτα από–» «Όχι, Ρόζαλιν. Ευχαριστώ». «Καλά». Κι άλλο πληγωμένο βλέμμα. «Λοιπόν, να προσέχεις, έτσι; Μην πας πολύ μακριά. Μην ξεμακρύνεις από το κτήμα. Να σε βλέπει το σπίτι». Μάλλον εννοούσε να με βλέπει αυτή. «Δεν πάω στον πόλεμο», γέλασα. «Απλώς… εδώ γύρω». Μέσα στον κλειστό χώρο του σπιτιού, όπου ανά πάσα στιγμή ο καθένας ήξερε πού ήταν όλοι οι άλλοι, ήθελα να μένω λίγες ώρες μόνη μου, στον δικό μου χώρο. «Εντάξει», είπε. «Μη δείχνεις τόσο ανήσυχη». «Δεν είμαι σίγουρη…» Κατέβασε τα μάτια στο πάτωμα και έλυσε τα χέρια για να ισιώσει το βαμβακερό της φόρεμα. «Η μητέρα σου θα σε άφηνε;» «Η μαμά; Η μαμά θα με άφηνε να πάω και στο φεγγάρι, αν έτσι γλίτωνε από την γκρίνια μου όλη μέρα». Δεν είμαι σίγουρη αν ήταν ανακούφιση αυτό που διέκρινα στο πρόσωπο της Ρόζαλιν ή απλώς κι άλλη ανησυχία. Ξαφνικά ένιωσα πως λίγα κομμάτια του παζλ μπήκαν στη θέση τους και καλμάρισα λίγο. Η Ρόζαλιν δεν ήταν μητέρα, αλλά άξαφνα, στο ήσυχο σπιτικό της και ενώ η μαμά μου βρισκόταν σε νάρκη, εκείνη αναγκάστηκε να αναλάβει το ρόλο της μητέρας και για τις δυο μας. «Α, κατάλαβα», είπα μαλακά. Άπλωσα το χέρι μου και την άγγιξα. Το σώμα της σφίχτηκε τόσο απότομα που την άφησα αμέσως. «Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς για μένα. Η μαμά και ο μπαμπάς με άφηναν λίγο-πολύ να κάνω ό,τι μου άρεσε. Περνούσα όλη τη μέρα στην πόλη με τις φίλες μου. Μέχρι και στο Λονδίνο πήγα μια μέρα με τη φίλη μου. Κάναμε τη δουλειά μας και γυρίσαμε αυθημερόν. Ο μπαμπάς της έχει ιδιωτικό τζετ. Ήταν πολύ κουλ. Να φανταστείς, είχε μόλις έξι θέσεις και το είχαμε όλο δικό μας, εγώ και η Έμιλι – το κορίτσι που είχε το αεροπλάνο. Και στα δέκατα έβδομα γενέθλιά της οι γονείς της μας άφησαν να πάμε όλες αεροπορικώς στο Παρίσι. Ήρθε όμως μαζί και η μεγάλη της αδελφή για να μας προσέχει. Ήταν δεκαεννιά και πήγαινε στο κολέγιο, κατάλαβες;» Με άκουγε με προσοχή· με υπερβολική δίψα, άγχος, βιάση, με υπερβολική απόγνωση. «Α, τι καλά», είπε πρόσχαρα και στα πράσινα μάτια της ζωγραφίστηκε η δίψα της για τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα μου. Την έβλεπα να τις ρουφάει σαν σφουγγάρι με το που τις ξεστόμιζα. «Τα γενέθλιά σου πλησιάζουν. Τέτοια δώρα σου έκαναν στα γενέθλιά σου;» Κοίταξε ολόγυρα το χολ του σπιτιού, λες και υπήρχε περίπτωση να ξετρυπώσει κανένα αεροπλάνο κάπου εκεί μέσα. «Εμείς, δηλαδή, δεν θα ήμασταν σε θέση να κάνουμε κάτι ανάλογο…» «Όχι, όχι, δεν εννούσα αυτό. Δεν είναι αυτός ο λόγος που σου είπα την ιστορία. Απλώς ήθελα… δεν πειράζει, Ρόζαλιν», πρόσθεσα βιαστικά. «Λέω να πηγαίνω». Πέρασα από δίπλα της για να πάω στην πόρτα. «Ευχαριστώ πάντως», είπα. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν κλείσω την πόρτα ήταν το ανήσυχο ύφος της, σαν να είχε πει κάποιο λάθος. Την έτρωγε η ανησυχία για το πόσα πράγματα μπορούσε να μου προσφέρει ή να μου στερήσει η ζωή που ζούσαν εδώ πέρα. Πάντως, τελικά αποδείχτηκε πως η παλιά ζωή μου μου πρόσφερε περισσότερα απ’ όσα άντεχε. Σαν απελπισμένος εραστής που σου τάζει το φεγγάρι και τ’ αστέρια τη στιγμή που ξέρει πως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Κι εγώ σαν ηλίθια το πίστευα. Παλιά νόμιζα πως ήταν καλύτερο να έχεις πάρα πολλά αντί για υπερβολικά λίγα, αλλά τώρα πιστεύω ότι αν τα πάρα πολλά δεν είναι πραγματικά δικά σου, τότε καλύτερα να παίρνεις όσα σου ανήκουν και να δίνεις πίσω τα υπόλοιπα. Αν με ρωτούσες τώρα, θα προτιμούσα σε κάθε περίπτωση την απλότητα της Ρόζαλιν και του Άρθουρ. Έτσι, ποτέ δεν θα χρειαστεί να δώσεις πίσω τα πράγματα που αγαπάς. Την ώρα που κατηφόριζα το δρομάκι του κήπου, είδα να έρχεται προς το μέρος μου ο ταχυδρόμος. Ενθουσιασμένη που έβλεπα έναν άλλο άνθρωπο, τον χαιρέτησα με πλατύ χαμόγελο. «Γεια». Κοντοστάθηκα κλείνοντάς του το δρόμο. «Γεια σας, δεσποινίς». Άγγιξε το καπέλο του και η κίνησή του αυτή μου φάνηκε πολύ παλιομοδίτικη και ευγενική. «Είμαι η Ταμάρα». Του έδωσα το χέρι μου. «Χάρηκα, Ταμάρα». Νόμιζε πως είχα απλώσει το χέρι για να πάρω την αλληλογραφία και άφησε μερικούς φακέλους στην παλάμη μου. Τότε άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει πίσω μου και τη Ρόζαλιν να βγαίνει τρέχοντας. «Καλημέρα, Τζακ», φώναξε διασχίζοντας γρήγορα το δρομάκι. «Θα τα πάρω εγώ». Μου τα τράβηξε στην κυριολεξία μέσα απ’ τα χέρια. «Ευχαριστώ, Τζακ». Με κοίταξε αυστηρά ενώ έχωνε τους φακέλους στην τσέπη της ποδιάς της σαν καγκουρό που βάζει το μωρό του στον μάρσιπο. «Έγινε». Ο ταχυδρόμος έσκυψε το κεφάλι σαν να τον είχαν μαλώσει. «Και για απέναντι». Της έδωσε κι άλλους φακέλους, έκανε μεταβολή, ανέβηκε σβέλτα στο ποδήλατό του κι έστριψε με πεταλιές στη γωνία. «Δεν θα σου τους έτρωγα», είπα κάπως αποσβολωμένη στην πλάτη της Ρόζαλιν. Γέλασε και μπήκε στο σπίτι. Πολύ παράξενα πράγματα. Μόνο σ’ ένα μέρος μπορούσα να πάω για να γράψω σε τούτο το ημερολόγιο. Νιώθοντας το έδαφος να καίει κάτω από τις λαστιχένιες σαγιονάρες μου, πήρα το δρόμο για το κάστρο. Χαμογέλασα όταν τα δέντρα άνοιξαν σαν αυλαία που χωρίζει για να ξεκινήσει η κύρια πράξη του έργου.
«Γεια και πάλι», είπα. Με μεγάλο σεβασμό περιπλανήθηκα στις αίθουσές του. Δεν μπορούσα να χωνέψω ότι μια πυρκαγιά είχε προξενήσει τέτοια ζημιά. Τίποτα, απολύτως τίποτα δεν υποδήλωνε ότι εδώ μέσα έζησαν άνθρωποι εδώ κι έναν αιώνα τουλάχιστον. Δεν είχαν απομείνει τζάκια στους τοίχους ούτε πλακάκια ούτε ταπετσαρίες. Μόνο τούβλα, ζιζάνια και μια σκάλα που ανέβαινε σ’ έναν δεύτερο όροφο που δεν υπήρχε, που οδηγούσε στα ουράνια, θαρρείς και μ’ ένα γιγάντιο πήδημα θα έφτανες στα σύννεφα. Μια σκάλα στον ουρανό. Κάθισα στα κάτω σκαλοπάτια και ακούμπησα το ημερολόγιο στην ποδιά μου. Στριφογύρισα στο χέρι μου το βαρύ στιλό που είχα σουφρώσει από το γραφείο του Άρθουρ και κάρφωσα τα μάτια στο κλειστό βιβλίο, προσπαθώντας να σκεφτώ τι να γράψω. Ήθελα οι πρώτες μου λέξεις να σημαίνουν κάτι, δεν ήθελα να κάνω λάθος. Όταν σκέφτηκα επιτέλους μια αρχή, άνοιξα το βιβλίο. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Η πρώτη σελίδα ήταν ήδη γραμμένη, κάθε αράδα συμπληρωμένη με καθαρό χέρι… το δικό μου χέρι. Πετάχτηκα πάνω με τα νεύρα τεντωμένα και σφιγμένα. Το ημερολόγιο έπεσε απ’ τα πόδια μου, κατρακύλησε στα τσιμεντένια σκαλοπάτια και προσγειώθηκε στο πάτωμα. Έριξα μια γρήγορα ματιά τριγύρω, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, προσπαθώντας να καταλάβω αν πίσω από αυτό κρυβόταν κάποια κακόγουστη φάρσα. Οι ερειπωμένοι τοίχοι με κοίταξαν κι αυτοί και ξαφνικά αντιλήφθηκα παντού ολόγυρά μου κινήσεις και θορύβους τους οποίους δεν είχα προσέξει πριν. Θάμνοι και ζιζάνια θρόισαν, πέτρες μετακινήθηκαν, άκουσα πατημασιές από πίσω και μέσα στους τοίχους, αλλά τίποτε δεν αναδύθηκε ούτε ξεπρόβαλε μπροστά μου. Στη φαντασία μου ήταν όλα. Ίσως και οι γραμμένες σελίδες του ημερολογίου να ήταν στη φαντασία μου κι αυτές. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες και σήκωσα το ημερολόγιο από κάτω. Το δέρμα, γρατζουνισμένο από τις πέτρες και τα χαλίκια, είχε σκονιστεί και το σκούπισα πάνω στο σορτσάκι μου. Από την πτώση η πρώτη σελίδα σκίστηκε, αλλά το γραπτό δεν οφειλόταν σε παιχνίδι του μυαλού μου. Ήταν ακόμα εκεί –η πρώτη σελίδα, η δεύτερη σελίδα– και όταν το ξεφύλλισα με μανία, διέκρινα τον γραφικό μου χαρακτήρα σε όλες τις χρησιμοποιημένες σελίδες. Αδύνατον. Σύγκρινα την ημερομηνία που έγραφε πάνω-πάνω με την ημερομηνία που έλεγε το ρολόι μου. Η αυριανή, Σάββατο. Σήμερα ήταν Παρασκευή. Θα πρέπει να χάλασε το ρολόι μου. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στη Ρόζαλιν και στον τρόπο που κοίταζε το ημερολόγιο εκείνο το πρωί κιόλας. Αυτή το είχε γράψει άραγε; Δεν μπορεί. Το ημερολόγιο ήταν καλά κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι μου. Κάθισα παραζαλισμένη στη σκάλα και διάβασα τι έγραφε. Τα μάτια μου πετούσαν πάνω από τις λέξεις σαν μανιακά, τόσο που μερικές φορές χρειάστηκε να ξαναγυρίσω πίσω και να τις ξαναπάρω από την αρχή. Σάββατο, 4 Ιουλίου Αγαπητό ημερολόγιο, Έτσι ξεκινάς τάχα; Δεν έχω ξαναγράψει τέτοιο πράγμα και νιώθω εντελώς σπασίκλας, πέρα από κάθε φαντασία. Εντάξει λοιπόν, αγαπητό ημερολόγιο, μισώ τη ζωή μου. Το κεντρικό νόημα με λίγα λόγια. Ο μπαμπάς μου αυτοκτόνησε, χάσαμε το σπίτι μας και τα πάντα. Έχασα τη ζωή μου, η μαμά έχασε τα λογικά της και τώρα μένουμε στο βλαχοχώρι με δυο ψυχοπαθείς. Πριν από λίγες μέρες πέρασα ένα απόγευμα μ’ έναν πολύ νόστιμο τύπο που τον λένε Μάρκους και είναι αντιπρόεδρος της Ένωσης Σπασίκλων, με έδρα μια κινητή βιβλιοθήκη. Πριν από δύο μέρες γνώρισα μια καλόγρια που έχει μέλισσες και παραβιάζει κλειδαριές και χτες πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού σ’ ένα ερείπιο–
Η λέξη «ερείπιο» είχε διαγραφεί και δίπλα της έλεγε: κάστρο, καθισμένη σε μια σκάλα στον ουρανό που με έβαζε σε πειρασμό να την ανέβω, να φτάσω στην κορυφή και από εκεί να πηδήξω σ’ ένα σύννεφο που θα μ’ έπαιρνε μακριά από δω. Τώρα είναι νύχτα και βρίσκομαι πίσω στο δωμάτιό μου, γράφοντας σαν σπασικλάκι αυτό το ημερολόγιο, όπως μ’ έπεισε να κάνω η αδελφή Ιγνάτιος. Ναι, είναι καλόγρια, όχι τραβεστί, όπως νόμιζα πριν.
Αναστέναξα και σήκωσα τα μάτια από τη σελίδα. Πώς ήταν ποτέ δυνατόν; Κοίταξα γύρω μου αναζητώντας απαντήσεις. Σκέφτηκα να γυρίσω τρέχοντας στο σπίτι και να το πω στη μαμά, να το πω στη Ρόζαλιν, να τηλεφωνήσω στη Ζόι και τη Λόρα. Ποιος στην ευχή θα με πίστευε; Αλλά και να με πίστευαν, τι θα μπορούσαν να κάνουν για να με βοηθήσουν; Το κάστρο ήταν τόσο ασάλευτο που τα σύννεφα, ολοστρόγγυλα και λευκά σαν αγγελούδια, έμοιαζαν να τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα. Κάπου-κάπου άκουγα ένα θρόισμα κάτω από κάποιο ζιζάνιο, ενώ «κλέφτες» πετούσαν στον αέρα προκαλώντας με να τους πιάσω, έρχονταν κοντά και μετά το αεράκι τους έπαιρνε απότομα μακριά. Πήρα βαθιά ανάσα και σήκωσα το πρόσωπο στον καυτό ήλιο – καυτός ήλιος. Εντελώς νεκρός – έκλεισα τα μάτια και άφησα την ανάσα μου να βγει αργά. Μου άρεσε πραγματικά να κάθομαι στο κάστρο. Άνοιξα τα μάτια και συνέχισα να διαβάζω νιώθοντας ανατριχίλα. Μου αρέσει να κάθομαι στο κάστρο. Κανονικά θα έπρεπε να μου φαίνεται άσχημο, αλλά δεν είναι. Όπως και ο Τζέσι Στίβενς θα έπρεπε κανονικά να μου φαίνεται άσχημος με τη σπασμένη του μύτη και τα αυτιά σαν κουνουπίδι από το ράγκμπι, αλλά δεν είναι. Έπρεπε να το ξεκινήσω νωρίτερα αυτό το αστείο με το γράψιμο. Έτσι θα μου δινόταν η ευκαιρία να γκρινιάξω όσο ήμουν στης Ζόι, τότε που αυτή και η Λόρα μου πήραν τ’ αυτιά με την ιστορία για τα ξεβρακώματά τους. Τέλος πάντων. Η μαμά δεν έχει βγει ακόμα από το δωμάτιό της. Αν και ένιωθα ότι ήθελα να κουκουλωθώ στο κρεβάτι και
να πέσω ξερή –δεν μπορώ να πάρω ανάσα από το μπούκωμα μετά την πούντα που άρπαξα από τη χτεσινή μπόρα–, σήμερα το πρωί αποφάσισα να πάρω πρωινό κάτω από το δέντρο στον πίσω κήπο, επειδή ξέρω ότι εκεί θα με βλέπει. Έστρωσα το γαλάζιο κασμιρένιο ριχτάρι από το δωμάτιό μου και άπλωσα πάνω του κομμάτια φρούτα. Από άποψη γεύσης και υφής ήταν σαν να έτρωγα χαρτόνι. Δεν πεινούσα και είχα στρέψει όλη μου την ενέργεια στην προσπάθεια να αναγκάσω τη μαμά να βγει έξω. Προσπάθησα να παραστήσω την απίστευτα ανέμελη, ξάπλωσα στους αγκώνες, σταύρωσα τους αστραγάλους κι άρχισα να κοιτάζω γύρω-γύρω σαν να μην είχα καμία έγνοια στον κόσμο. Αυτή ήταν η απόπειρά μου να τη δελεάσω για να έρθει έξω, αλλά δεν βγήκε. Έλεγα πως αν έπαιρνε λίγο καθαρό αέρα, αν έριχνε μια ματιά σε τούτο το μέρος, αν ερχόταν στο κάστρο, ίσως να έβλεπε αυτά που βλέπω εγώ και τότε θα συνερχόταν από την αφασία στην οποία βρίσκεται. Είναι φυσικό να μη θέλει να συνεχιστεί η ζωή όσο μένει εκεί πάνω, κλεισμένη στο δωμάτιό της. Μόνο όταν βγεις έξω συνειδητοποιείς ότι η ζωή προχωράει μπροστά και ότι πολύ απλά πρέπει να ακολουθήσεις το ρεύμα. Δεν ξέρω γιατί η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ δεν καταβάλλουν περισσότερες προσπάθειες να τη βοηθήσουν. Με πρωινά, μεσημεριανά και δείπνα που φτάνουν για να ταΐσουν ελέφαντα, δεν πρόκειται να τη γιατρέψουν. Ούτε με τη σιωπή. Θα πρέπει να ξαναμιλήσω στη Ρόζαλιν. Ίσως να πω κάτι στον Άρθουρ. Αδελφός της είναι στο κάτω-κάτω, έχει υποχρέωση να τη βοηθήσει. Απ’ όσο ξέρω, εκτός από εκείνο τον παράξενο χαιρετισμό τη μέρα που φτάσαμε, τότε που άγγιξαν τα μέτωπά τους, δεν της έχει πει άλλη κουβέντα. Δεν είναι πολύ περίεργο αυτό; Μετά τη χτεσινή μπόρα…
Εκείνη τη στιγμή, λοιπόν, κατάλαβα πως όλα αυτά ήταν γελοία, γιατί η μέρα ήταν χαρά Θεού. Ούτε υποψία βροχής. Συνέχισα να διαβάζω με ανασηκωμένο φρύδι, οπλισμένη με τη γνώση ότι μου έκαναν φάρσα ή κάτι παρόμοιο, ενώ περίμενα ότι από στιγμή σε στιγμή θα πετάγονταν πίσω από τις ετοιμόρροπες κολόνες η Ζόι και ο Άστον Κούτσερ.8 …άρπαξα πούντα κι έχω μπούκωμα. Η Ρόζαλιν με τύλιξε στην κυριολεξία με κομπρέσες, με κάθισε μπροστά στη φωτιά και μ’ έβαλε με το ζόρι να φάω κοτόσουπα. Χαράμισα μισή μέρα χύνοντας τόνους ιδρώτα δίπλα στην απαίσια φωτιά και προσπαθώντας να την πείσω ότι δεν ήμουν ετοιμοθάνατη. Με ανάγκασε να σκεπάσω το κεφάλι μου με μια πετσέτα και να χώσω τη μούρη μου πάνω από μια λεκάνη ζεματιστό νερό γεμάτο έλαιο ευκάλυπτου για να καθαρίσει η μύτη μου. Την ώρα που ήμουν εκεί κάτω με τη μύτη μου να τρέχει, είμαι σχεδόν σίγουρη ότι άκουσα το κουδούνι της πόρτας. Η Ρόζαλιν με διαβεβαίωσε ότι παράκουσα. Έπρεπε να είχα δεχτεί την πρόσκληση της αδελφής Ιγνάτιου να πάω να στεγνώσω στο σπίτι της. Πόσο τρομαχτικό μπορεί να είναι ένα σπίτι γεμάτο καλόγριες; Αύριο σκοπεύω να αποφύγω άλλο ένα από τα φορτωμένα χοληστερίνη πιάτα που σερβίρει η Ρόζαλιν για πρωινό και να πάω να βρω ένα ήσυχο μέρος για να κάτσω να γράψω. Πιθανόν να φορέσω το μπικίνι μου και να πάω για ηλιοθεραπεία. Να έχουν κάτι να χαζεύουν οι χωρικοί. Μπορεί να μην είναι και τόσο άσχημα. Όταν κλείνεις τα μάτια, μπορείς να βρεθείς όπου τραβάει η ψυχή σου. Μπορώ να πάω να ξαπλώσω στη λίμνη και να φανταστώ ότι είμαι δίπλα στην πισίνα στη Μαρμπέλα, πως το πλατσούρισμα των κύκνων που τινάζουν τα φτερά τους είναι η μαμά. Πάντα πήγαινε και ξάπλωνε όχι σε ξαπλώστρα όπως όλος ο κόσμος, αλλά στην άκρη της πισίνας, κοντά στα φίλτρα νερού. Άφηνε το χέρι της να επιπλέει πάνω στο νερό, χτυπώντας ελαφρά την επιφάνεια. Θύμιζε τον ήχο που κάνουν τα ξυπόλυτα ποδαράκια ενός παιδιού που τρέχει γύρω σου. Η μαμά το έκανε είτε για να δροσίζεται είτε επειδή της άρεσε ο ήχος. Θυμάμαι ότι μου άρεσε να την ακούω, αν και για κάποιο λόγο της έλεγα πάντα να σκάσει. Έτσι, για να πω κάτι στη σιωπή, για να πω κάτι που θα την έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια και να με κοιτάξει.
Ποιος μπορεί να τα ήξερε όλα αυτά; Μόνο η μαμά. Μπορεί να κάνω ηλιοθεραπεία ξαπλωμένη στο γρασίδι, πάνω στο δρόμο που θα ακολουθήσει η χλοοκοπτική μηχανή του Άρθουρ, με την ελπίδα να περάσει από πάνω μου. Αν δεν με σκοτώσει, τότε τουλάχιστον θα με γλιτώσει από τη χαλάουα. Να πω την αλήθεια, ο Άρθουρ δεν είναι και τόσο κακός. Δεν λέει πολλά. Δεν έχει καν πολλές αντιδράσεις, αλλά μου εκπέμπει κάτι θετικό – τις περισσότερες φορές. Ούτε η Ρόζαλιν είναι τόσο κακιά. Απλώς πρέπει να προσπαθήσω να καταλάβω τι μέρος του λόγου είναι. Αντέδρασε πολύ ασυνήθιστα απόψε στο φαγητό –πίτα του βοσκού, μιαμ-μιαμ– όταν της είπα ότι έκανα παρέα με την αδελφή Ιγνάτιο. Είπε πως η αδελφή πέρασε να τη δει το πρωί και δεν της ανέφερε ότι με γνώρισε. Θα πρέπει να έγινε όσο έκανα μπάνιο. Μακάρι να ήμουν μια μύγα στον τοίχο ώστε να μπορούσα να παρακολουθήσω αυτή τη συζήτηση. Μετά άρχισε να με βομβαρδίζει με ερωτήσεις σχετικά με τα πράγματα τα οποία συζητήσαμε με την αδελφή. Δεν κάνω πλάκα, μιλάμε για ανελέητο βομβαρδισμό ερωτήσεων. Αφού μέχρι και ο Άρθουρ φάνηκε να νιώθει άβολα. Δηλαδή τι; Νόμιζε ότι έλεγα ψέματα; Ήταν αλήθεια πολύ παράξενο. Μακάρι να μην της έλεγα τι έμαθα για το κάστρο. Τώρα ξέρω πως όποιες τυχόν πληροφορίες θελήσω να μάθω, σίγουρα δεν μπορώ να τις πάρω από αυτήν. Υποθέτω πως η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ είναι απλώς διαφορετικοί. Ή ίσως να είμαι εγώ η διαφορετική. Δεν το έχω ξανασκεφτεί έτσι. Ίσως να ήμουν πάντα εγώ η διαφορετική. Σε περίπτωση που πεθάνω από αφυδάτωση και βρει κάποιος το ημερολόγιο, θα πρέπει να αναφέρω ότι κλαίω κάθε βράδυ. Τη μέρα παριστάνω ότι είμαι όσο γίνεται πιο δυνατή –εκτός από το περιστατικό με τη
χρυσόμυγα και την κατάρρευσή μου στο ερειπωμένο κάστρο–, αλλά με το που τρυπώνω στο κρεβάτι και ξαπλώνω στα σκοτεινά, στη σιγαλιά, μόνο τότε έχω την εντύπωση ότι γυρίζει ο κόσμος. Και τότε κλαίω. Μερικές φορές κλαίω τόσο πολύ που το μαξιλάρι μου γίνεται μούσκεμα. Τα δάκρυα κυλάνε από τις άκρες των ματιών μου, κατεβαίνουν στ’ αυτιά μου και με γαργαλάνε στο σβέρκο ή μερικές φορές φτάνουν μέχρι το φανελάκι μου, κι εγώ τα αφήνω να πάνε όπου θέλουν. Έχω συνηθίσει τόσο πολύ το κλάμα, ώστε μερικές φορές δεν το παρατηρώ καν. Έχει καμία λογική αυτό; Παλιά έκλαιγα μόνο αν έπεφτα και χτυπούσα ή επειδή μάλωσα με τον μπαμπά ή επειδή ήμουν τελείως λιώμα από το μεθύσι και με αναστάτωνε το παραμικρό. Τώρα όμως, πώς να το πω, σαν να… είμαι λυπημένη και γι’ αυτό κλαίω. Μερικές φορές ξεκινάω και σταματάω γιατί πείθω τον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά. Άλλοτε δεν το πιστεύω ούτε εγώ η ίδια, οπότε ξαναβάζω τα κλάματα. Βλέπω πολλά όνειρα με τον μπαμπά. Σπανίως είναι πραγματικά ο μπαμπάς, απλώς μια μείξη από πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Στην αρχή είναι αυτός, μετά γίνεται ένας καθηγητής του σχολείου, μετά ο Ζακ Έφρον και μετά κάποιος τυχαίος που έχω δει μόνο μία φορά στη ζωή μου – ο ιερέας της περιοχής, λόγου χάρη, ή κάτι τέτοιο. Έχω ακούσει να λένε κάποιοι πως όταν ονειρεύονται ένα αγαπημένο πρόσωπο που πέθανε, νιώθουν πως είναι πραγματικό, ότι ο άνθρωπός τους είναι πραγματικά εκεί, ότι τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι τους δίνει μια αγκαλιά. Ότι με κάποιον τρόπο τα όνειρα είναι μια θολή γραμμή ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, σαν την αίθουσα του επισκεπτηρίου μιας φυλακής. Βρίσκεστε και οι δύο στο ίδιο δωμάτιο, αλλά σε διαφορετικές μεριές και, στην πραγματικότητα, σε διαφορετικούς κόσμους. Παλιά πίστευα ότι όσοι έλεγαν τέτοια πράγματα ήταν σαλεμένοι ή φρικαρισμένοι θρησκόληπτοι. Τώρα όμως ξέρω πως είναι κι αυτό ένα από τα πολλά πράγματα για τα οποία έκανα λάθος. Δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία, δεν έχει καμία σχέση με την πνευματική ισορροπία, αλλά έχει τεράστια σχέση με το φυσικό ένστικτο του ανθρώπινου εγκεφάλου, να ελπίζει, δηλαδή, πέρα από κάθε ελπίδα – μόνη εξαίρεση, οι κυνικοί μαλάκες. Έχει να κάνει με την αγάπη, με την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, με το γεγονός ότι νιώθεις σαν να ξεριζώθηκε ένα κομμάτι σου και θα έκανες σχεδόν τα πάντα ή θα πίστευες τα πάντα για να το πάρεις πίσω. Είναι η ελπίδα ότι κάποια μέρα θα το ξαναδείς, ότι μπορείς ακόμα να το νιώσεις κοντά σου. Αυτού του είδους η ελπίδα δεν σε κάνει αδύναμο άνθρωπο, όπως πίστευα παλιά. Η απελπισία σε κάνει αδύναμο. Η ελπίδα σε κάνει πιο δυνατό, επειδή σου προσφέρει μια αίσθηση λογικής. Όχι για να εκλογικεύσεις το πώς ή γιατί χάθηκε ο άνθρωπός σου, αλλά για να βρεις ένα λόγο να συνεχίσεις να ζεις. Επειδή είναι ένα «ίσως». Ένα «ίσως κάποια μέρα να μην είναι τόσο χάλια τα πράγματα». Και αυτό το «ίσως» κάνει αυτομάτως τη μαυρίλα πιο υποφερτή. Νόμιζα ότι όσο μεγαλώνουμε γινόμαστε τάχα πιο κυνικοί. Όσο για μένα, όταν γεννήθηκα έριξα μια επιφυλακτική ματιά στο δωμάτιο του μαιευτηρίου, κοίταξα όλα τα πρόσωπα ένα προς ένα και αμέσως κατάλαβα ότι τούτο το καινούριο σκηνικό ήταν χάλια και ότι τα πράγματα ήταν πολύ καλύτερα όταν ήμουν μέσα. Με αυτή τη νοοτροπία συνέχισα τη ζωή μου. Όπου κι αν βρισκόμουν, ήταν χάλια, ενώ κάπου αλλού – προς τα πίσω πάντα– ήταν καλύτερα. Μόνο τώρα που η πεζότητα της ζωής με χτύπησε κατακούτελα – εντελώς νεκρός, ο θάνατος– έχω αρχίσει να κοιτάζω προς τα έξω. Όσοι διαθέτουν επιστημονικό μυαλό πιστεύουν ότι κοιτάζουν προς τα έξω, αλλά δεν είναι έτσι. Πιστεύουν ότι οι συναισθηματικοί άνθρωποι κοιτάζουν μόνο προς τα μέσα, αλλά δεν είναι έτσι. Νομίζω ότι οι καλύτεροι επιστήμονες είναι οι άνθρωποι που κοιτάζουν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Μπορεί να είπα ό,τι είπα, ξέρω όμως ότι στα όνειρά μου δεν έρχεται ο μπαμπάς. Δεν μου στέλνει κρυφά μηνύματα ούτε μου δίνει μυστικές αγκαλιές. Δεν τον νιώθω κοντά μου εδώ που είμαι, στο Κίλσανι. Απλώς βλέπω δυσνόητα όνειρα που δεν κρύβουν κάποιο νόημα ή σοφές συμβουλές. Αποσπασματικές αντανακλάσεις της ημέρας μου που σαν κομματιασμένο παζλ πετιούνται στον αέρα και κολλάνε στο κεφάλι μου δίχως σειρά, νόημα ή λογική. Χτες βράδυ ονειρεύτηκα τον μπαμπά που μεταμορφώθηκε στον καθηγητή των αγγλικών και μετά ο καθηγητής των αγγλικών ήταν γυναίκα και κάναμε ελεύθερο μάθημα κι έπρεπε να τραγουδήσω μπροστά σ’ όλο τον κόσμο, αλλά άνοιξα το στόμα μου και δεν έλεγε να βγει τίποτα από μέσα και μετά το σχολείο κατέληξε στην Αμερική, αλλά δεν μιλούσε κανείς λέξη αγγλικά και δεν καταλάβαινα γρυ και μετά έμενα πάνω σ’ ένα σκάφος. Παράξενο. Ξύπνησα όταν η Ρόζαλιν έριξε μια κατσαρόλα ή κάτι τέτοιο κάτω στην κουζίνα. Μπορεί να είχε δίκιο η αδελφή Ιγνάτιος. Μπορεί να με βοηθήσει το ημερολόγιο. Η αδελφή Ιγνάτιος είναι αστεία γυναίκα. Δεν έχω καταφέρει να τη βγάλω από το μυαλό μου από τη στιγμή που τη γνώρισα πριν από δύο μέρες.
Χτες. Μόλις χτες τη γνώρισα. Μου αρέσει. Το πρώτο πράγμα που μου αρέσει εδώ που βρίσκομαι –εντάξει, το δεύτερο πράγμα, μετά το κάστρο– είναι αυτή. Άρχισε να βρέχει με το τουλούμι όσο ήμουν στο κάστρο χτες, και είδα τη Ρόζαλιν να κατηφορίζει το δρόμο και να έρχεται προς το μέρος μου μ’ ένα παλτό στο χέρι. Νιώθω άσχημα γι’ αυτό που έκανα, αλλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ, έπρεπε να τρέξω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν ήθελα να μάθει ότι καθόμουν εδώ, δεν ήθελα να νομίζει ότι είχε μαντέψει σωστά. Δεν ήθελα να ξέρει τίποτα για μένα. Δεν είχα ιδέα προς τα πού έτρεχα. Η βροχή έπεφτε πάρα πολύ δυνατά –δεν έμοιαζε τόσο με καλοκαιρινή μπόρα όσο με πίδακα υδρομασάζ– και είχα μουσκέψει μέχρι το κόκαλο, αλλά ένιωθα σαν να είχα μπει στον αυτόματο πιλότο· το σώμα μου κατέβασε διακόπτες κι άρχισα να τρέχω, και χωρίς να το καταλάβω καλάκαλά κατέληξα στον περιτειχισμένο κήπο. Η αδελφή Ιγνάτιος καθόταν μέσα στο θερμοκήπιο και περίμενε να περάσει η μπόρα. Είχε μία επιπλέον φόρμα μελισσοκόμου για μένα. Είπε πως είχε προαίσθημα ότι θα
ξαναρχόμουν. Καθώς την προηγούμενη μέρα τη διέκοψα, δεν είχε προλάβει να ελέγξει τις κυψέλες. Είχε να κάνει άλλα πράγματα. Να προσευχηθεί και τέτοια. Οπότε χτες μου έδειξε πώς είναι οι κυψέλες από μέσα. Σημάδεψε μ’ ένα μαρκαδόρο τη βασίλισσα μέλισσα για να δω ποια ήταν, μου έδειξε τους κηφήνες και τις εργάτριες μέλισσες, και μετά μου έδειξε πώς χρησιμοποιείται το καπνιστήρι. Μ’ έπιασε ζαλάδα και μόνο που το κοιτούσα. Μου συνέβη κάτι παράξενο. Η αδελφή Ιγνάτιος δεν το πρόσεξε. Άπλωσα το χέρι και στηρίχτηκα στον τοίχο για να μην πέσω κάτω. Την ώρα που ένιωθα τόσο χάλια, η αδελφή με προσκάλεσε να έρθω την επόμενη βδομάδα και να τη βοηθήσω να τρυγήσει το μέλι, το οποίο βάζει έπειτα σε βαζάκια και το πηγαίνει στην αγορά. Πάνω στην απελπισία μου να πάρω ανάσα, η απάντησή μου ήταν ένα ξερό «όχι». Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από κει. Μακάρι να της είχα πει ότι δεν ένιωθα καλά. Φ άνηκε να απογοητεύεται απίστευτα και τώρα νιώθω πολύ άσχημα γι’ αυτό. Επίσης, πρέπει να πάω στην αγορά ώστε να δω κι άλλους ανθρώπους. Έχω αρχίσει να παρανοώ εδώ πέρα, βλέποντας κάθε μέρα τους ίδιους και τους ίδιους. Και θέλω να δω αν όλος ο κόσμος θα κοιτάζει τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ όπως τους κοίταζαν εκείνοι οι τύποι έξω από την παμπ. Κάτι θα πρέπει να έχουν κάνει στην πόλη για να τους κοιτάνε έτσι. Μπορεί να οργάνωσαν σεξουαλικά όργια ή κάτι τέτοιο. Ποπό, αηδία. Τώρα που γράφω, κάθομαι στο δωμάτιό μου με την πλάτη κόντρα στην πόρτα, γιατί δεν θέλω να μπει μέσα η Ρόζαλιν. Όσο λιγότερα ξέρει για το ημερολόγιο, τόσο το καλύτερο. Ήδη προσπαθεί να τρυπώσει στο μυαλό μου, δεν μπορώ να διακινδυνέψω να μάθει ότι στο δωμάτιό μου κυκλοφορούν σε γραπτή μορφή οι πιο μύχιες σκέψεις μου. Θα πρέπει να το κρύψω. Στη γωνία, στο πάτωμα δίπλα στην πολυθρόνα, έχει μια ενδιαφέρουσα ξεχαρβαλωμένη σανίδα που ίσως πάω να ερευνήσω απόψε. Γι’ άλλη μια φορά, η μαμά αποκοιμήθηκε αμέσως μετά το βραδινό της. Κοιμάται απίστευτα πολύ τις δύο τελευταίες μέρες. Αυτή τη φορά, όμως, την πήρε ο ύπνος καθισμένη στην πολυθρόνα της. Ήθελα να την ξυπνήσω και να της πω να πάει να πέσει στο κρεβάτι, αλλά η Ρόζαλιν δεν με άφησε. Θα συνεχίσω να γράφω μέχρι ν’ ακούσω το ροχαλητό του Άρθουρ και τότε θα πάω να δω τι κάνει. Τώρα που βρίσκομαι στην ασφάλεια του σπιτιού, θέλω να πω απλώς ότι είχα μια περίεργη αίσθηση όσο ήμουν στο κάστρο χτες το πρωί. Ένιωσα σαν να ήταν κάποιος εκεί. Σαν να με παρακολουθούσε κάποιος. Το πρωινό ήταν απίστευτα ηλιόλουστο μέχρι τη στιγμή που εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο ήρθε και καρφώθηκε πάνω από το κεφάλι μου. Καθόμουν, θυμάμαι, στα σκαλοπάτια με το ημερολόγιο στα πόδια μου και δεν μπορούσα να σκεφτώ τι να γράψω και πώς ν’ αρχίσω, οπότε κάθισα να κάνω την ηλιοθεραπεία μου. Δεν ξέρω πόση ώρα είχα τα μάτια κλειστά, αλλά μακάρι να τα είχα κρατήσει ανοιχτά. Σίγουρα ήταν κάποιος εκεί. Θα γράψω πάλι αύριο.
Το διάβασα όλο και μετά κοίταξα γύρω μου με την καρδιά να χτυπάει στα αυτιά μου τόσο δυνατά, που η ανάσα μου έβγαινε γρήγορη και κοφτή. Αυτό συνέβαινε τώρα. Έγραφα για μένα στο τώρα. Άξαφνα ένιωσα χιλιάδες μάτια πάνω μου. Σηκώθηκα και κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, σκόνταψα στο τελευταίο κι έπεσα πάνω στον τοίχο. Γρατζούνισα τα χέρια και τον δεξιό ώμο μου και το βιβλίο ξανάπεσε κάτω. Πασπάτεψα το έδαφος για να το πιάσω και την ώρα που το άρπαξα το χέρι μου άγγιξε κάτι μαλλιαρό και μαλακό. Έβγαλα μια τσιρίδα και πετάχτηκα μακριά, έτρεξα στο διπλανό δωμάτιο. Δεν υπήρχαν δρόμοι διαφυγής εδώ που ήμουν – και οι τέσσερις τοίχοι ήταν ανέπαφοι. Ένιωσα μερικές σταγόνες πάνω στο δέρμα μου και αμέσως άρχισαν να πέφτουν κι άλλες πιο γρήγορα. Πήγα σε μια τρύπα στον τοίχο, όπου υπήρχε παλιά παράθυρο, και δοκίμασα να σκαρφαλώσω για να βγω έξω. Όταν ανέβηκα στο περβάζι, είδα τη Ρόζαλιν να ανεβαίνει φουριόζα το δρόμο με κάτι που έμοιαζε με αδιάβροχο στα χέρια. Προχωρούσε βαδίζοντας γρήγορα και στο πρόσωπό της ήταν ζωγραφισμένη η τρικυμισμένη της έκφραση. Κρατούσε το χέρι ψηλά πάνω από το κεφάλι, λες και αυτή η κίνηση από μόνη της θα την προφύλασσε από την μπόρα. Έτρεξα στο άλλο παράθυρο που έβλεπε στο πίσω μέρος του κάστρου και βγήκα από εκεί. Γρατζούνισα τα γόνατά μου στον τοίχο όταν πήδηξα για να πιαστώ από το περβάζι. Στην άλλη μεριά προσγειώθηκα πάνω σε τσιμέντο κι ένιωσα αμέσως ένα δυνατό κέντρισμα στα πέλματά μου, αφού οι σαγιονάρες δεν ήταν ανατομικές και με πόνεσαν τα πόδια μου. Είδα τη Ρόζαλιν να έρχεται πιο κοντά στο κάστρο. Έκανα μεταβολή και το έβαλα στα πόδια. Δεν είχα ιδέα πού πήγαινα. Ένιωθα λες και το σώμα μου είχε μπει στον αυτόματο πιλότο. Μόνο όταν έφτασα στον περιτειχισμένο κήπο, μουσκίδι στη βροχή, έκανα τη σύνδεση με το ημερολόγιο κι ένα ρίγος με διαπέρασε σύγκορμη, προκαλώντας μου ανατριχίλα από την κορφή μέχρι τα νύχια. Ενώ στεκόμουν στην είσοδο του κήπου, κοκαλωμένη από το φόβο και τρέμοντας, πήρε το μάτι μου μια άσπρη σιλουέτα πίσω από το φιμέ τζάμι του θερμοκηπίου. Τότε άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η αδελφή Ιγνάτιος με μια επιπλέον φόρμα μελισσοκόμου στο χέρι. «Το ήξερα ότι θα ξαναρχόσουν», φώναξε και τα γαλανά μάτια της άστραψαν σκανταλιάρικα πάνω στη χλωμή επιδερμίδα της. 8 Αμερικανός ηθοποιός που παρου σίαζε την πετυ χημένη τηλεοπτική εκπομπή «Punk’d», όπου έκανε φάρσες τις οποίες κινηματογραφού σε. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΤΕΚΑ: Όπου υπάρχει καπνός
Στο θερμοκήπιο, πήγα κοντά στην αδελφή Ιγνάτιο. Στάθηκα δίπλα της με το κορμί μου σφιγμένο και άκαμπτο. Είχα ανασηκώσει τους ώμους πάνω από τ’ αυτιά, λες και προσπαθούσα να εξαφανιστώ μέσα στο σώμα μου, σαν χελώνα. Έσφιγγα τόσο δυνατά το ημερολόγιο, που οι αρθρώσεις μου είχαν ασπρίσει. «Αχ, κοίτα πώς έγινες», είπε με την πρόσχαρη και ανέμελη φωνή της. «Σαν κατσιασμένος ποντικός. Κάτσε να σε σκουπίσω–» «Μη μ’ ακουμπάς», είπα αλαφιασμένη κάνοντας ένα βήμα μακριά της. Απομακρύνθηκα από κοντά της, αλλά πότε-πότε έστριβα τον κορμό και της έριχνα ματιές πάνω από τον ώμο μου. «Τι τρέχει, Ταμάρα;» «Μην παριστάνεις την ανήξερη». Με μια γρήγορη ματιά πάνω από τον ώμο μου, είδα τα μάτια της να στενεύουν προς στιγμή και μετά ν’ ανοίγουν διάπλατα. Το πρόσωπό της μαρτυρούσε κάτι. Ήξερε κάτι. Έμοιαζε με άνθρωπο που είχε πιαστεί στα πράσα. «Ομολόγησε». «Ταμάρα», άρχισε να λέει αλλά κόμπιασε, ψάχνοντας να βρει τις σωστές λέξεις. «Ταμάρα, κοίταξέ με. Είμαι… άσε με να σου εξηγήσω… πρέπει να πάμε κάπου αλλού να μιλήσουμε. Όχι εδώ. Όχι σε τούτο εδώ το θερμοκήπιο. Όχι στην κατάσταση που είσαι». «Όχι. Πρώτα, θέλω να σε ακούσω να ομολογείς». «Ταμάρα, νομίζω ειλικρινά πως πρέπει να πάμε μέσα και–» «Ομολόγησε ότι εσύ το έγραψες», της πέταξα νευριασμένη. Το πρόσωπό της άλλαξε στη στιγμή και στο βλέμμα της ζωγραφίστηκε η απόλυτη σύγχυση. «Ταμάρα, δεν σε καταλαβαίνω. Να ομολογήσω ότι έγραψα τι;» «Το ημερολόγιο», ξέσπασα και το σήκωσα μπροστά στο μούτρο της. Ξεφύλλισα σαν αγρίμι τις σελίδες. «Δες, είναι γραμμένο. Το έκρυψα στο δωμάτιό μου και σήμερα το πρωί το έφερα στο κάστρο για να γράψω, όπως μου είπες, και δες. Πώς το έκανες αυτό;» Της το έβαλα κάτω από τη μύτη και ξεφύλλισα τις σελίδες, μουντζουρώνοντας το μελάνι με τα βρεγμένα χέρια μου. Η αδελφή Ιγνάτιος ανοιγόκλεινε γρήγορα τα μάτια, προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα στις σελίδες που έτρεχαν μπροστά της. «Ταμάρα, ηρέμησε. Δεν βλέπω τίποτα, γυρίζεις τις σελίδες πολύ γρήγορα». Τις γύρισα ακόμα πιο γρήγορα. Τότε άπλωσε το χέρι και μ’ εκείνες τις χοντρές σαν μέγγενες παλάμες με άρπαξε δυνατά από τις καρπούς και είπε αποφασιστικά: «Ταμάρα, κόφ’ το». Διάνα. Μου πήρε το ημερολόγιο από τα χέρια και άνοιξε την πρώτη σελίδα. Τα μάτια της διάβασαν γρήγορα τις πρώτες γραμμές. «Δεν κάνει να το διαβάσω. Είναι οι προσωπικές σου σκέψεις». «Δεν τα έγραψα εγώ». Είχα ήδη καταλάβει ότι δεν τα είχε γράψει ούτε εκείνη. Ο τρόπος που η έκφρασή της άλλαξε σε τούτη την απόλυτη σύγχυση δεν μπορούσε να είναι προσποιητός. «Και τότε… ποιος;» «Δεν ξέρω. Κοίτα την ημερομηνία στην πρώτη σελίδα». «Η αυριανή». «Κάποια από τα πράγματα που γράφει αναφέρονται σε όσα θα συμβούν αύριο». Η βροχή μαστίγωνε το τζάμι τόσο δυνατά που μου φαινόταν πως θα το έσπαζε. «Πού το ξέρεις αυτό, αν το αύριο δεν έχει συμβεί ακόμα;» Η φωνή της είχε μαλακώσει, λες και προσπαθούσε να καλοπιάσει έναν ψυχασθενή και να τον πείσει ν’ αφήσει το μαχαίρι. Δεν την αδικώ που σκεφτόταν έτσι, μόνο που εγώ δεν πήρα από μόνη μου το μαχαίρι, κάποιος άλλος μου το έβαλε στο χέρι. Δεν έφταιγα εγώ γι’ αυτό που συνέβαινε. «Ταμάρα, μπορεί να σηκώθηκες μέσα στη νύχτα και να το έγραψες. Μπορεί να το έκανες στον ύπνο σου και να μην το θυμάσαι. Ακόμα κι εγώ έχω κάνει παράξενα πράγματα μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Τριγυρίζω στο σπίτι και ψάχνω πράγματα τη στιγμή που δεν ξέρω τι ψάχνω, μετακινώ πράγματα, και όταν ξυπνάω το πρωί και πάω να βρω κάτι, τα βλέπω όλα άνω-κάτω». Γέλασε. «Δεν είναι το ίδιο», είπα σιγανά. «Έχω γράψει πράγματα που έγιναν σήμερα και που ήταν αδύνατον να γνωρίζω. Για τη βροχή, τη Ρόζαλιν και το παλτό, για σένα…» «Για μένα τι;» «Έγραψα ότι θα ήσουν εδώ». «Μα όλο εδώ είμαι, βρε Ταμάρα. Το ξέρεις αυτό». Η αδελφή Ιγνάτιος συνέχισε να μιλάει, να προσπαθεί να δικαιολογήσει. Μου αφηγήθηκε μια ιστορία για μια φορά που μπήκε νύχτα στο δωμάτιο της αδελφής Μαρίας, ψάχνοντας κάτι γάντια κηπουρικής επειδή είχε ονειρευτεί ότι φύτευε γογγύλια, και κοψοχόλιασε την αδελφή Μαρία που παραλίγο να μείνει στον τόπο. Σταμάτησα ν’ ακούω. Πώς μπορεί να έγραψα πέντε σελίδες και να μην το θυμάμαι; Πώς μπορεί να πρόβλεψα
τη βροχή, τον ερχομό της Ρόζαλιν με το αδιάβροχο, την αδελφή Ιγνάτιο να με περιμένει εδώ στο θερμοκήπιο με μια επιπλέον φόρμα μελισσοκόμου; «Το μυαλό μας παίζει μερικές φορές ασυνήθιστα παιχνίδια, Ταμάρα. Όταν ψάχνουμε, το μυαλό μας ακολουθεί τη δική του διαδρομή. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να το ακολουθήσουμε». «Μα εγώ δεν ψάχνω τίποτα». «Όχι; Α, σταμάτησε. Σου το είπα. Δεν πάμε σπίτι να στεγνώσεις και να σου φτιάξω κάτι ζεστό; Χτες έφτιαξα σούπα με λαχανικά δικής μου καλλιέργειας. Θα είναι ό,τι πρέπει τώρα, αν η αδελφή Μαρία δεν τη ρούφηξε όλη με το καλαμάκι. Της έπεσε η μασέλα χτες και η αδελφή Πίτερ Ρετζάινα την πάτησε κατά λάθος. Από τότε τρώει τα πάντα με καλαμάκι». Σκέπασε το στόμα της. «Ω, συγγνώμη που γελάω». Ήμουν έτοιμη να αρνηθώ, αλλά θυμήθηκα τα σχόλιά μου στο ημερολόγιο, ότι κρυολόγησα και άρπαξα γερό μπούκωμα. Ίσως να μπορούσα ν’ αλλάξω αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Την ακολούθησα έξω από τον κήπο, περάσαμε ανάμεσα από τα δέντρα και πήγαμε σπίτι της. Το σπίτι ήταν όπως η αδελφή Ιγνάτιος. Δεν σε παραπλανούσε με την εξωτερική του όψη, καθώς ήταν παλιό τόσο μέσα όσο και έξω. Μπήκαμε από την πίσω πόρτα, περάσαμε ένα μικρό χολ γεμάτο γαλότσες, αδιάβροχα, ομπρέλες και ψαθιά – όλα τα χρειαζούμενα για κάθε καιρό. Ακανόνιστες, ραγισμένες πέτρινες πλάκες ήταν στρωμένες στο διάδρομο που οδηγούσε στην κουζίνα. Η κουζίνα ήταν απομεινάρι της δεκαετίας του 1970. Λιτά και λειτουργικά ντουλάπια, δάπεδα από μουσαμά, πάγκοι με πλαστικές επιφάνειες, λαχανί και πορτοκαλί χρώματα σε κάθε πιθανό και απίθανο μέρος, λείψανα μιας εποχής που είχε ψύχωση με το να φέρνει το έξω μέσα. Υπήρχε ένα μακρύ τραπέζι από πεύκο με πάγκους δεξιά και αριστερά, τόσο μακρύ που θα χωρούσε ακόμα και την οικογένεια Ντάλτον. Από ένα δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα ακουγόταν ένα ραδιόφωνο στη διαπασών. Η καφέ μοκέτα με τα στριφογυριστά σχέδια κατεύθυνε το μάτι μου προς μια μεγάλη τηλεόραση που η πλάτη της εξείχε μισό μέτρο πίσω της. Από πάνω ήταν στρωμένο ένα κρεμ δαντελωτό σεμέν που έπεφτε μπροστά στην οθόνη και πάνω του έστεκε ένα άγαλμα της Παναγίας. Στον τοίχο από πάνω ήταν ένας απλός ξύλινος σταυρός. Το σπίτι μύριζε παλιό. Μούχλα και υγρασία αναμειγμένα με τσίκνα και λαδίλα δεκαετιών. Κάπου μέσα εκεί ήταν και η μυρωδιά της αδελφής Ιγνάτιου, μια ευωδιά καθαριότητας, σκόνης ταλκ και σαπουνιού, που έφερνε στο νου φρεσκομπανιαρισμένο μωρό. Όπως το σπίτι της Ρόζαλιν και του Άρθουρ, έτσι και αυτό σου έδινε την αίσθηση πως εδώ είχαν ζήσει γενιές και γενιές ανθρώπων, πως είχαν μεγαλώσει οικογένειες που έτρεχαν και φώναζαν στους διαδρόμους του, που έσπαγαν διάφορα, που μεγάλωναν διάφορα, που ερωτεύονταν και μετά συνέρχονταν πάλι. Αντί ν’ ανήκει αυτό στους ενοίκους του, το σπίτι κρατούσε σαν παρακαταθήκη ένα κομμάτι από τον καθένα τους. Το δικό μας σπίτι δεν σου έδινε ποτέ αυτή την αίσθηση. Το αγαπούσα το σπίτι μας, αλλά κάθε ίχνος ζωής καθαριζόταν από τις καθαρίστριες που εξαφάνιζαν καθημερινά από τα δωμάτια το άρωμα της ιστορίας και το αντικαθιστούσαν με χλώριο. Κάθε τρία χρόνια ανακαινιζόταν σε καινούριο ύφος κι ένα ακόμα δωμάτιο του σπιτιού. Τα παλιά έπιπλα πετιούνταν, καινούρια έπιπλα έπαιρναν τη θέση των παλιών, καινούριοι πίνακες που ταίριαζαν με τους καναπέδες. Δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη συλλογή αντικειμένων συγκεντρωμένων με τα χρόνια. Κανένα σκουπιδομάνι συναισθηματικής αξίας που να αποπνέει μυστικά. Ήταν όλα καινούρια και ακριβά και στερούνταν συναισθηματισμού. Έτσι ήταν κάποτε τουλάχιστον. Η αδελφή Ιγνάτιος, που φορούσε ακόμα τη φόρμα μελισσοκόμου, έφυγε βιαστικά. Περπατούσε σαν παιδάκι με παραφουσκωμένη πάνα. Έβγαλα τη ζακέτα μου και την άπλωσα πάνω στο καλοριφέρ να στεγνώσει. Το φανελάκι μου ήταν διάφανο και κολλούσε πάνω μου, οι σαγιονάρες μου πλατσούριζαν αλλά δεν τολμούσα να τις βγάλω μην τυχόν και η βρόμα της προηγούμενης οικογένειας κολλήσει στις πατούσες μου. Σε τούτα εδώ τα πατώματα είχαν μεταφερθεί πάρα πολλά πράγματα απέξω. Η αδελφή Ιγνάτιος γύρισε με μια πετσέτα στο χέρι κι ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στο άλλο. «Λυπάμαι, μόνο αυτό μπόρεσα να βρω. Δεν συνηθίζουμε να ντύνουμε δεκαεφτάχρονες». «Δεκαεξάχρονες», τη διόρθωσα, κοιτάζοντας το ροζ μπλουζάκι του μαραθωνίου. «Έτρεχα κάθε χρόνο από το 1961 ως το 1971», μου εξήγησε και στράφηκε στην κουζίνα για να ετοιμάσει τη σούπα. «Τώρα πια όχι, δυστυχώς». «Ποπό, θα πρέπει να ήσουν σε πολύ καλή φόρμα». «Τι θες να πεις;» Έτσι όπως ήταν με τη στολή μελισσοκόμου, πήρε πόζα και φίλησε το δικέφαλό της. «Δεν έχω χάσει τη φόρμα μου ακόμα». Γέλασα. Έβγαλα το φανελάκι μου, το άπλωσα κι αυτό πάνω στο καλοριφέρ και φόρεσα το μπλουζάκι. Μου έφτανε μέχρι τα μισά των μηρών. Έβγαλα το σορτσάκι μου και χρησιμοποίησα τη ζώνη για να μετατρέψω το μπλουζάκι σε φόρεμα. «Πώς σου φαίνεται;» Περπάτησα σε μια φανταστική πασαρέλα για να με θαυμάσει η αδελφή Ιγνάτιος, και στο τέρμα πήρα πόζα μοντέλου. Γέλασε και σφύριξε επιδοκιμαστικά. «Ποπό, να είχα πάλι τέτοια πόδια», πλατάγισε τη γλώσσα της και κούνησε το κεφάλι. Έφερε δύο μπολ σούπα στο τραπέζι και καταβρόχθισα το δικό μου. Απέξω ο ήλιος έλαμπε και τα πουλιά είχαν ξαναρχίσει το τραγούδι τους, λες και δεν είχε πέσει ποτέ βροχή, λες και ήταν αποκύημα της φαντασίας μας. «Πώς είναι η μητέρα σου;» «Καλά, ευχαριστώ». Σιωπή. Ποτέ δεν λέμε ψέματα σε μια καλόγρια. «Δεν είναι καλά. Κάθεται όλη μέρα στο δωμάτιό της και κοιτάζει χαμογελαστή έξω από το παράθυρο». «Χαρούμενη ακούγεται». «Τρελή ακούγεται». «Η Ρόζαλιν τι λέει;»
«Η Ρόζαλιν πιστεύει ότι ταΐζοντας κάποιον φαγητό που θα του έφτανε για μια ζωή, όλα θα πάνε μια χαρά». Τα χείλη της αδελφής Ιγνάτιου τρεμούλιασαν όταν το άκουσε, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει το χαμόγελό της. «Η Ρόζαλιν λέει ότι είναι το πένθος». «Μπορεί να έχει δίκιο». «Κι αν η μαμά πετούσε όλα της τα ρούχα και κυλιόταν στις λάσπες τραγουδώντας τραγούδια της Ένια, τότε τι; Θα ήταν πάλι το πένθος;» Η αδελφή Ιγνάτιος χαμογέλασε και το δέρμα της διπλώθηκε σαν οριγκάμι. «Έκανε τέτοιο πράγμα η μαμά σου;» «Όχι. Αλλά δεν μου φαίνεται και πολύ απίθανο να το κάνει». «Τι σκέφτεται ο Άρθουρ για όλα αυτά;» «Γιατί; Σκέφτεται ο Άρθουρ;» απάντησα καταπίνοντας με θόρυβο τη ζεστή σούπα μου. «Όχι, το παίρνω πίσω, ο Άρθουρ σκέφτεται, και με το παραπάνω. Ο Άρθουρ σκέφτεται, αλλά ο Άρθουρ δεν λέει. Εννοώ, αδελφός να σου πετύχει... Άσε που είτε αγαπάει πάρα πολύ τη Ρόζαλιν και γι’ αυτό δεν τον ενοχλεί ό,τι και να λέει, είτε δεν την αντέχει και γι’ αυτό την έχει γραμμένη. Δεν μπορώ να πω ότι τους καταλαβαίνω». Η αδελφή Ιγνάτιος κοίταξε αλλού, νιώθοντας άβολα. «Συγγνώμη που μίλησα έτσι». «Νομίζω πως αδικείς τον Άρθουρ. Λατρεύει τη Ρόζαλιν. Πιστεύω ότι θα έκανε τα πάντα γι’ αυτήν». «Και να την παντρευτεί ακόμα;» Με αγριοκοίταξε κι ένιωσα τη ματιά της σαν χαστούκι. «Εντάξει, εντάξει. Συγγνώμη. Απλώς είναι τόσο… δεν ξέρω…» έψαξα να βρω τη σωστή λέξη, προσπάθησα να καταλάβω τι αισθήματα μου γεννούσε. «Κτητική». «Κτητική». Η αδελφή Ιγνάτιος το σκέφτηκε προσεχτικά. «Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης». Για κάποιο λόγο ένιωσα χαρά. «Ξέρεις τι σημαίνει, έτσι;» «Φυσικά. Είναι σαν να της ανήκουν τα πάντα». «Χμ...» «Θέλω να πω, μας φροντίζει όλους ωραία και καλά. Μας ταΐζ ει τριακόσιες φορές τη μέρα ακολουθώντας τις διατροφικές απαιτήσεις ενός δεινόσαυρου, αλλά μακάρι να κούλαρε λίγο, να μην την είχα διαρκώς πάνω απ’ το κεφάλι μου, να με άφηνε ν’ ανασάνω λίγο». «Θα ήθελες να της κάνω μια κουβέντα, Ταμάρα;» Πανικοβλήθηκα. «Όχι, θα καταλάβει ότι σου μίλησα γι’ αυτήν. Δεν έχω αναφέρει καν ότι σε γνώρισα. Είσαι το μικρό βρόμικο μυστικό μου», αστειεύτηκα. «Ποτέ δεν υπήρξα τέτοιο πράγμα», γέλασε και τα μάγουλά της ρόδισαν. Μόλις ξεπέρασε την αμηχανία της, με διαβεβαίωσε πως δεν θα έλεγε στη Ρόζαλιν ότι μίλησα γι’ αυτήν. Κουβεντιάσαμε κι άλλο για το ημερολόγιο, για το πώς και το γιατί συνέβαινε ό,τι συνέβαινε, και με διαβεβαίωσε πως δεν έπρεπε να ανησυχώ, πως το μυαλό μου βρισκόταν κάτω από μεγάλη πίεση και πως μάλλον το έγραψα ενόσω κοιμόμουν και το ξέχασα. Μετά την κουβέντα μας ένιωσα αυτομάτως καλύτερα, αν και στο τέλος ήμουν λίγο πιο ανήσυχη σχετικά με τις συνήθειες του ύπνου μου. Αν μπορούσα να γράφω ημερολόγιο στον ύπνο μου, τι άλλο ήμουν ικανή να κάνω; Η αδελφή Ιγνάτιος είχε τη δύναμη να με κάνει να νιώθω φυσιολογικά για πράγματα δυσνόητα, θαρρείς και όλα ήταν θεσπέσια και θαυμαστά, ότι δεν άξιζε να αγχώνομαι για τίποτα, ότι οι απαντήσεις θα έρχονταν, ότι τα σύννεφα θα καθάριζαν, ότι το περίπλοκο θα γινόταν απλό και ότι το περίεργο θα γινόταν κανονικό. Κι εγώ την πίστευα. «Ποπό, δες πώς άλλαξε ο καιρός τώρα». Γύρισε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Ξαναβγήκε ο ήλιος. Πάμε γρήγορα να δούμε τις μέλισσες». Έξω, πίσω στον περιτειχισμένο κήπο, φορώντας τη φόρμα του μελισσοκόμου, ένιωθα σαν το ανθρωπάκι της Μισελέν. «Έχεις τις μέλισσες για να παίρνεις επιπλέον ρεπό;» ρώτησα την ώρα που πήραμε τα σύνεργα και κατευθυνθήκαμε προς μια κυψέλη. «Έτσι κάνω εγώ στο σχολείο. Αν είσαι στη χορωδία, χάνεις μερικές φορές μαθήματα για να πάρεις μέρος σε διαγωνισμούς ή για να τραγουδήσεις στην εκκλησία – όταν παντρεύονται καθηγήτριες, για παράδειγμα. Πάντως, αν ήμουν εγώ καθηγήτρια και παντρευόμουν, δεν θα ήθελα την πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου να έχω να μου τραγουδούν κάτι ψηλομύτικα παλιοθήλυκα που μου ψήνουν το ψάρι στα χείλη όλη μέρα. Θα πήγαινα στον Άγιο Χριστόφορο ή στον Μαυρίκιο. Ή στο Άμστερνταμ. Εκεί είναι νόμιμο να πίνουν οι δεκαεξάχρονοι. Μόνο μπίρα όμως. Τη σιχαίνομαι την μπίρα. Δεν θα έλεγα όχι όμως, αν ήταν νόμιμη. Όχι ότι θα πήγαινα να παντρευτώ στα δεκαέξι μου. Μα είναι καν νόμιμο; Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις, ξέρεις τον δικό σου». Έγνεψα προς τα πάνω. «Ώστε τραγουδάς στη χορωδία;» ρώτησε σαν να μην είχε ακούσει λέξη απ’ όσα είπα. «Ναι, αλλά ποτέ εκτός σχολείου. Δεν πήγα για να παίρνω μέρος σε διαγωνισμούς. Την πρώτη φορά είχαμε πάει για σκι στο Βερμπιέ και τη δεύτερη είχα λαρυγγίτιδα». Της έκλεισα το μάτι. «Ο άντρας της φιλενάδας της μαμάς μου είναι γιατρός και μου έδινε σημειώματα όποτε ήθελα. Νομίζω ότι γούσταρε τη μαμά μου. Ούτε νεκρή δεν θα ήθελα να εμφανιστώ σ’ έναν τέτοιο διαγωνισμό, αν και απ’ ό,τι φαίνεται το σχολείο μας είναι πραγματικά πολύ καλό στους διαγωνισμούς χορωδιών. Κερδίσαμε στους Πανιρλανδικούς αγώνες νέων κάτω των… ξέρω ’γω πόσων χρόνων – δύο φορές μάλιστα». «Ω, και τι πράγματα τραγουδάτε; Το “Νέσουν Ντόρμα” ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο μου». «Τίνος είναι;» «Το “Νέσουν Ντόρμα”;» Με κοίταξε σοκαρισμένη. «Είναι μία από τις τελειότερες άριες τενόρου από την τελευταία πράξη της όπερας “Τουραντό” του Πουτσίνι». Έκλεισε τα μάτια της, σιγοτραγούδησε λίγο και
λικνίστηκε. «Ω, το λατρεύω. Φυσικά, είναι διάσημη η εκτέλεση του Παβαρότι». «Α, ναι, είναι εκείνος ο μεγαλόσωμος τύπος που τραγούδησε με τον Μπόνο. Για κάποιο λόγο πάντα νόμιζα πως ήταν διάσημος σεφ, μέχρι που τον είδα στις ειδήσεις τη μέρα της κηδείας του. Πρέπει να τον μπέρδευα με κάποιον άλλο – ξέρεις, εκείνο τον τύπο στο Food Channel που φτιάχνει πίτσες με παράξενα υλικά. Με σοκολάτα και άλλα τέτοια. Μια φορά ζήτησα από τη Μέι να μου φτιάξει, αλλά μου έφερε αναγούλα. Όχι, δεν τραγουδούσαμε τέτοια τραγούδια. Τραγουδούσαμε το “Shut Up and Let Me Go” των Ting Tings. Αλλά ακουγόταν εντελώς διαφορετικό με όλες αυτές τις αρμονίες, πολύ σοβαρό, σαν αυτές τις όπερες». «Το Food Channel; Δεν το έχω». «Το ξέρω, είναι δορυφορικό. Ούτε η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ. Δεν θα σου άρεσε μάλλον, αλλά υπάρχει και το God Channel. Σ’ αυτό θα έβρισκες πράγματα που θα σου άρεσαν. Μόνο για τον Θεό μιλάνε όλη μέρα». Η αδελφή Ιγνάτιος χαμογέλασε πάλι, πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους μου, με έσφιξε πάνω της και έτσι αγκαλιασμένες προχωρήσαμε προς τον κήπο. «Και τώρα βουρ για δουλειά», είπε όταν φτάσαμε κοντά στις κυψέλες. «Λοιπόν, κάτι πολύ σημαντικό. Πρώτη ερώτηση, που μάλλον έπρεπε να σου την είχα κάνει νωρίτερα: είσαι αλλεργική στις μέλισσες;» «Δεν έχω ιδέα». «Σ’ έχει τσιμπήσει ποτέ μέλισσα;» «Όχι». «Χμ... Καλά. Κοίτα, άσχετα από τα μέτρα προφύλαξης, μπορεί να φας κάποιο τσίμπημα. Ω, μη με κοιτάς έτσι, Ταμάρα. Καλά λοιπόν, άντε τρέχα στη Ρόζαλιν. Είμαι σίγουρη ότι θα σου έχεις ετοιμάσει πεντανόστιμα μοσχαρίσια μπουτάκια για να κολατσίσεις μέχρι να ετοιμαστεί το βραδινό φαγητό». Δεν μίλησα. «Δεν πεθαίνεις από τέτοιο τσίμπημα», συνέχισε. «Εκτός και αν είσαι αλλεργική, φυσικά, αλλά είναι ένα ρίσκο που δεν έχω πρόβλημα να πάρω. Κάνω κάτι τέτοια θαρραλέα πράγματα εγώ». Τα μάτια της σπίθισαν πάλι σκανταλιάρικα. «Η πληγείσα περιοχή θα πρηστεί ελαφρά και αργότερα θα αισθανθείς λίγη φαγούρα». «Σαν κουνούπι». «Ακριβώς. Λοιπόν, αυτό εδώ είναι καπνιστήρι. Θα φυσήξω καπνό μέσα στην κυψέλη προτού την ανοίξω». Καπνός άρχισε να βγαίνει από το ακροστόμιο. Ένιωθα ήδη λίγο παράξενα, καθώς όλα όσα είχα διαβάσει στο ημερολόγιο νωρίς εκείνο το πρωί πραγματοποιούνταν, εκτυλίσσονταν μπροστά μου σαν σενάριο. Η αδελφή Ιγνάτιος έβαλε το ακροστόμιο κάτω από την κυψέλη. «Αν η κυψέλη δεχτεί απειλή, οι φύλακες μέλισσες εκκρίνουν μια πτητική φερομόνη που ονομάζεται οξικός ισοαμυλεστέρας, γνωστός ως οσμή συναγερμός. Έτσι ειδοποιούνται οι μεσήλικες μέλισσες της κυψέλης, που έχουν το περισσότερο δηλητήριο, να υπερασπιστούν την κυψέλη εξαπολύοντας επίθεση στον εισβολέα. Όμως, όταν φυσάμε πρώτα καπνό μέσα στην κυψέλη, οι φύλακες μέλισσες μπουκώνονται αντανακλαστικά με μέλι, καθώς αρχίζει να λειτουργεί το ένστικτο της επιβίωσης σε περίπτωση που χρειαστεί να εκκενώσουν την κυψέλη και να την αναδημιουργήσουν κάπου αλλού. Αυτή η καταβρόχθιση εξευμενίζει τις μέλισσες». Είδα τον καπνό να μπαίνει στο σπιτικό τους. Τότε μου ήρθε άξαφνα στο μυαλό ο πανικός τους. Ένα κύμα ζαλάδας με συγκλόνισε. Άπλωσα το χέρι και στηρίχτηκα στον τοίχο. «Την άλλη βδομάδα θα τρυγήσω το μέλι. Η φόρμα είναι δική σου αν θες να έρθεις κι εσύ. Ωραία θα είναι λίγη παρέα. Τις αδελφές δεν τις ενδιαφέρει η μελισσοκομία. Κάποιες φορές μου αρέσει να είμαι μόνη, αλλά, ξέρεις, κάπου-κάπου είναι ωραίο να έχεις παρέα». Το κεφάλι μου γύριζε καθώς φανταζόμουν τον καπνό να ξεχύνεται μέσα στην κυψέλη, τις μέλισσες να καταβροχθίζουν την τροφή, τον απόλυτο πανικό που θα επικρατούσε. Ήθελα να βάλω τις φωνές και να της πω να πάψει να μιλάει, ότι δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου να τρυγήσω μέλι μαζί της, αλλά άκουσα τον τόνο της φωνής της, τον ενθουσιασμό και τη χαρά της που θα είχε παρέα, και θυμήθηκα τι είχα ευχηθεί στο ημερολόγιο, ότι θα ήθελα να πάρω πίσω την αρνητική μου απάντηση. Έτσι κράτησα το στόμα μου κλειστό και έγνεψα μόνο, νιώθοντας τάση λιποθυμίας. Τόσος καπνός! «Ή τουλάχιστον είναι ωραίο να έχεις κάποιον που προσποιείται ότι του αρέσει. Είμαι γριά. Δεν με νοιάζει και πολύ τώρα πια. Αλλά είναι τέλειο που προσφέρθηκες. Νομίζω ότι την Τετάρτη θα είναι ό,τι πρέπει. Θα πρέπει να κοιτάξω την πρόγνωση του καιρού για να βεβαιωθώ πως θα έχει καλή μέρα. Να μη γίνουμε πάλι μουσκίδι όπως σήμερα…» Συνέχισε να μιλάει, μέχρι που κάποια στιγμή ένιωσα το βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. Δεν έβλεπε το πρόσωπό μου, ούτε εγώ το δικό της κάτω από το τούλι στο κάλυμμα του κεφαλιού μας. «Τι τρέχει, χρυσό μου;» «Τίποτα». «Ποτέ δεν είναι τίποτα το τίποτα. Πάντα είναι κάτι. Σε ανησυχεί το ημερολόγιο;» «Ε, ναι, φυσικά. Είναι… αλλά όχι μόνο αυτό. Δεν είναι τίποτα». Μείναμε σιωπηλές για λίγο και τότε –λες και βάλθηκα να έρθω στα λόγια της– τη ρώτησα: «Ήταν κανείς στο κάστρο όταν ξέσπασε η πυρκαγιά;» Δεν απάντησε αμέσως. «Ναι, δυστυχώς ήταν». «Έτσι όπως έβλεπα τον… τον καπνό να μπαίνει. Φαντάζομαι τον πανικό που θα επικράτησε και τον κόσμο που θα έτρεμε από το φόβο του». Στηρίχτηκα πάλι στον τοίχο. Η αδελφή Ιγνάτιος με κοίταξε με την ανησυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Πέθανε κανείς;» «Ναι. Ναι, όντως. Ταμάρα, όταν η πυρκαγιά κατέστρεψε εκείνο το σπιτικό, κατέστρεψε και τις ζωές τόσων ανθρώπων όσων δεν φαντάζεσαι». Εκείνο το σπιτικό. Σπιτικό. Μόλις άκουσα αυτόν το χαρακτηρισμό για ένα τέτοιο οικοδόμημα, το μυστήριο πύκνωσε ακόμη περισσότερο. Σήμαινε πως το κτίσμα αυτό ήταν μια φορά κι έναν καιρό σημαντικό για
κάποιους ανθρώπους, όποιοι κι αν ήταν αυτοί. «Πού μένουν τώρα; Οι άνθρωποι που βγήκαν ζωντανοί». «Ξέρεις κάτι, Ταμάρα; Η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ μένουν εδώ πολύ περισσότερα χρόνια από μένα – καλύτερα να ρωτήσεις αυτούς. Ό,τι και να με ρωτήσεις, δεν θα σου πω ποτέ ψέματα, κατάλαβες; Αυτή την ερώτηση όμως καλύτερα να την κάνεις σε αυτούς. Θα τους την κάνεις;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Με κατάλαβες;» Άπλωσε το χέρι και με άρπαξε από τον πήχη του χεριού. Ένιωσα τη δύναμή της μέσα από το γάντι. «Ποτέ δεν θα σου πω ψέματα». «Ναι, ναι, κατάλαβα». «Θα τους ρωτήσεις, έτσι;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Βλέπουμε». «“Βλέπουμε”, αυτά τα λένε οι τεμπέληδες. Τώρα θα σηκώσω αυτό εδώ και θα σου δείξω τους κατοίκους της αυτοκρατορίας του μελισσιού». «Ποπό... Πώς τις έβαλες όλες εκεί μέσα;» «Α, αυτό ήταν το εύκολο κομμάτι. Όπως όλοι μας, Ταμάρα, τα σμήνη αναζητούν πάντα ένα σπιτικό. Και τώρα, ξέρεις πώς θα σου δείξω τη βασίλισσα μέλισσα;» «Θα τη σημαδέψεις μ’ ένα μαρκαδόρο». «Πώς στην ευχή το ήξερες αυτό;» «Απ’ ό,τι φαίνεται, το έγραψα στο ημερολόγιό μου όταν υπνοβατούσα. Τυχαίο, ε;» «Χμ...» Ήταν αργά όταν γύρισα σπίτι. Είχα μείνει όλη μέρα έξω. Την ίδια ώρα γύρισε και ο Άρθουρ από τη δουλειά. Τον είδα που προχωρούσε στο δρόμο φορώντας το καρό φανελένιο πουκάμισό του. Κοντοστάθηκα και τον περίμενα. «Γεια, Άρθουρ». Τίναξε πίσω το κεφάλι. «Ήταν καλή η μέρα σου;» «Α». «Ωραία. Άρθουρ, μπορούμε, σε παρακαλώ, να μιλήσουμε λίγο πριν μπούμε στο σπίτι;» Σταμάτησε. «Όλα καλά;» Μια ανήσυχη έκφραση ζωγραφίστηκε φευγαλέα στο πρόσωπό του. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. «Ναι. Δηλαδή, όχι. Για τη μαμά πρόκειται–» «Εδώ μου είστε, λοιπόν», φώναξε η Ρόζαλιν από την εξώπορτα. «Θα πρέπει να πεινάτε σαν λύκοι εσείς οι δυο. Τώρα δα έβγαλα το φαγητό από το φούρνο, ζεματάει και σας περιμένει». Κοίταξα τον Άρθουρ και αυτός κοίταξε τη Ρόζαλιν. Η στιγμή που ακολούθησε ήταν πολύ άβολη, καθώς η Ρόζαλιν αρνιόταν να μας αφήσει μόνους. Έτσι υποχώρησε πρώτος ο Άρθουρ, ο οποίος ανηφόρισε το δρομάκι του κήπου και μπήκε στο σπίτι. Η Ρόζαλιν έκανε στην άκρη για να τον αφήσει να περάσει και μετά ξαναγύρισε στη θέση της και κοίταξε εμένα για λίγο. Ύστερα μπήκε μέσα για να στρώσει. Αφού καθίσαμε όλοι, η Ρόζαλιν ετοίμασε το φαγητό της μαμάς και το έβαλε σε δίσκο για να το ανεβάσει πάνω. Πήρα βαθιά ανάσα. «Δεν θα ήταν καλύτερα να προσπαθήσουμε να πείσουμε τη μαμά να φάει εδώ μαζί μας;» Έπεσε σιωπή. Ο Άρθουρ κοίταξε τη Ρόζαλιν. «Όχι, παιδί μου. Θέλει την ησυχία της». Δεν είμαι παιδί. Δεν είμαι παιδί. Δεν είμαι παιδί. «Αρκετή ησυχία έχει όλη μέρα. Θα της έκανε καλό να δει λίγο κόσμο». «Είμαι σίγουρη ότι προτιμάει τον προσωπικό της χώρο». «Τι σε κάνει να το λες αυτό;» Η Ρόζαλιν δεν μου έδωσε σημασία παρά πήρε το δίσκο για να τον κουβαλήσει πάνω. Για κάνα λεπτό ο Άρθουρ κι εγώ θα μέναμε μόνοι. Θαρρείς και διάβασε τις σκέψεις μου, η Ρόζαλιν μπήκε πάλι στην κουζίνα και κοίταξε τον Άρθουρ. «Άρθουρ, κάνεις τον κόπο να πας να φέρεις ένα μπουκάλι νερό από το γκαράζ; Στην Ταμάρα δεν αρέσει το νερό της βρύσης». «Όχι, δεν με πειράζει. Προτιμώ να πιω από τη βρύση», είπα γρήγορα για να σταματήσω τον Άρθουρ που πήγε να σηκωθεί από την καρέκλα. «Μα δεν είναι κόπος. Πήγαινε, Άρθουρ». Σηκώθηκε πάλι. «Δεν το θέλω», είπα σταθερά. «Αφού δεν το θέλει, Ρόζαλιν…» είπε ο Άρθουρ σιγανά, τόσο που μετά βίας τον άκουσα. Η Ρόζαλιν τον κοίταξε, κοίταξε κι εμένα και μετά ανέβηκε τρεχάλα τις σκάλες. Κάτι μου έλεγε ότι θα έκανε πιο γρήγορα από ποτέ. Στην αρχή ο Άρθουρ κι εγώ μείναμε σιωπηλοί, αλλά πολύ γρήγορα αποφάσισα να μιλήσω εγώ. «Άρθουρ, πρέπει να κάνουμε κάτι για τη μαμά. Aυτό που συμβαίνει δεν είναι φυσιολογικό». «Τίποτε απ’ όσα πέρασε δεν είναι φυσιολογικό. Είμαι σίγουρος πως προτιμάει να τρώει μόνη». «Τι;» Σήκωσα τα χέρια ψηλά. «Τι τρέχει μ’ εσάς τους δυο; Γιατί σας έχει πιάσει τέτοια εμμονή να την κλείνετε μέσα μονάχη της;» «Κανείς δεν θέλει να την κλείνει μέσα». «Γιατί δεν πας να της μιλήσεις;» «Εγώ;» «Ναι, εσύ. Αδελφός της είσαι, είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πράγματα που μπορείς να της πεις για να τη φέρεις
πίσω κοντά μας». Σκέπασε το στόμα του με το χέρι και πήρε τα μάτια του από πάνω μου. «Άρθουρ, πρέπει να της μιλήσεις. Έχει ανάγκη την οικογένειά της». «Ταμάρα, κόφ’ το», είπε απότομα μέσα από τα δόντια του και με ξάφνιασε. Για μια στιγμή μου φάνηκε πληγωμένος. Βαθιά θλίψη διαπέρασε τα μάτια του. Τότε όμως, σαν να βρήκε το κουράγιο ή κάτι τέτοιο, κοίταξε αλαφιασμένος την πόρτα της κουζίνας και μετά πάλι εμένα. Έγειρε προς το μέρος μου, άνοιξε το στόμα του και είπε πνιχτά: «Ταμάρα, άκουσε–» «Να με κι εγώ. Είναι πολύ καλά», είπε ξέπνοη η Ρόζαλιν μπαίνοντας μέσα βιαστικά με το αγορίστικο περπάτημά της. Ο Άρθουρ την κοιτούσε μέχρι που ήρθε και κάθισε στην καρέκλα της. «Τι;» ρώτησα τον Άρθουρ, μην μπορώντας να κρατηθώ. Τι ετοιμαζόταν να μου πει; Το κεφάλι της Ρόζαλιν γύρισε σαν κεραία που πιάνει κάποιο σήμα. «Για τι πράγμα μιλάτε;» Για μια φορά το μυξο-ρουθούνισμα του Άρθουρ φάνηκε χρήσιμο. Η Ρόζαλιν δεν χρειάστηκε άλλη απάντηση. «Αρχίστε», είπε πρόσχαρα, ενώ η ίδια καταπιάστηκε με τις κουτάλες και τα πιάτα με τα λαχανικά. Ο Άρθουρ άργησε λίγο να ξεκινήσει το φαγητό του και δεν έφαγε πολύ. Εκείνο το βράδυ κάθισα και κοιτούσα το ημερολόγιο επί ώρες. Το είχα ανοιχτό πάνω στα πόδια μου, περιμένοντας τη στιγμή που θα έρχονταν οι λέξεις. Ούτε μέχρι τα μεσάνυχτα δεν άντεξα, αφού όταν ξύπνησα, στη μία το ξημέρωμα, το ημερολόγιο ήταν ακόμα ανοιχτό πάνω στα πόδια μου και όλες οι σειρές του ήταν συμπληρωμένες με τον γραφικό μου χαρακτήρα. Η χτεσινή πρόβλεψη είχε σβηστεί και στη θέση της βρισκόταν μια άλλη καταχώριση, μια διαφορετική καταχώριση για την αυριανή μέρα. Κυριακή, 5 Ιουλίου Κακώς είπα στον Γουέσλι για τον μπαμπά.
Διάβασα μερικές φορές ακόμα την πρόταση. Ποιος στην ευχή ήταν ο Γουέσλι;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑ: Τα γράμματα στον τοίχο
Hταν αναπόφευκτο, φαντάζομαι, να ονειρευτώ το όνειρο που είδα εκείνη τη νύχτα. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, αντιμέτωπη με την παράδοξη προσπάθεια να πιέσω τον εαυτό μου να αποξεχαστεί, και κλωθογύριζα στο μυαλό μου την καταχώριση του ημερολογίου που διάβασα στο κάστρο, προτού σβηστεί και δώσει τη θέση της στην επόμενη. Ευτυχώς είχα προλάβει να τη διαβάσω πολλές φορές προτού οι λέξεις χαθούν και αντικατασταθούν από την καινούρια καταχώριση, κι έτσι την είχα μάθει σχεδόν απέξω κι ανακατωτά. Εκείνη τη μέρα, όσα διάβασα πραγματοποιήθηκαν. Αναρωτήθηκα αν το αύριο θα επέφερε τα ίδια υπερφυσικά αποτελέσματα ή αν με κάποιον τρόπο θα ξεσκεπαζόταν η αλήθεια ότι πίσω απ’ όλα αυτά κρυβόταν ένας σκληρόκαρδος φαρσέρ ή αν η αδελφή Ιγνάτιος είχε δίκιο και θα αποδεικνυόταν πως τα μεταμεσονύχτια ορνιθοσκαλίσματα μιας υπνοβάτισσας δεν ήταν παρά άρες μάρες κουκουνάρες. Είχα ακούσει τι πράγματα κάνουν οι άνθρωποι όταν κοιμούνται. Παθαίνουν ναρκοληψία, επιδίδονται σε περίεργες σεξουαλικές πράξεις, πιάνουν το καθάρισμα, μέχρι και φόνο διαπράττουν ενώ υπνοβατούν. Υπήρχαν κάποιες πασίγνωστες υποθέσεις ανθρώπων που διέπραξαν φόνους και ισχυρίστηκαν ότι υπνοβατούσαν. Δύο από τους δολοφόνους απαλλάχτηκαν και διατάχτηκαν να κοιμούνται μόνοι στο δωμάτιο με τις πόρτες κλειδωμένες. Δεν ξέρω αν χρωστούσα τις γνώσεις μου αυτές σε κάποιο από τα ντοκιμαντέρ που παρακολουθούσε η Μέι ή σ’ ένα επεισόδιο του «Πέρι Μέισον» με τίτλο «Η υπόθεση της ανιψιάς του υπνοβάτη». Όπως και να έχει πάντως, εφόσον ήταν πιθανά όλα αυτά, τότε φαντάζομαι πως εξίσου πιθανό ήταν και να έγραψα το ημερολόγιο στον ύπνο μου και την ίδια στιγμή να πρόβλεπα το μέλλον. Πρέπει να ομολογήσω ότι πιο πιστευτή μου φαινόταν η υπερασπιστική γραμμή του υπνοβάτη δολοφόνου. Καθώς ήξερα τι όνειρο θα έβλεπα –σύμφωνα με την Ταμάρα του αύριο–, το μυαλό μου προσπαθούσε να σκεφτεί τρόπους για ν’ αλλάξει το όνειρο, τρόπους για να μην αφήσω τον μπαμπά να γίνει ο καθηγητής των αγγλικών μου και να τον κάνω να κάτσει για να μπορέσουμε να μιλήσουμε επιτέλους οι δυο μας. Προσπάθησα να σκεφτώ έναν ξεχωριστό κώδικα που θα καταλάβαινε μόνο αυτός και τον οποίο θα χρησιμοποιούσα για να τον φέρω με κάποιον τρόπο από τους νεκρούς ώστε να επικοινωνήσει μαζί μου. Ωστόσο, τα σκεφτόμουν τόσο έντονα όλα αυτά, ώστε αναπόφευκτα ονειρεύτηκα ό,τι ακριβώς είχα γράψει: είδα τον μπαμπά μου, μετά το πρόσωπό του μεταμορφώθηκε στο πρόσωπο του καθηγητή των αγγλικών μου και ύστερα το σχολείο μου μεταφέρθηκε στην Αμερική αλλά δεν ήξερα τη γλώσσα και στο τέλος μέναμε σ’ ένα σκάφος. Η μόνη διαφορά ήταν ότι μου ζητούσαν επανειλημμένα να τραγουδήσω οι μαθητές, κάποιοι από τους οποίους ήταν ήρωες της ταινίας «High School Musical», αλλά όταν πήγαινα ν’ ανοίξω το στόμα μου δεν έβγαινε τίποτα από μέσα εξαιτίας της λαρυγγίτιδας. Κανείς δεν με πίστεψε, επειδή είχα ξαναπεί το ίδιο ψέμα ως δικαιολογία. Η άλλη διαφορά, που μου φάνηκε πολύ πιο ανησυχητική, ήταν το γεγονός ότι το σκάφος όπου έμενα –ένα ξύλινο σκαρί που παρέπεμπε στην κιβωτό του Νώε– ήταν ασφυκτικά γεμάτο ανθρώπους, σαν κυψέλη με εκατομμύρια μέλισσες. Καπνός έμπαινε συνεχώς μέσα στα δωμάτια, αλλά κανείς εκτός από μένα δεν έδινε σημασία. Όλοι συνέχισαν να τρώνε, να μπουκώνονται ασταμάτητα με φαγητά, καθισμένοι σε μακριές τραπεζαρίες οι οποίες μου θύμισαν ταινία με τον Χάρι Πότερ, αλλά στο μεταξύ καπνός γέμιζε τα δωμάτια. Ήμουν η μόνη που τον έβλεπα, αλλά δεν με άκουγε κανείς επειδή η φωνή μου είχε κλείσει εξαιτίας της λαρυγγίτιδας. Μου ήρθε στο μυαλό ο μύθος του βοσκού και του λύκου. Θα μπορούσατε να πείτε ότι το ημερολόγιο είχε δίκιο. Ή ένα πιο κυνικό μυαλό θα έλεγε ότι επειδή άφησα το μυαλό μου να πάθει εμμονή με τις λεπτομέρειες του ήδη καταγραμμένου ονείρου, ανάγκασα αναπόφευκτα τον εαυτό μου να δει το συγκεκριμένο όνειρο. Ξύπνησα πάντως, σύμφωνα με την πρόβλεψη, από το θόρυβο που έκανε η Ρόζαλιν όταν έριξε ένα κατσαρολικό στο πάτωμα, κι από ένα ουρλιαχτό. Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου κι έπεσα στο πάτωμα στα τέσσερα. Χτες βράδυ είχα ακολουθήσει τη συμβουλή της προφητικής φωνής μου και είχα κρύψει το ημερολόγιο κάτω από τη σανίδα του πατώματος. Εφόσον η Ταμάρα του αύριο πίστευε πως ήταν σημαντικό, θα ακολουθούσα τη συμβουλή της. Ποιος ξέρει γιατί έμπαινε –ή έμπαινα– σε τόσο κόπο ώστε να κρύψω κάτι χαζές σκέψεις επηρεασμένες από τις εφηβικές μου ορμόνες; Μπορεί η Ρόζαλιν να είχε ψάξει τα πράγματά μου, αλλά η Ταμάρα του αύριο να μην το είχε γράψει – ή να μην το είχα γράψει. Τα τελευταία βράδια είχα αποκτήσει τη συνήθεια να μπλοκάρω την πόρτα του δωματίου μου με μια καρέκλα. Δεν θα κρατούσε τη Ρόζαλιν έξω από το δωμάτιο, αλλά τουλάχιστον θα με ειδοποιούσε για την παρουσία της. Μετά την πρώτη νύχτα, δεν είχε έρθει ξανά να με κοιτάξει την ώρα που κοιμόμουν – απ’ όσο ήξερα τουλάχιστον. Καθόμουν στο πάτωμα πλάι στην πόρτα του δωματίου μου και ξαναδιάβαζα τη χθεσινοβραδινή καταχώριση όταν άκουσα βήματα στις σκάλες. Κοίταξα από την κλειδαρότρυπα και είδα τη Ρόζαλιν να ανεβάζει τη μαμά πάνω. Ήμουν έτοιμη να σηκωθώ και να κάνω ολόκληρο σαματά όταν, αφού έκλεισε η πόρτα της μαμάς, η Ρόζαλιν χτύπησε τη δική μου. «Καλημέρα, Ταμάρα. Όλα καλά;» φώναξε απέξω. «Ε, ναι, ευχαριστώ, Ρόζαλιν. Έγινε τίποτα κάτω;» «Όχι, τίποτα. Απλώς μου έπεσε μια κατσαρόλα».
Άρχισε να γυρίζει το πόμολο. «Ε, μην μπεις! Είμαι γυμνή!» Έκανα βουτιά κι έσπρωξα την πόρτα να κλείσει. «Α, καλά…» Τυχόν αναφορές στο ανθρώπινο σώμα, ιδίως στο γυμνό, της προκαλούσαν φοβερή αμηχανία. «Το πρωινό θα είναι έτοιμο σε δέκα λεπτά». «Ωραία», είπα σιγά, ενώ αναρωτιόμουν γιατί στην ευχή μου είχε πει ψέματα. Το γεγονός ότι η μαμά είχε κατέβει κάτω ήταν κοσμοϊστορικό. Όχι για μια φυσιολογική οικογένεια, αλλά είχε τεράστια σημασία στην παρούσα φάση της δικής μου οικογένειας. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πόσο σημαντική ήταν ακόμα και η παραμικρή αράδα του ημερολογίου. Κάθε καταχώριση ήταν σαν ένα από τα ψίχουλα που λαχταρούσα να ρίχνω πίσω μου ώστε να μη χαθώ στο δρόμο από το παλιό μου σπίτι μέχρι εδώ. Κάθε λέξη ήταν μια ακρούλα στο κουβάρι των στοιχείων, μια αποκάλυψη σχετικά με κάτι που γινόταν κάτω από τη μύτη μου. Όταν έγραψα ότι ξύπνησα από το θόρυβο που έκανε η Ρόζαλιν όταν της έπεσε μια κατσαρόλα και από ένα ουρλιαχτό, έπρεπε να είχα διαβάσει πιο προσεχτικά την καταχώριση. Έπρεπε να συνειδητοποιήσω ότι κανονικά η Ρόζαλιν δεν θα ήταν ποτέ τόσο απρόσεχτη, ότι θα πρέπει να έγινε κάτι που την ανάγκασε να ρίξει κάτω την κατσαρόλα. Γιατί να πει ψέματα; Γιατί να κρύψει το γεγονός ότι η μαμά κατέβηκε κάτω; Για να με προστατέψει; Για να προστατέψει τον εαυτό της; Κάθισα πάλι κατάχαμα, με την πλάτη κόντρα στην πόρτα, και διάβασα την καταχώριση που βρήκα χτες βράδυ. Κυριακή, 5 Ιουλίου Κακώς μίλησα στον Γουέσλι για τον μπαμπά. Δεν μου αρέσει ο τρόπος που με κοίταξε, με οίκτο. Αν δεν με συμπάθησε, δεν με συμπάθησε, πάει και τελείωσε. Το γεγονός ότι είχα έναν πατέρα που αυτοκτόνησε δεν θα μ’ έκανε περισσότερο συμπαθητική. Αν και, όπως φαίνεται, αυτό έγινε – αλλά πού να το ήξερα; Πιθανόν να είναι πολύ υποκριτικό αυτό που λέω, αλλά δεν θέλω ν’ αλλάζουν άποψη οι άλλοι για μένα εξαιτίας αυτού που έκανε ο μπαμπάς. Πάντα πίστευα ότι θα ήθελα το αντίθετο, ότι θα ήθελα να εκβιάσω τη συμπάθεια των άλλων, καταλάβατε. Έτσι θα κέρδιζα την προσοχή του κόσμου, θα μπορούσα να γίνω όλα όσα ήθελα. Νόμιζα ότι θα μου άρεσε αυτό. Γενικά δεν μου έχουν δείξει μεγάλη προσοχή, με εξαίρεση τον πρώτο μήνα μετά το θάνατο του μπαμπά. Τότε –καθώς ήμουν εγώ αυτή που τον βρήκε– χρειάστηκε να δώσω καταθέσεις επί καταθέσεων στους αστυνομικούς, που μου έκαναν πολλές ερωτήσεις, με κέρασαν πολλά φλιτζάνια τσάι και μου έριξαν πολλά καλοσυνάτα χτυπήματα στην πλάτη. Επίσης, το διάστημα που μείναμε στον ξενώνα της Μπάρμπαρα, η Λούλου είχε πάρει εντολή να μας κάνει όλα τα χατίρια, πράγμα που σε ό,τι με αφορούσε μεταφραζόταν σε μια κούπα ζεστή σοκολάτα με έξτρα γλυκά ανά ώρα. Αν εξαιρέσουμε αυτά όμως, μπορώ να πω ότι μου λείπει η προσοχή. Εκτός και αν όσα κάνουν ο Άρθουρ και η Ρόζαλιν μπορούν να θεωρηθούν ιδιαίτερη προσοχή, οπότε τον άλλο μήνα, που θα έχει κυλήσει το νερό στο αυλάκι, θα ξαναγίνω Σταχτοπούτα. Ειλικρινά δεν άντεχα την καινούρια συμμαθήτρια, τη Σούζι, αλλά όταν έμαθα ότι ο αδελφός της έπαιζε ράγκμπι στη Λένστερ, από τη μια μέρα στην άλλη άρχισα να κάθομαι δίπλα της στα μαθηματικά και να μένω σπίτι της κάθε Σαββατοκύριακο επί ένα μήνα, μέχρι που ο αδελφός της αποβλήθηκε από την ομάδα όταν τον συνέλαβαν να κλέβει και να τρακάρει ένα αμάξι έπειτα από υπερβολική κατανάλωση βότκας με Ρεντ Μπουλ. Οι κουτσομπολίστικες φυλλάδες τον ξεμπρόστιασαν κι έχασε το συμβόλαιο της χορηγίας του από την εταιρεία φακών επαφής. Για καμιά βδομάδα περίπου, κανείς δεν ήθελε να έχει την παραμικρή σχέση μαζί του. Ύστερα έφυγα.
Δεν το πιστεύω ότι το έγραψα αυτό. Αηδία. Τέλος πάντων, ο Γουέσλι άλλαξε εντελώς όταν του είπα ότι ο μπαμπάς αυτοκτόνησε. Καλύτερα να έλεγα κάτι άλλο, όπως ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο ή –δεν ξέρω– απλώς κάτι άλλο, μια πιο συνηθισμένη αιτία θανάτου. Θα ήταν πολύ περίεργο αν του πετούσα: «Ξέρεις κάτι για την αυτοκτονία που λέγαμε; Πλάκα σου έκανα. Στην πραγματικότητα πέθανε από καρδιακή προσβολή. Χα χα χα». Όχι. Μάλλον όχι.
Ποιος στον κόρακα ήταν ο Γουέσλι; Κοίταξα την ημερομηνία. Η αυριανή πάλι. Οπότε, κάποια στιγμή από τώρα μέχρι αύριο το βράδυ θα γνώριζα έναν Γουέσλι. Μπα, δεν υπήρχε περίπτωση. Τι θα έκανε; Θα σκαρφάλωνε τα τείχη του οχυρού Ρόζαλιν για να μου πει ένα «γεια»; Έπειτα από τα παράξενα όνειρα που είδα χτες βράδυ, ξύπνησα πιο κουρασμένη απ’ ό,τι πριν πάω για ύπνο. Μετά τον ανύπαρκτο ουσιαστικά ύπνο, το μόνο που ήθελα ήταν να μείνω ξαπλωμένη στο κρεβάτι όλο το πρωί – όλη μέρα μάλιστα. Αλλά δεν γινόταν. Το κινούμενο ξυπνητήρι του σπιτιού χτύπησε μια φορά δυνατά την πόρτα του δωματίου μου πριν μπει μέσα. «Ταμάρα, εννιάμισι η ώρα. Φ εύγουμε για τη λειτουργία των δέκα και μετά θα περάσουμε από την αγορά». Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβω τι εννοούσε, αλλά τελικά μουρμούρισα κάτι στο στιλ «δεν είμαι άνθρωπος της εκκλησίας», οπότε περίμενα να με περιλούσει μ’ έναν κουβά αγιασμό. Ωστόσο, δεν αντιμετώπισα καμία τέτοια αντίδραση. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιό μου για να σιγουρευτεί ότι μες στη νύχτα δεν είχα λερώσει τους τοίχους της με περιττώματα και μετά είπε πως δεν πείραζε να μείνω σπίτι και να προσέχω τη μαμά. Αλληλούια. Άκουσα το αυτοκίνητο να βγαίνει από το δρομάκι και τη φαντάστηκα ντυμένη με ασορτί ζακέτα-μπλούζα,
καρφίτσα και καπέλο με λουλούδια στα μαλλιά, παρότι την είχα δει και ήξερα ότι δεν φορούσε τίποτα τέτοιο. Φ αντάστηκα τον Άρθουρ με ψηλό καπέλο, να οδηγεί μια καμπριολέ Κάντιλακ, και όλο τον κόσμο να πηγαίνει στην κυριακάτικη λειτουργία σε ένα στιγμιότυπο χρωματισμένο σε τόνους σέπιας. Ήμουν τόσο χαρούμενη που με άφησαν να μείνω σπίτι, ώστε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι ίσως η Ρόζαλιν δεν ήθελε να μας δουν μαζί στη λειτουργία ή στην αγορά. Μόνο αργότερα το σκέφτηκα, όταν αρχίνισε ο πόνος, αν και αδύναμος. Αποκοιμήθηκα πάλι και ξαναξύπνησα –ούτε ξέρω πόση ώρα είχε περάσει– από την κόρνα ενός αυτοκινήτου. Δεν έδωσα σημασία στη φασαρία, παρά προσπάθησα να ξανακοιμηθώ, αλλά η κόρνα ήχησε πιο δυνατή και παρατεταμένη. Σηκώθηκα με το ζόρι από το κρεβάτι και άνοιξα το παράθυρο έτοιμη να βρίσω. Αντί γι’ αυτό, όμως, έβαλα τα γέλια όταν αντίκρισα την αδελφή Ιγνάτιο στριμωγμένη μέσα σ’ ένα κίτρινο Φ ίατ Τσινκουετσέντο μαζί με άλλες τρεις καλόγριες. Καθόταν στο πίσω κάθισμα, είχε κατεβάσει το παράθυρο και είχε βγει η μισή από το άνοιγμα, λες και θα εκτοξευόταν ξαφνικά προς τον ήλιο. «Ρωμαίε μου», φώναξα και άνοιξα τέρμα το παράθυρο. «Μοιάζεις σαν να σύρθηκες μέσα από θάμνους». Ύστερα προσπάθησε να με πείσει να πάω μαζί της στη λειτουργία. Οι προσπάθειές της ήταν μάταιες. Τότε μία από τις άλλες αδελφές προσπάθησε να την τραβήξει μέσα στο αυτοκίνητο. Διπλώθηκε πάλι στο κάθισμά της και το αμάξι ξεκίνησε αμέσως. Ούτε έκοψαν ταχύτητα ούτε έδειξαν καμία τέτοια πρόθεση όταν έστριψαν στη γωνία. Είδα ένα χέρι να με χαιρετάει καθώς απομακρύνονταν με τη μηχανή να μουγκρίζει, και άκουσα ένα «Ευχαριστώ για το βιβλίιιο!» καθώς χάνονταν πίσω από τη στροφή. Λαγοκοιμήθηκα λίγη ώρα ακόμη, απολαμβάνοντας το χώρο και την ελευθερία να τεμπελιάσω χωρίς να πρέπει να ανέχομαι τα υπαινικτικά τσουγκρίσματα των κατσαρολικών από την κουζίνα ή τα χτυπήματα της ηλεκτρικής σκούπας πάνω στην πόρτα μου καθώς η Ρόζαλιν σκούπιζε τη μοκέτα του πλατύσκαλου. Τις στιγμές που ήμουν ξύπνια αναλογίστηκα τι είχε πει η Ρόζαλιν το προηγούμενο βράδυ. Που αποκάλεσε τη μαμά ψεύτρα. Μήπως μάλωσαν; Μήπως μάλωσε ο Άρθουρ με τη μαμά; Πάντως, όταν ήρθαμε φάνηκε να χαίρεται που τον έβλεπε. Τι είχε αλλάξει – αν είχε αλλάξει κάτι, δηλαδή; Έπρεπε να ξεκλέψω λίγο χρόνο για να μείνω μόνη με τον Άρθουρ και να του μιλήσω κανονικά. Πήγα να δω τη μαμά, η οποία κοιμόταν ακόμη στις έντεκα, πράγμα ασυνήθιστο γι’ αυτήν, αλλά έβαλα το χέρι κάτω από τη μύτη της για να βεβαιωθώ πως ζούσε ακόμα, ενώ δίπλα στο κρεβάτι της ήταν ο δίσκος που της είχε αφήσει η Ρόζαλιν και φαινόταν να έχει τσιμπήσει κάτι. Μασούλησα λίγα φρούτα στην κουζίνα και μετά τριγύρισα στο σπίτι πιάνοντας πράγματα, κοιτάζοντας τις λιγοστές φωτογραφ ίες που διακοσμούσαν το καθιστικό. Ο Άρθουρ μ’ ένα γιγάντιο ψάρι, η Ρόζαλιν με παστέλ ρούχα να κρατάει γελώντας το καπέλο της για να μην της το πάρει ο δυνατός αέρας. Μετά η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ μαζί, πάντα δίπλα-δίπλα, αλλά χωρίς να αγγίζονται ποτέ, λες και ήταν παιδάκια που τα ανάγκασαν να σταθούν το ένα δίπλα στο άλλο και να στηθούν για να φωτογραφηθούν τη μέρα της πρώτης τους μετάληψης, με τα χέρια τους είτε στα πλευρά είτε δεμένα μπροστά, ως οσίες περιστερές. Κάθισα στο καθιστικό και συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο που μου έδωσε η Φ ιόνα. Στη μία ακριβώς, μόλις επέστρεψε στο σπίτι το αυτοκίνητο του Άρθουρ και της Ρόζαλιν, ένιωσα κάτι σαν πλάκωμα. Πάει ο ελεύθερος χώρος μου, τώρα θα μοιραζόμασταν πάλι τα δωμάτια, θα παίζαμε πάλι παιχνίδια και τα μυστήρια θα συνέχιζαν να πυκνώνουν. Μα πού είχα το μυαλό μου; Έπρεπε να είχα εξερευνήσει. Έπρεπε να είχα παραβιάσει την αποθήκη για να δω πόσο χώρο είχαν στ’ αλήθεια. Νομίζω ότι η Ρόζαλιν λέει ψέματα γι’ αυτό. Έπρεπε να είχα φωνάξει γιατρό για να εξετάσει τη μαμά. Έπρεπε να είχα ερευνήσει τι υπάρχει απέναντι ή τουλάχιστον να είχα ρίξει μια κλεφτή ματιά στον πίσω κήπο. Έπρεπε να είχα κάνει πολλά πράγματα, αντί γι’ αυτό όμως εγώ καθόμουν σπίτι και κλαιγόμουν. Και τώρα θα έπρεπε να περιμένω μια ολόκληρη βδομάδα μέχρι να μου ξαναδοθεί η ίδια ευκαιρία. Χαράμι μέρα. Σημείωση: Στο μέλλον μην είσαι ηλίθια και άφηνε το παράθυρο ανοιχτό. Θα γράψω πάλι αύριο.
Επέστρεψα το ημερολόγιο πίσω στο πάτωμα κι έβαλα τη σανίδα στη θέση της. Πήρα καθαρή πετσέτα από το ντουλάπι και το καλό μου σαμπουάν, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο και αναντικατάστατο λόγω τόσο της έλλειψης ανέσεων όσο και –για πρώτη φορά στη ζωή μου– του κόστους. Ετοιμαζόμουν να μπω στο μπάνιο όταν θυμήθηκα την αναφορά για την επίσκεψη της αδελφής Ιγνάτιου σήμερα το πρωί. Θα ήταν η τέλεια ευκαιρία για να ελέγξω την αξιοπιστία του ημερολογίου. Άφησα τη βρύση του μπάνιου ανοιχτή και περίμενα στο πλατύσκαλο. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε και αυτό το απλούστατο πράγμα μου έκοψε τη χολή. Η Ρόζαλιν άνοιξε την πόρτα και προτού μιλήσει καν κατάλαβα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πως στην πόρτα ήταν η αδελφή Ιγνάτιος. «Καλή σου μέρα, αδελφή». Κοίταξα κλεφτά πίσω από τη γωνία, αλλά έβλεπα μόνο την πλάτη και τον πισινό της Ρόζαλιν. Το σημερινό βαμβακερό φόρεμα ήταν χορηγία της Τσικίτα. Αρμαθιές μπανάνες διακοσμούσαν το φόρεμά της. Το υπόλοιπο σώμα της είχε ζουληχτεί στη μικρή χαραμάδα της πόρτας την οποία είχε αφήσει ανοιχτή, θαρρείς και δεν ήθελε να δει η αδελφή Ιγνάτιος μέσα στο σπίτι. Και αν εκείνη τη στιγμή ακριβώς δεν άρχιζε να βρέχει, πιστεύω ότι η αδελφή δεν θα ερχόταν πιο κοντά μου. Στάθηκαν και οι δύο όρθιες στο χολ και η αδελφή Ιγνάτιος κοίταξε γύρω. Οι ματιές μας συναντήθηκαν, της χαμογέλασα και κρύφτηκα πάλι.
«Πέρνα, πέρνα στην κουζίνα», είπε η Ρόζαλιν με βιάση, λες και από στιγμή σε στιγμή θα γκρεμιζόταν το ταβάνι του χολ. «Όχι, καλά είμαι εδώ. Δεν θα κάτσω πολύ». Η αδελφή Ιγνάτιος έμεινε εκεί που ήταν. «Ήθελα απλώς να περάσω για να δω πώς είσαι. Έχω κάμποσες βδομάδες να σε δω ή να μάθω νέα σου». «Α, ναι, δηλαδή… λυπάμαι γι’ αυτό. Ο Άρθουρ πνίγεται στη δουλειά στη λίμνη κι εγώ… προσπαθώ να βάλω μια τάξη εδώ πέρα. Δεν έρχεσαι στην κουζίνα;» Κρατούσε τον τόνο της φωνής της χαμηλό, λες και κοιμόταν το μωρό. Κρύβεις μια μητέρα και το παιδί της, Ρόζαλιν, ξέρασέ τα όλα. Από το δωμάτιο της μαμάς άκουσα την καρέκλα της να σέρνεται στο πάτωμα. Η αδελφή Ιγνάτιος κοίταξε ψηλά. «Τι ήταν αυτό;» «Τίποτα. Φαντάζομαι ότι θα ετοιμάζεσαι για τη μελισσοκομική περίοδο. Έλα στην κουζίνα, έλα, έλα». Η Ρόζαλιν προσπάθησε να πάρει την αδελφή Ιγνάτιο από το μπράτσο και να την απομακρύνει από το χολ. «Θα τρυγήσω το μέλι την Τετάρτη αν κρατήσει η καλοκαιρία». «Ο Θεός να δώσει να κρατήσει». «Πόσα βάζα θέλεις να περάσω να σου αφήσω;» Κάτι έπεσε στο δωμάτιο της μαμάς. Η αδελφή Ιγνάτιος σταμάτησε να μιλάει. Η Ρόζαλιν την τράβηξε να προχωρήσει και δεν σταμάτησε να μιλάει, να μιλάει ασταμάτητα, να λέει διάφορα ανιαρά πράγματα. Ο τάδε πέθανε. Η τάδε αρρώστησε. Η Μέιβις από την πόλη χτυπήθηκε από αυτοκίνητο στο Δουβλίνο, όπου πήγε ν’ αγοράσει μια μπλούζα για τα τριακοστά γενέθλια του ανιψιού της, του Τζον. Σκοτώθηκ ε. Πρόλαβε ν’ αγοράσει την μπλούζα όμως. Πολύ λυπηρό, γιατί ο αδελφός της πέθανε πέρυσι από καρκίνο του εντέρου κι έτσι τώρα ξεκληρίστηκε όλη η οικογένεια. Ο πατέρας της έμεινε ολομόναχος και αναγκάστηκε να μετακομίσει σε οίκο ευγηρίας. Αρρώστησε τις τελευταίες βδομάδες. Η όρασή του επιδεινώνεται ραγδαία· δεν ήταν εξαιρετικός παίκτης στα βελάκια; Και η μέρα των γενεθλίων ήταν πολύ θλιβερή, γιατί ήταν όλοι ράκη μ’ αυτό που συνέβη στη Μέιβις. Μπλα μπλα μπλα για διάφορες βλακ είες. Ούτε μία φορά δεν μίλησε για μένα και τη μαμά. Ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο πάλι. Αφού έφυγε η αδελφή Ιγνάτιος, η Ρόζαλιν ακούμπησε για μια στιγμή το κούτελο πάνω στην πόρτα και αναστέναξε. Μετά ίσιωσε την πλάτη, στριφογύρισε και κοίταξε προς το πλατύσκαλο. Κινήθηκα πολύ γρήγορα όμως. Όταν έσκυψα το κεφάλι πίσω από τη γωνία, είδα ότι η πόρτα του δωματίου της Ρόζαλιν ήταν μισάνοιχτη. Μια σκιά πέρασε φευγαλέα. Δεν θα άντεχα να καθίσω μαζί με τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ για πρωινό. Προτιμούσα να βρίσκομαι οπουδήποτε αλλού παρά σ’ εκείνη την κουζίνα με την τηγανίλα να μου φέρνει αναγούλα. Φυσικά, όμως, ήξερα τι θα έκανα μετά. Πήγα στο δωμάτιο της μαμάς. «Μαμά, έλα έξω μαζί μου, σε παρακαλώ». Της σήκωσα το χέρι και την τράβηξα μαλακά. Έμεινε ασάλευτη σαν βράχος. «Σε παρακαλώ, μαμά. Έλα έξω στον καθαρό αέρα. Μπορούμε να πάμε περίπατο ανάμεσα στα δέντρα και στις λίμνες, μπορούμε να δούμε τους κύκνους. Πάω στοίχημα ότι δεν έχεις ξανακάνει περίπατο σ’ αυτά τα μέρη. Έλα. Υπάρχει ένα όμορφο κάστρο και πολλά πανέμορφα μονοπάτια. Μέχρι κι ένας περιτειχισμένος κήπος». Τότε με κοίταξε κατάματα. Είδα τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται καθώς τα εστίασε πάνω μου. Είπε «Μυστικός κήπος» και χαμογέλασε. «Ναι, μαμά. Έχεις πάει;» «Ρόδο». «Ναι, έχει πολλά ρόδα». «Μμ... Όμορφα», είπε σιγανά και μετά, λες κι έγινε ξαφνικά γέννημα θρέμμα του Βορρά και άρχισε να κόβει λέξεις, είπε: «Ομορφότερη από ρόδο». Το είπε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και μετά γύρισε και κοίταξε εμένα και με το δείκτη του χεριού της διέγραψε το περίγραμμα του προσώπου μου. «Ομορφότερη από ρόδο». Χαμογέλασα. «Ευχαριστώ, μαμά». «Έχει κάνει βόλτα σ’ αυτά τα μέρη, έτσι;» πέταξα απότομα μέσα στην κουζίνα ξεχειλίζοντας από ενέργεια· τόσο απότομα που τρόμαξα τη Ρόζαλιν. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη της. Ο Άρθουρ μιλούσε στο τηλέφωνο, μια παλιομοδίτικη συσκευή κρεμασμένη στον τοίχο. «Ρόζαλιν», ψιθύρισα, «μου μίλησε». Σταμάτησε ν’ ανοίγει το ζυμάρι και στράφηκε προς το μέρος μου. «Τι είπε;» «Είπε ότι ο περιτειχισμένος κήπος ήταν μυστικός κήπος και ότι ήμουν όμορφη σαν ρόδο», είπα με πλατύ χαμόγελο. «Ομορφότερη, μάλιστα». Το πρόσωπο της Ρόζαλιν σκλήρυνε. «Ωραία, χρυσό μου». «Ωραία; Μόνο ωραία, ρε γαμώτο;» ξέσπασα. Η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ γύρισαν και μου έκαναν και οι δύο νόημα να σωπάσω. «Ναι. Η Ταμάρα ήταν», είπε ο Άρθουρ. «Ποιος είναι στο τηλέφωνο;» «Η Μπάρμπαρα», είπε η Ρόζαλιν, η οποία είχε πιάσει τα μαλλιά της πίσω με τσιμπιδάκια. Μερικές τρίχες τής είχαν ξεφύγει όμως και της έπεφταν μπροστά στο κούτελο, όπου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται κόμποι ιδρώτα, καθώς τώρα έβαζε όλη της τη δύναμη στο άνοιγμα της ζύμης. «Να της μιλήσω;» ρώτησα. Μου έγνεψε. «Εντάξει. Εντάξει. Θα κανονίσουμε κάτι. Ναι. Εντάξει. Πράγματι. Εντάξει. Γεια». Έκλεισε το τηλέφωνο.
«Σου είπα πως ήθελα να της μιλήσω». «Ναι, μα είπε πως έπρεπε να κλείσει». «Θα είχε να πλαγιάσει με το παιδί που καθαρίζει την πισίνα. Πνίγεται στη δουλειά», είπα με κακεντρέχεια. Δεν είχα ιδέα πώς μου ήρθε να πω τέτοιο πράγμα. «Γιατί τηλεφώνησε τότε;» Ο Άρθουρ κοίταξε τη Ρόζαλιν. «Κοίτα, δυστυχώς πρέπει να πουλήσουν το μέρος όπου φυλάνε όλα σας τα πράγματα κι έτσι δεν μπορούν να τα κρατήσουν άλλο». «Εδώ πάντως δεν έχουμε καθόλου χώρο», είπε αμέσως η Ρόζαλιν, η οποία γύρισε πάλι στον πάγκο και αλεύρωσε την επιφάνεια εργασίας. Κάτι μου θύμιζε αυτό. «Στο γκαράζ;» ρώτησα όταν κατάλαβα επιτέλους τι ήθελε να πει το ημερολόγιο. «Δεν έχει χώρο». «Θα βρούμε χώρο», μου είπε ο Άρθουρ καλοσυνάτα. «Δεν πρόκειται, γιατί δεν έχουμε». Η Ρόζαλιν πήρε την επόμενη μπάλα ζύμης, την πέταξε πάνω στον πάγκο και άρχισε να βυθίζει μέσα τα δάχτυλά της, να τη ζουλάει και να τη χτυπάει, προσπαθώντας να της δώσει σχήμα. «Έχει χώρο στο γκαράζ», είπε ο Άρθουρ. Η Ρόζαλιν σταμάτησε αυτό που έκανε, αλλά δεν γύρισε. «Δεν έχει». Κοίταξα μία τον έναν και μία την άλλη, νιώθοντας να μου εξάπτει αρχικά την περιέργεια αυτή η πρωτοφανής δημόσια διαφωνία. «Γιατί, τι έχει εκεί μέσα;» ρώτησα. Η Ρόζαλιν συνέχισε ν’ ανοίγει φύλλο. «Θα πρέπει να βρούμε χώρο, Ρόζαλιν», έλεγε ο Άρθουρ με πολ ύ αυστηρό τόνο, και τη στιγμή που η Ρόζαλιν ετοιμάστηκε να τον διακόψει, ύψωσε τη φωνή του: «Δεν υπάρχει άλλο μέρος». Τελεία και παύλα. Εκείνη τη στιγμή μου δημιουργήθηκε η φριχτή αίσθηση πως η συζήτηση για το αν θα μετακομίζαμε στο σπίτι τους εγώ και η μαμά δεν πρέπει να κύλησε σε πολύ διαφορετικό ύφος. Δεν μου έφεραν αντίρρηση όταν πήγα το ριχτάρι έξω στον κήπο μαζί μ’ ένα πιάτο φρούτα και κάθισα κάτω από το δέντρο. Η μπόρα είχε νοτίσει το χορτάρι, αλλά δεν είχα σκοπό να το κουνήσω από εκεί. Ο αέρας ήταν καθαρός και ο ήλιος πάλευε να ξαναβγεί. Από εκεί που καθόμουν στο γρασίδι, έβλεπα τη μαμά καθισμένη στο παράθυρο με το βλέμμα καρφωμένο έξω. Ήθελα να την κάνω να βγει έξω, για χάρη τόσο της δικής μου πνευματικής υγείας όσο και της δικής της. Όπως το περίμενα, δεν ήρθε κοντά μου. Η Ρόζαλιν έκανε δουλειές στην κουζίνα. Ο Άρθουρ καθόταν στο τραπέζι, άκουγε ραδιόφωνο στη διαπασών και ξεφύλλιζε την εφημερίδα. Είδα τη Ρόζαλιν να βγαίνει από την κουζίνα με το δίσκο κι ένα λεπτό αργότερα εμφανίστηκε στο δωμάτιο της μαμάς. Την κοιτούσα να κάνει όλες τις συνηθισμένες κινήσεις της. Παράθυρο, τραπέζι, τραπεζομάντιλο, μαχαιροπίρουνα. Μόλις η Ρόζαλιν άφησε το δίσκο πάνω στο τραπέζι, στάθηκε στητή και κοίταξε τη μαμά. Ήταν ασυνήθιστο αυτό που έκανε, όχι ότι καταλάβαινα τι ακριβώς ήταν. Μετά το στόμα της ανοιγόκλεισε καθώς είπε κάτι. Η μαμά σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε, είπε κάτι και ύστερα κοίταξε αλλού. Σηκώθηκα όρθια σαν αυτόματο, δίχως να παίρνω το βλέμμα μου από πάνω τους. Έτρεξα μέσα και μάλιστα παραλίγο να ρίξω κάτω τον Άρθουρ, και ανέβηκα βολίδα τη σκάλα. Άνοιξα την πόρτα της μαμάς και τότε άκουσα ένα ουρλιαχτό κι έναν δυνατό κρότο, καθώς η πόρτα κοπάνησε τη Ρόζαλιν και το δίσκο της. Όλα έπεσαν κάτω. «Χριστούλη μου!» Η Ρόζαλιν έκατσε ανακούρκουδα και πανικόβλητη άρχισε να μαζεύει τα πάντα. Το φόρεμά της ανασηκώθηκε στους μηρούς της και είδα πως είχε πολύ νεανικά πόδια. Η μαμά έστριψε το κορμί στην πολυθρόνα της για να δει τι γινόταν, με κοίταξε, χαμογέλασε και μετά γύρισε πάλι στο παράθυρο. Πήγα να βοηθήσω τη Ρόζαλιν αλλά δεν με άφηνε, μου έδιωξε ξανά και ξανά τα χέρια και σήκωνε άρον άρον όποιο πράγμα πήγαινα να πιάσω. Την ακολούθησα στις σκάλες σαν κουταβάκι· λίγο ακόμα και θα της έγλειφα τα παπούτσια. «Τι είπε;» Προσπάθησα να κρατήσω τον τόνο της φωνής μου χαμηλό ώστε να μην ακούσει η μαμά πως μιλούσαμε γι’ αυτήν. Η Ρόζαλιν, που δεν είχε ξεπεράσει ακόμη το σοκ από την επίθεσή μου, έτρεμε και ήταν λίγο χλωμή. Μπήκε παραπατώντας στην κουζίνα με τον μεγάλο δίσκο στα χέρια. «Λοιπόν;» ρώτησα ξοπίσω της. «Τι λοιπόν;» «Τι ήταν αυτή η φασαρία;» ρώτησε ο Άρθουρ. «Τι είπε;» ρώτησα. Η Ρόζαλιν κοίταξε τον Άρθουρ κι έπειτα εμένα με μάτια ορθάνοιχτα και κόρες τόσο μικροσκοπικές, που τα καταπράσινα μάτια της ήταν σαν να φεγγοβολούσαν. «Έπεσε ο δίσκος», είπε στον Άρθουρ και μετά στράφηκε σε μένα: «Τίποτα». «Γιατί λες ψέματα;» Το πρόσωπό της άλλαξε. Μεταμορφώθηκε σε κάτι απίστευτα οργισμένο, τόσο που αυτομάτως μου ήρθε να πάρω πίσω ό,τι είπα: της φαντασίας μου ήταν, με το μυαλό μου το σκάρωσα, αποζητούσα την προσοχή… δεν ξέρω. Τα είχα χαμένα. «Συγγνώμη», τραύλισα. «Δεν ήθελα να σε κατηγορήσω για ψεύτρα. Απλώς μου φάνηκε πως είπε κάτι. Αυτό είναι όλο». «Είπε “ευχαριστώ” και της είπα “παρακαλώ”». Πίεσα τον εαυτό μου να φέρει στο μυαλό μου τα χείλη της μαμάς. «Ζήτησε συγγνώμη», ξεφούρνισα.
Η Ρόζαλιν κοκάλωσε. Ο Άρθουρ σήκωσε το κεφάλι από την εφημερίδα του. «Ζήτησε συγγνώμη, έτσι;» ρώτησα κοιτάζοντας μία τον έναν και μία την άλλη. «Γιατί ζήτησε συγγνώμη;» «Δεν ξέρω», είπε σιγά η Ρόζαλιν. «Εσύ πρέπει να ξέρεις, Άρθουρ». Τον κοίταξα. «Σου λέει κάτι αυτό; Γιατί να ζητήσει συγγνώμη;» «Απλώς θα νιώθει πως γίνεται βάρος, φαντάζομαι», πετάχτηκε η Ρόζαλιν να απαντήσει για λογαριασμό του Άρθουρ. «Αλλά δεν είναι. Δεν με νοιάζει να μαγειρεύω γι’ αυτήν. Δεν μου κάνει κόπο». «Α». Ήταν προφανές ότι ο Άρθουρ δεν έβλεπε την ώρα να φύγει και μόλις αναχώρησε η μέρα, επανήλθε στο φυσιολογικό. Ήθελα να ρίξω μια ματιά στο γκαράζ μόλις θα έφευγε η Ρόζαλιν, αλλά είχα μάθει πως το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να προσποιείσαι ότι δεν θέλεις να φύγει. Έτσι δεν της μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά. «Να έρθω μαζί σου στο σπιτάκι απέναντι για να κουβαλήσω κι εγώ κάτι;» «Όχι», είπε ταραγμένη. Ήταν ακόμα εκνευρισμένη μαζί μου. «Ω, δεν πειράζει, αλλά σ’ ευχαριστώ που προσφέρθηκες, Ταμάρα», είπα σαρκαστικά και σήκωσα απηυδισμένη τα μάτια ψηλά. Η Ρόζαλιν έβγαλε το φρεσκοψημένο μαύρο ψωμί και τη φρέσκια μηλόπιτα από το φούρνο. Μια κατσαρόλα με κάτι μέσα και μερικά ταπεράκια. Έφταναν για μία βδομάδα. «Και ποιος μένει εκεί;» Καμία απάντηση. «Έλα τώρα, βρε Ρόζαλιν. Δεν ξέρω τι σου συνέβη στην προηγούμενη ζωή σου, αλλά δεν είμαι η Γκεστάπο. Δεκαέξι χρόνων είμαι και ο μόνος λόγος που ρωτάω είναι επειδή δεν έχω απολύτως τίποτα να κάνω. Ίσως μένει κάποιος εκεί που δεν είναι με το ένα πόδι στον τάφο και με τον οποίο να μπορώ να μιλήσω». «Η μητέρα μου», είπε τέλος. Περίμενα να ολοκληρώσει τη φράση της: «Η μητέρα μου μου είπε να κοιτάζω τη δουλειά μου. Η μητέρα μου μου είπε να φοράω πάντα βαμβακερά φορέματα. Η μητέρα μου μου είπε να μην αποκαλύψω σε κανέναν τη συνταγή της μηλόπιτάς της. Η μητέρα μου μου είπε να μη χαίρομαι ποτέ το σεξ». Αλλά δεν βγήκε τίποτε άλλο από τα χείλη της. Η μητέρα της. Η μητέρα της έμενε απέναντι. «Γιατί δεν το ανέφερες ποτέ;» Φάνηκε να νιώθει κάπως άβολα. «Ω, ξέρεις…» «Όχι. Ντρέπεσαι γι’ αυτήν; Εγώ ντρεπόμουν μερικές φορές για τους γονείς μου». «Όχι, είναι… είναι μεγάλη». «Οι μεγάλοι άνθρωποι είναι γλυκύτατοι. Θα μπορούσα να τη γνωρίσω;» «Όχι, Ταμάρα. Όχι ακόμα τουλάχιστον», μαλάκωσε. «Η υγεία της δεν είναι στην καλύτερη κατάσταση. Δεν μπορεί να μετακινείται. Δεν τα πάει καλά με τους καινούριους. Την αγχώνουν». «Ώστε γι’ αυτό πας συνεχώς πέρα-δώθε. Καημενούλα μου, να πρέπει να φροντίζεις διαρκώς τους πάντες». Τα λόγια μου φάνηκαν να τη συγκινούν. «Δεν της έχει μείνει άλλος στον κόσμο. Πρέπει να τη φροντίζω». «Είσαι σίγουρη ότι δεν μπορώ να σε βοηθήσω; Ούτε θα της μιλήσω ούτε τίποτα». «Όχι, ευχαριστώ, Ταμάρα. Ευχαριστώ που προσφέρθηκες». «Τι έγινε λοιπόν; Ήρθε να μείνει κοντά για να μπορείς να τη φροντίζεις;» «Όχι». Με μια κουτάλα έβαλε κοκκινιστό κοτόπουλο μέσα σε ένα κατσαρόλι. «Μήπως ήρθες εσύ να μείνεις κοντά της για να μπορείς να τη φροντίζεις;» «Όχι». Σε ένα άλλο τάπερ έβαλε δυο μαγειρικά σακουλάκια ρύζι. «Πάντα εκεί έμενε». Το σκέφτηκα για κάνα λεπτό ενώ την κοιτούσα. «Για στάσου μια στιγμή, ώστε εκεί μεγάλωσες;» «Ναι», είπε απλώς, τοποθετώντας τα πάντα σ’ ένα δίσκο. «Σ’ εκείνο το σπίτι μεγάλωσα». «Άρα δεν πήγες και πολύ μακριά, ε; Δηλαδή, εσύ και ο Άρθουρ ήρθατε να μείνετε εδώ μετά το γάμο σας;» «Ναι, Ταμάρα. Φτάνουν οι ερωτήσεις τώρα. Ξέρεις ότι η περιέργεια σκοτώνει». Χαμογέλασε φευγαλέα προτού βγει από την κουζίνα. «Και η βαρεμάρα σκοτώνει, ρε γαμώτο», φώναξα στην κλειστή πόρτα. Ξεγλίστρησα στο καθιστικό, όπως κάθε πρωί, και την κοιτούσα να τρέχει με μικρά βηματάκια στο δρόμο, σαν ένα παρανοϊκό ποντίκι που φοβάται ότι κάποιο γεράκι θα βουτήξει από τον ουρανό και θα το αρπάξει στα γαμψά του νύχια. Μια πετσέτα της έπεσε στο δρόμο και περίμενα ότι θα κοντοστεκόταν να τη μαζέψει. Αλλά όχι. Φάνηκε πως δεν την είδε. Βγήκα βιαστικά έξω, κατηφόρισα το δρομάκι του κήπου και στάθηκα στην πύλη σαν υπάκουο παιδί περιμένοντάς τη να γυρίσει πίσω τρέχοντας. Τόλμησα να διαβώ την πύλη. Αλλά τότε, με το που έκανα αυτό το πρώτο βήμα, προχώρησα μέχρι την είσοδο του κτήματος, αναμένοντας ότι η Ρόζαλιν θα είχε πια προσέξει πως της έλειπε μια πετσέτα. Το απέναντι σπιτάκι ήταν ένα κτίσμα με βαρετή όψη και κόκκινο τούβλο. Είχε δυο παράθυρα καλυμμένα με άσπρη διάφανη κουρτίνα, σαν δυο μάτια με γλαύκωμα, τα οποία χώριζε μια πόρτα σαν πράσινη μύξα. Τα παράθυρα ήταν σκοτεινά και το τζάμι φάνταζε θαμπό, αντανακλώντας μόνο το εξωτερικό φως, ενώ στο εσωτερικό δεν φαινόταν το παραμικρό ίχνος ζωής. Μάζεψα την μπλε καρό πετσέτα από τη μέση του δρόμου, όπου ως επί το πλείστον δεν είχε ποτέ καθόλου –ποτέ καθόλου, εντελώς νεκρός– κίνηση. Το πορτάκι του κήπου ήταν τόσο χαμηλό που μπορούσα να περάσω από πάνω. Σκέφτηκα μάλιστα πως αυτός ήταν ο πιο σίγουρος τρόπος, γιατί διαφορετικά η πενηντάχρονη σκουριασμένη πύλη θα πρόδιδε την παρουσία μου. Ανηφόρισα αργά το μονοπάτι και κοίταξα μέσα από το παράθυρο δεξιά. Κόλλησα το πρόσωπο πάνω στο τζάμι και προσπάθησα να δω πίσω από τη φρικιαστική κουρτίνα. Έπειτα από τόσο πυκνό μυστήριο, δεν είμαι σίγουρη τι ακριβώς περίμενα να
αντικρίσω. Κάποιο μεγάλο μυστικό, μια παρανοϊκή αίρεση, πτώματα, ένα χίπικο κοινόβιο, κάποια παράξενη σεξουαλική συνεύρεση και τα κλειδιά πολλών ανθρώπων αφημένα στο τασάκι… τι να πω, δεν ξέρω. Οτιδήποτε. Οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που είδα: μια ηλεκτρική θερμάστρα μέσα στο τζάκι αντί για κανονική φωτιά και γύρω της φαγωμένα καφέ πλακάκια και κορνίζα επενδυμένη με πλακάκια, πράσινη μοκέτα και φθαρμένες πολυθρόνες με ξύλινα μπράτσα και ξεφτισμένα πράσινα βελούδινα μαξιλάρια. Για να είμαι ειλικρινής, το σκηνικό ήταν λίγο θλιβερό. Έμοιαζε λίγο με αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου κι ένιωσα λίγο άσχημα. Τελικά η Ρόζαλιν δεν έκρυβε τίποτα απολύτως. Δηλαδή, όχι ακριβώς: η αλήθεια είναι ότι έκρυβε τη χειρότερη εσωτερική διακόσμηση όλων των εποχών. Αντί να χτυπήσω το κουδούνι, πήγα από το πλάι. Αμέσως μόλις έστριψα στη γωνία είδα πως από πίσω υπήρχε ένας κηπάκος και στο τέρμα του ένα μεγάλο γκαράζ, ίδιο ακριβώς με το γκαράζ πίσω από το σπίτι της πύλης. Κάτι άστραψε στο παράθυρο του υπόστεγου. Στην αρχή νόμιζα πως ήταν λάμψη από φλας, αλλά τότε συνειδητοποίησα πως το πράγμα που με θάμπωσε και με τύφλωσε στιγμιαία άστραφτε μόνο κάθε φορά που έπεφτε ο ήλιος πάνω του. Ενώ πλησίαζα στο τέρμα του μονοπατιού, ένιωθα να με τρώει η περιέργεια να δω τι βρισκόταν πίσω από τη γωνία. Τότε πετάχτηκε η Ρόζαλιν μπροστά μου και τινάχτηκα μέχρι επάνω, ενώ η κραυγή μου αντήχησε στο στενό σοκάκι. Έβαλα τα γέλια. Η Ρόζαλιν, που έδειχνε ταραγμένη, μου έκανε αμέσως νόημα να σωπάσω. «Συγγνώμη», χαμογέλασα. «Ελπίζω να μην τρόμαξα τη μαμά σου. Σου έπεσε αυτό στο δρόμο. Ήρθα να σου το δώσω. Τι είναι αυτό το φως;» «Ποιο φως;» Έκανε λίγο δεξιά και μου έκρυψε το φως, ενώ συγχρόνως δεν μπορούσα να δω πια τι υπήρχε από πίσω. «Ευχαριστώ». Έτριψα τα μάτια μου. «Καλύτερα να γυρίσεις στο σπίτι», ψιθύρισε. «Ω, έλα τώρα, να μην της πω έστω ένα “γεια”; Νιώθω κάπως σαν να ζω μια περιπέτεια του Σκούμπι Ντου. Ξέρεις, μυστήρια πράγματα». «Κανένα μυστήριο. Η μητέρα μου δεν είναι καλή με τους ξένους. Ίσως την καλέσουμε για φαγητό μια μέρα, αν είναι σε θέση να έρθει». «Τέλεια». Άλλη μια γνωριμία άνω των πενήντα ετών στη λίστα με τους γνωστούς μου. Ετοιμαζόμουν να κάνω μια τελευταία προσπάθεια, γιατί έβλεπα ότι η Ρόζαλιν είχε μαλακώσει πολύ, μόνο που τότε άκουσα ένα όχημα να κατηφορίζει το δρόμο και με την ελπίδα ότι θα ήταν ο Μάρκους χαιρέτησα τη Ρόζαλιν, έκανα μεταβολή και έτρεξα. Έτσι και δεν ήταν ο Μάρκους, τότε εκείνα τα πέντε δευτερόλεπτα ελπίδας θα ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό μου είχε συμβεί όλη μέρα. Τελικά αποδείχτηκε πως ήταν όντως αυτός. Μέχρι να διασχίσω τρέχοντας το δρόμο, ο Μάρκους είχε πάει και είχε σταθεί στη βεράντα, όπου τον είδα να περνάει το χέρι μέσα από τα μαλλιά του και να κοιτάζει την αντανάκλασή του στο τζάμι. «Σου ξέφυγε μια τρίχα πάνω από το αυτί», του φώναξα από την πύλη. Γύρισε και μου χαμογέλασε. «Γκούντγουιν. Χαίρομαι που σε βλέπω». «Για το βιβλίο ήρθες;» Χαμογέλασε. «Ε, ναι, για το βιβλίο, φυσικά. Δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου… το αναθεματισμένο βιβλίο». «Να σου πω την αλήθεια, υπάρχει πρόβλημα με το βιβλίο». «Σου συμβαίνει κάτι;» «Όχι, εννοώ με το πραγματικό βιβλίο, με το αληθινό βιβλίο». «Το έχασες». «Όχι, δεν το έχασα…» «Δεν σε πιστεύω. Δεν ξέρεις τι ποινή επισύρει η απώλεια βιβλίου της βιβλιοθήκης;» «Μια μέρα μαζί σου;» «Όχι, Γκούντγουιν. Όπως έστρωσες θα κοιμηθείς. Ανακαλώ την κάρτα μέλους σου». «Όοοχι, ό,τι άλλο θες, αλλά όχι την κάρτα μέλους μου». «Ναι. Έλα, δώσ’ τη μου». Με πλησίασε και άρχισε να με ψαχουλεύει και να με τσιγκλάει παντού. «Πού είναι; Εδώ μέσα;» Τα χέρια του πήγαιναν παντού: στις τσέπες του τζιν μου, πάνω στο στομάχι μου. «Αρνούμαι να σου τη δώσω», είπα γελώντας. «Σοβαρά, Μάρκους, δεν το έχασα, αλλά δεν μπορείς να το πάρεις πίσω». «Δεν νομίζω ότι κατάλαβες τους κανονισμούς της κινητής βιβλιοθήκης. Βλέπεις, δανείζεσαι ένα βιβλίο, το διαβάζεις ή χορεύεις μαζί του αν έτσι τη βρίσκεις καλύτερα, και μετά το επιστρέφεις στον γοητευτικό βιβλιοθηκάριο». «Όχι, βλέπεις, αυτό που συνέβη είναι ότι κάποιος παραβίασε το λουκέτο και ανακάλυψε πως τελικά δεν ήταν βιβλίο αλλά ημερολόγιο. Όλες οι σελίδες του ήταν εντελώς κενές». Εντελώς κενές. Εντελώς νεκρός. «Και τότε κάποιος το έγραψε». «Α… κάποιος. Μήπως υπάρχει περίπτωση αυτός ο κάποιος να ήσουν εσύ;» «Να σου πω την αλήθεια, όχι. Δεν ξέρω ποιος το έγραψε». Χαμογέλασα, αλλά φυσικά μιλούσα πολύ σοβαρά. «Λίγες σελίδες μόνο. Θα μπορούσα να τις σκίσω και να σου δώσω πίσω το βιβλίο, αλλά…» «Θα μπορούσες να μου πεις απλώς ότι το έχασες. Έτσι θα ήταν πολύ πιο εύκολο το πράγμα». «Κάτσε εδώ ένα λεπτό». Έτρεξα μέσα στο σπίτι, ανέβηκα πάνω, ανασήκωσα τη σανίδα κι έβγαλα το ημερολόγιο από κάτω. Το πήγα έξω και το κράτησα σφιχτά πάνω στο στήθος μου.
«Δεν γίνεται να το διαβάσεις, αλλά ιδού η απόδειξη ότι δεν το έχασα. Θα σου το πληρώσω ή θα κάνω ό,τι θες… απλώς δεν μπορώ να το δώσω πίσω». Τότε συνειδητοποίησε πως μιλούσα σοβαρά. «Όχι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ένα βιβλίο δεν έχει σημασία. Μπορώ να το διαβάσω; Γράφει τίποτα για μένα εκεί μέσα;» Έβαλα τα γέλια και το σήκωσα ψηλά για να μην το φτάνει. Αλλά ήταν μάταιος κόπος, αφού ήταν πολύ ψηλότερος και μου το άρπαξε στη στιγμή. Πανικοβλήθηκα. Άνοιξε την πρώτη σελίδα, ενώ εγώ περίμενα αμήχανη να διαβάσει την εξομολόγηση ότι ο μπαμπάς αυτοκτόνησε. «Κακώς είπα στον Γουέσλι για τον μπαμπά», διάβασε. «Ποιος είναι ο Γουέσλι;» ρώτησε και με κοίταξε. «Δεν έχω ιδέα». Πήγα να του το αρπάξω από τα χέρια, αλλά δεν γελούσα πια. «Δώσ’ το πίσω, Μάρκους». Μου το έδωσε. «Συγγνώμη, δεν έπρεπε να το διαβάσω. Πάντως, έγραψες λάθος ημερομηνία. Αύριο έχουμε πέντε». Κούνησα μόνο το κεφάλι. Τουλάχιστον δεν ήταν της φαντασίας μου. Αυτό που συνέβαινε με το ημερολόγιο ήταν αληθινό. «Συγγνώμη που το διάβασα». «Όχι, δεν πειράζει, αλήθεια. Δεν το έγραψα εγώ». «Ίσως κάποιος Κίλσανι τότε». Αναρίγησα κι έκλεισα αμέσως το βιβλίο. Ήθελα τόσο πολύ να το ξαναδιαβάσω. «Ω, τώρα που το είπες, βρήκα την αδελφή Ιγνάτιο!» «Ζωντανή, ελπίζω». «Μένει από την άλλη μεριά. Θα σου δώσω οδηγίες πώς να πας». «Όχι, Γκούντγουιν. Δεν σου έχω εμπιστοσύνη. Την τελευταία φορά που μου έδωσες οδηγίες για κάπου με οδήγησες σ’ ένα ερειπωμένο κάστρο». «Θα σε πάω εγώ η ίδια. Εμπρός, πάμε!» Κατηφόρισα τρέχοντας το δρομάκι και ανέβηκα στο πούλμαν. Γέλασε και με ακολούθησε. Σταματήσαμε έξω από το σπίτι των καλογριών και πάτησα την κόρνα. «Ταμάρα, δεν επιτρέπεται να το κάνεις αυτό. Μοναστήρι είναι». «Να σου πω την αλήθεια, δεν είναι συνηθισμένο μοναστήρι». Πάτησα ξανά την κόρνα. Μια γυναίκα με μαύρη φούστα και πουλόβερ, άσπρο πουκάμισο, χρυσό σταυρό και ασπρόμαυρο πέπλο άνοιξε την πόρτα. Έδειχνε πολύ τσαντισμένη. Ήταν μεγαλύτερη από την αδελφή Ιγνάτιο. Κατέβηκα αμέσως μ’ έναν πήδο. «Τι είναι αυτός ο σαματάς;» «Την αδελφή Ιγνάτιο ψάχνουμε. Ήθελε να δανειστεί ένα βιβλίο». «Είναι ώρα προσευχής, απαγορεύεται να τη διακόψουμε». «Α... Καλά, σταθείτε μια στιγμή». Έψαξα στο πίσω μέρος του πούλμαν. «Μπορείτε να της δώσετε αυτό, σας παρακαλώ, και να της πείτε ότι είναι από την Ταμάρα. Ειδική παράδοση. Το παράγγειλε την προηγούμενη βδομάδα». «Θα της το πω». Η μοναχή πήρε το βιβλίο κι έκλεισε αμέσως την πόρτα. «Ταμάρα», είπε αυστηρά ο Μάρκους. «Ποιο βιβλίο της έδωσες;» «Την Ερωμένη του Τούρκου μεγιστάνα. Από τα αριστουργηματικά Άρλεκιν». «Ταμάρα! Έτσι όπως το πας, θα με απολύσουν». «Λες και σε νοιάζει! Φύγαμε! Πάρε με από δω!» Πήγαμε στην πόλη και παρκάραμε στην άκρη για το κοινό. Στην πραγματικότητα, όμως, πήγαμε στο Μαρόκο. Μάλιστα, φιληθήκαμε δίπλα στις πυραμίδες της Γκίζας. «Τι έκανες τις τελευταίες μέρες λοιπόν;» ρώτησε πρόσχαρα η Ρόζαλιν ενώ σέρβιρε τρεις χιλιάδες θερμίδες στο πιάτο μου. Το ημερολόγιο είχε δίκιο, είχαμε πίτα του βοσκού. Με το που γύρισα σπίτι με πήρε απ’ τα μούτρα. Ίσα που πρόλαβα να κρύψω το ημερολόγιο στο δωμάτιό μου και να κατέβω πάλι. Δεν ήθελα να της πω ότι πέρασα τη μέρα με τον Μάρκους, μην τυχόν και προσπαθούσε να μου απαγορέψει να τον βλέπω. Ωστόσο, δεν μπορούσε να γκρινιάξει επειδή έκανα παρέα με μια καλόγρια, έτσι δεν είναι; «Την περισσότερη ώρα ήμουν με την αδελφή Ιγνάτιο». Οι κουτάλες της έπεσαν μέσα στο μπολ και τις ξανασήκωσε με αδέξια τρεμάμενα δάχτυλα. «Με την αδελφή Ιγνάτιο;» ρώτησε. «Ναι». «Μα… πότε τη γνώρισες;» «Πριν από μερικές μέρες. Πώς ήταν η μαμά σου σήμερα; Θα έρθει για φαγητό κάποια στιγμή;» «Δεν ανέφερες ποτέ ότι γνώρισες την αδελφή Ιγνάτιο πριν από μερικές μέρες». Έμεινα να την κοιτάζω. Η αντίδρασή της ήταν όμοια με την αντίδραση που είχα περιγράψει στο ημερολόγιο. Τι έπρεπε να κάνω τώρα; Να ζητήσω συγγνώμη; Μήπως έπρεπε να είχα κάνει κάτι προκειμένου να αποτρέψω αυτή τη στιγμή; Δεν ήξερα τι να κάνω, πώς να διαχειριστώ τις πληροφορίες που μου δίνονταν. Τι νόημα είχε όλο αυτό; «Ούτε ότι μου ήρθε περίοδος την Τρίτη σου ανέφερα, αλλά μου ήρθε», είπα τελικά. Ο Άρθουρ αναστέναξε. Το πρόσωπο της Ρόζαλιν σκλήρυνε. «Λες ότι τη γνώρισες πριν από μερικές μέρες; Είσαι σίγουρη;» «Φυσικά και είμαι σίγουρη». «Μήπως τη γνώρισες σήμερα;» «Όχι».
«Και ξέρει πού μένεις;» «Ναι, φυσικά. Ξέρει πως είμαι εδώ». «Μάλιστα», είπε ξέπνοη. «Μα… μα πέρασε σήμερα το πρωί από δω. Δεν μου είπε τίποτα για σένα». «Αλήθεια; Κι εσύ τι της είπες για μένα;» Μερικές φορές ο τόνος της φωνής σου μπορεί ν’ αλλάξει μια κατάσταση· το ξέρω αυτό. Μερικές φορές, όταν στέλνεις γραπτά μηνύματα, οι άλλοι δεν πιάνουν τον τόνο σου ή πιάνουν έναν ανύπαρκτο τόνο κι έτσι μπορεί να παρερμηνεύσουν εντελώς αθώα μηνύματα. Έκανα αμέτρητους καβγάδες με τη Ζόι με αφορμή αυτό που νόμιζε πως εννοούσα σε κάποιο γραπτό μήνυμα των πέντε λέξεων. Αυτή την πρόταση, όμως, την είπα σκόπιμα με πολύ συγκεκριμένο τόνο. Και η Ρόζαλιν τον έπιασε. Κι επειδή ήταν έξυπνη, κατάλαβε στη στιγμή πως μάλλον είχα ακούσει την κουβέντα τους και θυμήθηκε ότι την ώρα που μιλούσε με την αδελφή Ιγνάτιο άκουγε το νερό του μπάνιου να τρέχει, οπότε κατάλαβε ότι είχα τις κρυφακούσει. «Είναι κακό που κάνουμε παρέα; Νομίζεις πως είναι κακή επιρροή; Λες να γίνω μέλος καμιάς περίεργης θρησκευτικής αίρεσης και ν’ αρχίσω να φοράω μαύρα κάθε μέρα; Μα για στάσου, αυτό είναι μάλλον πολύ πιθανόν να συμβεί. Αφού είναι καλόγρια!» Γέλασα και κοίταξα τον Άρθουρ, ο οποίος αγριοκοίταζε τη Ρόζαλιν. «Τι συζητάτε;» Διέκρινα πανικό. «Έχει καμία σημασία τι συζητάμε;» «Θέλω να πω, εσύ είσαι μικρό κορίτσι. Τι έχεις να συζητήσεις με μια καλόγρια;» Χαμογέλασε για να κρύψει τον πανικό της. Εκείνη ήταν η στιγμή που θα της μιλούσα για το κάστρο, για τη φωτιά και για το γεγονός ότι κατοικούνταν μέχρι πολύ πιο πρόσφατα απ’ όσο νόμιζα. Θα ρωτούσα τη Ρόζαλιν ποιος πέθανε και πού ήταν όλοι, αλλά τότε θυμήθηκα την καταχώριση στο ημερολόγιο. Μακάρι να μην της έλεγα τι έμαθα για το κάστρο. Άρα, αυτό ήταν που δεν έπρεπε να αναφέρω; Η Ρόζαλιν δεν πήρε τα μάτια της από πάνω μου όση ώρα σκεφτόμουν τι απάντηση να της δώσω. Έφαγα μια πιρουνιά κιμά για να κερδίσω λίγο χρόνο και να σκεφτώ. «Ξέρεις… μιλάμε για πολλά και διάφορα πράγματα…» «Τι είδους πράγματα;» «Ρόζαλιν», είπε σιγά ο Άρθουρ. Η Ρόζαλιν γύρισε απότομα το κεφάλι και τον κοίταξε σαν ελαφάκι που μόλις άκουσε το τράβηγμα μιας σκανδάλης από μακριά. «Θα κρυώσει το φαγητό σου». Ο Άρθουρ κοίταξε το πιάτο της, που ήταν ακόμα ανέγγιχτο. «Α, ναι». Σήκωσε το πιρούνι της και καμάκωσε ένα καρότο, αλλά δεν το έφερε στο στόμα. «Συνέχισε, παιδί μου. Κάτι έλεγες». «Ρόζαλιν», είπα στενάζοντας. «Άσ’ τη να φάει», είπε ήσυχα ο Άρθουρ. Κοίταξα τον Άρθουρ για να τον ευχαριστήσω, αλλά αυτός δεν σήκωσε τα μάτια του, μόνο συνέχισε να μπουκώνεται με το φαγητό. Όση ώρα τρώγαμε έπεσε μια αμήχανη σιωπή και ο θόρυβος από το μασούλημα και τα μαχαιροπίρουνα που γρατζουνούσαν τα πιάτα επικράτησε στο δωμάτιο. «Με συγχωρείτε, πρέπει να πάω στο μπάνιο», είπα στο τέλος, όταν δεν μπορούσα ν’ αντέξω άλλο. Αντί να πάω στην τουαλέτα, όμως, στάθηκα έξω από την πόρτα κι έστησα αυτί. «Τι ήταν όλα αυτά;» γάβγισε ο Άρθουρ. «Σσς, μην υψώνεις τη φωνή σου». «Μη μου λες να μην υψώνω τη φωνή μου», σφύριξε ο Άρθουρ, αλλά παρ’ όλα αυτά τη χαμήλωσε. «Η αδελφή Ιγνάτιος πέρασε σήμερα το πρωί από δω και δεν είπε τίποτα για την Ταμάρα», είπε μέσα απ’ τα δόντια της. «Και λοιπόν;» «Έκανε σαν να μην ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Αν είχε γνωρίσει όντως την Ταμάρα, θα μου το έλεγε σίγουρα. Η αδελφή Ιγνάτιος δεν είναι από τους ανθρώπους που δεν θα το έλεγαν. Γιατί να το κάνει άλλωστε;» «Τι υπονοείς δηλαδή; Ότι η Ταμάρα λέει ψέματα;» Έμεινα με το στόμα ανοιχτό και ήμουν έτοιμη να ορμήξω μέσα, μόνο που η επόμενη φράση την οποία ξεστόμισε η Ρόζαλιν έσταζε τόση χολή, ώστε σταμάτησα. «Φυσικά λέει ψέματα. Είναι ίδια η μητέρα της». Επικράτησε σιωπή. Ο Άρθουρ δεν είπε τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΡΙΑ: Φουσκωτό κάστρο
Ξάπλωσα στο κρεβάτι προσπαθώντας ν’ αποδιώξω τα λόγια της Ρόζαλιν, που επαναλαμβάνονταν αδιάκοπα στο κεφάλι μου. Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: υπήρχε μια προϊστορία για την οποία δεν είχα ιδέα, αλλά αυτή τη στιγμή δεν γινόταν να κάνω τίποτα για να προσπαθήσω να ανακαλύψω ποια ήταν η προϊστορία αυτή και τι μπορεί να εννοούσε η Ρόζαλιν. Το χτες ήταν κλειστό βιβλίο, το αύριο ήταν άλλη ιστορία όμως. Διάβασα την αυριανή καταχώριση και μετά τη διάβασα ξανά και ξανά, νιώθοντας πως είχα πάρει φωτιά. Είχα πολλά σχέδια να καταστρώσω. Ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και αναμετρούσα όλα τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνω στον περιορισμένο χρόνο που θα είχα αύριο, γνωρίζοντας ότι η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ δεν θα επέστρεφαν πριν από τη μία ακριβώς. Ωστόσο, δεν μπορούσα να χαλαρώσω με τίποτα. Ήταν μια νοτερή νύχτα του Ιούλη. Είτε θα έπεφτε καταιγίδα το βράδυ είτε αύριο θα είχαμε καύσωνα. Άνοιξα το παράθυρο του δωματίου μου, ελπίζοντας να φυσήξει λίγο, και πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου. Έμεινα έτσι ξαπλωμένη στο γαλαζωπό φως του φεγγαριού, κοιτάζοντας τον γυαλιστερό ουρανό να λάμπει από τ’ αστέρια. Καθώς αφουγκραζόμουν τη σιγαλιά, άκουγα άξαφνα κρωξίματα κουκουβάγιας και πότε-πότε κάποιο βέλασμα και μουκανητό· οι νυχτερινοί ήχοι της υπαίθρου, τους οποίους είχα αρχίσει να συνηθίζω, εισέβαλαν στο δωμάτιό μου. Κάπου-κάπου ένιωθα ένα ευχάριστο ελαφρύ αεράκι και κάθε φορά άκουγα τα φύλλα στα δέντρα να θροΐζουν απαλά, δείχνοντας κι αυτά την ευγνωμοσύνη τους για τη δροσιά. Εντέλει ένιωσα πιο άνετα και πήγα να κλείσω το παράθυρο, όταν συνειδητοποίησα ότι οι ήχοι που τόση ώρα περνούσα για τερετίσματα πουλιών ήταν στην πραγματικότητα μακρινές φωνές. Δεν είχα ιδέα πόσο μακριά μπορούν να ταξιδέψουν αυτοί οι ήχοι στην ύπαιθρο, αλλά όταν τέντωσα πάλι το αυτί μου, άκουσα το χαρακτηριστικό ανεβοκατέβασμα των φωνών που κουβεντιάζουν, ξαφνικά γέλια, μπορεί και μουσική, και μετά πάλι σιωπή όταν το αεράκι έπαψε να φέρνει τη φασαρία, η οποία ερχόταν από την πλευρά του κάστρου. Ήταν εντεκάμισι. Φόρεσα γρήγορα μια φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Τα πάτωμα έτριζε κάτω από τα πόδια μου καθώς μετακινούμουν όσο πιο προσεχτικά γινόταν στο δωμάτιο. Με το που ακουγόταν κάποιο τρίξιμο κοκάλωνα, περιμένοντας ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε ο κοιμισμένος γίγαντας. Πήρα την καρέκλα πίσω από την πόρτα του δωματίου και άνοιξα μαλακά την πόρτα. Θα ήταν κανονικός άθλος να καταφέρω να φτάσω κάτω και να διαβώ την εξώπορτα χωρίς να με πάρει είδηση η κυρία του σπιτιού. Άκουσα τη Ρόζαλιν να βήχει και κοντοστάθηκα· αμέσως μετά έκλεισα πάλι την πόρτα μου. Δεν την είχα ξανακούσει να βήχει τη νύχτα, οπότε το πήρα σαν προειδοποίηση. Ανέβηκα στο κρεβάτι ώστε να μη χρειαστεί να πατήσω πάνω στις σανίδες που έτριζαν, και μπουσούλησα πάνω στο στρώμα για να φτάσω στο παράθυρο. Είχε ένα παλιό στρώμα με σούστες που έκαναν πολλή φασαρία, αλλά τουλάχιστον ακούστηκε πραγματικά σαν να άλλαζα πλευρό στον ύπνο μου. Πήρα το φακό από το κομοδίνο και άνοιξα τέντα το παράθυρο. Από άποψη μεγέθους, χωρούσα να περάσω πανεύκολα. Το δωμάτιό μου βρισκόταν ακριβώς πάνω από τη βεράντα μπροστά στο σπίτι. Αν και η στέγη ήταν μυτερή, θα κατάφερνα να προσγειωθώ πάνω της έτσι και συγκεντρωνόμουν. Από εκεί θα ήταν σχετικά εύκολο να κατέβω το ξύλινο καφασωτό της βεράντας και να πηδήξω κάτω. Εύκολο. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου της Ρόζαλιν και του Άρθουρ και άκουσα γρήγορα βήματα στο διάδρομο. Έριξα βουτιά στο κρεβάτι και κουκουλώθηκα από πάνω μέχρι κάτω με το πάπλωμα, ώστε να μη φαίνονται η φόρμα και τα αθλητικά παπούτσια και ο φακός. Την ώρα που άνοιξε η πόρτα του δωματίου μου, έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και στο εξασκημένο μου αυτί οι μακρινές φωνές ακούγονταν τόσο δυνατά που ήμουν σίγουρη ότι ήταν προφανές τι σκόπευα να κάνω. Η καρδιά μου βροντούσε δυνατά στο στήθος μου, όταν το άτομο βρέθηκε ξαφνικά μέσα στο δωμάτιό μου. Οι σανίδες του πατώματος έτριξαν η μία μετά την άλλη, καθώς η μορφή ήρθε πιο κοντά μου. Ήταν η Ρόζαλιν. Την κατάλαβα από τον τρόπο που κρατούσε την ανάσα της, από τη μυρωδιά της. Τα τριξίματα σταμάτησαν, πράγμα που σήμαινε ότι στάθηκε. Κοιτούσε. Κοιτούσε εμένα. Πάσχισα να μην ανοίξω τα μάτια μου. Προσπάθησα να χαλαρώσω τα βλέφαρά μου ώστε να μην κινούνται υπερβολικά οι βολβοί των ματιών μου. Προσπάθησα να ανασαίνω κανονικά, λίγο πιο δυνατά απ’ ό,τι συνήθως, για να δείξω πόσο βαθιά κοιμόμουν. Ένιωσα ένα σώμα ακριβώς από πάνω μου και παραλίγο να πεταχτώ πάνω και να επιτεθώ, αλλά τότε άκουσα το παράθυρο να κλείνει και συνειδητοποίησα πως είχε σκύψει από πάνω μου για να το φτάσει. Μου πέρασε από το μυαλό ν’ ανοίξω τα μάτια, να την τσακώσω στα πράσα, να κάνω σκηνή. Αλλά τι θα κέρδιζα εγώ; «Ρόζαλιν». Άκουσα έναν ψίθυρο από την πόρτα του δωματίου μου. «Τι κάνεις;» «Απλώς κοιτάζω αν είναι καλά». «Φυσικά και είναι καλά. Δεν είναι μωρό πια. Γύρνα στο κρεβάτι για ύπνο». Ένιωσα ένα χέρι στο μάγουλό μου και δάχτυλα να σπρώχνουν τρυφερά τα μαλλιά μου και να τα βάζουν πίσω από το αυτί μου, όπως ακριβώς έκανε η μητέρα μου. Περίμενα τότε πως θα τραβούσε το πάπλωμα από πάνω μου ξεσκεπάζοντας τη στολή του νυχτοπερπατήματός μου, αντί γι’ αυτό όμως ένιωσα την ανάσα της πάνω στο πρόσωπό μου και αισθάνθηκα τα χείλη της να αγγίζουν απαλά το μέτωπό μου σ’ ένα τρυφερό φιλί,
και μετά έφυγε. Η πόρτα έκλεισε. Δεν είναι μωρό πια. Αφού έφυγε, περίμενα μέχρι να ξαναρχίσει το ροχαλητό του Άρθουρ. Ύστερα σηκώθηκα από το κρεβάτι, άνοιξα το παράθυρο και χωρίς δεύτερη σκέψη βγήκα έξω και προσγειώθηκα μαλακά στην αψιδωτή στέγη της βεράντας. Μόνο όταν πάτησα στο χορτάρι και σήκωσα τα μάτια στο δωμάτιό μου και στο κλειστό παράθυρο, κατάλαβα το νόημα πίσω από το μήνυμα που είχα αφήσει στον εαυτό μου: να μην κλείσω το παράθυρο. Με τη βοήθεια του φακού προχώρησα προς το κάστρο, ακολουθώντας τις φωνές. Έβλεπα μόνο λίγα μέτρα μπροστά μου, αφού η μαύρη τρύπα της νύχτας είχε καταπιεί όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Τα δέντρα έμοιαζαν να κρύβουν ακόμα περισσότερα μυστικά τη νύχτα. Μέσα στο σκοτάδι τα «σσσς» του ενός προς τον άλλο μου έδωσαν να καταλάβω πως ήταν πολύ περισσότερα αυτά που δεν μου έλεγαν. Όσο πλησίαζα στο κάστρο, άκουγα φωνές, μύριζα καπνό, άκουγα μουσική και το τσούγκρισμα ποτηριών ή μπουκαλιών. Έβλεπα φως να ξεχύνεται από το χολ της εισόδου και από το δωμάτιο με τα ανέπαφα παράθυρα στα δεξιά. Τα υπόλοιπα δωμάτια στην αριστερή και την πίσω πλευρά ήταν σκοτεινά. Έσβησα το φακό και πήγα πίσω από το κάστρο περνώντας μπροστά από δυο δωμάτια τα οποία θα πρέπει να είχαν υπέροχη θέα στη λίμνη, καθώς και στα εκατοντάδες σκαλοπάτια που κατέβαιναν μέχρι εκεί. Έφτασα στο δωμάτιο με το παράθυρο απ’ όπου είχα βγει την προηγούμενη φορά κι έστησα αυτί. Ένα φωτάκι νυκτός καμωμένο από αστεράκια κύκλωνε τον παλιό τοίχο. Κίτρινα αστεράκια γυρνούσαν γύρω-γύρω και, νομίζοντας ότι το δωμάτιο ήταν άδειο, έσκυψα να τα δω, παρότι τα πραγματικά αστέρια που διακρίνονταν μέσα από το αντικρινό παράθυρο ήταν πολύ πιο εντυπωσιακά. Νόμιζα πως ήμουν μόνη, μέχρι που άκουσα σαλιάρικους ήχους φιλιών ενώ στη στιγμή ακολούθησε μια κραυγή. Μετά άρχισαν να ακούγονται πολλά τρεχαλητά, πολλά «σουτ», πολλοί ψίθυροι και να αναποδογυρίζουν πολλά κουτάκια και μπουκάλια. Έπειτα ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει από τα μαλλιά και να με πιάνει από το σβέρκο, και σύρθηκα στην κυριολεξία μέσα στο κάστρο. «Ε, παράτα με». Άρχισα να κλοτσάω. «Πάρε τα βρομόχερά σου από πάνω μου». Άρχισα να χτυπάω τα χέρια που μου έσφιγγαν τη μέση, τα οποία ανήκαν σίγουρα σε άντρα, αφού με πήγαινε μισο-σηκωτή, μισο-σέρνοντας. Εκείνη τη στιγμή ευχαρίστησα από μέσα μου τη Ρόζαλιν για την πλούσια σε υδατάνθρακες διατροφή που μου επέβαλε και τα επιπλέον κιλά που είχα πάρει χάρη σε αυτήν απ’ όταν έφτασα εδώ, διαφορετικά θα μ’ έριχνε χωρίς καμία δυσκολία πάνω στον ώμο του. Με το που βρέθηκα μέσα στο κάστρο και πάτησα κανονικά στη γη, ο άλλος δεν πήρε το μπράτσο του από τη μέση μου και παρέμεινε πίσω μου. Στράφηκα μερικές φορές και αντίκρισα ένα κακάσχημο πράγμα με χνούδι στο πιγούνι. Έξι άνθρωποι είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω μου. Κάποιοι κάθονταν στις σκάλες, άλλοι σε καφάσια στο πάτωμα. Μου ήρθε να τους φωνάξω να ξεκουμπιστούν από το σπίτι μου. «Μας έπαιρνε μάτι», είπε η φωνακλού που έφτασε εκείνη τη στιγμή στην πόρτα ασθμαίνοντας λες και ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει από το τεστ κοπώσεως. «Δεν έπαιρνα μάτι». Σήκωσα απηυδισμένη τα μάτια ψηλά. «Μη λες αηδίες». «Αμερικανίδα είναι», είπε ένας. «Δεν είμαι Αμερικανίδα». «Ακούγεσαι σαν Αμερικανίδα», είπε ένας άλλος. «Ε, παιδιά, είναι η Χάνα Μοντάνα». Πολλά γέλια. «Είμαι από το Δουβλίνο». «Δεν είναι». «Ναι, είμαι». «Είσαι πολύ μακριά από το Δουβλίνο». «Έχω έρθει για καλοκαίρι». «Για διακοπές», είπε κάποιος κι έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια. Ένας τύπος φάνηκε τότε στην πόρτα, πίσω από τη φωνακλού. Στάθηκε εκεί για λίγη ώρα και με άκουγε που προσπαθούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου με τσιριχτή φωνή για την οποία ντρεπόμουν αλλά δεν μπορούσα να την ελέγξω. Την ίδια στιγμή αναρωτιόμουν πώς στην ευχή κατέληξα να είμαι εγώ η σπαστική μέσα σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο βλάχους. «Άσ’ την, Γκάρι», είπε εντέλει ο νεοφερμένος. Ο Γκάρι με το χνουδωτό πιγούνι με άφησε στη στιγμή. Είχα εντοπίσει τον αρχηγό τους. Μόλις με άφησε, ξαναβρήκα τον εαυτό μου. «Έχει κανείς από τους παριστάμενους άλλες ερωτήσεις; Ίσως εσείς, κύριε, με το φλις μπουφάν και τις μπότες, μήπως θα θέλατε να με ρωτήσετε κάτι σχετικά με την εποχή που οι Guns n’ Roses ήταν ακόμα στη μόδα;» Κάποιος χαχάνισε, έφαγε μια αγκωνιά και φώναξε από τον πόνο. Ο Γκάρι με το χνουδωτό πιγούνι, που στεκόταν ακόμα πίσω μου, μου έριξε μια σκουντιά στην πλάτη και με πέθανε. «Απλώς σας άκουσα από το δωμάτιό μου. Είχα πέσει για ύπνο». Συνειδητοποίησα πώς θα πρέπει να ακούστηκα: σαν να ήμουν ο μεγαλύτερος μπελάς του κόσμου, σαν το κοριτσάκι που διακόπτει το πάρτι των γονιών του. «Εδώ κοντά μένεις;» «Ψέματα λέει». «Και δηλαδή, πού στον κόρακα θέλετε να μένω; Λέτε να έφτασα μόλις τώρα αεροπορικώς από το Λος Άντζελες και να πέρασα μια βολτίτσα από δω μες στη νύχτα;» «Στο σπίτι της πύλης μένεις;» «Στο βασιλικό σπίτι της πύλης», είπε κάποιος άλλος κι έβαλαν όλοι μαζί τα γέλια. Εντάξει, μπορεί να απείχε παρασάγγας από τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, αλλά ήταν καλύτερο από κάτι
βρομοαχυρώνες που είχα δει στο δρόμο για εδώ. Κοίταξα ένα-ένα τα πρόσωπά τους, προσπαθώντας να αποφασίσω τι απάντηση να δώσω. Θα ήταν μεγάλη ηλιθιότητα από μέρους μου αν τους έλεγα πού έμενα; «Α, όχι, μένω σ’ ένα μαντρί και κοιμάμαι με τα γουρούνια όπως εσείς», τους πέταξα τσαντισμένη. «Δεν ξέρω τι πρόβλημα έχετε. Ούτε αυτός μοιάζει να είναι από αυτά τα μέρη». Αναφερόμουν στον σκουρόχρωμο αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος στεκόταν στην είσοδο και με κοιτούσε χωρίς να κάνει απολύτως τίποτε. Σε καταστάσεις ομηρίας επιτεθείτε στον αρχηγό και βγάλτε τον από τη μέση. Κακά τα ψέματα, δεν ήταν και η πιο έξυπνη ιδέα. Όλοι κοιτάχτηκαν με μάτια ορθάνοιχτα και άκουσα τη λέξη «ρατσίστρια» να κυκλοφορεί ανάμεσά τους. «Δεν είμαι ρατσίστρια». Σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Φοράει Dsquared. Την τελευταία φορά που πήγα στο βλαχοχώρι με τους μηδέν κατοίκους, δεν είχαν φέρει τέτοια στα μαγαζιά». Πραγματικά, δεν το έπαιζα και πολύ έξυπνα το παιχνίδι. Είχα δει την ταινία «Όταν ξέσπασε η βία», οπότε ξέρω τι μπορούν να σε βάλουν να κάνεις οι χωριάτες. Χώρια που τους είχα ήδη κατηγορήσει ότι κοιμούνταν με τα γουρούνια. Δεν μπορώ να πω πως αυτή ήταν η καλύτερη αρχή για να τους ζητήσω συγγνώμη, που ήταν μάλλον και αυτό που έπρεπε να κάνω. Είδα τα δόντια του αρχηγού τους να αστράφτουν καθώς χαμογέλασε στιγμιαία και μετά σκέπασε το στόμα του με το χέρι καθώς οι υπόλοιποι της συμμορίας τρελάθηκαν και μου επιτέθηκαν με προτεταμένα δάχτυλα, φωνάζοντάς με ρατσίστρια ξανά και ξανά, παρότι τους είχα αποσαφηνίσει πλήρως το λόγο για τον οποίο πίστευα ότι ξεχώριζε από αυτούς. Ο τύπος στην είσοδο φώναξε σε όλους να σταματήσουν και προσπάθησε να συνεννοηθεί με τη φωνακλού και κάτι άλλους μεθυσμένους. Στο τέλος με άρπαξε, με τράβηξε έξω και με πήγε πίσω από το κάστρο, στον τόπο του εγκλήματος· στο παράθυρο απ’ όπου υποτίθεται ότι κατασκόπευα. «Φτάσαμε στο σημείο όπου δήθεν με σκοτώνεις αλλά στην πραγματικότητα με αφήνεις να φύγω;» ρώτησα κάπως νευρικά. Πολύ νευρικά. Εντάξει, νόμιζα ότι θα με έσπαγε στο ξύλο. Χαμογέλασε. «Η Ταμάρα δεν είσαι;» Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Πώς το…» Και μετά μπήκαν όλα στη θέση τους. «Είσαι ο Γουέσλι». Σειρά του να δείξει έκπληξη. «Σου μίλησε ο Άρθουρ για μένα;» «Ο Άρθουρ; Ε, ναι, φυσικά. Δεν σταματά να μιλά για σένα». Έδειχνε μπερδεμένος. «Και για σένα μου μίλησε». «Αλήθεια;» Δεν πίστευα ότι ο Άρθουρ μιλούσε καθόλου για μένα. Δεν μπορούσα να φανταστώ καν τι μπορεί να έλεγε. «Τσιγάρο;» Πήρα ένα και ο Γουέσλι άναψε ένα σπίρτο. Όταν πήγε να μου ανάψει το τσιγάρο, είδα καθαρά το πρόσωπό του. Το δέρμα του είχε σοκολατένιο χρώμα, όχι εβένινο, αλλά ένα όμορφο σκούρο. Τα μάτια του ήταν μεγάλα και καστανά και οι βλεφαρίδες του τόσο μακριές που προς στιγμή μ’ έπιασε ζήλια, γιατί στην προηγούμενη ζωή μου χαλούσα ένα μεγάλο μέρος από το χαρτζιλίκι μου για ν’ αγοράζω ψεύτικες βλεφαρίδες με γκλίτερ. Τα χείλη του ήταν πλατιά και ζουμερά, τα δόντια του ολόισια και κάτασπρα και είχε όμορφο σαγόνι και τέλεια ζυγωματικά. Ήταν τόσο όμορφος που ένιωσα να ζηλεύω λίγο. Ήταν ψηλότερος από μένα, μου έριχνε ένα κεφάλι. Το σπίρτο κάηκε ολόκληρο καψαλίζοντάς του το δάχτυλο, και το πέταξε. Συνειδητοποίησα τότε ότι και αυτός θα πρέπει να με κοιτούσε. Τελικά μου άναψε το τσιγάρο και τράβηξα μια ρουφηξιά. Είχε περάσει πολύς καιρός. «Ευχαριστώ». «Τίποτα». «Τι στον κόρακα κάνεις εδώ, Γουές; Α, ώστε τώρα καπνίζετε μαζί τα δυο σας; Ελπίζω να ξέρεις πως είναι συγγενής με την οικογένεια των φρικιών». Η δεσποινίς φωνακλού ξεπρόβαλε πίσω από τη γωνία μ’ ένα άλλο κορίτσι καταπόδας. Ήρθε κοντά παραπατώντας και σκορπίζοντας στον αέρα τη χαρακτηριστική μυρωδιά ενός αρώματος από το «Body Shop». «Ηρέμησε, Κέιτ», της είπε. «Όχι, δεν θα ηρεμήσω, ρε γαμώτο…» Τότε ξέσπασε σ’ ένα μεθυσμένο λογύδριο που δεν έβγαζε νόημα και μετά άρχισε να τον κοπανάει ξανά και ξανά με την τσάντα της. Η φίλη της την τράβηξε μακριά. «Καλά». Κατάφερε να ξεφύγει από τη φίλη της, η οποία πρόλαβε να την αρπάξει ξανά προτού πέσει κάτω, παρασύροντας κι αυτή μαζί της. «Έτσι κι αλλιώς πάω σπίτι». «Ωχ». Τον κοίταξα. «Δεν πόνεσε». «Louis Vuitton μαϊμού – αστειεύεσαι; Πόνεσα και μόνο που την κοιτούσα». «Είσαι σνομπ», χαμογέλασε. «Είσαι κακός γκόμενος». «Δεν είναι γκόμενά μου». «Ό,τι πεις». «Θες να πιεις κάτι;» Έγνεψα με υπερβολικό ενθουσιασμό. Έβαλε τα γέλια και μετά βούτηξε μέσα από το παράθυρο με το κεφάλι κι εξαφανίστηκε μέσα στο κάστρο. Τον ακολούθησα. «Ε, Γουέσλι, δεν πιστεύω να δώσεις τα κουτάκια μας στη Χάνα Μοντάνα;» Ο Γουέσλι δεν έδωσε σημασία στον Γκάρι και μου έδωσε ένα κουτάκι. «Τι είναι;» «Ντάιαμοντ Ουάιτ». «Δεν το έχω ακουστά». «Πώς να σου δώσω να το καταλάβεις;» Έστυψε το μυαλό του. «Σκέψου το σαν σαμπάνια, αλλά από μήλα». Σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Αν νομίζεις ότι πίνω σαμπάνια, τότε δεν με ξέρεις καθόλου».
«Μα δεν σε ξέρω, σε ξέρω; Μηλίτης είναι. Οι Αμερικανοί τον λένε δυνατό μηλίτη». «Δεν είμαι Αμερικανίδα». «Δεν ακούγεσαι Ιρλανδή πάντως». «Ούτε εσύ φαίνεσαι Ιρλανδός. Ίσως οι Ιρλανδοί, έτσι όπως τους ξέραμε, να έχουν αλλάξει». Άφησα μια πνιχτή κοροϊδευτική κραυγή. «Ω, Θεέ μου, πρέπει να ενημερώσουμε και τους άλλους». «Η μάνα μου έχει κόκκινα μαλλιά και φακίδες». «Άρα πρέπει να είναι Σουηδή». Έβαλε τα γέλια και μου έδειξε ένα καφάσι πίσω του για να κάτσω. Κάθισε απέναντί μου. «Από πού είναι ο μπαμπάς σου;» «Από τη Μαδαγασκάρη». «Τέλεια, όπως στην ταινία;» «Ναι, ακριβώς όπως στα κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ», είπε βαριά. «Πας ποτέ;» «Όχι». «Πώς και ήρθε εδώ;» «Έτσι». «Α». Έγνεψα σαν να καταλάβαινα. «Αυτός ήταν ανέκαθεν ένας καλός λόγος». Γελάσαμε και οι δύο. Κάποιος στο διπλανό δωμάτιο ακούστηκε πάλι να λέει ότι ήμουν ρατσίστρια. «Για τα ρούχα σου μιλούσα», είπα σιγά. «Είσαι πολύ καλύτερα ντυμένος από τον Τζον Μπόι εκεί πέρα και τη Μαίρη Έλεν,9 που αποχώρησε με τις μαϊμού Ugg μπότες της αναδίδοντας μια πνοή βατόμουρου». Γέλασε και ξεφύσηξε μαζί, αλλά τα μάτια του έμειναν σταθερά καρφωμένα στα δικά μου. «Δεν είναι γκόμενά μου». «Μας το είπες. Άλλα μου λένε όμως τα σούπερ κατασκοπικά κιάλια μου». «Ναι, κοίτα, αυτό ήταν…» Έσβησε το τσιγάρο με τη σόλα του παπουτσιού του κι έριξε τη γόπα σ’ ένα βαζάκι. Χάρηκα που τον είδα να το κάνει. Ένιωθα σαν γονιός που γύρισε σπίτι και ανακάλυψε πως τα παιδιά του είχαν κάνει το σπίτι τους καλοκαιρινό. «Υπάρχουν λεωφορεία, ξέρεις», είπε. «Κάτι πράγματα με ρόδες που μεταφέρουν τον κόσμο στις μεγάλες πόλεις». «Από πού τα παίρνεις;» Νομίζω ότι ίδια θα ήταν η αντίδραση ακόμα και αν μου αποκάλυπτε τη θεραπεία του καρκίνου. Ένας τρόπος για να φύγω από δω… «Στο Ντανσόγκλιν. Είναι δεν είναι μισή ώρα με το αμάξι». «Και πώς πας εκεί;» «Με πάει ο μπαμπάς μου». Μάλιστα. Ο δικός μου πέθανε. «Τώρα που το θυμήθηκα, δικό σου είναι αυτό;» Ψαχούλεψε μέσα σε μια σακούλα και μου έδωσε ένα στιλό. Ήταν το στιλό που σούφρωσα από το γραφείο του Άρθουρ και μου έπεσε χτες. Ένιωσα σαν να ήταν κάποιος εκεί. Σαν να με παρακολουθούσε κάποιος. «Ήσουν χτες εδώ;» «Εμ…» προσπάθησε να σκεφτεί. «Τι το σκέφτεσαι;» του πέταξα απότομα. «Δεν ξέρω. Όχι. Ναι. Όχι, δεν ξέρω αν ήμουν. Απόψε βρήκα το στιλό, αν σε αυτό αναφέρεσαι». «Δεν ήσουν χτες εδώ όταν ήμουν κι εγώ;» «Είμαι τις περισσότερες μέρες εδώ, έρχομαι με τον Άρθουρ». Ακόμα να απαντήσει στην ερώτησή μου. «Αλήθεια;» «Ε, πρέπει, δεν πρέπει;» «Πρέπει;» «Αφού δουλεύω μαζί του». «Α». «Νόμιζα πως είπες ότι σου μίλησε ο Άρθουρ». «Α… ναι. Και η Ρόζαλιν ξέρει ότι δουλεύεις με τον Άρθουρ;» Έγνεψε. «Δεν νομίζω ότι της αρέσει να τριγυρίζω εδώ πέρα, αλλά από τότε που ο Άρθουρ έβγαλε την ωμοπλάτη του χρειάζεται ένα χέρι βοήθειας». «Πόσο καιρό δουλεύετε μαζί;» Έστυψε το μυαλό του και το βλέμμα του χάθηκε πέρα μακριά. «Ω, για να δω. Πάνε κάπου… τρεις βδομάδες». Έβαλα τα γέλια. «Μετακομίσαμε μόλις τον περασμένο μήνα εδώ», μου εξήγησε. «Αλήθεια;» Ένιωσα κάτι σαν ανάταση στην καρδιά μου. Ήταν σαν κι εμένα. «Από πού;» «Από το Δουβλίνο». «Κι εγώ!» Ο ενθουσιασμός μου ήταν εντελώς παρορμητικός, σαν να ήμασταν ήρωες σε μια περιπέτεια των Πέντε φίλων. «Συγγνώμη», ένιωσα το πρόσωπό μου να φλογίζεται. «Απλώς ενθουσιάστηκα λίγο που γνωρίζω ένα μέλος της δικής μου φυλής. Και πώς κατάφερες να γίνεις αρχηγός τους σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα; Μπας και τους έκανες τίποτα μάγια; Τους έδειξες πώς ν’ ανάβουν φωτιά;» «Πιστεύω ότι η ευγένεια είναι μεγάλο ατού. Το να κατασκοπεύεις, να έρχεσαι απρόσκλητη σε πάρτι και να προσβάλλεις τον κόσμο είναι μάλλον ανεπίτρεπτα, όταν προσπαθείς να ενταχθείς κάπου». «Δεν θέλω να ενταχθώ πουθενά», είπα κατσούφικα. «Θέλω να φύγω από δω». Ύστερα απ’ αυτό μείναμε σιωπηλοί. «Έχεις ιδέα τι έγινε εδώ; Σε αυτό το κάστρο;» ρώτησα.
«Εννοείς με τους Νορμανδούς και όλα αυτά;» «Όχι, όχι αυτό. Τι συνέβη στην οικογένεια που έμενε εδώ, πιο πρόσφατα». «Έπιασε φωτιά ή κάτι τέτοιο και μετά έφυγαν». «Ποπό, πρέπει να κάτσεις να γράψεις βιβλία ιστορίας». «Μόλις τώρα μετακομίσαμε», χαμογέλασε. «Γιατί ρωτάς;» «Απλώς αναρωτιόμουν». Με περιεργάστηκε για λίγο. «Μπορούμε να ρωτήσουμε τους άλλους αν θες». Εννοούσε την παρέα που καθόταν δίπλα. Γέλια ξέσπασαν στο διπλανό δωμάτιο. Νομίζω ότι έπαιζαν μπουκάλα. «Μπα, δεν πειράζει». «Η αδελφή Ιγνάτιος θα ξέρει. Την ξέρεις, δεν την ξέρεις;» «Κι εσύ πού το ξέρεις;» «Σου είπα, εδώ δουλεύω. Μάτια έχω και βλέπω». «Μα εγώ δεν σ’ έχω δει ποτέ». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Εκείνη μου είπε να ρωτήσω τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ», του εξήγησα. «Αυτό πρέπει να κάνεις. Το ξέρεις ότι η Ρόζαλιν έμενε σ’ όλη της τη ζωή στο σπιτάκι απέναντι από το σπίτι της πύλης; Αν υπάρχει ένας άνθρωπος που να ξέρει, τότε είναι αυτή. Πιθανότατα ξέρει να σου πει όλα όσα συνέβησαν στην περιοχή τα τελευταία διακόσια χρόνια». Δεν μπορούσα να του πω ότι το ημερολόγιο είπε να μην τη ρωτήσω τίποτα. «Δεν ξέρω… δεν νομίζω ότι θέλουν να το συζητάνε. Είναι πολύ μυστικοπαθείς. Μάλλον γνωρίζονταν με τους ανθρώπους αυτούς και αν πέθανε κανείς, τότε… απλώς δεν θέλω να τους ρωτήσω έτσι ξεκάρφωτα. Θέλω να πω, μάλλον θα γνωρίζονται ακόμα. Δεν μπορεί να δουλεύει δωρεάν ο Άρθουρ. Τώρα που το σκέφτομαι», κροτάλισα τα δάχτυλά μου, «εσένα ποιος σε πληρώνει;» «Ο Άρθουρ. Μου τα δίνει στο χέρι». «Ω». «Κι εσύ γιατί ήρθες εδώ;» «Σου είπα, σας άκουσα από το δωμάτιό μου». «Όχι, εννοώ εδώ στο Κίλσανι». «Α». Σιωπή. Το μυαλό μου πήρε γρήγορες στροφές. Οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια. Δεν ήθελα να με λυπάται. «Νόμιζα ότι είπες πως ο Άρθουρ σου μίλησε για μένα». «Έτσι και κατάφερνα να του πάρω κουβέντα αυτού του ανθρώπου, θα μου έδιναν βραβείο. Είπε μόνο ότι εσύ και η μαμά σου μένετε μαζί τους». «Απλώς… ξέρεις… απλώς χρειάστηκε να μετακομίσουμε. Για λίγο καιρό μόνο. Μόνο για το καλοκαίρι μάλλον. Πουλήσαμε το σπίτι μας. Και περιμένουμε ν’ αγοράσουμε καινούριο». «Ο μπαμπάς σου δεν είναι εδώ;» «Όχι, όχι, εμ… παράτησε τη μαμά για κάποια άλλη». «Κρίμα, λυπάμαι». «Ναι, κοίτα… είναι ένα εικοσάχρονο μοντέλο. Είναι διάσημη. Όλο τη βλέπω στα περιοδικά. Με παίρνει και βγαίνουμε σε κλαμπ μαζί». Με κοίταξε συνοφρυωμένος κι ένιωσα εντελώς ηλίθια. «Εξακολουθείς να τον βλέπεις;» «Όχι. Όχι πια». Ακολουθούσα τους κανόνες του ημερολογίου μου. Κακώς είπα στον Γουέσλι για τον μπαμπά. Αλλά δεν ένιωθα καλύτερα τώρα. Έλεγα που έλεγα ψέματα στον Μάρκους –αν και σ’ εκείνη την περίπτωση ήμουν κάπως δικαιολογημένη, επειδή με τον Μάρκους όλα ήταν ένα μεγάλο ψέμα–, αλλά δεν μου άρεσε που έλεγα ψέματα στον Γουέσλι. Εξάλλου, θα μάθαινε την αλήθεια από τον Άρθουρ – σε καμιά δεκαριά χρόνια. «Γουέσλι, λυπάμαι, σου είπα ψέματα». Έτριψα το πρόσωπό μου. «Ο μπαμπάς μου… πέθανε». Ανακάθισε. «Τι; Πώς;» Καλύτερα να έλεγα κάτι άλλο, όπως ότι σκοτώθηκε στον πόλεμο ή –δεν ξέρω– απλώς κάτι άλλο, μια πιο συνηθισμένη αιτία θανάτου. «Ε... από καρκίνο». Αλλά τώρα ήθελα να σταματήσουμε να το συζητάμε. Δεν μπορούσα να υπεισέλθω σε τέτοιες λεπτομέρειες. Δεν μπορούσα. Ήθελα να σταματήσει να με ρωτάει. «Στους όρχεις του». «Ω». Αυτό ήταν. Ύστερα απ’ αυτό υποτίθεται ότι έφυγα. Τον ευχαρίστησα και βγήκα από το παράθυρο. Στα μισά του δρόμου για το σπίτι κοντοστάθηκα, έκανα μεταβολή και έτρεξα πίσω. «Γουέσλι», ψιθύρισα κάπως λαχανιασμένη όταν πήγα και στάθηκα στο παράθυρο. Μάζευε τα κουτάκια και τις γόπες από το δωμάτιο στο οποίο ανήκε το παράθυρο. «Ξέχασες κάτι;» «Ε, ναι…» ψιθύρισα. «Γιατί ψιθυρίζουμε;» ψέλλισε χαμογελώντας και πλησίασε στο παράθυρο, όπου στηρίχτηκε στους αγκώνες του. «Επειδή εμ… δεν μου αρέσει να το λέω δυνατά». «Εντάξει…» Το χαμόγελό του έσβησε. «Θα με περάσεις για τρελή...»
«Ήδη σε θεωρώ τρελή». «Καλά, εντάξει. Ε... ο μπαμπάς μου δεν πέθανε από καρκίνο». «Όχι;» «Όχι. Το είπα επειδή μου ερχόταν ευκολότερο. Αν και αυτό με τους όρχεις δεν μου ήταν πολύ εύκολο – ήταν απλώς τρελό». Χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Πώς πέθανε;» «Αυτοκτόνησε. Κατάπιε ένα μπουκάλι χάπια με ουίσκι μαζί. Επίτηδες. Και τον βρήκα εγώ». Ξεροκατάπια. Να τη. Η αλλαγή στην έκφραση για την οποία έγραψα. Το βλέμμα λύπησης. Το ευγενικό βλέμμα που απευθύνεις στους φριχτούς ανθρώπους. Έμεινε σιωπηλός. «Απλώς δεν ήθελα να πω ψέματα». Πήγα να φύγω. «Εντάξει. Ευχαριστώ που μου το είπες». «Δεν το έχω πει σε κανέναν». «Ούτε εγώ θα το πω». «Εντάξει, ευχαριστώ. Και τώρα φεύγω πραγματικά». Τρομερή αμηχανία. «Καληνύχτα». Έσκυψε πιο πολύ έξω από το παράθυρο και ύψωσε τη φωνή του. «Τα ξαναλέμε, Ταμάρα». «Ναι αμέ. Βέβαια». Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από κει. Το τσούρμο στην αίθουσα της εισόδου άρχισαν να σφυρίζουν και να γελάνε κι εγώ χάθηκα πάλι στο σκοτάδι. Έμαθα κάτι σημαντικό εκείνη τη νύχτα. Δεν πρέπει να προσπαθείς να αποτρέψεις τα πάντα. Μερικές φορές είναι αναγκαίο να νιώσεις και λίγο άβολα. Μερικές φορές πρέπει να είσαι ευάλωτος μπροστά στους ανθρώπους. Μερικές φορές είναι αναγκαίο επειδή είναι μέρος μιας διαδρομής που θα σε βοηθήσει να φτάσεις στο επόμενο κομμάτι του εαυτού σου, στην επόμενη μέρα. Το ημερολόγιο δεν είχε πάντα δίκιο. 9 Δύ ο από τα εφτά παιδιά της οικογένειας Γου όλτον από την ομώνυ μη αμερικανική σειρά για όλη την οικογένεια. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ: Μία η ώρα
Tο ημερολόγιο με ενημέρωσε πως είχα χρόνο μέχρι τη μία. Να πω την αλήθεια, ήταν ασυνήθιστο το γεγονός ότι το πρωινό κύλησε όπως ακριβώς είχα διαβάσει το προηγούμενο βράδυ. Με ξύπνησε η Ρόζαλιν, μου είπε να μείνω σπίτι – αν και τη δεύτερη φορά ήταν οφθαλμοφανές ότι πολύ απλά δεν ήθελε να με παρουσιάσει στον υπόλοιπο μικρόκοσμό της. Μα φαντάζεστε τι φρίκη και τι ντροπή θα ήταν να πρέπει να πει στον κόσμο ότι υπήρχαμε εγώ και η μαμά· ότι ένας άντρας είχε αυτοκτονήσει, είχε διαπράξει το χειρότερο αμάρτημα. Ένιωσα να με πνίγει η οργή στη σκέψη αυτή και χρειάστηκε να παλέψω με νύχια και με δόντια την επιθυμία που μου ήρθε ξαφνικά να απαιτήσω να πάω κι εγώ στη λειτουργία. Έμεινα όμως κάτω από τα σκεπάσματα και όταν άκουσα το αμάξι να φεύγει, εκείνη τη στιγμή η μέρα μου άρχισε να διαφοροποιείται από το ημερολόγιο. Ήταν ασυνήθιστο να μου συμβαίνουν πράγματα τα οποία μου φαινόταν πως ουσιαστικά είχαν ήδη γίνει, αλλά κατά κάποιον τρόπο άρχιζα να το συνηθίζω. Αντί να πέσω πάλι για ύπνο αφότου έφυγαν η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ, ντύθηκα και κατέβηκα τρέχοντας κάτω. Έτσι, καθόμουν πάνω στο τοιχάκι του κήπου όταν το κίτρινο Τσινκουετσέντο κατηφόρισε βολίδα το δρόμο με το παράθυρο κατεβασμένο. «Α!» Τα μάτια της αδελφής Ιγνάτιου φωτίστηκαν. «Εσένα ακριβώς ήθελα να δω. Έρχεσαι στη λειτουργία;» Κοίταξα μέσα στο αυτοκίνητο, όπου κάθονταν στριμωγμένες οι τέσσερις καλόγριες. «Ω, μπορείς να κάτσεις στα γόνατα της αδελφής Πίτερ Ρετζάινα», με πείραξε και άκουσα ένα «πφ» από μέσα. «Τραγουδάμε σε όλες τις πρωινές λειτουργίες. Είσαι κι εσύ σε χορωδία, άρα πρέπει να μπεις και στη δική μας, αν σου πέρασε επιτέλους η λαρυγγίτιδα». Δεν μπορώ, της είπα με νοήματα, πιάνοντας το λαιμό μου και ανοιγοκλείνοντας το στόμα μου. «Κάνε γαργάρες με λίγο αλατόνερο και θα γίνεις περδίκι», με αγριοκοίταξε εκείνη, αλλά αμέσως το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Τώρα που το θυμήθηκα, σ’ ευχαριστώ για το βιβλίο». «Παρακαλώ», έσπασα τη σιωπή μου. «Το διάλεξα ειδικά για σένα». «Το κατάλαβα», είπε γελώντας. «Ξέρεις κάτι; Στην αρχή δεν τη συμπάθησα τη Μέριλιν Μάουντροθμαν. Ήταν ψωροφαντασμένη και πάρα πολύ απαιτητική, αλλά στο τέλος την αγάπησα. Όπως και τον Ταρίκ. Δεν έδειχναν ταιριαστό ζευγάρι εξαρχής, αλλά είχε κάτι ο τρόπος που ο Ταρίκ διάβαζε τη σκέψη της Μέριλιν, ιδίως όταν έκλαιγε για το μήνυμα που της άφησε ο πατέρας της, αλλά δεν ήθελε να του το πει. Αχ, ομολογώ ότι συγκινήθηκα πάρα πολύ. Αλλά ο Ταρίκ τα κατάλαβε όλα στο τέλος. Κατάλαβε ότι τον αγαπούσε. Τι έξυπνος άνθρωπος! Φαντάζομαι ότι έτσι έβγαλε τα εκατομμύριά του κι έγινε μεγιστάνας του πετρελαίου. Μου αρέσει που βάζουν φωτογραφίες τους στα εξώφυλλα. Με βοηθάει να τους φαντάζομαι ενώ κυλάει η ιστορία. Τι εντυπωσιακός που ήταν με τα μαλλιά του κολλημένα πίσω και όλους αυτούς τους μυς…» «Αλήθεια το διάβασες;» «Μα ναι, φυσικά και το διάβασα. Τώρα το ξεκίνησε η αδελφή Κονσέπτουα». Η γυναίκα που καθόταν στη θέση του συνοδηγού στράφηκε πίσω. «Μη μου πεις τη συνέχεια. Είμαι στο σημείο που ναύλωσε το ιδιωτικό αεροπλάνο για την Κωνσταντινούπολη». «Α, δεν έχεις φτάσει ακόμα στο καλύτερο». Η αδελφή Ιγνάτιος χτύπησε παλαμάκια. «Μία λέξη θα σου πω μόνο: λουκούμι», πρόσθεσε. «Σουτ, σου είπα», της πέταξε απότομα η αδελφή Κονσέπτουα. «Θα σου ξεφύγει η συνέχεια». «Πρέπει να πηγαίνουμε», γάβγισε η αδελφή Μαρία πίσω από το τιμόνι. «Θα αργήσουμε». «Σκέψου το, αν είναι, να έρθεις την άλλη βδομάδα, εντάξει;» μου είπε τότε η αδελφή Ιγνάτιος με σοβαρό ύφος. «Εντάξει», έγνεψα. «Λέω να πάω να πέσω πάλι στο κρεβάτι και περάσω όλο το πρωί ξάπλα. Αν δεις τη Ρόζαλιν, πες της το, αν θες». Στένεψε τα μάτια της. «Αυτό θα κάνεις;» «Ναι, το σκέφτομαι σοβαρά». «Μάλιστα. Τι σκαρώνεις;» «Αλήθεια πρέπει να πηγαίνουμε». Η αδελφή Μαρία έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Περίμενε», πανικοβλήθηκα λιγάκι. «Απλώς χρειάζομαι να μου πεις κάτι. Ένα όνομα». Λίγο μετά τις είδα να στρίβουν βολίδα στη γωνία χωρίς ν’ ανάψουν ούτε φλας ούτε να πατήσουν φρένο· μόνο το χέρι της αδελφής Ιγνάτιου χαιρετούσε υψωμένο στον αέρα. Ήταν δέκα η ώρα. Είχα βάλει σε σειρά τις προτεραιότητές μου και η μαμά βρισκόταν στην κορυφή της λίστας μου. Άνοιξα τον τηλεφωνικό οδηγό κι έψαξα το όνομα που μου είχε δώσει η αδελφή Ιγνάτιος. Το τηλέφωνο χτύπησε μία φορά, δεύτερη, τρίτη, και τότε, ακριβώς πριν ενεργοποιηθεί ο αυτόματος τηλεφωνητής, απάντησε μια αντρική φωνή. «Εμπρός;» έκρωξε και μετά καθάρισε το λαιμό του. «Περιμένετε». Τον άκουγα λαχανιασμένο, να παλεύει να κλείσει τον αυτόματο τηλεφωνητή.
Ξερόβηξα. Η αποφασισμένη Ταμάρα είχε πιάσει δουλειά. «Ναι, γεια σας, τηλεφωνώ για να κλείσω ένα ραντεβού με τον Δρα Τζένταντ». «Ε, δεν είναι εδώ». Ο άλλος ακουγόταν μισοκοιμισμένος. «Θέλετε να του αφήσετε κάποιο μήνυμα;» «Ε… όχι… θα γυρίσει πριν από τη μία;» «Το ιατρείο του δεν είναι ανοιχτό τις Κυριακές». Σταμάτησα. Κάτι μου φαινόταν γνωστό. «Να πω την αλήθεια, τον θέλω για κατ’ οίκον επίσκεψη». «Είναι επείγον;» Κράτησα την ανάσα μου. «Γουέσλι, εσύ είσαι;» «Ναι. Ποιος είναι;» Πες ψέματα, Ταμάρα, βρες ένα φτιαχτό όνομα. «Η Ταμάρα. Συγγνώμη που σε ξύπνησα». «Ταμάρα». Τώρα μου φάνηκε λίγο πιο ξύπνιος. «Είσαι καλά; Χρειάζεσαι γιατρό; Ο μπαμπάς μου είναι». «Ω… δεν είναι για μένα, είναι για τη μαμά μου. Αλλά δεν είναι επείγον ή τίποτα τέτοιο. Λες να γυρίσει πριν από τη μία;» «Δεν ξέρω. Πάνε στη λειτουργία και μετά στην αγορά. Συνήθως γυρίζουν γύρω στη μία». «Που να πάρει και να σηκώσει, τι έχουν πάθει όλοι εδώ πέρα με τη λειτουργία και την αγορά;» «Το ξέρω, την καταβρίσκουν». Χασμουρήθηκε. «Νομίζω ότι ο μπαμπάς μου πηγαίνει μόνο και μόνο για να μοιράζει επαγγελματικές κάρτες σε όποιον βήχει». Γέλασα. «Έκατσες πολύ χτες βράδυ;» «Καμιά ώρα ακόμα. Δεν μας άκουγες;» «Μου πήρε κάνα μισάωρο μέχρι να σκαρφαλώσω πίσω στο δωμάτιό μου. Φεύγοντας έκλεισα κατά λάθος το παράθυρο κι έτσι έσπασα όλα μου τα νύχια προσπαθώντας να το ανοίξω πάλι». Γέλασε. «Έπρεπε να γυρίσεις πίσω, θα σε βοηθούσα εγώ να μπεις. Ξέρω πού καταχωνιάζει ο Άρθουρ τα εργαλεία του. Θες να πω στον μπαμπά μου να περάσει στη μία από το σπίτι;» «Άσ’ το, δεν πειράζει. Με βολεύει καλύτερα πριν από τη μία». «Τι λες για αύριο;» Θα έπρεπε να περιμένω άλλη μία βδομάδα μέχρι να ξαναφύγουν η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ από το σπίτι. Εκτός και αν… είχα μια ευκαρία την ώρα που η Ρόζαλιν πήγαινε να δει τη μητέρα της. «Αύριο, μεταξύ δέκα και έντεκα;» «Θα τον ρωτήσω. Θα του πω να σου τηλεφωνήσει». «Όχι», είπα βιαστικά. «Δεν γίνεται να τηλεφωνήσει εδώ». «Έχεις κινητό;» είπε πειραχτικά. «Όχι». «Καλά», αναστέναξε. «Είναι ακόμα πολύ νωρίς το πρωί και δεν μπορώ να στροφάρω γρήγορα. Περίμενε μια στιγμή». Περίμενα. «Λοιπόν, αν κατάλαβα καλά, δεν θες να το μάθουν η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ. Επομένως, μόλις γυρίσει ο μπαμπάς μου σπίτι, θα μάθω αν μπορεί να έρθει και στις δύο η ώρα θα έρθω να σε συναντήσω στο κάστρο για να σου πω». Χαμογέλασα. Θα μπορούσε να μου τηλεφωνήσει· άρα ήθελε να με ξαναδεί. Έκλεισα το τηλέφωνο, νιώθοντας σαν να είχα πάρει φωτιά. Η πρώτη αποστολή στη λίστα μου είχε ολοκληρωθεί σχεδόν. Η δεύτερη αποστολή ήταν να εξερευνήσω το σπιτάκι απέναντι. Ή τουλάχιστον να ρίξω μια ματιά στον πίσω κήπο· δεν ήθελα να κόψω τη χολή της γριούλας. Έχοντας έτοιμη τη δικαιολογία, έβαλα μερικά μούρα σ’ ένα μπολ, έβαλα νερό να βράσει, φρυγάνισα λίγες φέτες ψωμί, χτύπησα μερικά αυγά ομελέτα… και τα έκανα χάλια. Κατάφερα μάλιστα να κάψω τον πάτο του τηγανιού και το έβαλα να μουσκέψει μέσα στο νεροχύτη, τρέμοντας το ύφος στο πρόσωπο της Ρόζαλιν όταν θα το έβλεπε. Τα έβαλα όλα σ’ ένα δίσκο και τα σκέπασα με μια πετσέτα όπως έκανε κάθε πρωί η Ρόζαλιν. Καμαρώνοντας για την πρώτη μου προσπάθεια να ετοιμάσω πρωινό –στα χρονικά ίσως–, βγήκα από το σπίτι και άρχισα να προχωρώ με πολύ αργό βήμα, ώστε να μη μου χυθεί το τσάι που είχα ετοιμάσει. Καθώς βαστούσα το δίσκο και με τα δύο χέρια, δυσκολεύτηκα να περάσω πάνω από το πορτάκι χωρίς να στηρίζομαι στην κολόνα. Η πετσέτα βουτήχτηκε στο τσάι, αλλά δεν πτοήθηκα, συνέχισα. Πέρασα μπροστά από το καθιστικό με τις διάφανες κουρτίνες και πήγα στο πλαϊνό δρομάκι. Και αυτή τη φορά με θάμπωσε ένα έντονο φως που με χτύπησε κατάφατσα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και προσπάθησα να στηρίξω το δίσκο πάνω στον τοίχο για να τα τρίψω. Παραλίγο να μου πέσει ο δίσκος από τα χέρια και τότε ο κρότος του σπασίματος των πιατικών θα σήκωνε τον κόσμο στο πόδι. Όταν το φως χάθηκε από τα μάτια μου και ξαναβρήκα την όρασή μου, συνέχισα να προχωρώ, μόνο που αυτή τη φορά επέλεξα να κοιτάζω κάτω καθώς περπατούσα. Μόλις έφτασα στο τέρμα του μονοπατιού, βρέθηκα επιτέλους στον πίσω κήπο. Ήμουν έτοιμη να μείνω με το στόμα ανοιχτό, έτοιμη να αντικρίσω μια μικροσκοπική γριούλα να φροντίζει τον κήπο της, καθώς και γιγάντια μανιτάρια και νεράιδες και μονόκερους κι έναν ολόκληρο μαγικό κόσμο τον οποίο μου έκρυβε η Ρόζαλιν. Δεν είδα τίποτα όμως. Μόνο έναν μακρύ χορταριασμένο αγρό με δέντρα δεξιά και αριστερά. Ένα ήταν σίγουρο: η μητέρα της Ρόζαλιν δεν είχε έφεση στην κηπουρική. Η πίσω μεριά του σπιτιού ήταν εξίσου παραμελημένη με την μπροστινή. Και εδώ όλα τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με δαντελωτές διάφανες κουρτίνες. Υπήρχαν συνολικά δύο παράθυρα και μία πίσω πόρτα. Ήξερα πως το ένα ήταν της κουζίνας, γιατί διέκρινα τη βρύση πάνω από το νεροχύτη. Η πόρτα έμοιαζε να αποτελεί την πιο πρόσφατη προσθήκη στο σπίτι. Ήταν καφέ με κιτρινόχρωμο θαμπό γυαλί. Το δεύτερο παράθυρο δεν μαρτυρούσε τίποτα.
Έστρεψα την προσοχή μου στο υπόστεγο, όπου το αντικείμενο στο παράθυρο συνέχιζε να αστραφτοκοπά και να με καλεί κοντά του. Ξέχασα το σπιτάκι και άρχισα να προχωρώ προς τα εκεί. Στα μισά του δρόμου συνειδητοποίησα πως θα ήταν καλύτερο να άφηνα το δίσκο, παρ’ όλα αυτά συνέχισα. Από κοντά, το πράγμα που άστραφτε τόσο πολύ μου φάνηκε σαν ένα στριφτό κομμάτι γυαλί που κρεμόταν από ένα κομμάτι σπάγκο. Η σπείρα του κατέληγε ομαλά και στρωτά σε μύτη, είχε το ίδιο σχήμα με τσαμπί από σταφύλια και μήκος περίπου ενάμισι μέτρο. Όποτε έμπαινε αέρας μέσα από το παράθυρο, το αντικείμενο άρχιζε να γυρίζει σαν σβούρα, να στροβιλίζεται, δημιουργώντας την οφθαλμαπάτη ότι περιδινούνταν προς τα κάτω, αιχμαλωτίζοντας ξανά και ξανά το φως σε διάφορα σημεία. Ήταν υπνωτιστικό. Ενώ κοιτούσα το γυαλί, το μάτι μου πήρε κάτι άλλο. Μια κίνηση. Νομίζοντας πως ήταν μια αντανάκλαση στο χορτάρι, γύρισα να δω ποιος βρισκόταν πίσω μου, αλλά δεν είδα παρά τα δέντρα που λικνίζονταν στο αεράκι. Μου πέρασε από το μυαλό ότι το φαντάστηκα, αλλά όταν κοίταξα πιο προσεχτικά, το είδα πάλι. Μια φιγούρα μέσα στο υπόστεγο. Πλησίασα αργά-αργά εκεί, προσπαθώντας να μην κάνω πολλή φασαρία με το δίσκο. Ήδη είχα αρχίσει να μετανιώνω που μπήκα στον κόπο να τα φτιάξω όλα αυτά, αφού τα αυγά και το τσάι θα είχαν σίγουρα κρυώσει και η βουτυρωμένη φρυγανιά θα είχε μαλακώσει. Το περβάζι του παραθύρου στο υπόστεγο μου έφτανε στο ύψος του ώμου. Στάθηκα ακροπατώντας στη γωνία και κοίταξα μέσα. Δεν τόλμησα να κοιτάξω όλο το υπόλοιπο δωμάτιο, μόνο κράτησα το βλέμμα μου καρφωμένο πάνω στη μητέρα της Ρόζαλιν με το φόβο μην τυχόν και μ’ έβλεπε και μου ορμούσε με κάνα κοφτερό κομμάτι γυαλί. Έβλεπα μόνο την πλάτη της. Φορούσε μακριά καφέ ζακέτα και ήταν σκυφτή πάνω από έναν πάγκο εργασίας. Είχε μακριά ατίθασα μαλλιά, περισσότερο καστανά παρά γκρίζα, και μου έδωσε την εντύπωση πως είχε μήνες να χτενιστεί. Για λίγη ώρα έμεινα να την κοιτάζω, προσπαθώντας να αποφασίσω αν θα χτυπούσα ή όχι. Ούτε το όνομά της δεν ήξερα. Δεν ήξερα καν το πατρικό της Ρόζαλιν, ώστε να μπορώ να τη φωνάξω κάπως. Στο τέλος μάζεψα το κουράγιο μου και χτύπησα μαλακά. Η μορφή τινάχτηκε από την τρομάρα κι ευχήθηκα να μην της είχα προκαλέσει καρδιακή προσβολή. Μισογύρισε αργά και δύσκαμπτα. Το πλάι του προσώπου της, το οποίο ήταν γυρισμένο προς το μέρος μου, ήταν σχεδόν τελείως κρυμμένο πίσω από τα μακριά ξεχτένιστα μαλλιά. Μπροστά στα μάτια της φορούσε ένα ζευγάρι υπερμεγέθη προστατευτικά γυαλιά που της σκέπαζαν το μισό κούτελο και την έσφιγγαν στα μάγουλα. Ήταν όλο μαλλιά και γυαλιά, σαν παλαβή εφευρέτης. Ισορρόπησα το δίσκο στο γόνατο κι ενώ τα φλιτζάνια και τα πιάτα τσούγκρισαν μεταξύ τους και άρχισαν να γλιστράνε, να ταρακουνιούνται και να χύνονται, κούνησα γρήγορα το χέρι, χαρίζοντάς της το πιο πλατύ χαμόγελο που είχα χαρίσει ποτέ σε άνθρωπο, ώστε να καταλάβει ότι δεν είχα έρθει να τη δολοφονήσω. Εκείνη με κοίταξε απλά, ανέκφραστα, χωρίς κανενός είδους αντίδραση. Σήκωσα το δίσκο όσο πιο ψηλά μπορούσα, μετά τον ισορρόπησα πάλι στο γόνατο και της έκανα βιαστικά μια χειρονομία που σήμαινε φαΐ. Καμία απάντηση. Τότε κατάλαβα ότι θα έβρισκα τον μπελά μου· τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί κατ’ ευχήν. Η Ρόζαλιν είχε δίκιο: η μητέρα της δεν ήταν έτοιμη να δει αγνώστους· αλλά και να ήταν, έπρεπε να περιμένω να μας συστήσει η Ρόζαλιν. Έκανα μερικά βήματα πίσω. «Σας το αφήνω εδώ», είπα δυνατά, ελπίζοντας πως θα με άκουγε. Άφησα το δίσκο πάνω στο χορτάρι και οπισθοχώρησα. Έτσι όπως προχωρούσα πίσω-πίσω, έριξα μια φευγαλέα ματιά πίσω από το υπόστεγο, στον υπόλοιπο κήπο. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό κι έκανα στο πλάι για να δω καλύτερα. Το χορτάρι ήταν γεμάτο από αλλεπάλληλα σχοινιά απλώματος. Θα πρέπει να υπήρχαν κάπου δέκα με είκοσι σχοινιά. Σε κάθε σχοινί υπήρχαν δεκάδες γυάλινα κρεμαστά μόμπιλα διαφόρων σχημάτων: στριφτά και γυριστά γυαλιά που δημιουργούσαν μοναδικά σχήματα, άλλα αυλακωτά, άλλα λεία, και κρέμονταν στο αεράκι αιχμαλωτίζοντας το φως και στραφταλίζοντας ενώ ταλαντεύονταν σιωπηλά. Ένα γυάλινο περιβόλι. Πέρασα δίπλα από το υπόστεγο και προχώρησα στο γρασίδι από πίσω για να κοιτάξω κι άλλο. Τα γυαλιά ήταν τοποθετημένα μακριά το ένα από το άλλο, ώστε να μη χτυπούν μεταξύ τους. Αν ήταν έστω κι ένα εκατοστό πιο κοντά, είμαι σίγουρη πως θα έσπαγαν. Τα σχοινιά ήταν πολύ τεντωμένα. Ξεκινούσαν από έναν τοίχο στο τέρμα του κήπου κι έτσι τεζαρισμένα έφταναν μέχρι απέναντι, όπου δένονταν πάνω σ’ ένα στύλο. Ήταν κρεμασμένα σε μεγαλύτερο ύψος από το δικό μου, οπότε κοιτούσα διαρκώς ψηλά κι έβλεπα το φέγγος του ουρανού μέσα από το γυαλί. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αντικρίσει κάτι τόσο όμορφο. Κάποια έμοιαζ αν με σταγόνες, ολοστρόγγυλες και ρευστές, που στάλαζαν από το σπάγκο σαν γιγάντια δάκρυα, αλλά αντί να πέσουν κάτω, είχαν παγώσει στον αέρα. Άλλα είχαν λιγότερες σπείρες και καμπύλ ες και ήταν σαν μυτερά καρφιά, πιο οργισμένα και κοφτερά, και κρέμονταν από τα σχοινιά σαν σταλακτίτες, σαν όπλα. Κάθε φορά που φυσούσε ο άνεμος, τα γυάλινα κρεμαστά ταλαντεύονταν δεξιά-αριστερά. Προχώρησα μέχρι το κέντρο μιας τέτοιας σειράς, κάνοντας πότε-πότε στάσεις για να τα περιεργαστώ. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αντικρίσει παρόμοιο θέαμα, κάτι τόσο διάφανο και καθαρό. Μερικά είχαν φυσαλίδες παγιδευμένες μέσα τους, άλλα ήταν τελείως διάφανα. Σήκωνα το χέρι μου και το κοιτούσα να διαγράφεται μέσα από το γυαλί· μέσα από κάποια γυαλιά έδειχνε σκοτεινό, ενώ μέσα από άλλα το έβλεπα όπως ακριβώς ήταν. Τα γυαλιά αυτά ήταν μαγευτικά και όμορφα, κάποια παραμορφωμένα και στενόχωρα, άλλα όμορφα και απίστευτα εύθραυστα, λες και μ’ ένα άγγιγμα θα γίνονταν χίλια κομμάτια. Ήθελα να προχωρήσω κι άλλο για να εξερευνήσω και τα υπόλοιπα σχοινιά, όταν γύρισα για να βεβαιωθώ πως ήμουν ακόμα μόνη μου και είδα ότι η μητέρα της Ρόζαλιν είχε πλησιάσει ξαφνικά σ’ ένα παράθυρο που έβλεπε σε τούτο το μέρος του κήπου. Με κοιτούσε, με την παλάμη της κολλημένη πάνω στο τζάμι. Σταμάτησα να προχωρώ και στάθηκα κάτω από μια σειρά κρεμαστών γυαλιών, έχοντας την αίσθηση πως ήμουν μια κούκλα καταμεσής σ’ ένα γυάλινο περιβόλι. Της χαμογέλασα και αναρωτήθηκα πόση ώρα με παρατηρούσε. Προσπάθησα να διακρίνω το πρόσωπό της, να δω τα χαρακτηριστικά της, αλλά ήταν αδύνατον. Το μόνο που φαινόταν και πάλι ήταν η σιλουέτα της, με τα μακριά μαλλιά να πέφτουν μέχρι τους ώμους της, όχι γκρίζα, όπως μου φάνηκαν στην αρχή, αλλά μ’ ένα μουντό καστανό χρώμα με άσπρες πινελιές εδώ κι εκεί. Έμοιαζε άχρονη, απρόσωπη, ακόμα πιο μυστηριώδης τώρα παρά προτού την αντικρίσω.
Έφυγα από το περιβόλι με τα γυάλινα μόμπιλα, προσπαθώντας να τα εντυπώσω στη μνήμη μου λες και δεν θα τα ξανάβλεπα ποτέ, σαν τιμωρία για την καταπάτηση που είχα διαπράξει. Μόλις βρέθηκα στο πρώτο κομμάτι του κήπου, την είδα να με κοιτάζει ακόμα, όχι όμως από το παράθυρο, παρά από πιο μέσα στο δωμάτιο. Της κούνησα ξανά το χέρι, έδειξα το δίσκο πάνω στο χορτάρι κι έκανα νεύματα που σήμαιναν φαγητό, λες και ήταν ώρα ταΐσματος στον ζωολογικό κήπο. Συνέχισε να με κοιτάζει χωρίς καμία αντίδραση. Νιώθοντας δυσάρεστα άβολα –καυτός ήλιος, καλή νίκη, εντελώς νεκρός– έκανα μεταβολή και απομακρύνθηκα άρον άρον από τον κήπο, ενώ δεν γύρισα ούτε μία φορά να κοιτάξω, γιατί ένιωθα όπως όταν ήμουν κοριτσάκι κι έφευγα τρέχοντας από το σπίτι της φίλης μου για να πάω στο δικό μου στα σκοτεινά κι έλεγα μέσα μου πως με κυνηγούσε μια μάγισσα. Ήταν δώδεκα η ώρα. Άρχισα να βηματίζω πάνω-κάτω, πέρα-δώθε, δεξιά-αριστερά μέσα στο καθιστικό. Τη μία καθόμουν κάτω, την άλλη σηκωνόμουν πάνω. Έκανα να πάω στο δωμάτιο της μαμάς, αλλά σταμάτησα και ξαναγύρισα στο καθιστικό. Έστριβα τα χέρια μου και κοιτούσα πότε-πότε έξω από το παράθυρο, περιμένοντας να δω τη μητέρα της Ρόζαλιν να διασχίζει γρήγορα το δρόμο με το αναπηρικό της καροτσάκι, κάνοντας σούζες και κραδαίνοντας μαστίγιο. Περίμενα να δω επίσης το αυτοκίνητο της Ρόζαλιν και του Άρθουρ να παίρνει με διαβολική ταχύτητα τη στροφή και να καταφτάνει. Η Ρόζαλιν είχε τοποθετήσει παγίδες παντού γύρω από το απέναντι σπιτάκι· έτσι λοιπόν, σκόνταψα πάνω σ’ ένα καλώδιο ή ένα χορταράκι έφυγε από τη θέση του ή πέρασα μέσα από μια ακτίνα και ενεργοποίησα το συναγερμό που είχε στην τσάντα της. Τώρα θα με έδενε στο κρεβάτι, θα μου έσπαγε τα πόδια με βαριοπούλα και θα μ’ έβαζε να της γράψω ένα μυθιστόρημα. Δεν μπορούσα. Ούτε ημερολόγιο δεν μπορούσα να κρατήσω καλά-καλά. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ένιωθα πως κάτι, πως τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν. Στο σπίτι μου παραβίαζα διαρκώς τους κανόνες, αλλά εδώ ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εδώ ήταν όλα τόσο αυστηρά και πανάρχαια, σαν να έμενα σε τόπο ανασκαφής όπου όλοι περπατούν στις μύτες, δεν βαδίζουν κανονικά και χρησιμοποιούν μόνο βουρτσάκια και μικρά εργαλεία για να ξύσουν την επιφάνεια και να φυσήξουν τη σκόνη, ενώ ποτέ δεν προχωρούν πιο βαθιά. Και τότε ήρθα εγώ και τσαλαπάτησα τα πάντα και πήρα φτυάρι και κασμά και τα έκανα όλα γης μαδιάμ. Κανονικά, τώρα έπρεπε να γυρίσω πίσω για να πάρω το δίσκο, διαφορετικά η Ρόζαλιν θα καταλάβαινε τι είχα κάνει. Ευχήθηκα να μην είχα δηλητηριάσει τη μητέρα της – ω Θεέ μου, κι αν την είχα δηλητηριάσει, τι κάνουμε τότε; Τα αυγά μπορούν να αποδειχτούν πολύ επικίνδυνα, χώρια που είχα ξεχάσει να πλύνω τα μούρα. Ήταν θανατηφόρα η σαλμονέλα; Έτοιμη ήμουν να σηκώσω το ακουστικό για να τηλεφωνήσω πάλι στον Γουέσλι, αλλά συγκρατήθηκα. Καθόμουν έτσι για πολλή ώρα κι έβραζα στο ζουμί μου από την αγωνία, αλλά τότε συνειδητοποίησα πως δεν θα γινόταν τίποτα –όχι αμέσως, τουλάχιστον– και ότι στο κάτω-κάτω της γραφής δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Είχα προσπαθήσει να δείξω καλοσύνη σε μια ηλικιωμένη κυρία. Κρεμάστε με. Ευχήθηκα να της άρεσαν τα αυγά μου. Ηρέμησα. Η επόμενη αποστολή στη λίστα μου είχε να κάνει με το γκαράζ στο τέρμα του κήπου. Άνοιξα την πίσω πόρτα της κουζίνας που έβγαζε στον κήπο και διέσχισα τρέχοντας το γρασίδι, περνώντας και από το λαχανόκηπο της Ρόζαλιν που έπιανε κατά μήκος όλη την κάτω πλευρά του κήπου. Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα το παράθυρο της μαμάς, όπου δεν φαινόταν κανείς, αφού η μαμά συνέχιζε να κοιμάται του καλού καιρού. Ως γκαράζ δεν ήταν κακό. Επενδυμένο εξωτερικά με τον ίδιο, ή με σχετικά παραπλήσιο από ποιοτικής άποψης, ασβεστόλιθο που είχε και το σπίτι, φαινόταν πιο καλοχτισμένο απ’ οποιαδήποτε οικοδομή του μπαμπά μου. Το λέω με κάθε σεβασμό για τον μπαμπά μου, ο οποίος μπορεί να καμάρωνε για ό,τι έχτιζε, αλλά δεν πιστεύω ότι τον ενδιέφερε πραγματικά η αρχιτεκτονική. Τον μπαμπά μου τον ενδιέφερε περισσότερο η κατανομή των χώρων και πώς μπορούσε να δώσει τη μικρότερη δυνατή ποσότητα χώρου σε όλους. Το γκαράζ έπιανε σχεδόν όλο το πλάτος του κήπου, με μήκος είκοσι πέντε μέτρα. Στα δεξιά του κτίσματος, πίσω από τον καλοκουρεμένο θαμνοφράχτη, ήταν ένας αγροτικός δρόμος· άλλο ένα γυριστό μονοπάτι που διέσχιζε το κτήμα. Προτού απομακρυνθεί από το σπίτι, όμως, ο δρόμος έστριβε και οδηγούσε μπροστά στις διπλές πόρτες του γκαράζ. Δεν είχα δει τον Άρθουρ να παρκάρει ποτέ το τρακτέρ του μέσα. Μπορεί τελικά να είχε δίκιο η Ρόζαλιν, μπορεί να μην υπήρχε ελεύθερος χώρος για τα πράγματά μας. Προτίμησα να μπω στο γκαράζ από αυτό το σημείο, γιατί από εδώ δεν φαινόμουν από το σπίτι. Ωστόσο, έτσι θα είχα ν’ ανοίξω μεγαλύτερη πόρτα, να παραβιάσω μεγαλύτερη κλειδαριά. Κοίταξα μέσα από τα παράθυρα, αλλά δεν είδα τίποτα. Τα παράθυρα είχαν καλυφθεί από μέσα με μαύρα σακιά. Δοκίμασα τη μονή πόρτα, που ήταν κλειδωμένη, και μετά ξαναγύρισα στις διπλές πόρτες. Άρχισα να τραβάω και να σπρώχνω, να κλοτσάω και να κοπανάω. Χρησιμοποίησα μια πέτρα για να σφυροκοπήσω επανειλημμένα το λουκέτο, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να κάνω βαθούλωμα στο μέταλλο. Είχε πάει δωδεκάμισι η ώρα όταν γύρισα σπίτι χωρίς να έχω καταφέρει τίποτα. Έπλυνα τα χέρια και άλλαξα ρούχα, γιατί είχα λερωθεί πάνω στην απόπειρα να παραβιάσω το γκαράζ και να μπω παράνομα μέσα. Πήγα κοίταξα τη μαμά, η οποία είχε ξυπνήσει επιτέλους κι έκανε ντους. Ντύθηκα με το πάσο μου, καθώς ήξερα πόση ώρα ακριβώς μου απέμενε μέχρι να γυρίσουν η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ. Κάθισα στο κρεβάτι μου και κοίταξα το σπιτάκι απέναντι. Κάτι μου τράβηξε την προσοχή. Πάνω στο κολονάκι της μπροστινής πύλης ήταν ο δίσκος. Σηκώθηκα και παρατήρησα προσεχτικά τον κήπο και το σπίτι. Δεν είδα κανέναν στον κήπο και κανείς δεν κοιτούσε από το παράθυρο. Γύρισα να δω αν είχε επιστρέψει η Ρόζαλιν, αλλά το αυτοκίνητο έλειπε ακόμη. Ήταν μία παρά δέκα. Κατέβηκα τρέχοντας, βγήκα από το σπίτι και πέρασα απέναντι το δρόμο. Ο δίσκος ήταν σκεπασμένος με την πετσέτα, έτσι όπως την είχα στρώσει κι εγώ. Από κάτω, το φαγητό έλειπε και το φλιτζάνι ήταν άδειο. Τα πάντα λαμποκοπούσαν σαν να είχαν πλυθεί. Μέσα στο πιάτο βρήκα την πιο μικροσκοπική εκδοχή που
μπορείτε να φανταστείτε ενός από τα γυάλινα κρεμαστά μόμπιλα τα οποία στεκόμουν και περιεργαζόμουν πριν από λίγη ώρα. Ένα μικρό δάκρυ, απαλό και λείο, που χωρούσε τέλεια μέσα στην παλάμη μου. Τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε κάρτα ούτε κανείς που να μπορούσε να με βεβαιώσει πως ήταν για μένα. Περίμενα, αλλά δεν φάνηκε κανείς. Οι δείκτες του ρολογιού πλησίαζαν επικίνδυνα κοντά στη μία κι έτσι δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Δεν γινόταν να διακινδυνέψω να γυρίσει η Ρόζαλιν και να με τσακώσει εδώ μ’ ένα δίσκο κι ένα γυάλινο δάκρυ στα χέρια. Έβαλα τα γυάλινο αντικείμενο στην τσέπη. Πέρασα το δρόμο όσο πιο γρήγορα μπορούσα δίχως να θρυψαλιάσω τα περιεχόμενα του δίσκου. Μόλις έκλεισα την εξώπορτα πίσω μου, άκουσα να επιστρέφει το αυτοκίνητο της Ρόζαλιν και του Άρθουρ. Τρέμοντας, τοποθέτησα τα καθαρά φλιτζάνια, πιατάκια και πιάτα πίσω στα ντουλάπια της κουζίνας και έβαλα το δίσκο στη θέση του. Άρπαξα το βιβλίο μου από το καθιστικό, έτρεξα πάνω, μπήκα στο δωμάτιο της μαμάς κι έριξα μια βουτιά στο κρεβάτι. Η μαμά, που εκείνη τη στιγμή έβγαινε από το μπάνιο, με κοίταξε σοκαρισμένη. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά η πόρτα άνοιξε και η Ρόζαλιν τρύπωσε το κεφάλι της μέσα. «Ω, συγγνώμη», είπε όταν η μαμά έσφιξε περισσότερο την πετσέτα γύρω από το κορμί της. Έκανε μερικά βήματα μακριά από την πόρτα, ώστε να βλέπει μόνο εμένα απέξω. «Όλα καλά, Ταμάρα;» «Ναι, ευχαριστώ». «Τι έκανες όλο το πρωί;» Η ερώτησή της δεν φανέρωνε ενδιαφέρον, μόνο ανησυχία, ενώ ήταν φανερό πως δεν ανησυχούσε μήπως βαρέθηκα. «Όλο το πρωί καθόμουν εδώ με τη μαμά και διάβαζα το βιβλίο μου». «Α, πολύ ωραία». Κοντοστάθηκε λίγο, γιατί όποτε έβγαινε από ένα δωμάτιο την έπιανε φόβος. «Θα είμαι κάτω, αν με χρειαστείτε». Έκλεισε την πόρτα και κοίταξα τη μαμά. Είδα ότι με κοιτούσε και χαμογελούσε. Ύστερα έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι, και παραλίγο να πάω να ακυρώσω το ραντεβού με τον Δρα Τζένταντ. Η πόρτα άνοιξε και πάλι. Η Ρόζαλιν κοίταξε το δίσκο του πρωινού της μαμάς. «Τζένιφερ, πάλι δεν έφαγες». «Ω», είπε η μαμά με πρόσωπο ανασηκωμένο, καθώς φορούσε άλλη μία από τις κασμιρένιες ρομπ ντε σαμπρ. «Θα το φάει η Ταμάρα». Χαμογέλασε γλυκά στη Ρόζαλιν. «Όχι, όχι», είπε αλαφιασμένη η Ρόζαλιν και μπαίνοντας μέσα πήρε το δίσκο. «Τον παίρνω εγώ». Η μαμά δεν σταμάτησε να την κοιτάζει με τα γαλανά μάτια της να λάμπουν. «Ταμάρα, το μεσημεριανό σου θα είναι έτοιμο σε λίγο», μου είπε νευρικά η Ρόζαλιν και βγήκε από το δωμάτιο. Κοίταξα σαστισμένη τη μαμά, περιμένοντας κάποια εξήγηση, αλλά αυτή εξαφανίστηκε πάλι, ξανακρύφτηκε στο καβούκι της. Οι χελώνες κρύβονται στο καβούκι τους είτε επειδή φοβούνται είτε επειδή ελλοχεύει κάποιος κίνδυνος και θέλουν να προφυλαχτούν. Όπως και να έχει, μόλις μεγαλώσουν τα καύκαλά τους, δεν τα χάνουν ποτέ, γιατί γίνονται ένα με το σώμα τους. Εκείνο το καλοκαίρι, όποτε ερχόταν κάποιος και προσπαθούσε να με πείσει πως η μαμά δεν θα επανερχόταν ποτέ στην κατάσταση που τη θυμόμουν πριν πεθάνει ο μπαμπάς –και υπήρξαν κάποιοι που το υπαινίχθηκαν–, εγώ έφερνα πάντα στο μυαλό μου αυτές τις χελώνες. Η μαμά θα κρατούσε το καινούριο καύκαλο που της είχε φυτρώσει τους τελευταίους μήνες και θα το κουβαλούσε παντού μαζί της για όλη την υπόλοιπη ζωή της, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι θα εξαφανιζόταν μέσα του. Εκείνη τη μέρα, είδα με τα μάτια μου την απόδειξη ότι η μαμά δεν είχε χαθεί για πάντα· το είδα στα μάτια της. Θυμάμαι ακριβώς τη στιγμή που αντίκρισα πάλι τη μαμά μου. Ήταν μία η ώρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ: Πράγματα που βρίσκεις σ’ ένα κελάρι
H ρόζαλιν έδειχνε διαφορετική σήμερα, καθώς ντύθηκε με ξεχωριστή φροντίδα για την κυριακάτικη λειτουργία και την αγορά. Η κυριακάτικη φορεσιά της αποτελούνταν από μπεζ φούστα μέχρι το γόνατο με μικρό σκίσιμο πίσω. Κρεμ, λίγο σιθρού μπλούζα με φουσκωτούς ώμους που έδενε με φιόγκο στο λαιμό, κάτω από την οποία διέκρινα το δαντελωτό σουτιέν της, αν και δεν ξέρω αν η Ρόζαλιν είχε συνειδητοποιήσει πως ήταν διάφανη. Ήταν πολύ σικάτη, μπορώ να πω. Φορούσε ασορτί μπεζ σακάκι και καρφίτσα με φτερό παγονιού στο πέτο, ενώ στα πόδια της είχε λουστρινένιες γόβες στο χρώμα του δέρματος, με λουράκι πίσω και ανοιχτές μπροστά. Το τακούνι δεν ήταν πάνω από πέντε πόντους, αλλά η Ρόζαλιν έδειχνε όμορφη. Της το είπα και είδα το πρόσωπό της να φωτίζεται και τα μάγουλά της να ροδίζουν. «Ευχαριστώ». «Από πού τα ψώνισες;» «Ω», ένιωθε άβολα να μιλάει για τον εαυτό της. «Στο Ντανσόγκλιν. Κάπου μισή ώρα από δω είναι ένα μαγαζί που μου αρέσει πολύ. Η Μαίρη είναι πολύ καλή, ο Θεός να την έχει καλά…» Περίμενα ν’ ακούσω τα τραγικά νέα της Μαίρης με κομμένη την ανάσα. Είχαν να κάνουν μ’ έναν νεκρό σύζυγο και πολλά «Κύριε ελέησον». Δοκίμασα να ξεκινήσω άλλη συζήτηση. «Έχεις αδέλφια;» «Μία αδελφή στο Κορκ. Την Έλεν. Είναι δασκάλα. Έχω κι έναν αδελφό, τον Μπράιαν, στη Βοστόνη». «Έρχονται ποτέ να σας δουν;» «Πότε-πότε. Έχει περάσει κάμποσος καιρός από την τελευταία φορά. Συνήθως πήγαινε η μαμά, τουλάχιστον στην Έλεν στο Κορκ, για ν’ αλλάζει παραστάσεις, αλλά τώρα πια δεν μπορεί. Έχει σκλήρυνση κατά πλάκας». Γύρισε και με κοίταξε, αποφασίζοντας να μου ανοιχτεί. «Ξέρεις τι είναι;» «Νομίζω. Που σταματούν να λειτουργούν οι μύες». «Κάπως έτσι. Επιδεινώθηκε με τα χρόνια. Την ταλαιπωρεί αφάνταστα. Γι’ αυτό με βλέπεις να πηγαινοέρχομαι. Δεν μπορώ να πάω ταξίδι, δεν μπορώ να την αφήσω μόνη, καταλαβαίνεις. Μ’ έχει ανάγκη». Όπως φαίνεται, πολύς κόσμος είχε ανάγκη τη Ρόζαλιν. Τότε όμως μου ήρθε ξαφνικά μια επιφοίτηση: όταν τόσο πολύς κόσμος έχει ανάγκη μια γυναίκα, ίσως τελικά αυτή να έχει περισσότερο ανάγκη να νιώθει ότι τη χρειάζονται. Εγώ, πάλι, δεν θα ήθελα ποτέ να βρεθώ στην ανάγκη της Ρόζαλιν. Η μητέρα της δεν ήρθε να μου κουνήσει το δάχτυλο και να με κατηγορήσει, ενώ μ’ αυτά και μ’ αυτά πήγε δύο η ώρα. Βγήκα από το σπίτι σαν τον κλέφτη, χωρίς να με πάρει είδηση κανείς, ενώ η Ρόζαλιν ετοίμαζε τη γέμιση για τις τάρτες της. Είχα μάθει ότι οι τρεις χιλιάδες πίτες που έφτιαχνε όλη τη βδομάδα δεν ήταν μόνο για να τρώμε εμείς και η μητέρα της, αλλά τις πήγαινε και στην κυριακάτικη λαϊκή αγορά, όπου τις πουλούσε μαζί με τη σπιτική μαρμελάδα της και με βιολογικά σπιτικά λαχανικά. Η Ρόζαλιν έφερε στο τραπέζι ένα σακούλι φίσκα στα χαρτονομίσματα και στα κέρματα, μου γύρισε την πλάτη για να βγάλει κάτι από μέσα και μετά μου έχωσε είκοσι ευρώ στο χέρι. Ειλικρινά, με συγκίνησε τόσο πολύ που αρνήθηκα να τα πάρω, αλλά δεν άκουγε κουβέντα. Όταν έφτασα στο κάστρο, ο Γουέσλι καθόταν στις σκάλες – στις δικές μου σκάλες. Φορούσε μπλουτζίν, μαύρο μπλουζάκι με στάμπα μια μπλε νεκροκεφαλή και μαύρα αθλητικά παπούτσια. Ακόμα και στο φως της μέρας ήταν ωραίος τύπος. Σήκωσε τα μάτια κι έβγαλε τα ακουστικά από τ’ αυτιά του. «Μπορεί να έρθει αύριο στις δέκα». Ούτε «γεια» ούτε τίποτα. Θίχτηκα λίγο. «Α, τέλεια, ευχαριστώ». Περίμενα να σηκωθεί και να πετάξει μακριά, σαν περιστεράκι που παρέδωσε το μήνυμά του, αλλά έμεινε εκεί που ήταν. «Ε, μήπως θα μπορούσε να έρθει στις δέκα και τέταρτο, σε περίπτωση που καθυστερήσει να φύγει η Ρόζαλιν;» «Ναι αμέ, θα του το πω». «Εντάξει, τέλεια, ευχαριστώ», επανέλαβα. Ούτε τώρα έφυγε, οπότε μπήκα παραμέσα κι έγειρα πάνω στον τοίχο ακριβώς απέναντί του. «Ξέρεις την κυρία που μένει στο απέναντι σπιτάκι;» «Τη μητέρα της Ρόζαλιν; Την είδα την πρώτη βδομάδα που ήρθαμε εδώ, αλλά από τότε όχι. Δεν βγαίνει και πολύ έξω. Είναι μεγάλη. Νομίζω πως έχει Αλτσχάιμερ ή κάτι τέτοιο». «Πήγες ποτέ σπίτι της;» «Μου ζήτησε ο Άρθουρ να της πάω κάποια πράγματα. Ξύλα, κάρβουνα, κάποια έπιπλα, τέτοια. Αλλά πάντα με συνοδεύει η Ρόζαλιν όταν πηγαίνω και μέχρι να φύγω». Χαμογέλασε. «Όχι ότι υπάρχει τίποτα να κλέψεις, αν αυτό είναι που την αγχώνει τόσο πολύ». «Πάντως σίγουρα την αγχώνει κάτι. Ώστε ο Άρθουρ δεν πηγαίνει ποτέ ο ίδιος στο σπιτάκι…» είπα δυνατά τη σκέψη μου. «Δεν θα πρέπει να τα πηγαίνουν καλά. Αναρωτιέμαι γιατί». «Φτου να μη σε ματιάσω, Νάνσι Ντρου.10 Φυσικά, μπορεί να συμβαίνει και το άλλο: ίσως τώρα που ο
Άρθουρ μ’ έχει για παραγιό, δεν κάθεται να κουβαλάει κουνιστές πολυθρόνες στην πεθερά του αφού μπορεί, με τα ψίχουλα που μου δίνει, να βάζει εμένα να το κάνω». «Ναι, αλλά δεν πάει καν να τη δει». «Πραγματικά ψάχνεις κάτι, έτσι;» Η φράση του μου θύμισε κάτι που μου είχε πει η αδελφή Ιγνάτιος, ότι το μυαλό σου παίζει ασυνήθιστα παιχνίδια όταν ψάχνεις. Η αδελφή Ιγνάτιος ήξερε ότι έψαχνα κάτι προτού το καταλάβω καν εγώ η ίδια. «Είναι που…» το σκέφτηκα, «για να είμαι ειλικρινής, βαριέμαι του θανατά εδώ πέρα». Γέλασα. «Αν είχα μια στοιχειώδη κοινωνική ζωή ή φίλους ή κάποιον να μιλήσω, τότε δεν θα έκανα την τρίχα τριχιά. Δεν θα μ’ ενδιέφερε η Ρόζαλιν και τα μυστικά της». «Ποια μυστικά;» γέλασε. «Δεν έχει μυστικά η Ρόζαλιν. Απλώς δεν κατέχει την τέχνη της συζήτησης. Της έχει γίνει τόσο μεγάλη συνήθεια να είναι μόνη της, που δεν νομίζω ότι ξέρει πώς να δίνει πληροφορίες για τον εαυτό της». «Το ξέρω, το σκέφτηκα κι εγώ, αλλά…» «Τι “αλλά”;» Δεν ξέρω πώς ή γιατί, όμως ξαφνικά άρχισα να του μιλάω για όλα όσα συνέβησαν τις τελευταίες μέρες: τις παράξενες συζητήσεις, το χαμένο φωτογραφικό άλμπουμ, το ασυνήθιστο σχόλιο του Άρθουρ ότι νόμιζε πως η μαμά δεν ήθελε να τον δει, που η Ρόζαλιν δεν άντεχε να με αφήνει με κανέναν χωρίς να είναι κι αυτή παρούσα, που δεν θυμήθηκε να με αναφέρει στην κουβέντα της με την αδελφή Ιγνάτιο, που η αδελφή Ιγνάτιος μου είπε να ρωτήσω τη Ρόζαλιν, το σχόλιο ότι η μαμά λέει ψέματα, που η Ρόζαλιν θέλει να κρατάει τη μαμά συνέχεια στο δωμάτιό της, τη μυστικοπάθεια με την οποία εξαφανίζεται στο απέναντι σπιτάκι και που δεν θέλει να πηγαίνω εγώ εκεί, τα πράγματα που είδα στον πίσω κήπο, τον αφημένο πάνω στο τοιχάκι δίσκο, τον καβγά επειδή η Ρόζαλιν δεν θέλει να βάλουμε τα πράγματά μας στο γκαράζ. Ο Γουέσλι με άκουγε υπομονετικά, ενώ αντιδρούσε κιόλας όσο έπρεπε ώστε να με ενθαρρύνει να συνεχίσω και να μην του κρύψω τίποτα. «Εντάξει…» είπε μόλις τελείωσα. «Όλα αυτά ακούγονται λίγο παράξενα και καταλαβαίνω ότι μπορεί να σ’ έχουν κάνει καχύποπτη, αλλά θέλω να προσθέσω ότι πιθανόν να υπάρχουν εξηγήσεις για όλα. Μόνο και μόνο επειδή η Ρόζαλιν είναι λίγο βαρεμένη – χωρίς παρεξήγηση», πρόσθεσε βιαστικά. «Ξέρω πως είναι θεία σου». «Καμία παρεξήγηση». «Δεν έχω και πολύ καιρό εδώ, οπότε δεν ξέρω κανέναν πάρα πολύ, αλλά ξέρω ότι η Ρόζαλιν δεν μιλάει με κανέναν στην πόλη. Όποτε συναντιέται με τη μάνα μου έξω, κατεβάζει πάντα το κεφάλι και συνεχίζει το δρόμο της. Δεν ξέρω αν είναι επειδή ντρέπεται ή κάτι άλλο. Όσο για τη συμπεριφορά της απέναντί σου, πού θες να ξέρει πώς πρέπει να φέρεται μια μάνα; Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχεις δίκιο, Ταμάρα. Ίσως όντως να σου κρύβουν κάτι. Δεν ξέρω τι στον κόρακα μπορεί να είναι αυτό, αλλά αν συμβούν κι άλλα τέτοια παράξενα, να μου το πεις». «Συμβαίνει ήδη κάτι ακόμα τρομερά παράξενο», είπα. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε δυνατά. Δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι θα του μιλούσα για το ημερολόγιο. Απλώς ήθελα πάρα πολύ να με πιστέψει. «Πες μου». «Θα με θεωρήσεις τρελή». «Δεν υπάρχει περίπτωση». «Απλώς θέλω να με πιστέψεις, σε παρακαλώ. Δεν το έβγαλα από το μυαλό μου». «Εντάξει. Πες μου», είπε, αρχίζοντας να χάνει την υπομονή του. Έτσι, του μίλησα για το ημερολόγιο. Η αντίδραση του Γουέσλι ήταν απολύτως κατανοητή: έγειρε πίσω και σταύρωσε τα μπράτσα. Η γλώσσα του σώματός του ισοδυναμούσε με υπολογιστή που κάνει τερματισμό λειτουργίας. Ω, Θεέ μου. Με κοιτούσε διαφορετικά. Ξεχάστε την αλλαγή της έκφρασής του όταν του είπα για τον μπαμπά μου που πέθανε· αυτή εδώ η αλλαγή κινήθηκε σε εντελώς καινούριο επίπεδο. Το παιδί με περνούσε για θεόμουρλη. «Γουέσλι», πήγα να πω, αλλά δεν ήξερα πώς να συνεχίσω. «Γιούχου», ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή, και ο Γουέσλι βγήκε από την αφασία του και κοίταξε προς την πόρτα. Μπήκε μια όμορφη ξανθιά. Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν πάνω του, ενώ εμένα δεν με πρόσεξε καν έτσι όπως στεκόμουν κολλημένη στον τοίχο. «Άσλι», είπε ξαφνιασμένος, «νωρίς ήρθες». «Το ξέρω, συγγνώμη, είναι που δεν κρατιόμουν να σε δω. Έφερα και κουβέρτα». Κούνησε το καλάθι που κρατούσε στο χέρι της. Έτρεξε κοντά του, έριξε το καλάθι δίπλα στα πόδια της και τυλίγοντας τα μπράτσα γύρω από το λαιμό του τον φίλησε – όχι αδελφικά. Ένιωσα το τσίμπημα της ζήλιας, πράγμα που με ξάφνιασε, και έσπευσα να το βγάλω απ’ το μυαλό μου. Τότε, λες και η κοπέλα διαισθάνθηκε πως κάποιος την έβγαλε εκείνη τη στιγμή από το μυαλό του, άνοιξε τα μάτια και με είδε να στέκομαι εκεί, με τα μπράτσα σταυρωμένα μπροστά, κοιτάζοντας βαριεστημένα την παράστασή τους. «Δεν μπορώ να πω, πολύ χαριτωμένες περιπτύξεις, αλλά άρχισα να βαριέμαι. Μπορώ να πηγαίνω;» Ο Γουέσλι διέκοψε το φιλί τους και με κοίταξε χαμογελαστός. «Ποια είσαι;» Η κοπέλα με κοίταξε σαν να της βρομούσα. «Ποια είναι;» ρώτησε τον Γουέσλι. «Είμαι η κρυφή ερωμένη του. Τη βρίσκουμε να το κάνουμε σε παλιά κάστρα φορώντας όλα μας τα ρούχα, ενώ εγώ γέρνω σ’ έναν τοίχο κι αυτός κάθεται στις σκάλες στην άλλη άκρη του δωματίου. Είναι δύσκολο, αλλά μας αρέσουν οι προκλήσεις. Βιτσιόζικα πράγματα. Τα λέμε αργότερα, αγαπημένε», του έκλεισα το μάτι και πήγα στην πόρτα. «Η Ταμάρα», τον άκουσα να λέει την ώρα που έβγαινα από το κάστρο. «Μια φίλη είναι μόνο». Μια φίλη είναι μόνο. Τρεις λέξεις που θα σκότωναν κάθε γυν αίκα, αλλά εμένα μου έφεραν χαμόγελο στα
χείλη. Αφενός γιατί, παρότι του αφηγήθηκα την πιο παράξενη και αλλόκοτη ιστορία στα χρονικά του κόσμου, δεν μου είχε επιτεθεί με καμιά αναμμένη δάδα με σκοπό να με κάψει στην πυρά, και αφετέρου επειδή αυτό σήμαινε πως είχα βρει ένα φίλο εδώ πέρα. Και το κάστρο ήταν μάρτυρας όταν έγιναν όλα αυτά. «Ταμάρα», τον άκουσα να με φωνάζει την ώρα που το σπίτι άρχισε να ξεπροβάλλει μπροστά μου. Έκανα μερικά βήματα πίσω και πλησίασα πιο κοντά στα δέντρα ώστε, αν τυχόν κρυφοκοίταζε η Ρόζαλιν, να μη μας έβλεπε να μιλάμε. Μέχρι να με φτάσει ο Γουέσλι, είχε λαχανιάσει. «Σχετικά με το ημερολόγιο…» «Ναι, συγγνώμη, ξέχνα–» «Θέλω να σε πιστέψω, αλλά δεν μπορώ». Τα λόγια του ήταν φιλοφρόνηση και προσβολή συγχρόνως. «Αλλά αν μου πεις τι θα συμβεί αύριο και συμβεί, τότε θα σε πιστέψω. Σου φαίνεται λογικό αυτό;» Έγνεψα. «Αν έχεις δίκιο, τότε θα σε βοηθήσω να κάνεις ό,τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνεις». Χαμογέλασα. «Αλλά αν τα βγάζεις από το μυαλό σου», κούνησε το κεφάλι και με κοίταξε πάλι παράξενα, «τότε, ξέρεις…» «Ξέρω. Τότε θα θέλεις να γίνεις το αγόρι μου. Καταλαβαίνω». Γέλασε. «Τι θα συμβεί λοιπόν;» «Δεν το διάβασα ακόμα». Χτες βράδυ έφυγα από το σπίτι προτού φτάσει η καταχώριση, ενώ σήμερα το πρωί ήμουν τόσο απασχολημένη με τις αποστολές μου ώστε δεν βρήκα χρόνο να διαβάσω το ημερολόγιο. Ο Γουέσλι με κοίταξε σαν να μη με πίστευε. Δεν τον αδικώ. Εδώ εγώ δεν πίστευα καλά-καλά τον εαυτό μου, και να φανταστείτε πως εγώ ήξερα πως δεν έλεγα ψέματα. «Θα το διαβάσω με το που θα πάω σπίτι και θα σου τηλεφωνήσω αργότερα. Θα είσαι σπίτι όμως; Δεν θέλω να σας ενοχλήσω με τη Γιούχου». Έβαλε τα γέλια. «Εντάξει, τηλεφώνησέ μου αργότερα». Πήγε να φύγει. «Μια και το ανέφερες, δεν είναι γκόμενά μου». «Φυσικά όχι», του φώναξα. Όταν γύρισα σπίτι, φρόντισα να καθίσω μαζί με τον Άρθουρ και τη Ρόζαλιν στο καθιστικό, παριστάνοντας ότι διάβαζα το βιβλίο που μου είχε δώσει η Φιόνα. Έπειτα από λίγη ώρα, όμως, ένιωσα ότι δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Χασμουρήθηκα, τεντώθηκα, ζήτησα συγγνώμη και ανέβηκα πάνω. Έβγαλα το ημερολόγιο κάτω από τη σανίδα στο πάτωμα, έβαλα πάλι την καρέκλα μπροστά στην πόρτα και κάθισα. Άνοιξα το βιβλίο, νιώθοντας περισσότερο ελπίδα παρά προσδοκία. Ευχόμουν η καινούρια καταχώριση να είχε φτάσει τις πρώτες πρωινές ώρες. Με το που άνοιξα το εξώφυλλο, είδα τις λέξεις της προηγούμενης μέρας να χάνονται, λες και η καινούρια μέρα στράγγιζε το χτεσινό μελάνι. Στη θέση τους άρχισαν να εμφανίζονται καλογραμμένα γράμματα –τα δικά μου καλογραμμένα γράμματα– με ουρίτσες και γραμμούλες, η μία λέξη μετά την άλλη, τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινα να διαβάσω. Η πρώτη γραμμή με άγχωσε. Δευτέρα 6 Ιουλίου Καταστροφή! Σήμερα το πρωί ήρθε ο Δρ Τζένταντ όπως είχαμε κανονίσει. Η Ρόζαλιν έφυγε στις δέκα η ώρα, όπως το είχα προβλέψει· ώρα ταΐσματος στον ζωολογικό κήπο. Την κοιτούσα όσο περνούσε το δρόμο, ώστε να βεβαιωθώ ότι δεν θα της έπεφτε τίποτα που θα την έκανε να γυρίσει νωρίτερα πίσω. Ο Δρ Τζένταντ ήρθε στις δέκα και τέταρτο ακριβώς. Προσευχόμουν η Ρόζαλιν να μην κοιτάξει έξω από το παράθυρο όπου θα έβλεπε το παρκαρισμένο του αμάξι, αλλά πρακτικά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Απλώς έπρεπε να τον μπάσω στο σπίτι και να τον βγάλω έξω όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Τον περίμενα στην πόρτα και μου έδωσε την εντύπωση ζεστού και αξιαγάπητου ανθρώπου. Όχι ότι έπρεπε να με ξαφνιάσει αυτό φυσικά· στο κάτω-κάτω, είχε γιο τον Γουέσλι. Ήμασταν ακόμα στο χολ της εισόδου, όταν άνοιξε η εξώπορτα και μπήκε μέσα η Ρόζαλιν. Στο λόγο μου, μόλις τον είδε πήρε ένα ύφος σαν να την είχε κάνει τσακωτή η αστυνομία. Πάντως ο Δρ Τζένταντ δεν φάνηκε να το πρόσεξε. Ήταν πολύ φιλικός και της συστήθηκε, καθώς δεν είχαν γνωριστεί. Η Ρόζαλιν έμεινε να τον κοιτάζει άναυδη, θαρρείς και κάποιο εξωγήινο πλάσμα είχε διακτινιστεί στο φτωχοκαλυβάκι της. Την έπιασε μεγάλη νευρικότητα και άρχισε να φλυαρεί ακατάσχετα για μια μηλόπιτα: δοκίμασε τη μηλόπιτα και είδε πως είχε βάλει αλάτι αντί για ζάχαρη, και πρώτη φορά της τύχαινε τέτοιο πράγμα. Έδειχνε πολύ στενοχωρημένη, λες και δεν υπήρχε χειρότερο πράγμα στον κόσμο από αυτό που είχε κάνει. Είχε έρθει να πάρει την άλλη πίτα που είχε φτιάξει για το δικό μας βραδινό. Ήταν σίγουρη ότι εγώ και ο Άρθουρ θα δείχναμε κατανόηση και θα της επιτρέπαμε να πάει την πίτα στη μητέρα της αντί να τη φάμε εμείς. Έλεος, ήταν μόνο μια μηλόπιτα, αλλά αυτή έτρεμε στην κυριολεξία. Δεν ξέρω αν ήταν επειδή είχε κάνει λάθος ή επειδή είχα κανονίσει πίσω από την πλάτη της να έρθει να δει τη μαμά γιατρός. Ο Δρ Τζένταντ ρώτησε πώς ήταν η μητέρα της, για την οποία είχε ακούσει ότι δεν ήταν καλά. Τότε όμως, από μια εντελώς αλλόκοτη μεταστροφή της κατάστασης, κατέληξε να μιλάει με τη Ρόζαλιν στην κουζίνα, όπου δεν μου επιτράπηκε να μπω κι εγώ, και όταν τελείωσαν την κουβέντα τους ο Δρ Τζένταντ μου είπε πως ήταν βέβαιος ότι η παρουσία του εδώ δεν ήταν καθόλου αναγκαία. Λυπόταν πολύ για την τραγική μου απώλεια, μου έδωσε ένα φυλλάδιο που αναφερόταν σε θέματα ψυχολογικής υποστήριξης και έφυγε. Τώρα η κατάσταση είναι χειρότερη απ’ ό,τι προτού ξεκινήσω την προσπάθεια. Δεν αντέχω άλλο. Δεν
αντέχω να μένω άλλο εδώ. Την επόμενη φορά που θα περάσει ο Μάρκους με το πούλμαν του, θα κάνω πειρατεία και θα τον αναγκάσω να με πάει σπίτι μου. Δεν ξέρω πού είναι το σπίτι μου, πάντως όχι εδώ. Μην είστε σίγουροι ότι θα γράψω αύριο.
Με τα χέρια μου να τρέμουν, έβαλα το βιβλίο κάτω από τη σανίδα. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι για να διορθώσω την κατάσταση. Κατέβηκα στην κουζίνα, όπου η Ρόζαλιν έφτιαχνε τις πίτες της για την άλλη μέρα. Κάθισα και την κοιτούσα, μασουλώντας νευρικά τα νύχια μου και προσπαθώντας να αποφασίσω τι θα έκανα. Αν δεν την άφηνα να βάλει αλάτι στην πίτα, αυτό σήμαινε ότι δεν θα γύριζε σπίτι νωρίτερα. Αν όμως άλλαζα τα πάντα, τότε ο Γουέσλι δεν θα με πίστευε ποτέ. Τι χρειαζόμουν περισσότερο, ένα γιατρό για τη μαμά ή ένα σύμμαχο; «Ταμάρα, σου κάνει κόπο να μου φέρεις τη ζάχαρη από την αποθηκούλα, σε παρακαλώ;» διέκοψε τις σκέψεις μου η Ρόζαλιν. Πάγωσα. Η Ρόζαλιν γύρισε και με κοίταξε. «Ταμάρα;» «Ναι», ξεκουνήθηκα επιτέλους. «Πάω να τη φέρω». «Μπορείς να βάλεις μέχρι εδώ; Έτσι μου είναι πιο εύκολο», χαμογέλασε ευχάριστα, χαρούμενη που ερχόμασταν κοντά η μία στην άλλη. Πήρα το δοσομετρητή από το χέρι της. Την ώρα που πήγαινα στην αποθηκούλα, ένιωθα σαν να ζούσα μια εξωσωματική εμπειρία. Στο δωματιάκι πλάι στην κουζίνα χάζεψα τα ράφια που έφταναν από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι και περιείχαν ό,τι μπορεί να χρειαζόταν και να μη χρειαζόταν ποτέ ένας άνθρωπος για μία ολόκληρη δεκαετία. Καρυκεύματα χωρισμένα σε γυάλινα βαζάκια με βιδωτά καπάκια και άψογες καλλιγραφικές ετικέτες που ανέγραφαν περιεχόμενα και ημερομηνίες λήξης. Ένα ράφι με ριζώδη λαχανικά: κρεμμύδια, πατάτες, γλυκοπατάτες, καρότα. Ένα ράφι με κονσέρβες: σούπες και ζωμοί, φασόλια, ντομάτες κονσέρβα. Από κάτω τα σιτηρά, όλα μέσα στα γυάλινα βάζα τους: ρύζι, ζυμαρικά κάθε σχήματος και χρώματος, φασόλια, πλιγούρι, φακές, δημητριακά και αποξηραμένα φρούτα – σουλτανίνες, μαύρες σταφίδες, βερίκοκα. Μετά ήταν τα είδη αρτοποιίας: αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι και μαγιά, καθώς και πάρα πολλά βάζα με έλαια, ελαιόλαδο, σησαμέλαιο, ξίδι μπαλσάμικο, σάλτσα στρειδιών, όπως και μπαχάρια σε ράγες και ραφάκια. Υπήρχαν κι άλλα βάζα με μέλι και μαρμελάδες: φράουλα, φραμπουάζ, βατόμουρο, μέχρι και δαμάσκηνο. Ο κατάλογος δεν είχε τέλος. Η ζάχαρη και το αλάτι είχαν βγει από τα πακέτα τους και είχαν μπει κι αυτά μέσα σε βάζα. Τα βάζα είχαν πάνω τους κολλημένες ετικέτες, με τον ίδιο άψογο γραφικό χαρακτήρα. Το χέρι μου έτρεμε όταν έπιασα το βάζο με το αλάτι. Θυμήθηκα το μάθημα που είχα πάρει χτες βράδυ: μπορούσα ν’ αλλάξω το ημερολόγιο. Δεν ήταν απαραίτητο ν’ ακολουθήσω την ιστορία του. Αν δεν το ανακάλυπτα, τότε η ζωή θα προχωρούσε ούτως ή άλλως χωρίς να γνωρίζω τίποτα. Μετά, όμως, σκέφτηκα τον Γουέσλι. Αν έδινα στη Ρόζαλιν τη ζάχαρη, τότε δεν θα γύριζε σπίτι αύριο, δεν θα προλάβαινε το γιατρό προτού ανέβει πάνω, δεν θα τον έπειθε να μη δει τη μαμά. Αν άλλαζα το ημερολόγιο, τότε δεν θα είχα την παραμικρή ιδέα τι θα συνέβαινε, οπότε δεν θα μπορούσα να πω τίποτα στον Γουέσλι κι έτσι δεν θα πίστευε όσα του είχα αποκαλύψει για το ημερολόγιο. Έτσι θα έχανα έναν καινούριο φίλο και θα του έδινα την εντύπωση πως ήμουν το πιο βαρεμένο άτομο του πλανήτη. Αν όμως του έλεγα τι θα συμβεί αύριο, τότε η μαμά δεν θα έβλεπε το γιατρό. Πόσο ακόμα μπορούσα να περιμένω άπραγη, ενώ εκείνη καθόταν συνεχώς επάνω και κοιμόταν και ξυπνούσε σαν να ήταν ένα και το αυτό; Πήρα την απόφασή μου κι έπιασα ένα βάζο. 1 0 Η ηρωίδα-ντετέκτιβ δημοφιλού ς αμερικανικής σειράς βιβλίων μυ στηρίου για παιδιά και εφήβου ς. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΞΙ: Πλήρης αφαίρεση
Eκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα ελάχιστα. Τιναζόμουν και στριφογύριζα, τη μία ζεσταινόμουν υπερβολικά και πετούσα τα σκεπάσματα από πάνω μου, την άλλη κρύωνα πάρα πολύ και ξανασκεπαζόμουν, μία το ένα πόδι έξω, μία το ένα χέρι, πουθενά δεν βολευόμουν. Δεν μπορούσα να βρω μια ικανοποιητική μέση λύση. Αποτόλμησα να κατέβω στην κουζίνα και να τηλεφωνήσω στον Γουέσλι για να του πω ποια ήταν η καταχώριση του ημερολογίου. Δεν πήγα από τις σκάλες όμως. Η καθηγήτριά μου της γυμναστικής θα με καμάρωνε αν ήταν από καμιά μεριά και έβλεπε πώς πέρασα πάνω από το κιγκλίδωμα της σκάλας, πώς πήδηξα και προσγειώθηκα αθόρυβα στο πέτρινο δάπεδο από κάτω. Τέλος πάντων, τα πήγα πολύ καλά στην προσπάθειά μου να μην κάνω θόρυβο κατεβαίνοντας τις σκάλες, αλλά παρ’ όλα αυτά, την ώρα που πήγα να πιάσω το τηλέφωνο στην κουζίνα, εμφανίστηκε στην πόρτα η Ρόζαλιν φορώντας μια νυχτικιά απομεινάρι του 1800, η οποία σερνόταν μέχρι το πάτωμα και της έκρυβε τα πόδια, δίνοντας την εντύπωση πως η Ρόζαλιν αιωρούνταν σαν φάντασμα. «Ρόζαλιν!» αναπήδησα. «Τι κάνεις;» μου ψιθύρισε. «Βάζω ένα ποτήρι νερό. Διψάω». «Θα σου βάλω εγώ». «Όχι», της πέταξα απότομα. «Μπορώ μόνη μου. Ευχαριστώ. Πήγαινε να πέσεις για ύπνο». «Θα κάτσω μαζί σου όσο–» «Όχι, Ρόζαλιν», ύψωσα τη φωνή μου. «Πρέπει να μου αφήνεις χώρο, σε παρακαλώ. Θέλω μόνο ένα ποτήρι νερό και μετά θα πάω για ύπνο». «Καλά, καλά». Σήκωσε τα χέρια ψηλά ηττημένη. «Καληνύχτα». Περίμενα ν’ ακούσω τα σκαλοπάτια να τρίζουν. Έπειτα άκουσα την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της να κλείνει, τα πόδια της να διασχίζουν το δωμάτιο και μετά τις σούστες του κρεβατιού της να τρίζουν. Έτρεξα στο τηλέφωνο και σχημάτισα τον αριθμό του Γουέσλι. Το σήκωσε έπειτα από μισό μόλις χτύπημα. «Γεια σου, Νάνσι Ντρου». «Γεια», ψιθύρισα και αμέσως πάγωσα, γιατί ξαφνικά ένιωσα εντελώς αβέβαιη γι’ αυτό που πήγαινα να κάνω. «Λοιπόν; Διάβασες το ημερολόγιο;» Έψαχνα κάποιο σημάδι ότι δεν έπρεπε να του μιλήσω. Διέκρινα τίποτα στον τόνο της φωνής του; Μήπως με κορόιδευε; Μήπως μου έστηνε παγίδα; Μήπως με είχε βάλει σε ανοιχτή ακρόαση και με άφηνε να μιλάω σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο με τους βλάχους φίλους του – ξέρετε, αυτό που θα έκανα κι εγώ αν κάποιος σπασίκλας που μετακόμισε στην περιοχή μου ερχόταν ακάλεστος στο πάρτι μου και άρχιζε να πετάει αρλούμπες για ένα προφητικό ημερολόγιο. «Ταμάρα;» με ρώτησε και δεν διέκρινα κανέναν περίεργο τόνο στη φωνή του, τίποτα που να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη. «Ναι, εδώ είμαι», ψιθύρισα. «Διάβασες το ημερολόγιο;» «Ναι». Προσπαθούσα να σκεφτώ. Μπορούσα να του πω ότι αστειευόμουν, ότι έκανα ένα ξεκαρδιστικό αστείο, όπως εκείνο για τον μπαμπά μου που πέθανε. Ποπό, θα κυλιόμασταν κάτω από τα γέλια. «Και; Έλα τώρα, μ’ έχεις και περιμένω από τις έντεκα η ώρα», γέλασε. «Κάνω ένα σωρό υποθέσεις. Θα γίνουν σεισμοί; Θα γράφει τα νούμερα του λόττο; Θα μας βοηθήσει να βγάλουμε κάνα φράγκο;» «Όχι», χαμογέλασα, «γράφει μονάχα βαρετές σκέψεις και συναισθήματα». «Α», είπε, αλλά διέκρινα το χαμόγελο στη φωνή του. «Καλά λοιπόν, πες τα μου όλα. Την προφητεία σας, παρακαλώ…» Εκείνη τη νύχτα ξυπνούσα κάθε μισή ώρα, καθώς καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα όσο σκεφτόμουν ποια θα ήταν η έκβαση της αυριανής μέρας. Στις τρεισήμισι το πρωί, δεν άντεχα άλλο κι έβγαλα το ημερολόγιο για να δω πώς επηρεάστηκε η μέρα και τι μου επιφύλασσαν τα αυριανά γεγονότα. Έπιασα το φακό δίπλα από το κρεβάτι μου και με την καρδιά μου να σφυροκοπάει άνοιξα τις σελίδες. Αναγκάστηκα να τρίψω τα μάτια μου για να βεβαιωθώ πως έβλεπα σωστά. Λέξεις εμφανίζονταν, εξαφανίζονταν, μισοτελειωμένες προτάσεις που δεν έβγαζαν κανένα νόημα εμφανίζονταν και χάνονταν γρήγορα. Τα γράμματα έμοιαζαν να πηδούν από τη σελίδα όπου ήταν όλα άνω-κάτω, χωρίς σειρά. Λες και το ημερολόγιο ήταν το ίδιο μπερδεμένο με το μυαλό μου, ανήμπορο να σχηματίσει ολοκληρωμένες σκέψεις. Έκλεισα το βιβλίο, μέτρησα μέχρι το δέκα και μετά το ξανάνοιξα γεμάτη ελπίδα. Οι λέξεις συνέχισαν να χοροπηδούν σε ολόκληρη τη σελίδα, δίχως να αποκτούν σημασία ή νόημα. Άσχετα με τα σχέδια που είχα καταστρώσει με τον Γουέσλι, ένα ήταν σίγουρο: το αύριο είχε επηρεαστεί. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρο με ποιον ακριβώς τρόπο είχε επηρεαστεί, καθώς ήταν προφανές πως αυτό εξαρτιόταν από το πώς θα ζούσα τη μέρα από τη στιγμή που θα ξυπνούσα. Το μέλλον δεν είχε γραφτεί
ακόμη. Ήταν ακόμα στο χέρι μου. Τις ελάχιστες στιγμές που κατάφερα να κοιμηθώ, ονειρεύτηκα γυαλιά να θρυμματίζονται κι εμένα να τρέχω μέσα σ’ ένα γυάλινο περιβόλι, αλλά είχε δυνατό αέρα και φυσούσε τα γυαλιά, που με γρατζουνούσαν στο πρόσωπο, στα χέρια και στο σώμα και μου τρυπούσαν το δέρμα. Όμως δεν μπορούσα να φτάσω στο τέρμα του κήπου, χανόμουν συνεχώς ανάμεσα στις σειρές και μια μορφή έστεκε στο παράθυρο και με κοιτούσε, με τα μαλλιά ριγμένα μπροστά στο πρόσωπο· και κάθε φορά που άστραφτε ένας κεραυνός, έβλεπα το πρόσωπό της κι έμοιαζε με της Ρόζαλιν. Κάθε φορά ξυπνούσα λουσμένη στον ιδρώτα, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος, και φοβόμουν ν’ ανοίξω τα μάτια. Εντέλει κατάφερα να αποκοιμηθώ, αλλά βρέθηκα πάλι στο ίδιο όνειρο. Στις έξι και τέταρτο αποφάσισα πως ήταν αδύνατον να πιέσω τον εαυτό μου να κοιμηθεί άλλο, οπότε σηκώθηκα. Και παρότι το σχέδιό μου ήταν να βοηθήσω τη μαμά να ξαναβρεί τον εαυτό της, εντούτοις, όταν πήγα να τη δω, έτρεφα ενδόμυχα την ελπίδα ότι θα εξακολουθούσε να μην είναι καλά. Δεν ξέρω γιατί –φυσικά και ήθελα ολόψυχα να γίνει καλά–, αλλά υπάρχει πάντα ένα κομμάτι, εκείνο το κομμάτι που κρύβεται στις σκιές και προστατεύει το κουμπί της αυτοκαταστροφής, το οποίο δεν διανοείται ν’ αφήσει το σκοτάδι πίσω του. Ήταν η πρώτη φορά απ’ όταν ήρθα εδώ που κατέβηκα πρώτη κάτω, στις εφτά παρά τέταρτο. Κάθισα στο καθιστικό μ’ ένα φλιτζάνι τσάι και προσπάθησα να πιέσω τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί στο βιβλίο για το αόρατο κορίτσι που μου είχε δώσει η Φιόνα. Διάβαζα κατά μέσο όρο περίπου μία παράγραφο τη μέρα. Σήμερα, όμως, χωρίς να το πάρω είδηση, θα πρέπει να με απορρόφησε η ιστορία, γιατί ούτε είδα ούτε άκουσα τον ταχυδρόμο που πλησίασε στο σπίτι, μόνο άκουσα τους φακέλους να προσγειώνονται στο χαλάκι του χολ. Καθώς πετούσα τη σκούφια μου για να κάνω κάτι διαφορετικό σε τούτο το σπίτι όπου όλα ακολουθούσαν προκαθορισμένη σειρά, σαν ρολόι, πήγα στο χολ να τους πάρω. Τη στιγμή ακριβώς που θα τους έπιανα, εμφανίστηκε ένα χέρι και μου τους άρπαξε μέσα από τα δικά μου, σαν όρνιο που ορμάει και βουτάει το θήραμά του. «Δεν υπάρχει λόγος να το κάνεις εσύ αυτό, Ταμάρα», είπε πρόσχαρα η Ρόζαλιν χώνοντας τους φακέλους στην μπροστινή τσέπη της ποδιάς της. «Δεν με πειράζει. Απλώς θα τους σήκωνα από κάτω, βρε Ρόζαλιν. Δεν σκόπευα να τους διαβάσω». «Φυσικά όχι», μου είπε, λες και δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μια τέτοια σκέψη. «Εσύ κοίτα να χαλαρώσεις και να περνάς καλά», χαμογέλασε και μου έτριψε τον ώμο. «Ευχαριστώ», χαμογέλασα. «Ξέρεις κάτι, πρέπει ν’ αφήσεις κάποιον να κάνει κάτι για σένα, έτσι γι’ αλλαγή». Την ακολούθησα στην κουζίνα. «Μ’ αρέσει που τα κάνω», είπε και καταπιάστηκε με τις ετοιμασίες του πρωινού. «Άλλωστε, μπορεί ο Άρθουρ είναι καλός σε πολλά πράγματα, αλλά αν δεν έχεις το νου σου είναι ικανός ν’ αφήσει ένα αυγό να βράζει μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη». «Τώρα που είπες Σεπτέμβρη, τι θα γίνει;» ρώτησα εντέλει. «Το αρχικό σχέδιο έλεγε ότι θα ξεκαλοκαιριάζαμε εδώ. Τώρα είναι Ιούλης και, να, κανείς δεν λέει τίποτα για τον Σεπτέμβρη». «Ναι, κι έρχονται και τα γενέθλιά σου». Τα μάτια της φωτίστηκαν. «Και πρέπει να συζητήσουμε τι θα σου άρεσε να κάνεις. Ένα πάρτι; Να πας να μείνεις σε φίλους στο Δουβλίνο;» «Να σου πω την αλήθεια, ίσως θα μου άρεσε να καλέσω μερικούς φίλους να έρθουν να μείνουν εδώ μαζί μου», είπα. «Θα ήθελα να δουν πού μένω τώρα, να δουν τι κάνω κάθε μέρα». Η Ρόζαλιν έμεινε σαν κεραυνοβολημένη. «Εδώ; Ω…» «Μια σκέψη ήταν μόνο», το πήρα άρον άρον πίσω. «Είναι πολύ μακριά για να έρθουν η Λόρα και η Ζόι, χώρια που θα ήταν πολύ μεγάλη φασαρία για σένα…» Περίμενα να με διακόψει και να με καθησυχάσει, αλλά δεν είπε τίποτα. «Τέλος πάντων, προτιμώ να μιλήσω για το μέλλον αντί για τα γενέθλιά μου», άλλαξα θέμα. «Αν είμαστε ακόμη εδώ τον Σεπτέμβρη –που, απ’ ό,τι φαίνεται, θα είμαστε– πώς θα πηγαίνω στο “Σεντ Μέρις” από δω; Δεν έχει λεωφορεία ή τουλάχιστον κανένα που να περνάει από δω. Αμφιβάλλω αν ο Άρθουρ θα ήθελε να με πηγαινοφέρνει στο σχολείο κάθε μέρα…» Περίμενα να μου πει πως αυτό ακριβώς θα γινόταν. Αλλά πάλι δεν είπε τίποτα. Άρχισε να ετοιμάζει το πρωινό βγάζοντας τα κατσαρόλια που αποτελούσαν συνήθως το ξυπνητήρι μου. «Κοίτα, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να συζητήσεις με τη μητέρα σου. Δεν μπορώ να σου δώσω εγώ τις απαντήσεις». «Μα Ρόζαλιν, πώς να συζητήσω οτιδήποτε με τη μαμά;» «Τι εννοείς;» Κρότος, κρότος, μπαμ, μπουμ, γδούπος. Όλα έτοιμα για εκτόξευση στην κουζίνα. «Ξέρεις πολύ καλά τι εννοώ». Πετάχτηκα πάνω και στάθηκα δίπλα της, αλλά εξακολουθούσε να μη με κοιτάζει. «Δεν μιλάει. Είναι εντελώς κατατονική. Δεν καταλαβαίνω γιατί αρνείσαι να το παραδεχτείς». «Δεν είναι κατατονική, Ταμάρα». Επιτέλους σταμάτησε ό,τι έκανε και με κοίταξε. «Είναι απλώς… θλιμμένη. Πρέπει να της δώσουμε χώρο και χρόνο και να την αφήσουμε να βρει μόνη της την άκρη. Τώρα φέρε μου σαν καλό κορίτσι τα αυγά από το ψυγείο και θα σε μάθω πώς να φτιάχνεις μια μεγάλη νόστιμη ομελέτα», χαμογέλασε. «Μήπως θέλεις πιπεριές στη δική σου;» «Πιπεριές», είπα κεφάτα και το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Νόστιμες, ζουμερές πιπεριές που βρίσκουν λύσεις στα προβλήματα», είπα χαρωπά και μετά πήγα να τις φέρω από το ψυγείο σέρνοντας τα πόδια μου, ενώ η Ρόζαλιν κατέβασε τα μούτρα. Έβγαλα μια πράσινη και μια κόκκινη. «Ω, κοίτα, γεια σου, κύρια πράσινη πιπεριά. Τι θα έλεγες να μου έλυνες το πρόβλημα που αντιμετωπίζω; Πού θα πάω σχολείο τον Σεπτέμβρη;» Έφερα την πιπεριά κοντά στο αυτί μου τάχα για ν’ ακούσω την απάντηση. «Ω, όχι, δεν πρέπει να δουλεύει». Την ταρακούνησα. «Ίσως πρέπει να δοκιμάσω με την κόκκινη. Γεια σου, κυρία κόκκινη πιπεριά. Απ’ ό,τι φαίνεται, η Ρόζαλιν πιστεύει ότι μπορείς να βρεις λύση στο πρόβλημα της ζωής μου. Τι λες να κάνουμε; Να στείλουμε τη μαμά σε τρελάδικο ή να την αφήσουμε εκεί πάνω για πάντα;» Έφερα πάλι την πιπεριά κοντά στο αυτί μου. «Μπα. Τίποτα». Έριξα τις πιπεριές πάνω στον πάγκο. «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι πιπεριές δεν θα μας
βοηθήσουν σήμερα. Ίσως να δοκιμάζαμε με κρεμμύδια», είπα με ψεύτικο ενθουσιασμό. «Ή με τριμμένο τυρί!» «Ταμάρα», άκουσα να λέει ο Άρθουρ με προειδοποιητικό ύφος και αμέσως σταμάτησα. Έφυγα σέρνοντας τα πόδια μου και κάθισα σκυθρωπή στο καθιστικό. Αν και δεν επιτρέπεται να τρώμε στο καθιστικό, η Ρόζαλιν μου έφερε εκεί την ομελέτα μου. Ένας καλός άνθρωπος θα της ζητούσε συγγνώμη, εγώ όμως ζήτησα απλώς το αλάτι. Στις δέκα η ώρα είδα τη Ρόζαλιν να φεύγει βιαστικά από το σπίτι με το δίσκο γεμάτο φαγητά που έφταναν για να ταΐσουν ολόκληρη οικογένεια. Ανάμεσα σε όλες τις άλλες έγνοιες μου εκείνη τη μέρα, η μία ήταν ότι η μητέρα της θα της έλεγε για την επίσκεψη που της έκανα. Μόνο και μόνο επειδή δεν το είχα γράψει στο ημερολόγιο, αυτό δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να συμβεί. Στις δέκα και τέταρτο, το αυτοκίνητο του Δρα Τζένταντ σταμάτησε έξω από το σπίτι. Πήρα βαθιά ανάσα και άνοιξα την πόρτα. «Εσύ πρέπει να είσαι η Ταμάρα», είπε με πλατύ χαμόγελο ανηφορίζοντας το δρομάκι. Μ’ έκανε να χαμογελάσω με την πρώτη ματιά που του έριξα. Ήταν ψηλός, λεπτός, γυμνασμένος. Τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και ήταν κοντοκουρεμένα. Είχε ψηλά ζυγωματικά και απαλά μάτια, που του έδιναν λίγο θηλυπρεπή όψη, αλλά ήταν αρρενωπός και όμορφος. Τον καλωσόρισα στο σπίτι και του έσφιξα το χέρι. «Καλή σου μέρα. Ωραίο καλοκαίρι δεν μας κάνει;» Η φωνή του έβγαινε από το πίσω μέρος του λάρυγγα, σαν να του είχε σταθεί μια μπουκιά ψωμί στο λαιμό· μιλούσε κάπως πνιχτά, αλλά με πολύ όμορφο μελωδικό τρόπο. Η προφορά της Μαδαγασκάρης ανακατευόταν με κάποιες λέξεις που η εκφορά τους είχε ξεκάθαρα ιρλανδική προφορά. Ήταν ένας όμορφος, παράξενος ήχος. Μου άρεσε γιατί ένιωθα πως κάποιος έξω από τούτο εδώ το σπίτι θα αναζωογονούσε τα πράγματα, θα τα ανακινούσε, θα τα διόρθωνε. «Να πάρω το βαλιτσάκι σας;» Ήμουν νευρική, ταραγμένη, δεν ήξερα τι να κάνω. Κοίταξα αγχωμένη την πόρτα. «Όχι, σ’ ευχαριστώ, Ταμάρα. Θα μου χρειαστεί», χαμογέλασε. «Α, ναι. Φυσικά». «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήρθα για να δω τη μητέρα σου;» «Ναι, είναι πάνω. Θα σας συνοδεύσω εγώ». «Σ’ ευχαριστώ, Ταμάρα. Λυπάμαι πολύ για τον πατέρα σου. Ο Γουέσλι μου είπε τα δυσάρεστα. Θα πρέπει να είναι πολύ δύσκολη περίοδος και για τις δυο σας». «Ναι, σας ευχαριστώ», χαμογέλασα και προσπάθησα να καταπιώ εκείνο τον κόμπο που σχηματιζόταν όποτε ανέφερε κάποιος τον μπαμπά. Έκανα να οδηγήσω τον Δρα Τζένταντ στον επάνω όροφο, ενώ είχα αρχίσει να πιστεύω σχεδόν ότι τελικά θα τη σκαπούλαρα, να αισιοδοξώ ότι θα ξαναέβρισκα τη μαμά, αν και ήμουν συντετριμμένη που θα έχανα τον Γουέσλι, όταν άνοιξε η εξώπορτα. Η Ρόζαλιν μπήκε στο χολ κρατώντας ένα πιάτο σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο στο χέρι. Κοίταξε τον Δρα Τζένταντ και ήταν σαν να βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Χάρο. Την είδα που πάνιασε. «Καλημέρα», είπε φιλικά ο Δρ Τζένταντ. «Ποιος…;» Κοίταξε τον άγνωστο άντρα στο χολ κι έπειτα εμένα και μετά πάλι εκείνον. Σούφρωσε τα μάτια της. «Είστε ο καινούριος γιατρός». «Πράγματι», είπε πρόσχαρα αυτός και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Όχι! του φώναξα από μέσα μου. «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, κυρία–» «Ρόζαλιν», του είπε βιαστικά αυτή, κοιτάζοντας μία εμένα και μία εκείνον. «Μπορείτε να με φωνάζετε Ρόζαλιν, σκέτο. Καλωσορίσατε στην πόλη, λοιπόν». Έσφιξαν τα χέρια. «Ευχαριστώ πολύ. Πρέπει να ευχαριστήσω επίσης εσένα και το σύζυγό σου που δώσατε δουλειά στον Γουέσλι». Η Ρόζαλιν με κοίταξε με τη δυσαρέσκεια ζωγραφισμένη σε κάθε γραμμή του προσώπου της. «Ε, ναι, είναι πολύ φιλότιμος νεαρός», αποκρίθηκε αδιάφορα. «Γιατρέ», πρόσθεσε με σαστισμένο ύφος, «τι… γιατί… Ταμάρα, είσαι άρρωστη;» «Όχι, καλά είμαι, ευχαριστώ, Ρόζαλιν. Ελάτε μαζί μου, αν θέλετε, Δρ Τζένταντ», είπα βιαστικά και άρχισα ν’ ανεβαίνω. «Πού πάτε;» «Στο δωμάτιο της μαμάς μου», απάντησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. «Ω, καλύτερα να μην την ενοχλήσεις, Ταμάρα», είπε η Ρόζαλιν μ’ ένα χαμόγελο για μένα κι ένα συνοφρύωμα για τον Δρα Τζένταντ, σαν να υπαινισσόταν πως ήμουν καμιά βαρεμένη. «Ξέρεις πόσο σημαντικός είναι ο ύπνος της». Κοίταξε το γιατρό. «Δεν κοιμάται πολύ, το οποίο είναι απολύτως κατανοητό φυσικά, με τις δεδομένες συνθήκες». «Φυσικά», έγνεψε σοβαρά ο γιατρός και κοίταξε εμένα. «Τότε ίσως θα ήταν καλύτερα να την άφηνα να ξεκουραστεί. Μπορώ να ξανάρθω μια άλλη φορά». «Όχι!» πετάχτηκα. «Ρόζαλιν, από την περασμένη βδομάδα κοιμάται συνέχεια σχεδόν κάθε μέρα». Δεν μπορούσα να ελέγξω τη φωνή μου και τσίριζα σαν χαλασμένο βιολί. «Επειδή περνάει ανήσυχες νύχτες, φυσικά», είπε σταθερά η Ρόζαλιν. «Θα πάρετε ένα φλιτζάνι τσάι, γιατρέ;» Δεν θα το πιστέψετε, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται χρησιμοποίησα αλάτι στη ζύμη αντί για ζάχαρη. Η μητέρα μου παραλίγο να πέσει κάτω», είπε γελώντας. «Αν και δεν θα έπρεπε να τρώει πίτα για πρωινό, το ξέρω», είπε απολογητικά. «Πώς είναι η μητέρα σου;» τη ρώτησε ο γιατρός. «Άκουσα πως δεν είναι καλά». «Τα λέμε πίνοντας ένα τσάι», είπε η Ρόζαλιν κεφάτα και ο γιατρός γέλασε και άρχισε να κατεβαίνει πάλι τις σκάλες. «Δύσκολα σου λέει κανείς “όχι”, Ρόζαλιν».
Στάθηκα στις σκάλες με το στόμα ανοιχτό απ’ όσα έβλεπα να συμβαίνουν. Αν και το είχα διαβάσει, δεν πίστευα ότι ο γιατρός θα την υπάκουε τόσο εύκολα τη στιγμή που στον επάνω όροφο βρισκόταν μια ασθενής. «Ταμάρα, θα αφήσω τη μητέρα σου να ξεκουραστεί λίγο ακόμα», είπε ο Δρ Τζένταντ, «και θα πάω να τη δω μετά». «Εντάξει», ψιθύρισα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, επειδή ήξερα πως με αυτά που θα έλεγε η Ρόζαλιν στον Δρα Τζένταντ, θα τον έπειθε να μην ανέβει τις σκάλες. Αν και ήξερα την έκβαση, προσπάθησα να τους ακολουθήσω στην κουζίνα, αλλά η Ρόζαλιν με σταμάτησε στην πόρτα. «Αν δεν σε πειράζει, Ταμάρα, έχω να συζητήσω κάποια προσωπικά θέματα με το γιατρό σχετικά με τη μητέρα μου. Για να βεβαιωθούμε πως είναι όλα εντάξει. Δεν είναι στα πολύ καλά της τις τελευταίες μέρες». Ξεροκατάπια, καθώς η πρώτη μου αντίδραση ήταν να νιώσω τύψεις που η επίσκεψή μου είχε επιδεινώσει την υγεία της, αλλά με το που ξεπρόβαλαν οι τύψεις, εξαφανίστηκαν αμέσως κι έδωσαν πάλι τη θέση τους στο θυμό. Ειλικρινά, δεν μου καιγόταν καρφί για τη μητέρα της, ήμουν απίστευτα θυμωμένη που άρπαξε το γιατρό από τη μαμά μου. «Ναι, φυσικά, καταλαβαίνω, Ρόζαλιν. Το ίδιο ακριβώς προσπαθούσα να κάνω κι εγώ για τη δική μου μητέρα», απάντησα με τσαντίλα. Της γύρισα την πλάτη προτού προλάβει να απαντήσει και ανέβηκα σαν σίφουνας επάνω. Άκουσα την πόρτα της κουζίνας να κλείνει και μπήκα στο δωμάτιο της μαμάς. Κοιμόταν ακόμη, κουλουριασμένη σαν μπαλίτσα, λες και βρισκόταν μέσα στη μήτρα. «Μαμά», της ψιθύρισα μαλακά γονατίζοντας μπροστά της και διώχνοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Άφησε ένα βογκητό. «Ξύπνα, μαμά». Τα μάτια της πετάρισαν και άνοιξαν. «Μαμά, θέλω να σηκωθείς. Έφερα γιατρό να σε δει. Είναι κάτω, αλλά θέλω να σηκωθείς για να πας εσύ σ’ αυτόν ή να τον φωνάξεις να έρθει εδώ. Σε παρακαλώ, θα το κάνεις αυτό για χάρη μου;» Βόγκηξε κι έκλεισε πάλι τα μάτια. «Μαμά, άκουσέ με, είναι σημαντικό. Θα σε βοηθήσει να γίνεις καλά». Άνοιξε πάλι τα μάτια της. «Όχι», είπε βραχνά. «Ξέρω, μαμά, ξέρω ότι σου λείπει ο μπαμπάς όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο. Ξέρω πόσο πολύ τον αγαπούσες και ότι μάλλον πιστεύεις πως τίποτα δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, αλλά μπορείς να γίνεις καλά και θα γίνεις». Έκλεισε πάλι τα μάτια της. «Σε παρακαλώ, μαμά», ψιθύρισα βουρκωμένη. «Θέλω να το κάνεις για μένα». Η ανάσα της μαμάς ήταν αργή και βαθιά, σαν να είχε αποκοιμηθεί πάλι. Γονάτισα δίπλα της κλαίγοντας. Ακριβώς κάτω από την κρεβατοκάμαρα ακουγόταν η πνιχτή συζήτηση του Δρα Τζένταντ με τη Ρόζαλιν. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα της κουζίνας και τότε σκούπισα τα δάκρυά μου και ταρακούνησα πάλι τη μαμά για να την ξυπνήσω. «Έλα, μαμά, έρχεται. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να πας μέχρι την πόρτα του δωματίου σου. Μέχρι εκεί, όχι πιο πέρα». Με κοίταξε συγχυσμένη, δεδομένου ότι μόλις την είχα ξυπνήσει. «Σε παρακαλώ, μαμά». Έδειχνε να τα έχει χαμένα. Πέταξα μια βρισιά φεύγοντας από δίπλα της και έτρεξα κάτω τη στιγμή που η Ρόζαλιν άνοιγε την εξώπορτα του σπιτιού. «Α, Ταμάρα, είπαμε δυο λόγια με τη Ρόζαλιν και νομίζω ότι για την ώρα είναι καλύτερο ν’ αφήσω τη μαμά σου στην ησυχία της και να ξανάρθω πάλι εάν με χρειαστεί. Αν νιώσεις την ανάγκη να μου τηλεφωνήσεις, ορίστε η κάρτα μου». «Μα σας τηλεφώνησα για να τη δείτε σήμερα». «Το ξέρω, αλλά μετά την κουβέντα που είχα με τη Ρόζαλιν, αντιλαμβάνομαι πως δεν είναι απαραίτητο. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Είναι αλήθεια ότι η μητέρα σου περνάει μια πολύ δύσκολη περίοδο, αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς τόσο πολύ για την υγεία της. Είμαι σίγουρος ότι θέλει απλώς να ηρεμήσει και να καθαρίσει το μυαλό της», είπε με πατρικό ύφος. «Μα ούτε που την είδατε», είπα θυμωμένη. «Ταμάρα…» Η φωνή της Ρόζαλιν έκρυβε μια προειδοποιητική χροιά. Ο Δρ Τζένταντ φάνηκε να νιώθει άβολα, σαν να μην ήταν σίγουρος για την απόφασή του. Τον έβλεπα να αναρωτιέται αν υπήρχε κάποιος λόγος να μην πιστέψει τη Ρόζαλιν. Το έβλεπε και η Ρόζαλιν και γι’ αυτό κινήθηκε αστραπιαία. «Χίλια ευχαριστώ που περάσατε, γιατρέ», του είπε μαλακά. «Δώστε, σας παρακαλώ, τους χαιρετισμούς μου στη Μόρον και στο αγόρι σας…» «Τον Γουέσλι», της είπε. «Ευχαρίστως. Και σ’ ευχαριστώ για το τσάι και τα κουλουράκια. Δεν κατάλαβα καθόλου αλάτι». «Ω, όχι, αυτό έγινε με τη μηλόπιτα». Η Ρόζαλιν γέλασε σαν μικρό παιδί. Ο γιατρός έφυγε. Η Ρόζαλιν έκλεισε την πόρτα και γύρισε να με κοιτάξει, αλλά εγώ πέρασα από δίπλα της περπατώντας στητή, άνοιξα την εξώπορτα και την κοπάνησα δυνατά πίσω μου. Όρμησα στο δρόμο. Έξω ο αέρας ήταν ζεστός και τον γλύκαινε η ευωδιά του κομμένου χόρτου. Από μακριά ερχόταν στ’ αυτιά μου ο ήχος της χλοοκοπτικής μηχανής του Άρθουρ, ο μηχανικός θόρυβος που θωράκιζε τον Άρθουρ από την πραγματικότητα, καθώς καταπιανόταν με τα διάφορα μερεμέτια του κτήματος. Κοίταξα αριστερά και είδα την αδελφή Ιγνάτιο πέρα μακριά, στην άλλη άκρη του κτήματος: μια μπλε και άσπρη μορφή καταμεσής στο πράσινο. Έτρεξα προς το μέρος της με την οργή να φουντώνει μέσα μου σαν πυρετός. Είχε στήσει ένα καβαλέτο κι ένα σκαμνί καταμεσής στο λιβάδι μπροστά από το κάστρο, το οποίο βρισκόταν κάπου μισό χιλιόμετρο
μακριά, και είχε κάτσει κάτω από τη σκιά μιας γιγάντιας βελανιδιάς, ενώ ευθεία μπροστά της ήταν μία από τις λίμνες με τους κύκνους. Αν και ήταν νωρίς ακόμη, έκανε ήδη ζέστη. Ο ουρανός είχε τέλειο βιολετί χρώμα και δεν φαινόταν ίχνος σύννεφου. Θα πρέπει να ήταν πολύ συγκεντρωμένη, καθώς είχε το κεφάλι κοντά στο χαρτί και η γλώσσα της πήγαινε γύρω-γύρω στα χείλη της την ώρα που κινούσε το πινέλο. «Τη μισώ», φώναξα σπάζοντας τη σιωπή. Εξαιτίας της κραυγής μου ένα σμήνος πουλιά σηκώθηκαν από το δέντρο τους εκεί κοντά και πέταξαν ψηλά στον ουρανό, όπου προσπάθησαν να ανασυνταχθούν και να βρουν άλλο μέρος να καθίσουν. Προχώρησα προς το μέρος της τσαλαπατώντας το ξερό χορτάρι με τις σαγιονάρες μου. Η αδελφή Ιγνάτιος δεν σήκωσε τα μάτια ούτε όταν πήγα κοντά της. «Καλημέρα, Ταμάρα», μου είπε κεφάτα. «Άλλη μια όμορφη μέρα σήμερα». «Τη μισώ», είπα πιο δυνατά και πλησίασα περισσότερο, με τη φωνή μου ακόμα υψωμένη. Η αδελφή Ιγνάτιος γύρισε τότε και με κοίταξε με μάτια διάπλατα ανοιχτά και τον πανικό ζωγραφισμένο μέσα τους. Κούνησε γρήγορα το κεφάλι και σήκωσε τα μπράτσα λες και στεκόταν στη μέση μιας σιδηροδρομικής γραμμής και προσπαθούσε να σταματήσει ένα διερχόμενο τρένο. «Ναι, καλά άκουσες, τη μισώ!» συνέχισα να φωνάζω. Έφερε το δάχτυλο στα χείλη και άρχισε να κουνιέται νευρικά σαν να ήθελε να πάει τουαλέτα. «Είναι γέννημα του σατανά», πέταξα. «Ωχ, βρε Ταμάρα!» ξέσπασε εντέλει και σήκωσε τα χέρια ψηλά στον αέρα με αναστατωμένο ύφος. «Τι; Δεν με νοιάζει τι λέει Αυτός. Θέλω να μου ρίξει φωτιά να με κάψει. Πάρε με από δω, Θεέ μου, μπούχτισα και θέλω να πάω σπίτι», κλαψούρισα αγανακτισμένη και σωριάστηκα στο χορτάρι. Έμεινα ξαπλωμένη ανάσκελα και κοίταξα τον ουρανό. «Εκείνο το σύννεφο μοιάζει με πέος». «Ωχ, βρε Ταμάρα, δεν σταματάς, λέω εγώ», μου πέταξε. «Γιατί, μήπως σε πρόσβαλα;» ρώτησα σαρκαστικά. Το μόνο που ήθελα ήταν να πληγώσω όποιον άνθρωπο έβλεπα μπροστά μου, όσο καλός και ευγενικός κι αν ήταν. «Όχι! Έδιωξες το σκιουράκι», είπε τόσο εκνευρισμένη όσο δεν την είχα δει ποτέ μου. Ανακάθισα σοκαρισμένη και την άκουσα να μου ψάλλει τον εξάψαλμο. «Όλη τη βδομάδα προσπαθούσα να τον τσακώσω. Του άφησα κάτι λιχουδιές στο πιάτο και τα κατάφερα εντέλει – δεν ήθελε βελανίδια, οπότε οι ιστορίες για τους σκίουρους και τα βελανίδια τους καλό θα ήταν ν’ αλλάξουν. Δεν εννοούσε ν’ ακουμπήσει το τυρί, αλλά λατρεύει τα μπισκότα σοκολάτας, το διανοείσαι; Κοίτα τι έκανες τώρα όμως. Έφυγε και δεν θα ξαναγυρίσει και η αδελφή Κονσέπτουα θα με φάει ζωντανή που της πήρα τα μπισκότα. Νομίζω ότι το σκιουράκι έπαθε καρδιακή προσβολή εξαιτίας των φωνών και των μελοδραματισμών σου». Η αδελφή Ιγνάτιος αναστέναξε, ηρέμησε και μετά στράφηκε προς το μέρος μου. «Ποιον μισείς; Τη Ρόζαλιν, υποθέτω». Κοίταξα τον πίνακά της. «Σκίουρος είναι τάχα αυτός; Μοιάζει με ελέφαντα με φουντωτή ουρά». Στην αρχή η αδελφή Ιγνάτιος φάνηκε να θυμώνει. Ύστερα όμως, όταν κοίταξε πιο προσεχτικά το έργο της, έβαλε τα γέλια. «Αχ, βρε Ταμάρα, είσαι όμως βάλσαμο, το ξέρεις;» «Όχι», της είπα φουρκισμένη και σηκώθηκα. «Προφανώς δεν είμαι, διαφορετικά δεν θα χρειαζόταν να φωνάξω γιατρό για τη μαμά. Θα τη γιάτρευα εγώ μονάχη μου». Άρχισα να βηματίζω πέρα-δώθε μπροστά της. Την είδα που σοβάρεψε. «Φώναξες τον Δρα Τζένταντ;» «Ναι, και ήρθε σήμερα το πρωί. Κανόνισα να έρθει την ώρα που η Ρόζαλιν θα πήγαινε στης μητέρας της για να την μπουκώσει με φαγητό. Κι εδώ που τα λέμε, είδα τη μητέρα της και με καμία δύναμη στον κόσμο δεν τρώει όλο αυτό το φαγητό κάθε μέρα. Όμως η Ρόζαλιν γύρισε σπίτι προτού ο Δρ Τζένταντ προλάβει ν’ ανέβει έστω τις σκάλες, γιατί –άκουσον, άκουσον– έβαλε, λέει, αλάτι στη μηλόπιτά της αντί για ζάχαρη και ναι, έχεις δίκιο που με κοιτάς έτσι, επειδή εγώ φταίω γι’ αυτό και δεν με νοιάζει καθόλου και θα το ξανακάνω και αύριο αν χρειαστεί, άσε που πολύ σύντομα θα μάθω αν θα το κάνω ή όχι». Σταμάτησα για να πάρω ανάσα. «Τέλος πάντων, γύρισε πίσω για να πάρει τη μηλόπιτα που θα τρώγαμε, υποτίθεται, εγώ και ο Άρθουρ, όχι ότι με νοιάζει και καθόλου, αφού όλα της τα φαγητά με κάνουν και κλάνω πενήντα φορές τη μέρα, και κατάφερε να πείσει το γιατρό να μην πάει να δει τη μαμά. Οπότε τώρα ο γιατρός έφυγε και η μαμά είναι ακόμα στο δωμάτιό της, όπου κατά πάσα πιθανότητα κάθεται και ζωγραφίζει τους τοίχους ενώ της τρέχουν τα σάλια». «Πώς κατάφερε να τον διώξει;» «Δεν ξέρω. Δεν ξέρω τι του είπε. Ο γιατρός είπε απλώς ότι το μόνο που χρειάζεται η μαμά αυτή τη στιγμή είναι ξεκούραση και να του τηλεφωνήσω έτσι και τον ξαναχρειαστώ για κάποια επείγουσα ανάγκη ή κάτι άλλο». «Πάντως, ο γιατρός ξέρει καλύτερα», είπε η αδελφή Ιγνάτιος, αλλά χωρίς μεγάλη σιγουριά. «Μα, αδελφή, ούτε που την είδε. Απλώς άκουσε όσα του είπε η Ρόζαλιν». «Και γιατί να μην εμπιστευτεί τη Ρόζαλιν;» αναρωτήθηκε η αδελφή. «Και γιατί να την εμπιστευτεί δηλαδή; Εγώ του τηλεφώνησα στο κάτω-κάτω, όχι αυτή. Κι αν την είχα δει να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας και δεν το είπα στη Ρόζαλιν;» «Έκανε απόπειρα;» «Όχι! Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα». «Χμ...» Η αδελφή Ιγνάτιος σώπασε, βούτηξε το πινέλο της σ’ ένα μουντό καφέ χρώμα και το άπλωσε στο χαρτί. «Τώρα μοιάζει με μεταλλαγμένο ζώο που μόλις έφαγε χαλασμένο καρπό», είπα. Η αδελφή Ιγνάτιος ξεφύσηξε από τη μύτη και γέλασε πάλι. «Και για να έχουμε καλό ρώτημα, προσεύχεσαι ποτέ; Το μόνο που σε βλέπω να κάνεις είναι να φτιάχνεις μέλι ή να ασχολείσαι με την κηπουρική ή να ζωγραφίζεις». «Μου αρέσει να φτιάχνω καινούρια πράγματα, Ταμάρα. Πίστευα πάντα ότι αυτή η διαδικασία είναι μια πνευματική εμπειρία, όπου γίνομαι συν-δημιουργός με το θεϊκό δημιουργικό Πνεύμα».
Κοίταξα γύρω μου με μάτια ορθάνοιχτα. «Και πού βρίσκεται αυτό το θεϊκό δημιουργικό Πνεύμα; Μήπως κάνει διάλειμμα για φαγητό;» Η αδελφή Ιγνάτιος φαινόταν χαμένη στις σκέψεις της. «Μπορώ να πάω να τη δω, αν θέλεις», είπε σιγά. «Ευχαριστώ, αλλά, χωρίς παρεξήγηση, χρειάζεται κάτι παραπάνω από μια απλή καλόγρια». «Ταμάρα, ξέρεις τι κάνω πραγματικά;» «Ε, προσεύχεσαι». «Ναι, προσεύχομαι. Αλλά δεν προσεύχομαι μόνο. Έχω δώσει όρκους ένδειας, παρθενίας και υπακοής όπως όλες οι καθολικές αδελφές, αλλά πέρα από αυτό έχω ορκιστεί να συνδράμω τους ενδεείς, τους ασθενείς και τους αγράμματους. Μπορώ να μιλήσω στη μητέρα σου, Ταμάρα. Μπορώ να βοηθήσω». «Ω, μάλιστα. Υποθέτω πως η μαμά είναι σίγουρα δύο από τα τρία που είπες». «Εξάλλου, δεν είμαι “μια απλή καλόγρια”, όπως λες. Είμαι επίσης εκπαιδευμένη μαία», είπε απλώνοντας πάλι χρώμα στο χαρτί. «Μα αυτό είναι γελοίο, δεν είναι έγκυος». Τότε όμως συνειδητοποίησα τι είχε πει. «Για στάσου, τι είσαι λέει; Από πότε;» «Α, δεν είμαι απλώς ένα όμορφο πρόσωπο», χαχάνισε. «Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά. Πάντα ένιωθα όμως ότι ο Θεός με καλούσε σε μια ζωή πνευματικότητας και προσφοράς, γι’ αυτό ήρθα στις αδελφές και μαζί τους ταξίδεψα στον κόσμο, έχοντας το σπουδαίο χάρισμα να μπορώ να είμαι τόσο καλόγρια όσο και μαία. Από τα τριάντα μέχρι τα σαράντα μου, πέρασα τα περισσότερα χρόνια μου στην Αφρική. Τη γύρισα όλη. Είδα κάποια σκληρά πράγματα, αλλά και μερικά θαυμάσια. Γνώρισα τους πιο ιδιαίτερους και καταπληκτικούς ανθρώπους». Χαμογέλασε αναπολώντας εκείνη την εποχή. «Μήπως εκεί γνώρισες αυτόν που σου χάρισε τούτο εδώ;» χαμογέλασα και έγνεψα προς το χρυσό δαχτυλίδι της με το μικροσκοπικό πράσινο σμαράγδι. «Και μετά λες ότι έδωσες όρκο ένδειας. Έτσι και το πουλούσες, θα μπορούσες να φτιάξεις ένα πηγάδι κάπου στην Αφρική. Το έχω δει σε διαφημίσεις». «Ταμάρα», είπε σοκαρισμένη. «Αυτό μου το έδωσαν πριν από τριάντα χρόνια σχεδόν για την εικοστή πέμπτη μου επέτειο ως καλόγριας». «Μα μοιάζει με γαμήλια βέρα – γιατί να σου δώσουν τέτοιο πράγμα;» «Είμαι παντρεμένη με τον Θεό», χαμογέλασε. Ζάρωσα το πρόσωπό μου με αηδία. «Απαράδεκτο. Αν είχες παντρευτεί πραγματικό άντρα με σάρκα και οστά, εννοώ έναν άντρα που να τον βλέπεις και ο οποίος να ξεχνάει να βάλει τις κάλτσες του στο καλάθι με τα άπλυτα, τότε έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας θα δικαιούσουν διαμάντι». «Είμαι απολύτως ικανοποιημένη με όσα έχω τώρα, σ’ ευχαριστώ πολύ», χαμογέλασε. «Οι γονείς σου δεν σε πήγαν ποτέ σε λειτουργία;» Κούνησα το κεφάλι και μιμήθηκα τον πατέρα μου. «“Η θρησκεία δεν έχει λεφτά”. Αν και ο μπαμπάς κάνει μεγάλο λάθος. Πήγαμε στη Ρώμη και είδα το Βατικανό. Οι τύποι εκεί πέρα το φυσάνε». «Ναι, όλο κάτι τέτοια έλεγε ο μπαμπάς σου», χαχάνισε. «Τον ήξερες;» «Βέβαια». «Πώς; Πού;» «Όταν ήταν εδώ». «Μα δεν θυμάμαι να ήρθε ποτέ εδώ». «Ήρθε πάντως. Για να μάθεις να μιλάς, δεσποινίς Ξερόλα». Χαμογέλασα. «Τον αντιπάθησες;» Η αδελφή Ιγνάτιος κούνησε το κεφάλι. «Έλα, μπορείς να πεις ότι τον αντιπαθούσες. Έτσι ένιωθε ο περισσότερος κόσμος. Ακόμα κι εγώ μερικές φορές. Μαλώναμε πολύ. Δεν του έμοιαζα καθόλου και νομίζω ότι με μισούσε γι’ αυτό». «Ταμάρα». Πήρε τα χέρια μου στα δικά της και ντράπηκα κάπως. Ήταν τόσο γλυκιά και απαλή, θαρρείς και η πραγματικότητα δεν την άγγιζε. Αλλά τόσα ταξίδια που είχε κάνει και τόσο που είχε δουλέψει, θα πρέπει να είχε δει μάλλον πολύ περισσότερη πραγματικότητα από μένα. «Ο πατέρας σου σε αγαπούσε πολύ, ολόψυχα. Ήταν καλός μαζί σου, σου χάρισε μια υπέροχη ζωή, ήταν πάντα στο πλευρό σου. Ήσουν απίστευτα τυχερό κορίτσι. Μη μιλάς έτσι γι’ αυτόν. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος». Αμέσως με κατέκλυσαν οι τύψεις, κι επειδή οι παλιές συνήθειες δύσκολα κόβονται, αντέδρασα όπως πάντα. «Τότε έπρεπε να τον παντρευτείς εσύ», της πέταξα απότομα. «Έτσι θα είχες από ένα χρυσό δαχτυλίδι σε όλα σου τα δάχτυλα». Για πολλή ώρα έγινε σιωπή. Υποτίθεται ότι έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη, αλλά δεν ζήτησα, οπότε η αδελφή Ιγνάτιος συνέχισε να ζωγραφίζει τη βλακεία της. Βούτηξε το πινέλο της στην πράσινη μπογιά και κόλλησε τις τρίχες του πινέλου πάνω στο χαρτί, ξεκινώντας ένα ταξίδι από ασυνήθιστες σπαστές κινήσεις του καρπού, σαν διευθυντής ορχήστρας με πινέλο αντί για μπαγκέτα, προκειμένου να κάνει την πράσινη μουντζούρα να μοιάσει με φυλλωσιά ή κάτι τέτοιο. «Μα δεν υπάρχει δέντρο μπροστά σου». «Ούτε σκίουρος. Χρησιμοποιώ τη φαντασία μου. Και τέλος πάντων, δεν είναι δέντρο. Αυτό που προσπαθώ να αποδώσω είναι η ατμόσφαιρα στην οποία κατοικεί το σκιουράκι μου. Σκέψου το σαν αφηρημένη τέχνη· μια απομάκρυνση από την πραγματικότητα στην απόδοση της εικονοπλασίας», είπε σαν δασκάλα. «Είναι μερικώς αφηρημένη ζωγραφική, όπως θεωρούνται τα έργα τέχνης που έχουν κάποια ελευθερία, αλλάζοντας για παράδειγμα το χρώμα και τη μορφή με ευδιάκριτους τρόπους». «Λόγου χάρη, ο καφέ ελέφαντάς σου που έχει τεράστια ουρά αντί για προβοσκίδα». Δεν μου έδωσε σημασία. «Η ολική αφαίρεση, από την άλλη», συνέχισε απτόητη, «δεν φέρει κανένα ίχνος αναφοράς σε οτιδήποτε αναγνωρίσιμο».
Εξέτασα το έργο της λίγο πιο προσεχτικά. «Ναι, θα έλεγα πως το δικό σου μοιάζει περισσότερο με ολική αφαίρεση. Όπως η ζωή μου». Χαχάνισε. «Αχ, τι δράμα να είσαι δεκαεφτά». «Δεκαέξι», τη διόρθωσα. «Α, πέρασα από τη μαμά της Ρόζαλιν χτες». «Αλήθεια; Πώς είναι;» «Μου έδωσε αυτό». Έβγαλα το γυάλινο δάκρυ από την τσέπη μου και το κύλησα στην παλάμη μου. Ήταν δροσερό και λείο, καθησυχαστικό. «Έχει ένα σωρό στο σπίτι της. Είναι πολύ παράξενο. Στον πίσω κήπο της έχει ένα υπόστεγο, κάτι σαν εργαστήριο, και πίσω από το υπόστεγο είναι ένα ολόκληρο περιβόλι με τούτα τα γυάλινα πράγματα. Κάποια είναι εντελώς τρομαχτικά και μυτερά, αλλά τα περισσότερα είναι όμορφα. Κρέμονται από σκοινιά απλώματος ρούχων, καμιά δεκαριά στο σύνολο, και είναι όλα δεμένα με σπάγκους και αιχμαλωτίζουν το φως. Νομίζω ότι τα φτιάχνει η ίδια. Πάντως, σίγουρα δεν τα καλλιεργεί. Κάπως σαν φάρμα γυαλιού είναι», γέλασα. Η αδελφή Ιγνάτιος σταμάτησε να ζωγραφίζει όταν της άφησα το δάκρυ μέσα στην παλάμη. «Αυτή σου το έδωσε;» «Όχι. Δηλαδή, δεν μου το έδωσε προσωπικά στο χέρι. Την είδα στο υπόστεγο. Κάτι έφτιαχνε· ήταν σκυφτή, φορούσε γυαλιά κι έκανε κάτι με το γυαλί, και νομίζω ότι της έκοψα τη χολή. Οπότε άφησα το δίσκο με το φαγητό της στον κήπο. Της είχα ετοιμάσει κάτι να φάει». «Πολύ ευγενικό από μέρους σου». «Δεν θα το έλεγα. Έπρεπε να έβλεπες την κατάσταση του φαγητού. Και η Ρόζαλιν δεν ήξερε ότι πέρασα από εκεί, οπότε πήγα αναγκαστικά να πάρω πίσω το δίσκο και περίμενα να τον βρω γεμάτο. Όμως τον βρήκα πάνω στο τοιχάκι έξω από το σπίτι και όλα τα πιάτα ήταν καθαρά και το φαγητό έλειπε. Και μέσα στο πιάτο ήταν αυτό εδώ». Της το πήρα πάλι από το χέρι και το ξανακοίταξα εξεταστικά. «Δεν είναι πολύ γλυκιά η χειρονομία της;» «Ταμάρα…» Η αδελφή Ιγνάτιος τέντωσε το χέρι μπροστά της και κρατήθηκε από το καβαλέτο, το οποίο ήταν τόσο ελαφρύ που δεν της πρόσφερε κανένα στήριγμα. «Είσαι καλά; Φαίνεσαι λίγο…» Δεν πρόλαβα να αποσώσω τη φράση μου, γιατί η αδελφή Ιγνάτιος μου φάνηκε τόσο αδύναμη που τύλιξα αμέσως τα μπράτσα μου γύρω της. Τότε θυμήθηκα ότι παρά τη νεανική διάθεση και το παιδικό γέλιο της, είχε πατήσει τα εβδομήντα. «Καλά είμαι, καλά είμαι», είπε προσπαθώντας να γελάσει. «Μην ανησυχείς. Ταμάρα, θέλω να επαναλάβεις πιο αργά ό,τι μου είπες. Βρήκες το δάκρυ πάνω στο δίσκο όταν πήγες να τον πάρεις πίσω;» «Ναι, πάνω στο τοιχάκι του κήπου», είπα αργά. «Μα αυτό είναι αδύνατον. Την είδες να τον βάζει εκεί;» «Όχι, είδα το δίσκο από το παράθυρο του δωματίου μου. Θα πρέπει να τον άφησε εκεί ενώ βρισκόμουν σε κάποιο άλλο δωμάτιο του σπιτιού. Γιατί μου κάνεις τόσες ερωτήσεις; Μου θύμωσες που πήγα εκεί; Το ξέρω ότι μάλλον δεν έπρεπε να πάω, αλλά η Ρόζαλιν ήταν τόσο μυστικοπαθής που δεν άντεξα». «Ταμάρα...» Η αδελφή Ιγνάτιος έκλεισε τα μάτια και όταν τα ξανάνοιξε μου φάνηκε ακόμα πιο κουρασμένη. «Η μητέρα της Ρόζαλιν, η Έλεν, έχει σκλήρυνση κατά πλάκας και η κατάστασή της δυστυχώς έχει επιδεινωθεί με τα χρόνια. Είναι περιορισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και αυτός είναι ο λόγος που η Ρόζαλιν έχει αναλάβει την πλήρη φροντίδα της. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορεί να βγήκε με το αναπηρικό καροτσάκι στον κήπο για να κουβαλήσει το δίσκο». Κούνησε το κεφάλι. «Αδύνατον». «Θα μπορούσε», απάντησα. «Αν ακούμπησε το δίσκο στα πόδια της, τότε θα είχε ελεύθερα τα χέρια της και θα μπορούσε να τσουλήσει το–» «Όχι, Ταμάρα, ο μπροστινός κήπος έχει σκαλιά». Γύρισα και κοίταξα προς τα εκεί και, παρότι το σπιτάκι δεν φαινόταν από το σημείο όπου βρισκόμασταν, έφερα στο μυαλό μου τα σκαλοπάτια. «Ναι, όντως, παράξενο. Ποιος άλλος μένει στο σπιτάκι, λοιπόν;» ρώτησα. Η αδελφή Ιγνάτιος δεν είπε τίποτα. Έβλεπα τα μάτια της να γυρίζουν καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί. «Κανένας, Ταμάρα», ψιθύρισε. «Κανένας». «Μα είδα κάποιον. Σκέψου λίγο, αδελφή», γάβγισα νιώθοντας τον πανικό να με πλημμυρίζει. «Ποιον είδα στο υπόστεγο; Μια σκυφτή γυναίκα που φορούσε γυαλιά εργασίας και είχε μακριά μαλλιά. Παντού υπήρχαν αυτά τα γυάλινα πράγματα. Ποια μπορεί να ήταν;» Η αδελφή Ιγνάτιος κούνησε ξανά και ξανά το κεφάλι. «Η Ρόζαλιν έχει μια αδελφή – μου το είπε η ίδια. Μένει στο Κορκ. Είναι δασκάλα. Μπορεί να ήρθε επίσκεψη. Τι λες κι εσύ;» Η αδελφή Ιγνάτιος συνέχισε να κουνάει το κεφάλι. «Όχι. Όχι. Δεν γίνεται». Ρίγη διέτρεχαν τη ραχοκοκαλιά μου και ανατρίχιασα σύγκορμη. Ούτε καν το βλέμμα στο συνήθως πράο πρόσωπο της αδελφής Ιγνάτιου δεν με καθησύχασε καθόλου. Έμοιαζε σαν να είχε δει φάντασμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΠΤΑ: Κτήνος
Σταμάτησα να κάνω ερωτήσεις στην αδελφή Ιγνάτιο. Είχε γίνει σταχτιά και το χρώμα είχε στραγγίξει από το πρόσωπό της. «Κάτσε, αδελφή. Έλα, κάτσε εδώ στο σκαμνί. Καλά είσαι, απλώς έχει πολλή ζέστη σήμερα». Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, ενώ τη βοηθούσα να φτάσει στο σκαμνί. Το πήγα πιο κοντά στον κορμό του δέντρου, ώστε να βρίσκεται ολόκληρη στη σκιά. «Ας καθίσουμε λίγο εδώ να ξαποστάσουμε και πάμε μετά στο σπίτι». Δεν απάντησε, με άφησε μόνο να την οδηγήσω, με το ένα χέρι μου περασμένο γύρω από τη μέση της, ενώ με το άλλο κρατούσα το δικό της χέρι. Μόλις κάθισε, έδιωξα μερικές σκόρπιες τούφες από το πρόσωπό της. Δεν ήταν ζεστή. Από μακριά άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου και είδα τον Γουέσλι να τρέχει προς το μέρος μου. Κούνησα άγρια τα χέρια για να του δείξω πως τον είχα δει. Μέχρι να έρθει κοντά μου του είχε κοπεί η ανάσα από το τρέξιμο και διπλώθηκε στα δύο ασθμαίνοντας. «Γεια σου, αδελφή», είπε εντέλει κουνώντας ανόητα το χέρι, παρότι ήταν ακριβώς δίπλα της. «Ταμάρα», γύρισε αμέσως σε μένα, «τα έμαθα όλα». «Τι έμαθες;» ρώτησα με ανυπομονησία βλέποντάς τον να προσπαθεί να ξαναβρεί την ανάσα του. «Για τη Ρόζαλιν». Λαχάνιασμα. «Στην κουζίνα». Λαχάνιασμα. «Με τον μπαμπά μου». Λαχάνιασμα. «Είχες δίκιο. Για όλα. Για τη ζάχαρη και το αλάτι και», λαχάνιασμα, «που θα γύριζε νωρίτερα στο σπίτι. Πού το ήξερες;» «Σου το είπα», γύρισα αλαφιασμένη και κοίταξα την αδελφή Ιγνάτιο, αλλά το βλέμμα της ήταν απόμακρο, χαμένο στο κενό, και μου φαινόταν ότι ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Ήταν γραμμένο στο ημερολόγιο». Ο Γουέσλι κούνησε το κεφάλι σαν να μην μπορούσε να το πιστέψει και τότε θύμωσα. «Κοίτα, δεν με νοιάζει αν δεν με πιστεύεις, μόνο πες μου τι–» «Εσένα σε πιστεύω, Ταμάρα, απλώς δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που συμβαίνει. Καταλαβαίνεις;» «Ναι, καταλαβαίνω. Κι εγώ έτσι νιώθω». «Εντάξει. Σήμερα το πρωί στις δέκα χωριστήκαμε με τον Άρθουρ, ώστε εγώ να πάω να φροντίσω τις καρυδιές στα νότια του κτήματος. Έχουμε πρόβλημα μελίγκρας», κοίταξε την αδελφή Ιγνάτιο, «γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε το πε χα του εδάφους πάνω από έξι και να κόψουμε όλα τα προσβεβλημένα βλαστάρια–» «Γουέσλι, βούλωσ’ το», τον διέκοψα. «Μάλιστα, συγγνώμη. Δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι όσα μου είπες κι έτσι πήγα στο σπίτι σου και κρύφτηκα έξω από το παράθυρο της κουζίνας στον πίσω κήπο. Τα άκουσα όλα. Στην αρχή η Ρόζαλιν άρχισε να μιλάει για τη μαμά της, να λέει πως η υγεία της επιδεινώθηκε. Έχει σκλήρυνση κατά πλάκας. Τον ρώτησε κάποια πράγματα γι’ αυτήν, ζήτησε μερικές συμβουλές και τέτοια. Νομίζω ότι απλώς προσπαθούσε να χρονοτριβήσει». Έγνεψα. Αυτά που έλεγε συμφωνούσαν με την ιστορία της αδελφής Ιγνάτιου, οπότε ήξερα τουλάχιστον ότι η Ρόζαλιν δεν μου είπε ψέματα για τη μητέρα της. «Ο μπαμπάς μου μου την έσπασε όσο δεν φαντάζεσαι. Έτσι μου ’ρχόταν να βάλω τις φωνές και να του πω να ανέβει αμέσως επάνω. Αλλά τη στιγμή που είπε ότι θα ανέβαινε πάνω να δει τη μαμά σου, η Ρόζαλιν άρχισε να του μιλάει γι’ αυτήν. Ο μπαμπάς μου ήθελε πολύ να ανέβει να τη δει, αλλά η Ρόζαλιν επέμενε. Είπε ότι…» Κόμπιασε. «Έλα, Γουέσλι, πες μου». «Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα μείνεις ψύχραιμη όταν σου το πω, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε». «Εντάξει, εντάξει», προσπάθησα να τον κάνω να μιλήσει μια ώρα αρχύτερα. «Καλά». Άρχισε να μιλάει πιο αργά και να με κοιτάζει εξεταστικά ενόσω μιλούσε. «Είπε ότι έχει ξανασυμβεί. Ότι η μαμά σου έχει καταθλιπτικές τάσεις, ότι συχνά παθαίνει τέτοιες κρίσεις και απομονώνεται απ’ όλους–» «Τι μαλακίες είναι αυτά!» «Ταμάρα, άκουσέ με. Είπε ακόμα πως ο μπαμπάς και η μαμά σου το κρατούσαν μυστικό και γι’ αυτό δεν έπρεπε να το μάθεις. Είπε πως η μαμά σου έπαιρνε αντικαταθλιπτικά φάρμακα και πως το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να την αφήνετε μόνη στο δωμάτιό της μέχρι να της περάσει η κατάθλιψη. Είπε ότι έτσι έκαναν πάντα». «Μαλακίες!» τον διέκοψα πάλι. «Ψέματα! Αυτά είναι ψέματα, που να πάρει και να σηκώσει! Η μητέρα μου δεν ήταν ποτέ ξανά έτσι. Είναι... είναι... είναι παλιοψεύτρα! Πώς τολμάει να λέει ότι ο μπαμπάς δεν μου το είπε ποτέ; Θα το ήξερα. Ήμουν σπίτι κάθε μέρα. Η μαμά δεν ήταν ποτέ έτσι. Ποτέ!» Πήγαινα πέρα-δώθε, φώναζα, ήμουν έτοιμη να εκραγώ. Μ’ έπνιγε τέτοια οργή που μου ερχόταν να γκρεμίσω τα πάντα. Ένιωθα πως δεν είχα κανέναν έλεγχο, σαν να μην μπορούσα να κάνω τίποτα για να φτιάξουν πάλι όλα. Άρχισα να το σκέφτομαι. Υπήρχε καμία περίπτωση να μην είχα διακρίνει τη συμπεριφορά της μαμάς;
Μήπως ήταν κι άλλη φορά έτσι και δεν το θυμόμουν; Ήμουν τόσο απαίσια κόρη που μπορούσαν να με παραπλανήσουν έτσι εύκολα; Αναλογίστηκα τα Σαββατοκύριακα που έλειπαν από το σπίτι – μήπως πήγαιναν κάπου αλλού; Αναλογίστηκα τα αδύναμα χαμόγελά της στον μπαμπά, το γεγονός ότι δεν έδειχνε ποτέ υπερβολικό ενθουσιασμό σαν τις άλλες μαμάδες, το γεγονός ότι δεν εξωτερίκευε ποτέ τίποτα. Όχι, όλα αυτά δεν σήμαιναν τίποτα. Απλώς δεν ήταν ευσυγκίνητη, δεν έκλαιγε ποτέ, δεν ήταν συναισθηματική· αυτό όμως δεν σήμαινε πως ήταν καταθλιπτική. Όχι, όχι και πάλι όχι. Πώς τολμούσε η Ρόζαλιν να λέει ότι ο πατέρας μου μου έλεγε ψέματα τη στιγμή που αυτός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του; Ήταν λάθος. Ήταν όλα λάθος. Ο Γουέσλι προσπάθησε να με πιάσει και να με ηρεμήσει, αλλά εγώ ούρλιαζα – αυτό το θυμάμαι τουλάχιστον. Θυμάμαι ακόμα ότι η αδελφή Ιγνάτιος συνήλθε επιτέλους, σηκώθηκε από το σκαμνί και ήρθε κοντά μου με ανοιχτές αγκάλες κι εκείνο το γλυκό, θλιμμένο αλλά γερασμένο –πολύ πιο γερασμένο απ’ ό,τι λίγα λεπτά πριν– πρόσωπό της με κοιτούσε πλέον με τόση θλίψη και οίκτο, ώστε δεν άντεχα να την αντικρίζω. «Ταμάρα, πρέπει να προσπαθήσεις να με ακούσεις…» έλεγε, αλλά δεν ήθελα ν’ ακούσω. Χτυπιόμουν και προσπαθούσα να τους ξεφύγω. Και τότε θυμάμαι ότι άρχισα να τρέχω, να τρέχω πολύ γρήγορα, ενώ τους άκουγα να με φωνάζουν. Έπεσα μερικές φορές κι ένιωθα τον Γουέσλι ακριβώς πίσω μου, ενώ κάποια στιγμή με πρόφτασε και με άρπαξε στα χέρια του. Ούρλιαξα και συνέχισα να τρέχω γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, νομίζοντας πως ήταν ακόμα πίσω μου. Δεν ξέρω πότε σταμάτησε να τρέχει, πότε αποφάσισε να με αφήσει να φύγω, εγώ όμως συνέχισα να τρέχω παρότι άρχισα να νιώθω πόνο στο στήθος και δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα. Καυτά δάκρυα θόλωναν τα μάτια μου, καθώς η φόρα μου δεν τα άφηνε να κυλήσουν κανονικά προς τα κάτω. Βγήκα τρέχοντας από το δάσος και βρέθηκα στο δρόμο, όπου το μουγκρητό μιας μηχανής, το σκούξιμο των ελαστικών και μια παρατεταμένη κόρνα μου πήραν τ’ αυτιά και κοκάλωσα. Έμεινα στήλη άλατος. Περίμενα τις ρόδες να με πατήσουν, τον προφυλακτήρα να με χτυπήσει στα πλευρά και το σώμα μου να πεταχτεί στον αέρα και να σκάσει πάνω στο παρμπρίζ. Δεν έγινε τίποτα όμως. Ένιωσα μόνο την καυτή λαμαρίνα δίπλα στο πόδι μου, πάρα πολύ κοντά μου, αλλά εκείνο το σκοτεινό κομμάτι του εαυτού μου που έμενε στις σκιές είπε πως δεν ήταν αρκετά κοντά. Τότε η πόρτα του οχήματος άνοιξε και άκουσα μια φωνή. Αντρική. Τα χέρια μου ανέβηκαν στ’ αυτιά μου, καθώς ούρλιαζα ασταμάτητα, ανήμπορη να πάρω ανάσα. Άκουσα κάποιον να λέει ξανά και ξανά το όνομά μου. Θυμωμένα, επιθετικά, επικριτικά. Λες κι έφταιγα εγώ. Εντέλει, η φωνή μαλάκωσε κι ένιωσα μπράτσα να με τυλίγουν· κάποιος άρχισε να με κουνάει τρυφερά και η φασαρία κόπασε και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στην αγκαλιά του Μάρκους, ότι το πούλμαν της κινητής βιβλιοθήκης ήταν δίπλα μας και ότι έκλαιγα με ανεξέλεγκτους λυγμούς πάνω στο πουκάμισό του. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του φανέρωνε ανησυχία και φόβο. «Πού θες να πάμε τώρα λοιπόν; Παρίσι; Αυστραλία;» ρώτησε μαλακά χαμογελώντας. «Όχι», είπα μέσα από τους λυγμούς μου. «Θέλω να πάω σπίτι. Θέλω μόνο να πάω σπίτι». Στο πούλμαν, στο δρόμο για το Κιλάινι, δεν έβγαλα μιλιά. Ο Μάρκους προσπάθησε να μου κάνει κάποιες ερωτήσεις, αλλά ύστερα από λίγο εγκατέλειψε την προσπάθεια. Κάποια στιγμή σταμάτησα το κλάμα και το κορμί μου έπαψε να τραντάζεται, συνέχισε να τρεμουλιάζει μόνο λίγο. Ένιωθα αδύναμη έπειτα από τόση συγκίνηση, εξαντλημένη από το ξέσπασμα. Σκούπισα μια τελευταία φορά τα μάτια μου με το λερωμένο μου μαντίλι, πήρα βαθιά ανάσα και την άφησα να βγει. «Ακούγεσαι πολύ καλύτερα», είπε ο Μάρκους και με κοίταξε κάποια στιγμή που σταματήσαμε στο κόκκινο. «Λοιπόν, θα μου μιλήσεις τώρα;» Καθάρισα το λαιμό μου και του χαμογέλασα. «Γεια σου, Μάρκους. Θέλω να μεθύσω». «Ξέρεις κάτι, αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κι εγώ». Χαμογέλασε σκανταλιάρικα και μόλις το φανάρι έγινε πράσινο, σταμάτησε το πούλμαν έξω από μια κάβα. «Σκεφτόμαστε το ίδιο εσύ κι εγώ», είπε προτού κλείσει την πόρτα και μπει τρέχοντας στο μαγαζί. Έπρεπε να του το είχα πει τότε που μου δόθηκε πάλι η ευκαιρία. Την ηλικία μου εννοώ. Έτσι θα είχαμε γλιτώσει από πολύ πόνο. Δεν έμεναν ούτε τρεις βδομάδες ακόμα μέχρι τα δέκατα έβδομα γενέθλιά μου, αλλά και πάλι θα με θεωρούσε μάλλον πολύ μικρή γι’ αυτόν. Δεν είμαι απολύτως σίγουρη τι σκεφτόμουν, αν δηλαδή ήμουν σε θέση να σκεφτώ καθόλου. Ένιωθα μουδιασμένη και ήθελα να μουδιάσω ακόμα παραπάνω. Δεν ήθελα να αισθάνομαι, δεν ήθελα να πρέπει να σκέφτομαι. Ένιωθα πως η ζωή μου ήταν εντελώς εκτός ελέγχου, οπότε ήθελα να χάσω και τον έλεγχο του εαυτού μου, έστω για λίγο. Ήταν μόλις μία ώρα δρόμος για το Κιλάινι. Μία ώρα δεν ήταν τίποτα, αλλά για μένα ήταν σαν ένας άλλος κόσμος. Είχα ξεριζωθεί από το σπίτι μου, από τον τόπο μου. Ένιωθα σαν να μου είχαν ξεριζώσει την ταυτότητά μου. Νομίζω ότι κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν τι σημαίνει να τους ξεσπιτώνουν. Φυσικά, νιώθουν νοσταλγία ή μπορεί να μετακομίσουν αλλού και να τους λείπει η παλιά τους περιοχή. Εμένα, όμως, με ανάγκασαν να φύγω. Μια τράπεζα, ένα μέρος που δεν είχε καμία σχέση με ζεστασιά, με αναμνήσεις, με οικογένειες, κυνήγησε τον πατέρα μου, τον βασάνισε τόσο πολύ, ώστε τον οδήγησε στο σημείο να δώσει τέλος στη ζωή του. Και μετά, αφού τον έφεραν σε αυτό το σημείο, άρπαξαν το σπίτι που φυλούσε τις αναμνήσεις μας, το μέρος που νιώθαμε δικό μας, τα θεμέλια της οικογένειάς μας. Και ενώ μας πέταξαν έξω και μας ανάγκασαν να ζήσουμε με συγγενείς τους οποίους δεν γνωρίζαμε καλά-καλά, αυτό έστεκε απλώς εκεί, τεράστιο και αδειανό, με μια πωλητήρια πινακίδα καρφωμένη στον τοίχο της περίφραξης σαν υψωμένο μεσαίο δάχτυλο, ενώ εμείς ήμασταν αναγκασμένες να καθόμαστε απέξω και να το κοιτάμε σαν ξένες, χωρίς να μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. «Έχεις ακόμα τα κλειδιά;» με ρώτησε ο Μάρκους την ώρα που διασχίζαμε τους φιδογυριστούς δρόμους της περιοχής. Έγνεψα. Κι άλλο ψέμα. «Ε, κάνε λίγο κράτει, βρε Ταμάρα». Με κοιτούσε να κατεβάζω το τρίτο κουτάκι μπίρα. «Άσε λίγο και για μένα», γέλασε. Αποτελείωσα την μπίρα και ρεύτηκα δυνατά.
«Πολύ σέξι», είπε γελώντας, με την προσοχή του στραμμένη στο δρόμο. Αν με ρωτήσετε, θα σας πω με κάθε ειλικρίνεια ότι αυτή ήταν η πρώτη στιγμή που αποφάσισα συνειδητά τι ήθελα να κάνω. Φυσικά, μπορώ να τον κατηγορήσω ότι αυτός μου έβαλε την ιδέα, αλλά ο αληθινός υπαίτιος ήμουν εγώ. Ίσως τη στιγμή που βγήκα τρέχοντας στη μέση του δρόμου και ο Μάρκους με πήρε αγκαλιά, να ήξερα κιόλας ότι θα καταλήγαμε στο σπίτι, καθώς και ότι θα κατέληγα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς μου μαζί του. Μπορεί και να το είχα αποφασίσει από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα. Ίσως να τα είχα προσχεδιάσει όλα. Ίσως τελικά να είχα πολύ μεγαλύτερο έλεγχο των πραγμάτων απ’ όσο νόμιζα. Ή ίσως η τρίτη μπίρα να στάθηκε μοιραία στη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Στο δρόμο έδειχνα τα διάφορα μέρη στον Μάρκους, του αφηγούμουν ιστορίες, του έλεγα τα ονόματα των ανθρώπων που έμεναν εκεί. Δεν περίμενα απαντήσεις. Δεν είχε και καμία σημασία αν θα μου απαντούσε ή όχι. Τα έλεγα για μένα. Η φωνή μου ήταν σαν να ερχόταν από κάπου αλλού. Δεν ένιωθα ο εαυτός μου. Δεν μ’ ένοιαζε πραγματικά ποια ήμουν. Είχα σταματήσει να παριστάνω το άτομο που συνεχώς προσπαθούσα να είμαι, ίδια με τη Ζόι και τη Λόρα, ίδια με όλο τον κόσμο γύρω μου, λες και αν ήμασταν έτσι θα τα καταφέρναμε πολύ καλύτερα στη ζωή μας. Ε, δεν πήγαινε έτσι το πράγμα. Δεν πήγαινε έτσι για τη Λόρα, δεν πήγαινε έτσι για τη Ζόι και σίγουρα δεν πήγαινε καθόλου έτσι για μένα. Σταματήσαμε έξω από το σπίτι. Είπα στον Μάρκους να παρκάρει το πούλμαν σ’ έναν παράδρομο λίγο παρακάτω, ώστε να μη φαίνεται από το δρόμο. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα τώρα ήταν να έρθουν οι γείτονες και να ζητάνε βιβλία. Το σπίτι δεν φαινόταν από το δρόμο. Οι μεγάλες μαύρες πύλες, που διέθεταν κάμερες ασφαλείας και ήταν κλειδωμένες ανάμεσα στους τρίμετρους τείχους, θα πτοούσαν κάθε διαρρήκτη. Ο μπαμπάς είχε αφιερώσει απίστευτο χρόνο και κόπο σε τούτες τις πύλες. Τις είχε σχεδιάσει και ξανασχεδιάσει, ενώ ήθελε και τη γνώμη τη δική μου και της μαμάς, οπότε με πήγε με καμάρι στην είσοδο για να με ρωτήσει τη γνώμη μου, αλλά εγώ δεν του απάντησα, του είπα ότι δεν μ’ ένοιαζε. Τον πλήγωνα συνεχώς. Νομίζω ότι αυτά διηγούμουν στον Μάρκους ενώ πηγαίναμε προς τα εκεί, αλλά δεν είμαι σίγουρη. «Δεν έχω το τηλεκοντρόλ της πύλης περασμένο στα κλειδιά μου», έπιασα τον εαυτό μου να λέει κάποια στιγμή. «Θα πρέπει να σκαρφαλώσω, να περάσω από πάνω και ν’ ανοίξω τις πύλες μέσα από το σπίτι». Είχα σύστημα. Το είχα κάνει αμέτρητες φορές. Τα περισσότερα βράδια, μετά το σχολείο, η μαμά και ο μπαμπάς μού έπαιρναν τα κλειδιά ώστε να μην το σκάω, αλλά, παρά το μεγάλο ύψος της, εγώ κατάφερα πολλές φορές να σκαρφαλώσω με ασφάλεια πάνω από την πύλη. Άκουγα τον Μάρκους να με προειδοποιεί, να μου λέει από πού να πάω, αλλά δεν ακολουθούσα τις οδηγίες του. Λες και είχα μπει στον αυτόματο πιλότο, σκαρφάλωσα απλώς την πύλη και προσγειώθηκα με ασφάλεια στην άλλη πλευρά. Τον άκουσα να με χειροκροτεί, ενώ διέσχιζα τον μακρύ δρόμο που έβγαζε στο σπίτι μας. Μπορεί ο Μάρκους να νόμιζε πως ήταν εκεί μαζί μου, αλλά η αλήθεια ήταν πως εγώ βρισκόμουν έτη φωτός μακριά του. Το σπίτι μας – γυαλί, πέτρα, ξύλο, μεγαλοπρεπές, φωτεινό, μοντέρνο, ευάερο. Ήταν σαν να είχε ξεπηδήσει μέσα από τις σελίδες διαφημιστικού καταλόγου. Η πέτρα για να καμουφλάρει τα σημεία του σπιτιού όπου φαινόταν ο βράχος στον οποίο είχε χτιστεί, το ξύλο για να εναρμονίζεται με το δάσος γύρω του, το γυαλί για να προσφέρει απρόσκοπτη θέα στη θάλασσα που εκτεινόταν μέχρι το άπειρο. Ο μπαμπάς είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει το τέλειο μέρος, απ’ όπου δεν θα ήθελε να φύγει κανείς μας. Από αυτή την άποψη, καλά τα κατάφερε. Ήξερα ότι η εξώπορτα θα ήταν κλειδωμένη, αλλά, συνεχίζοντας να λειτουργώ σαν αυτόματο, πήγα από πίσω. Στον πίσω κήπο είδα το μπαλάκι του τένις που ήταν πάντα εκεί, κατσιασμένο και βρεγμένο. Είχε πέσει στον κήπο όταν ξέφυγε από το γήπεδο του τένις που βρισκόταν εκεί κοντά, αλλά τότε είχα βαρεθεί να πάω να το μαζέψω. Εκείνη τη μέρα έπαιζα τένις με τον μπαμπά. Είχε μπει η άνοιξη και είχαμε ξαναρχίσει να χρησιμοποιούμε το ανοιχτό γήπεδο. Έπαιζα φριχτά, θυμάμαι. Είχα σκουριάσει έπειτα από έναν ολόκληρο χειμώνα που δεν έπιασα ούτε μία φορά ρακέτα. Όλο έχανα μπαλιές, όλο έριχνα την μπάλα πάνω στο φιλέ, ενώ είχα κουραστεί να πηγαίνω διαρκώς στον κήπο και να ψάχνω το μπαλάκι. Ο μπαμπάς έδειχνε γαϊδουρινή υπομονή, δεν έβαζε τις φωνές, δεν έλεγε τίποτα. Μέχρι και το μπαλάκι πήγαινε να φέρει πίσω μερικές φορές, αν και δεν είχε χαθεί από δικό του φταίξιμο. Ακόμα και μερικές μπαλιές έχασε επίτηδες, πράγμα που με εξόργισε ακόμα περισσότερο. Θυμάμαι πως φορούσε το κοντό άσπρο σορτσάκι του τένις, το άσπρο μπλουζάκι με το γιακά, τις αθλητικές κάλτσες που τις ανέβαζε πολύ ψηλά και μ’ έκανε να ντρέπομαι γι’ αυτόν, αν και ήμουν η μόνη που τον έβλεπα. Ο καλός μου ο μπαμπάς… Στον κήπο, στο πίσω μέρος, υπήρχαν τα ίδια αγάλματα – ένα γέρικο παχουλό ζευγάρι με σύνεργα κηπουρικής στα χέρια· ο άντρας ήταν σκυφτός και πάνω από τη ζώνη του παντελονιού του φαινόταν το χώρισμα του πισινού του. Θυμάμαι που ο παππούς μου, ο μπαμπάς του μπαμπά μου, τους μιλούσε πάντα πριν πεθάνει. Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο, φώναζε τη γυναίκα Μίλντρεντ και τον άντρα Τρίσταν και μ’ έκανε να γελάω απ’ όταν ήμουν παιδί ακόμα. Έτσι, η Μίλντρεντ και ο Τρίσταν είχαν γίνει μέλη της οικογένειας. Προφανώς, όμως, η μαμά δεν κανόνισε να μεταφερθούν κι έτσι είχαν απομείνει οι μόνοι ένοικοι του σπιτιού. Μέσα στο γρασίδι, κοντά στο σχοινί απλώματος των ρούχων, ήταν πεσμένο ένα κόκκινο πλαστικό μανταλάκι, το οποίο θα πρέπει να έμεινε εκεί από την τελευταία μπουγάδα. Σκαρφάλωσα στη στέγη της πισίνας, όπου βρισκόταν ακόμα η παλιά ανεμοδαρμένη ξύλινη σκάλα. Τη φυλούσα εκεί για να τη χρησιμοποιώ στις νυχτερινές μου αποδράσεις. Η πιο πρόσφατη προσθήκη του σπιτιού, η πισίνα, είχε σκεπαστεί με μπλε μουσαμά, ενώ οι έξι σεζλόνγκ μας ήταν τοποθετημένες διαγώνια πλάι στην τζαμαρία, με τα ροζ μαξιλαράκια τους να με περιμένουν για το πρωινό μου κολύμπι. Ένα ξεφούσκωτο σωσίβιο ήταν αφημένο πάνω σε μια ξαπλώστρα. Το είχα φέρει από τη Μαρμπέλα. Ήταν φούξια. Μου το είχε δώσει ο Μάνουελ, ένα αγόρι που είχα φιλήσει πέρυσι, και γι’ αυτό θέλησα να το φέρω σπίτι. Ήταν παρατημένο εκεί χωρίς να το χρησιμοποιεί κανείς. Ένα πεταμένο φιλί. Μόλις σκαρφάλωσα στη στέγη, ανέβηκα τη σκάλα και έφτασα στο μπαλκόνι του δωματίου μου. Κανείς δεν κλείδωνε ποτέ την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου. Ήταν, υποτίθεται, πολύ ψηλά και δεν μπορούσε να
φτάσει κανείς διαρρήκτης. Το κεφάλι μου γύριζε όταν πάτησα εντέλει στο μπαλκόνι. Η ατμόσφαιρα είχε δροσίσει τώρα που ήμασταν τόσο κοντά στην ακτή. Η θαλασσινή αύρα ήταν δροσερή και ο αέρας έδιωχνε την κάψα του Ιούλη και έφερνε μυρωδιές από φύκια και αλμύρα. Κοίταξα την παραλία και το βλέμμα μου αγκάλιασε τη θέα. Αναπόλησα τα καλοκαίρια των δεκαέξι χρόνων μου μαζί με τη μαμά και τον μπαμπά, καθώς και τις νύχτες που περνούσα εκεί έξω με τους φίλους μου. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν εκεί κοιτώντας τη φανταστική οικογένεια να γράφουν τα ονόματά τους στην αμμουδιά και το κοριτσάκι που έθαβε τον μπαμπά του στην άμμο, αλλά κάποια στιγμή θυμήθηκα τον Μάρκους που περίμενε στην πύλη. Μόλις άνοιξα την μπαλκονόπορτα, άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός. Έτρεξα αμέσως μέσα, ελπίζοντας να μην είχαν αλλάξει τον κωδικό. Φυσικά, ήταν ο ίδιος. Ποιος πρώην ιδιοκτήτης που στέκει στα καλά του θα ήθελε ποτέ να παραβιάσει το κατασχεθέν σπίτι του; Αφού απέτυχα στην πρώτη μου προσπάθεια, επειδή τα δάχτυλά μου έτρεμαν, θυμήθηκα τι έπρεπε να κάνω και ο συναγερμός σίγησε επιτέλους. Πήρα μερικές ανάσες και περίμενα να προσαρμοστούν τ’ αυτιά μου, που κουδούνιζαν ακόμα. Ύστερα πάτησα το κουμπί που άνοιγε την πύλη, κατέβηκα κάτω και άνοιξα την εξώπορτα. Μέχρι ν’ ανηφορίσει το δρόμο ο Μάρκους, εγώ περιπλανήθηκα στο σπίτι. Έσυρα τα δάχτυλά μου πάνω σε όλες τις επιφάνειες. Κάποιες ήταν λίγο σκονισμένες. Τότε άκουσα τον Μάρκους πίσω μου και η φωνή του αντιλάλησε στο χολ της εισόδου. Τον άκουσα να σφυρίζει εντυπωσιασμένος. Μπήκα στην κουζίνα και είδα οικογενειακά δείπνα στο τραπέζι, βιαστικά πρωινά στον πάγκο, χριστουγεννιάτικα τραπέζια εκεί δίπλα, στην τραπεζαρία, θορυβώδεις δεξιώσεις, πάρτι γενεθλίων, πρωτοχρονιάτικα ρεβεγιόν. Θυμήθηκα καβγάδες ανάμεσα στη μαμά και στον μπαμπά, ανάμεσα σε μένα και στον μπαμπά. Θυμήθηκα χορούς. Εγώ να χορεύω με τον μπαμπά μπροστά σε όλο τον κόσμο σ’ ένα πάρτι. Θυμήθηκα το ανέκδοτο που έλεγε σε κάθε πάρτι ο μπαμπάς: μια μεγάλη ιστορία που ποτέ δεν κατάλαβα, αλλά που μου άρεσε να τον ακούω να τη λέει. Εκείνη τη στιγμή σαν να ζωντάνευε, γιατί του άρεσε που βρισκόταν στο προσκήνιο, ανάμεσα σε ανθρώπους που εμπιστευόταν. Με τα μάγουλά του ξαναμμένα από το ποτό και τα γαλανά του μάτια να αστράφτουν, έλεγε την ιστορία με σταθερή και τέλεια φωνή, πεθαίνοντας να φτάσει στην κατακλείδα για να δει όλο τον κόσμο να ξεσπάει σε γέλια. Έβλεπα το μέρος όπου περνούσε όλο το βράδυ η μαμά μαζί με τις σικάτες φίλες της, μαζεμένες κοντά-κοντά, με τα πανάκριβα παπούτσια τους, τους λεπτούς αστραγάλους, τη μαυρισμένη επιδερμίδα και τα μαλλιά με τις ανταύγειες. Όταν γύρισα από την άλλη, είδα τον μπαμπά να περιδιαβαίνει τα δωμάτια και να μου κλείνει το μάτι, με το πούρο στο χέρι, καθώς πήγαινε στο μοναδικό δωμάτιο όπου η μαμά του επέτρεπε να καπνίζει. Τον ακολούθησα εκεί μέσα. Τον είδα να μπαίνει και να χαιρετάει τους φίλους του. Όλοι επευφήμησαν όταν άνοιξε το καλύτερο μπράντι και κάθισαν αναπαυτικά για να μιλήσουν ή να παίξουν σνούκερ. Κοίταξα ένα γύρο τους τοίχους και θυμήθηκα τις φωτογραφίες. Τα επιτεύγματά του, τα πτυχία του, τα αθλητικά του κύπελλα, τις οικογενειακές φωτογραφίες του. Εγώ δακρυσμένη την πρώτη μου μέρα στο σχολείο, εγώ ανεβασμένη στους ώμους του στον Κόσμο του Ντίσνεϊ, φορώντας μπλούζα Μίκυ Μάους, με τα μαλλιά μου πιασμένα κοτσιδάκια κι ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπο επειδή μου έλειπαν τα μπροστινά μου δόντια. Πήγα στο επόμενο δωμάτιο. Ο μπαμπάς και οι φίλοι του στην κορυφή μιας πίστας του σκι στο Άσπεν. Μια φωτογραφία του μπαμπά να παίζει γκολφ με τον Πάντρεγκ Χάρινγκτον 11 σε φιλανθρωπικό αγώνα με πολλές διασημότητες. Πήγα στο δωμάτιο της τηλεόρασης και τον είδα να κάθεται στην αγαπημένη του πολυθρόνα και να βλέπει τηλεόραση. Η μαμά στην άλλη γωνία, με τα πόδια μαζεμένα και τα μπράτσα τυλιγμένα προστατευτικά γύρω από τα πόδια της, να γελάνε οι δυο τους παρακολουθώντας κάποια κωμωδία στην τηλεόραση. Με κοίταξε και μου έκλεισε πάλι το μάτι. Σηκώθηκε πάνω και τον ακολούθησα. Διαβήκαμε το χολ της εισόδου, προσπεράσαμε τον Μάρκους, ο οποίος με κοιτούσε, και μετά ο μπαμπάς πέρασε μέσα από την κλειστή πόρτα του γραφείου. Εξαφανίστηκε. Εκεί μέσα δεν μπορούσα να πάω. Ο καβγάς. Ο φριχτός καβγάς που κάναμε. Του είχα κοπανήσει την πόρτα στα μούτρα κι έτρεξα επάνω. Έπρεπε να του είχα πει ότι τον αγαπάω. Έπρεπε να του είχα ζητήσει συγγνώμη και να τον είχα αγκαλιάσει. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου. Σε μισώ!» «Ταμάρα, γύρνα πίσω!» Η φωνή του. Η γλυκιά φωνή του, που θέλω να την ξανακούσω. Αχ, μπαμπά μου, ήρθα, γύρισα. Σε παρακαλώ, βγες από το γραφείο σου. Και μετά, το επόμενο πρωί, τον είδα τον όμορφο μπαμπά μου. Τον ωραίο μπαμπά μου πεσμένο στο πάτωμα. Όχι όπως ήταν. Υποτίθεται ότι θα ζούσε για πάντα. Υποτίθεται ότι θα με φρόντιζε πάντα. Υποτίθεται ότι θα περνούσε από ανάκριση τους φίλους μου και θα με συνόδευε στην εκκλησία για να με παραδώσει στο γαμπρό. Υποτίθεται ότι θα έπειθε με τον τρόπο του τη μαμά όταν δεν μπορούσε να περάσει το δικό μου, ότι θα μου έκλεινε κρυφά το μάτι όταν θα τύχαινε να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Υποτίθεται ότι θα με κοιτούσε με καμάρι σε όλη μου τη ζωή. Και μετά, όταν θα γερνούσε, υποτίθεται ότι θα τον φρόντιζα εγώ, ότι θα ήμουν εγώ στο πλευρό του, ότι θα του τα ξεπλήρωνα όλα. Εγώ έφταιγα. Εγώ έφταιγα για όλα. Είχα προσπαθήσει να τον σώσω, αλλά δεν ήξερα καν πώς να το κάνω σωστά. Αν είχα μάθει τον τρόπο, αν πρόσεχα στο σχολείο, αν είχα προσπαθήσει να δείχνω ενδιαφέρον, να είμαι καλύτερος άνθρωπος και όχι το εγωιστικό πλάσμα που ήμουν, τότε ίσως να είχα μπορέσει να τον βοηθήσω. Μου είπαν πως όταν τον βρήκα ήταν πια πολύ αργά, πως δεν υπήρχε τίποτα ανθρωπίνως δυνατό που να μπορούσα να κάνω, αλλά πάλι ποτέ δεν ξέρεις. Κόρη του είμαι – ίσως αυτό από μόνο του να είχε βοηθήσει. Το δωμάτιο αυτό, το δικό του δωμάτιο, που κρατούσε τη μυρωδιά του. Το άφτερ σέιβ του, πούρα, κρασί ή μπράντι, βιβλία και ξύλα. Το δωμάτιο στο οποίο είχε κόψει το νήμα της ζωής του, όπου ήταν στρωμένο το χαλί που λέρωσα με εμετό όταν ξέρασα το κόκκινο κρασί το βράδυ μετά την κηδεία του. Δεν μπορούσα να μπω εκεί μέσα. Άκουσα κουτάκια μπίρας να τσουγκρίζουν και το θρόισμα της πλαστικής σακούλας, και γύρισα από την άλλη. Ο Μάρκους με κοιτούσε.
«Ωραίο σπίτι». «Ευχαριστώ». «Είσαι καλά;» Έγνεψα. «Πρέπει να είναι παράξενο να ξαναγυρνάς εδώ». Έγνεψα πάλι. «Δεν είσαι πολύ ομιλητική σήμερα». «Δεν σ’ έφερα εδώ για να μιλήσουμε». Με κοίταξε. Το είδα στο πρόσωπό του, το ήθελε κι αυτός. Πες του το. Πες του το. «Έλα λοιπόν, θα σου δείξω το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού», χαμογέλασα. Τον έπιασα από το χέρι και τον οδήγησα στις σκάλες. Όταν βρεθήκαμε στο δωμάτιό μου, ξάπλωσα στο πάτωμα, πάνω στην παχιά κρεμ μοκέτα όπου βρισκόταν παλιά το υπέρδιπλο κρεβάτι μου με το άσπρο δερμάτινο κεφαλάρι. Το κεφάλι μου γύριζε από το αλκοόλ και απ’ όλα όσα μου συνέβαιναν. Ήθελα να ξεχάσω όλα όσα είχαν γίνει εκείνη τη μέρα – την αδελφή Ιγνάτιο, τη Ρόζαλιν, τον Δρα Τζένταντ, τη μυστηριώδη γυναίκα στο σπίτι της μητέρας της Ρόζαλιν. Ήθελα να ξεχάσω τη μητέρα μου την ώρα που προσπαθούσα να τραβήξω το άτονο εύθραυστο κορμί της και να την κάνω να σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήθελα να ξεχάσω το Κίλσανι και όλους όσοι ζούσαν εκεί. Ήθελα να ξεχάσω πως είχαμε φύγει ποτέ από τούτο το σπίτι και πως ο μπαμπάς έκανε ό,τι έκανε. Ήθελα να ξαναγυρίσω σ’ εκείνη τη νύχτα που το έσκασα απ’ το σπίτι και που μετά μάλωσα με τον μπαμπά. Ήθελα να αλλάξουν όλα. Και τότε άλλαξαν όλα. Όλα όμως. Και αν σε κάποια φάση είχα καταφέρει να στήσω όρθια τα ντόμινο, εκείνη τη στιγμή άρχισαν πάλι να καταρρέουν. 1 1 Ιρλανδός πρωταθλητής του γκολφ. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΟΚΤΩ: Αναπαύσου εν ειρήνη
Aν και πριν από δύο χρόνια το σπίτι μας στο Κιλάινι θα έπιανε το ιλιγγιώδες ποσό των οχτώ εκατομμυρίων ευρώ, τώρα πουλιόταν για τα μισά. Ξέρω πόσο άξιζε επειδή ο μπαμπάς καλούσε τακτικά εκτιμητές ακινήτων. Κάθε φορά που έβγαιναν τα αποτελέσματα των καινούριων αποτιμήσεων, ο μπαμπάς ανέβαινε από το κελάρι του σπιτιού των έξι εκατομμυρίων ευρώ μ’ ένα μπουκάλι Σατό Λατούρ των εξακοσίων ευρώ στο χέρι, το οποίο μοιραζόταν με το τέλειο υπόδειγμα συζύγου και την εντελώς ορμονικά ανισόρροπη έφηβη κόρη του. Δεν κακιώνω με τον μπαμπά για την επιτυχία του. Πρώτον, δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος, και όχι μόνο επειδή η επιτυχία του λογιζόταν αναπόφευκτα και ως δική μας επιτυχία – η ειρωνεία είναι φυσικά ότι και οι αποτυχίες του έγιναν δικές μας· και δεύτερον, επειδή χρωστούσε την επιτυχία του στη σκληρή δουλειά, δούλευε σαν το σκυλί από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, και τα Σαββατοκύριακα. Αγαπούσε αυτό που έκανε κι συνεισέφερε τακτικά σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τώρα, αν το έκανε φορώντας σμόκιν και ποζάροντας μπροστά στα φλας των φωτογράφων ή σηκώνοντας το χέρι σε κάποια φιλανθρωπική δημοπρασία, αυτό δεν έχει καμία σημασία. Το θέμα είναι ότι έδινε και αυτό είχε σημασία. Δεν ήταν κακό που είχε ακριβό σπίτι, καθόλου κακό μάλιστα. Είναι πολύ αξιοπρεπές να δημιουργείς κάτι, να δουλεύεις σκληρά για να πετύχεις κάτι. Αλλά η επιτυχία, η κάθε επιτυχία, δεν θα έπρεπε να τρέφει τον ανδρισμό του, θα έπρεπε να τρέφει την καρδιά του. Για τον μπαμπά, η επιτυχία ήταν σαν τη μάγισσα του παραμυθιού Χάνσελ και Γκρέτελ: τον έτρεφε για όλους τους λάθος λόγους, τον πάχαινε σε όλα τα λάθος μέρη. Την άξιζε την επιτυχία ο μπαμπάς, απλώς του χρειαζόταν ένα μάθημα ταπεινοφροσύνης. Όχι ότι ένα τέτοιο μάθημα δεν θα μου έκανε κι εμένα καλό. Θυμάμαι πόσο σπουδαία ένιωθα μέσα στην ασημί Άστον Μάρτιν με την οποία με πήγαινε στο σχολείο κάποια πρωινά! Πόσο σπουδαία είμαι τώρα που κάποιος άλλος την αγόρασε από μια μάντρα κατασχεθέντων αυτοκινήτων για ένα απειροελάχιστο ποσοστό της αξίας της. Πόσο σπουδαία, πράγματι. Ο λόγος που ανέφερα την τιμή του σπιτιού είναι ότι παρόλο που η τιμή πώλησης μειώθηκε στο μισό και θα μειωνόταν ακόμα περισσότερο, αν έκρινα από τη σκόνη που μάζευε το σπίτι, εντούτοις το ακίνητο παρέμενε πολύ ακριβό και οι κτηματομεσίτες έδιναν προτεραιότητα στην πώλησή του. Πού να φανταστώ, όταν άνοιγα την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου θέτοντας σε λειτουργία το συναγερμό, ότι εκείνη τη στιγμή ενεργοποιήθηκε το σύστημα αυτόματης τηλεφωνικής κλήσης στο ανησυχητικά ήσυχο γραφείο της μεσίτριας, με αποτέλεσμα να ανέβει στη στιγμή στο αυτοκίνητό της και να έρθει επιτόπου για να ελέγξει το ακίνητο. Καθώς βρισκόμουν τρεις ορόφους ψηλά και ήμουν στραμμένη προς τη λάθος μεριά, δεν άκουσα φυσικά τις ηλεκτρικές πύλες που άνοιξαν κάπου ένα χιλιόμετρο παρακάτω στο δρόμο. Καθώς ήμουν παραδομένη σε αυτό που έκανα, δεν άκουσα ούτε όταν άνοιξε η εξώπορτα του σπιτιού και η μεσίτρια μπήκε στο χολ. Αυτή μας άκουσε όμως. Έτσι, λοιπόν, οι επόμενοι που ήρθαν να μας επισκεφτούν ήταν οι αστυνομικοί. Τα βαριά ποδοβολητά τους στις τρεις σκάλες μας επέτρεψαν τουλάχιστον να σταματήσουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε μέχρι πριν από λίγο ξαπλωμένοι στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς μου. Ωστόσο, ο χρόνος δεν ήταν αρκετός για να προλάβουμε να ντυθούμε, οπότε ζάρωσα πίσω από τον Μάρκους, με τα ρούχα μου σκορπισμένα γύρω μου, και συνάντησα τον αστυνόμο Φιτζγκίμπον, έναν υπέρβαρο άντρα από την Κονεμάρα, με πρόσωπο πιο κόκκινο και από το δικό μου, με τον οποίο συναντιόμουν συχνά-πυκνά στην παραλία όπου συχνάζαμε με τους φίλους μου. Αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα για τέτοια σμιξίματα. «Σας δίνω ένα λεπτό για να ντυθείτε, δεσποινίς Γκούντγ ουιν», είπε και αμέσως γύρισε αλλού. Ο εικοσιδυάχρονος Μάρκους, που είχε δεχτεί την πρόσκληση μιας δεκαοχτάχρονης κοπέλας να έρθει στο σπίτι της, το οποίο δεν είχε πουληθεί ακόμη, αντιμετώπισε το όλο συμβάν σαν κάτι ελαφρώς ντροπιαστικό αλλά κατά κύριο λόγο αστείο. Δεν ήξερε ότι το κορίτσι με το οποίο είχε μόλις πλαγιάσει ήθελε μερικές βδομάδες ακόμα για τα δέκατα έβδομα γενέθλιά του, και ως εκ τούτου δεν ήταν παράνομα μόνο τα μπουκάλια μπίρας, αλλά και τα μισά από αυτά που είχαν κάνει οι δυο τους πάνω στο χαλί. Όλο γύριζε και με κοιτούσε και γελούσε ρουθουνίζοντας την ώρα που φορούσαμε άρον άρον τα ρούχα μας. Εγώ, πάλι, είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι και η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να σκεφτώ, ενώ ένιωθα τέτοια ζαλάδα που φοβόμουν πως θα έκανα εμετό εκεί μπροστά σε όλους. «Χαλάρωσε, Ταμάρα», είπε με θράσος. «Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Σπίτι σου είναι». Τότε γύρισα και τον κοίταξα και ένιωσα πολύ μεγαλύτερο μίσος για τον εαυτό μου απ’ όσο θα μπορούσε να νιώσει ποτέ αυτός για μένα. «Δεν είναι σπίτι μου, Μάρκους», είπα ψιθυριστά, καθώς η φωνή μου αρνιόταν να βγει. «Εντάξει, των γονιών σου, ό,τι πεις…» χαμογέλασε και ανέβασε το τζιν στο ένα του πόδι. «Το πήρε η τράπεζα», είπα. Καθόμουν εκεί, ντυμένη πια, κι ένιωθα έξω από τα νερά μου. «Δεν ανήκει σ’ εμάς πια». «Τι;» Έπεσε ένα γιγάντιο ντόμινο. Ένιωσα το πάτωμα να σείεται όταν έσκασε με κρότο κάτω, σαν μεγάλος ουρανοξύστης που κατέρρευσε. «Συγγνώμη», είπα κι έβαλα τα κλάματα. Μετά, τα λόγια που ήθελα να του πω εδώ και τόσο καιρό βγήκαν
επιτέλους, αλλά με λάθος τρόπο και σε λάθος στιγμή. «Είμαι δεκαέξι», είπα με τον πανικό να με πνίγει. Ευτυχώς που ο αστυνόμος Φιτζγκίμπον, που στεκόταν στην πόρτα, ήταν σε ετοιμότητα όταν άκουσε την πρώτη υψωμένη φωνή και παρακολούθησε όλη την κουβέντα μας. Αυτός τουλάχιστον θα πίστευε ότι ο Μάρκους δεν ήξερε τίποτα, αλλά εναπόκειτο στον Μάρκους να το αποδείξει στο δικαστήριο. Επίσης, ο αστυνόμος χρειάστηκε να επέμβει όταν ο Μάρκους όρμηξε καταπάνω μου οργισμένος, όχι για να με χτυπήσει, αλλά φωνάζοντάς μου με απίστευτη αγριότητα, αν κι εγώ ήθελα να μου πει κι άλλα, να με λούσει με τις χειρότερες βρισιές του κόσμου. Αυτός όμως φώναζε μόνο και τότε κατάλαβα ότι του κατέστρεψα τα πάντα. Ό,τι και να ήταν αυτό που είχε κανονίσει με τον μπαμπά του σ’ εκείνη την κινητή βιβλιοθήκη, πρέπει να ήταν μάλλον η τελευταία ευκαιρία που του δινόταν. Δεν το είχαμε συζητήσει ποτέ ανοιχτά, αλλά μπορώ ν’ αναγνωρίσω κάποιον που του έχει δοθεί η τελευταία του ευκαιρία. Ήταν κάτι που έβλεπα στον καθρέφτη μου καθημερινά. Μας οδήγησαν στο τμήμα. Ζήσαμε τον εξευτελισμό της κατάθεσης όλου του συμβάντος. Ευχόμουν την πρώτη φορά που θα έκανα επιτέλους σεξ να έγραφα όλες τις πικάντικες και προσωπικές λεπτομέρειες σε ημερολόγιο, όχι στο αστυνομικό τμήμα. Η Ταμάρα με τη νίκη στο τσεπάκι, όπως λέει και το επώνυμό μου. Η Ταμάρα που τα θαλάσσωσε, πες καλύτερα, που κατέστρεψε τα πάντα ως συνήθως. Η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ αναγκάστηκαν να έρθουν με το αυτοκίνητο στο Δουβλίνο για να με πάρουν από το τμήμα. Μόλις το έμαθε ο μπαμπάς του Μάρκους, έστειλε ένα αμάξι να τον πάρει. Προσπάθησα πολλές φορές να του ζητήσω συγγνώμη κλαίγοντας απελπισμένα, προσπαθώντας να γραπωθώ από πάνω του ώστε να σταθεί και να με ακούσει, αλλά αυτός δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Ούτε να με κοιτάξει δεν ήθελε. Ο Άρθουρ έμεινε στο αυτοκίνητο, ενώ η Ρόζαλιν συνάντησε τους αστυνομικούς. Αυτό ήταν το δεύτερο πιο ντροπιαστικό πράγμα που μου συνέβη εκείνη τη μέρα. Η Ρόζαλιν έμοιαζε να ενδιαφέρεται περισσότερο για τον Μάρκους, για το τι θα πάθαινε εκείνος. Της είπαν πως η μέγιστη ποινή για συνεύρεση με «παιδί» κάτω των δεκαεφτά ήταν δύο χρόνια. Όταν το άκουσα, ξέσπασα σε κλάματα. Η Ρόζαλιν έδειχνε εξίσου στενοχωρημένη. Δεν ξέρω αν ήταν επειδή είχα σπιλώσει το όνομα της οικογένειας, επειδή το είχα λερώσει ακόμα περισσότερο και από την αυτοκτονία του μπαμπά, ή αν συμπαθούσε ειλικρινά τον Μάρκους. Έκανε ερωτήσεις επί ερωτήσεων για τον Μάρκους, μέχρι που ο αστυνόμος Φιτζγκίμπον φάνηκε να την καλμάρει με την πληροφορία ότι ο Μάρκους έδειχνε να μην ξέρει ειλικρινά πόσων χρόνων ήμουν, και πως αρκούσε να το αποδείξει στο δικαστήριο και θα την έβγαζε καθαρή. Αυτό φάνηκε να αρκεί για τη Ρόζαλιν, αλλά για μένα δεν ήταν αρκετό. Πόσο καιρό θα έπαιρνε αυτή η διαδικασία; Πόσες φορές θα παρουσιαζόταν στο δικαστήριο; Πόσο θα εξευτελιζόταν; Του είχα καταστρέψει τη ζωή. Η Ρόζαλιν δεν προσπάθησε να μου μιλήσει, δεν με κοιτούσε καλά-καλά. Μου είπε κοφτά ότι περίμενε ο Άρθουρ και βγήκε από το τμήμα. Εντέλει, την ακολούθησα. Όταν πήγα και κάθισα στο αυτοκίνητο, ένιωσα την ατμόσφαιρα φοβερά τεταμένη, σαν να είχαν καβγαδίσει. Φαντάζομαι ότι αυτό που μου είχε συμβεί δικαιολογούσε απόλυτα την ένταση. Ντρεπόμουν, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν μπορούσα να αντικρίσω τον Άρθουρ. Δεν είπε τίποτα όταν μπήκα στο αυτοκίνητο, ενώ μετά ξεκινήσαμε και πήραμε το δρόμο για το Κίλσανι. Να πω την αλήθεια, ένιωθα ανακούφιση που έφευγα τόσο μακριά, που απομακρυνόμουν τόσο πολύ απ’ ό,τι είχε συμβεί. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού κόπηκε επιτέλους ο ομφάλιος λώρος που με συνέδεε με τούτο το μέρος. Ίσως αυτός να ήταν ο σκοπός μου κιόλας. Έκλαιγα σ’ όλο το δρόμο για το σπίτι, απίστευτα ντροπιασμένη, απίστευτα απογοητευμένη, απίστευτα θυμωμένη. Όλα αυτά τα συναισθήματα στρέφονταν κατά του εαυτού μου. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε καθώς η αντρική φωνή στο ραδιόφωνο εισέβαλλε στ’ αυτιά μου πλησιάζοντας ολοένα πιο κοντά στον εγκέφαλό μου και καθώς το αλκοόλ άφηνε τα διαπιστευτήριά του στο αίμα μου. Κάπου μισή ώρα αργότερα, ο Άρθουρ σταμάτησε έξω από ένα μαγαζί. «Τι κάνεις;» ρώτησε η Ρόζαλιν. «Μπορείς να πας να αγοράσεις μερικά μπουκάλια νερό και χάπια για τον πονοκέφαλο;» ρώτησε σιγά. «Τι; Εγώ;» Έπεσε μακριά σιωπή. «Είσαι καλά;» τον ρώτησε. «Ρόουζ», της είπε μόνο. Δεν τον είχα ξανακούσει να τη φωνάζει έτσι. Μου φάνηκε οικείο –σαν να το είχα ξαναδεί, σαν να το είχα ξανακούσει κάπου–, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ. Η Ρόζαλιν γύρισε, με κοίταξε και κατόπιν κοίταξε τον Άρθουρ. Αυτός ήταν ο χειρότερος φόβος της, μη μας αφήσει μόνους εμάς τους δυο. Το μυαλό μου πήρε γρήγορες στροφές. Επιτέλους, η Ρόζαλιν βγήκε από το αυτοκίνητο και στην κυριολεξία έτρεξε μέσα στο μαγαζί. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο Άρθουρ κοιτάζοντάς με μέσα από τον καθρέφτη. «Ναι, ευχαριστώ». Βούρκωσα πάλι. «Λυπάμαι πάρα πολύ, Άρθουρ. Ντρέπομαι πάρα πολύ». «Μην ντρέπεσαι, παιδί μου», είπε μαλακά. «Όλοι κάνουμε διάφορα όταν είμαστε νέοι. Θα περάσει». Μου χαμογέλασε αδύναμα. «Αρκεί να είσαι εσύ καλά». Και τότε μου έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα πατρικού ενδιαφέροντος. «Ναι, καλά είμαι, ευχαριστώ». Έψαξα πάλι να βρω τα χαρτομάντιλά μου. «Δεν ήταν… δεν έκανε… ήξερα τι έκανα». Καθάρισα αδέξια το λαιμό μου. Έβλεπα τη Ρόζαλιν στο τέρμα μιας μεγάλης ουράς, να μας κοιτάζει νευρικά μέσα από το μαγαζί. «Άρθουρ, αυτή η κατάθλιψη της μαμάς είναι κληρονομική;» «Ποια κατάθλιψη;» ρώτησε και στράφηκε προς τα πίσω. «Ξέρεις, η κατάθλιψη που έχει η μαμά, όπως είπε η Ρόζαλιν στον Δρα Τζένταντ σήμερα το πρωί». «Ταμάρα...» Με κοίταξε και κατάλαβε πού το πήγαινα. Κοίταξε να δει αν η Ρόζαλιν βρισκόταν ακόμα στο μαγαζί. Ήταν τρεις άνθρωποι μπροστά της. «Πες τα μου όλα».
«Έκλεισα ραντεβού με τον Δρα Τζένταντ για να δει τη μαμά σήμερα το πρωί. Χρειάζεται βοήθεια, Άρθουρ. Κάτι δεν πάει καλά». Τα λόγια μου φάνηκαν να τον ανησυχούν εξαιρετικά. «Μα κάνει τουλάχιστον τους καθημερινούς της περιπάτους. Παίρνει καθαρό αέρα». «Τι;» Κούνησα το κεφάλι. «Άρθουρ, δεν έχει βγει από το σπίτι από τη μέρα που φτάσαμε». Το σαγόνι του σφίχτηκε κι έριξε μια γρήγορη ματιά –καλή νίκη, εντελώς νεκρός– στη Ρόζαλιν μέσα στο μαγαζί. «Τι είπε ο Δρ Τζένταντ όταν την είδε;» «Ούτε τις σκάλες δεν ανέβηκε. Η Ρόζαλιν του είπε ότι η μαμά πάσχει από χρόνια κατάθλιψη και ότι ο μπαμπάς το γνώριζε αλλά αποφάσισε να μη μου το πει και…» Άρχισα να κλαίω, ανήμπορη να αποσώσω τη φράση μου. «Είναι όλα ψέματα. Δεν είναι καν εδώ για να μπορέσει να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή για να μπορέσει να μου πει… είναι όλα ψέματα. Αν και ποια είμαι εγώ που μιλάω», φύσηξα τη μύτη μου. «Έλα, Ταμάρα, ησύχασε τώρα. Η Ρόζαλιν προσπαθεί απλώς να τη φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί», είπε σιγά, ψιθυριστά σχεδόν, λες και φοβόταν μην τον ακούσει μέσα από το μαγαζί. Μόνο ένας πελάτης είχε μείνει μπροστά της στην ουρά. «Το ξέρω, Άρθουρ, αλλά τι γίνεται αν είναι λάθος ο τρόπος της; Αυτό λέω μόνο. Δεν ξέρω τι συνέβη μεταξύ τους πριν από χρόνια, αλλά αν υπάρχει κάτι –οτιδήποτε– που έκανε η μαμά στη Ρόζαλιν και το οποίο την πλήγωσε ή την ενόχλησε, τότε πιστεύεις πως ίσως τώρα…» «Ίσως τώρα τι;» «Ψάχνει έναν τρόπο να της το ξεπληρώσει; Αν της έκανε κάτι η μαμά, αν της είπε ψέματα τέλος πάντων…» Τότε άνοιξε η πόρτα και πεταχτήκαμε μέχρι πάνω. «Χριστέ μου, κάνετε λες και είμαι ο μπαμπούλας», είπε η Ρόζαλιν και κάθισε στη θέση της με θιγμένο και ανήσυχο ύφος. «Ορίστε». Πέταξε μια σακούλα στα πόδια του Άρθουρ. Τότε ο Άρθουρ γύρισε και την κοίταξε μ’ ένα ψυχρό βλέμμα που με πάγωσε και μ’ έκανε να θέλω να κοιτάξω αλλού. Μετά έδωσε την τσάντα πίσω σ’ εμένα. Η Ρόζαλιν ξαφνιάστηκε. «Πάρε, μπορεί να βοηθήσουν», είπε ο Άρθουρ κι έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Κανείς μας δεν μίλησε την επόμενη ώρα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι, ο ουρανός είχε συννεφιάσει και η ηλιόλουστη μέρα είχε σκοτεινιάσει. Ο αέρας είχε ψυχράνει και τα σύννεφα προμήνυαν βροχή. Το αεράκι έκανε πολύ καλό στο σκοτισμένο κεφάλι μου. Πήρα λίγες βαθιές ανάσες προτού μπω μέσα και ανέβω πάνω. «Θα ξέρεις βέβαια ότι δεν πρόκειται να πας πουθενά για κάμποσο καιρό», είπε η Ρόζαλιν. Έγνεψα. «Υπάρχουν επίσης ορισμένες δουλειές τις οποίες θα πρέπει να κάνεις στο σπίτι», πρόσθεσε. «Φυσικά», είπα σιγά. Ο Άρθουρ στεκόταν και άκουγε. «Μη βγαίνεις έξω από τα όρια του κτήματος όταν πας έξω», πρόσθεσε ο Άρθουρ, ο οποίος φάνηκε να καταβάλλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να το πει. Η Ρόζαλιν τον κοίταξε, πρώτα έκπληκτη και μετά εκνευρισμένη για την παρέμβασή του. Ο Άρθουρ αρνήθηκε να συναντήσει τη ματιά της. Προφανώς το δικό της σχέδιο ήταν να με κρατήσει κλεισμένη στο σπίτι, όπου δεν θα μπορούσα να προκαλέσω φασαρίες. Ο Άρθουρ δεν ήταν τόσο αυστηρός. «Ευχαριστώ», είπα και ανέβηκα πάνω στη μαμά. Κοιμόταν στο κρεβάτι. Ξάπλωσα δίπλα της και τύλιξα τα μπράτσα μου γύρω της, σφίγγοντάς τη δυνατά πάνω μου. Ανάσανα την ευωδιά των φρεσκολουσμένων μαλλιών της. Κάτω προμηνυόταν θύελλα, καθώς άκουγα τις φωνές της Ρόζαλιν και του Άρθουρ από το καθιστικό. Πρώτα μιλούσαν μόνο, ύστερα οι φωνές τους δυνάμωσαν και συνέχισαν να δυναμώνουν. Η Ρόζαλιν του είπε κάμποσες φορές να μιλάει πιο σιγά, αλλά ο Άρθουρ φώναζε ακόμα πιο δυνατά για να σκεπάσει τη φωνή της και εντέλει η Ρόζαλιν εγκατέλειψε την προσπάθεια. Δεν άκουγα τι έλεγαν, αλλά ούτε προσπαθούσα κιόλας. Είχα σταματήσει να θέλω να χώνω τη μύτη μου εκεί που δεν με έσπερναν. Το μόνο που ήθελα ήταν να γίνει καλά η μαμά και δεν μ’ ένοιαζε αν θα το πετύχαινε ο Άρθουρ με την υψωμένη φωνή του. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και ευχήθηκα να μην είχε συμβεί ποτέ το σήμερα. Γιατί δεν με προειδοποίησε το ημερολόγιο; Ο καβγάς ανάμεσα στη Ρόζαλιν και στον Άρθουρ φούντωσε για τα καλά. Δεν μπορούσα να τους ακούω άλλο και αποφάσισα να φύγω, να δώσω τόσο σε αυτούς όσο και σ’ εμένα το χώρο που χρειαζόμασταν. Αισθανόμουν απαίσια επειδή, εκτός των άλλων, είχα προκαλέσει και αυτή την ένταση ανάμεσά τους. Προτού έρθουμε εμείς εδώ, ήταν ευτυχισμένοι με τη ζωούλα τους, με την καθημερινότητά τους, μόνοι οι δυο τους. Ο ερχομός μου εδώ είχε προκαλέσει ένα ρήγμα στις σχέσεις τους, το οποίο άνοιγε ολοένα και περισσότερο κάθε μέρα που περνούσε. Μόλις έπαψαν οι δυνατές φωνές, άρπαξα την ευκαιρία και χτύπησα την πόρτα. Ο Άρθουρ μου φώναξε να μπω. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ», είπα σιγά. «Λέω να πάω μια βόλτα για να καθαρίσει το κεφάλι μου. Εδώ στο κτήμα. Μπορώ;» Ο Άρθουρ έγνεψε. Η Ρόζαλιν είχε την πλάτη γυρισμένη κι έβλεπα μόνο τις γροθιές της, που τις κρατούσε σφιγμένες στα πλευρά. Έκλεισα γρήγορα την πόρτα κι έφυγα. Ήθελε ακόμα καμιά ώρα μέχρι να νυχτώσει, οπότε είχα αρκετό χρόνο για έναν σύντομο περίπατο ώστε να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου. Ήθελα να πάω στο κάστρο, αλλά απ’ ό,τι άκουγα είχαν μαζευτεί εκεί ο Γουέσλι και οι φίλοι του. Δεν είχα διάθεση να τους δω, ήθελα μόνο να μείνω μόνη. Πήρα λοιπόν την αντίθετη κατεύθυνση και τράβηξα κατά την αδελφή Ιγνάτιο, αν και ήξερα ότι δεν θα πήγαινα να την επισκεφτώ. Ήταν αργά και τέτοια ώρα δεν ήθελα να το κόψω μέσα από το δάσος. Έμεινα λοιπόν στο μονοπάτι και περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό, όταν κάποια στιγμή πέρασα με μεγάλες δρασκελιές μπροστά από τη σκοτεινή γοτθική είσοδο, η οποία ήταν ακόμα αλυσοδεμένη και αφημένη να σαπίσει. Μόλις είδα μπροστά μου το ναό, συνειδητοποίησα πως τόση ώρα κρατούσα την ανάσα μου. Από εδώ έβλεπα
το σπίτι της αδελφής Ιγνάτιου, οπότε ένιωσα πως ήταν αρκετά ασφαλές να μπω μέσα. Στο εσωτερικό του ναού χωρούσαν δεν χωρούσαν δέκα άνθρωποι. Η μισή στέγη είχε πέσει, αλλά οι βελανιδιές είχαν γείρει τα κλαδιά τους από πάνω και τον προστάτευαν. Ήταν γραφικός. Έτσι εξηγείται γιατί άρεσε τόσο πολύ στην αδελφή Ιγνάτιο. Δεν υπήρχαν στασίδια. Φανταζόμουν ότι τον είχαν διακοσμήσει για τις πιο πρόσφατες τελετές. Πάνω από το βωμό, ένας απέριττος αλλά μεγάλος ξύλινος σταυρός ήταν γερά καρφωμένος στον πέτρινο τοίχο. Υπέθεσα ότι η αδελφή Ιγνάτιος θα πρέπει να είχε βάλει το χεράκι της στην τοποθέτηση του σταυρού εκεί πέρα. Το μόνο άλλο πράγμα που ξεχώριζε μέσα στο ναό ήταν μια μεγάλη μαρμάρινη λεκάνη, η οποία ήταν ραγισμένη και σπασμένη σε διάφορα σημεία γύρω από το χείλος, αλλά ολόγερη ακόμα και σταθερά τοποθετημένη στο τσιμεντένιο δάπεδο. Αράχνες και σκόνη ζούσαν εκεί μέσα τώρα, αλλά φαντάστηκα τις αμέτρητες γενιές των Κίλσανι που θα πρέπει να συγκεντρώνονταν εδώ για να βαφτίσουν τα παιδιά τους. Υπήρχε ακόμα μια ξύλινη πόρτα η οποία οδηγούσε στο μικρό κοιμητήριο εκεί δίπλα. Επέλεξα να μην τη διαβώ, παρά ξαναβγήκα από την κεντρική είσοδο απ’ όπου είχα μπει. Στάθηκα πίσω από την πύλη που προστάτευε το κοιμητήριο και προσπάθησα να διακρίνω τι έγραφαν οι ταφόπλακες, αν και πολλές είχαν καλυφθεί με μούσκλα και είχαν φαγωθεί από το χρόνο. Σε μια μεγάλη κρύπτη αναπαυόταν μια ολόκληρη οικογένεια: Έντουαρντ Κίλσανι, η σύζυγός του Βικτόρια, οι γιοι τους Πίτερ, Ουίλιαμ και Άρθουρ και η κόρη τους, κάτι που ξεκινούσε από Μπ. Τα χρόνια είχαν διαβρώσει το υπόλοιπο όνομα της άτυχης ψυχής που το όνομά της ξεκινούσε από Μπ. Μπέατρις ίσως, ή Μπέριλ, Μπιάνκα ή Μπάρμπαρα. Προσπάθησα να της δώσω ένα όνομα. Στην πλάκα της Φλόρι Κίλσανι έλεγε: «Καλό κατευόδιο μητέρα, θρηνούμε την απώλειά σας». Ο Ρόμπερτ Κίλσανι, που πέθανε ενός έτους, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1832, μετά η μητέρα του Ρόζμαρι που τον ακολούθησε στον τάφο δέκα μέρες αργότερα. Για την Έλεν Φιτζπάτρικ, που πέθανε το 1882, έλεγε: «Ο σύζυγος και τα τέκνα τηρούν τρυφερά τη μνήμη της». Κάποιες πλάκες είχαν μόνο ονόματα και ημερομηνίες και γι’ αυτό ήταν ακόμα πιο μυστηριώδεις: Γκρέις και Τσαρλς Κίλσανι, 1850-1862. Μόλις δώδεκα χρόνων, γεννήθηκαν και πέθαναν την ίδια μέρα. Τόσο πολλά ερωτηματικά. Όσες ταφόπλακες ήταν αρκετά καθαρές ώστε να διαβάζονται ακόμα, είχαν διάφορα σύμβολα επάνω τους. Κάποιες είχαν αψίδες, κάποιες άλλες περιστέρια, βέλη, πουλιά, άλλες πάλι τρομαχτικά ζώα. Δεν είχα ιδέα τι συμβόλιζαν όλα αυτά, αλλά πολύ θα ήθελα να μάθω. Αποφάσισα να ρωτήσω την αδελφή Ιγνάτιο όταν θα ένιωθα έτοιμη να την αντικρίσω. Περιεργάστηκα πάλι τις ταφόπλακες. Τώρα δεν φοβόμουν τόσο όσο την πρώτη φορά που πέρασα από δω. Ίσως να είχα ωριμάσει λίγο τουλάχιστον. Ένας μεγάλος σταυρός υψωνόταν στα ουράνια, στον οποίο είχαν προστεθεί διάφορα ονόματα, καθώς οι οικογένειες ενώνονταν μεταξύ τους, ενώ τα ονόματα και οι επιγραφές γίνονταν πιο ευανάγνωστα όσο φτάναμε σε πιο πρόσφατα χρόνια. Η τελευταία και πιο πρόσφατη επιγραφή βρισκόταν κάτω-κάτω. Μόλις το βλέμμα μου έπεσε εκεί, δεν μπορούσα να καταλάβω πώς δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. Στο κάτω μέρος του σταυρού ήταν μια μεγάλη τετράγωνη πέτρα με τα πιο πρόσφατα ονόματα επάνω της. Στο έδαφος μπροστά της ήταν ένα μάτσο λουλούδια –φρέσκα λουλούδια– που τα συγκρατούσε ένα μακρύ χορτάρι. Σκαρφάλωσα στο φράχτη για να διαβάσω την εγχάραξη. «Λόρενς Κίλσανι, 1967-1992. Αναπαύσου εν ειρήνη». Μόλις δεκαεφτά χρόνια πριν. Θα πρέπει να πέθανε στην πυρκαγιά στο κάστρο. Άρα, ήταν μόλις είκοσι πέντε χρόνων. Τι κρίμα... Αν και δεν γνώριζα τον Λόρενς ούτε κανένα μέλος της οικογένειάς του, άρχισα να κλαίω. Μάζεψα μερικά αγριολούλουδα, τα έδεσα με το λαστιχάκι μου για τα μαλλιά και, παρότι ήξερα ότι δεν έκανα καλά, σκαρφάλωσα πάνω από το φράχτη. Άφησα τα λουλούδια στον τάφο και πήγα ν’ αγγίξω την ταφόπλακα, αλλά την ώρα που τα δάχτυλά μου ακούμπησαν την κρύα πέτρα, άκουσα ένα θόρυβο πίσω μου: ένα κλικ. Οι τρίχες μου σηκώθηκαν όρθιες. Γύρισα απότομα περιμένοντας να βρεθώ πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν άγνωστο ο οποίος βρισκόταν τόσο κοντά μου ώστε ένιωθα την ανάσα του στο σβέρκο μου. Κοίταξα προς όλες τις κατευθύνσεις, ζαλισμένη σχεδόν από την προσπάθεια να συγκεντρωθώ. Δέντρα, δέντρα και πάλι δέντρα μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι μου. Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι απλώς είχα σκιαχτεί επειδή βρισκόμουν σ’ ένα παμπάλαιο νεκροταφείο που το περιέβαλλαν ολόκληρες γενιές μιας οικογένειας που είχε ξεκληριστεί από το λιμό, τον πόλεμο, τις κακουχίες, τη φωτιά και, στις πιο ανώδυνες περιπτώσεις, από τα γηρατειά. Αυτό προσπάθησα να πω στον εαυτό μου, αλλά το γεγονός ότι βρισκόταν κάποιος εκεί δεν άλλαζε· ήμουν σίγουρη γι’ αυτό. Άκουσα ένα κλαράκι να σπάει και το κεφάλι μου τινάχτηκε προς τα εκεί απ’ όπου ακούστηκε ο ήχος. «Αδελφή Ιγνάτιε, εσύ είσαι;» φώναξα. Δεν πήρα απάντηση· το μόνο που ακούστηκε ήταν ο αντίλαλος της τρεμάμενης φωνής μου. Τότε είδα τα δέντρα να κουνιούνται και άκουσα το θρόισμα να ξεμακραίνει, θαρρείς και κάποιος περνούσε ανάμεσα από τα δέντρα πηγαίνοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Γουέσλι;» φώναξα και άκουσα πάλι να αντηχεί το τρέμουλο της φωνής μου. Όποιος και να ήταν πάντως, έφυγε βιαστικά. Ξεροκατάπια κι έτρεξα να φύγω από το κοιμητήριο. Σκαρφάλωσα την περίφραξη και απομακρύνθηκα βιαστικά, τρέμοντας σαν να είχα περάσει μέσα από τον ιστό μιας τεράστιας αράχνης. Γύρισα στο σπίτι με την ψυχή στο στόμα, κοιτάζοντας πότε-πότε πίσω μου για να βεβαιωθώ ότι δεν με ακολουθούσε κανείς. Την ώρα που έφτασα στο σπίτι, είχε σουρουπώσει. Η Ρόζαλιν έπλεκε στο καθιστικό ενώ η τηλεόραση ήταν ανοιχτή στο βάθος, με τη φωνή χαμηλωμένη. Το πρόσωπό της έμοιαζε τσακισμένο, εξαντλημένο από τον καβγά. Ο Άρθουρ βρισκόταν στο γκαράζ του πίσω κήπου, όπου έκανε φοβερό σαματά. Η περιέργειά μου είχε ξεθυμάνει. Δεν μ’ ένοιαζε πια τι είχαν εκεί μέσα. Ένιωθα πως εκεί που κυνηγούσα ένα μυστικό, τώρα το μυστικό είχε πάρει εμένα στο κυνήγι. Φοβόμουν. Ήθελα απλώς να περάσει ο καιρός ώστε η μαμά να σταματήσει να πενθεί, να γίνει καλά και να μπορέσουμε να φύγουμε από δω, ν’ αφήσουμε αυτό τον τόπο που μου φαινόταν στοιχειωμένος από φαντάσματα του παρελθόντος, ενός παρελθόντος το οποίο, αν και δεν είχε καμία σχέση μ’ εμένα, με τραβούσε ολοένα και πιο βαθιά μέσα του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΕΝΝΙΑ: Καθαρτήριο
Tις δύο επόμενες βδομάδες που έμεινα τιμωρία, ανεβοκατέβαινα τις σκάλες για το πρωινό, το μεσημεριανό και το τσάι, κι έκανα όποιες αγγαρείες αποφάσιζε η Ρόζαλιν ότι ήταν κατάλληλη τιμωρία, όπως να βάζω ηλεκτρική σκούπα στο καθιστικό, να γυαλίζω τα μπρούντζινα, να κατεβάζω όλα τα βιβλία από τα ράφια και να τα ξεσκονίζω, να την παρακολουθώ να περιποιείται το λαχανόκηπο και το βοτανόκηπό της ενώ μου εξηγούσε τι έκανε. Μου φαίνεται ότι πολύ το διασκέδαζε που μπορούσε να μου τσαμπουνάει χαρωπά τις βλακείες της σαν να ήμουν κανένα νήπιο και να άκουγα πρώτη φορά όσα έλεγε. Νομίζω ότι ήταν σαν βρικόλακας· είχε γύρω της τόσες στραγγισμένες ψυχές, ώστε η ίδια έπαιρνε παράταση ζωής. Όσο περισσότερο εξαντλούμασταν εμείς, τόσο μεγαλύτερη δύναμη αντλούσε αυτή. Ούτε το ημερολόγιο δεν είχα διάθεση να διαβάσω. Είχα παραιτηθεί από τα πάντα. Κάθε μέρα που περνούσε, ένιωθα πως περισσότερη ζωή εξέπεμπε το δωμάτιο της μαμάς παρά το δικό μου. Όσο περισσότερη ενέργεια έχανα εγώ, τόσο περισσότερη κέρδιζε εκείνη. Την άκουγα που πηγαινοερχόταν μέσα στο δωμάτιό της σαν τη λέαινα στο κλουβί. Επαναστατούσα ενάντια στο ημερολόγιο. Κατ’ αρχάς, το θεωρούσα υπεύθυνο που βρισκόμουν σε αυτή τη θέση. Πίστευα πως όποια απόφαση είχα πάρει μέχρι τότε οφειλόταν σε ό,τι είχε πει το ημερολόγιο, και τώρα πια δεν την ήθελα αυτή τη ζωή. Ήθελα να έχω εγώ τον έλεγχο των ημερών μου. Ήθελα να μένω ξάπλα στο κρεβάτι και ν’ αφήνω τον κόσμο να περνάει κάτω από τη μύτη μου, όπως γινόταν παλιά. Κάθε μέρα περίμενα να μου τηλεφωνήσει ο Μάρκους. Δεν μου τηλεφώνησε. Κάθε μέρα η αδελφή Ιγνάτιος περνούσε από το σπίτι. Ντρεπόμουν τόσο πολύ, που αρνιόμουν να τη δω. Είμαι σίγουρη πως ήξερε τι είχε συμβεί· είμαι σίγουρη πως το ήξερε όλη η πόλη. Καινούρια αρχή και κουραφέξαλα. Δεν ήθελα ν’ ακούσω κανένα κήρυγμα. Δεν ήθελα να δεχτώ κανένα αυστηρό βλέμμα. Δεν πήγα στον τρύγο του μελιού, όπως της είχα υποσχεθεί, ούτε στην αγορά πήγα. Αυτή όμως ερχόταν κάθε μέρα. Κανονικά έπρεπε να πάω να τη βοηθήσω, αλλά εγώ έμενα ξαπλωμένη στο δωμάτιό μου, κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματά μου, κι ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί κάθε φορά που σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί. Ο Άρθουρ έκανε μερικές απόπειρες να δει τη μαμά. Περίμενε μέχρι να βγει η Ρόζαλιν στον πίσω κήπο και τότε πήγαινε και χτυπούσε ανάλαφρα την πόρτα του δωματίου της. Αν περίμενε ότι θα του φώναζε να μπει μέσα, τότε ήταν προφανές πως δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε εδώ. Περίμενε κάνα-δυο λεπτά και έφευγε άπραγος. Ένα βράδυ, η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ καβγάδισαν πάλι. Άκουσα τον Άρθουρ να λέει: «Δεν αντέχω να το κάνω άλλο αυτό». Ύστερα όρμηξε στο δωμάτιο της μαμάς, όπου έμεινε για ένα τέταρτο. Όλη αυτή την ώρα η Ρόζαλιν καθόταν έξω από την πόρτα με το αυτί στημένο για ν’ ακούσει. Πάντως, εγώ δεν τον άκουγα να μιλάει. Τις Κυριακές έμεινα όλη μέρα στο κρεβάτι. Άκουσα τις αδελφές που μου κόρναραν για να σηκωθώ, αλλά δεν κούνησα ρούπι. Ούτε καν στο παράθυρο δεν πήγα να κοιτάξω. Απλώς θέλω να κρυφτώ απ’ όλους και απ’ όλα. Αναρωτιόμουν μήπως έπρεπε να επικοινωνήσω εγώ με τον Μάρκους, να του έγραφα. Αλλά δεν ήξερα τι στην ευχή να του πω. Το μόνο που μου ερχόταν ήταν να του ζητήσω συγγνώμη, αλλά δεν ήταν αρκετό. Μια μέρα έφτασε το φορτηγό της μεταφορικής εταιρείας που έφερε τα πράγματά μας από την αποθήκη του άντρα της Μπάρμπαρα. Είδα το φορτηγό να προχωρά με την όπισθεν στο δρόμο που έβγαζε στο γκαράζ και δεν ένιωσα ούτε στάλα ενθουσιασμού. Αυτά τα πράγματα δεν μου ανήκαν πια. Ανήκαν σ’ εκείνο το κορίτσι που έμενε παλιά σ’ εκείνο το σπίτι. Αλλά δεν ήμουν εκείνο το κορίτσι πλέον. Δεν είχα ιδέα ποια ήμουν τώρα πια. Αποκοιμήθηκα πάλι. Ξύπνησα όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η αδελφή Ιγνάτιος ήταν πάλι. Έδειχνε πολλή επιμονή. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν φιλική, μετά ότι ανησυχούσε, αλλά εκείνη τη μέρα έκανε λίγο σαν τρελή. Την άκουγα από το δωμάτιό μου. Στην αρχή κάτι ψελλίσματα μόνο, αλλά μετά η αδελφή Ιγνάτιος ύψωσε τη φωνή της. «Θα αφήσεις –κάτι ακατάληπτα– να μένει όλη μέρα στο κρεβάτι πιστεύοντας πως έκανε κάτι λάθος, θ’ αφήσεις το καημένο το παλικάρι να –κάτι ακατάληπτα– όλα αυτά;» Ακατάληπτες λέξεις. «Πες της να έρθει να με δει». Μετά η πόρτα έκλεισε. Κοίταξα από το παράθυρο, ρίχνοντας μόνο μια ματιά από το περβάζι. Τότε είδα την αδελφή Ιγνάτιο, που φορούσε λουλουδάτη μπλούζα και φούστα, να φεύγει σκυφτή. Ένιωσα την καρδιά μου να ραγίζει βλέποντάς την αλλά και, κατά έναν παράξενο τρόπο, μια ανάταση. Είχε ζητήσει από τη Ρόζαλιν να φροντίσει να μου πει πως δεν έπρεπε να νιώθω τύψεις. Μπορεί να με συγχώρησε τελικά. Και μόνο στη σκέψη ότι ήταν δυνατόν να με συγχωρήσει, ένιωσα να αναπτερώνεται το ηθικό μου. Ζωντάνεψε μέσα μου η ελπίδα, σκέφτηκα πως ίσως η αντίδρασή μου ήταν υπερβολική και ότι έπρεπε απλώς να πάρω το μάθημά μου και να τα αφήσω πίσω όλα αυτά. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσα να βρω ησυχία, δεν κατάφερνα να κλείσω μάτι. Έβγαλα το ημερολόγιο κάτω από τη σανίδα και περίμενα τις λέξεις να εμφανιστούν, ενώ προσευχόμουν η αδιαφορία μου να μην υπήρξε η αιτία να εξαφανιστούν. Όταν οι λέξεις έφτασαν επιτέλους, άρχισα να δίνω σημασία στο νόημά τους. Τετάρτη, 22 Ιουλίου
Σήμερα τηλεφώνησα στον Μάρκους. Βρήκα το όνομά του στον Χρυσό Οδηγό. Δεν υπάρχουν πολλοί Σάντχερστ στο Μιθ. Έμαθα τελικά ότι ο μπαμπάς του είναι μεγαλοδικηγόρος κι έχει γνωστό δικηγορικό γραφείο στο Δουβλίνο. Σε πόσο δύσκολη θέση μπορεί να έφερα τον Μάρκους; Με έπιασε τρόμος όσο σκεφτόμουν ότι θα έπρεπε να μιλήσω πρώτα στους γονείς του, ευτυχώς όμως το σήκωσε μια κυρία η οποία μίλησε ψυχρά, επαγγελματικά, και με συνέδεσε κατευθείαν μαζί του. Μόλις άκουσε τη φωνή μου, χρειάστηκε να τον ικετέψω για να μη μου το κλείσει στα μούτρα. Ωστόσο, αφού τον έπεισα να με ακούσει, μετά δεν είχα ιδέα τι να πω. Του ζήτησα συγγνώμη τόσες φορές, που στο τέλος με διέκοψε. Είπε πως οι κατηγορίες είχαν αποσυρθεί. Δεν το είχα μάθει; Όχι. Τον ρώτησα αν το κανόνισε ο μπαμπάς του. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι τον ρωτούσα τέτοιο πράγμα. Είπε πως αν δεν ήξερα τίποτα, τότε είχα πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ όσα πίστευε. Μου ευχήθηκε καλή τύχη κι έκλεισε το τηλέφωνο. Τι στην ευχή ήταν αυτό που είχε πει; Αν δεν ήξερα τι;
Την επόμενη μέρα τηλεφώνησα στον Μάρκους, νιώθοντας λιγότερη νευρικότητα αφού ήξερα ότι δεν θα το σήκωνε ο πατέρας του. Όλα πήγαν όπως τα είχα γράψει, μόνο που αντί να τον ρωτήσω αν τα κανόνισε ο πατέρας του έτσι ώστε να αποσυρθούν οι κατηγορίες, τον ρώτησα τι έγινε και αποσύρθηκαν. Είχα όλη τη νύχτα να σκεφτώ τι θα του έλεγα και αυτό ήταν το καλύτερο που μπόρεσα να βρω. Πάντως, ούτε τώρα πήρα απάντηση. Μπορώ να πω μάλιστα ότι το έκλεισε ακόμα πιο γρήγορα. Πέμπτη, 23 Ιουλίου Προτού πέσω για ύπνο, έμεινα με τη μαμά στο δωμάτιό της. Σιγοτραγουδούσε ένα σκοπό. Δεν ξέρω ποιο τραγούδι ήταν, αλλά μ’ έκανε να χαμογελάσω. Της είπα πως είχα κάτι γι’ αυτήν κι έβγαλα το γυάλινο δάκρυ από την τσέπη μου και το άφησα στο κομοδίνο. Μόλις το είδε, σταμάτησε να σιγοτραγουδάει. Βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και τα μάτια της ήταν αρκετά στραμμένα προς το μέρος του, οπότε το είδε. Δεν ξεκόλλησε τα μάτια της από πάνω του. «Δεν είναι όμορφο;» είπα. Με κοίταξε μ’ ένα κοφτερό βλέμμα που με ξάφνιασε λιγάκι και μετά κάρφωσε πάλι τα μάτια της στο γυάλινο δάκρυ. Μου φάνηκε πως η παρουσία του την ενοχλούσε και άπλωσα το χέρι για να το πάρω πίσω. Το χέρι της κατέβηκε γρήγορα και προσγειώθηκε πάνω στο δικό μου. Δεν με πόνεσε, αλλά με ξάφνιασε και της το άφησα. Αργότερα το ίδιο βράδυ, κοιμόμουν του καλού καιρού και έβλεπα στον ύπνο μου ότι πήγαινα να επισκεφτώ τον Μάρκους στη φυλακή, όταν ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Στο όνειρο ήταν ένας δεσμοφύλακας, αλλά ξύπνησα αμέσως και τότε είδα το πρόσωπο της μαμάς τόσο κοντά μου, ώστε η μύτη της άγγιζε σχεδόν τη δική μου. Κατάπια την κραυγή που μου ανέβηκε στα χείλη. «Πού το βρήκες;» μου ψιθύρισε στο αυτί. Ήμουν μισοκοιμισμένη ακόμα και δεν κατάλαβα για ποιο πράγμα μου μιλούσε. Δεν ήξερα αν εννοούσε το ημερολόγιο ή αν είχε βρει ένα πακέτο τσιγάρα που είχα κρύψει στην ντουλάπα μου. «Το δάκρυ», είπε πάλι ψιθυριστά και στη φωνή της διέκρινα μεγάλη φούρια. Πανικοβλήθηκα, για να είμαι ειλικρινής. Νόμιζα ότι θα έβρισκα τον μπελά μου που πήγα στο σπίτι της μητέρας της Ρόζαλιν ενώ δεν έπρεπε. Ήμουν μισοκοιμισμένη, όπως είπα, και σοκαρισμένη που την έβλεπα στο δωμάτιό μου –να μου μιλάει– μες στα μαύρα μεσάνυχτα. Άκουγα επίσης πού και πού τις σούστες του κρεβατιού του Άρθουρ και της Ρόζαλιν να τρίζουν, κι ένιωθα κοκαλωμένη από έναν παράξενο τρόμο. Γι’ αυτό, λοιπόν, είπα ψέματα. Της είπα ότι το βρήκα στο σπίτι, ότι μου φάνηκε όμορφο και γι’ αυτό το κράτησα. Μόλις της το είπα, αμέσως κατάλαβα τι διαφορετικό είχε πάνω της, εκτός από το γεγονός ότι μου μιλούσε. Ήταν ένα φως που είχε ανάψει ξαφνικά στα μάτια της και τα είχε ξαναζωντανέψει. Μου είχε διαφύγει πριν. Πάντως, ο μόνος λόγος που πρόσεξα το φως τώρα ήταν επειδή μόλις της έδωσα αυτή την απάντηση, μόλις της είπα ψέματα, το φως έσβησε και πάλι. Το βλέμμα της έγινε άτονο, κενό, άψυχο. Είχα σκοτώσει τον ενθουσιασμό που την είχε συνεπάρει, είχα ρίξει νερό στη φωτιά. Βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο και γύρισε στην κρεβατοκάμαρά της. Τότε άνοιξε η πόρτα της Ρόζαλιν. Βήματα στο διάδρομο. Άνοιξε η πόρτα του δωματίου μου. Το φεγγαρόφωτο φώτιζε το μακρύ άσπρο νυχτικό. Για μερικά λεπτά μου έκανε πιεστικές ερωτήσεις για την πόρτα που άκουσε να κλείνει, αλλ ά το αρνήθηκα. Έμεινε να με κοιτάζει σιωπηλή για κάμποση ώρα, σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν της έλεγα την αλήθεια ή όχι, και ύστερα έγνεψε κι έκλεισε την πόρτα. Άκουσα τις σούστες του κρεβατιού της και μετά σιωπή. Έπειτα από αυτό που έγινε, δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Όλο σκεφτόμουν αν ήταν σωστό ή λάθος που είχα πει ψέματα στη μαμά. Την ώρα που το πρώτο πρωινό φως πλημμύρισε το δωμάτιό μου, συνειδητοποίησα πως είχα κάνει λάθος. Έπρεπε να της είχα πει την αλήθεια. Θα γράψω πάλι αύριο.
Διάβασα τη συγκεκριμένη καταχώριση και είχα μία ολόκληρη μέρα μπροστά μου για να σχεδιάσω τι θα έλεγα στη μαμά. Όλη μέρα με έτρωγε το άγχος, καθώς κοιτούσα τη βουβή ζωή της μαμάς μου και ήξερα ότι πολύ σύντομα τα μάγια θα λύνονταν. Προσπαθούσα να θυμηθώ την καταχώριση του ημερολογίου λέξη προς λέξη. Δεν ήθελα να κάνω κανένα λάθος. Ήθελα να κάνω και να πω ό,τι ακριβώς είχα γράψει, ώστε να προκαλέσω την ίδια αντίδραση. Ήθελα να έρθει στο δωμάτιό μου μέσα στη νύχτα. Ύστερα ήθελα να της πω την αλήθεια
για το γυάλινο δάκρυ. Έτσι, περίμενα όλη μέρα. Επιτέλους, μετά το βραδινό φαγητό, ανέβηκα ανυπόμονη στο δωμάτιό της. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κοίταζε το ταβάνι και σιγοτραγουδούσε. «Σου έχω κάτι», είπα, και η φωνή μου ήταν τόσο βραχνή ώστε οι λέξεις ίσα που ακούστηκαν. Το πήρα από την αρχή. «Σου έχω κάτι». Συνέχισε να σιγοτραγουδάει την ώρα που έβαλα το χέρι στην τσέπη κι έψαξα να βρω το γυαλί, το οποίο είχε πάρει τη ζεστασιά του κορμιού μου. Το άφησα πάνω στο κομοδίνο. Ο σιγανός θόρυβος που έκανε το γυαλί την έκανε να στρέψει μόνο τα μάτια προς τα εκεί, όχι ολόκληρο το κεφάλι. Όταν το βλέμμα της έπεσε στο γυάλινο δάκρυ, σταμάτησε στη στιγμή να σιγοτραγουδάει και έπαψε να τυλίγει τα μαλλιά της γύρω από το δάχτυλό της. «Δεν είναι όμορφο;» ρώτησα. Τότε γύρισε και με κοίταξε και αντιλήφθηκα ακριβώς τη στιγμή που η σπίθα άναψε στο βλέμμα της. Έστρεψε τη ματιά της στο δάκρυ. Δεν ήθελα να το πάρω, αλλά ήξερα ότι έπρεπε να τα κάνω όλα με τον σωστό τρόπο, γι’ αυτό άπλωσα το χέρι να το πιάσω και, όπως ακριβώς είχα γράψει, το χέρι της προσγειώθηκε πάνω στο δικό μου και με εμπόδισε. «Όχι», είπε σταθερά. «Εντάξει», είπα χαμογελαστή. «Εντάξει». Ανακάθισα στο κρεβάτι, ανήμπορη να κλείσω μάτι, γνωρίζοντας ότι θα ερχόταν να με ξυπνήσει. Διάβασα την καταχώριση του ημερολογίου της επόμενης μέρας. Δεν ήμουν σίγουρη αν αυτά που έγραφε ήταν ακριβή, καθώς τα γεγονότα που επρόκειτο να εκτυλιχθούν σε λίγο θα άλλαζαν κατά πάσα πιθανότητα τη μέρα της Ταμάρα του αύριο. Παρασκευή, 24 Ιουλίου Χρόνια μου πολλά. Δεκαεφτά. Σήμερα το πρωί αποφάσισα να σηκωθώ από το κρεβάτι και η Ρόζαλιν ξαφνιάστηκε που με είδε. Νομίζω ότι όταν μπήκα στην κουζίνα, την ώρα που η Ρόζαλιν ήταν μέσα στην αποθηκούλα, παραλίγο να της προκαλέσω καρδιακή προσβολή. Μου φάνηκε πως έκανε κάτι ύποπτο, γιατί με κοίταξε πολύ ένοχα και κάτι έχωσε στην τσέπη της ποδιάς της. Μπορεί να ήταν κάτι για την τούρτα μου, αλλά πάλι δεν ξέρω… Με αγκάλιασε και με φίλησε αμήχανα, και ύστερα έφυγε με ανάλαφρο βήμα πρώτα για να πάει το δίσκο με το πρωινό στη μαμά και μετά να μου φέρει το δώρο μου από το δωμάτιό της. Γύρισε πίσω μ’ ένα τέλεια αμπαλαρισμένο δώρο, ροζ χαρτί με άσπρη και ροζ κορδέλα. Ήταν ένα καλάθι με αφρόλουτρο, σαπούνια και σαμπουάν με άρωμα φράουλα. Την ώρα που το άνοιγα η ανάσα της ήταν σαν ασθματική και με κοιτούσε πονηρά, χαμογελώντας νευρικά για να δει αν μου άρεσε ή όχι. Της είπα ότι μου άρεσε. Της είπα πως ήταν τέλειο και ότι μου άρεσε ειλικρινά. Τώρα είχαν αλλάξει τα πράγματα πια. Πέρυσι, στα δέκατα έκτα γενέθλιά μου, μου είχαν δώσει δώρο μια τσάντα Louis Vuitton κι ένα ζευγάρι πανάκριβα παπούτσια, ενώ φέτος είχα πάρει ένα σετ αφρόλουτρο και σαμπουάν. Παραδόξως, όμως, το φετινό δώρο το ευχαριστήθηκα πιο πολύ, επειδή το είχα πραγματικά ανάγκη. Είχε αρχίσει να μου τελειώνει το σαμπουάν, χώρια που οι κόκκινοι σκίουροι δεν εντυπωσιάζονται εύκολα από τις τσάντες Louis Vuitton. Μετά είπε κάτι εκπληκτικό: «Το είδα τον περασμένο μήνα, είτε το πιστεύεις είτε όχι, και είπα από μέσα μου –το είπα μάλιστα και στον Άρθουρ–, “Αυτό είναι το τέλειο δώρο για την Ταμάρα”. Το έκρυβα στο γκαράζ από τότε κι έτρεμα μην το ανακαλύψεις», χαχάνισε νευρικά. Το σχόλιό της με τρόμαξε. Η Ρόζαλιν ήταν πολύ πιο έξυπνη απ’ όσο πίστευα. Δεν υπήρχε περίπτωση ο λόγος που δεν ήθελε να πάω στο γκαράζ ή που προσπαθούσε να μη μας αφήσει να αποθηκεύσουμε εκεί τα πράγματά μας να ήταν μόνο το γεγονός ότι έκρυβε εκεί ένα μικρό καλάθι δώρο. Είτε ήταν πολύ πιο έξυπνη είτε με θεωρούσε ηλίθια. Η λαχτάρα μου να μπω στο γκαράζ γιγαντώθηκε ακόμα περισσότερο. Η μαμά κοιμήθηκε πάλι όλη μέρα. Τόσο η Ζόι όσο και η Λόρα τηλεφώνησαν στο σπίτι. Ζήτησα από τη Ρόζαλιν να τους πει πως είχα βγει. Πέρασε και η αδελφή Ιγνάτιος και μου έφερε δώρο. Η Ρόζαλιν προσφέρθηκε να μου το δώσει αυτή, αλλά η αδελφή δεν ήθελε να της το αφήσει. Όσο περισσότερο την αγνοώ, τόσο χειροτερεύει η κατάσταση. Τώρα έχω να της ζητήσω συγγνώμη για πολύ περισσότερα πράγματα. Νομίζω ότι είναι η καλύτερη φίλη που είχα ποτέ, αλλά νιώθω ότι θέλω να κρυφτώ απ’ όλους. Δεν αντέχω στη σκέψη να με βλέπει ο κόσμος. Μετά το βραδινό φαγητό η Ρόζαλιν έφερε μια σοκολατένια τούρτα με κεράκια από την αποθηκούλα, τραγουδώντας μου «Να ζήσεις Ταμάρα και χρόνια πολλά». Αυτή θα πρέπει να ετοίμαζε το πρωί στην αποθηκούλα, όταν τη γλίτωσε στο τσακ και δεν την έπιασα στα πράσα. Μάλλον είναι πολύ αργά πια για να πάω να κοιτάξω τι έβαλε στην τσέπη της ποδιάς της. Θα γράψω πάλι αύριο.
Ομολογώ ότι τις δύο τελευταίες βδομάδες δεν σκέφτηκα σχεδόν καθόλου τα γενέθλιά μου, αλλά και όσες φορές τα σκέφτηκα, ένιωθα ψυχοπλάκωμα για τον καημένο τον Μάρκους. Μακάρι να είχαμε αποφασίσει να περιμένουμε. Μακάρι να του το είχα πει. Δεν μου πέρασε στιγμή από το μυαλό τι είδους γιορτή θα μου έκαναν έτσι και ζούσα ακόμα στην προηγούμενη ζωή μου ή με τι δώρα θα με γέμιζαν από τη στιγμή που θα ξυπνούσα μέχρι τη στιγμή που θα έπεφτα για ύπνο το βράδυ. Όμως, όταν διάβασα τη σημερινή και τη χτεσινή καταχώριση, ένιωσα σαν να είχα πάρει φωτιά. Ήμουν ενθουσιασμένη. Αισθανόμουν σαν να είχα περάσει τις προηγούμενες μέρες περιπλανώμενη σε μια χαράδρα που την κάλυπτε η ομίχλη κι έτσι δεν μπορούσα να δω πέρα από τη μύτη μου. Τώρα όμως η ομίχλη είχε καθαρίσει. Όλο αυτό το
διάστημα το μυαλό μου ήταν τόσο απασχολημένο να αναμασάει ένα συγκεκριμένο πράγμα, ώστε δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτε άλλο. Τώρα όμως μου φαινόταν πως η άσκοπη περιπλάνηση του μυαλού μου είχε φτάσει στο τέλος της, γιατί ανακαθόμουν στο κρεβάτι εντελώς ξύπνια, με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή, κοντανασαίνοντας σαν να είχα διανύσει χιλιόμετρα τρέχοντας. Ο σκοπός μου τώρα ήταν να ανακαλύψω τι στο καλό έκανε ή ετοιμαζόταν να κάνει η Ρόζαλιν στην αποθηκούλα αύριο το πρωί. Ενώ κατάστρωνα το σχέδιό μου, άκουσα την πόρτα της μαμάς ν’ ανοίγει. Ξάπλωσα άρον άρον κι έκλεισα τα μάτια. Η μαμά έκλεισε πίσω της την πόρτα όσο πιο αθόρυβα γινόταν· ήξερε ότι έπρεπε να κάνει απόλυτη ησυχία. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μου κι εγώ περίμενα να νιώσω το χέρι της στον ώμο μου. Να το. Το πιεστικό ζούληγμα. Άνοιξα τα μάτια, αλλά δεν ένιωσα τον πανικό τον οποίο είχα περιγράψει στο ημερολόγιο, μόνο μια αίσθηση απόλυτης ετοιμότητας για όσα θα συνέβαιναν. «Πού το βρήκες;» ψιθύρισε με το πρόσωπό της κοντά στο δικό μου. Ανακάθισα. «Απέναντι. Στο σπιτάκι», της ψιθύρισα κι εγώ. «Στο σπίτι της Ρόζαλιν», ψέλλισε και αμέσως κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Το φως», είπε και τότε πρόσεξα κάτι σαν φως να πέφτει πάνω στον τοίχο του δωματίου μου, αντίκρυ στο παράθυρο. Όπως όταν τα δέντρα σαλεύουν πέρα-δώθε στο φεγγαρόφωτο, με αποτέλεσμα το φως τη μία να φωτίζει το δωμάτιο και την άλλη να χάνεται. Μόνο που δεν ήταν τα δέντρα, γιατί τούτο το φως έμοιαζε να λάμπει περισσότερο, σαν να περνούσε μέσα από γυάλινα πρίσματα που το διαθλούσαν σε χρωματιστές ακτίνες. Το φως έπεσε πάνω στο χλωμό πρόσωπο της μαμάς μου και φάνηκε να τη μαγεύει, να την παγιδεύει στο πεδίο του. Κοίταξα αμέσως έξω από το παράθυρό μου, το απέναντι σπιτάκι. Στο μπροστινό παράθυρο ήταν κρεμασμένο ένα γυάλινο μόμπιλο που έπιανε το φως κι έστελνε λαμπερές ακτίνες προς τα έξω, σχεδόν σαν φάρος. «Υπάρχουν εκατοντάδες ακόμα εκεί πέρα», ψιθύρισα. «Δεν έπρεπε να πάω εκεί, απλώς η Ρόζαλιν» – κοιτάζαμε και οι δύο τον τοίχο όταν ακούσαμε τις σούστες του κρεβατιού της Ρόζαλιν και του Άρθουρ– «ήταν τόσο μυστικοπαθής. Ήθελα μόνο να πω ένα “γεια” στη μητέρα της, αυτό είναι όλο. Της πήγα πρωινό πριν από δύο βδομάδες και τότε είδα κάποιον στο υπόστεγο του πίσω κήπου. Δεν ήταν η μητέρα της». «Ποιος ήταν;» «Δεν ξέρω. Μια γυναίκα. Μια μεγάλη γυναίκα με μακριά μαλλιά. Δούλευε. Έφτιαχνε αυτά. Θα πρέπει να φυσάει μόνη της το γυαλί. Νομίζεις πως επιτρέπεται να το κάνει; Από νομικής άποψης;» Κοίταξα το δάκρυ μέσα στην παλάμη της. «Υπήρχαν εκατοντάδες. Κρέμονταν όλα σε σχοινιά. Θα σου τα δείξω. Όταν πήγα να πάρω πίσω το δίσκο, τον βρήκα στο τοιχάκι απέξω και μέσα στο δίσκο ήταν αυτό». Κοιτάξαμε μαζί το δάκρυ. «Τι σημαίνει αυτό;» έσπασα τη σιωπή. «Αυτή το ξέρει;» ρώτησε η μαμά, δίχως να απαντήσει στην ερώτησή μου. Υπέθεσα ότι το «αυτή» αναφερόταν στη Ρόζαλιν. «Όχι. Τι συμβαίνει;» Η μαμά έκλεισε σφιχτά τα μάτια και τα σκέπασε με τα χέρια της. Έτριψε δυνατά τα μάτια της και πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά της, σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει. «Συγγνώμη. Είμαι τόσο ζαλισμένη. Απλώς μου φαίνεται ότι δεν μπορώ… να ξυπνήσω», είπε κι έτριψε πάλι τα μάτια. Ύστερα με κοίταξε κατάματα και τα μάτια της έλαμψαν. Έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο. «Σ’ αγαπάω, καρδούλα μου. Συγγνώμη». «Γιατί ζητάς συγγνώμη;» Αλλά ρώτησα την πλάτη της, γιατί η μαμά σηκώθηκε και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιό μου. Κοίταξα πάλι έξω: το φως, το ακανόνιστο γυαλί που στροβιλιζόταν λες και κάτι το φυσούσε από μέσα. Τότε, την ώρα που το κοιτούσα προσηλωμένη, κουνήθηκε η κουρτίνα και συνειδητοποίησα ότι με παρακολουθούσε κάποιος. Ή μας παρακολουθούσε κάποιος. Εκείνη τη στιγμή άκουσα την πόρτα της Ρόζαλιν να ανοίγει και βήματα στο διάδρομο, και η πόρτα μου άνοιξε. Η Ρόζαλιν στάθηκε εκεί σαν λευκοντυμένη οπτασία. «Τι έγινε;» ρώτησε. «Τίποτα», είπα ακολουθώντας πιστά το ημερολόγιο. «Άκουσα την πόρτα να κλείνει». «Δεν έγινε τίποτα». Αφού με κοίταξε για κάμποση ώρα, έφυγε και με άφησε μόνη να συλλογίζομαι τι είχα καταφέρει λέγοντας την αλήθεια στη μαμά. Σίγουρα κάτι καλό είχε βγει απ’ όλο αυτό. Μάλιστα, ήμουν σίγουρη ότι σε πολύ λίγο θα το μάθαινα. Άνοιξα πάλι το ημερολόγιο για να δω αν είχε αλλάξει η καταχώριση. Μου πιάστηκε η ανάσα. Όταν άνοιξα την πρώτη σελίδα, οι σελίδες άρχισαν σιγά-σιγά να γυρίζουν προς τα μέσα στις άκρες, να μαυρίζουν και να καρβουνιάζουν, θαρρείς και καίγονταν μπροστά στα μάτια μου. Εντέλει, σταμάτησαν να γυρίζουν και οι καμένες μουντζουρωμένες σελίδες έμειναν να με κοιτάζουν κενές, κρύβοντάς μου τον κόσμο του αύριο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ: Η νοικοκυρούλα με τη σκόνη κακάο στην αποθήκη
Eπειτα απ’ όσα εκτυλίχθηκαν τις πρώτες πρωινές ώρες, ήταν αδύνατον να κλείσω μάτι. Έμεινα ξάπλα, αλύγιστη, σκεπασμένη μέχρι το πιγούνι, ενώ μια παγερή αίσθηση τρόμου μ’ έκανε να πετάγομαι στον παραμικρό θόρυβο. Ήμουν απολύτως σίγουρη ότι η γυναίκα στο αντικρινό σπιτάκι ήταν το ίδιο άτομο που με είχε ακολουθήσει και στο κοιμητήριο την προπερασμένη βδομάδα. Ωστόσο, όσο προχωρούσε η μέρα και ο ήλιος έριχνε φως στις σκιές, λιγόστεψε ο φόβος μου γι’ αυτήν. Μπορεί να μην ήταν επικίνδυνη, μπορεί να ήταν απλώς λίγο ιδιόρρυθμη. Κρίνοντας από την όψη των μαλλιών και των ρούχων της, δεν ήταν άνθρωπος που έβλεπε τακτικά κόσμο. Άλλωστε, μου είχε κάνει δώρο το μικρό γυάλινο δάκρυ. Ήταν προφανές πως προσπαθούσε να επικοινωνήσει. Ωστόσο, το καμένο ημερολόγιο σαν να προμήνυε μια επικείμενη καταστροφή. Όταν κοιμήθηκα τελικά, ονειρεύτηκα φλόγες: φλεγόμενα κάστ ρα και φλεγόμενα βιβλία. Ονειρεύτηκα πώς φτιάχνεται το γυαλί, σβόλους καυτού λιωμένου γυαλιού να παίρνουν σχήμα και να τρέχουν ρευστοί. Όταν ξύπνησα μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, με την καρδιά μου να χτυπάει άγρια στο στήθος μου, πάλεψα να μείνω ξύπνια. Την υπόλοιπη ώρα κοιτούσα το ημερολόγιο περιμένοντας να δω τις καμένες σελίδες να ισιώνουν και να εμφανίζεται ως διά μαγείας το γραπτό μου με τις καλλιγραφικές ουρίτσες και γραμμές του. Ωστόσο, δεν άλλαξε τίποτα. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα νωρίς, αποφασισμένη να πιάσω τη Ρόζαλιν στα πράσα και να δω τι έκανε. Μπορεί να μην ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα στον κόσμο να τσακώσω τη νοικοκυρούλα Ρόζαλιν με τη σκόνη κακάο στο χέρι στην αποθηκούλα, αλλά είχα αρχίσει να συνειδητοποιώ ότι το ημερολόγιο με οδηγούσε κάπου, προσπαθούσε να μου δείξει κάτι, μου έδειχνε ένα δρόμο διαφυγής, όπως είχα προσπαθήσει να τον δείξω κι εγώ στη χρυσόμυγα. Θα ήμουν ανόητη αν αγνοούσα αυτό το θαύμα που μου συνέβαινε. Κάθε λέξη ήταν ένα στοιχείο, κάθε πρόταση ένα βελάκι, μια πινακίδα εξόδου. Στην κουζίνα το ραδιόφωνο έπαιζε στη διαπασών, ο Άρθουρ έκανε ντους και η Ρόζαλιν θαρρούσε πως είχε όλο το πρωινό δικό της. Κάποια στιγμή, στράφηκε και πήγε στην αποθηκούλα. Στο τσακ πρόλαβα να σκύψω και να κρυφτώ πίσω από την πόρτα του χολ. Μέσα από τη χαραμάδα της πόρτας έβλεπα τι έκανε η Ρόζαλιν μέσα εκεί. Άφησε το δίσκο με το πρωινό της μαμάς πάνω στον πάγκο και μετά έβαλε το χέρι μέσα σ’ ένα κουτί που ήταν κρυμμένο πίσω από ένα άλλο κι έβγαλε έξω ένα κουτάκι χάπια. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε. Χρειάστηκε να κλείσω το στόμα μου για να πνίξω την κραυγή που μου ήρθε. Την είδα που έβαλε δύο κάψουλες στην παλάμη της, τις άνοιξε, έριξε τη σκόνη μέσα στο κουάκερ και το ανακάτεψε. Μέσα μου πάλευα με τη σκέψη να σηκωθώ πάνω και να πάω να την αντιμετωπίσω κατά μέτωπο. Την είχα στο χέρι. Το ήξερα ότι κάτι σκάρωνε. Ωστόσο, έπρεπε να συγκρατηθώ. Μπορεί να ήταν αθώα χάπια για τον πονοκέφαλο και τυχόν επίθεση να μου γύριζε μπούμερανγκ – πάλι. Ή μπορεί να ήταν κάτι πολύ πιο σοβαρό και να αρρώσταιναν τη μαμά. Έσκυψα πιο κοντά στη χαραμάδα της πόρτας, αλλά εξαιτίας της κίνησής μου έτριξε η σανίδα κάτω από το πόδι μου. Η Ρόζαλιν έριξε στη στιγμή το κουτί με τα χάπια μέσα στην ποδιά της, πήρε το δίσκο και γύρισε σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Τότε βγήκα βιαστικά πίσω από την πόρτα. «Καλημέρα», είπε με πλατύ χαμόγελο. «Πώς είναι η εορτάζουσα σήμερα;» Μπορεί να ήμουν παρανοϊκή, αλλά ήμουν σίγουρη ότι τα μάτια της περιεργάζονταν το πρόσωπό μου προσπαθώντας να καταλάβει αν είχα δει τι έκανε. «Μεγάλη». Της αντιγύρισα το χαμόγελο, βάζοντας τα δυνατά μου να ξαναβρώ την ψυχραιμία μου. «Α, δεν είσαι μεγάλη, παιδί μου», γέλασε. «Θυμάμαι όταν ήμουν στην ηλικία σου». Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. «Έχεις χρόνια μπροστά σου. Τώρα θα ανεβάσω το δίσκο στη μητέρα σου και θα κατέβω να σου ετοιμάσω ένα ξεχωριστό πρωινό για τα γενέθλιά σου». «Ευχαριστώ, Ρόζαλιν», είπα γλυκά. Όταν έφυγε, γύρισα και την κοίταξα που ανέβαινε τρέχοντας τις σκάλες. Την είδα να χάνεται μέσα στην κρεβατοκάμαρα της μαμάς και την πόρτα να κλείνει πίσω της. Εκείνη τη στιγμή προσγειώθηκε η αλληλογραφία πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας. Δεν κουνήθηκα, γιατί ήμουν σίγουρη ότι θα έβλεπα τη Ρόζαλιν να κατεβαίνει καβάλα στη μαγική της σκούπα και ν’ αρπάζει τα γράμματα· δεν ήρθε όμως. Δεν είχε ακούσει τον ταχυδρόμο. Μάζεψα λοιπόν την αλληλογραφία –μόνο δυο άσπροι φάκελοι ήταν, λογαριασμοί κατά πάσα πιθανότητα– κι έτρεξα μέσα στην κουζίνα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Με την ψυχή στο στόμα έψαξα γύρω-γύρω για να βρω κάπου να τα κρύψω. Δεν είχα χρόνο να τα διαβάσω τώρα. Άκουσα τα πόδια της Ρόζαλιν πάλι στις σκάλες και η καρδιά κόλλησε στο στήθος μου. Την τελευταία στιγμή αποφάσισα να χώσω τους φακέλους στο λάστιχο του πίσω μέρους της φόρμας μου και να ρίξω από πάνω τη μακριά φαρδιά ζακέτα μου. Στεκόμουν στο κέντρο της κουζίνας με τα χέρια πίσω από την πλάτη κι ένιωθα ότι η ενοχή ήταν γραμμένη στο κούτελό μου. Όταν με είδε η Ρόζαλιν, έκοψε ταχύτητα. Οι μύες του λαιμού της πετάχτηκαν έξω. «Τι κάνεις;» ρώτησε.
«Τίποτα». «Κάτι κάνεις. Τι έχεις στα χέρια σου;» είπε αποφασιστικά. «Το μαλακισμένο τάγκα», είπα και τράβηξα το πίσω μέρος της φόρμας μου. «Δείξε μου τα χέρια σου». Ύψωσε τον τόνο της φωνής της. Έβγαλα τα χέρια πίσω από την πλάτη μου και τα κούνησα με θράσος μπροστά της. «Γύρνα από την άλλη». Η φωνή της έτρεμε. «Όχι», είπα απείθαρχα. Τότε χτύπησε το κουδούνι. Η Ρόζαλιν δεν κουνήθηκε. Ούτε εγώ. «Γύρνα», επανέλαβε. «Όχι», είπα πιο σθεναρά και αποφασιστικά. Χτύπησε πάλι το κουδούνι. «Ρόουζ!» φώναξε ο Άρθουρ από τη σκάλα. Η Ρόζαλιν δεν απάντησε και τότε ακούσαμε ποδοβολητό στις σκάλες και κατέβηκε ο Άρθουρ. «Ανοίγω εγώ τότε», είπε και μας κοίταξε εκνευρισμένος. Άνοιξε την πόρτα. «Γουέσλι». «Δεν μπορούσα να κάνω άλλο όπισθεν με το φορτηγό, καλά είναι; Το έφερα αρκετά μέσα; Ω, γεια σου, Ταμάρα», είπε κοιτάζοντας πίσω από τον Άρθουρ. Η Ρόζαλιν ζάρωσε ακόμα περισσότερο τα μάτια. Χαμογέλασα. Ναι, είχα ένα φίλο χωρίς να το ξέρει αυτή. Κοίταξα τον Γουέσλι με διάπλατα μάτια, προσπαθώντας να του δείξω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήθελα να φύγουν με τον Άρθουρ. «Τα λέμε αργότερα τότε», είπε ο Άρθουρ. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους και μείναμε μόνες στην κουζίνα, αντικριστά η μία με την άλλη. «Ταμάρα», είπε μαλακά η Ρόζαλιν. «Ό,τι κι αν κρύβεις, και νομίζω ότι ξέρω τι είναι, απλώς δώσ’ το πίσω». «Δεν κρύβω τίποτα, Ρόζαλιν. Εσύ μήπως;» Τινάχτηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε έναν κρότο από πάνω, πιάτα να σπάνε και μετά βήματα πάνω στις σανίδες. Η αναμέτρηση των βλεμμάτων μας ξεχάστηκε στη στιγμή και αμέσως κοιτάξαμε ψηλά. «Θέλω να τον δω», άκουσα να τσιρίζει η μαμά μου. Κοίταξα τη Ρόζαλιν και πέρασα από δίπλα της για να τρέξω πάνω. «Όχι, παιδί μου». Με τράβηξε πίσω. «Ρόζαλιν, άσε με, είναι μητέρα μου». «Δεν είναι καλά», είπε νευρικά. «Ακριβώς, και αναρωτιέμαι για ποιο λόγο!» της φώναξα στα μούτρα κι έτρεξα πάνω. Δεν πρόλαβα να φτάσω όμως, γιατί η μαμά άνοιξε την πόρτα και άρχισε να ψάχνει στο διάδρομο με μάτια ορθάνοιχτα και τρομοκρατημένα. «Θέλω να τη δω», είπε χωρίς να μπορεί να εστιάσει το βλέμμα της πάνω μου. «Ποια; Τη Ρόζαλιν;» πήγα να πω, αλλά μ’ έσπρωξε πέρα και πέρασε μπροστά μου, όταν είδε τη Ρόζαλιν στη βάση της σκάλας. «Θέλω να τον δω», είπε επιτακτικά και στάθηκε στην κορυφή της σκάλας φορώντας μόνο τη ρόμπα της. Η Ρόζαλιν, με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά, έστριβε τα χέρια μέσα στην ποδιά της. Στην τσέπη της διέκρινα ακόμα το περίγραμμα του κουτιού με τα χάπια. Κοίταξα μία τη μαμά μου και μία τη Ρόζαλιν, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε εδώ. «Μαμά, δεν είναι εδώ», είπα προσπαθώντας να της πιάσω το χέρι. Μου το έσπρωξε μακριά. «Εδώ είναι. Το ξέρω. Τον νιώθω». «Μαμά, δεν είναι εδώ». Βούρκωσα. «Χάθηκε». Το κεφάλι της γύρισε μεμιάς και με κοίταξε και η φωνή της έγινε ψίθυρος. «Δεν χάθηκε, Ταμάρα. Μπορεί να είπαν ότι χάθηκε, αλλά δεν χάθηκε. Τον αισθάνομαι». Τώρα πια έκλαιγα. «Μαμά, σταμάτα, σε παρακαλώ. Νιώθεις μόνο… νιώθεις μόνο… το πνεύμα του γύρω σου. Θα είναι πάντα μαζί σου. Αλλά χάθηκε… χάθηκε για πάντα. Σε παρακαλώ…» «Θέλω να τον δω», είπε επιτακτικά στη Ρόζαλιν. «Τζένιφερ», της είπε αυτή και άπλωσε τα χέρια της αν και ήταν πολύ μακριά για να τη φτάσει, «Τζένιφερ, κοίτα να ηρεμήσεις, γύρνα στο δωμάτιό σου και ξάπλωσε». «Όχι!» φώναξε η μαμά και η φωνή της άρχισε να τρέμει. «Θέλω να τον δω! Ξέρω πως είναι εδώ. Μου τον κρύβεις!» «Μαμά», φώναξα, «δεν σου τον κρύβει. Ο μπαμπάς πέθανε, πέθανε στ’ αλήθεια». Η μαμά γύρισε, με κοίταξε και για μια στιγμή μου φάνηκε απίστευτα λυπημένη. Ύστερα θύμωσε και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες. Η Ρόζαλιν έτρεξε στην πόρτα. «Άρθουρ!» ούρλιαξε έξω. Ο Άρθουρ, ο οποίος ήταν ακόμα στο δρομάκι με τον Γουέσλι και φόρτωναν εργαλεία στο Λαντ Ρόβερ, τέντωσε το κορμί και στάθηκε προσοχή. Η μαμά έτρεξε έξω στον κήπο φωνάζοντας «Πού είναι;» ξανά και ξανά. «Τζεν, σταμάτα αμέσως. Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά», της είπε επανειλημμένα ο Άρθουρ με ήρεμη φωνή. «Άρθουρ», φώναξε η μαμά τρέχοντας προς το μέρος του και πέφτοντας πάνω του. «Πού είναι; Είναι εδώ, έτσι;» Ο Άρθουρ κοίταξε σοκαρισμένος τη Ρόζαλιν. «Μαμά!» φώναξα. «Άρθουρ, βοήθα την. Κάνε κάτι, σε παρακαλώ. Νομίζει πως ο μπαμπάς είναι ακόμα ζωντανός».
Ο Άρθουρ την κοίταξε με μια έκφραση που μου φάνηκε ότι φανέρωνε τον πόνο του. Την έκλεισε στην αγκαλιά του και ενώ το κοκαλιάρικο σώμα της μαμάς μου τρανταζόταν από τους λυγμούς κι εκείνη ρωτούσε ξανά και ξανά πού ήταν και γιατί, ο Άρθουρ της χάιδευε καθησυχαστικά την πλάτη. «Ξέρω, Τζεν, καταλαβαίνω, Τζεν, όλα καλά. Όλα καλά…» «Βοήθησέ τη, σε παρακαλώ», φώναξα έτσι όπως στεκόμουν καταμεσής στον κήπο, κοιτάζοντας πότε τη Ρόζαλιν και πότε τον Άρθουρ, ο οποίος υποβάσταζε τη μαμά να μην πέσει. «Στείλ’ την κάπου. Φέρε κάποιον να βοηθήσει». «Ο μπαμπάς μου είναι σπίτι τώρα», προσφέρθηκε σιγανά ο Γουέσλι. «Μπορώ να του τηλεφωνήσω και να του πω να περάσει από δω». Ένιωσα σαν κάτι να σάλεψε μέσα μου. Ένας παγερός φόβος. Κάτι σαν ένστικτο. Σκέφτηκα το καμένο ημερολόγιο, τη φωτιά που ονειρεύτηκα. Έπρεπε να βγάλω τη μαμά από το σπίτι. «Πήγαινέ τη σ’ αυτόν», είπα στον Άρθουρ. Ο Άρθουρ με κοίταξε σαστισμένος. «Στον Δρα Τζένταντ», είπα χωρίς να με ακούσει η μαμά. Στην αγκαλιά του Άρθουρ, η μαμά έστριψε και γλίστρησε προς τα κάτω, συνταραγμένη από τη θλίψη. Ο Άρθουρ μου έγνεψε σοβαρά. Ύστερα κοίταξε τη Ρόζαλιν. «Θα γυρίσω γρήγορα». «Μα–» «Την πάω», είπε κοφτά. «Θα έρθω κι εγώ», πετάχτηκε η Ρόζαλιν βιαστικά, βγάζοντας με φούρια την ποδιά της και τρέχοντας μέσα στο σπίτι. «Πάω να φέρω το παλτό της». «Γουέσλι, εσύ μείνε με την Ταμάρα», του έδωσε οδηγίες ο Άρθουρ. Ο Γουέσλι έγνεψε κι έκανε μερικά βήματα προς το μέρος μου. Αμέσως μετά επιβιβάστηκαν όλοι στο Λαντ Ρόβερ. Η μαμά καθόταν πίσω, όπου έκλαιγε κι έδειχνε απίστευτα χαμένη. Ο Γουέσλι έβαλε προστατευτικά τα χέρια του γύρω από τους ώμους μου. «Όλα θα πάνε καλά», είπε μαλακά. Όταν φτάσαμε σε αυτό εδώ το μέρος, ένιωθα ότι εγώ και η μαμά είχαμε ξεβραστεί εδώ, σαν δυο άνθρωποι που έφτασαν στην ακτή βήχοντας και φτύνοντας αφού ναυάγησε το σκάφος τους. Ήμασταν σε κακά χάλια, δεν είχαμε τίποτα, δεν ανήκαμε πουθενά, δεν είχαμε κανένα σκοπό, θαρρείς και ήμασταν παγιδευμένες σε μια αίθουσα αναμονής δίχως πόρτες. Έχω συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα που ξεβράζονται δεν είναι απλώς πράγματα που έχουν διαλυθεί – είναι επίσης και πράγματα που επιβίωσαν. Δεν είχα πάντα την ίδια άποψη, μέχρι τη μέρα που αναγκάστηκα να παρακολουθήσω ένα ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση, από αυτά που αρέσουν στον Άρθουρ. Μιλούσε για τα νησιά του Νότιου Ειρηνικού· πως είναι τόσο απομακρυσμένα που δύσκολα εξηγείται η εξάπλωση της ζωής από το ένα στο άλλο, με εξαίρεση τα πουλιά. Κάποια στιγμή, όμως, έφτασαν στην ακτή εκείνες οι καρύδες. Τις ξέβρασαν τα κύματα, είπε ο αφηγητής. Δυο χαμένα πράγματα που επιβίωσαν κι έφτασαν στην ακτή. Τι έκαναν λοιπόν οι καρύδες αυτές; Πήγαν και φυτεύτηκαν στην άμμο κι έγιναν δέντρα που εξαπλώθηκαν στην ακτή. Μερικές φορές, πολλά μπορεί να σου συμβούν αφού ξεβραστείς κάπου. Μπορεί, λόγου χάρη, να μεγαλώσεις. Παρότι η μαμά τα είχε λίγο χαμένα και νόμιζε ότι ο μπαμπάς ήταν ακόμα ζωντανός και κατέρρευσε, εγώ ένιωθα πως αυτό ήταν ένα ξεκίνημα για κάτι καινούριο, κάτι καλύτερο. Έτσι, την ώρα που τους βλέπαμε να φεύγουν και καθώς η Ρόζαλιν μας κοιτούσε με ανησυχία, επειδή δεν ήθελε να μας αφήσει μόνους, αλλά δεν ήθελε να αφήσει ούτε τον Άρθουρ και τη μαμά μόνους, δεν μπόρεσα να συγκρατηθώ. Χαμογέλασα και τους κούνησα το χέρι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ: Κ, όπως λέμε… καγκουρό
Mόλις έφυγαν, έτρεξα μέσα στο σπίτι. Η Ρόζαλιν είχε πετάξει όπως-όπως την ποδιά της πάνω από τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν κρεμασμένα στον καλόγερο, στην προσπάθειά της να πάει γρήγορα έξω. Την άρπαξα κι έχωσα το χέρι μου στην τσέπη. «Ταμάρα, τι κάνεις;» Ο Γουέσλι ήταν ακριβώς πίσω μου. «Να σου φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι ή κάτι άλλο, για να ηρεμή– Τι διάολο είναι αυτό;» Αναφερόταν στο κουτί με τα χάπια που κρατούσα στο χέρι μου. «Αυτό ελπίζω να μου το πεις εσύ». Του έδωσα τα χάπια. «Τσάκωσα τη Ρόζαλιν να τα βάζει μέσα στο πρωινό της μαμάς». «Τι; Τι λες τώρα, βρε Ταμάρα», είπε ο Γουέσλι. «Έριχνε χάπια στο φαγητό της;» «Την είδα να τα ανοίγει και να αδειάζει τη σκόνη μέσα στο κουάκερ και μετά να το ανακατεύει. Δεν το ξέρει ότι την είδα». «Μπορεί να τα πήρε με συνταγή γιατρού». «Λες; Θες να το ψάξουμε λιγάκι; Αν και η Ρόζαλιν έχει το χούι να παριστάνει ότι δεν ξέρω τίποτα για το ιατρικό ιστορικό της ίδιας μου της μητέρας, ξέρω όμως ότι δεν τη λένε…» διάβασα την ετικέτα πάνω στο κουτί, «Έλεν Ράιλι». «Η μητέρα της Ρόζαλιν είναι. Δώσε μου να δω». Μου τα πήρε από το χέρι. «Υπνωτικά είναι». «Πού το ξέρεις;» «Το λέει στην ετικέτα. Οξαζεπάμη. Υπνωτικό χάπι. Και τα βάζει στο φαγητό της μαμάς σου;» Ξεροκατάπια και δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια μου. «Είσαι σίγουρη ότι την είδες να κάνει τέτοιο πράγμα;» «Ναι, είμαι σίγουρη. Χώρια που η μαμά δεν έχει σταματήσει να κοιμάται απ’ όταν φτάσαμε. Κοιμάται διαρκώς». «Τα παίρνει συχνά η μαμά σου; Μήπως η Ρόζαλιν προσπαθεί να τη βοηθήσει;» «Γουέσλι, η μαμά είναι τόσο ναρκωμένη που δεν θυμάται ούτε το όνομά της καλά-καλά. Δεν τη βοηθάνε. Είναι σχεδόν σαν να προσπαθεί να την κάνει χειρότερα. Αυτά εδώ την κάνουν χειρότερα». «Πρέπει να το πούμε κάπου». Η ανακούφιση όταν άκουσα αυτό το πρώτο πληθυντικό – «να το πούμε»– με χτύπησε σαν παλιρροϊκό κύμα. «Πρέπει να ενημερώσω τον μπαμπά μου. Θα πρέπει να το πει κάπου, εντάξει;» «Εντάξει». Ένιωθα ανακούφιση που δεν ήμουν πια μόνη. Κάθισα στις σκάλες ενώ ο Γουέσλι τηλεφώνησε στον πατέρα του και του το είπε. «Λοιπόν;» Πετάχτηκα πάνω μόλις το έκλεισε. «Ήταν μαζί του στο δωμάτιο, οπότε δεν μπόρεσε να σχολιάσει. Είπε απλώς ότι θα το τακτοποιούσε. Στο μεταξύ, πρέπει να τα κρύψουμε κάπου αυτά». «Σωστά». Πήρα βαθιά ανάσα. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν. «Γουέσλι, με βοηθάς, σε παρακαλώ, να πάρω την εργαλειοθήκη του Άρθουρ;» «Τι τη θες;» ρώτησε παντελώς μπερδεμένος πια. «Για να παραβιάσω την κλειδαριά του γκαράζ». «Τι;» «Απλώς…» έψαξα να βρω τις λέξεις, «βοήθα με, σε παρακαλώ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Θα σου τα εξηγήσω όλα αργότερα. Αλλά για την ώρα μπορείς να με βοηθήσεις; Σε θερμοπαρακαλώ. Σπανίως λείπουν από το σπίτι. Αυτή είναι η μόνη μου ευκαιρία». Το συλλογίστηκε για κάμποση ώρα σιωπηλός, γυρίζοντας το κουτάκι με τα χάπια στην παλάμη του ενόσω το σκεφτόταν. «Εντάξει». Την ώρα που ο Γουέσλι έτρεξε στο υπόστεγο δίπλα στο σπίτι, εγώ βημάτιζα πέρα-δώθε στον κήπο, ελπίζοντας να μην επιστρέψουν προτού μου δοθεί η ευκαιρία να ψάξω καλά εκεί μέσα. Σταμάτησα να βηματίζω και κοίταξα προς το σπιτάκι, ήθελα να δω αν το γυαλί που έστελνε ακτίνες φωτός κατευθείαν μέσα στο δωμάτιό μου ήταν ακόμα εκεί. Είχε χαθεί. Αλλά κάτι στο τοιχάκι του κήπου μου τράβηξε την προσοχή. Ένα κουτί. Πλησίασα πιο κοντά. «Γουέσλι». Ο Γουέσλι διέκρινε στη στιγμή τον προειδοποιητικό τόνο της φωνής μου και γύρισε. Τα μάτια του ακολούθησαν την κατεύθυνση που του έδειχνε το δάχτυλό μου. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε. Πέρασα απέναντι και πήγα να το εξετάσω. Ο Γουέσλι με ακολούθησε. Το πακέτο ήταν τυλιγμένο με καφετί χαρτί και μπροστά ήταν γραμμένο το όνομά μου, καθώς και ένα «Χρόνια πολλά». Το πήρα και κοίταξα τριγύρω. Δεν ήταν κανείς στα παράθυρα, πίσω από τις διάφανες κουρτίνες. Ξετύλιξα
το χαρτί και από κάτω φάνηκε ένα καφετί κουτί παπουτσιών. Σήκωσα το καπάκι. Μέσα ήταν το πιο πανέμορφο γυάλινο μόμπιλο που είχα δει ποτέ μου: μια σειρά από δάκρυα διαφόρων μεγεθών συνδυασμένα με καρδιές που ενώνονταν με σπάγκους περασμένους μέσα από μικροσκοπικές τρυπούλες. Το σήκωσα στα χέρια μου και το ύψωσα στο φως. Στραφτάλισε μπροστά στον ήλιο και στροβιλίστηκε στο αεράκι. Χαμογέλασα και κοίταξα προς το σπίτι για να χαιρετήσω, να χαμογελάσω, να ευχαριστήσω κάποιον. Τίποτα. «Τι διάολο…» είπε ο Γουέσλι και κάθισε να το περιεργαστεί. «Είναι δώρο. Για μένα». «Δεν το ήξερα ότι είχες γενέθλια σήμερα». Το πήρε και το περιεργάστηκε. «Αυτή πάντως ναι». «Ποια; Η μητέρα της Ρόζαλιν;» «Όχι». Κοίταξα πάλι προς το σπιτάκι. «Η άλλη». Ο Γουέσλι κούνησε το κεφάλι. «Κι εγώ που έλεγα πως η δική μου ζωή είναι παράξενη. Ποια είναι; Η μαμά και ο μπαμπάς μου δεν γνωρίζουν να μένει κάποιος άλλος εδώ εκτός από την κυρία Ράιλι». «Δεν έχω ιδέα». «Πάμε μέσα να τη γνωρίσουμε. Να την ευχαριστήσουμε». «Λες πως πρέπει;» Απηυδισμένος σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Σου έκανε ένα δώρο· είναι η τέλεια ευκαιρία για να πας μέσα». Δάγκωσα το χείλι μου και κοίταξα το σπίτι. «Εκτός κι αν φοβάσαι φυσικά». Αυτό ακριβώς συνέβαινε. «Όχι, αυτή τη στιγμή έχουμε σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε», είπα. Πέρασα απέναντι και πήγα βιαστικά στον πίσω κήπο, στο γκαράζ. «Ξέρεις, η αδελφή Ιγνάτιος έχει τρελαθεί να προσπαθεί να σε δει. Εκείνη τη μέρα έφυγες τόσο ξαφνικά και την κατατρόμαξες. Και τους δύο μας κατατρόμαξες». Αγριοκοίταξα τον Γουέσλι, που ψαχούλευε μέσα στην εργαλειοθήκη αναζητώντας το σωστό εργαλείο για να παραβιάσει την κλειδαριά. «Έμαθα τι έγινε. Είσαι καλά;» «Ναι, μια χαρά. Δεν θέλω να το συζητήσω», του πέταξα απότομα. «Ευχαριστώ πάντως», πρόσθεσα πιο γλυκά. «Άκουσα πως ο φιλαράκος σου έμπλεξε λίγο». «Είπα ότι δεν θέλω να το συζητήσω», του πέταξα πάλι. «Και δεν είναι φιλαράκος μου». Έβαλε τα γέλια όταν το άκουσε. «Οπότε ξέρεις ακριβώς πώς νιώθω κι εγώ». Παρά τα όσα είχαν συμβεί εκείνο το πρωί, χαμογέλασα. Δεν του πήρε πολλή ώρα να παραβιάσει την κλειδαριά. Μπήκαμε μέσα και τότε βρέθηκα αντιμέτωπη με την παλιά μου ζωή, στοιβαγμένη φύρδην μίγδην: η κουζίνα με το καθιστικό, το δωμάτιό μου σκαρφαλωμένο πάνω στο δωμάτιο ψυχαγωγίας, το δωμάτιο των ξένων αγκαλιά με τις πετσέτες του μπάνιου. Όλα είχαν συνταιριαστεί τέλεια, όσο συνταιριασμένες ήταν και οι σκέψεις στο κεφάλι μου. Δερμάτινοι καναπέδες, επίπεδες τηλεοράσεις, έπιπλα με γελοία σχήματα που τώρα πια έδειχναν φτηνά και άψυχα. Περισσότερο μ’ ενδιέφερε να δω τι έκρυβαν εδώ μέσα η Ρόζαλιν με τον Άρθουρ. Όταν ο Γουέσλι ανασήκωσε τα καλύμματα των επίπλων στην άλλη άκρη του γκαράζ, το θέαμα με άφησε παν τελώς αδιάφορη. Παλιά έπιπλα που μύριζαν ναφθαλίνη, ρημαγμένα από το χρόνο και φαγωμένα από τους τερμίτες. Δεν ξέρω τι ακριβώς περίμενα να δω – κάνα-δυο πτώματα, καμία μηχανή παραχάραξης, κούτες με τουφέκια και άλλον πολεμικό εξοπλισμό, τη μυστική είσοδο για το κρησφύγετο της Ρόζαλιν. Οτιδήποτε άλλο, πάντως όχι τούτα τα παλιά έπιπλα που έζεχναν καμφορά. Γύρισα πίσω στα δικά μου πράγματα. Ο Γουέσλι με ακολούθησε, αφήνοντας επιφωνήματα θαυμασμού για κάποια αντικείμενα καθώς ψαχούλευε μέσα στις κούτες. Κάνοντας ένα διάλειμμα από την εξερεύνηση της κρυφής ζωής του Άρθουρ και της Ρόζαλιν, καθίσαμε στον καναπέ του πάλαι ποτέ καθιστικού μου ξεφυλλίζοντας το άλμπουμ με τις φωτογραφίες μου, ενώ ο Γουέσλι γελούσε βλέποντας τις διάφορες φάσεις της εφηβείας μου. «Ο μπαμπάς σου είναι εδώ;» «Ναι», χαμογέλασα κοιτάζοντας το χαρούμενο ολοζώντανο πρόσωπό του στην πίστα χορού στο γάμο ενός φίλου. Του άρεσε ο χορός. Ήταν απαίσιος χορευτής. «Είναι πολύ νέος». «Ναι». «Τι συνέβη;» Αναστέναξα. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να μου πεις αν δεν θέλεις». «Δεν έχω πρόβλημα». Ξεροκατάπια. «Απλώς… δανείστηκε πολλά χρήματα και δεν μπορούσε να τα επιστρέψει. Ήταν εργολάβος, πολύ πετυχημένος. Είχε ακίνητα σε όλο τον κόσμο. Δεν το ξέραμε, αλλά είχε μπλέξει φοβερά. Άρχισε να πουλάει τα πάντα προκειμένου να ξεπληρώσει τα χρέη του». «Δεν σας είπε ότι είχε πρόβλημα;» Κούνησα το κεφάλι. «Ήταν πολύ περήφανος. Θα ένιωθε ότι μας απογοήτευσε». Βούρκωσα. «Αλλά εμένα δεν θα μ’ ένοιαζε, αλήθεια λέω». Οι διαμαρτυρίες μου ήταν ύποπτα υπερβολικές. Φανταζόμουν τον μπαμπά να προσπαθεί να μου πει ότι θα ξεπουλούσε τα πάντα. Φυσικά και θα μ’ ένοιαζε – θα άρχιζα να βαρυγκωμάω και να γκρινιάζω. Δεν θα έδειχνα κατανόηση, απλώς θα ντρεπόμουν για το τι θα έλεγε ο κόσμος για μας. Θα μου έλειπε η Μαρμπέλα τα καλοκαίρια, το Βερμπιέ την Πρωτοχρονιά. Θα του έβαζα τις φωνές, θα τον έλουζα με
τις χειρότερες βρισιές, θα έφευγα σαν σίφουνας από το δωμάτιο και θα βροντούσα την πόρτα πίσω μου. Τέτοια άπληστη γουρούνα ήμουν. Μακάρι, όμως, να μου είχε δώσει την ευκαιρία να δείξω κατανόηση. Μακάρι να με είχε καθίσει κάτω και να το είχε συζητήσει μαζί μου. Έτσι θα μπορούσαμε να βρούμε όλοι μαζί μια λύση. Θα έμενα παντού –σ’ ένα δωμάτιο, ακόμα και στο ερειπωμένο κάστρο– αν με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να είμαστε πάλι όλοι μαζί. «Τώρα πια δεν με νοιάζει ό,τι και να χάσω. Θα προτιμούσα να τον έχω εδώ», είπα φυσώντας τη μύτη μου. «Τώρα πια χάσαμε τα πάντα, μαζί κι αυτόν. Θέλω να πω, τι νόημα έχει; Όταν κατάσχεσαν το σπίτι, νομίζω ότι αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τον μπαμπά μου». Τον κοίταξα στη φωτογραφία όπου έπαιζε γκολφ με τη μαμά, με το πρόσωπο σοβαρό καθώς κοιτούσε πέρα μακριά αναζητώντας την μπάλα του. «Όλα μπορούσαν να τα πάρουν, αλλά αυτό όχι». Γύρισα σελίδα και βάλαμε τα γέλια και οι δύο. Εγώ, με τα δυο μπροστινά μου δόντια να λείπουν, αγκαλιασμένη με τον Μίκυ Μάους στον Κόσμο του Ντίσνεϊ. «Δεν είσαι… δεν ξέρω… θυμωμένη μαζί του; Αν το έκανε ο δικός μου πατέρας, θα…» Ο Γουέσλι κούνησε το κεφάλι, ανήμπορος να διανοηθεί τέτοιο πράγμα. «Ήμουν», απάντησα. «Ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί του για πάρα πολύ καιρό. Αλλά τις τελευταίες βδομάδες σκέφτομαι τι μαρτύριο θα πρέπει να περνούσε. Ακόμα και στις χειρότερες στιγμές μου, δεν θα μπορούσα ποτέ να κάνω ό,τι έκανε. Θα πρέπει να είχε πιεστεί τόσο πολύ, θα πρέπει να ήταν τόσο δυστυχισμένος, θα πρέπει να ένιωθε τόσο παγιδευμένος. Απλώς μάλλον δεν ήθελε και πάρα πολύ να βρίσκεται εδώ πλέον. Και… τέλος πάντων, όταν πέθανε δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτε άλλο. Η μαμά κι εγώ είχαμε προστασία». «Νομίζεις ότι το έκανε για σας;» «Νομίζω ότι το έκανε για πολλούς λόγους. Για τους λάθος λόγους, αλλά για τον ίδιο ήταν σωστοί». «Εγώ πάντως σε θεωρώ πολύ γενναία», είπε ο Γουέσλι. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα, προσπαθώντας να μην κλάψω. «Δεν αισθάνομαι γενναία». «Είσαι», είπε. Κοιταχτήκαμε. «Έκανα τόσο ηλίθια λάθη που ντρέπομαι», ψιθύρισα. «Δεν πειράζει. Όλοι κάνουμε λάθη», χαμογέλασε πικρά. «Πάντως δεν νομίζω ότι κάνω όσα εσύ», πρόσθεσα προσπαθώντας να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα. «Εσύ κάνεις, απ’ ό,τι φαίνεται, διάφορα λάθη με διάφορους ανθρώπους σχεδόν κάθε βράδυ». Γέλασε. «Εντάξει, για να δούμε τι κρύβει εδώ κάτω η Ρόζαλιν». Ανήμπορη να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τα άλμπουμ, άνοιξα ένα άλλο και βρήκα τις φωτογραφίες μου ως μωρού. Απορροφήθηκα σ’ έναν άλλο κόσμο κι έχασα την αίσθηση του χρόνου. Στο βάθος, άκουγα τον Γουέσλι να πετάει σχόλια για τα πράγματα που ανακάλυπτε, αλλά δεν του έδινα μεγάλη σημασία. Κοιτούσα μόνο τον όμορφο μπαμπά μου, ευτυχισμένο και γοητευτικό, μαζί με τη μαμά. Τότε είδα μια φωτογραφία από τα βαφτίσια μου. Μόνο εγώ και η μαμά. Ήμουν ένα μικροσκοπικό πραγματάκι μέσα στην αγκαλιά της και το μόνο που φαινόταν κάτω από την άσπρη κουβέρτα μου ήταν ένα ροζ κεφαλάκι. «Που να με πάρει και να με σηκώσει, Ταμάρα, έλα να δεις εδώ». Δεν του έδωσα σημασία, χαμένη στη φωτογραφία μου με τη μαμά μέσα στην εκκλησία. Με έσφιγγε στην αγκαλιά της με πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της. Όποιος είχε τραβήξει τη φωτογραφία –ο μπαμπάς, φαντάζομαι– είχε ξεχάσει κατά λάθος το δάχτυλο στη γωνία του φακού, κρύβοντας το πρόσωπο του ιερέα. Ξέροντας τον μπαμπά, μάλλον επίτηδες το έκανε. Έτριψα το μεγάλο άσπρο δάχτυλο που είχε «καεί» από την έκθεση στο φλας και γέλασα. «Ταμάρα, έλα να δεις εδώ». Η φωτογραφία έδειχνε τον ιερέα κομμένο, τη μαμά μ’ εμένα αγκαλιά μπροστά στην κολυμπήθρα, άλλο ένα κομμένο άτομο στη δεξιά πλευρά –πολύ άτσαλος αυτός ο φωτογράφος– καθώς κι ένα χέρι ακουμπισμένο πάνω στο κεφάλι μου. Ένα γυναικείο χέρι, κρίνοντας από το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Μάλλον της Ρόζαλιν, της νονάς μου, που δεν έκανε ποτέ ό,τι έκαναν οι νονές των φίλων μου, δηλαδή να στέλνουν κάρτες σε κάθε γιορτή με λεφτά μέσα. Όχι, η δική μου νονά ήθελε να περνάει χρόνο μαζί μου. Μην ξεράσω. «Ταμάρα...» Ο Γουέσλι με άρπαξε και πετάχτηκα πάνω. «Κοίτα αυτό εδώ». Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα. Μ’ έπιασε από το χέρι κι ένιωσα το μπράτσο μου να μυρμηγκιάζει. Έχωσα τη φωτογραφία της βάφτισης στην τσέπη μου και τον ακολούθησα. Κάθε παράξενο συναίσθημα για τον Γουέσλι εξανεμίστηκε μεμιάς. Κοίταξα ολόγυρα το μέρος που είχε ξεσκεπάσει. «Πού βλέπεις το σημαντικό;» ρώτησα απαθής. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο συναρπαστικό όσο ήθελε να το παρουσιάσει. Παλιά έπιπλα, ξεπερασμένα όσο και ό,τι άλλο είχα δει εκεί μέσα. Βιβλία, σκαλιστήρια, πορσελάνες, πίνακες, όλα σκεπασμένα με σεντόνια, υφάσματα, χαλιά, τζάκια γερμένα πάνω στον τοίχο, κάθε λογής κειμήλια. «Πού βλέπω το σημαντικό;» Τα μάτια του με κοιτούσαν διάπλατα, ενώ πηδούσε γύρω-γύρω πιάνοντας πράγματα, ξεσκεπάζοντας ελαιογραφίες παιδιών με μοχθηρό μούτρο και κολάρα μέχρι τ’ αυτιά, καθώς και χοντρών άσχημων κυριών με μεγάλα στήθη, χοντρούς καρπούς και λεπτά χείλη. «Κοίτα τα όλα αυτά, βρε Ταμάρα. Δες, δεν παρατηρείς τίποτα;» Έριξε κάτω ένα χαλί και το κλότσησε με το πόδι του. Ξετυλίχτηκε πάνω στο σκονισμένο δάπεδο. «Γουέσλι, μην τα κάνεις άνω-κάτω», του πέταξα απότομα. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο μέχρι να γυρίσουν». «Ταμάρα, άνοιξε τα μάτια σου. Κοίτα τα αρχικά». Περιεργάστηκα το χαλί: ήταν ένα σκονισμένο πράγμα που μάλλον ανήκε σε κάποιον τοίχο ως ταπισερί παρά στρωμένο στο πάτωμα. Ήταν γεμάτο με το γράμμα κάπα. «Για δες κι αυτά εδώ». Ο Γουέσλι ξεσκέπασε ένα πορσελάνινο σερβίτσιο. Είχε κι αυτό παντού κάπα: στα
πιατάκια, στα φλιτζάνια του τσαγιού, στα μαχαιροπίρουνα. Ένας δράκος τυλιγμένος γύρω από ένα σπαθί ανέβαινε μέσα από τις φλόγες. Τότε θυμήθηκα ότι είχα δει το ίδιο οικόσημο στο σπίτι, πάνω στο προστατευτικό πλέγμα γύρω από το τζάκι του καθιστικού. «Κάπα», είπα σαν χαζή. «Δεν καταλαβαίνω. Δεν…» Κούνησα το κεφάλι κοιτάζοντας ολόγυρα το γκαράζ, το οποίο αρχικά μου είχε φανεί σκουπιδομάνι αλλά τώρα μου έμοιαζε με σεντούκι θησαυρού. «Κάπα, όπως λέμε…» είπε αργά ο Γουέσλι σαν να μιλούσε σ’ ένα παιδί, και με κοίταξε με κομμένη την ανάσα. «Καγκουρό», είπα. «Δεν ξέρω, βρε Γουέσλι. Μπερδεύτηκα, δεν–» «Κίλσανι», είπε κι ένιωσα να ανατριχιάζω σύγκορμη. «Τι; Μα δεν μπορεί», κοίταξα γύρω. «Πώς γίνεται να τα έχουν όλα αυτά;» «Είτε τα έκλεψαν…» «Αυτό είναι!» Όλα απέκτησαν νόημα πια. Ήταν κλέφτες – όχι ο Άρθουρ, αλλά η Ρόζαλιν ναι. Δεν το πίστευα. «Είτε τα φυλάνε για λογαριασμό των Κίλσανι», διέκοψε τις σκέψεις μου ο Γουέσλι, «ή…» μου χαμογέλασε ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια του. «Ή τι;» «Ή είναι οι Κίλσανι». Ξεφύσηξα χλευαστικά, απορρίπτοντας στη στιγμή την πρόταση. Τότε όμως την προσοχή μου τράβηξε μια κόκκινη λάμψη κάτω από ένα τυλιγμένο χαλί το οποίο είχε ρίξει κάτω ο Μάρκους. «Το άλμπουμ με τις φωτογραφίες!» είπα αναγνωρίζοντας το κόκκινο άλμπουμ που είχα βρει την πρώτη μου βδομάδα εδώ πέρα. «Το ήξερα ότι δεν το είχα βγάλει απ’ το μυαλό μου». Καθίσαμε να το κοιτάξουμε, αν και η ώρα ήταν πολύ περασμένη και κινδυνεύαμε να γυρίσουν από στιγμή σε στιγμή ο Άρθουρ και η Ρόζαλιν. Στο άλμπουμ υπήρχαν ασπρόμαυρες φωτογραφίες παιδιών, καθώς και κάποιες στους τόνους της σέπιας. «Αναγνωρίζεις κανένα;» ρώτησε ο Γουέσλι. Κούνησα το κεφάλι κι αυτός άρχισε να γυρίζει πιο γρήγορα τις σελίδες. «Στάσου». Μια φωτογραφία μου τράβηξε την προσοχή. «Πήγαινε πίσω». Ήταν μια φωτογραφία δύο παιδιών μέσα στα δέντρα. Ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι λίγα χρόνια μεγαλύτερο. Στέκονταν αντικριστά, χεράκι-χεράκι, με τα μέτωπά τους ακουμπισμένα. Η εικόνα του παράξενου χαιρετισμού της μαμάς και του Άρθουρ την πρώτη μας μέρα εδώ πέρασε αστραπιαία από το μυαλό μου. «Είναι η μαμά και ο Άρθουρ», είπα χαμογελώντας. «Εδώ δεν πρέπει να είναι πάνω από πέντε χρόνων». «Κοίτα τον Άρθουρ. Ούτε ως παιδί δεν ήταν όμορφος», είπε πειραχτικά ο Γουέσλι μισοκλείνοντας τα μάτια για να κοιτάξει από πιο κοντά. «Α, μη γίνεσαι κακός», γέλασα. «Κοίτα τους. Δεν έχω ξαναδεί τη μαμά παιδί». Στην επόμενη σελίδα ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε τη μαμά, τον Άρθουρ, τη Ρόζαλιν κι ένα άλλο αγόρι. Μου ξέφυγε μια πνιχτή κραυγή. «Η μαμά σου και η Ρόζαλιν γνωρίζονταν από παιδιά», είπε ο Γουέσλι. «Το ήξερες αυτό;» «Όχι». Μου κόπηκε η ανάσα, μ’ έπιασε ζάλη. «Με καμία δύναμη. Κανείς δεν είπε ποτέ τίποτα». «Ποιος είναι αυτός στην άκρη;» «Δεν ξέρω». «Έχει άλλο αδελφό η μαμά σου; Φαίνεται μεγαλύτερος». «Όχι, δεν έχει. Όχι ότι μου ανέφερε ποτέ…» Ο Γουέσλι έβαλε το χέρι κάτω από το πλαστικό κάλυμμα και τράβηξε τη φωτογραφία. «Γουέσλι!» «Φτάσαμε μέχρι εδώ – θες να μάθεις, ναι ή όχι;» Ξεροκατάπια και έγνεψα. Ο Γουέσλι γύρισε τη φωτογραφία από την άλλη. Έγραφε: «Άρτι, Τζεν, Ρόουζ, Λόρι, 1979». «Ο Λόρι, απ’ ό,τι φαίνεται», είπε ο Γουέσλι. «Σου λέει κάτι το όνομα; Ταμάρα, μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα». «Λόρενς Κίλσανι, αναπαύσου εν ειρήνη», πάνω στην ταφόπλακα που είχα δει. Ο Άρθουρ είχε φωνάξει τη Ρόζαλιν «Ρόουζ» στο αυτοκίνητο, όταν ερχόμασταν από το Δουβλίνο. «Λόρι και Ρόουζ» σκαλισμένο στη μηλιά. «Είναι αυτός που πέθανε στην πυρκαγιά στο κάστρο. Ο Λόρενς Κίλσανι. Το όνομά του είναι γραμμένο στο κοιμητήριο των Κίλσανι». «Ω». Κάρφωσα το βλέμμα στους τέσσερις της φωτογραφίας· όλοι χαμογελαστοί, η αθωότητα στα πρόσωπά τους, όλη η ζωή μπροστά τους, ένα μέλλον γεμάτο δυνατότητες. Η μαμά και ο Άρθουρ κρατιούνταν σφιχτά από το χέρι, ο Λόρενς είχε το μπράτσο περασμένο αδιάφορα γύρω από το λαιμό της Ρόζαλιν· κρεμόταν χαλαρά μπροστά στο στήθος της. Στεκόταν στο ένα πόδι και είχε το άλλο σταυρωμένο από πάνω σε πόζα. Έδειχνε σίγουρος για τον εαυτό του, ακόμα-ακόμα και φαντασμένος. Είχε το πιγούνι ανασηκωμένο και χαμογελούσε στο φακό με τρόπο που έδειχνε ότι μόλις είχε φωνάξει κάτι στο φωτογράφο. «Ώστε η μαμά, ο Άρθουρ και η Ρόζαλιν έκαναν παρέα μ’ έναν Κίλσανι», είπα δυνατά τη σκέψη μου. «Δεν ήξερα καν ότι έμενε εδώ». «Μπορεί και όχι. Μπορεί να ερχόταν για διακοπές». Ο Γουέσλι συνέχισε να γυρνάει τις σελίδες. Όλες οι φωτογραφίες έδειχναν τους ίδιους τέσσερις ανθρώπους σε διαφορετικές ηλικίες. Κάποιες φωτογραφίες έδειχναν τον καθένα χωριστά, άλλες ανά δύο, αλλά στις περισσότερες ήταν όλοι μαζί. Η μαμά ήταν η
μικρότερη, η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ πιο κοντά ηλικιακά, και ο Λόρενς ο μεγαλύτερος, πάντα με πλατύ χαμόγελο κι ένα σκανταλιάρικο βλέμμα στα μάτια του. Ακόμα και όταν ήταν μικρό κορίτσι, η Ρόζαλιν είχε βλέμμα μεγαλύτερης γυναίκας, μια σκληράδα στο μάτι, ένα χαμόγελο που δεν πλάταινε ποτέ όσο των υπολοίπων. «Δες, όλοι μπροστά στο σπίτι της πύλης». Ο Γουέσλι έδειξε τους τέσσερίς τους καθισμένους πάνω στο τοιχάκι του κήπου. Δεν είχαν αλλάξει και πολλά από τότε, εκτός από ορισμένα δέντρα του κήπου που ήταν τώρα μεγάλα και καρποφόρα, ενώ τότε είχαν μόλις φυτευτεί ή ήταν φιντάνια. Αλλά η πύλη, το τοιχάκι, το σπίτι, αυτά ήταν ίδια και απαράλλαχτα. «Να η μαμά στο καθιστικό. Το τζάκι είναι το ίδιο». Κοίταξα με προσήλωση τη φωτογραφία. «Η βιβλιοθήκη είναι η ίδια. Κοίτα το υπνοδωμάτιο», είπα πνιχτά. «Εδώ μένω εγώ τώρα. Μα δεν καταλαβαίνω. Εδώ έμενε, εδώ μεγάλωσε;» «Αλήθεια δεν ήξερες τίποτε;» «Όχι». Κούνησα το κεφάλι, νιώθοντας τα πρώτα σημάδια πονοκέφαλου. Το μυαλό μου είχε πάθει υπερφόρτωση από πληροφορίες, αλλά οι απαντήσεις ήταν λιγοστές. «Θέλω να πω, ήξερα ότι έμενε στην επαρχία αλλά… θυμάμαι, όταν ήμουν μικρή, που ερχόμασταν επίσκεψη στον Άρθουρ και στη Ρόζαλιν και ο παππούς μου ήταν πάντα εδώ. Η γιαγιά μου πέθανε όταν η μαμά μου ήταν μικρή. Νόμιζα ότι ερχόταν κι αυτός επίσκεψη στον Άρθουρ και στη Ρόζαλιν αλλά… Θεέ μου, τι γίνεται εδώ πέρα; Γιατί έλεγαν όλοι ψέματα;» «Δεν είναι ακριβώς ψέμα όμως, σωστά;» προσπάθησε να απαλύνει το χτύπημα ο Γουέσλι. «Απλώς δεν σου είπαν ότι έμεναν εδώ. Δεν είναι και το πιο συναρπαστικό μυστικό του κόσμου». «Επίσης δεν μου είπαν ότι γνωρίζονταν με τη Ρόζαλιν όλη τους τη ζωή σχεδόν ούτε ότι έμεναν στο σπίτι της πύλης ούτε ότι γνωρίζονταν κάποτε με τους Κίλσανι. Μπορεί να μην είναι σπουδαίο πράγμα, αλλά γίνεται αν το κρατάς μυστικό. Γιατί να το κρύψουν όμως; Τι άλλο μου κρατάνε μυστικό;» Τότε ο Γουέσλι πήρε τα μάτια του από πάνω μου και συνέχισε να γυρίζει τις σελίδες του άλμπουμ, σαν να προσπαθούσε να βρει τις απαντήσεις που γύρευα. «Ε, αν ο παππούς σου έμενε στο σπίτι της πύλης, τότε θα ήταν μάλλον ο επιστάτης εδώ πέρα. Έκανε τη δουλειά που κάνει τώρα ο Άρθουρ». Τότε μου ήρθε στο μυαλό μια εικόνα που με ξάφνιασε: ήμουν μικρή, ο παππούς μου ήταν γονατισμένος στο έδαφος και είχε τα χέρια βυθισμένα στη λάσπη. Θυμάμαι τη μαυρίλα κάτω από τα νύχια του κι ένα σκουλήκι να συστρέφεται στο χώμα, ο παππούς το άρπαξε και το κούνησε κοντά στο πρόσωπό μου. Θυμάμαι που εγώ έκλαιγα ενώ αυτός γελούσε και μ’ έκλεισε στην αγκαλιά του. Πάντα μύριζε χωματίλα και γρασίδι. Τα νύχια του ήταν πάντα μαύρα. «Αναρωτιέμαι αν υπάρχει φωτογραφία της γυναίκας». Γύρισα και τις άλλες σελίδες. «Ποιας γυναίκας;» «Της γυναίκας στο σπιτάκι, αυτής που φτιάχνει το γυαλί». Μαζί κοιτάξαμε προσεχτικά τις επόμενες σελίδες. Ένιωθα την καρδιά μου να βροντοχτυπάει τόσο δυνατά στο στήθος μου, που νόμιζα ότι θα έπεφτα κάτω. Βρήκα άλλη μια φωτογραφία που έδειχνε τη Ρόζαλιν και τον Λόρενς μαζί. «Ρόουζ και Λόρι, 1987». «Νομίζω ότι η Ρόζαλιν ήταν ερωτευμένη με τον Λόρενς», είπα χαϊδεύοντας τα πρόσωπά τους με το δάχτυλό μου. «Αχά», είπε ο Γουέσλι και άλλαξε σελίδα. «Αλλά ο Λόρενς δεν αγαπούσε τη Ρόζαλιν». Κοίταξα την επόμενη φωτογραφία με ορθάνοιχτα μάτια. Στην επόμενη σελίδα ήταν μια φωτογραφία της μαμάς, έφηβης, όμορφης, με μακριά ξανθά μαλλιά, πλατύ χαμόγελο, τέλεια οδοντοστοιχία. Ο Λόρενς είχε τα μπράτσα περασμένα γύρω της και τη φιλούσε στο μάγουλο πλάι στο δέντρο με τα σκαλίσματα. Κοίταξα τη ράχη της φωτογραφίας. «Τζεν και Λόρι, 1989». «Μπορεί να ήταν απλώς φίλοι…» είπε αργά ο Γουέσλι. «Κοίτα τους, βρε Γουέσλι». Δεν χρειάστηκε να πω τίποτε άλλο. Η φωτογραφία μιλούσε από μόνη της. Το βλέπαμε ξεκάθαρα. Ήταν ερωτευμένοι. Σκέφτηκα τι μου είχε πει η μαμά όταν γύρισα από το ροδόκηπο την πρώτη μέρα που συνάντησα την αδελφή Ιγνάτιο. Νόμιζα ότι έλεγε αρλούμπες, νόμιζα ότι μου έλεγε πως ήμουν ομορφότερη από ρόδο. Αν όμως εννοούσε κάτι άλλο: «Είσαι ομορφότερη από τη Ρόουζ;»12 Και λίγο πιο μακριά τους, στην άλλη άκρη της φωτογραφίας, ήταν η Ρόζαλιν, καθισμένη πάνω σε μια καρό κουβέρτα μ’ ένα καλάθι του πικνίκ δίπλα της, και κοίταζε με ψυχρό βλέμμα το φακό. 1 2 Στα αγγλικά η λέξη Rose είναι κύ ριο όνομα γένου ς θηλυ κού , αλλά σημαίνει και «ρόδο». (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΔΥΟ: Σκοτεινός θάλαμος
Δεν ήξερα πόση ώρα είχαμε μέχρι να επιστρέψουν η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ με τη μαμά, αν δηλαδή γύριζαν μαζί, αλλά είχε πάψει να με απασχολεί πια αν θα με τσάκωναν. Είχα βαρεθεί τα μυστικά τους, είχα μπουχτίσει να νυχοπατάω για να μη με ακούσουν ή να κρυφοκοιτάζω κάτω από πράγματα όταν δεν μ’ έβλεπε κανείς. Ο Γουέσλι, ένθερμος υποστηρικτής της επόμενης κίνησής μου, με οδήγησε στο σπιτάκι απέναντι στο δρόμο. Αναζητούσαμε και οι δύο απαντήσεις. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα γνωρίσει άλλον άνθρωπο σαν τον Γουέσλι, ο οποίος δεν υπολόγιζε κανέναν κίνδυνο στην προσπάθειά του να με βοηθήσει. Το μυαλό μου πήγε στην αδελφή Ιγνάτιο και η καρδιά μου σφίχτηκε. Την είχα εγκαταλείψει. Ήταν ανάγκη να τη δω και αυτήν. Θυμόμουν ότι σε μία από τις πρώτες συναντήσεις μας με είχε αρπάξει από το μπράτσο και μου είχε πει πως ποτέ δεν θα μου έλεγε ψέματα. Ότι θα μου έλεγε πάντα την αλήθεια. Ήξερε κάτι. Εκείνη τη στιγμή μου αποκάλυψε στην ουσία πως κάτι ήξερε. Τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων, συνειδητοποιώ πως μου είχε ζητήσει εμφατικά να τη ρωτήσω, αλλά εγώ δεν το είχα καταλάβει. Ο Γουέσλι με οδήγησε στο πλαϊνό μονοπάτι. Τα γόνατά μου έτρεμαν καθώς περπατούσα και περίμενα ότι από στιγμή σε στιγμή θα λύγιζαν και θα σωριαζόμουν στο έδαφος σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Το πρωινό φως άρχισε να θαμπώνει και ο άνεμος δυνάμωσε. Ήταν μόλις μεσημέρι και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε καθώς μεγάλα μαύρα σύννεφα μαζεύονταν ψηλά, θαρρείς και τα μάτια του ουρανού σκεπάζονταν από φουντωτά φρύδια και το μέτωπό του ζάρωνε από την ανησυχία του για μένα. «Τι είναι αυτός ο θόρυβος;» ρώτησε ο Γουέσλι κοντά στο τέρμα του μονοπατιού. Σταματήσαμε και στήσαμε αυτί. Κάτι σαν κουδούνισμα. «Το γυαλί», ψιθύρισα. «Το φυσάει ο άνεμος». Ήταν κάπως ανησυχητικός ο ήχος. Δεν θύμιζε κουδούνισμα καμπάνας. Ήταν περισσότερο σαν σπασίματα γυαλιού, καθώς τα στρογγυλά και ακανόνιστα γυαλάκια χτυπούσαν μεταξύ τους στο φύσημα του ανέμου. Πολλαπλασιασμένος επί εκατό, ο ήχος έπαιρνε μια απόκοσμη διάσταση. «Πάω να κοιτάξω», είπε ο Γουέσλι μόλις φτάσαμε στον πίσω κήπο. «Δεν θα έχεις πρόβλημα, Ταμάρα. Απλώς πες της πως ήρθες να την ευχαριστήσεις και το παίρνετε από εκεί. Μπορεί να σου πει πιο πολλά έπειτα από αυτό». Ήμουν νευρική έτσι όπως τον έβλεπα να διασχίζει το γρασίδι, να προσπερνάει το υπόστεγο και να εξαφανίζεται μέσα στο περιβόλι με τα γυαλιά. Στράφηκα στο σπίτι και κοίταξα μέσα από τα παράθυρα. Η κουζίνα ήταν άδεια. Χτύπησα ανάλαφρα την πίσω πόρτα και περίμενα. Καμία απάντηση. Με τρεμάμενο χέρι –μάλωσα τον εαυτό μου για το μελοδραματισμό μου– έπιασα το πόμολο και το γύρισα. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Την άνοιξα μια σταλιά και κοίταξα μέσα από τη χαραμάδα. Ένας στενός διάδρομος έστριβε απότομα δεξιά. Στο διάδρομο αυτό υπήρχαν τρεις πόρτες, όλες κλειστές, μία δεξιά και δύο αριστερά. Η πρώτη στα αριστερά έβγαζε στην κουζίνα – ήξερα ήδη ότι δεν ήταν κανείς εκεί. Μπήκα μέσα προσπαθώντας να κρατήσω την πόρτα ανοιχτή, για να μη νιώσω εγκλωβισμένη και για να μη δώσω την εντύπωση ότι ήθελα να παραβιάσω το χώρο και να μπω μέσα παράνομα, αλλά ο άνεμος φυσούσε τόσο δυνατά που την έκλεισε. Πετάχτηκα μέχρι πάνω και είπα άλλη μια φορά στον εαυτό μου να σταματήσει να συμπεριφέρεται ηλίθια. Μια ηλικιωμένη κυρία και η γυναίκα που μου έδωσε το δώρο δεν θα μου έκαναν κακό. Χτύπησα ανάλαφρα την πόρτα στα δεξιά μου. Δεν πήρα απάντηση, γι’ αυτό γύρισα προσεχτικά το πόμολο και άνοιξα αργά την πόρτα. Ένα υπνοδωμάτιο – χωρίς αμφιβολία, το υπνοδωμάτιο της ηλικιωμένης γυναίκας. Μύρισα υγρασία και σκόνη ταλκ και αντισηπτικό. Μέσα υπήρχε ένα παλιό σκούρο ξύλινο κρεβάτι με λουλουδάτο κουβερλί, παντόφλες δίπλα στο κρεβάτι και γαλαζοπράσινη μοκέτα, η οποία είχε δει πολλά χέρια απορρυπαντικό να περνούν από πάνω της. Υπήρχε μια ξεχωριστή ντουλάπα που θα πρέπει να περιείχε όλη την γκαρνταρόμπα της. Στον τοίχο από την πλευρά της πόρτας υπήρχε μια μικρή τουαλέτα με θαμπό καθρέφτη, κι εκεί πάνω ήταν τακτικά τοποθετημένα μια βούρτσα, κάτι φάρμακα, ένα ροζάριο και η Βίβλος. Απέναντι από το κρεβάτι ήταν το παράθυρο που έβλεπε στον πίσω κήπο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο και κανείς εκεί μέσα. Έκλεισα προσεχτικά την πόρτα και προχώρησα παρακάτω στο διάδρομο. Ένα ασυνήθιστο είδος πλαστικού καλύμματος σκέπαζε το πάτωμα, θαρρείς και πρόσεχαν μη λερώσουν τα πλακάκια. Τα πόδια μου έκαναν ένα θόρυβο σαν ξύσιμο πάνω του και γι’ αυτό ξαφνιάστηκα που δεν με άκουσε κανείς. Εκτός και αν η γυναίκα ήταν πάλι στο υπόστεγο, πράγμα που σήμαινε ότι θα έβλεπε τον Γουέσλι. Κοκάλωσα και παραλίγο να βγω πάλι έξω, αλλά είχα φτάσει μέχρι εδώ και δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω τώρα πίσω. Έφτασα στο τέρμα του διαδρόμου, όπου έστριβε δεξιά. Στο βάθος υπήρχε άλλη μια πόρτα που έβγαζε στο δωμάτιο με την τηλεόραση, το οποίο είχα ήδη δει μέσα από το παράθυρο. Ο ήχος της τηλεόρασης ήταν τόσο δυνατά που άκουγα το ρολόι της «Αντίστροφης μέτρησης»13 να μετράει ανάποδα, οπότε φαντάστηκα ότι εκεί μέσα θα πρέπει να καθόταν η μητέρα της Ρόζαλιν. Ωστόσο, παρότι αναρωτιόμουν τόσο καιρό γι’ αυτήν, δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή για να πάω να της συστηθώ. Δεν ήταν αυτή ο άνθρωπος που έψαχνα. Πίσω από την εξώπορτα υπήρχε ένα χολάκι και στα αριστερά μου ήταν άλλη μία πόρτα, πίσω από την οποία υπέθετα πως
βρισκόταν το δεύτερο υπνοδωμάτιο του σπιτιού. Την πρώτη φορά χτύπησα την πόρτα τόσο μαλακά, που ούτε εγώ δεν άκουσα το χτύπημα. Οι αρθρώσεις των δαχτύλων μου άγγιξαν σαν πούπουλο το σκούρο ξύλο. Με τη δεύτερη προσπάθεια χτύπησα πιο δυνατά και περίμενα περισσότερο, αλλά δεν άκουσα κιχ. Γύρισα το πόμολο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη και άνοιξε. Τις τελευταίες βδομάδες –τα τελευταία χρόνια μπορεί– άφηνα τη φαντασία μου να οργιάζει όποτε συλλογιζόμουν τα μυστικά της Ρόζαλιν, αλλά στην πραγματικότητα με είχαν απογοητεύσει όλα. Αυτά που βρήκαμε στο γκαράζ –αν και ενδιαφέροντα και λίγο στενόχωρα από τη στιγμή που ανακάλυψα πως δεν είχα ιδέα ότι ο Άρθουρ και η μαμά ήταν φίλοι με τη Ρόζαλιν από παιδιά– δεν ανταποκρίνονταν στα σενάρια που είχα πλάσει με το μυαλό μου. Το αρχικό μυστήριο πίσω από αυτό εδώ το σπιτάκι αποδείχτηκε πως ήταν τελικά η άρρωστη μητέρα της Ρόζαλιν. Τα πτώματα στο γκαράζ ήταν εντέλει πράγματα που είχαν μεταφερθεί από το κάστρο. Αν και ενδιαφέροντα όλα αυτά, ήταν όμως και λίγο απογοητευτικά, γιατί δεν ανταποκρίνονταν στο επίπεδο της έντασης που ένιωθα όποτε βρισκόμουν κοντά στη Ρόζαλιν. Δεν ανταποκρίνονταν στο επίπεδο της μυστικοπάθειας που έδειχνε αυτή η γυναίκα. Αυτή τη φορά όμως δεν απογοητεύτηκα. Αυτή τη φορά, μάλιστα, ευχήθηκα να έβρισκα χαλιά ξεχασμένα από τη δεκαετία του εβδομήντα και κακοσχεδιασμένες κρεβατοκάμαρες, επειδή αυτό που είδα με σόκαρε μέχρι τα κατάβαθα του είναι μου, κι έτσι στάθηκα απλώς εκεί, στήλη άλατος, με το στόμα ανοιχτό, ανήμπορη να ανασάνω κανονικά. Και οι τρεις τοίχοι ήταν σκεπασμένοι από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι με φωτογραφίες μου. Εγώ μωρό, εγώ στην πρώτη μου μετάληψη, εγώ σε μία επίσκεψη στο σπίτι της πύλης όταν ήμουν τριών χρόνων, τεσσάρων χρόνων, έξι χρόνων. Εγώ σε σχολικές παραστάσεις, εγώ σε πάρτι γενεθλίων και σε άλλες γιορτές, παρανυφάκι στο γάμο της φίλης της μαμάς μου, ντυμένη μάγισσα τις Απόκριες, μια ζωγραφιά όλο μουντζούρες που είχα κάνει τον πρώτο χρόνο μου στο σχολείο. Υπήρχε μια φωτογραφία μου στην είσοδο του σπιτιού της πύλης τραβηγμένη μόλις την περασμένη βδομάδα – ήμουν καθισμένη στο τοιχάκι, κουνώντας τα πόδια μου, με το πρόσωπο στραμμένο στον ήλιο. Υπήρχε μια φωτογραφία μου με τον Μάρκους από την πρώτη φορά που ήρθε στο σπίτι, τότε που ανεβήκαμε στο πούλμαν και πήγαμε ταξίδι. Υπήρχε μια φωτογραφία από το πρωί που η μαμά, η Μπάρμπαρα κι εγώ φτάσαμε πρώτη φορά στο σπίτι της πύλης. Μετά εγώ, εκεί γύρω στα οχτώ, όρθια στη μέση του δρόμου που οδηγούσε από το σπίτι στο κάστρο, δείχνοντας εμφανώς την πλήξη μου καθώς η μαμά μιλούσε με τον Άρθουρ και τη Ρόζαλιν για σάντουιτς με αυγό και δυνατό τσάι. Υπήρχε μια φωτογραφία μου τραβηγμένη στο κοιμητήριο, πριν από μόλις ένα δεκαπενθήμερο, τότε που άφησα λουλούδια στον τάφο του Λόρενς Κίλσανι. Υπήρχε μια φωτογραφία που με έδειχνε να περπατάω προς το κάστρο. Φωτογραφίες μου με την αδελφή Ιγνάτιο· να περπατάμε, να μιλάμε, να τεμπελ ιάζουμε στο γρασίδι, καθώς και μια φωτογραφία μου μέσα στο κάστρο, καθισμένη στα σκαλιά με τα μάτια κλειστά και το πρόσωπο στραμμένο προς τον ήλιο, η οποία τραβήχτηκε το πρωινό που πρωτοανακάλυψα την καταχώριση στο ημερολόγιο. Το ήξερα ότι με παρακολουθούσε κάποιος. Το είχα γράψει κιόλας. Οι φωτογραφίες δεν είχαν τελειωμό· ένιωσα σαν να παρακολουθούσα την ιστορία της ζωής μου – σκηνές που είχα ξεχάσει προ πολλού και κάποιες που δεν ήξερα καθόλου είχαν απαθανατιστεί στο φωτογραφικό χαρτί. Στη γωνία του δωματίου ήταν ένα μονό κρεβάτι, ξέστρωτο, λερό. Δίπλα ήταν ένα μικρό ντουλαπάκι, με την επιφάνειά του γεμάτη χάπια. Προτού κάνω μεταβολή και φύγω από εκεί, το μάτι μου πήρε μια γνωστή φωτογραφία. Πλησίασα στον απέναντι τοίχο κι έβγαλα από την τσέπη μου την τσαλακωμένη πια φωτογραφία από τα βαφτίσια μου. Τη σήκωσα κοντά στον τοίχο. Ήταν σχεδόν ταυτόσημες, αν και η φωτογραφία στον τοίχο ήταν πολύ πιο καθαρή. Δεν υπήρχε δάχτυλο μπροστά στο φακό, οπότε φαινόταν το πρόσωπο του ιερέα, και δίπλα του η μαμά μ’ εμένα αγκαλιά. Πάνω στο ροζ κεφαλάκι μου ήταν το χέρι με το δαχτυλίδι. Αυτή η φωτογραφία στον τοίχο ήταν πολύ μεγαλύτερη από τη φωτογραφία που βρήκα εγώ. Είχε μεγεθυνθεί με τέτοιον τρόπο που το δαχτυλίδι φαινόταν πεντακάθαρα και ήταν ολοφάνερο σε ποιον ανήκε. Στην αδελφή Ιγνάτιο. Κάτω από τη φωτογραφία της βάφτισής μου ήταν μια άλλη, στην οποία η μητέρα μου με κρατούσε πάνω από την κολυμπήθρα, ενώ ο ιερέας μου έσταζε νερό πάνω στο κεφάλι. Αναγνώρισα την κολυμπήθρα. Τώρα πια ήταν γεμάτη αράχνες και σκόνη και βρισκόταν στο ναό που υπήρχε στο κτήμα. Παραδίπλα ήταν το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της μητέρας μου, ξαπλωμένης στο κρεβάτι, με τα μαλλιά κολλημένα στο μουσκεμένο της μέτωπο κι εμένα κλεισμένη στην αγκαλιά της, νεογέννητο μωρό. Μια άλλη φωτογραφία της αδελφής Ιγνάτιου που με κρατούσε αγκαλιά. Νεογέννητη. «Δεν είμαι μια απλή καλόγρια. Είμαι επίσης εκπαιδευμένη μαία». Μου το είχε πει πριν από μόλις λίγες μέρες. «Ω, Θεέ μου». Άρχισα να τρέμω και τα γόνατά μου λύγισαν, δεν με βαστούσαν άλλο. Άπλωσα το χέρι στον τοίχο, αλλά δεν βρήκα από πού να κρατηθώ παρά μόνο από τις φωτογραφίες μου. Τα δάχτυλά μου γαντζώθηκαν από τις φωτογραφίες και τις παρέσυρα κάτω μαζί μου όταν έπεσα στο πάτωμα. Δεν λιποθύμησα, αλλά δεν μπορούσα να σταθώ κιόλας. Ήθελα να φύγω από εκεί. Έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια μου και άρχισα να ανασαίνω αργά. «Τυχερή είσαι σήμερα», άκουσα μια φωνή πίσω μου και αμέσως τέντωσα την πλάτη. «Συνήθως η πόρτα είναι κλειδωμένη. Ούτε εγώ δεν έχω δει τι είχε εδώ μέσα. Είχε πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, απ’ ό,τι φαίνεται». Η Ρόζαλιν στεκόταν στην πόρτα. Είχε γείρει πάνω στον παραστάτη και είχε τα χέρια πίσω από την πλάτη. Ήταν απίστευτα ήρεμη. «Ρόζαλιν», είπα βραχνά, «τι συμβαίνει;» Γέλασε. «Παιδί μου, ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει. Μη μου παριστάνεις ότι δεν έχωνες τη μύτη σου». Με κοίταξε ψυχρά. Ανασήκωσα νευρικά τους ώμους και κατάλαβα αμέσως πόσο ένοχη έδειχνα.
Μου πέταξε κάτι που προσγειώθηκε στο πάτωμα. Οι φάκελοι τους οποίους είχα πάρει εκείνο το πρωί και τους άφησα στην κουζίνα όταν βρήκα τα χάπια μέσα στην τσέπη της Ρόζαλιν. Μετά πέταξε κάτι άλλο, πιο βαρύ, το οποίο έκανε δυνατό γδούπο πέφτοντας πάνω στο χαλί. Κατάλαβα μεμιάς τι ήταν. Άρπαξα το ημερολόγιό μου από κάτω. Ψαχούλεψα το λουκέτο σε μια προσπάθεια να το ανοίξω για να δω αν είχαν χαθεί οι καμένες σελίδες. Ίσως να είχα ήδη αλλάξει την πορεία. Αλλά οι απορίες μου απαντήθηκαν προτού προλάβω να δω μόνη μου. «Μου χάλασες τη διασκέδαση καίγοντας τις σελίδες». Χαμογέλασε στραβά. «Ο Άρθουρ και η μητέρα σου είναι στο σπίτι. Μάλλον δεν έπρεπε να τους αφήσω…» Τα μάτια της στράφηκαν προς το σπίτι και την είδα που δαγκωνόταν. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε τόσο ευάλωτη –η γλυκιά θεία που είχε φορτωθεί όλα τα βάρη του κόσμου στην πλάτη της– που παραλίγο να πάω να την παρηγορήσω, αλλά όταν γύρισε πάλι προς το μέρος μου η ψυχρότητα είχε επιστρέψει στο βλέμμα της. «Αλλά έπρεπε να τους αφήσω μόνους. Το ήξερα ότι θα ήσουν εδώ. Έχω ραντεβού με τον αστυνόμο Μέρφι αργότερα σήμερα. Φαντάζομαι πως δεν ξέρεις περί τίνος πρόκειται...» Ξεροκατάπια και κούνησα το κεφάλι. «Είσαι κακιά ψεύτρα», είπε σιγά, «φτυστή η μάνα σου». «Πώς τολμάς να μιλάς έτσι για τη μητέρα μου;» Η φωνή μου έτρεμε. «Να τη βοηθήσω προσπαθούσα μόνο, Ταμάρα», είπε. «Δεν κοιμόταν. Βασανιζόταν. Κλωθογύριζε διαρκώς το παρελθόν, άρχισε να μου κάνει ερωτήσεις κάθε φορά που της πήγαινα να φάει…» Μονολογούσε πια, σχεδόν σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της. «Γι’ αυτήν το έκανα. Όχι για μένα. Άσε που δεν έτρωγε τίποτα, οπότε δεν είναι ότι πήρε μεγάλη ποσότητα. Γι’ αυτήν το έκανα». Συνοφρυώθηκα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να τη διακόψω ή να την αφήσω να τα βρει με τον εαυτό της. Ενώ η Ρόζαλιν ήταν βυθισμένη στις σκέψεις της, εγώ σήκωσα τους φακέλους από κάτω. Κοίταξα το όνομα που ήταν γραμμένο απέξω. Άρθουρ Κίλσανι Πύλη Κτήμα Κίλσανι Μιθ
Ο επόμενος φάκελος είχε την ίδια διεύθυνση παραλήπτη, αλλά απευθυνόταν και στους δύο: και στον Άρθουρ και στη Ρόζαλιν. «Μα…» Κοίταξα μία τον έναν και μία τον άλλο φάκελο. «Μα… Δεν–» «Μα, μα, μα», με μιμήθηκε η Ρόζαλιν, και ο τρόπος της μου έφερε ρίγη στη ραχοκοκαλιά. «Το επώνυμο του Άρθουρ είναι Μπερν. Όπως της μαμάς», είπα με τσιριχτή φωνή. Τα μάτια της Ρόζαλιν άνοιξαν διάπλατα και χαμογέλασε. «Για δες. Τελικά δεν ήσουν τόσο περίεργη όσο νόμιζα». Προσπάθησα να μαζέψω τις δυνάμεις μου για να σταθώ όρθια. Μόλις σηκώθηκα, μου φάνηκε πως είδα τη Ρόζαλιν να αλλάζει στάση, σαν να ετοιμαζόταν, σαν να έκανε κάτι με το χέρι που είχε ακόμα κρυμμένο πίσω από την πλάτη της. Κοίταξα πάλι τους φακέλους, προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβαινε εδώ. «Η μαμά δεν είναι Κίλσανι. Είναι Μπερν». «Ακριβώς. Δεν είναι Κίλσανι, ποτέ δεν ήταν, αλλά ήθελε ανέκαθεν να γίνει». Τα μάτια της ήταν ψυχρά. «Μόνο το όνομα ήθελε. Ανέκαθεν ήθελε αυτό που δεν της ανήκε, η παλιοκλέφτρα», έφτυσε τις λέξεις. «Ήταν λίγο σαν εσένα, πάντα εμφανιζόταν εκεί που δεν την ήθελαν». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Ρόζαλιν», είπα σιγά. «Τι… τι σου συμβαίνει;» «Τι μου συμβαίνει; Τίποτα δεν μου συμβαίνει. Απλώς πέρασα τις τελευταίες βδομάδες μαγειρεύοντας και καθαρίζοντας, κάνοντας τα πάντα, φροντίζοντας τους πάντες, κοιτάζοντας να είμαι ο στυλοβάτης, όπως πάντα, για δυο μικρές αχάριστες…» Τότε άνοιξε διάπλατα τα μάτια και το στόμα της και ούρλιαξε με τόσο θυμό που έκλεισα τ’ αυτιά μου, «…ΨΕΥΤΡΕΣ!» «Ρόζαλιν!» φώναξα. «Σταμάτα! Τι συμβαίνει;» Άρχισα να κλαίω. «Δεν ξέρω τι συμβαίνει!» «Ξέρεις και πολύ καλά μάλιστα, παιδί μου», είπε μέσα από τα δόντια της. «Δεν είμαι παιδί, δεν είμαι παιδί, δεν είμαι παιδί!» έβαλα τις φωνές επιτέλους, και οι λέξεις που επαναλάμβανα διαρκώς μέσα στο κεφάλι μου άρχισαν να ξεπηδούν επιτέλους από το στόμα μου και να δυναμώνουν με κάθε μου ανάσα. «Ναι, είσαι. Έπρεπε να ήσουν το ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΙΔΙ!» φώναξε η Ρόζαλιν. «Αυτή σε πήρε από μένα! Έπρεπε να είσαι δική μου. Όπως κι αυτός. Ήταν δικός μου. Τον πήρε από μένα!» Και τότε, ήταν λες και τα τελευταία λόγια να στράγγιξαν όλη της τη δύναμη και κάτι μέσα της φάνηκε να συντρίβεται. Έμεινα σιωπηλή στύβοντας το μυαλό μου για να καταλάβω τι εννοούσε. Δεν μπορεί να μιλούσε για τον Λόρενς Κίλσανι τώρα πια – αυτό ήταν πριν από χρόνια, προτού γεννηθώ εγώ, θα πρέπει να μιλούσε για… «Τον μπαμπά μου», ψιθύρισα. «Ήσουν ερωτευμένη με τον μπαμπά μου». Τότε σήκωσε τα μάτια της πάνω μου και είδα τόσο πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της, που σχεδόν τη λυπήθηκα. «Γι’ αυτό ο μπαμπάς δεν ερχόταν ποτέ εδώ με τη μαμά. Γι’ αυτό έμενε πάντα στο Δουβλίνο. Κάτι συνέβη μεταξύ σας πριν από πολλά χρόνια». Το πρόσωπο της Ρόζαλιν μαλάκωσε κι έβαλε τα γέλια. Σιγανά χαχανητά στην αρχή, αλλά έπειτα έγειρε το
κεφάλι πίσω και άρχισε να γελάει βροντερά. «Με τον Τζορτζ Γκούντγουιν; Είσαι σοβαρή; Ο Τζορτζ Γκούντγουιν ήταν ανέκαθεν ένα χαμένο κορμί, από τότε ακόμα που ήρθε εδώ κάνοντας φιγούρα με το φανταχτερό αυτοκινητάκι του μαζί με τον εξίσου φαντασμένο πατέρα του και προσφέρθηκε ν’ αγοράσει το μέρος. «Θα γίνει ωραίο ξενοδοχείο, θα γίνει ωραίο σπα», τον μιμήθηκε. Αμέσως ένιωσα σαν να τον άκουγα να λέει αυτά τα πράγματα, σαν να τον έβλεπα να καταφτάνει με το ριγέ κοστούμι του, μαζί με τον παππού Τίμοθι. Έτοιμος να πατήσει το κόκκινο κουμπί με το οποίο θα καλούσε τις μπουλντόζες για να έρθουν να γκρεμίσουν το κάστρο. Θα πρέπει να ήταν κάτι σαν σατανάς γι’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι ήθελαν να προστατεύσουν το κάστρο και τη γη τους. «Ήθελε να τα έχει όλα δικά του, όπως και τη μητέρα σου, ας είχε και παιδί. Το καλύτερο πράγμα που έκανε ποτέ ήταν που πήρε εσένα και τη μάνα σου μακριά από δω. Όχι! Να σου πω την αλήθεια, το καλύτερο πράγμα που έκανε ποτέ ήταν που έβαλε τέλος στη ζωή του ώστε να μην πάρουν και αυτήν εδώ τη γη όλοι εκείνοι οι γραμματείς. Αυτό είναι το καλύτερο και το μοναδικό πράγμα που έκανε στη ζωή του ο Τζορτζ Γκούντγουιν. Και το ήξερε και ο ίδιος. Πάω στοίχημα ότι το ήξερε ακόμα και τη στιγμή που ήπιε εκείνη την πρώτη γουλιά ουίσκ–» «ΣΤΑΜΑΤΑ!» τσίριξα. «ΣΤΑΜΑΤΑ!» Έτρεξα καταπάνω της για να τη χτυπήσω, να τη χαστουκίσω, να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να τη σταματήσω, για να πάψει να λέει αυτά τα ψέματα, αυτά τα φριχτά, βρόμικα, μοχθηρά ψέματα, αλλά με πρόλαβε πριν την προλάβω εγώ, μ’ εκείνα τα ρωμαλέα μπράτσα που είχαν δυναμώσει από το καθημερινό ζύμωμα και πλάσιμο της μιας μηλόπιτας μετά την άλλη, από τη φροντίδα του βιολογικού της λαχανόκηπου, από το καθημερινό κουβάλημα δίσκων πάνω-κάτω στις σκάλες. Με το ένα της μπράτσο τεντωμένο μ’ έσπρωξε τόσο δυνατά, που ένιωσα να φεύγει όλος ο αέρας από μέσα μου, λες και το στήθος μου είχε συνθλιβεί. Τινάχτηκα προς τα πίσω και χτύπησα το κεφάλι μου στη γωνία του ντουλαπιού. Έπεσα κάτω κοντανασαίνοντας και άρχισα να κλαίω. Τα έβλεπα όλα θολά και είχα τη γεύση του αίματος στο στόμα μου αλλά, εξαιτίας του χτυπήματος στο κεφάλι, δεν ήξερα πώς χτύπησα. Ήμουν αποπροσανατολισμένη, δεν μπορούσα να σηκωθώ όρθια, δεν μπορούσα να βρω την πόρτα. Έπειτα από ώρα –ούτε ξέρω πόση– διέκρινα εντέλει τη Ρόζαλιν στην πόρτα, σαν μια θολή εικόνα. Ανακάθισα παραζαλισμένη και αγγίζοντας το κεφάλι μου είδα αίμα στα τρεμάμενα δάχτυλά μου. «Ησύχασε τώρα», είπε μαλακά η Ρόζαλιν. «Γιατί έκανες τέτοιο πράγμα, παιδί μου; Γιατί με ανάγκασες να αντιδράσω έτσι; Τώρα πρέπει να δούμε τι θα τους πούμε», είπε. «Δεν γίνεται να γυρίσεις έτσι πίσω, τώρα που είδες όλα αυτά. Όχι. Όχι, πρέπει να σκεφτώ. Πρέπει να σκεφτώ κάτι τώρα». Ψέλλισα κάτι τόσο ακατάληπτο, που ούτε εγώ δεν ήξερα τι ακριβώς ήθελα να πω. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως μου είχε πει ότι ο μπαμπάς μου είχε πάρει εμένα και τη μαμά μου μακριά από δω και ότι η μαμά με είχε από πριν. Μα ήταν αδύνατον. Τίποτε από αυτά δεν έβγαζε νόημα. Αφού είχαν γνωριστεί σ’ ένα επίσημο δείπνο με πολύ κόσμο και μόλις την είδε κατάλαβε ότι έπρεπε να την αποκτήσει. Το έλεγε μόνος του, το έλεγε συνέχεια. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Έκαναν εμένα. Έτσι πήγαινε η ιστορία, έτσι μου είχε πει ο μπαμπάς. Μπορεί να είχα παρακούσει ή μπορεί να το έβγαζε από το μυαλό της η Ρόζαλιν. Αλλά είχα άσχημο πονοκέφαλο κι ένιωθα πολύ κουρασμένη και τα ματόκλαδά μου βάραιναν απίστευτα κι έπρεπε να τα κλείσω. Τότε συνειδητοποίησα πως η Ρόζαλιν μιλούσε, αλλά όχι σ’ εμένα. Άνοιξα πάλι τα μάτια μου. Κοιτούσε προς το διάδρομο και έδειχνε κάπως τρομαγμένη. «Ω», χρησιμοποιούσε πάλι τη σιγανή φωνούλα της, «δεν σ’ άκουσα να μπαίνεις. Νόμιζα πως ήσουν στο υπόστεγο». Η γυναίκα που έφτιαχνε το γυαλί. Αν έβαζα τις φωνές μπορεί να ερχόταν για βοήθεια, αλλά τότε άκουσα αντρική φωνή και ταράχτηκα. Δεν ήταν η φωνή του Άρθουρ. Δεν ήταν η φωνή του Γουέσλι – αχ, πού ήταν ο Γουέσλι; Μήπως είχε πάθει κακό; Είχε πάει στο περιβόλι με το γυαλί, μ’ όλο εκείνο το γυαλί. Σχεδόν κάθε νύχτα έβλεπα εφιάλτες με το γυαλί. Πως το φυσούσε ο άνεμος, πως με γρατζουνούσε και με έσκιζε, με τρυπούσε και με μάτωνε καθώς έτρεχα στο περιβόλι προσπαθώντας να βγω από εκεί, με τη γυναίκα να με παρακολουθεί. Πού ήταν τώρα εκείνη η γυναίκα; «Δεν πας στην κουζίνα και να έρθω να σου φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι; Ωραίο δεν θα ήταν ένα φλιτζάνι τσάι; Τι εννοείς; Πόση ώρα στέκεσαι εκεί πέρα; Μα μου επιτέθηκε. Προσπαθούσα να αμυνθώ, αυτό είναι όλο. Θα την πάω πίσω στο σπίτι μόλις της βάλω λίγο μυαλό». Ο άλλος είπε κάτι ακόμα και άκουσα τον ήχο του πλαστικού στο δάπεδο. Ένα βήμα και ακολούθησε ένα σούρσιμο, άλλο ένα βήμα και μετά πάλι σούρσιμο. Κατάφερα να ανασηκωθώ και να ανακαθίσω και ύστερα πιάστηκα από το κρεβάτι και δοκίμασα να σηκωθώ όρθια. Η Ρόζαλιν είχε στραμμένη την προσοχή της στον άντρα και δεν με πρόσεξε που σηκώθηκα πάνω. Δεν άκουγα τι έλεγε ο άλλος, αλλά εκείνη τη στιγμή η φωνή της Ρόζαλιν σκλήρυνε. Έχασε τη νευρική και γλυκιά χροιά της και ξανάγινε η Ρόζαλιν όπως λίγο πιο πριν. Σαν κτήνος. «Κτητική», η αδελφή Ιγνάτιος έδειξε να συλλογίζεται προσεχτικά το χαρακτηρισμό που είχα αποδώσει στη Ρόζαλιν πριν από μερικές βδομάδες. «Ενδιαφέρουσα επιλογή λέξης». «Γι’ αυτό δεν μ’ αφήνεις ποτέ να μπω εδώ μέσα; Έτσι ήθελες να το μάθω δηλαδή; Δεν είναι σωστό αυτό, αν θες να ξέρεις». Η φωνή του πάλι, την οποία ακολούθησε ένας γδούπος και μετά ένα σούρσιμο. «Κι αυτό τι είναι;» Εντέλει, έβγαλε το χέρι της πίσω από την πλάτη και κούνησε στον αέρα το γυάλινο μόμπιλο που μου είχε χαριστεί ως δώρο. Ήθελα να της φωνάξω ότι ήταν δικό μου, αλλά στο διάδρομο γινόταν φασαρία. «Ξέρεις κάτι, Λόρι, δεν τα συμφωνήσαμε έτσι. Δεν με πείραζε να σ’ αφήνω να παίζεις με το γυαλί επειδή το ήθελες τόσο πολύ, νόμιζα ότι η φωτιά και το γυαλί θα σε γιάτρευαν έπειτα από… τέλος πάντων, έπειτα απ’ όσα έγιναν, αλλά εσύ το παρατράβηξες. Τα κατέστρεψες όλα, κατέστρεψες τα πάντα. Όλα θα αλλάξουν τώρα. Σίγουρα θα αλλάξουν». Λόρι. «Λόρενς Κίλσανι, αναπαύσου εν ειρήνη».
Ένιωσα μια παγωμάρα. Τον φανταζόταν. Ή έβλεπε φάντασμα. Όχι, δεν μπορεί, αφού τον άκουγα κι εγώ. Ειπώθηκαν μερικά θυμωμένα λόγια και τότε η Ρόζαλιν έφερε το χέρι της πίσω και εκσφενδόνισε το γυάλινο μόμπιλο στο διάδρομο. Άκουσα μια κραυγή. Μετά του όρμηξε κι είδα ένα μπαστούνι να σηκώνεται και να τη χτυπάει, και η Ρόζαλιν έπεσε πίσω κι έσκασε πάνω στον τοίχο με γδούπο. Τον κοίταξε φοβισμένη κι εγώ κρύφτηκα στη γωνία, έβαλα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από εκεί, ήθελα να είμαι οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί, αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ. «Ρόουζ;» άκουσα να φωνάζει μια φωνή. «Ναι, μαμάκα», είπε με τρεμάμενη φωνή, προσπαθώντας όπως-όπως να σταθεί όρθια. «Έρχομαι, μαμάκα». Έριξε μια τελευταία ματιά στον άλλο και μετά έτρεξε στο διάδρομο και μπήκε στο δωμάτιο όπου έπαιζε η τηλεόραση. Ο άντρας έφτασε στην πόρτα και ετοιμάστηκα να τον αντικρίσω. Μόλις τον είδα, όμως, ούρλιαξα. Κάτω από τα μακριά λεπτά μαλλιά με κοιτούσε ένα απίστευτα παραμορφωμένο πρόσωπο. Η μία μεριά του προσώπου ήταν σαν να είχε λιώσει και μετά να είχαν τεντώσει το δέρμα, αλλά το είχαν βάλει σε λάθος μέρος. Αμέσως έφερε το χέρι στα μαλλιά του και προσπάθησε να κρύψει το πρόσωπό του. Φορούσε μακρύ μανίκι, αλλά όταν σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό του είδα πως ήταν κουτσουρεμένο. Η αριστερή πλευρά του ήταν καμένη ολοσχερώς, ο ώμος του έγερνε προς τα κάτω σαν να ήταν κερί που γλιστρούσε στην αριστερή πλευρά του κορμιού του. Τα μάτια του ήταν πελώρια και γαλανά· το ένα ήταν τέλειο πάνω στην απαλή, λεία επιδερμίδα, αλλά το άλλο είχε τραβηχτεί τόσο κάτω που έμοιαζε έτοιμο να πεταχτεί μέσα από την κόγχη του, αποκαλύπτοντας το ασπράδι του ματιού και όλα όσα ήταν κάτω από αυτό. Έκανε να έρθει προς το μέρος μου και τότε άρχισα να κλαίω. Άκουσα την πίσω πόρτα ν’ ανοίγει κι ένιωσα τον άνεμο να μπαίνει μέσα ορμητικός. Άκουσα βήματα πάνω στο πλαστικό κάλυμμα και ο άντρας τον οποίο η Ρόζαλιν αποκάλεσε Λόρι γύρισε τρομαγμένος. «Άσ’ την ήσυχη!» άκουσα τον Γουέσλι να φωνάζει και ο Λόρι σήκωσε τα χέρια στον αέρα δείχνοντας σοκαρισμένος, θλιμμένος, ταραγμένος. Τότε μπήκε ο Γουέσλι και με είδε. Θα πρέπει να ήμουν σε κακό χάλι, γιατί η έκφρασή του άλλαξε κι έδωσε τη θέση της στην οργή. Και τότε έσπρωξε τον Λόρι, τον κόλλησε πάνω στον τοίχο και τον έπιασε από το λαιμό. «Τι της έκανες;» γρύλλισε στα μούτρα του. «Άσ’ τον», άκουσα τον εαυτό μου να λέει, αλλά δεν μπορούσα να βγάλω άχνα. «Ταμάρα, φύγε από δω», είπε ο Γουέσλι με κατακόκκινο πρόσωπο και τις φλέβες στο λαιμό του να πάλλονται από την προσπάθειά του να συγκρατήσει τον άλλο. Δεν ξέρω πώς, αλλά στο τέλος κατάφερα να σηκωθώ. Άρπαξα το ημερολόγιο και πίεσα τον εαυτό μου να προχωρήσει μπροστά. Έβαλα με κόπο το χέρι μου στον ώμο του Γουέσλι για να του πω να σταματήσει. Ο Γουέσλι παράτησε τον Λόρι και άρπαξε εμένα, με τράβηξε έξω από το δωμάτιο, έσπρωξε τον Λόρι μέσα, βρόντηξε την πόρτα πίσω του και την κλείδωσε. Ύστερα πήρε το κλειδί και το έβαλε στην τσέπη του, ενώ ο άλλος φώναζε να τον βγάλουμε από εκεί μέσα. 1 3 «Countdow n»: ένα από τα μακροβιότερα τηλεπαιχνίδια της βρετανικής τηλεόρασης. (ΣτΜ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΡΙΑ: Ψίχουλα
Mόλις έφτασα στο τέρμα του διαδρόμου, η Ρόζαλιν έστριψε ξαφνικά από τη γωνία και πήγε να μου κλείσει το δρόμο. Προφανώς ερχόταν από την εξώπορτα. Άπλωσε το χέρι και πήγε να με γραπώσει από το μπράτσο, αλλά μ’ έπιασε ξυστά, οπότε μόνο τα νύχια της βυθίστηκαν στο δέρμα μου στην προσπάθειά της να με συγκρατήσει. Ούρλιαξα. «Ακολούθα με», είπε ο Γουέσλι, που γύρισε και άρχισε να τρέχει. Πήγα να τρέξω κι εγώ αλλά τινάχτηκα απότομα προς τα πίσω νιώθοντας έναν πόνο στο σβέρκο, αφού η Ρόζαλιν με άρπαξε από τα μαλλιά και προσπάθησε να με τραβήξει πίσω. Της έριξα μια δυνατή αγκωνιά στο στομάχι και με άφησε. Παρά τη συμπεριφορά της την τελευταία ώρα, εξακολουθούσα να νιώθω άσχημα και κοντοστάθηκα για να δω αν ήταν καλά. Είχε διπλωθεί στα δύο και της είχε κοπεί η ανάσα. «Έλα, Ταμάρα!» φώναξε ο Γουέσλι. Δεν μπορούσα όμως. Ήταν γελοίο όλο αυτό. Δεν καταλάβαινα το λόγο για τον οποίο μαλώναμε, γιατί μου είχε επιτεθεί. Έπρεπε να δω αν ήταν καλά. Όταν πήγα κοντά της, σήκωσε τα μάτια, έφερε πίσω το δεξί χέρι της και με χαστούκισε δυνατά στο πρόσωπο. Ένιωθα τσούξιμο πολλή ώρα αφότου η παλάμη της έφυγε από το πρόσωπό μου. Ο Γουέσλι με τράβηξε και δεν είχα άλλη επιλογή από το να τρέξω. Τρέξαμε μαζί στον πίσω κήπο, δίπλα από το υπόστεγο που χώριζε το σπίτι από το μυστικό περιβόλι με τα γυαλιά. Μόλις βρεθήκαμε εκεί, συνειδητοποίησα πόσο είχε δυναμώσει ο άνεμος. Φυσούσε με ριπές τώρα και τα μαλλιά μου ανέμιζαν άγρια γύρω από το πρόσωπό μου. Μερικές φορές με τύφλωναν και μερικές άλλες κάποια τούφα μαλλιών χωνόταν στο στόμα μου και μ’ έπνιγε. Ο Γουέσλι μου έσφιγγε τόσο δυνατά το ένα χέρι, που χρειαζόμουν το άλλο για να κρατάω την ισορροπία μου καθώς τρέχαμε πάνω στο ανώμαλο χορτάρι. Γι’ αυτό δεν μπορούσα να διώξω τα μαλλιά από το πρόσωπό μου. Τα γυαλιά ταλαντεύονταν δυνατά στον άνεμο, πήγαιναν μπρος-πίσω, αλλά χωρίς ρυθμό και γι’ αυτό δυσκολευόμουν τόσο πολύ να κρίνω αν θα μας χτυπούσαν με δύναμη στο πρόσωπο καθώς περνούσαμε σαν αστραπή ανάμεσα από τα κρεμαστά μόμπιλα. Ήταν δύσκολο να τα αποφύγουμε και ήθελε πολλή προσπάθεια για να μη μας γρατζουνίσουν οι αιχμηρές άκρες τους. Κρατιόμουν σφιχτά από το χέρι του Γουέσλι και θυμάμαι μόνο ότι σκεφτόμουν: «Μην τον αφήσεις, μην τον αφήσεις ποτέ». Κάθε λίγο γύριζε πίσω για να σιγουρευτεί πως ήμουν ακόμα εκεί, παρότι το χέρι του ήταν τόσο σφιχτά τυλιγμένο γύρω από το δικό μου που μου έλιωνε τα δάχτυλα. Διέκρινα την ανησυχία στο πρόσωπό του, τον πανικό στα μάτια του. Ήμασταν μαζί στην περιπέτεια αυτή και πρώτη φορά ένιωθα τόση ευγνωμοσύνη που είχα έναν τέτοιο φίλο. Σκύψαμε κάτω από τα σχοινιά με τα γυάλινα κρεμαστά μόμπιλα και προχωρήσαμε προς το τέρμα του κήπου. Ο Γουέσλι άρχισε να αναζητάει τρόπο για να περάσουμε πάνω από τον τοίχο. Εγώ πάλι στάθηκα επαγρυπνώντας, νιώθοντας τσούξιμο καθώς τα γδαρσίματα στα μπράτσα και κατά πάσα πιθανότητα και στο πρόσωπό μου άρχισαν να αιμορραγούν τώρα που τα φυσούσε ο ψυχρός άνεμος. Επαγρυπνούσα για τη Ρόζαλιν, η οποία εμφανίστηκε πολύ γρήγορα στο υπόστεγο και άρχισε να μας ψάχνει στον κήπο. Οι ματιές μας συναντήθηκαν. Όρμηξε μπροστά. Ο Γουέσλι αντέδρασε γρήγορα, μάζεψε καφάσια και τσιμεντόλιθους και τα τοποθέτησε το ένα πάνω στο άλλο, δίνοντάς τους ύψος ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε πάνω από τον τοίχο. Ανέβηκε και ευτυχώς είδε πως τώρα έφτανε στην κορυφή του τοίχου. «Έλα, Ταμάρα. Θα σε σηκώσω». Άφησα το ημερολόγιο κάτω και ο Γουέσλι με σήκωσε από τη μέση. Προσπάθησα όπως-όπως να σκαρφαλώσω στην κορυφή, με τους γυμνούς μου αγκώνες να γδέρνονται πάνω στο τσιμέντο και τα γόνατά μου να χτυπούν πάνω στον τοίχο, αλλά εντέλει τα κατάφερα. Ο Γουέσλι μου έδωσε το ημερολόγιο και αμέσως πήδηξα στο χώμα από την άλλη μεριά. Όταν προσγειώθηκα, ένιωσα τσουχτερό πόνο στους αστραγάλους και στα πόδια μου. Ο Γουέσλι με ακολούθησε αμέσως μετά. Με άρπαξε πάλι από το χέρι και το βάλαμε στα πόδια. Διασχίσαμε το δρόμο και μπήκαμε αμέσως στο σπίτι της πύλης. Ούρλιαξα βαριανασαίνοντας το όνομα του Άρθουρ και της μαμάς. Δεν πήραμε απάντηση, το σπίτι μάς κοιτούσε βουβό, με τα δωμάτιά του εντελώς αδειανά. Μόνο ο χτύπος του εκκρεμούς στο χολ μας αποκρίθηκε. Τρέξαμε μαζί πάνω και μετά κάτω, ανοίγοντας πόρτες, φωνάζοντας σε κάθε γωνιά. Λίγο νωρίτερα ανησυχούσα, αλλά τώρα άρχισα να πανικοβάλλομαι. Κάθισα στο κρεβάτι μου, με το ημερολόγιο στην αγκαλιά μου, χωρίς να ξέρω τι να κάνω. Τότε, ενώ το αγκάλιαζα σφιχτά και άρχισα να κλαίω, όλα ξεκαθάρισαν. Άνοιξα το ημερολόγιο. Αργά αλλά σταθερά, μπροστά στα μάτια μου, οι καμένες σελίδες άρχισαν να γυρίζουν προς τα έξω, να ξεδιπλώνονται και να ισιώνουν, και λέξεις, οι οποίες δεν ήταν πλέον καθαρά και καλλιγραφικά γραμμένες, άρχισαν να εμφανίζονται με ακανόνιστο και άτσαλο χέρι, λες κι είχαν γραφτεί μέσα σε τυφλό πανικό. «Γουέσλι», φώναξα. «Ναι!» μου απάντησε από τις σκάλες. «Πρέπει να φύγουμε», φώναξα.
«Πού να πάμε;» ούρλιαξε. «Να καλέσουμε την αστυνομία; Τι λες; Ποιος ήταν ο τύπος; Θεέ μου, είδες το πρόσωπό του;» Πίσω από τα λόγια του άκουγα την αδρεναλίνη να κυλάει ορμητική. Σηκώθηκα άρον άρον. Υπερβολικά γρήγορα. Όλο το αίμα μου ανέβηκε μεμιάς στο κεφάλι κι ένιωσα ζάλη. Μαύρες κηλίδες σχηματίστηκαν μπροστά στα μάτια μου και προσπάθησα να συνεχίσω να περπατάω, με την ελπίδα ότι στο τέλος θα εξαφανίζονταν. Βγήκα στο διάδρομο στηριζόμενη στον τοίχο, παλεύοντας να πάρω βαθιές ανάσες. Οι παλμοί στα μελίγγια μου χτυπούσαν σε τρελό ρυθμό κι ένιωθα το δέρμα μου καυτό και ιδρωμένο. «Ταμάρα, τι τρέχει;» ήταν το μόνο που άκουσα. Ένιωσα το βιβλίο να μου πέφτει από το χέρι και να προσγειώνεται κάτω με δυνατό γδούπο. Μετά τίποτα. Όταν συνήλθα, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με μια εικόνα της Παναγίας που μου χαμογελούσε από ψηλά φορώντας γαλάζιο πέπλο. Τα λεπτά χείλη της ήταν χαμογελαστά και μου έλεγαν πως όλα θα πήγαιναν καλά, ενώ είχε τα χέρια απλωμένα μπροστά σαν να μου πρόσφερε κάποιο αόρατο δώρο. Τοτε θυμήθηκα τι είχε συμβεί στο σπιτάκι και ανακάθισα τρομαγμένη. Ένιωσα κάτι να μου σφίγγει σαν μέγγενη το κεφάλι, θαρρείς και η ατμόσφαιρα με πίεζε προς τα κάτω. «Άου», βόγκηξα. «Σουτ, Ταμάρα, πρέπει να ξαπλώσεις. Ησύχασε τώρα», είπε ήρεμα η αδελφή Ιγνάτιος πιάνοντάς μου το χέρι και ακουμπώντας το άλλο χέρι της στον ώμο μου για να με κατεβάσει απαλά κάτω. «Το κεφάλι μου», έκρωξα και ξάπλωσα πάλι πίσω κοιτάζοντας το πρόσωπό της. «Χτύπησες άσχημα», μου είπε και πήρε ένα πανί, το βούτηξε σ’ ένα σκεύος και το ακούμπησε προσεχτικά στο δέρμα πάνω από το μάτι μου. Με έτσουξε και σφίχτηκα. «Ο Γουέσλι», είπα πανικόβλητη κοιτάζοντας ολόγυρα και σπρώχνοντας το χέρι της μακριά μου. «Πού είναι ο Γουέσλι;» «Είναι με την αδελφή Κονσέπτουα. Καλά είναι. Σε κουβάλησε μέχρι εδώ», χαμογέλασε. «Ταμάρα». Άκουσα μια άλλη φωνή και η μαμά ήρθε τρέχοντας και γονάτισε δίπλα μου. Έδειχνε διαφορετική. Κατ’ αρχάς είχε ντυθεί. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και το πρόσωπό της ήταν πιο λεπτό, αλλά το σημαντικό ήταν τα μάτια της… παρά το γεγονός ότι ήταν κατακόκκινα και πρησμένα σαν να έκλαιγε, τα μάτια της είχαν ξαναπάρει ζωή. «Είσαι καλά;» Δεν μπορούσα να πιστέψω πως είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, οπότε συνέχισα να την κοιτάζω, να την περιεργάζομαι, περιμένοντας ότι θα την έβλεπα να ξαναπέφτει σε αφασία. Έσκυψε μπροστά και με φίλησε δυνατά στο μέτωπο, τόσο δυνατά μάλιστα που σχεδόν πόνεσα. Πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά μου και συνέχισε να με φιλάει και να μου ζητάει συγγνώμη. «Άου», μόρφασα όταν με ακούμπησε στην πληγή. «Αχ, αγάπη μου, συγγνώμη». Με άφησε αμέσως κι έκανε πίσω για να με εξετάσει. Έδειχνε ανήσυχη. «Ο Γουέσλι είπε πως σε βρήκε σ’ ένα δωμάτιο. Ότι ήταν ένας άντρας με ουλές…» «Δεν με χτύπησε». Πήγα να τον υπερασπιστώ αμέσως, αν και δεν καταλάβαινα το λόγο. «Εμφανίστηκε η Ρόζαλιν. Ήταν πολύ θυμωμένη. Μου πετούσε συνεχώς ψέματα για σένα και τον μπαμπά. Έτρεξα καταπάνω της για να της πω να σταματήσει και μ’ έσπρωξε…» Έβαλα το χέρι πάνω στο κόψιμό μου. «Είναι σοβαρό;» «Δεν θ’ αφήσει σημάδι. Πες μου γι’ αυτό τον άντρα». Η φωνή της μαμάς έτρεμε. «Μάλωσαν. Τον φώναξε Λόρι», θυμήθηκα άξαφνα. Η αδελφή Ιγνάτιος γραπώθηκε δυνατά από τον καναπέ, λες κι ένιωθε το πάτωμα να γυρίζει κάτω από τα πόδια της. Η μαμά την κοίταξε με σφιγμένο σαγόνι και ύστερα κοίταξε εμένα. «Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν. Αλήθεια έλεγε ο Άρθουρ». «Μα δεν είναι δυνατόν», ψιθύρισε η αδελφή Ιγνάτιος. «Τον θάψαμε, Τζένιφερ. Πέθανε στην πυρκαγιά». «Δεν πέθανε, αδελφή. Τον είδα. Είδα το δωμάτιό του. Είχε φωτογραφίες. Εκατοντάδες φωτογραφίες σ’ όλους τους τοίχους». «Του άρεσε να βγάζει φωτογραφίες», είπε σαν να σκεφτόταν φωναχτά. «Δικές μου φωτογραφίες», είπα κοιτάζοντας πότε τη μία και πότε την άλλη. «Πείτε μου γι’ αυτόν. Ποιος είναι;» «Φωτογραφίες; Δεν το ανέφερε ο Γουέσλι», είπε η αδελφή Ιγνάτιος τρέμοντας, με κατάχλωμο πρόσωπο. «Δεν τις είδε, αλλά εγώ είδα τα πάντα. Ολόκληρη η ζωή μου κρεμασμένη σε τρεις τοίχους». Τα λόγια σκάλωναν στο λαιμό μου, αλλά συνέχισα. «Από τη μέρα που γεννήθηκα, τη βάφτισή μου». Γύρισα και την κοίταξα και με πλημμύρισε οργή. «Σε είδα κι εσένα». «Ω». Τα ζαρωμένα κοκαλιάρικα δάχτυλα ανέβηκαν στο στόμα της. «Αχ, Ταμάρα...» «Γιατί δεν μου το είπες; Γιατί μου είπατε ψέματα και οι δύο;» «Ήθελα πολύ να σου το πω», πετάχτηκε η αδελφή Ιγνάτιος. «Σε διαβεβαίωσα ότι δεν θα σου έλεγα ποτέ ψέματα, ότι μπορούσες να με ρωτήσεις τα πάντα, αλλά εσύ δεν ρώτησες. Περίμενα συνεχώς. Νόμιζα πως δεν είχα το δικαίωμα, αλλά έπρεπε να σου το πω. Το καταλαβαίνω τώρα». «Κακώς σε αφήσαμε να το μάθεις έτσι», είπε η μαμά με τρεμουλιαστή φωνή. «Πάντως καμιά σας δεν είχε τα κότσια να κάνει αυτό που έκανε η Ρόζαλιν. Αυτή μου το είπε». Έσπρωξα μακριά το χέρι της μαμάς και γύρισα αλλού το πρόσωπό μου. «Μου είπε μια γελοία ιστορία ότι ο μπαμπάς ήρθε εδώ με τον παππού και ήθελε ν’ αγοράσει το μέρος για να το κάνει σπα. Είπε πως τότε γνώρισε τη μαμά και εμένα». Γύρισα και κοίταξα τη μητέρα μου, περιμένοντας να μου πει πως ήταν όλα ψέματα. Δεν έβγαλε μιλιά. «Πες μου ότι δεν είναι αλήθεια». Τα μάτια μου βούρκωσαν και η φωνή μου ράγισε. Προσπαθούσα να φανώ δυνατή, αλλά δεν γινόταν. Ήταν πάρα πολλά όλα αυτά. Η αδελφή Ιγνάτιος σταυροκοπήθηκε. Είδα πόσο
συνταραγμένη ήταν. «Πες μου πώς είναι ο μπαμπάς μου». Η μαμά άρχισε να κλαίει, αλλά σταμάτησε αμέσως, πήρε βαθιά ανάσα και κατάφερε να βρει τη δύναμη κάπου μέσα της. Όταν μίλησε, η φωνή της ήταν σταθερή και βαθιά. «Εντάξει, άκουσέ με, Ταμάρα. Πρέπει να πιστέψεις ότι δεν σου το είπαμε επειδή πριν από πάρα πολλά χρόνια πιστεύαμε ότι αυτό ήταν το σωστό, και ο Τζορτζ…» κόμπιασε, «ο Τζορτζ σε λάτρευε με όλη του την καρδιά, σαν να ήσουν δική του…» Μου ξέφυγε ένα δυνατό ουρλιαχτό ακούγοντάς την. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου. «Δεν ήθελε να σου το πω. Μαλώναμε συνεχώς γι’ αυτό. Εγώ φταίω όμως. Εγώ φταίω για όλα. Σου ζητώ συγγνώμη». Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά της και παρότι δεν ήθελα να νιώσω τίποτα, ήθελα μόνο να την κοιτάζω και να της δείχνω πόσο με είχε πληγώσει, δεν μπορούσα να το κάνω. Δεν γινόταν να μη νιώσω τίποτα. Ο άξονας του κόσμου μου είχε μετατοπιστεί τόσο βίαια και γύριζε πια εκτός τροχιάς. Η αδελφή Ιγνάτιος σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι πάνω στο κεφάλι της μαμάς, που πάλευε να σταματήσει τα δάκρυά της, να σκουπίσει τα μάγουλά της και να με παρηγορήσει. Δεν μπορούσα να κοιτάξω τη μητέρα μου, οπότε η ματιά μου ακολούθησε την αδελφή Ιγνάτιο η οποία πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου. Άνοιξε ένα ντουλάπι και μου έφερε κάτι. «Ορίστε. Προσπαθώ να σου το δώσω εδώ και κάμποσο καιρό», είπε με τα μάτια της πλημμυρισμένα δάκρυα. Ήταν ένα αμπαλαρισμένο δώρο. «Αδελφή, δεν έχω καμία όρεξη για δώρα γενεθλίων αυτή τη στιγμή, μια και μόλις έμαθα πως η μητέρα μου μου έλεγε ψέματα όλη μου τη ζωή», είπα πικρόχολα. Τα χείλη και το μέτωπο της μαμάς ζάρωσαν. Έγνεψε αργά και δέχτηκε κατάστηθα όλα μου τα βέλη. Ήθελα να της φωνάξω κι άλλο. Ήθελα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου δινόταν για να της πω όλα τα άσχημα πράγματα που ένιωσα ποτέ γι’ αυτήν, όπως έκανα κάθε φορά που μάλωνα με τον μπαμπά· συγκρατήθηκα όμως. Συνέπειες. Επιπτώσεις. Το ημερολόγιο μου το είχε μάθει αυτό. «Άνοιξέ το», είπε αυστηρά η αδελφή Ιγνάτιος. Έσκισα το χαρτί. Ήταν ένα κουτί. Μέσα στο κουτί ήταν ένα χαρτί τυλιγμένο ρολό. Την κοίταξα ζητώντας απαντήσεις, αλλά αυτή γονάτισε δίπλα μου με τα χέρια δεμένα μπροστά και το κεφάλι σκυμμένο σαν να προσευχόταν. Ξετύλιξα το χαρτί. Ήταν ένα πιστοποιητικό βάφτισης. Με το παρόν Πιστοποιητικό βεβαιούται ότι η Ταμάρα Κίλσανι, γεννηθείσα τη 24η Ιουλίου 1991, στο Κάστρο Κίλσανι, στην Επαρχία Μιθ, επαρουσιάσθη εις τον Κόσμον μετά αγάπης υπό της Μητρός της, Τζένιφερ Μπερν, και του Πατρός της, Λόρενς Κίλσανι, τη σήμερον, 1η Ιανουαρίου 1992
Κάρφωσα το βλέμμα στο χαρτί, το διάβασα ξανά και ξανά, ενώ μέσα μου ευχόμουν να με είχαν γελάσει τα μάτια μου. Δεν ήξερα από πού ν’ αρχίσω. «Λοιπόν, ας τα πάρουμε από την αρχή. Έκαναν λάθος στη χρονολογία». Προσπάθησα να ακουστώ σίγουρη, αλλά ακουγόμουν θλιβερή και το ήξερα. Αυτό εδώ ήταν κάτι που δεν μπορούσα να αντιπαρέλθω με όπλο το σαρκασμό. «Λυπάμαι, Ταμάρα», είπε πάλι η αδελφή Ιγνάτιος. «Ώστε γι’ αυτό μου έλεγες συνεχώς πως είμαι δεκαεφτά». Αναλογίστηκα όλες μας τις συζητήσεις. «Μα αν είναι σωστό αυτό, τότε σήμερα γίνομαι δεκαοχτώ… ο Μάρκους». Σήκωσα τα μάτια και την κοίταξα. «Θα τον άφηνες να πάει φυλακή;» «Τι;» Η μαμά κοιτούσε μία εμένα και μία την αδελφή Ιγνάτιο. «Ποιος είναι ο Μάρκους;» «Να μη σε νοιάζει», της πέταξα. «Μπορεί να σου πω σε καμιά εικοσαριά χρόνια». «Ταμάρα, σε παρακαλώ», είπε ικετευτικά. «Θα μπορούσε να πάει φυλακή», είπα θυμωμένα στην αδελφή Ιγνάτιο. Η αδελφή Ιγνάτιος κούνησε άγρια το κεφάλι. «Όχι. Ζήτησα ξανά και ξανά από τη Ρόζαλιν να το πει. Αν όχι σ’ εσένα, να το πει τουλάχιστον στην αστυνομία. Αλλά αυτή επέμενε πως το παιδί δεν θα έμπλεκε. Όμως πήρα εγώ την πρωτοβουλία και το είπα στην αστυνομία, Ταμάρα. Πήγα στο Δουβλίνο, στον αστυνόμο Φιτζγκίμπον, και του έδωσα εγώ προσωπικά το πιστοποιητικό. Εκκρεμούσε και μία κατηγορία παραβίασης και παράνομης εισόδου, αλλά λαμβάνοντας υπόψη τις δεδομένες συνθήκες, αποσύρθηκαν όλες». «Τι αποσύρθηκε; Τι συνέβη;» ρώτησε η μαμά μου κοιτάζοντας την αδελφή Ιγνάτιο με ανησυχία. «Θεέ μου, Ταμάρα, αν δεν το ξέρεις ήδη, τότε έχεις πολύ περισσότερα προβλήματα απ’ όσα πίστευα. Άκου, σου εύχομαι καλή τύχη και όλα να σου πάνε όπως θες, αλλά… μη μου ξανατηλεφωνήσεις, σε παρακαλώ». Αυτή ήταν η τελευταία μας συνομιλία. Ο Μάρκους ήξερε ήδη το λόγο για τον οποίο είχαν αποσυρθεί οι
κατηγορίες. Πόσο προβληματική ήμουν αν δεν ήξερα ούτε καν πόσων χρόνων είμαι; Ήταν τέτοια η ανακούφισή μου για τον Μάρκους, που ο θυμός μου εξανεμίστηκε μεμιάς. Μετά η ανακούφιση ξεθύμανε κι ένιωσα πάλι έξω φρενών. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε και έφερα το χέρι στην πληγή μου. Με τάιζαν κουτόχορτο κι έριχναν ψίχουλα στο δρόμο πίσω τους, τα οποία αναγκάστηκα να ακολουθήσω ένα προς ένα προκειμένου να μάθω μόνη μου την αλήθεια. «Για να δω αν κατάλαβα καλά. Η Ρόζαλιν δεν είπε ψέματα. Πατέρας μου είναι ο Λόρι. Το τέρας… με τις φωτογραφίες;» έβαλα τις φωνές. «Γιατί δεν μου το είπε κανείς; Γιατί μου είπατε όλοι ψέματα; Γιατί με αφήσατε να πιστεύω ότι έχασα τον μπαμπά μου;» «Ω, Ταμάρα, μα ο Τζορτζ ήταν ο μπαμπάς σου. Σε αγαπούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Σε μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. Πρέπει να ξέρεις πως–» «ΕΙΝΑΙ ΝΕΚΡΟΣ», φώναξα. «Και όλοι με αφήσατε να πιστεύω ότι έχασα τον μπαμπά μου. Μου είπε ψέματα. Μου είπατε ψέματα. Δεν το πιστεύω». Σηκώθηκα πάνω νιώθοντας το κεφάλι μου να γυρίζει. «Η μητέρα σου πίστευε ότι ο Λόρι είχε πεθάνει, Ταμάρα. Ήσουν μόλις ενός έτους. Της δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή. Ο Τζορτζ την αγαπούσε, αγαπούσε κι εσένα. Η μητέρα σου ήθελε να ξεκινήσει από την αρχή. Δεν πίστευε ότι ήταν ανάγκη να περάσεις αυτό τον πόνο». «Και αυτό τα δικαιολογεί όλα;» αναφερόμουν στη μαμά, παρότι η αδελφή Ιγνάτιος ήταν αυτή που την υπερασπιζόταν. «Όχι, όχι, δεν συμφωνούσα. Αλλά της άξιζε να είναι ευτυχισμένη. Είχε πονέσει πάρα πολύ όταν πέθανε ο Λόρι». «Μα δεν είναι νεκρός», φώναξα τότε. «Μένει στο σπιτάκι, τρώει σάντουιτς και μηλόπιτες κάθε μέρα, που να πάρει και να σηκώσει. Η Ρόζαλιν ήξερε πως ήταν ζωντανός». Τότε η μαμά κατέρρευσε και η αδελφή Ιγνάτιος την έσφιξε στην αγκαλιά της με την οδύνη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Σώπασα, καθώς συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν η μόνη στην οποία είχαν πει ψέματα. Η μαμά μόλις είχε ανακαλύψει ότι ο άντρας που αγαπούσε δεν είχε πεθάνει τελικά. Τι σόι αρρωστημένο αστείο έκαναν όλοι; «Μαμά, λυπάμαι», είπα μαλακά. «Αχ, αγάπη μου», είπε ρουφώντας τη μύτη της, «μπορεί και να μου άξιζε. Επειδή σου έκανα αυτό το πράγμα». «Όχι. Όχι, δεν σου αξίζει. Αλλά κι εσύ δεν αξίζεις σ’ αυτόν. Πόσο αρρωστημένο μυαλό πρέπει να έχεις για να παριστάνεις το νεκρό;» «Προσπαθούσε να την προστατέψει, φαντάζομαι», είπε η αδελφή Ιγνάτιος. «Προσπαθούσε να δώσει και στις δυο σας μια καλύτερη ζωή, μια ζωή που δεν θα μπορούσε να σας προσφέρει ο ίδιος». «Ο Άρθουρ είπε πως υπέστη φριχτή παραμόρφωση». Η μαμά γύρισε και με κοίταξε. «Πώς… πώς είναι; Σου φέρθηκε καλά;» «Ο Άρθουρ;» Το μυαλό μου πήρε πάλι στροφές. «Ο Άρθουρ Κίλσανι; Είναι αδελφός του Λόρι;» Η μαμά έγνεψε κι ένα ακόμα δάκρυ κύλησε. «Ένα-ένα μου τα σερβίρετε», είπα, αλλά όχι το ίδιο θυμωμένα αυτή τη φορά. Δεν είχα άλλες δυνάμεις. «Δεν ήθελε να το κάνει», είπε το ίδιο εξουθενωμένη και αυτή. «Τώρα καταλαβαίνω γιατί ήταν τόσο αντίθετος. Είπε πως πάντα ήθελε να είναι ο θείος σου. Δεν σου είπαμε ποτέ πως ήταν αδελφός μου. Μόνη σου το υπέθεσες και τότε…» κούνησε το χέρι της καθώς διαισθανόταν πόσο γελοία ήταν όλα αυτά. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Γουέσλι στο δωμάτιο. «Εντάξει, η αστυνομία είναι καθ’ οδόν. Είσαι καλά;» Με κοίταξε. «Σε χτύπησε εκείνος ο τύπος;» «Όχι, όχι, δεν μου έκανε τίποτα». Έτριψα τα μάτια μου. «Μ’ έσωσε από τα χέρια της Ρόζαλιν». «Μα νόμιζα πως…» «Όχι». Κούνησα το κεφάλι. «Τον κλείδωσα στο δωμάτιό του», είπε ο Γουέσλι με ένοχο ύφος κι έβγαλε το κλειδί από την τσέπη του. «Νόμιζα πως πήγε να σου κάνει κακό». «Ωχ, όχι». Ο θυμός μου ξεθύμανε. Τον λυπήθηκα. Είχε προσπαθήσει να με υπερασπιστεί. Είχε προσπαθήσει να με προσεγγίσει δίνοντάς μου δώρα. Είχε θυμηθεί τα γενέθλιά μου. Τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου. Φυσικά και τα είχε θυμηθεί. Κι εγώ πώς τον είχα ευχαριστήσει; Κλειδώνοντάς τον. «Πού είναι ο Άρθουρ;» ρώτησε η αδελφή Ιγνάτιος. «Πήγε στο σπιτάκι, στη Ρόζαλιν». Και τότε θυμήθηκα. Το ημερολόγιο. «Όχι!» Προσπάθησα να σηκωθώ πάλι όπως-όπως. «Γλυκιά μου, πρέπει να ηρεμήσεις», είπε η μαμά προσπαθώντας με το γλυκό να με βάλει να ξαπλώσω πάλι, αλλά πετάχτηκα πάνω. «Πρέπει να βγει από κει μέσα», είπα πανικόβλητη. «Τι κάνω εδώ πέρα τόση ώρα; Γουέσλι, κάλεσε την πυροσβεστική, τώρα αμέσως». «Γιατί;» «Γλυκιά μου, κοίτα να ηρεμήσεις», είπε ανήσυχη η μαμά. «Ξάπλωσε και–» «Όχι, ακούστε με. Γουέσλι, το γράφει το ημερολόγιο. Πρέπει να το εμποδίσω. Κάλεσε την πυροσβεστική». «Ταμάρα, ένα βιβλίο είναι μόνο, δεν–» «Δεν έχει κάνει ούτε ένα λάθος μέχρι τώρα», απάντησα. Ο Γουέσλι έγνεψε. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η μαμά και πλησίασε στο παράθυρο. Πάνω από τις κορυφές των δέντρων πέρα μακριά, σύννεφα καπνού υψώνονταν στον ουρανό. «Η Ρόζαλιν», είπε η αδελφή Ιγνάτιος και η φωνή της έσταζε τόσο φαρμάκι που μου πάγωσε το αίμα. «Κάλεσε την πυροσβεστική», είπε στον Γουέσλι.
«Δώσ’ μου το κλειδί», είπα. Το άρπαξα μέσα από το χέρι του Γουέσλι και βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο. «Πρέπει να πάω κοντά του. Δεν πρόκειται να τον ξαναχάσω». Άρχισαν να με φωνάζουν όλοι μαζί ενώ έτρεχα, αλλά δεν στάθηκα, δεν τους άκουσα. Έτρεξα ανάμεσα από τα δέντρα ακολουθώντας την οσμή και πήγα κατευθείαν στο σπιτάκι. Μόλις είχα χάσει τον πατέρα που με μεγάλωσε. Δεν είχα σκοπό να χάσω κι άλλον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΤΕΣΣΕΡΑ: Όνειρα με νεκρούς
Oταν έφτασα στο σπιτάκι, είδα ένα περιπολικό παρκαρισμένο απέξω. Έβλεπα τη Ρόζαλιν όρθια στο γρασίδι δίπλα στη μητέρα της. Της μιλούσε ένας μάλλον ανυπόμονος αστυνομικός που τη ρωτούσε ξανά και ξανά αν ήταν κανείς μέσα. Η Ρόζαλιν έσκουζε, σκέπαζε με τα χέρια το πρόσωπο κι έριχνε συνεχώς ματιές στο σπίτι λες και δεν μπορούσε να πάρει μια απόφαση. Δίπλα στον αστυνομικό ήταν ο Άρθουρ, ο οποίος φώναζε άγρια στη Ρόζαλιν, την ταρακουνούσε από τους ώμους και προσπαθούσε να την κάνει να απαντήσει. «Είναι στο υπόστεγο!» τσίριξε εντέλει. «Δεν είναι, πήγα κοίταξα!» ούρλιαξε ο Άρθουρ. «Δεν μπορεί να μην είναι!» τσίριξε εκείνη. «Δεν μπορεί να μην είναι. Κλείδωνε πάντα την πόρτα του δωματίου του όταν πήγαινε στο υπόστεγο». «Ποιος;» έλεγε ξανά και ξανά ο αστυνόμος. «Ποιος είναι μέσα στο σπίτι;» «Δεν είναι εκεί». Ο Άρθουρ είχε βραχνιάσει από τις φωνές. «Θεέ μου, τι έκανες, γυναίκα;» «Ω, Θεέ μου», έσκουζε ξανά και ξανά η Ρόζαλιν. Η μητέρα της έκλαιγε σιγανά. Σειρήνες ούρλιαζαν από μακριά. Σε τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έδωσα σημασία. Πέρασα από δίπλα χωρίς να με πάρουν μυρωδιά, πήγα από το πλάι και μπήκα στο σπιτάκι από την πίσω πόρτα. Παντού καπνός, πλημμύριζε τους διαδρόμους, τόσο μαύρος και πυκνός που μόλις τον εισέπνευσα μου ήρθε ασφυξία. Έπεσα στα γόνατα, αναγουλιάζοντας και βήχοντας, ενώ τα μάτια μου έτσουζαν τόσο πολύ που άρχισα να τα τρίβω δυνατά, αλλά έτσι χειροτέρεψα μόνο την κατάσταση. Έβαλα τη ζακέτα μπροστά στο πρόσωπό μου. Την είχα βρέξει με κρύο νερό στη βρύση απέξω. Την έβαλα μπροστά στο στόμα και στη μύτ η για να μπορώ να ανασάνω. Κοιτάζοντας με το ένα μάτι προχώρησα στα τυφλά ψηλαφίζοντας τον τοίχο. Το πλαστικό κάτω από τα πόδια μου έκαιγε και κολλούσε επικίνδυνα, ενώ οι πλαστικές σόλες των αθλητικών παπουτσιών μου κολλούσαν πάνω του. Προχωρούσα κολλητά στους τοίχους του διαδρόμου που ήταν στρωμένοι με πλακάκια. Έτσι ψηλαφητά έφτασα στην πόρτα του δωματίου του. Μόλις ακούμπησα το μεταλλικό πόμολο της πόρτας του κάηκα τόσο πολύ που το άφησα και διπλώθηκα, κρατώντας το χέρι μου, βήχοντας, με τα μάτια μου να τσούζουν, αναγουλιάζοντας διαρκώς, με το χέρι μου να καίει. Από την ανοιχτή πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου ξέφευγε τουλάχιστον λίγος καπνός. Ευτυχώς δεν ήταν μακριά, στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσα να βγω από εκεί. Έχωσα το κλειδί στην κλειδαριά ελπίζοντας να μην είχε λιώσει όλος ο μηχανισμός, και το έστριψα. Έκανα ένα βήμα πίσω και χρησιμοποίησα το πόδι μου για να γυρίσω το πόμολο και η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα με τον καπνό να με ακολουθεί καταπόδας κι έσπρωξα την πόρτα να κλείσει. Οι άκρες των φωτογραφιών είχαν αρχίσει να τσαλακώνονται από τη θερμοκρασία. Δεν έβλεπα πουθενά φωτιά, μόνο καπνό, πυκνό μαύρο καπνό που μου πονούσε τα πνευμόνια. Προσπάθησα να φωνάξω αλλά δεν μπορούσα, μόνο έβηχα ξανά και ξανά, ενώ ευχόμουν να με άκουγε ο Λόρι, να καταλάβαινε ότι ήμουν κοντά του. Βρήκα πασπατευτά το κρεβάτι του, ψηλάφισα το σώμα του, ψηλάφισα το πρόσωπό του. Το όμορφα σημαδεμένο πρόσωπό του, κατεστραμμένο κι αυτό όπως το κάστρο, το οποίο κουβαλούσε την απίστευτη ιστορία του πάνω του και με τραβούσε, δεν με απωθούσε. Είχε τα μάτια κλειστά· ένιωσα τα ματόφυλλα. Τον ταρακούνησα, πασπάτεψα με τα χέρια μου όλο το κορμί του προσπαθώντας να τον ξυπνήσω. Τίποτα. Είχε χάσει τις αισθήσεις του. Πίσω μου ένιωθα έντονη ζέστη, ένιωθα τη φωτιά. Πολύ γρήγορα θα εγκλωβιζόμουν μέσα σε τούτο το δωμάτιο με τις φωτογραφίες. Τράβηξα τις διάφανες κουρτίνες και λίγο φως τρύπωσε μέσα στο γκρίζο από τους καπνούς δωμάτιο. Επειδή ήμουν σαν τυφλή από τον καπνό, προσπάθησα ψηλαφίζοντας να βρω τρόπο ν’ ανοίξω τα παράθυρα. Ήταν κλειδωμένα και δεν υπήρχαν κλειδιά. Σήκωσα μια καρέκλα και την πέταξα πολλές φορές πάνω στο παράθυρο για να το σπάσω, αλλά δεν τα κατάφερα. Προσπάθησα να τον τραβήξω, αλλά ήταν πολύ βαρύς. Πάλεψα να τον σηκώσω όρθιο. Άρχισα να κουράζομαι, οι δυνάμεις μου άρχισαν να μ’ εγκαταλείπουν και ένιωσα ζαλάδα. Ξάπλωσα δίπλα του προσπαθώντας να τον ξυπνήσω. Του έπιασα το χέρι, οι δυο μας αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι. Δεν θα τον άφηνα μόνο του. Ξαφνικά, άρχισα να ονειρεύομαι το κάστρο και μια δεξίωση μ’ ένα μακρύ τραπέζι γεμάτο φασιανούς και γουρούνια που έσταζαν λίπος και σάλτσα, καθώς και κρασί και σαμπάνια, όπως και την πιο νόστιμη πάπια με λαχανικά. Μετά ήμουν με την αδελφή Ιγνάτιο και μου φώναζε να σπρώξω, αλλά δεν ήξερα τι έπρεπε να σπρώξω. Δεν την έβλεπα, την άκουγα μόνο. Ύστερα το σκοτάδι διαλύθηκε και το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα υπέροχο φως και βρέθηκα στην αγκαλιά της αδελφής Ιγνάτιου. Μετά ήμουν στο περιβόλι με τα γυαλιά και έτρεχα, έτρεχα, με τη Ρόζαλιν στο κατόπι μου. Κρατούσα το χέρι του Γουέσλι όπως πριν, μόνο που δεν ήταν ο Γουέσλι αλλά ο Λόρι. Όχι όπως τον γνώρισα σήμερα, αλλά όπως τον πρωτοείδα στις φωτογραφίες: όμορφο, νέο, σκανταλιάρη. Γύριζε και μου χαμογελούσε με την άψογη κατάλευκη οδοντοστοιχία του, και τότε συνειδητοποίησα πόσο πολύ μοιάζαμε, πως ανέκαθεν αναρωτιόμουν γιατί δεν έμοιαζα με τη μαμά και τον μπαμπά, και τότε ξεκαθάρισαν όλα. Η μύτη, τα χείλη, τα μάγουλα και τα μάτια του – ήταν όλα σαν τα δικά μου. Μου κρατούσε το χέρι και μου έλεγε ότι θα ήμασταν μια χαρά. Τρέχαμε μαζί, γελούσαμε και χαμογελούσαμε, χωρίς να ανησυχούμε καθόλου για τη Ρόζαλιν, επειδή δεν μπορούσε να μας πιάσει πια. Μαζί
μπορούσαμε να παραβγούμε με όλο τον κόσμο. Μετά είδα τον πατέρα μου, στο τέρμα του περιβολιού, να μας χειροκροτεί και να μας επευφημεί λες και ήμουν πάλι παιδί κι έπαιρνα μέρος στους τοπικούς αγώνες της λέσχης ράγκμπι. Ο Λόρι χάθηκε και για μια στιγμή ήμουν εγώ με τη μαμά, με τα πόδια μας δεμένα σ’ έναν αγώνα δρόμου με τρία πόδια, όπως κάναμε όταν ήμουν μικρή. Έδειχνε αγχωμένη, όχι γελαστή, αλλά ανήσυχη, και τότε έφυγε και γύρισε ο Λόρι. Τρέχαμε, σκοντάφταμε και βλέπαμε μπροστά μας τον μπαμπά να γελάει και να μας επευφημεί, να μας κάνει νόημα να προχωρήσουμε, με τα μπράτσα ανοιχτά, έτοιμα να μας πιάσουν με το που θα κόβαμε το νήμα. Έπειτα τα γυάλινα κρεμαστά στο περιβόλι εξερράγησαν παντού ολόγυρά μας και θρυμματίστηκαν σε εκατομμύρια κομμάτια και το χέρι του Λόρι χάθηκε. Άκουσα τον μπαμπά να φωνάζει το όνομά μου και άνοιξα τα μάτια. Το δωμάτιο είχε γεμίσει γυαλιά, πάνω μας, πάνω στο πάτωμα, και ο καπνός έβγαινε σε σύννεφα από το παράθυρο. Είδα μια δαγκάνα, μια γιγάντια κίτρινη δαγκάνα, να εξαφανίζεται μέσα από το παράθυρο και όλος ο καπνός βγήκε έξω. Η φωτιά δεν σταμάτησε όμως. Κατέστρεφε τις φωτογραφίες τρέχοντας τόσο γρήγορα και άγρια ανάμεσά τους που κατάπινε τα πάντα γύρω μας, αφήνοντας εμάς για το τέλος. Εμείς ήμασταν μετά. Και τότε είδα τον Άρθουρ. Είδα την αδελφή Ιγνάτιο. Είδα το πρόσωπο της μητέρας μου, ζωντανό, παρόν, τρομαγμένο. Ήταν απέξω, κινούνταν, μιλούσε και, παρότι έβλεπα την αγωνία της, ανακουφίστηκα. Ύστερα ένιωσα χέρια να με τυλίγουν και αμέσως βρέθηκα έξω, βήχοντας και φτύνοντας. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ήμουν ξαπλωμένη πάνω στο χορτάρι. Προτού κλείσω τα μάτια, είδα τη μητέρα μου κι ένιωσα τα φιλιά της στο κεφάλι μου και μετά την είδα να αγκαλιάζει τον Λόρι και να κλαίει απαρηγόρητα και τα δάκρυά της έπεφταν πάνω στο κεφάλι του, θαρρείς και μόνο αυτά μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά που είχε ανάψει ανάμεσά τους. Και τότε, για πρώτη φορά από τη στιγμή που βρήκα τον πατέρα μου στο πάτωμα του γραφείου του, άφησα την ανάσα μου να βγει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ: Κοριτσάκι
Mια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα κοριτσάκι που έμενε σ’ ένα σπιτάκι. Ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Είχε μια έξυπνη μεγάλη αδελφή κι έναν νόστιμο μεγάλο αδελφό που η ομορφιά του έκανε να γυρίζουν κεφάλια στο δρόμο και αποτελούσε αφορμή για συζητήσεις με αγνώστους. Το κοριτσάκι ήταν αυτό που θα λέγαμε απρόσμενο μωρό. Για τους γονείς της, που είχαν πάψει προ πολλού να κάνουν παιδιά, δεν ήταν μόνο απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη αλλά και ανεπιθύμητη, και αυτό το ήξερε πολύ καλά το κοριτσάκι. Στα σαράντα επτά της χρόνια, είκοσι δύο χρόνια απ’ όταν γέννησε το τελευταίο της μωρό, η μητέρα της δεν ήταν προετοιμασμένη για τον ερχομό ενός ακόμα παιδιού. Τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει πια και είχαν φύγει από το σπίτι, η κόρη της Έλεν στο Κορκ για να δουλέψει ως δασκάλα σε δημοτικό σχολείο και ο γιος της Μπράιαν στη Βοστόνη, όπου ήταν αναλυτής ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπανίως έρχονταν σπίτι. Το εισιτήριο ήταν πολύ ακριβό για τον Μπράιαν, ενώ η μητέρα της προτιμούσε να πηγαίνει η ίδια στο Κορκ για διακοπές. Το κοριτσάκι δεν γνώριζε αυτούς τους δυο ξένους τους οποίους συναντούσε σπάνια και οι οποίοι αποκαλούνταν αδελφός και αδελφή της. Τα παιδιά τους ήταν μεγαλύτερα από την ίδια. Δεν ήξεραν σχεδόν καθόλου ποια ήταν ή τι ήθελε. Είχε έρθει πολύ αργά και είχε χάσει εκείνο το δέσιμο που είχαν οι άλλοι μεταξύ τους. Ο πατέρας της ήταν κυνηγετικός ακόλουθος στο κτήμα του κάστρου Κίλσανι, το οποίο βρισκόταν απέναντι από το σπίτι τους. Η μητέρα της ήταν η μαγείρισσα. Το κοριτσάκι λάτρευε τη θέση της οικογένειάς της, το γεγονός ότι βρισκόταν δίπλα σε όλο αυτό το μεγαλείο έτσι που τα παιδιά στο σχολείο θεωρούσαν πως ήταν και αυτή μέρος του. Της άρεσε που γίνονταν κοινωνοί κουτσομπολιών τα οποία δεν γνώριζε κανείς άλλος. Ήταν ανέκαθεν αποδέκτες ευεργετημάτων, όπως σπουδαία χριστουγεννιάτικα δώρα, περίσσια φαγητά, υφάσματα ή ταπετσαρίες από πρόσφατες ανακαινίσεις ή ξεσκαρταρίσματα. Το κτήμα ήταν αυστηρά ιδιωτικό, αλλά το κοριτσάκι είχε άδεια να παίζει εντός των τειχών του. Το κοριτσάκι το θεωρούσε υπέρτατη τιμή και θα έκανε τα πάντα προκειμένου να ευχαριστήσει την οικογένεια, όπως λόγου χάρη να κάνει μια στις τόσες καμιά δουλειά στο σπίτι ή να τρέχει από τον πατέρα της, τον Τζο, στο συντηρητή του κτήματος, τον Πάντι, μεταφέροντας μηνύματα από τη μητέρα της σχετικά με το θήραμα που ήθελε εκείνη τη μέρα ή τι λαχανικά να διαλέξει για το βραδινό φαγητό. Λάτρευε τις μέρες που της επέτρεπαν να μπει μέσα στο κάστρο. Αν μια μέρα δεν πήγαινε σχολείο επειδή ήταν άρρωστη, δεν γινόταν η μητέρα της να την αφήνει μόνη στο σπίτι. Από αυτή την άποψη ο κύριος και η κυρία Κίλσανι ήταν πολύ καλοί. Επέτρεπαν στη μητέρα της να φέρνει το παιδί στη δουλειά, αφού ήξεραν ότι δεν είχε πού αλλού ν’ αφήσει την κόρη της, καθώς επίσης και ότι κανείς άλλος εκτός από αυτήν δεν είχε την ικανότητα να φροντίζει τα τρία ημερήσια γεύματα της οικογένειας, ταΐζοντάς τους τόσο καλά παρότι τα λεφτά μειώνονταν χρόνο με το χρόνο. Το κοριτσάκι καθόταν ήσυχα-ήσυχα στη γωνία της μεγάλης κουζίνας και κοιτούσε τη μητέρα της να ιδροκοπάει όλη μέρα πάνω από τσουκάλια που έβγαζαν ατμούς και το φούρνο που ζεμάταγε. Δεν έβγαζε κιχ, δεν έκανε ποτέ φασαρία, αλλά έβλεπε τα πάντα. Έβλεπε τη μαγειρική της μητέρας της, αλλά αφομοίωνε και τα τεκταινόμενα του σπιτιού. Πρόσεχε, λόγου χάρη, ότι όποτε ο κύριος Κίλσανι είχε να πάρει μια απόφαση, εξαφανιζόταν μέσα στο δρύινο δωμάτιο. Εκεί, πήγαινε και στεκόταν στο κέντρο του δωματίου με τα χέρια πίσω από την πλάτη και κάρφωνε το βλέμμα στα πορτρέτα των προγόνων του, οι οποίοι τον κοιτούσαν επιβλητικά μέσα από τις μεγάλες ελαιογραφίες τους με τις περίτεχνες χρυσές κορνίζες. Έπειτα έβγαινε από το δωμάτιο με το πιγούνι ψηλά και αναλάμβανε αμέσως δράση σαν στρατιώτης που μόλις άκουσε ένα καλό κήρυγμα από τον επιλοχία του. Έβλεπε επίσης πως η κυρία Κίλσανι, η οποία ήταν ξετρελαμένη με τα εννιά σκυλιά της κι έτρεχε σαν τρελή μέσα στο σπίτι προσπαθώντας να τα πιάσει, δεν πρόσεχε και πολλά απ’ όσα συνέβαιναν γύρω της. Έδειχνε μεγαλύτερη προσοχή στα σκυλιά της, ιδίως στο σκανταλιάρικο σπάνιελ ονόματι Μέσι, που ήταν και ο μοναδικός σκύλος ο οποίος δεν δαμαζόταν και που απασχολούσε τόσο πολύ τις σκέψεις και τις κουβέντες της. Δεν πρόσεχε ότι τα δυο αγόρια της έκαναν διάφορες χαζομάρες για να της τραβήξουν την προσοχή ούτε τη συμπάθεια που έτρεφε ο σύζυγός της για την καθόλου όμορφη καμαριέρα Μάγκνταλεν, η οποία αποκάλυπτε ένα μαύρο δόντι όταν χαμογελούσε και περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου της ξεσκονίζοντας τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα των Κίλσανι κάθε φορά που η κυρία Κίλσανι έβγαινε έξω με τα σκυλιά. Το κοριτσάκι πρόσεξε ότι αυτό που τρέλαινε την κυρία Κίλσανι ήταν τα μαραμένα λουλούδια. Στο πέρασμά της επιθεωρούσε όλα τα βάζα, σχεδόν σαν να είχε ψύχωση. Χαμογελούσε τρισευτυχισμένη κάθε τρίτη μέρα, όταν κατέφτανε η καλόγρια με φρέσκες ανθοδέσμες από τον περιτειχισμένο κήπο της. Μετά, μόλις έκλεινε η πόρτα πίσω από την καλόγρια, έπιανε τα λουλούδια στα χέρια της και, μουρμουρίζοντας θυμωμένα, πετούσε ό,τι δεν άγγιζε την τελειότητα. Το κοριτσάκι αγαπούσε την κυρία Κίλσανι, τα τουίντ ταγέρ και τις καφέ μπότες ιππασίας, τις οποίες φορούσε ακόμα και τις μέρες που δεν πήγαινε για ιππασία. Ωστόσο, το κοριτσάκι πήρε την απόφαση ότι στο δικό της σπιτικό δεν θα επέτρεπε ποτέ να γίνονται τόσα πράγματα εν αγνοία της. Λάτρευε την κυρία, αλλά τη θεωρούσε ανόητη. Από την άλλη, δεν είχε σε καμία υπόληψη το σύζυγο, ο οποίος έκανε τρελίτσες με την άσχημη καμαριέρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και της γαργαλούσε τον πισινό με το φτερό ξεσκονίσματος και
συμπεριφερόταν πιο ανώριμα και από το κοριτσάκι ακόμα. Ο κύριος νόμιζε πως το κοριτσάκι ήταν πολύ μικρό για να τον προσέξει, πολύ μικρό για να καταλάβει. Το κοριτσάκι δεν τον συμπαθούσε και πολύ, αλλά αυτός τη θεωρούσε ανόητη. Το κοριτσάκι παρακολουθούσε τα πάντα κι έδωσε όρκο στον εαυτό της να γνωρίζει πάντα όλα όσα θα συνέβαιναν στο δικό της σπιτικό. Της άρεσε να κοιτάζει τα δυο αγόρια. Έκαναν πάντα σκανταλιές, όλο έτρεχαν στις αίθουσες ρίχνοντας κάτω αντικείμενα, σπάζοντας πράγματα, κάνοντας την καμαριέρα να βάζει τις φωνές, προκαλώντας σαματά. Τον μεγάλο γιο κοιτούσε όλη την ώρα. Αυτός τα ξεκινούσε όλα. Ο μικρός ήταν πιο μετρημένος και ακολουθούσε τον μεγάλο του αδελφό μόνο και μόνο επειδή ήθελε να τον προσέχει. Ο μεγαλύτερος ήταν ο Λόρενς, ή Λόρι, όπως τον φώναζαν. Ο Λόρι δεν έδινε ποτέ σημασία στο κοριτσάκι, αλλά αυτή ήταν πάντα εκεί, στο περιθώριο· ένιωθε ότι συμμετείχε στα παιχνίδια τους χωρίς να την καλούν, έπαιζε μαζί τους με τη φαντασία της. Το μικρότερο αγόρι, ο Άρθουρ, ή Άρτι, όπως τον φώναζαν, την πρόσεχε. Δεν την καλούσε στο παιχνίδι τους, αφού δεν έκανε τίποτα από μόνος του, ακολουθούσε μόνο τις ιδέες του αδελφού του, αλλά έτσι κι έκανε καμιά χαζομάρα ο Λόρι, τότε ο μικρός γύριζε και κοιτούσε το κοριτσάκι και σήκωνε τα μάτια ψηλά, απηυδισμένος τάχα, ή πετούσε κάποιο αστείο για να την κάνει να γελάσει. Το κοριτσάκι θα προτιμούσε να μην τα έκανε αυτά. Αυτή ήθελε να την προσέξει ο Λόρι και όσο περισσότερο δεν την έβλεπε αυτός, τόσο μεγάλωνε η λαχτάρα της. Μερικές φορές, όταν ήταν μόνος κι έτρεχε, το κοριτσάκι έμπαινε επίτηδες στο δρόμο του. Ήθελε να γυρίσει να την κοιτάξει τουλάχιστον ή να τον κάνει να σταματήσει ή να της βάλει τις φωνές, αλλά αυτός δεν έκανε ποτέ τίποτα τέτοιο. Συνέχιζε να τρέχει περνώντας από δίπλα της. Αν έπαιζαν κρυφτό και τα φυλούσε ο Λόρι, το κοριτσάκι τον βοηθούσε δείχνοντάς του την κρυψώνα του Άρτι. Ο Λόρι όμως έκανε πως δεν την έβλεπε, έψαχνε κάπου αλλού και μετά φώναζε στον Άρτι ότι τα παρατούσε. Δεν ήθελε να έχει κανένα πάρε-δώσε μαζί της. Το κοριτσάκι έκανε πολύ συχνά απουσίες στο σχολείο ώστε να μένει σπίτι, αφού μόνο έτσι μπορούσε να πηγαίνει στο κάστρο. Οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν η καλύτερή της, γιατί τότε είχε όλη τη μέρα ελεύθερη να τριγυρίζει στο κτήμα χωρίς να πρέπει να παριστάνει ότι βήχει ή ότι έχει κοιλόπονο. Ένα τέτοιο καλοκαίρι λοιπόν, μια μέρα που το κοριτσάκι –το οποίο ήταν εφτά χρόνων πια, ενώ ο Άρτι οχτώ και ο Λόρι εννιά– έπαιζε όπως πάντα έξω στο κτήμα, η μητέρα της τη φώναξε στο κάστρο. Οι Κίλσανι είχαν πάει για κυνήγι αλεπούς με τα ξαδέλφια τους στο Μπάλμπριγκαν. Η κυρία Κίλσανι την κάλεσε πάνω στο δωμάτιό της για να τη βοηθήσει να διαλέξει φόρεμα – ένα μάξι μεταξωτό λαδί φουστάνι που το συνδύασε με πέρλες και γούνα. Η μητέρα του κοριτσιού θα ήταν υπεύθυνη για το κάστρο όλη εκείνη τη μέρα. Όταν το κοριτσάκι έφτασε μπροστά στο κάστρο, κατάλαβε αμέσως από το ύφος των αγοριών ότι είχαν βρει τον μπελά τους. «Έχει ωραία μέρα, γι’ αυτό πηγαίνετε να παίξετε έξω για να πάρετε λίγο καθαρό αέρα και να μην μπερδεύεστε στα πόδια μου», είπε η μητέρα της. «Θα έρθει και η Ρόζαλιν μαζί σας». «Δεν θέλω να παίξω μαζί της», κατέβασε τα μούτρα ο Λόρι, εξακολουθώντας να μην την κοιτάζει. Ωστόσο, το κοριτσάκι ικανοποιήθηκε που τουλάχιστον δεν του ήταν αόρατη, που την έβλεπε τελικά. «Θέλω να είστε καλοί μαζί της, παιδιά. Χαιρέτησε τα αγόρια, Ρόζαλιν». Τα αγόρια σφράγισαν τα στόματα, αλλά η μητέρα του κοριτσιού τούς έβαλε τις φωνές. «Γεια σου, Ρόζαλιν», ψέλλισαν μαζί, ο Λόρι με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος, ενώ ο Άρτι της χαμογέλασε ντροπαλά. Μέχρι τότε το κοριτσάκι ένιωθε πως δεν είχε όνομα. Όταν άκουσε το όνομά της να βγαίνει από τα χείλη του Λόρι, ήταν σαν να βαφτίστηκε. «Πηγαίνετε τώρα», είπε η μητέρα της και τα αγόρια το έβαλαν στα πόδια. Η Ρόζαλιν τους ακολούθησε. Μόλις βρέθηκαν βαθιά μέσα στο δάσος, σταμάτησαν το τρέξιμο ώστε ο Λόρι να πάει να κοιτάξει μια μυρμηγκοφωλιά. «Με λένε Άρτι», είπε ο μικρότερος. «Μην της μιλάς», είπε φουρκισμένος ο Λόρι, ο οποίος πήρε ένα ξύλο από κάτω και άρχισε να το κραδαίνει σαν να ήταν στη μάχη. Ο Λόρι δεν έδινε σημασία στους άλλους δύο, μόνο άρχισε να προσπαθεί να χώσει το ξύλο μέσα στην τρύπα του κορμού ενός δέντρου. Άξαφνα άκουσαν φωνές και ο Λόρι, με τ’ αυτιά τεντωμένα, ακολούθησε τον ήχο. Σήκωσε το χέρι ψηλά και όλοι σταμάτησαν και κρυφοκοίταξαν ανάμεσα από τα δέντρα, όπου είδαν το συντηρητή του κτήματος, τον Πάντι, γονατισμένο, να ξεδιαλέγει κάτι βατόμουρα ενώ δίπλα του, μέσα στο καροτσάκι του κήπου, ήταν ένα δίχρονο πάνω-κάτω κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά. «Ποια είναι αυτή;» είπε ο Λόρι και η φωνή του έστειλε προειδοποιητικά σήματα που μπήχτηκαν στην καρδιά της Ρόζαλιν. Ωστόσο, ενθουσιασμένη που έκαναν την πρώτη τους συζήτηση, του απάντησε με την καρδιά της να σφυροκοπάει και το νου της στη φωνή της, αφού ήθελε να είναι όλα τέλεια γι’ αυτόν. «Η Τζένιφερ Μπερν», είπε με την ευπρέπεια και τη σοβαρότητα με την οποία μιλούσε και η κυρία Κίλσανι. «Ο Πάντι είναι ο μπαμπάς της». «Πάμε να της ζητήσουμε να παίξει», είπε ο Λόρι. «Μα είναι μωρό ακόμα», διαμαρτυρήθηκε η Ρόζαλιν. «Είναι αστεία», είπε ο Λόρι που τη χάζευε να τεμπελιάζει μέσα στο καροτσάκι του κήπου. Από εκείνη τη μέρα οι τέσσερίς τους έγιναν αχώριστη παρέα. Ο Λόρι, ο Άρτι, η Ρόζαλιν και η Τζένιφερ έπαιζαν κάθε μέρα μαζί. Η Τζένιφερ επειδή της το ζήτησαν, η Ρόζαλιν επειδή τους την επέβαλαν. Η Ρόζαλιν δεν το ξέχασε ποτέ αυτό. Ούτε όταν ο Λόρι τη φίλησε μέσα στους θάμνους ούτε όταν έγιναν ζευγάρι για λίγες βδομάδες. Ήξερε πάντα ότι η μικρούλα Τζένιφερ ήταν η αγαπημένη του. Ανέκαθεν ήταν. Τον είχε σαγηνέψει. Η Ρόουζ δεν ήξερε αν έφταιγαν τα πράγματα που έλεγε και ο τρόπος που κινούνταν, πάντως ο Λόρι είχε μαγευτεί μαζί της και ήθελε να είναι διαρκώς κοντά της. Η Τζένιφερ ομόρφαινε χρόνο με το χρόνο, αν και η ίδια δεν είχε απολύτως καμία συναίσθηση της ομορφιάς
της. Τα μεγάλα στήθη της, η μικροσκοπική μέση, οι γοφοί που σχηματίστηκαν εντελώς ξαφνικά ένα καλοκαίρι. Όταν ήταν τριών χρόνων έλειψε η μητρική παρουσία στη ζωή της και τότε η Τζένιφερ έγινε κανονικό αγοροκόριτσο. Κρεμιόταν από τα δέντρα, παράβγαινε τον Άρτι και τον Λόρι στο τρέξιμο, έβγαζε τα ρούχα της και βουτούσε στις λίμνες χωρίς καμία έγνοια στον κόσμο. Πάντα προσπαθούσε να κάνει και τη Ρόζαλιν να συμμετάσχει και δεν κατάλαβε ποτέ γιατί το άλλο κορίτσι δεν ήθελε. Η Ρόζαλιν, από την άλλη, καιροφυλακτούσε. Ήξερε ότι αργά ή γρήγορα τα αγόρια θα βαριούνταν το αγοροκόριτσο, θα έχαναν το ενδιαφέρον τους. Θα ερχόταν μια μέρα που θα ήθελαν να βρουν μια αληθινή γυναίκα και η Ρόζαλιν θα ήταν αυτή η γυναίκα. Θα γινόταν σαν την κυρία Κίλσανι, θα φρόντιζε το κάστρο, θα μαγείρευε, θα εκπαίδευε τα σκυλιά, θα φρόντιζε η καλόγρια να της φέρνει μόνο τα πιο τέλεια λουλούδια. Ονειρευόταν ότι μια μέρα ο Λόρι θα γινόταν δικός της, ότι θα ζούσαν μαζί στο κάστρο φροντίζοντας τα σκυλιά και τα λουλούδια τους, ενώ ο Λόρι θα αντλούσε έμπνευση από τους προγόνους του που κρέμονταν στους τοίχους του δρύινου δωματίου. Όταν τα αγόρια έφυγαν για να πάνε εσώκλειστοι στο οικοτροφείο, ο Λόρι έγραφε μόνο στην Τζένιφερ. Ο Άρτι έγραφε και στις δύο. Η Ρόζαλιν δεν το είπε ποτέ αυτό στην Τζένιφερ. Παρίστανε ότι λάμβανε και αυτή γράμμα του, αλλά ήταν πολύ προσωπικό για να το διαβάσει δυνατά. Η Τζένιφερ δεν έδειχνε να δίνει σημασία, καθώς είχε τόση εμπιστοσύνη στις φιλίες της, ώστε μέχρι και η Ρόζαλιν τη ζήλευε γι’ αυτό. Τότε, όταν τα αγόρια έφυγαν για το κολέγιο, η σκλήρυνση κατά πλάκας της μητέρας της Ρόζαλιν άρχισε να χειροτερεύει, ο ηλικιωμένος πατέρας της αρρώστησε, είχαν ανάγκη από χρήματα, ενώ τα αδέλφια της Ρόζαλιν ήταν πολύ μακριά και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Έτσι, οι γονείς της Ρόζαλιν βασίστηκαν στο παιδί που ποτέ δεν ήθελαν, για να τους φροντίσει. Η Ρόζαλιν αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο και να αναλάβει τη δουλειά της μητέρας της στο κάστρο, ενώ η Τζένιφερ συνέχισε να προκόβει και να κάνει ταξίδια στο Δουβλίνο και να επισκέπτεται τα αγόρια. Εκείνες ήταν οι χειρότερες μέρες της Ρόζαλιν. Οι βδομάδες κυλούσαν αργά και βαρετά χωρίς αυτούς. Ζούσε μόνο για να δει τον Λόρι να επιστρέφει· ζούσε με το μυαλό της, ονειρευόταν τα περασμένα και δημιουργούσε τα μελλούμενα, ενώ οι άλλοι έλειπαν στην πόλη κάνοντας ένα σωρό συναρπαστικά πράγματα – ο Λόρι στη Σχολή Καλών Τεχνών, να στέλνει τις γυάλινες δημιουργίες του στο σπίτι, ενώ ο Άρτι σπούδαζε γεωπονία και η Τζένιφερ δεχόταν προτάσεις για δουλειές φωτομοντέλου με το που πατούσε το πόδι της έξω από την πόρτα. Όταν γύριζαν πίσω για τις διακοπές, η ευτυχία της Ρόζαλιν εκτοξευόταν στα ύψη, με τη μόνη διαφορά ότι λαχταρούσε να την κοίταζε ο Λόρι έτσι όπως κοίταζε την Τζένιφερ. Δεν ήξερε πόσο καιρό κρατούσε η σχέση τους. Υπέθετε ότι ξεκίνησε στο Δουβλίνο, ενώ αυτή έμεινε πίσω για να ξεπουπουλιάζει φασιανούς και να καθαρίζει ψάρια. Αναρωτιόταν αν θα της το έλεγαν ποτέ, αν δεν είχε μεσολαβήσει εκείνη η επονείδιστη μέρα που η Ρόζαλιν τον πήγε μπροστά στη μηλιά για να του φανερώσει επιτέλους τον έρωτά της και του έδειξε το σκάλισμα στο δέντρο: «Η Ρόουζ αγαπάει τον Λόρι». Ήταν εντελώς σίγουρη ότι θα του έκοβε την ανάσα, ότι τότε θα έβλεπε ποια πραγματικά ήταν, πώς κατάφερνε να φροντίσει το κάστρο χωρίς αυτόν, πόσο ικανή ήταν. Φανταζόταν αυτή τη μέρα για μήνες, για χρόνια. Αλλά δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Δεν πήγαν όπως ακριβώς τα φανταζόταν όλα εκείνα τα χρόνια, όλους εκείνους τους μήνες που πέρασε ολομόναχη στην κουζίνα του κάστρου. Η ζωή έγινε σκοτεινή και κρύα. Ο πατέρας της πέθανε και τα αγόρια ήρθαν από το κολέγιο για να παραστούν στην κηδεία. Η μεγάλη της αδελφή προσπάθησε να πάρει τη μητέρα της μαζί της στο Κορκ, αλλά χωρίς τη μητέρα της η Ρόζαλιν δεν είχε τίποτα. Υποσχέθηκε να τη φροντίζει. Η Τζένιφερ της πρόσφερε τη σταθερή φιλία της και η Ρόζαλιν την αποδέχτηκε, ενώ την ίδια ώρα τη μισούσε. Μισούσε όλα όσα έλεγε, όλα όσα έκανε, μισούσε το γεγονός ότι την είχε ερωτευτεί ο Λόρι. Το φθινόπωρο του 1990 η Τζένιφερ έμεινε έγκυος. Η ζωή της Ρόζαλιν διαλύθηκε. Οι Κίλσανι δέχτηκαν την Τζένιφερ στο σπιτικό τους με ανοιχτές αγκάλες. Η κυρία Κίλσανι της έδειξε περιχαρής τις ντουλάπες της, το νυφικό, όλα όσα θα έπρεπε να ανήκαν στη Ρόζαλιν. Η Τζένιφερ και ο πατέρας της δέχονταν κάθε βδομάδα πρόσκληση σε δείπνο. Η Ρόζαλιν τους μαγείρευε. Ο εξευτελισμός ήταν άνευ προηγουμένου. Το παιδί γεννήθηκε δύο βδομάδες νωρίτερα κι επειδή δεν προλάβαιναν να μεταφέρουν την Τζένιφερ στο νοσοκομείο η Ρόζαλιν έτρεξε μέσα στη νύχτα για να πάει να φέρει την ηλικιωμένη καλόγρια. Έκαναν κοριτσάκι. Της έδωσαν το όνομα Ταμάρα από τη μητέρα της Τζένιφερ, η οποία είχε πεθάνει όταν η Τζένιφερ ήταν παιδί. Το ζευγάρι δεν είχε παντρευτεί ακόμα, αλλά έμεναν μαζί στο κάστρο. Η Ρόζαλιν και ο Άρθουρ έγιναν νονοί. Η βάφτιση πραγματοποιήθηκε στο εκκλησάκι του κάστρου. Ωστόσο, η ζωή στο κάστρο δεν ήταν ρόδινη. Οι Κίλσανι δυσκολεύονταν να συντηρήσουν το κάστρο και καθώς δεν έρχονταν λεφτά από πουθενά, άρχισαν να απελπίζονται. Τόσα δωμάτια να συντηρηθούν και να θερμανθούν – τα έξοδα ήταν υπερβολικά. Μια μέρα το συζητούσαν την ώρα του βραδινού φαγητού και η Ρόζαλιν τα άκουγε όλα, σαν να ήταν κρυμμένη στους τοίχους. Ίσως έπρεπε ν’ ανοίξουν τις πύλες του κάστρου για το κοινό. Κάθε Σάββατο θα έδιναν στο κοινό την άδεια να ποδοπατήσουν το σπιτικό τους, να φωτογραφίσουν τα γραφεία τους από τον δέκατο όγδοο αιώνα, όπως και το δρύινο δωμάτιο που ήταν γεμάτο πορτρέτα, το παρεκκλήσι τους, τις παμπάλαιες επιστολές ανάμεσα σε λόρδους και λαίδες περασμένων γενεών, ανάμεσα σε πολιτικούς και επαναστάτες σε περιόδους μεγάλων αναταραχών. «Όχι», εξανίστατο η κυρία Κίλσανι, «δεν μπορώ να επιτρέψω να μας επισκέπτονται σαν να είμαστε ζωολογικός κήπος. Αλλά πάλι, πώς θα αντέξουμε οικονομικά τη συντήρηση αυτού εδώ του μέρους; Οι λίγες λίρες εισιτήριο από τους ενήλικους επισκέπτες δεν θα βοηθήσουν ούτε τη στέγη να φτιάξουμε ούτε να πληρώσουμε τους μισθούς του Πάντι ούτε να καλύψουμε τα έξοδα της θέρμανσης». Βρήκαν μια λύση όμως. Οι εργολάβοι Τίμοθι και Τζορτζ Γκούντγουιν έφτασαν στο Κίλσανι με μια Μπέντλεϊ την ωραιότερη μέρα του χρόνου και δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους όταν είδαν την περιοχή, τη θέα, τις λίμνες, τα ελάφια, τους φασιανούς. Ήταν σαν έτοιμο θεματικό πάρκο. Όπου και να κοιτούσαν μυρίζονταν χρήμα με ουρά. Ο Τίμοθι Γκούντγουιν, ένας καλοβαλμένος μα αγενής ηλικιωμένος αριστοκράτης
με κοστούμι και βιβλιάριο επιταγών στην εσωτερική τσέπη, ερωτεύτηκε το ακίνητο. Ο Τζορτζ Γκούντγουιν ερωτεύτηκε την Τζένιφερ Μπερν. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή της Ρόζαλιν. Την ώρα που τους σέρβιρε στη δεξίωση που δόθηκε στη μεγάλη τραπεζαρία, δεν μπόρεσε να μην παρατηρήσει ότι ο Τζορτζ Γκούντγουιν είχε μάτια μόνο για την Τζένιφερ, ότι μιλούσε ελάχιστα στον Λόρι και ότι αφιέρωσε πάρα πολύ χρόνο στο παιδί. Όλοι οι συνδαιτυμόνες το παρατήρησαν, σίγουρα και ο Λόρι. Η Τζένιφερ του φερόταν ευγενικά, αλλά είχε μάτια μόνο για τον Λόρι. Οι Γκούντγουιν ήρθαν ξανά και ξανά, για να πάρουν μέτρα, να φέρουν οικοδόμους, αρχιτέκτονες, μηχανικούς, επιθεωρητές. Ο Τζορτζ εμφανιζόταν πολύ πιο συχνά από τον πατέρα του και στην ουσία ανέλαβε προσωπικά όλο το έργο. Η Ρόζαλιν κατάλαβε πως αυτή ήταν η ευκαιρία της να πάρει πίσω τον Λόρι. Ένα βράδυ άκουσε τυχαία τον Τζορτζ να τάζει στη Τζένιφερ τον ήλιο, το φεγγάρι και τ’ αστέρια. Όλοι ερωτεύονταν την Τζένιφερ. Εκείνη έφταιγε – έπιανε τους άλλους στον ιστό της χωρίς να έχει ιδέα πόσες ζωές κατέστρεφε στην πορεία. Ενώ όμως θεωρούσε τον Τζορτζ Γκούντγουιν ευχάριστο και καλοσυνάτο άντρα, αρνήθηκε τις ερωτικές προτάσεις του. Όχι όμως και στα μάτια της Ρόζαλιν. Ο Λόρι την τσάκωσε στο πλυσταριό να κλαίει με μαύρο δάκρυ. Στην αρχή δεν ήθελε να του το πει, δεν ήθελε να τον πληγώσει. Δεν ήταν δική της δουλειά, η Τζένιφερ ήταν φίλη της. Αλλά με τα καλοπιάσματά του την κατάφερε να του πει τι είδε. Ένιωσε άσχημα που του προξένησε τον πόνο τον οποίο διέκρινε στο βλέμμα του. Τόσο άσχημα μάλιστα, που παραλίγο να το πάρει πίσω εκείνη τη στιγμή, αλλά τότε ο Λόρι της έπιασε το χέρι και το έσφιξε, την αγκάλιασε και της είπε πόσο σπουδαία φίλη ήταν ανέκαθεν και πως ο ίδιος δεν της το αναγνώριζε πάντοτε. Πώς θα μπορούσε να το πάρει πίσω έπειτα από αυτή την εξομολόγηση; Η νύχτα εκείνη ήταν ατελείωτη, το ίδιο και ο καβγάς τους. Η Ρόζαλιν τους άφησε να τα χαλάσουν μόνοι τους, καθώς τα δικά τους λόγια έκαναν πολύ μεγαλύτερη ζημιά από ό,τι θα μπορούσαν να κάνουν ποτέ τα δικά της. Ο Λόρι δεν είπε στην Τζένιφερ ότι του το είχε αποκαλύψει η φίλη του και η Ρόζαλιν χάρηκε. Έτσι, άφησε την Τζένιφερ να κλάψει στον ώμο της, ενώ της έδινε απρόθυμα συμβουλές. Η Τζένιφερ πήγε να κοιμηθεί στο σπίτι της πύλης εκείνη τη νύχτα, καθώς ο Λόρι δεν την ήθελε κοντά του. Η Τζένιφερ βρήκε τη Ρόζαλιν την ώρα που συμμάζευε περιχαρής την κουζίνα, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας για τον καβγά τον οποίο είχαν ανάψει οι δικές της φιτιλιές. Βρήκε τη Ρόζαλιν και της έδωσε ένα γράμμα. Ένα γράμμα το οποίο διάβασε η Ρόζαλιν και, παρότι σπανίως έκλαιγε, την έκανε να κλάψει. Η Τζένιφερ ήθελε να το δώσει στον Λόρι. Η Ρόζαλιν το έκαψε. Εκείνη την ώρα όμως μπήκε μέσα το παιδί, το νήπιο που έμοιαζε τόσο πολύ με τον πατέρα της ώστε την τρόμαζε. Η Ρόζαλιν άρπαξε το γράμμα, το τίναξε και η φωτιά έσβησε, ενώ αμέσως μετά το πέταξε στα σκουπίδια. Σήκωσε τη μικρή στην αγκαλιά της και την πήγε πίσω στο κρεβάτι της. Ύστερα η Ρόζαλιν έφυγε και πήγε σπίτι της. Εκείνη ήταν η νύχτα της φωτιάς. Δεν μπορούσε να είναι σίγουρη αν την είχε προκαλέσει το καμένο γράμμα, αν και είπαν ότι ξεκίνησε από την κουζίνα. Πάντως, κανείς δεν την κατηγόρησε ποτέ. Το παιδί το έσωσε ο Λόρι. Μετά ξαναμπήκε μέσα στο φλεγόμενο κτίριο για να γλιτώσει κάποια τιμαλφή. Απ’ ό,τι είπαν στην Τζένιφερ, κάηκε στη φωτιά. Ο Λόρι δεν ήθελε η Τζένιφερ να τον δεχτεί πίσω μόνο από υποχρέωση. Όπως πίστευε ο ίδιος, ο Τζορτζ Γκούντγουιν της είχε κλέψει την καρδιά και μπορούσε να της προσφέρει πολύ περισσότερα. Αν και η απόφαση ήταν δική του, έβαλε και η Ρόζαλιν λίγο το χεράκι της και βοήθησε τον Λόρι να καταλήξει στην απόφαση ότι αυτή ήταν η καλύτερη λύση. Ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τους προσφέρει τίποτα. Δεν είχε κάστρο, η γη είχε πουληθεί, είχε χάσει ένα χέρι κι ένα πόδι και τα σοβαρά του εγκαύματα τον είχαν κάνει αγνώριστο. Ήταν άσχημος σαν να τον είχε φάει η λέπρα. Ο Άρτι δεν συμφωνούσε, αλλά δεν μπόρεσε να μεταπείσει τον αδελφό του από τη στιγμή που το πήρε απόφαση να εξαπατήσει την Τζένιφερ. Τα αδέλφια δεν ξαναμίλησαν από τότε, ούτε καν όταν έμεναν απέναντι. Η Τζένιφερ πενθούσε για μήνες, αρνιόταν να φύγει από το σπίτι, αρνιόταν να συνεχίσει να ζει. Αλλά κάποια στιγμή το πένθος εξαντλείται, ιδίως όταν έχεις έναν γοητευτικό πετυχημένο κύριο να σου χτυπάει την πόρτα και να θέλει να σε σώσει και να σε πάρει μακριά. Και σε αυτή την περίπτωση πάλι, πίσω και από αυτή την απόφαση κρυβόταν η Ρόζαλιν. Τα σκηνοθέτησε όλα τέλεια. Δεν ήθελε να βάλει τη φωτιά, δεν ήθελε να κάνει τέτοιο κακό στο φουκαρά τον Λόρι, αλλά είχε γίνει και είχε αποβεί προς όφελός της. Ο Άρτι πήγε να μείνει με τον Πάντι και άρχισαν να δουλεύουν μαζί στα κτήματα. Ο Λόρι μετακόμισε στο σπιτάκι όπου η Ρόζαλιν θα μπορούσε να περιποιείται τόσο αυτόν όσο και τη μητέρα της. Την ευχαριστούσε κάθε μέρα, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να της δώσει αυτό που ήθελε. Δεν την αγαπούσε. Εξαρτιόταν από αυτήν για να τον κρατάει στη ζωή. Τότε η Ρόζαλιν συνειδητοποίησε ότι δεν θα τον είχε ποτέ έτσι όπως ήθελε. Δεν θα γινόταν ποτέ μία Κίλσανι. Όταν πέθανε ο Πάντι και ο Άρτι έμεινε μόνος στο σπίτι της πύλης, η Ρόζαλιν έστρεψε την προσοχή της πάνω του, ή μάλλον του ανταπέδωσε την προσοχή που της έδειχνε απ’ όταν ήταν κοριτσάκι. Η Ρόζαλιν έγινε επιτέλους μία Κίλσανι, αν και δεν χρησιμοποίησαν ποτέ τον τίτλο τους, ενώ ο Λόρι ήταν ακόμα μέρος της ζωής της και βασιζόταν στη βοήθειά της. Έτσι κι αλλιώς της Ρόζαλιν ανέκαθεν δεν της άρεσε να πηγαίνει στην πόλη, δεν της άρεσε ν’ ακούει τους ντόπιους να κουτσομπολεύουν για πράγματα για τα οποία δεν ήξεραν τίποτε. Οι μόνες φορές που εμφανιζόταν ήταν στη λειτουργία, καθώς και για να πουλήσει τα λαχανικά της στην αγορά. Τυχόν ψώνια τα έκανε στην πιο μακρινή πόλη, όπου δεν μπορούσε να την κουβεντιάσει κανείς. Αυτό συνέβη πριν από δεκαεφτά χρόνια και όλα πήγαιναν καλά –όχι τέλεια, αλλά καλά– μέχρις ότου ο Τζορτζ Γκούντγουιν, ανδρείος μέχρι τέλους, προστάτευσε το Κίλσανι με τίμημα τη ζωή του, αρνούμενος να αφήσει να το πάρουν οι τράπεζες, και της χάλασε τα σχέδια. Και τότε, εκείνο το απαίσιο παιδί που έμοιαζε τόσο πολύ με τον πατέρα της και που έπρεπε να είναι δική της κόρη, ξαναμπήκε στη ζωή τους και την έκανε πάλι άνω-κάτω. Όλα θα πήγαιναν μια χαρά, αρκεί να σταματούσε η Τζένιφερ να κάνει ερωτήσεις, αρκεί να κοιτούσε να αναρρώσει γρήγορα έτσι ώστε αυτή και η Ταμάρα να μπορούσαν να συνεχίσουν τις ζωές τους στο Δουβλίνο. Ωστόσο, αυτή πήγε και ξανακύλησε στην εποχή που πενθούσε τον Λόρι και ξανάρχισε να
συμπεριφέρεται όπως τότε. Ήταν μπερδεμένη και πενθούσε τον λάθος άνθρωπο. Το μόνο που ήθελε η Ρόζαλιν ήταν να ξεδιαλύνουν τα οικονομικά τους, ώστε να μπορέσουν να ξεκουμπιστούν όσο το δυνατόν γρηγορότερα από δω, αλλά δεν είχαν γίνει έτσι τα πράγματα. Η Ρόζαλιν δεν άντεχε να χάσει τίποτ’ άλλο. Αγαπούσε τον Λόρι περισσότερο απ’ όσο είχε αγαπήσει οποιονδήποτε άλλο στη ζωή της, αλλά το ψέμα που την είχε αναγκάσει να πει είχε οδηγήσει τόσο πολύ κόσμο σε τόσο μεγάλη δυστυχία. Το καταλάβαινε τώρα. Και είχε κουραστεί. Είχε κουραστεί να παλεύει για το γάμο της με τον υπέροχο, καλοσυνάτο Άρθουρ, ο οποίος δεν συμφώνησε ποτέ με την απόφαση του Λόρι και τη συναίνεση της Ρόζαλιν. Τον όμορφο, καλοσυνάτο σύζυγό της που βασανιζόταν κάθε μέρα εξαιτίας του ψέματος που είχαν πει στην Τζένιφερ και την Ταμάρα και ο οποίος άξιζε πολλά παραπάνω. Είχε κουραστεί να φυλάει το μυστικό, είχε κουραστεί να τρέχει πέρα-δώθε, είχε κουραστεί να μην μπορεί να κοιτάξει κανέναν κατάματα στο χωριό από το φόβο μήπως καταλάβουν τι έκανε, μήπως μαντέψουν τι συνέβαινε στο σπιτάκι και στο υπόστεγο, απ’ όπου έβγαινε καπνός μέρα-νύχτα. Ήθελε να τελειώσουν όλα. Ήθελε να εξαφανιστεί αυτό το σπιτάκι που της φαινόταν πάντα σαν φυλακή και το οποίο είχε γίνει πραγματικά φυλακή για τον Λόρι και τη μητέρα της. Θα τους ελευθέρωνε όλους. Έτσι, αφού βεβαιώθηκε πως η μητέρα της ήταν ασφαλής, άναψε το σπίρτο. «Γιατί, Ρόζαλιν, γιατί;» τη ρωτούσαν ξανά και ξανά έξω από το φλεγόμενο σπιτάκι. «Γιατί;» Δηλαδή, δεν ήξεραν ακόμα, ένιωθαν ακόμα την ανάγκη να τη ρωτήσουν γιατί; Ύστερα απ’ όλα όσα τράβηξε, το βουβό της μαρτύριο. Αλλά αυτός ήταν ο λόγος. Αυτός ήταν πάντοτε ο λόγος. Από κοριτσάκι μέχρι που έγινε μεγάλη γυναίκα, η αγάπη της για τον Λόρι ήταν πάρα πολύ μεγάλη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΙ ΕΞΙ: Τι μάθαμε σήμερα;
Παρασκευή, 7 αυγούστου Άκουγα τη μαμά και τον Λόρι να μιλάνε μέχρι την ανατολή. Δεν ξέρω τι έλεγαν, αλλά ο τόνος τους ήταν κατά πολύ βελτιωμένος σε σχέση με τις δύο τελευταίες βδομάδες. Η αδελφή Ιγνάτιος τους βοηθάει να συζητήσουν τα πάντα. Όπως όταν ξεπερνάς ή ξεμπερδεύεις με κάτι κακό ή τρομαχτικό που σου συνέβη, είναι τέτοια η ανακούφισή σου ώστε ξεχνάς πόσο τρομαχτικό ήταν ή πόσο δυστυχισμένος ήσουν και θέλεις να το ξανακάνεις, ή θυμάσαι μόνο τα καλά ή πείθεις τον εαυτό σου ότι αυτό το πράγμα σε βοήθησε να πραγματώσεις τον νέο σου εαυτό. Σε τούτο το σπιτικό δεν είναι όλα καλά. Δεν είναι όλα τέλεια. Από την άλλη, όμως, ποτέ δεν ήταν. Πάντως ο ελέφαντας έφυγε από το δωμάτιο. Αφέθηκε ελεύθερος και τρέχει τώρα ξέφρενος στους δρόμους, ενώ όλοι εμείς προσπαθούμε να τον δαμάσουμε. Όπως όταν ο κρουπιέρης ανακατεύει την τράπουλα – κάνει τα τραπουλόχαρτα άνω-κάτω, τους χαλάει τη σειρά ώστε να μπορέσει να μοιράσει, και η τράπουλα θα βρει εντέλει τον τρόπο να ξαναμπεί στη σειρά. Αυτό συνέβη και σ’ εμάς. Πριν από πολύ καιρό, τα πράγματα ανακατεύτηκαν και μοιράστηκαν και πήρε ο καθένας μας τα τραπουλόχαρτά του. Τώρα, λοιπόν, μαζεύουμε την τράπουλα προσπαθώντας να βρούμε ένα νόημα σε όλα αυτά. Νομίζω πως ούτε η μαμά ούτε εγώ θα συγχωρήσουμε ποτέ τον Λόρι, τη Ρόζαλιν και τον Άρθουρ που κράτησαν ένα τέτοιο μυστικό κρυφό από μας, που ξεκίνησαν ένα τέτοιο ψέμα και το συνέχισαν για τόσο πολύ καιρό. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε ότι ο Λόρι έκανε ό,τι έκανε επειδή ήθελε το καλύτερο για μας, άσχετα με το πόσο παράλογο ήταν αυτό. Μας είπε πως το έκανε επειδή μας αγαπούσε και πίστευε ότι έτσι θα μας εξασφάλιζε μια καλύτερη ζωή. Είναι ασυγχώρητο και δεν μου φτάνει ν’ ακούω όλα όσα του είπε η Ρόζαλιν, πώς τον επηρέασε στην απόφασή του, πώς τάιζε τόσο πολλά ψέματα τον Λόρι και τη μαμά που δεν ήξεραν πια τι έκαναν. Δεν συγχωρείται, αλλά επιβάλλεται να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ίσως όταν καταλάβω γιατί η μαμά και ο μπαμπάς μου μου είπαν ψέματα για τον πραγματικό μου πατέρα, να μπορέσω να συγχωρήσω κιόλας. Νομίζω όμως πως όλα αυτά είναι πολύ μακρινά ακόμα. Ωστόσο, μπορώ να ευχαριστήσω τον Λόρι επειδή μου χάρισε έναν τόσο υπέροχο μπαμπά. Ο Τζορτζ Γκούντγουιν ήταν καλός άνθρωπος, καταπληκτικός πατέρας και σκεφτόταν το καλό μας –άσχετα με το πόσο λάθος έκανε– μέχρι τέλους. Αντιστάθηκε στα σχέδια του πατέρα του για την αξιοποίηση του Κίλσανι μέχρι που ο πατέρας του πέθανε. Ήξερε πως ήταν το μόνο πράγμα που θα μου άφηνε κληρονομιά ο βιολογικός μου πατέρας, αν του πήγαιναν όλα καλά και αν δεν έχανε τη ζωή του στην πυρκαγιά. Επίσης, εκεί ήταν το σπίτι της μαμάς. Ο τόπος όπου μεγάλωσε, όπου φυλούσε όλες τις αναμνήσεις της. Έτσι, όταν οι τράπεζες άρχισαν να του χτυπούν την πόρτα, δεν μπόρεσε να το αφήσει να χαθεί. Θα προτιμούσα χίλιες φορές να είχα τον πατέρα μου από το Κίλσανι, αλλά τώρα ξέρω πόσο πολύ μας αγαπούσε, καθώς και τι ήθελε να πετύχει. Και οι δύο πατεράδες μου θυσίασαν πάρα πολλά για χάρη μας. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τους ευγνωμονώ και να ευχαριστώ την καλή μου τύχη που δυο άνθρωποι με αγάπησαν τόσο πολύ. Αυτό μπορεί να είναι εντελώς ακατανόητο για τους άλλους, αλλά έτσι είναι η δική μου ζωή, έτσι έμαθα να λειτουργώ. Ο Άρθουρ πηγαινοέρχεται καθημερινά ανάμεσα στο σπίτι και στη Ρόζαλιν στο νοσοκομείο. Η Ρόζαλιν στάθηκε ο πιο τυχερός άνθρωπος του κόσμου, αλλά δεν το κατάλαβε ποτέ. Θα το καταλάβει τώρα, που όλοι οι άλλοι θα της γυρίσουν την πλάτη. Αλλά ο Άρθουρ είναι ακόμα εκεί, παρά το γεγονός ότι ανακάλυψε όλα όσα έκανε, και προσπαθεί να ξαναφέρει κοντά του τη γυναίκα που αγαπάει. Η αφοσίωσή του στη Ρόζαλιν μου φαίνεται ακατανόητη, αλλά πάλι εγώ δεν ερωτεύτηκα ποτέ. Φ αίνεται πως ο έρωτας βάζει τους ανθρώπους να κάνουν τρέλες. Το μόνο που θέλει ο Άρθουρ είναι να γίνει καλά η Ρόζαλιν, αλλά, μεταξύ μας, εγώ δεν νομίζω ότι θα πάρει ποτέ εξιτήριο από εκεί μέσα. Αυτό που έχει η Ρόζαλιν είναι τόσο βαθιά ριζωμένο, που απλώνει τις ρίζες του στην προηγούμενη ζωή της και εξαπλώνεται και στην επόμενη, ξεριζώνοντας ήδη ό,τι πάει να βλαστήσει εκεί πέρα. Ο Άρθουρ και ο Λόρενς ξαναβρέθηκαν. Ο Άρθουρ δεν θα συγχωρήσει ποτέ τον Λόρενς γι’ αυτό που έκανε, που τον έβαλε να ορκιστεί ότι θα έπαιρνε μέρος σ’ αυτό το σχέδιο. Εγώ, πάλι, νομίζω ότι θα τον συγχωρήσει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα συγχωρήσει τον εαυτό του. Βασανιζόταν κάθε μέρα επειδή δεν βγήκε μπροστά, επειδή δεν άσκησε βέτο στην εφαρμογή του σχεδίου, επειδή επέτρεψε στο ψέμα να γιγαντωθεί και με κοιτούσε να μεγαλώνω ενώ ο πατέρας μου βρισκόταν κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο στην άλλη πλευρά του δρόμου, απ’ όπου κοιτούσε τη μητέρα μου να πενθεί τον μεγάλο της έρωτα, ο οποίος βρισκόταν ακριβώς απέναντι. Λέει πως τον σταματούσαν πολλά πράγματα, αλλά ο σπουδαιότερος λόγος απ’ όλους ήταν που έβλεπε πόσο πολύ λάτρευε τον Τζορτζ η μαμά μου και τι σπουδαίος πατέρας ήταν. Φ αντάζομαι πως είναι
ευκολότερο να δεις το δρόμο διαφυγής από κάπου αν πρώτα έχεις καταφέρει να βγεις από το λαβύρινθο. Όταν όμως είσαι κολλημένος κάπου στη μέση, σε μια σειρά από αδιέξοδα, και κάνεις κύκλους γύρω-γύρω, τότε πολύ δύσκολα διακρίνεις το νόημα. Το ξέρω καλά αυτό το συναίσθημα. Όσο για μένα... παραπαίω λίγο, αλλά παραδόξως νιώθω πιο δυνατή. Είπα οριστικό «αντίο» στη Ζόι και τη Λόρα όταν μου ζήτησαν φωτογραφίες του καμένου μου χεριού ώστε να τις ανεβάσουν στις σελίδες τους στο Facebook. Σχεδιάζω να καλέσω τη Φ ιόνα, το κορίτσι που μου έδωσε το βιβλίο στην κηδεία, πολύ σύντομα εδώ πέρα. Αφού πρώτα ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα. Έτσι πάει η ιστορία λοιπόν. Όλη η ιστορία. Όπως ανέφερα στην αρχή, δεν περιμένω να την πιστέψετε, αλλά ό,τι είπα είναι αλήθεια. Κάθε οικογένεια έχει τα μυστικά της, αν και οι περισσότεροι δεν θα τα ανακαλύψουν ποτέ. Ωστόσο, καταλαβαίνουν ότι υπάρχουν κενά, ότι υπάρχουν χάσματα εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν απαντήσεις, εκεί που θα έπρεπε να κάθεται κάποιος, εκεί που παλιά βρισκόταν κάποιος. Ένα όνομα που δεν αναφέρεται ποτέ ή αναφέρεται μία φορά μόνο και από τότε ποτέ ξανά. Όλοι έχουμε τα μυστικά μας. Τουλάχιστον τα δικά μας ήρθαν στο φως πια, ή τουλάχιστον έχουν αρχίσει να βγαίνουν στο φως. Διαρκώς αναρωτιέμαι πόσα θα είχα μάθει για τη ζωή μου αν δεν υπήρχε το ημερολόγιο. Μερικές φορές λέω πως αργά ή γρήγορα θα τα μάθαινα. Τις περισσότερες φορές λέω πως τελικά αυτός ήταν ο σκοπός του ημερολογίου, γιατί είχε σίγουρα ένα σκοπό. Να με οδηγήσει εδώ. Με βοήθησε να ανακαλύψω τα μυστικά, αλλά με έκανε επίσης καλύτερο άνθρωπο. Το ξέρω ότι ακούγεται σαχλό, αλλά με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχουν αύριο. Παλιά, με απασχολούσε μόνο το τώρα. Έλεγα κι έκανα πράγματα προκειμένου να πετύχω αυτό που ήθελα εκείνη τη στιγμή. Δεν σκέφτηκα ποτέ πού θα έπεφταν τα υπόλοιπα ντόμινο. Το ημερολόγιο με βοήθησε να καταλάβω πως το ένα πράγμα επηρεάζει ένα άλλο. Πως μπορώ να κάνω τη διαφορά στη ζωή μου και στις ζωές των άλλων. Όλο ανακαλώ στη μνήμη μου τον τρόπο με τον οποίο με τράβηξε εκείνο το βιβλίο στην κινητή βιβλιοθήκη του Μάρκους, σχεδόν σαν να βρισκόταν εκεί μόνο για μένα. Πιστεύω ότι ο περισσότερος κόσμος που μπαίνει στα βιβλιοπωλεία δεν έχει την παραμικρή ιδέα τι θέλει να αγοράσει, αλλά τα βιβλία έχουν τον τρόπο τους να σε προσεγγίσουν: στέκουν εκεί και προτρέπουν με σχεδόν μαγικό τρόπο τους ανθρώπους να τα πιάσουν στα χέρια τους. Ο σωστός άνθρωπος για το σωστό βιβλίο. Σαν να ξέρουν ήδη σε τίνος τη ζωή πρέπει να πάρουν μέρος, πώς μπορούν να κάνουν τη διαφορά, πώς μπορούν να δώσουν ένα μάθημα, πώς να φέρουν ένα χαμόγελο στα χείλη τη στιγμή που πρέπει. Τώρα πια βλέπω με πολύ διαφορετικό μάτι τα βιβλία. Όταν πήγαινα στο δημοτικό, η δασκάλα μάς έβαζε στο τέλος κάθε μέρας να γράψουμε μία παράγραφο με τίτλο «Τι έμαθα σήμερα». Πιστεύω πως υπό τις παρούσες συνθήκες θα μου έπαιρνε πολύ λιγότερο χρόνο να πω «Τι δεν έμαθα», γιατί τι δεν έμαθα άραγε; Τίποτα. Απολύτως τίποτα. Έμαθα πάρα πολλά, ωρίμασα πάρα πολύ και αυτή είναι μια διαδικασία που δεν σταματάει ποτέ. Νόμιζα πως αυτό το πράγμα –η ανακάλυψη της ταυτότητάς μου– ήταν ο σκοπός του ημερολογίου. Νόμιζα ότι μετά τη φωτιά το ημερολόγιο θα ξαναγινόταν ένα κοινό σημειωματάριο και ότι θα το επέστρεφα στην κινητή βιβλιοθήκη και θα το έβαζα πίσω στο ράφι με τα μη μυθοπλαστικά βιβλία, ώστε να επωφεληθούν κι άλλοι από αυτό. Δεν μπορώ να το κάνω όμως. Δεν μπορώ να το αφήσω. Συνεχίζει να μου μιλάει για το αύριο κι εγώ συνεχίζω να το ζω και μερικές φορές προσπαθώ να το ζω καλύτερα.
Έκλεισα το ημερολόγιο, έφυγα από το κάστρο και πήρα το δρόμο για τον οπωρώνα, όπου είχα κανονίσει να συναντηθώ με τον Γουέσλι δίπλα στη μηλιά με τα σκαλίσματα. «Ωχ, ωχ», είπε όταν είδε το ημερολόγιο που είχα παραμάσχαλα. «Τι είπε πάλι;» «Τίποτα άσχημο». Κάθισα δίπλα του πάνω σε μια κουβέρτα. «Δεν σε πιστεύω. Τι είπε;» «Αν θες να ξέρεις, αφορά εσένα κι εμένα», έβαλα τα γέλια. «Τι εσένα κι εμένα;» Ανασήκωσα τα φρύδια και τον κοίταξα με νόημα. «Ωχ, όχι!» Σήκωσε θεατρινίστικα τα χέρια ψηλά. «Θες να μου πεις δηλαδή ότι δεν φτάνει που σε σώζω από φλεγόμενα σπίτια, πρέπει να σε φιλάω κιόλας;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Ό,τι πεις». «Πού γίνεται; Εδώ;» Έγνεψα. «Καλά. Λοιπόν...» Με κοίταξε με σοβαρό ύφος. «Λοιπόν...» απάντησα. Ξερόβηξα κι ετοιμάστηκα. «Λέει ότι σε φιλάω εγώ ή ότι με φιλάς εσύ;» «Σίγουρα εσύ». «Έγινε». Έμεινε μια στιγμή σιωπηλός και μετά έσκυψε και με φίλησε τρυφερά στο στόμα. Στη μέση του πιο απολαυστικού και ωραιότερου φιλιού της ζωής μου, άνοιξε τα μάτια του και τραβήχτηκε. «Από το μυαλό σου το έβγαλες, έτσι;» με ρώτησε με μάτια ορθάνοιχτα. «Τι θες να πεις;» είπα γελώντας. «Ταμάρα Γκούντγουιν, από το μυαλό σου το έβγαλες!» είπε χαμογελώντας. «Δώσ’ μου το βιβλίο. Μου το άρπαξε από τα χέρια κι έκανε τάχα πως με κοπανούσε με αυτό στο κεφάλι. «Μόνοι μας φτιάχνουμε τα αύριο, Γουέσλι», τον πείραξα. Ξάπλωσα πίσω στην κουβέρτα και κοίταξα από πάνω μας τη μηλιά που είχε δει τόσο πολλά. Ο Γουέσλι έγειρε από πάνω μου και τα πρόσωπά μας βρέθηκαν πολύ κοντά, οι μύτες μας αγγίζονταν σχεδόν.
«Τι έλεγε αλήθεια;» ρώτησε μαλακά. «Ότι νομίζω πως θα πάνε όλα καλά. Και ότι θα γράψω πάλι αύριο». «Πάντα αυτό λες». «Και πάντα το κάνω». «Είσαι έτοιμη;» ρώτησε κοιτάζοντάς με προσεχτικά. «Έτσι νομίζω», ψιθύρισα. «Μάλιστα». Ανακάθισε και με τράβηξε να σηκωθώ κι εγώ. «Έφερα αυτό». Πήρε μια διάφανη πλαστική σακούλα από δίπλα του και την άνοιξε. Έβαλα μέσα το ημερολόγιο. Απρόθυμα στην αρχή, αλλά μόλις το ημερολόγιο μπήκε στη σακούλα, κατάλαβα πως αυτή ήταν η σωστή απόφαση. Ο Γουέσλι τύλιξε το ημερολόγιο μέσα στη σακούλα και μου το έδωσε. «Εσύ». Κοίταξα τη μηλιά από πάνω, τα σκαλισμένα ονόματα της μαμάς μου, του Λόρι, του Άρθουρ, της Ρόζαλιν και των δεκάδων άλλων που έκαναν τόσα και τόσα όνειρα για το αύριο κάτω από αυτό το δέντρο. Γονάτισα και τοποθέτησα το ημερολόγιο μέσα στην τρύπα που είχε σκάψει ο Γουέσλι και μετά τη γεμίσαμε πάλι με χώμα. Δεν έλεγα ψέματα όταν είπα ότι δεν μπορούσα να το αφήσω. Δεν μπορώ να το αφήσω. Όχι εντελώς. Μπορεί κάποια μέρα, που θα βρίσκομαι πάλι σε μπελάδες, να το ξεθάψω για να δω τι θα έχει να μου πει. Στο μεταξύ, όμως, θα πρέπει να βρω μόνη μου το δρόμο. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε την ιστορία μου. Θα γράψω πάλι αύριο.