Ψηφιακή έκδοση Οκτώβριος 2014
Επιμέλεια έκδοσης − Διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων Ειρήνη Χριστοπούλου Σχεδιασμός εξωφύλλου Ιωάννα Γιουντέρη
© 2014, Eκδόσεις Μ Ε Τ Α ΙΧ Μ ΙΟ και Μαίρη Κόντζογλου ISBN 978-960-566-921-8
Το παρόν έργο πνευµατικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Nόµου (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήµερα) και τις διεθνείς συµβάσεις περί πνευµατικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε µέσο ή τρόπο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκµίσθωση ή δανεισµός, µετάφραση, διασκευή, αναµετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε µορφή (ηλεκτρονική, µηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκµετάλλευση του συνόλου ή µέρους του έργου.
Eκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003500, fax: 211 3003562 http://www.metaixmio.gr • e-mail:
[email protected]
Κεντρική διάθεση Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562
Bιβλιοπωλεία ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ • Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα τηλ.: 210 3647433, fax: 211 3003562 • Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 • Οξυγόνο, Ολύμπου 81, 546 31 Θεσσαλονίκη τηλ.: 2310 260085 www.oxygono-metaixmio.gr
ΜΑΙΡΗ ΚΟΝΤΖΟΓΛΟΥ Τα Παλιά Ασήµια Κύκλος ζωής πρώτος
Εισαγωγικό σηµείωµα
ΤΗΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΑ πρώτη φορά το 2011. Είχα την τύχη να συνταξιδέψω µε ανθρώπους που κατάγονται από εκεί και λατρεύουν τον τόπο τους, κάποιοι από αυτούς δε έχουν ασχοληθεί µε την ιστορία, τη λαογραφία, την αρχιτεκτονική, τη ναοδοµία, τους θρύλους και τα γλωσσικά ιδιώµατα που µιλιούνταν κάποτε, εκτός από την τούρκικη γλώσσα. Αν το τοπίο, το µοναδικό τοπίο της Καππαδοκίας µε γοήτευσε, οι άνθρωποι, οι «Καραµανλήδες», µε τη συγκίνηση που προσέγγιζαν το κάθε γκρεµισµένο σπίτι, την κάθε εγκαταλειµµένη εκκλησία, την κάθε αγιογραφία, αλλά και µε τις ιστορίες των προγόνων τους που µας διηγούνταν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού µας, για το πώς ζούσαν και µε τι µεγάλο πόνο εγκατέλειψαν τον τόπο τους και δεν τον ξέχασαν
µέχρι να πεθάνουν αναφέροντάς τον πάντα σαν «η Πατρίδα», µε έκαναν να συντονιστώ –υποθέτω πως ήµουν έτοιµη για κάτι τέτοιο– µε τους χτύπους της δικής τους καρδιάς. Όταν βρέθηκα στη Μονή των Παλιών Ασηµιών συγκλονίστηκα, το µέρος µού προκάλεσε ισχυρές ψυχικές και νοητικές δονήσεις. Μπροστά στην τοιχογραφία της «Παναγιάς που χαµογελάει», µοναδικής στον κόσµο, ήξερα πως θα έγραφα ένα βιβλίο που θα είχε για τίτλο το όνοµα του µοναστηριού. Επί δύο χρόνια µελέτησα σε βάθος την ιστορία του τόπου και ό,τι σχετίζεται µε εκείνον, και συνεχίζω να τον µελετώ. Προϊστορία, ιστορία, παραδόσεις, ήθη, έθιµα, ενδυµασίες, φαγητά, χοροί, τραγούδια, ονόµατα, χρηστικά αντικείµενα, χλωρίδα, πανίδα, µοναστήρια και άγιοι προερχόµενοι από την «Αγιοτόκο Καππαδοκία» γέµιζαν τις µέρες και τις νύχτες µου. Έγραφα το Παλιά Ασήµια ακούγοντας «Κόνιαλι» και χτυπούσα τα «κουτάλια» για να ξεπιαστούν τα δάχτυλά µου. Την επόµενη φορά που πήγα στην Καππαδοκία ήταν σαν να γυρνούσα σε µια Πατρίδα. Όχι, δεν µε είχε υιοθετήσει, ούτε εγώ εκείνη. Ήταν λες και είχα γεννηθεί κάτω από τη σκιά των βράχων της, λες και είχα βαφτιστεί στον Κόκκινο ποταµό, λες και για πρώτη φορά είχα κοινωνήσει στην εκκλησία των Στεφάνων, στο Γκιόρεµε. Στη Μονή των Παλιών Ασηµιών έβαλα τα κλάµατα, στην Καισάρεια, στο σπίτι που διαδραµατίζεται η ιστορία του βιβλίου, µπήκα µέσα κι ας απαγορευόταν γιατί στεγάζει
δηµόσια υπηρεσία, ενώ ο Τούρκος συνοδός µου πήγε να µε αποτρέψει. Κανείς δεν µου είπε τίποτα –µπορεί και να ήµουν αόρατη εκείνες τις στιγµές– που ψηλάφιζα τις πόρτες, χάιδευα τα βιτρό στα παράθυρα, µετρούσα ένα ένα τα σκαλιά, ποιος ξέρει… Η τριλογία Τα Παλιά Ασήµια είναι προϊόν της φαντασίας µου, κανείς δεν µου διηγήθηκε µια ολόκληρη ιστορία. Για τις ανάγκες της µυθιστορίας κάποια πράγµατα, αναγκαστικά, τα προσάρµοσα, όχι βέβαια τα ιστορικά γεγονότα στα οποία επάνω πάτησα για την πλοκή του βιβλίου. Εκείνο που προσπάθησα ιδιαίτερα ήταν να αποδώσω την ατµόσφαιρα, όπως εγώ την ένιωσα, αυτήν τη µοναδική περιρρέουσα ατµόσφαιρα που συνίσταται στο τραχύ και πρωτόγνωρο τοπίο, στις υπόγειες µυστηριώδεις πολιτείες και στο έντονο θρησκευτικό συναίσθηµα που διαµόρφωσε µέσα στους αιώνες τον χαρακτήρα και τη ζωή των ανθρώπων που κατοίκησαν τον τόπο εκείνον. Βοήθεια και αµέριστη συµπαράσταση πήρα από πολλούς φίλους που είχαν πολλά να µου πούνε για την πατρίδα των προγόνων τους. Τους ευχαριστώ θερµά όλους. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον φίλο κ. Συµεών Κοιµίσογλου, από το βιβλίο του οποίου Καππαδοκία πήρα διάφορες πληροφορίες για την Καισάρεια και τις άλλες πόλεις. Ένα µεγάλο ευχαριστώ στον φίλο κ. Κωνσταντίνο Νίγδελη, που έχει καταγράψει στα βιβλία του όλα τα ήθη και
έθιµα της Καππαδοκίας. Οι πληροφορίες για τον τοκετό και τα ταφικά έθιµα που αναφέρονται στο βιβλίο αυτό είναι από τα βιβλία του Ιατρικής δρώµενα και Καππαδοκία, Ταφικά αντίστοιχα. Δεν ξέρω αν αγάπησα πρώτα την Καππαδοκία ή τους φίλους µου Καππαδόκες. Πάντως η τριλογία Τα Παλιά Ασήµια είναι αποτέλεσµα ενός µεγάλου έρωτα, που είµαι σίγουρη πως δεν θα µου τελειώσει ποτέ. Όσο διαρκεί το «ποτέ» σ’ εµάς τους θνητούς.
Σε όσους δεν λησµόνησαν ποτέ
Αφού µπορείς ακόµη να φυσήξεις ένα σπίρτο, ο κόσµος όλος είναι δικός σου. ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ Τρεις µέρες στα µοναστήρια της Καππαδοκίας
Ιούνιος 2004: Πτήση από Διεθνές Αεροδρόµιο Αθήνας «Ελευθέριος Βενιζέλος» για Καισάρεια ΗΜΕΡΑ 1Η – ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ
Έλσα
Κρατάει σφιχτά στις χούφτες της τον κρύο ιδρώτα, να µη σπαταληθεί ο φόβος και πάει χαµένος περνώντας ανάµεσα από τα δάχτυλα, να µείνει εκεί, σ’ αυτά τα χέρια που έχουν χρόνια να αισθανθούν τον συγκεκριµένο φόβο. Όπως χρόνια έχουν να αισθανθούν και άλλα πράγµατα. Το χάδι, κυρίως. Αισθάνεται το στοµάχι να κατεβαίνει στα πόδια, να βολτάρει για λίγο στις πατούσες, στις φτέρνες και στους αστράγαλους και µετά ωωωπ! να έρχεται και πάλι στη θέση του. Ταλαιπωρηµένο στοµάχι έτσι κι αλλιώς, ώρες, καµιά φορά και µέρες, άδειο τα τελευταία χρόνια, έχει λίγους µήνες που δέχεται
κανονική τροφή, σε κανονικές ώρες και σε –σχεδόν– κανονικές µερίδες. Κάτω από τα κλειστά µάτια δεν υπάρχουν εικόνες. Μόνο ένα επίµονο µαύρο που η ίδια, από µόνη της, το δηµιούργησε έτσι όπως σφίγγει τα βλέφαρα. Λίγα καθίσµατα πιο πίσω κάποιος µιλάει δυνατά. Το µήνυµα φτάνει από τα αυτιά στον εγκέφαλό της που, µουδιασµένος, καταλήγει στο συµπέρασµα πως κάποιος από τους δικούς τους θα είναι – λιγοστοί, βλέπεις, οι επιβάτες που δεν ανήκουν σε τούτη την οµάδα. Ένα γέλιο, ύστερα άλλο ένα, το µαύρο κάτω από τα µάτια πιο ζοφερό καθώς τα βλέφαρα σφίγγονται πιο δυνατά –πόση δύναµη µπορούν να έχουν τα βλέφαρα;–, σφίγγονται σε µια απέλπιδα προσπάθεια να διώξουν τους ήχους, λες και ακούει µε τα µάτια… Μια ξένη γυναικεία φωνή προσποιείται ανεπιτυχώς πως µαλώνει τους υπόλοιπους, ή έστω όσους αναίσχυντα γελάνε δυνατά, και αυτή, ενώ συνειδητοποιεί πως οι παλµοί της τώρα είναι πιο άταχτοι, ακούει µια άλλη φωνή, ανδρική τώρα, κάτι να λέει για σουτζούκια και πιλάφια του Παραδείσου. Τότε όλοι – όλοι; Πώς είναι δυνατό να ξέρει µε τα µάτια σφαλιστά;–, οι περισσότεροι τέλος πάντων ξεσπάνε σε γέλια. Το κενό στο στοµάχι όσο πάει και µεγαλώνει ενώ τα γέλια επαναλαµβάνονται, το διάφραγµα πιέζει την καρδιά της, θα σπάσει, θα σταµατήσει, θα εκραγεί – είναι τόσο σίγουρη γι’ αυτό! Τα χέρια τρέµουν παγωµένα και ο ιδρώτας κυλάει,
επιτέλους, ανάµεσα από τα σφιγµένα δάχτυλα. Πανικός. Μια αξιοπρεπέστατη κρίση πανικού. Τα δευτερόλεπτα συνθέτουν αγκοµαχώντας τροµαγµένα λεπτά. Το τρεµάµενο ιδρωµένο χέρι ανοίγει στα ψαχουλευτά τη βαλβίδα του αέρα πάνω από το κεφάλι της, δροσιά, κάποια δροσιά. Οι παλµοί της καρδιάς της συνεχίζουν τον ξέφρενο χορό τους γεµίζοντας ασφυκτικά τα αυτιά της. Μαζεύει κάποια ξέφτια ψυχραιµίας που τριγυρίζουν αδέσποτα στο σταµατηµένο της µυαλό, ενώ µια φωνή στο βάθος της συνείδησής της υπαγορεύει: «Κορίτσι µου; Είσαι καλά; Ανάπνευσε, πάρε βαθιά ανάσα, κορίτσι µου. Έτσι µπράβο. Κράτα την αναπνοή σου όσο µπορείς. Μπράβο, εκπνοή! Πάλι, µαζί, ακολούθα µε!». Να προσπαθήσει, πρέπει να προσπαθήσει. Ετοιµάζεται, σφίγγει τα κάτασπρα από τον πανικό χείλη, τα σφίγγει µη και φύγει µόριο αέρα από µέσα τους, βαθιά εισπνοή από τη µύτη… Όλος ο αέρας προς τα κάτω… Τον αισθάνεται να διατρέχει άχρωµος, άοσµος, αβαρής το σώµα της, να φτάνει ως χαµηλά και να εγκλωβίζεται στην κοιλιά της. Μια φλέβα φουσκωµένη, ίδια γαλάζια αστραπή, χωρίζει το µέτωπο στα δύο και καταλήγει σβήνοντας ανάµεσα στα φρύδια. Φουουουουου! Ξεφυσάει από τα µισάνοιχτα χείλη και η φλέβα εξαφανίζεται. Ξανά βαθιά εισπνοή… Ο αιχµάλωτος αέρας περνάει πάνω από την άκαρπη µήτρα… Η φλέβα ξαναπαίρνει θέση στο µέτωπο… Φουουουουου! Κάπως καλύτερα. Ξανά. Βαθιά εισπνοή… Φλέβα… Φουουουουου!
Βαθιά εισπνοή… Φουουουουου! Ξανά. Πολύ καλύτερα. Ξανά. Χαλαρώνει λίγο τις χούφτες. Το µυαλό αρχίζει να λειτουργεί κάπως. Οι λέξεις πρώτα, λίγες και φτωχές αλλά οπωσδήποτε λέξεις µε νόηµα, κάποιας µορφής λογική, η πληγωµένη µνήµη και µια στραγγαλισµένη φαντασία παίρνουν τις θέσεις τους στον εγκέφαλό της. Εντάξει τώρα, σχεδόν εντάξει δηλαδή. Μια βαθιά εισπνοή πάλι, όσο πιο βαθιά µπορεί. Φουουουου! Καλύτερα. Χαλαρώνει λίγο ακόµα τα δάχτυλα, ανοίγει το ένα µάτι, εκείνο προς την πλευρά του παράθυρου, πάλι βαθιά εισπνοή, πάλι ξεφύσηµα δυνατό, η φωνή µέσα στο κεφάλι της σταµάτησε. Το επόµενο στάδιο είναι ναυτία που ανεβαίνει µε ορµή από το στοµάχι ως το στόµα. Αυτό θα µπορούσε να είναι το τέλος του πανικού αν δεν αισθανόταν τόσο λυπηµένη. Ναυτία στο στοµάχι και δάκρυα στα µάτια. Δεν τον ακολούθησε όπως της ζητούσε τότε, στα ταξίδια τους· όταν εκείνη πάθαινε τις κρίσεις πανικού και την καθοδηγούσε πώς να αναπνέει µαζί του. Τώρα µόνη, µόνη της πια, ούτε κορίτσι του, ούτε τίποτα. Μόνη, κενή. Σκουπίζει τον ιδρώτα από τις παλάµες της πάνω στο µπλουτζίν, ανοίγει επιτέλους και τα δυο µάτια, στραβώνεται ευχάριστα από το φως του ήλιου και ξεφυσάει δυνατά. Από ανακούφιση αυτή τη φορά και όχι σαν άσκηση χαλάρωσης. Η φωτεινή επιγραφή «Προσδεθείτε» έχει σβήσει και το αεροπλάνο µάλλον θα έχει πάρει το απαιτούµενο για την πτήση ύψος γιατί δεν αισθάνεται το τόσο απειλητικό του ανέβασµα και το
αντίστοιχο κατέβασµα του στοµαχιού στα πέλµατά της. Όλα δείχνουν πως αυτή θα είναι µια καλή πτήση, κατώφλι του καλοκαιριού και ο ουρανός καταγάλανος χωρίς κόκκο σύννεφου. Μένει για λίγο µε το άδειο βλέµµα στυλωµένο στο απέραντο γαλάζιο, εκείνο µε το οποίο ονειρεύτηκε πολλές φορές να ντύσει το παιδί του. «Να φύγεις!» της είχε πει µια φορά προσπαθώντας να δείξει ψύχραιµος και κακός – αν ήταν ποτέ δυνατόν, λες και δεν τον ήξερε, πόσο καλός ήταν! «Να φύγεις, εσύ είσαι νέα, θα αγαπήσεις κάποιον άλλο που θα µπορέσει να σου χαρίσει πολλά παιδιά». Δεν έφυγε φυσικά. Ούτε µια στιγµή δεν σκέφτηκε πως θα µπορούσε ποτέ να λείψει από δίπλα του, να ζήσει µακριά του. Έφυγε όµως εκείνος.
Τώρα έχει ανακτήσει σχεδόν πλήρως την ψυχραιµία της. Παρά την υπόδειξη της αεροσυνοδού να αφήσει την τσάντα της κάτω στα πόδια, εκείνη την είχε επαναφέρει στο άδειο κάθισµα δίπλα της µε µια διάθεση ανταρσίας µόλις η όµορφη κοπέλα είχε αποµακρυνθεί. Τώρα βγάζει από µέσα ένα µικρό νεσεσέρ και σφουγγίζει τα χέρια µε το νωπό χαρτοµάντιλο – µµµ, λεβάντα, το αγαπάει αυτό το άρωµα! Ύστερα περνάει τα δάχτυλα µέσα από τα µαλλιά της, ψηλαφίζει τις απαλές τους άκρες και µαντεύει το φρεσκοβαµµένο χρώµα που ακόµη δεν το έχει…
συνηθίσει. Χαίρεται. Κατά κάποιο τρόπο. Τα τρία τελευταία χρόνια, παραδέχεται πως είχε παραµελήσει πολύ τον εαυτό της, τώρα αρχίζει να συνειδητοποιεί το πόσο. Προχθές στο κοµµωτήριο, όταν της έβγαλαν την πετσέτα από το κεφάλι και της αποκάλυψαν όλο περηφάνια το αποτέλεσµα, είχε δει στον καθρέφτη µια άγνωστη που, αορίστως, κάτι της θύµιζε. Η πρώτη που ενθουσιάστηκε ήταν η ίδια η κοµµώτρια, την είχε φιλήσει στην πόρτα φεύγοντας: «Επιτέλους! Μ’ αφήσατε να κάνω αυτό που πίστευα καλύτερο για σας!» είχε θριαµβολογήσει. «Και είναι τόσο κοντά στο φυσικό σας, δεν νοµίζετε;» είχε ζητήσει την επιβεβαίωση. Αλλά η Έλσα δεν µίλησε. Τι να πει; Πώς µπορούσε να ξέρει η άγνωστη κοµµώτρια το ακριβές φυσικό χρώµα των δικών της µαλλιών; Το χρώµα που είχε κληρονοµήσει – κάπως πιο σκούρο είναι η αλήθεια γιατί µέχρι να φτάσει το γονίδιο στην ίδια είχε προστεθεί και το ανοιχτό καστανό της µητέρας της και τα µαύρα µαλλιά του πατέρα της – από τη γιαγιά της. Ενθαρρυµένη η κοµµώτρια, και σαφώς δικαιωµένη από την τέχνη της, την ξεπροβόδισε ως την πόρτα. «Σας εύχοµαι να περάσετε θαυµάσια στο ταξίδι, κάθε µέρα να περνάτε θαυµάσια στο εξής!» την κατευόδωσε. Ήξερε. Η κοµµώτρια ήξερε. Η δεύτερη ήταν η Ερωφίλη, η φιλενάδα της, ο πιο δικός της άνθρωπος. Πιο δικός της άνθρωπος, µετά τον Νίκο φυσικά. Η Ερωφίλη είχε πενθήσει µαζί της, της είχε συµπαρασταθεί
απίστευτα, έναν χρόνο σχεδόν κοιµόταν τα βράδια σπίτι της – µε αποτέλεσµα «να χάσω δυο γκόµενους σε εκείνο το διάστηµα», όπως έλεγε χαριτολογώντας. Πώς ήταν η Έλσα; Ε, το τελείως αντίθετο η Ερωφίλη! Ενθουσιάστηκε µόλις την είδε περιποιηµένη. «Επιτέλους!» Είχε χρησιµοποιήσει ακριβώς την ίδια λέξη µε την κοµµώτρια. Φυσικά και το είχε παρατραβήξει η Έλσα τα τρία τελευταία χρόνια, η φιλενάδα της της το έλεγε κάθε µέρα – πρωί, µεσηµέρι, βράδυ, προ φαγητού. Ίσως και γι’ αυτό να της είχε κοπεί η όρεξη. Τώρα το σκέφτεται και χαµογελάει. Και µόνο στη σκέψη της φίλης της χαµογελάει. «Επιτέλους, κορίτσι µου, έγινες άνθρωπος πάλι!» ήταν τα λόγια της. Τρίτη στη σειρά η µητέρα της, πλησίαζε τα ογδόντα και εξακολουθούσε να είναι ατέλειωτα κοµψή και φιλάρεσκη. Και εκείνη της επιβεβαίωσε το γεγονός πως το είχε παρακάνει. «Επιτέλους!» είπε και την κοίταξε καλά καλά. «Ξαναβρήκες τον εαυτό σου, παιδί µου. Ώρα είναι να ξαναβρείς και τη θηλυκή σου υπόσταση». Όµως η Έλσα ήταν πεπεισµένη πως τον εαυτό της –το κορίτσι του Νίκου– δεν θα τον έβρισκε ποτέ ξανά. Τον είχε θάψει µαζί του, τρία χρόνια πριν. Τραβάει µέσα από την ανυπάκουη τσάντα το… Αλήθεια πώς το ονόµαζε η γιαγιά της; Τραβάει µέσα από την τσάντα το… Και βιβλίο θα µπορούσε να το πει. Το κρατάει λίγο στα χέρια της τρυφερά, χωρίς να το κοιτάζει, χαϊδεύει το πάνινο κιτρινισµένο κάλυµµα. Ύστερα το ξαναβάζει µέσα, στη θέση του. Έχει
χρόνο. Θα έχει όσο χρόνο χρειάζεται, αρκεί που το έχει κοντά της. «Είσαι τρελή, παιδί µου;» είχε αγριέψει η φίλη της όταν φτιάχνανε µαζί τη βαλίτσα, γιατί καθόλου δεν την εµπιστευόταν πως θα έπαιρνε στο ταξίδι όµορφα ρούχα. Η Ερωφίλη µε τα ίδια της τα χέρια είχε βάλει µέσα στη βαλίτσα, παραµερίζοντας άτσαλα τις φόρµες που η Έλσα είχε διπλώσει προσεκτικά, δυο κοµψά φορεµατάκια και το σατέν µαύρο παντελόνι µε το λευκό µεταξωτό πουκάµισο που «την κολάκευαν εξαιρετικά». Γελάει. Μετά τον Νίκο τίποτα δεν θεωρεί πως την «κολακεύει εξαιρετικά», κι ας πάει να χτυπιέται η φίλη της. Χαϊδεύει και πάλι το πάνινο κάλυµµα. «Είσαι τρελή, παιδί µου, και θα έχεις στην τσάντα σου ολόκληρο τόµο; Θα σου φύγει ο ώµος και δεν θέλει και πολύ έτσι όπως έχεις καταντήσει!» την είχε µαλώσει όταν εκείνη της διευκρίνισε πως το… το βιβλίο αυτό τέλος πάντων θα το είχε µαζί της, θα το έπαιρνε πάνω στο αεροπλάνο, µέσα στην τσάντα της γιατί µε τίποτα στον κόσµο δεν θα διακινδύνευε να το χάσει βάζοντάς το µέσα στην αποσκευή. Αν ήταν γραφτό να χαθεί –ο φόβος του αεροπλάνου την προετοίµαζε πριν από κάθε ταξίδι και για το τέλος, εκτός των άλλων…–, θα χανόταν και το ηµερολόγιο µαζί της. Έτσι κι αλλιώς, απόγονοι άλλοι δεν υπήρχαν. Πώς το αποκάλεσε στη σκέψη της; Να το! Επιτέλους είχε πει το κανονικό του όνοµα! Ηµερολόγιο! Αν και ήταν παραπάνω
από σίγουρη πως η Σεβαστή καθώς έγραφε τις σελίδες εκείνες, δεν είχε συνείδηση πως «κρατούσε ηµερολόγιο». Εξάλλου και η ίδια της το είχε πει όταν το έβαζε στα χέρια της. «Πάρε αυτό. Άλλες είχαν σεντούκι µε προίκες, κασελάκια µε λίρες και κοσµήµατα. Τούτο δω περιέχει άλλου είδους θησαυρούς. Τους θησαυρούς της καρδιάς µου». Η Έλσα ήταν η τελευταία απόγονος της ιστορίας που περιγραφόταν εκεί µέσα, αν η µοίρα το είχε αποφασίσει, µαζί έπρεπε να πάψουν να υπάρχουν. «Μοn Dieu!» είχε πιάσει το µέτωπό της, δήθεν απεγνωσµένη, η Ερωφίλη µόλις είχε ακούσει τη δήλωση της Έλσας, και εκείνη είχε αναρωτηθεί και πάλι αν η φίλη της διέκρινε τις διαφορές ανάµεσα στη ζωή και τη σκηνή. Ύστερα η Ερωφίλη είχε φέρει τα µακριά ξανθά µαλλιά της στο πλάι, έτσι που κάλυψαν εν µέρει το πλούσιο στήθος της, είχε κοιταχτεί φευγαλέα στον καθρέφτη και µε το αριστερό χέρι στη µέση την κατσάδιασε και πάλι. «Ε λοιπόν, είσαι πιο τρελή απ’ όσο φανταζόµουν! Και το χειρότερο, είσαι πιο τρελή από εµένα! Κι ας µην το ξέρεις ακόµη!»
Είχε σχεδόν τέσσερα χρόνια να ταξιδέψει µε αεροπλάνο. Πάντα το φοβόταν αλλά είχε ορκιστεί εκείνος ο απαίσιος και ανεξέλεγκτος φόβος να µη σταθεί ποτέ εµπόδιο στα όνειρά της. Τρία τέσσερα ταξιδάκια που είχε κάνει φοιτήτρια δεν της είχαν
αλλάξει την άποψη. Αργότερα όµως, µε τον Νίκο δηλαδή, είχαν ταξιδέψει πολύ. Πάντα µε ένα σφίξιµο στην ψυχή από τη στιγµή που έµπαινε σε αεροδρόµιο και έβλεπε τον κόσµο· πάντα µε κρίσεις πανικού κατά την απογείωση· πάντα χωρίς να τρώει ή να πίνει οτιδήποτε όσο διαρκούσε η πτήση· πάντα χωρίς να θέλει να σταυρώσει λέξη µε κανέναν αν υπήρχαν αναταράξεις· πάντα χαρούµενη και λαλίστατη κατά την προσγείωση. Για την ακρίβεια, αποκτούσε διάθεση και φωνή από τη στιγµή που το αεροπλάνο άρχιζε να χάνει ύψος και όλες οι πληροφορίες πως οι κίνδυνοι ήταν µεγαλύτεροι στην προσγείωση παρά στην απογείωση την άφηναν παγερά αδιάφορη. Έφτανε στη γη, θα πατούσε τα πόδια της κάτω και αυτό της ήταν αρκετό.
Βγάζει ένα κανονικό βιβλίο από την ασήκωτη τσάντα. «Είναι η τσάντα του Σπορτ Μπίλι» την κορόιδευε ο Νίκος γιατί εκεί µέσα κουβαλούσε όλα όσα νόµιζε πως χρειαζόταν σε µια µετακίνησή της: καλλυντικά, τριών ειδών χαρτοµάντιλα, φάρµακα για όλες τις παθήσεις –αν και ήταν και οι δυο τους υγιέστατοι–, σετ ραπτικής, γυαλιά ηλίου και γυαλιά οράσεως, απαραίτητα ένα βιβλίο, σηµειωµατάριο, στιλό, µηχανικό µολύβι και φυσικά τη φωτογραφική της µηχανή. Βγάζει το κανονικό βιβλίο µε την ελπίδα, αφού τα καταφέρει και συγκεντρωθεί, να διαβάσει. Μπαλάκι του πινγκ πονγκ όµως
το µυαλό της χοροπηδάει ανάµεσα στα καθίσµατα, σταµατάει πάνω από φαλακρά κεφάλια, µπαινοβγαίνει σε µαλλιά φρεσκοχτενισµένα στα κοµµωτήρια, χαζεύει σε καπέλα. Κυρίως τζόκεϊ: σήµα κατατεθέν των εκδροµέων. Γιατί το γκρουπ, από το λίγο που είχε προλάβει να εντοπίσει κατά το ηµίωρο της συνάντησής τους στο Ελ. Βενιζέλος πριν την αναχώρηση, αποτελείται στην πλειοψηφία από µεσήλικα – έως υπερήλικα, δηλαδή– πολυταξιδεµένα ζευγάρια. Και φασαριόζικα. Και χαρούµενα. Κυρίως αυτό. Αλλάζει γνώµη και ξαναβάζει το βιβλίο στην τσάντα. Ψαχουλεύει λίγο στα τυφλά και ανασύρει τον ταξιδιωτικό οδηγό. Τον κρατάει κατακλυσµένη από αναµνήσεις, όχι για το µέρος που πηγαίνει αφού αυτή είναι η πρώτη της φορά, αλλά γιατί θυµάται πως, όσο ζούσε µε τον Νίκο, πάντα προµηθευόταν οδηγούς πριν πάνε σε κάποιο ταξίδι. Ακόµα και µε τον καλύτερο ξεναγό, η Έλσα αισθανόταν πιο ασφαλής έχοντας µαζί της τον οδηγό, τα βράδια στο ξενοδοχείο τον συµβουλευόταν, σηµείωνε, τσάκιζε σελίδες, έβλεπε τις λεπτοµέρειες. «Επανάληψη µήτηρ πάσης µαθήσεως» της έλεγε χαριτολογώντας ο άνδρας της και γελούσανε παρέα. Παρέα… Να µια λέξη που δεν είχε χρησιµοποιήσει από τον θάνατό του και µετά, παρά µόνο για να τονίσει την έλλειψή της. Παρέα… Κάτι που είχε νοσταλγήσει τόσο πολύ. Έφταιγε και η ίδια, είχε αναγάγει τον άνδρα της σε «αποκλειστική» όπως της έλεγε µε το απίστευτο χιούµορ του. Ναι, σίγουρα έφταιγε, τώρα το καταλάβαινε, και δεν είχε επιτρέψει σε πολλούς ανθρώπους
να την πλησιάσουν. Εκτός από την Ερωφίλη βέβαια, αλλά εκείνη δεν τη µετρούσε, εκείνη υπήρχε από πάντα, έτσι αισθανόταν, ούτε ζητούσε άδεια για να υφίσταται ούτε και για να ανακατευτεί στη ζωή της. Χαϊδεύει τον ταξιδιωτικό οδηγό. Θα τον µελετήσει το βράδυ στο ξενοδοχείο. Σίγουρα θα κλειστεί από νωρίς στο δωµάτιο, ο ύπνος όπως συνήθως θα αργήσει να την πάρει, άρα θα έχει πολλές ώρες στη διάθεσή της να διαβάσει. Εκτός κι αν… εκτός κι αν απόψε… αν απόψε αποφάσιζε να… να κάνει παρέα. Με κάποιους. Ή µε όλους. Σε έναν τόσο άγνωστο τόπο. Άγνωστο, έστω κι αν είναι ο τόπος καταγωγής της. Ίσως απόψε να µην αντέξει τη µοναξιά. Ίσως απόψε να της πέσει βαριά όπως τα βράχια της Καππαδοκίας. Του τόπου που η γιαγιά Σεβαστή, µε δέος και λατρεία, πρόφερε πάντα ως «µεµλεκέτ». Και µετά, κάτω από το άγριο βλέµµα της κόρης της που δεν της επέτρεπε να µιλάει τούρκικα, διόρθωνε σε «πατρίδα».
Ιούνιος 2004: Πτήση από «Boston Logan», Διεθνές Αεροδρόµιο Βοστόνης για Μόναχο
Άλεξ
Ξυπνάει από έναν υπνάκο που στο ναρκωµένο του µυαλό τον έχει καταγράψει σαν «σύντοµο». Και έτσι ήταν. Βουλιάζει όσο πιο αναπαυτικά µπορεί στο µαλακό κάθισµα και κουνάει δεξιά αριστερά τον αυχένα, µα πότε πρόλαβε να πιαστεί; Τα άτιµα τα χρόνια πόσο ανελέητα είναι! Δίπλα του µια καλόγρια µε άσπρα ράσα ξεκουκίζει ένα κοµποσκοίνι ενώ τα χείλη της κινούνται ανεπαίσθητα, απόδειξη πως ίσως και να προσεύχεται. Ο ίδιος δεν είναι σε θέση να διευκρινίσει ούτε την προέλευση ούτε την αποστολή της καλόγριας, αφού ποτέ δεν τα πήγαινε καλά µε οτιδήποτε σχετιζόµενο µε τη θρησκεία, κι ας ήταν δισέγγονος ιεροκήρυκα,
ίσως µάλιστα γι’ αυτό ακριβώς. Απλώνει όσο µπορεί τα πόδια και από τον νου του περνάει η αµαρτωλή σκέψη να βγάλει τα πάνινα παπούτσια και να κουνήσει τα δάχτυλά του µπροστά στα –ω, ναι, γι’ αυτό είναι απόλυτα σίγουρος– έντροµα µάτια της καλόγριας. Ένα χαµόγελο απλώνεται στο πρόσωπό του και µόνο στη σκέψη αυτή. «Διάολε!» τον µάλωναν ο παππούς και η µάνα του. «Μη σκανδαλίζεις τους ανθρώπους!» προσπαθούσαν να τον φέρουν στον ίσιο δρόµο πριν ακόµη πάρει τον άλλον, λες και ήξεραν εκ των προτέρων ποια θα ήταν η πορεία του. Του ξεφεύγει ένα πνιχτό γέλιο που προσπαθεί να καλύψει φέρνοντας το χέρι στο στόµα, τάχα πως χασµουριέται· η καλόγρια µε τα άσπρα δεν είναι καθόλου χαζή, µόλις τον έχει καρφώσει µε ένα αυστηρό και σαφέστατα υποτιµητικό βλέµµα. Βαριέται. Ήδη έχει αρχίσει να βαριέται. Αυτός που είναι µαθηµένος στη συνεχή κίνηση, τώρα είναι αναγκασµένος να περάσει εννιά ώρες καθηλωµένος µέσα σε ένα Airbus Α340, δίπλα σε µια καλόγρια και σε… Κοιτάει στο παραδιπλανό κάθισµα. Είχε φτάσει τελευταία στιγµή, όπως πάντα, όπως παντού, σήκωσε τους δυο επιβάτες που είχαν δέσει ακόµα και τις ζώνες τους για να περάσει στη θέση του δίπλα στο παράθυρο και δεν τους είχε προσέξει καθόλου. Μόνο ένα µπερδεµένο συγγνώµη είχε προφέρει και σαν αντάλλαγµα είχε εισπράξει –ή τουλάχιστον, έτσι είχε αισθανθεί– τα οργισµένα τους βλέµµατα, συγκαλυµµένα κάτω από ευγενικές τυπικούρες. «No problem, sir», «Never mind at all» και άλλα τέτοια
συµβατικά. Τώρα κοιτάει διακριτικά τον άνθρωπο που κάθεται δίπλα δίπλα µε τη λευκή καλόγρια. Είναι ένας άνδρας µε κόκκινο πρόσωπο – ωραία αντίθεση κάνουν οι δυο τους! Είναι στη δική του ηλικία πάνω κάτω· σφιγµένος σε ένα καθωσπρέπει σκούρο κοστούµι, στολισµένος µε ριγέ πουκάµισο που έχει κατάλευκο κολάρο –τι γελοιότητα!– και µε µια µπορντό θηλιά, συγγνώµη, γραβάτα, στον λαιµό. Γελάει πάλι, µε το χέρι σιάζει τα µακριά του µαλλιά που ασπρίζουν αναιδώς στους κροτάφους – ούτε να κουρευτεί δεν πρόλαβε. Και λέει «αναιδώς» γιατί ο ίδιος αισθάνεται πως είναι όπως τότε που, δεκαεξάχρονο παιδί, ονειρευόταν µε ανοιχτά µάτια να διασχίσει µε τη µηχανή του τη Λατινική Αµερική, το ίδιο ταξίδι που είχε κάνει ο Τσε Γκεβάρα. Ορκιζόταν στα άστρα πως κάποια µέρα θα το έκανε. Ζητάει ένα ουίσκι µε πάγο από την ξεπλυµένη ξανθιά που του προσφέρει «Kαφέ ή τσάι;». Η καλόγρια εντείνει τις προσευχές της – µάλλον για να σώσει τον άσωτο από την καταδίκη του αλκοολισµού. Ο κύριος µε το κόκκινο πρόσωπο είναι σαφώς πιο ερυθρός, ίσως να έχει µόλις ζεµατίσει τη γλώσσα του µε καυτό, νερωµένο καφέ. Κάποτε θα ανακαλύψει τη µυστική συνταγή του νερωµένου καφέ που χρησιµοποιούν σε όλες τις αεροπορικές εταιρείες ανά τον κόσµο, θα την ανακαλύψει και θα την καταστρέψει! Τόσο άχτι την έχει… Και η αεροσυνοδός, µε τυπικά ευγενικό χαµόγελο, του εξηγεί πως «Τα ποτά θα βγούνε σε λίγο».
ΟΚ µικρό το κακό, ούτε και ενδιαφερόταν στην πραγµατικότητα για το ουίσκι, έτσι το ’χε ζητήσει, για να περάσει την ώρα του, είναι δεν είναι µισή ωρίτσα που απογειώθηκαν, έχει µέλλον αυτό το ταξίδι, σίγουρα θα τα κοπανήσει κανονικά στη συνέχεια. Εκτός κι αν τον πάρει και πάλι ο ύπνος, πράγµα απόλυτα αναµενόµενο εφόσον στα αεροπλάνα µονίµως κοιµάται από τη βαρεµάρα. Αλλάζει στάση όσο µπορεί, ελάχιστα δηλαδή, φοβάται να απλωθεί µη και αγγίξει την καλόγρια και έχουν ντράβαλα. Κοιτάει έξω από το παράθυρο αλλά δεν φαίνεται τίποτα, ούτε καν τα φώτα της ακτής που κανονικά είναι ακόµη από κάτω τους. Πάλι γελάει πνιχτά, «η Μασαχουσέτη από κάτω του», χεσµένη την έχει! Εισπράττει πάλι το άγριο βλέµµα της γυναίκας στα λευκά, το βλέµµα της που είναι καλυµµένο µε ένα στρώµα απορίας. «Είστε καλά;» τον ρωτάει λες και τον µαλώνει. Βουλιάζει εκείνος στο κάθισµα, ή θα κοιµηθεί ή θα της σπάσει τα νεύρα, ενδιάµεση κατάσταση δεν υπάρχει. Προτιµάει την πρώτη.
«Σε παρακαλώ να µου αδειάζεις τη γωνιά. Και µάλιστα σύντοµα!» Κουνάει το χέρι µπροστά από τα µάτια σαν για να διώξει ενοχλητικό έντοµο που τον τριγυρίζει µε συγκεκριµένο στόχο: να
του πιει το αίµα! Το όνειρο όµως δεν είναι κουνούπι να κάνει έφοδο, να µπήξει το ρύγχος του, να ρουφήξει το λιγοστό του γεύµα και να αποµακρυνθεί. Το όνειρο είναι µήτρα ασφυκτική που µέσα της παραλύουν λογική και αντιδράσεις, ίσα ίσα µπορείς να κουνήσεις λίγο τα χέρια κι άλλο τόσο τα πόδια, και αυτά σαν αντανακλαστικά, όχι µε συνείδηση. Φυλακή είναι το όνειρο, φυλακή σιδηρόφρακτη, ανίσχυρες οι δυνάµεις σου για να δραπετεύσεις. «Σε παρακαλώ να µου αδειάζεις τη γωνιά. Και µάλιστα σύντοµα!» και εκείνος δεν έχει καµιά δύναµη πάνω στο όνειρο, η Κάρεν κυριεύει την ύπαρξή του µε την οµορφιά και τη σκληράδα της. Τη δικαιολογηµένη σκληράδα της, βέβαια… Αλλάζει πλευρό για να την αποφύγει αλλά τον ακολουθεί, τη µεταφέρει µέσα στο κεφάλι του, πάνω στα κλειστά του µάτια. Καταρράκτης µπροστά του τα ξανθά της µαλλιά. «Να φύγεις!», από πού να κρατηθεί; Υγρό και σκοτεινό βάραθρο το στόµα της που φυλάσσεται από σαρκώδη χείλη. «Να µου αδειάζεις τη γωνιά, όσο πιο σύντοµα γίνεται!». Πώς να µην τον καταβροχθίσει που είναι µικρός και αδύναµος και δεν ξέρει τι είναι η αγάπη; Ξυπνάει απότοµα καθώς έχει αρχίσει την πτώση στο σκοτεινό σπήλαιο του στόµατός της. Ξυπνάει µε κόπο. Πρώτο πράγµα που αντικρίζει το φωτάκι «Προσδεθείτε» αναµµένο, δεύτερο το πρόσωπο της καλόγριας στην ίδια απόχρωση του ρούχου της. Μάτια κλειστά, δάχτυλα µπλεγµένα σε µια προσπάθεια ικεσίας, χείλη να µουρµουρίζουν πυρετωδώς
κάποια ακατάληπτη προσευχή. Για τον Άλεξ, ακατάληπτη. Το αεροπλάνο βουτάει στα κενά, τα καθίσµατα τρίζουν, τα φώτα αναβοσβήνουν, ποτήρια φεύγουν από τα τραπεζάκια, ο σφιχτοδεµένος κότσος της ξεπλυµένης αεροσυνοδού, ακολουθώντας µε συνέπεια τον νόµο της βαρύτητας, έχει κάπως λυθεί και µια µακριά τούφα µαλλιών αιωρείται πάνω από το πράσινο πέτο του ταγέρ της. «Μη φοβάσαι» πιάνει παρηγορητικά το χέρι της καλόγριας. «Μη φοβάσαι, δεν ήρθε η ώρα µου ακόµη…» Τον κοιτάει µε απελπισµένο ύφος που µάταια προσπαθεί να το κάνει καλοσυνάτο. «Αυτό µόνο ο Κύριος το ξέρει!» Αλλά ήδη µια ελπίδα που µόλις γεννιέται µέσα τους κάνει τα µάτια της να χάσουν την αυστηρότητα µε την οποία πρόφερε τη λέξη «Κύριος». Ο Άλεξ καταπίνει την ατάκα «Μα… είµαι ο Κύριος!» γιατί δεν θεωρεί πως είναι της ώρας ένα τέτοιο αστείο και επιµένει: «Σε διαβεβαιώνω πως το ξέρω, καλά θα κάνεις να µε πιστέψεις» της σφίγγει το χέρι τώρα. Η γυναίκα µε τα λευκά στρέφεται περισσότερο προς το µέρος του αναζητώντας ενδόµυχα και άλλα παρηγορητικά λόγια. Έτσι κι αλλιώς, από τον γραβατωµένο κύριο δίπλα της δεν µπορεί να περιµένει τίποτα, ξερνοβολάει κατακόκκινος –µα πώς το καταφέρνει αυτό, δεν χάνουν το χρώµα τους όσοι έχουν ναυτία;– µέσα σε µια σακούλα.
Με την ίδια βεβαιότητα που τώρα δηλώνει πως δεν έχει έρθει ακόµη η ώρα του, η Κάρεν τού είχε ψιθυρίσει κάποτε, στην αρχή της σχέσης τους, «Θα σ’ αγαπώ για πάντα» και είχε γείρει, µισολιπόθυµη σχεδόν από ένταση και ηδονή, στο µαξιλάρι. Ή µήπως στο χώµα; Πού είχε συµβεί αυτό; Σε κάποιο από τα ξενοδοχεία που κοιµόνταν όταν ήταν για φωτογράφιση ή σε ένα από τα απίθανα µέρη που συνήθιζαν να κάνουν έρωτα; «Πώς µπορείς να ξεστοµίζεις αυτό το πάντα;» την είχε ρωτήσει ψυχρά, ανάβοντας τσιγάρο. Ή µήπως ήταν τσιγαριλίκι; Η αλήθεια είναι πως είχε εκνευριστεί εκείνη τη στιγµή, κάτι τέτοια πάντα σε µονόπετρα και άνθη λεµονιάς τον παρέπεµπαν και αυτός είχε αλλεργία στις µακροχρόνιες σχέσεις. Παντός είδους. Ακόµα και µε τους γονείς του. Ίσως, κυρίως µε εκείνους. Το δικό του πάντα ήταν η συγκεκριµένη στιγµή, η όποια στιγµή. Την Κάρεν τη γούσταρε, µπορεί και να ’ναι λίγη η λέξη γούσταρε, αλλά το ζήσανε αυτοί καλά και εµείς καλύτερα από πέντε χρονών παιδάκι το σιχαινόταν. Ο παππούς του το είχε καταλάβει έγκαιρα και δεν του το ’λεγε. Αντίθετα, τόσο η µάνα του όσο και η γιαγιά του το έλεγαν ανελλιπώς, µε το χαζοχαρούµενο χαµόγελο στα χείλη. Πόσο καλύτερα δηλαδή; Αν το δικό τους καλύτερα ήταν τόσο χάλια, τότε τι σκατά καλά είχαν ζήσει οι ήρωες του παραµυθιού;
Μόνο µε τον πατέρα του αισθανόταν σιγουριά ο Άλεξ και ήξερε πως δεν θα του έλεγε ποτέ τέτοιες κοτσάνες. Γιατί απλούστατα ο πατέρας του δεν του είπε ποτέ παραµύθι. Και όταν τον γνώρισε για πρώτη φορά στα δώδεκα ο Άλεξ –µπορεί και δεκατρία–, τα ψέµατα είχαν τελειώσει, µαζί και τα παραµύθια. Αν και ήδη παντρεµένος και µε άλλα τρία παιδιά στο βιογραφικό του, ο πατέρας του ήταν ο µόνος που µπορούσε να ισχυρισθεί πως ζήσανε αυτοί καλά και εµείς καλύτερα.
Την Κάρεν την είχε γνωρίσει στον χώρο της δουλειάς τους. Και στη συγκεκριµένη δουλειά ο χώρος ήταν παντού, ήταν τα πάντα. Φωτογράφος που είχε αρχίσει να γίνεται διάσηµος αυτός, µοντέλο εκείνη που προσπαθούσε να ξεχωρίσει ανάµεσα στα χιλιάδες που στριµώχνονται στη Νέα Υόρκη. Ο Άλεξ είχε µπει στον αστραφτερό κόσµο της µόδας. Ταλέντο και κωλοφαρδία τον είχαν κάνει σύντοµα γνωστό και σε λίγο κέρδιζε πολλά. Αν µπορούν να θεωρηθούν λίγο τα τέσσερα χρόνια για ένα τόσο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τους είχε όλους γραµµένους στα παλιά του τα παπούτσια και έκανε του κεφαλιού του στα πάντα: συνεργασίες, συµφωνίες, ραντεβού, κόνσεπτ. Και να δεις που, παραδόξως, του έβγαινε. Αυτός είναι ένας χώρος που τους περισσότερους τους γονατίζει, τους κατατροπώνει, τους κονιορτοποιεί. Εκείνον όµως για κάποιο λόγο που υποθέτει πως πρέπει να ’ταν το τυχερό του
αστέρι σε συνδυασµό µε τον απίστευτα σκληρό χαρακτήρα του, που είχε σµιλευτεί µέσα στο προβληµατικό οικογενειακό περιβάλλον, εκείνον τον είχε κάνει πιο ισχυρό· σε ατσάλινη µεταλλάχθηκε η θέλησή του και φρόντισε να εγκατασταθεί στην πρώτη θέση, στην κορυφή. Με πλήρη επίγνωση πως αυτή η πρωτιά δεν θα ’ταν για πάντα. Ούτε καν για πολύ. Τελικά η Κάρεν τον είχε αγαπήσει. Πολύ ή λίγο δεν είναι σε θέση να καταλάβει. Ποια είναι η µονάδα µέτρησης της αγάπης; Η Κάρεν πάντως τον είχε αγαπήσει. Με κάποιον δικό της τρόπο και µέτρο. Αυτό το συνειδητοποίησε λίγα χρόνια αργότερα, όταν στο µεταξύ είχε φάει πολλά σκατά, και µάλιστα µε τη µεγάλη κουτάλα, από διάφορες γυναίκες που είχε συνδεθεί µαζί τους γιατί απλώς ήταν όµορφες. Ή πολύ πολύ όµορφες. Και εκείνες τον είχαν πλησιάσει γιατί ήταν διάσηµος. Δευτερευόντως γιατί ήταν και πλούσιος. Τελικά η Κάρεν τον είχε αγαπήσει, αλλά δεν ήθελε να προσπαθήσει παραπάνω. Αυτό της είχε καταλογίσει µόλις τον έδιωξε από κοντά της – «Ή όλα ή τίποτα» του είχε δηλώσει. Της έριξε όλα τα βάρη του χωρισµού και δεν έκανε καµία αυτοκριτική, δεν είδε πού µπορεί να έφταιγε και εκείνος. Δηλαδή, παντού. Τέσσερα πέντε χρόνια µετά και, αφού είχαν µεσολαβήσει κάµποσα οργιώδη πάρτι και αναρίθµητα κρεβάτια µε εκείνες τις άψυχες κούκλες, µόνο τότε ο Άλεξ αναρωτήθηκε γιατί τάχα η Κάρεν θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει περισσότερο. Προς τι το
περισσότερο; Και τι είναι τελικά περισσότερο στον έρωτα; Έσπευσε λοιπόν να της δώσει συγχώρεση που αµέσως µετά τον χωρισµό τους παντρεύτηκε και απέκτησε οικογένεια. Πολύ καλά έκανε. Άριστα! Η συνειδητοποίηση εκείνη συνέπεσε µε τον θάνατο του παππού του, του δυο φορές πατέρα του δηλαδή, και συνοδεύτηκε από την αποκαλυπτική επίσης διαπίστωση πως ο ίδιος έτρεµε να πιστέψει στην αγάπη και πολύ περισσότερο στη δύναµη της οικογένειας. Και ο Θεός –λέµε τώρα…– να έχει αιώνια τη µνήµη του παππού του που, µε όσα του αποκάλυψε τότε, έδωσε νέο νόηµα στη ζωή του. Τελικά υπάρχει η αγάπη. Υπάρχει ο έρωτας, αρκεί να το πιστεύεις. Γιατί αν ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ, το δικό του πρότυπο, είχε περάσει όσα είχε περάσει εν ονόµατι εκείνου του έρωτα, του µεγάλου, του µοναδικού, του αξεπέραστου, τότε κάθε άλλος άνδρας –«κοινός θνητός» ήθελε να πει ο Άλεξ αλλά να που και ο παππούς του είχε πεθάνει τελικά– ήταν ικανός να τον ζήσει µια φορά στη ζωή του. Έστω για µια φορά. Με µατωµένη καρδιά από τον αποχωρισµό µε τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο στον κόσµο, µε πληγωµένο εγωισµό από τα απανωτά του λάθη, κλείστηκε στον εαυτό του και αναθεώρησε τα πάντα στη ζωή του – τις ουσίες και το αλκοόλ συµπεριλαµβανόµενων. Οι µεγάλες επαγγελµατικές επιτυχίες που έρχονταν χωρίς να καταβάλει την παραµικρή προσπάθεια ο
ίδιος και οι άψυχες ερωτικές συνευρέσεις µόνο κούραση του προσέφεραν πια. Έτσι, δυόµισι χρόνια µετά, πήρε την απόφαση να τα αφήσει όλα πίσω του και να κάνει ένα µεγάλο ταξίδι. Τακτοποίησε τις εκκρεµότητες που είχε, έκανε εσπευσµένες φωτογραφίσεις εφόσον γινόταν, ακύρωσε συµβόλαια και δέχτηκε µε συγκαταβατικό χαµόγελο διάφορα σχόλια και ερωτήσεις: αν του έστριψε – «Καθόλου απίθανο»· αν θα αποσυρόταν σε κάποιο µοναστήρι – «Ίσως»· αν θα ακολουθούσε έναν µεγάλο έρωτα – «Αυτό είναι πολύ πιθανό». Έβγαλε ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή και ξεκίνησε να πάει να ανακαλύψει εκείνη τη χώρα που είχε ερωτευτεί ο πρόγονός του και να ερευνήσει αν είχε µείνει κάτι πίσω, κάτι που να θύµιζε το πέρασµα από εκεί του Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ.
«Να µε πιστέψεις και να µη φοβάσαι» λέει στη χλωµή καλόγρια που τον κοιτάζει µε ελπίδα. «Έχω ένα ωραίο σχέδιο για τη ζωή µου και δεν πρόκειται να µου το χαλάσει κανένας διαολόκαιρος!» Της κρατάει το χέρι σφιχτά και κλείνει τα µάτια. Αυτή ήταν η καλύτερή του: να ταξιδεύει µε αεροπλάνο και έξω να µαίνονται καταιγίδες. Μικρός θεός κλεισµένος σε σιδερένιο κουκούλι. Έτσι το ένιωθε και δεν φοβήθηκε ποτέ τον θάνατο, ακόµα κι όταν έτρεχε µε εκατό µίλια την ώρα πάνω στη µηχανή.
Ούτε ο θάνατος δεν σε θέλει, µεγάλε! Γιατί να σε θέλει ο πατέρας σου; Πράγµατι µια πικρή σκέψη. Σφίγγει το χέρι της καλόγριας πιο δυνατά λίγο πριν βυθιστεί σε ευτυχισµένο, γεµάτο προσµονές ύπνο. Η γυναίκα µε τα λευκά ράσα ανατριχιάζει. Δεν φοβάται πια µη και πέσει το αεροπλάνο. Φοβάται µήπως στο εξής αποζητάει αυτή την επαφή µε το αρσενικό.
Μάιος 1958: Κοιλάδα των Τεµπών
Έλµερ
Θα µπορούσε να πάει µε το τρένο. Είχε επιλέξει όµως να νοικιάσει αυτοκίνητο και να κάνει το ταξίδι οδικώς. Ακόµη δεν ήταν σίγουρος γιατί. Ίσως επειδή πίστευε, ήλπιζε δηλαδή… Άσε, άσε, δεν υπήρχε λόγος για τέτοιες σκέψεις. Σηµασία είχε να τη βρει, να τη συναντήσει. Αν ερχόταν µαζί του. Ορίστε! Την έκανε πάλι τη σκέψη, αυτή που τόσην ώρα προσπαθούσε να διώξει από τον νου του. Ορίστε! Ολόκληρος άνδρας στα πρόθυρα των γηρατειών και έκανε τέτοιες σκέψεις! Είχε νοικιάσει αυτοκίνητο γιατί επιθυµούσε να διασχίσει την κοιλάδα των Τεµπών. Ιδού η εξήγηση, ιδού και ο λόγος! Τίποτα άλλο. Όµως… Όµως αν εκείνη διάλεγε να έρθει µαζί του… Ορίστε! Πάλι παραλογίζεται! Αν εκείνη ερχόταν µαζί του, ίσως
το γεγονός πως θα είχε αυτοκίνητο να τους έδινε µεγαλύτερη… Ίσως θα ήταν περισσότερο ευκίνητοι… Πώς να το πει; Ίσως θα µπορούσαν να φύγουν… ξεφύγουν… Πιο γρήγορα. Επιτέλους, το παραδέχτηκε.
Σύµφωνα µε την ελληνική µυθολογία, η κοιλάδα των Τεµπών είχε ανοίξει από την τρίαινα του θεού Ποσειδώνα. Άλλος µύθος έλεγε πως ο θεός Απόλλωνας ήταν ερωτευµένος µε τη Δάφνη, την κόρη του ποταµού Πηνειού. Ο πατέρας της, για να µην την αρπάξει ο θεός, τη µεταµόρφωσε σε φυτό και γι’ αυτό αφθονεί στην κοιλάδα. Εξάλλου ακόµα και τις δάφνες που καίγανε στο Μαντείο των Δελφών ο Απόλλωνας από τα Τέµπη λέγεται πως τις είχε µεταφέρει. Στην κοιλάδα υπήρχε και ναός αφιερωµένος στον θεό. Αυτά που είχε διαβάσει στην εγκυκλοπαίδεια έφερνε στο µυαλό του καθώς διέσχιζε το στενό πέρασµα ανάµεσα στον Όλυµπο και την Όσσα. Ο χάρτης ανοιχτός στην άδεια θέση του συνοδηγού, η οποία ήλπιζε στην επιστροφή να είναι κατειληµµένη, κι εκείνος παρατηρούσε το παρόχθιο δάσος µε τα τεράστια πλατάνια, τις ασηµένιες λεύκες, τις λυγερές ιτιές. «Πού θα πας εκεί, µπορεί να έχουν εµφύλιο…» τον είχε µαλώσει ανήσυχη η Ελένα, η γυναίκα του, όταν ανακοίνωσε το ταξίδι του στην Ελλάδα. «Οι κοµµουνιστές θα πάρουν την κυβέρνηση[1], Έλµερ, ίσως θα έπρεπε να το σκεφθείς πάλι,
ένας Αµερικάνος δεν θα είναι ευπρόσδεκτος σε µια κοµµουνιστική χώρα». Σταµάτησε το αυτοκίνητο στη σκιά και βγήκε να ξεµουδιάσει. Καλοκαίρι προ των θυρών, χαρά Θεού, και είχε ανάγκη από λίγη δροσιά. Στάθηκε στην άκρη, από κάτω ερχόταν ο ήχος του νερού που κυλούσε ήρεµα, από τις πηγές που ήξερε πως υπήρχαν εκεί ήταν ή µήπως υπήρχε και ποτάµι; Δεν θυµόταν ακριβώς, ξαναγύρισε, πήρε τον χάρτη του· ποτάµι[2] λοιπόν, στα σίγουρα. Δρασκέλισε τους θάµνους και άρχισε να κατεβαίνει τα ανώµαλα χωµάτινα σκαλοπάτια, να κατεβαίνει και να χώνεται στο πυκνό δάσος. Το είδε στο βάθος του φαραγγιού, κρυστάλλινα τα νερά που έτρεχαν να συναντήσουν τη θάλασσα του Αιγαίου, ενώ από γύρω, στις πλαγιές, υπήρχε πυκνή βλάστηση και κάτι µικρά πολύχρωµα λουλούδια – µοβ ανεµώνες και κατακίτρινες νεραγκούλες, που εκείνος όµως δεν γνώριζε το όνοµά τους. Κελαηδίσµατα και κοάσµατα παντού. Ένα φτεροκόπηµα κοντά στο κεφάλι του τον ξάφνιασε, πρώτα είδε τα πράσινα ποδαράκια και µετά το πορτοκαλί ράµφος, κι έµεινε να το χαζεύει µαγεµένος καθώς ο ερωδιός πέταξε ψηλά και χάθηκε ανάµεσα στις κορυφές των δένδρων και στις χρυσές κλωστές, στις οποίες χωρίζονταν οι ακτίνες του ήλιου, έτσι όπως περνούσαν µέσα από τα πυκνά φυλλώµατα. Έφτασε στις πετρώδεις όχθες του ποταµού και είδε το ξωκλήσι απέναντι. Το ποτάµι ήταν πλατύ και σε ορισµένα σηµεία, απ’ όσο µπορούσε να καταλάβει, βαθύ, πολύ βαθύ.
Κοίταξε γύρω του, δεν µπορεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε για να φτάσει στο ρηµαγµένο από την υγρασία εκκλησάκι. Γονάτισε πάνω στις λείες από τη δύναµη του νερού κοτρόνες και έβαλε τα χέρια του στο νερό. Δροσερό. Έπλυνε το πρόσωπο, έβρεξε και τα µαλλιά του. Οι κινήσεις του ήταν αργές και απαλές, όσο λαχταρούσε να φτάσει στη Θεσσαλονίκη άλλο τόσο δεν βιαζόταν. Οι συντονισµένες έρευνες τόσων χρόνων είχαν φέρει κάποια αποτελέσµατα µεν, είχε τουλάχιστον ένα όνοµα και µια διεύθυνση στη διάθεσή του, αλλά τίποτα παραπάνω δεν µπορούσε να προβλέψει. Πώς το έλεγε ο ποιητής; …το δε µέλλον άδηλον[3]. Σωστά. Πολύ σωστά. Όλα σωστά τα είχαν πει αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό τους θαύµαζε. Γι’ αυτό τους λάτρευε. Βούτηξε και πάλι τα χέρια του στο νερό, τα άφησε για λίγο εκεί µέσα. Στην επιφάνεια µιας πέτρας, λίγα εκατοστά πιο πέρα, µια µαύρη γυαλιστερή σαλαµάνδρα που λιαζόταν δεν έκανε καµιά κίνηση, µόνο τα εξογκωµένα µάτια της παρατηρούσαν τον άγνωστο εισβολέα. Ένα φαπ ακούστηκε από λίγο παραπέρα και η σαλαµάνδρα γύρισε αργά τον µονοκόµµατο λαιµό της προς τον βάτραχο που αναπήδησε, φαπ, για να πιάσει κάτι, έντοµο ή ερπετό στις παρακείµενες πέτρες. Μετά ησυχία και πάλι.
«Πατριώτ’, θέλ ’ς να σε πιράσω απέναντ’;» αντήχησε η φωνή του βαρκάρη µέσα στη γαλήνη της ώρας. Ο Έλµερ σήκωσε το κεφάλι και είδε µια ρηχή βάρκα που ερχόταν αθόρυβα προς το µέρος του, ακολουθώντας το ρεύµα του ποταµού. Δεν κατάλαβε τι του έλεγε ο άνδρας µε τα κάτασπρα µαλλιά και γένια και χαµογέλασε αµήχανα σηκώνοντας τους ώµους. «Θέλ’ς να πας απέναντ’;» ξαναρώτησε το γεροντάκι και έδειξε προς το εκκλησάκι, υποψιαζόµενος πως ο ψηλός µε το ξανθό µούσι και τα ωραία ρούχα µάλλον δεν θα ’ταν Έλληνας. «Ναι, ναι» έκανε µε το κεφάλι του ο Έλµερ, τώρα είχε καταλάβει τι του έλεγε ο άνθρωπος της βάρκας και ο άλλος έπιασε τα κουπιά και οδήγησε το πλεούµενό του όσο πιο κοντά µπορούσε στην ακτή. Μπήκε µέσα µε έναν πήδο ο Αµερικάνος γελώντας σαν παιδί, παλαντζάρισε η βάρκα πέντε έξι φορές αλλά ισορρόπησε πάλι, και ο βαρκάρης άρχισε να κωπηλατεί κάθετα στο ρεύµα προς την ακτή που ξεκουραζόταν το ξωκλήσι. «Good» είπε στη γλώσσα του ο Έλµερ. «Very, very good». Γέλασε ο άλλος ανοιχτόκαρδα χωρίς να ντραπεί για τα γυµνά του ούλα. «Σ’ αρέσει, µπαγάσα ε;» είχε πιάσει το νόηµα. «Να!» και έδειξε ψηλά και πίσω του «Να, εκεί είναι το βουνό των θεών! Ευλοηµένος τόπος είναι αυτός!» Κοίταξε και ο Έλµερ και είδε µόνο τα δένδρα να σµίγουν τις κορυφές τους και να ψιθυρίζουν. Την ιστορία του τόπου την ήξερε καλά, πήγαιναν χρόνια όµως που δεν είχε ασχοληθεί µε
το θέµα, χρόνια που δεν είχε µιλήσει τη γλώσσα τους. «Ζευς…» είπε και το κουπί κόντεψε να πέσει από το χέρι του βαρκάρη. «Τι είπες;» ρώτησε για να βεβαιωθεί, ενώ έσφιξε τις χούφτες του πάνω στα ξύλα, ώρα ήταν να χάσει τα κουπιά τώρα. Ο Έλµερ σηκώθηκε όρθιος µέσα στην παλιά βάρκα. Έβαλε το χέρι στην καρδιά και απήγγειλε µε δυνατή φωνή: «Ζευς, Ήρα, Αφροδίτη, Ερµής, Απόλλωνας, Άρης, Αθηνά, Δήµητρα, Ήφαιστος, Ποσειδών, Διόνυσος, Άρτεµις!».
Στη Θεσσαλονίκη ο Έλµερ µπήκε το αποµεσήµερο από τη δυτική της είσοδο. Κάµποσα παραµεληµένα κτίρια που προσποιούνταν τις βιοµηχανίες, µια σειρά χαµηλά παραπήγµατα στην άκρη της θάλασσας που βροµούσαν αφόρητα[4], ένα µεγάλο λιµάνι και ύστερα… Ύστερα ο Έλµερ έµεινε µε το στόµα ανοιχτό. Μπροστά του, µετά µια ανεπαίσθητη στροφή, ανοιγόταν από τη µια µεριά ένας δρόµος ακριβώς δίπλα στη γαλάζια θάλασσα· δρόµος µε περίτεχνα, σφυρήλατα φαναράκια που τέλειωνε, έσβηνε λες και υποκλινόταν, µπροστά σε έναν µεγαλοπρεπή, παράξενο πύργο µε επάλξεις και σιδερόφρακτα παράθυρα. Από την άλλη µεριά, στα αριστερά του, είδε ίσως την ωραιότερη πλατεία[5] της ζωής του, µε υπέροχα νεοκλασικά κτίρια. Και εκείνος ήταν γεννηµένος και µεγαλωµένος στη Βοστόνη, όπου όλο το κέντρο
της είχε σχεδιασθεί και χτισθεί δύο αιώνες πριν και ήταν φηµισµένο για τα καλόγουστα κτίριά του. Σταµάτησε το αυτοκίνητο στη µέση του δρόµου –έτσι κι αλλιώς η κίνηση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη– και σκούπισε τα δάκρυα από τα µάτια του. Τι σου είναι η µοίρα; αναρωτήθηκε. Οι πόλεις τους, τούτη εδώ στον Βορρά της Ελλάδας και η δική του στα ανατολικά των Ηνωµένων Πολιτειών, έµοιαζαν τόσο πολύ! Μόνο που η δική του θάλασσα ήταν σκουρόχρωµη και σχεδόν πάντα φουρτουνιασµένη. Τούτη εδώ ήταν γαλήνια και είχε το χρώµα των µατιών της. Σ’ εκείνη τη σκέψη χαµογέλασε άθελά του. Πράγµατι, αυτό ήταν ένα µέρος που ταίριαζε στην αγαπηµένη του. Και εκείνη όταν τη γνώρισε ήταν όµορφη, δροσερή και αρωµατισµένη, όπως ακριβώς τούτη δω η θάλασσα. Αν ο Έλµερ εξακολουθούσε να πιστεύει στον Θεό, τώρα θα είχε σταυροκοπηθεί.
Φεβρουάριος 1925: Καρά-Φέροια[6] (Βέροια)
Οµέρ
Πηγαίνουµε τρεις µέρες τώρα, άλλοι µε τα πόδια, άλλοι µε τους αραµπάδες, πηγαίνουµε στο άγνωστο. Φύγαµε από το χωριό µας το Τσοτύλι, ύστερα από ξενύχτια και καβγάδες. Η Συνθήκη της Λωζάννης[7] λένε… Εµείς δεν ξέραµε τίποτα. Ζούµε εδώ… δηλαδή… εκεί, στον τόπο µας, ζούσαµε πολλούς αιώνες, από πάντα. Οι παππούδες του προπάππουµ’ ήτανε λέει Έλληνες, δεν ξέρω. Έλληνες λέει και αποδεικνύεται και από το όνοµά µου, µε λένε Οµέρ, που σηµαίνει «Όµηρος». Έτσι µου έλεγε ο δάσκαλος όταν πήγα στην πρώτη τάξη, στο σχολειό. Δεν ξέρω, µπορεί. Πάντως ο παππούςµ’ «Δεν έχει σηµασία, γιεµ’» µου έλεγε πάντα όταν τον ρωτούσα. Είµαστε Βαλαχάδες, λένε. Που σηµαίνει Έλληνες που
ασπαστήκαµε το Κοράνι κάποτε, πριν εκατό, εκατόν πενήντα χρόνια, µπορεί και παραπάνω. Μπορεί… Τι σηµασία έχει; Εµείς ζούµε εδώ… ζούσαµε εκεί, πάνω στον Βόιο, από πάντα. Αυτό έχει σηµασία. Εκεί είναι θαµµένοι οι νεκροί µας. Σπουδαίο πράγµα για µας τους µπεκτασήδες[8] οι τάφοι και οι πρόγονοι. Αυτό τον ήλιο αντικρίσαµε όταν ανοίξαµε τα µάτια µας, αυτόν βλέπαµε αιώνες τώρα. Αυτή τη γη καλλιεργούσαµε εκατοντάδες χρόνια πριν, εδώ… εκεί δηλαδή, στον τόπο µας, ήταν οι κερασιές µας, οι µηλιές µας και οι ροδακινιές µας, τα χωράφια που οι πρόγονοί µας πότισαν µε ιδρώτα και αίµα. Φτωχοί οι περισσότεροι από µας, λίγοι οι ευλογηµένοι από τον Θεό να µην πεινάµε. Δοξασµένο το όνοµα του Αλλάχ, εγώ πείνα δεν είδα. Είδα άλλα όµως… Η Συνθήκη της Λωζάννης… Ξεσπιτώνονται εκατοµµύρια άνθρωποι, χάνονται πατρίδες, ιερά και βωµοί. Για µας τους Βαλαχάδες, είπανε πως δεν είµαστε υποχρεωµένοι να φύγουµε και να πάµε στην Τουρκία, µας δώκανε το δικαίωµα να ψηφίσουµε για να αποφασίσουµε τι θέλαµε. Υπήρξαν διαφωνίες, άλλοι φοβούνταν πως θα µας σκότωναν αυτοί που θα έρχονταν, άλλοι πως θα µας λήστευαν τα σπίτια οι χριστιανοί που έµειναν πίσω. «Ζήσαµε µαζί, είναι φίλοι µας, αίµα µας σχεδόν» έλεγαν οι πιο λογικοί, µαζί µ’ αυτούς και ο παππούςµ’ – άρρωστος βαριά. Ψηφίσαµε, αφού απόφαση δεν βγάζαµε από µόνοι µας. Και όχι µόνο ’µείς, έτσι έγινε σε όλα τα χωριά των Βαλαχάδων αλλά και στα µεικτά. Όλοι οι άνδρες πάνω από τα είκοσι τέσσερα ψηφίσαµε και µετρήθηκαν οι
ψήφοι, η απόφαση ήταν πως δεν φεύγουµε, αυτή είναι η γη µας, εδώ θα µείνουµε να πεθάνουµε, εδώ που γεννηθήκαµε! Όταν οι τριµελείς επιτροπές έφθασαν στη Λειψίστα[9], συνάντησαν τους µπέηδες που ήταν υπέρ της ανταλλαγής γιατί τους είχαν βεβαιώσει ότι στην Τουρκία θα µας έδιναν όλους µεγάλα κτήµατα, σε εκείνους δε, τους µπέηδες δηλαδή, θα έδιναν ακόµα περισσότερα. Έτσι άρχισαν την προπαγάνδα, γύρισαν τα µυαλά των επιτροπών και τάχθηκαν και έστειλαν τηλεγράφηµα υπέρ της ανταλλαγής. Σαν γύρισαν πίσω στα χωριά µας, έριξαν το φταίξιµο στους άλλους πως τους πήραν στον λαιµό τους, τάχα. Μπορεί… Κάποιοι αγρίεψαν και ξεσηκώθηκαν, θα χυνόταν αδελφικό αίµα αν δεν έµπαιναν στη µέση οι πιο ψύχραιµοι. «Τώρα στείλαµε το τηλεγράφηµα, ο Θεός µαζί µας» και εκεί τέλειωσαν όλα. Ώσπου να µάσουµε ’µείς τα σπιτικά µας και να ’ρθει η διαταγή για αναχώρηση –είχε περάσει πια χρόνος από κείνο το τηλεγράφηµα που µας άλλαξε τη ζωή–, άρχισαν να έρχονται οι πρόσφυγες από την Τουρκία. Κουρελιάρηδες και ταλαιπωρηµένοι, άρρωστοι και ετοιµοθάνατοι, µαυροφορεµένες οι γυναίκες τους και το τσεµπέρι ως τα µάτια κατεβασµένο, να µη βλέπουν, να µην τις βλέπουν, έψαχναν µέσα στην παγωνιά σπίτι να τρυπώσουν – είχε πιάσει και ο χειµώνας, βλέπεις. Και πού να βρεθεί σπίτι, ούτε µαντρί δεν βρισκόταν, εµείς δεν είχαµε φύγει ακόµη, πού να χωρέσουν τόσοι νοµαταίοι; Οι ξενόφερτοι δεν µπορούσαν να συνεννοηθούν µε τους
δικούς µας. Μόνο τούρκικα µιλούσαν κείνοι και τους έστειλαν στην Ελλάδα, για φαντάσου! Και µας που µιλάµε µόνο ελληνικά µας στέλνουν εκεί, στη δική τους την πατρίδα, στην Καππαδοκία. Ποιος σαλεµένος νους τα σκέφθηκε όλα αυτά; «Ποιος θα µας το έλεγε ποτέ πως θα ερχόταν ο κόσµος τα πάνου κάτου» µουρµούριζε συνέχεια ο παππούςµ’. «Γιατί, Θεέ µου, µ’ άφησες να δω αυτό το κακό;» αναρωτιόταν φωναχτά µέσα στις προσευχές του. Και µετά: «Ας είναι, τι θα έκανε αυτό το κακόµοιρο το ορφανό αν έφευγα εγώ νωρίτερα; Γι’ αυτό φαίνεται πως µε ξέχασες εδώ κάτου στη γης, Θεέµ’, για να µεγαλώσει τούτο το άχαρο…». Ύστερα µε έπαιρνε κοντά του: «Άκου εδώ, Οµέρ γιε µου, θυµάσαι τι λέγαµε σαν ήσαν µικρός; Εκεί που θα πας, γιατί εγώ δεν θα έρθω πια µαζί σου, φτάνει τόσο, κουράστηκα. Θέλω να πάω στους ουρανούς. Εκεί που θα πας, γιόκαµ’, να ξέρεις πως είναι µέρος ένδοξο, αυτοκράτορες και Ακρίτες όλοι από εκεί, γιόκαµ’, θρύλοι και ιστορία ανακατεύονται, έλα δω να σου δείξω». Έβγαζε τους χάρτες του τους παλιούς και τα βιβλία µε τα οποία µε είχε διδάξει. Κοντά του έµαθα τα γράµµατα. Διαβάζω και γράφω και τα ελληνικά και τα τούρκικα, αφού µελέτησα πολύ το Κοράνι, ξέρω την ιστορία της περιοχής µας, και δεν εννοώ µόνο την ιστορία της πατρίδας µου της Ελλάδας, και για όλη την Ευρώπη µε δίδαξε ο παππούς µου, και για τη Μέση Ανατολή, και για όπου υπάρχουν µουσουλµάνοι. Έβγαζε τους χάρτες του, λοιπόν, και µου έδειχνε τον δρόµο που θα ακολουθούσαµε µέχρι να φτάσουµε εκεί, στα βάθη της
Ανατολής. Πρώτα θα περνούσαµε από την Κοζάνη, µετά από την Καρά-Φέροια και αποκεί στη Σαλονίκη. Θα µπαίναµε στο βαπόρι για τη Σµύρνη – βουνίσιοι ανθρώποι τόσες µέρες στη θάλασσα; Ύστερα, θα παίρναµε το τρένο και θα φτάναµε στην Καππαδοκία, στο κέντρο της Τουρκίας, εκεί που οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι θα πει θάλασσα, όπως και ’µείς εδώ, τι νοµίζεις; Φύγαµε όλοι, ούτε ένας πίσω δεν έµεινε. «Ή όλοι ή κανένας» ήταν τα λόγια των γειτόνων και των συγγενών. Είπαµε «Μπισµιλάχ!»[10] και κινήσαµε. Αφού είχε παρθεί αυτή η απόφαση, κανείς δεν ήθελε να µείνει πίσω. Άγνωστο και εκεί που πηγαίναµε, άγνωστο και αυτό που διαµορφωνόταν τώρα στις εστίες µας. Έφυγα από τους τελευταίους και αυτό γιατί ο παππούς ήταν άρρωστος και δεν µπορούσα να τον µετακινήσω. Ήταν ο ντεντές[11] του τεκέ[12] των µπεκτασήδων, εκεί όπου µαζεύονταν οι άνδρες και γίνονταν οι σοβαρές συζητήσεις για τα πάντα και όλοι περίµεναν τη συµβουλή του. «Μείνε µέχρι να δούµε τι θα γίνει…» είπε ο χριστιανός κοινοτάρχης, όλοι τον σέβονταν τον γερο-Σούλιους, τεµενάδες κάνανε στο πέρασµά του, Ρωµιοί χριστιανοί και Ρωµιοί µουσουλµάνοι, όπως εµείς. Έφυγα από τους τελευταίους και κουβαλάω, ραµµένα στη φόδρα της κάπας µου, τα οστά του πατέρα και της µάνας µου. Δυστυχώς, του σοφού ντεντέ µου δεν µπορούσα να πάρω κάτι. Είκοσι µέρες έχει που τον θάψαµε. Και τα ιερά σκεύη του τεκέ έχω µαζί µου.
«Να τα φέρεις εσύ» µου είπανε οι πρώτοι που έφυγαν. «Στη νέα πατρίδα που θα πάµε, εκεί που θα είµαστε όλοι πλούσιοι αφού θα µας δώκουν πολλά χωράφια, θα κάνουµε άλλο τεκέ και θα τα βάλουµε µέσα. Μακάρι να γινόταν και να ’παιρνες εσύ τη θέση του ντεντέ µας, για την ηλικία σου είσαι ήδη σοφός, ξέρουµε πως σαν µεγαλώσεις λίγο ακόµα…» Δεν θα µπορέσω να γίνω, το ξέρω, ακόµα κι αν ζήσω άλλα εκατό χρόνια. Γιατί εγώ δεν έχω λαλιά.
Νοέµβριος 1924: Άγιος Γεώργιος, Πειραιάς
Σεβαστή
Νύχτα έφτασαν στο λιµάνι, σε κάποιο λιµάνι, νύχτα και ήταν χειµώνας βαρύς. Ούρλιαζε ο αέρας ο θαλασσινός και το κρύο την περόνιαζε. Έτριξαν τα κόκαλά της σαν σκελετός εκατό χρονών γυναίκας καθώς έσφιξε στην αγκαλιά της το κορµάκι του µωρού. Υπήρχε µια αναταραχή στο καράβι, κανείς δεν τους είχε πει τίποτα, µόνοι τους έκαναν υπολογισµούς, µέτραγαν στα δάχτυλα τα λεπτά, τις ώρες, τις µέρες και τους µήνες που ταξίδευαν. Δύο σχεδόν έβγαιναν οι µήνες, δυο παρά κάτι µέρες, όλοι συµφωνούσαν σ’ αυτό στα λιγοστά λόγια που αντάλλασσαν. Και εκείνη ήταν σίγουρη κι ας είχε χάσει το µέτρηµα των ηµερών, κι ας είχαν θαµπώσει τα µάτια της από το κλάµα, ας
µάτωνε η ψυχή της από τον πόνο που την έφερνε ως την τρέλα, ας ένιωθε το σώµα της να ζαρώνει, να ζαρώνει και να γερνάει σαράντα, πενήντα, εξήντα χρόνια µονορούφι. Δεύτερη φορά ήταν αυτή που της είχαν έρθει τα ρούχα της, πάνω κάτω λοιπόν σωστά µετρούσαν οι άνδρες µε τα κιτρινισµένα από τον καπνό δάχτυλα, τα αξούριστα γένια και το «Ανέ, αµάν ανέ»[13] στα χείλη. Δυο µήνες χωρίς τους δικούς της, όσους είχαν αποµείνει. Δυο µήνες µακριά από την Καισάρειά της, δυο µήνες µακριά από τη µεµλεκέτ της. Δυο µήνες χωρίς εκείνον, το φως των µατιών της, την ψυχή της ψυχής της, το αίµα της καρδιάς της, τον ήλιο της ζωής της. Δυο µήνες στον δρόµο για το άγνωστο, στον ξεριζωµό, στην πείνα, τη δίψα, την κακουχία, τον τρόµο µε ένα µωρό στην αγκαλιά. Αίµα δικό της και γι’ αυτό θα µπορούσε να φτάσει πολύ µακριά, να σκοτώσει µε τα ίδια της τα χέρια, να ξεριζώσει καρδιές και να βγάλει µάτια, αυτό το παιδί µε το αίµα της οικογένειάς της ήταν ό,τι πιο σπουδαίο υπήρχε, γι’ αυτό έφυγε, γι’ αυτό είχε αφήσει εκείνον. Έπρεπε να το σώσει, έπρεπε να το αναστήσει, έσφιγγε τα χείλη και τσιµουδιά δεν έβγαζε, όλα θα τα άντεχε, για όλα ήταν ικανή, µόνο να το σώσει, να το αναστήσει, να το µεγαλώσει.
Προσπαθούσε να κρατήσει την ισορροπία της καθώς στεκόταν στην κουβέρτα και ευχόταν να µπορούσε να τρυπήσει µε τα
µάτια το πηχτό σκοτάδι και να δει κάτι, ένα φωτάκι, µια ελπίδα. Μάταια όµως, τίποτα δεν µπορούσε να διακρίνει, τίποτα που θα της έδινε σηµάδι πως είχαν φτάσει στον προορισµό τους, στο τέλος που εκείνη είχε ορκιστεί πως θα ’ταν η αρχή για µια καινούργια ζωή. Το ότι είχαν µπει ή έµπαιναν σε λιµάνι το καταλάβαινε από ένστικτο. Είχε ταξιδέψει πολύ στα πέλαγα τον τελευταίο καιρό και µπορούσε πια να το µαντέψει από τον τρόπο που κόπαζε σιγά σιγά ο αέρας, από τα κύµατα που έγερναν να αποκοιµηθούν, από το πλοίο που δεν έτριζε τόσο πολύ. Ύστερα ήταν και οι ναύτες που έτρεχαν βιαστικοί να κατεβάσουν τη σκουριασµένη άγκυρα, να αµολήσουν τους φλόκους στον µόλο και να δέσουν. Σιωπηλή παρατηρήτρια όσων συνέβαιναν πάνω στο καράβι, η Σεβαστή, στα δυο ταξίδια –το ένα από τη Μερσίνα προς την Κρήτη και το άλλο, το τωρινό, από την Κρήτη προς τον Πειραιά–, είχε αποτυπώσει τις προσταγές που έδινε ο καπετάνιος από ψηλά. Έσφιξε το µωρό που κοιµόταν κάτω από τη χοντρή µάλλινη κάπα της – τελευταία στιγµή η ηγουµένη τής την είχε δώσει, έκαιγαν στα µάτια της αδελφής της τα δάκρυα αλλά την απόφασή της την είχε πάρει, δεν θα ακολουθούσε, δεν θα άφηνε την ηγουµένη έρηµη στο µοναστήρι. Ψαχούλεψε στο σκοτάδι και έπιασε τα µαγουλάκια του µωρού, ζεστά ήταν, τουλάχιστον εκείνο δεν κρύωνε έτσι όπως το είχε κρυµµένο στον κόρφο της. «Ελισσώ…» ψιθύρισε τρυφερά και αµέσως τα δάκρυα πληµµύρισαν τα µάτια της. Όχι πως προλάβαιναν να
στεγνώσουν, καιρό τώρα. Είχε ορκιστεί στην Ελισσώ –αδελφή Θεοπίστη πια όταν τη συνάντησε– πως το παιδί θα το ανάσταινε, ακόµα κι αν χρειαζόταν να δώσει το αίµα της όλο. «Τι είναι εδώ;» ρώτησε έναν ναύτη που πέρασε τρέχοντας από δίπλα της. «Τι είναι εδώ, φτάσαµε;» Της έριξε µια άγρια µατιά εκείνος. «Καβατζάραµε τον Αϊ-Γιώργη, σε λίγο…» και τη φωνή του την κάλυψε το ουρλιαχτό του αέρα. Δεν άκουσε τι ήταν αυτό που θα έκαναν σε λίγο. Λέξη δεν κατάλαβε το κορίτσι, µόνο το «Αϊ-Γιώργη», αυτό και πως το πλοίο είχε κόψει ταχύτητα, σχεδόν σερνόταν πάνω στη θάλασσα. Α ναι και το ότι εκείνη, η άγρια, µαύρη θάλασσα δηλαδή, είχε αλλάξει διάθεση, δεν µαχόταν οργισµένη το σκαρί, τώρα θαρρείς και το έσπρωχνε να φτάσει µια ώρα αρχύτερα στον προορισµό του. Σήκωσε τα µάτια της στον ουρανό, όπως είχε δει τους ναύτες να κάνουν τις τελευταίες µέρες. Κοίταξε το µαύρο στερέωµα µπαλωµένο µε ακόµα πιο µαύρα σύννεφα σε µερικές µεριές. Τι έβλεπαν οι ναυτικοί κει πάνω, ενώ της ίδιας της ήταν αδύνατον να βρει κάτι στο παγωµένο βελούδο της νύχτας; Έσφιξε πάνω της το παιδί. Κάτω στ’ αµπάρια βροµούσε, λεπτό δεν είχε µείνει µέσα τα δυο µερόνυχτα που ταξίδευαν. Κι ας τους είχαν υποσχεθεί πως µόνο λίγες ώρες θα κρατούσε, έπεσαν σε καιρό, βλέπεις, και τράβηξε σε µάκρος ακόµα και τούτο το ταξίδι που για σύντοµο τους το είχαν περιγράψει. Λεπτό δεν είχε µπει µέσα κι ας την πάγωνε τ’ αγιάζι, στις
γωνιές του καταστρώµατος προσπάθησε να κρυφτεί και να προφυλαχθεί από το ψοφόκρυο, ευλογηµένο το παιδάκι µόνο για να φάει ξυπνούσε και µετά κοιµόταν πάλι, και εκείνη το ζέσταινε µε το σώµα και το χνότο της.
Κοίταξε προς τη γέφυρα και διέκρινε το ογκώδες σώµα του καπετάνιου που έστριβε το µεγάλο τιµόνι στην προσπάθειά του να κουµαντάρει το αργοκίνητο πλοίο. Όσες ώρες ταξίδευαν, κάθε τόσο τον κοιτούσε, αντλούσε δύναµη από τις φαρδιές του πλάτες και τις τεράστιες παλάµες που χούφτωναν το ξύλο. Την προηγούµενη µέρα, καθώς προσπαθούσε να ταΐσει χυλό το µωρό στριµωγµένη πίσω από µια πόρτα στη γέφυρα –και ούτε ήξερε τι ήταν εκεί µέσα–, ξαφνιάστηκε όταν άκουσε τη φωνή του. «Έµπα µέσα να ταΐσεις το παιδί σου» της είχε πει ο άγνωστος άνδρας και είχε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή, να περάσει εκείνη. Αντίρρηση δεν είχε φέρει, µπήκε µε κατεβασµένα τα µάτια, το µαύρο γεµενί[14] ως κάτου τα φρύδια της. Της έδωσε µια καρέκλα να καθίσει και ξανάπιασε το τιµόνι. Τάιζε το µωρό η Σεβαστή και κάθε τόσο έριχνε κλεφτές µατιές στον µεγαλόσωµο άνδρα που φορούσε µαύρη τραχιά πατατούκα και στεκόταν µε ανοιχτά πόδια, ατενίζοντας το αφρισµένο πέλαγος. «Καταλαβαίνεις ελληνικά» διαπίστωσε. «Δεν φοβάσαι µην το
αρρωστήσεις εκεί όξω;» τη ρώτησε ξαφνικά και ο τόνος της φωνής του ήταν απότοµος, σαν να τη µάλωνε κάπως. Έσκυψε το κεφάλι της γιατί δεν ήθελε να ανταµωθούν τα µάτια τους, άσχετα αν εκείνος της είχε γυρισµένη την πλάτη, στράφηκε προς το µωρό που είχε αποκοιµηθεί µε µια σταγόνα χυλό στην άκρη των χειλιών του και µιλιά δεν έβγαλε. «Πώς σε λένε;» τη ρώτησε πάλι, αλλά τώρα η φωνή του ήταν πιο µαλακή, ίσως είχε καταλάβει πως δεν απευθυνόταν σε κάποιον από τους ναύτες του, κοπελίτσα µια σταλιά ήταν. Και ταλαιπωρηµένη όπως όλοι όσους κουβαλούσαν τόσο καιρό τώρα. «Σεβαστή» ψιθύρισε, ενώ κόντευε να κατουρηθεί από τον φόβο της. «Και γιατί δεν κάθεσαι κάτου µαζί µε τους άλλους;» αγρίεψε πάλι. «Δεν φοβάσαι µη και αρρωστήσει το µωρό;» και η φωνή µαλάκωσε, ίδια θάλασσα που µια ξεσπάει άγρια, µια γαληνεύει. Πήρε θάρρος η Σεβαστή, επιλέγοντας να κρατήσει στα αυτιά της τον ήπιο τόνο. «Φοβάµαι… Πώς δεν φοβάµαι… Αλλά κάτω… µυρίζει και δεν… δεν το αντέχω… Φτάνει που µ’ ανακατεύει η θάλασσα». Άκουσε το γέλιο. Βαθύ, σπηλαιώδες γέλιο που έκανε τους ώµους του να τραντάζονται, σαν να ζοριζόταν να βγει από τα έγκατα του κορµιού του. «Δεν είναι τίποτα» κατέληξε ήπια. «Όλοι το παθαίνουν αυτό, ακόµα και οι πιο ταξιδεµένοι ναυτικοί. Όλοι. Δίκιο έχεις, κάτω
µυρίζει, χρόνια κουβαλάµε κάρβουνο και πίσσα, πώς να µην έχει µυρωδιά… Να ’ρχεσαι εδώ να κάθεσαι, να µην κρυώσει το παιδί. Να µην κρυώσεις και συ κορίτσι πράµα… Και µιλάς και ελληνικά». Δεν γύρισε στιγµή να την κοιτάξει, µόνο µε την πλάτη τής µιλούσε, όλη η προσοχή του στραµµένη στη θάλασσα, που σφάδαζε, βογκούσε και γεννούσε πελώρια κύµατα και τα ’ριχνε στην πλώρη σαν αφρισµένο πάπλωµα.
Πήγε άλλες πέντε έξι φορές η Σεβαστή στη γέφυρα µέσα, πήγε για να ταΐσει το µωρό, να το ζεστάνει λίγο, αλλά δεν έµεινε όπως της είχε προτείνει ο καπετάνιος, ντρεπόταν και φοβόταν εκείνη την πλάτη που µιλούσε άγρια, που διάταζε µε σκληρότητα, που κουµαντάριζε µε χέρια επιτήδεια το σιδερένιο σκαρί. Και τώρα, τώρα που όλα έδειχναν πως έφταναν πια στον προορισµό τους, στεκόταν στην κουβέρτα µε το µωρό αγκαλιά και παρατηρούσε πάλι τις φαρδιές πλάτες και τα δυνατά µπράτσα. Από µακριά τούτη τη φορά. «Φουντάρισε!» Άκουσε την τραχιά, δυνατή του φωνή να γεµίζει το κατάστρωµα, να σηκώνεται ψηλά και να κυριεύει το σύµπαν. Αµέσως µετά ήχησε ο εκκωφαντικός κρότος της αλυσίδας καθώς κατρακυλούσε ανάµεσα από τα µπράτσα τριών ανδρών
του πληρώµατος που είχαν κατευθυνθεί προς την πρύµνη περνώντας από µπροστά της. Ρίχνανε άγκυρα, «Σ’ ευχαριστώ, Παναγιά µου» σταυροκοπήθηκε η Σεβαστή, επιτέλους το ταξίδι τέλειωνε. Και έµεινε µε το χέρι να αιωρείται πριν ολοκληρώσει το σχήµα του σταυρού στον αριστερό της ώµο, το ταξίδι είχε τελειώσει πράγµατι αλλά… αλλά τώρα… Πού θα πήγαινε τώρα; Ποιος την περίµενε σ’ αυτή την ξένη χώρα που κάποτε ήταν όνειρό της να την επισκεφθεί;
Τροµακτικοί οι ήχοι της αλυσίδας έτσι όπως αντηχούσαν µέσα στα σιδερένια τοιχώµατα του πλοίου ξύπνησαν και τους τελευταίους πρόσφυγες. Άρχισαν, ίδια φαντάσµατα, να βγαίνουν σιγά, διστακτικά από την πόρτα που οδηγούσε στ’ αµπάρια, άρχισαν να βγαίνουν και να ρωτάνε αν είχαν φτάσει, αν ήταν πια στον Πειραιά. Κανείς δεν τους απαντούσε. Κουρασµένοι οι ναύτες από την πάλη τους µε τη θάλασσα, κουρασµένοι και βιαστικοί λαχταρούσαν να πιάσουν λιµάνι, πέρα από το γεγονός πως δεν καταλάβαιναν και τα τούρκικα που µιλούσαν οι «ταξιδιώτες». Έτσι συνέχιζαν τη δουλειά τους, σκληρή και ψηµένη µε το θαλασσινό αλάτι, αφού έφταναν στον Περαία, θα έµεναν λίγες µέρες µέχρι να κάνουν κάποιες επισκευές και θα σαλπάριζαν πάλι για πίσω. Δυο µήνες τώρα το ίδιο ταξίδι έκαναν, Μερσίνα – Αϊ-Γιώργης, µην κοιτάς που σ’
αυτό το τελευταίο ταξίδι είχαν και µια αβαρία και έπρεπε να µείνουν καµπόσο στο Ηράκλειο. Μερσίνα – Αϊ-Γιώργης ήταν το δροµολόγιό τους και µετέφεραν τους τουρκόσπορους στην Ελλάδα. Το µπάρκο για τις µεγάλες θάλασσες αργούσε ακόµη. «Τι είναι εδώ; Θα µας πει κανείς;» έβαλε τις φωνές ένας ασπροµάλλης που έσερνε από το χέρι µια αµίλητη γυναίκα. «Άνθρωποι είµαστε, λέγω, δεν είµαστε ζώα!» φώναζε στα τούρκικα, και ένας ναύτης γέλασε κοροϊδευτικά χωρίς να ντραπεί. Και χωρίς να καταλάβει, φυσικά, τι έλεγε ο άνθρωπος. Το πλοίο είχε σταµατήσει. Αυτό ήταν σίγουρο. Για το αν βρισκόταν ή όχι στον Πειραιά, κανείς δεν µπορούσε µε βεβαιότητα να µιλήσει. Πουθενά ούτε ίχνος από φως, από ζωή, από κίνηση, µόνο ο παφλασµός των κυµάτων καθώς έσκαγαν σε κάποια ακτή και το ουρλιαχτό του αέρα έτσι όπως ξεσπούσε πίσω από έναν µικρό µαύρο όγκο, µάλλον λόφο, ίσως και βουνό, που διαγραφόταν κοντά και µπροστά τους. «Ο Πειραιάς, το Πέραµα είναι απέναντι, αλλά δεν φαίνεται αποδώ…» ακούστηκε κάτι σαν βρυχηθµός από ψηλά, και η Σεβαστή αναγνώρισε τη φωνή του καπετάνιου. «Εδώ είναι ο Αϊ-Γιώργης!» Έπεσε µια σιωπή, θαρρείς ακόµα και ο αέρας λούφαξε κείνη τη στιγµή. Κάποιοι µετέφρασαν στους άλλους. Τι στην ευχή ήταν ο Αϊ-Γιώργης, ήξερε κανείς; Κοιτάχτηκαν µες στο σκοτάδι, ανήµποροι να σταυρώσουν λέξη, αδύναµοι να σκεφθούν. Τόσο καιρό στους δρόµους, στις θάλασσες για να ακριβολογούµε, χώρια το ξερίζωµα, χώρια που τα ’χαν χάσει όλα, και ακόµα δεν
τέλειωνε τούτο το ταξίδι. «Τι είναι ο Αϊ-Γιώργης, καπετάνιο;» ρώτησε µε τα λίγα του ελληνικά ο ασπροµάλλης. «Νησί…» απάντησε εκείνος από ψηλά. «Νησάκι να λες καλύτερα. Λοιµοκαθαρτήριο… Καραντίνα…» και κάπως τσάκισε η φωνή του, σαν να έκρυψε έναν µικρό λυγµό. «Κατεβάστε τις βάρκες!» διέταξε στο σκοτάδι. «Πέντε πέντε θα µπαίνετε!» Ακούστηκε ένα µουρµουρητό. Ελάχιστοι µιλούσαν ελληνικά, αλλά και όσοι µπορεί τη λέξη «νησί» να την κατάλαβαν, τόσες µέρες βλέπεις στην Κρήτη έµαθαν την έννοιά της, το «λοιµοκαθαρτήριο» δεν το κατάλαβαν. «Τι θα κάνουµε εδώ;» ρώτησε πάλι ο ασπροµάλλης. «Τι είναι αυτό το λιµο… λαιµό… Τι είναι; Δεν θα µας πάτε στον Πειραιά;» Στο µεταξύ ο καπετάνιος είχε κατέβει από τη γέφυρα και βοηθούσε, µαζί µε έναν ναύτη, µια γριούλα να πιαστεί από τη σκάλα για να φτάσει στη βάρκα. Ούρλιαζε εκείνη κι έκλαιγε.
Η Σεβαστή στεκόταν σε µιαν άκρη, τρέµοντας από φόβο και από κρύο. Το παιδί στην αγκαλιά της είχε ξυπνήσει αλλά δεν έβγαζε άχνα, στους οχτώ µήνες της ζωής του είχε, θαρρείς, καταλάβει πως δεν είχε τα ίδια δικαιώµατα µε τα άλλα παιδιά. Έκανε κρακ η καρδιά της στη σκέψη αυτή, κρακ και το
’σφιξε πιότερο, ενώ τα µάτια της θόλωσαν πάλι από τα δάκρυα. Αυτή θα το έσωζε τούτο το παιδί. Θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να µην πεθάνει από πείνα και κακουχία. «Έχεις πού να πας;» άκουσε τη φωνή του στο αυτί της και ανατρίχιασε. «Μόνη σου είσαι, έτσι δεν είναι;» Ο καπετάνιος έστεκε πλάι της, ψηλός και σκοτεινός, το καπέλο χαµηλωµένο ως τα φρύδια του, τα χέρια του χωµένα στις βαθιές τσέπες της πατατούκας λες και τα ’κρυβε. Κούνησε το κεφάλι της. Ούτε να τον κοιτάξει δεν τολµούσε, πόσο µάλλον να του µιλήσει. «Μη φοβάσαι» της είπε και η φωνή του ήταν σχεδόν τρυφερή. «Μίλα µου, έχεις µωρό παιδί, πρέπει να το σκεφθείς». Δεν σήκωσε το κεφάλι της. Μόνο το παιδί έσφιξε και εκείνο λούφαξε γλυκά, υπήρχε τουλάχιστον ένας άνθρωπος στον κόσµο που το αγαπούσε. «Δεν έχω πού να πάγω… Δεν ξέρω τι θα απογίνουµε…» Κάποια φασαρία έγινε εκείνη τη στιγµή, µια γυναίκα τσίριζε γιατί νόµισε πως είχε χάσει τον γιο της καθώς έφευγε η βάρκα. «Γκελ, ογλούµ’, γκελ – Έλα, γιε µου, έλα». Αναµπουµπούλα και ο καπετάνιος πήγε κατακεί να δει τι συνέβαινε, να επιβάλει την τάξη, αν χρειαζόταν. Της ήρθε µια σκοτοδίνη της Σεβαστής, µια σκοτοδίνη που σκέπασε µε πέπλο όσα ήταν µπροστά της. Μπορεί και να ’ταν από την πείνα, µπορεί και από το ξεροστάλιασµα στ’ αγιάζι… Κρατήθηκε από την άκρη του φουγάρου που είχε προ πολλού πάψει να καπνίζει. Την ίδια στιγµή το µωρό άρχισε να κλαίει,
όνειρο κακό θα είχε δει, ίσως και να πεινούσε και εκείνο. Σύντοµα όµως, σχεδόν αµέσως, µισοκοιµήθηκε και πάλι. «Παναγιά Παρθένα µου, τι να κάνω;» προσευχήθηκε η Σεβαστή. «Μείνε πάνω στο καράβι µαζί µου» άκουσε τη φωνή του ξανά δίπλα της. «Μείνε, έχει καµπίνα καθαρή και αεριζούµενη απάνω. Μείνε και µη φοβάσαι. Πες πως είµαι ο πατέρας σου. Μείνε µέχρι να σκεφθούµε τι θα γίνεις». Πήγε να αρνηθεί, να του δώσει µια και να φύγει, να πάει µε τους άλλους που βιάζονταν να κατέβουν στη βάρκα, αλλά το µωρό τεντώθηκε, τινάχτηκε σχεδόν και βάλθηκε να βγάλει το κεφαλάκι του ανάµεσα από το σκέπασµα. «Δυο βδοµάδες…» της ψιθύρισε στο αυτί. «Αν είστε τυχεροί, τουλάχιστον δυο βδοµάδες στον Αϊ-Γιώργη. Χωρίς ζέστη, χωρίς νερό, χωρίς απόπατο. Θα σου ξουρίσουν το κεφάλι. Θα σας µπανιάρουν µε ποτάσα». Η Σεβαστή έµεινε πάνω στο καράβι.
Δεκέµβριος 1922: Χασάν Νταγ[15] – Καππαδοκία
Ιορδάνης
Η παλάµη του ήταν άγρια σαν τη βούρτσα που χρησιµοποιούσε για να ξυστρίσει τα άλογα όταν ήταν µικρός. Οι κάλοι στις ρίζες των δαχτύλων είχαν σκληρύνει τόσο πολύ που, στιγµές στιγµές, όταν τα χέρια του δεν ήταν πολύ µουδιασµένα από το κρύο, και τις τελευταίες µέρες ήταν συνέχεια, τους αισθανόταν έναν έναν όπως κρατούσε τα χαλινάρια και τους σκεφτόταν, έτσι, για να περνάει την ώρα του σε εκείνο το ατέλειωτο ταξίδι, σαν κάτι ξέχωρο από το σώµα του. Δέκα σιδερένιοι σβόλοι που είχαν χωθεί, άγνωστο πώς, στις παλάµες του. Σκούπισε το χιόνι από τις βλεφαρίδες του, µέσα στη χιονοθύελλα, προσπάθησε να διακρίνει, καλύτερα να µαντέψει, αν έφτανε στον προορισµό του. Αδύνατον. Δεν ξεχώριζε τίποτα.
Είχαν έρθει το ξηµέρωµα. Όπως είχαν συµφωνήσει. Δίπατο το κτίριο στην άκρη του Φραγκοµαχαλά, κοντά στο Τελωνείο. Από εκεί περνούσαν πρώτα τα εµπορεύµατα που έφευγαν για όλα τα λιµάνια της Μεσογείου: τον Πειραιά, την Αλεξάνδρεια, το Λιβόρνο, την Τζένοβα, τη Μασσαλία, τη Βαρκελώνη, ακόµα και το Πόρτο που το έγλειφε η µεγάλη θάλασσα[16]. Δίπατο ήταν το κτίριο και µεγάλο, µε τεράστιες αποθήκες στην πίσω αυλή. Κάτω ήταν τα γραφεία: το δικό του, του «αφεντικού», ένα άλλο που κάθονταν οι τρεις γραµµατικοί, χωµένοι όλη µέρα στα κιτάπια τους – πώς το µπορούσαν; Απόξω από τα γραφεία ήταν µια µεγάλη σάλα µε βελούδινους καναπέδες και σκαλιστά τραπεζάκια µε ναργιλέδες και αποκεί, ανοίγοντας µια δίφυλλη συρταρωτή πόρτα, βρισκόσουν σε έναν άλλο, το ίδιο µεγάλο, χώρο. «Τρώτε εδώ;» είχε ρωτήσει σαν την είχε πρωτοδεί, αφού είχε ένα µεγάλο τραπέζι και γύρω γύρω καρέκλες. «Δεν είναι τραπεζαρία» τον είχε διορθώσει ο Αβραάµ, και το παιδί είχε θυµώσει από µέσα του αλλά δεν το έδειξε. Τον είχε δασκαλεµένο καλά η µάνα του: «Τι νιώθεις δεν θα το δείχνεις σε κανένα! Εσύ είσαι χωρίς πατέρα, πάντα άδικο θα έχεις, να το ξέρεις αυτό από τώρα κι ας είσαι µικρός!». Σε εκείνη τη σάλα µε το µεγάλο τραπέζι, κατά τα πρότυπα της Δύσης που τόσο αγαπούσε το «αφεντικό», γίνονταν οι συναντήσεις µε τους άλλους εµπόρους, προµηθευτές και
αγοραστές, µε τους µεσάζοντες, µε τους ναυτιλιακούς πράκτορες και τους καπεταναίους, µε ασφαλιστές και πολιτικούς, µε όποιους και όσους είχαν εµπορικές σχέσεις τέλος πάντων. Ανάλογα µε την εποχή, η επιχείρηση του Αβραάµ Χατζηαβράµογλου εµπορευόταν ξύλα, γούνες, ασήµι, σταφίδες, καπνά, σταφύλια, κρασιά, κρέατα, ψάρια παστά, όπιο, τυριά, σιτάρι, δέρµατα, τζιεχρί[17] από τη Μουταλάσκη, λάδι, σαπούνι, κερί, µέλι, αµύγδαλα, αχλάδια, σύκα, ρόδια, κεράσια, µαστίχα, βαµβάκι, µετάξι, µαλλί, χαλιά, σφουγγάρια. Τα καλούδια τούτα και άλλα τόσα έφταναν στα λιµάνια όλης της Νότιας Ευρώπης, γι’ αυτό οι δουλειές πήγαιναν καλά και οι χρυσές λίρες έτρεχαν σαν το νεράκι στο ποτάµι. Καλό και δίκαιο άνθρωπο θεωρούσαν το «αφεντικό» όσοι εργάζονταν για εκείνον, όµως ο Ιορδάνης έβλεπε πως γρόσι παραπάνω δεν έδινε σε κανένα, µήτε στον ίδιο, που τον είχε σαν γιο του και παραπάνω, ειδικά από τότε που έχασε τον δικό του: το ζωηρό φωνακλάδικο αγόρι, που το είχε στείλει να µορφωθεί πέρα, ψηλά στον Πόντο, και να ιδρύσει παράρτηµα της εταιρείας, είχε βρει τον θάνατο άδικα των αδίκων. Στην αρχή ο Ιορδάνης είχε φοβηθεί, δούλευε σκληρά κοντά στο «αφεντικό»· έτσι του είχε ξεκαθαρίσει ο Αβραάµ πως ήθελε να τον αποκαλεί κι ας ξέρανε και οι δυο πως ήταν αδέλφια, µε µίσος τον είχε βυζάξει η µάνα του, όχι µε γάλα. «Παιδί του Χατζηαβράµογλου είσαι κι εσύ, κοίτα να πάρεις ό,τι σου ανήκει». Είχε φοβηθεί πως, άµα τέλειωνε το σχολείο ο Μποδοσάκης, θα ερχόταν στη Σµύρνη –πόσο να έµενε στον
Πόντο;– και θα γινόταν εκείνος αφεντικό. Αυτή την παράδοση δεν είχε τούτη η οικογένεια, όπως κι όλες οι οικογένειες που γνώριζε; Έτσι δεν γινόταν σε όλους τους πλούσιους εµπόρους; Μονάχα εκείνος, φτωχόπαιδο που µεγάλωσε µέσα στην ντροπή, στα µαύρα δάκρυα και στο µίσος της µάνας του, µονάχα αυτός δεν θα είχε ποτέ στον ήλιο µοίρα. Ο Μποδοσάκης όµως σκοτώθηκε, ορίστε υπήρχε λοιπόν θεία δίκη, και ο Ιορδάνης θα έπαιρνε ό,τι του ανήκε, εµπόδιο δεν θα υπήρχε πια. Ψυχικό ράκος ο Χατζηαβράµογλου, τα παρέδωσε όλα στα χέρια του. «Κάνε, Ιορδάνη, κουµάντο εσύ. Εµένα δεν µου έµεινε κουράγιο για τίποτα» του είχε πει, κι εκείνος φοβήθηκε µήπως και ήταν κάτι περαστικό, έπρεπε να επωφεληθεί αµέσως, πριν συνέλθει το «αφεντικό». Οι δυο κόρες Χατζηαβράµογλου ήταν στην Καισάρεια, και η κυρά έτσι κι αλλιώς αλλοπαρµένη «από τα πάντα της», όπως έλεγε η µάνα του σαν την έβλεπε τη Μακρίνα στο Ανδρονίκι. Από αυτή δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Καµιά από τις τρεις τους δεν είχε ασχοληθεί µε τις επιχειρήσεις του πατέρα και συζύγου, σε αντίθεση βέβαια µε τη µάνα του «αφεντικού», τη µέγαιρα τη Σεβαστή. Εκείνη ήταν το εµπόδιο –κι αυτό η µάνα του το έλεγε για να του ανοίξει τα µάτια, για να ξέρει ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί του– στην ευτυχία της µάνας του και στη δική του, αφού ποτέ δεν µπόρεσε να γίνει γάµος. Αλλά η Σεβαστή είχε γεράσει πια, ήταν και άρρωστη, ποιος την υπολόγιζε. Έτσι είχαν τα πράγµατα και ο Ιορδάνης ο παραγιός, το νόθο
παιδί ενός άρχοντα Ρωµιού και µιας παρακατιανής από το Ανδρονίκι, της Μερόπης, είδε πως ο θάνατος του Μποδοσάκη ήταν ευκαιρία να πάρει την επιχείρηση και το βιος του «αφεντικού» του, το βιος που θεωρούσε πως δικαιωµατικά του ανήκε. Έπρεπε όµως να µη χάνει καιρό ο Ιορδάνης, ο ελληνικός στρατός προχωρούσε για την Άγκυρα, θα γίνονταν αλλαγές µόλις νικούσαν οι Έλληνες, αυτά λέγανε οι πάντες. Τα πράγµατα όµως αλλιώς εξελίχθηκαν, µαύρες µέρες ξηµέρωσαν για τον ελληνισµό της Σµύρνης και των παραλίων, και ο Ιορδάνης, σαν άρχισε να οπισθοχωρεί ο ελληνικός στρατός από την Ανατολία, πίστεψε πως αυτό ήταν σηµάδι του Θεού – τόσο πεπεισµένος ήταν για την αδικία που του είχε κάνει ο γεροΧατζηαβράµογλου και δεν τον είχε ονοµάσει κανονικό του παιδί. Αλλά ότι έπρεπε να βιαστεί, έπρεπε να βιαστεί. Ποιος ξέρει τι σχέδια είχαν στον νου τους οι Νεότουρκοι, τα λεφτά θα άλλαζαν χέρια, αυτό ήταν το µόνο σίγουρο. Καθόλου σίγουρο όµως δεν ήταν πως θα έφταναν στα δικά του. Όχι, στιγµή δεν έπρεπε να χάνει.
Είχαν έρθει το ξηµέρωµα· ήταν δικοί τους, Ρωµιοί, που προστάτευαν τα φορτία αλλά δεν είχαν χορτάσει παράδες. Έβλεπαν και τι πήγαινε να γίνει, να χαθούνε όλα δηλαδή, όποιος πρόλαβε τον Κύριον ίδε, ό,τι µπορούσαν θα έπαιρναν
τώρα. Είχαν έρθει το ξηµέρωµα όπως το είχαν συµφωνήσει µε τον Ιορδάνη, λίγο πριν µπει ο τούρκικος στρατός στη Σµύρνη, η «δουλειά» έπρεπε να τελειώσει όσο επικρατούσε πανικός και ανακατωσούρα. Έγινε γρήγορα και καθαρά, ο Ιορδάνης πήρε τα χαρτιά ενός Τούρκου, µε εκείνου το όνοµα θα κυκλοφορούσε στο εξής, και τους έδωσε τα κλειδιά της αποθήκης που ήταν πίσω από τα γραφεία. Μπήκαν µε µεγάλα κάρα πριν το χάραµα και άρχισαν να φορτώνουν. Τις εκατό χρυσές λίρες που είχαν τάξει στον παραγιό –τεράστιας αξίας τα εµπορεύµατα, βλέπεις, και έπρεπε να βγάλει κι ο Ιορδάνης κάτι– για να προδώσει το «αφεντικό» του δεν του τις έδωσαν ποτέ. Πετάχτηκε ο Αβραάµ µε τα σώβρακα έξω, καθώς εκείνο το βράδυ έτυχε να κοιµηθεί στο γραφείο. Το ήξερε ο Ιορδάνης αλλά δεν µπορούσε να ειδοποιήσει τους άλλους να µην έρθουν, ίσως και να το θεώρησε ευκαιρία να βγει από τη µέση µια ώρα αρχύτερα το «αφεντικό». Πετάχτηκε ο Αβραάµ µε έναν λοστό στα χέρια και άρχισε να φωνάζει «Κλέφτες! Κλέφτες!», ποιος να τον ακούσει και κυρίως ποιος να τρέξει για βοήθεια στις µέρες που ζούσαν; Ύστερα όρµησε αγριεµένος και χτύπησε τον πρώτο που φυλούσε τσίλιες, ούρλιαξε εκείνος µπορεί και νεκρός να έπεσε, ειδοποιήθηκαν οι άλλοι, ένας πυροβολισµός κατάστηθα και… Αυτό ήταν όλο. Ο ένδοξος Αβραάµ Χατζηαβράµογλου έσβησε από τη σφαίρα ενός κακοποιού έξω από τις µεγάλες αποθήκες της επιχείρησής του, φορώντας µόνο τα σώβρακά του. Ας όψεται ο παραγιός, ο βυζαγµένος µε µίσος και
µεγαλωµένος µε το ταµάχι να τα κάνει όλα δικά του. Ας όψεται και η µαύρη του η µοίρα που ούτε οικογένεια χάρηκε ούτε ζωή. Κυρίως όµως δεν χάρηκε τη λατρεµένη του γυναίκα τη Μακρίνα, το χρώµα και το άρωµα των µαλλιών της ήταν το τελευταίο πράγµα που του ήρθε στον νου όταν το βόλι τρυπούσε τον θώρακα και έβρισκε την καρδιά του. Μακρίνα, κανέλα και πιπέρι.
Πάγωσε ο Ιορδάνης, ήταν έτοιµος για όλα αλλά δεν φανταζόταν πως θα σκότωναν το «αφεντικό» του, όχι µπροστά στα µάτια του τουλάχιστον. Στην αρχή πάγωσε, ύστερα σκέφτηκε πως ίσως να κινδύνευε και ο ίδιος, τελικά ήταν αδίστακτοι οι άλλοι. Γύρισε γρήγορα στα γραφεία, πήρε ό,τι πολύτιµο βρήκε: τους παράδες και τα οµόλογα που κρατούσε σε ένα κλειδωµένο συρτάρι ο Χατζηαβράµογλου τα ξάφρισε µε χέρια που έτρεµαν από αγωνία και πλεονεξία. Έφυγε µέσα στο σκοτάδι, πήγαινε τοίχο τοίχο και κάθε τόσο νόµιζε πως άκουγε βήµατα πίσω του. Οι κλέφτες θα τον έβρισκαν, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, ήξεραν πολύ καλά πού σύχναζε, σε ποιο καπηλειό πήγαινε, σε ποιο µπορντέλο, σε ποιον καφενέ. Ήξεραν και ποιους είχε φίλους, σε ποιανού το σπίτι κοιµόταν καµιά φορά. Θα τον σκότωναν· δεν υπήρχε αµφιβολία. Μέχρι να ξηµερώσει, κρυµµένος στα χαλάσµατα ενός
σπιτιού, άκουγε ποδοβολητά αλόγων, ο ελληνικός στρατός εγκατέλειπε την πόλη, από αυτή την πλευρά καλώς είχε πάρει τα ψεύτικα χαρτιά και φαινόταν πως ήταν Τούρκος. Προς το µεσηµέρι και ενώ δεν είχε κουνήσει ρούπι, µπήκαν οι Τσέτες ιππείς στη Σµύρνη και άρχισαν οι σφαγές, οι λεηλασίες των σπιτιών και των καταστηµάτων. Αργά ή γρήγορα, θα φτάνανε και στον Χατζηαβράµογλου, θα έβρισκαν τον σκοτωµένο, θα άρχιζαν άλλα πράγµατα. Έπρεπε να φύγει, έπρεπε να φύγει αµέσως. Έµεινε δυο µέρες και δυο νύχτες κρυµµένος. Το βράδυ της τρίτης, έκανε µε χίλιες προφυλάξεις τον γύρο της πόλης. Το «πανηγύρι» αφορούσε ακόµη µόνο το κέντρο και τον ρωµαίικο µαχαλά, δεν είχαν φτάσει στα αποµακρυσµένα σηµεία. Αναζήτησε κάποιους φίλους που ίσως µπορούσαν να τον βοηθήσουν, τώρα έπρεπε να τους πει πως κάποιοι άγνωστοι είχαν σκοτώσει το «αφεντικό» του. Δεν βρήκε κανένα, ερηµιά και αγωνία παντού, κρύφτηκε στο µποστάνι πίσω από ένα φιλικό σπίτι και την άλλη µέρα µπερδεύτηκε µε τον κόσµο που έτρεχε αλαφιασµένος προς τη θάλασσα. Σε κάποιο σηµείο ξεχώρισε από τις γυναίκες που τραβούσαν κλαίγοντας τα παιδιά και τους γέρους τους ψάχνοντας τρόπο να προσεγγίσουν το λιµάνι, παρά τα χτυπήµατα και τις σπρωξιές των στρατιωτών αλλά και του τούρκικου όχλου, και έστριψε προς τη γέφυρα των Καραβανιών, στο έµπα της Σµύρνης. Με όση δύναµη του είχε αποµείνει, πλησίασε τους στρατιώτες που τη φρουρούσαν. «Πάω να καταταγώ στον
στρατό» τους είπε δείχνοντας τα χαρτιά του «αλλά πρώτα θέλω να φιλήσω τη µάνα µου που πεθαίνει». Τύφλα στο µεθύσι εκείνοι συζήτησαν λίγο µεταξύ τους, να τον σκοτώσουν να τελειώνουνε µε τον ψεύταρο ή να τον αφήσουν να περάσει; Κόµποι κρύου ιδρώτα γέµισαν το στενό µέτωπο του Ιορδάνη, οι στρατιώτες γελούσαν και τον έβριζαν, τον κορόιδευαν και τον έφτυναν. Περίµενε χαµογελαστός, προσποιούµενος πως ήταν οικεία και αποδεκτή η συµπεριφορά τους, περίµενε µε την καρδιά του να κοντεύει να πεταχτεί από το στήθος του και στο τέλος, ανάµεσα σε βρισιές και απειλές, τον άφησαν να περάσει.
Και τώρα, αυτός ο Ιορδάνης ο µπάσταρδος, µε το φέσι του Τούρκου στο κεφάλι και τις λίρες ραµµένες στο στρίφωµα του παντελονιού, διέσχιζε την άγρια χώρα εδώ και τέσσερις µήνες µε σκοπό να φτάσει στο Ανδρονίκι. Οι κακουχίες δεν τον πτοούσαν ούτε σταµατούσαν το εγχείρηµά του που, σε καιρό πολέµου, ήταν τόσο επικίνδυνο. Ο στόχος τού έδινε φτερά και ατσάλωνε τη θέλησή του: Έπρεπε να πάει στη µάνα του τα καλά νέα και στις γυναίκες του Χατζηαβράµογλου τα κακά. Η χιονοθύελλα ήταν εντονότερη από όσες είχε συναντήσεις τις προηγούµενες µέρες. Βρισκόταν πια σε µεγάλο υψόµετρο, σίγουρα πατούσε τα εδάφη της Καππαδοκίας, µέρες πολλές τριγυρνούσε ψάχνοντας τον δρόµο, πολλές φορές είχε πάει προς λάθος κατεύθυνση, µα τώρα, τώρα στα σίγουρα ήταν στο
οροπέδιο της Καισάρειας. Δεν µπορούσε να υπολογίσει µε ακρίβεια, θα είχαν περάσει τα Χριστούγεννα πάντως. Σε όσα χάνια είχε σταµατήσει στον δρόµο, πάντα µε τον φόβο µη και τον αναγνωρίσουν, δεν έκανε ερωτήσεις. Άλλαζε άλογο γρήγορα γρήγορα, ζέσταινε για λίγες ώρες το ξυλιασµένο του κορµί και έφευγε πριν ξηµερώσει και πριν συναντήσει περισσότερους ανθρώπους. Με το µίσος να του δίνει κουράγιο και την απληστία να τον οπλίζει µε απίστευτη δύναµη, κάλπαζε τώρα προς την Καισάρεια και το Ανδρονίκι, κάλπαζε αψηφώντας ληστές, άτακτο στρατό και τον βαρύ χειµώνα. Το όνειρό του να γίνει αφέντης στην περιουσία που πίστευε ακράδαντα πως του ανήκε, να παντρευτεί την πρωτότοκη κόρη του «αφεντικού» του την πανώρια Σεβαστή και να κάνει κυρά στο τσιφλίκι στο Ανδρονίκι τη µάνα του την πονεµένη τού έδινε κουράγιο και ατσάλινη θέληση.
Ξύπνησε από το τρεµούλιασµα µιας φλόγας κοντά στα µάτια του. Προσπάθησε να τα ανοίξει, να δει τι ήταν –Κι άλλες φωτιές; Δεν έφταναν τόσες στη Σµύρνη;– αλλά εκείνα πονούσαν τόσο πολύ, που εγκατέλειψε αµέσως την προσπάθεια. Το σώµα του ζεστό, αυτό µπορούσε να το καταλάβει. Ζεστό και ακουµπισµένο σε κάτι µαλακό. Μια µυρωδιά από ξύλο που καιγόταν και κάτι άλλο που έκανε τα
σάλια του να τρέξουν, χωρίς να το θέλει. Δοκίµασε να κουνηθεί. Πρώτα τα πόδια… Ωωωπ… πήγαν λίγα εκατοστά πιο εκεί. Ύστερα τα χέρια, τα δάχτυλα… Ωωωπ… πάλι κάτι κουνήθηκε. Ίσως το µεσαίο του δάχτυλο να ήταν. Μπορούσε. Μπορούσε, λοιπόν. Έχοντας αποκτήσει σχεδόν πλήρως τις αισθήσεις του προσπάθησε πάλι να ανοίξει τα µάτια. Σκοτάδι. Σκοτάδι κι ένα µισολιωµένο κεράκι λίγο πιο κει από το κεφάλι του. Μπροστά του ένας σκοτεινός όγκος. Και πίσω από τον σκοτεινό όγκο η αντανάκλαση της φωτιάς, γι’ αυτό ήταν σίγουρος, δυο µερόνυχτα κρυµµένος είχε δει τη φωτιά να κάνει κόκκινο τον ουρανό της Σµύρνης. Ύστερα άκουσε. Τα κάρβουνα που έτριζαν καθώς πύρωναν, άρα υπήρχε ένα µαγκάλι. Και µια αναπνοή άκουσε, µια αναπνοή και ένα βαρύ ξεφύσηµα που ερχόταν από την πλευρά του σκοτεινού όγκου. Κοίταξε καλύτερα, τα µάτια του είχαν πια συνηθίσει το σκοτάδι. Ένα ξέσκεπο κεφάλι, πλούσια µαύρα µαλλιά πιασµένα σε κότσο και ένα πρόσωπο αγαπηµένο που φωτιζόταν σε κάποια σηµεία από τη φωτιά. Η µάνα του, κοιµισµένη στο σκαµνί, µε το ένα χέρι στο µάγουλο και το άλλο εγκαταλειµµένο πάνω στη µαύρη γάτα που ήταν ξαπλωµένη στην ποδιά της. Η µάνα του που ακόµη κουβαλούσε, αν και αχνά πια, πάνω της τα σηµάδια µιας µεγάλης οµορφιάς. Τα είχε καταφέρει, λοιπόν. Είχε ξεπεράσει όλα τα εµπόδια – εµπόδια που νους ανθρώπου δεν θα µπορούσε να τα συλλογιστεί– και είχε φτάσει στον προορισµό του, ζωντανός!
Και αφού είχε φτάσει ζωντανός, αυτό σήµαινε πως ο Θεός ήταν µε το µέρος του. Και αφού ήταν µε το µέρος του, σήµαινε πως είχε δίκιο που πίστευε ότι του άξιζε µια καλύτερη µοίρα. Τώρα θα έβαζε µπρος και το υπόλοιπο σχέδιό του. Τώρα θα έκανε τη Σεβαστή γυναίκα του και θα έπαιρνε το αίµα του πίσω. Έστω και από τους λάθος ανθρώπους. Τα πράσινα µάτια της γάτας σαν τον οξαποδώ φωσφόρισαν καθώς τα άνοιξε και τα στύλωσε πάνω του.
Ιούλιος 1919: Κωνσταντινούπολη
Έλµερ
Έκλεισε τη Βίβλο και αναστέναξε ελαφρά. Μια γλυκιά αδηµονία ήταν κρυµµένη κάτω από το «ουφ» του, το ταξίδι τέλειωνε και η υποµονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Άπλωσε τα µακριά, αδύνατα πόδια του στα φαγωµένα από το αλάτι της θάλασσας σανίδια του καταστρώµατος και χάζεψε δυο γλάρους, σηµάδι πως η στεριά ήταν πια κοντά, δυο γλάρους που πετούσαν από την κουπαστή ως το φουγάρο και ανάποδα, κρώζοντας. Τρεις ολόκληρους µήνες, µε εξαίρεση λίγες µέρες στη Σµύρνη, βρισκόταν στη θάλασσα και ελάχιστες φορές είχε πατήσει στη στεριά. Αυτό συνέβη µόνο εκεί που το µεγάλο πλοίο έπιανε λιµάνι για να αποβιβασθούν οι ταξιδιώτες, στη Βαρκελώνη για παράδειγµα ή στη Γένοβα ή στο Παλέρµο ή
στην Πάτρα και µόνο για λίγες ώρες, ίσα να κάνει τις προµήθειές του. Κατέβαινε κι εκείνος στα άγνωστα λιµάνια, έκανε µικρές σύντοµες βόλτες, άλλος αέρας, άλλα χρώµατα, άλλες µυρωδιές, και προσπαθούσε να κλείσει µέσα στο µυαλό του τις εικόνες από τη γηραιά ήπειρο. Σαν έφτασαν δε στη Σµύρνη, έµεινε έκθαµβος, τούτη η πόλη ήταν πολύ πιο ευρωπαϊκή από την Πάτρα ας πούµε ή το Παλέρµο, κι ας βρισκόταν στη Μικρά Ασία. Κοίταξε τη στεριά απέναντι όπως είχε αρχίσει αχνά να διαγράφεται µέσα στο άπλετο φως του καυτού ήλιου. Χθες βραδάκι ήταν που άφησαν τα γαλάζια νερά του Αιγαίου, πέρασαν τα στενά των Δαρδανελίων και όλη νύχτα έπλεαν τη θάλασσα του Μαρµαρά. Άφησε στο τραπεζάκι δίπλα του τη Βίβλο και συµβουλεύτηκε πάλι τον χάρτη. Όχι, δεν ήταν στεριά αυτή που έβλεπε, µάλλον κάποιο από τα νησάκια που ο χάρτης ονόµαζε Αdalari, αλλά αυτός που είχε σπουδάσει Αρχαία Ελληνικά στο πανεπιστήµιο της Βοστόνης ήξερε πολύ καλά πως το όνοµά τους ήταν Πριγκιπόννησα. Ιούλιος στα τέλη του και η µέρα µεγάλη, απλωµένη σαν καυτό πέπλο πάνω στο ηµισφαίριο. Ένα απαλό αεράκι κάθε τόσο προσπαθούσε µε παιχνιδιάρικη διάθεση να του πάρει το ψαθάκι από το κεφάλι, στη µέσα τσέπη του γιλέκου του η συστατική επιστολή για τον διευθυντή της Σχολής· στην άλλη το γράµµα, σηµείωµα καλύτερα, της µητέρας του – εκείνη η αυστηρή και αγέλαστη προτεστάντισσα, κόρη ιεραπόστολου,
για πρώτη φορά του είχε ανοίξει την καρδιά της: «Θα σε περιµένω να γυρίσεις, λατρεµένε µου γιε» και τον είχε κάνει να κλάψει πολύ. Όχι γιατί λυπόταν που έφευγε, καθόλου, ποθούσε όσο τίποτα να ξεφύγει από το γκρίζο οικογενειακό περιβάλλον και ονειρευόταν να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσµο. Η πρόταση από τον κοσµήτορα του Πανεπιστηµίου –και µάλιστα µε το που είχε πάρει το πτυχίο– να πάει να διδάξει στο αµερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια στη Μερζιφούν, κάπου στη Μαύρη Θάλασσα, κάπου στο βιλαέτι του Πόντου, όπως έλεγαν οι επιστολές που είχαν ανταλλάξει, του είχε δώσει µεγάλη χαρά. Και µια µεγάλη ευκαιρία να ξεφύγει. Οι γονείς του δεν είχαν φέρει αντίρρηση, το γεγονός πως πήγαινε να διδάξει σε κάποιο σχολείο που είχε ιδρυθεί από τους «δικούς τους» ιεραπόστολους ήταν αρκετό για να µην κάνουν σκηνή. Γιατί βαθιά µέσα τους ήξεραν πως το παιδί τους ήθελε να φύγει από κοντά τους, πως δεν άντεχε άλλο. Έβγαλε το σηµείωµα από την τσέπη και διάβασε για χιλιοστή και βάλε φορά. «Θα σε περιµένω να γυρίσεις, λατρεµένε µου γιε». Σκούπισε µε την ανάποδη της παλάµης διακριτικά ένα δάκρυ και χαµήλωσε το ψαθάκι του ως τα µάτια σχεδόν, µην τύχει και τον δει κανείς να κλαίει. Ένα βάρος ήρθε και σφηνώθηκε στο στήθος του και του δυσκόλεψε την αναπνοή. Σκούπισε το δεύτερο δάκρυ που έτρεξε για το χάδι της µάνας που δεν είχε νιώσει από µικρός, για τα τρυφερά λόγια που δεν είχαν ακούσει τα παιδικά του αυτιά. Μόνο τώρα… Μόνο τώρα, και µόνο γραπτά. Ούτε να τα
προφέρει δεν είχε κατορθώσει η σεπτή του µητέρα.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα που ήταν µισοξαπλωµένος και κοίταξε γύρω του στο κατάστρωµα της πρώτης θέσης τον κόσµο που βολτάριζε βαριεστηµένα. Κάποιοι από τους συνταξιδιώτες ήταν µαζί του από τη Νέα Υόρκη, είχαν γνωριστεί καλά τόσο καιρό, δειπνούσαν µαζί, συζητούσαν τα βράδια στη µεγάλη σάλα. Οι υπόλοιποι είχαν ανέβει από την Πάτρα και τη Σµύρνη, κυρίως από τη Σµύρνη. Πλούσιοι έµποροι οι περισσότεροι που ταξίδευαν για δουλειές· τρία ηλικιωµένα ζευγάρια που έκαναν «τον γύρο του κόσµου», όπως έλεγαν χαριτωµένα· δυο Ρωµιοί χρυσοχόοι που επέστρεφαν, ο ένας µάλιστα µε καινούργια, νεαρή σύζυγο στο πλάι του που την έφερνε από την Αµέρικα· αρκετοί Τούρκοι επιχειρηµατίες, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν επιβιβαστεί από τη Σµύρνη· µια Ιταλίδα «τραγουδίστρια της όπερας» όπως συστηνόταν η ίδια, ενώ κάποιοι υποψιάζονταν πως επρόκειτο για πόρνη πολυτελείας· ένας ελληνικός θίασος, µε επικεφαλής µια αριστοκρατικής φυσιογνωµίας γυναίκα που συµπεριφερόταν όµως σαν ντίβα και ακόµα παραπάνω, ο οποίος πήγαινε για παραστάσεις στην Ισταµπούλ· µια πολυµελής οικογένεια Αρµένιων που επέστρεφαν στην πατρίδα. Ήταν και κάποιοι άλλοι, δυο τρεις γυναίκες και έξι εφτά άνδρες που του Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ τού φαίνονταν κάπως
περίεργοι αφού, στις τόσες µέρες που ταξίδευαν, δεν επεδίωξαν καµιά επικοινωνία µαζί του ή µε τους υπόλοιπους επιβάτες της πρώτης θέσης, ούτε µεταξύ τους µιλούσαν. «Αυτούς να τους προσέχεις» του είχε ψιθυρίσει στο αυτί ο µελαχρινός Αρµένης πάτερ φαµίλιας. «Είναι µυστικοί αστυνόµοι, άλλοι στην υπηρεσία του Σουλτάνου και άλλοι στην υπηρεσία του Κεµάλ. Εµάς που ερχόµαστε απ’ όξω µας παρακολουθούν στενά. Για λίγο καιρό θα σε παρακολουθούν και σένα. Μετά…» Ήταν ο Αγκόπ Κονταξιάν και είχε µονίµως από κοντά τον Αµερικάνο καθηγητή, του ’πιανε την κουβέντα και λάτρευε να παινεύει τα πλούτη και την οικογένειά του. Εκείνη ακριβώς τη στιγµή που ο Έλµερ είχε µόλις σηκωθεί βαριεστηµένος από τη σεζ λονγκ του, ο Κονταξιάν ήρθε κοντά του κρατώντας µια από τις κόρες του, τη µεγαλύτερη αν δεν έκανε λάθος ο Έλµερ, από το µπράτσο. Βιάστηκε να κατεβάσει εκείνη τα µαύρα της µάτια και να χαµογελάσει ντροπαλά στον άντρα που –µα τα χίλια µοναστήρια της Αρµενίας– ήταν σκέτος κούκλος! «Φθάνουµε, αγαπητέ κύριε Κάρτερ» είπε ο Αγκόπ Κονταξιάν στρίβοντας το µουστάκι του. «Ελπίζουµε, η Ρουµπίνα και εγώ δηλαδή, να µας δοθεί η ευκαιρία να βρεθούµε και στην Πόλη. Θα χαρούµε να σας δεξιωθούµε στην οικία µας στον Βόσπορο». Χαµογέλασε πλατιά τώρα η Ρουµπίνα και άφησε να φανούν κάτι µεγάλα δόντια, ενώ τα µάγουλά της βάφτηκαν στο ίδιο χρώµα µε το όνοµά της.
«Δυστυχώς, θα φύγω πολύ σύντοµα για τη Μερζιφούν, κύριε Κονταξιάν» απάντησε για πολλοστή φορά ο Έλµερ στην ίδια πρόσκληση. «Με την πρώτη ευκαιρία όµως που θα ξαναέρθω στην Ισταµπούλ, σας υπόσχοµαι πως θα χαρώ να σας επισκεφθώ». Κατσούφιασε κάπως η Ρουµπίνα και έσµιξαν µεταξύ τους τα χοντρά µαύρα φρύδια της. Οι προσπάθειες του πατέρα της να της ψαρέψει γαµπρό από όπου µπορούσε σχεδόν ποτέ δεν είχαν ευτυχή κατάληξη. Κρίµα, και αυτός ο Αµερικάνος ήταν… µµµµ! Θύµωσε και τσίτωσε προς τα εµπρός τα µεγάλα της στήθη. Αυτά, µε υπαινιγµούς και µισόλογα, της είχαν µάθει πως ήταν µεγάλο προτέρηµα για µια κοπέλα της παντρειάς. Ο Έλµερ χαιρέτησε ευγενικά µε το καπέλο του και βιάστηκε να µπει µέσα, να διασχίσει κάθετα το πλοίο, για να βγει από την άλλη µεριά του καταστρώµατος. Ήδη είχε αρχίσει να φαίνεται η Βασιλεύουσα. Η πόλις των πόλεων. Και ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ ήθελε να απολαύσει το θέαµα µόνος του.
Παρακολουθούσε το ξεφόρτωµα των αποσκευών µε το µυαλό θαµπωµένο από την τόση οµορφιά. Βρακοφόροι χαµάληδες µε παχιά µουστάκια έτρεχαν στην αποβάθρα προσεγγίζοντας µε φωνές και έντονες χειρονοµίες τους επιβάτες του πλοίου που κατέβαιναν από τις µεγάλες ξύλινες βάρκες, στις οποίες είχαν µετεπιβιβασθεί, ενώ εκείνο παρέµενε δεµένο στα ανοιχτά. Με
δυο τρεις γαλλικές λέξεις οι επιβάτες τούς έδιναν να καταλάβουν πως επέτρεπαν να τους µεταφέρουν τις αποσκευές και τα µπαούλα και έδειχναν προς την έξοδο του λιµανιού όπου περίµεναν άµαξες µε άλογα, αλλά και µουλάρια µε αγωγιάτες. Ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ, µε τις αποσκευές στα πόδια του, προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε ό,τι έβλεπε και σ’ αυτό που µόλις είχε αισθανθεί· λίγο τον ενδιέφερε να βρει γρήγορα ένα µέσον να φύγει από το λιµάνι. Οι φωνές, τα χρώµατα, οι γρήγορες κινήσεις, τα σούρτα φέρτα, ο παφλασµός των κουπιών στη θάλασσα, η Ανατολή… Η Ανατολή τον είχε µαγέψει και έστεκε µε ανοιχτό το στόµα. Είχε αντικρίσει µε δέος τα βυζαντινά τείχη της Πόλης καθώς άφηναν πίσω τους τη θάλασσα του Μαρµαρά και πλησίαζαν στον Βόσπορο. Στ’ αριστερά, στον λόφο πάνω από τα τείχη, απλωνόταν η βυζαντινή πόλη µε τα ξύλινα χρωµατιστά σπίτια και µπροστά του ο Βόσπορος µε τις καταπράσινες όχθες. Όσο το πλοίο έπαιρνε µια ελαφριά στροφή για να προσεγγίσει το λιµάνι στην αρχή του Κεράτιου κόλπου, τους πλησίασαν χιλιάδες γλάροι κρώζοντας, και ο Έλµερ είδε, κάτω από τις απογευµατινές αχτίδες του ήλιου, στη µια όχθη να αστράφτουν οι θολωτές σκεπές του Τοπ Καπί και στην άλλη, στη βόρεια πλευρά του Κεράτιου, τον πύργο του Γαλατά, που έριχνε τη σκιά του στα γύρω χαµόσπιτα. Όταν άραξαν, ο νεαρός καθηγητής, χωρίς να βιάζεται καθόλου, είχε µείνει να παρατηρεί τον µεγαλειώδη ναό της Αγια-Σοφιάς στην κορυφή του λόφου στ’ αριστερά, τις χιλιάδες
του κόσµου που διάβαιναν βιαστικοί τη γέφυρα του Γαλατά, τις δεκάδες βάρκες που είχαν ξεκινήσει από την ακτή και έρχονταν ολοταχώς κοντά στο πλοίο και τα καΐκια µε τα ανοιχτά πανιά που έφευγαν για τον Βόσπορο. Από κάπου ψηλά, ακουγόταν η φωνή του µουεζίνη και προσκαλούσε τους πιστούς για την τελευταία προσευχή της µέρας. Ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ, Γιάνκης από τη Μασαχουσέτη, µε την οµορφιά της Κωνσταντινούπολης να του καρφώνεται σαν σουγιάς στην καρδιά, ήξερε πως αυτές οι στιγµές θα έµεναν χαραγµένες για πάντα στη µνήµη του. Και θα τον πονούσαν για πάντα το ίδιο.
Δεκέµβριος 1899: Σµύρνη
Αβραάµ
Ο νους και η λαχτάρα του ήταν µακριά, πολύ µακριά. Κοίταζε µε απάθεια έξω από το παράθυρο την πολύβουη αποβάθρα του σταθµού, µια βδοµάδα πριν από τα Χριστούγεννα και ο κόσµος ταξίδευε προς πάσα κατεύθυνση. Το πλήθος πηγαινοερχόταν µιλώντας δυνατά, γελώντας, µαλώνοντας. Άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων –Ρωµιοί, Τούρκοι, Αρµεναίοι, Εβραίοι, Άγγλοι, Αυστριακοί, Γάλλοι, Γερµανοί, Ελβετοί, Ιταλοί, Ολλανδοί, Σουηδοί, Πέρσες– έτρεχαν βιαστικοί να προφτάσουν να επιβιβαστούν, να αποχαιρετίσουν, να καλωσορίσουν ή να ανταµώσουν τους δικούς τους. Γυναίκες µε βαριά γούνινα πανωφόρια, που άφηναν όµως να φαίνονται οι ποδόγυροι ανοιχτόχρωµων φορεµάτων, και µε δαντελένια παρασόλια· γυναίκες µε σκούρα παλτό και επίσης σκουρόχρωµες µαντίλες·
καλόγριες διαφόρων ταγµάτων µε ράσα και καλύπτρες στο κεφάλι· γυναίκες νέες και γυναίκες µεγαλύτερες: κοριτσόπουλα σαν τα άγουρα ροδάκινα, κοπέλες ίδια ολάνθιστα ρόδα, µεσήλικες φορτωµένες εµπειρίες και χρώµατα όπως τα ζουµερά ρόδια, ηλικιωµένες, σκυφτές και σκοτεινές σαν τις σκιερές µυρτιές, περίµεναν, έφταναν, βηµάτιζαν, µονολογούσαν ή συζητούσαν µε φρακοφορεµένους κυρίους σε διάφορες γλώσσες· κατέβαζαν τα µάτια µπροστά σε άνδρες µε φέσια· µάλωναν αγόρια µε ναυτικά ρούχα· τοποθετούσαν άσπρους φιόγκους σε κοριτσίστικα µαλλάκια· φόρτωναν σε νταντάδες τα βυζανιάρικα µωρά τους· έδιωχναν µε βδελυγµία επαίτες και λουστράκια· διέταζαν βαστάζους να κουβαλήσουν βαλίτσες και σεντούκια· έσερναν µόνες τους πολύχρωµους µπόγους. Ένα συνεχώς µεταβαλλόµενο ανθρώπινο σµάρι που ανέπνεε, δρούσε, επιχειρούσε, ερωτευόταν και πέθαινε στη Σµύρνη. Ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου κάθισε στον καλυµµένο µε πράσινο βελούδο καναπέ, βούλιαξε στο παχύ µαξιλάρι της πλάτης και ακούµπησε στα γόνατά του την κοµψή µικρή βαλίτσα, τελευταίο απόκτηµα από το κατάστηµα του Φρεντερίκ Ρουσό, που έφερνε αποσκευές κάθε είδους από τα Παρίσια. Χάιδεψε µε το χέρι, τρέµοντας σχεδόν από συγκίνηση, το δέρµα από µαύρο πάνθηρα και τις γωνίες από µαυρισµένο, σφυρήλατο ασήµι. Ύστερα, προσέχοντας µήπως και τον παρακολουθεί κάποιος, τράβηξε πιο χαµηλά τη χειροπέδα που ήταν κρυµµένη µέσα στο µανίκι του µαύρου τσόχινου παλτού του, την τράβηξε µέχρι τον
καρπό του αριστερού χεριού, ίσα ίσα µέχρι το σηµείο που ακουµπούσε η καντιφένια[18] µανσέτα του ρούχου του. Αφού βεβαιώθηκε πως η λεπτή αλλά γερή αλυσίδα που συνέδεε τη χειροπέδα µε το χερούλι της βαλίτσας ήταν καλά κλεισµένη, άρχισε να αισθάνεται ασφαλής, αλλά και πάλι όχι απόλυτα, καθώς το ταξίδι θα κρατούσε κάµποσες ώρες, δεκαπέντε και βάλε, και ένας Θεός ήξερε πόσοι και ποιοι θα ανέβαιναν στην αµαξοστοιχία που θα επιχειρούσε να διασχίσει κάθετα τη Μικρά Ασία. Προς το παρόν πάντως ήταν µόνος στο ένα από τα δύο κουπέ της πρώτης θέσης, αλλά σύντοµα θα έρχονταν και άλλοι, µελίσσι που βούιζε ανήσυχο ο κόσµος απέξω και πολιορκούσε ασφυκτικά τις γραµµές του τρένου.
Στο άκουσµα του µακρόσυρτου σφυρίγµατος του σταθµάρχη ο Αβραάµ, µε ένα πλατύ χαµόγελο προς το άγνωστο πλήθος που συνωστιζόταν στις αποβάθρες, αποχαιρέτησε τη Σµύρνη την κοσµοπολίτισσα, κι ας το γνώριζε πολύ καλά πως δεν ήταν για πάντα. Με τα ίδια σχεδόν ανάµεικτα συναισθήµατα που την αποχαιρετούσε κάθε φορά από τότε που βρέθηκε στην αγκαλιά της, δεκάξι χρονών παλικαράκι. Κάπως λυπηµένος, µουδιασµένος να λες καλύτερα και πλακωµένος από µια ασφαλώς πρόωρη νοσταλγία. Γιατί εκεί, στην πλανεύτρα και γόησσα µεγαλούπολη, είχε γνωρίσει όλες τις χαρές της ζωής,
είχε καταξιωθεί από νωρίς στο εµπόριο, είχε γίνει κύριος µεγάλης περιουσίας και αφέντης πολλών ανθρώπων. Όµως το συναίσθηµα που επικρατούσε αυτή τη φορά στην ψυχή του και της έδινε φτερά, και ήθελε να ξεφύγει, να τρυπήσει το ξύλινο ταβάνι του βαγονιού και να πετάξει ψηλά, πολύ ψηλά, στον παγωµένο γαλάζιο ουρανό, ήταν η χαρά. Η µεγάλη του χαρά. Γιατί γυρνούσε πίσω στην πατρίδα, την Καισάρεια, την «περήφανη πόλη»[19], τον οµφαλό, τα µάτια και την καρδιά της Καππαδοκίας. Γιατί πήγαινε στο σπίτι και στους γονείς του, στους φίλους και στα ληµέρια των ξένοιαστων παιδικών του χρόνων. Χαρά λοιπόν και απέραντη ευτυχία και άλλη τόση αγωνία, γιατί εκεί που πήγαινε… αχ, εκεί που πήγαινε, στην Καισάρεια δηλαδή, θα συναντούσε… θα συναντούσε εκείνη που τέσσερις µήνες τώρα είχε κυριεύσει την καρδιά και το µυαλό του. Πλούσια πόλη η γενέτειρα, πλούσια για τα δεδοµένα της άνυδρης και άξυλης[20] Καππαδοκίας δηλαδή, καµιά σχέση µε τη Σµύρνη που οι θησαυροί της γης και του εµπορίου της ξεχείλιζαν – από τα µπάρκα για όλο τον κόσµο ως τις τράπεζες, τα εµπορικά καταστήµατα, τα νυχτερινά κέντρα, τις πλατείες, το Κε, τη διάσηµη παραλία της, και τα σεντούκια των εύπορων Ελλήνων, Τούρκων, Αρµενίων και τόσων άλλων. Πλούσια και ένδοξη η Καισάρεια, αφού δοξάστηκε από Έλληνες, Ρωµαίους, Σελτζούκους και Οθωµανούς και κέντρο της Ανατολής, βίωνε χρόνια τώρα µια ευµάρεια και άνθηση που οφείλονταν στο εµπορικό δαιµόνιο των χριστιανών, Ρωµιών και Αρµενίων, που
δεν είχαν αφήσει τόπο για τους Οβριούς. Και ήταν αυτό το δαιµόνιο που είχε ωθήσει από παλιά τους Καϊσερλήδες[21] στα ξένα –στην Πόλη, στη Σµύρνη, στη Μερσίνα, στον Πόντο κι αλλού– όπου διέπρεψαν ως έµποροι, κυρίως χρυσού αλλά και πάσης φύσεως αγαθού. «Ο Αλλάχ δεν έπλασε τον Κάισερλη µε λάσπη, τον έπλασε µε του Ερτζιές νταγ τη λάβα. Ο Καισαριώτης όπου και να πάει, δεν τα χάνει. Θα βγάλει το ψωµί του κι απ’ την πέτρα!» σιγοψιθύρισε το τραγούδι των λαϊκών βάρδων, κάτω από το λεπτό του µουστάκι. Με τη µελωδία να βολτάρει ακόµη στα χαµογελαστά του χείλη, ο Αβραάµ χαιρέτησε στα γαλλικά ένα ανδρόγυνο και τα δυο παιδιά τους που µπήκαν µε φωνές στο κουπέ – αυτό συνηθιζόταν στη Σµύρνη, όταν κάποιος φορούσε φράγκικα και δεν ήξερες τι εθνικότητας είναι, τα γαλλικά ήταν κοινή γλώσσα όλων. Η κυρία χαµογέλασε ευγενικά και έβγαλε τα γάντια της, ενώ τα παιδάκια τον κοίταξαν και έπαψαν τις φωνές ύστερα από υπόδειξη του πατέρα σε µια γλώσσα που ο Αβραάµ υπέθεσε πως θα µπορούσε να είναι η ρώσικη. Μετά το σύντοµο αυτό διάλειµµα στις σκέψεις του, χάιδεψε πάλι, αλλά πολύ πιο διακριτικά αυτή τη φορά, το πολυτελές του βαλιτσάκι. Δόξα τω Θεώ, είχε φτάσει η ευλογηµένη στιγµή, κόντευε τέλος πάντων τριάντα χρονώ άνδρας και το αίµα του έβραζε σαν τη λάβα στο ηφαίστειο. Και γι’ αυτή την ώρα που είχε φτάσει είχε µια αγωνία που του στέγνωνε το στόµα. Ύστερα χάιδεψε και πάλι το λεπτό του µουστάκι ο Αβραάµ, µια γλύκα κατέβαινε στο υπογάστριο µε το που σκεφτόταν εκείνη
και τον κατάλευκο αυχένα της όπως τον είχε δει τη µέρα που την πρωτογνώρισε. Γλύκα βασανιστική, τέσσερις µήνες τώρα· µε τη γλύκα κοιµόταν, µ’ αυτή ξυπνούσε, φωτιά και σορόπια κόντευαν να τον τουµπανιάσουν, µάταια ζητούσε ανακούφιση σε πρόθυµες αγκαλιές, µόλις βρισκόταν µόνος πάλι το ίδιο βάσανο, ένας λευκός και λεπτός αυχένας µε λίγες καφετιές πανάδες στη ρίζα του και δυο µάτια ήρεµα και γαλάζια σαν τη θάλασσα µπροστά από το σπίτι του στο Κορδελιό της Σµύρνης, εκεί που είχε εγκατασταθεί πρόσφατα όπως πολλοί ευκατάστατοι Έλληνες και Αρµεναίοι. Το τρένο αγκοµαχώντας, φτύνοντας καπνό και τρίζοντας ολόκληρο κόντευε να βγει πια από την πεδιάδα της Σµύρνης και να χωθεί στο εσωτερικό της Μικρασίας, θα περνούσαν τη Μανίσα[22], ώρες µετά θα έφταναν στο Ουτσάκ και κατά το ξηµέρωµα θα ήταν στο Αφιόν. Το µεσηµέρι θα έφευγε για την Κόνια, µακρύς ο δρόµος, µακρύς και άχαρος όσο θα προχωρούσαν στο εσωτερικό. Από εκεί, από το Ικόνιο δηλαδή, όπως ήταν το ελληνικό όνοµα, θα έπαιρνε την άµαξα που έκανε το δροµολόγιο µέσα σε καραβάνι και σε µια µέρα περίπου θα ήταν στην Καισάρεια. Τίποτα δεν τον πτοούσε. Ούτε το µακρύ και επικίνδυνο ταξίδι ούτε ο βαρύς χειµώνας. Καθυστέρησε ο Αβραάµ για λίγο να σκεφθεί εκείνη, µε την ίδια περίεργη διάθεση που όταν ήταν µικρό παιδί δεν καταβρόχθιζε αµέσως το ιτσλί που του σερβίριζε στο πιάτο η µάνα του τα Χριστούγεννα· έµενε να το θαυµάζει, να το µυρίζει και να το ποθεί, αλλά να µην το δαγκάνει, µεγαλώνοντας έτσι
την όρεξη και την ευχαρίστηση που θα ένιωθε µόλις θα το έβαζε στο στόµα του, κάνοντάς το µια χαψιά. Για τον ίδιο λόγο, δηλαδή για να µεγαλώσει ακόµα περισσότερο η γλυκιά προσµονή της σκέψης της, έφερε στον νου τους απέραντους αµπελώνες στο Ανδρονίκι, τα περιβόλια µε τις µηλιές, τις δαµασκηνιές και τις ασηµένιες αχλαδιές, το πατρογονικό πέτρινο σπίτι στο κτήµα µε τις αποθήκες, τα κελάρια, τα υποστατικά για τα ζώα και το µεγάλο κιόσκι στην αυλή, το δάσος στην πλαγιά του λόφου, που συνήθιζε µικρός να παίζει µε τα άλλα παιδιά του χωριού, αφού εκείνος, µοναχογιός και µοναχοπαίδι, στερηµένος ήταν πάντα από παρέες και γέλια µέσα στο σπίτι. Το τοπίο άλλαζε σιγά σιγά έξω από το παράθυρο, τώρα η βλάστηση είχε γίνει πιο χαµηλή, το χώµα έφερνε προς το κόκκινο και µπροστά τους, όπως το ήξερε από άλλες φορές, απλωνόταν µια τεράστια πεδιάδα µε φυτείες µπαµπακιού. Έκλεισε τα µάτια ο Αβραάµ και την έφερε στον νου του. Ναι, αυτή ήταν τώρα η ώρα για εκείνη. Την υπέροχη, τη θεσπέσια Μακρίνα, µε την οποία σε λίγες µέρες, αν όλα πήγαιναν καλά – σ’αυτό το σηµείο χτύπησε διακριτικά ξύλο ο νεαρός άνδρας στα πλάγια του κουπέ– θα παντρευόταν. Λίγο σάλιο έτρεξε από την άκρη των χειλιών του, καθώς είχε µισανοίξει το στόµα, ονειρευόµενος την αγαπηµένη του Μακρίνα. Λίγο σάλιο που ήταν σίγουρος πως θα έπαιρνε για πάντα τη γεύση του σερµπετιού µόλις θα γευόταν τη γλύκα του φιλιού της. Γιατί φυσικά, ο Αβραάµ δεν είχε φιλήσει ποτέ την
αρραβωνιαστικιά του. Και όχι µόνο αυτό, αλλά ούτε καλά καλά την ήξερε. Μονάχα δυο φορές την είχε δει, τότε που πήγανε µε τον πατέρα του να τη γνωρίσουν και την εποµένη να τη ζητήσουν και επίσηµα από τον θειο της, τον άρχοντα Ρίζο εφέντη, µακρινό συγγενή της και µοναδικό της κηδεµόνα, που επιθυµούσε να την παντρέψει για να της προσφέρει µια οικογένεια και µια προστασία. Χάιδεψε το βαλιτσάκι του ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου. Ένας µικρός θησαυρός από κοσµήµατα αντάξια της οµορφιάς της αναπαυόταν πάνω στα άλικα µετάξια. Ένα µαργαριταρένιο γιορντάνι, αρκετά µακρύ για να περιστραφεί µέχρι και τρεις φορές γύρω από τον γαλατένιο της λαιµό, µε διαµαντένιο κούµπωµα σε σχήµα πεταλούδας. Τρία χρυσά σκαλιστά βραχιόλια, δυο δάχτυλα φάρδος το καθένα, που ενώνονταν µεταξύ τους µε µια πόρπη κεντηµένη, θαρρείς, µε διαµαντάκια. Δυο δαχτυλίδια, το πρώτο µε ένα ρουµπίνι, µεγάλο σαν ρεβίθι. Το άλλο µε µια σµαραγδένια καρδιά. Τρία ζευγάρια µακριά σκουλαρίκια µε πολύτιµες πέτρες κι αυτά, που τα φανταζόταν ο Αβραάµ να κρέµονται από τα αυτάκια της, ίδια µε κοχυλάκια του βυθού. Φυσικά κι ένα ζευγάρι βέρες, από είκοσι τέσσερα καράτια χρυσό, που εσωτερικά είχαν χαραγµένο «1/1/1900 Μακρίνα Χατζηαβράµογλου» η µία, «1/1/1900 Αβραάµ Χατζηαβράµογλου» η άλλη, εκείνη που θα έµπαινε στο κρινοδάχτυλό της, την πρώτη µέρα του αιώνα, ανήµερα της γιορτής του Αγίου Βασιλείου, στη µητρόπολη της Καισάρειας, στον Άγιο Νικόλαο. Αµήν και πότε δηλαδή!
Δεν είχε άλλες βαλίτσες µαζί του στο κουπέ ο Αβραάµ, τα τρία εξίσου πολυτελή σεντούκια µε τα «προικιά» και το γαµπριάτικο κουστούµι φυλάσσονταν από τον Τούρκο υπηρέτη του πίσω, στον χώρο µε τις αποσκευές και, καθώς έπρεπε να σκέφτεται συνέχεια ευχάριστα πράγµατα ώστε να περάσει αυτό το µακρύ ταξίδι, συγκεντρώθηκε πάλι στο περιεχόµενο της βαλιτσούλας. Εκτός από τα κοσµήµατα, υπήρχε µέσα και µια υπέροχη γούνινη εσάρπα από την καλύτερη µαύρη βιζόν που κυκλοφορούσε στην πολυτελή αγορά της Σµύρνης. Και ένα ζευγάρι δαντελένια γάντια, κεντηµένα µε µικροσκοπικά µαργαριτάρια του ωκεανού, γάντια τόσο λεπτοδουλεµένα και τέτοιας οµορφιάς, που µόλις τα είχε δει ο Αβραάµ, τον οποίο η φύση είχε κάνει κοντόχοντρο και κάπως άκαµπτο αλλά του είχε χαρίσει καρδιά καλλιτέχνη, είχε δακρύσει από ευτυχία. Τα παιδάκια λαγοκοιµόνταν στην αγκαλιά της µητέρας τους και ο Ρώσος, αν ήταν Ρώσος τελικά, παρατηρούσε µε προσοχή το τοπίο που έτρεχε έξω από το παράθυρό τους. Ο Αβραάµ έσφιξε το χερούλι της βαλίτσας και δόξασε τον Θεό που του είχε χαρίσει τόση τύχη. Σε λίγες µέρες η Μακρίνα θα ήταν γυναίκα του.
Δεκέµβριος 1899: Σινασός
Μακρίνα
Αποχαιρέτησε µε δάκρυα στα µάτια τη Σινασό, την αρχόντισσα της Καππαδοκίας. Ύστερα τα σκούπισε κρυφά µε την άκρη του δαντελένιου µανικιού της που εξείχε από το βαρύ παλτό, κάνοντας πως κοιτάζει έξω από το παράθυρο της άµαξας. Τα πέταλα των αλόγων χτυπούσαν αποφασιστικά στο καλντερίµι και αντηχούσαν ανάµεσα στα κοιµισµένα σπίτια µε τα κλειστά παραθυρόφυλλα, στις καµινάδες που ακόµη δεν κάπνιζαν και στις πίσω αυλές όπου ξυπνούσαν τροµαγµένα τα σκυλιά και αποφάσιζαν να εκτελέσουν το καθήκον τους και να γαβγίσουν. Προπαραµονές πρωτοχρονιάς στο τέλος του αιώνα και άφηναν τη διαµαντένια της Σινασό πριν ακόµη χαράξει, πριν το πρώτο φως της µέρας χαϊδέψει τα πλούσια αρχοντικά της, τα ακουµπισµένα στον µαλακό βράχο, τα διάσπαρτα στους
δρόµους της, την όµορφη πλατεία µε τα µεγάλα δένδρα. Πέρασαν πλάι από την εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και η Μακρίνα σταυροκοπήθηκε βιαστικά. Μακάρι να µην έφευγε ποτέ, µακάρι να ξαναγύριζε σύντοµα. Απέναντί της ο θείος Ρίζος κοιµόταν ήδη –µα πότε είχε προλάβει;– µε χείλη µισάνοιχτα, ακουµπώντας πίσω το κάτασπρο κεφάλι του που πηγαινοερχόταν στον καλπασµό των αλόγων, µε το καπέλο κατεβασµένο ως τα µάτια και κρατώντας σταθερά το µπαστούνι µε την ασηµένια λαβή όρθιο, ανάµεσα στα πόδια του. Δίπλα της η Κιµάτη, η παραµάνα της που της στάθηκε σαν αληθινή µάνα από όταν είχε µείνει ορφανή, σταυροκοπήθηκε και προσπάθησε να της χαµογελάσει στο σκοτάδι. «Όλα θα πάνε καλά, γιάβρουµ’, θα το δεις». Η Μακρίνα έπιασε το χέρι της αγαπηµένης της Κιµάτης και το κράτησε σφιχτά. Ευτυχώς θα την είχε µαζί της εκεί που πήγαινε. Ύστερα έκλεισε τα µάτια της, σε µια αποτυχηµένη προσπάθεια να κοιµηθεί. Νέο τράνταγµα και το κλουβί µε το καναρίνι χτύπησε πάνω στο κρύσταλλο της πόρτας. Ο οξύς ήχος την έκανε να ανατριχιάσει. Το κρύο γινόταν όλο και πιο δυνατό, παρά το γεγονός πως είχε αρχίσει να φέγγει. Τώρα, µέσα από το δαντελένιο κουρτινάκι, µπορούσε να δει, εκτός από τους έξι βαριά οπλισµένους καβαλάρηδες που τους συνόδευαν, την πεδιάδα, τη σκεπασµένη µε µια πιθαµή πάχνη, την οποία κάθε τόσο ο αέρας που έπνεε βαρύς από πάνω της την ανακάτευε, την έσερνε για κάµποσα µέτρα και µετά την έριχνε και πάλι στο
παγωµένο χώµα. Τυλίχτηκε σε µια γούνινη σάρπα και σκέπασε τρυφερά τον θείο Ρίζο που είχε χαλαρώσει το κράτηµα του µπαστουνιού και είχε γείρει το κεφάλι στο πλάι. Η Κιµάτη είχε βάλει το σάλι πάνω από το γεµενί της και µε µάτια κόκκινα από την αϋπνία σκεφτόταν τη δική της µαύρη ζωή, αλλά κυρίως σκεφτόταν τα όνειρα που είχε κάνει για το «πιο όµορφο παλικάρι της Σινασός» για τη Μακρίνα της. Κάθε τόσο έφτανε στ’ αυτιά τους η φωνή του αµαξά που προέτρεπε τα ακάµατα άλογα να τρέξουν περισσότερο και το χτύπηµα του καµτσικιού που έσχιζε τον παγωµένο αέρα. Τράβηξαν κατευθείαν για το Προκόπι, Ουργκούπ πια, ξεκούραστα τα άλογα και κάλπαζαν ιδρωµένα, παρά το ψύχος που κρυστάλλιαζε στο παράθυρο της άµαξας. Έξω από το Ουργκούπ έκαναν στάση σε ένα καραβάν σαράι πάνω στον δρόµο. Μόνο τότε ξύπνησε ο θείος Ρίζος, ρώτησε πού ήταν, αναζήτησε το ρολόι του κάτω από γούνες, παλτό και σακάκι, το βρήκε να κρέµεται µε χρυσή αλυσίδα από το µικροσκοπικό τσεπάκι του γιλέκου του, το συµβουλεύτηκε και δήλωσε ικανοποιηµένος· αργά το απόγευµα θα έφταναν στο Ιντσέσου για διανυκτέρευση και την εποµένη, πριν χαράξει και πάλι, θα έφευγαν για την Καισάρεια. Ήπιαν καυτό τσάι δίπλα στο τζάκι. O αµαξάς και οι υπηρέτες που τους συνόδευαν έφιπποι και βαριά οπλισµένοι, άλλοι χριστιανοί, άλλοι µουσουλµάνοι, πρόσθεσαν και δυο τρία ποτηράκια κρασί για να αντέξουν το κρύο, έφαγαν και
κάµποση κρεατόπιτα που είχε φτιάξει η παραµάνα και ξεκίνησαν πάλι. Mακρύ το ταξίδι και έπρεπε, όσο ήταν δυνατό, να το έκαναν µέσα στη µέρα, από βουνά και λαγκάδια περνούσε ο δρόµος, οι κίνδυνοι ποτέ δεν ήταν αµελητέοι.
Πήγαινε στην Καισάρεια µαζί µε τον θείο της. Δυστυχώς, η θεία Βασιλεία, η σύζυγος του θείου Ρίζου, υπέφερε από τη µέση της και της ήταν αδύνατον να κάνει τόσο ταξίδι, αν και πολύ θα το ’θελε. Πήγαινε η Μακρίνα µε τον θείο και την παραµάνα της στην Καισάρεια να παντρευτεί. Βογκούσε η άµαξα κάτω από το βάρος των τεσσάρων σεντουκιών που είχαν φορτωµένα το νυφικό και κάποια από τα προικιά της, τα υπόλοιπα ένδεκα θα έρχονταν τις επόµενες ηµέρες. Η οικογένεια Ρίζου δεν λυπήθηκε τα λεφτά και είχε προικίσει τη Μακρίνα σαν πραγµατική της κόρη µε χρυσές λίρες και τα καλύτερα χαλιά, ασηµικά, µετάξια και βελούδα. Επιπλέον, ο θείος Ρίζος τής είχε δώσει µε χαρά πολλά, πάρα πολλά από τα βιβλία του, ήξερε πως το κορίτσι τα εκτιµούσε και τα αγαπούσε. Πήγαινε λοιπόν µε καρδιά βαριά σαν το µολύβι η Μακρίνα στην Καισάρεια αλλά κάπου µέσα της, σε µια κρυφή γωνιά της, φώλιαζε µια µικρή, τοσοδούλα ελπίδα: ίσως και να µπορούσε να συναντήσει την ευτυχία εκεί. Τράβηξε το δαντελένιο κουρτινάκι να δει έξω, τέλειωνε η δεύτερη µέρα του ταξιδιού και η κούραση είχε αρχίσει να την καταβάλλει. Ο θείος Ρίζος και η παραµάνα πάλι κοιµόνταν
τυλιγµένοι στις γούνες τους. Στο τελευταίο φως του απογεύµατος µιας ηλιόλουστης αλλά παγωµένης µέρας, διέκρινε στο βάθος, στα δεξιά τους, το ψηλό βουνό, το Καρά νταγ, συνέχεια του Ερτζιές, του Αργαίου των αρχαίων Ελλήνων – µορφωµένος ο θείος Ρίζος πάντα της µάθαινε τις ελληνικές ονοµασίες. Το είδε σκεπασµένο µε χιόνι ως τους πρόποδες, χιόνι που στραφτάλιζε κάτω από τις τελευταίες αχτίδες του χειµωνιάτικου ήλιου. Πήρε βαθιά ανάσα και κουράγιο από το λαµπερό βουνό η Μακρίνα, αυτό το βουνό θα έριχνε τη σκιά του πάνω της τα επόµενα χρόνια και ευχήθηκε να συναντήσει την ευτυχία σε εκείνο τον γάµο που θα γινόταν σε δυο µέρες, στη χαραυγή του νέου αιώνα, ανήµερα του Αγίου Βασιλείου, τέκνου και προστάτη της Καισάρειας. Της πόλης που θα γινόταν η νέα της πατρίδα.
Ιούνιος 2004: Άφιξη στην Καισάρεια ΗΜΕΡΑ 1Η
Έλσα
Χαϊδεύει τον ταξιδιωτικό οδηγό που έχει σκοπό να τον µελετήσει το βράδυ στο ξενοδοχείο. Σίγουρα θα κλειστεί από νωρίς στο δωµάτιο, ο ύπνος όπως συνήθως θα αργήσει να την πάρει, άρα θα έχει πολλές ώρες στη διάθεσή της για να διαβάσει. Εκτός κι αν… εκτός κι αν απόψε… αν απόψε αποφάσιζε να … να κάνει παρέα. Με κάποιους. Ή µε όλους. Γελάει µε τη σκέψη αυτή και αναλογίζεται ότι έχει ξεχάσει πώς κάνουν παρέα οι άνθρωποι. Τα τρία τελευταία χρόνια, µοναδική της επαφή µε τον «έξω κόσµο» η Ερωφίλη. Και η µάνα της. Το χέρι της συνεχίζει να χαϊδεύει αφηρηµένα το βιβλίο που
παρουσιάζει µε κάθε λεπτοµέρεια τον τόπο που πάει να επισκεφθεί. Τον άγνωστο τόπο µε τον οποίο τη συνδέει µια ρίζα, η δική της ρίζα, που αυτή τη στιγµή την αναλογίζεται σαν έναν µακρύ και ισχνό οµφάλιο λώρο που την κρατάει δεµένη µε µια βασική µήτρα. Τη µεµλεκέτ, όπως πρόφερε µε λατρεία η γιαγιά της όταν αναφερόταν στην Καππαδοκία στα τελευταία της. Γιατί τότε δεν την ένοιαζε πια ούτε η γνώµη του κόσµου που κάποτε, µέχρι πρόσφατα δηλαδή, «τουρκόσπορους» τους ανέβαζαν, «τουρκόσπορους» τους κατέβαζαν αυτήν και τους συµπατριώτες της, τους φερµένους από την Καππαδοκία. Δεν την ένοιαζε πια και η γνώµη της Μακρίνας της κόρης της, που όταν είχε αρχίσει να µεγαλώνει έπεφτε να πεθάνει από την ντροπή της σαν η µάνα της µιλούσε τούρκικα. Ακόµα κι όταν έκανε τον δεύτερο γάµο της η Μακρίνα µε τον πλούσιο γιατρό – και δεν ήταν και στην πρώτη νιότη της–, ακόµα και τότε πάθαινε αναφυλαξία αν η µάνα της χρησιµοποιούσε καµιά τούρκικη λέξη στην κουβέντα τους µπροστά στον νεοαποκτηθέντα σύζυγο. «Μεµλεκέτ» έλεγε πια συνέχεια η Σεβαστή την πατρίδα, αυτή τη λέξη χρησιµοποιούσε. Αν µη τι άλλο, η γιαγιά της δεν ήταν αµιγώς τουρκόφωνη. Με την έννοια πως στο πατρικό της µιλούσε ελληνικά και αγγλικά µε τη µάνα της, όσο τέλος πάντων θυµόταν η γυναίκα· µιλούσε ελληνικά µε τα αδέλφια της, και µόνο µε τη δική της γιαγιά, τη νενέ της, και µε τους υπηρέτες µιλούσε τούρκικα. Ούτε καν µε τον πατέρα της που, αν και τουρκόφωνος κατά βάση, ήθελε τα παιδιά του να
πάρουν ελληνική, ει δυνατόν ευρωπαϊκή, µόρφωση. Και ενώ το µυαλό της πετάει από τη µήτρα-πατρίδα στη γιαγιά της και από εκεί στον οµφάλιο λώρο και µετά στα είκοσι δυο χιλιάδες πόδια και στο πότε θα αρχίσουν να προσγειώνονται και µετά πάλι στον ταξιδιωτικό οδηγό και στο αν θα βρει ευκαιρία –άκου λέξη! «ευκαιρία»– να τον µελετήσει προσεκτικά, ένα τµήµα του συνεχίζει να επεξεργάζεται τη συνισταµένη «Πόσο καιρό έχεις να κάνεις παρέα µε ανθρώπους;». Θυµάται τους λιγοστούς φίλους και τις προσπάθειες που έκαναν να τη συναντήσουν µετά τον θάνατο του Νίκου. Είχαν οι άνθρωποι όλη την καλή διάθεση να της συµπαρασταθούν – τους το αναγνωρίζει αυτό, τους ευχαριστεί νοερά και τους ζητάει συγχρόνως συγγνώµη που τους απέκλεισε. Όµως είχε κλείσει την πόρτα σε όλους, όπως την είχε κλείσει, την είχε βροντήξει κατάµουτρα και στη ζωή. Μόνο η Ερωφίλη, µε το έτσι θέλω, είχε εισχωρήσει στο σκοτεινό τίποτα που ελάχιστα διέφερε από τάφο και που η Έλσα προσποιούνταν πως ήταν ζωή. Η Ερωφίλη και η µάνα της. Σε µικρότερες δόσεις εκείνη. Και σε πιο λάιτ έκδοση συµπαράστασης. Και κατανόησης. Ή έτσι νόµιζε τότε. Αυτό πρέπει να το εξετάσει κάποια στιγµή στο µέλλον και να αποδώσει δικαιοσύνη. Σ’ εκείνη τη φάση η κρίση της ήταν σε σύγχυση. Η Έλσα ξέρει πως έκανε λάθος. Από την πρώτη στιγµή που άφησε το πένθος της να πάρει τέτοια µορφή, ήξερε πως έκανε
λάθος και πως ήταν τελείως αντίθετο, αν µη τι άλλο, από το τι θα ήθελε ο Νικόλας της για την ίδια. Αλλά δεν µπορούσε να κάνει διαφορετικά, ένας οξύς πόνος είχε κατακλύσει την ύπαρξή της, από την κορυφή του κεφαλιού µέχρι τις φτέρνες, πόνος µεγαλύτερος από τις δυνάµεις της και ισχυρότερος από οποιαδήποτε µορφή θέλησης για ζωή, έστω για επιβίωση. Ο πόνος εκείνος την είχε τσακίσει στα δύο, στα δέκα, στα χίλια. Μικρά µικρά ασήµαντα κοµµάτια αδύναµης σάρκας, σταµατηµένου εγκέφαλου, νεκρών συναισθηµάτων, και η ύπαρξή της έπαψε να δίνει τα σήµατα των ζωντανών. Αν δεν ήταν η Ερωφίλη και η µάνα της, η Έλσα θα µπορούσε να είχε πεθάνει. Σίγουρα θα είχε πεθάνει. Από ασιτία, ας πούµε. Ή από υπερβολική δόση ηρεµιστικών. Ή ακόµα και από κάποια µόλυνση που θα προερχόταν από την αδυναµία της να κάνει µπάνιο. Να κόψει τα νύχια της. Να αλλάξει εσώρουχα. Να πάει στην τουαλέτα. Δέκα µέρες µετά την κηδεία τη µετέφεραν µε ασθενοφόρο στο νοσοκοµείο. Οι προσπάθειες των δυο γυναικών να την κάνουν να φάει κάτι, να πιει δυο σταγόνες νερό, να κινηθεί από τον καναπέ όπου είχε ριζώσει απέβαιναν µάταιες, ειδικά όσο περνούσαν οι µέρες και η κατάστασή της χειροτέρευε συνέχεια. Στο νοσοκοµείο την «επανέφεραν», µε δυσκολία είναι η αλήθεια, στη ζωή µε ορούς και φάρµακα και µετά τη µετέφεραν σε νευρολογική κλινική. Εκεί έµεινε δύο µήνες και µε τη συνεχή παρακολούθηση γιατρών και ψυχολόγων έµαθε να ξαναζεί. Όταν µόνη της ζήτησε να βγει από την κλινική, οι γιατροί ήταν
ακόµη διστακτικοί. Η Ερωφίλη όµως, που στο µεταξύ είχε γίνει ο συνδετικός κρίκος ανάµεσα στη φίλη της και στον υπόλοιπο κόσµο, συµφώνησε µαζί της στο να βγει, να φύγει από εκεί και αποφάσισε να ζήσει µαζί της µέχρις ότου η Έλσα ξαναγινόταν ικανή να αναλάβει τον εαυτό της. Γυρίσανε στο σπίτι µια Δευτέρα απόγευµα, η Ερωφίλη είχε φροντίσει να το κάνει ευχάριστο ανοίγοντας διάπλατα τις κουρτίνες για να µπει ο ήλιος, βάζοντας φρέσκα λουλούδια στα βάζα και έχοντας φτιάξει το αγαπηµένο της γλυκό, έναν δροσερό κορµό µε φράουλες και σαντιγί. Από κοντά και η κυρία Μακρίνα, αποφασισµένη να µην πάει σε τίποτα κόντρα την κόρη της – όπως την είχε συµβουλέψει ο ψυχίατρος, αφού είχε διαγνώσει πως οι σχέσεις µάνας και κόρης δεν ήταν και οι καλύτερες. Μπήκε στο σπίτι της επιφυλακτική αλλά αρκετά ψύχραιµη – η δουλειά που είχε γίνει στην κλινική, σε συνδυασµό µε τα φάρµακα, είχε αποτελέσµατα. Μπήκε επιφυλακτική η Έλσα γιατί ήξερε πως θα κατακλυζόταν από αναµνήσεις, οδύνη, ίσως και απελπισία, και κατέβαλε προσπάθεια, εκ των προτέρων, να ελέγξει τον εαυτό της. Κάθε χιλιοστό του χώρου έφερε τη σφραγίδα του άνδρα της: εδώ ένα χαµόγελό του, εκεί µια νότα από το αγαπηµένο του τραγούδι, παραπέρα το άρωµα από τον καφέ του, πιο κει ένα ερωτικό του βογκητό, ένα ψιθύρισµα, µια συλλαβή από το γάργαρο γέλιο του, µια γεύση από τη «σπεσιαλιτέ» που τη µαγείρευε για εκείνη περήφανος, µια κίνηση µε το δάχτυλο για
να δείξει «φεύγω», «έλα δω, εσύ οµορφούλα», «κάθισε κοντά µου», µια ζεστή του ανάσα, ένα απαλό χάδι, µια βαθυστόχαστη σκέψη και παντού, µα παντού, ένα αεράκι απαλό και αρωµατισµένο, όπως άφηνε εκείνος πάντα πίσω του. «Με περίµενε» είχε πει η Έλσα και οι άλλες δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν απελπισµένες, δεν ξεκινούσαν καλά την επάνοδο στο σπίτι, τζάµπα πήγε τόση νοσηλεία; «Είναι ακόµη εδώ…» επέµεινε µαλακά η Έλσα, και η Ερωφίλη την αγκάλιασε σφιχτά και την άφησε να κλάψει όσο ήθελε. Και ενώ έκλαιγε, κάτι που δεν είχε κάνει ούτε στην κηδεία, ούτε τις δέκα µέρες που είχαν ακολουθήσει, πριν νοσηλευτεί, ενώ έκλαιγε µε αναφιλητά µέσα στην αγκαλιά της φιλενάδας της, εκείνη έκανε νόηµα στην κυρία Μακρίνα πως µπορούσε να φύγει. Κάπως πειραγµένη που η κόρη της δεν ξεσπούσε τον πόνο της στη δική της αγκαλιά, αλλά και ανακουφισµένη συγχρόνως, η ηλικιωµένη γυναίκα, που είχε διάθεση για ζωή όσο τρεις εικοσάρες, είχε αποχωρήσει αθόρυβα. Τότε ήταν, µέσα στη µουσκεµένη από τα δάκρυα αγκαλιά της φίλης της, που η Έλσα µίλησε για πρώτη φορά για το πώς είχε βρει τον άνδρα της πεθαµένο. Μέχρι εκείνη τη στιγµή δεν είχε βγάλει τσιµουδιά γι’ αυτό το θέµα, εκτός από τις πρώτες κραυγές πανικού και θρήνου που είχαν ειδοποιήσει τους άλλους ενοίκους της πολυκατοικίας και είχαν τρέξει για βοήθεια. Τότε όµως, εκείνο το ηλιόλουστο απόγευµα των τελευταίων ηµερών του Μαΐου, µε τα πουλιά του κήπου να υµνούν δοξαστικά την πλάση και µε το γλυκό, που της τάιζε κουταλίτσα κουταλίτσα η
φιλενάδα της, να αφήνει τα αρώµατά του στο στόµα της, η Έλσα αισθάνθηκε πως έπρεπε να κάνει το «µνηµόσυνο» εκείνο στον άνδρα της. Σταµατώντας να κλαίει, της είχε αφηγηθεί µε εξαιρετική λεπτοµέρεια, άρα και διαύγεια και ακρίβεια –κάτι που χαροποίησε την Ερωφίλη–, δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, τι είχε γίνει το µοιραίο βράδυ.
Παρασκευή, 16 Μαρτίου, βράδυ. Στις εννιά και εφτά. Με καθυστέρηση λίγων λεπτών, αφού το ραντεβού τους ήταν στις εννιά ακριβώς, όπως σχεδόν κάθε Παρασκευή που περνούσε να τον πάρει για να βγούνε, είχε φτάσει κάτω από το γραφείο του. Στο µεταξύ του είχε τηλεφωνήσει δυο φορές, µια για να του πει πως θα αργούσε λίγο –άχρηστο, γιατί ο Νίκος δεν πίεζε ποτέ τον χρόνο, αλλά ούτε τους ανθρώπους και ειδικά τηνΈλσα– και µια για να του πει πως πλησίαζε κι αν ήταν έτοιµος, µπορούσε να κατέβει, θα έφτανε στα επόµενα πέντε λεπτά. Δεν της είχε απαντήσει, αλλά αυτό συνέβαινε κάποιες φορές όταν ήταν στο γραφείο. Μπορεί να είχε αφήσει το τηλέφωνο στην τσέπη του πανωφοριού του και να µην το άκουγε, είχε και πολλή δουλειά, όλοι είχαν, τα ολυµπιακά έργα κρέµονταν σαν σπάθη πάνω από τα κεφάλια τους, έπρεπε να γίνουν αλλά δεν προχωρούσαν. Φτάνοντας ακριβώς κάτω από το γραφείο, η Έλσα βρέθηκε σε δύσκολη θέση γιατί δεν υπήρχε πουθενά χώρος να παρκάρει,
ούτε για δυο λεπτά, όσο να κατέβει, να χτυπήσει το θυροτηλέφωνο και να του πει να τρέξει γρήγορα. Ελαφρά εκνευρισµένη έκανε έναν γύρο του τετραγώνου τηλεφωνώντας συνέχεια, µια στο κινητό, µια στο σταθερό και ξαναγύρισε βιαστική, ενώ µια αγωνία είχε αρχίσει να ανεβαίνει από το στοµάχι στον οισοφάγο της και να τον κλείνει ύπουλα. Μόλις έφτασε µπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας και δεν τον είδε να την περιµένει εκεί –όπως πίστευε, ήλπιζε, είχε αρχίσει να παρακαλεί να συµβεί–, άφησε το αυτοκίνητο µε τα αλάρµ αναµµένα, προκαλώντας εν γνώσει της κυκλοφοριακό πρόβληµα γιατί ο δρόµος ήταν πολυσύχναστος και εκείνη ειδικά την ώρα είχε πολλή κίνηση. Με το που κατέβηκε από το αυτοκίνητο και µε την αγωνία να γιγαντώνεται µέσα της και να δένει κόµπους όλο το πεπτικό της σύστηµα, ένα περιπολικό πέρασε από δίπλα της και οι αστυνοµικοί, απειλώντας δικαιολογηµένα να στείλουν τον γερανό, την ανάγκασαν να πάρει το αυτοκίνητο και να φύγει αµέσως. Δεν µπόρεσε να προσεγγίσει ξανά το γραφείο παρά µετά µισή ώρα πάνω κάτω, γιατί χρειάστηκε να αποµακρυνθεί κάµποσο µέχρι να βρει χώρο να παρκάρει. Ξαναγύρισε στα Εξάρχεια τρέχοντας, ενώ συνέχιζε, µάταια, να τηλεφωνεί. Ανέβηκε τις σκάλες γιατί το ασανσέρ ήταν σταµατηµένο στον τρίτο όροφο και δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Δρασκέλιζε δυο δυο τα σκαλιά ενώ συγχρόνως αναζητούσε σαν τρελή τα κλειδιά του γραφείου στην τσάντα της, τα οποία ευτυχώς είχε µαζί της. Ανέβηκε µε µια αναπνοή µέχρι τον τέταρτο όπου ήταν το
αρχιτεκτονικό γραφείο του άνδρα της, το γραφείο µε τον Λυκαβηττό απέναντί του, θέα και τοπίο που δεν χόρταινε εκείνος να κοιτάει. Ξεκλείδωσε µε την ψυχή στο στόµα από το λαχάνιασµα και από την αγωνία που χτυπούσε κόκκινο. Όρµησε στο διαµέρισµα, τα φώτα όλα αναµµένα, όρµησε γκρεµίζοντας στο πέρασµά της µια επιδαπέδια λάµπα που είχαν αγοράσει µαζί από το Μοναστηράκι, αναποδογυρίζοντας και το σχεδιαστήριο του Αλέξη, του ενός από τους βοηθούς του άνδρα της. Στάθηκε στο άνοιγµα της πόρτας του γραφείου του και η πρώτη µατιά που έριξε στον χώρο τής έδωσε κάποια αµυδρή ελπίδα που της επέτρεψε να πάρει µια βαθιά ανάσα. Ο Νικόλας δεν ήταν εκεί µέσα, άρα είχε βγει, άρα δεν ήταν εκεί, άρα κακώς ανησύ… Τότε, µε µάτια που ευχήθηκε να ήταν τυφλά για να µην αντίκριζαν ποτέ το θέαµα, τον είδε πεσµένο στο πάτωµα. Ο χρόνος ακινητοποιήθηκε ανάµεσα στην εικόνα του και στα µάτια της, η απόσταση µεγάλωσε, µεγάλωσε, µεγάλωσε και έγινε χιλιάδες χιλιόµετρα, που αναγκάστηκε να τα διασχίσει µε πόδια βαριά λες από σίδερο και µε το οξυγόνο να λιγοστεύει συνέχεια στο στήθος της και να την κάνει να πνίγεται, µέχρι που έφτασε κοντά του. Ο Νίκος ήταν πεσµένος ανάµεσα στις πολυθρόνες «συνοµιλητή», στο αριστερό του χέρι ακόµη κρατούσε το κινητό του, ενώ στην οθόνη έγραφε «Κορίτσι µου». Το ανεύρυσµα στην αορτή, όπως έδειξε η νεκροτοµή, του έκοψε βίαια το νήµα της ζωής χωρίς να του επιτρέψει να
ειδοποιήσει κάποιον. Δηλαδή την Έλσα, τη γυναίκα και «κορίτσι του», τον άνθρωπο µε τον οποίο είχε µοιραστεί τα τελευταία δεκαπέντε και καλύτερα χρόνια της ζωής του. Και της δικής της.
Μετά το απόγευµα που η Έλσα µίλησε για πρώτη φορά, χωµένη στην αγκαλιά της Ερωφίλης, για τις στιγµές που βρήκε τον άνδρα της νεκρό, πέρασαν πολλά ακόµα απογεύµατα, και βράδια, και πρωινά, και καυτά µεσηµέρια που η ιστορία επανερχόταν στη συζήτησή τους, ανελλιπώς. Σχεδόν είχε γίνει η «αγαπηµένη» τους συζήτηση. Όσο η Ερωφίλη προσπαθούσε να αλλάξει θέµα, τόσο η Έλσα µε εµµονή και µαζοχιστική επιµονή τη διηγιόταν κάθε τόσο. Εγκατέλειψε τη δουλειά της, σε µια απίθανη υπηρεσία του δηµοσίου ήταν διορισµένη ως αρχιτέκτονας, και κλείστηκε απόλυτα στον εαυτό και στο σπίτι της. Δεν συναναστράφηκε παρά µόνο τη φιλενάδα της, που έµεινε µαζί της µέχρι τον επόµενο Φεβρουάριο –έντεκα ολόκληρους µήνες!– και έφυγε γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να ακολουθήσει τον θίασο στον οποίο συµµετείχε σε ένα διεθνές φεστιβάλ θεάτρου στην Πολωνία. Ο Νίκος τής είχε αφήσει µεγάλη περιουσία και µπορούσε να ζήσει άνετα χωρίς να εργάζεται. Η Ερωφίλη όµως δούλευε για να ζήσει, και η Έλσα την «έδιωξε» µε το ζόρι, όταν εκείνη τη ρώτησε αν θα τα κατάφερνε να επιβιώσει µόνη της για δέκα
µέρες, όσες δηλαδή θα έλειπε στο φεστιβάλ. Με την κατάθλιψη να τη χτυπάει βαριά από καιρό σε καιρό και να την παραλύει, µε τα ψυχοφάρµακα να τη βυθίζουν σε ατέλειωτες νυσταλέες µέρες και αµέτρητες άυπνες νύχτες, µε ατέρµονες συζητήσεις µε την ψυχολόγο της, από την οποία άλλοτε έφευγε ξαλαφρωµένη και άλλοτε σωστό ράκος, και µε τη συχνή επιστασία της µητέρας της και την ακόµα συχνότερη επαφή µε την Ερωφίλη, η Έλσα σιγά σιγά απέκτησε τη δύναµη να ζήσει. Όλο αυτό της είχε πάρει, στην πραγµατικότητα της είχε σβήσει, τρία χρόνια από τη ζωή της, τρία χρόνια από τα οποία είχε ελάχιστες µνήµες και ακόµα λιγότερη πεποίθηση πως υπήρξε ζωντανή. Στο τέλος, λίγους µήνες πριν δηλαδή, αποφάσισε πως τον Νίκο δεν θα έπαυε ποτέ να τον αγαπάει αλλά ήταν καιρός να αντιδράσει, ένιωθε πως είχε γεράσει πριν την ώρα της, πως αντιπαθούσε πολύ τον θλιµµένο, µίζερο εαυτό της και πως ήταν καιρός να σεβαστεί το σώµα και την ψυχή της, τα οποία, στις αµέτρητες φορές που είχε σκεφθεί να αυτοκτονήσει, δεν είχε βρει δύναµη να τα καταστρέψει, αφού εκείνα ήταν ό,τι είχε αγαπήσει ο άνδρας της σ’ αυτήν.
Σκουπίζει τα δάκρυά της, κάτω από το διακριτικό και γεµάτο ενδιαφέρον βλέµµα της αεροσυνοδού, «Is everything all right, madam?» και η Έλσα γνέφει «ναι, όλα εντάξει», ενώ προσπαθεί
να χαµογελάσει. Ξαναδένει τη ζώνη της γιατί το λαµπάκι, αφενός το επιτάσσει, αφετέρου δίνει το ελπιδοφόρο µήνυµα της προσγείωσης, άρα και του τέλους του ταξιδιού. Τώρα αισθάνεται ανάλαφρη και σχεδόν χαρούµενη, βάζει βιαστικά τα πράγµατα µέσα στην τσάντα-θησαυροφυλάκιο, φοράει τα γυαλιά ηλίου και κοιτάει έξω από το παράθυρο καθώς το αεροπλάνο χάνει γρήγορα ύψος. Το πρώτο καινούργιο πράγµα που αντικρίζει ύστερα από εκατό λεπτά ατέλειωτου γαλάζιου ουρανού είναι οι χιονισµένες κορυφές µιας µεγάλης οροσειράς που κυκλώνει από τα βόρεια ένα τεράστιο οροπέδιο. Με την απόσταση να διαθλά το τοπίο, αγκαλιάζει µε το βλέµµα τον άγνωστο τόπο. Τώρα ο ισχνός λώρος που τη συνδέει µε το παρελθόν και πριν λίγη ώρα τον είχε ονοµάσει «ρίζα» αρχίζει να τρέφεται από έναν ροδαλό και υγιή ψυχικό πλακούντα. Έκπληκτη, σχεδόν σοκαρισµένη, ανακαλύπτει την καρδιά της να πληµµυρίζει από ένα παράξενο συναίσθηµα το οποίο, αν δεν ήταν τόσο δυστυχισµένη από την απώλεια του άνδρα της, άνετα θα µπορούσε να ονοµάσει χαρά. Ξέφρενη χαρά! Το αεροπλάνο συνεχίζει να χάνει ύψος και η µήτρα-πατρίδα παίρνει τη µορφή ενός οροπεδίου µε τη µεγάλη πόλη να κείτεται νωχελικά στη δεξιά του πλευρά. Η αναπνοή της γίνεται άτακτη και τα µάγουλά της κατακόκκινα. Κανένας πανικός, κανένας φόβος δεν µπορεί να σκιάσει το απίστευτο αίσθηµα της επιστροφής που την κατακλύζει. Επιστροφή στο Άγνωστο.
Το αεροδρόµιο είναι µικρό αλλά σύγχρονο και την ώρα που µπαίνει µέσα τραβώντας το βαλιτσάκι της από το ετοιµόρροπο χερούλι –«Πάρε, παιδάκι µου, µια καλύτερη βαλίτσα µαζί σου, τόσες έχεις!» την είχε συµβουλεύσει η Ερωφίλη, αυτή όµως ήταν η αγαπηµένη του Νίκου, στο πρώτο της ταξίδι χωρίς εκείνον ήθελε, εκτός από την ανάµνησή του, να έχει και ένα δικό του αντικείµενο–, την ώρα που µπαίνει στην αίθουσα αφίξεων το µάτι της πέφτει σε έναν τύπο που, καθισµένος χαλαρά, ρυθµίζει µια φωτογραφική µηχανή. Τίποτα παράξενο φυσικά, σε ένα µέρος όπως η Καππαδοκία η φωτογραφική µηχανή είναι πιο απαραίτητη και από το νερό. Μην πει και από το οξυγόνο, δηλαδή. Ψαχουλεύει ασυναίσθητα µε το χέρι την εξωτερική επιφάνεια της ασήκωτης τσάντας που της καταπονά τον ώµο. Ναι, η δική της φωτογραφική µηχανή είναι στη θέση της, µπορεί να αγγίξει τον φακό πιέζοντας το ακριβό δέρµα, εκεί, σ’ εκείνο το σηµείο που η µηχανή δηµιουργεί ένα εξόγκωµα – ένα ακόµα εξόγκωµα στην, έτσι κι αλλιώς, παραµορφωµένη από τα πολλά πράγµατα τσάντα της. Κατευθύνεται προς την έξοδο ακολουθώντας τους άλλους και περνάει δίπλα του, σχεδόν τον ακουµπάει, ενώ ένα σφύριγµα θαυµασµού ανεβαίνει χαρούµενο προς τα χείλη της – φυσικά και το σταµατάει. Ο τύπος έχει µια καταπληκτική µηχανή, την ξέρει η Έλσα, έχει ασχοληθεί κάµποσα χρόνια µε τη
φωτογραφία και γνωρίζει πολλά για τις φωτογραφικές µηχανές. Στα δευτερόλεπτα που ακολουθούν σκανάρει τον διπλωµένο τρίποδα που είναι πεσµένος στα πόδια του και σχηµατίζει την εντύπωση πως αυτός ο άνδρας είναι φωτογράφος. Όχι πως έχει καµιά σηµασία, ήδη τον έχει προσπεράσει και περνάει από τις γυάλινες πόρτες που παραµένουν ανοιχτές καθώς οι επιβάτες εγκαταλείπουν τον χώρο. Βγαίνει έξω στο εκτυφλωτικό µεσηµέρι, αναπνέει τον αέρα που φτάνει στη µύτη της φορτωµένος αδιευκρίνιστες µυρωδιές: καθαρό οξυγόνο από το βουνό στο βάθος του ορίζοντα, καυσαέριο από την πόλη και τις παρακείµενες βιοµηχανίες που βογκάνε έξω από τα όρια του αεροδροµίου, λίγες νότες δροσιάς από µια βροχή που όλο λέει να πέσει αλλά το αναβάλλει καθυστερώντας πάνω από τις κορυφές του όρους Ερτζιές. Το γκρουπ στο οποίο ανήκει είναι συγκεντρωµένο δεξιά της εξόδου και µε δυνατές φωνές την καλούν να πλησιάσει, ενώ σφυρίχτρες σχίζουν τον αέρα µε στριγκούς ήχους και ο κόσµος σηκώνει τα κεφάλια του να δει τι συµβαίνει πάνω και ανάµεσα από πλάτες αστυνοµικών. Η Έλσα κατευθύνεται προς τους χαρούµενους συνταξιδιώτες της και θαυµάζει το κέφι και τα πλατιά τους χαµόγελα, αν και αναρωτιέται τι µπορεί να σηµαίνει όλη αυτή η αναστάτωση έξω από το αεροδρόµιο. «Είµαι η Ματίνα!» της δίνει το χέρι µια όµορφη, στρουµπουλή γυναίκα που δείχνει να έχει ηγετικές τάσεις, αλλά δεν είναι η αρχηγός. «Είµαι η Ματίνα και αυτή είναι η τέταρτη φορά που έρχοµαι στην Καππαδοκία. Ό,τι θέλεις ρωτάς εµένα,
τα ξέρω όλα καλύτερα από την… την…» και µε νόηµα δείχνει την αρχηγό τους. «Χαίροµαι» προσπαθεί να το δείξει κιόλας η Έλσα µε ένα πλατύ χαµόγελο που όµως δεν είναι γνήσιο. «Έλσα… και την αρχηγό µας τη λένε Ελένη. Τι συµβαίνει; Γιατί όλοι αυτοί οι αστυνοµικοί;» Η κυρία Ματίνα, άνω των εξήντα πέντε σίγουρα, αλλά µε διάθεση εικοσάχρονης, ετοιµάζεται να δώσει την πολύτιµη πληροφορία, σίγουρη πως έτσι θα κερδίσει τη συµπάθεια της Έλσας, όµως εκείνη τη στιγµή τα σφυρίγµατα πυκνώνουν και ήχοι µοτοσικλετών γεµίζουν τον αέρα. Σηκώνεται στις µύτες των ποδιών της η Έλσα και βλέπει τις οροφές από δυο, τρεις, µπορεί και περισσότερες µαύρες λιµουζίνες που κατευθύνονται προς την είσοδο του αεροδροµίου, περιστοιχισµένες από πολλές µηχανές της αστυνοµίας. Μια ανατριχίλα την κάνει να χαϊδέψει τα γυµνά της µπράτσα, το βαµβακερό πουλόβερ είναι ήδη δεµένο στη µέση της, το θέαµα δεν έχει τίποτα το παράξενο ή κάτι που να σε κάνει να φοβηθείς, αλλά εκείνη ευάλωτη ακόµη, ανησυχεί όταν συµβαίνει κάτι ασυνήθιστο. «Ο Ερντογάν! Ο Ερντογάν!» ξεφωνίζει η κυρία Ματίνα γεµάτη έξαψη. Η αρχηγός του γκρουπ ενηµερώνει την Έλσα πως θα καθυστερήσουν λίγο καθώς δεν επιτρέπεται στο πούλµαν τους, που τους περιµένει απέξω, να πλησιάσει το κτίριο εξαιτίας της άφιξης του Τούρκου πρωθυπουργού. Χαµογελάει ενθαρρυντικά στην αρχηγό για να της δείξει πως όλα είναι εντάξει και να µη
στενοχωριέται, δεν την ενδιαφέρει, είναι εκεί, αυτό της είναι αρκετό, ανυποµονεί για τη στιγµή που θα περπατήσει στην ελληνική συνοικία της Καισάρειας, στα βήµατα της γιαγιάς της, αλλά ξέρει πως αυτό θα συµβεί την έβδοµη και προτελευταία µέρα της εκδροµής. Τώρα θα φύγουν δυτικά, η περιήγησή τους στη «γη των ωραίων ίππων»[23] θα γίνει από δυτικά προς ανατολικά. Χαζεύει γύρω γύρω, έτσι κι αλλιώς περιορισµένο είναι το οπτικό της πεδίο· πλάτες µε σκουρόχρωµα ανδρικά σακάκια κυρίως το γεµίζουν, κάποια ανοιχτόχρωµα πουκάµισα, σίγουρα τουριστών, σπάνε τη µονοτονία του καφέ και του µαύρου που φοράνε οι, κατά πάσα πιθανότητα, ντόπιοι· οι γυναίκες µε τις µαντίλες είναι αµήχανες και τραβηγµένες κάπως πιο πίσω, µάλλον επιθυµούν να δούνε και εκείνες τον «αρχηγό», όµως δεν ξέρουν αν πρέπει να στριµωχτούν ανάµεσα στο ανδρικό πλήθος. Βλοσυροί αστυνοµικοί και κάποιοι «µυστικοί» που από µια ώρα µακριά φωνάζουν «Είµαστε της µυστικής αστυνοµίας, είµαστε της µυστικής αστυνοµίας» και… Και µέσα σ’ αυτό το πλήθος µε τα µουντά χρώµατα –µαλλιά, ρούχα, αυτοκίνητα– ένα ξανθό κεφάλι µε κάπως µακριά µαλλιά, πολύ µακρύτερα από αυτά των κυρίων µε τα σκούρα σακάκια, κινείται γρήγορα µε την κάµερα στο µάτι, ελίσσεται, χώνεται, βγαίνει και πάλι επιστρέφει στο πλήθος. Ο άνδρας µε την ακριβή και εξελιγµένη φωτογραφική µηχανή ξανατραβάει την προσοχή της Έλσας και την οδηγεί στο συµπέρασµα πως είναι σίγουρα φωτογράφος. Και µάλιστα
επαγγελµατίας.
Δεν χορταίνει να κοιτάει έξω από το παράθυρο το τοπίο, κι ας είναι µονότονο. Η φωνή της αρχηγού που τους δίνει στοιχεία για την περιοχή είναι η αλήθεια πως την αποκοιµίζει κάπως. Είναι και άυπνη, η αναµονή του ταξιδιού και, κυρίως, η επιχείρηση εξόδου από την αποµόνωσή της δεν της είχαν επιτρέψει να κλείσει µάτι το προηγούµενο βράδυ. Διασχίζουν µε το πούλµαν –µια ώρα αργότερα τελικά τους επιτράπηκε να επιβιβαστούν– δυο τρεις φαρδιές, πεντακάθαρες και ανθοστολισµένες λεωφόρους που καµιά εντύπωση δεν της προξενούν, παρά τα επιφωνήµατα θαυµασµού των συνταξιδιωτών της και τις συγκρίσεις που κάνουν µε τις αντίστοιχες της Αθήνας. Η Έλσα είναι προσκολληµένη στις αφηγήσεις της Σεβαστής, ειδικά τις γραπτές. Αυτή περίµενε να δει µια γραφική πόλη µε τα βυζαντινά της τείχη, την όµορφη ακρόπολη και την ελληνική συνοικία µε τα µεγαλοπρεπή σπίτια γύρω από εκείνη. Αντίθετα, συναντάει µια σύγχρονη µεγαλούπολη χωρίς όµως προσωπικότητα και οι πληροφορίες πως είναι βιοµηχανικό αλλά και ισλαµικό κέντρο λίγο την ενδιαφέρουν στη φάση αυτή της ζωής της που, βγαίνοντας από το κουκούλι της παραίτησης, αναζητάει επειγόντως κάποιο άλλο. Ας πούµε το κουκούλι-παρελθόν. Ή το κουκούλι-πατρίδα. Και της το ’χει πει η Ερωφίλη, περήφανη Αθηναία πέντε
γενιές πίσω, που όµως στις δύσκολες στιγµές παραπονιέται πως δεν έχει ένα χωριό να αποδράσει, να χαθεί από τον κόσµο: «Κοίτα, µωρό µου» –ε ναι, σαν µωρό την έχει τη φίλη της τα τελευταία τρία χρόνια καλύπτοντας και εκείνη τα δικά της κενά από την απουσία ενός παιδιού στη ζωή της–, «κοίτα, µωρό µου, µην πας εκεί και γυρίσεις βαρεµένη από άλλον “ιό”! Της πατριδολαγνείας ή της αναζήτησης συγγενών και φίλων, έτσι; Γιατί σε κόβω επιρρεπή ακόµη…» Είχαν έναν κώδικα µεταξύ τους, είχαν υποσχεθεί από παλιά, από τότε που ήταν κοριτσάκια δέκα χρονών και φορούσαν µπλε ποδιές µε άσπρα γιακαδάκια, να λένε πάντα την αλήθεια η µια στην άλλη. Αργότερα, όταν πέρασαν την εφηβεία και τους πρώτους έρωτες, τις πρώτες επαναστάσεις, τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις αλλά και τις µεγάλες, τις ατόφιες χαρές, είχαν ορκιστεί πως, µεταξύ τους, δεν θα χωρούσε άλλη γλώσσα παρά µόνο της αλήθειας. Στην ουσία, είχαν ανανεώσει τον παιδικό τους όρκο, γυρνώντας πίσω σε εκείνη την αθώα ηλικία. Το τοπίο µονότονο και άχρωµο µε χαµηλούς γυµνούς λόφους, παίρνει κάθε τόσο λίγο χρώµα και κίνηση από κάτι άσχηµα χωριά, στολισµένα µε τεράστιες κόκκινες σηµαίες και οµοιόχρωµες πινακίδες της Coca Cola. Αρχές καλοκαιριού και η εθνική οδός µποτιλιάρεται από ιδιωτικά αυτοκίνητα και λεωφορεία γεµάτα τουρίστες ενώ, υπαίθριες αγορές στα δεξιά και αριστερά, διαφηµίζουν τοπικά προϊόντα –υφαντά, πήλινα, σακιά µε πατάτες– και αναγράφουν την τιµή σε ευρώ µε µεγάλα, έντονα γράµµατα.
Ξυπνάει µε το χτύπηµα του κεφαλιού της στο τζάµι, καθώς το πούλµαν φρενάρει απότοµα και ο οδηγός, ξεχνώντας τους καλούς τρόπους και τις οδηγίες του Υπουργείου Τουρισµού, βρίζει τον οδηγό κάποιου άλλου οχήµατος µε δυνατές φωνές και έντονες χειρονοµίες. Ύστερα, σαν να µη συνέβη τίποτα, ζητάει συγγνώµη από την αρχηγό και εκείνη µε τη σειρά της από τους επιβάτες, παίρνει µαλακά µια οµαλή στροφή, βγαίνει από την εθνική οδό και σε λιγότερο από ένα χιλιόµετρο σταµατάει µπροστά στο ξενοδοχείο που θα είναι η βάση τους. Η Έλσα κοιτάει µε κάποια έκπληξη, ίσως και µε κάµποση ευχαρίστηση. «Στο Προκόπι» την ενηµερώνει η κυρία Ματίνα που προφανώς την είχε δει που κοιµόταν και δεν χάνει την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο της αρχηγού – ρόλο που προφανώς επιθυµεί διακαώς. «Στο Προκόπι φτάσαµε. Δεν είναι θαυµάσιο το ξενοδοχείο µας; Δυο φορές έχω µείνει εδώ, έθεσα όρο στο πρακτορείο: Ή στο συγκεκριµένο ή δεν έρχοµαι! Με άκουσαν γιατί γνωρίζουν πως γνωρίζω καλύτερα από όλους τους!» Την ευχαριστεί ευγενικά η Έλσα και αρχίζει να µαζεύει τα πράγµατά της –το φλις µπουφάν, την τσάντα, τον ταξιδιωτικό οδηγό που είχε προσπαθήσει να διαβάσει αλλά εκεί, στην πρώτη σελίδα κατά πάσα πιθανότητα, την είχε πάρει ο λυτρωτικός ύπνος– και παρατηρεί γοητευµένη την εξωτερική όψη του ξενοδοχείου. «Τι σου ’λεγα;» σηµαίνει το ύφος της κυρίας Ματίνας που αποµακρύνεται, και η Έλσα βλέπει ένα σύµπλεγµα χαµηλών κτιρίων µε κίονες, στους πρόποδες του
βραχώδους λόφου, στο ίδιο ακριβώς χρώµα µε αυτόν – κατά πάσα πιθανότητα και από το ίδιο υλικό, αυτό αργότερα θα το διαπιστώσει. Έχουν σταµατήσει στην ευρύχωρη αυλή, ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο και ολάνθιστο πολύχρωµο παρτέρι στο κέντρο της και µετά µια φαρδιά, επιβλητική σκάλα, µε εξίσου ολάνθιστα παρτέρια δεξιά και αριστερά της, οδηγεί στον χώρο υποδοχής. Είναι ωραίο. Θεραπευτικά ωραίο, αποφασίζει η Έλσα και θυµάται την ψυχολόγο της που της µιλάει πάντα για τη θεραπευτική δύναµη της οµορφιάς. «Να πηγαίνεις σε πινακοθήκες και να βλέπεις πίνακες, σε µουσεία και να παρατηρείς τα αγάλµατα» συνηθίζει να της λέει, αφού βέβαια έχουν αποκλείσει, προς το παρόν τουλάχιστον, τις χαραυγές και τα ηλιοβασιλέµατα, τις ακρογιαλιές, τις βουνοκορφές και τις κοιλάδες που όλα ανεξαιρέτως της θυµίζουν τον άνδρα της. Γελάει από µέσα της –είναι νωρίς να παραδεχθεί πως θέλει να γελάσει φανερά–, η κυρία Ματίνα διατυµπανίζει δεξιά και αριστερά πως χάρη σ’ αυτήν θα µείνουν σε τούτο το εξαίσιο ξενοδοχείο, πως έχει µείνει άλλες δυο φορές και είναι ήδη φίλη του ξενοδόχου. Του διευθυντή, το πολύ πολύ, ξαναγελάει η Έλσα, από µέσα της και πάλι, και ανταλλάσει µια εύγλωττη µατιά µε την Ελένη, την αρχηγό, που προσπαθεί επίσης να κρύψει το χαµόγελό της. Ο σιωπηλός κύριος Μάκης, σύζυγος της Ματίνας, που µέχρι εκείνη τη στιγµή δεν έχουν ακούσει τη φωνή του, τραβώντας τις δυο βαλίτσες προς τις σκάλες, τρέχει να προλάβει τη σύζυγο που ήδη ανεβαίνει θριαµβευτικά και
δίνει οδηγίες στους γκρουµ να σπεύσουν να βοηθήσουν τον σύζυγο και τους άλλους επιβάτες του πούλµαν που εκείνη τους είχε φέρει σε τούτο τον παράδεισο – να µην το ξεχνάνε αυτό!
Πατάει ξυπόλυτη στο µαρµάρινο πάτωµα που είναι δροσερό και αισθάνεται τους κραδασµούς του παρελθόντος. Οι τοίχοι γύρω της πέτρινοι, ένα βελούδινος καναπές στο χρώµα της πορφύρας, τρία σκαλιά που οδηγούν στο τεράστιο ξύλινο κρεβάτι –µόνη της θα το έχει– που βρίσκεται κάτω από µια εσοχή της οροφής, σκαµµένη στον βράχο. Πλησιάζει µαγεµένη από τα χρώµατα που είναι απλωµένα πάνω του, ένα καταπληκτικό παπλωµατάκι από διάφορα πολύχρωµα υφαντά κοµµάτια – ένα παραδοσιακό πάτσγουρκ, αν µπορεί να χρησιµοποιήσει τον όρο. Δυο ράφια, σκαµµένα και αυτά στον βράχο, δεξιά και αριστερά του κρεβατιού, φιλοξενούν από ένα µεγάλο καντηλέρι από φυσητό µπλε σκούρο γυαλί. Όλη η εικόνα θα µπορούσε να είναι «θεραπευτικά όµορφη», αλλά ένας λυγµός ανεβαίνει από µέσα της, ένας λυγµός που τον σταµατάει κατευθυνόµενη προς το µπάνιο, το οποίο χωρίζεται από το υπόλοιπο δωµάτιο µε ένα τεράστιο κρυστάλλινο παραβάν διακοσµηµένο µε παράξενα βιτρό – σκηνές από χαµάµ, καταλαβαίνει. Η τετράγωνη µπανιέρα είναι από πράσινο µάρµαρο και για να µπεις µέσα πρέπει να ανέβεις αλλά και να κατέβεις ένα
σκαλί. Γύρω γύρω άνθη µανόλιας ακουµπισµένα µε φροντίδα, της δηµιουργούν την εντύπωση πως στην οροφή θα βρίσκεται σίγουρα ένα δένδρο. Κοιτάει το ξύλινο ταβάνι µε την πολύχρωµη µπάλα που κρέµεται από εκεί, µια γυάλινη µπάλα από µικρά µικρά κοµµατάκια γυαλί, και προεξοφλεί πως το βράδυ θα δίνει εκπληκτικό φως. Μπουκωµένη από οµορφιά και τον λυγµό της που δεν λέει, ή δεν τον αφήνει, να βγει, στρέφεται τώρα προς την µπαλκονόπορτα. Δεν θα κλάψει, δεν θα κλάψει. Την ανοίγει ενώ σαρώνει µε βιαστική µατιά τον χώρο του δωµατίου να δει όσα δεν πρόλαβε: µια σκαλιστή πολυθρονοκαρέκλα µπροστά από την τουαλέτα µε τον παλιό καθρέφτη, δυο µεγάλα γαλάζια βάζα µε καπάκι στο πάτωµα, ένας ξύλινος καναπές µε σκαλιστή επίσης πλάτη, ένα πρασινογάλαζο χειροποίητο χαλί δίπλα στο τζάκι. Βγαίνει στο µπαλκόνι και αφήνει τα δάκρυά της να τρέξουν ελεύθερα καθώς αντικρίζει το άπλετο φως που αντανακλά στα βράχια και στην παλιά πόλη. Ουργκούπ, το Προκόπι των προγόνων της.
Ιούνιος 2004: Ουργκούπ
Άλεξ
Η εξήγησή του για εκείνο το ταξίδι ήταν πως τους είχε βαρεθεί όλους. Τον εαυτό του µη εξαιρουµένου. Είχε βαρεθεί τους αδικαιολόγητα ξέφρενους ρυθµούς της ζωής του, τις φωτογραφίσεις αξηµέρωτα, τις φωτογραφίσεις στα µαύρα µεσάνυχτα, τα ανούσια πάρτι που κανείς δεν διασκέδαζε αλλά όλοι πήγαιναν για να τους δούνε πως πήγαν, και οι περισσότεροι, τύφλα στο µεθύσι, αποχωρούσαν µε κάποιον ή κάποια άγνωστη, που άγνωστη θα παρέµενε και µετά το λαχανιασµένο σεξ. Είχε σιχαθεί τα ηλίθια µπάρµπεκιου σε σπίτια φίλων κάποιες Κυριακές, εκεί που όλοι παρίσταναν τους ευτυχισµένους οικογενειάρχες, έλιωναν στο ποτό, έκαναν µαριχουάνα και πηδούσαν στην κουζίνα όποιο θηλυκό δεν ήταν η γυναίκα τους, µακάρι και να ’ταν η σύζυγος του καλύτερού
τους φίλου. Είχε βαρεθεί όλους εκείνους τους αποκοιµισµένους πολίτες που, ακόµα και µετά τους Δίδυµους Πύργους, δεν είχαν καταλάβει τι θα πει ο πόνος του άµαχου πληθυσµού και συνέχιζαν να πιστεύουν πως ήταν ο περιούσιος λαός επί της γης. Ο Άλεξ τα είχε βαρεθεί όλα. Τη µάταιη αναζήτηση της αγάπης, τα µάταια χρήµατα –τι να τα κάνεις αν δεν µπορούν να σου εξασφαλίσουν την ευτυχία, τη γαλήνη έστω;–, τις δυσβάστακτες δηµόσιες σχέσεις – πόσες χιλιάδες χαµόγελα σε ανθρώπους που σιχαίνεσαι; Τη µάταιη επιτυχία που δεν έφερνε τίποτα άλλο εκτός από λεφτά. Ούτε πληρότητα, ούτε ισορροπία. Και πάνω απ’ όλα είχε βαρεθεί τις ανέξοδες ερωτικές σχέσεις, αυτές για τις οποίες δεν χαλάλιζε ούτε ο ίδιος, ούτε και το εκάστοτε ταίρι του, παραπάνω από µερικά δευτερόλεπτα οργασµού, άντε και ένα τηλεφώνηµα τη µεθεπόµενη µέρα για να πούνε ένα παρηγορητικό«It was really good!» – ήταν πράγµατι καλό! Και µπορεί να είχε καιρό που τις είχε σταµατήσει συνειδητά, όµως το στόµα του συνέχιζε να έχει τη στυφάδα του φιλιού που δεν δίνεται από έρωτα. Για όλα αυτά, έλεγε πως είχε φύγει και δεν ήξερε αν και πότε θα γύριζε. Όµως, βαθιά µέσα του, αισθανόταν πως υπήρχε και κάτι άλλο, κάτι που σχήµα και µορφή δεν µπορούσε να του δώσει. Ήταν µια παράξενη… και δύναµη θα µπορούσε να το πει, αλλά καλύτερα να την ονοµάσει «τάση» που τον βγάζει από τη λούµπα των µεγάλων λόγων, των µεγάλων λόγων που
σιχαίνεται όσο τίποτα άλλο. Ήταν µια τάση λοιπόν που αναδευόταν στα σωθικά του σαν να προσπαθούσε να πάψει να είναι κουλουριασµένη, σαν να ήθελε να ξεδιπλωθεί, να τεντωθεί και να τον κατακλύσει ολόκληρο. Και τότε θα έπρεπε να είναι προετοιµασµένος, να έχει τα µάτια του ανοιχτά για να το καταλάβει, τις αισθήσεις του σε επιφυλακή να µην του ξεφύγει αυτή τη φορά, τα µάτια του τετρακόσια να το αναγνωρίσει. Αδειάζει το τρίτο ποτηράκι ρακί ο Άλεξ και κρίνει πως φτάνει τόσο για µεσηµέρι. Ένα δροσερό αεράκι κατεβαίνει από τον πέτρινο λόφο απέναντι και, περνώντας µέσα από τα µαλλιά του, τον κάνει να ανατριχιάσει. Μη χειρότερα! Άκου να ανατριχιάσει από ένα απλό αεράκι. Έστω κι αν κατεβαίνει από τον πανάρχαιο βράχο που, εκτός από υπόσκαφες σπηλιές, φιλοξενεί και το ξενοδοχείο του. Είχε πετάξει βιαστικά τον ταξιδιωτικό του σάκο στο δωµάτιο. Ουάου!!! Ήταν απίστευτα όµορφος ο χώρος µε τους πέτρινους τοίχους, το µαρµάρινο πάτωµα και το χαλάκι της προσευχής δίπλα στο κρεβάτι. Είχε πάρει την κάµερα και είχε φύγει βιαστικός. Στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, ένας µελαχρινός νεαρός ξεσκόνισε βιαστικά το Land Rover που είχε νοικιάσει από την Καισάρεια και του το παρέδωσε παίρνοντας ευχαριστηµένος το φιλοδώρηµα, ενώ µε σπαστά αγγλικά τον διαβεβαίωσε πως το βράδυ θα το έπλενε κιόλας. Παντού λοιπόν το δολάριο κάνει τους ανθρώπους ευγενικούς… Λίγο πριν βγει από τον κήπο του ξενοδοχείου, οδηγώντας
προσεκτικά ο Άλεξ γιατί στον νου του είχε τις σκηνές από το Εξπρές του Μεσονυχτίου, είδε φευγαλέα σ’ ένα µπαλκόνι του δεύτερου ορόφου µια γυναίκα που τα µαλλιά της άστραφταν κόκκινα στον ήλιο και που αορίστως κάτι του θύµισε. Ύστερα πήρε τον δρόµο για το εσωτερικό του Ουργκούπ, σε µια αναγνωριστική βόλτα και την ξέχασε. Πρώτα θα έβλεπε τι του άρεσε και µετά, την άλλη, την παράλλη, την εποµένη της παράλλης µέρας, θα φωτογράφιζε. Ο χρόνος ήταν µε το µέρος του, όπως έλεγε και ο παππούς του.
Είχε αφήσει σε έναν ήσυχο δρόµο το τζιπ, στους δυο κεντρικούς γινόταν της τρελής από κίνηση, και πήρε να βαδίζει το ανηφορικό σοκάκι που έβγαζε στην παλιά πόλη µε τα πέτρινα σπίτια στο χρώµα ξεθωριασµένης ώχρας· καµιά αµφιβολία πως ήταν φτιαγµένα από το ίδιο ηφαιστειογενές, πορώδες πέτρωµα του λόφου, όπως και οι τρεις «νεραϊδοκαµινάδες» στην είσοδο της πόλης. Μεσηµέρι και ντάλα ήλιος, ένα αναποφάσιστο αεράκι που έπνεε από βόρεια µόνο λίγη σκόνη κατόρθωνε να σηκώσει και ο Άλεξ, που είχε ξεχάσει το καπέλο στον σάκο του, αισθανόταν το κεφάλι του να καίει ενώ η λευκή επιδερµίδα στα µπράτσα του είχε κοκκινίσει µέσα σε δέκα λεπτά. Τα παλιότερα σπίτια έβλεπαν κατευθείαν στον δρόµο, κάτι που δεν συνηθιζόταν στους µουσουλµάνους, άρα άλλοι ήταν οι
πρώτοι τους ιδιοκτήτες. Δυο σκαλιά και η εξώπορτα πάνω στο σοκάκι και είχαν µανταλωµένα τα παραθυρόφυλλα, ενώ κάποια άλλα είχαν χτισµένο έναν ψηλό µαντρότοιχο, σαφώς µεταγενέστερο της ηλικίας του κύριου οικοδοµήµατος, άρα άλλοι είχαν κατοικήσει ξένα σπίτια. Από τις αυλές µπορούσε να πιάσει το αυτί του κουβέντες διάφορες, καµιά φορά και γέλια, το κλάµα ενός παιδιού και ήχους «σπιτικούς» – ταψιά να ακουµπάνε σε τραπέζια, το νερό να τρέχει από µια βρύση, ένα ρούχο που τινάζεται από τα χέρια σχολαστικής νοικοκυράς. Κάπου κάπου υπήρχε και µια υποψία πράσινου, µια µηλιά ήταν αρκετά ψηλότερη από τη µάντρα και άφηνε στον περίεργο περιπατητή να δει κάτι µικρούτσικους καρπούς, ίσα µε ένα φουντούκι. Ο Άλεξ αισθανόταν σαν να είχε µεταφερθεί σε άλλον αιώνα, σε άλλον κόσµο. Ησυχία και ερηµιά, ενώ κάτω, στα πόδια του, κάτω και αριστερά, η πόλη έσφυζε από ζωή και στα εξωτερικά της όρια µπορούσε να δει ακόµα και πολυώροφα κτίρια – εντάξει, και ουρανοξύστες δεν θα τους έλεγε ένας Αµερικάνος– που άλλαζαν άρδην την ταυτότητά της. Ως φωτογράφος, κανονικά, θα ενδιαφερόταν και για τα δυο πρόσωπα της πόλης. Θα έπαιρνε πλάνα από το «παλιό» και το «καινούργιο», θα τα έβαζε µετά µαζί, πλάι πλάι, ή ακόµα καλύτερα το ένα πάνω στο άλλο, θα ανάσταινε το παλιό πρόσωπο µέσα από το καινούργιο, θα βύθιζε στο καινούργιο το παλιό. Τίποτα από όλα αυτά δεν του ήρθε στον νου εκείνη την ώρα. Κανένα στοιχείο από την υπερσύγχρονη εικόνα δεν του
είπε το παραµικρό. Έτσι, είχε τραβήξει την ανηφόρα όλη και είχε καταλήξει σε έναν λίγο φαρδύτερο δρόµο που σχηµάτιζε µια υποτυπώδη πλατεία, δυο τρεις τρύπες που προσποιούνταν τα καταστήµατα, ένα άγνωστο δέντρο, αρκετά φουντωτό, που υποσχόταν µια σκιά – εξίσου υποτυπώδες µε όλα όσα υπήρχαν εκεί γύρω. Είχε πιει καυτό τσάι µε άρωµα µήλου, σκέτη χηµεία… και µετά το γύρισε στο ρακί. Ένα, δυο, τρία ποτηράκια µε λίγο παστό ψάρι και ένα περίεργο γιαούρτι που µοσχοβολούσε παράξενα τον είχαν κάνει να απλώσει τα πόδια στην απέναντι καρέκλα και να ευχαριστήσει τον άγνωστο θεό που τον είχε παροτρύνει να κάνει τούτο το ταξίδι. Ο µουστακαλής καφετζής δεν είχε όρεξη για κουβέντες, άφησε που δεν ήξερε και αγγλικά – και πώς να ξέρει; Κάτι χαµόγελα και κάτι «τεσεκιούρ εντερίµ» του Άλεξ δεν βρήκαν ανταπόκριση, καλά καλά δεν τον κοίταξε σε αντίθεση µε την ηλικιωµένη που καθόταν σε µια καρέκλα δίπλα από την πόρτα, µια µαντιλοδεµένη και σταφιδιασµένη γαλανοµάτα –µάνα; πεθερά του καφετζή; Δεν µπόρεσε να καταλάβει– που ήταν όλο χαµόγελα και «χoς γκελντινίζ» κάθε φορά που οι µατιές τους διασταυρώνονταν. Αδειάζει το τρίτο ο Άλεξ και κρίνει πως φτάνει τόσο για µεσηµέρι. Ενώ αφήνει τα χρήµατα στο σιδερένιο τραπεζάκι προσπαθεί να θυµηθεί αν ο παππούς τού είχε αναφέρει τίποτα για εκείνο το µέρος, κάτι ιδιαίτερο, και φέρνει στο µυαλό του τον χάρτη της περιοχής. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ
απλά θα είχε περάσει από εκείνη τη µικρή πόλη του τότε στον δρόµο του από την Άµασα[24] για το Κάιζερι[25] και το Ταλάς[26]. Ίσως και να είχε µείνει ένα βράδυ, µπορεί και δύο, µπορεί και περισσότερα αλλά µάλλον δεν θα είχε καταγραφεί κάτι ιδιαίτερο στη µνήµη του, κάτι που να σηµάδεψε την υπόλοιπη ζωή του. Γιατί η µοίρα του τον περίµενε στην Καισάρεια. Και δίπλα στο Ταλάς. Και µετά στη Μερσίνα. Εκεί κι αν τον περίµενε… Μπαίνει στο νοικιασµένο αυτοκίνητο και ξεκινάει για το ξενοδοχείο. Στο καντράν του αυτοκινήτου το ρολόι είναι σταµατηµένο στις ένδεκα, πρωί ή βράδυ, καµιά διαφορά δεν έχει. Πώς είναι έτσι φτιαγµένα τα σκατορολόγια; Εκείνος δεν φορούσε ποτέ. Ούτε το κινητό του έχει ανοίξει από τότε που κατέβηκε από το αεροπλάνο. Και δεν ξέρει αν θα το ανοίξει ξανά, µήπως από ποιον περιµένει τηλεφώνηµα; Κοιτάει τον ήλιο στον ουρανό και γελάει. Εντάξει, για ινδιάνος είναι πολύ ξανθός, φυσικά και δεν µπορεί να καταλάβει τι ώρα είναι. Όχι πως έχει και την παραµικρή σηµασία αυτό.
Το ίδιο µελαχρινό αγόρι που του είχε παραδώσει το τζιπ το παραλαµβάνει τώρα φανερά χαρούµενο, γιατί θα έχει την ευκαιρία, έστω και για τόσο λίγο, να καθίσει στο τιµόνι ενός τέτοιου αυτοκινήτου· ούτε στο όνειρό του δεν θα µπορούσε να το αποκτήσει.
Ανεβαίνει τη φαρδιά σκάλα ο Άλεξ και σκέφτεται πως οι διαστάσεις της θα ταίριαζαν σε ένα ξενοδοχείο στο Χόλιγουντ και όχι εδώ ανάµεσα στα ανεµοδαρµένα βράχια. Πετάει το µυαλό του πίσω, στο Τίµιο Ξύλο, πολλές φορές είχε παραβρεθεί εκεί· οι διάσηµοι ποτέ δεν τσιγκουνεύονταν το χρήµα αν επρόκειτο να απαθανατίσει την οµορφιά τους ένας από τους πιο γνωστούς φωτογράφους του κόσµου και έτσι πήγαινε, προσκεκληµένος. Όλα άφθονα εκεί. Λεφτά, γυναίκες, σεξ, ναρκωτικά, φήµη, οµορφιά… Τι άλλο; Τι άλλο ήταν άφθονο; Ναι, ναι, βέβαια, η βλακεία, η ίντριγκα, η υποκρισία, το ψέµα, οι µεγάλες κουβέντες και τα µικρά έργα… Το στοµάχι του ανακατεύεται, θα ’ναι που τα θυµήθηκε όλα αυτά – και ούτε σκέφτεται πως µπορεί να τον πείραξε κάτι απ’ όσα έφαγε, τόσο το νευρικό του σύστηµα δεν αντέχει να θυµάται. Δεν ταιριάζει αυτή η σκάλα σ’ αυτό το τοπίο, αποφαίνεται και µπαίνει στον δροσερό χώρο υποδοχής, όπου τα πάντα αστράφτουν από καθαριότητα και τάξη – ακόµα και αυτός, ένας άνθρωπος που έχει πάρει διαζύγιο από την τάξη πριν ακόµη γεννηθεί δεν µπορεί να µην το προσέξει. Ξαφνικά αισθάνεται αφόρητα βρόµικος και επιθυµεί διακαώς ένα καυτό µπάνιο. Χαµάµ! Μα φυσικά και αυτό θα κάνει, θα πάει κατευθείαν στο χαµάµ µε «µάρµαρα από τα λουτρά του δέκατου πέµπτου αιώνα» όπως διαφηµίζουν σε κάθε γωνιά τούτου του ξενοδοχείου. Του ξενοδοχείου µε την υπερβολικά φαρδιά σκάλα.
Αρχές του 20ού αιώνα: Βοστόνη
Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ
Είχε γεννηθεί στη Βοστόνη στα τέλη του αιώνα και είχε µεγαλώσει εκεί. Οι γονείς του, γερµανικής καταγωγής και οι δυο, δεν είχαν άλλα παιδιά, καθώς αργά αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους και µόλις και µετά βίας πρόλαβε η Σόφη να γεννήσει τον µονάκριβο γιο, πριν οι ορµόνες της αρχίσουν να εξαφανίζονται από το αποστεωµένο της σώµα. Που τότε, εκεί κάπου στα σαράντα πέντε της, και σε αντίθεση µε ό,τι συµβαίνει στις περισσότερες γυναίκες, είχε γίνει ακόµα πιο αποστεωµένο. Και ο Έλµερ είχε να λέει µέχρι το τέλος της ζωής του πως δυο πράγµατα θυµόταν από τη νηπιακή του ηλικία: το πόσο δυσεύρετη υπήρξε για εκείνον η µητρική αγκαλιά και πόσο αφιλόξενη, αυτό κυρίως εξαιτίας του ανύπαρκτου στήθους της –
το αφράτο µαξιλάρι των παιδικών µας ονείρων– και των πεταγµένων κόκαλων της λεκάνης τις λίγες φορές που τον κράτησε στην ποδιά της, πιθανόν από απόλυτη ανάγκη. Η Σόφη, αυστηρή προτεστάντισσα, κόρη ακόµα πιο αυστηρού πάστορα, είχε µεγαλώσει ορφανή από µητέρα και δεν είχε γευθεί και η ίδια το µητρικό χάδι και την απύθµενη αγάπη της µάνας για το παιδί της. Έσυρε την άχαρη ύπαρξή της, που γινόταν ακόµα πιο άχαρη από την άτεγκτη και χωρίς χαµόγελο συµπεριφορά της, µέχρι τα σαράντα της, αποφασισµένη πως κανείς άνδρας δεν ήταν τόσο ευσεβής, τόσο σοβαρός και τόσο σπουδαίος ώστε επάξια να σταθεί στο πλάι της, αλλά κυρίως στο πλάι του λατρεµένου της πατέρα. Κάπου εκεί όµως, ο πάστορας αρρώστησε και προσπάθησε να αποκαταστήσει τη θυγατέρα του –τα άλλα τρία παιδιά του, όλα αγόρια, ήταν σκορπισµένα σε διάφορες πολιτείες– γιατί φοβόταν πως θα αποµείνει µόνη της στον κόσµο. Ο Ιωάννης, ένας ευεργετηµένος από τον πάστορα ξυλουργός, πληµµυρισµένος από αισθήµατα ευγνωµοσύνης και αφοσίωσης στον πνευµατικό του πατέρα, αρραβωνιάστηκε και δυο χρόνια αργότερα, όταν προσπεράστηκαν οι αντιδράσεις της Σόφης περί µόνιµης παρθενίας, την παντρεύτηκε. Με κλειστά µάτια και µια µόνιµη προσευχή στα χείλη της, η Σόφη εκτέλεσε τα συζυγικά της καθήκοντα και έµεινε έγκυος αµέσως, στον µονογενή της υιό, τον οποίο πίστεψε πως τον γέννησε ούσα ακόµη παρθένα και τον οποίο, παρά την αυστηρότητά της και άσχετα αν του το έδειξε ή όχι, τον
λάτρεψε σαν θεό. Έτσι η αυστηρή προτεστάντισσα έµοιασε τόσο µε την Παναγία των Ορθόδοξων και τον Καθολικών κι ας µην την παραδεχόταν στο δόγµα που ακολουθούσε.
Ο Έλµερ µεγάλωσε µέσα στη σιωπή του σκοτεινού και υγρού τους σπιτιού, που µάταια ο Ιωάννης είχε προσπαθήσει, στις αρχές της έγγαµης ζωής, να το κάνει λίγο πιο ευχάριστο καλώντας µια δυο φορές φίλους και παρακαλώντας τη γυναίκα του να βάλουν πιο ανοιχτόχρωµες κουρτίνες ή να µεγαλώσουν τα µικρά σαν πολεµίστρες παράθυρα. Γρήγορα παραιτήθηκε όµως, η ευγνωµοσύνη σε έναν νεκρό πεθερό πόσο κουράγιο και δύναµη να σου δώσουν; Έτσι ο Έλµερ, µετά την παραίτηση του πατέρα του, πέρασε τα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής του κάτω από τις µόνιµες διδαχές περί Θεού και αγνότητας της µητέρας του, οι οποίες έβρισκαν αντίκρισµα σε κάθε είδους ασκητικές πρακτικές, όπως νηστεία, έκθεση στο κρύο, προσευχή, µετάνοια, εξοµολόγηση. Τις λίγες ώρες που βρισκόταν στο σπίτι, και εκείνες συνήθως ήταν εξουθενωµένος από τη σκληρή δουλειά του, ο Ιωάννης προσπαθούσε να καλύψει τα κενά που είχαν ανοίξει και έχασκαν στην τροµαγµένη ψυχή του µικρού του γιου. Προσπαθούσε µε τρυφερά λόγια και πράξεις, κάτω από το µόνιµα παρατηρητικό και υποτιµητικό βλέµµα της Σόφης, που
έτσι κι αλλιώς έκανε ό,τι ήθελε ως ιδιοκτήτρια του πέτρινου σπιτιού κοντά στη θάλασσα και ως άτοµο που ανήκε στους εκλεκτούς του Θεού, καθότι κόρη ιερέα και ευσεβής – αυτό, πάνω απ’ όλα. Ο Έλµερ ήταν καλός µαθητής και πήγε στο πανεπιστήµιο µε το υστέρηµα των γονιών που είχαν συµφωνήσει οµόφωνα – πράγµα παράδοξο, βέβαια– πως ο γιος τους θα έπρεπε να σπουδάσει. Δεκαεφτά χρόνων οµορφόπαιδο, σπούδασε µε επιµέλεια και αυταπάρνηση φιλοσοφία και ιστορία, παρά την επιθυµία της µητέρας του να ασχοληθεί µε τη θεολογία, ενώ διδάχτηκε και αρχαία ελληνικά στο πλαίσιο του τµήµατος κλασικών σπουδών, τα οποία λάτρεψε. Με µεγάλη διάθεση να ριχτεί στον στίβο της διδασκαλίας αλλά και να ξεφύγει από το ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον, άρχισε να σκέφτεται πού θα µπορούσε να πάει, εκτός Βοστόνης φυσικά, να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Ένας πλατωνικός έρωτας µε µια οικογενειακή φίλη, εξίσου ευσεβή µε τη µητέρα του, η οποία προαλειφόταν για σύζυγος, είχε εξατµιστεί προς τα µέσα των πανεπιστηµιακών του χρόνων, και ο Έλµερ είχε ξεκαθαρίσει στη Σόφη που τον πίεζε να παντρευτεί πριν υποπέσει στο αµάρτηµα της απώλειας της παρθενίας του πως θα επιθυµούσε πρώτα να εργαστεί και µετά να σκεφθεί τον γάµο.
Ξαλαφρωµένος ο Έλµερ από το βάρος ενός έρωτα που µαράθηκε πριν καν ανθίσει, δέχτηκε σαστισµένος την πρόταση του κοσµήτορα της Σχολής, που ήταν επίσης προτεστάντης, να µεταβεί στην Οθωµανική αυτοκρατορία και να διδάξει στο Κολλέγιο Ανατόλια. Οι πληροφορίες που του έδωσε ήταν λεπτοµερείς, το Κολλέγιο είχε ιδρυθεί από Αµερικάνους ιεραπόστολους της πολιτείας της Μασαχουσέτης στη Μερζιφούν της επαρχίας Ρουµ το 1886, σαν συνέχεια του επίσης προτεσταντικού Ιεροδιδασκαλείου της Κωνσταντινούπολης. Τρία χρόνια πριν, µεσούντος του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου, το Κολλέγιο είχε καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό και, µαθητές και δάσκαλοι, είχαν διασκορπιστεί στους πέντε ανέµους. Εκείνη τη χρονιά, σωτήριο έτος 1919, θα ξεκινούσε και πάλι να διαχέει τη γνώση, όπως ήταν και ο σκοπός της ίδρυσής του, µε πλήρη «σύνθεση»: δηλαδή, εκτός από τα Γυµνάσια για αγόρια και κορίτσια, θα λειτουργούσε και νηπιαγωγείο, σχολή για κωφούς, θεολογικό ιεροδιδασκαλείο, ένα από τα µεγαλύτερα νοσοκοµεία της Μικράς Ασίας και ορφανοτροφείο για χιλιάδες ορφανά. Όπως πάντα, θα φιλοξενούσε παιδιά εύπορων Ελλήνων και Αρµενίων, αλλά και άλλων χριστιανικών εθνοτήτων από ολόκληρη τη Μικρά Ασία. «Είναι βέβαια µια ευαίσθητη περιοχή…» µάσησε κάπως τα λόγια του στο τέλος ο κοσµήτορας. «Κατά τη διάρκεια του Πολέµου… θρηνήσαµε και θύµατα. Τρεις Αρµένιοι καθηγητές σκοτώθηκαν από τον τουρκικό στρατό, αλλά… αλλά µάλλον θα
έγινε κάποιο λάθος. Αντιλαµβάνεσαι πως χρειαζόµαστε νέους, ευσεβείς και υγιείς προτεστάντες να συνεχίσουν το έργο που ξεκίνησαν οι ιεραπόστολοί µας». Μετά το αρχικό σοκ αλλά και την άµεση αποδοχή της πρότασης, ο Έλµερ άρχισε να αγωνιά για το αν θα συµφωνούσαν οι γονείς του στην προοπτική να φύγει τόσο µακριά – πιο µακριά δεν γινόταν! Συνειδητοποιώντας την επιτακτική ανάγκη να αποµακρυνθεί από το οικογενειακό περιβάλλον, δεν έψαξε κάτι καλύτερο, κάτι κοντινότερο. Μόνο συζήτησε µε τον γηραλέο πατέρα του και προσπάθησε, για πρώτη φορά στην κοινή τους ζωή, να του εξηγήσει πώς αισθανόταν. Εκείνος, µε βουρκωµένα µάτια, τον απέτρεψε από το να συνεχίσει, ίσως και να µην άντεχε να ακούσει πόσο κακό είχαν κάνει στο παιδί τους οι δυο «ανέραστοι» γονείς, και του έδωσε αµέσως την ευχή του, ελπίζοντας έτσι να ισοφάριζε την αδυναµία του να τον κάνει ευτυχισµένο όταν ήταν µικρός. Ένα παιδί είχε στον κόσµο και κανέναν άλλον, του έφευγε και ήξερε πως δεν θα τον έβλεπε ξανά, καταλάβαινε ωστόσο πως η ζωή του µέσα σε εκείνο το σπίτι µε τις προσευχές και την αυστηρότητα της Σόφης ήταν πραγµατικά αβάσταχτη. Όπως και η δική του. Η µητέρα του είχε µια µικρή, ανεπαίσθητη αντίρρηση. «Είναι τόσο µακριά…» είχε µουρµουρίσει χωρίς φυσικά ο γιος της να της αναφέρει οτιδήποτε για τον ταραχώδη βίο του σχολείου, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό της καµία διαµαρτυρία. Ο Κύριος της έστελνε µία επιπλέον δοκιµασία, όφειλε να την
υποστεί µε τη δύναµη που της έδινε η αγάπη Του και όσο πιο επώδυνος θα ήταν ο αποχωρισµός, τόσο καλύτερα για εκείνη που θα αποδείκνυε την πίστη της σ’ Αυτόν! Μόνο τη µέρα που ο Έλµερ τους αποχαιρέτησε, µόνο τότε τον κράτησε λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω στη στεγνή της αγκαλιά και του έχωσε ένα σηµείωµα στην τσέπη του παλτού. Ύστερα, το ζευγάρι έµεινε πλάι πλάι να κοιτάει την κατάµαυρη άµαξα που έφευγε – το παλικάρι δεν τους είχε αφήσει να τον συνοδεύσουν στο λιµάνι, γιατί δεν ήθελε να τους υποβάλει στο µαρτύριο να βλέπουν το πλοίο, µαζί µε τον γιο τους, να αποµακρύνεται, ούτε όµως και ο ίδιος ήθελε να το περάσει αυτό. Δηλαδή να βλέπει τα δυο αδύναµα γεροντάκια στην αποβάθρα να µικραίνουν, να µικραίνουν, να µικραίνουν. Ο Ιωάννης και η Σόφη γύρισαν αµίλητοι στο σπίτι τους, ο καθένας µε τις δικές του σκέψεις αλλά και µε µια κοινή, πως δηλαδή δεν θα ξαναέβλεπαν τον γιο τους, γεγονός που η ζωή τούς το διέψευσε λίγα χρόνια αργότερα. Αποσύρθηκε ο καθένας στον δικό του χώρο και έκλαψαν βουβά. Η Σόφη ζητώντας συνέχεια συγγνώµη από τον Θεό που έµοιαζε τόσο αδύναµη στη δοκιµασία αυτή… Από τότε δεν ξαναµίλησαν µεταξύ τους, µε µια σιωπηρή, εννοείται, συµφωνία πως έπρεπε ο καθένας να βιώσει το µαρτύριο του αποχωρισµού χωρίς να επηρεάσει τον άλλον. Και ο Έλµερ ξεκίνησε το µακρύ του ταξίδι προς µια άλλη ήπειρο, έναν άλλον κόσµο, τόσο άγνωστο και τόσο διαφορετικό από τον δικό του, που έµελλε να του σηµαδέψει τη ζωή για
πάντα. Όπως θα του σηµάδευε και την καρδιά. Όταν πια θα χρειαζόταν να γυρίσει πίσω, θα την άφηνε εκεί, κερί αναµµένο στα σκοτάδια των καιρών που θα έρχονταν.
Ιούνιος 2004: Προκόπι ΗΜΕΡΑ 1Η
Έλσα
Πατάει ξυπόλυτη στο µαρµάρινο πάτωµα που είναι δροσερό και αισθάνεται τους κραδασµούς του παρελθόντος. Το δωµάτιο είναι δροσερό και συγχρόνως ζεστό – πώς γίνεται αυτό δεν το καταλαβαίνει. Όλη η εικόνα που απλώνεται µπροστά στα µάτια της θα µπορούσε να είναι «θεραπευτικά όµορφη»: µπάνιο από πράσινο µάρµαρο, κρυστάλλινο παραβάν, υπέροχο κάλυµµα στο κρεβάτι, ξυλόγλυπτα έπιπλα, γαλάζια φυσητά γυαλιά, παντού άνθη µανόλιας. Ένας λυγµός ανεβαίνει από µέσα της, ένας λυγµός που τον σταµατάει µε προσπάθεια και κατευθύνεται προς την µπαλκονόπορτα. Δεν θα κλάψει τώρα. Δεν θα κλάψει… Βγαίνει
στο µπαλκόνι και καταπατάει την υπόσχεσή της, τα δάκρυά της τρέχουν ελεύθερα καθώς αντικρίζει το άπλετο φως που αντανακλά στα βράχια και στην παλιά πόλη. Ουργκούπ, το Προκόπι των προγόνων της. Δεν ξέρει ποια σχέση ακριβώς τη συνδέει µε τον συγκεκριµένο τόπο, ίσως η γιαγιά της γιαγιάς της… για να σκεφθεί, τι την είχε τη γιαγιά της γιαγιάς της άραγε; Αδύνατον να το βρει, το µυαλό της δεν δουλεύει προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν υπακούει να σκαρφαλώσει σαν πειθήνιος αίλουρος στα κλαδιά του οικογενειακού δένδρου µε τις εκατοντάδες, µπορεί και χιλιάδες διακλαδώσεις, που ακουµπάνε δυο ηπείρους και ένα νησί στον Ατλαντικό, για να της δείξει την ακριβή συγγένεια. Τέλος πάντων, κάτι θυµάµαι πως της έλεγε η γιαγιά της η Σεβαστή, κάποια ρίζα της προερχόταν από εκεί, η µαµά του πατέρα της; η προγιαγιά της; Κάτι τέτοιο… Αλλά τι σηµασία είχε τώρα: όλη η Καππαδοκία ήταν πατρίδα της, παντού ήταν απλωµένες οι ρίζες της. Χαζεύει το τοπίο µε τον λυγµό να ανεβοκατεβαίνει στο σώµα της, από την καρδιά στο µυαλό και από εκεί στο λαρύγγι της και από εκεί στο στήθος, πίσω στην καρδιά, ξανά στο µυαλό της, παρά τις προσπάθειές της να τον αποπροσανατολίσει µε τις δαιδαλώδεις διαδροµές των οικογενειακών ριζών της. Επιστρέφει στο δωµάτιο, ανοίγει το µίνι µπαρ που είναι κρυµµένο πίσω από ένα ξύλινο κανάτι µε ωραία διακόσµηση από φίλντισι, πιάνει τυχαία ένα µπουκαλάκι µε βότκα, το εξετάζει, της φαίνεται εντάξει –τι είδους εντάξει, ιδέα δεν έχει–,
γεµίζει ένα ποτήρι µε παγάκια που θαµπώνουν αµέσως µόλις βρίσκονται στη θερµοκρασία του δωµατίου. Καθώς χύνει το ποτό στο ποτήρι, η Έλσα παρατηρεί µε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τον πάγο να γίνεται απόλυτα διαφανής καθώς το αλκοόλ γλείφει ηδονικά τις στρογγυλεµένες του επιφάνειες. Ανάβει το πρώτο τσιγάρο εκείνης της µέρας –προσπαθεί να το κόψει, το µόνο που έχει κατορθώσει είναι να το ελαττώσει–, τραβάει µια ρουφηξιά µε πάθος και καθώς πίνει την πρώτη γουλιά που της καίει τον οισοφάγο ξαναβγαίνει στη βεράντα, αντίκρυ από τον βραχώδη λόφο. Τώρα αισθάνεται καλύτερα, ο λυγµός έχει υποχωρήσει στον πάτο του στοµαχιού της, κατά πάσα πιθανότητα τον παρέσυρε στο διάβα του το αλκοόλ. Το ξέρει η Έλσα, το ξέρει καλά. Εκεί έχει φτιάξει την κρυψώνα του, ένας λυγµός-φυγάς που, µε απίθανες αφορµές, βγαίνει από τη σπηλιά και ορµάει καταπάνω της. Τώρα όµως, προς το παρόν τουλάχιστον, φαίνεται πως έχει ησυχάσει. Πίνει τη δεύτερη γουλιά και αυτή της αρέσει περισσότερο, τώρα το ποτό είναι παγωµένο και κατεβαίνει πολύ πιο εύκολα, δεύτερη τζούρα, αχχχ, σχεδόν ευτυχία – αυτό, λυγµέ, εσύ µην το ακούς. Ένα τζιπ βγαίνει αργά αργά από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου στα αριστερά της και κατευθύνεται προς την έξοδο της αυλής, στο τιµόνι κάθεται κάποιος που τα µαλλιά του, έτσι όπως πέφτουν πάνω τους οι αχτίνες του µεσηµεριάτικου ήλιου, µοιάζουν χρυσά. Μάλλον άνδρας θα είναι, απ’ όσο µπορεί να
ξεχωρίσει, ένας άνδρας που… που… ενώ δεν τον είδε καθόλου καλά και ενώ έχει ήδη εξαφανιστεί µαζί µε το τζιπ του της είναι γνωστός. Χα, χα! Ξεσπάει σε γέλια και αµέσως συµµαζεύεται, η βότκα έχει κάνει µια χαρά τη δουλειά της. Χα, χα! Αδύνατον να το ελέγξει, χα, χα! Άκου εκεί γνωστός αυτός που δεν είδε! Άσπρο πάτο το ποτό και ξαναµπαίνει στο δωµάτιο, γιατί ακούει το τηλέφωνό της να καλεί. Τρεκλίζει ελαφρά. Μέσα, ύστερα από όλον αυτό τον ήλιο, είναι σκοτεινά και σαφώς πιο δροσερά. Αδειάζει το περιεχόµενο της τσάντας της πάνω στο µεγάλο κρεβάτι µε το απίθανο «πάτσγουορκ» στην προσπάθεια να βρει γρήγορα το τηλέφωνο. Η Ερωφίλη θα είναι, ποιος άλλος να της τηλεφωνήσει; Είναι η µητέρα της. Και η Έλσα, µε τις αναθυµιάσεις του αλκοόλ στο κεφάλι, ντρέπεται που δεν τη σκέφθηκε. Θέλει να µάθει αν έφθασε καλά, αν όλα είναι καλά. Τη διαβεβαιώνει πως ναι και πως δεν έχει δει τίποτα ακόµη. «Είναι η πατρίδα σου, µάνα, η µεµλεκέτ σου…» της λέει βραχνά πριν το κλείσει. «Η πατρίδα της γιαγιάς σου είναι…» προλαβαίνει να ακούσει τη φωνή της. Ίσως και εκείνη να έχει έναν λυγµό. Αδειάζει το δεύτερο µπουκαλάκι βότκας και στέλνει µήνυµα στην Ερωφίλη. «Δεν µου τηλεφώνησες» της γκρινιάζει, σχεδόν κλαψουρίζει. «Σ’ αφήνω να µεγαλώσεις» της απαντάει αµέσως η άλλη. «Είµαι µεθυσµένη» της ξαναγράφει. «Το ελπίζω» µονολεκτική η Ερωφίλη. «Να κάνεις αµέσως ένα χαµάµ και να κοιµηθείς» ξαναµπαίνει στον ρόλο των
τελευταίων χρόνων. Δεν απαντάει τώρα η Έλσα. Το χέρι της έχει ήδη αγγίξει το πανί, το κάλυµµα του ηµερολογίου της Σεβαστής. Το σέρνει έξω από την τσάντα. Δεν έπεσε όταν την αναποδογύρισε πάνω στο κρεβάτι, είναι µεγάλο και σφηνωµένο ανάµεσα στις εσωτερικές φόδρες, κι έτσι έµεινε πεισµατικά στην προστασία της δερµάτινης φωλιάς. Λες και ήξερε… Λες και ήξερε πως, αν έπεφτε, θα έπρεπε να ανοίξει. Κι αν άνοιγε… Κι αν άνοιγε, είχε πολλά να πει… Η Έλσα το σέρνει έξω από την τσάντα. Δεν είναι η ώρα, είναι σίγουρη πως δεν είναι, αλλιώς το είχε προγραµµατίσει, αλλά… Κατευθύνεται προς τη βεράντα µε το ηµερολόγιο στο δεξί χέρι, στο αριστερό το ποτήρι µε τη βότκα. Καυτός ο ήλιος και καυτό το αεράκι που έχει σηκωθεί, την αποκαρδιώνουν, δεν αποφασίζει να βγει έξω. Μόνο κάθεται στο πάτωµα, στο µαρµάρινο γυµνό πάτωµα µπροστά στο άνοιγµα της πόρτας. Ούτε µέσα ούτε έξω. Όπως είναι και η ίδια στη ζωή τα τελευταία τρία χρόνια. Κάθεται στο πάτωµα και το ανοίγει. Παρατηρεί τον γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς της – καλλιγραφικό µε κάµποσα µπαστουνάκια και τσιγκελάκια σε κάθε γράµµα. Το χαρτί είναι κιτρινισµένο από τα χρόνια που πέρασαν, το έχει σκεφθεί πολλές φορές η Έλσα, το έχει υπολογίσει, δεν πειράζει, ακόµα µια, χίλια εννιακόσια δεκαεννιά… δύο χιλιάδες τέσσερα… Ογδόντα πέντε χρόνια, ένας αιώνας σχεδόν.
Χαϊδεύει τα γράµµατα της Σεβαστής πάνω στο λεπτό χαρτί και δεν είναι σίγουρη αν έχει λεπτύνει από τη λαίλαπα των χρόνων που πέρασαν από πάνω του ή αν έτσι ήταν τα χαρτιά τότε. Βέβαια, και αυτό το γνωρίζει πολύ καλά, παρακάτω, πολύ παρακάτω, το χαρτί είναι διαφορετικό· από κάποια στιγµή και πέρα, είναι πιο χονδρό, αν και παραµένει λευκό, και ακόµα παρακάτω είναι ένα χονδρό και άγριο, σχεδόν καφέ, χαρτί σαν αυτό που τυλίγουν τα πακέτα στο ταχυδροµείο. Και µετά οι σελίδες είναι και πάλι διαφορετικές, κάτι λεπτά επιστολόχαρτα µε µια επωνυµία επάνω. Δεν τη θυµάται τώρα, αλλά να, έτσι να κάνει και θα τη βρει. Δεν το κάνει, δεν ψάχνει, κάθε πράγµα στην ώρα του. Δεν αγωνιά, το ποτό την έχει χαλαρώσει τελείως, χαϊδεύει µόνο τα φύλλα, τα λατρεύει για αυτή τους την ιδιοτροπία να µην είναι όλα ίδια, προσπερνάει γρήγορα τις κολληµένες και ταλαιπωρηµένες φωτογραφίες –και αυτές µε την ώρα τους–, τις καρτ ποστάλ, ακόµα και τη µία και µοναδική ερωτική επιστολή που είναι καρφιτσωµένη πάνω σε ένα φύλλο. Με χρονολογία 1958, δεν θυµάται την ηµεροµηνία αυτή τη στιγµή, αλλά για τη χρονολογία είναι απόλυτα σίγουρη, είναι το έτος γέννησής της, πώς θα µπορούσε ποτέ να το ξεχάσει; Και καθισµένη έτσι, στο ανάµεσα –όπως στη ζωή–, η Έλσα κοιτάει έξω µέχρι εκεί που φτάνει η µατιά της, όλα οικεία της φαίνονται, αυτός ο τόπος σαν απόλυτα δικός της άνθρωπος την υποδέχτηκε.
Κλείνει τα µάτια γιατί ο ήλιος την ενοχλεί τώρα που χαµήλωσε και η θερµή του ανάσα την κάνει να σκεφθεί πως όλα όσα της συνέβησαν ήταν για να την κάνουν να αισθανθεί αυτό το µεγαλειώδες αίσθηµα: πως η ύπαρξή της ξαναγυρίζει εκεί απ’ όπου ξεκίνησε. Ρουφήχτρα στο πέλαγος του σύµπαντος το αίσθηµα αυτό, την τραβάει στη δίνη του χρόνου και τη βυθίζει στο παρελθόν. Στο σηµείο, από το οποίο ξεκίνησαν όλα. Από τη Μακρίνα και τον Αβραάµ.
Σεπτέµβρης 1899: Σινασός
Μακρίνα
«Ο γάµος είναι σοβαρή υπόθεση, κόρη µου» είπε η θεία Βασιλεία ήρεµα χωρίς να την κοιτάει. «Χρειάζεσαι έναν καλό και τίµιο σύζυγο να φτιάξεις το σπιτικό σου, να είµαστε ήσυχοι και εµείς πως είσαι πια σε καλά χέρια. Ένας σύζυγος, για τη δική µας τάξη, πρέπει να έχει κάποια συγκεκριµένα πράγµατα: να προέρχεται από καλή οικογένεια, να είναι ευκατάστατος, να είναι καλός χριστιανός. Η αγάπη έρχεται σιγά σιγά καθώς θα σας δένουν τα παιδιά και οι οικογενειακές στιγµές…» Τράβηξε αµήχανα τα δαντελένια µανίκια του πράσινου φουστανιού της η Μακρίνα και ύστερα έκανε πως σιάζει τα κόκκινα µαλλιά της, που τα είχε πιάσει ψηλά και έτσι φαινόταν ο λευκός της αυχένας. Αυτός που είχε ξετρελάνει τον Αβραάµ. «Θα κάνω ό,τι θέλετε…» πρόφερε µε δυσκολία και
ξανατράβηξε τα µανίκια, ενώ γύρισε από την άλλη πλευρά µην τυχόν και δει η ξένη γυναίκα τα δάκρυά της. Η Μακρίνα είχε ήδη αποφασίσει να υποταχθεί στη µοίρα της. Που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και τόσο φιλική µαζί της από την ώρα που είχε γεννηθεί: πεντάρφανη από παιδί, µεγαλωµένη από ανθρώπους που στην ουσία δεν τους είχε τίποτα, κι ας ήταν καλοί, κι ας της είχαν σταθεί τόσο, πώς µπορούσε τώρα, στα δεκαοκτώ της χρόνια, να έχει την απαίτηση όλα να της έρθουν βολικά; Παράπονο δεν είχε από τον θειο της και όλη του την οικογένεια, είναι η αλήθεια. Μεγάλωσε καλά στο σπίτι τους στη Σινασό· άδειο βέβαια, ψυχρό, αφού όλοι εκείνοι έλειπαν στην Κωνσταντινούπολη, είχε πάντα τη φροντίδα και την αγάπη της λατρεµένης της Κιµάτης. Είχε πάει και στο Παρθεναγωγείο, για µορφωµένη κοπέλα λογιζόταν. Μπορεί τα κορίτσια στη Σινασό να πήγαιναν στο σχολειό µα στις άλλες περιοχές της Καππαδοκίας, απ’ όσο εκείνη γνώριζε, οι γυναίκες δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες για µόρφωση. Και η Μακρίνα δεν γνώριζε αν είχαν σε κάποιο άλλο µέρος του κόσµου. Αποκοµµένη η Καππαδοκία, αποκοµµένη και αποµακρυσµένη από τα µεγάλα κέντρα, την Κωνσταντινούπολη ας πούµε ή τη Σµύρνη, και γύρω τους αλλόγλωσσοι και αλλόθρησκοι, λίγα πράγµατα ήξεραν οι κάτοικοι για το τι γίνεται στον υπόλοιπο κόσµο. Ειδικά οι γυναίκες και ακόµα ειδικότερα η Μακρίνα που, µετά και τον θάνατο του πατέρα της, είχε ζήσει αποκλειστικά µε την Κιµάτη
ή «Πολύτιµη», όπως όχι µόνο την αποκαλούσε αλλά και τη σκεφτόταν όταν ήταν µπροστά ο θείος Ρίζος, ο οποίος ήθελε η ανιψιά του να µιλάει µόνο ελληνικά. Λίγες αναµνήσεις είχε από τους γονείς της, σκληρόκαρδος αέρας βλέπεις ο χρόνος και σήκωνε σύννεφο τη σκόνη πάνω από τη µνήµη της. Η µητέρα της είχε πεθάνει από την «κακιά αρρώστια», όταν εκείνη ήταν πέντε χρονών παιδί. Μια νέα και όµορφη κοπέλα από τη µακρινή γηραιά Αλβιόνα που είχε ερωτευθεί στη Σµύρνη και είχε παντρευτεί, ακολουθώντας τον στα βάθη της Μικρασίας, τον συνέταιρο του πατέρα της, παρά τις αντιρρήσεις του Εγγλέζου. Η θύµησή της όµως, δυστυχώς, όλο και ξεµάκραινε στο λεύκωµα των αναµνήσεων του κοριτσιού όσο εκείνο µεγάλωνε, λεύκωµα που δεν περιείχε, έτσι κι αλλιώς, πολλές σελίδες. Ο πατέρας της Μακρίνας, ο Συµεών, έφερε βαρέως τον θάνατο της γυναίκας του, αισθανόµενος πως ίσως αυτός να ήταν υπαίτιος. Λόγω των µακρόχρονων απουσιών του από τη Σινασό, δεν στάθηκε δυνατό να βοηθήσει την Ελίζαµπεθ µεταφέροντάς την έγκαιρα στη Σµύρνη, µακάρι και στη Λόντρα, όπου ίσως θα προλάβαιναν κάτι να κάνουν. Μοναδική παρηγοριά του η µικρή τους Μακρίνα, που έµοιαζε καταπληκτικά της µάνας της και ξεχώριζε σαν τη µύγα µες στο γάλα ανάµεσα στα άλλα παιδάκια της Σινασού – µε τα κοκκινωπά µαλλάκια, τα καταγάλανα µάτια και τη διαφορετική του οµορφιά. Βάζοντας κάπως τη µικρή στη θέση της συγχωρεµένης γυναίκας του, συνέχισε να της µιλάει στα
αγγλικά, µια για να θυµάται εκείνη, δυο για να έχει κάτι όταν θα µεγάλωνε το κορίτσι από τη µάνα της, εκτός από την οµορφιά της. Όµως ο Συµεών δεν µπόρεσε να σταθεί όπως θα ήθελε στο πλάι της κόρης του. Η µεγάλη πίκρα στην καρδιά του και η αφόρητη µοναξιά τον οδήγησαν στο πιοτό. Όχι πως παρεκτρεπόταν όταν έπινε, πως γινόταν άγριος, έβριζε και τέτοια, όχι, καθόλου. Μόνο που η δύναµή του λύγιζε µε το πιοτό και, καθώς τον έπιαναν τα κλάµατα µπροστά στο κοριτσάκι του, εκείνο –που έτσι κι αλλιώς ήταν πληγωµένο– φόρτωνε την καρδούλα του µε ανυπόστατες ενοχές πως έφταιγε για τη στενοχώρια του πατέρα της, καµιά φορά και για τον θάνατο της µητέρας. Και το παιδί µαράζωνε κλεισµένο στον εαυτό του και στο σπίτι, ούτε γέλια, ούτε χαρές, ούτε παιχνίδια πολλά σαν όλα τα παιδιά, µόνο µια πένθιµη σιωπή και ένας σπασµένος καθρέφτης που µέσα του το κοριτσάκι, στις ατέλειωτες ώρες της µοναξιάς του, έβλεπε δράκους, ξωτικά και νεράιδες. Και το Μακρινάκι, µικρό καθώς ήταν, δεν καταλάβαινε πως εκείνη ήταν η πιο όµορφη, η πιο ξεχωριστή νεράιδα του ψεύτικου κόσµου της, αλλά και του πραγµατικού που ζούσε έξω από τη διπλοµανταλωµένη πόρτα του σπιτιού τους. Όσο γενναιόδωρη όµως στάθηκε η µοίρα µε τη µικρή Μακρίνα προικίζοντάς τη µε τη σπάνια και ξεχωριστή για τον τόπο εκείνο οµορφιά, άλλο τόσο τσιγκούνα υπήρξε µαζί της στην καλοτυχία. Και το κοριτσάκι, δυο χρόνια µετά τον θάνατο της αγγλίδας µητέρας, έχασε και τον πατέρα της που πέθανε,
σκοτώθηκε για την ακρίβεια, σε µια ενέδρα που είχαν στήσει ληστές έξω από την κωµόπολη. Κατά πάσα πιθανότητα για κάποιον άλλον προοριζόταν το φονικό βόλι, ακούστηκε πως οι ληστές είχαν πληροφορίες για έναν πλούσιο Σινασίτη έµπορα που θα µετέφερε τάχα πολλά χρυσά µαζί του. Ο Συµεών έτυχε να βρεθεί στον λάθος τόπο, τη λάθος ώρα, επιστρέφοντας από τους µπαξέδες του και δέχτηκε την επίθεση των αγνώστων. Το παράδοξο όµως σε εκείνο το τραγικό γεγονός ήταν πως, την ίδια ώρα που ο πατέρας της έπεφτε νεκρός, όπως διασταυρώθηκε από τις συζητήσεις που έγιναν όταν τον κήδευαν, η Μακρίνα είχε ξεσπάσει σε αναίτιο σπαρακτικό κλάµα, πράγµα που επιβεβαίωνε µε έµφαση η γυναίκα που τη φρόντιζε. Όλοι όσοι παρευρέθηκαν στην κηδεία σταυροκοπιούνταν και µουρµούριζαν πως και η µάνα του Συµεών είχε το χάρισµα, την ευχή ή την κατάρα να προβλέπει τα γεγονότα και µάλιστα τα δυσάρεστα. Το κοριτσάκι, εφτά χρονών µόνο, έµεινε ορφανό και από τους δυο γονείς. Παππούδες δεν είχε καθώς τα γονικά του Συµεών, που ήταν µοναχοπαίδι, είχαν πεθάνει πριν λίγα χρόνια, ενώ κάτι µακρινοί θειοι και θειες ζούσαν σκορπισµένοι σε διάφορα χωριά. Οι παππούδες της Μακρίνας από τη µεριά της µάνας της είχαν φύγει από τη Σµύρνη για τις µυθικές Ινδίες, λίγο αφότου είχε γεννηθεί το κοριτσάκι, και ήταν δύσκολο να βρεθούν τα χνάρια τους, τουλάχιστον άµεσα. Μοναδικός και κοντινότερος συγγενής της µικρής Μακρίνας ο Ρίζος εφέντης –τον τίτλο του τον είχαν δώσει οι συγχωριανοί
του εξαιτίας της ευγενούς καταγωγής, του µεγάλου πλούτου, της µόρφωσης και της φυσικής ανωτερότητάς του–, θείος του πατέρα της, δευτεροξάδελφος του παππού της, τρέχα γύρευε δηλαδή. Ένας πλούσιος και µορφωµένος έµπορος από τη Σινασό, που όµως ζούσε µε την οικογένειά του στην Κωνσταντινούπολη. Για καλή της τύχη, αν µπορεί να µιλήσει κανείς για «καλή τύχη» τη µέρα της κηδείας του µοναδικού προστάτη ενός παιδιού, ο θείος Ρίζος βρέθηκε στη Σινασό όταν έγινε το φονικό του Συµεών και συγκινήθηκε από την ορφάνια του παιδιού που το είδε να κλαίει σε µιαν άκρη µόνο του, άπλυτο, αχτένιστο και νηστικό, αφού κανέναν δεν άφηνε να το αγγίξει και τσίριζε σε κάθε προσπάθεια που έκαναν διάφοροι γειτόνοι να το πλησιάσουν δυο µέρες µετά την κηδεία. Ο πλούσιος ευπατρίδης είχε ένα ωραίο αρχοντικό, το οποίο το φρόντιζε κατά την απουσία της οικογένειας, δηλαδή σχεδόν όλο τον χρόνο, η χήρα του πρώτου του ξαδέλφου, µια καλή και θρήσκα γυναίκα. Ανέθεσε λοιπόν στη νύφη του την Πολυτίµη, που όλοι την ήξεραν σαν «Κιµάτη», να πάρει κοντά της τη µικρή του ανιψιά και να την αναθρέψει σαν να ήταν παιδί της, µε τη δική του οικονοµική στήριξη. Και την επιθυµία, που ήταν και διαταγή συγχρόνως, να µη µιλάει τούρκικα στο παιδί. Κάτι βέβαια που η γυναίκα δεν το τήρησε κατά γράµµα και ευτυχώς δηλαδή, γιατί η ζωή την έριξε ή την απίθωσε τρυφερά –όπως θες το λες– σε τουρκόφωνη οικογένεια σαν παντρεύτηκε. Στην αρχή η µικρή, αγρίµι σωστό, τσίριξε, κλότσησε,
δάγκασε τη γυναίκα. Μετά όµως όταν εκείνη µε τρυφερά λόγια και ζεστά χέρια την πήρε στην αγκαλιά της, η µικρή κοιµήθηκε εξουθενωµένη από το κλάµα και την πείνα, κρατώντας την άκρη από το τσεµπέρι της γυναίκας. Όταν ξύπνησε ύστερα από ώρες, το Μακρινάκι ήξερε πως αυτή πια θα ’ταν η µάνα και ο πατέρας της. Τα επόµενα χρόνια η Μακρίνα, τρυφερά Μακίς για την Κιµάτη, τα πέρασε µαζί της στο αρχοντικό του Ρίζου, συναντώντας µόνο επτά φορές –µετρηµένες στα δάχτυλα!– τον θείο και την οικογένειά του, τις ισάριθµες δηλαδή φορές που επισκέφθηκαν την ιδιαίτερη πατρίδα του αρχηγού της οικογένειας µέσα σε εκείνα τα χρόνια. Αν και δεν µπόρεσε να τους γνωρίσει καλά, παρά την παρατεταµένη διαµονή τους κάθε φορά που επέστρεφαν στη γενέτειρα, ούτε να συνδεθεί µαζί τους, έτρεφε για αυτούς, κυρίως για τον Ρίζο εφέντη, τεράστια ευγνωµοσύνη και σεβασµό. Ενώ για την Κιµάτη, που µε την αγάπη της είχε καταφέρει να γεµίσει σχεδόν όλες τις τρύπες της παιδικής καρδιάς, η Μακρίνα έτρεφε πραγµατική λατρεία. Στα χρόνια που κύλησαν, η µικρή ορφανή πήγε στο οκτατάξιο Παρθεναγωγείο, µορφώθηκε δηλαδή εξαιρετικά καλά για την εποχή εκείνη και είχε όνειρο να πάει στην Κωνσταντινούπολη, να σπουδάσει δασκάλα στο Ζάππειο και να γυρίσει πίσω στη Σινασό και να διδάξει τα κορίτσια της πατρίδας της. Αυτό εξοµολογιόταν κάθε τόσο στην Κιµάτη που µπορεί να την είχε µεγαλώσει µε αγάπη, όµως είχε βάλει στην
ανατροφή και υπερβολική αυστηρότητα, κρατώντας τη σχετικά αποµονωµένη από τα άλλα παιδιά τα πρώτα χρόνια, από τις άλλες κοπέλες αργότερα, κρατώντας τη γενικά µακριά από τους κάτοικους της όµορφης κωµόπολης. Γιατί η Κιµάτη, γυναίκα φοβισµένη και θρησκόληπτη, δεν είχε ενταχθεί ποτέ στην προοδευτική τοπική κοινωνία, ίσως επειδή ήταν τουρκόφωνη, ίσως επειδή ήταν από τη φύση της διστακτική και ντροπαλή. Συµβούλευε λοιπόν πάντα τη µικρή Μακρίνα να είναι σοβαρή και λιγοµίλητη, δεν έπρεπε κατά κανέναν τρόπο να εκθέσει τον Ρίζο εφέντη που τόσα της είχε προσφέρει και της τόνιζε συνέχεια πως, επειδή ήσαν δυο γυναίκες απροστάτευτες, έπρεπε να είναι πολύ προσεχτικές. «Ο κόσµος είναι κακός, εύκολα βγαίνουν οι φήµες, κολλούν στη ζωή σου σαν βδέλλες και άντε µετά να τις ξεκολλήσεις» την απειλούσε τρυφερά. Έτσι η Μακρίνα ποτέ δεν αισθάνθηκε ελεύθερη να συµµετάσχει στις κοινωνικές συναθροίσεις, στα µουχαµπέτια και στις χαρές, ούτε και χόρεψε σε πανηγύρι. Ποτέ δεν γέλασε δυνατά στο χαµάµ όπως έκαναν όλες οι γυναίκες εκεί µέσα, σε έναν απόλυτα γυναικείο χώρο, όπου επιτέλους αισθάνονταν κάποια ελευθερία. Μόνο στεκόταν στο παραθύρι της κάµαράς της, στον πάνω όροφο του αρχοντικού του θείου Ρίζου και χάζευε αποκεί την πλατεία, δυο βήµατα από το σπίτι τους. Χάζευε τους άνδρες που χόρευαν αργά και τελετουργικά µε τα κουτάλια, θαύµαζε πως κυµάτιζαν και άστραφταν στις αχτίδες του ήλιου τα ολοµέταξα
ασηµοκέντητα φουστάνια των κυράδων της Σινασού, όταν εκείνες σείονταν σεµνά µα ρυθµικά στους σκοπούς του Ίσου[27] ή του «Μαλαµατένιος αργαλειός και φιλντισένιο χτένι»[28]. Κι έτσι όπως τους κοιτούσε, έριχνε κι εκείνη ένα δυο βηµατάκια του χορού, κουνούσε ρυθµικά το άσπρο µαντίλι στο χέρι της, ενώ κοιταζόταν στον καθρέφτη της κάµαράς της, έναν από τους πολλούς καθρέφτες που υπήρχαν στο αρχοντικό, όλοι φερµένοι από τα ξένα. Από Βενετιά, Τζένοβα και Μασσαλία, οι περισσότεροι. Με τέτοιες προκαταλήψεις λοιπόν µεγάλωνε τη Μακίς της η Κιµάτη, όχι γιατί δεν την αγαπούσε, ίσα ίσα που τη λάτρευε, αλλά γιατί κατά τη γνώµη της µ’ αυτόν τον τρόπο την προστάτευε από τον κόσµο· από τον οποίο κόσµο, και από την ώρα που είχε γεννηθεί, καλό δεν είχε δει η Κιµάτη, ούτε καν από τους γονιούς της τους ίδιους. Και µόνο κάτι κρύα βράδια του χειµώνα –και ήταν πολλά τα άτιµα, πολλά και ατέλειωτα!– σαν παρατούσε τον αργαλειό, όπου ύφαινε περίτεχνο δίµιτο, που το έκανε φουστάνια για τη Μακίς της, ριγέ υφάσµατα για να ράβει τις δικές της βράκες και ποδιές, ωραία κιλίµια, πεσκίρια, σεντόνια και σκεπάσµατα, που τα µάζευε για την προίκα του κοριτσιού· µόνο κάτι κρύα βράδια που κούρνιαζαν δίπλα στο αναµµένο ταντούρι, εκεί που η Κιµάτη µαγείρευε και έψηνε τους άρτους, εκεί όπου έβαζαν πάνω σε τσίγκινα ταψάκια µήλα περιχυµένα µε πετιµέζι και πασπαλισµένα µε κανέλα και τα σιγοέψηναν· µόνο τότε άφηνε τον εαυτό της λίγο πιο ελεύθερο. Άναβαν τα µάγουλά της από την κάψα της
φωτιάς, ζεσταινόταν και χαλάρωναν οι αναστολές της και, καθώς έπλεκε τα πλούσια σγουρά µαλλιά του κοριτσιού σε τέσσερις πλεξίδες, όπως συνηθιζόταν, της µίλαγε για την αγάπη σαν να της διηγιόταν παραµύθι. Για την αγάπη που και η ίδια δεν γνώριζε, µε προξενιό είχε παντρευτεί όποιον είχε διαλέξει ο πατέρας της για εκείνη και είχε µείνει χήρα µέσα σε λίγους µήνες, αφού είχε προλάβει να χάσει, πριν καν σαραντίσει το καηµένο, το πρόωρα γεννηµένο κοριτσάκι της. Είχε µείνει µόνη λοιπόν η Κιµάτη, χωρίς να προλάβει να συνειδητοποιήσει πώς είναι η αγκαλιά του άνδρα της, µόνη και πονεµένη µε αστείρευτα δάκρυα στα µάτια. Και δεν λες καλά που είχε βρεθεί ο Ρίζος και την είχε περιµαζέψει, µια γυναίκα νέα και χήρα δεν είχε θέση να σταθεί στη φτωχή της οικογένεια, που δεν άντεχε άλλο στόµα να ταΐσει, και στον τόπο της, τον όλο πέτρα και χώµα. Έτσι είχε διαβεί η Κιµάτη κάµποσα χρόνια στην ερηµιά του αρχοντικού του µακρινού συγγενή, που το φρόντιζε καλύτερα και από σπίτι της – και µήπως ποιο άλλο σπίτι είχε εκείνη; Και τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες της καθόταν δίπλα από το παραθύρι της κουζίνας που έβλεπε στον λιθόστρωτο δρόµο και έπλεκε, ρίχνοντας καµιά µατιά έξω να δει άνθρωπο και να πειστεί ότι δεν ήταν µόνη πάνω στη γη. Μέσα στη µοναξιά εκείνη λοιπόν, είχε δηµιουργήσει στον νου της έναν ιδεατό κόσµο γεµάτο ερωτευµένους και ευτυχισµένους ανθρώπους, από τους οποίους εξαιρούσε µε µαζοχιστική διάθεση, όχι άδικα βέβαια, τον εαυτό της. Σαν
µπήκε όµως στη ζωή της η Μακρίνα, το γαλανό κοριτσάκι µε τα ξανθοκόκκινα µαλλιά, το κοριτσάκι που της εµπιστεύθηκε το αφεντικό της να µεγαλώσει και που αντικατέστησε το δικό της πρόωρα χαµένο µωρό, η Κιµάτη άρχισε να έχει µια σχεδόν κανονική ζωή και, κυρίως, άρχισε να κάνει όνειρα. Που όλα περιστρέφονταν γύρω από την αγαπηµένη της «κόρη». Και σαν η Μακρίνα µεγάλωσε λίγο, να, εκεί κατά τα δεκάξι δεκαεφτά, ουουου, τι όνειρα έκανε για το κορίτσι που γινόταν όλο και πιο όµορφο, όλο και πιο σοβαρό, όλο και πιο καλό. Πρώτα απ’ όλα, η γυναίκα µε την αγνή καρδιά επιθυµούσε και ονειρευόταν έναν µεγάλο έρωτα για την «κόρη» της, έναν έρωτα µε το πιο όµορφο παλικάρι της Σινασού, που θα την οδηγούσε, απαραίτητα, σε έναν ευτυχισµένο γάµο. Σε έναν γάµο που εκείνος θα την είχε κυρά και αφέντρα, θα την προσκυνούσε κάθε πρωί και θα της φιλούσε τα πόδια κάθε βράδυ. Και είχε βάλει στο µάτι κάποιον –αλλά τσιµουδιά στη Μακίς, έτσι;–, ένα οµορφόπαιδο δυο χρόνια µεγαλύτερο από την «κόρη της», τον γιο του Περιστέρη που είχανε τον νερόµυλο στα Ποτάµια. Να, τέτοια της έλεγε –χωρίς λεπτοµέρειες, ονόµατα και επαγγέλµατα– η Κιµάτη τα βράδια δίπλα στη φωτιά, τα έλεγε και της τα υποσχόταν πως θα συµβούνε οπωσδήποτε και γυάλιζαν τα µάτια της κάτω από το γεµενί, γυάλιζαν από το πάθος και την αναµονή σαν να επρόκειτο να γίνουν για την ίδια. Τα άκουγε και η Μακρίνα µε ενδιαφέρον, για να τα λέει η παραµάνα της έτσι θα ήταν. Ήταν παραπάνω από βέβαιη
λοιπόν πως θα την ερωτευόταν το πιο όµορφο παλικάρι της Σινασού και σίγουρα θα την προσκυνούσε πρωί βράδυ. Ή µε κάποια ικανοποιητική συχνότητα, τέλος πάντων. Αλλά, παρά τις γοητευτικές υποσχέσεις της Κιµάτης που θα µπορούσαν να της φουσκώσουν τα µυαλά, η Μακρίνα δεν σταµατούσε να διαβάζει τα βιβλία από τη σπουδαία βιβλιοθήκη του θείου Ρίζου· Πλάτωνα και Αριστοτέλη, Επίκουρο, Θουκυδίδη και Ξενοφώντα, συγγράµµατα του Ρήγα Φεραίου, την Οδύσσεια, την Ιλιάδα, ακόµα και την Πάπισσα Ιωάννα, που αν ο θείος υποψιαζόταν πως την είχε διαβάσει η µικρή Μακρίνα, ίσως και να τη µάλωνε σοβαρά. Για πρώτη φορά. Μέσα από όλα αυτά τα αναγνώσµατα, η κοπελίτσα διαµόρφωσε την επιθυµία να µορφωθεί περισσότερο, να µάθει και άλλα πράγµατα. Ονειρευόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να σπουδάσει στο Ζάππειο, να γίνει δασκάλα – αυτό ήταν το πιο τολµηρό όνειρο για ένα θηλυκό στον τόπο και στον χρόνο εκείνο. Δασκάλα επιθυµούσε να γίνει η Μακρίνα και ύστερα, λέει, θα γύρναγε πίσω και µετά… µετά ό,τι ήθελε ας γινόταν. Οτιδήποτε από τα όνειρα-συµβόλαια της Κιµάτης, δηλαδή. Ας ερχόταν το όµορφο αρχοντόπουλο, το προέκτεινε λίγο το όνειρο της παραµάνας, δεκάξι χρονών ήταν και είχε δικαίωµα να βάζει λίγο περισσότερο «αλάτι» στο ήδη αλµυρό σχέδιο της γυναίκας που τη µεγάλωσε· έτσι µετέτρεπε «το πιο όµορφο παλικάρι της Σινασoύ» στο «πιο όµορφο αρχοντόπουλο». Ας ερχόταν λοιπόν το αρχοντόπουλο κι ας τη συναντούσε στο σχολειό της εκεί που
θα δίδασκε τις µαθήτριές της. Τότε θα ήταν καλοδεχούµενος και εκείνη µετά βαΐων και κλάδων θα τον καλωσόριζε. Γιατί η Μακρίνα µπορεί µεν να µην ανυποµονούσε ιδιαίτερα για τους έρωτες και τις παντρειές, παρ’ όλα αυτά, µετά την τόση πλύση εγκεφάλου της παραµάνας της, το περίµενε και το θεωρούσε φυσικό πως θα παντρευόταν το όµορφο αρχοντόπουλο. Έστω –στη χειρότερη των περιπτώσεων– το απλό οµορφόπαιδο. Και επειδή καµιά φορά τα όνειρα βγαίνουν πραγµατικότητα, το δικό της επαληθεύτηκε. Ως προς το ένα του σκέλος, τουλάχιστον. Γιατί ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, ο νέος µε τον οποίο ο θείος Ρίζος την αρραβώνιασε κατόπιν επιτυχηµένων συνοµιλιών µε τον πατέρα του, είχε τα πλούτη ενός πρίγκιπα. Αλλά στην εµφάνιση κατά κανένα τρόπο δεν έµοιαζε µε τον νέο των ονείρων. Της Κιµάτης και των δικών της.
Ο Ιωάννης Ρίζος, ο θείος και προστάτης της Μακρίνας, ήταν από επιφανή οικογένεια της Σινασού. Είχε σπουδάσει στην Πόλη, στο περίφηµο Κολλέγιο Ρόµπερτ, όχι για να γίνει πάστορας, όπως ήταν ο σκοπός του σχολείου, αλλά για να µάθει άπταιστα τα αγγλικά που θα του χρειάζονταν στο εµπόριο. Γιατί ο πατέρας του, ήδη εγκατεστηµένος στην Πόλη, έκανε µεγάλες δουλειές µε τις Ηνωµένες Πολιτείες– έστελνε χαβιάρι και αλίπαστα και, εξαιτίας αυτής της καλής
συνεργασίας είχε γίνει µόνιµος και σχεδόν αποκλειστικός προµηθευτής του σχολείου για όλα τα είδη διατροφής, τα κλινοσκεπάσµατα, το κάρβουνο για τη θέρµανση, ακόµα και για τα σαπούνια και τα λάδια. Συνεργασία που συνέχισε αργότερα και ο γιος του. Ο Ιωάννης Ρίζος, όταν ήταν νέος, µαθητής ακόµη, θα ήθελε να ασχοληθεί περισσότερο µε τα γράµµατα παρά µε το εµπόριο, αλλά η πατρική θέληση ήταν διαφορετική και φυσικά ούτε λόγος να φέρει την παραµικρή αντίρρηση. Είχε παντρευτεί τη Βασιλεία Παπαµόσχου, κόρη ενός επίσης πλούσιου εµπόρου της Πόλης, και είχε ζήσει µαζί της ήσυχα και µε συνεννόηση, χωρίς πολλούς πολλούς έρωτες και χάδια αλλά µε σεβασµό και κατανόηση. Εκείνη ήταν, η Βασιλεία η γυναίκα του, που τον είχε αποµακρύνει από τη γενέτειρά του τη Σινασό, καθώς ήταν γεννηµένη και µεγαλωµένη στην Πόλη και κάτοικος του πιο όµορφου προάστιου στον Βόσπορο, του Μπεµπέκι. Έτσι της ήταν αδιανόητο πως κάθε τόσο –και το «κάθε τόσο» δεν ήταν συχνότερο από µια φορά στα δυο ή στα τρία χρόνια– θα έπρεπε να ταξιδεύει στα βάθη της Ανατολίας για να πάει στη Σινασό. Ειδικά δε µετά την τελευταία της γέννα, όταν της έµεινε ένα µικρό κουσούρι στη µέση, τα ταξίδια «αναψυχής» στη Σινασό αραίωσαν ακόµα περισσότερο. Ανήσυχος και πανέξυπνος άνθρωπος, ο Ιωάννης Ρίζος µπορεί κατά βάθος να ήταν ένας λόγιος, από τη στιγµή όµως που ασχολήθηκε µε το εµπόριο αβγάτισε την πατρική περιουσία
επιτυχώς και δεν έπαψε να ταξιδεύει για τις δουλειές του σε όλη τη Μικρά Ασία αλλά και στο εξωτερικό. Σε κάποιο από τα ταξίδια του στη Σµύρνη, έτυχε να γνωρίσει τον Πρόδροµο Χατζηαβράµογλου, έναν επίσης Καππαδόκη έµπορο, από την Καισάρεια. Και λέµε «έτυχε» γιατί ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, την εποχή εκείνη, είχε πια αποτραβηχτεί από τη Σµύρνη και είχε αφήσει στον γιο του τον Αβραάµ όλη τη δουλειά. Ο ίδιος διέµενε πια στην Καισάρεια, έχοντας σαν «αρµοδιότητα» να κλείνει συµφωνίες µε παραγωγούς και εµπόρους της περιοχής τους, ενώ ο γιος ταξίδευε σε ολόκληρη την Οθωµανική αυτοκρατορία. Έτσι τα έφερε όµως η τύχη, και το διάστηµα που ο Ρίζος εφέντης έκανε δουλειά µε τον Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, να βρίσκεται και ο Πρόδροµος στη Σµύρνη σε µία από τις σπάνιες πια επισκέψεις του στην πόλη που είχε ζήσει τα νιάτα του. Ο Ιωάννης Ρίζος εκτίµησε ιδιαίτερα τους νέους του συνεργάτες, ήσαν ισχυροί οικονοµικά και έντιµοι άνθρωποι και προέκυψε αµοιβαία συµπάθεια. Το τελευταίο βράδυ πριν από την αναχώρησή του από τη Σµύρνη, βρέθηκαν µε τον πατέρα Χατζηαβράµογλου να πιούνε ένα κονιάκ σε ένα από τα κέντρα στο Κε. Κουβέντα στην κουβέντα, αφού είχαν εξαντλήσει πια τα θέµατα της δουλειάς, µίλησαν και για τις οικογένειές τους. Απαριθµώντας τα µέλη της οικογένειάς του, ο Ιωάννης Ρίζος δεν παρέλειψε να αναφέρει και τη Μακρίνα γιατί, µε το τεράστιο αίσθηµα ευθύνης που είχε για το κορίτσι από τη
στιγµή που το είχε αναλάβει, τη λογάριαζε και εκείνη για παιδί του. Και µάλιστα το πιο όµορφο απ’ όλα – τα «εγγλέζικα» χαρακτηριστικά της Μακρίνας δεν άφηναν κανέναν αδιάφορο, τελικά. Είπε λοιπόν πως στη Σινασό είχε και µια µικρανιψιά που την αγαπούσε σαν παιδί του και ήταν ένα τίµιο, καλό, όµορφο και νοικοκυρεµένο πλάσµα, που όµως η ζωή είχε σταθεί τόσο άδικη µαζί του, αφού είχε µείνει πεντάρφανο από µικρό. Είπε κι άλλα ο Ιωάννης Ρίζος και αναστέναξε καθώς εξέφρασε την ευχή και την επιθυµία να βρει σύντοµα ένα καλό παλικάρι για να την παντρέψει ώστε να έχει και εκείνη πια έναν άνθρωπο δικό της, και ο ίδιος να είναι ήσυχος που έφερε σε πέρας την υποχρέωση που είχε αναλάβει στη µνήµη του πατέρα της. Σαν άκουσε τα λόγια του αξιότιµου κυρίου Ιωάννη Ρίζου ο Πρόδροµος Χαζηαβράµογλου, πανέξυπνος Κάισερλης, χάιδεψε το παχύ κατάµαυρο µουστάκι του, τακτοποίησε καλύτερα το φέσι πάνω στο τραπεζάκι και το µυαλό του δούλεψε µε χίλιες στροφές. Νύφη δεν έψαχνε για τον γιο του; Δεν ήθελε µια καλή κοπέλα να του κάνει εγγόνια και να γηροκοµήσει αυτόν και τη γυναίκα του, όταν θα έφτανε βέβαια εκείνη η ώρα, καθώς άλλο παιδί δεν είχαν; Και ποιο κορίτσι θα ανεχόταν τις παραξενιές και την κακία της κυράς του της Σεβαστής παρά µια κοπέλα που δεν θα είχε κανένα άλλο στον κόσµο; «Θα την προικίσεις, φυσικά, Ρίζο εφέντηµ’, τέτοιος άρχοντας που είσαι, έτσι δεν είναι;» είχε ρωτήσει τάχα αδιάφορα καθώς έβγαζε την ασηµένια ταµπακιέρα του, τη στολισµένη µε
ολοπόρφυρο ρουµπίνι, και πρόσφερε τσιγάρο στον συνοµιλητή του. Πιάστηκε εξ απροόπτου ο Ιωάννης Ρίζος αλλά το µυαλό του δούλεψε προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς και εκείνου ήταν ξουράφι, όχι µόνο του Κάισερλη. Ο γιος του συνοµιλητή του ήταν σε ηλικία για παντρειά, αυτό δεν χωρούσε καµιά αµφιβολία. Ήσυχο παλικάρι, σοβαρό και µυαλωµένο, που το είχε εκτιµήσει όπως και τον πατέρα του. Σίγουρα γι’ αυτό ενδιαφερόταν τόσο ο Χατζηαβράµογλου πατήρ, αλλιώς γιατί να ρώταγε κάτι που σαφώς ήταν αδιάκριτο. Έκανε γρήγορα τους υπολογισµούς του ο Σινασίτης, καλή οικογένεια οι Χατζηαβράµογλου, καλή και πλούσια απ’ όσο έδειχναν τα πράγµατα, µια χαρά τύχη θα ήταν αυτή για τη Μακρίνα! «Για ένα αρχοντόπουλο σαν τον γιο σου, θα τα βρούµε…» είχε περάσει κατευθείαν στο παρασύνθηµα. «Άφεριµ!» ικανοποιήθηκε ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, έβγαλε από µια µικρή τσέπη του γιλέκου του το τσακµάκι και πρόσφερε φωτιά στον Ιωάννη Ρίζο, προτού ανάψει το δικό τσιγάρο. Τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν πάνω από την αδύναµη πορτοκαλιά φλόγα, έµπειροι έµποροι και οι δυο και δεν είχαν καιρό για χάσιµο. Δώσανε τα χέρια, παρακάµπτοντας όλα τα έθιµα του τόπου τους, που ήθελαν να µεσολαβεί πάντα η προξενήτρα για να µιλήσουν οι δυο οικογένειες για γάµο, και έκλεισαν ραντεβού για τον Σεπτέµβρη, τότε που θα ήταν εύκαιροι και οι δυο.
Μέσα του Σεπτέµβρη, στις δεκατέσσερις για την ακρίβεια, του Τιµίου Σταυρού, οι ζέστες βαστούσαν ακόµη. Η Μακρίνα ήταν στον περίβολο της εκκλησίας, η λειτουργία µόλις είχε τελειώσει και περίµενε τον θείο της να πάνε µαζί στο σπίτι. Κόσµος πολύς µε τα καλά του και τον βασιλικό στα χέρια, αντάλλασσε τα «χρόνια πολλά», τα χαµόγελα και τις µατιές. Όλοι είχαν µια καλή κουβέντα να πούνε στη Μακρίνα, τη «µικρή Ριζοπούλα», όπως την έλεγαν συνθηµατικά µεταξύ τους οι κοσµικές κυρίες στα απογευµατινά τσάγια. Πάντα έφευγε για το σπίτι βιαστική σαν απόλυε η εκκλησία, σπάνια παρέµενε κοντά τους όπως εκείνη τη µέρα, και αυτό οφειλόταν στην παρουσία του θείου της εκεί. Σήµερα λοιπόν είχαν τη χαρά να την εξετάσουν λεπτοµερώς και να καταλήξουν όλοι πως κάθε φορά που την έβλεπαν, ήταν και πιο όµορφη. Ξαφνικά η Μακρίνα είδε µπροστά της τον αµαξά του θείου της. «Δεσποινίς, η θεία σου µου είπε να γυρίσετε τσαµπούκ τσαµπούκ[29]» στο σπίτι. «Πού είναι ο Ρίζος εφέντης;» Τρόµαξε η κοπέλα, αδιαθεσία είχε προφασιστεί εκείνη την ηµέρα η θεία Βασιλεία και για αυτό και δεν είχε εκκλησιαστεί, λες να είχε πάθει κάτι; Έψαξε µε τα µάτια να βρει τον θειο της και τον είδε να έρχεται µαζί µε τον δεσπότη που είχε λειτουργήσει εκείνη τη µέρα, αργά αργά συζητώντας, ενώ µε πρόσχαρα χαµόγελα αντάλλασσε µε τους πάντες µια κουβέντα.
Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει η Μακρίνα αλλά, καθώς εκείνος ήταν απορροφηµένος και δεν την είχε δει που τον περίµενε, αναγκάστηκε να πάει κοντά του, φίλησε το χέρι του δεσπότη και ζήτησε συγγνώµη ντροπαλά. «Θείε, φοβάµαι πως κάτι έγινε… Μας ζητάνε στο σπίτι και είναι βιαστικό, λένε…» Άστραψε ένα πονηρό γελάκι µέσα στα µάτια του θείου, όµως το κορίτσι δεν το κατάλαβε. «Θα έρθεις µαζί µας, Δέσποτα, όπως συµφωνήσαµε» είπε µόνο και µετά, γυρνώντας προς τη Μακρίνα: «Πήγαινε εσύ, κόρη µου, µήπως σε χρειάζεται η θεία σου σε κάτι». Έτρεξε η Μακρίνα προς το σπίτι ενώ πίσω της, ο θείος Ρίζος και ο δεσπότης διέσχιζαν µε το πάσο τους την πλατεία, χαιρετώντας όσους δεν είχαν δει, κάτω από τα αδιάκριτα, ίσως και λίγο ζηλόφθονα, µάτια των συγχωριανών. Ο δεσπότης τους είχε διαλέξει το σπίτι του Ιωάννη Ρίζου µια τέτοια µέρα για να πιει τον καφέ του. Άνοιξε η Μακρίνα τη µεγάλη ξύλινη αυλόπορτα που φώλιαζε σε µια αψιδωτή κόγχη µε µαρµάρινες διακοσµήσεις και µπήκε λαχανιασµένη στην εσωτερική αυλή. Από το ανοιχτό παράθυρο µε τις τραβηγµένες µπροκάρ κουρτίνες ακούγονταν οµιλίες. Πέρασε αθόρυβα µέσα ανεβαίνοντας τα δυο πέτρινα σκαλιά και έπεσε πάνω στην Κιµάτη που σκούπιζε τον ιδρώτα από το κούτελο της καθώς, φορώντας την επίσηµή της ολοκέντητη τσογά, κουβαλούσε τον καλό ασηµένιο τους δίσκο, φορτωµένο
µε κρυστάλλινα σκαλιστά ποτήρια γεµάτα αϊράν και µε το βάζο το γλυκό από άνθη ακακίας, που το είχαν για τις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Όλο αυτό, σε συνδυασµό µε την κεντητή ποδιά της παραµάνας, που, επίσης, για εξαιρετικές περιπτώσεις την είχε, σήµαναν συναγερµό στο µυαλό της. «Θέλεις να πάω να φέρω νερό από τη βρύση;» προθυµοποιήθηκε το κορίτσι, ίσως γιατί την είδε ιδρωµένη και κατάκοπη, ίσως γιατί ήθελε να καθυστερήσει να εµφανιστεί στη σάλα που τη γύρευαν. Της έκανε ένα αόριστο νόηµα η Κιµάτη και το κορίτσι δεν κατάλαβε. Τώρα, αφού είχε πλησιάσει κάπως, από το σαλόνι ακουγόταν να µιλάει η θεία Βασιλεία και µια ανδρική φωνή να της απαντάει. Ή κάπως έτσι. «Έχουµε ’πισκέψεις, Μακίς…» ψιθύρισε και έδειξε προς τα µέσα η παραµάνα. Ύστερα άφησε τον δίσκο από τα χέρια της στο πεζούλι και έφτιαξε το µαντίλι που της είχε πέσει ως τα µάτια. «’Πισκέψεις και είδα γινωµένα µήλα[30] στα ονείρατά µου απόψε… Ανέβα πάνω στην κάµαρά σου και ξεκουράσου λίγο. Κατέβα όταν σε φωνάξουν». Μεγάλωσε η ανησυχία της Μακρίνας – γινωµένα µήλα… Ποιον να παντρολογάνε άραγε; Την Κιµάτη, πάντως, αποκλειόταν… Υπάκουσε απρόθυµα γιατί δεν µπορούσε να κάνει αλλιώς και µπήκε στο σπίτι αθόρυβα, σαν κλέφτης. Ανέβηκε το ίδιο αθόρυβα τη σκάλα αλλά, στο τελευταίο σκαλί, άκουσε που τη φώναζαν.
Σταµάτησε και γύρισε συγχυσµένη λες και την είχαν πιάσει να κάνει κάτι κακό, ήταν η θεία Βασιλεία στολισµένη – πάντα ήταν καλοντυµένη, αλλά τώρα κάτι παραπάνω είχε, έτσι τουλάχιστον της φάνηκε της Μακρίνας. Καθόλου άρρωστη δεν φαινόταν και είχε «το καλό της χαµόγελο». Έτσι την κουτσοµπόλευε σαν ήσαν µόνες τους µε την Κιµάτη: «Καλή, χρυσή η εξαδέλφη Βασιλεία, αλλά ποτέ δεν δείχνει αυτό που πραγµατικά αισθάνεται». Σκάλωσαν τα πόδια της Μακρίνας εκεί στην κορυφή της σκάλας, της ήρθε ζάλη και µια αδιαθεσία που την παρέλυσε, να ποια θα αρρώσταινε τώρα, κάτι συνέβαινε στα σίγουρα και να δεις που είχε να κάνει µε την ίδια. Η θεία Βασιλεία ανέβηκε αθόρυβα και πολύ εύκολα για την πάθησή της στη µέση τα σκαλιά και, χωρίς να σβήσει από τα χείλη της «το καλό της χαµόγελο», έδειξε προς τη σάλα: «Είναι η τυχερή σου µέρα! Βάλε λίγο κοκκινάδι, είσαι κάπως χλωµή σήµερα, και κατέβα σε πέντε λεπτά!». Σάστισε περισσότερο το κορίτσι από τις απανωτές εντολές, τα έχασε, η ζάλη αυξήθηκε, µαζί και η αδιαθεσία της. Για να τη συµβουλεύει η θεία της να βάλει κοκκινάδι, η θεία που ποτέ, τις ελάχιστες φορές φυσικά που την είχε δει, δεν είχε ασχοληθεί µε την εµφάνιση της Μακρίνας… άρα… άρα; Έπεσε στο κρεβάτι µε τα µούτρα. Δάκρυα ανέβηκαν στα µάτια της, να δεις που την προξένευαν, άλλη εξήγηση δεν υπήρχε. Έµεινε πεσµένη µπρούµυτα χαϊδεύοντας αφηρηµένη µε το δάχτυλο το χαλί που κάλυπτε τον τοίχο δίπλα της – ο
Διγενής Ακρίτας έσωζε από τον δράκο την αγαπηµένη του, θα πάνε έντεκα, δώδεκα χρόνια, όσα κοιµόταν σε εκείνο το κρεβάτι η Μακρίνα. Παραλυµένη από το άγνωστο που την πλησίαζε έρποντας – να! όπως το φίδι στην πάντα µε τον Διγενή– έµεινε να χαϊδεύει τη φθαρµένη παράσταση στον τοίχο, µέχρι που κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ίσα που πρόλαβε να σκουπίσει τα µάτια της, και η Σοφία, η νύφη του θείου Ρίζου, η γυναίκα του µικρότερού τους γιου, µπήκε στο δωµάτιο. «Σε περιµένουν κάτω, για…» της είπε µε διφορούµενο χαµόγελο. «Κάνε γρήγορα!» «Ποιοι είναι;» ρώτησε µε αγωνία η Μακρίνα ενώ σηκωνόταν από το κρεβάτι, η υποχρέωση και ο σεβασµός προς τον θείο της προεκτείνονταν σε όλα τα µέλη της οικογένειάς του. «Προξενιό…» ψιθύρισε η Σοφία και έφυγε µε την ουρά του φορέµατός της να κάνει ένα ανατριχιαστικό σσσσρρρρρσσσσς καθώς σερνόταν στα καλογυαλισµένα σανίδια. Σαν θρήνος ακούστηκε το κελάηδηµα του καναρινιού, µέσα από το κλουβί που κρεµόταν στο ηλιόλουστο παράθυρο της παρθενικής της κάµαρας. Έπιασε µε δυο τρεις φουρκέτες τα κοκκινόξανθα µαλλιά της ψηλά. «Να δεις που σε παντρολογάνε, καηµένη Μακρίνα» βούλιαξε σε πένθος η καρδιά της µε µια µικρή παρ’ όλα αυτά ελπίδα πως µπορεί και να έκανε λάθος η Σοφία. Ύστερα άφησε από το χέρι της το κοκκινάδι, δεν θα το έβαζε στα χείλη, κανένα
στολίδι δεν θα έβαζε, το όνειρό της ήταν να γίνει δασκάλα, όχι να παντρευτεί. Και µάλιστα κάποιον άγνωστο. Τι απόγιναν τα αρχοντόπουλα της Σινασού; Άρπαξε από την ξυλόγλυπτη «Καληµέρα», την κεντηµένη µε τα χεράκια της Κιµάτης, το λευκό πεσκίρι, χάζεψε αναίτια τη δαντέλα στο τέλειωµα της πετσέτας και σκούπισε τα µάτια της, ήταν κόκκινα και φαινόταν ξεκάθαρα πως είχε κλάψει. Έβγαλε το κεφάλι της έξω από το παράθυρο και το κράτησε εκεί, µπας και το απαλό αεράκι τη συνέφερνε, µπας και έκανε τα µάτια να µη φαίνονταν κλαµένα και κατέβηκε κρατώντας την άκρη του φουστανιού της, µην το πατήσει και πέσει και ρεζιλευτεί αφού τα γόνατά της έτρεµαν. Οι θείοι της κάθονταν στο σαλόνι µαζί µε τον Θεοφάνη τον γιο τους και τη γυναίκα του τη Σοφία που κουνούσε ρυθµικά ένα καρότσι καλυµµένο µε δαντελένια κουνουπιέρα. Μαζί τους, εκτός από τον δεσπότη, ήταν και άλλοι δυο κύριοι, ευτυχώς ντυµένοι φράγκικα. Για κάποιο λόγο, το γεγονός αυτό ανακούφισε κάπως το κορίτσι. Μεσήλικας ο ένας, µεσήλικας και παχουλός, µε µαύρα χοντρά µουστάκια και φρύδια. Και ο άλλος… Τον άλλον η Μακρίνα δεν τον έβλεπε από τη θέση που στάθηκε ντροπαλά –τι ντροπαλά δηλαδή, να ανοίξει η γης να την καταπιεί, πες καλύτερα– στο έµπα της σάλας. Και δεν τον έβλεπε γιατί ο άνδρας καθόταν µε την πλάτη γυρισµένη στην πόρτα. Τη σύστησαν όλο χαµόγελα σαν τη µικρανιψιά τους τη
Μακρίνα, που δεν την ξεχωρίζουν από τα παιδιά τους, και η κοπέλα έκανε, µε χαµηλωµένα πάντα τα µάτια, µικρές υποκλίσεις καθώς άκουσε τα ονόµατα του Πρόδροµου και του Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, «εκ Καισαρείας ορµώµενων». Τον λόγο της απηύθυνε πρώτα ο µεγαλύτερος στην ηλικία, ο κύριος Πρόδροµος, µε την αδρή προφορά των τουρκόφωνων, να, κάπως σαν της παραµάνας της, ας πούµε. Προφορά που ήχησε άσχηµα στα αυτιά της – ελληνόφωνοι οι κάτοικοι της Σινασού καµάρωναν που µιλούσαν «όπως εις τας Αθήνας», αν και την ίδια στο σχολείο κάποιες συµµαθήτριες την κορόιδευαν όταν της ξέφευγε κάποια τούρκικη λέξη ή προφορά. Όσο να πεις, κάτι είχε «αρπάξει» από τη συµβίωσή της µε την Κιµάτη, κι ας προσπαθούσε η Μακρίνα να θυµηθεί και να µιµηθεί τον τρόπο που µιλούσε ο πατέρας της, ο θείος Ρίζος και η θεία Βασιλεία. «Καλώς σε γνωρίζουµε, Μακρίνα, κόρη µου». Ζάρωσε εκείνη. «Κόρη του»; Ζάρωσε και χαµογέλασε µε κόπο αλλά έσµιξε κάπως και τα φρύδια της, δεν µιλούσε καλά τα ελληνικά ο ξένος, λέξη λέξη έφτιαξε την καλή του την κουβέντα. «Αφερίµ, κόρη µου, η οµορφιά σου είναι µεγαλύτερη από αυτή που µου περιέγραψε ο Ρίζος µπέης!» της χαµογέλασε ανοιχτόκαρδα και έπαιξε ικανοποιηµένος το κοµπολόι µε τις µεγάλες κεχριµπαρένιες πέτρες. Αισθάνθηκε µια κάποια ζεστασιά µε εκείνο το χαµόγελο η Μακρίνα και έστρεψε τα µάτια της στον άλλον άνδρα,
παρακαλώντας ενδόµυχα να είναι κάποιος που θα της έκλεβε την καρδιά µε την πρώτη. Αντίκρισε δυο µαύρα σαν τα κάρβουνα µάτια, µαλλιά, φρύδια και µουστάκια πυκνά, λαιµό κοντό που τον περικύκλωνε ασφυκτικά το άσπρο κολάρο του πουκάµισου, πλάτες φαρδιές, σώµα και πόδια γεµάτα που, έτσι όπως είχε µισοσηκωθεί και υποκλινόταν ευγενικά, της φάνηκαν πολύ κοντά. Η τάση για λιποθυµία µεγάλωσε, όχι! αυτός δεν ήταν ο άνδρας που ονειρευόταν για σύζυγο, τις λίγες έστω φορές που είχε σκεφθεί τον γάµο. Ο νέος άνδρας απέναντί της καθόλου δεν έµοιαζε µε τον πρίγκιπα των παραµυθιών, εκείνων που της έλεγε η Κιµάτη τα βράδια δίπλα στη φωτιά. Καθόλου δεν έµοιαζε, ήταν σίγουρη η Μακρίνα και αναζήτησε µε τα µάτια την αγαπηµένη της παραµάνα, τη βρήκε σε µια γωνιά να περιµένει οδηγίες όρθια, ενώ ο χαλβάς µοσχοβολούσε µέσα από την κουζίνα καθώς καιγόταν το φρέσκο βούτυρο. «Τι απόγιναν τα αρχοντόπουλα της Σινασού;» ρώτησε µε τα µάτια. Ξεσταύρωσε τα χέρια της η Κιµάτη, αχ δεν είχε δει µόνο γινωµένα µήλα τη νύχτα, είχε δει και την πριγκίπισσά της να τα κουβαλάει, ντυµένη και στολισµένη[31] σαν αληθινή βασίλισσα. Και δεν ήταν µόνο το όνειρο του ύπνου, ήταν και τα όνειρα του ξύπνιου της, εκείνα που έκανε µε κεντρικό ήρωα το οµορφόπαιδο που θα έπαιρνε λέει γυναίκα του την «κόρη της» και θα ζούσαν ευτυχισµένοι. Ξεσταύρωσε τα χέρια της η Κιµάτη και τα άνοιξε λίγο µε απόγνωση, αλίµονο, οι ελπίδες της µόλις είχαν πνιγεί στα πεντακάθαρα νερά του νερόµυλου του
γαµπρού των ονείρων της. «Κουράγιο, Μακίς µου» της φάνηκε της Μακρίνας σαν να της έλεγαν τα µάτια της παραµάνας αλλά αυτό δεν την παρηγόρησε, ούτε της έδειξε τον δρόµο για να πάει και να βρει εκείνο το κουράγιο. Ο Αβραάµ τής χαµογέλασε και δεν είπε κουβέντα. Και εκείνου η λαλιά είχε κοπεί, όµως ο λόγος ήταν ακριβώς ο αντίθετος. Εκείνος την έβρισκε πολύ, πάρα πολύ όµορφη – οπωσδήποτε, πάνω από τις προσδοκίες του. «Υπάρχουν νεράιδες στη Σινασό!» πίστεψε και είχε µείνει άφωνος.
Την άλλη µέρα ήταν Σάββατο και οι άνθρωποι ετοιµάζονταν για την ξεκούραση της Κυριακής τελειώνοντας γρήγορα τις εργασίες τους. Η Σινασός βούιξε από το νέο: Ο Ρίζος εφέντης προξένευε την προστατευόµενη ανιψιά του µε έναν πλούσιο έµπορο από την Καισάρεια και µάλιστα, απ’ ό,τι ακουγόταν, θα δίνανε και λόγο. Τς, τς, τς, κανένα έθιµο δεν κρατούσε ο άρχοντας από την Πόλη, πού ήταν η πεθερά, πού ήταν οι πέντε συγγενείς του γαµπρού να έρθουν στο σπίτι της νύφης, πού ήταν ο δίσκος µε τα δώρα του αρραβώνα, ο χρυσός σταυρός, το µεταξωτό µαντίλι µε τα φλουριά και όλα τα τριπλιότικα[32]; Η Μακρίνα δεν είχε πει τίποτα όταν, αφού είχαν φύγει πατέρας και γιος Χατζηαβράµογλου, ερωτήθηκε από τον θείο Ρίζο αν είχε καµία αντίρρηση για τον συγκεκριµένο γάµο. Τον
γάµο της. Αυτή ήταν η µοίρα των γυναικών, ειδικά για µια ορφανή και φτωχιά όπως η ίδια: Να µην αποφασίζουν για τη ζωή τους. Πόσο µάλλον η Μακρίνα που αισθανόταν απέραντη ευγνωµοσύνη στον θείο της και θα µπορούσε να κάνει οτιδήποτε της ζητούσε. Δεν είπε τίποτα παρά µόνο έσκυψε το κεφάλι και προσπάθησε να κρύψει ένα ανυπότακτο δάκρυ που κύλησε από το αριστερό της µάτι. Ο Ιωάννης Ρίζος, άνθρωπος πρακτικός και µε πολλές έννοιες στον νου του, ούτε που το πρόσεξε, εξάλλου η ανιψιά του, εκείνη τη στιγµή, είχε γυρίσει προς το παράθυρο και έκανε πως παρατηρούσε την ηλιόλουστη µέρα. Η θεία Βασιλεία διάβασε στο πρόσωπο του κοριτσιού την απόγνωση και προσπάθησε να την καθησυχάσει. «Ο γάµος είναι σοβαρή υπόθεση, κόρη µου. Χρειάζεσαι έναν καλό και τίµιο σύζυγο, να φτιάξεις το σπιτικό σου, να είµαστε ήσυχοι και εµείς πως είσαι πια σε καλά χέρια. Ένας σύζυγος, για τη δική µας τάξη, πρέπει να έχει κάποια συγκεκριµένα πράγµατα: να προέρχεται από καλή οικογένεια, να είναι ευκατάστατος, να είναι καλός χριστιανός. Η αγάπη έρχεται σιγά σιγά καθώς θα σας δένουν τα παιδιά και οι οικογενειακές στιγµές». Και κοίταξε τον άνδρα της, ο οποίος µετά τριάντα πέντε χρόνια γάµου, έξι παιδιά και στα πρόθυρα των γηρατειών, είχε αρχίσει να της γίνεται απαραίτητος. Έσκυψε ακόµα πιο χαµηλά η Μακρίνα το κεφάλι της, τώρα τα δάκρυα πληµµύριζαν τα γαλάζια µάτια, που τόσο έµοιαζαν µε εκείνα της σχωρεµένης της µάνας της. «Θα κάνω ό,τι θέλετε…» πρόφερε µε δυσκολία και
αποφάσισε να υποταχθεί στη µοίρα της. Που έτσι κι αλλιώς δεν ήταν και τόσο φιλική µαζί της από την ώρα που είχε γεννηθεί, γιατί να είχε την απαίτηση να ήταν εκείνη τη στιγµή, στα ολόλευκα πέταλα των δεκαοκτώ τριανταφυλλένιων της χρόνων;
Οι Χατζηαβράµογλου φυσικά και είχαν αποδεχτεί την πρόσκληση της οικοδέσποινας για φαγητό την άλλη µέρα το µεσηµέρι και αποχώρησαν χαρούµενοι και ανακουφισµένοι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Ο µεν πατέρας γιατί ο Ιωάννης Ρίζος είχε τάξει αξιοπρεπή προίκα για τη νύφη, ο δε υιός γιατί η νύφη ήταν όµορφο κορίτσι, πολύ πιο όµορφο απ’ όσο ήλπιζε όλο αυτόν τον καιρό που ο πατέρας του τον είχε ενηµερώσει πως σύντοµα θα παντρευόταν µε την προστατευόµενη του συνεργάτη τους, του άρχοντα Ρίζου. Και όχι µόνο την είχε βρει όµορφη ο Αβραάµ, και µάλιστα µε παράξενο τρόπο –γαλάζια µάτια και κόκκινα µαλλιά, επιτέλους ίσως θα µπορούσαν να ελπίζουν σε λίγο πιο ανοιχτόχρωµους απογόνους αφού όλοι οι Χατζηαβράµογλου ήταν µαυροτσούκαλα–, αλλά ήταν και καλό, µορφωµένο και τίµιο κορίτσι, όπως διαβεβαίωνε ο Ρίζος εφέντης, του οποίου τα λόγια δεν είχε σκοπό να αµφισβητήσει. Εκείνη τη νύχτα, στα λευκά υφαντά σεντόνια του πανδοχείου στην είσοδο της Σινασού, ο Αβραάµ δεν έκλεισε
µάτι παρά µόνο αργά, κοντά στα ξηµερώµατα. Σκεφτόταν την «αρραβωνιαστικιά» του, τα όµορφα σγουρά της µαλλιά, τα λαµπερά της µάτια, το λίγο που είχε καταφέρει να τα δει, αλλά κυρίως… αχ, κυρίως αυτό. Ο Αβραάµ λεπτό δεν είχε σταµατήσει να σκέφτεται τον λιγνό της, ολόλευκο αυχένα, ίδιο µε µίσχο τρυφερού µοσχοµπίζελου, που κατέληγε στο άνθος του µικρού, καλοσχηµατισµένου κεφαλιού της µε τα πλούσια, κόκκινα µαλλιά. Αλλά και η Μακρίνα δεν είχε κλείσει µάτι εκείνη την ίδια νύχτα. Ύπνος δεν της κολλούσε όσο σκεφτόταν πως ήταν υποχρεωµένη να πάρει για άνδρα της έναν νέο που καλά καλά δεν είχε δει και, απ’ όσο είχε προλάβει να καταλάβει καθόλου δεν της άρεσε. Έκλαιγε στον κόρφο της Κιµάτης που είχε τρυπώσει κρυφά στην κάµαρά της και µάταια προσπαθούσε να την παρηγορήσει µε κουβέντες άλλοτε σοφές και άλλοτε χαζές, χαµένες, στην προσπάθειά της να την κάµει να αισθανθεί καλύτερα. «Να δεις, γιάβρουµ’, που θα ζήσεις βασιλικά µ’ αυτόν τον άνδρα». Καρφί δεν της καιγόταν της Μακρίνας. «Θα κάµεις πολλά τζουτζουκλέρια και θα ’χεις µια ευτυχισµένη οικογένεια». Έβαζε πιο γοερά κλάµατα η Μακρίνα, στο περίπου ήξερε πώς γίνονταν τα παιδιά και η ιδέα, που από µόνη της ήταν αποτροπιαστική, σε συνδυασµό µε τον Αβραάµ, της προξενούσε από τώρα ναυτία. Είπε, είπε, είπε η Κιµάτη και έφυγε το ξηµέρωµα, άυπνη και εκείνη, είχε τραπέζι να ετοιµάσει και δεν µπορούσε να
προσβλέπει στη βοήθεια κανενός, η µεν Μακρίνα –και αυτό ήταν φταίξιµο δικό της, το ’ξερε η παραµάνα– δεν έµπαινε ποτέ στην κουζίνα και µπορούσε για πάντα να ζήσει µε ψωµί και ντοµάτες, η δε κυρά της, η Βασιλεία Ρίζου, ήταν αρχόντισσα από τα γεννοφάσκια της, βαριά βαριά κανένα καφέ έψηνε για τον άνδρα της και του τον προσέφερε µε ύφος αυτοθυσίας και ύψιστης κούρασης. Και τότε εκείνος, αντίθετα µε τους άνδρες του τόπου τους, παίρνοντας το φλιτζάνι από τα χέρια της, µόνο τεµενάδες που δεν της έκανε γιατί είχε µπει στον κόπο, γιατί τόσο ωραίο καφεδάκι µόνο από τα χεράκια της έπινε και πολλά άλλα τέτοια λόγια και φιλοφρονήσεις, που η Κιµάτη, η στερηµένη από γλυκές κουβέντες και τρυφεράδα, τα άκουγε και απορούσε. Ίσως και να ζήλευε µια σταλίτσα, ποιος να τα βάλει µε άνθρωπο χτυπηµένο από τη µοίρα;
Ήρθανε πατέρας και γιος στην ώρα τους, τη στιγµή που το ρολόι του τοίχου χτυπούσε δώδεκα φορές, ήρθανε µε χαµόγελα και τον καλό τον λόγο στα χείλη, παρατεταγµένη η οικογένεια – Ιωάννης και Βασιλεία, Θεοφάνης και Σοφία µε το βρέφος στην αγκαλιά, στο τέλος η Μακρίνα. Αντάλλαξαν χαιρετούρες και φιλοφρονήσεις και ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου φίλησε το χέρι της Βασιλείας Ρίζου, είπε στη Σοφία πόσο όµορφη ήταν, χάιδεψε το κεφαλάκι του µωρού και στο τέλος τσίµπησε το µάγουλο της Μακρίνας µε
πατρική τρυφερότητα. Ύστερα προσέφερε τα δώρα που είχαν φέρει για όλους, τόσα χρόνια διαπρεπής έµπορος στη Σµύρνη είχε αποκτήσει τρόπους που θα ζήλευε και ο πιο υπερόπτης Άγγλος τζέντλεµαν, ήταν και γαλαντόµος σαν ήθελε να γίνει η δουλειά του. Ο Αβραάµ, στη σκιά του µεγαλείου του πατέρα του και έχοντάς τα κάπως χαµένα από τον έρωτα που τον κατέκλυζε και φούντωνε σαν πυρκαγιά και κατάκαιγε µυαλό και κορµί, χαιρέτησε σεµνά όλους µε χειραψία και προσπάθησε να χαµογελάσει φιλικά στη Μακρίνα, που στεκόταν µουδιασµένη και δεν του ανταπέδωσε το χαµόγελο. Όταν σήκωσαν τα ποτήρια να ευχηθούν τα «Καλώς ορίσατε» και τα «Καλώς σας βρήκαµε», ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, απευθυνόµενος σε όλους αλλά κοιτώντας τη Μακρίνα, είπε πόσο χαρούµενος ήταν σήµερα –και δόξαζε γι’ αυτό τον Γιαραµπή– που, επιτέλους, αποκτούσε και αυτός µια κόρη, αφού Εκείνος δεν είχε θελήσει να του χαρίσει. Και βέβαια, κανείς από τους συνδαιτυµόνες δεν γνώριζε πως ο Γιαραµπή είχε όλη την καλή διάθεση να του χαρίσει όσες κόρες θα έσπερνε, αλλά η γυναίκα του, η στρυφνή Σεβαστή, όταν ο Αβραάµ σαράντισε, είχε διώξει τον άνδρα της για πάντα από την κλίνη της, παρεξηγηµένη από µια χοντράδα που του είχε καταλογίσει και την οποία κανείς από τους δυο τους δεν τη θυµόταν πια. Τον είχε διώξει τότε και δεν τον είχε δεχτεί ποτέ ξανά στην παστάδα, µέχρι εκείνη τη στιγµή που ο άνδρας της γινόταν πεθερός. Και ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, άντρας
στα ντουζένια του, µπορεί ούτε µία φορά να µη σκέφθηκε να χωρίσει από τη Σεβαστή –πράγµα ανεπίτρεπτο για έναν άνθρωπο της τάξης τους και µεγάλη πίκρα για τους γονείς του που ήταν τόσο χαρούµενοι για τον γάµο µε την πλούσια νύφη–, όµως προσαρµόστηκε και βρήκε τη χαρά σε ξένες αγκαλιές, που τελικά είχαν αποδειχθεί πολύ πιο ζεστές από εκείνη της γυναίκας του. Τριάντα πέντε χρόνια στη Σµύρνη, ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου είχε ερωτευθεί, συνδεθεί και χωρίσει από πέντε αλλοδαπές κυρίες σε ισάριθµες µακροχρόνιες σχέσεις, δυο Φραντσέζες, µια Αγγλίδα, µια Ουκρανή, µια Ιταλίδα και είχε κοιµηθεί και ξυπνήσει σε αναρίθµητες αγκαλιές της µιας νύχτας. Και όταν γύρισε στην Καισάρεια αφήνοντας τα ηνία στα στιβαρά χέρια του µοναχογιού του, σπάνια έµενε στο σπίτι τους, προτιµούσε να ζει στο πατρογονικό κτήµα στο Ανδρονίκι· δεν άντεχε να είναι κάτω από την ίδια στέγη µε τη γυναίκα του, τη Σεβαστή τη µαυροφορούσα, µε τον αυστηρό κότσο, το αγέλαστο µούτρο και τους απότοµους τρόπους.
Σαν απόφαγαν στη σκιερή τραπεζαρία που έβλεπε στην πίσω αυλή και φχαριστήθηκαν ως τα νύχια των ποδιών τους – χρυσοχέρα η Κιµάτη και έφτιαξε ό,τι καλύτερο υπήρχε, κότα παραγεµιστή µε τα πρώτα κυδώνια και µήλα της χρονιάς, αρνάκι φρικασέ και πιλάφι µε τζιέρια– πέρασαν στη σάλα να
πιούνε τον καφέ τους που τον σερβίρισε µε τρεµάµενα χέρια η Μακρίνα. Χέρια τόσο τρεµάµενα, που την ώρα που τον πρόσφερε στον µέλλοντα σύζυγό της, της έφυγε το φλιτζάνι και λέρωσε τον γαµπρό, λέρωσε και το όµορφο γαλάζιο της φουστάνι που ταίριαζε µε τα µατάκια της. Έµεινε ακίνητη από την ντροπή και τη σαστιµάρα της, τέτοιο ρεζιλίκι ούτε στον εχθρό της. Ενώ µε κόπο συγκρατούσε τα δάκρυα και µουρµούριζε απελπισµένες συγγνώµες, ο Πρόδροµος σηκώθηκε όρθιος και την πλησίασε. Μπουχτισµένος από τα σκούρα φουστάνια της γυναίκας του, που του είχαν µαυρίσει την ψυχή· αγνοώντας τον γιο του, που ήταν δυο φορές ζεµατισµένος, µια από τον καφέ και δυο γιατί, µε την καλή του την καρδιά, αναλογιζόταν πόσο άσχηµα θα αισθανόταν εκείνη τη στιγµή η αγαπηµένη του, είπε χαµογελαστός: «Μη σκας, Μακίς, θα σου κάνουµε δέκα γαλάζια φουστάνια, να ’χεις να φοράς, να σε καµαρώνουµε και να ανοίγει η ψυχή µας, καΐσιµ’[33]!». Γέλασαν µε το χωρατό του, πετυχηµένο πράγµατι, το χρώµα των µαλλιών της Μακρίνας ήταν ίδιο µε του καϊσιού. Γέλασαν οι Ριζαίοι όλοι, ακόµα και το µωρό που µόλις είχε ξυπνήσει στο καρότσι του. Μόνο η Μακρίνα δεν γέλασε, όχι πως δεν εκτίµησε τα λόγια και την προσπάθεια που έκανε ο… αυτός που µπορεί και να γινόταν πεθερός της για να µην ντρέπεται εκείνη µε το συµβάν, το εκτίµησε. Όµως θα προτιµούσε να ’χε ανοίξει η γης κάτω από τα ποδάρια της, τα σανίδια στην
προκειµένη, και να ’χε πέσει µέσα. Και µακάρι να µην έβγαινε ξανά ποτέ! Τα µάζεψε πρόχειρα και αποχώρησε κατόπιν τρυφερής προτροπής της θείας Βασιλείας «Άφησέ τα, παιδί µου, και πήγαινε να αλλάξεις» και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες ελπίζοντας να πέσει και να τσακιστεί, να µείνει στον τόπο, να τελειώσει το µαρτύριό της. Τόση ήταν η απελπισία της.
Στις λίγες κουβέντες που κάνανε αφού απόφαγαν, κουβέντες που η Μακρίνα δεν κατάλαβε ακριβώς τι σήµαιναν αφού τις άκουγε να βροντάνε στα αυτιά της µέσα λες και ερχόταν καταιγίδα µεγάλη, συµφωνήθηκε να γίνει ο γάµος ανήµερα της Πρωτοχρονιάς. Οι άλλοι µιλούσαν για έναν γάµο, για µια τελετή, για ένα σπιτικό, για τραπεζώµατα και γλέντια και εκείνη δεν καταλάβαινε ποιους αφορούσε αυτός ο γάµος. Το µόνο παρήγορο µέσα σε όλα αυτά που ειπώθηκαν και την έκανε κάπως να αναθαρρήσει ήταν πως ο Χατζηαβράµογλου πατήρ είχε δεχθεί µε χαµόγελα και κοµπλιµέντα την πρόταση του Ρίζου µπέη να πάει και η Κιµάτη στην Καισάρεια και να ζήσει µαζί τους. «Τέτοια νόστιµα φαγητά που φτιάχνεις, είναι να µη σε θέλουµε;» χωράτεψε στη γυναίκα που στεκόταν όρθια σε µια γωνιά, έτοιµη να ικανοποιήσει οποιαδήποτε επιθυµία τους θα πρόεκυπτε ανά πάσα στιγµή.
Μόλις εµφανίστηκε ο δεσπότης που τον συνόδευε ο Θεοφάνης, ο Αβραάµ, συνεσταλµένος και ωχρός, έδωσε στον σεβάσµιο γέροντα ένα δαχτυλίδι. Το ευλόγησε εκείνος πάνω στην ασηµένια εικόνα του Αγίου Βασιλείου, που για την περίσταση είχε µεταφέρει εσπευσµένα η Κιµάτη από την κάµαρα του ζεύγους Ρίζου στη σάλα, και διάβασε µια ευχή. Δίνοντας µια εξήγηση που κανείς δεν ζήτησε και κυρίως ο δεσπότης, ο Πρόδροµος δικαιολόγησε το γεγονός πως δεν αλλάζανε βέρες γιατί απουσίαζε η µητέρα του Αβραάµ, η οποία αδυνατούσε να παραβρεθεί παρά την έντονη επιθυµία της. Για τον λόγο αυτό, ας θεωρούσαν αυτές τις ευλογίες του δέσποτα κάτι σαν ιλισίκ[34], οι αρραβώνες θα γίνονταν πριν τον γάµο, στην Καισάρεια, αφού έτσι τύχανε τα πράγµατα και ο χρόνος και η απόσταση δεν τους επέτρεπαν τα πολλά σούρτα φέρτα. Ύστερα ο Αβραάµ, µόλις όλοι σηκώθηκαν όρθιοι σαν να δίνανε το σύνθηµα, πέρασε το δαχτυλίδι στον παράµεσο του τρεµάµενου αριστερού χεριού της Μακρίνας, της έβαλε στην παλάµη το χρυσό φλουρί και τραυλίζοντας, σε τέτοιο σηµείο που το κορίτσι αναρωτήθηκε αν, εκτός από κοντός ήταν και τραυλός, της είπε πως ήταν ευτυχής για τον γάµο τους. Δέχτηκε η Μακρίνα το φιλί του στην κορυφή του κεφαλιού της. Ήταν το µόνο σηµείο που βρισκόταν στη διάθεση του Αβραάµ γιατί στεκόταν µε το κεφάλι µόνιµα σκυµµένο. Ασπάστηκε και ο Πρόδροµος τη Μακρίνα στα δυο της µάγουλα και εκείνη, µετά το επίµονο βηχαλάκι του θείου Ρίζου και ύστερα από µια περισσότερο αποτελεσµατική σκουντιά της
θείας Βασιλείας, του φίλησε το παχουλό χέρι, χωρίς να βγάλει τσιµουδιά. Στο τέλος, όλη η οικογένεια Ρίζου, µε ευχές για ευτυχία, υγεία, µακροηµέρευση και πολλούς απογόνους, φίλησαν την «τυχερή» νύφη. Με το λικέρ βύσσινο που κέρασε η Κιµάτη στα ασηµένια κολονάτα ποτηράκια, έκαψε η Μακρίνα τον λαιµό της, αφού είχε προηγηθεί το κάψιµο των ονείρων της… Προσποιούµενη πως πίνει, χαµογελούσε αχνά µουρµουρίζοντας αόριστα «ευχαριστώ» και αποφεύγοντας τα καυτά βλέµµατα, που ουδόλως όµως την έκαιγαν, του Αβραάµ. Λίγο αργότερα οι Χατζηαβράµογλου, πατέρας και γιος, αφού υπογράφηκε το συµφωνητικό της προίκας, αποχώρησαν. Ο µεν Πρόδροµος λάµποντας από χαρά γιατί ακόµα µία συµφωνία που είχε ξεκινήσει και επιδιώξει είχε κλείσει µε άριστο τρόπο – τόσο νόστιµο, σεµνό και ντροπαλό κορίτσι ούτε στα όνειρά του δεν περίµενε πως θα έβρισκε για τον γιο του. Ο δε Αβραάµ περίλυπος γιατί ο έρωτας που τον είχε επισκεφθεί µε την παρουσία της Μακρίνας αναγκαστικά είχε περάσει µέσα από µια εµπορική συµφωνία και γιατί –και αυτό τον πλήγωνε περισσότερο– θα έκανε τόοοσο καιρό χωρίς να δει τη µνηστή του. Την επαύριον τα χαράµατα γύριζαν πίσω, στις δουλειές τους. Ο γιος στη Σµύρνη, παραπατώντας από έρωτα, ευτυχία και δυστυχία, και ο πατέρας στη µαύρη του ζωή στο Κάιζερι. Ο θείος Ρίζος δεν έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, µακρύ το ταξίδι, µακρύ και δύσκολο και ερχόταν και χειµώνας, και εκείνος δεν θα µπορούσε να το κάνει δυο φορές µέσα σε ούτε
τέσσερις µήνες. Έµεινε εκεί, κοντά στη µελλόνυµφη και στην Κιµάτη όταν η οικογένειά του, στις αρχές του Οκτώβρη, αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, ευχόµενη στη Μακρίνα «Oι ώρες οι καλές!». Η παραµάνα ανασκουµπώθηκε, τα προικιά που της ετοίµαζε χρόνια τώρα µε εντολή και χρήµα του Ρίζου εφέντη αερίστηκαν, πλύθηκαν και κολλαρίστηκαν µε ρυζόνερο, ενώ συγχρόνως άρχισε να παραδίδει µαθήµατα µαγειρικής στη Μακίς της, που µέχρι τότε καµιά σχέση δεν ήθελε να έχει µε την κουζίνα. Κάτι άνοστα και νερουλιασµένα γλυκά ήξερε να κάνει µόνο, από ένα χειρόγραφο τεφτέρι της µάνας της που είχε βρει µέσα στο σεντούκι µε τα πράγµατα της συχωρεµένης της Ελίζαµπεθ. Γλυκά που στην πραγµατικότητα ήταν άγλυκα και προκαλούσαν κρυφά γέλια στον Ιωάννη Ρίζο και την Πολυτίµη όταν τους τα σερβίριζε όλο καµάρι. Παρά τις φιλότιµες προσπάθειες που κατέβαλλαν για να µην την κακοκαρδίσουν, τα άγλυκα γλυκά της Μακρίνας γι’ αυτούς τους καλοφαγάδες Καραµανλήδες[35] απλά δεν τρώγονταν. Το σιωπηλό συνήθως αρχοντικό του Ρίζου ζωντάνεψε από τις µοδίστρες που ήρθαν για να ραφτούνε τα άλλα της προικιά. Μια «Ριζοπούλα» έπρεπε να πάει σωστό φιγουρίνι στην Καισάρεια, και οι µοδίστρες έβαλαν όλη την τέχνη και το καλό τους γούστο στα φουστάνια, τα πανωφόρια και τα βαµβακερά εσώρουχα της µέλλουσας νύφης. Στη Σινασό οι γυναίκες, ειδικά αυτές που ανήκαν στην τάξη των εύπορων εµπόρων, ήταν κοµψές και οι περισσότερες φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Εξάλλου και η θεία Βασιλεία, γέννηµα-θρέµµα της Κωνσταντινούπολης, ευρωπαϊκά ντυνόταν από πάντα, και έτσι οι εντολές που έδωσε πριν φύγει ήταν η Μακρίνα να αποκτήσει όλα όσα υπαγόρευαν η µόδα, η κοινωνική τους τάξη και το γεγονός πως ανήκε στην οικογένειά τους. Η Μακρίνα, που µπορεί να µην ήταν το πρότυπο της γυναικείας οµορφιάς της εποχής και του τόπου εκείνου, ξεχώριζε πάντα από τις άλλες κοπέλες έτσι ψηλή και λεπτή καθώς ήταν. Ξεχώριζε και µε τα φλογάτα µαλλιά και τα ανοιχτόχρωµα µάτια, ξεχώριζε ακόµα κι όταν φορούσε απλά ρούχα, αποφόρια κυρίως της θείας Βασιλείας και της κόρης της. Με τα καινούργια πολυτελή της ρούχα, ό,τι καλύτερο υπήρχε στην περιοχή από υφάσµατα και υλικά, έγινε άλλος άνθρωπος. «Σαν πριγκίπισσα, σαν πριγκίπισσα!» καµάρωναν στις πρόβες οι µοδίστρες. Ο θείος Ρίζος τα άκουγε µε ικανοποίηση, ααα όλα κι όλα, το κορίτσι θα το προίκιζε όπως άρµοζε στην οικογένειά του, τι σηµασία είχε που το αίµα που έτρεχε στις φλέβες της κατά πολύ διέφερε από το αίµα των παιδιών του.
Στις αρχές του Νοέµβρη έφτασε ένα γράµµα από τη Σµύρνη για «Κύριον Ιωάννην Ρίζον» και εκείνος µόλις διάβασε τον αποστολέα, φώναξε κοντά του την ανιψιά. Ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου ρωτούσε τον Ρίζο µπέη πως ήσαν όλοι στην υγεία τους και αν η «ερίτιµος δεσποινίς
Μακρίνα» υγίαινε επίσης. Τον ενηµέρωνε πως οι δουλειές του πήγαιναν περίφηµα, αν και ήταν πρόωρος και βαρύς εκείνος ο χειµώνας και πολλές δραστηριότητες είχαν ανασταλεί. Τέλος, του ζητούσε να µεταφέρει «εις την ερίτιµον δεσποινίδα» τους χαιρετισµούς του και τον παρακαλούσε να την ενηµερώσει πως «η σκέψις µου ήδη ευρίσκεται εις την ηµέραν της στέψεώς µας». Η Μακρίνα σιώπησε. Στιγµές στιγµές, από την ώρα που είχαν αναχωρήσει όλοι από το σπιτικό τους στη Σινασό και ειδικά η θεία Βασιλεία που όλη την ώρα της έλεγε «Τυχερή νύφη! Τυχερή!» και παρά τις προετοιµασίες των προικιών της, στιγµές στιγµές, ξεχνιόταν το κορίτσι, νόµιζε πως όλα αυτά συνέβαιναν σε κάποιαν άλλη, για κάποιαν άλλη γίνονταν τόσες και τέτοιες ετοιµασίες. Και όχι µόνο αυτό, αλλά ερχόταν η ελπίδα η παράλογη και την µπόλιαζε µε τη σκέψη πως …ίσως δηλαδή… και το έβρισκε πιθανό και το ευχόταν να γίνει κιόλας… ίσως, ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, εκεί µακριά στη Σµύρνη, για την οποία η κοπέλα είχε ακούσει χίλια καλά και άλλα τόσα κακά πράγµατα, ίσως να άλλαζε γνώµη και, χωµένος στην αγκαλιά κάποιας άλλης γυναίκας, να λησµονούσε τη Μακρίνα και την υπόσχεσή του να παντρευτούν. Το γράµµα εκείνο µαταίωσε την ελπίδα της. Όχι, ο µέλλων σύζυγός της τη θυµόταν και φρόντισε να της υπενθυµίσει πως σύντοµα θα γινόταν γυναίκα του. Η Μακρίνα σιώπησε. Και ο θείος Ρίζος χαµογέλασε κάτω από το λεπτά ψαλιδισµένο του µουστακάκι. Η κόρη ήταν
σεµνή. Αγνή και σεµνή, δεν έπρεπε να δείξει οποιαδήποτε χαρά. Έτσι άρµοζε στα καλά κορίτσια.
Πέρασαν αµήχανοι τα Χριστούγεννα οι τρεις τους, η Κιµάτη, ο θείος και η ανιψιά, αµήχανοι γιατί ο µεν Ιωάννης Ρίζος είχε συνηθίσει σε όλη του τη ζωή αλλά κυρίως από τη στιγµή που είχε παντρευτεί να γιορτάζει τα Χριστούγεννα µε κόσµο, πολύ κόσµο, µιας και η οικογένειά του αλλά και η οικογένεια της συµβίας του ήταν πολυµελείς και πάντα µαζεύονταν περισσότερα από σαράντα άτοµα στα γιορτινά τους τραπέζια· οι δε γυναίκες, αµήχανες κι εκείνες, γιατί είχαν µάθει να περνάνε πάντα µόνες τέτοιες µέρες. Τα καλέσµατα που ήρθανε για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι από διάφορους συγγενείς αλλά και φίλους του Ιωάννη Ρίζου στη Σινασό είχαν απορριφθεί από τον ίδιο ευγενικά, γιατί αφορούσαν τον ίδιο και τη Μακρίνα, ουδείς είχε σκεφθεί ή είχε θελήσει να προσκαλέσει και την Κιµάτη, και ο ευπατρίδης στιγµή δεν σκέφθηκε να την αφήσουν µόνη, η ευγένεια της ψυχής του δεν του επέτρεπε κάτι τέτοιο. Αυτό ανακούφισε τη Μακρίνα, δεν είχε βρεθεί ποτέ σε άλλο σπίτι µε ξένο κόσµο και µάλιστα τέτοιες µέρες, την ανακούφισε γιατί προτιµούσε τη µοναξιά και την ησυχία λες και ήξερε πως από τον γάµο της και µετά δεν θα είχε την ευκαιρία ξανά να µείνει µόνη, να αποµονώνεται όποτε θέλει.
Μόνο το πρωί των Χριστουγέννων, µετά την εκκλησία, είχε ο Ρίζος εφέντης προσκαλέσει τον πρωτεξάδελφό του µαζί µε τη γυναίκα και την κουνιάδα του, µόνοι και εκείνοι, χωρίς άλλους συγγενείς, έτσι θα έσπαγε η µονοτονία των προηγούµενων ηµερών. Αγαπούσε την ηρεµία, αλλά εκεί στη Σινασό είχε αρχίσει να κουράζεται. Γύρισαν στο σπίτι από την εκκλησία µόλις άρχιζε να χαράζει, βαδίζοντας προσεχτικά πάνω στο παγωµένο λιθόστρωτο που γλιστρούσε επικίνδυνα. Χώθηκε η Κιµάτη στην κουζίνα και έβαλε να τηγανίζει τα λουκάνικα και τις χοιρινές µπριζόλες, ενώ η Μακρίνα, εκπαιδευόµενη οικοδέσποινα, σερβίρισε στην τραπεζαρία. Με µελαγχολικό µειδίαµα και στωικότητα, δέχτηκε τις αναρίθµητες επαναλήψεις της ευχής «Οι ώρες οι καλές, καλά στέφανα!» και όλοι σχηµάτισαν την εντύπωση πως ναι, πράγµατι, το κορίτσι ήταν ένα διαµάντι και πως, από σεβασµό και µόνο προς τον θείο της, καθόλου δεν έδειξε τη χαρά και την ευτυχία της. Γιατί κανείς από όλους, πλην της Κιµάτης, δεν µπορούσε να διανοηθεί πως ένα ορφανό και φτωχό παιδί όπως εκείνη δεν ήταν ευτυχισµένο που –επιτέλους!– θα αποκτούσε δική του οικογένεια, θα γινόταν κυρά και αφέντρα στο δικό της σπιτικό και θα έπαυε πια να ζει από τη φιλανθρωπία του µακρινού της θείου. Ούτε κανείς από τους τέσσερίς τους µπορούσε να φανταστεί πως η Μακρίνα, µε τον αρραβώνα εκείνο, έπρεπε να λησµονήσει διά παντός το όνειρό της να γίνει δασκάλα και µετά να παντρευτεί «το πιο όµορφο αρχοντόπουλο της Σινασού».
Τράβηξε το δαντελένιο κουρτινάκι να δει έξω, τέλειωνε η δεύτερη µέρα του ταξιδιού και η κούραση σε συνδυασµό µε τη στενοχώρια της είχαν αρχίσει να την καταβάλλουν. Ο θείος Ρίζος και η Κιµάτη κοιµόνταν τυλιγµένοι στις γούνες τους. Στο βάθος και στο τελευταίο φως του απογεύµατος µιας ηλιόλουστης αλλά παγωµένης µέρας, είδε στα δεξιά τους τον ψηλό Ερτζιές, τον Αργαίο όπως της διευκρίνισε ο θείος Ρίζος, σκεπασµένο όλο µε χιόνι. Και από εκείνη την απόσταση, της φάνηκε το χιόνι, κάτω από τις αδύναµες πια αχτίδες του χειµωνιάτικου ήλιου, να είναι ίδιο µε λιωµένο ασήµι. Δάκρυσε από την τόση οµορφιά και το µέγα θαύµα –άκου εκεί το βουνό να είναι περιχυµένο µε λιωµένο ασήµι!– και πήρε βαθιά ανάσα. Αυτό το ασηµένιο βουνό θα έριχνε τη σκιά του πάνω της τα επόµενα χρόνια. Παρακάλεσε το κορίτσι να συναντήσει την ευτυχία σε εκείνο τον τόπο και στον γάµο της που θα γινόταν σε δυο µέρες. Σε δυο µέρες… Στη χαραυγή ενός νέου αιώνα, που θα της έφερνε τόσα πολλά. Σε δυο µέρες… Ανήµερα του Αγίου Βασιλείου, τέκνου και προστάτη της Καισάρειας. Της πόλης που θα γινόταν η νέα της πατρίδα. Μακάρι και η πηγή της χαράς της. Έβγαλε έναν µικρό σιωπηλό αναστεναγµό από τα στήθη της καθώς θυµήθηκε τη στιγµή που αποχαιρετούσε τη Σινασό. Στα αυτιά της ηχούσαν ακόµη τα πέταλα των αλόγων έτσι όπως
χτυπούσαν στο λιθόστρωτο. Είδε πάλι µπροστά της τα κλειστά παραθυρόφυλλα και τις κοιµισµένες καµινάδες. Τα πλούσια αρχοντικά, τα ακουµπισµένα στον µαλακό βράχο, την πλατεία µε τα ψηλά δένδρα, τις εκκλησιές της τις περήφανες. Άκουσε και πάλι το καµτσίκι να σχίζει τον αέρα και να πέφτει στα καπούλια των αλόγων και ανατρίχιασε από τη βιαιότητα. Έφερε στον νου της τις χαµηλόφωνες κουβέντες των οπλισµένων υπηρετών, για αυτό το ταξίδι τους είχε προσλάβει ο θείος Ρίζος, είχε δώσει καλή προκαταβολή και τα υπόλοιπα στην Καισάρεια. Αυτή ήταν η συµφωνία, θα έπαιρνε τα χρυσά από συνεργάτη του εκεί, λεφτά δεν είχε µαζί του, το είχε ξεκαθαρίσει αυτό γιατί πολλά ακούγονταν, ήταν ικανοί να τους ληστέψουν και να τους παρατήσουν. Όποτε τραβούσε το κουρτινάκι του παραθύρου να χαζέψει λίγο γύρω, τις δυο εκείνες µέρες, συναντούσε τα παγωµένα τους πρόσωπα και τις άγρυπνες µατιές µε τις οποίες κοιτούσαν συνέχεια γύρω γύρω αλλά και ως πέρα, µακριά, ως εκεί που έφτανε το µάτι. Θυµήθηκε και τον φόβο που της κρατούσε την καρδιά µουδιασµένη, δεν ήταν µόνο η στενοχώρια της που θα παντρευόταν κάποιον άγνωστο, ήταν και ο φόβος για εκείνο το ταξίδι. Ο θείος Ρίζος ποτέ δεν της είπε ακριβώς τους πιθανούς κινδύνους, αλλά µεγάλη κοπέλα ήταν πια, άκουγε κάθε τόσο για το τι συνέβαινε στα ταξίδια εκείνα, ειδικά τον χειµώνα που βράδιαζε νωρίς και απότοµα. Χώρια από την παιδική πληγή που κάπου κάπου αιµορραγούσε, στην επιστροφή από ένα ταξίδι του µήπως δεν είχε σκοτωθεί ο πατέρας της.
Να όµως τώρα που το ταξίδι αυτό τελείωνε και όλα είχαν πάει κατ’ ευχή. Γέλασε από µέσα της η Μακρίνα µε ένα στυφό, πικρό γελάκι. Το «κατ’ ευχή» σήµαινε πως σε δυο µέρες θα παντρευόταν τον Αβραάµ Χατζηαβράµογλου. Τι θα προτιµούσε λοιπόν; Να είχαν σκοτωθεί όλοι στον δρόµο και να µην έφταναν ποτέ ή τον γάµο µε τον Χατζηαβράµογλου, αφού όλα είχαν πάει κατ’ ευχή; Να γίνω δασκάλα! φώναξε µια µικρή φωνούλα µέσα της, µια φωνούλα που όσο πλησίαζαν στην Καισάρεια, τόσο θα έσβηνε. Αναστέναξε και πάλι, και αυτή τη φορά ο παραπονεµένος ήχος ταξίδεψε µέσα στην καµπίνα, ίδια µε στρογγυλή κοιλιά κήτους, χάιδεψε τα κοιµισµένα µάτια του θείου Ρίζου, γαργάλησε το λεπτό του µουστάκι, τρύπωσε στα αυτιά του. Ξύπνησε ο άνθρωπος, ανταµώθηκαν τα βλέµµατά τους και χαµογέλασαν ευγενικά τα χείλη, ύστερα κοίταξε και εκείνος έξω, ψαχούλεψε πάλι να βρει το ρολόι του κάτω από γούνες, παλτό και σακάκι. «Ταµάµ!» είπε και γέλασε, ήταν χαρούµενος, το ταξίδι το φοβόταν πολύ, ακόµα και µια µικρή σχετικά απόσταση όπως ήταν τούτη που µόλις κόντευε να τελειώσει µπορούσε να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Γέλασε γιατί ήταν ευχαριστηµένος, όλα είχαν πάει καλά, φτάνανε, δεν µπορεί, το ρολόι του έλεγε πως έφτανε η ώρα. Το τοπίο του ήταν άγνωστο αλλά οι αµαξάδες ήταν έµπειροι, τους είχε δώσει οδηγίες πως, αν συνέβαινε κάτι, το οτιδήποτε, αν για παράδειγµα χάνανε τον δρόµο τους, αµέσως να τον ειδοποιήσουν. Ήθελε να γνωρίζει ανά πάσα στιγµή αν όλα
πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει. Με το «ταµάµ» του Ρίζου ξύπνησε και η παραµάνα, τέντωσε συνεσταλµένα τα πονεµένα της κόκαλα, κοίταξε έξω και ανακουφίστηκε, όχι, ακόµη είχε λίγο φως, άρα, και σύµφωνα πάντα µε τα λεγόµενα του Ρίζου εφέντη που τον εµπιστευόταν τυφλά, όπου να ’ναι θα ’φταναν. «Πριν νυχτώσει θα ’µαστε στην Καισάρεια» είχε δηλώσει στις δύο γυναίκες εκείνο το πρωί. «Φτάσαµε;» ρώτησε γεµάτη ελπίδα, άλλο δρόµο δεν θα άντεχε. «Φτάσαµε…» µουρµούρισε, σαν το αφεντικό τής έγνεψε καταφατικά, και κοίταξε διστακτικά την κοπέλα. Αχ το κοριτσάκι της, η µικρή της Μακίς, αχ, µε µισή καρδιά πήγαινε. Θλιµµένα τα µατάκια του, ίσως να έφταιγε και η ίδια που της ξεσήκωνε τόσα χρόνια τα µυαλά για το πιο όµορφο παλικάρι που θα γινόταν λέει άνδρας της. Έξω ο ήλιος είχε χαθεί πια στη δύση του και µόνο ένα κόκκινο φως είχε αποµείνει απ’ όλο το µεγαλείο του, το οποίο και οµόρφαινε το µικρό πίσω παράθυρο της άµαξας, καθώς γύρισε να κοιτάξει για τελευταία φορά η Μακρίνα. Ένα κόκκινο φως που δεν µπορούσε να ζεστάνει πια τίποτα. Ειδικά αν µιλάµε για καρδιές.
Δεκέµβρης 1899: Καισάρεια
Αβραάµ
Το σπίτι, αρχοντικό να λες καλύτερα, ήταν τρίπατο και µεγαλοπρεπές. Στην κορυφή της πέτρινης σκάλας µε τα έξι πλατιά σκαλοπάτια και µε διάπλατα ανοιχτή, παρά τη χιονοθύελλα και το κρύο, την ξύλινη τρίφυλλη εξώπορτα, τον περίµενε η µάνα του. Έχοντας τυλιγµένο στο κεφάλι της ένα ολόµαλλο µαύρο σάλι και φορώντας τη βαριά κάπα µε τις γούνες στο τελείωµα. Στο αριστερό της χέρι, το αναµµένο λιβανιστήρι, µάταια, προσπαθούσε να στείλει προς τον ουρανό καπνό, άρωµα και προσευχή – όπως ήταν ο αρχικός και προδιαγεγραµµένος από τα βιβλία της Εκκλησίας προορισµός του. Γιατί η χιονοθύελλα τα διέλυε όλα, καπνό και άρωµα, στο πρώτο χιλιοστό πάνω από τα πυρωµένα σποράκια. Εκτός βέβαια κι αν η προσευχή τα κατάφερνε, κανείς δεν θα
µπορούσε να το πει µε σιγουριά. Στο φαρδύ άνοιγµα της πόρτας κάθε τόσο εµφανιζόταν ο Πρόδροµος Χαζηαβράµογλου µε το γούνινο πανωφόρι του φορεµένο πρόχειρα µόνο στους ώµους, έριχνε µια µατιά έξω στη χιονοθύελλα και στο αδιευκρίνιστο εξαιτίας της τοπίο – που µπορεί να ήταν ένας φαρδύς δρόµος µε άλλα τρία, εξίσου µεγαλοπρεπή, αρχοντικά, αλλά δεν φαινόταν τίποτα γιατί τώρα, λες και κάποια επιµελής νοικοκυρά τίναζε συνέχεια ένα τεράστιο πουπουλένιο µαξιλάρι από το ψηλό της παράθυρο στον ουρανό, δεν έβλεπες ούτε τη µύτη σου από το πυκνό χιόνι. Μετά ο Πρόδροµος έµπαινε και πάλι στο εσωτερικό του σπιτιού, µην τολµώντας ούτε τη γυναίκα του να συµβουλεύσει να περιµένει µέσα, ούτε ο ίδιος να κλείσει την εξώθυρα. Αυτό θα ήταν ένδειξη, κατά τη Σεβαστή, πως δεν αγωνιούσε να δει τον γιο τους, κι ας πύρωνε το ταντούρι από το πρωί, κι ας έκαιγαν οι τρεις τεράστιες πήλινες σόµπες, «από τας Ευρώπας φερµένες», καταβροχθίζοντας αµέτρητα ξύλα. Γιατί ό,τι από τα δυο κι αν έκανε, που ήταν σωστά κατά τη γνώµη του, η Σεβαστή θα τον κατηγορούσε πως δεν αγωνιούσε. Και αυτό δεν ήταν καθόλου αλήθεια, αλλά ένας άνθρωπος σαν τον Πρόδροµο Χατζηαβράµογλου, που είχε κάνει το δροµολόγιο Σµύρνη – Καισάρεια άπειρες φορές µέσα στα τριάντα πέντε χρόνια του ξενιτεµού και της εµπορικής του δραστηριότητας, ήξερε πολύ καλά πως τα τρένα, οι άµαξες και τα καραβάνια δεν ήταν ποτέ συνεπή στις ώρες τους. Επίσης ήξερε πολύ καλά πως ο υπηρέτης που είχε έρθει ασθµαίνοντας
και είχε βροντήξει την πόρτα, αναγγέλλοντας την άφιξη του καραβανιού από το Ουργκούπ προ δέκα λεπτών, έλεγε ψέµατα, προκειµένου να τους φέρει πρώτος την ευχάριστη είδηση και να εισπράξει το µπαξίσι. Και τώρα περίµενε και εκείνος µαζί µε την κυρά του, µε σκυµµένο κεφάλι και σταυρωµένα χέρια, περίµενε δυο σκαλοπάτια παρακάτω, προσευχόµενος στον Αλλάχ να µην αργήσει να φανεί η άµαξα γιατί σίγουρα τα αφεντικά του θα θύµωναν πολύ µαζί του. Ειδικά η Σεβαστή χανίµ[36] που ήταν και αυστηρή γυναίκα. Ακούστηκε ο ήχος από κουδουνάκια και οπλές αλόγων στο βάθος του λιθόστρωτου δρόµου και η Σεβαστή είδε µέσα στη χιονοθύελλα δυο φώτα να κινούνται πέρα δώθε, δυο φώτα που όσο πλησίαζαν ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για τα φαναράκια της άµαξας. Κοίταξε πίσω της υποτιµητικά και µε µια δόση εχθρικής ικανοποίησης, ο άνδρας της, όπως πάντα, δεν ήταν και πάλι στη σωστή ώρα και στη σωστή θέση. Δεν τον φώναξε, όχι, καθόλου. Θα αγκάλιαζε πρώτη τον µονάκριβο βλαστό της όπως ακριβώς το δικαιούνταν αυτή και µόνο αυτή και έκανε το σχήµα του σταυρού τρεις φορές στον αέρα. Ύστερα καθώς η άµαξα έφτασε κοντά, αναγνώρισε τον άνθρωπο που την οδηγούσε, αυτή τον είχε στείλει στο καραβάν σαράι και παρατήρησε πως άχνιζαν από τον ιδρώτα τα άλογα µέσα στην παγωνιά. Σταύρωσε άλλες τρεις φορές τον αέρα η Σεβαστή, τώρα τα άλογα, από τη στιγµή δηλαδή που σταµάτησαν µπροστά στο αρχοντικό, είχαν µετατρέψει τον καλπασµό τους σε νευρικό επιτόπιο βηµατισµό.
Το πορτάκι άνοιξε πριν προλάβει ο αµαξάς µε τα κρυσταλλιασµένα µουστάκια να κατέβει από τη θέση του και να εκτελέσει το καθήκον του, δηλαδή να κρατήσει την πόρτα ανοιχτή για το αφεντικό, και η Σεβαστή άπλωσε τα χέρια της να δεχτεί στην παχουλή της αγκαλιά το µονάκριβο παιδί της που ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά, µε αγωνία και λαχτάρα, χαµογελώντας πρόσχαρα και δείχνοντας κεφάτος παρά το εξαντλητικά µακρύ ταξίδι. Τον κράτησε η Σεβαστή εκεί, στην αφράτη ζεστή αγκαλιά της που µύριζε λιβάνι, αφού πρώτα ο Αβραάµ, µαθηµένος από παιδί, ασπάστηκε το χέρι της µε απέραντο σεβασµό. «Καλώς σε βρήκα, ανέµ’». Τον κράτησε πάνω στο ταφταδένιο φόρεµα, το κλειστό ως τον λαιµό ψηλά για ώρα η µάνα, αδιαφορώντας για τον άνδρα της που περίµενε υποµονετικά τη σειρά του. Τον κράτησε σφιχτά αλλά και δεν παρέλειψε να δώσει διαταγή στον αµαξά να πάει να φροντίσει τα ζωντανά, µη και αρπάξουν καµιά πνευµονία, έτσι ιδρωµένα µέσα στο καταραµένο κρύο. Η Σεβαστή, αν και είχε να δει τον γιο της περισσότερο από έξι µήνες –εφτά µήνες, για την ακρίβεια, παρά έξι µέρες–, δεν παρέλειψε, ίσως και από συνήθεια πια, ακόµα κι εκείνη την τρυφερή στιγµή που η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από χαρά, να του δείξει µε τη διαταγή εκείνη ποιος διαφέντευε το βιος και τους ανθρώπους στο σπιτικό τους. Όσο ο Αβραάµ ασπαζόταν και τον πατέρα του, που είχε εµφανιστεί µε το άκουσµα του καλωσορίσµατος της Σεβαστής «Χος γκελντίν, χος γκελντίν, γιάβρουµ’» –καλώς ήρθες, παιδί
µου–, στο πρώτο και µοναδικό ξέσπασµα τρυφερότητας που θα ακολουθούσε όλους τους υπόλοιπους µήνες µέχρι να ξανανταµώσουν µάνα και γιος, για όσο ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και χτυπούσαν εγκάρδια τις φαρδιές τους πλάτες, η Χατζηαβράµογλου έδωσε ένα γερό µπαξίσι στον υπηρέτη που είχε φέρει την ευχάριστη είδηση και εκείνος ρηµάχτηκε στις υποκλίσεις και στα: «Ο Θεός να σε έχει καλά, κυρά µου, εσένα και την οικογένειά σου». Αγκάλιασε, συγκινηµένος, µε το βλέµµα ο Αβραάµ το σπίτι τους πριν µπει µέσα, φτιαγµένο όλο από τον ηφαιστειογενή λίθο της περιοχής. Περίτεχνες σιδεριές στα παράθυρα για τους φόβους της µάνας του, υπέροχο ξύλινο σαχνισί[37] στο πάνω πάτωµα, µε σκαλιστά κρύσταλλα στα τοξωτά παραθύρια και πιο πάνω η στέγη µε εκείνη τη χαρακτηριστική µύτη που έδειχνε ψηλά προς τον ουρανό, η στέγη που τέλειωνε µε δαντελωτά στολίδια, όλα σκαλισµένα από τους καλύτερους µάστορες. Το αγαπούσε αυτό το σπίτι, αγαπούσε και τη µάνα του παρόλο που τη φοβόταν κάπως ακόµη· ο παιδικός φόβος του για εκείνη είχε µεγαλώσει µαζί του, µόνο που τώρα, δηλαδή εδώ και χρόνια, µπορούσε να τον χειριστεί. Δεν ήταν όπως παλιότερα που αισθανόταν το άγρυπνο µάτι της να τον παρακολουθεί µέρα και νύχτα µη και διαπράξει κάποιο αµάρτηµα, κάτι που θα την ντρόπιαζε και θα την έκανε να µην έχει µούτρα να εµφανιστεί στην εκκλησία την Κυριακή. Ύστερα η οικογένεια µπήκε στο σπίτι, ο Αβραάµ χαιρέτησε
τις δυο Τουρκάλες υπηρέτριες που κάνανε τις µόνιµες λάτρες του σπιτιού και φίλησε µε µεγάλη χαρά την Ανό –Αναστασία το βαφτιστικό της–, τη µαγείρισσά τους. Είχε γεράσει πολύ η καηµένη και την πόνεσε η ψυχή του, την αγαπούσε σαν πραγµατική του νενέ. Με τις άλλες δυο, τις κανονικές γιαγιάδες του δηλαδή, δεν είχε και ιδιαίτερες σχέσεις εξαιτίας… εξαιτίας… πολλών και διάφορων που τότε, µικρό παιδί σαν ήταν, δεν µπορούσε να εξηγήσει. Μόνο τώρα που είχε σφίξει το µυαλό και έκρινε, είχε σχηµατίσει άποψη για το ποιος έφταιγε αλλά θα έπρεπε να κατηγορήσει τη µάνα του και αυτό δεν το ήθελε το παλικάρι. Η Ανό είχε πάει σε εκείνο το σπίτι συνοδεύοντας τη Σεβαστή νύφη, συγκαταλεγόταν δηλαδή και αυτή στην προίκα και στα κτήµατα της αρχοντοπούλας και είχε παραµείνει κοντά της όλα τα χρόνια µεγαλώνοντας το αγόρι, ψωνίζοντας ό,τι καλύτερο υπήρχε στην αγορά της Καισάρειας και µαγειρεύοντας εκλεκτές λιχουδιές, που τις έδινε κρυφά στον Αβραάµ, παρά τις σαφείς οδηγίες της µητέρας του για εγκρατή και λιτή ζωή. Τώρα που είχε γεράσει, ισχνή και ρυτιδιασµένη, τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Δοξασµένο το όνοµα του Κυρίου! Αξιώθηκε να δει το παλικάρι της γαµπρό, λίγες µέρες ακόµα και θα τον καµάρωνε. Τώρα στα γεράµατα, τώρα που δεν είχε κανένα στον κόσµο πλην αυτής της οικογένειας, που αν την πετούσαν έξω θα πέθαινε στους πέντε δρόµους, τώρα είχε αποκτήσει «γλώσσα» και τσαµπουκά. Αντιµιλούσε στη Σεβαστή όπως δεν το είχε κάνει ποτέ στη ζωή της και την κουτσοµπόλευε στον άνδρα της,
τον Πρόδροµο, µε κάθε ευκαιρία. Του έλεγε πόσο τον καταλάβαινε και πόσα δίκια είχε ο άνθρωπος. Απέφευγαν βέβαια να την κατηγορήσουν ευθέως αλλά οι αναστεναγµοί, ένθεν και ένθεν, δήλωναν πόσα είχαν τραβήξει και οι δυο τους από εκείνη. Όχι πως η Σεβαστή δεν ήξερε τι διαδραµατιζόταν πίσω από την πλάτη της, το ήξερε και κρυφογελούσε κιόλας, κανείς δεν είχε τολµήσει ποτέ µια κατά µέτωπο ρήξη µαζί της, αυτό την ευχαριστούσε και την έκανε να αισθάνεται πιο ισχυρή. Εξάλλου, αγαπούσε, αν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε αυτή τη λέξη για µια τέτοια γυναίκα, η Σεβαστή αγαπούσε την Ανό σαν µάνα – αν είχε αγαπήσει ποτέ τη δική της. Βγήκε από την αγκαλιά της Ανός ο Αβραάµ και χαιρέτησε εγκάρδια τον Χαρελέµ[38], το δεξί χέρι της Σεβαστής, που του εµπιστευόταν τα πάντα: από τα απέραντα κτήµατά τους όπου ήταν επιστάτης και διαφέντευε εκατοντάδες εργάτες, από τις ατέλειωτες σοδειές που θησαύριζε µέσα στα πέτρινα λαγούµια κάτω από το αρχοντικό της ως την «καλή» τους άµαξα που την οδηγούσε µόνο εκείνος. Τούτη τη µέρα όµως τον είχε ρηµάξει η αναθεµατισµένη η ποδάγρα του και δεν µπορούσε να πατήσει το ποδάρι του, µέρα που ’τυχε! Τον καθησύχασε χαµογελαστός ο Αβραάµ, µια χαρά τα είχε καταφέρει και ο άλλος αµαξάς. Ο Χαρελέµ, κατά τη µόνιµη απουσία του Πρόδροµου επί τριάντα τόσα χρόνια από το σπίτι, είχε υπάρξει το ανδρικό πρότυπο για τον Αβραάµ µέχρι που να ανδρωθεί. Αγαπούσε και σεβόταν τον πατέρα του αλλά ήταν
πάντα µακριά, στη Σµύρνη, ο επιστάτης τους ήταν αυτός που του είχε µάθει να καβαλάει τα πουλάρια όταν ήταν µικρός, να ξεχωρίζει τα κελαηδίσµατα των πουλιών, να φτιάχνει σφεντόνες, να παίζει µπάλα, να σφυρίζει, να βρίσκει τον στόχο µε το ντουφέκι. Όταν αγκαλιάστηκαν οι δυο άνδρες, ο Αβραάµ άκουσε τον ηλικιωµένο να ρουφάει τη µύτη του. «Τι κλαις;» τον ρώτησε και του έδωσε µια ψεύτικη γροθιά στο στήθος. «Δεν σου είχα πει πως τα Χριστούγεννα θα είµαι πίσω;» Έσκυψε το κεφάλι του ο άλλος ντροπιασµένος, χάιδεψε τα γκρίζα του µουστάκια και στριφογύρισε το φέσι στα δάχτυλα. «Είναι που παντρεύεσαι, αφεντικό» απολογήθηκε. «Είναι που περάσανε και τα χρόνια…» Η Ανό είχε βάλει τα δυνατά της να ευχαριστήσει τον «γιόκα» της, όπως έλεγε τον Αβραάµ αφού η ίδια, αφοσιωµένη στη Σεβαστή, ούτε να σκεφθεί τις παντρειές είχε ποτέ χρόνο, εξ αυτού και είχε µείνει ανύπαντρη και άτεκνη. Βέβαια είχανε νηστεία, τη µικρή σαρακοστή βλέπεις διανύανε, και η Σεβαστή δεν επέτρεπε για κανένα παρεκκλίσεις, ούτε και για τον µονάκριβο γιο της. Φασόλια φούρνου µε ώριµες ντοµάτες, χούµους που µοσχοβολούσε από τον δυόσµο, πίτα µε χόρτα που είχε µαζέψει η ίδια η γριούλα, παρά τις πονεµένες της αρθρώσεις, από το πλησιέστερο κτήµα τους την περασµένη άνοιξη και τα ξέρανε σιγά σιγά στο υπόσκαφο δαιδαλώδες υπόγειό τους – να για κάτι τέτοιες µέρες τα φύλαγε όλα αυτά τα καλούδια, να φάει το αγοράκι της να φχαριστηθεί η ψυχή του και η δική της µαζί. Είχε φουρνίσει και ψωµί εκείνη την ηµέρα,
γυαλοκοπούσε η χρυσαφένια κόρα κάτω από τα εκατοντάδες κεριά που έφεγγαν πάνω από την καλή τραπεζαρία όπου δειπνούσαν, κατά απαίτηση της Σεβαστής που ήθελε να τιµήσει τον ερχοµό του γιου της. «Μµµµµ, σαν το ψωµί σου, Ανό, κανένα στον κόσµο. Ούτε στην καλύτερη µπουλανζερί της Σµύρνης δεν το βρίσκεις!» την κολάκεψε ο Αβραάµ. Η αλήθεια είναι πως πεινούσε σαν λύκος, τόσες ώρες πάνω στα τρένα δεν είχε καλοφάει κι ας είχε βάλει ο υπηρέτης του και του πουλιού το γάλα που λένε στο καλάθι που είχε πάρει µαζί τους. Ο Αβραάµ ήταν καλοφαγάς και ήθελε το τραπέζι στρωµένο, ήθελε την ποικιλία σερβιρισµένη, ήθελε το κρασί ή το ρακί του, ήθελε το άσπρο το τραπεζοµάντιλο. Όπως είχε µάθει από τη µάνα του δηλαδή. Δεν κατάλαβε η Ανό τι της έλεγε ακριβώς, εκείνα τα µπουλα… τέτοια κάπως την µπέρδεψαν, αλλά είδε το παλικάρι της να τρώει µε όρεξη και φχαριστιόταν η ψυχή της. Μαζί και οι πονεµένες της αρθρώσεις. Και παρακαλούσε τον Θεό η Ανό να µην ανοίξει πάλι συζήτηση η κυρά της η Σεβαστή, να µη στάξει τα φαρµάκια που είχε πει στον άνδρα της σαν είχε γυρίσει εκείνος από τη Σινασό. Είχε γυρίσει χαρούµενος για το πετυχηµένο προξενιό που είχε κάνει στον γιο του και για τον γάµο που θα γινόταν σύντοµα στην Καισάρεια.
Η Σεβαστή ήταν κόρη πλούσιου εµπόρου. Δεν είχε υπάρξει ποτέ όµορφη, ακόµα και στα πιο φρέσκα της νιάτα, αλλά και άσχηµη δεν την έλεγες τηρουµένων των προτύπων εκείνης της εποχής και, κυρίως, λαµβάνοντας υπόψη την τεράστια προίκα της. Την οποία προίκα ο πατέρας της, άνθρωπος µετρηµένος και βαρύς συνήθως, µόλις άρχισαν να περνάνε λίγο τα χρόνια, ξεκίνησε να διαφηµίζει παντού. Είχε πιστέψει, και µε το δίκιο του, πως χωρίς την προίκα η κόρη θα του έµενε καλµούς, στα αζήτητα δηλαδή. Μεγαλωµένη αυστηρά και επηρεασµένη από τη θρησκοληψία της µητέρας της, η Σεβαστή ήταν ένα κράµα καλής χριστιανής και ακατάδεχτης αρχοντοπούλας – χαρακτηριστικά όχι και τόσο αρµονικά µεταξύ τους. Αυτή η δυσαρµονία στον χαρακτήρα της, όσο περνούσε ο καιρός και όσο γίνονταν τα διάφορα αποτυχηµένα προξενιά, δυσκόλευε τη διαδικασία τού να βρεθεί παντρεµένη. Από τη µια απέρριπτε κάποιον γιατί δεν ήταν ευσεβής, από την άλλη απέρριπτε έναν άλλο γιατί δεν ήταν της τάξης της. Περήφανη, να την πεις; Άτυχη; Φοβισµένη; Κανένας από τους χαρακτηρισµούς δεν την επεξηγούσε τελείως. Ήταν η δεύτερη από τις τρεις κόρες που είχαν οι γονείς της πριν αποκτήσουν τον περιπόθητο αρσενικό απόγονο. Λόγω της σειράς γέννησής της, ή της άγνοιας των γονιών της, ή µιας στραβοξυλιάς της µοίρας, ή όλων αυτών µαζί, η κοπέλα δεν είχε προσελκύσει ποτέ ούτε την εύνοια που είχε η πρωτότοκη αδελφή της ούτε το κανάκεµα που απολάµβανε η µικρότερη η
χαδιάρα, πολύ περισσότερο δε, κανένα από τα συναισθηµατικά προνόµια που ανήκαν, σχεδόν αποκλειστικά, στον αρσενικό διάδοχο. Το κορίτσι, κατά πάσα πιθανότητα, είχε αναγκαστεί να αναπτύξει έναν δύσκολο χαρακτήρα προκειµένου να τραβήξει την προσοχή των γονιών της. Είχε γίνει γκρινιάρα και ανικανοποίητη, εύθικτη και απαιτητική. Στην προσπάθειά της δε να προσελκύσει τη συµπάθεια της µητέρας της, τη µιµήθηκε, υπερβάλλοντας όπως γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, στην αυστηρότητα. Κατέληξε, λοιπόν, να είναι σκληρά επικριτική στις συµπεριφορές και τις πράξεις των αδελφών της, µε αποτέλεσµα εκείνες να την αποφεύγουν από µικρές, κάνοντας µεταξύ τους παρέα και αποκλείοντας τη «µαρτυριάρα» από το ισχυρά ενωµένο δίδυµο της µεγάλης µε τη µικρή αδελφή. Αυτά και άλλα πολλά που πέρασε η Σεβαστή στα µικράτα της, άλλα πράγµατι τραυµατικά και άλλα δηµιουργήµατα της φαντασίας της, την έκαναν να γίνει σκληρή και αγέλαστη. Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητάς της συνδυασµένα µε µια υπέρµετρα δογµατική προσέγγιση της θρησκείας και µε µια µέτρια εξωτερική εµφάνιση κατέληξαν να την κάνουν ανεπιθύµητη. Γενικά. Όταν παντρεύτηκαν οι δυο αδελφές της, η Σεβαστή έγινε ακόµα πιο στρυφνή και ακόµα πιο αυστηρά θρησκευόµενη. Τότε ήταν που ο πατέρας της, ο πλούσιος Θεόδωρος Τσαβδάρογλου, διαπρεπής έµπορος της Πόλης, γούνες, χαβιάρι και ασήµια η ειδικότητά του, σε ένα από τα ταξίδια του πίσω
στην Καισάρεια άφησε να διαρρεύσει η φήµη πως η προίκα της Σεβαστής θα ήταν διπλάσια από όσα δόθηκαν στις άλλες δυο κόρες. Και ήσαν πολλά, µα την αλήθεια!
Ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου ήταν από µια µέτρια οικογένεια εµπόρων. Ο πατέρας του καταγόταν από το Ανδρονίκι και είχε ακολουθήσει την ίδια µοίρα των ανδρών της Καππαδοκίας που έφευγαν, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και στη Σµύρνη, για να δουλέψουν σαν σκυλιά. Έτσι και εκείνος ξενιτεύτηκε στη Σµύρνη και δούλεψε σκληρά, ενώ πίσω στο Ανδρονίκι η αγαπηµένη του γυναίκα, είχαν κλεφτεί από µεγάλο έρωτα, µεγάλωνε τους τρεις γιους τους. Σε µια κρίσιµη καµπή της επιχειρηµατικής του δραστηριότητας ο άνθρωπος βρέθηκε να έχει επιτακτική ανάγκη από ρευστό για να µπορέσει να «σπάσει» την επιχείρησή του στα τρία ώστε όλοι οι γιοι του να έχουν τη δική τους δουλειά. Χωρίς να ρωτήσει τον γιο του, τον Πρόδροµο, έστειλε προξενιό για την αρχοντοπούλα Σεβαστή Τσαβδάρογλου. Δεν είχε ιδιαίτερες ελπίδες είναι η αλήθεια, αλλά ο άνθρωπος ήταν τολµηρός, ίσως και κάπως απελπισµένος. Την εποχή εκείνη η Σεβαστή άγγιζε τα είκοσι οκτώ, ή έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι προξενήτρες, ηλικία κατά την οποία οι ανύπαντρες κοπέλες στέκονταν µε το ένα πόδι πάνω από το
βάραθρο της απελπισίας και µε το άλλο σκαρφάλωναν στο ράφι για τις ανεπιθύµητες γυναίκες. Έκανε την καρδιά της πέτρα και δέχτηκε να δει από µακριά –αυτό ήταν απαράβατος όρος που τον έθεσε εξ αρχής στον πατέρα της, γιατί επ’ ουδενί δεν δεχόταν να παρουσιαστεί σαν υποψήφια νύφη– ποιος ήταν ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου που τη ζητούσε σε γάµο. Της τον έδειξαν µε τρόπο κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας– εκείνος ακόµη δεν είχε ιδέα… Ξίνισε τα µούτρα της όπως συνήθως, αν και τον βρήκε συµπαθητικό, ίσως και όµορφο ακόµα, αλλά φυσικά και δεν το οµολόγησε αυτό. Αρνήθηκε βέβαια µε έµφαση, από συνήθεια και από τη διάθεση να πηγαίνει πάντα αντίθετα σε ό,τι ήθελαν οι γονείς της για εκείνη. Έτσι, ασυνείδητα, για να αποσπά έστω και την αρνητική τους προσοχή. Ο πατέρας της όµως ο Θεόδωρος Τσαβδάρογλου, που το είχε βάλει σκοπό να την παντρέψει οπωσ-δή-πο-τε εκείνη τη χρονιά γιατί θεωρούσε πως η Σεβαστή δεν είχε πια κανένα χρονικό περιθώριο, της έδωσε τελεσίγραφο. Ή θα παντρευόταν τον Χατζηαβράµογλου ή θα πήγαινε σε µοναστήρι. Μπορεί να ήταν, ή να νόµιζε πως ήταν, καλή χριστιανή η Σεβαστή, αλλά το µοναστήρι παραπήγαινε. Δέχτηκε µε µισή καρδιά. Η άλλη µισή ήταν αφηµένη σε µια γωνιά της παιδικής της ηλικίας όπου κανείς δεν την έκανε να αισθανθεί αγαπηµένη. Ο Πρόδροµος ένιωσε τεράστια έκπληξη όταν έµαθε από τον πατέρα του όχι µόνο πως είχε στείλει προξενιό για εκείνον στον
άρχοντα Τσαβδάρογλου αλλά, κυρίως, πως το προξενιό είχε γίνει δεκτό και µάλιστα µε µεγάλη χαρά από τη µεριά του πλούσιου εµπόρου, όπως διαβεβαίωνε η προξενήτρα. Κολακευµένος από το γεγονός αυτό, συνάντησε τη Σεβαστή για πρώτη φορά όταν µε τους γονείς και τα αδέλφια του πήγαν στο σπίτι της για να τη ζητήσουν και επισήµως, όπως ήταν το σύνηθες αλλά και το πρέπον. Εκεί στο σπίτι της νύφης η έκπληξή του ήταν µεγαλύτερη. Η κοπέλα είχε τόσο αγέρωχο και παγερό ύφος, από τα µάτια της απουσίαζε κάθε ίχνος έκφρασης και από τα χείλη της το οποιοδήποτε, έστω και υποτυπώδες, µειδίαµα, που του ήρθε να το βάλει στα πόδια και να φτάσει τρέχοντας ως το Ανδρονίκι. Ο Πρόδροµος σχεδόν φοβήθηκε τη µέλλουσα σύζυγό του. «Μη σκας!» τον είχε συµβουλέψει ο πατέρας του αργότερα όταν του είπε τους ενδοιασµούς του. «Τι θέλεις, να είναι καµιά που θα σε ζαλίζει στο λακιρντί;» Δεν πείσθηκε ο νέος αλλά και αντίρρηση δεν µπορούσε να φέρει. «Είναι γιατί ντρέπεται, στο βάθος η Σεβαστή είναι ένας καλόψυχος άνθρωπος» είχε προσθέσει κάποια άλλη στιγµή ο υποψήφιος πεθερός του, µόλις είχε οσµιστεί πως ο γαµπρός, δυο µέρες µετά τη γνωριµία µε τη µέλλουσα γυναίκα του, µάλλον ήθελε να το βάλει στα πόδια. «Η Σεβαστή είναι πολύ καλό κορίτσι!» είχε προσθέσει µαζί µε ένα περιβόλι στο Ταλάς µε πεντακόσιες ρίζες µηλιές. Για να επιβεβαιωθεί αυτή η «υπόσχεση» έπρεπε να γεννηθούν τα εγγόνια τους, καθώς µέχρι τότε ο Πρόδροµος αµφέβαλλε ακόµα κι αν είχε καρδιά η Σεβαστή.
Η προίκα δόθηκε στο ακέραιο και ακόµα πιο ενισχυµένη, όχι γιατί έτσι απαίτησε η οικογένεια Χατζηαβράµογλου αλλά γιατί ο Τσαβδάρογλου µπέης, από τις λίγες συζητήσεις που είχε κάνει µε τον Πρόδροµο, κατάλαβε ότι ο νέος διψούσε να πετύχει στη δουλειά του. Επειδή ήθελε λοιπόν να έχει και έναν δικό του άνθρωπο στη Σµύρνη, µε την ενισχυµένη προίκα επιβράβευσε έµµεσα τις επιχειρηµατικές προσπάθειες του νέου µαζί και την τόλµη να πάρει την απόφαση να παντρευτεί τη Σεβαστή. Με τα χρήµατα του πεθερού και µε απαράµιλλη εργατικότητα, ίσως και µε λίγη καλή τύχη, ο Πρόδροµος, που οι οικείοι του τον φώναζαν χαϊδευτικά Μποντός – οικείοι, πλην εκείνης που θα έπρεπε να είναι η πιο οικεία από όλους, της γυναίκας του δηλαδή– τα κατάφερε εξαιρετικά καλά. Ήταν καλός άνθρωπος, τίµιος, ειλικρινής, πρόσχαρος, φιλεύσπλαχνος, πανέξυπνος, ακόµα ακόµα και κουβαρντάς, σε αντίθεση µε όσα λέγονταν, και ίσως να είχαν βάση, για τους ανθρώπους της καταγωγής του. Πρόκοψε στη Σµύρνη, δηµιούργησε επιχείρηση σχεδόν αντάξια του πεθερού του στην Πόλη, αποκόµισε κέρδη, εκτίµηση και θαυµασµό από όλους, του πετυχηµένου πεθερού συµπεριλαµβανόµενου που τον αγάπησε σαν αληθινό του γιο και στιγµή δεν µετάνιωσε που τον είχε ευνοήσει περισσότερο από τους άλλους δυο γαµπρούς του. Τη µόνη που δεν κατάφερε ποτέ να κερδίσει ο Μποντός ήταν τη συµβία του. Μπορεί να µην την ερωτεύθηκε αλλά τη σεβάστηκε και την εκτίµησε βαθύτατα. Ίσως και εξαιτίας της καταγωγής της, ίσως και γιατί δεν ξέχασε ποτέ πως εκείνη, και
τα λεφτά της, ήταν η αιτία που είχε αυτός πετύχει τόσο. Η Σεβαστή όµως συνειδητά δυσκόλεψε τη συµβίωση εκείνη µε όποιον τρόπο µπορούσε. Καταρχήν, δεν συγχώρεσε ποτέ τον πατέρα της που την απείλησε προκειµένου να παντρευτεί τον Πρόδροµο, τον παρακατιανό απ’ το Ανδρονίκι που όλοι γνώριζαν πως οι γονείς του είχαν κλεφτεί από έρωτα πριν τριάντα και βάλε χρόνια. Αυτό για την ίδια ήταν ανήκουστο, ανήθικο και, φυσικά, ασυγχώρητο. Εξαιτίας αυτής της διεστραµµένης άποψής της περί ηθικής, που δεν ήταν και ασυνήθιστη εδώ που τα λέµε την εποχή εκείνη, κράτησε τα πεθερικά της σε µια παγερή απόσταση και ποτέ δεν απηύθυνε τον λόγο σε κάποιον από τους δυο γονείς του άνδρα της παρά µόνο όταν κι αν ήταν απόλυτα απαραίτητο. Αυτό το γεγονός, σε συνδυασµό µε την κακή σχέση που είχε µε τους δικούς της γονείς η Σεβαστή, έκανε το σπιτικό τους κρύο και άδειο από ανθρώπους, ενώ ο γιος που απέκτησαν δεν θυµόταν να είχε ποτέ τραβήξει τα µουστάκια κάποιου παππού ή να είχε ακούσει ένα παραµύθι στη ζεστή αγκαλιά µιας νενές. Κυρίως όµως η Σεβαστή ποτέ δεν αποδέχτηκε τον Πρόδροµο για άνδρα της και πάντα τον αισθανόταν κατώτερό της σε όλα. Αυτό από µόνο του την απέτρεψε να τον αγαπήσει κι ας υπήρξαν στιγµές, ειδικά στους πρώτους µήνες του γάµου τους, τότε που ο Πρόδροµος δεν είχε φύγει ακόµη για τη Σµύρνη, που έπιανε τον εαυτό της να αποζητάει την αγκαλιά και το χάδι του. Αυστηρή όµως µε τον εαυτό της όσο και µε τους άλλους, ποτέ
δεν παραδέχτηκε πως τον είχε ανάγκη. Από την πρώτη νύχτα του γάµου τους ο Μποντός είχε να αντιµετωπίσει την απίστευτη σεµνοτυφία της Σεβαστής, ανακατεµένη µε όλες τις προσευχές που ήξερε. Άπειρος και εκείνος, µερικές κρυφές επισκέψεις στα πορνεία δεν καταγράφονται σαν ερωτική εµπειρία, πήρε την παρθενιά της γυναίκας του σχεδόν µε το ζόρι, µε παρακάλια, υποσχέσεις και λίγη βία. Στο τέλος, όταν το αίµα έτρεξε άφθονο στο σεντόνι και την άκουσε να προσεύχεται σχεδόν µεγαλόφωνα, αισθάνθηκε τύψεις. «Με συγχωρείς» είχε προσπαθήσει να της µιλήσει. «Δεν νόµισα…» και ούτε ήξερε τι ήθελε να της πει. Εκείνη του γύρισε την πλάτη και συνέχισε να µουρµουρίζει. Το σκηνικό επαναλήφθηκε πολλές νύχτες, τουλάχιστον τους πρώτους µήνες, τότε που ο Μποντός ήλπιζε πρώτα απ’ όλα να τεκνοποιήσει, δευτερευόντως ήλπιζε να του έδινε η Σεβαστή κάποια σηµάδια συµπάθειας ή έστω προσαρµογής στη νέα κατάσταση. Και αν µιλάµε για τις νύχτες τους που χαρακτηρίζονταν από αγχωµένα βογκητά και ψιθυριστές προσευχές, οι µέρες τους ήταν βουτηγµένες στην απόλυτη σιωπή. Η Σεβαστή εµφανιζόταν ελάχιστα µπροστά στον Πρόδροµο όταν ήταν εκείνος στο σπίτι, γευµάτιζαν αµίλητοι – άκαρπες οι προσπάθειές του να ανοίξει συζήτηση στο τραπέζι–, έπιναν τον καφέ τους επίσης αµίλητοι και τα βράδια, όταν δεν γινόταν η προσπάθεια τεκνοποίησης, δεν ακουµπούσε ο ένας τον άλλο στο κρεβάτι. Έναν χρόνο σχεδόν αργότερα το ζευγάρι ήταν έτοιµο για την
αναχώρηση και εγκατάστασή του στη Σµύρνη. Αφού η Σεβαστή, ύστερα από πολλές πιέσεις του συζύγου της και τελικά µε την αγριάδα και τις απειλές του πατέρα της, είχε πεισθεί να τον ακολουθήσει στη Σµύρνη, την τελευταία στιγµή, εκεί που οι αποσκευές κατευθύνονταν προς το καραβάν σαράι, λιποθύµησε στα καλά του καθουµένου. Την άλλη µέρα το πρωί, µε το που σηκώθηκε από το κρεβάτι, έκανε εµετό και πέρασε τις ώρες της ξαπλωµένη γιατί ζαλιζόταν και δεν µπορούσε να πάρει τα πόδια της. Ο γιατρός που κλήθηκε εσπευσµένα, διέγνωσε και ανακοίνωσε, καθώς η Σεβαστή του ψιθύρισε στο αυτί πως είχε δυο µήνες να «δει τα ρούχα της», εγκυµοσύνη. Η χαρµόσυνη αυτή είδηση έφερε δυο αποτελέσµατα: τη συγκίνηση του Πρόδροµου που θα γινόταν πατέρας και την αναβολή της αναχώρησης της Σεβαστής για τη Σµύρνη, επ’ αόριστον. Τουλάχιστον µέχρι να γεννιόταν το παιδί. Ο Πρόδροµος έφυγε από την Καισάρεια, αποχαιρετώντας µε δάκρυα στα µάτια –η επικείµενη έλευση του παιδιού του τον είχε κάνει να ξεχάσει την ψυχρότητα της Σεβαστής και την αγανάκτηση που τον κατέκλυζε κάθε τόσο από τη συµπεριφορά της– τη γυναίκα του, διαβεβαιώνοντάς την πως θα ήταν ξανά πίσω πριν γεννηθεί το παιδί τους και παρακαλώντας την πεθερά, τις κουνιάδες, τους µπατζανάκηδες, τους γονείς του και κυρίως την Ανό, την υπηρέτρια που είχε συµπεριληφθεί στα «προικιά» της Τσαβδαροπούλας, να σταθούνε πλάι της και να έχει ό,τι χρειάζεται, χωρίς την παραµικρή καθυστέρηση. Ο Τσαβδάρογλου µπέης έµαθε στην Κωνσταντινούπολη τα
καθέκαστα, ευχάριστα, ασφαλώς, για την κόρη του. Έστειλε ακόµα µια υπηρέτρια στο σπίτι, να µην κάνει τίποτα η θυγατέρα και απορρίξει, και έδωσε εντολή στη γυναίκα του και µάνα της να της ικανοποιεί κάθε επιθυµία. Οι γονείς του Πρόδροµου από την άλλη, εξίσου χαρούµενοι και ικανοποιηµένοι, έκαναν τον σταυρό τους. Μπορεί να µην είχε πάρει όµορφη γυναίκα το παλικάρι τους, µπορεί να µην την πήρε από έρωτα –και αυτοί οι δυο ήξεραν καλά τι σήµαινε να παντρεύεσαι µε έρωτα–, µπορεί σπίτι της να µην πατούσαν το πόδι τους αλλά ο Θεός του τα είχε φέρει όλα δεξιά και να τώρα που θα αποκτούσαν και εγγόνι από τον Μποντός τους! Το Πάσχα, όταν πια η Σεβαστή είχε γίνει ολοστρόγγυλη και βάσει των προβλέψεων του οικογενειακού γιατρού των Τσαβδάρογλου είχε µπει για τα καλά στον µήνα της, «υποδέχθηκε» τον Πρόδροµο, που γύρισε ύστερα από εφτά µήνες ακριβώς για να παραβρίσκεται στη γέννα. Ο Πρόδροµος είχε γυρίσει µισός απ’ όσο είχε φύγει, η δουλειά και η έλλειψη της φροντίδας που είχε στης µάνας του και µετά στο σπίτι του, το άγχος για επιτυχία και τα πολλά τρεξίµατα τον είχαν αδυνατίσει αισθητά. Τρόµαξε να τον γνωρίσει η Σεβαστή, τρόµαξε και εκείνος να τη γνωρίσει. Εντάξει, η γυναίκα του δεν ήταν και κανένα κλαράκι λεβάντας πριν γκαστρωθεί, αλλά τώρα είχε παραµορφωθεί τελείως· µε βαρέλι έµοιαζε και έψαχνε τις λέξεις ο άνθρωπος να της πει πως την είχε επιθυµήσει. Η Σεβαστή τον υποδέχτηκε ψυχρά και τυπικά. Το ίδιο
ψυχρά είχε δεχτεί τα δώρα που της έφερε και τις λίρες, τα πρώτα του κέρδη, που τις απίθωσε µία µία πάνω στη φαρδιά της ποδιά. Το βράδυ στο κρεβάτι του το ζευγάρι, ύστερα από ένα λουκούλλειο γεύµα που είχε ετοιµάσει η Ανό, παρόντων των γονιών του Πρόδροµου, των αδελφών εκατέρωθεν και της χλωµής πεθεράς του, βαρυστοµαχιασµένος, ντροπαλός σαν πρωτάρης και αµήχανος µπροστά στο θαύµα µιας κοιλιάς – έστω αυτής της κοιλιάς– που περιείχε ένα ολόκληρο παιδάκι, δεν άπλωσε το χέρι του πάνω της. Ντροπιασµένη η Σεβαστή από το θέαµα που παρουσίαζε, απογοητεύτηκε µε την ίδια ένταση που ανακουφίστηκε –αν έχετε τον Θεό σας!– και κατέληξε αναίτια και χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο πως ο άνδρας είχε µετρέσα στη Σµύρνη. Κάτι που έγινε πραγµατικότητα λίγους µήνες αργότερα, αλλά οπωσδήποτε δεν συνέτρεχε εκείνη την εποχή. Μέχρι να γεννήσει η Σεβαστή ο Πρόδροµος έκανε, συνηθίζοντας κάπως την παράξενη εικόνα της, δυο αποτυχηµένες προσπάθειες ερωτικής προσέγγισης. Μάταια. Η κοπέλα αναλύθηκε σε λυγµούς και τις δυο φορές που άπλωσε κάπως πιο απαιτητικά το χέρι του πάνω της και του ζήτησε να την αφήσει ήσυχη γιατί ήταν µεγάλη η αµαρτία, το παιδί µέσα στα σπλάχνα της ήταν πια µεγάλο και θα τα καταλάβαινε όλα. Παραιτήθηκε εύκολα ο Πρόδροµος, µπορεί να έβραζε το αίµα του και το κορµί του να πονούσε από τη στέρηση αλλά όταν ερχόταν αντιµέτωπος µε δάκρυα και «αµαρτίες» παρέλυαν η θέληση και ο ανδρικός του πόθος.
Το παιδί γεννήθηκε την Κυριακή του Θωµά, στα τέλη του Απρίλη. Ένα παχύ και εύρωστο αγόρι, µε µαύρα πυκνά µαλλιά και κατακόκκινα µάγουλα. Η µάνα στους εννιά µήνες της εγκυµοσύνης της δεν αισθάνθηκε ούτε για µια στιγµή συγκίνηση από αυτό που της συνέβαινε – εκτός από θαυµασµό για την επιτυχία της να µείνει γρήγορα έγκυος. Με το που αντίκρισε όµως τον γιο της πασαλειµµένο µε βλέννες και αίµατα, άκουσε την καρδιά της να ξεκλειδώνει –µέχρι και ένα ηχηρό κλακ, κλακ πίστεψε πως ήχησε µέσα στην παραζάλη και στις τελευταίες ωδίνες της γέννας– και λάτρεψε το µωρό που ούρλιαζε θυµωµένο µε σφιγµένες τις παχουλές του γροθίτσες. Η χαρά της γέννησης του γιου τους δεν έφερε το ζευγάρι πιο κοντά, µπορεί ο καθένας χωριστά να ήταν ευτυχισµένος από την έλευση του νέου µέλους στην οικογένειά τους, όµως, παρά τις προσπάθειες που έκανε ο Μποντός, η απόσταση που υπήρχε µεταξύ τους διατηρήθηκε αµετάβλητη. Και όταν ένα βράδυ εκείνος, συγκινηµένος από την εικόνα της γυναίκας που θήλαζε το παιδί τους, της είπε πως θα ήθελε να τον ακολουθήσουν στη Σµύρνη για να είναι όλοι µαζί και να ζήσουν σαν κανονική οικογένεια, η Σεβαστή βροντοφώναξε ένα µεγάλο «όχι». Θύµωσε τότε ο Πρόδροµος, θύµωσε και άρχισε να κοιµάται σε άλλη κάµαρα, σταυροκοπιόταν η Ανό και παρακαλούσε την Παναγιά κάθε βράδυ να κάνει το ανδρόγυνο να αγαπηθεί, έστω και για χάρη του παιδιού. Σαν έφτασε ο καιρός να φύγει ο Πρόδροµος για τη Σµύρνη, αφού είχε σαραντίσει το παιδί, έκανε την τελευταία του
προσπάθεια. Σηκώθηκε τη νύχτα και χώθηκε στην κάµαρα που κοιµόταν η γυναίκα του µε την κούνια δίπλα της, πάτησε στα νύχια και είδε το µωρό να αναπνέει ήρεµο και χορτάτο, σήκωσε τα σκεπάσµατα και χώθηκε στο κρεβάτι πλάι της. Εκείνη, κουρασµένη από τα ξενύχτια και τους απανωτούς θηλασµούς, χαµπάρι δεν πήρε, συνέχισε να κοιµάται βαθιά. Κόλλησε πάνω της ο Πρόδροµος και αισθάνθηκε τη θέρµη του κορµιού της, ο ανδρισµός του ήδη ξεσηκωµένος γιγαντώθηκε, γδύθηκε βιαστικά και αγκαλιάζοντάς την, άρχισε να τρίβεται πάνω στα µεγαλοπρεπή της οπίσθια. Πήγε να τον χαστουκίσει η Σεβαστή µε το που ξύπνησε –Α, τον αχρείο! Α, τον πρόστυχο!– αλλά κάτι τη σταµάτησε, κάτι άγνωστο και αόριστο ξύπνησε τις µνήµες από τις πρώτες νύχτες του γάµου της τότε που, θυµωµένη και ανάµεσα από τις προσευχές της, προσπαθούσε να τιθασεύσει την παράξενη γλύκα που την κυρίευε όταν ο Πρόδροµος κουνιόταν µέσα της. Πάλεψε για λίγο µε τον εαυτό της: Να τον αποµάκρυνε; Να έκανε πως δεν καταλαβαίνει; Να αφηνόταν ελεύθερη και να απολάµβανε τη σαρκική ευτυχία; Και απόφαση δεν µπορούσε να πάρει όσο εκείνος, όλο και πιο επιτακτικά, όλο και πιο επεκτατικά, χούφτωνε τις σάρκες της, δάγκωνε τον λαιµό της και προσπαθούσε να εισχωρήσει µέσα της. Το χέρι του πάνω στο πρησµένο από το γάλα στήθος της την πόνεσε για µια στιγµή και ο πόνος την οδήγησε σε άγνωστα µονοπάτια, λιγώθηκε, βούιξαν τα αυτιά και ξεράθηκε το στόµα της. Βόγκηξε κάπως και νόµισε πως ήταν από τον πόνο,
ξεθάρρεψε ο Πρόδροµος και τη φίλησε στα χείλη. Γλυκό το φιλί του, γλυκό και καυτό για πρώτη φορά ίσως της ζέστανε την καρδιά. Ήταν ο άνδρας της, ο πατέρας του γιου της, ήταν καλός άνθρωπος, τους ήθελε κοντά του στη Σµύρνη, πόσο θα έπρεπε να τον βασανίσει γιατί δεν προέρχονταν από την ίδια τάξη; Η Σεβαστή και ο Πρόδροµος εκείνο το βράδυ, σαράντα δυο µέρες µετά τη γέννηση του µικρού Αβραάµ, έκαναν έρωτα σαν κανονικοί άνθρωποι, σαν κανονικό ζευγάρι, σαν κανονικοί νέοι που τους συνέδεαν πολλά πράγµατα, που µπορεί ο έρωτας να µη συγκαταλεγόταν ανάµεσα σ’ αυτά αλλά είχαν αποφασίσει, έστω όχι µε δική τους πρωτοβουλία, να ενώσουν τις ζωές τους και να πάνε ένα βήµα παραπέρα. Ο Πρόδοµος, αµέσως µετά τη σεξουαλική πράξη, αποκοιµήθηκε ακουµπώντας το κεφάλι του στο δικό της µαξιλάρι και η Σεβαστή ξαγρύπνησε ακούγοντας την ελαφριά του ανάσα ενώ το σώµα της έτρεµε ακόµη από την ηδονή που είχε αισθανθεί – λέξη και αίσθηµα άγνωστα. Έπιανε τα µάγουλά της που ήταν ξαναµµένα από ευχαρίστηση και ντροπή γιατί θυµόταν πως τον είχε σφίξει µε πάθος, πως είχε µπήξει τα νύχια της στα µπράτσα του, πως δεν µπορούσε να ελέγξει το σώµα της και πως της είχαν ξεφύγει βογκητά κάθε φορά που εκείνος δάγκανε τις πετρωµένες της ρώγες. Η Σεβαστή είχε σχεδόν ξεφωνίσει όταν εκείνος µπήκε µέσα της, ένα κατακόκκινο πέπλο κρεµάστηκε µπροστά στα σφιχτοκλεισµένα της µάτια και ο πόνος, αψύς και ερεθιστικός, την είχε αποτρελάνει. Μια τον έσπρωχνε µακριά της και µια τον
τραβούσε µε δύναµη, ο Πρόδροµος είχε αγριέψει και δεν ήξερε τι έκανε, τη δάγκανε και την έγδερνε, της τσιµπούσε τα χοντρά µπούτια και εκείνη… αχ εκείνη… είχε αφήσει όλα τα υγρά του κορµιού της να τρέχουν ανάµεσα στα σκέλια της. Πόσο ντρεπόταν τώρα η Σεβαστή! Πόσο ήθελε να ανοίξει η γης και να την καταπιεί! Το άλλο µεσηµέρι, «µε το σπαθί στο χέρι» και έτοιµη για παρεξήγηση η Σεβαστή, δεν του απηύθυνε καν τον λόγο. Ενθαρρυµένος όµως εκείνος από τη νύχτα που είχε προηγηθεί, της έκλεισε πονηρά το µάτι ενώ έτρωγαν και προσποιήθηκε – για να µην πάρει είδηση η Ανό που όλα τα είχε ακούσει αφού το πάτωµα ήταν ξύλινο και το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να πολλαπλασιάζει τους ήχους– πως βογκούσε ενώ άπλωνε το χέρι του να πάρει έναν ακόµα κιοφτέ. Μπορεί όλα να ήταν ένα τυχαίο γεγονός, µπορεί πράγµατι ο Πρόδροµος να είχε βογκήξει σε ένδειξη παράπονου: «δεν µε προσέχετε» προς τις γυναίκες του τραπεζιού, µπορεί να µην της είχε κλείσει καν το µάτι αλλά να ήταν απλώς ένας µορφασµός, µπορεί πολλά. Όµως η Σεβαστή θίχτηκε ανεπανόρθωτα. Αυτή ήταν µια αξιοπρεπής και ευσεβής κοπέλα, τώρα µάλιστα ήταν και µάνα ενός γιου. Κανένας, ούτε καν ο σύζυγός της –αν υποθέσουµε πως τον θεωρούσε σύζυγο– δεν είχε το δικαίωµα να της φέρεται έτσι, να την κοροϊδεύει για τα βογκητά της και να της κλείνει το µάτι µε νόηµα: «Είδες τι σου έκανα;». Χωρίς πολλή σκέψη κλείδωσε την πόρτα το βράδυ όταν πήγε για να θηλάσει το µωρό και δεν δέχτηκε να την ανοίξει παρά τις
χαµηλόφωνες παρακλήσεις του Πρόδροµου. Την εποµένη συνέχισε να µην του µιλάει, όσο σκεφτόταν τόσο περισσότερο θύµωνε µαζί του και ντρεπόταν για την ίδια, και βέβαια απάντησε ασαφώς στην τελευταία προσπάθεια που έκανε εκείνος να την πείσει να εγκατασταθούν όλοι µαζί στη Σµύρνη. «Ίσως… αργότερα… θα δούµε…» ήταν τα λόγια της, που δεν συνοδεύτηκαν από κανένα βλέµµα. Η Σεβαστή δεν κοίταξε κατάµατα ξανά τον Πρόδροµο, παρά χρόνια αργότερα, όταν η διάστασή τους είχε παγιωθεί και δεν κινδύνευε να υποπέσει στο αµάρτηµα της λαγνείας, ούτε καν σαν σκέψη! Ο Πρόδροµος έφυγε µε βαριά καρδιά για τη Σµύρνη και τις δουλειές του. Η Σεβαστή έµεινε πίσω κατακλυσµένη από µια πικρή χαρά, επιτέλους είχε καταφέρει να νικήσει τον Σατανά! Ενάµιση χρόνο αργότερα όταν ξανασυναντήθηκαν, εκείνη είχε σχίσει κάµποσα σεντόνια σε κρίσεις πόθου που βασάνιζαν τις µοναχικές της νύχτες και εκείνος ήταν ξεµυαλισµένος από τα άφθονα, γενναιόδωρα χάδια µιας Φραντσέζας, που δεν του είχε πει ούτε µια φορά «όχι» όταν της έκλεινε πονηρά το µάτι και βογκούσε συνθηµατικά για να της δηλώσει τις διαθέσεις του. Ο Πρόδροµος και η Σεβαστή Χατζηαβράµογλου έζησαν έτσι τα επόµενα τριάντα τόσα χρόνια, µέχρι τη µέρα που παρακολουθούµε, δηλαδή τις παραµονές του γάµου του µονάκριβου παιδιού τους.
Μέσα σε εκείνη την αλυσίδα του χρόνου που ο πρώτος της κρίκος ξεκινάει από την τελευταία, πιθανόν και µοναδική, φορά που ο Μποντός και η Σεβαστή λειτούργησαν σαν κανονικό ανδρόγυνο και ο τελευταίος φτάνει σε τούτη τη νύχτα της έλευσης του Αβραάµ στην ιδιαίτερη πατρίδα του για να παντρευτεί, ο Μποντός ή Πρόδροµος πρόκοψε στη Σµύρνη. Δουλειά και άγιος ο Θεός, ξενύχτια, συζητήσεις και διαφωνίες, παζάρια και κοντράτα, προµηθευτές και πελάτες, αποθήκες και καραβάνια, όλα δύσκολα, όλα κάτω από το άγρυπνο µάτι του Τούρκου, αλλά οι λίρες κουδούνιζαν στις τσέπες του, τα πιθάρια στο υπόγειο του σπιτιού στην Καισάρεια γέµιζαν, ο κόσµος τον σεβόταν και είχε τη φήµη, που ίσχυε στην πραγµατικότητα, του έξυπνου και καλού επιχειρηµατία στη Σµύρνη – καλύτερος από τον πατέρα του, αλλά κυρίως από τον πεθερό του. Και αφού είχε χορτάσει πλούτη και δουλειά, µαζί και έρωτες και όλες τις ηδονές που ούτε είχε φανταστεί πως υπήρχαν πάνω σε τούτο τον κόσµο, ο Μποντός παρέδωσε τα ηνία στον µονάκριβο γιο του τον Αβραάµ –Αβράµης το χαϊδευτικό του– που είχε µπει και εκείνος στην επιχείρηση µε το που τέλειωσε το Αρρεναγωγείο στην Καισάρεια. Ήδη δέκα χρόνια δούλευε κοντά του και τα πήγαινε µια χαρά – µα τον Θεό, µπορεί και καλύτερα από τον ίδιο! Παρέδωσε τα ηνία στον Αβράµη θεωρώντας πως είχε έρθει η ώρα να γυρίσει πίσω, όπως έκαναν όλοι οι άνδρες στον τόπο του, όπως είχε κάνει ο πατέρας του,
όπως είχε κάνει ο πεθερός του, συγχωρεµένοι και οι δυο από χρόνια, ας ήταν ελαφρύ το χώµα που τους σκέπαζε. Είχε έρθει η ώρα να δει τον εαυτό του, είχε κάποιο πρόβληµα στην καρδιά που ο ίδιος δεν του έδινε σηµασία αλλά ο γιατρός τον προειδοποιούσε πως έπρεπε να ξεκουράζεται πια, µε την καρδιά δεν παίζουµε, ανάπαυση και λιγότερο άγχος χρειαζόταν. Και αποφάσισε να επιστρέψει, αν και ήταν σίγουρος πως στην Καισάρεια, µε τα µούτρα της Σεβαστής, τα νεύρα και το άγχος του θα χειροτέρευαν συνέχεια. Ο Μποντός γύρισε δυο χρόνια πριν τη νύχτα που παρακολουθούµε σε τούτο το βιβλίο, λίγο καιρό στο σπίτι στην Καισάρεια ζούσε και τον περισσότερο στο Ανδρονίκι, στο δικό του πατρικό, αυτό που δεν αγαπούσε η Σεβαστή αλλά λάτρευε ο ίδιος. Ευτυχώς το λάτρευε και ο γιος του γιατί εκεί είχε περάσει όλα τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων – µπορεί η Σεβαστή να µη χώνευε τίποτα που σχετιζόταν µε τον άνδρα της, άρα και την ιδιαίτερη πατρίδα του, εντούτοις αναγνώριζε πως το παιδί είχε ανάγκη από «αλλαή» και πως το καλό και δροσερό κλίµα του Ανδρονικίου έκανε καλό και στους δυο τους. Είχε γυρίσει λοιπόν ο Πρόδροµος αποφασισµένος να αποφεύγει τα πολλά πολλά µε τη γυναίκα του, ούτε λόγια ούτε καβγάδες. Η συµβίωση µαζί της, ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια που είχαν ζήσει χώρια, του ήταν αδιανόητη – κατά πάσα πιθανότητα, έως βεβαιότητα, και εκείνης το ίδιο. Εκλέχτηκε και µουχτάρης[39] του χωριού κερδίζοντας το σέβας των συγχωριανών λόγω του καλού του χαρακτήρα, της καθόλου
ευκαταφρόνητης περιουσίας του και των δωρεών που έκανε στον τόπο του. Εκεί, στο κτήµα στο Ανδρονίκι, ο Πρόδροµος ξαναγινότανε ο Μποντός των παιδικών του χρόνων και ήταν ευτυχισµένος όπως ο ίδιος είχε εξοµολογηθεί στον γιο του, πάντα κρατώντας τα προσχήµατα και χωρίς να κατηγορεί τη γυναίκα του, τη µάνα του Αβράµη, στην οποία ο µονογενής είχε φοβερή αδυναµία. Βρήκε τους παιδικούς του φίλους και έκανε παρέα µαζί τους, Έλληνες και Τούρκους, η αγωνία για το εµπόριο δεν ήταν πια δική του, όσο κι αν ήθελε το καλό του παιδιού του. Κάποτε προσπαθούσε να πετύχει για να αποδείξει στη Σεβαστή πως ήταν αντάξιός της, τώρα δεν τον ένοιαζε αυτό, για τον γιο της εκείνη δεν είχε καµιά αµφιβολία πως ήταν σπουδαίος. Ευτυχισµένος και ήρεµος στο χωριό του ο Μποντός, µε τον θάνατο να τον παρακολουθεί διακριτικά από ψηλά –έτσι αισθανόταν ώρες ώρες, σωστά ή λάθος ακόµη δεν ξέρουµε–, αναλογιζόταν τις χαρές που είχε στερηθεί στη ζωή του, κυρίως εξαιτίας της άχαρης συµβίωσης δίπλα σε µια ψυχρή και αλλόκοτη, κακιά δεν µπορούσε να την πει, γυναίκα. Κατέληξε πως του έλειπαν εγγόνια για να περάσει χαρούµενος όσα χρόνια του απόµεναν. Γι’ αυτό είχε αρχίσει να γίνεται στενός κορσές, πότε από κοντά και πότε µε επιστολές, στον γιο του και τον πίεζε να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια και παιδιά, να χαρεί κι αυτός εγγόνια, µια και τον ίδιο, το µοναδικό του παιδί δηλαδή δεν τον είχε χαρεί, αφού ήταν απασχοληµένος τόσο
πολύ µε τις δουλειές και την προσπάθεια να µεγαλώσει την περιουσία τους. Πάντα για το δικό του καλό, βέβαια. Έτσι, µ’ αυτό το σκεπτικό του πατέρα, που δεν ήταν µακριά από το σκεπτικό του µέσου ανθρώπου της εποχής τους, είχε οδηγηθεί ο Αβράµης στο πετυχηµένο προξενιό µε την ανιψιά του Ρίζου µπέη. Δόξα τω Θεώ, σε λίγο το όνειρο του Πρόδροµου θα γινόταν πραγµατικότητα. Ο νέος δεν έβλεπε την ώρα να παντρευτεί τη Μακρίνα και αυτό το καταλάβαινε ο πατέρας – εννοείται πως τέτοιες συζητήσεις δεν γίνονταν µεταξύ τους. Θα παντρευόταν ο Αβράµης το κορίτσι µε τα παράξενα φλογάτα µαλλιά και τα γαλάζια µάτια και η οικογένειά τους, αν ήθελε ο Θεός –ίσως και ο Αλλάχ µαζί, εδώ χρειαζόταν µια επιπλέον ενίσχυση η ευχή του–, θα µεγάλωνε καταπώς έπρεπε και καταπώς ήλπιζε ο Πρόδροµος, ο Μποντός του Ανδρονικίου, ένα αγαθό ανθρωπάκι που καµιά σχέση δεν είχε µε τον πανούργο έµπορο και φιλήδονο Κάισερλη της Σµύρνης.
Έτρωγαν τις νοστιµιές που είχε ετοιµάσει µε τόση αγάπη η Ανό για το καµάρι της τον Αβραµάκη και συνόδευαν το φαγητό τους µε κοκκινωπό στυφό κρασί από τα αµπέλια τους στο Ανδρονίκι. Πρώτα µίλησαν για όλους τους συγγενείς – εφτά πρώτα ξαδέλφια είχε ο νέος από της µητέρας του το σόι, οχτώ από του πατέρα και αναρίθµητα ανίψια και από τις δυο πλευρές. Ύστερα µίλησαν για τις δουλειές τους στη Σµύρνη, που στην
ουσία ήταν πια µόνο δουλειές του Αβραάµ αλλά από σεβασµό στον πατέρα του ζητούσε πάντα τη γνώµη του. Έκανε κρίσιµες παρατηρήσεις εκείνος, ενώ ο Αβράµης τον άκουγε µε προσήλωση και ενδιαφέρον και του έλεγε πως θα εξετάσει τα όσα του πρότεινε, πως αυτό δεν το είχε σκεφθεί, πως το άλλο θα ήταν δύσκολο να γίνει αλλά παρ’ όλα αυτά θα το δοκίµαζε. Η Σεβαστή τους παρακολουθούσε σιωπηλή, υπόδειγµα συζύγου και στηρίγµατος της οικογένειας, έδειχνε πως καταλάβαινε τη σηµασία τού να συζητήσουν οι άνδρες πρώτα απ’ όλα για τη δουλειά – πάνω απ’ όλα ο Θεός και µετά η δουλειά! Και την πίστη της εκείνη την είχε κάνει πράξη όλα αυτά τα χρόνια που είχε µεγαλώσει τον γιο της –και τι γιο!– µόνη, χωρίς να φέρει κανένα εµπόδιο ποτέ στον άνδρα της, χωρίς να τον φορτώσει µε το παραµικρό πρόβληµα του σπιτιού, ώστε εκείνος να είναι απερίσπαστος στα εµπόρια και στις επιχειρήσεις του. Μόνο η Ανό, που συνδειπνούσε µαζί τους και δεν έπαιρνε τα µάτια της από τον Αβραµάκη της, τόσο πολύ της είχε λείψει, µόνο εκείνη που τη Σεβαστή την ήξερε απ’ όξω κι ανακατωτά, καταλάβαινε πως η κυρά της σφιγγόταν να µην εκραγεί, πως δυσανασχετούσε και ξεφυσούσε µε τρόπο κάθε λίγο και λιγάκι, λες και βιαζόταν να φέρει τη συζήτηση σε συγκεκριµένο θέµα. Και παρακαλούσε η Ανό τον Θεό να δώσει σύνεση στην κυρά της και να µην ανοίξει πάλι καµιά συζήτηση, να µη στάξει τα φαρµάκια που είχε πει στον άνδρα της σαν είχε γυρίσει εκείνος από τη Σινασό και ήταν χαρούµενος για το πετυχηµένο
προξενιό που είχε κάνει στον γιο τους και για τον γάµο που θα γινόταν σύντοµα στην Καισάρεια. Βέβαια, και όπως ήταν φυσικό άλλωστε, η συζήτηση –και πολύ είχε αργήσει, εδώ που τα λέµε– έφτασε και στον επικείµενο γάµο. «Εµείς… δηλαδή η µητέρα σου κυρίως, Αβραάµ, τα έχουµε όλα έτοιµα» είπε γεµάτος χαρά ο Πρόδροµος και φούσκωσε από περηφάνια. Ένας σπουδαίος γάµος άρµοζε στον µοναχογιό του, δεν είχε λυπηθεί ούτε λεφτά ούτε τρέξιµο προκειµένου να εξασφαλίσει τη συµµετοχή επιφανών οικογενειών. «Ευχαριστώ πολύ…» κόµπιασε λίγο ο Αβράµης σαν είδε το ανέκφραστο πρόσωπό της, άσχηµες παιδικές µνήµες τον κατέκλυσαν αµέσως, ήξερε πολύ καλά πως όταν η Σεβαστή είχε αυτό το ύφος µε κάτι δεν ήταν ευχαριστηµένη. Και συνήθως ο ίδιος θα έµπαινε τιµωρία. «Ο συµπέθερος και η νύφη θα µείνουν στο σπίτι του Αγγελή, τα έχουµε όλα έτοιµα. Μόνοι θα είναι, µε µια υπηρέτρια που θα τους δώκουµε, φέρνουν και µια µαζί τους, την Κιµάτη, θυµάσαι; Η µια από τις δυο µας άµαξες θα είναι στη διάθεσή τους, για τη νύφη, καταλαβαίνεις… Μα πες κάτι και εσύ, ευλογηµένη!» στράφηκε προς τη γυναίκα του. Έκανε πως χαµογελάει εκείνη, αναστέναξε και πάλι. «Από τα ψες ανάβουνε τα τζάκια και τα µαγκάλια στου Αγγελή, να τραβήξει τις υγρασίες, να το βρούνε ζεστό και φιλόξενο οι ξένοι… οι φιλοξενούµενοι, µη και µας πούνε
παρακατιανούς οι Σινασίτες που έχουνε ψηλά τον αµανέ». Κουδούνισε στα αυτιά του Αβράµη η λέξη «ξένοι», πρόσεξε και τον υπαινιγµό πως οι Σινασίτες έχουν ψηλά τον αµανέ, ήταν σίγουρος πως κάτι δεν άρεσε στη µάνα του –ή όλα– σχετικά µε τη µνηστή του, και ας φρόντιζε να είναι όλα τέλεια, την ήξερε, δεν θα έδινε κανένα δικαίωµα στον οποιονδήποτε να πει κακό για την οικογένειά τους παρά τις όποιες αντιρρήσεις θα είχε εκείνη. «Πόσος καιρός πάει που λείπει ο Αγγελής;» έστρεψε αλλού τη συζήτηση µπας και αποσοβούσε την κρίση που αισθανόταν πως ερχόταν καλπάζοντας καταπάνω τους. Έπεσε σιωπή για λίγο, ο Πρόδροµος περίµενε να µιλήσει η συµβία, εκείνη έκανε πως δεν άκουσε, άλλο την έκαιγε και ο µικρός τής έβαζε τρικλοποδιά και άλλα λόγια ν’ αγαπιόµαστε. «Πέντε χρόνια…» απάντησε ο Πρόδροµος αφού είδε πως η Σεβαστή δεν το ’χε σκοπό. «Ο ξάδελφός σου, γιε µου, λείπει πέντε χρόνια και µάλλον θα αργήσει να γυρίσει. Αν γυρίσει δηλαδή ποτέ. Με αυτόν τον καηµό θα φύγει ο Στράτος και η κυρά του η Αντιγόνη. Αµέρικα βλέπεις, δεν είναι Σµύρνη, ούτε Πόλη. Αµέρικα… και ένας Θεός ξέρει αν θα βρει ποτέ τον δρόµο του γυρισµού…» Και σκούπισε τα δάκρυά του, ο Αγγελής ήταν γιος του πιο αγαπηµένου του φίλου, αδερφού σχεδόν, του Στράτου. Αφού έχασε τη γυναίκα του πάνω στη γέννα του τρίτου τους παιδιού, ο Αγγελής άρπαξε τα υπόλοιπα παιδιά του και τράβηξε για τη Νέα Υόρκη, όπου κάποια ξαδέλφιά του «έλα κι έλα»
έγραφαν στα γράµµατα και τον διαβεβαίωναν πως εκεί θα πρόκοβε. Τούτος ο τόπος δεν τον σήκωνε άλλο, ας είχαν τα παιδιά του ένα καλύτερο µέλλον. Εδώ, στην Καισάρεια, ξεκοµµένοι από τον κόσµο ήταν, ξεχασµένοι και από τον Θεό, έκανε τον σταυρό του και έριξε µαύρη πέτρα πίσω, αφήνοντας γονείς και αδέλφια. Σε τούτο το «άτυχο» σπίτι, του ξενιτεµένου Αγγελή δηλαδή, είχαν αποφασίσει να φιλοξενήσουν τη µέλλουσα γυναίκα του Αβράµη και τον θείο της, άλλους καλεσµένους δεν θα έφερναν οι Σινασίτες, αυτό το είχαν ξεκαθαρίσει, µακρύ και δύσκολο το ταξίδι µέσα στον χειµώνα και η νύφη, εκτός από την οικογένεια του Ρίζου µπέη, άλλους δικούς της δεν είχε. «Ναι, ναι… δύσκολα, πολύ δύσκολα…» συµφώνησε και ο Αβράµης. Ακόµα και τη Σµύρνη, λίγες µέρες δρόµος που λέει ο λόγος, και τη θεωρούσαν ξενιτιά, πόσο µάλλον την Αµέρικα. Γέµισε τα ποτήρια µε κρασί πάλι ο Πρόδροµος, έβαλε το χέρι πάνω στο δικό της η Σεβαστή δείχνοντας πως δεν θέλει να πιει άλλο, ευχαρίστως το δέχτηκε η Ανό, γριά βλέπεις και το κρασί τής ζέσταινε τα κόκαλα. «Πιες, κυρά!» παρότρυνε χαµογελαστός ο Πρόδροµος τη γυναίκα του. «Πιες και θα δεις τι κορίτσι είναι αυτό που θα γίνει κόρη µας!» Του ’ριξε µια µατιά εκείνη πιο κοφτερή από χίλια µαχαίρια και πιο φαρµακερή από το δάγκωµα της έχιδνας και πάγωσαν όλοι.
«Ωχ» βόγκηξε η Ανό χωρίς να προλάβει να το καταπιεί και να µην ακουστεί, και ο Πρόδροµος χλώµιασε. Θα άρχιζε πάλι τα δικά της και κρίµα στη χαρά του γιου του, κρίµα και στη δική του χαρά. «Ναι, πράγµατι» είπε η Σεβαστή χωρίς να κοιτάει κανένα. «Είµαι περίεργη να δω πώς είναι η κοπέλα που θα γίνει γυναίκα του γιου µου» – και τόνισε το «µου». «Γιατί βλέπετε, όλοι σας την έχετε γνωρίσει εκτός από εµένα…» Και έκανε πως σκουπίζει ένα δάκρυ που τάχα έτρεχε από το αριστερό της µάτι. «Αυτές είναι ανδρικές δουλειές!» θέλησε να πει ο Πρόδροµος, να χτυπήσει το χέρι στο τραπέζι και να λήξει το θέµα. Όµως τον πρόλαβε ο γιος του, που ίσως και να ’χε κάποιες τύψεις πάνω σ’ αυτό το θέµα. «Ναι, ανέµ’… Σίγουρα θα ήταν καλύτερα να τη δεις και εσύ, µάνα, αλλά… αλλά ήρθαν έτσι τα πράγµατα… Ο Ρίζος µπέης βιαζόταν, δεν είχε χρόνο στη διάθεσή του, έπρεπε να φύγει και για την Πόλη» τα µπουρδούκλωσε ο Αβράµης. Πώς να τολµήσει να της πει πως ο ίδιος πίεσε τον πατέρα του να δώσουν λόγο, µη και τύχει και αλλάξει γνώµη ο Ρίζος µπέης. «Ο χρόνος… ο χρόνος και η απόσταση, ανέµ’ … καταλαβαίνεις… Συγγνώµη αν νοµίζεις πως…» Τον διέκοψε ενώ σκούπισε και πάλι το ανύπαρκτο δάκρυ και έδειξε ψηλά. «Συγγνώµη ζητάµε µόνο από τον Κύριο, Αβραάµ. Στη µάνα που µας γέννησε και υπέφερε τόσο να µας µεγαλώσει οφείλουµε µόνο σεβασµό» είπε στεγνά και σηκώθηκε, τάχα, µε κόπο από
το τραπέζι. Σηκώθηκαν και οι άνδρες βουβοί, τι ικανότητα είχε αυτή η γυναίκα να τους διαλύει κάθε χαρά, να τους κάνει πάντα να αισθάνονται ένοχοι. «Αν δεν είσαι πολύ κουρασµένος, γιε µου» είπε µε ανωτερότητα «θα ήθελα να δω τα δώρα που έφερες για την… για την κοπέλα που θα γίνει γυναίκα σου». «Μακρίνα είναι το όνοµά της!» ήθελε να φωνάξει ο Πρόδροµος αλλά το βούλωσε, όπως έκανε πάντα. Ίσως κατά βάθος να βασανιζόταν από ενοχές απέναντί της για τον έκλυτο βίο στη Σµύρνη, ίσως, και γι’ αυτό δεν είχε τολµήσει ποτέ να την αποστοµώσει, να της τρίξει τα δόντια, να τη διαολοστείλει µια φορά, όπως έκαναν όλοι οι άνδρες. Σηκώθηκε ανακουφισµένος ο Αβράµης, κατά βάθος ήταν καλός άνθρωπος η µάνα του, το πίστευε απόλυτα και γι’ αυτό την αγαπούσε τόσο. Αυστηρή, πολύ αυστηρή γυναίκα αλλά καλή. Ο Πρόδροµος όµως φαρµακώθηκε, την ήξερε καλύτερα από τον γιο του ή µάλλον ήξερε τις άλλες της πλευρές, αυτές που ο γιος ούτε και µπορούσε να φανταστεί. Δεν θα έληγε το θέµα έτσι απλά, η Σεβαστή τιµωρούσε όσους δεν την υπάκουαν και πολύ φοβόταν ο άνθρωπος πως, εκτός από αυτόν, η Σεβαστή θα τιµωρούσε και το νέο µέλος της οικογένειας, τη Μακρίνα. Για τον γιο τους, όχι, δεν ανησυχούσε ο Πρόδροµος. Θα του έβγαζε λίγο την ψυχή η Σεβαστή, αλλά… όχι, εκείνον τον λάτρευε. Δεν θα τον τιµωρούσε µε τέτοιον τρόπο.
Το έµπειρο, αλλά και ανταγωνιστικό, µάτι της Σεβαστής Χατζηαβράµογλου είχε εντοπίσει µεµιάς το βαλιτσάκι που κρατούσε ο γιος της –και µάλιστα δεµένο στον καρπό του!–, µόλις πήδηξε από την άµαξα. Παρά τη χιονοθύελλα και το δριµύ ψύχος, οι ασηµένιες γωνιές της βαλιτσούλας έγιναν λεπίδια κοφτερά και µπήκαν στην καρδιά της. Ορίστε! Σε εκείνη ποτέ ο άνδρας της δεν είχε φέρει κάτι τόσο όµορφο και πολύτιµο, όπως υπέθεσε µετά βεβαιότητας πως θα ήταν το περιεχόµενο της µικρής αποσκευής. Και καθόλου δεν αναρωτήθηκε αν η δική της συµπεριφορά ήταν υπεύθυνη για την έλλειψη αβρότητας εκ µέρους του Πρόδροµου. «Ελάτε! Ελάτε να δείτε τι έφερα για τη γυναίκα µου!» χαιρόταν σαν µικρό παιδί ο Αβράµης και ήδη ονόµαζε, στα έντροµα αυτιά της µάνας του, τη Μακρίνα «γυναίκα του». Η βαλίτσα άνοιξε µε έναν γλυκό ήχο και χωρίστηκε στα δυο, µόλις γύρισε το κλειδί που έβγαλε από τη µέσα τσέπη του γιλέκου του. Πάνω πάνω ήταν η µαύρη γούνινη εσάρπα που γυάλισε σαν µετάξι στο φως της µεγάλης λάµπας. Τη σήκωσε ευλαβικά στα χέρια του και την έδειξε στους γονείς του. Η Σεβαστή κούνησε το κεφάλι της επιδοκιµαστικά, ο Πρόδροµος χαµογέλασε, δεν χαµπάριαζε από τέτοια αλλά, αν αυτό άρεσε στον γιόκα του, χατίρι δεν θα του χαλούσε. Όσο ο Αβράµης ξετύλιγε ένα απαλό βελούδινο πανί και επιδείκνυε,
σχεδόν συγκινηµένος, τα δαντελένια γάντια στη µητέρα του, ο µεσήλικας άνδρας βρήκε ευκαιρία, αφού ξεστόµισε ένα θριαµβευτικό «Αφερίµ!», να βάλει λίγο κρασάκι ακόµα στο ποτήρι του. Ό,τι έκανε ο γιος του καλώς καµωµένο, άκου εκεί γάντια κεντηµένα µε µαργαριτάρια! Τον ίδιο αυτά δεν τον ενδιέφεραν. Το κορίτσι είχε σηµασία. Έπρεπε ο γιος του να ζήσει ευτυχισµένος και να κάνει πολλά πολλά παιδιά και όχι σαν τους ίδιους που… Τέλος πάντων γιατί να τα ξανασκέφτεται αυτά; Στην εικόνα των δαντελένιων γαντιών, το ήδη προσποιητό χαµόγελο της Σεβαστής πέτρωσε καθώς σκέφθηκε πως η ίδια ένα τόσο µικροκαµωµένο και λεπτεπίλεπτο γάντι δεν θα µπορούσε να το είχε φορέσει στο χέρι της ούτε όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Κοίταξε ασυναίσθητα τις παλάµες της και τις έκρυψε µέσα στις πτυχώσεις του φουστανιού της, ντροπιασµένη. Όταν όµως ο γιος της τη ρώτησε πώς της φαίνονταν, έγνεψε επιδοκιµαστικά µε το κεφάλι, φυσικά και της φαίνονταν θεσπέσια, δεν ήταν εκεί το θέµα… Ύστερα ο νεαρός ερωτευµένος άνδρας έδειξε ένα ένα όλα τα πολύτιµα κοσµήµατα που είχε φέρει για τη µέλλουσα γυναίκα του, ξετυλίγοντας προσεκτικά τα άλικα µετάξια. Το µαργαριταρένιο κολιέ µε τη διαµαντένια πεταλούδα για κούµπωµα, τα χρυσά βραχιόλια, το δαχτυλίδι µε το ρουµπίνι και το άλλο µε τη σµαραγδένια καρδιά, τα κρεµαστά σκουλαρίκια. Σε κάθε ένα κόσµηµα που παρουσίαζε ο Αβράµης στους γονείς του, πέρα από το γεγονός ότι φανταζόταν να στολίζει
µόνος του µε αυτά τη Μακρίνα και έτσι την ερωτευόταν όλο και περισσότερο, η αγωνία του µεγάλωνε, µαζί µε την αδηµονία για την ώρα του γάµου. Σε αντίθεση µε τον έρωτά του, η Σεβαστή, στη θέα των κοσµηµάτων, χτυπιόταν από έντονες σουβλιές στα µηνίγγια που, αν δεν υπήρχε το ιστορικό της µητέρας της που είχε χαθεί πριν χρόνια από τον νταµπλά, θα λέγαµε πως ήταν µόνο από ζήλια. Όχι γιατί η ίδια δεν είχε παρόµοια κοσµήµατα, αν ήθελε θα τα αποκτούσε ανά πάσα στιγµή µέσα σε εκείνα τα τριάντα τόσα χρόνια, αλλά γιατί πίστεψε πως είχε χάσει την αγάπη του γιου της. Στο άκουσµα δε της ηµεροµηνίας και του ονόµατος που της διάβασε ο Αβράµης«1/1/1900 Μακρίνα Χατζηαβράµογλου», αφού η ίδια δεν έβλεπε τα µικρά γράµµατα µέσα στη λεπτεπίλεπτη, ολόχρυση βέρα, συνειδητοποίησε πως είχαν φτάσει οι µέρες… Τα ψέµατα τέλειωναν και αυτή η απώλεια της αγάπης του γιου της… Αυτό δεν θα περνούσε έτσι! Η Σεβαστή είχε πάρει τις αποφάσεις της. Όλο ενδιαφέρον και αγάπη, θαύµασε και συνεχάρη τον γιο της για την επιλογή του γαµπριάτικου κοστουµιού –ένα καλοραµµένο φράκο από φίνο εγγλέζικο µαλλί–, για το γιλέκο µε τις σειρές χρυσά – αληθινά χρυσά– κουµπιά, για το ολόλευκο πουκάµισο µε το ψηλό κολάρο από το καλύτερο βαµβάκι της Μπούρσας, τον µεταξωτό λαιµοδέτη και το ριγέ πανταλόνι από το ίδιο εγγλέζικο µαλλί. Τα υποδήµατα του γαµπρού ήταν ιταλικά, µαύρα λουστρίνια µε σχέδια από θαµπό δέρµα, σουέντ ίσως. Σίγουρη δεν ήταν η µάνα αλλά µικρή λεπτοµέρεια που δεν είχε και τόση
σηµασία. Ο γιος της στον γάµο του θα ήταν ντυµένος σαν µιλόρδος, γι’ αυτό ήταν σίγουρη και εξ αυτού ικανοποιηµένη. Ύστερα έπιασε τον γιο της από το χέρι, όπως όταν ήταν παιδάκι, πάντα επιτακτικά, ποτέ γλυκά και τρυφερά, και ανέβηκαν τη σκάλα. «Έχω να σου δείξω» είπε µόνο και τίποτα άλλο. Φαντάστηκε εκείνος, το φαντάστηκε ποιο θέµα θα ’ταν, αχ και να διαψευδόταν, αχ και να είχε τον χρόνο να επέλεγε ο ίδιος… Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο του δεύτερου πατώµατος η Σεβαστή και τον περίµενε που ανέβαινε µε βαριά βήµατα. Είχε καταλάβει. Ήταν σίγουρη πως ο γιος της είχε καταλάβει. Τελικά την ήξερε καλύτερα απ’ ό,τι φανταζόταν, τα δεκαέξι χρόνια κοινής –αλλά και ασφυκτικής– ζωής τούς είχαν δέσει για πάντα µε αόρατα σκοινιά. Όχι µόνο στο σώµα, αλλά και στο µυαλό. Ο ένας «έπιανε» µε την πρώτη τις σκέψεις του άλλου. Άνοιξε την τετράφυλλη καρυδένια πόρτα µε καµάρι και στάθηκε στο άνοιγµά της. «Έλα! Τα έχω όλα έτοιµα» και τον άφησε να περάσει. Ήταν η κάµαρα των γονιών του, την ήξερε πολύ καλά, άσχετα αν τον πατέρα του δεν τον θυµόταν ποτέ να κοιµάται εκεί. Σάρωσε τον χώρο µε το βλέµµα, όλα ήταν τα ίδια όπως τα θυµόταν από µωρό παιδί, όπως τα θυµόταν και µια µέρα πριν φύγει για τη Σµύρνη. Το ίδιο σανιδένιο πάτωµα που µοσχοβολούσε κερί, το ίδιο στενό σιδερένιο κρεβάτι· το αναγνώρισε αµέσως, ήταν εκείνο που, καθώς εκείνος κοιµόταν
για χρόνια πολλά στη διπλανή κάµαρα, το άκουγε να τρίζει απελπισµένο σε κάθε στροφή του σώµατος της µάνας του. Και τα θεόρατα κοµό µε το µάρµαρο επάνω, και τα κηροπήγια ήταν τα ίδια, όπως και η κοµόντα µε τα έξι φαρδιά και βαθιά συρτάρια, και στο επάνω µέρος παραταγµένα τα εικονίσµατα. Η ίδια καρυδένια ντουλάπα µε εµφανή ακόµη τα σηµάδια από τον καθρέφτη που είχε ζητήσει η Σεβαστή να ξεκολλήσουν, και έτσι δεν υπήρχε πουθενά µέσα σε εκείνη την κάµαρα κάπου να κοιταχτεί: να µη βλέπει την απόρριψη του πατέρα και της µάνας της, να µη βλέπει την απόρριψη του παρακατιανού, να µη βλέπει και τη δική της απόρριψη προς το πρόσωπό της. Ο ίδιος αιµορραγών Εσταυρωµένος µε το ακάνθινο στεφάνι εξακολουθούσε να είναι το µοναδικό στολίδι της κάµαρας και βρισκόταν ακόµη πάνω από το κρεβάτι. Το ίδιο απειλητικός µε τότε που, όταν είχε µεγάλα κρύα ή η µάνα του είχε δυνατό πονοκέφαλο, ζητούσε από το µικρό παιδί να κοιµηθεί στο κρεβάτι της και τον έχωνε κάτω από τα ζεστά σκεπάσµατα. Το παιδί δεν έκλεινε µάτι όλη νύχτα µια γιατί µες στον ύπνο της η µάνα του βογκούσε και γιατί εκείνος νόµιζε πως, από στιγµή σε στιγµή, το αίµα του Ιησού Χριστού από το µέτωπο, τα χέρια και τα πόδια του, θα έπεφτε καυτό πάνω στο δικό του κεφάλι. Το αίµα του στο κεφάλι µας και στα κεφάλια των παιδιών µας! [40] «Σας παραχωρώ την κάµαρά µου…» είπε τάχα ταπεινά, τάχα «και δεν χρειάζεται να µου χρωστάτε ευγνωµοσύνη γι’
αυτό». Έχασε τη µιλιά του ο Αβραάµ, την έχασε και δεν ήξερε τι να πει, το υποψιαζόταν πως µπορεί και να συνέβαινε αυτό. Σίγουρα ήταν η πιο µεγάλη κάµαρη του σπιτιού, µεγάλη και µε ωραία παράθυρα… Ίσως έτσι να το είχε σκεφθεί η µάνα του· να µην κρατάει την καλύτερη κάµαρα για τον εαυτό της τώρα που θα υπήρχαν και εκείνοι στο σπίτι. Η Μακρίνα οπωσδήποτε αφού ο ίδιος θα έλειπε κάθε τόσο… ίσως και περισσότερο… Σίγουρα έτσι θα το είχε σκεφθεί η µάνα του, αλλά αυτός είχε κατά νου µια άλλη κάµαρα πιο µακριά από της µάνας του, ίσως µάλιστα εκείνη, τη µοναδική, που ήταν στον χώρο κάτω από τη στέγη. Εκείνο το δωµάτιο είχε στον νου του, εκείνο που ήταν πιο µακριά απ’ όλα, όπου θα µπορούσαν να χαρούν τις ερωτικές τους νύχτες µε αποµόνωση χωρίς τον φόβο να ακουστούνε… Τι να πει; Οπωσδήποτε ήθελε να ακούσει και τη γνώµη της Μακρίνας, της γυναίκας του. Θα ήθελε και εκείνη να είχε δικαίωµα στην επιλογή. Στο κάτω κάτω, µια ζωή θα περνούσε εκεί. Όχι, όχι, έτσι όπως είχαν έρθει τώρα τα πράγµατα, που από καλοσύνη δηλαδή, καλοσύνη και µεγαλείο ψυχής η µάνα του… «Να µη σε ξεβολεύουµε» είπε χωρίς να την κοιτάει. «Εµείς… εγώ έλεγα δηλαδή… πως θα µπορούσε … θα µπορούσαµε… ίσως…» Είδε τα µάτια της µάνας του να βουρκώνουν και το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Την πλήγωσα τώρα, σκέφθηκε και το µετάνιωσε, έπρεπε να το διορθώσει αµέσως. Αυτή η µάνα τον
µεγάλωσε µόνη της, δεν ξέρει γιατί. Ποτέ δεν του µίλησε η ίδια, ούτε και ο πατέρας του, µάλλον όµως εκείνος δεν θα τους ήθελε στη Σµύρνη, έτσι υπέθετε ο νέος. Γιατί, σαν έφτασε στην ξελογιάστρα πόλη, φρόντισαν αµέσως οι διάφοροι καλοθελητές να πληροφορηθεί τις φήµες για τα νυχτοπερπατήµατα του πατέρα του. «Μεγάλη η πόλη αλλά ο τόπος µικρός» καθώς λέγανε οι γεροντότεροι όταν ήθελαν να πιστοποιήσουν πως πουθενά δεν µένει κάτι κρυφό. Και δεν το έκαναν από κακία, τα νυχτοπερπατήµατα ήταν καµάρι και έπαινος για κάποιον άνδρα και τον ενηµέρωσαν – ίσως και από τον ίδιο τον Πρόδροµο βαλµένοι, ποιος να ξέρει την πάσα αλήθεια;– πως θα έπρεπε σύντοµα να µυηθεί και εκείνος. Ο πατέρας του είχε τη φήµη του γλεντζέ και του γυναικά, αφερίµ! Να κοιτούσε να γλεντήσει και αυτός τη ζωή του, χωρίς να παραβλέψει όµως τις δουλειές του, όπως ακριβώς και ο πατέρας του. Αυτή ήταν η συµβουλή τους για έναν «σωστό άνδρα». «Σε ευχαριστούµε… σε ευχαριστούµε, µητέρα που µας σκέφθηκες…» προσπάθησε να βρει λόγια να αρνηθεί αλλά την είδε και πάλι έτοιµη να κλάψει. Τα δάκρυα στα µάτια της Σεβαστής δεν ήταν γιατί είχε πληγωθεί αλλά γιατί ο γιος της µιλούσε συνέχεια στον πληθυντικό: «Να µη σε ξεβολεύουµε» και «Θα µπορούσαµε», «Σε ευχαριστούµε» και τέτοια; Πότε είχε προλάβει να γίνει ένα µε εκείνη; Δυο φορές την είχε δει όλο κι όλο. Πώς γίνεται ένα παιδί να ξεχνά µε τόση ευκολία τη µάνα του και να γίνεται ένα
µε τη γυναίκα του; «Να µη σε ξεβολεύω όµως…» έκανε µια τελευταία προσπάθεια ο Αβράµης, καταλαβαίνοντας πως ίσως την πείραζε ο πληθυντικός που είχε χρησιµοποιήσει, γιατί τη γνώριζε πολύ καλά τη µάνα του αλλά και γιατί αισθανόταν άσχηµα που είχε υποκύψει ήδη. Δεν έβαζε µέσα στην ντροπή και τη Μακρίνα, µόνος του έπαιρνε την απόφαση να µην πάνε σε µια χαρούµενη, φρέσκια κάµαρα µε καινούργια έπιπλα και ωραία χρώµατα· µόνος του έπαιρνε την απόφαση και ντρεπόταν ήδη για αυτό. «Εγώ θα κοιµάµαι δίπλα, στη δική σου» δήλωσε ήσυχη η Σεβαστή και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Στη δική του κάµαρα! Εκείνη που µόνο ένας τοίχος τη χώριζε από τούτη δω; Ένας τοίχος που καµιά προστασία δεν προσέφερε στους ένοικους ένθεν και ένθεν, αφού άκουγε τις προσευχές της µάνας του κάθε βράδυ, καµιά φορά και τα κλάµατά της, ενώ η Σεβαστή έτρεχε µέσα στη δική του κάµαρα µε το µπουκάλι το πετρέλαιο να τον τρίψει, κάθε φορά που, µέσα στον ύπνο του, µπορεί και να έβηχε. Η Μακρίνα θα ζήσει µαζί µου στη Σµύρνη! Πήρε την απόφασή του και ονειρεύτηκε την ηλιόλουστη βεράντα πάνω στη θάλασσα του Κορδελιού, εκεί όπου είχε µετακοµίσει πρόσφατα. Τη Μακρίνα θα την πάρω µαζί µου στη Σµύρνη! Και έτσι ησύχασε κάπως και δεν πείραζε που δεν πάτησε πόδι στην επέµβαση της µάνας του στη δική του ζωή.
Ιανουάριος 1900: Καισάρεια
Μακρίνα
Σήκωσε για πρώτη φορά τα µάτια πάνω του, είχε έρθει η ώρα, ήταν ανόητο να τα κρατά χαµηλωµένα, σε λίγα λεπτά αυτός ο άνδρας θα γινόταν δικός της άνδρας. Δεν µπορούσε να συνεχίσει να µην τον κοιτάει, όπως είχε κάνει τις δυο προηγούµενες µέρες, από τη στιγµή δηλαδή που είχαν φτάσει µε τον θείο Ρίζο και την Κιµάτη στην Καισάρεια.
Στις επιστολές που είχαν ανταλλάξει ο Ρίζος µπέης µε τον Πρόδροµο και τον Αβραάµ Χατζηαβράµογλου είχαν συµφωνήσει πως, µε το που θα έφταναν στην Καισάρεια οι Σινασίτες, θα έστελναν έναν από τους έφιππους συνοδούς τους
στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου όπου θα τους περίµενε άνθρωπος του Χατζηαβράµογλου από το πρωί. Έτσι και είχε γίνει, η άµαξα και η συνοδεία της µπήκε στην πόλη από τη βορινή είσοδο, την ώρα που είχε πιάσει να σουρουπώνει· καρδιά του χειµώνα βλέπεις κι ας µην ήταν ούτε πέντε ακόµη το απόγευµα. Έφτασε αµέσως κάπου όπου, τόσο ο αµαξάς όσο και ο Ρίζος µπέης κατάλαβαν πως θα ήταν το κέντρο, καθώς στα δεξιά τους υψώνονταν περήφανα τα βυζαντινά τείχη της πόλης. Όρµησε ο πιο νέος καβαλάρης, αφού ρώτησε έναν περαστικό, όρµησε καλπάζοντας προς την εκκλησία, µόλις ο άλλος του έδειξε την κατεύθυνση. Δεν είχε προλάβει καλά καλά η Μακρίνα να εξερευνήσει το περιορισµένο τοπίο, όσο µπορούσε δηλαδή να δει από το µικρό παράθυρο – καλύβες από λάσπη στην αρχή, πέτρινα σπίτια πιο κάτω, συστάδες µε ιτιές, τζαµιά, εκκλησιές, τα βυζαντινά τείχη και µετά, στην ελληνική συνοικία, µε τον φαρδύ λιθόστρωτο δρόµο, τρίπατα αρχοντικά µε θολωτές εισόδους ήταν όσα συγκράτησαν τα µάτια της. Ο απεσταλµένος επέστρεψε µαζί µε κάποιον άλλο, επίσης έφιππο, που έδωσε εντολή στον αµαξά να τον ακολουθήσει. Ξεκίνησαν πάλι καλπάζοντας, µια περίεργη αδηµονία είχε κάνει τον θείο Ρίζο να φτιάχνει βιαστικά τα µαλλιά και το κολάρο του, να στρώνει τα πανταλόνια, να κοιτάει αν είναι καλά γυαλισµένα τα παπούτσια του. Πέρασε τρυφερά το χεράκι της η Μακρίνα –για πρώτη φορά στη ζωή της έκανε κάποια χειρονοµία στον θείο της, θα τον έχανε και τώρα καταλάβαινε πόσο πολύ τον αγαπούσε– και του έστρωσε
τα µαλλιά στο πίσω µέρος του κεφαλιού, εκεί που δεν είχε σκεφθεί ο άνθρωπος πως µπορεί να ήταν ανακατωµένα. Εκείνος της χάιδεψε το χέρι, παιδί του δεν ήταν αλλά µέσα από την καρδιά του ευχόταν να γίνει ευτυχισµένο το ορφανό. Σταµάτησαν µπροστά σε ένα δίπατο σπίτι και κατέβηκαν βιαστικά, τόσες ώρες εκεί µέσα και πονούσαν τα κοµµάτια τους. Βόγκηξε η Κιµάτη, και η Μακρίνα τη βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. Ο παγωµένος αέρας σφύριξε στα αυτιά της και έφερε µια ανατριχίλα στο σώµα της, η Σινασός τους ήταν προστατευµένη γύρω γύρω από λόφους, βαρύ το κρύο και εκεί αλλά τόσο παγωµένος αέρας… όχι, δεν θυµάται να φυσούσε ποτέ. Στο άνοιγµα της πόρτας µια χαµογελαστή γυναίκα τούς καλωσόρισε στα τούρκικα, κάνοντας υποκλίσεις όλο σεβασµό και διορθώνοντας συνέχεια τη µαντίλα της. Τους πέρασε µέσα στο ζεστό σπίτι και ενηµέρωσε πως τα αφεντικά είχαν ειδοποιηθεί και θα κατέφθαναν από λεπτό σε λεπτό. Μπήκανε και εκείνοι ζαλισµένοι από το µακρύ και κουραστικό ταξίδι και νόµιζαν πως κουνιόταν το πάτωµα, τόσο πολύ τους είχε µείνει το κουσούρι από το ταξίδι πάνω στους γεµάτους λακκούβες δρόµους. Η Γκιουλ, η υπηρέτρια που τους είχε υποδεχτεί, έριξε µερικές λοξές µατιές, προστατευµένη από τα πλαϊνά της µαντίλας της, στη Μακρίνα· ώστε αυτή η ξερακιανή, συνοφρυωµένη κοπέλα θα ήταν η νέα της κυρά, µα τον Αλλάχ, τι µαλλιά κόκκινα ήταν τούτα και τι ξεπλυµένα µάτια! Μπααααα, µπιρ παρά δεν έπιανε
µπροστά στο µαυροµάτικο αφεντικό της, που ήταν πάντα χαµογελαστός και πάντα πρόσχαρος. Ύστερα, σεµνή και µετρηµένη, µε τα µάτια χαµηλωµένα, τους έδειξε τα δωµάτια όπου θα κατέλυαν, ένα για τον Ρίζο µπέη στο κάτω πάτωµα και δυο διπλανά για τη Μακρίνα και την Κιµάτη στο πάνω. «Να τη βοηθήσει που θα ετοιµάζεται…» είχε πει κάπως απολογητικά όταν έδειχνε την κάµαρα στον Ιωάννη Ρίζο και ίσως δεν αισθανόταν καλά που είχαν βάλει τον µεγάλο και τρανό, καταπώς έλεγαν δηλαδή, έµπορα στο κάτω πάτωµα. Σηµασία δεν έδωσε εκείνος, τυχαία δεν γίνεται κανείς σπουδαίος, τι πάνω, τι κάτω πάτωµα, το στρώµα να ’ταν αναπαυτικό για να ξεκουραζόταν, πονούσαν τα παΐδια του. Αν τον άφηναν έστω και για λίγο ήσυχο και δεν έπρεπε να συναντήσει ευθύς αµέσως τον Χατζηαβράµογλου µπέη και τον γιο του, θα έριχνε έναν υπνάκο πάνω από τα παπλώµατα. Τέτοια κούραση είχε κι ας λαγοκοιµόταν στο ταξίδι συνέχεια. Ανασκάλεψε το µαγκάλι µε τα πυρωµένα κάρβουνα, έλεγξε αν το παράθυρο ήταν λίγο ανοιχτό – µια χαραµάδα αρκούσε, το άνοιξε λίγο ακόµη, µε αυτό το θερµαντικό σώµα και µε το ταντούρι φυσικά είχαν µεγαλώσει γενεές γενεών στην πατρίδα τους αλλά µαθηµένος πια στις πορσελάνινες σόµπες κάπως το φοβόταν. Ξάπλωσε µε τα ρούχα, ούτε τις µπότες του δεν έβγαλε, καλά που δεν ήταν η Βασιλεία εκεί, θα του γκρίνιαζε να βγάλει τα ποδήµατα… Μια χαρά που ήταν µόνος …τόση η κούραση… ούτε µπότες, ούτε τίποτις…
Πέρασε η Γκιουλ και τους συνοδούς του Ρίζου µπέη στην κουζίνα, έκλεισε καλά καλά την πόρτα να µην ενοχλήσουν τους φιλοξενούµενους και πρόσφερε ρακί και φαγητό στους ταλαιπωρηµένους ανθρώπους, αφού τους έχυσε ζεστό νερό να πλυθούν και τους έδειξε τον χώρο πίσω από την κουζίνα, µια καµαρούλα κάτω από το υπόστεγο, όπου θα έµεναν µέχρι τη µέρα που θα έπαιρναν τον Ρίζο να τον γυρίσουν πίσω στη Σινασό.
Ο Αβραάµ και ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου έφτασαν βιαστικοί, φορώντας τα ολοκαίνουργια φέσια τους, το ήξεραν πως ίσως οι άνθρωποι θα ήθελαν να ξεκουραστούν, αλλά η ευγένεια και η λαχτάρα του Αβράµη να δει τη Μακρίνα µια ώρα αρχύτερα έβαλαν φτερά στα πόδια τους. Στα πόδια των αλόγων, να λες καλύτερα. Έδειξε µε τις παλάµες στο µάγουλο η Γκιουλ πως οι επισκέπτες ησύχαζαν, κατάλαβαν εκείνοι, αµήχανοι για λίγα δευτερόλεπτα, και πέρασαν µέσα. Έψησε τους καφέδες σε πατέρα και γιο η Τουρκάλα –λίγο καιρό στη δούλεψή τους, αλλά η εκτίµηση µεγάλη– και σέρβιρε στη σάλα µε τα ξύλινα µιντέρια γύρω γύρω, τα σκεπασµένα µε πολύχρωµα υφαντά, εκεί που στρώθηκαν πατέρας και γιος. «Έχουν όλα όσα χρειάζονται;» ρώτησε ο Πρόδροµος, µέχρι και την τελευταία λεπτοµέρεια τα είχαν φροντίσει όλα µα ποτέ δεν ξέρεις.
«Δεν ζήτησαν τίποτα» απάντησε η Γκιουλ και αποσύρθηκε στην κουζίνα, υπενθυµίζοντας πως περίµενε διαταγές. Μέχρις να κάνουν δυο ρουφηξιές στον γλυκύ βραστό τους, άκουσαν βαριά βήµατα στη σκάλα, πετάχτηκαν πάνω και είδαν τον Ρίζο µπέη να κατεβαίνει χαµογελαστός. Πότε είχε ανακτήσει δυνάµεις και κέφι, ένας Θεός ξέρει. Οι χαιρετούρες και οι ευχές ανταλλάχτηκαν σε κλίµα µεγάλης χαράς και εγκαρδιότητας και µε το που σερβιρίστηκε και ο δικός του ο καφές από την Κιµάτη που σαν σκιά κατέβηκε ξοπίσω του, ο Ρίζος µπέης διάταξε: «Σύρε, Πολυτίµη» την αποκαλούσε πάντα µε το ελληνικό της όνοµα την Κιµάτη ο Ρίζος µπέης. «Σύρε να φέρεις τη νύφη και εκείνη θα αγωνιά» έκλεισε το µάτι στους δυο άνδρες και χάιδεψε µε χάρη το λεπτό του µουστακάκι µε τον αντίχειρα που είχε πολύτιµο χρυσό δαχτυλίδι. Το σχόλιό του εκείνο οι οικοδεσπότες το συνόδευσαν µε ηχηρά γέλια, ο µεν Πρόδροµος γιατί βρήκε εξαιρετικό το αστείο του συµπέθερου, ο δε Αβράµης γιατί έτσι έπρεπε να αντιδράσει για να µη φανεί πως κόντευε να κατουρηθεί πάνω του –άνδρας πράµα!– από την αγωνία και τη λαχτάρα που είχε να δει τη Μακρίνα. Σαν έπιασε η Μακρίνα, µε πυρετό στα µάγουλα, να κατεβαίνει τη σκάλα που έτριζε απελπιστικά σε κάθε της ελαφροπάτηµα, οι κουβέντες σταµάτησαν απότοµα και δέκα µάτια καρφώθηκαν πάνω της. Της Γκιουλ, που επανεξέταζε τη νύφη και είχε αρχίσει να τη βρίσκει συµπαθητική, της Κιµάτης,
του θείου Ρίζου, του Πρόδροµου και του Αβραάµ, του µνηστήρα της. Πέντε ζευγάρια µάτια που την έκαναν να κοκκινίσει περισσότερο –συνήθως χλωµή και άχρωµη, πού βρέθηκε τόσο αίµα τώρα;– και να παρακαλάει από µέσα της να ανταποκριθεί στο ύψος των περιστάσεων επάξια και να µη σκοντάψει στο κιλίµι που κατέβαινε και εκείνο µαζί της την παλιά σκάλα. Στο µεταξύ, στον λίγο χρόνο που µεσολάβησε µέχρι να ετοιµαστεί η Μακρίνα και να κατέβει να τους συναντήσει, οι δυο συµπέθεροι είχαν προλάβει να δώσουν και να πάρουν τα αποδεικτικά της προίκας, η εξόφληση θα γινόταν µετά τον γάµο – λογικό είχε φανεί και στους δυο, πάντα εξοφλάς αφού παραλάβεις το εµπόρευµα, ποτέ από την αρχή. Παναγιά µου, τι οµορφιά είναι αυτή! βόγκηξε από µέσα του ο Αβράµης και αναλογίστηκε όλα όσα θα ήθελε να της πει τούτη τη στιγµή. Έστριψε το φέσι αµήχανα στα δάχτυλά του –µα πώς βρέθηκε στα χέρια του, δεν το ’χε ακουµπήσει στο µιντέρι;– και µιµήθηκε τον πατέρα του. Σηκώθηκε ορθός να καλωσορίσει τη… τη γυναίκα του. «Δόξα τον Γιαραµπή που έφτασες µε το καλό, κόρη µου!» Δεν κράτησε τα προσχήµατα ο Μποντός. Πιθανόν να συνέπιπτε το γούστο του µε το γούστο του γιου του και ίσως να είχε εξίσου θαµπωθεί και εκείνος. Δεν κράτησε τα προσχήµατα να φανεί ένας αυστηρός πεθερός που θα απηύθυνε τον λόγο στη νύφη, αφού πρώτα θα είχε ασπαστεί το χέρι του και θα είχε κάνει γονυκλισία εµπρός του. Πήγε η Μακρίνα, δασκαλεµένη από την Κιµάτη, να τηρήσει
το τελετουργικό, πήγε να γονατίσει. «Άφησέ τα αυτά, καΐσιµ’» της είπε ο πεθερός ανασηκώνοντάς την. «Το χέρι και πολύ µου είναι» και της το άφησε γελώντας µε το χωρατό του. «Μόνο µπροστά στη γυναίκα µου… µόνο εκεί… τότε…» και δεν απόσωσε τα λόγια του. Ο Αβραάµ τράβηξε το χέρι του βιαστικός λες και το κορίτσι πήγαινε να του το δαγκώσει και όχι να το φιλήσει όπως όφειλε, το τράβηξε βιαστικός και ντροπιασµένος όσο δεν λέγεται. Ε, όχι και αυτό το θείο πλάσµα να του φιλήσει το χέρι! Εκείνος έπρεπε να πέσει στα πόδια της και να της τα φιλήσει ταπεινά! «Καλώς ήρθες, Μακρίνα» της είπε ξεροβήχοντας γιατί από τον πόθο και τον έρωτα, πονούσε ξαφνικά ο λαιµός του. Ο Πρόδροµος κατάλαβε και βλαστήµησε την ώρα και τη στιγµή και το ξερό κεφάλι της Σεβαστής που δεν θα τα άφηνε τα παιδιά από κοντά. Την ήξερε από την καλή, αν υποθέσουµε πως είχε καλή, και από την ανάποδη, βλέπεις. Ήδη είχε περάσει το δικό της και παραχωρούσε τη δική της κάµαρα στους µελλόνυµφους, µη και δούνε άσπρη µέρα, µη και αναπνεύσουν τα νιόπαντρα και δεν το έπαιρνε εκείνη είδηση. Αχ πώς θα του κάνανε όλα εκείνα τα εγγονάκια που ονειρευόταν ο Πρόδροµος, αν η άλλη παρακολουθούσε κάθε κίνηση και κάθε κουβέντα τους; Η Μακρίνα δεν µίλησε, σχηµάτισε κάτι σαν χαµόγελο µε τα χείλη και άφησε το παγωµένο χεράκι της µέσα στη στιβαρή παλάµη του Αβράµη, ίσως λίγα δευτερόλεπτα περισσότερο.
Εκείνος συγκινήθηκε από την τρεµούλα του, ένα µικρό αδύναµο πουλάκι ήταν η Μακρίνα, ένα πουλάκι ορφανό που άφηνε την τύχη και τη ζωή της στα χέρια του. Έτσι το κατάλαβε και έτσι θα ’τανε στο εξής.
Ο αρραβώνας έγινε το ίδιο βράδυ στο αρχοντικό των Χατζηαβράµογλου, στο αρχοντικό µε τα ζωγραφιστά ταβάνια, τα δρύινα πατώµατα και τη µεγαλοπρεπή σκάλα – άλλη σαν αυτή δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της η Μακρίνα κι ας προέρχονταν από τη Σινασό, την «κυρά της Καππαδοκίας». Παρόντες στους αρραβώνες το σόι και από τις δυο πλευρές των οικοδεσποτών –αδέλφια, αδελφές, γαµπροί, νύφες, ανίψια και πρωτοεξάδελφα–, όσοι τουλάχιστον ζούσανε µόνιµα στην Καισάρεια και όσοι είχαν έρθει από την Πόλη, τη Σµύρνη και τη Μερσίνα, µε την ευκαιρία των Χριστουγέννων και θα παρίσταντο και στον γάµο. Μπήκε στη µεγάλη σάλα η Μακρίνα φορώντας το βυσσινί καντιφένιο φουστάνι της, το στολισµένο µε µπεζ χειροποίητες δαντέλες από τα προικιά της µάνας της, που τα είχε φυλάξει µε αγάπη η Κιµάτη· χαµηλοβλεπούσα και χλωµή, συνοδευόµενη από τον θείο Ρίζο. Με χαµόγελα και εξίσου µεγάλο τρακ ο ευτυχής γαµπρός, την οδήγησε στη µητέρα του που καθόταν αυστηρή και συνοφρυωµένη σε µια µεγάλη πολυθρόνα και φυσιόταν µε ένα µαύρο ριπίδι. Τα µάγουλά της ήταν ξαναµµένα
και στα µηνίγγια της σφυροκοπούσε το αίµα. Πάει, αυτό ήταν! Μια ξένη γυναίκα έµπαινε ανάµεσα σε εκείνη και το παιδί της. Τον µοναδικό άνθρωπο του κόσµου που είχε δικό της, το αίµα και σπλάχνο της, τη σάρκα από τη σάρκα της. «Μητέρα, αποδώ ο Ιωάννης Ρίζος µπέης και… και… η ανιψιά του… η Μακρίνα…» έκανε τις συστάσεις ο Αβραάµ, και η Σεβαστή σήκωσε τα φρύδια της ψηλά και χαµογέλασε µε κόπο στον άνδρα. Είπε εκείνος πως χαίρεται που τη γνωρίζει και αγκάλιασε προστατευτικά την ανιψιά του. Γύρω από τη Σεβαστή ο αέρας ήταν σαν να είχε αγκάθια, αγκάθια και παγωνιά, και η Μακρίνα θα αντιµετώπιζε πρόβληµα, βεβαιώθηκε αµέσως ο έµπειρος άνδρας. Έκανε µια αδιόρατη υπόκλιση το κορίτσι λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατά της. Παράξενο πράγµα, αυτό κανείς δεν της το είχε διδάξει, µάλλον το εγγλέζικο γονίδιο «µίλησε» εκείνη τη στιγµή – προφανώς το ίδιο δέος θα είχε αισθανθεί κάποτε η µητέρα της όταν είχε παρουσιαστεί στη βασίλισσα Βικτωρία. Τραύλισε µια χαιρετούρα και ασπάστηκε µε σεβασµό το χοντροκοµµένο χέρι της πεθεράς που εκείνη, αντί άλλης χειρονοµίας ή κουβέντας, της έχωσε στα µούτρα, απαιτώντας ολοφάνερα να ξεκαθαρισθεί από την αρχή ποια ήταν η ανώτερη σε αυτή τη σχέση. Έψαλε την ακολουθία των αρραβώνων ο ιερέας και ευλόγησε τις βέρες πριν τις βάλει στα δάχτυλα των µελλόνυµφων. Ανταλλάχτηκαν οι ευχές που συνηθίζονταν –«Φως στα µάτια σας» και «Ας τους ευλογήσει ο Θεός»–,
φίλησε ξανά ένα ένα τα χέρια πεθερού, πεθεράς, θείου Ρίζου και όλων των αδελφών του Πρόδροµου η Μακρίνα –χέρι στο στόµα, στο µέτωπο και πάλι στο στόµα–, και στολίστηκε µε ένα περιδέραιο όλο χρυσά φλουριά που της κρέµασε ο πεθερός στο στήθος και µε έναν χρυσό σταυρό που της πέρασε στον λαιµό η Σεβαστή. Σε όλη τη διάρκεια του αρραβώνα που κράτησε ώρες – αµυδρά θυµόταν τις χαιρετούρες µε τους συγγενείς, την άρνηση του Αβράµη να του φιλήσει το χέρι, τα µοσχοβολιστά µεζεδάκια που κεράστηκαν, τα δώρα των συγγενών που συγκεντρώθηκαν πάνω σε έναν ασηµένιο δίσκο και κάποιες κουβέντες που έπιαναν στιγµές στιγµές τα αυτιά της– δεν σήκωσε τα µάτια της πάνω στον αρραβωνιαστικό της. Ο µέλλων σύζυγός της για τη Μακρίνα ήταν ένα σκούρο παντελόνι, µαύρο κατά πάσα πιθανότητα, και δυο παχουλά χέρια µε µαύρες τρίχες κρεµασµένα στο πλάι. Α ναι, κι αυτό. Το ένα είχε µια απαστράπτουσα βέρα στον παράµεσο. Όταν έφυγαν από το σπίτι των Χατζηαβράµογλου, το σπίτι που ακόµη δεν είχε συνειδητοποιήσει πως θα γίνει και δικό της, ή έστω πως θα κατοικούσε εκεί, µε τον θείο της και την Κιµάτη –η παραµάνα είχε παρακολουθήσει τον αρραβώνα από µακριά µαζί µε τους άλλους υπηρέτες–, η Μακρίνα νόµισε πως τότε, τη στιγµή που βγήκε από το αρχοντικό µε τα ζωγραφιστά ταβάνια, τότε είχε αρχίσει να αναπνέει. Ο Αβραάµ τούς είχε συνοδεύσει µέχρι την άµαξα, είχε κρατήσει την πόρτα ανοιχτή να περάσουν µέσα, ακόµα και για
την Κιµάτη είχε κρατήσει την πόρτα, και τους καληνύχτισε δίνοντας την αόριστη υπόσχεση: «Αύριο θα περάσω…». Δεν είχε ολοκληρώσει την πρότασή του, ήθελε να της έλεγε πως θα περνούσε από το σπίτι να καθίσουν µαζί, να µιλήσουν, να γνωριστούν, να γελάσουν, να πούνε για τον γάµο τους που θα γινόταν σε λίγες ώρες. Τον πάγωσαν όµως τα χαµηλωµένα µάτια της Μακρίνας, τον πάγωσαν και τον στεναχώρεσαν. Θα πρέπει να αισθανόταν πολύ άσχηµα η καηµένη ανάµεσα στους ξένους, αυτό σκέφθηκε ο Αβράµης µε την καλή του ψυχή. Και είχε δίκιο· όλοι ξένοι ήταν για τη Μακρίνα, όλοι πλην της παραµάνας της, ακόµα και ο θειος της ο Ρίζος, µήπως πόσες φορές να τον είχε δει στη ζωή της; Ακόµα κι αυτός, ο αυριανός της άνδρας, κυρίως αυτός. Βούρκωσε η καρδιά του, βούρκωσε από τον πόνο, και υποσχέθηκε στον εαυτό του, αυτό το κορίτσι, τη γυναίκα του, να την κάνει ευτυχισµένη. Έτσι έγινε και άφησε την πρότασή του ηµιτελή, µια αόριστη υπόσχεση που θα µπορούσε να γίνει και αόριστη απειλή, ανάλογα σε ποια ψυχολογική θα βρισκόταν κανείς. «Αύριο θα περάσω…»
Το σύννεφο ήταν άσπρο, αφράτο και ελαφρύ σαν πούπουλο. Ή ελαφρύ σαν σύννεφο… Φυσικά, ένα σύννεφο ζυγίζει όσο ένα πούπουλο… Ας πούµε… Πετούσε αργά αργά σε έναν καθαρό, αρυτίδωτο ουρανό που
της δηµιουργούσε την αίσθηση πως ήταν χειµωνιάτικος. Ένας καταγάλανος ουρανός, όχι όµως σαν εκείνον του καλοκαιριού, όχι ζεστός, καθόλου χαρούµενος… Πλαγιασµένη ανάσκελα στην αγκαλιά της µάνας της, τον κοιτούσε µε µισόκλειστα µάτια… Ίσως και να κοιµόταν λίγο… Ίσως και µόλις να την είχε πάρει ο ύπνος… Όµως η αγκαλιά δεν ήταν ζεστή… Δεν ήταν µαλακή… Δεν ήταν αγκαλιά µάνας, έτσι όπως τουλάχιστον είχε φαντασθεί τη µητρική αγκαλιά. Ήταν καλά εκεί κι ας µην ήταν τόσο µαλακά… Ας µην ήταν αρκετά ζεστά… Καρφωµένα τα µάτια στον ουρανό µάταια αναζητούσαν τον ήλιο … Από πού φωτιζόταν εκείνο το γαλάζιο στερέωµα; Το στερέωµα µε το ένα και µοναδικό σύννεφο; Κάπου δεν θα έπρεπε να λάµπει ένας ήλιος; Έστριψε λίγο µέσα στην αγκαλιά, πονούσε τώρα κάπως το σώµα της και άπλωσε το χέρι της στο πλάι. Άγγιξε κάτι απαλό, χνουδωτό ίσως και απαλό. Το χάιδεψε. Ένα, δύο, τρία, τέσσερα. Μύρισε τα δάχτυλά της. Ένα άρωµα… Τα τέσσερα απαλά πράγµατα που άγγιζε είχαν ένα άρωµα… Μνήµες, βράδια δίπλα στο τζάκι, ήχοι από τσίγκο… Μια ζεστασιά… Μια ζεστασιά και µια γλύκα… Άνοιξε τα µάτια. Ναι, σίγουρα ναι, κοιµόταν. Ήταν ξαπλωµένη στο στεγνό και σκληρό χώµα, στο χώµα της Μάνας-Γης της. Δίπλα της τέσσερα ταπεινά χαµοµηλάκια έστελναν το άρωµά τους στην Πλάση. Μµµµµ να τα αρώµατα, να και οι γλύκες, αυτό της είχαν θυµίσει, τα κρύα βράδια του χειµώνα που έπινε πολλούς µαστραπάδες χαµοµήλι και µέσα
του ανακάτευε µια µεγάλη κουταλιά µέλι. Όµως αυτά ήταν τέσσερα δικά της χαµοµηλάκια, τα αγαπούσε, ουουου πόσο τα αγαπούσε, κανένα χέρι δεν θα άφηνε να της τα κόψει, λύκαινα θα γινόταν και θα κατασπάραζε όποιον άπλωνε χέρι πάνω τους. Το σύννεφο ήρθε και στάθηκε πάνω από το κεφάλι της. Σκοτείνιασε κάπως κι ας µην έκρυβε κανέναν ήλιο, αφού ήλιος δεν υπήρχε. Σκοτείνιασε και βγήκε κρύο, πολύ κρύο, ανατρίχιασε, αλλά ο νους της ήταν στα χαµοµηλάκια της, όχι στο ότι εκείνη κρύωνε. Το σύννεφο έγινε γκρίζο και µετά µαύρο, φορτωµένο καταιγίδες ήτανε, ένα γιανκίνι[41] έκαιγε στην καρδιά του. Το κοίταζε και φόβος πληµµύρισε την καρδιά της. Ξαφνικά ένας κεραυνός έφυγε µέσα από το σύννεφο, µια πύρινη φλόγα και έπεσε πάνω στα χαµοµηλάκια της, τα ’καψε, τα καρβούνιασε, ενώ από ψηλά, ένας µαύρος αετός έκρωζε ανατριχιαστικά. Τα δάκρυα πέτρωσαν στα µάτια, δεν µπόρεσαν να βγούνε. Ο θρήνος πάγωσε στο λαρύγγι της, η κραυγή του πονεµένου ζώου κούρνιασε στον λαιµό της. Και η κοµµατιασµένη της ψυχή καταράστηκε τη Μάνα-Γη της, µακάρι να ’ρχονταν σεισµοί και να την γκρέµιζαν, φωτιές και να την έκαιγαν απ’ άκρη σ’ άκρη και να ορφάνευε απ’ όλα τα παιδιά της! Η Μακρίνα ξύπνησε µούσκεµα στον ιδρώτα λες και η φωτιά της κατάρας είχε πέσει πάνω της. Κοίταξε γύρω της, σκοτάδια µόνο και το µέρος άγνωστο, πού ήταν; Άπλωσε το χέρι στα αριστερά της, να ψηλαφίσει, να οριοθετήσει τον χώρο και άγγιξε τον τοίχο. Περίµενε παίρνοντας λαχανιασµένες ανάσες,
ενώ στα δάχτυλά της περνούσε το κρύο από έξω. Δεν µπορεί… Θα θυµηθεί, θα θυµηθεί… Σιγά σιγά συνήθισαν τα µάτια της στο σκοτάδι, ένα κρεβάτι µε σιδερένιο κεφαλάρι που δεν ήταν το δικό της, τα περισσότερα σκεπάσµατα πεσµένα στο πάτωµα. Τράβηξε κάποιο, αδρό και εκείνο στο άγγιγµά του, το τράβηξε και σκεπάστηκε, κρύωνε… Το ζωγραφισµένο ταβάνι, από κάπου ερχόταν ένα µισοπεθαµένο φως, δύο παράθυρα. Σηκώθηκε, βάδισε κατά κει ψηλαφώντας το παγωµένο ντουβάρι, τα γυµνά της πόδια ξύλιασαν µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και δεν καταλάβαν καλά τα τσιµπήµατα από το τραχύ κιλίµι. Πλησίασε στο παράθυρο, ήταν σίγουρη, πριν κοιτάξει έξω, ήταν σίγουρη πως δεν θα έβλεπε από εκεί τη Σινασό της. Γύρισε γρήγορα στο κρεβάτι, τα σανίδια έτριζαν στο κάθε της βήµα και έπεσε απογοητευµένη στο µαξιλάρι που είχε βρέξει µε τα δάκρυα του ονείρου της. Κρίµα… ήταν στην Καισάρεια, ξαφνικά τα θυµήθηκε όλα. Στην Καισάρεια, στην πόλη που ποτέ δεν ονειρεύτηκε να βρεθεί, όπως στην Κωνσταντινούπολη ας πούµε, ή στο Λόντον στη γενέτειρα της µάνας της – λίγα τα λόγια που θυµόταν από εκείνη αλλά αυτό δεν το είχε ξεχάσει ποτέ. Σκεπάστηκε ως το κεφάλι πάνω η Μακρίνα. Βρισκόταν στην Καισάρεια, στην πόλη που έπρεπε να γίνει πατρίδα, σπίτι και καταφυγή της. Κρίµα… Κρίµα στα όνειρα… Κρίµα… Ο ύπνος που πνίγηκε µέσα στα δάκρυά της έσβησε από τη µνήµη της το όνειρο που είδε το πρώτο εκείνο βράδυ σαν
πάτησε το πόδι της στην Καισάρεια. Η Μακρίνα, έτσι κι αλλιώς, έβλεπε εφιάλτες από µικρό παιδί, ειδικά από τότε που είχε χάσει τον πατέρα της, δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη να ξυπνάει µέσα στη νύχτα µε κλάµατα και την καρδιά της έτοιµη να σπάσει. Κι επειδή δεν είχε µια µάνα να της χαϊδέψει το ιδρωµένο µέτωπο, να τη νανουρίσει, να την κανακέψει, να την κοιµίσει σιµά της, το κορίτσι είχε µάθει από µόνο του –πες το ένστικτο αυτοσυντήρησης– να µη σκέφτεται ξανά τους εφιάλτες αλλά και όλα τα όνειρά της. Και να µην τα ερµηνεύει, φυσικά. Αν υποθέσουµε πως ήξερε να το ερµηνεύει, αν υποθέσουµε πως ήξερε ότι ήταν προφητικά…
Παραµονή της Πρωτοχρονιάς και η Καισάρεια είχε σκεπαστεί από βαρύ χιόνι. Όσο και η καρδιά της Μακρίνας που, σε άλλη περίπτωση, θα ήταν πανευτυχής αφού αγαπούσε να χαζεύει τις νιφάδες στον τρελό χορό τους προς τη γη. Πίνανε το καφεδάκι τους µε τον θείο Ρίζο και την Κιµάτη, ενώ η Γκιουλ τους είχε σερβίρει για πρωινό πίτα µε πλιγούρι, τυριά και βουτύρατα, φρεσκοψηµένο –ποιος ξέρει τι ώρα είχε ξυπνήσει η δόλια για να φουρνίσει– ψωµί, αυγά και φρούτα. «Φάε, κυρά» είχε πει µε χαµόγελο στη Μακρίνα. «Φάε, να παχύνεις λίγο, να κάνεις πολλά παιδιά». Είχαν γελάσει οι άλλοι, η Μακρίνα όµως είχε ζεµατιστεί, η λέξη «παιδιά» έφερε
συνειρµούς στο µυαλό της, έπρεπε να προηγηθεί κάτι… ούτε να το σκεφθεί δεν ήθελε. Όταν σταµάτησε η άµαξα έξω από το σπίτι που τους φιλοξενούσε, η Μακρίνα ήταν στο παράθυρο και χάζευε το χιόνι, η Κιµάτη άναβε τα κάρβουνα για να σιδερώσει το νυφικό φουστάνι του κοριτσιού, και ο θείος Ρίζος έριχνε έναν από τους υπνάκους του, αυτούς που απολάµβανε στη διάρκεια της µέρας όπως είχε παρατηρήσει η Μακρίνα το τελευταίο διάστηµα που συνυπήρξαν. Και µάλιστα αναρωτιόταν το κορίτσι, πώς ήταν δυνατόν να ανταποκρίνεται στα µεγάλα του καθήκοντα στην Κωνσταντινούπολη ο θείος Ρίζος, χωρίς αυτά τα διαλείµµατα. Πρώτο είδε τον Αβραάµ να βγαίνει και µετά, αργά και προσεκτικά, λες και πονούσαν τα πόδια της, είδε να κατεβαίνει η µητέρα του τυλιγµένη σε γούνες. Πάγωσε το αίµα στις φλέβες της, η πεθερά είχε όψη συνοφρυωµένη και το κούτελό της ήταν ρυτιδιασµένο από τα ανασηκωµένα φρύδια. «Ήρθαµε να δούµε το φουστάνι της νύφης» είπε η Σεβαστή χωρίς να αλλάξει ύφος. Μόνο όταν απευθύνθηκε στον Ρίζο µπέη είχε χαµογελάσει. Εντάξει, εκείνος ήταν ένας µεγάλος και εύπορος έµπορος, σαφώς αντάξιος της δικής της οικογένειας, µην πει και ανώτερος. Αναδεύτηκε στη θέση του ο Αβράµης, τον είδε µε την άκρη του µατιού της η Μακρίνα. Κατάµατα δεν είχε τολµήσει να τον κοιτάξει, αλλά κατάλαβε το κορίτσι πως ούτε κι εκείνος αισθανόταν άνετα. «Πήγαινε, παιδί µου» είπε πρόσχαρα και πρόθυµα ο θείος
Ρίζος στη Μακρίνα. «Πήγαινε, παιδί µου, να φέρεις το νυφικό σου, µια καλή πεθερά πρέπει να ενδιαφέρεται για τη νύφη της. Ίσως η κυρία Σεβαστή να θέλει να δει τι κόσµηµα ταιριάζει καλύτερα για να σου κρεµάσει αύριο…» συµπλήρωσε σοβαρός. Όχι που θα την άφηνε να αλωνίσει τη Σεβαστή, ήδη αισθανόταν προσβεβληµένος, µήπως αµφέβαλλε η κυρά πως είχε φροντίσει αυτός για τούτη την ώρα; Έµεινε άναυδη η Σεβαστή, πρώτη φορά κάποιος της την έφερνε έτσι, τι σου είναι αυτοί οι Σινασίτες, ειδικά όταν έχουν ζήσει και στην Πόλη, άκου εκεί «τι κόσµηµα θα σου κρεµάσει»! Ανέβηκε µε βαριά βήµατα η Μακρίνα τη σκάλα. «Τι έχεις, κόρη µου;» ρώτησε η Κιµάτη µε το που την είδε. «Τι γίνηκε πάλε;» Έγνεψε τίποτα το κορίτσι και είδε το νυφικό της, κρεµασµένο στην πόρτα. «Θέλουν… θέλει να το δει…» είπε µόνο και τα χείλη της είχαν ασπρίσει. Κατάλαβε η παραµάνα. «Άφησε, θα το κατεβάσω εγώ, εσύ βάσταξε τα πέπλα µόνο. Πήγαινε µπροστά, Μακίς µου» της έδειξε τον δρόµο. Κι ύστερα έπιασε το φουστάνι µε χέρια τρυφερά, ίσιαξε τις γαλλικές δαντέλες που στόλιζαν τα µανίκια και τη φούστα, τίναξε τον ποδόγυρο να στρώσει και φάνηκαν από µέσα τρία κάτια τούλι, πέρασε το χέρι της πάνω από το ασηµοκέντηµα του πάνω µέρους και άρχισε να κατεβαίνει. Ο Αβραάµ συζητούσε µε τον Ιωάννη Ρίζο για τη χιονοθύελλα
που µαινόταν έξω. «Ένας θειος µου που µας λέει από πριν τον καιρό, είπε πως του Αγίου Βασιλείου θα ’χει λιακάδα… Απορώ και γω πως θα γίνει αυτό…» και σταµάτησαν µόλις είδε τη Μακρίνα να µπαίνει στη σάλα κρατώντας στα χέρια το δαντελένιο της πέπλο. «Τι ωραίο!» ήθελε να της πει αλλά κρατήθηκε, µάλλον δεν θα το ενέκρινε η µάνα του, έτρεξε ο νους του στην αυριανή µέρα. Χριστέ! Τα ψέµατα τέλειωναν, η Μακρίνα θα γινόταν γυναίκα του. Ξίνισε τα µούτρα της η Σεβαστή. «Άσπρο. Ώστε άσπρο…» είπε µονάχα χωρίς να ρίξει µια επιπλέον µατιά, χωρίς να πει µια καλή κουβέντα. «Εµείς ξέρεις, Ρίζο µπέη, εµείς φοράµε κόκκινα στον γάµο µας…» είπε υποτιµητικά. «Τα εθίµατά µας… αναντάµ-µπαµπαντάµ, όλες από την Καισάρεια φοράµε κόκκινα νυφικά». Σήκωσε τους ώµους του ο Ιωάννης Ρίζος. «Στη Σινασό οι κυράδες µας φοράνε λευκά. Μην ξεχνάς δε, συµπεθέρα, που η Μακρίνα µου είναι και µισή Εγγλέζα. Καταλαβαίνεις δηλαδή… το κορίτσι µας είναι Ευρωπαία… Δεν είναι σαν εµάς τους Ανατολίτες» είπε χαµογελώντας. Κουνήθηκε στη θέση της η Σεβαστή. «Ναι, ναι, Αγγλέζα…» µουρµούρισε και έστρεψε τη συζήτηση στον γιο της. Άκου εκεί να την προσβάλει λέγοντάς την οπισθοδροµική Ανατολίτισσα! «Είδες που είχες αγωνία µη και δεν είναι καλό το νυφικό;» Να ανοίξει η γης να τον καταπιεί τον Αβράµη, από την κατάσταση ευφορίας που βρισκόταν ονειρευόµενος τη Μακρίνα
γυναίκα του, του ’δωσε µια η µάνα του µε το ψέµα της και τον έριξε στα Τάρταρα. Τι ντροπή, τι ντροπή! Πώς θα αντικρίσει τον Ρίζο µπέη ξανά, τι προσβολή! Τι προσβολή! Αλλά βέβαια, και να ξεµπροστιάσει τη µάνα του, αδύνατον! «Είµαι σίγουρος πως η Μακρίνα θα είναι όµορφη µ’ αυτό» είπε µόνο αποφεύγοντας να κοιτάξει τον οποιονδήποτε. «Ήθελα… θέλησα… µόνο… να… Να προετοιµαστώ… µην και πάθω τίποτα µε το που θα τη δω…» τα κουκούλωσε όπως µπορούσε αλλά τα ξαναµµένα του µάγουλα φανέρωναν το ψέµα. Σηκώθηκαν να φύγουν βιαστικοί, επαναλαµβάνοντας την πρόσκληση για φαγητό το µεσηµέρι στο σπίτι τους και ο Ιωάννης Ρίζος τούς συνόδευσε ως κάτω. Σαν µπήκε και η Σεβαστή µέσα στην άµαξα, λίγο πριν κλείσει την πόρτα ο Χαρελέµ, έβαλε το χέρι του ο Σινασίτης και την κράτησε ανοιχτή. «Μαργαριτάρια» είπε σοβαρός κοιτώντας τη Σεβαστή. Δεν κατάλαβε εκείνη. «Πώς;» «Μαργαριτάρια ταιριάζουν µ’ αυτό το νυφικό, συµπεθέρα!» Της χαµογέλασε και τράβηξε το χέρι του, τώρα ο αµαξάς ήταν ελεύθερος να κλείσει την πόρτα, ο ίδιος πάντως δεν θα το έκαµε. Ύστερα ο Ρίζος µπέης ανέβηκε τα σκαλιά µε ίσια πλάτη. Τι σκύλα! Όφειλε να προστατέψει τη Μακρίνα του. Άκακο αρνί θα έπεφτε στα δόντια του λύκου. Όφειλε να την προστατέψει.
Και άλλο τρόπο δεν είχε ο Ιωάννης Ρίζος.
Γύρισαν από το Χατζηαβραµογλαίικο το απογευµατάκι. Οι οικοδεσπότες τούς είχαν φιλοξενήσει βασιλικά, είν’ η αλήθεια, και η Μακρίνα αισθανόταν πως από στιγµή σε στιγµή θα έκανε «µπαµ». Την είχαν πιέσει όλοι τους να δοκιµάσει από όλα: χοιρινά, παστουρµάδες, σουτζούκια, πίτες, τζιγεροσαρµάδες… Ουουου, δεν θυµόταν τώρα, και στο τέλος κάτι µπακλαβάδες και κανταΐφια πληµµυρισµένα στα σορόπια. Βιαζόταν να βρεθεί µόνη στην κάµαρά της… Τέλος πάντων, στην κάµαρα που της είχαν παραχωρήσει, να βρεθεί µόνη, να πέσει τα µπρούµυτα στο κρεβάτι και να µείνει εκεί µέχρι τη Δευτέρα Παρουσία. Που ούτε και αυτό µπορούσε να το κάνει γιατί έπρεπε να πάνε µε την Κιµάτη στο χαµάµ, να πλυθεί εξαιρετικά για τον γάµο. Είχαν περάσεις τρεις ώρες στο σπίτι του Αβραάµ που θα γινόταν και δικό της σπίτι – αν και όσο θα το επέτρεπε η Σεβαστή, βέβαια. Δεν φτάνει που όλοι µιλούσαν τούρκικα, δεν φτάνει που ασχολούνταν µαζί της συνέχεια, «Φάε! Πιε! Μίλα!», την είχαν κουράσει και µε ερωτήσεις γύρω από την οικογένειά της. «Η µητέρα σου µιλούσε τη γλώσσα µας;» είχε ρωτήσει µια από τις θείες του Αβραάµ, αδύνατον να θυµηθεί πια. Της Μακρίνας αγγλικά της µιλούσε η µάνα της, δεν θυµόταν
σε τι γλώσσα µιλούσε µε τον πατέρα της. Όλα µπερδεµένα τα είχε τώρα στον νου της, και επίσης όταν η παχουλή γυναίκα έλεγε «γλώσσα τους», ποια εννοούσε, τα ελληνικά ή τα τούρκικα; «Οι παππούδες σου βρέθηκαν ποτέ;» ρώτησε µια άλλη που κόντευε να σκάσει από το πάχος. Κάποτε, ένα δυο χρόνια αφού χάθηκε ο πατέρας της, είχε έρθει ένας φάκελος µε ξένα γράµµατα πάνω. Τον κράτησε η Κιµάτη και, οχτώ µήνες αργότερα, σαν είχε πάει ο θείος Ρίζος στη Σινασό, του τον έδωκε στα χέρια µε το που έφτασε. «Τι είναι, τι λέει;» τον είχε ρωτήσει µε αγωνία η παραµάνα. «Πεντάρφανο» είχε απαντήσει εκείνος και άλλη εξήγηση δεν της έδωσε. Αργότερα είχε µιλήσει ο Ιωάννης Ρίζος στη Μακρίνα: «Δεν ζει κανείς από την οικογένεια της µητέρας σου πια, παιδί µου» της είχε πει περίλυπος. «Όχι πάντως οι παππούδες σου, πέθαναν από ελονοσία στις Ινδίες… Αν θέλεις όµως µπορούµε να αναζητήσουµε τυχόν αδέλφια της µητέρας σου στη Βρετανία… ή ξαδέλφια…» Είχε σηκώσει ανήµπορη τους ώµους της, ποιους να αναζητούσαν; Μήπως ποιον ήξερε, ποιον είχε γνωρίσει ποτέ για να τον αγαπάει και να θέλει να τον βρει. Τι να απαντούσε τώρα η Μακρίνα στην παχιά θεία; «Όχι…» είχε ψιθυρίσει και µακάρι να ήταν ο θείος Ρίζος κοντά της. Όµως εκείνος κάπνιζε µε τους άνδρες στην άλλη άκρη της σάλας.
Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, ήταν και ο Αβραάµ που είχε τα µάτια του µόνιµα στυλωµένα πάνω της! Δεν τολµούσε το κορίτσι να σηκώσει λίγο τα δικά της και, τσουπ, εκείνος της χαµογελούσε. Συµπαθητικά βέβαια, δεν λέει. Πατέρας και γιος ήταν συµπαθητικοί άνθρωποι αλλά… Αλλά η Μακρίνα ήθελε µόνο να χαθεί από το πρόσωπο της γης, ήθελε να πεθάνει. Περίµενε µέχρι να αποσυρθεί ο θείος Ρίζος, που τα µάτια του όλο και έκλειναν προς το τέλος του φαγητού, και ήλπιζε η Μακρίνα ότι µε το που θα έφταναν στο σπίτι θα πήγαινε στην κάµαρή του αµέσως, να πάρει έναν υπνάκο. Εκείνος όµως, αν και µισοζαλισµένος από τις ρακές, κάθισε δίπλα στο αναµµένο τζάκι της µικρής σάλας. Η Γκιουλ, κατά τις οδηγίες της Σεβαστής, κρατούσε το σπίτι συνέχεια ζεστό, όσο ζεστό µπορούσε να είναι µια τέτοια κρύα µέρα στην καρδιά του χειµώνα. Ζήτησε καφέ από την Κιµάτη, που τσακίστηκε να του τον κάνει γιατί είχε βαρεθεί τόσες ώρες µόνη. Δυο µέρες σε πλήρη απραξία, ανυποµονούσε να πάρει τα πρωτεία από την Τουρκάλα υπηρέτρια – η οποία, δικαιωµατικά, τα είχε, λέµε εµείς τώρα. Και σιγά «τα πρωτεία» δηλαδή, συµπληρώνουµε! Με ένα νόηµα ο Ιωάννης Ρίζος έδειξε στις δυο γυναίκες να τους αφήσουν µόνους αυτόν και τη Μακρίνα και, µόλις η βαριά ξύλινη πόρτα έκλεισε πίσω τους, κοίταξε την ανιψιά του ερευνητικά και είδε τα συνήθως χλωµά µάγουλά της να βάφονται κόκκινα. «Μακρίνα, παιδί µου, ο γάµος είναι µια σοβαρή απόφαση στη ζωή του ανθρώπου…» ξεκίνησε.
Το υπέθετε αυτό η Μακρίνα και για αυτό ονειρευόταν, ποθούσε, ήλπιζε πως θα παντρευόταν από έρωτα. Δεν µίλησε. «Ο άνθρωπος µε τον οποίο οδηγούµαστε στην εκκλησία» συνέχισε ο Ιωάννης Ρίζος «δεν έρχεται στον κόσµο µόνος του, δεν φυτρώνει στα λάχανα, όπως πιθανό να έχεις ακούσει…» Τώρα η Μακρίνα, υποψιαζόµενη πως ίσως ο θείος Ρίζος είχε την πρόθεση να τη διαφωτίσει σχετικά µε το τι θα συνέβαινε την πρώτη και όλες τις νύχτες που θα επακολουθούσαν του γάµου της, αισθάνθηκε το κεφάλι της να βουίζει και τα πόδια της να τρέµουν. Αυτή την ντροπή δεν θα την άντεχε, κάλλιο να άνοιγε η γης να την καταπιεί, κάλλιο να έβγαιναν οι φλόγες από το τζάκι και να την έκαιγαν τζαΐρ τζαΐρ[42]. Σαν άνδρας που ήταν ο θείος Ρίζος δεν αντιλήφθηκε την ταραχή της κοπέλας, δεν πήγε ο νους του. Μόνο άναψε το τσιµπούκι του – α ναι, καµιά φορά, ρούφαγε ηδονικά ένα σκαλιστό τσιµπούκι µε ασηµένιο βραχίονα, ειδικά αν ζοριζόταν. «Και µ’ αυτό θέλω να σου πω πως, όταν παντρεύεσαι, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν παντρεύεσαι µόνο το… το εν λόγω πρόσωπο, αλλά παντρεύεσαι, κατά κάποιο τρόπο έστω, και την οικογένειά του. Κατανοητό;» «Καθόλου» ήθελε να πει η Μακρίνα, αλλά έγνεψε καταφατικά, η ζαλάδα της ήταν µεγάλη όµως… όµως µια αµυδρή ελπίδα είχε αρχίσει να χαράζει µέσα της, ο θείος της µάλλον για κάτι άλλο ήθελε να της µιλήσει και όχι για το τι… το πώς… Το τι θα γινόταν την πρώτη νύχτα του γάµου. Και τις επόµενες.
«Ο Αβραάµ, παιδί µου, φυσικά έχει γονείς. Ευτυχώς δε, εν ζωή. Και µάλιστα γερούς και νέους, αν µπορώ να κρίνω σωστά. Και είναι και µοναχοπαίδι…» Ήταν σίγουρη η Μακρίνα, τώρα που είχε αρχίσει κάπως να συνέρχεται από την ντροπή που, προκαταβολικά, είχε αισθανθεί, ήταν σίγουρη πως ο θείος της δυσκολευόταν να της πει αυτό που ήθελε. «… σαν µοναχοπαίδι λοιπόν… η µητέρα του… ίσως και ο πατέρας του βέβαια αλλά τουλάχιστον εκείνος δεν µας έδωσε κάποιο δείγµα…» Σταµάτησε ο Ιωάννης Ρίζος. Σαν να αµφιταλαντεύθηκε λίγο. Μήπως δεν έπρεπε τελικά να πει τίποτα; Μήπως ήταν καλύτερα να συνεχισθεί αυτό που είχε ξεκινήσει; Μήπως είναι λάθος να προσπαθείς να γυρίσεις το ποτάµι πίσω; Ύστερα κοίταξε τη Μακρίνα, είδε τα µεγάλα αθώα της µάτια καρφωµένα πάνω του, είδε τα χεράκια της αφηµένα, εγκαταλειµµένα, η σωστότερη λέξη, πάνω στην ποδιά της. Όχι, είχε καθήκον να υπερασπιστεί το ορφανό, δεν ήξερε τι θα γινόταν µετά… Πώς να το ξέρει και ποιος να το ξέρει… Όχι, θα της το ’λεγε και θα αναλάµβανε και το βάρος της απόφασης. «Μακρίνα, παιδί µου. Η µητέρα του Αβραάµ είναι µια αυστηρή γυναίκα. Ίσως πιο αυστηρή απ’ όσο πρέπει… απ’ όσο συνηθίζεται… Μακρίνα, παιδί µου. Η Σεβαστή Χατζηαβράµογλου είναι… είναι δύσκολος άνθρωπος… µόνο σ’ εσένα το λέω γιατί… γιατί πρέπει να το γνωρίζεις. Μέσα σε δυο µέρες… Τι δυο; Ούτε σωστές δύο µέρες δεν είναι… µου έδωσε
δείγµατα κακής συµπεριφοράς, ανεπίτρεπτης για τον ρόλο της, για την τάξη της, αλλά και για το δικό µου… για µένα… πώς να το πω… για το πρόσωπό µου. Ήδη µε έχει προσβάλει κάµποσες φορές, στην προσπάθειά της να µειώσει εσένα». Περίµενε η Μακρίνα, περίµενε και δεν πίστευε στ’ αυτιά της, ο θείος Ρίζος ήταν θυµωµένος µε την υποψήφια πεθερά της, ίσως έγινε και κάτι άλλο που δεν το είχε αντιληφθεί η ίδια, ποτέ όµως δεν περίµενε πως ο θείος της θα της έδινε το δικαίωµα να κρίνει την πεθερά της. «Μακρίνα, παιδί µου, φοβάµαι πως δεν θα περάσεις καλά εδώ µέσα» είπε και ξεφύσηξε, µεγάλη προσπάθεια χρειαζόταν να το παραδεχτεί αυτό. «Για το παιδί … για τον Αβραάµ, δεν έχω να πω τίποτα, µια χαρά είναι! Το ίδιο και ο πατέρας του, εξαιρετικός άνθρωπος! Μπορεί να µην είναι όπως… όπως εµείς… Είναι… πώς να το πω; Είναι µια διαφορετική κοινωνία εδώ, πιο κλειστή… Εµείς βλέπεις στη Σινασό, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, εµείς είµαστε πιο εξελιγµένοι… Αλλά είναι καλοί άνθρωποι, τίµιοι, µετρηµένοι, σωστοί. Μακρίνα, παιδί µου, αν θέλεις, τα χαλάω όλα τώρα!» Δεν κατάλαβε αµέσως το κορίτσι. Ήταν η ταραχή της µεγάλη, ήταν και η θέση της δύσκολη, πότε είχε ερωτηθεί αυτή για κάτι, πότε κάποιος είχε ζητήσει τη γνώµη της, πότε η γνώµη της είχε εισακουσθεί από οποιονδήποτε; «Αν θέλεις, διαλύω τον αρραβώνα τούτη τη στιγµή και γάµος δεν γίνεται ποτέ! Τα µαζεύουµε και φεύγουµε κι ας… κι ας δόθηκε η προίκα… κι ας… ας πούνε… ό,τι πούνε… κι ας… κι
ας…» σήκωσε τους ώµους του. «Δεν το λέω για να σε τροµάξω µα θα πρέπει να γνωρίζεις και εσύ τις συνέπειες µιας τέτοιας απόφασης. Θα είναι δύσκολο µετά να σε ξαναπαντρέψω. Πρόσεξε! Είναι δική σου η απόφαση και δεν θέλω να σε επηρεάσω. Όµως εγώ πιστεύω πως πρέπει να φύγουµε αποδώ!» Έµεινε άφωνη. Άφωνη και χαρούµενη. Και λυπηµένη. Και οπωσδήποτε, προ ενός διλήµµατος. Τεράστιου. Η έκπληξή της δεν περιγράφεται, ποτέ δεν περίµενε πως ο θείος Ρίζος θα πρότεινε κάτι τέτοιο. Η χαρά της επίσης ήταν µεγάλη. Ορίστε! Να µια φορά που κάποιος την υπολόγισε, που της έδωσε το δικαίωµα να πάρει απόφαση για τη ζωή της. Όµως αυτή η χαρά διαλυόταν, εξατµιζόταν µέσα σε ένα καζάνι απέραντης λύπης. Κι αν δεν γινόταν ο γάµος και γυρνούσε πίσω, ποια θα ήταν η µοίρα της, τι την περίµενε στη Σινασό; Έκλεισε τα µάτια και προσπάθησε για λίγα δευτερόλεπτα, ο νους του ανθρώπου τρέχει µε ασύλληπτη ταχύτητα, να φανταστεί τη ζωή της στη Σινασό, στην περίπτωση που θα γυρνούσε πίσω. Και µάλιστα µε τη «βούλα» της χωρισµένης. Είδε τον εαυτό της κλεισµένο στο σπίτι παρέα µε την Κιµάτη – και ήταν νέα, πολύ νέα, για να σκεφθεί πως η Κιµάτη δεν θα ’ταν για πάντα κοντά της–, καθισµένη µπροστά στο τζάκι της κουζίνας, να ακούει τα όνειρα της παραµάνας της καθώς θα ψιλόκοβε τον παστουρµά µε το µπαλταδάκι, όνειρα που πια θα γνώριζε πολύ καλά πως δεν υπήρχε περίπτωση να πραγµατοποιηθούν.
Είδε τον εαυτό της να στέκεται στο παράθυρο και να βλέπει τον κόσµο να βολτάρει, να χορεύει, να γελάει, να κουτσοµπολεύει, να έχει αγάπες, µίση, φιλίες, εχθρούς, παιδιά, πεθερικά, ανίψια, να έχει ζωή. Αυτή τι θα είχε; Τις άδειες κρύες κάµαρες µε τις σφαλιχτές πόρτες που ζωντάνευαν µια φορά τον χρόνο, κι αν, µε την άφιξη της οικογένειας του θείου Ρίζου. Είδε το µόνιµα σβηστό τζάκι της σάλας που πάντα της πλάκωνε την ψυχή, εκείνο ήταν που της δηµιουργούσε το µεγαλύτερο αίσθηµα ερηµιάς. Εδώ σε θέλω τώρα, κυρα-Μακρίνα! είπε από µέσα της. Εδώ σε θέλω! Για λέγε, για παρακάλεσε, για ζήτα, για πέσε στα πόδια του θείου να σε πάρει µαζί του στην Πόλη, να σ’ αφήκει να σπουδάσεις, να κάνεις αλήθεια το όνειρό σου! Ζάρωσε η Μακρίνα, µάζεψε, µίκρυνε. Προσπάθησε να εξαφανιστεί, µακάρι να γινόταν µια ακίδα από το ξύλινο πάτωµα, ένας κόκκος σκόνης πάνω στο καλογυαλισµένο σινί, ένας κόµπος από το κιλίµι του τοίχου. Δείλιασε, φοβήθηκε, τροµοκρατήθηκε. Ποια ήταν αυτή που θα επιβάρυνε τόσο πολύ έναν ξένο, στην ουσία, άνθρωπο που της είχε φερθεί µε τόση καλοσύνη; Τι θα έλεγε η οικογένειά του; Ποια θα ’ταν η γνώµη της θείας Βασιλείας αν γυρνούσε πίσω; Τι θα έλεγαν τα παιδιά του; Ακόµα κι αν τολµούσε να του πει να την πάρει µαζί του, θράσος απίστευτο και ταµάχι[43] µεγάλο, για να σπουδάσει στην Πόλη. Ακόµα κι αν, λέµε αν, εκείνος το δεχόταν, πόσο σίγουρη ήταν πως το να ζει µε την οικογένεια Ρίζου θα ήταν
καλύτερα από τώρα; Ποιος ξέρει τι καηµοί και πίκρες, τι προσβολές και µπηχτές θα έπρεπε να ανεχτεί και εκεί; Τους είχε όλους δει µια δυο φορές, ήταν καλοί και ευγενικοί άνθρωποι, µα γι’ αυτούς η Μακρίνα ήταν ένα κορίτσι που δεν ήταν µέσα στα πόδια τους όλη την ώρα, ήταν µια µικρανιψιά που φρόντιζε µαζί µε την Κιµάτη το σπίτι στη Σινασό, ήταν σίγουρη η Μακρίνα σαν µια από τις υπηρέτριές τους. Ύστερα ήταν και το θέµα της Κιµάτης. Τι θα απογινόταν η παραµάνα αν έφευγε στην Πόλη; Τι θα απογινόταν χωρίς εκείνη; Πού θα περνούσε τα γεράµατά της, µε ποια παρέα και µε ποιανού φροντίδα; Σηκώθηκε σκεφτική και βάδισε ως το παράθυρο. Τράβηξε στην άκρη τη µαυροκόκκινη υφαντή κουρτίνα και είδε έξω. Το χιόνι είχε σταµατήσει σχεδόν να πέφτει, πού και πού κάποια αφηρηµένη νιφάδα στροβιλιζόταν αναίτια και αναποφάσιστα, µια ανέβαινε προς τα πάνω ωθούµενη από τον αέρα που συνέχιζε να φυσάει και µετά έπαιρνε πάλι τον δρόµο προς τα κάτω, στο προδιαγεγραµµένο ταξίδι της προς τη γη. Παροµοίασε τον εαυτό της µε τη νιφάδα η Μακρίνα, προς τι να προσπαθείς για το αντίθετο όταν η µοίρα σε έχει τάξει να πέσεις στη γη, να ενωθείς µε τα εκατοµµύρια, τα δισεκατοµµύρια άλλες νιφάδες που υπήρξαν πριν από σένα, που θα συνεχίζουν να υπάρχουν και µετά από σένα; Γύρισε και κοίταξε τον θείο Ρίζο που περίµενε υποµονετικά να ακούσει την απόφασή της. Προσπάθησε και κατάφερε να του χαµογελάσει, γλυκάθηκαν τα µατάκια της, οµόρφυνε η όψη
της. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, θείε Ρίζο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για όσα έχεις κάνει για µένα όλα αυτά τα χρόνια. Σ’ ευχαριστώ και για τούτο τον γάµο που κανόνισες, πιστεύοντας πως είναι για το καλό µου. Σ’ ευχαριστώ και για αυτό που µου λες τώρα, γιατί ξέρω πόσο δύσκολη απόφαση είναι και φαντάζοµαι τους λόγους για τους οποίους την πήρες. Σ’ ευχαριστώ πολύ, θείε Ρίζο, που µου δείχνεις πως µ’ αγαπάς και µε υπολογίζεις σαν δικό σου άνθρωπο, αιώνια θα είναι η ευγνωµοσύνη µου για σένα και θα παρακαλάω τον Θεό να σ’ έχει καλά όπως και την οικογένειά σου όλη. Αλλά… αλλά δεν µπορώ να συνεχίσω να σου είµαι βάρος… Όχι, όχι, άφησέ µε, σε παρακαλώ…» Δεν τον άφησε να τη διακόψει αντιδρώντας προφανώς στην επισήµανσή της πως του ήταν βάρος. «Το ξέρω πως ό,τι έκανες το έκανες µε την καρδιά σου, αλλά κάποτε πρέπει αυτό να τελειώνει, πρέπει και εγώ να φτιάξω τη ζωή µου, πρέπει και εσύ να µην έχεις συνέχεια την έννοια µου, έχεις κάνει τόσα πολλά για µένα. Δεν πρέπει, δεν είναι σωστό, δεν θέλω άλλο να έχεις τη σκέψη σου στην αφεντιά µου. Έχεις παιδιά, εγγόνια και γυναίκα. Φτάνει τόσο, σ’ ευχαριστώ για όλα. Το λέω και θα το λέω πάντα. Θα παντρευτώ τον… τον Αβραάµ και θα τα καταφέρω, θα προσπαθήσω να τα καταφέρω». Ύστερα ακούµπησε ξέπνοη στον τοίχο, τα είχε πει, πάει είχε χαθεί για πάντα η ευκαιρία, είχε µόνη της ανοίξει την πόρτα και είχε µπει στον δρόµο της ζωής, µιας ζωής που άλλοι είχαν
ετοιµάσει για εκείνη. Είδε τον θειο της να σκουπίζει τα µάτια του, ο ηλικιωµένος ευπατρίδης είχε συγκινηθεί από τα λόγια του κοριτσιού. Πόσο σοφό παιδί ήταν στα αλήθεια η Μακρίνα του! Πόσο καλή και συνετή κοπέλα! Δόξα τω Θεώ, είχε γίνει µια γυναίκα ώριµη και γεµάτη ευγνωµοσύνη. Μακάρι και τα δικά του τα παιδιά να ήταν τόσο καλά όσο και τούτο το ξένο, το ορφανό. «Με συγκινείς, παιδί µου, µε συγκινείς µε την καλή σου την καρδιά και τη λογική σου. Όσα σου είπα είναι αλήθεια και είµαι διατεθειµένος να τα πραγµατοποιήσω. Δική σου είναι η απόφαση, δική σου και η ζωή. Όπως θέλεις εσύ». Πήγε και τον αγκάλιασε η Μακρίνα, για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια που ήταν υπό την προστασία του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα δυο µάγουλα και έµεινε εκεί, µέσα στην πατρική του αγκαλιά, προσπαθώντας να µη βάλει κι εκείνη τα κλάµατα. «Μια τελευταία ερώτηση» είπε ο Ιωάννης Ρίζος, όπως της χάιδευε τα µαλλιά. «Μια τελευταία ερώτηση, παιδί µου, και θα είµαι για πάντα ήσυχος. Τον Αβραάµ… να µην πω τον αγαπάς… Νοµίζεις πως τον Αβραάµ …πως µαζί του… θα είσαι καλά; Θα µπορέσεις να τον αγαπήσεις;» Δεν βγήκε από τη ζεστή του αγκαλιά εκείνη, µόνο την ένιωσε να σκληραίνει κάπως, να ζορίζεται, να αναδεύεται. «Ναι, θείε µου» απάντησε µε σταθερή φωνή στο τέλος. «Τον Αβραάµ, τον… Αβράµη ήδη τον αγαπώ…» Και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του, δεν ήθελε να
του αφήσει την παραµικρή αµφιβολία πως όχι µόνο την άφηνε σε καλά χέρια, αλλά κυρίως πως ο γάµος εκείνος ήταν αυτό που ήθελε και εκείνη. Και δεν την ένοιαξε καθόλου που είπε ψέµατα στον ευεργέτη της. Κανείς δεν της το είχε πει ποτέ, αλλά υπήρχαν φορές στη ζωή που το ψέµα ήταν προτιµότερο από την αλήθεια. Αυτή ήταν η πρώτη της φορά. Θα υπήρχε και δεύτερη, χρόνια αργότερα. Και δεν θα ήταν τόσο ανώδυνη, όσο τούτη. Αν υποθέσουµε πως αυτή ήταν ανώδυνη.
Σήκωσε για πρώτη φορά τα µάτια πάνω του, είχε έρθει η ώρα, ήταν ανόητο να τα κρατά χαµηλωµένα, σε λίγα λεπτά αυτός ο άνδρας θα γινόταν δικός της άνδρας. Δεν µπορούσε να συνεχίσει να µην τον κοιτάει, όπως είχε κάνει τις δυο προηγούµενες µέρες, από τη στιγµή δηλαδή που είχαν φτάσει µε τον θείο Ρίζο και την Κιµάτη στην Καισάρεια. Πρώτη του Γενάρη του χίλια εννιακόσια, χαραυγή του νέου αιώνα, χαραυγή για νέες ελπίδες, αρχή µιας καινούργιας ζωής, και η Μακρίνα, κάτω από τις αδύναµες αχτίδες του ήλιου που είχε νικήσει τελικά το χιόνι, ανέβαινε υποβασταζόµενη από τον θείο Ρίζο τα σκαλιά της πανέµορφης εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, του πολιούχου της Καισάρειας, ντυµένη νύφη και καλυµµένη µε το πυκνό δαντελένιο της πέπλο, που έφτανε σχεδόν ως κάτω στα πόδια της. Ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας λεπτή, εύθραυστη και
τρεµάµενη, µε τα πλούσια κόκκινα µαλλιά της χτενισµένα σε δεκάδες λεπτές κοτσίδες, τα «φιτίλια» όπως ήταν το έθιµο για τις νύφες, τα ανέβαινε µε µικρά προσεκτικά βήµατα γιατί ένα λεπτό στρώµα πάγου τα κάλυπτε ύπουλα και αισθανόταν ένα κάψιµο στην πλάτη της από τα βλέµµατα όλου του κόσµου που ήταν εκεί και περίµεναν µε περισσή αγωνία να δούνε τη νύφη των Χατζηαβράµογλου. Κοίταξε δειλά και αντίκρισε τον Αβραάµ ντυµένο µε καλοραµµένα ρούχα να την περιµένει στο προαύλιο. Ο λαιµός του έµοιαζε να ασφυκτιά µέσα στο ψηλό κολάρο, ενώ ήταν φανερό πως δεν ήξερε τι να κάνει µε τα χέρια του. Αυτός είναι… σκέφθηκε µε κάποια πίκρα η Μακρίνα. Αυτός είναι ο άνδρας µου… Όλα τα παραµύθια µε το πιο όµορφο παλικάρι της Σινασού, τα βασιλόπουλα, τους έρωτες και τα ροµαντικά δειλινά στους λόφους της πατρίδας δεν υπάρχουν πια. Τα ψέµατα έχουν τελειώσει… µαζί µε τα παραµύθια. Αυτός είναι ο άνδρας µου. Μ’ αυτόν θα ζήσω όλη µου τη ζωή. Θα κάνω παιδιά, αν θέλει ο Θεός… Θα πρέπει να τον αγαπήσω πιο πάνω και από εµένα. Δεν έκλαψε, όπως της πρόσταζαν τα µάτια του. Μόνο πήγε όσο πιο θαρρετά µπορούσε κοντά του. Έτσι κι αλλιώς, αυτή τη διαδροµή είχε διαλέξει. Αυτός ήταν ο προορισµός της.
Κράτησε την αναπνοή του εκείνος. Ήρθε! Ήρθε το κορίτσι που
σκεφτόµουν τόσους µήνες τώρα, το κορίτσι που περίµενα σ’ όλη µου τη ζωή. Ήρθε και είναι πιο όµορφη από τα όνειρά µου, τέσσερις µήνες µε τη σκέψη της έζησα, τώρα νιώθω πως τριάντα χρόνια αυτή σκεφτόµουν, αυτή ήταν η µοίρα και το πεπρωµένο µου. Δώστε µου, Χριστέ και Παναγιά, τη δύναµη να την κάνω ευτυχισµένη, δώστε µας χρόνια πολλά να ζήσουµε µαζί, να κάνουµε παιδιά, να γεράσουµε µαζί, να την κρατώ από το χέρι στα καλά και στα δύσκολα, στις µεγάλες νύχτες του χειµώνα και στις µικρές του καλοκαιριού, στις ανηφοριές και στις κατηφοριές, στο χάραµα µε το κελάηδηµα του αηδονιού και στα µεσάνυχτα µε τη φωνή της κουκουβάγιας, στον ύπνο και στον ξύπνιο µου, στο νερό και στην πέτρα, στο χρυσάφι και στο ξύλο, στην κορυφή του βουνού και στον πάτο των λιµνών. Δώσε, Θεέ, να γίνουµε ένα, να ζήσουµε όµορφα τη ζωή µας.
Ο Αβραάµ και η Μακρίνα παντρεύτηκαν την πρώτη µέρα του χιονισµένου Γενάρη του 1900, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας.
Ιούνιος 2004: Προκόπι ΗΜΕΡΑ 1Η
Έλσα
Έχει αδειάσει δυο µπουκαλάκια βότκας. «Να κάνεις αµέσως ένα χαµάµ και να κοιµηθείς» την έχει συµβουλέψει η Ερωφίλη, τόσο µακριά και τόσο κοντά η φιλενάδα της, τη σκέφτεται και της προτείνει πράγµατα που, ίσως, την κάνουν να αισθανθεί καλύτερα. Η Ερωφίλη έχει υπάρξει µάρτυρας της δυστυχίας της, έχει φορτωθεί τη λύπη και τον οδυρµό της, λες και είναι δικό της το πένθος. Η Έλσα αφήνει µε σεβασµό πάνω στο γραφείο το «ηµερολόγιο». Λίγο διάβασε, λίγο και είναι από τα παλιά, τα πολύ παλιά, σχεδόν δεν µπορεί να συλλάβει τον χρόνο. Ντροπή της! Μεγάλη γυναίκα και µόνο για την ιστορία της γιαγιάς
Σεβαστής ενδιαφέρεται. Αλλά πώς να γνωρίσει τον ευατό της, πώς να τον µελετήσει και τον εξετάσει, αν δεν ξέρει από πού προέρχεται και πώς της όρισαν, µε οποιονδήποτε τρόπο, οι άλλοι τη ζωή; Αργεί κάπως η ιστορία της γιαγιάς της αλλά δεν πειράζει, η ηδονή της προσµονής είναι γλυκιά, έρχεται λίγο αργότερα η ιστορία της Σεβαστής, της µικρής Σεβαστής, την ξέρει αλλά επιθυµεί να τη διαβάσει εδώ, στη γη των προγόνων… στη γη που… σε όλη της τη ζωή η Σεβαστή σαν «πατρίδα» την ανέφερε, µόνο στο τέλος, µόνο λίγο πριν το τέλος «µεµλεκέτ» την έλεγε και κολλούσε σαν µέλι το στόµα της. Μετανιώνει, παίρνει το «ηµερολόγιο» και το βάζει ξανά µέσα στην τσάντα της. Αυτό το κειµήλιο δεν πρέπει να το δούνε ξένα µάτια, δεν θα καταλάβουν, δεν θα νιώσουν, δεν θα πιστέψουν. Όποιος άλλος, πέρα από την ίδια την Έλσα, διαβάσει το «ηµερολόγιο» πιθανόν και να συγκινηθεί. Ο σπαραγµός όµως που κρύβεται σ’ αυτόν τον θησαυρό δεν µπορεί να γίνει κτήµα κανενός άλλου. Μόνο η Έλσα, µόνο αυτή, µοναδική απόγονος, αλλά και τόσο ίδια µε τη γιαγιά της· µόνο εκείνη µπορεί να τον κάνει κτήµα της. Και µετά να τον ξεπεράσει. Να τον κάνει χαµόγελο. Μακάρι και µνήµη χαρµόσυνη, αιώνια.
ΙΔΙΑ ΜΕΡΑ – ΙΔΙΑ ΩΡΑ
Άλεξ
Με τις τρεις ρακές να βολτάρουν αδέσποτες στα τοιχώµατα του στοµαχιού του, πετάει τα ρούχα στο πάτωµα και κατεβαίνει στο χαµάµ µε το ασανσέρ. Κάποια ηλικιωµένη τουρίστρια που είναι µέσα µαζί του, αισθάνεται αµήχανα. Για φαντάσου να βγάλω τώρα το µπουρνούζι, σκέφτεται ο Άλεξ και σκάει στα γέλια. Η γυναίκα κολλάει στην πόρτα, ευτυχώς που έχουν να διανύσουν µόνο δυο ορόφους, όταν φτάνουν βιάζεται να βγει από τον θάλαµο, όσο το δυνατό γρηγορότερα. Μαζί µε τις αναθυµιάσεις του αλκοόλ ανεβαίνουν στο µυαλό του σκηνές από ένα σπίτι στην εξοχή µπροστά στον ωκεανό, το γλυκό χαµόγελο της µητέρας του όπως πάντα απορηµένο. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί την εγκατέλειψε ο άνδρας της, ο πατέρας του Άλεξ, πριν βγει από το νοσοκοµείο όπου τον είχε γεννήσει· ποτέ δεν το κατάλαβε και όλο τον περίµενε, ακόµα και όταν κάποτε εκείνος εµφανίστηκε, δώδεκα χρόνια µετά, και είχε τρία παιδιά µε «τη γυναίκα που αγαπούσε πάντα», όπως της είχε δηλώσει χωρίς αιδώ ο γιος της σκύλας. Μπαίνει στον προθάλαµο του χαµάµ, ζέστη και υγρασία αλλά καµιά σχέση µε ό,τι πρόκειται να συναντήσει πιο µέσα, πάγκοι και ντουλάπια µε κλειδιά, άρωµα σαπουνιού διάχυτο
παντού, προχωράει στο εσωτερικό, οι αναµνήσεις έχουν γυρίσει άγριες – κοίτα, που νόµισε πως τις είχε ξορκίσει µε το αλκοόλ, φτου, ξέρει τι τον περιµένει πάλι! «Παραδίδοµαι» λέει σ’ αυτόν που τον υποδέχεται, έναν θηριώδη τύπο, µε εξίσου θηριώδες µουστάκι, που ασφαλώς δεν καταλαβαίνει λέξη, µόνο χαµογελάει πλατιά. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο βλέπετε.
ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Έλσα
Βγάζει το κατάλευκο µπουρνούζι και τυλίγεται στη ριγωτή υφαντή πετσέτα που της δίνει µια νέα κοπέλα. Σκαρφαλώνει πάνω στα ξύλινα τσόκαρα και προσπαθεί να κρατήσει την ισορροπία της καθώς παντού έχει νερά και υδρατµούς. «Να κάνεις χαµάµ!» τα λόγια της Ερωφίλης στα αυτιά της, δυο βδοµάδες πριν το ταξίδι µ’ αυτό την πιλάτευε. «Να κάνεις χαµάµ! Και ν’ αφήσεις τις σεµνοτυφίες, να κάνεις ολόγυµνη, µόνο έτσι θα το φχαριστηθείς!»
Την άκουσε τη φίλη της και τώρα, τυλιγµένη στην πετσέτα, προσπαθεί να ισορροπήσει µε τα βαριά τσόκαρα, καθώς πιάνει τα µαλλιά της µε ένα κλάµερ. Η Ναζλί, η χαµαµτζού µε το µαύρο ολόσωµο µαγιό την ακολουθεί κατά πόδας, προσέχοντας να µη γλιστρήσει και της υποδεικνύει να καθίσει στο ζεστό µάρµαρο δίπλα από µια κρήνη. Γελάει η Έλσα. Άκου κρήνη! Πώς της ήρθε τώρα αυτό; Η κοπέλα ανοίγει τη βρύση και της δίνει ένα πλατύ µπακιρένιο σκεύος. Τάσι ονόµαζε η γιαγιά Σεβαστή µε τη βαριά της προφορά ένα παρόµοιο που βρισκόταν στο σπίτι της, ποτέ δεν είχε µάθει η Έλσα ποια ήταν η χρήση του. Η Ναζλί τής δείχνει πώς να το γεµίζει –σιγά την επιστήµη, δηλαδή!– και να ρίχνει το νερό πάνω της. Πριν φύγει, και δείχνοντας προς τον κόκκινο θύσανο που καλύπτει την ήβη της Έλσας: «Χαλάουα, εφέντηµ’;» ρωτάει διστακτικά. Κάνει «όχι» µε το κεφάλι της εκείνη. Τρία χρόνια έχει να το περιποιηθεί, του Νίκου του άρεσε αποτριχωµένο, πώς ήταν ποτέ δυνατόν, αφού εκείνος πέθανε, να είχε στον νου της τέτοια φροντίδα; Ευεργετική η αίσθηση του ζεστού νερού µε το οποίο περιχύνεται από το κεφάλι ως τα νύχια των ποδιών, ξανά, ξανά. «Συνέχισε, εσύ! Εσύ!» της κάνει νόηµα η Ναζλί – µήπως και αυτό το όνοµα τυχαίο είναι, όλο «ναζλού» και «ναζλού» την αποκαλούσε η γιαγιά όταν µικρή χόρευε µπροστά στον καθρέφτη και εκείνη την καµάρωνε. Ρίχνει το νερό και σκέφτεται. Στην είσοδο είχε δει τις ενδείξεις «ladies» και «gentlemen», άρα υπάρχει και χωριστό
χαµάµ για τους άνδρες. «Να µην πας σε µεικτό!» την είχε προειδοποιήσει η Ερωφίλη που ήταν µανούλα σε κάτι τέτοια. Αν και Αθηναία, λάτρευε οτιδήποτε προερχόταν από την Ανατολή, του χαµάµ συµπεριλαµβανόµενου. «Να µην πας σε µεικτό, δεν θα το ευχαριστηθείς». Το ήξερε η Έλσα. Είχανε πάει µε τον Νικόλα στην Κωνσταντινούπολη και πράγµατι, δεν της είχε αρέσει, δεν είχε καταφέρει να χαλαρώσει, όλο έφτιαχνε την πετσέτα γύρω από το σώµα της µη και φανεί κάτι, στο τέλος είχε βγει έξω και είχε φορέσει µαγιό για να µπορέσει να συνεχίσει. Κοιτάει τον µαρµάρινο τοίχο που δεν φτάνει ως τη θολωτή οροφή και την παρατηρεί µε επαγγελµατικό ενδιαφέρον. Τουλάχιστον δέκα µέτρα ύψος. Τέλεια κυρτή γραµµή. Επενδυµένη όλη µε µαρµαρόπλακες. Σιδερόφρακτοι φεγγίτες γύρω γύρω… Οι υδρατµοί ανεβαίνουν ως εκεί λικνιζόµενοι στους ρυθµούς σιωπηρού καυτού τραγουδιού και όσο πλησιάζουν προς τους φεγγίτες διαλύονται, εξαφανίζονται. Όλα στη ζωή είναι σαν τον υδρατµό. Ο έρωτας, ο πόνος, η χαρά, η µνήµη. Όλα στην αρχή είναι πυκνά και καυτά και όσο αποµακρύνονται από σένα, αλλάζουν θερµοκρασία, σύσταση και υφή, αραιώνουν και όσο πάνε εξαφανίζονται. Από δίπλα ακούει τώρα τα τσόκαρα πάνω στο µάρµαρο, κάποιος… κάποιοι έρχονται. Πηγαίνουν δίπλα. Ένα βήξιµο… Άνδρας λοιπόν. Φυσικά άνδρας, το είδε µε τα µάτια της πως δίπλα είναι για «gentlemen». Πάει να γελάσει, της αρέσει το ζεστό νερό όπως κάνει τη διαδροµή στο σώµα της. Χρόνια έχει
να αισθανθεί τόση θαλπωρή, τέτοιο χάδι. Πάει να γελάσει, άκου εκεί «gentlemen»! Ποιο ακριβώς είναι το αστείο; Παραµένει άγνωστο. Στήνει αυτί. Μαζί µε τους υδρατµούς ανεβαίνουν προς τη θολωτή οροφή και ανδρικές χαµηλές φωνές που συνοµιλούν. Ή κάπως έτσι. Είναι δύο. Όχι παραπάνω από δύο, σίγουρα αυτή δεν είναι µια πολυσύχναστη µέρα για το χαµάµ του ξενοδοχείου, ίσως και η ώρα να µην είναι η συνηθισµένη. Μία η Έλσα λοιπόν και ένας ο άγνωστος του διπλανού χαµάµ για «gentlemen», µόνο αυτοί πόθησαν να απολαύσουν το καυτό λουτρό.
ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Άλεξ
Ο Χασάν, όπως του συστήθηκε, θα πρέπει να είναι πάνω από εκατό κιλά και µοιάζει µε παλαιστή. Τα πόδια του είναι κοντά και χοντρά και τα χέρια του τεράστια. Χαµογελάει συνέχεια σε σηµείο που ακόµα και ο Άλεξ, αδιάφορος γενικά στις
ανθρώπινες επαφές και µαθηµένος στα προσποιητά χαµόγελα, να αναρωτιέται αν ο άνθρωπος είναι στα καλά του. Ο Χασάν τού τρίβει την πλάτη µε δύναµη µε ένα παράξενο, µακρόστενο σφουγγάρι που όµοιό του δεν έχει ξαναδεί και κάθε τόσο ζητάει επιβεβαίωση µε µια από τις ελάχιστες αγγλικές λέξεις που ξέρει. «Good, εφέντηµ’;» «Good» απαντάει µισοναρκωµένος εκείνος. Μια το αλκοόλ και… µια τα µαλλιά της… Τα µαλλιά της µητέρας του που πάνε κι έρχονται όπως τα παρασύρει το κύµα. Το πρόσωπό της δεν το βλέπει αλλά ξέρει πως είναι εκείνη. Το δεξί της χέρι ψηλά, πάνω από το κεφάλι της, είναι σαν να χαιρετάει κάποιον που φεύγει. Ή που έρχεται. Το αριστερό το έχει πλακωµένο κάτω από το σώµα της και εκείνος, δεκαπέντε χρονών αγόρι µε µαλλιά σαν στάχυα, τη γυρίζει ανάσκελα. Ακόµη χαµογελάει. Το ίδιο απορηµένο χαµόγελο, το δικό της απορηµένο χαµόγελο, που είναι σαν να την τροµάζει ο κόσµος, σαν να µην ξέρει πώς να φερθεί, πώς να σταθεί για να είναι αρεστή, ποθητή, αγαπηµένη. Για να µείνει κοντά της ο άνδρας της. Ο έρωτάς της. Της ανοίγει την παλάµη που είναι ακόµη σφιγµένη, λίγη άµµος, όση δεν πρόλαβε να γλείψει το κύµα. Λίγη άµµος και απέραντη απελπισία. «Σήκω, αγόρι µου» είναι η φωνή του παππού του, σπασµένη σε χίλια κοµµάτια. «Σήκω, πάµε, τέλειωσε πια» και δεν κλαίει, οι νοσοκόµοι σπρώχνουν το φορείο µε σκεπασµένο ως απάνω το κεφάλι το κορµί της µάνας του. «Πάµε, τέλειωσε πια…» τον
κρατάει από το χέρι και τον οδηγεί ως το σπίτι, που ποτέ δεν θα είναι ίδιο ξανά χωρίς εκείνη. Το βράδυ εκείνο άκουσε τον παππού να ουρλιάζει και να σπάει πράγµατα. Ο γιος του, προδίδοντας και εγκαταλείποντας τη νεαρή του γυναίκα και το παιδί τους, ήταν λες και πρόδωσε και τον ίδιο. Στήριξαν την κοπέλα σαν να ’ταν κόρη τους και µεγάλωσαν τον Άλεξ. Καµιά φορά η γιαγιά έπαιρνε το µέρος του γιου τους, ο παππούς ποτέ. Έσπαγε πράγµατα ως το ξηµέρωµα και οι λυγµοί του έκαναν τα τζάµια να τρίζουν. Ο Άλεξ το πρωί αποφάσισε πως έπρεπε να κάνει κακό στον εαυτό του. Και να µην αγαπήσει κανένα, ποτέ.
ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Έλσα
Ξανά νερό από την κορυφή ως τα νύχια – ααααχ!Τέλεια αίσθηση! Τα µαλλιά της έχουν κολλήσει στον λαιµό αλλά δεν την ενοχλούν όπως άλλες φορές που δεν τα ανέχεται και βιάζεται να τα τυλίξει στην πετσέτα. Ησυχία βασιλεύει τώρα
στον χώρο αυτό τον µαγικό, κουνάει απαλά το χέρι και ανακατεύει τους υδρατµούς, δηµιουργούνται τυχαία σχήµατα που ενώνονται και πάλι· ρευστά, όλα ρευστά εδώ µέσα στη θαµπάδα και το µισοσκόταδο· το µόνο φως που υπάρχει είναι από τα παραθυράκια της οροφής και αυτό διαθλασµένο µέσα από παχύ στρώµα υδρατµών. Γαλήνη… απόλυτη γαλήνη… Κάποιος χύνει νερά δίπλα, στο «gentlemen», κάποιος άγνωστος ακολουθεί το ίδιο προαιώνιο τελετουργικό του χαµάµ. Ησυχία και πάλι… Κλακ… Κλακ… Κλακ… Στάζουν πάνω στα µάρµαρα από την οροφή χιλιάδες, εκατοµµύρια σταγόνες… Κλακ… Κλακ… Κλακ… Το ταξίδι των θαµπών υδρατµών τελειώνει µόλις ανακατεύεται µε τον ψυχρό αέρα… Κλακ… Κλακ… Κλακ…Όπως όλα τα πράγµατα… Ένα σύντοµο ταξίδι και µετά πάλι πίσω… Κλακ… Κλακ… Κλακ…Πίσω εκεί από όπου ξεκινάς… Κανείς δεν µπορεί να ξεφύγει… Κλακ… Κλακ… Κλακ… Ούτε καν ο αέρας… Μόλις φτάνει στο παράθυρο υγροποιείται και πίσω πάλι… Κλακ… Κλακ… Κλακ… Θα µπορούσε να µείνει εδώ ολόκληρη τη µέρα να µετράει τις σταγόνες του νερού και να κοιτάει τη µάταιη προσπάθεια απόδρασης των υδρατµών. Η Ναζλί την πλησιάζει γλιστρώντας µέσα στη θαµπάδα της ζέστης. Κανένας ήχος δεν προειδοποιεί για την εµφάνισή της, δεν φοράει τσόκαρα, τα γυµνά της πέλµατα σχηµατίζουν ατέρµονους κύκλους καθώς πατάει στα νερά. «Φτάνει» της γνέφει, την παίρνει από το χέρι και την οδηγεί στο κέντρο της αίθουσας σε µια χαµηλή οκταγωνική βάση, από µάρµαρο και
εκείνη. Την ξετυλίγει από την πετσέτα, την οποία απλώνει στο µάρµαρο, και της δείχνει µε το χέρι να ξαπλώσει πάνω της. Υπακούει η Έλσα και αφήνεται στην περιποίηση των έµπειρων χεριών της Τουρκάλας. Νερό χλιαρό και αρωµατισµένο σαπούνι, τρίψιµο µε ένα παράξενο σφουγγάρι, ξανά σαπούνισµα, ξανά τρίψιµο. Κάθε τόσο η κοπέλα τη ρωτάει αν της αρέσει: «Good?». Κι εκείνη σπεύδει να επιβεβαιώσει: «Good! Good!». Της δείχνει να γυρίσει µια από µπροστά, µια µπρούµυτα, και αυτό επαναλαµβάνεται κάθε τόσο, ενώ µικρά επιφωνήµατα ευχαρίστησης της ξεφεύγουν, ειδικά όσο τη λούζει και της τραβάει απαλά τα µαλλιά – «Τσοκ γκιουζέλ!» της λέει µε θαυµασµό για τα πλούσια βαθυκόκκινα µαλλιά της. Ύστερα, της αλείφει το σώµα µε λάδι ορχιδέας, το µαλάζει µε κυκλικές κινήσεις, εκατοστό το εκατοστό, χωρίς να εξαιρέσει ούτε ένα από τα είκοσί της δάχτυλα, τρίβοντας µε γλύκα, επιµονή και αφοσίωση. Χαλαρωµένη µέσα στο εξωπραγµατικό περιβάλλον η Έλσα, κάτω από το επαγγελµατικό αλλά και τρυφερό συγχρόνως άγγιγµα της Ναζλί, χάνει την αίσθηση του χρόνου, ξεφεύγει από την πραγµατικότητα. Το σώµα της, σαν σε όνειρο, ξυπνάει από τον λήθαργο στον οποίο βρίσκεται τρία χρόνια τώρα, ανατριχιάζει, δονείται και ανακαλύπτει, µέσα από υγρά και µυρωµένα µονοπάτια, τη γυναικεία του υπόσταση. Μέχρι τότε είχε, εκατοντάδες, χιλιάδες φορές, φανταστεί πως
έκανε έρωτα µε τον Νικόλα της. Δεν ήταν γιατί είχε ερωτική διάθεση, το βαρύ της πένθος είχε διαλύσει –για πάντα, είχε πιστέψει– τη γυναικεία της φύση. Με εκείνο τον τρόπο όµως, δηλαδή µε το να φαντάζεται πως κάνει έρωτα µε τον άνδρα της, η Έλσα πίστευε πως ίσως έτσι του έδινε λίγη χαρά εκεί που βρισκόταν, όπου κι αν ήταν το «εκεί». Ίσως το καταλάβαινε εκείνος και, ίσως πάλι, του πρόσφερε µια «µικρή ανάσταση». Διαφορετικά δεν µπορούσε να το ονοµάσει, αφού ο Νίκος θεωρούσε το σεξ πηγή ζωής. Τώρα όµως είναι αλλιώς, τώρα δεν σκέφτεται εκείνον, ούτε κάποιον άλλον, κάποιον συγκεκριµένο άνδρα. Είναι αυτή και το σώµα της. Οι δυο τους. Ίσως και µια άγνωστη ανδρική φωνή από δίπλα, που φτάνει στα αυτιά της πάνω από τον ψηλό τοίχο που τους χωρίζει, µια φωνή φορτωµένη µε ζέστη και υγρασία. Σκληραίνουν οι ρώγες του στήθους, τρεµουλιάζει το αυλάκι της σπονδυλικής στήλης, ανατριχιάζουν οι µηροί και αισθάνεται όλο της το αίµα να συγκεντρώνεται στην ήβη. Με τις αισθήσεις σχεδόν ναρκωµένες και το σώµα έτοιµο να εκραγεί, επιθυµεί να ακούσει και πάλι από δίπλα τις ανδρικές φωνές και… Ωπ! Να τη! Θείο δώρο! Ένας αναστεναγµός, σαφώς από ανδρικό λαρύγγι βγαλµένος, ένας βαθύς αναστεναγµός. Που θαρρείς και κάτι της ψιθυρίζει στο αυτί. Δεν καταλαβαίνει τι λέει, ούτε ποιος το λέει. Ούτε σε ποια γλώσσα. Περιττά, όλα είναι περιττά. Αρκεί ο ήχος, το ανδρικό µέταλλο της φωνής για να την αναστατώσει, το µυαλό της ταξιδεύει σε σκληρά ανδρικά οπίσθια, σε στήθη που µπορούν άνετα να
φιλοξενήσουν ένα γυναικείο κεφάλι και να το κοιµίσουν εκεί επάνω, σε µπράτσα που τη σφίγγουν και την κρατάνε φυλακισµένη. Φυλακισµένη και ευτυχή. Αν η Έλσα δεν ήταν ελαφρώς µεθυσµένη, δεν θα είχε επιτρέψει στον εαυτό της να ζήσει τον «βουβό» οργασµό που προήλθε από µια ανδρική φωνή. Αυτό είναι παραπάνω από βέβαιο.
ΣΤΟ ΧΑΜΑΜ
Άλεξ
Το ζεστό µάρµαρο στο οποίο είναι ξαπλωµένος µπρούµυτα του προκαλεί µεγάλη ευχαρίστηση, κάτι από τη λησµονηµένη µήτρα του θυµίζει –µητέρα είσαι εδώ;–, οι υδρατµοί, το κελάρυσµα του νερού, το φως που µπαίνει από τα ζωγραφιστά παράθυρα της θολωτής οροφής, το άρωµα της σαπουνάδας, τα µουρµουρητά που φτάνουν στα αυτιά του από δίπλα και το νερό µε το οποίο τον περιχύνει κάθε τόσο ο Χασάν –να µην ξεχνάµε και τις τρεις ρακές, ούτε όµως και το υπερατλαντικό ταξίδι– τον
έχουν αποχαυνώσει. Ένα απαλό γυναικείο γέλιο έρχεται από κάπου. «Lady!» λέει ο Τούρκος χαµογελώντας πονηρά και δείχνει τον µαρµάρινο κυκλικό τοίχο που τους περιστοιχίζει. Προσέχει τώρα την οροφή ο Άλεξ, ο τοίχος δεν φτάνει µέχρι πάνω τον θόλο, σταµατάει τρία τέσσερα µέτρα από τη µαρµάρινη επένδυση της οροφής, είναι απόλυτα σίγουρος πως από την πίσω µεριά υπάρχει κάτι άλλο, προφανώς το γυναικείο τµήµα κατά τη δήλωση του χαµογελαστού µασέρ – του διαφεύγει η τούρκικη ονοµασία για το επάγγελµά του τώρα. Κουβέντες χαµηλόφωνες από την άλλη πλευρά του διαχωριστικού τοίχου, ο ήχος του νερού που κυλάει πάνω σε γυναικείο σώµα ακολουθώντας την καµπύλη της σπονδυλικής στήλης, εκεί που υπάρχει ένα ανεπαίσθητο χνούδι που σηµατοδοτεί την πορεία του σώµατος, µέχρι τα απαλά βουναλάκια των οπισθίων µε την αδυσώπητη χαράδρα ανάµεσά τους. Βυθίζεται στα αρώµατα και στην παραίσθηση, ο Χασάν µε χέρια τρυφερά σαν µωρού παιδιού περνάει από πάνω του µια πάνινη σακούλα γεµάτη χλιαρό, µυρωµένο αφρό. Πάλι εκείνη η φωνή, λίγο πιο σιγανή τώρα –µητέρα είσαι εδώ;– και ένα µικρό επιφώνηµα ευχαρίστησης. Φαντάζεται το υγρό άρωµα της λεβάντας να κατρακυλάει από τη γουβίτσα του λαιµού σε ερεθισµένα γυναικεία στήθη µε τις ρώγες σκληρές και σκουρόχρωµες, ύστερα να αγγίζει το µαλακό δέρµα µιας κοιλιάς, όχι επίπεδης, ούτε πολύ σφιχτής, να, σαν γυναίκας που έχει
λίγο καιρό που γέννησε, και από εκεί να τρέχει στο βαθούλωµα µυστηριώδους ήβης σκεπασµένης µε κόκκινο χνούδι, να τρέχει και στους µηρούς που κλείνουν την «καιόµενη βάτο» ανάµεσά τους. Τρία χρόνια µετά την τελευταία του σεξουαλική επαφή, κατά την οποία αποφάσισε πως δεν θέλει να κάνει πια σεξ χωρίς συναίσθηµα, ο Άλεξ, κάτω από τον θόλο ενός χαµάµ στην άκρη του κόσµου, πάνω στο παλιό µάρµαρο που µουρµουρίζει µυστικά για αµαρτωλούς και κρυφούς έρωτες και ανάµεσα σε υδρατµούς, φορτωµένους αρώµατα και υπαινιγµούς, έχει την πιο έντονη στύση της ενήλικης ζωής του. Τα σιγανά επιφωνήµατα ευχαρίστησης από νερά που σπαταλιούνται πάνω στα κορµιά και στα µάρµαρα συνεχίζουν να ακούγονται από δίπλα, διαθλασµένα από την υγρασία, το φως του µεσηµεριού που περνάει µε δυσκολία από τα ανοίγµατα της οροφής, τους ατµούς από το ρακί που ανεβαίνουν στο κεφάλι του και την πίκρα για την αυτοκτονία της µητέρας του που ποτέ δεν ξεπέρασε. Αποχαυνωµένος από όλο αυτό που του συµβαίνει, ζητάει από τον χαµαµτζή –ιδού η λέξη που έψαχνε προηγουµένως– να επαναλάβει την τελετουργία. «Go on, go on!» του νεύει µε το χέρι, ο άλλος δεν καταλαβαίνει. «More, some more» επιµένει. «Ταµάµ, εφέντηµ’;» ρωτάει ο άλλος πιστεύοντας πως έχουν τελειώσει. «More, more» τον προτρέπει, µέχρι που στο τέλος παίρνει
µόνος του το σφουγγάρι –συνεχίζοντας να είναι µπρούµυτα– και του δείχνει πως θέλει να τον τρίψει κι άλλο. Συνεννοούνται τελικά, και καθώς ο Χασάν φέρνει κι άλλους κουβάδες µε σαπουνάδα, καινούργια πεσκίρια και τρίφτες για την πλάτη, ο Άλεξ βυθίζεται τελείως σε έναν µαρτυρικό αισθησιασµό µε επίκεντρο µια άγνωστη γυναίκα µε κόκκινη ήβη και σιγανό γέλιο. Για να ξεφύγει από το γέλιο εκείνο που του προκαλεί απανωτούς σπασµούς ηδονής, αναγκάζει τον εαυτό του να στρέψει το µυαλό του αλλού. Τελείως ανεξήγητα και πάλι, εκείνο πετιέται στα γεγονότα της ζωής του παππού του, του Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ, όπως είχε αρχίσει να του τα διηγείται λίγο πριν τον θάνατο της Μαγκανταλέν, της µητέρας του. Τα βάζει πρόχειρα στο κουτάκι «Σε λίγο», είναι σίγουρος πως σήµερα, αύριο θα τα ξεδιπλώσει όλα µπροστά στη µνήµη αλλά και στα µάτια του.
ΜΕΤΑ ΤΟ ΧΑΜΑΜ
Έλσα
Κοιµήθηκε στο µεγάλο κρεβάτι για περισσότερες από δύο ώρες. Ανάλαφρη σαν πούπουλο δεν πέρασε τα µονοπάτια του συνηθισµένου της εφιάλτη –µόνη σε έναν άδειο και σκοτεινό χώρο, κάτι σαν εγκαταλειµµένο εργοστάσιο να αναζητάει µάταια κάποιον–, αλλά σεργιάνισε στα όνειρά της και ήταν λέει µικρό κορίτσι µε κατακόκκινα µαλλιά και έτρεχε χαρούµενη να συναντήσει, στην άκρη του δάσους, το Φως. Ένα Φως που αναβόσβηνε σαν φάρος και ήταν σίγουρη πως σαν το έφτανε θα ήταν ευτυχισµένη. Κανένα άγχος δεν συνόδευε την πορεία της προς το Φως, µόνο ελπίδα πως θα τα κατάφερνε, θα το έκλεινε µέσα στην αγκαλιά της και θα έµενε για πάντα εκεί. Στην άκρη του δάσους αγκαλιασµένη µε το Φως. Ξύπνησε πεινασµένη, µε το όνειρο να κρέµεται σαν σάλιο από την άκρη των χειλιών της. Λεπτοµέρειες δεν είχε συγκρατήσει και ούτε προσπάθησε να τις θυµηθεί. Της αρκούσε που είχε βρει το Φως. Ντύθηκε µε απαλές κινήσεις, λες και δεν ήθελε να πληγώσει άλλο πια το σώµα της, αυτό που είχε ταλαιπωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Ντύθηκε σαν να χαϊδευόταν, σαν να κανάκευε τα µέλη της, σαν να παρηγορούσε ένα λυπηµένο παιδάκι. Αρωµατίστηκε και χτένισε τα µαλλιά της που έλαµπαν παράξενα, µήπως εκεί είχε βρει καταφύγιο το Φως από την άκρη του δάσους; Μέσα στο ασανσέρ που την κατέβαζε στην υπαίθρια τραπεζαρία, µόνο εκεί, όταν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, είδε µια γυναίκα µε κόκκινα µαλλιά – και θα έβαζε χίλια ευρώ στοίχηµα
πως ήταν αυτή, είχε δει µια γυναίκα που την κοιτούσε κάπως υποτιµητικά. «Γιατί;» τη ρώτησε. Όµως η άλλη του καθρέφτη, ως διά µαγείας, είχε εξαφανιστεί και έτσι η Έλσα δεν πρόλαβε να αναγνωρίσει τον άλλον της εαυτό. Μια µορφή ντροπής την κατέκλυσε ξαφνικά για ό,τι είχε ζήσει στο χαµάµ. Όµως δεν κράτησε παραπάνω από µια στιγµή εκείνη η ντροπή. Αχ και να ’ταν εδώ η Ερωφίλη να χαρεί για τη ραγδαία µου πρόοδο, ειρωνεύτηκε και οίκτιρε κάπως τον εαυτό της. Την «πρόοδο» που ακόµη ούτε να εξηγήσει µπορούσε, πόσο µάλλον να τη σκεφτεί. Είχε χρόνο πολύ µπροστά της. Σ’αυτό το ταξίδι στην άγνωστη Πατρίδα, η Έλσα είχε µια διαφορετική αίσθηση του χρόνου. Ύστερα οι πόρτες άνοιξαν, καθώς το ασανσέρ είχε φτάσει στον προορισµό του. Λίγο πριν κλείσουν και πάλι οι πόρτες, εµφανίστηκε η «άλλη» στον καθρέφτη, ακολούθησε µε το βλέµµα την πλάτη της Έλσας και χαµογέλασε διφορούµενα. Η Τζοκόντα του ασανσέρ.
Ρηµάζεται η κυρία Ματίνα να κουνάει τα χέρια της και να φωνάζει: «Εδώ! Εδώ! Εδώ είµαστε!» καθώς η Έλσα µπαίνει, ή σωστότερα βγαίνει στην τραπεζαρία που βρίσκεται στη µεγάλη βεράντα µε την απρόσκοπτη θέα στην πόλη. Χαµογελάει µε νόηµα, «Σας είδα» δηλαδή. Το βλέµµα της πλανιέται πρώτα στα λευκά, χονδρά κεριά που καίνε πάνω στα
τραπέζια, µετά στις ολάνθιστες ζαρντινιέρες που κρέµονται από τα ξύλινα κάγκελα, ύστερα στην πόλη που ανάβει τα πρώτα φώτα της στο βράδυ που έρχεται αργά αργά –Ιούνιος και η µέρα είναι µεγάλη, αντιστέκεται σθεναρά στην επέλαση της νύχτας– και µετά από εκεί, πέρα στους γυµνούς λόφους που τώρα φαντάζουν σκούροι, η Έλσα όµως γνωρίζει πολύ καλά πως έχουν το χρώµα της ώχρας. Κατευθύνεται προς το τραπέζι που φιλοξενεί τη Ματίνα και την παρέα της, του συζύγου συµπεριλαµβανοµένου, εκείνη συνεχίζει να φωνάζει αλλά έχει αλλάξει ρεπερτόριο: «Πόσο όµορφη! Πόσο λαµπερή!» και την κάνει να µην αισθάνεται άνετα. «Φτου σου, κορίτσι µου!» και τέτοια. Χαµογελάει αµήχανα, γιατί δεν την αφήνουν στην ησυχία της;
Το χέρι είναι βαρύ και αρπάζει το δικό της από τον καρπό, ενώ είναι έτοιµη να καθίσει στην καρέκλα που τράβηξε όλο ευγένεια ο κύριος σύζυγος της κυρίας Ματίνας. Γυρνάει ξαφνιασµένη και τα µάγουλά της βάφονται πιο κόκκινα από το κρασί µέσα στο ποτήρι που κρατάει εκείνος. Αυτός είναι! Η σκέψη κατακλύζει το µυαλό της σαν πληµµύρα, και η ντροπή την κουκουλώνει µε ερυθρό πέπλο. Μια ντροπή χωρίς καµιά λογική εξήγηση. Αυτός είναι ο άνδρας δίπλα, στο χαµάµ, της χτυπάει µε βαρύ σφυρί το µυαλό η παράλογη σκέψη, και η Έλσα εύχεται να µπορούσε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί.
Κάτι της λέει στα αγγλικά αλλά µε τη σαστιµάρα που έχει δεν µπορεί να καταλάβει τίποτα. Στρέφει το πρόσωπό της αλλού, προς την κυρία Ματίνα που, καθώς δεν πρόλαβε να εκτοξεύσει την επόµενη φιλοφρόνηση, έχει µείνει µε ανοιχτό το στόµα. Βλέπει σχεδόν τα «Θεσπέσια! Κούκλα, Κούκλα…» να αιωρούνται στη στοµατική κοιλότητα που χάσκει. Ψάχνει πού να κοιτάξει η Έλσα, ο κύριος Μάκης παραµένει όρθιος κρατώντας την πλάτη της καρέκλας, πού να κοιτάξει για να µην τη δει κατάµατα εκείνος, αφού, αν τα µάτια τους συναντηθούν, είναι σίγουρο πως θα την αναγνωρίσει. «Εσύ ήσουν στο χαµάµ!» φαντάζεται πως θα της πει από στιγµή σε στιγµή, πως θα της ζητήσει τον λόγο. «Γιατί, κυρία µου, ερεθιστήκατε µόνο και µόνο που ακούγατε τη φωνή µου; Εµένα µε ρωτήσατε; Απλώς δεν σας το επιτρέπω!» Τρέλα, µία τρέλα! Και η ευχή παραµένει. Ας µπορούσε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Ύστερα συνέρχεται κάπως, η λογική τής κάνει αιφνίδια έφοδο παραµερίζοντας κάπως τις ανασφάλειες και τα ταµπού της, µα τι ανοησίες είναι αυτές! Αν είναι ποτέ δυνατόν! Πάντως, καλά θα κάνει να τελειώσει σύντοµα αυτό το ταξίδι, ο εαυτός της έχει αυτονοµηθεί πλήρως από την ίδια, κάνει και σκέφτεται όποια βλακεία µπορείς να φανταστείς! Τον κοιτάει για πρώτη φορά, άλλη έκπληξη! Και πάλι αποσυντονίζεται, µα τι µαγικά πράγµατα είναι αυτά που συµβαίνουν εδώ! Πώς είναι δυνατόν αυτός που της κρατάει το χέρι –ακόµη– και της µιλάει αγγλικά να είναι ο… ο
«φωτογράφος» του αεροδροµίου της Καισάρειας; «Μην πας σ’ αυτούς, πάµε µια βόλτα µαζί. Στην παλιά πόλη, ας πούµε». Και δεν της αφήνει το χέρι, το έχει σηκώσει µάλιστα ψηλά, σχεδόν το ’χει φέρει µπροστά στο στήθος της. Τώρα καταλαβαίνει τι της λέει, αν και συνεχίζει να τα έχει χαµένα, η φωνή µέσα της επαναλαµβάνει: «Ξέρει; Μήπως ξέρει τι έπαθες στο χαµάµ;», ενώ αισθάνεται το δάπεδο της βεράντας να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της. Σεισµός; Προσπαθεί να συγκεντρωθεί, να ελέγξει τους χτύπους της καρδιάς της, να τολµήσει να τον κοιτάξει στα µάτια, να µη δείχνει τόσο σαστισµένη και κυρίως… κυρίως… αυτός να µην καταλάβει, να µην τη συνδέσει µε το χαµάµ… Την επόµενη στιγµή, θυµωµένη µε τους ανόητους φόβους της. Αν είναι ποτέ δυνατόν αυτός ο άγνωστος να γνωρίζει, αποφασίζει και χαµογελάει βεβιασµένα. Το ένα µάτι της στα αποσβολωµένα µέλη του γκρουπ που τους κοιτάνε –και κανείς, ακόµα και ο πιο επιεικής, δεν θα χαρακτήριζε το κοίταγµά τους διακριτικό–, το άλλο µάτι στον τρίποδα της φωτογραφικής µηχανής που είναι στηµένος ακριβώς δίπλα του. «Είµαι η Έλσα» συστήνεται µέσα στην αµηχανία της γιατί αυτό θεωρεί πως είναι το πιο σωστό τούτη τη στιγµή. «Ωραία φωτογραφική µηχ…» «Και εγώ είµαι ο Άλεξ» τη διακόπτει χωρίς να χαλαρώνει το σφίξιµο. «Και η κάµερα είναι πολύ ωραία, πράγµατι, αλλά δεν είναι αυτό το θέµα… Το θέµα είναι πως… δεν ανήκεις σ’
αυτούς! Δεν ταιριάζουν τα χρώµατα της αύρας σας!» Δεν ταιριάζουν τα… ποια; Τα ακούει στ’ αλήθεια αυτά ή έχει παλαβώσει, πράγµατι; Κάνει να τραβήξει το χέρι της αλλά το µετανιώνει, ας µη δώσει δικαίωµα στους άλλους, πολύ φοβάται πως η κυρία Ματίνα ετοιµάζεται να επέµβει δυναµικά, ήδη έχει σηκωθεί και έχει κάνει κάποια βήµατα προς το µέρος τους. «Το πού ανήκω το αποφασίζω εγώ» του χαµογελάει συµπαθητικά και το χαµόγελο αυτό κάνει τη Ματίνα να µην πλησιάσει άλλο. Το χέρι της πέφτει απότοµα, γιατί η Έλσα δεν έχει προλάβει να στείλει το µήνυµα στον εγκέφαλο, να προκύψει το αντανακλαστικό, καθώς εκείνος το αφήνει απότοµα, όχι νευρικά αλλά µε κάποια παραίτηση, σαν να λέει: «ΟΚ, εγκαταλείπω τον αγώνα…». «Χάρηκα» κατορθώνει µόνο να ψιθυρίσει κρύβοντας και από τον ίδιο της τον εαυτό τη λύπη που την κατακλύζει, η ελευθερία τής προκαλεί θλίψη. Κάτι λέει και εκείνος αλλά δεν τον ακούει, έχει ήδη αποµακρυνθεί µε µπερδεµένα βήµατα. «Ένας γνωστός µου…» δικαιολογείται –γιατί άραγε; – στην παρέα. Στη συνέχεια κάθεται ανάµεσά τους, στη θέση που της κρατάει η κυρία Ματίνα, γεµάτη ερωτηµατικά από τη σκηνή που παρακολούθησε µε το «κοριτσάκι» τους, την Έλσα «τους» και εκείνο τον… τον… άξεστο! Μέχρι να πιει την πρώτη γουλιά από το κρασί της η Έλσα,
στη σιγαλιά του ήρεµου απόβραδου, ακούει τον ήχο µιας µηχανής αυτοκινήτου που ξεκινάει κάπως απότοµα. Ένα µπορντό τζιπ βγαίνει από την αυλή του ξενοδοχείου σπινάροντας. Ξέρει. Τώρα ξέρει ποιος έφυγε θυµωµένος. Άσχετα αν δεν τον έχει δει. Και άσχετα αν δεν είχε κανένα δικαίωµα να θυµώσει. Παρανοϊκός; Η βραδιά κυλάει ήρεµα αλλά µονότονα, και η Έλσα στριφογυρίζει κάθε τόσο στο κάθισµά της. Το φαγητό είναι µέτριο και το κρασί επίσης, παρά τις απεγνωσµένες προσπάθειες της κυρίας Ματίνας να τους πείσει πως όλα είναι τέλεια σε ένα τόσο τέλειο ξενοδοχείο που µάλιστα είναι επιλογή της – τώρα κάπως αποσιωπά το γεγονός αυτό, παρά τον αγώνα που είχε κάνει µόλις έφτασαν να την ενηµερώσει πως, χάρη σε εκείνη βρίσκονταν στο «Αριστούργηµα αυτό!». Σιγά σιγά τα περίπου τριάντα άτοµα που απαρτίζουν το γκρουπ συγκεντρώνονται γύρω από το τραπέζι τους, καρέκλες µετακινούνται και ο κύκλος ανοίγει σταδιακά, µέχρι να χωρέσουν όλοι. Δυο τρεις αποχωρήσεις δεν λογίζονται σαν απώλειες. Η κυρία Ματίνα, παρά τον υπερβολικό της ενθουσιασµό και τον υπερβάλλοντα ζήλο να ξεχωρίσει, τελικά κατορθώνει να χρησθεί, αν όχι ξεναγός, πάντως η απόλυτη γνώστρια του µέρους όπου βρίσκονται και αυτό της προσθέτει έξαψη. «Λίγο ακόµα και θα κάψει φλάντζες» φέρνει στον νου της η Έλσα τη ρήση της Ερωφίλης σε τέτοιες περιπτώσεις και ξαφνικά βρίσκει το κέφι της, κάποιο υποτυπώδες κέφι τέλος πάντων. Η αλήθεια είναι πως τέτοιοι άνθρωποι την κουράζουν
απίστευτα, αλλά αυτή ειδικά τη στιγµή είναι ό,τι χρειάζεται για να αποσπά το µυαλό της από τον τύπο… τον Άλεξ… που… που τον σκέφτεται συνέχεια, και άι σιχτίρ για ταξίδι, τι το ήθελε αυτή, µια γυναίκα που ακόµη δεν έχει ξεπεράσει το βαρύ της πένθος; Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις επόµενες µέρες, η υπόγεια πολιτεία και η πτήση µε το αερόστατο είναι εκείνα που εξιτάρουν τους περισσότερους, τα σχόλια πέφτουν βροχή, όπως και οι ερωτήσεις, κλειστοφοβίες και υψοφοβίες βγαίνουν στη φορά: «Α πα πα πα! Εγώ δεν πρόκειται να ανέβω» ή «Δεν πρόκειται να κατέβω!» ανάλογα το είδος της φοβίας που διαθέτει ο καθένας. Μερικοί δε προνοµιούχοι τις έχουν και τις δυο. Δύο φοβίες στην τιµή της µιας, πάει να σκάσει στα γέλια η Έλσα αλλά συγκρατείται. Συνεχίζει όµως να παρακολουθεί σιωπηλή, έως απαθής, ενώ προσπαθεί να ξεκολλήσει το µυαλό της από την παράξενη επίθεση συµπάθειας που δέχθηκε. Τι να σήµαινε άραγε; Ξαφνική συµπάθεια; Το να προκάλεσε ξαφνική έλξη σε κάποιον το αποδιώχνει µε απόλυτη σιγουριά. Ή πρόκειται απλά για έναν εκκεντρικό τουρίστα που θέλησε… Τι να θέλησε να της πει µε εκείνο «Δεν ανήκεις σ’ αυτούς» ή, ακόµα χειρότερα, «Πάµε µαζί µια βόλτα»; Λυπάται αλλά, σαράντα έξι χρονών γυναίκα και δεν ξέρει την τύφλα της από ανθρώπους, και µάλιστα από άνδρες, και µάλιστα από άνδρες που πιθανόν και να τη φλερτάρουν. «Εσύ τι φοβάσαι, Ελσάκι µου;» την ξαφνιάζει µε την
ερώτησή της η κυρία Ματίνα. Ανασυντάσσεται, προσπαθεί να βάλει τις σκέψεις της σε µια τάξη. Ποιο από τα δυο φοβάται περισσότερο; Το να κατέβει οκτώ πατώµατα κάτω από τη γη ή να πετάξει µε αερόστατο ανάµεσα στα ψηλά βράχια στην «Κοιλάδα µε τις καµινάδες», σε υψόµετρο µπορεί και πάνω από εκατό µέτρα; Σύντοµα καταλήγει πως αυτό που φοβάται περισσότερο είναι µια νέα επίθεση ενδιαφέροντος από εκείνο τον άνδρα. Από οποιονδήποτε άνδρα, στην τελική. «Την ερηµιά…» απαντάει αυθόρµητα και µετανιώνει που ξανοίχθηκε τόσο γρήγορα σε ξένους ανθρώπους. «Τι; Τι;» αρχίζουν να ρωτάνε αυτοί που κάθονται κάπως πιο µακριά και δεν το ’πιασαν µε την πρώτη. Η καηµενούλα, σκέφτονται αυτάρεσκα οι κατέχουσες σύζυγο, άσχετο αν πολλές φορές επιθύµησαν να τον στραγγαλίσουν. «Θα πάµε στην έρηµο;» αναρωτιέται ο βαρήκοος της παρέας. Τώρα που ξέρει τι φοβάται περισσότερο, το κρασί τής φαίνεται κάπως καλύτερο, ίσως να τη βοήθησε κιόλας –ποιος ξέρει;– στην εξαγωγή της διάγνωσης για το πρόβληµά της. Το συγκεκριµένο πρόβληµα βέβαια, αυτό που αφορά τους άνδρες, γιατί για όλα τα άλλα, και είναι πολλά, έχει αποφανθεί ή γνωρίζει πως εκκρεµεί µια απόφαση εδώ και χρόνια. Έτσι, κάπως ησυχασµένη, ακολουθεί τους περισσότερους που βγαίνουν για «Προκόπι by night!» όπως θριαµβευτικά ανακοινώνουν η κυρία Ματίνα και µερικές άλλες ορεξάτες
µεσήλικες, που αποκαλούν την Έλσα «µικρή µας» ή ακόµα και «κοριτσάκι µας». Την Έλσα που, εδώ και τρία χρόνια, θεωρεί πως ανέβηκε τα σκαλιά της κλίµακας της ηλικίας τρέχοντας. Και από ανέµελη «σαραντάρα» προέκυψε φοβισµένη γριούλα. Τους ακολουθεί στο «Προκόπι by night!» µε ανάµεικτα συναισθήµατα. Μερικές σταγόνες τύψης γιατί θα διασκεδάσει –όσο µπορεί να χαρακτηρίσει διασκέδαση µια τέτοια έξοδο–, ενώ ο Νικόλας της δεν µπορεί πια· δυο τρεις πολύχρωµες κορδέλες µαταιοδοξίας γιατί αισθάνεται κολακευµένη που είναι η «µικρή» της παρέας· κάµποσες δόσεις ενδιαφέροντος γιατί θα δει την πόλη και µια υποψία αγωνίας, που όσο το σκέφτεται γίνεται µεγάλη. Λες να τον συναντήσει εκεί;
1900: Τσοτύλι Ανασελίτσας[44]
Οµέρ
Ο παππούςµ’ ο Σούλιους[45] ήταν ένα από τα πιδιά του µεγαλύτερου τσιφλικά της Ανασελίτσας. Τον πάντρεψαν µε τη Μαργούλα. Μαράλ το όνοµά της, αλλά Μαργούλα την έλεγαν όλοι. Μόλις είχε κλείσει τα δεκατέσσερα και ο πατέρας της ήταν τσέλιγκας, άρα και κείνος είχε παράδες µπόλ’κους. Πλούσιος για την εποχή και για τον τόπο µας, βέβαια. Τα κανόνισαν οι γονιοί, ποιος να τολµήσει να έχει άλλη γνώµη; Έζησαν καλά όµως, καταπώς µου τα ’λεγε ο παππούς. Πιο µεγάλος εκείνος, κόντευε τα τριάντα σαν την παντρεύτηκε και από πάντα του ήταν πράος και λογικός άνθρωπος, έζησαν καλά και ούτε πείνασαν ποτές. Μόνο µαράζι το ’χαν να µπορούσαν να κάνουν ένα πιδάκι, ας ήταν και τσούπρα. Όλους τους σοφούς της περιοχής είχαν επισκεφθεί, όλα τα γιατροσόφια
έκαναν: τι κρεµµύδια στουµπωµένα µε τ’ αλάτ’ έβαλε πάνω στην κοιλιά τς η γιαγιά µου, τι ρόδια έφαγε για να δέσει το παιδί, τι βρασµένα κλαριά λυγαριάς ήπινε, τι βδέλλες ξέρανε και ήπινε το ζ’µι τς. Μια φορά πάεναν και στον Έλληνα γιατρό στην Κοζάνη, κείνον που ’χε έρθει από την Όστρια, κούνησε τ’ κεφάλ’ τ’ ο γιατρός και δεν τους έδωκε ελπίδες. Είδε κι απόειδε η γιαγιάµ’ η Μαργούλα, είκοσι τρία χρόνια παντρεµένη και κόντευε τα σαράντα, η ντροπή ήταν µεγάλη και η δυστυχία τς µεγαλύτερη κι ας την παρηγορούσε ο άντρας: «Δεν ήταν θέληµα Θεού, κυρά». Εκείνη ούτε από το σπίτι έβγαινε και φαρµακωνόταν κάθε φορά που άκουγε τον γέροντα πεθερό τς, που δεν είχε δει διάδοχο από κείνο τον γιοτ’, να προτρέπει τον Σούλιους να την αφήκει και να πάρει άλλη γυναίκα. Είδε απόειδε και πήγε στην εκκλησία των χριστιανών, έπεσε µπροστά στ’ κόνισµα της Παναγιάς και την παρακάλεσε να της χαρίσει ένα πιδί και εκείνη θα ήπλενε κάθε µέρα το πέτρινου πάτωµα της εκκλησιάς. Η γιαγιάµ’ δεν κράτησε το τάµα της, αν και η Παναγιά, γλήγορα, της έδωκε τον περιπόθητο καρπό: ένα όµορφο σαν άγγελο κορτσάκι που το ονόµασαν Μελέκ. Και δεν κράτησε το τάµα της γιατί, δέκα µέρες µετά τη γέννα, πέθανε από επιλόχειο πυρετό που την έλιωσε σαν το κερί και δεν πρόλαβε να χαρεί καν τίπουτα. Και ο παππούςµ’ ο Σούλιους µιγάλωσε µόνοςτ’ τη Μελέκ τη µάναµ’, που βύζαξε γάλα χριστιανής αφού τότες που γεννήθηκε δεν έτυχε καµιά δικιά µας, δηλαδή µουσουλµάνα, να είναι
λεχώνα και να έχει άφθονο γάλα, να θρέψει το δ’κό τς το πιδί, να θρέψ’ και το ξένου. Σαν µεγάλωσε η µάναµ’ η Μελέκ, έγινε ένα σεµνό και υπάκουο κορίτσι, ευσεβής µουσουλµάνα και καλή νοικοκυρά, απ’ ό,τι λένε εδώ όλοι. «Όµορφη σαν τη µάνασ’, δεύτερη δεν υπήρχε!» και «Οι προκοπές της δεν είχαν ταίρι!» και άλλα τέτοια. Πριν προλάβει να πατήσ’ τα δώδεκα, άρχισαν να έρχονται τα προξενιά στον παππούµ’ αλλά εκείνος τα αρνιόταν όλα. Γνώριζε, κι ας είχε ζήσει όλ’ του τη ζωή στην Ανασελίτσα και δεν είχε δει άλλους ανθρώπους, γνώριζε πως η µονάκριβη είχε δικαίωµα να ζήσει όλες τις ηλικίες τς και να παντρευτεί όταν θα µεγάλωνε καµπόσο. Ίσως και να θυµόταν τη δ’κή τ’ γυναίκα και το πόσο είχε δυσκολευτεί, παιδί πράµα ακόµη η Μαργούλα, να τον πονέσει και να νιώσει πως είναι παντρεµένη. Η µάναµ’ όµως η Μελέκ νωρίς, στα δεκάξ’, αγάπησε τον Μπράχους[46], τον πατέραµ’, που ήταν στη δούλεψη του παππούµ’ και ήταν φτουχός σαν του διάουλου. Επειδή η µάναµ’ η Μελέκ ήξερε πως κείνος ο έρωτας ήταν απαγορευµένος, µαράζωσε από τη λύπη και την ντρουπή –πώς είχε κάνει τόσο κακό στον πατέρα τς!– και έπεσε να πιθάνει. Πήγαν και ήρθαν οι γιατροί στ’ προσκεφάλ’ τς, διαβάστηκαν προσευχές, γίναν ξόρκια και ξεµατιάσµατα αλλά δεν καλυτέρεψε. Όταν ο Μπράχους, ο πατέραςµ’ δηλαδή, έµαθε από τα λόγια του κόσµου πως η κόρη του ντεντέ τς κόντευε να πιθάνει, έβαλε
τα καλάτ’ –δηλαδή ποια καλάτ’, µόνο σιδέρωσε ξανά και ξανά η µάνατ’ η έρµη το ένα και µοναδικό παντελόνι που είχε, πήρε δανεικό απ’ τη γειτόνισσα ένα πουκάµισο χωρίς µπαλώµατα–, ντύθ’κε, πλύθ’κε και παρουσιάστηκε στον γέροντα Σούλιους µε σκυµµένο κεφάλι, αποφασισµένος να το χάσει… Είπε πως αγαπάει τη θυγατέρα του, πως νοµίζει ότι και εκείνη τον αγαπάει και πως, αφού είναι τόσο βαριά άρρωστη όσο λένε, ας τον άφηνε να τη δει λίγου. Ο παππούςµ’ ο Σούλιους δεν πίστεψε στ’ αυτιάτ’ και παραλίγο να του πάρει το κεφάλι, πράγµατι. Όµως, σοφός άνθρωπος καθώς ήταν και είχαν να το λένε όλοι, δεν έδιωξε τον πατέραµ’ από το σπίτιτ’, µόνο πήγε στην κάµαρα που κείτονταν µισοπεθαµένη από την αφαγιά και τα κλάµατα η κόρητ’ και τη ρώτησε χωρίς πολλά πολλά αν ο λόγος της αρρώστιας της ήταν ο έρωτας. Θα πεθάνω που θα πεθάνω, θα σκέφτηκε η µάναµ’ και ξεφούρνισε την αλήθεια, που τρόµαξε τον πατέρα της, όλος ο ουρανός έπεσε στο κιφάλιτ’. Πότε πρόλαβε να τον αγαπήσει; Πότε τον είδε αυτή που από το σπίτι µέσα δεν έβγαινε; Σοφός και καλός άνθρωπος όµως καθώς ήταν, σκέφθηκε: Δεν θα χάσει τα νιάτα της η Μελέκ µου, ούτε εγώ το µονάκριβο πιδάκιµ’, επειδή ο Μπράχους είναι φτωχός. Έτσι τους πάντρεψε µε χορούς και µε νταούλια, προς µεγάλη έκπληξη και απογοήτευση όλων των νέων της περιοχής, αλλά και τον οικογενειών τους, που περίµεναν πως θα έπαιρναν για νύφη τους τη Μελέκ, µαζί και τη µιγάλη της προίκα. Οι γονείςµ’, δυο χρόνια περίπου µετά τον γάµο τους,
ευτυχισµένοι και πολύ αγαπηµένοι απόκτησαν εµένα, τον Οµέρ, µια νύχτα του Φλεβάρη που το χιόνι δεν έλεγε να σταµατήσει να πέφτει, επί πέντε µερόνυχτα. Όταν ήµαν µικρός, µου άρεσε πολύ να ακούω την ιστορία κείνη, τι έγινε δηλαδή τη νύχτα της γέννησής µου, τι είπε ο παππούςµ’, τι είπε η µάναµ’, τι έκανε εκείνο το κοριτσάκι η βοηθός της µαµής. Και όλο ρωτούσα, α ναι, τότε είχα λαλιά, και ζητούσα να µου το ξαναπούνε και να γεµίσει αγαλλίαση η παιδική µου καρδιά. Και η µάναµ’ το έλεγε, ξανά και ξανά, σαν παραµύθι. «Είσαι ευλογηµένη από τον Αλλάχ, γυναίκα» είχε πει ο πατέραςµ’ ο Μπράχους, µόλις η µαµή τον φώναξε µέσα στην κάµαρα να δει τον γιοτ’, εµένα δηλαδή. «Είσαι ευλογηµένη, τόσο φωνακλάδικο γιο που µου ’κανες θα ακουστεί ως την Κοζάνη!» καµάρωνε. Γιατί, όπως µου λέγανε περήφανοι, έκλαιγα βροντερά και ασταµάτητα τον πρώτο καιρό. «Επειδή είχες βγει από την κοιλίτσαµ’ που κοιµόσουν τόσο καλά» πρόσθετε η µάναµ’ χαµογελαστή. Κείνη την ώρα που ο πατέραςµ’ συγκινηµένος και περήφανος χαιρόταν την οικογένεια που µόλις είχε αποκτήσει, έφτασε και ο παππούςµ’, άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά, κανείς δεν είχε ακούσει τα βαριάτ’ βήµατα πάνω στην ξύλινη σκάλα, τους είχαν εµποδίσει οι φωνές µου, και µπήκε µε το χιόνι να στολίζει το µαύροτ’ φέσι. Ο πατέραςµ’ ο Μπράχους είχε σκύψει το κεφάλι από σεβασµό και προσπάθησε να φιλήσει το χέρι του πεθερούτ’. Δεν τον άφηκε εκείνος, δεν θεωρούσε τον εαυτότ’ τίποτα σπουδαίο για να του φιλάνε το χέρι.
«Την ευχή σου ντεντέµ’, η θυγατέρασ’ και γυναίκαµ’, γέννησε ένα γερό και όµορφο αρσενικό» είχε πει ο πατέρας και ο παππούς έβγαλε από πάνω του το σιγκούνι µε τον καντιφένιο γιακά, το τίναξε από τα χιόνια, από τον τεκέ είχε έρθει µε τα πόδια σαν τον ειδοποίησαν και είχε γίνει µούσκεµα, σκούπισε µε το µαντίλιτ’ το χιόνι από τα άσπρα γένια και ακούµπησε το φέσι δίπλα στο παραγώνι, χωρίς να σκεφθεί πως µπορούσε να αρπάξει από τη φωτιά που έκαιγε, τόσο ταραγµένος ήταν. Πήρε από το ζωνάριτ’ βαθιά ένα πουγκί, έδωσε µια χρυσή λίρα στη µαµή που τσακίστηκε στους τεµενάδες και ένα ασηµένιο γρόσι στη βοηθό, ένα κορτσόπουλο µια σταλιά, που ούτε να τον κοιτάξει άντεχε, ο πιο σεβάσµιος άνθρωπος του χωριού αλλά και όλης της Ανασελίτσας ήταν ο ντεντέ Σούλιους. Ύστερα είχε πλησιάσει στο κρεβάτ’, κοίταξε το στρουµπουλό µωρό, εµένα δηλαδή, που συνέχιζα να οδύροµαι αγριεµένος και φίλησε τη θυγατέρατ’ και µάναµ’ στα µουσκεµένα της µαλλιά. «Να µας ζήσει, κόρη µου, να είναι γερός σαν ταύρος, δυνατός σαν άλογο, γενναίος σαν λιοντάρι, άκακος σαν το αρνί. Να έχει την ευλογία του Αλλάχ και την αγάπη των γονιών του». Σαν χάιδεψε τρυφερά το γυµνό µου κρανίο –όλες τις λεπτοµέρειες έβαζε η µάναµ’ η Μελέκ στην αφήγησή της εκείνη–, εγώ σταµάτησα αµέσως το κλάµα, έπεσα αποκαµωµένος στο στήθος της και κοιµήθηκα σαν αγγελούδι. Τότε γέλασαν οι µεγάλοι µε τα καµώµατά µου και η βοηθός της µαµής κούνησε το κεφάλι της και, παρά τη µεγάλη της ντροπή,
είχε πει θαµπωµένη: «Καλά λέει ο πατέραςµ’, άγιος άνθρωπος είσαι ντεντέµ’, ακόµη και το λεχούδι το κατάλαβε!». Σ’ αυτήν την οικογένεια, όµορφη και ευσεβή, µεγάλωνα, καµιά φωνή δεν υψώθηκε ποτές, κανείς δεν µάλωσε µε κανένα, και µόνο αγάπη και σεβασµό έβλεπα γύρωµ’. Αµόρφωτος ο πατέραςµ’ ο Μπράχους αλλά µε καρδιά αγνή, άδολη, δούλευε όπως και πρώτα, πριν να γίνει γαµπρός του Σούλιους δηλαδή, από το πρωί ως το βράδυ στο τσιφλίκι, αγαπούσε τη γη και τους καρπούς της. «Αυτή είναι η µάνα και ο πατέρας µας» µου έλεγε όταν µε έπαιρνε στο κτήµα τα καλοκαίρια και περπατούσαµε, πιασµένοι χέρι χέρι, ανάµεσα στις µηλιές και τις ροδακινιές. Έσκυβε ο πατέρας, έπιανε έναν σβόλο χώµα, µου το έδειχνε µέσα στη χούφτατ’: «Εδώ είναι ο Θεός, εδώ κατοικεί, να το θυµάσαι αυτό, γιεµ’. Εδώ, στη γη είναι ο Θεός γιατί, αν δεν είναι Θεός αυτό που µας δίνει να φάµε, να χτίσουµε τα σπίτια µας και να χωθούµε µέσα της σαν πεθάνουµε, τότε πώς βρίσκεται στον ουρανό, που ούτε τον πιάνουµε, ούτε να τον φτάσουµε ποτές µπορούµε;». Τη γη λάτρευε το πατέραςµ’ ο Μπράχους και τη µάναµ’ τη Μελέκ, που την κοίταζε στα µάτια και έβλεπε τον Παράδεισο. Τη µάνα, εµένα και τη γη ήθελε ο πατέραςµ’, τίποτες άλλο. Όταν είχε αυτά, είχε τον κόσµο ούλο. Εκείνη πάλι, η µάναµ’ η Μελέκ, ήταν αλλιώς. Όµορφη πολύ και ντελικάτη για τα µέρη µας, µορφωµένη. Τότε τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολειό αλλά εκείνη είχε µάθει να διαβάζει και να γράφει, ο παππούς την είχε διδάξει όπως ακριβώς και
µένα. Πάντα αισθανόµουν πως δεν ανήκε σε εκείνο το τραχύ τοπίο, αγαπηµένο, αλλά τραχύ, ούτε σε εκείνους τους ανθρώπους και την κοινωνία, µε τα κουτσοµπολιά, τις κακίες και τα µαλώµατα. Η µάναµ’ ήταν ένας άγγελος, το ’ λεγε και το όνοµά της, ήταν ένα κορίτσι που πάντα χαµογελούσε κι εµένα… αχ εµένα… µε µεγάλωνε µε αφοσίωση και τρυφεράδα, όλο γλύκα τα φιλιά και το χάδι της, πώς να τα ξεχάσω ποτέ; Μέχρι να πεθάνω, τα χείλη της πάνω στα µαλλιάµ’ θα θυµάµαι. Ποτέ δεν µε µάλωσε, ποτέ κουβέντα αυστηρή δεν άκουσα από το στόµα της, µόνο «βασιλιάµ’» και «βασιλιάµ’» και ξαγρυπνούσε στο προσκεφάλι µου να ακούει την αναπνοή µου. Δεν θυµάµαι ποτέ, σαν ήµουν µικρός, να ξύπνησα και το πρόσωπο της µάναςµ’ να µην ήταν το πρώτο πράγµα που έβλεπα µόλις άνοιγα τα µάτια. Ρούπι δεν το κουνούσε από το πλάι µου, όταν κοιµόµουν. Ο δε παππούςµ’, σαν τέλειωνε από τα καθήκοντά του στον τεκέ, µε έπαιρνε σιµά του στο παραγώνι τα κρύα βράδια του χειµώνα και στη ρίζα της σκάλας τα απογεύµατα του καλοκαιριού και µου δίδασκε το Κοράνι και όλες τις γνώσεις που είχε µαζεµένες µέσα στο κεφάλιτ’. «Σαν µεγαλώσεις» µου έλεγε «θα πας και συ στο Γυµνάσιο[47], είναι σπουδαίο σχολείο, να το ξέρεις, γιεµ’, οι δασκάλοι έρχονται από την Κωνσταντινούπολη και από την Καππαδοκία, εκεί είναι µορφωµένοι οι ανθρώποι, να γίνεις ένας από αυτούς, ποθώ για τα σε». Άκουγα εγώ για την Κωνσταντινούπολη και την
Καππαδοκία και ρωτούσα, στην Ανασελίτσα άρχιζε και τέλειωνε ο κόσµος µου, πού να ’ξερα για τόσο µακρινούς τόπους. «Η Κωνσταντινούπολη, Ισταµπούλ για τους οµόθρησκούς µας εκεί, είναι η πιο όµορφη πόλη στον κόσµο» µου έλεγε ο ντεντέςµ’, που κάποτε στα νιάτα του είχε πάει. «Χτισµένη πάνω σε τρεις θάλασσες και σε δυο ηπείρους, είναι η πιο σπουδαία πόλη του κόσµου, να µην το ξεχάσεις ποτέ αυτό». Ύστερα σκούπιζε µε τρόπο ένα δάκρυ: «Επειδή εγώ είµαι γέρος και ίσως δεν θα σε δω να µεγαλώνεις και να ανδρεύεις…». Και τότε εγώ, βλέποντας τον παππού να κλαίει, θύµωνα και λυπόµουν µαζί, και µ’ έπιαναν κι εµένα τα κλάµατα. «Οµέρ!» σοβαρευόταν ξαφνικά. «Άνθρωποι είµαστε και όλα θα τα περιµένεις σε τούτη τη ζωή, µόνο στην άλλη είναι όλα µια χαρά» µε καλόπιανε πάλι γιατί έβλεπε πως δεν σταµατούσα τα κλάµατα. «Οµέρ, άκου τι σου λέω. Σαν µεγαλώσεις όµως, γιεµ’, αν φύγεις ποτέ αποδώ, από την πατρίδα µας, στην Κωνσταντινούπολη να γυρέψεις να πας, να χορτάσουν οµορφιά τα µάτιασ’. Αλλά την πατρίδασ’, τούτο δω το ψηλό βουνό και το Τσοτύλι, να µην το ξεχάσεις ποτές, ευχή και κατάρα σου δίνω!» Δεν καταλάβαινα και πολλά, γιατί θα έπρεπε να φύγω από το τσιφλίκι µας, εδώ είχα γεννηθεί όπως και ο παππούςµ’ και οι γονιοίτ’ και οι παππούδες του και οι παππούδες των παππούδωντ’, πώς γινόταν εγώ να έφευγα ποτέ αποδώ; Το προσπερνούσα λοιπόν γρήγορα, όταν ήµουν πιο µικρός και ζούσαν ακόµη οι γονιοί µου γιατί ανυποµονούσα να ακούσω τα άλλα. Όταν λίγο µεγάλωσα, και ούτε γονιούς είχα αλλά ούτε
και φωνή, το προσπερνούσα γιατί δεν άντεχα τα δάκρυα. Είχαµε χύσει τόσα πολλά κι οι δυο µας, ποτάµια ολάκερα και δεν άντεχα άλλα δάκρυα και έγραφα στο χαρτί «Για την Καππαδοκία θέλω να ακούσω». Τότε ο ντεντέµ’ έπαιρνε ένα ονειροπόλο ύφος, τράβαγε και µια τζούρα από τον ναργιλέ του. «Ααααα η Καππαδοκία…» άρχιζε πάντα. «Η Καππαδοκία είναι µια χώρα παράξενη, γεµάτη µυστήρια και θρύλους. Να ξέρεις πως εκεί άνθισε ο σπόρος που έβαλε ο πρώτος µπαµπά, ο Χατζή Μπεκτάς, εκεί δίδαξε, εκεί πρώτοι οι πιστοί κατάλαβαν το νόηµα της αγάπης, της δικαιοσύνης και της ισότητας. Αλλά δεν είναι µόνο αυτό η Καππαδοκία, γιεµ’. Είναι τα βράχια και οι σπηλιές της, είναι τα χιονοσκεπή βουνά, τα µακριά ποτάµια, οι ατέλειωτες κοιλάδες. Είναι ο τόπος που γεννήθηκαν τόσοι και τόσοι αυτοκράτορες και που έζησαν και πολέµησαν οι ακρίτες. Είναι µαγεία εκείνος ο τόπος, Οµέρ, µακάρι να σε αξιώσει ο Θεός κάποτε να καβαλήσεις έναν από τους περήφανους ίππους του».
1900: Καισάρεια
Αβράµης και Μακρίνα
Ο θείος Ρίζος, µε ένα µεγάλο ερωτηµατικό στο βλέµµα, αποχαιρέτησε τη Μακρίνα την εποµένη του γάµου, αµέσως µετά τον πρωινό καφέ, παρά τις αντιρρήσεις του Πρόδροµου και του Αβραάµ πως καλό θα ήταν να έµενε να φάνε και το µεσηµέρι. Ο Ρίζος µπέης όµως ήταν ανένδοτος, είχαν, αυτός και οι υπηρέτες του, πολύ δρόµο να κάνουν µέχρι το Ιντζέσου όπου θα διανυκτέρευαν και δεν χρειαζόταν να αργοπορούν. Η Μακρίνα δεν είχε τολµήσει να µιλήσει. Φυσικά και δεν θα ήθελε να φύγει ο θείος Ρίζος, αλλά ήξερε πως αυτό δεν γινόταν. Μόνο έσκυψε το κεφάλι της και προσπάθησε να µην κλάψει. Αγκαλιάστηκαν οι άνδρες και φιλήθηκαν συγκινηµένοι, ποιος ξέρει πότε και αν θα ξαναβλέπονταν, παρά τις υποσχέσεις και τη διάθεση που υπήρχε ένθεν και ένθεν. Η Σεβαστή τον
αποχαιρέτησε σχεδόν ανακουφισµένη. Ο συµπέθερος της είχε δείξει µε τον τρόπο του πως οι πονηριές και οι αγένειές της δεν περνούσαν σ’ αυτόν και, επίσης, της είχε αντιγυρίσει τον λόγο όταν εκείνη το είχε παρατραβήξει – ναι, το αναγνώριζε αυτό η Σεβαστή, πως κάποια στιγµή το είχε παρατραβήξει, όπως στο θέµα µε το νυφικό ας πούµε. Ο Ιωάννης Ρίζος δεν την είχε φοβηθεί τη Σεβαστή χανίµ, όπως είχε συνηθίσει εκείνη, αφού όλοι, ο άνδρας, ο γιος, οι υπηρέτες, οι αδελφές, οι συννυφάδες, τα κουνιάδια της, όλοι, σιωπούσαν µπροστά στις ιδιοτροπίες και στον αυταρχισµό της. «Να µου την προσέχεις» είχε ψιθυρίσει ο ευπατρίδης στο αυτί του γαµπρού του όταν τον αγκάλιασε. «Σαν το φως των µατιών µου, Ρίζο εφέντη» τον διαβεβαίωσε και αυτή ήταν η ειλικρινής του πρόθεση. «Ένα γράµµα µόνο…» είχε πει στη Μακρίνα την ώρα που την ασπαζόταν σταυρωτά. «Ένα γράµµα και έρχοµαι να σε πάρω πίσω αν…» Κράτησε τα δάκρυά της η κοπέλα να µην κυλήσουν. «Ευχαριστώ πολύ, θα σας αγαπώ πάντα » και χαµογέλασε µε κόπο. Και όταν είδε την άµαξα και τους καβαλάρηδες να αποµακρύνονται ολοταχώς, αντάλλαξε µε την κλαµένη Κιµάτη µια µατιά «Πάει, αυτό ήταν» και ζήτησε από τον… τον άνδρα της συγγνώµη. Ήθελε για λίγο να αποσυρθεί, την ένιωσε εκείνος, φυσικά και να αποσυρόταν, ήταν ανάµεσα σε ξένους, όλοι ξένοι, ίσως µόνο αυτός… Και ευχήθηκε ο Αβραάµ αυτόν
να µην τον θεωρούσε τόσο ξένο όσο τα υπόλοιπα µέλη της οικογένειάς του. Της χαµογέλασε µε κατανόηση, «Πήγαινε, αγάπη µου» ήθελε να πει αλλά κρατήθηκε, η µητέρα του παρακολουθούσε τη σκηνή και σίγουρα δεν θα το ενέκρινε. Ανέβηκε τρέχοντας τη σκάλα η Μακρίνα, εµποδίζοντας µε ένα νεύµα του χεριού της την παραµάνα να την ακολουθήσει. Μπήκε στην κάµαρα που και δική της δεν µπορούσε ακόµη να την πει αλλά εκεί… το προηγούµενο βράδυ… Έκλεισε την πόρτα πίσω της και έπεσε µπρούµυτα στο κρεβάτι. Ήθελε να κλάψει, να κλάψει πολύ, δεν το περίµενε πως µε την αναχώρηση του θείου Ρίζου θα αισθανόταν τόση απέραντη ορφάνια. «Παναγιά µου, βοήθα µη χάσω και την Κιµάτη µου, πώς θα το αντέξω αυτό!» προσευχήθηκε και ζήτησε να ’ρθουν τα δάκρυα, να βγούνε από µέσα της και να τη λυτρώσουν. Όµως εκείνα δεν έλεγαν να ξεσπάσουν. Θα έµεινε κάµποσο έτσι πεσµένη µπρούµυτα στο κρεβάτι η Μακρίνα, τρέµοντας από το κρύο και παρακαλώντας το κλάµα να βγει από µέσα της. Ίσως και να την πήρε ο ύπνος για λίγο κάποια στιγµή, ίσως και για περισσότερο. Όταν άνοιξε πάντως τα βλέφαρά της αργότερα, πόσο αργότερα δεν θα µπορούσε να πει, η κάµαρα ήταν σκοτεινή και κρύα· ένα παντζούρι χτυπούσε ρυθµικά, τακ, τακ, τακ, τακ, στο φύσηµα του αέρα, σαν δυσοίωνη κραυγή από το παγωµένο ράµφος ενός νυχτοπουλιού. Ψαχούλεψε µε το χέρι το µεταξωτό γιργάνι[48] που κάλυπτε
το κρεβάτι, τώρα δεν έβλεπε το χρώµα του αλλά ήξερε, το ήξερε από την προηγούµενη νύχτα πως έµοιαζε µε το παλιό κρασί, εκείνο που λαµπυρίζει όταν βρίσκεται στα κρυστάλλινα ποτήρια και είναι θαµπό και απροσδιόριστο όταν το βάζεις σε τσίγκινο µαστραπά. Ψαχούλεψε κι άλλο, άγγιξε το τέλειωµα του παπλώµατος στο πάνω µέρος του κρεβατιού, το ανασήκωσε και σύρθηκε ως εκεί, χώθηκε κάτω από το σκέπασµα που ήταν το ίδιο παγωµένο, σκεπάστηκε από το κεφάλι πάνω, η µυρωδιά… η µυρωδιά του… Το µυαλό της, ναρκωµένο από το κρύο, τη λύπη και τη βόλτα στις παρυφές του ύπνου, γλίστρησε στην προηγούµενη νύχτα: που µε το δαντελένιο πέπλο ακόµη στα µαλλιά πέρασε την πόρτα της «νυφικής κάµαρας», εκείνης που είχε ονειρευτεί κάποτε να τη διαβεί στην αγκαλιά του πιο όµορφου αρχοντόπουλου της Σινασού. Και είδε, µέσα στο θαµπό φως που σκορπούσαν δυο φαναράκια, τον Εσταυρωµένο να ψυχορραγεί πάνω από το κρεβάτι, το κρεβάτι τους, εκεί που θα έπρεπε να γίνει γυναίκα, να γίνει και µητέρα, αν ήθελε ο Θεός. Ο Αβράµης την περίµενε να περάσει και µπήκε µετά από εκείνη. Οι υπηρέτες µόλις είχαν αποσύρει το µαγκάλι και η κάµαρα ακόµη κρατούσε τη ζέστη του. Της χαµογέλασε ενθαρρυντικά αλλά δεν τόλµησε να την αγγίξει, περίµενε. Περίµενε και η Μακρίνα. Κανείς δεν ήξερε τι έπρεπε να ειπωθεί µια τέτοια ώρα, σε µια ξένη κάµαρη µε έναν ετοιµοθάνατο στον τοίχο.
«Είµαι ευτυχισµένος…» ξεκίνησε ο Αβραάµ «… ευτυχισµένος που… επιτέλους… θα…» Είχε πιει δυο τρία ποτηράκια παραπάνω, γαµπρός γαρ. Όλοι τσούγκριζαν το ποτήρι τους µαζί του ξανά και ξανά, κάποιοι του ’κλειναν και το µάτι, άλλοι τον σκουντούσαν παιχνιδιάρικα. «Τον νου σου, γαµπρέ!» είχε φωνάξει κάποιος ηλικιωµένος από το σόι του πατέρα του «κράτα δυνάµεις…». Και οι γυναίκες είχαν βάλει το χέρι µπροστά στο στόµα να κρύψουν τα γελάκια τους. Η Μακρίνα δεν είχε ντραπεί καθόλου, τα παρακολουθούσε όλα σαν να συνέβαιναν σε κάποια άλλη, λες και η νύφη, εκείνη που όλοι παρατηρούσαν αδιάκριτα από πάνω ως κάτω, λες και δεν ήταν αυτή αλλά µια άλλη κοπέλα που, κανονικά, τώρα θα επιθυµούσε να ανοίξει η γης να την καταπιεί. «Ξέρεις, Μακρίνα…» συνέχισε ο Αβραάµ. «Μπορεί να µην έχουµε ιδωθεί πολλές φορές µα… από την πρώτη κιόλας φορά… από την πρώτη στιγµή δηλαδή… κατάλαβα… ένιωσα… ήµουν σίγουρος πως είσαι η κοπέλα που θα ήθελα για γυναίκα µου». Η προφορά του ήταν βαριά, τραχιά και σχεδόν έγδερνε τα αυτιά της. Τα λόγια του όµως, που τα έλεγε χαµηλόφωνα –από συστολή άραγε ή από φόβο µήπως και τον ακούσει κάποιος;–, τα λόγια του σεµνά και προσεκτικά, της έκαναν καλό στην ψυχή, της αποµάκρυναν, έστω και για λίγο, τους φόβους, την απογοήτευση, την απελπισία. Της ήρθε ένα ρίγος δυνατό που την κούνησε σύγκορµη. Δεν
µπορεί να πει πως κρύωνε, όµως το σύγκρυο της άφησε µια µικρή τρεµούλα στα παγωµένα χέρια. «Κρυώνεις;» τη ρώτησε απαλά, τόσο απαλά που η Μακρίνα δεν πίστεψε πως µπορούσε να βγει τέτοια φωνή µέσα από εκείνο το µονοκόµµατο σώµα. Δεν απάντησε, συνέχισε να στέκεται όρθια και να τρέµει. Ανασήκωσε το πάπλωµα ο Αβραάµ και πήρε τον κετσέ[49] που ήξερε πως βάζανε πάντα, στα µεγάλα κρύα, από κάτω. Έναν ωραίο, πολύχρωµο, ολόµαλλο κετσέ, που τον τύλιξε γύρω από τους ώµους της, έτσι όπως στεκόταν όρθια. Το δέχτηκε ευχάριστα η Μακρίνα, ήξερε πως έπρεπε να πει τουλάχιστον ένα ευχαριστώ µα δεν το ξεστόµισε. Ίσως και να ’ταν καλός άνθρωπος ο… ο άνδρας της, ίσως να τη νοιαζόταν και να την αγαπούσε, ίσως και εκείνη να µπορούσε να τον αγαπήσει. «Είσαι καλύτερα τώρα;» τη ρώτησε µετά από λίγο µε βαριά καρδιά γιατί ήταν σίγουρος πως το κορίτσι ήταν φοβισµένο, µπορεί και λυπηµένο, ας µπορούσε να κάνει κάτι να της απαλύνει τη στενοχώρια. Κούνησε το κεφάλι της, µπορεί και να ’ταν καλύτερα, µπορεί και όχι, αλλά δεν κουνήθηκε ρούπι, όρθια στα πόδια του κρεβατιού, µε το δαντελένιο πέπλο να τσαλακώνεται κάτω από την κουβέρτα που κρατούσε στους ώµους. «Θέλεις να καθίσεις λίγο;» της είπε απλώνοντας το χέρι του στο δικό της. Τινάχτηκε απότοµα σαν να την τσίµπησε σφήκα.
«Όχι, όχι!» βιάστηκε να απαντήσει. Δυνάµωσε λίγο τη λάµπα ο Αβράµης σηκώνοντας το φιτίλι πιο ψηλά, την είδε και την αγάπησε περισσότερο. «Μακρίνα, µέχρι να θελήσεις εσύ, σου υπόσχοµαι πως δεν θα απλώσω χέρι πάνω σου» της είπε και έβγαλε το κολάρο που τον έπνιγε, έλυσε τον λαιµοδέτη, ξεκούµπωσε το πρώτο κουµπί από το υποκάµισο, έβγαλε και τα παπούτσια, που του έδιναν µαχαιριές στα κόκαλα. Ύστερα ακούµπησε το σακάκι, όµορφα και τακτικά, στην πλάτη µια καρέκλας. «Τώρα όµως πρέπει να κοιµηθούµε, είµαστε και οι δυο κουρασµένοι, εγώ ίσως να είµαι και κάπως µεθυσµένος» και έκανε πως γελάει. «Δεν αντέχω άλλο». Τον είδε να ξαπλώνει µε τα ρούχα, εντάξει, αυτό ήταν κάποιας µορφής εγγύηση. Περίµενε λίγο, σκεπάστηκε εκείνος µε το πάπλωµα, περίµενε λίγο ακόµα η Μακρίνα, άκουσε την αναπνοή του µετά τέσσερα πέντε λεπτά, ήρεµη και βαριά, και έτσι χώθηκε και αυτή –µε το νυφικό και το πέπλο– κάτω από τα ίδια σκεπάσµατα. Το πρώτο βράδυ του γάµου της, η Μακρίνα είδε στον ύπνο της το αρχοντόπουλο της Σινασού να της γυρίζει την πλάτη και να φεύγει. Πήγαινε λέει στο Κόραµα[50], να σπείρει περιστέρια… O Aβράµης είδε και πάλι πως την κρατούσε ολόγυµνη στην αγκαλιά του. Και έζησε τον ίδιο µαρτυρικό πόθο που ζούσε τόσα βράδια, από την ώρα που την είχε γνωρίσει και µετά. Μόνο που εκείνη τη νύχτα ο πόθος του ήταν αρωµατισµένος
από εκείνη. Κανέλα και πιπέρι. Ίσως και µια ιδέα βανίλιας. Και όταν µέσα στον ύπνο του έγειρε στο δικό της µαξιλάρι, άκουσε φτερουγίσµατα ανήσυχων πουλιών. Ήταν από τα περιστέρια του δικού της ονείρου.
Το ερωτηµατικό βλέµµα της Σεβαστής αγνοήθηκε από τον γιο της που έκανε πως δεν πρόσεξε τίποτα. Στον πατέρα του είχε εξηγήσει µέρες πριν πως «σεντόνι» και τέτοια οπισθοδροµικά εκείνος δεν θα επέτρεπε ποτέ και κανένα να του επιβάλλει να δείξει. Σιχαινόταν και µόνο την ιδέα να φέρει σε τόσο δύσκολη θέση τη Μακρίνα, δεν το συζητούσε καν. Δεν του είχε αρέσει και πολύ του Πρόδροµου η δήλωση του γιου του – τον είχε διαβεβαιώσει ο Ρίζος µπέης πως το κορίτσι ήταν αγνό και τίµιο, και έτσι του φαινόταν και του ίδιου, αλλά… αλλά ποτέ δεν ήξερες, είχαν δει και είχαν δει τα µάτια του στη Σµύρνη. Βέβαια, η Σινασός δεν ήταν Σµύρνη και η κοινωνία εκεί ήταν κλειστή και σεµνή. Αυτό παρηγορούσε τον Μποντός, αλλά πάλι… Τέλος πάντων, κουβέντα δεν είπε στον γιο του, ό,τι ήθελε ας έκανε, χατίρι δεν θα του χαλούσε, τον έβλεπε ερωτευµένο και τον χαιρόταν. Ίσως και να τον ζήλευε λίγο, µεγάλη τύχη θα ’ναι, έτσι σκεφτόταν ο άνθρωπος, µεγάλη τύχη να παντρεύεσαι όποια αγαπάς… Ούτε η Σεβαστή τόλµησε να ρωτήσει το οτιδήποτε. Η
αλήθεια είναι πως, από τη διπλανή κάµαρα, δεν άκουσε τίποτα, αν και µάταια προσπαθούσε – ανάµεσα στις προσευχές της. Δεν ρώτησε και δεν επέτρεψε σε κανέναν άλλο να ανακατευτεί. Έτσι σιωπηλά πέρασε το γεγονός για το οποίο, τουλάχιστον οι οικείοι, έπαιρναν κάποιες πληροφορίες για την αγνότητα της νύφης, την επόµενη µέρα του γάµου.
Μόλις ο Ιωάννης Ρίζος αναχώρησε µε τελικό προορισµό την Καισάρεια και η Μακρίνα ζήτησε να ανέβει για λίγο στην κάµαρη, η Σεβαστή κάθισε δίπλα στο αναµµένο τζάκι, διέταξε να της φέρουν καφέ και βυθίστηκε στις σκέψεις της. Φυσικά και χαιρόταν που είχε φύγει ο µοναδικός προστάτης της νύφης της. Αν και, σαν άρχοντας που ήταν ο Ρίζος µπέης, ταίριαζε στη δική της οικογένεια, την πατρική εννοούσε φυσικά, αυτό δεν µπορούσε να το παραβλέψει. Γι’ αυτό του είχε φερθεί τόσο καλά, σε άλλη περίπτωση… Τέλος πάντων. Τώρα το κορίτσι είχε µείνει στα δικά της χέρια. Και χαιρόταν σαν µικρό παιδί – όσο µπορούσε να χαρεί η Σεβαστή–, τώρα είχε µια νέα ψυχή να κατασπαράξει. Σαν είδε ο Αβράµης πως η ώρα είχε περάσει και η Μακρίνα δεν έλεγε να βγει από την κάµαρα, τον έζωσαν τα φίδια. Κόµποι κρύου ιδρώτα κατέβηκαν από το µέτωπο ως τα φρύδια του. Λες να ’χε πάθει κάτι η αγάπη του; Λες να… Ανήσυχος, µόλις κατάλαβε πως τη µάνα του την είχε πάρει ο
ύπνος στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, ανέβηκε σιγά σιγά τα σκαλιά, µην τυχόν και τρίξει κάποιο και τον προδώσει, και χτύπησε ελαφρά την πόρτα. Δεν πήρε καµιά απάντηση. Ξαναχτύπησε. Πάλι τίποτα. Μ’ ένα παγωµένο χέρι να του σφίγγει την καρδιά άνοιξε διστακτικά, λες και παραβίαζε ιερό άβατο, λες και κάτι τροµερό τον περίµενε µέσα. Πλησίασε το κρεβάτι και την είδε να κοιµάται ήρεµα µε τα όµορφα µαλλιά της να στολίζουν το διπλανό µαξιλάρι, εκείνο που κανονικά τώρα θα έπρεπε να φιλοξενεί το δικό του το κεφάλι. Έµεινε να την κοιτάει ανακουφισµένος και συγκινηµένος. Όσο τα µάτια του συνήθιζαν το σκοτάδι τόσο έβλεπε τις λεπτοµέρειες: τα µικρά της ρουθούνια που ανοιγόκλειναν ρυθµικά, το λεπτό σαγόνι, τα χείλη που ήταν λίγο ανοιγµένα, την ήρεµη αναπνοή της. Η φτωχή του! Σίγουρα δεν θα είχε κλείσει µάτι την προηγούµενη νύχτα. Έσκυψε να µυρίσει τα µαλλιά της, τώρα η ψυχή του πονούσε από έρωτα. Έσκυψε να τα µυρίσει και του ’ρθε να τα φάει, κανέλα µοσχοβολούσαν, ή έτσι του φάνηκε, κανέλα και πιπέρι ίσως… Αν το επέτρεπε στον εαυτό του θα µπορούσε να την καταβροχθίσει από αγάπη. Ξάπλωσε δίπλα της όσο πιο αθόρυβα γινόταν µε το πρόσωπό του χωµένο στα κόκκινα µαλλιά, να η ευτυχία! Να και ο Παράδεισος µε άρωµα κανέλας. Σε λίγα λεπτά την αισθάνθηκε να αναδεύεται, θα τον έκανε τσακωτό µόλις θα ξυπνούσε. Ντρεπόταν για την τόλµη του, ένιωθε σαν να είχε παραβιάσει κάτι ιερό και άγιο, λες και είχε
µπει απρόσκλητος στα όνειρά της. Έκανε να σηκωθεί µα το κρεβάτι έτριξε ξερά. Καλύτερα ακίνητος, ακίνητος και χωρίς να αναπνέει. Ίσως και να µην ξυπνούσε τελικά η κοπέλα, ίσως και να µην τον έπαιρνε χαµπάρι. Η Μακρίνα αναστέναξε και γύρισε από την άλλη, όσο πάγωνε προηγουµένως τόση ζεστασιά αισθανόταν τώρα, δεύτερος αναστεναγµός, ήταν µόνη σε τούτο τον κόσµο, τι µοίρα και η δικιά της, πόση ορφάνια, πόση µοναξιά σε ένα µόνο παιδί; Τι να σου έκανε και η δύστυχη Κιµάτη; Τι να πρωτογινόταν για εκείνη; Μάνα, πατέρας, αδελφός, αδελφή, φιλενάδα, θεία, νενέ, ντεντέ, τι; Όσους ανθρώπους έχει ο καθένας γύρω του η Μακρίνα τους είχε µαζεµένους σε µια γυναίκα, στη λατρεµένη της Κιµάτη, άλλη και εκείνη, το ίδιο χτυπηµένη από τη µοίρα. Τι να σου κάνει µια Κιµάτη στον απέραντο κόσµο της ερηµιάς… Σκοτάδι… Και δεν ακουγόταν ο παραµικρός ήχος… . Μόνη στον κόσµο! Μόνη και έρηµη όπως πάντα, έτσι και τούτη τη στιγµή. Άρχισε να κλαίει πάλι η Μακρίνα, µε λυγµούς αυτή τη φορά. Έκλαιγε και τρανταζόταν το κρεβάτι από τον καηµό και την πίκρα της. Μόνη, µόνη, µόνη. Ένα παιδάκι που δεν θυµόταν σχεδόν τίποτα από τη µάνα της. Ένα παιδάκι που κρύωνε τα βράδια και αναζητούσε την αγκαλιά του πιωµένου πατέρα που, ώρες ώρες, γινόταν απότοµος και φωνακλάς. Ίσως και να πίστευε πως εκείνη έφταιγε που είχε χάσει τη γυναίκα του… Ίσως… Μόνη, ποτέ δεν είχε µια αγκαλιά να κουρνιάσει, ποτέ
δεν υπήρχε ζεστασιά για εκείνη. Ρουφούσε τη µύτη της και συνέχιζε να κλαίει. Τουλάχιστον αυτό της έκανε κάπως καλό, ξαλάφρωνε το στήθος της από τον καηµό και, όσο πήγαινε, ζεσταινόταν, αισθανόταν πως µια µεγάλη φωτιά έκαιγε πίσω από την πλάτη της. Όταν ο Αβράµης ακούµπησε το χέρι του διστακτικά στον ώµο της Μακρίνας, εκείνη είχε πάλι µισοκοιµηθεί µπαϊλντισµένη από το κλάµα και τον πόνο. Πετάχτηκε ως το ταβάνι πάνω από την τροµάρα της αλλά δεν φώναξε, τσιµουδιά δεν έβγαλε. Μπορεί και να ’χαν παραλύσει οι φωνητικές χορδές της από τον τρόµο, µπορεί και µέσα στον ύπνο της ακόµη να είχε στον νου της πως µπορούσε η Σεβαστή χανίµ να ήταν δίπλα και να την άκουγε. «Μη σκιάζεσαι. Εγώ είµαι» ψιθύρισε πιέζοντας λίγο τον ώµο της σαν την αισθάνθηκε πως πήγαινε να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Ήρθα να δω πώς είσαι. Μην κλαις, σε παρακαλώ. Γιατί κλαις, είµαι κοντά σου και σ’ α… σ’ α… σ’ αγαπώ… πολύ…» Ανάσαινε βαριά από τη λαχτάρα η Μακρίνα, η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, έντονα φτερουγίσµατα θαρρείς και την οδηγούσαν έξω από τα στήθια της, να σπάσει τα κόκαλα, να τρυπήσει το ισχνό κορµάκι, να λευτερωθεί, να πετάξει µακριά. Χαλάρωσε κάπως το σώµα της, χαλάρωσε και έµεινε ξαπλωµένη, µόνο που δεν γύρισε πλευρό, έµεινε µε την πλάτη στον Αβραάµ. Ζεστό το χέρι του πάνω στον ώµο της, ζεστά και τα λόγια του ήρθαν και έκατσαν στο τροµαγµένο πουλί, στην
καρδούλα της. «Ξέρω…» συνέχισε εκείνος. «Ξέρω πως είναι δύσκολο… Φαντάζοµαι πως για όλα τα κορίτσια είναι δύσκολο. Μια φορά να βλέπεις κάποιον και µετά να τον παντρεύεσαι πόσο µάλλον για σένα που µεγάλωσες µόνη… που δεν είχες κανένα δικό σου… Το καταλαβαίνω, είναι δύσκολο. Εµείς οι άνδρες… για µας είναι αλλιώς… Ίσως πάλι και να µην είµαι αυτός που ονειρευόσουν… Δεν είµαι δα και κανένας όµορφος, αλλά… αλλά αν θέλεις και συ, Μακρίνα, αν µόνο το θέλεις, θα ζήσουµε καλά, θα είµαστε ευτυχισµένοι». Δάκρυα ανέβηκαν πάλι στα µάτια της· κάτι της έλεγε πως ο Αβράµης ήταν καλός άνθρωπος, καλός και ειλικρινής και… και την καταλάβαινε. Έδειχνε να την καταλαβαίνει, υπήρχε πιο σπουδαίο από αυτό; Και λυπήθηκε η Μακρίνα που ίσως και να τον πρόσβαλε µε τη συµπεριφορά της, ίσως και να τον πλήγωσε. Ορίστε, «δεν είµαι όµορφος», έτσι δεν της είχε πει; Ντροπή, ντροπή της! Γύρισε λίγο και έκανε µια προσπάθεια να τον κοιτάξει, είχε ανάγκη να δει τα µάτια του, να διαβάσει την ψυχή του, το σκοτάδι όµως στην κάµαρα την εµπόδισε, µόνο το σχήµα του κεφαλιού του µπόρεσε να διακρίνει, το πρόσωπό του αόριστα. «Θα ζήσουµε καλά, να το δεις…» επανέλαβε και η ανάσα του, ζεστή σαν µητρικό γάλα, χάιδεψε το στραµµένο προς τη µεριά του µάγουλο, αλλά την ίδια στιγµή, το µουστάκι του µε τις άγριες τρίχες της προκάλεσε έντονη φαγούρα. «Να το δεις…» Γύρισε ανάσκελα η Μακρίνα, φτωχά τα λόγια που
αναζήτησε στα βάθη του µυαλού της, φτωχά και δεν µπόρεσε να τα αλιεύσει. Χαµογέλασε να του δώσει κουράγιο, να πάρει και η ίδια λίγο, άγνωστο αν ο άνδρας της είδε εκείνο το χαµόγελο. «Είµαι µόνη…» ψιθύρισε χωρίς να το καταλάβει. «Πάντα ήµουν µόνη» και την πήραν πάλι τα κλάµατα. Την αγκάλιασε σφιχτά και εκείνη δεν αντέδρασε. Ίσα ίσα που κούρνιασε δίπλα του, ακούµπησε το κεφάλι στον ώµο του και τον έβρεξε µε δάκρυα. Τόσα όσα ο νεαρός άνδρας δεν είχε φαντασθεί ποτέ πως µπορεί να υπήρχαν πίσω από δυο τόσο όµορφα µατάκια. Της σκούπιζε το πρόσωπο κάθε τόσο µε τη φαρδιά του παλάµη, της φιλούσε τα µαλλιά και την παρακαλούσε να ησυχάσει, να πάψει να κλαίει γιατί ήταν εκείνος κοντά της και κανείς δεν µπορούσε να της κάνει κακό πια, ούτε καν ο Θεός ο ίδιος. Ήρεµη και σχεδόν ευτυχισµένη η Μακρίνα, έπειτα από λίγο, τελικά αποκοιµήθηκε µέσα στην αγκαλιά του, έχοντας µια µικρούλα επίµονη µύγα να βουίζει στο µυαλό της. Ό,τι της είχε πει ο άνδρας της την είχε ησυχάσει. Ακόµα κι εκείνο µε τον Θεό, που το είχε βρει το κορίτσι κάπως παρατραβηγµένο, ίσως και αµαρτία. Ήταν σίγουρη όµως πως ο Αβράµης το είχε πει για να της δηλώσει τη µεγάλη του αφοσίωση και τη φροντίδα που θα της προσέφερε στην κοινή τους ζωή. Όµως… όµως… να, σαν µια µυγούλα πήγαινε κι ερχόταν µέσα της: Ύβρις, κατέληξε, οι αρχαίοι Έλληνες το έλεγαν αυτό ύβρι προς τους θεούς. Αλλά εµείς πια δεν πιστεύουµε σε πολλούς αλλά µόνο
στον ένα και µοναδικό. Και µας αγαπάει και µας προστατεύει όλους σαν παιδιά του. Κοιµήθηκε µε τους πόνους της να έχουν µεταµορφωθεί σε µια αµυδρή σκιά πάνω στην καρδιά της, µε την ελπίδα να φτερουγίζει πάνω από τη σκιά και την πίστη πως τίποτα πια δεν θα µπορούσε να τη βλάψει. Τα χέρια του άνδρα της ήταν φαρδιά και δυνατά. Ακουµπούσε εκεί πάνω τη ζωή και την ύπαρξή της όλη.
Ιούνιος 2004: Υπόγεια πολιτεία Μαλακοπής, Καππαδοκία ΗΜΕΡΑ 2Η
Έλσα
«Η Μαλακοπή ήταν στα βυζαντινά χρόνια το απόρθητο κάστρο Μαλακοπαία, όπως αναφέρεται στα χειρόγραφα του έπους Διγενής Ακρίτας. Για το όνοµα “Μαλακοπή” υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύµφωνα µε µία από αυτές παράγεται από το Μάλα και Κόπος, που σηµαίνει πάρα πολλή κούραση, γιατί λόγω του άνυδρου της περιοχής, οι κάτοικοι αναγκάζονταν µε πολύ κόπο να βγάζουν το νερό από τα πηγάδια βάθους 70-80 µέτρων. Στη Μαλακοπή οι Έλληνες µιλούσαν παραφθαρµένα αρχαία ελληνικά ανακατεµένα µε περσικές και τούρκικες λέξεις και φράσεις …» Η Ελένη η αρχηγός πίνει µια γουλιά νερό από το
µπουκαλάκι που έχει στα χέρια της πριν συνεχίσει. Αν και είναι ακόµη πρωί η ζέστη αρχίζει να γίνεται έντονη. Γύρω της είναι συγκεντρωµένα τα µέλη της παρέας –έτσι χρίσθηκε από το προηγούµενο βράδυ το γκρουπ που έκανε «Προκόπι by night»–, φορώντας καπελάκια και κρατώντας χάρτες, φωτογραφικές µηχανές, νερά, ελαφριά πανωφόρια που είναι σίγουρο πως δεν θα χρειαστούν. Βρίσκονται δίπλα σε µια µεγαλοπρεπή εκκλησία, µε εµφανή τα σηµάδια της εγκατάλειψης. «… εδώ, το 970, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιµισκής έχτισε την εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων. Στη θέση της, οι Ρωµιοί της Μαλακοπής έχτισαν το 1861, χρησιµοποιώντας τα µάρµαρα της παλιάς εκκλησίας, τον µεγαλοπρεπή ναό των Αγίων Θεοδώρων που βλέπουµε και που ελπίζουµε πως σε λίγο θα µας ανοίξουν να µπούµε µέσα. Σας προειδοποιώ, ο ναός είχε µετατραπεί σε στάβλο. Τα τελευταία χρόνια γίνονται προσπάθειες να φτιαχτεί και πάλι». Τακτοποιεί τη φωτογραφική της µηχανή η Έλσα, αδηµονεί να τα δει όλα και να τα φωτογραφίσει. Δεν της αρέσουν οι οργανωµένες εκδροµές, αλλά τώρα πρέπει να αλλάξει συνήθειες και να υποστεί τις αναλυτικές ξεναγήσεις. Της ίδιας της αρέσει να κινείται ανεξάρτητα αλλά δεν ήταν σίγουρη πως, ειδικά αυτή την πρώτη φορά, θα µπορούσε να τα καταφέρει. Αν ήταν µαζί της ο Νίκος… «…των Αγίων Αναργύρων, ξακουστή για τα θαύµατά της, ακόµα και σήµερα έρχονται ασθενείς για να πιούνε το αγίασµα που υπάρχει δίπλα». Προφανώς η αρχηγός ξεκίνησε να
µιλάει για µιαν άλλη εκκλησία, όσο το µυαλό της Έλσας περιπλανιόταν αλλού.
Κατεβαίνουν και πάλι από το πούλµαν που τους µεταφέρει, ο οδηγός ευγενικός τούς προσφέρει παγωµένα νερά από το ψυγειάκι που έχει µαζί του, κάποιοι είναι ήδη κουρασµένοι, κάποιοι άλλοι δεν µπορούν να κρύψουν την ενεργητικότητά τους που τρέχει αντιστρόφως ανάλογα µε την ηλικία τους. «Να δείτε, θα πάθετε την πλάκα σας!» τους προετοιµάζει η κυρία Ματίνα. «Τέτοιο µέρος ούτε έχετε ξαναδεί, ούτε έχετε φαντασθεί πως υπάρχει. Άντε, Ελένη, άντε, κορίτσι µου, µπρος, πάµε!» αδηµονεί να ηγηθεί του γκρουπ στα στενά της υπόγειας πολιτείας. Η Ελένη χαµογελάει µε υποµονή και κατανόηση, τόσα χρόνια κάνει αυτή τη δουλειά και δεν έχει ακόµη καταλήξει ποιος ταξιδιώτης την ενοχλεί περισσότερο. Αυτός που βαριέται και γκρινιάζει συνεχώς ή αυτός που τα ξέρει όλα και ανυποµονεί για το «παρακάτω», να σηκώσει το χέρι και να το πει, όπως τα παιδιά στο σχολείο. «Εδώ βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος Ντερίνκουγιου, µία από τις 200 υπόγειες πολιτείες που βρίσκονται σε όλη την Καππαδοκία. Tο θαυµάσιο αυτό ανθρώπινο δηµιούργηµα φτάνει σε βάθος περίπου 85 µέτρα και διαρθρώνεται σε οχτώ υπόγεια επίπεδα, λαξευµένα µέσα στη γη. Είναι η µεγαλύτερη
και η πιο καλά διατηρηµένη υπόγεια πολιτεία της Καππαδοκίας. Η λάξευσή της πρέπει να άρχισε στα χρόνια των Χετταίων. Το “άξυλο” της περιοχής έδωσε αρχικά µια πρώτης τάξης ευκαιρία στους κατοίκους της να χρησιµοποιήσουν τη γη και να κατασκευάσουν µε περισσή ευκολία τα σπίτια τους, µιας και το ηφαιστειογενές πέτρωµα εύκολα µπορούσε να λαξευτεί…» Η Έλσα παρακολουθεί µε προσποιητό ενδιαφέρον, αν και όλα αυτά τα διάβασε το προηγούµενο βράδυ στον ταξιδιωτικό οδηγό, µόλις γύρισε στο δωµάτιό της από το «Προκόπι by night» και ύπνος δεν της κολλούσε. Και δεν της κολλούσε, παρά την προχωρηµένη ώρα και την κούραση, αφού είχε περπατήσει περίπου ένα δίωρο στο κέντρο της πόλης µαζί µε κάποιους τύπους, σαφώς αθλητικότερους από την ίδια, που ψοφούσαν να εξερευνήσουν το Ουργκούπ. Είχε µια διαολεµένη υπερένταση που οφειλόταν σε διάφορους λόγους, γι’ αυτό χρειάσθηκε να διαβάσει κάµποσο µέχρι να κλείσουν τα µάτια της, αρνούµενα να ακολουθήσουν τις απίστευτες διαδροµές που έκανε το µυαλό της. «…προστασία από πάσης φύσεως προσβολές, όπως φυσικά φαινόµενα, έντονες υψηλές και χαµηλές θερµοκρασίες κατά τη διάρκεια του χρόνου, αλλά και επιδροµές από ορδές ληστών» η αρχηγός επιτελεί το καθήκον της µε κέφι και λεπτοµέρειες. Οι ηλικιωµένοι αλλά ζωηροί ταξιδιώτες κρέµονται από τα χείλη της. Πλην της κυρίας Ματίνας που ανυποµονεί να τελειώσει το θεωρητικό κοµµάτι της ξενάγησης και να αναλάβει
δράση, µπροστάρισσα στην κατάβαση στους στενούς διαδρόµους της υπόγειας πολιτείας. Και πλην της Έλσας, που τα λόγια περνούν από τον διαµπερή εκείνη τη στιγµή εγκέφαλό της και διαλύονται µέσα στη θαµπή ζέστη του πρωινού. Τον διαµπερή εγκέφαλο που προσπαθεί συνεχώς, από την ώρα που είχε γυρίσει στο δωµάτιό της την προηγούµενη νύχτα µέχρι εκείνη τη στιγµή, να βγάλει συµπέρασµα αν ο άνδρας, εκείνος ο Άλεξ δηλαδή, είχε φύγει από το µαγαζί, το υπόσκαφο δηλαδή… Αλλά, ας το σκεφθεί και πάλι από την αρχή. «…µε ένα πρωτοποριακό σύστηµα λαβυρίνθων που στριφογύριζαν, ανεβοκατέβαιναν, συναντιόνταν µεταξύ τους και χάνονταν σε άγνωστα υπόγεια µονοπάτια»[51].
Μετά τον δίωρο περίπατο, είχαν αποδεχθεί την πρόσκληση των άλλων που τους τηλεφωνούσαν συνέχεια την τελευταία µία ώρα να πάνε να τους βρουν στο «καταπληκτικό υπόγειο µε τη ζωντανή, παραδοσιακή µουσική». Η είσοδός τους συνοδεύτηκε από τις ενθουσιώδεις φωνές της παρέας, κι εκείνη τη στιγµή η Έλσα τούς θαύµασε απεριόριστα για τη νεανική τρέλα που κουβαλούσαν.
«Με ευρύχωρα δωµάτια για όσους κατέφευγαν εκεί, ειδικούς
χώρους για υγειονοµική περίθαλψη, εκκλησίες, αποθήκες, σήραγγες διαφυγής, υπόγειες δεξαµενές νερού, χώρους που είχαν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν, για µεγάλο χρονικό διάστηµα, σηµαντικό αριθµό κατοίκων, στάβλους και πηγάδια, πατητήρια σταφυλιών, τριβεία του σιταριού, αµυντικά συστήµατα αυτόµατης φραγής των διόδων και βολής βελών…»
Η Έλσα δεν µπόρεσε να κρατήσει τα γέλια της µε τον ανεξήγητο ενθουσιασµό της παρέας µόλις τους είδε. Ήδη θα είχαν χτυπήσει ένα δυο ποτά ο καθένας και το κέφι ήταν στο κόκκινο.
«… και µε ένα σύστηµα εξαερισµού από κάθετους αεραγωγούς που ξεκινούσαν από την επιφάνεια και έφταναν έως και τον τελευταίο υπόγειο όροφο, ανανεώνοντας τον αέρα και προσοµοιώνοντάς τον µε αυτόν της επιφανείας ούτως ώστε να επιτρέπουν την αναπνοή δίχως καµία αίσθηση δυσφορίας…»
Είχαν καθίσει ανάµεσά τους, ενώ µια µικρή ορχήστρα, δυο µουσικοί µε έγχορδα όλοι κι όλοι δηλαδή έπαιζαν και
τραγουδούσαν χαµογελαστοί, σαφώς επηρεασµένοι από το κέφι της µεγάλης παρέας.
«…και µε τη θερµοκρασία να κυµαίνεται επί µονίµου βάσεως στους 17 βαθµούς…»
Με το που είχε καθίσει η Έλσα και σκεφτόταν τι να παραγγείλει, έπιασε τα νοήµατα που της έκανε η κυρία Ματίνα, νοήµατα που έφερναν γέλια στα υπόλοιπα µέλη της συντροφιάς.
«… µε τις εισόδους του χώρου να σφραγίζονται από τεράστιες µυλόπετρες κατά τέτοιο τρόπο που δεν επέτρεπε καµία παραβίαση».
Είχε αισθανθεί ένα ζευγάρι µάτια καρφωµένα πάνω της – εκτός όλων των άλλων που ήδη την κοιτούσαν, σχεδόν τη βίαζαν µε την έντασή τους. Γύρισε προς την κατεύθυνση από την οποία
έρχονταν τα «σήµατα» και πρόλαβε να δει µια ψηλή ανδρική σιλουέτα µε ξανθά µαλλιά που αποχωρούσε βιαστικά από το µαγαζί, χαιρετώντας φιλικά τους µουσικούς. Ήταν εκείνος;
«Η Μαλακοπή ήταν κόµβος και το κέντρο της αγοράς στην περιοχή…»
Η ξενάγηση κράτησε περισσότερο από δυο ώρες. Κατεβαίνοντας τον στενό διάδροµο της υπόγειας πολιτείας, η Έλσα, εντυπωσιασµένη από αυτά που έβλεπε, ξεχάστηκε και δεν σκέφτηκε ξανά το προηγούµενο βράδυ. Εξάλλου, η κυρία Ματίνα τής το είχε κάνει ξεκάθαρο πως επρόκειτο για τον «φωτογράφο», υποβάλλοντας την ερώτηση: «Μα γιατί, µικρή µου, ο γνωστός σου έφυγε µόλις ήρθες;». Εννοείται πως δεν της είχε απαντήσει και εννοείται πως είχε αρχίσει να ενοχλείται. Και, πράγµα παράξενο, δεν την ενοχλούσε τόσο η αδιακρισία της «φίλης» της –ήταν πολύ λαβωµένη ακόµη η Έλσα για να τα βάλει µε τους άλλους–, αλλά την ενοχλούσε η υπόθεση που έκανε: Αν εκείνος αντιλαµβανόταν πως οι άλλοι παρακολουθούσαν µε ενδιαφέρον το… το… µεταξύ τους –και πώς να το ονοµάσει, φλερτ; ας το πει και έτσι–, αν λοιπόν εκείνος, αντιλαµβανόµενος πως τους
παρακολουθούν όλοι, ίσως και να µην ήταν ο εαυτός του… Ακατάληπτα και ασύνδετα πράγµατα δηλαδή, προσπάθησε να παρακάµψει αυτή τη σκέψη και να πάει παρακάτω. Γιατί η Έλσα ήταν αποφασισµένη να περάσει καλά. Να περάσει καλά και να αισθανθεί και πάλι εκείνο το παράξενο αίσθηµα που είχε νιώσει µόλις είχαν φτάσει στην Καισάρεια. Ότι δηλαδή ξαναγυρνούσε πίσω, στις ρίζες της, στην αιώνια πατρίδα. Αυτό το ταξίδι το έκανε, αντί µνηµοσύνου, προς τιµή της Σεβαστής. Και θα το έκανε αξέχαστο. Για να έχει να το διηγείται στη γιαγιά όταν θα αντάµωναν κάποτε εκεί ψηλά. Όπως το φανταζόταν το εκεί ψηλά και όπως το σκεφτόταν στα τρία χρόνια της απόλυτης δυστυχίας της, ίσως και να ήταν το µοναδικό µέρος που θα επιθυµούσε να βρισκόταν. Όµως, το γεγονός πως εκείνος… ο Άλεξ –να το! Τον αποκάλεσε, επιτέλους, µε το όνοµά του!– άλλαζε συµπεριφορά και διαθέσεις εξαιτίας των άλλων την έκανε να διακατέχεται από µια ανεπαίσθητη µεν υπαρκτή δε αγωνία.
Βγαίνει από το στενό άνοιγµα – κατέβηκε τρία πατώµατα κάτω από τη γη, στριµωγµένη σε έναν χαµηλό και στενό διάδροµο µε κόσµο µπροστά και πίσω της, εξαιρετική εµπειρία, εξαιρετική και… και δεν θα άντεχε ούτε λεπτό παραπάνω! Μπροστά της ένας φαρδύς προθάλαµος, βαδίζει προς το φως· ναι, υπέροχη εµπειρία, µοναδική, καµία σχέση µε τις κατακόµβες στη Ρώµη·
εδώ πρόκειται για µια ολόκληρη πολιτεία, για χιλιάδες ανθρώπους που ζούσανε όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, ακόµα και για έξι, µπορεί και εφτά µήνες χωρίς να αλλάζει κάτι, ούτε να ξηµερώνει ούτε να νυχτώνει, τίποτα, ούτε κρύο ούτε βροχή ούτε ζέστη. Καταπληκτικό, αλλά της λείπει ο ήλιος, στρέφεται σαν απελπισµένο φυτό προς την πηγή του φωτός. Βαδίζει βιαστικά, τρέχει σχεδόν προς την έξοδο, φτάνει, έφτασε, να! Έξω, ουφ! Μετά τα δροσερά υπόγεια, η ζέστη του µεσηµεριού την τυλίγει ευεργετικά. Για λίγο, για κλάσµατα του δευτερολέπτου στραβώνεται από την εκκωφαντική λάµψη. Τι είναι αυτό; Τεράστια πολύχρωµα λουλούδια απλώνονται µπροστά στα µάτια της… Τα κλείνει και τα ανοίγει πάλι και ησυχασµένη – τρόµαξε από το µέγεθος των λουλουδιών, µήπως είχε βγει σε άλλον πλανήτη, µήπως έµεινε πολύ καιρό εκεί κάτω και άλλαξαν τα πράγµατα; Διαπιστώνει πως αυτά που πέρασε για γιγαντιαία λουλούδια είναι ποικιλόχρωµα υφαντά, χαλιά, στρωσίδια, σκεπάσµατα, απλωµένα στο χορτάρι του παρτεριού. Προφανώς για πούληµα. Θαυµάζει τα χρώµατα, καθένα και διαφορετικό µήνυµα, κάθε κλωστή και µια ευχή, κάθε βελονιά και ένας καηµός. Έτσι το µεταφράζει και της αρέσει κιόλας. Έχει ποιητική διάθεση – τροµάρα της! Κατευθύνεται σε ένα παρακείµενο µαγαζάκι που προσφέρει καφέδες, τσάι, αναψυκτικά και κάτι αυτοσχέδιες πίτες που µοσχοβολάνε –το στοµάχι της όµως έχει αρχίσει, ανεξήγητα, να σφίγγεται, καµιά διάθεση να
δοκιµάσει– ενώ ξαφνικά το στόµα της έχει ξεραθεί, κατευθύνεται ολοταχώς, παίρνει ένα µπουκάλι νερό και πίνει λαίµαργα. Κυλάει εκείνο στον διψασµένο της λαιµό, κυλάει και δροσίζεται ως την καρδιά της µέσα. Ναι, είναι ζωντανή. Πρώτη φορά εδώ και τρία χρόνια εκτιµάει το γεγονός αυτό και κυρίως, πρώτη φορά δεν λυπάται που είναι ζωντανή ενώ ο Νικόλας… Το µπουκαλάκι σχεδόν έχει τελειώσει όταν η Έλσα παρατηρεί και συγχρόνως απορεί γιατί ο σερβιτόρος, ή τέλος πάντων όποια είναι η ιδιότητά του, που στέκεται δίπλα από το ψυγείο των αναψυκτικών, µε νοήµατα και χαµόγελα στολισµένα µε σάπια δόντια, της δείχνει απέναντι, το ολοστρόγγυλο παρτέρι που της είχε τραβήξει προηγουµένως την προσοχή. «Σεβνταλή!» γελάνε πονηρά τα χαλασµένα δόντια. Ο νους της τρέχει κατευθείαν στα ρεµπέτικα τραγούδια που µε πάθος άκουγε ο Νίκος. «Εσύ είσαι τουρκόσπορος» την πείραζε «εγώ σου µαθαίνω πως “σεβντάς” είναι ο έρωτας, ο ερωτικός καηµός στα τραγούδια αυτά, τα άγια». Γυρίζει το κεφάλι της απορηµένη να δει τι εννοεί ο άνθρωπος. Tο άνοιγµα του σκοτεινού µαγαζιού, µε τις επιγραφές αναψυκτικών, τα κρεµασµένα µατόχαντρα και τα κακόγουστα «έργα τέχνης» από πηλό, γίνεται ένα καταπληκτικό κάδρο για το πρόσωπό της, το στεφανωµένο από τα κόκκινα µαλλιά, το οποίο φωτογραφίζει µε τον τηλεφακό του ο Άλεξ εδώ και κάµποσα λεπτά. Γελάει αµήχανα η Έλσα και το πλάνο γίνεται ακόµα καλύτερο. Περνάει το χέρι της µέσα από τα µαλλιά – εξαιρετικό!
Ύστερα προστατεύει τα µάτια της µε µαύρα γυαλιά – τέλειο και αυτό. «Εδώ µου φαίνεται πως ανήκεις καλύτερα» της λέει καθώς την πλησιάζει, ενώ µπροστά στην έξοδο της υπόγειας πολιτείας το γκρουπ συγκαλεί έκτακτη σύσκεψη για να αποφασίσει αν η συνάντηση της «µικρής» της παρέας και του γοητευτικού –σ’ αυτό υπάρχει διχογνωµία, αλλά είναι συζήτηση άλλης ώρας– άγνωστου είναι για καλό της Έλσας ή όχι. Βγάζει τα γυαλιά της και τα στερεώνει στο κεφάλι. Είναι υποχρεωµένη να τον δει κατάµατα, το οφείλει στον εαυτό της. Για να δώσει ένα πρόσωπο σε ό,τι θα τη βασανίσει τη νύχτα. «Ευχαριστώ για τις προσπάθειες που κάνεις να µε…» ψάχνει την αγγλική λέξη για το «εντάσσω» και δεν τη βρίσκει, τα χάνει κάπως, τσατίζεται. «…Ευχαριστώ που προσπαθείς να βρεις πού ανήκω. Μα, πίστεψέ µε, είµαι καλά…» όµως η κάθετη γαλάζια φλέβα στο µέτωπό της ίσως να δείχνει άλλα. Γελάει εκείνος, τα µαλλιά του λάµπουν κάτω από τον ήλιο που δείχνει πως σε λίγο θα είναι ανελέητος, γελάει και το γκαρσόνι µε τα σάπια δόντια και το κιτρινισµένο νάιλον πουκάµισο. Η σύγκριση είναι άδικη, αποφαίνεται µέσα της η Έλσα γοητευµένη και χαµογελάει µε συµπάθεια στον ευτυχή, εξαιτίας του λαµπερού της χαµόγελου, ανθρωπάκο που επαναλαµβάνει σηκώνοντας τα φρύδια: «Σεβντάς, σεβντάς!». «Το βράδυ θα πιούµε ποτό και θα σου κάνω ξεκάθαρο γιατί δεν περνάς καλά. Έχεις χρόνια να περάσεις καλά» κάνει υπόκλιση ο Άλεξ και γυρίζει να φύγει. «Κι εσύ θα µου εξηγήσεις
από ποια ζωή του παρελθόντος γνωριζόµαστε». Πάει να του πει να µην είναι σίγουρος πως θα πιούνε ποτό το βράδυ και πως δεν γνωρίζονται από καµιά διαολεµένη προηγούµενη ζωή, αλλά εκείνος έχει ήδη φύγει. Σεβντάς…
«Η κοιλάδα Ιχλαρά, Περίστρεµµα το ελληνικό της όνοµα, µήκους δεκατεσσάρων περίπου χιλιοµέτρων, έχει διαµορφωθεί από τη διάβρωση που προξένησε στα ηφαιστειογενή πετρώµατα ο ποταµός Μελεντίζ. Το ύψος των βράχων πολλές φορές ξεπερνά τα εκατόν πενήντα µέτρα…» Η Ελένη, άψογη ξεναγός, ενηµερώνει τους διψασµένους για µάθηση εκδροµείς. «Εδώ είχε δηµιουργηθεί οικισµός των πρώτων Χριστιανών για να αποφύγουν τις διώξεις των Ρωµαίων και, στα βυζαντινά χρόνια, ήταν τόπος αναχωρητισµού πολλών µοναχών. Υπάρχουν πολλές δεκάδες εκκλησίες, σκαµµένες µέσα στον βράχο, µε εξαιρετικές νωπογραφίες…» Η Έλσα είναι ανάµεσα σ’ αυτούς τους λίγους –η αρχηγός τούς προειδοποίησε πως η ανάβαση είναι πάρα πολύ δύσκολη– που επιλέγουν να διασχίσουν πεζή το ένα τµήµα της κοιλάδας, ίσως λίγο παραπάνω από το µισό, που σε πολλά σηµεία στενεύει και γίνεται φαράγγι. Θα ακολουθήσουν το ποτάµι που από ψηλά το ακούνε µόνο, δεν το βλέπουν ακόµη. Το τοπίο είναι άγριο, δεν αµφιβάλλει για αυτό, αλλά το
βρίσκει παράξενα οικείο, συγχρόνως. Τα απόκρηµνα βράχια τής προκαλούν δέος, όµως το πέταγµα των εκατοντάδων περιστεριών την ίδια στιγµή την ηρεµεί. Κατεβαίνει µαζί µε τους υπόλοιπους τολµηρούς, περισσότερα από εννιακόσια σκαλιά ως το βάθος του φαραγγιού, εκεί που κυλάει το ποτάµι και συναντάνε πρώτα την περίφηµη «Εκκλησιά πίσω από το δένδρο» µε τις ξεχωριστές τοιχογραφίες. Περπατάνε στις όχθες του ποταµού που κυλάει ανταριασµένος. Εδώ κάτω στο στενό φαράγγι έχει δροσιά και οι αχτίδες του ήλιου δεν φτάνουν ως αυτούς. Αργοπορεί µπροστά στο εκπληκτικό τοπίο, δακρύζει από την οµορφιά και το πάθος της πίστης που λάξευσε τόσες εκκλησίες σε τόσο δύσβατο µέρος· φωτογραφίζει µε µένος καθετί που συναντάει, ενώ η ψυχή της, ανοιχτή στο σύµπαν, είναι σίγουρη πως όσα βλέπει, ακούει, µυρίζει, αγγίζει και βιώνει τελικά δεν θα τα ξεχάσει ποτέ. Η εκκλησία του Αγίου Υάκινθου, η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου – ο δράκος πεθαίνει κάτω από το κοντάρι του Άγιου. Φωτογραφίζει ασταµάτητα η Έλσα, αυτό εδώ το µέρος είναι κοµµάτι από την πατρίδα της, ας το έχει σε εικόνες τουλάχιστον, να µην το ξεχάσει ποτέ. Έτσι κι αλλιώς δεν έχει καµιά ξεκάθαρη ανάµνηση από τις διηγήσεις της γιαγιάς της. Της είχε µιλήσει για τα µέρη εκείνα; Αορίστως, κάτι θυµόταν… Κάτι. Στην Καισάρεια, βλέπεις, έζησε η γιαγιά της και τα ταξίδια τότε δύσκολα και επικίνδυνα, ποιος τα αποφάσιζε, ακόµα και για την οικογένεια στην οποία είχε µεγαλώσει Σεβαστή.
Βγάζει τον αέρα από το στήθος της η Έλσα, ξεφυσάει. Απ’ όσο θυµάται τώρα: «Μια φορά µονάχα µ’ αξίωσε ο Θεός να κάνω µεγάλο ταξίδι, τότες που από την Καισάρεια φτάσαµε µε τον πατέρα και τον Μποδοσάκη ως απάνω, ως της Μαύρης Θάλασσας τα παράλια. Κει να δεις οµορφιές, τζιέριµ’, κει να δεις …» και µετά χαµήλωνε τη φωνή της, µια λέξη ετοιµαζόταν να βγει από τα µαραµένα χείλη, µια λέξη ολοστρόγγυλη, ρόδινη και γλυκιά, να, σαν «αγάπη», σαν «έρωτας» να λες καλύτερα. Και έµενε η Έλσα µε την προσµονή του ακούσµατος εκείνης της πολύτιµης λέξης από τα απρόθυµα πια χείλη της γιαγιάς της, δεν τα έλεγε όλα η Σεβαστή, κρατούσε µυστικά µέσα της, όπως όταν δεν θέλεις να αποχωριστείς λατρεµένο καηµό. «Μια φορά, κάποτε, ίσα ίσα ένας χρόνος είχε περάσει από τότες που είχαµε πάει στη Σαµψούντα…» τώρα τα θυµόταν η Έλσα, ε ρε τι θησαυρούς είχε αφήσει να φύγουν µέσα από τα χέρια της, τι θησαυρούς! «Ένα χρόνο µετά είχαµε πάει και στης µάνας µας τον τόπο. Στη Σινασός, τζάνεµ’, είχαµε πάει. Αχ τι ευτυχία ήταν κείνη… Εκεί… εκεί πέρα µέσα σε µια εκκλησία φτεροκοπούσαν οι αγγέλοι… Ένα θαύµα, κόρη µου, ένα θαύµα η αγάπη! Διάβασε, διάβασέ το» και χτυπούσε µε δάχτυλα µελανά από την έλλειψη οξυγόνου, χτυπούσε µε τα µακριά, αριστοκρατικά της δάχτυλα το πανόδετο βιβλίο που της είχε χώσει στα χέρια. Μικρή ήταν τότε η Έλσα, πολύ πολύ δεν την ενδιέφεραν όσα της έλεγε η γιαγιά της, το πήρε το βιβλίο κάπως σαν από
υποχρέωση, το πήρε και τις πρώτες µέρες δεν το άνοιξε. Όταν άρχισε να διαβάζει και να βρίσκει ενδιαφέρον, όρµησε η µάνα της η Μακρίνα και το εξαφάνισε. «Δεν είναι για την ηλικία σου!» είχε πει παγερά. «Όταν µεγαλώσεις βγάλε ό,τι συµπέρασµα θέλεις. Τώρα έχεις άλλα µπροστά σου. Πρέπει να περάσεις στο πανεπιστήµιο». «Ύστερα ήρθε το άλλο ταξίδι…» ξαναγυρίζουν οι µνήµες, και τα λόγια της Σεβαστής σεργιανάνε στο µυαλό της Έλσας. «Το ταξίδι του ερχοµού µας εδώ… Πώς τα καταφέραµε µην τα ρωτάς. Ας είναι αναπαυµένη η ψυχούλα του καπετάνιου µου, δίχως εκείνον τίποτα δεν θα ήµαστε… Και γω και η µάνα σου…» Εκεί τέλειωναν οι πληροφορίες της, µπορεί και να µην είχε δώσει σηµασία τότε, όταν δεν ξέρεις πρόσωπα, τόπους και πράγµατα, αλλιώς αξιολογείς όσα µαθαίνεις, άλλη βαρύτητα δίνεις. Ίσως να φταίει και η µάνα της, όχι «ίσως», σίγουρα φταίει. Ποτέ δεν είχε συµβιβαστεί µε την καταγωγή της. Κυρίως µε το γεγονός πως η ρίζα της ήταν τουρκόφωνη. Την κορόιδευαν τα παιδιά στο σχολείο, «Τουρκόσπορο» τη φώναζαν και «Αϊσέ», και η µικρή Μακρίνα ντρεπόταν τόσο, που είχε αποκηρύξει την καταγωγή της. Μαζί και τη µάνα της, τη Σεβαστή. Από τη στιγµή που έµαθε πως δεν ήταν η πραγµατική της µάνα…
Αναστατωµένη από την πίκρα που πήρε η γιαγιά της στα γεράµατα αλλά και από τις αγιογραφίες που αναπαριστούν σκηνές από την Κόλαση –πόση αγριότητα, αλήθεια τι Θεός είναι αυτός που τιµωρεί έτσι τα παιδιά του;– βγαίνει η Έλσα από την Εκκλησία του Φιδιού. Δυστυχώς η αρχηγός δεν τους έχει ακολουθήσει και δεν τους έλυσε την απορία από πού είχε προκύψει το όνοµα. Αρχίζει τη δύσκολη ανάβαση και προσπαθεί να απασχολήσει το µυαλό της µε το θέµα της ονοµασίας. Ας µη µετράει από τώρα τα σκαλιά, έχει δρόµο πολύ και δεν θέλει να σκέφτεται. Η Εκκλησία του Φιδιού… µµµ σίγουρα το όνοµα θα συνδέεται µε τον Όφι, τον διάβολο δηλαδή, εξού και η αγιογράφηση, εκείνη η τροµερή που αναπαριστά την κόλαση. «Ο Όφις µε ηπάτησε», ο Αδάµ απολογούµενος ενώπιον του Θεού. Το µυαλό της τρέχει στις πρώτες τάξεις του δηµοτικού, πότε διδάχθηκε εκείνη την ιστορία; Συνετή και αυστηρή η µάνα της ήθελε να τα µάθει όλα η κόρη της, να µορφωθεί, να διαπρέψει, να ξεχωρίσει, πόση απογοήτευση θα είχε αισθανθεί όταν παντρεύτηκε έναν τόσο µεγαλύτερό της άνδρα, έστω και πετυχηµένο, και αποσύρθηκε επαγγελµατικά σε µια απίθανη δηµόσια υπηρεσία που καµιά δουλειά δεν είχε για µια «προικισµένη αρχιτεκτόνισσα» κατά τη ρήση της κυρίας Μακρίνας. Και ο πατέρας της. Μόνο εκείνος την είχε καταλάβει. Χρόνια χωρισµένος από τη µάνα της: «Κάνε αυτό που λέει η καρδιά σου, κορίτσι µου» την είχε συµβουλεύσει. Δεν ξέρει η Έλσα αν
το πίστευε απόλυτα, ποτέ δεν τον είχε µάθει πολύ καλά. Ίσως να της το έλεγε µόνο και µόνο για να πάει κόντρα στην πρώην σύζυγο, ίσως και να ήταν ικανός για τα πάντα. Τόσο µίσος! Ποιος ήταν άραγε χειρότερος από τους δυο γονείς της: η µητέρα της µε την υπερβολική φιλοδοξία ή ο αδιάφορος πατέρας; αναρωτιέται ενώ συνεχίζει την ανάβαση και κάθε τόσο ρίχνει µατιές πίσω, πιθανόν κάποιος να χρειάζεται βοήθεια ή έστω παρέα. Κανείς! Όλοι τους σκληρά ταξιδιωτικά καρύδια, ανεβαίνουν µια χαρά, αργά αλλά σταθερά. Κανένα επίµονο λαχάνιασµα, κανένα βογκητό ή ψιθύρισµα αδηµονίας για την κορυφή δεν φτάνει στα αυτιά της.
Γευµατίζουν όλοι µαζί σε πλωτές εξέδρες στο ποτάµι που κυλάει αγριεµένο καθώς τα χιόνια λιώνουν στην οροσειρά του Ταύρου. Εδώ η ατµόσφαιρα έχει αλλάξει, χάνεται ο ήλιος πίσω από τα βράχια, δροσιά έως κρύο. Η Έλσα το απολαµβάνει. Οι ενθουσιώδεις σύντροφοί της σ’ αυτό το ταξίδι τρώνε µε µικρά επιφωνήµατα πέστροφες ψηµένες πάνω στο κεραµίδι, µελιτζάνες, κουκιά και γιαούρτι, αλλά η ίδια τσιµπάει αφηρηµένη. Τόση πεζοπορία και δεν της άνοιξε η όρεξη, προτιµάει ψωµί µε τυρί. «Το φαγί των τυχερών» της έλεγε η γιαγιά της, εκείνη που είχε µείνει µέρες νηστική και είχε αναγκαστεί να ζητιανέψει για µια µπουκιά ψωµί, χωρίς καµιά απολύτως ντροπή, όπως την είχε διαβεβαιώσει. Γιατί είχε ένα
παιδί να ζήσει. Και γιατί όλοι τους, αποκεί που ’ταν νοικοκυραίοι άνθρωποι είχαν µεταµορφωθεί σε ζώα που υπέφεραν από πείνα, δίψα, κούραση, αϋπνία. Χώρια ο καηµός του ξεριζωµού. Χώρια ποιους και τι άφηναν πίσω τους.
Η περιήγηση συνεχίζεται. Ένας πεδινός δρόµος που περνά ανάµεσα από αδιάφορα χωριά µε τετράγωνα σπίτια και ξεραµένες αυλές τους οδηγεί στο Γκέλβερι, στην πανέµορφη Καρβάλη των Ρωµιών µε τα πολλά ελληνικά αρχοντικά, την εκκλησία του Γρηγόριου του Θεολόγου, που έχει µετατραπεί σε τζαµί, και λίγο έξω από το χωριό σε µια καταπράσινη κοιλάδα – κυριολεκτικά, στο µέσον του πουθενά– την Κόκκινη εκκλησιά, σπουδαίο βυζαντινό µνηµείο του 7ου αιώνα. Πολλές πληροφορίες, πολλά ονόµατα, πολλά τοπωνύµια, πολλές λεπτοµέρειες. Ανακατεύονται όλα αυτά µε τις αµυδρές µνήµες που έχει η Έλσα από τις διηγήσεις της γιαγιάς Σεβαστής. Γιατί βλέπεις, όταν είσαι µικρός, όσο ενδιαφέρον και αγάπη και αν έχεις, δεν γνωρίζεις πως εκείνες οι στιγµές θα είναι ανεπανάληπτες και πως µπορεί ποτέ ξανά να µη σου δοθεί η ευκαιρία να τα ακούσεις. Μόνο σαν παραµύθια τα ακούς, τα χαίρεσαι και µετά τα ξεχνάς. Ή νοµίζεις πως τα ξεχνάς. Γιατί στο µεταξύ, ο εγκέφαλος τα έχει καταγράψει, τα έχει αποθηκεύσει. Και όταν έρθει η στιγµή, τα ανασύρει. Στην αρχή
αργά αργά και µετά γρήγορα, δυνατά, καµιά φορά και βίαια. Μια µπόρα αναµνήσεων, που ξεσπά στο µυαλό της Έλσας, ανακατωµένη µε τα νεφελώµατα του πένθους και τις αστραπές του… του φλερτ… του φλερτ κάποιου άγνωστου. Τώρα αισθάνεται διαλυµένη. Από κούραση. Και από συγκινήσεις. Και από κάτι άλλο, απροσδιόριστο.
Ο ήλιος άγγιζε πια τις κορυφές των λόφων, όταν έφθασαν στο ξενοδοχείο. Απτόητοι οι ορεξάτοι ηλικιωµένοι, διαµαρτύρονταν µε νάζια στην αρχηγό πως δεν ήθελαν να πάνε στα δωµάτια, πως είχανε πολλή ώρα στη διάθεσή τους µέχρι το δείπνο. Πρωτοστατούσης της κυρίας Ματίνας, σχηµατίστηκε αµέσως µια µικρή οµάδα µε προορισµό το Προκόπι και αποστολή «καφέ στην πλατεία». Είχε αρνηθεί η Έλσα, ήθελε να µείνει µόνη, ήθελε να ξεκουραστεί. Ονειρευόταν να χαθεί και πάλι στους ατµούς και τα αρώµατα του χαµάµ, να χαλαρώσει κάτω από τα χέρια της Ναζλί, αλλά και µόνο στην πιθανότητα να ακούσει πάλι τη φωνή του –που τελείως αυθαίρετα την είχε ταυτίσει µε την παρουσία του– είχε αποφασίσει να ανεβεί στο δωµάτιο, σχεδόν τρέχοντας. Τώρα κάθεται και πάλι στο πάτωµα µπροστά στην πόρτα που οδηγεί στη βεράντα, ανάµεσα στο έξω και στο µέσα, κάθεται κάτω στο µαρµάρινο πάτωµα και κοιτάει, τάχα όλο ενδιαφέρον, τις φωτογραφίες στην κάµερά της. Είναι δεκάδες,
µπορεί και περισσότερες, έχει χρόνια να τραβήξει φωτογραφίες καθώς, όχι µόνο πουθενά δεν είχε πάει τα τρία τελευταία χρόνια, αλλά, και κυρίως αυτό, τίποτα δεν της κινούσε το ενδιαφέρον. Ενώ παλιά, επί Νίκου δηλαδή, ακόµα και ένα σπουργίτι στο µπαλκόνι τους µπορεί να ήταν θέµα για φωτογράφιση. Παρατηρεί τις φωτογραφίες που τράβηξε σήµερα και διαπιστώνει πως, αν µπορεί να το πει αυτό για τον εαυτό της, έχει µιαν άλλη «µατιά». Δεν βγάζει µόνο τοπία που ήταν πάντα αυτό που της άρεσε, τώρα, σήµερα δηλαδή προσπαθούσε να έχει και άνθρωπο µέσα στο πλάνο της. Οποιονδήποτε άνθρωπο, κάποιον από το γκρουπ, κάποιον άγνωστο – ο κύριος µε τα σάπια δόντια, για παράδειγµα, έξω από την υπόγεια πολιτεία της Μαλακοπής, κοσµεί µε το χαµόγελό του πολλές φωτογραφίες της. Ενώ ο γλυκός κύριος Μάκης, σύζυγος της κυρίας Ματίνας, είναι σε άλλες τόσες, ειδικά σε εκείνες από το ποτάµι. Η Έλσα ίσως για πρώτη φορά, µε αφορµή τις φωτογραφίες που έχει τραβήξει, αναρωτιέται µήπως και δεν αντέχει πια τα άδεια από ανθρώπινη παρουσία τοπία. Όπως, ενδεχοµένως, να µην αντέχει και την άδεια ζωή της. Φορώντας το σατέν µαύρο παντελόνι και το λευκό µεταξωτό πουκάµισο που είχε βάλει µε το ζόρι η Ερωφίλη µέσα στη βαλίτσα της, µπαίνει στην τραπεζαρία όπου ένα νεαρό κορίτσι παίζει βιολί. Ο καιρός έχει αλλάξει από το απόγευµα, κάνει ψύχρα και ο αέρας που φυσάει δεν τους επιτρέπει να
δειπνήσουν έξω. Δεν αισθάνεται άνετα µ’ αυτά τα ρούχα, έχει ξεσυνηθίσει να είναι κοµψή, εξάλλου ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα κοκέτα, οπωσδήποτε καµιά σχέση µε τη µητέρα της που έχει αναγάγει σε επιστήµη το στάιλινγκ όπως λένε και τα περιοδικά. Η Έλσα αγαπάει να φοράει ζεστές πιτζάµες και χνουδωτές ρόµπες, αυτά περισσότερο απ’ όλα, µαλακές αθλητικές φόρµες και άνετα παπούτσια. Α ναι, και κάτι µακριά πουλόβερ που της έπλεκε η Ερωφίλη κάθε φορά που έπλεκε ένα και για την ίδια, µε ένα παράξενο νήµα που το ονόµαζε «µεταξωτό βελούδο» ή κάπως έτσι, σε έντονα χρώµατα. Τιρκουάζ, λαχανί, φουξ, µοβ, πορτοκαλί. Δεν τα είχε ξαναφορέσει φυσικά µετά τον θάνατο του Νίκου. Κάθεται ανάµεσα στην κυρία Ματίνα –πώς θα µπορούσε να γλιτώσει;– και στον σύζυγό της και κάνει πως αφοσιώνεται στο φαγητό που της σερβίρουν. Ευτυχώς δεν έχει µπουφέ, αντιπαθεί να στήνεται στην ουρά και να γεµίζει µε αταίριαστα µεταξύ τους εδέσµατα το πιάτο της. Πεινάει γιατί στην ουσία το µεσηµέρι δεν έφαγε τίποτα. Η κρέπα που έχει µπροστά της δεν µπορεί να ισχυριστεί πως είναι παραδοσιακό καππαδοκικό, ελληνικό ή τούρκικο φαγητό, αλλά είναι νόστιµη η άτιµη. Έτσι αναγκάζεται να ρίξει τα στάνταρντ της αλλά και να αποκλίνει από τις σκέψεις που είχε κάνει πως τάχα δεν θα έτρωγε τίποτα άλλο πέρα από παραδοσιακά φαγητά: ερί κιοφτέ –που θυµόταν να κάνει η γιαγιά της τα Χριστούγεννα–, µαντί µε γιαούρτι και κόκκινο πιπέρι, πλιγούρι µε κοτόπουλο,
χορτόπιτα… να, τέτοια πράγµατα! «Καλώς τα δέχτηκες!» της λέει κακαρίζοντας η κυρία Ματίνα, και η Έλσα αισθάνεται τα µάγουλά της να βάφονται κόκκινα. Ο «φωτογράφος» πλησιάζει µε βιαστικά βήµατα –µήπως αποφασιστικά;– και στέκεται µπροστά στο τραπέζι. Κάνει πως χαµογελάει αλλά είναι σίγουρο πως διακατέχεται από κάποιο συναίσθηµα που τον δυσκολεύει. «Καλησπέρα!» απευθύνεται προς την οµήγυρη από τους οποίους οι µισοί τον κοιτάνε σαν χάνοι, ενώ οι άλλοι µισοί βιάζονται να απαντήσουν, για να αποδείξουν πως και την αγγλική γλώσσα κατέχουν αλλά και τους κοινωνικούς τρόπους ώστε να χαιρετήσουν κάποιον, και δη αλλοδαπό, αδιευκρίνιστης προέλευσης µέχρι στιγµής, αγγλόφωνο οπωσδήποτε. Ο Άλεξ χαµογελάει κανονικά τώρα και ξαφνικά γίνεται πολύ γοητευτικός. «Σκέφτοµαι να απαγάγω τη φίλη σας, µόλις τελειώσει το γεύµα της…» και τα λεγόµενά του δηµιουργούν τεράστια αναστάτωση. Τεράστια αναστάτωση γιατί δεν καταλαβαίνουν λέξη. Η κυρία Ματίνα αυτοσυγκεντρώνεται, αχ και να µιλούσε ο ξένος γαλλικά, καθότι ως κόρη εντρύφησε και στα γαλλικά όπως και στο πιάνο, θα τους έδειχνε όλους. Τώρα µόνο κάτι για δείπνο καταλαβαίνει και κάτι για φίλο. Ή µήπως φίλη… Στα αγγλικά δεν υπάρχουν γένη, σωστά; «Φυσικά, αν το θέλει και η ίδια!» απαντάει ο σύζυγος της κυρίας Ματίνας µε άπταιστη µάλιστα προφορά.
Προδοσία! Η Ματίνα αισθάνεται πως είναι θύµα εσχάτης προδοσίας. Άκου εκεί να της βγει ο Μάκης από τα δεξιά! «Κύριέ µου» επιµένει ο Άλεξ. «Μίλησα για απαγωγή, η θέλησή της πιστεύετε πως παίζει κάποιο ρόλο;» Η Έλσα που τα ’χει χαµένα προσπαθεί να αρθρώσει λόγο. Κοιτάει µια τον κύριο Μάκη που γελάει ανοιχτόκαρδα –έχει ωραίο χιούµορ ο άγνωστος!– και µια τον «φωτογράφο» που περιµένει υποµονετικά, µε µισό χαµόγελο να κρέµεται από τα χείλη του σαν τσιγάρο έτοιµο να παραδοθεί στην πυρά. Δυσανασχετεί η Έλσα γιατί µε τη στάση και τη σιωπή της αισθάνεται πως επιβεβαιώνει τη θέση που της είχε χαρίσει το γκρουπ. Της µικρής και απροστάτευτης κοπελίτσας. Αν είναι δυνατόν δηλαδή! Ντρέπεται και µόνο που το σκέφτεται. Όπως κοκκινίζει γιατί αναρωτιέται αν εκείνος γνωρίζει πως ήταν στο χαµάµ την ίδια ώρα την προηγούµενη µέρα. Άντε πάλι τα ίδια! «Εσύ τι άποψη έχεις, καλή µου;» τη ρωτάει ο κύριος Μάκης και µάλιστα στα αγγλικά, από ευγένεια προφανώς προς τον άνδρα που περιµένει όρθιος µπροστά στο τραπέζι τους. Ίσως και από µια σαδιστική χαρά να αφήσει έξω από τη συζήτηση τη συµβία του, που έχει αναψοκοκκινίσει και προσπαθεί να διαβάσει τα χείλη του σε µια απεγνωσµένη προσπάθεια να καταλάβει. «Λέω πως… µόλις τελειώσω το… το… φαγητό µου… θα πάω να τον συναντήσω στη βεράντα…» σχεδόν απολογείται η Έλσα. Υποκλίνεται ο Άλεξ και φεύγει, ευχόµενος να απολαύσουν το
φαγητό τους. Enjoy! Κάτι που δίνει µεγάλη χαρά στη κυρία Ματίνα γιατί, σαν ξύπνια γυναίκα που είναι, όλο και κάτι έχει πιάσει τ’ αυτί της όλα αυτά τα χρόνια παρακολουθώντας το Τόλµη και Γοητεία, τη Δυναστεία, καµιά φορά και Τα φιλαράκια µαζί µε τα παιδιά της. «Τι συµβαίνει εδώ; Δεν συγκρατείται πια, αγνοώντας τους υπόλοιπους εφτά συνδαιτυµόνες. Μάκη, τι σηµαίνουν όλα αυτά; Έλσα;» Πίνει εκείνη µια γουλιά από το κρασί της και, υπολογίζοντας νοερά την ηλικία της, για να βεβαιωθεί και η ίδια πως είναι προ πολλού ενήλικη και κυρία του εαυτού της και σε κανένα δεν έχει να δώσει λογαριασµό, πόσο µάλλον σε µια «παρέα» που γνώρισε µόλις την προηγουµένη, απαντάει αινιγµατικά. «Είναι ένας παλιός φίλος. Υπάρχουν κάποιοι ανοιχτοί λογαριασµοί». Αυτό το κατάλαβαν όλοι γιατί το είπε στα ελληνικά. Όλοι, εκτός από την ίδια, που µόλις το ξεστόµισε αναρωτήθηκε γιατί δεν βρήκε κάτι άλλο να πει. Άκου εκεί «ανοιχτοί λογαριασµοί»! Και, πράγµατι, η Έλσα και ο Άλεξ είχαν λογαριασµούς ανοιχτούς από παλιά. Αλλά δεν το γνώριζαν. Ανοιχτούς λογαριασµούς που έπρεπε κάποτε να κλείσουν. Όµως ούτε και αυτό το ήξεραν.
Καλά το είχε σκεφθεί και είχε πάρει µαζί της τη µάλλινη
εσάρπα. Κρυουλιάρα η Έλσα, ακόµα και το καλοκαίρι έριχνε στην τσάντα της ένα αντιανεµικό µπουφανάκι, µια ζακέτα, κάτι. Πάντα κάποιο αδέσποτο αεράκι θα την έβρισκε και µπορεί και να της χαλούσε την έξοδο. «Τι έχω να τραβήξω µε τις παραξενιές σου όταν γεράσεις» την πείραζε ο Νίκος που την αγκάλιαζε για να τη ζεστάνει όταν, καµιά φορά, είχε ξεχάσει το περιβόητο αντιανεµικό µπουφανάκι της. Δεν πρόλαβε όµως να υποφέρει. Ίσως έτσι να δραπέτευσε τελικά από τις παραξενιές της. Αυτά σκέφτεται καθώς τυλιγµένη στη µαύρη ολόµαλλη εσάρπα της –και όχι αναίτια αυτή τη φορά, στα χίλια διακόσια µέτρα υψόµετρο βρίσκονται και το βράδυ η θερµοκρασία πέφτει κατακόρυφα– βγαίνει στη βεράντα. Κάτι την ενοχλεί, δεν είναι σίγουρη τι, αλλά ο νους της τρέχει προς τη µαύρη εσάρπα. Ίσως αυτό να είναι, η συνάντηση αυτή, «των ανοιχτών λογαριασµών», δηλαδή των λογαριασµών που σε καµιά περίπτωση δεν υπάρχουν· η Έλσα θεωρεί πως δεν πρέπει να έχει το ένδυµα του πένθους. Ακόµη, δεν θα τη ρωτήσουµε για ποιο λόγο το πιστεύει αυτό. Βγάζει τη µακριά εσάρπα και τη γυρίζει από την άλλη πλευρά, διπρόσωπη και εκείνη όπως πολλοί άνθρωποι, έχει κεντηµένους µε µάλλινες κλωστές, µικρούς ηλίανθους. Κατακίτρινους ηλίανθους µε πράσινα φύλλα. Την είχε ερωτευτεί παράφορα όταν την είχε δει σε κάποιο κατάστηµα. «Είναι δική µου αυτή!» είχε πει στον Νίκο, και εκείνος γέλασε. Καµιά φορά η Έλσα ήταν πιο παιδί και από παιδί. «Εντάξει,
αγάπη µου, θα σου την πάρω, δεν χρειάζεται να χρησιµοποιείς τέτοια επιχειρήµατα, κανείς δεν σου την έκλεψε!» και βιάστηκε να πάει στο ταµείο να την πληρώσει. Έτσι δεν άκουσε την Έλσα που µουρµούριζε: «Μα αυτή την εσάρπα… µα είναι σαν να την ξέρω από πάντα…». Φορώντας τους ήλιους στην πλάτη της, η Έλσα πάει να συναντήσει ένα παρελθόν που δεν της ανήκει, όµως το έχει κληρονοµήσει, όπως κάποια µικρά, αδιόρατα χαρακτηριστικά, κινήσεις, νεύµατα, τρόπος κοιτάγµατος, γούστα, που πολλές φορές κάνουν ακόµα κι εµάς τους ίδιους να αναρωτιόµαστε σε ποιον µοιάζουµε τελικά. Η µατιά του Άλεξ πρώτα πέφτει στο κίτρινο φως που εκπέµπουν τα κεντήµατα της εσάρπας και, για κλάσµατα του δευτερόλεπτου, η καρδιά του σταµατάει, µετά µουδιάζει και ύστερα δίνει ένα σωτήριο λάκτισµα και ξαναπαίρνει µπρος. Τι είναι αυτό που φοράει; Χριστέ µου, αν είναι ποτέ δυνατόν! Σηκώνεται και την υποδέχεται, της τραβάει την καρέκλα να καθίσει, κινήσεις και συµπεριφορά τζέντλεµαν, εµφάνιση νεανική και ατηµέλητη. Μακριά µαλλιά, πρόσωπο αξύριστο και ένα γιλέκο µε πολλές τσέπες πάνω από το µακό µπλουζάκι. Όταν τη ρωτάει τι θα πιει, η Έλσα τού δείχνει το ποτήρι µε το κρασί που κρατάει και χαζεύει την πόλη κάτω στα πόδια τους µε τα αναµµένα φώτα εκεί όπου ο κόσµος γυρίζει στα σπίτια του ή βγαίνει για διασκέδαση, µπορεί και για δουλειά, µάνες νανουρίζουν παιδιά και ζευγάρια αγαπιούνται στα σκοτάδια, γέροι µετράνε τις λιγοστές ώρες τους, νέοι κάνουν
όνειρα για το µέλλον, η τηλεόραση γεµίζει τα σπίτια µε το γαλάζιο της φως, ανθρώπινα απολιθώµατα –από κούραση, από ανία, από έλλειψη θέλησης– την παρακολουθούν και χωνεύουν όσα τους λέει, κάπου σε µια γειτονιά µια παρέα νέων κάνει σχέδια για µια επανάσταση που δεν θα την πραγµατοποιήσουν ίσως ποτέ, µια γυναίκα σκουπίζει τα δάκρυα της, ένα παιδί στέλνει το γέλιο του στον ουρανό, αντίδωρο για τη ζωή, ένας παππούς τρίβει τα ροζιασµένα του χέρια, ένας άνδρας µετράει τους καηµούς του µέσα από τους καπνούς ενός σέρτικου τσιγάρου. Τυλίγεται πιο σφιχτά µε την εσάρπα της, και ένας από τους ηλίανθους έρχεται και αράζει ακριβώς κάτω από το πιγούνι της, στο κέντρο του λεπτού της λαιµού. Χαµογελάει ο φωτογράφος, έχει απαθανατίσει τα ωραιότερα κορίτσια του κόσµου, τα τελειότερα κορµιά και τους πιο διάσηµους ανθρώπους. Και αυτή η άγνωστη γυναίκα απέναντί του µε τον κατακίτρινο ήλιο –τι σύµπτωση! τι φοβερή σύµπτωση!– να της φωτίζει το πρόσωπο· αυτή η γυναίκα που δεν είναι πια νέα, όχι πάντως µε τον ορισµό που δίνουν τα περιοδικά µόδας για τη νιότη· αυτή η γυναίκα που και όµορφη δεν θα µπορούσε να την πει, εκτός από τα σκούρα κόκκινα µαλλιά όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της είναι απόλυτα συνηθισµένα, τουλάχιστον για τη Μεσόγειο, και εντυπωσιακά δεν τα λες µε τίποτα· αυτή η γυναίκα λάµπει σαν το µοναδικό αστέρι του ουρανού όταν η νύχτα κοντεύει να τελειώσει. «Ποια είσαι;»
Η ερώτησή του την ανασύρει από τις σκέψεις της και την εκσφενδονίζει στο υψηλότερο σηµείο της ταραχής. Σηκώνει τους ώµους της. «Αυτή που ήταν στο χαµάµ… δίπλα σου…» θέλει να του πει. «Είµαι Ελληνίδα. Από την Αθήνα. Και από… εδώ…» προτιµάει να δηλώσει. «Από πού εδώ;» σκύβει προς το µέρος της πάνω από το τραπέζι. «Εδώ» δείχνει αόριστα µε το χέρι της και τροµάζει και µόνο στη σκέψη ότι το εδώ µπορεί να περικλείει και το χαµάµ. «Κι εγώ µπορεί να είµαι από εδώ» της λέει. «Δηλαδή… σίγουρα δεν είµαι, αλλά αν τα πράγµατα έρχονταν όπως… όπως τα ήθελε εκείνος… ίσως να ήµουν και από εδώ. Ίσως και να ζούσα ακόµη εδώ, ποιος ξέρει… Πάντως η γιαγιά µου είχε γεννηθεί στον Πόντο, αλλά ήταν Αµερικανίδα. Γερµανικής καταγωγής». Δεν καταλαβαίνει τι της λέει ο άγνωστος και σίγουρα δεν φταίει αυτή. Ούτε και τα αγγλικά της φταίνε. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και από πού είναι τελικά; Γιατί δεν της συστήνεται κανονικά και µόνο «είµαι από εδώ» και «δεν είµαι από εδώ» της λέει; Και ποιος ήταν εκείνος που ήθελε κάπως τα πράγµατα, αλλά ήρθαν αλλιώς; Μήπως έκανε λάθος τελικά που τον ακολούθησε, έστω και ως τη βεράντα; Μήπως και η ίδια, όσο κι αν έχει µεγαλώσει, δεν παύει να είναι µια µικρή αθώα κοπέλα που δεν θα καταλάβει ποτέ τον κόσµο τούτο, όπως της έλεγε και ο άνδρας της; «Είσαι
από αλλού, κορίτσι µου, εσύ». Μήπως µέσα σε εκείνο τον γάµο και µε την υπερπροστασία του Νίκου δεν κατάφερε να µεγαλώσει ποτέ, δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και όλα αυτά τα χρόνια κυκλοφορούσε µε ένα ένδυµα ενηλικίωσης χωρίς στην ουσία να ωριµάσει ποτέ; Μήπως τόσα χρόνια πέρασαν και δεν της πρόσθεσαν τίποτα σε εµπειρίες και σοφία; Μήπως για αυτό δεν µπόρεσε να αντέξει τον χαµό του άνδρα της και έπαθε ό,τι έπαθε; Μήπως είναι µια ελλειµµατική προσωπικότητα και αυτή πίστεψε –γιατί έτσι την ανέδειξε εκείνος µε την αγάπη και τη φροντίδα του–, πίστεψε πως είναι κάτι σπουδαίο, κάτι ξεχωριστό; Μήπως γι’ αυτό επιθύµησε τόσο πολύ να πεθάνει όταν ο Νίκος χάθηκε, γιατί ήξερε τη µικρότητά της και ήξερε πως τώρα… τότε δηλαδή… δηλαδή στο εξής, από τον θάνατό του και µετά, χωρίς εκείνον δεν θα ’ταν παρά µια ασήµαντη ύπαρξη που όµως είχε µάθει να αισθάνεται σπουδαία; Μαζεύει τα µυαλά της η Έλσα, µαζεύει τις σκέψεις της που έχουν ξεφύγει και τρέχουν πάλι πίσω και στο κακοµαθηµένο της «εγώ». Ο «φωτογράφος» την κοιτάει µε ενδιαφέρον – ίσως και επαγγελµατικό. Ωραίο πορτρέτο! Μια γυναίκα που έχει έναν ηλίανθο κάτω από το στόµα της λες και µόλις της έπεσε από εκεί µαζί µε τα λόγια της. Ωραίο πορτρέτο, ανυπέρβλητο! «Ώστε είσαι από εδώ;» της λέει χαµογελαστά. «Ας πούµε πως ναι… Είµαι και από αυτό το µέρος κι ας έλεγες πως δεν ανήκω εδώ…» «Είπα πως δεν ανήκεις σ’ αυτή την παρέα, όχι σ’ αυτόν τον
τόπο. Αν θέλεις τη γνώµη µου, αλλά κι αν δεν τη θέλεις πάλι θα σου την πω» γελάει εγκάρδια «…και µετά πέτα την από το µπαλκόνι κάτω, νοµίζω πως ταιριάζεις απόλυτα µε το µέρος αυτό. Όπως η βάρκα στη θάλασσα και ο αετός στις ψηλές κορφές». Αααα, µάλιστα, θα την πεις τη γνώµη σου έτσι κι αλλιώς, θυµώνει κάπως και συγχρόνως θέλει να βάλει τα γέλια. Όλα τα ξέρει πια αυτός ο εξυπνάκιας; Βρίσκει όµως γοητευτικές τις παροµοιώσεις του –τόσο ευάλωτη λοιπόν και µια γλυκιά κουβέντα αµέσως την κάνει σκόνη;– και διαλέγει να µην πει τίποτα, κάνει πως βάζει τα γέλια, ίσως για να τον κοροϊδέψει λίγο. Όµως η ψυχή της είναι µακριά ακόµη από αυτό που είναι ουσιαστικό γέλιο. Μόνο από µια χαραµάδα της σφιγµένης της καρδιάς ένα χαµόγελο, πλατύ ας πούµε, καταφέρνει να περάσει και στολίζει το πρόσωπό της. Εκείνο µε τον ηλίανθο στη βάση του. «Είσαι όµορφη όταν χαµογελάς» λέει χωρίς περιστροφές ο Άλεξ. «Αλλά και σοβαρή είσαι όµορφη. Όχι µε τη σύγχρονη έννοια της οµορφιάς. Είσαι όµορφη όπως ήταν οι γυναίκες παλιά. Εκείνες που ήταν… αρ-χό-ντισ-σα!» συλλαβίζει στα ελληνικά. «Ξέρεις ελληνικά;» απορεί πόσο έξω µπορείς να πέσεις τελικά. Λες να είναι κανένας ψωνισµένος Ελληνάρας, κανένας ψωνισµένος «φωτογράφος» που το παίζει ξένος έτσι, για µούρη; «Λίγα…» απαντάει στη µητρική του γλώσσα τώρα. «Μια δυο κουβέντες που µου τις έλεγε ο παππούς µου συνέχεια. Όπως ότι
εκείνη ήταν αρ-χό-ντισ-σα…» τελειώνει και πάλι τη φράση του µε τη λέξη στα ελληνικά. Θέλει η Έλσα να ρωτήσει ποια ήταν η αρχόντισσα, αλλά σκέφτεται πως δεν έχει σηµασία. «Ο παππούς σου ήταν… είναι Έλληνας;» Εντάξει, η πατρίδα της από πάντα «εξήγε» ανθρώπους, ίσως ο άνδρας απέναντί της να είναι ένας απόγονος µετανάστη. Και το όνοµα Άλεξ µια χαρά της κολλάει σε µια τέτοια υπόθεση. «Όχι, Αµερικάνος ήταν, Γιάνκης. Όπως κι εγώ…» το λέει σαν να ντρέπεται κάπως. «Αλλά αγάπησε τους Έλληνες και… αυτόν τον τόπο…» Αν θέλει να γίνει µια κανονική συζήτηση θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τον παππού του και το πώς είχε βρεθεί σε «αυτόν τον τόπο» κ.λπ. Δεν λέει τίποτα. Κάτι τη συγκρατεί. Δεν αισθάνεται έτοιµη, είναι απλό. Και αυτό δεν προσπαθεί να το ερµηνεύσει, είναι κακοµαθηµένη η Έλσα, ειδικά τα τρία τελευταία χρόνια, δεν θέλησε να ερµηνεύσει τίποτα σχετικό µε την ίδια ή µε τα µυστήρια της ζωής. Δεν θέλησε να προσπαθήσει για τίποτα. «Θα πετάξεις αύριο;» τη ρωτάει µετά µια µικρή σιωπή που ταιριάζει απόλυτα µε το µαύρο πέπλο της νύχτας που τους έχει σκεπάσει. «Ναι…» µουρµουρίζει. «Αύριο θα πετάξω µε το αερόστατο. Αν και φοβάµαι λίγο… µπορεί και πολύ…» «Θα είµαι εκεί» της λέει απλά. «Θα είµαι εκεί για να συνηθίσεις την παρουσία µου» γελάει. «Θέλω να σε βλέπω κάθε
µέρα για όσο θα είσαι εδώ… Νοµίζω πως έχουµε να µιλήσουµε, να πούµε πολλά». Τα αστέρια ανάβουν στον ουρανό. Ο Άλεξ τον εξερευνά µε το βλέµµα, ψάχνει να βρει την Αφροδίτη, τη θεά του έρωτα. Ακολουθεί το βλέµµα του και η Έλσα, στρίβει το κεφάλι της για να δει και εκείνη, το προφίλ της, σαν νύχι γαµψό, του τραβάει µια χαρακιά στην καρδιά. Η γυναίκα µε τον ηλίανθο µοιάζει µε… εκείνη. Ίσως αυτό να είναι που τον σπρώχνει ίσια καταπάνω της. Η µεγάλη οµοιότητα. Που είναι βέβαιο πως πρόκειται για γέννηµα της φαντασίας του. Της πλούσιας φαντασίας του που επηρεάζεται πάντα από το πού βρίσκεται και από το τι θέλει εκείνη τη στιγµή. Και ο Άλεξ, στον τόπο εκείνο, αιφνιδίως λαχταράει να ζήσει ένα πάθος. Όπως δεν το έχει ζήσει ποτέ ξανά. Όπως, και για αυτό είναι απόλυτα βέβαιος, δεν µπορεί να ζήσει πια. «Έχω να σου διηγηθώ µια ιστορία. Να σου δείξω και µια φωτογραφία». Χαµογελάει η Έλσα και ψάχνει να βρει τα λόγια που θα ταίριαζαν σ’ αυτήν την περίπτωση. Τα έχει όµως τόσο χαµένα, που περιορίζεται σε συµβατικότητες. «Πότε ήρθες; Πόσο θα µείνεις; Γιατί ήρθες; Είσαι φωτογράφος, τελικά;» «Περίµενε, περίµενε!» σηκώνει ψηλά τα χέρια εκείνος και γελάει δυνατά. «Θα απαντήσω σε όλες τις ερωτήσεις σου. Βιάζεσαι να τα µάθεις όλα ή δεν αισθάνεσαι καλά εδώ, µαζί µου;»
Κατάλαβε, την κατάλαβε, γιατί να κρύβεται λοιπόν, τι προσπαθεί να αποδείξει παριστάνοντας την άνετη; «Εντάξει, έχεις δίκιο, παραδέχοµαι πως δεν αισθάνοµαι καθόλου άνετα. Επίσης παραδέχοµαι πως µου είναι δύσκολο να συζητήσω µε έναν άγνωστο». «Κάτω από τη µαγεία αυτού του τοπίου κανείς δεν είναι άγνωστος» της αντιγυρίζει. «Σίγουρα, όχι εµείς!» «Για το τοπίο, συµφωνώ. Για το άλλο… Αγαπητέ κύριε Άλεξ, λυπάµαι που είµαι τόσο… τόσο συµβατική, και ίσως να µοιάζω µε γριά παράξενη, αλλά µου είναι δύσκολο να συζητήσω µε κάποιον που δεν γνωρίζω καθόλου». Και αναρωτιέται αν πρέπει τώρα να σηκωθεί, να καληνυχτίσει και να αποχωρήσει όσο ακόµη µπορεί να σώσει την αξιοπρέπειά της. «Λέγοµαι Άλεξ. Αλεξάντερ Κάρτερ και είµαι από τη Βοστόνη. Φωτογράφος στο επάγγελµα όπως σωστά µάντεψες, µεγάλος λουφαδόρος στη ζωή. Είµαι σαράντα πέντε χρονών και αισθάνοµαι, άλλοτε δεκάξι και άλλοτε ενενήντα… Ήρθα µαζί µε εσάς, για την ακρίβεια λίγη ώρα πριν από εσάς και δεν ξέρω πότε θα φύγω… Θα µείνω όσο µου αρέσει. Και θα µείνω για όσο χρειαστεί. Μέχρι να βρω τα αποτυπώµατα εκείνου στο µέρος αυτό, αν έχω καµιά ελπίδα να τα βρω. Πιθανόν και να φωτογραφίσω, αλλά για να σου πω και την αλήθεια µου, Έλσα του ηλίανθου, έχω βαρεθεί να φωτογραφίζω. Θέλω να κλείσω πράγµατα στην καρδιά και στο µυαλό µου, όχι σε ένα άψυχο jpeg…» Τον ακούει µε ενδιαφέρον και το στοµάχι κόµπο, για κάποιον
λόγο. Της αρέσει ο τρόπος που µιλάει, αν και δεν τον καταλαβαίνει απόλυτα. Τον τρόπο, όχι τα λόγια του. Έχει µια τάση να κοροϊδεύει, να αυτοσαρκάζεται. Χιούµορ ή µήπως είδος χιούµορ; Μόνο όταν µίλησε για εκείνον, µόνο τότε δεν είχε ειρωνικό ύφος. Ποιος είναι εκείνος, είναι η επόµενή της ερώτηση, αλλά δεν την υποβάλλει, δεν χρειάζεται να υπεισέρχεται σε λεπτοµέρειες που αφορούν άλλους. Άλλωστε της έχει ήδη υποβάλει την ερώτηση «και συ;». «Εγώ… τι εγώ;» και αισθάνεται τουλάχιστον ηλίθια. «Ή παίζεις το παιχνίδι κυρά µου ή σηκώνεσαι να φύγεις!» ακούει µια αυστηρή φωνή µέσα της, της Ερωφίλης είναι. «Είµαι Ελληνίδα, αρχιτεκτόνισσα και… και… έχασα τον άνδρα µου πριν από τρία χρόνια… Τρία χρόνια και κάτι» και προσπαθεί να εµποδίσει τα δάκρυα να κάνουν την εµφάνισή τους. Την κοιτάει µε έναν τρόπο που δείχνει πως την καταλαβαίνει. «Παιδιά; Έχεις παιδιά;» Κουνάει αρνητικά το κεφάλι. «Να φύγεις!» της είχε πει ο Νίκος όταν είχαν πάρει τα αποτελέσµατα από τις εξετάσεις και, όπως τους είχε εξηγήσει ο γιατρός, οφειλόταν στον Νίκο το ότι δεν µπορούσε να µείνει έγκυος. «Να φύγεις!» είχε προσπαθήσει να δείξει ψύχραιµος και κακός – αν ήταν ποτέ δυνατόν! Λες και δεν τον ήξερε. «Να φύγεις, εσύ είσαι νέα, θα αγαπήσεις κάποιον άλλον που θα µπορέσει να σου χαρίσει πολλά παιδιά». Δεν είχε φύγει φυσικά, τον αγαπούσε απεριόριστα κι ας
ψοφούσε τότε να κάνει παιδιά, πολλά παιδιά. Ούτε εξωσωµατική δέχτηκε να κάνει ποτέ. Έτσι θα του φανέρωνε τη µεγάλη της λαχτάρα. Και αν αποτύγχαναν για οποιονδήποτε λόγο, ο Νικόλας της θα πληγωνόταν περισσότερο που δεν ήταν ικανός… Όχι, στιγµή δεν το είχε µετανιώσει η Έλσα, παρά την ερηµιά στην οποία βρέθηκε µετά τον θάνατό του. Κουνάει το κεφάλι της αρνητικά. «Ούτε και αδέλφια, ε; Είσαι µόνη όπως και εγώ. Φαίνεται στα µάτια σου, στο χαµόγελό σου, που είναι σχεδόν λυπηµένο». Στριφογυρίζει στη θέση της, δεν αισθάνεται καθόλου άνετα, γρήγορα δεν προχωράει ο τύπος; Ύστερα µετανιώνει, το δικό της µυαλό προχωράει γρήγορα και µάλιστα σε λάθος δρόµο. Αυτός είναι Αµερικάνος, έτσι είναι οι άνθρωποι εκεί, ανοιχτοί και ειλικρινείς, µε την πρώτη ξανοίγονται, µήπως δεν της το ’λεγε ο Νίκος; «Αθώοι σαν µικρά παιδιά. Αφού απορούσα, όταν τους γνώρισα λίγο καλύτερα, απορούσα πώς είναι δυνατόν να βγάζουν τόσο σκάρτους πολιτικούς… Μετά κατάλαβα πως, εκτός από αθώοι, είναι και αδιάφοροι». Είναι ένας µοναχικός Αµερικάνος που βρέθηκε στην άλλη άκρη της γης και θέλει παρέα. Τι πιο τίµιο και εξηγηµένο από αυτό, άσχετα αν εκείνης δεν της κάνει. Ή αν εκείνη δεν τολµάει, δεν αποφασίζει καν να σκεφθεί πως της κάνει… «Είµαι µόνη…» παραδέχεται τελικά. «Έχω περάσει άσχηµα» και σταµατάει µετανιωµένη. Δεν θα πει τίποτα άλλο, δεν κάνει να πει τίποτα άλλο, ποιος είναι αυτός που θα του εξοµολογηθεί; «Μίλα!» ακούει τη φωνή
της Ερωφίλης µέσα της. «Μίλα! Βγάλ’ το από µέσα σου, µοιράσου το! Θα σε πνίξει, θα πνιγείς!» «…αλλά τώρα… τώρα είµαι… σαφώς καλύτερα…» και χαµογελάει µε κόπο. Χαµογελάει και εκείνος, «Ποτό;» τη ρωτάει και η Έλσα αρνείται µε ένα κούνηµα του κεφαλιού. Παραγγέλνει ο Άλεξ. Δεύτερο από την ώρα που κάθισα µαζί του, σκέφτεται αυτή και αµέσως συµµαζεύει τα µυαλά της πάλι. Τι την κόφτει πόσα θα πιει ο άλλος; «Τελευταίο» δηλώνει αυτός λες και διάβασε τη σκέψη της. «Μην ξεχνάς, έχουµε και πτήση αύριο… Χαίροµαι που είσαι καλύτερα τώρα. Το οφείλουµε στον εαυτό µας να είµαστε καλύτερα. Σύντοµο το πέρασµά µας από τον κόσµο αυτό, ας είναι τουλάχιστον η ανάµνηση ωραία. Γιατί είπες πως είσαι και από εδώ; Είσαι απόγονος προσφύγων;» Εντυπωσιάζεται η Έλσα. Αµερικάνος που γνωρίζει τόσο καλά την ελληνική ιστορία; «Πώς το ξέρεις; Εννοώ πως ξέρεις το θέµα της προσφυγιάς για τον ελληνισµό της Μικράς Ασίας; Και µη µου πεις πως το διδάχτηκες στο σχολείο…» «Όχι, δεν θα το πω!» ξεσπάει σε γέλια. «Δεν µαθαίνουµε τέτοια στο σχολείο… Ο παππούς µου… εκείνος µου το είχε πει. Είχε ζήσει το… κάποτε εδώ…» «Έτσι εξηγείται» συµφωνεί αυτή. «Πρώτη φορά συναντάω αλλοδαπό που να γνωρίζει την ιστορία… µας. Δηλαδή, µη φαντάζεσαι πως και οι Έλληνες ξέρουν πολλά. Ναι, η γιαγιά
µου, η µητέρα της µητέρας µου δηλαδή, τέλος πάντων, η γιαγιά µου ήταν από εδώ. Από την Καισάρεια. Όπως καταλαβαίνεις, έχω ρίζες εδώ. Ρίζες που κόπηκαν απότοµα…» Δεν την παρακολουθεί πια. Σαν το αυριανό αερόστατο το µυαλό του φεύγει πάνω από τους λόφους, πάνω από τα τις κοιλάδες µε τα ποτάµια, τα βράχια και τις λαξευτές εκκλησιές, από τις πόλεις και τα χωριά, τα όνειρα και την πραγµατικότητα και πάει να συναντήσει ένα σύννεφο που στέκεται αναποφάσιστο στο κέντρο του ουρανού που είναι κεντηµένος µε εκατοµµύρια ασηµένια αστέρια. Εκεί, το µυαλό του Άλεξ σταµατά και ακουµπάει πάνω στο πουπουλένιο σύννεφο που ακόµη δεν ξέρει για πόσο θα µείνει στο ίδιο σηµείο – σπάνια κατορθώνει να φέρει βροχές σ’ αυτό το µέρος. Ο Άλεξ ακουµπάει την ερεθισµένη φαντασία του· Καισάρεια… Λες; Λες να… Μα γίνονται αυτά τα πράγµατα; Δεν ξέρουµε αν οφείλεται ή όχι στο µοναδικό σύννεφο, πάντως το ψυχρό αεράκι δυναµώνει ξαφνικά, ρίχνει κάτω δυο τρία άδεια ποτήρια από διπλανά τραπέζια, αναστατώνει µερικά λευκά τραπεζοµάντιλα, ερηµονήσια στο µαύρο πέλαγος της βεράντας, φέρνει τα µαλλιά της Έλσας µπροστά στο πρόσωπο. Ανατριχιάζει. Μπορεί να είναι και από την ψύχρα που έχει γίνει κρύο, µπορεί να είναι από την ανέκφραστη απορία του Άλεξ, που την κοιτάει έντονα κατάµατα και την κάνει να της κόβεται η αναπνοή. Λες; Η Έλσα καληνυχτίζει ξαφνικά µε την πρόφαση πως αύριο πρέπει να ξυπνήσει πρωί. Που δεν είναι αλήθεια. Όχι το ότι θα
ξυπνήσει νωρίς. Αυτό είναι. Αλλά είναι σίγουρη πως δεν θα κοιµηθεί από τώρα. Έχει να διαβάσει. Και να ψάξει. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίµενε –ή µήπως ήλπιζε;–, εκείνος, ενώ συνεχίζει να την κοιτάζει µε ένταση, δεν της φέρνει καµιά αντίρρηση. Σηκώνεται από τη θέση του και της εύχεται καλή ξεκούραση, το βλέµµα του καρφωµένο στους ήλιους της πλάτης της τη συνοδεύει µέχρι που χάνεται από το οπτικό του πεδίο.
Κλειδώνει την πόρτα και ανάβει τη µια από τις γαλάζιες επιδαπέδιες λάµπες µε τον σχεδόν υπερκόσµιο φωτισµό. Ανοίγει το ηµερολόγιο της Σεβαστής και µαζεύει ένα αποξηραµένο λουλουδάκι που πέφτει ανάµεσα από τις σελίδες του. Το µαζεύει µε δάχτυλα τρυφερά και το ξαναβάζει στη θέση του. Κρίµα, από τα τόσα πράγµατα που κουβαλάει µαζί της για «ώρα ανάγκης» µια κόλλα να τακτοποιήσει το λουλουδάκι στη θέση του δεν της βρίσκεται. Θα το φροντίσει αύριο. Κάθεται στο γαλάζιο χαλάκι δίπλα στο κρεβάτι και πριν αφοσιωθεί στο διάβασµα-έρευνα, στέλνει ένα µήνυµα στην Ερωφίλη. «Φλερτάρω» γράφει µόνο και σβήνει το κινητό. Δεν έχει όρεξη για διευκρινίσεις. Στην ίδια, κυρίως.
Σε ένα άλλο δωµάτιο, ακριβώς πάνω από το δικό της –µπορεί
να µην έχει καµιά σηµασία, µπορεί και να έχει µεγάλη, ποιος να ξέρει;–, ο Άλεξ πέφτει µε τα ρούχα στο κρεβάτι και ανάβει τσιγάρο. Μένει για λίγο έτσι, παρακολουθώντας την κάφτρα να κάνει ράθυµα την ερυθρή διαδροµή της, από το στόµα του ως το κοµοδίνο, έτσι όπως τη χαράζει εκείνος µε το χέρι του. Πολλές οι σκέψεις που τον κατακλύζουν αυτή τη στιγµή, αλλά είχε υποσχεθεί στον εαυτό του και ανοίγει νοερά το κουτάκι «Σε λίγο», στο οποίο είχε στριµώξει γρήγορα γρήγορα στο χαµάµ τις αναµνήσεις για τον παππού του. Τώρα θα τα αναστήσει όλα. Τώρα που είναι βέβαιος πως τα πνιχτά γελάκια που άκουγε από δίπλα, την ώρα που τα ζεστά νερά και οι υδρατµοί δηµιουργούσαν ένα απόκοσµο περιβάλλον, προέρχονταν από την ίδια γυναίκα, τη γυναίκα µε τα κόκκινα µαλλιά και τον ηλίανθο στο κέντρο του λαιµού. Μόνο εκείνη µπορεί να είναι τόσο µυστηριώδης, ερωτική και απόµακρη συγχρόνως. Μια κουκουβάγια µοιρολογεί έξω από το παράθυρό του.
1919
Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ
Το σηµείωµα της µητέρας του το βρήκε την εποµένη της αναχώρησής του από τη Βοστόνη, µε τελικό προορισµό τη Μερζιφούν του Πόντου στην Οθωµανική αυτοκρατορία και το Κολλέγιο Ανατόλια, όπου θα δίδασκε Αρχαία Ελληνικά και Ιστορία. Το είχε βρει καθώς βολτάριζε στο κατάστρωµα κάνοντας την πρώτη µεγάλη και κανονική αναγνώριση του πλοίου, πάνω στο οποίο θα περνούσε τόσο καιρό. Την προηγούµενη µέρα τον είχε απασχολήσει κυρίως η τακτοποίηση των πραγµάτων του στη µικροσκοπική καµπίνα, αλλά και η εξερεύνηση της κεντρικής σάλας και των άλλων εσωτερικών χώρων του πλοίου. Αφήνουµε δε το γεγονός πως, κάµποσες ώρες και παρά το δυνατό κρύο –τι κι αν ισορροπούσε στη µέση ο Απρίλης, εκεί
στον βορρά ήταν ακόµη σχεδόν χειµώνας παρά το γεγονός πως είχαν ανθίσει τολµηρά τα δένδρα στους κεντρικούς δρόµους της Βοστόνης–, ο Έλµερ τις είχε περάσει ακουµπισµένος στη σιδερένια κουπαστή παρατηρώντας τη γενέθλια πόλη να αποµακρύνεται. Ύστερα, σαν η πόλη είχε χαθεί από τα µάτια του, είχε παραµείνει εκεί, άλλοτε κάνοντας αόριστα όνειρα και άλλοτε πετώντας ψωµί στα θαλασσοπούλια. Η καµπίνα, για κάποιο λόγο, του θύµιζε δωµάτιο του σπιτιού του κι ας ήταν άσπρη, κι ας ήταν σιδερένια. Ίσως γιατί σιδερένιους, άκαµπτους και ψυχρούς αισθανόταν και τους τοίχους του σπιτιού όπου είχε µεγαλώσει κοντά στους ηλικιωµένους και αυστηρούς προτεστάντες γονείς του. Εκείνη τη µέρα όµως, τη δεύτερη του ταξιδιού, που είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να συνηθίσει στην ιδέα πως για τους επόµενους τέσσερις µήνες –αν όλα πήγαιναν καλά, αν όχι ίσως και περισσότερο– θα βρισκόταν στη θάλασσα, καθώς έκανε βόλτα και παρατηρούσε το πλοίο σε όλες του τις λεπτοµέρειες, βάζοντας το χέρι του στην τσέπη του πανωφοριού, βρήκε το χαρτάκι. «Θα σε περιµένω να γυρίσεις, λατρεµένε µου γιε» έλεγε το σηµείωµα, πρώτη φορά η µητέρα του τον αποκαλούσε «λατρεµένο» και πρώτη φορά του έδινε µια υπόσχεση που δεν αφορούσε τον Παράδεισο όπως συνήθιζε να του υπενθυµίζει – ή και να τον απειλεί. «Αν είσαι ευσεβής, θα πας στον Παράδεισο» τέλειωνε πάντα η κατήχησή της.
Ο Έλµερ, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας τα λόγια της µητέρας του, τα γραµµένα µε τον άψογο γραφικό της χαρακτήρα, έκλαψε πολύ. Πάρα πολύ. Όχι γιατί µετάνιωνε για την απόφαση που είχε πάρει να φύγει τόσο µακριά, αν και η καρδιά του δάκρυζε για τους δυο ηλικιωµένους γονείς που έµεναν µόνοι, ο Έλµερ έκλαψε πολύ για τη χαµένη, στεγνή και άχαρη παιδική και εφηβική του ηλικία. Και µέσα στο κλάµα και την πίκρα, έδωσε υπόσχεση στον εαυτό του πως του άξιζε µια µεγάλη αγάπη, ένας υπέροχος έρωτας, που θα τον αποζηµίωνε για όλη την αγάπη που είχε χάσει µέχρι τα είκοσι δύο ολάνθιστα νιάτα του. Το ταξίδι του κράτησε όσο υπολόγιζε και όσο του είχαν υποσχεθεί όλοι – ο Κοσµήτορας, τα άτοµα από την Πρεσβεία, ο ταξιδιωτικός πράκτορας και ο καπετάνιος. Βέβαια, ο καπετάνιος του υπερωκεάνιου µόνο για το πόσο θα διαρκούσε το ταξίδι ως τη Σµύρνη µπορούσε να του εγγυηθεί, από εκεί ο Έλµερ θα έπρεπε να πάρει ένα άλλο πλοίο, η δική τους εταιρεία δεν ανακατευόταν µε δροµολόγια µέσα στην Οθωµανική αυτοκρατορία. Ένας υπάλληλος του αµερικάνικου προξενείου, ειδοποιηµένος από την πρεσβεία και από το Κολλέγιο Ανατόλια του Πόντου, τον είχε παραλάβει στη Σµύρνη –πόλη απερίγραπτης οµορφιάς και δόξας εκείνη την εποχή–, τον είχε φιλοξενήσει σε πολυτελές ξενοδοχείο της παραλίας και τον είχε ξεναγήσει στα αξιοθέατα, σύµφωνα µε τις εντολές που είχε πάρει. Μέχρι να βρεθεί το πλοίο που θα τον πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, ο
Έλµερ µε τον Τίµοθι του προξενείου, µε τον οποίο πρόλαβαν να γίνουν φίλοι µέσα σε εκείνες τις δυο µέρες, όργωσε την κοσµοπολίτισσα Σµύρνη και εντυπωσιάστηκε από τη ζωή και τις άφθονες ηδονές της πόλης. Τότε, µέσα στην αγκαλιά µιας µαυροµάτας Τσερκέζας που του πήρε την παρθενιά υπό τους ήχους βιολιών και µε τις αναθυµιάσεις της σαµπάνιας να χορεύουν βαλς στο κεφάλι του, ο Έλµερ, σε ένα µαλακό και αρωµατισµένο κρεβάτι του πολυτελέστερου πορνείου της πόλης, συνειδητοποίησε πως, µπορεί να ερχόταν από τη νέα ήπειρο µε τις µεγάλες εξελίξεις και τον άφθονο πλούτο, ο ίδιος όµως δεν ήταν παρά ένας πουριτανός και άξεστος µικροαστός που δεν γνώριζε τίποτα από την πραγµατική ζωή. Και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Ευχήθηκε λοιπόν εκεί, στην άγνωστη και αχανή χώρα, να µπορέσει να σπουδάσει τη ζωή, χωρίς όµως να ξεχάσει τον όρκο του να γευθεί την αγάπη ως τον πάτο της ψυχής του, κι ας ήταν προσωρινά ξεµυαλισµένος από την πανέµορφη πόρνη. Τι λένε; «Να προσέχεις τι εύχεσαι». Είναι αλήθεια. Ο Έλµερ όχι µόνο θα σπούδαζε τη ζωή, όχι µόνο θα ζούσε συγκλονιστικές µέρες, αλλά θα έβρισκε και έναν έρωτα που δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει ως το τέλος της ζωής του.
Το ταξίδι από τη Σµύρνη στην Ισταµπούλ ήταν αυτό που τον είχε ταλαιπωρήσει περισσότερο, η υποµονή του είχε αρχίσει να
εξαντλείται. Οι µήνες στη θάλασσα, µε µόνο το διάλειµµα της Σµύρνης, τον είχαν κουράσει απίστευτα. Ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ, γιάνκης από τη Μασαχουσέτη, κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη του και διάβαζε το σηµείωµα που του είχε βάλει κρυφά η µάνα του. «Θα σε περιµένω να γυρίσεις, λατρεµένε µου γιε» και πότε δάκρυζε, πότε θύµωνε, ανάµεικτα τα συναισθήµατα και η κούραση τον έφτανε στα άκρα του. Οι επιβάτες του πλοίου ήταν πολλοί, η θαλάσσια οδός εξυπηρετούσε περισσότερο τους ταξιδιώτες, οι δρόµοι ήταν κακοί και επικίνδυνοι – ληστές παραµόνευαν και λυµαίνονταν το εσωτερικό της αχανούς χώρας. Πλούσιοι έµποροι οι περισσότεροι ταξίδευαν για δουλειές, άλλοι µόνιµοι κάτοικοι της Πόλης, άλλοι όχι, υπήρχαν όµως και κάµποσοι τουρίστες. Κέντρο της Ανατολής η Ισταµπούλ εκείνη την εποχή, προσέλκυε κάθε καρυδιάς καρύδι: επιχειρηµατίες, αρχαιολόγους, καλλιτέχνες και τυχοδιώκτες. Με όλους σχεδόν είχε γνωριστεί ο Έλµερ, µε όλους αντάλλασσαν κουβέντες λιγότερες ή περισσότερες, ο «αποκλεισµός» πάνω σε ένα πλοίο µπορεί να δηµιουργήσει φιλίες, συµπάθειες αλλά και έντονες αντιπάθειες. Ανέµελος και αγχωµένος συγχρόνως, ο Έλµερ διασκέδασε κάπως το ταξίδι όταν αντιλήφθηκε πως ο Αρµένιος επιχειρηµατίας, ο Κονταξιάν, τον προξένευε µε την κόρη του τη Ρουµπίνα. Εκείνος όµως δεν είχε κατά νου να παντρευτεί, µόνο να γνωρίσει τον κόσµο και τη ζωή ήθελε. Και βέβαια, να βιώσει έναν µεγάλο έρωτα, αυτό το είχε αποφασίσει το πρώτο κιόλας βράδυ του ταξιδιού του, πάνω στα παγωµένα νερά του
Ατλαντικού.
Στην Ισταµπούλ είχε µείνει σχεδόν µια εβδοµάδα. Γοητευµένος από το ρόδινο χρώµα του πρωινού της, όταν ο ήλιος την έλουζε από απέναντι από την Ασία, και το χρυσαφί της δύσης µε τις σκιές των επτά λόφων να καλύπτουν τα χαµόσπιτα· µαγεµένος από τους ήχους που έφταναν στ’ αυτιά του· ζαλισµένος από τις µυρωδιές της· ξελιγωµένος από τις θεϊκές γεύσεις και συνεπαρµένος από τη µατωµένη ιστορία εκείνης της πόλης µε τα µεγαλοπρεπή τζαµιά, τις αριστοκρατικές χριστιανικές εκκλησίες, τα πολυτελή παλάτια, τα ταπεινά, ξύλινα σπίτια, τους µύθους και τους θρύλους τους πιο πλούσιους του κόσµου, ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ είχε λιώσει ένα ζευγάρι παπούτσια περπατώντας ατέλειωτες ώρες στις λιθόστρωτες λεωφόρους και στα χωµάτινα σοκάκια. Έκλαψε µε µαύρο δάκρυ σαν ήρθε η ώρα να φύγει µε την ταχυδροµική άµαξα του Κολλεγίου –µαύρη και αυστηρή όσο αυστηρό φηµολογούνταν πως ήταν και το ίδιο το σχολείο– για τη Μερζιφούν. Το άγνωστο ξεδιπλωνόταν απειλητικό µπροστά του, θα πήγαινε εκεί που τον οδηγούσε η µοίρα του, αλλά η καρδιά του θα έµενε για πάντα στις ακτές του Βοσπόρου και στις παρυφές των εφτά λόφων της Βασιλεύουσας του κόσµου. Εκεί θα έµενε και εκεί θα ξαναγύριζε κάθε φορά που θα ήθελε να σκεφθεί κάτι ωραίο, κάτι µοναδικό, κάτι που θα προκαλούσε ανάταση στην
ψυχή του. Όλα αυτά πριν συναντήσει τον έρωτα. Γιατί µετά ο νους του θα έτρεχε πάντα σε εκείνη. Που ονειρεύτηκε να τη σεργιανίσει στη Βασιλεύουσα, να τη βαφτίσει στα σκοτεινά νερά των τριών θαλασσών και να τη στέψει κάτω από τον τρούλο της Αγια-Σοφιάς. Μόνο που η µοίρα είχε άλλα σχέδια για τη ζωή του. Κυρίως όµως, είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Ο Έλµερ είχε φύγει από την Ισταµπούλ µε ένα αίσθηµα προδοσίας. Λες και εγκατέλειπε την ερωµένη του που ήταν έγκυος και πήγαινε να κάνει τη ζωή του αλλού, µακριά. Χάραµα την αποχαιρέτησε και πόνεσε ο λαιµός του να κοιτάει πίσω, µέσα από το στενό παραθυράκι της άµαξας, όσην ώρα έπαιρναν τον δρόµο ανατολικά. Μια καταχνιά είχε πέσει πάνω από την πόλη που µόνο σε κάτι ψηλούς µιναράδες επέτρεπε να ξεφύγουν από τον κλοιό της και να στείλουν ένα «Έχε γεια!» στον Γιάνκη µε τη λεηλατηµένη από την οµορφιά της καρδιά. Είχαν µπει σε ένα εµπορικό καραβάνι, τέσσερις µέρες βάστηξε το ταξίδι, τέσσερις µέρες ανάµεσα από άγρια βουνά και δύσβατους δρόµους που έκαναν τον Έλµερ να αρχίσει να κλονίζεται για την απόφαση που είχε πάρει. Ας έµενε στην Ισταµπούλ καλύτερα, τι ήθελε και έφευγε; Πού πήγαινε τόσο µακριά και πώς θα µπορούσε ποτέ να ξαναγυρίσει πίσω στη γόησσα του Βόσπορου; Αυτές οι σκέψεις πλανιόνταν συνέχεια στο µυαλό του όσο, µισοναρκωµένος από το συνεχές κούνηµα της άµαξας και εξαντληµένος από την κούραση και την αϋπνία, κοιτούσε τους δυο συνταξιδιώτες του, έναν προτεστάντη Βέλγο πάστορα και
έναν, επίσης προτεστάντη, Γερµανό γιατρό, που είχαν κι εκείνοι τον ίδιο προορισµό, δηλαδή το αµερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Τον Εύξεινο Πόντο των αρχαίων Ελλήνων, που ο Έλµερ τον ήξερε πολύ καλά από την ελληνική µυθολογία και τα κείµενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Κάθε βράδυ σταµατούσαν και σε ένα διαφορετικό καραβάν σαράι, ζώα και άµαξες στην αυλή, οι άνθρωποι στοιβαγµένοι σε ταβέρνες που µύριζαν τηγανητά τζιγέρια και φρέσκες πίτες. Άλλος προσευχόταν σε µιαν άκρη πεσµένος στα γόνατα και άλλος έπινε στα κρυφά, κουβέντες και γέλια, ροχαλητά και πορδές. Οι στρατιώτες που συνόδευαν το καραβάνι γυάλιζαν τα όπλα τους και αποκοιµιόνταν δίπλα από το τζάκι. Μόνο κάποιοι εύποροι ταξιδιώτες έπαιρναν µια κάµαρα στο πάνω πάτωµα και άπλωναν σε σκληρά κρεβάτια το πονεµένο τους κορµί. Τις δυο βραδιές, ο Έλµερ τις πέρασε µαζί µε τους υπόλοιπους ταξιδιώτες στην ταβέρνα γιατί στο µεταξύ τα λεφτά που είχε µαζί του είχαν τελειώσει και κρατούσε ελάχιστα για µιαν ώρα ανάγκης. Το τρίτο βράδυ τον λυπήθηκαν οι συνταξιδιώτες και, ας πούµε, συνάδελφοί του. Τον φιλοξένησαν στην κάµαρα που µοιράζονταν, παραχωρώντας του έναν στενό πάγκο που υπήρχε εκεί για να ακουµπάνε τις αποσκευές τους οι πελάτες. Πάλι δεν κοιµήθηκε ο Έλµερ, το δωµάτιο ήταν πληµµυρισµένο από τις µυρωδιές της ταβέρνας οι οποίες περνούσαν ανενόχλητες ανάµεσα από τα σανίδια του πατώµατος, που πιθανόν και να ’ταν πιο µαλακό από τον πάγκο
του, ενώ και τα ροχαλητά του πάστορα, τις λίγες φορές που ο ύπνος τον έπαιρνε, τον ξυπνούσαν τροµαγµένο. Ανθεκτικός όµως στην ταλαιπωρία –ας όψεται εκείνη η αυστηρή µάνα που δεν τον είχε καθόλου καλοµαθηµένο, ας όψονται και τα ανθισµένα νιάτα του–, είδε στο τέλος της τέταρτης µέρας, καθώς κατέβαιναν έναν ορεινό κακοτράχαλο δρόµο, κάτω στη στενή κοιλάδα να γυαλίζουν από τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου τα σπίτια µιας πόλης. Που του φάνηκε µικρή, και ήταν, αν τη συνέκρινε µε τη Βοστόνη, τη Σµύρνη και την Κωνσταντινούπολη. «Άµασα! Άµασα!» τους χτύπησε το παράθυρο ο Τούρκος αµαξάς, περήφανος που είχε φέρει το ταξίδι στο τέλος του και όλα είχαν πάει καλά, αλλά και γιατί η πόλη εκείνη, ως η µεγαλύτερη της περιοχής, ήταν και το καµάρι όλων όσων κατάγονταν από εκεί. Η πόλη απλωνόταν και από τις δυο όχθες ενός φιδωτού ποταµού –ο Ίρις των αρχαίων Ελλήνων, Γεσίλ Ιρµάκ για τους τουρκόφωνους κάτοικους– που µέσα του αντικατοπτρίζονταν οι τρούλοι των χριστιανικών εκκλησιών, οι µιναρέδες από τα τζαµιά και τα σπίτια που σκαρφάλωναν στις πλαγιές των βουνών, εκεί όπου βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι των Μιθριδατών[52]. Έξι µεγάλες γέφυρες µέτρησε ο Έλµερ να ενώνουν τις δυο πλευρές της πόλης πάνω από το ποτάµι, δηµόσια κτίρια και πολλά µαγαζιά στους δυο κεντρικούς δρόµους ένθεν και ένθεν του ποταµού. Η Αµάσεια, κατά τους Έλληνες, ήταν κέντρο εµπορίου· σιτάρι και µετάξι ξακουστό έβγαζε εκείνος ο εύφορος τόπος, ο γεµάτος αµπέλια και
οπωροφόρα δένδρα. Στη φαρδιά πλατεία είδε µια µεγαλοπρεπή εκκλησία που, όπως έµαθε αργότερα στη βόλτα του, ήταν αφιερωµένη στον Άγιο Θεόδωρο, προστάτη των χριστιανών· οι κάτοικοι εκεί, όπως και παντού, ήσαν ευσεβείς πιστοί. Θα διανυκτέρευαν στην Άµασα· λίγη απόσταση τους χώριζε από τη Μερζιφούν, αλλά είχε νυχτώσει πια για τα καλά. Οι δρόµοι ήταν επικίνδυνοι και το καραβάνι είχε φτάσει στον προορισµό του, στο τέρµα του, τώρα µόνοι τους θα συνέχιζαν. Βγήκε µια βόλτα ο Έλµερ στην πόλη, παρά τις αντιρρήσεις των άλλων δύο συνταξιδιωτών του. «Μας προειδοποίησαν πως είναι άσχηµα τα πράγµατα, επισήµως δεν συµβαίνει κάτι, αλλά χτυπάνε τους Έλληνες αν τους βρούνε µοναχούς». Κι όταν εκείνος γέλασε: «Μα δεν είµαι Έλληνας». «Δεν µοιάζεις και για Τούρκος όµως…» αντέταξαν οι δυο Ευρωπαίοι, αλλά και πάλι δεν τους άκουσε. Ήταν νέος και τολµηρός, ερχόταν από έναν άλλο κόσµο, δεν µπορούσε να αντιληφθεί ακόµη την Ανατολή, ούτε τις διαφορές στη νοοτροπία. Βγήκε βόλτα και περπάτησε κατά µήκος του ποταµού, προβληµατισµένος. Αύγουστος και το φεγγάρι µόλις είχε αρχίσει να φαίνεται πίσω από το θεόρατο βουνό, πληµµύρισε ο τόπος ασηµένιο φως και οι σκιές άρχισαν να µικραίνουν, πληµµύρισε και η καρδιά του Έλµερ από παράξενα συναισθήµατα: ερηµιά, αδιόρατη αγωνία και νοσταλγία. Μια νοσταλγία που δεν ήξερε πού να την τοποθετήσει, στον χώρο ή στα πρόσωπα. Οι γονείς
του δεν του έλειπαν, όχι ακόµη, τουλάχιστον, αλλά η σκέψη του τριγύριζε πάνω τους γιατί ήταν µόνοι και ηλικιωµένοι και δεν είχαν ούτε καν ο ένας τον άλλο – αυτή ήταν και η σκληρότερη µοναξιά τους. Ούτε η πατρίδα τού έλειπε, γιατί ακόµη ήταν συνυφασµένη µε τα παιδικά του χρόνια, όπως και οι σπουδές του, που ήταν επίσης δεµένες άρρηκτα µε το µουντό σπίτι και τη µουντή σχέση µε τους γονείς του. Άρα τι του έλειπε, ποιο πράγµα ακριβώς του προκαλούσε αυτή τη νοσταλγία που σαν πεινασµένο στόµα τον κατάπινε ολόκληρο µέσα του; Ήπιε ένα διάφανο, δροσερό ποτό σε ένα ελληνικό καφενείο που είχε δυο τραπεζάκια δίπλα στην πόρτα του και πέντε έξι γέρους που κάθονταν πάνω σε σκαµνιά µε ψάθινο πάτο και ρουφούσαν ηδονικά τους ναργιλέδες τους. «Ρακί» του συλλάβισαν γελαστά και τον προσκάλεσαν κοντά τους. Ένας έκανε τον διερµηνέα µε ελάχιστες αγγλικές λέξεις και πάµπολλες χειρονοµίες µέχρι να καταλάβει ο Έλµερ πως η γλώσσα που µιλούσαν έµοιαζε απίστευτα µε την αρχαία ελληνική. Θαύµασαν όλοι και χειροκρότησαν όταν έµαθαν πως πήγαινε στο Κολλέγιο. «Αααααα Ανατόλλλια, Ανατόλλλια!» έλεγαν και ξανάλεγαν. «Φιλοσοφία, ε; Σωκράτης!» είπε κάποιος, που σαφώς θα ήταν πιο µορφωµένος, όταν τους είπε τι είχε σπουδάσει. «Μποκού ντ’αρζάν;» είχε ρωτήσει ένας άλλος και έτριψε τον αντίχειρα και τον µέσο µεταξύ τους για να του δώσει να καταλάβει πως ρωτούσε πόσα χρήµατα θα έπαιρνε στη δουλειά του.
Ήπιε και δεύτερο ποτηράκι ο Έλµερ, είχε αρχίσει να του αρέσει αυτός ο άγριος τόπος που σε τίποτα δεν έµοιαζε µε την Ισταµπούλ· και οι άνθρωποι του άρεσαν, κάπως άγριοι και εκείνοι αλλά καλοί, χαµογελαστοί και πρόσχαροι. Ήπιε και το τρίτο που τον κέρασαν. «Θα ε-πα-νέλ-θω» είπε δυο ώρες αργότερα, το είπε συλλαβιστά για να τον καταλάβουν. «Ι will come back, soon» τους υποσχέθηκε φεύγοντας, χαµπάρι δεν πήραν αυτοί, µόνο συνέχισαν να του γελάνε και να του κουνάνε το χέρι. «Ακαρντάς, ακαρντάς» τον ακολουθούσε η λέξη µέχρι που έφτασε στο πανδοχείο όπου είχαν καταλύσει. Λίγο πριν διαβεί την πόρτα µε το λυχνάρι στον παραστάτη, ο Έλµερ γύρισε να δει για τελευταία φορά πίσω του το σκοτεινό ποτάµι και το απέναντι βουνό, που άστραφτε από το φως της αυγουστιάτικης σελήνης, η οποία µόλις είχε δρασκελίσει την κορυφή του και είχε αρχίσει να κρύβεται τραβώντας για τη δική της δύση. Πρόλαβε όµως, µε την άκρη του ανυποψίαστου µατιού του, να δει δυο σκιές να κολλάνε στον τοίχο του παραδιπλανού σπιτιού βιαστικά και να γίνονται ένα µε το σκοτάδι. Απορηµένος για το ποιοι ήταν αυτοί οι τύποι και γιατί είχαν κρυφθεί µόλις κοίταξε προς το µέρος τους, ο Έλµερ τραβήχτηκε προς το εσωτερικό της πόρτας και περίµενε στο µισοσκόταδο. Σε κλάσµατα του δευτερολέπτου δυο άνδρες µε σκούρα ρούχα και παχιά µουστάκια έφτασαν µπροστά στην ανοιχτή πόρτα και κοίταξαν προς το εσωτερικό. Ήταν σαφές πως κάποιον
παρακολουθούσαν. Και επειδή εκείνη τη στιγµή δεν υπήρχε παρά µόνο εκείνος, ο Γιάνκης συνειδητοποίησε πως η παρουσία του στην αποµακρυσµένη πόλη σε κάποιους είχε εξάψει τη φαντασία· στο γεγονός πως κάποιοι τον παρακολουθούσαν δεν πήγε ο νους του.
Το Κολλέγιο ήταν στην άκρη αλλά συγχρόνως στο ωραιότερο σηµείο της πόλης. Μιας ταπεινής, πεδινής πόλης που σκαρφάλωνε γλυκά σε έναν χαµηλό λόφο. Έλληνες και Τούρκοι συµβίωναν ειρηνικά από πάντα εκεί. Ο Έλµερ εντυπωσιάστηκε από τα κτίρια του Κολλεγίου που τότε, Αύγουστος του 1919, επισκευάζονταν πυρετωδώς για να υποδεχτούν τους νέους µαθητές και µαθήτριες, ύστερα από µια διακοπή τριών ετών. Αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, οικοτροφείο, νοσοκοµείο, τραπεζαρίες και δαιδαλώδη γραφεία αποτελούσαν ένα εντυπωσιακό σύνολο κτιρίων στο οποίο έφθανες διασχίζοντας έναν µακρύ δρόµο περιστοιχισµένο, αριστερά και δεξιά, από ψηλά δένδρα. Η υποδοχή που του έγινε ήταν παραπάνω από φιλική. Ο Πρόεδρος τον υποδέχθηκε µε ενθουσιασµό – λίγοι αυτοί που είχαν τολµήσει να ξαναγυρίσουν στο Κολλέγιο µετά τα πρόσφατα γεγονότα και ακόµα λιγότεροι εκείνοι που είχαν αποφασίσει να πάνε για πρώτη φορά. Ο γιατρός συνταξιδιώτης του ανέλαβε αµέσως εργασία στο να οργανώσει το νοσοκοµείο,
ενώ ο Βέλγος πάστορας θα περνούσε εκεί τον χειµώνα, µελετώντας θεολογικά κείµενα στην πλούσια βιβλιοθήκη. Εγκαταστάθηκε στην κάµαρά του, ένα ευρύχωρο δωµάτιο µε σιδερένιο κρεβάτι, ντουλάπα από ξύλο καρυδιάς, τραπέζι που θα εκτελούσε και χρέη γραφείου, ωραία ξύλινη καρέκλα µε µαξιλαράκι στο κάθισµα, αναπαυτική πολυθρόνα, λουλουδάτες κουρτίνες –αλλά µε σκούρα χρώµατα, φθινοπωρινά– και παχύ χαλί, άσπρα, κάτασπρα σεντόνια, ριγέ ολόµαλλο πάπλωµα και ένα εµαγιέ λαβοµάνο, σκέτο έργο τέχνης. Δηλαδή χλιδή και αξεπέραστο γούστο για τον Έλµερ που είχε συνηθίσει στα τραχιά σκεπάσµατα και στα γυµνά πατώµατα. Προφανώς, εδώ οι προτεστάντες θα ήταν κάπως επηρεασµένοι από την πολυτέλεια της Ανατολής ή απλά ο κόσµος γενικά θα ζούσε λίγο καλύτερα απ’ όσο είχαν ζήσει εκείνοι στο σπίτι τους. Ξεκίνησε να ετοιµάζει εντατικά και µε τη βοήθεια παλαιότερων καθηγητών την ύλη που θα δίδασκε σε ενάµιση µήνα. Η σχολική χρονιά θα ξεκινούσε τον Οκτώβριο αλλά, επειδή ήδη έρχονταν µαθητές από όλα τα µέρη της Μικρασίας, οι καθηγητές θα ξεκινούσαν να διδάσκουν την αγγλική γλώσσα. Αν και αισθανόταν πανέτοιµος από άποψη γνώσεων, ο Έλµερ διακατεχόταν από µεγάλη αγωνία για το αν θα τα κατάφερνε. Σε τάξη, σε κανονικό µάθηµα δηλαδή, πρώτη φορά θα δοκιµαζόταν. Αρχαία Ελληνικά, Φιλοσοφία και Ιστορία ήταν τα µαθήµατα που θα δίδασκε, σκεφτόταν λοιπόν τρόπους –στην πραγµατικότητα, στην τετράµηνη διάρκεια του ταξιδιού του τα θέµατα αυτά τα είχε επεξεργαστεί και είχε κρατήσει
πολλές σηµειώσεις, τώρα απλώς τα «φρεσκάριζε»– για να κάνει τους µαθητές να αγαπήσουν τα Αρχαία Ελληνικά, να λατρέψουν την Ιστορία, να µυηθούν στους µεγάλους Έλληνες φιλοσόφους. Μέσα σ’ όλο αυτό τον πυρετό των ετοιµασιών, άρχισε να γνωρίζει και τους πρώτους µαθητές που κατέφθαναν από όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας και να εγκαθίστανται στο οικοτροφείο, στα δωµάτια µε τα µεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην τεράστια αυλή µε τις καρυδιές, τις µηλιές και τις καστανιές. Από την πρώτη µέρα ξεχώρισε ένα φωνακλάδικο, µελαχρινό αγόρι που είχε φέρει µαζί του και το άλογό του. Μια κατάµαυρη φοράδα, µε εκπληκτικό βηµατισµό και απαράµιλλη χάρη, την Ιππολύτη, που ήταν και η αφορµή να γνωριστεί ο δάσκαλος µε τον µαθητή. Τον δεκαπεντάχρονο Πρόδροµο Χατζηαβράµογλου, από την Καισάρεια, που οι αγαπηµένοι του τον φώναζαν Μποδοσάκη.
Ιούνιος 2004: Πτήση µε το αερόστατο στην κοιλάδα του Γκιόρεµε ΗΜΕΡΑ 3Η
Έλσα
Ξυπνάει απότοµα από έναν ήχο που της τρυπάει το µυαλό. Τι είναι; Το τέλος του κόσµου; Ανακάθεται τροµαγµένη στο κρεβάτι και είναι αδύνατον να ανοίξει τα µάτια της. Χιλιάδες µέλισσες της έχουν τσιµπήσει τα βλέφαρα, τα αισθάνεται πονεµένα και πρησµένα, ενώ αρνούνται µε όλη τη δύναµη των λεπτεπίλεπτων µυών τους να εκτελέσουν την εντολή «ανοίγω τα µάτια». Ξαπλώνει πάλι. Ας ηρεµήσει λίγο. Πού βρίσκεται και τι στον διάολο είναι εκείνος ο ήχος που της έκοψε τα ήπατα; Μµµµ νυστάζει… Οι χτύποι της καρδιάς της είναι άτακτοι… Σιγά
σιγά ηρεµούν. Νύστα… Να δεις που κάτι έχει να κάνει… τώρα… αργά… νωρίς… ύπνος… Ο ήχος επαναλαµβάνεται, πιο βίαιος αυτή τη φορά και τα πρησµένα µάτια ανοίγουν αυτόµατα και αντικρίζουν τα απόλυτα σκοτάδια. Είναι το κινητό της που το είχε ρυθµίσει για να την ξυπνήσει. Πόσο άγριος, πόσο σκληρός ο ήχος του! Πριν το… το θέµα του Νίκου, είχε µια ωραία µελωδία για ξυπνητήρι, µε εκείνη σηκωνόταν κάθε πρωί για τη δουλειά. Μετά… µετά το… θέµα µε τον Νίκο, δηλαδή πολύ µετά, όταν βγήκε και από την κλινική, ακόµα και τον ήχο της αφύπνισης άλλαξε. Έβαλε κάτι στην τύχη, δεν την ενδιέφερε, στη δουλειά δεν πήγαινε πια και ξυπνούσε µόνη της. Όταν κοιµόταν… Κοιτάει το αµυδρό φως του διαδρόµου που περνάει κάτω από την πόρτα του δωµατίου, τα µάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι, το κεφάλι της βαρύ, τα βλέφαρα ακόµη πρησµένα. Είχε ξενυχτήσει χθες διαβάζοντας το ηµερολόγιο, µπορεί κι ως τις τρεις, και τώρα είναι πέντε. Ο Χριστός και η Παναγία! Τι βάρβαρη ώρα για να ανεβείς στο αερόστατο, το οποίο το φοβάσαι επιπλέον. Με το ένα ηµισφαίριο του εγκεφάλου της στη χθεσινή νύχτα και το άλλο στην επερχόµενη πτήση κάνει την πρωινή της τουαλέτα και προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυτό της αποδίδοντας την αγωνία που την κατακλύζει στην ιστορία που διάβαζε τη νύχτα. Γεγονός που έχει κάποια βάση, όµως δεν είναι η αληθινή.
1900-1909: Καισάρεια
Μακρίνα και Αβράµης
Οκτώ χρόνια, άλλοτε µπορεί να έχουν την αξία µιας ολόκληρης ζωής και άλλοτε να είναι σαν ένα ανοιγόκλεισµα των βλεφάρων. Τα οκτώ χρόνια του έγγαµου βίου της Μακρίνας µε τον Αβραάµ Χατζηαβράµογλου πέρασαν µε µια σειρά πίκρες, ειδικά στην αρχή και για όσο δεν έµενε έγκυος, και µετά, σαν ξεφούρνισε τέσσερα παιδιά, πέρασαν µε τις χαρές που φέρνει ο ερχοµός ενός νέου ανθρώπου πάνω στη γη, ειδικά όταν είναι τόσο πολυπόθητος. Η ζωή της Μακρίνας γέµισε παιδικές φωνούλες, γέλια και δάκρυα τόσο γλυκά, που πίστεψε πως ήταν ευλογηµένη από τον Θεό και δεν έπαψε στιγµή να τον ευχαριστεί για τα δώρα του.
Η Σεβαστή χανίµ, η δέσποινα του οίκου Χατζηαβράµογλου, από την αρχή, από την πρώτη µέρα του γάµου του γιου της µε τη Σινασίτισσα, τον Γενάρη του 1900, αρχή χρόνου και αιώνα, στάθηκε απέναντι στη νύφη της εχθρικά. Όχι πως είχε κάτι εναντίον της συγκεκριµένης κοπέλας, καθόλου. Ίσα ίσα που, κατ’ εκείνη, η Μακρίνα πληρούσε όλες τις προδιαγραφές για να µπει στην οικογένειά τους. Πρώτα απ’ όλα, το κορίτσι ήταν σεµνό, χαρακτηριστικό που έπαιζε τεράστια σηµασία για εκείνους. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια καθώς ο προστάτης της, ο Ιωάννης Ρίζος εφέντης –ασχέτως που ήταν µακρινός ξάδελφος του πατέρα της– ήταν άρχοντας, πλούσιος και µορφωµένος. Η νύφη ήταν µικρή σε ηλικία και αυτό εξασφάλιζε σε όλους πως θα ήταν γόνιµη, όπως επίσης πως θα είχε πολλά παραγωγικά χρόνια µπροστά της για να κάνει παιδιά, πολλά παιδιά. Η προίκα που είχε πάρει ο γιος της ήταν αντάξια του διαµετρήµατος των Χατζηαβράµογλου και επιπλέον το κορίτσι δεν είχε γονείς άρα, ούτε επιρροές θα είχε από τη µάνα ή τον πατέρα της, ούτε θα χρειαζόταν να τους γηροκοµήσει, αποσπώντας την προσοχή της από τη φροντίδα που όφειλε να παράσχει στα πεθερικά. Τέλος, η Μακρίνα ήταν από τη Σινασό που οι κάτοικοι είχαν τη φήµη αριστοκρατών και ανθρώπων που διέφεραν από όλους τους Καραµανλήδες. Ύστερα ήταν και η απόσταση που για την εποχή εκείνη ήταν πολύ µεγάλη άρα, κι αν κάποτε –και
πότε να είχε προλάβει; αλλά λέµε τώρα– είχε ακουστεί για εκείνη το οτιδήποτε, πράγµα που δεν πίστευε βέβαια η Σεβαστή, για έρωτες και αγαπητικούς, ποτέ δεν θα έφτανε στα αυτιά των συµπολιτών της, των Καϊσερλήδων. Βέβαια η Μακρίνα ήταν και όµορφη, µε ασυνήθιστη οµορφιά, ασυνήθιστη για τη ράτσα τους και αυτό, όσο να πεις, έκανε τη Σεβαστή να αισθάνεται πως οι Χατζηαβράµογλου, ακόµα και σε αυτό, διέφεραν από τους υπόλοιπους.
Παρ’ όλα αυτά τα προσόντα της Μακρίνας όµως, η Σεβαστή στάθηκε εχθρικά απέναντί της από την αρχή και χωρίς να έχει κανέναν άλλο λόγο, πέρα από το γεγονός πως ο γιος της τώρα θα αγαπούσε και µιαν άλλη γυναίκα εκτός από την ίδια. Θέλοντας δε από την αρχή να ξεκαθαρίσει ποια ήταν η αφέντρα του σπιτιού, παραχώρησε στο ζευγάρι τη δική της κρεβατοκάµαρα ώστε ποτέ να µην αισθανθούν άνετα και να µην µπορέσουν να απολαύσουν τον έρωτά τους. «Εγώ είµαι πια µια µεγάλη γυναίκα και έχω συνηθίσει έτσι, µη µου αλλάζετε τον κόσµο, δεν µπορώ, δεν αντέχω, θα πάθω κάτι!», µε αυτό το πρόσχηµα πάντα, δεν επέτρεψε στον γιο και στη νύφη της να κάνουν την οποιαδήποτε αλλαγή στο οποιοδήποτε σηµείο του σπιτιού. Και το κυριότερο, η Σεβαστή ποτέ δεν επέτρεψε στη Μακρίνα να πάρει καµιά πρωτοβουλία. «Άφησε εσύ» της έλεγε
απότοµα όταν η κοπέλα πήγαινε να κάνει µια δουλειά. «Υπάρχουν υπηρέτριες για αυτά τα πράγµατα» και έτσι εκείνη έµενε άπραγη και βαριεστηµένη, αφού πουθενά δεν µπορούσε να διοχετεύσει τη δύναµη της νιότης της. Ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, ο πεθερός της Μακρίνας, µε το που έφυγε ο γιος τους για τη Σµύρνη, άρχισε να παρατείνει την παραµονή του στο σπίτι της Καισάρειας, στερούµενος το πατρικό του κτήµα στο Ανδρονίκι και βιώνοντας το µαρτύριο της συστέγασης µε τη Σεβαστή. Το έκανε όµως µε την καρδιά του εφόσον του το είχε ζητήσει ο γιος του. «Σε παρακαλώ, πατέρα, ας είσαι λίγο πιο κοντά στη Μακρίνα, ειδικά τον πρώτο καιρό, όσο να πεις. Μέχρι να… συνηθίσει η µια την άλλη…» και εννοούσε φυσικά µέχρι να συνηθίσει η Σεβαστή την ύπαρξη άλλης γυναίκας, και δη µε τα ίδια ή τέλος πάντων µε σχεδόν τα ίδια δικαιώµατα στο σπίτι και µέχρι να συνηθίσει η Μακρίνα τη σκληρή συµπεριφορά της πεθεράς της. Ο Πρόδροµος υπάκουσε πειθήνια στη θέληση του γιου του γιατί αγάπησε σαν δικό του παιδί τη νύφη του και ήταν η πρώτη φορά, µετά τριάντα τόσα χρόνια γάµου και υπακοής στη συµβία του που πολλές φορές µάλωσε µε τη γυναίκα του, όταν είδε δάκρυα στα µάτια της µικρής, εξαιτίας κάποιας συµπεριφοράς της Σεβαστής. «Καφές από τα χεράκια σου, καΐσιµ’» της έλεγε και έσταζε µέλι το στόµα του «ο καλύτερος καφές του κόσµου!». Ξίνιζαν τα µούτρα της Σεβαστής αλλά την αγνοούσε αυτός. Η Μακρίνα
πάντα χαµογελαστή µαζί του, όταν σερβίριζε στο τραπέζι κρασάκι κοκκίνιζαν τα µάγουλά της και αγαλλίαζε η ψυχή του Πρόδροµου. «Άφεριµ!» κάθε τόσο µουρµούριζε και «δόξα τον Γιαραµπή!». Δεν ήξερε ο άνθρωπος αν το κορίτσι ήταν ευτυχισµένο –και πώς να ήταν µε τον άντρα της φευγάτο και τη Σεβαστή στο κεφάλι της πάνω;–, αλλά πάντως, όταν εκείνος ήταν σπίτι, η Μακρίνα έµοιαζε χαρούµενη. Ο Αβράµης είχε ερωτευτεί τη Μακρίνα και ζούσε µε το όνοµά της στα χείλη του. Την πρώτη φορά που την έκανε δική του, γλυκά και τρυφερά, ψιθυρίζοντας µέσα στα µυρωµένα της µαλλιά λόγια αγάπης που ούτε είχε φανταστεί ποτέ πως θα µπορούσε να τα ξεστοµίσει, πίστεψε πως είχε αγγίξει τα ουράνια. Πως, να, κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι και ο Παράδεισος. Τις είκοσι περίπου µέρες που έµεινε κοντά της µετά τον γάµο –στο µεταξύ οι δουλειές στη Σµύρνη τον περίµεναν, η εποχή ήταν κρίσιµη, αρχή του χρόνου και έπρεπε να κλειστούν νέες συµφωνίες και παλιοί λογαριασµοί, να γίνουν επαφές και να βρεθούν νέοι προµηθευτές, να ανανεωθούν συµβόλαια, να καπαρωθούν σοδειές, να κλειστούν µπάρκα, να εξασφαλιστούν οι παλιοί πελάτες, να βρεθούνε καινούργιοι–, εκείνες τις µέρες που το µυαλό του βάραινε κάθε τόσο σαν αναλογιζόταν όλα όσα έπρεπε να κάνει, ξαφνικά, µε το που έβλεπε ή έστω σκεφτόταν τη γυναίκα του, ξαλάφρωνε. Ένα χαµόγελο φύτρωνε στα χείλη του και παρέµενε χαραγµένο για ώρα και από εκεί και πέρα δεν ήθελε τίποτα άλλο παρά µόνο να
τρέξουν γρήγορα οι δείχτες του ρολογιού για να ’ρθει η άγια ώρα που θα έπαιρνε και πάλι αγκαλιά τη γυναίκα του, θα χωνόταν µέσα της και θα εναπόθετε στο λεπτεπίλεπτο κορµάκι της όλη τη λαχτάρα και τον ανδρισµό του που συσσωρευόταν και µόνο στη σκέψη εκείνης της συνεύρεσης. Λίγες µέρες πριν φύγει, την ώρα που την κρατούσε στην αγκαλιά του αφού την είχε χαρεί τουλάχιστον τρεις φορές, της ψιθύρισε στο αυτί πως θα ήθελε να την πάρει µαζί του στη Σµύρνη, δεν θα άντεχε να την αποχωριστεί για τόσο καιρό, πόσο ακριβώς δεν µπορούσε να ξέρει. Η Μακρίνα τον άκουσε προβληµατισµένη, δεν τον αγαπούσε –και θα της έπαιρνε καιρό να συµβεί αυτό–, όµως ήταν ο µοναδικός δικός της άνθρωπος, εκτός από την Κιµάτη, εκεί µέσα, και ήταν ο άνδρας της, πώς θα µπορούσε να το αρνηθεί αυτό; Επίσης, του αναγνώριζε το γεγονός πως δεν την είχε πιέσει για τίποτα, για εκείνα τα… ουουου, και µόνο που τα σκεφτόταν κοκκίνιζε, για εκείνα τα αγκαλιάσµατα και τα βογκητά της νύχτας όταν την έκανε γυναίκα του αλλά το έκανε γλυκά και απαλά, µιλώντας της στο αυτί, εξαίροντας την οµορφιά της και διαβεβαιώνοντάς τη για την αγάπη του. «Θα έρθω άµα µε θέλεις. Μόνο να πάρουµε και την Κιµάτη µαζί µας» φρόντισε να εξασφαλίσει και την ακριβή συντροφιά της παραµάνας της. Το βράδυ της εποµένης, την ίδια ώρα, µετά ακριβώς τις ίδιες κινήσεις και τα ίδια ερωτόλογα ο άνδρας της ανασκεύασε την πρόταση.
«Θα πάω τώρα µόνος µου…» τα µάσησε κάπως. «Θα σε πάρω αργότερα όταν δεν θα ’χω τόση δουλειά». Έτσι τον είχε συµβουλέψει ο πατέρας του. «Περίµενε να δούµε» του είχε πει «µπορεί στο µεταξύ να την έχεις γκαστρώσει. Θέλεις να απορρίξει σε ένα τέτοιο ταξίδι;». Βρήκε σχετικά λογικό το επιχείρηµα ο Αβράµης αλλά δεν πείσθηκε, την ήθελε κοντά του. «Ύστερα είναι και η µάνα σου, παιδί µου» έβαλε τα µεγάλα µέσα ο πατέρας, όχι µε κακό σκοπό πάντως. «Μόλις απέκτησε µια κόρη, να τη χάσει κιόλας;» Είχε γελάσει ο νέος, µάλλον ο πατέρας του δεν ήθελε να χάσει τη νεοαποκτηθείσα κόρη. «Και γω µόλις απόκτησα γυναίκα, εγώ να τη χάσω;» απόρησε. «Και τι θα κάνει εκεί µοναχή της;» προσπάθησε µε άλλο τρόπο ο Μποντός. «Εσύ θα λείψεις, θα ταξιδέψεις. Τι θα κάνει ένα άβγαλτο κοριτσάκι στη Σµύρνη; Έλα, γιε µου, δούλεψε απερίσπαστος, έχεις καιρό για έρωτες και αγάπες, και το Πάσχα σαν έρθεις µε το καλό, το ξανασυζητάµε το θέµα… αν στο µεταξύ δεν έχουµε τα ευχάριστα…» και είχε σταυροκοπηθεί. Ένα εγγονάκι να ερχόταν σύντοµα στο σπίτι τους και χρυσό καντήλι θα έστελνε στην εκκλησιά της Αγια-Μακρίνας στην Αξό. Αυτά του είχε πει ο πατέρας του και ο Αβράµης άρχισε να κλονίζεται, όχι πως δεν είχε και δίκιο δηλαδή ο άνθρωπος. Άσε, ας έµενε λίγο στην Καισάρεια, ας µην έρχονταν απανωτές οι
αλλαγές για τη γυναίκα του και το Πάσχα που ήταν και νωρίς κείνη τη χρονιά, στις αρχές του Απρίλη, ούτε τρεις µήνες δηλαδή µακριά της, το Πάσχα θα την έπαιρνε πίσω. Έτσι είχαν τα πράγµατα, τέτοια είχαν ειπωθεί, τέτοιες και τόσες σκέψεις είχαν περάσει από τον νου του και το άλλο βράδυ ο νέος, µετά τις αγάπες, της είπε πως ίσως δεν έπρεπε να πάει µαζί του στη Σµύρνη, τώρα. Η Μακρίνα δεν είχε µιλήσει, κάπως της ήρθε αλλά δεν µπορούσε να το εξηγήσει ακριβώς, δεν είχε σχήµα, χρώµα, όνοµα και άρωµα αυτό που αισθανόταν για τον άνδρα της, όχι ακόµη, δεν ήξερε αν θα της έλειπε όταν θα έφευγε, ούτε ήξερε τι θα περνούσε χωρίς την προστασία του. «Θα περιµένω» του είπε µόνο. Μήπως έτσι δεν συνέβαινε και µε τον θείο Ρίζο και την οικογένειά του; Δεν έφευγαν εκείνοι και έµενε µόνο το κορίτσι µε την Κιµάτη, ανανεώνοντας την υπόσχεση/ελπίδα πως «του χρόνου» θα ξαναντάµωναν πάλι. Και ο Αβραάµ την αγάπησε περισσότερο εκείνη τη στιγµή και µετάνιωσε που είχε βάλει τη λογική, αλλά και την παράδοση, πάνω από τις επιθυµίες του.
Αλλιώς είχε ονειρευτεί τη ζωή, όπως πολύ καλά γνωρίζουµε, η Μακρίνα. Βρέθηκε παντρεµένη µε έναν άγνωστο πριν καλά καλά το καταλάβει και πριν καν ξεστοµίσει το όνειρό της να πάει στην Πόλη και να γίνει δασκάλα. Ας είναι…
Τα παραµύθια της Κιµάτης, της παραµάνας της, για έναν µεγάλο έρωτα και έναν ευτυχισµένο γάµο µε το πιο όµορφο παλικάρι –ή αρχοντόπουλο κατά την εκδοχή τη δική της– τέτοια παρέµειναν, δηλαδή παραµύθια. Οδηγήθηκε στον νυφικό υµέναιο µε ένα δίλεπτο ψιθύρισµα στο αυτί των απολύτως βασικών από την παραµάνα της – «Θα κάνεις ό,τι σου πει, άνδρας σου είναι». Αντέδρασε όπως είδαµε ότι αντέδρασε την πρώτη νύχτα του γάµου. Όταν ο Αβράµης, την επόµενη µέρα, µε τρυφερότητα και αγάπη την έκανε γυναίκα του, η Μακρίνα ούτε πόνεσε ούτε έκλαψε, ούτε προσευχήθηκε ούτε φχαριστήθηκε. Πιστή στην οδηγία της Κιµάτης –και όλων των µανάδων προς τις κόρες τους, αιώνες τώρα– εκτέλεσε το καθήκον της πειθήνια την ίδια στιγµή που αισθάνθηκε µια µικρή, ελάχιστη εξοικείωση µε τον άγνωστο που είχε γίνει άνδρας της και µε απέραντη ευγνωµοσύνη γιατί ήταν καλός και απαλός µαζί της. Έτσι ήταν η Μακρίνα, είχε µάθει να υπακούει και να ευγνωµονεί. Τις επόµενες είκοσι µέρες που τις πέρασε µαζί µε τον άνδρα της, κάτω από το εξεταστικό µάτι της πεθεράς της και το γέλιο κάτω από το παχύ µουστάκι του Πρόδροµου, η Μακρίνα, το ίδιο ευγνωµονούσα και αφοσιωµένη στο καθήκον της, κάθε φορά που ο άνδρας της τη γέµιζε φιλιά και έρωτα, προσευχόταν να πιάσει παιδί για να µπορέσει να του ανταποδώσει τη χάρη που της έκανε να την αγαπάει. Δεν ξέρουµε πώς ακριβώς αισθανόταν. Ένα παιδί που µεγάλωσε χωρίς µητρικό χάδι, που βίωσε την ορφάνια δυο
φορές και έζησε αποκοµµένο από συγγενείς και οικογένεια, ίσως να µην είχε και τόσο πλούσιο ψυχικό κόσµο. Γεγονός πάντως είναι πως το τελευταίο βράδυ που βρέθηκε στην αγκαλιά του άνδρα της, την επαύριον εκείνος έφευγε για τη Σµύρνη, έφτασε ως την άκρη των χειλιών της µια κουβέντα. «Μείνε!» ήθελε να τον παρακαλέσει. «Μείνε, πώς θα είµαι τώρα χωρίς εσένα;» Δεν του είπε όµως τίποτα, ντράπηκε, ντράπηκε και δεν το βρήκε σωστό. Όλοι οι άνδρες στον τόπο τους έτσι έκαναν, ειδικά οι ευκατάστατοι που είχαν εµπόρια και µεγάλες δουλειές και ξενιτεύονταν µακριά για µήνες, µπορεί και χρόνια και ξαναγυρνούσαν όποτε µπορούσαν – στο µεταξύ έρχονταν και έφευγαν από τη ζωή δικοί τους άνθρωποι, αλλά εκείνοι παρέµεναν µακριά. Έσπερναν ένα παιδί στην κοιλιά της γυναίκας τους και άντε πάλι τα ίδια, µαύρα µάτια έκαναν να τους ξαναδούνε. Και έµεναν οι γυναίκες πίσω, µάνες και πατεράδες µαζί, κυράδες όµως στα σπιτικά τους, δόξα τω Θεώ, όλα τους τα καλά τα είχαν. Διαφέντευαν µε αντρική πυγµή το βιος τους· ανέτρεφαν τα παιδιά αυστηρά· τα µόρφωναν όσο συνηθιζόταν· έκαναν προίκες για τα κορίτσια, και σαν τα χρόνια περνούσαν µπορεί και να ξανάσµιγαν µε τον άνδρα τους. Τριάντα και σαράντα χρόνια παντρεµένοι, αν µάζευες όλες τις νύχτες σε ένα τσουβάλι, καλά καλά ούτε δυο χρόνια δεν έβγαιναν που είχαν κοιµηθεί µαζί. Αλλά έτσι ήταν, το ήξερε η Μακρίνα και δεν είπε τίποτα, έτσι κι αλλιώς µαθηµένη στις ερηµιές και στη µοναξιά ήταν.
Σαν έφυγε ο άνδρας της, τον συνόδευσε µαζί µε τους γονείς του ως το καραβάν σαράι απ’ όπου θα ξεκινούσε το καραβάνι για το Ικόνιο και από εκεί θα έµπαινε στο τρένο. Μόλις που πρόλαβαν να ανταλλάξουν ένα φιλί στην άµαξά τους καθυστερώντας να κατέβουν, η Μακρίνα αισθάνθηκε ένα µεγάλο κενό που και λύπη δεν µπορούσε να την πει, αλλά και χαρούµενη δεν ήταν. Εκείνος λίγο πριν ανέβει στην άµαξα µαζί µε άλλους συµπατριώτες του: «Θα σε σκέφτοµαι συνέχεια, τζάνεµ’» της ψιθύρισε στο αυτί. «Μάνα, τη γυναίκα µου και τα µάτια σου!» φώναξε από το παράθυρο, και η Μακρίνα πρόλαβε να δει το πλατύ του χαµόγελο που προσπαθούσε να της δώσει θάρρος, να της δώσει και ελπίδες. Ήθελε να βάλει τα κλάµατα η κοπέλα αλλά ντρεπόταν τα πεθερικά. «Είµαστε εδώ εµείς για σένα, καΐσιµ’» την αγκάλιασε ο Πρόδροµος από τους ώµους –µε κάποια δυσκολία µάλιστα, ήταν αψηλό το κορίτσι– καθώς την είδε να τα έχει τόσο χαµένα και την προέτρεψε να µην κλάψει, θα περνούσαν καλά όλοι µαζί, θα το έβλεπε πόσο καλά θα περνούσαν οι τρεις τους. Όχι πως το πίστευε όταν το έλεγε, αλλά κάπως έπρεπε να την παρηγορήσει, η κοπέλα είχε γίνει κάτασπρη σαν το πανί. Η Σεβαστή είχε σηκώσει το φρύδι της υποτιµητικά, ο δικός
της ο πόνος ήταν ο µεγάλος γιατί ήταν η µάνα που αποχωριζόταν το παιδί της. Δεν ήθελε κλαψουρίσµατα τώρα δα, σιγά, το ίδιο είναι να αποχωρίζεσαι το σπλάχνο σου, το ίδιο τον άνδρα σου; Είχαν γυρίσει στο σπίτι βουβοί, διασχίζοντας τη χιονισµένη πόλη που έµοιαζε έρηµη, το δυνατό κρύο και ο ακόµα πιο δυνατός αέρας απέτρεπαν όσους δεν είχαν σοβαρούς λόγους να βγούνε από τα σπίτια τους. Έτσι κι εκείνοι, το ανδρόγυνο που τόσο λίγο είχε αγαπηθεί και η νεαρή τους νύφη, έκλεισαν πίσω τους την πόρτα του σπιτιού και προσποιήθηκαν πως ήταν µια φυσιολογική οικογένεια, πως αυτή τάχα, η Μακρίνα δηλαδή, ήταν στη θέση του γιου τους και πως θα ζούσαν χαρούµενοι και αγαπηµένοι αφού, και δόξα τω Θεώ να λένε, τίποτα δεν τους έλειπε εκτός από τον Αβραάµ. Είχαν την υγεία τους και είχαν και παράδες, στο σπίτι άναβαν όλα τα τζάκια, τα κελάρια ήταν ξέχειλα από µπερεκέτια και τα βράδια µπορούσαν να µετράνε ανενόχλητοι τις λίρες που θησαύριζαν στα πιθάρια. Τους µήνες και τα χρόνια που έζησε µε τα πεθερικά της, η Μακρίνα τα µέτρησε ένα ένα σαν τις χάντρες ενός ασήκωτου κοµπολογιού που όµως έπρεπε να το φέρνει πάντα πάνω της και να το ξεκουκίζει συνέχεια. Τα τρία πρώτα χρόνια ήταν τα πιο δύσκολα. Ίσως γιατί ήταν η αρχή, ίσως γιατί δεν έµενε έγκυος, ίσως γιατί η Σεβαστή µιλούσε πάντα τούρκικα µε όλους, ειδικά τους συγγενείς που τους επισκέπτονταν µετά τον γάµο. Μιλούσαν όλοι τούρκικα, και εκείνη, η Μακρίνα, που δεν γνώριζε καλά τη γλώσσα –κι ας την είχε διδαχθεί στο
Παρθεναγωγείο κι ας είχε µεγαλώσει µε την κατεξοχήν τουρκόφωνη Κιµάτη–, δυσκολευόταν να τους παρακολουθήσει, δυσκολευόταν να µιλήσει. Εκείνους τους τριάντα έξι µήνες των τριών πρώτων χρόνων του έγγαµου βίου της –αν µπορείς να χαρακτηρίσεις έτσι τη ζωή της εφόσον ζούσε µε τα πεθερικά και όχι µε τον άνδρα της–, η Μακρίνα ποτέ δεν αισθάνθηκε πως βρισκόταν σπίτι της, ποτέ δεν µπόρεσε να κάνει κάτι που ήθελε, και δεν ήθελε το δόλιο κάτι σπουδαίο. Ποτέ δεν µπόρεσε να κοιµηθεί ό,τι ώρα ήθελε ή να ξυπνήσει λίγο αργότερα· ποτέ δεν µαγείρεψε κάτι που τραβούσε η ψυχή της, ούτε τόλµησε να το ζητήσει· ποτέ δεν µπόρεσε να δεχτεί ή να αρνηθεί µια επίσκεψη κατά τα κέφια της, ούτε να αποµονωθεί κάποια στιγµή: να πάει µια βόλτα µε την άµαξα χωρίς να πάρει άδεια, να κλάψει µε την ησυχία της, να λάβει ή να γράψει µια επιστολή στον θείο της τον Ιωάννη Ρίζο χωρίς να λογοκριθεί πρώτα από την πεθερά, να ακούσει όµορφα ελληνικά από το στόµα κάποιου εκεί. Καλά καλά, ούτε τα προικιά της δεν µπόρεσε να στρώσει, ακόµα και το παλιό πάπλωµα της επέβαλε η πεθερά της: «Το δικό σου… όµορφο δεν λέω… είναι κρύο για τα δικά µας κλίµατα…». Η κοινωνική ζωή της Μακρίνας τους µήνες της απουσίας του Αβραάµ περιλάµβανε, εκτός από τον κυριακάτικο εκκλησιασµό που ήταν εκ των ων ουκ άνευ, ό,τι άλλο αποφάσιζε η Σεβαστή. Τις Κυριακές η κοπέλα συνόδευε την πεθερά και τον πεθερό της, όποτε εκείνος ήταν στην Καισάρεια, στην εκκλησία, έχοντας τα κόκκινα µαλλιά της χαλαρά
καλυµµένα µε µεταξωτό µαντίλι. Κάτι που δεν έκανε στη Σινασό, αλλά στην Καισάρεια δεν µπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί η κοινωνία ήταν πιο παραδοσιακή και αυστηρή και έπαιρνε θέση δίπλα στη Σεβαστή, στα ίδια στασίδια κάθε φορά, τα οποία η οικογένεια τα είχε δωρίσει στην εκκλησία, άρα σχεδόν τους ανήκαν. Κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας η Σεβαστή παρακολουθούσε τις αντιδράσεις της νύφης της: πόσες φορές έκανε τον σταυρό της, αν έκανε µετάνοιες, αν ψιθύριζε το Σύµβολο της Πίστεως και άλλα τέτοια, γιατί φοβόταν µήπως και κρυφά ανήκε στους µισητούς προτεστάντες, καθώς ήταν κόρη «Αγγλέζας». Επίσης, η Μακρίνα ακολουθούσε την πεθερά ανελλιπώς σε κηδείες και µνηµόσυνα, τη συνόδευε στην αγορά µαζί µε µια υπηρέτρια και έναν παραγιό που κουβαλούσε τα ζαρζαβάτια και τα άλλα ψώνια στο σπίτι. Εκεί, στην αγορά, έκθαµβη έβλεπε την καπατσοσύνη της πεθεράς της στις οικονοµικές συναλλαγές, έβλεπε όµως και τον σεβασµό που όλοι έτρεφαν στο πρόσωπό της. Τέλος, η Μακρίνα συνόδευε την πεθερά και στις σπάνιες επισκέψεις που έκανε σε σπίτια συγγενών που, ενώ δεν την αγαπούσαν –και αυτό ήταν ολοφάνερο–, εντούτοις της περιποιούσαν µεγάλες τιµές και της φέρονταν σχεδόν µε ευγνωµοσύνη που έκανε την τιµή να τους επισκεφθεί. Δεν τα καταλάβαινε εκείνα τα πράγµατα το κορίτσι, δεν έβλεπε για ποιο λόγο να είχαν όλοι αυτή τη στάση απέναντι στη Σεβαστή. Εντάξει, ήταν από πλούσια οικογένεια, τα
καζάντισε και ο άνδρας της µετά τον γάµο, αλλά δεν είχε ποτέ και για κανένα µια καλή κουβέντα να πει, δεν ήταν ευχάριστη, δεν χαµογελούσε, πάντα επικριτική και για τα πάντα η Σεβαστή, ποιος ο λόγος να της δείχνουν όλοι πως τόσο πολύ την αγαπούσαν και την υπολόγιζαν; Και µόνη της παρηγοριά ο Συµεών, το αγαπηµένο της καναρίνι, στο οποίο είχε δώσει το όνοµα του πατέρα της. Το περιποιόταν µε τις ώρες και του ξοµολογιόταν όλα τα βάσανα της ψυχής της.
Μόλις πέρασε ο πρώτος µήνας µετά τη στέψη, άντε και δέκα, δεκαπέντε µέρες ακόµη, και η Σεβαστή πληροφορήθηκε από τις πιστές της υπηρέτριες πως η Κιµάτη ζήτησε να βάλει πλύση µόνη της και πως έπλενε τα αίµατα της κυράς της, άλλαξε το τροπάρι απέναντι στη νεαρή της νύφη. Μέχρι εκείνη τη στιγµή ήταν λίγο πιο διαλλακτική γιατί ήλπιζε, φοβόταν, τέλος πάντων ανέµενε να δει µήπως και είχε γκαστρωθεί. Όταν τελικά απαλλάχτηκε από την υποψία εκείνη, έγινε πολύ αυστηρή µαζί της. Σπάνια της απηύθυνε τον λόγο και όταν ήταν αναγκασµένη να της µιλήσει ο τρόπος της ήταν απότοµος, ενώ όταν µιλούσε στον άνδρα της για το κορίτσι, «άχρηστη» την ανέβαζε, «άχρηστη» την κατέβαζε. Στις ήπιες δε παρατηρήσεις του Πρόδροµου: «Σσσς µη και σ’ ακούσει», µαινόµενη απαντούσε πως δεν την ενδιέφερε, ο γιος τους επί
είκοσι µέρες κάθε βράδυ την όργωνε και την έσπερνε. Πάει, τζούφια τους είχε βγει. Κρίµα στο παλικάρι τους, κρίµα που την αγαπούσε κιόλας ο αχµάκης[53]. Η Μακρίνα βέβαια όλα αυτά τα καταλάβαινε, άλλα τόσα της µετέφερε η Κιµάτη που και εκείνη δεν περνούσε καλά. Μετά την απόλυτη ελευθερία που είχε στο νοικοκυριό της οικογένειας Ρίζου, εδώ αισθανόταν άχρηστη και περιττή. Η Ανό ούτε την κουτάλα να αγγίξει δεν της επέτρεπε, πόσο µάλλον να µαγειρέψει – κι ας ήταν γριά κι ας πονούσαν τα κοκάλια της, όπως διαµαρτυρόταν. Έτσι η Κιµάτη έψαχνε όλη την ώρα τρόπους να κανακεύει την κυρά της, πράµα που δεν άρεσε στη Σεβαστή, «Κακοµαθηµένη! Κακοµαθηµένη είναι από τούτη την παρακατιανή!» και έβλεπε µε µισό µάτι την παραµάνα της νύφης της.
Ο Αβραάµ ξαναγύρισε το Πάσχα του 1900 στην Καισάρεια, τρεις µήνες δηλαδή µετά τη µέρα που είχε φύγει – διάστηµαρεκόρ για την εποχή. Έφτασε φορτωµένος µε δώρα για όλους αλλά κυρίως για τη γυναίκα του. Φουστάνια, καπέλα, παρασόλια και κοσµήµατα, τυλιγµένα σε όµορφα χαρτιά έδωσαν µια προσωρινή χαρά στη Μακρίνα, γιατί ήταν νεαρή κοπέλα και όσο να πεις αυτά τα πράγµατα της άρεσαν. Δεν την εντυπωσίασαν όµως. Αντίθετα µόλις είδε τον άνδρα της –η αποκλειστική συναναστροφή µε την πεθερά της είχε
σίγουρα συντελέσει στη µεταστροφή εκείνη– και πολύ περισσότερο όταν βρέθηκε το βράδυ µέσα στη µεγάλη του αγκαλιά, τότε που τη γέµισε φιλιά και τη στόλισε µε τον έρωτά του, αυτό που αισθάνθηκε και δεν ήξερε πώς να το ονοµάσει ακόµη αλλά την πληµµύρισε ολόκληρη και έκανε την καρδιά της να µαλακώσει και την ίδια να χαµογελάει στο σκοτάδι, αυτό που αισθάνθηκε την εντυπωσίασε περισσότερο. Μήπως ήταν η αγάπη; Δεν είπε τίποτα στον άνδρα της. Δεν ήταν µαθηµένη στα λόγια, οι οδηγίες της Κιµάτης όσο τη µεγάλωνε ήταν πάντα να µην εκτίθεται, να µη µάθει κανείς πώς σκέφτεται και πώς αισθάνεται. Μήπως γι’ αυτό τελικά δεν είχε ποτέ εκφράσει στον θείο Ρίζο την επιθυµία της να σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη; Το πιο πιθανό. Είχαν πιάσει τόπο οι νουθεσίες της παραµάνας: «Μη λες τι σου συµβαίνει, κρύψε όσα θέλεις!», τελικά. Δεν είπε τίποτα η Μακρίνα στον άνδρα της, ούτε «σ’ αγαπώ» ούτε «µου έλειψες». Κι ας περίµενε εκείνος να το ακούσει από τα χειλάκια της, κι ας είχε ανοίξει την ψυχή του κι ας είχε πει, τόσες φορές, πόσο την αγαπούσε, πόσο την ποθούσε και πόσο ήθελε να την έχει κοντά του και να την κάνει ευτυχισµένη. Δηλώσεις που δεν συνήθιζαν οι άνδρες της εποχής του, όχι πάντως σε εκείνο τον τόπο. Μόνο –κι αυτό της βγήκε αυθόρµητα, δεν µπόρεσε να το ελέγξει όπως όλα τα άλλα–, µόνο που η αγκαλιά της είχε γίνει πιο ζεστή, τα χείλη της ανταποκρίθηκαν στα φιλιά του, το δέρµα της ανατρίχιασε
ανενδοίαστα στα χάδια του, τα µάτια της έγιναν πιο φωτεινά, οι κινήσεις της πιο αέρινες. Απέραντα ευτυχισµένος ο Αβράµης, κι ας µην άκουσε λόγο τρυφερό, παρατήρησε την αλλαγή στις ιδιαίτερες στιγµές τους και ο έρωτάς του φούντωσε ακόµα παραπάνω. «Θα έρθεις µαζί µου!» της έδωσε τελεσίγραφο λες κι εκείνη είχε αντίρρηση – λίγο καιρό ακόµα αποκλεισµένη στο σπίτι µε τη Σεβαστή και θα της έστριβε! Κι άρχισε η Μακρίνα, διακριτικά, τις ετοιµασίες. Δεν είχε πολύ καιρό στη διάθεσή της, θα έπρεπε να βιαστεί. Το τι συνέβαινε η Σεβαστή το πληροφορήθηκε από την Ανό. «Αν λείψει και το κορίτσι για ποιον θα µαγειρεύω εγώ; Ο Αβραµάκος ζήτησε από την Γκιουλ να πάει ένα σεντούκι στην κάµαρα…» ενηµέρωσε την κυρά της. Χλώµιασε η Σεβαστή, τούτος ο ζεβζέκης[54] τελικά ήταν πολύ ερωτευµένος και δεν θα του έβγαινε σε καλό. Πού ακούστηκε αυτό το πράγµα; Στην οικογένειά τους οι γυναίκες έµεναν πίσω, αυτό ήταν παραπάνω και από νόµος. Και αν η Μακρίνα έφευγε από κοντά τους και πήγαινε στη Σµύρνη, σιγά να µη γύριζε ποτέ πίσω ξανά. Θα έκανε εκεί κανένα τζουτζουκλέρι και θα επικαλείτο συνέχεια προβλήµατα. Κι αυτούς ποιος θα τους γηροκοµούσε; Η Σεβαστή έκανε αυτό που πάντα ήξερε να κάνει. Το δικό της, δηλαδή το γινάτι της. Δυο µέρες αφότου το έµαθε, έσπευσε να «αρρωστήσει», ώστε να δυσκολέψει τον γιο της να της ανακοινώσει την απόφασή του καταρχήν. Εξάλλου δεν ήθελε να υποψιαστεί κανείς τους –του Πρόδροµου
συµπεριλαµβανόµενου– και να της καταλογίσουν πως το έκανε επίτηδες. Προσποιήθηκε τάχα πως λιποθύµησε και αφού τη συνεφέρανε, και µάλιστα µε δυσκολία, περιέγραψε στον Φράγκο γιατρό που έφτασε κατεπειγόντως πως είχε αισθανθεί το κεφάλι της να βουίζει, πως το αίµα όλο θαρρείς και είχε ανεβεί στα µάγουλά της, πως το στόµα της ήταν βαρύ και ούτε «βοήθεια» δεν µπορούσε να φωνάξει. Ο γιατρός προβληµατίστηκε, η Χατζηαβράµογλου είχε βαρύ ιστορικό, η µάνα της είχε πεθάνει από εγκεφαλικό, θα έπρεπε όλοι να έχουν τον νου τους. Την πλάκωσαν στις βδέλλες να φύγει το «κακό το αίµα», στα ξίδια και στη δίαιτα, είχε παραπαχύνει τελευταία. Ο Πρόδροµος προβληµατίστηκε. Αµφέβαλλε αν η γυναίκα του έλεγε την αλήθεια, αλλά δεν µπορούσε να την ξεµπροστιάσει, και µάλιστα τώρα που υπήρχε και νύφη στο σπίτι. Κι αν, µία στις χίλιες, ήταν αλήθεια; Η Μακρίνα στην αρχή τρόµαξε. Μετά όµως, και αφού η Κιµάτη την πονήρεψε: «ψέµατα κάνει για να µην πας µε τον άνδρα σου!», µπήκε σε σκέψεις. Λες; Αλλά µήπως και τι µπορούσε να κάνει; Να έλεγε στον άνδρα της πως η µάνα του ψευδόταν και µάλιστα βάσει σχεδίου; Δύσκολο… Έτσι σιώπησε και περίµενε και πάλι τις εξελίξεις. Μόνο ο Αβραάµ που για εκείνον η µάνα του ήταν το καλύτερο πλάσµα στον κόσµο –ίσως καλύτερη και από τη Μακρίνα ακόµη!– δεν σκέφθηκε τίποτα κακό. Πάντα εκείνη είχε τον τρόπο να τον κουλαντρίζει. «Μήπως θα έπρεπε να κάνουµε µια θυσία;» ρώτησε τη
Μακρίνα το βράδυ που βρέθηκαν µόνοι τους. «Μήπως θα έπρεπε να µείνεις για λίγο κοντά στη µάνα µου να την προσέχεις, όπως θα την πρόσεχε η κόρη της και να έρθεις στη Σµύρνη αργότερα;» Έσκυψε το κεφάλι το κορίτσι, δεν είχε µάθει να φέρνει αντιρρήσεις, ποτέ ο λόγος της δεν είχε ιδιαίτερη σηµασία και κανείς δεν την υπολόγιζε. Έσκυψε το κεφάλι της και υποσχέθηκε πως θα την προσέχει, τον διαβεβαίωσε µάλιστα πως δεν πείραζε, είχαν µια ολόκληρη ζωή µπροστά τους. Μέτρησε τριάντα πέντε µέρες η Σεβαστή από το φευγιό του γιου της, άφησε άλλο ένα δεκαήµερο ακόµα και µετά ανακοίνωσε στον Πρόδροµο, κόκκινη από την έξαψη της κακίας της και όχι από την πίεση: «Πάει, τέλειωσε! Η νύφη είναι στέρφα! Πέντε µήνες παντρεµένη και παιδί δεν έπιασε!». Προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Πρόδροµος, όχι γιατί φοβήθηκε µην πάθει πάλι τίποτα αλλά γιατί δεν άντεχε την γκρίνια της. «Έλα µπρε και µην κάνεις έτσι, έχουν καιρό µπροστά τους, µια στάλα πράµα είναι η Μακρίνα, θα µας το κάνει τ’ αγγόνι, µη σκας!» Μπήκε κι εκείνος στις υποψίες όµως, εδώ µια Σεβαστή µε τρεις πόντους µουστάκι και µε τα χρονάκια της … Αλήθεια πόσο χρονώ ήταν τότες η γυναίκα του; Πάντως τα τριάντα τα άγγιζε κι ας έλεγε η µάνα και οι αδελφάδες της πως τάχατες εκείνη ήταν η µικρή… Μια Σεβαστή λοιπόν και µε την πρώτη
είχε πιάσει παιδί και τούτη δω… Λες να ’φταιγε που ’ταν αδύνατη; Ή µήπως ήταν από τη στενοχώρια της και τα µούτρα της πεθεράς;
Ο Αβραάµ ξαναπήγε στην Καισάρεια οχτώ µήνες αργότερα, δηλαδή τα Χριστούγεννα του 1900 και θα έµενε µέχρι τον Φλεβάρη. Βρήκε τη Μακρίνα ακόµα πιο αδύνατη, ακόµα πιο διστακτική, µόνιµα δακρυσµένη και βουβή, όπως το καναρίνι της. Η αγάπη που είχε ανθίσει στην καρδιά της το περασµένο Πάσχα είχε αρχίσει να µαραίνεται από τη συµβίωση µε τη Σεβαστή και την άχαρη ζωή. Εξάλλου και η ίδια ανησυχούσε και υπέφερε που δεν τα είχε καταφέρει να µείνει έγκυος. Έκλαιγε κρυφά στην Κιµάτη: «Λες να µην κάνω ποτέ παιδιά;» τη ρωτούσε και κρεµόταν από τα χείλη της, να ακούσει µια κουβέντα που θα της έδινε ελπίδες. «Θα κάµεις!» τη διαβεβαίωνε η γυναίκα µε σιγουριά. «Θα κάµεις, παιδιά, κόρη µου, µόνο που λείπει πολύ ο άνδρας σου, πώς να µείνεις έγκυα, µε τα χαιρετίσµατα δεν γκαστρώνονται οι γυναίκες!» Όταν είδε τη γυναίκα του σε αυτή την κατάσταση, ο Αβραάµ απελπίστηκε. «Πατέρα, η γυναίκα µου έπαθε το µαράζ’, πάει, τελειώσαν τα ψέµατα, θα έρθει µαζί µου στη Σµύρνη» του δήλωσε λίγες µέρες
µετά την άφιξή του. «Δεν περνάει εδώ καλά, θα αρρωστήσει». Δεν τον απέτρεψε ο Πρόδροµος, έβλεπε και εκείνος πως δεν πήγαινε άλλο, θα το χάνανε το κορίτσι. Ανέλαβε να προετοιµάσει τη Σεβαστή, τι στον διάολο, άνδρας της ήταν θα έλεγε και µια κουβέντα παραπάνω. Η Σεβαστή κρέµασε τα µούτρα της, σαν άκουσε, µεταφερµένη από τον άνδρα της, την απόφαση του γιου. «Τι έχει;» αναρωτήθηκε. «Εγώ µια χαρά τη βλέπω τη Μακίς. Αν είχε κάνει ένα παιδί να ασχολείται, τώρα δεν θα είχε καιρό για νάζια. Κείνη η Κιµάτη είναι που της φουσκώνει τα µυαλά, κείνη που όλη την ώρα πριγκίπισσά µου την ανεβάζει, τζιέριµ’ την κατεβάζει». Ήξερε ο Πρόδροµος πως µε τη γυναίκα του δεν θα ’βγαζε άκρη. «Το κορίτσι θα πάει για δυο µήνες στη Σµύρνη µε τον άνδρα της τελεία και παύλα!» και χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. «Και κοίταξε, µην αρρωστήσεις πάλι γιατί αυτή τη φορά δεν θα σε πιστέψει κανείς». Έµεινε εµβρόντητη η Σεβαστή και µετά θιγµένη βαθύτατα κλείστηκε στην κάµαρά της χτυπώντας την πόρτα. Ούτε στον γιο της άνοιξε που την παρακάλαγε απόξω, ούτε σε κανένα, νε φαΐ, νε νερό, δέχτηκε. Την τρίτη µέρα: «Μάνα, πες µου τι θέλεις να κάνω;» ρώτησε απόξω ο Αβράµης, µην αντέχοντας στη σκέψη πως εξαιτίας του η µητέρα του βασανιζόταν τόσο. Άνοιξε αργά αργά εκείνη, ήξερε πως είχε κερδίσει.
«Είναι νέα και όµορφη» του είπε τάχα δακρυσµένη. «Εσύ θα λείπεις όλη τη µέρα, καµιά φορές και βδοµάδες ολάκερες από το σπίτι. Οι πειρασµοί είναι πολλοί στη Σµύρνη, ρώτα κι εµένα που έχω υποφέρει τόσο από αυτό…» άφησε πονεµένο υπονοούµενο. «Ποιος δικός µας έχει πάρει γυναίκα στη Σµύρνη, µου λες; Θα τη χάσεις, µόνο αυτό σου λέω και ορκίζοµαι στην Παναγιά!» Ταλαντεύτηκε ο Αβράµης, αυτό δεν το είχε σκεφθεί, ούτε του είχε περάσει από το µυαλό. Τι θα έκανε µονάχη η Μακρίνα στη Σµύρνη; Όχι πως δεν της είχε εµπιστοσύνη αλλά… Ύστερα κάθισε και έφαγε τον γκαϊγκανά[55] που του ετοίµασε πυρετωδώς η µάνα του και µέσα είχε στάξει µερικές σταγόνες σερνικοβότανο, λίγες νύχτες είχαν αποµείνει και ίσως προλάβαινε να σπείρει ένα παιδί ο γιόκας της. «Θέλεις να ’ρθεις;» ρώτησε τη Μακρίνα το επόµενο βράδυ όταν εκείνη, µετά τις αγάπες, έβαλε τα κλάµατα µέσα στην αγκαλιά του χωρίς να ξέρει το γιατί. «Όχι» του απάντησε µε αδύναµη φωνή αλλά αποφασισµένη. Η µελαγχολία της είχε προχωρήσει πολύ, τίποτα πια δεν την ενδιέφερε. Για τον επόµενο ενάµιση χρόνο το ανδρόγυνο, στις δυο φορές που ανταµώσανε, δεν συζήτησαν άλλη φορά το θέµα. Ο Αβραάµ δεν το έθεσε γιατί γνώριζε πως δεν µπορούσε να τα βγάλει πέρα µε τη µάνα του, ούτε όµως της κοπέλας της έκανε όρεξη να το συζητήσουν. Μιας µαγιάτικης Τρίτης το πρωί, σωτήριον έτος 1903, η
Μακρίνα ξύπνησε και έψαξε µε το χέρι δίπλα της στο κρεβάτι τον Αβράµη. Πριν δυο µέρες είχε αναχωρήσει για τη Σµύρνη, έπειτα από παραµονή δύο µηνών στην Καισάρεια, και η αλήθεια είναι πως είχαν περάσει πολύ όµορφα. Πρόωρα είχε έρθει εκείνη τη χρονιά η άνοιξη, από τις αρχές του Απρίλη είχαν πιάσει κάτι παράξενες ζέστες, πράγµα ασυνήθιστο για τον τόπο τους που ήταν µαθηµένος στους ατέλειωτους χειµώνες και στον ξαφνικό ερχοµό του καλοκαιριού. «Λαχτάρησα τη Σινασό» του είχε πει στα τέλη του Μάρτη, κόντευε µήνα κοντά της, καθώς την κρατούσε αγκαλιά· ένα λεπτό κλαράκι το κορµάκι της και όλο φοβόταν πως θα το έσπαγε κάθε φορά που την έσφιγγε λίγο παραπάνω και µύριζε την κανέλα στα µαλλιά της. Χάιδεψε ο Αβράµης το παχύ του µουστάκι και πετάχτηκε από το κρεβάτι µε τα σώβρακα, έπρεπε κάτι να κάνει για της δείξει πόσο την αγαπούσε και πόσο πολύτιµη ήταν για αυτόν. Με το ζόρι έτρωγε, µε το ζόρι µιλούσε. Αυτή τη φορά βέβαια, επειδή είχε µείνει κάµποσο κοντά της, κάπως καλύτερα ήταν τα πράγµατα µεταξύ τους, αλλά και ευτυχία δεν το ’λεγες αυτό. Άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στην αυλή. «Χαρελέµ!» φώναξε τον πιστό τους Χαράλαµπο, εκείνον που φρόντιζε τα αµπέλια και τα µποστάνια τους, σαν να ’ταν δικά του. «Χαρελέµ!» ακούστηκε παράξενα δυνατά η φωνή του στην ησυχία του πρωινού. Τρόµαξαν τα χελιδόνια που έχτιζαν τη φωλιά τους κάτω από τη δαντελωτή στέγη του αρχοντικού, τρόµαξαν και πέταξαν
µακριά. «Εφέντηµ’» είχε απαντήσει εκείνος, πάντα έτοιµος να ικανοποιήσει τις επιθυµίες των µελών της οικογένειας Χατζηαβράµογλου. «Ετοιµάστε την άµαξα και τέσσερις άνδρες, τους πιο νταγκλαράδες, ετοιµάστε και όλα τα χρειαζούµενα, φεύγουµε για Σινασό µε την κυρά σου τη Μακρίνα». Κόντεψε να µείνει στον τόπο από τη χαρά και το ξάφνιασµα η Μακρίνα, γύρισε εκείνος όλο χαµόγελα κοντά της. «Μπορεί να µην έχω φερθεί πολύ αντρίκεια σε ό,τι σου ’χω υποσχεθεί, ψυχή µου, αλλά αυτή τη φορά θέλω να δω το πρόσωπό σου να χαµογελάει αληθινά!» και τη φίλησε στο στόµα, ένα φιλί που κράτησε ώρα και πρώτη φορά της φάνηκε τόσο νόστιµο. Μεγάλη αναστάτωση δηµιουργήθηκε στο αρχοντικό µέσα σε λίγα λεπτά. Ο επιστάτης πρώτα έδωσε εντολές στους υπηρέτες να ετοιµάσουν την άµαξα και αµέσως έτρεξε να ενηµερώσει τη Σεβαστή, την κυρά του· τίποτα δεν συνέβαινε χωρίς εκείνη να το ξέρει. Την ίδια ώρα η Μακρίνα, µε τα κόκκινα µαλλιά της ξέπλεκα και φορώντας ακόµη τη γαλάζια –ίδια µε τα µάτια της– βατιστένια νυχτικιά, κατέβαινε πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά προς αναζήτηση της Κιµάτης. Στο τέλος της σκάλας έπεσε πάνω στην πεθερά της που µιλούσε µε τον Χαρελέµ. Στα λίγα δευτερόλεπτα που απαιτήθηκαν για να ολοκληρωθεί η εικόνα της Μακρίνας, στην αρχή η Σεβαστή
είδε δυο ξυπόλυτα ποδαράκια µε διάφανους σχεδόν αστραγάλους να κατεβαίνουν τη σκάλα, µετά το τελείωµα ενός γαλάζιου νυχτικού και στο τέλος τη νύφη της να εµφανίζεται µε λυτά µαλλιά και τα µπράτσα έξω, στα λίγα δευτερόλεπτα που απαιτήθηκαν γιατί η Μακρίνα κατέβαινε τρέχοντας, η Σεβαστή πρόλαβε να σκεφθεί πως το κορίτσι φαινόταν πολύ αναστατωµένο. Αλλά κυρίως, χαρούµενο. Σήκωσε ψηλά το φρύδι της η πεθερά σε ένδειξη απορίας ανακατεµένη µε απόρριψη. Δεν ήταν αυτή εµφάνιση, αν ήταν ποτέ δυνατόν να κυκλοφορεί µισόγυµνη µπροστά στους άνδρες! Χωρίς να χάσει χρόνο, τη διέταξε να ανέβει στην κάµαρά της και να ρίξει κάτι πάνω της, ενώ ο Χαρελέµ παρέµενε µε σκυµµένο κεφάλι, µην τυχόν και τα µάτια του αντικρίσουν αυτό που η κυρά του η Σεβαστή θεωρούσε άνοµο. Μέσα στην ευτυχία της η Μακρίνα αγνόησε για πρώτη φορά την πεθερά της και χώθηκε στην κουζίνα, αφήνοντας την πόρτα να βροντήξει πίσω της. «Ο Χριστός και η Παναγιά, Μακίς!» αναφώνησε έντροµη η Κιµάτη και έχυσε τον καφέ που τόσην ώρα φούσκωνε στα κάρβουνα, τον έχυσε έξω από το φλιτζάνι. «Ρίξε κάτι πάνω σου» –τι οµοιότητα στις αντιλήψεις δούλας και αρχόντισσας!– «ρίξε κάτι τζιέριµ’, ντροπής πράγµατα έτσι να τρέχεις!» «Έλα γρήγορα, σε θέλω!» τη διέταξε κάπως απότοµα η Μακρίνα. «Πάµε στη Σινασό! Ο Αβράµης θα µε πάει στη Σινασό!» Και ξεχύθηκε πάλι στον διάδροµο, όπου η Σεβαστή, έχοντας τώρα πληροφορηθεί από τον Χαρελέµ τα καθέκαστα,
προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που της συνέβαινε, πώς της συνέβαινε και αν ήταν δυνατόν να της συνέβαινε. Έκανε ο γιος της του κεφαλιού του; Αναχώρησαν ολοταχώς µόλις η Κιµάτη, χαρούµενη σαν να ταξίδευε η ίδια, ετοίµασε ένα µπαουλάκι µε τρεις αλλαξιές για τον καθένα τους. Ο επιστάτης αποφάνθηκε πως όλες οι ετοιµασίες ήταν εντάξει – οι νταγκλαράδες πάνοπλοι και τα άλογα ρουθούνιζαν ανήσυχα. Η Γκιουλ µε τις άλλες υπηρέτριες, µετά τον αρχικό τους δισταγµό, καθώς η κυρά τους δεν τους είχε δώσει εντολή, και αφού άκουσαν τα σκολιανά τους από τον Χαρελέµ –«Όταν µιλάει ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου δεν θα κάνετε του κεφαλιού σας!»–, ετοίµασαν το µεγάλο καλάθι του ταξιδιού: κρέας παστό, σουτζούκια, παστουρµά, δυο καρβέλια ψωµί, κασέρι, κρασί και ρακί, όλα µπήκαν µέσα. Η Σεβαστή, βλέποντας όλη εκείνη τη βιασύνη και την ανυποµονησία του γιου της, προτίµησε να µη φέρει αντιρρήσεις. «Δεν το ξέρει όµως ο πατέρας σου…» είχε προσπαθήσει να δηµιουργήσει κάποια σκιά στην απόφαση του γιου της. «Θα του το πεις εσύ» την έκοψε εκείνος και σώπασε η Σεβαστή. Καλύτερα λίγες µέρες οι δυο τους στη Σινασό, παρά για πάντα στη Σµύρνη, σκέφτηκε και σταύρωσε, τάχα συγκινηµένη, µαυροφορεµένη «τραγική» φιγούρα στην εξώθυρα του αρχοντικού, την άµαξα µε το που ξεκίνησε, αφού βεβαιώθηκε πως καµιά γειτόνισσα δεν ήταν στο παραθύρι. Τι θα έλεγε ο κόσµος, ο γιος της, αντίς να µείνει µε τους γονιούς
του που έλειπε τόσο καιρό στην ξενιτιά, έπαιρνε τη λεγάµενη και αναχωρούσε για αλλαή.
Θα την είχε πάρει ο ύπνος µέσα στην αγκαλιά του άνδρα της προς το τέλος του ταξιδιού. Δεν ήταν σε θέση να πει πόση ή πόσες ώρες ήταν αυτό το «τέλος», το φως του ήλιου που έµπαινε ξεδιάντροπα από το παράθυρο, το λίγο κρασί που είχε πιει όταν σταµάτησαν στο καραβάν σαράι γιατί ένα άλογο κούτσαινε και οι ακόµα λιγότερες ώρες ύπνου της προηγούµενης νύχτας, που την πέρασαν κάνοντας όνειρα και σχέδια για την κοινή τους ζωή, χωρίς να υπεισέρχονται, για πρώτη φορά, οι υποχρεώσεις του Αβραάµ προς τους γονείς του και το «ιερό» καθήκον της πλήρους αφοσίωσης στη θέλησή τους, µαζί µε τις πολλές ώρες νταλκάδων, την είχαν κάνει να νυστάξει βαριά. Την είχε πάρει ο ύπνος τη Μακρίνα και δεν είδε από µακριά τη Σινασό. Το τράνταγµα της άµαξας που είχε µετατραπεί σε λίκνισµα, θαρρείς, όσην ώρα τρέχανε στον αµαξιτό την είχε νανουρίσει. Με το που µπήκανε όµως στον λιθόστρωτο δρόµο, θες γιατί είχε χορτάσει τον ύπνο της, θες γιατί ακόµα και ο αέρας που ανέπνευσε κάτι θύµισε στο ναρκωµένο της µυαλό, το λίκνισµα έγινε ένα άτακτο τράνταγµα, τράνταγµα που θα ξυπνούσε και πεθαµένο. Άνοιξε τα βαριά από τον ύπνο βλέφαρά της η Μακρίνα, τα άνοιξε σιγά σιγά και κοίταξε έξω ακόµη υπό την επήρεια ενός
ευτυχισµένου ονείρου, που λεπτοµέρειές του δεν θυµόταν αλλά µάλλον για έναν κήπο κατάσπαρτο µε λευκούς κρίνους, σαν εκείνο που είχε προσφέρει ο αρχάγγελος στην Παρθένο Μαρία, επρόκειτο. Η πρώτη εικόνα που σχηµατίστηκε µέσα στο γαλάζιο πέλαγος των µατιών της ήταν ένα ανοιχτό παράθυρο µε δαντελένιο κουρτινάκι που χόρευε στους ρυθµούς του αέρα που φυσούσε εκείνη την ώρα. Της είχε φανεί πολύ όµορφο, ίσως να συνδεόταν και µε το όνειρο µε τους κρίνους. Όλα λευκά, σκέφτηκε, λες να ήταν και εκείνο το δαντελένιο κουρτινάκι µέρος του ονείρου; Κάτι κουδούνισε όµως µέσα στην κοιµισµένη µνήµη της, κάτι οικείο, η αίσθηση πως κάπου ξέρεις… κάτι… Τη στιγµή εκείνη διέσχιζαν τον κεντρικό δρόµο της Σινασού και περνούσαν µπροστά από τα σπίτια του ελληνικού µαχαλά, εκεί δηλαδή που, λίγο πιο κάτω, στην πλατεία σχεδόν, ήταν το σπίτι που είχε ζήσει η Μακρίνα, το σπίτι της. «Το θυµάµαι! Το θυµάµαι!» φώναξε ευτυχισµένη. «Μπήκαµε στη Σινασό και δεν µε ξύπνησες!» ούρλιαξε και έδωσε µια γροθιά στον άνδρα της, στο µέρος της καρδιάς του. Χειρονοµία ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη που ποτέ δεν θα είχε σκεφθεί να την κάνει παρά επάνω σε ανεξέλεγκτο θυµό ή σε µια παρόµοια χαρά. Γέλασε µε την καρδιά του ο Αβράµης –«Άσκουµ! Άσκουµ!»[56]–, της φυλάκισε το χέρι πάνω στο στήθος του µε το δικό του, το έφερε στα χείλη του και, αφού το φίλησε, το δάγκασε απαλά. «Κοιµόσουν, ψυχή µου…» και ήταν
ευτυχισµένος που της είχε προσφέρει τούτη τη χαρά. «Σταµάτα!» διέταξε τον αµαξά, υπακούοντας στην επιθυµία της γυναίκας του. Κατέβηκε εκστασιασµένη χωρίς να κλείσει το πορτί πίσω της, κατέβηκε και έκανε δυο βήµατα, ύστερα σταµάτησε, προσπάθησε µε µια µατιά να φυλακίσει την εικόνα µέσα της – σπίτια, δέντρα, µια βρύση, το καµπαναριό µιας εκκλησίας. Πατρίδα, µάνα µου! Περπατώντας σαν βιαστικός υπνοβάτης στο κατηφορικό καλντερίµι, σκοντάφτοντας και παραπατώντας, άρχισε να πλησιάζει το σπίτι που είχε ζήσει, το σπίτι της οικογένειας Ρίζου, αυτό από το οποίο είχε τις περισσότερες µνήµες της παιδικής της ηλικίας – ποιο άσπλαχνο χέρι είχε σβήσει τα προηγούµενα χρόνια, τα πριν από τον θάνατο του πατέρα της; Πλησίαζε το σπίτι του θείου Ρίζου ενώ η άµαξα ερχόταν πίσω της σχεδόν αθόρυβα – ή µήπως εκείνη δεν άκουγε πια τίποτα άλλο παρά µόνο τους χτύπους της καρδιάς που βροντούσαν στο στήθος της; Αθόρυβη η άµαξα και το πορτάκι µε τα µαλαµατένια χερούλια ανοιγόκλεινε σε κάθε αργό δρασκελισµό των αλόγων που είχαν συντονίσει τα βήµατά τους µε τα ασταθή βήµατα της κοπέλας µε τα κόκκινα µαλλιά που προπορευόταν. Στάθηκε µπροστά στη δίφυλλη ξύλινη αυλόπορτα που τώρα πια, µετά το µέγαρο της Καισάρειας στο οποίο ζούσε, ίσως και να µην της φαινόταν τόσο µεγαλόπρεπη όσο την είχε στον νου της, όµως σίγουρα ήταν το ίδιο κοµψή, συνέχιζε να µοιάζει µε έργο τέχνης: µε την αψιδωτή κόγχη και τις µαρµάρινες
διακοσµήσεις, πιο παλιά απ’ ό,τι τη θυµόταν, πιο παλιά και κάπως… να, σαν µαραµένη. Με µάτια θολά από τα δάκρυα η Μακρίνα, είδε τη βαριά αλυσίδα που ήταν περασµένη γύρω από τα χερούλια και µια, και δυο και τρεις φορές· είδε και τη σκουριασµένη κλειδαριά. Τράνταξε δυνατά την κλειδαριά µε τα δυο της χέρια και η πόρτα έτριξε σαν να θρηνούσε αλλά ούτε χιλιοστό δεν άνοιξε. Από καµιά χαραµάδα δεν της επέτρεψε να δει, έστω, την αυλή. Έγειρε απελπισµένη το µέτωπό της πάνω στο παλιό, µαραµένο ξύλο και την έπιασε ένα απαλό, παραπονεµένο κλάµα. Όλα, όλα τα σπίτια της ζωής της ήταν αλλωνών, κανένα δικό της, καµιά πόρτα, καµιά αγκαλιά ανοιχτή για κείνη. Ο Αβραάµ την άφησε να κλάψει για λίγο, ύστερα την πλησίασε, την έκλεισε στα χέρια του και την κράτησε εκεί, µέχρι να σταµατήσουν τα δάκρυά της. Η κοπέλα κούρνιασε ανακουφισµένη µέσα στην πλατιά φωλιά – ας µην ήταν αχάριστη, να, ορίστε, είχε και εκείνη µια δικιά της, ζεστή και γεµάτη αγάπη αγκαλιά. Μόνο που δεν ήταν πάντα δίπλα της… «Ξέρεις πού είναι το κλειδί» της θύµισε απαλά. «Η Κιµάτη σού είπε πως το κρατάει, για ώρα ανάγκης, ο πρώτος ξάδελφος του θειου σου, έτσι δεν είναι; Μπορούµε να το ζητήσουµε αν θέλεις, να µπούµε µέσα, να ρίξεις µια µατιά, αν αυτό θα σου κάνει καλό…»
Χάιδεψε ένα ένα όλα τα αγαπηµένα της βιβλία που άραζαν νωχελικά, γεµάτα γνώση και σοφία, στα ράφια του βυθισµένου στη σιωπή γραφείου του θείου Ρίζου. Άκουσε το παράπονο που είχε να της πει µε το γκρινιάρικο τρίξιµό της η κάθε πόρτα της καθεµιάς κάµαρας που άνοιξε και εξέτασε στο µισοσκόταδο. Να! Εδώ το τραπεζάκι που ακουµπούσε ο θείος τα µατογυάλια του. Να! Το πανέρι µέσα στο οποίο φύλαγε η θεία Βασιλεία, όταν ήταν στο σπίτι, το εργόχειρό της. Εκεί το σιδερένιο της κρεβάτι που το µάλλινο στρώµα του έπνιγε τους αναστεναγµούς της. Να! Και το σίδερο στο παράθυρο. Έεετσι το ανασήκωνε και κρεµούσε το κλουβί µε το καναρίνι. Πιο κει, εκεί! Στην κάµαρα της αγαπηµένης της Κιµάτης, ένα µαύρο γεµενί ξεχασµένο και έρηµο κρέµεται από ένα καρφί στον τοίχο σαν µια υποδιαστολή στη λέξη «µοναξιά». Μύρισε όλα τα βαζάκια στην κουζίνα, τα τσίγκινα βαζάκια που µέσα τους η Κιµάτη κρατούσε τα µυρωδικά και τα βοτάνια, εκείνα µε τα οποία νοστίµευε τα φαγητά τους· µε τα οποία ζέσταινε και τις νύχτες τους δίπλα στο τζάκι σαν τα έπιναν καυτά καυτά, τότε που της διηγιόταν µεγάλα, ατέλειωτα παραµύθια και ταξίδευε ο νους της Μακρίνας, έπλαθε όνειρα και έκανε σχέδια για ένα ανέφελο µέλλον. Γεύτηκε τη στυφάδα ενός αφράτου καρυδιού που έσπασε πρόθυµα κάτω από τα λεπτεπίλεπτα χεράκια της πιέζοντάς το πάνω στο µεγάλο τραπέζι του µαγειρειού – όπως ακριβώς έκανε
η παραµάνα της. Να δεις που κάποιοι θα ήσαν εδώ πριν λίγο καιρό, δεν εξηγείται διαφορετικά η ύπαρξη ενός φρέσκου καρυδιού. Γυαλίστηκε σε όλους τους καθρέφτες µε τις περίτεχνες κορνίζες, αδυναµία της θείας Βασιλείας, που φύλαγαν ζηλότυπα την εφηβική της εικόνα στη µνήµη τους και µε έκπληξη παρατήρησε το πόσο πολύ είχε αλλάξει µέσα στα τρία χρόνια που έλειπε. Τόσο πολύ που έβαλε και πάλι τα κλάµατα, δεν είχε σηµασία αν ήταν προς το καλύτερο ή το χειρότερο η αλλαγή, σηµασία είχε πως δεν ήταν πια το µικρό αθώο πλάσµα που ποθούσε µε όλη του την ψυχή να πάει στην Πόλη και να σπουδάσει δασκάλα. Τώρα ήταν µια γυναίκα, άσχετα αν δεν ήταν καλά καλά ούτε είκοσι δυο, που το µόνο της όνειρο ήταν να αποκτήσει ένα παιδί για να έχει δικαίωµα ύπαρξης πάνω σε τούτη την πλάση. Ο Αβράµης την αγκάλιασε και πάλι. Λίγα ήταν τα λόγια του και ίσως να µην κατάφερνε να της εκφράσει πάντα όσα ήθελε. Ίσως πάλι αισθανόταν άσχηµα και δεν της έλεγε περισσότερα γιατί ήταν άνθρωπος που ήθελε οι πράξεις να συµβαδίζουν µε τα λόγια και ήδη αισθανόταν ένοχος απέναντι στη γυναίκα του που, ενώ της είχε πει πως θα την έπαιρνε µαζί του στη Σµύρνη, δεν είχε κρατήσει τον λόγο του, κι ας µην του είχε παραπονεθεί εκείνη ποτέ. Την αγκάλιασε και πάλι, την πονούσε η ψυχή του, ένα ντελικάτο κορίτσι σπάνιας οµορφιάς και κοµψότητας ήταν η γυναίκα του, ένα κορίτσι που είχε ζήσει τόσα πολλά στα λίγα
χρόνια της ζωής της και που τώρα, τα τρία χρόνια του γάµου τους, ήταν σίγουρος πως δεν ήταν ευτυχισµένη. Κλεισµένη στο σπίτι-φρούριο της µάνας του, µε δυο ηλικιωµένους όλη τη µέρα, εκ των οποίων ο ένας, η µάνα του δηλαδή, δεν ήταν και ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσµου. Αλλά έκανε υποµονή η κοπέλα, ίσως περίµενε κάτι καλύτερο να συµβεί στη ζωή της. Όπως για παράδειγµα, να αλλάξει χαρακτήρα ο άνδρας της και, πηγαίνοντας κόντρα στη θέληση της µάνας του κυρίως, να την έπαιρνε µαζί του. «Σώπασε, την παρακάλεσε, θα ξανάρθουµε, σ’ το υπόσχοµαι» της είπε χωρίς πολλή σιγουριά γνωρίζοντας εκ των προτέρων πόσα προβλήµατα θα προέκυπταν στο µέλλον από µια τέτοια απόφαση. «Σώπασε, αγάπη µου, ήρθαµε να χαρείς, όχι να πλαντάξεις στο κλάµα». Έχωσε το κεφάλι του, έτσι όπως την κρατούσε, µέσα στα πλούσια µαλλιά της που µοσχοµύριζαν κανέλα και βανίλια και την κράτησε από τη λεπτή της µέση, ενώ την κουνούσε παρηγορητικά πέρα δώθε όπως µια µάνα το παιδί της. Έκλεισε τα µάτια της και η Μακρίνα, δεν ήθελε όλη την ώρα να κλαίει και µάλιστα µπροστά στον άνδρα της, τι έφταιγε και εκείνος να στενοχωριέται µε την αφεντιά της, σάµπως έφταιγε που αυτή δεν είχε γονείς, έφταιγε που µεγάλωσε σε ξένα χέρια, έφταιγε που έζησε µόνη µε την Κιµάτη σε ένα σπίτι χωρίς φωνές και γέλια, χωρίς άλλα παιδιά, χωρίς επισκέψεις, χωρίς παιχνίδια, χωρίς καβγάδες, χωρίς φίλους; Αφέθηκε στο αγκάλιασµά του, δεν θα έκλαιγε άλλη φορά,
όχι µπροστά του πάντως, µεγάλο το δώρο που της είχε κάνει και την είχε φέρει εκεί, θα του χρωστούσε ευγνωµοσύνη πάντα, ποτέ δεν θα το ξεχνούσε. Ύστερα ο νους της πέταξε, απαλλαγµένος ίσως από το βάρος των δακρύων, πέταξε στο όνειρο που είχε δει λίγο πριν φτάσουν στη Σινασό της. Ένα λιβάδι µε άσπρους κρίνους, όπως αυτός που είχε δώσει ο Αρχάγγελος Γαβριήλ στην Παναγία. Μήπως… Μήπως το όνειρο ήταν σηµαδιακό… Μήπως ήθελε να της πει…
Η Μακρίνα, µέσα στο σπίτι που είχε µεγαλώσει µε αυστηρές διδαχές για την αξία της σεµνότητας στη γυναίκα και του σεβασµού της προς τον άνδρα, σε εκείνο το ίδιο σπίτι που µπήκε µε δανεικό κλειδί και για λίγο χρόνο, µε τον φόβο ανά πάσα στιγµή να εµφανιστεί ο ξάδελφος του θείου Ρίζου και να τους κάνει τσακωτούς, αποπλάνησε τον άνδρα της, που δεν ήθελε και πολύ για να ανταποκριθεί, στο παιδικό της κρεβάτι, που θαρρείς πως είχε ακόµη τη µυρωδιά των άγουρων ονείρων της. Με βογκητά και πάθος που δεν είχε αισθανθεί ποτέ ξανά, λες και εκείνη είχε πιει το σερνικοβότανο, έκανε έρωτα µαζί του σαν έµπειρη πόρνη, κάτι που µπορεί να παραξένευε τον Αβράµη αλλά του άρεσε και τον ερέθιζε περισσότερο. Όσο δεν έβλεπε την ανταπόκρισή του γινόταν ακόµα πιο απαιτητική, πιο ελεύθερη, πιο άγρια, χωρίς να ρίχνει ούτε µια µατιά προς την
κλειστή πόρτα. Το σούρουπο εκείνο, στο σιωπηλό και σκοτεινό σπίτι της Σινασού, που φωτίστηκε από τις φλόγες ενός έρωτα και γέµισε από τα βογκητά µιας κοπέλας που µετατρεπόταν σε γυναίκα, η Μακρίνα, µε την ανάµνηση των λευκών κρίνων –συµβόλου αγνότητας και παρθενίας– ήρθε για πρώτη φορά σε οργασµό, τέλειωσε µε µουγκρητά και σάλια να πέφτουν από τα µισάνοιχτα χείλη της και έµεινε έγκυος, όπως το είχε ονειρευτεί, το είχε ευχηθεί, το είχε ελπίσει. Όµως, κυρίως, το είχε πιστέψει.
Αρχές του Μάη και η Μακρίνα, µε τον άνδρα της πρόσφατα φευγάτο και µε την περίοδό της, για πρώτη φορά, να µετράει πέντε µέρες καθυστέρηση, χάιδευε τον τόπο που πλάγιαζε πάντα ο άνδρας της όταν ήταν εκεί, χάιδευε το σεντόνι και ταξίδευε νοερά σε τόπους γαλήνιους, όµορφους, γεµάτους λευκά κρίνα, όπως στο όνειρό της πριν να µπούνε στη Σινασό, τόπους πληµµυρισµένους από ουράνιες µουσικές. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τα κεντηµένα πασούµια της, θα έγραφε ένα µεγάλο γράµµα στον Αβραάµ, θα του έλεγε πως ήταν έγκυος πριν το µάθει ο οποιοσδήποτε άλλος, ακόµα και η πολύτιµη Κιµάτη της. Και θα τον καλούσε να προγραµµατίσει τον ερχοµό του, το παιδί τους θα γεννιόταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνου του έτους.
Το πρώτο παιδί της Μακρίνας και του Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, γεννήθηκε την προπαραµονή της πρωτοχρονιάς του 1904, ύστερα από µια µικρή καθυστέρηση και µια µεγάλη αγωνία για την έκβαση του δύσκολου τοκετού. Η κοπέλα κοιλοπονούσε τρεις ολόκληρες µέρες, αλλά µιλιά δεν έβγαλε, µόνο δάγκωνε τα χείλη της και τα µάτωνε, ενώ στο όµορφο, πάλλευκο πρόσωπό της, χιλιάδες µικρά αγγεία έσπασαν, και η Κιµάτη έκλαιγε στα κρυφά –όταν δεν προσευχόταν– που το κοριτσάκι της είχε χάσει την οµορφάδα του. Ο γιατρός είχε εγκατασταθεί στο σπίτι της οικογένειας και έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να βοηθήσει την κοπέλα που δεν µπορούσε να γεννήσει, γιατί µάλλον το παιδί «ερχόταν ανάποδα», δηλαδή ήταν µε τα πόδια προς τα κάτω. Η Σεβαστή, άυπνη και µονίµως στο πλάι της νύφης της, έδινε συνέχεια οδηγίες στις υπηρέτριες που, αθόρυβα, ανανέωναν σεντόνια, νερά, πεσκίρια, νυχτικά, κεριά, θυµιάµατα στα λιβανιστήρια, πετρέλαιο στις λάµπες, κεριά στα παράθυρα. Κανείς δεν κοιµήθηκε τα τρία εκείνα βράδια, όλο το σπίτι στο πόδι και στο µαγειρειό άχνιζαν οι πατσάδες που έκαναν καλό στους πόνους της γέννας, ετοίµαζαν οι µαγείρισσες και το χερσέ πιλάφι[57] για τη λεχώνα, πιστεύοντας πως από ώρα σε ώρα θα γεννούσε, ζέσταιναν γάλατα και σερµπέτια, έβραζαν οκάδες χαµοµήλι και δυόσµο, σέρβιραν καυτά µαντί, ζύµωναν πίτες και έψηναν απανωτούς καφέδες στον γιατρό, στον πεθερό και στον
υποψήφιο πατέρα που πρώτη φορά τον έβλεπαν, αυτόν τον µελαχρινό άνδρα, τόσο χλωµό. Και ενώ µέσα στο σπίτι άχνιζαν φαγιά, ροφήµατα, έξω, στην πίσω αυλή, άχνιζαν τα αίµατα από τα τρία φρεσκοσφαγµένα αρνιά που είχε φέρει ο υποψήφιος παππούς από το Ανδρονίκι, να τραπεζώσει φίλους και εχθρούς, που λέει ο λόγος, για τα γεννητούρια. Στο τέλος του τρίτου εικοσιτετράωρου, ο γιατρός, εξουθενωµένος, έφυγε για το σπίτι του, έναν δρόµο παρακάτω, να πλυθεί και αναπαυθεί λίγο, αφού είχε κάνει λόγο για καισαρική στον σύζυγο – επέµβαση εξαιρετικά δύσκολη και µε απρόβλεπτα αποτελέσµατα, κυρίως για τη µάνα. Τα χαράµατα της 30ής Δεκεµβρίου του 1903, όταν πίσω από το βουνό ο µαύρος ουρανός είχε αρχίσει να αλλάζει κάπως χρώµα και ενώ είχε και πάλι αρχίσει να χιονίζει, ο Αβράµης που λαγοκοιµόταν µπροστά στο αναµµένο τζάκι άκουσε κάποιους να ανεβαίνουν τη σκάλα προσεκτικά. Σηκώθηκε και είδε τη µάνα του να προηγείται και από πίσω να ακολουθάει µια µαυροφορεµένη ηλικιωµένη γυναίκα και ο Χαρελέµ κρατώντας στο χέρι του… Δεν µπορούσε να ξεχωρίσει µέσα στο µισοσκόταδο τι ήταν, κάτι σαν… Μα αν ήταν δυνατόν! Πώς να το πιστέψει… Εκείνη τη στιγµή ακούστηκε ένα βραχνό κρώξιµο και σχεδόν βεβαιώθηκε ο άνθρωπος. «Άνε, τι είναι; Πού πάτε;» πετάχτηκε όρθιος. Η χήνα –καλά είχε δει λοιπόν, µια τεράστια χήνα!– άρχισε να κρώζει εξίσου τροµαγµένη και να χτυπάει τα µεγάλα της φτερά.
«Για όνοµα του Θεού, πού πηγαίνετε τη χήνα; Ποια είναι αυτή η γυναίκα;» τους ξαναρώτησε, ενώ είχε ανέβει και εκείνος πια τα σκαλιά και ήταν δίπλα τους και δίπλα στο πουλί που χτυπιόταν απελπισµένο. Έδιωξε τον Χαράλαµπο η Σεβαστή µε ένα νεύµα του κεφαλιού, και εκείνος έφυγε γρήγορα, µαζί µε το πουλί. Η µαυροφορεµένη παρέµεινε, σοβαρή και αγέλαστη όπως η Σεβαστή. «Η γυναίκα σου δεν γεννάει…» σφύριξε µέσα από τα στεγνά της χείλη η Σεβαστή και το ύφος της µαρτυρούσε πως σαφώς και έφταιγε η Μακρίνα. «Είπα να φέρουνε τη µαµή, αυτή είναι η Μαρούς µε τ’ όνοµα, ο γιατρός δεν µπορεί, σήκωσε τα χέρια αλλά δεν το οµολογεί». Ανέβηκε το αίµα στο κεφάλι του, τι ήταν αυτά τα πράγµατα, τι δεισιδαιµονίες και προκαταλήψεις. Αυτός ήταν ένας σύγχρονος άνθρωπος, ζούσε στη Σµύρνη, στο κέντρο του κόσµου, τι πήγαιναν να κάνουν της Μακρίνας του; «Άκου, γιε µου» µίλησε ήρεµα η γριούλα, ήρεµα αλλά αυστηρά και κοιτώντας τον βαθιά στα µάτια. «Η γυναίκα σου κοιλοπονάει τρεις µέρες. Αν ήσουν εσύ ή άλλος άνδρας στη θέση της θα είχατε πεθάνει απ’ τη δεύτερη µέρα. Σου ορκίζοµαι πως, αν θέλει η Παναγιά, σε µια ώρα το κορίτσι θα ’χει γεννήσει». Ένα ξαφνικό µούδιασµα ταξίδεψε από την κορφή του ως τις πατούσες και παρέλυσε τη γλώσσα και το µυαλό του. Την κοίταζε σαν υπνωτισµένος, τα µαύρα µάτια της γυναίκας … το
βλέµµα της… διείσδυε στα δικά του… κάρβουνα καυτά… Τι είχε πάθει; Τι του συνέβαινε; «Ο γιατρός…» προσπάθησε να µιλήσει αλλά η γλώσσα του βαριά. «Πού… ο γιατρός… Δεν…» µια αντίρρηση ξεψυχούσε στο στόµα του. «Τι θα πούµε στον γιατρό…» ψιθύρισε νικηµένος, ήξερε πως είχε λήξει το θέµα, η µαµή θα έµπαινε στην κάµαρα της Μακρίνας. «Ούτε θα το πάρει είδηση» απάντησε η γυναίκα. «Έλα και συ µέσα, σε χρειάζοµαι». Έξω µπορεί να χιόνιζε και να φυσούσε δυνατά, αλλά µέσα στην κάµαρα της Μακρίνας, στην κάµαρα του ζευγαριού δηλαδή, εκείνη µε τον ετοιµοθάνατο Χριστό στο ανατολικό ντουβάρι, έκανε ζέστη. Είδε τη γυναίκα του µισολιπόθυµη στο κρεβάτι να κοιµάται εξαντληµένη από τους συνεχείς πόνους. Το πρόσωπό της, όπου δεν είχε κοκκινίλες από τα σπασµένα αγγεία, ήταν άσπρο σαν το κάµποτο των σεντονιών της και κάτω από τα µάτια της είχαν απλωθεί δυο µελανάδες σαν λίµνες σκοτεινές, ενώ η κοιλιά της… Ωχ! Τρόµαξε τόσο πολύ ο Αβραάµ που του κόπηκαν τα γόνατα. Η κοιλιά της Μακρίνας κουνιόταν δηµιουργώντας εξογκώµατα, µια από το ένα πλάι, µια από το άλλο, µια από πάνω. «Έχει ώρα έτσι;» ρώτησε η µαµή και ζήτησε ξίδι και λεµόνι για να πλύνει τα χέρια της. Μετά ράντισε µε αγιασµό τη Μακρίνα που συνήλθε κάπως και αµέσως µόρφασε και δάγκασε πάλι τα χείλη της µη βγάλει άχνα. Ο πόνος ήταν αφόρητος γιατί δεν την άφηναν να
πεθάνει; σκέφθηκε µέσα στην απελπισία της. Κουρνιασµένος στον παραστάτη της πόρτας, ο Αβράµης είδε τη µαµή να περνάει τρεις φορές πάνω από το κορίτσι ένα αυγό, µουρµουρίζοντας: «… να πέσει σαν το αυγό, να πέσει σαν το αυγό, να πέσει σαν το αυγό…». Ύστερα της έπλυνε το πρόσωπο µε σιγανές αλλά αποφασιστικές κινήσεις, της σκούπισε τα χείλη από το αίµα και της έδωσε να φιλήσει την εικόνα του Αγίου Ελευθερίου, τον οποίο και επικαλέστηκε και η ίδια µε µια γρήγορη προσευχή. Η Μακρίνα ανταποκρίθηκε χλιαρά, ενώ η Κιµάτη έφερνε το µεγάλο, καθαρό κιλίµι που είχε ζητήσει η Μαρούς, η µαµή. «Μπρος! Όλοι µαζί!» διέταξε εκείνη. Σήκωσαν τη Μακρίνα από το κρεβάτι και την ξάπλωσαν στο κιλίµι που είχε στρωθεί στο πάτωµα. «Όλοι µαζί, πιάστε από τις άκρες». Ο Αβραάµ, η Σεβαστή, η Κιµάτη, η Γκιουλ και ο Χαρελέµ, που στο µεταξύ είχε έρθει µε εντολή της κυράς του, σήκωσαν το κιλίµι από το πάτωµα κρατώντας το από τις άκρες και άρχισαν να το «τινάζουν», υπό τις οδηγίες της µαµής. Σαν να ήθελαν να διώξουν από πάνω του την κοπέλα που βογκούσε από τους πόνους. Μία! Δύο! Τρεις! «Ακόµα µια φορά!» διέταξε πάλι η γριούλα που είχε µεταµορφωθεί σε αρχιστράτηγο σε καιρό πολέµου. «Ακόµα µία, πιο δυνατά!» Το τίναγµα επαναλήφθηκε ενώ δυνάµωσαν τα βογκητά της Μακρίνας. Θα την πεθάνουµε, σκέφθηκε απελπισµένος ο νέος.
Η ψυχή του λύγισε από τους πόνους της γυναίκας του. Μόλις την απόθεσαν πάνω στο κρεβάτι, εκείνος γονάτισε στο πάτωµα, έκρυψε το πρόσωπό του µε τις παλάµες και ξέσπασε σε κλάµατα, που προξένησαν µεγάλη ντροπή στη Σεβαστή. Άκου εκεί να κλαίει άνδρας για τη γυναίκα του! Με το κλάµα του εκείνο όµως ο Αβράµης δεν µπόρεσε να δει αυτό που έκπληκτοι αντίκρισαν όλοι όσοι ήταν στην κάµαρα και συµµετείχαν στο «τίναγµα». Η κοιλιά της Μακρίνας τουρλώθηκε προς τα πάνω και στένεψε από τα πλάγια, ενώ η κοπέλα ούρλιαξε για πρώτη φορά από τους πόνους. Να, τώρα θα ανοίξει και θα πεταχτεί έξω το παιδί, πίστεψαν έντροµοι όσοι παρακολουθούσαν – όλοι εκτός από τη µαµή. Και µετά η κοιλιά έπεσε, έγινε µια «ωραία», ολοστρόγγυλη κοιλίτσα. «Φέρε τη χήνα, Χαρελέµ!» διέταξε χαρούµενη η µαµή. «Φέρε τη χήνα, δόξα τω Θεώ, το παιδί γύρισε!» Του επιτράπηκε να παραµείνει στην κάµαρα, µέχρι να δει την κυρα-Μαρούς να τοποθετεί τη χήνα πάνω στη Μακρίνα. Το ζώο, λες και ήξερε την αποστολή του, κάθισε απαλά, «αγκάλιασε» µε τις πατούσες του τα πλαϊνά της κοιλιάς και, κουνώντας τις µεγάλες του φτερούγες, χωρίς όµως να ανυψώνεται, έδινε µικρά και µεγαλύτερα ζεστά χτυπήµατα στα τοιχώµατα που µέσα τους είχαν φυλακισµένο ένα παιδί και δεν του επέτρεπαν να βγει. Η Μακρίνα έµοιαζε να µην καταλαβαίνει τι γίνεται, δεν αντιδρούσε καθόλου και µάλλον ετοιµαζόταν να λιγοθυµήσει
πάλι, το ’ξερε η κυρα-Μαρούς, δεν θα άντεχε άλλο το κορίτσι, θα το χάνανε. «Οι άνδρες έξω!» ξεφώνισε, έπρεπε να βιαστεί. «ΑϊΛευτέρηµ’, κάνε του θάµα σ’» έκανε τον σταυρό της και πίεσε το υπογάστριο της Μακρίνας, µε όλη της τη δύναµη. Βγήκε ο Αβράµης σβαρνίζοντας τα πόδια του, βγήκε ακολουθούµενος από τον Χαράλαµπο, έτρεξε και άνοιξε το παράθυρο που έβλεπε στον δρόµο, έβγαλε το κεφάλι του έξω και ξέρασε χολή και σάλια.
Όταν η Σεβαστή, λίγη ώρα µετά, άγνωστο πόση ακριβώς, στάθηκε στην κορυφή της σκάλας και έκανε νόηµα στον γιο της να ανέβει. Εκείνος, που µόλις είχε δεχτεί στο αυτί του τον ήχο από το κλάµα ενός µωρού αλλά ο ζαλισµένος του εγκέφαλος δεν είχε καταλάβει περί τίνος πρόκειται, ανέβηκε µε κόπο πάνω. Ήδη είχε χάσει τη µισή του ζωή, πιθανόν και περισσότερη, ακούγοντας τα βογκητά της Μακρίνας τα τελευταία, πόσα δεν ξέρει, λεπτά. Στα λίγα δευτερόλεπτα που µεσολάβησαν µέχρι να φτάσει πλάι στη µάνα του και ενώ κρύος ιδρώτας µούσκευε το κατάλευκο πουκάµισό του, συνειδητοποίησε ότι το κλάµα είχε δυναµώσει – ή εκείνος είχε πάει πιο κοντά; «Πήγαινε!» του επέτρεψε η Σεβαστή ανέκφραστη, και ο φόβος στην καρδιά τού έκλεισε το στόµα και δεν ρώτησε αν η
Μακρίνα ήταν καλά. Πώς είναι καµιά φορά ο άνθρωπος! Αν και µε όλη τη δύναµη της ψυχής του θέλει το ένα, υποκύπτει χωρίς δισταγµό σε κάτι άλλο. Ενώ η αγωνία για το αν ζούσε η Μακρίνα του έσφιγγε τον λαιµό και του εµπόδιζε την αναπνοή και ενώ τα µάτια του ήθελαν να αναζητήσουν τη γυναίκα του, µε το που άνοιξε την πόρτα, στράφηκαν προς το πλάσµα που κρεµόταν από τα χέρια της µαµής και πηγαινοερχόταν σαν να έκανε κούνια, κατακόκκινο και θυµωµένο. Τα έχασε ακόµα περισσότερο ο Αβραάµ, τι ήταν αυτό και γιατί τον ενδιέφερε, αυτός τη Μακρίνα αγαπούσε… αυτήν… πώς… Τράβηξε µε κόπο τα σκλαβωµένα µάτια του από την εικόνα του µωρού και, καταβάλλοντας προσπάθεια να συνέλθει από τη συγκίνηση, έτρεξε κοντά στη γυναίκα του που, µε τα µαλλιά κολληµένα στο κατακόκκινο πρόσωπό της και εντελώς εξαντληµένη, χαµογελούσε κοιτώντας το πλασµατάκι που η περήφανη µαµή της έδειχνε για να καταλάβει πόσο γερό και δυνατό παιδί ήταν. Ιδού! Αυτός είναι ο καινούργιος άνθρωπος, το δώρο εξ ουρανού, η ελπίδα του κόσµου! Μόλις είδε τον άνδρα της η Μακρίνα αναλύθηκε σε δάκρυα, ψιθυρίζοντας «τα κατάφερα, τα κατάφερα, τα κατάφερα», ενώ εκείνος της φιλούσε τα χέρια και της έλεγε πως την αγαπούσε πολύ, πως ήταν η ζωή του, πως την ευχαριστούσε που βρέθηκε στον δρόµο του και της ζητούσε συγγνώµη που εξαιτίας του είχε
ταλαιπωρηθεί τόσο. Η µαµή σταυροκοπήθηκε, στα σπίτια που εκείνη ξεγεννούσε, σπίτια όλων των κοινωνικών τάξεων, κανένας άνδρας δεν αγκάλιαζε τη γυναίκα του, κανείς δεν τη φιλούσε µακάρι και να του ’κανε και δυο γιους µαζωµένους· κανείς δεν την έλεγε αγάπη του, πολύ περισσότερο κανείς δεν ζητούσε συγγνώµη από τη γυναίκα του γιατί την είχε γκαστρώσει. Αυτός δεν ήταν ο λόγος που υπήρχε η γυναίκα πάνω στη γη; Η Σεβαστή παρακολούθησε ψύχραιµη τη σκηνή που εκτυλίχτηκε µπροστά στα µάτια της. Εξαντληµένη και η ίδια, ευχαρίστησε τον Θεό από µέσα της που όλα ήρθαν καλά γιατί τώρα, και για πρώτη φορά, συνειδητοποιούσε πως ο γιος της, αν η γυναίκα του δεν τα κατάφερνε, θα ήταν απόλυτα δυστυχισµένος, µπορεί και να του σάλευε. Και τούτο το πράµα µια µάνα ποτέ δεν το θέλει για το παιδί της. Αντίθετα δε µε ότι θα περίµεναν όλοι, γνωρίζοντας την πίστη της στους θεσµούς, τα ήθη και τα έθιµα της φυλής και της πατρίδας τους, χάρηκε περισσότερο απ’ όλους που το παιδί ήταν κορίτσι. Και χάρηκε γιατί, µε το αδιαφιλονίκητο προβάδισµα που της έδινε η θέση της –ήταν η µάνα του πατέρα, τι ιερότερο άραγε να υπήρχε!–, ήξερε πως η µικρή µε το πορτοκαλί χνούδι στο κεφάλι θα έπαιρνε το δικό της όνοµα. Αυτό, τη γέννηση δηλαδή θηλυκού παιδιού, η Σεβαστή το θεώρησε δώρο του Θεού προς την ίδια, σαν ανταµοιβή για τον αγώνα που έκανε να µεγαλώσει µόνη της τον γιο της, παραλείποντας βέβαια να θυµηθεί πως ήταν δική της επιλογή.
Αλλά όλα αυτά είναι µια παλιά ιστορία πια και δεν χρειάζεται να το µνηµονεύσουµε ξανά, εδώ έχουµε έναν νέο άνθρωπο, ένα κορίτσι που θα παίξει τόσο σηµαντικό ρόλο στην ιστορία µας. Ζήτησε λοιπόν η Σεβαστή από τις υπηρέτριες να φέρουν τη µεγάλη εικόνα της Παναγίας, την έδωσε στον γιο της και εκείνος, µε χέρια που ακόµη έτρεµαν από τη συγκίνηση, έγραψε µε τα καλύτερά του γράµµατα.
Σεβαστή Χατζηαβράµογλου 30 Δεκεµβρίου 1903
Και ύστερα φίλησε για πρώτη φορά την κόρη του, ένα σβολαράκι αγάπης, που ήδη κοιµόταν πάνω στο βυζί της µάνας της. Ιδού η Σεβαστή! Ο καινούργιος άνθρωπος, το δώρο εξ ουρανού, η ελπίδα του κόσµου! Ο γιατρός που επί τρία σχεδόν µερόνυχτα είχε παλέψει µε τη γέννα χωρίς αποτέλεσµα παρεξηγήθηκε και έφυγε από το σπίτι των Χατζηαβράµογλου, χωρίς καν να καταδεχτεί να πληρωθεί για τους κόπους του, όταν έµαθε πως η Μακρίνα είχε γεννήσει σύντοµα µε τα γιατροσόφια της Μαρούς της µαµής. «Είστε λοιπόν τόσο ανίδεοι όλοι σας;» τους είχε
κατακεραυνώσει. «Άκου τίναγµα στο κιλίµι! Άκου χήνα πάνω στην κοιλιά!» Και όχι µόνο παρεξηγήθηκε αλλά δεν δέχτηκε να πάει την επόµενη φορά, ακριβώς έναν χρόνο µετά όταν η Μακρίνα έφερνε στον κόσµο το δεύτερό της παιδί. Εκείνος ο τοκετός όµως ήταν εύκολος και γρήγορος, και ο Αβράµης δεν πίστευε στα αυτιά του σαν άκουσε το βραχνό κλάµα του µωρού, ούτε δυο ώρες από τη στιγµή που είχαν σπάσει τα νερά της γυναίκας του και µια ώρα από την έλευση της Μαρούς, που είχε κληθεί πάλι εσπευσµένα. Το µωρό που σε όλη του τη ζωή θα βιαζόταν είχε γεννηθεί. Με τα ίδια τρεµάµενα χέρια και έναν κόµπο στον λαιµό, ενώ στο Ανδρονίκι σφαζόταν ο µόσχος ο σιτευτός, έγραψε πίσω από την εικόνα του Χριστού:
Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, 30 Δεκεµβρίου 1904
Όταν γεννήθηκε το τρίτο τους παιδί, η Μαρούς είχε αρρωστήσει και τα πόδια της δεν βάσταγαν να τρέχει στα ξένα σπίτια, ούτε µπορούσε να ξενυχτάει. Έτσι έστειλε στο σπίτι των Χατζηαβράµογλου µια κοπέλα που χρόνια µαθήτευε κοντά της. Όµως η Μακρίνα ήταν πια µια έµπειρη µάνα και το µικρό
κόντεψε να γεννηθεί µέσα στην άµαξα, στον γυρισµό από το Ανδρονίκι, όπου είχαν πάει για να περάσουν το Πάσχα. Είχε ανεβεί µε κόπο τις σκάλες σαν έφτασαν στο σπίτι, το παιδί ζητούσε να βγει επιτακτικά, η Κιµάτη πήρε στη σάλα τα δυο µεγαλύτερα, τη Σεβούλα που ήταν σχεδόν δυόµισι και τον Μποδοσάκη που ήταν σχεδόν ενάµισι, ενώ η Σεβαστή ανέλαβε και πάλι τον συντονισµό της γέννας. Το παιδί ερχόταν νωρίτερα απ’ ό,τι το περίµεναν. Για αρχές Ιουνίου το υπολόγιζε η µάνα του και ακόµη ο Απρίλης δεν είχε τελειώσει. Ο Αβραάµ δεν τα είχε καταφέρει να βρεθεί κοντά τους εκείνο το Πάσχα, οι δουλειές τον κράτησαν στη Σµύρνη και τα είχε κανονίσει έτσι ώστε να είναι στην Καισάρεια, όταν θα κόντευε να γεννηθεί το παιδί του. Έτσι, µετά τον σύντοµο τοκετό, ο παππούς Πρόδροµος, µε ασταθές λόγω ηλικίας αλλά και δυσκολίας στα ελληνικά –µόνο καραµανλίδικα[58] ήξερε να γράφει καλά– χέρι, αφού σάλιωσε το µολύβι του τρεις φορές, έγραψε προσεκτικά πίσω από την εικόνα της Παναγίας: Ελισάβετ Χατζηαβράµογλου, 23 Απριλίου 1906
1909: Καισάρεια
Οικογένεια Χατζηαβράµογλου
Οκτώ χρόνια, άλλοτε µπορεί να έχουν την αξία µιας ολόκληρης ζωής και άλλοτε να είναι σαν ένα ανοιγόκλεισµα των βλεφάρων. Τα οκτώ χρόνια του έγγαµου βίου της Μακρίνας µε τον Αβραάµ Χατζηαβράµογλου πέρασαν µε µια σειρά πίκρες στην αρχή και για όσο δεν µπορούσε να τεκνοποιήσει. Μετά όµως, και σαν ξεφούρνισε τρία παιδιά, ένα κάθε χρόνο, η ζωή της άλλαξε τόσο πολύ, γέµισε τόσο πολύ –κι ας µην της έφυγε ποτέ εκείνο το µαράζ’ των πρώτων χρόνων–, γέµισε µε τις χαρές των µικρών της, τα γέλια και τα δάκρυά τους, τις αγωνίες και τα όνειρα που φέρνουν τα παιδιά. Η Μακρίνα, άνθρωπος ευγνώµων και µε σεβασµό στους άλλους, αφενός πίστεψε πως ήταν ευλογηµένη από τον Θεό, αφετέρου ποτέ δεν κράτησε
κακία στη Σεβαστή. Ίσα ίσα, έπιανε τον εαυτό της να την αγαπάει κιόλας, όταν την έβλεπε να κανακεύει τα εγγόνια της, τα σπλάχνα τα δικά της δηλαδή. Και είναι αλήθεια πως η Σεβαστή αγάπησε και πόνεσε τα παιδιά του γιου της, όσο, ίσως, ούτε τον ίδιο τον Αβράµη είχε αγαπήσει. Και εκείνο το συναίσθηµα της µαλάκωσε την καρδιά, τη ζέστανε σαν αχτίδα ήλιου µέσα στον χειµώνα. Ειδικά τη µικρή Σεβαστή τη λάτρεψε και την κανάκεψε περισσότερο από τα άλλα τα εγγόνια της. Και το κοριτσάκι έγινε για τη γυναίκα εκείνη φάρος µέσα στο φουρτουνιασµένο πέλαγος της ύπαρξής της και της έδειξε τον δρόµο –µε το γέλιο, µε το χάδι, µε το νάζι του– για την προσωπική γαλήνη. Εκείνος όµως που υπήρξε ανείπωτα ευτυχισµένος στη διάρκεια αυτών των οχτώ χρόνων ήταν ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου, που είδε επιτέλους να πραγµατοποιούνται τα όνειρά του να έχει εγγόνια και µια σωστή οικογένεια. Όλα αυτά βέβαια χάρη στην αγαπηµένη του νύφη τη Μακρίνα, το «καΐσι του» – ούτε ο µεγαλύτερος λογοτέχνης δεν θα µπορούσε να αποδώσει µε µία µόνη λέξη αυτό που έβλεπε ο Μποντός στη νύφη του· χρώµα µαλλιών και δέρµατος, βελούδινη επιδερµίδα, απαλές κινήσεις, «στρογγυλεµένος», χωρίς αιχµηρές γωνίες, χαρακτήρας. Άφησε δε το άρωµά της, που µοσχοβολούσε ολόκληρη σαν περιβόλι ευλογηµένο του Ιούλη. Όλα οφείλονταν στη λατρεµένη του νύφη που –και δόξα τον Μεγαλοδύναµο!– όχι µόνο τους χάρισε τα τρία χαριτωµένα παιδάκια, αλλά έµαθε στα παιδιά της να αγαπούν και να
σέβονται τους παππούδες, τους έµαθε τι σηµαίνει ενωµένη και αγαπηµένη οικογένεια. Και έτσι ο Πρόδροµος, ο Μποντός του Ανδρονικίου, χαλάλισε τα χρόνια τα χαµένα που δεν έζησε ευτυχισµένος µε την οικογένειά του· χαλάλισε που δεν χάρηκε τη γυναίκα στο πλάι του, συνοδοιπόρο και σύντροφο – µόνο κλεφτούς έρωτες και πάθη έζησε· που δεν είδε τον γιο του να µεγαλώνει, που δεν του είπε ποτέ ένα παραµύθι, δεν έτρεξε µαζί του, δεν κυνήγησε, δεν άκουσε τα όνειρα και τα σχέδιά του. Προσευχόταν λοιπόν ο Πρόδροµος να του χαρίσει ο Θεός χρόνια πολλά να ζήσει, να απολαύσει όσο περισσότερο γίνεται την αγάπη των εγγονών του, του Προδροµάκη, Μποδοσάκη τον φωνάζανε χαϊδευτικά, ιδιαίτερα, αλλά και των κοριτσιών που στόλισαν το σπίτι και τη ζωή τους. Όµως ο Θεός µάλλον άλλα σχεδίαζε, το µικρό πρόβληµα στην καρδιά που είχε κάµποσα χρόνια ο Πρόδροµος επιδεινώθηκε τον βαρύ χειµώνα του 1908. Έµεινε για µήνες στο κρεβάτι, κοντή η αναπνοή του και δεν του επέτρεπε να κάνει περισσότερα από δυο τρία βήµατα. Τα παιδιά τον επισκέπτονταν στην κάµαρά του και κάθονταν στο πλάι του µε τις ώρες. Η Μακρίνα τού διάβαζε την εφηµερίδα και τα γράµµατα του γιου του που ήταν γεµάτα τρυφερότητα και σεβασµό και τον ενηµέρωναν µε κάθε λεπτοµέρεια για όλες τις δουλειές – στην προσπάθεια του Αβραάµ να κρύψει την αγωνία που τον βασάνιζε. Ακόµα και η Σεβαστή, που είχε αλλάξει µε την έλευση των παιδιών αλλά όχι τόσο όσο να αλλάξει και απέναντι στον
άνδρα της, ακόµα και εκείνη, ειδικά από τη στιγµή που ο Πρόδροµος εγκαταστάθηκε µόνιµα στο σπίτι τους και έκοψε τα πάνε έλα στο Ανδρονίκι, τον φρόντισε µε αυταπάρνηση ξενυχτώντας δίπλα του, σχεδόν µε στοργή.
Εκείνη την άνοιξη, 1909 έλεγε το ηµερολόγιο και οι γερανοί πετούσαν στον ουρανό της Καισάρειας, ο Αβράµης, ειδοποιηµένος από τη γυναίκα του, ήρθε νωρίτερα, πολλές µέρες πριν τη Μεγαλοβδοµάδα, ήρθε ανήσυχος. «Μελανά είναι τα χείλη του και η ανάσα του πια βγαίνει µε δυσκολία ακόµα και όταν είναι ξαπλωµένος, φοβάµαι για το χειρότερο, έλα να προλάβεις…» του είχε µηνύσει η Μακρίνα και καλά είχε κάνει. Έφτασε µόλις µπόρεσε να τακτοποιήσει τις δουλειές του, έφτασε στενοχωρηµένος, δύσκολοι οι δυο προηγούµενοι χειµώνες και οι σοδειές είχαν πάει κατά διαόλου, άρα και τα κέρδη από την εµπορία είχαν µειωθεί. Από την άλλη µεριά είχαν και τους Νεότουρκους που δεν τήρησαν τη συµφωνία στη Θεσσαλονίκη και είχαν αρχίσει τις διώξεις[59]. Κακά µαντάτα ήταν αυτά, ο Αβράµης πίστευε πως αργά ή γρήγορα οι Νεότουρκοι θα ξεχνούσαν τη Μακεδονία και θα άρχιζαν δράση στην Ασία. Κακά µαντάτα αλλά σε ποιον να το ’λεγε, ποιον να ανησυχούσε από την οικογένειά του µε τους δικούς του προβληµατισµούς; Και τώρα αυτό… Η αρρώστια του πατέρα του. Μπορεί να
µην είχε ζήσει µαζί του πολλά, ειδικά µέχρι τα δεκαέξι, όµως τον αγαπούσε και τον πονούσε. Καλός άνθρωπος και «όχι» ποτέ δεν του είχε πει, ψυχή και σώµα τον είχε βοηθήσει στη δουλειά του και επιπλέον είχε αγαπήσει τη Μακρίνα σαν πραγµατική του κόρη. Αυτό για τον Αβράµη ήταν το κυριότερο. Σαν έλειπε, ειδικά τα πρώτα χρόνια του γάµου τους, ήξερε πως πίσω είχε µείνει εκείνος, λογικός και ακριβοδίκαιος, και η γυναίκα του δεν ήταν µόνη. Είχε πέσει το σκοτάδι όταν πλησίασε το κρεβάτι του πατέρα του. «Έλα και συ» είχε πει στη Μακρίνα γιατί φοβόταν τι θα αντικρίσει. «Να τον δεις µόνος σου» τον συµβούλεψε εκείνη µαλακά. «Είστε άντρες και όλο και κάτι ιδιαίτερο θα έχετε να πείτε». Σαν να ’ξερε… «Ήρθες;» ακούστηκε αδύναµη η φωνή του Πρόδροµου, η φωνή που, στους καλούς καιρούς, γκρέµιζε σπίτια όταν µιλούσε κανονικά και έφτανε απ’ το Ανδρονίκι ως την Καισάρεια σαν µάλωνε. «Ήρθες, αγόρι µου, δόξα τον Γιαραµπή!» «Πατέρα…» και δεν του έβγαιναν τα λόγια από το στόµα, ένας κόµπος η γλώσσα του, λες και ήταν µικρό παιδί και δεν ήξερε να τη λύσει. «Έλα, αγόρι µου, µονάκριβέ µου… Έλα κοντά µου…» ο Πρόδροµος µιλούσε µε κόπο και οι κοντές ανάσες που έπαιρνε έκαναν το µέτωπό του να γυαλίζει από τον ιδρώτα. Κάθισε δίπλα του και του έπιασε το χέρι. Ήταν παγωµένο.
Δύσκολα κυλούσε το αίµα στις φλέβες του πια, το αίµα που κάποτε, ίδιο ηφαίστειο αναµµένο, κόχλαζε µέσα του. «Πατέρα…» και πάλι δεν µπόρεσε να πει τίποτα. «Σε περίµενα… Θα σου πω… Δώκε λίγο νερό…» Ρηµάχτηκε να γεµίσει το ποτήρι από την κανάτα που ήταν στο τραπέζι δίπλα, σκεπασµένη µε ολοκέντητο άσπρο καρεδάκι. Τουλάχιστον ας φαινόταν λίγο χρήσιµος αφού δεν µπορούσε να του πει δυο κουβέντες της παρηγοριάς. «Άκου…» ψιθύρισε τώρα ο Μποντός, και ο Αβράµης φαντάστηκε πως οι δυνάµεις του πάει, τον εγκατέλειπαν. «Είδα όνειρο. Ήµουν σε βάρκα. Ταξίδευα σε µια ήρεµη λίµνη…» Και οι δυο ήξεραν τι σήµαινε. «Ωραίο όνειρο, πατέρα» προσπάθησε να τον αποπροσανατολίσει. Γέλασε βραχνά ο γέρος. «Ναι, ωραίο… Άκου. Τώρα που πεθαίνω…» «Μη µιλάς, πατέρα, µη! Περίµενε, θα φωνάξω τον γιατρό» και σηκώθηκε. «Μείνε εδώ!» έβαλε τα δυνατά του ο Πρόδροµος, και η φωνή του θύµισε κάτι από τα παλιά. «Μείνε! Έχω να σε λέω…»
«Σήµερα χάσαµε τον πεθερό µου» τηλεγράφησε στον θείο Ρίζο η Μακρίνα την εποµένη, ενώ οι καµπάνες όλων των εκκλησιών της πόλης χτυπούσαν πένθιµα.
Ο Πρόδροµος πέθανε µε έναν θάνατο που πολλοί θα εύχονταν. Έσβησε ήσυχα µέσα στον ύπνο του, ενώ από το απόγευµα εκείνης της µέρας η αναπνοή του πια έµοιαζε µε ενός µικρού σπουργιτιού. Πέθανε µέσα στον ύπνο του, και η Σεβαστή που ξενυχτούσε στο πλάι του δεν κατάλαβε τίποτα. Ίσως να είχε αποκοιµηθεί κάποια στιγµή, ποιος να ξέρει, «θάνατος είναι ο ύπνος» λέγανε οι παλιοί. Πάντως τίποτα παράξενο δεν άκουσε, ούτε ρόγχο ούτε βογκητά, τίποτα, γιατί όλο και κάτι θα είχε αντιληφθεί. Έτσι ο θάνατος κύλησε ανάµεσα από εκείνο το ζευγάρι µε τον ίδιο τρόπο που είχε κυλήσει και η ζωή. Κανείς από τους δυο δεν κατάλαβε τι ένιωθε ο άλλος. Η κηδεία του Πρόδροµου έγινε σύµφωνα µε την επιθυµία που είχε εκφράσει στον γιο του λίγο πριν πεθάνει – και άλλα είπε, αλλά εκείνα δεν τα κοινοποίησε ο Αβραάµ. Τελέστηκε στην Αγία Τριάδα, την εκκλησιά του χωριού του, στην οποία εκκλησιαζόταν πάντα από παιδί και δεν είχε ποτέ χορτάσει να θαυµάζει το ξυλόγλυπτο τέµπλο και τις µαρµάρινες κολόνες. Στην τελετή παραβρέθηκαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, ανεξαιρέτως θρησκεύµατος και φυλής, και όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι, οι συνεργάτες και οι γνωστοί που πληροφορήθηκαν το δυσάρεστο γεγονός, που ήρθαν µε άµαξες, άλογα αλλά και µε τα πόδια από την Καισάρεια. Παρόντες ο Καδής[60] της Καισάρειας και ο πρόεδρος της Αρµενικής Κοινότητας. Επικήδειους λόγους εκφώνησαν ο µητροπολίτης Καισάρειας, που είχε χοροστατήσει και στην εξόδιο ακολουθία, ο διευθυντής
του ελληνικού σχολείου στο Ανδρονίκι, ο Πρόεδρος της Λέσχης «Αθηνά»[61] της Καισάρειας, της οποίας ο Χατζηαβράµογλου είχε υπάρξει ένθερµος υποστηρικτής µε γενναίες δωρεές κι ας µην είχε λάβει ποτέ ο ίδιος ελληνική παιδεία –τα ελληνικά τα είχε κουτσοµάθει µόνος του, κυρίως όταν άρχισε τα αλισβερίσια στη Σµύρνη–, και ένας Τούρκος φίλος του καρδιακός που είχαν µεγαλώσει µαζί και έκανε τον κόσµο να κλάψει σπαρακτικά από τα λόγια αγάπης. Ο Πρόδροµος Χατζηαβράµογλου δεν πέθανε νεότερος από τον προσδόκιµο χρόνο ζωής για την εποχή του. Επίσης, στην κηδεία του τηρήθηκαν όλα τα έθιµα της πατρίδας του, απόδειξη µεγάλης τιµής και σεβασµού: και οι µοιρολογίστρες ήρθαν να θρηνήσουν· και µεγάλο ποσό δόθηκε για το κιουµρούκ[62]· και οι γυναίκες του σπιτιού µαντιλοδέθηκαν µε το τοστίκ[63]· και ο Αβράµης άφησε τα γένια του αξούριστα σαράντα µέρες. Τον αποθανόντα τον έκλαψαν όχι µόνο οι δικοί του, αλλά και όλοι όσοι τον γνώριζαν γιατί ήταν πρόσχαρος και αγαπητός, είχε καλό χαρακτήρα, εξυπνάδα, εµπορικό δαιµόνιο και δηµιούργησε, έτσι φαινόταν στα µάτια του κόσµου, καλή και άγια οικογένεια. Και το κυριότερο, άφηνε πίσω του γιο άξιο και οικογενειάρχη σωστό. Κανείς δεν διαφώνησε στις συζητήσεις που γίνανε µετά στο σπίτι, όταν στην αυλή στρώθηκαν µεγάλα τραπέζια και σερβιρίστηκε η παρηγορία[64], κανείς δεν αρνήθηκε πως, ενώ ήταν τόσο πετυχηµένος έµπορος, εντούτοις δεν είχε εχθρούς και όλοι τον αγαπούσαν και τον εκτιµούσαν γιατί ποτέ δεν προσπάθησε να
κοροϊδέψει κανένα – όχι πάντως περισσότερο απ’ όσο ήταν επιτρεπτό στο εµπορικό αλισβερίσι. Η Μακρίνα, µε τον θάνατο του πεθερού της, ορφάνεψε για µια ακόµα φορά. Τον είχε αγαπήσει πολύ και η χαρά της ήταν µεγάλη όταν γέννησε αγόρι γιατί ήθελε να τον τιµήσει για όλη τη συµπαράσταση και την αγάπη που της είχε δείξει από την πρώτη στιγµή της γνωριµίας τους. Τον έκλαψε σαν πατέρα της και το πένθος της ήταν βαρύ. Τόσο βαρύ, που έκανε τη Σεβαστή να υποψιάζεται µήπως και προσποιούνταν η νύφη της, µήπως και ήθελε να της µπει στο µάτι γιατί ήξερε –µάτια είχε και έβλεπε η Αγγλέζα!– πως το ανδρόγυνο δεν ζούσε αρµονικά, στην ουσία δεν ζούσε µαζί. Τα παιδάκια ήταν µικρά, τον θάνατο δεν τον υπολόγιζαν στα κακά που µπορούσαν να πάθουν, όπως για παράδειγµα να τα πιάσει πονόλαιµος, να µπούνε τιµωρία και να µη φάνε το γλυκό τους, να µη µαζέψουν πολλά καρύδια, βουτύρατα και πλιγούρι λέγοντας τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς. Η απουσία του παππού τους µεταφράστηκε στο αθώο τους µυαλό σαν µια από εκείνες τις αποχές που έκανε ο Πρόδροµος από την Καισάρεια και πήγαινε στο Ανδρονίκι να µαζέψει τα µήλα, τα δαµάσκηνα, τα αχλάδια και τα άλλα καλούδια που τους έφερνε στο πανέρι, να δει και τα θέµατα του χωριού καθώς ήταν µουχτάρης εκεί «χίιιιλια χρόνια!». Και φούσκωναν τα µάγουλά τους για να τονίσουν το πόσα πολλά ήταν αυτά τα «χίιιιλια χρόνια». Αργότερα, όταν κατάλαβαν πως η απουσία του τραβούσε σε
µάκρος, τότε άρχισαν να τον αναζητούν, µάταια η Μακρίνα προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως: «Όταν κάποιος είναι παππούς, µια στιγµή, αργά ή γρήγορα, πετάει στον ουρανό». Κοίταζαν τα παιδάκια ένα ένα και έλεγαν υπέροχα λογάκια: «Δεν βλέπω το φέσι του πουθενά» η Σεβαστούλα. «Είναι χοντρός ο παππούς και θα πέσει, δεν µπορεί να ανέβει» ο Μποδοσάκης. H Ελισάβετ άπλωνε τα χεράκια της να φτάσει τον ουρανό, µπας και βρει εκεί και τον αόρατο παππούκα της. «Τον είδα! Τον είδα!» χτυπούσε παλαµάκια. Κι ας ήταν µόνο κάτι γοργόφτερα χελιδόνια. Τα έβλεπε αυτά η Μακρίνα και µάτωνε η καρδιά της, η Σεβαστή έξι χρονών σχεδόν, ίδια εκείνη, φλογάτα µαλλιά και γαλάζια µάτια· τα άλλα δυο µωρά της, πέντε και τρία, είχαν πάρει από τον πατέρα τους, µελαχρινά παντού –µαλλιά, µάτια, φρύδια– αλλά τόσο όµορφα, τόσο τραγανά! Αχ τα παιδάκια της! Τρία κουκλιά στη σειρά είχε αραδιάσει και µετά… Μετά έπαθε πάλι τα ίδια. Άδειασε θαρρείς για πάντα η κοιλιά της, µίκρυναν τα βυζιά της, µάζεψε πάλι και έγινε πετσί και κόκαλο. Το µαράζι ξαναγύρισε, ειδικά µετά τον θάνατο του πεθερού της, που η κοπέλα χίλιες φορές ευχήθηκε να ζούσε πολλά χρόνια ακόµα· να τον χαρούν τα εγγόνια του, όχι όπως εκείνη που δεν είχε γνωρίσει κανένα· να τα χαρεί και εκείνος· να µην πληγωθεί και ο άνδρας της, τώρα που είχαν φτιάξει τόσο ωραία οικογένεια. Ο Αβραάµ έχασε τον κόσµο όταν έχασε τον πατέρα του. Μπορεί µέχρι τότε να πίστευε πως η µάνα ήταν εκείνη που τον
είχε αναστήσει µόνη της, µπορεί να πίστευε πως της χρωστούσε τα πάντα και ότι ήταν ένα σύµπαν από µόνη της, αλλά η έλλειψη του Πρόδροµου αποδείχτηκε πιο επώδυνη απ’ ό,τι θα περίµενε. Τα σοφά του λόγια αποστάγµατα µιας δύσκολης και όλο αγώνες ζωή, η αµεσότητα µε την οποία την προσέγγιζε, η ειλικρίνεια και η εντιµότητά του, ο σεβασµός στη γυναίκα του και η πίστη στην οικογένεια ήταν µεγάλα «σχολεία» για τον ίδιο. Ακόµα κι εκείνο που του εκµυστηρεύτηκε την ύστατη στιγµή αποδείκνυε όλα τα παραπάνω. Έκλαψε πολύ για τον χαµό του πατέρα του. Έκλαψε και για το χαµένο κοµµάτι της ζωής του που ποτέ δεν θα µπορούσε πια να το κολλήσει δίπλα στα άλλα, αυτά που ήξεραν όλοι. Έκλαψε γιατί, παίρνοντας πάντα το µέρος της µάνας του, δεν του είχε δείξει ίσως ποτέ το πόσο τον αγαπούσε και τον εκτιµούσε. Μήπως έτσι δεν κάνουµε όλοι µας; Μήπως συνήθως αργά δεν αντιλαµβανόµαστε την αντικειµενική αλήθεια; Μετά τα τριήµερα, ο Αβραάµ έκανε µια επίσκεψη στο Ανδρονίκι. Σε κανέναν, ούτε στη Μακρίνα είπε γιατί πήγαινε. Γύρισε το βράδυ αργά, σκοτισµένος και εµφανώς καταβεβληµένος. «Συµβαίνει και κάτι άλλο;» τον είχε ρωτήσει ανήσυχη η γυναίκα του όταν µείνανε µόνοι. Αναστέναξε και ζήτησε να του τρίψει την πλάτη, είχε πάει και είχε έρθει καβάλα στο άλογο και ο δρόµος ήταν κακοτράχαλος, ήταν και η συσσωρευµένη κόπωση της τελευταίας εβδοµάδας. Έξω η στενοχώρια…
«Συµβαίνει…» είπε βαριά αναστενάζοντας από ευχαρίστηση κάτω από τα λεπτά αλλά δυνατά της χέρια. «Συµβαίνει, άσκουµ’. Από σένα δεν θέλω να ’χω µυστικά αλλά, σε παρακαλώ, άσε µε λίγο να σκεφτώ αν πρέπει να σου το πω». Δεν µίλησε εκείνη. Τον ήξερε καλά κι ας τον έβλεπε λίγο. Είχαν δεθεί µε αόρατα σχοινιά µετά τη σύλληψη της Σεβαστούλας στη Σινασό, άρρηκτα τα δεσµά της αγάπης και της κατανόησης που υπήρχαν µεταξύ τους, αδιαφιλονίκητος ο σεβασµός και η πίστη του ενός στον άλλο. «Όπως θέλεις…» τον διευκόλυνε και συνέχισε να τρίβει. Σε λίγο πάλι θα έφευγε ο άνδρας της, θα έµενε µόνη µε τα παιδιά και την πεθερά της, άλλαζε το τοπίο και είχε αγωνία αλλά δεν του είπε τίποτα. Αρκετά προβλήµατα είχε εκείνος, να, ορίστε άλλο ένα πρόβληµα που οµολογούσε πως είχε και µάλιστα σοβαρό, καθώς δεν µπορούσε ούτε και να της το πει. «Τι θα γίνει τώρα µε τη µάνα;» πιο πολύ ρώτησε τον εαυτό του παρά τη Μακρίνα. «Τι θα γίνει… µόνη της;» Δυσανασχέτησε κάπως η κοπέλα. Η πεθερά της η Σεβαστή ήταν πάντα µόνη – οχτώ χρόνια στην Καισάρεια η Μακρίνα τα είχε πληροφορηθεί όλα από συγγενείς και υπηρέτες, χωρίς καν να ρωτήσει. Κοινό µυστικό όλων το ότι µετά τη γέννα του γιου της δεν έβαλε ξανά τον Πρόδροµο στην κάµαρά της. Πάντα µόνη και µάλιστα από δική της επιλογή. Περιττή δεν ήταν η αγωνία του άντρα της; «Το ξέρω πως ήταν πάντα µόνη, ειδικά απ’ όταν έφυγα εγώ…» τη σταµάτησε απαλά, αφού της φίλησε και τα δυο
χέρια. «Αλλά, Μακρίνα, όσο να πεις εκείνος υπήρχε πάντα κοντά της. Ήταν αφοσιωµένος. Κι ας µην αγαπήθηκαν όπως… όπως εµείς» γύρισε και την κοίταξε στα µάτια, περιµένοντας την αντίδρασή της. Ποτέ δεν είχε θεωρήσει τον εαυτό του άξιο της αγάπης της όµορφης γυναίκας του. Χαµογέλασε, έλαµψαν τα σπάνια γαλάζια της µάτια. Ναι, µπορεί ο Αβράµης να µην ήταν το «οµορφότερο αρχοντόπουλο της Σινασού», αλλά µε τον καιρό τον είχε πονέσει, τον αισθανόταν κοµµάτι του εαυτού της, ήταν στη σκέψη της και είχε την έγνοια του, προσευχόταν για την υγεία, τη χαρά, την επιτυχία και την ευτυχία του. Και όταν είχε συνειδητοποιήσει πως η ευτυχία του άνδρα της συνδεόταν άµεσα µε τη δική της αγάπη, του την είχε προσφέρει απλόχερα. Τη στιγµή δε που η Μαρούς η µαµή έκοβε τον λώρο από το κορµάκι της νεογέννητης Σεβαστής της, η Μακρίνα αισθάνθηκε πως δενόταν για πάντα µε τον άνδρα της. Μπορεί να µην είχε ζήσει τον έρωτα όπως τον περιέγραφαν τα ροµαντικά µυθιστορήµατα που διάβαζε από τη βιβλιοθήκη του θείου Ρίζου στα γαλλικά, µπορεί ποτέ να µην είχε λιγοθυµήσει στα χέρια του από πάθος, να µην ξαγρύπνησε ποτέ για να τον παρατηρεί πώς κοιµόταν, ούτε να µούσκεψε τα κεντηµένα µαντιλάκια της µε τα καυτά της δάκρυα για κείνον, όµως τον αγαπούσε µε την ίδια τρυφερότητα και έγνοια που αγαπούσε τα παιδιά της, την Κιµάτη, τον θείο Ρίζο, τον πεθερό της. Δεν του το είπε έτσι. Ήξερε πως ο Αβράµης δεν ήθελε να ακούσει αυτό το πράγµα. Ήξερε πως ήθελε το «κάτι
παραπάνω». «Όχι, δεν αγαπήθηκαν όπως εµείς, άντρα µου!» του έκανε το χατίρι. Και δεν ήταν ψέµατα, φυσικά. Εκείνο το βράδυ, την ώρα που βρισκόταν µέσα στην ιδρωµένη αγκαλιά του, η Μακρίνα ευχήθηκε από την ψυχή της µέσα να έµενε πάλι έγκυος. Ένα ακόµα µωρό θα τους έπαιρνε κοµµάτι της λύπης για τον χαµό του Πρόδροµου. Και ο Θεός που τόσες πίκρες τής είχε δώσει σαν παιδί, άκουσε την προσευχή της σαν και της χρωστούσε από παλιά. Εννιά µήνες αργότερα, και πάλι στις 30 του Δεκέµβρη, γεννήθηκε ένα αγόρι, όµορφο σαν αστέρι. Ο Συµεών πήρε το όνοµα του παππού του, του πατέρα της µάνας του. Και όχι του αγαπηµένου καναρινιού της, όπως πίστευαν τα αθώα αδελφάκια του που λάτρεψαν το νέο µωρό.
Ιούνιος 2004: Πτήση µε το αερόστατο στην κοιλάδα του Γκιόρεµε ΗΜΕΡΑ 3Η
Έλσα
Μετά το βίαιο ξύπνηµα από τον άγνωστο ήχο του τηλεφώνου της, σέρνεται, προσποιούµενη πως το κάνει βιαστικά, να ετοιµαστεί. Στην οθόνη του ηλεκτρονικού ρολογιού πάνω στο κοµοδίνο οι κόκκινοι αριθµοί 5:30 της υπενθυµίζουν πως έχει αργήσει. Δένει τα κορδόνια από τα µποτάκια της. Σεβαστή… Ζωή σαν µυθιστόρηµα ! Πόσες ζωές… Δεν ολοκληρώνει τη σκέψη της, πρέπει να βιαστεί θα αργήσει και ανυποµονεί να φοβηθεί… Χα, χα, χα! Κάνουµε και πλακίτσες τώρα µε τις φοβίες µας, ε; Ανυποµονεί να ανέβει στο αερόστατο και να τα κακαρώσει – πώς της ήρθε τώρα αυτή η
λέξη που χρησιµοποιούσε όταν ήταν παιδί; Παρά την αγωνία που τη διακατέχει υπάρχει και µια παράξενη χαρά που, απ’ όσο φαίνεται, δρα υπογείως και της φέρνει κάτι σαν… κέφι… Με το ένα ηµισφαίριο του εγκεφάλου της στη χθεσινή νύχτα και το άλλο στην επερχόµενη πτήση και στο ανεξήγητη κέφι, η Έλσα κάνει ένα ελαφρύ µακιγιάζ … Ελαφρύ γιατί δεν πρέπει να είµαι βαριά πάνω στο αερόστατο, και βάζει πάλι τα γέλια. Μη χειρότερα! Ποιος έχει δει άνθρωπο νυσταγµένο, γεµάτο αγωνία, υποψήφιο να φοβηθεί και τόσο κεφάτο; Ουδείς! Βαθιά εισπνοή και κλείνει την πόρτα του δωµατίου πίσω της, ντύσιµο ό,τι πρέπει για την περίπτωση – τους προειδοποίησαν πως θα ’χει κρύο. Παντελόνι τζιν, βαµβακερή µακρυµάνικη µπλούζα, µπουφάν χονδρό µε κουκούλα αν χρειασθεί –η κουκούλα, αν χρειασθεί–, ορειβατικά µποτάκια –εντάξει, θα πετάξει δεν θα σκαρφαλώσει, αλλά µποτάκια για αερόστατο δεν γνωρίζει να υπάρχουν–, µια φαρδιά φλις κορδέλα στο κεφάλι να προστατεύσει και τα αυτιά της που όταν κρυώνουν την πονάνε. Κίτρινη κι εκείνη, πάλι µε έναν ήλιο στο κεφάλι εµφανίζεται η Έλσα αλλά δεν κάνει τον συνειρµό, αργότερα κάποιος θα της επιστήσει την προσοχή επ’ αυτού. Στην υποδοχή του ξενοδοχείου η οµάδα φωνασκεί χαµηλόφωνα, τάχα πως σέβεται τους άλλους που κοιµούνται, σαρώνει τον χώρο µε το βλέµµα η Έλσα, όχι εκείνος δεν παραβρίσκεται – τρελή σκέψη! Δεν είναι στο δικό τους γκρουπ, σε κανενός το γκρουπ δεν είναι, πώς περίµενε να τον δει εκεί;
Σε ένα τραπέζι είναι σερβιρισµένο καυτό τσάι και σιµίτια. «Εγώ ζήτησα να µας τα προσφέρουν!» αγωνιά να πάρει τα εύσηµα η κυρία Ματίνα. Ίσα που προλαβαίνει η Έλσα να ζεµατιστεί µε την πρώτη γουλιά τσαγιού όταν κάποιος έρχεται από έξω και τους καλεί να µπούνε στο λεωφορειάκι – µικρό αυτή τη φορά, δεν ακολουθούν όλοι το πρόγραµµα σήµερα, υπάρχουν και κάποιοι που, αφού φοβούνται την πτήση, απλώς, δεν θα την επιχειρήσουν. Η µηχανή είναι αναµµένη, µπαίνουν µε φωνές, εδώ δεν ενοχλούν κανένα, και πιάνουν θέσεις – «Έλα, έλα εδώ!», «Βασίλη, να! Σου κρατώ θέση!», «Αχ, θέλεις να πας παραπίσω, εµένα µε ζαλίζει» και τέτοιες πατροπαράδοτες ελληνικές συµπεριφορές. Ξεκινάνε και η Έλσα παρατηρεί το µαύρο σκοτάδι έξω από το παράθυρο, νυστάζει απίστευτα αλλά διακατέχεται και από µεγάλη έξαψη… Φτου! Χτυπάει το χέρι της στο τζάµι, φτου! Δεν πήρε τη φωτογραφική της µηχανή.
Ο ήλιος που ανατέλλει βάζει απόκοσµες κόκκινες πινελιές στον σκοτεινό ουρανό που υψώνεται πάνω από τις κορυφογραµµές των βουνών, το κρύο είναι δυνατό, µερικές δεκάδες πουλµανάκια και ξεφούσκωτα γιγαντιαία πολύχρωµα µπαλόνια ριγµένα στο έδαφος δίνουν κάποιους αισιόδοξους τόνους στο σχεδόν µαύρο χρώµα που επικρατεί στη βαθιά κοιλάδα. Το φως του ήλιου θα αργήσει ακόµη να φτάσει ως εδώ κάτω, θα το
εµποδίσουν τα ψηλά βουνά. Η «παρέα» της Έλσας αστειεύεται καθώς όλοι πίνουν το ζεστό τσάι που τους σερβίρουν. Οι γυναίκες προσπαθούν να κρύψουν τους φόβους τους ανεβάζοντας τις φωνές τους µερικές οκτάβες, οι άνδρες σκαλίζουν τη µνήµη και βρίσκουν ανδραγαθήµατα από τον στρατό να διηγηθούν – ένας τόσο γενναίος πρώην λοκατζής πώς είναι ποτέ δυνατόν να φοβηθεί µια πτήση µε αερόστατο; Το κατάλληλο αεράκι που περιµένουν τα περίπου σαράντα ξεφούσκωτα µπαλόνια δεν έρχεται. Η παρέα, ύστερα από σύντοµες εξηγήσεις, επιβιβάζεται και πάλι στο λεωφορείο και ακολουθεί ένα ηµιφορτηγό που µεταφέρει το καλάθι και το µπαλόνι του αερόστατου το οποίο θα τους φιλοξενήσει και θα τους πλανέψει –σε λίγο, τώρα δεν το ξέρουν ακόµη– µε αυτά που θα δούνε. Το έδαφος είναι σκληρό και ανώµαλο, σίγουρα δεν πηγαίνουν από κάποιο δρόµο, ο οδηγός τούς εξήγησε προ ολίγου πως οι «υπεύθυνοι» της πτήσης προσπαθούν να ανακαλύψουν αλλά και να προλάβουν τον κατάλληλο αέρα σε κάποιο άλλο σηµείο της κοιλάδας, για αυτό και κάνουν τη διαδροµή αυτή. Μετακινείται µηχανικά, µυαλό και σώµα µουδιασµένο από την αϋπνία και τις σκέψεις. Δέχεται, χωρίς να ευχαριστήσει, και µασουλάει αφηρηµένη ένα κουλουράκι κανέλας που της πρόσφερε η κυρία Ματίνα, τονίζοντας πως τα φτιάχνει µόνη της, και όσο η Έλσα δεν ανταποκρίνεται, µόνο µασάει, η γυναίκα συνεχίζει δίνοντας τη συνταγή. «Επειδή ξέρω πως θα
µου τη ζητήσεις, δύο κούπες αλεύρι για όλες τις χρήσεις, µία ζάχαρη, ζάχαρη καστανή, ποτέ δεν χρησιµοποιώ άσπρη…»
Όπως θα έκαναν οι στρατιώτες, αιώνες πριν, στην Αυλίδα σαν φύσηξε ο ούριος άνεµος και ξεκίνησαν το ταξίδι για την Τροία, την περιπέτεια, τα υψηλά ιδεώδη, έτσι και η οµάδα της Έλσας χειροκροτάει ενθουσιασµένη στην είδηση πως µπορούνε πια να αναχωρήσουν. Φλόγες τεράστιες µε ανόσιο θόρυβο που ταράζει τη γαλήνη του τοπίου φουσκώνουν το δικό τους µπαλόνι – γαλάζιες και µπορντό ρίγες, µια τεράστια επωνυµία SULTAN και το κολληµένο πάνω του νούµερο δεκαπέντε σε κίτρινο χρώµα, σε έναν συνδυασµό που ποτέ δεν θα µπορούσες να φαντασθείς πως θα ταίριαζε. Το κοιτάνε όλοι και το θαυµάζουν, ο θαυµασµός είναι ανάκατος µε δέος και χαρά, το κοιτάνε όσο γιγαντώνεται, αναφωνούν παρόµοιες ιαχές µε εκείνες στην Αυλίδα τότε: «Αααα!!!» και «Ωωωω!!!!», «Φύγαµε! Η περιπέτεια αρχίζει!». Άλεξ, Έλσα, σκέφτεται η Έλσα, όταν το νούµερο δεκαπέντε είναι πια δοξαστικά τεντωµένο, το σκέφτεται µε µια απότοµη βουτιά στην πρώιµη εφηβεία, τότε που όλα µεταφράζονταν ανάλογα µε το ποιον ήταν ξεµυαλισµένη. «Ένα όπως Α, δηλαδή Άλεξ, πέντε όπως Ε, δηλαδή Έλσα». Αν δεν ήταν τόσο θολωµένη από την αϋπνία, µπορεί και να αυτοχαστουκιζόταν εκείνη τη στιγµή από την τεράστια βλακεία
που σκέφτηκε, τα ουρλιαχτά της παρέας τη βγάζουν από τον λήθαργο. Επιβιβάζονται, αυτό δα κι αν είναι άθλος, ένα ψηλό ψάθινο τείχος που πρέπει να εκπορθηθεί, πόδια τεντώνονται και χέρια σπρώχνουν µαλακά µικρά ή µεγαλύτερα ή πολύ µεγαλύτερα οπίσθια. Γέλια, φωνές, ένα πανηγύρι λίγο πριν τις έξι το πρωί, η αδρεναλίνη σε λίγο θα χτυπήσει κόκκινο µε την πτήση, θα ξεχειλίσει, µερικές σταγόνες από τώρα, προκαταρκτικά, δεν είναι και άσχηµες. Είναι µέσα στο καλάθι όρθιοι, κι έτσι θα συνεχίσουν, παίρνουν τις θέσεις που θα έχουν σε όλη τη διάρκεια της «πτήσης». Δεν επιτρέπονται οι άσκοπες και κυρίως απότοµες µετακινήσεις. Στέκεται στην άκρη η Έλσα, κρατάει µε τα χέρια το τελείωµα του ψάθινου καλαθιού που της φτάνει ως τη µέση του στήθους της, ο φόβος ξεκλειδώνει µε κρότο τις πύλες του µυαλού της που τις φύλαγαν ο Λήθαργος και η Νύστα. Τώρα µπορεί να σκεφθεί µε ενάργεια· αυτή είναι ένα υψοφοβικό άτοµο που και µόνο η σκέψη ενός µελλοντικού ταξιδιού µε αεροπλάνο την παγώνει και τούτη τη στιγµή βρίσκεται, ο Χριστός και η Παναγιά, µέσα σε ένα καλάθι µε άλλα δεκαοκτώ άτοµα, ένα καλάθι που ο «πιλότος» του, σε άπταιστα αγγλικά, εξηγεί σε όσους ενδιαφέρονται πώς ακριβώς λειτουργεί. Όσο το σκέφτεται, το βρίσκει αποπνικτικό και καθόλου ανθεκτικό. Ακούγεται ο ήχος από το αέριο που βγαίνει από τις µποτίλιες. Επιστηµονικές ονοµασίες δεν της χρειάζονται και ούτε καν προσπαθεί να τις ανακαλέσει. «Ωωωωωωωωωωω» κάνουν όλοι, και µε την άκρη του µατιού της βλέπει –στην πραγµατικότητα
για πρώτη φορά το παρατηρεί– τη φλόγα να περνάει ακριβώς µέσα από το κέντρο του κύκλου που σχηµατίζει το κάτω µέρος του αερόστατου. «Φύγαµε!» κάποιος ξεφωνίζει καθώς το καλάθι τους µια σηκώνεται λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος και µια πέφτει πάλι κάτω τραντάζοντάς τους. Τα χέρια της µούσκεµα στον ιδρώτα. Είναι µερικά πράγµατα στον κόσµο που δεν θα τα έχανε µε τίποτα· το έχει υποσχεθεί αυτό στον εαυτό της εδώ και χρόνια. Το αερόστατο δεν ήταν µέσα σ’ αυτά τα πράγµατα αλλά µε το που αφήνουν το έδαφος, λίγο, να, µισό µέτρο, ένα, δύο, η ψυχή της ξαλαφρώνει. Δόξα τω Θεώ! Δεν θα τη νικήσει ο φόβος, δεν θα χάσει την «ανεπανάληπτη εµπειρία» της πτήσης µε αερόστατο πάνω από την κοιλάδα µε τους ογκολιθικούς σχηµατισµούς, όπως λένε/υπόσχονται/προµοτάρουν όλοι οι τουριστικοί οδηγοί. Ακούει γέλια πίσω της, ο «πιλότος» µόλις τους ανέφερε το τουριστικό όνοµα της κοιλάδας, «Love Valley», εξαιτίας του φαλλικού σχήµατος των περισσότερων σχηµατισµών. Ακούει τα γέλια πίσω της, η παρέα το φχαριστήθηκε και όλοι το επαναλαµβάνουν «Love Valley, Love Valley» και δώσ’ του γέλια. Εκείνη ούτε καν χαµογελά –και δεν είναι από φόβο–, το βρίσκει άδικο και για την κοιλάδα, αλλά και για την Αγάπη να έχει σύµβολο µόνο έναν φαλλό… Η Έλσα πετάει πάνω από τη γη των προγόνων, εκείνη που η γιαγιά της αποκαλούσε πατρίδα. Ή µεµλεκέτ. Μια χώρα παράξενη στο κέντρο της Μικράς Ασίας που έγινε αποικία των Ασσυρίων· κατοικήθηκε από τους Χετταίους· υπήρξε σατραπεία
των Περσών· ελευθερώθηκε από τον Μεγαλέξανδρο και υιοθέτησε την ελληνική γλώσσα· έγινε ανεξάρτητο βασίλειο· προσαρτήθηκε στη Ρωµαϊκή αυτοκρατορία· διετέλεσε επαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας µέχρι τον 11ο αιώνα και τότε γνώρισε τη µεγάλη της θρησκευτική άνθηση. Μετά τον 11ο αιώνα, η Καππαδοκία υποτάχθηκε στους Σελτζούκους Τούρκους και αργότερα έγινε αυτόνοµη χώρα κάτω από τη Δυναστεία των Καραµάν – από εκεί προήλθε το όνοµα Καραµανία. Στο τέλος, το κράτος των Καραµανλήδων καταλήφθηκε από τους Οθωµανούς Τούρκους και παρέµεινε σ’ αυτούς, χωρίς όµως οι κάτοικοι να χάσουν την ελληνική συνείδηση και τη χριστιανική τους πίστη. Όλα αυτά έρχονται µεµιάς στο µυαλό της, τα έχει διαβάσει ή τα άκουσε από την αρχηγό, ίσως και τα δυο. Δεν θυµάται µε ακρίβεια τώρα που το αερόστατο πετάει σε ύψος περίπου εκατό µέτρων, µπορεί και λίγο περισσότερο, πάνω από την κοιλάδα που διαµορφώθηκε χιλιάδες χρόνια πριν από τις απανωτές εκρήξεις του Αργαίου και του όρους Χασάν, που βάλθηκαν να συναγωνίζονται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα. Οι απανωτές εκρήξεις τους σκέπασαν την περιοχή και έντυσαν το οροπέδιο µε λάβα, λάσπη, βασάλτη και ανδεσίτη. Αυτό το ηφαιστειογενές περίβληµα µετά υπέστη διαβρώσεις από τους ανέµους και τα νερά και δηµιούργησε το εξωπραγµατικό, φαντασµαγορικό τοπίο. Το 1985 η Unesco ανακήρυξε την περιοχή, όπως και πολλές άλλες στην Καππαδοκία, µνηµείο φυσικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Παρατηρεί µε κοµµένη την ανάσα από την απίστευτη οµορφιά, παρατηρεί τους σχηµατισµούς που… εντάξει, θα µπορούσες να πεις πως έχουν φαλλικό σχήµα αλλά δεν θα πήγαινε εκεί ποτέ ο νους της, καθώς είναι πλασιωµένοι από το πρώτο χορτάρι της εποχής –η άνοιξη αργεί σε εκείνο το µέρος µε το µεγάλο υψόµετρο–, τις ανθισµένες αµυγδαλιές και να, εκεί, εκεί, συστάδες από τεράστιες πασχαλιές – το εικάζει από το υπέροχο χρώµα τους, το ύψος δεν της επιτρέπει να είναι σίγουρη. Το αερόστατο άλλοτε πηγαίνει σύριζα στους βράχους – σχεδόν αισθάνεται την κορυφή τους να χαϊδεύει τις πατούσες της– και άλλοτε αποµακρύνεται για να βλέπουν οι επιβάτες τους σχηµατισµούς από το πλάι ή από λίγο πιο µακριά. Ύστερα πλησιάζει τις βραχώδεις πλαγιές των ανέπαφων από τον αέρα τµηµάτων του βουνού που δεν απέκτησαν ποτέ λεπτούς κορµούς, µόνο ο άνθρωπος –αυτό το ιερό τέρας, το πιο άγριο θηρίο– ανέβηκε ως εκεί απάνω και έσκαψε σπηλιές για να κρυφτεί, να κατοικήσει, να πολεµήσει, να µονάσει. Χωρίς λόγια, το πολύβουο σε άλλες στιγµές γκρουπ, παρακολουθεί το ανεπανάληπτο τοπίο και συνοδεύει την ικανοποίηση, τον θαυµασµό και καµιά φορά την αγωνία του µε µικρά ή µεγαλύτερα επιφωνήµατα, καθώς ο ήλιος πια έχει ανατείλει για τα καλά και στον ανέφελο ουρανό αρµενίζουν κάµποσα –δεν τα µετράει η Έλσα, δεν υπάρχει λόγος, αλλά θα ’ναι σαράντα, µπορεί και πενήντα– αερόστατα, που έχουν µετατραπεί σε πολύχρωµα στολίδια του ουρανού γιατί όχι και σε
αστέρια της µέρας. Την ώρα που ο ήλιος ανεβαίνει αργά αλλά θριαµβευτικά στο στερέωµα και µε τις πρώτες του αχτίδες ζεσταίνει το πρόσωπο της Έλσας, εκείνοι περνούν κοντά από το χωριό Κόραµα – Γκιόρεµε το τούρκικο όνοµα–, ένα χωριό βγαλµένο θαρρείς από τα παραµύθια, που είναι λαξευµένο στην πλαγιά του βουνού και στη µέση κυλάει ένα ποτάµι. «Θα πάµε εκεί για καφέ» τους υπόσχεται η Ελένη καθώς τα επιφωνήµατα θαυµασµού εντείνονται. Το τοπίο µε το χρυσό φως του ήλιου αλλάζει πάλι, οµορφαίνει, οι βράχοι βάφονται χρυσαφιοί, γενναιόδωρη η φύση, τσιγκουνιές δεν κάνει όταν θέλει να σε γοητεύσει. Η πτήση κοντεύει να τελειώσει και η Έλσα λυπάται, για πρώτη φορά στη ζωή της, που δεν θα είναι πια ψηλά, που θα αναγκασθεί –ναι, ακριβώς αυτή είναι η λέξη– να πατήσει το πόδι της στη γη. Έστω σε αυτή τη γη, τη µάνα-γη. Και λυπάται που δεν είναι ζωγράφος να µπορέσει να απαθανατίσει την τόση οµορφιά, τα λόγια και οι σκέψεις είναι φτωχά για να περιγράψουν το µεγαλειώδες τοπίο. Όπως δεν στενοχωρείται που ξέχασε τη φωτογραφική της µηχανή, είναι τόση η µαγεία, είναι βαθιά υπνωτισµένη από όσα βλέπει, σίγουρα δεν θα µπορούσε ούτε µια φορά να πατήσει το κουµπί της κάµερας. Γιατί αυτή δεν είναι µια επαγγελµατίας φωτογράφος όπως ο… Εκείνος. Ένα πολυάριθµο σµήνος περιστεριών περνάει από δίπλα τους και αναγνωρίζει η Έλσα στο άκουσµα του φτερουγίσµατός τους τους χτύπους της καρδιάς της.
Περπατάει δίπλα στο ποταµάκι. Από τη µια µεριά το παλιό χωριό µε τα σπίτια σκαλισµένα µέσα στον κίτρινο βράχο, από την άλλη ο δρόµος και το νέο χωριό, καµία σχέση µε το παλιό. Ταβέρνες και καταστήµατα µε τουριστικά είδη, τίποτα δεν µένει αλώβητο από την επέλαση της προόδου ακόµα και εδώ, στο µέσον του πουθενά, στον οµφαλό της Μικράς Ασίας, σε ένα µέρος που µέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν «µακριά και από τον Θεό». Περπατάει δίπλα στο ποταµάκι η Έλσα, έχει ξεκοπεί από τους υπόλοιπους που, ζαλισµένοι από την οµορφιά, το ξύπνηµα µέσα στα άγρια χαράµατα και τη σαµπάνια που τους πότισαν µόλις έβαλαν το πόδι τους στη γη στο τέλος της πτήσης, πίνουν καφέδες, βλέπουν χαλιά σε µια εντυπωσιακή έκθεση και τιτιβίζουν ασυνάρτητα αλλά ευτυχισµένοι και ξένοιαστοι, σαν µικρά παιδιά. Έχει βγάλει το χοντρό χειµωνιάτικο µπουφάν, ο ήλιος αρχίζει να ζεσταίνει, σηκώνει τα µανίκια της µπλούζας της και χαζεύει τις πάπιες που ταξιδεύουν αµέριµνες στα νερά του µικρού ποταµού βουτώντας µέσα κάθε τόσο το κεφάλι τους. Διασχίζει µια ξύλινη γεφυρούλα που ενώνει τις όχθες του ποταµού, δεν ξέρει ακόµη αν θέλει να πάει απέναντι, δεν της αρέσει το «απέναντι» έτσι όπως το βλέπει. Όµως δεν ξέρει, ίσως αν πάει κοντά, αν χωθεί στα στενά δροµάκια, αν δει κάποια χαµόγελα, αν ανταλλάξει µερικές κουβέντες, ίσως… µπορεί και
να αλλάξει γνώµη. Δεν είναι δυνατόν πάντα να είναι από τη µια µεριά, όπως κάνει και στη ζωή. Στη µέση της γέφυρας κοντοστέκεται, κοιτάει τις δυο όχθες, αυτό που βλέπει από τα δεξιά κάνει την ψυχή της να πεταρίζει από οµορφιά και συγκίνηση, η άλλη πλευρά τής προκαλεί µια δυσφορία. «Στάσου! Στάσου εκεί!» ακούει τη φωνή του, δηλαδή δεν είναι σίγουρη πως είναι η φωνή του, είναι σίγουρη όµως πως αυτός που της απευθύνεται µιλάει στα αγγλικά, άρα… Χαµογελάει αµήχανα, φυσικά και είναι εκείνος, δεν απορεί καθόλου πως έχει βρεθεί εδώ. Στην ουσία η Έλσα συνειδητοποιεί πως όλες αυτές τις ώρες, τις ώρες που ήταν βυθισµένη στην οµορφιά του τοπίου, ένα τµήµα του µυαλού της ήταν σε εκείνον και στο πού θα µπορούσε να βρισκόταν. Η συνειδητοποίηση αυτή προσθέτει πόντους στην αµηχανία της που τώρα την κυριεύει ολόκληρη. Μια µικρή τρεµούλα –την αποδίδει σε ένα ξαφνικό κρύο που καθόλου δεν έχει ενσκήψει τόσο ξαφνικά– κάνει το κορµί της να παγώσει, σχεδόν ακούει το αίµα της να κάνει κρότο µέσα στις φλέβες σαν να ρίχνεις παγάκια µέσα σε ένα γυάλινο, εύθραυστο ποτήρι – την καρδιά της; «Στάσου εκεί!» συνεχίζει ο Άλεξ να τη φωτογραφίζει ασταµάτητα. «Πάλι έχεις έναν ήλιο κοντά στο πρόσωπό σου. Μ’ αρέσει, µ’ αρέσει πολύ!» Φέρνει το χέρι της αυτόµατα στην κίτρινη κορδέλα, αλήθεια, την είχε ξεχάσει, χαµογελάει, άκου εκεί «έναν ήλιο στο
πρόσωπο»!
Πίνουν τσάι και καπνίζουν παρέα. Το πρώτο τσιγάρο της µέρας για την Έλσα, το πολλοστό για τον Άλεξ. Το καφενεδάκι είναι στο τέλος του χωριού, ακριβώς εκεί που το ποτάµι παίρνει µια στροφή και εγκαταλείπει το χωριό, πάει να βρει την τύχη του αλλού. Οι αχτίδες του ήλιου δεν έχουν γίνει ακόµη κάθετες, πέφτουν λοξά στο νερό που κυλάει βιαστικό και µπορείς να δεις τις πέτρες στον πάτο να στραφταλίζουν ξαφνιασµένες, αιώνες πέρασαν και δεν έχουν συνηθίσει ακόµη αυτή τη σχέση µαζί του, δεν έµαθαν πως από αυτόν εξαρτώνται τα πάντα. «Κοίτα εδώ» ο Άλεξ βάζει την κάµερα µπροστά της και στην οθόνη εµφανίζεται το πρόσωπό της. Βγάζει τα γυαλιά της πρεσβυωπίας βιαστική από την τσάντα της. Ναι, είναι εκείνη, αλλά δεν είναι τώρα, είναι… είναι ψηλά στον ουρανό, είναι πάνω στο αερόστατο. «Πού ήσουν;» ρωτάει και ξαφνικά θέλει να βάλει τα γέλια. Α, ρε Ερωφίλη, και να έβλεπες από καµιά µεριά! «Όταν ήσουν στα πάνω σου!» Κάνει λογοπαίγνιο ο Άλεξ, εννοώντας σαφώς «όταν ήσουν ψηλά», δηλαδή στο αερόστατο, και το αστραφτερό του χαµόγελο πάει να συναντήσει τις πέτρες που λάµπουν µέσα στο ποτάµι. «Δεν… δεν σε είδα πουθενά…». Δεν ξέρει τι να πει η Έλσα,
η έκφραση που έχει στη φωτογραφία της φέρνει αµηχανία, ίσως και λίγη ντροπή πάλι. Πώς… πώς… «Άρα µε έψαξες…» συνεχίζει εκείνος µε το ίδιο χαµόγελο, στον ίδιο πειρακτικό τόνο. «Έχω τηλεφακό που µπορεί να φωτογραφίσει από πολύ µακριά και εµείς… τα αερόστατά µας δηλαδή… δεν είχαµε παραπάνω από διακόσια µέτρα απόσταση, καλή µου». Δεν απαντάει αµέσως, την προσοχή της έχει αποσπάσει η γυναίκα που φαίνεται στην κάµερα. Δεν είναι αυτή κι ας της µοιάζει, είναι µια άλλη, µια ξένη που έχει το κεφάλι κάπως γερµένο προς τα πίσω, τα µάτια µισάνοιχτα και το στόµα… τα χείλη της… τι να πει; Λες και µουρµουρίζει µια προσευχή; Σαν να ζει µια στιγµή ηδονής; Λες και µόλις φίλησε στόµα αγαπηµένο; Όχι, δεν µπορεί, δεν είναι η ίδια! Τι χρώµατα είναι αυτά… Όλο της το πρόσωπο έχει ένα υπέροχο, εξωπραγµατικό φως. Είναι… µοιάζει… απαλό ροζ. Όχι, όχι ροζ. Πιο απαλό, το χρώµα του άγουρου βερίκοκου, πότε είχε αυτή τέτοιο χρώµα; Και τα µαλλιά της, κατακόκκινα. Και η κίτρινη κορδέλα στο κεφάλι. Χρόνια έχει να δει το πρόσωπό της εκφραστικό, όµορφο τολµάει να πει. Και αυτό το χρώµα… «Ερωτική» συµπληρώνει ο Άλεξ και µια αχτίδα του ήλιου βρίσκει σηµάδι και χαρακώνει τον δεξή του κρόταφο, το µάγουλο και την άκρη των χρυσών του µαλλιών που ακουµπάνε στον γιακά του άσπρου πουκάµισου. Ερωτική… Αναδεύεται στη θέση της η Έλσα, η λέξη «erotic» είναι
καθαρά ελληνική και δεν αφήνει καµιά αµφιβολία, δεν µπορεί να ρίξει την ευθύνη στα λειψά της αγγλικά και να απαλλαγεί από τον χαρακτηρισµό που της αποδίδει. Προσπαθεί, µάταια όµως, να γελάσει, να το ρίξει στην πλάκα, να δείξει πως µπορεί στο χαλαρό να δεχτεί ένα κοµπλιµάν. «Νοµίζεις;» ρωτάει και το µετανιώνει αµέσως, ανοίγει θέµατα τώρα µε µια τέτοια ερώτηση. «Το πιστεύω. Κοίτα το χρώµα του προσώπου σου. Χα, χα, χα!» γελάει πρόσχαρα. «Μην παρεξηγηθείς, σε παρακαλώ, είσαι ένα όµορφο βερίκοκο, έτοιµο να φαγωθεί. Και αυτό οφείλεται, το υπέροχο χρώµα εννοώ, στο φως του ήλιου που µόλις ανέτειλε. Εσύ είσαι ένα όµορφο βερίκοκο και εγώ ένας µεγάλος φωτογράφος που µπόρεσα να το βγάλω αυτό από µέσα σου!» Και κάνοντας µια κίνηση που ίσως και να είναι µια µορφή υπόκλισης, της γυρνάει την πλάτη και αποµακρύνεται µε γρήγορα βήµατα. Άναυδη δεν µπορεί να ξεκολλήσει τα µάτια της που παρατηρούν ανενδοίαστα τα ψηλά του πόδια, τους στενούς γοφούς, τις φαρδιές πλάτες, τα µακριά του χέρια. Φαντάζεται ένα ξανθό χνούδι να καλύπτει τη λευκή επιδερµίδα των µηρών, φουσκωµένες φλέβες στο εσωτερικό του βραχίονα, όµορφα, σµιλεµένα από χέρι γλύπτη θαρρείς δάχτυλα ποδιών, γυµνασµένους µυς στο στοµάχι, ανάγλυφα λαγόνια. Μια φλόγα τρέχει στο σώµα της και αισθάνεται την ίδια κάψα που τη βρήκε και στο χαµάµ, δυο µέρες πριν.
Ύστερα τρέχει εκείνη να συναντήσει τους άλλους, δεν µπορεί κάτι θα την έχει πειράξει· τρέχει, ίσως και να ’ναι το υψόµετρο· τρέχει, µπορεί και το κλίµα· τρέχει να βρει τους άλλους, ίσως να φταίει και η σαµπάνια, ποτέ δεν της άρεσε. Τι στην ευχή της ήρθε να την πιει και µάλιστα πρωινιάτικα µόλις κατέβηκαν από το αερόστατο… Αλήθεια, τι όνειρο ήταν η πτήση εκείνη! Άκου εκεί «όµορφο βερίκοκο»! Τρέχει η Έλσα να φύγει µακριά του, όσο πιο µακριά µπορεί· τρέχει να βρει τους ακίνδυνους ανθρώπους, αυτούς που δεν πρόκειται να της ταράξουν τη ζωή, ούτε να τη βάλουν σε διλήµµατα, που θα τους βρει, κατά πάσα πιθανότητα, ακόµη να κάνουν την ίδια ανούσια διαπραγµάτευση, µε τα ίδια άνοστα αστεία, να κάνουν άχρηστα παζάρια για ένα άχρηστο χαλάκι προσευχής που δεν θέλουν να πάρουν, αλλά θα είναι µαγκιά να το κατεβάσουν στη µισή του τιµή. Τρέχει να σµίξει µαζί τους, να σωθεί από αυτό που την κυνηγάει. Τη διάγνωση πως είναι ζωντανή.
Μισοσκόταδο στο δωµάτιο από τις βαριές υφαντές κουρτίνες, τις έχει τραβήξει για να µην µπαίνει το φως που κραυγάζει έξω πως είναι ένα λαµπερό απόγευµα, στην αρχή ενός λαµπερού καλοκαιριού. Πετάει το κινητό της τηλέφωνο πάνω στο όµορφο πάτσγουρκ πάπλωµα και εύχεται να µπερδευτεί ανάµεσα στα διάφορα χρώµατα και σχέδιά του, να χαθεί, να εξαφανιστεί.
Ύστερα το παίρνει πάλι κοντά της µετανιωµένη. Τι της φταίει η Ερωφίλη… η Ερωφίλη και η µάνα της… και το έχει συνέχεια κλειστό, δεν δικαιούνται να µάθουν αν είναι καλά, να ρωτήσουν πώς περνάει; Αυτό το «πώς περνάει» την παραπέµπει στις ερωτήσεις που σχεδόν βέβαια θα της κάνουν και οι απαντήσεις που θα πρέπει να δώσει της φέρνουν αµηχανία, αυτές είναι το εµπόδιο να ανοίξει το τηλέφωνό της και να φερθεί σαν φυσιολογικός άνθρωπος. Φυσιολογικός και ενήλικας. Και οπωσδήποτε κυρίαρχος του εαυτού του, που είναι σε θέση να πει όσα θέλει και να αποφύγει να αποκαλύψει αυτά που δεν θέλει. Απλό. Είναι απλό. Θωπεύει τα γράµµατα η Έλσα, τα χαϊδεύει έτσι, στα τυφλά, καθώς το µισοσκόταδο και η πρεσβυωπία, µε συνοπτικές διαδικασίας, συµφώνησαν µεταξύ τους και δεν της επιτρέπουν να δει ούτε ένα. Χιλιάδες γράµµατα χυµένα πάνω στο χαρτί του ηµερολογίου, χυµένα από χέρι λεπτό, λευκό, αβρό και νεανικό, το χέρι µιας αρχοντοπούλας της Καισάρειας. Και εκείνα τα καλλιγραφικά γράµµατα, τα χαραγµένα µε ασηµένια πένα, όνειρα, ελπίδες και αναστεναγµούς της µεταφέρουν. Έτσι όπως τα θωπεύει στα σκοτεινά, κάτι από τη θέρµη µιας νιότης που ογδόντα χρόνια µετά αναδύεται από το ηµερολόγιο της Σεβαστής την κάνει τελικά να χαµογελάσει ονειροπαρµένα. Την Έλσα, την ξαφνιασµένη σαρανταπεντάρα και βάλε, που µε έκπληξη, για να µην πει µε τρόµο, βλέπει τη ζωή να κάνει και πάλι την εµφάνιση πάνω της – όπως την είχαν
ενηµερώσει πως θα συνέβαινε διάφοροι αισιόδοξοι µέσα στα µαύρα χρόνια του πένθους της, µε την Ερωφίλη πρώτη και καλύτερη. Βλέπει τη ζωή να κάνει την εµφάνισή της µε τον πιο έντονο και θορυβώδη τρόπο που θα µπορούσε να φαντασθεί ποτέ, ακόµα και στις πιο φωτεινές και αισιόδοξες στιγµές· τότε που, προσπαθώντας να βοηθήσει τον εαυτό της να βγει από την κινούµενη άµµο της κατάθλιψης και υπακούοντας στις υποδείξεις της ψυχολόγου, έκανε «ασκήσεις αισιοδοξίας» για το πώς ονειρεύεται το µέλλον. Ότι δηλαδή, κάποτε η ζωή θα της χαµογελούσε και τότε θα µπορούσε να βρει οµορφιά σε ένα ηλιοβασίλεµα, νοστιµιά σε ένα φαγητό, απόλαυση σε µια ωραία µουσική, χαρά σε ένα φιλικό χαµόγελο, ενδιαφέρον σε µια νέα σχέση. Οπωσδήποτε φιλική σχέση, η ερωτική ούτε περνούσε από το µυαλό της. Και τώρα, εδώ, σ’ αυτήν τη γη, τη µεµλεκέτ, την πατρίδα, η ζωή κάνει, µε επαναλαµβανόµενες εκρήξεις και εκκωφαντικό κρότο την εµφάνισή της, σαν καλοκαιρινή µπόρα σε καθαρό ουρανό. Και η Έλσα, έρµαιο σ’ αυτήν την καταιγίδα που έχει ξεσπάσει, παρακολουθεί την επάνοδο της ζωής στο σώµα της µε τον πιο παράδοξο τρόπο. Με τη µορφή της ερωτικής επιθυµίας.
1912: Καισάρεια
Οικογένεια Χατζηαβράµογλου
«Τη συγχώρεση και την ευχή σου, νενέ» είπε το κοριτσάκι φιλώντας το χέρι της γερόντισσας. Χαµογέλασε η Σεβαστή και χάιδεψε τρυφερά το κοκκινοµάλλικο κεφαλάκι της λατρεµένης της εγγονής, της πρωτότοκης Σεβαστούλας, του πλάσµατος που της είχε αλλάξει τη ζωή. Γιατί, µε το που είχε γεννηθεί η µικρή, η σκληρή καρδιά της Σεβαστής είχε γεµίσει µε τόσο πολλή αγάπη, που είχε γίνει άλλος άνθρωπος. Και η γιαγιά θα ευγνωµονούσε για πάντα την εγγονή της για την αλλαγή που της είχε επιφέρει. Η Μακρίνα είχε αντιληφθεί αµέσως τη διαφορά καθώς η πεθερά της, µε το που η νύφη έφερε στον κόσµο το πρώτο της παιδί, είχε αλλάξει συµπεριφορά απέναντί της και την είχε παραδεχθεί σαν ισάξιά της. Όταν δε γέννησε το αρσενικό, η
Σεβαστή υποκλίθηκε –νοερά, βέβαια– στη νύφη της. Και σαν γεννήθηκε το τρίτο παιδί, ένα κοριτσάκι που όλοι έλεγαν πως έµοιαζε στη νενέ του, η Σεβαστή παραδέχτηκε –εξίσου νοερά– τη νύφη της σαν ανώτερη από εκείνη. Και η παραδοχή εκείνη τη γέµισε ηρεµία, δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει στη Μακρίνα πως ήταν καλή µάνα, έπαψε να την ανταγωνίζεται και να ψάχνει συνέχεια να της βρει κουσούρια και φταιξίµατα, και βαθιά µέσα της της αναγνώρισε και τον τίτλο της «καλής συζύγου», αφού ποτέ η κοπέλα δεν προέβαλλε τον εαυτό της πάνω από τον Αβραάµ. Εξάλλου, µε τον θάνατο του Πρόδροµου, του άνδρα που ποτέ δεν εκτίµησε και στον οποίο ποτέ δεν χαλάλισε την υψηλή καταγωγή και προέλευσή της, η Σεβαστή Χατζηαβράµογλου σχεδόν κατέρρευσε και έχασε το ενδιαφέρον της για τη ζωή. Άρχισε να τρώει όλο και λιγότερο και αδυνάτισε ανησυχητικά, σε σηµείο που οι δικοί της, η νύφη και ο γιος της, θορυβήθηκαν και έφεραν γιατρό να τη δει. Αρνήθηκε η Σεβαστή. «Κάποτε έπρεπε να συµβεί κι αυτό» τους είπε µόνο, και δεν κατάλαβαν αν εννοούσε το αδυνάτισµα ή τον θάνατο του Πρόδροµου. Η απώλεια των κιλών συνοδεύτηκε και από απώλεια της έντασης της φωνής της, βροντόφωνη από πάντα η Σεβαστή, από τη στιγµή που παντρεύτηκε είχε αρχίσει να µιλάει σε επιτακτικό τόνο προς όλους – ακόµα και προς τους γονείς της. Τη φωνή και τις επιπλήξεις της έτρεµαν οι οικείοι, µακάρι και ο άνδρας της, όσο για τους υπηρέτες και τους υποτακτικούς… τι να λέµε τώρα. Με το που έριξε τους τόνους η Σεβαστή,
απόκτησε µια φωνούλα απαλή σαν µικρού παιδιού που δεν δυσκολευόταν πια να είναι και τρυφερή, ειδικά όταν απευθυνόταν στα εγγόνια της. Έτσι η ηλικιωµένη γυναίκα µεταβλήθηκε σε ένα αθόρυβο πλάσµα που, παύοντας να ανακατεύεται στη διοίκηση του σπιτιού και των κτηµάτων και παραδίδοντας τα ηνία στη Μακρίνα, είχε ενδιαφέρον µόνο για τα «γιαβριά της», τον Θεό και το Ταµείο των Φτωχών. Φιλανθρωπίες που πιθανόν να καθοδηγούνταν από τη βάσιµη υποψία πως πλησίαζε το τέλος της, άρα έπρεπε να έχει ένα «εισιτήριο» που θα της άνοιγε τις Πύλες του Παραδείσου, αλλά δεν έπαυαν να ωφελούν ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Η φιλευσπλαχνία της Σεβαστής έφερε γαλήνη και ευτυχία, καταρχήν στις γυναίκες που είχαν γεράσει σπίτι της, δηλαδή στην Ανό και την Κιµάτη –η πρώτη µάλιστα ήταν βυθισµένη σε βαθύ γήρας και η Σεβαστή την υπηρετούσε µε αυταπάρνηση–, στις οικογένειες όλων των υπόλοιπων που εργάζονταν κοντά τους, της οικογένειας του µακαρίτη του Χαρελέµ συµπεριλαµβανόµενης, αλλά και κάθε αναξιοπαθούντος της Καισάρειας και του Ανδρονικίου που το βάσανό του έφτανε στα αυτιά της. Η σχέση της Σεβαστής µε τον Θεό, περνώντας µέσα από την αγάπη για τα εγγόνια της, διασχίζοντας το µονοπάτι της αγωνίας για τη µεταθανάτια ζωή και καταλήγοντας πάλι στα εγγόνια της, έγινε πιο ουσιαστική και οπωσδήποτε πιο αποτελεσµατική εφόσον δεν θα µπορούσε κανείς να αποσυνδέσει τις φιλανθρωπίες της από την πίστη της.
Αυτή λοιπόν τη γλυκιά γιαγιούλα –ω ναι, θα µπορούσε κανείς άνετα να χαρακτηρίσει τη Σεβαστή «γλυκιά γιαγιά» τα χρόνια εκείνα–, µε τον ήπιο χαρακτήρα, τη χαµηλή τρυφερή φωνή, την προσευχή στα χείλη και το χέρι πάντα στην τσέπη για να βοηθήσει όσους είχαν ανάγκη, αυτήν αγάπησε βαθιά και θυµόταν σε όλη της τη ζωή η Σεβαστούλα, η πρωτότοκη εγγονή. Και η Μακρίνα ποτέ δεν προσπάθησε να αµαυρώσει στη συνείδηση των παιδιών της την εικόνα της γιαγιάς τους, διηγούµενη ιστορίες του παρελθόντος…
«Τη συγχώρεση και την ευχή σου, νενέ» είπε η Σεβαστούλα και φίλησε το χέρι της γερόντισσας. Θα πήγαινε να κοινωνήσει µαζί µε τη µάνα και τα αδέλφια της και είχε φορέσει το καλό φουστανάκι της από κόκκινο καντιφέ – σαν τον µανδύα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που τόσοι και τόσοι είχαν προέλθει από τον τόπο της. Η µεγάλη Σεβαστή χάιδεψε τρυφερά το κοκκινοµάλλικο κεφαλάκι της λατρεµένης της εγγονής, ήταν και ξαγρυπνισµένη· η Ανό, η πιστή της υπηρέτρια και µαγείρισσα, βρισκόταν στα τελευταία της και η Σεβαστή είχε ξενυχτήσει στο πλάι της, κάνοντας για εκείνη ό,τι δεν είχε κάνει ούτε για τους γονείς της. Εννιά χρονών η Σεβαστούλα, και ήταν ψηλή και λιγνή σαν τη µάνα της, είχε πλούσια κόκκινα µαλλιά –ίσως µια σταξιά
καστανού από τον πατέρα της να τους είχαν δώσει το χρώµα της σκουριάς– και µεγάλα γαλάζια µάτια. Ατόφιο, χωρίς καµιά πρόσµειξη, είχε κληρονοµηθεί στην πρωτότοκη κόρη το θαλασσί χρώµα των µατιών της Μακρίνας και ήταν περήφανη η µάνα γι’ αυτό, τελικά δεν είχε χαθεί στα βάθη των αιώνων της Καππαδοκίας η µία και µοναδική φλέβα από τη Βρετανία. Το κορίτσι, φυσικά, καµία επίγνωση δεν είχε ακόµη περί της οµορφιάς που της προσέδιδε το σπάνιο χρώµα των µατιών της, αλλά ούτε και είχε δει ποτέ τη θάλασσα ώστε να το παροµοιάσει µε τα νερά της. Μπορεί να άκουγε µαγεµένη για εκείνη από τον πατέρα της κάθε φορά που τον συναντούσε, µπορεί να ονειρευόταν να πραγµατοποιηθεί σύντοµα η υπόσχεσή του πως «µια µέρα, και µάλιστα όπου να ’ναι, θα έρθετε όλοι στη Σµύρνη και θα κολυµπάτε µε τις ώρες στο θαλασσινό νερό», αλλά παρέµενε ανεκπλήρωτη γιατί στο «όλοι» συµπεριλαµβανόταν και η µεγάλη Σεβαστή, που φυσικά δεν µπορούσε, ούτε και επιθυµούσε να µετακινηθεί.
«Ο Θεός µόνο συγχωρεί, γιάβρουµ’» απάντησε η ηλικιωµένη γυναίκα. «Ένα αθώο πλάσµα είσαι εσύ» συνέχισε στα τούρκικα. «Σου δίνω σχώριο αφού µου το ζητάς, µακάρι άσπρο λουλούδι σαν την ψυχούλα σου να ’ταν και η δική µου. Να πας στο καλό, θα σας περιµένω να γυρίσετε, πονάνε τόσο πολύ τα ποδάρια µου σήµερα, λέω να µην έρθω στην εκκλησία…»
Και έφυγαν η Μακρίνα µε τις τέσσερις σπορές της, όλοι ντυµένοι µε τα καλά τους, µεγάλη γιορτή για την ορθοδοξία η Σταυροπροσκύνηση, σε λίγο θα είχαν Πάσχα, θα ερχόταν και ο Αβραάµ – έτσι είχε υποσχεθεί στην οικογένεια αλλά ποτέ δεν µπορούσε να είναι σίγουρος, οι δουλειές βλέπεις… Έφυγαν µε την άµαξα, ο Συµεών το στερνοπαίδι στην αγκαλιά της µάνας του κι ας ήταν πια σχεδόν τρία, δεν κατέβαινε από εκεί, κολληµένος πάνω της και εκείνη του είχε µεγάλη αδυναµία, ίσως γιατί είχε το όνοµα του πατέρα της. Τα άλλα παιδιά στο κάθισµα, η Σεβαστούλα σοβαρή και πειθαρχηµένη – «Μικρή, ωραία µου κυρία» την έλεγε η µάνα τους σαν βρίσκονταν µόνες τους· ο Μποδοσάκης φωνακλάς και απαιτητικός – το πρώτο αρσενικό βλέπεις, έπρεπε από τα µικράτα του να γίνει «αρχηγός» κι έτσι τον αποκαλούσε ο πατέρας του· η Ελισάβετ µε ένα µόνιµο χαµόγελο στα κόκκινα χειλάκια της, σαν νεράιδα της φάνταζε της Μακρίνας ώρες ώρες αυτό το παιδί της. Γύρισαν σε λιγότερο από ώρα – σε καµιά περίπτωση δεν θα ’χε απολύσει η Θεία Λειτουργία, αυτό ήταν το πρώτο που σκέφθηκε η Σεβαστή σαν άκουσε τα αλόγατα να φρουµάζουν µπροστά στην πόρτα τους. Μπήκανε στο σπίτι όλοι αµίλητοι και µουδιασµένοι. Η Μακρίνα –να την έσφαζες σταγόνα αίµα δεν θα έσταζε– ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες κρατώντας τον µικρό Συµεών στην αγκαλιά της. «Μητέρα, το παιδί λιποθύµησε, φωνάξαµε τον γιατρό» έδωσε πρόχειρες εξηγήσεις στην πεθερά της και εκείνη ανέβηκε µε προσπάθεια τη σκάλα και έφτασε κουτσαίνοντας και
βογκώντας ως την πόρτα της κάµαρας. Στο µεταξύ η Μακρίνα είχε ξαπλώσει το κατάχλωµο παιδάκι και του έδινε µικρά µπατσάκια να συνέλθει ενώ τα µαλλάκια και τα ρούχα του ήταν βρεγµένα, απόδειξη πως κάπου αλλού, στην εκκλησία προφανώς, το είχαν καταβρέξει. Τα άλλα τρία παιδιά, αµίλητα και δακρυσµένα στέκονταν σαν χαµένα κάτω από τον παραστάτη της πόρτας, µη γνωρίζοντας τι να κάνουν. Ο αδελφός τους είχε πέσει ξαφνικά κάτω στην εκκλησία και είχε αρχίσει να σφαδάζει στα µάρµαρα, από το στόµα του έβγαιναν αφροί ενώ τα µάτια του είχαν γυρίσει, µόνο το ασπράδι φαινόταν. «Ποια παλιόγρια γαλανοµάτα το βάσκανε το παιδάκι µας;» µούγκρισε η Σεβαστή και µετά έκανε το σχήµα του σταυρού πάνω από το κεφαλάκι του Συµεών, λέγοντας το «Πάτερ ηµών». Μέχρι να ’ρθει ο γιατρός, η Κιµάτη είχε καπνίσει τρεις φορές το παιδί µε λιβάνι και σταυρολούλουδα, το είχε σταυρώσει ισάριθµες φορές µε το θυµιατό και είχε πει όσες προσευχές ήξερε, φτύνοντας συγχρόνως στο προσωπάκι του και µουρµουρίζοντας «µασαλάχ, µασαλάχ», σε µια απέλπιδα προσπάθεια να το συνεφέρει µε το ανακάτωµα των δύο θρησκειών του τόπου. Το παιδί, αν και ανέπνεε ήρεµα, δεν είχε ανοίξει ακόµη τα µάτια του όταν έφτασε ο γιατρός, και η Μακρίνα είχε αρχίσει να χτυπάει τα µάγουλά της απελπισµένη. Γιατί το µωρό της δεν συνερχόταν;
Η Σεβαστή, κατακόκκινη από την πίεση –χρόνια τη βασάνιζε αλλά τώρα είχε επιστρέψει πιο άγρια και περισσότερο διεκδικητική µε αποτέλεσµα να της βουλώνει τα αυτιά και να της θολώνει το µυαλό–, κρατούσε µαζεµένα γύρω από την ποδιά της τα τρία εγγόνια της και µουρµούριζε συνέχεια «Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον». «Θα πεθάνει, νενέ, ο Συµεών µας;» ρώτησε ο Μποδοσάκης. «Μη λες τέτοια πράγµατα, γιάβρουµ’» τον µάλωσε γλυκά η Σεβαστή. «Αν κάποιος πρέπει να πεθάνει… είµαι εγώ» συνέχισε και αυτό έφερε κλάµατα στο αγοράκι. Τη γιαγιά του την αγαπούσε πιότερο από το αδελφάκι, αυτό ήταν σίγουρο, αλλά µαζί της δεν θα µπορούσε να πηγαίνει για κυνήγι πάνω στο άλογο όπως του υποσχόταν ο πατέρας. «Αν µεγαλώσει λίγο ακόµα ο Συµεών, θα πηγαίνετε µαζί µε τα άλογα, θα σου πάρω και ένα να έχεις για δικό σου». Οπότε, καλά έλεγε η γιαγιά, ας πέθαινε εκείνη!
Κούνησε το κεφάλι σκεφτικός ο γιατρός, έφερε κάτω από τα ρουθούνια του µικρού ένα βαζάκι να µυρίσει, έστρεψε το κεφαλάκι του να το αποφύγει το παιδί, επέµενε ο γιατρός, και ο Συµεών ξύπνησε µε κλάµατα. Κλάµατα που έφεραν δάκρυα ευτυχίας στα µάτια των γυναικών που παρακολουθούσαν από το άνοιγµα της πόρτας όσα διαδραµατίζονταν, και ξέσπασµα απόλυτης χαράς και συγκίνησης στη µάνα του παιδιού.
«Αν δεν το πάθει άλλη φορά θα το ξεχάσουµε, θα πούµε πως ήταν µια κακιά στιγµή» είπε ο γιατρός αφού εξέτασε προσεκτικά τον µικρό. «Θεωρώ πως είναι … επιληψία… Να τον προσέχεις, Μακρίνα, να τον έχεις στα σκοτάδια και στη δροσιά, να πίνει νερό µπόλικο, να βράζετε και να του δίνετε φύλλα ιξού[65] χλιαρά, να µην παίξει µε τα αδέλφια του για λίγες µέρες. Να τον προσέχεις πάντα…» Έµεινε βουβή η Μακρίνα. Το παιδί της, το αγόρι της το λατρεµένο, ήταν άρρωστο. Να κάτι που δεν είχε σκεφθεί µέχρι τώρα. Κάθε µέρα παρακαλούσε τον Θεό να έχει γερά τα παιδιά της, όλα τα παιδιά του κόσµου να τα έχει γερά, αλλά αυτό ήταν µια ευχή, µια προσευχή γενική. «Μεγάλο δώρο η υγεία» συνήθιζε να λέει ο θείος Ρίζος και να σταυροκοπιέται, αυτό ήξερε και η Μακρίνα, ποτέ δεν είχε πιστέψει πως η αρρώστια θα χτυπούσε και τη δική τους πόρτα και µάλιστα τόσο σκληρά. Στο τρυφερό της αγοράκι.
Ύστερα άρχισε το µεγάλο βάσανο. Ο Συµεών άργησε να συνέλθει, να σταθεί στα ποδαράκια του. Ήταν αδύνατο παιδάκι και ανόρεχτο, όλο αυτό δεν τον βοηθούσε να γιάνει σύντοµα. Και µόλις κάπως πήρε τ’ απάνω του, να πάλι µια κρίση, πολύ πιο δυνατή τούτη τη φορά, είδαν κι έπαθαν να τον συνεφέρουν. Και σε λίγες µέρες πάλι, και πάλι, και πάλι. Έλιωσε σαν το κερί το αγόρι, έλιωνε και η µάνα του που το
έβλεπε, σοβαρεύτηκαν απότοµα τα άλλα παιδιά, σιώπησαν, ντροπή το θεωρούσαν να χαίρονται ενώ το αδελφάκι τους υπέφερε. Με χαµηλές φωνές πια έπαιζαν την τυφλόµυγα και πάντα µέσα στην κάµαρα των κοριτσιών, όχι σε όλο το σπίτι όπως παλιά, νυχοπατούσαν µόνο στη σκάλα· πνιχτά τα γέλια τους, καλυµµένα µε χέρια και υφάσµατα. Και το χειρότερο, κόπηκαν οι αγκαλιές και τα νταχτιρντίσµατα από τη µάνα τους. Βουβή και συγκρατώντας µε κόπο συνέχεια τα δάκρυά της, η Μακρίνα αφοσιώθηκε στη φροντίδα του µικρού της παιδιού, λησµόνησε σχεδόν τα άλλα τα οποία βρήκαν παρηγοριά στην πάλαι ποτέ φαρδιά αγκαλιά της γιαγιάς τους που, κοίτα να δεις, έγινε και πάλι µαλακή και πλατιά και τα χώρεσε και τα τρία, παρά τους βασανιστικούς πόνους στις αρθρώσεις και την υπέρταση που έκανε το κεφάλι της Σεβαστής ασήκωτο και το αίµα να κοχλάζει µέσα στα αυτιά της. Ο Αβραάµ ήρθε και έφυγε συλλογισµένος, η γυναίκα του ήταν και πάλι αγνώριστη, µεγάλο το βάσανο του παιδιού, δεν λέει, αλλά η Μακρίνα πολύ κατάκαρδα το είχε πάρει. Αµίλητη, αγέλαστη, άφαγη, απόµακρη όσο ποτέ, µια κουβέντα µόνο του έλεγε από το πρωί ως το βράδυ. «Να φύγουµε, να φύγουµε, να φύγουµε, να έρθουµε στη Σµύρνη µαζί σου, να δούµε και άλλους γιατρούς». Είχε ρωτήσει, δεν είχε ρωτήσει µήπως ο Αβράµης γιατρούς στη Σµύρνη; Από την πρώτη µέρα κιόλας που το είχε µάθει, ειδοποιηµένος από ανησυχητικό τηλεγράφηµα. «Τίποτα» ήταν ρητή η διάγνωσή όλων τους σαν περιέγραψε τα συµπτώµατα.
«Τίποτα δεν γίνεται, ίσως µεγαλώνοντας µόνο… Στο µεταξύ να έχει όσο το δυνατόν πιο ήρεµη ζωή, να σιτίζεται καλά, να ζει σε δροσερό περιβάλλον και να µην έρχεται σε επαφή µε το έντονο φως του ήλιου. Ίσως µε τα χρόνια, µεγαλώνοντας…» Δεν ησύχασαν οι γονείς αλλά ο γιατρός στην Καισάρεια τους συµβούλεψε να µη µετακινήσουν τον Συµεών, ήταν αδύνατον να κάνει εκείνο το µεγάλο ταξίδι ως τη Σµύρνη, φοβόταν µήπως µια κρίση που θα τον έπιανε καθ’ οδόν απέβαινε µοιραία. Γι’ αυτό, µε κόπους, παρακάλια και πολλά πολλά λεφτά, κατόρθωσε ο Αβραάµ να στείλει στην Καισάρεια τον καλύτερο γιατρό. Τα ίδια και από εκεί. Ανάπαυση, καλή διατροφή, ηρεµία και ίσως µεγαλώνοντας να περνούσε η ασθένεια. Ο νέος γιατρός πρόσθεσε και µερικές σταγόνες οπίου, φάρµακο που έκανε το παιδί να µην έχει καµιά ζωηράδα και διάθεση, αλλά η κατάσταση δεν βελτιώθηκε, οι κρίσεις επαναλαµβάνονταν ισχυρές και εξουθενωτικές.
Στην κηδεία της Ανός, η οποία πέθανε, ξεχασµένη από τον Θεό, σε βαθιά γεράµατα, παραβρέθηκε και µια παλιά της γειτόνισσα, ίσως να ’ταν και κάπως συγγένισσα, ποιος να θυµόταν πια. Η αρρώστια του Συµεών, όσο κι αν είχαν προσπαθήσει να την κρατήσουν κρυφή οι Χατζηαβράµογλου, είχε µαθευτεί· ποιας υπηρέτριας το στόµα πρώτα να έκλεινε η Σεβαστή, κι ας τις είχε όλες απειλήσει πως θα τις πέταγε στον
δρόµο αν έλεγαν κάτι για το παιδί τους. Η Δέσποινα, η παλιά γειτόνισσα της Ανός, λίγο πριν φύγει και ενώ χαιρετούσε την περίλυπη Σεβαστή, πέταξε το φαρµάκι της. «Έµαθα για τ’ αγγόνι σου πως σεληνιάζεται… Να φέρετε παπάδες να το ξορκίσουν, δαιµονισµένο θα ’ναι» ψιθύρισε. «Αλάσαντικ!»[66] ούρλιαξε η αρχόντισσα Σεβαστή και χίµηξε να της βγάλει τα µάτια. Όχι και δαιµονισµένο το αγγελούδι τους! Την εµπόδισαν τα αρθριτικά της. «Φύγε µη σε χτυπήσω!» µούγκρισε και το αίµα έβαψε πάλι το πρόσωπό της. «Αλάσαντικ!» Και έφτυσε τον κόρφο της τρεις φορές. «Μπορεί να είναι µάγια!» φώναζε η άλλη καθώς αποµακρυνόταν. «Μπήκε δαίµονας µέσα του, δεν το βλέπετε!» Προκλήθηκε µια αναστάτωση, άλλοι έκαναν πως δεν άκουσαν, άλλοι το σχολίασαν αµέσως και µάλιστα αδιάκριτα. Ψίθυροι, σούσουρο, ως και τα παιδιά σώπασαν και ένας κουφός επανέλαβε δυνατά, τον άκουσαν και όσοι είχαν κάποιες αµφιβολίες: «Ποιος είναι δαιµονισµένος;». Πήρε τα παιδιά της και έφυγε άρον άρον η Μακρίνα, την ακολούθησε καµπουριασµένη η Κιµάτη – γιατί να της δώσει στα τέλη της τέτοια πίκρα ο Θεός; Ο Αβραάµ έλειπε και πάλι, κανείς άνδρας να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Κάτι ξαδέρφες και κάποιες συννυφάδες έτρεξαν κοντά στη Σεβαστή Χατζηαβράµογλου, το στόµα της στράβωνε σιγά σιγά και σάλια έπεφταν από την άκρη, η γυναίκα έγερνε από τα αριστερά, µε
κόπο κρατιόταν στη θέση της. Ενός κακού µύρια έπονται, έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες αλλά οι ήρωες αυτής της ιστορίας δεν το ήξεραν. Όχι όλοι τουλάχιστον. Όπως δεν το ήξερε ένα ολόκληρο έθνος εκεί πέρα, βαθιά στην Ανατολία.
«Μητέρα άρρωστη. Σπεύσε» τηλεγράφησε η Μακρίνα στη Σµύρνη. Ο νταµπλάς που είχε βρει τη Σεβαστή, την είχε αφήσει παράλυτη από την αριστερή πλευρά, κουφή και µισότυφλη. Είχε προσπαθήσει να µην ανησυχήσει τον άνδρα της η Μακρίνα αλλά οι γιατροί τής είπαν πως µπορεί ένα δεύτερο εγκεφαλικό, πράγµα που δεν απέκλειαν να συµβεί σύντοµα, να την άφηνε στον τόπο. Άρα ο Αβραάµ θα έπρεπε να το γνωρίζει. Το τηλεγράφηµα τον βρήκε στη Ρωσία που ταξίδευε για τις δουλειές του, ό,τι µπορούσε να ακυρώσει το ακύρωσε, ό,τι µπορούσε να επισπεύσει το έκανε, άλλες υποθέσεις όµως έπρεπε να εκτελεστούν πάραυτα, οι συµφωνίες «έτρεχαν» και κάθε µέρα καθυστέρησης σήµαινε χρήµα, και το χρήµα για το εµπόριο είναι ό,τι το οξυγόνο για τα ζωντανά όντα. Μ’ αυτά και µ’ αυτά πέρασαν πέντε µήνες µέχρι να φτάσει πίσω στην Καισάρεια, ψιλή η άµµος στην κλεψύδρα της ζωής και κυλούσε χωρίς να ρωτάει κανένα, ούτε περίµενε ούτε υπολόγιζε τίποτα. Στο µεταξύ, τα παιδιά της οικογένειας, ζαλισµένα ακόµη από
τη νέα κατάσταση που είχε παρουσιαστεί µε την αρρώστια της γιαγιάς τους και µη βρίσκοντας πουθενά πια παρηγοριά –η µητέρα συνέχιζε να είναι αφοσιωµένη στον Συµεών–, διαµόρφωσαν απότοµα ο καθένας τον χαρακτήρα που θα τους ακολουθούσε στην υπόλοιπη ζωή τους, σε όση ζωή έγραφε στον καθένα, τέλος πάντων, να ζήσει. Ο Μποδοσάκης, που ήταν από γεννησιµιού του ζωηρός και φωνακλάς, στην προσπάθειά του να ξεχωρίσει και να τραβήξει πάνω του τα βλέµµατα και το ενδιαφέρον της µάνας του, έγινε ακόµα πιο παλαβός. Παρά τη χρυσή ψυχούλα που έκρυβε κάτω από το λιανό του στήθος, έγινε νταής και εριστικός, έτοιµος πάντα για καβγά µε τα άλλα αγόρια στο σχολείο, µε τις αδελφές του, τις υπηρέτριες και τους υποτακτικούς στο σπίτι. Έτσι, µε τον τρόπο αυτό διεκδίκησε και πήρε σύντοµα την αρχηγία στην τάξη αλλά και στο σπίτι. «Εσύ είσαι τώρα ο άνδρας του σπιτιού» του έλεγε ο πατέρας, µετά τον θάνατο του παππού Πρόδροµου, πριν φύγει για κάθε ταξίδι, κι ας ήταν µόνο πέντε χρονών ο Μποδοσάκης. Άρα όφειλε το αγόρι, έστω και υποσυνείδητα, να γίνει αυτό για το οποίο προοριζόταν. Μόνο που, µε το παιδικό του µυαλό, πίστευε πως µε τις αταξίες και τις φωνές θα έκανε αισθητή την παρουσία του. Η Ελισάβετ, η όµορφη «νεράιδα» της µανούλας της, το γλυκό αέρινο πλασµατάκι µε το µόνιµο χαµόγελο στα κόκκινα χειλάκια του, µην αντέχοντας τον ψυχικό χωρισµό από εκείνη, καταρχήν προσκολλήθηκε στη Σεβαστούλα σαν να ’ταν η αδελφή της δέκα χρόνια µεγαλύτερη –κι ας ήταν µήτε τρία–,
ενώ έφτιαξε έναν παραµυθένιο κόσµο στο µυαλό της µέσα. Ο κόσµος αυτός ήταν ένας παράδεισος γεµάτος µε χαµογελαστές µαµάδες-Μακρίνες, τρυφερές γιαγιάδες-Σεβαστές και βροντογέλαστους µπαµπάδες-Αβραάµ και η ίδια ήταν µια πραγµατική νεράιδα. Ενώ, µε µια τροµακτική αγάπη, νοθευµένη µε µπόλικο φόβο, έγινε τακίµι µε τον αδελφό της τον Μποδοσάκη, προσπαθώντας να αντλήσει τη δύναµη που της έλειπε – έγινε τακίµι και εκτελεστικό του όργανο σε κάποιες αταξίες και ζηµιές που εκείνος, φοβούµενος τη σπάνια βέβαια, παρ’ όλα αυτά υπαρκτή, οργή της µάνας τους, έβαζε τη µικρή του αδελφή να τις εκτελεί. Και η Σεβαστούλα, η «µικρή κυρία» της µητέρας της, αναγκάσθηκε να επιβεβαιώσει τον τίτλο που της έδωσαν χωρίς να τη ρωτήσουν και µεγάλωσε πριν την ώρα της. Έγινε σοβαρή και µετρηµένη, µητρική µε τα αδέλφια της και παρηγορητική µε τη γιαγιά της, στην οποία παραστάθηκε µε αυταπάρνηση και έγινε για εκείνη τα µάτια και τα αυτιά της. Έγινε το παν, διαβάζοντάς της ιστορίες, ταΐζοντάς την και επιβλέποντας τις δυο υπηρέτριες που η Μακρίνα είχε προσλάβει για να φροντίζουν την πεθερά της. Η Σεβαστούλα όχι µόνο φέρθηκε ώριµα και υπεύθυνα αλλά ήταν η µόνη από τα αδελφάκια που έδειξε κατανόηση για την αδυναµία της µητέρας τους στον άρρωστο Συµεών και, καθώς ο πατέρας έλειπε µονίµως σχεδόν, αναγκάστηκε να γίνει αποφασιστική και ηγετική, χωρίς να έχει τα «έντονα» χαρακτηριστικά του Μποδοσάκη, που µε φωνές και
τσαµπουκάδες προσπαθούσε να επιβληθεί. Αντίθετα εκείνη, πάντα µε το χαµόγελο και τον γλυκό τον λόγο, καθοδηγούσε ή τέλος πάντων προσπαθούσε να καθοδηγήσει τα αδέλφια της και να τα κάνει να την υπακούσουν. Και κυβερνούσε το σπίτι, ναι, αυτή είναι η σωστή λέξη, µε λογική και γνώσεις πρωτόγνωρες για παιδί της ηλικίας της, ενώ ήταν και πρώτη µαθήτρια στο παρθεναγωγείο που φοιτούσε – έχτη τάξη, άλλες δυο και τέλειωνε το σχολειό. Λαχταρούσε το κορίτσι να προχωρήσει, να πάει στο πανεπιστήµιο στην Κωνσταντινούπολη ή ακόµα και στην Αθήνα –µακάρι στην Αθήνα!–, αλλά θα έπρεπε να φύγει από την Καισάρεια, τότε τι θα απογίνονταν οι άλλοι πίσω; Να, τέτοιες ήταν οι σκέψεις που απασχολούσαν τη Σεβαστούλα. Ίσως αυτό το όνειρο να οφειλόταν και στη Μακρίνα, επειδή εκείνη δεν είχε πραγµατοποιήσει την επιθυµία της να σπουδάσει στην Πόλη, ήλπιζε, ευχόταν και ωθούσε, από µικρή ακόµη, την πρωτότοκή της κόρη να το κάνει. Αυτό όµως µέχρι να αρρωστήσει ο Συµεών. Από εκεί και πέρα τίποτα άλλο δεν σκεφτόταν παρά το πώς θα έγιανε το µικρό της παιδί. Ο σπόρος όµως είχε πέσει στην καρδούλα της Σεβαστής. Η κατάσταση του Συµεών συνεχίστηκε επιδεινούµενη, κάθε τόσο, µπορεί και µια φορά τη βδοµάδα, µια στις δέκα µέρες ίσως, µπορεί και συχνότερα – ποιος να θυµάται µε τόση ακρίβεια πια. Σφάδαζε από σπασµούς που το άφηναν µετά για ώρες σχεδόν αναίσθητο. Είδε κι απόειδε η Μακρίνα, αυτή που
ήταν µια µορφωµένη και µυαλωµένη κοπέλα και δεν διακατεχόταν από δεισιδαιµονίες και ούτε πίστευε πως είχαν κάνει µάγια στο παιδί της, είδε κι απόειδε όµως και αναζήτησε εκείνη τη Δέσποινα, τη γειτόνισσα της σχωρεµένης της Ανός που είχε συµβουλέψει σχετικά τη Σεβαστή. Πήγε και τη βρήκε στον φτωχοµαχαλά που ζούσε, γριά και εκείνη, µε κόπο έσερνε τα ποδάρια της. «Καλύτερα να βρεις κάποια να λύσει τα µάγια…» την ορµήνεψε. «Άµα και θέλεις, ξέρω γω µία…» Αντέδρασε αµέσως η Μακρίνα. «Δεν πιστεύω σ’ αυτά!» την έκοψε. Κούνησε η γριά το κεφάλι. «Όπως αγαπάς, κυρά µου, άµα δεν κάνεις τα σωστά… τότες να πας στους παπάδες. Δύσκολα το κάνουν οι δικοί µας. Οι καθολικοί πιότερο, για τους δικούς σας δεν ξέρω». Εξήγησε η Μακρίνα πως δεν ήταν προτεστάντισσα, κι ας ήταν από µάνα Βρετανίδα, µεγάλη η ρετσινιά που την ακολουθούσε όλη της τη ζωή, λες και εκείνοι δεν ήταν χριστιανοί… Τέλος πάντων, δεν ήταν σε καλή κατάσταση τα νεύρα της και τώρα θύµωνε µε το παραµικρό. Έφυγε µε την καρδιά βαριά. Κάτι έπρεπε να κάνει όµως, δεν γινόταν. Ύστερα σκέφτηκε µήπως και να περίµενε τον Αβράµη να γυρίσει, να το συζητήσουν, να ακούσει και τη δική του γνώµη. Ήθελε να τον συµβουλευτεί αλλά, καθώς εκείνος ερχόταν και έφευγε, άρα δεν ζούσε έντονα το πρόβληµα, η Μακρίνα έκρινε πως δεν χρειαζόταν να τον περιµένει και
έπρεπε µόνη να πάρει την απόφαση.
Η Παναγία η Καπουσή ήταν µια εκκλησιά στη γειτονική Μουταλάσκη, Ταλάς το τούρκικο όνοµά του προαστίου της Καισάρειας. Η Μακρίνα την είχε δει την πρώτη πρώτη µέρα που είχε βρεθεί στην Καισάρεια, σε έναν σύντοµο περίπατο που είχαν κάνει µε τον θείο Ρίζο και την Κιµάτη – περήφανη και συγκινηµένη εκείνη, κάθε τόσο, προσπαθούσε να φιλήσει το χέρι του ευεργέτη της, χάρη στη γενναιοδωρία του την είχε αξιώσει ο Θεός και είχε επισκεφθεί τη µεγάλη πόλη. Ύστερα την είχε ξαναδεί –επεδίωξε να την ξαναδεί είναι σωστότερο να λέµε– σε έναν από τους αρχικούς περιπάτους που είχαν κάνει µε τον Αβραάµ σαν νέο ανδρόγυνο. Εκείνος, θέλοντας να της δείξει τα όµορφα, τα ξεχωριστά σηµεία της Καισάρειας, προσπαθούσε να την πάει σε όλα όσα δήλωναν τη µεγάλη και ένδοξη ιστορία τούτης της πόλης· τα βυζαντινά τείχη, το Ιτς Καλέ, τη σκεπαστή αγορά, το καραβάν σαράι. Είχε αστοχήσει να την περάσει από την Παναγία Καπουσή, δεν θεωρούσε πως υπήρχε κάτι το ιδιαίτερο στην εκκλησία κι ας είχε ξεχωριστή αρχιτεκτονική, δεν σκάµπαζε από τέτοια ο άνθρωπος. «Θέλω να πάµε…» είχε ζητήσει ντροπαλά η Μακρίνα. Υπάκουσε πρόθυµα ο άνδρας της, αλίµονο, σιγά τη χάρη που ζητούσε το κορίτσι του – λίγες µέρες είχαν περάσει από τη νύχτα που είχε πάψει πια να είναι
«κορίτσι» και ο έρωτάς του φούντωνε ανεξέλεγκτα για τη γυναίκα του. Η Μακρίνα είχε προσευχηθεί µε κατάνυξη στην Παναγιά, να της έδινε η χάρη Της τη δυνατότητα να κάνει ευτυχισµένο τον άνδρα της, αυτόν και κανέναν άλλον δεν είχε πια στον κόσµο, ο θείος Ρίζος ήταν τόσο µακριά, η Κιµάτη κάποια στιγµή θα έφευγε από τη ζωή της, πικρό να το σκέφτεται αλλά έτσι ήταν αυτή η ζωή, σκληρή και ανελέητη. Από τότε, από εκείνη τη µέρα, η Παναγία η Καπουσή είχε γίνει για τη Μακρίνα κάτι σαν φωλιά, σαν τόπος που µέσα του αισθανόταν καλύτερα· ειδικά τα πρώτα χρόνια που δεν µπορούσε να κάνει παιδιά και την είχε φάει το µαράζι. Εκεί αισθανόταν προφυλαγµένη από την κακία του κόσµου –λέγε «πεθερά Σεβαστή»–, ήταν ένας τόπος που µπορούσε να επικοινωνήσει µε τον Θεό αλλά κυρίως µε τη Μεγάλη Μητέρα. Ο ιερέας στην Παναγία ήταν και εξοµολόγος της Μακρίνας, κοντά του αισθανόταν γαλήνη και ανακούφιση, και µε σπαρακτικά κλάµατα του έλεγε πόσο άδικο θεωρούσε να ζει η πεθερά της ή ακόµα ακόµα και η Κιµάτη, ενώ το παιδάκι της ήταν ζωντανό-νεκρό. Μάταια εκείνος την παρακαλούσε να βγάλει αυτές τις σκέψεις από µέσα της, ήταν θέληµα του Κυρίου και κανείς δεν έκρινε τις αποφάσεις Του, κάτι παραπάνω ήξερε Εκείνος που οι άνθρωποι αγνοούσαν. Μετάνιωνε η Μακρίνα, ζητούσε συγχώρεση αλλά στην επόµενη κρίση του Συµεών, όταν έβλεπε το σπλάχνο της να σφαδάζει και µετά να είναι για µια δυο µέρες σε λήθαργο, ε τότε τα έβαζε και µε τον Θεό.
Πήγε στην Παναγία την Καπουσή χωρίς προειδοποίηση, ένα πρωινό του καλοκαιριού, αφού όρκισε τον αµαξά τους που τη µετέφερε µαζί µε το παιδί, τον όρκισε να µην πει τίποτα και σε κανένα. Λίγες µέρες πριν, η Μακρίνα είχε κανονίσει τα παιδιά και η πεθερά της να µεταφερθούν στο εξοχικό τους στο Ανδρονίκι, µαζί και όλες οι υπηρέτριες. Πίσω είχε µείνει µόνο η αγαπηµένη της παραµάνα η Κιµάτη και ο αµαξάς που πηγαινοερχόταν από το Ανδρονίκι στην Καισάρεια κάθε δυο µέρες, φέρνοντας στο σπίτι, εκτός από τα νέα των παιδιών, και φρέσκα λαχανικά από τον µπαξέ και φρούτα από το περιβόλι, ό,τι καλύτερο υπήρχε µήπως και άνοιγε η όρεξη του µικρούλη Συµεών. Έτριξε η βαριά πόρτα καθώς την άνοιξε αποφασιστικά η Μακρίνα, δροσιά και µισοσκόταδο, έξω ήδη ο ήλιος έκαιγε ανελέητα τον λιθόστρωτο δρόµο – φαντάσου τι θα γινόταν αργότερα. Το παιδί στην αγκαλιά της έγερνε το κεφαλάκι του στο πλάι σαν να κοιµόταν, αλλά όχι, αυτή ήταν η στάση του τους τελευταίους µήνες που η κατάσταση είχε χειροτερέψει· ο µικρός δεν είχε καµιά διάθεση, ίσως να ’φταιγαν και τα καταπότια που του έδιναν για να ηρεµεί. Δυο χρόνια µετά το πρώτο περιστατικό, ο Συµεών δεν είχε χαρεί σαν τα άλλα παιδάκια, δεν είχε τρέξει, δεν είχε φωνάξει, δεν είχε παίξει, δεν είχε χορέψει κάνοντας τους άλλους να γελούν και να καµαρώνουν, όπως είχε συµβεί µε τα αδέλφια του που µόνο ευτυχία είχαν φέρει σε γονείς και παππούδες. Καρφί πυρωµένο στην καρδιά της µάνας του η αρρώστια του, την πονούσε και τη
µάτωνε, τίποτα άλλο δεν επιθυµούσε στη ζωή της από τη γιατρειά του Συµεών της. «Και ο Κύριος εξόρκισε τον δαιµονισµένο, Μακρίνα παιδί µου» είπε σκεπτικός ο ιερέας «αλλά ο γιος σου είναι άρρωστος…» προσπάθησε να την αποτρέψει. «Το βλέπω ήρεµο… Δεν ξέρω τι να ευχηθώ, Μακρίνα παιδί µου, δεν ξέρω αν η ασθένεια τούτη που βασανίζει το παιδί είναι προτιµότερη από το… το… το να διακατέχεται από δαιµόνια», και σταυροκοπήθηκε. «Συγχώρεσε, Κύριε, τον αµαρτωλό δούλο Σου. Μακάρι να γίνει καλά, η δύναµις του Κυρίου ηµών Ιησού Χριστού είναι µεγάλη, θα του διαβάσω µια ευχή. Πάντως δαιµονισµένο –θου, Κύριε, φυλακήν τω στόµατί µου, που τολµώ ο αµαρτωλός να µπαίνω στον δρόµο Σου και να ξέρω καλύτερα από Εσένα– το παιδί δεν είναι!» Τι να την έκανε ακόµα µια ευχή η Μακρίνα, χίλια ευχέλαια και χίλιους αγιασµούς είχε κάνει σπίτι τους από τότε που το κακό βρήκε τον Συµεών της, τελευταία της ελπίδα ο εξορκισµός, έπεσε στα πόδια του και ικέτευσε µε δάκρυα στα µάτια. «Σώσε το παιδί µου, άλλη ελπίδα δεν έχω. Σώσε το γιατί θα καταστραφούµε όλοι µας!» και δεν ήξερε το βάρος της πρόβλεψής της. Έµεινε σκεπτικός ο άνθρωπος, µεγάλος ο πόνος της µάνας και την καταλάβαινε, άνοιξε τα ιερά βιβλία, σκέπασε το αγόρι µε το πετραχήλι του και άρχισε να διαβάζει: «Ο Θεός των Θεών και Κύριος των Κυρίων, ο των Πυρίνων Ταγµάτων Δηµιουργός και των Αΰλων Δυνάµεων
Τεχνουργός…» Ενώ το αγοράκι, ερεθισµένο από τα ασυνήθιστα που συνέβαιναν, στριφογυρνούσε δυσανασχετώντας και χτυπούσε µε τις γροθίτσες του το αποστεωµένο στέρνο της µάνας του, κλοτσώντας τον αέρα και βγάζοντας άγριες κραυγές. «…επί της γης και τους συναποστάτας αυτώ Αγγέλους, Δαίµονας γινοµένους εις σκότωσιν βυθού ταρταρώσας, δος τον αφορισµόν τούτον…» Η Μακρίνα έκανε µεγάλο αγώνα να συγκρατήσει το παιδί και φοβόταν πως ίσως έτσι του προκαλούσαν µια νέα κρίση. «…Εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφηµίας και αυτουργόν της πονηρίας, ορκίζω σε πνεύµα ακάθαρτον κατά του Θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς Αγγέλων Θεού Αδωνάι, έξελθε και αναχώρησον από του κελλίου τούτου…» Φύσηξε τρεις φορές στο πρόσωπο του παιδιού, προκαλώντας νέες αντιδράσεις. «Πηγαίνετε στην ευχή του Θεού» συµβούλεψε και σταύρωσε το κεφαλάκι του παιδιού, δίνοντάς του να φιλήσει την εικόνα της Ανάστασης. Ούρλιαξε ο µικρός και µε µιαν ανεξήγητη δύναµη έδωσε µια στην εικόνα που έφυγε από τα χέρια του παπά, έπεσε στο πέτρινο δάπεδο και έσπασε στα δύο. Μισός ο Χριστός, από τη µέση και πάνω το σώµα του συνέχιζε τη θριαµβευτική πορεία έξω από τον τάφο, από τη µέση και κάτω παρέµενε σαν καρφωµένος στη βαριά ταφόπλακα µε τους στρατιώτες να κυλιούνται τροµοκρατηµένοι στο έδαφος.
Κακό σηµάδι, σκέφτηκε ο ιερέας και σταυροκοπήθηκε έντροµος. Δεν είπε τίποτα, αρκετά βασανισµένη ήταν η κοπέλα για να την τροµάξει κι άλλο, έσκυψε και µάζεψε τα δυο κοµµάτια της εικόνας, τα ασπάστηκε και τα δύο ευλαβικά, πρώτη φορά του τύχαινε κάτι τέτοιο, ο Θεός ας έβαζε το χέρι του, καµιά φορά έµενε έκθαµβος µπροστά στο άγνωστο της θέλησής Του, ακόµα και αυτός που πίστευε χωρίς αµφισβητήσεις και όλα τα απέδιδε στη χάρη Του.
Ο Αβραάµ έφτασε στην Καισάρεια δυο µέρες µετά την κηδεία. Καλοκαίρι καιρός και δεν µπορούσαν να καθυστερήσουν την ταφή παραπάνω από είκοσι τέσσερις ώρες. Με το που έλαβε το τηλεγράφηµα, κοίταξε το ρολόι του µε δάκρυα στα µάτια, το τρένο µόλις θα είχε φύγει. Διέταξε τους υπαλλήλους του να του βρούνε τον πιο σύντοµο τρόπο για να φτάσει έγκαιρα στη γενέτειρα· µάταια, οι αποστάσεις µεγάλες, οι περιοχές δύσβατες και τα µεταφορικά µέσα ελάχιστα. Επιβιβάστηκε χωρίς δεύτερη σκέψη στην άµαξα που του έφεραν και, ακολουθούµενος από έξι ένοπλους συνοδούς, ταξίδεψε δυο µερόνυχτα χωρίς καµιά στάση, αλλάζοντας άλογα, αµαξάδες και συνοδούς κάθε τόσο, µοιράζοντας χρυσάφι και σκορπώντας απειλές σε όποιον έδειχνε κουρασµένος. Ταξίδεψε µε την ψυχή στο στόµα σε έναν άνισο αγώνα µε τον χρόνο, αφού ποτέ κανείς δεν µπόρεσε να τον κερδίσει.
Η δεξιά µπροστινή ρόδα έγδαρε το χαµηλό κράσπεδο µπροστά στο µέγαρο των Χατζηαβράµογλου καθώς σταµατούσε. Τα ιδρωµένα άλογα δεν πρόλαβαν ούτε καν έναν επιτόπου βηµατισµό να κάνουν πριν πεταχτεί µέσα από τα σπλάχνα της άµαξας αξούριστος, άυπνος και νηστικός ο αλλόφρων επιβάτης που µετέφεραν, ο επιβάτης που τις τελευταίες έξι ώρες δεν επέτρεψε να σταµατήσουν πουθενά. Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά, ο πόνος µεγάλος, και ο βουβός του σπαραγµός τον κατάκλυζε σαν θάλασσα στην πανσέληνο, τότε που τα νερά ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν κι ανεβαίνουν και θέλουν να σκεπάσουν την πλάση όλη. Η ξώπορτα ήταν ανοιχτή και την πέρασε µε τα δάκρυα πετρωµένα στα άγρυπνα µάτια του αφού δρασκέλισε δυο δυο τα σκαλιά. Στο έµπα του σπιτιού, το πρώτο που είδε ήταν το µαύρο πανί που σκέπαζε τον καθρέφτη της εισόδου – λες να είχε προλάβει; Στο ξόδι δεν σκέπαζαν τους καθρέφτες ή µήπως το άφηναν και µετά; Ασθενής η µνήµη από τον πόνο και δεν είχε συγκρατήσει τίποτα. Έµεινε για λίγα δευτερόλεπτα άπραγος, µια γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, πού να πάει, πού ήσαν όλοι οι δικοί του· δυο γιατί ήθελε να ξαναβρεί την ανάσα του, αναζητώντας µε το βλέµµα µια ένδειξη –εκτός από τον σκεπασµένο καθρέφτη– πως η κηδεία δεν είχε γίνει ακόµη, ή έστω γινόταν εκείνη τη στιγµή.
Άκουσε ελαφριά βήµατα πίσω του και γύρισε σχεδόν τροµαγµένος, µαυροφορεµένη η Σεβαστούλα ερχόταν προς το µέρος του µε το δάχτυλο στα χείλη και ένα άηχο «σσσσσς», όµως ο Αβράµης, στα παιδικά της µατάκια που είχαν πρόωρα σοβαρέψει, διέκρινε τη χαρά για την έλευση του πατέρα της. Την έσφιξε στην αγκαλιά του κλαίγοντας –λεπτό, πολύτιµο κορµάκι–, και το κοριτσάκι, κλαίγοντας και εκείνο του χάιδεψε παρηγορητικά τα µαλλιά. «Πάει, θάφτηκε;» ρώτησε µέσα στα δάκρυά του, και είδε το παιδί να του κάνει «ναι» µε το κεφάλι. «Πού είναι ο τάφος;» ξαναρώτησε χωρίς επίγνωση ίσως του πόσο φόρτιζε ένα παιδί που έµπαινε µε προίκα τον θάνατο στην εφηβεία. «Δίπλα στον παππού…» ψιθύρισε το κορίτσι τεντώνοντας τον λαιµό του για να νικήσει τον λυγµό που την έπνιγε. Από τον διάδροµο που οδηγούσε προς την κουζίνα εµφανίστηκε η Κιµάτη σέρνοντας τα πόδια της, στα χέρια της µια φλιτζάνα σκορπούσε ένα γνωστό σε εκείνον άρωµα, που για µια στιγµή του απέσπασε την προσοχή από τον πόνο. Ύστερα πρόσεξε πως το µαύρο γεµενί της Κιµάτης ήταν κατεβασµένο ως τα ξεθωριασµένα φρύδια της, σηµάδι µεγάλου πένθους, πράγµα που τον τάραξε ακόµα περισσότερο. Όχι γιατί ο ίδιος δεν αντιλαµβανόταν το µέγεθος της απώλειας αλλά γιατί µάντευε πως το πένθος της παραµάνας δεν αφορούσε µόνο τον νεκρό, αλλά και κάποιους ζωντανούς. Εκείνη, σαν τον είδε, χαµογέλασαν κάπως τα φαρµακωµένα
χείλη της. «Πάνω είναι η Μακίς…» χρησιµοποίησε την τούρκικη εκδοχή του ονόµατος «Μακρίνα» η γυναίκα, σηµάδι πως εκείνη τη στιγµή τη σκεφτόταν σαν το µικρό της πικραµένο κοριτσάκι. «Πάνω…» και του έδωσε το φλιτζάνι στο χέρι, ας το πήγαινε αυτός, ίσως να της έκανε καλό. Ίσως και όχι. Πρώτα αισθάνθηκε την παρουσία του Εσταυρωµένου, µάλλον µύρισε το αίµα, σχεδόν ένιωσε τη µεταλλική γεύση στο στόµα του, και πείσθηκε πως ήταν ακόµη στη θέση του πάνω από το κρεβάτι, κείνο το αίµα που, αιώνες τώρα, έσταζε µε εγκαρτέρηση. Βυθισµένη στο σκοτάδι η κάµαρα κι ας ήταν µεσηµέρι· έξω ο ήλιος έλιωνε και τις πέτρες, τόσο ζεστό καλοκαίρι δεν θυµούνταν ούτε οι γηραιότεροι, το ανελέητα έντονο φως έκανε τους πάντες να αναζητούν σκιά για να το αντέξουν, ήταν αδύνατον κάποιος να είχε καταφέρει να σκοτεινιάσει τόσο την κάµαρα τούτη µόνο µε κουρτίνες. «Ήρθα…» είπε τροµαγµένος λες και αµαρτία µεγάλη τον βάραινε και είχε έρθει η ώρα να πληρώσει. Κάτι, κάποιος σάλεψε κάπου αλλά η σιωπή συναγωνιζόταν το σκοτάδι. Έκανε δυο βήµατα µέσα, συνήθισαν τα µάτια του, κάτι κρεµόταν στο παράθυρο, κάτι… Το άγγιξε µε το χέρι του. Ύφασµα, ήταν ένα σκληρό… κάµποτο ίσως, ύφασµα κατάµαυρο και σκληρό σαν αυτό που τους είχε συµβεί, ύφασµα κατάµαυρο σκέπαζε το παράθυρο, να πώς κρατιόταν το φως έξω. Κάθισε δειλά στο κρεβάτι, τα σεντόνια κουλουριασµένα και
ανάµεσά τους εκείνη, άλλο ένα κουβάρι, µαζεµένη σε µια κόχη, στα µάτια της µια γυαλάδα που του ’κοβε τα ήπατα και καµιά ένδειξη πως τον κατάλαβε. Τα µαλλιά της ξέπλεκα, ανακατωµένα και κολληµένα στον ιδρωµένο λαιµό, τα µπράτσα µόνο, τα µπράτσα της διατηρούσαν την οµορφιά και τη χάρη ενός αγάλµατος που µε λατρεία είχε σµιλέψει γλύπτης φηµισµένος. Προσπάθησε να της χαϊδέψει το πρόσωπο, τραβήχτηκε απότοµα εκείνη. «Μακρίνα άσκουµ’… ήρθα…» και αναλύθηκε σε κλάµα γοερό που τον τράνταζε ολόκληρο, αυτόν, άνδρα γερό και στιβαρό και µαθηµένο να κρύβει τα συναισθήµατά του. «Σσσσσς» έκανε εκείνη καθώς ανακάθισε κάπως. «Σσσσσσς και κοιµάται ο Συµεών µου… Δεν πρέπει να ξυπνήσει… Δεν θέλω να υποφέρει το µωρό µου…»
Ο Συµεών Χατζηαβράµογλου, πέντε χρονώ παιδάκι, στον δρόµο της επιστροφής από την εκκλησιά που τον είχε πάει η µητέρα του, συνέχισε να χτυπιέται και να κλαίει λυσσασµένα. Στάθηκε αδύνατον να τον ησυχάσει η Μακρίνα. Ο µικρός, µε κραυγές και τσιρίδες και µε µια δύναµη ανεξήγητη, κλοτσούσε τη µάνα του· κλοτσούσε τα πλαϊνά της καµπίνας· χτυπούσε και το κεφάλι του µε µανία στο στέρνο της, στο στέρνο της µάνας που µάταια προσπαθούσε να τον ηρεµήσει στην αρχή, να τον ακινητοποιήσει µετά σαν είδε και απόειδε, ενώ έκλαιγε και
εκείνη µαζί του, έκλαιγε µε δάκρυα φαρµακωµένα. Λίγο πριν φτάσουν µπροστά στο σπίτι τους, απελπισµένη η κοπέλα ζήτησε από τον αµαξά να κάνει ακόµα µια βόλτα, ίσως µεγαλύτερη από την απόσταση που χώριζε την Παναγία Καπουσή από το σπίτι της οικογένειας· καλύτερα να ’βγαιναν έξω από την πόλη, δεν ήθελε, καθώς όλα τα παράθυρα ήταν διάπλατα ανοιχτά προς αναζήτηση λίγης δροσιάς, να ακούγεται το κλάµα του παιδιού της. Ο κόσµος ήταν κακός και της Μακρίνας τής ερχόταν τρέλα όταν σκεφτόταν πως µπορεί κάποιοι, γεγονός που συνέβαινε, να συζητούσαν την αρρώστια του παιδιού της. Ο Αποστόλης ο αµαξάς τούς οδήγησε έξω από την πόλη, καταλάβαινε απόλυτα την κυρά του, ας µη δίνανε αφορµές για παραπανίσια σχόλια, έτσι κι αλλιώς, στους καφενέδες και στο καπαλί τσαρσί[67] άκουγε πολλούς να µιλάνε για το «δαιµονισµένο παιδί των Χατζηαβράµογλου». Σε καµιά ώρα, και αφού είχαν περικυκλώσει την Καισάρεια κάµποσες φορές, ο µικρούλης Συµεών ηρέµησε επιτέλους και αποκοιµήθηκε εξαντληµένος στην αγκαλιά της επίσης εξαντληµένης µητέρας του. Αποφάσισε να επιστρέψουν ο Αποστόλης, ακούγοντας ησυχία από µέσα και µην έχοντας καµιά αντίθετη οδηγία από την κυρά που ίσως και εκείνη να την είχε πάρει ο ύπνος για λίγο. Το σπίτι, δροσερό και σκιερό, τους υποδέχτηκε µε την καθησυχαστική σιωπή του. Κανένα δεν συνάντησε. Και µήπως πόσοι είχαν αποµείνει εκεί; Μόνο την Κιµάτη, που την περίµενε
µε αγωνία κι ας µην ήξερε πού είχανε πάει µάνα και γιος – µόνο το υποψιαζόταν. Είδε τη Μακρίνα σε κακό χάλι, χλωµή και µουσκεµένη στον ιδρώτα να µεταφέρει στα χέρια της το παιδί, εξίσου ιδρωµένο και παραδοµένο σε βαθύ ύπνο. Έκανε να το πάρει αυτή, να τη βοηθήσει, «όχι» έκανε µε το κεφάλι η άλλη, σε κανένα δεν εµπιστευόταν τον πονεµένο της Συµεών. «Όχι, λίγο νερό µόνο, δροσερό» ζήτησε και έπιασε να ανεβαίνει τις σκάλες, ενώ η Κιµάτη τσακιζόταν να ικανοποιήσει την επιθυµία της, σέρνοντας τις ξεχειλωµένες παντούφλες της όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα πονεµένα της ποδάρια. Έπιασε να ανεβαίνει τη σκάλα η Μακρίνα, τα χέρια της έτρεµαν από την κούραση και τη στενοχώρια, άλλα δυο σκαλιά, τα γόνατά της λύγιζαν, να αφήσει τον Συµεών στο κρεβάτι, να του βάλει κοµπρέσες µε νερό και χαµοµήλι να ανακουφιστεί. Άλλα δυο σκαλιά και τα µάτια της σκοτείνιασαν. Θα άντεχε, έπρεπε να αντέξει. Κακός σύµβουλος ο πόνος και η λαχτάρα για το παιδί της. Δεν έµεινε εκεί όπως όφειλε, µόνο επιχείρησε να πάει παραπάνω, άλλα δυο σκαλιά ήταν και µετά θα έφταναν. Εκεί, δυο σκαλιά πριν το τέλος, πριν την προσωρινή σωτηρία, η Μακρίνα αισθάνθηκε το αίµα να φεύγει όλο από µέσα της, να κατεβαίνει µε ιλιγγιώδη ταχύτητα στις πατούσες της, ενώ όλα σκοτείνιαζαν γύρω της και µέσα σ’ εκείνη τη ζοφερή οµίχλη πρόλαβε να σκεφθεί πως πάει, πέθαινε τώρα, πέθαινε και ποιος θα φρόντιζε το παιδί της… Τα χέρια της άνοιξαν µόνα τους, τίποτα δεν ήταν σε θέση να
συγκρατήσουν ούτε αυτό το πιο πολύτιµο και λατρεµένο φορτίο. Σαν σε όνειρο, σαν σε εφιάλτη φοβερό, είδε, ενώ έπεφτε λιπόθυµη, είδε το κορµάκι του Συµεών να φεύγει από τη ζεστή της αγκαλιά, το είδε να χτυπάει στο προηγούµενο σκαλί, εκείνο που µε κόπο είχε κατακτήσει ένα λεπτό πριν· το είδε να κατρακυλάει σαν παλιά, πολυπαιγµένη παιδική µπάλα ένα σκαλί παρακάτω. Συνήλθε κάπως από την τροµάρα, άπλωσε τα χέρια της και κρατήθηκε από την κουπαστή της σκάλας – το ένστικτο της αυτοσυντήρησης πιο ισχυρό από το µητρικό; Είδε τα µατάκια του να ανοίγουν και να την κοιτάζουν µε τρόµο και αγωνία, ούρλιαξε η Μακρίνα αλλά η φωνή της δεν βγήκε. Μόνο κρατηµένη από την κουπαστή και µε το πέπλο της σκοτοδίνης να της µειώνει συνεχώς το οπτικό πεδίο, άκουσε τον ήχο κάποιου κόκαλου να σπάει – ναι, µπορούσε να ξεχωρίσει πως αυτός ήταν ήχος από κάτι που συνθλιβόταν. Ούτε κλάµα ούτε ένα απελπισµένο «µαµά!», µόνο ο ήχος από κάτι που έσπαγε, κάτι µικρό και τρυφερό, λατρεµένο και πολυφιληµένο. Το σκοτεινό πέπλο τραβήχτηκε απότοµα από τα µάτια της και πρόσεξε, χωρίς να είναι σίγουρη και ελπίζοντας πως έκανε λάθος, µια µικρούλα, ανεπαίσθητη κόκκινη γραµµούλα να ξεφεύγει από τη δεξιά άκρη των χειλιών του παιδιού της. Η Μακρίνα συνήλθε κάπως, φάρµακο η ροµφαία του πόνου που στριφογυρνούσε σαδιστικά µέσα στα σωθικά της, προσπάθησε να κατέβει αλλά τα πόδια της ανυπάκουα την πρόδιδαν. Σύρθηκε στο παρακάτω σκαλί και µετά στο άλλο, στο άλλο, στο παρακάτω και βρέθηκε δίπλα στον Συµεών της που πια είχε
φύγει, είχε εγκαταλείψει τη σύντοµη και βασανισµένη του ζωούλα. Στα τέσσερα έφτασε κοντά του διασχίζοντας τη λίγη απόσταση που τους χώριζε, πήρε το παιδί στην αγκαλιά της, έσιαξε τα µαλλάκια του µε λατρεία και µε ένα ζωώδες ένστικτο έγλειψε το πρόσωπο του µικρού, το κεφαλάκι του όλο· δεν ήθελε το παιδί της να είναι µατωµένο, δεν ήθελε. Κι ύστερα, λέαινα µε το νεκρό της παιδί στην αγκαλιά, έβγαλε µια κραυγή ίδια µε βρυχηθµό θηρίου, που ακούστηκε ως την άκρη της πόλης και πιο πέρα, ως την κορφή του µόνιµα χιονισµένου Ερτζιές, τάραξε τους αγουρωπούς καρπούς στις αµυγδαλιές στο Ανδρονίκι, βυθίστηκε στις υπόγειες στοές της Μαλακοπής, χτύπησε στους ανεµοδαρµένους λόφους της κοιλάδας στο Γκιόρεµε, τρύπωσε στις σκαλισµένες στα βράχια παλιές εκκλησιές, πέρασε από τα σοκάκια της Σινασού και έφτασε ως το µοναστήρι των Παλαιών Ασηµιών[68], όπου η όµορφη ηγουµένη έκανε την προσευχή της γονατιστή µπροστά στην απεικόνιση της Παναγιάς που χαµογελάει κρατώντας τον Χριστό βρέφος στην αγκαλιά της, επίσης χαµογελαστό. «Θαύµα!» βόγκηξε στο µισοσκόταδο η ηγουµένη και σταυροκοπήθηκε. «Παναγιά µου, το θαύµα σου!» Έβαλε το πρόσωπό της στη γη µην αντέχοντας αυτό που έβλεπε, η Παναγιά της πάνω στον βράχο µόλις είχε χάσει το χαµόγελό της. Στα µάγουλά της κυλούσαν αργά αργά δυο θολά, σαν µατωµένα, δάκρυα, ενώ ο µικρός Χριστός παρέµενε ακόµη χαµογελαστός, στην αιώνια θαλπωρή της µητρικής
αγκαλιάς.
Ο Αβραάµ έµεινε τρεις µήνες την Καισάρεια, προσπαθώντας να συµπαρασταθεί στην οικογένειά του που, µετά τον θάνατο του Συµεών, έµοιαζε σαν ένα µικρό καράβι σε τρικυµία. Η Μακρίνα έπεσε να πεθάνει από τη λύπη και τις τύψεις που τη βασάνιζαν, καθώς θεωρούσε τον εαυτό της υπαίτιο για τον θάνατο του λατρεµένου της παιδιού. Σαν έγιναν και τα τρίµηνα και έπρεπε να φύγει πάλι πίσω στις δουλειές του, σκέφθηκε πως είχε έρθει η ώρα τελικά –και µάλλον είχε αργήσει– να τους πάρει όλους µαζί του στη Σµύρνη. Η Μακρίνα ήταν σε άσχηµη κατάσταση και δεν θα ήταν σε θέση, για το πρώτο διάστηµα τουλάχιστον, να προσφέρει στα παιδιά της αυτά που έπρεπε, µικρά και εκείνα και είχαν την ανάγκη της. «Έλα να πάµε µια βόλτα, άσκουµ’» της είπε µια δυο µέρες πριν φύγει, χρειαζόταν να βρεθούν µόνοι, ασφαλώς και υποψιαζόταν την αντίδρασή της, ας µην ήταν τουλάχιστον τα παιδιά µπροστά και την έβλεπαν. Τον κοίταξε µε απλανές βλέµµα σαν να µην καταλάβαινε αν της έλεγε αλήθεια ή της έκανε ένα κακόγουστο αστείο, το σώµα της, διαλυµένο από τον ψυχικό πόνο, ήταν σαν το πάνινο κορµί µιας κούκλας που είχε µικρή – πανί παραγεµισµένο µε άχυρο, πέντε νήµατα, από αυτά που πλέκανε τα ποδόρτια[69], για µαλλιά και δυο κατάµαυρα µάτια που είχε ζωγραφίσει η Κιµάτη
µε ένα κάρβουνο από το τζάκι. Πάνινο το κορµί της και αδύναµο, αλλού χέρια, αλλού πόδια, δεν µπορούσε να τα συντονίσει, αλλά η λέξη «βόλτα» ήχησε ιερόσυλα στα αυτιά της. «Δεν θέλω να πάω πουθενά…» ψιθύρισε και έγειρε το κεφάλι της στο µαξιλάρι, στη γούβα που είχε δηµιουργηθεί εκεί από τις ατέλειωτες ώρες της αδράνειάς της και τα µάτια της καρφωµένα στο ορφανό κλουβί. Λίγες µέρες µετά τη «φυγή» του Συµεών και το καναρινάκι είχε πετάξει από το ανοιχτό πορτί την ώρα που η Κιµάτη τού έβαζε φρέσκο νερό και είχε χαθεί, ένα µόριο σκόνης εκείνο, στον απέραντο ουρανό. «Πρέπει να βγεις λίγο» επέµενε ο Αβραάµ. «Θα σου κάνει καλό. Θέλω να σου µιλήσω, γυναίκα. Είναι σοβαρό. Σε παρακαλώ…» Δεν αντέδρασε άλλο η Μακρίνα και αφέθηκε στη θέλησή του, έτσι κι αλλιώς δεν την ενδιέφερε τίποτα, είτε πήγαινε είτε όχι. Το µυαλό της σερνόταν ασταµάτητα µετά το περιστατικό εκείνο σε άγνωστους τόπους, µια στα κατάβαθα της γης και µια στο πιο ψηλό σηµείο του ουρανού, σε µια αγωνιώδη αναζήτηση του παιδιού της. «Μόνο να µην υπάρχει κόσµος…» έβαλε έναν όρο, ενώ η Κιµάτη, µαυροντυµένη και πενθώντας όχι µόνο τον Συµεών αλλά και τη µάνα του, τη δική της Μακίς, τη βοηθούσε να φορέσει τα ρούχα της. Η άµαξα τους έφερε έξω από την Καισάρεια ως το ψηλότερο σηµείο της περιοχής. Ύστερα από µια κοπιαστική ανάβαση – ξαπλωµένη η Μακρίνα στο κρεβάτι τόσον καιρό και υπό τη
συνεχή επήρεια ναρκωτικών φαρµάκων που τη βοηθούσαν προσωρινά να ξεχνάει, σαν γριά εκατό χρονώ έσερνε τα λεπτά της ποδαράκια που σχεδόν είχαν ατροφήσει–, έφτασαν ως την κορυφή του λόφου, απ’ όπου µπορούσε κανείς να αγναντέψει όλη την πόλη. Κάθισαν σε ένα από τα πεζουλάκια του παλιού τείχους, µπροστά τους τα σπίτια των Ρωµιών, τόσο ξεχωριστά από τα υπόλοιπα, και πέρα, κάτω, η πόλη που άπλωνε την πραµάτεια της στο θαµπό φως του φθινοπωρινού µεσηµεριού. Κίτρινη σκόνη από µεγαλόσωµα άλογα που τραβούσαν ταπεινούς αραµπάδες ή πολυτελείς άµαξες και από κλυδωνιζόµενες καµήλες που ακολουθούσαν υποµονετικά τα καραβάνια έστεκε ανάµεσα στις στέγες και στους ουρανούς. Από κάτω συνωστίζονταν ανακατωµένοι σταυροί από χριστιανικές εκκλησίες, µυτεροί µιναρέδες και τα βυζαντινά τείχη, που έστεκαν αµήχανα µέσα στο µεγαλείο τους καθώς η πόλη την οποία είχαν αναλάβει να προστατεύουν είχε απλωθεί πια πέρα από εκείνα. Μυρωδιές από µπαχάρια και καβαλίνες, µελωδικές κωδωνοκρουσίες και κορόνες παθιασµένων µουεζίνηδων πλανιόνταν παντού και λέξεις τούρκικες, αρµένικες, ρωµαίικες, αράβικες, περσικές έβαζαν υπότιτλους σε συναισθήµατα και σκέψεις· τα έντυναν µε σαλβάρια, κελεµπίες, φράγκικα ρούχα, µαντίλες, παναµάδες, φέσια, σαρίκια, καπέλα µε φτερά φασιανών και, όλα µαζί, έφτιαχναν την Καισάρεια, την περήφανη βασίλισσα της Ανατολίας, που γέννησε αγίους και
αυτοκράτορες και την προσκύνησαν όλοι οι λαοί της Μεσογείου και της Ασίας. Έπιασε τρυφερά το χέρι της γυναίκας του ο Αβράµης και της χάιδεψε τα µαλλιά που είχαν χάσει το λαµπερό τους χρώµα, το αυθάδικο φούντωµα και το υπέροχο άρωµα κανέλας που ανέδιδαν. «Θα ήταν καλύτερα για όλους µας αν ερχόσασταν πια στη Σµύρνη…» Δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο η Μακρίνα, µόνο έµεινε να κοιτάει, και να µην κοιτάει κάτω, την πόλη που ανατρίχιαζε από ένα ξαφνικό δροσερό αεράκι που κατέβαινε εκείνη την ώρα από τις πλαγιές του Ερτζιές νταγ. «Το σπίτι είναι µεγάλο» συνέχισε µουδιασµένος, δεν ήταν σίγουρος αν τον παρακολουθούσε η γυναίκα του. «Είναι µεγάλο και χωράµε όλοι, και η µάνα θα έχει δική της κάµαρα … Χωράµε, σου λέω!» Ανέβασε λίγο τον τόνο της φωνής θαρρείς και µόλις τον είχε διαψεύσει εκείνη που έστεκε σχεδόν άπνοη. «Τα παιδιά θα πάνε σε καλύτερο σχολείο, θα µάθουν ξένες γλώσσες, θα συναναστραφούν µε σπουδαίους ανθρώπους, Ευρωπαίους, Έλληνες από την Αθήνα…» Σταµάτησε τροµαγµένος, η απορία που είδε, στιγµιαία, να καθρεφτίζεται στα µάτια της µε το άκουσµα της λέξης «τα παιδιά» έδωσε µια σουβλιά στην καρδιά του. Ήταν δυνατόν να απορεί η γυναίκα του, να µη θυµάται πως είχε και άλλα παιδιά; «Τι λες, αγάπη µου;» Προσπάθησε να επιµείνει λίγο. «Δεν είναι καλύτερα να πάµε όλοι στη Σµύρνη;»
Έστριψε το κεφάλι της και κοίταξε προς την πόλη, ενώ µε το πιγούνι έδειξε προς µια κατεύθυνση – του κοιµητηρίου, κατάλαβε αµέσως µετά εκείνος, αφού είχε ακούσει τα λόγια της. «Εδώ είναι ο µικρός µου Συµεών, ποτέ δεν θα τον αφήσω µόνο» είπε µε κόπο και τα θαλασσινά της µάτια κοκκίνισαν, ίσως τα δάκρυα να είχαν στερέψει αλλά ο πόνος συνέχιζε να τα κατοικεί και θα τα κατοικούσε µέχρι το τέλος της ζωής της. Δάκρυσε και εκείνος. Ναι, ήταν σκληρό για µια µάνα να εγκαταλείψει τον τάφο του παιδιού της, το καταλάβαινε αυτό αλλά ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσουν να ξαναγίνουν ευτυχισµένοι. Δεν πρόλαβε όµως να της πει κάτι παραπάνω, γύρισε και τον κοίταξε – είδε τις φουρτούνες µέσα τους. Χριστέ και Κύριε, τι τρικυµία ταλάνιζε τη γυναίκα του! «Πού φταίξαµε, Αβραάµ;» ρώτησε ξέπνοα. «Μήπως πιστέψαµε πως µε τα παιδιά µας γινήκαµε ανίκητοι και οργίστηκε ο Θεός; Ή κάποια αµαρτία παλιά ξεπληρώνουµε; Πες µου εσύ, γιατί εγώ δεν γνωρίζω τίποτα για τις ζωές των γονιών µου». Ξεροκατάπιε ο Αβραάµ. Το είχε σκεφθεί και εκείνος αλλά πάλι… Η Μακρίνα όµως µέσα από εκατοµµύρια πολύπλοκες οδυνηρές σκέψεις που είχε κάνει τα δυο χρόνια που το µικρό της παιδί υπέφερε, είχε καταλήξει –λανθασµένα ή σωστά, ποιος θα µπορούσε ποτέ να πει;– πως το κακό που τους είχε βρει οφειλόταν σε κάποια αµαρτία, δική της, του άνδρα της ή των προγόνων τους. Αµαρτίαι γονέων… «Ξέρεις κάτι εσύ;» ρώτησε πάλι. «Ποια αµαρτία πλήρωσε το
παιδί µου;» Άναψε το αιγυπτιακό τσιγάρο µε το χρυσό φίλτρο και φύσηξε µε µανία τον καπνό, τα στήθη του έκαιγαν, το είχε σκεφθεί και εκείνος αλλά… δεν… Μήπως όµως είχε έρθει η ώρα; «Υπάρχει ένα παιδί…» είπε χωρίς να την κοιτάει. «Ένα αγόρι…» «Δικό σου;» Η ερώτησή της δεν είχε ίχνος ζήλιας. Η Μακρίνα είχε ξεπεράσει τα γήινα συναισθήµατα. Έγνεψε αρνητικά ο Αβραάµ. Τα µάγουλά του κοκκίνισαν, ντρεπόταν, πόσο ντρεπόταν. «Όχι, αγάπη µου. Του πατέρα. Δηλαδή, µπορεί να είναι του πατέρα» και την κοίταξε ζητώντας επιείκεια για την αµαρτία που δεν ήταν δική του. «Από πότε το γνωρίζεις;» το γεγονός αυτό καθαυτό δεν την ενδιέφερε, καµία έκπληξη δεν της είχε κάνει, µόνο το ποιος έφταιγε ήθελε να µάθει. Τράβηξε πάλι ρουφηξιά και περίµενε να κατέβει το φαρµάκι ως τα πνευµόνια, ύστερα φύσηξε τον καπνό µε άχτι. «Μου το είπε πριν πεθάνει…» «Στα τριήµερα του πατέρα, αν θυµάσαι, έπιασα τον Συµεών µου…» ψιθύρισε συντετριµµένη. Στάθηκαν για λίγο αµίλητοι, εκείνος να κοιτάζει τώρα την πόλη κάτω στα πόδια τους, εκείνη να περιµένει µε υποµονή. Κι οι δυο να αναλογίζονται αν είχε νόηµα εκείνο το «στα τριήµερα έπιασα τον Συµεών µου».
«Υπάρχει ένα παιδί…» αποφάσισε να της πει αυτό που ήξερε. «Στο Ανδρονίκι… Μου το ’πε ο πατέρας λίγο πριν πεθάνει. Το είχε βάρος στη συνείδησή του αν και… αν και, όπως µου είπε δηλαδή, δεν ήταν σίγουρος πως ήταν δικό του». «Σ’ ακούω…» είπε ξέπνοη η Μακρίνα, ας τον άφηνε να το βγάλει από µέσα του. «Είναι λίγο µεγαλύτερο από τη Σεβαστούλα µας, έτσι τουλάχιστον µου είπε. Ποτέ δεν το γνώρισα. Είναι µιας που… πώς να το πω; Μιας Ρωµιάς που έµεινε νέα χήρα και… και όπως λένε στο Ανδρονίκι είναι… ήταν κάποτε… Μήπως και ξέρω ακριβώς; Ήταν κάπως ζωηρή. Ο πατέρας δεν την κατηγόρησε για τίποτα, κακιά κουβέντα για εκείνη δεν είπε. Δεκαοχτώ χρονώ χήρα, µόνη και απροστάτευτη… Τι να πω… δεν είναι δύσκολο να πέσεις στην αµαρτία, έτσι δεν είναι;» «Έτσι» έκανε η Μακρίνα µε το κεφάλι της αν και, στην πραγµατικότητα, ούτε αυτό την ενδιέφερε. Περίµενε να δει πού άγγιζε τις δικές τους ζωές το θέµα, πού είχε αγγίξει τη ζωούλα του παιδιού της. «Στο Ανδρονίκι λέγανε πως είχε… πως ήταν ερωµένη κάποιου Τούρκου αγά, λίγο πριν γεννηθεί το παιδί. Λέγανε κι άλλα: πως έκανε µάγια, µε βότανα και άλλα πράγµατα, νυχτερίδες και φίδια… Λέγανε πως µιλάει και µε τη σελήνη…. Μπορεί…. Δεν τα κατέχω εγώ αυτά… Τούτη η γυναίκα που λέµε πήγαινε και στο χτήµα µας, έκανε κανένα µεροκάµατο εκεί µαζεύοντας αµύγδαλα το καλοκαίρι, µήλα το φθινόπωρο, ίσως να πήγαινε και στο σπίτι, λεπτοµέρειες να σου πω δεν ρώτησα.
“Ίδια µε καυτερή πιπεριά” την περιέγραψε ο Μποντός που αγαπούσε τις γυναίκες … Αλλά µπορεί και να µην τα γνώριζε αυτά…» Σήκωσε τους ώµους της η Μακρίνα. Δεν την ενδιέφερε, πολλά λέγανε για τον πεθερό της, µα εκείνη δεν τα πίστευε. Της είχε φερθεί µε καλοσύνη, µε αγάπη, τον είχε σαν πατέρα της, καµιά φορά της περνούσε από τον νου όµως πάντα τον δικαιολογούσε· η πεθερά της τον είχε διώξει νέο παλικάρι από το κρεβάτι τους, τι να έκανε, άνδρας ήταν. «Ένα βράδυ η γυναίκα ξέµεινε στο χτήµα. Είχαν πολλή δουλειά; Είχε χιόνι και δεν µπορούσε να φύγει; Το έκανε επίτηδες; Θα σε γελάσω… Από την άλλη, το ίδιο βράδυ, ο Μποντός τα είχε πιει λίγο παραπάνω µε κάτι φίλους του στο καπηλειό και γυρίζοντας στο χτήµα τη βρήκε έξω από την πόρτα να τουρτουρίζει από το κρύο. Την έµπασε µέσα, την έβαλε να ξαπλώσει στο µαγειρειό, όπου το ταντούρι δεν είχε σβήσει τελείως και ανέβηκε στην κάµαρά του. Αλλιώς κοιµόταν κάτω. Θυµάσαι; Στο ντιβανάκι… Σε λίγο άκουσε χτύπους στην πόρτα: “Κάνει κρύο, Μποντός εφέντηµ’, και σου έφερα µπουκάλι µε ζεστό νερό να ευφρανθεί το κοκαλάκι σου” και µπήκε µέσα σχεδόν µε το έτσι θέλω. Ήταν όµορφη, ήταν και µερακλής ο σχωρεµένος, ίσως να ’ταν και το πολύ ρακί, τι να πω… »Έγινε ό,τι έγινε και ο πατέρας πίστεψε πως δεν θα είχε συνέχεια. Αλλά εκείνη εµφανίστηκε λίγο καιρό µετά, κάνα δυο µήνες θα ’ταν, και του είπε πως ήταν έγκυος στο παιδί του.
Έφριξε ο πατέρας, χτυπούσε το κεφάλι του και αρνιόταν. Τον απείλησε πως θα το πει στη µάνα, θα το πει στον παπά, θα το πει σε όλους, τι να κάνει; Της υποσχέθηκε πως θα το φροντίσει το παιδί, αρκεί να κρατούσε το στόµα της κλειστό…» Κοιτάχτηκαν βουβοί. Δεν καταλάβαινε η Μακρίνα, τι σχέση είχε το δικό τους βάσανο µ’ αυτήν την ιστορία; «Ο πατέρας έδινε λεφτά στη Μερόπη, αυτό είναι το όνοµά της, το παιδάκι πήγαινε στο σχολειό, είχε και κανένα ρουχαλάκι της προκοπής, ποτέ δεν τους άφησε να πεινάσουν αλλά στο σπίτι, όπως µου είπε τουλάχιστον, δεν την έβαλε ξανά, ούτε στη δούλεψή του την πήρε. Πριν πεθάνει όµως µου ζήτησε να του ορκιστώ πως θα φρόντιζα και εγώ τον Ιορδάνη, αυτό είναι το όνοµά του, πως θα συνέχιζα να τους δίνω λεφτά, πως δεν θα τον άφηνα στην τύχη του. Ίσως να αισθανόταν ενοχές απέναντι στο παιδί ή στη γυναίκα, ποιος ξέρει. Ίσως και από την καλή του την καρδιά να το ’κανε. Ο Ιορδάνης πήγαινε στο σπίτι πού και πού, το ’στελνε η µάνα του. “Όµορφο αγοράκι” έτσι µου το περιέγραψε. “Όµορφο µε µια λάµψη στα µάτια, ίδιος η µάνα του”». «Κι εσύ; Εσύ τι έκανες;» ρώτησε ανήσυχη η Μακρίνα, τώρα άρχιζε κάτι να σχηµατίζεται στο θολωµένο της µυαλό. Έσκυψε το κεφάλι και τα δάκρυα έσταξαν πάνω στο σακάκι από φίνο εγγλέζικο µαλλί. «Εγώ… εγώ δεν έκανα τίποτα. Πάτησα τον όρκο που του έδωσα γιατί… γιατί θύµωσα. Όχι µε τον πατέρα, µε τους άλλους. Με τη γυναίκα, µ’ εκείνη τη Μερόπη θύµωσα,
θεώρησα πως τον ξεγέλασε, τον κορόιδεψε που ήταν µεγάλος άνθρωπος µε θέση στην κοινωνία… Μια φορά, µετά τον θάνατο του πατέρα, µου έστειλε µαντάτα: “Έλα που σε θέλω”. Πήγα και τη βρήκα στο Ανδρονίκι, όχι γιατί τη φοβήθηκα, ήµουν περίεργος να τη γνωρίσω. Όµορφη ναι, πολύ όµορφη µα είχε κάτι… κάτι αλλιώτικο πάνω της και πληµµύρισε ο τόπος από το άρωµά της. »“Τι µυρίζει έτσι;” τη ρώτησα αγριεµένος, δεν καταλάβαινα, ζάλη µου ερχόταν από την πολλή µυρουδιά. Γέλασε σαν σατανάς. “Καινούργιο φεγγάρι, εφέντηµ’, έβαλα το άρωµα της Εσθήρ”[70] µου είπε. “Και τι θέλεις από µένα;” η ζάλη µεγάλωνε. “Ό,τι και από τον πατέρα σου…” είπε και έσκυψε µπροστά µου, χαλαρός ο τσογάς της και από µέσα φάνηκε η αρχή του µελαχρινού της στήθους. Η βρόµα ήθελε να µε µπλέξει όπως και τον πατέρα µου. »“Τράβα πέρα!” της είπα και σηκώθηκε. “Παράδες για το παιδί θέλω, σένα δεν σε έχω χρεία!” έκανε πως προσβλήθηκε. “Παράδες αλλιώς θα το πω σε όλους πως ο Ιορδάνης µου είναι σπορά του Χατζηαβράµογλου. Θα το πω και στην άνε σου”. Την έδιωξα κακήν κακώς. “Πες ό,τι θέλεις και σε όποιον θέλεις, εσύ θα ρεζιλευτείς και πάλι. Η µάνα µου δεν θα το µάθει ποτέ. Δεν θα σου επιτρέψουµε να πατήσεις στο σπίτι µας! Τράβα αποδώ, αυτά ας τα σκεφτόσουν όταν ξαπλωνόσουν µε τον καθένα!” Ούτε ξέρω τι άλλο είπα… »Ώρες ώρες ντρέποµαι πολύ που πάτησα τον όρκο στον πατέρα, το οµολογώ. Σαν συλλογιέµαι όµως πως όλο αυτό
µπορεί να είναι ένα σχέδιο να πάρουν µέρος της περιουσίας, θυµώνω και… και πιστεύω πως καλά έκανα». Σκούπισε τον ιδρώτα από το µέτωπο µε το µαντίλι που έβγαλε από την τσέπη του. Σκούπισε τον ιδρώτα και ξεφύσησε δυνατά. «Πώς µπόρεσες να το κάνεις αυτό;» τον ρώτησε µε αλλοιωµένο από τον πόνο πρόσωπο η Μακρίνα. «Δεν φοβήθηκες Θεό; Δεν φοβήθηκες να πατήσεις όρκο; Δεν φοβήθηκες την Κατάρα; Για την περιουσία, λέει… Την περιουσία που είναι τόσο µεγάλη και φτάνει και για τα δισέγγονά σου!» Πρώτη φορά στα δεκαπέντε κοντά χρόνια του γάµου τους του ύψωσε τη φωνή, τον κοίταξε µε µίσος. «Το παιδάκι το δόλιο σε τι σου έφταιξε; Άντε, η µάνα, αλλά το παιδάκι; Να! Να η αµαρτία, Αβραάµ Χατζηαβράµογλου! Εσύ είσαι υπαίτιος για τον θάνατο του Συµεών, ποτέ δεν θα το ξεχάσω αυτό!» Μάταια προσπάθησε να τη λογικέψει, να την αγκαλιάσει, να της πει δυο λόγια ακόµα. Η Μακρίνα έκλαιγε υστερικά, τον χτυπούσε µε τα χέρια της όσο εκείνος πήγαινε να της πιάσει τους ώµους, τον έδιωχνε µακριά, έκλεινε τα αυτιά µε τις παλάµες της να µην ακούσει τις δικαιολογίες του και στο τέλος άρχισε να κατεβαίνει τον λιθόστρωτο δρόµο τρέχοντας, όσο πιο µακριά του, τόσο καλύτερα. Στον πόνο της πάνω η γυναίκα είχε βρει εξιλαστήριο θύµα, τον άνδρα της. Ποιος θα µπορούσε να την κατηγορήσει;
Ο Αβραάµ στάθηκε αδύνατο να πείσει τη γυναίκα του να τον ακολουθήσουν όλοι µαζί στη Σµύρνη. Τις δυο επόµενες µέρες η Μακρίνα δεν βγήκε από την κάµαρά της, δεν έφαγε τίποτα, δεν αγκάλιασε παιδί, δεν σκούπισε τα δάκρυα των κοριτσιών της που µάταια έκλαιγαν πεσµένες πάνω της, παρακαλώντας τη να σηκωθεί, να φάει, να µιλήσει, να τους χαρίσει έστω µια µατιά. Στην απελπισία του πάνω ο Αβράµης και αισθανόµενος υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί και πάλι η γυναίκα του, την τρίτη µέρα την ενηµέρωσε µε το κεφάλι σκυµµένο. «Πάω στο Ανδρονίκι να τους βρω… να επανορθώσω…» Και είδε, ή έτσι του φάνηκε, µια ανεπαίσθητη σπίθα στα µάτια της µέσα. Με βαριά καρδιά καβάλησε το άλογό του, δεν ήθελε κανένα µαζί του, δεν έπρεπε κανείς να ξέρει. Έφυγε αποφασισµένος να αποκαταστήσει «το δίκιο», αν και συνέχιζε να πιστεύει πως όλα ήταν µια πλεκτάνη σε βάρος του πατέρα του. Ο Πρόδροµος δεν µασούσε τα λόγια του, ήταν άνδρας µε τιµή, και αν εκείνος πίστευε πως το αγόρι ήταν δικό του, θα το είχε αποκαταστήσει όπως του άρµοζε. Δεν µπορούσε να γνωρίζει ο Αβραάµ σε τι ψυχολογική κατάσταση είχε βρεθεί ο πατέρας του και πόσο είχε πιεστεί από τη Μερόπη για να
υποκύψει στις απειλές της. Ήταν όµως βέβαιος πως εκείνη θα τον είχε φέρει στο φιλότιµο. Ίσως –αυτό τώρα το σκεφτόταν–, ίσως του είχε δηµιουργήσει συναισθήµατα ενοχής πως, αφού δεν αναγνώριζε τον γιο της σαν δικό του, ο Αβραάµ δεν θα αξιωνόταν ποτέ να αποκτήσει παιδί, µιας και η χρονική στιγµή συνέπιπτε µε την τριετία που η Μακρίνα αδυνατούσε να µείνει έγκυος. Ύστερα ήταν και τα µάγια της… Ακόµα και τον ίδιο που τόσο αγαπούσε τη γυναίκα του και ποτέ, στα χρόνια του γάµου τους, δεν είχε έστω σκεφθεί άλλη· ακόµα και τον ίδιο είχε κοντέψει να τον ξελογιάσει µε τα πατσουλιά και τα µελαχρινά της στήθια. Το µόνο για το οποίο τώρα κατηγορούσε τον εαυτό του ο Αβραάµ, µετά τα πικρά λόγια που του είχε πει η γυναίκα του, ήταν πως αθέτησε τον όρκο που είχε δώσει στον πατέρα του. Δεν πίστευε ωστόσο πως αυτή του η «αµαρτία» ήταν η αιτία που είχε χαθεί το αγοράκι τους. Ήταν ευσεβής χριστιανός αλλά δεν µπορούσε να φανταστεί πως ο Θεός που προσκυνούσαν είχε βασανίσει τόσο ένα αθώο παιδί, και τη µητέρα του πολύ περισσότερο, για µια αµαρτία που είχε διαπράξει κάποιος άλλος αθετώντας τον όρκο του, έστω κι αν ήταν ο πατέρας του παιδιού. Τέτοιο Θεό δεν τον ήθελε ο Αβραάµ, αν ήταν έτσι, σε τι διέφερε από αυτούς, τους αµαρτωλούς θνητούς; Παρ’ όλα αυτά πήγε στο Ανδρονίκι. Η Μακρίνα ήταν µια εύθραυστη κοπέλα πάντα, η ψυχή της είχε ραγίσει µε τον χαµό του παιδιού τους, δεν ήθελε να της την κάνει κοµµάτια, ούτε ήθελε να χάσουν για πάντα τη µάνα τους τα άλλα του παιδιά.
Ο θάνατος του µικρούλη Συµεών τού είχε στοιχίσει και εκείνου πάρα πολύ, αλλά ήταν ψυχικά υγιής και αντιλαµβανόταν πως τα ζωντανά παιδιά είχαν µεγαλύτερη αξία εκείνη τη στιγµή από το παιδάκι που διάλεξε ο Κύριος να πάρει κοντά του, για τους δικούς του λόγους που, µάταια, έσπαγε το κεφάλι να τους υποθέσει.
Παρουσιάστηκε µπροστά του ντυµένη σεµνά και µε πρόσωπο µισοκρυµµένο στο µαύρο της γεµενί, καµία σχέση στην εµφάνιση µε την άλλη φορά, πέντε χρόνια πριν που την είχε πρωτοδεί. Μόνο τα µάτια της ήταν ίδια, τον κοιτούσαν λες και τον περνούσαν από λεπίδι. Στην αγκαλιά της µια µαύρη γάτα µε καταπράσινα µάτια – όρκο έπαιρνε ο Αβραάµ πως τον κοιτούσαν µε µίσος! Δίπλα στη Μερόπη ο Ιορδάνης, ένας έφηβος µε κοντά ποδάρια και γεροδεµένο σώµα, µαύρο χνούδι στο απανώχειλο και µάτια ίδια µε της µάνας του. Αισθάνθηκε να φουντώνει από έναν ξαφνικό πυρετό ο Αβραάµ. «Πενθάς κάποιον;» τη ρώτησε αµήχανος, δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει την κουβέντα. «Μάλιστα, εφέντηµ’» απάντησε σεµνά η γυναίκα. «Τον ανιψιό του Ιορδάνη µου, τον γιο σου τον Συµεών… Θεός σχωρέσ’ το το καηµένο το παιδάκι. Αµαρτίες γονέων…» Ο θυµός τού έσφιξε το µηνίγγια, ευχαρίστως θα την έπνιγε εκείνη τη στιγµή. Ήταν µια πολύ πονηρή και σκληρή γυναίκα,
σαφής ο υπαινιγµός της, έριχνε την ευθύνη για τον θάνατο του Συµεών στον πατέρα του, τον Πρόδροµο, την έριχνε και στον ίδιο. Και όχι µόνο αυτό αλλά µιλούσε ξεκάθαρα µπροστά στον γιο της πως ήταν αδέλφια! Άρα ο Ιορδάνης γνώριζε και πιθανώς να τον ζήλευε, µπορεί και να τον µισούσε ήδη. Έφτυσε νοερά τον κόρφο του, το κακό το µάτι πάντα το φοβόταν. Έφτυσε τον κόρφο του και την κοίταξε µε περιφρόνηση. Tι βρόµα ήταν αυτή! Τι καλτάκα[71]! Βαθιά µέσα του όµως ντράπηκε και για λογαριασµό του πατέρα του. Σε µια στιγµή αδυναµίας και για µερικά λεπτά σαρκικής απόλαυσης τους είχε ανακατέψει όλους, πέρα από το γεγονός πως δεν είχε ξεκαθαρίσει τα πράγµατα όπως θα έπρεπε. Τι έφταιγαν όλοι οι υπόλοιποι να βασανίζονται µε αυτόν τον τρόπο; Κοίταξε τον έφηβο Ιορδάνη που είχε τα µάτια πάλι κατεβασµένα. Τον κοίταξε και σκέφτηκε πως το παιδί, εξαιτίας της µάνας του –µήπως και του δικού του… του δικού τους πατέρα;–, ήταν παραπάνω από βέβαιο πως θα αισθανόταν άσχηµα, φρικτά. Γιατί γνώριζε την αλήθεια. Ή έστω γνώριζε την αλήθεια της Μερόπης. «Μάλιστα…» είπε µόνο και, κάτω από το επίµονο βλέµµα της γυναίκας που έδειχνε πως το φχαριστιόταν, γύρισε προς τον Ιορδάνη που παρέµενε αµίλητος και ντροπαλός. «Δεν µου λες, αγόρι µου εσύ, πηγαίνεις στο σχολειό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι µα δεν µίλησε. «Πήγαινε στο σχολειό ο Ιορδάνης µου, εφέντη» πήρε τον
λόγο η Μερόπη. «Όσο ζούσε ο µακαρίτης ο πατέρας του… ο πατέρας σας δηλαδή. Μα σαν απόθανε κείνος, δεν είχα λεφτά πια και το παιδί έπρεπε να δουλέψει. Είµαστε φτωχοί ανθρώποι, πρέπει να δουλέψουµε στα χτήµατα τα ξένα για να ζήσουµε…» Φούντωσε ο Αβράµης και κοκκίνισε ως τα αυτιά. Έκανε πως χαϊδεύει το παχύ του µουστάκι για να συγκρατήσει το χέρι του που ήθελε να της δώσει ένα δυνατό χαστούκι. Η γυναίκα µε το µαύρο µαντίλι στο κεφάλι και τα µάτια που πετούσαν σπίθες λύσσας και µίσους τον κατηγορούσε ξεκάθαρα! Και µάλιστα µπροστά στο παιδί, στο παιδί της, του οποίου η ψυχή –τώρα ήταν σίγουρος– θα ήταν γεµάτη µίσος για τον ίδιο, πιθανόν και για όλη του την οικογένεια. Καλοτύχισε την ώρα και τη στιγµή που δεν ήταν µπροστά η Μακρίνα, η οποία στο µίσος αυτών των δυο και κατ’ επέκταση στη δική του αδιαφορία να δώσει λεφτά θα απέδιδε µε απόλυτη σιγουριά το κακό που τους είχε βρει. Άφησε το µουστάκι και είδε µέσα στη φαρδιά του παλάµη πέντε έξι σκληρές κατάµαυρες τρίχες, τις είχε τραβήξει από την οργή του και χαµπάρι δεν είχε πάρει. «Τι θέλεις να κάνεις;» ξαναρώτησε το παιδί, αγνοώντας τη Μερόπη. «Θέλεις να γυρίσεις στο σχολειό; Θέλεις να σου βρω µια δουλειά;» Το αγόρι γύρισε και κοίταξε τη µάνα του. Πρόλαβε να δει ένα κρυφό χαµόγελο στα στενά της χείλη ο Αβραάµ. Εκείνη κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι προς τον γιο της. «Θέλω… θέλω…» και κοίταξε πάλι τη µάνα του.
Κούνησε πάλι το κεφάλι της εκείνη και άστραψαν τα µαύρα της µάτια από την έξαψη και την προσµονή. «Πες, τζιέριµ’, στον αδελφό σου, τι θέλεις!» Του ’ρθε µια να σηκωθεί και να φύγει ο Αβραάµ. Αυτή η γυναίκα ήταν επικίνδυνη και δεν σεβόταν τίποτα. Άκου εκεί αδελφός µε το µούλικό της! Προσπάθησε να ηρεµήσει αλλά δεν µπορούσε, η κακία της ήταν µεγάλη και έπεφτε όλη πάνω τους. Είχε κι εκείνος αρχίσει να πιστεύει, όπως η Μακρίνα µε τη µεγάλη της ευαισθησία είχε υποθέσει, πως το κακό της το µάτι είχε πέσει πάνω τους, πάνω στον Συµεών τους. Και φοβήθηκε µήπως έκανε κακό και στους υπόλοιπους. «Σ’ ακούω» είπε προς τον Ιορδάνη, αγνοώντας και πάλι τη γυναίκα που τον έσφαζε µε το βλέµµα. «Θέλω να έρθω µαζί σου στη Σµύρνη, εφέντηµ’!» Τα είπε µαζεµένα το παιδί και αναζήτησε µια επιβράβευση από τη µάνα του. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Εντάξει, το είπες». Με ένα νεύµα των φρυδιών τού µήνυσε να συνεχίσει. «Να έρθω στη Σµύρνη να δουλέψω κοντά σου, εφέντηµ’». Έµεινε άναυδος. Δεν πίστευε στα αυτιά του. Το θράσος τους ήταν τεράστιο, ποτέ δεν φανταζόταν πως µια ανυπεράσπιστη γυναίκα όπως ήθελε να πιστεύει ότι ήταν η Μερόπη θα είχε τόσο µεγάλες απαιτήσεις. «Αυτό δεν γίνεται» της το ξέκοψε. «Αν θέλεις παράδες, καλώς. Στη Σµύρνη… δεν γίνεται». Τράβηξε το γεµενί προς τα πίσω και φάνηκαν τα πλούσια
µαλλιά της. «Ετοιµάσου να πονέσεις πάλι…» είπε χαµηλόφωνα εκείνη χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει το µίσος της. «Έτσι δεν είναι Σεϊτάν[72];» είπε και χάιδεψε τη γάτα που νιαούρισε άγρια, σχεδόν βρυχήθηκε.
Ο Αβραάµ έφυγε πίσω στη Σµύρνη µε βαριά καρδιά. Ο χαµός του Συµεών είχε στοιχίσει και σε εκείνον πολύ, πάρα πολύ, αλλά τώρα υπέφερε διπλά για τα εν ζωή παιδιά του που, ουσιαστικά, είχαν χάσει τη µάνα τους – µακάρι σύντοµα να ξαναγυρνούσε κοντά τους η Μακρίνα. Υπέφερε και για τη γυναίκα του, όχι µόνο γιατί ήταν απόλυτα δυστυχισµένη, όχι µόνο γιατί έµοιαζε να µην έχει καµιά επαφή µε το περιβάλλον, φοβόταν πως ίσως και να τον είχε βγάλει για πάντα από την καρδιά της. Αν και τις τελευταίες µέρες και µετά την προσπάθεια που είχε κάνει εκείνος µε τον Ιορδάνη ήταν κάπως… φιλικότερη µαζί του, ο Αβραάµ. Έφυγε στη Σµύρνη µε καρδιά βαριά γιατί έπαιρνε µαζί του τον Ιορδάνη, ένα άγνωστο παιδί, ενώ τα δικά του έµεναν πίσω – Θεό είχε κάνει τη γυναίκα του να τον ακολουθήσουν, εκείνη όµως δεν άκουγε τίποτα, δεν εγκατέλειπε τον τάφο του Συµεών. Μόνο είχε χαµογελάσει αχνά όταν τον άκουσε να της λέει πως «το θέµα έχει τακτοποιηθεί», εννοώντας τον Ιορδάνη. «Τώρα είναι πια αργά…» είχε ψιθυρίσει «αλλά αυτό είναι το σωστό και
έτσι έπρεπε να γίνει…» Ο Αβραάµ έφυγε στη Σµύρνη νικηµένος και αυτό, ίσως, να τον πονούσε περισσότερο από όλα. Η Μερόπη τον είχε απειλήσει ξεκάθαρα και εκείνος, αντί να της αστράψει δυο χαστούκια, είχε αισθανθεί το αίµα να παγώνει στις φλέβες του, είχε νιώσει την καρδιά του να τρίζει επικίνδυνα, φοβήθηκε πως θα σταµατούσε. Είναι µάγισσα! είχε σκεφθεί και ο φόβος τον είχε παραλύσει, ούτε να µιλήσει µπόρεσε, λέξη δεν είπε. Έσκυψε το κεφάλι – πόσο το µετάνιωνε τώρα!– και γύρισε προς το µέρος του µικρού: «Ετοιµάσου, Ιορδάνη, σε λίγες µέρες φεύγουµε». Ο Σεϊτάν ο γάτος τον είχε συνοδεύσει µε το καταπράσινο κοφτερό του βλέµµα µέχρι που ανέβηκε στο άλογο.
Έδωσε όσο περισσότερες συµβουλές και οδηγίες µπορούσε στον Αποστόλη τον επιστάτη ο Αβραάµ· παρακάλεσε την Κιµάτη να µην αφήνει από τα µάτια της τη Μακρίνα· µίλησε και στη Σεβαστούλα, µικρό κορίτσι και µεγάλο το βάρος για τους ώµους της, αλλά και στον Μποδοσάκη και την Ελισάβετ, να προσέχουν τη µάνα τους, τη γιαγιά και τους εαυτούς τους, να διαβάζουν τα µαθήµατά τους, να είναι καλά παιδιά και ευσεβείς χριστιανοί και τους διαβεβαίωσε πως σύντοµα τα πράγµατα θα γίνονταν όπως παλιά. Ποια «παλιά» εννοούσε ο πατέρας, δεν κατάλαβαν τα
παιδιά, σύντοµη η µνήµη τους και τα δυο τελευταία χρόνια είχε επηρεαστεί βαριά από την αρρώστια του µικρού τους αδελφού και την «απουσία» της µάνας τους. Όµως δεν τόλµησαν να ζητήσουν διευκρινίσεις, ο λόγος του πατέρα ήταν πάνω από καθετί άλλο, έσκυψαν το κεφάλι πειθήνια και ονειρεύτηκαν – από παλιά ήταν αυτό το όνειρο ή ερχόταν από το µέλλον;– να είναι όλοι µαζί, αγαπηµένοι και χαρούµενοι· ο πατέρας να αποκαλεί τη µητέρα τους «άσκουµ’» και εκείνη να κοκκινίζει· να παίζουν την τυφλόµυγα και ο πατέρας να τους πιάνει όλους· να χώνονται στη ζεστή αγκαλιά της γιαγιάς και να ακούνε τις ιστορίες της· να ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι της µάνας τους και να τους τραγουδάει εγγλέζικα παιδικά τραγουδάκια, ανασυρµένα από τη δική της πρώιµη µνήµη. Η Σεβαστούλα, ο Μποδοσάκης και η Ελισάβετ, ακόµη ξαφνιασµένοι από το κακό που τους είχε βρει, υποσχέθηκαν µουδιασµένα στον πατέρα τους πως θα ακολουθούσαν τις οδηγίες του και πως θα πρόσεχαν, θα είχαν την ευθύνη της µάνας και της γιαγιάς. Μέσα από εκείνη την υπόσχεση που αφορούσε µια τεράστια ευθύνη, τα παιδιά µεγάλωσαν απότοµα και επώδυνα, ωρίµασαν πικρά και σχηµάτισαν µια απαισιόδοξη άποψη για τη ζωή, ενώ τα γέλια και τα παιχνίδια λιγόστεψαν, για τη δε Σεβαστούλα έπαψαν για πάντα. Και έτσι, κάθε παιδί, ανάλογα µε την ψυχοσύνθεσή του, αποκρυστάλλωσε, θα λέγαµε, τα χαρακτηριστικά που θα το ακολουθούσαν στην υπόλοιπή του ζωή. Όση ζωή είχε µοιράσει τέλος πάντων στον καθένα τους η Κλωθώ.
Ο Μποδοσάκης που πάντα ήταν «έντονο» παιδί –ζωηρό και φωνακλάδικο–, καταβάλλοντας προσπάθεια να γίνει αυτό που είχε υποσχεθεί στον πατέρα του, καταπιέστηκε τόσο ώστε στα αµέσως επόµενα χρόνια εξελίχθηκε σε έναν παράτολµο έφηβο που, αφενός διεκδίκησε και πήρε την αρχηγία στην τάξη, αφετέρου επιδόθηκε σε επικίνδυνα και βίαια παιχνίδια. Μπλεκόταν συνέχεια σε καβγάδες µε τα άλλα αγόρια, τα τουρκόπουλα κυρίως, και πολλές φορές γυρνούσε µε µατωµένη µύτη και στραµπουληγµένα χέρια στο σπίτι. Έκλεβε τα άλογα από τον στάβλο τους χωρίς να πάρει την άδεια κανενός, τα καβαλούσε και έτρεχε σαν αστραπή στα βουνά και στα ρουµάνια, ακόµα και όταν είχε νυχτώσει, ουρλιάζοντας σαν άγριο θηρίο. Σκαρφάλωνε στα ψηλότερα δέντρα και έκανε επικίνδυνες βουτιές, υπό τα ενθαρρυντικά χειροκροτήµατα των άλλων παιδιών, στο παγωµένο νερό της στέρνας που είχαν στο τσιφλίκι στο Ανδρονίκι, εξασφαλίζοντας έτσι την αδιαφιλονίκητη πρωτιά στην τσακαλοπαρέα. Με αυτά και άλλα πολλά, ο Μποδοσάκης φυσικά και άρχισε να παραµελεί τα µαθήµατά του και οι επιδόσεις του στο σχολείο γίνονταν όλο και χειρότερες, ενώ στο σπίτι τους όπου ήταν ο αυτόκλητος αρχηγός φερόταν στην πειθήνια Ελισάβετ σαν να ’ταν υπηρέτριά του. Εκείνη δε, παιδάκι χαµηλών τόνων από την ώρα που είχε γεννηθεί, παρά την προσκόλλησή της στη Σεβαστούλα, συνέχιζε να λατρεύει µε δέος τον αδελφό της, ενώ έγινε ακόµα πιο ευαίσθητη, ακόµα πιο ροµαντική – «νεράιδα» την ονόµαζε η
µάνα τους και κάτι ήξερε. Πληγωνόταν και έκλαιγε µε το παραµικρό, και άρχισε να κλείνεται στον εαυτό της χωρίς να διεκδικεί το δίκιο της. Αποµονωµένη στη διάρκεια της µέρας, όταν δεν είχε σχολείο και όταν έλειπε η Σεβαστούλα, στην κάµαρα που µοιραζόταν µε την αδελφή της, έλυνε τις µαύρες της κοτσίδες, φορούσε αυτοσχέδια πέπλα και έκανε πως βρισκόταν σε πυκνά δάση, όπου περίµενε τον πρίγκιπα, κάποιον πρίγκιπα, να έρθει καβάλα σε ένα άσπρο άτι. Με την αµφίεση αυτή –πέπλα και σεντόνια αντί για φουστάνια– πολλές φορές, έµπαινε σιγά σιγά στην κάµαρα που κοιµόταν η Μακρίνα, η µανούλα της, πήγαινε νυχοπατώντας και έστεκε εκεί, στο πλάι του κρεβατιού, παρακολουθώντας τη µε λατρεία και παρακαλώντας να ήταν µια αληθινή νεράιδα που θα χάριζε στη µανούλα της και πάλι τη χαρά. Όσον αφορά δε τη Σεβαστή, που αναγκαστικά είχε εγκαταλείψει το «Σεβαστούλα» αφού η ενήλικη συνονόµατή της δεν συµµετείχε µε οποιονδήποτε τρόπο στη ζωή του σπιτιού εκείνου, πήρε τα σκήπτρα του νοικοκυριού στα χέρια της µοιράζοντας καθήκοντα στις υπηρέτριες – πιο πολλές και πιο πονηρές από κάθε φορά αφού είχαν βρει πεδίο δράσης για κλεψιές και ατασθαλίες· συζητώντας, ακόµα και ελέγχοντας τον επιστάτη για τα κτήµατα και τις σοδειές. Εκείνη επίσης επικοινωνούσε και µε τον γιατρό που παρακολουθούσε τη νενέ και τη µάνα της, σε εκείνη εξηγούσε την πορεία της υγείας τους – η κατιούσα ήταν µονόδροµος ειδικά για την ηλικιωµένη· σε εκείνη έδινε οδηγίες για φάρµακα και διατροφή, συνθήκες
υγιεινής και άσκησης, αφού και οι δυο, νύφη και πεθερά, η µια από λύπη, η άλλη από παθολογικά αίτια, ήταν σχεδόν κατάκοιτες. Η Σεβαστή φρόντιζε και τα αδέλφια της, κυρίως συναισθηµατικά, ενώ συγχρόνως τέλειωνε το παρθεναγωγείο – πρώτη και εκεί, όπως και σε όλα τα άλλα, στα γαλλικά και στα αγγλικά που διδάσκονταν µε τα αδέλφια της στο σπίτι. Είχε αρχίσει να σκέφτεται πως θα ήθελε πολύ να πάει στη Σµύρνη ή, ακόµα καλύτερα, στην Αθήνα για να σπουδάσει, να γίνει γιατρός, να κάνει καλά τους ανθρώπους, να µην πεθαίνουν παιδιά, να µην τρελαίνονται µάνες, να µη µένουν βουβές και παράλυτες οι γιαγιάδες.
Ιούνιος 2004: Προκόπι – Στο ξενοδοχείο ΗΜΕΡΑ 3Η
Έλσα
Το δείπνο σερβίρεται πάντα στις οχτώµισι. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Έλσα που κλείνει βιαστικά το ηµερολόγιο, απαλλάσσεται από τα ρούχα που τη σφίγγουν και φορώντας µια φαρδιά πουκαµίσα, παίρνει το µπουρνούζι, καθαρά εσώρουχα και κατευθύνεται προς την πόρτα. Ένα καυτό χαµάµ θα τη συνεφέρει. Ερωφίλη, αρχηγέ, σκέφτεται µε ένα κρυφό γέλιο, πώς το ήξερες ότι θα εθιστώ στις απολαύσεις; Ανοίγει και στέκεται αναποφάσιστη, πρέπει να πάρει παντόφλες ή όχι, αµήχανη για µισό λεπτό, δεν θυµάται τι έγινε την άλλη φορά, της έδωσαν από εκεί ή είχε µαζί της… Καταλήγει να ξαναγυρίσει, η πόρτα διάπλατα ανοιχτή και ψάχνει στο πάτωµα
– µισοσκόταδο µέσα και δυο λεπτούτσικα µπουρνουζέ παντοφλάκια κρύβονται εύκολα, αν θέλουν να παίξουν. Να τα! Τα παίρνει και αυτά στα χέρια µαζί µε όλα τα άλλα που κρατάει, τινάζει τα µαλλιά που έπεσαν µπροστά στα µάτια της από το σκύψιµο. Ατίθασα εκείνα της κρύβουν και πάλι το µισό οπτικό πεδίο, ο διάδροµος έξω από την ανοιχτή πόρτα του δωµατίου της κατάφωτος και µια σιλουέτα στέκεται µπροστά από το άνοιγµα. Μένει ακίνητη, τα µαλλιά µπροστά στα µάτια της ακόµη, ούτε να τροµάξει δεν προλαβαίνει. «Πού πηγαίνεις;» η φωνή γνωστή και η αγγλική γλώσσα δεν της αφήνει περιθώρια να αµφιβάλλει. Τα χάνει, αν δεν τα είχε ήδη χαµένα. Πώς γίνεται και βρίσκεται συνέχεια µπροστά της; Να τολµήσει να σκεφθεί… να ελπίσει ίσως…. πως την παρακολουθεί; «Στο χαµάµ» απαντάει πειθήνια. Της κάνει τόπο να περάσει, τώρα βλέπει το µισό του προφίλ και το ειρωνικό του χαµόγελο καθώς περνάει ακριβώς κάτω από τη µύτη του. Η Έλσα συνειδητοποιεί πως, άθελά της, –και µάρτυς της ο Θεός γι’αυτό!– στο µπογαλάκι µε το µπουρνούζι και τα παντοφλάκια πάνω πάνω βρίσκεται το… το µαύρο δαντελένιο της εσώρουχο. Προσπαθεί απεγνωσµένα να το κρύψει, βάζοντάς το κάτω από το µπουρνούζι, οι κινήσεις της αγχωµένες και ανασφαλείς, το εσώρουχο πέφτει κάτω. Το κοιτάνε και οι δυο, η Έλσα σαν να βλέπει το πιο ανόσιο πράγµα στον κόσµο, εκείνος µε το ίδιο ειρωνικό χαµόγελο. Είναι όµως κύριος, τραβάει τα µάτια του γρήγορα από το
πάτωµα. «Υποθέτω πως δεν θα σου φαινόταν καθόλου ιπποτικό από µέρους µου αν σου το έδινα, τώρα δα…» Το αρπάζει εκείνη και το πετάει µέσα, προσποιούµενη την παντελώς αδιάφορη ενώ δεν είναι απλά ντροπιασµένη, καταποντισµένη αισθάνεται. Κλείνει την πόρτα και κατευθύνεται προς το ασανσέρ µε την αγωνία που υποθέτουµε πως θα είχε η οικογένεια του Νώε όταν έµπαινε στην Κιβωτό. «Ήσουν εσύ, λοιπόν;» ρωτάει ο Άλεξ και η φωνή του γίνεται κάπως θαµπή, σαν να µπερδεύτηκαν τα χρώµατά της. Η ερώτηση αναπάντητη, τα βήµατά της βιαστικά. Τι εννοεί: «Ήσουν εσύ, λοιπόν;». Ο καθένας µπορεί να πάει στο χαµάµ και απ’ όσο έχει πληροφορηθεί, οι περισσότεροι, όσοι τουλάχιστον δεν έχουν πρόβληµα µε την καρδιά τους ή µε άσθµα –είναι µεγάλοι άνθρωποι στο γκρουπ που αυτοαποκαλείται «παρέα»– και όσοι αντέχουν τη ζέστη, την υγρασία και όσοι δεν έχουν πρόβληµα να εµφανιστούν γυµνοί, έστω ηµίγυµνοι, στους υπόλοιπους, όλοι αυτοί, που και «πολλούς» δεν τους λες… Ε λοιπόν, η Έλσα έχει πληροφορηθεί πως άλλοι δυο τρεις από το γκρουπ έχουν πάει, τουλάχιστον µια φορά, στο χαµάµ! Ικανοποιηµένη από τη διαπίστωση πως δεν είναι η µοναδική που αχνίζεται σε τούτο το µέρος, αναρωτιέται πόσο παράξενος άνθρωπος µπορεί να είναι εκείνος, αφού από τη µια στέκεται µπροστά στην πόρτα της, από την άλλη δεν την ακολουθεί να
µπει µαζί της στο ασανσέρ. Και γιατί να µπει; Εξαγριώνεται και ρίχνει θυµωµένες µατιές προς το είδωλό της στον καθρέφτη, ένα χαστούκι άνετα θα της κάθιζε τώρα αν δεν είχε τα χέρια της γεµάτα. Τι θα έκανε αν εκείνος έµπαινε µαζί της στο ασανσέρ; Οι πόρτες ανοίγουν µόνες τους στον µυρωµένο χώρο µε τα αναµµένα σε κάθε γωνιά κεριά και τις πάλλευκες πετσέτες διπλωµένες πάνω σε ένα έπιπλο που προσποιείται πως προέρχεται από το παρελθόν. «It was me… Εγώ ήµουν» ψιθυρίζει στην ασφάλεια που της προσφέρουν η απόσταση τεσσάρων ορόφων και οι τοίχοι από γυαλιστερό µάρµαρο που είναι ολοφάνερο πως δεν έχουν αυτιά. «Yes, it was me!»
Η Ναζλί, πιστή σε ένα ραντεβού που δεν δόθηκε ποτέ, την υποδέχεται µε πλατιά χαµόγελα και λεξούλες που προσπαθούν να δηµιουργήσουν οικειότητα. Δεν χρειάζεται, η Έλσα αισθάνεται σαν στο σπίτι της αφενός, το χαµόγελο της γυναίκας είναι πιο εύγλωττο από οποιαδήποτε συνοµιλία αφετέρου. Αφήνεται στα χέρια της µε ανακούφιση, η ιεροτελεστία αρχίζει, ζεστά νερά, υδρατµοί, χλιαρό µάρµαρο απαλό σαν µετάξι, δάχτυλα τρυφερά και έµπειρα συγχρόνως, αρωµατικά σαπούνια και αφροί βελούδινοι, τραχιά σφουγγάρια και η αίσθηση πως να, όπου να ’ναι, τώρα, τώρα δα, εξαϋλώνεσαι,
φεύγεις, πετάς ψηλά… Ψηλά και… ρίχνεις µια µατιά δίπλα, στο ανδρικό τµήµα, να δεις αν είναι εκείνος εκεί… Όχι, όχι! Πρέπει να συγκεντρωθεί σ’ αυτό που ζει τούτη τη στιγµή, να συγκεντρωθεί, να ξεχάσει και να χαλαρώσει. Το παίρνει από την αρχή, λοιπόν. Τι ήθελε; Α ναι, να εξαϋλωθεί, να ανέβει ως ψηλά, στον θόλο που προστατεύει ευλαβικά το χαµάµ αυτό, να βγει έξω από τα στενόµακρα παραθυράκια, να πετάξει στους ουρανούς και να δει τον παράξενο τόπο από ψηλά, να παίξει µε τις «καµινάδες» στην κοιλάδα, να µπλέξει µε τα νερά των ποταµών, να σεργιανίσει στα βυζαντινά κάστρα, να συνοµιλήσει µε τον Διγενή που σκοτώνει τον δράκο µε τη λόγχη του. Καλύτερο τώρα. Τώρα το έκανε καλύτερο. Εκτός από την ευχαρίστηση που προσφέρει πάντα ένα µακράς διάρκειας µπάνιο, συνοδευόµενο µάλιστα από µασάζ, η επίσκεψη της Έλσας στο χαµάµ αυτή τη φορά στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Κάτι που δεν τολµάει να το οµολογήσει στον εαυτό της γιατί, αν το παραδεχόταν αυτό, θα έπρεπε να εξηγήσει, και πάλι στον εαυτό της, τις προσδοκίες που είχε από εκείνη την επίσκεψη. Πως δηλαδή είχε ονειρευτεί από την άλλη µεριά του τοίχου να είναι και πάλι εκείνος, να άκουγε τα νερά να τρέχουν στο σώµα του, ίσως και τους αναστεναγµούς του, και –ω Θεέ µου, ντροπή!– να είχε και πάλι την παράξενη εµπειρία της … της… της ερωτικής διέγερσης. Μαζεύει τα µπογαλάκια της και φεύγει όσο βιαστική ήρθε, δίνοντας ένα γενναιόδωρο φιλοδώρηµα, ίσως για να κρύψει τη
δυσαρέσκειά της, στη Ναζλί, που ρηµάζεται στις υποκλίσεις και επιστρατεύει όλα τα «ευχαριστώ», τα «τεσεκιούρ εντερίµ», τα «thank you» και τα «merci» που έχει στο οπλοστάσιο των ξένων γλωσσών της, οπλοστάσιο που αποτελείται από λίγες λέξεις, όλες σχετιζόµενες µε τις υπηρεσίες που προσφέρει. «Καλά να πάθεις!» µαλώνει το είδωλό της στον καθρέφτη του ασανσέρ. «Καλά να πάθεις να µάθεις να µην το παίζεις η Ωραία Κοιµωµένη που βγήκε από τον λήθαργο µε ένα φιλί του πρίγκιπα. Ζώον! Καλά να πάθεις που πίστεψες πως όλα άλλαξαν, πως δεν είσαι µια χήρα που έχασε ό,τι πιο πολύτιµο είχε στη ζωή, τον σπάνιο άνδρα σου που σε εξύψωσε µε την ύπαρξη και την αγάπη του!» Εκείνο, το είδωλό της δηλαδή, µε µαλλιά που στάζουν ακόµη απαστράπτοντα διαµαντάκια νερού στα πέτα του µπουρνουζιού τής κλείνει το µάτι. «Δεν ξέρεις τίποτα ακόµη. Όσο για το ποιος είναι ζώο, θα το δεις σύντοµα» της λέει δηκτικά. Μένει άφωνη. Πώς; Κοιτάει γύρω της, κανείς, τα χρυσαφί γυαλιστερά τοιχώµατα του ανελκυστήρα µόνο και δυο κλειστές, εξίσου γυαλιστερές, µεταλλικές πόρτες. Ξαναγυρνάει προς τον καθρέφτη. «Είπες κάτι;» ρωτάει έκπληκτη, ενώ η γαλάζια φλέβα κάνει την εµφάνισή της στο µέτωπο και το διασχίζει κάθετα. «Είπες κάτι;» ρωτάει πάλι και τινάζει το κεφάλι πετώντας νερά από τα µαλλιά της, νερά που λεκιάζουν τον καθρέφτη, τα τοιχώµατα και τις µεταλλικές πόρτες και εξασφαλίζουν ένα ήπιο εγκεφαλικό στην καθαρίστρια που θα επωµισθεί το έργο της
αποκατάστασης της στιλπνότητας του ανελκυστήρα. Το είδωλο σκουπίζει µια σταγονίτσα που το βρήκε ακριβώς στο αριστερό του –δεξί για την Έλσα– µάτι και βάζει τα µαλλιά µέσα στο µπουρνούζι. Εντάξει, δεν χρειάζεται να κάνουν και γενική καθαριότητα στο ξενοδοχείο επειδή κάποια κυρία είχε µεγάλες, αλλά διαψευσµένες, προσδοκίες από µια απλή επίσκεψη σε ένα τυπικό χαµάµ ξενοδοχείου. «Είπα: εν οίδα ότι ουδέν οίδα. Όλα είναι µπροστά µας σε αυτή τη ζωή. Μόνο στην “άλλη” είναι όλα πίσω… Και όσο είναι µπροστά µας, ποτέ δεν ξέρεις!» «Σοφιστείες»… θέλει να του πει υποτιµητικά, όµως το άλλη ζωή της ξύνει την πληγή στην καρδιά· εκείνη που, τρία χρόνια τώρα, τρία και κάτι, αιµορραγεί καθηµερινά. Ο Νικόλας της τα έχει όλα πίσω του. Τίποτα δεν µπορεί να αλλάξει για εκείνον. Δακρύζει η Έλσα. Δακρύζει και το είδωλο. «Είναι αµαρτία να µένεις κι εσύ πίσω» της λέει τώρα. «Αµαρτία, ενώ όλα είναι µπροστά σου. Αυτό µόνο, µεγάλο κορίτσι είσαι, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός». Τινάζει τα µαλλιά της µε σαδιστική διάθεση και καταπιτσιλάει τον τόπο. Το εγκεφαλικό της καθαρίστριας συζητήσιµο αν θα είναι ήπιο πια. Βλέπει το είδωλο να σκουπίζεται µε το µανίκι του µπουρνουζιού. «Μου έτσουξες τα µάτια, ρε ηλίθια. Θα κοκκινίσουν τώρα». «Καλά να πάθεις!» ουρλιάζει και χτυπάει τις πιτσιλισµένες πόρτες µε τις γροθιές της, τις πόρτες που κατά τα άλλα, εκτελούν ευπειθώς το καθήκον τους.
Κλείσε, άνοιξε, κλείσε, άνοιξε, κλείσε, άνοιξε. Μα ζωή είναι αυτή; Τώρα τραβιούνται αγαναχτισµένες, και η Έλσα ετοιµάζεται να βγει αλλά οπισθοχωρεί καθώς αντιλαµβάνεται πως το ασανσέρ έχει σταµατήσει στο λόµπι· κάποιος το έχει καλέσει αγνοώντας τις δικές της προθέσεις και η ίδια ούτε που το έχει πάρει είδηση. «Τα µάτια σου είναι κατακόκκινα» της λέει ο Άλεξ που µπαίνει στον θάλαµο µε ένα στραβό, αµερικάνικης προέλευσης, χαµόγελο. «Τι χάλια είναι εδώ µέσα;» Παρατηρεί τα νερά που κυλάνε στα τοιχώµατα. Γυρνάει θυµωµένη και κοιτάει το είδωλό της στον καθρέφτη που µε κόπο συγκρατεί τα γέλια του. «Είδες; είναι σαν να της λέει. «Ποτέ δεν ξέρεις ποιος µπορεί να βρίσκεται πίσω από δυο πόρτες που ανοιγοκλείνουν. Εν οίδα ότι ουδέν οίδα, γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να έχεις κόκκινα µάτια. Και έπεται συνέχεια, καλή µου…» «Είναι από το… έπεσαν σαπουνάδες… Ωωωωω, τι θέλεις τέλος πάντων από εµένα;» αδιευκρίνιστο σε ποιον απευθύνεται. «Αυτή την ερώτηση πρέπει κάθε τόσο να την κάνουµε σ’ εµάς» λέει εκείνος και ισιώνει, κάπως, το χαµόγελό του. «Χαίρεται!» αισθάνεται απόλυτα ηλίθια και τρέχει προς το δωµάτιό της. Ενώ οι πόρτες κλείνουν και πάλι, ανάµεσά τους σφηνώνεται η τελευταία φράση του Άλεξ που την εννοεί απόλυτα. Η Έλσα όµως, ακριβώς επειδή την ακούει στραγγαλισµένη δεν είναι σίγουρη τι σηµαίνει. Και εξ αυτού, η σύγχυσή της γίνεται τώρα
απόλυτη. «Αυ… βράδυ… είν… για… δυο… Εσύ… εγώ…».
1918: Καισάρεια
Σεβαστούλα Χατζηαβράµογλου
Την κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω. Αυτή ήταν η κόρη του; Πώς µπορεί να είχε αλλάξει τόσο πολύ µέσα στο διάστηµα που είχε να τη δει; Παρατήρησε την ψηλή της κορµοστασιά, ένα κεφάλι πάνω από το δικό του µπόι· τη λεπτή µέση, τον πάλλευκο λαιµό, τα γεµάτα χείλη, τα µάτια της που κοιτούσαν µε τον ίδιο τρόπο που κοιτούσαν τα µάτια της Μακρίνας κάποτε –όλο γλύκα και µ’ έναν µικρό, αδιόρατο καηµό–, τα κόκκινα µαλλιά πιασµένα ψηλά σε έναν πλούσιο κότσο που της έδινε ακόµα περισσότερο ύψος, ακόµα περισσότερη αρχοντιά. Είχε φορέσει το δώρο του και καµάρωνε, ένα φουστάνι από κρουστό µετάξι στο χρώµα του σάπιου µήλου µε µπεζ δαντελένια µανίκια που τύλιγαν τα λεπτά της µπράτσα. Το κορίτσι έκανε µια σβούρα µπροστά στα γεµάτα θαυµασµό
µάτια του πατέρα της. «Μάαασαλλαχ!» αναφώνησε η γιαγιά µε το ίδιο όνοµα, καθηλωµένη πια εντελώς στην πολυθρόνα και τις λέξεις να αναβλύζουν µόνο από τη δεξιά άκρη των χειλιών της σαν φυσαλίδες. «Μάαασαλλαχ!» είπε και ο Αβράµης από µέσα του, είχε µεγαλώσει το κοριτσάκι του, σωστή γυναίκα πια, σύντοµα θα έφτανε η ώρα να παντρευτεί, ποιος θα ήταν τόσο άξιος ώστε ο Χατζηαβράµογλου να µπορούσε να χαλαλίσει τέτοια οµορφιά; Έκανε δεύτερη σβούρα η Σεβαστή και τρίτη και τέταρτη, δεν χόρταινε να ακούει το θρόισµα του µεταξιού έτσι όπως η φαρδιά φούστα τυλιγόταν και ξετυλιγόταν στα πόδια της, ακολουθώντας τη φορά του σώµατός της. «Ζαλίστηκα…» είπε η Μακρίνα και έπιασε το µέτωπό της. «Σταµάτα, σε παρακαλώ, ζαλίστηκα». Υπάκουσε µε µισή καρδιά το κορίτσι, δεκαπέντε σπαρταριστά χρόνια νιότης τής υπαγόρευαν να χαρεί µε την ψυχή της· πέντε χρόνια πένθους στο σπίτι τους της επέβαλλαν να κάνει ό,τι ήθελε η µητέρα της, που συνέχιζε να θρηνεί τον µικρό της γιο λες και είχε πεθάνει χθες. Εκείνη τη στιγµή κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα ο Μποδοσάκης µε απίστευτο θόρυβο, βροντούσε τα πόδια του σε κάθε σκαλί για να δούνε όλοι τους τις καινούργιες ψηλές µπότες από µαύρο γυαλιστερό δέρµα και µε χοντρά σπιρούνια που του είχε φέρει ο πατέρας του. Βροντούσε τα ποδάρια του στη µεγάλη σκάλα ο Μποδοσάκης θέλοντας να υπενθυµίσει στον
πατέρα του την υπόσχεση που του είχε δώσει εδώ και καιρό. Τι καιρό; Χρόνια. Αν πήγαινε καλά στο σχολειό του, θα του αγόραζε ένα άλογο που θα ήταν µόνο δικό του. «Σσσσς» έκανε µε το δάχτυλο στα χείλη η Μακρίνα και µετά έκλεισε τα αυτιά µε τις παλάµες της. «Σιγά, αγόρι µου, δεν χρειάζεται να γκρεµίσεις το σπίτι…» «Σιγά» έκανε νόηµα µε το χέρι και ο Αβραάµ, δεν ήθελε να ανησυχήσουν τη γυναίκα του που, καθισµένη σε µια πολυθρόνα δίπλα από την πεθερά της και εξαϋλωµένη σχεδόν, δεν άντεχε τους θορύβους, τα γέλια, τις φωνές, τη χαρά. Η Μακρίνα δεν άντεχε τη ζωή. Και δεν έβγαινε πια, από τότε που χάθηκε ο µικρός, παρά µόνο για να πάει καθηµερινά στα κοιµητήρια. Καµιά άλλη, την παραµικρή κοινωνική ζωή δεν είχε πια. Ούτε δεχόταν κανένα ούτε πήγαινε πουθενά. Ούτε τον άνδρα της ζητούσε. Κάποτε τον περίµενε σαν θεό της να έρθει και να τη βγάλει από τη µονοτονία της ζωής της, τώρα ούτε που του ζητούσε να επιστρέψει από τη Σµύρνη στα τυπικά γράµµατά της ούτε, πολύ περισσότερο, του ζητούσε να µείνει λίγο παραπάνω, όπως συνήθιζε στα χρόνια πριν από τον χαµό του Συµεών. Όχι πως του κρατούσε κακία όπως φοβόταν ο Αβράµης, όχι. Η Μακρίνα ήταν ένας άγγελος, δεν ήξερε τέτοια πράγµατα. «Πού είναι η Ελισάβετ; Γιατί δεν έρχεται;» ρώτησε ο πατέρας για να φύγει ο νους του από τα δυσάρεστα. Γέλασε δυνατά ο Μποδοσάκης, και η Μακρίνα µόρφασε ενοχληµένη, λες και το γέλιο που έφτασε στα αυτιά της την
έκανε να πονέσει. «Ντρέπεται, πατέρα! Ντρέπεται να τη δούµε µε το καινούργιο της φουστάνι. Ελισάβετ! Ελισσώ! Για κατέβα γρήγορα!» διέταξε µέσα στα τρανταχτά του γέλια. «Σσσσς» επανέλαβε η Μακρίνα, λες και δεν ήξερε άλλα λόγια να πει. «Σσσσς, αγόρι µου…» «Ελισσώ! Σε διατάζω να κατέβεις τώρα αµέσως!» Δεν έδωσε καµιά σηµασία στην παρατήρηση της µάνας του ο ζωηρός έφηβος, ενθαρρυµένος και από την παρουσία του πατέρα του, κυρίως όµως ενθουσιασµένος από την προοπτική της απόκτησης δικού του αλόγου. «Ελισάβετ!» Και τα σγουρά, ατίθασα µαλλιά του πήγαν και ήρθαν έτσι όπως κούνησε το κεφάλι µε τα κόκκινα, να στάξουν αίµα, µάγουλα και τα σµιχτά φρύδια. Η µικρή φάνηκε στην κορυφή της σκάλας, µια άσπρη φιγούρα µε σκυµµένο το κεφάλι. Άρχισε να κατεβαίνει σιγά σιγά, χωρίς να κοιτάει κανένα. Δεκατριών χρονών κοριτσάκι και το σωµατάκι του είχε πια τις καµπύλες µιας γυναίκας. Αυτή είχε πάρει από τη γιαγιά Σεβαστή, δεν ήταν λεπτή όπως η αδελφή της – στήθια και καπούλια ολοστρόγγυλα. Το καινούργιο λευκό φουστάνι µε την µπλε καντιφένια ζώνη ίσως και να της έπεφτε κάπως στενό και αποκάλυπτε –να γιατί ντρεπόταν, λοιπόν– αυτά που η µικρή ήθελε να κρύψει. «Είσαι πολύ όµορφη, καµάρι µου!» την ενθάρρυνε ο πατέρας της. «Είσαι η µικρή µου νεράιδα!» Και κοίταξε τη γυναίκα του,
ευελπιστώντας πως και εκείνη θα ενθάρρυνε την Ελισάβετ. Η Μακρίνα χαµογέλασε µε κόπο. «Ήρθε και ο Ιορδάνης µαζί σου;» ρώτησε χωρίς να σχολιάσει την εµφάνιση της Ελισάβετ. Παραδόξως η Μακρίνα έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον νεαρό, ίσως τον θεωρούσε σαν το πλάσµα που βρισκόταν ανάµεσα στον Θεό και στον Συµεών της, αφού και εκείνο το αγόρι, κατά την άποψή της, ήταν ένα αδικηµένο παιδί. Ύστερα πέρασε φευγαλέα το βλέµµα της πάνω από τη µικρή της κόρη και το έστειλε προς το παράθυρο, έξω, στον µολυβένιο ουρανό που τόσο ταίριαζε µε την ψυχή της. Τίποτα δεν την άγγιζε, ούτε καλό ούτε κακό. Δεν ήταν πως δεν αγαπούσε τα σπλάχνα της – ποιος θα µπορούσε να το έλεγε ποτέ αυτό για τη Μακρίνα;–, ήταν που ο πόνος τής είχε ξεριζώσει κάθε διάθεση για οτιδήποτε. «Ναι. Ήρθε κι εκείνος να δει τη µάνα του. Μαζί ήρθαµε…» ψέλλισε ο Αβραάµ. Δεν είχε µιλήσει ποτέ στα παιδιά για την ύπαρξη του Ιορδάνη και πολύ περισσότερο στη µητέρα του. Δεν χρειαζόταν τώρα στα γεράµατα να νιώσει ντροπιασµένη και απατηµένη. Η Μακρίνα τον άκουσε µε ενδιαφέρον. «Να τον φέρεις σπίτι… Να φάµε µια µέρα µαζί, σε παρακαλώ». «Ποιος είναι ο Ιορδάνης, πατέρα;» ρώτησε όλο περιέργεια ο Μποδοσάκης. «Πρώτη φορά ακούω γι’ αυτόν». Δαγκώθηκε ο Αβράµης. Δεν ήταν ανάγκη τώρα, δεν ήταν
καµιά ανάγκη! «Ένας παραγιός που πήρα από το Ανδρονίκι µαζί µου στη Σµύρνη. Να µε βοηθάει, µέχρι να ’ρθεις εσύ. Να έχω έναν δικό µας άνθρωπο εκεί, της εµπιστοσύνης». Τα γαλάζια µάτια της µικρής Σεβαστής καρφώθηκαν στον πατέρα της. Ήξερε πολύ καλά, το είχε συµπεράνει απ’ όσα άκουγε, πως ήταν πολύ επιφυλακτικός στην επιλογή συνεργατών και πως σε κανένα, µα κανένα δεν είχε απόλυτη εµπιστοσύνη. Τι ήταν αυτός ο Ιορδάνης; Και γιατί ήταν «δικός µας άνθρωπος»; Δεν µίλησε όµως. Οι γυναίκες, και πόσο µάλλον οι κόρες, δεν επιτρεπόταν να εκφράσουν άποψη. Ακόµα και σε µια οικογένεια όπως οι Χατζηαβράµογλου που ίσως και να ήταν περισσότερο φιλελεύθερη –ας µην εξετάσουµε εδώ τους λόγους, πάντως ο έρωτας του Αβραάµ για τη Μακρίνα σίγουρα ήταν ένας από αυτούς– η Σεβαστούλα δεν είχε –όχι µέχρι τότε πάντως– την άδεια να συµµετέχει σε συζητήσεις. Ούτε καν σε αυτές που γίνονταν σε στενότερο οικογενειακό πλαίσιο. «Μάαασαλλαχ» έκανε προσπάθεια να ξαναπεί η γριούλα. Παρά την άσχηµη κατάσταση της υγείας της, καταλάβαινε πως η Ελισσώ τους είχε ανάγκη από έναν καλό λόγο, έπρεπε κάποιος να της δώσει θάρρος και ποιος άλλος θα µπορούσε να είναι, πέρα από την οικογένειά της; «Μάαασαλλαχ, τζιέριµ’» και σκούπισε τα σάλια που έτρεξαν από την υπερπροσπάθεια µε το καθαρό µαντίλι που της έβαζε η Σεβαστούλα, τρεις φορές τη µέρα, στο χέρι που µπορούσε κάπως να κουνήσει. Τώρα η συνονόµατη εγγονή, ειδικά µετά τον θάνατο και της
Κιµάτης, που έφυγε ήσυχα µέσα στον ύπνο της, είχε αναλάβει αποκλειστικά τη νενέ της. Με αφοσίωση και αγάπη προσπαθούσε να αντικαταστήσει την παραµάνα της δικής της µητέρας που, παρά τις αντιθέσεις της µε την κυρα-Σεβαστή, την είχε υπηρετήσει µε αφοσίωση.
Έστρωσε το γιορτινό τραπέζι –πάντα είχανε γιορτή σαν ερχόταν ο πατέρας τους–, το έστρωσε µόνη της, µε το εγγλέζικο καλό σερβίτσιο από την πατρίδα της γιαγιάς που δεν γνώρισε ποτέ. Το είχε φέρει κάποια Χριστούγεννα ο Αβραάµ µε την υπόσχεση πως σύντοµα θα έπαιρνε όλη την οικογένεια και θα πήγαιναν στη Λόντρα, να δει η Μακρίνα τη χώρα της µητέρας της, να δουν και τα παιδιά τη γη των παππούδων από τη µεριά της µάνας τους. Μια υπόσχεση που, µαζί µε πολλές άλλες, δεν πραγµατοποιήθηκε είτε από έλλειψη αποφασιστικότητας είτε από τα εµπόδια που έβαλαν τα τραγικά γεγονότα, εκείνα που ήρθαν και χτύπησαν την πόρτα του Χατζηαβραµογλαίικου µε τον θάνατο του Πρόδροµου πρώτα, µε τον χαµό του µικρού γιου µετά, µε την αρρώστια της Μακρίνας ύστερα. «Μη µου πεις πως µαγείρεψες κιόλας, Σεβαστούλα;» ρώτησε χαριτολογώντας ο Αβράµης που ήξερε πως οι κόρες του ανακατεύονταν και στο µαγειρειό κι ας µην είχαν πια κοντά τους την Κιµάτη τη χρυσοχέρα και φυσικά την Ανό, που η
τέχνη της στην κουζίνα, για εκείνον, ήταν αξεπέραστη. «Ναι, πατέρα» είπε πρόσχαρα το κορίτσι. «Σου ’κανα κόκορα µε πλιγούρι, έψησα και µαντί…» «Για να δούµε, τα κατάφερες;» Και δεν µπορούσε να κρύψει τη χαρά του, αυτό το κορίτσι ήταν διαµάντι, αχ και να µπορούσε η Μακρίνα να χαρεί µε τα παιδιά της. «Μια χάρη µόνο πατέρα…» είπε δειλά. Την κοίταξε εκείνος. Ποτέ η µεγάλη του κόρη δεν είχε ζητήσει την παραµικρή χάρη από τον ίδιο. Ούτε από τη µητέρα της. Όσο ήξερε, τουλάχιστον. «Πες µου, γιάβρουµ’» της είχε αδυναµία και δεν το ’κρυβε. «Δεν θέλω, πατέρα, να µε φωνάζετε Σεβαστούλα» και κοκκίνισε ως τις ρίζες των µαλλιών της που είχαν σχεδόν το ίδιο χρώµα. Δεν ρώτησε γιατί ο Αβράµης. Στα δεκαπέντε, δεκάξι χρόνια της ζωής της, µια φορά είχε ζητήξει και εκείνη κάτι. «Όπως θέλεις, Σεβαστή» απάντησε σοβαρός για να της δείξει πόσο την υπολόγιζε. Στο τραπέζι κάθισαν όλοι, ακόµα και η Σεβαστή χανίµ που δεν έτρωγε. Με τις ώρες την τάιζαν οι εγγονές της, συνήθως η µεγάλη αλλά και η Ελισάβετ πολλές φορές, κουταλάκι κουταλάκι, έναν χυλό από κρεατόζουµο µε πατάτα και ό,τι λαχανικό είχαν, ανάλογα µε την εποχή. Τράβηξαν όµως την πολυθρόνα της κοντά στο τραπέζι και εκείνη χαιρόταν που ήσανε όλοι µαζί. Ο γιος της πάλι στο σπίτι. Τι µεγαλύτερη
ευτυχία από αυτό; Τα εγγονάκια της να τρώνε µε όρεξη και γέλια. Η νύφη της… Αχ η καψερή η Μακρίνα… Και πιο καψερός ο γιος της που την αγαπούσε ο µπουνταλάς σαν τρελός και γυναίκα δεν χάρηκε µετά τον θάνατο του µικρού. Και ξεχνούσε η Σεβαστή –θες από την αρρώστια, θες από το κεφάλι της το αγύριστο;– πως και ο δικός της ο άνδρας δεν είχε χαρεί γυναίκα κι ας µην τους είχε τύχει τέτοιο κακό. «Ο θείος Ρίζος» ανακοίνωσε ο Αβραάµ «στην τελευταία επιστολή που µου έστειλε, ανάµεσα στα άλλα, µου είπε πως αρχίζει να λειτουργεί και πάλι το Κολλέγιο Ανατόλια στον Πόντο πέρα, στη Μερζιφούν». Τα παιδιά, αν και ήξεραν πάρα πολύ καλά ποιος ήταν ο θείος Ρίζος από όσα τους είχαν πει οι γονείς τους, η µάνα ιδιαίτερα αλλά και η «νενέ» Κιµάτη, δεν τον είχαν γνωρίσει ποτέ. Ο άρχοντας της Σινασού ήταν µεγάλος πια σε ηλικία, µια φορά που είχε έρθει, πριν από χρόνια στην Καισάρεια, εκείνα ήταν µικρά και ούτε τον θυµούνταν. Σαν µεγάλωσαν κάπως εκείνα, ο Ιωάννης Ρίζος φυσικά και δεν ήταν σε θέση να κάνει τα ταξίδια που συνήθιζε στο παρελθόν, οργώνοντας στην κυριολεξία τη Μικρά Ασία για τους εµπορικούς του σκοπούς. «Τον ρώτησα σε ποιο σχολείο θα πρέπει να πας, Πρόδροµε» πήρε επίσηµο ύφος ο Αβραάµ αποκαλώντας τον γιο του µε το βαφτιστικό και όχι µε το χαϊδευτικό του, µάλλον για να δώσει έµφαση στα λεγόµενά του και να καταλάβει ο µικρός πως αυτό ήταν ένα πολύ σηµαντικό θέµα. Πάντα εκτιµούσε τον θείο της γυναικός του, τον εκτιµούσε
για τα πλούτη αλλά και για τη µόρφωση που είχε, για την κοινωνική του θέση στην Κωνσταντινούπολη και τη Σινασό και, ειδικά µετά τον θάνατο του πατέρα του, τον είχε κάπως σαν σύµβουλο. Δεν παρέλειπε να τον επισκέπτεται όταν βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, να ζητάει τη γνώµη του για τις δουλειές, την πολιτική κατάσταση και ό,τι άλλο τον απασχολούσε ως επιχειρηµατία, ως µέλος µιας µειονότητας που ακόµη δεν γνώριζε πόσο ακριβά θα πλήρωνε το γεγονός πως ήταν η συγκεκριµένη µειονότητα κι ας ήταν από πάντα εγκατεστηµένη εκεί. Αισθανόταν αιώνια ευγνωµοσύνη στον θείο της γυναίκας του γιατί χάρη σε εκείνον την είχε γνωρίσει και είχανε παντρευτεί. Την ευγνωµοσύνη του την έδειχνε µε διάφορους τρόπους, ένας από αυτούς ήταν και η συνήθειά του να τον συµβουλεύεται και για θέµατα που αφορούσαν τα παιδιά του. «Θα είναι ασφαλή τα πράγµατα εκεί;» είχε προβληµατιστεί και µε το δίκιο του, µπορεί να ήσανε µακριά όµως τα νέα έφταναν και σε αυτούς, µε καθυστέρηση βέβαια αλλά έφταναν. Στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας είχε ξεκινήσει αντάρτικο, οι Πόντιοι είχαν ψυχή, δεν κάθονταν µε σταυρωµένα τα χέρια στις εθνικιστικές προκλήσεις των Νεότουρκων. «Για να ανοίγουν εκεί το Κολλέγιο οι Αµερικάνοι, Αβραάµ, κάτι ξέρουν. Αυτοί τον έχουν µοιρασµένο τον κόσµο, ογλούµ’, δεν θα πήγαιναν έτσι σαν πρόβατα στη σφαγή. Ξέρουν πως όλα θα τακτοποιηθούν και θα είµαστε όπως και πρώτα». Πείστηκε εύκολα ο Αβραάµ, έµπορος καθώς ήταν, ευσεβής
του πόθος η ηρεµία και η γαλήνη στον τόπο, να έκαµαν όλοι τις δουλειές τους, να προόδευαν οι ανθρώποι. Στο άκουσµα της κουβέντας «…σε ποιο σχολειό πρέπει να πας» ο Μποδοσάκης δυσανασχέτησε αλλά δεν το έδειξε, πρώτα απ’ όλα είχε διδαχθεί σεβασµό και υπακοή στον πατέρα του, δευτερευόντως ήθελε να τα έχει καλά µαζί του, ειδικά κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψής του – γιατί πάντα περί επίσκεψης επρόκειτο. Ο µικρός αντάβαλης[73] περίµενε πώς και τι να του πάρει, επιτέλους, το άλογο. Μόνο της Σεβαστής, της µικρής Σεβαστής, η καρδιά πετάρισε σαν άκουσε τη λέξη «σχολειό», αχ και να ’ταν αγόρι και να απασχολούσε και η δική της µόρφωση τον πατέρα της! Είχε τελειώσει το οκτατάξιο παρθεναγωγείο µε «άριστα», λάτρευε το διάβασµα αλλά, όπως κάποτε η µητέρα της, δεν είχε τολµήσει ποτέ να ζητήσει, να ξεστοµίσει έστω, τον πόθο της για παραπάνω σπουδές. Τα κορίτσια είχαν άλλη µοίρα στην πατρίδα τους, έπρεπε να προετοιµαστούν για να γίνουν άξιες νοικοκυρές, να κάνουν έναν καλό γάµο, να δηµιουργήσουν σωστή οικογένεια. Ειδικά µετά την «αναχώρηση» της µάνας της από την πραγµατικότητα, το κορίτσι έθαψε τα όνειρά του σε ένα αόριστο αργότερα –τώρα έπρεπε να αναλάβει τα ηνία του νοικοκυριού–, ένα αργότερα που τώρα πια ήταν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα ερχόταν ποτέ γι’ αυτήν. «Τι είναι αυτό το σχολείο, πατέρα;» δεν κρατήθηκε όµως και ρώτησε. «Και γιατί τόσο µακριά;» Χάιδεψε αυτάρεσκα το µουστάκι του ο Αβραάµ, ιδού, κάποιος
ενδιαφερόταν για τα λεγόµενά του και έριξε µια αυστηρή µατιά στον γιο, που ο νους τους έτρεχε σε αλόγατα και στάβλους. «Είναι το καλύτερο!» είπε µε στόµφο. «Έτσι µου το παρουσίασε ο Ρίζος εφέντης και έτσι θα είναι, του έχω απόλυτη εµπιστοσύνη. Ο Μποδοσάκης θα πάει εκεί να µάθει ιστορία, αρχαία ελληνικά, φιλοσοφία, να µάθει τους νόµους, να µάθει τα εγγλέζικα φαρσί, τα γαλλικά, τα αρµένικα και τα ρώσικα. Να ανοίξει το µυαλό του, να συναναστραφεί µε νέους από όλες τις γωνιές της αυτοκρατορίας… όπως µε διαβεβαίωσε ο θείος. Εµπόρους έχουµε πολλούς, µορφωµένους εµπόρους όµως λίγους». Ξινίστηκε ο Μποδοσάκης. Τι ήταν αυτά, ποιος του είπε πως τον ενδιέφεραν τέτοια πράγµατα, αυτός ήθελε να κυνηγάει στα βουνά, να τρέχει ελεύθερος στο τσιφλίκι, άντε και να προσέχει τις καλλιέργειές τους. Ούτε στη Σµύρνη ήθελε να πάει το αγόρι, πατρίδα και φωλιά του ήταν τα άγρια βουνά της Καππαδοκίας, αυτά τον τραβούσαν, εκεί ήθελε να ζήσει. Για τη Σµύρνη όµως το είχε πάρει κάπως απόφαση. Αυτό ήταν το συνήθειο της οικογένειας, αυτό και του τόπου τους, πώς εκείνος θα το απέφευγε; Αλλά για σχολειό… για σχολειό ούτε και του είχε περάσει από τον νου! Και, µάλιστα, στου διάολου τη µάνα. Και ακόµα παραπέρα. «Μα… µα εγώ σ’ έναν χρόνο τελειώνω το σχολειό…» προσπάθησε να φέρει µια λογική αντίρρηση. «Πάλι µαθητής θα γενώ; Τα ίδια θα διδαχτώ;» Έγνεψε αόριστα ο Αβραάµ.
«Δεν είναι τα ίδια, ογλούµ’, είναι ανώτερα γράµµατα… Άσε δε που θα είσαι και πρώτος µαθητής εκεί, αφού θα τα ξέρεις όλα. Έτσι θα ξεχωρίσεις!» έκανε πως γελούσε εγκάρδια. «Στο Κολλέγιο, όπως µου είπε ο θείος Ρίζος, πηγαίνουν τα παιδιά πλουσίων εµπόρων από όλη την αυτοκρατορία, θα αναπτύξουµε σχέσεις µε όλους. Και βέβαια, το χρειάζεσαι αυτό το… το λούστρο, βρε παιδί µου, πώς να το πω;» Έσκυψε το κεφάλι του το αγόρι χωρίς να καταλαβαίνει ποιο ήταν το λούστρο που χρειαζόταν, έσκυψε το κεφάλι γιατί γνώριζε πως ήταν περιττή κάθε αντίρρηση. «Πότε θα πάω;» ρώτησε µόνο, ο χρόνος µετρούσε αντίστροφα πια, αυτό τον απασχολούσε. Σε λίγο έπιανε χειµώνας και όλοι ξέρανε πόσο βαρύς ήταν στον τόπο τους, πότε θα προλάβαινε να εκπαιδεύσει το άλογο που του είχε τάξει ο πατέρας να του πάρει, πότε θα προλάβαινε να χαρεί την ξενοιασιά του καβαλάρη; «Σε λίγους µήνες, γιε µου. Σε οχτώ µήνες από τώρα…» και κοίταξε όλους γύρω του. «Τον Οκτώβρη του 1919, θα είσαι ένας από τους µαθητές του περίφηµου αµερικάνικου Κολλεγίου Ανατόλια!» και σήκωσε το ποτήρι µε το κρασί. «Άντε, και σ’ ανώτερα, γιε µου, περηφάνια και ελπίδα µου. Στην υγειά όλων µας, αλλά κυρίως του Πρόδροµου Χατζηαβράµογλου του νεότερου, που µια µέρα θα γυρίσει προφεσόρος να συνεχίσει τις επιχειρήσεις µου». Ήπιαν όλοι στην υγειά του Μποδοσάκη, κάποιοι τον µακάρισαν, όπως η Σεβαστή· κάποιοι πικράθηκαν, όπως η
Ελισάβετ, που λάτρευε τον αδελφό της και πώς θα τον αποχωριζόταν. Η γιαγιά συγκινήθηκε κι ας µην µπορούσε να µιλήσει, µεγάλωσε το αγόρι τους, διαµάντια στρωµένος ας ήταν ο δρόµος του. Μόνο η Μακρίνα –κι ας σήκωσε και εκείνη το ποτήρι της–, µόνο εκείνη έµεινε προσκολληµένη στο βάσανό της. «Ο Συµεών µου ποτέ δεν θα πάει στο σχολείο…»
Δυο µέρες πριν αναχωρήσει για τη Σµύρνη, ο Αβράµης πήρε τον νεαρό Πρόδροµο και πήγανε στο µεγάλο παζάρι που, για καλή τύχη του µικρού, ξεκινούσε εκείνη τη µέρα, µε την ελπίδα να µπορέσουν να συµβιβαστούν οι επιθυµίες τους σε ένα άλογο που θα έβρισκαν εκεί. Το περίφηµο, στα πέρατα της Ανατολής, παζάρι της Καισάρειας γινόταν έξω από το απέραντο καπαλί τσαρσί, τη σκεπαστή αγορά. Χτισµένη πάνω στον Δρόµο του Μεταξιού η Καισάρεια, στον δρόµο από τον οποίο δεν είχαν διακινηθεί µόνο εµπορεύµατα αλλά και πολιτισµοί, θρησκείες, γλώσσες, επιστήµες, παραδόσεις, ιδέες, γεύσεις, εµπειρίες και τόσα άλλα, από την ίδρυσή της, πολλούς αιώνες πίσω, συγκέντρωνε στο παζάρι της, που ήταν σπουδαιότερο ακόµα και από εκείνο στο Χαλέπι, εµπόρους από διάφορα µέρη της αυτοκρατορίας: τον Πόντο, τα παράλια, την Αρµενία, την Περσία, τη Συρία, από τα βάθη της Ανατολής. Οι έµποροι έφταναν στην πόλη ύστερα από µακρύ,
ατέλειωτο ταξίδι πάνω στις βαρυφορτωµένες καµήλες τους και, αφού διέσχιζαν τα στενά δροµάκια µε τα χαµόσπιτα αλλά και τα φαρδιά λιθόστρωτα µε τα αρχοντικά, αφού έκαναν τις προσευχές τους, απέξω ή µέσα σε ένα από τα πολλά τζαµιά, αφού προσπερνούσαν κάποια από τις χριστιανικές εκκλησιές και άφηναν πίσω τους τα βυζαντινά τείχη, κατέληγαν εκεί, στο περίφηµο παζάρι. Ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, τις προηγούµενες βδοµάδες, µαζί µε τον γιο του είχαν επισκεφθεί σχεδόν όλα τα κτήµατα του καϊµακαµλικίου[74] στο οποίο υπαγόταν η πόλη, ψάχνοντας για το άλογο που θα του χάριζε. Πατέρας και γιος όµως είχαν µεγάλη διαφωνία, στον µεν Μποδοσάκη δεν άρεσε κανένα ζωντανό απ’ όσα τους πρότειναν οι άνθρωποι που τα εκτρέφανε, ο δε Αβράµης ήταν ανυποχώρητος και δεν ικανοποιούσε το αίτηµα του νεαρού που ζητούσε ένα µεγαλόσωµο και όσο το δυνατόν πιο άγριο άλογο. Γιατί ο άνθρωπος φοβόταν µήπως και ήταν πολύ µικρός ο γιος του –και είχε δίκιο– για τέτοιο άλογο και µήπως ανεξέλεγκτος καθώς ήταν, αφού ο ίδιος έλειπε τον περισσότερο καιρό, έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έτσι, µ’ αυτή την ασυµφωνία, έφτασε και ο καιρός του παζαριού και οι δυο τους κατέληξαν εκεί όπου σίγουρα θα µπορούσαν να συµβιβάσουν τις επιθυµίες τους, αφού στο παζάρι της Καισάρειας ακόµα και τα πιο δύσκολα γούστα µπορούσαν να ικανοποιηθούν. Κόσµος και ντουνιάς συνωστιζόταν στο παζάρι, βακτρια-
νές καµήλες ξεκουράζονταν µετά το µακρύ ταξίδι καταλαµβάνοντας τους διαδρόµους των στοών. Έµποροι, µέσα στους µυρωµένους καπνούς των ναργιλέδων, διαλαλούσαν σε όλες τις γλώσσες του κόσµου τις πραµάτειες τους –πολύτιµα κεντητά υφάσµατα της Βαγδάτης, ρούχα από την Περσία και την Αίγυπτο, µεταξωτά από τις Ινδίες και την Κίνα, χαλιά από την Μπουχάρα και τη Μογγολία, µαργαριτάρια από την Αραβική θάλασσα και τσάι από την Κεϋλάνη ανταλλάσσονταν µε υφάσµατα της Ιταλίας, µε γερµανικό γυαλί και χάλυβα, λινάρι, µέλι και σιτηρά από την Κριµαία, οπωρικά και τζιεχρί, την ειδική βαφή για υφάσµατα, της Καππαδοκίας–, ενώ σκόνη, ανακατεµένη µε τη µυρωδιά της καβαλίνας, καθόταν πάνω στα σαρίκια, τα φέσια και τις καλύπτρες των γυναικείων κεφαλιών. Πατέρας και γιος πέρασαν από τις θολωτές στοές του παζαριού και βγήκαν από την άλλη πλευρά, σε έναν µεγάλο περιφραγµένο χώρο, όπου µελαµψοί άνδρες προσπαθούσαν να ηρεµήσουν ανήσυχα άτια που χλιµίντριζαν ερεθισµένα από τον συνωστισµό. Περπάτησαν γύρω γύρω από την ξύλινη περίφραξη θαυµάζοντας τα άλογα, µικρά και µεγάλα· άλογα µε ψηλά λεπτά πόδια, µε περήφανα καπούλια, µε χαίτες θαρρείς φτιαγµένες από µετάξι, µε πλούσιες ουρές που ανέµιζαν όλο χάρη. «Στις υπηρεσίες σου, εφέντηµ’!» υποκλίθηκε µπροστά στον Αβραάµ ένας όµορφος άνδρας µε υφαντή κελεµπία. «Με τι θα ήσουν ευτυχισµένος, εφέντηµ’;» Και τα µάτια του έλαµπαν σαν πολύτιµοι αχάτες.
«Ένα άλογο ψάχνουµε για τον µικρό κύριο. Ένα άλογο καθαρόαιµο αλλά φθηνό» είπε εκείνος κοφτά, τους ήξερε καλά τους Πέρσες, έπρεπε από την αρχή να τους αγριέψεις, αλλιώς θα του έπινε το αίµα ο έµπορας και θα έπρεπε να παζαρεύει µε τις ώρες για την τιµή. «Για τον µικρό κύριο έχω το καλύτερο άλογο» άστραψε το µούτρο του. «Μα… είναι κάπως ακριβό. Όµως ένας άρχοντας σαν εσένα, θα χαλαλίσει τον παρά για τον µονάκριβο γιο του». Πήγε να γελάσει ο Αβραάµ, πώς το ’ξερε τούτος ο διάολος πως ο Μποδοσάκης ήταν ο µονάκριβος γιος του; Πανέξυπνοι, πανέξυπνοι άνθρωποι! Πανέξυπνοι και παµπόνηροι µαζί. Ο Πέρσης τούς πήγε κατευθείαν στην πλευρά της περιφραγµένης αλάνας που ήταν τα δικά του άλογα. Μεγαλόσωµα, ψηλά και περήφανα άτια, µε γερά ποδάρια και µακριά µούρη, σαν αυτά που είχαν οι πολεµοχαρείς Σκύθες στις εξορµήσεις τους. Κοίταζε ο µικρός µε θαυµασµό, κοίταζε και ήταν συνεπαρµένος, ένα από αυτά τα άλογα, αν θα συµφωνούσε και ο πατέρας του βέβαια, θα γινόταν σύντοµα δικό του. Και τότε… ποιος τον έπιανε! Όλη τη µέρα θα έτρεχε στις ερηµιές και θα µαχόταν αόρατους εχθρούς. Κοίταζε και δεν χόρταινε την οµορφιά και τη δύναµή τους, που µπορούσε να τη φανταστεί από τους νευρικούς τριποδισµούς, τα συνεχόµενα χλιµιντρίσµατα και τις απότοµες κινήσεις των κεφαλιών τους. Κι εκεί που ο νεαρός Κάισερλης έκανε ξυπνητός όνειρα για ατέλειωτους καλπασµούς και χάιδευε τα καπούλια που
γυάλιζαν από ιδρώτα και υγεία· εκεί που δεν µπορούσε να αποφασίσει ποιο άλογο ήταν το δυνατότερο, το γρηγορότερο, µακάρι και το πιο άγριο για να το δείξει στον πατέρα του και να τον θερµοπαρακαλέσει να του το πάρει· έφτασε στα αυτιά του ένα χλιµίντρισµα τόσο µελωδικό που, για µια στιγµή, µόνο µια, πίστεψε πως ίσως να τον είχε πάρει ο ύπνος. Ύστερα το παιδί, κουνώντας το κεφάλι του, προσπάθησε να συνέλθει και προσγειώθηκε στην πραγµατικότητα, εκεί, στο παζάρι της Καισάρειας µε τους Άραβες και τους Πέρσες να µαλώνουν για το ποιος είχε τα καλύτερα τετράποδα. Γύρισε και κοίταξε προς τη µεριά απ’ όπου είχε ακουστεί το παράξενο, ίδιο µε τραγούδι της ερήµου, χλιµίντρισµα. Είδε την κατάµαυρη φοραδίτσα µε την ευγενική µορφή, τα δυνατά σφυρά και τις µικρές, ίδιες κοµψοτέχνηµα, οπλές. Ό,τι ακριβώς δεν ήθελε, ό,τι ακριβώς δεν είχε ονειρευτεί ποτέ να καβαλήσει. Και όπως ο πατέρας του είχε ερωτευτεί κεραυνοβόλα την κοκκινοµάλλα Μακρίνα µε το που την είχε δει, έτσι και ο Μποδοσάκης ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την εύθραυστη φοραδίτσα, που µόνο πριγκιπέσες µπορούσε να αντέξει στα καλοσχηµατισµένα καπούλια της. «Τι είναι αυτό το άλογο;» ρώτησε τον Πέρση µε φωνή που έτρεµε από συγκίνηση. Έπιασε εκείνος αµέσως –από το ύφος θέλεις; από την παλλόµενη εφηβική φωνή;– το πάθος που κυρίευσε τον νεαρό και γέλασε µε µισόκλειστα µάτια. «Αυτή… αααα αυτή είναι… Αυτό είναι ένα πολύτιµο φαρί!
Κόρη της βασίλισσας των Αµαζόνων! Και µην τη βλέπεις έτσι λεπτοκοµµένη, είναι πολεµίστρια άγρια όπως και οι Αµαζόνες!» Πήγε να γελάσει ο Αβράµης, ρε τον µπαµπέση, πού ακούστηκε η βασίλισσα να έχει για κόρη ένα άλογο, έστω αυτό το θεσπέσιο άλογο! Αλλά σιώπησε, η φοράδα εκείνη τη στιγµή, λες και ήταν µιληµένη από το αφεντικό της, ήρθε κοντά τους µε αέρινες κινήσεις, έσκυψε τη λεπτή µακριά της µούρη µε τα πολύχρωµα χάµουρα και άγγιξε τον Μποδοσάκη στο στήθος, στο µέρος που έλιωνε µια ροδόχρωµη νεανική καρδιά. Κι εκείνος, σαν µαγεµένος, της χάιδεψε το κεφάλι µε χέρι απαλό, της ψιθύρισε στο αυτί λόγια που ούτε ήξερε πως µπορούσε ποτέ να πει, ακούµπησε και έτριψε το κούτελό του στο µεταξένιο, στιλπνό της τρίχωµα. Η φοράδα ήταν ακριβή. Ίσως η τιµή της να διαµορφώθηκε από τον Πέρση έµπορο τη στιγµή που είδε την έκφραση στο πρόσωπο του Μποδοσάκη να αλλάζει. Ποτέ δεν θα το µάθουµε, όπως δεν το έµαθε ούτε και ο Αβράµης που προσπάθησε αλλά δεν τα κατάφερε να κάνει σκληρό παζάρι – ποιος; αυτός ο περίφηµος Κάισερλης που αν δεν κατέβαζε το εµπόρευµα στη µισή τιµή έφευγε έξαλλος ακόµα και από τον καλύτερο, τον πιο συνεπή του προµηθευτή. Και ούτε είχε το κουράγιο να σηκωθεί και να φύγει, ίσως γιατί είχε γοητευτεί και εκείνος από τη νεαρή φοράδα. Χαλάλι οι παράδες! είχε σκεφθεί, ίσως µε την αγορά εκείνη περιόριζε τους κινδύνους για τον γιο του αφού, µε ένα τέτοιο λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο άλογο –κι ας έλεγε ο Πέρσης πως ήταν ταµάµ
για πολέµους–, ο Πρόδροµος σαφώς και δεν θα επιδιδόταν στους ξέφρενους και άγριους καλπασµούς που συνήθιζε, όπως τον είχαν πληροφορήσει οι «κατάσκοποί» του.
Η Ιππολύτη έφτασε στους στάβλους της οικογένειας Χατζηαβράµογλου στο Ανδρονίκι, αφού πήρε το όνοµά της από τη Σεβαστή που, ακούγοντας τα όσα διηµείφθησαν µεταξύ του πατέρα, του αδελφού και του Πέρση µέχρι να καταλήξουν στην αγορά της φοραδίτσας, τους πρότεινε να της δώσουν το όνοµα της βασίλισσας των Αµαζόνων την οποία νίκησε ο Ηρακλής. Τα τρία παιδιά της οικογένειας αγκάλιασαν την Ιππολύτη µε αγάπη και θαυµασµό και της κρέµασαν στα καινούργια ασηµένια της χάµουρα ένα µεγάλο γαλάζιο µάτι για να µην τη µατιάσουν ποτέ. Και πήρε και το φαρί εκείνο τη θέση του στο πλάι του υιού Χατζηαβράµογλου, να ανοίξει το µονοπάτι της ζωής του, όπως το είχαν σχεδιάσει οι Μοίρες.
2004: Προκόπι – στο ξενοδοχείο ΗΜΕΡΑ 3Η
Έλσα
Το δείπνο σερβίρεται πάντα στις οχτώµισι. Αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Έλσα που, ανανεωµένη από έναν σύντοµο υπνάκο, ετοιµάζεται να κατέβει στην τραπεζαρία να συναντήσει τους άλλους. Μέσα στην ευρύχωρη έννοια «άλλους» ελπίζει και φοβάται συγχρόνως πως περιλαµβάνεται και ο Άλεξ. Ο ξένος, ο απ’ αλλού φερµένος, που την απωθεί µε την ευθύτητα και την ειλικρίνειά του τόσο όσο την ελκύει για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Εντάξει, ίσως και για τα χρυσά του µαλλιά, τα στολισµένα µε χιλιάδες άσπρες τρίχες. Και για το στραβό του χαµόγελο, τόσο εκνευριστικά «αµερικάνικο». Όµως ο Άλεξ την ελκύει και για κάποιον άλλο, αδιευκρίνιστο λόγο,
που η Έλσα σ’ αυτή τη φάση της ζωής της νοµίζει πως είναι σεξουαλική πείνα και αυτό την εκνευρίζει διπλά. Το φαγητό σερβίρεται και περιλαµβάνει µια χλιαρή σαλάτα, που θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον δροσερή, ένα συµπαγές φιλέτο που προσποιείται το τρυφερό και κολυµπάει σε µιας αµφίβολης ταυτότητας αλλά και ποιότητας καφετιά σάλτσα που –ω, τι θαύµα, τι πρωτοτυπία και οποία πολυτέλεια!– περιέχει σαµπάνια στα συστατικά της. Κάνει φιλότιµες προσπάθειες να φάει η Έλσα. Ενώ το στοµάχι της απαιτεί ικανοποίηση, όπως περίπου το κορµί της έρωτα, µαθηµένη σε πιο απλές και οπωσδήποτε πιο φρέσκες τροφές, δεν µπορεί να κατεβάσει ούτε µπουκιά και δεν συµµερίζεται τον ενθουσιασµό των περισσότερων, της κυρίας Ματίνας πρωτοστατούσης. «Μα, δοκίµασε είναι τόσο νόστιµο!» Όταν βλέπει όµως πως τα επαινετικά λόγια της για το φιλέτο-κόντρα πλακέ δεν την πείθουν, η κυρία Ματίνα της ψιθυρίζει στο αυτί: «Κάτι άλλο έχεις εσύ στον νου σου…». Πάει να αρνηθεί η Έλσα, τι άλλο να έχει στον νου της, εδώ στο ξενοδοχείο που βρίσκεται λίγο έξω από την πόλη είναι σχετικά αποκλεισµένοι και η δυνατότητα να πάει µε το πόδι στο Προκόπι και να πάρει έναν πιτόγυρο δεν φαντάζει καθόλου εφικτή. Η Ματίνα διακόπτει τις σκέψεις αλλά και την πρόθεσή της να απαντήσει. «Κάτι άλλο έχεις στον νου σου και να η απόδειξη!»
Στρέφει τα µάτια της η Έλσα προς την κατεύθυνση που δείχνει η συνδαιτυµόνας της για να βρει πού και τι ακριβώς είναι η «απόδειξη» –αν και είναι σίγουρη περί τίνος πρόκειται– και βλέπει τον Άλεξ, που της κάνει νεύµα από µακριά: «Ήρθα». Ή µήπως: «Πάµε!». «Το φιλέτο είναι τέλειο!» αποφαίνεται η Έλσα. «Αλλά, πράγµατι, είχαµε κανονίσει να βγούµε για φαγητό µε τον… φίλο µου».
Καθισµένη στο δερµάτινο κάθισµα του µπορντό τζιπ κοιτάει µε εξαιρετικό ενδιαφέρον το τοπίο γύρω της, όπως απλώνεται στο απόφως της µέρας, µιας µέρας που της φαίνεται ατέλειωτη αφού είχε ξυπνήσει πολύ πριν χαράξει για να πετάξει µε το αερόστατο αλλά και γεµάτης µε εικόνες απίστευτης οµορφιάς. Κυρίως όµως αυτή η µέρα υπήρξε γεµάτη από συνειδητοποιήσεις. Δεν είχαν ανταλλάξει κουβέντα µε τον Άλεξ. Τον ακολούθησε, χαιρετώντας την, κάπως εµβρόντητη, παρέα. Τα σιγανά ποταµάκια να φοβάσαι, Πωπω! Να δεις που αυτοί τα φτιάξανε! Γιατί όχι; Ελεύθερη γυναίκα είναι: ήταν κάποιες από τις σκέψεις που στάθηκαν σαν διαδήµατα στα κεφάλια των µελών του γκρουπ, διαδήµατα στολισµένα µε πετράδια ζήλιας, κακίας, διάθεσης κουτσοµπολιού αλλά και µε πετράδια χαράς και αποδοχής για την πράξη της. Τον είχε ακολουθήσει καθώς
εκείνος, µόλις σιγουρεύτηκε πως η Έλσα πήγαινε προς το µέρος του, της χαµογέλασε ενθαρρυντικά και προπορεύτηκε. Όταν τον είδε να της γυρίζει την πλάτη και να αποµακρύνεται µε γρήγορο βήµα, ούτε µια φορά δεν σκέφθηκε η Έλσα, όπως θα έκανε σε άλλη χρονική στιγµή, µήπως και είχε παρανοήσει το νεύµα του και εκείνος τώρα έτρεχε να γλιτώσει από αυτή. Τι της είχε πει όταν έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ; «Αυ… βράδυ… είν… για… δυο… Εσύ… εγώ…», αυτό δεν της είχε πει; Δηλαδή, «Αυτό το βράδυ είναι για εµάς του δύο. Εσύ και εγώ», έτσι το είχε καταλάβει η Έλσα και γι’ αυτό τον είχε ακολουθήσει, ισορροπώντας άψογα πάνω στις γόβες της. Βγήκε έξω από το ξενοδοχείο η Έλσα και στάθηκε αµήχανη στο πλατύσκαλο της µαρµάρινης σκάλας – της σκάλας που ο Άλεξ έβρισκε ιδιαίτερα κραυγαλέα για ένα τέτοιο περιβάλλον. Απέναντι, οι βραχώδεις λόφοι στις κορυφές τους πυρπολούνταν από κάποιες καθυστερηµένες αχτίδες ενός ανατολίτη, βαρύθυµου και καθόλου βιαστικού ήλιου, που έσερνε το άρµα του αργά αργά προς τη δύση. Ένα ψυχρό αεράκι την τύλιξε και την έκανε να ανατριχιάσει, το οροπέδιο ήταν σε µεγάλο υψόµετρο, σαν έπεφτε ο ήλιος, το κρύο γινόταν αισθητό µε δριµύτητα στα ξαφνικά. Δεν πρόλαβε να ανησυχήσει περισσότερο, το τζιπ φρενάρισε στη ρίζα της σκάλας και ο Άλεξ βγήκε, έκανε τον γύρο του οχήµατος για να ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού, περιµένοντάς την.
Ανέπνευσε βαθιά η Έλσα. Εντάξει, δεν είχε κάνει καµιά πατάτα, από εκείνες που συνήθιζε εσχάτως, µαζί του… Ευτυχώς, ο άνθρωπος είχε τρέξει να φέρει το αυτοκίνητο. Και προσευχήθηκε να µη µετανιώσει για τίποτα. Είχε αρχίσει να κατεβαίνει µε ασταθή βήµατα και κάπου στη µέση της απόστασης, συνειδητοποίησε πως αυτή ήταν µια πολύ φαρδιά σκάλα, άχρηστα φαρδιά κατά την άποψή της, που φανέρωνε την προσπάθεια του αρχιτέκτονα να εντυπωσιάσει τους επισκέπτες – ικανοποιώντας ενδεχοµένως και την επιθυµία του ξενοδόχου. Με αυτές τις σκέψεις να κυριεύουν το µυαλό της και την αµηχανία να αυξάνεται µε γρήγορους ρυθµούς, τόσο γρήγορους µάλιστα που σε ένα δυο σκαλιά θα την ανάγκαζε, ίσως, και να γυρίσει πίσω στην ασφαλή βεράντα µε τους ασφαλείς συνδαιτυµόνες, η Έλσα είχε στραβοπατήσει και είχε χάσει κάπως την ισορροπία της υπό το –ειρωνικό; θαυµαστικό;– βλέµµα του Άλεξ. Το στραβοπάτηµα εκείνο είχε σαν αποτέλεσµα να κατέβει, µε µια παράξενη χορευτική κίνηση που απαιτούσε πολύωρη και σκληρή προπόνηση, τρία σκαλιά µαζί. Και αυτό θα έλεγες πως πιθανόν και να ήταν ευτυχές γεγονός, αφού είχε καταφέρει να µειώσει την απόσταση σε δυσανάλογα µικρό χρόνο, αν η αριστερή της γόβα δεν ξέµενε τέσσερα σκαλιά παραπάνω ενώ η ίδια είχε φτάσει στον Άλεξ φορώντας παπούτσι µόνο στο δεξί της πόδι. «Σ’ ευχαριστώ που µε έχρισες πρίγκιπα, Σταχτοπούτα!»
αναφώνησε και το χαµόγελό του στράβωσε τόσο, ώστε εκείνη τη στιγµή τής φάνηκε σχεδόν άσχηµος. Αποφάσισε να γυρίσει πίσω –τρία σκαλιά, δεν είναι απόσταση δα!– κι ας κούτσαινε, να πάρει τη γόβα της και να τη φορέσει σαν να µην έτρεχε τίποτα. Δεν πρόλαβε. Με ένα δρασκέλισµα εκείνος κάλυψε την απόσταση των τριών σκαλοπατιών, έπιασε το παπούτσι, το κρέµασε από τον δείχτη του και κάνοντάς το τρεις στροφές γύρω από το δάχτυλό του, της το έδειξε από ψηλά. «Μη µε ακυρώνεις, σε παρακαλώ. Μη µου παίρνεις τον τίτλο του πρίγκιπα, πριν καλά καλά τον χαρώ» της είπε σοβαρά και έφτασε κοντά της. «Επιτρέπεται;» Με γόνατα που έτρεµαν από ντροπή και νεύρα –µήπως και από συγκίνηση; – είχε καθίσει, όπως εκείνος της υπέδειξε, στη θέση του συνοδηγού. Αφού το σκέφθηκε λίγο, είχε προτείνει διστακτικά το αριστερό της, αδύνατο και κάτασπρο ποδαράκι. Ο Άλεξ γονάτισε, κράτησε το πέλµα µε το ένα του χέρι και µε το άλλο τής φόρεσε τη γόβα που, µπορεί να µην ήταν γυάλινη όπως η διάσηµη συνάδελφός της, δηλαδή η γόβα της ηρωίδας του Περό[75], όµως η Έλσα είχε µπει τόσο στο «παραµύθι» ώστε κοίταξε γύρω της για να βεβαιωθεί πως ήταν µέσα σε τζιπ και όχι σε άµαξα. Πολύ περισσότερο σε µια κολοκύθα.
Και τώρα, µερικά λεπτά ύστερα από εκείνο το παράξενο
γεγονός, βουβή δίπλα του, παρατηρεί µε λοξές µατιές τα µακριά αδύνατα δάχτυλα που σφίγγουν το τιµόνι και νευριάζει γιατί στο πρόσωπό του –κι αυτό µε λοξές µατιές το βλέπει– είναι εγκαταστηµένο το ίδιο µισόστραβο χαµόγελο. «Θα πάµε σε ένα ωραίο µπαράκι, που είναι σκαλισµένο µέσα στον βράχο…» της λέει ξαφνικά και πετάγεται ως απάνω από την τροµάρα της. Πού ήταν το µυαλό της πάλι; Γυρίζει και την κοιτάζει. Πώς γίνεται και αυτή η γυναίκα µετατρέπει σε µαγευτικό φόντο οτιδήποτε είναι πίσω της; Να, τώρα ας πούµε, κάνει ένα καταπληκτικό κάδρο στο παράθυρο µε το λυκόφως που απλώνεται πίσω από το τζάµι. «Συγγνώµη» και το γέλιο πάλι στραβώνει, αυτή φορά µε τη θέλησή του. Ο Άλεξ αισθάνεται µια παράξενη ταραχή, καλύτερα να το διακωµωδήσει το θέµα. Ευχαρίστως θα του έδινε ένα χαστούκι τώρα, αν αυτό µπορούσε να διορθώσει το πρόβληµα και να επαναφέρει το στόµα του στη σωστή θέση. «Συγγνώµη που σε τρόµαξα. Μήπως δεν πρόλαβες να φας;» και τα µάτια του, έτσι όπως την κοιτούν –και δεν κοιτάνε τον δρόµο!– γλυκαίνουν ξαφνικά. Μπερδεµένη από την αλλαγή ύφους, την ξαφνική γλύκα, και κυρίως τροµοκρατηµένη που ο Άλεξ δεν κοιτάει µπροστά του, βιάζεται να απαντήσει, µε την ελπίδα εκείνος µεν να στραφεί προς τη σωστή κατεύθυνση, το δε όχηµα να σταµατήσει να κάνει ζιγκ ζαγκ στην άσφαλτο. «Πως… όχι…
και βέβαια… Έχω φάει». «Ωραία τότε, θα πάµε κατευθείαν εκεί» αποφασίζει. «Γιατί εδώ δεν είναι Ελλάδα να ξεκινάνε τα πάντα µετά τα µεσάνυχτα…» Θέλει να τον ρωτήσει πώς και γνωρίζει τι ώρα ξεκινάνε τα πάντα στην Ελλάδα. Να ένα καλό θέµα για συζήτηση: «Έχεις βρεθεί στην Ελλάδα; Πότε και τι σου άρεσε περισσότερο;» και τέτοια, αλλά το κινητό της τηλέφωνο που εδώ και µερικά δευτερόλεπτα το έχει ενεργοποιήσει, στέλνει απανωτούς ήχους, σηµάδι πως έρχονται µαζεµένα πολλά µηνύµατα. «Σε κάποιους η απουσία σου είναι αφόρητη» της λέει χωρίς να στραφεί να την κοιτάξει αυτή τη φορά. Κάτω από το φως της πρώτης κολόνας –σηµάδι πως πλησιάζουν στον πολιτισµό αλλά και στον προορισµό– που συναντάνε στην είσοδο της πόλης η Έλσα βλέπει µια ρυτίδα να ξεκινάει από την άκρη του στόµατός του και να φτάνει σχεδόν ως την άκρη του σαγονιού. Μια ρυτίδα που δεν έχει ξαναδεί. Ε, τι να σου κάνουν οι κλεφτές µατιές, όσο παρατηρητική κι αν είσαι. Που δεν είσαι. «Τι κάνεις, παιδάκι µου; Είσαι τρελή; Πού έχεις χαθεί;» Τα απεγνωσµένα µηνύµατα της Ερωφίλης. «Άναψε το τηλέφωνό σου και µην το ξανακλείσεις!» «Έγραψες πως φλερτάρεις, είναι αλήθεια; Κι αν είναι, πράγµα που δεν το πιστεύω κι ας το εύχοµαι, ποιος είναι ο τύπος; Κάποιος από το γκρουπ; Ο ξεναγός; Εργαζόµενος στο ξενοδοχείο; Όχι, όχι, µη µου πεις! Ο πιλότος του αερόστατου! Πες µου πως είναι ο πιλότος –αλήθεια,
έτσι λέγεται αυτός που οδηγεί ένα αερόστατο;– και πέφτω από τον 5ο όροφο, τώρα δα! Για φαντάσου… να σε πηγαίνει βόλτα µε το αερόστατο ο γκόµενος! Και µάλιστα πάνω από Το τοπίο!» Η Έλσα ξεσπάει στα γέλια, αθάνατη, αιώνια, απίστευτη Ερωφίλη! Με τη χαρά της ζωής µέσα και έξω σου! «Κάτι καλό;» ρωτάει ο Άλεξ, ενώ ψάχνει να προσανατολιστεί στην ήσυχη πόλη που ανάβει σιγά σιγά τα φώτα της να υποδεχτεί τη νύχτα. «Κάποιος που σε µαλώνει γιατί δεν έχεις ανοιχτό το τηλέφωνο;» «Περίπου» απαντάει αόριστα και αµέσως εκπλήσσεται και η ίδια. Μα τον Θεό! Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της, ποτέ δεν τον είχε ικανό να παίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο µε έναν άνδρα· και µάλιστα µε έναν άγνωστο άνδρα, σε µιαν άγνωστη χώρα, σε µια περίοδο της ζωής της που βρισκόταν σε τεράστιο τέλµα. Από το οποίο δεν πίστευε πως θα έβγαινε, πριν το τέλος. Όµως το τέλος σε τίποτα δεν φτάνει ποτέ όπως το έχουµε σχεδιάσει ή όπως έχουµε πιστέψει πως θα συµβεί.
Οι δυο µουσικοί αγκαλιάζουν ερωτικά από ένα σάζι[76], τα χέρια τους ταξιδεύουν µελωδικά πάνω στις χορδές τους και τραγουδάνε µε βαθιές φωνές που πάλλονται από έντονα συναισθήµατα. Ο χώρος είναι µισοσκότεινος και σκαµµένος στον βράχο.
Κάποτε, πριν από την επέλαση των τουριστών, αυτό ήταν ένα απλό, παραδοσιακό σπίτι. Τώρα έχει µετατραπεί σε µπαρ. Ένα από τα πολλά της πόλης που ξαφνικά, εδώ και λίγα χρόνια, είχε δει να µεταµορφώνεται σε κέντρο διαµονής των χιλιάδων επισκεπτών που έφταναν για να δούνε «τα µυστήρια της Καππαδοκίας». Ευτυχώς χωρίς να χάνει το χρώµα και τον χαρακτήρα της, όχι στο κέντρο τουλάχιστον, όπου διατηρείται σχεδόν ανέπαφη η «παλιά» πόλη. Η µόνη διαφορά µε τα υπόλοιπα µπαρ στο Προκόπι ήταν πως αυτό είχε γνήσια παραδοσιακή µουσική. Ο ιδιοκτήτης δεν είχε υποκύψει στους µοντερνισµούς, σε κανένα επίπεδο, ούτε στη µουσική ούτε και στη διακόσµηση. Απλά τραπέζια και καθίσµατα, µικροσκοπικά καντηλέρια µε αναµµένα κεριά, το κρασί σε πήλινες κούπες, το ρακί σε χαµηλά γυάλινα, τα συνοδευτικά –φρούτα, στραγάλια, σταφίδες και άλλοι αποξηραµένοι καρποί– σε µικρά άσπρα πιάτα, που έχει ο καθένας σπίτι του. Ό,τι πρέπει δηλαδή για έναν τέτοιο απλό χώρο. Οι θαµώνες λίγοι. Οι περισσότεροι ολοφάνερα τουρίστες. Η σερβιτόρα, µια µελαχρινή µε σχιστά µάτια και σώµα όλο καµπύλες –καµία σχέση µε το γωνιώδες σώµα της Έλσας–, καρφώνει µε το έντονο βλέµµα της πρώτα τον Άλεξ, µετά τη συνοδό του, επανέρχεται στον αρσενικό και καλωσορίζει χαµογελαστά, ενώ περιµένει να παραγγείλουν.
Η Έλσα είναι σφιγµένη, µικρές µικρές σταγόνες αµφιβολίας ραντίζουν το ζαλισµένο της µυαλό – κοίταξε τη σερβιτόρα ο Άλεξ µε θαυµασµό; Οι περιβόητες γόβες αρχίζουν να της σφίγγουν τα πόδια, το ντύσιµό της ασφαλώς και δεν είναι κατάλληλο για ένα τέτοιο µέρος. Όλοι φοράνε τζιν και αθλητικά παπούτσια, αισθάνεται σαν τη µύγα µέσα στο γάλα – κι ας µην της δίνει κανείς την παραµικρή σηµασία. Κανείς, εκτός από τον Άλεξ, που τσουγκρίζει το ποτήρι του στο δικό της. «Γειααααα µας!» της λέει και µπορεί να µην είναι σίγουρη η Έλσα αν είναι ακριβώς στραβό το χαµόγελό του, βρίσκει όµως πως είναι τόσο γοητευτικό, που της έρχεται να σηκωθεί και να αρχίσει να χορεύει. «Πώς το ξέρεις εσύ αυτό;» λέει τσουγκρίζοντας µε κέφι που ξεπηδάει εκείνη τη στιγµή από τα άδυτα του αλαφιασµένου µυαλού της. «Πώς ξέρεις αυτή την… ευχή;» Ψάχνει τη λέξη «πρόποση» στα αγγλικά της, ελλιπές το οπλοστάσιο που διαθέτει και την αντικαθιστά πρόχειρα µε τη λέξη «ευχή». Τουλάχιστον σαν τέτοια ακούστηκε από τα χείλη του. «Έχω πάει δυο φορές στην Ελλάδα. Για φωτογραφίσεις… το είπαµε, δεν το είπαµε πως είµαι φωτογράφος;» Μµµµ, θέλει λίγο χρόνο να συγκεντρωθεί η Έλσα. Μα… πώς µπορεί να είναι τόσο άσπρα τα δόντια του; Και να πεις ότι δεν καπνίζει; Δεν πίνει; Είναι φωτογράφος; Το έχουν πει αυτό; Δεν θυµάται αυτή τη στιγµή, αλλά ήταν τόσο σίγουρη εξ αρχής για το επάγγελµά του που, ακόµα κι αν της το είχε πει, θα το
πέρασε στα γρήγορα, γιατί ήταν σαν να της έλεγε «κοίτα, εγώ είµαι όµορφος». Λες και δεν το έβλεπε και µόνη της. Μα… Για όνοµα του Θεού, τι σκέψεις κάνει τώρα! «Γειααααα» εύχεται και εκείνη και κατεβάζει µονοκοπανιά το ρακί. Που της φέρνει κάτι σαν ίλιγγο, κάτι σαν φωτιά στο στήθος και κάτι σαν χαρά. Αλλά µεγάλη χαρά. Μεγάλη, αναίτια και ανεπίτρεπτη. Ή… ανεπίτρεπτη και µεγάλη. Ή… αναίτια, µόνο. «Πρόσεχε, είναι δυνατό» την προειδοποιεί. «Και, παρόλο που δεν είσαι σαν την γκιουζέλ χανούµ που µας σερβίρισε» και µε τα χέρια του κάνει γλυπτική στον αέρα για να δείξει στρογγυλεµένες καµπύλες «δεν ξέρω αν µπορώ να σε σηκώσω στις πλάτες µου. Έχω πρόβληµα στον ώµο». Επιβραδύνει τον ρυθµό που πίνει, µετά τη σύστασή του, παρά τη διάθεσή της να κατεβάσει όλο το κανατάκι µονοκοπανιά. Και τον Βόσπορο µαζί, αλλά γνωρίζει πως είναι µακριά. Πόσο µακριά, αδυνατεί αυτή τη στιγµή. «Τη µια φορά πήγα στη Μύκονο…» συνεχίζει τα λόγια του από εκεί που τα είχε αφήσει ο Άλεξ. «Πολύ ωραία, µου άρεσε. Την άλλη στα… Με… τέωρρρα…Καλά το λέω;» Γνέφει «ναι» η Έλσα. Εδώ που τον έχει γνωρίσει, στην Καππαδοκία δηλαδή, µπορεί κάλλιστα να τον φανταστεί στα Μετέωρα. Να τον εντάξει στην οµορφιά του τοπίου. Στη Μύκονο όχι, δεν το µπορεί. «Εκεί ήταν πολύ όµορφα, φανταστικά! Έβγαλα θαυµάσιες
φωτογραφίες για µένα, ξέρεις… Όχι µόνο για τη δουλειά που είχα. Και εκείνη πήγε εξαιρετικά καλά, ήταν η κολεξιόν ενός σχεδιαστή. Πολύ καλή και εκείνη… η κολεξιόν, εννοώ αλλά και το αποτέλεσµα της φωτογράφισης. Και είχα περάσει απίθανα!» Το παγωµένο χεράκι της ζήλιας κάνει την εµφάνισή του στο µισοσκόταδο του υπόσκαφου µπαρ µε την έντεχνη ανατολίτικη µουσική. Η Έλσα αναρωτιόταν πού είχε χαθεί όταν δεσµεύθηκε µε τον Νίκο, ο οποίος ποτέ δεν της είχε δώσει δικαίωµα να ζηλέψει ή έστω να αισθανθεί άβολα. Το συζητούσαν µε την Ερωφίλη και το θυµόταν από τις προηγούµενες ερωτικές της ιστορίες –όχι τόσο πολλές–, θυµόταν πώς της έσφιγγε την καρδιά κάθε που δεν αισθανόταν σίγουρη για το αγόρι που είχε κοντά της. Μη χειρότερα! σκέφτεται η Έλσα. Μη χειρότερα, έχω χάσει τη λογική µου! Ζηλεύω που είχε περάσει απίθανα κάποτε στα Μετέωρα; Αν είναι δυνατόν! «Ναι, είναι ωραία εκεί» λέει ξεψυχισµένα και αµέσως µετανιώνει, σίγουρα ο Άλεξ θα τη θεωρεί την πιο ανιαρή παρέα που του έτυχε ποτέ. Ή µάλλον την πιο ανιαρή παρέα που επέλεξε ποτέ. «Μόνο ωραία;» τροφοδοτεί την ανασφάλειά της µε το γεµάτο απορία βλέµµα του. «Εκεί είναι… είναι… συγκλονιστικά!» «Σωστά» επιβεβαιώνει µε θέρµη για να του αλλάξει την εντύπωση. «Συγκλονιστικά όπως και εδώ!» «Στο “συγκλονιστικά” περιλαµβάνοµαι κι εγώ;» τη ρωτάει
κάπως περιπαικτικά – ή έτσι της φαίνεται. Τα χάνει πάλι η ΄Ελσα, αµάθητη σε φλερτ και ερωτικό παιχνίδι. Πίνει λίγο ρακί και, παρά την τεράστια αµηχανία της, καταφέρνει να πει κάτι για το οποίο θα θαυµάζει αργότερα τον εαυτό της. «Όσο το “συγκλονιστικά Μετέωρα” περιλαµβάνει για σένα κάτι παρόµοιο». Δεν είναι σίγουρη αν το διατύπωσε σωστά, τα αγγλικά της είναι σε καλό επίπεδο –µερικά πτυχία και πολλές συνεργασίες του Νίκου µε ξένους στις οποίες εκείνη έκανε τη διερµηνέα είναι µια σωστή «προϋπηρεσία»–, αλλά ποτέ δεν είχε χρειασθεί να κάνει τέτοιου είδους λογοπαίγνια σε γλώσσα που δεν ήταν η µητρική της. Γελάει µε θαυµασµό. «Τελικά είσαι πολύ έξυπνη και πολύ… πολύ… θηλυκό!» Κι εκείνος είναι πολύ άνδρας και µάλιστα έµπειρος άνδρας και µπορεί να «πιάσει» περισσότερα από όσα του αφήνει αυτή να καταλάβει. «Όχι!» διευκρινίζει ύστερα. «Εκείνο το “συγκλονιστικά” περιλαµβάνει αποκλειστικά τη µοναδικότητα του τοπίου». Δεν δίνει συνέχεια η Έλσα, τι άλλο να πει, ο άνθρωπος αυτός τη φέρνει συνέχεια προ απροόπτου και την αναγκάζει να σκέφτεται, ακόµα και να παραδέχεται, πράγµατα που δεν έχει συνειδητοποιήσει. Αυτό είναι επίπονο και την κάνει να παίρνει µια αµυντική στάση που την κουράζει. Όσο κι αν θέλει να µην το σκεφτεί, πιάνει τον εαυτό της να
υποβάλλεται στην ανάκριση: Είναι «συγκλονιστικό» τούτο το ταξίδι επειδή τον γνώρισε; Δεν ξέρει. Ειλικρινά, δεν ξέρει. Και επιπροσθέτως, θεωρεί ιεροσυλία να χρειάζεται εκείνον, έναν άγνωστο και τόσο διαφορετικό άνθρωπο, για να βρει το ταξίδι στην πατρίδα της Σεβαστής συγκλονιστικό. Της γιαγιάς Σεβαστής που, όσο προχωράει η ανάγνωση του ηµερολογίου, η Έλσα την αισθάνεται όλο και πιο κοντά της και δυσκολεύεται κάπως να την προσφωνήσει «γιαγιά». Τώρα τη βλέπει σαν µια φίλη της. Ή σαν την ηρωίδα ενός µυθιστορήµατος. Ή κάπως έτσι. Κάποιος εµφανίζεται από το βάθος της «σπηλιάς» –έτσι είχε χαρακτηρίσει το υπόσκαφο κτίσµα στον Άλεξ η Έλσα γιατί δεν γνώριζε τη λέξη στα αγγλικά–, κάποιος που δεν είχε προσέξει µέχρι εκείνη τη στιγµή και αγνοεί αν είναι θαµώνας ή άνθρωπος του µαγαζιού. Σηκώνεται σέρνοντας τα πόδια του και αρχίζει να χορεύει µπροστά στους µουσικούς ακολουθώντας έναν παραπονεµένο ρυθµό που βαραίνει την καρδιά της µε έναν παράξενο πόνο. Ο άνδρας που χορεύει είναι νέος, πολύ πιο νέος από αυτούς, έχει όµορφο κεφάλι µε πλούσια µαλλιά και κάπως βαρύ σώµα. Σώµα που το έχει ντύσει χωρίς φροντίδα – ή δεν ακολουθεί καµιά µόδα ή δεν αντέχει οικονοµικά να την ακολουθήσει. Ένα ιδρωµένο στις µασχάλες καφέ πουκάµισο, ένα µαύρο παντελόνι που γυαλίζει από την πολυκαιρία και κάτι σκονισµένα καφέ παπούτσια. Φαίνεται όµως πως ήταν ό,τι έπρεπε για εκείνον τον σεκλετισµένο άνδρα, που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό
του µέσα στους καπνούς του τσιγάρου µε µισόκλειστα µάτια. Ο Άλεξ παρακολουθεί µαγεµένος τον αρχέγονο, αρσενικό, τελετουργικό χορό, που εκτελείται στην κοιλιά του γκαστρωµένου βράχου, στα όρια του Πάνω κόσµου µε τον Κάτω. Συγκινείται από την πονεµένη έκφραση του νέου. Λες και χορεύει µπροστά σε τάφο, στον τάφο του· οι ευλύγιστοι ώµοι ανασηκώνονται ρυθµικά, γητευµένοι θαρρείς από τους θρήνους των µοιρολογιών. Παρακολουθεί τα λυγισµένα γόνατα και τα συρτά βήµατα που χαράσσουν αόρατους κύκλους στο αδρό τσιµέντο του πατώµατος, που σηµαδεύουν µια τη γη και µια τον ουρανό. Βλέπει τα χέρια να εκσφενδονίζονται ψηλά και ύστερα να κοιτάνε χάµω, το στήθος του να πάλλεται και την πλάτη να καµπουριάζει και να ισιώνει εναλλάξ, στην προαιώνια προσπάθεια του ανθρώπου να σταθεί και να περπατήσει όρθιος. Το θέαµα είναι µοναδικό, θα ήθελε να µπορούσε να φυλακίσει τη στιγµή µε την κάµερα αλλά σέβεται το πάθος και την οδύνη που περικλείονται µέσα στις στροφές του νεανικού κορµιού, του κορµιού που κουβαλάει πίκρες αιώνων. Αφήνει κατά µέρος δε την υπόθεση πως ίσως να µην µπορούσε να αποδώσει όλη εκείνη τη µαγεία. Όπως δεν θα µπορέσει να αποδώσει τη µαγεία που του ασκεί η γυναίκα απέναντί του. Η γυναίκα µε τα υγρά µάτια – τώρα είναι σίγουρα δακρυσµένη, η γυναίκα που το σπάνιο χαµόγελό της κουβαλάει κι εκείνο, όπως ο χορός του νέου, τις πίκρες αιώνων. Γι’ αυτό ίσως να είναι ένα λυπηµένο χαµόγελο. Ξαφνικά ο Άλεξ αισθάνεται πως ο βράχος θα πέσει στο
κεφάλι του, πως το πάτωµα θα πιέσει τα πόδια του, πως ο χρόνος, ο δικός του χρόνος τελειώνει κι εκείνος ακόµη δεν έχει αφήσει ελεύθερη την καρδιά του να πει, έστω και για µια φορά, «σ’ αγαπώ». Και είναι περίεργο γιατί εκεί µέσα, µέσα σ’ αυτό το πράγµα που η γλυκιά του Έλσα το ονόµασε «σπηλιά», εκεί όπου συνωστίζονται η µουσική µε τις ιστορίες των άγνωστων ανθρώπων και το αλκοόλ µε τους ξένους καηµούς, εκεί µέσα αισθάνεται πως την αγαπάει. Αγαπάει την Έλσα µε τις ανασφάλειες και το µόνιµα χαµένο ύφος, την Έλσα µε τα κόκκινα µαλλιά, την Έλσα την προαιώνια γυναίκα – σφραγίδα της ανθρωπότητας. Πιστεύοντας ακράδαντα πως αυτός και εκείνη συνδέονται από το παρελθόν µε τις νότες ενός λυγµού, το δάκρυ ενός αποχωρισµού, το άρωµα µιας θυσίας και τη σταγόνα αίµατος µιας αγάπης, δεν θέλει να περάσει ο χρόνος, ο χρόνος που του έχει διατεθεί από Εκεί Πάνω, χωρίς να αγαπήσει και, αν είναι τυχερός, να αγαπηθεί. «Είναι σαν να σε περίµενα σε όλη µου τη ζωή… Σαν να σ’ αγαπώ από παλιά…»
1918: Καισάρεια
Οικογένεια Χατζηαβράµογλου
Έβαλε τα πράγµατα στη θέση τους, κατά τη γνώµη του, ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου το φθινόπωρο του 1918 στην τελευταία του επίσκεψη στην Καισάρεια, ανακοινώνοντας στην οικογένειά του αλλά κυρίως στον διάδοχο πως θα πήγαινε να τελειώσει το σχολείο στο αµερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια πέρα στον Πόντο, στο «καλύτερο σχολείο της αυτοκρατορίας». Του έκαµε και το χατίρι. Έτσι, πραγµατοποιώντας το όνειρο του αγοριού να αποκτήσει δικό του άλογο, λείανε τις αντιδράσεις που θα µπορούσε να φέρει ο Μποδοσάκης· είχε µεν µάθει να σέβεται τη θέληση του πατέρα του αλλά ήταν και πνεύµα ανυπότακτο. Διέβλεπε ο Αβράµης πως δύσκολα θα τα έβγαζε πέρα µαζί του σαν µεγάλωνε λίγο ακόµη. Είδε τις κόρες του να µεγαλώνουν όµορφα και νοικοκυρεµένα
– κι ας έβραζε το αίµα της Σεβαστούλας κι ας µην τη χωρούσε ο τόπος. Αυτά ένας πατέρας εκείνης της εποχής δύσκολα τα καταλάβαινε, ακόµα κι αν ζούσε κοντά τους, πόσο µάλλον ο Αβραάµ που έλειπε έντεκα µήνες τον χρόνο. Πληγώθηκε και πάλι διαπιστώνοντας πως η κατάσταση της αγαπηµένης του Μακρίνας δεν είχε γιατρειά, ωστόσο πήρε την απόφαση πως δεν µπορούσε να κάµει κάτι γι’ αυτό, όπως δεν είχε µπορέσει τόσα χρόνια τώρα. Ίσως και να ’ταν θέληµα Κυρίου, κανείς δεν µπορούσε να πάει αντίθετα στο θεϊκό σχέδιο ή στη µοίρα. Τι να πει… Στο τέλος ασπάστηκε τα ρυτιδιασµένα χέρια και τα µουσκεµένα από δάκρυα µάγουλα της µάνας του – χρόνια τώρα, πίστευε πως αυτή θα ήταν η τελευταία φορά αλλά η Σεβαστή άντεχε παρά τα απανωτά εγκεφαλικά που την είχαν βρει· άντεχε κι ας ήταν τελείως ανήµπορη. Αναχώρησε µε τον Ιορδάνη για τη Σµύρνη, ενηµερώνοντας τα παιδιά και τη γυναίκα του βέβαια, την οποία όµως δεν έδειχνε πως την απασχολούσε το θέµα, πως η χρονιά που ερχόταν ήταν δύσκολη, δεν θα τους επισκεπτόταν ξανά παρά στις αρχές του καλοκαιριού. Τότε λογάριαζε να συνοδεύσει τον Μποδοσάκη στο µακρύ ταξίδι για τη Μερζιφούν, εκεί που ήταν λέει το σχολειό του. Συνόδεψε η Μακρίνα µε τα παιδιά της τον Αβράµη ως το καραβάν σαράι έξω από την πόλη από όπου θα ξεκινούσε για τη Σµύρνη µε το καραβάνι – η σιδηροδροµική σύνδεση µε την Άγκυρα δεν είχε ολοκληρωθεί ακόµη, να γλιτώσουν τους
κίνδυνους τέτοιου ταξιδιού. Φλύαρα τα παιδιά µέσα στην άµαξα µέχρι να φτάσουν εκεί της πήραν το κεφάλι. «Σσσσς» και «σσσσς» ήταν όλη την ώρα, τα λυπήθηκε η ψυχή του πατέρα. Πώς είχαν καταντήσει έτσι, µε τι όνειρα είχε ξεκινήσει αυτόν τον γάµο, µε τι όνειρα και πόσο έρωτα και πώς είχαν καταλήξει; Μήπως τα παιδιά του ήταν δυστυχισµένα κοντά στη µάνα τους τελικά; Σφούγγισε τον ιδρώτα από το µέτωπό του, τέλειωνε το φθινόπωρο αλλά ήταν µια ηλιόλουστη µέρα –αν και παγωµένη–, κι εκείνος είχε ντυθεί ζεστά για το ταξίδι. Έπιασε το χεράκι της Μακρίνας, τη βοήθησε να κατέβει τα δυο σκαλάκια. Πίσω της, µε αρχοντικό παράστηµα, ακολούθησε η πρωτότοκη, η Σεβαστή, ίδια µε χρυσοκόκκινο χρυσάνθεµο και έβαλε το χέρι να σκιάσει τα γαλανά της µάτια που ο δυνατός ήλιος τα τύφλωνε – µια κίνηση που θα την ακολουθούσε ως το τέλος της ζωής της, ανασηκώνοντας τη φούστα της στο χρώµα του κάστανου, µη και λερωθεί από τα χώµατα. Ξοπίσω και η Ελισάβετ µε τα πυκνά της µαλλιά πλεγµένα σε µια χονδρή κοτσίδα, ενώ ο Μποδοσάκης που είχε βγει από την άλλη πόρτα ήδη περιεργαζόταν µε ενδιαφέρον τον οργασµό στον τόπο αναχώρησης του καραβανιού. Κόσµος, κόσµος πολύς φορτωµένος µε κάθε λογής αποσκευές, υφασµάτινους µπόγους, πάνινες βαλίτσες, ξύλινα και δερµάτινα σεντούκια, έτρεχε, βάδιζε, σουλάτσερνε, αγκοµαχούσε, έβριζε, παρακαλούσε. Η πλειοψηφία ήταν άνδρες αλλά υπήρχαν και µερικές γυναίκες –
να, µετρηµένες στα δάχτυλα– που φαίνονταν αποφασισµένες να διασχίσουν τη χώρα είτε προς Βορρά, είτε προς Νότο, είτε προς το µέρος που έβγαινε ο ήλιος, είτε προς τα εκεί που θα έδυε το απόγευµα. Ενδυµασίες διάφορες, πανωφόρια όλων των λογιών, ποδήµατα δερµάτινα, πλεχτά, ξύλινα, τσουβάλινα. Φέσια και µαντίλες σε όλα τα χρώµατα και διάφορες γλώσσες σε έκαναν να σκέφτεσαι πως κάπως έτσι θα έµοιαζε ο πύργος της Βαβέλ. Γύρω από τις άµαξες που θα ταξίδευαν, οι οδηγοί τους έκαναν τους τελευταίους ελέγχους, χτυπούσαν τις σιδερένιες ρόδες µε τα πόδια τους, τακτοποιούσαν τις αποσκευές στην οροφή, κανάκευαν τα άλογά τους. Ξεφόρτωσε και ο Αποστόλης τα δυο σεντούκια του Αβραάµ. Ελαφριά σαν πούπουλα του φαίνονταν τώρα αφού το ένα ήταν τελείως άδειο και το άλλο µόνο κάποια ρούχα είχε µέσα. Όταν ερχόταν όµως το αφεντικό ήταν πάντα ασήκωτα, όλο δώρα για την οικογένεια. Ρούχα, πιατικά, ποτηρικά, ασηµικά, ακόµα και πολυέλαιους κουβαλούσε και ό,τι βάλει ο νους του ανθρώπου, από τα καλύτερα που υπήρχαν στη Σµύρνη, χώρια οι τενεκέδες το λάδι – πού να βρεθούνε ελιές στην Καππαδοκία! Ο Αβραάµ, µέσα στον κόσµο και στη φασαρία, έψαχνε να βρει τον πράκτορά του, αυτόν που θα του υποδείκνυε την άµαξα µε την οποία θα ταξίδευαν, έψαχνε να βρει και τον Ιορδάνη – του είχε πει να τον περιµένει στην κεντρική πύλη της ορθογώνιας αυλής που περιέβαλλε το διώροφο πλινθόκτιστο κτίριο. Δεν ήθελε να συναντήσει την οικογένειά του, τον
κρατούσε σε απόσταση, αν και µέχρι στιγµής ήταν πολύ ευχαριστηµένος από τον νεαρό, δουλευτάρης και έκοβε το µυαλό του, µια χαρά τα κατάφερνε στη Σµύρνη. Μόνο που, και αυτό ώρες ώρες τον στενοχωρούσε, το παιδί ήταν παραπάνω φιλόδοξο από όσο δικαιολογούσαν η τάξη και η καταγωγή του. Τον έβλεπε να τον µιµείται, να χρησιµοποιεί τις λέξεις που χρησιµοποιούσε εκείνος –τουρκόφωνος ο Ιορδάνης αλλά µάθαινε γρήγορα τα ελληνικά–, να παρατηρεί το ντύσιµο και το βάδισµά του, κυρίως όµως να χώνεται στο γραφείο του µε την παραµικρή ευκαιρία σαν εκείνος είχε σοβαρές συζητήσεις και επισκέψεις τάχα πως είχε δουλειά και να τεντώνει τα αυτιά του να ακούσει.
Πρώτα αισθάνθηκε ένα κάψιµο σε δυο σηµεία της πλάτης λες και η απρόσεχτη είχε ακουµπήσει σε κάποια από τα πυρωµένα σίδερα που κρατούσαν οι πεταλωτήδες και διόρθωναν, τελευταία στιγµή, τα πέταλα στα άλογα που ετοιµάζονταν για το µακρύ ταξίδι. Γύρισε απότοµα η Σεβαστή και αντίκρισε έναν νεαρό να την κοιτά µε µάτια µαύρα σαν το κάρβουνο, ενώ, κάτω από το λεπτό και αραιό του µουστάκι, ένα στόµα µε σαρκώδη χείλη προσπαθούσε να κρύψει τον τεράστιο θαυµασµό του. Δίπλα του, µια γυναίκα µε το κεφάλι ξέσκεπο και κεντηµένο χρυσαφή τσογά κοιτούσε τις τρεις τους –τη µάνα, την αδελφή της και την ίδια δηλαδή–, τις κοιτούσε µε βλέµµα που της
Σεβαστής τής θύµιζε άγριο αρπακτικό, ενώ στην αγκαλιά της κρατούσε µια κατάµαυρη µεγαλόσωµη γάτα. Αισθάνθηκε άσχηµα, ένα σύγκρυο έτρεξε στο κορµί της, έφερε αµήχανα το χέρι της στο κεφάλι και έφτιαξε τάχα τον πυρρόξανθο κότσο. Ύστερα αγκάλιασε τη µητέρα της από τους ώµους, για κάποιο λόγο αισθάνθηκε πως έπρεπε να την προστατέψει. Η γυναίκα προχώρησε θαρρετά προς το µέρος τους, ακολούθησε και ο νεαρός, εκείνος κάπως πιο διστακτικά. Το κορίτσι έσφιξε το αγκάλιασµα της µάνας της, την τράβηξα ασυναίσθητα κοντά της. «Καλή σου µέρα, αρχόντισσα» είπε η άγνωστη στα τούρκικα και έκανε πως χαµογελάει. «Καληµέρα και σ’ εσένα». «Ήρθα να σε γνωρίσω… και να σ’ ευχαριστήσω» συνέχισε η άλλη µε περισσότερο θάρρος τώρα. «Να σ’ ευχαριστήσω για ό,τι έκανες για το παιδί µου». Την κοίταξε απορηµένη η Μακρίνα, ήταν ολοφάνερο πως δεν τη γνώριζε και δεν µπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτά που της έλεγε. «Τούτος είναι ο Ιορδάνης, ο γιος µου» είπε η άγνωστη και τράβηξε µε το χέρι της επιτακτικά τον νεαρό, τον έβαλε να σταθεί στο πλάι της. Η Μακρίνα έµοιαζε να προσπαθεί να θυµηθεί ποιος να ’ταν ο Ιορδάνης, πού τους είχε ξαναδεί, αν τους είχε ξαναδεί. «Ο Ιορδάνης από το Ανδρονίκι» είπε µε σιγουριά η γυναίκα.
«Ο παραγιός του αφέντη Χατζηαβράµογλου. Και όχι µόνο…» Άλλαξε έκφραση η Μακρίνα, µάλιστα, τώρα καταλάβαινε, µάλιστα, αλλά τα παιδιά δεν έπρεπε να µάθουν. Δεν ήθελε να κάνουν άσχηµες σκέψεις για τον παππού τους, ούτε για τον πατέρα τους. «Αααα µάλιστα, ο Ιορδάνης… ο παραγιός…» και άπλωσε το χεράκι της τρεµάµενο και µαραµένο και έσφιξε το νευρώδες χέρι της µάνας, έσφιξε και το χέρι του παιδιού. Πήγε να της φιλήσει το δικό της ο νεαρός, αλλά η Μακρίνα το τράβηξε ντροπαλά. Όχι, όχι, δεν το ήθελε αυτό. Επέµενε κείνος και δεν της άφηνε το χέρι µέχρι που στο τέλος κατάφερε να φιλήσει την άκρη των δαχτύλων της έτσι όπως αποµακρυνόταν από τη χούφτα του. «Αυτές είναι οι κόρες µου» είπε σαν για να γλιτώσει, σαν για να ξεφύγει. «Η Σεβαστή και η Ελισάβετ. Και ο Μποδοσάκης είναι λίγο πιο κει…» κοίταξε ανάµεσα στον κόσµο «πιο κει µε τον πατέρα του. Να τους, έρχονται». Τα κορίτσια δεν πρόλαβαν να πούνε ούτε ένα «χαίρω πολύ», όρµησε ο Αβραάµ και µπήκε ανάµεσά τους. Ήταν κάπως αγριεµένος και απευθύνθηκε στον Ιορδάνη. «Γιατί την έφερες εδώ;» ρώτησε απότοµα. «Κάναµε µια εξήγηση, δεν κράτησες τον λόγο σου!» Τραβήχτηκαν λίγο η µάνα µε τις δυο κόρες, ενώ ο Μποδοσάκης έµεινε µετέωρος πίσω από τον άγνωστο Ιορδάνη, ποιος ήταν αυτός και γιατί ο πατέρας τού µιλούσε τόσο άσχηµα; «Ήθελε µόνο να πει ένα φχαριστώ» είπε το παιδί µε
σκυµµένο κεφάλι, φανερά προσβεβληµένο. Έσπρωξε µαλακά προς την άµαξά τους ο Αβράµης τις γυναίκες της οικογένειας και έψαξε µε το βλέµµα τον γιο του. «Άιντες να φεύγετε τώρα εσείς!» και άνοιξε την πόρτα. «Πρόδροµε, τη µάνα σου και τα µάτια σου, τις αδελφές σου και την ψυχή σου!» Μπήκανε εκείνες άρον άρον, ούτε να τον χαιρετήσουν δεν πρόλαβαν, ούτε µια γλυκιά κουβέντα για τον αποχωρισµό, µόνο ο γιος αγκάλιασε τον πατέρα και του χτύπησε την πλάτη, ο Αβραάµ έδωσε µια µε τη χερούκλα του το πορτί καθώς έκλεινε πίσω από τον Μποδοσάκη. «Σπίτι!» διέταξε τον Αποστόλη, και εκείνος ξεκίνησε χτυπώντας τον αέρα µε το καµτσίκι.
Η Μακρίνα αµίλητη και χλωµή, ίδια κέρινη µάσκα ανέπνεε µε δυσκολία. Η Ελισάβετ, άφωνη από τον τρόπο του πατέρα της και νοµίζοντας πως αυτή δεν είχε κάνει κάτι σωστά, είχε αρχίσει να προσεύχεται από µέσα της. Ο Μποδοσάκης, αναψοκοκκινισµένος από την ένταση, αναρωτιόταν τι να είχε πάει τόσο στραβά τελευταία στιγµή. Μόνο η Σεβαστή, µε µια απροσδιόριστη υπόνοια στο µυαλό, γύρισε πίσω και κοίταξε, µέσα από τη σκόνη διέκρινε τον πατέρα της να µιλάει έντονα σε εκείνη τη γυναίκα. Τη µάνα του Ιορδάνη. Ύστερα τους έχασε από τα µάτια της, πύκνωσε η σκόνη, µάκρυνε η απόσταση και
έβαλαν φράγµα στην εικόνα τους. Για λίγο προσποιήθηκαν όλοι πως δεν είχε συµβεί τίποτα και έκαναν πως κοιτάνε από τα παραθύρια της άµαξας τα χαµηλά σπίτια της Καισάρειας στην είσοδο της πόλης. Χωµατόδροµοι και χαµόσπιτα, ψηλόλιγνοι µιναρέδες και συµπαγή κωνικά τζαµιά, αραµπάδες µε βόδια, γυναίκες σκεπασµένες από την κορφή ως τα νύχια, άνδρες µε φέσια και σκούρα σαλβάρια. Σπάνια περνούσαν οι Χατζηαβράµογλου αποδώ, καλά καλά δεν γνώριζαν το µέρος, το δροµολόγιό τους για το Ανδρονίκι ήταν από την άλλη µεριά της πόλης και όλοι τους οι συγγενείς έµεναν στον ρωµαίικο µαχαλά, πώς να ξέρουν την πόλη τα άβγαλτα κορίτσια και ο νεαρός επαναστάτης. Βαριά η σιωπή, µόνο οι οπλές των αλόγων καθώς έσµιγαν µε το χώµα ακούγονταν και οι άναρθρες κραυγές του αµαξά: «Οοοο!», «Εεεεε!», «Οοοο!». Σε λίγο µπήκανε σε έναν πιο φαρδύ δρόµο. Να! Στο βάθος τα τείχη. Εντάξει ήταν σε γνωστά µέρη τώρα, χαλάρωσαν κάπως όλοι. Τα κορίτσια περισσότερο καθώς, όσο έβλεπαν τη µητέρα τους σχεδόν να µην αναπνέει, έτρεµε το φυλλοκάρδι τους. Στριφογύρισε στη θέση του ο Μποδοσάκης, δεν άντεχε άλλο. «Μάνα, ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Τι ήθελε από εµάς;» Ξαφνιάστηκε η Μακρίνα, βυθισµένη µόνιµα στις σκέψεις της γύρω από τον θάνατο του µωρού της, τρόµαζε κάθε φορά που κάποιος, συνήθως ένα από τα παιδιά της, της υπενθύµιζε πως ήταν ζωντανή. «Γυναίκα… Ποια γυναίκα;» ήταν αληθινή η απορία της.
«Μάνα, αυτή που σας µιλούσε…» επέµενε το παιδί, ενώ τα µάτια των κοριτσιών καρφώθηκαν πάνω της. Μπορεί αυτές ποτέ να µην τολµούσαν να ρωτήσουν ευθέως αλλά σίγουρα ήθελαν να µάθουν. «Μια…» είπε η Μακρίνα και κούνησε το χέρι της στον αέρα. Ύστερα το σκέφθηκε λίγο καλύτερα. «Η µητέρα του Ιορδάνη… Του παιδιού που… το έχει πάρει ο πατέρας σας µαζί του στη Σµύρνη και τον έχει για παραγιό. Της είχε µια υποχρέωση ο παππούς … και έπρεπε… αυτό ήταν το σωστό δηλαδή…» «Και γιατί τότε τους µιλούσε τόσο άσχηµα;» τη διέκοψε ανυπόµονα ο Μποδοσάκης που δεν είχε συνηθίσει τον πατέρα του να φέρεται µε τέτοιον τρόπο. «Γιατί… γιατί…» έψαξε να βρει µια καλή δικαιολογία η Μακρίνα, αλλά την εγκατέλειψαν οι δυνάµεις της και η θέληση για συζήτηση µε τον γιο της. «Ωωωω, µε ζάλισες πια, Πρόδροµε, µε τις ερωτήσεις σου! Όλοι έχουµε κάποτε τα νεύρα µας, τι νοµίζεις…» και έκλεισε τα µάτια υποδηλώνοντας πως η συζήτηση είχε λήξει. Στριφογύρισε στη θέση του ανήσυχο το αγόρι και ετοιµάστηκε κάτι να πει, αλλά η Σεβαστή έφερε στα χείλη της το δάχτυλο, «σσσς» του έκανε χωρίς να ακουστεί κάτι και υπάκουσε το αγόρι, αλλά µε δυσκολία. Την αγαπούσε, τη λάτρευε τη µάνα του, σαν εκείνη καµιά άλλη γυναίκα στον κόσµο, και ήξερε πολύ καλά πως δεν έπρεπε να τη στενοχωρούν γιατί ήταν πολύ λυπηµένη για τον θάνατο του µικρού τους
αδελφού, αλλά ώρες ώρες, τότε που η εφηβεία ξεχείλιζε τις φλέβες στο σώµα του, ώρες ώρες, του ερχόταν να…να… Άντε, στο καλό και ήταν αµαρτία! Έµεινε αµίλητος και εκείνος όπως οι αδελφές του. Από τη µια, καλά είναι και φεύγω το καλοκαίρι, συλλογίστηκε. Εδώ δεν υποφέρεται πια η ζωή, όλοι µου φέρονται σαν να είµαι µωρό παιδί µα εγώ είµαι ένας άνδρας! Κι έτσι ησύχασε κάπως, προσπάθησε δηλαδή να ησυχάσει και κοίταξε έξω, σε λίγο θα έφταναν σπίτι και όλα θα γίνονταν και πάλι τόσο, µα τόσο πένθιµα. Κοίταξε στον ουρανό και είδε κάποια ξεχασµένα χελιδόνια να φεύγουν βιαστικά από την Καισάρεια.
Τράβηξε τις δυο άκρες του κορδονιού, έκλεισε ως απάνω το άνοιγµα του φανελένιου νυχτικού της στο στήθος και φόρεσε µία µάλλινη πλεχτή λιζέζ, να σκεπάζει τους ώµους καθώς θα διάβαζε στο φως της λάµπας που έβαζε στο κοµό, δίπλα από το κρεβάτι της. Άνοιξε το παράθυρο να στερεώσει καλύτερα το πατζούρι που συνέχιζε να χτυπάει σαν µανιασµένο και το κρύο όρµησε στην κάµαρα, έγλειψε µε την παγωµένη του γλώσσα το ξύλινο δάπεδο µε το υφαντό κιλίµι, έκανε τους τοίχους να ανατριχιάσουν και το ταβάνι µε τις ξυλόγλυπτες διακοσµήσεις να τρίξει από το ξάφνιασµα. Σαν άρχισε να χαµηλώνει ο ήλιος, το κρύο είχε δυναµώσει
ακόµα περισσότερο και βγήκε και εκείνος ο χιονιάς που κατέβαινε από τον Ερτζιές. Ο ουρανός γέµισε βαριά σύννεφα που έκαναν τους ανθρώπους να σηκώνουν τα χέρια προς τον Αλλάχ ή να σταυροκοπιούνται. «Λες να µας χιονίσει κιόλας απόψε;» αναρωτιούνταν όλοι, ήξεραν τα χούγια του καιρού στο µέρος τους, ο χειµώνας εισέβαλλε πάντα ξαφνικά και µέσα σε λίγες ώρες. Απροετοίµαστους τους είχε βρει το κρύο στο Χατζηαβραµoγλαίικο. Εµ, ποια να κάνει τα κουµάντα της τόσο καλά, η γιαγιά Σεβαστή η κατάκοιτη; Η Μακρίνα η αλλοπαρµένη; Η Σεβαστούλα, που όσο να πεις, και όσο καλή νοικοκυρά κι αν ήταν, δεν έπαυε να είναι άπειρη; Δεν πρόλαβαν να ανάψουν τις πορσελάνινες σόµπες, ούτε καν το ταντούρι. «Κουκουλωθείτε στα κρεβάτια σας» έδωσε την εντολή η Μακρίνα, αφυπνισµένη από το κρύο που τύλιξε µε άσπρες παγωµένες ανάσες το σπίτι. Ύστερα ζήτησε από τις υπηρέτριες να κλείσουν τα πατζούρια που χτυπούσαν δαιµονισµένα σε όλα τα παράθυρα, βυθίστηκε το σπίτι στο σκοτάδι. Μαύρο χέρι τους έσφιξε την καρδιά, καταράστηκε την ώρα και τη στιγµή ο Μποδοσάκης αλλά µετάνιωσε σαν άκουσε τη µάνα του να µουρµουρίζει: «Τι θόρυβος, τι θόρυβος, θα τροµάξει και το παιδί…». Η έξοδος εκείνης της ηµέρας και η σύγχυση που προκλήθηκε από τη συνάντηση µε τον Ιορδάνη και τη µητέρα του την είχαν αποσυντονίσει τελείως. Ακόµα κι ένα αγόρι δεκαπέντε ετών µπορούσε να το καταλάβει, ίσως όχι σε
όλες τις διαστάσεις του. Τράβηξε τις δυο άκρες του κορδονιού, έκλεισε ως απάνω το άνοιγµα του φανελένιου νυχτικού της στο στήθος και φόρεσε µία µάλλινη πλεχτή λιζέζ, να σκεπάζει τους ώµους καθώς θα διάβαζε στο φως της λάµπας που έβαζε στο κοµό, δίπλα από το κρεβάτι της. «Θα κοιµηθείς αµέσως;» τη ρώτησε η Ελισσώ που ήταν σκεπασµένη ως το πιγούνι µε το πράσινο γιργάνι. «Θα διαβάσω, εσύ;» είπε η Σεβαστή ενώ ανέβαζε το φιτίλι στη λάµπα, να φέξει περισσότερο. «Θα σκεφτώ…» είπε ονειροπόλα η µικρή. Έβαλε τα γέλια η Σεβαστή, άκου εκεί «θα σκεφτώ»! Έβαλε τα γέλια. Αυτό το κορίτσι µυστήριο πράγµα ήταν, ποτέ δεν µπορούσε να καταλάβει τι στ’ αλήθεια ήθελε να πει. «Τι θα σκεφθείς, καλέ;» ρώτησε, ενώ προσπαθούσε να µη φανεί στην αδελφή της πως έβρισκε την απάντησή της πολύ αστεία. Ήταν εύθικτη η Ελισσώ της, εύθικτη και εύθραυστη παρά τη συµπαγή της εµφάνιση. Και αν θιγόταν, δεν θα έβγαζε µιλιά, αυτό το ήξερε καλά η πρωτότοκη. Πετάχτηκε και ανακάθισε στο κρεβάτι της η Ελισάβετ, δεν τα συνήθιζε κάτι τέτοια. Ήταν ήρεµο και ήσυχο παιδί που προσπαθούσε µε κάθε τρόπο να µην κάνει αισθητή την παρουσία της. «Μπορώ να έρθω στο κρεβάτι σου;» Και πριν η άλλη της απαντήσει είχε πετάξει τα σκεπάσµατά της, είχε διασχίσει ξυπόλυτη τη λιγοστή αλλά παγωµένη
απόσταση που χώριζε τα δυο κοριτσίστικα κρεβάτια και είχε χωθεί κάτω από τα σκεπάσµατα της αδελφής της, κολλώντας τις παγωµένες πατούσες της στις απαλές, µεταξένιες γάµπες της Σεβαστής. «Αααα!» φώναξε εκείνη γελώντας, αλλά χαµήλωσε απότοµα την ένταση της φωνής της. Σ’ εκείνο το σπίτι, µετά τον θάνατο του Συµεών δεν επιτρέπονταν οι δυνατές φωνές, είτε χαρούµενες είτε θυµωµένες. «Σσσσς» έκανε και η µικρή ξελιγωµένη από τα γέλια. «Σεβαστούλα, κρατάς µυστικό;» σοβάρεψε ξαφνικά. «Κρατάω…» είπε αφηρηµένη η άλλη, γενικά τη µεγάλη της αδελφή την είχε µυστικοσύµβουλο και από εκείνη δεν έκρυβε τίποτα, ούτε αταξία ούτε κουτσοµπολιό που µπορεί να έφτανε ως τα µελαχρινά αυτάκια της. «Κρατάω µυστικό και λέγε τι έφαγες πάλι στα κρυφά!» Μέσα στο µισοσκόταδο η Σεβαστή είδε τα κατάµαυρα µάτια της µικρής να γεµίζουν αποδοκιµασία. Αυτή που πάντα έκλεβε από το κελάρι σύκα ξερά, καρύδια, πετιµέζι, κυδώνια, µια φορά και ένα ολόκληρο πεπόνι, τόσο λαίµαργη ήταν, τώρα την κοιτούσε αποδοκιµαστικά και µόνο στο άκουσµα πως η µεγάλη της αδελφή πίστεψε ότι το µυστικό που είχε να της πει σχετιζόταν µε φαγητό. «Σιγά µην έκλεψα γλυκό! Εδώ, κυρά µου, έχουµε σοβαρά θέµατα. Παντρεύοµαι!» Και τράβηξε τα πόδια της από τις γάµπες της αδελφής της, µια ξαφνική φωτιά έκαιγε τώρα το κορµί της, το κορµί που προ
καιρού είχε αποκτήσει τις γυναικείες καµπύλες. Η Σεβαστή φαντάστηκε πως δεν άκουσε καλά. «Τι έπαθες;» «Παντρεύοµαι» επανέλαβε το κορίτσι, ίσως όχι τόσο σίγουρο αυτή τη φορά. «Δηλαδή… βρήκα ποιον θα παντρευτώ όταν µεγαλώσω. Λίγο. Λίγο ακόµα. Όταν θα µεγαλώσω λίγο ακόµα, εννοώ». «Α, ευτυχώς που δεν παντρεύεσαι σήµερα» γέλασε η αδελφή της. «Γιατί δεν θα προλάβουµε ούτε φουστάνι να ράψουµε, ούτε ποδήµατα να παραγγείλουµε, καηµένη…» «Μην κοροϊδεύεις!» θύµωσε η Ελισάβετ. «Μην κοροϊδεύεις κι εγώ… εγώ…» και ξέσπασε σε κλάµατα, χώνοντας το κεφάλι της µέσα από τα σκεπάσµατα. Έλα Χριστέ και Παναγιά! Σταυροκοπήθηκε η Σεβαστή. Μα τι είχε πάθει τούτο το µικρό; Μπήκε και εκείνη κάτω από το πάπλωµα, αγκάλιασε την αδελφούλα της που σπάραζε στο κλάµα και άρχισε να την κουνάει σαν µωρό πέρα δώθε, να της σκουπίζει τα δάκρυα και να της λέει όµορφα λόγια, τέτοια που θυµόταν κάποτε τη µανούλα της να της µουρµουρίζει. «Έλα, γιάβρουµ’, έλα κζουµ’, έλα οµορφιά µου, νεράιδα µου εσύ, ’σύχασε τώρα, πέρασε, τι είναι αυτό που σε κάνει και κλαις;» Η µικρή όµως τίποτα, δώσ’ του κλάµα και δώσ’ του αναφιλητά, τόσο που η Σεβαστή ανησύχησε. Μήπως συνέβαινε τελικά κάτι σοβαρό και αυτή την κορόιδευε; Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ψήλωσε κι άλλο το φιτίλι στη
λάµπα και µίκρυναν κάπως οι σκιές στην κάµαρα, ξεσκέπασε την αδελφή της. «Άσε το γιργάν’» µάλωσε γλυκά την αδελφή της µόλις πήγε να τραβήξει το πάπλωµα πάνω από το κεφάλι της. «Λέγε, ψυχή µου, τι είναι; Πε’ το στη Σεβαστούλα σου…» Ρούφηξε τις µύξες της η Ελισάβετ, τα µάγουλά της κατακόκκινα από τη ζέστη –όσο να πεις, κάτω από τα µάλλινα σκεπάσµατα είχε ανέβει η θερµοκρασία– και από το κλάµα ή από το ζόρι που περνούσε. «Τον αγαπώ…» είπε απλά, και η Σεβαστή πήγε να βάλει πάλι τα γέλια αλλά κρατήθηκε. «Ποιον αγαπάς, τζιέριµ’;» περιορίστηκε µόνο να ρωτήσει, αν και κάτι είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. «Δεν σου λέω… ντρέποµαι» και δώσ’ του πάλι κλάµατα. «Μην ντρέπεσαι τη Σεβαστούλα σου, την καλόπιασε. Δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει, ούτε να σε ξεµπροστιάσει. Να, φιλώ σταυρό!» Και φίλησε τα ενωµένα της δάχτυλα. «Τον… τον… Ιορδάνη…» είπε η µικρή και χώθηκε πάλι κάτω από το πάπλωµα, να µην τη βλέπει κανείς, έστω και η αδελφή, η µυστικοσύµβουλός της. Αυτό ήταν, λοιπόν! Σωστά το είχε υποθέσει! «Ποιον Ιορδάνη, καλέ;» έκανε πως δεν είχε καταλάβει. «Μην είναι κάποιο γειτονόπουλο;» «Όχι, δεν είναι!» πέταξε τα σκεπάσµατα από πάνω της η Ελισσώ. «Είναι ο… ο παραγιός του πατέρα! Αυτός που είδαµε σήµερα στο καραβάν σαράι» και συνέχισε να κλαίει, χωµένη
πάλι από κάτω. Δάγκασε τα χείλη της η Σεβαστή να µη γελάσει, όµως µέσα της, βαθιά µέσα της, κάτι της έλεγε πως δεν ήταν και τόσο αστείο. «Αααα, αυτόν τον Ιορδάνη λες» είπε µόνο. «Αυτόν! Που είναι τόσο όµορφος… Τόσο όµορφος όσο και ο πατέρας! Αυτόν αγαπώ και αυτόν θέλω για άνδρα!» ακούστηκε η φωνή της διηθηµένη µέσα από το µαλλί και το βαµβάκι. «Καλά, ’σύχασε τώρα…» την κανάκεψε η Σεβαστή πάλι. «’σύχασε, τζάνεµ’, θα δούµε… Είσαι µικρή ακόµη να σκέφθεσαι τις παντρειές, έχεις χρόνια, ουουου πόσα χρόνια έχεις µπροστά σου για παντρειά…» «Έχω, αλλά σαν έρθει κείνη η ώρα, εγώ µόνο τον Ιορδάνη θέλω να πάρω!» επέµενε. «Καλά, να τον πάρεις, γιατί να µην τον πάρεις;» χασµουρήθηκε η Σεβαστή και γύρισε από το άλλο πλευρό. «Αυτόν να πάρεις, ψυχή µου, κοιµήσου τώρα, ’σύχασε…» «Θα κοιµηθώ» συµφώνησε η Ελισσώ. «Θα κοιµηθώ και θα τον ονειρευτώ… Και πόσο όµορφη ήταν η γάτα της µάνας του…» Αγκαλιάστηκαν τρυφερά τα κορίτσια, µπλέξανε τα πόδια τους, η ανάσα της µιας στην πλάτη της άλλης, τα ξανθοκόκκινα µαλλιά της Σεβαστής στα αναµµένα µάγουλα της Ελισσώς, τα µελαχρινά χεράκια της µικρής µέσα στις πάλλευκες χούφτες της µεγάλης, τα γόνατά τους εισαγωγικά που έκλειναν µια συµφωνία µεταξύ τους. Σαν µεγάλωνε όσο
έπρεπε η Ελισάβετ θα παντρευόταν τον Ιορδάνη, τον παραγιό. Ταξίδεψε ο Ύπνος στα µονοπάτια της πρώτης χειµωνιάτικης νύχτας και βρήκε τον δρόµο για τα βλέφαρα της Σεβαστής, τα βρήκε και στρογγυλοκάθισε πάνω τους. Φτάνει τόσο, το µυαλό της έκανε χιλιάδες, εκατοµµύρια διαδροµές – ποιος ήταν πραγµατικά ο Ιορδάνης και γιατί ο πατέρας τού µιλούσε µ’ αυτόν τον τρόπο; Πώς θα ήταν το αύριο, το κάθε αύριο που θα ξηµέρωνε για αυτούς; Πώς θα ήταν η ζωή τους µε τον Μποδοσάκη φευγάτο; Τι ήταν ο γάµος τελικά; Μια ατέλειωτη ευτυχία, όπως έλεγαν τα βιβλία των Γάλλων ροµαντικών που διάβαζε ή ένα µαγγανοπήγαδο που δεν άφηνε τις γυναίκες να ξαποστάσουν ούτε λεπτό, όπως έβλεπε να συµβαίνει στη µάνα της πριν αρρωστήσει αλλά και σε όλες τις κυράδες που γνώριζε. Ασήκωτα γινήκανε τα βλέφαρα του κοριτσιού και δεν µπορούσε να τα κρατήσει άλλο ανοιχτά. Κρίµα και η Ελισσώ τους θα νόµισε πως την εγκατέλειπε, κρίµα αλλά δεν µπορούσε άλλο, όσο πήγαινε γλιστρούσε στο βελούδινο ποτάµι του ύπνου. Αύριο… σκέφθηκε αύριο… πάλι… Παρέλυσαν σιγά σιγά χέρια και πόδια και χαλάρωσε το αγκάλιασµα της αδελφής της. Και εκείνη, η µικρή Ελισάβετ, στο πρώτο σκαλί της εφηβείας, µέχρι να την πάρει ο ύπνος, όχι πολύ, µόλις δυο λεπτά αργότερα, ένιωσε και πάλι µόνη, ένας αόριστος φόβος πήγε και στάθηκε στον παιδικό της λαιµό, της έφραξε την αναπνοή και χρειάστηκε να πάρει βαθιά ανάσα για να µην πεθάνει µέσα στην αγκαλιά της Σεβαστής που όσο πήγαινε γινόταν πιο ζεστή αλλά και πιο µακρινή. Αόρατο χέρι τής χάιδεψε το
µέτωπο, το φορτωµένο µε σκέψεις δυσανάλογα βαριές για την ηλικία της. Ουφ, ξαλάφρωσε αµέσως, µούδιασε το σώµα, η γλώσσα βάρυνε και λίγο σάλιο κύλησε από την άκρη των χειλιών της. Ήταν παιδιά ακόµη, φίλος τους ο ύπνος και δεν ερχόταν φορτωµένος µε εφιάλτες, δεν ανακάτευε τα σκοτάδια να γιατρέψει πόνους και να γεννήσει ελπίδες. Ήταν παιδιά ακόµη και η νύχτα σήµαινε µόνο το τέλειωµα της µέρας, της κάθε µέρας. Σε λίγο καιρό όµως η νύχτα δεν θα ξηµέρωνε για αυτές. Και για όσους έµεναν σ’ εκείνο τον τόπο. Έφτανε η ώρα η πικρή, ευτυχώς που δεν το ήξεραν και έτσι µπορούσαν να κάνουν όνειρα για δαντελένια νυφικά, ολόγλυκες κουφέτες, ζεστές αγκαλιές και λαµπερά σπιτικά.
1909: Τσοτύλι Ανασελίτσας
Οµέρ
Ήµαν εννιά χρονώ και ήταν µια µέρα µετά τα γενέθλιά µου, καρδιά του παγωµένου χειµώνα και καρδιά της χειρότερης περιόδου εδώ… εκεί πάνω δηλαδή – πότε θα συνηθίσω πως έχω φύγει πια από το αγαπηµένο µου βουνό; Ο παππούςµ’ έλειπε δυο µέρες και δυο νύχτες, από ώρα σε ώρα περιµέναµε την επιστροφή του, χιόνι πυκνό έπεφτε συνέχεια, ίσως και να µην µπορούσε τελικά να φτάσει απόψε. Ανησυχούσε η µάνα µου η Μελέκ –ήταν γκαστρωµένη και πετούσε από τη χαρά της γιατί από µέρα σε µέρα θα γεννούσε, δυο πιδιά είχε χάσει µετά από µένα κι όσο να πεις, είχε λαχταρήσει ένα λεχούδι, µακάρι να ’ταν και τσούπρα! –, ανησυχούσε για τον πατέρα της που αργούσε και ο δικός µου την παρηγορούσε κάθε τόσο.
Καθισµένοι γύρω από το τζάκι προσπαθούσαµε να ζεσταθούµε, ο αέρας σφύριζε µανιασµένα, τα ξύλινα παραθυρόφυλλα, όσο κι αν τα είχε στερεώσει ο πατέρας µε µεγάλες κοτρόνες, βαρούσαν στο πέρασµά του, και από την καµινάδα ακουγόταν ένα ουρλιαχτό που σου ’κοβε το αίµα. Δεν φοβόµουν. Πώς να φοβηθώ αφού ήµουν ανάµεσα στους γονείς µου; Δεν ξέρω τι ώρα ήταν, όχι αργά πάντως, ακόµη δεν είχαµε φάει για βράδυ. Στο µαγειρειό δίπλα έβραζε τ’ αρνί –και οι πέτρινοι τοίχοι είχαν ποτίσει από την ευωδιά του!–, ενώ η Περιστέρα, η χριστιανή παραδουλεύτρα, άνοιγε φύλλο να φτιάξει γιοφκάδες, τους αγαπούσε ο παππούς, σε λίγο το κορίτσι θα τους έριχνε µέσα στο ζουµί από το κρέας. Ο πατέραςµ’ ο Μπράχους κοιτούσε τα κιτάπια του στο τρεµάµενο φως της λάµπας, έπρεπε να ξέρει τι παράδες είχαµε να πάρουµε και τι να δώσουµε µέχρι τον ερχοµό της άνοιξης, τότε που θα πουλούσε κάποια από τα ζωντανά. Η µάνα µου η Μελέκ τύλιγε µαλλί στην ανέµη, µέρες τώρα έγνεθε και έγνεθε, αγωνιούσε να τελειώσει πριν γεννήσει. Και εγώ, σκυµµένος στον σοφρά έγραφα µε το ξύλινο µολύβι µου τα µαθήµατα για την άλλη µέρα. Ακούσαµε στην αυλή κάποια κίνηση, παχύ το χιόνι και κανονικά θα έπνιγε τους ήχους. «Ο πατέρας!» χάρηκε η µάνα µου. «Όχι, είναι πολλοί» είπε ο δικός µου, το πρόσωπό του σκοτείνιασε και πετάχτηκε πάνω. Πρώτη φορά είδα τον τρόµο στα µάτια του. Ύστερα κάποιος κλότσησε την πόρτα και
ακούστηκε µια φωνή να καλεί να ανοίξουµε. «Πάρε τον Οµέρ πάνω» διέταξε ο πατέρας και πήγε να πάρει τον σισανέ[77] του. Με τράβηξε η µάνα µε το ζόρι, ήθελα να µείνω, φόβος δεν πέρασε από την ψυχή µου – τι να πάθαινα αφού ήµουν µαζί τους; Εκείνη ανέβηκε µε δυσκολία την ξύλινη σκάλα, βαρύ το σώµα της και τον τελευταίο καιρό κοιµόταν κάτω, στο χειµωνιάτικο δωµάτιο, την κούραζαν τα σκαλιά και τα απέφευγε. Δε ξέρω τι έγινε. Άκουσα µόνο τη φωνή του πατέρα να διώχνει τους απρόσκλητους, τα χτυπήµατα στην πόρτα που γίνονταν όλο και πιο δυνατά. Είδα τη µάνα να χλωµιάζει και να τρέµει σαν φύλλο. «Τι φοβάσαι;» της είπα και δεν µίλησε. Ύστερα κάποιος πυροβόλησε και µε µεγάλο κρότο η πόρτα έσπασε. Φωνές πάλι, χτυπήµατα και βογκητά. Έβαλα τα κλάµατα και εκείνη µε αγκάλιασε. «Σώπασε» είπε µόνο αλλά εγώ ένιωσα το µωρό να χοροπηδάει µέσα στην κοιλιά της, θα είχε τροµάξει το δόλιο, οι κινήσεις του τώρα µε γέµισαν µε φόβο. «Πατέρααααααα!» πήγα να ουρλιάξω µα η µάνα µού έκλεισε το στόµα µε την παλάµη τς. Βαριά βήµατα ακούσαµε στις σκάλες, κάποιοι έρχονταν να µας συναντήσουν και ήταν παραπάνω από ένας. Η µάνα µε έχωσε µε βιασύνη κάτω από το κρεβάτι, τράβηξε µπροστά ένα χαµηλό σεντούκι και µε κάλυψε πρόχειρα. «Μη βγάλεις τσιµουδιά!» µε συµβούλεψε. Εκείνη την ώρα η πόρτα άνοιξε µε µια κλοτσιά και άκουσα τη µάνα να φωνάζει: «Μπράχους!».
Το αίµα παγωµένο µέσα στις φλέβες µου µε παρέλυσε, ήθελα να ουρλιάξω αλλά φωνή δεν έβγαινε από το στόµα. Είδα έξι πόδια, άρα τρεις ήσανε, τα δυο φορούσαν µπότες χοντρές, τα άλλα τέσσερα ήταν τυλιγµένα σε προβιές, να πλησιάζουν τη µάνα µου και άκουγα τον θρήνο της που µου σπάραζε την καρδιά. Μια άγρια φωνή τη ρώτησε πού ήταν οι λίρες και η µάνα, χωρίς να διστάσει καθόλου, έσυρε τα µαύρα κεντηµένα της τσουράπια κοντά στο παράθυρο και την άκουσα να ανοίγει κάτι, µάλλον το µεγάλο µπαούλο που βρισκόταν εκεί. Κάποιος τη σκούντηξε µε βιασύνη, άκουσα τον γδούπο και την είδα στο πάτωµα να βογκάει και να πιάνει την κοιλιά της. Ύστερα τα σανίδια γέµισαν από τα κεντίδια και τα υφαντά που είχε µέσα στο µπαούλο η µάνα µου. Ψάχνανε, ήµαν βέβαιος πως ψάχνανε. Η µάνα συνέχιζε να βογκάει και να κλαίει µουρµουρίζοντας: «Μπράχους… Μπράχους…» και ύστερα µια θριαµβευτική φωνή: «Να τα! Να τα!». Κάποιος από κείνους τους βροµερούς, κουδούνισε τις λίρες – ήταν λες και τον έβλεπα να κουνάει το σακούλι στα χέρια του, ενώ οι άλλοι χοροπηδούσαν γύρω του. «Θα έχει κι άλλες» είπε ένας, και η φωνή του µαρτυρούσε πως ήταν πιο νέος. «Πού είναι, µωρή, οι άλλες λίρες; Πού τις έχεις κρυµµένες;» Η µάνα µου δεν απάντησε, από τα µάτια της έτρεχαν µαύρα δάκρυα και σφάδαζε στους πόνους. Την κλότσησαν στην κοιλιά και ούρλιαξε – µαχαίρι στα αυτιά µου το ουρλιαχτό της, ακόµη το ακούω σαν ο ύπνος δεν µε παίρνει τα βράδια. «Δεν ξέρω…» είπε και έφαγε δεύτερη κλοτσιά, πιο
δυνατή αυτή τη φορά, και το ουρλιαχτό της πιο δυνατό. «Δεν ξέρω, αλήθεια λέγω…» και τρίτη κλοτσιά, τώρα δεν ούρλιαξε, µόνο έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και ήταν σαν πεθαµένη. «Πάµε να φύγουµε» είπε ο ένας «φτάνουν τόσες λίρες, πάµε να φύγουµε» και τα ποδάρια του σταµάτησαν στην πόρτα και τους περίµεναν. «Έχουν πολλά» είπε πάλι ο νεότερος «µας λέει ψέµατα!» και της έχωσε το µαχαίρι στην κοιλιά. Κι άλλο ουρλιαχτό, θα ’ταν λιποθυµισµένη και συνήλθε από τον πόνο. Δάγκωσα το σεντούκι που ήταν µπροστά µου για να µη φωνάξω, έσπασε το δόντι µου το µπροστινό και από τότε το έχω µισό, να µου θυµίζει όσα δεν ξεχνιούνται. «Πού είναι, µωρή, οι λίρες;» ρωτούσε και της έχωσε το µαχαίρι άλλες δυο φορές. Είδα το αίµα να βάφει την άσπρη της ποδιά, αυτή µε τα κίτρινα κεντίδια και ύστερα να κυλάει στο πάτωµα αχνίζοντας, αλλά εκείνη δεν µιλούσε πια. Σκάλισαν για λίγο και το σεντούκι που µε έκρυβε, τίποτα. «Πάµε!» διέταξε ο ληστής µε τις µπότες «πάµε τώρα!». Κι έφυγαν, άκουσα τα ποδοβολητά τους στη σκάλα πάλι. Αισθάνθηκα τον παγωµένο αέρα που γέµιζε το σπίτι από την ανοιχτή πόρτα που άφησαν πίσω τους και έκλαιγα, έκλαιγα, έκλαιγα, παράλυτος από τον φόβο και τη δυστυχία. Δεν ξέρω πόση ώρα µετά, µπορεί και µία, µπορεί και δυο, ίσως και να µε είχε πάρει ο ύπνος αποκαµωµένο από το πολύ κλάµα, βρήκα λίγο κουράγιο και είπα να βγω από την κρυψώνα µου. Σύρθηκα µε την κοιλιά, ενώ τα µάτια µου ήταν καρφωµένα στο ακίνητο σώµα της µάνας µου της Μελέκ.
Το αίµα που είχε τρέξει από την κοιλιά της είχε µουσκέψει τα υφαντά και τα κεντίδια της προίκας της που κείτονταν και εκείνα σαν πεθαµένα δίπλα της. «Μάνα» είπα χαµηλόφωνα «µάνα µου…». Αλλά εκείνη, χλωµή και ακίνητη, είχε τα µάτια της καρφωµένα στο ανοιχτό σεντούκι, εκείνο που είχε µέσα του τα όνειρά της για µια γλυκιά ζωή, µια ζωή µε πολλά παιδιά και µπόλικη αγάπη. Άρχισα να κατεβαίνω τη σκάλα. «Πατέρα» ψιθύρισα «πατέρα, πού είσαι;» και τα µάτια µου έτσουξαν από τον καπνό που έβγαινε από το µαγειρειό. Η σκάλα του σπιτιού µας κατέβαινε εφτά σκαλοπάτια, µετά είχε ένα φαρδύ πλατύσκαλο, απ’ όπου µπορούσες να δεις το κάτω σπίτι, και έστριβε προς τα αριστερά, µε άλλα τέσσερα σκαλιά. Σαν έφτασα µε πόδια που έτρεµαν στο πλατύσκαλο και κοίταξα κάτω, ήξερα πως θα έβλεπα τον πατέρα σκοτωµένο. Ήταν πεσµένος µπροστά στην ανοιχτή πόρτα και ήταν σχεδόν σκεπασµένος µε χιόνι που έµπαινε µέσα στο σπίτι µε µανία. Τον πλησίασα, σκούπισα το χιόνι µε το χέρι µου και είδα µια κόκκινη τρύπα στο µέρος της καρδιάς του. Ύστερα έτριψα το παγωµένο µου χέρι πάνω στο τραχύ µαλλί του παντελονιού µου και µπήκα στο µαγειρειό όπου µέσα στο τσουκάλι τσιτσίριζε το καµένο αρνί. Η Περιστέρα ήταν πεσµένη στο πάτωµα και το πηγµένο αίµα στην άκρη του τζακιού και στα µαλλιά της έδειχνε πως της είχαν χτυπήσει το κεφάλι στο πέτρινο πεζούλι.
«Αντίς να τρελαθεί, το παιδί προτίµησε να µουγγαθεί» είπε ο γιατρός στον παππού. Τρεις µήνες µετά το κακό που µας βρήκε, είδε και απόειδε ο παππούς που δεν µιλούσα και µε πήγε στην Κοζάνη. Βαρύ το πένθος και ο πόνος τον είχε σακατέψει. «Μίλα, σε παρακαλώ» µου είπε κάποια στιγµή που µάλλον θα είχε πιει λίγο παραπάνω, αν και δεν το συνήθιζε. «Μίλα, γιεµ’, ζω µόνο για σένα… αλλιώς θα είχα βάλει φωτιά σε τούτο το παλιόσπιτο και θα είχα πεθάνει την ίδια εκείνη µέρα που βρήκα… βρήκα… τη µάνα και τον πατέρα σου…». Τους ληστές δεν τους έπιασαν ποτέ. Αποµονωµένο κάπως από τα άλλα σπίτια το δικό µας, κανείς δεν άκουσε τίποτα, ούτε και είδε. Ή δεν τόλµησε να µιλήσει. Μείναµε µε τον ντεντέ µου. Εγώ µουγγός για πάντα και εκείνος, λες και είχε γεράσει είκοσι χρόνια µαζωµένα, να αγωνίζεται να µε κάνει να µιλήσω. Μέχρι σήµερα, είκοσι πέντε χρονώ άνδρας, λέξη δεν έχει βγει απ’ τα χείλη µου. Και ούτε θα βγει πια, φαντάζοµαι. Ταξιδεύω µαζί µε τους άλλους για τόπους άγνωστους. Αφήνω πίσω ό,τι έχω αγαπήσει. Τη µάνα και τον πατέραµ’, τον παππούµ’, τον σοφό Σούλιους. Αφήνω το σχολειό και τους φίλουςµ’, αλλά κυρίως αφήνω τη µάνα-γη, τη γη που µας γέννησε και εκείνη που θα δεχόταν και µένα στην αγκαλιά της, όπως µου ’λεγε ο πατέρας µου ο Μπράχους. Αφήνω τη γη της Μακεδονίας και πορεύοµαι προς την
Καππαδοκία, τη γη των µυστηρίων και των θρύλων. Αυτό είναι το θέληµα του Θεού και ’µείς αδύναµα πετεινά του ουρανού πώς να πάµε κόντρα στη θέλησή Του;
Ιούνιος 2004: Προκόπι – σε ένα µπαρ ΗΜΕΡΑ 3Η
Έλσα και Άλεξ
«Είναι σαν να σε περίµενα σε όλη µου τη ζωή… Σαν να σ’ αγαπώ από παλιά…» Λίγη ώρα πριν ο Άλεξ µε τη γεύση ενός ανείπωτου λυγµού στα χείλη, είχε νιώσει πως ο χρόνος, ο δικός του χρόνος, τελείωνε, λες και τέλειωνε µαζί και το οξυγόνο που ανέπνεε, και ακόµη δεν είχε αφήσει ελεύθερη την καρδιά του να πει, έστω και για µια φορά, το «σ’ αγαπώ». Εκεί, σ’ αυτό το µέρος που η γλυκιά του Έλσα είχε ονοµάσει «σπηλιά», εκεί που συνωστιζόταν η µουσική µε τις ιστορίες των άγνωστων ανθρώπων και το αλκοόλ µε τους ξένους καηµούς, εκεί µέσα λοιπόν είχε αισθανθεί πως την αγαπούσε.
Αγαπούσε την Έλσα, τη γυναίκα µε τα υγρά µάτια, µε τις ανασφάλειες και το µόνιµα χαµένο ύφος της. Την Έλσα µε τα κόκκινα µαλλιά, τη γυναίκα που το σπάνιο χαµόγελό της κουβαλούσε τις πίκρες αιώνων. Την Έλσα που ήταν η προαιώνια γυναίκα, η σφραγίδα της ανθρωπότητας. Και µάλιστα την αγαπούσε µε έναν παράξενο τρόπο – υπάρχουν άραγε πολλοί τρόποι για να αγαπάει κανείς;–, την αγαπούσε διαµέσου ενός άγνωστου παρελθόντος, παράξενα οικείου παρ’ όλα αυτά. Την αγαπούσε µέσα από έναν λυγµό που δεν είχε βγει ποτέ από το δικό του στήθος, µέσα από ένα δάκρυ αποχωρισµού που δεν είχε τρέξει ποτέ από τα δικά του µάτια, µέσα από τα αρώµατα µιας θυσίας που δεν είχε κάνει εκείνος αλλά οι καπνοί της ακόµη ανέβαιναν προς τον ουρανό. Και κυρίως, είχε αισθανθεί πως αγαπούσε την Έλσα, την άγνωστη εκείνη, µέσα από µια µατωµένη ιστορία που οι λεκέδες της είχαν ξεβάψει και πάνω του. Ο Άλεξ δεν θέλει να αφήσει τον χρόνο που έχει διατεθεί από Εκεί Πάνω για τον καθένα, δεν θέλει να τον αφήσει να περάσει χωρίς να αγαπήσει και, αν είναι τυχερός, να αγαπηθεί και εκείνος. «Είναι σαν να σε περίµενα σε όλη µου τη ζωή… Σαν να σ’ αγαπώ από παλιά…» Εκείνη ανατριχιάζει. Όσο το αλκοόλ εξατµίζεται µέσα στο σώµα της που ξαφνικά καίγεται από τον πυρετό, καταλήγει, διατρέχοντας αγγεία χιλιάδων χιλιοµέτρων, καταλήγει µε τη µορφή ερεθισµένης πάχνης στο κεφάλι της και το κάνει να
γέρνει προς µία µεριά, τη δεξιά, αυτή µε την οποία οι επιστήµονες λένε πως παρακολουθείς µε σοβαρότητα όσα συµβαίνουν. Όσο κι αν αυτή η πλευρά, το δεξί ηµισφαίριο του εγκέφαλου δηλαδή, είναι υπεύθυνη για την κατανόηση των µεταφορικών εννοιών, το χιούµορ, τη σύνθεση των λεγόµενων, τη συγκίνηση, τη µελωδία του λόγου, την επικοινωνία, τον τόνο της φωνής, τις εκφράσεις του προσώπου, τη γλώσσα του σώµατος και τα αισθήµατα –µεταξύ πολλών άλλων–, τούτη τη στιγµή η Έλσα αδυνατεί να το αξιοποιήσει. Της χρειάζεται κάποια ώρα για να συνθέσει όσα έχει ακούσει από τον Άλεξ. Της κάνει πλάκα; Τα λέει σ’ αυτήν ή σε κάποιαν άλλη, αόρατη, γυναίκα που κάθεται µαζί τους; Τα εννοεί; Τα είπε στην πραγµατικότητα ή µήπως εκείνη, µεθυσµένη από το ρακί, το ονειρεύτηκε; Το σώµα της τρέµει από τη συγκίνηση και προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Αδύνατον. Τα λόγια του µπαινοβγαίνουν στα αυτιά της µαζί µε τη µουσική, αυτά όµως είναι ακόµα πιο µελωδικά, ακόµα πιο παθιασµένα. Βλέπει την έκφραση του προσώπου του και διαβάζει πάνω του µιαν αγωνία που τον κάνει να σφίγγει τα χείλη, εκείνα που συνήθως στραβώνουν σε ένα εκνευριστικά γοητευτικό χαµόγελο. Τα χέρια του απλωµένα πάνω στο τραπέζι, παραιτηµένα καλύτερα, σαν να περιµένουν κάτι, ένα χάδι, µια κίνηση έστω που θα δηλώνει αποδοχή. Είναι αυτός, ο ίδιος Άλεξ; Είναι αυτός ο ξένοιαστος φωτογράφος που τους έχει όλους γραµµένους στα παλιά του τα παπούτσια, είναι αυτός που έχει µαζέψει όλα εκείνα τα
σύµφωνα και τα φωνήεντα και έχει χαράξει, στη φορτωµένη από καπνούς σέρτικων τσιγάρων ατµόσφαιρα, τις λέξεις: «Είναι σαν να σε περίµενα σε όλη µου τη ζωή… Σαν να σ’ αγαπώ από παλιά…»; Το κεφάλι της γυρίζει υπό τους ήχους της µουσικής σαν πολύχρωµο και αθώο καρουσέλ, τόσο παράταιρο µέσα σε εκείνο το υποβλητικό περιβάλλον µε τις ασίκικες νότες και τις βαριές πατηµασιές του µελλοθάνατου χορευτή. Και αντί η Έλσα να προσπαθήσει να ηρεµήσει και να κατακτήσει –πώς; άγνωστο– τη νηφαλιότητά της, κατεβάζει ακόµα ένα ποτηράκι ρακί. Που της συµπεριφέρεται µε το γάντι –διάφανο γάντι σαν την ίδια– και δεν επιτείνει το χάλι της. Αυτό, τουλάχιστον, ας του το αναγνωρίσουµε του ποτού. Δεν επιτείνει το χάλι της επί του παρόντος. Στο µυαλό της χοροπηδάνε λέξεις από το ηµερολόγιο της Σεβαστής. Για µια στιγµή… µία µόνο και παίρνει όρκο γι’ αυτό… της πέρασε από το µυαλό. Ύστερα το είχε διώξει. Αδύνατον!… Γιατί όµως… γιατί και αυτός… ο Άλεξ δηλαδή… γιατί να νοµίζει πως την ξέρει από πάντα; «Μπορεί να γνωριζόµαστε … Από παλιά, εννοώ… Πού ξέρεις…» λέει χωρίς να τον κοιτάει και τα χείλη της τρέµουν, έτσι της έρχεται να τα καλύψει µε τις χούφτες της και να τα σφίξει. Να τα µατώσει για να τα τιµωρήσει που την προδίδουν. Το τελευταίο ποτηράκι ρακί χτυπάει παλαµάκια µε δυο χεράκια φτιαγµένα από τις σταγόνες που έχουν αποµείνει µέσα του. Όχι, που νόµισε η κυρία πως αυτό σαν «τελευταίο ποτηράκι» ήταν τόσο, µα τόσο αθώο.
Ο Άλεξ την κοιτάει λες και του έχει πέσει στο κεφάλι –τελικά τα κατάφερε, η κουφάλα! –, λες και του έχει πέσει στο κεφάλι πάνω η θολωτή οροφή, η λαξευµένη στον βράχο. «Τι θέλεις να πεις;» Το στραβό χαµόγελο έχει εξαφανιστεί. Η Έλσα διαπιστώνει πως προτιµάει χωρίς αµφιβολία το προηγούµενο, το στραβό. Στη θέση του έχει ζωγραφιστεί µια τεράστια αγωνία. «Τι θέλεις να πεις;» Και η ίδια εξίσου τρελή ιδέα περνάει και από το δικό του το µυαλό. Πιο πολύ σαν ελπίδα όµως. Αυτός είναι Αµερικάνος, ένας κατεξοχήν πρακτικός άνθρωπος. Μόνο στο αµερικάνικο όνειρο είχε πιστέψει κάποτε. Αυτά τα… τα µεταφυσικά, ας τα πει έτσι, ποτέ δεν τα χώνεψε. Κι όµως… Για δες τώρα… Σε τούτη τη χώρα, και σε τούτον ακριβώς τον τόπο, είχε έρθει από µια εσωτερική ανάγκη που, µέχρι εκείνη τη στιγµή, δεν είχε θελήσει να την ερµηνεύσει. Ίσως και να µην ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί είχε διαλέξει αυτό το µέρος από τα τόσα που υπήρχαν πάνω στον γαλάζιο πλανήτη. Είναι µακριά, όσο µακριά θέλω να φύγω, ήταν η αρχική του σκέψη όταν έπρεπε να αποφασίσει πού θα πήγαινε. Είµαι φωτογράφος και βαρέθηκα τη µόδα και τα πρόσωπα. Η Καππαδοκία προσφέρεται για φωτογράφιση, ήταν η δεύτερη σκέψη, η οποία είχε ενισχύσει την απόφασή του να πάει εκεί. Τώρα όµως, µε τους ήχους της µουσικής και τις αναθυµιάσεις του αλκοόλ να συνωστίζονται στη θολωτή οροφή αναζητώντας µάταια µια διέξοδο, τώρα ανακαλούσε πάλι τα λόγια του παππού του: «Άφησα εκεί πίσω την καρδιά µου. Όχι µόνο τον
έρωτα, να το θυµάσαι αυτό, όχι µόνο τον έρωτα έτσι όπως δεν τον έζησα ποτέ ξανά… Και πώς θα µπορούσα χωρίς καρδιά; Άφησα την καρδιά µου γιατί… γιατί εκεί… εκεί…έγινα…». Όχι! Το υπόλοιπο δεν θέλει να το θυµάται ο Άλεξ, όχι τώρα πάντως.
Τρυφερός έφηβος που έµπαινε στα δεκάξι, τότε που η µητέρα του είχε πνιγεί –άργησε να το παραδεχτεί πως είχε αυτοκτονήσει–, σε µια µεγάλη κουβέντα που είχε κάνει µε τον παππού, µια κουβέντα που είχε κρατήσει ώρες και είχαν χυθεί δάκρυα, πολλά δάκρυα και από τα τέσσερα µάτια, έµαθε κάποια πράγµατα. Στην ουσία ο παππούς του είχε πάρει πάνω του όλο το βάρος της αποτυχηµένης οικογένειας που είχε φτιάξει, έτσι την είχε χαρακτηρίσει, εξαιτίας δύο πραγµάτων. Το ένα ήταν ο µεγάλος έρωτας που είχε ζήσει εκεί πέρα στην Ανατολία, ένας έρωτας που του στέρησε θαρρείς το δικαίωµα να αγαπήσει άλλη φορά. Αυτό ήταν το πρώτο, έκλαιγε ο άνθρωπος και κάπνιζε τα πουράκια του το ένα πίσω από το άλλο. «Σαν δεν βλέπει το παιδί τους γονείς του αγαπηµένους πώς θέλεις εκείνο να αγαπήσει τη δική του οικογένεια;» αναρωτιόταν ανάµεσα σε δάκρυα και καπνούς. Το «παιδί» ήταν ο πατέρας του Άλεξ, εκείνος που είχε εγκαταλείψει τη γυναίκα του και που ο
παππούς, ούτε µία φορά, δεν είχε πάρει τα δίκια του. Δεν άντεχε να ακούσει αυτές τις κουβέντες ο νεαρός Άλεξ, είχε µόλις χάσει τη µάνα του και είχε άλλη εικόνα στο µυαλό του για τη γιαγιά και τον παππού, ο κόσµος του γκρεµιζόταν ξανά, σχεδόν το ίδιο οδυνηρά µε τον θάνατο, όχι, δεν άντεχε να καταστρέφει ο παππούς και τη δική του εικόνα. «Η γιαγιά όµως είναι χαρούµενη, σ’ αγαπάει τόσο…» είχε προσπαθήσει να αντιτάξει. «Με αγαπάει περισσότερο από όσο την αγαπώ εγώ …» είπε ο άλλος µε σκυµµένο κεφάλι. «Αλλά αυτό της αρκεί, είναι καλή γυναίκα η γιαγιά σου, καλύτερη από µένα, αγόρι µου, να το θυµάσαι αυτό και να την αγαπάς πολύ, όπως της αξίζει». Δεν το χωρούσε ο νους του αγοριού. «Γιατί δεν την αγαπάς αφού είναι καλή γυναίκα;» Είχε κουνήσει το κεφάλι του απελπισµένα. «Αλίµονο, δεν µου είχε µείνει καρδιά…» Τότε ο Άλεξ, το θυµάται σαν να ’ναι τώρα, είχε θυµώσει, είχε γίνει πυρ και µανία, είχε κλοτσήσει τις πόρτες, είχε δώσει γροθιές στους τοίχους. «Δεν είναι δίκαιο!» ούρλιαζε το παιδί και ο ηλικιωµένος χαµογελούσε στωικά. «Λίγα είναι τα δίκαια σ’ αυτόν τον κόσµο, αγόρι µου». Δεν είχε πεισθεί ο νεαρός. «Πού είναι η καρδιά σου, λοιπόν;» φώναξε, και ο ηλικιωµένος είχε χαµογελάσει. «Πίσω. Πέρα… σε ένα µατωµένο λιµάνι» κι άρχισε να του λέει την ιστορία.
Πως εκεί που ήταν, Οθωµανική αυτοκρατορία τότε ακόµη, τουρκικό κράτος στις µέρες τους, είχε γνωρίσει έναν άλλον κόσµο, µιαν άλλη ζωή. Πόλεµος, σκοτωµοί, όλοι άδικοι –το είχε τονίσει αυτό–, κάψιµο σπιτιών, ξεριζωµός, τέτοια του έλεγε. «Όµως µέσα στη φωτιά του πολέµου, µέσα σε ό,τι πιο σκληρό µπορεί να ζήσει ο άνθρωπος, εγώ αγάπησα ένα κορίτσι που άλλο στον κόσµο δεν υπήρξε. Όχι µόνο ήταν όµορφη, τόσο, µα τόσο όµορφη! Όχι µόνο ήταν έξυπνη και είχε µια συγκλονιστική προσωπικότητα. Όχι µόνο ήταν αφοσιωµένη στην οικογένειά της. Όχι µόνο φέρθηκε καλύτερα από χίλιους άνδρες, όχι µόνο πήρε πάνω της την ευθύνη για όλα τα µέλη της οικογένειάς της, δηλαδή όσους είχαν αποµείνει από εκείνη, αλλά… αλλά µε αγάπησε µε πάθος, µε ανέβασε στα ψηλότερα επίπεδα που µπορεί να ανέβει ποτέ ο άνθρωπος. Και αυτό, νεαρέ, πρέπει να ξέρεις πως µόνο µε την αγάπη γίνεται». Είχε µπερδευτεί ο Άλεξ. Aυστηρά τα παιδιά µε τους µεγάλους, απόλυτα. Δεν µπορούσε να καταλάβει. Σεµνός και µετρηµένος τού φαινόταν πάντα ο παππούς του, ακόµα πιο σεµνή και πιο µετρηµένη η γιαγιά· προτεστάντισσα µε τη Βίβλο στο χέρι, που µόνο για την εκκλησία γκρίνιαζε στον άνδρα της και εκείνος, δυσφορώντας χλιαρά, την ακολουθούσε. Δυο απλοί, µετρηµένοι άνθρωποι. Έτσι τους ήξερε, έτσι θεωρούσε πως ήταν από πάντα τους. Τι ήταν αυτά που του έλεγε τώρα; Πώς δηλαδή είχε ανεβεί κάποτε στο υψηλότερο επίπεδο που µπορεί να ανέβει ο άνθρωπος; Ποιο είναι τελικά αυτό το επίπεδο, γιατί δεν του ’λεγε!
«Όταν έγινε το κακό…» είχε συνεχίσει ο ηλικιωµένος άνδρας. «Όταν έγινε ό,τι έγινε, εκείνη µπήκε µπροστά, πήρε όλα τα βάρη… Μεγάλη µορφή, αγόρι µου, σου το ξαναλέω, σπουδαία γυναίκα! Τι λέω γυναίκα; Ένα κορίτσι που µέχρι τότε δεν είχε βγει από την αγκαλιά της οικογένειάς της ήταν. Εγώ έπρεπε να την προστατεύσω και εκείνη… εκείνη τα πήρε όλα πάνω της». Και, κλαίγοντας και καπνίζοντας, του είπε για ό,τι είχε γίνει στο λιµάνι της Μερσίνας. Εκείνο το… το περιστατικό που βάραινε για πάντα τη ζωή του, όπως του εξοµολογήθηκε. Εξαιτίας του δεν µπόρεσε να είναι ποτέ ξανά ένας φυσιολογικός άνθρωπος, δεν µπόρεσε –αυτό καταλόγιζε στον εαυτό του– να γίνει καλός και σωστός πατέρας. Για τα πρόσωπα δεν είχε ζητήσει καµία παραπάνω πληροφορία ο Άλεξ. Δεν άντεχε τότε, µόλις είχε χάσει τη µάνα του, ο πατέρας του «χαµένος» µια ζωή, έµαθε πως η γιαγιά του δεν είχε αγαπηθεί από τον άνδρα της, ενώ ο παππούς του είχε εξοµολογηθεί το… το περιστατικό… εκείνο. Και καθώς συνειδητοποιούσε πως όταν ο παππούς έλεγε «µεγάλο αµάρτηµα» δεν εννοούσε το φονικό αλλά το γεγονός πως άφησε εκείνο το κορίτσι να τα βγάλει πέρα µόνο του, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του για άλλη µια φορά. Άλλα είχε διδαχτεί σε όλη του τη ζωή από την αυστηρή γιαγιά και τη γλυκιά του µαµά. Ίσως τότε να ήταν που απώλεσε οριστικά την πίστη του στη ζωή ο Άλεξ· αν ο παππούς, το ανδρικό του πρότυπο, ο άνθρωπος που αγαπούσε τόσο ήταν…
ήταν… ένας … όχι, όχι, δεν ήθελε να το σκέφτεται, έχασε την πίστη του και στους ανθρώπους. Χρόνια µετά συµφιλιώθηκε µαζί του, συµφιλιώθηκε και µε την ιδέα. Ο παππούς ήταν πολύτιµος για εκείνον, ό,τι κι αν είχε κάνει, ό,τι κι αν πίστευε. Ήταν αργά όµως πια, του τα είπε πάνω από το µνήµα –ποτέ δεν βεβαιώθηκε αν εκείνος τα άκουσε–, αλλά του τα είπε και όταν, τακτοποιώντας τα λιγοστά του προσωπικά αντικείµενα, βρήκε τις αναµνήσεις µιας ζωής τόσο παλιάς και τόσο καλά κρυµµένης που, σχεδόν, ήταν σαν να µην είχε υπάρξει ποτέ. Τότε σιγουρεύτηκε. Ο παππούς τού είχε πει όλη την αλήθεια. Ανάµεσα σε εκείνα τα «αποδεικτικά» ήταν ένα διαβατήριο, ο διορισµός στο σχολείο, τρία εισιτήρια πλοίων, κάποιες θαµπές φωτογραφίες µε µαθητές µπροστά σε ένα ωραίο κτίριο ή κάποιες άλλες µε νέους µε άσπρα κοντά παντελόνια που έπαιζαν αυτό που στην Ευρώπη λένε ποδόσφαιρο. Επίσης, ένα ροζάριο από κεχριµπάρι· κάτι µικρά κιτρινισµένα χαρτάκια µε µια παράξενη γραφή που ποτέ δεν είχε κατορθώσει να διαβάσει αλλά ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για ερωτικά σηµειώµατα γιατί ο χαρακτήρας ήταν καθαρά γυναικείος, και µάλιστα εκλεπτυσµένος· ένα ασηµένιο κουµπί, µαυρισµένο από τα χρόνια· ένα φιλντισένιο χτενάκι για τα µαλλιά σε σχήµα πεταλούδας και ένα µαντιλάκι µε κεντηµένο ένα σύµβολο. Πολύ αργότερα είχε µάθει πως ήταν γράµµα του ελληνικού αλφάβητου, το γράµµα «Σ». Ένα µαντιλάκι µε έναν σκούρο λεκέ – στην αρχή ο Άλεξ το είχε περάσει για σκουριά, µπορεί
όµως και να ’ταν από αίµα. Στον πάτο του κουτιού όπου ο παππούς του φύλαγε εκείνα τα κειµήλια µιας ζωής που είχε παρέλθει χωρίς ζωντανούς µάρτυρες πια, ο Άλεξ είχε ανακαλύψει και κάτι άλλο. Όταν σήκωσε το ροζάριο, εκείνο διαλύθηκε, χύθηκαν οι κεχριµπαρένιες πέτρες. Μια από όλες πήγε και κρύφτηκε στην ανασηκωµένη άκρη του χαρτονιού που κάλυπτε τον πάτο. Έβαλε το χέρι του να την πιάσει και την έσπρωξε λίγο πιο µέσα, έτσι αναγκάστηκε να σηκώσει τον πάτο – δεν ήταν κολληµένος, κάποιος τον σήκωνε τακτικά ή τον είχε ξεκολλήσει ανακαλύπτοντας τι κρυβόταν από κάτω. Έκπληκτος, ο Άλεξ από τον πάτο του κουτιού είχε ανασύρει µε τρεµάµενα χέρια µια φωτογραφία – αισθανόταν κάπως σαν τυµβωρύχος, εδώ ήταν θαµµένη η ιστορία µιας µατωµένης αγάπης. Η φωτογραφία ήταν τόσο παλιά καθώς οι δεκαετίες είχαν περάσει αµείλικτες από πάνω της, που έµοιαζε σαν να κοιτούσες το εικονιζόµενο πρόσωπο µέσα από έναν θαµπό καθρέφτη. Ήταν ολοφάνερο πως η φωτογραφία ανήκε σε κάποιαν άλλη, µεγαλύτερη γιατί έδειχνε πως ήταν κοµµένη και µάλιστα όποιος την είχε αποσπάσει από την υπόλοιπη το είχε κάνει µε το χέρι. Συνήθιζαν τότε οι άνθρωποι να φωτογραφίζονται µε όλη τους την οικογένεια ή έστω σε ζευγάρια, σπάνια κάποιος στηνόταν µόνος του µπροστά στον φακό και όποτε συνέβαινε αυτό, συνήθως αυτός ήταν άνδρας. Θα πρέπει να είχε φυλαχθεί µε ιδιαίτερη προσοχή γιατί ήταν σχεδόν ανέπαφη, ούτε µία τσάκιση του χαρτιού δεν χαλούσε το
πρόσωπο που απεικονιζόταν. Ένα κορίτσι που χαµογελούσε αχνά, συγκρατηµένα ίσως είναι σωστότερο να πει, ενώ στα µάτια της σπινθήριζε κάτι… Κάτι υπέροχο… Κάτι αλλιώτικο. Κάτι που έβρισκε και ο ίδιος καµιά φορά στα µάτια ορισµένων ανθρώπων που φωτογράφιζε. Δύναµη; Ελπίδα; Έρωτας; Ό,τι και να έλεγε µπορεί να έπεφτε έξω. Ή και µέσα. Δεν ήταν καλός στο να αναλύει πρόσωπα από τόσο παλιά, ενώ καταλάβαινε τους σύγχρονούς του µε το που θα τον κοιτούσαν στα µάτια. Το κορίτσι έλαµπε, άστραφτε, είχε πλούσια ανοιχτόχρωµα µαλλιά και είχε ριγµένο κάτι στις πλάτες του, µια εσάρπα ίσως, µια εσάρπα µε κάτι σχέδια. Αναζητώντας ο Άλεξ την πηγή, την αιτία που το πρόσωπο του κοριτσιού ήταν τόσο φωτεινό, είχε πάρει έναν µεγεθυντικό φακό και είχε εξετάσει µε µεγάλη προσοχή τη φωτογραφία. Με χαρά –ακόµη δεν µπορεί να εξηγήσει γιατί είχε χαρεί τόσο– είχε διαπιστώσει πως η εσάρπα ήταν κεντηµένη µε ηλίανθους. Ιδού λοιπόν, από πού προερχόταν εκείνο το παράξενο φως του προσώπου της!
Βγάζει από την τσέπη του µερικά τσαλακωµένα χαρτονοµίσµατα και τα πετάει πάνω στο τραπέζι καθώς σηκώνεται όρθιος. «Πάµε;» ρωτάει την Έλσα αλλά ήδη την τραβάει από το χέρι.
Τον ακολουθεί ισορροπώντας µε κόπο πάνω στις γόβες – α ρε Ερωφίλη, τρίχα τρίχα θα σου βγάλω το µαλλί όταν γυρίσω! Ρακές και πέτρινο, κάπως ανώµαλο, δάπεδο δεν συνηγορούν για ένα αιθέριο ή έστω χαριτωµένο βάδισµα. Καταριέται την ώρα και τη στιγµή που φόρεσε αυτά τα παπούτσια, που ήπιε όσο ήπιε, που ήρθε νυχτιάτικα σε µια άγνωστη πόλη µε έναν άγνωστο άνδρα, που ήρθε σε τούτη την καταραµένη εκδροµή και βγήκε από την υπέροχη δυστυχία της. «Πού πάµε;» προσπαθεί να αναχαιτίσει τη φόρα του µε την ελπίδα πως θα κόψει λίγο ταχύτητα για να της απαντήσει, και εκείνη θα προλάβει να κάνει δυο σταθερά βήµατα. «Να σε δω έξω. Μέσα σ’ αυτό το τοπίο, µέσα σ’ αυτήν τη νύχτα! Κάτω από τα αστέρια τούτου του ουρανού. Για να καταλάβω την αλήθεια!» Στραβοπατάει τώρα η Έλσα αλλά δεν δίνει σηµασία. Είναι τρελή, να τι είναι, αφού πιάνει τον εαυτό της να παρακαλάει να υπάρχουν αστέρια απόψε και περνάει κάτω από τη θεόρατη ξύλινη πόρτα που µοιάζει µε θύρα µοναστηριού, σκύβοντας το κεφάλι της, τόσο ψηλή αισθάνεται τούτη τη στιγµή. Ανασαίνει βαθιά, η αλήθεια είναι πως η ατµόσφαιρα είχε γίνει βαριά εκεί µέσα. Νύχτα όµορφη, σκοτεινή, αφώτιστο το δροµάκι. Ο αέρας καθαρός και κρύος. Ανατριχιάζει από ευχαρίστηση, ό,τι πρέπει για να συνέλθει. Οι ρακές χορεύουν οριεντάλ στο στοµάχι της και µε το που σηκώνει τα µάτια να δει τα αστέρια, το αίµα χτυπάει στα µηνίγγια της σαν να απαιτεί να του ανοίξουν. Τα πόδια της αρχίζουν να τρέµουν µε ξέφρενο
ρυθµό, καµία σχέση µε τον χορό του στοµαχιού, κάτι σε τσάρλεστον µάλλον, ίσως και µπονασανόβα. Χριστέ µου! Πώς τα θυµήθηκε όλα αυτά τώρα που δεν ξέρει ούτε καν πού βρίσκεται… Την τύφλα της δεν ξέρει! Θα συνέλθω, σκέφτεται και χαµογελάει αορίστως, κρατώντας ακόµη το χέρι του Άλεξ που της µεταφέρει έντονη ενέργεια – θετική ή αρνητική, δεν είναι σε θέση να πει. Εκείνος µάλλον δεν έχει αντιληφθεί το χάλι της, ο ουρανός είναι καλυµµένος µε αραιά σύννεφα, δεν του έκανε το χατίρι αλλά δεν πτοείται, δεν µπορεί, κάπου θα υπάρχει ένα φως στο στερέωµα, δεν µπορεί. Τη γυρίζει προς το µέρος του, και η Έλσα κάνει προσπάθεια να σταθεί ακίνητη και τον κοιτάει και εκείνη. Ακόµα και διπλός είναι όµορφος ο άτιµος! Μετά ξεσπάσει σε γέλια. Εδώ µε το πρωτότυπο και δεν τα βγάζει πέρα µαζί του, αν προστεθεί και αντίγραφο, τι θα απογίνει η γυναίκα; «Δεν είσαι καλά;» τη ρωτάει, και εκείνη αναρωτιέται αν έχει ξυπνήσει απότοµα την Πυθία που κοιµόταν του καλού καιρού στο µυαλό του Άλεξ και του έδωσε βιαστικό χρησµό για το χάλι της. «Όχι και τόσο» του απαντάει προσπαθώντας να µη φανεί πόσο µεθυσµένη είναι, γιατί ντρέπεται. «Τότε να γυρίσουµε αµέσως πίσω» δείχνει κάπως ανήσυχος, και η Έλσα ανακατεύει µια δόση ανακούφισης µε τρεις απογοήτευσης.
«Να γυρίσουµε» συνηγορεί και κατευθύνεται προς τα εκεί που πιστεύει πως είχαν παρκάρει το αυτοκίνητο. «Αποδώ» την τραβάει, κρατώντας την ακόµη από το χέρι, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάνει στροφή επιτόπου θαυµάζοντας τη νεοαποκτηθείσα της ευστάθεια. Της ανοίγει την πόρτα και τη βοηθάει να µπει και να καθίσει, κάνει τον γύρο του τζιπ τρέχοντας και βάζει µπρος τη µηχανή. «Με συγχωρείς» λέει χωρίς να την κοιτάζει και στρίβει το τιµόνι να βγει σε έναν φαρδύτερο δρόµο. «Για ποιο πράγµα;» τον ρωτάει ενώ το στοµάχι της αρχίζει πάλι τα κόλπα του, πολύ πιο έντονα τώρα. «Γιατί ήθελα να διασκεδάσουµε παρέα και δεν σε πρόσεξα όπως έπρεπε…» είναι σαν να µονολογεί ο Άλεξ, τα µάτια του καρφωµένα στον δρόµο, στους λιγοστούς διαβάτες, στα φανάρια που αναβοσβήνουν πορτοκαλιά. Πάει να διαµαρτυρηθεί εκείνη, δεν είναι δα µικρό κοριτσάκι για να χρειάζεται κηδεµόνες αλλά από τη µια η τάση για εµετό που την κατακλύζει και από την άλλη η συνειδητοποίηση πως, πράγµατι, σαν µικρό κοριτσάκι είχε φερθεί και κατέβαζε το ρακί χωρίς να έχει φάει, την κάνουν να µη βγάλει τσιµουδιά. Ευγενικό από µέρους του, δεν λέει, πολύ ευγενικό που της ζητάει συγγνώµη αλλά… Αλλά δεν θα της έλεγε κάτι κάτω από τα αστέρια; Ή µήπως θα της έλεγε κάτι για τα αστέρια;
«Καληνύχτα, κοριτσάκι, κοιµήσου, όλα θα περάσουν!» Αισθάνεται το απαλό σεντόνι να φτάνει ως το σαγόνι της, ένα φιλί να καίει στο µέτωπό της και βλέπει τη σιλουέτα του να χάνεται καθώς κλείνει πίσω του την πόρτα του δωµατίου. Η Έλσα πετάει το σεντόνι από πάνω της, η ζάλη επανέρχεται αλλά δεν είναι η ίδια, σε καµία περίπτωση, τώρα είναι σαφώς ηπιότερη. Κοιτάει το ρολόι, πόσην ώρα να έχει περάσει από τότε που ήταν στο αυτοκίνητο και ερχόταν προς το ξενοδοχείο; Ψάχνει απεγνωσµένα να βρει τον διακόπτη να ανάψει το φως για να κοιτάξει το κινητό της, ενώ αγνοεί το ηλεκτρονικό ρολόι που της δείχνει την πάσα αλήθεια περί του χρόνου αναβοσβήνοντας απελπισµένο. Πετυχαίνει τον διακόπτη ψηλαφώντας τον τοίχο και µε πρησµένα µάτια αναζητάει το ρολόι της – ήδη έχει ξεχάσει πως έψαχνε το κινητό. Πού είναι το σκασµένο… Να το κι αυτό! Έχει ανάγκη να ξέρει τι ώρα είναι. Προσπαθεί αλλά στέκεται αδύνατο να τα καταφέρει, η όραση δεν τη βοηθάει, τη σαµποτάρει και η ζάλη! Σηκώνεται ενώ το κεφάλι της παρέα µε το πάτωµα –τι συγχρονισµός!– γυρίζουν σαν αλογάκια σε αποτρελαµένο καρουσέλ. Βρίσκει την τσάντα της στο πάτωµα, κακό φενγκ σούι, τη σκαλίζει. Τα γυαλιά της… τα γυαλιά της. Να τα, επιτέλους! Μία και πέντε. Μία και πέντε; Δεν είναι δυνατόν! Ξανά. Μία και πέντε και
πάλι. Πόσες ώρες ήταν εδώ ο Άλεξ; Τι ώρα είχαν φύγει από το… τη … σπηλιά; Σπάει το κεφάλι της –εντάξει, δεν θέλει και µεγάλη προσπάθεια, σπάει και από µόνο του από αλκοολικές σουβλιές– για να θυµηθεί. Από το ξενοδοχείο είχαν φύγει… κατά τις εννιά, πες. Και µισή ώρα –ούτε µισή, αλλά δεν θα κάνουµε τσιγκουνιές τώρα–, πες πως έφτασαν εκεί στις εννιά και µισή. Πρόβληµα µε το να βρούνε πάρκινγκ δεν θυµάται να είχαν. Σωστά θυµάται; Τέλος πάντων, το αργότερο στις δέκα παρά τέταρτο είχαν καθίσει στο τραπέζι. Να σερβιριστούν, να δούνε τον χώρο γύρω γύρω, να πούνε τι όργανα ήταν αυτά που έπαιζαν οι µουσικοί, δέκα. Βαριά βαριά. Για κανένα µισάωρο χαζοµιλούσαν για το τι είναι συγκλονιστικό σε ένα ταξίδι. Βλακείες δηλαδή, το αντιλαµβάνεται ακόµα και τώρα που το κεφάλι της κάνει τον «γύρο του θανάτου» καθώς προχωρά, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου που διατρέχει, ξυπόλυτη στο παγωµένο µάρµαρο και κατευθύνεται προς το µπάνιο. Δέκα και µισή όταν σηκώθηκε να χορέψει εκείνο το παλικάρι. Πόση ώρα τον χάζευαν, πόση ώρα ήταν ο καθένας χαµένος στις δικές του σκέψεις; Δέκα λεπτά; Είκοσι να σου βάλω εγώ! Δέκα και είκοσι, άντε, δέκα και µισή, δέκα λεπτά δώρο γιατί νιώθει χάλια – τι ρούχα είναι αυτά απλωµένα στην µπανιέρα; Στις έντεκα παρά κάτι, έντεκα παρά τέταρτο πες, γιατί δεν θυµάται αν ήρθε αµέσως η σερβιτόρα να πληρωθεί ή τους είχε βγάλει την ψυχή όπως το συνήθιζαν εδώ, στις έντεκα παρά τέταρτο βρίσκονταν έξω από το µπαρ. Και δέκα λεπτά να
λέγανε … τι µπορεί να λέγανε; Και δέκα λεπτά, έντεκα. Μάλιστα. Έντεκα θα ήταν όταν την έβαλε στο αυτοκίνητο και πήραν τον δρόµο της επιστροφής. Από εκεί και πέρα το απόλυτο κενό. Είναι τα ρούχα της. Μπορεί να µη θυµάται µε απόλυτη σιγουριά πως αυτά τα ρούχα φορούσε χθες αλλά ότι είναι δικά της γι’ αυτό βάζει και στοίχηµα. Τα ρούχα της; Τι φοράει τώρα; Ψαχουλεύει σαν τρελή το σώµα της. Ουφ, ευτυχώς, δεν είναι γυµνή, µια µακριά µακό µπλούζα µισοκαλύπτει τους µηρούς της. Ευτυχώς…Τι ευτυχώς, καλέ; Η Έλσα πετάγεται ως απάνω. Ποιος σε ξέντυσε, ποιος σου φόρεσε το τισέρτ, κυρά µου; Στηρίζεται στο ξύλινο περβάζι του µεγάλου καθρέφτη. Ξεφτίλα! Να τι έπαθε, ξεφτίλα! Πασπατεύει τα βρεγµένα της ρούχα. Τι βρεγµένα, µούσκεµα είναι! Σαν πλυµένα… Αρπάζει το παντελόνι και το µυρίζει. Σαπούνι. Το άρωµα του αφρόλουτρου, καµιά αµφιβολία επ’ αυτού. Το πουκάµισο… Και αυτό το ίδιο. Κάποιος έχει πλύνει τα ρούχα της. Ποιος; Τι ερώτηση! Ο µόνος που µπορεί … Φυσικά, αφού ήταν ο µόνος που ήταν µαζί της. Της έπλυνε τα ρούχα ο Άλεξ; Γιατί; Κάνει δυο βήµατα και κάθεται στο κλειστό καπάκι της τουαλέτας. Καλύτερα έτσι, πολύ καλύτερα. Σαν να κάθεται σε θρόνο. Ή περίπου… Η βασίλισσα της τουαλέτας… Αχνές και κινούµενες πέρα δώθε όπως τα φύκια, αναδύονται οι µνήµες για όσα συνέβησαν από τον πυθµένα του µυαλού της. Χωρίς βεβαιότητα. Χωρίς λόγια. Χωρίς πρόσωπα. Χωρίς
εξηγήσεις. Εκείνη κάνει εµετό στο πεντακάθαρο τζιπ µε τα άσπρα καθίσµατα και τις άσπρες µοκέτες στο πάτωµα. Και πάνω σε κάτι µαύρες γόβες που δεν ανήκουν σε ποδάρια, είναι ξέµπαρκες. Κάποιος την κρατάει και τη βάζει στο ασανσέρ. Κάποιος ανοίγει την πόρτα του δωµατίου της και τη µεταφέρει αγκαλιά στο µπάνιο. Την ξεντύνει βιαστικά και της κάνει ντουζ έξω από την µπανιέρα, ενώ εκείνη ταλαντεύεται σύµφωνα µε τον δεύτερο θερµοδυναµικό νόµο της ταλάντωσης, που λέει πως όλες οι ταλαντώσεις τείνουν να φθίνουν µε την πάροδο του χρόνου, εκτός κι αν υπάρχει µια πηγή που προσφέρει ενέργεια στο σύστηµα σε αξιοποιήσιµη µορφή. Και η Έλσα την έχει αυτή την πηγή ενέργειας και µάλιστα σε αξιοποιήσιµη µορφή. Το ρηµαδιασµένο αλκοόλ που συνεχίζει το δικό του πάρτι στο δικό της στοµάχι και οι δικές της, οι κατάδικές της ταλαντώσεις όχι µόνο δεν φθίνουν –φθίνουν… άκου λέξη!– όλο και δυναµώνουν. Πιάνει µια πετσέτα και την πετάει µε νεύρα στο πάτωµα, πώς στον διάολο της ήρθε ο κωλονόµος στο µυαλό ενώ δεν θυµάται τα βασικά για τα χάλια της! Προσπαθεί να συγκεντρωθεί. Ύστερα, εκείνος ο κάποιος θα πρέπει να την τύλιξε στη µεγάλη πετσέτα και να τη µετέφερε πάλι στην αγκαλιά του. Την άφησε προφανώς στο κρεβάτι, τη σκούπισε στοργικά –ναι, ναι, αυτό το θυµάται καλά–, της φόρεσε µια µπλούζα που βρήκε σκαλίζοντας βιαστικά τη βαλίτσα της… Η Έλσα, µε το κεφάλι στα δυο της χέρια, ανοίγει τα πόδια
της και σκύβει να διαπιστώσει αν φοράει εσώρουχο…. Φοράει. Άρα… Η ντροπή τής κόβει την αναπνοή. Ξεφτίλα! Μόνο αυτή η λέξη µπορεί να την περιγράψει. Τέλος. Σηκώνεται και πηγαίνει προς το δωµάτιο. Βλέπει το αναστατωµένο κρεβάτι και θυµάται. Αορίστως, αλλά θυµάται. Τον κάποιο να τη σκεπάζει µε το σεντόνι, µετά να προσθέτει και µια λεπτή κουβέρτα γιατί αυτή τρέµει. Τρέµει και µουρµουρίζει. Τι µουρµουρίζει, αδύνατον να ανακαλέσει. Κάθεται στο ξέστρωτο κρεβάτι. Λάθος επίθετο. Πώς το χαρακτήρισε προηγουµένως, αναστατωµένο; Μάλιστα, αυτό είναι το σωστό. Μουτζώνεται. Να! Τα επίθετα σε απασχολούν αυτή τη στιγµή! Αναστατωµένο… Πόση ώρα κάθισε µαζί της; Πόση ώρα της κρατούσε τα πόδια στην αγκαλιά του; Πόση ώρα της χάιδευε τις γάµπες; Άγνωστο. Το µόνο γνωστό είναι πως είχε τα πόδια της στην αγκαλιά του και τα χάιδευε. Για να τα ζεστάνει; Ή για… Δεν θυµάται. Δυστυχώς, δεν θυµάται. Ή ευτυχώς… Κάποια στιγµή θα την πήρε ο ύπνος δεν µπορεί, υπάρχει ένα µεγάλο χρονικό κενό, κατά το οποίο θα πρέπει να κοιµήθηκε ή… Ή να είχε πέσει σε κώµα. Μάλιστα… Ξαπλώνει πάλι πάνω στα αναστατωµένα σκεπάσµατα. Κλείνει τα µάτια, πρέπει να κοιµηθεί, να γίνει καλά. Μάλιστα… Τι ντροπή! Τι ξεφτίλα. Τι… Τι… Τι άλλο που δεν ξέρει πώς να το χαρακτηρίσει και οργίζεται. Σίγουρα, όλο και κάποιος από το
γκρουπ θα τον είδε να τη µεταφέρει αγκαλιά στο ασανσέρ. Στην καλύτερη. Γιατί στη χειρότερη τον είδαν να µπαίνει στο δωµάτιό της κρατώντας την αγκαλιά. Μάλιστα, θα έχει να εξηγεί αύριο. Τι να εξηγεί δηλαδή. Και γιατί να εξηγεί; Πώς να µην εξηγεί! Μια παρέα είναι… Γλυκός ο ύπνος νικάει τις στοµαχικές της διαταραχές, βάζει στην άκρη τον πονοκέφαλο και ανοίγει µία µικρή δίοδο µέσα από την ντροπή, την τροµάρα, τον θυµό και όλα τα αρνητικά αισθήµατα που την έχουν κατακλύσει. Περνάει µέσα από το κατακόκκινο αυτό µονοπάτι και έρχεται να καθίσει πάνω στα πρησµένα, από την αδιαθεσία και τη νύστα, βλέφαρά της. «Γιατί δεν είχε αστέρια σήµερα;» αναδύεται από το γκρίζο ασυνείδητο η ερώτηση που έκανε συνέχεια στον Άλεξ ενώ ήταν στο µαύρο της το χάλι. «Θα έχει αύριο οπωσδήποτε, γλυκιά µου» θαρρείς και ακούει τη φωνή του να της ψιθυρίζει στο αριστερό της αυτί. Η Έλσα βυθίζεται και πάλι σε έναν µισοµεθυσµένο ύπνο, γεµάτο απογοήτευση για το χάλι της, αλλά και µια παράξενη, αδικαιολόγητη, τρελή ελπίδα. Χωρίς όνοµα, ταυτότητα, προέλευση, προορισµό.
Άνοιξη 1919: Καισάρεια
Σεβαστή
Ένας βαρύς χειµώνας όδευε προς το τέλος του. Μπορεί η άνοιξη να µην είχε στείλει µέχρι τότε ούτε ένα µήνυµα πάνω στην παγωµένη γη, κι ας ήταν Μάρτης στα µέσα του, αλλά ο ουρανός, έτσι όπως έστεκε πάνω από τον χιονισµένο Αργαίο, την παγωµένη στέπα και τους λασπωµένους δρόµους της Καισάρειας, είχε αρχίσει να παίρνει ένα άλλο χρώµα πέρα από το βαρύ γκρίζο, λες και ένα επιµελές τρυφερό χεράκι τον σκούπιζε κάθε µέρα µε συννεφένιο σφουγγάρι, κάθε µέρα ανελλιπώς, όλο και πιο επίµονα. Έτσι, ώρες ώρες, ένα χλωµό γαλάζιο χρώµα απλωνόταν στον ουρανό της µεγάλης πολιτείας, ένα χρώµα-σηµάδι που όλοι γνωρίζανε, ακόµα και τα παιδιά του σχολείου, πως σύντοµα, να, σε δυο βδοµάδες το πολύ, θα γινόταν έντονο και καθαρό και θα κρατούσε µέχρι να ’ρθει το
θέρος. Γιατί τότε, πάλι θα άλλαζε, θα έχανε τη γαλάζια φορεσιά του και θα ξάσπριζε από την αδυσώπητη ζέστη της µέρας και την αντανάκλαση των ηφαιστειογενών βράχων.
Είδε την πλάτη της µητέρας της η Σεβαστή, έτσι όπως στεκόταν µπροστά στο παράθυρο του χειµωνιάτικου δωµατίου, εκείνου που είχε τα ξύλινα µιντέρια γύρω γύρω, τα φορτωµένα µε υφαντά στρωσίδια και µαξιλάρια, εκεί που αράζανε τις καθηµερινές, ο πιο αγαπηµένος και οικείος χώρος του σπιτιού. Την είδε να τραντάζεται από τον δυνατό βήχα και τη λυπήθηκε η ψυχή της. Δέκα µέρες µε υψηλό πυρετό και ο γιατρός, παρ’ όλα τα κινίνα που της έδινε, είχε σηκώσει τα χέρια. «Δεν θέλει να γίνει καλά» είπε στο κορίτσι και ύστερα είχε κουνήσει το κεφάλι του. Τι της έλεγε τώρα, ήταν παιδί ακόµη και δεν µπορούσε να κάνει τίποτα. Κρίµα, πόση δυστυχία είχε πέσει σε τούτο το σπιτικό. Ο πατέρας στη Σµύρνη· η νενέ, η δυναµική και απόλυτη αφέντρα Σεβαστή, ανήµπορη εδώ και χρόνια· η Μακρίνα φιλάσθενη και µαραζωµένη και τα τρία παιδιά, τελικά, µόνα τους. «Μάνα, έλα να ξαπλώσεις, κάνει κρύο µπροστά στο παράθυρο» είπε µε αγάπη η Σεβαστή και την αγκάλιασε από τους ώµους. Οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί, η κόρη είχε γίνει µάνα και νοιαζόταν για εκείνη λες και ήταν µωρό παιδί. Όλο τον χειµώνα το κορίτσι είχε τραβήξει πολλά: η γιαγιά
που ήθελε τόση φροντίδα· οι υπηρέτριες που συνωµοτούσαν πίσω από την πλάτη της και δεν έκαναν τις δουλειές όπως έπρεπε· οι έµποροι που την κοιτούσαν µε δυσπιστία σαν πήγαινε να ψωνίσει· ο νέος επιστάτης –καµιά σχέση µε τον αφοσιωµένο Χαρελέµ που έδινε και την ψυχή του ακόµη για το βιος της οικογένειας– που, όπως αντιλαµβανόταν πολύ καλά η Σεβαστή, τους έκλεβε. Και η µάνα τους… Η µάνα τους που ζούσε στον δικό της κόσµο και δεν άφηνε ούτε ένα τοσοδά µικρό πορτάκι ανοιχτό στην ψυχή της να µπει η Σεβαστή µέσα ή, έστω ένα από τα άλλα παιδιά της, να χωθούν στην αγκαλιά της, να της µιλήσουν για όσα τους βασάνιζαν. Ήταν, βλέπεις, και εκείνη η τρικυµιώδης εφηβεία που βασάνιζε την ψυχή του κοριτσιού, η εφηβεία που έκανε το σώµα της να φουσκώνει από τους ανεξέλεγκτους χυµούς της και καµιά φορά αισθανόταν λες και πνιγόταν µέσα εκεί. Ήθελε να µιλήσει στη µάνα της, ήθελε να της πει για τον Μποδοσάκη που ήταν ανυπάκουος και έκανε τρέλες, να της πει και για την Ελισσώ τους που έκλαιγε κάθε βράδυ πριν κοιµηθεί. «Μάνα, έλα να ξαπλώσεις, κάνει κρύο µπροστά στο παράθυρο». Υπάκουσε η Μακρίνα σχεδόν πρόθυµα, περισσότερο από έλλειψη βούλησης, παρά γιατί το ήθελε. Ο πυρετός είχε λιώσει το λιπόσαρκο σώµα της και το κεφάλι της βούιζε τόσο, ώστε έβαζε τα κλάµατα ανίσχυρη να αντιµετωπίσει και το πιο απλό κρυολόγηµα – γιατί κρυολόγηµα ήταν, άσχετα αν ο γιατρός της
οικογένειας, γνωρίζοντας το ιστορικό της φοβόταν πως θα εξελισσόταν σε κάτι άλλο. Αφέθηκε στα χέρια της κόρης της που την έβαλε να καθίσει δίπλα στο τζάκι της χειµωνιάτικης κάµαρας, εκεί έκαιγαν µεγάλα κούτσουρα από κορµούς δένδρων, που σπάνιζαν στην περιοχή και ο Αβραάµ τα χρυσοπλήρωνε προκειµένου να ζεσταθεί η οικογένειά του. «Είδες πόσο χιόνι πάλι…» ψιθύρισε η Μακρίνα καθώς η Σεβαστή την τύλιγε µε ένα χοντροπλεγµένο σάλι και ανέβαζε τα πόδια της πάνω στο ξύλινο µιντέρι µε τα υφαντά, πολύχρωµα στρωσίδια. «Πόσο χιόνι και το µωρό µου θα κρυώνει». Αναστέναξε η Σεβαστή, αγαπούσε, λάτρευε τη µάνα της και σεβόταν απόλυτα το βαρύ της πένθος –πως κόντευε ή είχε ήδη τρελαθεί δεν περνούσε από τον νου της– και ποτέ δεν της είχε πάει κόντρα σε τίποτα, ούτε σ’ αυτό το θέµα, όπως θα είχε κάθε δίκιο να κάνει, ούτε σε οτιδήποτε άλλο. Τώρα όµως δεν ήταν καλά και η ίδια, κάθε τόσο ήθελε να βάλει τα κλάµατα, µια αγωνία έσφιγγε τον λαιµό της και αισθανόταν βαριά πάνω τους την απειλή των συνθηκών, η πολιτική κατάσταση δεν ήταν καλή και η Σεβαστή ανησυχούσε. Μπορεί ο πατέρας τους να µην της έλεγε σχεδόν τίποτα αλλά εκείνη µάθαινε στα σπίτια των θείων της που πήγαινε στη θέση της µάνας της. Όλο και κάτι έπιανε το αυτί της ότι η αυτοκρατορία µαστιζόταν από εµφύλιες συγκρούσεις µεταξύ του τακτικού στρατού και των Νεότουρκων, καθώς ο Μουσταφά Κεµάλ αντιδρούσε στην απόφαση της Αντάντ[78], που είχε κερδίσει τον Α΄ Παγκόσµιο πόλεµο, να παραχωρηθούν εδάφη στην Ελλάδα. Κανείς από
τους συγγενείς της δεν ήξερε πού µπορεί να οδηγούσαν αυτές οι συγκρούσεις αλλά όλοι έλεγαν πως «όταν στον βάλτο µαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια». Και εκείνοι, όλοι οι χριστιανικοί πληθυσµοί της αυτοκρατορίας, ήσανε πάντα τα βατράχια. Δεν ήταν βέβαια µόνο αυτά, τα οποία φυσικά κανείς δεν τα αντιλαµβανόταν σε όλο τους το εύρος, πόσο µάλλον ένα άβγαλτο κορίτσι σαν τη Σεβαστή. Ήταν και η µόνιµη απουσία του πατέρα που τώρα της στοίχιζε περισσότερο από ποτέ της Σεβαστής, ήταν και η επικείµενη αναχώρηση του Μποδοσάκη, και η προοπτική τού να µείνουν τέσσερις άπραγες γυναίκες στην Καισάρεια. Ήταν και εκείνη η… η αόριστη απειλή… Εκείνη που δεν µπορούσε να σχηµατοποιήσει αλλά που την αισθανόταν να τριγυρίζει έξω από το σπιτικό τους και να έχει, σταυροκοπήθηκε το κορίτσι, να έχει τη µορφή του Ιορδάνη. «Μάνα» της είπε σοβαρά χωρίς να έχει σχεδιάσει κάτι από πριν η Σεβαστή, αυθόρµητα της ήρθαν τα λόγια στα χείλη καθώς έβλεπε τη Μακρίνα να τρέµει από τον πυρετό, που ανέβαινε πάλι αιφνίδια. «Μάνα, σε παρακαλώ!» την έπιασε από τους ώµους και την τράνταξε. «Πρέπει να προσπαθήσεις να γίνεις καλά, µάνα, σε έχουµε ανάγκη. Είµαστε εδώ εµείς. Τα τρία ζωντανά παιδιά σου. Είµαστε εδώ και σε αγαπάµε. Μάνα, δεν έχουµε κανέναν άλλον, ο πατέρας είναι µακριά, σύντοµα και ο Μποδοσάκης θα φύγει, τι θα απογίνουµε εµείς, µάνα;» Η Μακρίνα έστρεψε µε κόπο τα µάτια πάνω στη Σεβαστή και το κορίτσι είδε τη λάµψη του πυρετού να καίει στο βλέµµα
της. Όµως, και για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια, είδε –ή φαντάστηκε πως είδε– µια σπίθα ενδιαφέροντος µέσα τους. «Θα φύγει το παιδί µου;» ρώτησε ενώ η φωνή της θρυµµατιζόταν από κρυφή οδύνη. «Θα φύγει και αυτός; Πάει, θα χάσω και τούτο τον γιο µου;» «Όχι, καλή µου µάνα» τη λυπήθηκε πάλι η Σεβαστή και την έσφιξε στην αγκαλιά της. «Ο Μποδοσάκης µας θα φύγει αλλά θα γυρίσει σύντοµα, θα γυρίσει σπουδαγµένος, µεγάλος και τρανός!» Χαµογέλασε πικρά η γυναίκα και χάιδεψε, ύστερα από πολλά χρόνια, το χέρι της κόρης της. «Από το στόµα σου και στου Θεού το αυτί, Σεβαστούλα µου. Αλλά σ’ αυτό το σπίτι, όποιο αρσενικό φύγει µια φορά ποτέ δεν ξαναγυρνάει…» Ανατρίχιασε το κορίτσι. «Τι λες, µάνα;» τη µάλωσε απαλά. «Ο παππούς δεν ξαναγύρισε; Ο πατέρας;» Κούνησε το κεφάλι της η Μακρίνα και µόρφασε από τον πόνο και την πίκρα. «Άκου τι σου λέγω. Ούτε ο παππούς σου ξαναγύρισε ολόψυχα ποτέ εδώ, ούτε και ο πατέρας σου. Όλοι έρχονται για λίγο και φεύγουν πάλι. Λες και κακός αέρας τούς διώχνει από τούτο το µέρος και τους τραβάει µακριά…» Σώπασαν για λίγο. Έτριψε το ένα χέρι της µε το άλλο η Μακρίνα, τα κόκαλά της πονούσαν, οι κλειδώσεις περισσότερο. «Φέρε µου κάτι ζεστό να φάω και να πιω» ζήτησε. «Έχεις
δίκιο, πρέπει να γίνω καλά. Να σας φροντίσω µέχρις να παντρευτείτε, ύστερα… ύστερα ξέρω εγώ πού θα πηγαίνω…» και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα χαµόγελο, αιώνες είχε να χαµογελάσει, της φάνηκε πως πονούσαν τα µάγουλα από την προσπάθεια. Τώρα κάτι έπρεπε να αλλάξει, δεν είχε σταθεί κοντά στα παιδιά της και ειδικά σ’ αυτό το παιδί, το πρωτότοκο κορίτσι της, που είχε επωµισθεί πράγµατα αλλά κυρίως συναισθήµατα που δεν ήταν ούτε για την ηλικία της, ούτε για ένα παιδί µε τους δυο του γονείς εν ζωή. Ήταν όµως; Ήταν και οι δυο γονείς ζωντανοί;
Αποµεσήµερο και η Σεβαστή, αφού µάζεψε τον δίσκο µε τα αποφάγια της µητέρας της, έριξε, προσπαθώντας να µην κάνει τον παραµικρό θόρυβο, ένα ακόµα ξύλο στη φωτιά και κούρνιασε κοντά στα πόδια της. Το σπίτι, βυθισµένο στη σιωπή, αντηχούσε θαρρείς τις ανάσες τους· της γιαγιάς Σεβαστής που µε κόπο ανέπνεε πάνω στην κάµαρα, της µάνας της που κοιµόταν ιδρωµένη και τυλιγµένη στα ζεστά σκεπάσµατα και τη δική της που, βυθισµένη στην απόγνωση καθώς ήταν, έβγαινε από τα χείλη της ψιθυριστά σαν ασήµαντο µυστικό ζωής. Τα αδέλφια της ήσαν στο σχολείο. Όπου να ’ναι θα έρχονταν και θα έπαιρνε ζωή το σπίτι, κυρίως από τις φωνές του Μποδοσάκη. Οι δυο Τουρκάλες υπηρέτριες κάτω στο µαγειρειό
µε κάτι πάλευαν, έφταναν στα αυτιά της Σεβαστής οι σιγανές τους κουβέντες και κάτι πνιχτά γέλια, έφταναν και οι ήχοι από το κοπάνισµα του αλατιού στα ντιγκίλια[79], αυτό τις είχε διατάξει να κάνουν. Την επαύριο θα ζύµωναν –πέντε οκάδες αλεύρι τη φορά για τον άρτο της βδοµάδας–, την άλλη θα άναβαν τα καζάνια να βάλουν την µπουγάδα µε σαπούνι και αλισίβα. Καθισµένη στην άκρη στο µιντέρι η Σεβαστή, µε τα πόδια της µάνας της στην ποδιά της, θα την πήρε, καθώς φαίνεται, για λίγο ο ύπνος. Ονειρεύτηκε µια πόλη µε σπίτια όµορφα, δίπατα· µια πόλη που ισορροπούσε στις όχθες ενός ποταµού και τη χώριζε στα δυο, ενώ γύρω γύρω θεόρατα, απόκρηµνα βραχώδη βουνά εµπόδιζαν τον ήλιο να φτάσει ως χαµηλά, ως τον βυθό του. Γιατί η Σεβαστή, που στεκόταν στο ξύλινο γιοφύρι και όλο έσκυβε να κοιτάξει χαµηλά, µέσα στο νερό, αυτό επιθυµούσε, αυτό προσπαθούσε να καταφέρει. Να έβλεπε δηλαδή, µε τη βοήθεια των αχτίδων του ήλιου που θα τον φώτιζαν, να µπορούσε να έβλεπε τον βυθό γιατί έψαχνε µε αγωνία το δαχτυλίδι που της είχε πέσει µέσα και τι δικαιολογία θα έλεγε στη µάνα της που το ’χε χάσει; Έτσι όπως έσκυβε και τα µάτια της πονούσαν από την προσπάθεια, άκουσε, λέει, χλιµίντρισµα αλόγου και σήκωσε το βλέµµα. Στην όχθη απέναντι, κάτω ακριβώς από τους µεγάλους βράχους, έστεκε καµαρωτός πάνω στην Ιππολύτη ο αδερφός της, ο λατρεµένος Μποδοσάκης τους και της γελούσε και ήταν
όµορφος, µα πόσο όµορφος ήταν! Και ξαφνικά, ενώ αυτή ήθελε να τρέξει και να πάει κοντά του, να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να του πει πόσο τον αγαπάει, βγήκε ο ήλιος, λέει, ξεφανερώθηκε πίσω από τα βραχώδη όρη και φώτισε το ποτάµι. Να, τώρα είναι η ευκαιρία να βρω το δαχτυλίδι µου! σκέφτηκε το κορίτσι, παράτησε τον αδερφό από τα µάτια της και προσπάθησε να εξερευνήσει τον βυθό. Είδε κάτι να αστράφτει. Να, σκέφθηκε, να το, εκεί είναι! Έσκυψε περισσότερο. Πάγωσε το αίµα στις φλέβες της, αυτό που άστραφτε… Ο Χριστός και η Παναγιά! Αυτό που άστραφτε ανάµεσα στις πέτρες και τα χόρτα του βυθού ήταν το κεφάλι του Μποδοσάκη τους· µόνο το κεφάλι του, όµορφο όµορφο, µε τα σγουρά του µαλλιά, τα κόκκινα µάγουλα, τα µεγάλα µαύρα µάτια και τα αρµονικά του κατάλευκα δόντια, που έλαµπαν καθώς ακόµη χαµογελούσε. Σήκωσε βιαστικά τα µάτια της η Σεβαστή από το νερό. Δεν µπορεί, µια οφθαλµαπάτη θα ήταν. Δεν µπορεί, ο αδερφός της θα ήταν απέναντι, καβάλα στο άλογό του, χαρούµενος και περήφανος. Μέχρι να δει, άκουσε πάλι το ανήσυχο χλιµίντρισµα της Ιππολύτης, την είδε να σηκώνεται στα λεπτά αλλά δυνατά πισινά της πόδια και η µεταξωτή της χαίτη ανέµιζε στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου. Είδε και τον καβαλάρη να προσπαθεί να τη συγκρατήσει πριν εκείνη ξεχυθεί στο κακοτράχαλο µονοπάτι που ανέβαινε προς τα βράχια. Με την ψυχή στα δόντια, έβγαλε µια άγρια κραυγή καθώς είδε το ακέφαλο σώµα του Μποδοσάκη να καλπάζει πάνω στη
φοράδα και να χάνεται στη στροφή του µονοπατιού, ενώ το ποτάµι δεν άστραφτε πια. Κόκκινο, σκέτο καυτό αίµα κυλούσε κάτω από το γιοφύρι. Ένας αετός που πετούσε ψηλά στον ουρανό έβγαζε ένα άγριο κρώξιµο. «Τι έχεις, τζιέριµ’;» τη σκούντησε απαλά η Μακρίνα. «Τι έχεις και φωνάζεις;» Ξύπνησε απότοµα µε τον βράχο του ονείρου να της πλακώνει το στήθος και το ποδοβολητό της Ιππολύτης να σφυροκοπάει στα αυτιά της. «Τι έπαθες, γιάβρουµ’, τι συµβαίνει;» Η Μακρίνα είχε ξαναπάρει τον ρόλο της µάνας και προσπαθούσε να την αγκαλιάσει, της χάιδευε τα µαλλιά για να την ηρεµήσει, ενώ η Σεβαστή έτρεµε σύγκορµη και λέξη δεν µπορούσε να αρθρώσει. Εκείνη τη στιγµή ακούστηκε κάποιος να βροντάει την πόρτα. «Γκιουλ, τράβα να ανοίξεις. Τα παιδιά!» φώναξε µε δύναµη που ούτε η ίδια πίστευε πως είχε η Μακρίνα και έστρεψε και πάλι το ενδιαφέρον της στην κόρη της που ανάσαινε µε δυσκολία. «Ό,τι και να είδες, µην ξεχνάς πως δεν ήταν παρά µόνο ένα όνειρο, παιδί µου» προσπάθησε να την παρηγορήσει.
Ύστερα από εκείνο το απόγευµα που µάνα και κόρη ταίριαξαν τους ύπνους και τις αναπνοές τους για λίγο αγκαλιασµένες, η Μακρίνα, αφού έγινε σύντοµα καλά, προσπάθησε, µε δυσκολία
είναι η αλήθεια, να αναλάβει και πάλι τα µητρικά της καθήκοντα, όπως και να διοικήσει το σπίτι, τους υπηρέτες, τον επιστάτη, τους εργάτες στα περιβόλια, στους στάβλους και στα αµπέλια της οικογένειας στο Ανδρονίκι. Δεν τα κατάφερνε, αυτό ήταν παραπάνω από σίγουρο, τόσα χρόνια πλήρους απραξίας και αποµόνωσης δεν ξεπερνιούνται έτσι εύκολα –αφήνουµε το γεγονός πως ο πόνος για τον Συµεών και το πένθος της παρέµεναν αναλλοίωτα στην καρδιά της–, αλλά προσπάθησε όσο µπορούσε. Η Σεβαστούλα από την άλλη σύντοµα ξέχασε το κακό όνειρο, ήταν κοπέλα στην πρώτη πρώτη νιότη της και οι εφιάλτες δεν µπορούσαν ακόµη να αλλάξουν τη ζωή της. Μόνο κάτι βράδια που ξάπλωνε στο κρεβάτι, όταν δεν την έπαιρνε ο ύπνος µε την πρώτη, µόνο κείνα τα βράδια έφερνε στον νου της το όνειρο και την έπιαναν τα κλάµατα, ενώ ο βράχος έπαιρνε και πάλι θέση πάνω στο στήθος της. Έπειτα όµως η Σεβαστή σκεφτόταν πως το όνειρο το είχε δει υπό την επήρεια των λεγοµένων της µητέρας της, ότι δηλαδή όποιο αρσενικό έφευγε από αυτό το σπίτι δεν ξαναγυρνούσε. Και τότε παρηγοριόταν η Σεβαστή πάλι. Έτσι είναι τα ονείρατα, σκεφτόταν, τα γεννάµε µε δική µας θέληση, δεν έρχονται από µόνα τους. Κατρακύλησαν οι µήνες όπως οι πέτρες στην πλαγιά απότοµου βουνού, πότε γρήγορα παρασέρνοντας στο διάβα τους τα πάντα –αργόσυρτα λεπτά, βιαστικές ώρες, σύντοµες µέρες και ατέλειωτες νύχτες, ρόδινα πρωινά, χρυσαφιά
µεσηµέρια, βροχερά απογεύµατα, καθιερωµένες αλλά και προσωπικές γιορτές, µικροχαρές και µικρολύπες– και πότε αργά, σκοντάφτοντας σε κάποια εµπόδια, µεγαλύτερα ή µικρότερα, που όµως δεν µπορούσαν να ανακόψουν την πορεία τους. Όπως η επιδείνωση της αρρώστιας της µεγάλης Σεβαστής – πόση ακόµη επιδείνωση χωρούσε εκείνη η κατάσταση;– και η ανακοίνωση του Μποδοσάκη πως, αν η νενέ πέθαινε, εκείνος δεν θα πήγαινε πέρα στη Μερζιφούν. Δεν θα άφηνε τη µάνα και τις αδελφές του µόνες. Λες και η γιαγιά Σεβαστή ήταν ικανή να συνδράµει µε οποιονδήποτε τρόπο την οικογένεια, πέρα από τη φυσική της παρουσία που, από όσο φαίνεται, είχε «καταγραφεί» και στων παιδιών τις µνήµες σαν απόλυτα κυριαρχική. Ή η βελτίωση της διάθεσης της Μακρίνας που, κάνοντας την καρδιά της πέτρα, προσπαθούσε να είναι όσο γινόταν πιο κοντά και πιο πολύ µε τα παιδιά της. Αυτό έκανε τον Μποδοσάκη να σκέφτεται πως τώρα που ξαναβρήκε τη µάνα του τώρα θα τη χάσει ξανά, ενώ τα κορίτσια δεν χόρταιναν να χώνονται στην αγκαλιά της όπως όταν ήταν µωρά.
Μόλις είχε ξεκινήσει ένας ζεστός και ξηρός Ιούλης που άλλον παρόµοιο δεν θυµούνταν οι γεροντότεροι. Η γης είχε σκάσει παντού, τα πηγάδια κόντευαν να στερέψουν και τα δένδρα έστελναν τις ρίζες τους όσο πιο βαθιά γινόταν σε αναζήτηση
λίγης δροσιάς. Οι ετοιµασίες για την αναχώρηση του Μποδοσάκη είχαν ολοκληρωθεί. Μεγάλη «προίκα» τού είχε ετοιµάσει η Μακρίνα, κατ’ εντολή και γενναιόδωρη επιχορήγηση του Αβραάµ. Όλα καινούργια, ρούχα, ποδήµατα, καπέλα, κλινοσκεπάσµατα και σκεύη, το αγόρι θα πήγαινε εκεί σαν αρχοντόπουλο, όπως ήταν εξάλλου και όπως του άρµοζε. Τα πάντα είχαν τοποθετηθεί σε καινούργια σεντούκια, µυρωµένα µε αποξηραµένες λεβάντες, όταν κατέφθασε από τη Σµύρνη και ο πατέρας. Μαγείρεψε η Σεβαστή τα αγαπηµένα εδέσµατα του πατέρα της, έβαλε η Μακρίνα καινούργιο µεταξωτό φουστάνι, µαύρο φυσικά, και αρωµατίστηκε ύστερα από πολλά χρόνια για να υποδεχτεί τον άνδρα της που δεν πίστευε στα µάτια του από τη µεταβολή στη συµπεριφορά και στην κατάστασή της γενικά. Έφτιαξε υπέροχο σερµπέτι η Ελισάβετ και το κρύωσε στο πιο βαθύ υπόγειο. Ακόµα και η γιαγιά Σεβαστή κατάφερε να ψελλίσει δυο λόγια: «Καλώς ήρθες, ογλούµ’!». Μόνο ο Μποδοσάκης ένιωθε σαν χαµένος, ήταν ανόρεχτος και νευρικός, αρπαζόταν µε όλους για ψύλλου πήδηµα και δεν χάρηκε καθόλου που είδε τον πατέρα του. Η εξήγηση ήταν, αλλά ποιος να καθίσει να αναλύσει και να εξηγήσει τέτοιες συµπεριφορές κείνα τα χρόνια, πως δεύτερη φορά του έκοβαν τον οµφάλιο λώρο. Μια που γεννήθηκε και µια τώρα που θα άφηνε τη µάνα του. Αν είχε κλάψει γοερά εξαιτίας της βίαιης απόσπασής του από την υπέροχη υγρασία της µητρικής κοιλιάς, δεν το θυµόταν φυσικά το παιδί. Όµως τώρα, τώρα που
αισθανόταν να τον τραβάνε µακριά από τη µάνα του, εκείνη που δεν την είχε χαρεί παρά ελάχιστα, τώρα δεν µπορούσε να αντιδράσει, άλλοι τον όριζαν και όφειλε υπακοή. Πολύ περισσότερο όµως δεν µπορούσε να κλάψει – τι άνδρας θα ήταν τότε; Μόνο να γίνει δύστροπος, καµιά φορά και κακός, µπορούσε, και µάλιστα απέναντι στη µάνα του. Στη µάνα του που γι’ αυτήν, περισσότερο από όλους τους άλλους, λυπόταν που θα ξενιτευόταν. Σαν απόφαγαν, κουρασµένος από το µακρύ ταξίδι ο Αβραάµ, ζήτησε να ξαπλώσει λιγάκι. Έτρεξαν πρόθυµα τα κορίτσια να ανεβάσουν στην κάµαρα δροσερό νερό και άσπρο, χνουδωτό πεσκίρι – το απόγευµα θα πήγαινε στο χαµάµ, τώρα δεν άντεχε τίποτα άλλο. Η Μακρίνα έστησε την εµαγιέ λεκάνη και του έχυσε νερό να πλυθεί, του έλυσε τα κορδόνια από τα παπούτσια, τον βοήθησε να ξεντυθεί. Είχαν περάσει τα χρόνια, µεγάλωνε ο άνδρας της και αυτές οι µετακινήσεις είχαν αρχίσει να γίνονται πια εξαντλητικές. Έπεσε µπρούµυτα στα υφαντά σεντόνια ο Αβράµης και δεν είχε κουράγιο να κουνηθεί. Το µυαλό του, παρά την κούραση, χίλιες στροφές έπαιρνε, σε λίγες µέρες θα έφευγαν µε τον Μποδοσάκη για το άλλο ταξίδι, το µεγάλο, για τη Μερζιφούν και έπρεπε να αναλάβει δυνάµεις. Έµεινε εκεί ακίνητος όµως και για έναν άλλο λόγο, παρά τη µεγάλη κούραση, µε το που µπήκε στην κάµαρα τον κατέκλυσαν οι αναµνήσεις από τα πρώτα χρόνια του γάµου τους µε τη Μακρίνα, τα χρόνια που εκείνη χωνόταν στην αγκαλιά του και ήταν µια φλόγα
ολόκληρη, όσο ντροπαλή και απαλή γυναίκα κι αν ήταν. Και µόλις έβαλε τα µούτρα του στα σεντόνια, όλη του η ύπαρξη γέµισε από το άρωµα του κορµιού της, κανέλα από τα µαλλιά της και βανίλια από τις µασχάλες της· στα χείλη του ανέβηκε η γεύση του φιλιού της· τα ακροδάχτυλά του µούδιασαν, λες και πάλι έσφιγγαν τις θηλές του στήθους της· το στέρνο του βάρυνε όπως όταν την είχε στην αγκαλιά του και ο ανδρισµός του –τόσα χρόνια µετά τον θάνατο του µικρού δεν την είχε αγγίξει γιατί δεν ήθελε να της ζητήσει, πολύ περισσότερο να απαιτήσει από εκείνη, τίποτα που η ίδια δεν ένιωθε–, εκείνος ο παραµεληµένος ανδρισµός του θέριεψε, σε σηµείο που ο Αβραάµ βόγκηξε άθελά του. «Πού πονάς;» τον ρώτησε µε ενδιαφέρον και αγάπη η Μακρίνα. «Η πλάτη ή ο σβέρκος σου;» και κάθισε στο κρεβάτι δίπλα του αρχίζοντας να του τρίβει την πλάτη. Δεν αποκρίθηκε ο Αβράµης, τα δροσερά της χεράκια πήγαιναν κι έρχονταν στο σώµα του. Δεν αποκρίθηκε. Μµµµ, τι αίσθηση ευτυχίας ήταν εκείνη. Θα µπορούσε να πεθάνει από ευχαρίστηση αυτή τη στιγµή. Μµµµ, το άρωµά της τον αναστάτωνε περισσότερο, ήθελε να τη γλείψει ολόκληρη, να γευτεί τη νοστιµιά του κορµιού της. Μµµµ, πόσο του έλειπε η γυναίκα του µόνο εκείνος το ήξερε, ακόµα την αγαπούσε και την ποθούσε όπως την πρώτη µέρα που την αντίκρισε. Καµιά έµπειρη αγκαλιά στη Σµύρνη –ήταν άνδρας και δεν ήταν κακό να πηγαίνει από καµιά φορά σε πόρνες–, κανένα αγκάλιασµα και κανένα τέλειωµα µέσα στα ξένα σώµατα δεν µπορούσε να
συγκριθεί µε τις στιγµές που αγαπιόταν µε τη Μακρίνα του. Γύρισε ανάσκελα και η γυναίκα είδε τον πόθο να καίει στα µάτια του, είδε την αγωνία στο στόµα του που ικέτευε για ένα φιλί και τα χέρια του που εκλιπαρούσαν για αγκαλιά και λυπήθηκε –ναι, αυτή είναι η λέξη–, λυπήθηκε που τον είχε αφήσει τόσο µόνο όσο µόνη ήταν και εκείνη. Μόνη και ορφανή ήταν πάντα, πιο ορφανή από τότε που έχασε το µικρό της παιδί από δικό της φταίξιµο. Ήταν ορφανεµένη από αγκαλιά και ορφανή η αγκαλιά της, τι κι αν είχε τόση χαρά από τα άλλα της παιδιά, τι κι αν δεν της έλειψε ποτέ τίποτα από όταν έγινε γυναίκα του Αβράµη, τι κι αν η ζωή κυλά και οφείλουµε να την ακολουθήσουµε. «Λυπάµαι» του είπε «λυπάµαι που σου στέρησα την αγάπη, λυπάµαι που τη στέρησα από τα παιδιά µας». «Κι εσύ τη στερήθηκες, άσκουµ’» έλιωνε από τον πόθο ο Αβραάµ. Χώθηκε στην αγκαλιά του να βρει παρηγοριά, αλλιώς το ερµήνευσε εκείνος που η σκέψη του είχε αλλοιωθεί από τη λαχτάρα. Την έκανε πάλι γυναίκα του σαν να προσκυνούσε Θεό, µε απέραντη λατρεία και στοργή, µε πάθος και αγάπη και µια µικρή, ανεπαίσθητη αίσθηση ιεροσυλίας.
Όταν ο Αβραάµ ξύπνησε, το πρώτο πράγµα που αντίκρισε ήταν τα δακρυσµένα µάτια της γυναίκας του. Θα είχε κοιµηθεί
περισσότερο από δυο ώρες, βαρίδια στα βλέφαρα και στο σώµα του η κόπωση και η κακουχία είχαν νικήσει την ευφορία και την υπερένταση που του δηµιούργησε η ερωτική απόλαυση. Ο ύπνος τον είχε πάρει κρατώντας τη Μακρίνα στα δυο του µπράτσα και µε το πρόσωπό του χωµένο στα ιδρωµένα της µαλλιά. «Γιατί κλαις, άσκουµ’;» την αποµάκρυνε κάπως για να τη δει καλύτερα, ενώ τον κυρίευσε µια αγωνία, λες να είχε θιγεί η γυναίκα του επειδή δεν σεβάστηκε το πένθος της; Το πένθος της που ήταν και δικό του, και ένας Θεός µόνο ήξερε πόσο είχε θρηνήσει τον χαµό κείνου του αγοριού. Κούνησε το κεφάλι της η Μακρίνα αόριστα, τι να του ’λεγε τώρα; Το κλάµα ήταν ο καθηµερινός της σύντροφος εδώ και χρόνια, το παράξενο θα ήταν να µην έκλαιγε. Τώρα όµως είχε µια αγωνία παραπάνω που της έσφιγγε τον λαιµό, την έπνιγε. «Θα είναι ασφαλής ο Μποδοσάκης µας εκεί;» τόλµησε να ρωτήσει. «Δεν είδες, έναν µήνα πριν, τι σφαγές έγιναν[80];» Χαµογέλασε ο Αβράµης, ώστε το είχε µάθει ακόµα κι η Μακρίνα, που όλοι του έλεγαν πως δεν ασχολείται, δεν ενδιαφέρεται πια για τίποτα. Τα νέα έφταναν αργά εκεί, αποκοµµένη η Καππαδοκία από την υπόλοιπη αυτοκρατορία, αποκοµµένη και η Μακρίνα από τον κόσµο, και εκείνος είχε πιστέψει… Αλλά όχι, να, που το είχε µάθει. Η αλήθεια είναι πως και ο ίδιος είχε ανησυχήσει. «Δεν είναι τίποτα. Ησυχία και ασφάλεια τώρα επικρατούν στη Σαµψούντα» του είχε µηνύσει ο Τούρκος συνέταιρός του στον Πόντο. «Να πάει το παιδί στο
σχολείο. Τι καλύτερο από αυτό! Κι εσείς να έρθετε άφοβα!» «Θα άφηνα εγώ τον µονάκριβο γιο µου να πάει αν υπήρχε κίνδυνος; Για αµερικάνικο σχολειό µιλάµε, γυναίκα! Αφεντικά όλου του κόσµου, αυτούς θα πειράξουν; Από την άλλη, ο ελληνικός στρατός είναι στη Σµύρνη, ξέρεις τι σηµαίνει αυτό; Τώρα κρατιούνται οι ισορροπίες, Μακρίνα, τώρα που µας υποστηρίζει η Ευρώπη. Μη φοβάσαι τίποτα!» Η Μακρίνα συνέχισε να κλαίει. Η λέξη «µονάκριβος» είχε καρφωθεί στην καρδιά της. Υπήρχε και ένα άλλο αγοράκι, το αγοράκι της… Ο Αβραάµ την τράβηξε κοντά του. «Δεν θέλω να κλαις, αγάπη µου, θέλω µόνο να είσαι χαρούµενη και να µου έχεις εµπιστοσύνη. Ο γιος µας θα πάει και θα έρθει γερός και εµείς… Πρέπει να ζήσουµε και εµείς λίγο, Μακρίνα, ποιος να ξέρει πόσες ώρες, µέρες ή χρόνια µας έχει γράψει ο Θεός, ποιος να ξέρει πόσες ευκαιρίες θα µας δοθούν ακόµη να έχουµε την αγάπη και την οικογένειά µας». Κόµπος γίνηκαν τα λόγια του και στάθηκαν στον λαιµό της, λες κι εκείνη τα είχε πει. Είχε δίκιο ο άνδρας της, πόσο δίκιο είχε, αλλά… αλλά εκείνη … Προσπαθούσε βέβαια, προσπαθούσε και θα συνέχιζε έτσι, θα έβαζε τα δυνατά της κάθε µέρα όλο και πιο πολύ να είναι καλή µητέρα και σύζυγος. Αλλά… αλλά το σίδερο το πυρωµένο δεν έλεγε να φύγει από την καρδιά της. «Είµαι καλά» του είπε µε µεγάλη προσπάθεια. «Είµαι χαρούµενη που είσαι εδώ πάλι… που είσαι εδώ και µπορώ να
εκτιµήσω αυτό το δώρο που µας κάνει ο Θεός, τα… άλλα µας παιδιά είναι καλά, δόξα τω Θεώ! Και εγώ είµαι καλά, Αβράµη, και προσπαθώ…» Ανακάθισε αυτός στο κρεβάτι και προσπάθησε να φανεί χαρούµενος, έκανε πως λύθηκε το πρόβληµα. «Πόσο θα ήθελα να πιω τώρα ένα καφεδάκι από τα χεράκια σου! Αλλά να το πιω εδώ, έχοντας εσένα στην αγκαλιά µου, αγγίζοντας το στήθος σου» της χάιδεψε το αλαβάστρινο στέρνο πάνω από το µπαµπακένιο νυχτικό. «Φιλώντας τα χείλη σου τα γλυκά…» Τραβήχτηκε η Μακρίνα και γέλασε πικρά. «Δεν µπορούµε, εφέντηµ’, δεν γίνεται. Τα παιδιά είναι µεγάλα πια. Τι θα πούνε αν κάτσουµε ώρες στην κάµαρα;» Κατέβασε το κεφάλι του ο Αβραάµ, η αλήθεια είναι πως µένοντας τόσο λίγο κοντά τους δεν ήξερε, δεν είχε µάθει µάλλον να λογαριάζει τόσο τα παιδιά του. Δεν ήξερε ούτε πώς να τους φερθεί καλά καλά, πολύ περισσότερο δεν µπορούσε να µπει στους λογισµούς τους. Καλά, για τα όνειρα και τις επιθυµίες τους, ούτε κουβέντα να γίνεται. Έβαλε µια µακριά ρόµπα πάνω από το τσαλακωµένο νυχτικό η Μακρίνα, µάζεψε σε έναν πρόχειρο κότσο την πλούσια κόµη της και άνοιξε την πόρτα. «Μέχρι να κατέβεις κάτω, εφέντηµ’, θα σου ’χω φτιάξει το καφεδάκι. Θα σου βάλω και σαραγλί να γλυκαθείς» και το χαµόγελό της είχε θαρρείς όλη τη ζάχαρη που έδεσε το σιρόπι, κείνο που σε λίγο θα το γευόταν ο Αβράµης.
«Μείνε!» της ζήτησε πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. «Στάσου να σου πω κάτι» και το πρόσωπό του φωτίστηκε από την ιδέα που µόλις του είχε έρθει. Γύρισε µέσα στην κάµαρα η Μακρίνα και έκλεισε την πόρτα πίσω της, σίγουρη πως τα παιδιά, λαχταρώντας την παρουσία του πατέρα τους στο σπίτι, µόλις θα τους άκουγαν θα ορµούσαν κοντά του. «Μακρίνα, σε λίγες µέρες θα φύγουµε µε τον Μποδοσάκη για πάνω… Μακρύ το ταξίδι βέβαια, όπως ξέρεις, µακρύ και κουραστικό, όµως και όµορφο, άλλοι τόποι εκείνοι εκεί, δένδρα και νερά, ψηλά βουνά και θάλασσα! Δυο βήµατα από τη Μερζιφούν, κυρά µου, δυο βήµατα σου λέω, είναι η Μαύρη Θάλασσα, εκεί να δεις οµορφάδες. Τι λες… έρχεσαι µαζί µας;» Αισθάνθηκε το πάτωµα να υποχωρεί κάτω από τα γυµνά της πόδια και µια ξαφνική ζαλάδα την παρέλυσε. Κρατήθηκε από το χερούλι, δεν έπρεπε να καταλάβει τίποτα ο άνδρας της. Κρίµα να τον στενοχωρήσει τώρα που ήταν τόσο χαρούµενος. Όχι, δεν έπρεπε να καταλάβει πως η πρότασή του ήταν µαχαίρι στην καρδιά της. Πού θα άφηνε τον µικρό της Συµεών; Χαµογέλασε βεβιασµένα – πάνε, χάθηκαν οι ζάχαρες και τα σιρόπια… «Αβράµη, εφέντηµ’, θα ήταν πολύ καλά όπως λες… Μακάρι να γινόταν. Αλλά ξέρεις πως δεν µπορώ να λείψω, τι θα απογίνει η µητέρα, τι θα απογίνουν οι κόρες µας, αν λείψουµε τόσο καιρό και οι δυο από το σπίτι;» Κούνησε το κεφάλι του αργά αυτός. Κρίµα, κρίµα, και είχε
δίκιο βέβαια η γυναίκα του. Δυο κορίτσια της παντρειάς που λέει ο λόγος και µια άρρωστη γριά δεν τους άφηνες πίσω για να πας εσύ να καλοπεράσεις. «Έχεις δίκιο» της είπε απογοητευµένος. «Όπως πάντα, έχεις δίκιο. Άντε, κάµε εκείνον τον καφέ που πεθύµησε η καρδιά µου». Έκανε να βγει από την κάµαρα η Μακρίνα αλλά κοντοστάθηκε. «Δεν µου λες, εφέντηµ’… Για δεν παίρνεις τη Σεβαστή µαζί σου, καιρός δεν είναι να δει και τίποτα άλλο η θυγατέρα µας που τόσα βάρη έπεσαν πάνω της, τόσο νωρίς;» Άγνωστοι οι λόγοι που υπαγόρευσαν στη Μακρίνα να κάνει αυτή την πρόταση. Αν ανησυχούσε για το µέλλον του Μποδοσάκη σε εκείνη την «έκρυθµη» περιοχή, πώς ήταν δυνατόν να προτείνει στον άνδρα της να πάρει µαζί τους και την πρωτότοκη; Η µόνη εξήγηση που µπορούµε να δώσουµε είναι πως, η µεγάλη εµπιστοσύνη που είχε η Μακρίνα στη Σεβαστή, στην ακεραιότητά της και στην αγάπη που έτρεφε για τον αδελφό της, την έκανε να προτείνει να σταθεί η µεγάλη της κόρη στο πλάι του αγοριού, όπως θα έπρεπε να κάνει η ίδια. Πρώτη φορά, και εντελώς άτυπα, η Σεβαστή ανακηρυσσόταν «αρχηγός» της οικογένειας, όπως παλαιότερα ήταν η συνονόµατη γιαγιά της.
Έκλεισε το σεντούκι και το άνοιξε πάλι, καθόλου σίγουρη αν όλα βρίσκονταν στη θέση τους. Το χέρι της, λεπτό και ευέλικτο, γλίστρησε ανάµεσα στα ρούχα, τα δάχτυλα ψαχούλεψαν τις λείες και απαλές επιφάνειες των βαµβακερών και µεταξωτών υφασµάτων – άγιο καλοκαιράκι, βλέπεις. Ένα, δυο, τρία, τέσσερα φουστάνια και ένα πέµπτο, το καλό της, όλο από γαλλική δαντέλα· µια, δυο, τρεις φούστες· ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, εφτά υποκάµισα – θα της έφταναν άραγε; Να και τα ασπρόρουχα, πολλά, ούτε θυµόταν πόσα, πάντως πολλά. Εκεί κάτι σκληρό. Ναι, ναι, σωστά, τα δερµάτινα υποδήµατα, τρία ζευγάρια γόβες –η µία µαύρη, η άλλη καφέ, η τρίτη µπεζ – όλες µε κεντητές µπαρέτες, δυο ζευγάρια χαµηλές µπότες εκ Μιλάνου φερµένες, ό,τι καλύτερο είχε να επιδείξει η Σµύρνη στα γυναικεία υποδήµατα. Δύο µαντό –ίσως να έπιαναν και ψύχρες µέχρι να γυρίσουν–, ένα µπεζ και ένα µαύρο µε υπέροχα κοκάλινα κουµπιά, τέσσερις κεντηµένες από τα χεράκια της εσάρπες: Οι τρεις µεταξωτές. Η µια άσπρη µε άσπρα τριαντάφυλλα, η άλλη γκρι, κεντηµένη µε ασηµιά αστέρια, η τρίτη καφέ µε µπεζ γεωµετρικά σχέδια. Η τέταρτη, η αγαπηµένη της εσάρπα, ήταν πλεγµένη µε λεπτό φίνο κατάµαυρο µαλλί και σε όλο της το µήκος είχε κεντηµένους, πάλι µε µάλλινες κλωστές, µικρούς ηλίανθους. Κατακίτρινους ηλίανθους µε πράσινα φυλλαράκια. Δύο ψάθινα καπέλα πάνω πάνω και τέσσερα κεφαλοµάντιλα – µπορεί εκεί να ήταν ακόµα πιο αυστηρά τα πράγµατα, ποιος να ξέρει. Και φυσικά δυο
βαριά, δερµατόδετα βιβλία, το ένα µε ποιήµατα του Λαµαρτίν[81] και το άλλο, το νέο της απόκτηµα, της το είχε φέρει ο πατέρας από τη Σµύρνη κατόπιν δικής της επίµονης παραγγελίας, το Bel Ami[82]. Δυο βιβλία πηγή τεράστιας ευτυχίας και µεγάλης ανυποµονησίας. Το όνειρό της ήταν, εκεί που θα πηγαίνανε, στα «δασωµένα βουνά» όπως της είχε περιγράψει ο πατέρας της, να την αφήσουν µια ολόκληρη µέρα να καθίσει κάτω από µια καταπράσινη καστανιά και να το διαβάσει. Αχ, τι όµορφα που θα ήταν! Για µια στιγµή νόµισε πως ήδη µύριζε το δροσερό βουνίσιο αεράκι και άκουγε το θρόισµα των φύλλων. Συνέχισε όµως τον έλεγχο, πιο κει από τα βιβλία άγγιξε το σακουλάκι µε την αποξηραµένη λεβάντα και λίγο πιο εκεί ψαχούλεψε άλλο ένα, και ακόµα ένα, και ένα πιο πέρα, δέκα σακουλάκια είχε ετοιµάσει. «Υπερβολή!» το είχε χαρακτηρίσει η Μακρίνα για ένα µικρό σεντούκι όπως αυτό. Έσιαξε µε το παγωµένο χεράκι της όσα κατά λάθος είχε αναστατώσει µέσα στο σεντούκι, παρά τη µεγάλη της χαρά η Σεβαστή διακατεχόταν από αγωνία καθώς µέχρι τότε δεν είχε αποµακρυνθεί από την Καισάρεια παρά µόνο για να πάει στο τσιφλίκι τους στο Ανδρονίκι, στο δεύτερο σπίτι τους σαν να λέµε δηλαδή, και εκείνη η µετακίνηση καθόλου δεν λογιόταν για ταξίδι αφού ήταν σιµά στη γενέθλια πόλη. Τώρα ετοιµαζόταν να κάνει µια µεγάλη, ατέλειωτη διαδροµή συνοδεύοντας πατέρα και αδελφό, ένα ταξίδι που µάλιστα θα γινόταν µε άµαξα και όχι µε τρένο –όπως εκείνη ονειρευόταν–,
γιατί ο Αβραάµ είχε υποχωρήσει στα παρακάλια του γιου του και είχε συγκατατεθεί στο να πάρει µαζί του στο σχολείο και την Ιππολύτη. Εκ προοιµίου, λοιπόν, το ταξίδι, όλοι το γνώριζαν αυτό, θα ήταν δύσκολο. Όµως µικρότερη ήταν η αγωνία της Σεβαστής για το αν θα έφταναν ασφαλείς στον προορισµό τους –ο φόβος βλέπεις δεν είχε ακόµη ράψει κοστούµι στα µέτρα της, θα το έκανε λίγα χρόνια αργότερα– από εκείνη που τη βασάνιζε για το αν θα µπορούσε να αντικαταστήσει επάξια τη µάνα τους. Γιατί µπορεί η Μακρίνα, εξαιτίας του βαρύτατου πένθους της να είχε αποµακρυνθεί, χρόνια τώρα, από τα µητρικά της καθήκοντα και η πρωτότοκη κόρη, θέλοντας και µη, να είχε µπει κατά κάποιον τρόπο στη θέση της, όµως το κορίτσι είχε πλήρη συναίσθηση της λατρείας που έτρεφε ο αδελφός της για τη µάνα τους και ασφαλώς εκείνη θα προτιµούσε να τον συνοδεύσει, ούτε λόγος γι’ αυτό. Εξ αυτού, η Σεβαστή δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν, στο ταξίδι ως «την άλλη άκρη του κόσµου» όπως σκεφτόταν τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, ο Μποδοσάκης θα αποδεχόταν τις φροντίδες και, κυρίως, τις συµβουλές της, τις συµβουλές που η ίδια η µάνα τους της είχε ζητήσει να του δώσει. Από την άλλη όµως, το κορίτσι ευελπιστούσε πως ίσως τα δυο αδέλφια κατάφερναν να ξαναβρούνε το δέσιµο που είχαν µεταξύ τους σαν ήσαν µικρότεροι. Σε ανήσυχο έφηβο είχε εξελιχθεί ο Μποδοσάκης, στο παρελθόν µοιραζόταν µε τη
Σεβαστή ένα σωρό σκανταλιές, τότε µάλιστα, τότε ήταν «νύχικρέας», έτσι τους έλεγαν όλοι. Ωστόσο καθώς µεγάλωναν και οι δυο µέσα στην πένθιµη ατµόσφαιρα του σπιτιού τους και καθώς ελαττώνονταν οι τρέλες, είχε δηµιουργηθεί µια απόσταση ανάµεσά τους. Μια απόσταση που σε καµιά περίπτωση δεν σήµαινε πως δεν υπήρχε βαθιά αγάπη στις καρδιές τους. Η Σεβαστή όµως αισθανόταν και µια τεράστια, ξέφρενη χαρά για το ταξίδι εκείνο κι ας προσπαθούσε, όσο ήταν δυνατόν, να µην την εκδηλώνει για να µη στενοχωριέται η αδελφούλα της η Ελισσώ, που είχε πάρει κατάκαρδα τον αποχωρισµό τους. Πέρα από την –ας το πούµε έτσι– αναθέρµανση της αδελφικής σχέσης, εκείνο που, κυριολεκτικά, της έπαιρνε τα µυαλά ήταν η προοπτική που ανοιγόταν µπροστά της να βρεθεί τόσο καιρό µε τον πατέρα της. Τον άνθρωπο που αγαπούσε πολύ και είχε ζήσει λίγο, µε αποτέλεσµα να µην µπορεί να του δείξει όσα αισθανόταν για εκείνον. Και το θυµόταν από τότες που ήταν µικρό παιδί, κάθε φορά που άρχιζε να εξοικειώνεται µαζί του και να είναι έτοιµη να του ανοιχθεί, να του φερθεί πιο τρυφερά όπως φερόταν στη µητέρα της ή στη γιαγιά της για παράδειγµα, τότε ο πατέρας έφευγε πάλι. Ένας µήνας το «πάνε» και ένας άλλος το «έλα», δυο δηλαδή το λιγότερο µαζί µε τον Αβραάµ ήταν µεγάλο δώρο για τη Σεβαστή. Ακόµα µεγαλύτερο και από τη δυνατότητα που θα είχε να δει άλλους τόπους και άλλους ανθρώπους, να ξεφύγει από την κλεισούρα της κοινωνίας της Καισάρειας.
Αυτό το µεγάλο ταξίδι η Σεβαστή –για το άλλο που της επιφύλασσε η ζωή εννοείται πως δεν µπορούσε να έχει την παραµικρή υποψία– το προσδοκούσε, όσο οι µέρες περνούσαν, µε ανείπωτη χαρά, µια χαρά που δεν µετριαζόταν ούτε από τα κλάµατα της Ελισσώς αλλά ούτε και από την ανησυχία που την κατάτρωγε µήπως και στο µεταξύ πέθαινε η γιαγιά ή µήπως η µάνα δεν τα έβγαζε πέρα.
Ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, εν όψει του ταξιδιού που γινόταν «περιβόητο» λόγω της µεγάλης απόστασης που θα διήνυαν αλλά κυρίως εξαιτίας των έντονων συναισθηµάτων που κατέκλυζαν όχι µόνο τους υποψήφιους ταξιδευτές αλλά και εκείνους που έµεναν πίσω –ποιος είπε πως δεν λαχταρούσε για τα παιδιά της η Μακρίνα; πώς δεν έλιωνε από αγωνία η γιαγιά;–, ο Αβραάµ λοιπόν είχε προµηθευθεί από τη Σµύρνη έναν από τους σπάνιους και πανάκριβους στρατιωτικούς χάρτες και είχε χαράξει πάνω του τη διαδροµή που θα ακολουθούσαν. Πριν ξεκινήσουν, έδειξε στα παιδιά του, στον αδιάφορο Μποδοσάκη και στις δυο κόρες που δεν χόρταιναν να τον ακούνε, ποια κατεύθυνση θα έπαιρναν και από ποια µέρη θα περνούσαν. Έκθαµβη η Σεβαστή άκουγε τα ονόµατα πόλεων, βουνών και ποταµών που θα συναντούσαν, ασφαλώς και θα τα είχε διδαχθεί στο σχολείο, έστω και υποτυπωδώς, όµως τώρα ήταν
λες και τα άκουγε για πρώτη φορά. Με το δάχτυλο χάραζε τη διαδροµή πάνω στον χάρτη σύµφωνα µε τις υποδείξεις του πατέρα της, το Νέβσεχιρ[83], το Προκόπι και η Άγκυρα ήταν πάνω στον τεθλασµένο δρόµο που θα ακολουθούσαν και από εκεί, µέσα από τα άγρια βουνά, θα τραβούσαν για την Άµασα και τη Μερζιφούν. Αν έφταναν έγκαιρα όπως το υπολόγιζαν – αλλά µε τα καραβάνια ποτέ δεν µπορούσες να είσαι σίγουρος– «θα πήγαιναν και κάπου αλλού», έτσι τους είχε πει ο πατέρας και χαµογελούσε πονηρά. Κουβέντα δεν του έβγαλε παραπάνω το κορίτσι κι ας ρωτούσε συνέχεια, ενώ ο Μποδοσάκης παρακολουθούσε αδιάφορος, τον έπαιρναν µακριά από τη µάνα και την Καισάρειά του, τίποτα άλλο δεν τον ενδιέφερε και δεν µπήκε καν στον κόπο να ρωτήσει το οτιδήποτε. Όταν δε ο Αβράµης έφτανε στο σηµείο εκείνο, το «και κάπου αλλού» δηλαδή και, παραµερίζοντας τρυφερά το δάχτυλο της κόρης του, έδειχνε µε το δικό του πού περίπου θα ήταν η θάλασσα, η καρδιά της Σεβαστής χοροπηδούσε από λαχτάρα, εκείνη η θάλασσα ήταν ο Εύξεινος Πόντος, ο Πόντος του Ιάσονα της Αργοναυτικής εκστρατείας, από τον µύθο που λάτρευε. Και τον λάτρευε κυρίως γιατί διηγιόταν ένα ταξίδι τόσο µεγάλο και τόσο περιπετειώδες, που η ίδια, παρατηρώντας τις «ακίνητες» ζωές των γυναικών της οικογένειάς της, πολλών συγγενισσών και γνωστών, υπέθετε πως ποτέ δεν θα της δινόταν η ευκαιρία να ζήσει. Τέλος, ας µην παραλείψουµε να αναφέρουµε πως, στην προοπτική εκείνου του ταξιδιού, µια τρελή ελπίδα είχε φωλιάσει
στην καρδιά του κοριτσιού, µια ελπίδα που εξ αρχής γνώριζε πως θα ήταν αδύνατον να πραγµατοποιηθεί. Η Σεβαστή σκεφτόταν, καλύτερα «ονειρευόταν» να λέµε, πως ίσως θα µπορούσε να µείνει και εκείνη εκεί, να εγγραφεί στο Παρθεναγωγείο και να µορφωθεί παραπάνω, να µάθει ξένες γλώσσες και µετά να µπορέσει να κάνει πραγµατικότητα το όνειρό της. Να πάει, µέσα από κάποιο δρόµο που θα της άνοιγε το ξακουστό αµερικάνικο κολλέγιο, να πάει σε κάποια χώρα, στην Ελλάδα ας πούµε ή και στη Βρετανία ακόµα, να σπουδάσει γιατρός. Όνειρο και ελπίδα που όσο την έλκυε, άλλο τόσο την απωθούσε γιατί ήταν επιφορτισµένη, ψυχικά επιφορτισµένη, µε τη φροντίδα της µητέρας και της γιαγιάς της. Και έτσι, µε σκέψεις και συναισθήµατα ανάκατα, αλλά σίγουρα µε τη χαρά να υπερτερεί όλων, ξεκίνησε η Σεβαστή για το µακρινό ταξίδι, µε τα δεκάξι της χρόνια να ανεµίζουν στο αεράκι του χρυσού καλοκαιριού του 1919.
Ιούνιος 2004: Περιήγηση σε αξιοθέατα της Καππαδοκίας ΗΜΕΡΑ 4Η
Έλσα
Ανοίγει τα µάτια αργά αργά και τεντώνει τα µέλη της πάνω στα δροσερά σεντόνια. Μµµ, µια υπέροχη αίσθηση την κατακλύζει και στρέφεται δεξιά προς το κοµοδίνο όπου ένα ηλεκτρονικό ρολόι ευπειθώς αναφέρει την ώρα. 8:15. Τα κόκκινα ψηφία λένε την αλήθεια για τον τωρινό χρόνο αλλά –καταστροφή!– της θυµίζουν και τα χθεσινά. Η «υπέροχη αίσθηση» εξαφανίζεται αστραπιαία και η διάθεσή της κάνει µια βουτιά στα έγκατα του ψυχισµού σε µια προσπάθεια να κρυφτεί, να χαθεί, µάτι ανθρώπου να µην τη δει. Ωραίο… Αν ήξερε πως η απελπισία που την κατακλύζει αυτήν ακριβώς τη στιγµή θα ήταν τόσο δηµιουργική ώστε να γράφει στίχους, έστω και µε
παιδαριώδη ρίµα, ίσως τελικά να µην ήταν τόσο… τόσο απελπιστική. Γελάει πικρά. Η βλακεία πάει σύννεφο, σκέφτεται και το κεφάλι της, παραδόξως, δεν πονάει όπως θα όφειλε µετά το χθεσινοβραδινό χάλι. Αισθάνεται να πεινάει και επιπλήττει τον εαυτό της γι’ αυτό – ποιος είπε ότι οι άλλοι είναι πιο σκληροί από εµάς όσον αφορά εµάς; Μα… είναι δυνατόν να έχει όρεξη ύστερα από όσα έγιναν χθες; Και τώρα; Πώς θα αντικρίσει τον Άλεξ τώρα; Αν υποθέσουµε πως ο Άλεξ δεν το έχει βάλει στα πόδια και δεν έχει ήδη φτάσει στην Άγκυρα –κατά πού να πέφτει η Άγκυρα;–, µετά τα χθεσινά της καραγκιοζλίκια. Μήπως και οι άλλοι; Οι υπόλοιποι του γκρουπ εννοεί, που τώρα θα τρώνε το πρωινό και θα διηγούνται µε πονηρά χαµόγελα πως χθες το βράδυ, όχι και τόσο αργά, ο Αµερικάνος –δεν έχουν αποφασίσει την εθνικότητα του Άλεξ, και το Εγγλέζος παίζει σοβαρά επίσης, όπως και το παρατραβηγµένο Νεοζηλανδός κάποιου ισχυρογνώµονα που κάποτε είχε µεταναστεύσει εκεί και διαρρηγνύει τα ιµάτιά του πως ο Άλεξ είναι Νεοζηλανδός–, αυτός τέλος πάντων ο αλλοδαπός, διέσχισε τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου κουβαλώντας αναίσθητη στους ώµους του την Έλσα. Το νέο θα πηγαίνει από τραπέζι σε τραπέζι, θα σκαρφαλώνει στα λινά τραπεζοµάντιλα, θα κατακτάει τις κορυφές των γυάλινων ποτηριών µε τον νερουλό χυµό που προσποιείται τον φυσικό, θα σέρνεται σε µισοάδεια πιάτα µε αποµεινάρια βούτυρου και µαρµελάδας, θα τρυπώνει κάτω από τα τσόφλια
σφιχτοβρασµένων αυγών, θα σκεπάζεται ντροπαλά µε χαρτοπετσέτες, θα ακροβατεί σε κόψεις µαχαιριών που κάνουν πως είναι αιχµηρά αλλά πεντάρα δεν πιάνουν µπροστά στα αιχµηρά σχόλια των συνταξιδιωτών της που, ύστερα από κάθε καρφί, θα λένε και το «καλοπροαίρετο» σχόλιο: «Εντάξει, ελεύθερη γυναίκα είναι…» και θα κουνάνε µε συγκατάβαση τα κεφάλια τους. Άλλωστε είναι άνθρωποι µε ανοιχτό µυαλό εφόσον αγαπάνε τα ταξίδια, και τα ταξίδια, ως γνωστόν, σε κάνουν ανώτερο άνθρωπο. Ύστερα θα σκουπίζονται ικανοποιηµένοι µε τον εαυτό τους, θα παίρνουν το χάπι της χοληστερίνης, το αντιυπερτασικό και το χάπι για το ζάχαρο και θα κάνουν πως δεν ζηλεύουν, οι µεν γυναίκες υπεράνω κάθε σεξουαλικής επιθυµίας, οι δε άνδρες υποκάτω κάθε σεξουαλικής δυνατότητας. Εντυπωσιάζεται µε το θράσος και τις καυστικές της σκέψεις η Έλσα, ανακαλύπτει, όχι χωρίς απορία, πως καρφί δεν της καίγεται για τους άλλους, το µόνο που της καταστρέφει την ήδη χαλασµένη διάθεση είναι πως τώρα όχι µόνο είναι απόλυτα µπερδεµένη στο θέµα του Άλεξ αλλά, επιπλέον, τον ντρέπεται για όσα έκανε χθες. Αφήνει δε σε µιαν άκρη του µυαλού της και δεν θέλει να το σκεφτεί τώρα πως εκείνος θα έχει χάσει κάθε ερωτική διάθεση απέναντί της καθώς… καθώς ξέρασε µέσα στο αυτοκίνητό του. «Να ανοίξει η γης να την καταπιεί» ευχή και κατάρα που έχει χρησιµοποιήσει πολλές φορές στο παρελθόν, µε µηδαµινό πάντα αποτέλεσµα. Η γη παραµένει συµπαγής, τουλάχιστον στα µέρη που εκείνη συχνάζει.
Αρχίζει να ντύνεται µε µισή καρδιά, αδυνατεί να θυµηθεί τι λέει το πρόγραµµα περιήγησης για σήµερα και βαριέται να ψάξει να το βρει. Κάτι για πύργους ή πύργο περιστεριών θυµάται, για εκκλησίες πάλι… εντάξει, το ταξίδι αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν το αµφισβητεί, αλλά θα πρέπει να έχεις τα µυαλά σου συγκεντρωµένα, να είσαι ταγµένος στο να ακούς, να παρατηρείς και να καταλαβαίνεις. Τελικά, καταλήγει πικρόχολα, πρόωρα, είχε έρθει πρόωρα, έπρεπε να σταθεί καλύτερα στα πόδια της και µετά να επιχειρήσει τέτοιο ταξίδι. Η ενέργεια του τόπου –δεν αµφιβάλλει καθόλου πως υπάρχει µια φοβερή ενέργεια– την καταβάλλει, την αποπροσανατολίζει, την έχει κάνει να χάσει τον µπούσουλα. Ανοίγει το κινητό της. Τρεις κλήσεις από τη µητέρα της. «Περνάω θαυµάσια, µην ανησυχείς για µένα, την επόµενη φορά θα έρθουµε µαζί» της στέλνει µήνυµα αυθόρµητο. Πότε ήταν που σκέφθηκε πως θα υπάρξει επόµενη φορά και πότε πως θα έρθει µε τη µητέρα της στην Καππαδοκία; Η ενέργεια… η ενέργεια του τόπου έχει κάνει τα µέλη του σώµατός της να λειτουργούν αυτόνοµα, ιδού! Τα χέρια της µόλις έγραψαν ένα µήνυµα µε µιαν απόφαση την οποία η Έλσα είναι απόλυτα βέβαιη πως δεν την είχε πάρει καµία στιγµή τις προηγούµενες µέρες. «Είσαι χαζό, παιδί µου;» η Ερωφίλη έχει αγανακτήσει. «Θα ανοίξεις ποτέ το γαµηµένο το τηλέφωνο, να σου πούµε δυο κουβέντες;» Χαµογελάει λες και έχει ακούσει τα πιο γλυκά λόγια του κόσµου. «Χθες βράδυ, φιλενάδα, τα σκάτωσα» της στέλνει
αντί οποιασδήποτε άλλης απάντησης ή απολογίας «και ναι, έχεις δίκιο, είµαι πιο τρελή από σένα, τώρα το ξέρω πολύ καλά» και µετά σβήνει το τηλέφωνο πάλι. Ναι, είναι χαζή, όπως της καταλογίζει η Ερωφίλη. Χαζή, ανώριµη και κακοµαθηµένη. Ρε συ, µπας και της αρέσει να την προσέχουν και να τους έχει όλους να ανησυχούν για πάρτη της; Μήπως τελικά το επιδιώκει κιόλας; Λες να είναι τόσο διαστροφική και να µην το έχει καταλάβει; Δένει τα κορδόνια των παπουτσιών µε αργές κινήσεις και αναρωτιέται γιατί να το κάνει αυτό. Σηκώνεται, περνάει τη βούρτσα από τα µαλλιά που αστράφτουν µέσα στον καθρέφτη, µονίµως αυτόνοµα τούτα τα µαλλιά, καθόλου δεν συµπλέουν µε την κακή της διάθεση και µοιάζουν λες και µόλις διέφυγαν από τα χέρια έµπειρης κοµµώτριας. Μα… Μα γιατί να επιδιώκει να την προσέχουν και να της φέρονται σαν σε παιδί; «Γιατί δεν έχεις µε τι άλλο να ασχοληθείς, Μεγάλη!» αυθαδιάζει ο «άλλος εαυτός» από τον καθρέφτη. «Γιατί δεν έχεις το παραµικρό ενδιαφέρον στη ζωή σου παρά µόνο το τοµαράκι σου!» Αγνοεί το τι της λέει, τρία χρόνια µε κατάθλιψη και φάρµακα εκείνος, ο «άλλος εαυτός», δεν είχε εµφανιστεί ποτέ µπροστά της. Τώρα εδώ, θεραπευµένη εντελώς –έβαλαν τις υπογραφές τους και τις έδωσαν χίλιες ευχές για καλό κατευόδιο, ένας κορυφαίος ψυχίατρος και µια διακεκριµένη ψυχαναλύτρια–, εδώ σε αυτό το µέρος που είναι και πατρίδα της κατά κάποιον τρόπο, ο «άλλος εαυτός» όχι µόνο είναι συνεχώς παρών αλλά
της κάνεις και σκληρή κριτική. Κάνει να µορφάσει, να κοροϊδέψει ή να αντιδράσει όπως έκανε και µέσα στο ασανσέρ. Μόνο που τώρα, στο άνοιγµα της πόρτας που βγάζει σε έναν µισοσκότεινο διάδροµο και οδηγεί κάτω, εκεί που είναι η ζωή, η Έλσα συνειδητοποιεί πως, ακριβώς επειδή είναι θεραπευµένη, το ίδιο θεραπευµένη και «ζωντανή» είναι και η συνείδησή της και γι’ αυτό δέχεται αυτές τις επιθέσεις. Μπαίνει στο ασανσέρ, χρειάζεται λίγο ακόµα να µείνουν µόνες τους. Η «άλλη» της χαµογελάει ενθαρρυντικά. «Δεν είµαι τόσο αντιδραστική, όσο φαντάζεσαι…» της φαίνεται πως λέει. «Θα δούµε…» περνάει µέσα από τις πόρτες που ανοίγουν µόλις φτάνουν στον προορισµό τους. Άπλετο το φως της µέρας στην τραπεζαρία, εκεί που όλοι µαζεµένοι προσκυνάνε πάνω σε κατάφορτα πιάτα. «Θα δούµε… Πάντως σου υπόσχοµαι πως σύντοµα θα µεγαλώσω. Θα µου επιτρέψεις µόνο µερικά λάθη, εντάξει; Και θα αναζητήσω εγώ αυτή τη φορά τον Άλεξ. Χα, χα, χα, ελπίζω ο Άλεξ να µην είναι µέσα στα λάθη…» Η «άλλη» ξαφνιάζεται, πρώτη φορά κάνανε την ίδια σκέψη. Θα είναι ο Άλεξ µέσα στα λάθη της; Αυτό δεν απαντιέται τώρα, πρέπει πρώτα να συµβούν κάποια πράγµατα. Ύστερα εξαφανίζεται, είναι ντροπαλή και έχει µια αγοραφοβία. Μπορεί και δύο. Μια η δική της και δεύτερη η αγοραφοβία της Έλσας, από την οποία, τώρα τελευταία, εκείνη απαλλάσσεται όπως η Σαλώµη από τα πέπλα της. Ή ένα κρεµµύδι από τις φλούδες
του, πριν το στιφάδο. Η Έλσα µπαίνει στην αίθουσα του πρωινού σκασµένη στα γέλια.
1919: Μερζιφούν – Κολλέγιο Ανατόλια
Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ
Γιάνκης από τη Βοστόνη ο Έλµερ, είχε αποδεχτεί µε χαρά την πρόταση του κοσµήτορα του πανεπιστηµίου της Βοστόνης, ενός αυστηρού προτεστάντη, να πάει στην Οθωµανική αυτοκρατορία και να διδάξει στο Anatolia College στη Μερζιφούν του Πόντου. Στην απόφασή του εκείνη δεν τον είχε παρακινήσει τόσο η αφοσίωσή του στον προτεσταντισµό, όσο µια κατάλευκη φτερούγα που είχε µέσα στην καρδιά, µια φτερούγα που τον έκανε να θέλει να πετάξει µακριά από το µουντό και αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον. Ο κοσµήτορας δεν του είχε αποκρύψει τίποτα για την κατάσταση στην Οθωµανική αυτοκρατορία και την «ευαίσθητη περιοχή», έτσι την είχε χαρακτηρίσει, στην οποία βρισκόταν το Κολλέγιο. Οι Νεότουρκοι κέρδιζαν συνεχώς έδαφος και ο
θρόνος του Σουλτάνου έτριζε επικίνδυνα. Επίσης, υπήρχε ένα κλίµα εκδικητικότητας απέναντι στις µειονότητες που ζούσανε σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, κυρίως όµως απέναντι στους Αρµένιους και τους Ρωµιούς. Ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ στα είκοσι δύο του χρόνια, καθηγητής της Ιστορίας µε άριστη γνώση Αρχαίων Ελληνικών, αποδέχθηκε µε χαρά την πρόταση, για να µην πούµε πως την αποδέχτηκε µε ανακούφιση. Δεν φοβήθηκε καθόλου, είχε όνειρα για τη ζωή και δίψα για διδασκαλία και έτσι, την άνοιξη του 1919, έκανε εκείνο το µακρινό ταξίδι. Στις ατέλειωτες µοναχικές ώρες πάνω στο πλοίο είχε την ευκαιρία να µελετήσει βαθιά τη µέχρι τότε ζωή του και να κλάψει για την ανύπαρκτη, άρα και χαµένη, στεγνή και άχαρη παιδική και εφηβική του ηλικία. Με τα δάκρυα νωπά ακόµη πάνω στα µάγουλά του, παραπλέοντας την Ευρώπη και µε το άρωµα της θάλασσας στα ρουθούνια, τον ήχο των κυµάτων στα αυτιά και την αλµύρα στα χείλη, είχε δώσει υπόσχεση στη νιότη του πως του άξιζε ένας υπέροχος έρωτας και µια αγάπη µεγάλη και ανυπέρβλητη που θα τον αποζηµίωνε για όση είχε χάσει µέχρι τα είκοσι δύο ολάνθιστα ξανθά του χρόνια. Στη Σµύρνη, πρώτο πάτηµα στην άγνωστη ήπειρο, εντυπωσιασµένος από την οµορφιά και τη δόξα εκείνης της πόλης, ο Έλµερ είχε αισθανθεί πρώτη φορά ελεύθερος. Μέσα σε δυο µέρες όργωσε την κοσµοπολίτισσα Σµύρνη και εντυπωσιάστηκε από τη ζωή και τις άφθονες ηδονές της, χάνοντας –επιτέλους!– την παρθενιά του σε ένα πολυτελές
πορνείο. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι, άσχετα µε το γεγονός πως ερχόταν από τη νέα ήπειρο µε τις µεγάλες εξελίξεις και τον άφθονο πλούτο, ο ίδιος δεν ήταν παρά ένας πουριτανός και άξεστος µικροαστός που δεν γνώριζε τίποτα πέρα από την Ιστορία και τα Αρχαία Ελληνικά και ευχήθηκε να µπορέσει να ρουφήξει τη χαρά ως το µεδούλι. Και επειδή αυτός που έχει πει «να προσέχεις τι εύχεσαι» ήταν ένας πολύ σοφός άνθρωπος, ο Έλµερ στη Μικρά Ασία ήταν γραφτό να ζήσει συγκλονιστικά γεγονότα. Μεταξύ αυτών και τον έρωτα όπως τον είχε ονειρευτεί. Και κάµποσα άλλα που ούτε να τα φανταστεί µπορούσε. Από τη Σµύρνη, ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί τράβηξε για τη Μερζιφούν κοντά στον Εύξεινο Πόντο. Μπορεί η Σµύρνη να τον είχε ξεµυαλίσει, η Κωνσταντινούπολη όµως τον µάγεψε και καρφώθηκε σαν σουγιάς στην καρδιά του. Κατά τη διάρκεια του δύσκολου ταξιδιού µέσα από άγρια βουνά και δυσκολοδιάβατους δρόµους, κλονίστηκε κάπως για το αν η απόφαση του να πάει στον Πόντο ήταν η σωστή και µετάνιωσε που δεν παρέµεινε στην Κωνσταντινούπολη, να αναζητήσει εκεί την τύχη του. Στο τέλος της τέταρτης µέρας όµως, λίγο πριν ο ήλιος γείρει πίσω από τα βουνά, σαν είδε από µακριά, στο βάθος της κοιλάδας την Άµασα, την Αµάσεια των αρχαίων Ελλήνων, µια τόσο όµορφη πόλη, άρχισε να αλλάζει γνώµη.
Στο Κολλέγιο Ανατόλια και στη Μερζιφούν έφτασε την εποµένη µέρα. Οι εγκαταστάσεις του σχολείου βρίσκονταν στις παρυφές του ωραιότερου σηµείου της ταπεινής, πεδινής πόλης που σκαρφάλωνε γλυκά σε έναν χαµηλό λόφο και στην οποία Έλληνες και Τούρκοι συµβίωναν ειρηνικά, µέχρι τότε. Αύγουστος του 1919 ήταν και τα κτίρια του Κολλεγίου επισκευάζονταν πυρετωδώς για να υποδεχτούν τους νέους µαθητές και µαθήτριες. Αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, οικοτροφείο, νοσοκοµείο, τραπεζαρίες και δαιδαλώδη γραφεία αποτελούσαν ένα επιβλητικό σύνολο κτιρίων στο οποίο έφθανες διασχίζοντας έναν µακρύ δρόµο µε ψηλά δένδρα αριστερά και δεξιά του. Η υποδοχή που του έγινε ήταν παραπάνω από φιλική. Ο Πρόεδρος ήταν και εκείνος από τη Βοστόνη και τον καλωσόρισε µε ενθουσιασµό – λίγοι ήσαν όσοι είχαν τολµήσει να ξαναγυρίσουν στο Κολλέγιο µετά τα πρόσφατα γεγονότα και ακόµα λιγότεροι εκείνοι που είχαν αποφασίσει να πάνε για πρώτη φορά. Ο Έλµερ εντυπωσιάστηκε από τις εγκαταστάσεις αλλά και από το δωµάτιο που του παραχωρήθηκε, καθώς ήταν ευρύχωρο και πολυτελώς, κατά την άποψή του τουλάχιστον, επιπλωµένο: σιδερένιο κρεβάτι, ντουλάπα από καρυδιά, τραπέζι που θα εκτελούσε και χρέη γραφείου, ωραία ξύλινη καρέκλα µε µαξιλαράκι, φαρδιά, πολύ φαρδιά πολυθρόνα, λουλουδάτες
κουρτίνες και παχύ χαλί, άσπρα, κάτασπρα σεντόνια και ριγέ ολόµαλλο πάπλωµα, καθώς κι ένα εµαγιέ λαβοµάνο, σκέτο έργο τέχνης. Για εκείνον που είχε συνηθίσει σε τραχιά σκεπάσµατα και σε γυµνά πατώµατα, σύµφωνα µε τον ασκητικό τρόπο ζωής που είχε επιβάλει η προτεστάντισσα µητέρα του, αυτό το δωµάτιο ήταν αληθινό ανάκτορο. Κατά πάσα πιθανότητα, εκεί, στην Οθωµανική αυτοκρατορία δηλαδή, οι οµοδόγµατοι θα ήταν κάπως επηρεασµένοι από την πολυτέλεια της Ανατολής ή απλά, ο κόσµος γενικά ζούσε λίγο καλύτερα απ’ όσο είχαν ζήσει εκείνοι στο σπίτι τους. Αύγουστος του 1919 και ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ είχε ξεκινήσει να ετοιµάζει, µε τη βοήθεια παλαιότερων καθηγητών που επιφορτίστηκαν µε την ενηµέρωσή του, την ύλη που θα δίδασκε σε λίγες µέρες. Η σχολική χρονιά βρισκόταν προ των φρεσκοβαµµένων πυλών του Ανατόλια και εκείνος, αν και αισθανόταν πανέτοιµος από άποψη γνώσεων, διακατεχόταν από αγωνία για το αν θα τα κατάφερνε, αγωνία δικαιολογηµένη γιατί πρώτη φορά θα δίδασκε όσα µε πάθος είχε σπουδάσει. Μέσα σ’ όλο αυτό τον πυρετό των ετοιµασιών, άρχισαν να καταφθάνουν, από όλες τις πόλεις της Μικράς Ασίας, και οι πρώτοι µαθητές και να εγκαθίστανται στο οικοτροφείο, στους κοιτώνες µε τα µεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην τεράστια αυλή µε τις καρυδιές, τις φουντουκιές και τις καστανιές. Ο Έλµερ παρατηρούσε µε ενδιαφέρον και όση στοργή του
επέτρεπε η νεαρή του ηλικία τους µελαχρινούς στη συντριπτική τους πλειοψηφία µαθητές, που είχαν για γλώσσα τους τα τούρκικα κυρίως, κάποιοι από αυτούς όµως µιλούσαν και παραφθαρµένα ελληνικά, ενώ αρκετοί είχαν την τραγουδιστή οµιλία των Αρµενίων. Κανείς από αυτούς, ή σχεδόν κανείς, από τους µαθητές που έρχονταν πρώτη χρονιά ασφαλώς και δεν µιλούσε αγγλικά. Σκούπιζε τον ιδρώτα από το µέτωπό του ο Έλµερ καθώς παρατηρούσε τα µελαχρινά αγόρια µε το πυκνό χνούδι στο απανώχειλό τους –προοίµιο ενός µεγαλοπρεπούς ενήλικου µουστακιού–, τα παρατηρούσε να σέρνουν τα σεντούκια και τους µπόγους τους, η αγωνία αλλά και η αδηµονία του ξεχείλιζε. Θα γινόταν καλός καθηγητής; Θα έκανε τα παιδιά να αγαπήσουν τα µαθήµατά του;
Αύγουστος 1919: ταξίδι προς τον Πόντο
Σεβαστή Χατζηαβράµογλου
Το ταξίδι µέχρι τον τελικό προορισµό κράτησε λίγο λιγότερο από έναν µήνα, είκοσι πέντε µέρες για την ακρίβεια. Έφτασαν στο Κολλέγιο Ανατόλια στις 19 Αυγούστου, αφού πέρασαν τη µεγάλη γιορτή της Κοίµησης της Θεοτόκου στη Σαµψούντα, την Αµισό των Μιλησίων[84], όπου είχαν παραµείνει για µια ολόκληρη εβδοµάδα. Την επίσκεψη στην παραθαλάσσια πόλη την είχε προγραµµατίσει ο Αβραάµ προκειµένου τόσο ο ίδιος να συναντήσει τον Τούρκο συνεργάτη του που διέµενε εκεί, όσο και για να δούνε τα δυο παιδιά του τη θάλασσα επιτέλους, αφού στη Σµύρνη δεν είχαν αξιωθεί –ή ο πατέρας δεν το είχε επιτρέψει– να πάνε µέχρι τότε. Μέχρι να φθάσουν εκεί, διασχίζοντας την Ανατολία µε κατεύθυνση βορειοδυτικά, αφού έκαναν έναν µεγάλο κύκλο,
περνώντας από την Άγκυρα, είχαν κοιµηθεί σε άπειρα πανδοχεία, όσα και οι νύχτες του ταξιδιού. Άλλοτε ήταν θλιβερά και βρόµικα, άλλοτε ευπρεπή και καθαρά, µια δυο φορές και πολυτελή, ανάλογα µε τον τόπο στον οποίο σταµατούσαν οι άµαξες και το πόσο αποµακρυσµένο ήταν το καραβάν σαράι από κάποια κατοικηµένη περιοχή, άρα πόσο περισσότερο εκτεθειµένο ήταν στις επιδροµές των ληστών που µαίνονταν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Στις είκοσι πέντε εκείνες µέρες, τρεις φορές άλλαξαν καραβάνι, ώστε να φτάσουν στον Πόντο και αναγκάστηκαν να παραµείνουν καθηλωµένοι συνολικά για τέσσερα µερόνυχτα, µέχρι να περάσει ή να ξεκινήσει από εκεί που βρίσκονταν ένα άλλο καραβάνι µε κατεύθυνση προς τα βόρεια. Μία νύχτα και µισή µέρα στο Προκόπι· δύο µέρες λίγο έξω από την Άγκυρα και µια µέρα στο Σουγκουρλού – στη µέση ακριβώς της απόστασης από την Άγκυρα στη Σαµψούντα. Από εκεί, µέσα από τις διόδους του Κεµέρ νταγ, βουνού κακοτράχαλου και άγριου, έφτασαν στα παράλια της Καρά Ντενίζ και στη Σαµψούντα. Ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου, πληρώνοντας αδρά, είχε εξασφαλίσει µια ευρύχωρη άµαξα αποκλειστικά για εκείνον και τα δυο του παιδιά, στην οποία κανείς άλλος επιβάτης δεν µπήκε καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και έτσι είχαν µια σχετική άνεση, αν µπορείς να µιλήσεις για άνεση σε ένα τόσο µακρύ και µέσα από χωµατόδροµους ταξίδι. Το «όχηµά» τους, γερό και χοντροφτιαγµένο, δεν είχε την
παραµικρή σχέση µε τις δυο άµαξες της οικογένειας στην Καισάρεια, που διακρίνονταν για τη φινέτσα και την πολυτέλειά τους, αλλά ήταν ό,τι έπρεπε για εκείνη τη διαδροµή και τα έξι σεντούκια που µετέφεραν. Τέσσερα από αυτά περιείχαν τα ρούχα, τα υποδήµατα και τα βιβλία του Μποδοσάκη, ενώ από ένα ανήκαν σε πατέρα και κόρη. Η Ιππολύτη, δεµένη πίσω από την άµαξα, έβγαλε όλο το µακρύ ταξίδι µε κοµψό και γρήγορο καλπασµό χωρίς να δείχνει ίχνη κούρασης –και επιβεβαιώνοντας τον Πέρση έµπορο που την παίνευε στον Αβραάµ σαν πολεµικό άτι– ενώ συγκέντρωνε τα θαυµαστικά βλέµµατα των ταξιδιωτών, των αµαξάδων και των ενόπλων που ακολουθούσαν τα καραβάνια για ασφάλεια. Φοβούµενος δε ο Κάισερλης µήπως και κάποιος τους έκλεβε το υπέροχο εκείνο άλογο κατά τη διάρκεια της νύχτας και θέλοντας να αποτρέψει τον γιο του να µείνει µέσα στον στάβλο κοντά στη φοραδίτσα του και να τη φυλάει µόνος του –όπως ζητούσε, µπορεί και απειλούσε, από την πρώτη µέρα του ταξιδιού– πλήρωνε κάποιον οπλισµένο άνδρα κάθε βράδυ, σε κάθε καραβάν σαράι που σταµατούσαν, ο οποίος είχε στη φύλαξή του το καθαρόαιµο άτι. Η Σεβαστή, όσο βάσταξε εκείνο το ταξίδι, κρατούσε ηµερολόγιο καταγράφοντας και την παραµικρή λεπτοµέρεια. Δηλαδή, τα µέρη από τα οποία περνούσαν, τις καιρικές συνθήκες, τις τοποθεσίες στις οποίες στάθµευαν, τις µικρές βόλτες γύρω από τα χάνια όπου διανυκτέρευαν, τις εντυπώσεις της από τα µέρη που επισκέφθηκαν, τους άλλους συνταξιδιώτες
που συνάντησαν στα καπηλειά όπου δειπνούσαν, τα ονόµατα των χωριών, των πόλεων, των αµαξάδων, των αλόγων, των Αγίων των οποίων τις εκκλησίες προσκυνούσαν, των υπηρετών που κουβαλούσαν τα πράγµατά τους, τις κουβέντες που κάνανε µε τον πατέρα και τον αδελφό της. «Το Ουργκούπ είναι χτισµένο σε δυο λόφους από βράχο» είχε σηµειώσει στο χαρτί. «Από τον ίδιο βράχο είναι και οι τρεις στήλες –πώς αλλιώς να τις ονοµάσω;– που βρίσκονται δίπλα από το καραβάν σαράι στην είσοδο της πόλης. Προσκυνήσαµε το λείψανο του Αγίου Ιωάννη, που ήταν αξιωµατικός του ρώσικου στρατού, στη µεγάλη του εκκλησία. Είναι εντυπωσιακό το πόσοι µουσουλµάνοι, γυναίκες κυρίως, βρίσκονταν µέσα στον ναό, αφιερώνοντας διάφορα τάµατα στον Άγιο. Ο Μποδοσάκης ήρθε στην εκκλησία καβάλα στην Ιππολύτη». Στη σελίδα εκείνη η Σεβαστή είχε ζωγραφίσει από µνήµης και τον άγιο να στέκεται φορώντας ψηλές µπότες µπροστά σε δυο κυλινδρικά µεγάλα βράχια, µε λαξευµένες πάνω τους σπηλιές. Δίπλα είχε ζωγραφίσει τη φοραδίτσα µε την ουρά ανασηκωµένη περήφανα. «Το καραβάνι άφησε στα αριστερά µας το Γκιόρεµε και την κοιλάδα του Ζέλβε, µε δυσκολία είδα δυο τρεις βράχους να υψώνονται ως τα λίγα σύννεφα, χιλιάδες περιστέρια φτερούγιζαν γύρω τους. Ο πατέρας υποσχέθηκε πως θα έρθουµε σύντοµα στη Σινασό, στη γενέτειρα της µητέρας, και θα επισκεφθούµε οπωσδήποτε και το Γκιόρεµε, αρκεί να
έχουµε καλά και γερά παπούτσια. Αυτά τα βράχια από πάντα εδώ ήταν, λέει. Και εµείς πάντα εδώ θα είµαστε, αυτή είναι η πατρίδα µας» έγραφε παρακάτω. «Η Άνκαρα είναι ένα µεγάλο χωριό» σηµείωσε στο τετράδιό της. «Πού το µεγαλείο και η κοµψότητα της Καισάρειας! Επισκεφθήκαµε το ρωµαϊκό κάστρο που περιτριγυρίζει την πόλη. Πήγαµε και ως τα λουτρά του Καρακάλλα, αυτά µάλιστα, µου άρεσαν πολύ. Ούτε ένα χαµάµ της προκοπής δεν µπορούσαν να µας συστήσουν. Έκλεισε ο πατέρας, πληρώνοντας αδρά, για δυο ώρες το χαµάµ στο καραβάν σαράι και πήγα πρωί πρωί, πριν φέξει ακόµη ο ήλιος, µόνη µου. »Συνεχίζουµε, ο Μποδοσάκης έχει βαρεθεί, αν δεν είχαµε την Ιππολύτη να περνάει τις ώρες του µαζί της όποτε κάνουµε στάση, νοµίζω πως θα το είχε σκάσει. Ο αδελφούλης µου! »Θα µου λείψει πολύ. Πόσο µάλλον στη µάνα µας. Και στη µικρή µας Ελισσώ»». Σε εκείνη τη σελίδα είχε ράψει µε άσπρη κλωστή µια µικρή, κίτρινη µαργαρίτα από αυτές που αφθονούσαν γύρω από τα τείχη του κάστρου. Κάτω κάτω είχε προσθέσει: «Τώρα ο δρόµος θα µας πάει προς βορρά. Σε λίγες µέρες, αν θέλει ο Θεός, θα φτάσουµε στη Μερζιφούν». Στο Σουγκουρλού η Σεβαστή θα πρέπει να αισθάνθηκε τη µεγαλύτερη απογοήτευση. «Δεν θέλω να βγω από την κάµαρα. Το χωριό είναι χωµένο σε µια κοιλάδα και γύρω γύρω τα βραχώδη βουνά. Προσπαθώ να µη στενοχωρήσω τον πατέρα και γι’ αυτό δεν τον ρωτώ πού είναι τα ψηλά δένδρα και τα µεγάλα δάση που µας υποσχέθηκε. Παρακαλώ την Παναγία
να φτάσουν µια ώρα αρχύτερα το καραβάνι που περιµένουµε και το σώµα του στρατού που το συνοδεύει για να φύγουµε για τη Μερζιφούν. Ο Μποδοσάκης µαζί µε τον φύλακα της Ιππολύτης σήµερα πήγαν για ιππασία και αποµακρύνθηκαν. Ο πατέρας τον µάλωσε και του είπε πως τα πράγµατα δεν είναι και τόσο απλά, υπάρχουν αντάρτες Τούρκοι στα βουνά, υπάρχουν και αντάρτες Πόντιοι[85]. Ευτυχώς έχω µαζί µου τα βιβλία µου, µόνο που διαβάζω µέσα στην κάµαρα και όχι κάτω από τον παχύ ίσκιο ενός µεγάλου δένδρου όπως το ονειρεύτηκα. Ας είναι. Μου αρκεί που όλη τη µέρα είµαι µε τον πατέρα, µου µιλάει για τη Σµύρνη, µου λέει πως πια, µετά απ’ αυτό το βάπτισµα του πυρός, είµαι έτοιµη να κάνω το ταξίδι και για τα παράλια στο Αιγαίο· µου λέει και παλιές ιστορίες για τη γιαγιά και τον παππού. »Έχω τόσες απορίες σχετικά µε την πολιτική κατάσταση, όσα άκουγα στα σπίτια των θειων µου µε ανησυχούν. Μόνο µια φορά τόλµησα να τον ρωτήσω. “Άφησέ τα αυτά, µη σκας, εµείς ζούµε εδώ αιώνες, κανείς δεν πρόκειται να µας πειράξει. Εξάλλου µας προστατεύουν οι Μεγάλες Δυνάµεις, δική τους απόφαση ήταν να αποβιβαστεί ο ελληνικός στρατός στη Σµύρνη[86]. Μεγάλες Δυνάµεις, γκιουζέλ Σεβαστή, ξέρεις τι θα πει; Τα πάντα!”. Δεν ρώτησα άλλη φορά, τον εµπιστεύοµαι απόλυτα, όπως εκείνος τις Μεγάλες Δυνάµεις». Από κάτω, η Σεβαστή είχε ζωγραφίσει µια ελληνική σηµαία να ανεµίζει. «Τις ατέλειωτες ώρες που ταξιδεύουµε και, ενώ ο
Μποδοσάκης έχει σχεδόν συνέχεια τα µάτια του κλειστά, τάχα πως κοιµάται για να µη µας µιλάει –µήπως δεν τον ξέρω εγώ;–, προσπαθεί ο πατέρας να του προκαλέσει ενδιαφέρον για τη δουλειά του. Του διηγείται ιστορίες από διάφορα µέρη της Αυτοκρατορίας όπου έχει βρεθεί και τι αγοράζει από εκεί, τι πουλάει, µε ποιους συνεργάζεται και πόσο φίνο είναι το βαµβάκι της Μπούρσας, πόσο καλό το χαβιάρι Μπελούγκα της Κασπίας, από πού προµηθεύεται την καλύτερη σταφίδα, που τη στέλνει εις τας Ευρώπας, ποιος είναι ο καλύτερός του συνέταιρος στα τέσσερα σηµεία της Αυτοκρατορίας. »Ο Μποδοσάκης, όταν είναι υποχρεωµένος να απαντήσει, ανοίγει µε κόπο τα µάτια του και κάνει µµµµµ, άγνωστο αν συµφωνεί ή διαφωνεί, ενώ εγώ ψοφάω να µάθω περισσότερα πράγµατα. “Πες σ’ εµένα, πατέρα, για τους συνεταίρους σου, άφησέ τον ήσυχο. Tο κούνηµα του φέρνει ύπνο, δεν το βλέπεις;” »Προσπάθησα δυο τρεις φορές να του αποσπάσω κάποιες πληροφορίες. “Μη σκοτίζεις το όµορφό σου κεφαλάκι, Σεβαστή µου” ήταν η απάντηση του πατέρα. “Aυτά είναι για τους άνδρες, εσύ να κοιτάς να φτιάξεις την προίκα σου. Άντε να διαβάσεις και τα βιβλία σου, τι να σε κάµω, µου ’σαι και διαβαστερή σαν τη µάνα σου, και εγώ θα σου βρω τον καλύτερο γαµπρό, να περάσεις ζωή χαρισάµενη δίπλα του”. »Δεν ξαναρώτησα τίποτα, ούτε για τις δουλειές λοιπόν. Το θέµα του γάµου µου είναι πιο απειλητικό και από όσα,
ψιθυριστά, λέγονται τα βράδια δίπλα από τα τζάκια στα διάφορα χάνια για τον Τοπάλ Οσµάν[87] και τη συµµορία του. “Φήµες µόνο!” τα διαψεύδει ο πατέρας. Δεν ξαναρωτάω τίποτα, γιατί φοβάµαι να ακούσω για τον γαµπρό και τον γάµο που θα διαλέξουν για εµένα. Μόνο για την ιστορία του τόπου µας τον ρωτάω πια. Ξέρει πολλά, τα ξέρει σχεδόν όλα και εµένα µου αρέσει να µαθαίνω».
Η τελευταία αχτίδα του ήλιου πριν αποσυρθεί για να φωτίσει άλλους ουρανούς, πέρασε από το ανοιχτό παράθυρο φορτωµένη βουνίσιο αέρα και σκόνη, έσκυψε πάνω στο άσπρο, απαλό χεράκι της Σεβαστής που ακουµπούσε στη φούστα από λεπτό µαλλί και απόθεσε ένα τρυφερό φιλί στην άκρη των δαχτύλων της. Ύστερα οπισθοχώρησε, βγήκε από το παράθυρο και χάθηκε, έτσι κι αλλιώς η άµαξα πήγαινε αργά –πώς να ανταγωνιστεί την ταχύτητα του φωτός;– και µε κατεύθυνση βορειανατολικά, πόσην ώρα θα µπορούσε να παραµείνει ακόµη εκεί µια µικρή ηλιαχτίδα που εκπορευόταν από τη δύση; Αισθάνθηκε στο χέρι της το απαλό, ζεστό άγγιγµα η Σεβαστή, κάτι σαν τρυφερό χάδι, σαν µητρικό φιλί και, βυθισµένη σε έναν κουραστικό ύπνο γεµάτο θορύβους, άγριες φωνές και τριξίµατα ξύλων, πρόλαβε να δει –ή µήπως να ονειρευτεί– µια ψηλή και λεπτή σιλουέτα µε κάπως µακριά και ανακατωµένα µαλλιά.
Άνοιξε τα µάτια της αργά, θυµήθηκε αµέσως πού ήταν και τι έκανε – οι ρόδες που κυλούσαν βογκώντας δεν της άφηναν την παραµικρή αµφιβολία. Άκουσε πάλι την αγριοφωνάρα του αµαξά να προτρέπει µε βρισιές τα άλογα να τρέξουν, είδε πατέρα και αδελφό να κάθονται απέναντί της µε κλειστά µάτια, άγνωστο αν κοιµόταν ή αν ήταν συγκεντρωµένοι στις σκέψεις τους, είδε κι από το πίσω παράθυρο το όµορφο κεφάλι της Ιππολύτης και τη χαίτη της που ανέµιζε καθώς ακολουθούσε τρέχοντας δεµένη στην άµαξα. Ύστερα παρατήρησε πως το φως του ήλιου δεν ήταν πια λαµπερό, έσκυψε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ακόµα και το χρώµα του ουρανού είχε πιάσει να αλλάζει, παρατήρησε και το βουνό που υψωνόταν άγριο και κατακόρυφο στο τέλειωµα του δρόµου, ένα µέτρο από τις ρόδες της άµαξας, από τη µια µεριά τοίχος συµπαγής, από την άλλη γκρεµνός ιλιγγιώδης. Είχε αλλάξει το χρώµα του ουρανού, αναζήτησε µε τα µάτια η Σεβαστή το ρολόι του πατέρα της, είδε τη χρυσή αλυσίδα να κρέµεται από το τσεπάκι του γιλέκου του και δεν θέλησε να τον ενοχλήσει. Αύγουστος και οι µέρες µεγάλες, ατέλειωτες, σίγουρα θα είχε περάσει η ώρα, έκλεισε για λίγο τα µάτια και πάλι ήρθαν τα ανακατωµένα µαλλιά µπρος από τα χαµηλωµένα της βλέφαρα. Τα άνοιξε πάλι απορηµένη, ίσως και κάπως τροµαγµένη. Τι είναι αυτό και ποιος ήταν ο άνδρας µε τα ανακατωµένα µαλλιά; Η άµαξα συνέχισε να τραµπαλίζεται στον χωµατόδροµο, και η Σεβαστή άπλωσε τα πόδια της να ξεµουδιάσουν, υπήρχε
κάποια άνεση χώρου γιατί ήσαν µόνο οι τρεις τους. Ένα µικρό καλάθι µε διάφορα τρόφιµα και κρασί που προµηθεύονταν κάθε πρωί από το καπηλειό του καραβάν σαράι όπου διανυκτέρευαν και ένας µπόγος µε ένα µαξιλάρι –το χρησιµοποιούσε κάθε τόσο ο Αβραάµ για να στερεώνει τον σβέρκο του– και δυο ζιλεδάκια της Σεβαστής πόσο χώρο να καταλάβουν πια; Τώρα τα άλογα έτρεχαν στην κατηφόρα κουρασµένα από την πολύωρη ανάβαση και το ξύλινο όχηµα χοροπηδούσε πάνω στις πέτρες, ο Αβραάµ άνοιξε τα µάτια, χάιδεψε το µουστάκι και βγάζοντας το ρολόι από την τσέπη: «Οκτώ και µισή, Σεβαστή. Θα πρέπει να πλησιάζουµε» την πληροφόρησε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Την ίδια στιγµή, της έκανε «έλα! έλα!» µε το χέρι, έσκυψε το κορίτσι και αντίκρισε κάτω στην κοιλάδα ένα φιδωτό ποτάµι, περιτριγυρισµένο από ψηλά καταπράσινα δένδρα να περνάει ανάµεσα από διώροφα σπίτια. «Η Άµασα!» είπε µε περηφάνια ο Αβραάµ. «Η Άµασα και κοντεύουµε στο τέλος του ταξιδιού µας». Ο Μποδοσάκης άνοιξε ένα νυσταλέο µάτι και κοίταξε τα τεράστια οπίσθια του πατέρα του και τα λεπτά της αδελφής του, έτσι όπως έσκυβαν έξω από το παράθυρο. Ορκίστηκε εκείνος να µη γινόταν παχύς. Και τον όρκο του τον κράτησε… Από την Αµάσεια η Μερζιφούν απείχε λίγο, αν λάβει κανείς υπόψη του την απόσταση που είχαν διασχίσει µέχρι εκείνη τη στιγµή. «Δηλαδή φτάσαµε στο τέλος του ταξιδιού µας, πατέρα;»
ρώτησε ενθουσιασµένη η Σεβαστή ενώ ο Μποδοσάκης έκανε πως ξυπνάει και τανύθηκε. Εντάξει, αν είχαν φτάσει στον προορισµό τους, που στην ουσία ήταν δικός του προορισµός, γιατί εκείνοι θα γυρνούσαν πίσω ενώ αυτός θα παρέµενε, ένα µικρό ενδιαφέρον έπρεπε να το δείξει. «Φτάσαµε;» επανέλαβε χωρίς όµως τον ενθουσιασµό της αδελφής του. Ο Αβραάµ χαµογέλασε πονηρά και χάιδεψε αυτάρεσκα το παχύ του µουστάκι. «Είπα να σας κάνω µια έκπληξη!» και τα µαύρα του µάτια παιχνίδισαν στο λιγοστό πια φως της µέρας. Απόµειναν βουβά τα παιδιά, δεν είχαν συνηθίσει τέτοια συµπεριφορά από τον πατέρα τους, ούτε στις εκπλήξεις είχαν συνηθίσει. «Τόσες µέρες σας δείχνω τον χάρτη της περιοχής» συνέχισε ο Αβράµης. «Κανονικά θα πρέπει να τον έχετε µάθει απόξω, ειδικά εσύ Πρόδροµε!» έγινε κάπως πιο αυστηρός. Έσφιξε τα δάχτυλα µέσα στις χούφτες της η Σεβαστή. Γιατί ειδικά ο Μποδοσάκης; Εκείνη έδειξε τόσο ενδιαφέρον, θα µπορούσε να τον ζωγραφίσει από µνήµης, του αδελφού της καρφί δεν του καιγόταν. «Ποιο κοντινό µέρος… και όταν λέω κοντινό δεν εννοώ και δυο βήµατα!… Ποιο κοντινό µέρος θα θέλατε να επισκεφθούµε;» Και τα µάτια του καρφωµένα στον γιο του. Δεν µίλησαν τα παιδιά. Η µεν Σεβαστή γιατί περίµενε να
µιλήσει πρώτα ο αδελφός της αφού ήταν ξεκάθαρο πως σ’ εκείνον απευθυνόταν η ερώτηση –αφήνουµε το γεγονός πως ήταν κάπως χολωµένη µε τον πατέρα της–, ο δε Μποδοσάκης γιατί δεν θυµόταν τίποτα από τον χάρτη. «Ας διορθώσω την ερώτηση» είπε κεφάτος ο Αβραάµ και πάλι. «Ποιο µέρος αξιόλογο νοµίζετε πως είναι σε τόση απόσταση ώστε µπορούµε να πάµε και να είµαστε στο Κολλέγιο πίσω έγκαιρα; Ποια πόλη που… που έχει και κάτι που δεν έχετε δει ποτέ ξανά; Μπρος, Πρόδροµε! Σε περιµένω» είπε όλο λαχτάρα και χαµογελούσε πλατιά ενώ κοιτούσε στα µάτια τον γιο του. «Η Ισταµπούλ…» ψιθύρισε σαν χαµένος εκείνος, πιεσµένος από το κέφι του πατέρα του και µη θέλοντας να δείξει πως τίποτα δεν παρακολουθούσε τόσες µέρες. «Η Πόλη, πατέρα…» Ξεφούσκωσε ο Αβραάµ και χαµήλωσε το κεφάλι του, να µη δει κανένα από τα παιδιά του την απογοήτευση που τον κυρίευσε. «Πού στον διάολο είδες πως η Ισταµπούλ είναι κοντά, βρε σερσέµη;» ήθελε να του πει αλλά το κατάπιε. «Σεβαστή;» ρώτησε χωρίς να την κοιτάει. Ήταν σίγουρος πως η Σεβαστή θα ήξερε. «Η Σαµψούς, πατέρα…» είπε το κορίτσι χωρίς να τον κοιτάει και εκείνη. «Σαµψούς… σωστά…» επιβεβαίωσε ο Χατζηαβράµογλου. Και ούτε «µπράβο, κόρη µου!», ούτε τίποτα.
Χάραµα ακόµη ξύπνησε από ύπνο βαθύ. Κοίταξε γύρω της, πού ήταν; Μια δαντελένια κουρτίνα λικνιζόταν αργά µπροστά στο παράθυρο από όπου έµπαινε δροσερό µυρωµένο αεράκι και ένας ήχος παράξενος, λες και κάποιος κοιµόταν ακριβώς κάτω από κείνο το παράθυρο και ανάσαινε ελαφριά. Έµεινε για λίγο ακίνητη η Σεβαστή να θυµηθεί, να καταλάβει. Απαλό πέπλο ο τελευταίος ύπνος σκέπαζε ακόµη τον νου της, απαλό πέπλο και αναδευόταν αργά. Κούραση, ναι ήταν κουρασµένη. Πολύ κουρασµένη. Είχε κοιµηθεί βαθιά, θαρρείς πως είχε πέσει σε λήθαργο. Ω ναι, γι’ αυτό ήταν σίγουρη, είχε κοιµηθεί πολύ βαριά. Η κάµαρη της ήταν άγνωστη αλλά, έναν µήνα τώρα, σε άλλη ξυπνούσε κάθε πρωί, σχεδόν το είχε συνηθίσει. Σε ποιο καραβάν σαράι σταµάτησαν την προηγούµενη νύχτα; προσπάθησε να θυµηθεί. Το φιλντισένιο φως που έµπαινε από το διάπλατα ανοιχτό παράθυρο µόλις και κατάφερνε να δώσει σχήµα σε µερικά πράγµατα. Μια κάτασπρη µεγάλη πολυθρόνα από σκαλιστό ξύλο, µια πορσελάνινη κοµψή λάµπα πετρελαίου. Θυµόταν να της έχει κάνει εντύπωση αυτή η λάµπα τη στιγµή που την είχε δει… Πότε; Μια λάµπα ψηλή που στεκόταν πάνω σε ένα ογκώδες έπιπλο ακριβώς δίπλα από το κεφάλι της. Ανασηκώθηκε λίγο ξεµπερδεύοντας τα πόδια της από το δροσερό µεταξένιο σεντόνι και είδε τα µπρούντζινα στολίδια των κάγκελων στο κάτω µέρος του κρεβατιού. Γύρισε νωχελικά στο άλλο της πλευρό, το πέπλο του ύπνου δεν έλεγε ακόµη να
τραβηχτεί και να αποκαλύψει την αλήθεια. Ένα µεγάλο σκούρο µπάλωµα στον τοίχο, το χάιδεψε µε τα δάχτυλά της. Μετάξι, αίσθηση από µετάξι. Καθώς το πέπλο άρχισε να γλιστράει από το µυαλό της και να το αφήνει να δουλέψει και πάλι, αποφάσισε πως θα ήταν µια υφαντή πάντα αλλά, ακόµη, δεν µπορούσε να ξεχωρίσει την κοπέλα που δροσιζόταν στα κρυστάλλινα νερά ενός σιντριβανιού. Αναστέναξε η Σεβαστή µε ανακούφιση, τεντώθηκε µαχµουρλίδικα. Η κάµαρη ήταν εκείνη που της έδειξε, µε ευγενικές υποκλίσεις και ντροπαλά χαµόγελα, η Μπαχάρ, η όµορφη κόρη του Μουράτ µπέη, του πλούσιου εµπόρου και συνεργάτη του πατέρα της στο σπίτι τους στη…. στη Σαµψούντα. Σαµψούντα; Σαµψούντα! Πετάχτηκε αλαφιασµένη από το κρεβάτι και εκείνο έτριξε ξαφνιασµένο που έχασε το γλυκό της βάρος. Ήταν στη Σαµψούντα, στην πόλη που τους έφερε ο πατέρας τους χωρίς να τους το πει από την αρχή, για να τους δώσει χαρά, να τους κάνει έκπληξη! Ήταν στη Σαµψούντα, την Αµισό των αρχαίων Μιλησίων – όλα ήρθαν απότοµα στο µυαλό της, µαζί και οι γνώσεις της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας απ’ όταν ξεσκόλιζε τη βιβλιοθήκη της µητέρας της, τη σπουδαία κληρονοµιά του θείου Ρίζου. Η Σαµψούντα που απλωνόταν νωχελικά στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Είχαν φτάσει αργά τη νύχτα, τους είχε παραλάβει ο ίδιος ο Μουράτ µπέης µε την άµαξά του από το καραβάν σαράι και είχαν µπει καλπάζοντας στην πόλη που εκείνη την ώρα
κοιµόταν ήρεµα δίπλα στη θάλασσα. Η θάλασσα! Η θάλασσα! Έτρεξε η Σεβαστή στο παράθυρο µε λαχτάρα, το βράδυ δεν είχε µπορέσει να τη δει, ένα απέραντο γυαλιστερό µαύρο απλωνόταν µετά τον δρόµο όπου έτρεχε η πολυτελής άµαξα. Πρώτη φορά έβλεπε τόσα βελούδα, µετάξια και ελεφαντοστά το κορίτσι, που θεωρούσε ότι η δική τους άµαξα ξεχώριζε στην Καισάρεια λόγω των µαλαµατένιων χερουλιών. Έτρεξε στο παράθυρο και τράβηξε µε βίαιες κινήσεις την κουρτίνα από λεπτοδουλεµένη δαντέλα. Την είδε ανάµεσα από ένα γκιουλµπρισίµι[88], από το ρόδινο σύννεφο των λουλουδιών του, που έστεκε µπροστά στο παράθυρό της. Η θάλασσα! Να, να την η θάλασσα! Στάθηκε ακίνητη, σχεδόν προσοχή, η Σεβαστή, στάθηκε µε κοµµένη αναπνοή και όλες τις αισθήσεις σε επιφυλακή. Οι κόρες των µατιών της διασταλµένες, η όσφρηση και η ακοή της οξυµµένες. Άκουσε ένα χορταράκι να τσακίζει κάτω από το βάρος ενός ταπεινού µυρµηγκιού, µύρισε το άρωµα που αναδύθηκε από τις µεταξωτές ίνες των λουλουδιών, τις ίνες που άνοιγαν σιγά σιγά στο πρώτο φως της µέρας και έµεινε άναυδη από το χρώµα της θάλασσας που άλλαζε καθώς ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό και έκανε τη γη να τρίζει κάπως από την πρώτη επαφή µαζί του. Μολυβί, γκρίζο, µπλε, γαλάζιο. Γαλάζιο κυρίαρχο, γαλάζιο απόλυτο, γαλάζιο µονοσήµαντο. Σκούπισε τα δάκρυά της και κοίταξε το χέρι της. Ήταν
σίγουρη πως, καθώς αισθανόταν το γαλάζιο να έχει διεισδύσει από τα µάτια µέσα στο σώµα της, καθώς η καρδιά της το είχε υιοθετήσει χωρίς καµιά αντίρρηση, και τα δάκρυά της θα ήταν γαλάζια. Το χρώµα που είχε κρατήσει η καρδιά και το αίµα της, εκείνο το χρώµα δεν θα έπαυε να το αγαπάει όσο θα ζούσε. Γαλάζιο. Της θάλασσας και του ονείρου.
Στη Σαµψούντα, ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου µε τα δυο του παιδιά έµειναν για µια ολόκληρη εβδοµάδα, φιλοξενούµενοι του εύπορου Μουράτ µπέη, που τους περιποιήθηκε µε βασιλικές τιµές αλλά και µεγάλη εγκαρδιότητα. Οι ταξιδιώτες ξεκούρασαν τα καταπονηµένα σώµατά τους, έφαγαν ωραία σπιτικά φαγητά, απόλαυσαν µεγάλης διάρκειας περιποιήσεις σε πολυτελή χαµάµ, βολτάρισαν στην παραλία ώρες ατέλειωτες, ήπιαν τσάγια και έφαγαν µπακλαβάδες σε παραθαλάσσια ζαχαροπλαστεία, κουβέντιασαν µε τη σύζυγο και τη µοναχοκόρη του οικοδεσπότη τους – οι γιοι του ζευγαριού υπηρετούσαν τη θητεία τους σαν αξιωµατικοί στην Τραπεζούντα, δεν θα προλάβαιναν να τους συναντήσουν. Η Σεβαστή ταίριαξε πολύ µε την όµορφη Μπαχάρ –ο Μποδοσάκης όχι, αλλά µήπως µε ποιον ταίριαζε εκείνο το παιδί–, η οποία χάρηκε εξίσου µε τους φιλοξενούµενους γιατί της δόθηκε η ευκαιρία να κυκλοφορήσει λίγο περισσότερο και να γνωρίσει κάποιους που ήταν από άλλο µέρος.
Τρεις µέρες πριν αναχωρήσουν για τη Μερζιφούν, ο Μουράτ µπέης οργάνωσε ένα µεγαλοπρεπές σουαρέ, προς τιµήν των φιλοξενούµενών του, στο οποίο παραβρέθηκαν όλοι οι πλούσιοι έµποροι της Σαµψούντας, κυρίως Πόντιοι και Αρµένιοι αλλά και ορισµένοι Τούρκοι, όπως και κάµποσοι Καππαδόκες που επιχειρούσαν µε επιτυχία στο µέρος εκείνο. Κάποιοι από αυτούς, όπως και πολλοί από τους ντόπιους είχαν ήδη συνεργασία µε τον Χατζηαβράµογλου και ήταν µια εξαιρετική ευκαιρία να γνωριστούν καλυτέρα, ενώ πάντα υπήρχε η δυνατότητα οι δουλειές να αναπτυχθούν και µε πολλούς άλλους. Εξάλλου, ο Αβραάµ σκεφτόταν να εγκαταστήσει εκεί τον γιο του µε το που θα τέλειωνε τις σπουδές του στο Ανατόλια. Η Μαύρη Θάλασσα άνοιγε προοπτικές µε τη Ρωσία, µια µεγάλη αγορά, και από µακριά δεν γίνονταν αυτές οι δουλειές. Ο Μποδοσάκης θα έµενε λίγα χρόνια εκεί και µετά θα γυρνούσε στη Σµύρνη, να συνέχιζε από εκεί το εµπόριο. Η Σεβαστή, µε το καλό της πράσινο, δαντελένιο φουστάνι – το οποίο είχε πάρει µαζί της µε µισή καρδιά γιατί ήταν σίγουρη πως δεν θα το φορούσε– εντυπωσίασε τους πάντες µε τη διαφορετική της οµορφιά, που ήταν ένα ξάφνιασµα για τους µελαχρινούς εκείνους ανθρώπους. Ο Αβραάµ, µεταξύ αστείου και σοβαρού, δέχτηκε τα πρώτα προξενιά για τη θυγατέρα του, που τα απέφυγε όλα µε τη δήλωση πως η Σεβαστή ήταν πολύ µικρή ακόµη για παντρειές. Κάτι που δεν πίστευε απόλυτα στην περίπτωση που θα προέκυπτε γαµπρός εξαιρετικός. Ο Πόντος ήταν πολύ µακριά και ο άνθρωπος δεν σκεπτόταν
να αποχωριστεί την κόρη του. Ίσα ίσα που υπολόγιζε, σε λίγα χρόνια όταν θα αναλάµβανε ο Μποδοσάκης τις επιχειρήσεις στη Σµύρνη –αφού θα είχε στρώσει και την επιχείρηση στον Πόντο–, να γυρνούσε στην Καισάρεια και να χαιρόταν τη συντροφιά της Μακρίνας του και των δυο θυγατέρων του, τις οποίες θα φρόντιζε να καλοπαντρέψει µε αρχοντόπουλα του τόπου τους. Όχι, ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου ήθελε την οικογένειά του κοντά του.
«Γιατί λένε πως εδώ στον Πόντο οι Τούρκοι µισούν τους χριστιανούς;» ρώτησε χαµηλόφωνα η Σεβαστή την Μπαχάρ. Νύχτα ξάστερη και ζεστή, λαβωµένη από τα αρώµατα των τριαντάφυλλων, νύχτα βουβή και φλύαρη, για έρωτα και για θάνατο, νύχτα αυγουστιάτικη και οι τρεις έφηβοι είχαν βγει στον κήπο του αρχοντικού. Είχαν βαρεθεί ό,τι συνέβαινε µέσα στο σπίτι, τις χαιρετούρες και τα φιλιά, τις πετυχηµένες και τις άστοχες φιλοφρονήσεις, τα επίµονα βλέµµατα και τα βλέµµατα που διέταζαν: «Σήκω!», «Χαµογέλα!», «Φύγε!», «Έλα πιο κοντά!». Είχαν βαρεθεί τις εµπορικές συζητήσεις –λεφτά, λεφτά, λεφτά, επιτυχία, επιτυχία, επιτυχία–, τα µισόλογα για την πολιτική κατάσταση, τις φλυαρίες για τη µόδα, την οικογένεια του σουλτάνου, τη διακόσµηση του νέου παλατιού στην Πόλη. Έβγαλε η Μπαχάρ τη µαντίλα που της έσφιγγε το κεφάλι
και άφησε τα καστανά της µαλλιά να πέσουν στην πλάτη της. Τώρα, έτσι, ήταν ακόµα πιο όµορφη. Η καρδιά του Μποδοσάκη σφίχτηκε λες και κάποιος ενοχλούσε την Ιππολύτη, µπορεί να µην της απηύθυνε ποτέ τον λόγο και να ήταν µόνιµα µουτρωµένος αλλά το κορίτσι του άρεσε πολύ, τόσο πολύ που τον έκανε να είναι ακόµα πιο σφιγµένος, πιο αµίλητος, πιο θυµωµένος. Προχώρησε µπροστά η οικοδέσποινα και τα άλλα δυο παιδιά ακολούθησαν απορώντας γιατί δεν απαντούσε στην ερώτηση της Σεβαστής. Αριστερά και δεξιά του πέτρινου διαδρόµου εκατοντάδες τριανταφυλλιές ήταν ολάνθιστες και ο Μποδοσάκης δεν ήξερε, µπερδευόταν αν τα αρώµατα που τον λίγωναν ήταν από τα λουλούδια ή από τα λυτά µαλλιά του κοριτσιού που προπορευόταν. Μόλις αποµακρύνθηκαν κάµποσο µέσα στον κήπο και η µουσική από το σπίτι έφτανε σβησµένη πια ως τα αυτιά τους, η Μπαχάρ σταµάτησε, γύρισε και τους κοίταξε. «Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αυτό. Δεν ξέρω αν µισούµε τους χριστιανούς… Ή µάλλον κάτι ξέρω. Αλλά δεν θα το πείτε πουθενά, ορκίζεστε;» Ορκίστηκαν τα αδέλφια γρήγορα γρήγορα, η περιέργεια, µαζί µε έναν αδιόρατο φόβο, έκανε το αίµα τους να παφλάζει µέσα στις φλέβες. «Ο πατέρας αγαπάει όλους τους ανθρώπους. Ποτέ δεν θα έκανε κακό σε κανένα. Όµως κρυφάκουσα τον Σελίµ, τον αδελφό µου, τον έναν από τους δίδυµους… Τον κρυφάκουσα
σε τούτο δω τον κήπο. Ήταν µε φίλους του, µε άλλους αξιωµατικούς. Τρόµαξα. Μιλούσανε για σφαγές» κοίταξε γύρω της µη και ερχόταν κάποιος «µιλούσανε και τα µάτια τους γυάλιζαν…». Έφερε ασυναίσθητα το χέρι στον λαιµό του ο Μποδοσάκης και αισθάνθηκε κρύο ιδρώτα να τρέχει στην πλάτη του. Ύστερα γέλασε ψεύτικα, ποια ήταν η Μπαχάρ; Ένα άβγαλτο µικρό κορίτσι που πήγαινε στο παρθεναγωγείο και διάβαζε γαλλικά ροµαντικά µυθιστορήµατα, αυτό ήταν, κι ας θύµωνε εκείνος µαζί της εξαιτίας της τόσης οµορφιάς της. «Οι πατεράδες µας λένε πως όλα θα πάνε καλά» προσπάθησε να φανεί γενναίος και αισιόδοξος. «Ο δικός µου ποτέ δεν θα µε έστελνε να τελειώσω το σχολείο εδώ αν δεν ήταν σίγουρος, έτσι δεν είναι;» «Έτσι» έγνεψε η Μπαχάρ κι ύστερα γύρισαν και οι δυο προς τη Σεβαστή. Γιατί δεν µιλούσε τόση ώρα; Την είδαν να κρατάει στα χέρια της ένα άσπρο, κατάλευκο τριαντάφυλλο που µόλις είχε κόψει. «Τσιµπήθηκα» είπε για να πει κάτι. Ο τρόµος είχε κυριεύσει την καρδιά της, και οι θείοι της στην Καισάρεια δυσοίωνα τα παρουσίαζαν τα πράγµατα, απ’ όσο µπορούσε να ακούσει και να καταλάβει. «Τι λες και συ;» ρώτησε χαµογελώντας πλατιά ο αδελφός της. «Δεν είναι αυτά παιδιάστικα πράγµατα;» «Είναι» απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Ήταν ακόµη ένα παιδί και αυτή.
«Πάµε στην παραλία;» ρώτησε συνωµοτικά η Μπαχάρ. «Τώρα κανείς δεν πρόκειται να µας ψάξει…» Βάδισαν χαρούµενοι και ξαλαφρωµένοι από τον πρόσκαιρο προβληµατισµό που πήγε να τους χαλάσει το κέφι. Βάδισαν µε βήµα ανάλαφρο προς το τέλος του τεράστιου κήπου, ως τη σιδερένια αυλόπορτα που φωτιζόταν µε µεγάλες λάµπες θυέλλης. Την άνοιξαν και βγήκαν σαν κλέφτες. Πολλές οι άµαξες που ήταν σταµατηµένες κατά µήκος του δρόµου αλλά οι περισσότεροι αµαξάδες είτε κοιµόνταν καθισµένοι στη θέση τους ή συµµετείχαν σε ένα µεγάλο «πηγαδάκι» που είχαν κάνει οι συνάδελφοί τους στο τέρµα του δρόµου. Περνώντας κάτω από το σκληρό φως της λάµπας, η Σεβαστή είδε πως το άσπιλο λευκό του τριαντάφυλλου είχε λεκιασθεί από το αίµα της. Δεν έδωσε σηµασία, τι λόγο είχε; Ήταν µόνο δεκάξι ετών και πήγαινε να συναντήσει τη θάλασσα.
Με τη φαρδιά δαντελένια φούστα ένα κουβάρι µέσα στην αγκαλιά της και τις ασορτί κεντηµένες γόβες παρατηµένες στην υγρή αµµουδιά, η Σεβαστή έκανε δυο τρία δειλά βηµατάκια µέσα στο θαλασσινό νερό. Ήταν πολύ δροσερό, ξαφνιάστηκε, δεν το περίµενε τόσο κρύο, γέλασε. «Πώς είναι;» ρώτησε δειλά η Μπαχάρ. Είχε µεγαλώσει δίπλα στη θάλασσα και ποτέ δεν είχε βάλει
ούτε καν τα πόδια της µέσα. Μόνο πετρούλες της άρεσε να πετά και αυτό µέχρι τα δέκα, δώδεκα χρόνια της. Μετά της κάλυψαν τα µαλλιά και µόνο από το παράθυρό της µπορούσε πια να ατενίζει τη θάλασσα. «Ωραία…» δίστασε η Σεβαστή. «Ωραία και κρύα, αλλά τώρα τη συνήθισα κάπως… Ωραία!» δήλωσε ενθουσιασµένη. «Πώς να το πω… σαν να περπατάω σε παγωµένο µετάξι… Μη µου πεις πως δεν έχεις δοκιµάσει ποτέ;» Κούνησε το κεφάλι της η Μπαχάρ αρνητικά. «Έλα τότε» την προέτρεψε η Σεβαστή «έλα να δοκιµάσεις! Και συ, Πρόδροµε!». Ο Μποδοσάκης αρνήθηκε, δεν τον ενδιέφερε το υγρό στοιχείο, εκείνου τόπος ήταν τα βουνά και τα λαγκάδια, ειδικά όταν ήταν καβάλα στην Ιππολύτη. «Λες;» γεµάτη ελπίδες ήταν η ερώτησή της Μπαχάρ. «Λες να τη δοκιµάσω κι εγώ…» και άστραψαν από την έξαψη τα µάτια της. Η νύχτα, συνένοχος των κοριτσιών, έγινε πιο σκοτεινή όσο οι τέσσερις νεανικές γάµπες βούλιαζαν στο δροσερό νερό, για να µην µπορέσει κανείς, ακόµα και ο Μποδοσάκης που ήταν τόσο κοντά, να δει την κρουστή και φεγγοβολούσα σάρκα τους. Έπνιξε τα γέλια της µέσα στα χέρια που είχαν κουβαριασµένο το άσπρο της φουστάνι η Μπαχάρ, η χαρά της ανείπωτη και η χονδρή άµµος τής γαργαλούσε τις πατούσες. «Είναι ωραία» είπε ονειροπόλα. «Σκέψου πόσο πιο όµορφα θα είναι τη µέρα. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να µπω και
µέρα…» «Να έρχεσαι έστω και τη νύχτα» της πρότεινε η Σεβαστή. «Εγώ έτσι θα έκανα, µην κοιτάς που δεν πρόκειται να ξαναµπώ στη θάλασσα ούτε νύχτα… Και να σου πω την αλήθεια αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπω, αγγίζω, γεύοµαι το θαλασσινό νερό!» Και έγλειψε τα χείλη της σαν για να επιβεβαιώσει το «γεύοµαι». Ο Μποδοσάκης πετούσε δίπλα τους πετραδάκια, το νερό πιτσιλούσε τα κορίτσια στα ρούχα, στα µαλλιά, στο πρόσωπο. «Να ξανάρθεις!» της είπε µε λαχτάρα η Μπαχάρ, και µετά µελαγχόλησε απότοµα. «Να ξανάρθετε, αν και ξέρω πόσο µακρύ και δύσκολο ταξίδι είναι. Ελπίζω να µη βγούνε αληθινά όσα έλεγε ο αδελφός µου…» Ξαπλωµένοι και οι τρεις στην υγρή άµµο, κοίταζαν το χρυσοστόλιστο ταβάνι του ουρανού. «Ωραία είναι εδώ…» είπε η Σεβαστή και η καρδιά της βούλιαζε από µιαν άγνωστη λύπη. «Πολύ ωραία» συµφώνησε η Μπαχάρ. «Είσαι φίλη µου, Σεβαστή, να το θυµάσαι αυτό». Ένωσαν τα χέρια τους τα κορίτσια και έδεσαν σφιχτά τα δάχτυλά τους. Μισό µέτρο δίπλα από το σώµα της αδελφής του, τα µάτια του Μποδοσάκη γέµισαν δάκρυα και γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη µεριά. Άι σιχτίρ, σαχλά κορίτσια! Πέταξε την πιο µεγάλη πέτρα που βρήκε κοντά του στη θάλασσα, που σιωπούσε γεµάτη µυστήρια. Το νερό βρήκε το δεξί µάτι της Σεβαστής, τσίριξε από το ξάφνιασµα, βρήκε και το
λακκάκι στον λαιµό της Μπαχάρ και την έκανε να ανατριχιάσει παράξενα. Το σκούπισε µε την ιδρωµένη της παλάµη και άρχισε να µετράει τα αστέρια, όπως έκανε µικρή. «Είναι τόσα πολλά…» µουρµούρισε και εγκατέλειψε την προσπάθεια αµέσως. «Ποια είναι πολλά;» ρώτησε ο Μποδοσάκης. Τόσην ώρα, έτσι όπως ήταν ξαπλωµένος, δεν κοιτούσε το όµορφο πρόσωπο του κοριτσιού. Τώρα βρήκε ευκαιρία, σηκώθηκε από το πλάι της Σεβαστής και είδε την Μπαχάρ λουσµένη από το φως των αστεριών. Την αγαπώ… σκέφθηκε πληγωµένος. «Ποια είναι πολλά;» ξαναρώτησε για να µην καταλάβει καµιά από τις δυο τι είχε πάθει. Η Μπαχάρ σήκωσε τους ώµους της. «Είναι τόσα πολλά όσα αγαπώ». Ήταν και εκείνη µόλις δεκάξι χρονών.
Ιούνιος 2004: Περιήγηση στην Καππαδοκία ΗΜΕΡΑ 4Η
Έλσα
Στον άπλετο φωτισµό της τραπεζαρίας, όπου οι υπόλοιποι του γκρουπ παίρνουν το πρωινό τους, η Έλσα εισέρχεται απαστράπτουσα παρά το µεθύσι της προηγουµένης. Η Έλσα της παλιάς εποχής θα πήγαινε να καθίσει σε ένα ακριανό τραπέζι, µε τους πιο διακριτικούς συνταξιδιώτες, που σίγουρα δεν θα της έκαναν καµιά ερώτηση. Η Έλσα του σήµερα πηγαίνει κατευθείαν στο στόµα του λύκου, δηλαδή στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της κυρίας Ματίνας που, µην πιστεύοντας στην καλή της τύχη, την υποδέχεται µε µεγάλες χαρές και µικρότερα υπονοούµενα. «Και εµείς που είπαµε πως δεν θα έρθεις σήµερα και συ είσαι µες
στην καλή χαρά!» και «Μάτι, κορίτσι µου, µάτι θα ήταν, δεν µου είπες εµένα να σε ξεµατιάσω…». Σερβίρεται από τον µπουφέ η Έλσα κεφάτη και επιστρέφει στη θέση της. «Πεινάω πολύ. Σε τι αναφέρεστε ακριβώς, κυρία Ματίνα; Ποιο µάτι και γιατί νοµίσατε πως δεν θα ερχόµουν; Έχει γίνει κάτι που δεν ξέρω;» Ταράζεται εκείνη, ρίχνει έντροµες µατιά στον σύζυγο «λες να µη θυµάται τίποτα;», µαζεύει µε έµπειρες χούφτες τα ψίχουλα από το τραπέζι, τα ρίχνει στο άδειο της πιάτο και, µε τις ίδιες έµπειρες χούφτες, στρώνει και ξαναστρώνει τις πτυχώσεις του τραπεζοµάντιλου µε περισυλλογή και αυταπάρνηση. «Υπέροχη η κρέπα» µουρµουρίζει µπουκωµένη η Έλσα και δεν δείχνει την παραµικρή αδηµονία για την απάντηση της κυρίας Ματίνας. Κι άλλη µατιά προς τον σύζυγο, αυτή τη φορά εκπέµπει sos: «Μήπως δεν κουβαλούσε την Έλσα στους ώµους του ο Αµερικάνος και µόλις έχω γίνει ρεζίλι των σκυλιών;». Εκείνος απτόητος κάνει πως απολαµβάνει τον καφέ του, πιο νερωµένος δεν γίνεται! Καλά να πάθει η µαντάµ, πότε θα µάθει επιτέλους να µη χώνει τη µύτη της σε ξένες ιστορίες; «Εγώ, Ματίνα µου, δεν είδα τίποτα, καλή µου» απολογείται ο άνθρωπος. «Τα νέα, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, άλλοι σου τα µετέφεραν». Γελάει από µέσα της η Έλσα. Εντάξει, τώρα είναι σίγουρη πως το ξέρουν όλοι, άρα δεν έχει να κρύψει τίποτα και έτσι και η
λίγη αγωνία που είχε γι’ αυτό το θέµα της φεύγει. «Τι έχουµε σήµερα;» ρωτάει καθώς βλέπει την Ελένη να τους κάνει νόηµα να βιαστούν. Η αρχηγός χαµογελάει συγκαταβατικά. Χρόνια στο κουρµπέτι και ξέρει καλά πως οι ταξιδιώτες, ειδικά όταν είναι σε πολυάριθµα γκρουπ, γίνονται κάπως σαν τα παιδιά, αφήνονται στα χέρια των άλλων, στα δικά της στην προκειµένη. «Δεν έχεις το πρόγραµµα µαζί σου, Έλσα, έτσι; Ορίστε, πάρε άλλο ένα» και της δίνει το δισέλιδο. «Θα κάνουµε µια µεγάλη βόλτα. Θα περάσουµε από την Άβανο και από εκεί στο υπαίθριο µουσείο του Ζέλβε. Θα δούµε δυο τρεις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες εκκλησίες…» Πάλι εκκλησίες… δυσανασχετεί η Έλσα αλλά δεν το δείχνει καθόλου, έχει χαραγµένο στο πρόσωπό της ένα µόνιµο χαµόγελο. Και καλό αυτό δεν το λες πάντως. «…και από εκεί στο κάστρο Ούτσχισαρ και στην κοιλάδα των Περιστεριών». «Θαυµάσια!» λέει και κοντεύει να το πιστέψει και η ίδια. Ήδη έχει ξεχάσει τι της είπε η Ελένη. Και ήδη αναρωτιέται πού στην ευχή να βρίσκεται ο Άλεξ; Το «ώριµο» γκρουπ σηκώνεται από τα τραπέζια µε νεανικό κέφι, πειράγµατα, γέλια και, κυρίως, µε διάθεση για ζωή. Σέρνεται πίσω τους και η Έλσα, ενώ µε τα µάτια σαρώνει τον χώρο της υποδοχής, τις χολιγουντιανές σκάλες, τη µεγάλη αυλή. Ούτε ίχνος του φωτογράφου. Μπαίνουν στο λεωφορείο και κάθονται πειθήνια στις θέσεις
τους. «Μουσική, µουσική!» φωνάζει κάποια εξαιρετικά κεφάτη. «Σε λίγο» απαντάει η Ελένη «έχω να σας πω µερικά πράγµατα…». Άλλοι υποδέχονται το σχόλιό της µε χειροκροτήµατα και άλλοι µε επιφωνήµατα απογοήτευσης «ωωωωωω». Η Έλσα ακουµπάει το κεφάλι της στο τζάµι και κλείνει τα µάτια. Ο ύπνος έρχεται αµέσως, πιο γρήγορα από ποτέ, έρχεται και την παίρνει στη ζεστή του αγκαλιά και από το πουθενά εµφανίζεται ο Άλεξ. «Μην πας µαζί τους, έλα σ’ εµένα». «Μα τώρα … τώρα έχω ξεκινήσει». «Ποτέ δεν είναι αργά, κορίτσι µου». Στα τζάµια του παράθυρου ένα αόρατο χέρι γράφει: Ο Άλεξ θα είναι µέσα στα λάθη µου; Η Έλσα βγάζει ένα χαρτοµάντιλο από την τσάντα της που περιέχει τα πάντα και το σβήνει µε µανία. Ύστερα, λέει. Βυθίζεται σε ύπνο χωρίς όνειρα. Ευτυχώς.
Αύγουστος 1919: Μερζιφούν
Σεβαστή
Το ένα από τα τέσσερα άλογα της άµαξας κούτσαινε. Αυτό είχε σαν αποτέλεσµα να πηγαίνουν λίγο πιο αργά. «Τι θα γίνει;» είχε ρωτήσει εκνευρισµένος ο Αβραάµ από το παράθυρο τον αµαξά, µετά την καλοπέραση στη Σαµψούντα του κακοφάνηκε –σε όλους είχε κακοφανεί– που είχαν στριµωχτεί και πάλι στην ξύλινη φυλακή τους και αρχίσανε το ταξίδι µέσα από τα βουνά για να γυρίσουν πίσω, προς Μερζιφούν. «Σε µια δυο ώρες φτάνουµε σε ένα χωριό, εφέντηµ’» τον είχε καθησυχάσει εκείνος. «Θα βρούµε άλογο να αλλάξουµε και να συνεχίσουµε». Αυτή τη φορά δεν είχαν µπει σε καραβάνι, ήταν όλες κι όλες τέσσερις άµαξες που θα περνούσαν από τη Μερζιφούν, οι άλλοι θα συνέχιζαν για Άµασα και θα έφταναν ως τη Σεβάς.
Τέσσερις άµαξες και δέκα ένοπλοι συνοδοί, µεγάλο σταυρό είχε κάνει ο Χατζηαβράµογλου πριν ξεκινήσουν, αυτά που του είχε πει ο Μουράτ µπέης όταν ήσαν οι δυο τους δεν ήταν ευχάριστα, επικίνδυνοι οι δρόµοι και ακόµα πιο επικίνδυνοι οι καιροί. Το «χωριό» που ανέφερε ο αµαξάς ήταν η Λαντίκ[89], ορεινή κωµόπολη πάνω στα βουνά µε ελληνικό πληθυσµό. Εκεί άλλαξαν το άλογο και έφυγαν γρήγορα να προλάβουν τις άλλες τρεις άµαξες που δεν το ’χαν σκοπό να καθυστερήσουν. Μεγάλη η µέρα ακόµη βέβαια αλλά, όσο να πεις, τέλειωνε το καλοκαίρι και κει πάνω σκοτείνιαζε πιο γρήγορα· ήταν µεγάλος ο ορεινός όγκος, έκρυβε νωρίς τον ήλιο. Αν ήθελε ο Θεός, ίσαµε το βράδυ θα έφταναν στον προορισµό τους. «Λυπάµαι» είχε γράψει στο ηµερολόγιό της τη µέρα της αναχώρησης. Μόνο αυτό. Και είχε ζωγραφίσει το παράθυρο στο δωµάτιο που τη φιλοξενούσε. Τη δαντελένια κουρτίνα, τις κορυφές των δέντρων και τα ανθισµένα γκιουλµπρισίµια, τη γαλάζια θάλασσα στο βάθος µε τον ανατέλλοντα ήλιο. Ονειρευόταν σε όλη τη διαδροµή η Σεβαστή, ονειρευόταν µε ανοιχτά µάτια και δυο κόµπους πίκρας στον λαιµό τη θάλασσα που της είχε κλέψει την καρδιά. Μεγάλος καηµός την είχε τυλίξει στα γλιστερά του πλοκάµια την ώρα που έβγαιναν από τη Σαµψούντα και χανόταν το γαλάζιο από τα µάτια της, µεγάλος ο καηµός για τη θάλασσα και άλλος τόσος για τη φιλενάδα που άφηνε πίσω της. Πρώτη φορά στη ζωή της είχε κι εκείνη µια φίλη. Στην Καισάρεια είχε φυσικά τις συµµαθήτριές της, µε τις
περισσότερες αγαπηµένη ήταν και πιο πολύ µε τις δυο Αρµενοπούλες, τη Στεπανή και την Αρπή, αλλά ποτέ δεν είχε ξαπλώσει µε καµιά στο ίδιο κρεβάτι, ποτέ δεν είχαν µπει στα κρυφά µέσα στη νύχτα στη θάλασσα, δεν είχαν πάει βόλτα µε το καΐκι ολόκληρη µέρα, δεν είχαν τρέξει µε τα µαλλιά τους λυτά στο περιβόλι µε τις λεµονιές και τις πορτοκαλιές, δεν είχαν µετρήσει µαζί τα άστρα, δεν είχαν πάει στο χαµάµ, δεν είχαν ράψει το ίδιο ακριβώς φόρεµα –δώρο της ανέ χανίµ της Μπαχάρ– για να θυµούνται η µία την άλλη, δεν είχαν βγει φωτογραφία µπροστά στο γαλάζιο του νερού –που στη φωτογραφία ήταν ένα ξέθωρο γκρίζο, αλλά εκείνη ήξερε πως ήταν γαλάζιο και αυτό της έφτανε– κρατώντας η µία το χέρι της άλλης, χαµογελώντας σεµνά, ενώ στην πραγµατικότητα ήθελαν να ξεκαρδιστούν στα γέλια. Στιγµές στιγµές την έπιανε το παράπονο τη Σεβαστή, η ιδιαιτερότητα της οικογενειακής τους κατάστασης που οφειλόταν σε πολλούς και διάφορους λόγους –τι να πρωτοαναφέρει τώρα: το γεγονός πως η µητέρα της δεν µιλούσε καλά τούρκικα; την αρρώστια του Συµεών; τον νταµπλά που βρήκε τη γιαγιά Σεβαστή; τον θάνατο του παππού και το µακροχρόνιο πένθος τους; τον θάνατο του µικρού και την παγωνιά που έπεσε στο σπιτικό τους µε το βαρύ πένθος και την αρρώστια της µάνας της;– την είχαν αποτρέψει από το να δηµιουργήσει µεγάλες φιλίες. Από όταν θυµόταν τον εαυτό της είχε να φροντίσει τη γιαγιά ή τη µάνα της, είχε να κανακέψει την Ελισσώ, να συµβουλέψει τον Μποδοσάκη, έπρεπε και τις
υπηρέτριες να προσέχει, πώς να έφτιαχνε φιλίες, να πάει και να ’ρθει σπίτια τους, να φιλοξενήσει και να φιλοξενηθεί; Ύστερα ήταν και η κατάσταση στην Καισάρεια τέτοια που δεν ευνοούσε τις σχέσεις των γυναικών. Η κοινωνία ήταν κλειστή, σφαλιχτή να έλεγε καλύτερα, οι γυναίκες στα σπίτια, µόνο µεταξύ συγγενών υπήρχαν σχέσεις, η εκκλησία µοναδική έξοδος και διέξοδος για κοινωνικές επαφές, και οι άνδρες φευγάτοι στη Δύση και στην Ανατολή, εξ αυτού οι γυναίκες τους έπρεπε να είναι διπλά προσεχτικές, τριπλά αποκλεισµένες, τετραπλά σεµνές. Ενώ εκεί, στη θάλασσα δίπλα, οι άνθρωποι χαµογελούσαν πιο πλατιά, µιλούσαν πιο εύκολα, επικοινωνούσαν καλύτερα. Η θάλασσα… Η θάλασσα αρχή και τέλος του κόσµου και εκείνη, η Σεβαστή, ήταν τόσο µακριά της.
Σκαλωµένος στις τελευταίες κουβέντες του Μουράτ µπέη –«Μποντός, θα έρθουµε να σε επισκεφθούµε οικογενειακώς στο σχολείο»– και κυρίως στη λέξη «οικογενειακώς», ο Μποδοσάκης είχε βρει λόγο για να κρατηθεί στη ζωή και να µην καβαλήσει την Ιππολύτη του και δώσουν έναν πήδο στον γκρεµό. Φεύγοντας από τη Σαµψούντα ο µικρός Χατζηαβράµογλου µε το µεγάλο βάρος στους ώµους –έπρεπε να πραγµατοποιήσει όλα τα όνειρα του πατέρα του– ήταν τόσο λυπηµένος, που ούτε να γκρινιάξει δεν είχε κουράγιο.
Ούτε καν το βολικό κόλπο πως τάχα κοιµόταν σε όλο το ταξίδι µπόρεσε να βάλει σε εφαρµογή γιατί, ενώ προσποιούνταν τον κοιµισµένο, συνεχώς ξεφυσούσε από το βάρος που είχε στο στήθος. Ο πατέρας του, αντιλαµβανόµενος πως ήταν ξύπνιος, τον ρωτούσε συνέχεια τι έχει και τι έχει. «Τίποτα» έλεγε εκείνος και έκλεινε πάλι τα µάτια, πίσω από τα βλέφαρά του παιχνίδιζε το γλυκό χαµόγελο της Μπαχάρ, ανέµιζαν αργά τα µαλλιά της στο χρώµα του βρεγµένου από φθινοπωρινή βροχούλα κάστανου, σάλευαν σαν ζωντανά καΐσια τα χείλη της, γυάλιζαν τα µαύρα της µάτια. Και τόσο πονούσε η ψυχή του για τον αποχωρισµό του από το κορίτσι, που ούτε σκεφτόταν πως σε λίγες, ελάχιστες µέρες θα αποχωριζόταν και τον πατέρα του, κυρίως όµως πως θα έχανε και τη Σεβαστή που την αγαπούσε και σαν αδελφή αλλά και σαν µάνα, κι ας µην της το είχε δείξει ποτέ, έτσι όπως το ένιωθε. Έµενε αµίλητος ο Μποδοσάκης και επαναλάµβανε συνέχεια τα λόγια του Μουράτ µπέη «…θα έρθουµε να σε επισκεφθούµε οικογενειακώς» και έχτιζε, µέσα στο µαύρο σύννεφο που σκέπαζε την ψυχή του, µε ελπίδα και έρωτα ένα µικρό χρυσαφένιο κάστρο, εκεί µέσα θα ζούσε στο εξής µαζί µε την Ιππολύτη, µέχρι να ερχόταν η µέρα που θα συναντούσε και πάλι την Μπαχάρ. Κι ας καιγόταν ο κόσµος όλος!
Η Μερζιφούν ήταν µια µικρή πόλη χτισµένη πάνω στο
πέρασµα από τον Πόντο στην Άµασα και από εκεί στην υπόλοιπη Μικρασία. Άγνωστο γιατί και πώς οι Αµερικάνοι προτεστάντες είχαν διαλέξει κείνο το µέρος για να ιδρύσουν το µεγάλο τους σχολείο, το περίφηµο «Κολλέγιο της Ανατολής». Ίσως γιατί ήθελαν να είναι κοντά στη θάλασσα, έτσι η επικοινωνία µε τον υπόλοιπο κόσµο θα ήταν πιο εύκολη. Ίσως γιατί το χριστιανικό στοιχείο ήταν έντονο στην περιοχή του Πόντου και ήταν πιο εύκολο να προσηλυτίσεις χριστιανούς παρά µουσουλµάνους. Ίσως γιατί από εκεί «επόπτευαν» και τα βορειανατολικά παράλια αλλά και τα µεσόγεια της Μικράς Ασίας. Ποιος ξέρει… Βουβά τα παιδιά έβλεπαν από τα παράθυρα τα χαµηλά σπίτια δεξιά και αριστερά του χωµατόδροµου που πήγαινε παράλληλα µε το ποτάµι και έκοβε τη µικρή πόλη στα δυο. Ο νους τους έτρεχε στον φαρδύ κεντρικό δρόµο της Σαµψούντας, από τη µια µεριά η θάλασσα, από την άλλη οι επαύλεις των πλουσίων εµπόρων και λογίων. Τούτο δω ήταν ένα µικρό µέρος που ούτε όµορφο δεν µπορούσες να το πεις – οροπέδιο όπως και η Καισάρεια και µάλιστα τριγυρισµένο από αµπέλια και περιβόλια, αλλά η πόλη… Αλίµονο, πώς θα έµενε ο Μποδοσάκης εκεί; Δυσανασχέτησε κάπως και ο Αβραάµ, µήπως τελικά δεν έπρεπε να είχε εµπιστευτεί τον θείο Ρίζο, µήπως έπρεπε να τον έπαιρνε µαζί του στη Σµύρνη, να φοιτούσε στην Ευαγγελική Σχολή; Έστριψε προβληµατισµένος το µουστάκι του. Ουφ! Ίσως θα έπρεπε να είχε εγκαταλείψει την ιδέα για µια επικερδή
επιχείρηση στον Πόντο, οι καιροί είχαν αλλάξει, µήπως αντί να εξαπλώνεται θα έπρεπε να συγκεντρωθεί σε όσα είχε και να µάζευε κοντά του όλη την οικογένεια; Κατακλυσµένος από αυτούς τους ενδοιασµούς ήταν ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου όταν κατέβηκαν µπροστά στο µοναδικό πανδοχείο. Οι υπόλοιποι, οι άλλες τρεις άµαξες δηλαδή µε τους επιβάτες τους, θα διανυκτέρευαν έξω από την πόλη, στο καραβάν σαράι που υπήρχε εκεί και το πρωί θα συνέχιζαν το ταξίδι τους. Κατέλυσαν στο µικρό διώροφο οίκηµα µε την ξύλινη στέγη, κουρασµένοι και σκονισµένοι, την εποµένη θα πήγαιναν στο Κολλέγιο που ήταν λίγο έξω από τη µικρή πόλη για µια αναγνωριστική επίσκεψη, τη µεθεποµένη θα γινόταν η εγγραφή του Μποδοσάκη στο σχολείο και η εγκατάστασή του στο οικοτροφείο, και την άλλη, αν δεν υπήρχε κάποιο πρόβληµα που δεν µπορούσε να σκεφτεί ο Αβραάµ, θα αναχωρούσαν µε τη Σεβαστή για την Καισάρεια. Δείπνησαν σχεδόν αµίλητοι, επικαλούµενοι όλοι την κόπωση του ταξιδιού ενώ ο καθένας ήταν βυθισµένος στις δικές του σκέψεις και στις προσωπικές του αγωνίες. Ο Αβραάµ αισθανόταν ένα φούσκωµα στο στοµάχι καθώς έφτανε η ώρα να αφήσει εκεί τον µοναχογιό του, τόσο µακριά από την πατρίδα τους και σε µια περιοχή τόσο ταραγµένη. Όλες οι διαβεβαιώσεις του θείου Ρίζου, του Μουράτ µπέη και των υπόλοιπων εµπόρων της Σαµψούντας, χριστιανών και µουσουλµάνων, για «περαστική διαταραχή στις σχέσεις τους» και για «γρήγορη ειρηνική επίλυση των διαφορών που είχαν
προκύψει», είχαν πάει περίπατο. Άφησε το φαγητό του ανέγγιχτο και ζήτησε να του φτιάξουν ένα χαµοµήλι. «Δεν είναι τίποτα» είπε στην ανήσυχη Σεβαστή που απόρησε για την ανορεξία του πατέρα της, άναψε τον ναργιλέ και ρούφηξε σεκλετισµένος τον αρωµατικό καπνό. Μπορεί στις επιχειρήσεις του να ήταν πρώτος, στον οικογενειακό στίβο όµως, τώρα το καταλάβαινε αυτό ο Αβραάµ, εκεί δεν τα είχε πάει και τόσο καλά. Απόδειξη πως δεν ήταν καθόλου σίγουρος για την απόφαση που είχε πάρει. Ο Μποδοσάκης έµεινε ώρα στον στάβλο χαϊδεύοντας τον λεπτό λαιµό της Ιππολύτης και βρέχοντάς τον µε τα πικρά του δάκρυα, ενώ της εξηγούσε πως δεν έκλαιγε. Όχι βέβαια! Οι άνδρες δεν κλαίνε, µόνο η σκόνη του δρόµου έφταιγε, τόσες ώρες µέσα στην άµαξα µε ζέστη και σκόνη, ορίστε, είχαν ερεθιστεί τα µάτια του. «Θα µείνουµε οι δυο µας πια» της είπε τρυφερά, και το ζώο τον σκούντησε στο στήθος µε τη µακριά του µούρη. «Θα µείνουµε οι δυο µας εδώ και θα περιµένουµε να… να… περάσουν τα χρόνια…» Ο κόµπος στον λαιµό τον δυσκόλευε να συνεχίσει. «…να περάσουν τα χρόνια για να γυρίσουµε πίσω. Αλλά θα περιµένουµε και εκείνη. Κι αν έρθει εκείνη, τότε πώς θα µπορέσουµε να φύγουµε ποτέ από εδώ;» Η Σεβαστή κοίταζε το φαγητό της στο πιάτο, καλοµαγειρεµένο και πλούσιο αλλά αυτόµατα έκανε τη σύγκριση µε τα δείπνα στο σπίτι του Μουράτ µπέη. Δεν ήταν η πολυτέλεια και ο πλούτος που της έλειπαν εκείνη τη στιγµή, ήταν η έµφυτη κοµψότητα και το καλό γούστο των
οικοδεσποτών τους, τα ωραία σερβίτσια, τα αρώµατα που έκαιγαν, οι πολιτισµένες συζητήσεις, τα απροσποίητα χαµόγελα της Μπαχάρ και της ανέ χανίµ της. Και το δικό τους σπίτι στην Καισάρεια ήταν µεγαλοπρεπές και ξεχώριζε ανάµεσα στα άλλα του ρωµαίικου µαχαλά, όµως ήταν πάντα τόσο σιωπηλό και τόσο… τόσο βαρύς ο αέρας που ανέπνεαν εκεί µέσα. Αναπόλησε τα αρώµατα των τριαντάφυλλων που έµπαιναν το βράδυ από το παράθυρό της η Σεβαστή, το µουρµούρισµα από τον παφλασµό των κυµάτων, το ευχάριστο ξάφνιασµα από την επαφή µε το θαλασσινό νερό. Και τις επόµενες δυο νύχτες, µέχρι να φύγουν από τη Σαµψούντα, τα κορίτσια µαζί µε τον Μποδοσάκη, όταν όλοι ησύχαζαν στο σπίτι, το έσκαγαν από το παράθυρο και πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών τους διέσχιζαν τον ναρκωµένο κήπο και πήγαιναν στη θάλασσα. Εκεί τσαλαβουτούσαν στα νερά και έµεναν ξαπλωµένοι στην άµµο κοιτώντας τα αστέρια, µιλώντας για τα όνειρά τους, για τα παιδικά τους χρόνια, ξεσπώντας κάθε τόσο σε πνιχτά γέλια – αλίµονό τους αν κάποιος τους άκουγε–, καµιά φορά µουρµουρίζοντας και τη µελωδία κάποιου τραγουδιού. Οι τρεις νύχτες στην παραλία, αλλά και όλες οι µέρες που πέρασαν στη Σαµψούντα, ήταν για τη Σεβαστή οι πιο ξένοιαστες και ευτυχισµένες της ζωής της, τώρα το καταλάβαινε αυτό και χαιρόταν που είχε καταφέρει να τις ζήσει. Μια ενοχή όµως που γύριζε στο κεφάλι της και βούιζε σαν σφήκα δεν την άφηνε να απολαύσει µέχρι τον πάτο το ηδονικό κρασί των αναµνήσεών της. Με το ανεπτυγµένο αίσθηµα της ευθύνης που
είχε απέναντι στην οικογένειά της, αισθανόταν κάποιας µορφής τύψεις για τις ευτυχισµένες µέρες της Σαµψούντας, πιστεύοντας πως έτσι µείωνε την αγάπη για τη µάνα, τα αδέλφια και τη νενέ της και την αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα της, την Καισάρειά τους. Κι έτσι, το βράδυ εκείνο στη Μερζιφούν, όταν η αντίστροφη µέτρηση για την επιστροφή είχε αρχίσει, η Σεβαστή ξαναµπήκε –βίαια είναι η αλήθεια– στον ρόλο που της είχαν δώσει από µικρή, της σοβαρής µεγάλης αδελφής δηλαδή που έπρεπε να φροντίσει για όλους και έπρεπε όλους να τους ευχαριστήσει. Ανέβαινε µε τον αδελφό της την ξύλινη σκάλα που έτριζε σαν διαολισµένη. Πήγαιναν, µε ανάµεικτα συναισθήµατα και µπόλικη κούραση, στην κάµαρα που µοιράζονταν οι δυο τους, ο πατέρας ήθελε να µείνει ακόµα λίγο κάτω. Στο µεταξύ είχαν φτάσει στο πανδοχείο πέντε έξι πεινασµένοι άνδρες και είχαν πιάσει την κουβέντα. Οι δρόµοι ενώνουν τους άγνωστους, αυτούς που την άλλη µέρα θα τους στείλουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. Έπαιρνε τις µορφές τους το κερί που κρατούσε στο χέρι του το αγόρι και τις έριχνε µαύρες, θεόρατες σκιές στους τοίχους. Από ένα ανοιχτό παράθυρο στο τέλος του στενού διαδρόµου ακούγονταν οι ήχοι της νύχτας· µια κουκουβάγια που έκρωζε µονότονα σε κάποια κοντινή στέγη, µπορεί και στη δική τους· οπλές αλόγου καθώς ανέβαιναν το στρατί µπροστά από το πανδοχείο· ένα παντζούρι που ανοιγόκλεινε έρµαιο στο βραδινό αεράκι. Τα λόγια έµεναν φυλακισµένα µέσα στα στόµατα, ενώ
οι καρδιές των παιδιών χτυπούσαν άτακτα, η λύπη σαν τη νύχτα έξω τους σκέπαζε, τους κυρίευε αλλά δεν είχαν µάθει να µιλάνε για τέτοια, µόνο στα καθήκοντά τους έπρεπε να είναι όλοι εντάξει. Το µεγάλο κλειδί ζορίστηκε λίγο να ανοίξει την πόρτα, µια παράξενη µυρωδιά σαν φρεσκοκοµµένο χόρτο τούς υποδέχτηκε, και ένα δροσερό κύµα αέρα, που έκανε τη φλόγα του κεριού να τρεµοπαίξει αλλά άντεξε και δεν έσβησε, και έτσι οι σκιές τους ακολούθησαν και µέσα στην κάµαρα. Συνήθισαν τα µάτια στο σκοτάδι και είδαν τη µικρή κάµαρα, δυο στενά κρεβάτια δίπλα δίπλα, µια καρέκλα, ένα τραπέζι µε µια λεκάνη και µια κανάτα, αυτά όλα κι όλα. Ο Μποδοσάκης έκανε να κάτσει στο πρώτο κρεβάτι, τον σταµάτησε η Σεβαστή. Του πήρε το κερί από το χέρι, κοίταξε πάνω στο τραπέζι, βρήκε άλλο ένα και το άναψε και εκείνο. Ύστερα έσκυψε πάνω από τα δυο κρεβάτια και, υπό το φως των δυο κεριών, έλεγξε τα υφαντά σεντόνια όσο µπορούσε πιο σχολαστικά. «Τώρα µπορείς» του είπε, και το αγόρι έπεσε βαρύ µε τα ρούχα και τις µπότες. Ούρλιαξε ο σοµιές από το ξάφνιασµα και η Σεβαστή βιάστηκε να κάνει ένα παρατεταµένο «σσσσσς!». Η ώρα ήταν περασµένη και ανησύχησε για τους άλλους στα διπλανά δωµάτια. Αν υπήρχαν άλλοι. Πήγε και στάθηκε στο παράθυρο. «Βγάλε τουλάχιστον τις µπότες σου» είπε κοιτώντας έξω το καλοκαιρινό σκοτάδι, τούλι λεπτό που σκέπαζε τα πάντα αλλά άφηνε να δεις τους όγκους, τα σχήµατα, τα περιγράµµατα και
έτσι να φανταστείς, αν ήθελες κι αν ήταν το χούι σου τέτοιο, τις λεπτοµέρειες. Ακούστηκαν οι µπότες να πέφτουν, ορφανές από τα πόδια του, στο πάτωµα, χαµογέλασε µε κατανόηση η Σεβαστή. Αυτός ήταν ο Μποδοσάκης, ο λατρεµένος της Μποδοσάκης, ένα παραχαϊδεµένο αγόρι µε φουσκωµένα τα µυαλά από τα δικαιώµατα του φύλου του, που αδηµονούσε να ανδρωθεί κι ας ήταν ακόµη τόσο, µα τόσο παιδί. Το κρώξιµο της κουκουβάγιας τής έφερε µια ανατριχίλα, κάποιο θάνατο πίστευαν πάντα πως προµηνούσε αλλά η Σεβαστή δεν είχε ακούσει κουκουβάγια ούτε όταν είχε πεθάνει ο πάππος της ούτε όταν είχε χαθεί ο Συµεών τους. Τώρα όµως στην απέραντη µοναξιά του παράθυρού της το κορίτσι σκιάχτηκε κάπως. Λες να είχε συµβεί κάτι στο σπίτι τους; Και είχαν ταξίδι µακρύ για την επιστροφή, άφηναν και τον αδελφό της πίσω. «Φοβάσαι;» ρώτησε απαλά τον Μποδοσάκη που δεν είχε βγάλει κουβέντα από τα χείλη. Τον άκουσε να στριφογυρνάει στο κρεβάτι. Τον φαντάστηκε να σηκώνει τους ώµους του, όπως πάντα όταν ήθελε να αποφύγει µια απάντηση. Πέρασαν λίγα λεπτά σε απόλυτη σιωπή, ακόµα κι η κουκουβάγια δεν έκρωξε λες και περίµενε και εκείνη, κουρνιασµένη στην ξύλινη σκεπή, να ακούσει την απάντηση. «Φοβάµαι…» έφτασε µε το ζόρι η βραχνή, εφηβική του φωνή ως τα αυτιά της.
Σκίρτησε η καρδιά της Σεβαστής. Το αγοράκι της, έναν µόλις χρόνο µικρότερο από κείνη, αλλά είχε µάθει να τον σκέφτεται σαν παιδί της, αφού πάντα έπρεπε να φροντίζει για το καλό του. Το αγοράκι της… «Αν υπήρχε και ο παραµικρός κίνδυνος ο πατέρας δεν θα σε άφηνε εδώ, το ξέρεις, έτσι δεν είναι;» Πάλι έτριξε ο σοµιές, πάλι ο Μποδοσάκης στριφογύρισε. «Ναι…» είπε κάπως διστακτικά. «Το ξέρω. Αλλά δεν φοβάµαι γι’ αυτό. Με … µε… τροµάζει το άγνωστο, Σεβαστούλα!» Και ίσως να είχε έναν κρυφό λυγµό η φωνή του. «Το άγνωστο και… και τα τρία χρόνια µακριά … σας». Τώρα συνειδητοποιούσε πως θα υπέφερε µε τον χωρισµό όχι µόνο από τη µάνα του αλλά και από τις αδελφές, τούτη δω κυρίως, τη στιβαρή Σεβαστή, που ήταν και µάνα και αδελφή. Είδε εκείνη τη στιγµή η Σεβαστή το φεγγάρι να ανατέλλει πίσω από το βουνό και η ψυχή της αγαλλίασε από το θαµπό φως, αλλά συνέχισε να πονάει για το αγοράκι της. «Ναι. Το ξέρω. Είναι πολλά τρία χρόνια» είπε αυθόρµητα κάτω από την επήρεια του φεγγαρόφωτου ενώ άλλο θα ήθελε να του πει. «Εννοώ… εννοώ…» Γιατί να του πει ψέµατα; Ήταν αδελφός της και τον αγαπούσε πολύ. Και εκείνος ήταν ένα έξυπνο παιδί, τις κοροϊδίες ούτε τις άντεχε ούτε τις έχαφτε. «Είναι πολλά τα τρία χρόνια, Μποδοσάκη, αλλά θα περάσουν γρήγορα. Είδες τι λένε οι µεγάλοι… σαν νερό κυλάνε τα χρόνια… αυτό δεν λένε;»
Δεν απάντησε εκείνος. Αν απαντούσε, η Σεβαστή θα καταλάβαινε πως έκλαιγε. Και αυτός ήταν ένας άνδρας και δεν επιτρέπονταν τα δάκρυα. «Δεν είδες πόσο γρήγορα πέρασαν οι µέρες στη Σαµψούντα; Σαν να ’ταν σήµερα που είχαµε φτάσει, κι όµως έχουµε ήδη δυο µέρες που φύγαµε. Αλλά περάσαµε ωραία, έτσι;» Και η καρδιά της πληµµύρισε από τις όµορφες αναµνήσεις. Πάλι δεν απάντησε ο µικρός. Τι να έλεγε, οποιαδήποτε αναφορά στη Σαµψούντα θα ήταν σαν µια επώδυνη αστραπή µέσα στο σώµα του, µια αστραπή που θα έκαιγε ό,τι ακουµπούσε. «Να δεις που θα ξαναβρεθούµε όλοι µαζί, Μποδοσάκη. Εµείς οι δυο και η Μπαχάρ, οπωσδήποτε! Να δεις που θα ξαναβρεθούµε…» προσπάθησε να του δώσει ελπίδα. Μπορεί να µην είχαν µιλήσει ποτέ γι’ αυτό, αλλά η Σεβαστή ήταν έξυπνο κορίτσι, είχε δει τη φλόγα στα µάτια του αδελφού της κάθε φορά που κοιτούσε την όµορφη Μπαχάρ, είχε δει και την αµηχανία του. Τον άκουσε να στριφογυρνάει στο στρώµα και να ξεφυσάει. Χαµογέλασε κρυφά στη µοναξιά του σκοτεινού παράθυρου η Σεβαστή και η καρδούλα της έλιωσε στη σκέψη πως ο αδελφός της αγαπούσε την Μπαχάρ. Η µικρή, η Ελισσώ, είχε αγαπήσει τον Ιορδάνη µε το που τον είχε δει, και ο Μποδοσάκης είχε αγαπήσει το κορίτσι από τη Σαµψούντα. Κοίταξε το φεγγάρι που ανέτελλε πίσω από το βουνό. Το φως του, χίλια καντάρια ασήµι, χυνόταν από την κορυφή προς τα κάτω σαν ψυχρή
λάβα, και σκόρπιζε µια πάχνη γύρω γύρω. Θα αγαπούσε ποτέ άραγε η Σεβαστή; Θα αισθανόταν και αυτή την έξαψη που είχε δει στα µάτια και στη συµπεριφορά της αδελφής της εκείνο το βράδυ; Θα πάθαινε το πλάκωµα στο στήθος που έλιωνε τον Μποδοσάκη; Χαµογέλασε στο φεγγάρι που αποκαλύφθηκε ολόκληρο και τώρα έλαµπε ο τόπος ένα γύρο, ενώ η πάχνη είχε µετατραπεί σε ένα υπέροχο, λαµπρό φως. Χαµογέλασε η Σεβαστή, ένα παλικάρι µε πρόσωπο τόσο λαµπερό όσο της σελήνης ήθελε να αγαπήσει και εκείνη.
Άκουσε ελαφρά πατήµατα να πλησιάζουν. Βρισκόταν στην άκρη του δάσους που ξεκινούσε µετά το κυρίως κτίριο του Κολλεγίου, απ’ όπου έρχονταν συνέχεια οµιλίες και υπήρχε έντονη κίνηση. Σιγά σιγά, όπως τους είχαν πληροφορήσει την προηγούµενη, έφταναν οι µαθητές και οι µαθήτριες από όλη τη Μικρά Ασία. Τα µαθήµατα θα άρχιζαν τον Οκτώβρη, τώρα ξεκινούσε ένα πρόγραµµα προσαρµογής και οπωσδήποτε ήταν παρακινδυνευµένο κάποιος να φτάσει τελευταία στιγµή, οι καιρικές συνθήκες άλλαζαν απότοµα εκεί στα βουνά. Δεν φοβήθηκε καθόλου στο άκουσµα των βηµάτων, µπορεί πρόσφατα να είχε µαγευτεί από την οµορφιά της θάλασσας αλλά και το δάσος που αντίκρισε εκεί, το δάσος µε τα πανύψηλα δέντρα, και εκείνο ήταν υπέροχο και της είχε
γαληνέψει την αναστατωµένη της ψυχή. Τσάκισε ήρεµα τη σελίδα και έκλεισε απαλά τα δερµάτινα εξώφυλλα του βιβλίου, ένα γλυκό αίσθηµα την πληµµύρισε, κάτι σαν προσµονή… κάτι σαν βεβαιότητα… Το χέρι της χάιδεψε την επιφάνεια που δεν ήταν απόλυτα λεία και επέµεινε λίγο στα ανάγλυφα γράµµατα. Bel Ami, ένα βιβλίο για έναν πολιτισµό τόσο διαφορετικό από το δικό τους, κάτι που σε άλλες περιπτώσεις θα την ξετρέλανε όµως τώρα… τώρα εκείνη η προσµονή… Μάζεψε γρήγορα τα µυαλά της που, παρ’ όλη την προσµονή, ακόµη έτρεχαν στο Παρίσι του προηγούµενου αιώνα και στην µπελ επόκ µε την άνθηση της ζωγραφικής, την ανάδειξη των µπορντέλων ως σηµείων αναφοράς για καλλιτέχνες και συγγραφείς και τη σαµπάνια που άφριζε σε κρυστάλλινα ποτήρια.
Είχαν επισκεφθεί την προηγουµένη το Κολλέγιο, είχαν φτάσει µε την αγωνία να τους σφίγγει τον λαιµό. Τι θα έβρισκαν; Πόσο θα του άρεσε εκεί του Μποδοσάκη, αν του άρεσε; Πώς θα τον άφηναν και θα έφευγαν; Το κεντρικό κτίριο –σε µια απέραντη έκταση ήταν διάσπαρτα περισσότερα από σαράντα µικρότερα– ήταν ένα µεγάλο τριώροφο οίκηµα µε πολλά τοξωτά παράθυρα και ωραία κωνική σκεπή, που στην κορυφή της είχε έναν πυργίσκο µε ρολόι, λεπτοµέρεια που εντυπωσίασε τους Καϊσερλήδες. Το κτίριο του Ανατόλια, αν εξαιρέσεις το µέγεθος
και το υλικό κατασκευής του, έµοιαζε αρκετά µε το σπίτι τους στην Καισάρεια. Αυτό βέβαια ήταν δέκα φορές µεγαλύτερο και είχε ασβεστωµένους, κατάλευκους τοίχους ενώ το δικό τους ήταν όλο από πέτρα. Σε διάφορα σηµεία, στις αυλές, σε γήπεδα, σε άλλα µικρότερα κτίρια, ακόµη γίνονταν κάποιες εργασίες αλλά, όπως τους πληροφόρησε ο ίδιος ο Πρόεδρος που τους είχε καλωσορίσει –η µεγάλη δωρεά που είχε κάνει στο µεταξύ ο Αβραάµ Χατζηαβράµογλου είχε εκτιµηθεί δεόντως– ήταν ζήτηµα δύο ή τριών ηµερών το σχολείο να είναι απολύτως έτοιµο. Η υποδοχή που τους είχε γίνει ήταν ευγενικά τυπική, µπορεί τα χαµόγελα να ήταν µετρηµένα και να έλειπαν οι ανατολίτικοι τρόποι και η εγκαρδιότητα, τα λόγια όµως ήταν συγκεκριµένα και ουσιαστικά. «Έτσι είναι οι προτεστάντες» τους εξήγησε αργότερα ο πατέρας τους. «Είναι αυστηροί, αλλά σωστοί άνθρωποι». Ο Αβραάµ σύστησε τα παιδιά του στον Αµερικάνο που, µε τη βοήθεια ενός Αρµένη διερµηνέα –είχε πληροφορηθεί πως το παιδί διδασκόταν τη γλώσσα του, αλλά καλού κακού είχε πάντα διερµηνέα– καλωσόρισε τον Μποδοσάκη, του ευχήθηκε καλή διαµονή και καλή πρόοδο και του διευκρίνισε πως το σχολείο ήταν απαιτητικό και καλά θα έκανε να το ξέρει από την αρχή. Το αγόρι δεν έβγαλε τσιµουδιά από το στόµα του, τα αυτιά του ήταν κατακόκκινα και τα χείλη του άσπρα σαν το πανί και όλη την ώρα κουνούσε νευρικά το δεξί του πόδι, λες και κλοτσούσε αόρατα πετραδάκια στο δάπεδο.
Ύστερα ο άνδρας µε το πυκνό λευκό µουστάκι χαµογέλασε ελαφρώς πιο πρόσχαρα στη Σεβαστή που το ενδιαφέρον της για όσα άκουγε είχε επισκιάσει κάπως την ντροπή που αισθανόταν, και τη ρώτησε αν θα ήθελε να γίνει και εκείνη µαθήτρια στη σχολή τους. Την απάντηση βιάστηκε να τη δώσει ο πατέρας της δηλώνοντας πως η κόρη του είχε ολοκληρώσει τη φοίτησή της στο Παρθεναγωγείο της Καισάρειας και όσα είχε µάθει ήσαν αρκετά για µια κοπέλα της τάξης τους που δεν θα χρειαζόταν ποτέ να εργαστεί. Ο Πρόεδρος κούνησε το κεφάλι του επιδοκιµαστικά, χατίρια δεν χαλούσε στους ντόπιους, και ο ίδιος εξάλλου αυτή την άποψη είχε· οι γυναίκες δεν χρειαζόταν να µορφώνονται πολύ, άσχετα αν η δουλειά του ήταν να βρίσκει όσο το δυνατόν περισσότερους µαθητές. Η οικογένεια Χατζηαβράµογλου ξεναγήθηκε στους χώρους του Κολλεγίου και εντυπωσιάστηκε από όσα είδε και κυρίως από όσα άκουσε για τις πολλές δραστηριότητες των µαθητών. Είχαν οµάδα µουσικής, θεατρική οµάδα αλλά –και αυτό κυρίως ενθουσίασε τον νεοεισερχόµενο µαθητή– ποδοσφαιρική οµάδα, διάσηµη και περίφηµη σε όλη την περιοχή, µε το όνοµα «Πόντος» στην οποία, ξεχνώντας τις ντροπές και τη στενοχώρια του, ο νεαρός δήλωσε αµέσως συµµετοχή. Αφού ο Μποδοσάκης, µε τη συνοδεία του Αρµένη διερµηνέα, εγκαταστάθηκε στον θάλαµο που θα κοιµόταν, µαζί µε άλλα εννέα παιδιά της ηλικίας του, έχοντας πρώτα σιγουρέψει την Ιππολύτη στους στάβλους του Κολλεγίου, ο Πρόεδρος τους
κάλεσε να φάνε µαζί στην τραπεζαρία του σχολείου. Το αγόρι είχε κοιτάξει µε νόηµα τον πατέρα του που ετοιµαζόταν να αρνηθεί, προσπαθούσε να παρατείνει την παραµονή των δικών του όσο περισσότερο γινόταν, έτρεµε τη στιγµή που θα έµενε µόνος σε έναν ξένο τόπο, έτσι ο Αβραάµ συγκατένευσε. Οδηγήθηκαν στη µεγάλη τραπεζαρία µε τις τέσσερις σειρές πάγκων, που µπορούσαν να φιλοξενήσουν περισσότερους από διακόσιους µαθητές, και το υπερυψωµένο βάθρο στη µία πλευρά της αίθουσας, πάνω στο οποίο ήταν στηµένο ένα µεγάλο τραπέζι όπου, όπως τους εξήγησαν, έτρωγαν οι καθηγητές επιβλέποντας τους µαθητές. Ο Αβραάµ και η Σεβαστή γευµάτισαν σε εκείνο ακριβώς το υπερυψωµένο τραπέζι µαζί µε τον Πρόεδρο και τους λίγους καθηγητές που είχαν φθάσει στο Κολλέγιο, ενώ ο Μποδοσάκης κάθισε κάτω, στα άδεια σχεδόν τραπέζια που ήταν για τους µαθητές. Η Σεβαστή έκανε την καταµέτρηση – µόνο είκοσι πέντε αγόρια είχαν ήδη φτάσει στο Κολλέγιο. Δεν σήκωσε τα µάτια να κοιτάξει τους συνδαιτυµόνες που τους σύστηνε ο Πρόεδρος, µόνο κουνούσε το κεφάλι χωρίς να συγκρατήσει κανένα από τα ονόµατα που άκουσε πλην… πλην… Πλην κάποιου ονόµατος που, αν και ήταν αµερικάνικο, της ακούστηκε σαν ελληνικό. Ένας από όλους τους καθηγητές –και ήσαν εκεί εφτά άτοµα–, ένας από όλους, εκείνος που τον είχε συστήσει τελευταίο ο Πρόεδρος, λεγόταν Αλεξάντερ… Αλεξάντερ και κάτι άλλο… Δεν το είχε καταλάβει ακριβώς το δεύτερο η Σεβαστή, πρώτη φορά άκουγε τέτοιο όνοµα, ήταν και
το άγχος… Περίεργη να ανακαλύψει ποιος ήταν ο κάτοχος των δυο ονοµάτων, παρέβλεψε την αµηχανία και τη συστολή της και κοίταξε προς την απέναντι άκρη του τραπεζιού, από εκεί που ερχόταν ο απόηχος µιας φωνής η οποία µόλις είχε πει πως χαιρόταν πολύ. Τα µάτια συναντήθηκαν ανάµεσα από ένα µεγάλο ασηµένιο κηροπήγιο – ασφαλώς θα χρησίµευε, τις µουντές χειµωνιάτικες µέρες, να φωτίζει εκείνο το τραπέζι. Αµέσως της ήρθε στον νου το προηγούµενο βράδυ µε τους ψίθυρους της ακίνητης νύχτας και το φως του φεγγαριού έτσι όπως έγλειφε τους λόφους, τα δέντρα και τα χαµηλά σπίτια της Μερζιφούν. Η Σεβαστή, δεκάξι χρόνων κοπελίτσα, χαµογέλασε σαστισµένη καθώς ανακάλυπτε κάπως απότοµα και σε περίεργο τόπο τις συµπτώσεις της ζωής. Μόλις πριν από λίγες ώρες είχε ευχηθεί να αγαπήσει ένα παλικάρι µε πρόσωπο τόσο λαµπερό όσο του φεγγαριού. Ο νεαρός που καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και παρ’ όλα τα φυσικά εµπόδια –το πανύψηλο κηροπήγιο και δυο τρεις µεγάλες καράφες µε νερό που µόλις είχαν προσγειωθεί πάνω στο αδρό τραπεζοµάντιλο– είχε το πιο φωτεινό πρόσωπο που η Σεβαστή είχε δει ποτέ.
Ακούµπησε πιο αναπαυτικά την πλάτη της στον στιβαρό κορµό της πανύψηλης καστανιάς και έφτιαξε τη φούστα του
φορέµατος, εκείνου που της είχε χαρίσει η ανέ χανίµ της Μπαχάρ. Θέλοντας να πραγµατοποιήσει οπωσδήποτε το όνειρό της να καθίσει ξένοιαστη κάτω στη γης και να περάσει ώρες διαβάζοντας µέσα σε ένα δάσος, αλλά και προσέχοντας να µη λερωθεί το υπέροχο γαλάζιο φουστάνι, είχε στρώσει πάνω στο παχύ χορτάρι τη µαύρη της εσάρπα, εκείνη που ήταν κεντηµένη µε τους κατακίτρινους ηλίανθους. Ο ήχος των βηµάτων φάνηκε να χάνεται, σαν να είχε αποµακρυνθεί από το δέντρο «της» ο κάτοχός τους, και το κορίτσι έκλεισε τα µάτια και ανέπνευσε βαθιά. Τα αρώµατα από τη δροσερή γη και τα καταπράσινα δέντρα γέµισαν τα πνευµόνια της και µέσα στην απόλυτη σιωπή που βασίλεψε για λίγο, η Σεβαστή άκουσε τα ακατάληπτα λόγια που µουρµούριζε ο αέρας, καθώς κυκλοφορούσε ανάµεσα στα πλατιά φύλλα του καστανόδασους. Αύριο φεύγανε… Αύριο φεύγανε… Αύριο, δυστυχώς, φεύγανε. Σαν άνοιξε και πάλι τα µάτια, βρήκε τον ήλιο να παίζει, σκαρφαλωµένος στην κορυφή της «δικής της» καστανιάς, µε τους άγουρους καρπούς που ήταν τυλιγµένοι σε ανοιχτόχρωµα αγκάθια. Αναστέναξε, ένα βάρος πίεζε το στήθος της και µια ισόποση χαρά. Τι µου γίνεται; αναρωτήθηκε, και τότε άκουσε τη φωνή που ερχόταν από ψηλά και προσπαθούσε να µιλήσει ελληνικά. «Κα.. ληµέ…ρρρρα…» Πετάχτηκε όρθια αφήνοντας το βιβλίο να πέσει από την αγκαλιά της και στραβώθηκε από τη λάµψη καθώς
προσπάθησε να κοιτάξει ποιος της απηύθυνε χαιρετισµό – όχι πως είχε καµιά αµφιβολία ότι ήταν εκείνος. «Παρακαλώ… µην … µην ανησυχείτε…» χαµογελούσε καλοσυνάτα ενώ στα χέρια του έπαιζε αµήχανα το καπέλο που µόλις είχε βγάλει αποκαλύπτοντας τα λαµπερά, ξανθά και ανακατωµένα του µαλλιά. Χαµογέλασε µε κόπο η Σεβαστή και έριξε το βλέµµα της κάτω, στο ασφαλές χορτάρι που δεν µπορούσε να τη στραβώσει µε την εκτυφλωτική του λάµψη όπως ο νέος µε τα δυο ονόµατα. Το ένα εκ των οποίων ήταν… Αλεξάντερ. «Δεν γνωρίζω αν µε…» έψαχνε να βρει τη λέξη «αν µε γνωρίζετε…». Έσκυψε το κεφάλι της, κουνώντας το απαλά. «Ναι» ψιθύρισε ντροπαλά στα αγγλικά. Όταν ήταν µικροί εκείνη και τα αδέλφια της, η Μακρίνα τους µιλούσε πολλές φορές στα αγγλικά, ήταν η µεταξύ τους µυστική γλώσσα. Μετά όµως… µετά τα διάφορα συµβάντα… είχε πάψει να τους µιλάει στη «µυστική» τους γλώσσα –σχεδόν είχε πάψει να τους µιλάει γενικά…– γι’ αυτό και ο Αβραάµ πρόσφατα, αναγνωρίζοντας την αξία της γλωσσοµάθειας, µαζί µε τη δασκάλα των γαλλικών, είχε προσλάβει για τις σπορές του και δασκάλα να τους µαθαίνει τα εγγλέζικα. «Ναι… ναι… σας θυµάµαι…» είπε ντροπαλά, τα µάγουλά της έκαιγαν, η καρδιά της χτυπούσε να σπάσει, τα χείλη της έτρεµαν και… και τα αγγλικά τής έρχονταν στο στόµα µε ευκολία. Μόνο να βγούνε από εκεί δυσκολεύονταν.
Κούµπωσε το µαύρο σακάκι του ο νέος και της πρότεινε το χέρι του. «Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ. Καθηγητής Ιστορίας». Έλµερ. Όνοµα παράξενο, αλλά τόσο ποιητικό! Αλεξάντερ… Αλέξανδρος… Αυτό το όνοµα τον έφερνε κοντά της, τον έκανε δικό της άνθρωπο, λες και τον ήξερε από πάντα. Κάρτερ, πρώτη φορά άκουγε τέτοιο επίθετο, αλλά τι σηµασία είχε; «Σεβαστή Χατζηαβράµογλου» είπε όσο πιο αργά µπορούσε έχοντας επίγνωση της δυσκολίας του ονόµατός της και χωρίς να τον κοιτάει. Τα χέρια τους ενώθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα, νευρώδες και δυνατό το δικό του, λεπτό και παγωµένο το δικό της. «Χα… χατζη… αµπραάµ… ογλου…» συλλάβισε χαριτωµένα ο Έλµερ. «Σεβαστή, που σηµαίνει άνθρωπος φρόνιµος και λογικός, που δείχνει εκεί που πρέπει ή χρειάζεται… δείχνει… respect. Συγγνώµη, δεν γνωρίζω ή δεν θυµάµαι το ουσιαστικό». «Σεβασµό» ψιθύρισε το κορίτσι. «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» Γέλασε ο Έλµερ, έβαλε και µετά έβγαλε τα χέρια του από τις τσέπες του παντελονιού, ξεκούµπωσε το σακάκι, ήταν εµφανές πως δεν ήξερε τι να τα κάνει. «Σπούδασα την αρχαία ελληνική γλώσσα… Γνώρισα τον αδελφό σας. Τον Πρόντροµος». «Πρόδροµο» τον διόρθωσε απαλά. «Πρόδροµο» επανέλαβε πρόθυµα. «Θα τον έχω µαθητή, µιλήσαµε για λίγη ώρα. Μου είπε για την οικογένειά του…
σας… Πως εσείς είστε η µεγάλη αδελφή… Υπάρχει άλλη µία…» «Ναι, έτσι είναι» συµφώνησε το κορίτσι. «Άλλη µία… η Ελισάβετ». Έµειναν για λίγο σιωπηλοί, σήκωσε από το γρασίδι η Σεβαστή την πλεκτή εσάρπα, την τίναξε µήπως κάποιο χόρτο είχε σταθεί πάνω της ή κανένα ζουζούνι και αµήχανα την τύλιξε γύρω από τον λαιµό της, έτσι ώστε, άθελά της φυσικά, ένας από τους κεντηµένους ηλίανθους ήρθε και στάθηκε κάτω από το πιγούνι της. Έλαµψαν τα µάτια του Έλµερ. «Έχετε ένα… ένα ηλιολούλουδο στο πρόσωπο» της είπε γεµάτος θαυµασµό. «Και εσείς όλο το φως του φεγγαριού» της ήρθε στα χείλη αλλά δαγκώθηκε για να µη µιλήσει. Τα µάγουλά της πήραν φωτιά, λες και εκείνος είχε ακούσει τα λόγια που δεν ξεστόµισε. Άπλωσε το χέρι ζητώντας το βιβλίο της, που ο Έλµερ το είχε µαζέψει από κάτω, το πήρε χωρίς να τον κοιτάει και προσπάθησε να χαµογελάσει. Αδύνατον! «Φεύγω τώρα…» και κοίταξε το χορτάρι στα πόδια της, της ερχόταν να βάλει τα κλάµατα και δεν ήξερε γιατί. «Συγγνώµη αν σας ανησύχησα» απολογήθηκε εκείνος. «Φεύγετε… µου το είπε ο Πρόντρο… Πρόδροµοςςςς…» Ήταν πίκρα εκείνη που ακούστηκε στη φωνή του; Κούνησε το κεφάλι της η Σεβαστή. «Όχι, όχι!» βιάστηκε να τον διαψεύσει. «Καθόλου δεν µε
ανησυχήσατε. Αύριο φεύγουµε. Εγώ και ο πατέρας» και ήθελε να είναι αιώνας αυτό το «αύριο», να απέχει τόσο πολύ. «Τι καλά τότε που θα είστε και σήµερα εδώ!» ενθουσιάστηκε ο Έλµερ και δεν το έκρυψε. Αµέσως όµως ο ενθουσιασµός του εξατµίστηκε. Δεν ήταν πρέπον να φλερτάρει τόσο ανοιχτά µια δεσποινίδα που µόλις είχε γνωρίσει. Αν και… αν και αυτό που ήθελε πιο πολύ από όλα στη ζωή του εκείνη τη στιγµή ήταν να της δώσει ένα φιλί στο µικροσκοπικό της στόµα. «Συγγνώµη, σας ζητώ συγγνώµη» προσπάθησε να το διορ θώσει. «Μπορεί και να σας ξαναδώ. Πράγµα που εύχοµαι» χτύπησε τα πόδια του στη γη, έσκυψε το κεφάλι σε έναν σχεδόν στρατιωτικό χαιρετισµό και της έδειξε µε το χέρι το µονοπάτι κάνοντάς της χώρο να περάσει. Έγειρε και η Σεβαστή κάπως το κεφάλι της, σε ένδειξη χαιρετισµού, και ακολούθησε την κατεύθυνση που της υπέδειξε περνώντας από µπροστά του και προσπαθώντας να µην τρεκλίζει. Σαν µεθυσµένη αισθανόταν και η πλάτη της έκαιγε αφόρητα. Ήταν από τα γαλάζια του µάτια που, καρφωµένα πάνω της, την κατευόδωναν ή ήταν οι ήλιοι της εσάρπας της που τη ζέσταιναν τόσο καθώς την αγκάλιαζαν τρυφερά; Περπάτησε ανάµεσα στα ψηλά δέντρα η Σεβαστή που θαρρείς και άνοιγαν στο διάβα της, άνοιγαν έναν πλατύ διάδροµο να περάσει το κορίτσι που έσφιγγε στο στήθος το βιβλίο της, αυτό που είχε ονειρευτεί να διαβάσει κάτω από την παχιά σκιά µιας καστανιάς. Στάθηκε σαν χαµένη µπρος στο κεντρικό κτίριο, πού να
πήγαινε τώρα; Ο πατέρας της κάπου θα ήταν µε τον Μποδοσάκη, µπορεί και µε τον Πρόεδρο, ποιος να ξέρει; Τους είχε πει πως θα τους περίµενε στην αρχή του δάσους, αµέσως µετά την περίφραξη. Στάθηκε σαν χαµένη, η ψυχή της ολόκληρη φώναζε: «Αυτός! Αυτός είναι που ονειρεύτηκα. Ο νέος µε τα ανάκατα ξανθά µαλλιά!». Ένα δάκρυ κύλησε από τη µέσα µεριά των µατιών της, πέρασε τον λαιµό και έφτασε στην καρδιά που σπαρταρούσε από ένα πρωτόγνωρο αίσθηµα. Οι ποιητές το λέγανε «Έρωτα».
Η Ιππολύτη έτριψε την όµορφη µούρη της στο στήθος του Αβραάµ καθώς εκείνος της χάιδευε το µεταξένιο κούτελο, ανάµεσα στα δυο µεγάλα µελαγχολικά της µάτια. Είχε έρθει η στιγµή του αποχωρισµού, στην πραγµατικότητα ήθελε να σφίξει στην αγκαλιά του τον Μποδοσάκη τόσο πολύ, ώστε να του κοπεί η αναπνοή αλλά δεν το ’κανε. Μπορούσε όµως θαυµάσια να διοχετεύσει την τρυφερότητά του στη νεαρή φοράδα και κανείς να µην τον παρεξηγήσει όπως θα συνέβαινε αν αγκάλιαζε τον γιο του. Ο Πρόεδρος του σχολείου είχε έρθει να τους αποχαιρετήσει, φίλησε το χέρι της Σεβαστής κάνοντας µια υπόκλιση, έκανε θερµή χειραψία µε τον Αβραάµ, χάιδεψε στα µαλλιά τον Μποδοσάκη που τραβήχτηκε απότοµα –δεν ήταν µωρό παιδί να του χαϊδεύουν το κεφάλι!– και, προφασιζόµενος πολλές
δουλειές, αποχώρησε µε την ευχή και την υπόσχεση: «Καλό ταξίδι, θα σας κρατώ ενήµερο για την πρόοδο του γιου σας». Ο Αβραάµ επιµελήθηκε το φόρτωµα των σεντουκιών δίνοντας οδηγίες στον αµαξά τους να τα δέσει γερά πάνω στην οροφή, ενηµέρωσε για µία ακόµα φορά τον Μποδοσάκη πως είχε παραδώσει στο ταµείο του Κολλεγίου όσες χρυσές λίρες θα χρειαζόταν το παιδί για οποιοδήποτε δικό του έξοδο και πως είχε πληρώσει προκαταβολικά τον σταβλίτη για τη φροντίδα της Ιππολύτης. Ύστερα, του έκανε µία σύντοµη διδαχή: «Θα µελετάς, θα είσαι ευγενικός και, όπως συµφώνησα µε τον κύριο Πρόεδρο, δεν θα πας ποτέ µόνος σου για ιππασία, παρά µόνο µε την οµάδα του σχολείου». Στο τέλος, τυλίγοντας το καµάρι του µε ένα βλέµµα λατρείας, του άπλωσε το χέρι σε χειραψία αποχαιρετισµού. «Θα περιµένω τα γράµµατά σου, Πρόδροµε, που θα λένε πως είσαι καλά στην υγεία σου και πρώτος µαθητής!» Έσφιξε το χέρι του πατέρα του το αγόρι µε έναν κόµπο στον λαιµό. Όχι, όχι, δεν θα δάκρυζε τώρα. Τώρα έπρεπε να δείξει πως είναι ένας σωστός Χατζηαβράµογλου. «Ναι» είπε απλά. «Καλό ταξίδι, πατέρα». Κοιτάχτηκαν λίγα δευτερόλεπτα έτοιµοι να πούνε τα λόγια για τα µεγάλα συναισθήµατα, τα υψηλά, εκείνα που κάνουν τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν από τα άλλα ζώα πάνω στη γη. Δεν είπαν τίποτα, και ο Αβραάµ έσπρωξε στην αγκαλιά του Μποδοσάκη τη Σεβαστή, που µε κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά της – αχ το αγόρι της, το αγοράκι της, πόσο άδειο θα ήταν το
σπίτι χωρίς εκείνον πια. Χώθηκε στην αγκαλιά του και σφίχτηκε εκεί µέσα. Μύρισε τον νεανικό ιδρώτα, αυτόν που είχε µάθει σε όλη της τη ζωή να αναγνωρίζει και φίλησε τα κόκκινά του µάγουλα, κόκκινα από την ταραχή του και από την εφηβεία που γάζωνε το κορµί του µε ριπές ανδρικών ορµονών. «Θα σε σκέφτοµαι συνέχεια» του ψιθύρισε. Δεν ήθελε να την ακούσει ο πατέρας τους, ίσως και να τη µάλωνε, ο Μποδοσάκης ήταν άνδρας, δεν ήταν καµιά γυναικούλα να χρειάζεται παρηγοριές, ήξερε ποια ήταν η άποψή του. «Θα είµαι καλά» την καθησύχασε ο αδελφός. «Θα είµαι καλά, να µην ανησυχείς για µένα, µόνο τη µάνα να προσέχεις, τη µάνα και την Ελισσώ µας… και τη γιαγιά… Και καλό ταξίδι, Σεβαστούλα, να µη σκας για µένα, θα βρω τόσους φίλους εδώ» προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. «Ήδη ένας καθηγητής… Τον γνώρισες κιόλας, έτσι µου είπε. Ήδη είναι φίλος µου, θα µου δείξει πώς να αγαπήσω την ιστορία µου είπε και τον πιστεύω». Είδε τον πατέρα της να συνοµιλεί µε τον αµαξά, σχεδιάζοντας σε ένα χαρτί, κατά πάσα πιθανότητα, τη διαδροµή που θα ακολουθούσαν. «Τι σου είπε;» δεν µπόρεσε να συγκρατήσει τα λόγια της. «Πώς είσαι πολύ όµορφη» της χαµογέλασε ο Μποδοσάκης. «Ο κύριος Έλµερ Κάρτερ είπε πως είσαι πολύ όµορφο κορίτσι». «Έλµερ Αλεξάντερ» ψιθύρισε η Σεβαστή και υπάκουσε στην πρόσκληση του πατέρα της να µπει γιατί ξεκινούσαν.
Τα δυο αδέλφια φιλήθηκαν πάλι σταυρωτά και κάνοντας πως ανέβαινε στην άµαξα η Σεβαστή γύρισε απότοµα και του ανακάτεψε τα µαλλιά, παιχνίδι που έκαναν από µικρά και που νευρίαζε το αγόρι πολύ. Έµεινε εκείνος να την κοιτάει χαµογελαστός, µε µια παράξενη γλύκα στο πρόσωπό του ενώ τους κουνούσε το χέρι καθώς ξεκινούσαν. Τύλιξε µε τα µάτια τη φιγούρα του αδελφού της, αυτή την εικόνα θα είχε για πάντα από εκείνον στα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Και όπως η άµαξα έβγαινε από την περιφραγµένη αυλή του Κολλέγιου Ανατόλια στα αριστερά της πανύψηλης πύλης, ο Έλµερ Αλεξάντερ Κάρτερ –που το κορίτσι είχε πιστέψει πως δεν θα τον έβλεπε ξανά– της κούνησε διακριτικά το χέρι και τα χείλη του ψιθύρισαν κάτι που, µέσα στον καλπασµό των αλόγων, φυσικά και δεν ακούστηκε. Η Σεβαστή όµως, µε το σώµα της να συγκλονίζεται από σαράντα πυρετό, το µετέφρασε σαν «Και εγώ σ’ αγαπώ». Σε ποια γλώσσα ειπωµένο, ούτε και την απασχόλησε. Χρόνια µετά διαπίστωσε πως εκείνη τη στιγµή η ζωή κάτι µεγάλο της έπαιρνε και κάτι άλλο, το ίδιο µεγάλο, της πρόσφερε. Αλλά τότε ήταν µόνο δεκάξι χρονών και ο ήλιος του έρωτα µόλις είχε ανατείλει στη ζωή της.
Ιούνιος 2004: Προκόπι ΗΜΕΡΑ 4Η
Έλσα
Το δωµάτιο είναι µισοσκότεινο – µανία που την έχουν οι καµαριέρες σε όλον τον κόσµο να τραβάνε πάντα τα σκιαστικά, κάτω από τις κουρτίνες! Αφήνει προσεκτικά την τσάντα της πάνω στο καλοστρωµένο κρεβάτι, βγάζει τα αθλητικά της παπούτσια, ξεντύνεται –µεγάλη ζέστη σήµερα κάνει– και πάει προς την µπαλκονόπορτα. Τραβάει τις κουρτίνες να µπει το φως, να µπει και ο καθαρός αέρας. Αντιπαθεί τα κλιµατιστικά, έρχεται ζέστη απέξω αλλά την προτιµάει από εκείνον τον αέρα που στην αρχή τη δροσίζει και αµέσως µετά την παγώνει. Μπαίνει στο όµορφο µπάνιο, ξαναβγαίνει, ψάχνει για αναπτήρα µέσα στην τσάντα της. Δύσκολο. Βγάζει το
«ηµερολόγιο» της γιαγιάς της, το οποίο κουβαλάει συνέχεια µαζί της, χαρτοµάντιλα, έναν χάρτη, το τσαντάκι µε τα καλλυντικά για την ανανέωση του µακιγιάζ της –κάτι που ποτέ δεν κάνει–, τη φωτογραφική µηχανή, ένα κουτί τσιγάρα άδειο, τα ραφτικά και… και στον πάτο της ξεχειλωµένης τσάντας ένα µαύρο bic της βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα του. Ανάβει όλα τα κεριά στο µπάνιο, γεµίζει νερό τη µαρµάρινη µπανιέρα, πιάνει τα µαλλιά της ψηλά και βουλιάζει στο νερό ηδονικά. Και τι δεν είδαν σήµερα! Όλα είναι λίγο ανακατωµένα βέβαια στο µυαλό της. Έτσι της έρχεται να πιάσει την κυρία Αλίκη, πανέµορφη ογδοντάρα µε αµείωτο κέφι καθ’ όλη τη διάρκεια των τεσσάρων ηµερών, από τους ώµους, να την ταρακουνήσει και να τη ρωτήσει: «Μα τα θυµόσαστε όλα αυτά που µας λέει τώρα η Ελένη;». Όχι, δεν θα το κάνει φυσικά γιατί … γιατί τρέµει την απάντηση της κυρίας Αλίκης. Η Έλσα είναι βέβαιη ότι θα της απαντήσει πως ναι, τα θυµάται όλα. Και τότε εκείνη θα πρέπει να αρχίσει να ανησυχεί. Γελάει ήρεµα, ρίχνει λίγο νερό στο στήθος της, µήπως αυτή δεν προσέχει όσο πρέπει; Και τι δεν είδαν σήµερα… Το υπαίθριο µουσείο του Γκιόρεµε, σεληνιακό, σουρεαλιστικό τοπίο, µε τους σχηµατισµούς, µε ύψος ακόµα και είκοσι µέτρα, µπορεί και παραπάνω, να κρατάνε ισορροπία εδώ και αιώνες. Ύστερα µπήκανε στις σπηλιές. Πολλές, ατέλειωτες. Η Ελένη ήξερε πού να τους πάει. Είδαν το εκκλησάκι των Ιχθύων, το εκκλησάκι
των Αµπελιών, την εκκλησία µε το Ελάφι… ακόµα µία, δεν τη θυµόταν τώρα, κάποια στιγµή θα τη δει στις φωτογραφίες της. Εντυπωσιακές τοιχογραφίες, τα χρώµατα ολοζώντανα αν και σχεδιάστηκαν πριν από αιώνες. Μετά στην Καρβάλη, την αρχαία Ναζιανζό και από εκεί στις θερµές πηγές Ζίγκα. Όλοι ενήµεροι, πλην της Έλσας, βάζουν µαγιό, σκουφάκι, οι γυναίκες και παρεό από πάνω και βουτάνε. «Θαύµα! Θαύµα!» την προτρέπουν και την κάνουν να ζηλέψει, ούτε θυµόταν πως την προηγουµένη η Ελένη τους είχε υπενθυµίσει να έχουν µαζί τους µαγιό. «Τεχνικό πρόβληµα…» αφήνει υπονοούµενο και όλες φαρµακώνονται. Σωστά, αυτή είναι µικρή ακόµη. Ξεπλένεται µε χλιαρό νερό, βάζει κρέµα στο πρόσωπο και στο σώµα και τυλιγµένη στο αφράτο µπουρνούζι βγαίνει και πάλι στο δωµάτιό της. Τακτοποιεί τα πράγµατα από το κρεβάτι και τα ξαναβάζει στην τσάντα. Κρατάει µόνο το ηµερολόγιο της γιαγιάς Σεβαστής. Και τι δεν είδαν σήµερα! Τόσα και τόσα. Εκτός από τον Άλεξ, βέβαια. Εκείνος άφαντος. Ανοίγει το ηµερολόγιο να συνεχίσει το διάβασµα. Ψαχουλεύοντας για τα γυαλιά της, ξεσκεπάζει τη συσκευή του τηλεφώνου που την έχει καλύψει σαν πέταξε πάνω της, µόλις είχε µπει σκασµένη από τη ζέστη στο δωµάτιο, το µαντίλι που φορούσε στον λαιµό. Ένα κόκκινο λαµπάκι αναβοσβήνει επίµονα, φοράει τα γυαλιά που τα βρίσκει µε την πρώτη και σκύβει να διαβάσει. «Message» γράφει ακριβώς κάτω από το κόκκινο λαµπάκι, ενώ εκείνο συνεχίζει το παιχνίδισµά του.
Μήνυµα, έχει µήνυµα. Κάποιος της έχει αφήσει µήνυµα στο τηλέφωνο του δωµατίου. Ανάβει το κινητό της, αγνοώντας το κόκκινο φωτάκι. Παρακάµπτει τις αναπάντητες κλήσεις, πηγαίνει στα «ΜΗΝΥΜΑΤΑ» και συντάσσει ένα στα γρήγορα. «Σήµερα κατάλαβα κάτι πολύ καλά. Μπορεί και να κάνω λάθος µε τον Άλεξ. Μπορεί όµως και όχι. Κρατάω το δεύτερο και προχωρώ. Στο τηλέφωνο του δωµατίου αναβοσβήνει ένα µήνυµα. Ερωφίλη, δεν το άκουσα ακόµη, αλλά είµαι σίγουρη πως είναι από εκείνον. Θα πάω και ό,τι θέλει ας γίνει. Στο µεταξύ, ανανέωσε τις γνώσεις σου στη νοσηλευτική. Ίσως χρειαστεί να µε περιθάλψεις για δεύτερη φορά. Φιλιά πολλά». Το µήνυµα φεύγει στους αιθέρες, περνάει µέσα από την κοιλάδα του Γκιόρεµε, την υπόγεια πολιτεία της Μαλακοπής, τον Κόκκινο ποταµό, το Μαύρο Βουνό, τις πεδιάδες της Μικρασίας. Αφήνει ένα χάδι στη φιλντισένια Σµύρνη και βουτάει στο Αιγαίο Πέλαγος. Βγαίνει στη µοσχοβολιστή Χίο και καβαλάει ένα νεαρό δελφίνι που ακολουθεί ένα πλοίο µε το όνοµα «Ελλάδα». Ύστερα πίνει νερό από µια πηγή πάνω στο βουνό της Άνδρου και µε έναν πήδο βρίσκεται στον βράχο του Σουνίου. Μέσα στις χρυσές αχτίδες της δύσης, προσκυνάει τον θεό Ποσειδώνα στον ναό του και µετά φεύγει για τις µαρµάρινες κολόνες του Παρθενώνα που ακόµη δακρύζουν για τις κόρες που έχασαν. Ύστερα χώνεται σε µια πολυσύχναστη πλατεία και ανηφορίζοντας κάµποσο παραδίνεται σε µια άσπρη συσκευή που είναι αφηµένη πάνω στο τραπεζάκι ενός κήπου
πνιγµένου στο γιασεµί. Γύρω γύρω οκταώροφες πολυκατοικίες, αλλά η Ερωφίλη επιµένει να µη δίνει για αντιπαροχή την πατρική µονοκατοικία στους Αµπελόκηπους. Πού είχα µείνει; Γυρνάει µε µεγάλο σεβασµό τις κιτρινισµένες σελίδες του ηµερολογίου, αν και βιάζεται, το τηλέφωνο συνεχίζει να αναβοσβήνει. Πού ήµουν… Α ναι, εδώ! Η Σεβαστή ερωτεύεται τον Αµερικάνο και επιστρέφει στην Καισάρεια µαζί µε τον πατέρα της… Ανήσυχο το δάχτυλό της γυρνάει πάλι πίσω. «Ο Αβραάµ για πάντα ερωτευµένος µε τη Μακρίνα. Η Ελισάβετ µε τον παραγιό του πατέρα της, τον Ιορδάνη. Ο Μποδοσάκης µε την Μπαχάρ, την Τουρκοπούλα. Η Σεβαστή ερωτευµένη µε τον Έλµερ Αλεξάντερ, και εκείνος µαζί της… Ο έρωτας. Ο παντοδύναµος θεός έρωτας! Σηκώνει το ακουστικό και στα αυτιά της φτάνει η φωνή του… θεού. Θαύµα! Ο έρωτας είναι θαύµα.
Ακολουθεί ο δεύτερος κύκλος ζωής…
Σηµειώσεις
1. Αναφέρεται στις εκλογές του Μαΐου 1958, όπου η ΕΔΑ (Ενιαία Δηµοκρατική Αριστερά) είχε κερδίσει τη δεύτερη θέση και ήταν αξιωµατική αντιπολίτευση. 2. Ο Πηνειός ποταµός. 3. Φωκυλίδης, 5ος αιών π.Χ., Έλληνας ποιητής από τη Μίλητο. «Ουδείς γιγνώσκει, τι µετ’αύριον ή τι µεθ’ ώραν. Άσκοπός εστι βροτών θάνατος, το δε µέλλον άδηλον». 4. Τα σφαγεία της πόλης. 5.Πρόκειται για την πλατεία Αριστοτέλους, που σχεδιάστηκε από τον Ερνέστο Εµπράρ. 6. Η τουρκική ονοµασία της πόλης σηµαίνει «Μαυροβέροια», λόγω της καταχνιάς που επικρατεί κατά την υγρή περίοδο του χειµώνα. 7. Η Συνθήκη της Λωζάννης (24/7/1924) ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας και κατάργησε τη Συνθήκη των Σεβρών. Μεταξύ των άλλων, περιελάµβανε τις µετακινήσεις πληθυσµών ανάµεσα στην
Τουρκία και την Ελλάδα µε κριτήριο το θρήσκευµα. Έτσι, από την Τουρκία έφυγαν περίπου 1.500.000 χριστιανοί, ενώ από την Ελλάδα, περίπου, 800.000 µουσουλµάνοι. 8. Μουσουλµανικό µοναχικό τάγµα το οποίο ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από τον Χατζή Μπεκτάς και διατηρήθηκε ως το 1926. Ο τρόπος ζωής τον οποίο πρέσβευαν ήταν πολύ κοντά σε εκείνον που κήρυξε ο Ιησούς Χριστός. 9. Νεάπολη νοµού Κοζάνης. 10. Ευχή, παράκληση σε κάθε ξεκίνηµα. 11. Γέροντας, σοφός. 12. Τέµενος. 13. Ανέ: µάνα. 14. Κεφαλοµάντιλο. 15. Η οροσειρά του Ταύρου, αρχή του οροπεδίου της Καππαδοκίας. 16. Ατλαντικός ωκεανός. 17. Φυσική χρωστική ουσία. 18. Βελούδινη. 19. Έτσι την αποκάλεσε ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός. 20. Έτσι χαρακτήρισε ο Ξενοφώντας την Καππαδοκία. 21. Κάτοικοι της Καισάρειας. 22. Μαγνησία. 23. Πιθανή προέλευση του ονόµατος της Καππαδοκίας από την αρχαία περσική λέξη Catpaduca (Καπαντούκα). 24. Αµάσεια, µεσόγεια πόλη του Πόντου, νότια της Σαµψούντας. Είναι χτισµένη στις όχθες του Ίρι ποταµού, πατρίδα του γεωγράφου Στράβωνα. 25. Καισάρεια.
26. H Μουταλάσκη της αρχαιότητας. 27. Αντικριστός χορός που χορευόταν µόνο στη Σινασό. 28. Το «εθνικό τραγούδι» της Σινασού, που αναφέρεται στην Πηνελόπη της Οδύσσειας. Συναντάται σε πολλά µέρη της Ελλάδας. 29. Γρήγορα. 30. Κατά τις δοξασίες του τόπου σήµαιναν γρήγορη παντρειά. 31. Ο στολισµένος άνθρωπος σήµαινε στενοχώρια. 32. Μικροδώρα του αρραβώνα τυλιγµένα σε τούλι. 33. Βερίκοκό µου. 34. Προσωρινός αρραβώνας, ο «λόγος». Το ιλισίκ δινόταν µεταξύ των γονιών του ζευγαριού, επειδή ο γαµπρός ήταν ξενιτεµένος. 35. Άλλη ονοµασία των κατοίκων της Καππαδοκίας που έλκει την καταγωγή της από το κράτος του Καραµάν που υπήρξε κάποτε στην περιοχή. 36. Κυρία. 37. Προεξοχή στηριγµένη σε ξύλινα δοκάρια που βρίσκεται πέρα από τα όρια της τοιχοποιίας του ισογείου. Αυτή η αρχιτεκτονική παρατηρείται σε παραδοσιακά κτίρια βαλκανικής, µικρασιατικής αλλά και ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. 38. Το όνοµα «Χαράλαµπος» εκτουρκισµένο. 39. Αιρετός κοινοτάρχης, σύνδεσµος µεταξύ της ελληνικής κοινότητας και του τουρκικού κράτους. 40. Ιαχή των Ιουδαίων που πίστευαν πως ο Ιησούς Χριστός είχε καταπατήσει τον µωσαϊκό νόµο και εξέφραζαν την αγανάκτησή τους, όταν ο Πόντιος Πιλάτος τον αθώωσε.
41. Πυρκαγιά. 42. Εντελώς, ολοσχερώς (ιδιωµατισµός). 43. Απληστία (τούρκικα). 44. Η επαρχία Βοΐου. 45. Εξελληνισµένο το όνοµα Σουλεϊµάν. 46. Εξελληνισµένο το όνοµα Ιµπραήµ. 47. Το 1871 ιδρύθηκε στο Τσοτύλι το ιστορικό γυµνάσιο από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Κωνσταντινουπόλεως υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου. Το 1873 ιδρύθηκε και το οικοτροφείο. 48. Πάπλωµα. 49. Είδος κουβέρτας από µαλλί πρόβατου. 50. Η κοιλάδα µε τις καµινάδες (Γκιόρεµε). 51. Πηγή : diasporic.org/mnimes/archives/the-undergroundcities 52. Μιθριδάτης Στ΄ ο Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.), βασιλιάς του βασιλείου του Εύξεινου Πόντου, που φιλοδόξησε να ενώσει υπό το σκήπτρο του όλες τις πόλεις του Πόντου, τη Βιθυνία, την Παφλαγονία, την Καππαδοκία, καθώς και µεγάλο µέρος της υπόλοιπης Ανατολίας και της νεοσύστατης ρωµαϊκής επαρχίας της Ασίας. 53. Ο αφελής. 54. Ο ανόητος. 55. Παραλλαγή οµελέτας µε αυγά, αλεύρι και µέλι, που πίστευαν πως βοηθούσε στη γονιµότητα. 56. Αγάπη µου. 57. Φαγητό µε ψιλοκοµµένο στάρι που έχει βράσει σε ζωµό από κόκαλα, έδεσµα των Χριστουγέννων, που πίστευαν πως από
αυτό είχε φάει και η Παναγία όταν γέννησε τον Χριστό. 58. Η γραφή που επινοήθηκε στις αρχές του 18ου αιώνα, µε την οποία η τούρκικη γλώσσα γραφόταν µε ελληνικά γράµµατα. 59. Κίνηµα των Νεότουρκων, Θεσσαλονίκη, 7/1908 (πηγή, Αλέξανδρος Μαζαράκης, Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας, 1912). 60. Ανώτατος δικαστικός. 61. Ιδρύθηκε στην Καισάρεια το 1870 και είχε σκοπό τη διάδοση της ελληνικής παιδείας. 62. Το έθιµο των αρχαίων Ελλήνων να βάζουν στα χέρια του νεκρού νοµίσµατα για τη µεταφορά του µε τη βάρκα από την Αχερουσία λίµνη στον Άδη. 63. Τετράγωνο µαύρο γυναίκειο µαντίλι που κάλυπτε µαλλιά, µέτωπο και λαιµό. 64. Γεύµα µετά την κηδεία µε όσπρια. 65. Το φυτό γκυ που δρα στο κεντρικό νευρικό σύστηµα. 66. Θεός φυλάξοι! 67. Σκεπαστή αγορά. 68. Μονή των Παλιών Ασηµιών (Eski Gümüs,ler) µεγάλο λαξεµένο µοναστικό συγκρότηµα του 11ου αιώνα, όπου βρίσκεται τοιχογραφία της Παναγίας που χαµογελάει. 69. Χονδρές πλεκτές κάλτσες. 70. Το άρωµα που φέρνει πόθο. 71. Πουτάνα. 72. Σατανάς. 73. Επαναστάτης. 74. Διοικητική διαίρεση.
75. Ο φερόµενος ως συγγραφέας της Σταχτοπούτας. 76. Έγχορδο µουσικό όργανο µε µακρύ «χέρι» που συναντάται σε πολλές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. 77. Οθωµανικό τουφέκι. 78. Η συµµαχία µεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας που επεκτάθηκε, µετά την κήρυξη του Α΄ Παγκόσµιου Πολέµου (1914), µε την εισδοχή της Σερβίας, του Βελγίου, της Ιαπωνίας, της Ιταλίας, της Ρουµανίας και της Ελλάδας καθώς και των ΗΠΑ (1917). 79. Πέτρινα σκεύη που µέσα τους χτυπούσαν το ορυκτό αλάτι για να γίνει σκόνη. 80. Στις 19/5/1919 ο Κεµάλ αποβιβάστηκε στη Σαµψούντα και άρχισε τις σφαγές. Τα άτακτα στρατεύµατά του απωθήθηκαν από τους Πόντιους αντάρτες. Η 19η Μαΐου είναι ηµέρα µνήµης για τη Γενοκτονία των Ποντίων που ακολούθησε τα επόµενα χρόνια. 81. Ροµαντικός Γάλλος ποιητής του 19ου αιώνα. 82. Μυθιστόρηµα του Γκυ ντε Μοπασάν. 83. Νεάπολη. 84. Ιδρύθηκε από Μιλήσιους αποίκους, αργότερα ονοµάσθηκε Σαµψούντα. 85. Ο Α΄ Παγκόσµιος πόλεµος (1914-1918) επέβαλε την ανάγκη ανάπτυξης του Αντάρτικου στον Πόντο, ως καταφύγιο λύτρωσης και ως αντιδύναµη σωτηρίας (πηγή: Αχιλλέας Ανθεµίδης, Τα απελευθερωτικά στρατεύµατα του Ποντιακού Ελληνισµού 1912-24). 86. Στις 2/5/1919 ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σµύρνη, σύµφωνα µε τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών. 87. Ψαράς από τη Σαµψούντα που, µε την έγκριση του Κεµάλ,
σχηµάτισε άτακτο στρατό και κατέσφαξε τα γυναικόπαιδα στον Πόντο από το 1919 έως το 1924. 88. Ακακία Κωνσταντινουπόλεως. 89. Λαοδικεία.