LORETTA CHASE
Μεταξένια Αποπλάνηση
Tίτλος πρωτοτύπου: SILK IS FOR SEDUCTION by Loretta Chase Copyright © 2011 by Loretta Chekani. All rights reserved. Greek Language Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Compupress Α. Ε. Cover artwork © Chris Cocozza Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Μαρία Σπαθή ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ελίνα Μιαούλη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS FOREVER – 04 ISΒN: 978-960-497-438-2
Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Στη μνήμη της Πριγκίπισσας Irelynn
Ευχαριστώ πολύ τους: Τους μόδιστρους στο Colonial Williamsburg’s Margaret Hunter Shop, με ιδιαίτερες ευχαριστίες στους Janea Whitacre και Mark Hutter, για τη βοήθειά τους με άπειρες λεπτομέρειες για την τέχνη των φορεμάτων, τον ενθουσιασμό τους και την γενναιόδωρη προσφορά της εμπειρίας τους· στην Chris Woodyard, για την ανεκτίμητη βοήθειά της με τις κούκλες και τα σπίτια υπό κατεδάφιση και κάθε άλλη εκνευριστική ερώτηση που μπορούσα να σκεφτώ· την Susan Holloway Scott, για τις καταιγίδες στη θάλασσα, καθώς και το πνεύμα, τη σοφία της και την ηθική υποστήριξη· το σύζυγό μου Walter, για την κινηματογραφική ματιά του, την ενθάρρυνση και την έμπνευση, και πολυάριθμες πράξεις θάρρους· τις Cynthia, Nancy και Sherrie, γι’ αυτό που κάνουν πάντα, και, φυσικά, τις Trinny και Susannah.
Πρόλογος Το καλοκαίρι του 1810, ο κύριος Έντουαρντ Νουαρό κλέφτηκε με τη δεσποινίδα Κάθριν ντε Λούσι στο Γκρέτνα Γκριν. Ο κύριος Νουαρό είχε την εντύπωση ότι κλεβόταν με μία Αγγλίδα κληρονόμο, η περιουσία της οποίας θα γινόταν αποκλειστικά δική του μετά την παράτολμη αυτή πράξη. Με το κλέψιμο γλίτωνε κανείς όλες τις κουραστικές επεμβάσεις γονέων και δικηγόρων που εκδηλώνονταν με τη μορφή προγαμιαίων συμφωνητικών. Όταν ο Έντουαρντ Νουαρό άρπαξε μία γαλαζοαίματη πλούσια Αγγλίδα, συνέχιζε μία αρχαία οικογενειακή παράδοση: Η μητέρα και η γιαγιά του ήταν Αγγλίδες. Δυστυχώς είχε παραπλανηθεί από τη μνηστή του, η οποία κατείχε την τέχνη της εξαπάτησης με τον πλέον γοητευτικό τρόπο, όπως άλλωστε και ο εραστής της. Υπήρξε πράγματι περιουσία. Αόριστος. Ανήκε στη μητέρα της, την οποία είχε αποπλανήσει ο Τζον ντε Λούσι και την είχε πάρει μαζί του στη Σκοτία, πιστός στις δικές του οικογενειακές παραδόσεις. Τώρα, η υποτιθέμενη περιουσία είχε κάνει φτερά. Η δεσποινίς ντε Λούσι είχε σκοπό να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση με τη συνήθη μέθοδο των γυναικών της οικογένειάς της, παρασύροντας σε γάμο έναν ανυποψίαστο γαλαζοαίματο ευγενή με βαθιές τσέπες και μία καρδιά γεμάτη πόθο.
10
LORETTA CHASE
Κι εκείνη, όμως, είχε παραπλανηθεί, γιατί η περιουσία του Έντουαρντ Νουαρό ήταν αντίστοιχη με τη δική της. Ήταν όντως, όπως ισχυριζόταν, γιος ενός Γάλλου κόμη. Αλλά την οικογενειακή περιουσία την είχαν χάσει, μαζί με τα κεφάλια διαφόρων συγγενών, χρόνια πριν, στην Επανάσταση. Χάρη σ’ αυτή την ειρωνεία της τύχης, το πλέον κακόφημο παρακλάδι μίας οικογένειας Γάλλων ευγενών ενώθηκε με τους Άγγλους ομολόγους τους, οι οποίοι ήταν γνωστοί –και μισητοί– στη Βρετανία ως οι Τρομεροί ντε Λούσι. Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να φανταστεί την απογοήτευση του ζευγαριού όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, μερικά μίλια βορειότερα των συνόρων με τη Σκοτία, λίγο μετά τους γαμήλιους όρκους τους. Ο αναγνώστης θα περίμενε αναμφίβολα τις φωνές, τα κλάματα και τις αλληλοκατηγορίες που συνηθίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Και όμως, ο αναγνώστης θα έκανε λάθος. Όντας οι παλιάνθρωποι που ήταν –αλλά και πραγματικά ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον–, έσκασαν στα γέλια. Και ύστερα ένωσαν τις δυνάμεις τους. Βάλθηκαν να αποπλανήσουν και να εξαπατήσουν όποιο κορόιδο βρισκόταν στο δρόμο τους. Ήταν ένας μακρύς και περίπλοκος δρόμος. Τους έφερε από την Αγγλία στην Ηπειρωτική Ευρώπη, και πίσω, πολλές φορές, ανάλογα με το πότε ένα μέρος δεν τους σήκωνε πια. Στην πορεία της περιπλάνησής τους, η Κάθριν και ο Έντουαρντ Νουαρό έκαναν τρεις κόρες.
Κεφάλαιο 1 Ο ΜΟΔΙΣΤΡΟΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ. Στο κεφάλαιο αυτό θα συμπεριλάβουμε όχι μόνο το επάγγελμα της κατασκευής ενδυμάτων, αλλά και καπέλων… Για ένα μόδιστρο, το εκλεπτυσμένο γούστο και η κομψότητα είναι απαραίτητα χαρακτηριστικά, μαζί με την ικανότητα να αναγνωρίζει, να αντιγράφει και να βελτιώνει με ταχύτητα διάφορες τάσεις της μόδας, οι οποίες αλλάζουν συνεχώς στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας. –Η βίβλος των επαγγελμάτων της Αγγλίας και η εγκυκλοπαίδεια των χρήσιμων τεχνών, 1818 Λονδίνο Μάρτιος 1835 Η Μαρσλίν, η Σοφία και η Λιόνι Νουαρό, αδελφές και ιδιοκτήτριες του Οίκου Νουαρό στην οδό Φλιτ στο δυτικό Τσάνσερι, ήταν όλες παρούσες όταν η Λαίδη Ρέινφρου, σύζυγος του Σερ Τζόζεφ Ρέινφρου, έριξε τη βόμβα της. Η μελαχρινή Μαρσλίν, η μεγαλύτερη, έφτιαχνε ένα φιόγκο που σκοπό είχε να δελεάσει τη λαίδη να αγοράσει την τελευταία δημιουργία της Μαρσλίν. Η Σοφία, η μεσαία
12
LORETTA CHASE
αδελφή και ένας ξανθός άγγελος, τακτοποιούσε ένα από τα συρτάρια που είχε γίνει φύλλο και φτερό νωρίτερα για χάρη μίας από τις πιο απαιτητικές τους πελάτισσες. Η Λιόνι, η κοκκινομάλλα, διόρθωνε τον ποδόγυρο της στενής φίλης της λαίδης, της κυρίας Σαρπ. Αν και δεν ήταν παρά ένα κουτσομπολιό που αναφέρθηκε χαλαρά στη συζήτηση, η κυρία Σαρπ τσίριξε –σαν να είχε πραγματικά σκάσει μία βόμβα–, σκόνταψε, και πάτησε πάνω στο χέρι της Λιόνι. Η Λιόνι δεν βλαστήμησε δυνατά, αλλά η Μαρσλίν είδε τα χείλη της να σχηματίζουν μία λέξη που αμφέβαλλε ότι θα ηχούσε οικεία στα αφτιά των πελατισσών τους. Αγνοώντας τον οποιοδήποτε τραυματισμό μπορεί να είχε προκαλέσει σε μία ασήμαντη μοδίστρα, η κυρία Σαρπ είπε: «Επιστρέφει ο Δούκας του Κλίβντον;» «Ναι» είπε αυτάρεσκα η Λαίδη Ρέινφρου. «Στο Λονδίνο;» «Ναι» είπε η Λαίδη Ρέινφρου. «Το έμαθα από την πλέον έγκυρη πηγή.» «Τι συνέβη; Απείλησε ο Λόρδος Λόνγκμορ να τον σκοτώσει;» Κάθε μοδίστρα που φιλοδοξούσε να ντύσει κυρίες των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων ήταν ενημερωμένη για τις υποθέσεις τους. Συνεπώς, η Μαρσλίν και οι αδελφές της γνώριζαν όλες τις λεπτομέρειες της ιστορίας αυτής. Ήξεραν ότι ο Τζερβέιζ Άντζιερ, ο έβδομος Δούκας του Κλίβντον, ήταν κάποτε κηδεμόνας του Μαρκήσιου του Γουόρφορντ, του πατέρα του Κόμη του Λόνγκμορ. Ήξεραν ότι ο Λόνγκμορ και ο Κλίβντον ήταν πολύ στενοί φίλοι. Ήξεραν ότι ο Κλίβντον και η Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ, η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές του Λόνγκμορ, προορίζονταν ο ένας για τον άλλον από την ώρα που γεννήθηκαν. Ο Κλίβντον τη λάτρευε από όταν ήταν παιδιά. Δεν είχε δείξει ποτέ διάθεση να φλερτάρει καμία άλλη γυναίκα, αν και φυσικά είχε πληθώρα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
13
σχέσεων άλλου είδους, ειδικά κατά τη διάρκεια της τριετούς διαμονής του στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Αν και το ζευγάρι δεν είχε αρραβωνιαστεί επισήμως, αυτό θεωρείτο μία λεπτομέρεια άνευ σημασίας. Όλοι υπέθεταν πως ο δούκας θα την παντρευόταν μόλις επέστρεφε με τον Λόνγκμορ από το Μεγάλο τους Ταξίδι. Όλοι έμειναν άφωνοι όταν, πριν από ένα χρόνο, ο Λόνγκμορ επέστρεψε μόνος του, ενώ ο Κλίβντον συνέχισε τη σπάταλη ζωή του στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Προφανώς, κάποιος στην οικογένεια είχε χάσει την υπομονή του, γιατί ο Λόρδος Λόνγκμορ είχε ταξιδέψει στο Παρίσι πριν από δύο εβδομάδες. Οι φήμες έλεγαν ότι πήγε με μοναδικό σκοπό να μιλήσει στο φίλο του για τον κατά πολύ καθυστερημένο γάμο. «Νομίζω πως απείλησε να τον μαστιγώσει, αλλά δεν μπορεί κανείς να ξέρει με σιγουριά» είπε η Λαίδη Ρέινφρου. «Το μόνο που έμαθα είναι ότι ο Λόρδος Λόνγκμορ πήγε στο Παρίσι, είπε ή απείλησε να κάνει κάτι, με αποτέλεσμα η υψηλότητά του να υποσχεθεί να επιστρέψει στο Λονδίνο πριν τα γενέθλια του Βασιλιά.» Αν και ο Βασιλιάς είχε γεννηθεί Αύγουστο, φέτος τα γενέθλιά του θα εορτάζονταν την 28η Μαΐου. Καθώς καμία από τις αδελφές Νουαρό δεν έκανε κάτι τόσο εμφανές όπως να τσιρίξει, ή να σκοντάψει, ή να σηκώσει καν το φρύδι της, όποιος και να τις έβλεπε δεν θα πίστευε ότι θεώρησαν τα νέα αυτά αξιόλογα. Συνέχισαν να κάνουν τη δουλειά τους, εξυπηρετώντας τις δύο κυρίες, και τους άλλους πελάτες που μπήκαν στο κατάστημά τους. Το βράδυ, έστειλαν τις μοδίστρες στο σπίτι τους τη συνηθισμένη ώρα και έκλεισαν το μαγαζί. Ανέβηκαν επάνω στα αναπαυτικά διαμερίσματά τους και έφαγαν το συνηθισμένο ελαφρύ δείπνο τους. Η Μαρσλίν είπε μία ιστορία στην εξάχρονη κόρη της, τη Λούσι Κορντίλια, πριν τη βάλει για ύπνο τη συνηθισμένη της ώρα.
14
LORETTA CHASE
Η Λούσι κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου –όσο δίκαιος μπορούσε να είναι για ένα παιδί που είχε γεννηθεί στην κατακερματισμένη τους οικογένεια– όταν οι τρεις αδελφές κατέβηκαν αθόρυβα τις σκάλες προς το εργαστήριο του μαγαζιού τους. Κάθε μέρα, ένα βρόμικο αγοράκι παρέδιδε τα τελευταία σκανδαλοθηρικά έντυπα αμέσως μόλις τυπώνονταν –συνήθως πριν καλά-καλά στεγνώσει το μελάνι– στην πίσω πόρτα του μαγαζιού. Η Λιόνι μάζεψε τη σημερινή στοίβα και τα άπλωσε στον πάγκο. Οι αδελφές άρχισαν να ψάχνουν στις στήλες. «Να το» είπε μετά από λίγο η Μαρσλίν. «Ο Κόμης του Λ____ επέστρεψε από το Παρίσι χθες το βράδυ... Σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, κατέστη σαφές σε κάποιο Δούκα, επί του παρόντος διαμένοντα στη γαλλική πρωτεύουσα, ότι η Λαίδη Κ_____ δεν είχε σκοπό να περιμένει άλλο την υψηλότητά του... επίκειται η επιστροφή του στο Λονδίνο εγκαίρως για τα γενέθλια του Βασιλιά... ο αρραβώνας αναμένεται να ανακοινωθεί σε ένα χορό στην Οικεία Γουόρφορντ στα τέλη της άνοιξης... γάμος πριν το τέλος του καλοκαιριού.» Έδωσε το περιοδικό στη Λιόνι, η οποία διάβασε: «Σε περίπτωση μη τήρησης από τον κύριο του ραντεβού τους, η κυρία θα θεωρήσει τη “συμφωνία” τους ασυμφωνία.» Γέλασε. «Ακολουθούν κάποιες ενδιαφέρουσες εικασίες σχετικά με το ποιος κύριος θα μπορούσε να πάρει τη θέση του.» Έσπρωξε το περιοδικό προς τη Σοφία, η οποία κουνούσε το κεφάλι της. «Θα είναι χαζή αν τον αφήσει» είπε. «Για όνομα του Θεού, είναι Δούκας. Πόσοι υπάρχουν; Και μάλιστα ελεύθεροι, νέοι, όμορφοι και υγιείς; Ο εξής ένας.» Έδειξε με το δάχτυλό της τη στήλη του περιοδικού. «Αυτός.» «Αναρωτιέμαι προς τι η βιασύνη» είπε η Μαρσλίν. «Μόλις είκοσι δύο είναι.» «Και τι άλλο έχει να κάνει παρά να πηγαίνει σε θεατρικές παραστάσεις, στην όπερα, σε χορούς, δείπνα, αγώνες,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
15
και λοιπά;» είπε η Λιόνι. «Μία αριστοκρατική κοπέλα, όμορφη, της υψηλής κοινωνίας, και με μία αξιοσέβαστη προίκα δεν θα έπρεπε ποτέ να ανησυχεί για το αν θα προσελκύσει γαμπρούς. Αυτή η κοπέλα...» Δεν χρειάστηκε να ολοκληρώσει τη φράση της. Είχαν δει τη Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ αρκετές φορές. Ήταν εντυπωσιακά όμορφη: κλασσική Αγγλίδα με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Μια και τα πολυάριθμα χαρίσματά της περιελάμβαναν υψηλή κοινωνική θέση, άμεμπτη καταγωγή και μία διόλου ευκαταφρόνητη προίκα, όλοι οι άντρες έπεφταν στα πόδια της. «Αυτή η κοπέλα δεν θα έχει τόσο επιρροή στους άντρες ποτέ ξανά στη ζωή της» είπε η Μαρσλίν. «Κατά τη γνώμη μου θα μπορούσε να περιμένει μέχρι να πλησιάσει τα τριάντα για να νοικοκυρευτεί.» «Νομίζω ότι ο Λόρδος Γουόρφορντ δεν περίμενε ποτέ ότι ο Δούκας θα έμενε μακριά για τόσο πολύ» είπε η Σοφί. «Λένε ότι ο Μαρκήσιος πάντα τον είχε του χεριού του» είπε η Λιόνι. «Από τότε που ο πατέρας του πέθανε από το ποτό. Δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις που το έβαλε στα πόδια.» «Αναρωτιέμαι αν η Λαίδη Κλάρα είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή της» είπε η Σοφί. «Κανείς δεν φαινόταν ν’ ανησυχεί για την απουσία του Κλίβντον, ακόμα και όταν ο Λόνγκμορ επέστρεψε χωρίς αυτόν.» «Γιατί ν’ ανησυχούν;» είπε η Μαρσλίν. «Από κάθε άποψη, είναι λογοδοσμένοι. Αν διέλυε τη σχέση του με τη Λαίδη Κλάρα, θα έσπαγε τους δεσμούς του με ολόκληρη την οικογένεια.» «Ίσως εμφανίστηκε κάποιος άλλος υποψήφιος – κάποιος τον οποίον δεν εγκρίνει ο Λόρδος Γουόρφορντ» είπε η Λιόνι. «Μάλλον η Λαίδη Γουόρφορντ δεν εγκρίνει κανέναν άλλον υποψήφιο» είπε η Σοφί. «Δεν θα άφηνε ένα Δούκα να της ξεφύγει.»
16
LORETTA CHASE
«Αναρωτιέμαι τι απειλή να χρησιμοποίησε ο Λόνγκμορ» είπε η Σοφί. «Έχουν και οι δύο τη φήμη του ατίθασου και βίαιου. Δεν θα τον καλούσε σε μονομαχία με όπλα. Το να σκοτώσει το Δούκα δεν θα εξυπηρετούσε το σκοπό του. Ίσως απλά απείλησε να του χαλάσει το όμορφο πρόσωπό του με τις γροθιές του.» «Αυτό θα ήθελα να το δω» είπε η Μαρσλίν. «Κι εγώ» είπε η Σοφί. «Κι εγώ» είπε η Λιόνι. «Δύο όμορφοι αριστοκράτες να παλεύουν» είπε χαμογελώντας πλατιά η Μαρσλίν. Έως τώρα, δεν είχαν δει τον Κλίβντον, μια και είχαν φτάσει στο Λονδίνο λίγες εβδομάδες μετά την αναχώρησή του, αλλά όλοι συμφωνούσαν ότι ήταν ένας όμορφος άντρας. «Αυτό θα ήταν ένα αξιομνημόνευτο θέαμα. Κρίμα που δεν θα το δούμε.» «Από την άλλη, ο γάμος ενός Δούκα δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα – και είχα αρχίσει να πιστεύω ότι αυτόν δεν θα ζούσαμε να τον δούμε» είπε η Σοφί. «Θα είναι ο γάμος της χρονιάς, αν όχι της δεκαετίας» είπε η Λιόνι. «Το νυφικό είναι μόνο η αρχή. Θα θέλει προικιά, και μία ολόκληρη καινούρια γκαρνταρόμπα που να αρμόζει στη θέση της. Όλα θα είναι ανώτερης ποιότητας. Τόπια από την καλύτερη δαντέλα. Το καλύτερο μετάξι. Μουσελίνα ελαφριά σαν πούπουλο. Θα ξοδέψει χιλιάδες λίρες.» Για μερικά λεπτά, οι τρεις αδελφές έμειναν σιωπηλές καθώς αναλογίζονταν το όραμά τους όπως οι θεοσεβούμενοι αναλογίζονται τον Παράδεισο. Η Μαρσλίν δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Λιόνι υπολόγιζε τις χιλιάδες αυτές λίρες μέχρι και την τελευταία δεκάρα. Όλες τους ήταν καλές με τους αριθμούς, ειδικά όσον αφορά στα χρήματα. Αλλά η Λιόνι ήταν πολύ πιο μεθοδική απ’ ό,τι έδειχνε. Η αδάμαστη κόκκινη χαίτη της έκρυβε μία ισχυρογνώμων επιχειρηματία. Έτρεφε σφοδρή αγάπη για το χρήμα και όλες τις μηχανορραφίες γύρω από αυτό. Εργαζό-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
17
ταν με πάθος στα λογιστικά βιβλία και στους λογαριασμούς της. Η Μαρσλίν θα προτιμούσε να καθαρίζει αποχωρητήρια παρά να ασχολείται με αριθμούς. Όμως, κάθε αδελφή είχε τα δυνατά της σημεία. Η Μαρσλίν, η μελαχρινή, ήταν η μοναδική που έμοιαζε εμφανισιακά με τον πατέρα της. Απ’ ό,τι ήξερε, ήταν η μοναδική που ήταν πραγματικά κόρη του. Δίχως αμφιβολία είχε κληρονομήσει το γούστο του, τη φαντασία του και το ταλέντο του στο σχέδιο. Είχε κληρονομήσει επίσης το πάθος του για πολυτέλεια, αλλά τα αισθήματα εκείνης και των αδελφών της επί του θέματος αυτού ήταν βαθύτερα χάρη στο ότι οι γονείς τους τις φόρτωσαν από μικρή ηλικία σε μία συγγενή μοδίστρα. Αυτό που είχε ξεκινήσει ως αγγαρεία –μία τέχνη που έμαθαν μικρές, καθαρά για λόγους επιβίωσης– για τη Μαρσλίν έγινε η ζωή και το πάθος της. Δεν ήταν μόνο η σχεδιάστρια του Οίκου Νουαρό, αλλά η ίδια του η ψυχή. Η Σοφία, εν των μεταξύ, είχε μία κλίση στο μελόδραμα, την οποία και χρησιμοποιούσε προς όφελός της. Ξανθιά, γαλανομάτα, αθώα εξωτερικά και καρχαρίας κατά βάθος, η Σοφία ήταν ικανή να πουλήσει άμμο στους Βεδουίνους. Έκανε σκληρόκαρδους τοκογλύφους να δακρύσουν και τσιγκούνηδες πελάτες να αγοράζουν τις πιο ακριβές δημιουργίες του καταστήματος. «Σκεφτείτε μόνο την αίγλη» είπε η Σοφί. «Η Δούκισσα του Κλίβντον θα είναι πρωτοπόρος στη μόδα. Όπου πάει, θα την ακολουθήσουν όλοι.» «Θα είναι πρωτοπόρος στη μόδα στα σωστά χέρια» είπε η Μαρσλίν. «Προς το παρόν...» Μία χορωδία αναστεναγμών γέμισε την παύση της. «Το γούστο της είναι ατυχές» είπε η Λιόνι. «Η μητέρα της» είπε η Σοφί. «Η μοδίστρα της μητέρας της, για να είμαστε ακριβείς» είπε η Λιόνι. «Η Χορτένς η Απαίσια» αναφώνησαν όλες μαζί με αηδία.
18
LORETTA CHASE
Η Χορτένς Ντόουνς ήταν η ιδιοκτήτρια του Οίκου Ντόουνς, του μεγαλύτερου εμποδίου στα σχέδιά τους να κατακτήσουν τη μόδα του Λονδίνου. Στον Οίκο Νουαρό, το κατάστημα της μισητής αντιπάλου ήταν γνωστό ως Η Κακόγουστη. «Στην πραγματικότητα θα ήταν μία πράξη φιλανθρωπίας να την αρπάξουμε από την Κακόγουστη» είπε η Μαρσλίν. Έπεσε σιωπή καθώς βυθίστηκαν στην ονειροπόλησή τους. Μόλις έκλεβαν τη μία πελάτισσα, οι άλλες θα ακολουθούσαν. Οι γυναίκες της Υψηλής Κοινωνίας ήταν πρόβατα. Αυτό μπορούσε να αποδειχθεί θετικό για όποιον κατάφερνε να οδηγήσει τα πρόβατα στη σωστή κατεύθυνση. Το πρόβλημα ήταν ότι δεν ήταν αρκετές οι γυναίκες της υψηλής κοινωνίας που ντύνονταν στον Οίκο Νουαρό, γιατί καμία από τις φίλες τους δεν ήταν πελάτισσα. Ελάχιστες ήταν πρόθυμες να δοκιμάσουν κάτι καινούριο. Το μαγαζί υπήρχε εδώ και τρία χρόνια. Με τον καιρό είχαν προσελκύσει μερικές κυρίες, όπως τη Λαίδη Ρέινφρου. Αλλά ήταν απλά η σύζυγος ενός προσφάτως χρισθέντα ιππότη, και οι άλλες πελάτισσές τους ήταν κι εκείνες από οικογένειες γαιοκτημόνων ή νεόπλουτες. Οι υψηλότερες βαθμίδες –οι δούκισσες, οι μαρκησίες, οι κόμμησες, και άλλες τέτοιες– εξακολουθούσαν να ντύνονται σε πιο εδραιωμένα καταστήματα, όπως αυτό της Κακόγουστης. Παρόλο που η δουλειά τους ήταν ανώτερη από οποιαδήποτε δημιουργία των Λονδρέζων ανταγωνιστών τους, από τον Οίκο Νουαρό έλειπε ακόμη το απαραίτητο κύρος για να προσελκύσει τις κυρίες των ανώτερων τάξεων. «Χρειάστηκαν δέκα μήνες για να τραβήξουμε τη Λαίδη Ρέινφρου από τα νύχια της Κακόγουστης» είπε η Σοφί. Αυτό έγινε γιατί η Λαίδη άκουσε κατά λάθος την επικεφαλής της Κακόγουστης να λέει ότι οι κορσέδες της μεγαλύ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
19
τερης κόρης δεν εφάρμοζαν σωστά, γιατί τα στήθη της ήταν απίστευτα διαφορετικά το ένα από το άλλο. Αγανακτισμένη, η Λαίδη Ρέινφρου είχε ακυρώσει μία τεράστια παραγγελία ενδυμάτων πένθους και είχε έρθει κατευθείαν στον Οίκο Νουαρό, που της είχε συστήσει η φίλη της η Λαίδη Σαρπ. Στη διάρκεια της πρόβας, η Σοφί είχε πει στην κλαίουσα μεγαλύτερη κόρη ότι καμία γυναίκα δεν έχει δύο πανομοιότυπα στήθη, ότι το δέρμα της ήταν σαν βελούδο και ότι οι μισές κυρίες της υψηλής κοινωνίας θα ζήλευαν το ντεκολτέ της. Όταν οι αδελφές Νουαρό ολοκλήρωναν τη δουλειά τους, το σώμα της θα έκανε ακόμα και την ίδια τη θεά Αφροδίτη να σκάσει από τη ζήλια της. «Αυτήν τη φορά δεν έχουμε δέκα μήνες» είπε η Λιόνι. «Και δεν μπορούμε να βασιστούμε σ’ αυτήν τη σκύλα της Κακόγουστης να προσβάλει τη Λαίδη Γουόρφορντ. Αυτή, εξάλλου, είναι μία Μαρκησία, όχι η ταπεινή σύζυγος ενός απλού ιππότη.» «Πρέπει να την αρπάξουμε γρήγορα, αλλιώς η ευκαιρία θα χαθεί για πάντα» είπε η Σοφί. «Αν η Κακόγουστη αναλάβει το νυφικό της Δούκισσας του Κλίβντον, θα πάρει και όλα τα υπόλοιπα.» «Όχι αν την προλάβω» είπε η Μαρσλίν.
Κεφάλαιο 2 ΙΤΑΛΙΚΗ ΟΠΕΡΑ. Οι θαυμαστές της ιταλικής γλώσσας και μουσικής θα απολαύσουν εδώ τους πλέον ταλαντούχους ερμηνευτές. Όπως καταδεικνύει το όνομά του, το θέατρο αυτό είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στην παρουσίαση ιταλικών κωμικών παραστάσεων όπερας. Χαίρει της υποστήριξης της κυβέρνησης και συνδέεται με τη μεγάλη όπερα της Γαλλίας. Παραστάσεις λαμβάνουν χώρα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. –Francis Coghlan, Οδηγός στη Γαλλία, εξηγών κάθε διαδικασία και δαπάνη από το Λονδίνο μέχρι το Παρίσι, 1830 Παρίσι, Ιταλική Όπερα 14 Απριλίου 1835 Ο Κλίβντον προσπάθησε να την αγνοήσει. Η εντυπωσιακή μελαχρινή είχε σιγουρευτεί ότι θα τραβούσε την προσοχή. Είχε εμφανιστεί μαζί με τη φίλη της στον απέναντι θάλαμο την τελευταία στιγμή. Η ώρα ήταν ακατάλληλη. Είχε υποσχεθεί να γράψει στην Κλάρα μία λεπτομερή
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
21
περιγραφή της αποψινής παράστασης του Κουρέα της Σεβίλλης. Ήξερε πως η Κλάρα λαχταρούσε να επισκεφθεί το Παρίσι, αν και αρκείτο στα γράμματά του. Αν την είχε παντρευτεί τρία χρόνια πριν, θα μπορούσαν να είχαν ταξιδέψει μαζί – αλλά κάτι τέτοιο δεν θα ήταν η επιθυμία κανενός από τους δύο τότε. Την αγαπούσε από τότε που ήταν κοριτσάκι, και άρχισαν να αλληλογραφούν μόλις έμαθε να πιάνει το στυλό. Την είχε κατανοήσει απόλυτα. Προφανώς, τρία χρόνια πριν είχε συμφωνήσει και αυτός και ο Λόνγκμορ ότι, μόλις στα δεκαοκτώ, χρειαζόταν χρόνο να ωριμάσει, αλλά και να βιώσει την πυρετώδη κοινωνική ζωή του Λονδίνου την οποία αυτός είχε τόσο βαρεθεί. Πριν νοικοκυρευτεί σαν σύζυγος και μητέρα, έπρεπε να ζήσει λίγο ανέμελα, χωρίς να την απασχολεί τίποτε περισσότερο από το να πηγαίνει σε πάρτι και να βασανίζει το μελλοντικό της σύζυγο. Αλλά και εκείνος, στα είκοσι τρία, χρειαζόταν χρόνο μακριά από τους αποπνικτικούς κανόνες, και τις ευθύνες με τις οποίες είχε επιβαρυνθεί από παιδί. Κι έτσι, η Κλάρα ήταν στο Λονδίνο, και απέναντί του ήταν η μαντάμ Σεν Πιέρ να τον κοιτάει με νόημα. Είχε βάλει διακόσιες λίρες στοίχημα με τον Γκασπάρ Αροντουίγ ότι η Μαντάμ θα τον προσκαλούσε στη συγκέντρωση που έδινε στο σπίτι της μετά την όπερα, όπου ο Κλίβντον δεν είχε αμφιβολία ότι θα έφτανε μέχρι την κρεβατοκάμαρά της. Είχε κάτι παραπάνω από ένα μήνα πριν επιστρέψει στο Λονδίνο και συνεχίσει τη ζωή που είχε εγκαταλείψει. Για χάρη της Κλάρα, θα ήταν καλός. Δεν θα γινόταν ο σύζυγος και πατέρας που είχε υπάρξει ο δικός του. Μέχρι τότε, όμως, είχε σκοπό να εκμεταλλευτεί στο έπακρο αυτές τις τελευταίες εβδομάδες ελευθερίας που του απέμεναν. Αυτή η μελαχρινή, όμως... Είχε τραβήξει το βλέμμα όλων των αντρών στην όπερα.
22
LORETTA CHASE
Κανείς τους δεν έδινε την παραμικρή σημασία στην παράσταση. Αλλά είχε υποσχεθεί στην Κλάρα... και θα έπαιρνε διακόσιες λίρες εάν… ε… εάν έπαιρνε τη μαντάμ Σεν Πιέρ. Εν τω μεταξύ, οι υπόλοιποι άνδρες στο θάλαμό του ήταν ασυγκράτητοι. Αντίθετα με τους Άγγλους ή τους Ιταλούς, το γαλλικό κοινό έμενε σεβάσμια σιωπηλό ενώ παρακολουθούσε τις παραστάσεις. Οι σύντροφοί του, όμως, ψιθύριζαν μανιωδώς, απαιτούσαν να μάθουν ποια ήταν, ποιο ήταν «αυτό το υπέροχο πλάσμα» που καθόταν μαζί με την ηθοποιό Σιλβί Φοντενέι. Κοίταξε τη μαντάμ Σεν Πιέρ, και μετά τη μελαχρινή. Λίγο αργότερα, ενώ οι φίλοι του συνέχισαν τις εικασίες και τις διαφωνίες, ο Δούκας του Κλίβντον σηκώθηκε από τη θέση του και βγήκε έξω. *** «Γρήγορο ήταν» μουρμούρισε η Σιλβί πίσω από τη βεντάλια της. «Η συλλογή πληροφοριών ανταμείβεται» είπε η Μαρσλίν. Είχε περάσει μία εβδομάδα μαθαίνοντας τις συνήθειες και τα στέκια του Δούκα του Κλίβντον. Αόρατη για εκείνον, αλλά και για οποιονδήποτε άλλον, αν και κυκλοφορούσε σε κοινή θέα, τον είχε ακολουθήσει σε ολόκληρο το Παρίσι, μέρα και νύχτα. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της ανήθικης οικογένειάς της, η Μαρσλίν είχε την ικανότητα να γίνεται αόρατη, ή να τραβάει τα βλέμματα. Απόψε είχε βγει από το περιθώριο. Απόψε όλα τα μάτια στο θέατρο ήταν στραμμένα επάνω της. Αυτό δεν ήταν ό,τι καλύτερο για τους ηθοποιούς, αλλά δεν είχαν κερδίσει τη συμπάθειά της. Αντίθετα μ’ εκείνην, δεν είχαν βάλει τα δυνατά τους. Η φωνή της Ροζίνας έτρεμε στις ψηλές νότες, ενώ από τον Φίγκαρο έλειπε η χαρά της ζωής.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
23
«Δεν χάνει λεπτό» είπε η Σιλβί, προσποιούμενη ότι κοιτάζει τη σκηνή. «Θέλει να σε γνωρίσει, οπότε τι κάνει; Πάει κατευθείαν στο θάλαμο που κάθονται οι μεγαλύτερες κουτσομπόλες του Παρισιού, ο παλιός μου φίλος ο Κόμης ντ’ Ορεφούρ και η ερωμένη του, η Μαντάμ Ιρόντ. Αυτός, αγαπητή μου, είναι ειδικός στο κυνήγι των γυναικών.» Η Μαρσλίν το ήξερε πολύ καλά. Η υψηλότητά του δεν ήταν μόνο ένας εξαιρετικός πλανευτής, αλλά είχε και εκλεπτυσμένο γούστο. Δεν έτρεχε πίσω από κάθε ελκυστική γυναίκα που συναντούσε. Δεν σύχναζε σε πορνεία –ούτε καν στα ανώτερα– όπως έκαναν τόσοι ξένοι. Δεν κυνηγούσε καμαριέρες και μοδίστρες. Παρ’ όλη τη φήμη που τον ακολουθούσε, δεν ήταν ένας συνηθισμένος γυναικάς. Κυνηγούσε μόνο τις μεγαλύτερες καλλονές της υψηλής κοινωνίας του Παρισιού, και την αφρόκρεμα των γυναικών αμφιβόλου ηθικής. Αν και αυτό σήμαινε ότι η αγνότητά της –όποια κι αν ήταν αυτή– ήταν ασφαλής, υπήρχε η πρόκληση τού να καταφέρει να διατηρήσει την προσοχή του αρκετά, ώστε να επιτύχει το σκοπό της. Κι έτσι, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα, όπως όταν έβλεπε τη ρουλέτα να γυρίζει. Αυτήν τη φορά, όμως, το διακύβευμα ήταν κάτι πολύ περισσότερο από χρήματα. Το αποτέλεσμα αυτού του παιχνιδιού θα καθόριζε το μέλλον της οικογένειάς της. Φαινομενικά ήταν ήρεμη και γεμάτη αυτοπεποίθηση. «Τι στοίχημα βάζεις ότι θα μπει μαζί με τον Κόμη ακριβώς μόλις αρχίσει το διάλειμμα;» είπε. «Δεν τρελάθηκα να βάλω στοίχημα μαζί σου» είπε η Σιλβί. *** Αμέσως μόλις άρχισε το διάλειμμα –και πριν οι υπόλοιποι θεατές προλάβουν να σηκωθούν από τις θέσεις τους–, ο Κλίβντον μπήκε στο θάλαμο της Δεσποινίδος Φοντενέι μαζί με τον Κόμη Ντ’ Ορεφούρ.
24
LORETTA CHASE
Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν η πλάτη της μελαχρινής: απαλοί ώμοι, και πλάτη εκτεθειμένη μία ιδέα παραπάνω απ’ όσο τολμούσαν οι περισσότερες Παριζιάνες. Και το δέρμα της, σκέτο βελούδο. Ατίθασες σκούρες τούφες κρέμονταν δελεαστικά στο λαιμό της. Είδε το λαιμό της, και ξέχασε και την Κλάρα και τη μαντάμ Σεν Πιέρ και όλες τις γυναίκες στον κόσμο. Του φάνηκε ότι πέρασε μία αιωνιότητα μέχρι να βρεθεί μπροστά της, να κοιτάξει τα πανέμορφα, μαύρα μάτια της, όπου έλαμπε το γέλιο της... κοίταξε την καμπύλη του στόματός της, κι εκεί το γέλιο παραμόνευε στις γωνίες. Τότε κουνήθηκε ελαφρά, πολύ λίγο –μετακίνησε ελάχιστα τους ώμους της–, αλλά το έκανε με τον τρόπο που κινείται μία γυναίκα στο κρεβάτι, ή τουλάχιστον έτσι πίστεψε το σώμα του, κι ένιωσε ένα σφίξιμο χαμηλά. Το φως έπεσε στα μαλλιά της, φώτισε το δέρμα της και χόρεψε στα γελαστά της μάτια. Χαμήλωσε το βλέμμα του, στο μεταξωτό λόφο του στήθους της... στην κομψή καμπύλη της μέσης της... Είχε μία αόριστη αίσθηση ότι ο κόσμος γύρω του μιλούσε, αλλά δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί σε κανέναν άλλον. Η φωνή της ήταν χαμηλή, κοντράλτο με μία ιδέα βραχνάδας. Το όνομά της, όπως έμαθε, ήταν Νουαρό. Της ταίριαζε. Αφού τελείωσε τις ευγένειες με τη Δεσποινίδα Φοντενέι, στράφηκε στη γυναίκα που είχε αναστατώσει την όπερα. Με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, έσκυψε πάνω από το γαντοφορεμένο χέρι της. «Μαντάμ Νουαρό» είπε. «Γοητευμένος.» Ακούμπησε τα χείλη του στο απαλό ύφασμα. Ένα ελαφρύ αλλά εξωτικό άρωμα πλημμύρισε τα ρουθούνια του. Γιασεμί; Σήκωσε το κεφάλι του και είδε ένα βλέμμα βαθύ σαν τον ωκεανό. Κοιτάχτηκαν για μία ατέλειωτη στιγμή.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
25
Μετά έδειξε με τη βεντάλια της την άδεια θέση δίπλα της. «Δεν είναι άνετο να συνομιλώ με το κεφάλι μου γερμένο πίσω, Υψηλότατε» είπε. «Συγχωρέστε με.» Κάθισε. «Ήταν μεγάλη αγένεια εκ μέρους μου να σας πλησιάσω έτσι. Αλλά η θέα από πάνω ήταν...» Άφησε τη φράση του μετέωρη καθώς το συνειδητοποίησε καθυστερημένα: Είχε μιλήσει Αγγλικά, και μάλιστα με την προφορά των ανώτερων τάξεων. Της είχε απαντήσει μηχανικά, μια και είχε μάθει από παιδί να είναι ευγενικός με το συνομιλητή του και να απαντάει στη γλώσσα του. «Μα, δεν είναι δυνατόν» είπε. «Θα στοιχημάτιζα οτιδήποτε ότι είστε Γαλλίδα.» Γαλλίδα και κοινή θνητή. Την είχε ακούσει να μιλάει στον Ορεφούρ άψογα παριζιάνικα Γαλλικά, αναμφίβολα ανώτερα από του Κλίβντον. Η προφορά της ήταν εκλεπτυσμένη, αλλά η φίλη της –τουλάχιστον σαράντα χρονών– ήταν ηθοποιός. Οι κυρίες των ανώτερων τάξεων δεν συναναστρέφονταν ηθοποιούς. Είχε υποθέσει πως ήταν ηθοποιός ή συνοδός πολυτελείας. Κι όμως, αν έκλεινε τα μάτια του, θα ορκιζόταν πως είχε μόλις συνομιλήσει με μία Αγγλίδα ευγενή. «Θα στοιχηματίζατε οτιδήποτε;» είπε εκείνη. Ύψωσε το σκοτεινό της βλέμμα στο πρόσωπό του, και το κατέβασε αργά, αφήνοντας ένα καυτό ίχνος πίσω του. Σταμάτησε στη γραβάτα του. «Αυτή την όμορφη καρφίτσα, ας πούμε;» Το άρωμα και η φωνή και το σώμα της επιβράδυναν τις διανοητικές του λειτουργίες. «Θέλετε να βάλουμε στοίχημα;» είπε ανέκφραστα. «Ή θα μπορούσαμε να συζητήσουμε τα χαρίσματα του αποψινού Φίγκαρο, ή να διαφωνήσουμε για το αν η Ροζίνα θα έπρεπε να είναι μία κοντράλτο ή μία μέτζο σοπράνο» είπε εκείνη. «Αλλά δεν νομίζω ότι παρακολουθούσατε την όπερα.» Ανέμισε αργά τη βεντάλια της. «Γιατί να έχω αυτή την εντύπωση, άραγε;»
26
LORETTA CHASE
Ανέκτησε την ψυχραιμία του. «Αυτό που δεν καταλαβαίνω» είπε «είναι πώς θα μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει την όπερα όταν βρίσκεστε εσείς εδώ.» «Είναι Γάλλοι» είπε εκείνη. «Παίρνουν την τέχνη στα σοβαρά.» «Κι εσείς δεν είστε Γαλλίδα;» Χαμογέλασε. «Αυτό είναι το ερώτημα, απ’ ό,τι φαίνεται.» «Γαλλίδα» είπε αυτός. «Είστε καταπληκτική μίμος, αλλά είστε Γαλλίδα.» «Ακούγεστε πολύ σίγουρος» είπε εκείνη. «Δεν είμαι παρά ένας χοντροκέφαλος Άγγλος, το ξέρω» είπε. «Αλλά ακόμα κι εγώ μπορώ να ξεχωρίσω τις Γαλλίδες από τις Αγγλίδες. Μπορεί κανείς να ντύσει μία Αγγλίδα από την κορυφή μέχρι τα νύχια στη γαλλική μόδα, και θα εξακολουθεί να δείχνει Αγγλίδα. Εσείς...» Δεν τελείωσε τη φράση του, αφήνοντας το βλέμμα του να περιπλανηθεί επάνω της. Μόνο τα μαλλιά της να έβλεπε κανείς. Ήταν τόσο κομψά, όσο και τα περίπλοκα χτενίσματα των άλλων Γαλλίδων... αλλά, όχι, δεν ήταν το ίδιο. Τα δικά της ήταν πιο... κάτι. Ήταν λες και είχε πεταχτεί απ’ το κρεβάτι, και είχε ετοιμαστεί βιαστικά. Αλλά δεν ήταν ατημέλητη. Ήταν... διαφορετική. «Είστε Γαλλίδα, μέχρι το κόκκαλο» είπε. «Αν κάνω λάθος, η καρφίτσα είναι δική σας.» «Κι αν έχετε δίκιο;» είπε εκείνη. Σκέφτηκε γρήγορα. «Αν έχω δίκιο, θα μου κάνετε την τιμή να με συνοδεύσετε στο Μπουά ντε Μπουλόν αύριο» είπε. «Αυτό είναι όλο;» είπε εκείνη, στα Γαλλικά αυτήν τη φορά. «Σημαίνει πολλά για μένα.» Σηκώθηκε απότομα με ένα μεταξένιο θρόισμα. Έκπληκτος –ξανά– σηκώθηκε με καθυστέρηση. «Χρειάζομαι λίγο αέρα» είπε εκείνη. «Είναι αποπνικτικά εδώ μέσα.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
27
Της άνοιξε την πόρτα του διαδρόμου, και εκείνη τον προσπέρασε βιαστικά. Την ακολούθησε έξω, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. *** Η Μαρσλίν τον είχε δει αμέτρητες φορές, και μάλιστα από μόλις μερικά μέτρα μακριά. Είχε παρατηρήσει έναν όμορφο, πολυτελή κομψό Άγγλο ευγενή. Από κοντά... Ζαλιζόταν ακόμη. Πρώτα από όλα το σώμα. Το είχε μελετήσει κρυφά ενώ κουβέντιαζε ευγενικά με τη Σιλβί. Το τέλειο κορμί του δεν ήταν, όπως είχε υποθέσει, προϊόν υψηλής ραπτικής, αν και τα ρούχα του ήταν άψογα. Οι φαρδείς ώμοι του δεν ήταν υποβοηθούμενοι από βάτες, και ο τριγωνικός κορμός του δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μύες. Μύες παντού – τα μπράτσα, τα μακριά πόδια. Και δεν υπήρχε ράφτης ικανός να φτιάξει την αεικίνητη δύναμη που απέρρεε από το ψηλό του ανάστημα. Κάνει ζέστη εδώ μέσα, ήταν η πρώτη συγκροτημένη σκέψη της. Και μετά στεκόταν μπροστά της, έσκυβε πάνω από το χέρι της, και η θερμοκρασία ανέβηκε ακόμα περισσότερο. Είδε τα μαλλιά του, τις επιμελώς ατημέλητες μαύρες τούφες να λάμπουν σαν μετάξι. Σήκωσε το κεφάλι του. Είδε ένα στόμα που θα έπρεπε να ανήκει σε γυναίκα, τόσο όμορφο και αισθησιακό που ήταν. Αλλά ήταν ξεκάθαρα αντρικό, γεμάτο σαρκική επιθυμία. Ένα δευτερόλεπτο αργότερα αντίκριζε ένα ζευγάρι μάτια με ένα σπάνιο χρώμα –πράσινα σαν το σμαράγδι–, ενώ μία μπάσα αρρενωπή φωνή χάιδευε τα αφτιά της, και έμοιαζε να χαϊδεύει και άλλα σημεία του σώματός της που δεν ήταν εμφανή.
28
LORETTA CHASE
Θεέ και Κύριε. Περπάτησε γρήγορα καθώς έφυγαν από το θάλαμο, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν με την ίδια ταχύτητα. Είδε τις παρέες των θεατών στο διάδρομο να ανοίγουν δρόμο για να περάσει. Το απολάμβανε, ακόμα και ενώ αναλογιζόταν το απροσδόκητο πρόβλημα που περπατούσε δίπλα της. Το ήξερε ότι ο Δούκας του Κλίβντον ήταν ζόρικος. Τον είχε υποτιμήσει κατά πολύ. Και πάλι, όμως, ήταν μία Νουαρό, και ο κίνδυνος απλά της κέντριζε το ενδιαφέρον. Τελικά σταμάτησε σε ένα ήσυχο σημείο του διαδρόμου, δίπλα σ’ ένα παράθυρο. Για λίγο κοίταξε έξω από το παράθυρο. Το μόνο που έβλεπε ήταν η ίδια της η αντανάκλαση: μία υπέροχα ντυμένη, σαγηνευτική γυναίκα, μία κινούμενη διαφήμιση για αυτό που μία μέρα –σύντομα, με τη βοήθειά του– θα γινόταν ο επιφανέστερος οίκος μόδας του Λονδίνου. Μόλις αναλάμβαναν τη Δούκισσα του Κλίβντον, ήταν σίγουρο πως θα ακολουθούσε βασιλική πελατεία: ο ουρανός με τ’ άστρα, και σχεδόν μπορούσε να τ’ αγγίξει. «Ελπίζω να αισθάνεστε καλά, κυρία μου» είπε σε Γαλλικά με αγγλική προφορά. «Ναι, αλλά συνειδητοποίησα πως ήμουν παράλογη» είπε εκείνη. «Τι αλόγιστο στοίχημα!» Εκείνος χαμογέλασε. «Δεν πιστεύω να κάνετε πίσω; Είναι τόσο τρομερό το να με συνοδεύσετε στο Μπουά ντε Μπουλόν;» Χαμογελούσε σαν μικρό παιδί και μιλούσε με μία γοητευτική ανασφάλεια που αναμφίβολα είχε καταρρακώσει τις ηθικές αναστολές εκατοντάδων γυναικών. Εκείνη είπε: «Όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, ό,τι και να γίνει, θα βγω κερδισμένη. Από όποια σκοπιά και να το δω, αυτό το στοίχημα είναι ανόητο. Σκεφτείτε μόνο, όταν σας πω αν έχετε δίκιο ή όχι, πώς θα ξέρετε ότι λέω την αλήθεια;»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
29
«Νομίζατε ότι θα απαιτήσω να δω το διαβατήριό σας;» είπε εκείνος. «Είχατε σκοπό απλά να με πιστέψετε;» τον ρώτησε. «Φυσικά.» «Αυτό μπορεί να είναι ιπποτικό ή μπορεί να είναι αφελές» είπε εκείνη. «Δεν μπορώ να αποφασίσω τι από τα δύο.» «Δεν θα μου λέγατε ψέματα» είπε. Αν ήταν εδώ οι αδελφές της, θα είχαν πέσει κάτω από τα γέλια. «Είναι ένα εξαιρετικό διαμάντι» είπε εκείνη. «Αν πιστεύετε πως μία γυναίκα δεν θα έλεγε ψέματα για να το αποκτήσει, είστε αθεράπευτα αθώος.» Τα σαγηνευτικά πράσινα μάτια του ανίχνευσαν το πρόσωπό της. Είπε στα Αγγλικά: «Έκανα λάθος, εντελώς λάθος. Το βλέπω τώρα. Είστε Αγγλίδα.» Εκείνη χαμογέλασε. «Τι με πρόδωσε; Ο απλός τρόπος που μιλάω;» «Λίγο πολύ» είπε εκείνος. «Αν ήσασταν Γαλλίδα, τώρα θα αναλύαμε την έννοια της αλήθειας. Δεν αφήνουν τίποτε να πέσει κάτω. Πρέπει να βάλουν τα πάντα κάτω από το μικροσκόπιο της Φιλοσοφίας. Είναι μάλλον γοητευτικό, αλλά τους καθιστά τόσο προβλέψιμους. Τα πάντα πρέπει να αναλύονται και να τακτοποιούνται. Κανόνες. Χρειάζονται κανόνες. Φτιάχνουν τόσους πολλούς.» «Αν ήμουν Γαλλίδα, δεν θα ήταν πολύ σοφό να λέτε αυτά τα λόγια» είπε εκείνη. «Δεν είστε, όμως. Καταλήξαμε.» «Αλήθεια;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Βιαστήκατε να στοιχηματίσετε» του είπε. «Λειτουργείτε πάντα τόσο βιαστικά;» «Μερικές φορές ναι» είπε εκείνος. «Αλλά με φέρατε σε δύσκολη θέση. Δεν μοιάζετε με καμία γυναίκα που έχω γνωρίσει.»
30
LORETTA CHASE
«Και όμως» είπε εκείνη. «Οι γονείς μου ήταν Άγγλοι.» «Και έχετε και κάτι από Γαλλία;» είπε εκείνος. Τα πράσινα μάτια του έλαμπαν με χιούμορ, και η ψυχρή, δαιμόνια καρδιά της χτύπησε σαν τρελή. Ήταν καλός, ανάθεμά τον. «Ελάχιστο» είπε. «Έναν καθαρά Γάλλο προ-πάππου. Αλλά τόσο αυτός όσο και οι γιοι του προτιμούσαν τις Αγγλίδες.» «Ένας προ-πάππους μόνο δεν μετράει» είπε εκείνος. «Η οικογένειά μου είναι γεμάτη γαλλικά ονόματα, αλλά είμαι αθεράπευτα Άγγλος –και χαρακτηριστικά αργόστροφος–, εκτός από όταν πρόκειται να βγάλω λάθος συμπεράσματα. Τι να γίνει. Αντίο, μικρή μου καρφίτσα.» Την έπιασε για να τη βγάλει. Φορούσε γάντια, αλλά ήξερε πως δεν έκρυβαν κάλους ή σπασμένα νύχια. Τα χέρια του θα ήταν όπως όλων των ανδρών της τάξης του: απαλά και περιποιημένα. Ήταν, όμως, μεγαλύτερα από το συνηθισμένο, με μακριά και γεμάτα χάρη δάχτυλα. Τη συγκεκριμένη στιγμή δεν επιδείκνυε και τόση χάρη. Ο μπάτλερ του είχε πιάσει την καρφίτσα ακριβώς ανάμεσα στις πτυχές της γραβάτας του, και πάλευε να τη βγάλει. Ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. «Αφήστε να το κάνω εγώ καλύτερα» είπε εκείνη. «Εσείς δεν βλέπετε τι κάνετε.» Του απομάκρυνε τα χέρια, ακουμπώντας τον ελαφρά με τα δικά της. Γάντι πάνω στο γάντι, αυτό ήταν όλο. Και όμως, αισθάνθηκε την ένταση της επαφής σαν να ήταν γυμνά τα χέρια τους, και η αίσθηση αυτή πλημμύρισε όλο της το σώμα. Αισθανόταν το φαρδύ στέρνο του κάτω από τις ακριβές στρώσεις της γραβάτας και του γιλέκου και του πουκάμισού του. Παρ’ όλα αυτά, τα χέρια της ούτε κλονίστηκαν ούτε έτρεμαν. Είχε χρόνια εξάσκησης. Χρόνια που κρατούσε τα χαρτιά σταθερά στα χέρια της ενώ η καρδιά της χτυπούσε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
31
σαν τρελή. Χρόνια που μπλοφάριζε χωρίς να αφήνει ούτε ένα πετάρισμα του ματιού της, ούτε ένα τίναγμα των μυών του προσώπου της, να την προδώσει. Η καρφίτσα βγήκε και έλαμψε στο φως. Κοίταξε το κάτασπρο λινό ύφασμα που είχε τσαλακώσει. «Πόσο γυμνή δείχνει» είπε. «Η γραβάτα σας.» «Τι είναι αυτό;» είπε εκείνος. «Τύψεις;» «Ποτέ» απάντησε εκείνη, και ήταν η απόλυτη αλήθεια. «Αλλά το άδειο σημείο προσβάλλει την αισθητική μου.» «Τότε, θα τρέξω στο ξενοδοχείο μου και θα πω στον μπάτλερ μου να την αντικαταστήσει.» «Είστε ασυνήθιστα πρόθυμος να με ευχαριστήσετε» του είπε. «Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο.» «Ηρεμήστε, Υψηλότατε» του είπε. «Έχω την τέλεια λύση.» Έβγαλε μία καρφίτσα από το φόρεμά της και έβαλε τη δική του στη θέση της. Μετά έβαλε τη δική της στη γραβάτα του. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση τόσο εντυπωσιακή όσο η δική του, απλά ένα σχετικά μικρό μαργαριτάρι. Αλλά ήταν όμορφη και στιλπνή. Έλαμπε απαλά κουρνιασμένη ανάμεσα στις πτυχές της λινής του γραβάτας. Ένιωθε το βλέμμα του, τόσο έντονο, και αισθανόταν ότι στεκόταν και περίμενε τελείως ακίνητος. Ίσιωσε ελαφρά το γύρω ύφασμα, και ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω και επιθεώρησε το έργο της. «Μια χαρά» είπε. «Είναι;» Κοιτούσε εκείνην, όχι το μαργαριτάρι. «Χρησιμοποιήστε το παράθυρο ως καθρέφτη» του είπε. Εξακολουθούσε να την κοιτάζει. «Το παράθυρο, Υψηλότατε. Θαυμάστε τουλάχιστον το έργο μου.» «Αυτό κάνω» είπε εκείνος. «Αυτό ακριβώς.» Αλλά γύρισε, χαμογελώντας ελαφρά, και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη.
32
LORETTA CHASE
«Μάλιστα» είπε. «Το γούστο σας είναι τόσο καλό, όσο και του μπάτλερ μου – και αυτό το κομπλιμέντο δεν το προσφέρω ελαφρά τη καρδία.» «Το γούστο μου οφείλει να είναι καλό» είπε εκείνη. «Είμαι η μεγαλύτερη μοδίστρα του κόσμου.» *** Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Από την έξαψη βέβαια, από τι άλλο; Και γιατί όχι; Πραγματικά δεν έμοιαζε με καμία γυναίκα που είχε γνωρίσει. Το Παρίσι ήταν ένας διαφορετικός κόσμος από το Λονδίνο, και οι Γαλλίδες ήταν ένα διαφορετικό είδος από τις Αγγλίδες. Και πάλι όμως, είχε συνηθίσει την επιτήδευση των Παριζιάνων, τόσο ώστε να προβλέπει το γύρισμα του καρπού, το πετάρισμα της βεντάλιας, το στρίψιμο του κεφαλιού σχεδόν σε κάθε περίσταση. Όπως της είχε πει, κανόνες. Οι Γάλλοι ζούσαν σύμφωνα με συγκεκριμένους κανόνες. Αυτή η γυναίκα είχε τους δικούς της κανόνες. «Και πόσο σεμνή μοδίστρα είστε» είπε εκείνος. Εκείνη γέλασε, αλλά το γέλιο της δεν είχε την ασημένια ηχώ που είχε συνηθίσει. Ήταν χαμηλόφωνο και προσωπικό, δεν προοριζόταν για τα αφτιά άλλων. Δεν προσπαθούσε να τραβήξει τα βλέμματα όπως έκαναν άλλες γυναίκες. Το ζητούμενο ήταν μονάχα το δικό του βλέμμα. Και πράγματι, πήρε τα μάτια του από το παράθυρο για να την κοιτάξει. «Ίσως, αντίθετα με όλο τον κόσμο στην όπερα, δεν προσέξατε» του είπε. Έδειξε με την κλειστή βεντάλια της το φόρεμά της. Άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει από την ελαφρώς ατημέλητη κόμη της προς τα κάτω. Νωρίτερα δεν είχε προσέξει παρά μόνο επιφανειακά τι φορούσε. Είχε επικεντρω-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
33
θεί στη φιγούρα της: τις πλούσιες καμπύλες της, το κάτασπρο δέρμα της, τα λαμπερά μάτια της, τα κάπως αναμαλλιασμένα μαλλιά της. Τώρα παρατήρησε ότι το δελεαστικό σώμα της ήταν στολισμένο: ο μανδύας, ή τουνίκ, ή ό,τι ήταν αυτό τέλος πάντων, από μαύρη δαντέλα πάνω από πλούσιο ροζ μετάξι – ο κομψός συνδυασμός χρωμάτων και κοσμημάτων, το– το– «Το στιλ» είπε εκείνη. Για μία στιγμή πάγωσε, αισθάνθηκε μία αμφιβολία, μία ταραχή. Του φάνηκε πως διάβαζε το μυαλό του σαν ανοιχτό βιβλίο, και είχε ήδη περάσει τα περιεχόμενα και τον πρόλογο, και είχε πάει κατευθείαν στο πρώτο κεφάλαιο. Αλλά τι σημασία είχε; Προφανώς δεν ήταν καμιά αθώα, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε από εκείνην. «Όχι, κυρία μου, δεν πρόσεξα» είπε. «Το μόνο που είδα ήσασταν εσείς.» «Η καλύτερη απάντηση για μία γυναίκα» είπε εκείνη. «Και η χειρότερη για μία μοδίστρα.» «Σας εκλιπαρώ να είστε γυναίκα προς το παρόν» είπε. «Ως μοδίστρα, χαραμίζετε το ταλέντο σας με μένα.» «Καθόλου» απάντησε εκείνη. «Εάν ήμουν ντυμένη άσχημα, δεν θα είχατε μπει στο θάλαμο της Δεσποινίδος Φοντενέι. Ακόμα κι αν μέσα στη βιασύνη σας είχατε αγνοήσει τις επιταγές του καλού γούστου, ο Κόμης ντ’ Ορεφούρ θα σας είχε σώσει από ένα τραγικό λάθος και θα είχε αρνηθεί να μας συστήσει.» «Τραγικό; Διακρίνω μία τάση προς την υπερβολή.» «Σχετικά με το γούστο; Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω, στο Παρίσι είμαστε.» «Αυτήν τη στιγμή αδιαφορώ για το πού είμαι» είπε εκείνος. Το χαμηλόφωνο γέλιο ξανά. Αισθάνθηκε τον ήχο, λες και η ανάσα της άγγιξε τον αυχένα του. «Καλά θα κάνω να προσέχω» είπε εκείνη. «Είστε αποφασισμένος να μου πάρετε τα μυαλά.»
34
LORETTA CHASE
«Εσείς το ξεκινήσατε» της απάντησε. «Μου πήρατε τα δικά μου.» «Αν προσπαθείτε να με καλοπιάσετε για να σας δώσω πίσω το διαμάντι σας, δεν θα πιάσει» του είπε. «Αν νομίζετε ότι θα σας δώσω πίσω το μαργαριτάρι σας, θα έλεγα να το ξανασκεφτείτε» της είπε. «Μην είστε παράλογος» είπε εκείνη. «Εσείς μπορεί να είστε τόσο ρομαντικός, που δεν σας νοιάζει ότι το διαμάντι σας αξίζει όσο πενήντα τέτοια μαργαριτάρια, αλλά εγώ δεν είμαι. Κρατήστε το μαργαριτάρι, με την ευχή μου. Εγώ, όμως, πρέπει να επιστρέψω στη Δεσποινίδα Φοντενέι – και έρχεται και ο φίλος σας ο Κόμης να σας σώσει από το σφάλμα τού να επιστρέψετε μέσα μαζί μου. Ξέρω ότι η υψηλότητά σας είναι γοητευμένη, καταρρακωμένη, και ναι, κι εγώ θλίβομαι που χάνω τη συντροφιά σας –είναι τόσο αναζωογονητικό να γνωρίζω έναν άνδρα με μυαλό–, αλλά δεν γίνεται. Δεν μπορώ να με δουν να δείχνω εύνοια σε έναν κύριο. Δεν κάνει καλό στη δουλειά μου. Θα αρκεστώ στην ελπίδα να σας ξαναδώ. Ίσως αύριο στο Λονγκσάμπ όπου, φυσικά, θα εκθέσω το εμπόρευμά μου.» Ο Ορεφούρ έφτασε την ώρα που σήμανε η λήξη του διαλείμματος. Μία νεαρή γυναίκα τής έγνεψε, και η κυρία Νουαρό έφυγε με μία γρήγορη, χαριτωμένη υπόκλιση, και –μόνο για τα μάτια του Κλίβντον– ένα βλέμμα γεμάτο νόημα πάνω από τη βεντάλια της. Μόλις είχε απομακρυνθεί αρκετά, ο Ορεφούρ είπε: «Πρόσεχε. Αυτή είναι επικίνδυνη.» «Ναι» είπε ο Κλίβντον ενώ την κοιτούσε να διασχίζει το πλήθος. Ο κόσμος έκανε άκρη για να περάσει, λες και ήταν γαλαζοαίματη, αν και δεν είχε καμία απολύτως σχέση με κάτι τέτοιο. Ήταν μία έμπορος, και τίποτε παραπάνω. Το είχε πει η ίδια, χωρίς ίχνος ντροπής, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να το πιστέψει. Κοίταξε τον τρόπο που περπατούσε και τον τρόπο που περπατούσε η Γαλλίδα φίλη της,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
35
τόσο διαφορετικά, που θα έλεγε κανείς ότι δεν άνηκαν καν στο ίδιο είδος. «Ναι» είπε. «Το ξέρω.» *** Εν τω μεταξύ, στο Λονδίνο, η Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ ήθελε να πετάξει ένα πορσελάνινο βάζο στο αγύριστο κεφάλι του αδελφού της. Ο θόρυβος, όμως, θα τραβούσε την προσοχή, και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να ορμήσει η μητέρα της στη βιβλιοθήκη. Τον είχε σύρει στη βιβλιοθήκη, γιατί ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο σπάνια έμπαινε η μητέρα. «Χάρι, πώς μπόρεσες;» φώναξε. «Όλος ο κόσμος γι’ αυτό μιλάει. Έχω εξευτελιστεί.» Ο Χάρι Φέρφαξ, ο Κόμης του Λόνγκμορ, κούρνιασε με προσοχή στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια του. «Δεν υπάρχει λόγος να ουρλιάζεις. Το κεφάλι μου–» «Μπορώ να φανταστώ πώς απέκτησες τον πονοκέφαλο» του είπε. «Και δεν αισθάνομαι καμία απολύτως συμπόνια για σένα.» Ο Χάρι είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και το δέρμα του ήταν χλωμό. Τα τσαλακωμένα ρούχα του μαρτυρούσαν ότι δεν είχε αλλάξει από χθες το βράδυ, και τα ανακατεμένα μαύρα μαλλιά του φανέρωναν ότι δεν είχε χτενιστεί στο ίδιο διάστημα. Χωρίς αμφιβολία είχε περάσει τη νύχτα στο κρεβάτι κάποιας από τις ερωμένες του, και δεν είχε μπει στον κόπο να αλλάξει όταν τον κάλεσε η αδελφή του. «Το σημείωμά σου έλεγε πως ήταν επείγον» είπε. «Ήρθα γιατί νόμιζα πως χρειαζόσουν βοήθεια. Δεν ήρθα να σ’ ακούσω να μου τα ψέλνεις.» «Έτρεξες στο Παρίσι να δώσεις τελεσίγραφο στον Κλίβντον» του είπε. «Παντρέψου την αδελφή μου, ή αλλιώς. Έτσι νομίζεις ότι βοηθάς εσύ;»
36
LORETTA CHASE
Άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε. «Ποιος σου το είπε αυτό;» «Όλος ο κόσμος γι’ αυτό μιλάει» απάντησε εκείνη. «Εδώ και εβδομάδες, απ’ ό,τι φαίνεται. Κάποια στιγμή θα το μάθαινα.» «Όλος ο κόσμος είναι παλαβός» είπε εκείνος. «Άκου εκεί τελεσίγραφο. Καμία σχέση. Απλά τον ρώτησα αν σε θέλει ή όχι.» «Ωχ, όχι.» Βυθίστηκε στη διπλανή καρέκλα και κάλυψε το στόμα με το χέρι της. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο. Πώς μπόρεσε; Πώς μπόρεσε; Αλλά τι ερώτηση ήταν αυτή; Φυσικά και μπόρεσε. Ο Χάρι ποτέ δεν ήταν γνωστός για την αβρότητα και τις ευαισθησίες του. «Καλύτερα εγώ παρά ο πατέρας» είπε εκείνος. Η Λαίδη Κλάρα έκλεισε τα μάτια της. Είχε δίκιο. Ο μπαμπάς θα έγραφε γράμμα. Θα ήταν πολύ πιο διακριτικό και πολύ πιο ολέθριο για τον Κλίβντον απ’ οτιδήποτε θα μπορούσε να πει ο Χάρι. Ο πατέρας θα γέμιζε το Δούκα ενοχές και αίσθημα υποχρέωσης – ακριβώς αυτό που υποπτευόταν ότι οδήγησε την υψηλότητά του στην Ηπειρωτική Ευρώπη καταρχήν. Έβγαλε το χέρι από το στόμα της, άνοιξε τα μάτια της και αντίκρισε τον αδελφό της. «Πιστεύεις πραγματικά ότι φτάσαμε ως εκεί;» «Αγαπητό μου κορίτσι, η μητέρα τρελαίνει εμένα, και δεν ζω και μαζί της. Έφτασα να τρέμω να περάσω από το σπίτι, γιατί ήξερα πως θα μου έλεγε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Είδα ότι ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι ο πατέρας να πάψει να προσπαθεί να την αγνοεί. Ξέρεις ότι από την αρχή δεν ήθελε να φύγουμε. Τουλάχιστον όχι ο Κλίβντον. Εμένα χάρηκε που με ξεφορτώθηκε.» Η αλήθεια ήταν πως η μητέρα γινόταν όλο και πιο επίμονη τους τελευταίους μήνες. Οι περισσότερες από τις κόρες των φίλων της, που είχαν κάνει την πρώτη τους δημόσια εμ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
37
φάνιση μαζί με την Κλάρα, είχαν παντρευτεί. Εν τω μεταξύ, η μητέρα φοβόταν ότι η Κλάρα θα ξεχνούσε τον Κλίβντον και θα ξεμυαλιζόταν με κάποιον που δεν της ταίριαζε – δηλαδή, κάποιον που δεν ήταν δούκας. Γιατί ενθαρρύνεις το Λόρδο Άντερλεϊ, αφού ξέρεις πως ουσιαστικά έχει χρεοκοπήσει; Και είναι κι εκείνος ο απαίσιος ο κύριος Μπέιτς, που δεν υπάρχει περίπτωση να κληρονομήσει τίποτε με δύο άνδρες μεταξύ αυτού και του τίτλου. Το ξέρεις ότι το εξοχικό θέρετρο του Λόρδου Γκέντινγκς καταρρέει. Και ο Σερ Χένρι Τζάσπερς –κόρη μου–, είναι δυνατόν να ενθαρρύνεις το φλερτ ενός Βαρόνου; Θέλεις να με πεθάνεις, Κλάρα; Τι έχεις πάθει και δεν μπορείς να φέρεις κοντά σου έναν άνδρα που σε αγαπά ουσιαστικά από τη στιγμή που γεννήθηκες και όλοι οι άλλοι δεν πιάνουν μία μπροστά του; Πόσες φορές είχε ακούσει η Κλάρα αυτό το παραλήρημα, ή κάτι παρόμοιο, από τότε που επέστρεψαν στο Λονδίνο για το χειμώνα; «Το ξέρω πως είχες καλές προθέσεις» είπε. «Αλλά εύχομαι να μην το είχες κάνει.» «Είναι στο εξωτερικό πάνω από τρία χρόνια» είπε ο Χάρι. «Η κατάσταση αρχίζει να γίνεται λίγο γελοία, ακόμα και για μένα. Ή σκοπεύει να σε παντρευτεί ή όχι. Ή θέλει να ζήσει στο εξωτερικό ή θέλει να ζήσει στην Αγγλία. Νομίζω πως είχε αρκετό χρόνο να αποφασίσει.» Ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Τρία χρόνια; Δεν της είχε φανεί τόσο πολύ. Είχε περάσει τον πρώτο χρόνο θρηνώντας τη γιαγιά της, την οποία λάτρευε. Δεν είχε κουράγιο να κάνει την πρώτη της δημόσια εμφάνιση τότε. Και τόσο αυτός ο χρόνος όσο και οι επόμενοι ήταν γεμάτοι με τα πανέμορφα γράμματα του Κλίβντον. «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι είχε περάσει τόσος καιρός» είπε. «Μου γράφει τα πάντα με τόση ακρίβεια, που μοιάζει σαν να είναι εδώ.» Του έγραφε από τότε που έμαθε να σκαλίζει ανοησίες όπως, «Ελπίζω το γράμμα μου να σας βρίσκει καλά. Πώς σας φαίνεται το σχολείο; Εγώ μαθαίνω
38
LORETTA CHASE
Γαλλικά. Είναι δύσκολα. Εσείς τι μαθαίνετε;» Ακόμα και όταν ήταν παιδί, έγραφε απολαυστικά. Είχε μεγάλη παρατηρητικότητα και ένα φυσικό χάρισμα στην περιγραφή, καθώς και πολύ χιούμορ. Τον ήξερε πολύ καλά, καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι, αλλά κυρίως μέσω της αλληλογραφίας. Στην πραγματικότητα δεν είχε περάσει πολύ χρόνο μαζί του. Τα περισσότερα χρόνια που τον ήξερε, εκείνη ήταν στη σχολική αίθουσα κι εκείνος μακριά, πρώτα στο σχολείο, μετά στο πανεπιστήμιο και ύστερα στο εξωτερικό. «Τολμώ να πω ότι ούτε εκείνος το είχε συνειδητοποιήσει» είπε ο Χάρι. «Όταν τον ρώτησα ευθαρσώς τι σκόπευε να κάνει, γέλασε και είπε πως καλά έκανα και πήγα. Είπε ότι μάλλον έπρεπε να έχει γυρίσει νωρίτερα, αλλά κατάλαβε από τα γράμματά σου ότι απολάμβανες να είσαι η πλέον πολυπόθητη κοπέλα της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου, και δεν ήθελε να σου χαλάσει τη διασκέδαση.» Ούτε εκείνη ήθελε να χαλάσει τη δική του. Δεν είχε περάσει ευχάριστα παιδικά χρόνια. Είχε χάσει τον πατέρα, τη μητέρα και την αδελφή του μέσα σε ένα μόλις χρόνο. Ο πατέρας ήθελε να είναι καλοσυνάτος κηδεμόνας, αλλά είχε πολύ αυστηρές ιδέες για το Καθήκον και τις Υποχρεώσεις, και ο Κλίβντον, αντίθετα με τους αδελφούς της Κλάρα, είχε προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του. Όταν ο Κλίβντον και ο Χάρι είχαν αποφασίσει να πάνε στο εξωτερικό, είχε χαρεί γι’ αυτούς. Ο Χάρι θα εκπολιτιζόταν λίγο, ενώ ο Κλίβντον, μακριά από τον μπαμπά, θα έβρισκε τον εαυτό του. «Δεν θα έπρεπε να γυρίσει αν δεν είναι απόλυτα έτοιμος» είπε εκείνη. Ο Χάρι σήκωσε τα μαύρα φρύδια του. «Εσύ δεν είσαι απόλυτα έτοιμη;» «Μην είσαι παράλογος.» Φυσικά και θα χαιρόταν που θα γύριζε ο Κλίβντον. Τον αγαπούσε. Τον αγαπούσε από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
39
«Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείς μήπως σε πάνε βιαστικά στην εκκλησία» είπε ο Χάρι. «Του πρότεινα να περιμένει μέχρι τα τέλη Μαΐου. Έτσι, οι μνηστήρες σου θα έχουν αρκετό χρόνο να αυτοκτονήσουν, ή να αυτό-εξοριστούν στην Ιταλία, ή να πεθάνουν από την απελπισία τους με κάποιον τρόπο, τέλος πάντων. Μετά του συνέστησα να σου δώσει άλλον ένα μήνα να συνηθίσεις το αδέξιο κουφάρι του να τριγυρίζει εδώ. Έτσι, φτάνουμε στα τέλη της Εποχής, οπότε και πρότεινα μία όμορφα διατυπωμένη επίσημη πρόταση γάμου, με πολλές δηλώσεις αιώνιας αγάπης, συνοδευόμενη από ένα τεράστιο μονόπετρο.» «Χάρι, είσαι γελοίος.» «Γιατί; Το βρήκε εξαιρετική ιδέα – και απ’ ό,τι θυμάμαι το γιορτάσαμε με τρία, τέσσερα, πέντε, έξι μπουκάλια σαμπάνια.» Παρίσι 15 Απριλίου Η αποπλάνηση ήταν ένα παιχνίδι που απολάμβανε ιδιαίτερα ο Κλίβντον. Του άρεσε το κυνήγι όσο και η κατάκτηση – και τώρα τελευταία περισσότερο. Η πολιορκία της μαντάμ Νουαρό προμηνυόταν ένα πολύ πιο διασκεδαστικό παιχνίδι απ’ ό,τι συνήθως. Αυτό θα ήταν μία αλλαγή και ένα ευχάριστο κλείσιμο της διαμονής του στο εξωτερικό. Δεν ανυπομονούσε να επιστρέψει στην Αγγλία και στις ευθύνες του, αλλά είχε έρθει η ώρα. Το Παρίσι είχε αρχίσει να χάνει τη γοητεία του, και, χωρίς τη διασκεδαστική συντροφιά του Λόνγκμορ, δεν του φαινόταν δελεαστικό να περιπλανηθεί ξανά στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Σκόπευε να πάει στο Λονγκσάμπ ούτως ή άλλως, για να παρακολουθήσει την εκδήλωση και να γράψει στην Κλάρα
40
LORETTA CHASE
μία απολαυστική περιγραφή. Της χρωστούσε ακόμη την περιγραφή της όπερας – αλλά δεν πειράζει. Το Λονγκσάμπ θα πρόσφερε περισσότερη τροφή για το χιούμορ του. Ο ετήσιος περίπατος στα Ηλύσια Πεδία και στο Μπουά ντε Μπουλόν λάμβανε χώρα την Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή της εβδομάδας πριν το Πάσχα. Ο καιρός, που ήταν τόσο πολλά υποσχόμενος στην αρχή της εβδομάδας, είχε αλλάξει, και φυσούσε ένας κρύος άνεμος. Παρ’ όλα αυτά, όλη η υψηλή κοινωνία των Παρισίων έκανε την εμφάνισή της, ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας και επιδεικνύοντας τα όμορφα άλογα και τις κομψές της άμαξες. Ανέβαιναν από τη μία πλευρά του δρόμου και κατέβαιναν από την άλλη. Το κέντρο άνηκε στις βασιλικές άμαξες και σε κάποιες των υψηλότερων βαθμίδων. Πολλοί, όμως, από τους παρευρισκόμενους, τόσο υψηλών όσο και χαμηλών τάξεων, διέσχιζαν την παρέλαση πεζοί, όπως είχε επιλέξει να κάνει και ο ίδιος, για να μελετήσουν καλύτερα το κοινό, αλλά και τους συμμετέχοντες, και να κρυφακούσουν τις συζητήσεις. Είχε ξεχάσει πόσο πυκνό ήταν το πλήθος, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο Χάιντ Παρκ σε ώρα αιχμής. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε πώς, στα κομμάτια, θα έβρισκε την κυρία Νουαρό. Οι πάντες είχαν έρθει στο Λονγκσάμπ. Λίγα λεπτά αργότερα αναρωτιόταν πώς θα ήταν δυνατόν να μην τη δει. Προκάλεσε αναστάτωση, όπως ακριβώς είχε κάνει και στην όπερα, και ακόμα περισσότερο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να στρέψει το βλέμμα του προς τα εκεί που γίνονταν τα ατυχήματα, και να την. Ο κόσμος έσπαγε το λαιμό του για να την κοιτάξει. Άνδρες έριχναν τις άμαξές τους πάνω σε άλλες άμαξες. Πεζοί έπεφταν πάνω σε στύλους φωτισμού, και ο ένας πάνω στον άλλον. Και εκείνη το απολάμβανε, όσο γι’ αυτό δεν είχε καμία αμφιβολία.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
41
Αυτήν τη φορά, επειδή την είδε από απόσταση, χωρίς να του αποσπούν την προσοχή τα πανέμορφα σκούρα μάτια και η δελεαστική φωνή της, μπόρεσε να δει ολόκληρη την εικόνα: το φόρεμα, το καπέλο… και τον τρόπο που περπατούσε. Από απόσταση μπορούσε να προσέξει το σύνολο: το ψάθινο καπέλο με την πράσινη κορδέλα και τη λευκή δαντέλα, και το λιλά παλτό που άνοιγε κάτω από τη μέση για να αποκαλύψει μία πράσινη σύνθεση υφασμάτων που ανέμιζε από κάτω. Κοιτούσε καθώς ένας μετά τον άλλον άνδρες την πλησίαζαν. Σταματούσε στιγμιαία, χαμογελούσε, έλεγε δυο-τρεις λέξεις, και μετά συνέχιζε, αφήνοντάς τους να την κοιτάζουν με την ίδια αποσβολωμένη έκφραση. Υπέθεσε ότι κάπως έτσι θα έμοιαζε κι εκείνος χθες το βράδυ, αφού είχε φύγει. Άνοιξε δρόμο στο πλήθος και την πλησίασε. «Κυρία Νουαρό.» «Α, εδώ είστε» είπε εκείνη. «Ακριβώς ο άνδρας που ήθελα να δω.» «Το ελπίζω» είπε εκείνος «μια και με προσκαλέσατε.» «Πρόσκληση ήταν;» είπε. «Νόμιζα πως ήταν μία γενική νύξη.» «Αναρωτιέμαι αν κάνατε την ίδια νύξη σε όλο τον κόσμο στην Ιταλική Όπερα. Φαίνεται πως είναι όλοι εδώ.» «Ω, όχι» είπε. «Εγώ μόνο εσάς ήθελα. Αυτοί βρίσκονται εδώ για να τους δει ο κόσμος. Το Λονγκσάμπ. Η Εβδομάδα Πάθους. Όλοι έρχονται σαν σε προσκύνημα για να δουν και να τους δουν. Και να ’μαι κι εγώ, ένα έκθεμα στη βιτρίνα.» «Και μάλιστα ένα πανέμορφο έκθεμα» είπε εκείνος. «Και πρέπει να είναι και πολύ κομψό αν κρίνω από τα φθονερά βλέμματα των γυναικών. Οι άνδρες είναι έκθαμβοι, φυσικά – αλλά τολμώ να πω ότι αυτοί δεν έχουν καμία χρησιμότητα για εσάς.» «Είναι μία εύθραυστη ισορροπία» είπε. «Πρέπει να είμαι αρεστή στους άνδρες που πληρώνουν το λογαριασμό. Αλλά
42
LORETTA CHASE
οι γυναίκες είναι που φοράνε τα ρούχα μου. Δεν θα θέλουν να γίνουν πελάτισσές μου αν με θεωρούν αντίζηλο για την προσοχή των αγαπημένων τους.» «Και όμως, μου κάνατε μία γενική νύξη να έρθω σήμερα εδώ και να σας αναζητήσω μέσα στο πλήθος» είπε. «Βεβαίως και το έκανα» απάντησε εκείνη. «Θέλω να πληρώσετε μερικούς λογαριασμούς.» Για μία ακόμα φορά, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε ν’ ακούσει. Τώρα, όμως, δεν το διασκέδαζε καθόλου. Το σώμα του συσπάστηκε, και η θερμοκρασία του ανέβηκε, και όχι από τον πόθο. «Τίνος τους λογαριασμούς;» «Των κυριών της οικογένειάς σας» είπε εκείνη. Δεν πίστευε στ’ αφτιά του. Με σφιγμένα τα δόντια, είπε: «Οι θείες μου σας χρωστούν χρήματα, και ήρθατε στο Παρίσι να τα ζητήσετε από εμένα;» «Οι εξοχότητές τους οι θείες σας δεν έχουν πατήσει ποτέ στο μαγαζί μου» είπε εκείνη. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Ή μάλλον, ένα από τα προβλήματα. Αλλά δεν είναι εκείνες το θέμα. Το θέμα είναι η σύζυγός σας.» «Δεν έχω σύζυγο» είπε αυτός. «Θα αποκτήσετε, όμως» του απάντησε. «Και εγώ πρέπει να είμαι αυτή που θα την ντύσει. Ελπίζω να το έχετε αντιληφθεί αυτό έως τώρα.» Χρειάστηκε ένα λεπτό να το χωνέψει. Μετά χρειάστηκε άλλο ένα λεπτό να καταπνίξει την οργή του. «Μου λέτε ότι ήρθατε μέχρι το Παρίσι για να με πείσετε να σας επιτρέψω να ντύσετε τη μελλοντική Δούκισσα του Κλίβντον;» «Φυσικά όχι. Έρχομαι στο Παρίσι δύο φορές το χρόνο για δύο λόγους.» Σήκωσε τον ένα γαντοφορεμένο δείκτη της. «Πρώτον, για να τραβήξω την προσοχή των απεσταλμένων που προμηθεύουν τα γυναικεία περιοδικά με τα τελευταία νέα για τη μόδα από το Παρίσι. Χάρη σε μία διθυραμβική περιγραφή ενός απογευματινού φορέματος που φόρεσα πέρυσι την άνοιξη ήρθε η κυρία Σαρπ στον Οίκο
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
43
Νουαρό. Εκείνη με τη σειρά της μας σύστησε στη στενή φίλη της τη Λαίδη Ρέινφρου. Σιγά-σιγά, οι φίλες τους θα συμπεριληφθούν σύντομα στην ξακουστή μας πελατεία.» «Και ο δεύτερος λόγος;» είπε εκείνος ανυπόμονα. «Δεν χρειάζεται να σηκώνετε τα δάχτυλά σας. Ξέρω πολύ καλά να μετράω.» «Ο δεύτερος λόγος είναι η έμπνευση» είπε εκείνη. «Η καρδιά της μόδας χτυπά στο Παρίσι. Πάω όπου πάνε οι κομψοί άνθρωποι και μου δίνουν ιδέες.» «Καταλαβαίνω» είπε εκείνος, αν και στην πραγματικότητα δεν καταλάβαινε τίποτε. Αλλά καλά να πάθει, είπε στον εαυτό του, που συναναστρέφεται μία έμπορο, έναν αγοραίο, φιλοχρήματο άνθρωπο. Θα μπορούσε να έχει ρίξει τη μαντάμ Σεν Πιερ χθες βράδυ –και δεν είχε και πολύ χρόνο για να ρίξει την οποιαδήποτε πια–, αλλά είχε χάσει την ευκαιρία του για να κυνηγήσει αυτό – αυτό το πλάσμα. «Εγώ είμαι απλά ένα παράπλευρο όφελος.» «Ήλπιζα ότι θα ήσασταν αρκετά έξυπνος για να μην το πάρετε έτσι» είπε εκείνη. «Επιθυμώ σφόδρα να σας υπηρετήσω.» Τα μάτια του έγιναν δύο σχισμές. Νόμιζε πως μπορούσε να τον κοροϊδέψει. Επειδή τον είχε παρασύρει μέσα σε μία όπερα και στο πλήθος του Λονγκσάμπ, πίστεψε ότι τον είχε κάνει και σκλάβο της. Δεν θα ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία γυναίκα που άφησε τη φαντασία της να την παρασύρει έτσι. «Σας ζητώ μόνο να σκεφτείτε το εξής» είπε εκείνη. «Θέλετε η ευγενής σύζυγός σας να είναι η πιο καλοντυμένη γυναίκα στο Λονδίνο; Θέλετε να είναι μία πρωτοπόρος της μόδας; Θέλετε να σταματήσει να φοράει αυτά τα ατυχή φορέματα; Φυσικά και θέλετε.» «Δεν με ενδιαφέρει καθόλου τι φοράει η Κλάρα» είπε εκείνος έντονα. «Την αγαπώ γι’ αυτό που είναι.» «Αυτό είναι πολύ γλυκό» είπε εκείνη «αλλά δεν λαμβάνετε υπόψη σας τη θέση της. Ο κόσμος θα έπρεπε να σέβεται
44
LORETTA CHASE
και να θαυμάζει τη Δούκισσα του Κλίβντον, και ο κόσμος, γενικά, κρίνει ένα βιβλίο από το εξώφυλλο. Αν δεν ήταν έτσι, θα κυκλοφορούσαμε όλοι με ρόμπες και κουβέρτες, και προβιές ζώων, όπως οι πρόγονοί μας. Και όλοι εσείς οι άνδρες είστε ανόητοι αν νομίζετε ότι τα ρούχα δεν έχουν σημασία. Πάρτε για παράδειγμα τον εαυτό σας.» Ήταν έτοιμος να εκραγεί από το θυμό του. Πώς τολμούσε να μιλάει έτσι για την Κλάρα; Πώς τολμούσε να τον αντιμετωπίζει συγκαταβατικά; Ήθελε να την πιάσει και– και– Που να την πάρει ο διάβολος. Δεν μπορούσε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε αφήσει μία γυναίκα –και μάλιστα μία έμπορο – να τον εκνευρίσει τόσο πολύ. Είπε: «Κοιτάξτε γύρω σας. Είμαι στο Παρίσι. Εδώ που χτυπάει η καρδιά της μόδας, όπως η ίδια είπατε.» «Στο Λονδίνο, δηλαδή, φοράτε παλιοπράματα;» είπε εκείνη. Είχε αφιερώσει όλη του την ενέργεια στην προσπάθειά του να μην τη στραγγαλίσει και δεν μπορούσε να σκεφτεί μία κατάλληλη απάντηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την κοιτάζει βλοσυρά. «Δεν έχει νόημα να με αγριοκοιτάζετε» του είπε. «Αν τρόμαζα τόσο εύκολα, καλά θα είχα κάνει να μην είχα ασχοληθεί με αυτό το επάγγελμα εξ αρχής.» «Κυρία Νουαρό» είπε. «Νομίζω πως με έχετε περάσει για κάποιον άλλον. Κάποιον ανόητο, μάλλον. Καλή σας ημέρα.» Γύρισε να φύγει. «Ναι, ναι.» Κούνησε βαριεστημένα το χέρι της. «Θα φύγετε θυμωμένος. Στο καλό. Θα σας δω στου Φρασάτι, πιστεύω.»
Κεφάλαιο 3 ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΦΡΑΣΑΤΙ, Οδός Ρισελιέ, No. 10. Πρόκειται για χαρτοπαικτική λέσχη, η οποία μπορεί να θεωρηθεί η δεύτερη στο Παρίσι από άποψη ευυποληψίας, καθώς η πελατεία είναι εκλεκτή. Επιτρέπεται η είσοδος στις κυρίες. –Νέος Οδηγός Παρισίων του Γκαλινιάνι, 1830 Ο Κλίβντον σταμάτησε, γύρισε και την κοίταξε. Τα μάτια του είχαν γίνει δύο πράσινες σχισμές. Το αισθησιακό του στόμα ήταν σφιγμένο. Ένας μυς πεταγόταν στο σαγόνι κοντά στο δεξί του αφτί. Ήταν ένας μεγαλόσωμος, ισχυρός άνδρας. Ήταν ένας Άγγλος Δούκας, ένα είδος γνωστό για την τάση του να συνθλίβει οτιδήποτε μικρό και ανόητο έμπαινε στο δρόμο του. Η στάση και η έκφρασή του θα είχαν τρομοκρατήσει τον οποιονδήποτε. Η Μαρσλίν δεν ήταν οποιοσδήποτε. Ήξερε πως είχε ανεμίσει ένα κόκκινο πανί μπροστά σ’ έναν ταύρο. Το είχε κάνει εν γνώσει της, όπως θα έκανε ένας έμπειρος ταυρομάχος. Τώρα, όπως ακριβώς και ο ταύρος, δεν είχε μάτια για κανέναν άλλον εκτός από εκείνην.
46
LORETTA CHASE
«Να σε πάρει» είπε. «Τώρα δεν μπορώ να φύγω.» «Δεν θα σας κατηγορούσα αν το κάνατε» είπε εκείνη. «Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Αλλά σας προειδοποιώ, Υψηλότατε, δεν υπάρχει πιο αποφασισμένη γυναίκα από εμένα, και είμαι αποφασισμένη να ντύσω τη Δούκισσά σας.» «Μπαίνω στον πειρασμό να πω “Πάνω από το πτώμα μου”» είπε «αλλά έχω τη βασανιστική υποψία ότι η απάντησή σας θα είναι “Αν χρειαστεί”.» Χαμογέλασε. Η έκφρασή του μαλάκωσε κάπως και τα μάτια του έλαμψαν μυστήρια. «Αυτό σημαίνει ότι θα κάνετε ό,τι χρειαστεί;» «Ξέρω τι σκέφτεστε» είπε εκείνη «και αυτό δεν θα χρειαστεί. Αναλογιστείτε, Υψηλότατε. Ποια κυρία που σέβεται τον εαυτό της θα πήγαινε σε μία μοδίστρα που εξειδικεύεται στην αποπλάνηση του συζύγου της;» «Α, ώστε είναι εξειδίκευση, λοιπόν;» «Ειδικά εσείς πρέπει να γνωρίζετε ότι η αποπλάνηση είναι τέχνη και δεν είναι όλοι το ίδιο ικανοί σε αυτήν» είπε εκείνη. «Έχω επιλέξει να θέτω τις ικανότητές μου στην υπηρεσία των γυναικών, ώστε να τις ντύνω όμορφα. Οι γυναίκες είναι ιδιότροπες και δεν ικανοποιούνται εύκολα. Οι άντρες ικανοποιούνται εύκολα, αλλά είναι πολύ πιο ιδιότροποι.» Για μία διορατική γυναίκα, το πρόσωπό του ήταν απίστευτα εκφραστικό. Τον κοίταζε, μαγεμένη, ενώ μία έκφραση απορίας σταδιακά έσβηνε τα εναπομείναντα σημάδια της οργής του. Προβληματιζόταν με την περίπτωσή της, αναθεωρούσε την αρχική του εκτίμηση, και συνεπώς και τις μεθόδους του. Είχε μπροστά της έναν έξυπνο άνδρα. Καλά θα έκανε να είναι πολύ προσεκτική. «Στου Φρασάτι» είπε εκείνος. «Είστε τζογαδόρος.» «Το παιχνίδι της τύχης είναι η αγαπημένη μου ασχολία» απάντησε. Ο τζόγος –με χρήματα, με ανθρώπους, με το μέλλον τους– ήταν τρόπος ζωής για την οικογένειά της. «Ειδικά η ρουλέτα. Καθαρή τύχη.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
47
«Τώρα εξηγείται το ρίσκο που παίρνετε με άγνωστους άνδρες» είπε εκείνος. «Η μόδα δεν είναι επάγγελμα για αδύναμους χαρακτήρες» είπε εκείνη. Η καλή διάθεση επέστρεψε στο βλέμμα του και μία υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στο στόμα του. Σε οποιονδήποτε άλλον αυτό θα ήταν γοητευτικό. Σ’ αυτόν ήταν ολέθριο. Τα μάτια, το γλυκό χαμόγελο – για μία κοπέλα ήταν μαχαιριά πρώτα στην καρδιά και μετά πιο χαμηλά. «Έτσι φαίνεται» είπε. «Είναι πιο επικίνδυνο επάγγελμα απ’ ό,τι νόμιζα.» «Δεν έχετε ιδέα» είπε εκείνη. «Προβλέπεται διασκεδαστικό» είπε. «Θα σας δω στου Φρασάτι.» Υποκλίθηκε ελαφρά, και ήταν καθαρή αρρενωπή χάρη, η γεμάτη χάρη και αυτοπεποίθηση κίνηση ενός άνδρα απόλυτα άνετου με το δυνατό του σώμα. Έφυγε, κι εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει να απομακρύνεται. Είδε πληθώρα κομψών καπέλων να γυρίζουν καθώς οι γυναίκες τον κοιτούσαν να περνά. Του είχε πετάξει το γάντι, και αυτός το είχε σηκώσει, όπως ακριβώς ήξερε πως θα έκανε. Τώρα το μόνο που είχε να κάνει ήταν να μην καταλήξει ανάσκελα με αυτό το υπέροχο κορμί ανάμεσα στα πόδια της. Δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Αλλά από την άλλη, αν ήταν εύκολο, δεν θα ήταν και τόσο διασκεδαστικό. Λονδίνο, βράδυ Τετάρτης Η κυρία Ντόουνς περίμενε σε μία άμαξα όχι μακριά από το κατάλυμα της μοδίστρας. Λίγο μετά τις εννέα και μισή, η μοδίστρα προσπέρασε την άμαξα. Σήκωσε το βλέμμα της,
48
LORETTA CHASE
αλλά δεν σταμάτησε. Ένα λεπτό αργότερα, η κυρία Ντόουνς κατέβηκε από την άμαξα, συνέχισε να κατεβαίνει το δρόμο, και χαιρέτησε τη νεαρή γυναίκα σαν να ήταν μία τυχαία συνάντηση μεταξύ δύο παλιών γνωστών. Ρώτησαν η μία για την υγεία της άλλης. Μετά έκαναν λίγα βήματα μέχρι την πόρτα του σπιτιού όπου ζούσε η μοδίστρα. Αφού μίλησαν για ένα λεπτό, η μοδίστρα έβγαλε από την τσέπη της ένα διπλωμένο κομμάτι χαρτί. Η κυρία Ντόουνς έκανε να το πάρει. «Τα λεφτά πρώτα» είπε η μοδίστρα. «Πρώτα θα δω τι είναι» είπε η κυρία Ντόουνς. «Πού ξέρω πως δεν είναι κάτι ασήμαντο;» Η μοδίστρα πλησίασε στη λάμπα του δρόμου και άνοιξε το διπλωμένο χαρτί. Η κυρία Ντόουνς έπνιξε μία κραυγή και βιάστηκε να την καλύψει με ένα περιφρονητικό ρουθούνισμα. «Αυτό είναι όλο; Τα κορίτσια μου μπορούν να σκαρώσουν κάτι τέτοιο μέσα σε μία ώρα. Ούτε μισή κορώνα δεν αξίζει καλά-καλά, πόσω μάλλον μία λίρα.» Η μοδίστρα δίπλωσε το χαρτί. «Εντάξει, λοιπόν, ας το κάνουν αν μπορούν» είπε. «Έχω σημειώσει οδηγίες από πίσω, αλλά είμαι σίγουρη ότι τα έξυπνα κορίτσια σας δεν χρειάζονται καμία βοήθεια, θα καταλάβουν πώς να κρατήσουν τις πτυχές όπως τις κρατάει εκείνη, ή πώς να φτιάξουν αυτούς τους φιόγκους. Και δεν χρειάζεστε να σας πω ποιες κορδέλες χρησιμοποιεί και από πού τις παίρνει. Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεστε τίποτε από αυτά. Οπότε, θα το πάρω αυτό και θα το πετάξω στη φωτιά. Εγώ ξέρω πώς φτιάχνεται, και η Μαντάμ ξέρει πώς φτιάχνεται, και ένα-δύο από τα λιγότερο αδέξια κορίτσια μας ξέρουν το κόλπο.» Αυτή η συγκεκριμένη μοδίστρα μιλούσε υποτιμητικά για τις άλλες καθώς θεωρούσε τον εαυτό της ανώτερο και κατά πολύ υποτιμημένο. Αλλιώς δεν θα στεκόταν στο δρόμο, αργά τη νύχτα, ενώ πεινούσε. Και σίγουρα δεν θα μιλούσε στον
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
49
ανταγωνισμό αν Κάποιοι εκτιμούσαν την αξία της ως όφειλαν. «Όχι, Μαντάμ, δεν χρειάζεστε τίποτε» είπε «και αναρωτιέμαι γιατί βγήκατε έξω τέτοια ώρα και σπαταλάτε τον πολύτιμο χρόνο σας.» «Ναι, αρκετό χρόνο έχασα.» Η κυρία Ντόουνς έβαλε το χέρι στο τσαντάκι της. «Ορίστε τα λεφτά σου. Αλλά αν θέλεις κι άλλα, κοίτα να μου φέρεις κάτι καλύτερο.» «Πόσα περισσότερα;» είπε η μοδίστρα καθώς έχωνε τα λεφτά στην τσέπη της. «Δεν γίνεται δουλειά με κομματάκια. Ένα φόρεμα κάθε τόσο. Το μπλοκ με τα σχέδια, αυτό θα είχε αξία.» «Βέβαια και θα είχε» είπε η μοδίστρα. «Θα άξιζε τη δουλειά μου. Άλλο να αντιγράψεις ένα σχέδιο και άλλο να πάρεις ολόκληρο το μπλοκ. Θα το καταλάβαινε αμέσως, και είναι έξυπνες, ξέρετε.» «Αν έχανε το μπλοκ με τα σχέδιά της, θα έχανε τα πάντα» είπε η κυρία Ντόουνς. «Τότε θα έπρεπε να βρεις άλλη δουλειά. Και επίτρεψέ μου να πω ότι το να ψάχνεις για δουλειά είναι μία πολύ πιο ευχάριστη εμπειρία όταν έχεις είκοσι γκινέες για παρηγοριά.» Η υπηρέτρια μίας κυρίας σε οίκο ευγενών μπορεί να κέρδιζε είκοσι γκινέες το χρόνο. Ήταν πολύ περισσότερα απ’ όσα έβγαζε μία έμπειρη μοδίστρα. «Πενήντα» είπε η μοδίστρα. «Το ξέρω πως για σας αξίζει πενήντα το να τη βγάλετε από τη μέση, και δεν θα το διακινδυνεύσω για λιγότερα.» Η κυρία Ντόουνς πήρε μία βαθιά ανάσα αργά ενώ σκεφτόταν γρήγορα. «Εντάξει λοιπόν, πενήντα. Αλλά πρέπει να είναι τα πάντα. Καλά θα κάνεις να σημειώσεις και την τελευταία λεπτομέρεια. Θα το καταλάβω αμέσως, και αν δεν μπορώ να κάνω ακριβές αντίγραφο, δεν πρόκειται να πάρεις δεκάρα.» Απομακρύνθηκε. Η μοδίστρα κοίταζε την πλάτη της ενώ έφευγε και είπε σιγανά: «Λες και θα μπορούσες να κάνεις οποιοδήποτε
50
LORETTA CHASE
αντίγραφο, παλιόγρια, αν δεν σου έλεγα και την παραμικρή λεπτομέρεια.» Έχωσε τα νομίσματα στην τσέπη της και μπήκε στο σπίτι. Παρίσι, το ίδιο βράδυ Μια και η Ιταλική Όπερα ήταν κλειστή τις Τετάρτες, ο Κλίβντον πήγε στο Θέατρο Βαριετέ, όπου ήταν σίγουρος ότι θα διασκέδαζε, αλλά και θα απολάμβανε μία υψηλής ποιότητας παράσταση. Ίσως, μάλιστα, να έβρισκε και τη μαντάμ Νουαρό. Όταν εκείνη δεν εμφανίστηκε, βαρέθηκε με την ψυχαγωγία και άρχισε να σκέφτεται να φύγει νωρίτερα και να πάει κατευθείαν στου Φρασάτι. Η Κλάρα, όμως, περίμενε με ανυπομονησία τις περιγραφές του, και είχε παραλείψει να της μιλήσει για την παράσταση του Κουρέα της Σεβίλλης της Τρίτης, μία από τις αγαπημένες της. Τώρα θυμήθηκε πως είχε φύγει και από το Λονγκσάμπ με άδεια χέρια, ή τουλάχιστον χωρίς κάτι που να μπορεί να περιγράψει στην Κλάρα. Έμεινε και κράτησε υπάκουα σημειώσεις στο μικρό του τετράδιο τσέπης. Στις σελίδες του δεν θα έβρισκε κανείς τα σχόλια της μαντάμ Νουαρό περί της κομψότητας –ή μάλλον της απουσίας της– της Κλάρα. Τα είχε διώξει από το μυαλό του την ώρα που τα άκουσε. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Και όμως, ανακάλυψε ότι ήταν ακόμη εκεί, λες και αυτή η καταραμένη η μοδίστρα τα είχε ράψει στο μυαλό του. Την τελευταία φορά που είχε δει την Κλάρα, θρηνούσε τη γιαγιά της. Ίσως τα χρώματα του πένθους δεν της πήγαιναν. Το στιλ της… Ανάθεμα, πενθούσε η γυναίκα! Τι την ένοιαζε αν φορούσε την τελευταία λέξη της μόδας; Ήταν μία όμορφη κοπέλα, είπε στον εαυτό του, και μία όμορφη
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
51
κοπέλα μπορούσε να φορέσει τα πάντα – όχι πως τον ένοιαζε, γιατί την αγαπούσε γι’ αυτό που ήταν, και αυτό ίσχυε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Και όμως, αν η Κλάρα ντυνόταν όπως αυτή η προκλητική μοδίστρα… Η σκέψη ήρθε και εντυπώθηκε στο μυαλό του κατά τη διάρκεια των τελευταίων σκηνών της παράστασης. Είδε την Κλάρα, εκπληκτικά ντυμένη, να τραβάει τα βλέμματα των ανδρών. Είδε τον εαυτό του ως τον περήφανο κάτοχο αυτού του αριστουργήματος, το αντικείμενο της ζήλιας κάθε άνδρα. Έπειτα συνειδητοποίησε τι σκεφτόταν. «Να την πάρει ο διάολος» μουρμούρισε. «Μου δηλητηρίασε το μυαλό, η μάγισσα.» «Τι συμβαίνει, φίλε μου;» Ο Κλίβντον στράφηκε και είδε τον Γκασπάρ Αροντουίγ να τον κοιτάζει ανήσυχος. «Έχει πραγματικά σημασία τι φοράει μία γυναίκα;» είπε ο Κλίβντον. Ο Γάλλος γούρλωσε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του προς τα πίσω, σαν να τον είχε χαστουκίσει. «Αστειεύεσαι;» είπε. «Θέλω να μάθω» είπε ο Κλίβντον. «Έχει πραγματικά σημασία;» Ο Αροντουίγ κοίταξε γύρω του χωρίς να πιστεύει στ’ αφτιά του. «Μόνος ένας Άγγλος θα ρωτούσε τέτοιο πράγμα.» «Έχει;» «Μα, φυσικά.» «Μόνος ένας Γάλλος θα έδινε αυτή την απάντηση» είπε ο Κλίντον. «Έχουμε δίκιο, και θα σου πω το λόγο.» Η παράσταση τελείωσε, αλλά όχι και η αντιπαράθεσή τους. Ο Αροντουίγ κάλεσε ενισχύσεις από τον κύκλο των γνωστών τους. Μέχρι να φτάσουν στο Ξενοδοχείο Φρασάτι, ο Γάλλος είχε αναλύσει το θέμα από κάθε φιλοσοφική σκοπιά.
52
LORETTA CHASE
Εκεί, η παρέα σκορπίστηκε, με τον καθέναν να κατευθύνεται προς το αγαπημένο του τραπέζι. Ως συνήθως, το τραπέζι της ρουλέτας ήταν γεμάτο, με τρεις σειρές ανδρών γύρω του. Ο Κλίβντον δεν είδε καμία γυναίκα. Αλλά καθώς έκανε αργά τον κύκλο του τραπεζιού, το τείχος των ανδρών έγινε πιο λεπτό. Και ο κόσμος άλλαξε. Του αποκαλύφθηκε μία γνωστή, πανέμορφη πλάτη. Η κόμη της ήταν και πάλι ελαφρώς ατημέλητη, λες και λίγα μόλις λεπτά πριν βρισκόταν στην αγκαλιά κάποιου εραστή. Σε ένα σημείο το χτένισμά της διαλυόταν και άφηνε μία σκούρα τούφα να πέσει στο λαιμό της. Η ατίθαση τούφα αιχμαλώτιζε το βλέμμα και το οδηγούσε στην κομψή καμπύλη του ώμου της και στο φούσκωμα του μανικιού της. Το φόρεμα ήταν βαθυκόκκινο, αφοπλιστικά απλό και με αποκαλυπτικά βαθύ ντεκολτέ. Για μία στιγμή ευχήθηκε να μπορούσε να την αποτυπώσει έτσι σε έναν πίνακα. Θα τον ονόμαζε Η Προσωποποίηση της Αμαρτίας. Μπήκε στον πειρασμό να σταθεί δίπλα της, τόσο κοντά, ώστε να εισπνεύσει το άρωμά της και να αισθανθεί το μεταξένιο φόρεμά της στα πόδια του. Αλλά το τραπέζι της ρουλέτας δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για φλερτ – και απ’ ό,τι φαινόταν, ήταν το ίδιο απορροφημένη με την μπίλια όσο και όλοι οι άλλοι. Στάθηκε απέναντί της. Τότε αναγνώρισε τον άνδρα που στεκόταν δίπλα της: ο Μαρκήσιος ντ’ Εμιλιέν, ένας διάσημος γυναικάς. «21–Κόκκινο–Μονό» είπε ένας κρουπιέρης. Ένας άλλος κρουπιέρης έσπρωξε με την τσουγκράνα του μία στοίβα νομίσματα προς το μέρος της. Ο Εμιλιέν έγειρε το κεφάλι του για να της πει κάτι. Ο Κλίβντον έσφιξε τα δόντια. Χαμήλωσε το βλέμμα του στο τραπέζι. Σωροί από χρυσά νομίσματα βρίσκονταν μπροστά της.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
53
«Κύριοι, στοιχηματίστε» είπε ο κρουπιέρης. Πέταξε τη μικρή μπίλια από ελεφαντόδοντο και γύρισε τον τροχό. Στριφογύρισε μέχρι που τελικά άρχισε να χάνει ταχύτητα. Αυτήν τη φορά έχασε. Αν και η τσουγκράνα τής πήρε αρκετό χρυσό, δεν φάνηκε να προβληματίζεται. Γέλασε, και στοιχημάτισε ξανά. Την επόμενη φορά στοιχημάτισε και ο Κλίβντον, στο κόκκινο. Η μπίλια στριφογύρισε. Μαύρο–Ζυγό. Κέρδισε. Ο Κλίβντον κοίταζε καθώς η τσουγκράνα έσπρωχνε τα δικά του νομίσματα και άλλων προς το μέρος της. Ο Μαρκήσιος γέλασε και έγειρε το κεφάλι του για να της πει κάτι, φέρνοντας το στόμα του στο αφτί της. Του απάντησε μ’ ένα χαμόγελο. Ο Κλίβντον άφησε το τραπέζι της ρουλέτας και πήγε να παίξει Κόκκινο και Μαύρο. Είπε στον εαυτό του ότι θα ερχόταν ανεξάρτητα με το αν ήταν αυτή εδώ. Είπε στον εαυτό του ότι κυνηγούσε τις συζύγους και τις ερωμένες άλλων ανδρών και πως δεν ήταν ο μόνος πλούσιος στο Παρίσι που θα μπορούσε να πληρώνει τους λογαριασμούς. Και ο Εμιλιέν είχε βαθιές τσέπες, αλλά και μία σύζυγο, μία σταθερή ερωμένη και τρεις αγαπημένες συνοδούς. Για περίπου μισή ώρα ο Κλίβντον έπαιζε. Κέρδισε περισσότερα απ’ όσα έχασε, και ίσως γι’ αυτό βαρέθηκε τόσο γρήγορα. Άφησε το τραπέζι, βρήκε τον Αροντουίγ και του είπε: «Αυτό το μέρος είναι βαρετό απόψε. Θα πάω στο Παλέ Ρουαγιάλ.» «Θα έρθω μαζί σου» είπε ο Αροντουίγ. «Ας δούμε μήπως θέλουν να μας συνοδεύσουν και οι άλλοι.» Οι άλλοι είχαν πάει στο τραπέζι της ρουλέτας. Εκείνη ήταν ακόμη εκεί, ντυμένη με το πορφυρό μετάξι που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Ο Μαρκήσιος παρέμενε στο πλευρό της. Τη στιγμή που ο Κλίβντον είπε στον εαυτό του να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, εκείνη σήκωσε τα μάτια της. Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν.
54
LORETTA CHASE
Του φάνηκε ότι πέρασε μία αιωνιότητα μέχρι να του κάνει νόημα με τη βεντάλια της. Θα είχε έρθει ανεξάρτητα από το αν περίμενε να τη βρει εκεί, είπε στον εαυτό του. Είχε έρθει και είχε βρει έναν άλλον άνδρα κολλημένο δίπλα της. Δεν σήμαινε τίποτε γι’ αυτόν. Το Παρίσι ήταν γεμάτο συναρπαστικές γυναίκες. Θα μπορούσε απλά να γνέψει, ή να κάνει μία μικρή υπόκλιση, ή να της χαμογελάσει και να φύγει από το ξενοδοχείο. Αλλά ήταν εκεί, η Προσωποποίηση της Αμαρτίας, να τον προκαλεί. Και εκεί ήταν και ο Εμιλιέν. Ο Δούκας του Κλίβντον δεν είχε ποτέ αφήσει μία γυναίκα που ήθελε σε κάποιον άλλον. Πήγε κοντά τους. «Α, Κλίβντον, γνωρίζεις τη Μαντάμ Νουαρό, βλέπω» είπε ο Εμιλιέν. «Έχω την τιμή, ναι» είπε ο Κλίβντον και της έστειλε το πιο γλυκό του χαμόγελο. «Μου έχει αδειάσει τις τσέπες» είπε ο Εμιλιέν. «Η ρουλέτα σάς άδειασε τις τσέπες» είπε εκείνη. «Όχι, εσείς φταίτε. Κοιτάτε τον τροχό, και σταματάει όπου θέλετε.» Απέρριψε τον ισχυρισμό του με μία κίνηση της βεντάλιας της. «Δεν έχει νόημα να διαφωνήσω» είπε στον Κλίβντον. «Υποσχέθηκα να του δώσω μία ευκαιρία να κερδίσει πίσω τα χρήματά του. Πάμε να παίξουμε χαρτιά.» «Ίσως θα επιθυμούσατε να μας συνοδεύσετε» είπε ο Εμιλιέν. «Και οι φίλοι σας;» *** Πήγαν σε μία από τις πιο διακριτικές και εκλεκτικές χαρτοπαικτικές λέσχες του Παρισιού, σε ένα ιδιωτικό οίκημα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
55
Όταν έφτασε ο Κλίβντον με την παρέα του Μαρκήσιου, πολλές παρτίδες ήταν ήδη σε εξέλιξη στο μεγάλο δωμάτιο. Μέχρι τις τρεις το πρωί, οι περισσότεροι από την παρέα είχαν αποχωρήσει. Στο μικρό αλλά πολυτελή προθάλαμο, όπου αποσύρθηκε τελικά ο Μαρκήσιος με μερικούς επίλεκτους φίλους, οι μόνοι παίκτες που είχαν μείνει ήταν ο Εμιλιέν, μία όμορφη ξανθιά ονόματι μαντάμ Τζολιβέλ, η μαντάμ Νουαρό και ο Κλίβντον. Γύρω τους κείτονταν όσοι είχαν υποκύψει στο ποτό και στην κούραση. Κάποιοι έπαιζαν ημέρες και νύχτες συνεχόμενα. Στη ρουλέτα, όπου οι ικανότητες και η εμπειρία δεν είχαν καμία σημασία, η Νουαρό κέρδιζε τις περισσότερες φορές. Στα χαρτιά, όπου οι ικανότητες έκαναν τη διαφορά, παραδόξως η τύχη της δεν ήταν το ίδιο καλή. Η τύχη του Μαρκήσιου είχε στερέψει το τελευταίο μισάωρο, και βούλιαζε στην καρέκλα του. Ο Κλίβντον είχε πάρει φόρα. «Αυτό αρκεί για μένα» είπε η μαντάμ Τζολιβέλ. Σηκώθηκε, και το ίδιο έκαναν και οι άνδρες του τραπεζιού. «Και για μένα» μουρμούρισε ο Εμιλιέν. Έσπρωξε τα χαρτιά του στο κέντρο του τραπεζιού και σύρθηκε έξω από το δωμάτιο πίσω από την ξανθιά. Ο Κλίβντον παρέμεινε όρθιος, περιμένοντας τη μοδίστρα να σηκωθεί. Επιτέλους την είχε όλη δική του και ανυπομονούσε να τη συνοδεύσει κάπου αλλού. Οπουδήποτε αλλού. «Φαίνεται πως το πάρτι τελείωσε» είπε. Η Νουαρό τον κοίταξε, και τα μαύρα μάτια της έλαμψαν. «Κι εγώ που νόμιζα πως αυτό ήταν μόνο η αρχή» είπε. Πήρε την τράπουλα και την ανακάτεψε. Ο Κλίβντον κάθισε ξανά στη θέση του. *** Έπαιξαν απλή Είκοσι-μία, χωρίς παραλλαγές. Ήταν ένα από τα αγαπημένα του παιχνίδια. Του άρεσε
56
LORETTA CHASE
η απλότητά του. Ανακάλυψε ότι με δύο μόλις παίκτες ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ ό,τι με περισσότερους. Κατ’ αρχάς, δεν μπορούσε πλέον να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις της. Δεν χαμογελούσε πια σαρκαστικά όταν δεν της άρεσαν τα φύλλα της. Δεν χτυπούσε εκνευρισμένα τα δάχτυλά της όταν τραβούσε καλό χαρτί. Όταν έπαιζαν με τους άλλους, όλα αυτά τα μικρά σημάδια ήταν ολοφάνερα, και του είχε φανεί πως έπαιζε απερίσκεπτα. Τώρα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Μέχρι να περάσει δύο φορές η τράπουλα, είχε την αίσθηση ότι έπαιζε με μία τελείως διαφορετική γυναίκα. Κέρδισε την πρώτη παρτίδα, και τη δεύτερη και την τρίτη. Από εκεί και έπειτα, κέρδιζε συνεχώς εκείνη, και ο σωρός από νομίσματα μπροστά της ολοένα και αυξανόταν, ενώ ο δικός του εξαφανιζόταν. Καθώς του έδωσε την τράπουλα για να μοιράσει, της είπε: «Φαίνεται πως γύρισε η τύχη μου.» «Έτσι φαίνεται» είπε εκείνη. «Ή ίσως παίζατε μαζί μου, Μαντάμ, με περισσότερους από έναν τρόπους.» «Είμαι πιο συγκεντρωμένη στο παιχνίδι» είπε εκείνη. «Μου πήρατε πολλά πριν. Αντίθετα με τους δικούς σας, οι δικοί μου πόροι είναι περιορισμένοι. Απλά θέλω να πάρω τα χρήματά μου πίσω.» Μοίρασε. Κοίταξε τα φύλλα της και έσπρωξε ένα σωρό νομίσματα στη μία άκρη. Κοίταξε το φύλλο του. Εννέα κούπα. «Διπλά» είπε. Εκείνη έγνεψε ότι θέλει άλλο ένα χαρτί, και το κοίταξε. Τίποτε. Κανένα ορατό σημάδι που να φανερώνει αν το φύλλο ήταν καλό ή κακό. Εκείνος έπρεπε να εξασκηθεί για να κρύψει τα μικρά σημάδια που τον πρόδιδαν. Αυτή πως είχε μάθει να τα αποκαλύπτει ή να τα κρύβει όποτε θέλει; Ή μήπως απλά η θεά Τύχη τής χαμογελούσε απόψε; Είχε κερδίσει στη ρουλέτα, που ήταν, όπως η ίδια είχε πει, ένα παιχνίδι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
57
καθαρής τύχης, παρόλο που οι άνδρες δεν σταματούσαν να προσπαθούν να σχεδιάσουν συστήματα για να κερδίσουν. Κέρδισε ξανά. Και ξανά. Αυτήν τη φορά, όταν τελείωσαν την τράπουλα, πήρε τα νομίσματα κοντά της. «Δεν έχω συνηθίσει να μένω ξύπνια τόσο αργά» είπε. «Είναι ώρα να πηγαίνω.» «Παίζετε διαφορετικά με μένα απ’ ό,τι με τους άλλους» της είπε. «Αλήθεια;» Έδιωξε μία ατίθαση τούφα από τα μάτια της. «Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω αν απλά έχετε διαβολεμένη τύχη ή αν κρύβετε κάτι παραπάνω» είπε εκείνος. Κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της και του χαμογέλασε. «Είμαι παρατηρητική» είπε. «Σας κοίταζα όταν παίζατε πριν.» «Και όμως χάσατε.» «Θα πρέπει να μου απέσπασε την προσοχή η ομορφιά σας» του είπε. «Τώρα τη συνήθισα. Τώρα μπορώ να αναγνωρίσω τα σημάδια που φανερώνουν αν τα πράγματα σάς πηγαίνουν καλά ή όχι.» «Νόμιζα πως δεν έδειχνα τίποτε» είπε αυτός. Εκείνη κούνησε το χέρι της. «Σχεδόν τίποτε. Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να σας αποκρυπτογραφήσω – και παίζω χαρτιά από παιδί.» «Αλήθεια;» είπε εκείνος. «Είχα πάντα την εντύπωση ότι οι έμποροι είναι αξιοσέβαστοι πολίτες, δεν έχουν κακές συνήθειες, και ιδιαίτερα δεν τζογάρουν.» «Τότε, μάλλον δεν είστε παρατηρητικός» του είπε. «Το Φρασάτι είναι γεμάτο με κοινούς θνητούς, υπαλλήλους και εμπόρους. Αλλά για ανθρώπους σαν εσάς και τον Εμιλιέν, είναι αόρατοι.» «Μόνο αόρατη δεν είστε.» «Εδώ κάνετε λάθος» του είπε. «Έχω βρεθεί μερικά μέτρα μακριά σας, περισσότερες από μία φορές, και δεν μου ρίξατε δεύτερη ματιά.»
58
LORETTA CHASE
Ανακάθισε. «Αυτό αποκλείεται.» Πήρε την τράπουλα στα χέρια της και την ανακάτεψε με τις γρήγορες, απαλές κινήσεις ενός γνώστη. «Για να δούμε. Την Κυριακή κατά τις τέσσερις ήσασταν μαζί με μία όμορφη κυρία σε μία άμαξα στο Μπουά ντε Μπουλόν. Τη Δευτέρα στις επτά ήσασταν σε ένα από τα καφασωτά καθίσματα στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία. Την Τρίτη λίγο μετά το μεσημέρι κάνατε βόλτα στις γκαλερί του–» «Είπατε πως δεν ήμουν ο μοναδικός σκοπός της επίσκεψής σας στο Παρίσι» είπε. «Και όμως με ακολουθούσατε. Ή μήπως πρέπει να πω με παρακολουθούσατε;» «Παρακολουθώ τους ανθρώπους της μόδας. Πάνε όλοι τους στα ίδια μέρη. Και εσείς δεν περνάτε απαρατήρητος.» «Το ίδιο ισχύει και για εσάς.» «Αυτό εξαρτάται από το εάν θέλω να με προσέξουν ή όχι» είπε εκείνη. «Όταν δεν θέλω, δεν ντύνομαι έτσι.» Με μία χαριτωμένη κίνηση του χεριού της έδειξε το βαθύ ντεκολτέ του πορφυρού φορέματός της. Η διαμαντένια καρφίτσα του λαμπύρισε από το κέντρο του ντεκολτέ της. Ακούμπησε τα χαρτιά στο τραπέζι σε τέλεια στοίχιση και σταύρωσε τα χέρια της. «Μία καλή μοδίστρα μπορεί να ντύσει τον οποιονδήποτε» είπε. «Κάποιες φορές πρέπει να ντύσουμε γυναίκες που θα προτιμούσαν να μην τραβούν την προσοχή, για τον έναν ή τον άλλο λόγο.» Σήκωσε τα σταυρωμένα χέρια της, ακούμπησε τους αγκώνες της στο τραπέζι και το πηγούνι της στα ενωμένα δάχτυλά της. «Το ότι δεν με προσέξατε πουθενά θα πρέπει να σας αποδεικνύει ότι είμαι η καλύτερη μοδίστρα στον κόσμο.» «Τα πάντα είναι δουλειά για εσάς;» είπε εκείνος. «Εργάζομαι για να ζήσω» είπε αυτή. Έστρεψε το κεφάλι της, και είδε το βλέμμα της να πλανιέται πάνω από τα διάφορα σώματα που κείτονταν πάνω στα έπιπλα και στο πάτωμα. Μπορεί να μην είπε λέξη, το βλέμμα της, όμως, τα είπε όλα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
59
Είχε εκνευριστεί, περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Αλλιώς θα είχε προσποιηθεί ότι δεν κατάλαβε. Αλλά αυτοί ήταν οι άνθρωποι με τους οποίους έκανε παρέα, και το κοροϊδευτικό μειδίαμά της ήταν απίστευτα εκνευριστικό. Μην μπορώντας να συγκρατήσει τον εαυτό του, ξεστόμισε τη σκέψη του: «Αντίθετα με μένα και τους υπόλοιπους ακόλαστους αριστοκράτες, εννοείτε. Ο φαρισαϊσμός της μεσαίας τάξης έχει καταντήσει βαρετός.» Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους, τραβώντας την προσοχή του στο πόσο λείοι ήταν, και χαλάρωσε τα χέρια της. «Ναι, είμαστε πολύ πληκτικοί, ασχολούμαστε όλη την ώρα με το χρήμα και την επιτυχία.» Έβγαλε την τσάντα της και έβαλε μέσα τα κέρδη της, σηματοδοτώντας ξεκάθαρα ότι για εκείνην η βραδιά είχε φτάσει στο τέλος της. Εκείνος σηκώθηκε και έκανε το γύρο του τραπεζιού για να της τραβήξει την καρέκλα. Μάζεψε την εσάρπα της, που είχε πέσει στο μπράτσο της. Καθώς το έκανε, άφησε τα δάχτυλά του να ακουμπήσουν ελάχιστα το γυμνό της ώμο. Άκουσε τον ανεπαίσθητο κόμπο στην ανάσα της, και ένα κύμα απόλαυσης εξαφάνισε τον εκνευρισμό του. Η αίσθηση ήταν έντονη – πολύ πιο έντονη απ’ ό,τι θα δικαιολογούσε η ελάχιστη επαφή και το προφανέστατο τέχνασμα. Από την άλλη όμως, αυτή η γυναίκα φανέρωνε τόσο λίγα, που το να πετύχει τόσα πολλά ήταν μεγάλο πράγμα. Αν και κανείς γύρω τους δεν είχε τις αισθήσεις του, έσκυψε στο αφτί της και της είπε χαμηλόφωνα: «Δεν μου είπατε πότε θα σας ξαναδώ. Την πρώτη φορά ήταν το Λονγκσάμπ. Απόψε το Φρασάτι. Τι ακολουθεί;» «Δεν είμαι σίγουρη» είπε εκείνη, και κουνήθηκε ελαφρά. «Αύριο πρέπει να παραστώ στη δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ. Φοβάμαι ότι αυτή η σύναξη θα είναι υπερβολικά πληκτική για σας.» Για μία στιγμή, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να την κοιτάζει σαν χαμένος, με τα μάτια γουρλωμένα και το
60
LORETTA CHASE
στόμα ανοιχτό. Μετά συνειδητοποίησε ότι την κοίταζε όπως ένας χωριάτης όταν βλέπει τσίρκο. Αλλά δεν είχε προλάβει να σβήσει τα σημάδια της έκπληξης από το πρόσωπό του, και αναρωτήθηκε γιατί έμπαινε στον κόπο. Τι νόημα είχε, με τη συγκεκριμένη γυναίκα, να προσποιείται ότι δεν τον εξέπληττε τίποτε όταν στην πραγματικότητα τον εξέπλητταν τα πάντα; Ήταν η λιγότερο προβλέψιμη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ. Και τώρα αισθανόταν σαν ένας από εκείνους τους άνδρες που είχαν πέσει πάνω στους στύλους του δρόμου. Αργά και προσεκτικά, γιατί ήταν σίγουρος ότι την είχε παρερμηνεύσει, είπε: «Έχετε προσκληθεί στη δεξίωση της Μαντάμ ντε Σιράκ;» Ίσιωσε ελαφρά την εσάρπα της. «Δεν είπα ότι έχω προσκληθεί.» «Παρ’ όλα αυτά θα πάτε. Ακάλεστη.» Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, και τα μαύρα μάτια της έλαμψαν. «Πώς αλλιώς;» «Μήπως να μην πηγαίνατε κάπου που δεν σας έχουν καλέσει;» «Μην είστε ανόητος» είπε εκείνη. «Είναι το πιο σημαντικό γεγονός της περιόδου.» «Είναι επίσης και το πιο εκλεκτικό γεγονός της περιόδου» της είπε. «Θα είναι εκεί ο Βασιλιάς. Κόσμος διαπραγματεύεται και μηχανορραφεί και εκβιάζει μήνες πριν για μία πρόσκληση. Δεν σας πέρασε από το μυαλό ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να προσέξουν κάποιον ακάλεστο;» «Δεν πέρασα από δίπλα σας τόσες φορές χωρίς να με προσέξετε;» είπε εκείνη. «Λέτε να μην μπορώ να πάω σε μία δεξίωση χωρίς να τραβήξω την προσοχή;» «Όχι σε αυτήν τη δεξίωση» της είπε. «Εκτός κι αν έχετε σκοπό να μεταμφιεστείτε σε υπηρέτρια.» «Αυτό δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό» είπε εκείνη. «Ούτε μέσα δεν θα καταφέρετε να μπείτε» της είπε. «Ακόμα κι αν μπείτε, θα σας ανακαλύψουν αμέσως. Αν εί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
61
στε τυχερή, απλά θα σας πετάξουν έξω. Δεν είναι να παίζει κανείς με τη μαντάμ ντε Σιράκ. Αν δεν το θεωρήσει αστείο –πράγμα πολύ πιθανό–, θα ισχυριστεί πως είστε πληρωμένη δολοφόνος.» Κατηγορία η οποία θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί βάσιμη, μια και η κατάσταση στη Γαλλία ήταν τεταμένη, και κυκλοφορούσαν συχνά φήμες ότι επίκειται κι άλλη Επανάσταση. «Στην καλύτερη περίπτωση θα καταλήξετε στη φυλακή, και θα εξασφαλίσει ότι θα ξεχαστεί η ύπαρξή σας. Στη χειρότερη θα έχετε προσωπική επαφή με την γκιλοτίνα. Δεν βλέπω τίποτε το διασκεδαστικό σε αυτό.» «Δεν θα με ανακαλύψουν» είπε εκείνη. «Είστε τρελή» της απάντησε. «Θα είναι εκεί οι πλουσιότερες γυναίκες του Παρισιού» είπε αυτή. «Θα φορούν τις δημιουργίες των μεγαλύτερων μόδιστρων του Παρισιού. Είναι ο μεγαλύτερος διαγωνισμός μόδας της χρονιάς – ένα επίπεδο πάνω από το Λονγκσάμπ. Πρέπει να δω αυτά τα φορέματα.» «Και δεν μπορείτε να σταθείτε έξω μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο και να τους δείτε ενώ μπαίνουν;» Σήκωσε το πιγούνι της, και τα μάτια της έγιναν δύο σχισμές. Τα σκοτεινά βάθη τους έλαμψαν από την ένταση, αλλά όταν μίλησε, η φωνή της ήταν ψύχραιμη και υπεροπτική σαν της Κόμησσας. «Σαν το παιδάκι με τη μύτη κολλημένη στη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου; Δεν νομίζω. Σκοπεύω να εξετάσω από κοντά τα φορέματα αυτά, καθώς και τα κοσμήματα και τις κομμώσεις. Τέτοιες ευκαιρίες δεν έρχονται κάθε μέρα. Το σχεδιάζω εδώ και εβδομάδες.» Το είχε πει πως ήταν αποφασισμένη. Καταλάβαινε –ως ένα βαθμό– την επιθυμία της να ντύσει την Κλάρα. Το να ντύσει μία δούκισσα θα της απέφερε πολλά κέρδη. Αλλά το να πάρει ένα τέτοιο ρίσκο –αυτή, μία Αγγλίδα κοινή θνητή– με την Κόμησσα ντε Σιράκ, η οποία δεν ήταν μόνο απίστευτα αλαζονική, αλλά και μία από τις πλέον επιβλητικές γυναίκες στο Παρίσι; Και μάλιστα τώρα που η πόλη έβραζε λόγω της
62
LORETTA CHASE
επικείμενης δίκης κάποιων υποτιθέμενων προδοτών και οι ευγενείς σαν την Κόμησσα έβλεπαν δολοφόνους σε κάθε γωνία; Ήταν παλαβομάρα, μόνο και μόνο για ένα μικρό μαγαζάκι. Και όμως, η μαντάμ Νουαρό είχε ανακοινώσει την τρελή πρόθεσή της με απίστευτη ηρεμία και μία λάμψη στα μάτια. Και γιατί να τον εκπλήσσει αυτό; Ήταν τζογαδόρος. Και προφανώς, αυτό το στοίχημα είχε μεγάλη σημασία για εκείνην. «Μπορεί να έχετε γλιστρήσει σε άλλες δεξιώσεις χωρίς να σας πάρουν χαμπάρι, αλλά σε αυτήν δεν θα μπείτε» της είπε. «Πιστεύετε ότι θα καταλάβουν πως είμαι μία απλή έμπορος;» είπε εκείνη. «Πιστεύετε πως δεν μπορώ να τους ξεγελάσω; Πιστεύετε πως δεν μπορώ να τους κάνω να δουν αυτό που θέλω εγώ να δουν;» «Άλλους, ίσως. Αλλά όχι τη Μαντάμ ντε Σιράκ. Δεν έχετε την παραμικρή πιθανότητα.» Σκέφτηκε πως ίσως να είχε μία ελάχιστη πιθανότητα, αλλά την προκαλούσε προσπαθώντας να την κάνει να αποκαλύψει περισσότερα για τον εαυτό της. «Τότε, μάλλον θα πρέπει απλά να το δείτε με τα μάτια σας» του είπε. «Να φανταστώ ότι έχετε λάβει πρόσκληση;» Έστρεψε το βλέμμα του στη διαμαντένια καρφίτσα του που του χαμογελούσε από το βαθύ ντεκολτέ του κόκκινου φορέματός της. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα απ’ ό,τι πριν. «Παραδόξως, ναι» είπε. «Κατά την άποψή της, εμείς οι Άγγλοι είμαστε κατώτερο είδος, αλλά, για κάποιο λόγο, για μένα κάνει μία εξαίρεση. Όλα αυτά τα παραπλανητικά γαλλικά ονόματά μου θα είναι.» «Θα σας δω εκεί, λοιπόν.» Άρχισε να απομακρύνεται. «Ελπίζω πως όχι» είπε εκείνος. «Θα μου προκαλούσε θλίψη να σας δω να σας κακομεταχειρίζονται οι χωροφύλα-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
63
κες, ακόμα κι αν κάτι τέτοιο θα έδινε ζωή σε μία εξαιρετικά πληκτική βραδιά.» «Έχετε ζωηρή φαντασία» του είπε. «Στην απίθανη περίπτωση που δεν με αφήσουν να μπω, απλά θα με διώξουν. Δεν θα θέλουν να κάνουν σκηνή μπροστά στο πλήθος. Εξάλλου, μπορεί το πλήθος να πάρει το μέρος μου.» «Είναι ανόητο να πάρετε τέτοιο ρίσκο» είπε εκείνος. «Και όλα αυτά για το μαγαζάκι σας.» «Ανόητο» επανέλαβε εκείνη σιγανά. «Το μαγαζάκι μου.» Κοίταξε τους μοχθηρούς ημίθεους και σάτυρους που χόρευαν στο ταβάνι. Όταν το βλέμμα της επέστρεψε σ’ εκείνον, ήταν ψυχρό και σταθερό, σε αντιδιαστολή με την ταραγμένη της αναπνοή. Είχε θυμώσει, αλλά το έλεγχε καταπληκτικά. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν απελευθερωνόταν αυτός ο θυμός. «Αυτό το μαγαζάκι με ζει» είπε. «Και όχι μόνο εμένα. Δεν έχετε την παραμικρή ιδέα πόσο δύσκολο ήταν να εδραιωθούμε στο Λονδίνο. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσος κόπος χρειάστηκε για να ανταγωνιστούμε τα εδραιωμένα καταστήματα. Δεν μπορείτε να διανοηθείτε τι αντιμετωπίζουμε: όχι απλά άλλες μοδίστρες –και είναι ύπουλες, πιστέψτε με–, αλλά και το συντηρητισμό της τάξης σας. Οι Γαλλίδες γιαγιάδες ντύνονται καλύτερα από τις συμπατριώτισσές σας. Μερικές φορές μοιάζει με πόλεμο – οπότε, ναι, μόνο αυτό σκέφτομαι, και ναι, θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να φτιάξω τη φήμη του μαγαζιού μου. Και αν με πετάξουν στο δρόμο ή στη φυλακή, το μόνο που θα σκέφτομαι θα είναι πώς να εκμεταλλευτώ τη δημοσιότητα.» «Όλα αυτά για ρούχα» είπε εκείνος. «Δεν σας φαίνεται παράλογο να κάνετε τόσο κόπο όταν, όπως ισχυρίζεστε, οι Αγγλίδες δεν έχουν ιδέα από μόδα; Γιατί να μην τους δώσετε απλά αυτό που θέλουν;» «Γιατί μπορώ να τις κάνω κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που θέλουν» είπε εκείνη. «Μπορώ να τις κάνω αξέχαστες.
64
LORETTA CHASE
Έχετε απομακρυνθεί τόσο πολύ από τις καθημερινές έννοιες της ζωής, που δεν καταλαβαίνετε; Τίποτε στον κόσμο δεν έχει για εσάς τόση σημασία, που να σας τραβάει παρά τα όποια εμπόδια; Μα, τι ανόητη ερώτηση. Αν είχατε ένα σκοπό στη ζωή σας, θα αφοσιωνόσαστε σε αυτόν αντί να σπαταλάτε άσκοπα το χρόνο σας στο Παρίσι.» Έπρεπε να το είχε φανταστεί ότι θα αντεπιτίθετο, αλλά τον είχε απορροφήσει το πάθος της για την ανιαρή δουλειά της, που πιάστηκε απροετοίμαστος. Πέρασε από το μυαλό του μία εικόνα του κόσμου που είχε αφήσει πίσω του – του μικρού, πληκτικού κόσμου με τις αποπνικτικές ευθύνες και τα Καθήκοντα, τα Καθήκοντα, τα Καθήκοντα. Για μία στιγμή ντράπηκε, και μετά θύμωσε, γιατί τον είχε χτυπήσει στο ευαίσθητο σημείο του. Αντέδρασε χωρίς δεύτερη σκέψη λέγοντας: «Πράγματι, για μένα όλα είναι ασήμαντα. Τόσο που θα βάλω ένα στοίχημα μαζί σας. Άλλη μία παρτίδα, Μαντάμ. Είκοσι-μία, με παραλλαγές ή χωρίς, ό,τι θέλετε. Αυτήν τη φορά, αν κερδίσετε, θα σας συνοδεύσω εγώ ο ίδιος στη δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ.» Τα μάτια της έλαμψαν – από θυμό, ή περηφάνια, ή ίσως από απλή αποστροφή. Δεν μπορούσε να καταλάβει, και εκείνην τη στιγμή δεν τον ένοιαζε. «Ασήμαντα, όντως» είπε εκείνη. «Το ένα απερίσκεπτο στοίχημα μετά το άλλο. Αναρωτιέμαι τι νομίζετε ότι θα αποδείξετε. Αλλά δεν σκέφτεστε, έτσι δεν είναι; Σίγουρα δεν σταθήκατε να αναλογιστείτε τι θα σκεφτούν οι φίλοι σας.» Ούτε που άκουσε τι του έλεγε. Ρουφούσε τις εκδηλώσεις των συναισθημάτων της – το χρώμα που ερχόταν και έφευγε από το πρόσωπό της και τις σπίθες στα μάτια της και το στήθος της που ανεβοκατέβαινε. Και όλα αυτά ενώ είχε πλήρη συναίσθηση πού τον είχε βρει το κεντρί της. «Δεν έχω ν’ αποδείξω τίποτε» είπε. «Απλά θέλω να χά-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
65
σετε. Και όταν χάσετε, θα παραδεχθείτε την ήττα σας μ’ ένα φιλί.» «Ένα φιλί!» Γέλασε. «Ένα απλό φιλί από μία έμπορο. Ευτελές αντίτιμο για την αξιοπρέπειά σας.» «Ένα σωστό φιλί δεν θα είναι καθόλου απλό, Μαντάμ, ούτε ευτελές» είπε. «Δεν θα πληρώσετε με ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Θα πληρώσετε με το φιλί που δίνετε σ’ έναν άνδρα όταν του έχετε παραδοθεί.» Και αν δεν μπορούσε να την κάνει να του παραδοθεί μ’ ένα φιλί, ας γύριζε στο Λονδίνο απόψε κιόλας. «Λαμβάνοντας υπόψη την πολύτιμη ευπρέπειά σας, το στοίχημα είναι μεγάλο για εσάς, το ξέρω.» Τα μαύρα μάτια της άστραψαν για μία μόνο στιγμή πριν το πρόσωπό της μετατραπεί σε μία πανέμορφη μάσκα· ψύχραιμη, αδιαπέραστη. Αλλά είχε προλάβει να δει την εσωτερική της αναταραχή, και τώρα δεν μπορούσε να κάνει πίσω για τίποτε στον κόσμο. «Για μένα δεν έχει καμία σημασία» είπε. «Δεν το έχετε καταλάβει, Υψηλότατε; Δεν έχετε καμία ελπίδα να με κερδίσετε.» «Τόσο το καλύτερο για εσάς» είπε εκείνος. «Εύκολη είσοδος στην πιο εκλεκτική, πιο πληκτική δεξίωση στο Παρίσι.» Κούνησε το κεφάλι της με οίκτο. «Πολύ καλά. Μην πείτε ότι δεν σας προειδοποίησα.» Επέστρεψε στη θέση της και κάθισε. Εκείνος κάθισε απέναντί της. «Όποιο παιχνίδι θέλετε» του είπε. «Με όποιον τρόπο θέλετε. Δεν θα κάνει καμία διαφορά. Θα κερδίσω – και θα το απολαύσω.» Έσπρωξε την τράπουλα προς το μέρος του. «Μοιράστε» του είπε. ***
66
LORETTA CHASE
Τον καιρό της Γαλλικής Επανάστασης, ο ευγενής παππούς της Μαρσλίν είχε σώσει το κεφάλι του διατηρώντας την ψυχραιμία του. Γενιές Νουαρό –το όνομα που είχε πάρει αφού εγκατέλειψε τη Γαλλία– είχαν κληρονομήσει την ίδια ψύχραιμη αυτοσυγκράτηση και ανηλεή πρακτικότητα. Πράγματι, τα πάθη της ήταν σκοτεινά και βαθιά, όπως άλλωστε συνηθιζόταν στην οικογένειά της, και από τις δύο πλευρές. Όπως και οι συγγενείς της όμως, ήταν εξαιρετικά ικανή στο να κρύβει τα συναισθήματά της. Τις αδελφές της έπρεπε να τις διδάξει τη δεξιότητα αυτήν. Εκείνη προφανώς την είχε εκ γενετής. Ωστόσο, ο χαλαρός απαξιωτικός τόνος με τον οποίο αναφέρθηκε ο Κλίβντον στο μαγαζί και στο επάγγελμά της έκανε το αίμα της να βράζει. Και ήταν ευγενές το αίμα που κυλούσε στις φλέβες της – ανεξάρτητα με το ότι ήταν το πιο διεφθαρμένο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το Νουαρό, όμως, ήταν ένα όνομα κοινών θνητών, και γι’ αυτό ακριβώς το είχε διαλέξει ο παππούς. Τώρα, τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς της είχαν φύγει, παίρνοντας την κακή τους φήμη μαζί τους. Κακόφημη ή όχι, η οικογένειά της ήταν το ίδιο παλιά με του Κλίβντον – και δεν πίστευε ότι όλοι οι δικοί του πρόγονοι ήταν άγιοι. Προς το παρόν, μοναδική διαφορά ήταν ότι αυτός ήταν πλούσιος χωρίς να χρειάζεται να δουλεύει ενώ εκείνη κόπιαζε για κάθε δεκάρα. Ήξερε πως ήταν παράλογο να τον αφήνει να την προκαλεί. Ήξερε πως οι πελάτες της την περιφρονούσαν. Συμπεριφέρονταν όλες σαν τη Λαίδη Ρέινφρου και την κυρία Σαρπ, μιλούσαν λες και αυτή και οι αδελφές της ήταν αόρατες. Για τις υψηλές τάξεις, οι έμποροι ήταν απλά άλλο ένα είδος υπηρετών. Πάντα το έβρισκε χρήσιμο και μερικές φορές διασκεδαστικό. Αυτό, όμως… Τέλος πάντων. Τώρα το θέμα ήταν να τον αφήσει να κερδίσει ή όχι.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
67
Η περηφάνια της δεν μπορούσε να τον αφήσει να κερδίσει. Ήθελε να τον τσακίσει, κι αυτόν και την ξιπασιά του και την άνετη ανωτερότητά του. Αλλά αν έχανε, θα έμπαινε η ίδια σε μπελάδες. Δεν μπορούσε να μπει σε μία δεξίωση συνοδευόμενη από το Δούκα του Κλίβντον χωρίς να προκαλέσει θύελλα – ακριβώς αυτό που ήθελε να αποφύγει. Και πάλι όμως, δεν μπορούσε να τον αφήσει να κερδίσει. «Παίζουμε μέχρι να τελειώσει η τράπουλα» είπε εκείνος. «Παίζουμε κάθε παρτίδα, αλλά με μία διαφορά: Δεν δείχνουμε τα χαρτιά μας παρά μόνο στο τέλος. Τότε, όποιος έχει κερδίσει τις περισσότερες παρτίδες, παίρνει το παιχνίδι.» Τώρα που δεν θα μπορούσε να δει τα χαρτιά κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, θα ήταν πιο δύσκολο να υπολογίσει τις πιθανότητες. Αλλά μπορούσε να τον διαβάσει, ενώ εκείνος όχι. Και επίσης, το παιχνίδι που πρότεινε παιζόταν γρήγορα. Θα καταλάβαινε σύντομα αν έπαιζε απερίσκεπτα. Η πρώτη παρτίδα. Δύο χαρτιά για τον καθέναν. Της έδωσε Είκοσι-ένα – έναν άσο καρό και ένα βαλέ κούπα. Αλλά έμεινε κι εκείνος στα δύο χαρτιά, πράγμα που δεν έκανε ποτέ αν είχε λιγότερο από δεκαεπτά. Στην επόμενη μοιρασιά εκείνη είχε έναν άσο κούπα, ένα τεσσάρι και ένα τριάρι. Την επόμενη φορά έμεινε στα δεκαεπτά, με μπαστούνια. Μετά άλλο ένα Είκοσι-ένα – άσσος μπαστούνι και ρήγας κούπα. Και μετά ντάμα κούπα και εννέα καρό. Το παιχνίδι συνεχίστηκε. Συχνά εκείνος τραβούσε τρία χαρτιά ενώ εκείνη έμενε στα δύο. Αλλά ήταν αποφασισμένος, πολύ περισσότερο από πριν, και δεν μπορούσε πλέον να εντοπίσει το πετάρισμα στα πράσινα μάτια του που της έλεγε ότι δεν του άρεσε το φύλλο του. Ένιωθε τους παλμούς της να αυξάνονται σε κάθε παρτίδα παρόλο που τις περισσότερες φορές είχε καλό χαρτί. Είκοσι-ένα μία φορά, δύο φορές, τρεις. Τα περισσότερα
68
LORETTA CHASE
φύλλα της ήταν καλά. Αλλά εκείνος έπαιζε ήρεμα, απόλυτα συγκεντρωμένος, και δεν μπορούσε να πει με σιγουριά ότι η δική του τύχη ήταν χειρότερη. Σε δέκα παρτίδες, η τράπουλα τελείωσε. Μετά γύρισαν τα φύλλα τους, χτυπώντας τα έντεχνα στο τραπέζι, χαμογελώντας ψύχραιμα ο ένας στον άλλον, σίγουροι και οι δύο για τον εαυτό τους. Χρειάστηκε μόνο μία ματιά στα απλωμένα χαρτιά για να δει ότι τον είχε κερδίσει όλες τις φορές εκτός από τέσσερις, και μία από αυτές ήταν ισοπαλία. Όχι πως έπρεπε να δει τα χαρτιά για να καταλάβει ποιος κέρδισε. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να παρατηρήσει τη σιγή του και το κενό βλέμμα του. Έμοιαζε εντελώς σαστισμένος. Κράτησε μόνο ένα δευτερόλεπτο, και ύστερα έγινε πάλι ο κουρασμένος κοσμοπολίτης. Αλλά στο βλέμμα αυτό είδε το παιδί που ήταν κάποτε, και για μία στιγμή μετάνιωσε για τα πάντα: που γνωρίστηκαν έτσι όπως γνωρίστηκαν, που ήταν από τόσο διαφορετικούς κόσμους, που δεν τον είχε γνωρίσει πριν χάσει την αθωότητά του… Έπειτα σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε, και είδε στα μάτια του ότι είχε –επιτέλους– συνειδητοποιήσει το πρόβλημα που είχε προκαλέσει ο ίδιος στον εαυτό του. Και πάλι, ανέκτησε αμέσως την ψυχραιμία του. Αν τα είχε χαμένα –που σίγουρα τα είχε–, δεν το έδειχνε πια. Όπως εκείνη, είχε συνηθίσει να κρύβει τα συναισθήματά του. Θα έπρεπε να κρύψει κι εκείνη τα δικά της. Ήταν λογικό να το ξανασκέφτεται. Δεν περίμενε κάτι λιγότερο από εκείνον. Παρά τα ελάχιστα σημάδια του όμως, ο πανικός του την πονούσε, και μάλιστα περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. «Φερθήκατε αλόγιστα, Υψηλότατε» τον πείραξε. «Για άλλη μία φορά. Τώρα, όμως, το διακύβευμα είναι πολύ μεγαλύτερο.» Η περηφάνια του, το ευαίσθητο σημείο ενός κύριου.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
69
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και μάζεψε τα χαρτιά. Εκείνη, όμως, ήξερε τι έκρυβε η μάσκα. Οι φίλοι του τον είχαν δει στην όπερα στις θέσεις μίας γερασμένης ηθοποιού να προσπαθεί να γνωρίσει τη φίλη της. Ο Εμιλιέν ήξερε πως ήταν μία μοδίστρα από το Λονδίνο, και, μέχρι αύριο βράδυ, τουλάχιστον το μισό Παρίσι θα ήξερε πως ήταν ένα μηδενικό: όχι μία συναρπαστική ξένη ηθοποιός ή συνοδός, και σίγουρα όχι μία κυρία οποιασδήποτε εθνικότητας. Τι θα σκέφτονταν οι φίλοι του όταν τον έβλεπαν να μπαίνει σε μία δεξίωση, στην οποία κανονικά δεν θα παρίστατο, με την πλέον ανεπιθύμητη συνοδό, μία έμπορο; «Τι υποκριτές που είστε εσείς οι αριστοκράτες» είπε εκείνη. «Είναι καλά να κυνηγάτε γυναίκες κατώτερες από εσάς, απλά για να τις καβαλήσετε – αλλά να τις φέρετε σε ευγενή συντροφιά; Ανήκουστο. Οι φίλοι σας θα νομίζουν ότι χάσατε τα λογικά σας. Θα θεωρήσουν ότι μου επιτρέψατε να σας εξευτελίσω. Τον σκλάβωσε, θα πουν. Μία κραυγαλέα μικρή αστή σκλάβωσε το μεγάλο Άγγλο Δούκα.» Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Λέτε; Τότε, θα είναι πολύ διασκεδαστικό να τους δω να μένουν με το στόμα ανοιχτό. Θα ντυθείτε στα κόκκινα;» Εκείνη σηκώθηκε, και αυτός τη μιμήθηκε. Ό,τι κι αν συνέβαινε, οι τρόποι του ήταν πάντοτε τέλειοι. «Είστε καλός ηθοποιός» του είπε. «Αυτό σας το αναγνωρίζω. Αλλά ξέρω πως το ξανασκέφτεστε. Και μια και έχω μεγάλη καρδιά –και το μόνο που θέλω, ανόητε, είναι να ντύσω τη σύζυγό σας– θα σας αποδεσμεύσω από το στοίχημα που δεν έπρεπε ποτέ να είχατε βάλει. Το κάνω αυτό γιατί είστε άνδρας, και ξέρω πως κάποιες φορές οι άνδρες σκέφτονται με κάποιο άλλο όργανο αντί για το μυαλό τους.» Πήρε το τσαντάκι της, έφτιαξε την εσάρπα της – και αμέσως θυμήθηκε το άγγιγμά του στον ώμο της. Κατέπνιξε την αίσθηση και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
70
LORETTA CHASE
«Αντίο» του είπε. «Ελπίζω μέχρι αύριο να έχετε επανέλθει στα λογικά σας και να μην έχετε αντίρρηση να μείνουμε φίλοι. Αν ναι, ανυπομονώ να σας δω μεθαύριο. Ίσως βρεθούμε στο Κουέ Βολτέρ.» Την ακολούθησε στην πόρτα. «Είστε διαβολοθήλυκο» είπε. «Δεν έχω συνηθίσει να μου λένε οι γυναίκες τι να κάνω.» «Έτσι είμαστε εμείς οι αστοί» είπε εκείνη. «Καμία φινέτσα, κανένα τακτ. Τόσο αυταρχικοί.» Συνέχισε να περπατάει στον έρημο διάδρομο. Σιγανές φωνές ακούστηκαν από ένα δωμάτιο. Κάποιοι συνέχιζαν να παίζουν. Από αλλού ακούστηκαν ροχαλητά. Κυρίως όμως, άκουγε τα βήματά του, στην αρχή πίσω της και μετά δίπλα της. «Πλήγωσα τα αισθήματά σας» είπε. «Μοδίστρα είμαι» είπε εκείνη. «Η πελατεία μου είναι γυναίκες. Αν θέλετε να πληγώσετε τα αισθήματά μου, θα πρέπει να προσπαθήσετε τόσο, που θα εξαντληθείτε τόσο ψυχικά όσο και σωματικά.» «Κάτι πλήγωσα» είπε. «Είστε αποφασισμένη να ντύσετε τη Δούκισσά μου και δεν σας σταματάει τίποτε, και όμως σταματήσατε. Είστε έτοιμη να τα παρατήσετε.» «Με υποτιμάτε» του είπε εκείνη. «Ποτέ δεν τα παρατάω.» «Τότε, γιατί με στέλνετε στο διάβολο;» «Δεν έκανα τέτοιο πράγμα» είπε. «Σας αποδέσμευσα από το στοίχημα, όπως έχει δικαίωμα να κάνει ο νικητής. Αν σκεφτόσασταν καθαρά, δεν θα το είχατε προτείνει ποτέ. Αν δεν σας είχα επιτρέψει να με προκαλέσετε, δεν θα είχα συμφωνήσει ποτέ. Ορίστε. Και οι δύο κάναμε λάθος. Πηγαίνετε τώρα να βρείτε τους φίλους σας και να κανονίσετε να τους μεταφέρουν σπίτι. Με περιμένει μία μεγάλη μέρα αύριο, και, αντίθετα με εσάς, δεν έχω την πολυτέλεια να την περάσω αναρρώνοντας από τη σημερινή βραδιά.» «Φοβάστε» είπε εκείνος.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
71
Σταμάτησε απότομα και τον κοίταξε. Της χαμογελούσε, το αισθησιακό στόμα του γεμάτο ικανοποίηση. «Τι κάνω;» του είπε ήρεμα. «Φοβάστε» είπε. «Εσείς φοβάστε τι θα πει ο κόσμος –για εσάς– και πώς θα φερθούν – σ’ εσάς. Είστε διατεθειμένη να μπείτε κρυφά σαν τον κλέφτη, με την ελπίδα ότι δεν θα σας προσέξει κανείς, αλλά τρέμετε να μπείτε μαζί μου, με όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω σας.» «Λυπάμαι που θα διαλύσω τις ψευδαισθήσεις σας, Υψηλότατε» είπε «αλλά το τι πιστεύετε και τι λέτε εσείς και οι φίλοι σας δεν έχει τόσο σημασία για τους άλλους όσο για εσάς. Δεν θέλω να με προσέξουν για τον ίδιο λόγο που ένας κατάσκοπος θέλει να περνάει απαρατήρητος. Και μάλλον σας διαφεύγει ότι η συγκίνηση τού να πηγαίνεις κάπου όπου είσαι ανεπιθύμητος και απρόσκλητος –και να τη γλιτώνεις– θα κάνει τη δεξίωση πολύ πιο διασκεδαστική για μένα απ’ ό,τι θα είναι για οποιονδήποτε άλλον.» Συνέχισε να περπατάει, με κομμένη την ανάσα και την έντασή της έτοιμη να βγει στην επιφάνεια. Ο αυτοέλεγχός της ήταν αξιοθαύμαστος, ακόμα και για εκείνην, αλλά του είχε επιτρέψει να την εκνευρίσει. Το μόνο που ήθελε ήταν να ντύσει τη μελλοντική σύζυγό του, αλλά είχε μπλέξει σ’ ένα τελείως λάθος παιχνίδι. Και τώρα αναρωτιόταν αν τα είχε θαλασσώσει, αν την είχε παγιδεύσει με το όμορφο πρόσωπό του και τα ψεύτικα αθώα του χαμόγελα και τα δάχτυλά του πάνω στο δέρμα της. Άκουσε τη φωνή του πίσω της. «Δειλή» είπε. Η λέξη έμοιασε να αιωρείται στον άδειο διάδρομο. Δειλή. Αυτή που μόλις στα είκοσι ένα της είχε πάει στο Λονδίνο με μία χούφτα νομίσματα στην τσέπη και ασήκωτα βάρη στους ώμους της: ένα μωρό και δύο μικρότερες αδελφές – και βάσισε τα πάντα σ’ ένα όνειρο, και στο κουράγιο της να το κυνηγήσει.
72
LORETTA CHASE
Σταμάτησε, γύρισε, και όρμησε προς το μέρος του. «Δειλή» είπε εκείνος απαλά. Άφησε την τσάντα της, τον έπιασε από τη γραβάτα και τον τράβηξε. Εκείνος έγειρε το κεφάλι του. Έπιασε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της, τράβηξε το στόμα του στο δικό της και τον φίλησε.
Κεφάλαιο 4 Ως συνήθως, η κυρία Κλαρκ παραλαμβάνει συνεχώς μοντελάκια από τις επιφανέστερες μοδίστρες των Παρισίων, πράγμα που της δίνει τη δυνατότητα να παράγει πρώτη τις δημιουργίες της κάθε μήνα και να έχει την πίστη ότι ο γενικότερος τρόπος με τον οποίο εργάζεται θα προσδώσει εύνοια στις Κυρίες που θα την τιμήσουν με την προτίμησή τους. – Μηνιαία Σύνοψη Διαφημίσεων Bell για το μήνα Ιούνιο, 1807. Δεν ήταν παράδοση, αλλά ένα χαστούκι μεταμφιεσμένο σε φιλί. Κόλλησε το στόμα της στο δικό του και το άνοιξε με βία, και η σύγκρουση τον τάραξε συθέμελα. Ήταν σαν να ήταν εραστές παλιά, και τώρα να μισούσαν ο ένας τον άλλον, και τα δύο πάθη είχαν ενωθεί: Είτε πάλευαν είτε έκαναν έρωτα, το ίδιο θα ήταν. Κράτησε δυνατά το πηγούνι του. Δεν θα τον είχε παραξενέψει αν είχε χώσει τα νύχια της στο πρόσωπό του. Τέτοιο φιλί ήταν. Αντί γι’ αυτό, τον πλήγωσε με το απαλό της στόμα, το άγγιγμα των χειλιών της, το παιχνίδι της γλώσσας της, σαν
74
LORETTA CHASE
μονομαχία. Κυρίως όμως, τον πλήγωσε με τη γεύση της. Έμοιαζε με μπράντι, πλούσια και βαθιά και σκοτεινή. Είχε τη γεύση του απαγορευμένου καρπού. Με λίγα λόγια, είχε τη γεύση των μπελάδων. Για μία στιγμή αντέδρασε ενστικτωδώς και ανταπέδωσε την επίθεση με την ίδια σφοδρότητα, ακόμα και όταν το σώμα του συσπάστηκε και έλιωσε ταυτόχρονα, τα γόνατά του λύγισαν και το στομάχι του σφίχτηκε. Αλλά ήταν πανέμορφα ζεστή και καλοσχηματισμένη, και, ενώ το μυαλό του διαλυόταν, οι αισθήσεις του εντείνονταν όλο και περισσότερο: η γεύση του στόματός της, η μυρωδιά του δέρματός της, το βάρος του στήθους της στο παλτό του και ο ήχος του φορέματός της να τρίβεται στο παντελόνι του. Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα και έντονα καθώς το αίμα κυλούσε στις φλέβες του και κατευθυνόταν με ταχύτητα προς τα κάτω. Την αγκάλιασε και άγγιξε την πλάτη της, το μετάξι και τη δαντέλα του ντεκολτέ της, και το βελούδινο δέρμα της. Κατέβασε τα χέρια του χαμηλότερα, στη γραμμή της μέσης της και κατά μήκος της καμπύλης προς τα οπίσθιά της. Εκεί, στρώματα υφάσματος ανέκοψαν την πορεία του, αλλά την τράβηξε απότομα κοντά του, και εκείνη άφησε ένα βαθύ ήχο, που έμοιαζε με βογκητό ευχαρίστησης. Πήρε τα χέρια της από το πρόσωπό του και γλίστρησε ανάμεσά τους. Προσπέρασε το λαιμό και τη μέση του, και συνέχισε να κατεβαίνει. Η ανάσα του κόπηκε και το σώμα του συσπάστηκε με προσμονή. Τον έσπρωξε μακριά, και μάλιστα με δύναμη. Και πάλι, η ώθηση δεν θα ήταν ικανή να τον μετακινήσει. Αλλά η ισχύς και το αναπάντεχο της κίνησής της τον ξάφνιασαν, και χαλάρωσε τη λαβή του επάνω της. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά του, και εκείνος παραπάτησε και έπεσε πάνω στον τοίχο.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
75
Γέλασε ελαφρά, και μετά έσκυψε και μάζεψε την τσάντα της. Έδιωξε μία ατίθαση τούφα από το πρόσωπό της, και με μία άνετη, χαριτωμένη κίνηση ίσιωσε την εσάρπα της. «Αυτό θα είναι πολύ διασκεδαστικό» είπε. «Ανυπομονώ. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, δεν υπάρχει κάτι που να επιθυμώ περισσότερο, Yψηλότατε, από το να σας συνοδεύσω στη δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ. Μπορείτε να περάσετε να με πάρετε από το ξενοδοχείο Φοντέν στις εννέα ακριβώς. Αντίο.» Με απίστευτη ψυχραιμία, διέσχισε το διάδρομο και βγήκε από τον πόρτα. Δεν την ακολούθησε. Ήταν μία καταπληκτική έξοδος, και δεν ήθελε να τη χαλάσει. Ή τουλάχιστον έτσι είπε στον εαυτό του. Και όμως, στάθηκε για μία στιγμή, ανακτώντας την ψυχραιμία του και προσπαθώντας να αγνοήσει την έντασή του, λες και είχε τρέξει μέχρι την άκρη του γκρεμού και είχε σταματήσει εκατοστά πριν πέσει. Αλλά φυσικά δεν υπήρχε κανένας γκρεμός, κανένα κενό να πέσει. Αυτά ήταν ανοησίες. Ήταν απλά μία γυναίκα, μία θυελλώδης γυναίκα, και εκείνος ήταν ένα τίποτα… μπερδεμένος… γιατί είχε πολύ καιρό να συναντήσει κάποια σαν αυτήν. Πήγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, να βρει τους φίλους του – ή μάλλον τα πεσμένα κορμιά τους. Ενώ κανόνιζε τη μεταφορά τους στα καταλύματα και στις οικείες τους, άκουγε, στο βάθος του μυαλού του, μία χλευαστική φωνή να επισημαίνει ότι δεν είχε τίποτε σημαντικότερο να κάνει από το να περισυλλέξει και να τακτοποιήσει μία παρέα μεθυσμένων ευγενών. Αργότερα, όμως, όταν ήταν μόνος στο διαμέρισμά του και άρχισε να γράφει ένα γράμμα στην Κλάρα γιατί δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να
76
LORETTA CHASE
γράψει. Δεν μπορούσε καλά-καλά να θυμηθεί την παράσταση. Έμοιαζε να έχει περάσει ένας αιώνας από τότε που καθόταν στο θέατρο, ανυπομονώντας για την επόμενη συνάντησή του με τη Mαντάμ Νουαρό. Είδε τις ασυνάρτητες σημειώσεις του για την παράσταση να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια του. Η μοναδική ξεκάθαρη, σαφής σκέψη που είχε ήταν για τη δεξίωση της Mαντάμ ντε Σιράκ που απείχε μόνο μερικές ώρες και το ανόητο στοίχημα που είχε βάλει, και τον άλυτο γρίφο που είχε επιμείνει να αναλάβει: πώς να βάλει την καταραμένη τη μοδίστρα μέσα χωρίς να θυσιάσει την αξιοπρέπεια, τη ματαιοδοξία, ή τη φήμη του. *** Όταν η Μαρσλίν επέστρεψε στο ξενοδοχείο της, βρήκε τη Σελίνα Τζέφρις να λαγοκοιμάται σε μία καρέκλα δίπλα στη φωτιά. Παρόλο που η λεπτοκαμωμένη ξανθιά ήταν η νεότερη μοδίστρα τους, που είχε έρθει πρόσφατα από ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα για «ατυχήσασες», ήταν η πιο λογική από όλες τους. Γι’ αυτό και η Μαρσλίν την είχε διαλέξει για να υποδυθεί την υπηρέτριά της στο ταξίδι. Μία γυναίκα που ταξίδευε μαζί με υπηρέτρια έχαιρε πολύ μεγαλύτερου σεβασμού απ’ ό,τι μία που ταξίδευε μόνη. Η Φράνσις Πρίτσετ, η μεγαλύτερη από τις μοδίστρες τους, θα ήταν ακόμη μουτρωμένη που έμεινε πίσω. Αλλά είχε έρθει την προηγούμενη φορά, και δεν της είχε αρέσει καθόλου να παίζει την υπηρέτρια. Δεν θα είχε μείνει ξύπνια να περιμένει το αφεντικό της να γυρίσει παρά μόνο για να παραπονεθεί για τους Γάλλους γενικότερα και το προσωπικό του ξενοδοχείου συγκεκριμένα. Η Τζέφρις ξύπνησε ξαφνιασμένη όταν η Μαρσλίν τη σκούντηξε ελαφρά στον ώμο. «Ανόητο κορίτσι» της είπε η Μαρσλίν. «Σου είπα να μη με περιμένεις.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
77
«Μα, ποιος θα σας βοηθήσει να βγάλετε το φόρεμά σας, κυρία;» «Θα μπορούσα να κοιμηθώ μ’ αυτό» είπε η Μαρσλίν. «Δεν θα ήταν η πρώτη φορά.» «Ω, όχι, κυρία! Αυτό το πανέμορφο φόρεμα!» «Δεν είναι και τόσο όμορφο τώρα» είπε η Μαρσλίν. «Όχι μόνο τσαλακώθηκε, αλλά έχει ποτίσει από καπνό, αρώματα και κολόνιες.» «Ας το βγάλουμε, λοιπόν. Θα πρέπει να είστε πολύ κουρασμένη. Η επίδειξη – και μετά όλη νύχτα έξω.» Είχε συνοδεύσει τη Μαρσλίν στο Λονγκσάμπ, και εξαφανίστηκε υπάκουα όταν η Μαρσλίν τής έκανε νόημα. Αντίθετα με την Πρίτσετ, τη Σελίνα Τζέφρις δεν την πείραζε καθόλου να περνάει απαρατήρητη. Χαιρόταν απλά με το να ρουφάει το θέαμα τόσο πολλών πλουσίων με κομψά ρούχα, πάνω στα όμορφα άλογά τους ή στις πολυτελείς άμαξές τους. «Όπου είναι οι αριστοκράτες, εκεί πρέπει να είμαι κι εγώ» είπε η Μαρσλίν. «Δεν ξέρω πώς αντέχουν, τη μία νύχτα μετά την άλλη.» «Δεν πρέπει να είναι στη δουλειά στις εννιά κάθε πρωί.» Η κοπέλα γέλασε. «Σωστό κι αυτό.» Αν και ήταν γρήγορη, δεν ήταν τόσο επειδή βιαζόταν, όσο επειδή ήταν αποτελεσματική. Της είχε βγάλει το κόκκινο φόρεμα σε μία στιγμή. Σύντομα είχε και ζεστό νερό έτοιμο. Το κανονικό μπάνιο θα έπρεπε να περιμένει μέχρι αργότερα, αφού είχε κοιμηθεί λίγο και όταν θα είχε ξυπνήσει το προσωπικό του ξενοδοχείου. Στο μεταξύ όμως, η Μαρσλίν έπρεπε να ξεφορτωθεί τη μυρωδιά της χαρτοπαικτικής λέσχης. Αυτό δεν ήταν δύσκολο. Αλλά η γεύση και η μυρωδιά ενός συγκεκριμένου κύριου δεν ήταν τόσο εύκολο να εξαλειφθεί. Όσο και να έπλενε το πρόσωπό της και τα δόντια της, το σώμα και το μυαλό της θυμούνταν: το ξάφνιασμα του Κλίβντον, την έξαψή του, την τολμηρή του ανταπόκριση με το στόμα και τη γλώσσα του,
78
LORETTA CHASE
και τη σφοδρή επιθυμία που είχε ξυπνήσει μέσα της με ένα απλό άγγιγμα στην πλάτη της. Το να τον φιλήσει δεν ήταν και η πιο έξυπνη κίνηση που θα μπορούσε να κάνει μία γυναίκα, αλλά, εδώ που τα λέμε, τι εναλλακτικές είχε; Να τον χαστουκίσει; Κλισέ. Να του δώσει μία γροθιά; Σε αυτό το δυνατό κορμί; Σε αυτό το θεληματικό πιγούνι; Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να πληγώσει το ίδιο της το χέρι – και να τον κάνει να γελάσει. Δεν πίστευε να γελάει τώρα. Και πράγματι δεν γελούσε, σκεφτόταν, και θα έπρεπε να σκεφτεί πολύ. Περισσότερο απ’ ό,τι είχε σκεφτεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Ήταν σίγουρη ότι δεν θα υποχωρούσε από την πρόκληση. Ήταν πολύ περήφανος και πολύ αποφασισμένος να έχει το πάνω χέρι – με αυτήν, και πιθανότατα με ολόκληρο τον κόσμο. Θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να δει πώς θα κατάφερνε να τη βάλει στη δεξίωση της Κόμησσας. Εάν κατέληγε εξευτελισμένος, ίσως και να μάθαινε κάτι από την όλη εμπειρία. Από την άλλη, μπορεί να έφτανε να μισήσει τη Μαρσλίν και να απαγορεύσει στη σύζυγό του να διαβεί την πόρτα του Οίκου Νουαρό. Αλλά το ένστικτο της Μαρσλίν διαφωνούσε. Παρ’ όλα τα ελαττώματά του –και δεν ήταν λίγα–, δεν ήταν μικρόψυχος και δεν κρατούσε κακίες. «Πέσε για ύπνο» είπε στην Τζέφρις. «Μας περιμένει πολλή δουλειά για να προετοιμαστούμε για το βράδυ. Τα πάντα πρέπει να είναι τέλεια.» Και θα ήταν. Θα το εξασφάλιζε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Μπροστά της είχε την ευκαιρία μίας ζωής, σχεδόν τόσο σημαντική, όσο και το να κλέψουν τη μελλοντική Δούκισσα του Κλίβντον από την Κακόγουστη. Ο Κλίβντον είχε περιπλέξει μία δουλειά που έπρεπε να
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
79
είναι ξεκάθαρη. Το να μπει στη δεξίωση μόνη της θα απαιτούσε απλά μία τέλεια μεταμφίεση, δεξιοτεχνικούς ελιγμούς, και φυσικά μεγάλη αυτοπεποίθηση. Αλλά δεν είχε σημασία. Η ζωή είχε πάντα έναν τρόπο να καταστρέφει τα σχολαστικά της σχέδια, το ένα μετά το άλλο. Ακόμα και η ρουλέτα ήταν πιο προβλέψιμη από τη ζωή. Λογικό ήταν να είναι τόσο τυχερή στο παιχνίδι. Η ζωή δεν ήταν ένας τροχός που γύριζε γύρω-γύρω. Ποτέ, μα ποτέ δεν επέστρεφε στο ίδιο σημείο. Οι επιλογές δεν περιορίζονταν σε κόκκινο και μαύρο και μία σειρά αριθμών. Η ζωή περιφρονούσε τη λογική. Κάτω από την όμορφη επιφάνεια της τάξης, η ζωή ήταν αναρχία. Και πάλι όμως, κάθε φορά που η ζωή είχε καταστρέψει τα σχέδιά της, εκείνη είχε κάνει καινούρια, και είχε καταφέρει να διασώσει κάτι. Μερικές φορές μέχρι και που είχε θριαμβεύσει. Αν μη τι άλλο ήταν προσαρμοστική. Όπως και να εξελισσόταν η βραδιά, θα το επωφελείτο στο μέγιστο. Το ίδιο βράδυ Θα της είχε κάνει καλά της θρασείας μοδίστρας να την αφήσει να περιμένει. Δεν ήταν συνηθισμένος να παίρνει οδηγίες από τον οποιονδήποτε, πόσω μάλλον από μία ξιπασμένη μικρή μοδίστρα. Στις εννέα ακριβώς, είχε πει, λες και ήταν το τσιράκι της. Αυτή, όμως, ήταν παιδαριώδης αντίδραση, και δεν ήθελε να προσθέσει και την ανωριμότητα στον κατάλογο με τα μειονεκτήματα του χαρακτήρα του που έμοιαζε να συντάσσει. Χωρίς αμφιβολία, θα απέδιδε την οποιαδήποτε καθυστέρηση σε δειλία. Τον είχε ήδη σχεδόν αποκαλέσει δειλό με την πρότασή της να τον απελευθερώσει από το στοίχημα.
80
LORETTA CHASE
Έφτασε στις εννέα ακριβώς. Όταν άνοιξε η πόρτα της άμαξας, την είδε να κάθεται έξω, σε ένα από τα τραπέζια κάτω από την πέργκολα. Ένας κύριος, ο οποίος από τους τρόπους και το ντύσιμό του έμοιαζε για Άγγλος, είχε σκύψει από πάνω της και της μιλούσε. Ο Κλίβντον τα είχε σχεδιάσει όλα με μεγάλη προσοχή: τι να φορέσει στη δεξίωση και τι να πει στην οικοδέσποινα και ποια έκφραση να πάρει την ώρα που θα το έλεγε. Είχε δοκιμάσει και απορρίψει μισή ντουζίνα παλτά, και είχε αφήσει στον μπάτλερ του, τον Σάντερς, ένα σωρό τσαλακωμένες γραβάτες να τακτοποιήσει. Είχε προετοιμάσει και απορρίψει πολυάριθμες έξυπνες ατάκες. Με λίγα λόγια, ήταν σε μεγάλη ένταση. Εκείνη, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούσε να μοιάζει πιο άνετη, καθώς χαλάρωνε κάτω από την πέργκολα, φλερτάροντας με τον πρώτο τύπο που έβρισκε μπροστά της. Θα έλεγε κανείς ότι δεν την απασχολούσε τίποτε εκτός από μία χαλαρή κουβέντα με ακόμα έναν πιθανό πελάτη για τα φουστάνια της. Και γιατί να την απασχολεί οτιδήποτε άλλο; Δεν ήταν οι δικοί της φίλοι που θα ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της και θα κουνούσαν τα κεφάλια τους με οίκτο. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί τι θα ψιθύριζαν οι φίλοι του: το βέλος του Έρωτα είχε χτυπήσει το Δούκα του Κλίβντον – και όχι για την ωραιότερη καλλονή των Παρισίων, όχι για την πιο ακαταμάχητη συνοδό, όχι για την πιο κομψή, περιζήτητη αριστοκράτισσα. Όχι, ήταν μία άγνωστη Αγγλίδα έμπορος που είχε λαβώσει την υψηλότητά του. Καταράστηκε σιωπηλά τους φίλους του και την ίδια του την ηλιθιότητα, βγήκε από την άμαξα και περπάτησε μέχρι το τραπέζι της. Καθώς πλησίαζε, το σκοτεινό βλέμμα της στράφηκε προς το μέρος του. Είπε κάτι στον ομιλητικό τύπο. Εκείνος της
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
81
έγνεψε, και, χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία στον Κλίβντον, υποκλίθηκε και μπήκε στο ξενοδοχείο. Όταν ο Κλίβντον ήρθε στο τραπέζι, σήκωσε το βλέμμα της. Προς μεγάλη του έκπληξη, του χαμογέλασε: το στόμα της σχημάτισε μία λεπτή, αισθησιακή καμπύλη που του έκοψε τα γόνατα. Αλλά δεν ήταν λαβωμένος, ούτε κατά διάνοια. «Είστε συνεπής» του είπε. «Δεν αφήνω ποτέ μία κυρία να περιμένει» είπε εκείνος. «Μα, εγώ δεν είμαι κυρία» του είπε. «Δεν είστε; Ε, τότε είστε γρίφος. Είστε έτοιμη; Ή μήπως θα θέλατε να πιείτε κάτι πρώτα, να πάρετε κουράγιο για το μαρτύριο;» «Έχω όλο το κουράγιο που μου χρειάζεται» είπε εκείνη. Σηκώθηκε, και με μία χειρονομία τού τράβηξε την προσοχή στην περιβολή της. Υπέθεσε ότι μία γυναίκα θα ήξερε πώς να το αποκαλέσει. Για εκείνον ήταν ένα φόρεμα. Ήξερε ότι τα μανίκια θα είχαν κάποιο ιδιαίτερο όνομα – α λα Ταγκλιόνι, ή α λα Κλοθίλντ, ή κάποια άλλη τέτοια ανοησία που καταλαβαίνουν μόνο οι γυναίκες. Στα μάτια του, τα φορέματά τους ήταν όλα ίδια: φουσκωτά στα μανίκια και στη φούστα, και στενά στη μέση. Έτσι ντύνονταν οι γυναίκες από την εποχή που είχε ενηλικιωθεί. Το φόρεμά της ήταν φτιαγμένο από μετάξι και είχε ένα παράξενο χρώμα της άμμου που, αν είχε δει το ύφασμα σε κάποιο μαγαζί, θα το είχε θεωρήσει ανιαρό. Αλλά ήταν διακοσμημένο με φουσκωτούς κόκκινους φιόγκους που έμοιαζαν με ανθισμένα λουλούδια μέσα στη μέση της ερήμου. Έπειτα, υπήρχε και η μαύρη δαντέλα, μέτρα ολόκληρα, που έσταζε σαν καταρράκτης από τους απαλούς ώμους της και κάλυπτε, κάτω από μία κορδέλα, την κοιλιά της. Της έκανε νόημα να γυρίσει. Έκανε υπάκουα μία ολόκληρη στροφή. Κινήθηκε με άνεση και χάρη, όπως κυλάει το νερό, και η δαντέλα στους ώμους της ανέμισε στον αέρα.
82
LORETTA CHASE
Όταν τελείωσε τη στροφή της όμως, δεν σταμάτησε, αλλά άρχισε να περπατάει προς την άμαξα. Την ακολούθησε. «Τι είναι αυτό το τρομερό χρώμα;» τη ρώτησε. «Της άμμου» του είπε. «Σκόνη» είπε εκείνος. «Σας συγχαίρω, Μαντάμ. Κάνατε τη σκόνη γοητευτική.» «Δεν είναι εύκολο χρώμα» είπε εκείνη. «Ειδικά με το δικό μου χρώμα δέρματος. Αν φορούσα το πραγματικό χρώμα της άμμου θα έμοιαζα λες και πάσχω από το συκώτι μου. Αυτό το μετάξι όμως, βλέπετε, έχει μία ροζ απόχρωση.» «Πώς να σας το δώσω να το καταλάβετε;» είπε εκείνος. «Δεν τα βλέπω αυτά τα πράγματα.» «Τα βλέπετε» του είπε. «Απλά δεν κατέχετε το κατάλληλο λεξιλόγιο. Είπατε ότι είναι γοητευτικό. Αυτό είναι η ροζ απόχρωση που κολακεύει το χρώμα μου, και η καταπληκτική ξανθιά δαντέλα, κοντά στο πρόσωπό μου, είναι ακόμα πιο κολακευτική, ενώ προσθέτει και ένταση.» «Είναι μαύρη» είπε εκείνος. «Μελανή, όχι ξανθιά.» «Η ξανθιά δαντέλα είναι δαντέλα από ανώτερης ποιότητας μετάξι» του είπε. «Δεν έχει να κάνει με το χρώμα.» Συνέχισαν αυτήν τη συζήτηση μέχρι να φτάσουν στην άμαξα. Είχε προετοιμαστεί για μία συνέχεια της χθεσινοβραδινής μάχης, αλλά εκείνη φερόταν σαν να ήταν παλιοί φίλοι, πράγμα που τον αφόπλιζε και τον εκνεύριζε ταυτόχρονα. Επίσης, ήταν τόσο απορροφημένος με τις ανοησίες περί του ξανθού που αναφερόταν σε όλα τα χρώματα, που σχεδόν ξέχασε να κοιτάξει τους αστραγάλους της. Το ένστικτό του, όμως, τον έσωσε, και ήρθε στα λογικά του την τελευταία στιγμή. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά και κάθισε στη θέση της, του προσέφερε μία πανέμορφη εικόνα περίπου δεκαπέντε εκατοστών καλτσόδετης, κομψής γάμπας. Η χθεσινή νύχτα όρμησε στο μυαλό του σαν ένας κατακλυσμός αναμνήσεων, περισσότερο συναισθημάτων παρά
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
83
σκέψεων, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία του. Φαντάστηκε να σκύβει και να πιάνει το λεπτό της αστράγαλο και να παίρνει το πόδι της στην αγκαλιά του και να γλιστράει το γαντοφορεμένο χέρι του προς τα πάνω, και πιο πάνω, και πιο πάνω… Αργότερα, υποσχέθηκε στον εαυτό του, και ανέβηκε στην άμαξα. Λίγο αργότερα «Με την άδειά σας, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τη Μαντάμ Νουαρό, μία γνωστή μου μοδίστρα από το Λονδίνο» είπε στην οικοδέσποινα ο Δούκας του Κλίβντον. Στην αρχή, η φασαρία γύρω τους συνεχίστηκε. Τη στιγμή, όμως, που η Κόμησσα ντε Σιράκ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε παρανοήσει τα όχι και τόσο καλά Γαλλικά του Δούκα και ότι είχε όντως ξεστομίσει τις λέξεις μοδίστρα από το Λονδίνο μπροστά της αναφερόμενος στο απρόσκλητο άτομο δίπλα του, τα νέα άρχισαν να διαδίδονται στην αίθουσα, και εξαπλώθηκε μία ησυχία σαν τα κύματα όταν πέφτει ένας μεγάλος βράχος μέσα σε μία λιμνούλα. Η μαντάμ ντε Σιράκ στάθηκε ακόμα πιο στητή και άκαμπτη –αν και κάτι τέτοιο έμοιαζε ανατομικά αδύνατον– και το ψυχρό βλέμμα της έγινε σκληρό σαν ατσάλι. «Δεν αντιλαμβάνομαι το αγγλικό χιούμορ» είπε. «Πρόκειται γι’ αστείο;» «Ούτε κατά διάνοια» είπε ο Κλίβντον. «Σας φέρνω ένα αξιοπερίεργο, όπως έφερναν κάποτε αξιοπρόσεκτα αντικείμενα οι σοφοί από τα ταξίδια τους στην Αίγυπτο. Γνώρισα αυτό το εξωτικό πλάσμα προχθές το βράδυ στην όπερα, και χθες στην επίδειξη όλοι μιλούσαν γι’ αυτήν. Σας ικετεύω να με συγχωρήσετε, και να παραβλέψετε, προς όφελος της επιστημονικής έρευνας, αυτή την κατάχρηση της φιλοξενίας σας. Βλέπετε, Μαντάμ, αισθάνομαι σαν φυσιοδίφης που
84
LORETTA CHASE
ανακάλυψε ένα νέο είδος ορχιδέας, και το έβγαλε από την κρυψώνα του και το έφερε στον κόσμο, για να το παρατηρήσουν και άλλοι συνάδελφοί του.» Έστρεψε το βλέμμα του στη Νουαρό, και η θυελλώδης ματιά της του έδωσε να καταλάβει ότι δεν το διασκέδαζε. Το καφέ-κίτρινο και το μαύρο που φορούσε την έκανε να μοιάζει με τίγρη, ενώ οι κόκκινες πινελιές θα μπορούσαν να είναι το αίμα των θυμάτων της. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως το λουλούδι δεν είναι η πιο εύστοχη παρομοίωση» πρόσθεσε. «Και, εδώ που τα λέμε, ίσως να έπρεπε να της είχα βάλει λουρί.» Η τίγρης τού χαμογέλασε λοξά, υποσχόμενη μπελάδες αργότερα. Έπειτα χαμήλωσε το κεφάλι της στην Κόμησσα και βυθίστηκε σε μία υπόκλιση τόσο χαριτωμένη και όμορφη –με τη δαντέλα της να ανεμίζει απαλά, τους κομψούς φιόγκους να φτερουγίζουν, το ύφασμα να τρεμοφέγγει–, που του έκοψε την ανάσα. Γύρω του, άκουσε κόσμο να κρατάει την ανάσα του. Ήταν Γάλλοι, και δεν μπορούσαν παρά να δουν: Μπροστά τους είχαν χάρη και ομορφιά και κομψότητα συνδυασμένα σε ένα αξέχαστο, θυελλώδες αριστούργημα. Και η Κόμησσα, όμως, άκουσε την αντίδραση του κοινού. Κοίταξε γύρω της. Όλοι στην αίθουσα ήταν προσηλωμένοι στο θέαμα κρατώντας την ανάσα τους. Ο κόσμος θα μιλούσε γι’ αυτήν τη σκηνή για μέρες, θα ανέλυαν την κάθε λέξη και χειρονομία της. Θα ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που είχε συμβεί ποτέ στην ετήσια δεξίωσή της. Το ήξερε πολύ καλά αυτό, όπως άλλωστε και ο Κλίβντον. Το ερώτημα ήταν αν θα έσπαγε την παράδοση και θα επέτρεπε κάτι συναρπαστικό. Έκανε μία μικρή παύση, με τον αέρα του δικαστή που ετοιμάζεται να ανακοινώσει την απόφασή του. Στην αίθουσα επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Και τότε είπε «Όμορφη», σαν ο Κλίβντον να είχε όντως
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
85
παρουσιάσει μία ορχιδέα. Με ένα συγκαταβατικό νεύμα και μία ελάχιστη χειρονομία, έδωσε στη μοδίστρα την άδεια να σηκωθεί. Πράγμα που η Νουαρό έκανε με την ίδια χάρη χορεύτριας, προκαλώντας άλλη μία συλλογική κομμένη ανάσα. Αυτό ήταν όλο. Μία λέξη –όμορφη–, και η αίθουσα άρχισε πάλι να αναπνέει. Ο Κλίβντον και η «ανακάλυψή» του πήραν την άδεια να προχωρήσουν στην ουρά και στην κυρίως δεξίωση. *** «Μοδίστρα; Από το Λονδίνο; Μα, είναι αδύνατον. Δεν μπορεί να είστε Αγγλίδα.» Οι άντρες είχαν προσπαθήσει να την περικυκλώσουν, αλλά οι γυναίκες τούς έσπρωξαν στην άκρη, και τώρα την ανέκριναν. Το φόρεμα της Μαρσλίν είχε προκαλέσει περιέργεια, αλλά και ζήλια. Τα χρώματα δεν ήταν ασυνήθιστα. Ήταν χρώματα της μόδας. Το στιλ δεν ήταν τόσο διαφορετικό από τα τελευταία μοντελάκια στο Λονγκσάμπ. Αλλά ο τρόπος που είχε συνδυάσει το στιλ και το χρώμα, και οι μικρές πινελιές που είχε προσθέσει – όλα αυτά ήταν χαρακτηριστικά Νουαρό. Όντας Γαλλίδες, οι κυρίες αυτές παρατήρησαν τις πινελιές, και τους τράβηξαν την περιέργεια αρκετά για να την πλησιάσουν, παρόλο που ήταν μία κοινωνική ανωμαλία – όχι άνθρωπος, αλλά ένα εξωτικό κατοικίδιο. Το εξωτικό κατοικίδιο του Κλίβντον. Ακόμη έβραζε γι’ αυτό, αν και ένα κομμάτι της δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει την εξυπνάδα του. Ήταν μία θρασύτατη ανοησία, σαν αυτές που συνήθιζαν να χρησιμοποιούν τα μέλη της οικογένειάς της όταν έρχονταν σε δύσκολη θέση. Αλλά θα την κανόνιζε την αυτού Υπεροψία αργότερα. «Είμαι Αγγλίδα και είμαι μοδίστρα» είπε η Μαρσλίν. Άνοιξε την τσάντα της και τράβηξε μία όμορφη ασημένια
86
LORETTA CHASE
θήκη. Από αυτήν έβγαλε τις κάρτες της: απλές και κομψές, σαν την επαγγελματική κάρτα ενός κύριου. «Έρχομαι στο Παρίσι για έμπνευση.» «Μα, εδώ θα έπρεπε να έχετε το κατάστημά σας» είπε μία κυρία. Η Μαρσλίν άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί αργά στα φορέματά τους. «Δεν με χρειάζεστε» είπε. «Οι κυρίες της Αγγλίας με χρειάζονται.» Μετά από μία παύση, πρόσθεσε ψιθυριστά: «Απεγνωσμένα.» Οι κυρίες χαμογέλασαν και έφυγαν, όλες τους καθησυχασμένες, και κάποιες γοητευμένες. Και τότε όρμησαν οι άντρες. *** «Αυτό είναι μυστήριο» είπε ο Αροντουίγ. «Όλες οι γυναίκες είναι μυστήρια» είπε ο Κλίβντον. Στέκονταν στις παρυφές της πίστας και κοιτούσαν τον Κόμη ντ’ Εμιλιέν να χορεύει βαλς με τη μαντάμ Νουαρό. «Όχι, δεν εννοώ αυτό» είπε ο Αροντουίγ. «Πότε πρόλαβε μία μοδίστρα να μάθει να χορεύει τόσο όμορφα; Πώς μαθαίνει μία Αγγλίδα έμπορος να μιλάει Γαλλικά σαν την Κόμησσα; Και η υπόκλιση που έκανε στην οικοδέσποινά μας;» Σήκωσε το βλέμμα του και φίλησε τα ακροδάχτυλά του. «Αυτό το θέαμα δεν θα το ξεχάσω ποτέ.» Δεν είμαι κυρία, είχε πει. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι κάπως αινιγματική» είπε ο Κλίβντον. «Αλλά αυτό την κάνει και τόσο… διασκεδαστική.» «Την πλησίασαν οι γυναίκες» είπε ο Αροντουίγ. «Το είδες;» «Το είδα.» Ο Κλίβντον δεν είχε φανταστεί ότι θα της μιλούσαν. Οι άντρες, ναι, φυσικά. Αλλά οι γυναίκες; Ήταν άλλο να τη δεχθεί η οικοδέ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
87
σποινα, παραβλέποντας από ευγένεια τους κακούς τρόπους, ή την εκκεντρικότητα ενός υψηλόβαθμου καλεσμένου, και άλλο να πλησιάσουν οι καλεσμένες της το «κατοικίδιό» του και να πιάσουν κουβέντα μαζί της. Εάν η Νουαρό ήταν ηθοποιός, ή συνοδός, ή, για να είμαστε ειλικρινείς, οποιαδήποτε άλλη μοδίστρα, θα την είχαν σνομπάρει. Αντίθετα είχαν κάνει τους άντρες στην άκρη για να την πλησιάσουν. Η επαφή τους ήταν σύντομη, αλλά όταν απομακρύνθηκαν, όλες οι γυναίκες έμοιαζαν ικανοποιημένες. «Μοδίστρα είναι» είπε. «Αυτή είναι η δουλειά της: να κάνει τις γυναίκες ευτυχισμένες.» Για την υπόκλιση, όμως, δεν είχε εξήγηση. Δεν είχε εξήγηση για τον τρόπο που μιλούσε και τον τρόπο που περπατούσε. Και τον τρόπο που χόρευε. Πόσες φορές είχε χορέψει μαζί της ο Εμιλιέν; Δεν είχε καμία σημασία για τον Κλίβντον. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τόσο μπανάλ όπως το να τη χορεύει όλη τη νύχτα. Αλλά μια και είχε διακινδυνεύσει να εξευτελιστεί για χάρη της, σίγουρα δικαιούτο ένα χορό. *** Αν και η Μαρσλίν έμοιαζε να έχει μάτια μόνο για τον εκάστοτε καβαλιέρο της, πάντα ήξερε πού ήταν ο Κλίβντον. Δεν ήταν δύσκολο, καθώς η υψηλότητά του ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από τους περισσότερους άλλους άνδρες, και το κεφάλι αυτό ήταν πολύ χαρακτηριστικό: το προφίλ που θα έφερνε δάκρυα στους καλύτερους γλύπτες της αρχαίας Ελλάδας, τα λαμπερά μαύρα μαλλιά με τις αγορίστικες ατίθασες μπούκλες. Και οι ώμοι. Κανείς άλλος δεν είχε τέτοιους ώμους. Αλλά βέβαια, κανείς άλλος δεν είχε τέτοιο σώμα. Πιθανότατα θα μπορούσε να είχε πετάξει ό,τι ανοησία ήθελε στην οικοδέσποινά τους, και εκείνη θα το είχε δεχτεί μόνο
88
LORETTA CHASE
και μόνο για λόγους αισθητικής. Και λαγνείας, μάλλον. Η Κόμησσα μπορεί να ήταν μεγάλη και ψυχρή, αλλά δεν ήταν νεκρή. Για λίγο είχε χορέψει κι εκείνος, και μερικές φορές τα βήματά τους τούς έφεραν σε απόσταση αναπνοής. Αλλά πάντοτε έμοιαζε τόσο προσηλωμένος στην ντάμα του, όσο και η Μαρσλίν στον καβαλιέρο της. Κάποιος θα έλεγε ότι του ήταν εντελώς αδιάφορο το τι έκανε. Την είχε φέρει στη δεξίωση, και από εκεί και πέρα το τι θα έκανε ήταν δική της υπόθεση. Κάποιος, όμως, θα έπρεπε να είναι εξαιρετικά ηλίθιος ή αφελής για να πιστέψει κάτι τέτοιο, και εκείνη δεν ήταν τίποτε απ’ τα δύο. Ήξερε ότι την κοίταζε, αν και το κάλυπτε τέλεια. Την τελευταία ώρα, όμως, είχε ρίξει τα προσχήματα. Τριγύριζε στην αίθουσα, με το φίλο του να τον ακολουθεί σαν σκιά – και μάλιστα ομιλητική, απ’ ό,τι φαινόταν. Και τότε, καθώς ο Δούκας του Κλίβντον περιφερόταν υποτίθεται ανέμελα, το βήμα του τον έφερε σ’ εκείνην. Ήταν περιτριγυρισμένη από άντρες, όπως ήταν από τη στιγμή που είχε ικανοποιήσει την περιέργεια των γυναικών. Έμοιαζε να αδιαφορεί για τους άνδρες γύρω του. Απλά περπάτησε προς το μέρος της, και ήταν λες και μπήκε στο λιμάνι ένα μεγάλο πλοίο. Κανείς τους δεν έφερνε αντίσταση. Απλά έκαναν άκρη, σαν να χώριζε η θάλασσα για να περάσει. Αναρωτήθηκε αν έτσι ήταν, κάποτε, και για τον παππού της, όταν ήταν νέος και όμορφος, ένας ισχυρός ευγενής μίας παλαιάς οικογένειας. Άραγε να έκανε άκρη ο κόσμος για χάρη του, και να μην του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά; «Α, εδώ είστε» είπε ο Κλίβντον, λες και είχε πέσει πάνω της κατά λάθος. «Όπως βλέπετε» είπε εκείνη. «Δεν έσκισα τις κουρτίνες, ούτε γρατζούνισα τα έπιπλα.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
89
«Όχι, νομίζω πως φυλάτε τα νύχια σας για μένα» της απάντησε. «Λοιπόν, θα χορέψουμε;» «Μα, η Μαντάμ έχει υποσχεθεί τον επόμενο χορό σε μένα» είπε ο κύριος Τουρνάντρ. Ο Κλίβντον γύρισε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Ή ίσως παρανόησα» είπε ο κύριος Τουρνάντρ. «Ίσως ήταν άλλος χορός.» Έκανε πίσω, όπως θα αποσυρόταν ένας πιο αδύναμος λύκος μπροστά στον αρχηγό της αγέλης. Α, δεν έπρεπε να ενθουσιάζεται. Μόνο ένα χαζοχαρούμενο κοριτσάκι θα ενθουσιαζόταν που ένας άνδρας βρυχάτο για εκείνην όπως βρυχάται ένας λύκος σε κάποιον άλλο λύκο που τολμάει να πλησιάσει τη λύκαινά του. Και πάλι όμως, ήταν ο πιο επιθυμητός άντρας στην αίθουσα, και η μικρή του επίδειξη κτητικότητας δεν θα είχε αφήσει ασυγκίνητη καμία γυναίκα. Μπορεί να ήταν πολλά πράγματα, αλλά εξακολουθούσε να είναι και γυναίκα, και μάλιστα νέα, και παρ’ όλη την εμπειρία της, ποτέ κανένας ευγενής δεν είχε διώξει κάποιον άλλον από κοντά της. Πριν προλάβει να πει στον εαυτό της να μην κάνει σαν κοριτσάκι, την οδήγησε στην πίστα. Το χέρι του αγκάλιασε σφιχτά τη μέση της και το δικό της ακούμπησε στον ώμο του. Και ο κόσμος σταμάτησε. Έστρεψε το βλέμμα της σ’ εκείνον, και είδε στα πράσινα μάτια του το ίδιο σοκ που της έκοψε την ανάσα και την έκανε να παγώσει στη θέση της. Είχε χορέψει με μία ντουζίνα άλλους άνδρες. Την είχαν κρατήσει με τον ίδιο τρόπο. Αυτήν τη φορά όμως, ένιωθε το άγγιγμά του τόσο έντονα, που το δέρμα της μούδιαζε. Το αισθανόταν και βαθιά μέσα της, σαν μία παράξενη ηρεμία. Μετά, η καρδιά της άρχισε δειλά-δειλά να χτυπάει ξανά, και βρήκε την ψυχραιμία της. Κάλυψε το πρόσωπό της πίσω από τη μάσκα του καθωσπρεπισμού, και το ίδιο έκανε κι εκείνος. Την ίδια στιγμή, τα ελεύθερα χέρια τους ενώθηκαν, και τη στριφογύρισε στο χορό.
90
LORETTA CHASE
*** Χόρεψαν για λίγο σιωπηλοί. Δεν ήταν έτοιμος να μιλήσει. Ήταν ακόμη συγκλονισμένος από ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε συμβεί στην αρχή του χορού. Ήξερε πως το είχε νιώσει κι εκείνη – αν και δεν μπορούσε να πει τι ήταν. Προς το παρόν είχε την προσοχή της στραμμένη αλλού, όχι σ’ εκείνον. Κοιτούσε πίσω από τον ώμο του, κι έτσι μπορούσε να χαμηλώσει το βλέμμα του και να τη μελετήσει. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη, έδινε όμως αυτή την εντύπωση. Ήταν ωραία και εντυπωσιακή, και τελείως διαφορετική. Τα σκούρα μαλλιά της ήταν χτενισμένα μοντέρνα, αλλά κάπως ανακατεμένα. Αν βρίσκονταν αλλού, θα είχε περάσει τα δάχτυλά του, σκορπίζοντας τα τσιμπιδάκια στο έδαφος. Η ελαφριά κλίση του κεφαλιού της φανέρωσε ένα μικρό, άψογο αφτί από το οποίο κρεμόταν ένα μικρό σκουλαρίκι από γρανάτη. Αλλού θα είχε σκύψει και θα είχε γλιστρήσει τη γλώσσα του στη λεπτεπίλεπτη καμπύλη του. Αλλά δεν βρίσκονταν αλλού, κι έτσι χόρευαν, γύρωγύρω, και με κάθε στροφή το γνωστό βαλς γινόταν όλο και πιο σκοτεινό και πιο παράξενο και πιο καυτό. Με κάθε στροφή αισθανόταν όλο και πιο έντονα τη ζεστή μέση της κάτω από το γαντοφορεμένο χέρι του, τη γαργαλιστική ροζ λάμψη που έδινε στο λευκό της δέρμα κάτω από τη γυαλάδα του, και το άρωμά της: η μυρωδιά του δέρματός της ανακατεμένη με το ελαφρύ γιασεμί που φορούσε. Ήταν μία ελάχιστη μυρωδιά μέσα σ’ ένα ζεστό και συνωστισμένο δωμάτιο γεμάτο αρώματα, αλλά εκείνος αντιλαμβανόταν μόνο το δικό της. Έτσι αόριστα αντιλαμβανόταν και τους άλλους χορευτές γύρω τους, σαν μία δίνη χρωμάτων που αντισταθμιζόταν από
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
91
το μαύρο, το γκρι και το άσπρο των αντρικών κοστουμιών. Όλα αυτά τα λαμπερά χρώματα όμως ξεθώριαζαν, ενώ δίπλα του βρισκόταν ένας ανεμοστρόβιλος από απαλό χρυσαφί χρώμα με μία ροζ απόχρωση σαν την έρημο την αυγή, με τους κόκκινους φιόγκους να τρέμουν σαν παπαρούνες στο καλοκαιρινό αεράκι. Ακόμα πιο κοντά του βρισκόταν η μαύρη δαντέλα, που ανέμιζε στον αέρα σε κάθε κίνηση. Τελικά σήκωσε το βλέμμα της. Είδε το πρόσωπό της να λάμπει από τη ζέστη, το λαιμό της να πάλλεται, και ήξερε, χωρίς να χρειαστεί να κοιτάξει, ότι το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. «Σας το αναγνωρίζω» είπε, ενώ η βραχνή φωνή της έβγαινε με κάποια δυσκολία. «Απ’ όλα τα τεχνάσματα που θα μπορούσατε να δοκιμάσετε, αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν σκέφτηκα τον εαυτό μου σαν το κατοικίδιο οποιουδήποτε.» «Σας παρουσίασα ως κάτι εξωτικό» είπε εκείνος. «Διαφωνώ με το λουρί, πάντως» είπε εκείνη. «Θα ήταν ένα κομψό λουρί, σας διαβεβαιώ» της είπε. «Στολισμένο με διαμάντια.» «Όχι, ευχαριστώ» είπε εκείνη. «Διαφωνώ, επίσης, με τη συμπεριφορά σας σαν να με κερδίσατε σε κάποιο στοίχημα, ενώ η αλήθεια είναι ότι χάσατε – και δεν ήταν η πρώτη φορά.» Το σκοτεινό βλέμμα της ανέβηκε μέχρι την κορυφή του κεφαλιού του πριν χαμηλώσει ξανά στη γραβάτα του, αφήνοντας πίσω του ένα ίχνος θερμότητας. «Όμορφο το σμαράγδι σας.» «Το οποίο και δεν πρόκειται να αποκτήσετε» είπε εκείνος. «Δεν έχει στοιχήματα μαζί σας απόψε. Η Κόμησσα ντε Μονπελιέ μού έδειξε την κάρτα που της δώσατε. Δεν σας έμαθε ποτέ κανείς τη διαφορά μεταξύ μίας κοινωνικής και μίας επιχειρηματικής εκδήλωσης; Δεν είστε στο ετήσιο δείπνο της Οργάνωσης Εμπόρων και Παραγωγών Ενδυμάτων.» «Το πρόσεξα. Αυτοί θα ήταν ντυμένοι καλύτερα.»
92
LORETTA CHASE
«Τυφλή είστε;» είπε εκείνος. «Κοιτάξτε γύρω σας.» Έριξε ένα βαριεστημένο βλέμμα στην αίθουσα. «Τα έχω ξαναδεί όλα.» «Είμαστε στο Παρίσι.» «Μιλάω για τους άντρες, όχι για τις γυναίκες.» Το βλέμμα της επέστρεψε σ’ εκείνον. «Από όλους τους άντρες εδώ μέσα, είστε ο μοναδικός που ένας μόδιστρος του Λονδίνου δεν θα ντρεπόταν να αναγνωρίσει ως πελάτη του.» «Δεν φαντάζεστε την ανακούφισή μου που με εγκρίνετε» είπε εκείνος. «Δεν είπα ότι σας εγκρίνω στο σύνολό σας» του είπε. «Σωστά. Το ξέχασα. Είμαι ένας άχρηστος αριστοκράτης.» «Έχετε κάποια χρησιμότητα» του είπε. «Αλλιώς δεν θα σας φλέρταρα.» «Έτσι το λέτε εσείς;» «Επιμένετε να ξεχνάτε» είπε εκείνη. «Αυτή η δεξίωση. Εσείς. Για μένα είναι όλα δουλειά.» Πράγματι το είχε ξεχάσει. Ήθελε να έρθει στη δεξίωση για να παρατηρήσει τα ρούχα. Αν δεν ήταν το στοίχημά τους, που δεν ήταν τόσο στοίχημα αλλά προσωπική μάχη, θα είχε έρθει χωρίς αυτόν. «Πώς να το ξεχάσω;» είπε. «Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου όταν οι φίλοι μου μού έδειξαν τις κάρτες που μοιράσατε λες και ήταν δωράκια.» «Σας ντρόπιασε το εξωτικό σας κατοικίδιο, κύριε Δούκα; Μήπως η μυρωδιά του μαγαζιού προσβάλλει την ευαίσθητη μύτη σας; Περίεργο. Αν θυμάμαι καλά, εσείς επιμένατε να με φέρετε. Με είπατε μέχρι και δειλή για να με καταφέρετε. Και τώρα–» «Θα ήταν ακαλαίσθητο να σας στραγγαλίσω πάνω στην πίστα» της είπε. «Και όμως, το σκέφτομαι σοβαρά.» «Μην είστε ανόητος» είπε εκείνη. «Είχατε αιώνες να διασκεδάσετε τόσο. Εσείς δεν μου είπατε για τις δολοπλο-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
93
κίες των ισχυρών για να προσκληθούν σ’ αυτή την απίστευτα βαρετή δεξίωση; Καταφέρατε κάτι για το οποίο πολλοί Παριζιάνοι θα σκότωναν. Επιτύχατε το κοινωνικό πραξικόπημα της δεκαετίας. Με το να με συνοδεύσετε εδώ, σπάσατε ένα σωρό αρχαίους, απαράβατους κανόνες. Περιφρονείτε την Υψηλή Κοινωνία, γαλλική και αγγλική. Και χορεύετε με την πιο συναρπαστική γυναίκα στην αίθουσα.» Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Ήταν ο χορός, ο ξέφρενος χορός, και η συζήτησή τους, και η προσπάθειά του να ακολουθήσει τα έξυπνα σχόλιά της. Και όμως, αισθανόταν μία αμηχανία, όπως και πριν – γιατί ήταν αλήθεια, ήταν όλα αλήθεια, και δεν ήξερε την αλήθεια μέχρι που την ξεστόμισε εκείνη. «Μεγάλη ιδέα έχετε για τον εαυτό σας» της είπε. «Αγαπητέ μου Δούκα, κοιτάξτε τον ανταγωνισμό.» «Θα το έκανα» είπε εκείνος «αλλά είστε τόσο εκνευριστική, που δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω σας.» Στριφογύριζαν σαν τρελοί με κομμένη την ανάσα από το χορό και τη συζήτηση ταυτόχρονα. Τον κοιτούσε με τα σκούρα πανέμορφα μάτια της και μία υποψία χαμόγελου στο στόμα – αυτό το στόμα που του είχε τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια. «Συναρπαστική» του είπε. «Συναρπαστική, εννοείτε.» «Το σίγουρο είναι ότι έχετε συναρπάσει το φίλο μου τον Αροντουίγ. Αναρωτιέται πού μάθατε να υποκλίνεστε και να χορεύετε και να μιλάτε τόσο καλά.» Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. «Σαν κυρία, εννοείτε; Απλά μιμούμαι τους ανωτέρους μου.» «Και πού μάθατε να τους μιμείστε, αναρωτιέμαι;» είπε εκείνος. «Δεν δουλεύετε από το πρωί μέχρι το βράδυ; Οι μοδίστρες δεν αρχίζουν τη μαθητεία τους από μικρή ηλικία;» «Στα εννέα» είπε εκείνη. «Πόσα ξέρετε, ξαφνικά, για το επάγγελμά μου.» «Ρώτησα τον μπάτλερ μου» είπε.
94
LORETTA CHASE
Εκείνη γέλασε. «Τον μπάτλερ σας» είπε. «Τι πολυτέλεια. Πραγματικά.» «Μα, εσείς έχετε υπηρέτρια» της είπε. «Μία αδύνατη κοπέλα με ξανθά μαλλιά.» Ξαφνικά το γέλιο έσβησε από τα μάτια της. «Προσέξατε την υπηρέτριά μου;» «Στην επίδειξη, ναι.» «Είστε ιδιαίτερα παρατηρητικός.» «Μαντάμ, μ’ εσάς προσέχω τα πάντα, για τον αγνό σκοπό της αυτοσυντήρησης.» «Μπορεί να με πείτε κυνική, αλλά υποψιάζομαι ότι δεν υπάρχει τίποτε το αγνό» είπε εκείνη. Ο χορός τελείωνε. Αντιλήφθηκε αόριστα τη μουσική να χαμηλώνει, αλλά οι αισθήσεις του ήταν επικεντρωμένες σ’ εκείνην: στη θερμότητα μεταξύ τους, σωματική αλλά και διανοητική, και στην αναταραχή που προκαλούσε. «Και όμως, με φλερτάρετε» της είπε. «Μόνο για το συμφέρον της επιχείρησής μου» είπε εκείνη. «Ενδιαφέρον» είπε αυτός. «Απορώ με τις μεθόδους που χρησιμοποιείτε για να προσελκύσετε πελατεία. Λέτε ότι θέλετε να ντύσετε τη Δούκισσά μου – και το πρώτο πράγμα που κάνετε είναι να πάρετε την καρφίτσα μου.» «Την κέρδισα τίμια» είπε εκείνη. Ο χορός τελείωσε, αλλά συνέχισε να την κρατάει. «Με κοροϊδεύετε και με προκαλείτε και με κάνετε έξαλλο» της είπε. «Α, αυτό το κάνω για πλάκα» είπε εκείνη. «Για πλάκα» της είπε. «Σας αρέσει να παίζετε με τη φωτιά, Μαντάμ.» «Όπως και σ’ εσάς» του απάντησε. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα γεμάτα ένταση μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι η μουσική είχε σταματήσει εντελώς και όλοι τους κοιτούσαν κάνοντας τους αδιάφορους. Την άφησε, και ίσιωσε επιδεικτικά τη δαντέλα της, όπως θα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
95
έφτιαχνε κανείς ένα παιδί. Της χαμογέλασε συγκαταβατικά γνωρίζοντας ότι θα την κάνει έξαλλη, και μετά υποκλίθηκε ευγενικά. Του ανταπέδωσε την υπόκλιση, ύστερα άνοιξε τη βεντάλια της και την έφερε στο πρόσωπό της, αφήνοντας ακάλυπτα μόνο τα περιγελαστικά, σκούρα μάτια της. «Αν θέλατε ένα ήμερο κατοικίδιο, Υψηλότατε, θα έπρεπε να είχατε διαλέξει κάποια άλλη γυναίκα.» Γλίστρησε μέσα στο πλήθος, με τη μαύρη δαντέλα και τους κόκκινους φιόγκους να φτερουγίζουν στο λαμπερό ροζχρυσό φόρεμά της.
Κεφάλαιο 5 Οι χοροί μεταμφιεσμένων τελείωσαν για φέτος, αλλά οι επίσημες δεξιώσεις δεν έχουν μειωθεί σε συχνότητα από την αρχή του χειμώνα. Κάποια από τα πλέον μοντέρνα φορέματα έχουν τούλι διαφορετικό χρώμα από το ύφασμα, όπως κίτρινο και λιλά, άσπρο και σμαραγδί, ή ροζ, εκρού και βαθύ κόκκινο. –Ανταπόκριση από τη μόδα των Παρισίων, The Court Magazine and Belle Assemblée, 1835 Η Μαρσλίν βγήκε βιαστικά από την αίθουσα στο διάδρομο. Άρχισε να κατευθύνεται προς τη σκάλα. «Εγώ διάλεξα εσάς;» ακούστηκε μία γνωστή, μπάσα φωνή από πίσω της. Γύρισε ξαφνιασμένη και έπεσε πάνω στον Κλίβντον. Παραπάτησε, και την έπιασε από τους ώμους για να μην πέσει. «Υπέροχη έξοδος» της είπε. «Αλλά δεν τελειώσαμε ακόμη.» «Νομίζω πως τελειώσαμε» είπε εκείνη. «Πέτυχα το σκοπό μου απόψε. Η κάρτα μου θα βρίσκεται στα χέρια τουλάχιστον ενός δημοσιογράφου μέχρι αύριο, μαζί με μία λεπτομερή περιγραφή του φορέματός μου. Πολλές κυρίες
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
97
θα γράψουν στις οικογένειες και στις φίλες στο Λονδίνο για το μαγαζί μου. Και εμείς οι δύο προκαλέσαμε περισσότερα κουτσομπολιά απ’ ό,τι θα έπρεπε. Τώρα δεν είμαι απόλυτα σίγουρη ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω τα κουτσομπολιά προς όφελός μου. Το να με πιάνετε μ’ αυτό τον πρωτόγονο τρόπο δεν βελτιώνει την κατάσταση. Επιτρέψτε μου να σας τονίσω, επίσης, ότι μου τσαλακώνετε τη δαντέλα.» Την άφησε, και για μία καταραμένη στιγμή τής έλειψε η ζέστη και η πίεση των χεριών του. «Δεν σας διάλεξα εγώ» της είπε. «Εσείς ήρθατε στο θέατρο και κάνατε επίδειξη και ό,τι καλύτερο μπορούσατε για να τραβήξετε την προσοχή μου.» «Αν πιστεύετε πως αυτό ήταν ό,τι καλύτερο μπορώ, έχετε θλιβερά μικρή εμπειρία» είπε εκείνη. Μελέτησε το πρόσωπό της για μία στιγμή, με τα πράσινα μάτια του να λάμπουν. Δεν θα την εξέπληττε αν την άρπαζε ξανά και την ταρακουνούσε μέχρι να τρίξουν τα δόντια της. Τον προκαλούσε, και δεν ήταν ό,τι πιο σοφό μπορούσε να κάνει, αλλά ήταν κι εκείνη θυμωμένη, απογοητευμένη για πολλούς λόγους, και κυρίως για τον προφανή. «Εγώ σας έφερα» είπε με σφιγμένα τα δόντια. «Εγώ θα σας γυρίσω στο ξενοδοχείο σας.» «Δεν υπάρχει λόγος να φύγετε από τη δεξίωση» του είπε. «Θα βρω μία άμαξα να με πάει.» «Η δεξίωση είναι βαρετή» είπε εκείνος. «Εσείς είστε το μοναδικό ενδιαφέρον πράγμα εδώ μέσα. Δεν είχατε βγει καλά-καλά από την αίθουσα, και ξεφούσκωσε με θόρυβο, σαν τρύπιο μπαλόνι. Άκουσα τον αναστεναγμό απογοήτευσης πίσω μου καθώς βγήκα στο διάδρομο.» «Δεν σας πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να οφείλεται στη δική σας αναχώρηση;» είπε εκείνη. «Όχι» της απάντησε. «Και μην πάτε να με κολακέψετε. Δεν σας ταιριάζει. Για να είμαι ειλικρινής, το πρόσωπό σας
98
LORETTA CHASE
γίνεται πράσινο. Αναρωτιέμαι πώς τα καταφέρνετε με τις πελάτισσές σας. Σίγουρα θα πρέπει να τις κολακεύετε και να τις καλοπιάνετε.» «Κολακεύω όπως κάνω και όλα τα άλλα» είπε εκείνη. «Υπέροχα. Αν το πρόσωπό μου έγινε πράσινο, θα ήταν από το σοκ που κολακεύατε εσείς εμένα.» «Τότε, ανακτήστε την ψυχραιμία σας πριν κατέβουμε τις σκάλες. Αν σκοντάψετε και σπάσετε το κεφάλι σας, όλες οι υποψίες θα πέσουν επάνω μου.» Όντως έπρεπε να ανακτήσει την ψυχραιμία της, αλλά όχι γιατί φοβόταν ότι θα έπεφτε στη σκάλα. Δεν είχε επανέλθει ακόμη από το βαλς που είχε χορέψει μαζί του: η θερμότητα, η ένταση, η σχεδόν ακαταμάχητη αίσθηση του σώματός του – και το πιο ανησυχητικό, η σφοδρή επιθυμία που τη διακατείχε, έτρεχε στις φλέβες της, χτυπούσε στην καρδιά της και ξυπνούσε το μυαλό της λες και είχε πιει κάποιο δηλητήριο. Άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Καθώς η φασαρία της δεξίωσης απομακρυνόταν, αντιλήφθηκε το ελαφρύ του περπάτημα πίσω της και την ερημιά που επικρατούσε στον κάτω όροφο του σπιτιού. Ο κίνδυνος ήταν στο αίμα της και η συμβατική ηθική δεν ήταν μέρος της ανατροφής της. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος άντρας, δεν θα είχε διστάσει. Θα τον είχε οδηγήσει σε κάποια σκοτεινή γωνία ή κάτω από τις σκάλες και θα τον είχε πάρει. Θα είχε σηκώσει το φουστάνι της και θα είχε πάρει την ικανοποίησή της –στηριζόμενη σ’ έναν τοίχο, ή σε μία πόρτα, ή σε ένα παράθυρο– και θα είχε ξεμπερδέψει. Αυτός, όμως, δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε άνδρας, και είχε αφήσει το θυμό και την περηφάνια της να θολώσουν την κρίση της. Η Λιόνι την είχε προειδοποιήσει πριν φύγει: «Δεν θα έχουμε ποτέ άλλη τέτοια ευκαιρία. Μην τα θαλασσώσεις.» Το θέμα ήταν ότι η Μαρσλίν δεν θα ήξερε αν τα είχε θαλασσώσει πριν να ήταν πολύ αργά.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
99
Έμεινε σιωπηλός για λίγο, και η Μαρσλίν αναρωτήθηκε αν αναλογιζόταν κι εκείνος τις φήμες που θα κυκλοφορούσαν σύντομα στο Λονδίνο και προσπαθούσε ν’ αποφασίσει πώς να τις αντιμετωπίσει. Αλλά γιατί ν’ ανησυχεί αυτός για τα κουτσομπολιά; Ήταν άντρας, και ήταν αναμενόμενο οι άντρες να κυνηγάνε τις γυναίκες, ειδικά στο Παρίσι. Ουσιαστικά ήταν το πατριωτικό του καθήκον. Η Λαίδη Κλάρα, πάντως, δεν είχε κάνει καμία σκηνή για τις σχέσεις του. Θα είχε μαθευτεί αν το είχε κάνει. Μια και ο Λόνγκμορ είχε ανάλογη συμπεριφορά, η Μαρσλίν δεν πίστευε ότι ο Κόμης θα είχε σκεφτεί καν να αναφέρει το θέμα όταν έδινε το τελεσίγραφό του, όποιο κι αν ήταν αυτό. Και πάλι, όλες οι άλλες σχέσεις του Δούκα στο Παρίσι ήταν με κυρίες ή με πολυπόθητες γυναίκες υψηλών κοινωνικών τάξεων. Αυτού του είδους οι κατακτήσεις προσέδιδαν κύρος. Όμως, μία μοδίστρα –μία κοινή έμπορος– ήταν ασυνήθιστο για τον Κλίβντον, και οτιδήποτε ασυνήθιστο θα μπορούσε να του κάνει ζημιά. Μ’ αυτές τις σκέψεις έφτασε μέχρι το ισόγειο. Δεν κατάφερε να ηρεμήσει. Περίμενε ενώ εκείνος είπε στο θυρωρό να φέρει την άμαξά του. Όταν ο Κλίβντον στράφηκε πάλι σ’ εκείνην, του είπε: «Πώς σκοπεύετε να εξηγήσετε αυτήν τη βραδιά στη Λαίδη Κλάρα; Ή μήπως δεν της δίνετε ποτέ εξηγήσεις;» «Μην την πιάνετε στο στόμα σας» είπε εκείνος. «Είστε γελοίος» είπε εκείνη. «Κάνετε λες και το να ξεστομίσω το όνομά της θα τη μολύνει με κάποιον τρόπο. Μάλλον είναι η ένοχη συνείδησή σας που μιλάει, γιατί σίγουρα δεν είναι η λογική σας. Το ξέρετε ότι εκείνη θέλω. Γι’ αυτήν ήρθα στο Παρίσι. Άκου εκεί “Μην την πιάνετε στο στόμα σας”.» Μιμήθηκε τον υπεροπτικό τόνο του. «Έτσι αντιμε-
100
LORETTA CHASE
τωπίζετε οτιδήποτε δεν σας αρέσει; Προσποιείστε ότι δεν υπάρχει; Υπάρχει, πεισματάρη. Η γυναίκα που θα παντρευτείτε πριν τελειώσει το καλοκαίρι. Εσείς θα έπρεπε να μιλάτε γι’ αυτήν. Θα έπρεπε να μου θυμίζετε την απίστευτη υπεροχή της σε σχέση με μένα – εκτός από το ντύσιμο, φυσικά.» «Στην αρχή σκόπευα» είπε εκείνος ψύχραιμα «να γράψω στην Κλάρα όπως κάνω πάντα. Σκόπευα να της μεταφέρω τις πιο ανούσιες συζητήσεις τις οποίες ανέχθηκα κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Σκόπευα να της μεταφέρω τις εντυπώσεις μου για τον κόσμο. Σκόπευα να της περιγράψω την ανία μου – μία ανία την οποία ανέχτηκα μόνο για εκείνην, για να τη διασκεδάσω.» «Τι ευγενικό εκ μέρους σας.» Κάτι έλαμψε στο βλέμμα του, και έμοιαζε με το φως ενός φάρου που φαίνεται ακόμα και μέσα στην καταιγίδα. Ήξερε ότι έπλεε σε επικίνδυνα νερά, αλλά αν δεν κατάφερνε να τον ελέγξει, κινδύνευε να καταστρέψει την επιχείρησή της. «Και θα αγνοούσατε εντελώς τη συμμετοχή μου στα γεγονότα;» είπε η Μαρσλίν. «Ανόητη ερώτηση. Είναι ακαλαίσθητο να αναφέρετε τις αμφιβόλου ηθικής γυναίκες που γνωρίζετε στα ταξίδια και στις διασκεδάσεις σας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, θα σας συμβούλευα να το κάνετε. Φήμες για τη συναρπαστική μας άφιξη στη δεξίωση θα διασχίσουν σύντομα το Κανάλι, και μέχρι την Τρίτη θα έχουν φτάσει στο Λονδίνο. Θα πρότεινα να πιάσετε τον ταύρο από τα κέρατα. Πείτε της ότι με φέρατε για να κερδίσετε κάποιο στοίχημα. Ή ότι το κάνατε για αστείο.» «Θεέ μου, δεν έχω δει άλλη γυναίκα που να θέλει να ελέγχει τα πάντα σαν εσάς» είπε εκείνος. «Προσπαθώ να ελέγξω το μέλλον μου» είπε εκείνη. Άκουσε το ελαφρύ τρέμουλο στη φωνή της. Ανήσυχη, πήρε μία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Τα βλέφαρά του βάρυναν και το βλέμμα του χαμήλωσε στο ντεκολτέ της. Η αντί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
101
δρασή της στην ελάχιστη αυτή προσοχή μόνο ηρεμιστική δεν ήταν. Που να τον πάρει! Αυτόν έπρεπε να έχουν με λουρί. Άρχισε να περπατάει προς την πύλη. Ο θυρωρός την άνοιξε βιαστικά. «Δεν έχει έρθει ακόμη η άμαξα» είπε ο Κλίβντον. «Έχετε σκοπό να περιμένετε στη μέση του δρόμου, σαν υπάλληλο που περιμένει το λεωφορείο;» «Δεν πρόκειται να ανέβω ούτε σ’ αυτήν ούτε σε οποιαδήποτε άλλη άμαξα μ’ εσάς» είπε εκείνη. «Απόψε θα χωρίσουν οι δρόμοι μας.» «Δεν μπορώ να σας αφήσω να γυρίσετε μόνη» της είπε. «Είναι σαν να γυρεύετε για μπελάδες.» Ενώ το να μπει μαζί του σε μία κλειστή άμαξα, μέσα στη νύχτα, στην κατάστασή της δεν ήταν; Έπρεπε να απομακρυνθεί από κοντά του, όχι μόνο για τα προσχήματα, αλλά για να σκεφτεί. Δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπήρχε να σώσει την κατάσταση. «Δεν είμαι κανένα κοριτσάκι που ζει σε γυάλα» του είπε. «Έχω ταξιδέψει μόνη μου στο Παρίσι για χρόνια.» «Χωρίς υπηρέτρια;» Ευχήθηκε να είχε κάτι βαρύ να πετάξει στο χοντροκέφαλό του. Είχε μεγαλώσει στους δρόμους του Παρισιού και του Λονδίνου και άλλων πόλεων. Προερχόταν από μία οικογένεια που ζούσε από την εξυπνάδα της. Οι ανόητοι και οι αφελείς δεν επιβίωναν. Ο μόνος εχθρός που δεν είχαν καταφέρει να υπερνικήσουν ή να αποφύγουν ήταν η χολέρα. «Ναι, χωρίς υπηρέτρια» του είπε. «Είναι σοκαριστικό, το ξέρω. Για εσάς είναι αδιανόητο το να κάνει κανείς οτιδήποτε χωρίς υπηρέτες.» «Αυτό δεν είναι αλήθεια» είπε εκείνος. «Μπορώ να σκεφτώ πολλά πράγματα στα οποία δεν χρειάζονται υπηρέτες.» «Τι εφευρετικός που είστε» είπε εκείνη.
102
LORETTA CHASE
«Τέλος πάντων, η συζήτηση δεν έχει πλέον νόημα» είπε αυτός. «Ήρθε η άμαξά μου.» Ενώ η Μαρσλίν προσπαθούσε να μη σκέφτεται τις διάφορες δραστηριότητες που μπορούσε να κάνει κανείς χωρίς τη βοήθεια υπηρετών, η άμαξα είχε φτάσει στην είσοδο. «Αντίο, λοιπόν» του είπε. «Θα πάρω μία άμαξα στον επόμενο δρόμο.» «Βρέχει» είπε εκείνος. «Δεν…» Αισθάνθηκε μία σταγόνα στον ώμο της. Άλλη μία στο κεφάλι της. Ένας υπηρέτης πήδηξε από το πίσω μέρος της άμαξας, άνοιξε μία ομπρέλα και έτρεξε προς το μέρος τους. Μέχρι να τους φτάσει, οι σποραδικές σταγόνες είχαν ήδη μετατραπεί σε κανονική βροχή. Αισθάνθηκε το χέρι του Κλίβντον στην πλάτη της, να τη σπρώχνει ελαφρά προς την ομπρέλα και να την οδηγεί προς τα σκαλιά της άμαξας. Ήταν το άγγιγμά του, αυτή η κτητική, προστατευτική χειρονομία. Αυτό ήταν που την κατέστρεψε. Είπε στον εαυτό της ότι δεν ήταν από ζάχαρη και δεν θα έλιωνε. Είπε στον εαυτό της ότι είχε περπατήσει πολλές φορές στη βροχή. Ο εαυτός της δεν την άκουσε. Ο εαυτός της ήταν παγιδευμένος στις αισθήσεις: το δυνατό χέρι του στην πλάτη της, το αρρενωπό σώμα δίπλα της. Η ατμόσφαιρα σκοτείνιαζε και η θερμοκρασία έπεφτε ενώ η βροχή δυνάμωνε. Ήταν δυνατή και ανεξάρτητη και είχε ζήσει στους δρόμους. Και πάλι όμως, πάντοτε αποζητούσε, όπως κάθε πλάσμα άλλωστε, καταφύγιο και προστασία. Από αυτή την άποψη ήταν αδύναμη. Η αυταπάρνηση δεν της ήταν έμφυτη. Δεν μπορούσε να του ξεφύγει, ή να απομακρυνθεί από την ανοικτή πόρτα της άμαξας όπου την περίμενε καταφύγιο. Δεν ήθελε να κρυώνει και να βρέχεται περπατώντας μόνη στο σκοτεινό Παρίσι.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
103
Κι έτσι, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και βυθίστηκε με ευγνωμοσύνη στο μαξιλάρι και είπε στον εαυτό της ότι με το να πάθαινε καμία πνευμονία ή να της επιτίθεντο και να τη βίαζαν σε κάποιο βρόμικο δρομάκι δεν θα κέρδιζε τίποτε ούτε η κόρη της ούτε οι αδελφές της. Εκείνος κάθισε απέναντί της. Η πόρτα έκλεισε. Ένιωσε το ελαφρύ αναπήδημα καθώς ο βοηθός επέστρεψε στη θέση του. Άκουσε το χτύπημά του στην οροφή, το σήμα στον οδηγό να ξεκινήσει. Η άμαξα ξεκίνησε αρκετά μαλακά, αλλά οι δρόμοι δεν ήταν ιδιαίτερα λείοι, και παρά τις αναρτήσεις και τα μαξιλάρια στο κάθισμα, αισθάνθηκε την κίνηση. Η ησυχία μέσα έμοιαζε με την ησυχία πριν ξεσπάσει καταιγίδα. Αισθάνθηκε έντονα το κροτάλισμα των τροχών στο πλακόστρωτο και το θόρυβο της βροχής στην οροφή... και, μέσα της, τους ξέφρενους χτύπους της καρδιάς της. «Θα βρείτε μία άμαξα» είπε εκείνος. «Είστε στ’ αλήθεια γελοία.» Ήταν. Θα έπρεπε να είχε διακινδυνεύσει στο σκοτάδι και στο κρύο και στη βροχή. Μόνο για μερικά λεπτά θα ήταν. Τουλάχιστον μέσα σε μία άμαξα μόνη της, ίσως και να μπορούσε να σκεφτεί. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και η καταρρακτώδης βροχή έκρυβε ακόμα και το λίγο φως από τα φανάρια του δρόμου και της άμαξας. Μέσα στην άμαξα ήταν ακόμα πιο σκοτεινά. Ίσα που διέκρινε τη φιγούρα του απέναντί της. Αλλά την έπνιγε η αίσθηση ότι τα μακριά του πόδια απλώνονταν στο χώρο ανάμεσά τους. Έμοιαζε να έχει απλώσει και το χέρι του πάνω από τα μαξιλάρια. Η χαλαρή στάση του δεν την ξεγελούσε. Καθόταν άνετος στο κάθισμα όπως ένας πάνθηρας ξαπλώνει μπρούμυτα σ’ ένα δέντρο και παρακολουθεί το θήραμά του να κινείται στο δάσος από κάτω. Αν είχε ουρά, θα ήταν όρθια.
104
LORETTA CHASE
«Ήταν ανόητο εκ μέρους μου να παραστώ στη δεξίωση μαζί σας» είπε εκείνη. «Δείχνατε να περνάτε καλά. Πάντως, δεν σας έλειψαν οι καβαλιέροι» της απάντησε. «Ναι, τα πήγαινα αρκετά καλά, σας ευχαριστώ, μέχρι που ξύπνησε μέσα σας ο άνθρωπος των σπηλαίων–» «Ο άνθρωπος των σπηλαίων;» «Κάντε άκρη, χωριάτες. Αυτή η γυναίκα είναι δική μου.» Μιμήθηκε το Δούκα του Κλίβντον στην πλέον υπεροπτική του διάθεση. «Νόμιζα ότι ο κύριος Τουρνάντρ θα τα έκανε πάνω του όταν του δείξατε τα δόντια σας.» «Έχετε νοσηρή φαντασία.» «Είστε μεγαλόσωμος και υπερόπτης, και νομίζω ότι ξέρετε πολύ καλά πόσο τρομακτικός μπορείτε να γίνετε.» «Αλίμονο, όχι για σας.» «Και πάλι, ίσως να μη χάθηκαν όλα» είπε εκείνη. «Αυτή η κτητική συμπεριφορά είναι χαρακτηριστική του είδους σας. Εξάλλου είμαι το κατοικίδιό σας. Με φέρατε στη δεξίωση για να σας διασκεδάσω. Και το κατέστησα απόλυτα σαφές σε όλους ότι εγώ είχα έρθει για να προωθήσω την επιχείρησή μου και σας χρησιμοποιούσα για το σκοπό αυτό.» «Τα πράγματα, όμως, δεν έγιναν έτσι» είπε εκείνος. «Ακριβώς έτσι έγιναν» είπε εκείνη. «Αυτό που έγινε είναι ότι χορέψαμε, και όλοι κατάλαβαν πολύ καλά τι κάναμε παρόλο που ήμασταν ντυμένοι» είπε αυτός. «Α, γι’ αυτό λέτε» είπε εκείνη. «Το παθαίνουν όλοι οι καβαλιέροι μου.» «Μην προσποιείστε ότι μείνατε ανεπηρέαστη.» «Φυσικά και δεν έμεινα ανεπηρέαστη» είπε εκείνη. «Ήταν η πρώτη φορά που χόρευα με ένα Δούκα. Ήταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που συνέβη στην ανούσια μικροαστική ζωή μου.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
105
«Κρίμα που δεν είμαι άνθρωπος των σπηλαίων» είπε εκείνος. «Γιατί αν ήμουν, δεν θα δίσταζα να κάνω την ανούσια μικροαστική ζωή σας ακόμα πιο συναρπαστική, και πολύ πιο σύντομη.» «Ίσως θα πρέπει να κάνω μία διαφήμιση» είπε εκείνη. «Προσκαλούνται διακεκριμένες κυρίες υψηλής αισθητικής στις αίθουσες επίδειξης της κυρίας Νουαρό, στην οδό Φλιτ, στο Δυτικό Τσάνσρι, για να θαυμάσουν μία σειρά από τόσο κομψά και πραγματικά επαναστατικά φορέματα, κάπες και καπέλα, των οποίων την τελειότητα, την αισθητική και την αίγλη δεν φτάνει κανένας άλλος οίκος. Πολλοί προσπαθούν να τη μιμηθούν, αλλά εκείνη παραμένει αξεπέραστη. Η κυρία Νουαρό είναι η μοναδική που μπορεί να ισχυριστεί ότι είχε την τιμή να χορέψει με ένα Δούκα.» Η άμαξα σταμάτησε. «Φτάσαμε κιόλας στο ξενοδοχείο;» είπε εκείνη. «Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνος μαζί σας, Υψηλότατε.» Έκανε να σηκωθεί. «Είμαστε ακόμη πολύ μακριά από το ξενοδοχείο σας» είπε εκείνος. «Σταματήσαμε εξαιτίας κάποιου ατυχήματος, ή κάποιου μέθυσου στο δρόμο, ή κάτι τέτοιο. Όλες οι άμαξες έχουν σταματήσει.» Έγειρε μπροστά για να κοιτάξει από το παράθυρο. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτε εκτός από τη βροχή κάτω από το φως της λάμπας. «Δεν βλέπω–» Περισσότερο αισθάνθηκε παρά είδε την κίνησή του, αλλά ήταν τόσο γρήγορη και ομαλή, που την έπιασε απροετοίμαστη. Τη μία στιγμή ήταν γερμένη προς το παράθυρο. Την επόμενη, τα χέρια του ήταν κάτω από τα μπράτσα της, τη σήκωνε λες και ήταν φτερό και την ακουμπούσε στα πόδια του. Για μερικά δευτερόλεπτα ήταν τόσο ξαφνιασμένη, που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Το σοκ της διήρκεσε ελάχιστα. Όταν, όμως, άρχισε να τον σπρώχνει μακριά της, της ακινη-
106
LORETTA CHASE
τοποίησε το ένα χέρι στον αέρα πίσω από το κεφάλι της και τράβηξε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. «Μια και μιλάμε για δουλειές –πράγμα που εσείς κάνετε ακατάπαυστα–, έχουμε κι εμείς μια δουλίτσα» είπε. Η φωνή του ήταν χαμηλή και επικίνδυνη. «Δεν τελειώσαμε, Μαντάμ. Δεν έχουμε καν αρχίσει.» «Μην είστε ανόητος» είπε εκείνη. Η φωνή της έτρεμε. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, λες και κρεμόταν στο χείλος του γκρεμού. Είπε στον εαυτό της ότι ήταν απλά ένας άνδρας, και τους άνδρες τους καταλάβαινε απόλυτα. Αλλά δεν υπήρχε καμία πιθανότητα ν’ ακούσει τη φωνή της λογικής της. Ήταν δυνατός και γερός και ζεστός. Το μέγεθός του την αναστάτωνε. Η ομορφιά του την αναστάτωνε. Η δύναμη και η υπεροψία του την αναστάτωναν. Αυτό ήταν το αδύναμο σημείο της, η θέληση και η λογική της υπέκυπταν εύκολα στην απερισκεψία που κυλούσε στο αίμα της. Ένιωσε τη ζέστη από τους μυώδεις γοφούς του μέσα από τα στρώματα του φορέματος και του μεσοφοριού της, και η ζέστη τη διαπέρασε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, αναδεύοντας μία λαχτάρα που δεν μπορούσε να καταπνίξει. «Δεν θέλω εσάς» είπε ψέματα. «Θέλω τη Δούκι–» Το στόμα του τη διέκοψε. Ήταν ζεστός και απόλυτος και αποφασισμένος. Αιώνες πριν, οι πρόγονοί του έπαιρναν ό,τι ήθελαν: γη, πλούτη, γυναίκες. Το αποκαλούσαν «δικό μου», και ήταν. Με τον ίδιο τρόπο, το στόμα του πήρε το δικό της, μ’ ένα πολιορκητικό φιλί· ανυποχώρητο, επίμονο, πανίσχυρο. Το στόμα του ήταν το όνειρο κάθε ηδονιστή, μία χυμώδης σαρκική αμαρτία. Η αίσθησή του, η ανυποχώρητη πίεση – ένας άγιος μπορεί να είχε καταφέρει ν’ αντισταθεί, αλλά εκείνη δεν είχε στάλα αγιοσύνης μέσα της. Παραδόθηκε ακαριαία. Το στόμα της άνοιξε για να τον δεχθεί, να τον γευτεί και να τον απολαύσει, όπως δεν είχε αφήσει τον εαυ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
107
τό της να κάνει την τελευταία φορά. Είχε τη γεύση της αμαρτίας, και για εκείνην η αμαρτία αυτή ήταν γλυκιά σαν μέλι. Τα χέρια της, που ακουμπούσαν ακόμη στο στέρνο του για να τον σπρώξουν, ανέβηκαν προς τα πάνω, χαϊδεύοντας τις σκληρές γωνίες του σμαραγδιού και το κολλαριστό λινό ύφασμα της γραβάτας του, μέχρι που έφτασαν στα μαλλιά του. Άφησε τα δάχτυλά της να μπλεχτούν στις χοντρές μπούκλες, κάτι που λαχταρούσε να κάνει από τη στιγμή που είχε σκύψει πάνω από το χέρι της στην Ιταλική Όπερα. Το φιλί ήταν θυελλώδες όπως και την άλλη φορά, αλλά διαφορετικό. Ήταν θυμωμένος μαζί της. Ήταν θυμωμένη μαζί του. Αλλά μεταξύ τους υπήρχε κάτι πολύ περισσότερο από θυμός. Αυτήν τη φορά δεν είχε εκείνη τον έλεγχο. Χανόταν στις αισθήσεις της, στη γεύση του, και στη μυρωδιά του δέρματός του, και στην αίσθηση του σκληρού του σώματος κάτω από το δικό της και στο χέρι του που κρατούσε τόσο σφιχτά τα μαλλιά της, τόσο κτητικά. Είχαν περάσει αιώνες από την τελευταία φορά που κάποιος την είχε κρατήσει έτσι. Ήξερε –βαθιά μέσα της ήξερε– ότι έπρεπε να απομακρυνθεί. Αλλά πρώτα... ω, λίγο ακόμη. Τρίφτηκε πάνω του απολαμβάνοντας τη ζεστασιά και τη σκληρότητά του, και ξαφνιάστηκε ευχάριστα από τη διέγερσή του που ήταν αισθητή ακόμα και πάνω από το φόρεμα και το μεσοφόρι της. Καθώς το σκληρό αυτό μέλος πίεσε το μηρό της, η ζεστασιά και η απόλαυση την κυρίευσαν σαν τρέλα. Με ένα βαθύ βογκητό, εκείνος διέκοψε το φιλί. Έπρεπε να είχε τραβηχτεί τότε, αλλά δεν ήταν ακόμη έτοιμη να σταματήσει. Τότε το στόμα του γλίστρησε στο λαιμό της, κατέβηκε στην κλείδα και κατέληξε στον ώμο της. Άφησε ένα βογκητό ευχαρίστησης, έριξε πίσω το κεφάλι της και παραδόθηκε στις αισθήσεις της: τα μεγάλα του χέρια να τη χαϊδεύουν, ξυπνώντας επιθυμίες που είχε απωθήσει για χρόνια… το στόμα του επάνω της, αφήνοντας ένα ίχνος από
108
LORETTA CHASE
φιλιά σαν μικρές φωτιές. Έκαιγαν το δέρμα της και έβαζαν φωτιά βαθιά μέσα στα σωθικά της. Δεν ήταν η μόνη σε έξαψη. Άκουσε την ανάσα του να βαραίνει, και όταν το χέρι του αγκάλιασε το στήθος της, της κόπηκε η ανάσα, κι εκείνος βόγκηξε ξανά. Οι χαμηλοί ήχοι τους ανακατεύονταν στο σκοτάδι, και φαντάστηκε δύο πάνθηρες να ζευγαρώνουν στις σκιές. Θα μπορούσε να είχε γελάσει, γιατί η εικόνα ήταν τόσο ταιριαστή. Ήταν αρπακτικό. Κι εκείνη το ίδιο. Το στόμα του ξαναβρήκε το δικό της, ενώ τα χέρια του ήταν στο σώμα της, κατακτώντας την. Κι εκείνη, όμως, τον διεκδικούσε, χαϊδεύοντας τα μυώδη μπράτσα και το γυμνασμένο στέρνο του. Αναστατώθηκε καθώς αισθάνθηκε το σώμα του να τσιτώνει με το κάθε της άγγιγμα. Απολάμβανε κάθε σημάδι ότι εκείνος έχανε τον έλεγχο παρόλο που τον έχανε κι εκείνη. Άλλαξε θέση, χαμήλωσε το χέρι της στην μπροστινή πλευρά του παντελονιού του και αισθάνθηκε τον παλμό και τη ζεστασιά του φαλλού του –και ήταν αντάξιος της υψηλής του θέσης–, και αυτή η παλαβή σκέψη τής πήρε το μυαλό. Θεέ μου, πόσο τον ήθελε! Το μεθυσμένο της μυαλό γέμισε εικόνες: γυμνά, ιδρωμένα κορμιά... εκείνη λαβωμένη, και να ουρλιάζει από ηδονή. Χωρίς να σταματήσει το φιλί, αλλά αντίθετα χώνοντας τη γλώσσα της ακόμα πιο βαθιά, σηκώθηκε, γύρισε και κάθισε επάνω του αντικριστά. Στον περιορισμένο χώρο της άμαξας, το θρόισμα από το φόρεμα και το μεσοφόρι της ακούστηκε σαν κεραυνός. Έφερε τα χέρια του στους ώμους της και της κατέβασε το φόρεμα. Άκουσε –ή ένιωσε– το μετάξι να σκίζεται. Δεν την ένοιαξε. Της τράβηξε κάτω το φόρεμα και έσπρωξε το πάνω μέρος του κορσέ της. Αισθάνθηκε τον αέρα στα εκτεθειμένα στήθη της πριν το στόμα του αφήσει το δικό της για να πάει εκεί. Η γλώσσα του της έγδαρε τη θηλή, κι εκείνη
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
109
βόγκηξε, και όταν τη ρούφηξε, της κόπηκε η ανάσα, και έριξε πίσω το κεφάλι της και γέλασε και έμπλεξε τα χέρια της στα μαλλιά του και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του, ξανά και ξανά. Αλλά ο πόνος στο στήθος της έφτανε μέχρι βαθιά μέσα της, γεμίζοντάς την ανυπομονησία και προσμονή. Τον άφησε, για να πιάσει το φουστάνι και το μεσοφόρι της. Τα τράβηξε επάνω, και το χέρι του γλίστρησε στο μηρό της. Μία έκρηξη φωτός γέμισε το εσωτερικό της άμαξας. Διήρκεσε ένα μόλις δευτερόλεπτο, αλλά ήταν ένα υπερβολικά φωτεινό δευτερόλεπτο, και την ξάφνιασε, και την επανέφερε από το τρελό όνειρο στο οποίο είχε παρασυρθεί, πριν ακόμα ο εκκωφαντικός θόρυβος ταρακουνήσει την άμαξα. Έσπρωξε το χέρι του, κατέβασε το φόρεμά της και τράβηξε πάνω τον κορσέ της. Κατέβηκε από τα πόδια του. «Ανάθεμα» είπε εκείνος τραχιά. «Πάνω που είχε αρχίσει να γίνεται ενδιαφέρον.» Άλλη μία εκτυφλωτική αναλαμπή. Παύση. Κι άλλος κεραυνός. Επέστρεψε στη θέση της και προσπάθησε να φτιάξει το φόρεμά της. «Δεν έπρεπε να γίνει ενδιαφέρον, που να με πάρει. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να μπω στην άμαξα μαζί σας, όχι έτσι αναστατωμένοι που ήμασταν. Σταματήστε την άμαξα. Πρέπει να με αφήσετε να κατέβω.» Η αστραπή φώτισε ξανά. Και ξανά. Κεραυνοί βρόντηξαν, και ακουγόταν λες και γινόταν πόλεμος. «Δεν πρόκειται να βγείτε έξω» της είπε. «Βεβαίως και θα βγω» είπε εκείνη. Σηκώθηκε για να παλέψει ν’ ανοίξει το παράθυρο. Έπρεπε να το κατεβάσει για να φτάσει το χερούλι της πόρτας από την έξω μεριά. Πριν τα καταφέρει, η άμαξα σταμάτησε μ’ ένα τράνταγμα, και παραπάτησε. Την έπιασε, αλλά έχωσε τα νύχια της στα χέρια του. Δεν την άφησε. «Ένα φιλί ήταν μόνο» της είπε. «Δεν ήταν μόνο ένα φιλί» είπε εκείνη. «Αν δεν ήταν οι αστραπές, θα είχαμε κάνει αυτό ακριβώς που σας είπα ότι
110
LORETTA CHASE
σε καμία περίπτωση δεν θα κάνω, δεν πρέπει να κάνω, δεν μπορώ να κάνω.» «Δεν μου είπατε αυτό.» «Ακούγατε τι σας έλεγα;» «Δεν είπατε ότι δεν θα το κάνετε, δεν πρέπει να το κάνετε, δεν μπορείτε να το κάνετε» είπε εκείνος. «Όχι ακριβώς. Αυτό που είπατε ήταν ότι δεν πρέπει να το μάθουν οι μελλοντικές πελάτισσές σας στο Λονδίνο.» Τραβήχτηκε μακριά του, και εκείνην τη στιγμή η άμαξα ξεκίνησε μ’ ένα τράνταγμα. Αυτήν τη φορά έπεσε πάνω του. Ήθελε να μείνει· ω, πόσο ήθελε να μείνει. Ήθελε να σκαρφαλώσει στην αγκαλιά του και να απολαύσει τη ζεστασιά και τη δύναμη και το άγγιγμά του. Πάλεψε για να απομακρυνθεί, έσπρωξε τα χέρια του και έπεσε στο κάθισμά της. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα, αλλά της φάνηκε ότι πάλευε αιώνες να το καταφέρει. Ήταν φρικτό να αντιστέκεται στον πειρασμό. «Είστε ιδιαίτερα λεπτολόγος» είπε με κομμένη την ανάσα. «Κι εσείς που νομίζατε ότι δεν σας πρόσεχα» της είπε. «Επιλέξατε ν’ ακούσετε αυτό που θα επέλεγε ν’ ακούσει κάθε άντρας» είπε εκείνη. «Άντρας είμαι» είπε αυτός. Αυτός ο χαρακτηρισμός δεν θα έπρεπε να της φαίνεται τόσο απίστευτα λίγος για εκείνον, αλλά έτσι ήταν. Ένας άντρας, απλά ένας άντρας, είπε στον εαυτό της – αλλά κοίτα τι είχε κάνει, τι είχε κάνει εκείνη. Τίποτε δεν έπρεπε να γίνει έτσι όπως έγινε: το φλογισμένο φιλί, η ταχύτητα με την οποία κατέρρευσε η λογική και η αυτοσυγκράτησή της – ήταν ακραίο, ακόμα και για εκείνην. Τον είχε υποτιμήσει, ή είχε υπερεκτιμήσει τον εαυτό της, και τώρα ήθελε να σκοτώσει κάποιον, γιατί δεν μπορούσε να βρει έναν τρόπο να τον έχει χωρίς να καταστρέψει τα πάντα. Αν δεν το είχε κάνει ήδη. Σκέψου. Σκέψου. Σκέψου.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
111
Η άμαξα σταμάτησε, και ήθελε να ουρλιάξει. Δεν θα τελείωνε ποτέ αυτή η διαδρομή; Η πόρτα άνοιξε. Εμφανίστηκε μία ομπρέλα στο χέρι ενός βρεγμένου βοηθού. Ο Κλίβντον σηκώθηκε από το κάθισμά του. «Μη» είπε εκείνη. «Δεν έχω συνηθίσει να πετάω γυναίκες από την άμαξα και να τις αφήνω να πάνε μόνες τους στην πόρτα.» «Είμαι σίγουρη ότι δεν έχετε συνηθίσει πολλά πράγματα» είπε εκείνη. Αλλά εκείνος κατέβαινε ήδη τα σκαλιά, και με το να καβγαδίσουν δεν θα στέγνωνε ο βοηθός. Αγνοώντας το χέρι που της πρόσφερε ο Κλίβντον, κατέβηκε γρήγορα από την άμαξα και έτρεξε μέσα στη βροχή προς το καταφύγιο της σκεπαστής εισόδου του ξενοδοχείου. Έτρεξε πίσω της. Τα πόδια του ήταν πιο μακριά. Την έφτασε αμέσως, και άπλωσε το χέρι του για να την προστατεύσει τα τελευταία μέτρα. «Πρέπει να μιλήσουμε» της είπε. «Όχι τώρα» είπε εκείνη. «Οι βοηθοί σας θα πεθάνουν απ’ το κρύο.» Κοίταξε πίσω, και η είσοδος του ξενοδοχείου είχε αρκετό φως για να διακρίνει την απορία στο όμορφο πρόσωπό του. «Δεν μπορείτε να τους αφήσετε να στέκονται μέσα στην καταιγίδα ενώ εμείς καβγαδίζουμε» του είπε. Σίγουρα το έκανε συνέχεια. Γι’ αυτόν, οι υπηρέτες δεν ήταν τίποτε παραπάνω από κινούμενα έπιπλα. «Δεν είχα σκοπό να καβγαδίσω» είπε εκείνος «αλλά το ξέχασα. Η συζήτηση μ’ εσάς συνήθως καταλήγει σε καβγά.» «Μπορούμε να μιλήσουμε την Κυριακή» είπε εκείνη. «Αργότερα σήμερα» είπε αυτός. «Έχω δουλειά με τη Σιλβί» του είπε. «Ακυρώστε το.»
112
LORETTA CHASE
«Δεν έχω χρόνο μέχρι την Κυριακή» είπε εκείνη. «Μπορείτε να με πάτε για ιππασία στο Μπουά ντε Μπουλόν όταν δεν είναι γεμάτο αριστοκράτες που επιδεικνύουν τα πλούτη τους. Μετά το Λονγκσάμπ, θα είναι σχετικά ήσυχα.» «Σκεφτόμουν κάτι λιγότερο δημόσιο» είπε εκείνος. «Εγώ όχι» του απάντησε. «Αλλά ας μην το συζητήσουμε τώρα. Στείλτε μου ένα μήνυμα το Σάββατο, και θα σας συναντήσω την Κυριακή, όπου επιλέξετε, αρκεί να μην είναι πολύ κακόφημο. Υπάρχουν μέρη που τα αποφεύγει ακόμα και μία μοδίστρα.» «Οπουδήποτε επιλέξω» επανέλαβε. «Για να μιλήσουμε» είπε εκείνη. «Ναι, φυσικά» είπε αυτός. «Έχουμε να μιλήσουμε για δουλειές.» Ήξερε πολύ καλά ότι οι δουλειές που ήθελε να συζητήσουν δεν ήταν το μαγαζί της και το αν θα ψώνιζε από εκεί η Λαίδη Κλάρα. Ήταν ανόητη που είχε πιστέψει ότι θα μπορούσε να τον χειριστεί. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει ότι ένας δούκας έχει συνηθίσει να περνάει το δικό του, σε ένα βαθμό που οι κοινοί θνητοί ούτε θα μπορούσαν να φανταστούν. Θα έπρεπε να είχε καταλάβει ότι το να περνάει το δικό του σε όλη του ζωή θα τον είχε επηρεάσει και θα τον είχε κάνει πολύ διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλον άνδρα. Με λίγα λόγια, καλά θα είχε κάνει να μην είχε μπλεχτεί στα πόδια του και να είχε στείλει τη Σοφί να πολιορκήσει τη μέλλουσα σύζυγό του. Αλλά δεν τα είχε καταλάβει, και τώρα έπρεπε να σώσει την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούσε. Μόνο έναν τρόπο ήξερε για να το καταφέρει αυτό. «Το ξέρω ότι οι βοηθοί σας είναι απλά μηχανήματα για εσάς» του είπε. «Αλλά είμαι σίγουρη ότι κάποιος από αυτούς θα κρυώσει, και θα πάθει άσχημο πονόλαιμο ή πνευμονία. Πολύ μικροαστικό εκ μέρους μου, το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
113
Κοίταξε πάλι πίσω του. Ένας βοηθός στεκόταν διακριτικά πίσω τους με την ομπρέλα στο χέρι και περίμενε την υψηλότητά του. Ο άλλος στεκόταν στη θέση του στο πίσω μέρος της άμαξας. Είχαν φορέσει και οι δύο παλτά, τα οποία πρέπει να είχαν γίνει πλέον μούσκεμα παρά τις ομπρέλες τους. «Θα σας δω την Κυριακή, λοιπόν» είπε εκείνη. Έστρεψε το βλέμμα του πίσω σ’ εκείνην, απρόσιτος. «Την Κυριακή, λοιπόν.» Του χαμογέλασε και τον καληνύχτισε, και περπάτησε ήρεμα μέχρι την πόρτα του ξενοδοχείο που της άνοιξε ο θυρωρός. *** Ο Κλίβντον περπάτησε γρήγορα μέχρι την άμαξα, κάτω από την ομπρέλα που κρατούσε ο Τζόζεφ. Έπρεπε να τη βγάλει από το μυαλό του. Έπρεπε να ξαναβρεί τα λογικά του. Πιέστηκε για να μιλήσει. «Άσχημη νύχτα» είπε. «Ναι, Υψηλότατε.» «Το Παρίσι δεν είναι όμορφο όταν βρέχει» είπε ο Κλίβντον. «Όχι, κύριε. Τα λούκια είναι άθλια.» «Γιατί αργήσαμε;» «Έγινε ένα ατύχημα, κύριε» είπε ο Τζόζεφ. «Συγκρούστηκαν δύο οχήματα. Δεν μου φάνηκε σοβαρό, αλλά οι οδηγοί φώναζαν ο ένας στον άλλον, μετά ανακατεύτηκαν κι άλλοι, και έγινε συμπλοκή. Όταν, όμως, χτύπησε η αστραπή, σκόρπισαν όλοι. Αλλιώς θα ήμασταν ακόμη κολλημένοι εκεί.» Τόση φασαρία που είχε κάνει η Νουαρό για τους κακόμοιρους, τους βρεγμένους υπηρέτες του, ο Κλίβντον περίμενε να τους βρει σωριασμένους στο έδαφος να πιάνουν το στήθος τους.
114
LORETTA CHASE
Αλλά όταν είχε κοιτάξει πίσω, ο Τόμας μιλούσε έντονα πάνω από την άμαξα στον Χέις, τον οδηγό. Και ο Τζόζεφ εδώ ήταν γεμάτος νεανική ενέργεια, αν και θα πρέπει να κόντευε δύο το πρωί. Και οι τρεις υπηρέτες θα είχαν απολαύσει ιδιαίτερα το θέαμα των Παριζιάνων να καβγαδίζουν μεταξύ τους. Θα είχαν γελάσει με την ψυχή τους όταν η αστραπή τούς έκανε να το βάλουν στα πόδια. Ο Χέις ήταν ένας γερόλυκος που ενδιαφερόταν μόνο για τα άλογά του, και τα είχε κρατήσει όλα ήρεμα. Οι βοηθοί ήταν νέοι, και τους νέους δεν τους πειράζει λίγη υγρασία. Όλοι οι υπηρέτες του Κλίβντον ήταν καλοπληρωμένοι, καλοντυμένοι και καλοταϊσμένοι. Τους έβλεπε γιατρός όταν αρρώσταιναν και έπαιρναν γενναιόδωρη σύνταξη όταν αποσύρονταν. Το ήξερε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα σε όλα τα σπίτια, και μία έμπορος δεν μπορούσε να ξέρει πόσο καλά ή πόσο άσχημα συμπεριφερόταν στους υπηρέτες του. Μια και η ίδια προσέφερε τις υπηρεσίες της, ήταν λογικό η Νουαρό να αισθάνεται συμπάθεια γι’ αυτούς. Και πάλι, όμως… Μπήκε στην άμαξα. Η πόρτα έκλεισε πίσω του. Δεν την εμπιστευόταν. Δεν την εμπιστευόταν στο ελάχιστο. Έκλεβε στα χαρτιά –ήταν σίγουρος γι’ αυτό–, ή αν δεν έκλεβε, έκανε κάτι πολύ κοντινό. Είπε ότι δεν αποπλανούσε τους άντρες των πελατισσών της, αλλά είχε– «Θεέ μου» μουρμούρισε. «Θεέ μου.» Το άρωμά της είχε μείνει στην άμαξα, και είχε τη γεύση της ακόμη στο στόμα του. Σχεδόν αισθανόταν το δέρμα της στα δάχτυλά του. Ένα φιλί μόνο. Είχε χρειαστεί ένα μόλις δευτερόλεπτο για να περάσει από την επιθυμία στην τρέλα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
115
Ακόμη δεν είχε… συνέλθει. Και λογικό ήταν. Θα έπρεπε να το τελειώσουν. Τότε θα μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του και να περάσει ήρεμα τις τελευταίες εβδομάδες ελευθερίας του. Το να κυνηγάει μία προκλητική γυναίκα στο Παρίσι δεν ήταν μέρος των σχεδίων του, και σίγουρα δεν ήταν του χαρακτήρα του. Ναι, ήταν συνηθισμένος στα παιχνίδια με τις γυναίκες. Του άρεσαν τα παιχνίδια και τα προκαταρκτικά. Αλλά ήταν άλλο να χορεύει στο ρυθμό μίας θρασείας μοδίστρας που δεν σταματούσε να μιλάει για την καταραμένη τη δουλειά της – ακόμα κι αν τον έκανε να θέλει να γελάσει και να την πνίξει ταυτόχρονα· ακόμα κι αν φιλούσε σαν την ερωμένη του ίδιου του Σατανά, λες και την είχε εκπαιδεύσει ο Μεφιστοφελής, ο οποίος είχε βάλει το χεράκι του και στο σώμα της… στα τέλεια στήθη της… στο απαλό τόξο του λαιμού της… στην άψογη καμπύλη των αφτιών της… Τη διαολεμένη γλώσσα της. Την ψεύτρα γλώσσα της. Τι δέσμευση είχε με τη Σιλβί Φοντενέι που θα την κρατούσε απασχολημένη όλη την Παρασκευή και όλο το Σάββατο; Εν τω μεταξύ, στο ξενοδοχείο Φοντέν «Να φτιάξω βαλίτσες;» επανέλαβε η Τζέφρις. Καθώς περίμενε ότι η Μαρσλίν θα αργούσε να γυρίσει, είχε κοιμηθεί. Τώρα ήταν σε επιφυλακή. Το ίδιο και η Μαρσλίν. Ήταν σε επιφυλακή από τον πανικό. «Πρέπει να φύγουμε όσο το δυνατόν νωρίτερα αύριο. Εννοώ, σήμερα» είπε. Ήταν μόλις δύο το πρωί της Παρασκευής. Αν έβρισκαν θέσεις στο πλοίο για Λονδίνο το Σάββατο, θα ήταν σπίτι
116
LORETTA CHASE
την Κυριακή. Οι καλεσμένοι της δεξίωσης δεν θα έγραφαν τις επιστολές τους μέχρι αργότερα σήμερα, άρα δεν θα τις ταχυδρομούσαν μέχρι το Σάββατο. Και το ταχυδρομείο του Λονδίνου είναι κλειστό τις Κυριακές. Με λίγη τύχη, εκείνη και η Τζέφρις θα έφταναν στο Λονδίνο πριν φτάσει κανένα γράμμα από το Παρίσι. Έτσι, η Σοφί θα είχε χρόνο να σκαρώσει ένα σχέδιο για να εκμεταλλευτεί τις όποιες φήμες για την κυρία Νουαρό και το Δούκα του Κλίβντον. «Δεν έχουμε λεπτό για χάσιμο» είπε. «Μέχρι την Τρίτη ή την Τετάρτη, οι φήμες θα έχουν διαδοθεί. Πρέπει να τις διαχειριστούμε.» Η Τζέφρις δεν είπε: «Ποιες φήμες;» Δεν ήταν αφελής και δεν ήταν ανόητη. Ήξερε ότι η Μαρσλίν είχε πάει στη δεξίωση με το Δούκα του Κλίβντον. Είχε προσέξει το σκισμένο φόρεμα. Μέχρι που είχε ανασηκώσει και το φρύδι της. Αλλά ήταν από περιέργεια, όχι επειδή σοκαρίστηκε, ή επειδή την επέκρινε. Η Τζέφρις δεν ήταν καμία αθώα περιστερά. Είχε έρθει σε επαφή με τις υψηλές τάξεις, και ειδικά με τον ανδρικό τους πληθυσμό. Έτσι είχε καταλήξει «ατυχήσασα». Δεν χρειαζόταν να της πει κανείς πώς είχε σκιστεί το φόρεμα. Αυτό που την απασχολούσε ήταν αν μπορούσε να επιδιορθωθεί. «Τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας» είπε η Μαρσλίν. «Απλά θα δώσουμε μία διαφορετική ερμηνεία. Κάτι σαν – κάτσε να σκεφτώ– “Ένα βαλς αποτέλεσε την καλύτερη προβολή για το μεταξωτό μπεζ φόρεμα της κυρίας Νουαρό που γοήτευσε ακόμα και το Δούκα του Κ”» είπε η Μαρσλίν σκεπτόμενη δυνατά. «Όχι, χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες. “Φόρεμα από μπεζ μετάξι, στολισμένο με πορφυρούς φιόγκους, ενώ μία μαύρη δαντέλα ολοκλήρωνε το σύνολο… έτυχε της αποδοχής ενός εκ των υψηλότερων μελών της αριστοκρατίας.” Ναι, αυτό είναι καλό.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
117
«Μπορώ να το επιδιορθώσω εύκολα» είπε η Τζέφρις. «Όλοι θα θέλουν να το δουν.» «Θα θέλουν να το δουν αν διαχειριστούμε την κατάσταση σωστά» είπε η Μαρσλίν. «Αυτό, όμως, σημαίνει να διαδώσουμε τη δική μας εκδοχή της ιστορίας πριν προλάβει κανένας άλλος. Η Σοφί μπορεί να δώσει μία αποκλειστική αναφορά νωρίς στην πηγή της στην Πρωινή Έκδοση Φοξ. Θα του πει ότι ο Δούκας του Κλίβντον με πήγε στη δεξίωση ως ένα από τα αστεία του. Ή για να κερδίσει ένα στοίχημα.» «Δεν θα ήταν προτιμότερο το αστείο;» είπε η Τζέφρις. «Για μερικούς, το στοίχημα μπορεί να ακουστεί επαίσχυντο.» «Έχεις δίκιο. Η παρουσία μου εκεί ξεκίνησε σαν αστείο, αλλά το φόρεμα τράβηξε τα βλέμματα των άλλων καλεσμένων–» «Θα πρέπει να αναφερθεί κάτι σαν “Το θέαμα του χρωματικού συνδυασμού εν κινήσει–”» «Ακριβώς» είπε η Μαρσλίν. «Και μετά κάτι για το βαλς που είναι ο κατάλληλος χορός για να φανούν τα μοναδικά χαρακτηριστικά του φορέματος. Εντυπωσιασμένος από την εμφάνισή μου, ακόμα και ο Δούκας του Κλίβντον χόρεψε μαζί μου.» «Κυρία, πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί» είπε η Τζέφρις. «Όποια γυναίκα διαβάσει μία τέτοια ιστορία θα νιώσει το ίδιο. Θα κάνουν όλες σαν τρελές να δουν το φόρεμα –και το μαγαζί από το οποίο προήλθε– και τη γυναίκα που το έφτιαξε.» «Θα έχουμε αρκετό χρόνο να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες στο πλοίο» είπε η Μαρσλίν. «Αλλά πρώτα πρέπει να το προλάβουμε. Φτιάξε τις βαλίτσες σαν να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου.» Και καθώς έλεγε αυτό, σκέφτηκε: Πόσες φορές το έχω κάνει αυτό στη ζωή μου. «Βεβαίως, κυρία. Αλλά τα διαβατήρια;» «Τι τρέχει με τα διαβατήρια;»
118
LORETTA CHASE
«Θυμάστε, η γραμματέας του Πρέσβη μάς είπε ότι πριν φύγουμε, πρέπει να του τα στείλουμε να τα προσυπογράψει. Μετά πρέπει να τα πάμε στη νομαρχιακή αστυνομία. Ύστερα στο–» «Δεν έχουμε χρόνο» είπε η Μαρσλίν. «Μα, κυρία–» «Θα μας πάρει ολόκληρη την ημέρα, μπορεί και δύο» είπε η Μαρσλίν. Αντιμετώπιζε αυτή την πρόκληση δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη και το φθινόπωρο, όταν επισκεπτόταν το Παρίσι. Ήξερε ολόκληρη την ανιαρή διαδικασία απ’ έξω κι ανακατωτά. «Οι ώρες λειτουργίας των διαφόρων γραφείων είναι διαφορετικές. Ο Βρετανός Πρέσβης δέχεται να υπογράψει διαβατήρια μόνο μεταξύ έντεκα και μία. Μετά πρέπει να περιμένεις στη νομαρχιακή αστυνομία. Ύστερα ακολουθούν οι ανοησίες με τον Υπουργό Εξωτερικών – ο οποίος, επίσης, δέχεται μόνο για δύο ώρες, και θέλει δέκα φράγκα για να σηκώσει το στυλό. Είναι γελοίο, το ξέρεις.» Χρειάζονται κανόνες. Φτιάχνουν τόσους πολλούς. Στο μυαλό της ήχησε η μπάσα φωνή του Κλίβντον, ο τόνος του που υπονοούσε ένα αστείο μεταξύ τους για τους Γάλλους και τους κανόνες τους. Το πρώτο βράδυ, στην όπερα, επανήλθε στο μυαλό της και πλημμύρισε τις αισθήσεις της: το χέρι της να αγγίζει την ακριβή γραβάτα του, να ανταλλάσσει την καρφίτσα του με τη δική της… ο τρόπος που την κοίταζε, τόσο ακίνητος, σαν αιλουροειδές· σαν πάνθηρας που περιμένει να ορμήσει. Έδιωξε τη σκέψη του απ’ το μυαλό της. Δεν είχε χρόνο να μελαγχολεί γι’ αυτόν. «Το ξέρω πως είναι ανόητο, κυρία, αλλά η γραμματέας είπε ότι έχουν δικαίωμα να μας κρατήσουν αν τα χαρτιά μας δεν είναι εντάξει.» «Εσύ κοίτα να μαζέψεις τα πράγματα» είπε η Μαρσλίν. «Τα διαβατήρια και τους αξιωματούχους άσ’ τους σε μένα.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
119
Σάββατο βράδυ «Δεν το πιστεύω» είπε η Τζέφρις καθώς κοιτούσε τη μικροσκοπική καμπίνα. Δεν είχαν καταφέρει να πάρουν μία καμπίνα πρώτης θέσης – αλλά ήταν τυχερές που τους επετράπη να επιβιβαστούν στο πλοίο, αν λάβει κανείς υπόψη όλους τους κανόνες που είχαν παραβιάσει. «Τα καταφέρατε.» «Όποιος θέλει, βρίσκει τρόπο» είπε η Μαρσλίν. Και ειδικά, σκέφτηκε, όταν αυτός που θέλει είναι ένας Νουαρό. Ήταν εκπληκτικό τι μπορούσε να καταφέρει κανείς με λίγη πλαστογραφία, λίγη δωροδοκία, λίγη γοητεία και πολύ ντεκολτέ. Βασικά δεν ήταν και τόσο εκπληκτικό, δεδομένου ότι όλοι οι αξιωματικοί ήταν άντρες. Αν και η Τζέφρις δεν γνώριζε κάποιες από τις λεπτομέρειες –οι ικανότητες της Μαρσλίν στην πλαστογραφία, για παράδειγμα, καλύτερα να μην αναφέρονταν–, είχε πιάσει τις άλλες μεθόδους, μέχρι που είχε βοηθήσει κιόλας. Όπως τις είχε προειδοποιήσει η γραμματέας του Πρέσβη, είχαν γίνει αρκετές προσπάθειες για να τις θέσουν υπό κράτηση. Μάλιστα, το τελευταίο σκέλος, αυτό με τους τελωνειακούς, ήταν και το πιο δύσκολο. «Μαζί τα καταφέραμε» είπε η Μαρσλίν. «Και άνετα κιόλας, χάρη στον έξυπνο ελιγμό σου με τα κορδόνια των παπουτσιών σου.» «Αλήθεια σας λέω, ήμουν έξαλλη, κυρία» είπε η Τζέφρις. «Θα ήταν τρομερό να βλέπουμε το πλοίο και να μη μας αφήσουν να επιβιβαστούμε.» «Κι εγώ ένα λεπτό ακόμα και θα έχανα την ψυχραιμία μου και θα τα κατέστρεφα όλα» είπε η Μαρσλίν. «Ήσασταν κουρασμένη, κυρία. Δεν νομίζω να κοιμηθήκατε καθόλου σε ολόκληρη τη διαδρομή από το Παρίσι.» «Λίγο· πού και πού» είπε η Μαρσλίν. Οι γαλλικοί δρόμοι βελτιώνονταν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ομαλοί.
120
LORETTA CHASE
Μεταξύ των κραδασμών της άμαξας και των σχεδίων για να προσπεράσουν την επόμενη φάση της γραφειοκρατίας και με τη μορφή του Κλίβντον να ορμάει στο κουρασμένο της μυαλό όταν χρειαζόταν περισσότερο από τίποτε άλλο τη λογική της, οι σποραδικές στιγμές που αποκοιμήθηκε δεν την ξεκούρασαν ιδιαίτερα. Είχε φάει με το ζόρι, αλλά δεν είχαν χρόνο για ένα κανονικό γεύμα. Είχαν αρπάξει ό,τι βρήκαν, και δεν ήταν και ό,τι καλύτερο είχε φάει ποτέ. Η δυσπεψία δεν τη βοηθούσε να σκεφτεί. Η Τζέφρις, όμως, είχε αναλάβει να τη σώσει. Είχε κοπεί ένα κορδόνι από το παπούτσι της κατά λάθος εξεπίτηδες, και είχε βάλει τα κλάματα. Οι αξιωματούχοι την είχαν βοηθήσει να το επιδιορθώσει. Δεν ήξεραν αν οι όμορφοί της αστράγαλοι είχαν μαλακώσει την καρδιά τους, ή αν φοβήθηκαν μην την ξαναπιάσει κρίση, ή αν βιάζονταν και ήταν αποκαμωμένοι εξαιτίας της αναστάτωσης που είχε δημιουργηθεί από άλλη μία καθυστερημένη άφιξη. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος πάντως, οι άντρες τούς είχαν κάνει νόημα ν’ ανέβουν στο πλοίο. Αν η Μαρσλίν είχε φέρει μαζί της τη Φράνσις Πρίτσετ, θα ήταν ακόμη στο Παρίσι. Κοίταξε το κρεμαστό ρολόι της. «Θα ξεκινήσουμε όπου να ’ναι» είπε. «Πάω επάνω να κάνω μία βόλτα στο κατάστρωμα.» «Νόμιζα ότι θα θέλατε να ξαπλώσετε» είπε η Τζέφρις. «Εγώ, πάντως, θέλω, και κοιμήθηκα πολύ περισσότερο απ’ ό,τι εσείς.» «Έχω ανάγκη να αναπνεύσω λίγο θαλασσινό αέρα, και να ηρεμήσω πρώτα» είπε η Μαρσλίν. «Είναι πολύ όμορφα τη νύχτα, να βλέπεις τα φώτα της πόλης να απομακρύνονται. Θα έπρεπε να έρθεις. Όταν φτάσαμε στο Καλέ, ήταν μέρα μεσημέρι, είναι τελείως διαφορετικά τη νύχτα.» Η Τζέφρις ρίγησε ελαφρά. «Η θάλασσα σάς ταιριάζει περισσότερο από ό,τι εμένα» είπε. «Ελπίζω να έχω κοι-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
121
μηθεί πριν ξεκινήσουμε. Όταν ερχόμασταν, είχα ναυτία την περισσότερη ώρα. Δεν θα ήθελα να είμαι έτσι και στην επιστροφή.» «Κακομοίρα μου» είπε η Μαρσλίν. «Το είχα ξεχάσει. Εσύ είχες ένα φρικτό ταξίδι.» «Άξιζε τον κόπο, κυρία» είπε απόλυτα η Τζέφρις. «Και θα το ξανάκανα. Για να είμαι ειλικρινής, προσεύχομαι να το ξανακάνω.» Γέλασε. «Αλλά εσείς πηγαίνετε και απολαύστε το.» Η Μαρσλίν την άφησε, και ανέβηκε στο κατάστρωμα. Οι αξιωματικοί και το πλήρωμα ετοιμάζονταν για αναχώρηση, και οι επιβάτες τακτοποιούνταν αφού είχαν βρει τις θέσεις τους και είχαν φροντίσει για τα πράγματά τους. Είχε πολλή φασαρία και πολύ κόσμο. Η νύχτα είχε πέσει, αλλά ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια μαζί με ένα φωτεινό μισοφέγγαρο. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να αναγνωρίσει την ψηλή φιγούρα στο κάγκελο, και πριν καν γυρίσει, και το φως του φεγγαριού και των άστρων φωτίσει τα χαρακτηριστικά του, η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.
Κεφάλαιο 6 Από την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου μέχρι την τελευταία του Νοεμβρίου, καιρού επιτρέποντος, τα πλοία έφευγαν καθημερινά από το λιμάνι δίπλα στον Πύργο του Λονδίνου για το Καλέ, όπου και έφταναν σε περίπου δώδεκα ώρες, και αντίστοιχα από το Καλέ στο Λονδίνο στον ίδιο περίπου χρόνο. Άμαξες, άλογα και βαλίτσες, μέσα στα πλοία, μεταφέρονται και εκφορτώνονται δωρεάν. –Μαριάννα Σταρκ, Ταξίδια στην Ευρώπη, 1833 Έμεινε απόλυτα ακίνητη, εκτός από τα φτερά και τη δαντέλα του φορέματός της που φτερούγιζαν στον αέρα. Εξωτερικά, ο Κλίβντον ήταν το ίδιο ψύχραιμος μ’ εκείνην, παρόλο που η καρδιά του ρίγησε μ’ έναν ενθουσιασμό που έτεινε να γίνει πολύ οικείος. Περπάτησε προς το μέρος της. «Έκπληξη» είπε. Τα μάτια της έγιναν δύο λεπτές σχισμές. Είχε μαύρους κύκλους, και ο Κλίβντον ήξερε πως δεν ήταν μόνο το φως του φεγγαριού. Ήταν κουρασμένη, και ήταν λογικό. Τον είχε εντυπωσιάσει η ταχύτητα με την οποία είχε εγκαταλείψει το Παρίσι. Δεν θα είχε προλάβει να κοιμηθεί καθόλου μετά τη δεξίωση. Κι έπειτα, για να φτάσει τόσο γρήγορα στο Κα-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
123
λέ, δεν θα είχε σταματήσει παρά για να αλλάξει άλογα στο δρόμο. Αναρωτήθηκε πώς τα είχε καταφέρει. Για να πάρει όλες τις υπογραφές για τα χαρτιά της μέσα στη νύχτα, θα πρέπει να είχε πληρώσει μία περιουσία – χωρίς αμφιβολία από τα χρήματα που είχε κερδίσει στη ρουλέτα και στα χαρτιά. Ακόμα κι εκείνος, παρά την υψηλή του θέση, είχε δυσκολευτεί να ξεπεράσει τη γραφειοκρατία, κι αυτός είχε ξεκινήσει ώρες μετά από εκείνην, όταν οι γραφειοκράτες ήταν τουλάχιστον ξύπνιοι, αν και δεν είχαν ανοίξει όλες οι υπηρεσίες. Αν δεν ήταν ο Δούκας του Κλίβντον, και μάλιστα αν δεν είχε χρησιμοποιήσει στο έπακρο τη θέση του, το πλοίο θα είχε σαλπάρει πριν από μία ώρα, κι εκείνος θα ήταν στο Καλέ, να το βλέπει να απομακρύνεται στο Κανάλι ενώ θα καταριόταν την ανοησία του. Ήταν ανόητος, και καταριόταν τον εαυτό του τώρα, αλλά χωρίς να καταφέρνει τίποτε. Όπως και να ’χει, εκείνη ήταν αρκετά θυμωμένη και για τους δυο τους. «Έκπληξη;» είπε. «Αυτή η περιγραφή αδικεί την κατάσταση. Έχετε χάσει τα λογικά σας;» Ναι. «Ανησύχησα για σας» είπε εκείνος. «Όταν φύγατε από το Παρίσι τόσο ξαφνικά, φαντάστηκα ότι συνέβη κάποια καταστροφή. Ή ένας φόνος. Παρεμπιπτόντως, μήπως δολοφονήσατε κάποιον; Όχι ότι θα μου περνούσε πότε από το μυαλό να σας κάνω κριτική, αλλά–» «Έφυγα από το Παρίσι για να γλιτώσω από σας» είπε εκείνη. «Δεν έπιασε.» «Πώς, στο καλό, τα καταφέρατε;» του είπε. «Πού το μάθατε; Πώς – αλλά όχι, δεν θα ρωτήσω πώς ξεπεράσατε τη γαλλική γραφειοκρατία. Είστε Δούκας, και αυτή την εποχή
124
LORETTA CHASE
δεν κόβουν κεφάλια ευγενών. Και πάλι όμως, θα περίμενε κανείς ότι μέχρι τώρα θα είχαν αντιληφθεί πόσο άχρηστοι είναι οι αριστοκράτες και πόσο ανάξιοι εξυπηρετήσεων.» Εκείνος χαμογέλασε. «Μα, το χρειάζεστε το αριστοκρατικό μου κεφάλι στη θέση του, Μαντάμ Νουαρό. Με χρειάζεστε για να πληρώνω τους λογαριασμούς.» «Πώς μάθατε ότι έφευγα;» τον ρώτησε. «Απ’ ό,τι βλέπω είστε ανυποχώρητη» είπε εκείνος. «Πώς το μάθατε;» απαίτησε να μάθει με τα χέρια σφιγμένα. Αν και ένιωσε το πρόσωπό του να φουντώνει, εκείνος απάντησε ατάραχος: «Έστειλα τον αχθοφόρο μου να σας κατασκοπεύσει. Τριγυρνούσε στο ξενοδοχείο σας τις πρώτες πρωινές ώρες όταν φύγατε μαζί με την υπηρέτριά σας με μία άμαξα. Στην αρχή υπέθεσε ότι απλά είχατε ξεκινήσει υπερβολικά νωρίς για τη συνάντησή σας με τη Δεσποινίδα Φοντενέ. Μετά όμως, όταν μέτρησε τις βαλίτσες που φορτώνονταν στο όχημα, του κινήθηκε η περιέργεια. Έμαθε από έναν υπάλληλο του ξενοδοχείου ότι είχατε φύγει. Ανακάλυψε ότι ο προορισμός σας ήταν το ταχυδρομείο και ότι ταξιδεύατε για να “επισκεφθείτε ένα συγγενή”. Κανονικά εγώ θα έπρεπε να σας ρωτάω τι σκαρφιστήκατε για να φύγετε από τη Γαλλία. Ξεκινήσατε ώρες πριν ξυπνήσουν οι αξιωματικοί που πρέπει να εγκρίνουν την αναχώρησή σας.» «Δεν σας πέρασε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να είχα τακτοποιήσει τις υποθέσεις μου νωρίτερα;» είπε εκείνη. «Το είχατε κάνει;» τη ρώτησε. «Α, ο κατάσκοπός σας δεν το έμαθε αυτό» είπε εκείνη. «Κρίμα, γιατί δεν πρόκειται να ικανοποιήσω την περιέργειά σας. Ταξιδεύω μιάμιση μέρα σε βρεγμένους γαλλικούς δρόμους και είμαι κουρασμένη. Καληνύχτα, Υψηλότατε.» Υποκλίθηκε ελαφρά και απομακρύνθηκε. Αντιστάθηκε στην παρόρμησή του να την ακολουθήσει. Αρκετά παράλογα είχε φερθεί. Και γιατί; Τι πίστευε πως θα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
125
πετύχαινε μέσα σ’ ένα πλοίο γεμάτο ταξιδιώτες; Ήταν τυχερός που το πλοίο ήταν αγγλικό, γιατί αλλιώς δεν θα είχαν καθυστερήσει την αναχώρησή του για χάρη του. Είχε δώσει μία περιουσία σε δωροδοκίες για να πάρει τη θέση κάποιου άλλου επιβάτη. Και πάλι όμως, αν δεν είχε την υψηλή θέση του, θα περίμενε στο Καλέ το επόμενο πλοίο. Και αυτό θα έπρεπε να είχε κάνει, να είχε μείνει στο Καλέ. Όχι, δεν έπρεπε να είχε φύγει καν από το Παρίσι. Έξι εβδομάδες ελευθερίας ακόμα, και τις είχε πετάξει –γιατί; Αλλά το είχε κάνει, και αφού είχε περάσει μιάμιση μέρα τρέχοντας σε άθλιους δρόμους, δεν θα καθόταν πειθήνιος στην προβλήτα να κοιτάει το πλοίο να απομακρύνεται. Η συμπεριφορά του ήταν παλαβή – αλλά τέλος πάντων. Η αλήθεια είναι ότι το Παρίσι είχε αρχίσει να τον κουράζει, και ένας τρελός αγώνας δρόμου για το Καλέ ήταν ό,τι πιο συναρπαστικό είχε κάνει τις τελευταίες εβδομάδες, ίσως και μήνες. Σίγουρα άξιζε τον κόπο, απλά και μόνο για την ξαφνιασμένη έκφραση της Νουαρό όταν τον είδε. Πραγματική έκπληξη. Αναρωτήθηκε πότε να ήταν η τελευταία φορά που κάποιος ή κάτι την είχε εκπλήξει. Έμεινε στο κατάστρωμα μέχρι που το πλοίο βγήκε από το λιμάνι και μπήκε στο Κανάλι. Είδε τα σύννεφα να μετακινούνται στον ουρανό κρύβοντας το φως των αστεριών, αλλά δεν έδωσε σημασία. Ο ουρανός πάνω από το Αγγλικό Κανάλι δεν ήταν ποτέ τελείως καθαρός. Κατέβηκε κάτω, άφησε τον Σάντερς να του βγάλει το παλτό, τη γραβάτα, το γιλέκο και τις μπότες. Έπειτα, η υψηλότητά του έπεσε στο κρεβάτι, και κοιμήθηκε αμέσως. Δεν είχε περάσει μία ώρα, όταν χτύπησε η καταιγίδα. *** Η Μαρσλίν βγήκε τρεκλίζοντας στο στενό διάδρομο. Μύριζε άσχημα: πολλοί πανικοβλημένοι επιβάτες έκαναν εμετό. Και
126
LORETTA CHASE
η ίδια ανακατευόταν, παρόλο που το στομάχι της ήταν συνήθως αξιόπιστο ακόμα και σε κακοκαιρία. Σταμάτησε για μία στιγμή, και πήρε μία βαθιά ανάσα από το στόμα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Το πλοίο κλυδωνίστηκε απότομα προς τα δεξιά, και η Μαρσλίν έπεσε πάνω σε μία πόρτα. Από πίσω της ακούστηκαν φωνές και ουρλιαχτά, όπως είχε ακούσει και από άλλες καμπίνες. Το ίδιο το πλοίο ούρλιαζε ακόμα πιο δυνατά καθώς τα ξύλα του βογκούσαν υπό την πίεση των κυμάτων. Περπάτησε με αστάθεια, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι ήταν φυσιολογικό τα σκοινιά και τα ξύλα να διαμαρτύρονται με τόσο γρονθοκόπημα από τη θάλασσα. Και πάλι όμως, η καρδιά της σφίχτηκε από το φόβο. Δεν ήταν εύκολο να διώξει τη σκέψη του θανάτου από το μυαλό της όταν κάθε κύμα απειλούσε να τους αναποδογυρίσει και το ίδιο το πλοίο έμοιαζε να ουρλιάζει. Το πλήρωμα είχε κλείσει τις καταπακτές, αλλά το νερό συνέχιζε να μπαίνει. Το κατάστρωμα κάτω από τα πόδια της ήταν υγρό και γλιστρούσε. Δίπλα της, κάποιος έκλαιγε. «Μετανοήστε!» φώναξε ένας άντρας. «Πλησιάζει η ώρα σας.» «Πήγαινε στο διάβολο» μουρμούρισε. Ναι, φοβόταν, όπως κάθε λογικός άνθρωπος. Αλλά η ώρα της δεν πλησίαζε, και δεν θα πέθαινε. Δεν θα πνιγόταν. Το πλοίο δεν θα βυθιζόταν. Είχε μία κόρη που την περίμενε στο Λονδίνο. Και πάλι όμως, έτρεμε, και το στομάχι της ανακατευόταν. Αυτή δεν έκανε ποτέ εμετό. Δεν μπορούσε να κάνει εμετό. Δεν είχε χρόνο. Η Τζέφρις ήταν άρρωστη, σε πολύ άσχημη κατάσταση, και χρειαζόταν βοήθεια. Η Μαρσλίν θύμισε στον εαυτό της ότι είχε επιβιώσει από την επιδημία της χολέρας στη Γαλλία. Είχε δει άλλους ανθρώπους να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν. Αυτό δεν μπορούσε να συγκριθεί με μία απλή ναυτία.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
127
Αλλά δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Αργότερα. Αργότερα θα μπορούσε να κάνει όσο εμετό ήθελε. Κάθε πράγμα στην ώρα του. Έφτασε στην πόρτα που πίστευε πως ήταν η σωστή, εκεί όπου είχε δει τους υπηρέτες να τριγυρίζουν νωρίτερα. Επιστρέφοντας στην καμπίνα της, είχε ακούσει ότι ο Δούκας του Κλίβντον είχε επιτάξει την καλύτερη καμπίνα για τον εαυτό του, και δύο μικρότερες για τη συνοδεία του. Χτύπησε την πόρτα. Άνοιξε απότομα την ίδια στιγμή που το πλοίο πήρε μία μεγάλη κλίση. Γλίστρησε, παραπάτησε, και έπεσε κατευθείαν μέσα στην καμπίνα. Δύο μεγάλα χέρια την έπιασαν και τη βοήθησαν να σηκωθεί. «Ανάθεμά σε, Νουαρό. Θα μπορούσες να είχες σπάσει το λαιμό σου.» Τα χέρια του την αγκάλιασαν. Ήταν ζεστά και δυνατά, και ήθελε να στηριχθεί επάνω του. Ήταν μεγαλόσωμος και δυνατός και με ισχυρή προσωπικότητα. Στο μυαλό της ήρθε μία εικόνα μεσαιωνικών ιπποτών που προστατεύουν τα κάστρα τους, τις γυναίκες τους – και, για μία μόνο στιγμή τρέλας, το μόνο που ήθελε ήταν να αφεθεί στα χέρια του. Αλλά δεν μπορούσε. Δεν τολμούσε να στηριχθεί επάνω του. Και σίγουρα δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα της. Δεν αισθανόταν καθόλου, μα καθόλου καλά. «Έπρεπε… να… έρθω» κατάφερε να πει. «Ήμουν έτοιμος να έρθω να σας βρω, να δω αν χρειάζεστε – Νουαρό, είστε καλά;» Κοιτούσε κάτω τα πόδια του και σκεφτόταν ότι από λεπτό σε λεπτό θα έκανε εμετό στις ακριβές του παντόφλες. Αλλά η θάλασσα τις είχε ήδη καταστρέψει. Κρίμα. Τόσο ωραίες παντόφλες. Είχε μεγάλα πόδια. Αστεία. «Μια χαρά» είπε ενώ πνιγόταν. «Σάντερς, μπράντι! Γρήγορα!»
128
LORETTA CHASE
Ναι, αυτό ήταν. Μπράντι. Γι’ αυτό είχε έρθει. Μπράντι. Το χρειαζόταν η Τζέφρις. Και ο Θεός να τη λυπηθεί, το χρειαζόταν και η ίδια. «Η… η μ... μοδίστρα μου» ξεκίνησε να λέει. «Εί... είναι–» «Ελάτε.» Έφερε ένα φλασκί στα χείλη της. «Πιείτε.» «Εγώ δεν ζαλίζομαι π... ποτέ» είπε εκείνη. «Πιείτε» της είπε. Ήπιε, καλωσορίζοντας το κάψιμο στο λαιμό της. Αν της έκαιγε και τα σωθικά, τόσο το καλύτερο. Για μία στιγμή πίστεψε πως θα συνερχόταν. Και τότε το κατάστρωμα μπάταρε, και γλίστρησε και παραπάτησε. Αυτήν τη φορά, όμως, την είχε αγκαλιά. «Μη» του είπε. «Θα… θα–» «Σάντερς!» Κάτι πετάχτηκε μπροστά της. Ένας κουβάς. Ωραία. Και μετά έκανε εμετό, διπλωμένη στα δύο, τόσο ζαλισμένη, που δεν έβλεπε μπροστά της. Το κεφάλι της έπεσε και τα γόνατά της λύγισαν. Ζαλιζόταν, ζαλιζόταν τόσο πολύ. Κάποιος την κρατούσε. Άντρες μιλούσαν πάνω από το κεφάλι της. Η φωνή του. Η φωνή κάποιου άλλου. Μεταφέρθηκε σε κάτι μαλακό. Ένα κρεβάτι. Αχ, τι ωραία αίσθηση. Να ξαπλώνεις. Θα ξάπλωνε εδώ για ένα λεπτό, όσο το πλοίο ανεβοκατέβαινε και πηγαινοερχόταν. Αλλά όχι. Δεν είχε χρόνο γι’ αυτό. Κάποιος γλίστρησε ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι της, και μετά τη σκέπασε με μία κουβέρτα. Αισθανόταν τόσο καλά. Αλλά δεν έπρεπε να αισθάνεται καλά. Έπρεπε να σηκωθεί. Η Τζέφρις ήταν που χρειαζόταν βοήθεια. Αν σηκωνόταν όμως, θα ζαλιζόταν πάλι. Πρέπει να μείνει ξαπλωμένη, ακίνητη. Αδύνατον, έτσι που ταλαντευόταν το πλοίο. Ανεβοκατέβαινε αργά ενώ ταυτόχρονα ακούγονταν αυτοί οι τρομεροί θόρυβοι, τα σκοινιά, και τα ξύλα να τρίζουν και να μουγκρί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
129
ζουν λες και οι ψυχές όλου του κόσμου που είχε πνιγεί ξυπνούσαν να τους προϋπαντήσουν. Από μακριά ακούγονταν οι φωνές και τα ουρλιαχτά των επιβατών. Και πάνω από όλους τους θορύβους του πλοίου, άκουσε τη μανία της καταιγίδας, τον άνεμο να σφυρίζει δαιμονισμένα. Η Κόλαση, σκέφτηκε. Η Κόλαση του Δάντη. Ή εκείνο το άλλο. Όχι ποίημα, αλλά μία εικόνα της Κόλασης, των καταραμένων. Ανάθεμα, τι είχε πάθει; Δεν μπορούσε να κάθεται ξαπλωμένη εδώ και να αναρωτιέται για πίνακες. «Όχι.» Ίσα που μπορούσε να μιλήσει. «Όχι εγώ. Η μ... μοδίστρα μ... μου.» «Η υπηρέτριά σας;» Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη. Τόσο καθησυχαστική. «Η Τζέφρις. Είναι άσχημα. Μπράντι. Ήρθα να πάρω… μπράντι.» Κι άλλες ομιλίες, από πάνω της, γύρω της. Άκουσε και φωνές και ουρλιαχτά, αλλά από μακριά. Ο κόσμος ανεβοκατέβαινε συνεχώς. Ας μην κάνω πάλι εμετό. Ας μην κάνω πάλι εμετό. Κάτι δροσερό και υγρό άγγιξε το πρόσωπό της. «Ο Σάντερς θα πάει να φροντίσει την υπηρέτριά σας» είπε η γνωστή φωνή. «Να μην πεθάνει, Θεέ μου» είπε. Ή μήπως το φαντάστηκε; Η φωνή της ακούστηκε τόσο μακρινή, τόσο σιγανή σε σύγκριση με το χάος που επικρατούσε γύρω τους. Κόλαση, σκέφτηκε. Ήταν σαν την Κόλαση για την οποία φώναζαν οι ενάρετοι. Η Κόλαση στις εικόνες. «Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν από ναυτία» είπε εκείνος. «Μόνο το εύχονται» είπε αυτή. Ένας παράξενος ήχος. Ένα πνιχτό γέλιο; Ήταν η φωνή του, χαμηλή δίπλα της. Πίσω της, γύρω της, από πάνω της, ακούγονταν τρομεροί ήχοι, ήχοι θανάτου. Ένα μακρύ, απελπισμένο βογκητό, ένα τρομερό τρίξιμο, μετά ένα κρακ. Το πλοίο… ραγίζει…
130
LORETTA CHASE
«Δεν μπορεί να βυθιστούμε» είπε κάποιος. Η ίδια είχε μιλήσει; Μη μιλάς. Ησύχασε. Μην κινείσαι. Μην αναπνέεις. «Δεν θα βυθιστούμε» είπε εκείνος. «Η κατάσταση είναι άσχημη, αλλά δεν θα βυθιστούμε. Ελάτε, καταπιείτε αυτό.» Κούνησε το κεφάλι της δεξιά-αριστερά. Ήταν λάθος. Ανακατεύτηκε. «Δεν μπορώ.» «Μία γουλιά μόνο» την καλόπιασε. «Λάβδανο. Θα βοηθήσει. Το υπόσχομαι.» Δεν μπορούσε να σηκώσει το κεφάλι της, ούτε ν’ ανοίξει τα μάτια της δεν μπορούσε. Ο κόσμος στριφογύριζε, ανεβοκατέβαινε, πετιόταν από τη μία στην άλλη πλευρά. Πού είμαι; Της σήκωσε το κεφάλι, πολύ μαλακά. Αυτός ήταν; Ή μήπως ήταν η ίδια, που έδινε φάρμακο στη Λούσι; Λούσι, Λούσι. Η Λούσι, όμως, ήταν μακριά απ’ όλα αυτά. Ήταν ασφαλής στο Λονδίνο με τις θείες της που την υπεραγαπούσαν, και την κακομάθαιναν απίστευτα. Η Λούσι ήταν ασφαλής, γιατί η μητέρα της και οι θείες της είχαν μεταμορφωθεί σε τρεις μάγισσες που έβραζαν φίλτρα για να την κρατήσουν στη ζωή. Την πρόσεχαν, μέρα-νύχτα. Την κρατούσαν στη ζωή με τη θέλησή τους. Η Λούσι είχε ζήσει, και το ίδιο κι εκείνες. Ο διάβολος δεν τις ήθελε. Είχαν αντέξει τη χολέρα, ενώ τόσοι άλλοι γύρω τους είχαν πεθάνει από τη σκληρή αυτή ασθένεια μέσα σε λίγες ώρες. Δεν είχαν πασχίσει τόσο να κρατήσουν τη Λούσι ζωντανή μόνο και μόνο για να μείνει ορφανή, γιατί η μητέρα της έκανε ένα ανόητο λάθος. Ένα λάθος-άντρα. Πάνω από ένα ογδόντα και με την κτηνώδη υπεροψία του και… α, με αυτά τα μεγάλα, υπέροχα χέρια. «Λίγο ακόμα» είπε αυτός. «Άλλη μία σταγόνα.» Πάρε το φάρμακό σου. Να γίνεις καλά. Να γυρίσεις στη Λούσι.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
131
Το κατάπιε. Τόσο πικρό. «Απαίσιο» είπε. «Απαίσιο.» «Το ξέρω, αλλά βοηθάει. Έχετέ μου εμπιστοσύνη. Το ξέρω.» «Να σας εμπιστευτώ» του είπε. «Χα.» «Προφανώς δεν πεθαίνετε.» «Όχι. Ο διάβολος δεν με παίρνει.» Το πνιχτό γελάκι πάλι. «Τότε, είμαστε όλοι ασφαλείς.» Δεν ήταν ασφαλείς. Η καταιγίδα μαινόταν, και το πλοίο βογκούσε και ανεβοκατέβαινε και πετιόταν από κύμα σε κύμα. Είχε ξαναβρεθεί σε κακοκαιρία. Ήξερε ότι η κατάσταση ήταν πολύ άσχημη, και δεν ήταν καθόλου ασφαλείς. Παρόλο, όμως, που στο μυαλό της το ήξερε, η καρδιά της αντιλαμβανόταν τα πράγματα τελείως διαφορετικά: η φωνή του, το απροσδόκητα απαλό άγγιγμά του και η ηρεμία που της μετέδιδε η παρουσία του. Καθησυχαστική. Τι ειρωνεία! «Α, χαμογελάτε» είπε. «Το όπιο άρχισε ήδη να λειτουργεί.» Ήδη; Την είχε πάρει ο ύπνος; Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. «Όχι, εσείς είστε» είπε εκείνη. Πόσο μακρινή ακούστηκε η φωνή της, λες και είχε ήδη φτάσει στο Λονδίνο πριν από εκείνην. «Η αριστοκρατική σας αυτοπεποίθηση. Τα πάντα θα υποταχθούν στη θέλησή σας. Ακόμα και η ίδια η καταιγίδα του Σατανά.» «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καλυτερεύετε» της είπε. «Ολόκληρες, χλευαστικές προτάσεις.» «Ναι. Καλύτερα.» Τα σωθικά της έμοιαζαν να ηρεμούν. Το κεφάλι της, όμως, ήταν τόσο βαρύ. Άνοιξε τα μάτια της, και χρειάστηκε πολύς κόπος. Ήταν γερμένος από πάνω της. Το φως ήταν τόσο λίγο, που δεν μπορούσε να διακρίνει τις λεπτομέρειες, και όλα κουνιούνταν. Τα μάτια του ήταν σαν σκούρες σκιές στο πρόσωπό του. Ήξερε, όμως, πως ήταν πράσινα. Γαλαζοπράσινα. Ή μήπως θαλασσιά; Ένα χρώμα
132
LORETTA CHASE
που δεν πήγαινε ενδυματολογικά σε πολλές γυναίκες. Ένα χρώμα που δεν μπορούσαν πολλές γυναίκες να το αντέξουν… στα μάτια ενός άντρα. Έκλεισε πάλι τα μάτια της. Αισθάνθηκε το δροσερό πανί στο μέτωπό της. Τόσο απαλά. Την πλημμύρισε μία αίσθηση που δεν μπορούσε να ονοματίσει. Και τότε το συνειδητοποίησε: Ήταν προστατευμένη. Ασφαλής. Τι αστείο! «Περίεργο» είπε εκείνη. «Ναι» είπε αυτός. «Ναι» είπε κι εκείνη. Ο κόσμος βάρυνε και σκοτείνιασε, και τα πάντα έσβησαν. *** Ο Κλίβντον δεν είχε ιδέα πόσο κράτησε η καταιγίδα. Είχε εδώ και ώρα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Είχε ξυπνήσει σ’ ένα δωμάτιο που πήγαινε δεξιά-αριστερά, με πανικόβλητα ουρλιαχτά γύρω του, μία καταιγίδα να βρυχάται και το πλοίο να τρίζει και να βογκά. Είχε ζαλιστεί λίγο. Αλλά το στομάχι του ήταν γερό –όπως μαρτυρούσαν πολυάριθμες νεανικές μεθυσμένες νύχτες–, και το πρώτο πράγμα που είχε σκεφτεί ήταν η Νουαρό, που βρισκόταν κάπου μέσα στο πλοίο. Ήταν έτοιμος να πάει στην καμπίνα της, με το φαρμακείο στο χέρι, όταν εκείνη διέσχισε τρεκλίζοντας την πόρτα του. Από εκείνην τη στιγμή δεν είχε χρόνο να κάνει εμετό ή να νοιαστεί για οποιονδήποτε άλλο. Το αλαβάστρινο δέρμα της ήταν χλωμό και άχρωμο. Ήταν φανερό ακόμα και στο ημίφως. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και παραληρούσε. Του φάνηκε τόσο αταίριαστο σ’ εκείνην. Ήταν δυνατή, υπερβολικά δυνατή, και η μεταστροφή παραλίγο να του προκαλέσει πανικό πριν το έξαλλο μυαλό του το τακτοποιήσει.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
133
Η λογική τού έλεγε ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ναυτία. Το παραλήρημα μάλλον θα ήταν ένα από τα συμπτώματα – ή θα το έπαθε γιατί δεν είχε κοιμηθεί και δεν είχε φάει καλά εξαιτίας της ξέφρενης βιάσης της να φύγει μακριά του. Ό,τι κι αν προκάλεσε τα ανησυχητικά της συμπτώματα, ήταν πολύ άσχημα για να την αφήσει μόνη της. Άφησε τους υπηρέτες του να φροντίσουν τον εαυτό τους, ενώ εκείνος φρόντιζε εκείνην, και προσπάθησε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι ήξερε τι να κάνει. Και πάλι όμως, ανησυχούσε. Δεν ήταν γιατρός και δεν είχε συνηθίσει να κάνει τη νοσοκόμα. Είπε στον εαυτό του ότι επέζησε μαζί με τον Λόνγκμορ από την επιδημία χολέρας στην Ηπειρωτική Ευρώπη και ότι είχε μάθει κάποιες βασικές αρχές από τους γιατρούς που είχαν μερικές επιτυχίες εναντίον της ασθένειας. Βέβαια, δεν είχαν και πολλές επιτυχίες, και διαφωνούσαν ως προς τι έπιανε και τι όχι, ωστόσο εδώ δεν επρόκειτο για χολέρα. Εδώ ήταν ναυτία, και δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας, είπε στον εαυτό του. Μόλις σταματούσε η καταιγίδα, θα γινόταν καλύτερα. Αν δεν βούλιαζε το πλοίο. Αλλά δεν θα βούλιαζε. Εν τω μεταξύ, ήξερε πως έπρεπε να φροντίσει να βάλει κάτι στο στόμα της, και κυρίως υγρά – κάτι όχι και τόσο εύκολο όταν το στομάχι της δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτε. Το μπράντι μπορεί να είχε βοηθήσει κάπως, αλλά το λάβδανο αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικό. Πήρε λίγη ώρα, και για κάποιο διάστημα εκείνη ήταν αλλού –παραληρούσε για μάγισσες και τον Μάκβεθ και αγγέλους και δαίμονες–, αλλά τελικά ηρέμησε. Όταν επιτέλους κοιμήθηκε, επέτρεψε στον εαυτό του έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Κάθισε στην άκρη της κουκέτας του και δρόσιζε πού και πού το μέτωπό της με ένα υγρό πανί. Δεν ήξερε αν βοηθούσε
134
LORETTA CHASE
καθόλου, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι. Ο Σάντερς θα ήξερε σίγουρα τι να κάνει, αλλά ο Σάντερς φρόντιζε την υπηρέτρια –ή μοδίστρα–, ή ό,τι ήταν, τέλος πάντων. Χριστέ μου, αυτά που ήξερε για τη μαντάμ Νουαρό γλιστρούσαν από τα χέρια του όπως το νερό κάτω από την πόρτα. Εξαπάτηση, το όνομά σου είναι Νουαρό. Παραπλανούσε, ξεγλιστρούσε σαν χέλι, και δεν ήταν να την εμπιστεύεσαι. Αν την είχε εμπιστευτεί, δεν θα είχε βάλει να την παρακολουθούν, δεν θα την είχε κυνηγήσει από το Παρίσι και δεν θα βρισκόταν σ’ αυτό το καταραμένο πλοίο σ’ αυτήν τη διαολεμένη καταιγίδα. Και όμως, το ότι δεν την εμπιστευόταν δεν δικαιολογούσε την παρανοϊκή συμπεριφορά του. Δεν είχε καμία δικαιολογία. Δεν ήταν καν όμορφη, ιδιαίτερα τώρα. Στο ημίφως έμοιαζε με φάντασμα. Δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι ήταν το ίδιο ζωντανό, παθιασμένο πλάσμα που είχε ανέβει επάνω του στην άμαξα και του είχε πάρει το μυαλό με τα φιλιά της. Απομάκρυνε τα υγρά μαλλιά της από το μέτωπό της. Τρομερή, τρομερή γυναίκα. *** Η Μαρσλίν ξύπνησε σε μία θολή ατμόσφαιρα. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε πεθάνει και πλανιόταν σε κάποιο άλλο σύμπαν. Σταδιακά συνειδητοποίησε ότι το πλοίο εξακολουθούσε να κουνιέται, αλλά όχι τόσο έντονα όσο πριν. Ο πανικός είχε ηρεμήσει. Είχε τελειώσει. Η καταιγίδα είχε περάσει. Είχαν επιβιώσει. Μετά αισθάνθηκε το βάρος και τη ζεστασιά στην πλάτη
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
135
της. Άνοιξε τα μάτια της. Μπροστά της είδε μόνο ξύλο. Και τότε θυμήθηκε: η απελπισμένη επίσκεψή της στην καμπίνα του Κλίβντον, η αμείλικτη ναυτία που την έπιασε… μπράντι… λάβδανο… τα χέρια του. Αυτή δεν ήταν η καμπίνα της, δεν ήταν το κρεβάτι της. Ήταν στο δικό του κρεβάτι. Και κρίνοντας από τον όγκο του σώματος που ήταν στριμωγμένο δίπλα της στη στενή κουκέτα, ήταν και ο Κλίβντον μαζί της. Τέλεια. Προσπάθησε να γυρίσει, αλλά ήταν ξαπλωμένος πάνω στο φόρεμά της και την κρατούσε καθηλωμένη. «Κλίβντον» είπε. Εκείνος μουρμούρισε κάτι και κουνήθηκε, ακουμπώντας το χέρι του πάνω της. «Υψηλότατε.» Το χέρι του σφίχτηκε και την τράβηξε κοντά του. Αχ, πόσο θα ήθελε να κουρνιάσει εκεί, με την πλάτη της στο σκληρό, ζεστό κορμί του, με το δυνατό χέρι του να την κρατάει ασφαλή. Αλλά δεν ήταν ασφαλής. Όταν ξυπνούσε, θα ήταν στην κατάσταση που είναι συνήθως οι άντρες όταν ξυπνάνε, και δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της να αντισταθεί σ’ έναν τέτοιο πειρασμό. Έχωσε τον αγκώνα της στα πλευρά του. «Τι;» Η φωνή του ήταν μπάσα, βραχνή από τον ύπνο. «Με πλακώνετε.» «Ναι» είπε εκείνος. Έτριψε τη μουσούδα του στο λαιμό της. Αισθανόταν απελπιστικά έντονα τη στύση του, ο αριστοκρατικός του φαλλός ξύπνιος πολύ πριν το μυαλό του. «Σηκωθείτε» του είπε. «Σηκωθείτε. Τώρα.» Πριν είναι πολύ αργά και αποφασίσω να γιορτάσω ότι γλιτώσαμε παρά τρίχα με τον παραδοσιακό τρόπο του είδους μας.
136
LORETTA CHASE
«Νουαρό;» «Ναι.» «Άρα, δεν ήταν όνειρο.» «Όχι. Σηκωθείτε.» Μουρμούρισε κάτι τόσο σιγανά, που δεν το άκουσε, αλλά έκανε στην άκρη. Εκείνη γύρισε. Και το κεφάλι της επίσης. Έπρεπε να παλέψει για να συγκεντρωθεί. Εκείνος κάθισε στην άκρη της κουκέτας και την κοίταζε. Το αξύριστο γένι του σκίαζε το πρόσωπό του, και την κοίταζε συνοφρυωμένος. Η Μαρσλίν προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Και έπεσε πάλι κάτω, πιάνοντας το κεφάλι της. «Αυτή δεν ήταν σοφή κίνηση» της είπε. «Κάνατε εμετό. Το μόνο που έχετε φάει είναι κρύος χυλός και λίγο κρασί.» «Έφαγα;» «Δεν θυμάστε.» Έγνεψε αρνητικά. «Δεν ξέρω τι είναι αληθινό και τι όχι» είπε. «Δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω τι ονειρεύτηκα και τι συνέβη πραγματικά. Ονειρεύτηκα ότι ήμουν στο Λονδίνο. Και μετά δεν ήμουν. Ήμουν στον πάτο της θάλασσας και κοιτούσα προς τα πάνω τον πυθμένα του πλοίου.» Για μία στιγμή, το όνειρο επανήλθε ξεκάθαρα στο μυαλό της, και την κυρίευσε η ίδια απελπισία που είχε αισθανθεί και στον ύπνο της. Πνίγηκα. Δεν πρόκειται να δω τη Λούσι ποτέ ξανά. Γιατί έφυγα από το Λονδίνο; «Κόσμος κρεμασμένος από τα κάγκελα να με κοιτάει. Με έδειχναν και έμοιαζαν να λένε κάτι, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Ήσασταν κι εσείς εκεί. Ήσασταν πολύ θυμωμένος.» Και, παραδόξως, αυτό ήταν το πιο καθησυχαστικό πράγμα στο όνειρο. «Αυτό ήταν αληθινό» είπε εκείνος. «Εξαντλήσατε κάθε όριο υπομονής μου. Δεν έχω συνηθίσει να κάνω τη νοσοκόμα, και δεν με διευκολύνατε έτσι που χτυπιόσασταν σαν παλαβή.» «Γι’ αυτό ξαπλώσατε πάνω μου;»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
137
«Δεν ξάπλωσα επάνω σας» είπε εκείνος. «Όχι επίτηδες. Με πήρε ο ύπνος. Ήμουν κουρασμένος. Είχα κοιμηθεί ελάχιστα όταν ξέσπασε η καταιγίδα. Και τότε ορμήσατε εδώ μέσα και αποφασίσατε να κάνετε εμετό στην καμπίνα μου.» «Δεν αποφάσισα να κάνω εμετό – αν και τώρα που το σκέφτομαι, ήταν καλή ιδέα» είπε εκείνη. «Μακάρι να το είχα σκεφτεί. Αλλά δεν το σκέφτηκα. Ήρθα να ζητήσω βοήθεια – για την Τζέφρις. Αισθανόμουν μόνο μία ελαφριά ζαλάδα – αλλά τότε… κάτι συνέβη.» Κούνησε το κεφάλι της. «Εγώ δεν κάνω ποτέ εμετό. Δεν έπρεπε να είχε συμβεί αυτό.» «Είστε πολύ τυχερή που ήμουν εδώ» είπε αυτός. «Είστε πολύ τυχερή που είμαι υπομονετικός άνθρωπος. Είστε πολύ δύσκολος ασθενής. Θα σας είχα πετάξει στη θάλασσα, αλλά το πλήρωμα είχε κλείσει τις μπουκαπόρτες.» Ανακάθισε, αυτήν τη φορά πιο αργά και με μεγαλύτερη προσοχή. Το κεφάλι της γύριζε. Το έπιασε. «Καλύτερα να μη σηκωθείτε» της είπε. Θυμήθηκε την υπομονή του, το μαλακό του άγγιγμα. Θυμήθηκε την αίσθηση, τόσο σπάνια, που δυσκολεύτηκε να την αναγνωρίσει: την αίσθηση ότι κάποιος την προστατεύει και τη φροντίζει. Πότε ήταν η τελευταία φορά που τη φρόντισε κάποιος; Σίγουρα όχι οι γονείς της. Ποτέ δεν δίσταζαν να εγκαταλείψουν τα παιδιά τους όταν τους γίνονταν βάρος. Και μετά από μήνες εμφανίζονταν πάλι, περιμένοντας τα παιδιά τους να τρέξουν στην αγκαλιά τους. Και αυτό ακριβώς κάναμε, σκέφτηκε η Μαρσλίν. Τέτοιες αφελείς που ήμασταν, το κάναμε. Ανεξάρτητα από το αν η μαμά και ο μπαμπάς ήταν εκεί ή όχι, η Μαρσλίν, η μεγαλύτερη, ήταν πάντα αυτή που τους φρόντιζε όλους, γιατί δεν υπήρχε κανένας άλλος να βασιστούν. Ακόμα και αφού παντρεύτηκε. Αλλά τι να περιμένει αφού παντρεύτηκε έναν άντρα της τάξης της; Ο κακόμοιρος, ο ανήμπορος ο Τσάρλι!
138
LORETTA CHASE
Ο Κλίβντον δεν ήταν της τάξης της. Ήταν ένα τελείως διαφορετικό είδος. Θυμήθηκε το χέρι του στην πλάτη της, να την οδηγεί στο καταφύγιο τής άρτια εξοπλισμένης άμαξάς του. Ένας πλούσιος, προνομιούχος άνδρας θα μπορούσε τόσο εύκολα να κακομάθει μία γυναίκα. Εκείνη δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. «Εγώ… ειλικρινά, σας ευχαριστώ που υπομείνατε την αποτρόπαια δοκιμασία τού να με φροντίσετε» είπε. «Αλλά πρέπει να επιστρέψω πριν καταλάβει κανείς πού ήμουν.» «Ποιος νομίζετε ότι θα το προσέξει ή θα νοιαστεί;» είπε εκείνος. «Περάσαμε μία διαολεμένη καταιγίδα. Κόσμος έτρεχε πέρα-δώθε ουρλιάζοντας, ξερνούσε, και γενικώς ταλαιπωρούσε ο ένας τον άλλον εδώ και ώρες. Αμφιβάλλω αν οι περισσότεροι ξέρουν πού ήταν οι ίδιοι αυτήν τη νύχτα.» Κοίταξε γύρω του. «Ή μάλλον, το πρωί. Μια και οι περισσότεροι έκαναν εμετό, τώρα θα πεινάνε σαν λύκοι, και το μόνο πράγμα που θα τους απασχολεί θα είναι να βρουν κάτι να φάνε. Το κεφάλι σας πονάει γιατί πεινάτε.» Συνοφρυώθηκε ξανά. «Ή ίσως σας έδωσα πολύ λάβδανο. Δεν ήμουν σίγουρος ποια ήταν η σωστή δόση για μία γυναίκα. Είστε τυχερή που δεν σας δηλητηρίασα.» «Κλίβντον.» Μόρφασε. Πονούσε όταν μιλούσε. «Μην κινείστε» της είπε. «Θα κάνετε εμετό πάλι, και βαρέθηκα.» Απομακρύνθηκε από την κουκέτα. «Θα πω σ’ έναν από τους υπηρέτες να σας φέρει κάτι να φάτε.» «Σταματήστε να με φροντίζετε!» Γύρισε να την κοιτάξει. «Σταματήστε τα παιδιαρίσματα» είπε. «Τι φοβάστε, ότι θα σας βομβαρδίσω με φαγητό για να σας αποπλανήσω; Έχετε κοιτάξει στον καθρέφτη τελευταία; Και επιτρέψτε μου να σας θυμίσω ότι εγώ σας κρατούσα το κεφάλι ενώ κάνατε εμετό χθες το βράδυ. Δεν ήταν και το πιο ερεθιστικό θέαμα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι τι σας βρήκα. Ο μόνος λόγος που θέλω να σας ταΐσω είναι για να γίνετε καλά και να φύγετε από την καμπίνα μου και από τη ζωή μου.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
139
«Κι εγώ αυτό θέλω, να φύγω από τη ζωή σας» είπε εκείνη. «Ναι» είπε αυτός. «Μέχρι να έρθει η ώρα να πληρώσω το λογαριασμό για τα ρούχα της Δούκισσας.» «Ναι» είπε εκείνη. «Ακριβώς.» «Ωραία» είπε αυτός. «Δεν έχω καμία απολύτως αντίρρηση.» Πήγε στην πόρτα, την άνοιξε, βγήκε έξω, και την έκλεισε με δύναμη πίσω του. *** Μέχρι να δέσει το πλοίο στην προβλήτα, η Μαρσλίν ήθελε να ουρλιάξει. Η καταιγίδα είχε βγάλει το πλοίο από την πορεία του, και ένα ταξίδι που υπό κανονικές συνθήκες διαρκούσε περίπου δώδεκα ώρες, τώρα είχε πάρει πάνω από είκοσι. Τα διαφημιζόμενα «αναψυκτικά» είχαν τελειώσει, το πλήρωμα ήταν ψόφιο από την κούραση, και οι πεινασμένοι επιβάτες είχαν άσχημη διάθεση και μυρωδιά. Ακόμα και έξω στο κατάστρωμα, στο δροσερό θαλασσινό αεράκι, ήταν αδύνατο να αγνοήσει κανείς τα στοιχεία που φανέρωναν ότι υπερβολικά πολλοί άνθρωποι ήταν συγκεντρωμένοι σε έναν υπερβολικά μικρό χώρο για ένα υπερβολικά πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ζευγάρια τσακώνονταν, και μάλωναν τα γκρινιάρικα παιδιά τους που τσακώνονταν με τα αδέλφια τους. Όπως ήταν φυσικό, όλοι ανυπομονούσαν να κατέβουν από το πλοίο, και όλοι προσπάθησαν να βγουν ταυτόχρονα, με σπρωξιές, φωνές, ακόμα και κλοτσιές. Αν και ήθελε κι εκείνη απελπισμένα να βγει από το πλοίο, η Μαρσλίν αποφάσισε να περιμένει. Έδιωξε το πλήρωμα που προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει με τα πράγματά της, λέγοντάς τους να επιστρέψουν αργότερα. Αν και αισθανόταν πολύ καλύτερα, δεν είχε βρει ακόμη τον εαυτό της. Και η Τζέφρις από την πλευρά της ήταν ακόμη αδύναμη, έχοντας υποφέρει πολύ χειρότερα από ναυτία. Δεν είχε νό-
140
LORETTA CHASE
ημα να υποβληθούν στο σπρώξιμο και στη βιασύνη και στην κακοδιαθεσία – και πάνω απ’ όλα στα γκρινιάρικα παιδιά. Η Μαρσλίν ήθελε το δικό της παιδί. Η Λούσι μπορεί να μην ήταν άγγελος, αλλά δεν γκρίνιαζε. Και όταν η μαμά της τής έκανε έκπληξη επιστρέφοντας σπίτι μία εβδομάδα νωρίτερα, η μαμά αυτή θα ήταν χαμογελαστή και ευτυχισμένη. Θα ήταν χαμογελαστή και ευτυχισμένη, διαβεβαίωσε τον εαυτό της η Μαρσλίν όταν διαλυόταν το πλήθος και είχε μία στιγμή ηρεμίας για να τακτοποιηθεί. Ο Κλίβντον θα είχε φύγει εδώ και ώρα. Αυτός δεν θα χρειαζόταν να σπρώξει κόσμο για να περάσει. Θα το έκαναν οι υπηρέτες του γι’ αυτόν – όχι ότι θα ήταν απαραίτητο. Με το που έκανε την εμφάνισή του ο Κλίβντον, ο κόσμος απλά έκανε άκρη. «Κάντε άκρη, κάντε άκρη!» Σήκωσε το βλέμμα της. Ένας ψηλός, σωματώδης βοηθός ερχόταν προς το μέρος της ακολουθούμενος από άλλον έναν. Η στολή τής ήταν πολύ γνωστή. Ο πρώτος έσπρωξε με τον αγκώνα του έναν αγανακτισμένο υπηρέτη του πλοίου και υποκλίθηκε. «Η υψηλότητά του στέλνει τα χαιρετίσματά του, κυρία Νουαρό, και ρωτάει αν θα είχατε την καλοσύνη να του επιτρέψετε να πάει εσάς και τη Δεσποινίδα Τζέφρις στο σπίτι σας. Γνωρίζει ότι η Δεσποινίς Τζέφρις ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και δεν θα ήθελε να την αφήσει να μετακινηθεί με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, πόσω μάλλον να σπρώχνεται μέσα σε αυτό το πανδαιμόν... το πλήθος. Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη να μας ακολουθήσετε, θα σας πάμε με τον Τζόζεφ στους τελωνειακούς, και σε μία στιγμή θα είστε στην άμαξα, που μας περιμένει στη γωνία του δρόμου.» Ακόμα και την ώρα που μιλούσε, μάζευε τα πράγματά τους, βάζοντας το ένα μπαούλο κάτω από το ένα χέρι, και το άλλο κάτω από το άλλο. Ο συνάδελφός του σήκωσε με ευκολία όσες τσάντες είχαν απομείνει, αγνοώντας τις δια-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
141
μαρτυρίες των υπηρετών του πλοίου που τους είχαν διώξει στερώντας τους το φιλοδώρημα. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα, που η Μαρσλίν δεν πρόλαβε καν να αποφασίσει αν έπρεπε να φέρει αντίρρηση ή όχι. Δεν είχε καλά-καλά καταλάβει τι συνέβαινε, και ο Τόμας με τον Τζόζεφ άρχισαν να απομακρύνονται με τις βαλίτσες της. *** Η διαδρομή μέχρι το μαγαζί στην οδό Φλιτ, σιωπηλή την περισσότερη ώρα, έμοιαζε ατέλειωτη. Το πρώτο πράγμα που έκανε η Τζέφρις όταν τακτοποιήθηκε στη θέση της, δίπλα στη Μαρσλίν και απέναντι από το Δούκα, ήταν να τον ευχαριστήσει που έστειλε τον Σάντερς να τη φροντίσει όταν ήταν άρρωστη. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Του Σάντερς τού αρέσει να κάνει το γιατρό» είπε. «Δεν απολαμβάνει τίποτε περισσότερο από το να φτιάχνει αηδιαστικά φίλτρα για να θεραπεύσει τις συνέπειες της υπερβολικής καλοπέρασης. Χωρίς αμφιβολία, είναι ο έμμεσος τρόπος του να μας τιμωρεί που λερώνουμε με κρασί τα ρούχα μας.» «Ήταν πολύ ευγενικός» είπε η Τζέφρις. «Εκπλήσσομαι» είπε ο Κλίβντον. «Δεν το συνηθίζει.» Και δεν είπε τίποτε άλλο σε ολόκληρη τη διαδρομή από το λιμάνι μέχρι το σπίτι της Τζέφρις. Από εκεί μέχρι το μαγαζί ήταν ένας εύκολος περίπατος. Αλλά με την άμαξα η διαδρομή δεν ήταν και τόσο εύκολη. Το μυαλό της Μαρσλίν δούλευε όπως πάντα, αναζητώντας έναν τρόπο να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προς όφελός της. Είχε πει… τι είχε πει πριν ορμήσει έξω από την καμπίνα του; Είχε πει κάτι για το λογαριασμό των ρούχων. Ότι δεν είχε καμία αντίρρηση να τον πληρώσει. Αλλά ήταν τόσο θυμωμένος, και δεν επέστρεψε.
142
LORETTA CHASE
Ωστόσο, είχε εμφανιστεί ο βοηθός του, με ένα μπουκάλι κρασί και ένα κρύο πιάτο με κρέας και τυρί που θα πρέπει να είχαν κοστίσει μία περιουσία σε δωροδοκίες. Μία γυναίκα μπορούσε πολύ εύκολα να συνηθίσει σε τέτοιες πολυτέλειες. Δεν είχε την πολυτέλεια να συνηθίσει. «Δεν μπορώ ν’ αποφασίσω» είπε «αν εξασκείτε την υπομονή σας ή αν απλά ικανοποιείτε την περιέργειά σας να δείτε το κατάλυμά μου.» «Γιατί να κάνω οποιοδήποτε από αυτά;» είπε εκείνος. Χαλαρώνοντας τελείως, άπλωσε τα μακριά του πόδια, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει όταν η Τζέφρις μοιραζόταν το κάθισμα μαζί της. Ακούμπησε το ένα του χέρι στην πλάτη της πλούσια διακοσμημένης θέσης και κοίταξε έξω από το παράθυρο με τις γρίλιες που τώρα ήταν γυρισμένες για να βλέπει ενώ ταυτόχρονα οι άλλοι δεν μπορούσαν να δουν μέσα. Όχι ότι ήταν κανένα μυστικό το ποιος ήταν, όταν το έμβλημα στην πόρτα διαλαλούσε την ταυτότητά του σε όλο τον κόσμο. Το απογευματινό φως σκιαγραφούσε τις λείες γραμμές του προσώπου του. Επιθυμία την κυρίευσε. Επιθυμία να αγγίξει το όμορφο πρόσωπό του. Να νιώσει το χέρι του να αγκαλιάζει τους ώμους της. Να κουρνιάσει μέσα στο μεγάλο, ζεστό κορμί του. Την κατέπνιξε. «Ή ίσως μας λυπηθήκατε» είπε. «Την υπηρέτρια, ή μοδίστρα, ή ό,τι σας είναι τέλος πάντων λυπήθηκα» είπε εκείνος. «Εσείς μπορείτε να φροντίσετε τον εαυτό σας, δεν έχω καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Ο Σάντερς, όμως, μου είπε ότι η κοπέλα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είπε ότι για λίγο δεν ήταν σίγουρος ότι θα επιβιώσει από το ταξίδι. Και τώρα δεν έμοιαζε και πολύ καλά.» Έκανε μία μικρή παύση. «Δεν μένει μαζί σας;» «Έμενε, αλλά προσωρινά. Δεν μπορώ να φιλοξενώ τις μοδίστρες μου. Καταρχήν, δεν τους κάνει καλό να κάνουν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
143
τα πάντα –να μένουν, να τρώνε και να πίνουν– μέσα στο μαγαζί. Εξάλλου, δεν υπάρχει χώρος. Όχι πως θα ήθελα μισή ντουζίνα μοδίστρες εκεί μέσα όλη μέρα και όλη νύχτα. Αρκετά κουραζόμαστε στη δουλειά με τις ζήλιες τους και – » «Μισή ντουζίνα;» είπε εκείνος. Έσκυψε μπροστά. «Μισή ντουζίνα;» *** Ήταν υπερβολικά ξαφνιασμένος για να το κρύψει. Ναι, πράγματι είχε πετάξει τη διαφήμισή της για τη γωνία της οδού Φλιτ στο Τσάνσρι, και προς τα εκεί είχε καθοδηγήσει τον οδηγό. Αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι το μαγαζί της δεν ήταν στριμωγμένο μέσα σε κανένα δρομάκι ή σε κανένα κελάρι. «Μισή ντουζίνα προς το παρόν» είπε. «Αλλά θα προσλάβω κι άλλες στο άμεσο μέλλον. Δεν μας φτάνουν τα χέρια.» «Μισή– που να πάρει, τι τρέχει με σένα;» «Έχετε ήδη υποδείξει πολυάριθμα ελαττώματα του χαρακτήρα μου» είπε εκείνη. «Σε ποιο αναφέρεστε τώρα;» «Νόμιζα… Νουαρό, είστε καταραμένη. Η επίμονη καταδίωξή σας με έκανε να πιστέψω ότι βρισκόσασταν σε πολύ άσχημη κατάσταση.» «Από πού το βγάλατε αυτό το συμπέρασμα;» είπε εκείνη. «Σας είπα ότι ήμουν η μεγαλύτερη μοδίστρα του κόσμου. Είδατε τη δουλειά μου.» «Φαντάστηκα ένα σκοτεινό, μικρό μαγαζάκι σ’ ένα υπόγειο, που να πάρει» είπε εκείνος. «Αναρωτήθηκα πώς καταφέρατε να φτιάξετε τέτοια πολυτελή φορέματα σ’ ένα τέτοιο μέρος.» «Είμαι σίγουρη ότι δεν σκοτιστήκατε και ιδιαίτερα» είπε εκείνη. «Σας απασχολούσε κυρίως το πώς θα με ρίξετε στο κρεβάτι.» «Ναι, αλλά δεν θα ασχοληθώ ξανά μ’ αυτό.»
144
LORETTA CHASE
Και έτσι ήταν. Αλήθεια. Την είχε σιχαθεί πια αυτήν τη γυναίκα. Είχε σιχαθεί τον εαυτό του να την κυνηγάει. Σαν σκυλί, σαν σχολιαρόπαιδο. «Πολύ χαίρομαι που το ακούω» είπε εκείνη. «Μόνο την Κλάρα σκέφτομαι» είπε. «Όσο κι αν με πονάει που θα τονώσω τη ματαιοδοξία σας, ακόμα κι εγώ κατάλαβα ότι οι γυναίκες των Παρισίων γοητεύτηκαν από τη δουλειά σας. Είστε η πιο εκνευριστική γυναίκα που έχω γνωρίσει, αλλά πρόσεξα ότι κάνετε τις γυναίκες να σας συμπαθήσουν, και τολμώ να πω ότι αυτό, μαζί με τα όμορφα, κομψά ρούχα σας, είναι που μετράει. Δεν θα πρέπει να σας κρατήσω κακία απλά και μόνο επειδή θέλω να σας κρεμάσω ανάποδα.» Το κουρασμένο πρόσωπό της φώτισε, περισσότερο απ’ όλα τα μάτια της. «Το ήξερα» είπε. «Το ήξερα ότι θα καταλαβαίνατε.» «Εξακολουθώ, όμως, να μη σας εμπιστεύομαι.» Κάτι έλαμψε στα μάτια της, αλλά δεν είπε τίποτε, απλά περίμενε, με το βλέμμα της κολλημένο. Είχε κολλήσει επάνω του – για τη δουλειά της. Εκείνος ήταν απλά ένα μέσο για να πετύχει το σκοπό της. Αλλά δεν ήταν του επιπέδου του να κρατάει κακίες, ειδικά για έναν τόσο ασήμαντο λόγο – για τη ματαιοδοξία του! «Ήθελα να δω το μαγαζί με τα μάτια μου» είπε. «Καταρχήν να βεβαιωθώ ότι όντως υπάρχει – και να δω τι είδους μαγαζί είναι. Θα μπορούσατε να παλεύατε μόνη σας σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο σ’ ένα κελάρι.» «Θεέ μου, τι φαντάζεται το μυαλό ενός άντρα» είπε εκείνη. «Πώς φανταστήκατε ότι θα μπορούσα να φτιάξω τέτοιες δημιουργίες σε – τέλος πάντων. Ο Οίκος Νουαρό είναι ένα κομψό μαγαζί. Τα πάντα είναι πρώτης ποιότητας, ιδιαίτερα νοικοκυρεμένα, καθαρά και τακτικά. Σας ορκίζομαι, είναι πολύ πιο νοικοκυρεμένο και κομψό από εκείνης της τυχάρπαστης – όχι, δεν θα μολύνω τον αέρα με το όνομά της.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
145
Είχε τελειώσει μ’ αυτήν τη γυναίκα. Έπρεπε να τελειώνει μαζί της. Αλλά τώρα, που την έβλεπε να μιλάει για το μαγαζί της, ήταν τόσο ζωντανή. Τόσο παθιασμένη. «Μυρίζομαι ανταγωνιστή» είπε. Ανακάθισε εκείνη. «Και βέβαια όχι. Δεν έχω ανταγωνιστές, Υψηλότατε. Είμαι η μεγαλύτερη μοδίστρα του κόσμου.» Έσκυψε μπροστά για να κοιτάξει από το παράθυρο. «Σχεδόν φτάσαμε. Σε λίγο θα δείτε και μόνος σας.» Δεν έφτασαν τόσο γρήγορα όσο θα μπορούσαν, μια και ο δρόμος ήταν γεμάτος άμαξες, άλογα και πεζούς. Τελικά όμως έφτασαν, και ήταν εκεί, ένα όμορφο, μοντέρνο μαγαζί, με ένα θολωτό παράθυρο και το όνομα με χρυσά γράμματα πάνω από την πόρτα: Νουαρό. Η άμαξα σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε. Τα σκαλιά κατέβηκαν. Ο Κλίβντον κατέβηκε πρώτος και άπλωσε το χέρι του για να τη βοηθήσει. Καθώς έπιασε το χέρι του, άκουσε μία φωνή πίσω του. Τότε σήκωσε το βλέμμα της, κοίταξε πίσω του, και η λάμψη που είχε δει στο πρόσωπό της νωρίτερα δεν ήταν τίποτε μπροστά σ’ αυτό. Το πρόσωπό της φώτισε σαν τον ήλιο· ξεχείλιζε από ευτυχία και φώτιζε τον κόσμο ολόκληρο. «Μαμά!» ακούστηκε η φωνή. Η Νουαρό πήδηξε στην κυριολεξία τα τελευταία σκαλιά και τον προσπέρασε, ξεχνώντας τον τελείως. Γονάτισε στο πεζοδρόμιο και άνοιξε την αγκαλιά της, και ένα κοριτσάκι, ένα μελαχρινό κοριτσάκι, έτρεξε και χώθηκε μέσα της. «Μαμά!» φώναξε το παιδί. «Γύρισες!»
Κεφάλαιο 7 Η Μοδίστρα πρέπει να είναι ειδική στην ανθρώπινη ανατομία. Και, εφόσον επιλεγεί με φρόνηση, το όνομά της οφείλει να είναι γαλλικό. Πρέπει να ξέρει να κρύβει όλα τα ελαττώματα στις αναλογίες του σώματος, και πρέπει να μπορεί να διαμορφώνει τη φιγούρα, έτσι ώστε να διορθώνει το σώμα, αλλά ταυτόχρονα να μην επηρεάζει την κομψότητα της εμφάνισης. – Η βίβλος των επαγγελμάτων της Αγγλίας και η εγκυκλοπαίδεια των χρήσιμων τεχνών, 1818 Παιδί. Είχε παιδί. Ένα κοριτσάκι με σκούρα, σγουρά μαλλιά που έτρεξε στην αγκαλιά της γελώντας. Η Νουαρό τύλιξε τα χέρια της γύρω του και την έσφιξε. «Αγάπη μου, αγάπη μου» είπε, και ο τρόπος που το είπε του έφερε έναν κόμπο στο λαιμό. Από μακριά άκουγε κι άλλες γυναικείες φωνές, αλλά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη σκηνή: Η Νουαρό γονατιστή στο πεζοδρόμιο, σφίγγοντας το κοριτσάκι στην αγκαλιά της, και το παιδί, του οποίου το πρόσωπο μπορούσε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
147
να δει πολύ καθαρά πάνω από τον ώμο της μαμάς του, με τα μάτια κλειστά, τη ροδαλή του όψη να λάμπει καθώς ακτινοβολούσε από ευτυχία. Δεν ήξερε πόση ώρα στεκόταν εκεί, αγνοώντας τα πάντα γύρω του: τον πολυσύχναστο δρόμο, τον κόσμο που προσπερνούσε τη μητέρα και το παιδί στο πεζοδρόμιο. Ίσα που είδε τους ίδιους του τους υπηρέτες να μεταφέρουν τα πράγματά της στο μαγαζί, και μετά να επιστρέφουν στην άμαξα. Μόλις που είχε αντιληφθεί τις δύο γυναίκες που είχαν βγει από το μαγαζί πίσω από το κοριτσάκι. Στεκόταν και κοιτούσε τη μητέρα και το παιδί, γιατί δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους, γιατί δεν καταλάβαινε και δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που του έλεγαν οι αισθήσεις του. Μετά από λίγο, ίσως πολύ λίγο, η Νουαρό σηκώθηκε, και παίρνοντας την κόρη της από το χέρι άρχισε να κατευθύνεται προς το μαγαζί. Το παιδί είπε: «Ποιος είναι αυτός, μαμά;» Η Νουαρό γύρισε και τον είδε να στέκεται, σαν έναν άντρα που κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, μαγεμένος από έναν άλλο κόσμο, ανίκανος να πάρει το βλέμμα του. Ανέκτησε την ψυχραιμία του και έκανε ένα βήμα προς το μέρος τους. «Κυρία Νουαρό, θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να με συστήσετε στη νεαρή κυρία;» Το παιδί τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Δεν είχε τα μάτια της μητέρας της, αλλά μπλε, έντονα μπλε. Είχε την αίσθηση ότι κάπου τα είχε ξαναδεί, και προσπάθησε να θυμηθεί πού. Αλλά τι πού; Οπουδήποτε. Πουθενά. Δεν είχε σημασία. Η Νουαρό κοίταξε το κοριτσάκι, μετά εκείνον, και ύστερα ξανά το κοριτσάκι που είπε: «Ποιος είναι, μαμά; Ο Βασιλιάς;» «Όχι, δεν είναι ο Βασιλιάς.» Το παιδί έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και κοίταξε την
148
LORETTA CHASE
άμαξα πίσω του. «Αυτή η άμαξα είναι πολύ μεγάλη» είπε. «Θα ήθελα να κάνω μία βόλτα με αυτή την άμαξα.» «Είμαι σίγουρη» είπε η μητέρα της. «Υψηλότατε, από εδώ η κόρη μου, η Δεσποινίς Λούσι Κορντίλια Νουαρό.» «Με συγχωρείς, μαμά» είπε το παιδί. «Δεν είναι αυτό το όνομά μου, ξέρεις.» Η Νουαρό την κοίταξε. «Δεν είναι;» «Το όνομά μου είναι Έρολ τώρα. Έ-ρ-ο-λ.» «Μάλιστα.» Η Νουαρό άρχισε από την αρχή. «Υψηλότατε, από εδώ η κόρη–» Σταμάτησε και κοίταξε ερωτηματικά το παιδί. «Υποθέτω πως είσαι ακόμη κόρη μου.» «Ναι» είπε η Έρολ. «Φυσικά, μαμά.» «Χαίρομαι που το ακούω. Σε έχω συνηθίσει, βλέπεις. Υψηλότατε, από εδώ η κόρη μου η Έρολ. Έρολ, ο κύριος είναι ο Δούκας του Κλίβντον.» «Δεσποινίς… εε… Έρολ» είπε εκείνος. Υποκλίθηκε βαθιά. «Υψηλότατε» είπε το κοριτσάκι. Υποκλίθηκε. Η υπόκλισή της δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή όσο της μητέρας της, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν της έλειπε η χάρη. Απόρησε και με αυτό και με την εκπληκτική αυτοκυριαρχία του παιδιού. Και μετά θυμήθηκε τίνος κόρη ήταν, και απόρησε που απόρησε. Και ύστερα θυμήθηκε ποια ήταν αυτή που είχε παιδί. Παιδί· η Νουαρό είχε παιδί! Πώς είχε παραλείψει να αναφέρει ένα τόσο σοβαρό πράγμα; Αλλά αυτός τι είχε πάθει και ξαφνιάστηκε τόσο πολύ; Ήταν η Κυρία Νουαρό – και μπορεί ο τίτλος «Κυρία» να χρησιμοποιείτο υπεροπτικά, τόσο από άγαμες εμπόρους όσο και από ηθοποιούς και πόρνες, δεν έπρεπε όμως να είχε υποθέσει ότι δεν ήταν παντρεμένη, με οικογένεια και… σύζυγο… ο οποίος δεν φαινόταν πουθενά. Να ήταν νεκρός; Ή ίσως δεν υπήρχε σύζυγος, απλά ένας παλιάνθρωπος που είχε εγκαταλείψει το παιδί του.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
149
«Πηγαίνετε ποτέ παιδιά βόλτα με την άμαξα;» είπε η Έρολ, επαναφέροντάς τον στο παρόν. «Δεν εννοώ μικρά παιδιά, αλλά ώριμα κορίτσια που θα κάθονται ήσυχα, δίχως να σκαρφαλώνουν παντού και να καταστρέφουν τα μαξιλάρια, ή να κολλάνε τα δάχτυλά τους στο τζάμι. Όχι τέτοια, εγώ εννοώ κορίτσια που συμπεριφέρονται καλά και κρατάνε τα χέρια τους σταυρωμένα και απλά κοιτάζουν από το παράθυρο.» Τα μεγάλα μπλε μάτια της ήταν καρφωμένα επάνω του. «Εγώ–» «Όχι, δεν πηγαίνει» είπε η μητέρα της. «Η υψηλότητά του είναι πολυάσχολος. Είμαι σίγουρη ότι και τώρα έχει κάποια υποχρέωση κάπου αλλού.» «Έχω;» Η Νουαρό τον κοίταξε προειδοποιητικά. «Ναι, φυσικά» είπε. Έβγαλε το ρολόι από την τσέπη του και το κοίταξε. Δεν είχε ιδέα τι έδειχναν οι δείκτες. Η προσοχή του ήταν απορροφημένη στο κοριτσάκι με τα μεγάλα μπλε μάτια που τον κοιτούσε τόσο έντονα. «Παραλίγο να το ξεχάσω.» Έβαλε το ρολόι μέσα. «Λοιπόν, Έρολ, χάρηκα πολύ που σε γνώρισα.» «Ναι, κι εγώ χάρηκα που σας γνώρισα» είπε εκείνη. «Σας παρακαλώ, ελάτε ξανά, όταν δεν έχετε πολλή δουλειά.» Της απάντησε ευγενικά, αλλά χωρίς να δεσμεύεται για τίποτε, και έφυγε. Μπήκε στην άμαξά του και κάθισε. Καθώς το όχημα άρχισε να κινείται, κοίταξε πίσω από τις γρίλιες. Τότε πρόσεξε επιτέλους τις άλλες δύο γυναίκες, μία ξανθιά και μία κοκκινομάλλα. Ακόμα και μέσα από τις ξύλινες γρίλιες, από απόσταση, διέκρινε την οικογενειακή ομοιότητα, ιδιαίτερα στον τρόπο που κινούνταν. Είχε κάνει λάθος για εκείνην. Είχε σχηματίσει μία ιδέα που δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα.
150
LORETTA CHASE
Το μαγαζί της δεν ήταν μία τρύπα, αλλά μία κανονική, όμορφη επιχείρηση. Είχε οικογένεια. Είχε παιδί. Δεν έπρεπε να την εμπιστεύεται. Όσο γι’ αυτό ήταν απόλυτα σίγουρος. Όσο για όλα τα υπόλοιπα – είχε παρεξηγήσει, είχε παρανοήσει, και τώρα βρισκόταν πάλι στον αέρα. *** «Ω, τα συγχαρητήριά μου» είπε η Σοφί μόλις έκλεισε πίσω τους η πόρτα του μαγαζιού. «Σε ξέρω, φυσικά, και δεν έπρεπε να είχα υποτιμήσει–» «Αλλά, αγαπητή μου» είπε η Λιόνι «έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου όταν είδα το οικόσημο στην πόρτα της άμαξας.» «Και μετά που τον είδα να βγαίνει από την άμαξα–» «–οι φωτογραφίες τον αδικούν–» «–έτσι που τον είδα να σε βοηθάει να κατέβεις–» «–για μια στιγμή νόμιζα πως ονειρεύομαι–» «–ήταν σαν όραμα–» «Εγώ τον είδα πρώτη, μαμά» διέκοψε τις θείες της η Λούσι/Έρολ. «Καθόμουν στο παράθυρο και έκανα τα μαθήματά μου, όταν άκουσα ένα θόρυβο και κοίταξα έξω – και νόμιζα πως περνούσε ο Βασιλιάς.» «Ο Βασιλιάς, με δύο μόνο βοηθούς;» είπε η Μαρσλίν. «Δεν νομίζω.» «Α, ναι, θα μπορούσε, μαμά. Όλοι ξέρουν ότι του Βασιλιά Ουίλιαμ δεν του αρέσει να κάνει επίδειξη. Και λυπάμαι, γιατί λένε ότι ο προηγούμενος Βασιλιάς, πριν από αυτόν–» Συνοφρυώθηκε. «Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Τέταρτος» τη βοήθησε η Λιόνι. «Ναι, αυτός» είπε η Λούσι. «Όλοι λένε ότι ήταν πολύ πιο μεγαλοπρεπής, και πάντα ήξερες ποιος ήταν όταν περνούσε. Αλλά κι ένας δούκας είναι σπουδαίος. Τον βρήκα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
151
πολύ όμορφο, σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού. Δεν σε περιμέναμε τόσο σύντομα, αλλά χαίρομαι που ήρθες νωρίς. Ήταν βολικό να ταξιδεύεις στην όμορφη αυτή άμαξα; Νομίζω ότι τα μαξιλάρια στα καθίσματα ήταν παχιά και μαλακά.» «Πράγματι ήταν» είπε η Μαρσλίν. Με την άκρη του ματιού της είδε δύο γυναίκες να πλησιάζουν το μαγαζί. Δεν θα ήταν πρέπον να την ανακρίνει η Λούσι για το Δούκα του Κλίβντον μπροστά σε πελάτισσες, αλλά δεν ήταν εύκολο να αποσπάσεις την προσοχή της κόρης της από ένα συναρπαστικό θέμα, και ειδικά από κάτι μεγάλο, ακριβό και συναρπαστικό. «Θα σας τα πω όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, αλλά λαχταράω ένα φλιτζάνι τσάι. Τι λες να πάμε επάνω και να φτιάξεις ένα τσάι για τη μαμά;» «Ναι, ναι!» Η Λούσι πήδηξε πάνω-κάτω από τη χαρά της. «Θα στείλω τη Μίλι στο ζαχαροπλαστείο. Χαιρόμαστε τόσο πολύ που γύρισες, που θα κάνουμε πάρτι· ένα υπέροχο πάρτι, με τούρτες!» *** Ώρες αργότερα, όταν η Λούσι ήταν ασφαλής στο κρεβάτι της, οι αδελφές μαζεύτηκαν στο εργαστήριο. Εκεί ήπιαν σαμπάνια για να γιορτάσουν την επιστροφή της Μαρσλίν –και μάλιστα με το θήραμά της– και ενώ έπιναν, η Μαρσλίν τούς περιέγραψε τις εμπειρίες της με το Δούκα του Κλίβντον με όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Αν και απ’ όσο ήξερε οι αδελφές της ήταν παρθένες –και δεν μπορούσε να φανταστεί γιατί να μην της το είχαν πει αν δεν ήταν–, δεν ήταν σε καμία περίπτωση αθώες. Εξάλλου, πώς θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν να διαχειριστεί τις συνέπειες εάν δεν είχαν πλήρη γνώση των γεγονότων; «Πραγματικά λυπάμαι» είπε. «Είχα υποσχεθεί να μην τα θαλασσώσω–»
152
LORETTA CHASE
«Και το έκανες» είπε η Λιόνι. «Αλλά καμιά μας δεν περίμενε να είναι τόσο... τόσο–» «Όλοι έλεγαν πως είναι γοητευτικός» είπε η Σοφί. «Αλλά είναι πραγματικά υπέροχος. Μου έκοψε την ανάσα.» Χάιδεψε το χέρι της Μαρσλίν. «Λυπάμαι πάρα πολύ που έπρεπε να συγκρατηθείς. Δεν ξέρω αν εγώ θα τα είχα καταφέρει.» «Δεν είναι η ομορφιά του το θέμα» είπε η Μαρσλίν. Οι αδελφές της την κοίταξαν ερωτηματικά. «Είναι η καταραμένη η αριστοκρατικότητά του» είπε. «Αυτούς τους τύπους είναι πολύ δύσκολο να τους διαχειριστείς. Δεν έχουν συνηθίσει απλά να περνάει το δικό τους. Δεν μπορούν καν να διανοηθούν κάτι άλλο. Το μυαλό τους δεν λειτουργεί όπως των κανονικών ανθρώπων. Κι έπειτα, το δικό του μυαλό λειτουργεί. Είναι πιο έξυπνος απ’ ό,τι πίστευα. Αλλά τι δικαιολογία είναι αυτή; Θα έπρεπε να είχα προσαρμόσει τις μεθόδους μου, αλλά, για κάποιους λόγους που εξακολουθούν να μου διαφεύγουν, δεν το έκανα. Η αλήθεια είναι ότι το διαχειρίστηκα πολύ άσχημα, και τώρα η Σοφί πρέπει να γυρίσει το λάθος μου προς όφελός μας.» Τους εξήγησε τις διαφημίσεις που είχαν σκεφτεί με την Τζέφρις αμέσως μετά τη δεξίωση της Κόμησσας – της φαινόταν πως είχε περάσει ένας αιώνας από τότε… πριν την καταιγίδα… τότε που την είχε φροντίσει… Τα χέρια του· τα χέρια του… «Θα βάλω μία ιστορία στην Πρωινή Έκδοση» είπε η Σοφί. «Αλλά μπορεί να είναι πολύ αργά για να προλάβουμε το αυριανό φύλλο. Ανάθεμα, δεν μας άφησες και πολύ χρόνο.» «Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κοντέψαμε να βυθιστούμε!» «Σοφί, έλα στα λογικά σου» είπε η Λιόνι. «Και σκέψου ότι αφού η καταιγίδα καθυστέρησε το δικό τους πλοίο, θα καθυστέρησαν και άλλα. Θα καθυστερήσει και το ταχυδρομείο. Αυτό σου δίνει σχεδόν μία ημέρα παραπάνω, αν μπορείς να βιαστείς.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
153
«Δεν μπορούμε να βασιστούμε στο ότι θα καθυστερήσει το ταχυδρομείο» είπε η Σοφί. «Θα πρέπει να βρω τον Τομ Φοξ απόψε. Αυτό, όμως, μπορεί και να ταιριάζει μια χαρά: ένα κάλεσμα μέσα στη νύχτα… μία ιστορία στα ψιθυριστά στο σκοτάδι. Θα μεταμφιεστώ και θα τον αφήσω να νομίζει πως είμαι η Κυρία Τάδε. Δεν θα μπορέσει ν’ αντισταθεί στον πειρασμό. Θα μπούμε στο πρωτοσέλιδο, στο καλύτερο σημείο.» «Οι κυρίες θα κάνουν σαν τρελές να δουν το φόρεμα» είπε η Λιόνι. «Κάποιες μπορεί να έρθουν μέχρι και αύριο το απόγευμα. Ξέρω σίγουρα ότι η Κόμησσα του Μπάρθαμ είναι φανατική αναγνώστρια της Έκδοσης.» «Τότε, το φόρεμα καλά θα κάνει να είναι έτοιμο» είπε η Μαρσλίν. «Χρειάζεται επιδιορθώσεις. Η Τζέφρις μπόρεσε να το καθαρίσει πριν σαλπάρει το πλοίο, αλλά μετά ήταν πολύ άρρωστη για να ράψει τον κορσέ. Και έχασα τουλάχιστον ένα φιόγκο. Τι άλλο;» Έτριψε το κεφάλι της. «Είμαστε απόλυτα ικανές να δούμε τι χρειάζεται να γίνει μόνες μας» είπε η Λιόνι. «Θα το αναλάβω εγώ όσο η Σοφί θα είναι στην παράνομη συνάντησή της με τον Τομ. Εσύ πήγαινε στο κρεβάτι.» «Χρειάζεσαι ξεκούραση» είπε η Σοφί. «Έχουμε ένα–» Έκοψε τη φράση της στη μέση, και η Μαρσλίν σήκωσε τα μάτια της εγκαίρως για να πιάσει το βλέμμα που έριξε η Λιόνι στη Σοφί. «Τι;» είπε η Μαρσλίν. «Τι μου κρύβετε;» «Πραγματικά, Σοφί, πρέπει να μάθεις να ελέγχεις την τάση σου προς το μελόδραμα» είπε η Λιόνι. «Αφού το βλέπεις ότι είναι κουρασμένη.» «Δεν είπα –» «Τι δεν μου είπες;» είπε η Μαρσλίν. Για λίγο δεν μίλησαν. Οι δύο νεότερες αδελφές της αντάλλαξαν επιτιμητικές ματιές. Μετά η Σοφί είπε: «Κάποιος κλέβει τα σχέδιά σου και τα δίνει στη Χορτένς την Απαίσια.»
154
LORETTA CHASE
Η Μαρσλίν στράφηκε στη Λιόνι για επιβεβαίωση. «Αλήθεια είναι» είπε η Λιόνι. «Έχουμε έναν κατάσκοπο ανάμεσά μας.» *** Τη Δευτέρα το βράδυ, η Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ έλαβε ένα σημείωμα από το Δούκα του Κλίβντον, που την πληροφορούσε για την επιστροφή του στο Λονδίνο και την επιθυμία του να την επισκεφθεί την Τρίτη το απόγευμα, αν δεν υπήρχε πρόβλημα. Συνήθως η οικογένεια δεν δεχόταν επισκέψεις τις Τρίτες, αλλά οι συνήθεις κανόνες δεν ίσχυαν για το Δούκα του Κλίβντον. Καταρχάς, ως πρώην προστατευόμενος του πατέρα της, η υψηλότητά του θεωρείτο μέλος της οικογένειας. Και εξάλλου, οι κανόνες σπανίως ίσχυαν για εκείνον γενικότερα. Στο τέλος, ακόμα και ο Λόρδος Γουόρφορντ δεν είχε καταφέρει να τον κάνει καλά. Όταν προσπάθησε, περισσότερο από τρία χρόνια πριν –όταν ο Κλίβντον αποφάσισε να κάνει το καθυστερημένο Μεγάλο Ταξίδι του στην Ηπειρωτική Ευρώπη–, η εξοχότητά του δεν είχε βγει νικητής από την αναμέτρηση. Και πάλι όμως, την ίδια εμπειρία είχε και με τους δύο δικούς του γιους. Αφού γκρίνιαξε κάτι για αχαριστία και πείσμα και πόσο θα ήθελε να ανταλλάξει τους γιους του με κάποιου άλλου –του Κόμη του Χάργκεϊτ κατά προτίμηση, συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου του ηλίθιου του Ρούπερτ Κάρσινγκτον–, το φιλοσόφησε το θέμα. Σε σημείο, μάλιστα, που άρχισε να πιστεύει πως ήταν όλα δική του ιδέα εξ αρχής: Ο Κλίβντον είχε ανάγκη να ξεσπάσει, και μια και ο Λόνγκμορ θα έκανε ζημιά ούτως ή άλλως, ας ήταν σε κάποια άλλη χώρα. Εν των μεταξύ, η Λαίδη Κλάρα χρειαζόταν χρόνο για να ξεπεράσει το θάνατο της γιαγιάς της, αλλά και για να εκλεπτυνθεί.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
155
Με λίγα λόγια, το ραντεβού της Τρίτης δεν προκαλούσε πρόβλημα σε κανέναν άλλον, και η Λαίδη Κλάρα είπε στον εαυτό της ότι δεν προκαλούσε πρόβλημα ούτε σ’ εκείνην. Της είχε λείψει πραγματικά ο Κλίβντον, ειδικά όταν ο Λόνγκμορ συμπεριφερόταν τόσο ενοχλητικά και είχε απόλυτη ανάγκη το Δούκα να τον βάλει στην θέση του – ή ακόμα καλύτερα να του ρίξει μία ισχυρή αριστερή γροθιά. Όμως, ο Κλίβντον αυτοπροσώπως ήταν ένα τελείως διαφορετικό πράγμα απ’ ό,τι ο Κλίβντον μέσω των επιστολών του. Τώρα που ήταν εδώ, δεν ήταν σίγουρη ότι ήταν έτοιμη για την επιστροφή του. Αλλά οι όποιες αμφιβολίες της εξανεμίστηκαν μόλις μπήκε στο σαλόνι την Τρίτη. Είχε το ίδιο στοργικό χαμόγελο που ήξερε από παλιά, και του το ανταπέδωσε αντίστοιχα. Τον αγαπούσε πολύ, πάντα, και ήξερε ότι την αγαπούσε κι εκείνος. «Χριστέ μου, Κλάρα, θα μπορούσες να με είχες προειδοποιήσει ότι μεγάλωσες» είπε, κάνοντας ένα βήμα πίσω για να τη δει, όπως έκανε όταν επέστρεφε από το σχολείο. «Πρέπει να έχεις πάρει τουλάχιστον πέντε πόντους.» Δεν θυμόταν, σκέφτηκε εκείνη. Πάντα ήταν ψηλή. Δεν είχε ψηλώσει καθόλου από την τελευταία φορά που την είχε δει. Υπέθεσε πως είχε συνηθίσει τις Γαλλίδες. Αυτή την παρατήρηση, που δεν θα είχε διστάσει να εκφράσει σ’ ένα γράμμα, δεν θα τολμούσε να την ξεστομίσει, και σίγουρα όχι μπροστά στη μητέρα της. «Ελπίζω να μην είναι καμία άχαρη Αμαζόνα» είπε η μητέρα. «Η Κλάρα δεν έχει αλλάξει, ίσως έγινε λίγο πιο θηλυκή απ’ όσο θυμάσαι.» Η μητέρα εννοούσε πιο καλοσχηματισμένη. Για κάποιο διάστημα υποστήριζε πως ο Κλίβντον «το είχε βάλει στα πόδια» επειδή η Κλάρα ήταν πολύ αδύνατη. Στους άντρες άρεσαν οι γυναίκες με πιασίματα – και δεν θα αποκτούσε ποτέ ωραίο σώμα αν δεν έτρωγε.
156
LORETTA CHASE
Τότε η μητέρα δεν είχε σκεφτεί ότι είχαν περάσει μόλις τρεις μήνες από το θάνατο της γιαγιάς Γουόρφορντ και ότι η Κλάρα, που ακόμη θρηνούσε, είχε χάσει την όρεξή της και δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα τι γνώμη είχε ο Κλίβντον για το σώμα της. Η μητέρα, όμως, πολλά δεν σκεφτόταν. Είχε παραγγείλει τον ένα δίσκο με αναψυκτικά μετά τον άλλον και βομβάρδιζε τον Κλίβντον με τούρτα, την οποία δέχτηκε ευγενικά, αν και η μητέρα όφειλε να ξέρει μέχρι τώρα ότι δεν του άρεσαν τα γλυκά. Και ενώ τον τάιζε γλυκά που δεν ήθελε, άφηνε διακριτικά –όπως νόμιζε– υπονοούμενα για τις πολυάριθμες κατακτήσεις της Κλάρα, με προφανή σκοπό να ξυπνήσει τα ανταγωνιστικά του ένστικτα. Η Κλάρα φαντάστηκε ότι πηδούσε όρθια, έκλεινε το στόμα της μητέρας της και την έσερνε έξω από το δωμάτιο. Της ξέφυγε ένα μικρό γελάκι. Ευτυχώς η μητέρα ήταν πολύ απασχολημένη να μιλάει, κι έτσι δεν το άκουσε. Ο Κλίβντον, όμως, το πρόσεξε. Την κοίταξε, και η Κλάρα έστρεψε το βλέμμα της προς τα επάνω με αγανάκτηση. Της χαμογέλασε ελαφρά, συνωμοτικά. «Πάλι καλά που δεν χρειάστηκε να παλέψω με τις ορδές των θαυμαστών σου για να σε δω, Κλάρα» είπε. «Ομολογώ ότι είμαι ακόμη κάπως κουρασμένος, μετά την τόσο αποφασισμένη προσπάθεια του Καναλιού να με πνίξει.» «Θεέ μου!» φώναξε η μητέρα. «Διάβασα στους Τάιμς για ένα παρ’ ολίγον ναυάγιο στο Κανάλι. Σ’ αυτό το πλοίο ήσασταν;» «Ειλικρινά ελπίζω το δικό μας να ήταν το μοναδικό πλοίο που παγιδεύτηκε σ’ αυτή την καταιγίδα» είπε εκείνος. «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι ναυτικοί μας πιάστηκαν απροετοίμαστοι.» «Δεν ξέρω γι’ αυτό» είπε η μητέρα. «Υποτίθεται ότι γνωρίζουν τους ανέμους και τα λοιπά. Αυτά τα πλοία διακινδυνεύουν υπερβολικά, και όπως έχω πει επανειλημμένως
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
157
στον Γουόρφορντ…» Άρχισε να επαναλαμβάνει ένα από τα κηρύγματα του πατέρα για τη Ναυτιλία. Όταν έκανε μία παύση για να πάρει ανάσα, ο Κλίβντον είπε: «Χαίρομαι πραγματικά που πατάω αγγλικά εδάφη και αναπνέω αγγλικό αέρα. Ήρθα εδώ σήμερα γιατί ξύπνησα με την επιθυμία να κάνω μία βόλτα στο Χάιντ Παρκ με μία ανοικτή άμαξα. Αν είχατε την ευγενή καλοσύνη να μου δώσετε την άδειά σας, ίσως θα μπορούσα να πείσω την Κλάρα να με συνοδεύσει.» Η μητέρα έριξε μία θριαμβευτική ματιά στην Κλάρα. Η καρδιά της Κλάρα άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Δεν μπορεί να θέλει να μου κάνει πρόταση. Όχι ακόμη. Αλλά γιατί όχι; Και γιατί ν’ ανησυχεί; Πάντα σκόπευαν να παντρευτούν, έτσι δεν είναι; «Θα το ήθελα πολύ» είπε η Κλάρα. *** «Πρωτότυπο σχέδιο!» φώναξε η Λαίδη Ρέινφρου. Έσπρωξε το επίσημο φόρεμα που είχε ακουμπήσει πάνω στον πάγκο προς τη Μαρσλίν. «Με διαβεβαιώσατε ότι το σχέδιο ήταν πρωτότυπο, δική σας δημιουργία. Και τότε, πού βρήκε η Λαίδη Θόρνχερστ ακριβώς το ίδιο φόρεμα; Και εγώ τώρα τι θα κάνω; Το ξέρετε ότι σκόπευα να το φορέσω στη δεξίωση της κυρίας Σαρπ απόψε κιόλας. Δεν φαντάζομαι να περιμένετε να το φορέσω τώρα. Θα είναι εκεί η Λαίδη Θόρνχερστ, και θα το αναγνωρίσει. Οι πάντες θα το αναγνωρίσουν! Θα γίνω ρεζίλι. Και ξέρω πως δεν υπάρχει χρόνος να φτιάξετε καινούριο. Θα πρέπει να φορέσω το ροζ, το οποίο το έχουν ξαναδεί όλοι. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι ότι με διαβεβαιώσατε–» Ένας κρότος πίσω της την έκοψε. Στράφηκε αγανακτισμένη προς τα εκεί. Αλλά ο εκνευρισμός της εξανεμίστηκε αμέσως και αντικαταστάθηκε από κατάπληξη. «Θεέ μου! Αυτό είναι;»
158
LORETTA CHASE
Πανέξυπνη, πανέξυπνη Σοφί. Είχε απομακρυνθεί από την ταραχή της και είχε πάει στην άλλη άκρη του μαγαζιού. Εκεί στεκόταν μία κούκλα που φορούσε το φουστάνι που είχε φορέσει η Μαρσλίν στη δεξίωση της Κόμησσας. Η Σοφί είχε ρίξει ένα σκαμπό κατά λάθος εξεπίτηδες. «Παρακαλώ;» ρώτησε αθώα η Μαρσλίν. Δεν ήξερε τι ακριβώς είχε κάνει η Σοφί στον Τομ Φοξ ή μαζί του. Ίσως ήταν καλύτερο να μην ξέρει. Αυτό που είχε σημασία ήταν ότι η ιστορία του φορέματος της κυρίας Νουαρό και του χορού της με το Δούκα του Κλίβντον στην πλέον ελιτίστικη δεξίωση των Παρισίων είχε εμφανιστεί στη σημερινή Πρωινή Έκδοση. Προφανώς η Λαίδη Ρέινφρου ήταν αναγνώστρια, γιατί απομακρύνθηκε από τον πάγκο και κατευθύνθηκε προς το διάσημο μπεζ φόρεμα. Όταν πρωτομπήκε στο μαγαζί, και ο Βασιλιάς να ήταν εκεί και να έλεγε τα αγαπημένα του ανέκδοτα για ναυτικούς, δεν θα το είχε προσέξει. Ήταν σε τέτοια κατάσταση υστερίας, που δεν είχε μάτια για τίποτε άλλο εκτός από τα παράπονά της και τη Μαρσλίν, την υποτιθέμενη υπαίτιά τους. «Αυτό είναι το φόρεμα που φορέσατε στη δεξίωση στο Παρίσι, κυρία Νουαρό;» είπε η εξοχότητά της. Η Μαρσλίν παραδέχτηκε πως αυτό ήταν. Η Λαίδη Ρέινφρου το κοίταζε επίμονα. Η Μαρσλίν αντάλλαξε ένα βλέμμα με τη Σοφί. Ήξεραν τι σκεφτόταν η Λαίδη. Τα υψηλότερα μέλη της Παγκόσμιας Πρωτεύουσας της Μόδας είχαν θαυμάσει αυτό το φόρεμα. Και η σχεδιάστριά του δεν ήταν στο Παρίσι, αλλά μερικά μέτρα μακριά, πίσω από τον πάγκο. Άφησαν τη Λαίδη Ρέινφρου να το μελετήσει. Είχε πολλά λεφτά, και είχε και γούστο – πράγμα που δεν ίσχυε για όλες τους τις πελάτισσες. Φιλοδοξούσε να ανέβει στα κοινωνικά στρώματα, πράγμα που κατανοούσαν απόλυτα, γιατί την ίδια φιλοδοξία είχαν κι εκείνες.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
159
Όταν η Μαρσλίν έκρινε πως η μελέτη του θαυμαστού φορέματος είχε ηρεμήσει αρκετά την εξοχότητά της, είπε: «Ήταν ακριβώς το ίδιο;» Η Λαίδη Ρέινφρου στράφηκε προς το μέρος της, ακόμη ελαφρώς σαστισμένη. «Ορίστε;» «Το φόρεμα που φορούσε η Λαίδη Θόρνχερστ ήταν ακριβώς το ίδιο με αυτό;» Η Μαρσλίν χάιδεψε στοργικά το όμορφο πράσινο φόρεμα που είχε πετάξει πάνω στον πάγκο. Η Λαίδη Ρέινφρου επέστρεψε στον πάγκο. Κοίταξε με προσοχή το φόρεμα. «Όχι ακριβώς. Τώρα που το σκέφτομαι, το δικό της φόρεμα δεν ήταν τόσο... τόσο–» Άφησε τη φράση της μετέωρη, με μία χειρονομία αδυναμίας. «Αν η εξοχότητά σας μου επιτρέπει να μιλήσω απλά, θα έλεγα ότι το άλλο φόρεμα δεν ήταν τόσο καλοφτιαγμένο» είπε η Μαρσλίν. «Αυτό που είδατε ήταν μία απλή απομίμηση, κατώτερης ποιότητας. Λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο.» «Είναι δουλειά κάποιου μεγάλου κατεργάρη» είπε η Σοφί. «Δεν το έχουμε διαλευκάνει ακόμη – αλλά αυτό δεν πρέπει να απασχολεί την εξοχότητά σας. Εσείς πρέπει να έχετε ένα υπέροχο φόρεμα για την αποψινή δεξίωση – και δεν πρέπει να έχει καμία σχέση με το φόρεμα της άλλης κυρίας.» «Θα ξαναφτιάξω αυτό το φόρεμα» είπε η Μαρσλίν. «Θα το ξαναφτιάξω εγώ η ίδια, μόνη μου. Όταν τελειώσω, δεν πρόκειται να βλέπει κανείς έστω την παραμικρή ομοιότητα με αυτό το πράγμα που φορούσε η Λαίδη Θόρνχερστ. Και το αποκαλώ πράγμα, κυρία μου, γιατί καμία σωστή μοδίστρα δεν θα αποκαλούσε αυτές τις αηδίες φορέματα.» Χτύπησε το κουδούνι του μαγαζιού. Ούτε η Μαρσλίν ούτε η Σοφί γύρισαν προς την πόρτα. Η Λαίδη Ρέινφρου ήταν η καλύτερη πελάτισσα που είχαν μέχρι τώρα. Δεν μπορούσαν να τη χάσουν. Όλος τους ο κόσμος –η ύπαρξή τους η ίδια– εξαρτιόταν από αυτήν. Ή τουλάχιστον έτσι έπρεπε να δείχνουν.
160
LORETTA CHASE
«Εγώ ή μία από τις αδελφές μου θα σας το παραδώσει προσωπικά, όχι αργότερα από τις επτά το απόγευμα, οπότε και θα κάνουμε τις όποιες τελικές διορθώσεις χρειάζονται» συνέχισε η Μαρσλίν. «Το φόρεμα θα είναι τέλειο.» «Απολύτως τέλειο» είπε η Σοφί. Η Λαίδη Ρέινφρου δεν άκουγε. Καθώς δεν ήταν έμπορος που κινδύνευε να χάσει την πλέον προσοδοφόρα και επιφανή πελάτισσά της, εκείνη στράφηκε προς την πόρτα. Και πάγωσε. «Εδώ είμαστε, λοιπόν» ακούστηκε να λέει μία γνωστή, βαθιά φωνή. «Μπορείς να δεις και μόνη σου, αγαπητή μου. Και εκεί είναι και το ίδιο το φόρεμα.» Και ο Δούκας του Κλίβντον γέλασε. *** Η καρδιά του χτυπούσε ντροπιαστικά ακανόνιστα. Είχε ανοίξει την πόρτα, και είχε προσπαθήσει να κρατήσει την προσοχή του στραμμένη στην Κλάρα, αλλά ήταν μάταιο. Της μιλούσε, αντιμετωπίζοντας αυτή την επίσκεψη στο μαγαζί σαν ένα αστείο, όπως άλλωστε είχε παρουσιάσει και ολόκληρη την ιστορία με τη Νουαρό. Εν τω μεταξύ, όμως, δεν μπορούσε να αντισταθεί, και έψαχνε με το βλέμμα το μαγαζί, απορρίπτοντας τα πάντα μέχρι να βρει αυτό που έψαχνε. Η Νουαρό στεκόταν πίσω από τον πάγκο, μιλούσε με μία προφανώς ενοχλητική πελάτισσα, και στην αρχή δεν κοίταξε προς την πόρτα. Το ίδιο έκανε και η ξανθιά δίπλα της, η οποία έμοιαζε για συγγενής της. Πήρε βιαστικά το βλέμμα του από πάνω της, προσπέρασε την πελάτισσα που είχε μείνει με ανοικτό το στόμα και εντόπισε την κούκλα που φορούσε το φόρεμα. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει αυτό το φλογερό φόρεμα; Εκείνην τη στιγμή δεν μπορούσε παρά να γελάσει καθώς η Νουαρό εί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
161
χε κάνει αυτό ακριβώς που είχε υποσχεθεί. Είχε ελέγξει τις φήμες πριν προλάβουν να διαδοθούν και τις είχε στρέψει προς όφελός της. Ο Σάντερς τού είχε φέρει ένα αντίτυπο της σημερινής Πρωινής Έκδοσης. Και ήταν εκεί, αδύνατον να περάσει απαρατήρητο, στην πρώτη σελίδα: τα γεγονότα από την οπτική γωνία της Νουαρό με όλο της το εντυπωσιακό θράσος – και δεν διέφερε πολύ από την κοροϊδευτική διαφήμιση που είχε σκεφτεί όταν την πήγαινε στο σπίτι της μετά τη δεξίωση. Θυμήθηκε τον τόνο της φωνής της όταν είχε φτάσει στο τελευταίο κομμάτι: Η κυρία Νουαρό είναι η μοναδική που μπορεί να ισχυριστεί ότι είχε την τιμή να χορέψει με ένα Δούκα. Τα μαύρα, μεταξένια μαλλιά της Νουαρό ήταν, ως συνήθως, ελαφρώς ανακατεμένα, έτσι ώστε να μοιάζουν κομψά και καλαίσθητα και όχι ατημέλητα κάτω από μία λεπτή κορδέλα προφανώς στη θέση του καπέλου. Το φόρεμά της ήταν ένα φουντωτό λευκό σύννεφο, διακοσμημένο με περίπλοκα πράσινα κεντήματα. Κάτι που έμοιαζε με κάπα από δαντέλα ανέμιζε από το λαιμό και τους ώμους της, δεμένο μπροστά με δύο φιόγκους στο ίδιο πράσινο χρώμα με τα κεντήματα. Όλα αυτά τα είχε δει με μία μόνο ματιά πριν πιέσει τον εαυτό του να κοιτάξει αλλού – αλλά και τι κατάφερε που κοίταξε αλλού όταν χρειάστηκε μονάχα μία ματιά για να αποτυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του; «Θεέ μου» είπε η Κλάρα, τραβώντας την προσοχή του σε αυτήν, στο φόρεμα στο χρώμα της σκόνης με τους κόκκινους φιόγκους και τη μαύρη δαντέλα. «Είναι…κάπως τολμηρό, δεν είναι;» «Ξέρω πως τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία» είπε εκείνος. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι όλες οι γυναίκες στη δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ ήθελαν αυτό το φόρεμα – και αυτές ήταν οι υψηλότερες αριστοκράτισσες των Παρισίων. Δεν θα μου έκανε καμία εντύπωση αν τουλάχιστον μία από αυτές έστελνε κάποιον στο Λονδίνο – Α, να την.»
162
LORETTA CHASE
Υπό τις δεδομένες συνθήκες, η προσπάθειά του να προσποιηθεί ότι δεν κοιτάζει τη Νουαρό με την άκρη του ματιού του, ενώ όλη του η ύπαρξη αντιλαμβανόταν την κάθε της κίνηση, ήταν αξιέπαινη. Την αισθάνθηκε να βγαίνει πίσω από τον πάγκο και να τους πλησιάζει, χωρίς να βιάζεται στο ελάχιστο. Έφερε μαζί της μία ελαφριά αύρα αρώματος, τόσο οικεία, που η ανάμνηση του προκάλεσε πόνο: το άρωμά της να τον πλημμυρίζει ενώ χόρευαν, και όταν τον είχε φιλήσει, και όταν είχε ανέβει επάνω του στην άμαξα. Πίεσε το μυαλό του να θυμηθεί την εικόνα της άρρωστη στο πλοίο, αλλά αυτό του έφερε ακόμα περισσότερο πόνο. Για λίγο είχε υπάρξει ευάλωτη. Για λίγο τον είχε χρειαστεί. Για λίγο είχε υπάρξει σημαντικός για εκείνην – ή τουλάχιστον έτσι πίστευε ο ίδιος. Εν τω μεταξύ φόρεσε το χαμόγελό της, ένα επαγγελματικό χαμόγελο, και η προσοχή της ήταν στραμμένη στην Κλάρα, όχι σ’ εκείνον. Τη σύστησε στην Κλάρα, και στο άκουσμα της φράσης «Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ», η ενοχλητική πελάτισσα, την οποία προφανώς είχε πλέον αναλάβει η ξανθιά, έπνιξε μία κραυγή. Η Νουαρό υποκλίθηκε. Δεν είχε καμία σχέση με το εξωφρενικό πράγμα που είχε κάνει στη δεξίωση. Ήταν ανάλαφρη και χαριτωμένη, με την κατάλληλη δόση σεβασμού. «Σκέφτηκα ότι η Λαίδη Κλάρα θα ήθελε να είναι από τους πρώτους που θα δουν το φόρεμά σας» είπε «πριν ορμήσουν στο μαγαζί σας οι ορδές των περίεργων.» «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο» είπε η Κλάρα. «Αναρωτιόμαστε αν το φόρεμα είναι “τολμηρό”» είπε εκείνος. «Οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι τολμηρό σε σύγκριση με τη συνηθισμένη αγγλική μόδα» είπε η Νουαρό. «Ο συνδυασμός των χρωμάτων δεν είναι ένας στον οποίον έχουν συνηθίσει οι Αγγλίδες κυρίες. Αλλά, σας παρακαλώ, μην ξεχνάτε ότι αυτό το φόρεμα το σχεδίασα για να φορεθεί στο Παρίσι, όχι στο Λονδίνο.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
163
«Και το σχεδιάσατε για να τραβήξετε την προσοχή» είπε εκείνος. «Ποιος ο λόγος να παραστώ σε αυτήν τη δεξίωση αν όχι να τραβήξω την προσοχή;» είπε εκείνη. «Πραγματικά θα ήθελα τόσο να ήσουν εκεί, Κλάρα» είπε αυτός, στρεφόμενος στη Λαίδη. Αλλά δεν ήταν εκεί. Έκανε κύκλους γύρω από το φόρεμα, επιφυλακτικά, λες και ήταν μία κοιμισμένη τίγρης. Συνέχισε με πείσμα: «Σκέφτηκα ότι θα ήταν διασκεδαστικό να δούμε αν η κυρία Νουαρό κι εγώ θα γινόμασταν δεκτοί ή αν θα μας έδιωχναν. Αλλά τελικά το αστείο ήταν εις βάρος μου.» «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο» είπε η Κλάρα. «Θα πρέπει να ήταν πανέμορφο όταν χορεύατε.» Κοίταξε τον Κλίβντον, μετά τη Νουαρό, και ύστερα έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της στον πάγκο. «Αχ, τι όμορφο πράσινο!» Η ενοχλητική πελάτισσα έβαλε το χέρι της προστατευτικά επάνω στο φόρεμα. «Αυτό είναι δικό μου» είπε. «Χρειάζεται μόνο μερικές… αλλαγές.» Η Κλάρα, όμως, τη διαβεβαίωσε ότι ήθελε απλά να το δει, και, μέσα σε ένα λεπτό, τρία κεφάλια ήταν σκυμμένα πάνω από το φόρεμα και η συζήτηση συνεχίστηκε χαμηλόφωνα. «Σας ευχαριστώ» είπε η Νουαρό σιγανά. «Δεν χρειαζόσασταν καν εμένα να τη φέρω» είπε κι εκείνος το ίδιο χαμηλόφωνα. Ζεσταινόταν, τόσο πολύ που καταντούσε ανόητο. «Μέχρι αύριο, θα έχετε τη μισή υψηλή κοινωνία στο κατώφλι σας χάρη στις εντυπωσιακές κολακείες της Πρωινής Έκδοσης.» Τον κοίταξε με τα φρύδια ανασηκωμένα. «Δεν ήξερα ότι διαβάζετε την Έκδοση.» «Τη διαβάζει ο Σάντερς» είπε εκείνος. «Μου την έφερε με τον καφέ μου.» «Όπως και να ’χει, όσο και αν χαρώ να εξυπηρετήσω τη μισή υψηλή κοινωνία, η μέλλουσα νύφη σας είναι το βραβείο που λαχταρώ.»
164
LORETTA CHASE
«Δεν υπόσχομαι τίποτε» είπε εκείνος. «Εγώ έκανα απλά τις συστάσεις – όπως και στη δεξίωση της Κόμησσας. Όπως βλέπετε, δεν κρατώ καμία κακία, αν και με χρησιμοποιήσατε με τον πλέον απεχθή τρόπο.» «Σας το είπα ότι σας χρησιμοποιούσα, σχεδόν από την πρώτη στιγμή» είπε εκείνη. «Σας το είπα αμέσως μόλις είχα την αδιάσπαστη προσοχή σας.» Ήταν αδιόρθωτη. Ήταν η πιο σκληρόκαρδη, δαιμόνια, εκνευριστική… Κι εκείνος ήταν απαράδεκτος, γιατί την ήθελε ακόμη, και υπήρχε και η Κλάρα, η αθώα Κλάρα, που είχε ανησυχήσει –είχε ανησυχήσει!– γιατί δεν της είχε γράψει για μία εβδομάδα. Είχε σκοπό να τελειώνει, να βάλει τη ζωή του σε τάξη και να της κάνει πρόταση γάμου στο πάρκο ενώ ήταν ακόμη ήσυχα, πριν μαζευτεί κόσμος. Αλλά δεν είχαν βγει καλά-καλά από την οικεία Γουόρφορντ, όταν του είπε: «Τι, στο καλό, έπαθες, Κλίβντον; Μία εβδομάδα χωρίς γράμμα; Νόμιζα πως είχες σπάσει το χέρι σου – αλλιώς γιατί να μη γράψεις;» Κι έτσι της τα είχε πει όλα, ή σχεδόν όλα, και αντί να την πάει στο Χάιντ Παρκ, την είχε φέρει εδώ. «Σκέφτηκα πως ήταν καλύτερα να πω την αλήθεια στην Κλάρα, αν και όχι με όλες τις λεπτομέρειες» είπε. «Της είπα ότι με πλησιάσατε στην όπερα, αποφασισμένη να με χρησιμοποιήσετε για τους εμπορικούς σας σκοπούς, ότι ήσασταν η πιο προκλητική γυναίκα που είχα δει ποτέ, αλλιώς δεν θα είχα χάσει τα λογικά μου και δεν θα σας είχα προκαλέσει να με συνοδεύσετε στη δεξίωση. Και τα υπόλοιπα ήταν περίπου αυτά που περιγράψατε στο έξυπνο κομμάτι σας στην Πρωινή έκδοση.» Δεν ήταν ολόκληρη η αλήθεια, αλλά τόσα μπορούσε να αποκαλύψει χωρίς να πληγώσει την Κλάρα. Της τα είχε πει με έναν τρόπο που πίστευε ότι θα τη διασκέδαζε, όπως όταν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
165
της έγραφε. Όπως και να ’χει, αυτά που της είχε πει δεν ήταν τίποτε λιγότερο από την αλήθεια από την οπτική γωνία της Νουαρό: Ο μόνος λόγος που τον ήθελε ήταν για να φέρει την Κλάρα στο μαγαζί της. Και είχε δίκιο, ανάθεμά την: Η Κλάρα τη χρειαζόταν. Αρκούσε μία ματιά στη Νουαρό και στην ξανθιά συγγενή της, ακόμα και στην ενοχλητική πελάτισσα, για να καταλάβει ότι η Κλάρα ήταν κακοντυμένη. Θα δυσκολευόταν να εξηγήσει τις διαφορές –για εκείνον τα γυναικεία ρούχα ήταν απλά διακοσμητικά–, αλλά έβλεπε ότι, σε σύγκριση με αυτές τις γυναίκες, η Κλάρα έμοιαζε σαν χωριάτισσα. Ευχήθηκε να μην το έβλεπε. Η διαφορά τον θύμωνε, λες και κάποιος προσπαθούσε εσκεμμένα να γελοιοποιήσει την Κλάρα. Αλλά ήταν λογικό να θυμώνει, είπε στον εαυτό του. Ήταν προστατευτικός απέναντί της από την πρώτη στιγμή που τη γνώρισε, όταν ήταν ακόμη κοριτσάκι, πιθανότατα μικρότερη από την κόρη της Νουαρό. Η κόρη της! «Τα υπόλοιπα τα αφήνω σ’ εσάς» είπε. «Δεν έχω αμφιβολία ότι θα χειριστείτε το θέμα με τη συνήθη σας αυτοπεποίθηση.» Πιο δυνατά είπε: «Κλάρα, αγαπητό μου κορίτσι, δεν σε έφερα να ψωνίσεις. Ξέρεις ότι δεν μισώ τίποτε περισσότερο απ’ ό,τι να ψωνίζω με γυναίκες. Εξάλλου, έπρεπε ήδη να σε έχω γυρίσει στο σπίτι. Άσε αυτό το συναρπαστικό φόρεμα. Αν θέλεις να σε ντύσει η κυρία Νουαρό, πες στον Λόνγκμορ να σε φέρει μία άλλη μέρα.» Και μετά, τόσο για την ενοχλητική πελάτισσα όσο και για να απαλύνει τη συνείδησή του, πρόσθεσε: «Δεν βλέπω γιατί όχι, μια και δεν θα βρεις καλύτερη μοδίστρα στο Λονδίνο –ούτε και στο Παρίσι, εδώ που τα λέμε–, αλλά σε ικετεύω, κάνε τα ψώνια σου χωρίς εμένα.»
Κεφάλαιο 8 Η κυρία Τόμας δράττεται της ευκαιρίας να τονίσει ότι ελπίζει να μην επαναληφθεί η ενόχληση στην οποία την υποβάλλει πάντοτε η παρουσία των Μόδιστρων, οι οποίες έρχονται στα Δωμάτιά της, υποδυόμενες διάφορους χαρακτήρες, για να πάρουν τα Σχέδιά της. – La Belle Assemblée, Καταχωρήσεις Νοεμβρίου 1807 Ο Κλίβντον είχε ήδη βοηθήσει την Κλάρα ν’ ανέβει στην άμαξα. Αντιστεκόμενος στον πειρασμό να κοιτάξει πίσω προς το μαγαζί –λες και θα κέρδιζε τίποτα μ’ αυτό–, ήταν έτοιμος ν’ ανέβει κι εκείνος, όταν αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στο παλτό του. Γύρισε απότομα, έτοιμος να αρπάξει έναν πορτοφολά. Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Μετά χαμήλωσε το βλέμμα του. Ένα ζευγάρι τεράστια μπλε μάτια τον κοίταζαν. «Καλησπέρα, Υψηλότατε» είπε η Έρολ. Μία γκουβερνάντα έτρεξε λαχανιασμένη στην άμαξα. «Δεσποινίς, δεν πρέπει – αχ, ελάτε εδώ.» Μουρμουρίζοντας συγγνώμες, πήρε το παιδί από το χέρι και προσπάθησε να την απομακρύνει.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
167
Το πρόσωπο της Έρολ πήρε μία σκληρή, πεισματάρικη έκφραση, και τράβηξε το χέρι της από της γκουβερνάντας. «Ήθελα απλά να αποχαιρετήσω την υψηλότητά του» είπε. «Θα ήταν αγένεια να περάσω χωρίς να πω κουβέντα.» «Μόνο που δεν περνούσες, αλλά το έσκασες και έτρεξες το μισό δρόμο, όπως πολύ καλά γνωρίζεις–» «Καλησπέρα, Έρολ» είπε ο Κλίβντον. Η μικρή είχε γυρίσει και κοιτούσε την γκουβερνάντα λυπημένη. Μόλις, όμως, τη χαιρέτησε, τα σύννεφα διαλύθηκαν, και τον κοίταξε με μία λάμψη τόσο αγνή και καθαρή, που ζέστανε ακόμα και την ταραγμένη του καρδιά. «Ωραία μέρα, δεν είναι;» είπε. «Ωραία μέρα για βόλτα με μία ανοιχτή άμαξα. Εγώ αν είχα μία τέτοια άμαξα, θα έκανα βόλτα στο Χάιντ Παρκ μία τόσο ωραία μέρα.» Ήταν πολύ όμορφα ντυμένη, όπως ήταν αναμενόμενο. Ένα μικρό ψάθινο καπέλο διακοσμημένο με κορδέλες και δαντέλα ταίριαζε όμορφα με μία πανομοιότυπη μινιατούρα αυτών των φορεμάτων σαν παλτά που φορούσαν οι γυναίκες. Πώς τα έλεγαν; Είχαν την ίδια ονομασία με έναν τύπο αντρικού παλτού, έτσι δεν είναι; Ρεντιγκότες, έτσι τα έλεγαν. Της Έρολ ήταν ροζ. Μία μακριά σειρά από μαύρα δεσίματα στο μπροστινό μέρος του έδιναν μία ελαφρώς στρατιωτική χροιά που σ’ εκείνην έμοιαζε κάπως κωμική. «Ναι, δεσποινίς» είπε η γκουβερνάντα «όμως, σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες, ο κύριος ετοιμαζόταν να φύγει, και έχει και μία κυρία μαζί του.» «Το πρόσεξα, Μίλι» είπε η Έρολ. «Δεν είμαι τυφλή. Αλλά δεν μπορώ να μιλήσω στην κυρία, γιατί δεν έχουμε συστηθεί. Δεν ξέρεις τίποτα;» Το πρόσωπο της Μίλι έγινε κατακόκκινο. «Αρκετά, δεσποινίς Λού –δεσποινίς Έρ–, δεσποινίς Νουαρό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο θράσος, και είμαι σίγουρη πως το ίδιο ισχύει και για την κυρία και τον κύριο. Έλα τώρα. Της μαμάς σου δεν θα της αρέσει καθόλου που ενοχλείς τους πελάτες.»
168
LORETTA CHASE
Τράβηξε το μικρό γαντοφορεμένο χεράκι. Η όψη της Έρολ άλλαξε και πάλι: τα μάτια της στένεψαν και το στόμα της σφίχτηκε με πείσμα. Αρνήθηκε να υποχωρήσει, και η γκουβερνάντα δεν έμοιαζε και τόσο πρόθυμη να την κάνει να υποχωρήσει με το ζόρι. Ο Κλίβντον δεν την κατηγορούσε. Παρόλο που δεν ενέκρινε να παρακούουν τα παιδιά τούς κηδεμόνες τους, δεν ήταν απόλυτα σίγουρος τι έπρεπε να κάνει κανείς σε μία τέτοια περίπτωση. Όπως και να ’χει, δεν ήταν θέση του να παρέμβει. «Αχ, Κλίβντον, μην είσαι ανόητος» είπε η Κλάρα. «Υποθέτω ότι είναι η δεσποινίς Νουαρό, η κόρη της μοδίστρας, σωστά;» Η γκουβερνάντα έγνεψε καταφατικά, δαγκώνοντας τα χείλη της. «Ναι, η κόρη της είναι» είπε εκείνος, και για μία ακόμα φορά εντυπωσιάστηκε από το ότι αυτή ήταν η κόρη της Νουαρό, από το ότι η Νουαρό ήταν μητέρα. Πού, στο διάβολο, ήταν ο πατέρας; Πώς μπόρεσε να εγκαταλείψει… αλλά οι άντρες το έκαναν αυτό συνέχεια. Δεν ήταν δουλειά του… και ίσως, τελικά, ο κακομοίρης να ήταν νεκρός. «Η κυρία Νουαρό σε ξέρει» είπε η Κλάρα. «Δεν θα την πειράξει να ανεβάσεις την κόρη της για λίγο στην άμαξα και να την αφήσεις να κρατήσει τα χαλινάρια.» Στράφηκε στη Μίλι που κοιτούσε πανικόβλητη την πόρτα του μαγαζιού. «Μην ανησυχείς» είπε η Κλάρα. «Η Δεσποινίς Νουαρό θα είναι απολύτως ασφαλής. Η εξοχότητά του με άφηνε κι εμένα να κρατάω τα χαλινάρια όταν ήμουν μικρή. Δεν πρόκειται ν’ αφήσει την άμαξα να φύγει.» Η δολοφονική έκφραση της Έρολ μετατράπηκε αμέσως σε παιδική ανυπομονησία και τα μάτια της άνοιξαν κι άλλο. «Αλήθεια, Υψηλότατε, μπορώ;» είπε. «Μπορώ να κρατήσω τα χαλινάρια;» «Η Λαίδη Κλάρα λέει ότι μπορείς, κι εγώ δεν τολμώ να διαφωνήσω» είπε εκείνος.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
169
Δεν κατάλαβε τι την έπιασε την Κλάρα εκείνην τη στιγμή. Ήξερε, βέβαια, ότι αγαπούσε τα παιδιά γενικώς και είχε μία ιδέα πως να τα κουμαντάρει. Στα γράμματά της του είχε περιγράψει πολυάριθμα διασκεδαστικά περιστατικά με μικρά ξαδέλφια της. Δεν ήταν συνηθισμένος σε μικρά παιδιά –όχι πια, τουλάχιστον–, και αυτό δεν ήταν ένα συνηθισμένο παιδί. Αλλά το να της κάνει τη χάρη ήταν εύκολο, και θα έπαιρνε μία μόνο στιγμή. Ο Φορντ, ο καλύτερος ιπποκόμος του, κρατούσε τα άλογα. Αντίθετα με τα διάφορα νεαρά αγόρια που εμφανίζονταν από το πουθενά για να κρατήσουν τα άλογα στους δρόμους του Λονδίνου, ο Φορντ ήταν άξιος εμπιστοσύνης και μπορούσε να ελέγξει τα ατίθασα ζώα. Όπως και να ’χει, ο Κλίβντον δεν μπορούσε να αρνηθεί στο παιδί τώρα, όταν έτρεμε από τον ενθουσιασμό της. Ο Κλίβντον τη σήκωσε –το μικρό, τρεμάμενο κορμάκι της ήταν απίστευτα ελαφρύ, το καπέλο πρέπει να ήταν πιο βαρύ από εκείνην, και ήταν όλο κορδελάκια και φιόγκους– και την κάθισε δίπλα στην Κλάρα. Μετά ανέβηκε στη θέση του, πήρε το παιδί στην αγκαλιά του, έπιασε τα χαλινάρια και της έδειξε πώς να τα κρατάει, ώστε η άμαξα να πάει ευθεία. Τον παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή, το τρέμουλό της ηρέμησε, και μετά από λίγο κρατούσε τα χαλινάρια με τα μικρά, γαντοφορεμένα χεράκια της. Σήκωσε το βλέμμα της, του χαμογέλασε με περηφάνια, και της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. «Τι έξυπνη που είσαι» είπε η Κλάρα. «Το κατάλαβες αμέσως. Το ήξερα.» Η Έρολ πήρε τα μάτια από εκείνον, για να χαρίσει το ευτυχισμένο χαμόγελό της στην Κλάρα – και ήταν προφανές ότι η καρδιά της κυρίας έλιωσε. Όχι πως ήταν και ιδιαίτερα δύσκολο. Η Κλάρα ήταν ευαίσθητη, και η Έρολ, όπως ήταν πλέον ξεκάθαρο, ήταν ένα δαιμόνιο πλάσμα. Σαν τη μητέρα της.
170
LORETTA CHASE
«Τι πρέπει να κάνεις για να ξεκινήσουν;» είπε. Δεν πρόλαβε ν’ αποφασίσει τι να της απαντήσει. Η Νουαρό όρμησε από το μαγαζί. «Αχ, αυτό το καταραμένο παιδί» είπε. «Σας κατάφερε να την ανεβάσετε; Αν δεν προσέξετε, θα σας πείσει να την πάτε μέχρι το Μπράιτον. Κατέβα κάτω, Έρολ. Η υψηλότητές τους έχουν δουλειά. Πρέπει να φύγουν.» Άπλωσε τα χέρια της. Ο Κλίβντον δεν μπορούσε παρά να της δώσει το παιδί. Κανονικά θα έπρεπε να αισθάνεται ανακούφιση – είχε ξεσυνηθίσει τα παιδιά, και η αλήθεια είναι ότι τα έβρισκε κουραστικά. Δεν αισθάνθηκε ανακούφιση. Είπε στον εαυτό του ότι ο λόγος ήταν ότι η μικρή ήταν μία πανούργα κατεργάρα, πράγμα που ήταν διασκεδαστικό. Παρατήρησε ότι η Έρολ δεν αντιστάθηκε στη μητέρα της όπως είχε κάνει με την γκουβερνάντα. Όσο υπάκουη κι αν έμοιαζε όμως, η Νουαρό δεν την εμπιστευόταν. Δεν την άφησε κάτω, αλλά την κουβάλησε πίσω στο μαγαζί. Τις κοίταζε να απομακρύνονται, ενώ η Έρολ τον χαιρετούσε πάνω από τον ώμο της μητέρας της. Της ανταπέδωσε το χαιρετισμό χαμογελώντας, ενώ κοιτούσε τους γοφούς της Νουαρό καθώς περπατούσε χωρίς να μοιάζει να την εμποδίζει το βάρος της κόρης της. Για εκείνον η μικρή ήταν πούπουλο, αλλά η Νουαρό δεν ήταν ένας επιβλητικός άντρας, ούτε είχε τη μεγαλόσωμη κατατομή της Κλάρα… την παρουσία της οποίας θυμήθηκε με κάποια καθυστέρηση. Πήρε βιαστικά το βλέμμα του και έπιασε τα χαλινάρια. Ένα λεπτό αργότερα είχαν ξεκινήσει. *** Είχε δει και η Κλάρα εκείνους τους γοφούς να κουνιούνται, και τον είχε δει να τους κοιτάζει. Είχε αισθανθεί την αλλαγή της ατμόσφαιρας όταν μπήκε με τον Κλίβντον στο μαγαζί. Είχε νιώσει την έντασή του,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
171
όπως ένα κυνηγόσκυλο όταν μυρίζεται τη λεία του. Όταν είχε πλησιάσει η μοδίστρα, η ένταση μεταξύ τους ήταν εμφανέστατη. «Χαριτωμένο κοριτσάκι» είπε. Μόνο αυτό μπορούσε να πει με ασφάλεια. Το παιδί ήταν αξιολάτρευτο. Να ήταν του Κλίβντον; Όχι, δεν είχε διακρίνει καμία ομοιότητα, και τα χαρακτηριστικά του Ανζιέρ ήταν ιδιαίτερα. «Δεν τολμώ να ξανάρθω» είπε εκείνος. «Την επόμενη φορά η δεσποινίς Νουαρό θα θέλει να οδηγήσει. Και θα είναι δικό σου επίτευγμα. Δεν έπρεπε να την έχω ανεβάσει – είμαι σίγουρος πως η μητέρα της δυσαρεστήθηκε. Αλλά δεν μπορούσε να με επιπλήξει. Οι έμποροι πρέπει να βάζουν το βιοπορισμό πάνω από τα αισθήματά τους.» «Η κυρία Νουαρό δεν μου φάνηκε θυμωμένη. Μάλλον σαν να το διασκέδαζε.» «Έτσι είναι ο τρόπος της. Είναι η δουλειά της να είναι ευχάριστη. Σου είπα πως έκανε τις κυρίες στη δεξίωση να πίνουν νερό στ’ όνομά της. Τέλος πάντων. Δεν έχει σημασία. Ούτως ή άλλως δεν έχω κανένα λόγο να ξανάρθω εδώ. Θα πείσεις τον Λόνγκμορ ή κάποιον άλλον αδελφό σου να σε φέρει. Ή θα έρθεις μόνη σου, με την υπηρέτριά σου.» «Ή με τη μητέρα» είπε εκείνη. «Τι ανοησία!» είπε αυτός. «Η μητέρα σου δεν υπάρχει περίπτωση να εγκρίνει αυτό το μαγαζί. Είναι πολύ μοδάτο, και εκείνη φαίνεται αποφασισμένη να φοράς τα πιο–» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του και έσφιξε τα δόντια του. «Αποφασισμένη να φοράω τα πιο τι;» είπε η Κλάρα. «Τίποτε» είπε αυτός. «Δεν κοιμήθηκα καλά χθες το βράδυ, και έμεινα πολλή ώρα μέσα σε μαγαζί με ρούχα. Οι γυναικείες κουβέντες μού έσπασαν τα νεύρα. Παρεμπιπτόντως, τι μουρμουρίζατε οι τρεις σας;» «Κλίβντον.» «Οι τρεις σας είχατε σκύψει πάνω από εκείνο το πράσινο φόρεμα που θαύμασες και ψιθυρίζατε» είπε εκείνος.
172
LORETTA CHASE
Σήκωσε το βλέμμα της στο πρόσωπό του. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, τα όμορφα χαρακτηριστικά του γεμάτη ένταση. Σε τι κατάσταση ήταν! Μία καταπιεσμένη οργή που έκανε τον αέρα γύρω του να πάλλεται παρόλο που εξωτερικά έμοιαζε ήρεμος. Ο Κλίβντον δεν ήταν έτσι – τουλάχιστον όχι ο Κλίβντον που ήξερε, ο άντρας που είχε αναγνωρίσει όταν είχε μπει στο σαλόνι της και της είχε χαρίσει το γνωστό, τρυφερό του χαμόγελο. Αυτός ήταν ένας ξένος. Πήρε το βλέμμα της και κοίταζε αδιάφορα το τοπίο ενώ προσπαθούσε να βρει μία απάντηση. Ούτε που ήξερε τι έλεγαν οι άλλες δύο γυναίκες για το πράσινο φόρεμα. Προσπαθούσε ν’ ακούσει τι έλεγε εκείνος στην κυρία Νουαρό. Προσπαθούσε να τους παρακολουθεί χωρίς να την πάρουν είδηση. «Δεν πολυκατάλαβα» είπε. «Εγώ το βρήκα πολύ όμορφο το φόρεμα, αλλά εκείνες συζητούσαν πως θα το ξαναφτιάξουν.» Προσπάθησε απελπισμένα να θυμηθεί τι ακριβώς είχαν πει, αλλά δεν είχε δώσει σημασία, και τώρα το μυαλό της ήταν μπερδεμένο. Δεν ήταν αφελής. Ήξερε πως ο Κλίβντον είχε σχέσεις. Και ο Λόνγκμορ είχε. Αλλά ποτέ δεν είχε δει τον αδελφό της στην κατάσταση που ήταν ο Κλίβντον όταν τους πλησίασε η κυρία Νουαρό. Προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε αυτό, όταν εκείνος εκνευρίστηκε με τη μητέρα και… με το τι φορούσε η Κλάρα; «Νομίζω…» Το μυαλό της δούλευε σαν τρελό. «Είχα την εντύπωση ότι το φόρεμα είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά χωρίς να έχει κάποιο πρόβλημα.» «Κλάρα, αυτό δεν βγάζει νόημα.» Ήταν πραγματικά τόσο εκνευριστικός όσο και τ’ αδέλφια της. Αποχαιρέτησε την υπομονή της. «Αν έχει τόσο σημασία για σένα, καλύτερα να ρωτήσεις την κυρία Νουαρό» είπε. «Τι εννοούσες για τη μητέρα και για το τι φοράω;»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
173
«Ανάθεμα» είπε εκείνος. «Μου είπες ότι πρέπει να ψωνίσω από εκεί, αλλά είπες να μην πάρω τη μητέρα.» «Σου ζητώ συγγνώμη» είπε εκείνος. «Δεν έπρεπε να το είχα πει αυτό.» «Έλα τώρα, Κλίβντον. Από πότε μασάς τα λόγια σου με μένα; Γιατί έγινες τόσο μη μου άπτου ξαφνικά;» «Μη μου άπτου;» «Τόσο ευαίσθητος. Ένα από τα πράγματα που μου άρεσε πάντα σε σένα είναι ότι αρνείσαι να μου φερθείς σαν κανένα ανόητο κοριτσάκι. Στα γράμματά σου λες αυτό που σκέφτεσαι. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Τελικά, ίσως να μη μου τα λες όλα.» «Θεέ μου, και βέβαια όχι. Δεν θα σου πω εγώ πού να ράψεις τα φουστάνια σου. Δεν με αφορά.» «Να είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να σου ζητήσω να με συνοδεύσεις σε μοδίστρα ποτέ ξανά» είπε εκείνη. «Σου δημιουργεί την πιο απαίσια διάθεση.» Μερικές ώρες αργότερα «Η κατεργάρα!» είπε η Μαρσλίν όταν έκλειναν το μαγαζί εκείνο το απόγευμα. «Το ήξερα πως δεν θα ξεχνούσε την ωραία του άμαξα, ούτε το ωραίο του πρόσωπο.» «Αγαπητή μου, είναι υπεράνω των δυνάμεών της» είπε η Σοφί. «Είναι στο αίμα της. Εντοπίζει το στόχο από τα εκατό μέτρα.» «Δεν έδειξε να ενοχλείται» είπε η Λιόνι. Είχε βγει στη βιτρίνα την ώρα που ο Κλίβντον και η Λαίδη Κλάρα έφευγαν. Και οι τρεις αδελφές είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν τις εξυπνάδες της Λούσι/Έρολ από τη βιτρίνα. Ήταν ολοφάνερο αμέσως ότι η Μίλι είχε χάσει τον έλεγχο, αλλά η Μαρσλίν είχε χρειαστεί μερικά πολύτιμα λεπτά για να απο-
174
LORETTA CHASE
δεσμευτεί από την κυρία Ρέινφρου και να πάει να μαζέψει το ξεροκέφαλο παιδί της. Καθόταν στην αγκαλιά του, η κατεργάρα, και κρατούσε τα χαλινάρια! Σε λίγο θα ήθελε να οδηγήσει τη δική της άμαξα. «Φυσικά και δεν ενοχλήθηκε» είπε η Μαρσλίν. «Είχε βάλει μπροστά όλη της τη γοητεία, και ακόμα και ο Δούκας του Κλίβντον δεν μπορεί παρά να υποκύψει.» Εν τω μεταξύ, εκείνη, πιο κυνική και δαιμόνια απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να γίνει εκείνος, δεν είχε καταφέρει να θωρακίσει την καρδιά της απέναντι στο γλυκό, υποχωρητικό χαμόγελο που είχε χαρίσει στην κόρη της. «Απ’ ό,τι είδα, κοίταξε να γοητεύσει και τη Λαίδη Κλάρα» είπε η Σοφί. «Ναι» είπε η Μαρσλίν. «Την έφερε, πάντως» είπε η Λιόνι. «Και την πλέον κατάλληλη στιγμή.» Η μέρα τους ήταν τόσο γεμάτη, που έως τώρα δεν είχαν βρει χρόνο να συζητήσουν τα γεγονότα της ημέρας. Η Μαρσλίν ήταν απασχολημένη με τις μετατροπές στο φόρεμα της Λαίδης Ρέινφρου. Έπρεπε να το κάνει μυστικά, επάνω, μακριά από τις μοδίστρες, λες και πλαστογραφούσε διαβατήρια. Εν τω μεταξύ, η Σοφί και η Λιόνι, ενώ προσπαθούσαν να ηρεμήσουν δύο άλλες εξαγριωμένες πελάτισσες, έπρεπε ταυτόχρονα να εξυπηρετούν και τη σταθερή ροή των περίεργων που είχαν έρθει κυρίως για να θαυμάσουν το διάσημο φόρεμα. Οι περίεργες κυρίες κοίταζαν το φόρεμα αποσβολωμένες και περιεργάζονταν κάθε άκρη και γωνία του μαγαζιού, ψάχνοντας τη Μαρσλίν. Έβαλαν τις αδελφές να τους δείξουν ατέλειωτα μέτρα υφάσματος και να βγάλουν από τα συρτάρια αναρίθμητα κουμπιά, κορδελάκια, χάντρες, φτερά, γουνάκια και άλλα διακοσμητικά. Έφυγαν χωρίς να αγοράσουν τίποτε.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
175
Τώρα, η Σοφί και η Μαρσλίν τακτοποιούσαν τα συρτάρια με τα διακοσμητικά και τα αξεσουάρ. Όπως κάθε απόγευμα, η Λιόνι έκανε απογραφή στο μαγαζί και προσπαθούσε να συμπεράνει ποιος από τους επισκέπτες είχε φύγει με μία μαύρη σατέν κορδέλα, έντεκα κουμπιά και τρία αραχνοΰφαντα μαντήλια. «Δεν θα μπορούσε να είχε έρθει σε πιο κατάλληλη στιγμή» είπε η Μαρσλίν. «Εάν δεν είχε εμφανιστεί όσο η Λαίδη Ρέινφρου ήταν ακόμη στο μαγαζί, νομίζω ότι μάλλον θα την είχαμε χάσει μια για πάντα.» Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να συγκεντρωθεί σ’ αυτό και να αγνοήσει την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή όταν άκουσε τη φωνή του. Είχε έρθει την κατάλληλη στιγμή, και αυτό είχε σημασία. Ήταν πολύ καλό να προσφέρεσαι να τροποποιήσεις ένα φόρεμα για να ηρεμήσεις μία εκνευρισμένη πελάτισσα, αλλά οι πελάτες δεν είχαν ιδέα πόση δουλειά χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Εν τω μεταξύ, το μυαλό της Λαίδης Ρέινφρου θα δηλητηρίαζαν αμφιβολίες για τη φημισμένη ικανότητα της Μαρσλίν να δημιουργεί «μοναδικά κομμάτια, σχεδιασμένα για τον καθέναν ξεχωριστά, όχι για όλο τον κόσμο». «Αυτό δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι» είπε η Λιόνι. «Πολύ καλή η Λαίδη Κλάρα, αλλά δεν την έχουμε ακόμη. Προς το παρόν, η Λαίδη Ρέινφρου είναι η καλύτερή μας πελάτισσα. Κάλιο ένα και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι.» Το φόρεμα της Λαίδης Ρέινφρου είχε παραδοθεί στις επτά ακριβώς, μερικές τελευταίες, μικρές αλλαγές δεν είχαν πάρει ούτε μισή ώρα, και η Σοφί είχε φύγει, αφήνοντας μία καθησυχασμένη πελάτισσα πίσω της. «Θα ξανάρθει» είπε η Σοφί. «Όλη την ώρα που ήμουν εκεί, μιλούσε για το Δούκα και τη Λαίδη Κλάρα. Το ξέρετε ότι δεν θα λέει τίποτε άλλο απόψε στης κυρίας Σαρπ. Θα μεταφέρει τα λόγια του ακριβώς, δεν υπάρχει αμφιβολία: “Δεν θα βρεις καλύτερη μοδίστρα στο Λονδίνο – ούτε και στο Πα-
176
LORETTA CHASE
ρίσι εδώ που τα λέμε”.» Μιμήθηκε το βαριεστημένο τόνο του Κλίβντον και την προφορά του – τον αναμφισβήτητο ήχο των ανώτερων στρωμάτων των προνομιούχων τάξεων. «Ας ελπίσουμε απλά να εντυπωσιάστηκε τόσο από τη μεγαλοσύνη του, που δεν πρόσεξε το πώς κοιτούσε τη Μαρσλίν» είπε η Λιόνι. «Σαν πεινασμένος λύκος» είπε η Σοφί. Η Μαρσλίν ήταν κατακόκκινη. Ακόμη δεν είχε καταφέρει να διώξει τα συναισθήματα που είχε ανακινήσει. Και πώς; Με ένα μόνο βλέμμα. Με τον ήχο της φωνής του. Αισθανόταν ακόμη τα φλογερά πράσινα μάτια του επάνω της. Άκουγε ακόμη την οικεία βραχνάδα της φωνής του. Αν ήταν ελεύθερη να κάνει ό,τι ήθελε, αν δεν είχε τίποτε και κανέναν να σκεφτεί παρά μόνο τον εαυτό της, θα είχε οδηγήσει την προκλητική υψηλότητά του σ’ ένα από τα πίσω δωμάτια του μαγαζιού, θα τον είχε κανονίσει, και θα τελείωνε η υπόθεση. Αλλά δεν ήταν ελεύθερη, από πολλές απόψεις. Η όμορφη μελλοντική σύζυγός του στεκόταν μερικά μέτρα μακριά, στην άλλη άκρη του μαγαζιού, και η άνεση με την οποία συζητούσαν καταδείκνυε την αμοιβαία τρυφερότητά τους. Η Μαρσλίν το είχε τονίσει αυτό στον εαυτό της. Επίσης είχε εντυπώσει την εικόνα της Λούσι στο μυαλό της. Και των ίδιων της των γονιών, που αποτελούσαν ζωντανό παράδειγμα του τι συνέβαινε σε μία οικογένεια όταν οι ενήλικοι σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, τις επιθυμίες και τα πάθη τους. Μπορεί να μην είχε ηθικές αρχές, αλλά το ένστικτο επιβίωσής της ήταν πολύ ισχυρό. Το να υποκύψει στον Κλίβντον θα ήταν ένα λάθος που θα υπονόμευε το σεβασμό που είχε δουλέψει σκληρά να κερδίσει. Αυτό θα κατέστρεφε την επιχείρησή της, και μαζί μ’ αυτήν και την οικογένειά της. Και πάλι όμως, όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και ένιωσε, όσο και άκουσε, τη φωνή του, ένα νέφος κάλυψε τη λογική της και η αποφασιστικότητά της εξανεμίστηκε.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
177
Τι ανόητη που ήταν! Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να θυμηθεί πώς την είχε κοιτάξει ο Τσάρλι, και τη βραχνή επιθυμία στη φωνή του… Και πού είχε οδηγήσει αυτό; «Έτσι κοιτάει όλες τις γυναίκες ο Κλίβντον» είπε. «Αυτό είναι το βλέμμα ενός ειδικού στο ξελόγιασμα. Αποτυπώστε το στο μυαλό σας αν δεν θέλετε να καταλήξετε ανάσκελα, ή με την πλάτη στον τοίχο, και να χάσετε την παρθενιά σας πριν καλά-καλά το καταλάβετε.» «Τη Λαίδη Κλάρα δεν την κοίταζε έτσι» είπε η Λιόνι. «Ποιος ο λόγος;» είπε η Μαρσλίν. «Μεταξύ τους όλα είναι κανονισμένα, ή σχεδόν κανονισμένα. Τη θεωρεί δεδομένη, ο ξιπασμένος. Αυτό, όμως, είναι δικό τους πρόβλημα. Αν είναι έξυπνη, θα βρει έναν τρόπο να τραβήξει την προσοχή του. Δεν είναι και τόσο δύσκολο. Εν τω μεταξύ, εμείς έχουμε ένα σοβαρό πρόβλημα.» Κοίταξε την πόρτα που οδηγεί στο εργαστήριο, που τώρα ήταν άδειο καθώς οι μοδίστρες είχαν φύγει τη συνηθισμένη τους ώρα. «Λοιπόν» είπε η Λιόνι «έχω τις υποψίες μου.» *** Την Τρίτη το βράδυ, η κυρία Ντόουνς συνάντησε τη μοδίστρα τη γνωστή ώρα στο γνωστό μέρος. Η μοδίστρα τής έδωσε ένα σχέδιο που είχε αντιγράψει. «Αυτό είναι όλο;» είπε η κυρία Ντόουνς. «Μου υποσχέθηκες ένα τετράδιο με σχέδια, με λεπτομέρειες.» «Και θα το πάρεις» είπε η μοδίστρα. «Αλλά επικρατούσε αναστάτωση για εκείνο το πράσινο φόρεμα της Λαίδης Ρέινφρου, και μετά τρέχαμε να δείξουμε το ένα και το άλλο σε όλες τις κυρίες που ήρθαν να δουν το φόρεμα που φορούσε η κυρία Νουαρό σ’ εκείνην τη δεξίωση.» Η κυρία Ντόουνς ήξερε για το μπεζ φόρεμα και την αναστάτωση που είχε προκαλέσει στις κυρίες. Οι ίδιες της
178
LORETTA CHASE
οι πελάτισσες μιλούσαν γι’ αυτό, και μάλιστα μπροστά της! Και σαν να μην έφτανε αυτός ο εξευτελισμός, έμαθε και ότι ο Δούκας του Κλίβντον πήγε τη Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ σ’ αυτό το καταραμένο μαγαζί. «Τα θέλω αυτά τα σχέδια» είπε. «Και το καλό που σου θέλω πάρ’ τα σύντομα.» «Το καλό που μου θέλεις;» είπε η μοδίστρα. «Αλλιώς; Εγώ κάνω τη βρομοδουλειά σου.» «Κι εγώ χάνω την πελατεία μου από αυτήν τη Γαλλίδα τσούλα. Αν δεν μπορείς να κάνεις ό,τι υποσχέθηκες, θα της πω ότι ήρθες και προσφέρθηκες να κατασκοπεύεις για μένα. Και τότε θα βρεθείς στο δρόμο. Και ξέχνα τις πενήντα λίρες. Αν και θα σου δώσω κάτι, όπως και το αφεντικό σου: ένα κακό όνομα. Και δεν πρόκειται να ξαναδουλέψεις σε κανένα αξιοπρεπές μαγαζί.» *** Την Τετάρτη το βράδυ, ο Δούκας του Κλίβντον ήταν από τους τελευταίους που έφτασαν στη συγκέντρωση του Κόμη του Γουεστμόρλαντ. Αν είχε επιχειρήσει να μπει στο Άλμακ τέτοια ώρα, θα είχε βρει τις πόρτες ερμητικά κλειστές. Αλλά οι εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις στο Άλμακ δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη, και παρόλο που αυτή ήταν μία πολύ πιο ζωηρή μάζωξη, χόρεψε μόνο με τη Λαίδη Κλάρα, και μετά αποσύρθηκε στην αίθουσα χαρτοπαιξίας για το υπόλοιπο της βραδιάς. Την Πέμπτη πέρασε ένα τέταρτο της ώρας στη συγκέντρωση της Κόμησσας του Έντινχαμ πριν αναχωρήσει για το κλαμπ Γουάιτ, όπου έπαιξε χαρτιά μέχρι την αυγή. Την Παρασκευή δείπνησε στην οικεία Γουόρφορντ. Εκείνο το βράδυ δεν μπορούσε να ξεγλιστρήσει για να πάει να παίξει χαρτιά. Έτσι, προσποιήθηκε ότι περνάει καλά, αν και ήταν ολοφάνερο και στην Κλάρα ότι δεν έβλεπε τη στιγμή να τελειώσει η βραδιά.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
179
Δεν ήταν αγενής μαζί της. Δεν της είχε πει ούτε μία άσχημη κουβέντα από την Τρίτη. Αλλά ήταν απόμακρος και συνοφρυωμένος, και είχε μάθει ότι έχανε απίστευτα ποσά στα χαρτιά. Ακόμα κι αν οι φήμες υπερέβαλλαν ως συνήθως, και πάλι έπαιζε πολύ πιο παράτολμα απ’ ό,τι συνήθιζε. Μετά, το Σάββατο, σε μία δεξίωση, η Λαίδη Γκορέλ, προσποιούμενη ότι δεν έχει δει την Κλάρα που στεκόταν αρκετά κοντά για να την ακούσει, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το περιεχόμενο της επιστολής που είχε λάβει εκείνη την ημέρα από την κουνιάδα της στο Παρίσι. Δευτέρα Δύο έντονα χτυπήματα στην κλειστή πόρτα του μαγαζιού ξάφνιασαν τις αδελφές Νουαρό. Δεν ήταν ούτε εννέα το πρωί, και μπορεί οι μοδίστρες τους να δούλευαν συνήθως εννέα με εννέα, αλλά το ίδιο το μαγαζί δεν άνοιγε μέχρι αργά το απόγευμα. Δεν υπήρχε λόγος να ανοίξουν νωρίς όταν ελάχιστες από τις πελάτισσές τους ξυπνούσαν πριν το μεσημέρι. Το θέμα ήταν αν θα είχαν άλλες πελάτισσες. Αν δεν σταματούσαν τον προδότη σύντομα, δεν θα είχαν μαγαζί ν’ ανοίξουν. Αν και η Λιόνι είχε τις υποψίες της, μέχρι τώρα δεν είχαν καμία απόδειξη, και διάφορα τεχνάσματα είχαν αποτύχει. Νωρίς το πρωί είχαν στήσει μία παγίδα. Αν έπιανε, μέχρι αύριο θα είχαν ανακαλύψει τον ένοχο. Εν τω μεταξύ, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να περιμένουν, να βράζουν στο ζουμί τους, και να κάνουν τη δουλειά τους όπως συνήθως. Τώρα, αυτό σήμαινε ότι η Μαρσλίν, η Σοφί και η Λιόνι τακτοποιούσαν εσάρπες και τόπια από ύφασμα στα ράφια με έναν εμφανισιακά ατημέλητο αλλά πολύ δελεαστικό τρόπο.
180
LORETTA CHASE
Νωρίς ή όχι, η δουλειά ήταν δουλειά, και έπρεπε να γίνει με χαμόγελο. Η Λιόνι πήγε στην πόρτα και την άνοιξε. Η Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ, κατακόκκινη, όρμησε στο κατώφλι, με μία υπηρέτρια να την ακολουθεί κατά πόδας. Αγνοώντας το χαιρετισμό της Λιόνι, η εξοχότητά της πήγε κατευθείαν στη Μαρσλίν. Γλιστρώντας κοντά της με έναν κομψό χαιρετισμό και μία ακόμα κομψότερη υπόκλιση, η Μαρσλίν ρώτησε πώς μπορούσε να εξυπηρετήσει την εξοχότητά της. «Μπορείτε να με εξυπηρετήσετε λεγόντάς μου την αλήθεια» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Το βράδυ του Σαββάτου, άκουσα κατά τύχη μία πολύ περίεργη ιστορία· μία ιστορία που δεν θα μπορούσα να φανταστώ–» Έκοψε τη φράση της στη μέση καθώς θυμήθηκε καθυστερημένα την υπηρέτρια δίπλα της. «Ντέιβις, περίμενέ με στην άμαξα» είπε. Η Ντέιβις κοίταξε θυμωμένη το μαγαζί, έριξε από ένα δολοφονικό βλέμμα στην κάθε αδελφή, και μετά βγήκε έξω χτυπώντας την πόρτα πίσω της. Η Λαίδη Κλάρα πήρε μία βαθιά ανάσα και άρχισε από την αρχή. «Κυρία Νουαρό, έτυχε να ακούσω μία εξωφρενική ιστορία για ένα γνωστό μου κύριο – έναν κύριο που με συνόδευσε στο μαγαζί αυτό λιγότερο από μία εβδομάδα πριν.» Η Μαρσλίν δεν ξεστόμισε καμία από τις σαρκαστικές απαντήσεις, τις ασεβείς αντιδράσεις, διακοπές, αντιπερισπασμούς, ή βίαιες βλαστήμιες που της ήρθαν στο μυαλό. Ήταν επαγγελματίας. Πήρε μία έκφραση ευγενικού ενδιαφέροντος. «Πριν βιαστείτε να βγάλετε τα οποιαδήποτε συμπεράσματα» συνέχισε η Λαίδη Κλάρα «επιτρέψτε μου να σας διαβεβαιώσω ότι δεν ήρθα εδώ με ζηλόφθονη διάθεση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο. Δεν είμαι τυφλή, και ξέρω – εννοώ, έχω αδελφούς, οι οποίοι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
181
νομίζουν ότι είναι πιο διακριτικοί απ’ ό,τι πραγματικά είναι. Αχ.» Έβγαλε ένα μαντήλι και σφούγγισε τα μάτια της. «Αχ.» Τα πράγματα έπαιρναν μία ανησυχητική τροπή. Θυμός, οργή – απολύτως συνηθισμένα και κατανοητά. Αλλά δάκρυα – Θεέ μου! «Αγαπητή μου – κυρία μου.» Η Μαρσλίν την πήρε αγκαζέ και την οδήγησε σε μία καρέκλα. «Σοφί, φέρε ένα ποτήρι κρασί για την εξοχότητά της.» «Όχι» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Δεν χρειάζομαι κρασί.» «Μπράντι, τότε» είπε η Μαρσλίν. «Ίσως» είπε η Λαίδη Κλάρα. Η Σοφί βγήκε από το δωμάτιο. Η Λαίδη Κλάρα άφησε ένα μικρό αναφιλητό, και μετά η στάση της σκλήρυνε καθώς ανέκτησε την ψυχραιμία της. «Δεν κλαίω. Ποτέ δεν κλαίω. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Αλλά είναι ο πιο αγαπημένος μου φίλος.» Τα μπλε μάτια της στράφηκαν στη Μαρσλίν. «Δεν μπορώ να σας αφήσω να τον πληγώσετε» είπε. Οι Νουαρό είχαν γεννηθεί χωρίς το βάρος της συνείδησης. Αλλά ακόμα κι αν είχε, η Μαρσλίν δεν είχε κάνει ποτέ κάτι τόσο λάθος, ώστε να την προβληματίσει. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν προβληματίστηκε, αλλά δεν τα κατάφερε. Εξάλλου είχε μπροστά της μία συμπαθητική κοπέλα, η οποία μόνο ευγένεια είχε δείξει προς τη Μαρσλίν και τις αδελφές της – κάτι που δεν μπορούσε να πει για τις περισσότερες πελάτισσές τους. Επίσης, ήταν σαφές ότι αγαπούσε πραγματικά τον Κλίβντον, και η αλήθεια ήταν ότι η Μαρσλίν τη λυπόταν γι’ αυτό, αν και ήξερε ότι ήταν τελείως παράλογο. Η Λαίδη Κλάρα ήταν κόρη ενός Μαρκήσιου. Ήταν έτοιμη να παντρευτεί ένα Δούκα και θα είχε εισόδημα τουλάχιστον εκατό χιλιάδες λίρες το χρόνο, ίσως και το διπλάσιο. Το μαγαζί της Μαρσλίν, μαζί με το κατάλυμά τους επάνω, θα χωρούσε άνετα στα διαμερίσματα υπηρεσίας του διαμε-
182
LORETTA CHASE
ρίσματός του στο Λονδίνο, και θα έμενε και χώρος για το στρατό από υπηρέτες που έχει. Εν τω μεταξύ, οι αδελφές Νουαρό βρίσκονταν στα πρόθυρα της καταστροφής από μία ανίκανη ανταγωνιστή. Ενώ η Μαρσλίν προσπαθούσε να κάνει την καρδιά της πέτρα, η Λιόνι –η λιγότερο συναισθηματική από τρεις μη συναισθηματικές αδελφές– είπε: «Σας ικετεύω, κυρία μου, ηρεμήστε. Καμιά μας δεν θέλει να πληγώσει κανέναν κύριο πουθενά αλλού εκτός από την τσέπη του. Εκεί, όπως είναι φυσικό, θα θέλαμε να κάνουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ζημιά.» Η Λαίδη Κλάρα την κοίταξε. «Εγώ δεν άκουσα αυτό.» «Τολμώ να πω πως όχι» είπε η Λιόνι. «Αλλά δεν νομίζω ότι κανένας στον κύκλο σας είναι σε θέση να καταλάβει πόσο μισθοφορικά λειτουργούμε.» Α, ναι. Αφοπλιστική ειλικρίνεια. Αυτή ήταν η καλύτερη μέθοδος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Άσε τη σκληρόκαρδη Λιόνι να βρει το κουμπί της Λαίδης μια και η μεγαλύτερη αδελφή της ήταν προσωρινά αποδιοργανωμένη. «Η αδελφή μου έχει δίκιο» είπε η Μαρσλίν. «Είναι εντελώς ακατανόητο για τους ευγενείς. Εσείς δεν σκέφτεστε ποτέ τα χρήματα. Εμείς δεν σκεφτόμαστε και τίποτε άλλο.» «Τότε, λοιπόν, αν το θέμα είναι τα χρήματα» είπε η Λαίδη Κλάρα «θα σας δώσω όσα θέλετε, αρκεί να φύγετε, χωρίς να του πείτε τίποτε, να πάτε κάπου που δεν μπορεί να σας βρει.» «Αυτό είναι πολύ δραματικό» είπε η Μαρσλίν. «Η κατάσταση σίγουρα απαιτεί μπράντι» είπε η Σοφί καθώς έμπαινε στο δωμάτιο με το υπέρτατο γιατρικό των Νουαρό για όλα τα προβλήματα. Το μπράντι λαμπύριζε μέσα σε μία μικρή κρυστάλλινη κανάτα, η οποία ήταν μαζί με ένα ασορτί ποτήρι μέσα σ’ έναν όμορφο δίσκο. Εκεί είχε απλώσει μία λαχταριστή ποικιλία από μπισκότα, κεκάκια και τυρί. Κάποιοι πελάτες περνούσαν ώρες στο μαγαζί, και έπρεπε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
183
να έχει κανείς κάτι να τους ταΐσει – και να τους ποτίσει, αν χρειαστεί. Η Λαίδη Κλάρα ήπιε το μπράντι της μονορούφι και με εμφανή ικανοποίηση. Μια και ήταν τόσο νωρίς, η μικρή αυτή χειρονομία την ανέβασε πολύ στα μάτια των αδελφών Νουαρό – κάτι πολύ άβολο, όταν όλες τους προσπαθούσαν να διατηρήσουν έναν ψυχρό επαγγελματισμό και μία μισθοφορική αποστασιοποίηση απέναντί της. «Το ξέρω ότι αυτά πάντα μεγαλοποιούνται» είπε. «Ξέρω, όμως, ότι υπάρχει και κάποια αλήθεια στις ιστορίες. Το είδα με τα μάτια μου. Έχει αλλάξει.» «Με όλο το σεβασμό, η εξοχότητά σας έχει να δει τον κύριο πάνω από τρία χρόνια» είπε η Λιόνι. «Οι άντρες αλλάζουν. Είναι τα πλέον ευμετάβλητα πλάσματα.» «Είναι κακοδιάθετος, βαριεστημένος και απόμακρος» είπε η εξοχότητά της. «Όπου και να βρίσκεται, το μυαλό του είναι αλλού. Η μοναδική φορά που ήταν πραγματικά παρών ήταν όταν ήρθαμε εδώ. Το είδα.» Έδειξε με το ποτήρι της τη Μαρσλίν. «Είδα πώς σας κοιτούσε, κυρία Νουαρό. Και τι να σκεφτώ όταν ακούω για μία σκοτεινή περιπετειώδη γυναίκα η οποία άπλωσε τα δίχτυα της στο Δ... σε κάποιο συγκεκριμένο κύριο; Ή ότι κυνήγησε το εξωτικό αυτό πλάσμα στην όπερα, στο Λονγκσάμπ, στα χαρτοπαικτικά καταγώγια –μπροστά σε όλο τον κόσμο– πριν χάσει τελείως τα λογικά του και φέρει αυτό το αντικείμενο της εμμονής του–» «Αυτό θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ» μουρμούρισε η Σοφί. «–φέρει την εμμονή του στην ετήσια δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ. Και ο λόγος δεν ήταν ότι η υψηλότητά του το θεώρησε αστείο να τη φέρει, αλλά ότι η ερωμένη του –η παράνομη σχέση του– είχε απειλήσει να αυτοκτονήσει αν δεν την έπαιρνε μαζί του.» «Να αυτοκτονήσει;» επανέλαβαν και οι τρεις αδελφές ταυτόχρονα. Κοίταξαν η μία την άλλη. Το ανασήκωμα των
184
LORETTA CHASE
φρυδιών τους μόλις που ήταν ορατό. Αυτή ήταν η μόνη εξωτερική ένδειξη του πόσο απίστευτο έβρισκαν αυτό που είχαν μόλις ακούσει – αυτό και το ότι η Λιόνι έπρεπε να δαγκώσει τα χείλη της για να μη σκάσει στα γέλια. «Και αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που η συγκεκριμένη γυναίκα χρησιμοποίησε απειλές» συνέχισε η Λαίδη Κλάρα. «Άκουσα για βίαιες σκηνές σε ολόκληρο το Παρίσι, με αποκορύφωμα μία μονομαχία με το Μαρκήσιο ντ’ Εμιλιέν. Αυτό σόκαρε ακόμα και τους πλέον αδιάφορους Παριζιάνους. Αφού τραυμάτισε θανάσιμα το Μαρκήσιο στο Μπουά ντε Μπουλόν, ο τρελαμένος από έρωτα κύριος ακολούθησε τη νεαρή γυναίκα μακριά από το Παρίσι μέσα στη νύχτα. Στη διάρκεια αυτής της καταδίωξης, απείλησε το Βρετανό πρόξενο και κάθε αξιωματούχο που βρήκε στο δρόμο του. Όπως φαίνεται, ήταν τόσο τρελαμένος, που πίστευε πως προσπαθούσαν σκοπίμως να τον εμποδίσουν να φύγει από τη Γαλλία.» Ήξεραν όλες τους να παίζουν χαρτιά. Γι’ αυτό και η Σοφί και η Λιόνι δεν έσκασαν στα γέλια, και η Μαρσλίν, που είχε αρχίσει να εξοργίζεται, διατηρούσε χωρίς δυσκολία μία έκφραση ευγενικού ενδιαφέροντος. Λες και δεν είχε αρκετά προβλήματα, με την Κακόγουστη να προσπαθεί να της καταστρέψει την επιχείρηση. Τώρα, η Μαρσλίν έπρεπε να υποφέρει και στα χέρια των σκανδαλοθήρων απλά και μόνο επειδή μερικοί άνθρωποι είδαν κάτι που έμοιαζε με φλερτ! Ήταν παρανοϊκό – αλλά, βέβαια, οι ευγενείς δεν φημίζονταν για τη λογική τους. Θα έπρεπε να το διασκεδάζει, αλλά ανησύχησε. Απλές φήμες ήταν ικανές να καταστρέψουν την επιχείρησή της. Αν και δεν ήταν δύσκολο να μοιάζει ψύχραιμη εξωτερικά, δυσκολευόταν να αποφασίσει τι να πει. Η Λιόνι, που δεν είχε τα προβλήματά της, δεν αντιμετώπιζε καμία τέτοια δυσκολία. «Τα μέλη της υψηλής κοινωνίας μάλλον δεν ξέρουν να μετράνε» είπε. «Αν μετρούσαν απλά
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
185
τις ημέρες που έμεινε η αδελφή μου στο Παρίσι –για να μην πούμε από τότε που πρωτογνώρισε τον κύριο–, θα αντιλαμβάνονταν πόσο ανόητα είναι όλα αυτά. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε στις δεκατέσσερις του μηνός. Θυμάμαι την ημερομηνία, γιατί την ίδια νύχτα η αδελφή μου μας έγραψε γράμμα όπου μας ανακοίνωνε το γεγονός. Άρα, έχουμε από τη νύχτα της δεκάτης τετάρτης μέχρι νωρίς το πρωί της δεκάτης εβδόμης, οπότε και η αδελφή μου έφυγε από το Παρίσι. Και ρωτώ την εξοχότητά σας, πώς θα μπορούσαν όλα αυτά τα γεγονότα να λάβουν χώρα σε λιγότερο από δύο ημέρες;» Άσε τη Λιόνι να υποβιβάσει τα συναισθήματα σε αριθμούς, σκέφτηκε η Μαρσλίν. Και πόσο λίγοι έμοιαζαν αυτοί οι αριθμοί. Μερικές ημέρες. Τόσο μόνο είχε χρειαστεί ο Κλίβντον για να κάνει ζημιά στο μυαλό της Μαρσλίν και να γεμίσει με αγκάθια την καρδιά της, και με όνειρα το μυαλό της, τόσο που δεν μπορούσε να ησυχάσει μέρα και νύχτα. Ανέκτησε την ψυχραιμία της. «Εν τω μεταξύ, τόσους μήνες ζούσε ανάμεσα στους Παριζιάνους» είπε. «Σ’ αυτούς πρέπει να ρίξετε το φταίξιμο αν αναζητάτε αποδιοπομπαίους τράγους. Δεν έχετε πάει ποτέ στο Παρίσι, έτσι δεν είναι;» «Όχι ακόμη» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Τότε, δεν έχετε ιδέα πόσο πολύ διαφέρει από το Λονδίνο.» «Ξέρω πώς είναι το Παρίσι» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Ο Κλίβ... ο κύριος μού έγραφε συστηματικά – μέχρι που σας γνώρισε, δηλαδή. Δεν έχει νόημα να το αρνούμαι. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν μου είχε γράψει –είδα ότι δεν είχε σπάσει το χέρι του–, μου είπε τι είχε συμβεί.» «Το οποίο ήταν τι ακριβώς;» είπε η Μαρσλίν. «Δεν μπορεί να ήταν κάτι ενοχοποιητικό. Την περασμένη εβδομάδα τον συνοδεύσατε εδώ με ευχάριστη διάθεση. Δεν μοιάζατε σαν να θέλετε να τον σκοτώσετε. Ούτε εκείνον ούτε εμένα.» «Μου είπε ότι είχε γνωρίσει μία εξαιρετικά εξοργιστική μοδίστρα» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Αλλά άντρας είναι, και
186
LORETTA CHASE
όσο σαφής και να είναι στα γράμματά του, όταν αναφέρεται σε συναισθηματικά ζητήματα είναι λιγότερο ξεκάθαρος. Αυτό που εννοούσε –και σας παρακαλώ, μη με περνάτε για ηλίθια, μια και το ξέρετε καλά–, αυτό που εννοούσε ήταν ότι η κυρία Νουαρό ήταν προκλητική. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι είχε πάθει εμμονή μαζί της.» Λες κι εκείνος δεν έκανε τίποτε για να πάθω εγώ εμμονή μαζί του, σκέφτηκε η Μαρσλίν. Λες και έπεσε θύμα της πονηριάς μου – ή μάλλον των δαιμονικών μου δυνάμεων. «Τον ρώτησα ευθέως αν τον είχε ξεμυαλίσει» συνέχισε η Λαίδη Κλάρα «και γέλασε και είπε ότι αυτή μάλλον ήταν η πιθανότερη εξήγηση.» Δουλειά, θύμισε στον εαυτό της η Μαρσλίν. Ήταν δουλειά. Αυτή ήταν η πελάτισσα που ήθελε. Στην προσπάθειά της να προσελκύσει τη Λαίδη Κλάρα στο μαγαζί έμπλεξε σε τόσους μπελάδες η Μαρσλίν. Και η κυρία ήταν εδώ. Στο μαγαζί. Είπε: «Πώς ν’ αντισταθεί; Απλά κοιτάξτε με.» Έκανε τη γνωστή χαριτωμένη της χειρονομία με το χέρι της να δείχνει από το λαιμό της και κάτω. Επιτέλους, η Λαίδη Κλάρα κοίταξε, και είδε πραγματικά τι φορούσε η Μαρσλίν. Ροζ και πράσινο, ένας από τους αγαπημένους της χρωματικούς συνδυασμούς, αυτήν τη φορά σε λεπτό μετάξι, με μία χαμηλή κάπα από το ίδιο υλικό, αραχνοΰφαντα φουσκωτά μανίκια και έναν κομψό πλισέ κορσέ. «Θεέ μου» είπε η Λαίδη Κλάρα. Η Μαρσλίν αντιστάθηκε στον πειρασμό και δεν έδειξε την αγανάκτησή της. Η Λαίδη Κλάρα ήταν το ίδιο ανυποψίαστη με τον Κλίβντον. Και οι δύο δεν πρόσεχαν τίποτε σ’ ένα φόρεμα αν δεν τους τραβούσε κάποιος την προσοχή με το ζόρι. «Και αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά σ’ αυτό που θα βλέπατε στο Παρίσι» είπε η Μαρσλίν. «Εκεί ήμουν υποχρεωμέ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
187
νη να ξεπεράσω τον εαυτό μου, γιατί είχα να ανταγωνιστώ τις πιο κομψές γυναίκες του κόσμου, που έχουν αναγάγει την αποπλάνηση σε υψηλή τέχνη. Αυτός είναι ο πραγματικός αντίπαλος της εξοχότητάς σας: το Παρίσι. Εγώ δεν είμαι τίποτα. Εάν ο κύριος είναι βαριεστημένος και απόμακρος, είναι γιατί τώρα οι γυναίκες γύρω του δεν ξέρουν πώς να τραβήξουν την προσοχή του.» Άφησε το βλέμμα της να γλιστρήσει από το ανιαρό καπέλο της Λαίδης Κλάρα στο λευκό κρεπ φόρεμά της με τις μαύρες λεπτομέρειες –κυρίως κορδέλα και ένα μικρό κέντημα, αλλά ούτε ίχνος δαντέλας– και προς τα κάτω, με ένα μικρό αναστεναγμό απελπισίας, στον ποδόγυρο. Το στιλ ήταν – βασικά, ήταν ανύπαρκτο. Όσο για τη δεξιοτεχνία: Η λιγότερο ταλαντούχα από τις έξι μοδίστρες της Μαρσλίν θα έκανε καλύτερη δουλειά μεθυσμένη. Η Σοφί και η Λιόνι πλησίασαν τη Μαρσλίν ενώ κοίταζαν με το ίδιο βλέμμα γεμάτο οίκτο το φόρεμα. «Η Αυλή φορούσε ενδύματα πένθους για τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας, και μετά για τον Πρίγκιπα της Πορτογαλίας» είπε αμυντικά η Λαίδη Κλάρα. «Μόλις πρόσφατα βγάλαμε τα μαύρα.» «Δεν μπορείτε να φοράτε αυτή την απόχρωση του λευκού» είπε η Μαρσλίν. «Είναι καταστροφικό για το δέρμα σας.» «Και τι δέρμα!» είπε η Σοφί. «Διάφανο. Οι γυναίκες θα έσκαγαν από τη ζήλια τους αν δεν φορούσατε ένα λευκό που ρουφάει όλη σας τη ζωτικότητα.» «Οι μαύρες λεπτομέρειες δεν μπορούν να αποφευχθούν» είπε η Λιόνι. «Αλλά πρέπει να είναι τόσο βαριές;» «Δεν χρειάζεται να είναι κρεπ, αυτό είναι το μόνο σίγουρο» είπε η Μαρσλίν. «Ποιος λέει ότι δεν μπορείτε να βάλετε μία πιο λεπτή κορδέλα, από μετάξι; Και ίσως μερικούς φιόγκους. Ή ένα ρόμβο. Και ίσως κάτι σε ασημένιο χρώμα εδώ κι εκεί, για να το φωτίσει. Αλλά το κυριότερο, ποτέ αυτή την απόχρωση του λευκού!»
188
LORETTA CHASE
«Δεν εκμεταλλεύεστε το σώμα σας» είπε η Σοφί. «Είμαι μεγαλόσωμη» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Είστε σαν άγαλμα» είπε η Λιόνι. «Και τι δεν θα έδινα για το ύψος σας. Και τι δεν θα έδινα για να μπορώ να κοιτάζω έναν άντρα στα μάτια.» «Τους περισσότερους πρέπει να σκύψω για να τους κοιτάξω» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Εκτός από τους αδελφούς μου και τον Κλ... τον κύριο.» «Ακόμα καλύτερα» είπε η Σοφί. «Ένας άντρας πρέπει να έχει τη γυναίκα ψηλά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, γιατί αυτός είναι ο σωστός τρόπος λατρείας, και το να σας λατρεύει είναι το λιγότερο που μπορεί να κάνει. Δεν έχει σημασία πόσο ψηλή είναι. Είστε η πιο όμορφη γυναίκα στο Λονδίνο–» «Τώρα υπερβάλλετε» είπε η Λαίδη Κλάρα. Ήπιε ακόμα λίγο μπράντι. «Είστε διαολεμένες εσείς οι τρεις.» Δεν είχε άδικο. «Μπορεί να δούμε μια-δυο πόρνες στο θέατρο που να είναι ομορφότερες» είπε η Σοφί. «Αλλά ο μόνος λόγος είναι ότι χρησιμοποιούν στο έπακρο τα χαρίσματά τους και κάποια βοηθήματα. Εσείς, από την άλλη μεριά, έχετε μία βαθιά, πραγματική αγγλική ομορφιά που μόνο θα μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου. Είναι απαράδεκτο και αχάριστο να μην εκμεταλλεύεστε στο έπακρο τα χαρίσματα που σας έχουν δοθεί τόσο απλόχερα.» «Φαίνεστε μεγαλόσωμη» είπε η Μαρσλίν «επειδή το φόρεμα είναι συντηρητικό. Φαίνεστε μεγαλόσωμη επειδή είναι κομμένο απρόσεχτα και ραμμένο άτεχνα. Σούρες! Η εξάχρονη κόρη μου ράβει καλύτερα. Να μην πω για το σχέδιο, που μοιάζει σαν να είναι αντιγραφή της μόδας που φοράνε οι γιαγιάδες στο Μπαθ. Η παρομοίωση ταιριάζει, μια και τόσος κόσμος πίνει το νερό του Μπαθ γιατί κάνει καλό, και αυτή η απόχρωση του λευκού σάς κάνει να μοιάζετε ανεμική. Αφήστε με να σας δείξω ποιο λευκό θα έπρεπε να
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
189
φοράτε. Σοφί, φέρε έναν καθρέφτη χειρός. Λιόνι, τη μαλακή λευκή οργάντζα.» «Δεν ήρθα εδώ ν’ αγοράσω φόρεμα» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Ήρθατε γιατί θέλετε να φέρετε έναν κύριο πίσω από όπου κι αν έχει πάει» είπε η Μαρσλίν. «Θα σας δείξουμε τον τρόπο να το κάνετε.»
Κεφάλαιο 9 Έχουμε δει λευκά κρεπ φορέματα για τη μετάβαση από το πένθος, τους κορσέδες να χαλαρώνουν, και να πιάνονται στο κέντρο του μπούστου και στις άκρες με φιόγκους από μαύρη μεταξωτή κορδέλα, ο καθένας με ένα ρόμβο στη μέση. – La Belle Assemblèe, μόδα του μήνα Απριλίου, 1835 Οικεία Γουόρφορντ Τρίτη απόγευμα «Ναι, Υψηλότατε, η εξοχότητά της είναι στο σπίτι, αλλά είναι απασχολημένη» είπε ο Τιμς, ο μπάτλερ. «Απασχολημένη;» επανέλαβε ο Κλίβντον. «Τρίτη δεν είναι σήμερα;» Η οικογένεια Γουόρφορντ δεν δεχόταν επισκέψεις τις Τρίτες. Γι’ αυτό και ο Κλίβντον είχε έρθει σήμερα και όχι χθες ή αύριο. Την Τρίτη δεν θα χρειαζόταν να ανοίξει δρόμο μέσα από τα μπουλούκια των θαυμαστών της Κλάρα, τα γοητευμένα κουτάβια που συνωστίζονταν γύρω της στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Όποτε πλησίαζε, είχε την εκνευριστική αίσθηση ότι κάτι σκίαζε όλες τις δραστηριότητες, ό,τι κι αν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
191
ήταν: άντρες να συνθέτουν ωδές προς τιμή των ματιών της και τέτοια, υπέθετε. Να μαλώνουν για το ποιος θα χορέψει μαζί της. Και αναμφίβολα να ανταγωνίζονται σε θέματα μόδας – πράγμα που ήταν πολύ διασκεδαστικό, μια και η Κλάρα δεν ενδιαφερόταν για τη μόδα. Ούτε τους γιακάδες δεν ήξερε να ξεχωρίσει, πόσω μάλλον να εκτιμήσει την αξία ενός γιλέκου. Και πάλι όμως, μπορεί να είχε κάνει λάθος για την ημέρα. Είχε πιει παραπάνω απ’ όσο έπρεπε χθες βράδυ, και το κεφάλι του πονούσε ακόμη. Ίσως θα ήταν καλύτερο να ξανάρθει τη σωστή μέρα. Ίσως τότε να μην έλαμπε τόσο έντονα ο καταραμένος ο ήλιος. Αφού επιβεβαίωσε ότι ήταν όντως Τρίτη, ο Τιμς οδήγησε απολογητικά τον Κλίβντον στο μικρό καθιστικό για να περιμένει ενώ έστειλε ένα βοηθό να ενημερώσει τη Λαίδη Κλάρα για την άφιξη της υψηλότητάς του. Καθώς δεν ήταν συνηθισμένος να τον αφήνουν να περιμένει πουθενά, πόσω μάλλον στην οικεία Γουόρφορντ, ο Κλίβντον κυριεύτηκε από ανυπομονησία. Ήταν εξαιρετικά περίεργο για την Κλάρα να είναι απασχολημένη Τρίτη απόγευμα. Ήταν σίγουρος πως της είχε πει –το Σάββατο δεν ήταν;– πως σήμερα θα την πήγαινε βόλτα με την άμαξα. Έπρεπε να τελειώνει με την υπόθεση του γάμου σήμερα κιόλας. Είχε ήδη περάσει μία εβδομάδα – μία εβδομάδα από τότε που είχε αποφασίσει να βάλει τη ζωή του σε τάξη και να κάνει την επίσημη πρόταση, μετά την οποία θα μπορούσαν να αρχίσουν τις προετοιμασίες για το γάμο με την πρώτη ευκαιρία. Η επίσκεψη στη μοδίστρα τον είχε αναστατώσει. Βλέποντας ξανά τη Νουαρό… και το παιδί… Μετά δεν είχε καταφέρει να συγκεντρώσει το μυαλό του, πόσω μάλλον να θυμηθεί τι είχε σκοπό να πει στην Κλάρα. Η ώρα δεν του έμοιαζε… κατάλληλη. Είπε στον εαυτό του
192
LORETTA CHASE
πως τόσο εκείνος όσο και η Κλάρα είχαν ανάγκη να συνηθίσουν και πάλι ο ένας τον άλλον. Αυτή δεν ήταν και η συμβουλή του Λόνγκμορ; Αλλά τελικά μάλλον θα έπρεπε να συνηθίσουν ο ένας τον άλλον μετά το γάμο. Τώρα ένας επίσημος –και μικρής διάρκειας– αρραβώνας έμοιαζε ο καλύτερος τρόπος να βάλει ένα τέλος στις εικασίες και στα κουτσομπολιά. Είχε ακούσει φήμες για μία παλαβή ιστορία που είχε ταξιδέψει από το Παρίσι, και η οποία, ήταν σίγουρος, θα έφτανε σύντομα στην οικεία Γουόρφορντ. Την περασμένη εβδομάδα είχε εκμυστηρευτεί την κατάσταση στην Κλάρα – μέχρι ενός σημείου. Ήξερε πως ήταν πολύ λογική για να αφήσει κάποια κουτσομπολιά να την αναστατώσουν. Στα γράμματά της δεν είχε γελοιοποιήσει το ένα μετά το άλλο διάφορα σκάνδαλα που έκαναν το γύρο του Λονδίνου; Η μητέρα της, όμως, ήταν μία άλλη ιστορία. Όταν άκουγε τις φήμες η Λαίδη Γουόρφορντ, θα πάθαινε κρίση. Δεν θα τολμούσε να μιλήσει ευθέως στον Κλίβντον για τις σχέσεις του, άσχετα αν ήταν πραγματικές ή φανταστικές. Αλλά θα παρενοχλούσε ασταμάτητα την Κλάρα. Ο Κλίβντον μπορούσε εύκολα να το φανταστεί: «Μία μοδίστρα; Σε αγνοεί για χάρη μίας ράφτρας;» Θα επέμενε μέχρι που κάποιος άλλος θα μιλούσε στον Κλίβντον – είτε ο άντρας της ή, το πιθανότερο, ο μεγαλύτερός της γιος. Ο Κλίβντον είχε ήδη υποστεί μία αμήχανη επίσκεψη από τον Λόνγκμορ στο Παρίσι, τον περασμένο μόλις μήνα. Αν και ο Λόνγκμορ δεν είχε πει κάτι τέτοιο, ήταν προφανές ότι η μητέρα του τον είχε ωθήσει. Ο Κλίβντον αμφέβαλλε ότι και ο φίλος του είχε καμία όρεξη να επαναλάβει την εμπειρία αυτήν. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε κανένα λόγο να αισθάνεται άγχος ή ενοχές. Δεν είχε κάνει τίποτε ανάρμοστο από τότε που είχε επιστρέψει στο Λονδίνο. Τα προηγούμενα δεν μετρούσαν.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
193
Τα όνειρα, όσο παθιασμένα κι αν ήταν, δεν ήταν κάτι για το οποίο θα έπρεπε να νιώθει άβολα. Οι φαντασιώσεις ήταν απλά αυτό· φαντασιώσεις. Οι άντρες είχαν φαντασιώσεις με γυναίκες, όλων των ειδών τις γυναίκες, κατάλληλες και ακατάλληλες γι’ αυτούς. Τις είχαν όλη την ώρα, στον ύπνο και στον ξύπνιο τους. Όσο για τη δυσφορία του: Αυτή θα εξαφανιζόταν μετά το γάμο. Το μυαλό του, όμως, ενώ δεν είχε ίχνος ντροπής, απέφευγε να σκεφτεί το γαμήλιο βράδυ του. Πού, στο διάβολο, ήταν ο βοηθός; Γιατί δεν είχε πάει ο ίδιος ο Τιμς; Τι, στο καλό, έκανε η Κλάρα; Με ποιον ήταν απασχολημένη την Τρίτη; Δεν της είχε πει πως θα ερχόταν; Ήταν σίγουρος ότι της το είχε πει… αλλά πού και πού το μυαλό του χανόταν – και πώς να θυμηθεί τώρα, με αυτόν το φρικτό πονοκέφαλο; Συνειδητοποίησε ότι περπατούσε πάνω-κάτω στο δωμάτιο. Σταμάτησε και σκέφτηκε ότι δεν ήταν στα καλά του. Δεν ήταν αυτή η κατάλληλη διάθεση για μία χαλαρή επίσκεψη, πόσω μάλλον για μία επίσκεψη ιδιαίτερης σημασίας. Η Κλάρα είχε κάτι άλλο να κάνει. Θα είχε ξεχάσει να της πει πως θα ερχόταν σήμερα. Ή θα το είχε ξεχάσει εκείνη. Θα την έβλεπε αύριο το βράδυ στο Αλμάκ. Όταν την έβλεπε, θα κανόνιζε ένα ραντεβού για να της μιλήσει. Όχι, έπρεπε να μιλήσει στον πατέρα της πρώτα. Αυτός ήταν ο σωστός τρόπος να το κάνει. Θα επέστρεφε μία άλλη μέρα, όταν θα ήταν στο σπίτι ο Λόρδος Γουόρφορντ. Τις Τρίτες η εξοχότητά του συνήθιζε να επισκέπτεται κάποιες από τις φιλανθρωπικές του οργανώσεις. Ο Κλίβντον έφυγε από το καθιστικό. Μια και έτρεχε πάνω-κάτω στο σπίτι αυτό από μικρό παιδί, ήξερε κάθε γωνία του. Καλύτερα να φύγει αθόρυβα, πριν πέσει πάνω σε άλλα μέλη της οικογένειας.
194
LORETTA CHASE
Περπάτησε με μεγάλες δρασκελιές μέχρι το διπλανό χολ, όπου ήξερε πως θα έβρισκε τα γάντια και το μπαστούνι του. Μπήκε, και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Έγινε πριν προλάβει να καταλάβει τι το είχε προκαλέσει. Ένα καπέλο. Ένα παρανοϊκό συνονθύλευμα από κορδέλες και λουλούδια και φτερά βρισκόταν πάνω στο τραπέζι όπου οι υπηρέτες τοποθετούσαν συνήθως τα καπέλα και τα αξεσουάρ των επισκεπτών. Το κοίταξε για μία στιγμή, και μετά κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αλλά υπήρχε κάτι… στον αέρα. Στην πόρτα σταμάτησε. Τότε γύρισε πίσω στο καπέλο. Το σήκωσε και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του. Το άρωμα, αυτό το γνωστό, βασανιστικό άρωμα τον πλημμύρισε, ελαφρύ, και αναπόδραστο σαν ιστός αράχνης: το ανεπαίσθητο άρωμα του γιασεμιού, αναμεμιγμένο με τη μυρωδιά των μαλλιών και του δέρματός της. Η Νουαρό. Άφησε κάτω το καπέλο. Βγήκε στο διάδρομο. Μία υπηρέτρια τον προσπέρασε, με μία στοίβα ρούχα στην αγκαλιά. Άρχισε να περπατάει προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει η υπηρέτρια. Άκουσε μία κραυγή πόνου. Η Κλάρα. Έτρεξε προς τον ήχο. *** Άνοιξε την πόρτα της αίθουσας μουσικής. Το έντονο φως του ήλιου που τον χτύπησε τον τύφλωσε για μερικά δευτερόλεπτα, και αστραπές έλαμψαν στο κεφάλι του. «Κλάρα, είσαι–»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
195
«Κλίβντον! Τι, στο–» Αλλά η Κλάρα τον κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα, εμβρόντητη, και το βλέμμα του στράφηκε στην άλλη γυναίκα. Η Νουαρό στεκόταν με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ελαφρώς ανοικτό. Το έκλεισε αμέσως, και πήρε την έκφραση που είχε όταν έπαιζε χαρτιά. «Τι συμβαίνει;» είπε εκείνος. «Τι, στο διάβολο, κάνεις εδώ;» «Κοίταξέ την» φώναξε η Κλάρα. «Αυτό είναι το αγαπημένο μου φόρεμα – αυτό που φορούσα όταν ο Λόρδος Χερινγκστόουν συνέθεσε μία ωδή για τα μάτια μου.» Κοίταξέ την. Τη Νουαρό. Κοίταξέ την. Την κοίταξε, το βλέμμα του γλίστρησε από την ελαφρώς ατημέλητη κόμη της με τις ατίθασες τούφες των σκούρων, μεταξένιων μαλλιών της να κρέμονται στο λαιμό της... στα σκοτεινά, πανέμορφα μάτια της... φτάνοντας στο επικίνδυνο στόμα της θυμήθηκε τη γεύση της, την αίσθηση του στόματός της πάνω στο δικό του... προχώρησε στο μπούστο της και θυμήθηκε το απαλό δέρμα της στο χέρι του και στο στόμα του... και τελικά έφτασε στο φόρεμα που κρατούσε στα χέρια της. Η Κλάρα άπλωσε το χέρι της και της άρπαξε το φόρεμα. «Λέει ότι πρέπει να το δώσουμε» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Δεν της αρέσει τίποτε. Τίποτε δεν είναι καλό – ούτε αυτό, το αγαπημένο μου.» «Το φόρεμα είναι σμαραγδί» είπε η Νουαρό. «Τα μάτια σας είναι μπλε και πανέμορφα, και αυτό έκανε το Λόρδο Χερινγκστόουν να συνθέσει την ωδή προς τιμήν τους. Αν φορούσατε ένα πιο ταιριαστό χρώμα, θα τον είχατε εμπνεύσει να συνθέσει ένα έπος. Αυτό το χρώμα ταιριάζει σε ελάχιστες γυναίκες. Εσείς δεν μπορείτε να φορέσετε πολλές αποχρώσεις του πράσινου. Δεν θα σας το συνιστούσα–» «Όμως, για εκείνην τη γυναίκα –τη Λαίδη Ρέινφρου–, της φτιάξατε ένα πανέμορφο φόρεμα, ακριβώς αυτό το χρώμα.»
196
LORETTA CHASE
«Δεν ήταν ακριβώς αυτό το χρώμα» είπε η Νουαρό. «Ήταν μία τελείως διαφορετική απόχρωση – η οποία και δεν θα σας πήγαινε καθόλου. Θα έλεγε κανείς ότι η εξοχότητά σας δεν ξεχωρίζει τις διάφορες αποχρώσεις. Δεν ξέρω αν ήταν η γκουβερνάντα σας ή ο δάσκαλος ζωγραφικής σας που δεν σας εκπαίδευσε κατάλληλα, αλλά θα του άξιζε η κρεμάλα. Πρέπει να μου δώσετε το φόρεμα, Εξοχότατη.» «Αχ, είστε απαίσια, σκληρή! Μου έχετε πάρει όλα τα αγαπημένα μου πράγματα!» Η Νουαρό τής πήρε το φόρεμα, το πέταξε στο πάτωμα, και το κλότσησε μακριά. Η Κλάρα έκλεισε το στόμα της με το χέρι. Η Νουαρό σταύρωσε τα χέρια της. Μία επικίνδυνη λάμψη εμφανίστηκε στα μπλε μάτια της Κλάρα. Η Νουαρό την κοίταξε με την ίδια απάθεια με την οποία θα είχε αντιμετωπίσει ένα πολλά υποσχόμενο φύλο. Την ανόητη! Δεν μπορούσε να φέρεται στην κόρη ενός Μαρκήσιου σαν ένα κυκλοθυμικό παιδί, ακόμα κι αν συμπεριφερόταν έτσι. Η Νουαρό θα έχανε κάθε ελπίδα να πάρει τη δουλειά –θα έχανε την Κλάρα για πάντα–, και θα ήταν τυχερή αν η Λαίδη Γουόρφορντ δεν την έδιωχνε και από το Λονδίνο. «Αν μου επιτρέπετε να παρέμβω–» «Όχι, Κλίβντον, δεν σου επιτρέπουμε» είπε η Κλάρα. «Εγώ της είπα να έρθει. Εγώ την ανάγκασα να έρθει. Δεν μου άφησε άλλη επιλογή. Τίποτε από αυτά που μου προτείνει δεν έχει την παραμικρή σχέση με αυτά που φοράω συνήθως, και δεν μπορώ να πιστέψω ότι είμαι τόσο επαρχιώτισσα, τόσο κακόγουστη και άσχετη – αλλά το ξέρεις ότι ποτέ δεν μ’ ένοιαζε ιδιαίτερα, και πάντα με συμβουλεύει η μαμά. Αλλά τώρα μου λέει να τα πετάξω όλα, και τι θα πω στη μαμά; Και να μην έχω πράσινο φόρεμα!» Χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα. Η Κλάρα πραγματικά χτύπησε το πόδι της στο πάτωμα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
197
«Θα πρέπει να είναι γαλαζοπράσινο» είπε η Νουαρό. Ακούμπησε το δείκτη της στο πιγούνι της και κοίταξε την Κλάρα με προσοχή. «Φαντάζομαι κεντημένο μετάξι, ο κορσές διακοσμημένος με ένα μαντήλι από ανώτερης ποιότητας δαντέλα.» Πήρε το δάχτυλο από το πιγούνι της και το άφησε να γλιστρήσει στον ώμο της. Καθώς έδειξε πού θα πέφτει το μαντήλι που φανταζόταν, το δάχτυλό της έμεινε λίγο στο σημείο που την είχε ακουμπήσει εκείνος, τη νύχτα που είχαν παίξει χαρτιά, όταν της είχε μαζέψει το σάλι. Ο Κλίβντον θυμήθηκε το ανεπαίσθητο κόψιμο της ανάσας της και το θρίαμβο που είχε νιώσει γιατί είχε καταφέρει, επιτέλους, να την επηρεάσει. «Αυτό, όμως, είναι για αργότερα» συνέχισε. «Προς το παρόν, όπως επανειλημμένως μου θύμισε η εξοχότητά σας, φοράμε λευκά. Και, όπως επανειλημμένως θύμισα εγώ στην εξοχότητά σας, πρέπει να είναι απαλό λευκό. Όχι ιβουάρ.» Έγνεψε επικριτικά προς ένα φόρεμα κρεμασμένο σε μία καρέκλα. «Πολύ κίτρινο. Και όχι αυτό το εκτυφλωτικό λευκό.» Έδειξε ένα άλλο φόρεμα που κρεμόταν στην πλάτη ενός μικρού καναπέ. «Μια και είπατε εκτυφλωτικό» είπε ο Κλίβντον. «Μπορούμε να κλείσουμε τις κουρτίνες; Έχω έναν τρομερό πονοκέφαλο–» «Αναρωτιέμαι γιατί» είπε η Κλάρα. «Για τον ίδιο λόγο που έχει και ο Λόνγκμορ, υποθέτω. Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να το υποστείς. Η κυρία δεν μπορεί να δουλέψει στο σκοτάδι.» «Νόμιζα πως μπορούσε να κάνει τα πάντα» μουρμούρισε ο Κλίβντον και αποσύρθηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά του δωματίου. «Μου είπε –επανειλημμένως– ότι είναι η μεγαλύτερη μοδίστρα στον κόσμο.» «Είναι χωρίς αμφιβολία η συναρπαστικότερη μοδίστρα στον κόσμο» είπε η Κλάρα. «Μου δείχνει πώς επηρεάζουν τα χρώματα το δέρμα. Ήρθαμε σ’ αυτό το δωμάτιο γιατί έχει
198
LORETTA CHASE
τον καλύτερο φωτισμό αυτή την ώρα.» Σταμάτησε και συνοφρυώθηκε. «Αφού έχεις πονοκέφαλο, γιατί είσαι εδώ;» «Φώναζες» είπε εκείνος. «Είναι εκνευριστικό το να σου παίρνει κάποιος όλα σου τα ρούχα» είπε η Κλάρα. «Συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι τόσο αποστασιοποιημένη όσο νόμιζα. Αλλά, εννοώ, γιατί είσαι εδώ στο σπίτι; Το ξέρεις ότι ο μπαμπάς δεν είναι ποτέ εδώ τις Τρίτες, και δεν θα ερχόσουν ποτέ να δεις τη μαμά ακόμα κι αν ήταν εδώ, που δεν είναι, γιατί αλλιώς δεν θα είχε έρθει η κυρία Νουαρό. Είναι το σκοτεινό μου μυστικό, ξέρεις.» «Ήρθα να σε πάρω να πάμε βόλτα» είπε ο Κλίβντον. Μιλούσε πάντα τόσο πολύ; «Όπως βλέπεις, όμως, δεν μπορώ. Γιατί δεν μου είπες ότι θα ερχόσουν;» «Σου το είπα, το Σάββατο.» «Δεν μου το είπες. Το Σάββατο δεν μου αφιέρωσες παραπάνω από πέντε λεπτά, και είναι ζήτημα αν μου είπες πάνω από δέκα λέξεις. Προφανώς, σήμερα δεν είναι κατάλληλη μέρα.» «Σχεδόν τελειώσαμε» είπε η Νουαρό. «Δεν θα το έλεγα» είπε η Κλάρα. «Τώρα πρέπει ν’ αποφασίσουμε τι θα πούμε στη μαμά.» Η Νουαρό δεν έδειξε κανένα σημάδι αγανάκτησης, πράγμα που ο Κλίβντον θεώρησε ένδειξη υπεράνθρωπης αυτοσυγκράτησης. Η Κλάρα τον τρέλαινε, και ήταν εδώ μόλις μερικά λεπτά. Η Νουαρό θα πρέπει να ήθελε να τη στραγγαλίσει. Η έκφρασή της, όμως, ήταν καλοσυνάτη. «Πείτε της, Εξοχότατη, ότι δεν μπορεί κανείς να έχει την απαίτηση ένας κομψός κύριος –που έχει ζήσει στο Παρίσι– να σας βάλει την κουλούρα–» «Να της βάλει τι;» είπε ο Κλίβντον. «–όταν είστε ντυμένη σαν σκιάχτρο και σαν γριά γυναίκα» συνέχισε αγνοώντας τη διακοπή η Νουαρό. «Πείτε το
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
199
με το κεφάλι ψηλά και σαν να είναι ένα δεδομένο γεγονός που όφειλε να το ξέρει και το πιο ανόητο πλάσμα. Και αν τα βρείτε σκούρα, πάθετε μία κρίση. Αυτό κάνουν τα καλοαναθρεμμένα κορίτσια.» «Μα, εγώ δεν το έχω κάνει ποτέ μου» είπε άναυδη η Κλάρα. «Πριν από ένα λεπτό χτύπησες το πόδι σου στο πάτωμα» είπε ο Κλίβντον. «Και σούφρωσες και τα χείλη σου.» «Δεν έκανα τέτοιο πράγμα!» «Η εξοχότητά σας ήταν πολύ αναστατωμένη και δεν το συνειδητοποίησε» είπε η Νουαρό. «Πρέπει, όμως, να το κάνετε πιο έντονα και με απόλυτη πεποίθηση στην ορθότητα του σκοπού σας. Και οφείλουμε να μην ξεχνάμε ότι μία κρίση είναι απλά ένας τρόπος να τραβήξουμε την προσοχή. Μόλις η προσοχή της εξοχότητάς της είναι στραμμένη επάνω σας, θα μετατραπείτε στην προσωποποίηση της λογικής και θα της πείτε το εξής περιστατικό.» Η Νουαρό σταύρωσε τα χέρια της, και, ενώ ο Κλίβντον και η Κλάρα την παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι, τα μάτια της βούρκωσαν. Τα δάκρυα ήταν εκεί, λαμπύριζαν, αλλά δεν έτρεξαν. Είπε: «Αγαπημένη μου μαμά, είμαι σίγουρη πως δεν θέλεις να γίνω ρεζίλι σε όλους μου τους φίλους. Και εδώ» πρόσθεσε η Νουαρό με πιο φυσιολογική φωνή «αναφέρετε κάποιον που η μητέρα σας απεχθάνεται. Και όταν η εξοχότητά της σας πει ότι όλα αυτά είναι ανοησίες, όπως και θα κάνει, θα της πείτε για το Γάλλο κύριο που ερωτεύτηκε παράφορα μία παντρεμένη–» «Δεν είναι πράγματα αυτά να λέει η Κλάρα στη–» «Άσ’ τη να τελειώσει, σε παρακαλώ» είπε η Κλάρα. «Εσύ με πήγες σ’ αυτή την εκνευριστική γυναίκα, και το πήρα απόφαση ότι θα με κάνει να υποφέρω προκειμένου να γίνω όμορφη.» «Η εξοχότητά σας είναι ήδη όμορφη» είπε η Νουαρό. «Πόσες φορές πρέπει να σας το πω; Αυτό είναι το εξοργι-
200
LORETTA CHASE
στικό. Το τέλειο διαμάντι πρέπει να έχει την τέλεια προθήκη. Ένα αριστούργημα πρέπει να είναι στην τέλεια κορνίζα. Ένα–» «Ναι, ναι, αλλά ξέρουμε ότι αυτό το επιχείρημα δεν θα πιάσει στη μαμά. Τι έγινε με τον κύριο και την παντρεμένη;» «Οι φίλοι του προσπάθησαν να τον λογικεύσουν, τον παρακάλεσαν – όλα επί ματαίω» είπε η Νουαρό. «Και τότε, ένα βράδυ, σε κάποια έξοδο, η κυρία τού ζήτησε να της φέρει την εσάρπα της. Έτρεξε να την εξυπηρετήσει καθώς φανταζόταν τη μεταξένια απαλότητα μίας εσάρπας από κασμίρι, με το άρωμα της γυναίκας που αγαπούσε να ολοκληρώνει την τελειότητά της–» Ο Κλίβντον θυμήθηκε το άρωμα της Νουαρό, την ανάμνηση που είχε ξυπνήσει μόλις λίγα λεπτά πριν: το άρωμα που είχε μείνει στο καπέλο της. Θυμήθηκε να εισπνέει τη μυρωδιά της, με το πρόσωπό του χωμένο στο λαιμό της. «–μία εσάρπα μπροστά στην οποία όλες οι άλλες θα ωχριούσαν. Βρήκε το σάλι, αλλά – τι φρίκη! – δεν ήταν κασμίρι. Τρίχωμα λαγού! Αηδιασμένος, σταμάτησε ακαριαία και χωρίς επιστροφή να αισθάνεται το παραμικρό για εκείνην, και την εγκατέλειψε.» Η Κλάρα την κοίταξε άναυδη. «Με κοροϊδεύετε» είπε. Ο Κλίβντον συνήλθε και είπε: «Θα βρεις το περιστατικό στο βιβλίο της Λαίδης Μόργκαν για τη Γαλλία. Έχει μερικά χρόνια που εκδόθηκε, αλλά η αρχή εξακολουθεί να ισχύει. Μακάρι να είχες δει την έκφραση του φίλου μου του Αροντουίγ όταν τον ρώτησα αν έχει σημασία τι φοράει μία γυναίκα. Μακάρι να τον είχες ακούσει να το συζητάει με τους φίλους του, να παραθέτουν λόγια Φιλοσόφων, να διαφωνούν για τον Ινγκρ και τον Μπαλζάκ και τον Στεντάλ και τον Ντέιβιντ, την τέχνη και τη μόδα, το νόημα της ομορφιάς, και πάει λέγοντας.» Η Κλάρα τον κοίταξε καλά-καλά, και μετά στράφηκε ξανά στη Νουαρό. «Εντάξει, λοιπόν, θα το δοκιμάσω, και θα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
201
πω ότι για όλα φταίει ο Κλίβντον που έχει τόσο επιλεκτικό γούστο, ότι είναι χειρότερος ακόμα και από τον Λόνγκμορ–» «Κλάρα, δεν θα ήταν καλύτερα αν–» «Αλλά τι θα φορέσω στο Αλμάκ αύριο το βράδυ;» είπε η Κλάρα. «Απορρίψατε τα πάντα.» Στο Αλμάκ, σκέφτηκε εκείνος. Άλλη μία ανιαρή βραδιά με τους ίδιους ανθρώπους. Θα έπρεπε να τραβήξει την Κλάρα από τις ορδές των θαυμαστών της και να τη χορέψει. Ό,τι κι αν φορούσε, θα ήξερε ότι το είχε αγγίξει η Νουαρό. Είπε: «Μια και δεν έχει δολοφονηθεί κανείς, και απ’ ό,τι φαίνεται εγώ περισσεύω–» «Καθόλου, Υψηλότατε» είπε η Νουαρό. «Ήρθατε την κατάλληλη στιγμή. Η Εξοχότητά της επέδειξε αξιοθαύμαστη υπομονή και ανοιχτό μυαλό αν σκεφτεί κανείς ότι της έφερα τα πάνω-κάτω.» «Αυτό ακριβώς κάνατε» είπε η Κλάρα. «Αλλά να που ήρθε η Υψηλότητά του να σας πάει βόλτα. Καθαρός αέρας, αυτό ακριβώς που χρειάζεστε μετά από αυτό το κουραστικό πρωινό και απόγευμα.» «Μα, στο Αλμάκ–» «Θα σας στείλω ένα φόρεμα αύριο» είπε η Νουαρό. «Θα σας το παραδώσω προσωπικά, ή κάποια από τις αδελφές μου, το αργότερο μέχρι τις επτά, οπότε και θα κάνουμε όποιες τελευταίες μικροδιορθώσεις χρειάζονται. Το φόρεμα θα είναι τέλειο.» «Μα, η μητέρα μου–» «Θα την έχετε ήδη τακτοποιήσει, όπως σας πρότεινα» είπε η Νουαρό. Η Κλάρα κοίταξε τον Κλίβντον. «Δεν έχω δει πιο αυταρχικό πλάσμα» είπε. «Η Υψηλότητά του είχε την ευγενή καλοσύνη να τονίσει αυτό το ελάττωμα του χαρακτήρα μου» είπε η Νουαρό χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στον Κλίβντον. «Εξυπηρετώ γυναίκες
202
LORETTA CHASE
όλη την ημέρα, έξι μέρες την εβδομάδα. Ή θα κυριαρχήσω εγώ ή αυτές.» Α, να το: η αφοπλιστική ειλικρίνεια, με μία δόση χιούμορ. Χριστέ μου, ήταν απίστευτη! «Αρκετά κυριαρχήσατε πάνω μου, προς το παρόν» είπε η Κλάρα. «Κλίβντον, σε παρακαλώ, κάνε μερικά λεπτά ακόμα υπομονή, και θα χαρώ να πάρουμε τον αέρα μας μαζί. Σου υπόσχομαι να επιστρέψω σε δύο λεπτά. Η κυρία Νουαρό μού έχει αφήσει κάποια ελάχιστα κομμάτια που δεν τα θεωρεί τελείως απαίσια. Η υπηρέτριά μου δεν θα χρειαστεί να πάρει καμία μνημειώδη απόφαση για το καπέλο, ή για οτιδήποτε άλλο.» Άρχισε να περπατάει προς την πόρτα, και δίστασε. Μετά, με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει πάρει την απόφασή του, βγήκε από το δωμάτιο. *** Η Μαρσλίν προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι είχε ακριβώς αυτό που ήθελε. Περισσότερα απ’ ό,τι ήλπιζε. Δεν είχε χρειαστεί καν να περιμένει την τελετή. Είχε ήδη τη Λαίδη Κλάρα, και μάλιστα μία μεγάλη παραγγελία. Αύριο το βράδυ, η αφρόκρεμα της υψηλής κοινωνίας θα έβλεπε τη Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ με μία δημιουργία του Οίκου Νουαρό. Σύντομα ο Οίκος Νουαρό θα ήταν η πιο ονομαστή επιχείρηση στο Λονδίνο. Η Μαρσλίν είχε καταφέρει όλα –και περισσότερα– αυτά που σχεδίαζε όταν ξεκίνησε για το Παρίσι, μερικές μόλις εβδομάδες πριν. Ξεχείλιζε από ευτυχία. Συνέχισε να το λέει στον εαυτό της ενώ ξεδιάλεγε τα διάφορα κομμάτια που είχε απορρίψει από την γκαρνταρόμπα της Λαίδης Κλάρα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
203
«Θα τα κάψετε στην πυρά;» ακούστηκε η φωνή του Κλίβντον από τη γωνία όπου είχε αποσυρθεί. «Όχι βέβαια» είπε εκείνη. «Μα, δεν της πάνε καθόλου» είπε. «Αν δεν μου είχατε δηλητηριάσει το μυαλό, δεν θα είχα προσέξει ποτέ τις λάθος χρωματικές επιλογές, αλλά τις κακοτεχνίες στο κόψιμο και στις ραφές τις βλέπω μέχρι κι εγώ.» «Θα ξηλωθούν και θα ξαναραφτούν» είπε η Μαρσλίν. «Είμαι ευεργέτης ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος για γυναίκες. Η Εξοχότητά της είχε τη γενναιοδωρία να μου επιτρέψει να πάρω τα μισά για τα κορίτσια μου.» «Τα κορίτσια σας» είπε εκείνος. «Εσείς – εσείς είστε φιλάνθρωπος;» Γέλασε. Ήθελε να του πετάξει κάτι. Μία καρέκλα. Τον εαυτό της. Αυτή, όμως, ήταν η ρηχή Νουαρό που μιλούσε. Ήταν όμορφος. Τον κοίταζε, και το στόμα της στέγνωνε. Δεν ήταν δίκαιο να μην μπορεί να τον έχει χωρίς συνέπειες. Στο κρεβάτι –ή στην άμαξα, ή σ’ έναν τοίχο– δεν θα είχε σημασία που ήταν χασομέρης και υπερόπτης και άσχετος. Να μπορούσε απλά να τον χρησιμοποιήσει, και ύστερα να τον πετάξει, όπως χρησιμοποιούσαν και πετούσαν οι άντρες τις γυναίκες. Αλλά δεν μπορούσε. Και εξάλλου, τον είχε ήδη χρησιμοποιήσει, αν και όχι έτσι. Τον είχε χρησιμοποιήσει για κάτι πολύ πιο σημαντικό. Είχε πάρει αυτό που ήθελε. Μία υπηρέτρια μπήκε στο δωμάτιο, και η Μαρσλίν τής έδωσε οδηγίες για ένα λεπτό. Όταν έφυγε με μία στοίβα ρούχα, η Μαρσλίν δεν συνέχισε την κουβέντα από εκεί που είχε μείνει. Δεν συνέχισε την κουβέντα καθόλου. Δεν θα τον άφηνε να την αναστατώσει με κανέναν τρόπο. Ήταν πολύ, πολύ χαρούμενη. Είχε πετύχει τους στόχους της. «Για ποιες άτυχες γυναίκες είναι;» είπε εκείνος. «Θα πω στο γραμματέα μου να κάνει μία δωρεά. Αν μπορούν να
204
LORETTA CHASE
φτιάξουν κάτι από αυτά τα φορέματα, θα την έχουν κερδίσει επάξια.» «Το Ινστιτούτο Μόδιστρων για την Εκπαίδευση Άπορων Γυναικών.» Θα μπορούσε να είχε προσθέσει ότι το είχαν ιδρύσει εκείνη και οι αδελφές της πέρυσι. Είχαν μάθει από πολύ μικρή ηλικία περισσότερα απ’ όσα θα ήθελαν για την ανέχεια και τη δυσκολία τού να κερδίζεις τα προς το ζην. Αλλά το παρελθόν της ήταν ένα καλά κλειδωμένο μυστικό. «Μερικά από τα κορίτσια μας γίνονται υπηρέτριες σε κυρίες» είπε. «Οι περισσότερες βρίσκουν δουλειά ως μοδίστρες, που χρειάζονται πάντα, ιδιαίτερα σε περιόδους πένθους.» Ευτυχώς για εκείνες, η Αυλή πενθούσε συχνά, χάρη στην τάση των μελών της βρετανικής βασιλικής οικογένειας να παντρεύονται τα ξαδέλφια τους από την Ηπειρωτική Ευρώπη. Στο δωμάτιο μπήκε ο μπάτλερ συνοδευόμενος από ένα βοηθό που κρατούσε ένα δίσκο με αναψυκτικά, για να δροσιστεί η υψηλότητά του ενώ περίμενε την εξοχότητά της. Η Μαρσλίν πέθαινε της πείνας. Περίμενε τη Λαίδη Κλάρα από το πρωί, και δεν της είχαν προσφέρει τίποτε να φάει, ούτε να πιει. Αλλά βέβαια, μία κοινή έμπορος δεν άξιζε να την ταΐσουν. Αχ, θα ετοιμαζόταν ποτέ αυτό το κορίτσι; Πόση ώρα ήθελε να δέσεις ένα καπέλο και να ρίξεις μία εσάρπα επάνω σου; Θα έλεγε κανείς ότι με το άγχος της μήπως η Μαρσλίν τής καταστρέψει τη ζωή, η Λαίδη Κλάρα δεν θα τους άφηνε μόνους για περισσότερο από μισό λεπτό. Αλλά δεν ήταν μόνοι με τους υπηρέτες να πηγαινοέρχονται. Όχι πως η Λαίδη Κλάρα είχε κανένα λόγο ν’ ανησυχεί, με ή χωρίς υπηρέτες. Τα μόνα σχέδια που είχε η Μαρσλίν αφορούσαν το αγαλμάτινο σώμα της εξοχότητάς της – και τα πορτοφόλια του πατέρα και του μελλοντικού συζύγου της. Αυτό ήταν όλο.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
205
Ήταν πολύ, πολύ χαρούμενη. Η σιωπή καλά κρατούσε, διακοπτόμενη μόνο από τα πήγαινε-έλα των υπηρετών. Και τότε, επιτέλους, επέστρεψε η Λαίδη Κλάρα. Η Μαρσλίν σταμάτησε την τακτοποίηση τόσο για να φτιάξει το καπέλο της εξοχότητάς της –δεν είχε την κατάλληλη κλίση– και για να βάλει την εσάρπα της από κασμίρι κάπως πιο προκλητικά. Οι εσάρπες της ήταν πολύ κομψές. Σ’ αυτό το θέμα δεν είχε να της προσάψει τίποτε. Αφού είχε φτιάξει τη Λαίδη Κλάρα ικανοποιητικά, η Μαρσλίν απομακρύνθηκε, υποκλίθηκε, και επέστρεψε στη δουλειά της. Αισθάνθηκε το ψηλό κορμί του Κλίβντον να περνάει δίπλα της. Άκουσε τον πνιχτό ήχο που έκαναν οι μπότες του καθώς περπατούσε στο χαλί. Άκουσε το σιγανό μουρμουρητό, τη φωνή του να μπερδεύεται με της Λαίδης Κλάρα και το μαλακό της γέλιο. Η Μαρσλίν αφοσιώθηκε στη δουλειά της και δεν τους κοίταξε να φεύγουν. Και όταν είχαν πια φύγει, είπε στον εαυτό της ότι είχε κάνει καλή δουλειά και ότι δεν είχε κάνει καμιά μεγάλη ζημιά σε κανέναν –θαύμα, αν σκεφτεί κανείς το γενεαλογικό της δέντρο– και ότι είχε κάθε λόγο να είναι χαρούμενη. Το ίδιο βράδυ Το φόρεμα που είχε επιστρέψει η κυρία Γουίτγουντ ήταν απλωμένο πάνω στον πάγκο. Η εξαγριωμένη πελάτισσα είχε έρθει και είχε φύγει ενώ η Μαρσλίν βαρούσε προσοχή στη Λαίδη Κλάρα στην οικεία Γουόρφορντ. Η Σοφί είχε ηρεμήσει την κυρία Γουίτγουντ. Η Σοφί μπορούσε να ηρεμήσει μέχρι και τον Αττίλα τον Ούνο. Θα ξαναέφτιαχναν το φόρεμα. Το κόστος ήταν κυρίως σε εργα-
206
LORETTA CHASE
τικά, το λιγότερο στην κατασκευή ενός φορέματος. Και πάλι όμως, έπαιρνε χρόνο – χρόνο που η Μαρσλίν, οι αδελφές της και οι μοδίστρες τους θα μπορούσαν να αφιερώσουν σε άλλες παραγγελίες. Αν συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, θα καταστρεφόντουσαν. Δεν ήταν μόνο ότι δεν θα άντεχαν για πολύ να ξαναφτιάχνουν φορέματα. Η φήμη τους δεν θα άντεχε τη ζημιά. Η Μαρσλίν μελετούσε το φόρεμα και αποφάσιζε τι θα άλλαζε. «Ποια το έφτιαξε;» ρώτησε την Πρίτσετ, την αρχιμοδίστρα της. «Κυρία, αν υπάρχει λάθος στη δουλειά, θα είναι δικό μου» είπε η Πρίτσετ. «Επιθεώρησα την κάθε ραφή. Αλλά η κυρία το βλέπει και μόνη της. Είναι ακριβώς όπως διατάξατε.» «Πράγματι, και τις λεπτομέρειες, όπως γνωρίζεις, τις σχεδίασα εγώ η ίδια» είπε η Μαρσλίν. «Είναι πολύ περίεργο να εμφανίζεται άλλο φόρεμα με τις ίδιες ακριβώς λεπτομέρειες. Η γωνία και το πλάτος των πτυχών κορσέ ήταν δική μου δημιουργία. Μου κάνει εντύπωση που μία άλλη σχεδιάστρια είχε ακριβώς την ίδια ιδέα, για ένα ίδιο φόρεμα.» «Μεγάλη ατυχία, κυρία» είπε η Πρίτσετ. «Αλλά θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν θαύμα που δεν είχαμε αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα νωρίτερα αν σκεφτείτε όλα αυτά τα κορίτσια που παίρνουμε κυριολεκτικά από το δρόμο. Δεν λέω να μην είναι κανείς φιλάνθρωπος. Τολμώ να πω ότι μερικές από αυτές τόσο ξέρουν, τόσο κάνουν. Κανείς ποτέ δεν τις έμαθε να ξεχωρίζουν το λάθος από το σωστό, καταλαβαίνετε. Θα είναι ευχαρίστησή μου να δουλέψω μέχρι αργά –όσο αργά χρειαστεί–, για να ξαναφτιάξω το φόρεμα, αν αυτό επιθυμεί η κυρία.» «Όχι, σε χρειάζομαι φρέσκια αύριο» είπε η Μαρσλίν. «Το φόρεμα της Λαίδης Κλάρα Φέρφαξ πρέπει να είναι έτοιμο προς παράδοση στις επτά το βράδυ ακριβώς. Θέλω όλες μου τις μοδίστρες ξεκούραστες και σε εγρήγορση. Καλύτερα να έρθετε νωρίς. Ας πούμε στις οκτώ το πρωί.» Κοί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
207
ταξε το μενταγιόν ρολόι της. «Είναι σχεδόν οκτώ. Στείλ’ τες όλες σπίτι τώρα, Πρίτσετ. Πες τους ότι πρέπει να είναι εδώ ακριβώς στις οκτώ αύριο το πρωί, έτοιμες για μία ιδιαίτερα πολυάσχολη μέρα.» Σπάνια κρατούσε τις μοδίστρες της μετά τις εννέα το βράδυ, ακόμα κι αν γινόταν χαμός στο μαγαζί, όπως όταν η κόρη του Δόκτορος Φαρκουάρ έπρεπε να παντρευτεί εσπευσμένα – ή όταν η κυρία Γουίτγουντ είχε έρθει στον Οίκο Νουαρό μετά τον καβγά της με την Κακόγουστη, για να προμηθευτεί για την ίδια και τις πέντε κόρες της ρούχα πένθους μετά το θάνατο μίας πολύ πλούσιας θείας. Η Μαρσλίν είχε μάθει από προσωπική εμπειρία ότι δούλευε κανείς καλύτερα νωρίς το πρωί. Μέχρι τη δύση, επερχόταν η κούραση, και τα μάτια σου σε πρόδιδαν. Το εργαστήριο είχε ένα φεγγίτη, αλλά μετά τη δύση του ηλίου δεν είχε καμία χρησιμότητα. «Μάλιστα, κυρία, αλλά δεν έχουμε τελειώσει ακόμη τη ρεντιγκότα της κυρίας Πλάμλεϊ.» «Δεν τη θέλει μέχρι την Πέμπτη» είπε η Μαρσλίν. «Να πάτε όλες σπίτι και να προετοιμαστείτε για μία μεγάλη, δύσκολη μέρα αύριο.» «Μάλιστα, κυρία.» Η Μαρσλίν την κοίταζε καθώς έβγαινε από το εργαστήριο. Η παγίδα που είχε στήσει χθες το πρωί με τις αδελφές της ήταν απλή. Η Μαρσλίν είχε αφήσει επίτηδες ένα σχέδιο για το φόρεμα της κυρίας Σαρπ να πέσει στο πάτωμα του εργαστηρίου. Περιέργως, μέχρι σήμερα δεν το είχε βρει κανείς. Στο τέλος κάθε εργάσιμης ημέρας, κάθε πράγμα έπρεπε να είναι στη θέση του. Ο πάγκος εργασίας έπρεπε να είναι πεντακάθαρος. Δεν έμεναν κλωστές ή κορδέλες, κουμπιά ή δαχτυλήθρες, ούτε εκεί, ούτε στις καρέκλες, ούτε πουθενά αλλού. Το πάτωμα σκουπιζόταν.
208
LORETTA CHASE
Κάποια από τις μοδίστρες θα έπρεπε να το είχε δει αμέσως μόλις μπήκε στο εργαστήριο χθες το πρωί. Καμία τους δεν ανέφερε κάτι, αλλά όταν μπήκε η Σοφί, λίγο αφού είχαν αρχίσει να δουλεύουν τα κορίτσια, το σχέδιο έλειπε. Είχε εμφανιστεί το πρωί. Η Σελίνα Τζέφρις το είχε βρει κάτω από την καρέκλα της όταν ήρθε για δουλειά. Η Πρίτσετ την είχε μαλώσει που είχε φύγει βιαστικά το προηγούμενο βράδυ χωρίς να τακτοποιήσει. Είχε κάνει ολόκληρη φασαρία για το σχέδιο – έπρεπε να είναι όλοι πολύ προσεκτικοί με τη δουλειά της κυρίας. Η Μαρσλίν, η Λιόνι και η Σοφί, όμως, είχαν ψάξει επισταμένα το εργαστήριο αφότου είχαν φύγει οι μοδίστρες. Ήξεραν ότι η θέση της Τζέφρις ήταν τακτοποιημένη και συγυρισμένη όπως και των άλλων. Τίποτε δεν βρισκόταν κάτω από την καρέκλα της, ούτε και από καμίας άλλης. Η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε, και ακούστηκε ο ήχος από το κουδούνι. Σήκωσε το βλέμμα της από το φόρεμα, και η καρδιά της σφίχτηκε με πόνο. Ο Κλίβντον κοντοστάθηκε για μία στιγμή, και τα πράσινα μάτια του περιπλανήθηκαν στο μαγαζί για να καταλήξουν επάνω της. Συνοφρυώθηκε, ύστερα το όμορφο πρόσωπό του ηρέμησε γρήγορα, και άρχισε να περπατάει χαλαρά προς το μέρος της. Απορροφημένη καθώς ήταν από το πανέμορφο πρόσωπό του, υπερβολικά όμορφο για να είναι αληθινό, πέρασε ένα λεπτό πριν προσέξει το μεγάλο κουτί που κρατούσε στα χέρια του. «Υψηλότατε» είπε, και υποκλίθηκε βιαστικά. «Κυρία Νουαρό» είπε εκείνος. Ακούμπησε το κουτί πάνω στον πάγκο. «Δεν μπορεί να είναι το καινούριο φόρεμα της Λαίδης Κλάρα» είπε. «Η Σοφί είπε ότι η εξοχότητά της ήταν πολύ ευχαριστημένη.» «Γιατί να επιστρέφω εγώ τις αγορές της Κλάρα;» είπε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
209
εκείνος. «Δεν είμαι υπηρέτης της. Αυτό είναι για την Έρολ.» Η καρδιά της Μαρσλίν χτυπούσε σαν τρελή, από θυμό αυτήν τη φορά. Αισθάνθηκε το πρόσωπό της να κοκκινίζει. Πιθανότατα δεν φαινόταν, αλλά δεν την ένοιαζε και εάν φαινόταν και εάν όχι. «Πάρτε το πίσω» είπε. «Αποκλείεται» είπε αυτός. «Με ταλαιπώρησε αρκετά. Πλέον δεν έχω ιδέα από παιδιά, και δεν θα πιστέψετε την ποικιλία των–» «Δεν μπορείτε να φέρνετε δώρα στην κόρη μου» είπε η Μαρσλίν. Ο Κλίβντον άνοιξε το κουτί και έβγαλε από μέσα μία κούκλα – τι κούκλα! Είχε μαύρα σγουρά μαλλιά και ζωηρά μπλε γυάλινα μάτια. Τα ρούχα της ήταν από ασημί δαντέλα διακοσμημένα με μαργαριτάρια. «Δεν την παίρνω πίσω» είπε. «Κάψτε την αν θέλετε.» Εκείνην τη στιγμή, η Λούσι όρμησε στο δωμάτιο από το πίσω μέρος του μαγαζιού. Έμεινε εμβρόντητη στη θέα της κούκλας, την οποία το κτήνος δεν είχε την καλοσύνη να ξαναβάλει στο κουτί της. Σίγουρα χάζευε το δρόμο από το επάνω παράθυρο, όπως πάντα. Είχε αναγνωρίσει την όμορφη άμαξά του. Ήταν έξι χρονών. Δεν μπορούσε να έχει κανείς την απαίτηση να αντισταθεί στην κούκλα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Παρ’ όλα αυτά κατάφερε να του απευθύνει ένα αξιέπαινο «Καλησπέρα, Υψηλότατε» συνοδευόμενο από μία υπόκλιση. Τα μάτια της, όμως, δεν έφυγαν στιγμή από την κούκλα. «Θεέ μου, τι όμορφη κούκλα» είπε. «Νομίζω ότι είναι η πιο όμορφη κούκλα που έχω δει σε ολόκληρη τη ζωή μου.» Και στα ολόκληρα έξι χρόνια της. «Θα το πληρώσετε αυτό» είπε μέσα από τα δόντια της η Μαρσλίν. «Και πολύ άσχημα, μάλιστα.» «Είναι, αλήθεια;» είπε εκείνος στη Λούσι. «Δεν ξέρω να κρίνω τέτοια πράγματα.»
210
LORETTA CHASE
«Α, ναι.» Η Λούσι πλησίασε. «Δεν είναι μία συνηθισμένη κούκλα. Βλέπετε, τα μάτια της είναι από μπλε γυαλί. Και το πρόσωπό της μοιάζει τόσο αληθινό. Και τα μαλλιά της είναι τόσο όμορφα, που νομίζω ότι πρέπει να είναι αληθινά.» «Ίσως θα ήθελες να την κρατήσεις» της είπε ο Κλίβντον. «Αχ, ναι!» Κατευθύνθηκε προς το μέρος του, μετά δίστασε και στράφηκε στη Μαρσλίν. «Μπορώ, μαμά;» ρώτησε με τη φωνή του καλύτερου κοριτσιού στον κόσμο. «Ναι» είπε η Μαρσλίν, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Ήταν πεισματάρα και πρακτική, και κάθε μητέρα θα καταλάβαινε ότι αυτό θα αποτελούσε πολύ άσχημο παράδειγμα και θα την εξέθετε ταυτόχρονα. Αλλά το να αρνηθεί στο παιδί της –σε οποιοδήποτε παιδί– ένα τέτοιο δώρο, αφού το είχε δει και δεν είχε κάνει τίποτε κακό για να αξίζει τιμωρία, αυτό θα ήταν αναίτια σκληρότητα. Ήταν αυστηρή μητέρα. Έπρεπε να είναι. Αλλά η δική της παιδική ηλικία είχε σημαδευτεί από πολλή σκληρότητα. Αυτή την κληρονομία δεν θα την περνούσε στην κόρη της. Ο Κλίβντον διπλώθηκε στα δύο και γονάτισε στο ύψος της Λούσι. Κράτησε σοβαρά την κούκλα. Εκείνη την πήρε με την ίδια σοβαρότητα, κρατώντας την ανάσα της μέχρι να τη φέρει ασφαλή στην αγκαλιά της. Και τότε την κράτησε τόσο προσεκτικά, σαν να πίστευε ότι ήταν μαγική, και μπορεί να εξαφανιζόταν σε μία στιγμή. «Πώς τη λένε;» ρώτησε. «Δεν έχω ιδέα» είπε εκείνος. «Έλεγα ότι θα ήξερες εσύ.» Αχ, τι καταραμένος εκμεταλλευτής! Η Λούσι το σκέφτηκε. «Αν ήταν δική μου, θα την έλεγα Σουζάνα.» «Νομίζω ότι θα ήθελε να γίνει δική σου» είπε ο Κλίβντον. Έστρεψε το βλέμμα του προς τα πάνω, στη Μαρσλίν. «Αν μπορεί.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
211
Αν και μαγνητισμένη από την κούκλα, η Λούσι είδε τίνος την έγκριση ζητούσε. «Αχ, αν πει η μαμά ότι μπορεί; Μαμά, μπορεί; Μπορεί να γίνει δική μου;» «Ναι» είπε η Μαρσλίν. Τι άλλο να έλεγε, να τον πάρει! «Αχ, σ’ ευχαριστώ, μαμά!» Η Λούσι στράφηκε πάλι στον Κλίβντον, και το βλέμμα που του χάρισαν τα μεγάλα μπλε μάτια της ήταν υπολογισμένο ακριβώς για να κάνει την καρδιά του να λιώσει, κάτι που η Μαρσλίν ειλικρινά ήλπιζε να γινόταν. «Σας ευχαριστώ, Υψηλότατε. Θα τη φροντίζω πολύ καλά.» «Το ξέρω» είπε εκείνος. «Βλέπετε, τα άκρα της κουνιούνται» είπε η Λούσι και του έδειξε. «Μπορεί να αλλάζει φορέματα. Αυτό είναι πολύ όμορφο, αλλά είναι σαν πριγκίπισσα, και μία πριγκίπισσα πρέπει να έχει τεράστια γκαρνταρόμπα. Η μαμά και οι θείες θα με βοηθήσουν να της φτιάξουμε φορέματα. Θα της φτιάξω πρωινά φορέματα και φορέματα περιπάτου και το πιο όμορφο φόρεμα ταξιδίου, μία μπλε ρεντιγκότα για να ταιριάζει με τα μάτια της. Θα το δείτε, την επόμενη φορά που θα έρθετε.» Την επόμενη φορά που θα έρθετε. «Γιατί δεν παίρνεις τη Σουζάνα επάνω να της γνωρίσεις τις θείες σου;» είπε η Μαρσλίν. «Έχω κάτι να συζητήσω με την υψηλότητά του.» Η Λούσι έφυγε κουνώντας την κούκλα στην αγκαλιά της λες και ήταν μωρό. Ο Κλίβντον σηκώθηκε, και την κοίταζε να απομακρύνεται μέσα από την πόρτα προς στο πίσω μέρος του μαγαζιού. Χαμογελούσε, και ήταν ένα χαμόγελο που η Μαρσλίν δεν είχε ξαναδεί. Δεν ήταν το γοητευτικό του χαμόγελο, ούτε το χαμόγελο της αποπλάνησης, ούτε της νίκης. Ήταν χαριτωμένο και μελαγχολικό, και δεν άντεχε να το βλέπει. Την κέρδιζε και αποδυνάμωνε τη θέλησή της πιο αποτελεσματικά από όλα τα άλλα του χαμόγελα. Και αυτό την εξόργιζε.
212
LORETTA CHASE
«Κλίβντον» άρχισε να λέει. Αυτός στράφηκε προς εκείνην, και το χαμόγελό του έσβησε. «Μη με κατηγορείτε» είπε. «Το έβαλε σκοπό να με σαγηνεύσει, όπως ακριβώς και η μητέρα της–» «Είναι έξι χρονών!» «Τα καταφέρατε και οι δύο» είπε εκείνος. «Τι να έκανα; Μικρό κοριτσάκι είναι. Γιατί να μην έχει μία κούκλα;» «Έχει κούκλες! Σας μοιάζει παραμελημένη; Ότι της λείπει οτιδήποτε; Δική μου κόρη είναι, και εγώ τη φροντίζω. Δεν έχει καμία σχέση με εσάς. Δεν έχετε καμία δουλειά να της παίρνετε κούκλες. Τι θα σκεφτεί η Λαίδη Κλάρα; Τι νομίζετε πως θα πουν οι φίλοι σας όταν μάθουν ότι παίρνετε δώρα στην κόρη μου; Το ξέρετε ότι θα το μάθουν.» Η Λούσι θα έδειχνε την κούκλα στις μοδίστρες, φυσικά, και εκείνες θα το έλεγαν σε όλους τους γνωστούς τους, και τα νέα θα μαθεύονταν ταχύτατα. «Και πιστεύετε πως οι εικασίες θα κάνουν καλό στην επιχείρησή μου;» «Μόνο αυτό σκέφτεστε. Την επιχείρησή σας.» «Είναι η ζωή μου, χοντροκέφαλε! Αυτό–» έδειξε με το χέρι της το μαγαζί «από αυτό βγάζω το ψωμί μου. Δεν μπορείτε να καταλάβετε αυτή την απλή έννοια; Βγάζω το ψωμί μου;» «Εγώ δεν–» «Από αυτό ταΐζω και ντύνω και στεγάζω και μορφώνω την κόρη μου» συνέχισε οργισμένη. «Από αυτό ζω τις αδελφές μου. Τι άλλο πρέπει να κάνω για να καταλάβετε; Πώς είναι δυνατόν να είστε τόσο τυφλός, τόσο ηθελημένα αδαής, τόσο–» «Θα με τρελάνετε» είπε εκείνος. «Όπου και να γυρίσω, είστε μπροστά μου.» «Αυτό είναι απίστευτα άδικο! Εγώ όπου και να γυρίσω, πέφτω επάνω στο τεράστιο εγώ σας!» «Αναστατώνετε τα πάντα» είπε εκείνος. «Εδώ και δύο εβδομάδες προσπαθώ να κάνω πρόταση γάμου στην Κλάρα,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
213
και κάθε φορά που συγκεντρώνω το κουράγιο μου για να το κάνω–» «Συγκεντρώνετε το κουράγιο σας;» «Κάθε φορά» συνέχισε εκείνος αγνοώντας την «εσείς–» Κούνησε το χέρι του. «Μπροστά μου. Πήγα σήμερα στην οικεία Γουόρφορντ για να της βάλω την κουλούρα, όπως τόσο ποιητικά το θέσατε, αλλά την είχατε φέρει σε τέτοια κατάσταση, που δεν μπορούσαμε να κάνουμε μία φυσιολογική συζήτηση, και ξέχασα όλο μου το λόγο – και μου είχε πάρει μισή ώρα να τον προετοιμάσω.» Η πόρτα από το πίσω μέρος του μαγαζιού άνοιξε και πάλι, και μπήκε η Λιόνι. «Α, Υψηλότατε» είπε, προσποιούμενη την έκπληκτη, παρόλο που πιθανότατα είχε ακούσει τον καβγά από τις σκάλες. Η Μαρσλίν ήλπιζε οι μοδίστρες να είχαν ακολουθήσει τις οδηγίες της και να είχαν φύγει νωρίς, αλλιώς θα τα άκουγαν όλα. «Μόλις έφευγε» είπε η Μαρσλίν. «Όχι, δεν έφευγα» είπε αυτός. «Κλείνουμε» είπε η Μαρσλίν «και ξέρουμε ότι δεν πρόκειται να αγοράσετε τίποτε.» «Μπορεί και ν’ αγοράσω» είπε εκείνος. «Λιόνι, κλείδωσε εσύ, σε παρακαλώ» είπε εκείνη. Απευθυνόμενη σ’ εκείνον είπε: «Δεν θα κρατήσω το μαγαζί μου ανοικτό όλη τη νύχτα για να σας κάνω το χατίρι.» «Σκοπεύετε να με πετάξετε έξω;» είπε αυτός. Θα μπορούσε να τον αναισθητοποιήσει με ένα χτύπημα. Μετά θα τον έσερναν με τις αδελφές της στο σοκάκι πίσω από το μαγαζί. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα έπρεπε να ξεφορτωθούν ένα ενοχλητικό αρσενικό. «Είστε πολύ μεγαλόσωμος, ανάθεμά σας» είπε. «Αλλά θα το τακτοποιήσουμε, μία και καλή.»
Κεφάλαιο 10 Ο θεσμός του γάμου στην Υψηλή Κοινωνία – Έχουν ξεκινήσει οι ετοιμασίες του γάμου μεταξύ του κυρίου Βον και της Λαίδης Μέρι-Αν Γκέιτζ, αδελφής του Λόρδου Κενμέιρ. Φημολογείται ότι ο ευγενής Πάλμερστον θα ενωθεί σύντομα με τα δεσμά του γάμου με την πλούσια κυρία Τουέτς. – The court journal, Σάββατο, 25η Απριλίου, 1835 Η Μαρσλίν όρμησε στο διάδρομο, προσπέρασε τις σκάλες προς το πίσω μέρος του κτηρίου και διέσχισε την ανοιχτή πόρτα προς το εργαστήριο. Αντίκρισε το χάος. Ο πάγκος εργασίας ήταν καλυμμένος με ρετάλια, δαχτυλήθρες, κλωστές, μαξιλαράκια για βελόνες. Το πάτωμα ήταν γεμάτο σκουπίδια. Οι καρέκλες ήταν παρατημένες. Έμοιαζε λες και οι μοδίστρες είχαν φύγει τρέχοντας σαν κυνηγημένες. Δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε το μυαλό να αναρωτηθεί τι συνέβη. Δεν είχε ούτε το χρόνο ούτε το μυαλό να σκεφτεί καν. Η κατάσταση του δωματίου ήταν άλλη μία δοκιμασία σε μία μεγάλη, κουραστική μέρα που είχε περάσει δαγκώνοντας τα χείλη της και κρατώντας την ψυχραιμία της μπροστά
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
215
στην ανοησία, στην αγένεια και στην κακομεταχείριση. Μία μεγάλη μέρα κατά την οποία κατέπνιγε τα δικά της θέλω και αφιέρωνε όλη της την ενέργεια στο να ευχαριστεί και να ικανοποιεί άλλους. Αλλά αυτή την τελευταία ενόχληση θα την τακτοποιούσε αργότερα. Πρώτα ο Κλίβντον. Γύρισε να τον αντικρίσει ενώ στήριξε τα χέρια της στην άκρη του ακατάστατου πάγκου εργασίας. Περηφανευόταν για το πόσο τακτικό και συγυρισμένο ήταν το μαγαζί, σε απόλυτη αντίθεση με το σπίτι των γονιών της, αν μπορούσε να ονομάζεται σπίτι. Αλλά δεν είχε σημασία τι θα σκεφτόταν εκείνος για την ακαταστασία, είπε στον εαυτό της. Πού ήξερε αυτός πώς έπρεπε και πώς δεν έπρεπε να είναι ένα εργαστήριο; Και τι τον ένοιαζε, άλλωστε; «Δεν θα ξαναέρθεις ποτέ εδώ» του είπε. «Ποτέ.» «Κανένα πρόβλημα» είπε εκείνος. «Είναι το τελευταίο μέρος πάνω στη γη που θα ήθελα να είμαι.» «Δεν θα πάρεις άλλα δώρα στην κόρη μου» του είπε. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο;» «Γιατί είναι μία μικρή εκμεταλλεύτρια που ξέρει να κάνει τους άντρες να τρέχουν από πίσω της» είπε εκείνη. «Ίδια η μητέρα της» είπε αυτός. «Ναι, σε εκμεταλλεύτηκα και σε έκανα να τρέχεις από πίσω μου. Αλλά τώρα τελείωσαν αυτά. Τι άλλο ήθελα ποτέ από εσένα εκτός από τη μνηστή σου;» Ψεύτρα, ψεύτρα. «Δεν έχουμε μνηστευθεί» είπε εκείνος «χάρη σ’ εσένα.» «Χάρη σ’ εμένα;» είπε εκείνη γελώντας κοροϊδευτικά. Κορόιδευε εκείνον. Κορόιδευε τον εαυτό της. «Εξαιτίας σου δεν έχετε μνηστευθεί. Γιατί δεν είπες τα λόγια που τόσο καλά είχες προετοιμάσει σ’ αυτή την όμορφη κοπέλα; Τα λόγια στα οποία αφιέρωσες μισή ώρα – μισή ώρα για την πιο σημαντική ερώτηση της ζωής σου–»
216
LORETTA CHASE
«Η Κλάρα δεν χρειάζεται–» «Αλλά γιατί να μπεις στον κόπο αφού θεωρείς δεδομένα όλα όσα έχεις; Έχεις συνηθίσει να παίρνεις ό,τι θέλεις, και μόλις το αποκτήσεις, χάνεις το ενδιαφέρον σου.» «Την αγαπώ» είπε εκείνος. «Την αγαπώ από όταν ήμασταν παιδιά. Αλλά εσύ–» «Εγώ φταίω, έτσι;» είπε εκείνη. «Εγώ είμαι ο δαίμονας που καταστρέφει την ευτυχία σου; Κοίτα τον εαυτό σου και άκου τι λες. Όπως όλοι οι άντρες, θέλεις αυτό που δεν μπορείς να έχεις. Όπως όλοι οι άντρες, θα ενδιαφέρεσαι –μέχρι και εμμονή θα πάθεις– μέχρι να το πάρεις. Ήρθες εδώ σήμερα γιατί δεν σκέφτεσαι καθαρά, γιατί σε τρελαίνει να μην μπορείς να πάρεις κάτι που θέλεις.» Το βλέμμα του σκοτείνιασε, και είδε τις γροθιές του να σφίγγουν. «Αν νομίζεις ότι αυτό το κάτι είσαι εσύ, ξανασκέψου το» είπε. «Δεν σε θέλω. Με θέλεις, όμως, εσύ, και σε λυπάμαι πολύ.» Μέσα της η Μαρσλίν ένιωσε σαν να έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο. Το κεφάλι της πονούσε, και ο πόνος έφτανε μέχρι βαθιά μέσα της. Τον ήθελε. Ήθελε να είναι το πανέμορφο κορίτσι που αγαπούσε. Ήθελε να είναι κάποια άλλη: κάποια που σήμαινε κάτι γι’ αυτόν και για όλους τους σημαντικούς ανθρώπους, και όχι ένα τίποτα που το χρησιμοποιούσαν κι έπειτα το πετούσαν. Ήθελε όλα όσα της είχε πάρει η οικογένειά της: όλες τις ευκαιρίες που είχαν σπαταλήσει και όλη τη ζημιά που είχαν κάνει στο μέλλον της παλιά, γενιές ακόμα πριν γεννηθεί. Εξωτερικά δεν έδειξε τίποτε. «Τότε, στείλε μου κι άλλους πελάτες» είπε. «Βρίσκω μεγάλη ανακούφιση στο χρήμα.» Άκουσε την κοφτή ανάσα του. «Θεέ μου» είπε. «Θεέ μου, τι δαίμονας είσαι.» «Ενώ εσύ είσαι ένας άγγελος;» Γέλασε.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
217
Ο Κλίβντον διέσχισε το δωμάτιο, και η Μαρσλίν κατάλαβε αμέσως τι θα γινόταν. Αλλά ήταν δαίμονας, και το ίδιο κι εκείνος, κι έτσι απλά στάθηκε εκεί, στηριζόμενη στο τραπέζι, προκαλώντας τον, προκαλώντας την ίδια της την καταστροφή. *** Στάθηκε από πάνω της και κοίταξε τα σκοτεινά, υπέροχα μάτια της. Τον κορόιδευαν και τον περιφρονούσαν, όπως τον είχε κοροϊδέψει και περιφρονήσει με τα λόγια της για τα ψέματα που έλεγε στον εαυτό του και σε όλον τον κόσμο. Η αλήθεια ήταν πως δεν ήταν άγγελος. Είχε αποφύγει τις ευθύνες και την ανία. Είχε αποφύγει τη φιλανθρωπία και το καθήκον. Ήταν σαν τον πατέρα του, σαν αυτόν που ήθελε απελπισμένα να μη γίνει. Είχε φύγει στο εξωτερικό και είχε βρει τον εαυτό του. Είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι, γιατί εκεί μπορούσε να είναι ελεύθερος όπως δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ στην Αγγλία. Στο Παρίσι, η δίψα του για τα πάθη και τις απολαύσεις δεν θα πλήγωνε τους ανθρώπους που αγαπούσε. Εκείνη υποσχόταν μόνο πληγές, παντού. Δεν έκανε γι’ αυτόν από κάθε άποψη, και ιδιαίτερα τώρα. Γιατί να μην την είχε γνωρίσει ένα χρόνο πριν· τρία χρόνια πριν; Όταν, όμως, κοίταζε τα μάτια της, δεν υπήρχε σωστό και λάθος. Ήταν ίδιοι και ταίριαζαν, και την ήθελε. Κι εκείνη, που τον διάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο, του είχε πει τη μία σκληρή αλήθεια μετά την άλλη. Ναι, θα συνέχιζε να τη θέλει μέχρι να την αποκτήσει. Τότε θα τελείωνε, και θα ήταν ελεύθερος. Έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια του, το έστρεψε προς τα πάνω, έφερε το στόμα του στο δικό της και τη φίλησε. Τράβηξε το κεφάλι της και διέκοψε το φιλί. Κατέβασε το
218
LORETTA CHASE
στόμα του στο λαιμό της, στο αφτί της, και πιο κάτω. Το άρωμά της αναδύθηκε από το λαιμό της, και ο αέρας που ανέπνεε ήταν γεμάτος με αυτήν, και δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από εκείνην. «Ανόητε» του είπε. «Ανόητε.» «Ναι» είπε εκείνος. Την τράβηξε από το τραπέζι και την πήρε στην αγκαλιά του. Ήταν σωστό, κι ας ήταν τόσο απεγνωσμένα λάθος. Ήταν σωστό· η ζεστασιά της πλάτης της στο μπράτσο του και το λυγερό κορμί της που ταίριαζε απόλυτα με το δικό του λες και είχε φτιαχτεί σε κάποιο φλογερό εργαστήριο από τον ίδιο τον Βελζεβούλ. Αυτό ήταν, δεν υπήρχε επιστροφή. Αισθάνθηκε το σώμα του να παίρνει φωτιά, και μαζί καιγόταν και η λογική του. Αυτό ήθελε πάντα: να την κατακτήσει. Εικόνες πλημμύρισαν το μυαλό του – πόσο ψυχρά τον είχε αφήσει στην όπερα… άντρες να πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλον ή να σκοντάφτουν μόνοι τους όταν περνούσε… ο τρόπος που έστρεφε το κεφάλι της… η γεμάτη χάρη κίνηση της βεντάλιας της που έδειχνε το φόρεμά της… η μικρή κίνηση του χεριού της όταν άγγιξε τον ώμο της εκεί που την είχε αγγίξει αυτός. Όλα αυτά και πολλά άλλα –κάθε λεπτό που είχε περάσει μαζί της–, όλα στριφογύριζαν στο μυαλό του και έτρεχαν στις φλέβες του όταν την πήρε στην αγκαλιά του. Αυτό ήθελε. Να την έχει αγκαλιά. Να την κρατάει. Δική μου. Χωρίς λογική, μόνο με το ένστικτο. Άδειασε το τραπέζι με μία κίνηση του χεριού του. Κομμάτια ύφασμα, δαντέλες και κορδελάκια έφυγαν στον αέρα ενώ κλωστές, δαχτυλήθρες και άλλα εργαλεία έπεσαν στο πάτωμα. Τη σήκωσε στο τραπέζι. Εκείνη έβαλε το χέρι της στο στήθος του για να τον σπρώξει μακριά της. Ακούμπησε το χέρι του πάνω στο δικό
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
219
της και το κράτησε εκεί, πάνω στην καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή. Της σήκωσε το πιγούνι και την κοίταξε προκλητικά κλειδώνοντας το βλέμμα του. Τα μάτια της ήταν μεγάλα, και σκοτεινά σαν τη νύχτα. Εκεί ήθελε να είναι: να χαθεί στο σκοτάδι, στον άγνωστο τόπο που ήταν η Νουαρό. Σήκωσε τα χέρια της και έπιασε το κεφάλι του και τον τράβηξε κοντά της. Τύλιξε τα πόδια της στους γοφούς του και τον φίλησε με τη γνωστή της αγριότητα. Τα έδινε όλα και απαιτούσε το ίδιο και από εκείνον: τα πάντα. Και της τα έδωσε, με ένα τρελό, πεινασμένο φιλί, ενώ τα χέρια του την άγγιζαν με απληστία. Την ήθελε, την ήθελε, την ήθελε ακατάπαυστα. Το κρατούσε μέσα του για τόσο καιρό. Μόλις μερικές εβδομάδες είχαν περάσει από τότε που την είχε γνωρίσει, αλλά είχε την αίσθηση ότι την ήθελε από πάντα. Έμοιαζε μία αιωνιότητα που ζούσε με το όνειρο και τη φαντασίωσή της, και τις αναμνήσεις που τον κατέκλυζαν και στοίχειωναν τις μέρες και τις νύχτες του. Τώρα δεν ήταν όνειρο. Τώρα ήταν επιτέλους ζωντανός, μετά από μία ολόκληρη ζωή που υπνοβατούσε. Στα χέρια του θρόιζε μετάξι και μουσελίνα και δαντέλα, ο ήχος τους τόσο οικείος, τον καλούσε να την κατακτήσει. Παντού, όμως, έβρισκε εμπόδια, οι στρώσεις της καταραμένης της κομψότητας έμπαιναν ανάμεσα στα χέρια του και στο δέρμα της. Χάιδεψε τον κορσέ της αναζητώντας το δέρμα της, και θυμήθηκε πόσο απίστευτα μεταξένιο και ζεστό ήταν. Η ανάμνηση τον τρέλαινε, γιατί δεν μπορούσε να την αγγίξει όπως ήθελε, να την απολαύσει. Παρ’ όλη την τρέλα που τον έκαιγε, ήξερε πως δεν είχαν πολύ χρόνο, καθόλου χρόνο, μόνο μία στιγμή. Είχαν βρει ο ένας τον άλλον σε λάθος χρόνο και δεν ήταν προορισμένοι ο ένας για τον άλλον, και αυτή η στιγμή ήταν το μόνο που θα είχαν. Δεν είχαν χρόνο. Σήκωσε τη φούστα και το μεσοφόρι της και γλίστρησε το χέρι του στο απαλό της εσώρουχο. Η αίσθηση τον δια-
220
LORETTA CHASE
πέρασε σαν ηλεκτρισμός: η απαλή σάρκα κάτω από το χέρι του… η ζεστασιά της στο λεπτό ύφασμα… η καμπύλη των μηρών της… Αλλά δεν είχαν χρόνο. Βρήκε το άνοιγμα στο εσώρουχο. Άκουσε την κοφτή της ανάσα καθώς τα δάχτυλά του χάιδεψαν το απαλό της δέρμα. Και τότε, μόλις άγγιξε το κατάλληλο σημείο, της ξέφυγε ένα μικρό βογκητό που έπνιξε γρήγορα στο στόμα του. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Μέσα του ήξερε πού βρίσκονταν και πόσο τρελό ήταν. Μέσα του ήξερε πως είχε κλείσει την πόρτα πίσω του, αλλά δεν την είχε κλειδώσει. Μέσα του ήξερε πως στο δωμάτιο μπορούσε να μπει οποιοσδήποτε ανά πάσα στιγμή. Όλα αυτά τα είχε στο μυαλό του, στο πίσω μέρος του μυαλού του. Η γνώση επέμενε και τον ενοχλούσε, σαν μία χαμηλόφωνη, επίμονη προειδοποίηση: Βιάσου, βιάσου. Ήταν ανόητος και του άξιζε ο εξευτελισμός. Μετά από τόσο καιρό να συμπεριφέρεται σαν σχολιαρόπαιδο που θέλει ένα κορίτσι και ξεκλέβει μία στιγμή για ένα κρυφό και βιαστικό ζευγάρωμα. Αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. Άπλωσε τα χέρια της και του ξεκούμπωσε το παντελόνι, και όταν τον άγγιξε, του κόπηκε η ανάσα, καθώς έκλεισε στο χέρι της το διογκωμένο μόριό του και άρχισε να το κουνάει πάνω-κάτω, και το μυαλό του σκοτείνιασε, και δεν υπήρχε τίποτα παρά πόθος και ένταση. Έδιωξε το χέρι της και μπήκε μέσα της. Εκείνη άφησε άλλο ένα μικρό βογκητό, το έπνιξε πάλι αμέσως, και μετά δεν ακουγόταν τίποτα παρά μόνο η ανάσα τους, απότομη και έντονη, καθώς παλλόταν μέσα της ξανά και ξανά, κατακτώντας την πρωτόγονα, χωρίς καμία λογική. Δική μου. Ένιωσε τα νύχια της να χώνονται στα μπράτσα του και το σώμα της να τρέμει καθώς την πλημμύρισε η απόλαυση,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
221
αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν φώναξε. Το μόνο που άκουσε ήταν η ανάσα της, γρήγορη και απότομη. Ήθελε κι άλλο, δεν ήθελε να τελειώσει ποτέ, αλλά είχε περιμένει τόσο πολύ, το ήθελε τόσο πολύ, και όταν οι μύες της συσπάστηκαν γύρω του τόσο άγρια στην κορύφωσή της, έχασε κάθε έλεγχο. Η απόλαυση τον κατέκλυσε σαν ένα ζωντανό πλάσμα που τον τραβάει στον γκρεμό και παραπέρα. Και συνέχισε, σε μία τόσο άγρια πλημμύρα θριάμβου, που ούτε καν του πέρασε από το μυαλό να τραβηχτεί. Ήταν αργά, πολύ αργά. Αισθάνθηκε τους σπασμούς της καθώς η απόλαυσή της κορυφώθηκε ξανά, και άκουσε το βραχνό της βογκητό να τον καταδικάζει στην Κόλαση, και η ευτυχία τον κατέκλυσε, και αφέθηκε μέσα της, με μία φλογερή ανακούφιση και μανιασμένη χαρά. *** Η Μαρσλίν δεν ήθελε να γατζωθεί επάνω του, αλλά ήταν αναγκασμένη, γιατί αλλιώς θα γλιστρούσε από το τραπέζι και θα έπεφτε στο πάτωμα. Η καρδιά της είχε ηρεμήσει από το παραλήρημα, και τώρα χτυπούσε αργά και άγρια, σαν σφυρί στα πλευρά της. Αχ, ήταν ανόητη, η μεγαλύτερη ανόητη του κόσμου! Θα μπορούσε να είχε ζήσει στη μακάρια άγνοια. Θα μπορούσε να φανταζόταν ότι όλοι οι άντρες ήταν ίδιοι και ότι το σμίξιμο ήταν μία ανακούφιση για τα έντονα συναισθήματα, αλλά και μεγάλη απόλαυση. Τώρα ήξερε πως η απλή αυτή πράξη μπορούσε να είναι εκρηκτική και πως ο κόσμος μπορούσε να αρχίσει και να τελειώσει μέσα σε μερικά μόνο λεπτά, αφήνοντας τα πάντα άνω-κάτω, καταστρέφοντας και ξαναχτίζοντας το σύμπαν, και αλλάζοντας τα πάντα. Αλλά αυτή η μέρα δεν ήταν παρά μία σειρά από ζημιές; Τι ήταν άλλη μία καταστροφή;
222
LORETTA CHASE
Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, και δεν θα ήταν η πρώτη φορά. Είχε επιβιώσει από άλλα. Θα επιβίωνε και από αυτό. Εξακολουθούσε να την κρατάει, τόσο σφιχτά, με τα δυνατά του χέρια να στηρίζουν την πλάτη της. Έπρεπε να τον διώξει μακριά της. Έπρεπε να το είχε κάνει πολύ νωρίτερα, τουλάχιστον την κρίσιμη στιγμή. Ήξερε πως δεν μπορούσε να βασίζεται σ’ έναν άντρα να θυμηθεί να τραβηχτεί σε μία τέτοια στιγμή. Αλλά δεν μπορούσε να βασίζεται ούτε στον εαυτό της. Τον ήθελε μέσα της. Ήθελε να είναι δικός της και μόνο δικός της, κι ας ήταν για μία στιγμή, για μία μόνο φορά. Και δεν ήθελε να τον αφήσει. Ακόμα και τώρα. Αφέθηκε να απολαύσει για μία στιγμή τη δύναμη και τη ζεστασιά που την περιέκλειε. Αφέθηκε να εισπνεύσει τη μυρωδιά του, απόλυτα αρσενική και απόλυτα δική του. Αφέθηκε να τον αγγίξει με το μάγουλό της – και για κάποιο λόγο, αυτό της έδωσε μία μεγαλύτερη αίσθηση οικειότητας απ’ όλα όσα είχαν κάνει, παρόλο που στεκόταν ανάμεσα στα πόδια της, παρόλο που τον αισθάνθηκε να βγαίνει από μέσα της και ένιωσε την υγρασία του σπόρου του… του σπόρου που είχε απελευθερώσει μέσα της, γιατί εκείνη δεν είχε το μυαλό ή τη θέληση να το αποτρέψει. Και αυτό –το άγριο, απεγνωσμένο σμίξιμό τους, γιατί δεν θα έλεγε ότι έκαναν έρωτα, ποτέ, ποτέ– έδινε μεγαλύτερη αίσθηση οικειότητας απ’ ό,τι αν είχαν ξαπλώσει γυμνοί σ’ ένα κρεβάτι και είχαν απολαύσει ο ένας τον άλλον με την ησυχία τους. Αλλά ήταν ανόητη, και αυτή ήταν η αρχή, και ταυτόχρονα το τέλος. «Πρέπει να με αφήσεις» του είπε. Η φωνή της ήταν βραχνή. Την έσφιξε περισσότερο, τα μπράτσα του ήταν σαν τανάλιες. «Πρέπει να με αφήσεις» είπε εκείνη. «Περίμενε» της είπε. «Περίμενε.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
223
«Δεν έχουμε χρόνο.» Μιλούσε χαμηλόφωνα. «Θα με ψάχνουν για το δείπνο, κάποιος θα έρθει. Δεν μπορείς να μείνεις, αποκλείεται. Δεν μπορείς να μείνεις» επανέλαβε. «Και δεν πρέπει να έρθεις ποτέ ξανά.» Τον ένιωσε να τσιτώνει. «Δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι» είπε. «Δεν έπρεπε να το είχαμε αρχίσει.» «Είναι πολύ αργά πια.» «Έγινε» είπε εκείνη «και τελείωσα με σένα κι εσύ τελείωσες με μένα.» Τον έσπρωξε, και αυτήν τη φορά την άφησε. Βρήκε το μαντήλι της και σκουπίστηκε βιαστικά. Μετά κατέβασε το μεσοφόρι και τη φούστα της. Ενώ συγυριζόταν, εκείνος έφτιαχνε τα ρούχα του. Άρχισε να κατεβαίνει από το τραπέζι, αλλά πρέπει να ήθελε πολύ να την τιμωρήσει –ή, το πιθανότερο, είχε όντως τελειώσει μαζί της, και δεν σήμαινε τίποτε για εκείνον να την αγγίζει πια–, γιατί την έπιασε από τη μέση και την κατέβασε τόσο εύκολα, όσο την είχε ανεβάσει, λες και ήταν πούπουλο. Θυμήθηκε πόσο εύκολα και μαλακά είχε σηκώσει τη Λούσι από την αγκαλιά του και της την είχε δώσει στα χέρια. Θυμήθηκε το μελαγχολικό χαμόγελο που είχε χαρίσει στο παιδί. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της, και επιστράτευσε όλη της τη δύναμη για να μη δακρύσει. Είχε ακούσει, δεν ήταν σίγουρη πού ή πότε, ότι είχε χάσει μία αδελφή όταν ήταν μικρός… Αλλά τι σημασία είχε; Άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα, μαζεύοντας όλο της το κουράγιο για να τον δει να φεύγει μια για πάντα από τη ζωή της, όταν άκουσε το γδούπο. Η Λιόνι θα είχε κλειδώσει το μαγαζί ώρα πριν και θα είχε εξασφαλίσει ότι δεν θα διέκοπτε κανείς τη Μαρσλίν. Τώρα δεν έπρεπε να είναι κανείς κάτω. Όλη η οικογένεια έπρεπε να είναι επάνω να ετοιμάζει το δείπνο.
224
LORETTA CHASE
«Περίμενε» είπε χαμηλόφωνα. Πήγε στην πόρτα και πίεσε το αφτί της επάνω της. Τίποτα. «Μου φάνηκε πως άκουσα κάτι» είπε εκείνος. «Η Έρολ; Θα–» «Όχι. Όχι όταν έχουμε κλείσει το μαγαζί. Δεν την αφήνω, αλλά δεν θα ερχόταν ούτως ή άλλως. Φοβάται το σκοτάδι. Κάνε ησυχία, εντάξει;» Άλλος ένας γδούπος. Κάποιος ήταν εκεί έξω και σκόνταφτε στο σκοτάδι. Ο Κλίβντον έκανε να πιάσει το χερούλι της πόρτας. «Θα το κανονίσω–» «Μην είσαι ανόητος» ψιθύρισε εκείνη. «Εσύ δεν είσαι εδώ.» Η Μαρσλίν άνοιξε με προσοχή την πόρτα. Κοίταξε στο διάδρομο προς τα εκεί από όπου είχε ακουστεί ο ήχος. Είδε ένα αχνό φως στο μικρό γραφείο όπου κρατούσε η Λιόνι τα λογιστικά βιβλία και όπου, τώρα τελευταία, κρατούσαν και τα σχέδια της Μαρσλίν, σ’ ένα κλειδωμένο κουτί. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Γλίστρησε από την πόρτα στο σκοτεινό διάδρομο. Άκουσε τα μαλακά του βήματα πίσω της. Σταμάτησε και του έκανε νόημα να μείνει στο εργαστήριο. «Μην είσαι–» Του έκλεισε το στόμα με το χέρι της. «Πρέπει να το κανονίσω» είπε χαμηλόφωνα. «Είναι θέμα δουλειάς. Είναι η κατάσκοπός μας. Την περιμέναμε.» *** Ήταν αποσβολωμένος, ακόμη. Αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία που είχε για το ότι την άκουσε, και ακόμα κι αυτή δεν κράτησε παραπάνω από ένα λεπτό.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
225
Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, σίγουρα όχι τέτοια ώρα, αφού το μαγαζί είχε κλείσει. Αλλά το μαγαζί… Κατάσκοπος; Δεν είχε πει κάτι η Κλάρα για– Η Κλάρα! Στη σκέψη της, τον πλημμύρισε ένα κύμα ενοχής. Προδοσία. Είχε προδώσει τη φίλη του, τη μελλοντική γυναίκα του. Η γυναίκα μου, η γυναίκα μου, είπε στον εαυτό του. Ίσιωσε τη γραβάτα του λες και αν εξαφάνιζε τα σημάδια θα μπορούσε να πάρει πίσω και αυτό που είχε κάνει. Προσπάθησε να φέρει την εικόνα της στο μυαλό του, να φτιάξει την εικόνα του μέλλοντός του, αυτή που πάντα φανταζόταν πως ήταν η σωστή, η μοναδική. Θα παντρευόταν το γλυκό, όμορφο κορίτσι που αγαπούσε από τότε που ήταν παιδί, το ξανθό, γαλανομάτικο κοριτσάκι που είχε γνωρίσει όταν ακόμη πενθούσε για την αδελφή του. Δεν έμοιαζε καθόλου στην Άλις εκτός από τη γλυκιά αθωότητα, και το ευτυχισμένο χαμόγελο όταν τον έβλεπε, και το πόσο τον θαύμαζε, όπως η Άλις θαύμαζε το μεγαλύτερο αδελφό της. Πάντα φανταζόταν ότι θα παντρευόταν την Κλάρα και θα τη φρόντιζε και θα την προστάτευε για πάντα. Όμως, με την πρώτη ευκαιρία, και με την ελάχιστη δυνατή ενθάρρυνση, είχε τρέξει μακριά της και είχε μείνει μακριά, και μετά από τρία χρόνια απολαύσεων δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένος. Όχι, έπρεπε να προδώσει την εμπιστοσύνη της μόλις είχε επιστρέψει κοντά της. Ωστόσο, η ντροπή δεν ήταν ικανή να διαλύσει την ανάμνηση αυτού που είχε συμβεί λίγα μόλις λεπτά πριν ή την αίσθηση ότι ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. Είχε πάρει τη Νουαρό και είχε τελειώσει μαζί της. Και τώρα ήταν εδώ, να στέκεται σαν το βλάκα, ενώ εκείνη – Τι, στο διάβολο, έκανε; «Όχι!» ούρλιαξε κάποιος.
226
LORETTA CHASE
Ο Κλίβντον βγήκε αθόρυβα στο διάδρομο. Ένα αχνό φως λίγα σκαλιά παρακάτω από το εργαστήριο τού επέτρεψε να δει μία ανοιχτή πόρτα. «Ελπίζω να σε πλήρωσε καλά για να προδώσεις την εμπιστοσύνη μου» άκουσε τη Νουαρό να λέει. «Γιατί δεν πρόκειται να ξαναδουλέψεις σ’ αυτό το επάγγελμα ποτέ. Θα το φροντίσω εγώ.» «Δεν μπορείς να μου κάνεις κακό» απάντησε μία ψιλή φωνή. «Είσαι τελειωμένη. Όλοι ξέρουν ότι είσαι η πουτάνα του Δούκα. Όλοι ξέρουν ότι του ανοίγεις τα πόδια σου, κάτω από τη μύτη της μνηστής του.» «Άσχετα από το τι ξέρουν ή δεν ξέρουν όλοι, θα μου δώσεις πίσω αυτό το βιβλίο. Μία πόρτα υπάρχει, Πρίτσετ. Και δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να περάσεις.» «Έτσι λες;» Άλλος ένας γδούπος, σαν να αναποδογύρισαν έπιπλα. Ήχος από πιατικά που σπάνε. Ένα μανιασμένο ουρλιαχτό. Δεν τον ένοιαζε που η Νουαρό είχε πει ότι έπρεπε να το κανονίσει μόνη της. Δεν τον ένοιαζε που δεν έπρεπε να τον δουν εκεί. Ένα πρόβλημα στη δουλειά της δεν τον αφορούσε, αλλά εδώ η κατάσταση έβγαινε εκτός ελέγχου. Σε λίγο, οι άλλοι θα άκουγαν τη φασαρία, και θα κατέβαιναν τρέχοντας. Η Έρολ μπορεί να ξέφευγε από την νταντά της και να έτρεχε κάτω με τους άλλους, και να την έπαιρναν τα σκάγια. Όλα αυτά περνούσαν από το μυαλό του ενώ περπατούσε αθόρυβα προς την πόρτα. Ένα αντικείμενο –ένα βάζο, ή μία γλάστρα, ή κάτι τέτοιο– πέταξε μέσα από την πόρτα και έσκασε στον τοίχο μερικά εκατοστά από το κεφάλι του. Όρμησε στο δωμάτιο τη στιγμή ακριβώς που μία γυναίκα πετούσε ένα μελανοδοχείο στη Νουαρό. Καθώς έσκυψε, η Νουαρό σκόνταψε σε μία αναποδογυρισμένη καρέκλα και έπεσε. Άκουσε άλλον ένα γδούπο. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε ένα πεσμένο φωτιστικό πάνω στο γραφείο και τις φλόγες να γλείφουν τις στοίβες με τα χαρτιά. Το επόμενο
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
227
δευτερόλεπτο, οι φλόγες είχαν πηδήξει στις κουρτίνες και ανέβαιναν με ταχύτητα προς τα πάνω. Η γυναίκα τον προσπέρασε τρέχοντας, αλλά δεν είχε μυαλό για εκείνην. Η Νουαρό πάλευε να σηκωθεί και η φωτιά εξαπλωνόταν από τις κουρτίνες σε ράφια γεμάτα με βιβλία και χαρτιά. Η μία γωνία του δωματίου είχε ήδη παραδοθεί στις φλόγες. Σκέφτηκε τα υλικά που είχε δει στο μαγαζί. Θα υπήρχαν κι άλλα υλικά του επαγγέλματός τους, σε αποθήκες και εργαστήρια: στοίβες εύφλεκτων χαρτιών περιτυλίγματος και κουτιά με όλων των ειδών τα υφάσματα. Οι φλόγες είχαν ήδη φτάσει πολύ ψηλά για να τις σβήσει εύκολα. Πήρε την απόφασή του μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν μπορούσε να ρισκάρει να προσπαθήσει να σβήσει τη φωτιά. Μέσα σε λίγα λεπτά θα βρίσκονταν παγιδευμένοι σε μία πύρινη κόλαση. *** Η Πρίτσετ άρπαξε τον πολύτιμο φάκελο, άνοιξε την πίσω πόρτα που οδηγούσε στην αυλή, και έτρεξε χωρίς να κοιτάξει πίσω της μέχρι την οδό Κάρι. Μόνο τότε σταμάτησε ν’ ανασάνει. Είδε τον καπνό να βγαίνει από το μαγαζί, και μία σουβλιά πόνου τη διαπέρασε. Ήλπισε να μην πάθαινε τίποτε το παιδί. Τα είχε σχεδιάσει όλα με τόση προσοχή, και μετά η κυρία της τα είχε καταστρέψει με την ξαφνική απόφασή της να στείλει τις μοδίστρες σπίτι νωρίς. Η Πρίτσετ τις είχε διώξει, λέγοντας ότι θα συμμαζέψει εκείνη το εργαστήριο. Όταν ήρθε ο Δούκας, είχε ανακουφιστεί. Είχε σκεφτεί ότι θα απασχολούσε την κυρία για λίγο. Όμως, όλα είχαν πάει στραβά, και τώρα όχι μόνο η κυρία, αλλά και η υψηλότητά του ήξεραν τι είχε κάνει. Τέλος πάντων, τέλος πάντων. Με τα χρήματα που θα έπαιρνε από την κυρία Ντόουνς θα μπορούσε να κάνει μία
228
LORETTA CHASE
καινούρια αρχή κάπου αλλού. Η Φράνσις Πρίτσετ θα άλλαζε το όνομά της και κανείς δεν θα μάθαινε τίποτε. Έστρεψε ξανά το βλέμμα της προς τα πάνω. Πάνω από τις στέγες των σπιτιών, στον έναστρο ουρανό, ο καπνός αιωρείτο σαν μαύρο σύννεφο. *** Η Μαρσλίν είδε τις φλόγες, και για μία στιγμή έμεινε αποσβολωμένη αδυνατώντας να το πιστέψει. Μετά ούρλιαξε: «Λούσι!» Ο Κλίβντον την τραβούσε να σηκωθεί από το πάτωμα, την έσερνε προς την πόρτα. Άκουσε φωνές από επάνω. Θα είχαν ακούσει τη φασαρία ή θα είχαν μυρίσει τον καπνό. «Έξω!» φώναξε ο Κλίβντον. «Όλοι έξω! Τώρα!» Ένας γδούπος και θόρυβος από πάνω. Κι άλλες φωνές. «Όλοι!» ούρλιαξε ο Κλίβντον. Η Μαρσλίν κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. Την τράβηξε πίσω. «Λούσι!» φώναξε εκείνη. Άκουγε κι άλλο θόρυβο από πάνω. «Γιατί δεν έρχονται;» Να τους είχε φτάσει η φωτιά τόσο γρήγορα; Είχαν παγιδευτεί; «Λούσι!» Αλλά ο Κλίβντον την τραβούσε και την έσπρωχνε στο διάδρομο προς την εξώπορτα. «Όχι!» φώναξε. «Η κόρη μου!» «Έρχονται» της είπε. Και τότε άκουσε τα βήματα στις σκάλες και τις φωνές. Άκουσε τη φωνή του πίσω της: «Έξω, έξω, όλοι. Γρήγορα. Νουαρό, για όνομα του Θεού, παρ’ τους όλους έξω.» Δεν μπορούσε να τους δει στο σκοτεινό, γεμάτο καπνό διάδρομο. Αλλά άκουσε τη φωνή της Λούσι και των αδελφών της και της Μίλι. Ο Κλίβντον την έσπρωξε. «Έξω!» φώναξε άγρια. Βγήκε έξω, και μόνο τότε, όταν ήταν όλοι μακριά από τον
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
229
καπνό και τη σύγχυση, ανακάλυψε ότι τελικά η Λούσι δεν ήταν μαζί τους. «Πού είναι η Λούσι;» Η φωνή της Μαρσλίν ακούστηκε πάνω από τους πανικόβλητους γείτονες και το θόρυβο από τις άμαξες και το χλιμίντρισμα των αλόγων. «Μα, ήταν μαζί μας.» «Τώρα ήταν εδώ.» «Την κρατούσα, κυρία» είπε η Μίλι. «Αλλά μου ξέφυγε – και νόμιζα πως ερχόταν σ’ εσάς.» Όχι. Όχι. Το βλέμμα της Μαρσλίν στράφηκε στο φλεγόμενο κτήριο. Το μυαλό της έδιωξε τη σκέψη. «Λούσι!» φώναξε. Οι αδελφές της τη μιμήθηκαν. Ο δρόμος άρχισε να γεμίζει με περίεργους. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο πλήθος, αλλά όχι, δεν την έβλεπε πουθενά. Και δεν θα την έβλεπε. Η Λούσι φοβόταν το σκοτάδι. Δεν θα έτρεχε μέσα σ’ ένα πλήθος από αγνώστους. «Η κούκλα!» φώναξε η Σοφί. «Ήθελε να πάρει την κούκλα. Δεν προλαβαίναμε.» «Μα, δεν μπορεί να γύρισε πίσω» είπε η Λιόνι με φωνή γεμάτη πανικό. Η Μαρσλίν άρχισε να τρέχει πίσω στο μαγαζί. Οι αδελφές της την άρπαξαν. Πάλευε να τους ξεφύγει. «Μαρσλίν, κοίτα» είπε βραχνά η Σοφί. Τα παράθυρα είχαν τυλιχτεί στις φλόγες. Η βιτρίνα ήταν μία πολύχρωμη φωτιά από μετάξι και δαντέλα και βαμβακερά. «Λούσι!» ούρλιαξε η Μαρσλίν. «Λούσι!» *** Ο Κλίβντον είχε μετρήσει κεφάλια καθώς περνούσαν από την πόρτα. Είχε ακούσει τις φωνές έξω από το κτήριο. Ήταν σίγουρος πως ήταν όλοι ασφαλείς έξω. Μα, δεν είχε βγει καλά-καλά στο πεζοδρόμιο όταν άκουσε τη Νουαρό να φωνάζει το παιδί της.
230
LORETTA CHASE
Έτρεξε πίσω. «Λούσι!» φώναξε. «Έρολ!» Η φωτιά εξαπλωνόταν στο ισόγειο και ανέβαινε, σφυρίζοντας, και σπάζοντας τα πάντα στο διάβα της. Μέσα στον καπνό, ίσα που έβλεπε τη σκάλα. Τη βρήκε περισσότερο από μνήμης, και ανέβηκε τρέχοντας. «Λούσι! Έρολ!» Συνέχιζε να τη φωνάζει, προσπαθώντας ν’ ακούσει, και καθώς ανέβαινε στον πρώτο όροφο, άκουσε επιτέλους το τρομοκρατημένο της κλάμα. «Λούσι!» φώναξε. «Πού είσαι, παιδί μου;» «Μαμά!» Ο καπνός ήταν πυκνός και αποπνικτικός. Ίσα που άκουγε τη φωνή της μέσα στο θόρυβο της φωτιάς. Κόντεψε να την προσπεράσει. Αν είχε περάσει από εκεί μία στιγμή νωρίτερα ή αργότερα, δεν θα είχε ακούσει την πνιχτή κραυγή της. Αλλά από πού ερχόταν; «Λούσι!» «Μαμά!» Την έψαχνε μανιωδώς, και ήταν τόσο η όρασή του, όσο ο ήχος και η αφή του που τον οδήγησαν στη χαμηλή πόρτα. Ήταν κάτω από τη σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο. Μπορεί να είχε κρυφτεί ή να είχε παίξει εκεί κάποτε, ή μπορεί απλά να ήταν η πρώτη πόρτα που βρήκε μπροστά της. Την άνοιξε με δύναμη. Ήταν κουλουριασμένη στη γωνία, με την κούκλα στην αγκαλιά. Τη σήκωσε. Το κορμάκι της έτρεμε. «Εντάξει» είπε με βραχνή φωνή – από τον καπνό, από το φόβο, από την ανακούφιση. Εκείνη έχωσε το πρόσωπό της στο παλτό του και ξέσπασε σε λυγμούς. Κούνησε μαλακά το κεφάλι της με το χέρι του. «Εντάξει» είπε. «Όλα θα πάνε καλά.» Ήλπιζε να μην έλεγε ψέματα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
231
Πίσω του, η φωτιά σφύριζε και ούρλιαζε καθώς ορμούσε προς το μέρος τους. *** Η Μαρσλίν πάλεψε με όλη της τη δύναμη, αλλά δεν την άφησαν να πάει πίσω για τη Λούσι. Ήταν πια πολύ αργά. Η πυροσβεστική είχε έρθει γρήγορα, αλλά όχι αρκετά γρήγορα. Η αντλία έριχνε νερό στο μαγαζί, αλλά οι φλόγες φανέρωναν πόσο δυνατή ήταν η φωτιά και πόσο γρήγορα είχε εξαπλωθεί. Με λίγη τύχη δεν θα έφτανε στα γειτονικά μαγαζιά. Όσο για το δικό της… Τίποτε δεν μπορούσε να επιβιώσει από αυτήν τη μανιασμένη φωτιά. Ούτε εκείνη ήθελε να επιβιώσει, αλλά δεν την άφηναν να γυρίσει μέσα. Αισθανόταν απαίσια, τόσο που τα πόδια της δεν την κρατούσαν. Γονάτισε στο πεζοδρόμιο με τα χέρια τυλιγμένα γύρω της, τρέμοντας λες και ήταν γυμνή. Δεν μπορούσε να κλάψει. Ο πόνος ήταν υπερβολικός. Απλά κουνιόταν μπροςπίσω, βυθισμένη σε μία δυστυχία που όμοιά της δεν είχε νιώσει ποτέ. Είχε χάσει δικούς της ανθρώπους – τους γονείς της και τον Τσάρλι, και την εξαδέλφη Έμα που είχε φιλοξενήσει εκείνην και τις αδελφές της. Εκείνο ήταν απλή θλίψη. Είχε αόριστα την αίσθηση ότι οι αδελφές της ήταν στο πλευρό της – αισθανόταν το άγγιγμά τους στο κεφάλι της, στους ώμους της… άκουγε τους λυγμούς τους. Γύρω της επικρατούσε πανδαιμόνιο, και εκείνη βρισκόταν στην Κόλαση, και η Κόλαση ήταν μία ατέλειωτη, σκοτεινή αιωνιότητα, όπου η μοναδική αίσθηση που υπήρχε ήταν ο πόνος, αιχμηρός σαν μαχαίρι. Λούσι. Λούσι. Λούσι. ***
232
LORETTA CHASE
Ο Κλίβντον έπρεπε ν’ αποφασίσει άμεσα, και αποφάσισε να μην κατέβει από τη σκάλα. Η φωτιά έμοιαζε να πηγαίνει από πίσω προς τα μπροστά στη δυτική πλευρά του κτηρίου. Αυτό σήμαινε ότι η πύρινη λαίλαπα μπορεί να τους περίμενε στο πλατύσκαλο. Πήγε από την άλλη πλευρά, αλλά έμεινε στη μεριά του διαδρόμου όπου είχε βρει τη Λούσι, με την ελπίδα ότι το πάτωμα θα κρατούσε το βάρος τους. Πάνω από τη βιτρίνα και τα εργαστήρια που ήταν γεμάτα εύφλεκτα υλικά, η φωτιά θα έκαιγε πιο έντονα. Ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε. «Κρατήσου γερά» είπε στη Λούσι. «Και κλείσε τα μάτια σου.» Έσφιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και έχωσε το πρόσωπό της στη γραβάτα του. Δεν άφησε την κούκλα από τα χέρια της, και ένα από τα άκρα της χώθηκε στην κλείδα του. Παράξενο που το πρόσεξε, και ήθελε να κάνει την κούκλα κομμάτια για το κακό που είχε προκαλέσει, αλλά η μικρή τη χρειαζόταν, και ούτως ή άλλως δεν είχε ούτε χρόνο ούτε μυαλό ν’ ασχολείται με τέτοια ασήμαντα πράγματα. Πήγε βιαστικά προς τα πίσω, ψηλαφώντας τον τοίχο γιατί επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Αλλά τότε θυμήθηκε ότι στο ισόγειο είχε δει μία πίσω πόρτα. Λογικά θα έβγαζε σε κάποια αυλή. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν μία σκάλα, ή ένα παράθυρο, ή ακόμα και μία μικρή κάμαρα με παράθυρο. Έφτασε στο τέρμα του διαδρόμου, και το προτεταμένο χέρι του έπιασε σοβά. Δεν είχε βρει καμία πόρτα στο δρόμο. Τώρα άγγιζε μόνο τοίχο. Όχι. Έπρεπε να υπάρχει έξοδος. Ο καπνός γινόταν ολοένα και πιο πυκνός, η ζέστη αφόρητη. Κρατώντας γερά τη Λούσι, γλίστρησε το ένα χέρι του στον καυτό τοίχο και χτύπησε ξύλο – ένα παράθυρο. Δεν προσπάθησε καν να το ανοίξει. «Κρατήσου γερά, γλυκιά μου» είπε στη Λούσι. «Ό,τι και να γίνει, μην κοιτάξεις και μη με αφήσεις.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
233
Και τότε κλότσησε με όλη του τη δύναμη και έσπασε το γυαλί και το ξύλο. Κλότσησε ξανά και ξανά, σκορπίζοντας τα κομμάτια του γυαλιού και της κάσας. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, και κοίταξε κάτω τρέμοντας στην ιδέα τού τι θα έβλεπε: φοβόταν ότι θα έπρεπε να πηδήξει από ψηλά, γιατί αυτά τα κτήρια σπάνια είχαν κάτι να στηριχτείς για να σκαρφαλώσεις. Αλλά ήταν τυχερός, και διέκρινε τον πίσω τοίχο μίας αυλής. Αγκαλιάζοντας τη Λούσι για να την προστατεύσει από τα σπασμένα γυαλιά και ξύλα, σκαρφάλωσε στο περβάζι και πήδηξε στον τοίχο, μετά κάτω στην οροφή ενός αποχωρητηρίου από την άλλη πλευρά του τοίχου. Αν και ο αέρας ήταν γεμάτος καπνό, ήταν πιο δροσερός, και μέσα από τον καπνό διέκρινε το αχνό φως μίας λάμπας από το δρόμο. *** Η Μαρσλίν ήταν τόσο βυθισμένη στον πόνο της, που δεν έβλεπε τίποτε άλλο. Κάποια στιγμή, όμως, αισθάνθηκε την ατμόσφαιρα γύρω της να αλλάζει και τη φασαρία να καταλαγιάζει. Ο δρόμος ησύχασε τόσο, που άκουγε καθαρά το νερό να τρέχει μέσα στο μαγαζί και τις φωνές των πυροσβεστών να δίνουν διαταγές. Ακόμα και αυτές οι φωνές, όμως, χαμήλωσαν, και κάποιος φώναξε: «Κοιτάξτε! Κοιτάξτε εκεί!» Φασαρία πάλι, αλλά διαφορετική. Χαρούμενη φασαρία. Ζητωκραυγές. Ένιωσε χέρια να την τραβάνε από τους ώμους. Σήκωσε το κεφάλι της, και στην αρχή νόμισε πως ήταν όνειρο, ένα σκληρό όνειρο. Δεν μπορεί να ήταν ο Κλίβντον αυτός… αυτή η μεγαλόσωμη, μαύρη, κουρελιασμένη μάζα… που κουβαλούσε… κουβαλούσε ένα μαυρισμένο σωρό. Μικρά ποδαράκια κρέ-
234
LORETTA CHASE
μονταν από την άκρη ενός φορέματος… τσαλακωμένες κάλτσες… ένα πόδι χωρίς παπούτσι. Χέρια τραβούσαν τη Μαρσλίν όρθια, και κούνησε το κεφάλι της και έκλεισε τα μάτια και τα ξανάνοιξε. Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ήταν ο Κλίβντον, και κρατούσε τη Λούσι στην αγκαλιά του. Ζωντανή; Η Μαρσλίν δεν μπορούσε να κουνηθεί. Απλά στεκόταν εκεί, κουνιόταν μπρος-πίσω συγχυσμένη, σαν να είχε γυρίσει από τους νεκρούς. Βγήκε από τον εφιάλτη – το μαύρο τέρας πίσω του να πετάει ακόμη φλόγες στα παράθυρα. Περπάτησε προς το μέρος της, με το μεγάλο χέρι του να κρατάει το κεφάλι της Λούσι. Είχε τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του και το πρόσωπό της χωμένο στο στήθος του. Καθώς, όμως, πλησίασε, η Μαρσλίν είδε την κούκλα να κρέμεται από τα χέρια της Λούσι. Κρατιόταν σφιχτά, από εκείνον, από την κούκλα. Ήταν ζωντανή. «Αχ» είπε η Μαρσλίν. Και δεν μπορούσε να βγάλει άλλη λέξη. Πήγε κοντά της και κοίταξε το παιδί που κρατούσε στα χέρια του. Πήρε το χέρι του από το κεφάλι της και είπε: «Όλα είναι καλά, Έρολ. Είσαι το πιο γενναίο κορίτσι του κόσμου. Μπορείς ν’ ανοίξεις τα μάτια σου τώρα.» Καθώς την έδωσε στη μητέρα της, είπε με τραχιά φωνή: «Την έβαλα να μου υποσχεθεί ότι δεν θα κοιτάξει. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να μη δει τίποτε.» Εκείνος, όμως, είχε δει. Είχε κοιτάξει τον πύρινο εφιάλτη στα μάτια. Τον είχε αντιμετωπίσει για να σώσει την κόρη της. «Σ’ ευχαριστώ» είπε η Μαρσλίν. Δύο λέξεις. Λίγες, τόσο λίγες. Αλλά δεν υπήρχαν λέξεις. Μόνο αυτές τις έδινε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
235
η γλώσσα, όλα τα υπόλοιπα ήταν στην καρδιά της, και δεν λέγονταν, και δεν θα έσβηναν ποτέ. *** Το μαγαζί είχε μετατραπεί σ’ ένα σωρό από μαυρισμένα ερείπια. Η μυρωδιά είχε κατακλύσει την οδό Τσάνσερι και έφτανε μέχρι την οδό Φλιτ. Θα μπορούσε να ήταν πολύ χειρότερα, ακούστηκε να λέει ο Κλίβντον. Ο άνεμος δεν είχε μεταφέρει τη φωτιά στο μαγαζί στο απέναντι πεζοδρόμιο της οδού Τσάνσερι, και η πυροσβεστική είχε φτάσει εγκαίρως για να τη σβήσει πριν καταστρέψει το διπλανό μαγαζί. Ήξερε ότι θα μπορούσε να ήταν απείρως χειρότερα. Θα μπορούσαν να είχαν χάσει ένα παιδί. Η Λούσι ήταν στην αγκαλιά της μητέρας της, και η Νουαρό περπατούσε πάνω-κάτω στο δρόμο. Πού και πού το βλέμμα της στρεφόταν προς τα πάνω, προς το μαγαζί της που ήταν τώρα χαλάσματα. Οι αδελφές της στέκονταν κοντά, κάτω από μία λάμπα, φρουρώντας ένα μικρό σωρό με όσα υπάρχοντά τους είχαν προλάβει ν’ αρπάξουν πριν βγουν από το σπίτι. Είδε το βλέμμα τους να πλανιέται από το μαγαζί στη Νουαρό, και πάλι πίσω. Η κοκκινομάλλα κρατούσε την κούκλα. Ακόμα και μέσα από τον καπνό που έπνιγε το λιγοστό φως της λάμπας, έβλεπε την απόγνωση στα πρόσωπά τους. Αναρωτήθηκε πόσες εκατοντάδες λίρες να στοίχιζαν τα υλικά που είχαν χάσει, μαζί με όλα τα εργαλεία του επαγγέλματός τους και τα λογιστικά τους βιβλία. Χαμένα, όλα χαμένα. Είχε δει τους δημοσιογράφους από τις διάφορες εφημερίδες του Λονδίνου που κάλυπταν το περιστατικό. Έπρεπε να εξαφανιστεί. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, ο καπνός θόλωνε ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα, και με λίγη τύχη δεν θα τον αναγνώριζε κανείς.
236
LORETTA CHASE
Αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει την πλάτη του στις τρεις γυναίκες και στο κοριτσάκι, και να τις αφήσει κυριολεκτικά στο δρόμο. Χωρίς μαγαζί, χωρίς σπίτι, χωρίς χρήματα. Αμφέβαλλε αν μπορούσε να σωθεί κάτι από το μπαρουτοκαπνισμένο κτήριο. Θα πρέπει, πάντως, να είχαν ασφάλεια πυρκαγιάς, αλλιώς δεν θα είχε έρθει η πυροσβεστική. Και ήξερε πως η Νουαρό ήταν πρακτική και φρόντιζε για την οικονομική της αποκατάσταση σε εκνευριστικό σημείο. Θα είχε χρήματα στην τράπεζα, ή σε κάποια σίγουρη επένδυση. Αλλά τα χρήματα στην τράπεζα δεν θα έβαζαν μία στέγη πάνω απ’ το κεφάλι της απόψε, και αμφέβαλλε αν θα είχε αρκετές οικονομίες για να ξαναχτίσει την επιχείρησή της σύντομα. Κοντοστάθηκε για μία στιγμή, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του να φύγει. Είχε ήδη ατιμάσει τη φιλία του με την Κλάρα και είχε προδώσει την αγάπη της. Αυτό, όμως, το ήξερε μόνο ο ίδιος και η Νουαρό. Κάτι που δεν ήξερε η Κλάρα δεν θα μπορούσε να την πληγώσει, και δεν θα την πλήγωνε για τίποτε στον κόσμο. Βρες κάποιον άλλον τρόπο να τις βοηθήσεις, συμβούλεψε τον εαυτό του. Υπήρχαν διακριτικοί τρόποι. Μπορούσε κανείς να βοηθήσει αυτούς που είχαν ανάγκη χωρίς να αποκτήσει κακή φήμη. Εξάλλου, η κακή φήμη δεν θα ωφελούσε σε τίποτε τη Νουαρό. Θυμήθηκε τι της είχε φωνάξει η άλλη γυναίκα: Όλοι ξέρουν ότι είσαι η πουτάνα του Δούκα. Όλοι ξέρουν ότι του ανοίγεις τα πόδια σου, κάτω από τη μύτη της μνηστής του. Θυμήθηκε τι του είχε πει από την αρχή η Νουαρό: Ποια κυρία που σέβεται τον εαυτό της θα πήγαινε σε μία μοδίστρα που εξειδικεύεται στην αποπλάνηση του συζύγου της; Είχε έρθει η ώρα να φύγει, και το είχε καθυστερήσει πολύ. Όσο πιο γρήγορα έφευγε, τόσο πιο γρήγορα θα μπορούσε να στείλει βοήθεια.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
237
*** Η Μαρσλίν ήταν κουρασμένη, τόσο κουρασμένη. Τι θα έκαναν τώρα; Πού θα πήγαιναν; Θα έπρεπε να ξέρει τι να κάνει, αλλά το μυαλό της είχε μουδιάσει. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κρατάει αγκαλιά την κόρη της και να κοιτάζει τα χαλάσματα της επιχείρησής της, του σπιτιού της, της ζωής που είχε φτιάξει για την οικογένειά της. «Δώσ’ τη μου για λίγο» είπε η Σοφί. «Είσαι κουρασμένη.» «Όχι, όχι ακόμη.» Η Λούσι έτρεμε ακόμη και δεν είχε πει λέξη από τότε που την έβγαλε ο Κλίβντον από το φλεγόμενο κτήριο. «Έλα.» Η Σοφί άπλωσε τα χέρια της. «Έρολ, θα έρθεις λίγο στην θεία Σοφί να ξεκουραστεί η μανούλα;» Η Λούσι σήκωσε το κεφάλι της. «Έλα» είπε η Σοφί. Η Λούσι άπλωσε τα χέρια της, και η Σοφί την πήρε από την αγκαλιά της Μαρσλίν και την έβαλε στη δική της. «Ορίστε» είπε. «Όλα είναι καλά, αγάπη μου. Είμαστε όλοι ασφαλείς.» Άρχισε να περπατάει με το παιδί στην αγκαλιά μουρμουρίζοντας λόγια παρηγοριάς. Η Λιόνι είπε: «Έχουμε ασφάλεια. Έχουμε χρήματα στην τράπεζα. Αλλά το κυριότερο, είμαστε όλοι ζωντανοί.» Ακριβώς έτσι είναι, σκέφτηκε η Μαρσλίν. Ήταν όλοι ζωντανοί. Η Λούσι ήταν ζωντανή, σώα. Όλα τα άλλα… Αχ, αλλά θα ήταν δύσκολο. Τα λεφτά της ασφάλειας δεν ήταν αρκετά. Τα λεφτά στην τράπεζα δεν ήταν αρκετά. Θα έπρεπε να ξεκινήσουν από το μηδέν. Ξανά. Η Λιόνι την αγκάλιασε. Η Μαρσλίν δεν μπορούσε να κλάψει, αν και το ήθελε. Θα ήταν ανακουφιστικό να κλάψει. Αλλά τα δάκρυα δεν έρχονταν. Μπορούσε μόνο να ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο της αδελφής της. Είχε τις
238
LORETTA CHASE
αδελφές της, είπε στον εαυτό της. Είχε την κόρη της. Τώρα, αυτό είχε σημασία. Και πάλι όμως, δεν μπορούσαν να μείνουν εδώ, στο δρόμο. Έπρεπε να σκεφτεί. Σήκωσε το κεφάλι της και απομακρύνθηκε και στάθηκε ίσια. «Καλύτερα να πάμε σ’ ένα πανδοχείο» είπε. «Μπορούμε να μηνύσουμε στον Μπέλτσερ.» Ήταν ο δικηγόρος τους. «Ναι, φυσικά» είπε η Λιόνι. «Θα μας εκταμιεύσει κάποια χρήματα – για να πληρώσουμε τη διαμονή μας, τουλάχιστον.» Αυτή η περιοχή του Λονδίνου, όπου στεγάζονταν και οι δικηγορικοί σύλλογοι, ήταν η περιοχή των δικηγόρων. Το γραφείο του δικού τους δεν ήταν μακριά. Το θέμα ήταν αν θα ήταν στο γραφείο του τέτοια ώρα. «Θα βρούμε έναν αχθοφόρο και θα στείλουμε μήνυμα στον Μπέλτσερ» είπε η Μαρσλίν. «Σοφί, δώσε μου τη Λούσι. Πρέπει να καλοπιάσεις ένα δημοσιογράφο και να βρεις χαρτί και μολύβι για να γράψουμε ένα σημείωμα στον Μπέλτσερ. Νομίζω ότι είδα το φίλο σου τον Τομ Φοξ κάπου μέσα στο πλήθος.» Ενώ η Μαρσλίν πήρε πίσω τη Λούσι, αναζήτησε με το βλέμμα τον εκδότη της Πρωινής Έκδοσης του Φοξ. Είδε μία αναστάτωση. Ο Δούκας του Κλίβντον ξεπρόβαλε μέσα από τις σκιές, με τον Τομ Φοξ να τον ακολουθεί κατά πόδας. «Υψηλότατε, είμαι σίγουρος ότι οι αναγνώστες μας θα θέλουν να μάθουν τα πάντα για την ηρωική διάσωση–» «Φοξ!» φώναξε η Σοφί. «Ο άνθρωπος που έψαχνα.» «Μα, η υψηλότητά του–» «Αγαπητέ μου, αφού ξέρεις ότι δεν πρόκειται να μιλήσει σε κάποιον σαν κι εσένα.» Η Σοφί τον απομάκρυνε. Ο Κλίβντον πλησίασε τη Μαρσλίν. «Πρέπει να έρθετε μαζί μου» είπε. «Όχι» είπε εκείνη.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
239
«Δεν μπορείτε να μείνετε εδώ» της είπε. «Θα καλέσουμε το δικηγόρο μας» του είπε. «Μπορείτε να καλέσετε το δικηγόρο σας αύριο» είπε εκείνος. «Θα έχει πάει σπίτι του τώρα. Κοντεύει μεσάνυχτα. Χρειάζεστε φαγητό και στέγη.» «Πρέπει να φύγεις» είπε εκείνη χαμηλόφωνα. «Η Σοφί θα κρατήσει τον Φοξ μακριά σου όσο μπορεί, αλλά τους έδωσες πρωτοσέλιδο, και δεν θα τον κρατήσει για πάντα.» «Τότε, δεν έχουμε λεπτό για χάσιμο» είπε ο Κλίβντον. Άπλωσε τα καπνισμένα χέρια του στη Λούσι. «Έρολ, θέλεις να δεις το σπίτι μου;» Η Λούσι σήκωσε το κεφάλι της από τον ώμο της Μαρσλίν. «Είναι και η α... η άμαξα εκεί;» Η φωνή της έτρεμε, αλλά μιλούσε. Ανακούφιση πλημμύρισε τη Μαρσλίν, τόσο που ταλαντεύτηκε ελαφρά. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ φοβόταν ότι η Λούσι δεν θα μιλούσε ποτέ ξανά. Συνέβαινε μερικές φορές, ιδιαίτερα σε παιδιά μετά από μία τραυματική εμπειρία. «Έχω πολλές άμαξες» είπε εκείνος. «Αλλά θα πρέπει να νοικιάσουμε μία για να πάμε.» «Έχετε κ... κούκλες;» «Ναι» είπε εκείνος. «Και ένα κουκλόσπιτο.» «Ν... ναι» είπε η Λούσι. «Θα ε... έρθω.» Στην κυριολεξία πήδηξε από την αγκαλιά της μητέρας της στη δική του. «Κλίβντον» είπε η Μαρσλίν. Αλλά πώς να τον μαλώσει όταν είχε σώσει τη ζωή της Λούσι; «Υψηλότατε, δεν είναι σοφό αυτό.» «Ούτε βολικό είναι» είπε εκείνος. «Αλλά είναι απαραίτητο.» Και απομακρύνθηκε με την κόρη της.
Κεφάλαιο 11 Αυτή η πύλη είναι αδύνατον να περιγραφεί επακριβώς, καθώς ένα πλήθος διακοσμητικών είναι διασκορπισμένα από το υπόγειο μέχρι τη σοφίτα, η οποία φιλοξενεί ένα αντίγραφο του φημισμένου λέοντα του Μιχαήλ Άγγελου. Διπλές σειρές τερατόμορφων κιόνων καλύπτουν οκτώ εκατοστά στις άκρες, και υπάρχει ένα παράθυρο και μία αψίδα πάνω από την πύλη. –Λι Χαντ (περιγραφή οικείας Νορθάμπερ), Η πόλη: τα αξιοσημείωτα πρόσωπα και γεγονότα, Τομ. 1, 1848 Όπως και ο τωρινός ιδιοκτήτης της, η οικεία Κλίβντον περιφρονούσε τις κοινωνικές συμβάσεις. Ενώ άλλες αριστοκρατικές οικογένειες είχαν γκρεμίσει τα αρχαία σπίτια τους με θέα το ποτάμι και είχαν μετακομίσει δυτικά στο Μέιφερ, ενώ εμπορικές επιχειρήσεις καταλάμβαναν τους εγκαταλελειμμένους χώρους, οι Κόμες και οι Δούκες του Κλίβντον έμεναν πεισματικά. Ένα από τα τελευταία παλάτια που κοσμούσαν κάποτε την όχθη, η οικεία Κλίβντον καταλάμβανε το νότιο-δυτικό άκρο του δρόμου, με θέα το Τσάρινγκ Κρος. Ήταν ένα μεγάλο κτήριο της εποχής του Βασιλιά Τζέιμς, με
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
241
πολεμίστρες και μία βαριά διακοσμημένη πύλη με ένα παράθυρο από πάνω και μία αψίδα πάνω στην οποία στηριζόταν ένα λιοντάρι που βρυχάτο στους ουρανούς. Η Μαρσλίν είχε περάσει αμέτρητες φορές πηγαίνοντας σ’ ένα από τα πολλά μαγαζιά και στις αποθήκες της περιοχής. Το εσωτερικό του ήταν ακόμα μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό απ’ ό,τι υποσχόταν η πρόσοψη. Ένα μαρμάρινο χολ οδηγούσε σε μία τεράστια είσοδο. Στην άλλη άκρη, ένα μίλι μακριά, ένα πορφυρό χαλί απλωνόταν σε μία μεγάλη λευκή μαρμάρινη σκάλα, η περίτεχνη μπρούτζινη κουπαστή της οποίας έμοιαζε από εκεί λες και ήταν φτιαγμένη από χρυσή δαντέλα. Μαύρες στήλες διακοσμημένες με μπρούτζο κοσμούσαν τους κίτρινους μαρμάρινους τοίχους. Καθώς η Μαρσλίν και η οικογένειά της ακολουθούσαν αμήχανα τον Κλίβντον μπροστά από έναν εμβρόντητο αχθοφόρο στην είσοδο, ένας στητός, αξιοπρεπής άνδρας χωρίς στολή εμφανίστηκε από το πουθενά. «Α, εδώ είναι ο Χάλιντεϊ» είπε ο Κλίβντον. «Ο οικονόμος μου.» Προφανώς εξοικειωμένος με τις παράλογες συνήθειες της υψηλότητάς του, ο Χάλιντεϊ απλά γούρλωσε για μία στιγμή τα μάτια του στη θέα του καπνισμένου προσώπου του Δούκα, των σκισμένων, μαυρισμένων ρούχων του, και του επίσης βρόμικου, ταλαιπωρημένου παιδιού στην αγκαλιά του. «Ξέσπασε φωτιά» είπε σύντομα ο Κλίβντον. «Οι κυρίες έχασαν το σπίτι τους.» «Μάλιστα, Υψηλότατε.» Με τη Λούσι ακόμη στην αγκαλιά του, ο Κλίβντον πήρε τον οικονόμο λίγο πιο πέρα. Μίλησαν για λίγο χαμηλόφωνα. Η Μαρσλίν δεν μπορούσε να καταλάβει τι είπαν. Ήταν τόσο αποσβολωμένη και κουρασμένη, που δεν αμφισβήτησε τίποτε και τους άφησε ήσυχους. Η Λιόνι είχε απομακρυνθεί μερικά μέτρα, για να μελετήσει τα κηροπήγια που στηρίζονταν σε μαρμάρινες βάσεις,
242
LORETTA CHASE
ένα σε κάθε πλευρά της σκάλας. Όταν επέστρεψε, τις πληροφόρησε ψιθυριστά: «Πρέπει να πλήρωσαν τουλάχιστον χίλιες λίρες για κάθε κηροπήγιο. Έτσι ήταν και η οικεία Γουόρφορντ;» «Μπροστά σε αυτό, η οικεία Γουόρφορντ μοιάζει με ένα απλό αγροτόσπιτο» είπε η Μαρσλίν. «Αυτό μπορεί και να συγκρίνεται με το Παλάτι του Μπάκιγχαμ.» «Λογικό η Λαίδη Γουόρφορντ να θέλει να επιστρέψει η υψηλότητά του από τη Γαλλία» είπε η Σοφί. «Τι θα γινόταν αν η Λαίδη Κλάρα υπέκυπτε στη γοητεία κάποιου άλλου, όχι τόσο μεγαλόπρεπου άντρα; Τι φρίκη!» Η Μαρσλίν είδε τον Χάλιντεϊ να αποσύρεται καθώς η συζήτηση είχε τελειώσει. Έγνεψε σ’ ένα βοηθό, ο οποίος πλησίασε, πήρε τις διαταγές του, και έφυγε βιαστικά. Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά, όταν ένα κύμα υπηρετών άρχισε να πλημμυρίζει την είσοδο. Ο Κλίβντον πλησίασε. «Όλα μπήκαν στη σειρά» είπε. «Ο Χάλιντεϊ και η κυρία Μίκαελς, η καμαριέρα μου, θα σας φροντίσουν. Εγώ, όμως, όπως σίγουρα αντιλαμβάνεστε, πρέπει να φύγω.» Παρέδωσε τη Λούσι στη μητέρα της, μπήκε σ’ ένα από τα πλαϊνά δωμάτια του ισογείου και εξαφανίστηκε. Η Μαρσλίν δεν είχε χρόνο να απορήσει με την ξαφνική αποχώρησή του – όχι ότι υπήρχε κανένας λόγος να απορήσει. Καταλάβαινε ότι έπρεπε να αποσυνδέσει τον εαυτό του από αυτές. Απλά τους παρείχε στέγη. Ήταν φιλανθρωπία, τίποτε προσωπικό. Υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο λόγος για την ευγένεια των υπηρετών. Καθώς η κυρία Μίκαελς τις οδηγούσε στη σκάλα, μονολογούσε ακατάπαυστα όπως κάνουν συνήθως οι καμαριέρες όταν οδηγούν επισκέπτες σ’ ένα μεγάλο σπίτι. Η οικογένεια Νουαρό έμαθε ότι η οικεία Κλίβντον είχε εκατόν πενήντα δωμάτια, πάνω-κάτω –«Ποιος κάθεται να τα μετρήσει;» ψιθύρισε η Σοφί στη Μαρσλίν– και ότι ανά τους αιώνες είχε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
243
ανακαινιστεί και επεκταθεί. Τις οδήγησε στις δύο πτέρυγες που είχε προσθέσει ο παππούς της υψηλότητάς του, οι οποίες περιελάμβαναν ένα δεντρόφυτο κήπο του οποίου την ύπαρξη η Μαρσλίν αγνοούσε. Το προσωπικό, τις διαβεβαίωσε η κυρία Μίκαελς, είχε συνηθίσει να φιλοξενεί επισκέπτες απροειδοποίητα. «Η Λαίδη Αντελαΐντ, η θεία της υψηλότητάς του, ήταν κοντά μας πρόσφατα» είπε ενώ τις οδήγησε στα διαμερίσματα της βόρειας πτέρυγας με θέα τον κήπο. «Οι αξιότιμες θείες του μας επισκέπτονται συχνά, είτε η υψηλότητά του είναι στην πόλη είτε όχι, και είμαστε περήφανοι που διατηρούμε τη βόρεια πτέρυγα πάντοτε έτοιμη.» Ενώ τους έδειχνε κάποια από τα πιο εντυπωσιακά έπιπλα και αντικείμενα τέχνης, η οικονόμος έστελνε καμαριέρες και βοηθούς να τρέχουν δεξιά και αριστερά, να ανάβουν φωτιές στα δωμάτια, να βρουν καθαρά ρούχα και να ετοιμάσουν ζεστά μπάνια. Η αλήθεια ήταν ότι οι υπηρέτες δεν μπορούσαν να κρύψουν τελείως την περιέργειά τους για τους νέους επισκέπτες, αλλά έμοιαζαν να δέχονται τις γυναίκες χωρίς εντάσεις. Μάλιστα, όταν η Μαρσλίν διαμαρτυρήθηκε ότι το δωμάτιο που της παραχωρήθηκε ήταν υπέρ αρκετό για όλες τους –ήταν όσο ο πρώτος όροφος του μαγαζιού της–, η κυρία Μίκαελς έδειξε να εκπλήσσεται. «Δεν θέλουμε να σας αναστατώσουμε» είπε η Μαρσλίν. «Μόνο για μία νύχτα είναι.» Το κρεβάτι ήταν τεράστιο, και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τρεις αδελφές είχαν κοιμηθεί όλες μαζί με τη Λούσι σε πολύ μικρότερο κρεβάτι. «Οι διαταγές της υψηλότητάς του ήταν σαφείς» είπε κοφτά η κυρία Μίκαελς. «Τα δωμάτια είναι σχεδόν έτοιμα. Απλά ανάβουμε τις φωτιές. Η υψηλότητά του επισήμανε τον κίνδυνο κρυολογήματος μετά το μαρτύριό σας. Και είχε απόλυτο δίκιο. Τέτοια τραύματα αποδυναμώνουν τον οργανισμό. Ανησυχούσε ιδιαίτερα για το κοριτσάκι. Αλλά τώρα
244
LORETTA CHASE
έχουμε ανάψει μία ωραία φωτιά στο καθιστικό.» Τις οδήγησε σε ένα από τα ελαφρώς μικρότερα δωμάτια δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της Μαρσλίν. Το έξυπνο βλέμμα της οικονόμου στράφηκε στη Λούσι, η οποία είχε ξεπεράσει την αρχική της ντροπαλότητα και περιφερόταν στο καθιστικό κοιτώντας αποσβολωμένη το μεγαλείο γύρω της. «Η υψηλότητά του είπε ότι θα χρειαζόσασταν μία γκουβερνάντα για τη νεαρή κυρία.» Η Μίλι είχε εξαφανιστεί λίγο αφότου εμφανίστηκε ο Κλίβντον με τη Λούσι μέσα από το φλεγόμενο κτήριο. Μια και εκείνη είχε αφήσει τη Λούσι να της ξεφύγει, θα είχε αποφασίσει να μη μείνει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες. «Δεν χρειάζεται, αλήθεια» είπε η Μαρσλίν. «Τα καταφέρνω.» Η κυρία Μίκαελς ανασήκωσε τα φρύδια της. «Κυρία, ξέρω ότι περάσατε ένα μαρτύριο. Η Μέρι και η Σάρα είναι εδώ.» Έγνεψε, και δύο νεαρές υπηρέτριες βγήκαν από το σμήνος των υπηρετών και υποκλίθηκαν – λες και οι Νουαρό ήταν άτομα της καλής κοινωνίας. «Είναι πολύ καλές με τα παιδιά, σας διαβεβαιώ. Ξέρω ότι θα θέλατε να ξεκουραστείτε λίγο ενώ θα φροντίζουν εκείνες τη δεσποινίδα Νουαρό. Και η υψηλότητά του είπε ότι η νεαρή κυρία πρέπει να δει οπωσδήποτε το κουκλόσπιτο της Λαίδης Άλις. Ήταν η μακαρίτισσα η αδελφή του» εξήγησε χαμηλόφωνα στη Μαρσλίν. «Πιστεύει πως το παιχνίδι με το κουκλόσπιτο θα πάρει το μυαλό του παιδιού από την τραυματική εμπειρία που πέρασε.» Πλησίασε τη Λούσι, γονάτισε, και είπε ευγενικά: «Δεν σου υποσχέθηκε ένα κουκλόσπιτο η υψηλότητά του;» «Ένα κουκλόσπιτο, ναι» είπε η Λούσι. Έτεινε τη μαυρισμένη κούκλα, την κούκλα που κόντεψε να της κοστίσει τη ζωή, για να τη δει η κυρία Μίκαελς. «Και η Σουζάνα χρειάζεται ένα μπάνιο.» «Και θα το έχει» είπε η κυρία Μίκαελς χωρίς να σαστίσει στο ελάχιστο. Σηκώθηκε και έγνεψε στις δύο νεαρές υπηρέ-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
245
τριες που πλησίασαν. «Θα ήθελες να κάνεις κι εσύ ένα μπάνιο; Και κάτι να φας; Θα ήθελες να πας με τη Σάρα και τη Μέρι;» Η Λούσι κοίταξε τη Μαρσλίν. «Μπορώ να πάω, μαμά;» Η Μαρσλίν κοίταξε τις υπηρέτριες. Όλη τους η προσοχή ήταν στραμμένη στη Λούσι, φυσικά. Είχε ανακτήσει τη γοητεία της. Και όσο ταλαιπωρημένη και βρόμικη κι αν ήταν, τα μεγάλα γαλάζια μάτια της εξακολουθούσαν να μαγεύουν τα ανύποπτα θύματα. «Ναι, μπορείς» είπε η Μαρσλίν. Θα είχε προσθέσει, Να μην υποκύψουν σε κάθε σου επιθυμία, αλλά ήξερε ότι θα ήταν χάσιμο χρόνου. Θα χάιδευαν και θα κακομάθαιναν τη Λούσι, κι εκείνη θα έκανε ό,τι ήθελε, και πιθανότατα θα τις τρέλαινε όπως είχε τρελάνει και τη Μίλι. Ήταν πολύ δύσκολο να πειθαρχήσει κανείς ένα γοητευτικό παιδί, ακόμα και όταν ήταν πολύ άτακτο. Η Λούσι, που είχε κληρονομήσει το πάθος και το πείσμα των προγόνων της, είχε πάρει και την παντελή έλλειψη ηθικών ενδοιασμών τους. Όντας παιδί, δεν είχε μάθει ακόμη να παίρνει αυτό που θέλει με πονηριά. Όταν η γοητεία της δεν έπιανε, επιδιδόταν σε ξεσπάσματα οργής. Όμως, είχε περάσει τρομακτικά δύσκολα, και λίγο παραχάιδεμα δεν θα της έκανε κακό. Το κουκλόσπιτο θα της αποσπούσε την προσοχή από αυτό που είχε συμβεί στο μαγαζί. Όπως και να ’χει, ήταν μόνο για μία νύχτα, σκέφτηκε η Μαρσλίν ενώ έβλεπε τις υπηρέτριες να παίρνουν τη Λούσι. Και ενώ η Λούσι θα έκανε την πριγκίπισσα, η Μαρσλίν θα είχε λίγο χρόνο να συγκεντρωθεί και να σχεδιάσει τις επόμενες κινήσεις της. Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν βρισκόταν στο σπίτι του Κλίβντον, αν το περιβάλλον δεν της θύμιζε ποιος και τι ήταν… εκτός από ένας επιθυμητός άντρας που είχε γίνει δικός της για πολύ, πολύ λίγο. Αυτό, όμως, δεν σήμαινε τίποτε, σκέφτηκε. Πόθος ήταν, τίποτε περισσότερο. Ήθελαν ο ένας τον άλλον από την αρ-
246
LORETTA CHASE
χή. Τον είχε πάρει, και είχε αποδειχθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Αλλά και πάλι, άσχετα από το τι είχε φανταστεί, ήταν πολύ παραπάνω από ένας επιθυμητός άντρας. Ήταν ο Δούκας του Κλίβντον. Αυτή ήταν μία έμπορος. Δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι τίποτε περισσότερο από ερωμένη του. Ήταν ένας ρόλος που οι πρόγονοί της θα είχαν αποδεχτεί. Αλλά εκτός από την οικογένειά της, είχε να σκεφτεί και τις δικές της φιλοδοξίες: αυτά που είχε καταφέρει, αυτά που είχε σκοπό να πετύχει, τη δουλειά που αγαπούσε με όλη της την καρδιά. Ό,τι είχε γίνει μεταξύ τους είχε γίνει. Άνηκε στο παρελθόν. Έπρεπε να σκεφτεί το μέλλον. Έπρεπε να βρουν κατάλυμα. Χρειάζονταν ένα μέρος να δουλέψουν. Η Σοφί θα έπρεπε να αναλάβει τις εφημερίδες αμέσως. Η ιστορία τους θα απασχολούσε το κοινό για λίγο, και η Σοφί έπρεπε να το εκμεταλλευτεί… αν και μπορεί να ήταν ήδη πολύ αργά. Το μυαλό της Μαρσλίν πλημμύρισε με πρωτοσέλιδα. Η ηρωική προσπάθεια του Δούκα –ναι, φυσικά– να ορμήσει σ’ ένα φλεγόμενο κτήριο για να σώσει ένα παιδί – αλλά ακόμα και οι εφημερίδες θα επιδίδονταν σε εικασίες σχετικά με το τι έκανε εκεί τέτοια ώρα… και γιατί τις είχε πάρει όλες στο σπίτι του… και τι θα έλεγε γι’ αυτό η μελλοντική σύζυγός του. «Ω, Θεέ μου» είπε. Χτύπησε το μέτωπό της. «Τι;» είπε η Σοφί. «Δεν ανησυχείς για τη Λούσι, ελπίζω.» «Είναι προφανές ότι η υψηλότητά του διέταξε τους υπηρέτες του να της κάνουν όλα τα χατίρια» είπε η Λιόνι. «Και τι καλύτερο γιατρικό για τους φόβους της από αυτό;» είπε η Σοφί δείχνοντας τα πάντα γύρω τους. «Μόνο πολυτέλεια μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Και όχι μία, αλλά δύο υπηρέτριες να τρέχουν από πίσω της. Θα της πλύνουν την καταραμένη την κούκλα, να είσαι σίγουρη, και θα της χτενίσουν τα μαλλιά, δεν έχω καμία αμφιβολία.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
247
«Δεν είναι η Λούσι» είπε η Μαρσλίν. «Η Λαίδη Κλάρα! Το φόρεμά της! Τι θα κάνουμε;» *** Η Πρίτσετ έτρεξε στο σπίτι της, μάζεψε τα πράγματά της, είπε στη σπιτονοικοκυρά της μία ιστορία για κάποιον ετοιμοθάνατο συγγενή, και πήγε στο πανδοχείο Γκόλντεν Κρος στο Τσάρινγκ Κρος. Από εκεί μήνυσε στην κυρία Ντόουνς, εξηγώντας ότι σκόπευε να πάρει την επόμενη άμαξα για το Ντόβερ, και ότι αν η κυρία Ντόουνς ήθελε τα σχέδια, καλά θα έκανε να έρθει γρήγορα. Η δημόσια άμαξα είχε φύγει στις έντεκα και μισή, αλλά αν όλα πήγαιναν καλά, η Πρίτσετ θα νοίκιαζε μία δική της, και δεν θα χρειαζόταν να περιμένει το αυριανό δρομολόγιο. Η κυρία Ντόουνς δεν άργησε να εμφανιστεί. Ξεκαθάρισε ότι δεν το εκτιμούσε να την καλούν τόσο αργά σ’ ένα κοινό πανδοχείο, πόσω μάλλον να κάνει τις εμπορικές της συναλλαγές μέσα σε μία νοικιασμένη άμαξα. Παρά την ώρα, γύρω τους περνούσαν χαλινάρια σε άλογα, αμαξάδες και βοηθοί συζητούσαν, υπάλληλοι του ξενοδοχείου πηγαινοέρχονταν, πόρνες προσπαθούσαν να δελεάσουν τους επιβάτες και πατρόνες αναζητούσαν αθώες επαρχιώτισσες. Αγνοώντας την ξινισμένη έκφραση της μοδίστρας, η Πρίτσετ μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Πήρα περισσότερα απ’ ό,τι περίμενα. Βρήκα το βιβλίο με τα σχέδιά της, που συνήθως το έχουν κλειδωμένο.» Έβγαλε ένα σχέδιο. Η κυρία Ντόουνς έκανε ότι δεν του δίνει σημασία. «Άκουσα για τη φωτιά» είπε ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους της. «Είναι τελειωμένη. Αυτά είναι άχρηστα.» Η Πρίτσετ έβαλε το σχέδιο πίσω στο φάκελο. «Έχει ασφάλεια, και χρήματα στην τράπεζα. Θα επιστρέψει σε μερικές εβδομάδες. Είναι η πιο αποφασισμένη γυναίκα στο Λονδίνο. Αν δεν τα θέλεις, θα τα πάρω μαζί μου. Δεν θα
248
LORETTA CHASE
δυσκολευτώ να τα πουλήσω στην επαρχία. Τα σχέδια αξίζουν το βάρος τους σε χρυσάφι, και ξέρω πώς να τα φτιάξω. Είμαι σίγουρη ότι θα βγάλω πολύ περισσότερα από είκοσι γκινέες. Ναι, έχετε δίκιο. Πιο χρήσιμα είναι σε μένα παρά σε εσάς.» «Είπες είκοσι γκινέες» είπε η κυρία Ντόουνς. «Αυτό ήταν για το τετράδιο» είπε η Πρίτσετ. «Και απόψε βιαζόμουν τόσο, που θα δεχόμουν είκοσι και για το φάκελο. Αλλά τώρα με εκνευρίσατε.» «Θα έπρεπε να σε καταγγείλω. Η τιμωρία για τον εμπρησμό είναι κρεμάλα.» «Αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν έλεγα ότι εσείς με βάλατε» είπε η Πρίτσετ. «Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ. Ήρθε η άμαξά μου.» Έκανε νόημα σ’ ένα όχημα που έμπαινε στην αυλή του πανδοχείου. «Πενήντα γκινέες. Ή τώρα ή ποτέ.» «Δεν κουβαλάω τόσα χρήματα επάνω μου.» Η Πρίτσετ έχωσε το φάκελο κάτω από τη μασχάλη της, πήρε την τσάντα της και άρχισε να απομακρύνεται. Μετρούσε μέσα από τα δόντια της «Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέ–» «Περίμενε.» Η Πρίτσετ σταμάτησε, αλλά δεν γύρισε. Η κυρία Ντόουνς την πλησίασε βιαστικά. Δεν είχε περάσει ένα λεπτό, και μία πολύ μεγάλη τσάντα άλλαζε χέρια, και λίγο αργότερα η Πρίτσετ μπήκε στο πρακτορείο για να ζητήσει μία ιδιωτική άμαξα. *** Αν και είχε καταστρώσει με τις αδελφές της ένα σχέδιο πριν καταρρεύσουν εξαντλημένες στα κρεβάτια τους, η Μαρσλίν δεν κοιμήθηκε καλά. Είχε παρακολουθήσει μία από τις υπηρέτριες να κάνει τη Λούσι μπάνιο – ενώ η άλλη έπλενε την κούκλα. Της έβγαλε το βρόμικο φορεματάκι της και την έτριψε με το σφουγγάρι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
249
– έβγαλε ακόμα και την κάπνα από τα μαλλιά της, λες και ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Πήραν το φόρεμα της κούκλας για να το πλύνουν μαζί με τα ρούχα της Λούσι. Μετά η Λούσι έπρεπε να δει το κουκλόσπιτο. Μέχρι τότε, τρεις υπηρέτριες ήθελαν να τη φροντίσουν. Έφεραν ένα κομψό κρεβατάκι σ’ ένα όμορφο μικρό δωμάτιο δίπλα στης Μαρσλίν. Και εκεί ήθελε να κοιμηθεί η Λούσι: όχι μαζί με τη μητέρα της, αλλά σε κοινή θέα. Το παιδί της ήταν ασφαλές, πιθανότατα πιο ασφαλές απ’ ό,τι είχε υπάρξει σε ολόκληρη τη μικρή ζωή του. Και πάλι όμως, η Μαρσλίν είχε εφιάλτες. Ονειρεύτηκε ότι η Λούσι δεν είχε σωθεί από τη φωτιά και πως η ίδια είχε φτάσει στις πύλες της Κόλασης φωνάζοντας την κόρη της, και είχε πάρει ένα φρικιαστικό γέλιο για απάντηση, πριν της κλείσουν την πόρτα στη μούρη. Το επόμενο πρωί, όταν μπήκε η υπηρέτρια με μία κούπα ζεστή σοκολάτα, η Μαρσλίν συνειδητοποίησε ότι είχε κοιμηθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι συνήθιζε. Της είπαν ότι ήταν μετά τις εννέα και ότι η Λούσι έπαιρνε πρωινό με το Δούκα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι αρνούμενη τη σοκολάτα. «Πού είναι οι αδελφές μου;» είπε. Είχαν συμφωνήσει να σηκωθούν μέχρι τις έξι και μισή το αργότερο. Είχαν πει στις μοδίστρες να είναι στο μαγαζί στις οκτώ. Τώρα θα είχαν φτάσει και θα είχαν βρει καμένα ερείπια στη θέση του μαγαζιού. «Η κυρία Μίκαελς είπε να μη σας ενοχλήσουμε, κυρία Νουαρό» είπε η υπηρέτρια. «Αλλά σας ζητούσε η Δεσποινίς Λούσι, και μου είπαν να σας ξυπνήσω.» *** Η Νουαρό δεν όρμησε στην τραπεζαρία, και δεν έμοιαζε πιο ατημέλητη ή αναστατωμένη απ’ ό,τι συνήθως. Τα μαλλιά της ήταν ελαφρώς ανακατεμένα, αλλά με τέτοιον τρόπο που ο
250
LORETTA CHASE
Κλίβντον ήταν σίγουρος πως το είχε κάνει επίτηδες, όχι από απροσεξία. Ό,τι και να συνέβαινε, δεν μπορούσε να εμφανιστεί χωρίς κομψότητα. Το πρόσωπό της ήταν χλωμό· είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Δεν μπορεί να είχε κοιμηθεί καλά. Ούτε εκείνος είχε κοιμηθεί καλά και είχε ξυπνήσει με κακή διάθεση. Μετά, όμως, είχε κατέβει για πρωινό και είχε βρει τη Λούσι να εξερευνά τον μπουφέ με τη βοήθεια του Τζόζεφ, του υπηρέτη. Στη θέα της χαμογέλασε, και η καρδιά του αγαλλίασε. Τώρα καθόταν στα δεξιά του, σε μία καρέκλα γεμάτη μαξιλάρια. Άπλωνε χαρούμενη βούτυρο και μαρμελάδα στο ψωμί της. Είχε την κούκλα δίπλα της, σε μία άλλη καρέκλα γεμάτη μαξιλάρια. «Α, να και η μητέρα σου» είπε ο Κλίβντον ενώ η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Ήταν τόσο ανόητο να ταράζεται έτσι, σαν σχολιαρόπαιδο με το πρώτο κορίτσι που τον ξελόγιασε. Η Νουαρό πλησίασε την κόρη της, τη φίλησε στο μέτωπο και της χάιδεψε τα μαλλιά. «Καλημέρα, μαμά» είπε η Λούσι. «Μετά το πρωινό θα πάμε βόλτα με την άμαξα. Έχει πολύ ωραία πράγματα στον μπουφέ. Ο Τζόζεφ θα σε βοηθήσει να σηκώσεις τα καπάκια των δίσκων. Έχει αβγά και μπέικον και διάφορα είδη ψωμιού και αρτοσκευάσματα.» «Δεν έχω χρόνο για πρωινό» είπε η Νουαρό. «Μόλις κατέβουν οι θείες σου, πρέπει να φύγουμε.» Τα γαλάζια μάτια της Λούσι στένεψαν και το πρόσωπό της πήρε μία σκληρή έκφραση που ο Κλίβντον είχε ξαναδεί. «Και δεν θα κάνεις σκηνή» είπε η Νουαρό. «Θα ευχαριστήσεις την υψηλότητά του για την καλοσύνη του – τη μεγάλη του καλοσύνη–» «Δεν θα κάνει τέτοιο πράγμα» είπε ο Κλίβντον. «Είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για το κουκλόσπιτο. Δεν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
251
πρόλαβε να το χαρεί. Χθες το βράδυ νύσταζε πάρα πολύ. Και υποσχέθηκα να την πάω βόλτα με την άμαξα. Δεν βλέπω προς τι η τόση βιασύνη να φύγετε.» Εκείνην τη στιγμή μπήκαν οι δύο αδελφές της, και έμοιαζαν εκνευρισμένες. Χωρίς αμφιβολία τις είχαν ξυπνήσει νωρίτερα απ’ ό,τι θα ήθελαν και πεινούσαν. «Πρέπει να πάμε γρήγορα στο μαγαζί και να δούμε τι μπορεί να σωθεί» είπε η Νουαρό. «Κάποιος πρέπει να μιλήσει στις μοδίστρες – αν είναι εκεί. Έπρεπε να τις είχαμε ειδοποιήσει χθες το βράδυ, αλλά δεν το σκέφτηκα, μέχρι σήμερα το πρωί. Τις χρειάζομαι. Πρέπει να βρούμε ένα χώρο να δουλέψουμε. Πρέπει να φτιάξουμε το φόρεμα της Λαίδης Κλάρα.» Θα έπρεπε να μορφάσει στο άκουσμα της Κλάρα. Θα έπρεπε να ντρέπεται, και ντρεπόταν. Αλλά όχι τόσο ώστε να αλλάξει το σχέδιο που είχε καταστρώσει χθες το βράδυ, όχι τόσο ώστε να μη σκέφτεται τι είχε συμβεί στο εργαστήριο, και τι ήθελε, ακόμη, αν και το είχε πάρει, και υποτίθεται πως είχε τελειώσει μ’ αυτήν τη γυναίκα. «Έστειλα τον Βάρλεϊ, τον έμπιστό μου, στο μαγαζί σας νωρίς το πρωί, μαζί με μερικούς υπηρέτες» είπε. «Μου είπαν ότι το κτήριο στέκεται παρά τις εκτεταμένες ζημιές που υπέστη. Από το περιεχόμενό του, όμως, δεν έμεινε τίποτα παρά μόνο βρομερές στάχτες και νερά, όπως το υποπτευόμουν. Ανασύραμε μερικά σιδερένια χρηματοκιβώτια, τα οποία και θα μεταφερθούν στα διαμερίσματά σας μόλις καθαριστούν.» «Θα μεταφερθούν–» «Ο Βάρλεϊ διέσωσε και κάποια λογιστικά βιβλία, ή κάτι τέτοιο, από όπου τα είχατε κρύψει.» Έδειξε τον μπουφέ. «Όλα είναι υπό έλεγχο. Σας παρακαλώ, πάρτε πρωινό.» «Υπό έλεγχο;» είπε εκείνη, και του φάνηκε ότι κλονίστηκε ελαφρώς. Αλλά ήταν το μυαλό του που του έπαιζε παιχνίδια. Τίποτα δεν ήταν ικανό να κλονίσει τη Νουαρό. Και όμως, κάθισε απότομα, στην καρέκλα στα αριστερά του, απέναντι από τη Λούσι.
252
LORETTA CHASE
«Να σου φτιάξω ένα πιάτο, μαμά;» είπε με ύποπτη γλυκύτητα η Λούσι. «Θα με βοηθήσει ο Τζόζεφ.» Άφησε κάτω το μαχαιροπίρουνό της, σκούπισε προσεκτικά τα χέρια της στην πετσέτα της και έκανε να κατέβει από το θρόνο της. Ο Τζόζεφ πλησίασε υπάκουα, τη βοήθησε να κατέβει και την ακολούθησε στον μπουφέ. Εκείνη έδειχνε κι αυτός γέμιζε πειθήνια το πιάτο σύμφωνα με τις οδηγίες της. «Σπουδαίο πράγμα να είσαι Δούκας» είπε η ξανθιά αδελφή. «Όντως» είπε εκείνος. «Το σπίτι μου είναι αρκετά μεγάλο για να φιλοξενήσει τη δουλειά σας χωρίς να αναστατωθεί η ζωή μου. Έχω αρκετούς υπηρέτες, και θα είναι χαρά τους να τους δοθεί η ευκαιρία να κάνουν κάτι διαφορετικό. Και έχω τους πόρους να σας βοηθήσω να ξαναστήσετε την επιχείρησή σας χωρίς να υποστώ την παραμικρή ενόχληση.» Ο Τζόζεφ ακούμπησε το γεμάτο πιάτο μπροστά στην κυρία Νουαρό, και μετά επέστρεψε στη Λούσι, η οποία του έδωσε οδηγίες για το πρωινό των θείων της. «Να μας φιλοξενήσετε;» είπε η Νουαρό. «Δεν είστε σοβαρός.» «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, ο χρόνος σάς είναι πολύτιμος» είπε εκείνος. «Δεν θέλετε να χάσετε κι άλλες δουλειές. Το συζήτησα με τον Βάλρεϊ. Πιστεύει ότι ένας κατάλληλος χώρος μπορεί να βρεθεί μέσα σε μερικές ημέρες. Εν τω μεταξύ, συμφώνησε ότι μπορείτε να κάνετε ό,τι χρειάζεται πιο γρήγορα και εύκολα από εδώ.» «Εδώ» επανέλαβε εκείνη. «Προτείνετε να στήσουμε το μαγαζί στην οικεία Κλίβντον.» «Είναι η πιο απλή λύση» είπε εκείνος. Το ήξερε πως έτσι ήταν. Όλη τη νύχτα δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά αυτό το πρόβλημα. Επικεντρώνοντας στις επαγγελματικές δυσκολίες της Νουαρό, είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά τις άλλες σκέψεις. «Δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοια δράματα στη ζωή μου. Βλέπετε, ήμουν πολύ
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
253
αναστατωμένος και δεν είχα ύπνο. Ενώ ξαγρυπνούσα, στο μυαλό μου τριγύριζε το δίλημμά σας.» «Δεν σας πέρασε η ιδέα ότι όλη αυτή η αναστάτωση μπορεί να σύγχυσε το μυαλό σας;» «Αντιθέτως, πιστεύω ότι η όλη εμπειρία ακόνισε το μυαλό μου, όπως το μέταλλο ακονίζεται όταν το πετάς στη φλόγα» είπε. Το σκοτεινό βλέμμα της συνάντησε το δικό του, και ύστερα δεν μπορούσε να διώξει την ανάμνηση από το βιαστικό, μανιασμένο σμίξιμό τους στον πάγκο του εργαστηρίου: τα πνιχτά της βογκητά απόλαυσης, την τρελή ένταση και την άγρια χαρά… Δουλειά, είπε στον εαυτό του. Ασχολήσου με τη δουλειά. Τάξη. Λογική. «Η κυρία Μίκαελς θα σας βοηθήσει να οργανώσετε κατάλληλα το χώρο εργασίας σας» είπε. «Μπορείτε με τις αδελφές σας να χρησιμοποιήσετε τα οχήματα και τους υπηρέτες μου, και να αγοράσετε ό,τι χρειάζεστε για τις πιο επείγουσες παραγγελίες σας. Οι μοδίστρες σας μπορούν να έρθουν εδώ όποτε θέλετε για να πιάσουν δουλειά. Αν χρειάζεστε επιπρόσθετη βοήθεια, η κυρία Μίκαελς θα επιλέξει τις πιο ικανές μοδίστρες από το προσωπικό.» Το πρόσωπό της είχε χλωμιάσει. Οι αδελφές της την κοιτούσαν. Ο Κλίβντον δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν αναστατωμένες ή όχι. Αποκάλυπταν τα συναισθήματά τους τόσο λίγο όσο κι εκείνη. Αλλά θα πρέπει να αισθάνθηκαν ότι χρειαζόταν βοήθεια, γιατί η ξανθιά επενέβη. «Το προτιμώ από το δικό μας σχέδιο» είπε. «Η Μαρσλίν είχε σκοπό να παίξει χαρτιά, για να κερδίσει τα χρήματα για να αγοράσουμε ό,τι χρειαζόμαστε.» Αισθάνθηκε τον παλμό του να επιταχύνει και τον τρελό ενθουσιασμό που το προκάλεσε. Τόσο γελοίο. Αλλά ήταν σαν μία νίκη το να μαθαίνει το όνομά της, το μικρό της όνομα: Μαρσλίν.
254
LORETTA CHASE
Δεν μπορούσε να το ξεστομίσει, αλλά το ένιωθε στην άκρη της γλώσσας του. Μαρσλίν. Ήταν ένα όνομα σαν μυστικό, ένας ψίθυρος στο σκοτάδι. Ήταν γεμάτη μυστικά και πονηριά – και φυσικά θα έπαιζε χαρτιά για να βγάλει λεφτά, σκέφτηκε. «Μπορούμε να καλέσουμε τον Μπέλτσερ» είπε η κοκκινομάλλα. «Μπορεί να συντάξει τα χαρτιά για ένα δάνειο μαζί με το δικηγόρο της υψηλότητάς σας – Βάρλεϊ είπατε;» «Ανοησίες» είπε ο Κλίβντον. «Όσο κι αν κοστίζουν οι προμήθειές σας δεν θα είναι παρά ένα μέρος από αυτά που δίνω σε διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις κάθε μήνα.» Το χρώμα της Νουαρό –της Μαρσλίν – ήρθε κι έφυγε από το πρόσωπό της. «Εμείς δεν είμαστε φιλανθρωπική οργάνωση» είπε. Έγειρε προς το μέρος του, και πρόσθεσε χαμηλόφωνα, πνιχτά: «Σας χρωστάω τη ζωή της κόρης μου. Μη με κάνετε να σας χρωστάω κι άλλο.» Η καρδιά του δέθηκε κόμπος και χτυπούσε μανιασμένα. Για μία στιγμή, ο πόνος ήταν τόσο οξύς, που έπρεπε να τραβήξει το βλέμμα του και να ανακτήσει την ψυχραιμία του. Το βλέμμα του στράφηκε στη Λούσι, στο παιδί που είχε σώσει. Η Νουαρό πίστευε πως του χρωστούσε· ένα χρέος που ήταν αδύνατο να ξεπληρωθεί. Δεν μπορούσε να ξέρει πόση αξία είχε για εκείνον το δώρο που του είχε χαριστεί. Δεν μπορούσε να σώσει την Άλις. Ήταν μακριά όταν είχε συμβεί το ατύχημά της. Ήξερε πως δεν μπορούσε να τη φέρει πίσω. Ήξερε ότι δεν θα την έφερνε πίσω σώζοντας αυτό το παιδί. Αλλά ήξερε, επίσης, πως όταν είχε βγάλει τη Λούσι, σώα και αβλαβή, από το φλεγόμενο κτήριο, δεν είχε αισθανθεί μόνο βαθιά ανακούφιση, αλλά και μία χαρά μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
255
Η Λούσι, με τη βοήθεια του Τζόζεφ, ανέβαινε και πάλι στο θρόνο της. «Δεν είναι το ίδιο» είπε χωρίς να καταδέχεται να ψιθυρίσει. Ας ακούσουν οι υπηρέτες και ας καταλάβουν ό,τι θέλουν. «Για μία φορά, βάλτε στην άκρη την περηφάνια σας και την ανάγκη σας να κυριαρχείτε σε όλους, και κάντε το λογικό.» «Εσείς είστε αυτός που φέρεται παράλογα» είπε εκείνη. «Αναλογιστείτε τι θα πει ο κόσμος.» «Σε αυτό η αδελφή μου έχει δίκιο» είπε η κοκκινομάλλα. «Δεν μπορούμε να δεχτούμε δώρα από εσάς, Υψηλότατε. Μπορεί να χάσαμε το μαγαζί μας, αλλά δεν μπορούμε να χάσουμε τη φήμη μας.» «Δεν μπορούμε να δώσουμε τροφή στα κουτσομπολιά» είπε η ξανθιά. «Οι ανταγωνιστές μας–» «Δεν έχουμε ανταγωνιστές» είπε η Νουαρό, με το κεφάλι ψηλά και τα μάτια της να βγάζουν σπίθες. Ο Κλίβντον δαγκώθηκε για να μη χαμογελάσει. «Εννοώ, αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να μας ανταγωνιστούν θα διαδώσουν φρικιαστικές ιστορίες» είπε η ξανθιά. Εκείνος στράφηκε στη Λούσι. «Εσύ τι λες, Έρολ;» «Μπορώ να παίξω με το κουκλόσπιτο;» «Φυσικά και μπορείς, γλυκιά μου.» Στρεφόμενος στη Νουαρό, είπε: «Εσείς οι τρεις είστε δύσκολος αντίπαλος. Ας είναι δάνειο, λοιπόν.» «Σας ευχαριστώ» είπε η Νουαρό. Οι αδελφές της τη μιμήθηκαν. Με ένα βλέμμα της, όλες σηκώθηκαν. «Μπορώ να αφήσω τη Λούσι στη φροντίδα των υπηρετών σας, Υψηλότατε;» είπε. «Είστε όλοι αποφασισμένοι να την κακομάθετε, κι εκείνη δεν πρόκειται να σας αποθαρρύνει, και δεν έχω χρόνο για μάχες. Δεν έχουμε λεπτό για χάσιμο. Πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε το φόρεμα της Λαίδης Κλάρα έτοιμο μέχρι τις επτά το απόγευμα.»
256
LORETTA CHASE
Την κοίταξε αποσβολωμένος. «Θα αστειεύεστε» είπε. «Το μαγαζί σας κάηκε. Δεν μπορεί οι πελάτες σας να έχουν την απαίτηση να ολοκληρώσετε παραγγελίες σήμερα.» «Δεν καταλαβαίνετε» είπε η Μαρσλίν. «Η Λαίδη Κλάρα δεν έχει τι να φορέσει στο Αλμάκ απόψε. Της πέταξα όλα της τα ρούχα. Πρέπει να έχει αυτό το φόρεμα. Της το υποσχέθηκα.»
Πέντε η ώρα το απόγευμα Η οικεία Κλίβντον βρισκόταν σε μία κατάσταση που ο ιδιοκτήτης ήλπιζε να είναι ελεγχόμενο χάος. Υπηρέτες έτρεχαν πάνω-κάτω, κάποιοι έφερναν τα προϊόντα που είχαν αγοράσει οι γυναίκες το πρωί –στον Κλίβντον έμοιαζαν με τόπια υφάσματος, μαζί με κουτιά που περιείχαν ποιος ξέρει τι– ενώ άλλοι έτρεχαν από το ένα μέρος του σπιτιού στο άλλο, μεταφέροντας μηνύματα ή φαγητό, φέρνοντας το ένα ή το άλλο από ντουλάπια και ντουλάπες, ή ακόμη και τις σοφίτες. Μία ομάδα μοδίστρες είχαν φτάσει αργά το πρωί. Όταν είδαν το σπίτι, έμειναν με το στόμα ανοικτό, και εξαφανίστηκαν γρήγορα στα δωμάτια του πρώτου ορόφου που είχαν παραχωρηθεί για το προσωρινό εργαστήριο. Η κοκκινομάλλα –η δεσποινίς Λιόνι Νουαρό, όπως αποδείχτηκε– τον διαβεβαίωσε κάποια στιγμή πως όλα θα είχαν τακτοποιηθεί μέχρι αύριο, όταν θα είχαν εγκατασταθεί όλοι και τα υλικά θα είχαν μπει στη θέση τους. Τον ευχαρίστησε πολλές φορές για τη διάσωση των λογιστικών βιβλίων και αρκέστηκε να χαμογελάσει όταν της είπε ότι δεν το έκανε ο ίδιος: αυτός δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το λογιστικό βιβλίο από το προσευχητάρι, μια και δεν είχε δει ποτέ κανένα από τα δύο. Εν τω μεταξύ η ξανθιά, αυτή ήταν η δεσποινίς Σοφία
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
257
Νουαρό, είχε δανειστεί χαρτιά, πένες και μελάνι για να γράψει διαφημίσεις για τις εφημερίδες. Της είχε προσφέρει το προσωπικό του γραφείο, γιατί η δεσποινίς Λιόνι τού είχε πει ότι η Σοφί χρειαζόταν ησυχία για να συντάξει –ήταν σαν να έγραφε το κεφάλαιο ενός μυθιστορήματος, του είχε εξηγήσει–, και στο χώρο εργασίας τους επικρατούσε πολλή φασαρία, με τον κόσμο που πηγαινοερχόταν και τη Μαρσλίν να δίνει οδηγίες δεξιά και αριστερά. Ο Κλίβντον είχε αποσυρθεί στη βιβλιοθήκη. Θα μπορούσε να είχε φύγει τελείως από το σπίτι, αλλά κάτι τέτοιο του φαινόταν ανεύθυνο. Εκείνος το είχε ξεκινήσει όλο αυτό: όφειλε να το τελειώσει. Και όπως αποδείχθηκε, τον χρειάζονταν περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος ερχόταν με μία ερώτηση που μόνο εκείνος μπορούσε να απαντήσει, ή ένα πρόβλημα που μόνο εκείνος μπορούσε να λύσει. Συνήθως ήταν μία από τις αδελφές της Νουαρό, καθώς η ίδια η κυρία κρατιόταν επιμελώς μακριά του. Κάποιες φορές, όμως, ήταν η κυρία Μίκαελς, και πού και πού ο Χάλιντεϊ με κάποιο ζήτημα που ξεπερνούσε ακόμα και την υπέρτατη σοφία του. Η αλήθεια ήταν ότι ο Κλίβντον δεν ήθελε να φύγει από το σπίτι. Έβρισκε την όλη κατάσταση ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Κάθε τόσο στεκόταν στην πόρτα της βιβλιοθήκης και κοίταζε τα πήγαινε-έλα. Θα ήθελε να δει τις γυναίκες να φτιάχνουν το φόρεμα της Κλάρα, αλλά η δεσποινίς Σοφία τον είχε αποτρέψει ευγενικά: Οι μοδίστρες δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να συγκεντρωθούν με έναν κύριο γύρω τους, είχε πει. Ακόμα και οι μεγαλόσωμοι βοηθοί με τις στολές τους προκαλούσαν αναταραχή. Ο Κλίβντον εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες για το αν θα προλάβαιναν να ολοκληρώσουν το φόρεμα εγκαίρως. Τα υλικά δεν έφτασαν παρά νωρίς το απόγευμα, και απ’ ό,τι είχε ακούσει για το σχέδιο, θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να φτιαχτεί.
258
LORETTA CHASE
Τώρα χάζευε ένα γυναικείο περιοδικό, το La Belle Assemblée, που είχε αφήσει μία θεία του. Στο άκουσμα βημάτων, άφησε το περιοδικό και το κάλυψε με ένα σωρό προσκλήσεις. Η πόρτα άνοιξε και ο Τόμας ανήγγειλε το Λόρδο Λόνγκμορ, ο οποίος όρμησε πίσω από τον υπηρέτη, με τα μαύρα μάτια του να βγάζουν σπίθες. «Έχεις χάσει τα λογικά σου;» τον ρώτησε έντονα. Ο Τόμας αποσύρθηκε αθόρυβα. «Καλησπέρα, Λόνγκμορ» είπε ο Κλίβντον. «Χαίρω άκρας υγείας, σ’ ευχαριστώ. Λυπάμαι που το λέω, αλλά εσύ βρίσκεσαι σε παραλήρημα. Ελπίζω να μην είναι μεταδοτικός πυρετός. Αυτήν τη στιγμή έχω αρκετό κόσμο στο σπίτι και δεν θα ήθελα να κολλήσουν όλοι οτιδήποτε είναι αυτό που σε ταλαιπωρεί.» «Μη μου λες ανοησίες» είπε ο Λόνγκμορ. «Όταν διάβασα τις σημερινές εφημερίδες, νόμισα πως επρόκειτο για άλλη μία από τις παλαβές τους φαντασιώσεις – όπως εκείνες οι ανοησίες περί των σκηνών αυτοκτονίας με την κυκλοθυμική μοδίστρα. Και αυτό προσπάθησα να πω και στη μητέρα μου, η οποία, όπως αντιλαμβάνεσαι, είναι σε κατάσταση υστερίας.» Αυτό επανέφερε απότομα τον Κλίβντον στην πραγματικότητα. Είχε ξεχάσει τη Λαίδη Γουόρφορντ. Αλλά τι σημασία είχε; Αρνήθηκε να αφήσει τα νεύρα και τις υστερίες της να καθορίσουν τη συμπεριφορά του. Ας την αναλάμβανε ο άντρας της. «Ήρθα εδώ γιατί η μητέρα λέει πως οφείλω να δω με τα μάτια μου τι κάνει ο φίλος μου» συνέχισε ο Λόνγκμορ. «Και τι ανακαλύπτω μόλις φτάνω; Ότι οι εφημερίδες, για να μην πω η μητέρα μου, έχουν υποτιμήσει τραγικά την κατάσταση. Βρίσκω ότι ο φίλος μου έχει σπιτώσει τρεις ανύμφευτες γυναίκες, όχι σε κάποιο διακριτικό αγροτόσπιτο στο Κένσινγκτον, αλλά στο σπίτι των προγόνων του! Και μαζί τους
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
259
άλλη μισή ντουζίνα θηλυκά – και οι υπηρέτες ιδρώνουν σαν ανθρακωρύχοι κάνοντας θελήματα για εμπόρους! Είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Χάλιντεϊ να κουβαλάει κάτι που έμοιαζε με καλάθι για τα άπλυτα. Καλάθι για τα άπλυτα!» Ο οικονόμος επέβλεπε το νοικοκυριό. Κρατούσε τα βιβλία του κυρίου του και ενεργούσε ως γραμματέας του. Έδινε οδηγίες. Δεν μόλυνε τα χέρια του με θελήματα. Αν κουβαλούσε κάποιο καλάθι, ο Χάλιντεϊ το έκανε με τη θέλησή του – ή ως δικαιολογία για να ικανοποιήσει την περιέργειά του για τους ξένους στο χώρο τους. Ο Λόνγκμορ συνέχιζε να γκρινιάζει. «Το ξέρω ότι περιφρονείς τις κοινωνικές συμβάσεις» είπε «αλλά αυτό, που να με πάρει... δεν έχω λόγια! Άσε τη μητέρα μου, εγώ πώς θα κοιτάξω την αδελφή μου στα μάτια;» «Εδώ είναι η ειρωνεία» είπε ο Κλίβντον. «Ειρωνεία;» «Μια και ο λόγος που οι γυναίκες βρίσκονται ακόμη εδώ είναι ακριβώς η αδελφή σου» είπε ο Κλίβντον. «Ανέλαβαν να φτιάξουν ένα φόρεμα για την Κλάρα για απόψε, και φαίνεται πως πιστεύουν ότι τίποτε –θεϊκές παρεμβάσεις, λοιμοί, καταποντισμοί, ή φωτιές– δεν τις απαλλάσσει από την υπόσχεσή τους. Είναι εξαιρετικά περίεργο. Φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται μία υπόσχεση να φτιάξουν ένα φόρεμα τόσο απόλυτα, όσο εμείς θα αντιμετωπίζαμε ένα ζήτημα τιμής.» «Στα κομμάτια το φόρεμα» είπε ο Λόνγκμορ. «Έχεις πάρει όπιο; Έχεις πιει αψέντι; Έχεις κολλήσει πυρετό; Βλεννόρροια, ίσως; Λένε ότι επηρεάζει τον εγκέφαλο. Αυτή η μοδίστρα–» «Ποια εννοείς;» είπε ο Κλίβντον. «Είναι τρεις.» «Μην παίζεις μαζί μου» ξέσπασε ο Λόνγκμορ. «Θεέ μου, εσύ εξαγριώνεις και άγιο. Θα με αναγκάσεις να σε προκαλέσω σε μονομαχία. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γελοιοποιήσεις την αδελφή μου. Δεν θα–»
260
LORETTA CHASE
Έκοψε τη φράση του στη μέση, γιατί η πόρτα άνοιξε και η δεσποινίς Σοφία όρμησε στο δωμάτιο. «Υψηλότατε, αναρωτιέμαι–» Σταμάτησε καθώς είδε καθυστερημένα τον Λόνγκμορ. Ή ίσως τον είχε δει μόλις πέρασε την πόρτα, αν όχι νωρίτερα. Ο Κλίβντον υποπτευόταν ότι και οι άλλες δύο αδελφές διέθεταν την ίδια πονηριά με τη Νουαρό. Η δεσποινίς Σοφία θα μπορούσε να τους είχε διακόψει επίτηδες. Λογικά θα είχαν ακούσει τον Λόνγκμορ μέχρι την άλλη άκρη του σπιτιού. Όπως και να ’χει, θα ήταν δύσκολο να μην τον προσέξει, όχι μόνο γιατί ήταν το ίδιο ψηλός με τον Κλίβντον, αλλά και γιατί της έκλεινε το δρόμο. Ίσως, όμως, τον είχε περάσει για τον Κλίβντον. Το πάθαιναν αυτό μερικές φορές όταν τους έβλεπαν από πίσω ή από μακριά. Ήταν και οι δύο μεγαλόσωμοι, με σκούρα μαλλιά, αν και ο Λόνγκμορ δεν ήταν τόσο περιποιημένος. Όποιος και να ήταν ο λόγος, έδειξε να ξαφνιάζεται, και σταμάτησε απότομα. «Με συγχωρείτε» είπε. «Μεγάλη αγένεια εκ μέρους μου να ορμήσω στο δωμάτιο.» «Καθόλου» είπε ο Κλίβντον. «Σας είπα να αφήσετε τις ευγένειες με μένα. Δεν έχουμε χρόνο για ευγένειες. Αυτός είναι ο φίλος μου –ή ίσως ο πρώην φίλος μου– ο Λόρδος Λόνγκμορ. Λόνγκμορ, αν και δεν το αξίζεις, θα σου επιτρέψω να γνωρίσεις τη Δεσποινίδα Σοφία Νουαρό, μία από τις εξέχουσες μοδίστρες μας.» Εν τω μεταξύ, ο Λόνγκμορ, ο οποίος είχε γυρίσει με την απότομη είσοδό της, δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω της. Για μία στιγμή έμοιαζε αποσβολωμένος. Μετά υποκλίθηκε. «Δεσποινίς Σοφία.» «Άρχοντά μου.» Υποκλίθηκε. Α, και ήταν από εκείνες τις υποκλίσεις· όχι ακριβώς σαν της Νουαρό, αλλά το ίδιο εντυπωσιακή με το δικό της τρόπο. Τα μαύρα μάτια του Λόνγκμορ άνοιξαν διάπλατα. «Τι συμβαίνει, λοιπόν;» είπε ο Κλίβντον.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
261
Τα γαλάζια μάτια της Σοφίας, ύποπτα αθώα, επέστρεψαν σ’ εκείνον. «Αφορά τη διαφήμιση που θα καταχωρήσουμε στις εφημερίδες, Υψηλότατε. Γράφω τέτοια κείμενα όλη την ώρα, και θα έλεγε κανείς ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα, αλλά εξακολουθεί να με ταλαιπωρεί παρά την ησυχία.» Είχε ακούσει, σκέφτηκε ο Κλίβντον. Είχε ακούσει τον Λόνγκμορ να φωνάζει, και παρενέβη. Εκείνη ήταν που είχε γράψει την περιγραφή του φορέματος της Νουαρό για τις εφημερίδες. Εκείνη ήταν που εκμεταλλευόταν τις δυσκολίες και τα σκάνδαλα προς όφελος της επιχείρησης. «Από το σοκ είναι» είπε ο Κλίβντον, παίζοντας το παιχνίδι της. «Δεν μπορείτε να έχετε την απαίτηση να συνέλθετε εν μία νυκτί, ειδικά όταν επικρατεί τέτοια αναστάτωση.» «Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είμαι σε θέση να κρίνω το ίδιο μου το κείμενο» είπε. «Θα μπορούσα να έχω τη γνώμη σας;» Έριξε ένα βλέμμα στον Λόνγκμορ. «Αν η εξοχότητά του με συγχωρέσει για τη διακοπή.» Ο Λόνγκμορ απομακρύνθηκε και κατέρρευσε στον καναπέ. «“Η κυρία Νουαρό ενημερώνει τους φίλους της και το κοινό εν γένει» διάβασε η Σοφία «“ότι σκοπεύει να επανέλθει πολύ σύντομα, με μία νέα και κομψή συλλογή καπέλων και φορεμάτων, ανώτερης ποιότητας και γούστου, σε λογικές τιμές–”» «Βγάλτε τις “λογικές τιμές”» τη διέκοψε ο Κλίβντον. «Το χρήμα είναι θέμα που απασχολεί τις μεσαίες τάξεις. Αν θέλετε να προσελκύσετε τις κυρίες των φίλων μου, καλύτερα να είστε παράλογες. Αν δεν είναι ακριβό, θεωρούν ότι δεν αξίζει.» Η δεσποινίς Σοφία έγνεψε καταφατικά. «Ορίστε, είδατε; Η Μαρσλίν θα το είχε προσέξει αυτό – αλλά δεν τολμώ να τη διακόψω. Αν δεν είναι έτοιμο στην ώρα του το φόρεμα της Λαίδης Κλάρα, η αδελφή μου θα καταρρακωθεί.» Ο Κλίβντον είδε τον Λόνγκμορ να ρίχνει ένα ζοφερό βλέμμα στη μοδίστρα κάτω από τα πυκνά, μαύρα φρύδια
262
LORETTA CHASE
του. «Αν την αφήσει η μητέρα μου να το φορέσει» μουρμούρισε. Γουρλώνοντας τα γαλάζια μάτια της, η δεσποινίς Σοφία γύρισε προς το μέρος του. «Να μην την αφήσει να φορέσει το φόρεμα; Θα αστειεύεστε, βέβαια. Η αδελφή μου σκοτώνεται να τελειώσει αυτό το φόρεμα.» «Αγαπητό μου κορίτσι-» άρχισε ο Λόνγκμορ. «Το μαγαζί μας κάηκε» είπε η Σοφία. «Το κοριτσάκι της αδελφής μου –η ανιψιά μου· η μοναδική μου ανιψιά– κόντεψε να καεί ζωντανή. Η υψηλότητά του της έσωσε τη ζωή – όρμησε μέσα σ’ ένα φλεγόμενο κτήριο.» Η φωνή της δυνάμωνε. «Μας φιλοξένησε, μας δάνεισε χρήματα για ν’ αγοράσουμε προμήθειες, τρέχουμε όλοι σαν τρελοί για να εκπληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας προς τους πελάτες μας, κι εσείς λέτε... κι εσείς λέτε ότι η μητέρα σας δεν θα αφήσει τη Λαίδη Κλάρα να φορέσει το φ... το φόρεμά μας;» Η φωνή της έτρεμε. Τα γαλάζια μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Ο Λόνγκμορ πήδηξε όρθιος. «Ηρεμήστε» είπε. «Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεστε.» Η Σοφία στάθηκε ίσια. «Αν η εξοχότητά της η μητέρα σας πει έστω και μία λέξη εναντίον αυτού του φορέματος, εναντίον της αδελφής μου, μετά από όλα αυτά που υπέστη – σας υπόσχομαι ότι θα τη στραγγαλίσω με τα ίδια μου τα χέρια, κι ας είναι Μαρκησία.» Πέταξε στο πάτωμα την καταχώρηση που είχε γράψει και όρμησε έξω, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ο Λόνγκμορ πήρε το χαρτί, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε πίσω της. Ο Κλίβντον περίμενε μέχρι να σβήσει ο ήχος των βημάτων τους. Μετά χειροκρότησε. «Συγχαρητήρια, δεσποινίς Σοφία» είπε. «Συγχαρητήρια.» Έκλεισε την πόρτα χαμογελώντας και επέστρεψε στη μελέτη του La Belle Assemblée.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
263
*** Ο Κλίβντον είχε πάρει το περιοδικό στο γραφείο του. Κρατούσε σημειώσεις, όταν άνοιξε η πόρτα, ίσα για να φανεί ένα κεφάλι με ένα καπέλο. «Φεύγω» είπε η Νουαρό. Το καπέλο εξαφανίστηκε και η πόρτα άρχισε να κλείνει. Σηκώθηκε και περπάτησε προς την πόρτα. «Περιμένετε.» Ξεπρόβαλε πάλι το κεφάλι της. «Δεν έχω χρόνο να περιμένω» είπε. «Ήθελα απλά να σας πω ότι το φόρεμα είναι έτοιμο.» Αν και μιλούσε ήρεμα, διέκρινε το θρίαμβο στη φωνή της. Έπιασε την πόρτα και την άνοιξε τελείως. Κρατούσε κάτι που έμοιαζε με σάβανο. Το φόρεμα έπρεπε να ήταν, μέσα σε στρώσεις χαρτιού και τυλιγμένο σε μουσελίνα, σαν μούμια. «Δεν θα το πάτε εσείς» της είπε. «Πού είναι ένας βοηθός;» Είδε έναν να στέκεται στον τοίχο του διαδρόμου. «Εκεί. Εσύ, Τόμας.» «Όχι.» Έγνεψε στον Τόμας να επιστρέψει στη θέση του στο διάδρομο. «Υποσχέθηκα να το παραδώσω προσωπικά, και δεν θα το αφήσω από τα χέρια μου.» Κοίταξε το πτώμα. «Μπορώ να το δω;» είπε. «Όχι βέβαια. Δεν προλαβαίνω να το ξετυλίξω και να το ξανατυλίξω. Θα το δείτε απόψε, και θα μείνετε με το στόμα ανοικτό, όπως και όλοι οι άλλοι. Στο Αλμάκ.» Στο Αλμάκ. Αισθάνθηκε ένα βάρος. Άλλο ένα βράδυ Τετάρτης με τους ίδιους ανθρώπους που μαζεύονταν κάθε Τετάρτη βράδυ αυτή την εποχή. Οι ίδιες συζητήσεις, με τη λάμψη του τελευταίου σκανδάλου. Απόψε αυτό θα ήταν πιθανότατα ο ίδιος. Θα συζητούσαν ψιθυριστά για εκείνον πίσω από τις βεντάλιες τους, πίσω από τα χαρτιά τους. Η Λαίδη Γουόρφορντ θα είχε πολλά να πει, και θα νόμιζε ότι εκφραζόταν με τη μεγαλύτερη δυνατή διακριτικότητα ενώ
264
LORETTA CHASE
πετούσε αγανακτισμένα υπονοούμενα τόσο εμφανή, που δεν θα ξέφευγαν από κανέναν. Θυμήθηκε τι είχε πει ο Λόνγκμορ για το ότι η μητέρα του μπορεί να μην επέτρεπε στην Κλάρα να φορέσει το φόρεμα. «Καλύτερα να έρθω μαζί σας» είπε. «Ήταν εδώ ο Λόνγκμορ–» «Το ξέρω» είπε εκείνη. «Τον κανόνισε η Σοφί. Κι εγώ θα κανονίσω τη Λαίδη Γουόρφορντ αν καταστεί απαραίτητο. Αν και δεν νομίζω. Μόλις η Λαίδη Κλάρα δει τον εαυτό της με αυτό το φόρεμα – αλλά τέλος πάντων, δεν έχω χρόνο να περηφανευτώ, και ούτως ή άλλως εσείς θα βαρεθείτε.» «Όχι, δεν θα βαρεθώ» είπε. Διάβαζε το La Belle Assemblée. Είχε ιδέες. «Εγώ–» «Είναι έξι και μισή» είπε εκείνη. «Πρέπει να πάω στην οικεία Γουόρφορντ.» «Πάρτε το δίτροχο» είπε. «Δεν ξέρω τι θα πάρω» είπε εκείνη. «Ο Χάλιντεϊ μού υποσχέθηκε το πιο γρήγορο όχημά σας. Με περιμένουν.» Ήθελε να πάει μαζί της. Ήθελε να δει το φόρεμα, και το πρόσωπο της Κλάρα όταν θα το έβλεπε. Ήθελε να δουν όλοι τους πως ήταν καθαρά θέμα δουλειάς και πως η Νουαρό δεν ήταν μόνο ταλαντούχα, αλλά είχε και αρχές –μέχρι ενός σημείου– όσον αφορούσε στη δουλειά της τουλάχιστον, και ήταν και έντιμη –μέχρι ενός σημείου– όσον αφορούσε στη δουλειά της τουλάχιστον… Αυτός, όμως, δεν ήταν ο μοναδικός λόγος που ήθελε να πάει μαζί της, και ντρεπόταν γι’ αυτό. Ήταν αρκετά κοντά της για να μυρίσει το άρωμά της, να δει τα μάγουλά της να κοκκινίζουν… και το δέρμα της να λάμπει στο φως… και τις σκούρες τούφες της να πετιούνται τεχνηέντως από το καπέλο της, σχηματίζοντας μπούκλες κοντά στα αφτιά της. Ήθελε να πιάσει το πρόσωπό της με το χέρι του και να το γυρίσει προς το μέρος του και να φέρει το στόμα του στο δικό της…
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
265
Ήταν ανόητος, ανόητος, ανόητος. Και άτιμος επίσης, αφού κρατούσε στα χέρια της το φόρεμα της Κλάρα, και αγαπούσε την Κλάρα, και πάντα την αγαπούσε, και δεν άντεχε στη σκέψη ότι θα την πλήγωνε. Αρκετά προβλήματα είχε προκαλέσει. Η Λαίδη Γουόρφορντ θα ταλαιπωρούσε την Κλάρα ολόκληρη την ημέρα, κατηγορώντας τη για την αμέλεια και την κακή συμπεριφορά του Κλίβντον. Και οι ζηλιάρες γάτες που τους έκαναν τις φίλες θα ακόνιζαν χωρίς αμφιβολία τα νύχια τους για την Κλάρα. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Θα ήταν μεγάλη ανοησία εκ μέρους μου να σας κρατήσω όταν καταφέρατε κάτι που θα ορκιζόμουν ότι ήταν αδύνατον.» Έκανε κι εκείνη ένα βήμα πίσω. «Ας ελπίσουμε να με αφήσουν να το παραδώσω.»
Κεφάλαιο 12 Μία ευφυής κυρία θα προσδώσει έναν αέρα κομψότητας στο φόρεμά της με μία σειρά φιόγκων, όπως ένας σοφός συγγραφέας δίνει ζωή σε μία ολόκληρη πρόταση με μία μόνο έκφραση. –Τζον Γκέι, Άγγλος ποιητής και δραματουργός, (1685-1732) Η Μαρσλίν έφτασε στην οικεία Γουόρφορντ πέντε λεπτά πριν από τις επτά. Αν και έφτασε με την άμαξα του Κλίβντον, με το οικόσημό του χαραγμένο στην πόρτα, ήξερε πως δεν είχε την πολυτέλεια να πάει από την μπροστινή πόρτα. Πήγε από την είσοδο των εμπόρων, όπου την άφησαν να περιμένει. Της είχε περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να μην την άφηναν να μπει, αλλά είχε αρνηθεί να το σκεφτεί. Το φόρεμα ήταν καταπληκτικό. Η Λαίδη Κλάρα είχε καταλάβει ότι ήταν στα χέρια μίας ειδικού, αλλιώς θα είχε διώξει τη Μαρσλίν τις προάλλες με το που άρχισε να πετάει την γκαρνταρόμπα της εξοχότητάς της. Επιτέλους εμφανίστηκε η υπηρέτρια της Λαίδης Κλάρα, η Ντέιβις, και της έδωσε άδεια να μπει. Συνοφρυωμένη, η Ντέιβις οδήγησε τη Μαρσλίν μπροστά από τους αποσβολωμένους υπηρέτες και πάνω στη σκάλα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
267
Η σκυθρωπή της έκφραση εξηγήθηκε σύντομα. Η Μαρσλίν βρήκε τη Λαίδη Κλάρα και τη μητέρα της στο δωμάτιο της νεότερης γυναίκας. Ήταν προφανές ότι είχαν τσακωθεί, και πρέπει να ήταν γερός καβγάς αν έκρινε κανείς από τα κόκκινα πρόσωπά τους. Όταν, όμως, μπήκε η Ντέιβις και είπε «Ήρθε η μοδίστρα, Λαίδη» απλώθηκε μία σιωπή, βαριά και έντονη σαν ομίχλη. Η Λαίδη Γουόρφορντ ήταν σχεδόν το ίδιο ψηλή όσο και η Κλάρα, και ήταν εμφανές ότι κάποτε ήταν και το ίδιο όμορφη. Σε καμία περίπτωση δεν έμοιαζε με την ετοιμοπόλεμη στρίγγλα που ήταν γνωστό πως ήταν. Αν και ελαφρώς πιο ογκώδης από την κόρη της, η Μαρκησία ήταν μία όμορφη μεσήλικη γυναίκα. Ωστόσο, ήταν έτοιμη για πόλεμο, και πέρασε αμέσως στην επίθεση. «Εσύ!» είπε η εξοχότητά της. «Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι εδώ!» «Μαμά, σε παρακαλώ» είπε η Λαίδη Κλάρα, και το βλέμμα της στράφηκε στο πακέτο που κρατούσε η Μαρσλίν. «Θεέ μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω όταν μου είπαν ότι είχατε έρθει με το φόρεμα. Το μαγαζί σας – διάβασα ότι κάηκε ολοσχερώς.» «Έτσι είναι, Υψηλοτάτη, αλλά είχα υποσχεθεί το φόρεμα.» «Με φόρεμα ή χωρίς, δεν το πιστεύω ότι αυτό το πλάσμα έχει το θράσος να εμφανίζεται–» «Φτιάξατε το φόρεμά μου;» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Το φτιάξατε ήδη;» Η Μαρσλίν έγνεψε καταφατικά. Ακούμπησε το πακέτο σ’ ένα χαμηλό τραπέζι, έλυσε τα σκοινιά, ξετύλιξε τη μουσελίνα, και έβγαλε το φόρεμα από το χαρτί που είχε βάλει με τις αδελφές της προσεκτικά ανάμεσα στις πτυχές του. Άκουσε τρεις κοφτές ανάσες. «Αχ, Θεέ μου» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Αχ, Θεέ μου.» «Αυτό είναι εξωφρενικό» είπε η Λαίδη Γουόρφορντ, αν
268
LORETTA CHASE
και με λιγότερη αυτοπεποίθηση. «Αχ, Κλάρα, πώς μπορείς να πάρεις οτιδήποτε από τα χέρια αυτού του πλάσματος;» «Δεν έχω τίποτε άλλο να φορέσω» είπε η Λαίδη Κλάρα. «Τίποτε άλλο! Τίποτε άλλο!» Η Λαίδη Κλάρα, όμως, αγνόησε τη μητέρα της και έγνεψε στην υπηρέτριά της να τη βοηθήσει να βγάλει το νυχτικό της. Η Λαίδη Γουόρφορντ βούλιαξε σε μία καρέκλα και παρακολουθούσε σκυθρωπή καθώς η Μαρσλίν και η υπηρέτρια έντυναν τη Λαίδη Κλάρα. Έπειτα, η Λαίδη Κλάρα πήγε να δει τον εαυτό της στον ολόσωμο καθρέφτη. «Α» είπε. «Αχ, Θεέ μου.» Η υπηρέτρια στεκόταν ακίνητη, καλύπτοντας το στόμα της με το χέρι. Η Λαίδη Γουόρφορντ κοίταζε αποσβολωμένη. Η δημιουργία της Μαρσλίν αποτελείτο από λευκό κρεπ ύφασμα πάνω από λευκή μεταξωτή φόδρα. Το ντεκολτέ, πολύ χαμηλό, επιδείκνυε τους απαλούς ώμους και το μπούστο της Λαίδης Κλάρα, και το απαλό λευκό ενίσχυε τη διαφάνεια του δέρματός της. Η Μαρσλίν είχε κρατήσει τα διακοσμητικά απλά και λίγα, για να φανεί το υπέροχο κόψιμο του φορέματος και η τελειότητα της τεχνικής, ιδιαίτερα στις κομψές πτυχές του κορσέ. Μερικοί φιόγκοι τοποθετημένοι με φειδώ διακοσμούσαν τα πολύ κοντά, πολύ φουντωτά μανίκια και στόλιζαν τις άκρες του φορέματος όπου άνοιγε πάνω από τη μεταξωτή φόδρα. Το φόρεμα ήταν ραμμένο κομψά με χρυσή, ασημένια και μαύρη κλωστή. Το στιλ δεν ήταν γαλλικό, αλλά ήταν αρκετά μεγαλοπρεπές για να μη θεωρείται τελείως αγγλικό. Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι το φόρεμα ταίριαζε στην ιδιοκτήτριά του. Όχι, δεν της ταίριαζε απλά. Έκανε την ομορφιά της Λαίδης Κλάρα σχεδόν αβάσταχτη. Η Λαίδη Κλάρα το έβλεπε αυτό. Η υπηρέτριά της το έβλεπε αυτό.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
269
Ακόμα και η μητέρα της το έβλεπε αυτό. Η σιωπή στο δωμάτιο ήταν απόλυτη. Η Μαρσλίν τις άφησε να κοιτούν ενώ εκείνη μελετούσε τη δουλειά της. Χάρη στην εμμονή της με τα μέτρα, η εφαρμογή ήταν σχεδόν άψογη. Δεν θα χρειαζόταν να ανεβάσει ή να κατεβάσει τον ποδόγυρο. Ο λαιμός ήθελε λίγη δουλειά για να στέκεται τέλεια στην πλάτη. Οι φουφούλες που είχε πάρει η Ντέιβις δεν ήταν αρκετά μεγάλες για τα μανίκια. Αλλά αυτά και μερικά άλλα μικροπράγματα διορθώνονταν εύκολα. Η Μαρσλίν ξεκίνησε αμέσως να κάνει τις προσαρμογές. Όταν τελείωσε το τεχνικό κομμάτι, καθοδήγησε την Ντέιβις για να προσθέσει τις τελευταίες λεπτομέρειες: ένα ασημένιο και χρυσό στεφάνι για να πλαισιώνει την πλεξούδα της εξοχότητάς της, βαριά χρυσά σκουλαρίκια, ένα μαντήλι από τούλι. Λευκά μεταξωτά παπούτσια χορού και λευκά γάντια με ασημένια και χρυσά κεντήματα ολοκλήρωσαν την εικόνα. Όλα αυτά πήραν σχεδόν μία ώρα, κατά την οποία η Λαίδη Γουόρφορντ γινόταν ολοένα και πιο ανυπόμονη και μουρμούριζε για την ώρα. Δεν έδωσε ούτε ένα λεπτό στη Μαρσλίν για να θαυμάσει το αριστούργημά της. Τις είχε κάνει να αργήσουν για το δείπνο, παραπονέθηκε η Λαίδη Γουόρφορντ, και έσυρε τη Λαίδη Κλάρα έξω από το δωμάτιο χωρίς δεύτερη κουβέντα. Και χωρίς ευχαριστώ, βεβαίως. Η Ντέιβις παραδέχτηκε απρόθυμα ότι η κυρία της ήταν πράγματι πολύ όμορφη. Μετά οδήγησε βιαστικά τη Μαρσλίν στη σκάλα και πίσω στην είσοδο των εμπόρων, λες και ήταν κανένα βρόμικο μυστικό που κανείς δεν έπρεπε να δει. Καθώς βγήκε έξω στη νύχτα, η Μαρσλίν είπε στον εαυτό της ότι ήταν πολύ, πολύ χαρούμενη. Είχε κάνει αυτό που έπρεπε να γίνει. Η Λαίδη Κλάρα δεν είχε υπάρξει πιο όμορφη σε όλη της τη ζωή, και το ήξερε και εκείνη και η μητέρα της. Όλοι στο Αλμάκ θα το
270
LORETTA CHASE
έβλεπαν. Και ο Κλίβντον, επίσης. Θα ερωτευόταν τη Λαίδη Κλάρα ξανά. Και μέσα στο θρίαμβό της, η Μαρσλίν αισθάνθηκε μία μαχαιριά στην καρδιά, έντονη και βαθιά. Ήξερε τι ήταν. Ήταν καλή ψεύτρα, αλλά δεν ήταν και πολύ χρήσιμο να λέει ψέματα στον ίδιο της τον εαυτό. Η αλήθεια ήταν πως θα ήθελε να είναι η Λαίδη Κλάρα, ή κάποια σαν αυτήν: κάποια της τάξης του. Ήθελε να είναι αυτή την οποία θα ερωτευόταν, και μία φορά θα της αρκούσε. Δεν πειράζει, είπε στον εαυτό της. Η κόρη της ήταν ζωντανή. Οι αδελφές της ήταν ζωντανές. Θα έκαναν μία καινούρια αρχή – και από απόψε, όλη η υψηλή κοινωνία θα σχημάτιζε ουρά στην πόρτα τους. *** Ο Κλίβντον δεν είχε φτάσει καλά-καλά στο Αλμάκ όταν είχε ήδη αρχίσει να υπολογίζει σε πόση ώρα θα μπορούσε να δραπετεύσει αξιοπρεπώς. Δεν θα έμενε όσο θα έπρεπε –τουλάχιστον όχι για τη Λαίδη Γουόρφορντ–, αλλά δεν ήταν δουλειά του να ευχαριστεί τη Λαίδη Γουόρφορντ. Είχε έρθει μόνο για την Κλάρα, και δεν πίστευε ότι η Κλάρα είχε την απαίτηση να τον έχει στο τσεπάκι. Είχε φτάσει όσο πιο αργά μπορούσε. Αυτό δεν βελτίωσε την κατάσταση, γιατί η Κλάρα δεν είχε πολύ χρόνο για εκείνον, δεν υπήρχε άλλο ενδιαφέρον θηλυκό εκεί μέσα απόψε, και είχε βαρεθεί να παίζει χαρτιά με τους ίδιους ανθρώπους. Είχε κρατήσει μονάχα ένα χορό για εκείνον. Δεν ήταν σίγουρη καν ότι θα ερχόταν, είπε, και οι άλλοι κύριοι ήταν τόσο πιεστικοί. Συνωστίζονταν γύρω της, αυτό ήταν σίγουρο, και μάλιστα περισσότεροι απ’ ό,τι συνήθως. Υπέθεσε ότι της άξιζε. Ήταν πολύ όμορφη με το φόρεμα που είχαν σκοτωθεί να φτιάξουν η Νουαρό με τις υπαλλήλους της. Το κυριότερο,
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
271
είχε δει στα πρόσωπα των Λονδρέζων κυριών τις ίδιες εκφράσεις που είχε δει και στις Παριζιάνες ομολόγους τους. Ευχήθηκε να μπορούσε η Νουαρό να δει τα πρόσωπά τους. Ο χρόνος περνούσε αργά, μέχρι που τελικά ήρθε η ώρα για το χορό του. Καθώς την οδηγούσε έξω, είπε στην Κλάρα ότι ήταν η ομορφότερη κοπέλα στη δεξίωση. «Το φόρεμα κάνει μεγαλύτερη διαφορά απ’ ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ» είπε εκείνη. «Δεν το πίστευα ότι η κυρία Νουαρό θα μπορούσε να το τελειώσει τόσο γρήγορα μετά απ’ ό,τι συνέβη.» «Ήταν αποφασισμένη» είπε εκείνος. Τον κοίταξε, μετά πήρε γρήγορα το βλέμμα της και είπε: «Νομίζω πως η μοδίστρα σου είναι ένα υπερήφανο πλάσμα.» Περήφανη. Πεισματάρα. Παθιασμένη. «Δική σου μοδίστρα είναι, αγαπητή μου, όχι δική μου» είπε εκείνος. «Όλοι λένε πως είναι δική σου. Μένει στο σπίτι σου, μαζί με την οικογένειά της. Την έχεις υιοθετήσει;» «Δεν ήξερα τι άλλο να τις κάνω τόσο βιαστικά» της είπε. Η συζήτησή τους σταμάτησε για λίγο καθώς άρχισαν να χορεύουν. Μετά, η Κλάρα είπε: «Κάπου διάβασα ότι αν κάποιος σώσει τη ζωή κάποιου άλλου, η ζωή αυτή του ανήκει.» «Σε ικετεύω, μην αρχίζεις κι εσύ αυτήν τη γελοία κουβέντα περί ηρωισμού» είπε αυτός. «Δεν είχα επιλογή. Αν ήταν η μητέρα σου παγιδευμένη σ’ εκείνο το φλεγόμενο μαγαζί, δεν θα στεκόμουν να κοιτάζω. Ο Λόνγκμορ θα είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, ό,τι και να λέει.» «Α, κάτι είχε να πει» είπε η Κλάρα. «Όταν επέστρεψε στην οικεία Γουόρφορντ μετά την επίσκεψή του σ’ εσένα σήμερα, είπε στη μητέρα να μην κάνει σκηνή για μερικές αυταρχικές μοδίστρες. Είπε ότι ήταν του χαρακτήρα σου να φιλοξενείς τα προκλητικά αυτά πλάσματα. Είπε ότι ήταν γελοίες. Το μαγαζί τους είχε καεί, το παιδί τους είχε κοντέ-
272
LORETTA CHASE
ψει να καεί ζωντανό, δεν είχαν τίποτε παρά τα ρούχα που φορούσαν και κάτι λογιστικά βιβλία, και παρ’ όλα αυτά το μόνο που σκέφτονταν ήταν να φτιάξουν το φόρεμά μου.» «Είναι αυταρχικές» είπε εκείνος. «Το είδες και μόνη σου.» Το είχε δει κι εκείνος: Η Νουαρό, με την υπεροψία μίας βασίλισσας, να δίνει διαταγές στην Κλάρα. Τόσο σίγουρη για τον εαυτό της. Τόσο πεισματάρα. Τόσο παθιασμένη. «Τολμώ να πω ότι όλοι έχουν σοκαριστεί που έχω την οποιαδήποτε σχέση μαζί της» είπε η Κλάρα. «Όλοι σοκάρονται πολύ εύκολα» της είπε. «Αλλά ήθελα το φόρεμα» είπε εκείνη. «Παρά τα όσα είπε ο Χάρι, η μαμά δεν ήθελε να την αφήσει να μπει στο σπίτι. Αλλά έκανα μία τρομερή σκηνή, και ενέδωσε. Απ’ ό,τι φαίνεται, είμαι ματαιόδοξο πλάσμα.» «Τι ανοησίες» της είπε. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κοκκίνιζες όταν σε κοιτούσαν. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν η μητέρα σου–» Άφησε τη φράση του μετέωρη, δυσαρεστημένος με αυτό που είχε κοντέψει να πει και έκπληκτος που το είχε σκεφτεί μόλις τώρα: ότι η ματαιόδοξη, περήφανη μητέρα της έντυνε επίτηδες την κόρη της κακόγουστα. Το είχε κάνει με την ελπίδα να κρατήσει τους άλλους άντρες μακριά, γιατί κρατούσε τη Λαίδη Κλάρα για τον Κλίβντον. Κρατούσε την Κλάρα για έναν άντρα που την αγαπούσε, αλλά εκείνος δεν ήθελε να βρίσκεται εδώ, δεν ήθελε αυτήν τη ζωή, και λαχταρούσε κάτι άλλο, αν και δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό το κάτι άλλο. Όχι, ήξερε τι ήταν. Αλλά και που ήξερε, δεν είχε νόημα, γιατί ήταν το μόνο πράγμα που η δύναμη, η θέση και τα χρήματά του δεν μπορούσαν να αγοράσουν. «Τι θα έλεγες για τη μητέρα μου;» είπε η Κλάρα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
273
«Είναι προστατευτική» είπε ψέματα. «Περισσότερο απ’ όσο θα ήθελες, είμαι σίγουρος. Αλλά στο τέλος πήρες αυτό που ήθελες.» Δεν πρόσεξε το ερωτηματικό βλέμμα της Κλάρα. Η προσοχή του έτρεχε στα φορέματα των κυρίων που ανέμιζαν γύρω τους. Σχεδόν όλες τους φορούσαν ρούχα στο τελευταίο στάδιο του πένθους της Αυλής: όλες τις αποχρώσεις του λευκού, λίγο μαύρο, μαλακά σχήματα σε σύγκριση με τις έντονες ακμές του μαύρου, λευκού και γκρίζου των ανδρών. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και γεμάτη αρώματα, θυμίζοντάς του μία άλλη στιγμή σε ένα άλλο μέρος. Εδώ, όμως, δεν ήταν Παρίσι, και η διαφορά δεν εξαντλείτο στα μονόχρωμα φορέματα. Ήταν η μονόχρωμη διάθεση. Δεν υπήρχε μαγεία. Στο Παρίσι υπήρχε ένα είδος μαγείας, ή μάλλον φαντασίας: ο παραλογισμός εκείνης της δεξίωσης όπου δεν άνηκε η Νουαρό, αλλά κατάφερε να ταιριάξει, έγινε ο ήλιος, και όλοι οι άλλοι ήταν μικροί πλανήτες και φεγγάρια που περιστρέφονταν γύρω της. Μαγεία, όντως. Τι κουταμάρα! Τι κουτός που ήταν! Η πιο όμορφη κοπέλα του Λονδίνου ήταν στην αγκαλιά του. Όλοι οι άντρες τον ζήλευαν. Ναι, ήταν κουτός. Η κοπέλα που αγαπούσε ήταν στην αγκαλιά του, και όλοι οι άντρες στην αίθουσα θα ήθελαν να είναι στη θέση του. Και αυτός το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει μακριά. Βιβλιοθήκη οικείας Κλίβντον Παρασκευή, 1η Μαΐου «Πρέπει να φύγω» είπε η Μαρσλίν στον Κλίβντον. Δεν τον είχε δει καθόλου από το βράδυ της Τετάρτης.
274
LORETTA CHASE
Δεν είχε ιδέα τι ώρα είχε γυρίσει από το Αλμάκ. Τα διαμερίσματά του βρίσκονταν στον μπροστινό κήπο στο κυρίως τμήμα του σπιτιού – τους χώριζε απόσταση ίση με πολλά τετράγωνα. Τώρα ήταν δέκα το πρωί της Παρασκευής. Οι μοδίστρες είχαν φτάσει πριν από μία ώρα και είχαν πιάσει δουλειά για τις πλέον επείγουσες παραγγελίες. Η Μαρσλίν και μία από τις αδελφές της θα έπρεπε να ήταν στο μαγαζί να εξυπηρετούν τους πελάτες. Αλλά δεν είχαν μαγαζί. Και μετά τη θριαμβευτική εμφάνιση της Λαίδης Κλάρα στο Αλμάκ, η Μαρσλίν περίμενε πελάτες, και μάλιστα πολλούς. Αν ο Οίκος Νουαρό δεν άδραχνε γρήγορα την ευκαιρία, η υψηλή κοινωνία –που δεν φημιζόταν για την ικανότητά της να διατηρεί την ίδια γνώμη για πολύ– θα ξεχνούσε το σαγηνευτικό φόρεμα της Λαίδης Κλάρα. Η εξοχότητά της θα φορούσε κι άλλα φορέματα από τον Οίκο Νουαρό, αλλά δεν θα είχε τον ίδιο αντίκτυπο με την πρώτη φορά. Αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος να φύγει, αλλά ήταν ο πιο πρακτικός και οικονομικός. Η Μαρσλίν ετοιμαζόταν να του γράψει ένα σημείωμα, όταν ο Χάλιντεϊ την ενημέρωσε ότι η εξοχότητά του ήταν στη βιβλιοθήκη, και είχε ζητήσει να δει την κυρία Νουαρό όταν μπορούσε. Είχε πάει βιαστικά και τον είχε βρει σκυμμένο πάνω από ένα τραπέζι γεμάτο εφημερίδες και περιοδικά. Δεν περίμενε να δει για τι πράγμα ήθελε να της μιλήσει. «Δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ» είπε. «Δεν θέλω να φανώ αχάριστη –το ξέρεις ότι σου είμαι ευγνώμων–, αλλά όλο αυτό προκαλεί μεγάλη αναστάτωση – στη δουλειά μου, στις υπαλλήλους μου, στην οικογένειά μου. Ιδιαίτερα στη Λούσι. Οι υπηρέτριες. Οι βοηθοί. Αρχίζει να τα θεωρεί όλα αυτά φυσιολογικά. Είναι πολύ πιο δύσκολο να την κάνει κα-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
275
νείς καλά απ’ ό,τι φαντάζεσαι, και θα μου πάρει εβδομάδες να αναστρέψω τη ζημιά που έχει γίνει μέσα σε λίγες μόνο ημέρες από όλο αυτό το ντάντεμα και την εκπλήρωση της κάθε της…» Σταμάτησε καθώς ο Κλίβντον σήκωσε το κεφάλι του από τη μελέτη της εφημερίδας μπροστά του και έστρεψε τα πράσινα μάτια του επάνω της. Τράβηξε το βλέμμα της από τα εντυπωσιακά αυτά μάτια και κοίταξε κάτω, τη μακριά, ίσια μύτη του, και σταμάτησε στο στόμα του, το αισθησιακό αυτό στόμα που θα έπρεπε να ανήκει σε γυναίκα, αλλά ήταν τόσο αρσενικό. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο ανέβηκε επικίνδυνα. Το μυαλό της πεταγόταν από το ένα θέμα στο άλλο, προσπαθώντας να αποφύγει εκείνην τη σκέψη που δεν μπορούσε να αναλογιστεί. Η σκοτεινή λαχτάρα της καρδιάς της, όμως, έστειλε κύματα θερμότητας χαμηλότερα, και έκανε ένα βήμα πίσω. «Και είναι κι αυτό» είπε. «Ναι» είπε εκείνος. «Είναι κι αυτό.» «Ναι» είπε εκείνη, και προσέθεσε βιαστικά: «Πήρα τη Λαίδη Κλάρα, και θα ήθελα να την κρατήσω. Όσο περισσότερο μένω εδώ, τόσο λιγότερο θα με συμπαθεί η μητέρα της. Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα μπορέσει να της αντισταθεί.» Δεν ξέρω για πόσο ακόμη θα μπορέσω να κρατηθώ μακριά σου. Πήρε το βλέμμα του και αναστέναξε σιγανά. Ήθελε να τον αγγίξει. Ήθελε να χαϊδέψει το μάγουλό του με το χέρι της. Ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του και να ακουμπήσει το κεφάλι της στο στήθος του και να ακούσει τους χτύπους της καρδιάς του. Ήθελε να νιώσει τη ζεστασιά του σώματός του και τη δύναμή του. Ήθελε να τον νιώσει μέσα της. Ήθελε αυτόν. Χθες τη νύχτα είχε μείνει ξάγρυπνη, το μυαλό της γεμάτο φαντασιώσεις: ελαφριά βήματα στο σκοτάδι… ο ήχος της πόρτας που κλείνει… ο ήχος της ανάσας του… η κίνηση
276
LORETTA CHASE
του στρώματος όταν κάθισε στο κρεβάτι… το θρόισμα του μεταξιού καθώς έβγαζε τη ρόμπα του… η φωνή του τόσο σιγανή… το στόμα του στο αφτί της… και μετά τα χέρια του να τη χαϊδεύουν, να σηκώνουν το νυχτικό της… τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια της… Σταμάτα, σταμάτα, σταμάτα. «Μίλησα με τις αδελφές μου, και συμφωνούν ότι δεν μπορούμε να μείνουμε» συνέχισε. «Η Λιόνι κι εγώ θα πάμε να βρούμε ένα χώρο να εγκατασταθούμε.» «Δεν θα χρειαστεί» της είπε. «Είναι πολύ σημαντικό» είπε εκείνη. «Πρέπει να αρπάξουμε την ευκαιρία. Δεν καταλαβαίνετε.» «Καταλαβαίνω πολύ καλά» είπε εκείνος. Έσπρωξε προς το μέρος της το χαρτί που κοίταζε. «Ο Βάρλεϊ σάς βρήκε ένα χώρο για το μαγαζί. Πάμε να το δούμε;» *** Ένα από τα πολλά ακίνητα του Κλίβντον, το κτήριο βρισκόταν στην οδό Σεν Τζέιμς κοντά στη διασταύρωση με την οδό Μπένετ. Ο Κλίβντον είπε στις μοδίστρες ότι οι προηγούμενοι ένοικοι –ένα ζευγάρι– είχαν αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα λίγους μήνες αφότου άνοιξαν το μαγαζί τους. Είχαν φύγει μέσα στη νύχτα μερικές ημέρες πριν, αφήνοντας χρέος νοίκι τριών μηνών. Θα πρέπει να είχαν δανειστεί ή να είχαν κλέψει μία άμαξα, γιατί είχαν πάρει τα περισσότερα περιεχόμενα και τις εγκαταστάσεις του μαγαζιού. Αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Η αλήθεια ήταν ότι ο Βάρλεϊ τούς είχε δωροδοκήσει να φύγουν και είχε χρυσώσει το χάπι επιτρέποντάς τους να πάρουν μαζί τους οτιδήποτε μπορούσε να μετακινηθεί. «Τι παράξενη σύμπτωση να αδειάσει αυτήν ακριβώς τη στιγμή» είπε η δεσποινίς Λιόνι ενώ ο Βάρλεϊ ξεκλείδωνε την πόρτα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
277
«Καιρός ήταν να μας ευνοήσει κι εμάς μία παράξενη σύμπτωση» είπε η δεσποινίς Σοφία. Ενώ οι άλλες όρμησαν στο μαγαζί, η Νουαρό περίμενε στο πεζοδρόμιο. Ο Κλίβντον την είδε να αξιολογεί το κτήριο, και ολόκληρη τη γειτονιά. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν αξιοπρεπής, αν και κάποια από τα μαγαζιά του δρόμου δεν ήταν και πρώτης ποιότητας. Δίπλα σε λέσχες κύριων, όπως η Γουάιτς, η Μπουντλς και η Μπρουκς, και σε κάποια από τα πλέον σεβαστά μαγαζιά του Λονδίνου –το υποδηματοποιείο του Χόμπι, το πιλοποιείο του Λοκ και η κάβα των αδελφών Μπέρι–, βρίσκονταν χαρτοπαικτικές λέσχες και πορνεία. Τα περισσότερα από αυτά, όμως, ήταν χωμένα σε στενά δρομάκια και σοκάκια. «Λοιπόν;» είπε εκείνος. «Εγκρίνετε;» Το σκοτεινό της βλέμμα στράφηκε στο πρόσωπό του, και απομακρύνθηκε βιαστικά. «Ήταν στα σχέδιά μου» είπε. «Από την οδό Φλιτ στη Σεν Τζέιμς. Ήξερα ότι θα γινόταν, αλλά δεν περίμενα να γίνει τόσο σύντομα.» Με ένα αδιόρατο, αινιγματικό χαμόγελο, μπήκε μέσα. Την ακολούθησε. Μόλις μπήκαν, η δεσποινίς Λιόνι σήκωσε το κεφάλι της από τη συζήτηση που είχε με τον Βάρλεϊ. «Το ήξερα ότι ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό» είπε στη Νουαρό. «Είναι υπεράνω των δυνατοτήτων μας. Δεν έχουμε αρκετούς πελάτες για να καλύψουμε τα ημερήσια έξοδα, πόσω μάλλον τις δαπάνες για να το φτιάξουμε. Θα χρειαζόμασταν δύο ζωές για να ξεπληρώσουμε την εξοχότητά του.» «Μην είστε ανόητη» άρχισε να λέει ο Κλίβντον. «Μην είσαι ανόητη» είπε ταυτόχρονα η Νουαρό. «Και μόνο η διεύθυνση θα αυξήσει σημαντικά τη δουλειά μας. Θα έχουμε ένα σωστό χώρο για να δουλεύουμε και να παρουσιάζουμε τη δουλειά μας. Μπορούμε να προσλάβουμε άλλη μισή ντουζίνα μοδίστρες και να αυξήσουμε την παραγωγή μας αναλόγως. Έχω τόσες πολλές ιδέες και δεν
278
LORETTA CHASE
έχω αρκετό χώρο και ανθρώπους για να τις υλοποιήσω.» «Αγάπη μου, πελάτες χρειαζόμαστε» είπε η δεσποινίς Λιόνι. «Θα πρέπει να διπλασιάσουμε την πελατεία μας–» «Σοφί, πρέπει να βάλεις μία καταχώρηση στην εφημερίδα αμέσως» τη διέκοψε ανυπόμονα η Νουαρό. «“Η κυρία Νουαρό πληροφορεί τους φίλους της και το κοινό γενικότερα ότι σκοπεύει να ανοίξει το κατάστημά της την Τετάρτη, 6η του τρέχοντος μηνός, στη νέα διεύθυνση, στο νούμερο 56 της οδού Τζέιμς. Θα φιλοξενήσει μία συλλογή νέων και κομψών φορεμάτων και καπέλων ανώτατης ποιότητας και σχεδιασμού που όμοιά τους δεν απαντώνται σε κανέναν άλλον οίκο μόδας στο Λονδίνο, συμπεριλαμβανομένων διαφόρων γυναικείων αξεσουάρ μοναδικών στο είδος τους.” κ.λπ. κ.λπ.» Κούνησε το χέρι της στον αέρα. «Ξέρεις τι πρέπει να λέει. Αλλά περισσότερα.» «Περισσότερα, πράγματι» είπε ο Κλίβντον. «Πρέπει να εφεύρετε έναν κορσέ, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, και να το αναφέρετε οπωσδήποτε.» Και οι τρεις γυναίκες γύρισαν προς το μέρος του. «Διαβάζω περιοδικά μόδας» είπε εκείνος. «Φαίνεται πως ένα νέο, μοναδικό στιλ κορσέ έχει κάτι το ακαταμάχητο.» Ήταν η πλέον αδιόρατη αλλαγή στην έκφρασή τους. Αν δεν είχε περάσει τόσο χρόνο μαζί τους και αν δεν είχε προσέξει τόσο πολύ τη Νουαρό, δεν θα είχε αναγνωρίσει την ελαφριά κίνηση των ματιών τους, ένδειξη των ταχύτατων υπολογισμών που διενεργούνταν στα πονηρά μυαλά τους. «Έχει δίκιο» είπε η Νουαρό. «Θα εφεύρω έναν κορσέ. Αλλά προς το παρόν, Σοφί, θα του βρεις ένα όνομα για διαφημιστικούς σκοπούς. Κάτι εξωτικό. Κάτι σαν τον “Κιρκασιανό” κορσέ της κυρίας Μπελ, αλλά ιταλικό. Θέλουν ιταλικούς κορσέδες.» «Θα πρέπει να αλλάξετε και την ημερομηνία των εγκαινίων» είπε ο Κλίβντον. «Δεν έχετε περιθώριο να χάσετε κι άλλη μία μέρα. Κάντε το αύριο. Δεν θα προλάβετε να το βά-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
279
ψετε ακριβώς όπως θα θέλατε, αλλά δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που το έβαψαν οι προηγούμενοι ενοικιαστές. Όταν καθαριστούν και γυαλιστούν τα πάντα, και με τις νέες εγκαταστάσεις, θα μοιάζει σαν καινούριο.» Οι δύο νεότερες αδελφές ξέσπασαν ταυτόχρονα: «Αυτό είναι αδύνατον!» «Πώς θα τα ετοιμάσουμε όλα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες;» Η Νουαρό σήκωσε το κεφάλι της. Οι αδελφές της ηρέμησαν. «Θα χρειαστούμε τους περισσότερους υπηρέτες σας για να το καταφέρουμε» είπε στον Κλίβντον. «Και άμαξες πάλι. Θα χρειαστούμε υλικά, ναι, εκτός από αυτά που αγοράσαμε για τις επείγουσες παραγγελίες.» «Καταλαβαίνω» είπε εκείνος. «Δεν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς τη βοήθειά σας» του είπε. «Είχα σκοπό να βοηθήσω, ούτως ή άλλως» είπε εκείνος. «Είναι μικρή θυσία προκειμένου να φύγετε από την οικεία Κλίβντον.» Αυτό θα ηρεμούσε τη Λαίδη Γουόρφορντ. Και τις άλλες στρίγκλες. Τον ίδιο δεν τον ένοιαζαν οι φήμες και τα σκάνδαλα. Αλλά ήξερε ότι δυσκόλευε την κατάσταση για την Κλάρα. Δεν μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς να της προκαλεί το λιγότερο ντροπή. Σε κάθε περίπτωση δεν είχε το ηθικό σθένος να αντισταθεί στον πειρασμό. Όσο περισσότερο ζούσε η Νουαρό κάτω από τη στέγη του, τόσο περισσότερες ήταν οι πιθανότητες να συμπεριφερθεί με το συνήθη τρόπο του. «Μία μικρή θυσία» είπε γελώντας η δεσποινίς Σοφία. «Αχ, είναι ωραία να είσαι δούκας.» «Είναι ωραία να γνωρίζεις ένα δούκα» είπε η δεσποινίς Λιόνι. «Αυτός ο χώρος μπορεί να χωράει τη μεγαλοφυΐα της Μαρσλίν, αλλά θα κοστίσει πολύ ακριβά να τον επιπλώσουμε, για να μην πω για τα υλικά.»
280
LORETTA CHASE
Η Νουαρό είχε ήδη αρχίσει να τριγυρίζει στο χώρο που ο Κλίβντον υπέθετε ότι θα γινόταν το μαγαζί. «Τα συρτάρια και οι πάγκοι μάς κάνουν» είπε «αλλά όλα τα άλλα πρέπει να καθαριστούν και να γυαλιστούν όσο το δυνατόν καλύτερα. Όλα τα υπόλοιπα πρέπει να αγοραστούν. Από πάνω προς τα κάτω – φωτιστικά, κηροπήγια, καθρέφτες…» Ο Κλίβντον έβγαλε το σημειωματάριό του και άρχισε να γράφει. *** Η κατανομή των ευθυνών έγινε χωρίς προβλήματα. Η Μαρσλίν και οι αδελφές της ήταν στη δουλειά αυτήν αρκετό καιρό και ήξεραν τα δυνατά σημεία της κάθε μίας. Η Σοφία επέστρεψε στην οικεία Κλίβντον για να συντάξει το συγκλονιστικό της κείμενο και να επιβλέπει τις μοδίστρες. Η Λιόνι έμεινε στο μαγαζί για να παραλάβει τις παραγγελίες και να επιβλέπει τους υπηρέτες και τους εργάτες τους οποίους, τις πληροφόρησαν, είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει ο Χάλιντεϊ, και θα έφταναν σύντομα. Ο Κλίβντον θα πήγαινε τη Μαρσλίν για ψώνια. Δεν έβλεπε άλλη λύση. Τον χρειαζόταν. Απλά θα έπρεπε να καταπνίξει τον πόθο και τη λαχτάρα της και όλα τα άλλα ενοχλητικά της συναισθήματα και να είναι στωική. Σ’ αυτό είχε εξασκηθεί πολύ. «Αν είναι να τελειώσουμε σήμερα, πρέπει να έρθετε μαζί μου» του είπε αφού είχαν καταγράψει τι χρειάζονταν για το χώρο. «Δεν έχω χρόνο για χάσιμο μέχρι να αποφασίσει ο κάθε υπάλληλος, ή να προσπαθεί να μου πουλήσει κάτι που δεν θέλω. Δεν έχω χρόνο να κάνω παζάρια για τις τιμές. Χρειάζομαι άμεση και κατά προτίμηση δουλοπρεπή εξυπηρέτηση. Αν μπαίνω στο μαγαζί με το Δούκα του Κλίβντον, θα πάρω αυτό και κάτι παραπάνω.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
281
«Υπέθεσα πως θα ερχόμουν μαζί σας» είπε εκείνος. «Δεν είδατε πόσο προσεκτικά κρατούσα σημειώσεις;» Το είχε δει και της είχε κάνει εντύπωση. Αλλά δεν είχε πει τίποτε μέχρι που ήταν στην άμαξά του. Και τότε δεν ρώτησε για τις σημειώσεις. «Νόμιζα ότι δεν υπήρχε τίποτε χειρότερο από το να ψωνίζετε με τις γυναίκες» του είπε καθώς θυμήθηκε τι είχε πει στη Λαίδη Κλάρα. «Αυτό ήταν πριν» είπε εκείνος. «Τώρα το κάνατε ενδιαφέρον, που να σας πάρει.» «Ενδιαφέρον;» «Όλο αυτόν το χαμό» είπε εκείνος. «Όλο το δράμα. Όλη αυτήν τη στυγνή φιλοδοξία σε συνδυασμό με την παθιασμένη πίστη στην ορθότητα του οράματός σας. Όλη αυτή την αίσθηση… σκοπού. Με διασκεδάζει να πιάνω κανένα αδέσποτο κομματάκι σκοπού ακολουθώντας τα βήματά σας.» «Τι ανοησίες!» είπε εκείνη. «Βρήκα έναν τρόπο να βγάζω το ψωμί μου χωρίς να πρέπει να δουλεύω σαν το σκυλί για κάποιον άλλον – και που μου δίνει και την ευκαιρία να προοδεύσω. Αν δεν ήμουν υποχρεωμένη να εργάζομαι, δεν θα το έκανα. Με πολλή χαρά δεν θα είχα κανένα σκοπό στη ζωή παρά να διασκεδάζω και πού και πού να δείχνω λίγη γενναιοδωρία στους κοινούς θνητούς.» «Εσείς λέτε ανοησίες» της είπε. «Η δουλειά σας είναι η ζωή σας. Ζείτε και αναπνέετε για τη δουλειά σας. Δεν είναι επάγγελμα. Είναι το κάλεσμά σας.» «Ανυπομονώ για την ημέρα που θα μπορώ να ζω σε πλήρη απραξία» είπε εκείνη. «Αυτός είναι ο στόχος μου.» «Αυτή η μέρα δεν πρόκειται να έρθει ποτέ» της είπε. «Όσο ψηλά και να φτάσετε, δεν θα μπορείτε να σταματήσετε. Δεν μπορείτε να δείτε τον εαυτό σας. Εγώ μπορώ. Σας είδα να πετάτε το φόρεμα της Κλάρα στο πάτωμα και να το κλοτσάτε. Δεν ήταν απλά μη ικανοποιητικό. Για εσάς, ήταν εγκληματικό. Της αρπάζατε ρούχα από τα χέρια λες και θα
282
LORETTA CHASE
της έκαναν σοβαρή σωματική ζημιά. Φτιάξατε το φόρεμά της εν μία νυκτί, γιατί το θεωρούσατε ζήτημα ζωής και θανάτου. Θα σας είχε σκοτώσει αν είχε πάει στο Αλμάκ με ένα από τα παλιά της φορέματα.» Κοίταξε από το παράθυρο της άμαξας. «Μιλάτε για δράμα» είπε. «Για ζητήματα ζωής και θανάτου. Θα με είχε σκοτώσει.» Αισθανόταν άβολα. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί τον εαυτό της έτσι. Ήταν πεισματάρα, ξεροκέφαλη, πρακτική, έκανε τα πάντα για τα χρήματα. Ό,τι έκανε το έκανε για το κέρδος, από φιλοδοξία. Τώρα, όμως, που τον άκουσε, συνειδητοποίησε ότι δεν είχε άδικο. Και απόρησε που εκείνος είχε προσέξει κάτι τέτοιο. Νόμιζε πως έψαχνε μόνο τις αδυναμίες της, ή μία ευάλωτη συναισθηματική στιγμή για να τη ρίξει στο κρεβάτι, ή να τη στριμώξει σ’ έναν τοίχο… ή πάνω σ’ έναν πάγκο εργασίας. «Α, καλά, λοιπόν» είπε «δεν θα με είχε σκοτώσει – αλλά μπορεί να με είχε αρρωστήσει κάπως.» Εκείνος γέλασε. Η άμαξα σταμάτησε. Κατέβηκαν, η συζήτηση τελείωσε, και άρχισαν τα ψώνια. *** Ήταν μία από τις πιο πυρετώδεις ημέρες που είχε ζήσει ο Κλίβντον σε όλη του τη ζωή – με εξαίρεση την ημέρα που είχε διασχίσει τη Γαλλία στο κατόπι της. Πήγαιναν γρήγορα από το ένα μαγαζί στο άλλο: Λινές κουρτίνες και αποθηκευτικά έπιπλα, μαγαζιά που ειδικεύονταν στα είδη φωτισμού και μαγαζιά που ειδικεύονταν στους καθρέφτες. Εκείνος και η Νουαρό έλαβαν όλη την άμεση, δουλοπρεπή εξυπηρέτηση που ήθελε, και με το παραπάνω. Οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες των καταστημάτων έρχονταν να εξυπηρετήσουν την υψηλότητα του Δούκα του Κλίβντον. Ήταν πρόθυμοι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
283
να κινήσουν γη και ουρανό για να του βρουν ακριβώς αυτό που ήθελε και να του το παραδώσουν την ίδια μέρα. Εάν δίσταζαν, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να πει στη Νουαρό: «Έπρεπε να είχαμε πάει στο διπλανό μαγαζί – Κόλτερς δεν λέγεται;» Με την αναφορά του ονόματος ενός ανταγωνιστή, κάτι που πριν από λίγα λεπτά ήταν αδύνατο γινόταν «το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο, Υψηλότατε.» Μόλις ξεκίνησαν τα ψώνια, σταμάτησε κάθε προσωπική συζήτηση. Η Νουαρό δεν είχε χρόνο να αναλύσει τι να αγοράσει, ή να περιμένει να της δείξουν το τελευταίο τάδε ή δείνα. Όταν έμπαινε σ’ ένα κατάστημα, έπρεπε να ξέρει ακριβώς τι ήθελε. Κι έτσι, στα μικρά διαλείμματα που περνούσαν μόνοι τους στην άμαξα, η κουβέντα αφορούσε καθαρά πρακτικά ζητήματα, έπιπλα και ποιο μέγεθος ήταν καταλληλότερο και ποιο χρώμα συμβολίζει τι. Θα έπρεπε να έχει βαρεθεί τη ζωή του. Θα έπρεπε να ανυπομονεί να ξεφύγει, να πάει στη λέσχη του, να παίξει χαρτιά, να τα πιει με τον Λόνγκμορ. Η διάθεση του Δούκα του Κλίβντον απείχε τόσο πολύ από την ανία, που δεν κατάλαβε πώς πέρασε η ώρα. Σε κάποια στιγμή είχαν σταματήσει να φάνε από ένα καλάθι που τους είχε ετοιμάσει ο μάγειράς του. Δεν ήξερε πότε είχε συμβεί αυτό, αν ήταν πριν από μία ώρα ή πριν από πέντε. Μετά έφυγαν από μία αποθήκη, και όταν έφτασαν στο πεζοδρόμιο, εκείνη είπε: «Θεέ μου, τελειώσαμε. Νομίζω. Ελπίζω. Τα πήραμε όλα, έτσι δεν είναι;» Έβγαλε το σημειωματάριό του, και μόνο τότε γούρλωσε τα μάτια του καθώς αντιλήφθηκε ότι είχε έρθει το βράδυ. Είχε βγει από το μαγαζί και είχε ενσωματωθεί στους ρυθμούς του δρόμου δίχως να παρατηρήσει ότι είχε σκοτεινιάσει. Ήταν πολύ απορροφημένος με τα δικά του σχέδια και υπολογισμούς. Μπορεί εκείνη να ήταν απασχολημένη διαλέγοντας τον εξοπλισμό του μαγαζιού της, αλλά κι εκείνος δεν είχε μείνει άπραγος.
284
LORETTA CHASE
Τώρα κοίταζε γύρω του τα φώτα του δρόμου. Σε λίγο τα μαγαζιά θα έκλειναν, οι δρόμοι, όμως, έσφυζαν από ζωή, τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα κόσμο που περνούσε, κάποιοι σταματούσαν να χαζέψουν τις βιτρίνες των μαγαζιών, άλλοι έμπαιναν μέσα – χωρίς αμφιβολία φέρνοντας σε απελπισία τους ιδιοκτήτες που λαχταρούσαν το δείπνο τους και την ηρεμία της εστίας τους. Σε λίγο, εργάτες θα έρεαν από τις διάφορες επιχειρήσεις, κάποιοι θα πήγαιναν βιαστικά σπίτι, άλλοι στα αγαπημένα τους εστιατόρια και ταβέρνες. Πότε ήταν η τελευταία φορά που λαχταρούσε να πάει κάπου; αναρωτήθηκε. Ποια ήταν η δική του εστία που λαχταρούσε; «Αν έχουμε ξεχάσει κάτι, είναι κάτι ασήμαντο» είπε. «Θα το μάθουμε σύντομα» είπε εκείνη. Είπε στον αμαξά του να τους πάει πίσω στο μαγαζί της οδού Τζέιμς. *** Αφού σέρνονταν στους δρόμους του Λονδίνου για έναν αιώνα –ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε–, η Μαρσλίν κατέβηκε από την άμαξα και αντίκρισε ένα σκοτεινό, άδειο μαγαζί. «Δεν το πιστεύω ότι έφυγαν όλοι» είπε. Άκουσε τη φωνή της να τρέμει. Δεν θυμόταν την τελευταία φορά που είχε νιώσει τέτοια απογοήτευση. «Νόμιζα... νόμιζα–» «Ήμασταν πιο αποτελεσματικοί απ’ ό,τι νομίζαμε» είπε εκείνος. «Βάζω στοίχημα ότι πήγαν σπίτι –στην οικεία Κλίβντον, εννοώ– να φάνε και να ξεκουραστούν, το κέρδισαν, άλλωστε. Το ίδιο θα κάνουμε κι εμείς – αφού ρίξουμε μία ματιά.» Έβγαλε ένα κλειδί και της το έδειξε. «Είμαι ο ιδιοκτήτης, ξέρετε.» Από το δρόμο έμπαινε αρκετό φως για να μπουν στο μαγαζί χωρίς να σκοντάψουν πάνω στα έπιπλα. Μετά από λίγο, ο Κλίβντον άναψε μία λάμπα υγραερίου, και ύστερα άλλη μία.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
285
Η Μαρσλίν στάθηκε στη μέση του δωματίου, με τα χέρια της να σφίγγουν την κοιλιά της για να συγκρατήσουν την αγωνία και την ένταση που την είχε κυριεύσει. Γύρισε αργά και είδε ολόκληρο το χώρο: το λαμπερό ξύλο, τα κομψά κηροπήγια, τις επιδέξια κρεμασμένες κουρτίνες, τη διαρρύθμιση των επίπλων που θύμιζε σαλόνι. «Περνάει τις εξετάσεις;» είπε ο Κλίβντον. «Ικανοποιητικό;» «Κι ακόμα περισσότερο» είπε εκείνη. «Το γούστο μου είναι άψογο, το ξέρω–» «Πραγματικά, Νουαρό, πρέπει να παλεύετε σκληρά για να υπερνικήσετε αυτή την ταπεινοφροσύνη σας.» «–αλλά να το βλέπω στο κατάλληλο περιβάλλον…» Σταμάτησε. «Λοιπόν, θα πρέπει να αλλάξω τη διαρρύθμιση αύριο το πρωί. Η Λιόνι είναι πολύ καλή με τους αριθμούς και τα Νομικά, και έχει καλό μάτι για εικαστικές λεπτομέρειες, αλλά στη διαρρύθμισή της είναι λίγο συντηρητική. Η βιτρίνα είναι το πιο σημαντικό, γιατί αυτό βλέπουν οι πελάτες μας. Η πρώτη εντύπωση πρέπει να αποπνέει κομψότητα και άνεση και αυτό το κάτι που με ξεχωρίζει από όλους τους άλλους.» «Οι μικρές πινελιές» είπε εκείνος. «Όχι τίποτε έντονο» είπε εκείνη. «Οι Γάλλοι θα το ονόμαζαν je ne sais quoi» είπε εκείνος. «Κι εγώ το ίδιο, γιατί ενώ ξέρω πως υπάρχει, δεν μπορώ με τίποτα να προσδιορίσω τι είναι.» Επέτρεψε στον εαυτό της να τον κοιτάξει, αλλά μόνο για μία στιγμή. «Έχετε κάνει μεγάλη πρόοδο από το Παρίσι» του είπε. «Τότε ισχυριζόσασταν ότι δεν προσέχετε τέτοια πράγματα.» «Προσπάθησα να μην τα προσέχω» είπε εκείνος. «Αλλά όπου και να κοιτάξω, είναι μπροστά μου. Είστε μπροστά μου. Θα χαρώ να σας ξεφορτωθώ. Όταν ένας άντρας καταντάει να διαβάζει περιοδικά μόδας – όχι, είναι ακόμα
286
LORETTA CHASE
χειρότερο. Όταν ένας άντρας πιάνει τον εαυτό του να τα ξεκοκαλίζει, αναζητώντας μυστηριώδεις γνώσεις παντελώς άχρηστες για εκείνον… Α, η επιρροή σας διαφθείρει. Με μεγάλη μου χαρά θα σας αποχαιρετήσω και θα επιστρέψω στη ζωή μου.» «Σας εκνευρίζει ο ρόλος του άγγελου-προστάτη» είπε εκείνη. «Μην είστε παράλογη. Δεν είμαι τίποτε τέτοιο. Ελάτε, ας δούμε το υπόλοιπο.» Τριγύρισαν γρήγορα στο υπόλοιπο μαγαζί: τα γραφεία, τα εργαστήρια και τους αποθηκευτικούς χώρους. Θα βιαζόταν να φύγει, σκέφτηκε εκείνη. Οι λεπτομέρειες της οργάνωσης ενός μαγαζιού, οι λεπτομέρειες ενός επαγγέλματος μπορεί να του πρόσφεραν μία ευχάριστη αλλαγή για λίγο. Αλλά δεν ήταν έμπορος. Τα χρήματα σήμαιναν κάτι εντελώς διαφορετικό για εκείνον, αν σήμαιναν κάτι. Και υπέθετε πως είχε βαρεθεί να είναι και αντικείμενο κουραστικών κουτσομπολιών, και τον είχε κουράσει η αναστάτωση στο σπιτικό του. Πού να ήξερε πόσο μικρή ήταν αυτή η αναστάτωση σε σύγκριση με το τι προκαλούσε συνήθως η οικογένειά της. Οι πρόγονοί της είχαν διαλύσει ολόκληρες οικογένειες, είχαν παρασύρει τους πολύτιμους απογόνους ευγενών μακριά από τα πολυτελή σπίτια τους σε νομαδικές ζωές στην καλύτερη περίπτωση, στην εγκατάλειψη και στην καταστροφή στη χειρότερη. Νόμιζε πως είχε δει το σημαντικό μέρος του χώρου, όταν την οδήγησε όχι πίσω από εκεί που είχαν μπει, στην είσοδο, αλλά προς τη σκάλα. Και τότε συνειδητοποίησε τι της είχε διαφύγει. Ο πρώτος όροφος προοριζόταν για χώρους εργασίας: ένα ευήλιο στούντιο για εκείνην, μία κομψή αίθουσα υποδοχής για ιδιωτικές συζητήσεις με πελάτες, και ξεχωριστά γραφεία για τη Σοφία και τη Λιόνι.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
287
Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος προορίζονταν για τα δωμάτιά τους. Και όλη την ώρα που έκανε τα ψώνια της σήμερα, αυτό δεν το σκέφτηκε ούτε μία φορά. «Θεέ μου, ελπίζω να μπορείτε να μας δώσετε δυο-τρία στρώματα από την οικεία Κλίβντον» είπε. «Ένα τραπέζι και μερικές καρέκλες θα ήταν χρήσιμα, αλλά όχι απαραίτητα. Έχουμε κατασκηνώσει και άλλες φορές. Δεν το πιστεύω ότι ξέχασα να αγοράσω πράγματα για εμάς.» «Ας ανέβουμε να δούμε τι χρειάζεται» είπε εκείνος. «Μπορεί οι προηγούμενοι ενοικιαστές να άφησαν κάτι.» Την οδήγησε επάνω με τη λάμπα στο χέρι. Δεν σταμάτησε στον πρώτο όροφο, αλλά συνέχισε να ανεβαίνει προς το δεύτερο. Στο κεφαλόσκαλο σταμάτησε. «Περιμένετε εδώ» είπε. Πλησίασε μία πόρτα και την άνοιξε. Ένα λεπτό αργότερα, το αχνό φως της λάμπας αντικαταστάθηκε από το απαλό φως του αερίου. «Κοιτάχτε» είπε. «Ελάτε να δείτε.» Η Μαρσλίν πλησίασε στην πόρτα και κοίταξε μέσα. Μετά μπήκε στο δωμάτιο. Ένας καναπές και καρέκλες και τραπέζια. Κουρτίνες στα παράθυρα. Ένα χαλί στο πάτωμα. Τίποτε από αυτά δεν θα ταίριαζε στην οικεία Κλίβντον. Τα έπιπλα δεν ήταν καθόλου μεγαλοπρεπή. Αλλά της θύμιζαν το διαμέρισμα του εξαδέλφου της στο Παρίσι. Ήσυχη κομψότητα. Άνεση. Ζεστασιά. Όχι μία βιτρίνα σαν το μαγαζί κάτω, αλλά ένα σπιτικό. «Θεέ μου» είπε, και δεν τολμούσε να ξεστομίσει άλλη λέξη. Είχε έναν κόμπο στην καρδιά, και την έπνιγε. Από την όμορφη αυτή αίθουσα υποδοχής την οδήγησε σε μία μικρή τραπεζαρία. Ύστερα της έδειξε ένα παιδικό δωμάτιο, που είχε φτιαχτεί με τόσο στοργή και ταίριαζε τόσο στη Λούσι, που η καρδιά της έλιωσε. Είχε το δικό της μικρό τραπεζάκι και καρέκλες και ένα σετ τσαγιού. Είχε μικρά ρα-
288
LORETTA CHASE
φάκια για τα βιβλία της, και ένα χρωματιστό ντουλάπι για τα παιχνίδια και τους θησαυρούς της. Στη συνέχεια οδήγησε τη Μαρσλίν σε ένα άλλο μεγαλύτερο δωμάτιο. «Θεώρησα πως θα προτιμούσατε αυτό το δωμάτιο» είπε. «Αν δεν σας κάνει, μπορείτε να αλλάξετε. Αλλά εσείς είστε η καλλιτέχνιδα, και θεώρησα πως δεν πρέπει να έχετε θέα τον πολυσύχναστο δρόμο, αλλά τον κήπο –τέτοιος που είναι–, και ίσως να βλέπετε λίγο και το Γκριν Παρκ, αν και μάλλον θα πρέπει να ανεβείτε στην καρέκλα γι’ αυτό.» Ήταν μία Νουαρό, και η αυτοσυγκράτηση δεν ήταν το δυνατό σημείο της οικογένειας. Αλλά, όπως οι συγγενείς της, έτσι κι εκείνη είχε μία εντυπωσιακή ικανότητα να ελέγχει τις αντιδράσεις της. Εκείνην τη στιγμή κατέρρευσε. «Αχ, Κλίβντον, τι έκανες;» είπε, και ο κόμπος στην καρδιά της έφερε ένα λυγμό στο λαιμό της. Και τότε, για πρώτη φορά σε πολλά πολλά χρόνια, έκλαψε.
Κεφάλαιο 13 Η ΚΥΡΙΑ ΧΙΟΥ ενημερώνει τους Φίλους, και το Κοινό γενικότερα, για τα εγκαίνια του νέου καταστήματός της, την Τρίτη, 4η του τρέχοντος μηνός, με μία νέα και κομψή συλλογή Φορεμάτων και Καπέλων πρώτης ποιότητας… Η κυρία Χιου δράττεται της ευκαιρίας να ευχαριστήσει την πολυπληθή πελατεία που έχει ήδη λάβει χάρη στις συστάσεις των πολυάριθμων φίλων της… Ζητείται Μαθητευόμενη Μοδίστρα και Επιδιορθώτρια. –Καταχωρήσεις Ιανουαρίου, Ackermann’ s Repository Τόμος XI, 1814 Τα δάκρυα ποτέ δεν της έρχονταν εύκολα. Όταν είχε μάθει πως η χολέρα είχε πάρει τους γονείς της, είχε πονέσει για τις χαμένες ευκαιρίες και αυτά που πάντα ήλπιζε από εκείνους, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, και τώρα δεν θα έπαιρνε ποτέ. Όταν η αρρώστια σκότωσε την Εξαδέλφη Έμα –που είχε φροντίσει τη Μαρσλίν, τη Σοφί και τη Λιόνι πολλές φορές όταν τους είχαν εγκαταλείψει η μαμά και ο μπαμπάς–, η Μαρσλίν είχε νιώσει βαθιά θλίψη. Είχε θρηνήσει και για τον Τσάρλι, στον οποίο είχε δώσει την καρδιά της όταν ήταν νεαρή κοπέλα ακόμη.
290
LORETTA CHASE
Η Μαρσλίν, όμως, δεν είχε κλάψει ποτέ έτσι. Ποτέ δεν είχε χρόνο να αφεθεί στη θλίψη της. Κάθε απώλεια σήμαινε ότι έπρεπε να αναλάβει δράση, αμέσως, για να σώσει την οικογένειά της. Δεν είχε κλάψει όταν η Λούσι είχε αρρωστήσει βαριά, γιατί δεν είχε χρόνο για δάκρυα· έπρεπε να εργάζεται σκληρά για να την κρατήσει στη ζωή. Όταν νόμιζε πως την είχε πάρει η φωτιά, το έντονο σοκ και ο δριμύς πόνος είχαν στεγνώσει τα μάτια της. Αλλά τώρα… αυτό… Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, και κατέρρευσε και έκλαψε. Αλλά όχι, το έκλαψε ήταν πολύ μικρή λέξη για τους μεγάλους λυγμούς που την κυρίευσαν, σαν δόντια που την ξέσκιζαν. Προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά ήταν πολύ δυνατοί. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στέκεται με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια της και να κλαίει αβοήθητη. «Ελάτε τώρα» είπε ο Κλίβντον. «Είναι πραγματικά τόσο άσχημο; Πίστευα ότι είχα λίγο γούστο – ελάχιστο. Θα έλεγε κανείς ότι θα είχα μάθει κάτι από σας – Διάολε, Νουαρό.» Θα είχε γελάσει αν μπορούσε, αλλά ένα φράγμα είχε σπάσει μέσα της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στέκεται με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια της και να θρηνεί χωρίς να ξέρει καλά-καλά γιατί. «Να σε πάρει» είπε εκείνος. «Αν ήξερα ότι θα έκανες τέτοια σκηνή, θα σε είχα πάει κατευθείαν στο σπίτι – εννοώ, στην οικεία Κλίβντον.» Σπίτι. Το σπίτι του. Της είχε δώσει ένα σπίτι όταν είχε χάσει το δικό της. Κι έπειτα, σήμερα, όταν εκείνη δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο παρά τη δουλειά, της είχε φτιάξει ένα σπίτι. Άλλο ένα κύμα δυστυχίας την πλημμύρισε, και την έκανε να τρέμει. «Υποτίθεται ότι θα ήταν μία ευχάριστη έκπληξη» είπε εκείνος. «Υποτίθεται ότι θα λέγατε, “Τι ευγενικό εκ μέρους
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
291
σας, Κλίβντον”. Μετά θα το δεχόσασταν σαν να σας το χρωστούσε η ζωή. Όπως δέχεστε τα πάντα σαν να σας τα χρωστάει η ζωή. Ειλικρινά, εύχομαι να μη σας δουν ποτέ οι πελάτες σας σε τέτοια κατάσταση. Θα χάσουν πάσα ιδέα για εσάς. Και όπως πολύ καλά γνωρίζετε, είναι πολύ σημαντικό να τους επιβληθείτε. Πρέπει να τους κυβερνάτε με μεγάλη αυστηρότητα, αλλιώς θα σας πάρουν τον αέρα…» Παραιτήθηκε. «Να πάρει ο διάολος, Νουαρό, τι σας συμβαίνει;» Εσύ. Εσύ είσαι το μόνο που μου συμβαίνει. Μόνο εσύ. Αλλά η καταιγίδα υποχωρούσε. Πήρε τα χέρια από το πρόσωπό της. Είδε έκπληκτη ότι έτρεμαν. Βρήκε το μαντήλι της και σκούπισε το πρόσωπό της. Τότε είδε πώς στεκόταν, τόσο στητός, με τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. Υπέθεσε πως ήθελε να κάνει το λογικό. Να την πλησιάσει, να την αγκαλιάσει και να την παρηγορήσει. Αλλά δεν το είχε επιτρέψει στον εαυτό του. Τι είχε κάνει; Να είχε φέρει στο μυαλό του τη Λαίδη Κλάρα, και, για μία φορά, να σκέφτηκε εκείνην και πόσα της χρωστούσε; Η Μαρσλίν ήθελε και πάλι να βάλει τα γέλια. Η ειρωνεία ήταν υπερβολική. Τώρα, όταν είχε επιτέλους καταρρίψει όλες της τις άμυνες, εκείνος είχε βρει το ηθικό σθένος να κρατηθεί μακριά της. «Δ... δεν κατά... καταλαβαίνετε» είπε. «Έχετε απόλυτο δίκιο» της απάντησε. «Κανείς» είπε εκείνη, και η φωνή της έτρεμε πάλι. «Κ... κανείς.» Άλλος ένας λυγμός χτύπησε το στήθος της. Δάγκωσε τα χείλη της και έκανε αέρα με το μαντήλι της. «Σε όλη μου τη ζωή. Κανείς. Ένα σ... σπίτι. Μου φτιάξατε ένα σ... σπίτι.» Ήταν αλήθεια. Σε ολόκληρη τη ζωή της κανείς δεν της είχε φτιάξει ένα σπίτι. Οι γονείς της δεν είχαν μείνει ποτέ στο ίδιο μέρος για πολύ. Είχαν καταλύματα, κρησφύγετα, κατασκηνώσεις, σαν τους γύφτους. Ποτέ ένα σπίτι, μέχρι που η Εξαδέλφη Έμα τις φιλοξένησε, και ακόμα και τότε
292
LORETTA CHASE
είχαν απλά ένα χώρο για να τρώνε, να κοιμούνται και να δουλεύουν. Τίποτε εκεί μέσα δεν άνηκε στη Μαρσλίν και στις αδελφές της. Τίποτε δεν ήταν φτιαγμένο για εκείνες. Τα μικρά δωμάτια στους πάνω ορόφους του κτηρίου της οδού Φλιτ ήταν το πρώτο πραγματικό σπίτι που είχαν ποτέ. Και τώρα αυτό. Είχε φτιάξει όλο αυτό. Το είχε φτιάξει σήμερα, ήσυχα, ενώ εκείνη ήταν απασχολημένη. Της είχε ετοιμάσει μία έκπληξη. «Αχ, Κλίβντον, τι θα κάνω;» είπε. «Θα ζήσετε εδώ μέσα;» της είπε. Τον κοίταξε, στα βασανιστικά πράσινα μάτια του, όπου είχε δει το χορό του διαβόλου και την κάψα του πόθου, και γέλιο και οργή. Αχ, και στοργή, προς τη Λούσι. «Κάποιος έπρεπε να το σκεφτεί» της είπε. «Είχατε τόσα πολλά να κάνετε. Το μαγαζί ήταν –είναι– το πιο σημαντικό, φυσικά. Χωρίς αυτό, δεν έχετε τίποτα. Αλλά εγώ το μόνο που είχα να κάνω ήταν να στέκομαι δίπλα σας μεγαλοπρεπώς, και βαρέθηκα.» Και ήταν και αυτό: Καταλάβαινε τι σήμαινε για εκείνην η δουλειά της. Σε μερικές μόλις εβδομάδες είχε περάσει από την απόλυτη απόρριψη –όχι, χλεύη ήταν πιο σωστό– σε αυτό. Είχε διαβάσει σε μυθιστορήματα για ανθρώπους που δεν μπορούσαν να μιλήσουν, γιατί η καρδιά τους ήταν τόσο γεμάτη, και πάντα σκεφτόταν, Όχι η δική μου σκοτεινή καρδιά. Τώρα, όμως, δεν μπορούσε να μιλήσει, γιατί αυτό ήταν υπερβολικά πολύ, ό,τι κι αν ήταν αυτό. Τα πάντα έμπαιναν στη θέση τους, ένα τεράστιο παζλ που δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να φτιάξει. Τώρα τα κομμάτια έμπαιναν στη θέση τους, και καταλάβαινε. «Το θεώρησα χαζομάρα να σας αποσπάσω την προσοχή για συνηθισμένα θέματα νοικοκυριού» συνέχισε εκείνος. «Είχατε ήδη αναλάβει να φέρετε εις πέρας κάτι αδύνατο. Αλλά έτσι είστε, θέλετε να πετύχετε το αδύνατο. Το νυφικό της Κλάρα. Με κυνηγάτε στο Παρίσι. Ποιος άλλος θα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
293
σκεφτόταν να κάνει τέτοιο πράγμα; Ποιος θα φανταζόταν ότι θα πετύχαινε; Αν με είχατε ρωτήσει, θα σας είχα πει ότι ήταν ένα θεότρελο σχέδιο–» «Και είχατε δίκιο» είπε εκείνη. «Ήταν ένα παλαβό σχέδιο.» «Αλλά πέτυχε.» «Ναι. Ναι, πέτυχε.» Εκτός από ένα μικρό υπολογισμό που έπεσε έξω. Ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. Τα ανοιγόκλεισε και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Είμαι ευτυχισμένη» είπε. «Δεν θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένη. Όλα όσα ήθελα.» Έδειξε γύρω της. «Κι ακόμα περισσότερα. Ένα όμορφο μαγαζί στην οδό Σεν Τζέιμς. Χώρος για να αναπτύξω τη φαντασία μου, τις φιλοδοξίες μου.» Εκείνος κοίταξε γύρω του. «Δεν ξέρω αν είναι αρκετά μεγάλο. Δεν ξέρω αν το Σεν Πολ είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει τις φιλοδοξίες σας. Έχουν όρια οι φιλοδοξίες σας; Φυσιολογικά, ανθρώπινα όρια, εννοώ;» Την ήξερε τόσο καλά. Γέλασε. Πονούσε όταν γελούσε, αλλά το έκανε. Στράφηκε απότομα προς το μέρος της. «Νουαρό;» «Απλά σκεφτόμουν» είπε εκείνη. «Όλα εξελίχθηκαν όπως τα είχα φανταστεί. Όχι, καλύτερα απ’ ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ. Και όμως… Αχ, τι αστείο.» Κούνησε το κεφάλι της και απομακρύνθηκε και κάθισε σε μία καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια της και κοίταζε το πάτωμα, το χαλί που είχε διαλέξει. Πορφυρές παπαρούνες μέσα σε κλαδιά και φύλλα πάνω σε ένα απαλό χρυσό… με μία αχνή ροζ απόχρωση. Τα χρώματα του φορέματος που είχε φορέσει στη δεξίωση της Κόμησσας ντε Σιράκ. Και τότε το συνειδητοποίησε: Το σπίτι που τους είχε φτιάξει ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο του. Τι ειρωνεία. Πόσο ταιριαστό.
294
LORETTA CHASE
Τον είχε κυνηγήσει και τον είχε πιάσει και είχε πάρει αυτό που είχε βάλει σκοπό να πάρει. Και τελικά τα είχε θαλασσώσει. Τι αστείο. Είχε ερωτευτεί. Κι εκείνος την αποχαιρετούσε, με τον καθιερωμένο τρόπο των ανδρών της τάξης του, με ένα πολυτελές δώρο. «Νουαρό, είστε καλά; Ήταν μία δύσκολη μέρα, και τολμώ να πω ότι είμαστε και οι δύο κουρασμένοι. Δεν είναι εύκολο, ακόμα και για σας να επιχειρείτε το αδύνατο – όλο αυτό το τρέξιμο από το ένα μαγαζί στο άλλο, ψωνίζοντας σαν τρελή. Κι εγώ να ψωνίζω με μία γυναίκα... οι ευαισθησίες μου μπορεί να μη συνέλθουν ποτέ από το σοκ.» Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε. Δεν είχαν μέλλον. Δεδομένου του ποιος ήταν και τι ήταν, δεν θα μπορούσε να είναι παρά η ερωμένη του. Και αυτό δεν μπορούσε να το κάνει. Όχι γιατί είχε ηθικές αναστολές. Δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι σήμαινε η λέξη. Για επαγγελματικούς λόγους, λόγω της επιχείρησης που έθρεφε την οικογένειά της, την επιχείρηση που αγαπούσε, το μεγάλο πάθος της ζωής της. Θα κρατούσε τα συναισθήματά της για τον εαυτό της. Θα υπέφερε σιωπηλά. Θα τον ευχαριστούσε και θα τον αποχαιρετούσε, και, ειλικρινά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε παραπάνω. Το πρόβλημα ήταν ότι, δεδομένου του ποια ήταν και τι ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να θυσιαστεί ιπποτικά. Και το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι τον αγαπούσε. Κι έτσι, κατέστρωσε γρήγορα το σχέδιό της. Το είδε στο μυαλό της, όπως έβλεπε όλα της τα σχέδια. Είδε τι έπρεπε να κάνει, το μοναδικό που μπορούσε να κάνει. Σηκώθηκε και πλησίασε το κρεβάτι και του έγνεψε. «Θέλω να καθίσετε εκεί» είπε. «Μην είστε ανόητη» είπε εκείνος.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
295
Έλυσε τα κορδόνια του καπέλου της. «Νουαρό, ίσως δεν καταλάβατε γιατί βιαζόμουν τόσο να φύγετε από το σπίτι μου» είπε. «Δεν με νοιάζουν τα κουτσομπολιά, αν αφορούν μόνο εμένα. Αλλά ξέρετε ότι θα πληγώσουν κάποιον άλλον.» «Είστε άντρας» είπε εκείνη. «Στους άντρες συγχωρούνται εύκολα πράγματα ασυγχώρητα για τις γυναίκες.» «Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω τίποτε που να χρήζει συγχώρεσης» είπε εκείνος. «Δεν θα είστε ο πρώτος άντρας που δεν τήρησε το λόγο του» του είπε. Κρατώντας ακόμη το καπέλο της από τα κορδόνια, τον κοίταξε και κράτησε το βλέμμα του. Δεν έκρυψε τίποτα. Όλη της η καρδιά καθρεφτιζόταν στα μάτια της, και δεν την ένοιαζε αν θα την έβλεπε. Είχε ερωτευτεί, και για μία φορά θα ερωτευόταν ανοιχτά, χωρίς μυστικά ή τεχνάσματα. Αυτό ήταν το τελευταίο δώρο που θα του χάριζε, και τον εαυτό της. Ήρθε στο κρεβάτι και κάθισε, το πρόσωπό του γεμάτο ένταση. Άφησε τα κορδόνια να γλιστρήσουν από τα δάχτυλά της. Το καπέλο έπεσε μαλακά στο χαλί που εκείνος είχε διαλέξει για την κρεβατοκάμαρά της. Το κοίταζε να πέφτει. «Ανάθεμά σε» είπε. «Όλα είναι μια χαρά» είπε εκείνη. «Είναι το αντίο.» «Νουαρ–» Ακούμπησε το δείκτη της στα χείλη του. «Σ’ ευχαριστώ για όλα όσα έκανες» είπε. «Σ’ ευχαριστώ από τα βάθη της ψυχρής, μαύρης καρδιάς μου. Κάποια πράγματα μπορώ να τα ξεπληρώσω, τα περισσότερα όμως όχι. Θέλω η ευγνωμοσύνη μου –σε όλο της το βάθος και την έκταση– να είναι ξεκάθαρη, απόλυτα ξεκάθαρη… γιατί, από απόψε κι έπειτα, δεν πρέπει να έρθεις ποτέ ξανά εδώ. Δεν πρέπει να έρθεις ποτέ ξανά στο μαγαζί μου. Όταν η σύζυγός σου, ή η ερω-
296
LORETTA CHASE
μένη σου, έρθει στον Οίκο Νουαρό, εσύ θα μείνεις μακριά. Δεν θα μου μιλήσεις στο δρόμο ή πουθενά αλλού. Από τη νύχτα αυτή κι έπειτα, θα γίνεις ο άνδρας που πάντα σκόπευα να είσαι, ο άντρας του οποίου το πορτοφόλι θα αδειάσω – και τίποτε περισσότερο. Καταλαβαίνεις;» Το βλέμμα του σκοτείνιασε, και μέσα στα μάτια του είδε ένταση: οργή και απογοήτευση, και ποιος ξέρει τι άλλο. Σηκώθηκε. «Για την αποψινή νύχτα, όμως» είπε εκείνη «σ’ αγαπώ.» Κάτι άστραψε στα μάτια του, και κοκκίνισε, και το όμορφο πρόσωπό του συσπάστηκε ελαφρά. Κράτησε τόσο λίγο· μέχρι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της είχε εξαφανιστεί. Αλλά όσο λίγο και να κράτησε, αναγνώρισε τη θλίψη. Τότε κατάλαβε ότι δεν είχε πάρει λάθος απόφαση. Άρχισε να ξεντύνεται. Ήταν το ίδιο φόρεμα που φορούσε τη νύχτα της φωτιάς. Αν και οι υπηρέτριες το είχαν καθαρίσει και σιδερώσει, δεν ανταποκρινόταν πλέον στα συνήθη κριτήριά της. Παρ’ όλα αυτά είχε συμφωνήσει με τις αδελφές της ότι ήταν πιο σημαντικό να ολοκληρώσουν τις πιο επείγουσες παραγγελίες τους παρά να αναπληρώσουν τις δικές τους γκαρνταρόμπες. Το φόρεμα έδενε στην πλάτη, φυσικά, αλλά αυτό δεν ήταν εμπόδιο. Ντυνόταν και ξεντυνόταν μόνη της από μικρό κοριτσάκι. Ξεκούμπωσε τα μανίκια. Μετά έλυσε τους γάντζους στο πίσω μέρος του κορσέ, από πάνω προς τα κάτω. Όταν λύθηκαν, η μικρή σχισμή κάτω από τη μέση –αόρατη όταν ήταν δεμένο– άνοιξε διάπλατα, και το ίδιο και ο κορσές. Από κάτω φορούσε μία κεντητή μεταξωτή καμιζόλα που έδενε στη μέση. Την έλυσε και την έβγαλε, και την άφησε να πέσει από το χέρι της, όπως είχε αφήσει και το καπέλο. Άκουσε την ανάσα του να πηγαίνει πιο γρήγορα. Αφού είχε λύσει το πάνω μέρος, έβγαλε τα χέρια της από τα μανίκια. Τράβηξε το φόρεμα πάνω από το κεφάλι της και το πέταξε.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
297
Έλυσε τις φουφούλες των μανικιών και τις πέταξε στη στοίβα με τα ρούχα στα πόδια της. Στάθηκε μπροστά του με το κομπινεζόν, το μισοφόρι, τον κορσέ, τις καλτσοδέτες και τα παπούτσια της. Στάθηκε για μία στιγμή, και τον άφησε να την απολαύσει. Δεν ήταν σίγουρη τι ένιωθε, εκτός από αυτό που νιώθουν πάντα οι άντρες σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά ίσως –ίσως– προσπαθούσε κι εκείνος, όπως αυτή, να αποτυπώσει τη στιγμή στη μνήμη του. Μετά γονάτισε. «Μαρσλίν» είπε εκείνος. Ήταν η πρώτη φορά που ξεστόμισε το μικρό της όνομα, και ο ήχος ήταν ένα χάδι. Αχ, θα το θυμόταν αυτό: η φωνή του, σαν χάδι. «Μου χάρισες το σπίτι μου» είπε. «Άσε με να σου χαρίσω τις τελευταίες μας στιγμές μαζί. Άσ’ το σε μένα. Δεν τα κάνω όλα ακριβώς όπως πρέπει;» Του έβγαλε τη μία μπότα, μετά την άλλη. Τις τακτοποίησε δίπλα στη στοίβα με τα ρούχα της. Σηκώθηκε. Τον πλησίασε και τον κοίταξε· τα μαύρα του μαλλιά, που έλαμπαν σαν μετάξι κάτω από το φως της λάμπας. Την κοιτούσε, τα μάτια του σκοτεινά, το στόμα του ελαφρώς ανοιχτό, η αναπνοή του γρήγορη. Έσκυψε από πάνω του και ξεκούμπωσε το παλτό του. Του το έβγαλε μαλακά, όπως θα είχε κάνει ο μπάτλερ του. Το δίπλωσε και το ακούμπησε απαλά σε μία καρέκλα. Του έβγαλε το γιλέκο με τον ίδιο τρόπο, με μία μικρή παύση για να χαϊδέψει το μεταξωτό κέντημα. Έλυσε τη γραβάτα του. Το κεφάλι του ήταν στο ύψος του στήθους της. Ένιωθε την ανάσα του στο δέρμα της πάνω από τη δαντέλα του κορσέ της. Τον άκουσε να εισπνέει. «Η μυρωδιά σου» είπε τόσο μαλακά. «Ο Θεός να με βοηθήσει, η μυρωδιά σου.» Για μία στιγμή πάγωσε, το χέρι της έτρεμε πάνω στην απαλή μουσελίνα. Θυμήθηκε την πρώτη νύχτα, όταν είχε
298
LORETTA CHASE
πάρει τη διαμαντένια καρφίτσα του και την είχε αντικαταστήσει με τη μαργαριταρένια δική της. Ίσιωσε απαλά τη μουσελίνα πριν αρχίσει να την ξετυλίγει από το λαιμό του. Την έβγαλε και την πέταξε πάνω στο παλτό του. Ξεκούμπωσε το κουμπί του πουκάμισού του, κι αυτό άνοιξε. Ακούμπησε την παλάμη της στο λαιμό του και τη γλίστρησε στο γυμνό δέρμα, πάνω στις σκληρές καμπύλες του στέρνου του. Με το χέρι της στο στήθος του, έσκυψε το κεφάλι της και ακούμπησε το μάγουλό της στο δικό του. Έμεινε εκεί για ένα λεπτό και αφέθηκε να αισθανθεί το άγγιγμά του ενώ ανέπνεε τη μυρωδιά του, τη μυρωδιά ενός άντρα, αυτού του άντρα, ζεστή, και μεθυστική σαν κονιάκ. Έπειτα έκανε πίσω και έλυσε τα παπούτσια της και τα έβγαλε. Έλυσε το κορδόνι του κορσέ στην πλάτη της. Το πέρασε γρήγορα μέσα από τις τρύπες, μέχρι που είχε χαλαρώσει αρκετά για να γλιστρήσει στους γοφούς της. Το κομπινεζόν, απελευθερωμένο από τον κορσέ, γλίστρησε από τους ώμους της, αφήνοντας το ένα στήθος της γυμνό. Τον άκουσε να εισπνέει απότομα. Έβγαλε τον κορσέ και τον πέταξε δίπλα. Έλυσε το μισοφόρι της και το άφησε να γλιστρήσει στα πόδια της. Έβαλε τα χέρια της κάτω από το κομπινεζόν και έλυσε το εσώρουχό της και το άφησε να πέσει. Το έβγαλε. Τώρα στεκόταν με το κομπινεζόν και τις καλτσοδέτες. Τον άφησε να την κοιτάξει, αφέθηκε να απολαύσει το βλέμμα του, την ένταση στα μάτια του, την απόλαυσή του στη θέα της, την έξαψη. «Με σκοτώνεις» είπε εκείνος βραχνά. «Με σκοτώνεις.» «Θα πεθάνεις όμορφα» είπε εκείνη. Ακούμπησε το πόδι της στην άκρη του κρεβατιού, κοντά στο μηρό του. Σήκωσε τον ποδόγυρο του κομπινεζόν, αποκαλύπτοντας το γόνατό της. Του κόπηκε η ανάσα. Έλυσε τη ζαρτιέρα της και την πέταξε στο χαλί. Μετά κατέβασε την κάλτσα, αργά, στο γόνατο, στη γάμπα, μέχρι τον αστράγαλο, το κουντεπιέ, και την έβγαλε. Άκουσε την
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
299
ανάσα του να κόβεται. Έβγαλε την κάλτσα, αλλά άφησε το πόδι της εκεί που ήταν για μία στιγμή. Τον άφησε να κοιτάξει, και αφέθηκε να τον κοιτάζει ενώ την κοίταζε, κρατώντας στη μνήμη της την έκφραση στο όμορφο πρόσωπό του. Ύστερα κατέβασε το πόδι της και έβγαλε την άλλη κάλτσα με τον ίδιο τρόπο. Τώρα, το κομπινεζόν είχε γλιστρήσει σχεδόν μέχρι τη μέση της. Μόνο τα μανίκια, που είχαν πιαστεί στους αγκώνες της, το κρατούσαν. Χαλάρωσε τα χέρια της και κουνήθηκε ελαφρά. Το κομπινεζόν γλίστρησε από πάνω της και σχημάτισε μία λιμνούλα μουσελίνας στο πάτωμα. Τώρα δεν είχε μείνει τίποτε επάνω της, ούτε κλωστή. Η ανάσα του ήταν γρήγορη, το πρόσωπό του τεντωμένο. «Έλα εδώ, καταραμένο κορίτσι» είπε. Εκείνη πλησίασε ξανά, και αυτός βόγκηξε και την άγγιξε. Μετά, τα χείλη του ήταν επάνω της, χάιδευαν τα στήθη της. Όταν πήρε τη ρώγα της στο στόμα του, εκείνη άφησε μία μικρή κραυγή και έπιασε τα μαλλιά του με τα δάχτυλά της, τραβώντας το κεφάλι του κοντά της. Έσκυψε και φίλησε την κορυφή του κεφαλιού του, και αισθάνθηκε πόνο, το σωματικό πόνο της επιθυμίας, τον πόνο της αγάπης στην καρδιά της. Αφέθηκε να υποφέρει, και αφέθηκε να απολαύσει το άγγιγμά του. Όταν, όμως, άρχισε να την τραβάει κοντά του, έκανε πίσω. «Δεν τελείωσα» είπε. «Το ελπίζω» είπε αυτός. Παραμέρισε τα χέρια του, και του ξεκούμπωσε το παντελόνι και απελευθέρωσε το πουκάμισό του. «Σήκωσε τα χέρια σου» είπε. Εκείνος έκλεισε τα μάτια του και έκανε ό,τι του είπε. Τράβηξε το πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του. Έπιασε τη ζώνη του παντελονιού του και την τράβηξε, κι εκείνος έγειρε πίσω και σήκωσε τους γοφούς του για να το τραβήξει
300
LORETTA CHASE
κάτω και να το βγάλει. Έπειτα, πιο γρήγορα, ακολούθησε το εσώρουχό του. Ελεύθερο, το όργανό του όρμησε έξω από τη σκοτεινή φωλιά του, και δεν κρατήθηκε και το αγκάλιασε, τόσο ζεστό στο χέρι της, τόσο παχύ και μακρύ και καλοσχηματισμένο – όπως και ο υπόλοιπος. «Χριστέ μου, Μαρσλίν» είπε. Εκείνη χαμογέλασε και φίλησε τη μεταξένια κορυφή, κι εκείνος βλαστήμησε. Θα είχε κάνει περισσότερα. Θα μπορούσε να κάνει περισσότερα. Ήθελε, αλλά ήθελε να το κάνει να κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Τον άφησε, και γλίστρησε τα χέρια της στα πόδια του και του έβγαλε τις κάλτσες. Το χέρι της δεν ήταν τόσο σταθερό όσο πριν, και ο ρυθμός της δεν ήταν τόσο χαλαρός. Τα χέρια και το στόμα του της είχαν βάλει φωτιά. Τη διέγειρε τόσο εύκολα, όπως είχε κάνει και στο Παρίσι, και στο μαγαζί της – εκείνη, που είχε πάντα τον έλεγχο, που ήξερε τα πάντα για τους άντρες, και είχε την αίσθηση ότι είχε γεννηθεί με αυτήν τη γνώση. Φλεγόταν σαν χαρτάκι. Ανέβηκε στο κρεβάτι και επάνω του. Χαμήλωσε το βλέμμα της, κι εκείνος κοιτούσε επάνω. Ακούμπησε τα χέρια του στο πρόσωπό της. Έμεινε εκεί για αρκετή ώρα. Την κρατούσε και την κοίταζε. Νόμιζε πως θα έλεγε κάτι, αλλά δεν είπε τίποτε. Μετά έφερε το στόμα της στο δικό του και τη φίλησε. Τρυφερά, τόσο τρυφερά. Και διψασμένα, ολοένα και πιο βαθιά. Κι εκείνη διψούσε. Του ανταπέδωσε το φιλί με όλη τη λαχτάρα που κρατούσε κλειδωμένη για εβδομάδες, μαζί με όλα τα όνειρα και τις φαντασιώσεις που αναστάτωναν τις νύχτες της και όλο το πάθος που κρατούσε πάντοτε για τη δουλειά της, τη μεγάλη της αγάπη. Τώρα, όμως, είχε έρθει αυτός ο άντρας, που είχε καταρρίψει όλα τα εμπόδια και την είχε κάνει να τον αγαπήσει.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
301
Τη φίλησε, και ήταν ένα βαθύ φιλί. Η γλώσσα του εξερεύνησε κάθε κρυφή γωνιά στο στόμα της και το χάιδεψε, και με κάθε χάδι έμπαινε όλο και πιο βαθιά. Η γεύση και η μυρωδιά του ήταν παντού, μία ζεστή θάλασσα, κι εκείνη επέπλεε, βυθιζόταν, πνιγόταν. Χάιδεψε τους φαρδείς ώμους του και την πλάτη του. Αφέθηκε να απολαύσει το άγγιγμά του και τη μεθυστική δύναμη που της έδινε η αίσθηση των μυών του να τεντώνονται στα χέρια της. Χάιδεψε τα μπράτσα του, με τις παλάμες να λυγίζουν για να λαξεύσουν το σχήμα του και να το αποτυπώσουν στις αισθήσεις της, να το φέρνει στο μυαλό της όποτε τον ήθελε και δεν θα ήταν εκεί. Κινούνταν νευρικά, μαθαίνοντας κάθε πόντο του μεγάλου, σκληρού του στέρνου. Ήταν σκληρός παντού, και τόσο μυώδης. Δεν ήταν το σώμα ενός ευγενή. Αυτό, όμως, το είχε δει από την αρχή: το μέγεθος και η δύναμή του, η απόλυτη ζωώδης δύναμη που πάσχιζε να κρυφτεί κάτω από την κομψή εξωτερική του εμφάνιση… το όμορφο ζώο που παραμόνευε κάτω από τις παγίδες του πολιτισμού. Ένιωσε το στόμα του να αφήνει το δικό της, και θα μπορούσε να είχε κλάψει για την απώλεια, αλλά τότε τα χείλη του ακολούθησαν τη γραμμή του προσώπου της και κατέβηκαν στο λαιμό της. Ύστερα άρχισε να τη φιλάει στο λαιμό, στους ώμους. Έπειτα η γλώσσα του γλίστρησε στην κλείδα της, κι εκείνη βόγκηξε και έριξε το κεφάλι της πίσω. Κι εκείνος την έγλειψε, σαν μία μεγαλοπρεπή γάτα, σαν τον πάνθηρα που είχε φανταστεί, με τη γλώσσα του να χαϊδεύει το δέρμα της. Είχε την αίσθηση ότι όλο της το είναι βρισκόταν σε έξαψη. Το σώμα της μετατράπηκε σε μία μάζα ηλεκτρισμού, σαν την ατμόσφαιρα πριν ξεσπάσει μία μεγάλη καταιγίδα. Καυτά κύματα απόλαυσης την κυρίευσαν και εγκαταστάθηκαν κάτω από την κοιλιά της, και έστειλαν έξαψη προς τα πάνω. Και τότε έτρεμε από λαχτάρα. Το πέος του παλλόταν στην κοιλιά της και το σώμα της έσφυζε από επιθυμία.
302
LORETTA CHASE
Ήθελε να το κάνει να κρατήσει και να κρατήσει, αλλά έχανε τον έλεγχο. Σηκώθηκε, τον έπιασε και τον οδήγησε μέσα της. Το έκανε αργά, βασανιστικά αργά, και μία αίσθηση θριάμβου την πλημμύρισε. Σηκώθηκε και κατέβηκε, αυτήν τη φορά παίρνοντάς τον ολόκληρο μέσα της. «Θεέ μου» βόγκηξε εκείνος. «Θεέ μου.» Αργά, ξανά, πάνω-κάτω, βασανιστικά, απολαυστικά και για τους δύο. Τα δάχτυλά του χώθηκαν στους γοφούς της. «Μαρσλίν, για όνομα του Θεού.» Εκείνη, όμως, συνέχισε. Δεν θα της ήταν ποτέ αρκετό, αλλά θα έπαιρνε όσο περισσότερο μπορούσε. Αλλά καθώς σηκώθηκε, την κυρίευσε μία άγρια χαρά. Ήταν έντονη σαν χτύπημα, που της πήρε κάθε έλεγχο, και ούρλιαξε «Θεέ μου!» Άκουσε τη φωνή του, τόσο σιγανή. Όχι λέξεις. Βογκητά και αγκομαχητά και ένας ήχος σαν πνιχτό γέλιο. Έπιασε τους γλουτούς της, αλλά την άφησε να δίνει το ρυθμό. Εκείνη προσπάθησε να επιβραδύνει, για να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά η επιθυμία συνεπήρε τα πάντα. Το αίμα της παλλόταν στις φλέβες της, και ήταν ένα κάλεσμα, πρωτόγονο, ενστικτώδες, και την κυρίευσε. Είχε κι εκείνη μία κτηνώδη πλευρά, έτρεχε φρενιασμένα προς το τέλος, προς αυτό το κάτι που έπρεπε να βρει. Δεν μπορούσε να σταματήσει, δεν μπορούσε να επιβραδύνει, δεν μπορούσε να κρατηθεί. Το σώμα της ανεβοκατέβαινε από πάνω του, με τους γοφούς του δίπλα στα γόνατά της, καθώς κι εκείνος σήκωνε το σώμα του για να την πλησιάσει. Την κρατούσε, με τα δάχτυλά του χωμένα στους γοφούς της, καθώς ανεβοκατέβαινε, και γελούσε – ένα τραχύ, βραχνό γέλιο, και γελούσε κι εκείνη, βραχνά και χωρίς ανάσα. Και δεν ήξερε αν ήταν το γέλιο ή η τρέλα που την έσπρωξε στο κενό. Ήξερε μόνο τη φλογερή έξαψη καθώς το σώμα της σφίχτηκε και έτρεμε. Ένα κύμα ευτυχίας την ανύψωνε, ολοένα και πιο ψηλά, μέχρι που δεν μπορούσε να πάει ψηλότερα. Και τότε την κατέβασε, σαν σαθρό καράβι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
303
στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, και βυθίστηκε σ’ ένα ατέλειωτο σκοτάδι. *** Κειτόταν, εξαντλημένη, πάνω του. Κειτόταν, συγκλονισμένος, και την κρατούσε αγκαλιά. Όλα είναι καλά. Είναι το αντίο. Ήξερε πως έπρεπε να είναι το αντίο. Είχε πιέσει την ανοχή του κόσμου του στα όριά της. Είχε πιέσει την επιείκεια και την κατανόηση της Κλάρα πολύ περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Είχε φερθεί απερίσκεπτα και εγωιστικά και σκληρά στο μοναδικό άνθρωπο που τον αγαπούσε και τον καταλάβαινε πάντοτε. Βιαζόταν τόσο να ξεφορτωθεί τη Νουαρό και την οικογένειά της, γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Ακόμα κι εκείνος, που αψηφούσε τους κανόνες, το ήξερε αυτό. Βαθιά στην καρδιά του ήξερε ότι αυτή η μέρα έπρεπε να είναι η τελευταία τους. Το μαγαζί και το σπίτι που της χάρισε ήταν για να εξευμενίσει τη συνείδηση και τα άγχη του. Θα ήταν ασφαλείς. Θα επιβίωναν. Θα άκμαζαν. Χωρίς αυτόν. Και ήξερε πως με τον καιρό θα την ξεχνούσε. Για την αποψινή νύχτα, όμως, σ’ αγαπώ. Δεν μπορούσε να το σκεφτεί αυτό. Αρνιόταν να το σκεφτεί αυτό. Η αγάπη δεν ήταν στο παιχνίδι. Δεν ήταν στα χαρτιά. Και αυτή η παρτίδα είχε τελειώσει. Έπρεπε να είχαν φύγει εδώ και πολλή ώρα. Το χέρι του, όμως, γλίστρησε στην πλάτη της, και σκέφτηκε ότι τίποτε στον κόσμο δεν είχε τη μεταξένια απαλότητα του δέρματός της. Τα μαλλιά της χάιδεψαν το πιγούνι του, και έσκυψε ελαφρά, για να αισθανθεί τις μαλακές μπούκλες
304
LORETTA CHASE
στο πρόσωπό του και να εισπνεύσει τη μυρωδιά της. Για την αποψινή νύχτα, όμως, σ’ αγαπώ. Το είχε πει, και εκείνος το είχε ακούσει σε απόλυτο σοκ. Το μυαλό του είχε σταματήσει και η γλώσσα του είχε παγώσει. Είχε καθίσει εκεί, σαν βλάκας, εμβρόντητος. Το είχε πιστέψει, και την ίδια στιγμή αρνιόταν να το πιστέψει. Είχε αισθανθεί μία στιγμιαία συνταρακτική θλίψη, πριν την καταπνίξει. Είχε πει στον εαυτό του ότι ήταν ανόητος. Είχε τσακωθεί με τον εαυτό του. Ήξερε να ξεχωρίσει το σωστό και το λάθος. Δεν έπρεπε να μείνει, ό,τι κι αν είχε πει εκείνη. Ήξερε τι θα συνέβαινε, και δεν μπορούσε να το επιτρέψει να συμβεί ξανά. Αυτό θα ήταν εγωιστικό και άσπλαχνο και ανήθικο. Είχε τσακωθεί με τον εαυτό του, αλλά εκείνη ήταν μπροστά του, και την ήθελε. Και ήταν αδύναμος. Ίσως όχι τόσο αδύναμος και ανήθικος σαν τον πατέρα του, αλλά όχι και πολύ καλύτερος. Κι έτσι, φυσικά, έχασε τη μάχη, αυτή την άνιση μάχη με την Τιμή και την Καλοσύνη και το Σεβασμό, και όλα τα άλλα ιπποτικά χαρακτηριστικά που είχε προσπαθήσει να του περάσει ο Γουόρφορντ. Θα μπορούσε να είχε σηκωθεί απλά από το κρεβάτι – όπου δεν έπρεπε να είχε καθίσει εξ αρχής… Α, φτάνει πια με τα θα μπορούσε και τα θα έπρεπε και τα θα όφειλε. Είχε βρεθεί μπροστά σε μία δοκιμασία, και είχε αποτύχει. Είχε μείνει. Και εξακολουθούσε να θέλει να μείνει. «Πρέπει να φύγουμε» είπε εκείνη. «Ναι» είπε αυτός. «Ναι.» ***
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
305
Ήταν αργά. Έπρεπε να φύγουν. Δεν είχαν χρόνο να κάνουν ξανά έρωτα. Δεν είχαν χρόνο απλά να μείνουν ξαπλωμένοι, να την αγγίζει, να τον αγγίζει. Δεν είχαν χρόνο να απολαύσουν τη ζεστασιά μετά τον έρωτα. Αυτήν τη φορά τη βοήθησε να ντυθεί, κι εκείνη βοήθησε αυτόν. Δεν τους πήρε πολλή ώρα, σίγουρα όχι αρκετή. Η διαδρομή μέχρι την οικεία Κλίβντον ήταν υπερβολικά σύντομη. Δεν είχε αρκετό χρόνο να μελετήσει το προφίλ της καθώς κοιτούσε από το παράθυρο στο φωτισμένο δρόμο. Δεν είχε αρκετό χρόνο να αποτυπώσει τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της στο μυαλό του. Υπέθετε ότι θα την έβλεπε ξανά. Εκείνη ήθελε να μείνει μακριά της και αυτός ήξερε ότι αυτό έπρεπε να κάνει, αλλά θα την έβλεπε ξανά, ίσως τυχαία. Ίσως την έβλεπε να βγαίνει από ένα μαγαζί με υφάσματα ή μία κάβα. Αλλά δεν θα την έβλεπε ποτέ ξανά ακριβώς έτσι: με το φως και τις σκιές να παίζουν στο πρόσωπό της καθώς κοίταζε το Πολ Μολ. Υπέθετε ότι ποτέ ξανά δεν θα βρισκόταν αρκετά κοντά της για να μυρίσει το άρωμά της, τόσο γαργαλιστικά ελαφρύ, αλλά αδύνατον να το παραβλέψει κανείς. Δεν θα βρισκόταν ποτέ αρκετά κοντά της για να ακούσει το θρόισμα των ρούχων της στην κάθε της κίνηση. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να μην είναι ανόητος. Θα την ξεχνούσε. Θα ξεχνούσε όλες τις λεπτομέρειες που τώρα έμοιαζαν να σημαίνουν τόσα πολλά. Θα ξεχνούσε τον τρόπο που είχε σταθεί στο πεζοδρόμιο εκείνη την ημέρα, προσποιούμενος ότι δεν κοίταζε τους αστραγάλους της ενώ την κοίταζε να κατεβαίνει ή να ανεβαίνει στην άμαξα. Θα ξεχνούσε την κομψή καμπύλη του αστραγάλου της, το τόξο του κουντεπιέ της. Θα ξεχνούσε την πρώτη φορά που είχε δει τους αστραγάλους της. Θα ξεχνούσε την πρώτη φορά που είχαν κάνει έρωτα και το πώς είχε
306
LORETTA CHASE
τυλίξει τα πόδια της στη μέση του και τους πνιχτούς ήχους απόλαυσης που είχε ακούσει όταν είχε μπει μέσα της, ξανά και ξανά. Θα ξεχνούσε τη δική του απόλαυση, τόσο βίαιη, που η λέξη απόλαυση έμοιαζε πολύ μικρή, μία λέξη που προοριζόταν για συνηθισμένα πράγματα. Θα τα ξεχνούσε όλα αυτά, όπως ακριβώς θα ξεχνούσε και αυτήν τη νύχτα. Οι αναμνήσεις θα έμεναν για λίγο καιρό, αλλά θα ξεθώριαζαν. Ο πόνος που ένιωθε τώρα, η απογοήτευση και η οργή και η θλίψη – όλα αυτά θα ξεθώριαζαν. Του είχε χαρίσει μία αξιομνημόνευτη νύχτα, αλλά σίγουρα θα την ξεχνούσε. *** Η Μαρσλίν και οι αδελφές της σηκώθηκαν νωρίς το επόμενο πρωί. Μέχρι τις οκτώ και μισή ήταν στο μαγαζί. Οι μοδίστρες έφτασαν λίγο αργότερα, γεμάτες ενθουσιασμό. Σε λίγο, όμως, είχαν ηρεμήσει. Στη μία, το μαγαζί άνοιξε, τηρώντας την υπόσχεση στα προσωπικά μηνύματα που είχε μοιράσει η Σοφί και στις διαφημίσεις που είχε δημοσιεύσει σε όλες τις εφημερίδες του Λονδίνου. Ένα τέταρτο μετά τη μία, η Λαίδη Ρέινφρου και η κυρία Σαρπ ήρθαν για τις πρόβες τους. Κυρίες ακολούθησαν σε σταθερή ροή. Κάποιες ήρθαν να ψωνίσουν. Κάποιες ήρθαν να χαζέψουν. Πάντως κράτησαν τη Μαρσλίν και τις αδελφές της απασχολημένες μέχρι το κλείσιμο. Ήταν ευτυχισμένη, πολύ ευτυχισμένη, είπε στον εαυτό της. Θα ήταν ανόητη αν ήθελε κάτι περισσότερο.
Κεφάλαιο 14 Ο τίτλος των κυριών της Αγγλίας απαιτεί να μην αμελούν κανένα διακοσμητικό, κανένα ταιριαστό Στολίδι στο Φόρεμά τους. – La Belle Assemblée, Καταχωρήσεις 1ης Ιουνίου 1807 Κυριακή, 3η Μαΐου Η οικεία Κλίβντον έμοιαζε απελπιστικά ήσυχη, ακόμα και για Κυριακή. Οι διάδρομοι ήταν σιωπηλοί, καθώς οι υπηρέτες είχαν επιστέψει στο συνήθη αόρατο ρόλο τους, γινόμενοι ένα με τα έπιπλα, ή εξαφανιζόμενοι πίσω από μία πόρτα. Κανείς δεν έτρεχε από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Καμία Νουαρό δεν εμφανιζόταν απότομα στο κατώφλι της βιβλιοθήκης. Ο Κλίβντον καθόταν στο τραπέζι της βιβλιοθήκης, που ήταν γεμάτο γυναικεία περιοδικά και με τα τελευταία σκανδαλοθηρικά φύλλα. Από αυτά, η Πρωινή Έκδοση του Φοξ ήταν η πιο εξέχουσα, καθώς το πρωτοσέλιδό της φιλοξενούσε μία μεγάλη διαφήμιση του «Νεοεφευρεθέντος ΒΕΝΕΤΣΙΑ ΝΙΚΟΥ ΚΟΡΣΕ της Μαντάμ Νουαρό». Αισθάνθηκε ένα σπασμό θλίψης και άλλον έναν οργής, και αναρωτήθηκε πότε θα σταματούσε.
308
LORETTA CHASE
Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να πετάξει τα περιοδικά στη φωτιά, και τη φυλλάδα του Φοξ μαζί τους. Αντίθετα συνέχιζε να τα μελετάει, κρατούσε σημειώσεις, σχημάτιζε ιδέες. Υπέθεσε ότι ήταν λόγω βαρεμάρας. Ήταν πιο διασκεδαστικό από το να απαντάει στις στοίβες των προσκλήσεων. Ήταν χάσιμο χρόνου. Φώναξε ένα βοηθό και του είπε να φέρει τον Χάλιντεϊ. Τρία λεπτά αργότερα, ο Χάλιντεϊ μπήκε στη βιβλιοθήκη. Ο Κλίβντον έσπρωξε στην άκρη την προκλητική Πρωινή Έκδοση. «Α, ήρθες. Θέλω να στείλεις το κουκλόσπιτο στη δεσποινίδα Νουαρό.» Μεσολάβησε μία απειροελάχιστη παύση, και ο Χάλιντεϊ είπε: «Μάλιστα, Υψηλότατε.» Ο Κλίβντον σήκωσε το βλέμμα του. «Υπάρχει πρόβλημα; Αντέχει μία διαδρομή είκοσι λεπτών μέχρι την οδό Σεν Τζέιμς, έτσι δεν είναι; Σίγουρα είναι παλιό, αλλά νόμιζα πως ήταν σε καλή κατάσταση.» «Συγγνώμη, Υψηλότατε» είπε ο Χάλιντεϊ. «Εννοείται πως δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Θα το φροντίσω αμέσως.» «Αλλά;» «Συγγνώμη, κύριε;» «Ακούω ένα αλλά» είπε ο Κλίβντον. «Ακούω πεντακάθαρα ένα άρρητο αλλά.» «Δεν είναι ακριβώς αλλά, Υψηλότατε» είπε ο Χάλιντεϊ. «Είναι μάλλον μία αυθάδεια, για την οποία σας ζητώ συγγνώμη.» Μόνο όταν ο Κλίβντον τον κοίταξε ερωτηματικά, ο Χάλιντεϊ είπε: «Είχαμε την εντύπωση ότι η δεσποινίς Έρολ –δηλαδή, η δεσποινίς Νουαρό– θα μας επισκεπτόταν ξανά.» Ο Κλίβντον ανασηκώθηκε και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. «Τι, στο καλό, σας έδωσε αυτή την εντύπωση;»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
309
«Ίσως δεν ήταν τόσο εντύπωση όσο ελπίδα, κύριε» είπε ο Χάλιντεϊ. «Εμείς τη βρίσκουμε γοητευτική.» Με το εμείς εννοούσε το προσωπικό. Ο Κλίβντον ξαφνιάστηκε. «Πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς το καταφέρνουν. Φαίνεται πως γοητεύουν τους πάντες.» Η Σάρα, η καμαριέρα, είχε δεχτεί με χαρά να πάει να μείνει πάνω από ένα μαγαζί και να φροντίζει το παιδί προσωρινά μέχρι να προσλάβουν ένα κατάλληλο άτομο οι Νουαρό. Η δεσποινίς Σοφία είχε καταφέρει να αφοπλίσει ακόμα και τον Λόνγκμορ. «Πράγματι, διαθέτουν αρκετή γοητεία» είπε ο Χάλιντεϊ. «Αλλά τόσο η κυρία Μίκαελς, όσο κι εγώ προσέξαμε τους τρόπους τους. Συμφωνούμε ότι δεν έχει καμία σχέση με ό,τι θα περίμενε κανείς από μοδίστρες. Η κυρία Μίκαελς πιστεύει πως οι γυναίκες είναι κυρίες.» «Κυρίες!» «Είναι πεπεισμένη ότι είναι ευγενικής καταγωγής που ξέπεσαν λόγω των συνθηκών.» Ο Κλίβντον θυμήθηκε την πρώτη του εντύπωση από τη Μαρσλίν – τη σύγχυσή του. Μιλούσε και φερόταν όπως οι κυρίες που γνώριζε. Αλλά δεν ήταν κυρία. Του το είχε πει. Δεν του το είχε πει; «Ρομαντικό» είπε ο Κλίβντον. «Απ’ ό,τι ξέρω, της κυρίας Μίκαελς της αρέσουν τα μυθιστορήματα.» «Τολμώ να πω ότι αυτό είναι αλήθεια» είπε ο Χάλιντεϊ. «Όπως και να ’χει, δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς. Η κυρία Μίκαελς σοκαρίστηκε όταν την πληροφόρησα ότι θα φιλοξενούσαμε μοδίστρες. Αλλά μου είπε ότι εξεπλάγην τελείως όταν τις γνώρισε. Δεν της έδωσαν σε καμία περίπτωση την εντύπωση μοδιστρών.» Οι υπηρέτες αντιλαμβάνονταν καλύτερα τις κοινωνικές τάξεις απ’ ό,τι οι εργοδότες τους. Μυρίζονταν τους εμπόρους από μακριά. Μπορούσαν να εντοπίσουν έναν απατεώνα με το που άνοιγε το στόμα του.
310
LORETTA CHASE
Και όμως, οι υπηρέτες του, γνωρίζοντας καλά τη θέση τους στη δούλεψη ενός δούκα, είχαν πιστέψει ότι οι Νουαρό ήταν ευγενικής καταγωγής. Άλλη μία απόδειξη τού πόσο έξυπνες ήταν αυτές οι γυναίκες. Γοητευτικές. Σαγηνευτικές. Τρεις εκδοχές της Εύας, που παρέσυραν τους άντρες σε… Αν είναι δυνατόν, τι είχε πάθει; Έφταιγαν όλα αυτά τα καταραμένα περιοδικά που διάβαζε, με τις αισθηματικές τους ιστορίες. «Τις είδατε να δουλεύουν» είπε ο Κλίβντον. «Το ξέρουν το επάγγελμά τους.» «Αυτός είναι αναμφίβολα και ο λόγος που η κυρία Μίκαελς υπέθεσε ότι ήταν ευγενικής καταγωγής γυναίκες που είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες» είπε ο Χάλιντεϊ. «Οφείλω να ομολογήσω ότι στην αρχή νόμιζα ότι ήταν ένα από τα αστεία σας. Σας ικετεύω να με συγχωρέσετε, κύριε, αλλά μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν κάποιες εξαδέλφες σας από το εξωτερικό, και μας δοκιμάζατε. Μόνο για μία στιγμή, κύριε. Φυσικά ήταν προφανές ότι η φωτιά ήταν αληθινή, και δεν ήταν αστείο.» Ο Τόμας ο βοηθός εμφανίστηκε στο κατώφλι. «Με συγχωρείτε, Υψηλότατε, αλλά ήρθε να σας δει ο Λόρδος Λόνγκμορ, και–» Ο Λόνγκμορ έσπρωξε τον Τόμας στην άκρη, προσπέρασε τον Χάλιντεϊ και όρμησε στον Κλίβντον. «Μπάσταρδε!» είπε ο Λόνγκμορ. Τράβηξε το χέρι του προς τα πίσω, και η γροθιά του βρήκε τον Κλίβντον κατευθείαν στο πιγούνι. Εν τω μεταξύ, στον Οίκο Νουαρό Η Λούσι καθόταν στο παράθυρο και χάζευε στην οδό Σεν Τζέιμς. Καθόταν εκεί εδώ και ώρες.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
311
Η Μαρσλίν ήξερε τι αναζητούσε, και έτρεμε το τι θα επακολουθούσε. «Είναι ώρα για το τσάι σου» είπε. «Η Σάρα έχει στρώσει τα πράγματα στο όμορφο τραπεζάκι σου και οι κούκλες σου είναι στη θέση τους και περιμένουν.» Η Λούσι δεν απάντησε. «Μετά, η Σάρα θα σε πάει βόλτα στο Γκριν Παρκ. Θα δεις τους κομψούς κύριους και τις κυρίες.» «Δεν μπορώ να βγω» είπε η Λούσι. «Αν έρθει και δεν είμαι εδώ; Θα απογοητευτεί πάρα πολύ.» Η καρδιά της Μαρσλίν σφίχτηκε. Πλησίασε τη Λούσι και κάθισε δίπλα της στο περβάζι. «Αγάπη μου, δεν πρόκειται να έρθει εδώ. Μας φρόντισε για λίγο, αλλά είναι πολυάσχολος, δεν έχει χρόνο–» «Για μένα έχει χρόνο.» «Δεν είμαστε η οικογένειά του, γλυκιά μου.» Τα μάτια της Λούσι στένεψαν και το στόμα της σφίχτηκε. «Μας έφτιαξε ένα πανέμορφο σπίτι» είπε η Μαρσλίν, πασχίζοντας να κρατήσει τη φωνή της σταθερή. «Κοίταξε όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που σου πήρε. Το δικό σου σετ τσαγιού και το τραπεζάκι. Τη δική σου καρέκλα και το πιο όμορφο κρεβατάκι του κόσμου. Αλλά υπάρχουν άλλοι στη ζωή του–» «Όχι!» Η Λούσι πήδηξε από το κάθισμά της στο παράθυρο. «Όχι!» φώναξε. «Όχι! Όχι! Όχι!» «Λούσι Κορντίλια.» «Δεν είμαι η Λούσι. Είμαι η Έρολ. Δεν θα είμαι ποτέ ξανά η Λούσι. Θα γυρίσει! Με αγαπάει! Αγαπάει την Έρολ!» Έπεσε στο χαλί. Ούρλιαζε και έκλαιγε και κλοτσούσε. Η Σοφί και η Λιόνι μπήκαν τρέχοντας στο παιδικό δωμάτιο. Η Σάρα όρμησε μέσα και σταμάτησε αποσβολωμένη, με τον τρόμο αποτυπωμένο στο πρόσωπό της. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τη Λούσι σε κρίση. Έκανε να πλησιάσει το μανιασμένο παιδί.
312
LORETTA CHASE
Η Μαρσλίν ύψωσε το χέρι της, και η καμαριέρα έκανε πίσω. «Λούσι Κορντίλια, αρκετά» είπε ήρεμα και με πυγμή. «Ξέρεις πολύ καλά ότι οι κυρίες δεν πέφτουν στο πάτωμα και δεν ουρλιάζουν.» «Δεν είμαι κυρία! Σε μισώ!» Η Σάρα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Έλα τώρα, Έρολ» είπε η Σοφί. «Το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να αρρωστήσεις.» «Θα γυρίσει!» ούρλιαξε η Λούσι. «Με αγαπάει!» Η Μαρσλίν ίσιωσε τους ώμους της. Πλησίασε τη Λούσι και πήρε το παιδί στην αγκαλιά της παρά τα χέρια και τα πόδια της που χτυπιούνταν και τα εκκωφαντικά της ουρλιαχτά. Κράτησε τη Λούσι σφιχτά, και την κούνησε σαν να ήταν ακόμη το μικρό μωράκι που ήταν κάποτε. «Σταμάτα» είπε η Μαρσλίν. «Σταμάτα, αγάπη μου. Πρέπει να φερθείς σαν μεγάλο κορίτσι.» Σταμάτησε να χτυπιέται, και τα ουρλιαχτά μαλάκωσαν σε κλάματα. «Γιατί δ... δεν μπορούμε να μ... μείνουμε ε... εκεί; Γιατί δ... δεν με κ... κρατάει κοντά του;» Η Μαρσλίν την πήγε στο παράθυρο στην αγκαλιά της ενώ την κουνούσε ρυθμικά και της χάιδευε την πλάτη. «Αν σε κρατούσαν κοντά τους όλοι όσοι σε αγαπάνε, πού θα πρωτοζούσες;» είπε. «Και πού θα ήταν η μαμά; Δεν θέλεις να ζεις με τη μαμά και τη θεία Σοφί και τη θεία Λιόνι; Έγινες πολύ καλή για μας; Θέλεις να φύγεις και να πας να ζήσεις σ’ ένα κάστρο; Αυτό είναι; Τι λες, θεία Σοφί; Να φορέσουμε στην Έρολ ένα πριγκιπικό φόρεμα και να τη στείλουμε να ζήσει μακριά σ’ ένα κάστρο;» Τα περισσότερα ήταν ανοησίες, αλλά η Λούσι ηρέμησε. Κρατήθηκε πιο σφιχτά από το λαιμό της μαμάς της. «Μπορώ να ζήσω εδώ» είπε. «Γιατί δεν μπορεί να έρθει εκείνος;» «Είναι ένας σημαντικός άντρας, γλυκιά μου» είπε η Μαρσλίν. «Έχει τη δική του οικογένεια. Πολύ σύντομα θα παντρευτεί και θα κάνει δικά του παιδιά. Δεν μπορείς
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
313
να έχεις όλους τους ωραίους άντρες που θέλεις, ξέρεις.» Η Έρολ ηρέμησε. Οι κινήσεις των ματιών της έδειξαν στη Μαρσλίν ότι το παιδί σκεφτόταν. Ήταν μόλις έξι, και τα παιδιά δυσκολεύονταν να σκεφτούν λογικά, αλλά ίσως η προοπτική τού να γίνει πριγκίπισσα να αρκούσε για να της αποσπάσει την προσοχή. Αφού η κρίση είχε περάσει, η Σάρα είπε: «Ακούστε τι θα κάνουμε, δεσποινίς Έρολ. Ας πάρουμε το τσάι μας με τις κούκλες, και μετά θα πάμε μία βόλτα στο Γκριν Παρκ. Ίσως δούμε την Πριγκίπισσα Βικτόρια. Ξέρετε ποια είναι αυτή, δεσποινίς; Είναι η ανιψιά του Βασιλιά, και μία μέρα θα γίνει Βασίλισσα της Αγγλίας.» «Αν τη δείτε» είπε η Μαρσλίν «πρέπει να παρατηρήσετε πολύ προσεκτικά τι φοράει, και να μας πείτε όλες τις λεπτομέρειες.» *** Ενώ ένα μικρό κοριτσάκι πάθαινε κρίση στην οδό Σεν Τζέιμς, ο Κόμης του Λόνγκμορ πάθαινε τη δική του κρίση στη βιβλιοθήκη της οικείας Κλίβντον. Ο Κλίβντον είχε πιάσει το χέρι του φίλου του, και ακολούθησαν σπρωξίματα και μία μικρή συμπλοκή. Μετά άρχισαν οι φωνές. Ο Χάλιντεϊ είχε αποσυρθεί διακριτικά από το δωμάτιο και είχε κλείσει την πόρτα. Αφού δεν είχε καταφέρει να σπάσει το σαγόνι του Κλίβντον ή να τον προκαλέσει σε μονομαχία, ο Λόνγκμορ έπινε το μπράντι του Δούκα για να ηρεμήσει ενώ περπατούσε πάνω-κάτω στο δωμάτιο και μαινόταν όπως συνήθιζε. Ο Κλίβντον ήξερε ότι του άξιζε η επίπληξη. Και πάλι όμως, δεν το άντεχε. Δεν ήταν ότι το απολάμβανε. Εκείνην τη στιγμή, η ζωή του έμοιαζε το απόλυτο χάος. «Δεν σου αξίζει η αδελφή μου» είπε ο Λόνγκμορ. «Δεν
314
LORETTA CHASE
έπρεπε να είχα έρθει ποτέ στο Παρίσι. Με κατσάδιασε που το έκανα. Είχε δίκιο. Θα έπρεπε να σε είχα αφήσει εκεί να σαπίσεις. Θα έπρεπε να την είχα ενθαρρύνει να ψάξει αλλού. Θα έπρεπε να της είχα πει ότι ο λύκος δεν αλλάζει. Αλλά όχι, με εξαπάτησες τελείως. Αναρωτήθηκα γιατί επέστρεψες τόσο νωρίς – αλλά προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήταν επειδή είχες συνειδητοποιήσει πόσο σου είχε λείψει η Κλάρα. Χριστέ μου, ήμουν το ίδιο αφελής μ’ εκείνην!» «Δεν θυμάμαι να όρισα συγκεκριμένη ημερομηνία για την επιστροφή μου» είπε ο Κλίβντον. «Σου είπα ότι στα τέλη του μήνα ήταν καλά» είπε ο Λόνγκμορ. «Το ήξερα ότι δεν ήσουν έτοιμος. Απλά ήθελα να μπορέσω να πω στη μητέρα μου ότι επέστρεφες. Τώρα εύχομαι να της είχα πει να σε κατατάξει στις απώλειες. Είμαι έτοιμος να το κάνω τώρα.» «Αν πρόκειται για τις μοδίστρες-» άρχισε ο Κλίβντον. «Για ποιον άλλον να επρόκειτο;» ξέσπασε ο Λόνγκμορ. «Ποιος άλλος έχει χάσει κάθε ίχνος ευπρέπειας–» «“Έχει χάσει κάθε ίχνος ευπρέπειας”» αντήχησε ο Κλίβντον. «Δεν το πιστεύω ότι αυτές οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα σου. Πότε νοιάστηκες εσύ για την ευπρέπεια; Απ’ ό,τι θυμάμαι, ο πατέρας σου σε έστειλε με μεγάλη του χαρά στην Ηπειρωτική Ευρώπη.» «Δεν είπα ποτέ πως είμαι άγιος–» «Πάλι καλά. Κανείς δεν θα σε πίστευε.» «Αλλά εγώ δεν προσκαλώ μοδίστρες να μείνουν στο σπίτι των προγόνων μου!» «Το σπίτι τους κάηκε» είπε ο Κλίβντον. «Το έγραψαν όλες οι εφημερίδες. Λες να ήταν ψέματα; Αλλά τι σε ρωτάω; Αν σκεφτόσουν λογικά, δεν θα ήσουν εδώ τώρα να κατεβάζεις το μπράντι μου λες και είναι η λεμονάδα του Αλμάκ–» «Ποτέ δεν την πίνω αυτή την αηδία.» «Δεν σκέφτεσαι λογικά. Δεν ξέρω τι σ’ έχει πιάσει, και
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
315
δεν ξέρω αν με νοιάζει. Αλλά οι γυναίκες έφυγαν. Τις φιλοξένησα μόνο για μερικές ημέρες–» «Δεν μπορούσες να τις πας σ’ ένα ξενοδοχείο;» «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα» είπε ο Κλίβντον. «Έχουν μία επιχείρηση. Δεν έχουν χρόνο για χάσιμο. Χρειάζονταν χώρο να δουλέψουν. Χρειάζονταν βοήθεια. Το να τις φέρω εδώ ήταν το πιο εύκολο. Δούλεψαν σαν τρελές για να φτιάξουν ένα φόρεμα για την Κλάρα–» «Μην την πιάνεις στο στόμα σου όταν μιλάς για εκείνες, άπιστο γουρούνι.» «Έφυγαν, ανόητε! Τους είχα μαζέψει τα πράγματά τους και τις είχα ξαποστείλει σε εβδομήντα δύο ώρες. Το Σάββατο το πρωί είχαν φύγει.» «Και την Παρασκευή το βράδυ ήσουν στο κρεβάτι με τη μελαχρινή» είπε ο Λόνγκμορ. Αυτό ήταν εντελώς απρόσμενο. Ήταν σαν ένα από τα απροσδόκητα χτυπήματα του Λόνγκμορ· έρχονταν από εκεί που δεν τα περίμενε. Για μία στιγμή, τα πάντα γύρω του κοκκίνισαν, στην κυριολεξία: φλόγες χόρευαν στα μάτια του Κλίβντον. Έσφιξε τις γροθιές του, και όταν μίλησε, η φωνή του ήταν απόλυτα ήρεμη. «Καταβάλλω υπεράνθρωπη προσπάθεια ν’ αντισταθώ στον πειρασμό να σε χτυπήσω» είπε. «Μη μου παριστάνεις τον εξοργισμένο, λες και πρόσβαλα την αρετή της.» «Μόνο ένα κάθαρμα θα μιλούσε έτσι για οποιαδήποτε γυναίκα.» «Ήσουν μαζί της» είπε ο Λόνγκμορ. «Και δεν ήσουν καν διακριτικός. Ήμουν στο Γουάι όταν ένα από τα παιδιά μού είπε ότι είχε δει την άμαξά σου στην οδό Μπένετ. Άρχισαν τις εικασίες για το τι έκανες εκεί. Χτύπησα το χέρι στο κεφάλι μου και έκανα πως ξαφνικά θυμήθηκα ότι είχαμε κανονίσει να συναντηθούμε εκεί, και με περίμενες. Βγήκα από τη λέσχη και κατηφόρισα στην οδό Μπένετ. Στάθηκα
316
LORETTA CHASE
στο κατώφλι και σε περίμενα να βγεις. Και περίμενα. Και περίμενα.» «Πόσο θα πρέπει να βαρέθηκες» είπε ο Κλίβντον με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Όχι από τις ενοχές, προς ντροπή του. Χτυπούσε από την αναστάτωση. Χτυπούσε καθώς θυμόταν εκείνες τις θαυμάσιες ώρες. Ο Λόνγκμορ ήπιε το υπόλοιπο μπράντι του, πλησίασε το δίσκο και ξαναγέμισε το ποτήρι του από την κανάτα. Ήπιε μία μεγάλη γουλιά. «Είναι αξιοθρήνητο, αυτό είναι. Γίνεσαι αντικείμενο χλευασμού. Δεν σ’ έχω ξαναδεί να συμπεριφέρεσαι έτσι για καμία γυναίκα. Αυτό το πλάσμα σ’ έχει τυλίξει, είναι προφανές. Αν ήταν κάτι συνηθισμένο, θα σε προειδοποιούσα απλά να δείξεις λίγη καταραμένη διακριτικότητα. Ανάθεμά σε, Κλίβντον, έπρεπε να είχες σκεφτεί να πεις στον οδηγό να περιμένει κάπου που να μην τον βλέπουν όλοι όσοι περνάνε από τη διαολεμένη την οδό Σεν Τζέιμς!» «Δεν το σκέφτηκα» είπε ο Κλίβντον. «Δεν είχα σκοπό να μείνω πάνω από ένα τέταρτο. Λυπάμαι που αναγκάστηκες να περιμένεις τόσο πολύ.» «Ήταν βαρετό» είπε ο Λόνγκμορ. «Και εξοργιστικό. Τι, στο διάβολο, πρέπει να κάνω; Είναι δίκαιο αυτό για την Κλάρα; Πρέπει ο αδελφός της να της πει ότι ο άντρας που περίμενε έχει πραγματικά χάσει το μυαλό του για μία μοδίστρα; Θα την πληγώσει, ξέρεις. Πάντοτε ανεχόταν τα μειονεκτήματά σου. Τολμώ να πω ότι σου έχει αδυναμία. Αυτό, όμως – το ξέρεις ότι δεν τα συνηθίζεις αυτά.» «Ήταν αποχαιρετιστήριο» είπε σφιγμένα ο Κλίβντον. «Κράτησε περισσότερο απ’ ό,τι σκόπευα, αλλά ήταν αποχαιρετιστήριο. Καταλαβαίνεις; Το μόνο που ήθελε η κυρία Νουαρό ήταν να ντύσει τη Δούκισσά μου. Εγώ δεν ήμουν παρά το μέσο για να πετύχει το σκοπό της. Δεν τη νοιάζει ποια είναι η Δούκισσα, αλλά νομίζω ότι προτιμά την Κλάρα, γιατί η ομορφιά της Κλάρα είναι ισάξια της ομορφιάς των καταραμένων των υπέροχων σχεδίων της. Με είχε ξεμυαλί-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
317
σει – και με ξέρεις: Μόλις βάλω σκοπό να κατακτήσω μία γυναίκα, πρέπει να την αποκτήσω. Αλλά τελείωσε τώρα. Ήταν αποχαιρετιστήριο, Λόνγκμορ. Και σου ζητάω, για χάρη της Κλάρα, να μην πεις τίποτε. Αν της το πεις, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να της προκαλέσεις πόνο χωρίς λόγο, και γιατί να υποφέρει για μία ανοησία;» «Μου ορκίζεσαι ότι τελείωσε;» είπε ο Λόνγκμορ. «Εγώ–» Ο Κλίβντον σταμάτησε καθώς άνοιξε η πόρτα. Ο Χάλιντεϊ εμφανίστηκε στο κατώφλι. Κρατούσε ένα μικρό ασημένιο δίσκο. Αυτό δεν ήταν καλό σημάδι. Ο Χάλιντεϊ δεν καταδεχόταν ποτέ να μεταφέρει μηνύματα. Αυτό ήταν δουλειά των βοηθών. «Σας ζητώ συγγνώμη για τη διακοπή, Υψηλότατε, αλλά μου είπαν ότι αυτό το μήνυμα δεν μπορεί να περιμένει» είπε ο οικονόμος. Ο Κλίβντον δεν τον περίμενε να πλησιάσει, αλλά διέσχισε το δωμάτιο με μερικές γρήγορες δρασκελιές, άρπαξε το σημείωμα από το δίσκο και το άνοιξε. Δεν υπήρχε προσφώνηση. Μόνο οκτώ λέξεις: «Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας. Η Λούσι το έσκασε.» Υπογραφή Μ. *** Ο Κλίβντον και ο Λόνγκμορ έφτασαν στο μαγαζί λιγότερο από είκοσι λεπτά αργότερα. Το παιδί είχε εξαφανιστεί κάποια στιγμή αφού επέστρεψε με την γκουβερνάντα από το Γκριν Παρκ. Η Σάρα είχε ετοιμάσει το μπάνιο για τη Λούσι, όταν όμως επέστρεψε στο παιδικό δωμάτιο όπου έπαιζε το παιδί, είχε εξαφανιστεί. Είχαν ψάξει το σπίτι, κάθε γωνιά, του είπε η Μαρσλίν. «Βγήκε έξω» είπε. «Σκαρφάλωσε σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο στο πίσω μέρος. Αν ήξερα ότι θα έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα άφηνα ποτέ ανοιχτό παράθυρο.»
318
LORETTA CHASE
Όχι, είχε μάθει το κόλπο από τον Κλίβντον. Έτσι την είχε βγάλει από το φλεγόμενο κτήριο. Είχε κρατήσει τα μάτια της κλειστά, αλλά θα μπορούσε άνετα να είχε ακούσει άλλους να μιλάνε για τη διάσωση. Μπορεί ακόμα και να το είχε διαβάσει στις εφημερίδες, ή να είχε ακούσει τους υπηρέτες να το διαβάζουν. Ο ίδιος δεν είχε μιλήσει γι’ αυτό, αλλά θα μπορούσε να το είχε συμπεράνει ο οποιοσδήποτε βλέποντας το σπασμένο παράθυρο. «Έχετε καμιά ιδέα τι το προκάλεσε;» είπε εκείνος. «Μπορεί να μας δώσει κάποιο στοιχείο–» «Είχε ένα πολύ έντονο ξέσπασμα» είπε η Μαρσλίν. «Αλλά έδειχνε να έχει ηρεμήσει. Η Σάρα είπε ότι ήταν σε αρκετά καλή διάθεση όταν πήγαν στο πάρκο.» Η Σάρα χτύπησε το χέρι στο στόμα της. «Τι;» είπε ο Κλίβντον. «Αν ξέρεις κάτι, πες το. Δεν έχουμε λεπτό για χάσιμο.» Η Σάρα άρχισε να κλαίει. «Συγγνώμη» είπε. «Εγώ φταίω, κυρία. Δεν σκεφτόμουν.» «Τι έγινε, ανάθεμά σε;» είπε ο Κλίβντον. Η Σάρα σκούπισε βιαστικά τα μάτια της. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. «Όταν ήμασταν στο Γκριν Παρκ, η δεσποινίς Έρολ ρωτούσε πού ήταν η οικογένειά σας. Ήθελε να μάθει γιατί δεν έμεναν στην οικεία Κλίβντον. Της είπα πως δεν είχατε ακόμη δική σας οικογένεια. Της έδειξα την οικεία Γουόρφορντ, πάνω από το πάρκο. Της είπα ότι εκεί έμενε μία κυρία και όλοι έλεγαν ότι θα την παντρευόσασταν. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να της το είχα πει. Πήρε μία τέτοια έκφραση. Δεν έπρεπε να είχα μιλήσει καθόλου γι’ αυτό το θέμα, το ήξερα. Είχε αναστατωθεί τόσο πολύ πριν, όταν της είπαν ότι δεν θα ερχόσασταν.» Ο Κλίβντον στράφηκε στη Μαρσλίν. «Σας περίμενε» είπε εκείνη κουρασμένα. «Της είπα ότι δεν πρόκειται να έρθετε. Και την έπιασε κρίση.» Το παιδί τον περίμενε. Κι εκείνος δεν θα ερχόταν, ποτέ ξανά.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
319
Είπε: «Αυτό απλοποιεί τα πράγματα. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι αποφάσισε να με βρει. Άρα, θα κατευθυνθεί προς την οικεία Κλίβντον.» «Δεν νομίζω να ξέρει το δρόμο» είπε η Μαρσλίν. «Ήρθαμε με άμαξα, θυμάστε; Πώς θα ξεχωρίσει τον ένα δρόμο από τον άλλον;» Ήταν πολύ εύκολο να χαθείς αν δεν γνώριζες την περιοχή, συνέβαινε και σε ενήλικες. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να στρίψει στο λάθος δρόμο. Ένα εξάχρονο παιδί, μόνο στους δρόμους του Λονδίνου. Σε λίγο ο ήλιος θα έδυε. Και θα μπορούσε να βρίσκεται σε εκατοντάδες μέρη. Εκατοντάδες. «Θα ειδοποιήσουμε την αστυνομία» είπε. «Μπορεί να την έχουν ήδη βρει. Σίγουρα θα πρόσεχαν ένα καλοντυμένο παιδί μόνο του στο δρόμο.» Ή τουλάχιστον έτσι ήλπιζε. Τα αρπακτικά, πάντως, σίγουρα θα την πρόσεχαν. Τον είχαν κατακλύσει ενοχές. Η μικρή το είχε σκάσει με έναν τρόπο που είχε μάθει από εκείνον. Το είχε σκάσει εξαιτίας του. Στράφηκε στον Λόνγκμορ. «Στείλε έναν από τους βοηθούς που ήρθαν μαζί μας στην αστυνομία. Αλλά δεν έχουν αρκετούς άνδρες. Πρέπει να σου ζητήσω να συγκεντρώσεις τους υπηρέτες σου και τους δικούς μου και να συγκροτήσεις μία ομάδα έρευνας. Θα χτενίσουμε τους δρόμους.» «Φοβάται το σκοτάδι» είπε η Μαρσλίν. Η φωνή της έτρεμε και τα μάτια της ήταν κόκκινα, αλλά δεν έκλαιγε. «Φοβάται το σκοτάδι.» Οι αδελφές της πήγαν κοντά της και την αγκάλιασαν, όπως είχαν κάνει και τη νύχτα της φωτιάς. Εκείνος δεν μπορούσε να την αγκαλιάσει. Δεν μπορούσε να την παρηγορήσει. Ο πόνος που του προκαλούσε αυτό ήταν σχεδόν το ίδιο έντονος με το φόβο του για τη Λούσι. «Θα τη βρούμε πριν πέσει το σκοτάδι» είπε ο Κλίβντον.
320
LORETTA CHASE
«Θα ανησυχούσα πολύ περισσότερο αν το είχε σκάσει από το παλιό σας μαγαζί στην οδό Φλιτ.» Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι η γειτονιά της οδού Σεν Τζέιμς ήταν πιο ασφαλής. Πολύ πιο ασφαλής. Δυο βήματα μακριά βρισκόταν ένα βασιλικό παλάτι. Στην ίδια περιοχή βρίσκονταν και όλες οι λέσχες. Αν και δεν ήταν η πλέον αξιοσέβαστη περιοχή, δεν ήταν καταγώγια. Και ήταν ένα μικρό παιδί, με τα πόδια. Δεν θα πήγαινε μακριά. Αλλά θα μπορούσε να την άρπαζε κάποιος. Και τότε… Όχι. Κανείς δεν θα την άρπαζε. Ήξερε πού πήγαινε. Και θα την έβρισκε. Τρεις και μισή, πρωί Δευτέρας Τίποτε. Κανένα σημάδι της. Αστυνομία. Ιδιωτικοί ντετέκτιβ. Οι υπηρέτες του Κλίβντον και του Λόνγκμορ. Είχαν ψάξει όλοι τους. Είχαν χτυπήσει πόρτες και είχαν ρωτήσει περαστικούς. Είχαν σταματήσει άμαξες και οχήματα. Κανείς δεν είχε δει τη Λούσι. Ο Κλίβντον, ο Λόνγκμορ και η Μαρσλίν είχαν περπατήσει στις οδούς Μπένετ και Σεν Τζέιμς, χωρίστηκαν για να μπουν σε λέσχες και μαγαζιά, και ξαναβρίσκονταν για να διασχίσουν τα σοκάκια και τα δρομάκια της περιοχής. Είχαν χτενίσει την πλατεία Σεν Τζέιμς. Ο Κλίβντον είχε προσπαθήσει να τη στείλει να περιμένει στο σπίτι όταν σκοτείνιασε, αλλά εκείνη είπε πως δεν άντεχε να κάθεται σπίτι και να περιμένει. Περπάτησε μέχρι που άρχισε να τρέμει από την κούραση. Ακόμα και τότε τρόμαξε να την πείσει να μπει στην άμαξα, αν και ήταν ανοιχτή, μια και θα μπορούσε να εντοπίσει τη Λούσι το ίδιο εύκολα –ίσως και πιο εύκολα– από ψηλά απ’ ό,τι από το πεζοδρόμιο.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
321
Στις τρεις η ώρα την είχε πάει σπίτι. «Δεν θα προσφέρεις τίποτε αν δεν ξεκουραστείς» της είπε. «Πώς να ξεκουραστώ;» «Ξάπλωσε. Προσπάθησε να ηρεμήσεις. Πιες λίγο μπράντι. Κι εγώ θα πάω σπίτι να κάνω το ίδιο. Η έρευνα δεν σταμάτησε. Δεν θα σταματήσει. Ο Λόνγκμορ κι εγώ θα έρθουμε να σε πάρουμε σε λίγες ώρες. Όταν θα έχει βγει ο ήλιος.» «Φοβάται το σκοτάδι.» Η φωνή της έτρεμε. «Το ξέρω» είπε εκείνος. «Τι θα κάνω;» είπε εκείνη. Τι θα κάνω αν είναι νεκρή; Η άρρητη ερώτηση. «Θα τη βρούμε» της είπε. Η συζήτηση εκτυλίχθηκε στο μυαλό του ξανά και ξανά ενώ ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ της βιβλιοθήκης. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά αρνούνταν να μείνουν κλειστά. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει πάνω-κάτω. Έπρεπε να σκεφτεί το αδιανόητο. Έπρεπε να αναλογιστεί την πιθανότητα να την είχαν αρπάξει. Πολύ καλά. Αλλά δεν είχαν χαθεί όλα. Θα ζητούσαν λύτρα. Ποιος θα κρατούσε ένα καλοντυμένο παιδί, με αριστοκρατική προφορά, όταν μπορούσε να βγάλει λεφτά; Να το είχε σκεφτεί αυτό η αστυνομία; Σηκώθηκε, πήγε στο γραφείο του και άρχισε να γράφει, να σχεδιάζει στρατηγικές, ενώ περίμενε την ανατολή του ηλίου. *** Τον ξύπνησε ένας δυνατός βήχας. Ο Κλίβντον άνοιξε τα μάτια του. Το στόμα του ήταν σαν σόλα και το κεφάλι του πονούσε, και στην αρχή νόμιζε πως τα είχε πιει. Μετά συνειδητοποίησε ότι το κεφάλι του δεν ακουμπούσε σε μαξιλάρι, αλλά στο γραφείο του. Τότε θυμήθηκε τι είχε συμβεί.
322
LORETTA CHASE
Πετάχτηκε από το γραφείο. Ο Χάλιντεϊ στεκόταν αντίκρυ του. «Τι;» είπε ο Κλίβντον. «Τι; Τι ώρα είναι;» Κοίταξε στο παράθυρο. Είχε ξημερώσει, αλλά όχι πριν πολλή ώρα. Ωραία. «Επτά και τέταρτο, Υψηλότατε.» «Ωραία. Σ’ ευχαριστώ που με ξύπνησες. Δεν ήθελα να παρακοιμηθώ.» «Έχει έρθει κάποιος να σας δει, κύριε» είπε ο Χάλιντεϊ. «Από την αστυνομία;» είπε ο Κλίβντον. «Τη βρήκαν;» Είδε ότι ο Χάλιντεϊ δυσκολευόταν να διατηρήσει την αυτοκυριαρχία του. Ο Κλίβντον όρμησε από την καρέκλα του. Το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. «Τι είναι; Τι συνέβη;» «Επιτρέψτε μου, κύριε.» «Τι να σου επιτρέψω;» Ο Χάλιντεϊ, όμως, βγήκε από το δωμάτιο. «Χάλιντεϊ!» Ο οικονόμος επέστρεψε. Κουβαλούσε ένα πολύ βρόμικο, μουσκεμένο κοριτσάκι. «Η Μεγαλειότητά του σας στέλνει τα χαιρετίσματά του, Υψηλότατε, και ρωτάει αν αυτό ανήκει σε εσάς» είπε ο Χάλιντεϊ. *** Η άμαξα του Δούκα του Κλίβντον έφτασε αργότερα απ’ ό,τι είχε υποσχεθεί. Ο ήλιος ανέβαινε και η Μαρσλίν είχε ήδη προσπαθήσει μάταια να φάει το τοστ και να πιει το τσάι που της είχαν ετοιμάσει οι αδελφές της. Δεν είχε κλείσει μάτι. Δεν τολμούσε. Ήταν έτοιμη και περίμενε, περπατώντας πάνω-κάτω στο κλειστό μαγαζί, όταν η άμαξα σταμάτησε στην πόρτα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
323
Έτρεξε έξω, και σχεδόν έπεσε πάνω στον Τζόζεφ ο οποίος έτρεχε προς το μέρος της. «Όλα είναι εντάξει, κυρία Νουαρό» είπε. «Είναι σώα και αβλαβής, και η υψηλότητά του σας χαιρετά και ζητά συγγνώμη που δεν έφερε αμέσως τη δεσποινίδα Έρολ, αλλά δεν ήθελε να έρθει. Κι έτσι, ήρθα εγώ να ζητήσω από το βουνό να έρθει στον Μωάμεθ. Δηλαδή, έτσι ακριβώς μου το είπε, κυρία.» *** Η Μαρσλίν τούς βρήκε στο καθιστικό – σε ένα από τα καθιστικά. Ήταν καθισμένοι στο χαλί. Γύρω τους ήταν σκορπισμένα στρατιωτάκια, άλογα, κανόνια και όλα τα εξαρτήματα του πολέμου. Η Λούσι φορούσε κάτι που έμοιαζε με στολή στρατιώτη, ένα παλτό και παντελόνι φτιαγμένα για αγόρι λίγα εκατοστά ψηλότερό της. Φορούσε κόκκινες κάλτσες και καθόλου παπούτσια. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα με κάτι που έμοιαζε με αντρικό μαντήλι. Παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή τον Κλίβντον που έστηνε το ιππικό. Το βλέμμα του στράφηκε στην πόρτα, και σηκώθηκε γρήγορα. Μετά κοίταξε και η Λούσι. «Μαμά!» φώναξε. Η Μαρσλίν γονάτισε και άνοιξε την αγκαλιά της. Η Λούσι πήδηξε και έτρεξε να χωθεί μέσα της. «Αγάπη μου, αγάπη μου» είπε η Μαρσλίν. Χάιδεψε το ζεστό λαιμό της Λούσι και εισέπνευσε τη γνωστή μυρωδιά της, μαζί με ένα λουλουδένιο άρωμα. Αρωματικό σαπούνι. Τα μαλλιά της ήταν υγρά. Την κράτησε σφιχτά, και πολλή ώρα, έως ότου η Λούσι τραβήχτηκε ανυπόμονα. «Παίζουμε στρατιώτες» είπε. Η Μαρσλίν την έπιασε από τους ώμους και την κοίταξε βαθιά στα γαλάζια μάτια της, τα μάτια της γιαγιάς ντε Λούσι. «Το έσκασες» είπε η Μαρσλίν. «Η μαμά και οι θείες σου κόντεψαν να πεθάνουν από την τρομάρα τους.»
324
LORETTA CHASE
Η Λούσι δάγκωσε τα χείλη της. «Το ξέρω» είπε. «Η υψηλότητά του λέει ότι δεν πρέπει να το ξανακάνω και ότι οι κυρίες δεν σκαρφαλώνουν στα παράθυρα. Αλλά ήμουν απελπισμένη, μαμά.» «Και έπειτα δεν ήθελες να έρθεις σπίτι» είπε η Μαρσλίν. «Έπρεπε να έρθω εγώ να σε πάρω. Τι θα κάνεις μετά, δεσποινίς Λούσι Κορντίλια;» «Το όνομά μου είναι Έρολ. Έπρεπε να κάνω μπάνιο. Ήμουν πολύ βρόμικη. Κρύφτηκα στους στάβλους όταν προσπάθησαν να με φέρουν σπίτι. Έπεσα σε μία γούρνα.» Η Μαρσλίν στράφηκε στον Κλίβντον. Είχε σηκωθεί όταν η κόρη της έτρεξε προς το μέρος της. Κρατούσε ακόμη ένα στρατιωτάκι και το έπαιζε στο χέρι του. «Απ’ ό,τι καταλάβαμε, προχώρησε αρκετά προς την οικεία Κλίβντον, μέχρι που έφτασε στο ανατολικό Πολ Μολ» είπε. «Φαίνεται πως έστριψε προς τα εκεί αντί για την οδό Κόκσπουρ και περιπλανήθηκε στο νέο κτήριο μέχρι που κατέληξε στους Βασιλικούς Στάβλους. Φυσικά δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να την εντοπίσουν: Δεν υπάρχουν πολλά παιδιά μόνα τους εκεί. Μέχρι τότε όμως, είχε καταλάβει πού βρισκόταν, κι έτσι, όταν τη ρώτησαν ευγενικά αν είχε χαθεί και πού έμενε, είπε πως ήταν η Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας και ήθελε να δει την Πριγκίπισσα Βικτόρια.» «Θεέ μου» είπε η Μαρσλίν. «Ζήτησες να δεις την Πριγκίπισσα; Υποστήριξες πως είσαι πριγκίπισσα;» «Είμαι η Πριγκίπισσα Έρολ, μαμά. Αφού το ξέρεις.» «Λούσι, ξέρεις πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι το κανονικό σου όνομα» είπε η Μαρσλίν. «Έτσι σε λέμε για παιχνίδι.» «Ναι, μαμά, αλλά η εξοχότητά της δεν θα ερχόταν να δει τη δεσποινίδα Λούσι Κορντίλια Νουαρό, έτσι δεν είναι;» Η Μαρσλίν κοίταξε τον Κλίβντον. «Μακάρι να ήμουν εκεί» είπε εκείνος. «Θα ήθελα να είμαι σε μία γωνία να τη βλέπω. Πόσο θα ήθελα να έβλεπα τα πρόσωπά τους. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Επέμενε να δει
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
325
την Πριγκίπισσα Βικτόρια. Όταν της είπαν ότι η υψηλότητά της δεν ήταν διαθέσιμη εκείνην τη στιγμή, προσφέρθηκε να περιμένει. Τι να έκαναν; Δεν είχαν ακούσει ποτέ για καμία Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας, αλλά αναγνώριζαν τους αριστοκρατικούς της τρόπους.» Η Μαρσλίν σηκώθηκε με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Αρκετά περίπλοκη ήταν η κατάσταση. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να υπάρξει η παραμικρή υπόνοια για την καταγωγή της. Ο κόσμος θα την απέφευγε –κι εκείνην και το μαγαζί της– σαν να είχε χολέρα. «Δεν έχει τίποτε το αριστοκρατικό» είπε. «Θέατρο είναι.» Την κοίταξε παραξενεμένος. «Όπως και να ’χει, δεν μπορούσαν να την αφήσουν να περιφέρεται μόνη της στο Λονδίνο.» «Δεν σκέφτηκαν να καλέσουν την αστυνομία;» «Είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκαν, αλλά δεν θα το έκαναν, καταλαβαίνεις» είπε εκείνος. «Θα μπορούσε να είναι κάποιο ευαίσθητο βασιλικό ζήτημα, και η αστυνομία δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη.» Κατάλαβε τι εννοούσε. Η βασιλική οικογένεια δεν φημιζόταν για την αγνότητά της. Ο τωρινός Βασιλιάς είχε δέκα παιδιά από μία πρώην ερωμένη του, μία ηθοποιό. «Προσπάθησαν να διευθετήσουν το θέμα μόνοι τους» συνέχισε ο Κλίβντον. «Φαντάζομαι ότι επιχειρήθηκαν διάφορες μορφές δωροδοκίας. Η υψηλότητά της η Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας, όμως, δέχθηκε κάθε φόρο τιμής σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Μετά αποκοιμήθηκε σε μία από τις βασιλικές άμαξες. Δεν έμαθαν για το χαμένο παιδί μέχρι αργά το πρωί, οπότε και ζήτησαν οδηγίες από το Παλάτι. Απ’ ό,τι έμαθα, τρόμαξαν να την πιάσουν μόλις αντιλήφθηκε ότι σκόπευαν να την πάνε στο σπίτι της. Επετεύχθη ανακωχή όταν της υποσχέθηκαν να τη φέρουν εδώ. Μου την έφεραν λίγες ώρες μετά την ανατολή, με τις φιλοφρονήσεις της βασιλικής οικογένειας.»
326
LORETTA CHASE
Η Μαρσλίν δεν ήξερε αν έπρεπε να βάλει τα γέλια ή τα κλάματα. Φοβόταν ότι θα έκανε και τα δύο και θα πάθαινε υστερία. Η όλη παρανοϊκή αυτή ιστορία ήταν τόσο χαρακτηριστική. Τέτοια πράγματα έκαναν οι γονείς της όλη την ώρα: προσποιούνταν θρασύτατα πως ήταν κάτι που δεν ήταν. Η Κόμησσα του Τάδε και ο Πρίγκιπας του Δείνα. «Λοιπόν, λυπάμαι πολύ που ενοχλήθηκε ο Βασιλιάς» είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. «Λούσι, η μητέρα σου κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε μόνοι» είπε ο Κλίβντον. «Όσο λείπουμε, θα σου πρότεινα να φτιάξεις τετράγωνα όπως σου έδειξα πριν, αν θέλεις να απωθήσεις τους Γάλλους το ίδιο αποτελεσματικά με το Δούκα του Γουέλινγκτον.»
Κεφάλαιο 15 Το αίθριο εντός της πύλης είναι η βέλτιστη μέθοδος οικοδομής, αλλά χαρακτηρίζεται μάλλον από απλότητα παρά από μεγαλοπρέπεια. Και οι κήποι δίπλα στον Τάμεση, με πλήθος δέντρων, αποκρύπτουν την έπαυλη από τα ανήθικα υποκείμενα που τείνουν να κυκλοφορούν στις όχθες του ποταμού σε αυτή την τεράστια, εμπορική πόλη. –Λι Χαντ (περιγραφή οικείας Νορθάμπερ), Η πόλη: τα αξιοσημείωτα πρόσωπα και γεγονότα, Τομ. 1, 1848 Ο Κλίβντον την πήρε στον κήπο. Τους έβλεπαν από όλα τα παράθυρα που είχαν θέα στο αίθριο, και ήξερε ότι οι υπηρέτες θα τους παρακολουθούσαν. Ήταν το καλύτερο μέρος για μία ιδιωτική συζήτηση. Η επίγνωση τής ύπαρξης των περίεργων υπηρετών θα τον έκανε να κρατάει τις αποστάσεις του. Έτσι δεν θα είχε τη μυρωδιά της στη μύτη του, στο κεφάλι του, να αφυπνίζει το μυαλό του και την αποφασιστικότητά του. Στάθηκαν στο κέντρο του αίθριου, όπου διασταυρώνονταν διάφορα μονοπάτια. «Δεν έπρεπε να είχα συμφωνήσει να μη σε ξαναδώ ποτέ» της είπε. «Δεν είχα σκεφτεί πώς θα το έπαιρνε η Λούσι.»
328
LORETTA CHASE
«Η Λούσι δεν είναι δική σου ευθύνη» είπε η Νουαρό. «Πέρασε μία τραυματική εμπειρία» είπε εκείνος. «Τα παιδιά αντέχουν. Θα κάνει μερικά ξεσπάσματα, όπως κάνει όταν δεν περνάει το δικό της, αλλά θα συνέλθει.» «Το συνηθίζει να φέρεται έτσι;» «Όχι, και δεν θα ξανασυμβεί.» «Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις με σιγουριά» είπε εκείνος. «Ήταν μία πράξη απελπισίας. Δεν νομίζω να το είχε κάνει αν δεν ήταν βαθιά αναστατωμένη.» «Ήταν βαθιά αναστατωμένη γιατί δεν πέρασε το δικό της» είπε η Νουαρό. «Πολύ αναστατωμένη για να σκεφτεί τι κάνει. Της έχω πει πόσο επικίνδυνοι είναι οι δρόμοι της πόλης. Σου εγγυώμαι ότι οι αδελφές μου κι εγώ θα εξασφαλίσουμε να το καταλάβει ακόμα καλύτερα. Και θα ενημερώσουμε τη Σάρα για μερικά από τα όχι και τόσο ευχάριστα χαρακτηριστικά της Λούσι.» Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα. Ήταν προφανώς κουρασμένη, το πρόσωπό της ήταν χλωμό και κομμένο, σχεδόν όπως όταν είχε ναυτία στο πλοίο. Ανακουφισμένη από το φόβο για τη Λούσι, πιθανότατα την κατέβαλε η κούραση που μέχρι τώρα αγνοούσε. Καλά θα έκανε να είναι σύντομος και να μπει κατευθείαν στο θέμα. Προφανώς ήθελε να τελειώνει με αυτήν τη συζήτηση, και με εκείνον. Τον απέκλειε από τη ζωή της και από τη ζωή της Λούσι. Ήταν η μητέρα της Λούσι, αλλά οι γονείς δεν έκαναν πάντοτε το σωστό, και ο Κλίβντον ήξερε ότι έκανε λάθος που τον απομάκρυνε. «Δεν νομίζω ότι αυτό αρκεί» της είπε. «Καλύτερα να με αφήσεις να το κρίνω εγώ αυτό.» Πίεσε τον εαυτό του να το πει. Δεν έβλεπε άλλη λύση. «Όταν σκοτώθηκε η μητέρα μου και η αδελφή μου» είπε «ήθελα τον πατέρα μου.» Έπρεπε να πάρει μία βαθιά ανάσα για να συνεχίσει. Δεν είχε μιλήσει για τις δυστυχίες των παιδικών του χρόνων ποτέ σε κανέναν, ούτε καν στην
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
329
Κλάρα, και ήταν δυσκολότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί να το κάνει τώρα. «Είχαν ένα ατύχημα με την άμαξα. Ήταν μεθυσμένος, και έπεσαν από μία γέφυρα. Εκείνος επέζησε. Εγώ ήμουν – δεν ήξερα πώς να το αντιμετωπίσω. Ήμουν εννέα χρονών τότε. Όπως θα περίμενε κανείς, ήμουν καταρρακωμένος. Αλλά και τρομοκρατημένος ταυτόχρονα. Δεν ξέρω τι φοβόμουν. Θυμάμαι μόνο πόσο απεγνωσμένα τον ήθελα δίπλα μου. Αλλά εκείνος με έστειλε να ζήσω με τις θείες μου, και βυθίστηκε σ’ ένα μπουκάλι και ήπιε μέχρι θανάτου. Όλοι ήξεραν πως ήταν μεθύστακας. Όλοι ήξεραν πως είχε σκοτώσει τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Εγώ ήμουν πολύ μικρός για να καταλάβω τι συνέβαινε, αλλά τον χρειαζόμουν, κι εκείνος με είχε εγκαταλείψει.» Πήρε άλλη μία ανάσα, προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία του. «Η Λούσι είχε μία τρομακτική εμπειρία, και δεν θέλω να αισθάνεται ότι την εγκατέλειψα. Νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε μία εξαίρεση για εκείνην. Νομίζω ότι πρέπει να την επισκέπτομαι, ας πούμε μία φορά την εβδομάδα, την Κυριακή.» Μία μεγάλη, μεγάλη παύση. Έπειτα, η Νουαρό είπε ένα «Όχι» με απόλυτη ηρεμία. Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, με το χλωμό της πρόσωπο ανέκφραστο. Ήταν η έκφραση που έπαιρνε όταν έπαιζε χαρτιά. Ο θυμός φούντωσε μέσα του. Της είχε πει αυτό που δεν είχε πει σε κανέναν άλλον, κι εκείνη τον είχε αγνοήσει. «Έχεις απόλυτο δίκιο» είπε εκπλήσσοντάς τον. «Η Λούσι όντως σε χρειάζεται. Είναι φοβισμένη. Πέρασε μία τραυματική εμπειρία. Αλλά εγώ είμαι αυτή που πρέπει να το αντιμετωπίσει. Θα την επισκέπτεσαι τις Κυριακές, λες. Για πόσο καιρό; Δεν μπορείς να το κάνεις για πάντα. Όσο περισσότερο σε βλέπει, τόσο θα υποθέτει ότι είσαι δικός της. Και ας αφήσουμε στην άκρη τη Λούσι και τις ψευδαισθήσεις της, πόσο ακόμη σκοπεύεις να πληγώνεις τη Λαίδη Κλάρα; Πόσο ακόμη να την εξευτελίζεις; Τίποτε από όλα αυτά δεν
330
LORETTA CHASE
θα είχε συμβεί, Υψηλότατε, τίποτε, αν είχατε μείνει με τους ανθρώπους της τάξης σας.» Αυτό ήταν εντελώς απρόσμενο. Αν και το είχε πει ήρεμα, ήταν η ηρεμία της ψυχρής οργής, και οι λέξεις τον χτύπησαν σαν χαστούκι στο πρόσωπο. Ένιωθε το κάψιμο λες και τον είχε χτυπήσει κανονικά. Πληγωμένος, ανταπέδωσε το χτύπημα χωρίς να το σκεφτεί. «Ξαφνικά ενδιαφέρεσαι για τα αισθήματα της Λαίδης Κλάρα.» Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω και γέλασε. «Ενδιαφέρομαι για την γκαρνταρόμπα της, Υψηλότατε. Τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβετε επιτέλους;» Τι έλεγε, τι έλεγε; Σ’ εκείνον είχε στραφεί όταν εξαφανίστηκε η Λούσι, και την είχαν ψάξει μαζί, είχαν μοιραστεί τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους. Νοιαζόταν για το παιδί και νοιαζόταν για εκείνην, και το ήξερε. «Πριν από δύο νύχτες είπες ότι μ’ αγαπάς» είπε εκείνος. «Τι σημασία έχει αυτό;» είπε εκείνη. Γύρισε προς το μέρος του, σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Εξακολουθώ να έχω ένα μαγαζί να διευθύνω. Αν δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να φερθείς λογικά, θα με αναγκάσεις να φύγω από την Αγγλία. Δεν θα καταφέρω τίποτε μ’ εσένα να με προκαλείς και να με υπονομεύεις συνέχεια – εσύ και η εγωιστική σου περιφρόνηση για οτιδήποτε άλλο εκτός από τα θέλω σου. Σκέψου τι κάνεις. Σκέψου τι κάνεις από τότε που με ακολούθησες στο Λονδίνο, και τις επιπτώσεις των πράξεών σου. Και για μία φορά, Υψηλότατε, σκέψου κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό σου.» Γύρισε και έφυγε, κι εκείνος δεν την ακολούθησε. Δεν μπορούσε καλά-καλά να δει από την παραζάλη του. Τέτοιο θυμό δεν είχε ξανανιώσει στη ζωή του, ήθελε να ανταποδώσει με την ίδια αγριότητα και βαναυσότητα που τον είχε χτυπήσει και το δικό της μαστίγιο.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
331
Επικράτησε, όμως, η ανατροφή του. Ένας κύριος δεν επιτίθεται ποτέ σε μία γυναίκα, είτε με πράξεις είτε με λόγια. Απλά στεκόταν εκεί και τη μισούσε. Έμεινε αρκετή ώρα στον κήπο, μόνος. Μετά από λίγο, ο θυμός του άρχισε σταδιακά να καταλαγιάζει. Και όταν είχε εξαφανιστεί τελείως, έμεινε παγωμένος, γιατί τα ψέματα που έλεγε στον εαυτό του είχαν εξανεμιστεί, και ήξερε πως δεν του είχε πει παρά την απλή, πικρή αλήθεια. *** Αργότερα την ίδια μέρα, ο Δούκας του Κλίβντον επισκέφθηκε το κοσμηματοπωλείο της Αυλής, το Ράντελ και Μπριτζ, και αγόρασε το μεγαλύτερο διαμάντι που υπήρχε, το «εντυπωσιακό μεγάλο διαμάντι» που είχε συστήσει ο Λόνγκμορ. Πέρασε την υπόλοιπη ημέρα συντάσσοντας την επίσημη πρόταση γάμου του. Την έγραψε και την ξαναέγραψε. Έπρεπε να είναι τέλεια. Έπρεπε να περιέχει όλα όσα ένιωθε για την Κλάρα. Έπρεπε να φαίνεται ξεκάθαρα ότι καμία άλλη δεν είχε θέση στην καρδιά του. Έπρεπε να δείχνει ότι είχε αφήσει όλες τις απερισκεψίες και τις απολαύσεις πίσω του και ότι σκόπευε να είναι ο άντρας που της άξιζε. Όταν έγραφε, οι λέξεις τού έρχονταν εύκολα. Πάντα του ήταν εύκολο να γράψει με έναν άνετο, οικείο τόνο εκεί που άλλοι έγραφαν στημένα. Όταν έγραφε, οι σκέψεις του αποκρυσταλλώνονταν στο μυαλό του με έναν τρόπο που δεν γινόταν πάντοτε όταν μιλούσε. Πάντα έγραφε στην Κλάρα με χαρά, και ο λόγος δεν ήταν μόνο η πνευματική συντροφιά που αυτό του προσέφερε. Αν και το να μοιράζεται τις σκέψεις και τις εμπειρίες του με μία αδελφή ψυχή αποτελούσε μεγάλο κομμάτι της απόλαυσής του, δεν ήταν μόνο αυτό. Ενώ της έγραφε, ξεκαθάριζε και τακτοποιούσε τις σκέψεις του.
332
LORETTA CHASE
Η πρόταση γάμου, όμως, προχωρούσε πολύ αργά. Μέχρι να την τελειώσει και να την αποστηθίσει, ήταν πολύ αργά έστω και να διανοηθεί να πάει στην οικεία Γουόρφορντ. Η Κλάρα θα είχε πάει σε κάποιο χορό, ή δεξίωση, ή κάτι τέτοιο. Θα την επισκεπτόταν αύριο. *** Ο Δούκας του Κλίβντον επισκέφθηκε την οικεία Γουόρφορντ την Τρίτη, φυσικά, αν και ήξερε ότι η οικογένεια δεν ήταν διαθέσιμη για επισκέπτες – και για πρώτη φορά η Λαίδη Κλάρα μπήκε στον πειρασμό να μην είναι διαθέσιμη ακόμα και για εκείνον. Όταν, όμως, είπε στη μητέρα της ότι είχε πονοκέφαλο, η Λαίδη Γουόρφορντ είπε: «Η Λαίδη Γκορέλ τον είδε χθες να βγαίνει από το Ράντελ και Μπριτζ. Και έρχεται σήμερα που μπορεί να σε έχει όλη δική του αντί να πρέπει να ανοίξει δρόμο μέσα από τους χρεοκοπημένους που πετάγονται συνέχεια γύρω σου. Σίγουρα καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται – και σίγουρα μπορείς να αναβάλεις την κακή σου διάθεση για μετά, αφού ακούσεις τι έχει να σου πει.» Δαχτυλίδι και πρόταση: αυτό ήταν το συμπέρασμα της μαμάς. Μπορεί να είχε δίκιο, αλλά η Κλάρα δεν είχε διάθεση, ούτε για εκείνον ούτε για τη μητέρα της. Η Λαίδη Γουόρφορντ είχε ξεσπάσει τρεις φορές μόνο σήμερα το πρωί, παραπονούμενη ότι όλος ο κόσμος μιλούσε για το Δούκα του Κλίβντον και αυτές τις «διαβολογυναίκες που αποκαλούνταν μοδίστρες, και το καταραμένο το παιδί τους», που κόντεψε να του κοστίσει τη ζωή του. Φυσικά, όλα θα συγχωρούνταν μόλις έβαζε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλο της Κλάρα, και η μαμά θα μπορούσε να το θαυμάσει με τις φίλες της, των οποίων οι κόρες είχαν καταφέρει να τυλίξουν απλούς κόμηδες και ευγενείς και πολλούς Διακεκριμένους Κυρίους.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
333
Και η Κλάρα θα συγχωρείτο, για τις πολυάριθμες αποτυχίες της ως κόρη. Εκείνη έφταιγε που ο Κλίβντον έτρεχε πίσω από εμπόρισσες. Εκείνη έφταιγε που ήταν τόσο σοκαριστικά αδιάφορος και ξεχνούσε τα ραντεβού τους – όπως την υπόσχεσή του να φάνε μαζί το Σάββατο το βράδυ. Για όλα έφταιγε η Κλάρα, γιατί δεν είχε καταφέρει να του τραβήξει το ενδιαφέρον. Άρα, ήταν λογικό που όταν ο Κλίβντον πήγε στο καθιστικό, όπου περίμεναν με τη μητέρα της, η Κλάρα δεν τον υποδέχτηκε και με το θερμότερο χαμόγελο. Αφού ανέφερε ότι ο Λόνγκμορ τούς είχε πει για την «αναστάτωση» της Κυριακής, η μαμά ρώτησε τόσο γλυκά αν το κοριτσάκι ήταν καλά. Ο Κλίβντον είπε πως ήταν. Αν και οι απαντήσεις του ήταν μονοσύλλαβες, καθώς ήταν προφανώς απρόθυμος να μιλήσει για το παιδί, η μαμά συνέχισε να τον πιέζει. Στο τέλος, μην μπορώντας να συγκρατήσει την περιέργειά της, η Κλάρα ρώτησε: «Είναι αλήθεια ότι απαίτησε να δει την Πριγκίπισσα Βικτόρια;» Εκείνος γέλασε. Τότε τους είπε ολόκληρη την ιστορία. Ήταν η ίδια ιστορία που τους είχε αφηγηθεί και ο Χάρι, αλλά με το στιλ του Κλίβντον, ζωντανή και αστεία, μαζί με μία κωμική μίμηση της Λούσι Νουαρό να εξηγεί ότι ήταν η Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας. «Και όταν η μητέρα της τής είπε ότι δεν ήταν πριγκίπισσα» συνέχισε «η δεσποινίς Λούσι είπε» –και έκανε τη φωνή του πιο τσιριχτή– «“Ναι, μαμά, αλλά η εξοχότητά της δεν θα ερχόταν να δει τη δεσποινίδα Λούσι Κορντίλια Νουαρό, έτσι δεν είναι;” Δεν ξέρω πώς κρατήθηκα να μη βάλω τα γέλια.» Και η Κλάρα σκέφτηκε, Το αγαπάει αυτό το παιδί. Και σκέφτηκε, Τι να κάνω; «Μου φαίνεται ότι αυτό παιδί μπλέκει συνέχεια σε μπελάδες» είπε η μαμά. «Πόσο τυχερή είστε» είπε ο Κλίβντον «που έχετε τρεις κόρες που δεν σας προκάλεσαν ποτέ το παραμικρό άγχος.»
334
LORETTA CHASE
«Αν το πιστεύετε αυτό, κάνετε μεγάλο λάθος» είπε γελώντας νευρικά η μαμά. «Σας το ορκίζομαι, όσο μεγαλώνουν, μου προκαλούν περισσότερο άγχος παρά λιγότερο.» «Ναι, η μαμά ανησυχεί ότι θα μείνουμε στο ράφι – ή, ακόμα χειρότερα, ότι θα παντρευτούμε κάποιον που δεν μας ταιριάζει.» «Η Κλάρα έχει έναν ελαφρύ πονοκέφαλο» είπε η μαμά και της έριξε μία προειδοποιητική ματιά. «Δεν είναι τίποτε σημαντικό.» Ο Κλίβντον την κοίταξε. «Είσαι άρρωστη, αγαπητή μου; Θα έπρεπε να το είχα καταλάβει. Δεν είσαι ευδιάθετη όπως συνήθως.» «Δεν είναι τίποτε» είπε η μαμά κοιτάζοντας έντονα την Κλάρα. «Ό,τι και να είναι, είσαι χλωμή, Κλάρα» είπε ο Κλίβντον. Σηκώθηκε. «Δεν θα σε κουράσω. Θα έρθω κάποιαν άλλη στιγμή.» Ένα λεπτό αργότερα είχε φύγει, και πολύ σύντομα, χάρη στην γκρίνια της μητέρας της αλλά και στις ενοχές, το θυμό και άλλα συναισθήματα που την αναστάτωναν, η Κλάρα ξάπλωσε με έναν πολύ αληθινό πονοκέφαλο. Απόγευμα Τετάρτης Γκριν Παρκ «Το έσκασες» είπε η Μαρσλίν. Είχε πάει τη Λούσι στο πάρκο, και η Λούσι έσπρωχνε ένα μωρουδιακό καροτσάκι, ένα από τα πολυάριθμα δώρα με τα οποία ο Κλίβντον είχε γεμίσει το παιδικό δωμάτιο. Η Σουζάνα, που εξακολουθούσε να είναι η αγαπημένη της κούκλα, ήταν ξαπλωμένη μέσα και κοιτούσε γύρω της με τα μεγάλα, γαλάζια, γυάλινα μάτια της. Η Μαρσλίν είχε πασχίσει να τον κάνει να τη μισήσει
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
335
για πάντα. Παρά τα όσα είχε πει όμως, ο Κλίβντον είχε επιστρέψει. Είχε πάει στο μαγαζί, και, καθώς δεν την είχε βρει και δεν είχε μάθει τίποτε από τις αδελφές της, είχε επιμείνει να μιλήσει στη Σάρα. Μια και, επισήμως, η γκουβερνάντα ήταν ακόμη υπάλληλός του, η Σοφί και η Λιόνι ήταν υποχρεωμένες να τον αφήσουν να της μιλήσει, και η Σάρα ήταν υποχρεωμένη να του πει ότι η κυρία Νουαρό είχε πάει τη Λούσι βόλτα στο Γκριν Παρκ. Είχε έρθει στο πάρκο και είχε κυνηγήσει τη Μαρσλίν – και μάλιστα για να της εξομολογηθεί τις συναισθηματικές του μεταπτώσεις! Ήταν έξυπνος, στοργικός και ευαίσθητος. Ήταν ένας ικανός και παθιασμένος εραστής. Επίσης ήταν πεισματάρης και αφελής. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι οι δούκες δεν ήταν σαν τους άλλους άνδρες. Το να γίνεται πάντοτε το δικό τους τούς έκανε ζημιά στο μυαλό. Και το δικό της μυαλό είχε υποστεί ζημιά, μάλλον επειδή περνούσε τόσο χρόνο μαζί του. Όχι, τη ζημιά την είχε πάθει η καρδιά της. Κάπου όχι και τόσο βαθιά μέσα της, χαιρόταν που δεν είχε ακόμη αρραβωνιαστεί με τη Λαίδη Κλάρα. Αλλά θα γίνει σύντομα, και θα πρέπει να το δεχτείς. «Με την πρώτη ευκαιρία απέφυγες να της κάνεις την πρόταση» είπε η Μαρσλίν. «Αν είχες επιμείνει, σου το ορκίζομαι, ο πονοκέφαλός της θα είχε εξαφανιστεί. Η συμπεριφορά σου είναι που την πονάει, ανόητε.» «Το ξέρω ότι τα κατέστρεψα όλα» είπε εκείνος. «Αυτά που είπες τις προάλλες ήταν αλήθεια. Αλλά τα πράγματα είναι τόσο μπερδεμένα, που δεν μπορώ να βρω την άκρη.» «Με το να βρίσκεσαι εδώ δεν βοηθάς την κατάσταση» είπε εκείνη. «Εσύ είσαι η ειδικός σε όλα αυτά που κάνω λάθος» είπε
336
LORETTA CHASE
εκείνος. «Εσύ είσαι η αυταρχική γυναίκα που ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνουν όλοι.» «Όχι, ξέρω τι πρέπει να φοράνε όλοι» είπε εκείνη. «Μακάρι να ήξερα τι κάνω εδώ» είπε. «Είδα τη Λαίδη Γκορέλ καθώς έφευγα από το κοσμηματοπωλείο, και ήμουν σίγουρος ότι θα το έλεγε στους πάντες. Αλλά την ξέρω την Κλάρα, και δεν έδειξε να χαίρεται και πολύ που με έβλεπε, και όταν προσφέρθηκα να φύγω, έδειξε να ανακουφίζεται.» «Και δεν έχεις την παραμικρή ιδέα γιατί να θέλει να φύγεις;» είπε η Μαρσλίν. «Την έχεις παραμελήσει για εβδομάδες. Έχεις γίνει θέαμα με ένα τσούρμο μοδίστρες. Και μετά πας και αγοράζεις ένα δαχτυλίδι. Και χωρίς καμία προειδοποίηση, εμφανίζεσαι, έτοιμος για γάμο.» «Δεν έγινε ακριβώς έτσι» είπε εκείνος. «Όπως και να ’χει, ήταν λάθος» είπε εκείνη. «Δεν τη φλέρταρες καθόλου.» «Την ξέρω από τότε που ήταν πέντε χρονών!» «Στις γυναίκες αρέσει να τις φλερτάρουν. Το ξέρεις αυτό. Τι έχεις πάθει; Για τη Λαίδη Κλάρα δεν ισχύουν αυτά;» Σταμάτησε και την κοίταξε καθώς το όμορφο πρόσωπό του πήρε μία κωμική έκφραση τρόμου. «Θέλεις να μου πεις ότι πρέπει να την κυνηγάω και να την κοιτάω στα μάτια και να κρέμομαι από τα χείλη της όπως οι ανόητοι οι θαυμαστές της;» «Μην είσαι χαζός» είπε η Μαρσλίν. «Αν κάποιος ξέρει πώς να σαγηνεύσει μία γυναίκα, αυτός είσαι εσύ. Το πρόβλημα είναι ότι της φέρεσαι σαν να ήταν αδελφή σου.» Τσίτωσε, αλλά το ξεπέρασε αμέσως. Σε ένα δευτερόλεπτο, περπατούσε πάλι δίπλα της με το συνηθισμένο του άνετο, υπεροπτικό βήμα, λες και ολόκληρος ο κόσμος θα έκανε άκρη για να περάσει. Γιατί να μην απαιτεί από εκείνη να του λύσει τα αισθηματικά του προβλήματα; Όπως και όλοι οι κοινοί θνητοί, δεν είχε άλλο σκοπό στη ζωή της από το να τον υπηρετεί. Και άλλωστε, αυτή δεν ήταν η δουλειά της, να
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
337
υπηρετεί ανθρώπους σαν κι αυτόν; Όχι απλά η δουλειά της, αλλά η φιλοδοξία της; Δεν θα μπορούσε ποτέ να του περάσει από το μυαλό ότι ήταν απίστευτα παράλογο να φέρεται έτσι σε μία γυναίκα την οποία είχε προσπαθήσει σαν τρελός να κάνει να τον ερωτευτεί. Δεν θα μπορούσε ποτέ να του περάσει από το μυαλό πόσο επίπονο ήταν αυτό για τη γυναίκα αυτήν. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι για τον πόνο που ένιωθε δεν έφταιγε κανείς άλλος εκτός από την ίδια που είχε επιτρέψει στον εαυτό της να τον ερωτευτεί. Ήταν μία Νουαρό. Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική. Και καθώς ήταν μία Νουαρό, έπρεπε να σκέφτεται με το μυαλό της, όχι να την πιάνουν οι ευαισθησίες της. Έπρεπε να παντρευτεί τη Λαίδη Κλάρα. Όλα τα σχέδια της Μαρσλίν είχαν ένα στόχο: να κερδίσει τη Δούκισσα του Κλίβντον ως πιστή της πελάτισσα. Αν δεν γινόταν ο γάμος, ποιος ξέρει πόσο καιρό θα έκανε να βρει κάποιαν άλλη; Μπορεί να περνούσαν ημέρες. Μπορεί χρόνια. Και ανεξάρτητα από το πόσο καιρό θα έπαιρνε, πόσες άλλες γυναίκες στο Λονδίνο μπορούσαν να γίνουν ένα τόσο υπέροχο μοντέλο για τα φορέματα της Μαρσλίν; Επίσης, το μοντέλο αυτό δεν θα ήταν τόσο καλή διαφήμιση αν η Λαίδη Κλάρα παντρευόταν κάποιον κατώτερο από το Δούκα του Κλίβντον. Όπως και να ’χει, είχε ήδη προσεγγίσει τη Λαίδη Κλάρα και την ετοίμαζε για να γίνει μία πρωτοπόρος της μόδας. Η Μαρσλίν είχε ήδη κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Παρά τις φήμες και τα σκάνδαλα. Παρά τη Λαίδη Γουόρφορντ. Μάλιστα, η Λαίδη Κλάρα είχε πρόβα το ίδιο απόγευμα. Μία γκουβερνάντα που περπατούσε με ένα κοριτσάκι σταμάτησε να θαυμάσουν την κούκλα της Λούσι. Εκείνη σταμάτησε υπάκουα το καροτσάκι και έβγαλε τη Σουζάνα έξω για να τους τη δείξει.
338
LORETTA CHASE
«Τι όμορφο φόρεμα!» αναφώνησε το κοριτσάκι. «Η μαμά μου το έφτιαξε» είπε η Λούσι. «Φτιάχνει φορέματα για κυρίες και πριγκίπισσες.» Έβαλε τη Σουζάνα πίσω στο καροτσάκι της, και η γκουβερνάντα πήρε το κοριτσάκι από το χέρι, και απομακρύνθηκαν. Η μικρή σερνόταν, καθώς στραβολαίμιαζε για να κοιτάξει την κούκλα της Λούσι. «Θα έπρεπε να δώσεις στη Λούσι να μοιράζει επαγγελματικές κάρτες» είπε ο Κλίβντον. «Έχεις σκεφτεί να κάνεις και μία κολεξιόν για κούκλες;» «Όχι.» «Σκέψου το.» Είχε ήδη πολλά στο μυαλό της. «Η Λαίδη Κλάρα θα έρθει για πρόβα σήμερα» είπε. «Ένα φόρεμα για το βράδυ της Παρασκευής. Μία από τις πιο σημαντικές δεξιώσεις της περιόδου, απ’ ό,τι κατάλαβα.» «Την Παρασκευή;» Συνοφρυώθηκε καθώς προσπαθούσε να θυμηθεί. «Κατάρα. Πρέπει να είναι η δεξίωση της Λαίδης Μπράουνλοου. Υποθέτω πως πρέπει να πάω.» «Φυσικά και θα πας» είπε εκείνη. «Είναι μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της περιόδου.» «Αυτό δεν λέει και πολλά για την περίοδο.» «Τι έχεις πάθει;» είπε εκείνη. «Αφού ξέρω ότι σου αρέσει να χορεύεις.» «Στο Παρίσι» είπε εκείνος. «Στη Βιέννη. Στη Βενετία.» «Ξέρεις πόσοι θα έδιναν το ίδιο τους το χέρι για μία πρόσκληση σε αυτήν τη δεξίωση;» είπε εκείνη. «Εσύ;» είπε εκείνος. «Εσύ δεν θα ήθελες να είσαι εκεί, να επιδεικνύεις μία από τις δημιουργίες σου;» Έσκασε ένα ελαφρύ χαμόγελο, και τα μάτια του έλαμψαν σκανδαλιάρικα. «Θα ήθελα να σε δω να μπαίνεις απρόσκλητη σ’ αυτήν τη δεξίωση.» Η Μαρσλίν ήθελε να ουρλιάξει. «Δεν ακούς τι σου λέω;» του είπε. «Πρέπει να φλερτάρεις τη Λαίδη Κλάρα. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεσαι
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
339
εκεί είναι η γυναίκα που όλοι νομίζουν ότι είναι η πιο πρόσφατη παράνομη σχέση σου να τραβάει τα βλέμματα. Και το τελευταίο πράγμα που χρειάζομαι εγώ είναι να αποξενώσω ακριβώς τους ανθρώπους που θέλω να έρθουν στο μαγαζί μου. Πόσες φορές πρέπει να σου το εξηγήσω; Είναι δυνατόν να είσαι τόσο ανόητος;» Εκείνος πήρε το βλέμμα του. «Σε φαντάστηκα στη δεξίωση, και μου φάνηκε διασκεδαστικό. Τέλος πάντων, θα το φαντάζομαι εκεί. Θα αμβλύνει κάπως την ανία μου.» Κι εκείνη μπορούσε να φανταστεί τον εαυτό της εκεί – όχι όπως ήταν, αλλά όπως θα μπορούσε να είναι· η κόρη ενός ευγενή. Από την άλλη όμως, αν ήταν ευπρόσδεκτη σ’ αυτήν τη δεξίωση, δεν θα είχε τη Λούσι. Δεν θα είχε μάθει ποτέ να φτιάχνει ρούχα. Δεν θα είχε ανακαλύψει ποια ήταν πραγματικά. Για να μην πούμε ότι θα έμοιαζε σαν όλες τις άλλες. Η ζωή της δεν θα ήταν τόσο δύσκολη, αλλά δεν θα ήταν και τόσο διασκεδαστική. Αρκούσε να δει κανείς πόσο βαριόταν εκείνος, ο μεγάλος, κακομαθημένος ανόητος! Η Λαίδη Μπράουνλοου είχε πρόσφατα εκλεγεί προστάτιδα του Αλμάκ. Ήταν μία από τις ανώτερες οικοδέσποινες της Υψηλής Κοινωνίας. Οι δεξιώσεις της ήταν διάσημες. Κι εκείνος έκανε σαν να ήταν αναγκασμένος να παρακολουθήσει κάποια διάλεξη στην Άλγεβρα, ή σε κάποιο άλλο τέτοιο απαίσιο κλάδο των Μαθηματικών. «Θα πας» του είπε. «Και δεν θα φτάσεις καθυστερημένος. Θα το ξεκαθαρίσεις ότι το μόνο που θέλεις είναι να δεις τη Λαίδη Κλάρα, να είσαι με τη Λαίδη Κλάρα. Θα συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο για σένα. Θα συμπεριφέρεσαι σαν να μην την ξέρεις τόσο καιρό, αλλά σαν να τη γνώρισες πραγματικά μόλις τώρα. Θα είναι σαν να εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά σου σαν όραμα, όπως η Αφροδίτη που βγήκε από τον αφρό της θάλασσας.»
340
LORETTA CHASE
Ευχήθηκε να ήταν εδώ η Σοφί για να προσφέρει μία λιγότερο κλισέ δραματοποιημένη περιγραφή. «Θα της πάρεις τα μυαλά» συνέχισε. «Καιρού επιτρέποντος, θα την παρασύρεις στη βεράντα, ή στο μπαλκόνι, ή κάπου που να είστε μόνοι τέλος πάντων, και θα δημιουργήσεις μία πολύ ρομαντική ατμόσφαιρα, και δεν θα μπορεί παρά να δεχτεί. Μία αποπλάνηση είναι, Κλίβντον. Μην το ξεχνάς. Δεν είναι η αγαπημένη σου φίλη ή η αδελφή σου. Είναι μία γυναίκα, μία όμορφη, επιθυμητή γυναίκα, κι εσύ πρέπει να την αποπλανήσεις για να δεχτεί να γίνει η Δούκισσά σου.» Δεξίωση της Κόμησσας του Μπράουνλοου Βράδυ Παρασκευής Ο Δούκας του Κλίβντον αποφάσισε να ακολουθήσει πιστά τη συμβουλή της Νουαρό. Αρνήθηκε να σκεφτεί τι έκανε, μια και, όπως προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του, δεν είχε να σκεφτεί κάτι. Ήθελε να τον παντρευτεί η Κλάρα. Πάντοτε προοριζόταν για εκείνον. Πάντοτε την αγαπούσε. Σαν αδελφή. Έπνιξε τη σκέψη την ίδια στιγμή που του πέρασε απ’ το μυαλό. Πήγε στη δεξίωση της Λαίδης Μπράουνλοου. Δεν έφτασε πολύ νωρίς, γιατί θα ήταν άκομψο, αλλά στην ώρα του. Και κυνήγησε την Κλάρα όπως θα είχε κυνηγήσει μία δημοφιλή μετρέσα, ή μία κομψή κυρία επί των τιμών. Πάσχισε να τη διασκεδάσει, ψιθυρίζοντας έξυπνα σχόλια στο καλοσχηματισμένο αφτί της όταν κατάφερνε να πλησιάσει αρκετά. Ήταν πολύ όμορφη απόψε, και οι ανόητοι θαυμαστές της δεν έφευγαν λεπτό από δίπλα της. Η Νουαρό είχε ντύσει την Κλάρα σε ένα από αυτά τα φορέματα που έμοιαζαν με μανδύες σε ροζ κρεπ. Το μπροστινό άνοιγμα αποκάλυπτε μία λευκή μεταξωτή φόδρα. Κορδέλες
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
341
διασταυρώνονταν στο βαθύ λευκό V του κορσέ, τραβώντας την προσοχή στο ντεκολτέ της, ενώ ο ίδιος ο κορσές είχε διαγώνιες πτυχές που τόνιζαν τις καμπύλες της. Οι άντρες την κοίταζαν, και τους έτρεχαν τα σάλια, ενώ οι γυναίκες πρασίνιζαν από τη ζήλια τους. Την πήρε να χορέψουν, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ήταν ο πιο τυχερός άντρας στη δεξίωση. Και την αγαπούσε. Σαν αδελφή. Κατέπνιξε τη σκέψη ενώ χόρευαν, και για τις επόμενες ώρες έμεινε άτονη και ξεχασμένη σε μία σκοτεινή, αραχνιασμένη γωνιά του μυαλού του. Εξακολουθούσε να κείτεται στις σκιές, όταν, όπως τον είχε συμβουλέψει η Νουαρό, οδήγησε την Κλάρα στη βεράντα. Ήταν κι άλλοι εκεί, αλλά είχαν βρει τη δική τους σχετικά ιδιωτική γωνιά. Κανείς δεν μπορούσε να είναι τελείως μόνος, φυσικά. Δεν ήταν τέτοιου είδους δεξίωση. Τα φώτα από την αίθουσα χορού φώτιζαν αχνά τη βεράντα. Το μισοφέγγαρο βυθιζόταν στον ορίζοντα πίσω από τα δέντρα, αλλά τα αραιά σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό δεν κάλυπταν τα αστέρια. Ήταν μία αρκετά ρομαντική βραδιά. Την έκανε να γελάσει και την έκανε να κοκκινίσει, και μετά, όταν έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή, είπε: «Έχω να σου κάνω μία πολύ σημαντική ερώτηση, αγαπητή μου.» Εκείνη του χαμογέλασε. «Αλήθεια;» «Η ευτυχία μου εξαρτάται από αυτή την ερώτηση» είπε. Το χαμόγελό της ήταν χαρούμενο; Κοροϊδευτικό; Όχι, μάλλον ήταν νευρική. Εκείνος σίγουρα ήταν. Ώρα να την πάρει στην αγκαλιά του. Το έκανε. Δεν τον έσπρωξε. Ωραία. Αυτό ήταν καλό. Κάτι, όμως, δεν πήγαινε καλά. Όχι, όλα ήταν τέλεια. Έγειρε το κεφάλι του για να τη φιλήσει.
342
LORETTA CHASE
Εκείνη σήκωσε το χέρι της, εμποδίζοντας το δρόμο για το στόμα της. Σήκωσε το κεφάλι του, και κάτι σκίρτησε μέσα του, κάτι ψυχρό, σαν ανακούφιση… Αλλά όχι, αυτό ήταν αδύνατον. Τον κοιτούσε, χαμογελώντας, τώρα όμως τα μάτια της έλαμπαν. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση. Και τότε θυμήθηκε τα μάτια της να λάμπουν με τον ίδιο τρόπο όταν είχε εκνευριστεί με κάτι που είχε πει η μητέρα της. Ευχήθηκε να ήταν εκεί η Νουαρό για να του δώσει οδηγίες –ή να αναλάβει την Κλάρα–, γιατί είχε την αίσθηση ότι η κατάσταση είχε πάρει μία απρόσμενη τροπή, και μάλιστα όχι θετική, και δεν είχε ιδέα τι να κάνει για να την επαναφέρει. Και τότε συνειδητοποίησε τι έπρεπε να είχε κάνει. Ανόητε. Έπρεπε να την είχε ρωτήσει πρώτα. Έκανε πίσω και είπε: «Συγχώρεσέ με. Αυτό που έκανα ήταν ανόητο. Απρεπές.» Εκείνη σήκωσε τα τέλεια φρύδια της. Ο λόγος του, ο λόγος που είχε προβάρει για ώρες, εξανεμίστηκε από το μυαλό του. «Θα ήθελα να σε ρωτήσω, πρώτα, εάν θα μου κάνεις τη μεγάλη τιμή να γίνεις γυναίκα μου.» Άρχισε να ψάχνει στο παλτό του για το δαχτυλίδι. «Ήθελα – δεν ήξερα καλά-καλά τι ήθελα…» Πού, στο καλό, ήταν; «Είσαι τόσο όμορφη–» «Σταμάτα» είπε εκείνη. «Σταμάτα. Για πόσο ηλίθια με περνάς;» Σταμάτησε να ψάχνει. «Ηλίθια; Σε καμία περίπτωση. Πάντα καταλαβαίναμε ο ένας τον άλλον εμείς οι δύο. Μοιραζόμασταν αστεία. Πώς θα μπορούσα να γράφω όλα αυτά τα γράμματα σε ένα ηλίθιο κορίτσι;» «Σταμάτησες να τα γράφεις» είπε εκείνη. «Σταμάτησες να μου γράφεις μόλις γνώρ... αλλά όχι, δεν είναι αυτό το θέμα. Κοίταξέ με.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
343
Πήρε το χέρι από το παλτό του. «Σε κοιτάζω όλη νύχτα» της είπε. «Είσαι η πιο όμορφη κοπέλα εδώ. Η πιο όμορφη κοπέλα στο Λονδίνο.» «Είμαι διαφορετική!» είπε εκείνη. «Είμαι εντελώς διαφορετική. Αλλά δεν το πρόσεξες. Έχω αλλάξει. Έχω μάθει. Όλοι οι άλλοι άντρες το πρόσεξαν. Αλλά όχι εσύ. Για σένα είμαι ακόμη η Κλάρα. Είμαι ακόμη η φίλη σου. Για σένα δεν είμαι γυναίκα.» «Μην είσαι παράλογη. Όλη νύχτα–» «Όλη νύχτα προσποιείσαι! Έχεις κάνει πρόβες, έτσι δεν είναι; Το καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει πάθος!» Είχε αρχίσει να υψώνει τη φωνή της, και ο Κλίβντον είδε τον κόσμο στη βεράντα να τους πλησιάζει χαλαρά. «Κλάρα, ίσως να–» «Μου αξίζει πάθος» είπε εκείνη. «Μου αξίζει να αγαπηθώ – με κάθε τρόπο. Μου αξίζει ένας άντρας που θα μου δώσει όλη του την καρδιά, όχι το κομμάτι της που δεν χρησιμοποιεί τώρα, το κομμάτι που δίνει στους φίλους του.» «Αυτό δεν είναι δίκαιο» είπε εκείνος. «Σ’ αγαπώ όλη μου τη ζωή.» «Σαν αδελφή!» Η νεκρή σκέψη πήδησε από τη γωνιά της και όρμησε στο μυαλό του. Την έδιωξε ξανά. «Δεν είναι μόνο αυτό» είπε. «Το ξέρεις ότι δεν είναι μόνο αυτό.» «Δεν είναι; Όπως και να ’χει, δεν με νοιάζει» είπε. Έριξε πίσω το κεφάλι της. Η Κλάρα πραγματικά έριξε πίσω το κεφάλι της. «Δεν μ’ ενδιαφέρει πλέον. Όταν είμαι μαζί σου, είναι το ίδιο σαν να είμαι με τον Χάρι. Όχι, είναι χειρότερα, γιατί τελευταία είσαι απίστευτα ανιαρός, κι εκείνος, όσο εκνευριστικός κι αν είναι, τουλάχιστον είναι διασκεδαστικός. Το ξέρω ότι εσείς οι άντρες είναι αναπόφευκτο να έχετε και άλλα ενδιαφέροντα – Αχ, γιατί να πασχίζω με ευφημισμούς; Και οι δύο ξέρουμε ότι μιλάμε για άλλες γυναίκες. Η μαμά μού το έμαθε αυτό. Υποτίθεται ότι το παραβλέπουμε.
344
LORETTA CHASE
Οι άντρες γεννιούνται έτσι και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Είχα σκοπό να το παραβλέψω.» «Κλάρα, σου ορκίζομαι–» «Μη» είπε εκείνη. «Δεν έχει νόημα πια. Αν δεν μπορείς να έρθεις για φαγητό όταν έχουμε κανονίσει, αν δεν μπαίνεις στον κόπο να στείλεις ένα μήνυμα – δυο λέξεις μόνο: “Συγγνώμη, Κλάρα. Κάτι προέκυψε”. Αλλά ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις. Αν πρόκειται να είναι έτσι –να είσαι σκεπτικός και αφηρημένος κάθε φορά που λαχταράς κάποια– ε, λοιπόν, δεν μπορώ να το αντέξω. Δεν θα το αντέξω, ούτε για τον τίτλο της Δούκισσας. Ούτε για τρεις τίτλους. Αξίζω περισσότερα από το ρόλο της ήσυχης συζύγου που αποδέχεται τα πάντα. Είμαι μία ενδιαφέρουσα γυναίκα. Διαβάζω. Έχω γνώμη. Εκτιμώ την ποίηση. Έχω αίσθηση του χιούμορ.» «Τα ξέρω όλα αυτά. Πάντα τα ήξερα.» «Αξίζω να αγαπηθώ, να αγαπηθώ πραγματικά – με μυαλό, σώμα και ψυχή. Και αν δεν το έχεις προσέξει, υπάρχει μία ολόκληρη στρατιά αντρών έτοιμη να μου τα δώσει όλα αυτά. Για ποιο λόγο να συμβιβαστώ με έναν άντρα που δεν μπορεί να μου δώσει τίποτε παραπάνω από φιλία; Για ποιο λόγο να συμβιβαστώ με εσένα;» Σήκωσε το κεφάλι της ψηλά και έφυγε ορμητικά. Και τότε συνειδητοποίησε ότι γύρω του επικρατούσε σιωπή. Κοίταξε προς την κατεύθυνση της Κλάρα. Τα παράθυρα ήταν γεμάτα με όσους καλεσμένους μπορούσαν να χωρέσουν. Το πλήθος έκανε άκρη καθώς πλησίασε και την άφησε να περάσει, όπως και έκανε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, με το κεφάλι ψηλά. Σκόρπια χειροκροτήματα ακούστηκαν από το πλήθος. Από μακριά, άκουσε μία κραυγή. Η Λαίδη Γουόρφορντ. Μετά άκουσε το βουητό του πλήθους από τον ενθουσιασμό του σκανδάλου. Η μουσική άρχισε και πάλι να παίζει, και ο κόσμος επέστρεψε στην αίθουσα χορού.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
345
Εκείνος όχι. Διέσχισε τη βεράντα, προσπερνώντας τα ζευγάρια που επέστρεφαν στις κρυμμένες γωνιές τους. Βγήκε στον κήπο, πέρασε την πύλη, πέρασε ένα διάδρομο και βγήκε στο δρόμο. Και τότε, επιτέλους σταμάτησε και κοίταξε γύρω του. Τότε συνειδητοποίησε ότι έτρεμε. Σήκωσε τα χέρια του και τα κοίταξε με απορία. Αυτό το πράγμα μέσα του, αυτό το πράγμα που είχε καταπνίξει και καταπιέσει, ξύπνησε πάλι και χόρευε με χαρά. Ο Δούκας του Κλίβντον στάθηκε και ανέπνευσε το δροσερό νυχτερινό αεράκι, και κατάλαβε γιατί έτρεμε. Ένιωθε σαν κάποιον που είχε ανέβει τα σκαλοπάτια για την κρεμάλα, είχε αισθανθεί το σχοινί να περνάει στο λαιμό του και να πέφτει στους ώμους του, είχε ακούσει τον ιερέα να προσεύχεται για τη σωτηρία της ψυχής του, είχε νιώσει την κουκούλα να καλύπτει το κεφάλι του– –και την τελευταία στιγμή, την πλέον τελευταία στιγμή, είχε έρθει η λύτρωση. *** Κόντευε να ξημερώσει όταν ήρθε σπίτι η Σοφί. Η Μαρσλίν, που κοιτούσε το σκοτάδι ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, σηκώθηκε όταν την άκουσε να ανεβαίνει τη σκάλα. Η Σοφί είχε πάει στη δεξίωση. Ο Κλίβντον θα έκανε πρόταση γάμου, και όλος ο κόσμος έπρεπε να μάθει τι φορούσε η Λαίδη Κλάρα, καθώς και ποιος το είχε φτιάξει. Η Σοφί, φυσικά, δεν είχε πάει για να μάθει τι φορούσε η Λαίδη Κλάρα. Ήξεραν ήδη την κάθε λεπτομέρεια, όχι μόνο του φορέματος αλλά και των αξεσουάρ. Η Σοφί είχε πάει γιατί, σε αντάλλαγμα για το αρκετό χώρο που ήθελε στην αυριανή –στη σημερινή, δηλαδή– Πρωινή Έκδοση, ο Τομ Φοξ ήθελε πληροφορίες εκ των έσω. Από έναν αυτόπτη μάρτυρα.
346
LORETTA CHASE
Σε καμία περίπτωση δεν ήταν η πρώτη φορά που η Σοφί είχε μπει σε κάποιο μεγαλοπρεπές σπίτι για το σκοπό αυτό. Οι οικοδεσπότες συχνά χρειάζονταν επιπρόσθετο προσωπικό για μεγάλα γεγονότα. Υπήρχαν ευυπόληπτα πρακτορεία που κάλυπταν αυτή την ανάγκη. Η Σοφί ήταν γραμμένη σε όλα τα πρακτορεία, με διαφορετικό όνομα φυσικά. Ήξερε πώς να εξυπηρετεί τους ανωτέρους της. Το έκανε από την ηλικία της Λούσι. Και ήξερε πώς να χάνεται στο πλήθος. Άλλωστε ήταν μία Νουαρό. «Όλα εντάξει» είπε η Σοφί καθώς έβγαλε το παλτό της. «Δεν πήγε ακριβώς όπως περίμενα, αλλά το φρόντισα.» «Δεν πήγε όπως περίμενες» επανέλαβε η Μαρσλίν. «Αρνήθηκε να τον παντρευτεί.» «Θεέ μου.» Το στήθος της Μαρσλίν σφίχτηκε. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. Ήταν μπερδεμένη. Ανακούφιση. Απόγνωση. «Τι;» ακούστηκε η φωνή της Λιόνι από πίσω της. Η Μαρσλίν και η Σοφί στράφηκαν. Η Λιόνι στεκόταν μπροστά στην ανοικτή πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. Δεν είχε μπει στον κόπο να βάλει μία ρόμπα, και το σκουφάκι ύπνου της –ένας υπέροχος αφρός από κορδελάκια και δαντέλα– κρεμόταν επικίνδυνα από τη μία πλευρά του κεφαλιού της. Είχε το κοιμισμένο βλέμμα κάποιου που δεν έχει ξυπνήσει ακόμη. Τουλάχιστον κάποιος είχε κοιμηθεί απόψε. «Η Λαίδη Κλάρα αρνήθηκε να τον παντρευτεί» είπε η Σοφί. «Τα είδα όλα. Τη φλέρταρε τόσο όμορφα. Ήταν λες και την έβλεπε πρώτη φορά και δεν είχε μάτια για καμία άλλη. Ήταν τόσο ρομαντικό, σαν να ήταν βγαλμένο από μυθιστόρημα – αλήθεια, μια και όλοι ξέρουμε ότι οι άντρες, γενικώς, δεν είναι και πολύ ρομαντικοί.» «Τι συνέβη, όμως;» είπε η Λιόνι. «Ακούγεται τέλειο.» «Έμοιαζε τέλειο. Ήμουν σε καλή θέση, δίπλα στα ανοιχτά παράθυρα, και ο άνεμος μετέφερε ιδανικά τις φωνές
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
347
τους. Όταν του είπε όχι, σας το ορκίζομαι, έμεινα πραγματικά με το στόμα ανοιχτό. Δεν ξέρω πού βρήκε το κουράγιο να του αρνηθεί, αλλά το έκανε, ρητά και ξεκάθαρα. Το άκουσαν όλοι. Έτυχε να έχει σταματήσει η μουσική εκείνην τη στιγμή, και άλλοι που βρίσκονταν κοντά στη βεράντα το άκουσαν, και τα νέα διαδόθηκαν απίστευτα γρήγορα. Το επόμενο δευτερόλεπτο, η σιωπή ήταν τόσο έντονη, που και καρφίτσα να έπεφτε θα την άκουγες. Όλοι πάσχιζαν να ακούσουν – και μερικοί σπρώχνονταν για να πλησιάσουν στο παράθυρο.» Η Μαρσλίν κρέμασε τους ώμους της. «Ωχ, όχι.» «Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας» είπε χαρωπά η Σοφί. «Είδα αμέσως τι έπρεπε να κάνω, και το έκανα, και όλα θα πάνε μία χαρά. Σας παρακαλώ, επιστρέψτε στα κρεβάτια σας. Δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτε απολύτως. Θα έχω τις αποδείξεις το πρωί, και θα δείτε και με τα μάτια σας. Προς το παρόν όμως, γλυκιές μου, πρέπει να κοιμηθώ. Είμαι πτώμα.»
Κεφάλαιο 16 Εάν, μερικά χρόνια πριν, οι γείτονές μας μάς αποκαλούσαν περιφρονητικά ένα έθνος εμπόρων, πιστεύουμε ότι τώρα οφείλουν να μας αναγνωρίσουν ότι είμαστε έμποροι με γούστο: είναι προφανές ότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία κομψοτεχνημάτων, όσο στα διάφορα καταστήματα του Λονδίνου. – Η βίβλος των επαγγελμάτων της Αγγλίας και η εγκυκλοπαίδεια των χρήσιμων τεχνών, 1818 Οκτώ το πρωί Σαββάτου Αν και είχε πάει για ύπνο λίγο πριν, η Σοφί κατέβηκε βιαστικά για πρωινό μόλις λίγα λεπτά μετά τις αδελφές της. Κρατούσε το τελευταίο φύλλο της Πρωινής Έκδοσης του Φοξ και χαμογελούσε. «Σας το είπα ότι τα κατάφερα» είπε. «Ολόκληρη η στήλη είναι αφιερωμένη στο φόρεμα που φορούσε η Λαίδη Κλάρα –ή η Λαίδη “Κ”, όπως διακριτικά την ονομάζει ο Φοξ– στη δεξίωση της Μπράουνλοους.» Κάθισε, και άρχισε να διαβάζει δυνατά «“Λευκή μεταξωτή φόδρα, κορσές με χαμηλό ντεκολτέ”.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
349
Η Μαρσλίν σταμάτησε ενώ έφερνε τον καφέ στα χείλη της. Χρειαζόταν καφέ. Δεν είχε κοιμηθεί. «Προφανώς έδωσες στον Τομ Φοξ αυτό που ήθελε.» «Κι εκείνος μου έδωσε άπλετο χώρο» είπε θριαμβευτικά η Σοφί. Η Λιόνι τής άρπαξε την εφημερίδα από τα χέρια. «Για να δω. “Ανοικτό φόρεμα από ροζ κρεπ… κορσές… κατεβαίνει με κατά μήκος πτυχές σε κάθε πλευρά”.» Κοίταξε τη Μαρσλίν. «Συνεχίζει, σαν περιγραφή πατρόν. Μέχρι τα παπούτσια. Χριστέ μου, τι, στο καλό, του έκανες, Σοφί; Όχι, άσε. Δεν μας αφορά.» «Σας είπα ότι θα τα φρόντιζα όλα» είπε η Σοφί. «Άσε την υπόλοιπη περιγραφή. Ξέρετε πολύ καλά τι φορούσε.» Έδειξε με το δάχτυλό της. «Από εδώ ξεκίνα.» Η Λιόνι διάβασε: «“Θα αναρωτιέστε, αγαπητοί αναγνώστες, γιατί περιγράφουμε με κάθε λεπτομέρεια το ντύσιμο της όμορφης καλεσμένης. Έχουμε, όμως, την εντύπωση πως τίποτε λιγότερο δεν θα αρκούσε για ένα φόρεμα που ενέπνευσε στην ιδιοκτήτριά του όχι μόνο την αυτοπεποίθηση να αρνηθεί την πρόταση γάμου ενός Δούκα, αλλά και να το κάνει με την ποιητική φλόγα που το έκανε, γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ο τρόπος με τον όποιον απέρριψε τόσο ανένδοτα την πρότασή του.» Και μετά ακολουθούσαν τα απορριπτικά λόγια της Κλάρα. Στο πλαίσιο αυτό έμοιαζε σαν σκηνή από μυθιστόρημα της Λαίδης Μόργκαν. Η Μαρσλίν άφησε κάτω την κούπα της και έτριψε το κεφάλι της. «Αυτός είναι ο Δούκας του Κλίβντον. Αυτή τον αγαπάει. Δεν τον ξεπερνάει κανείς στην αποπλάνηση γυναικών – και τα θαλάσσωσε. Αντίο Δούκισσα του Κλίβντον.» «Αντίο στη Δούκισσα ίσως» είπε η Σοφί. «Μπορεί να του πάρει λίγο καιρό να βρει άλλη. Αλλά δες τη θετική πλευρά. Η Λαίδη Κλάρα θα ξανάρθει στον Οίκο Νουαρό. Αντιλαμ-
350
LORETTA CHASE
βάνεται τι κάνουμε για εκείνην. Διάβασες τι του είπε. “Είμαι διαφορετική”.» «Και οι φίλες της θα έρθουν» είπε η Λιόνι. «Όλες οι γυναίκες που ήταν στη δεξίωση θα θέλουν να δουν τις δημιουργίες που μπορούν να δώσουν σε μία γυναίκα τέτοια αυτοπεποίθηση, ώστε να απορρίψει ένα Δούκα. Σοφί, αγάπη μου, ξεπέρασες τον εαυτό σου.» «Η Λιόνι έχει δίκιο» είπε η Μαρσλίν. «Εξαιρετική δουλειά, αγάπη μου. Πανέξυπνο, πραγματικά. Εγώ θα είχα μείνει στήλη άλατος με το στόμα ανοιχτό και το μυαλό άδειο. Εσύ, όμως, βρήκες τον τρόπο να το εκμεταλλευτείς προς όφελός μας, όπως πάντα.» «Το μυαλό σου δεν είναι ποτέ άδειο» είπε η Σοφί. «Όλες μπορούμε να σκεφτούμε γρήγορα. Και αυτό ήταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο. Τώρα, όμως, πρέπει να τους δώσουμε κάτι να δουν. Ποιο φόρεμα θα βάλουμε στη βιτρίνα;» «Αυτό άσ’ το σε μένα και στη Μαρσλίν» είπε η Λιόνι. «Εσύ χρειάζεσαι ξεκούραση. Όλοι θα μιλάνε για τη χθεσινή νύχτα, και οι άλλες σκανδαλοθηρικές εφημερίδες θα τρέξουν να αντιγράψουν το άρθρο. Μέχρι το απόγευμα θα έχει κάνει το γύρο όλου του Λονδίνου. Έχουμε μία μεγάλη μέρα μπροστά μας, κι εσύ έχεις κοιμηθεί μόλις λίγες ώρες.» Η Μαρσλίν δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, αλλά δεν χρειαζόταν να το μάθουν. Είχε μείνει ξύπνια στο κρεβάτι της, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι είχε κάνει το σωστό, το μόνο που μπορούσε να κάνει. Αν υπήρχε εναλλακτική λύση, θα την είχε αρπάξει. Αλλά δεν υπήρχε: Εκείνη και οι αδελφές της είχαν αφιερωθεί στο να κερδίσουν την αφοσίωση της Λαίδης Κλάρα. Είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να την κάνουν ακόμα καλύτερη απ’ ό,τι η ίδια πίστευε πως ήταν. Ο Κλίβντον έπρεπε να παντρευτεί τη Λαίδη Κλάρα, αλλιώς όλη αυτή η δουλειά θα πήγαινε χαμένη.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
351
Για να κερδίσει τη Λαίδη Κλάρα, είχε πάει η Μαρσλίν στο Παρίσι, όσο τρελό κι αν ήταν το σχέδιο. Η Δούκισσα του Κλίβντον ήταν ο δρόμος προς την επιτυχία τους. Αυτή θα τελείωνε την κυριαρχία της Κακόγουστης. Και τότε αυτή η ξεροκέφαλη ανίκανη που αυτοαποκαλείτο μοδίστρα δεν θα είχε πια τη δύναμη να τις υπονομεύει. Αυτό ήταν το σχέδιο. Η Δούκισσα του Κλίβντον ήταν ο βασικός τους στόχος. Η Λαίδη Κλάρα δεν θα γινόταν Δούκισσα του Κλίβντον – όχι μετά από αυτά τα λόγια, και μάλιστα μπροστά σε κόσμο. Η Σοφί, όμως, τις είχε σώσει, πράγμα που σήμαινε ότι το αρχικό σχέδιο να κατακτήσουν τη βιομηχανία μόδας του Λονδίνου παρέμενε εν ισχύ. Τα αισθήματα της Μαρσλίν δεν χωρούσαν. Τα αισθήματά της ήταν δικό της πρόβλημα. Η Σοφί, από την άλλη, είχε περάσει τη νύχτα όρθια, δουλεύοντας, μετά από μία ολόκληρη μέρα στο μαγαζί, όρθια, δουλεύοντας. «Οφείλω να ομολογήσω ότι η βραδιά ήταν πιο συναρπαστική απ’ ό,τι περίμενα» είπε η Σοφί. «Σας είπα ότι είχα πιάσει καλή θέση δίπλα στα παράθυρα, απ’ όπου άκουγα τα πάντα. Κανείς δεν με πρόσεξε. Κανείς δεν προσέχει τους υπηρέτες. Μετά, όταν έφευγα, έπεσα πάνω στο Λόρδο Λόνγκμορ.» Η Μαρσλίν και η Λιόνι την κοίταξαν με τα φρύδια σηκωμένα. «Όχι στην κυριολεξία» είπε η Σοφί. «Αλλά ήταν μπροστά μου. Περίμενα ότι θα με αγνοούσε και θα συνέχιζε να περπατάει όπως όλοι τους, σαν να μην υπήρχα. Εξάλλου, οι υπηρέτες, όπως και οι έμποροι, δεν υπάρχουν. Εκείνος, όμως, σταμάτησε και είπε: “Τι κάνεις εσύ εδώ;” Έπαθα σοκ, αλλά δεν έδειξα τίποτε. “Δουλεύω, κύριε” είπα με την καλύτερη φωνή υπηρέτριας – ξέρετε, αυτήν με την υποψία προφοράς από το Λάνκσαϊρ. “Τι, σ’ έδιωξαν από το μαγαζί;” είπε αυ-
352
LORETTA CHASE
τός. “Ποιο μαγαζί;” είπα εγώ. Και τότε, με όσο περισσότερο σεβασμό μπορούσα, είπα ότι μάλλον με είχε μπερδέψει με κάποιαν άλλη κοπέλα. Αλλά δεν άκουγε τίποτε. Με κοίταξε έντονα, και ήμουν σίγουρη ότι θα συνέχιζε την ανάκριση και θα με πρόδιδε, αλλά τότε η μητέρα του άρχισε να τσιρίζει, και κατευθύνθηκε απηυδισμένος προς το μέρος της.» «Καλά θα κάνεις να τον προσέχεις αυτόν» είπε αμέσως η Μαρσλίν. «Δεν είναι τόσο βλάκας όσο φαίνεται, και το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε είναι να μπλέξει άλλη μία από μας με έναν αριστοκράτη.» «Δεν νομίζω ότι θέλει να μπλέξει μαζί μου» είπε η Σοφί. «Νομίζω ότι θέλει να πάμε όλες στο διάβολο. Νομίζω ότι μπορεί και να πιστεύει ότι είμαστε ο διάβολος.» «Ας ελπίσουμε να μην έχουν την ίδια γνώμη οι κυρίες της Υψηλής Κοινωνίας» είπε η Λιόνι. «Δεν πρόκειται» είπε η Σοφί. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Λέω να επιστρέψω στο κρεβάτι μου. Αλλά μη με αφήσετε να κοιμηθώ πολύ. Δεν θέλω να χάσω τη διασκέδαση. Α, και εγώ στη θέση σας θα έβαζα το γκρι φόρεμα στη βιτρίνα.» *** Κατάστημα Ντόουνς, αργότερα την ίδια μέρα Η κυρία Ντόουνς κοίταξε σκυθρωπά το φόρεμα που ήταν απλωμένο πάνω στον πάγκο. «Πόσα είναι μαζί με αυτό;» ρώτησε την Όουκς, την αρχι-μοδίστρα της. «Έξι» είπε η Όουκς. «Η Λαίδη Γκορέλ μού το πέταξε στη μούρη» είπε η κυρία Ντόουνς. «Σοκαριστικό, Μαντάμ.» Η Όουκς, που είχε δει το συμβάν, δεν είχε σοκαριστεί καθόλου. Αν είχε μάθει κι εκείνη ότι είχε πληρώσει πανάκριβα για ένα φόρεμα ολόιδιο με ένα
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
353
που είχαν δει οι φίλες της στο Θέατρο Γκόβεντ Γκάρντεν πέρυσι, με τον ίδιο τρόπο θα είχε αντιδράσει. Η Όουκς είχε προειδοποιήσει την εργοδότη της. Όταν είχε δει τα σχέδια –που υποτίθεται ότι είχαν σταλεί από τη συνεργάτιδα της Μαντάμ στο Παρίσι–, της είχε τονίσει ότι τα μανίκια ήταν περσινού στιλ. Η κυρία Ντόουνς είχε υποθέσει είτε πως η Όουκς ήταν ηλίθια είτε πως οι πελάτισσές της δεν θα το πρόσεχαν. Πολλές από αυτές, συνηθισμένες να την εμπιστεύονται ανεπιφύλακτα, όντως δεν το πρόσεξαν. Στην αρχή. Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους. Τα φορέματα ήταν αλησμόνητα. Μόνο μία μοδίστρα στο Λονδίνο έφτιαχνε τέτοια αξέχαστα ρούχα, και αυτή δεν ήταν η κυρία Ντόουνς. Οι πελάτισσές της μπορεί να ήταν άσχετες, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο και για όλες τις φίλες και τους συγγενείς τους. Κάποια θυμόταν να έχει δει ένα τέτοιο φόρεμα σε κάποιο δείπνο, στο θέατρο, στο Χάιντ Παρκ, και λοιπά. Από μία ντουζίνα παραγγελίες, έξι ιδιοκτήτριες είχαν επιστρέψει τις αγορές τους έως τώρα, εξοργισμένες που πλήρωσαν τόσα χρήματα όχι απλά για αντίγραφα, αλλά για αντίγραφα της περσινής μόδας. Της Μαντάμ τής την είχαν φέρει, χωρίς αμφιβολία, και μάλιστα καταπληκτικά. Η Όουκς αναρωτήθηκε πόσο είχε πληρώσει η εργοδότριά της για παλιά σχέδια, και πόσες πελάτισσες θα έχανε καθώς τα νέα θα μαθαίνονταν. Είχε έρθει η ώρα να ψάξει για άλλη δουλειά, σκέφτηκε η αρχι-μοδίστρα. *** Όπως το περίμενε ο Κλίβντον, στο μαγαζί επικρατούσε το αδιαχώρητο εκείνη την ημέρα. Πέρασε από μπροστά καθώς πήγαινε στη Λέσχη Γουάιτ, και ξανά πηγαίνοντας στο υποδηματοπωλείο, στο καπελάδικο, στην κάβα και σε άλλα μαγαζιά. Είχε ψωνίσει πράγματα
354
LORETTA CHASE
που δεν χρειαζόταν, απλά και μόνο για να μείνει στην οδό Σεν Τζέιμς. Περίμενε να διαλυθεί το ενθουσιώδες πλήθος στον Οίκο Νουαρό. Είχε διαβάσει την Πρωινή Έκδοση, όπως και η πλειονότητα της Υψηλής Κοινωνίας προφανώς. Δεν είχε εκπλαγεί που ο Φοξ είχε μάθει τι είχε συμβεί. Αυτό ήταν το ταλέντο του, άλλωστε. Οι λεπτομέρειες, όμως, ήταν άλλο θέμα. Προφανώς, ο Φοξ είχε στείλει έναν κατάσκοπο ανάμεσά τους. Ο κατάσκοπος αυτός, κατέληξε τελικά ο Κλίβντον, δεν μπορεί να ήταν άλλος παρά η δεσποινίς Σοφία. Η γραφή είχε το συνηθισμένο της στιλ: η περιστροφή του θέματος γύρω από το φόρεμα, η στοργική περιγραφή του, η διακεκριμένη αναφορά στον οίκο που το έφτιαξε, και φυσικά το δράμα. Καθαρή Σοφία. Και για να είχε όλα αυτά έτοιμα για την πρωινή έκδοση, θα έπρεπε να ήταν εκεί. Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν ανακουφιστικό. Η μοναδική μεγάλη του ανησυχία ήταν ότι η χθεσινή πανωλεθρία θα σήμαινε το τέλος του Οίκου Νουαρό. Ο κόσμος θα κατηγορούσε την κυρία Νουαρό που τον παρέσυρε, και θα την περιφρονούσαν, όπως τον είχε επανειλημμένως προειδοποιήσει. Η Κλάρα δεν θα πήγαινε ποτέ ξανά στο μαγαζί και η κυρία Νουαρό θα στιγματιζόταν ως αντροχωρίστρα και ελευθέρων ηθών. Από εδώ και στο εξής, οι κυρίες δεν θα ήθελαν καμία σχέση μαζί της. Όμως, σήμερα, οι κυρίες παρέλαυναν ασταμάτητα από το μαγαζί της, κατεβαίνοντας από τις άμαξές τους και κοιτώντας στις βιτρίνες πριν μπουν μέσα. Μ’ αυτό το ρυθμό, θα χαλούσαν το κουδούνι. …ένα φόρεμα που ενέπνευσε στην ιδιοκτήτριά του όχι μόνο την αυτοπεποίθηση να αρνηθεί την πρόταση γάμου ενός Δούκα, αλλά και να το κάνει με την ποιητική φλόγα… Το θράσος τους ξεπερνούσε κάθε όριο. Κλασικό. Το θράσος των Νουαρό ξεπερνούσε τα πάντα.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
355
Και όπως οτιδήποτε έκαναν, το άρθρο ήταν πραγματικά καλογραμμένο. Θα ήθελε να αγκαλιάσει τη Σοφία, αλλά δεν ήταν η Σοφία αυτή που σκεφτόταν πρώτα απ’ όλα. Δεν ήταν η Σοφία αυτή που τον κρατούσε ξύπνιο όλη τη νύχτα. Δεν ήταν η Σοφία αυτή που τον έκανε να σηκώνεται και να περπατάει πάνω-κάτω και να διαφωνεί με τον εαυτό του. Επί ματαίω. Από την ώρα που είχε φύγει από τη δεξίωση, από την ώρα που είχε σταθεί στο πεζοδρόμιο και είχε συνειδητοποιήσει γιατί έτρεμε, είχε καταλάβει ότι μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να βάλει ένα τέλος σ’ αυτήν τη φάρσα. Έτσι, περίμενε μέχρι που έδυσε ο ήλιος και οι κυρίες είχαν πάει στα σπίτια τους για να ετοιμαστούν για την καθιερωμένη βόλτα στο Χάιντ Παρκ. Και τότε διέσχισε την οδό Σεν Τζέιμς και μπήκε στον Οίκο Νουαρό. *** Το κουδούνι του μαγαζιού χτύπησε, και η Μαρσλίν σκέφτηκε, Δεν θα πάνε ποτέ σπίτια τους; Χαιρόταν, φυσικά. Ήταν μία μέρα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη – ούτε καν με την ημέρα που γύρισε από το Παρίσι και οι κυρίες είχαν έρθει να θαυμάσουν το μπεζ φόρεμα. Σήμερα είχαν έρθει ορδές γυναικών. Στο παλιό τους μαγαζί δεν θα χωρούσαν με τίποτα. Όπως είχαν τα πράγματα, έπρεπε να προσλάβει τουλάχιστον ακόμα έξι μοδίστρες αμέσως, αλλιώς δεν θα τελείωναν ποτέ όλες τις παραγγελίες μέχρι τις ημερομηνίες που είχαν υποσχεθεί. Όλα αυτά σκεφτόταν πριν σηκώσει το βλέμμα της από το δίσκο με τα κορδελάκια που τακτοποιούσε και κοιτάξει προς την πόρτα. Η καρδιά της χτύπησε επίπονα δυνατά.
356
LORETTA CHASE
Ο κύριος μπήκε μέσα, σταμάτησε και κοίταξε γύρω του. Το έκανε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έκαναν όλοι οι κύριοι όταν έμπαιναν σ’ ένα μαγαζί για πρώτη φορά: κοίταζαν χαλαρά γύρω τους, αξιολογούσαν αυτό που έβλεπαν, αποφάσιζαν αν άξιζε την προσοχή τους και δεν έδιναν καμία σημασία στην ταπεινή έμπορο πίσω από τον πάγκο. Αυτή, όμως, δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαινε στο μαγαζί και αυτός δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε κύριος. Ήταν ο Κλίβντον, ψηλός και υπερόπτης, με το καπέλο του γερμένο ακριβώς όσο έπρεπε, και τις μαύρες μπούκλες του να βγαίνουν κάτω από το γείσο. Κρατούσε ένα χρυσοποίκιλτο μπαστούνι, και όταν σταμάτησε να επιθεωρήσει το μαγαζί, ακούμπησε και τα δύο χέρια σ’ αυτό. Τα καφέκίτρινα γάντια του τού εφάρμοζαν τέλεια. Έβλεπε το περίγραμμα των κλειδώσεών του. Τα χέρια του· τα χέρια του. Θυμήθηκε το χέρι του να χαϊδεύει την πλάτη της. Να αγκαλιάζει το πρόσωπό της. Να γλιστράει πάνω στο στήθος της. Να χώνεται ανάμεσα στα πόδια της. Αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος κύριος, κάθε έμπορος θα είχε βγει πίσω από τον πάγκο για να τον εξυπηρετήσει προσωπικά και αποκλειστικά. Έμεινε εκεί που ήταν και κρατήθηκε από τον πάγκο. «Καλησπέρα, Υψηλότατε» είπε. «Καλησπέρα, κυρία Νουαρό.» Έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε. Έκανε κι εκείνη μία μικρή υπόκλιση. Ακούμπησε το καπέλο του σε μία καρέκλα, πλησίασε την κούκλα και επιθεώρησε το φόρεμα. Ήταν φτιαγμένο από σκούρο γκρι τούλι, ένα χρώμα που λεγόταν «Λονδρέζικος Καπνός» και ερχόταν σε πολύ όμορφη αντίθεση με την πληθωρική ροζ μεταξωτή φόδρα. Κεντημένα τριαντάφυλλα και φύλλα κοσμούσαν το κάτω μέρος. «Μοιάζει πολύ… γαλλικό» είπε.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
357
«Πάντα ντύνω το μανεκέν πιο εντυπωσιακά και εξεζητημένα απ’ ό,τι θα έντυνα τις πελάτισσές μου» είπε εκείνη. «Αφού έχουν δει τι φοράει η κούκλα, έχουν λιγότερες πιθανότητες να πάθουν υστερία όταν τους προτείνω κάτι πιο συναρπαστικό απ’ ό,τι έχουν συνηθίσει.» Εκείνος χαμογέλασε και πλησίασε τον πάγκο. «Πόσο ταιριαστό» είπε. «Κι εσείς είστε κάτι πιο συναρπαστικό απ’ ό,τι έχουν συνηθίσει κάποιοι από εμάς.» «Όχι κάποιοι» είπε εκείνη. «Όλοι σας. Ο Οίκος Νουαρό δεν είναι κάτι συνηθισμένο.» «Συμφωνώ απολύτως» είπε εκείνος. «Χάρηκα που η δεσποινίς Σοφία εκμεταλλεύτηκε προς όφελός σας τη χθεσινή πανωλεθρία. Αλλά, φυσικά, δεν περίμενα τίποτε λιγότερο.» «Εγώ περίμενα πολύ περισσότερα από εσάς» είπε η Μαρσλίν. «Τα κάνατε θάλασσα.» «Ναι» είπε εκείνος. «Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Ζητούσα από τη λάθος γυναίκα να με παντρευτεί.» Της φάνηκε πως η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει. Ζαλιζόταν. Εκείνος πήγε στην πόρτα και γύρισε το ταμπελάκι στο «Κλειστό». «Δεν έχουμε κλείσει» είπε εκείνη. Η φωνή της έμοιαζε να έρχεται από χιλιόμετρα μακριά. «Αρκετά δουλέψατε για σήμερα» της είπε. «Δεν καθορίζετε εσείς πόσο είναι αρκετό» του απάντησε. Επέστρεψε στον πάγκο. «Βγες από εκεί πίσω» είπε. «Αποκλείεται.» Χαμογέλασε. Μόνο αυτό. Αλλά το χαμογέλασε δεν έλεγε τίποτε. Οι πάντες χαμογελούσαν. Αυτό που έκανε εκείνος – μόνο η Σοφί θα μπορούσε να βρει τις κατάλληλες λέξεις. Το όμορφο στόμα του γύρισε προς τα επάνω, ελαφρώς στραβά, και τα πράσινα μάτια του την κοίταξαν με μία ευδιάθετη τρυφερότητα, που όρμησε κατευθείαν στην καρδιά της
358
LORETTA CHASE
που χτυπούσε σαν τρελή, και την αφόπλισε, αφήνοντάς την ευάλωτη και ανεπαρκή. «Χρειάζομαι όσους περισσότερους πελάτες μπορώ να έχω» είπε. «Δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι η Λαίδη Κλάρα θα έρθει ξανά–» «Το ξέρεις ότι θα έρθει. Για περισσότερα φορέματα που θα της δώσουν τη δύναμη να τα βάλει με ανόητους άνδρες.» «–και μια και δεν θα υπάρξει Δούκισσα του Κλίβντον στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει να αναπληρώσω την απώλεια με κατώτερους θνητούς.» «Σκεφτόμουν» είπε εκείνος «ότι εσύ θα έπρεπε να γίνεις η Δούκισσα του Κλίβντον.» Για ένα λεπτό έμεινε άφωνη για πρώτη φορά στη ζωή της, παρόλο που είχε διαισθανθεί τι θα ακολουθούσε. Και πάλι όμως, όσο καλό και να ήταν το ένστικτό της, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Νόμιζε ότι δεν είχε ακούσει καλά. Ή ότι την κορόιδευε. Ήταν κουρασμένη. Ήταν μία μεγάλη, πολύ κουραστική μέρα μετά από μία άυπνη, άθλια νύχτα – αφού είχε ακούσει τα νέα από τη Σοφί και δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει από ανακούφιση, ή να κλάψει από απελπισία, για όλα της τα σχέδια και ό,τι είχε περάσει. Όλα για το τίποτα. Είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, και είχε πληρώσει ένα τίμημα πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί. Τότε, όταν η Σοφί ήρθε και τους είπε τι είχε συμβεί, η Μαρσλίν κοίταξε γύρω της όλες της τις ελπίδες και τα όνειρα για το μέλλον τους να γίνονται κομμάτια. Πήρε μία βαθιά ανάσα. Δεν ήταν αρκετό. Έπρεπε να καθίσει. Έπρεπε να πιει κάτι δυνατό. Είπε: «Έχεις χάσει τα λογικά σου;» Εκείνος απάντησε: «Τα λογικά μου, δεν ξέρω. Την καρδιά μου, ναι.» Πάσχισε να συγκεντρωθεί. «Ξέρω τι είναι αυτό. Υπέστη πλήγμα ο εγωισμός σου. Ήταν μία όμορφη κοπέλα, αυτή που αγαπούσες όλη σου τη ζωή–»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
359
«Σαν αδελφή. Είχε δίκιο. Είχες δίκιο.» «Είσαι ακόμη σοκαρισμένος» είπε εκείνη. «Θυμωμένος, τολμώ να πω. Σε εξευτέλισε. Μπροστά σε όλους. Ο κόσμος τη χειροκρότησε, απ’ ό,τι καταλαβαίνω.» «Η δεσποινίς Σοφία σού το είπε αυτό; Συμπέρανα από τη σημερινή Πρωινή Έκδοση ότι ήταν εκεί. Το στιλ της είναι χαρακτηριστικό.» Δεν μπορούσε να του επιτρέψει να της αποσπάσει την προσοχή. «Το θέμα είναι ότι εκδικείσαι.» «Την Κλάρα; Μην είσαι ανόητη. Είχε απόλυτο δίκιο. Ήξερε ότι δεν το έκανα με την καρδιά μου. Ακολούθησα τις οδηγίες σου κατά γράμμα. Ακριβώς όπως ακολουθεί κάποιος οδηγίες. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Θα έπρεπε να γίνεται από μόνο του, γιατί δεν αντέχεις οτιδήποτε άλλο.» «Σταμάτα» είπε εκείνη. «Σταμάτα αμέσως.» Έπρεπε να φύγει τρέχοντας, όπως έφευγαν τρέχοντας οι πρόγονοί της από τις δυσκολίες. Έπρεπε να φύγει τρέχοντας, γιατί κάθε πόρος της λαχταρούσε να πει ναι. Και αυτός ήταν ο πιο γρήγορος δρόμος για την αυτoκαταστροφή. «Όταν έφυγα από τη δεξίωση, έτρεμα ολόκληρος» είπε. Χαμήλωσε το βλέμμα στα χέρια του, στα όμορφα καφέ-κίτρινα γάντια του. Τα ακούμπησε στον πάγκο. Τα δικά της χέρια, που κρατιούνταν ακόμη από τον πάγκο, δεν απείχαν πολύ. Λίγο να τα κουνούσε, θα τον άγγιζε. Τα κράτησε εκεί που ήταν. «Συνειδητοποίησα ότι ο λόγος ήταν πως είχα κοντέψει να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου» είπε. «Ένα λάθος που θα είχε καταστρέψει δύο ζωές. Συνειδητοποίησα ότι η Κλάρα με είχε σώσει. Μας είχε σώσει και τους δύο. Είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ο σύζυγος που της αξίζει. Για μένα δεν υπάρχει καμία εκτός από σένα.» Μην το κάνεις αυτό, μην το κάνεις αυτό, μην το κάνεις αυτό. Είχε ένα βάρος στο στήθος. Δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει. «Μην είσαι ανόητος» του είπε.
360
LORETTA CHASE
«Άκουσέ με» είπε εκείνος. «Όχι, γιατί δεν σκέφτεσαι.» «Δεν κάνω και τίποτε άλλο» είπε αυτός. «Χθες τη νύχτα, όλη μέρα σήμερα, ενώ ανεβοκατέβαινα την οδό Σεν Τζέιμς, περιμένοντας να φύγει το πλήθος για να σου μιλήσω. Είχα άπλετο χρόνο να το ξανασκεφτώ, και δεν άλλαξα γνώμη. Το αντίθετο, μάλλον. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο πιο σίγουρος ένιωθα. Σ’ αγαπώ, Μαρσλίν.» Σταμάτησε. «Είπες ότι μ’ αγαπούσες.» Δεν θα σταματούσε. Δεν θα τα παρατούσε. Ήταν ξεροκέφαλος. Δεν το είχε ήδη μάθει αυτό, ξανά και ξανά; Όταν ήθελε κάτι, το κυνηγούσε, αφοσιωνόταν σ’ αυτό, και δεν δίσταζε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο. Με άλλα λόγια, ήταν σαν αυτήν. Τι ειρωνεία. Πήρε τα χέρια της από τον πάγκο και τα σταύρωσε αμυντικά. «Σου είπα ότι αυτό δεν έχει σημασία» είπε. «Δεν μπορείς να με παντρευτείς. Είμαι μία έμπορος. Δεν μπορείς να παντρευτείς μία έμπορο.» «Ευγενείς έχουν παντρευτεί εταίρες» είπε εκείνος. «Έχουν παντρευτεί τις οικονόμους τους και τις γκουβερνάντες τους.» «Και ποτέ δεν έχει καλή εξέλιξη» είπε εκείνη. Όταν οι ευγενείς παντρεύονταν κάποια πολύ κατώτερή τους, το πλήρωναν οι σύζυγοι και τα παιδιά. Γίνονταν παρίες. Ζούσαν στο μεταίχμιο, ανήμποροι να επιστρέψουν στον παλιό τους κόσμο και περιφρονημένοι στον καινούριο. «Δεν το πιστεύω ότι το βρίσκεις λογικό.» «Το ξέρεις ότι είναι το μόνο λογικό» είπε εκείνος. «Σ’ αγαπώ. Θέλω να σου δώσω τα πάντα. Θέλω να δώσω στη Λούσι ό,τι χρειάζεται – όχι απλά κούκλες και όμορφα ρούχα και μόρφωση, αλλά έναν πατέρα. Ξέρω ότι το μαγαζί είναι το πάθος σου και θα σε σκότωνε να το εγκαταλείψεις – αλλά δεν χρειάζεται. Το σκέφτηκα και αυτό. Για να είμαι ειλι-
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
361
κρινής, σκέφτομαι το μαγαζί σου εδώ και εβδομάδες. Έχω ιδέες» συνέχισε ενθουσιασμένος. «Μπορούμε να το κάνουμε μαζί. Κι άλλοι ευγενείς εμπλέκονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες. Σε κανάλια. Σε νέους σιδηρόδρομους. Γράφω καλά και έχω τους πόρους να φτιάξω ένα περιοδικό. Σαν το La belle assemblée, αλλά καλύτερο. Έχω κι άλλες ιδέες για την επέκταση της επιχείρησης. Είπες ότι ήσουν η μεγαλύτερη μοδίστρα στον κόσμο. Μπορώ να σε βοηθήσω να κάνεις όλο τον κόσμο να το δει. Παντρέψου με, Μαρσλίν.» Ήταν καταρρακωμένη. Δεν ήταν δίκαιο. Αλλά ήταν αδύνατον. Ήταν ονειροπόλα, ναι. Όλοι στην οικογένειά της ήταν. Έκαναν όνειρα που ήταν αδύνατον να πραγματοποιηθούν. Αυτή και οι αδελφές της, όμως, είχαν καταφέρει να κάνουν κάποια από αυτά τα όνειρα πραγματικότητα. Της πρόσφερε ένα όμορφο όνειρο. Εκείνος, όμως, έβλεπε μόνο την όμορφη πλευρά του. «Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των άλλων ευγενών έχουν να κάνουν με την περιουσία τους» είπε. «Και μεγάλα έργα. Έχουν στην κατοχή τους ορυχεία και επενδύουν σε κανάλια και στους νέους σιδηρόδρομους. Δεν ανοίγουν μαγαζάκια να πουλάνε γυναικεία ρούχα. Η Υψηλή Κοινωνία δεν θα σε συγχωρήσει ποτέ. Δεν είμαστε στον παλιό καλό καιρό, Κλίβντον. Δεν είμαστε στην εποχή της Αντιβασιλείας και της χαλαρής Αυλής. Η κοινωνία δεν είναι τόσο ανεκτική όσο ήταν.» «Τότε, η κοινωνία είναι τρομερά βαρετή» είπε εκείνος. «Δεν με ενδιαφέρει εάν εγκρίνουν τις εμπορικές μου δραστηριότητες. Πιστεύω σε αυτό που κάνεις. Θέλω να συμμετέχω.» Δεν σκεφτόταν καθαρά. Δεν συνειδητοποιούσε ότι θα έχανε την εκτίμηση της Υψηλής Κοινωνίας και το σεβασμό των φίλων του. Ακόμα κι αν το συνειδητοποιούσε και ήταν πρόθυμος να το αποδεχτεί, εξακολουθούσε να υπάρχει και το μικρό πρόβλημα της πραγματικής της ταυτότητας.
362
LORETTA CHASE
Δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να είναι αυτή η λογική. Αυτό το όνειρο δεν είχε την πολυτέλεια να το πραγματοποιήσει. Την κοιτούσε, περιμένοντας την απάντησή της. Έλυσε τα χέρια της. Ένωσε τα χέρια της σε στάση προσευχής και είπε: «Σας ευχαριστώ. Είναι ευγενικό και γενναιόδωρο, και ειλικρινά μου κάνετε μεγάλη τιμή – ξέρω ότι αυτό οφείλω να πω, αλλά το εννοώ, ειλικρινά–» «Μαρσλίν, μη–» «Αλλά όχι, Υψηλότατε, όχι. Δεν θα μπορούσα ποτέ να σας παντρευτώ.» Είδε το πρόσωπό του να χλωμιάζει, και έστρεψε γρήγορα το βλέμμα της πριν λυγίσει. Πήγε στην πόρτα που οδηγούσε στα πίσω δωμάτια, την άνοιξε, τη διέσχισε, και την έκλεισε πολύ, πολύ απαλά πίσω της. *** Ο Κλίβντον βγήκε σαν χαμένος από το μαγαζί και κατηφόρισε την οδό Σεν Τζέιμς. Στο τέρμα της σταμάτησε και κοίταξε με κενό βλέμμα το Παλάτι Σεν Τζέιμς. Το κεφάλι του βούιζε· βούιζε τρομερά. Αισθανόταν δυστυχία και πόνο και οργή, και ποιος ξέρει τι άλλο. Δεν είχε το κουράγιο να τα ξεχωρίσει και να τα κατονομάσει. Ήταν σαν ένα μείγμα συναισθημάτων, και τον κατέτρωγε. Δεν άκουσε τη φωνή. Η φασαρία μέσα στο κεφάλι του δεν τον άφηνε ν’ ακούσει τίποτε άλλο. «Τι, στο διάβολο, έχεις πάθει, Κλίβντον; Έχω ξελαρυγγιαστεί να σε φωνάζω ενώ τρέχω σαν παλαβός στο δρόμο. Ένας παλαβός κυνηγάει έναν άλλον παλαβό, απ’ ό,τι φαίνεται. Σε είδα να βγαίνεις από εκείνο το μαγαζί, ηλίθιε.» Ο Κλίβντον γύρισε και αντίκρισε τον Λόνγκμορ. «Σου συνιστώ να μη με προκαλέσεις» είπε ψυχρά. «Θα ήθελα πάρα πολύ να χτυπήσω κάποιον, και μου κάνεις μια χαρά.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
363
«Μη μου πεις» είπε ο Λόνγκμορ. «Δεν σε θέλει ούτε η μοδίστρα. Θεέ μου, δεν είναι η μέρα σου, έτσι; Ή μάλλον η εβδομάδα σου.» Η επιθυμία να πετάξει τον Λόνγκμορ πάνω σε μία κολόνα, ή στο φράχτη, ή κατευθείαν μέσα στο λούκι ήταν ακατανίκητη. Πιθανότατα θα έβγαιναν τρέχοντας οι φρουροί από τις πύλες του Παλατιού – και ο Κλίβντον θα βρισκόταν και πάλι στις εφημερίδες, με το όνομά του στο στόμα κάθε σκανδαλοθήρα. Δεν πάει στο διάβολο, τι ήταν ένα ακόμα σκάνδαλο; Πέταξε το μπαστούνι του και έπιασε τον Λόνγκμορ από τους ώμους, και τον έσπρωξε δυνατά. Βλαστημώντας, ο Λόνγκμορ ανταπέδωσε. «Πάλεψε σαν άντρας, γελοίε» είπε. «Σε προκαλώ.» Ένα λεπτό αργότερα, είχαν σκίσει τα παλτά τους. Την επόμενη στιγμή, οι γροθιές τους έσκιζαν τον αέρα καθώς προσπαθούσαν, επίμονα και άγρια, να γρονθοκοπήσουν ο ένας τον άλλον μέχρι θανάτου. *** Η Μαρσλίν έστειλε τη Σοφί να κλείσει το μαγαζί. Παρ’ όλη την κούραση, την απίστευτη κούραση, και την απογοήτευσή της, ήξερε πολύ καλά ότι δεν μπορούσε να πάει να ξαπλώσει. Η Λούσι θα πίστευε πως ήταν άρρωστη και θα πανικοβαλλόταν – και πιθανότατα θα έκανε πάλι κάτι απερίσκεπτο. Όπως και να ’χει, η Μαρσλίν ήξερε πως δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί. Έπρεπε να δουλέψει. Έπρεπε να συγκεντρωθεί στη δημιουργία όμορφων ρούχων. Αυτό θα την ηρεμούσε. Προσπαθούσε να προσαρμόσει το σχέδιο για το δέσιμο ενός παλτού, όταν μπήκε μέσα η Σοφί. Η Λιόνι την ακολουθούσε κατά πόδας. Η Σοφί δεν είχε πει τίποτα πριν, αλλά
364
LORETTA CHASE
είχε κοιτάξει διερευνητικά τη Μαρσλίν. Ακόμα και όταν έπαιρνε τη χαρτοπαικτική της έκφραση, δεν μπορούσε να κρύψει τα συναισθήματά της από τους δικούς της ανθρώπους. Οι δύο νεότερες αδελφές είχαν έρθει να μάθουν τι συνέβαινε, και να την παρηγορήσουν όπως έκαναν πάντοτε. «Τι συνέβη;» είπε η Σοφί. «Τι τρέχει;» «Ο Κλίβντον» είπε η Μαρσλίν. Χτύπησε το μολύβι της στο χαρτί. Το μολύβι έσπασε. «Αχ, είναι γελοίο. Θα έπρεπε να γελάω. Αλλά δεν μπορώ. Δεν θα το πιστέψετε.» «Φυσικά και θα το πιστέψουμε» είπε η Σοφί. «Σου έδωσε την άδεια να κάνεις ό,τι θέλεις» είπε η Λιόνι. «Όχι, μου ζήτησε να τον παντρευτώ.» Για λίγο έμειναν σιωπηλές, αποσβολωμένες. Μετά, η Σοφί είπε: «Μάλλον έχει όρεξη για γάμο.» Η Μαρσλίν γέλασε. Και ύστερα άρχισε να κλαίει. Πριν, όμως, προλάβει να καταρρεύσει, εμφανίστηκε στην πόρτα η Σελίνα Τζέφρις. «Αχ, Μαντάμ, με συγχωρείτε. Αλλά μόλις είχα βγει έξω –πήγα να πάρω τις κορδέλες από τον κύριο Άντκινς στο τέρμα του δρόμου–, και όταν βγήκα από το μαγαζί του, είδα τους δύο κύριους να μαλώνουν έξω από το Παλάτι, και κόσμο να βγαίνει από τα μαγαζιά και τις λέσχες και να τρέχει να δει τον καβγά.» «Δύο κύριους;» είπε η Λιόνι. «Δύο κακούργους, εννοείς.» «Όχι, δεσποινίς Λιόνι. Είναι η υψηλότητά του ο Δούκας του Κλίβντον και ο φίλος του, εκείνος ο άλλος ψηλός, μελαχρινός κύριος.» «Ο Λόρδος Λόνγκμορ;» είπε η Σοφί. «Ήταν εδώ πριν από λίγο.» «Ναι, δεσποινίς, αυτός. Προσπαθούν να αλληλοσκοτωθούν, σας ορκίζομαι! Δεν άντεχα να βλέπω – κι εξάλλου, έρχονταν κάθε είδους άντρες να δουν. Δεν ήταν μέρος για ένα κορίτσι μόνο του.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
365
Η Σοφί και η Λιόνι δεν είχαν τους ηθικούς ενδοιασμούς της Τζέφρις. Έτρεξαν έξω να δουν τον καβγά. Δεν πρόσεξαν ότι η μεγαλύτερη αδελφή τους δεν τις ακολούθησε. *** Η Σοφί και η Λιόνι επέστρεψαν λίγο αφότου είχαν βγει. Η Μαρσλίν είχε παραιτηθεί από την προσπάθεια να φτιάξει κάτι όμορφο. Δεν είχε διάθεση. Έριξε μία ματιά στις μοδίστρες, μετά ανέβηκε επάνω, και έλεγξε τη Λούσι, που διάβαζε στη Σουζάνα από ένα από τα βιβλία που της είχε αγοράσει ο Κλίβντον. Μετά την επίσκεψή της στο παιδικό δωμάτιο, η Μαρσλίν πήγε στο καθιστικό τους και έβαλε ένα ποτήρι μπράντι. Είχε πιει μόνο μερικές γουλιές, όταν επέστρεψαν οι αδελφές της, κάπως αναμαλλιασμένες και λαχανιασμένες, αλλά κατά τα άλλα σώες και αβλαβείς. Έβαλαν κι εκείνες μπράντι και της είπαν τα καθέκαστα. «Ήταν υπέροχο» είπε η Σοφί. «Θα πρέπει να εξασκούνται στα γυμναστήρια, είναι πολύ καλοί.» «Αυτό, πάντως, εμένα δεν μου έμοιασε για εξάσκηση» είπε η Λιόνι. «Έμοιαζε σαν να ήθελαν να αλληλοεξοντωθούν.» «Ήταν υπέροχα άγριο» είπε η Σοφί. «Είχαν βγάλει τα καπέλα και τα παλτά τους και ποδοπατούσαν τις γραβάτες τους. Είχαν αναμαλλιαστεί, και τα ρούχα τους ήταν γεμάτα αίματα.» Έκανε αέρα με το χέρι της. «Σου τ’ ορκίζομαι, το θέαμα έφερνε ζαλάδα.» «Μου θύμισε τους Ρωμαίους στο Κολοσσαίο» είπε η Λιόνι. «Τα μισά μέλη της λέσχης Γουάιτ πρέπει να ήταν εκεί – όλοι αυτοί οι κομψοί κύριοι να φωνάζουν και να στοιχηματίζουν για το αποτέλεσμα και να τους παρακινούν.» «Η Λιόνι έχει δίκιο» είπε η Σοφί. «Όντως, η κατάσταση έμοιαζε να βγαίνει εκτός ελέγχου, και σκέφτηκα ότι έπρεπε
366
LORETTA CHASE
να βρούμε ένα πιο ασφαλές μέρος να παρακολουθούμε. Αλλά τότε βγήκε από το Παλάτι Σεν Τζέιμς ο Κόμης του Χάργκεϊτ μαζί με μερικούς άλλους άντρες.» «Άνοιξε δρόμο μέσα από το πλήθος σπρώχνοντας τους άντρες στην άκρη – και πρέπει να είναι σίγουρα εξηντάρης» είπε η Λιόνι. «Έχει, όμως, το παράστημα Ολύμπιου θεού» είπε η Σοφί. «Και οι άντρες άνοιξαν δρόμο, και διέταξε την υψηλότητά του και την εξοχότητά του να σταματήσουν να γελοιοποιούνται.» «Δεν έδωσαν σημασία» είπε η Λιόνι. «Από τη μανία τους» είπε η Σοφί. «Ήταν σαν λύκοι.» «Κανένας από τους υπόλοιπους δεν είχε τολμήσει να προσπαθήσει να τους χωρίσει» είπε η Λιόνι. «Ο Λόρδος Χάργκεϊτ, όμως, όρμησε κατευθείαν μέσα στον καβγά» είπε η Σοφί. «Και μπήκε μπροστά στη γροθιά του Λόνγκμορ. Ο Κόμης, όμως, απέφυγε το χτύπημα –αχ, Μαρσλίν, έπρεπε να τον έβλεπες–, και ύστερα έπιασε τον Λόνγκμορ από το μπράτσο και τον τράβηξε μακριά από τον Κλίβντον. Και ένας από τους κύριους που είχαν έρθει μαζί του – ένας από τους γιους του πρέπει να ήταν, γιατί είχε τα ίδια χαρακτηριστικά, το παράστημα και τα χρώματα. Όποιος και να ήταν, έπιασε την Κλίβντον.» «Και μετά ο Κόμης και ο γιος του τους απομάκρυναν με το ζόρι.» «Και ένας από τους άλλους κύριους απειλούσε με σκληρή τιμωρία, κι έτσι φύγαμε.» Η Σοφί ήπιε το μπράντι της και έβαλε ακόμα λίγο. «Δεν νομίζω ότι αναρωτιέται κανείς περί τίνος επρόκειτο» είπε η Μαρσλίν. «Ο Λόνγκμορ υπερασπιζόταν την τιμή της αδελφής του, ή κάτι τέτοιο.» «Για ποιο λόγο;» είπε η Σοφί. «Όλοι θεωρούν ότι η Λαίδη Κλάρα υπερασπίστηκε την τιμή της μια χαρά. Ό,τι και να έκανε, ο Λόνγκμορ θα κατέστρεφε τις εντυπώσεις, δεν νομίζεις;»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
367
«Τότε, τι προκάλεσε τον καβγά στην οδό Σεν Τζέιμς;» είπε η Λιόνι. «Μην είσαι ανόητη» είπε η Σοφί. «Λες και οι άντρες χρειάζονται λόγο. Ήταν και οι δύο κακοδιάθετοι. Ένας από τους δύο άρχισε τον καβγά. Και βάζω στοίχημα ότι τώρα που τελείωσαν θα τα πίνουν παρέα.» «Ο Λόνγκμορ γιατί ήταν κακοδιάθετος, Σοφί;» είπε η Μαρσλίν. «Είπες ότι είχε έρθει εδώ αφού έφυγε ο Κλίβντον.» «Ήρθε να με ανακρίνει για τη δεξίωση, και με αποκάλεσε προδότρια, επειδή κατασκόπευα την αδελφή του και το φίλο του για τον Τομ Φοξ. Έκανα ότι δεν ήξερα για τι πράγμα μιλούσε. Αχ, Θεέ μου.» Το όμορφο πρόσωπό της πήρε μία έκφραση μεταμέλειας. «Αχ, Μαρσλίν, τι απαίσιες αδελφές είμαστε. Ακούμε για καβγά, και τρέχουμε σαν αιμοδιψείς γάτες, κι εσύ μένεις εδώ, με την καρδιά σου ραγισμένη–» «Μη γίνεσαι γελοία» είπε η Μαρσλίν. «Κράτα τους μελοδραματισμούς για τις εφημερίδες.» «Μα, τι συνέβη, αγάπη μου;» Η Σοφί άφησε κάτω το ποτήρι της και γονάτισε δίπλα στη Μαρσλίν και πήρε το χέρι της στο δικό της. «Τι σου είπε ο Κλίβντον και τι του είπες εσύ – και γιατί προσποιείσαι ότι η καρδιά σου δεν έχει ραγίσει;» Οικία Κλίβντον Κυριακή, 10 Μαΐου, τρεις το πρωί Το σπίτι ήταν σκοτεινό, όλοι κοιμούνταν εκτός από έναν. Στη βιβλιοθήκη, ένα κερί έριχνε το τρεμάμενο φως του σε μία μοναχική φιγούρα που γρατζουνούσε με ταχύτητα την πένα του στο χαρτί. Ο Δούκας του Κλίβντον είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να κατατροπώσει τον Λόνγκμορ. Μετά είχαν αδειάσει το ένα
368
LORETTA CHASE
μπουκάλι μετά το άλλο. Και όμως, είχε γυρίσει στο σπίτι νηφάλιος. Ήταν σαν να μην υπήρχε αρκετό ποτό σε όλο τον κόσμο για να μουδιάσει τον πόνο στην καρδιά του, ή να ησυχάσει τη συνείδησή του και να τον αφήσει να κοιμηθεί. Για την πληγωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά υπομονή. Η συνείδησή του ήταν άλλο θέμα. Τον οδήγησε στη βιβλιοθήκη. Εκεί, ακόμα και πριν πιάσει την πένα του για να γράψει στην Κλάρα, ήξερε πώς έπρεπε ν’ αρχίσει: «Θα σας παρακαλούσα, κυρία, να μην ανησυχήσετε λαμβάνοντας αυτό το γράμμα ότι θα περιέχει την οποιαδήποτε επανάληψη των αισθημάτων ή ανανέωση των προτάσεων, οι οποίες τόση αποστροφή σάς προκάλεσαν χθες το βράδυ.» Ήταν η αρχή της επιστολής του κυρίου Ντάρσι στην Ελίζαμπεθ Μπένετ στο Υπερηφάνεια και Προκατάληψη, το αγαπημένο μυθιστόρημα της Κλάρα. Μπορούσε εύκολα να φανταστεί το διστακτικό της χαμόγελο καθώς θα τα διάβαζε. Ήταν λάθος μου να σας κάνω την πρόταση που σας έκανα, συνέχισε με δικά του λόγια, και είχατε δίκιο σε όλα όσα μου είπατε, αλλά δεν είπατε ούτε τα μισά. Το κοινό μας θα έπρεπε να είχε ακούσει τους χιλιάδες τρόπους με τους οποίους σας είχα θεωρήσει δεδομένη και είχα δοκιμάσει τα όρια της καλοσύνης σας και πως σκεφτόμουν μονάχα τον εαυτό μου και ποτέ εσάς. Ήσασταν αληθινή απέναντί μου από τότε που σας γνώρισα, και για όλο αυτό το διάστημα εγώ ήμουν αληθινός μόνο στον εαυτό μου. Όταν πενθούσατε για τη γιαγιά σας, που ήξερα ότι αγαπούσατε βαθιά, εγώ σας εγκατέλειψα για να περιηγηθώ στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Είχα την απαίτηση να με περιμένετε, και το κάνατε. Και πώς ανταπέδωσα την υπομονή και την αφοσίωσή σας; Σας παραμέλησα, ήμουν αδιάφορος και ψεύτικος. Συνέχισε να γράφει, για τους πολλούς τρόπους που την είχε αδικήσει. Είχε φέρει χαρά και φως στη ζωή του όταν ήταν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
369
ένα μοναχικό, πληγωμένο αγόρι. Τα γράμματά της φώτιζαν τις μέρες του. Την αγαπούσε, και πάντα θα την αγαπούσε, αλλά ήταν φίλοι, και τίποτε παραπάνω. Σίγουρα ήξερε κατά βάθος ότι αυτό δεν αρκούσε για να παντρευτεί κανείς, αλλά ήταν ο εύκολος δρόμος, και τον πήρε. Δεν ήταν ειλικρινής απέναντι σ’ εκείνην και απέναντι στον εαυτό του, γιατί ήταν ένας δειλός που φοβόταν να εκθέσει την καρδιά του. Συνέχισε να γράφει, παραδεχόμενος όλες του τις απερίσκεπτες και σκληρές πράξεις. Τελείωσε το γράμμα του: Λυπάμαι, αγαπητή μου, λυπάμαι βαθύτατα. Ελπίζω με τον καιρό να με συγχωρέσετε – αν και τώρα δεν μπορώ να βρω ούτε ένα λόγο γιατί θα κάνατε κάτι τέτοιο. Εύχομαι ολόψυχα να βρείτε την ευτυχία που έπρεπε να είχα μπορέσει να σας χαρίσω, και πολύ περισσότερη. Έκλεισε με τη συνηθισμένη του τρυφερότητα, και υπέγραψε με τα αρχικά του, όπως πάντα. Δίπλωσε το γράμμα, έγραψε τη διεύθυνση, και το άφησε στο δίσκο για να το στείλει ο υπηρέτης με το πρωινό ταχυδρομείο. Τώρα έμενε μόνο η πληγωμένη του καρδιά.
Κεφάλαιο 17 Εμπειρία, η μήτηρ της αληθινής σοφίας, με έχει πείσει από καιρό ότι η πραγματική ομορφιά αναγνωρίζεται από πραγματικούς κριτές: και οι προσφωνήσεις ενός λογικού εραστή αποτελούν τα μεγαλύτερα κομπλιμέντα για μία γυναίκα με αντίληψη. – La belle assemblée, ή το Περιοδικό Μόδας του Μπελ, Καταχωρήσεις Ιουνίου 1807. Νωρίς το απόγευμα, Κυριακή 10η Μαΐου Ο Δούκας του Κλίβντον έκλεισε τα μάτια του μπροστά στο εκτυφλωτικό φως. Ο Σάντερς, αυτός ο σαδιστής, στεκόταν από πάνω του και τον κοιτούσε. Είχε ανοίξει τις κουρτίνες, και ο ήλιος έλαμπε σαν αστραπή. Όταν ο Κλίβντον κούνησε το κεφάλι του, χτύπησαν κεραυνοί στο κρανίο του. «Λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, Υψηλότατε.» «Δεν λυπάσαι καθόλου» γρύλισε ο Κλίβντον. «Ο κύριος Χάλιντεϊ επέμενε» είπε ο Σάντερς. «Είπε ότι θα θέλατε να σας ξυπνήσω. Είναι εδώ η κυρία Νουαρό.» Ο Κλίβντον ανασηκώθηκε απότομα. Το μυαλό του χτύπησε επίπονα σε κάτι σκληρό και αιχμηρό. Το εσωτερικό του
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
371
κρανίου του είχε βγάλει αγκάθια. «Η Λούσι» είπε. «Είναι άρρωστη; Χάθηκε; Ανάθεμα, της είπα ότι αυτό παιδί χρειάζεται…» Άφησε την πρότασή του μετέωρη καθώς το ναρκωμένο του μυαλό συνειδητοποίησε τι έλεγε το στόμα του. «Η κυρία Νουαρό μάς είπε να σας διαβεβαιώσουμε ότι η Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας είναι σώα και αβλαβής στο σπίτι και μελετάει Μαθηματικά με τη θεία της. Ο κύριος Χάλιντεϊ πήρε το θάρρος να πει στην κυρία Νουαρό να περιμένει στη βιβλιοθήκη. Γνωρίζοντας ότι θα χρειαζόσασταν χρόνο να ντυθείτε, φρόντισε να της προσφέρουν αναψυκτικά. Σας έφερα καφέ, κύριε.» Τώρα χτυπούσε και η καρδιά του Κλίβντον σαν τρελή μαζί με το μυαλό του, αλλά όχι με τον ίδιο ρυθμό. Δεν πήδησε από το κρεβάτι του, αλλά σηκώθηκε πιο γρήγορα απ’ όσο θα ήταν άνετο για κάποιον στην κατάστασή του. Ρούφηξε βιαστικά τον καφέ του. Πλύθηκε και ντύθηκε σε χρόνο ρεκόρ, αν και του ίδιου του φάνηκε ένας αιώνας παρόλο που αποφάσισε να μην μπει στον κόπο να ξυριστεί. Μία ματιά στον καθρέφτη ήταν αρκετή για να καταλάβει ότι ένα ξύρισμα δεν θα βελτίωνε ιδιαίτερα την εμφάνισή του. Έμοιαζε με ζωντανό πτώμα. Έδεσε τη γραβάτα του σε έναν επίφοβο κόμπο, χώθηκε στη ζακέτα του, και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο ενώ ακόμη την κούμπωνε. *** Η Νουαρό ήταν σκυμμένη πάνω από το τραπέζι της βιβλιοθήκης όταν μπήκε μέσα, ισιώνοντας τη γραβάτα του σαν νευρικό σχολιαρόπαιδο που το φώναξαν να απαγγείλει την Ιλιάδα. Εκείνη ήταν τέλεια, όπως πάντα, με μία από τις πιο εντυπωσιακές της δημιουργίες, ένα βαρύ λευκό μεταξωτό φόρεμα, κεντημένο με κόκκινα και κίτρινα λουλούδια. Η κοντή κάπα με δύο στρώσεις, με τις άκρες της διακοσμημένες με
372
LORETTA CHASE
μαύρη δαντέλα, ήταν από το ίδιο υλικό. Απλωνόταν στους ώμους της και πάνω στα μεγάλα μανίκια του φορέματός της. Γύρω από το λαιμό της είχε δέσει ένα κομμάτι μαύρη δαντέλα, ή κάτι τέτοιο. Φορούσε το καπέλο της έτσι ώστε το γείσο του να πλαισιώνει το πρόσωπό της, και το εσωτερικό αυτό γείσο ήταν διακοσμημένο με δαντέλα και κορδέλα. Κι άλλη δαντέλα και κορδέλα διακοσμούσε το πίσω μέρος του, απ’ όπου ξεπηδούσαν μεγάλα φτερά. Προφανώς, η δική του εμφάνιση δεν ήταν ούτε κατά διάνοια τόσο όμορφη. Μόλις μπήκε, εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και έφερε το χέρι της στο στήθος της. «Ω, όχι» είπε. Μετά ανέκτησε την ψυχραιμία της και είπε πιο ήρεμα: «Έμαθα για τον καβγά.» «Δεν είναι τόσο άσχημα» είπε αυτός, αν και ήξερε πως ήταν. «Ξέρω να αποφεύγω τα χτυπήματα στο πρόσωπο. Πρέπει να δεις τον Λόνγκμορ. Όπως και να ’χει, έτσι είμαι πάντα μετά από μία ιδιαιτέρως κοινωνική βραδιά με κάποιον που προσπάθησε να με σκοτώσει. Τι κάνεις εδώ;» Πρόσεχε να μη δείξει την παραμικρή ελπίδα στο πρόσωπο και στη φωνή του. Ήταν πολύ πιο δύσκολο να συγκρατήσει την καρδιά του. Δεν ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό του να ελπίζει ότι είχε αλλάξει γνώμη. Τώρα ήταν εντελώς ξύπνιος και νηφάλιος, και ευχόταν να ήταν και πάλι μεθυσμένος. Μπορούσε επιτέλους να καταλάβει, όχι μόνο με το μυαλό αλλά και με την καρδιά του, γιατί ο πατέρας του είχε πνιγεί στο ποτό. Το ποτό μούδιαζε τον πόνο. Το ίδιο έκανε και ο φυσικός πόνος. Ενώ πάλευε με τον Λόνγκμορ, δεν ένιωθε τίποτα. Τώρα θυμόταν την κάθε λέξη που της είχε πει, πώς της είχε ανοίξει την καρδιά του χωρίς να κρύψει τίποτε. Δεν ήταν αρκετό. Αυτός δεν ήταν αρκετός. Εκείνη έδειξε το τραπέζι. «Κοιτούσα τα περιοδικά» είπε. «Είμαι αγενέστατη. Κοίταξα και τις σημειώσεις σου. Αλλά δεν μπορώ να διαβάσω τα γράμματά σου. Είπες ότι είχες ιδέες. Για την επιχείρησή μου.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
373
«Γι’ αυτό ήρθες;» είπε εκείνος σφιγμένα. «Για τις ιδέες για το μαγαζί σου – τις ιδέες που θα σε κάνουν τη μεγαλύτερη μοδίστρα στον κόσμο.» «Είμαι η μεγαλύτερη μοδίστρα στον κόσμο» είπε εκείνη. Θεέ μου, πόσο την αγαπούσε! Την αυτοπεποίθησή της, την αγένειά της, την αποφασιστικότητά της, τη δύναμή της, την εξυπνάδα της. Το πάθος της. Επέτρεψε στον εαυτό του να χαμογελάσει και ήλπισε ότι δεν έμοιαζε πολύ αηδιαστικά ξεμυαλισμένος. «Με συγχωρείς» είπε. «Πώς να το ξεχάσω; Είσαι η μεγαλύτερη μοδίστρα στον κόσμο.» «Είμαι, όμως, και κάποια άλλη» είπε εκείνη. Απομακρύνθηκε από το τραπέζι, πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε έξω τον κήπο. Εκείνος περίμενε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; «Χθες ήμουν κουρασμένη» είπε εκείνη, κοιτώντας έξω. «Πολύ κουρασμένη. Ήταν μία απίστευτα κουραστική μέρα, και είχαμε εξαντληθεί, και εγώ ήμουν σε μία κατάσταση όπου απλά προσπαθούσα να μην καταρρεύσω.» Πήρε το βλέμμα της από το παράθυρο και τον κοίταξε. «Προσπαθούσα τόσο πολύ, που ήμουν αγενής και άδικη απέναντί σου.» «Αντιθέτως, αρνήθηκες την πρότασή μου πολύ ευγενικά» είπε εκείνος. «Μου είπες πως ήταν ευγενική και γενναιόδωρη.» Δεν μπορούσε να συγκρατήσει την πικρία στη φωνή του. Ήταν σαν να έλεγε σ’ έναν άντρα, Μπορούμε να μείνουμε φίλοι. Δεν μπορούσε να είναι φίλος της. Δεν ήταν αρκετό. Τώρα καταλάβαινε, όχι απλά με το μυαλό του αλλά με κάθε του κύτταρο, γιατί η Κλάρα τού είχε πει ότι δεν ήταν αρκετό. «Ήσουν τόσο ευγενικός και γενναιόδωρος, που σου αξίζει να μάθεις την αλήθεια» του είπε. «Για μένα.» Και τότε θυμήθηκε τη σκέψη που είχε περάσει από το μυαλό του την πρώτη φορά που είχε δει τη Λούσι. «Ανάθε-
374
LORETTA CHASE
μα, Νουαρό, είσαι ήδη παντρεμένη. Το σκέφτηκα, αλλά το ξέχασα. Κάποιος πρέπει να είναι ο πατέρας της Λούσι. Αλλά δεν ήταν πουθενά. Ήσουν μόνη σου.» «Έχει πεθάνει.» Η ανακούφιση τού έφερε ζαλάδα. Πλησίασε να στηριχθεί στο τζάκι. Προσποιήθηκε ότι στηρίζεται χαλαρά επάνω του. Τα χέρια του έτρεμαν. Πάλι. Ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. «Υψηλότατε, δεν φαίνεστε καλά» είπε εκείνη. «Καθίστε, σας παρακαλώ.» «Όχι, καλά είμαι.» «Όχι, καθίστε, σας ικετεύω. Είμαι ήδη πολύ ταραγμένη. Δεν αντέχω να σας βλέπω έτοιμο να λιποθυμήσετε.» «Εγώ δεν λιποθυμώ ποτέ!» είπε με αγανάκτηση. Αλλά πήρε το ναυάγιό του στον καναπέ και κάθισε. Εκείνη επέστρεψε στο τραπέζι της βιβλιοθήκης και πήρε μία κούπα από το δίσκο που ήταν ακουμπισμένος εκεί. Του την έδωσε. «Έχει κρυώσει» είπε «αλλά το χρειάζεσαι.» Το πήρε και ήπιε. Ήταν κρύο, αλλά βοήθησε. Η Μαρσλίν κάθισε στην κοντινότερη καρέκλα. Ελάχιστα μέτρα χαλί τούς χώριζαν. Ολόκληρος ο κόσμος τούς χώριζε. Σταύρωσε τα χέρια της. «Ο άντρας μου λεγόταν Τσαρλς Νουαρό. Ήταν ένας μακρινός μου ξάδελφος. Πέθανε στη Γαλλία στην επιδημία της χολέρας πριν από μερικά χρόνια. Οι περισσότεροι συγγενείς μου πέθαναν τότε. Η Λούσι αρρώστησε βαριά.» Ο σύζυγός της νεκρός. Οι συγγενείς της νεκροί. Το παιδί της στο κατώφλι του θανάτου. Προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν, και η φαντασία του τον απογοήτευσε. Εκείνος και ο Λόνγκμορ ήταν στην Ηπειρωτική Ευρώπη όταν είχε ξεσπάσει η χολέρα. Είχαν επιβιώσει, και, απ’ ό,τι καταλάβαινε, αυτό ήταν ένα θαύμα. Τα περισσότερα θύματα πέθαιναν μέσα σε ώρες. «Λυπάμαι» είπε. «Δεν είχα ιδέα.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
375
«Γιατί να έχεις;» είπε εκείνη. «Το θέμα είναι η οικογένειά μου και το ποια είμαι.» «Άρα, όντως σε λένε Νουαρό» είπε εκείνος. «Αναρωτιόμουν αν ήταν απλά ένα γαλλίζον όνομα που είχατε υιοθετήσει για το μαγαζί.» Το χαμόγελό της ήταν σφιγμένο. «Είναι το όνομα που υιοθέτησε ο παππούς μου από την πλευρά του πατέρα μου όταν εγκατέλειψε τη Γαλλία στην Επανάσταση. Κατάφερε να πάρει τη σύζυγο και τα παιδιά του, καθώς και μερικές θείες και ξαδέλφια. Άλλα μέλη της οικογένειας δεν στάθηκαν τόσο τυχερά. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Κόμης ντε Ριβενουάρ, συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να φύγει από το Παρίσι. Αφού οδηγήθηκε μαζί με την οικογένειά του στην γκιλοτίνα, ο πατέρας μου κληρονόμησε τον τίτλο. Συνειδητοποίησε ότι θα ήταν ανοησία να προσπαθήσει να τον χρησιμοποιήσει. Η οικογένειά του, οι Ρομπιγιόν, είχαν κακή φήμη στη Γαλλία. Ξέρεις το χαρακτήρα του Κόντε ντε Βαλμόντ, στο βιβλίο του Λακλός, Επικίνδυνες Σχέσεις;» Έγνεψε καταφατικά. Ήταν ένα από τα πολλά βιβλία που ο Λόρδος Γουόρφορντ είχε κηρύξει ακατάλληλα για αξιοπρεπείς ανθρώπους. Φυσικά, όταν ήταν παιδιά, ο Λόνγκμορ είχε βρει ένα αντίγραφο, και το είχαν διαβάσει με τον Κλίβντον. «Οι άντρες της οικογένειας Ρομπιγιόν ήταν τέτοιου είδους Γάλλοι αριστοκράτες» είπε εκείνη. «Ανήθικοι και τζογαδόροι, που χρησιμοποιούσαν τους ανθρώπους σαν πιόνια ή παιχνίδια. Δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς τότε, και ακόμα και τώρα δεν τους θυμούνται με τρυφερότητα στη Γαλλία. Μια και ήθελε να μπορεί να κινείται ελεύθερα, ο παππούς πήρε ένα κοινό όνομα. Νουαρό. Ή αλλιώς, Μαύρος. Εκείνος και τα παιδιά του χρησιμοποιούσαν το ένα ή το άλλο, ανάλογα με την εκάστοτε αποπλάνηση, ή απάτη, ή κομπίνα.» Τώρα είχε σκύψει μπροστά και την άκουγε με προσοχή. Άρχιζε να βγαίνει νόημα: ο τρόπος που μιλούσε, τα άψογα
376
LORETTA CHASE
Γαλλικά της και η αριστοκρατική της προφορά… αλλά του είχε πει πως ήταν Αγγλίδα. Θα είχε πει ψέματα και γι’ αυτό. «Το ήξερα πως δεν ήσασταν ακριβώς ό,τι φαίνεστε» είπε. «Οι υπηρέτες μου νόμιζαν πως είστε ευγενείς, και οι υπηρέτες σπάνια εξαπατούνται.» «Α, μπορούμε να εξαπατήσουμε τον οποιονδήποτε» είπε εκείνη. «Είναι στο αίμα μας. Η οικογένεια δεν ξέχασε ποτέ ότι ήταν αριστοκράτες. Δεν εγκατέλειψαν ποτέ τον πολυτελή τρόπο ζωής τους. Ήταν ειδικοί στην αποπλάνηση, και χρησιμοποιούσαν το ταλέντο τους για να βρουν πλούσιους συζύγους. Καθώς ήταν πιο ρομαντικοί και λιγότερο κυνικοί από τους αντίζηλούς τους της Ηπειρωτικής Ευρώπης, οι άντρες είχαν μεγάλη τύχη με υψηλόβαθμες Αγγλίδες.» «Αυτό θα πρέπει να ισχύει και για τους υψηλόβαθμους Άγγλους» είπε εκείνος. Το σκοτεινό βλέμμα της συνάντησε το δικό του. «Ισχύει. Αλλά εμένα ποτέ δεν ήταν στόχος μου να βρω σύζυγο. Είπα ψέματα και εξαπάτησα –ούτε τα μισά δεν ξέρεις–, αλλά όλα τα έκανα για το σκοπό που σου εξήγησα όταν πρωτογνωριστήκαμε.» «Το ξέρω ότι κλέβεις στα χαρτιά» της είπε. «Δεν έκλεψα στο τελευταίο μας παιχνίδι Είκοσι-ένα» είπε εκείνη. «Απλά έπαιξα σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Τα μέλη της οικογένειάς μου βρίσκονται συχνά σε αυτήν τη θέση: να παίζουν όλη τους τη ζωή σ’ ένα παιχνίδι. Αλλά το κλέψιμο στα χαρτιά δεν είναι τίποτε. Πλαστογράφησα τα ονόματα στα διαβατήριά μας για να φύγουμε γρήγορα από τη Γαλλία. Η οικογένειά μου συχνά αναγκάζεται να φύγει από μία χώρα ξαφνικά. Οι αδελφές μου κι εγώ μάθαμε τη δεξιότητα, και εξασκηθήκαμε επιμελώς, γιατί δεν ξέραμε πότε θα μας χρειαζόταν. Πήραμε καλή μόρφωση και για τα κανονικά πράγματα. Πήραμε μαθήματα συμπεριφοράς, καθώς και Μαθηματικών και Γεωγραφίας. Ό,τι και να ήμασταν εμείς οι Νουαρό –και δεν ήταν όμορφο–, ήμασταν
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
377
αριστοκράτες, και αυτό ήταν το πολυτιμότερο αγαθό μας. Το να μιλάμε και να φερόμαστε όπως οι κυρίες και οι κύριοι – φαντάζεσαι τι φόβους καταλαγιάζει, τι πόρτες ανοίγει.» «Καταλαβαίνω ότι θα ήταν πολύ πιο εύκολο να αποπλανήσει κανείς μία αριστοκράτισσα αν δεν μιλάει σαν υπάλληλος του Σίτι ή έμπορος υφασμάτων» είπε εκείνος. «Εσύ, όμως, παντρεύτηκες έναν ξάδελφό σου. Έχεις μαγαζί. Δεν ακολούθησες αυτόν το δρόμο.» Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της, και απομακρύνθηκε με το φόρεμά της να θροΐζει. Σηκώθηκε κι εκείνος, με αστάθεια, και δεν ήξερε αν ήταν το αποτέλεσμα του καβγά και του ποτού, ή η ελπίδα που πάλευε μέσα του με τη βεβαιότητα πως την είχε χάσει. Η Μαρσλίν πήγε στο τραπέζι της βιβλιοθήκης και πήρε τις σημειώσεις του. «Ο γραφικός σου χαρακτήρας είναι φρικτός» είπε. Τις άφησε κάτω, και στρεφόμενη προς εκείνον είπε: «Δεν σου έχω πει για τη μητέρα μου.» «Αγγλίδα αριστοκράτισσα, έτσι; Ή κάτι άλλο;» Εκείνη γέλασε πνιχτά. «Και τα δύο.» Επέστρεψε στην καρέκλα της, και κάθισε κι εκείνος. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Κάτι ερχόταν, και δεν ήταν καλό. Γι’ αυτό ήταν σίγουρος. Είχε σκύψει μπροστά, περιμένοντας ν’ ακούσει. Ήθελε να τελειώσει, και ήλπιζε πέρα από κάθε προσδοκία ότι θα ήταν καλά νέα. Αλλά δεν μπορεί να ήταν καλά, γιατί τότε δεν θα ήταν τόσο αμήχανη, εκείνη που δεν ήταν ποτέ αμήχανη, που είχε τα πάντα υπό έλεγχο. Και τι είχε πάθει αυτός; Είχε παραδεχτεί ότι είχε διαπράξει πλαστογραφία! Του είχε πει ότι προερχόταν από μία οικογένεια γαλαζοαίματων Γάλλων εγκληματιών! «Η μητέρα μου ήταν η Κάθριν ντε Λούσι» είπε. Αναγνώρισε το επίθετο, αλλά χρειάστηκε ένα λεπτό να φέρει το πρόσωπο στο μυαλό του: γαλάζιο, έντονα γαλάζιο. «Τα μάτια της Λούσι» είπε. «Αυτά τα υπέροχα γαλάζια μάτια. Και η δεσποινίς Σοφία τα έχει. Και η δεσποινίς Λιόνι.
378
LORETTA CHASE
Το ήξερα ότι κάτι μου θύμιζαν. Είναι αλησμόνητα. Οι ντε Λούσι – η οικογένεια του Κόμη του Μάντεβιλ.» Η Μαρσλίν χλόμιασε. Σταύρωσε τα χέρια της σφιχτά. Και τότε θυμήθηκε. Κάποιο παλιό σκάνδαλο με έναν από τους γιους του Λόρδου Χάργκεϊτ. Όχι αυτόν που τον είχε κακομεταχειριστεί χθες, όμως. Ποιον; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Το μυαλό του δεν δούλευε, και πονούσε. Εκείνη είπε: «Όχι αυτοί οι ντε Λούσι. Όχι οι καλοί, με την ωραία περιουσία κοντά στο Μπρίστολ. Η μητέρα μου ήταν από τους άλλους.» *** Είχε σκύψει προς το μέρος της με τόση ανυπομονησία, και είχε δει την ελπίδα στα μάτια του, και την αβεβαιότητα. Και τότε είδε την αλήθεια να τον χτυπάει κατάμουτρα. Έγειρε το κεφάλι του πίσω, στάθηκε ίσιος, και πήρε το βλέμμα του καθώς δεν μπορούσε να την κοιτάξει. Η Σοφί και η Λιόνι τής είχαν πει ότι δεν υπήρχε λόγος να ξέρει. Είχαν πει ότι απλά θα έστριβε το μαχαίρι στην ίδια της την πληγή, και από πότε είχε αναλάβει το ρόλο του μάρτυρα; Αλλά δεν ήξεραν πώς ήταν να αγαπάς έναν άντρα, κι έτσι δεν ήξεραν πώς ήταν να πονάς όταν τον πληγώνεις. Της είχε ανοίξει την καρδιά του. Της είχε προσφέρει τον ουρανό με τ’ άστρα, χωρίς να ξέρει τίποτε για εκείνην. Κι αυτή δεν είχε το κουράγιο να του προσφέρει αυτό που δικαίως του όφειλε: την αλήθεια. Του είχε υπενθυμίσει τόσο συχνά το επάγγελμά της, γιατί μπορούσε να αντιμετωπίσει το να ερχόταν στα λογικά του και να την απέρριπτε εξαιτίας της δουλειάς της. Αλλά να του πει ποια ήταν, και να δει το πρόσωπό του να αλλάζει καθώς θα την αρνιόταν… Αυτό θα πονούσε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε ν’ αντέξει.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
379
Το έβλεπε τώρα, και πονούσε περισσότερο απ’ όσο είχε φανταστεί. Αλλά τα χειρότερα είχαν περάσει. Θα επιβίωνε. Συνέχισε γρήγορα, ανυπόμονη να τελειώνει με την άθλια ιστορία της. «Η μητέρα μου ήταν γαλαζοαίματη, αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες συζύγους των Νουαρό. Δεν είχε χρήματα, και ζούσαν με τον πατέρα μία νομαδική ζωή, από τη μία απάτη στην άλλη. Γέμιζαν χρέη στο ένα μέρος, και έφευγαν μέσα στη νύχτα για κάπου αλλού. Εμείς τα παιδιά ήμασταν βάρος. Μας άφηναν με τον έναν ή τον άλλο συγγενή. Όταν ήμουν εννέα χρονών, καταλήξαμε με μία γυναίκα που είχε παντρευτεί έναν ξάδελφο του πατέρα μου. Ήταν μοδίστρα στο Παρίσι. Μας έμαθε την τέχνη της και φρόντισε για τη μόρφωσή μας. Ήμασταν χαριτωμένα κορίτσια, και εξασφάλισε ότι θα μάθουμε να συμπεριφερόμαστε εκλεπτυσμένα. Έκανε καλό στη δουλειά. Και φυσικά, μία όμορφη κοπέλα με καλούς τρόπους μπορεί να προσέλκυε έναν πλούσιο και υψηλόβαθμο σύζυγο.» Σήκωσε το βλέμμα της για να δει την αντίδρασή του, αλλά έμοιαζε να μελετάει το χαλί. Οι παχιές, μαύρες βλεφαρίδες του, τόσο έντονες στο χλωμό του δέρμα, κάλυπταν τα μάτια του. Αλλά δεν χρειαζόταν να δει την έκφρασή του για να ξέρει τι υπήρχε εκεί: ένας τοίχος. Μία αίσθηση απώλειας την κυρίευσε, και ήταν σαν αρρώστια. Αισθανόταν τόσο κουρασμένη. Ξεροκατάπιε και συνέχισε: «Εγώ, όμως, ερωτεύτηκα τον ανιψιό της Εξαδέλφης Έμα, τον Τσάρλι, και αυτός δεν είχε καθόλου χρήματα. Έπρεπε να συνεχίσω να δουλεύω. Μετά ήρθε η χολέρα.» Έκανε μία σαρωτική κίνηση. «Σαν δρεπάνι. Σάρωσε το Παρίσι, και τους πήρε όλους. Τον Τσάρλι. Την Έμα. Χάσαμε όλες μας τις μοδίστρες. Οι προμηθευτές πέθαναν. Μαγαζιά έκλειναν παντού. Αναγκαστήκαμε να κλείσουμε και το δικό μας. Μόλις η Λούσι μπορούσε να ταξιδέψει, φύγαμε από τη Γαλλία. Πάντα ονειρευόμουν ν’ ανοίξω ένα μαγαζί στο Λον-
380
LORETTA CHASE
δίνο. Έπαιξα χαρτιά για να βρω τα χρήματα για το ταξίδι. Φτάσαμε εδώ σχεδόν χωρίς τίποτε, αλλά πήγα στις χαρτοπαικτικές λέσχες, και κέρδισα. Είδες πώς κέρδισα στο Παρίσι. Έτσι έθρεψα και στέγασα την οικογένειά μου όταν πρωτοήρθαμε στο Λονδίνο, πριν από τρία χρόνια. Έτσι έφτιαξα το μαγαζί μου. Κέρδισα τα χρήματα στα χαρτιά.» Σηκώθηκε. «Ορίστε. Τώρα ξέρεις τα πάντα. Ο φίλος σου ο Λόνγκμορ θεωρεί ότι είμαστε ο διάβολος, και δεν πέφτει πολύ έξω. Δεν θα μπορούσες να σχετιστείς με χειρότερη οικογένεια. Αποπλανούμε και εξαπατούμε, λέμε ψέματα και κλέβουμε. Δεν έχουμε ηθικές αρχές, αναστολές, ενδοιασμούς. Δεν αντιλαμβανόμαστε καν τις έννοιες αυτές. Σου έκανα τη μεγαλύτερη χάρη στον κόσμο όταν σου είπα όχι. Κανείς στην οικογένειά μου δεν θα καταλάβαινε γιατί το έκανα.» Άρχισε να περπατάει προς την πόρτα ενώ συνέχιζε να μιλάει. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Ίσως ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσαν. «Θα σε έβλεπαν απλά σαν έναν αμνό προς σφαγή» είπε. «Αλλά δεν υπήρχε λόγος να πιστεύεις ότι αρνήθηκα την πρότασή σου από ιπποτισμό και αυτοθυσία. Απλός εγωισμός είναι. Είμαι πολύ περήφανη για να ανεχτώ την περιφρόνηση των εκλεκτών φίλων σου.» «Θα μπορούσες να το ανεχτείς.» Η βαθιά φωνή του ακούστηκε από πίσω της. Δεν τον είχε ακούσει να σηκώνεται από τον καναπέ. Δεν άκουγε και δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από την απελπισία της, και είχε συγκεντρωθεί στην προσπάθειά της να μην πέσει στο κενό. Δεν θα γύριζε. Ό,τι και να έλεγε δεν είχε πια σημασία. Μάλλον προσπαθούσε να είναι ευγενικός. Δεν άντεχε τις καλοσύνες. Συνέχισε να περπατάει προς την πόρτα. «Αντέχεις τις ενοχλητικές γυναίκες που σου συμπεριφέρονται σαν να είσαι σκλάβα τους» είπε. «Τις αντιμετωπίζεις
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
381
χωρίς κανένα πρόβλημα. Έκανες τη Λαίδη Κλάρα να πίνει νερό στ’ όνομά σου.» Η ελπίδα προσπαθούσε να σκαρφαλώσει από το σκοτεινό μέρος όπου την είχε θάψει. Την κατέπνιξε. «Αυτό είναι δουλειά» είπε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι της. «Αυτό είναι μέρος της πονηριάς και της χειραγώγησής μου. Το μαγαζί είναι το κάστρο μου. Αλλά η Υψηλή Κοινωνία είναι ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος.» «Τη Λούσι προστατεύεις, όχι τον εαυτό σου» της είπε. «Επιμένεις ότι δεν έχεις κανένα καλό χαρακτηριστικό, αλλά αγαπάς την κόρη σου. Δεν είσαι σαν τη μητέρα σου. Το παιδί δεν σου είναι βάρος.» Σταμάτησε με το χέρι της στο χερούλι της πόρτας. Είχε έναν κόμπο στο στήθος, ένα λυγμό που απειλούσε να ξεσπάσει. «Μπορεί να μην ξέρεις τις συνηθισμένες ηθικές αρχές, τις αναστολές, τους ενδοιασμούς και αυτά» είπε «αλλά δεν εξαπατάς τους πελάτες σου.» «Τους χειρίζομαι» είπε εκείνη. «Θέλω τα λεφτά τους.» «Και ως αντάλλαγμα, τους δίνεις όλο σου το είναι. Τις κάνεις καλύτερες απ’ ό,τι πίστευαν ότι θα μπορούσαν να είναι. Έδωσες στην Κλάρα το κουράγιο να ορθώσει το ανάστημά της στη μητέρα της και σε μένα.» «Αχ, Κλίβντον, τι ανόητος που είσαι. Σ’ έχει τυφλώσει ο έρωτας.» Τότε στράφηκε προς το μέρος του. «Πιστεύεις ότι επειδή εσύ βλέπεις ένα ή δύο καλά χαρακτηριστικά στη μαύρη μου καρδιά, θα δει το ίδιο πράγμα και όλος ο Καλός Κόσμος; Δεν πρόκειται. Θα δουν ότι παντρεύτηκες μία Τρομερή ντε Λούσι–» «Ο γιος του Κόμη του Χάργκεϊτ παντρεύτηκε μία, και η κόρη της παντρεύτηκε έναν Κόμη.» «Την έχω ακούσει αυτή την παλιά ιστορία» είπε η Μαρσλίν. «Ήταν η Μπαθίσμπα ντε Λούσι. Έφερε στο Λόρδο Ράθμπουρν μία μεγάλη περιουσία. Εγώ τι φέρνω; Ένα μα-
382
LORETTA CHASE
γαζί. Και ο πατέρας του Ράθμπουρν, ο Λόρδος Χάργκεϊτ, είναι ένας ισχυρός άνδρας. Μπορεί να έχεις υψηλότερο βαθμό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχεις τη δύναμή του. Χθες όρμησε σ’ ένα πλήθος από αιμοδιψείς άντρες λες και ήσασταν σχολιαρόπαιδα. Ο κόσμος τον σέβεται και τον φοβάται. Εσύ δεν είσαι έτσι, και δεν έχεις κάποιον αντίστοιχο να σε υπερασπιστεί. Έχεις ζήσει στην Ηπειρωτική Ευρώπη, και στο περιθώριο του Λονδίνου όπου παίζουν οι αριστοκράτες. Δεν έχεις πολιτική δύναμη. Δεν έχεις καλλιεργήσει κοινωνική ισχύ. Δεν μπορείς να κάνεις τον κόσμο σου να με αποδεχθεί. Δεν μπορείς να τους κάνεις να καλοδεχτούν και να αγαπήσουν τη Λούσι.» «Αν δεν είσαι ευπρόσδεκτη στον κόσμο μου» είπε εκείνος «δεν θέλω να ζω σ’ αυτόν.» Ο τρομερός λυγμός ανέβαινε στο στήθος της. «Σ’ αγαπώ» της είπε. «Νομίζω ότι σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στην όπερα – ή, αν όχι τότε, από τη στιγμή που μου πήρες τη διαμαντένια καρφίτσα μου. Παραδέχομαι ότι η κατάσταση είναι κάπως δύσκολη–» «Κάπως δύσκολη!» «Αλλά ήταν ένα τρελό σχέδιο να έρθεις στο Παρίσι και να μου τραβήξεις την προσοχή με την ελπίδα να γραπώσεις τη Δούκισσά μου» είπε. «Ήταν ένα τρελό, θαρραλέο σχέδιο να έρθεις στο Λονδίνο εξ αρχής, μ’ ένα μικρό παιδί και δύο μικρότερες αδελφές και μερικά νομίσματα. Ήταν τρελό να πιστεύεις ότι θα στήσεις ένα μαγαζί κερδίζοντας χρήματα στα χαρτιά. Αλλά τα έκανες όλα αυτά πριν με γνωρίσεις, πριν ακόμη σκεφτείς τη Δούκισσα του Κλίβντον. Κι έτσι δεν έχω καμία, μα καμία αμφιβολία ότι θα καταστρώσεις ένα τρελό σχέδιο για να λύσεις και αυτά τα προβλήματά μας, ειδικά με τη βοήθεια του πανέξυπνου μυαλού μου.» Τον κοίταζε, μέσα στα επικίνδυνα πράσινα μάτια του, και το μόνο που έβλεπε ήταν αγάπη. Το όμορφο στόμα του
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
383
χαμογέλασε, και το χαμόγελο αυτό μπορούσε τόσο εύκολα να ζεστάνει την καρδιά μιας γυναίκας, και όχι μόνο. Την αγαπούσε πραγματικά. Μετά απ’ όλα όσα του είχε πει. Την είχε πραγματικά ικανή για τα πάντα. «Κι αν δεν τα καταφέρω;» του είπε. «Αν αυτή η κατάσταση αποδειχθεί πολύ δύσκολη ακόμα και για τη δική μου πονηριά και φαντασία–» «Θα το αντέξουμε» είπε εκείνος. «Η ζωή δεν είναι τέλεια. Αλλά θα προτιμούσα χίλιες φορές να τη ζήσω ατελώς μαζί σου.» «Α... αυτό είναι ένα πολύ ω... ωραίο αί... αίσθημα.» Ο λυγμός γέμιζε το στήθος της. «Δεν έκανα καθόλου εξάσκηση» είπε αυτός. «Αχ, Κλίβντον» είπε εκείνη. Άνοιξε την αγκαλιά του, κι εκείνη χώθηκε μέσα. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή, καμία άλλη επιλογή. Την έκλεισε στην αγκαλιά του, κι εκείνη έκλαψε, βλακωδώς, αλλά μέρες και νύχτες τώρα κρατούσε μέσα της φόβους και ανησυχίες και θλίψη και θυμό και ελπίδα. Πέρα από κάθε προσδοκία, ελπίδα. Γιατί ήταν μία ονειροπόλος και δολοπλόκα, και δεν μπορεί κανείς να ονειρεύεται και να δολοπλοκεί χωρίς ελπίδα. *** «Αυτό σημαίνει ότι κέρδισα;» είπε. Καλά ήταν τα δάκρυα, αλλά έπρεπε να είναι απόλυτα σίγουρος. «Ναι» είπε εκείνη, με πνιγμένη φωνή καθώς είχε χωθεί στο παλτό του. «Αν και κάποιοι θα έλεγαν ότι έχασες.» «Θα με παντρευτείς;» Μεγάλη παύση. Την κράτησε πιο σφιχτά. «Μαρσλίν.» «Ναι. Απλά δεν είμαι αρκετά έντιμη για ν’ αρνηθώ.» «Μην είσαι έντιμη, σε ικετεύω» της είπε. «Νομίζω πως
384
LORETTA CHASE
η εντιμότητα… και οι αρχές… και η ηθική… και οι αναστολές… όλα αυτά είναι πολύ καλά, αλλά μέχρι ένα σημείο. Από ένα σημείο κι έπειτα, νομίζω ότι μου προκαλούν ναυτία.» Σήκωσε το βλέμμα της. Δάκρυα λαμπύριζαν στα μάτια της, αλλά υπήρχε και γέλιο, και στο όμορφο στόμα της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. «Δεν μου ταιριάζει» είπε εκείνος. «Προσπάθησα να είμαι καλός. Προσπάθησα να μη γίνω σαν τον πατέρα μου. Έκανα ό,τι περίμενε από εμένα ο Λόρδος Γουόρφορντ. Προσπάθησα ν’ ανταποκριθώ στις προσδοκίες του. Αλλά δύο χρόνια μετά το πανεπιστήμιο, δεν άντεχα άλλο. Του ανακοίνωσα ότι θα έφευγα για ένα Μεγάλο Ταξίδι, και ο Λόνγκμορ ανακοίνωσε ότι θα ερχόταν μαζί μου. Όταν, όμως, ο Λόνγκμορ αποφάσισε ότι είχε ζήσει αρκετά στην Ηπειρωτική Ευρώπη και ήθελε να γυρίσει σπίτι, δεν πίστευα ότι θα άντεχα να γυρίσω πίσω. Και τότε μπήκες στη ζωή μου, και τα πάντα άλλαξαν. Γιατί ήσουν η κατάλληλη. Για μένα. Είσαι. Η κατάλληλη. Για μένα.» Γλίστρησε το χέρι του στην πλάτη της. Άκουσε την ανάσα της να κόβεται. Αυτό ήθελε. Αυτόν το μικρό ήχο. Περίμενε τόσο καιρό. Είχε υπομείνει τα μαρτύρια των καταραμένων. Τώρα… Της σήκωσε το πιγούνι και έλυσε το καπέλο της. Το πέταξε κάτω. Εκείνη έκανε ένα μορφασμό. «Αυτό ήταν το καλύτερο καπέλο μου. Μου πήρε αιώνες να αποφασίσω ποιο να βάλω.» «Εσένα; Μα, εσύ ξέρεις πάντα τι να βάλεις.» «Ποτέ πριν δεν είχε χρειαστεί να εξομολογηθώ σε κάποιον» είπε. «Είναι το καπέλο εξομολόγησης. Μέχρι που το διακόσμησα και ιδιαίτερα για την περίσταση – κι εσύ το πέταξες λες και ήταν βρόμικο μαντήλι.» «Εξομολογήθηκες» της είπε. «Και το έκανες όμορφα. Όπως τα πάντα.» Έλυσε γρήγορα τη μαύρη δαντέλα που είχε τυλιγμένη γύρω από το λαιμό της.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
385
Εκείνη του έπιασε το χέρι πριν προλάβει να την πετάξει κι αυτήν κάτω. «Κλίβντον, τι νομίζεις ότι κάνεις;» «Ξέρεις πολύ καλά τι κάνω» της απάντησε αυτός. «Δεν έχεις καν κλειδώσει την πόρτα» του είπε. «Αλήθεια; Τι συναρπαστικό.» «Δεν μπορείς να μου βγάλεις τα ρούχα» είπε εκείνη. Κοίταξε το φόρεμα και τα μεγάλα φουσκωτά μανίκια και τη ζώνη, και θυμήθηκε τι υπήρχε από κάτω, το ένα στρώμα μετά το άλλο. Θυμήθηκε την εικόνα της να γδύνεται. Θυμήθηκε πώς είχε ακουμπήσει το πόδι της στο κρεβάτι, δίπλα στο γοφό του, και είχε κατεβάσει την κάλτσα της. Για μία στιγμή τού κόπηκε η ανάσα. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και η ανάσα του ήταν τόσο γρήγορη, και αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην έξαψη πιο χαμηλά. «Έχεις δίκιο» είπε. Την έσπρωξε με την πλάτη στην πόρτα. Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της. «Καλύτερα να φροντίσουμε να μην ανοίξει» της είπε. Έγειρε το κεφάλι του, και τη φίλησε, έντονα και αδιαπραγμάτευτα, μέχρι που το σώμα της έλιωσε, και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και του ανταπέδωσε το ίδιο άγριο φιλί. Απομάκρυνε το στόμα του ένα εκατοστό από το δικό της και είπε: «Αυτά παθαίνεις για να με βασανίζεις.» Του έπιασε το κεφάλι και έφερε το στόμα του στο δικό της, και συνέχισε το φιλί που είχε διακόψει, με τη γλώσσα της σαν το διάβολο μέσα στο στόμα του. Και όταν τα γόνατά του λύγισαν, και ήταν πάλι μεθυσμένος από τη γεύση και τη μυρωδιά της, απομάκρυνε το στόμα της ένα εκατοστό από το δικό του και είπε: «Αυτά παθαίνεις για να μου ραγίζεις την καρδιά.» «Θα επανορθώσω» είπε εκείνος. «Περιμένω» είπε αυτή. Δεν μπορούσε να της βγάλει όλα της τα ρούχα –όχι σε λιγότερο από μία μέρα τουλάχιστον–, αλλά δεν χρειαζόταν.
386
LORETTA CHASE
Βρήκε το δέσιμο του κορσέ κάτω από το φόρεμα, και το έλυσε αρκετά ώστε να φτάσει στο κομπινεζόν της, και γλίστρησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα εφαρμοστά υφάσματα μέχρι που έφτασε στο σφιχτό, μεταξένιο λόφο του στήθους της. Δεν ήταν πολύ ικανοποιητικό, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν πανέμορφα λάγνο. Εκείνη άφηνε σιγανούς ήχους· ήχους απόλαυσης και έξαψης. Έγειρε το κεφάλι του και έφερε το στόμα του στο λίγο δέρμα που είχε βρει εκεί, και το έγλειψε, και έσπρωξε τη γλώσσα του λίγο πιο βαθιά, κάτω από την άκρη του κομπινεζόν. Κανονικά δεν έπρεπε να είναι καθόλου ικανοποιητικό, αλλά ήταν απίστευτα άτακτο, και το σώμα της έτρεμε και τα δάχτυλά της έσφιγγαν τα μαλλιά του. Ανασηκώθηκε και πήρε το χέρι της και έφερε το δείκτη της στο στόμα του και το έγλειψε. Μετά έφερε το δάχτυλό της στο δέρμα που είχε γυμνώσει. «Θεέ μου» ψιθύρισε εκείνη. Τράβηξε το δάχτυλό της μέσα στο κομπινεζόν, να αγγίξει τη ρώγα της. Άφησε έναν αναστεναγμό. Πήρε το δάχτυλό της και το έφερε στο στόμα του και το ρούφηξε. Της έγλειψε την παλάμη. «Μετά» είπε βραχνά «όταν θα είμαστε τελείως γυμνοί, θα το κάνω αυτό σε ολόκληρο… το… σώμα σου. Θα σε γλείφω και θα σε χαϊδεύω και θα σε χαϊδεύω ενώ χαϊδεύεις τον εαυτό σου.» «Υποσχέσεις» είπε εκείνη «όλο υποσχέσεις.» Με το ένα της χέρι ακόμη στα μαλλιά του, πήρε το άλλο από το δικό του και το γλίστρησε πάνω από τη γραβάτα και το πουκάμισό του μέχρι τη ζώνη του παντελονιού του. Ξεκούμπωσε μόνο τη μία πλευρά, αρκετά για να γλιστρήσει το χέρι της μέσα στο παντελόνι του πάνω από το εσώρουχο. Το πέος του ανταποκρίθηκε στο άγγιγμά της, και θα της είχε κάψει το χέρι, ακόμα και πάνω από το ύφασμα. Το χάιδεψε
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
387
πάνω από το εσώρουχο, το διαβολεμένο πλάσμα, και σε ένα δευτερόλεπτο τον πλημμύρισε έξαψη, και έχασε τον έλεγχο, και του κόπηκε η ανάσα, και άρχισε να βγάζει άναρθρους ήχους. Ύστερα γλίστρησε το χέρι της μέσα στο εσώρουχό του και τον έπιασε, και το κεφάλι του βούλιαξε στο λαιμό της, για να πνίξει τους ζωώδεις ήχους του. Της έπιασε το φόρεμα, και τα κεντητά λουλούδια έμοιαζαν ζωντανά στο χέρι του. Το τράβηξε επάνω, μία τεράστια μάζα υφασμάτων που φούσκωνε στο χέρι του. Τη χάιδεψε πάνω από το εσώρουχο, στους μηρούς και ανάμεσα στα πόδια της μέχρι το άνοιγμα του εσωρούχου. Την άγγιξε, κι εκείνη έτρεμε. Το στόμα του βρήκε πάλι το δικό της, και τη φίλησε και ρούφηξε τη γεύση της και την αίσθηση του στόματός της και της γλώσσας της, και το απόλαυσε σαν διψασμένος. Κι ενώ τη φιλούσε, γλίστρησε τα δάχτυλά του στο απαλό άνοιγμα ανάμεσα στα πόδια της. Ήταν υγρή, και τα πόδια της έτρεμαν καθώς τη χάιδευε, και έχασε ό,τι απομεινάρια έλεγχου είχε. Του πήρε το μυαλό. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένστικτο και πόθος. Του ξεκούμπωσε τελείως το παντελόνι. Εκείνος άφησε έναν ήχο, ένα βογκητό, σαν κτήνος. Έχωσε το χέρι του κάτω από το γόνατό της και της σήκωσε το πόδι. Το παντελόνι τού γλιστρούσε στους γοφούς του. Του κατέβασε το εσώρουχο και έφερε το πέος του σ’ εκείνο το γλυκό, υγρό μέρος. Μπήκε μέσα της, και εκείνη άφησε μία κραυγή και ένα γέλιο. Και μετά λέξεις, στα Γαλλικά: μπερδεμένες λέξεις αγάπης και απόλαυσης. Κρατιόταν γερά καθώς χωνόταν μέσα της σαν μανιασμένος ταύρος, και γελούσε και ούρλιαζε από την απόλαυση. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Γελούσε κι εκείνος τραχιά καθώς παλλόταν ξανά και ξανά, και τον άφησε για να χτυπήσει τις γροθιές της στην πόρτα στο ρυθμό του. Η κορύφωση ήρθε ξαφνικά, ένα άγριο άλμα στην εκτυφλωτική ευτυχία, σαν να πετάς στον ήλιο. Η λύτρωση ήρθε
388
LORETTA CHASE
σαν ένας καταρράκτης χαράς, απίστευτα γλυκός. Έπειτα, το εκτυφλωτικό φως έσβησε, και ήρθε ο μικρός θάνατος, και γλίστρησαν σ’ ένα μπερδεμένο σωρό στο πάτωμα δίπλα στην πόρτα. *** Για λίγο έμειναν κουλουριασμένοι πίσω από την πόρτα μέσα σε μία μάζα μεταξιού, μουσελίνας και δαντέλας. Μία από τις καλτσοδέτες της είχε λυθεί, και η κάλτσα είχε γλιστρήσει στον αστράγαλό της. Το παντελόνι και τα εσώρουχά του ήταν ακόμη μπερδεμένα στους αστραγάλους του. Η Μαρσλίν απλά τον κρατούσε στην αγκαλιά της χαϊδεύοντας με το πρόσωπό της τα μεταξένια του μαλλιά, ρουφώντας τη μυρωδιά του και τη μυρωδιά του έρωτά τους –αν μπορούσε κανείς να δώσει μία τόσο ευγενή ονομασία στην άγρια επαφή τους–, ενώ η αναπνοή της ηρέμησε και ο κόσμος επανήλθε. «Τώρα πρέπει να με παντρευτείς» της είπε. Η φωνή του ήταν βραχνή, αλλά η υπεροπτική ικανοποίησή του ήταν πασιφανής. «Μας άκουσαν όλοι.» Η ομίχλη είχε αρχίσει να διαλύεται από το μυαλό της και θυμήθηκε: οι γροθιές της να χτυπάνε την πόρτα. Ναι. Ναι. Ναι. Κάθε χτύπημα κι ένα ναι. Γέλασε. «Αυτό είναι αλήθεια. Δεν ήμουν και τόσο εκλεπτυσμένη.» «Ούτε εγώ» είπε εκείνος. «Ωραία ήταν.» Εκείνη γέλασε. «Ναι, αγάπη μου, ήταν.» «Αγάπη μου» επανέλαβε εκείνος. «Γιατί ακούγεται τόσο υπέροχο όταν το λες εσύ;» «Γιατί εγώ είμαι υπέροχη» του απάντησε. «Η υπέροχη Δούκισσα του Κλίβντον» είπε εκείνος. «Μ’ αρέσει όπως ακούγεται.» Το χέρι του γλίστρησε τεμπέλικα στην πλάτη της, κι εκείνη ανατρίχιασε. Δεν υπήρχε τίποτε στον κόσμο σαν το άγγιγμά του.
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
389
«Αλλά μου αρέσει περισσότερο το άγγιγμά της» είπε εκείνος. «Και η μυρωδιά της. Και ο ήχος της φωνής της. Και ο τρόπος που κινείται. Την αγαπώ σαν τρελός. Θα ήθελα να μείνω εδώ, και να μετρήσω πόσο πολύ την αγαπώ, και να της δείξω πόσο πολύ την αγαπώ. Αλλά ο κόσμος μάς καλεί. Η ζωή μάς καλεί.» Τη φίλησε, τόσο τρυφερά, στο μέτωπο. «Πρέπει να ντυθούμε.» Χρειάστηκαν μόλις μερικά λεπτά, μια και δεν είχαν βγάλει και πολλά. Εκείνη είχε μόνο να ισιώσει ελαφρώς τα εσώρουχά της, να δέσει μερικούς κόμπους, να τραβήξει μία κάλτσα, να δέσει μία καλτσοδέτα. Εκείνος να σηκώσει γρήγορα τα εσώρουχα και το παντελόνι του, να βάλει μέσα το πουκάμισο και να κουμπώσει μερικά κουμπιά. Ο Κλίβντον βρήκε το μαύρο δαντελένιο μαντήλι της, κι εκείνη το έδεσε στο λαιμό της. Μάζεψε το καπέλο της από τη γωνία που είχε πέσει. Το τίναξε και προσπάθησε να ισιώσει τα φτερά. Εκείνη έμεινε και τον κοίταζε για ένα λεπτό, και μετά έβαλε τα γέλια. «Αχ, Κλίβντον, είσαι υπέροχος» του είπε. «Δώσ’ το μου εδώ. Δεν έχεις την παραμικρή ιδέα τι να το κάνεις, αλλά σ’ αγαπώ που προσπαθείς.» Εκείνος έμεινε για μία στιγμή ακίνητος. Ύστερα κοίταξε μία το καπέλο και μία εκείνην. «Αυτό δεν είναι που έχει σημασία;» είπε. «Η προσπάθεια; Αν προσπαθήσουμε με όλη μας την καρδιά, δεν πιστεύεις ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε – εμάς εννοώ; Και ακόμα κι αν δεν εξελιχθεί ακριβώς όπως θα θέλαμε, τουλάχιστον θα ξέρουμε ότι προσπαθήσαμε με όλη μας την καρδιά. Έτσι δεν κάνεις τα πάντα; Με όλη σου την καρδιά. Και δες πού έχεις φτάσει και όλα αυτά που έχεις πετύχει. Σκέψου μόνο τι μπορούμε να κάνουμε μαζί.» «Κοίτα, υπάρχει αυτό» είπε εκείνη δείχνοντας με το καπέλο της την πόρτα. « Αυτό το κάναμε πολύ καλά. Μαζί.» Εκείνος γέλασε. «Ναι. Και δεν πιστεύεις ότι ένας άντρας που μπορεί να κάνει αυτό –μετά από έναν καβγά και μία
390
LORETTA CHASE
νύχτα απελπισμένης οινοποσίας–, δεν πιστεύεις ότι ο άντρας αυτός μπορεί ν’ αντιμετωπίσει την Υψηλή Κοινωνία; Μπορεί να μην είμαι και πολύ καλός ως Δούκας, αλλά δεν έχω καταβάλει και ιδιαίτερη προσπάθεια. Φαντάσου τι μπορώ να κάνω αν το αποφασίσω – με τη Δούκισσά μου στο πλάι μου.» Χαμογέλασε και πρόσθεσε: «Και από κάτω, ή από πάνω μου, ή πίσω μου, ανάλογα με την περίπτωση.» Εκείνη σήκωσε τα φρύδια της. «Πίσω σας, Υψηλότατε;» «Απ’ ό,τι βλέπω, έχεις ακόμη μερικά πράγματα να μάθεις» είπε εκείνος. Ίσιωσε τη γραβάτα του. «Παντρεύτηκα πολύ νέα, για πολύ λίγο» είπε εκείνη. «Στην ουσία είμαι παρθένα.» Εκείνος γέλασε πάλι, και ο ήχος αντήχησε τόσο γλυκά στ’ αφτιά της. Ήταν ευτυχισμένος, κι εκείνη το ίδιο. Κι έτσι τολμούσε να ελπίζει, και να ονειρεύεται, όπως έκανε πάντα. Και τολμούσε να πιστεύει πως, με κάποιον τρόπο, τελικά όλα θα πήγαιναν καλά. Την πήρε αγκαλιά τσαλακώνοντας το καπέλο. Δεν την ένοιαζε. «Έχω ένα σχέδιο» της είπε. «Ναι» είπε εκείνη. «Ας παντρευτούμε» είπε αυτός. «Ναι» του απάντησε. «Ας κατακτήσουμε τον κόσμο» της είπε. «Ναι» είπε εκείνη. Δεν είχαν κατηγορήσει ποτέ κανέναν στην οικογένειά της ότι είχε μικρά όνειρα. «Ας γονατίσουμε την Υψηλή Κοινωνία.» «Ναι.» «Ας τους κάνουμε να ικετεύουν για τις δημιουργίες σου.» «Ναι» είπε εκείνη. «Ναι, ναι, ναι.» «Αύριο είναι πολύ νωρίς;» της είπε. «Όχι» απάντησε εκείνη. «Έχουμε πολλά να κάνουμε εμείς οι δύο για να κατακτήσουμε τον κόσμο. Πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Δεν έχουμε λεπτό για χάσιμο.»
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
391
«Λατρεύω να σ’ ακούω να το λες αυτό» είπε εκείνος. Τη φίλησε. Κράτησε πολλή ώρα. Κι αυτοί θα κρατούσαν για μία ζωή, ήταν σίγουρη. Όσο γι’ αυτό, θα στοιχημάτιζε τα πάντα.
Επίλογος «Τα φορέματα ήταν υπέροχα. Και με μεγάλη μας ικανοποίηση διαπιστώσαμε ότι αυτά που φορούσε η Μεγαλειότητά της και η Βασιλική Οικογένεια, καθώς και πολλοί άλλοι, ήταν έργα κυρίως βρετανικής κατασκευής.» – The Court Journal, Σάββατο 30η Μαΐου, 1835 Ο Δούκας του Κλίβντον παντρεύτηκε την κυρία Τσαρλς Νουαρό στην οικία Κλίβντον το Σάββατο, 16 Μαΐου. Παρέστησαν οι αδελφές της, οι θείες του, ο Λόρδος Λόνγκφορντ και η Λαίδη Κλάρα Φέρφαξ. Οι δύο τελευταίοι ήρθαν αψηφώντας τους γονείς τους – αλλά ο Λόνγκφορντ δεν φημιζόταν ποτέ για την υπακοή του, και η Λαίδη Κλάρα τώρα τελευταία είχε αναπτύξει μία αναζωογονητική συνήθεια να αψηφά τη μητέρα της. Είχε φορέσει μία δημιουργία Νουαρό στη δεξίωση της Βασίλισσας την περασμένη Πέμπτη, η οποία είχε προκαλέσει την πλέον ικανοποιητική αναστάτωση. Όταν ο αδελφός της την είχε κατηγορήσει ότι υποθάλπει τις τρέλες του Κλίβντον, του είχε πει: «Εξακολουθεί να είναι φίλος μου, και αρνούμαι να του κρατήσω κακία. Και σίγουρα δεν πρόκειται να βάλω τα χεράκια μου να βγάλω τα
394
LORETTA CHASE
ματάκια μου. Ξέρεις πολύ καλά ότι κανείς δεν μ’ έχει κάνει και κανείς δεν πρόκειται να με κάνει να δείχνω πιο όμορφη απ’ ό,τι η κυρία Νουαρό. Οπότε, σταμάτα να κάνεις σαν τη μαμά.» Αυτό το τελευταίο σχόλιο έκανε τον Λόνγκμορ ν’ αλλάξει γνώμη. Οι θείες του Δούκα αποδείχθηκαν μεγαλύτερη πρόκληση. Μόλις πήραν το μήνυμά του για τον επικείμενο γάμο, ήρθαν αμέσως στην πόλη και ανέλαβαν τα ηνία της οικίας Κλίβντον, αποφασισμένες να τον επαναφέρουν στα συγκαλά του. Την Τετάρτη το απόγευμα είχαν προετοιμαστεί για ένα γύρο τρομοκρατίας του ανιψιού ενώ θα έπιναν τσάι, όταν ο Χάλιντεϊ συνόδευσε στο δωμάτιο τη μελλοντική σύζυγο της υψηλότητάς του μαζί με τις κουνιάδες, και, ως βαρύ πυροβολικό, τη Λούσι. Οι θείες μπορεί να είχαν αντισταθεί στη γοητεία των Νουαρό, αλλά η γοητεία σε συνδυασμό με τα θεσπέσια φορέματα αποδυνάμωσαν τις άμυνές τους, και η Λούσι, στα πιο χαριτωμένα της, τις κατατρόπωσε εντελώς. Τη Δευτέρα μετά το γάμο, η νεότερη θεία, η Λαίδη Αντελαΐντ Λάντλεϊ, επισκέφθηκε τη Βασίλισσα, με την οποία μοιραζόταν ένα όνομα, και είχαν θερμές σχέσεις. Η εξοχότητά της εξύμνησε τους καλούς τρόπους και το γούστο της νέας Δούκισσας. Μόλις έμαθε ότι η Βασίλισσα είχε θαυμάσει το φόρεμα της Λαίδης Κλάρα Φέρφαξ, η Λαίδη Αντελαΐντ τόνισε ότι ο Οίκος Νουαρό προμηθευόταν σχεδόν αποκλειστικά βρετανικά προϊόντα – κάτι πολύ σημαντικό για τη Μεγαλειότητά της. Ανέφερε πως οι αδελφές Νουαρό είχαν ιδρύσει το Ινστιτούτο Μόδιστρων για την Εκπαίδευση Απόρων Γυναικών – άλλο ένα σημείο υπέρ τους. Η Λαίδη Αντελαΐντ συμφώνησε με τη Βασίλισσα πως η Δούκισσα του Κλίβντον, με την πρόθεσή της να κρατήσει το μαγαζί της, έθετε την Αυλή μπροστά σ’ ένα κοινωνικό δίλημμα. Από την άλλη, είπε η εξοχότητά της, η Δούκισσα δρούσε με αγαθές αρχές καθώς δεν ήθελε να εγκαταλείψει ούτε τις
ΜΕΤΑΞΕΝΙΑ ΑΠΟΠΛΑΝΗΣΗ
395
πελάτισσές της ούτε τις νεαρές κοπέλες που εκπαίδευε ως μοδίστρες. Σε κάθε περίπτωση, όπως είχε τονίσει ο Δούκας στις θείες του, δεν μπορούσε κανείς να έχει την απαίτηση από έναν καλλιτέχνη να εγκαταλείψει την τέχνη του. Τελικά, η Λαίδη Αντελαΐντ πήρε την άδεια να παρουσιάσει τη νέα Δούκισσα στη Βασίλισσα. Το έκανε στη δεξίωση που παρατέθηκε προς τιμήν των Γενεθλίων του Βασιλιά, την 28η Μαΐου. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του εορτασμού, ο Βασιλιάς κάλεσε τον Κλίβντον και του μίλησε ιδιαιτέρως. Κάποιοι είπαν ότι άκουσαν τη Μεγαλειότητά του να γελάει. Όταν ο Κλίβντον επέστρεψε στο πλευρό της γυναίκας του, εκείνη τον ρώτησε: «Τι σε ήθελε;» «Για την Πριγκίπισσα Έρολ της Αλβανίας» είπε ο Κλίβντον. «Ρώτησε πώς είναι.» Της χαμογέλασε συνωμοτικά. «Νομίζω ότι τα καταφέραμε. Αποφάσισαν ότι εγώ είμαι εκκεντρικός κι εσύ ακαταμάχητη.» «Ή το ανάποδο» είπε εκείνη. «Έχει σημασία;» της είπε. «Όχι» είπε εκείνη. Έγειρε το κεφάλι της, και ο ήχος ήταν σιγανός, αλλά τον αναγνώρισε. «Δούκισσα» της είπε «χαχανίζετε;» Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, και το γέλιο έλαμπε στα σκούρα μάτια της. «Απλά σκεφτόμουν ότι αυτό πρέπει να είναι το μεγαλύτερο κόλπο που έχει καταφέρει οποιοσδήποτε Νουαρό ή ντε Λούσι.» «Και να σκεφτείς» είπε εκείνος «ότι αυτό είναι μόνο η αρχή.» *** Όχι πολλές ημέρες αργότερα, κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου στο Σεν Τζέιμς Παρκ, η δεσποινίς Λούσι Κορντίλια Νουαρό επέτρεψε στην Πριγκίπισσα Βικτόρια να θαυμάσει τη Σουζάνα. Όπως θα περίμενε κανείς, η κούκλα ήταν ντυ-
396
LORETTA CHASE
μένη κατάλληλα για την περίσταση, με ένα λιλά φόρεμα, και ένα ψάθινο καπέλο διακοσμημένο με λευκά κορδελάκια και δύο λευκά φτερά.