Στην Κάρολαϊν, τη Βίβιαν και την Καμίλ
ΛΕΜΕΣΟΣ, Κ Υ Π Ρ Ο Σ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 1 2 9 2
Από τον ανατολικό προμαχώνα του τετράγωνου πύργου του κάστρου στο Κολόσσι, ο Ζακ ντε Μολέ ατένιζε τον ανοιχτό ορίζοντα της Μεσογείου, ενώ το ζεστό αεράκι ανέμιζε τη λευκή κάπα του και τα πυκνά, πυρρόξανθα γένια του. Για έναν ιππότη που πλησίαζε τα πενήντα, τα βασιλικά χαρακτηριστικά του -μακριά μύτη, διαπεραστικά γκρίζα μάτια, αυστηρό μέτωπο και σμιλεμένα ζυγωματικά- ήταν απίστευτα νεανικά. Τα κοντοκουρεμένα μαλλιά του ήταν πυκνά κι ελαφρά γκριζαρισμένα εδώ κι εκεί. Παρόλο που στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να δει την ακτή των Αγίων Τόπων, θα ορκιζόταν ότι μύριζε το γλυκό άρωμα των ευκαλύπτων της. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τότε που η Άκρα, το τελευταίο σημαντικό προπύργιο των σταυροφόρων στο ανατολικό Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, είχε πέσει στους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Η πολιορκία κράτησε έξι βδομάδες βουτηγμένες στο αίμα, ώσπου ο τότε Μέγας Μάγιστρος, ο Γκιγιόμ ντε Μποζέ, πέταξε το ξίφος του κι εγκατέλειψε τα τείχη του φρουρίου, παρόλο που οι άντρες του τον κατέκριναν. Ο Ντε Μποζέ τους απάντησε: «Je ne m 'enfuit pas... Je suis mort» - «Δε λιποτακτώ... Είμαι νεκρός». Σηκώνοντας το ματωμένο μπράτσο του, τους έδειξε το βέλος που ήταν βυθισμένο βαθιά στο πλευρό του. Μετά έπεσε και δεν ξανασηκώθηκε ποτέ. Ο Ντε Μολέ αναρωτιόταν τώρα μήπως ο θάνατος του Ντε
Μποζέ προμήνυε το πεπρωμένο του ίδιου του ιπποτικού τάγματος. «Monsieur», του φώναξε κάποιος στα γαλλικά. Κοίταξε το νεαρό γραμματικό που στεκόταν στα σκαλιά. «Oui?» «Είναι έτοιμος να σας μιλήσει», του ανακοίνωσε. Ο Ντε Μολέ έγνεψε καταφατικά κι ακολούθησε το αγόρι στο εσωτερικό του κάστρου, ενώ η σιδερένια ολόσωμη πανοπλία κάτω από την κάπα του κουδούνιζε καθώς κατέβαινε τα πέτρινα σκαλιά. Ο νεαρός τον οδήγησε σ' ένα υπόγειο θολωτό πέτρινο δωμάτιο όπου ο νέος Μέγας Μάγιστρος, ο καταβεβλημένος Τιμπάλντ ντε Γκοντέν, ήταν ξαπλωμένος σ' ένα κρεβάτι στο κέντρο του χώρου. Η δυσοσμία στον αέρα έδειχνε ότι αμελούσε τη σωματική του καθαριότητα. Ο Ντε Μολέ προσπάθησε να μην καρφώσει το βλέμμα του στα κοκαλιάρικα χέρια του Ντε Γκοντέν, που ήταν γεμάτα ανοιχτές πληγές. Το πρόσωπο του ήταν εξίσου αποκρουστικό - τρομαχτικά χλομό, με κατακίτρινα μάτια που προεξείχαν από τις βαθουλωμένες κόγχες τους. «Πώς νιώθεις;» Η προσπάθεια να φανεί εγκάρδιος ακούστηκε βεβιασμένη. «Τόσο καλά όσο φαίνομαι», απάντησε ο άλλος, παρατηρώντας τις κατακόκκινες λωρίδες σε σχήμα σταυρού που στόλιζαν την κάπα του Ντε Μολέ, ακριβώς πάνω από την καρδιά του. «Γιατί με κάλεσες;» τον ρώτησε εκείνος. Ανεξάρτητα από τη θλιβερή κατάστασή του, ο Μέγας Μάγιστρος πρώτα απ' όλα ήταν αντίπαλος του Ντε Μολέ. «Για να συζητήσουμε τι θα συμβεί όταν φύγω». Η φωνή του Ντε Γκοντέν ήταν τραχιά. «Πρέπει να μάθεις μερικά πράγματα». «Ξέρω μόνον ότι αρνείσαι να συγκεντρώσεις στρατεύματα για να ξαναπάρουμε ό,τι έχουμε χάσει», απάντησε προκλητικά ο Ντε Μολέ. «Έλα τώρα, Ζακ. Πάλι αυτό το θέμα; Ο πάπας πέθανε και μαζί μ' αυτόν και κάθε ελπίδα για μια καινούρια σταυροφορία. Ακόμα κι εσύ πρέπει να παραδεχτείς ότι, χωρίς την
υποστήριξη της Ρώμης, δεν έχουμε καμία ελπίδα επιβίωσης». «Δεν πρόκειται να το παραδεχτώ». Ο πάπας Νικόλαος ο Δ', ο πρώτος φραγκισκανός πάπας της καθολικής εκκλησίας και υποστηρικτής των Ναϊτών ιπποτών, μάταια προσπάθησε να κερδίσει υποστήριξη για μια νέα σταυροφορία. Οργάνωσε συνόδους επιχειρώντας να ενώσει τους Ναΐτες με τους ιππότες του Αγίου Ιωάννη. Μάζεψε χρήματα για να εξοπλίσει είκοσι πλοία κι έστειλε αντιπροσώπους του μέχρι την Κίνα για να εξασφαλίσει στρατιωτικές συμμαχίες. Πριν από λίγες μόλις μέρες, όμως, ο εξηντατετράχρονος πάπας πέθανε ξαφνικά στη Ρώμη από φυσικά αίτια. «Πολλοί στη Ρώμη ισχυρίζονται ότι ο θάνατος του Νικόλαου δεν ήταν τυχαίος». Η φωνή του Ντε Γκοντέν ακούστηκε συνωμοτική. Το πρόσωπο του Ντε Μολέ σφίχτηκε. «Ορίστε;» «Η αφοσίωση του πάπα στην Εκκλησία ήταν αναμφισβήτητη», συνέχισε. «Αλλά έκανε εχθρούς, ιδιαίτερα στη Γαλλία». Ο Μέγας Μάγιστρος σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του. «Όπως ξέρεις, ο βασιλιάς Φίλιππος έλαβε δραστικά μέτρα για να στηρίξει οικονομικά τις στρατιωτικές εκστρατείες του. Συνέλαβε εβραίους για να κατάσχει τις περιουσίες τους. Επέβαλε φόρο πενήντα τοις εκατό στους Γάλλους κληρικούς. Ο πάπας Νικόλαος δε συμφωνούσε με όλα αυτά». «Δε λες, ασφαλώς, ότι ο Φίλιππος έβαλε να τον σκοτώσουν;» Ο Μέγας Μάγιστρος έπνιξε το βήχα του με το μανίκι του. Όταν το τράβηξε, υπήρχαν κηλίδες αίματος πάνω στο ύφασμα. «Ξέρω απλώς ότι ο Φίλιππος φιλοδοξεί να πάρει υπό τον έλεγχο του τη Ρώμη. Η Εκκλησία έχει να επιλύσει ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα. Η Ιερουσαλήμ μπορεί να περιμένει». Ο Ντε Μολέ παρέμεινε σιωπηλός για λίγο. Μετά, ξανακοιτάζοντας τον Ντε Γκοντέν: «Ξέρεις τι βρίσκεται κάτω από το ναό του Σολομώντα. Πώς μπορείς να μην το λαμβάνεις υπόψη σου;» «Είμαστε απλώς άνθρωποι, Ζακ. Ό,τι βρίσκεται εκεί, μόνον ο Θεός ο ίδιος το προστατεύει. Είναι ανόητο να πιστεύεις ότι εμείς έχουμε κάνει κάτι που το αλλάζει αυτό».
«Πώς είσαι τόσο βέβαιος;» Ο Ντε Γκοντέν κατάφερε να χαμογελάσει αμυδρά. «Χρειάζεται-να σου υπενθυμίσω ότι, αιώνες προτού'φτάσουμε εμείς στην Ιερουσαλήμ, κι άλλοι πολλοί πολέμησαν για να προστατεύσουν αυτά τα μυστικά; Παίξαμε ένα μικρό μόνο ρόλο σ' αυτή την παράδοση, και είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται να είμαστε οι τελευταίοι». Έκανε μια παύση. «Ξέρω τις προθέσεις σου. Έχεις ισχυρή θέληση. Οι άντρες σε υπακούν. Κι όταν θα φύγω, θα προσπαθήσεις αναμφίβολα να κάνεις το δικό σου». «Αυτό δεν είναι το καθήκον μας; Γι' αυτόν το λόγο δεν ορκιστήκαμε στον Θεό;» «Ίσως. Μπορεί όμως ό,τι έχουμε κρύψει όλα αυτά τα χρόνια να πρέπει ν' αποκαλυφθεί». Ο Ντε Μολέ πλησίασε στο καταβεβλημένο πρόσωπο του Μέγα Μάγίστρου. «Αυτές οι αποκαλύψεις θα καταστρέψουν όσα ξέρουμε!» «Και στη θέση τους μπορεί να εμφανιστεί κάτι καλύτερο». Η φωνή του Ντε Γκοντέν έγινε ψίθυρος. «Έχε πίστη, φίλε μου. Άφησε κάτω το σπαθί σου». «Ποτέ».
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ
Ο Σαλβατόρε Κόντε δεν εξέταζε ποτέ τα κίνητρα των πελατών του. Έπειτα από τόσες αποστολές, είχε μάθει να παραμένει ήρεμος και συγκεντρωμένος στο στόχο του. Απόψε όμως ήταν διαφορετικά, απόψε ήταν ανήσυχος. Οι οκτώ μαυροντυμένοι άντρες προχωρούσαν στους αρχαίους δρόμους. Όλοι ήταν οπλισμένοι με ελαφριά Heckler & Koch ΧΜ8, εφοδιασμένα με κυλινδρικούς γεμιστήρες των εκατό φυσιγγίων κι εκτοξευτήρες χειροβομβίδων. Βαδίζοντας αθόρυβα με τις μαλακές μπότες τους στους λιθόστρωτους δρόμους, σάρωναν το γύρω χώρο με γυαλιά υπέρυθρων ακτίνων κατάλληλα για νυχτερινή όραση. Γνέφοντάς τους απότομα να σταματήσουν, ο Κόντε πέρασε μπροστά. Ήξερε ότι η ομάδα του ήταν εξίσου ανήσυχη. Παρόλο που η λέξη Ιερουσαλήμ σήμαινε «Πόλη της Ειρήνης», αυτός ο τόπος ήταν ο ορισμός της αναταραχής. Ο κάθε σιωπηλός δρόμος τούς έφερνε πιο κοντά στο διχοτομημένο κέντρο της. Οι άντρες είχαν ταξιδέψει χωριστά από διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες και συγκεντρώθηκαν δύο μέρες νωρίτερα σε ένα νοικιασμένο διαμέρισμα σε μια ήσυχη περιοχή του εβραϊκού τομέα, με θέα στην πλατεία Μπατέι Μακάσε. Η διαμονή τους είχε κλειστεί στο όνομα «Ντανιέλ Μαρόν», ένα από τα πολλά ψευδώνυμα του Κόντε. Όταν έφτασε στην πόλη, ο Κόντε άρχισε να τριγυρίζει σαν
τουρίστας για να εξοικειωθεί με τα σοκάκια και τους φιδωτούς δρόμους που περιέβαλλαν το ορθογώνιο μνημείο στο κέντρο της οχυρωμένης Παλιάς Πόλης - το οποίο είχε έκταση περίπου εκατόν σαράντα στρέμματα. Ή τ α ν ένα επιβλητικό σύμπλεγμα από προμαχώνες κι αναχώματα ύψους τριάντα μέτρων, που θύμιζε κολοσσιαίο μονόλιθο αφημένο οριζόντια πάνω στην απότομη κορυφογραμμή του όρους Μοριά. Αναμφίβολα το πιο διεκδικούμενο κομμάτι γης στον κόσμο, το ισλαμικό Χάραμ ες Σάριφ -ή «Ευγενές Ιερό»- ήταν περισσότερο γνωστό ως Όρος του Ναού. Ό τ α ν οι στέγες των κτιρίων άρχισαν να παραχωρούν τη θέση τους στο πανύψηλο Δυτικό Τείχος, ο Κόντε έγνεψε σε δύο απ' τους άντρες του να προχωρήσουν μπροστά. Οι προβολείς που υπήρχαν πάνω στο τείχος σχημάτιζαν μεγάλες σκιές. Οι άντρες του Κόντε μπορούσαν εύκολα να κρύβονται στις σκοτεινές εσοχές, αλλά το ίδιο μπορούσαν να κάνουν και οι στρατιώτες της ΙΔΑ, της Ισραηλινής Δύναμης Αμυνας. Οι ατέλειωτες συγκρούσεις των Εβραίων και των Παλαιστινίων είχαν κάνει την Ιερουσαλήμ την πιο ισχυρά φρουρούμενη πόλη στον κόσμο. Ο Κόντε, όμως, ήξερε ότι η ΙΔΑ επανδρωνόταν κυρίως από νεοσύλλεκτους - εφήβους, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να τελειώσουν την υποχρεωτική τρίχρονη στρατιωτική θητεία τους, και που δεν είχαν τα προσόντα να τα βγάλουν πέρα με τη σκληραγωγημένη ομάδα του. Ο Κόντε περιεργάστηκε το χώρο μπροστά του. Τα γυαλιά νυκτός που φορούσε έδιναν στις σκιές ένα απόκοσμο πράσινο χρώμα. Δεν υπήρχε κανείς, εκτός από δύο στρατιώτες που χαζολογούσαν πενήντα μέτρα μακριά. Ή τ α ν οπλισμένοι με Μ-16 και φορούσαν τις συνηθισμένες χακί στρατιωτικές στολές, αλεξίσφαιρα γιλέκα και μαύρους μπερέδες. Κι οι δύο κάπνιζαν τσιγάρα Time Lites, την πιο δημοφιλή -και, κατά τον Κόντε, τη χειρότερη- μάρκα στο Ισραήλ. Ρίχνοντας μια ματιά στο σημείο εισόδου της Πύλης Μουρς προς το οποίο κατευθύνονταν -μια είσοδος στο δυτικό τείχος της εξέδρας-, ο Κόντε κατέληξε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε τρόπος να πλησιάσει στο Όρος του Ναού χωρίς να τον αντιληφθούν.
Γλιστρώντας τα δάχτυλα του στην κάννη του ΧΜ8, το ρύθμισε γρήγορα στη λειτουργία που έριχνε ένα μόνο πυροβολισμό και το κρέμασε στον αριστερό του ώμο. Με τις κόκκινες ακτίνες λέιζερ στόχευσε το πρώτο πράσινο φάντασμα. Εστίασε στην καύτρα του κρεμασμένου τσιγάρου του που λαμποκοπούσε και τον σημάδεψε στο κεφάλι. Παρόλο που οι σφαίρες από τιτάνιο του ΧΜ8 μπορούσαν να διαπεράσουν το αλεξίσφαιρο γιλέκο κέβλαρ του στρατιώτη, ο Κόντε δεν το έβρισκε διασκεδαστικό -πόσω μάλλον σίγουρο- να πυροβολεί στο σώμα. Έ ν α ς πυροβολισμός. Έ ν α ς νεκρός. Πίεσε απαλά με το δείκτη του. Έ ν α ς πνιχτός ήχος, μια ελαφρά ανάκρουση κι είδε το στόχο να πέφτει στα γόνατα. Έστρεψε το όπλο προς τον άλλο άντρα. Προτού ο δεύτερος στρατιώτης της ΙΔΑ μπορέσει να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε, ο Κόντε είχε πυροβολήσει ξανά και η σφαίρα, διαπερνώντας το πρόσωπο του άντρα, κυλούσε μέσα στον εγκέφαλο του. Ο Κόντε τον είδε να καταρρέει και κοντοστάθηκε. Σιωπή. Ποτέ δεν έπαψε να τον εκπλήσσει πόσο συμβολική ήταν στην πραγματικότητα η λέξη «άμυνα» - δεν ήταν παρά μια φράση που έκανε τους ανθρώπους να νιώθουν ασφαλείς. Και, παρόλο που η στρατιωτική επάρκεια της χώρας καταγωγής του ήταν για γέλια, ένιωθε ότι με το δικό του τρόπο αυτό το είχε αντισταθμίσει. Μ' ένα ακόμα απότομο νεύμα με το χέρι του, οδήγησε τους άντρες του προς το ανηφορικό δρομάκι που κατέληγε στην Πύλη Μουρς. Αριστερά είδε φευγαλέα την Πλατεία του Δυτικού Τείχους, που βρισκόταν χωμένη στο τέλος του αναχώματος. Χθες θαύμαζε τους ορθόδοξους εβραίους -τους άντρες που χωρίζονταν από τις γυναίκες μ' ένα παραπέτασμα-, οι οποίοι μαζεύονταν εδώ για να θρηνήσουν τον αρχαίο ναό που, όπως πίστευαν, λάμπρυνε κάποτε με την παρουσία του αυτό τον ιερό τόπο. Δεξιά βρισκόταν μια μικρή κοιλάδα με σκορπισμένα εδώ κι εκεί θεμέλια ανασκαφών - τα αρχαιότερα ερείπια της Ιερουσαλήμ.
Μια ογκώδης σιδερένια πύλη σφραγισμένη με σύρτη απαγόρευε την είσοδο στην εξέδρα. Σε λιγότερο από δεκαπέντε δευτερόλεπτα παραβίασαν την κλειδαριά κι η ομάδα του πέρασε μέσα από τη σήραγγα της εισόδου, σκορπίζοντας στη μεγάλη πλατεία που υπήρχε παραπέρα. Περνώντας γρήγορα μπροστά από το επιβλητικό τέμενος Αλ Ακσά, που συνόρευε με το νότιο τείχος του Όρους του Ναού, ο Κόντε έστρεψε το βλέμμα του προς το κέντρο της πλατείας. Εκεί, αμέσως μετά τα ψηλά κυπαρίσσια, βρισκόταν ένα δεύτερο και πολύ πιο μεγαλοπρεπές τέμενος πάνω σε μια υπερυψωμένη εξέδρα. Ο επίχρυσος τρούλος του φώτιζε σαν άλως το νυχτερινό ουρανό. Ή τ α ν ο Θόλος του Βράχου - το σύμβολο των ισλαμικών διεκδικήσεων στους Αγίους Τόπους. Ο Κόντε οδήγησε την ομάδα στη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας. Εκεί, σ' ένα πλατύ άνοιγμα, υπήρχε μια σύγχρονη κατηφορική σκάλα. Μόλις έγνεψε με το γαντοφορεμένο δεξί του χέρι, τέσσερις άντρες εξαφανίστηκαν κάτω από την επιφάνεια. Έπειτα έκανε νεύμα στους υπόλοιπους δύο να καθίσουν κάτω από τις σκιές των κοντινών δέντρων για να φρουρούν το γύρω χώρο. Καθώς οι άντρες κατέβαιναν, ο αέρας στη διάβαση γινόταν όλο και πιο υγρός. Μετά έγινε ξαφνικά κρύος και μύριζε βρύα. Όταν συγκεντρώθηκαν στη βάση της σκάλας, άναψαν τις λάμπες αλογόνου που ήταν πάνω στις καραμπίνες τους. Ψυχρές φωτεινές ακτίνες φώτισαν το σκοτάδι, για ν' αποκαλύψουν ένα σπηλαιώδη θολωτό χώρο με τοξοειδείς κολόνες, που η διάταξή τους σχημάτιζε συμμετρικά δρομάκια. Ο Κόντε είχε διαβάσει κάπου πως οι σταυροφόροι του 12ου αιώνα χρησιμοποιούσαν αυτή την υπόγεια αίθουσα ως στάβλο για τα άλογά τους. Οι μουσουλμάνοι, οι τελευταίοι κάτοχοι του χώρου, τον είχαν μετατρέψει πρόσφατα σε τζαμί. Ωστόσο, η ισλαμική διακόσμηση δεν είχε καλύψει αρκετά την αλλόκοτη ομοιότητά της με σταθμό υπόγειου σιδηρόδρομου. Φωτίζοντας τον ανατολικό τοίχο της αίθουσας, ο Κόντε εντόπισε μ' ευχαρίστηση τις δύο καφετιές τσάντες από καραβόπανο, για τις οποίες τον είχε διαβεβαιώσει ο τοπικός σύνδεσμος του.
«Γκρέτνερ», φώναξε στον τριανταπεντάχρονο πυροτεχνουργό από τη Βιέννη. «Εκείνες είναι για σένα». Ο Αυστριακός πήγε και τις πήρε. Γλιστρώντας το όπλο του πάνω στον ώμο του, ο Κόντε έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί από την τσέπη του κι άναψε το φακό του. Ο χάρτης έδειχνε την ακριβή θέση αυτού που τους είχαν αναθέσει να πάρουν - δεν του άρεσε να μιλάει για «κλοπή», η λέξη ευτέλιζε τον επαγγελματισμό του. Φώτισε με το φακό τον τοίχο. «Εδώ μπροστά πρέπει να 'ναι». Τα αγγλικά του Κόντε ήταν εκπληκτικά καλά. Για να καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο και να μην κινούν τις υποψίες των ντόπιων Ισραηλινών, επέμενε να μιλούν μεταξύ τους μόνο στα αγγλικά. Κρατώντας σταθερά το φακό με τα δόντια του, χρησιμοποίησε το ελεύθερο χέρι του για να ξεκουμπώσει από τη ζώνη του μια ηλεκτρονική συσκευή μέτρησης απόστασης Stanley Tru-Laser και να πατήσει ένα κουμπί στο πληκτρολόγιο του. Μια μικρή οθόνη υγρών κρυστάλλων φωτίστηκε κι ενεργοποιήθηκε μια λεπτή κόκκινη ακτίνα λέιζερ που φώτισε το σκοτάδι ως πέρα μακριά. Ο Κόντε άρχισε να προχωράει μπροστά, ενώ η ομάδα του τον ακολούθησε. Διέσχισε διαγώνια την αίθουσα, κάνοντας ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στις πυκνές κολόνες. Όταν πια είχε προχωρήσει αρκετά, ο Κόντε σταμάτησε ξαφνικά, επιβεβαίωσε τις μετρήσεις στην οθόνη υγρών κρυστάλλων κι έστρεψε την ακτίνα λέιζερ προς το νότιο τοίχο του τζαμιού. Μετά γύρισε και κοίταξε το βόρειο τοίχο, το υπογάστριο του Όρους του Ναού. , «Αυτό που ψάχνουμε πρέπει να βρίσκεται ακριβώς πίσω από 'κεί».
Ο Σαλβατόρε Κόντε χτύπησε ελαφρά με το γαντοφορεμένο χέρι του τα τούβλα από ασβεστόλιθο του τοίχου. «Τι λες;» Ακουμπώντας κάτω τις τσάντες από καραβόπανο, ο Κλάους Γκρέτνερ ξεκούμπωσε από τη ζώνη του μια φορητή συσκευή υπερήχων και την ακούμπησε πάνω στον τοίχο για να μετρήσει την πυκνότητα. Δευτερόλεπτα αργότερα, το αποτέλεσμα φάνηκε στην οθόνη της συσκευής. «Μισό μέτρο, περίπου». Ο Κόντε τράβηξε από την πρώτη τσάντα ένα μεγάλο τρυπάνι με χειρολαβή -το Flex ΒΗΙ 822 VR, όπως είχε ζητήσει-, στο κεφάλι σύσφιξης του οποίου ήταν ήδη τοποθετημένο ένα διαμαντένιο τύμπανο διαμέτρου ογδόντα δύο χιλιοστών. Έτσι όπως έλαμπε κάτω από το φως του φακού του, έμοιαζε σαν να είχε μόλις βγει από το κουτί του. Το έδωσε στον Γκρέτνερ. «Δε θα έχεις πρόβλημα να το κόψεις μ' αυτό. Στον τοίχο υπάρχουν πολλές ηλεκτρικές παροχές με πρίζες», του είπε δείχνοντας τες. «Η μπαλαντέζα και ο μετασχηματιστής είναι στην τσάντα. Πόσες τρύπες θα χρειαστείς;» «Η πέτρα είναι μαλακή. Έ ξ ι πρέπει να είναι αρκετές». Ενόσω ο Αυστριακός τρυπούσε τα στρώματα ασβεστόλασπης του τοίχου, ο Κόντε έβγαλε από τη δεύτερη τσάντα τον πρώτο κύβο C-4 κι άρχισε να χώνει στις κυλινδρικές τρύπες το γκρίζο εκρηκτικό που θύμιζε στόκο.
Δέκα λεπτά αργότερα, έξι καλοφτιαγμένες κυλινδρικές τρύπες είχαν γεμίσει και βουλώσει με πώματα τηλεχειριζόμενων εκπυρσοκροτητών. Ο Γκρέτνερ σκούπισε το τρυπάνι και το πέταξε κοντά στον τοίχο. Κατόπιν, αυτός κι ο Κόντε πήγαν και καλύφθηκαν μαζί με τους άλλους πίσω από τις κολόνες, φορώντας αντιασφυξιογόνες μάσκες. Χρησιμοποιώντας έναν πομπό χειρός, ο Γκρέτνερ προκάλεσε μια συντονισμένη εκπυρσοκρότηση. Μετά την εκκωφαντική έκρηξη ακολούθησε μια βροχή από μπάζα κι ένα μεγάλο κύμα σκόνης. Αφού έβγαλε λίγα ακόμα λασκαρισμένα τούβλα για να μεγαλώσει την τρύπα της έκρηξης, ο Κόντε σκαρφάλωσε και πέρασε μέσα από το άνοιγμα, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Βρέθηκαν μέσα σε μια άλλη αίθουσα που οι λεπτομέρειές της κρύβονταν από τα σύννεφα σκόνης. Διέκριναν μόνο τις γερές λίθινες κολόνες που στήριζαν το χαμηλό ταβάνι. Παρά τις αντιασφυξιογόνες μάσκες, ο αέρας ήταν λιγοστός κι ανέπνεαν με δυσκολία, εξαιτίας, συν τοις άλλοις, των αναθυμιάσεων του κυκλοτριμεθυλένιου, που μύριζε σαν πετρέλαιο αυτοκινήτου. Προφανώς αυτό το μέρος ήταν σφραγισμένο για πολύ, πολύ καιρό, σκέφτηκε ο Κόντε και, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αναρωτήθηκε πώς ο πελάτης του ήξερε την ύπαρξή του. Στράφηκε απότομα στον άντρα που ήταν δίπλα του. «Δώσ' μου το φως». Προχωρώντας στο σκοτάδι, το φως του Κόντε έπεσε πάνω σε μια σειρά δέκα ορθογώνιων σχημάτων που βρίσκονταν στο δάπεδο, κάθετα στον πλαϊνό τοίχο της αίθουσας. Ό λ α είχαν μήκος περίπου δύο τρίτα του μέτρου, υπόλευκο χρώμα και στένευαν ελαφρά από πάνω προς τα κάτω. Αφού τα κοίταξε προσεκτικά όλα, ο Κόντε σταμάτησε στο τελευταίο της σειράς και γονάτισε για να το δει καλύτερα. Η επιλογή του σωστού ήταν πολύ ευκολότερη απ' όσο περίμενε. Αντίθετα μ' όλα τα άλλα, αυτό ήταν διακοσμημένο με κομψά εγχάρακτα σχέδια. Έγειρε το κεφάλι του και κοίταξε την αριστερή πλευρά του φέρετρου, συγκρίνοντας το χαρα-
κτηριστικό σμιλεμένο σύμβολο με την εικόνα της φωτοτυπίας που έβγαλε από την τσέπη του. Ταίριαζαν απόλυτα. «Α'ϋτό είναι», είπε σΐους άλλους βάζοντας στην τσέπη του τα χαρτιά. «Ας κάνουμε γρήγορα». Παρόλο που βρίσκονταν βαθιά κάτω από το Ό ρ ο ς του Ναού, ο Κόντε ήξερε ότι ο ήχος των εκρήξεων θα είχε διαπεράσει τους εξωτερικούς τοίχους. Ο Γκρέτνερ έκανε ένα βήμα μπροστά. «Φαίνεται βαρύ». «Πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα τρία κιλά». Με κάποιον τρόπο, το ήξερε κι αυτό ο πελάτης του. Σηκώθηκε και παραμέρισε. Κρεμώντας στον ώμο το όπλο του, ο Γκρέτνερ άπλωσε ένα γερό πλαστικό περιτύλιγμα στο δάπεδο. Μαζί μ' έναν άλλο άντρα ακούμπησαν το φέρετρο πάνω στο πλαστικό και με ιμάντες το σήκωσαν από το δάπεδο. «Φεύγουμε». Ο Κόντε έκανε νόημα στους άντρες να προχωρήσουν. Πέρασαν πάλι από την τρύπα της έκρηξης και ξαναγύρισαν στο τζαμί. Προτού ανεβούν τις σκάλες, ο Κόντε μάζεψε τις αντιασφυξιογόνες μάσκες τους και τις έχωσε στην τσάντα του. Όταν ξαναβγήκαν στην πλατεία, ο Κόντε κοίταξε προσεκτικά τριγύρω και βεβαιώθηκε ότι οι δύο φρουροί του παρέμεναν σταθεροί στις θέσεις τους στις σκιές των δέντρων. Τους έκανε νόημα και τότε οι δύο άντρες έφυγαν τρέχοντας. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας συγκεντρώθηκαν στην πλατεία. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, τη στιγμή που οι φρουροί περνούσαν από το άνοιγμα της Πύλης Μουρς, αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τους πυροβολισμούς αυτόματων όπλων που έρχονταν από την πλατεία η οποία βρισκόταν παρακάτω. Μια στιγμή ησυχίας. Κραυγές από μακριά, μετά κι άλλοι πυροβολισμοί. Κάνοντας νόημα στους υπόλοιπους να περιμένουν, ο Κόντε έτρεξε προς την πύλη. Όταν πλησίασε, έπεσε κάτω στηριζόμενος στους αγκώνες του. Κοιτάζοντας προς τα έξω, είδε Ισραηλινούς στρατιώτες και αστυνομικούς ν' ανεβαίνουν από
τη γύρω περιοχή μπλοκάροντας τα δρομάκια που κατέβαιναν προς την Πλατεία του Δυτικού Τείχους. Κάποιος θα είχε βρει τους δύο νεκρούς στρατιώτες της ΙΔΑ ή θα είχε ακούσει την έκρηξη. Οι Ισραηλινοί είχαν καθίσει κάτω περιμένοντας από τους εισβολείς να κάνουν κάποια κίνηση. Υπήρχαν κι άλλες πύλες που οδηγούσαν στο Όρος του Ναού και, για μια στιγμή, ο Κόντε σκέφτηκε ν' αναθεωρήσουν τη στρατηγική εξόδου τους. Ήταν όμως βέβαιος ότι η ΙΔΑ θα είχε στείλει ενισχύσεις και σ' αυτές τις πύλες. Σε λίγο θα είχαν ανεβεί στην εξέδρα. Ή ξ ε ρ ε ότι δεν είχαν πλέον την επιλογή να χρησιμοποιήσουν το νοικιασμένο κλειστό φορτηγάκι που ήταν σταθμευμένο στην Κοιλάδα των Κέδρων. Υποχωρώντας από το άνοιγμα της Πύλης, έκανε νόημα στους φρουρούς του να τον ακολουθήσουν προς το μέρος όπου βρισκόταν η υπόλοιπη ομάδα. Καθώς προσπέρασε τρέχοντας το τέμενος Αλ Ακσά, ο Κόντε τράβηξε τον ασύρματο πομπό από τη ζώνη του. «Άλφα Ένα, μ' ακούς; Όβερ». Καμία απάντηση, μόνο παράσιτα. Απομακρύνθηκε από τον τοίχο του τζαμιού, που προκαλούσε τα παράσιτα. «Άλφα Ένα;» Ακούστηκε αμυδρά μια ασταθής φωνή. Ο Κόντε τη διέκοψε πατώντας το κουμπί του ασυρμάτου. «Αν μπορείς να μ' ακούσεις, έχουμε αλλαγή σχεδίου. Είμαστε εκτεθειμένοι σ' εχθρικά πυρά». Μιλώντας πιο δυνατά, είπε προσεκτικά την επόμενη εντολή του. «Έλα να μας πάρεις από τη νοτιοανατολική γωνία της πλατείας του Όρους του Γ^αού, δίπλα στο τέμενος Αλ Ακσά. Όβερ». Παύση. Ακινησία. «Ελήφθη. Έρχομαι», απάντησε μια αδύναμη φωνή. «Όβερ». Ο Κόντε προσπάθησε να κρύψει την ανακούφισή του. Νότια, πάνω ακριβώς από την ακανόνιστη οροσειρά, διέκρινε μια σκοτεινή σκιά στο νυχτερινό ουρανό. Το ελικόπτερο πλησίαζε γρήγορα. Γύρισε το όπλο του στην αυτόματη λειτουργία, ενεργό-
ποιώντας τον εκτοξευτήρα χειροβομβίδων, και το ίδιο έκαναν κι οι υπόλοιποι. Ή ξ ε ρ ε ότι οι Ισραηλινοί θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν καταιγιστικά πυρά, από φόβο μήπως προκαλέσουν ζημιές σ' αυτό το ιερό μέρος. Αλλά ο ίδιος και η ομάδα του δε θα ήταν εξίσου προσεκτικοί. «Πρέπει να τους διαλύσουμε αυτούς τους μάγκες για να καθαρίσουμε την περιοχή», διέταξε ο Κόντε. Όταν τους έκανε νόημα, οι μισθοφόροι έτρεξαν προς την πύλη σε σχηματισμό, με τα όπλα τους προτεταμένα. Ο κοφτός ήχος του ελικοπτέρου τράβηξε την προσοχή των Ισραηλινών και πολλοί γύρισαν και κοίταξαν τη μαύρη σκιά στον ουρανό, που τώρα γλιστρούσε χαμηλά και γρήγορα προς το Όρος του Ναού. Καλυμμένοι όπως ήταν ψηλά στον τοίχο αντιστήριξης, ο Κόντε και οι άντρες του έριξαν στους στρατιώτες έναν καταιγισμό πυρών. Μέσα σε δευτερόλεπτα οκτώ είχαν πέσει νεκροί, ενώ οι υπόλοιποι έτρεχαν να καλυφθούν στην ανοιχτή πλατεία παρακάτω. Ενισχύσεις ξεχύνονταν στην περιοχή από το σύμπλεγμα των στενών δρόμων που ανέβαιναν από τον εβραϊκό και το μουσουλμανικό τομέα. To Black Hawk της ισραηλινής αεροπορίας εμφανίστηκε ξαφνικά πάνω από τη νοτιοανατολική γωνία του αναχώματος. Οι πλαϊνές πλευρές του ήταν παραλλαγμένες στα χρώματα της ερήμου, και τα οικεία διακριτικά του μπέρδεψαν προς στιγμήν τους στρατιώτες της ΙΔΑ. Από την άλλη, όμως, ο Κόντε πρόσεξε ότι ομάδα αντρών ελισσόταν προς καλύτερες θέσεις στη νοτιοδυτική γωνία του αναχώματος. Ξαφνικά, δεξιά του ακριβώς, ο Νταγκ Γουίλκινσον, ο εκτελεστής από το Μάντσεστερ της Αγγλίας, τινάχτηκε σφίγγοντας το μπράτσο του και πετώντας κάτω το όπλο του. Γλιστρώντας τα δάχτυλά του στη δεύτερη σκανδάλη του όπλου, ο Κόντε στόχευσε την ομάδα των στρατιωτών που βρισκόταν παρακάτω και πυροβόλησε. Η χειροβομβίδα εκτοξεύτηκε από το όπλο σχηματίζοντας ένα τόξο από καπνό και πορτοκαλιές σπίθες ώσπου εξερράγη, εκτοξεύοντας ψηλά θραύσματα βράχων. Οι χειροβομβίδες που ακολούθησαν δημιούργησαν ένα πύρινο φράγμα από σράπνελ και βράχια που
ανατινάζονταν, αναγκάζοντας τους Ισραηλινούς να υποχωρήσουν μέσα σ' ένα χάος. Το ελικόπτερο είχε τώρα πλησιάσει την ομάδα από πίσω και οι έλικές του σήκωναν ένα πυκνό σύννεφο σκόνης. To Black Hawk αναπήδησε καθώς ακούμπησε στην εξέδρα και σταμάτησε δίπλα στο τέμενος Αλ Ακσά. «Τρέξτε τώρα!» ούρλιαξε ο Κόντε, γνέφοντας στους άντρες του προς την κατεύθυνση του ελικοπτέρου. «Ανεβάστε το φορτίο!» Καθώς υποχωρούσε από την πύλη, ο Κόντε πρόσεξε στην αντίθετη πλευρά του Όρους του Ναού, ανάμεσα στα κυπαρίσσια, κι άλλους στρατιώτες της ΙΔΑ, οι οποίοι περικύκλωναν γρήγορα την περιοχή γύρω από την εξέδρα του Θόλου του Βράχου. Παρά τρίχα γλίτωσαν, σκέφτηκε. Φόρτωσαν γρήγορα το φέρετρο στο ελικόπτερο κι έπειτα σκαρφάλωσαν οι άντρες του. Βουτώντας κάτω από τους έλικες, ο Κόντε πήδηξε μέσα τελευταίος. Κάτω από καταιγιστικούς πυροβολισμούς, το Black Hawk απογειώθηκε από την εξέδρα κι απομακρύνθηκε από το Όρος του Ναού. Πετώντας ξυστά πάνω από την κοιλάδα Χα Έλα, διέσχισε γρήγορα την άγονη έκταση της ερήμου Νεγκέβ και κατευθύνθηκε νοτιοδυτικά. Η χαμηλή πορεία πτήσης του ελικοπτέρου ήταν αρκετά κάτω από την εμβέλεια των ραντάρ. Ακόμα όμως και σε μεγαλύτερα ύψη, η υπερσύγχρονη τεχνολογία του το καθιστούσε ουσιαστικά μη ανιχνεύσιμο. Μέσα σε λίγα λεπτά φάνηκαν τα φώτα των καταυλισμών των Παλαιστινίων κατά μήκος της Λωρίδας της Γάζας. Κατόπιν, οι παραλίες της Γάζας παραχώρησαν τη θέση τους στη σκοτεινή έκταση της Μεσογείου. Ογδόντα χιλιόμετρα μακριά από την ακτή του Ισραήλ, μια ναυπηγημένη επί παραγγελία θαλαμηγός Hinckley είχε αγκυροβολήσει σε ακριβείς συντεταγμένες, που είχαν προγραμματιστεί και στον πίνακα οργάνων του ελικοπτέρου. Ο πιλότος έφερε με ελιγμούς το Black Hawk πάνω στο πρυμναίο κατάστρωμα της θαλαμηγού, το χαμήλωσε και το κράτησε μετέωρο στη θέση αναμονής.
Κατέβασαν το φέρετρο προσεκτικά και το παρέδωσαν στο πλήρωμα της θαλαμηγού. Ύστερα οι άντρες της ομάδας πήδηξαν ένας ένας. Ο Γουίλκινσον έσφιγγε το πληγωμένο μπράτσο του πάνω στο πλευρό του, καθώς ο Κόντε τον κρατούσε στη σειρά. Αν σκεφτόταν κανείς τι είχε συμβεί, η πληγή του ήταν σχετικά ασήμαντη. Αφού κατέβηκε στο κατάστρωμα και ο Γουίλκινσον, τελευταίος πήδηξε ο Κόντε. Αφού ρύθμισε τον αυτόματο πιλότο στη θέση αιώρησης, ο πιλότος του Κόντε βγήκε από το θάλαμο του χειριστή πηδώντας πάνω από τους δύο νεκρούς Ισραηλινούς πιλότους. Νωρίτερα εκείνο το βράδυ, οι πιλότοι είχαν φύγει από την αεροπορική βάση Σντε Ντοβ για μια συνηθισμένη περιπολία στα αιγυπτιακά σύνορα, μακάρια ανίδεοι για το βαριά οπλισμένο αντικαταστάτη τους που ήταν κρυμμένος στο πίσω μέρος του ελικοπτέρου. Έχοντας παραλάβει φορτίο και επιβάτες, η θαλαμηγός ξεκίνησε αναπτύσσοντας σιγά σιγά ταχύτητα. Ο Κόντε απασφάλισε άλλη μια χειροβομβίδα και την έριξε στο ελικόπτερο που βρισκόταν πενήντα μέτρα μακριά. Έ ν α κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, το τελευταίο υπερσύγχρονο επίτευγμα της αμερικανικής στρατιωτικής τεχνολογίας έγινε κομμάτια και μετατράπηκε σε μια φλεγόμενη μπάλα που φώτισε το νυχτερινό ουρανό. Η ταχύτητα του σκάφους έφτασε στους είκοσι δύο κόμβους -την ταχύτητα που γίνονται οι κρουαζιέρες- και κατευθύνθηκε βορειοδυτικά πάνω στα ελαφρώς κυματώδη νερά της Μεσογείου. Δε θα έπεφταν άλλοι πυροβολισμοί εκείνη τη νύχτα. Όπως είχε προβλέψει ο Κόντε, οι Ισραηλινοί ήταν εντελώς απροετοίμαστοι απέναντι σε μια ενορχηστρωμένη επίθεση κλοπής. Ωστόσο, η σκληρή σύγκρουση και το βαρύ κόστος σε ανθρώπινες ζωές σήμαιναν ότι η αμοιβή του είχε μόλις αυξηθεί.
ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΙ ΑΡΓΟΤΕΡΑ
TEA ABIB
Όταν ο πιλότος της Ελ Αλ ανακοίνωσε την τελική προσγείωση στο διεθνές αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν, ο Ραζάκ μπιν Αχμέντ μπιν αλ Ταχίνι κοίταξε έξω από το παράθυρο του κι είδε τη Μεσόγειο να παραχωρεί τη θέση της στην έρημο και στον καθαρό μπλε ουρανό της. Χθες είχε λάβει ένα ανησυχητικό τηλεφώνημα. Δεν του είχαν πει λεπτομέρειες, απλώς η Γουάκφ -το μουσουλμανικό συμβούλιο που έπαιζε ρόλο επόπτη στο Όρος του Ναού- τον καλούσε επειγόντως στην Ιερουσαλήμ για να βοηθήσει σ' ένα λεπτό ζήτημα. «Κύριε», άκουσε μια απαλή φωνή. Κοίταξε προς το διάδρομο κι είδε μια νεαρή αεροσυνοδό που φορούσε μπλε-γκρι κουστούμι και λευκή μπλούζα. Το βλέμμα του Ραζάκ έπεσε στη διακριτική καρφίτσα της Ελ Αλ στο στήθος της - το φτερωτό Άστρο του Δαβίδ. Στα εβραϊκά, «Ελ Αλ» σημαίνει «Προς τον ουρανό». Μια ακόμα υπενθύμιση ότι, εδώ, το Ισραήλ δεν ελέγχει μόνο τη γη. «Σας παρακαλώ, σηκώστε το κάθισμά σας στην όρθια θέση», του είπε ευγενικά. «Σε λίγα λεπτά προσγειωνόμαστε». Έχοντας μεγαλώσει στη Δαμασκό, την πρωτεύουσα της Συρίας, ο Ραζάκ ήταν ο μεγαλύτερος από οκτώ αδέλφια. Αναθρεμμένος σε μια δεμένη οικογένεια, βοηθούσε συχνά τη μητέρα του να τα βγάζει πέρα με τις ευθύνες του σπιτιού, αφού ο πατέρας του ήταν πρεσβευτής της Συρίας και ταξίδευε συνεχώς.
Με τη δίκη του βοήθεια ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως σύνδεσμος επικοινωνίας ανάμεσα στους Σουνίτες και τους Σιίτες της Συρίας και, στη συνέχεια, ολόκληρου του αραβικού κόσμου. Αφού σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο, επέστρεψε στη Μέση Ανατολή. Ύστερα από την επιστροφή του, τα καθήκοντά του διευρύνθηκαν και συμπεριέλαβαν διπλωματικές αποστολές στα Ηνωμένα Έ θ ν η κι επαφές ανάμεσα σε Άραβες και Ευρωπαίους επιχειρηματίες. Εδώ και δέκα χρόνια περίπου, ο Ραζάκ ασχολούνταν με τα προβληματικά θέματα του Ισλάμ κι είχε εξελιχθεί σ' ένα απρόθυμο -αλλά όλο και πιο ισχυρό- πολιτικό πρόσωπο. Στο σύγχρονο κόσμο, η ιερότητα του Ισλάμ γινόταν συνεχώς δυσκολότερο να διατηρηθεί, έχοντας ν' αντιμετωπίσει τη φθοροποιό σχέση της με τον ακραίο φανατισμό και τις τρομοκρατικές ενέργειες, καθώς και την ιλιγγιώδη επίθεση της παγκοσμιοποίησης. Ο Ραζάκ, παρόλο που όταν αποδέχτηκε το ρόλο του φιλοδοξούσε να επικεντρωθεί στις θρησκευτικές πλευρές του Ισλάμ, έμαθε γρήγορα ότι δεν μπορούσε να τις διαχωρίσει από τις πολιτικές συνιστώσες του. Στα σαράντα πέντε, οι ευθύνες είχαν αρχίσει ν' αφήνουν τα σημάδια τους. Πρόωρες γκρίζες γραμμές είχαν εμφανιστεί στους κροτάφους του κι απλώνονταν στα πυκνά μαύρα μαλλιά του, ενώ μόνιμες σακούλες κρέμονταν κάτω απ' τα σκούρα σοβαρά μάτια του. Με μέτριο ανάστημα.και μέτρια σωματική διάπλαση, ο Ραζάκ δεν ήταν κάποιος που ο κόσμος γύριζε να τον κοιτάξει, παρ' ότι σε πολλούς κύκλους το ταλέντο του στη διπλωματία άφηνε σίγουρα μια εντύπωση με διάρκεια στο χρόνο. Σημαντικές προσωπικές θυσίες μετέτρεψαν γρήγορα το νεανικό ιδεαλισμό του σε συγκρατημένο κυνισμό. Υπενθύμιζε διαρκώς στον εαυτό του τα σοφά λόγια που του είχε πει κάποτε, όταν ήταν μικρό παιδί, ο πατέρας του: «Ο κόσμος είναι πολύ περίπλοκος, Ραζάκ, δεν μπορεί κανείς να τον καταλάβει εύκολα. Αλλά για να επιβιώσεις εκεί έξω» -έδειξε με το δάχτυλο του κάπου έξω μακριά- «δεν πρέπει ποτέ να διακυβεύσεις το πνεύμα σου, γιατί κανένας άνθρωπος ή τόπος δεν μπορεί να σου το πάρει. Είναι το πολυτιμότερο δώρο που σου
"χει κάνει ο Αλλάχ... και το τι κάνεις εσύ μ' αυτό είναι το δικό σου δώρο σ' Εκείνον». Καθώς το Μπόινγκ 767 ακουμπούσε στο έδαφος, ο Ραζάκ άρχισε να σκέφτεται τη μυστηριώδη συμπλοκή που σημειώθηκε στην Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ πριν από τρεις μέρες. Σε όλο τον κόσμο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μιλούσαν για μια ανταλλαγή πυρών που είχε γίνει την Παρασκευή στο Όρος του Ναού. Παρόλο που, σε μεγάλο βαθμό, έκαναν ακόμα μόνο υποθέσεις για τη φύση της συμπλοκής, όλες οι περιγραφές επιβεβαίωναν ότι δεκατρείς στρατιώτες της ΙΔΑ είχαν σκοτωθεί από έναν άγνωστο ακόμα εχθρό. Ο Ραζάκ ήξερε ότι δεν ήταν σύμπτωση που του ζητούσαν τώρα να τους βοηθήσει εδώ. Μόλις βρήκε τη βαλίτσα του στον περιστρεφόμενο ιμάντα αποσκευών της αίθουσας αφίξεων του αεροδρομίου, χτύπησε το ξυπνητήρι του ρολογιού του. Το είχε προγραμματίσει να χτυπάει πέντε φορές την ημέρα και σε πέντε διαφορετικούς τόνους. Δυόμισι. Αφού σταμάτησε στις αντρικές τουαλέτες για να πλύνει το πρόσωπο, τα χέρια και το λαιμό του, όπως απαιτούσε το τελετουργικό, βρήκε ένα άδειο σημείο στην αίθουσα του αεροδρομίου κι ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα του. Κοιτώντας πάλι το ρολόι του, ανέτρεξε σε μια μικροσκοπική ψηφιακή βάση δεδομένων που την τροφοδοτούσε ένα παγκόσμιας εμβέλειας μικροτσίπ ανεύρεσης στίγματος. Έ ν α μικρό βέλος μετακινούνταν στην επιφάνεια κι έδειχνε την κατεύθυνση της Μέκκας. Σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του, είπε δυο φορές «Αλλάχ Ακμπάρ». Μετά, σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του κι είπε μία από τις πέντε καθημερινές προσευχές που ήταν υποχρεωτικές στην ισλαμική πίστη. «Μαρτυρώ ότι δεν υπάρχει άλλος Θεός εκτός από τον Αλλάχ», μουρμούρισε σιγανά καθώς κάθισε αναπαυτικά πάνω στα γόνατά του και κατόπιν υποκλίθηκε με ταπεινότητα. Η προσευχή τον βοηθούσε να απομονωθεί και κατασίγαζε το θόρυβο γύρω του, εξισορροπώντας έτσι τους συμβιβασμούς που του ζητούσαν να κάνει στο όνομα του Ισλάμ.
Βαθιά αυτοσυγκεντρωμένος, έκοβε το δρόμο σε μια ομάδα τουριστών από τη Δύση που τον περιεργάζονταν. Για πολλούς στο σύγχρονο κόσμο, η γεμάτη ευλάβεια εμμονή με την προσευχή είναι μια άγνωστη έννοια. Δεν τον εξ έπληττε που η θέα ενός Άραβα με επαγγελματικό κουστούμι, ο οποίος γονάτιζε ταπεινά μπροστά σε μια αόρατη παρουσία, προκαλούσε την περιέργεια των περισσότερων μη μουσουλμάνων. Αλλά ο Ραζάκ, εδώ και καιρό, είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι η ευσέβεια δεν ήταν πάντα βολική ή εύκολη. Όταν τελείωσε, σηκώθηκε και κούμπωσε το πάνω κουμπί του σοκολατί σακακιού του. Στην έξοδο, δύο Ισραηλινοί στρατιώτες τον κοίταξαν περιφρονητικά, καρφώνοντας τα μάτια τους στην τροχήλατη βαλίτσα του σαν να περιείχε πλουτώνιο. Ο Ραζάκ τους αγνόησε, καθώς αυτό έδειχνε τη γενικότερη ένταση που χαρακτήριζε ετούτο τον τόπο. Έ ξ ω από την αίθουσα αφίξεων των διεθνών πτήσεων του αεροδρομίου τον υποδέχτηκε ένας εκπρόσωπος της Γουάκφ - ένας ψηλός άντρας με σκυθρωπά χαρακτηριστικά, που τον οδήγησε σε μια λευκή Μερσεντές 500. «Ασαλάαμ' αλέκουμ». «Γι' αλέκουμ ασαλάαμ», απάντησε ο Ραζάκ. «Είναι καλά η οικογένειά σου, Ακίλ;» «Ναι, ευχαριστώ. Τιμή μας που επιστρέψατε, κύριε». Ο Ακίλ πήρε τη βαλίτσα του και του άνοιξε την πίσω πόρτα. Ο Ραζάκ βυθίστηκε στο κλιματιζόμενο εσωτερικό κι ο νεαρός Άραβας κάθισε στη θέση του οδηγού. «Θα είμαστε στην Ιερουσαλήμ σε μία ώρα το πολύ».
Όταν πλησίασαν στο πανύψηλο αρχαίο τείχος από ασβεστολιθικούς ογκόλιθους που κύκλωνε την Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, ο οδηγός έστριψε σ' ένα μεγάλο χώρο στάθμευσης και πάρκαρε στην κρατημένη θέση του. Θα έκαναν τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια, αφού η Παλιά Πόλη, με τα αποτρεπτικά στενά δρομάκια της, ήταν απαγορευμένη περιοχή για τα περισσότερα οχήματα.
Έ ξ ω από την Πύλη της Γιάφα, βαριά οπλισμένοι φρουροί της ΙΔΑ ανάγκασαν τον Ραζάκ και τον οδηγό να περιμένουν σε μια μακριά ουρά αναμονής. Όταν πλησίασαν στο άνοιγμα της πύλης, υποβλήθηκαν σ' εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο, ενώ η βαλίτσα του Ραζάκ ερευνήθηκε και πέρασε από μια φορητή συσκευή σάρωσης. Μετά ακολούθησε μια εξαντλητική επαλήθευση των χαρτιών με τα στοιχεία τους. Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλο πέρασαν μέσα από έναν ανιχνευτή μετάλλων, ενώ όλο αυτό το διάστημα παρακολουθούνταν από κάμερες που ήταν κρεμασμένες ψηλά σε μια κοντινή κολόνα. «Κάθε φορά και χειρότερα», είπε ο Ακίλ στον Ραζάκ, καθώς του έπαιρνε από τα χέρια τη βαλίτσα του. «Σε λίγο θα μας απαγορεύσουν εντελώς να μπαίνουμε». Προχώρησαν σε μια στενή σήραγγα που σχημάτιζε γωνία -η οποία είχε σχεδιαστεί αιώνες πριν για να καθυστερεί όσους επιτίθονταν για λεηλασίες- και βγήκαν στον πολυσύχναστο χριστιανικό τομέα. Καθώς ανέβαιναν στα πλακόστρωτα δρομάκια που οδηγούσαν στο μουσουλμανικό τομέα, ο Ραζάκ ανέπνευσε τις μπερδεμένες μυρωδιές της κοντινής σουκά* - φρέσκο ψωμί, πικάντικο κρέας, ταμάρινδος, κάρβουνο και μέντα. Χρειάστηκαν δεκαπέντε λεπτά για να φτάσουν στην ψηλή σκάλα της Βία Ντολορόζα που οδηγούσε στην υπερυψωμένη βορινή πύλη του Όρους του Ναού. Εκεί υποβλήθηκαν σ' έναν ακόμα έλεγχο από την ΙΔΑ, λιγότερο όμως ενοχλητικό από τον πρώτο. Καθώς διέσχιζε την τεράστια πλατεία του Όρους του Ναού με τον Ακίλ να προπορεύεται, στ' αφτιά του Ραζάκ έφταναν οι φωνές των διαδηλωτών που ήταν συγκεντρωμένοι παρακάτω, κοντά στην Πλατεία του Δυτικού Τείχους. Δε χρειαζόταν να τους δει για να καταλάβει ότι θα βρίσκονταν εκεί πάρα πολλοί αστυνομικοί από την τοπική δύναμη της Ιερουσαλήμ, καθώς και ενισχύσεις από την ΙΔΑ για να κρατήσουν μακριά το πλήθος. Καρφώνοντας το βλέμμα του στην εντυπωσιακή πανοραμική θέα των βουνών που προσέφερε η πλεονεκτική τοποθεσία του Όρους του Ναού, προσπάθησε να αγνοήσει το ενοχλητικό βουητό. «Πού θα συναντηθούμε;» ρώτησε ο Ραζάκ.
«Στο δεύτερο όροφο του Θόλου της Γνώσης». Παίρνοντας τη βαλίτσα του, ο Ραζάκ ευχαρίστησε τον Ακίλ και τον αποχαιρέτησε σε μια αψίδα, ενώ ο ίδιος κατευθύνθηκε προς ένα χαμηλό κι ογκώδες διώροφο κτίριο που βρισκόταν ανάμεσα στα τεμένη του Θόλου του Βράχου και του Αλ Ακσά. Μπήκε από τη βορινή πόρτα, ανέβηκε μια σκάλα και προχώρησε με μεγάλα βήματα σ' ένα στενό διάδρομο προς ένα απόμερο δωμάτιο, απ' όπου ακούγονταν ήδη οι φωνές των ανθρώπων της Γουάκφ που τον περίμεναν. Μέσα, εννέα Άραβες -μεσήλικοι αλλά και πιο ηλικιωμένοιήταν καθισμένοι γύρω από ένα βαρύ τραπέζι από ξύλο τικ. Μερικοί φορούσαν παραδοσιακές κεφίγιες τυλιγμένες στο κεφάλι τους κι επαγγελματικά κουστούμια, ενώ άλλοι φορούσαν σαρίκια και ζωηρόχρωμες κελεμπίες. Όταν μπήκε ο Ραζάκ, το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Στην κορυφή του τραπεζιού στεκόταν ένας ψηλός γενειοφόρος Άραβας με λευκό σαρίκι, που τον χαιρέτησε υψώνοντας το χέρι του. Ο Ραζάκ σήκωσε και το δικό του χέρι καθώς τον πλησίαζε. «Ασαλάαμ' αλέκουμ». «Γι' αλέκουμ ασαλάαμ», απάντησε ο άντρας χαμογελώντας. Ο Φαρούκ μπιν Αλίμ Αμπντ αλ Ραχμάαν αλ Τζαμίρ είχε ωραίο παρουσιαστικό. Παρόλο που η πραγματική του ηλικία ήταν άγνωστη, οι περισσότεροι θα έλεγαν, και σωστά, ότι ήταν γύρω στα εξήντα πέντε. Τα φωτεινά γκρίζα μάτια του αποκάλυπταν το βάρος πολλών μυστικών, αλλά δεν έδειχναν πολλά για το χαρακτήρα του. Στο αριστερό του μάγουλο υπήρχε μια βαθιά ουλή, που την περιέφερε με υπερηφάνεια ως ενθύμιο από τις μέρες που είχε περάσει στο πεδίο της μάχης. Τα δόντια του ήταν αφύσικα συμμετρικά και λευκά, εμφανώς ψεύτικα. Από τότε που οι μουσουλμάνοι ανέκτησαν τον έλεγχο του Όρους του Ναού το 13ο αιώνα, η Γουάκφ διαχειριζόταν αυτό τον ιερό τόπο κι όριζε ένα «διευθυντή» ως ανώτατο επόπτη. Αυτή την ευθύνη την είχε τώρα ο Φαρούκ - ήταν υπεύθυνος για οποιοδήποτε θέμα αφορούσε την ιερότητα του χώρου. Όταν κάθισαν όλοι, ο Φαρούκ υπενθύμισε στον Ραζάκ τα
ονόματα των αντρών γύρω απ' το τραπέζι και μετά προχώρησε γρήγορα στο θέμα τους. «Δεν απολογούμαι που σε κάλεσα να έρθεις εδώ χωρίς να σ' έχω ειδοποιήσει έγκαιρα». Ο Φαρούκ κοίταξε κατάματα την ομήγυρη, ενώ χτυπούσε απαλά ένα στυλό πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια του ξύλου. «Γνωρίζετε όλοι το επεισόδιο της περασμένης Παρασκευής». Έ ν α ς υπάλληλος γέμισε το φλιτζάνι του Ραζάκ με αρωματικό αραβικό καφέ - τον κάουα. «Εξαιρετικά ανησυχητικό», συνέχισε ο Φαρούκ. «Κάποια στιγμή αργά το βράδυ, μια ομάδα αντρών διέρρηξε το τέμενος Μαργουάνι. Χρησιμοποίησαν εκρηκτικά για να μπουν σε μια κρυμμένη αίθουσα που βρισκόταν πίσω από το βορινό τοίχο». Το γεγονός ότι το έγκλημα συνέβη Παρασκευή, τη μέρα που μουσουλμάνοι απ' όλη την Ιερουσαλήμ μαζεύονται για προσευχή στο Όρος του Ναού, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυντικό κατά τον Ραζάκ. Τσως οι δράστες ήθελαν να τρομοκρατήσουν τη μουσουλμανική κοινότητα. Βυθίστηκε στην καρέκλα του αναλογιζόμενος πόσο θράσος έπρεπε να έχει κανείς για να βεβηλώσει ένα τόσο ιερό μέρος. «Για ποιο λόγο;» Ήπιε γουλιά γουλιά τον καφέ του, αφήνοντας το άρωμα του κάρδαμου να γεμίσει τα ρουθούνια του. «Φαίνεται ότι έκλεψαν ένα αρχαίο τεχνούργημα». «Τι είδους αρχαίο τεχνούργημα;» Ο Ραζάκ προτιμούσε τις ευθείς απαντήσεις. «Θα φτάσουμε αργότερα σ' αυτό», του είπε ο Φαρούκ χωρίς να του δώσει ιδιαίτερη σημασία. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ραζάκ ευχόταν ο επόπτης να μην ήταν τόσο επιφυλακτικός. «Επαγγελματική δουλειά, λοιπόν;» «Έτσι φαίνεται». «Προκάλεσαν ζημιές οι εκρήξεις στο τζαμί;» «Όχι, ευτυχώς. Ήρθαμε αμέσως σ' επαφή με το μηχανικό του κτιρίου. Μέχρι τώρα φαίνεται ότι η ζημιά περιορίζεται crtov τοίχο». Ο Ραζάκ συνοφρυώθηκε.
«Καμιά υπόθεση για το ποιος θα μπορούσε να το ιίχι>ι κάνει;» Ο Φαρούκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Σας λέω ότι είναι οι Ισραηλινοί!» ξέσπασε ένας από τους πιο ηλικιωμένους, τρέμοντας από οργή και σουφρώνοντας έντονα το κάτω χείλος του. Ό λ α τα κεφάλια στράφηκαν προς τον ηλικιωμένο άντρα. Εκείνος απέφυγε το βλέμμα τους και βυθίστηκε πάλι στο κάθισμά του. «Αυτό δεν είναι βέβαιο», παρενέβη αποφασιστικά ο Φαρούκ. «Αν και είναι αλήθεια πως οι αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι, για να μεταφερθούν οι κλέφτες, χρησιμοποιήθηκε ένα ισραηλινό Black Hawk». «Τι;» αναφώνησε έκπληκτος ο Ραζάκ. Ο Φαρούκ έγνεψε καταφατικά. «Προσγειώθηκε στην πλατεία έξω από το τέμενος Αλ Ακσά και τους πήρε». «Μα, δεν είναι απαγορευμένος εναέριος χώρος;» «Απολύτως». Μολονότι δεν το ομολόγησε, ο Ραζάκ εντυπωσιάστηκε που κάποιος τα 'βγάλε πέρα με μια τέτοια επιχείρηση, ιδιαίτερα στην Ιερουσαλήμ. «Πώς;» «Δεν έχουμε λεπτομερή στοιχεία». Ο Φαρούκ ξανάρχισε να χτυπάει απαλά το στυλό του. «Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι είδαν το ελικόπτερο πάνω από τη Γάζα λίγα λεπτά ύστερα από την κλοπή. Περιμένουμε πλήρη αναφορά από την ΙΔΑ. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι, κατά τη διάρκεια της επίθεσης, σκοτώθηκαν δεκατρείς Ισραηλινοί και τραυματίστηκαν πολύ περισσότεροι», υπενθύμισε ο Φαρούκ στους συγκεντρωμένους. «Αστυνομικοί και στρατιώτες της ΙΔΑ. Το να υποθέσουμε ότι είναι υπόλογοι οι Ισραηλινοί... προς το παρόν δε φαίνεται λογικό». Έ ν α ς άλλος ηλικιωμένος πήρε το λόγο και μίλησε δυνατά: «Αυτή η κατάσταση είναι πολύ μπερδεμένη. Είναι σαφές ότι η κλοπή συνέβη στο χώρο δικαιοδοσίας μας. Έχει, όμως, μεγάλη σημασία το ότι σκοτώθηκαν τόσο πολλοί στρατιώτες της ΙΔΑ». Ανοιξε τα χέρια του κι έκανε μια παύση. «Οι Ισραηλινοί συμφώνησαν να μην το κάνουν θέμα, αλλά μας ζήτησαν
να συνεργαστούμε δίνοντας τους ό,τι πληροφορίες βρούμε από τις δικές μας τις έρευνες». Ο Ραζάκ ψηλάφισε με τα δάχτυλά του το φλιτζάνι του και σήκωσε το βλέμμα του. «Να υποθέσω ότι η αστυνομία έχει ήδη αρχίσει προκαταρκτικές έρευνες;» «Φυσικά», επενέβη ο Φαρούκ. «Έφθασε λίγα λεπτά αφότου συνέβη το επεισόδιο. Το πρόβλημα είναι ότι δε μας έχουν ακόμα παρουσιάσει κάποια αποφασιστική μαρτυρία. Υποψιαζόμαστε ότι σημαντικά στοιχεία αποσιωπούνται. Γι' αυτό σε καλέσαμε. Η αντιπαράθεση φαίνεται αναπόφευκτη». «Αν απλώς...» άρχισε ο Ραζάκ. «Ο χρόνος είναι περιορισμένος», τον διέκοψε ένα άλλο μέλος της Γουάκφ με μεγάλο κεφάλι κι άσπρα μαλλιά. «Κι οι δυο πλευρές ανησυχούν ότι σύντομα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θ' αρχίσουν να βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα. Κι όλοι ξέρουμε πού θα οδηγήσει αυτό». Κοίταξε με τα σοβαρά μάτια του την ομήγυρη, αναζητώντας την υποστήριξή της. «Ραζάκ, ξέρεις πόσο ευπρόσβλητος είναι ο ρόλος μας εδώ στην Ιερουσαλήμ. Βλέπεις τι συμβαίνει έξω στους δρόμους. Ο λαός μας στηρίζεται σ' εμάς για να προστατεύσουμε αυτό τον τόπο». Τέντωσε το δείκτη του και τον χτύπησε δύο φορές πάνω στο τραπέζι. «Κανείς δεν ξέρει πώς θ' αντιδράσει ο κόσμος. Αντίθετα με τους περισσότερους από μας», έριξε μια ματιά στον πρώτο ηλικιωμένο που είχε μιλήσει και που ήταν ακόμα κατακόκκινος από θυμό, «θα υποθέσει ότι ευθύνονται οι Ισραηλινοί». Ο Φαρούκ παρενέβη πάλι. «Μπορείτε εύκολα να φανταστείτε ότι τόσο η Χαμάς όσο και η Χεζμπολάχ ανυπομονούν να κατηγορήσουν τους εβραίους γι' αυτό». Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. «Ζητούν την υποστήριξή μας για την ενοχοποίηση των Ισραηλινών, επειδή αρνούνται να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις για την παλαιστινιακή απελευθέρωση». Η κατάσταση ήταν πολύ χειρότερη απ' ό,τι είχε φανταστεί ο Ραζάκ. Η ένταση είχε ήδη αρχίσει ν' αυξάνεται ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους. Η Χαμάς αλλά
και η Χεζμπολάχ είχαν κερδίσει μεγάλη υποστήριξη τα τελευταία χρόνια, με τους αγώνες τους και την ξεκάθαρη αντίθεση τους στην ισραηλινή κατοχή. Αυτό το επεισόδιο θα ενίσχυε σίγουρα τους πολιτικούς σκοπούς τους. Ο Ραζάκ προσπάθησε να μη σκεφτεί καν μερικές πιο σοβαρές συνέπειες που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Η Γουάκφ βρισκόταν τώρα στο μέσο μιας ιδιαίτερα επισφαλούς πολιτικής κατάστασης - που στον Ραζάκ φαινόταν εξαιρετικά ευαίσθητη. «Από μένα, λοιπόν, τι ακριβώς θέλετε;» ρώτησε, κοιτώντας έναν έναν τους συγκεντρωμένους γύρω από το τραπέζι. «Βρες ποιος έκλεψε το τεχνούργημα», απάντησε ο ηλικιωμένος με την απαλή φωνή. «Πρέπει να μάθουμε ποιος το έκανε, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Χρειάζεται να εξηγήσουμε στο λαό μας γιατί ένας τόσο ιερός τόπος βεβηλώθηκε τόσο δόλια». Ακολούθησε σιωπή και ο Ραζάκ άκουσε από το παράθυρο τις πνιχτές υβριστικές φωνές των διαδηλωτών, που έμοιαζαν σαν να έρχονταν από τάφο. «Θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο», τους διαβεβαίωσε. «Πρώτα απ' όλα, όμως, πρέπει να δω πού συνέβη αυτό». Ο Φαρούκ σηκώθηκε. «Θα σε πάω τώρα εκεί».
Σ.τ.Μ. * Προσωρινή κατασκευή, με σκεπή από κλαδιά κυρίως, όπου οι εβραίοι τρώνε κατά τη διάρκεια της γιορτής της Σκηνοπηγίας (Σουκότ).
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Η Σάρλοτ Χενεσί πάλευε με τις ανελέητες οκτώ ώρες διαφορά, και οι τρεις εσπρέσο νωρίτερα εκείνο το πρωί δεν την είχαν βοηθήσει. Της είχαν δώσει οδηγίες να περιμένει μέχρι να την καλέσουν. Σε αντίθεση με τη λιμουζίνα και την εξαιρετική εξυπηρέτηση που βοήθησαν στη γρήγορη μετακίνησή της από το Φοίνιξ στη Ρώμη, το κατάλυμά της στον κοιτώνα Ντόμους Σάνκτε Μάρτε στην πόλη του Βατικανού ήταν ασκητικό - λευκοί τοίχοι, απλά δρύινα έπιπλα, διπλό κρεβάτι και κομοδίνο. Είχε όμως δικό της μπάνιο κι ένα μικρό ψυγείο. Καθισμένη κοντά στο παράθυρο που το έλουζε ο ήλιος, κοίταζε τις κεραμιδένιες στέγες της άναρχης οικιστικής εξάπλωσης στις δυτικές συνοικίες της Ρώμης. Είχε τελειώσει το μυθιστόρημα που διάβαζε στο αεροπλάνο -το Saint Maybe της Αν Τάιλερ- κι έπρεπε τώρα να βολευτεί με την αγγλική έκδοση της L'Osservatore Romano, διαβάζοντάς την από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Αναστενάζοντας, ακούμπησε κάτω την εφημερίδα και κοίταξε το ψηφιακό ξυπνητήρι στο κομοδίνο - 3:18. Ανυπομονούσε ν' αρχίσει δουλειά, αλλά αναρωτιόταν σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει εδώ μια Αμερικανίδα ειδικευμένη στη γενετική. Ως διευθύντρια έρευνας και ανάπτυξης στην εταιρία BioMapping Solutions, η Σάρλοτ έκανε συχνά επισκέψεις σε φαρμακευτικές και βιοτεχνολογικές εταιρίες, που προσπαθούσαν να εφαρμόσουν στις
έρευνες τους τις τελευταίες ανακαλύψεις σχετικά με το ανθρώπινο γονιδίωμα. Ο προϊστάμενος της και ιδρυτής της εταιρίας BioMapping Solutions, ο Ίβαν Όλντριχ, είχε δεχτεί πριν από δύο βδομάδες ένα τηλεφώνημα από έναν κληρικό του Βατικανού, τον πατέρα Πάτρικ Ντόνοβαν. Ακούγοντας την εντυπωσιακή πρόταση του ιερέα, ο Όλντριχ συμφώνησε να προσφέρει η Σάρλοτ τις υπηρεσίες της σ' ένα εξαιρετικά απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα. Πολύ λίγα πράγματα μπορούσαν ν' αλλάξουν την πορεία της δουλειάς του Όλντριχ, ιδιαίτερα όταν του ζητούσαν να δανείσει την καλύτερη ερευνήτριά του. Επρόκειτο ξεκάθαρα για ένα απ' αυτά. Στα τριάντα δύο, η Σάρλοτ ήταν μια λυγερή γυναίκα. Είχε ύψος 1,75, εντυπωσιακά πράσινα σμαραγδένια μάτια κι ένα απαλό, γεμάτο υγεία, μαυρισμένο από τον ήλιο πρόσωπο που το πλαισίωναν μπούκλες από καστανά μαλλιά, μακριά μέχρι τους ώμους. Διέθετε ένα σπάνιο συνδυασμό εξυπνάδας και γοητείας, και την είχαν επιλέξει να εκπροσωπεί την εταιρία σ' έναν επαγγελματικό χώρο γεμάτο σκυθρωπούς επιστήμονες. Ο κλάδος της ανθρώπινης γενετικής γινόταν συχνά στόχος παρεξηγήσεων και ήταν πάντα αμφιλεγόμενος. Καθώς η BioMapping Solutions προωθούσε κάθε φορά μαχητικά την τελευταία τεχνολογία της όσον αφορά τη χαρτογράφηση των γονιδίων, ήταν σημαντική η σωστή δημόσια εικόνα της. Η Σάρλοτ είχε πρόσφατα προσθέσει στο οπλοστάσιο των ικανοτήτων της τα μέσα μαζικής ενημέρωσης - εμφανίσεις σε συνεντεύξεις και συζητήσεις καθώς και στα δελτία ειδήσεων. Ο Όλντριχ της είπε ότι ο ιερέας του Βατικανού ανέφερε ότι είχε δει μια από τις πιο πρόσφατες συνεντεύξεις της που αφορούσε την αναπαράσταση του γενεαλογικού δέντρου από την πλευρά της μητέρας μέσω της χαρτογράφησης του μιτοχονδριακού DNA. Αυτή η συνέντευξη τον παρακίνησε να ζητήσει τις υπηρεσίες της. Ο χρόνος της Σάρλοτ ήταν τώρα μοιρασμένος ανάμεσα στην έρευνα και στις δημόσιες σχέσεις. Αναρωτιόταν, λοιπόν, ποιον ακριβώς ρόλο θα της ζητούσαν να παίξει εδώ, αφού ο συντη-
οητικός παπισμός σίγουρα δεν ήταν ένας από τους σημαντιχότερους υποστηρικτές της. Παρασύρθηκε κι άρχισε να σκέφτεται τον Ίβαν Όλντριχ. Πριν από δέκα χρόνια, ο Όλντριχ άλλαξε ξαφνικά καριέρα. Εγκατέλειψε την ασφαλή θέση του καθηγητή γενετικής στο Χάρβαρντ για τον αβέβαιο κόσμο των επιχειρήσεων, κι είχε :-Λτεπεξέλθει έξοχα στις απαιτήσεις αυτής της μεταστροφής. Λεν ήταν η πρώτη φορά που η Σάρλοτ αναρωτιόταν ποια ήταν η κινητήρια δύναμη του Ίβαν. Δεν ήταν τα χρήματα, παρ' ότι ν.έρδισε αρκετά όταν η BioMapping Solutions προσέφερε τελικά μετοχές στο κοινό. Αυτό που πραγματικά τον υποκινούσε ήταν η πίστη ότι το έργο τους και οι επιλογές τους ήταν στ' αλήθεια σημαντικά. Το πάθος και το γνήσιο ταλέντο του ήταν αυτά που τη γοήτευαν κυρίως σ' εκείνον. Δεν έβλαπτε επίσης το ότι της θύμιζε σταρ του κινηματογράφου. Πριν από σχεδόν ένα χρόνο, εκείνη κι ο Ί β α ν άρχισαν να βγαίνουν, πολύ προσεκτικοί και οι δύο για τις πιθανές συγκρούσεις που θα μπορούσαν να προκύψουν στη δουλειά τους εξαιτίας μιας τέτοιου είδους σχέσης. Αλλά, αν μπορούσε να υπάρξει το τέλειο ταίρι, η Σάρλοτ το είχε σίγουρα βρει. Όπως συμβαίνει με τους αναπόδραστους νόμους της Φυσικής, βρέθηκε κι εκείνη να την ελκύει κάποιος χωρίς ελπίδα διαφυγής. Μόλις πριν από τέσσερις μήνες τα πράγματα μεταξύ τους έμοιαζαν τέλεια. Μετά η μοίρα αποφάσισε να παρέμβει. Μια συνηθισμένη εξέταση αίματος κατά τη διάρκεια του ετήσιου ελέγχου εντόπισε αφύσικα υψηλά επίπεδα πρωτεϊνών στο αίμα της. Ο περαιτέρω έλεγχος συμπεριλάμβανε μια επώδυνη βιοψία οστών. Τελικά ήρθε η συνταρακτική διάγνωση: πολλαπλούν μυέλωμα. Καρκίνος των οστών. Στην αρχή θύμωσε, γιατί ουσιαστικά ήταν χορτοφάγος, σπάνια έπινε και γυμναζόταν φανατικά. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους της, ιδιαίτερα επειδή εκείνη την περίοδο ένιωθε απολύτως καλά. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει. Πριν από μια βδομάδα άρχισε να παίρνει Melphalan στο πλαίσιο του πρώτου κύκλου
της χημειοθεραπείας της. Τώρα ένιωθε σαν να πολεμούσε μόνιμα μ' έναν πονοκέφαλο που συνοδευόταν από περιοδικά κύματα ναυτίας. Δεν είχε το κουράγιο να το πει στον Τβαν. Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Εκείνος είχε ήδη αρχίσει να μιλάει για ένα πιο μόνιμο μέλλον, ακόμα και για παιδιά. Τίποτε απ' αυτά δε φαινόταν τώρα πιθανό, κι αυτό την είχε συντρίψει. Τις τελευταίες βδομάδες ένιωθε όλο και μεγαλύτερη απελπισία. Για να του φερθεί όσο πιο έντιμα γινόταν, προτού δεσμευτεί σε κάτι πιο σοβαρό έπρεπε να βεβαιωθεί ότι θα ανήκε στο δέκα τοις εκατό των ασθενών που νικούσαν οριστικά την αρρώστια. Έ ν α διακριτικό χτύπημα έβγαλε τη Σάρλοτ από τις σκέψεις της. Έφτασε στην πόρτα με τέσσερις δρασκελιές, την άνοιξε κι είδε ένα φαλακρό άντρα με γυαλιά, με ύψος μόλις σαν το δικό της, που φορούσε μαύρο κουστούμι και πουκάμισο. Το δέρμα του προσώπου του ήταν απαλό και χλομό. Υπολόγισε ότι πρέπει να ήταν στο τέλος της δεκαετίας των σαράντα ή στην αρχή των πενήντα. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως στο λευκό κολάρο των ιερέων. «Καλησπέρα, δόκτωρ Χενεσί. Είμαι ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν». Τα αγγλικά του είχαν βαριά ιρλανδέζικη προφορά. Χαμογελώντας ευχάριστα, άπλωσε το λεπτό χέρι του. Ο θαυμαστής μου στο Βατικανό, σκέφτηκε η Σάρλοτ. «Ευχαρίστησή μου που σας συναντώ, πάτερ». «Εκτιμώ πολύ την υπομονή σας. Λυπάμαι για την καθυστέρηση. Ξεκινάμε;» «Ναι, φυσικά».
ΟΡΟΣ TOY Ν Α Ο Υ
Χαμηλά κάτω από το Όρος του Ναού, ο Ραζάκ και ο Φαρούκ στέκονταν ανάμεσα στα μπάζα που ήταν σκορπισμένα στο δάπεδο του τεμένους Μαργουάνι. Όπως είχε πει ο επόπτης, οι ζημιές στο χώρο ήταν σημαντικές αλλά περιορισμένες σε έκταση. Είχαν τοποθετήσει προβολείς πάνω σε στύλους για να φωτίζουν την τρύπα στον πίσω τοίχο, που είχε διάμετρο περίπου ενάμισι μέτρο. Βλέποντάς την, ο Ραζάκ ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Είχε δει για πρώτη φορά αυτόν το χώρο στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τότε, από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν γεμάτος μπάζα και χαλάσματα. Αυτό όμως συνέβαινε προτού η ισραηλινή κυβέρνηση επιτρέψει στη Γουάκφ ν' αρχίσει τις ανασκαφές και την αναστήλωση. Ως αντάλλαγμα, επιτράπηκε στους εβραίους αρχαιολόγους να κάνουν ανασκαφές στη σήραγγα του Δυτικού Τείχους - σ' ένα υπόγειο πέρασμα βαθιά κάτω από τα κτίρια του μουσουλμανικού τομέα που συνέδεε το νότιο τμήμα της Πλατείας του Δυτικού Τείχους με τη Βία Ντολορόζα στη βορειοδυτική γωνία του αναχώματος. Ως συνήθως, ήταν ένας συμβιβασμός που συνοδεύτηκε από αιματοχυσία. Ανάμεσα στους Παλαιστινίους και τους Ισραηλινούς που διαφωνούσαν με τις ανασκαφές ξέσπασαν ταραχές, οι οποίες οδήγησαν τελικά στο θάνατο πάνοο από εβδομήντα στρατιώτες και πολίτες. Ανάμεσά τους ήταν ο Γκαλίμπ, ο στενότερος φίλος του Ραζάκ, που ήταν φανατικά αντίθετος με το να σκάψουν
οι Ισραηλινοί κάτω από το σπίτι του, το οποίο συνόρευε με το δυτικό τοίχο αντιστήριξης του Όρους του Ναού. Κάποιοι μουσουλμάνοι πίστευαν ακράδαντα ότι ένας δαίμονας που ονομαζόταν Τζιν είχε γεμίσει σκόπιμα αυτή την υπόγεια αίθουσα με μπάζα, για να εμποδίσει την είσοδο. Τώρα που η αναστήλωση της κόντευε να τελειώσει, ο Ραζάκ εξακολουθούσε να έχει την αίσθηση μιας μοχθηρής παρουσίας που καραδοκούσε εδώ κάτω, κρυμμένη στα σκοτεινά σημεία. Πλησιάζοντας στο άνοιγμα, πέρασε το δάχτυλο του πάνω από την ανώμαλη περίμετρο του και ψηλάφισε τα υπολείμματα μιας κολλώδους ουσίας. Περιεργάστηκε τη μυστική αίθουσα που βρισκόταν πίσω από το άνοιγμα, όπου τα μπάζα ήταν ελάχιστα. Ο Φαρούκ τον πλησίασε κρατώντας ένα κομμάτι τοίχου και του το έδωσε. «Το βλέπεις αυτό;» Του έδειξε μια απαλή τοξοειδή γραμμή που διέτρεχε τη μια άκρη του τούβλου. «Οι Ισραηλινοί βρήκαν ένα τρυπάνι που το άφησαν οι κλε'φτες. Το είχαν χρησιμοποιήσει για να κάνουν κυλινδρικές τρύπες, τις οποίες κατόπιν γέμισαν μ' εκρηκτικά». Ο Ραζάκ κοίταξε προσεκτικά το τούβλο. «Πώς μπόρεσαν να περάσουν εκρηκτικά στην καρδιά της Ιερουσαλήμ, παρακάμπτοντας όλα τα σημεία ελέγχου;» «Εκρηκτικά και όπλα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι θρασείς». Ο Φαρούκ έγειρε προς την τρύπα και περιεργάστηκε την αίθουσα. «Δεν ήθελα να το αναφέρω μπροστά στους άλλους, αλλά μάλλον τους βοήθησε κάποιος από μέσα. Ίσως οι εβραίοι να έχουν πράγματι κάποια σχέση μ' αυτό». Ο Ραζάκ δεν ήταν τόσο βέβαιος. «Είπες ότι η αστυνομία έχει ήδη δει το χώρο;» «Η αστυνομία και οι πράκτορες της ΙΔΑ. Τον ερεύνησαν για δύο ολόκληρες μέρες μετά την κλοπή». Ο Ραζάκ δεν εξεπλάγη από την επιμέλειά τους. «Περιμένουμε μια πλήρη αναφορά», πρόσθεσε ο Φαρούκ. «Δε μας την έχουν στείλει ακόμα». Μέσα από την τρύπα, οι δύο άντρες πέρασαν στο χώρο που υπήρχε παραπέρα. Κι άλλα φώτα βρίσκονταν σε στύλους στην εσωτερική αί-
θουσα, η οποία ήταν φανερό ότι είχε ανοιχτεί στο μαλακό ασβεστολιθικό υπόστρωμα του όρους Μοριά. Η βραχώδης οροφή της στηριζόταν σε χοντρές λίθινες κολόνες. Οι τοίχοι δεν είχαν καμιά διακόσμηση. Ο αέρας, που εδώ δεν ανανεωνόταν, μύριζε ακόμα εκρηκτικά. Ο Ραζάκ κοίταξε τον επόπτη. «Ήξερες ότι υπήρχε αυτή η αίθουσα;» «Όχι, φυσικά. Οι ανασκαφές μας είχαν περιοριστεί στο τζαμί. Οποιοδήποτε σκάψιμο χωρίς άδεια ήταν αυστηρά απαγορευμένο». Το βλέμμα του Φαρούκ ήταν σταθερό, αλλά ο Ραζάκ ήξερε .το/.ύ καλά ότι, όσον αφορά τις ανασκαφές, η Γουάκφ στο παρελθόν είχε μερικές φορές αποθρασυνθεί. Κοντά στον ανατολικό τοίχο, ο Ραζάκ διέκρινε μια σειρά από εννέα μικρού μεγέθους λίθινα φέρετρα, που όλα είχαν εγχαράξεις σε μια γλώσσα που έμοιαζε μ' εβραϊκά. Πλησίασε. Στη μια άκρη ένα ορθογώνιο βαθούλωμα στο έδαφος υποδήλωνε ότι είχε αφαιρεθεί το δέκατο φέρετρο, και ο Ραζάκ προχώρησε προς τα 'κεί. Ξαφνικά ακούστηκε μια φωνή από την άλλη πλευρά της τρύπας της έκρηξης. «Κύριοι. Μπορώ να σας απασχολήσω μια στιγμή;» Ο Ραζάκ και ο Φαρούκ γύρισαν έκπληκτοι κι είδαν έναν ανεπιτήδευτο μεσήλικο να τους κοιτάζει από το άνοιγμα. Το πρόσωπο του ήταν χλομό, κοκκινισμένο από τον ήλιο εδώ κι εκεί, κι από πάνω υπήρχε ένας θύσανος από ακατάστατα καστανά μαλλιά. «Συγγνώμη, μιλάτε αγγλικά;» Ο άγνωστος είχε εκλεπτυσμένη αγγλική προφορά. «Μιλάμε». Ο Ραζάκ πλησίασε γρήγορα στο άνοιγμα. «Υπέροχα». Ο άγνωστος χαμογέλασε. «Αυτό θα κάνει ευκολότερα τα πράγματα. Τα αραβικά μου είναι λίγο φτωχά». Ο Φαρούκ παραμέρισε τον Ραζάκ. «Ποιος είσαι;» «Λέγομαι Μπάρτον». Έσκυψε μπροστά μέσα απ' το άνοιγμα. «Γκράχαμ Μπάρτον. Θέλω...»
Ο Φαρούκ τίναξε τα μακριά του χε'ρια στον αέρα. «Πώς τόλμησες να έρθεις εδώ πέρα; Αυτό το μέρος είναι ιερό!» Ο Μπάρτον έμεινε ακίνητος στο σημείο όπου βρισκόταν, λες και μόλις είχε πατήσει νάρκη. «Συγγνώμη. Αν μ' αφήνατε απλώς να...» «Ποιος σ' άφησε να μπεις εδώ μέσα;» Ο Ραζάκ πέρασε μπροστά από τον Φαρούκ για να κρύψει την αίθουσα. «Μ' έστειλε ο διευθυντής της Ισραηλινής Αστυνομίας για να σας βοηθήσω». Τράβηξε από την τσέπη του μια επιστολή σε φάκελο της αστυνομίας. «Έναν Εγγλέζο!» Ο Φαρούκ χειρονομούσε έξαλλος. «Έστειλαν έναν Εγγλέζο να μας βοηθήσει. Είδες πού μας οδήγησε αυτό στο παρελθόν!» Από το μεγάλο χρονικό διάστημα που είχε περάσει ο Μπάρτον σ' ερευνητικά προγράμματα στο Ισραήλ, είχε μάθει με επίπονο τρόπο ότι εδώ οι Αγγλοι εξακολουθούσαν να είναι περισσότερο γνωστοί εξαιτίας της αποτυχημένης αποίκισης στις αρχές του 1900 - ένα φιάσκο που το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει ακόμα πιο έντονη την εχθρότητα των Παλαιστινίων εναντίον της Δύσης. Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Χρειάζεται να σου υπενθυμίσω», τον προειδοποίησε ο Φαρούκ, «ότι οι μη μουσουλμάνοι απαγορεύεται να μπαίνουν εδώ;» «Οι θρησκευτικές μου επιλογές δεν προσδιορίζονται τόσο εύκολα», είπε ο Μπάρτον σκυθρωπά. Κάποτε παρακολουθούσε τακτικά τις αγγλικανικές λειτουργίες στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που ήταν κοντά στο σπίτι του στο Κένσινγκτον του Λονδίνου. Αλλά αυτό συνέβαινε πολύ καιρό πριν. Τώρα θεωρούσε τον εαυτό του μάλλον υλιστή κι απέφευγε την Εκκλησία της Αγγλίας. Ωστόσο, αναζητούσε ακόμα έναν τρόπο να κατανοήσει καλύτερα την πεποίθησή του ότι υπήρχε όντως κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο σ' αυτό το θαυμαστό σύμπαν. Αυτή η αναζήτηση, όμως, όφειλε ν' αποκλείει τις βασικές αρχές των περισσότερων θρη-
σκειών, συμπεριλαμβανομένου του ισλαμισμού, τον οποίο σεβόταν ιδιαίτερα. «Για ποιο λόγο, λοιπόν, βρίσκεσαι εδώ;» τον ρώτησε απαιτητικά ο Ραζάκ. «Συνεργάζομαι με την Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων», είπε ο Μπάρτον. Ή δ η ένιωθε ότι ήταν πολύ κακή ιδέα να δεχτεί αυτή τη δουλειά. Το χρυσόψαρο βρισκόταν τώρα στη δεξαμενή με τα πιράνχας. «Η ειδικότητά μου είναι οι αρχαιότητες των Αγίων Τόπων». Οι βιβλικές αρχαιότητες είναι το πιο σωστό, σκέφτηκε, αλλά δε θα ήταν έξυπνο να το αναφέρει σ' αυτούς τους δύο. «Έχω μεγάλο κύρος στον τομέα μου». Στην πραγματικότητα, είμαι διάσημος, σκέφτηκε. Σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, προϊστάμενος των εφόρων στο Μουσείο του Λονδίνου, βιογραφικό που θύμιζε μυθιστόρημα - για να μη μιλήσει κανείς για τις αμέτρητες αρχαιολογικές ανασκαφές μέσα και γύρω από την Ιερουσαλήμ και τα συχνά άρθρα του στο περιοδικό Βιβλική Αρχαιολογία. Ακριβώς πριν από την κλοπή, η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων είχε αναθέσει στον Γκράχαμ Μπάρτον, με γενναιόδωρο μισθό, την επίβλεψη μιας μεγάλης εργασίας ψηφιοποίησης για να καταχωριστούν σε κατάλογο όλες οι ανεκτίμητης αξίας συλλογές της σ' όλα τα μουσεία του Ισραήλ. Σοφά σκεπτόμενος, ο Μπάρτον προτίμησε να μην αναφέρει αυτές τις λεπτομέρειες. Ο Φαρούκ ήταν απορριπτικός. «Τα "χαρτιά" δε μ' εντυπωσιάζουν». «Σωστά. Αλλά μπορώ να σας εξοικονομήσω πολύ χρόνο», πρόσθεσε ο Μπάρτον, ξεγλιστρώντας από την απροκάλυπτη εχθρότητα του επόπτη. «Επιπλέον, η ΙΔΑ και η Ισραηλινή Αστυνομία μ' έχουν προσλάβει για τις υπηρεσίες μου. Μου είπαν ότι δεσμευτήκατε να συνεργαστείτε πλήρως μαζί τους για να εξιχνιάσετε τι συνέβη εδώ. Έ χ ω και επιστολή εξουσιοδότησης». Ο τόνος της φωνής του ήταν τώρα πιο κατηγορηματικός. Ο Φαρούκ κοίταξε τον Ραζάκ, ο οποίος φαινόταν δυσαρεστημένος με την ύπουλη τακτική των Ισραηλινών.
«Με πληροφόρησαν ότι το περιστατικό εδώ σχετίζεται μάλλον μ' ένα αρχαίο λείψανο». Ο Μπάρτον προσπαθούσε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του Ραζάκ. Οι δυο μουσουλμάνοι είχαν ακόμα αντικρουόμενα συναισθήματα γι' αυτό που συνέβαινε. «Οι κλέφτες θα πρέπει να είχαν πολύ λεπτομερή πληροφόρηση», επέμεινε ο Μπάρτον, «για να ξέρουν την ακριβή θέση μιας αίθουσας τόσο καλά κρυμμένης κάτω από το Όρος του Ναού. Δε συμφωνείτε;» «Μια στιγμή, παρακαλώ». Ο Φαρούκ σήκωσε το δάχτυλο του κι έκανε νόημα στον αρχαιολόγο να περάσει πίσω από την τρύπα της έκρηξης. Ο Μπάρτον, αναστενάζοντας, οπισθοχώρησε προς το τζαμί. Οι μπερδεμένες πολιτικές πρακτικές αυτού του τόπου τον εξόργιζαν. Ο Ραζάκ τον κοίταξε ερευνητικά. «Παράξενο. Αναρωτιέμαι αν αυτοί...» «Είναι προσβολή!» είπε ο Φαρούκ πλησιάζοντας τον Ραζάκ. Εκείνος τον ρώτησε ψιθυριστά: «Σου το ανέφεραν αυτό οι Ισραηλινοί;» «Ούτε κατά διάνοια. Και δε θα το ανεχτώ». Ο Ραζάκ πήρε μια βαθιά ανάσα. Δεν του άρεσε η ιδέα ν' αφήσει αυτόν τον Μπάρτον -έναν εκπρόσωπο προφανώς των ισραηλινών αρχών- να παρέμβει σε μια τόσο ευαίσθητη έρευνα. Στο κάτω κάτω, η Ισραηλινή Αστυνομία και η ΙΔΑ είχαν ήδη περάσει δύο ημέρες εξετάζοντας σχολαστικά τον τόπο του εγκλήματος, χωρίς κανένα εμφανές αποτέλεσμα. Και τώρα έστελναν έναν ξένο; Ίσως, βέβαια, ο Μπάρτον να μην επαναλάμβανε απλώς μια ίδιου τύπου έρευνα. Κανένας δεν μπορούσε να ξέρει τα κίνητρά τους. Ωστόσο, ο χρόνος δεν ήταν σύμμαχος του Ραζάκ και οι γνώσεις του όσον αφορά την αρχαιολογία και τις αρχαιότητες ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, περιορισμένες. Ο Φαρούκ τον πλησίασε κι άλλο. «Τι σκέφτεσαι;» «Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Αφού ο Μπάρτον ισχυρίζεται πως είναι ειδικός...»
«Ναι...» «Είναι φανερό ότι οι Ισραηλινοί ξέρουν ήδη τι συνέβη εδώ. Ίσως να μπορεί να μας δώσει κάποιες πληροφορίες. Κάτι από το οποίο θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε. Μας συμφέρει όλους να ξεκαθαρίσουμε γρήγορα αυτή την κατάσταση». Ο Φαρούκ είχε καρφώσει τα μάτια του στο δάπεδο. «Ραζάκ, εμπιστοσύνη κερδίζει κάποιος με την αξία του. Όλοι χρειάζεται ν' αποδείξουμε το χαρακτήρα μας. Είσαι ηθικός άνθρωπος. Αλλά δεν είναι όλοι σαν και σένα. Εσύ κι εγώ εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλο. Μ' αυτόν τον Μπάρτον, όμως, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί». Τόνισε την άπσψή του υψώνοντας το δάχτυλο του. Ο Ραζάκ ανασήκωσε τα φρύδια του. «Φυσικά, αλλά έχουμε άλλη επιλογή;» Ο Φαρούκ κοίταξε επίμονα τον Ραζάκ. Στο τέλος, οι ρυτίδες στο μέτωπο του απάλυναν. «Ίσως έχεις δίκιο», είπε υποχωρητικά μ' ένα βαθύ αναστεναγμό. «Θα ευχόμουν απλώς να μην ήταν Εγγλέζος». Ο επόπτης χαμογέλασε βεβιασμένα. «Πάρε την επιστολή του κι επαλήθευσε τα στοιχεία του με την αστυνομία. Κάνε ό,τι νομίζεις εσύ καλύτερο. Φεύγω». Ξαναγυρίζοντας στο τζαμί, ο Ραζάκ πήρε την επιστολή και ζήτησε από τον Εγγλέζο να τον περιμένει μέχρι να επιστρέψει. Ύστερα, συνόδεψε τον Φαρούκ ως τη σκάλα. «Μην τον αφήσεις απ' τα μάτια σου», του είπε ο Φαρούκ λοξοκοιτάζοντας τον Μπάρτον. Ο Ραζάκ έβγαλε το σακάκι του και ρώτησε τον επόπτη αν θα τον πείραζε να το πάει στο γραφείο του. Έμεινε και κοίταζε τον επόπτη ώσπου εκείνος χάθηκε στο φως του ήλιου στο πάνω μέρος της σκάλας. Ο Ραζάκ σήκωσε τα μανίκια του, έβγαλε το κινητό του τηλέφωνο και πάτησε εκνευρισμένος τον αριθμό του διοικητή της Ισραηλινής Αστυνομίας, που είχε υπογράψει την επιστολή. Αφού πρώτα χρειάστηκε να τον ζητήσει από δύο άλλους, τον έβαλαν τελικά στην αναμονή κι αναγκάστηκε ν' ακούει ένα βαρετό ισραηλινό ποπ τραγούδι. Βλέποντας τον Μπάρτον να βηματίζει κάνοντας μικρούς κύκλους στο τέμενος Μαργουάνι,
άρχισε να ταλαντεύεται μπρος πίσω πάνω στα πάδια του. Κρατούσε το τηλέφωνο μακριά από το αφτί του, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για να μην ακούει το ρυθμό τέκνο του τραγουδιού, που του προκαλούσε πονοκέφαλο. Έ ν α λεπτό αργότερα ακούστηκαν δύο ξεκάθαρα κλικ και το κουδούνισμα ενός τηλεφώνου. Απάντησε μια δυνατή, ένρινη φωνή. «Υποστράτηγος Τοπόλ». Ο Ραζάκ προσπάθησε όσο μπορούσε να φιλτράρει την αραβική προφορά απ' τα σχεδόν τέλεια αγγλικά του. «Λέγομαι Ραζάκ μπιν Αχμέντ μπιν αλ Ταχίνι. Είμαι εξουσιοδοτημένος από τη Γουάκφ να επιβλέπω την έρευνα στο Όρος του Ναού». «Περίμενα το τηλεφώνημά σας», είπε αδιάφορα ο Τοπόλ πίνοντας γουλιές καυτού καφέ από ένα χάρτινο ποτήρι. «Υποθέτω ότι θα συναντήσατε τον κύριο Μπάρτον». Ο Ραζάκ ξαφνιάστηκε από την ευθύτητά του. «Ναι, τον συνάντησα». «Είναι καλός... Τον έχω χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν. Πολύ αμερόληπτος». Ο Ραζάκ απέφυγε να κάνει κάποιο σχόλιο. «Θα πρέπει να σας πληροφορήσω ότι δεν είναι καλοδεχούμενος. Κατανοούμε την ανάγκη της μεσολάβησης της αστυνομίας, αλλά ο κύριος Μπάρτον μπήκε στο ναό χωρίς άδεια». «Συγγνώμη που δε σας ειδοποιήσαμε νωρίτερα», απάντησε ο Τοπόλ πνίγοντας ένα χασμουρητό. «Αλλά ο Γκράχαμ Μπάρτον είναι εξουσιοδοτημένος από εμάς. Υπάρχουν όλα στην επιστολή που έχει μαζί του. Είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνετε πως η φυση αυτού του εγκλήματος απαιτεί να παίξουμε κι εμείς ισότιμο ρόλο στην έρευνα». «Είναι όμως αρχαιολόγος, όχι ανακριτής», τον αντέκρουσε ο Ραζάκ. «Η Ισραηλινή Αστυνομία έχει ήδη ερευνήσει διεξοδικά τον τόπο του εγκλήματος». «Ναι, οι άνθρωποι μας πήγαν πράγματι εκεί», παραδέχτηκε ο Τοπόλ, «αλλά αυτό το έγκλημα φαίνεται να σχετίζεται με ένα χαμένο τεχνούργημα. Είμαστε αστυνομικοί, καταλαβαίνουμε από κλεμμένα αυτοκίνητα, ληστείες, φόνους, αλλά δεν ξέρουμε
τίποτε από τεχνουργήματα. Θεωρήσαμε λοιπόν ότι οι αρχαιολογικές γνώσεις του Μπάρτον θα ωφελούσαν την έρευνα». Ο Ραζάκ δεν είπε τίποτε. Ήταν σύνηθες γι' αυτόν να επιλέγει τη σιωπή απ' την αντιπαράθεση. Όταν έκανε διαπραγματεύσεις, ο ανταγωνιστής αποκάλυπτε συχνά σημαντικές πληροφορίες μόνο και μόνο για να γεμίσει το κενό. Αυτή η προσωρινή παύση τού επέτρεψε να σκεφτεί το επιχείρημα του Τοπόλ, που βασικά του φαινόταν λογικό. Ο αστυνομικός χαμήλωσε τη φωνή του και μίλησε συνωμοτικά. «Νομίζω ότι πρέπει να παραμερίσουμε κι οι δύο τις διαφορές μας για να μπορέσει ν' απονεμηθεί δικαιοσύνη». «Οι συνεργάτες μου κι εγώ συμμεριζόμαστε το ενδιαφέρον σας. Είναι βέβαιο ότι όλες οι πληροφορίες θα παραμείνουν εμπιστευτικές μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα;» «Έχετε το λόγο μου γι' αυτό. Χρειαζόμαστε μια γρήγορη ειρηνική λύση. Οι φήμες εξαπλώνονται σαν ασυγκράτητη πυρκαγιά και σύντομα θα έχουμε μπροστά μας ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα». «Καταλαβαίνω». «Σας εύχομαι καλή τύχη». Η γραμμή έκλεισε. Ο Ραζάκ επέστρεψε στο σημείο όπου στεκόταν ο Εγγλέζος, κοντά στην τρύπα της έκρηξης. Είχε πιασμένα τα χέρια του πίσω από την πλάτη του και σφύριζε θαυμάζοντας το εντυπωσιακό εσωτερικό του τεμένους Μαργουάνι. Ο Μπάρτον γύρισε και τον κοίταξε. «Όλα εντάξει;» Ο Ραζάκ έγνεψε καταφατικά και του άπλωσε το χέρι. «Καλώς ήρθατε, κύριε Μπάρτον. Λέγομαι Ραζάκ».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Στο τέλος του αμυδρά φωτισμένου διαδρόμου, η Σάρλοτ Χενεσί και ο πατήρ Ντόνοβαν κατέβηκαν δυο στριφογυριστές σκάλες και βγήκαν στη μοντέρνα αίθουσα αναμονής του Βατικανού. Διέσχισαν το μεγάλο χώρο με τα λευκά μαρμάρινα πλακάκια, προσπέρασαν μια μπρούντζινη προτομή του πάπα Ιωάννη Παύλου του Β' και βγήκαν από το κτίριο στο λαμπερό απογευματινό ήλιο. Η Σάρλοτ ήταν συνηθισμένη στην ξηρή ζέστη της ερήμου του Φοίνιξ. Η ζέστη της Ρώμης ήταν αποπνικτική λόγω της υγρασίας. Επιπλέον, υπήρχαν οι κανόνες του Βατικανού όσον αφορά το ντύσιμο - τα μπράτσα, τα πόδια και οι ώμοι έπρεπε να είναι πάντα καλυμμένα. Δεν επιτρέπονταν τα σορτς και οι αμάνικες μπλούζες. Αυτό της θύμιζε το γυμνάσιο - «όχι στράπλες». Τις επόμενες μέρες θα φορούσε χακί παντελόνια κι άβολες χοντρές βαμβακερές μπλούζες με μακριά μανίκια. Στη χώρα της τελείωνε συνήθως τη μέρα της φορώντας μπικίνι, ξαπλωμένη δίπλα στην πισίνα, στην πίσω αυλή του ισπανικού στυλ ράντσου της. Αυτό γινόταν τουλάχιστον όποτε είχε τη διάθεση. Εδώ, προφανώς, δε θα έκανε κάτι ανάλογο. «Είμαι βέβαιος ότι θα είστε περίεργη να μάθετε γιατί σας καλέσαμε εδώ», είπε ο πατήρ Ντόνοβαν. «Η αλήθεια είναι ότι το σκεφτόμουν», του απάντησε ευγενικά. «Στο Βατικανό γνωρίζουμε σε βάθος τη θεολογία και τις
θρησκευτικές δοξασίες», της εξήγησε. «Δε θα εκπλαγείτε, όμως, αν ακούσετε ότι στο χώρο των φυσικών επιστημών υπάρχουν προφανώς κάποιες ανεπάρκειες στις ικανότητές μας», χαμογέλασε απολογητικά. «Αυτό είναι απολύτως κατανοητό». Ο ιερέας είναι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκε. Η ιρλανδέζικη προφορά του την ηρεμούσε. Παρατήρησε, επίσης, ότι κουνούσε συχνά τα χέρια του, αποτέλεσμα των πολλών χρόνων που είχε περάσει πίσω από τον άμβωνα. Διέσχισαν αργά την πλατεία Σάντα Μάρτα, προχωρώντας στους πεζόδρομους που βρίσκονταν πίσω από την κόγχη της βασιλικής. Η Σάρλοτ θαύμασε το μαρμάρινο, γεμάτο βιτρό, εξωτερικό μέρος του ναού. «Πάρτε εμένα, για παράδειγμα», συνέχισε ο ιερέας. «Prefetto di Bibloteca Apostolica Vaticana... ένας φανταχτερός τρόπος για να πει κανείς διευθυντής έφορος της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Η ειδικότητά μου είναι τα βιβλία και η εκκλησιαστική ιστορία. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι ξέρω ελάχιστα πράγματα για τον τομέα σας. Όταν όμως σας είδα στην τηλεόραση, πείστηκα ότι θα μπορούσατε πράγματι να με βοηθήσετε με κάποιο ερευνητικό πρόγραμμα που μου ζήτησαν ν' αναλάβω». «Αν δε σας πειράζει που το λέω, ξαφνιάστηκα που ο τομέας μου κινεί το ενδιαφέρον κάποιου στο Βατικανό». «Είναι αλήθεια ότι πολλοί μέσα σ' αυτούς τους τοίχους θα είχαν επιφυλάξεις για τους σκοπούς της έρευνας στη γενετική. Εγώ όμως προτιμώ να είμαι πιο ανοιχτόμυαλος». «Χαίρομαι που το μαθαίνω», του είπε χαμογελώντας. «Λοιπόν, τι ακριβώς είναι αυτό που πρόκειται να μελετήσω;» Ο ιερέας δεν απάντησε αμέσως. Άφησε να τους προσπεράσουν και ν' απομακρυνθούν δύο κληρικοί που περπατούσαν και μετά της είπε σιγανά: «Ένα λείψανο». Σκέφτηκε να της πει περισσότερα, αλλά άλλαξε γνώμη. «Καλύτερα να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια». Προχωρώντας βόρεια στη Βιάλε ντελ Τζιαρντίνο Κουα\τράτο, διέσχισαν το πλούσιο πράσινο των κήπων του Βατι-
κανού και πέρασαν μπροστά από το πολυτελές νεοκλασικό θερινό περίπτερο του 16ου αιώνα, που είχε κτιστεί επί πάπα Πίου του Δ'. Το ευθύ μονοπάτι περνούσε πίσω από το ογκώδες Μουσείο του Βατικανού. Η Σάρλοτ είχε διαβάσει κάποτε ότι εδώ, στο μέγαρο όπου έμεναν οι πάπες την εποχή της Αναγέννησης, στεγαζόταν η μεγάλη συλλογή έργων τέχνης του Βατικανού. Αυτό ήταν το μέρος όπου έφταναν αναρίθμητοι επισκέπτες απ' όλο τον κόσμο για να θαυμάσουν το πιο φημισμένο έκθεμά του, την Καπέλα Σιστίνα, που οι τοίχοι της ήταν σκεπασμένοι με αφηγηματικές τοιχογραφίες και την οροφή της είχε φιλοτεχνήσει ο Μιχαήλ Άγγελος. Κατάλαβε ότι ο πατήρ Ντόνοβαν δεν ήταν ακόμα έτοιμος ν' αποκαλύψει περισσότερα. Αν και ήθελε να μάθει γιατί ο έφορος της βιβλιοθήκης ασχολούνταν με τη μελέτη λειψάνων, αποφάσισε να του μιλήσει για κάτι άλλο. «Αυτό το μέρος είναι μαγευτικό», είπε κοιτώντας τα λουλούδια, τα σιντριβάνια με τον περίτεχνο διάκοσμο και την υπέροχη αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. «Είναι σαν παραμύθι. Ζείτε πράγματι εδώ;» «Ω, ναι», της είπε. «Πώς είναι να ζει κανείς εδώ;» Ο ιερέας την κοίταξε χαμογελώντας πλατιά. «Το Βατικανό είναι ένας ξεχωριστός κόσμος. Ό λ α όσα χρειάζομαι βρίσκονται μέσα σ' αυτούς τους τοίχους. Θυμίζει, υποθέτω, πανεπιστημιούπολη». «Αλήθεια;» Σήκωσε ψηλά τα χέρια του. «Χωρίς τη νυχτερινή ζωή, φυσικά», της είπε γελώντας. «Ωστόσο, πρέπει να παραδεχτώ ότι έχουμε τα δικά μας αντίστοιχα των φοιτητικών αδελφοτήτων». Είχαν μόλις φτάσει στη βοηθητική είσοδο του μουσείου. Παρόλο που προχωρούσαν αργά, σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχαν περπατήσει γύρω στα εξακόσια μέτρα - όσο σχεδόν ήταν καί το πλάτος αυτής της χώρας.
ΟΡΟΣ ΤΟΥ Ν Α Ο Υ
Ο Ραζάκ οδήγησε τον Εγγλέζο στην τρύπα της έκρηξης και του έγνεψε να περάσει από το άνοιγμα. Μπαίνοντας μέσα, το διερευνητικό βλέμμα του Μπάρτον σάρωσε την αίθουσα. Πίσω του, ο Ραζάκ παρέμεινε κοντά στο άνοιγμα επειδή δεν ένιωθε άνετα με το βαρύ υπόγειο αέρα. Γεμάτος ενέργεια, ο Μπάρτον δε δίστασε ν' αρχίσει να λέει δυνατά τις σκέψεις του. «Στο τέλος του 1ου προ Χριστού αιώνα, ο βασιλιάς Ηρώδης προσέλαβε δεξιοτέχνες αρχιτέκτονες από τη Ρώμη και την Αίγυπτο για να σχεδιάσουν το Ό ρ ο ς του Ναού. Ή τ α ν ένα τεράστιο έργο που απαιτούσε να κατασκευαστεί μια πελώρια εξέδρα. Η εξέδρα αυτή θα συμπεριλάμβανε το συμπαγές βραχώδες υπόστρωμα που υπήρχε στο βορινό άκρο», έκανε μια κίνηση με το χέρι του δείχνοντας προς τα πίσω, «και θα εκτεινόταν νότια, με τη χρήση τεράστιων τοίχων αντιστήριξης εκεί όπου γίνεται επικλινές το βραχώδες υπόστρωμα του όρους Μοριά». Γύρισε κι έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. «Γι' αυτόν το λόγο, το νότιο άκρο αυτής της επίπεδης επιφάνειας μπορεί εύκολα να στεγάσει θολωτές αίθουσες, όπως ο χώρος όπου βρίσκεται τώρα το τέμενος Μαργουάνι. Οι αρχαιολόγοι, εδώ και καιρό, έχουν διατυπώσει τη θεωρία ότι υπάρχουν κι άλλοι παρόμοιοι χώροι κάτω από το Όρος του Ναού».
«Μου λες, δηλαδή, ότι οι Ισραηλινοί γνώριζαν την ύπαρξη αυτής της αίθουσας;» Ο Μπάρτον ήξερε ότι ο Ραζάκ έψαχνε για υπόπτους. Θα έπρεπε λοιπόν να είναι προσεκτικός. Αν και γνώριζε ότι οι Ισραηλινοί αρχαιολόγοι είχαν κάνει θερμικές σαρώσεις στο Ό ρ ο ς του Ναού, οι οποίες είχαν δείξει υπόγειες ανωμαλίες που γεννούσαν ερωτηματικά, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι αυτή η συγκεκριμένη αίθουσα δεν είχε εντοπιστεί καθόλου. «Αναμφίβολα όχι. Είμαι βέβαιος πως, αν την ήξεραν, θα είχαν πληροφορήσει τη Γουάκφ». Μπορούσε να καταλάβει ότι ο Ραζάκ δεν πίστευε ούτε μία λέξη. Ο Μπάρτον εστίασε την προσοχή του στα λίθινα φέρετρα κι έσκυψε για να τα δει καλύτερα. Προχωρώντας από το ένα στο άλλο, η έξαψή του μεγάλωνε με κάθε νέα ανακάλυψη. Εν τω μεταξύ, το φοβισμένο βλέμμα του Ραζάκ περιπλανιόταν στους πέτρινους τοίχους. «Τι είναι λοιπόν αυτός ο χώρος;» Ο Μπάρτον σηκώθηκε κι αναστέναξε βαθιά. «Στέκεσαι σε κάτι που μοιάζει να είναι μια αρχαία εβραϊκή κρύπτη». Ο Ραζάκ έσφιξε τα χέρια του στο στήθος του. Η σκέψη ότι βρισκόταν ανάμεσα σε πεθαμένες και εχθρικές ψυχές ήταν τρομακτική, κάτι που ενίσχυε απλώς το προαίσθημα κακού που είχε. Και, επιπλέον, ψυχές εβραίων! Αμέσως ένιωσε το χώρο μικρότερο. Ασφυκτικό. «Οι κλέφτες φαίνεται ότι απομάκρυναν έναν από τους μόνιμους ενοίκους». Ο Μπάρτον μετακινούσε το βάρος του απ' το ένα πόδι στο άλλο, δείχνοντας το ορθογώνιο βαθούλωμα στο χώμα στο τέλος της σειράς. «Αυτά όμως εδώ δεν παραείναι μικρά για φέρετρα;» «Άσε με να σου εξηγήσω». Ο αρχαιολόγος έκανε μια μικρή παύση για να συγκροτήσει τις σκέψεις του. «Στο νεκρώσιμο τελετουργικό των αρχαίων εβραίων -την ταχ α ρ ά - καθάριζαν τα σώματα των πεθαμένων και, στη συνέχεια,
τα κάλυπταν με λουλούδια, βότανα, μπαχαρικά και λάδια. Μετά, έδεναν τους αστραγάλους, τους καρπούς και το σαγόνι και τοποθετούσαν δύο νομίσματα πάνω στα μάτια τους». Κάλυψε με τις χούφτες του τα μάτια του. «Στο τέλος, τύλιγαν ολόκληρο το σώμα με λινό ύφασμα και μετά με σάβανο». Σ' αυτή τη φάση, ο Μπάρτον ήξερε ότι το έτοιμο σώμα το τοποθετούσαν σε μια επιμήκη κοιλότητα, την ταφική κόγχη. Εδώ δεν υπήρχαν τέτοιες κοιλότητες. Ωστόσο, οι παραλλαγές στο σχεδιασμό των τάφων δεν ήταν ασυνήθιστες και δεν ήθελε να περιπλέξει κι άλλο τα πράγματα. Προσπαθώντας να φανταστεί τις εσωτερικές διαστάσεις του φέρετρου, ο Ραζάκ δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να χωρέσει ένα σώμα σ' ένα τόσο μικρό σκεύος. «Εξακολουθώ όμως να μην καταλαβαίνω...» Ο Μπάρτον σήκωσε το χέρι του. «Αν έχεις την καλοσύνη», τον διέκοψε ευγενικά. «Πίστευαν ότι το σώμα έπρεπε να εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του, που αποβάλλονταν κατά τη διάρκεια της αποσύνθεσης της σάρκας. Η οικογένεια, λοιπόν, άφηνε το νεκρό σώμα ν' αποσυντεθεί για ένα χρόνο και μετά επέστρεφαν κι έβαζαν τα οστά σ' ένα ιερό πέτρινο φέρετρο - ένα φέρετρο μικρών διαστάσεων, την οστεοθήκη». Ο Ραζάκ τον είχε καρφώσει με το βλέμμα του. Το νεκρώσιμο τελετουργικό των μουσουλμάνων -ταφή μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, σ' ένα λιτό τάφο στραμμένο προς τη Μέκκα, κατά προτίμηση χωρίς φέρετρο- ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τα περίπλοκα τελετουργικά των αρχαίων εβραίων. «Κατάλαβα». Ο Ραζάκ ψηλάφισε με τα δάχτυλά του το σαγόνι του. «Αυτό το είδος ταφής ήταν συνηθισμένο σ' αυτή την περιοχή», συνέχισε ο Μπάρτον, «αλλά εφαρμόστηκε μόνο για μια μικρή περίοδο - περίπου από το 200 προ Χριστού μέχρι το 70 μετά Χριστόν. Έτσι μπορούμε να χρονολογούμε τις οστεοθήκες με μεγάλη ακρίβεια, ακόμα και χωρίς δαπανηρές αναλύσεις. Ό π ω ς μπορείς να δεις», ο Μπάρτον έδειξε τη σειρά με τα φέρετρα, «τα φέρετρα είναι τόσο μεγάλα όσο χρειάζεται για να χωρέσουν ένα διαμελισμένο σκελετό».
«Γιατί φύλαγαν τα οατά;» Ο Ραζάκ πίστευε πως ήξερε την απάντηση, αλλά ήθελε να βεβαιωθεί. «Οι αρχαίοι εβραίοι πίστευαν ακλόνητα ότι, εν καιρώ, θα ανασταίνονταν. Αυτό θα συνέβαινε παράλληλα με την έλευση του αληθινού Μεσσία». Ο Ραζάκ έγνεψε καταφατικά. Τα σώματα των μουσουλμάνων περίμεναν κι αυτά στον τάφο την Ημέρα της Κρίσης, κάτι που του θύμισε ότι ο ιουδαϊσμός και ο ισλαμισμός είχαν πολλές κοινές ρίζες. «Πρόκειται για εκείνο τον Μεσσία», πρόσθεσε ο Μπάρτον, «που οι εβραίοι πιστεύουν ότι θα ξαναχτίσει τον τρίτο και τελευταίο ναό εκεί πέρα», έδειξε πάνω από το κεφάλι του προς την πλατεία του Όρους του Ναού. «Αυτό δε θα συμβεί ποτέ», δήλωσε προκλητικά ο Ραζάκ. Αυτό ακριβώς περίμενε ν' ακούσει ο Μπάρτον από ένα μουσουλμάνο. «Ναι, εντάξει, τέλος πάντων. Ό λ ' αυτά θεωρούνταν προετοιμασία για εκείνη τη μέρα. Χωρίς τα οστά, δε θα είχαν τη δυνατότητα ν' αναστηθούν». «Είναι πολύτιμες οι οστεοθήκες;» «Εξαρτάται. Η πέτρα πρέπει να είναι φρέσκια και καθαρή». Ο Μπάρτον έριξε μια ματιά στις εννέα οστεοθήκες που είχαν απομείνει, για να τις εκτιμήσει. «Κι αυτές φαίνονται να είναι σ' εξαιρετική κατάσταση - δεν υπάρχουν εμφανή σπασίματα και, επιπλέον, όλες έχουν τα σκεπάσματά τους. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζουν οι εγχαράξεις. Συχνά οι χαράκτες σημείωναν στην επιφάνεια ποιος ήταν ο νεκρός. Επιπλέον, μερικές φορές χάραζαν διακοσμητικά σχέδια και αναπαραστάσεις. Αν οι εγχαράξεις είναι άψογες, αυτό ανεβάζει την αξία». Ο Μπάρτον είχε δει στην περιοχή εκατοντάδες παρόμοια φέρετρα που είχαν διασωθεί, πολλά εκ των οποίων ήταν πιο εντυπωσιακά απ' αυτά. «Αυτές οι οστεοθήκες φαίνονται αρκετά συνηθισμένες». «Πόσο θ' αξίζει λοιπόν μια απ' αυτές;» Ο Μπάρτον σούφρωσε τα χείλη του. «Εξαρτάται. Ίσως έξι χιλιάδες λίρες, ή δέκα χιλιάδες δο-
λάρια, αν υποθέσουμε πως θα μπορέσει να πουληθεί στο εμπόριο αρχαιοτήτων. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι το λείψανο μάλλον δε θα είναι ιδιαίτερα ασυνήθιστο. Για να πιάσει υψηλή τιμή, πρέπει να είναι σε τέλεια κατάσταση και ν' αγοραστεί από κάποιον άπληστο συλλέκτη ή ένα μουσείο. Αλλά, στις μέρες μας, τα μουσεία συνήθως δεν προτιμούν να προμηθεύονται κομμάτια από το εμπόριο αρχαιοτήτων». Ο Ραζάκ είχε αρχίσει να συνηθίζει την αγγλική προφορά του αρχαιολόγου. «Γιατί όχι;» «Επιθυμητά τεχνουργήματα είναι εκείνα που είναι γνωστό το ιστορικό της προέλευσής τους. Έ ν α ς σοβαρός αγοραστής χρειάζεται επαρκείς αποδείξεις ότι ένα λείψανο ήρθε στο φως από ανασκαφή σε μια συγκεκριμένη τοποθεσία, κάτι που επιβεβαιώνει την αυθεντικότητά του. Το χώμα και τα διάφορα άλλα τεχνουργήματα μιας αρχαιολογικής ανασκαφής παρέχουν πολλές αξιόπιστες πληροφορίες για την παλαιότητα κάποιου αρχαίου ευρήματος. Αν απομακρύνει κανείς το λείψανο απ' το χώμα, τότε...» Ανασήκωσε απαξιωτικά τους ώμους του. Ο Ραζάκ κάθισε κάτω οκλαδόν. Ήταν πολλά όλ' αυτά για να τα αφομοιώσει. «Στην ουσία, δηλαδή, αυτό που λες είναι ότι... αφού η αξία εξαρτάται από την επαλήθευση της προέλευσης, αυτή η κλεμμένη οστεοθήκη θα μπορούσε να μην έχει τόσο μεγάλη αξία στο ελεύθερο εμπόριο;» Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. «Αναμφίβολα. Η αξία, επίσης, εξαρτάται πολύ από την αξιοπιστία του πωλητή. Αν η προέλευσή της είναι ύποπτη, η αξία της οστεοθήκης θα πέσει δραματικά. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε ν' αποκλείσουμε την πιθανότητα ο κλέφτης να είναι κάποιο μουσείο ή κάποιος πολύ γνωστός συλλέκτης». Ο Μπάρτον παρατήρησε το μουσουλμάνο που καθόταν οκλαδόν κι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να πάει να καθίσει κι αυτός δίπλα του. Το περίμενε εκείνος; Επειδή δεν ήταν σίγουρος, αποφάσισε να μείνει όρθιος. «Οι πιθανές συνέπειες παραείναι σοβαρές. Επιπλέον, τις
τελευταίες δυο δεκαετίες, πολλά λείψανα από το Ισραήλ αποδείχτηκαν πλαστά, αφού εν τω μεταξύ διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία είχαν πληρώσει γι' αυτά εξωφρενικές τιμές». Ο Ραζάκ τον κοίταξε. «Επομένως, θα έχαναν απλώς το χρόνο τους αν εξέθεταν την οστεοθήκη σε κάποια αίθουσα τέχνης;» Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. Μόνο που η αμφισβητήσιμη τιμή αγοράς του λειψάνου δε δικαιολογούσε το βαρύ τίμημα σε θανάτους των Ισραηλινών. «Γιατί να μπει κάποιος σ' όλον αυτό τον κόπο -και να χρησιμοποιήσει τόση βία- για να κλέψει μόνο ένα;» τον αντέκρουσε ο Ραζάκ. «Γιατί να μην τα κλέψει όλα;» «Καλή ερώτηση», συμφώνησε ο Μπάρτον, «που πρέπει να την απαντήσουμε εσύ κι εγώ. Πρέπει ν' αναλύσω τις εγχαράξεις των φερέτρων. Πρέπει επίσης να μελετήσω αυτή την κρύπτη μήπως βρω ποια οικογένεια είχε ενταφιαστεί εδώ. Υποθέτω ότι οι κλέφτες ήξεραν ποια ακριβώς οστεοθήκη ήθελαν και δεν τους ενδιέφερε η απόδειξη της προέλευσης. Αυτό αποκλείει τους σοβαρούς αρχαιολόγους, που δε φημίζονται ότι ανοίγουν τρύπες στους τοίχους με εκρηκτικά». Ο Ραζάκ έσκασε ένα χαμόγελο. «Πόσο ζυγίζει καθεμιά απ' αυτές;» «Πιθανότατα γύρω στα είκοσι δύο κιλά, συν τα οστά... γύρω στα τριάντα πέντε συνολικά». «Και πώς θα τη μετέφερε κάποιος;» «Σ' ένα συνηθισμένο ξύλινο κιβώτιο, φαντάζομαι. Χρειάζεται να τυλιχτεί καλά με υλικό συσκευασίας. Αν έφυγε από κάποιο απ' τα λιμάνια του Ισραήλ, το περιεχόμενο θα πρέπει να πέρασε από το τελωνείο. Και μου είπαν ότι, από την Παρασκευή και μετά, όλα τα φορτία που περιμένουν να φορτωθούν σε πλοίο περνούν ένα ένα από έλεγχο. Θα ήταν αδύνατον να μην τη βρουν». «Το πιο πιθανό είναι η ΙΔΑ να έβαλε φρουρούς σ' όλους τους δρόμους αμέσως μετά το έγκλημα», πρόσθεσε ο Ραζάκ. «Αυτό αποκλείει να έβγαλαν οδικώς την οστεοθήκη από το Ισραήλ». Ο Μπάρτον κοίταξε απορημένος το μουσουλμάνο.
«Ναι, η αστυνομία όμως δεν ισχυρίζεται ότι χρησιμοποιήθηκε ένα ελικόπτερο στην κλοπή;» Ο Ραζάκ έγνεψε καταφατικά. «Έτσι λένε οι αυτόπτες μάρτυρες». «Δε θέλω να το παίξω έξυπνος, αλλά δε νομίζεις ότι το πιθανότερο είναι να το έβγαλαν αμέσως εναερίως από κάποιο σημείο πάνω απ' τα σύνορα;» Ο Ραζάκ φάνηκε σαν να ντράπηκε. Είχε σκεφτεί ακριβώς το ίδιο, αλλά δεν ήθελε καν να συνυπολογίσει αυτή την πιθανότητα. «Όλα είναι πιθανά». Η ιδέα ότι το λείψανο μπορεί ήδη να βρισκόταν μακριά ήταν αποκαρδιωτική. Αυτό υπερέβαινε κατά πολύ τις συνηθισμένες αρμοδιότητές του κι από μέσα του αναθεμάτισε τη Γουάκφ που τον έμπλεξε σ' όλα αυτά. «Οι αυτόπτες μάρτυρες φαίνεται ότι μίλησαν για ένα ελικόπτερο πάνω από τη Γάζα λίγο μετά την κλοπή». «Ω Θεέ μου, αυτό δεν είναι καλό», είπε ο Μπάρτον. «Όχι, δεν είναι», απάντησε μελαγχολικά ο Ραζάκ. «Κυρίως επειδή το ελικόπτερο δεν έχει βρεθεί ακόμα». «Υπάρχει πάντα μια ελάχιστη πιθανότητα η οστεοθήκη να βρίσκεται ακόμα στο Ισραήλ», είπε ο Μπάρτον. Ο Ραζάκ σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του. «Δε νομίζω πως αυτό είναι πιθανό». Διαισθανόμενος ότι ο εκπρόσωπος των μουσουλμάνων ήταν καταβεβλημένος, ο Μπάρτον σκέφτηκε πως θα 'ταν καλύτερα ν' αλλάξει θέμα. «Δεν είμαι ειδικός όσον αφορά τους τόπους των εγκλημάτων», συνέχισε ο Μπάρτον, «αλλά πιστεύω ότι η οστεοθήκη περιείχε κάτι περισσότερο από οστά. Βάζω στοίχημα ότι αυτοί οι κλέφτες ήξεραν τι ακριβώς υπήρχε μέσα». Ακούμπησε το χέρι του παρηγορητικά στον ώμο του Ραζάκ. «Θα το ερευνήσουμε σε βάθος. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μάθω τι γράφουν αυτές οι εγχαράξεις». Βλέποντας ότι ο μουσουλμάνος ένιωθε άβολα με τη χειρονομία του, τράβηξε το χέρι του.
«Πόσο χρόνο θα χρειαστείς, Μπάρτον;» «Νομίζω ότι μία ώρα περίπου είναι αρκετή». «Ας ξανασυναντηθούμε το πρωί», πρότεινε ο Ραζάκ. «Θα στείλω τον Ακμπάρ, έναν από τους άντρες μας στη Γουάκφ, να σε συναντήσει επάνω, στην είσοδο. Θα σε συνοδεύσει κάτω για να ξεκινήσεις». «Εννοείς ότι θα με παρακολουθεί». Ο Ραζάκ τον αγνόησε. «Κοίτα, δε σε κατηγορώ». Ο Μπάρτον άνοιξε τα χέρια του με τις παλάμες προς τα πάνω. «Το ξέρω ότι αυτό το μέρος είναι ιερό. Κι εγώ δεν είμαι μουσουλμάνος». Σιωπή, όχι αντιπαράθεση, υπενθύμισε ο Ραζάκ στον εαυτό του. «Να πούμε γύρω στις εννέα;» «Έγινε». Ο Ραζάκ του έδωσε την επαγγελματική κάρτα του. «Μήπως χρειαστεί κάποια στιγμή να επικοινωνήσεις μαζί μου». Ο Μπάρτον της έριξε μια ματιά. Το όνομά του μόνο κι ένα κινητό τηλέφωνο. «Ευχαριστώ. Κι απλώς για την ιστορία, Ραζάκ... δε μ' ενδιαφέρει η πολιτική. Είμαι αρχαιολόγος. Θυμήσου, σε παρακαλώ, ότι βρίσκομαι εδώ για να σας βοηθήσω. Δεκατρείς άνθρωποι σκοτώθηκαν την Παρασκευή και είμαι βέβαιος ότι τα στοιχεία εδώ θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε το λόγο». Ο Ραζάκ έγνεψε ευγενικά και οι δύο άντρες προχώρησαν προς την έξοδο της κρύπτης.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Ο πατήρ Ντόνοβαν και η Σάρλοτ κατέβηκαν μ' ένα θορυβώδη ανελκυστήρα, που ήταν για μεταφορά αντικειμένων, ένα επίπεδο κάτω από το Μουσείο του Βατικανού. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, ο κληρικός βγήκε πρώτος σ' ένα φαρδύ διάδρομο με λαμπτήρες φθορίου, που δημιούργησαν στη Σάρλοτ την εντύπωση πως βρισκόταν σε νοσοκομείο. Τα πλακάκια από βινύλιο και οι λευκοί άδειοι τοίχοι απορροφούσαν την ηχώ των βημάτων τους. Ο χώρος θύμιζε γκαλερί υε εκθέματα πόρτες. Υπέθεσε ότι ήταν μάλλον χώροι αποθήκευσης. «Εκεί κάτω είμαστε», είπε ο πατήρ Ντόνοβαν δείχνοντας ιιια φαρδιά μεταλλική πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Ο ιερέας, αντί για κλειδί, γλίστρησε μια ηλεκτρονική κάρτα σε μια συσκευή που ήταν τοποθετημένη στο πλαίσιο της πόρτας και η βαριά κλειδαριά ξεκλείδωσε. Άνοιξε την πόρτα και έκανε νόημα στη Σάρλοτ να μπει μέσα. «Μπορείτε να την κρατήσετε», είπε ο ιερέας δίνοντάς της την κάρτα. «Ανοίγει και τη βοηθητική πίσω πόρτα μετά το τέλος του ωραρίου λειτουργίας του μουσείου. Μην τη χάσετε, σας παρακαλώ». Του έγνεψε καταφατικά και την έβαλε στην τσέπη της. Πίσω από την πόρτα υπήρχε ένα ευρύχωρο εργαστήριο. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι γυαλιστερά ντουλάπια με γυάλινες προσόψεις, που περιείχαν διάφορα δοχεία, φιάλες και μικρά
κουτιά απαραίτητα για τη διεξαγωγή χημικών αναλύσεων. Τα συρτάρια που υπήρχαν από κάτω περιείχαν ένα πλήθος μικρών συσκευών τελευταίας τεχνολογίας. Το ψυχρό φως των λαμπτήρων αλογόνου φώτιζε κάθε επιφάνεια και οι βαρείς πάγκοι εργασίας από ανοξείδωτο ατσάλι ήταν σκορπισμένοι εδώ κι εκεί στην αίθουσα θυμίζοντας νησίδες. Τα συστήματα κλιματισμού και καθαρισμού της ατμόσφαιρας βούιζαν διακριτικά κάπου στο βάθος, απομακρύνοντας τη σκόνη και τα μικροσκοπικά σωματίδια που μόλυναν την ατμόσφαιρα, ενώ ταυτόχρονα ρύθμιζαν την υγρασία και τη θερμοκρασία του εργαστηρίου. Αν το Βατικανό αδιαφορούσε για την επιστήμη, αυτό σίγουρα δε φαινόταν εδώ κάτω. Ήταν ένας από τους πιο εντυπωσιακούς εργαστηριακούς χώρους που είχε δει η Σάρλοτ. «Είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη μας στο μουσείο», της εξήγησε ο Ντόνοβαν. «Ακόμα δεν έχει ανοίξει ούτε καν για όσους μένουν μόνιμα εδώ». «Εντυπωσιακό». «Η συλλογή μας με έργα τέχνης απαιτεί διαρκή συντήρηση», συνέχισε εκείνος, σαν να 'πρεπε να δικαιολογηθεί. «Υπάρχουν μαρμάρινα γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής και χαλιά τοίχου». Κουνούσε πάλι τα χέρια του σαν να 'κανε κήρυγμα. «Εδώ θα συντηρούνται οι πιο πολύτιμοι θησαυροί μας για να μπορέσουν να τους απολαύσουν οι επόμενες γενιές». Έ ν α ς άντρας εμφανίστηκε από μια πόρτα που οδηγούσε σ' ένα διπλανό δωμάτιο στο πίσω μέρος του εργαστηρίου. Βλέποντάς τον, ο ιερέας χαμογέλασε. «Ah, Giovanni, come sta?» «Fantastico, padre. Ε lei?» «Bene, gratzie». Η Σάρλοτ εντυπωσιάστηκε που άκουσε τον Ιρλανδό ιερέα να μιλάει αβίαστα σε μια άλλη γλώσσα. Κοίταξε το μεσήλικο άντρα, που φορούσε μια πεντακάθαρη λευκή ποδιά εργαστηρίου, καθώς πλησίαζε τον ιερέα για να τον χαιρετήσει με χειραψία. Με ανοιχτά καστανά μάτια και πυκνές μπούκλες γκριζόμαυρων μαλλιών, είχε ένα ευχάριστο πρόσωπο, με ρυτίδες μόνον εκεί όπου το διαρκές πλατύ χαμόγελο του είχε αφήσει τα σημάδια του.
«Δόκτωρ Τζιοβάνι Μπερσέι, θα ήθελα να σας συστήσω τη δόκτορα Σάρλοτ Χενεσί, φημισμένη επιστήμονα γενετικής από το Φοίνιξ της Αριζόνα». Ο Ντόνοβαν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της Σάρλοτ. «Χαίρομαι που σας συναντώ, δόκτωρ Χενεσί», είπε ευγενικά ο Μπερσέι μιλώντας αγγλικά με προφορά. Τη χαιρέτησε με χειραψία. Ό π ω ς και πολλοί άλλοι που συναντούσαν τη Σάρλοτ Χενεσί για πρώτη φορά, σαγηνεύτηκε απ' τα εντυπωσιακά πράσινα μάτια της. «Παρομοίως». Η Σάρλοτ τον χαιρέτησε πιάνοντας το απαλό χέρι του και του χαμογέλασε ζεστά. Ευχόταν να μπορούσε να πει κάτι ουραίο στα ιταλικά και συνειδητοποίησε ότι, όπως οι περισσότεροι Αμερικανοί που ήξερε, ήταν κι αυτή ανεπαρκής όσον αφορά τις γλώσσες, παρόλο που στο Φοίνιξ είχε μάθει μερικά βασικά καθημερινά ισπανικά. «Ο δόκτωρ Μπερσέι μας έχει βοηθήσει πολλές φορές στο παρελθόν», της είπε ο πατήρ Ντόνοβαν. «Είναι ανθρωπολόγος, ειδικευμένος στον αρχαίο ρωμαϊκό πολιτισμό». «Εξαιρετικά ενδιαφέρον». Αμέσως αναρωτήθηκε πώς οι διαφορετικοί επιστημονικοί κλάδοι τους θα μπορούσαν να συμπληρώσουν ο ένας τον άλλο. Τώρα ανυπομονούσε ακόμα περισσότερο να δει το μυστηριώδες λείψανο που της είχε αναφέρει νωρίτερα ο Ντόνοβαν. Ο Ντόνοβαν άνοιξε τα χέρια του, σαν να υπήρχε μπροστά του ένα αόρατο δισκοπότηρο θείας κοινωνίας. «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να φύγω περίπου για μία ώρα για να παραλάβω από το σιδηροδρομικό σταθμό το πακέτο μας. Φαντάζομαι ότι εσείς οι δύο θα μπορέσετε να γνωριστείτε όσο θα λείπω». «Ωραία», είπε η Σάρλοτ κοιτάζοντας τον Μπερσέι, που φαινόταν επίσης ευχαριστημένος από την προτροπή του ιερέα. «Θα σας δω σύντομα», πρόσθεσε ο πατήρ Ντόνοβαν, προτού βγει απ' την πόρτα. Η Σάρλοτ στράφηκε στον Μπερσέι με βλέμμα γεμάτο απορία^ «Έχετε ιδέα για τι πράγμα πρόκειται;»
«Ούτε την παραμικρή», της απάντησε ο ανθρωπολόγος ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι είμαι λίγο περίεργος. Έ χ ω δουλέψει πολλές φορές στο παρελθόν για το Βατικανό, αλλά ποτέ δε χρειάστηκε να υπογράψω συμφωνητικό για εμπιστευτική έρευνα. Φαντάζομαι ότι θα υπογράψατε κι εσείς». «Ναι. Μου φάνηκε παράξενο». Τρεις νομικά κατοχυρωμένες σελίδες, με δήλωση παραίτησης από κάθε δικαίωμα, σφραγισμένες με τη φουσκωτή παπική βούλλα και με βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής από ένα συμβολαιογράφο του Βατικανού. Το απόρρητο του ερευνητικού προγράμματος ήταν προφανώς κάτι περισσότερο από μια σιωπηλή απαίτηση. Μπήκε στον πειρασμό να ρωτήσει για την οικονομική προκαταβολή, αλλά σκέφτηκε ότι ίσως ήταν ανάρμοστο. Ο Όλντριχ δεν της είπε πόσα ακριβώς χρήματα κατατέθηκαν στο λογαριασμό της BMS, αλλά εκείνη υπέθεσε πως θα ήταν πολλά. «Και, βεβαίως, ποτέ άλλοτε δε μ' έβαλαν να συνεργαστώ με επιστήμονα γενετικής», είπε προβληματισμένος. «Όχι ότι παραπονιέμαι φυσικά», βιάστηκε να προσθέσει. «Ζείτε στη Ρώμη;» «Δύο χιλιόμετρα μακριά. Όταν δουλεύω εδώ, έρχομαι με τη βέσπα μου», της είπε ανεβοκατεβάζοντας τα φρύδια του. Η Σάρλοτ γέλασε. «Ελπίζω να είστε προσεκτικός. Όλοι εδώ πέρα οδηγούν πολύ γρήγορα». «Οι πιο τρελοί οδηγοί της Ευρώπης». «Πείτε μου, λοιπόν, τι είδους δουλειά κάνατε εδώ στο παρελθόν;» «Διάφορα ερευνητικά προγράμματα», της είπε. «Έχω γίνει γνωστός από τα άρθρα μου για τις αρχαίες κατακόμβες της Ρώμης. Μια επιτροπή του Βατικανού εποπτεύει τους αρχαιολογικούς χώρους, κι έτσι επικοινωνούμε αρκετά συχνά. Σπάνια με φωνάζουν μέσα στο ίδιο το Βατικανό. Δε δείχνει κάπως απειλητικό;» «Πραγματικά», συμφώνησε η Σάρλοτ. «Όλοι αυτοί οι φρουροί...»
«Εσείς είστε ειδικευμένη στη γενετική; Ακούγεται συναρπαστικό. Πολύ σύγχρονο». «Ερευνώ κυρίως το ανθρώπινο γονιδίωμα, αναλύω τη δομή των κυττάρων και το DNA για να εντοπίσω γενετικά ελαττώματα που προκαλούν ασθένειες». Ο Μπερσέι χάιδεψε το σαγόνι του. «Εκπληκτικό. Είναι τόσο αξιοθαύμαστος ο ανθρώπινος οργανισμός». «Πάντα με συνάρπαζε, από τότε που ήμουν έφηβη». «Λοιπόν, δόκτωρ Χενεσί, δεν είμαι σίγουρος γιατί η μοίρα μάς έφερε κοντά, αλλά περιμένω μ' ανυπομονησία να συνεργαστούμε». «Ευχαριστώ. Και, σας παρακαλώ, να με λέτε Σάρλοτ». «Έλα», της είπε γνέφοντάς της να τον ακολουθήσει στο πίσω δωματιάκι. «Πάμε να σου δώσω μια ποδιά εργαστηρίου. Είμαι σίγουρος ότι ο πατήρ Ντόνοβαν θ' ανυπομονεί να ξεκινήσουμε μόλις γυρίσει».
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Επιστρέφοντας από τη συνάντηση του με τον αρχαιολόγο, ο Ραζάκ βρήκε τον Φαρούκ στην αίθουσα όπου είχε συνεδριάσει το συμβούλιο της Γουάκφ νωρίτερα εκείνο το απόγευμα. Ο επόπτης τελείωσε το τηλεφώνημά του κι ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του. «Λοιπόν, τι γνώμη σχημάτισες για τον Μπάρτον;» Ο Φαρούκ κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του. «Φαίνεται να ξέρει τι λέει», απάντησε ο Ραζάκ. «Ήταν ο Τοπόλ». Ο Φαρούκ έδειξε μ' ένα νεύμα το τηλέφωνο. «Ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε επικοινωνήσει μαζί μας νωρίτερα. Προσφέρθηκε ν' αποσύρει τον Μπάρτον αν δε νιώθουμε ασφαλείς. Του είπα ότι θα μιλήσω μαζί σου». Ο Ραζάκ ήξερε ότι ο Φαρούκ του ζητούσε έμμεσα ν' αναλάβει την ευθύνη για τις ενέργειες του Μπάρτον. «Νομίζω ότι μπορούμε να τον εμπιστευτούμε. Μου έδωσε ήδη κάποιες χρήσιμες πληροφορίες». «Να πω δηλαδή στον Τοπόλ ότι θα συνεργαστούμε;» «Έτσι φαινόμαστε καλόπιστοι», τον παρότρυνε ο Ραζάκ. «Σε τελική ανάλυση, αυτή η κατάσταση επηρεάζει και τις δύο πλευρές. Αν κρατήσουμε τους Ισραηλινούς αναμειγμένους, μειώνονται οι υπσψίες. Έτσι θα καθυστερήσουν οι βίαιες διαμαρτυρίες». Μερικές φορές η πολιτική, όπως και η εσωτερική ηρεμία, στηριζόταν στην ελαχιστοποίηση των ζημιών.
«Μόνο μην παραλείψεις να τον έχεις υπό στενή επιτήρηση», επανέλαβε ο Φαρούκ. «Ξέρει τι ήταν αυτό που κλάπηκε;» «Ναι. Μια οστεοθήκη». «Ένα φέρετρο; Γιατί τόση φασαρία για κάτι τέτοιο;» «Δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα. Ο Μπάρτον χρειάζεται χρόνο για να βρει τι ακριβώς περιείχε αυτή η οστεοθήκη. Θα ερευνήσει την κρύπτη αύριο το πρωί για να μπορέσει να καταλάβει περισσότερα». «Μάλιστα». «Άκουσες τίποτ' άλλο για το ελικόπτερο;» Ο Φαρούκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μέχρι να βρουν τι συνέβη», είπε ο Ραζάκ, «πρέπει να ζητήσουμε αντίγραφα όλων των φορτίων που έφυγαν με πλοίο από τα λιμάνια τις τελευταίες τρεις μέρες, με πρώτο το λιμάνι του Τελ Αβίβ. Έλεγξε επίσης τα αεροδρόμια. Σύμφωνα με τον Μπάρτον, το φορτίο ζυγίζει γύρω στα τριάντα πέντε κιλά. Το κιβώτιο μεταφοράς πρέπει να έχει μήκος περίπου ένα μέτρο και ύψος και πλάτος περίπου τρία τέταρτα του μέτρου. Αυτό περιορίζει τα πράγματα». «Θα ζητήσω αντίγραφα των φορτίων που έφυγαν αεροπορικώς, σιδηροδρομικώς και ακτοπλοϊκώς», είπε ο Φαρούκ χωρίς ενθουσιασμό. Φόρεσε ένα ζευγάρι γυαλιά και κράτησε βιαστικά μερικές σημειώσεις σ' ένα σημειωματάριο. «Είναι ασφαλές να υποθέσουμε ότι φρουρούνται όλα τα σημεία ελέγχου στους δρόμους;» Ο Φαρούκ έκανε μια γκριμάτσα. «Έλα τώρα, Ραζάκ. Πότε ήταν αυτή μια ασφαλής υπόθεση; Ωστόσο, όλα τα οχήματα ελέγχονται εξονυχιστικά. Αλλά πολύ αμφιβάλλω αν θα διακινδύνευαν να βγάλουν αυτό το πράγμα οδικώς από το Ισραήλ». «Πιστεύεις ότι μπορεί το ελικόπτερο να το έβγαλε εναερίως από τη χώρα;» Το γεγονός ότι το είχε αναφέρει και ο Μπάρτον, έκανε τον Ραζάκ να το ξανασκεφτεί πιο σοβαρά. «Δεν εμφανίστηκε ακόμα στο Ισραήλ, άρα το πιθανότερο είναι να έχει ήδη φύγει. Επί τη ευκαιρία», ο Φαρούκ συνέχισε χωρίς διακοπή, «η αστυνομία εξετάζει ένα τηλεφώνημα
από μια ιδιοκτήτρια ξενώνα στον εβραϊκό τομέα. Τους είπε ότι ένας αλλοδαπός είχε νοικιάσει ένα από τα δωμάτιά της. Το μοιράστηκε με κάμποσους άλλους άντρες, που εκείνη νόμιζε ότι ήταν μέλη κάποιας τουριστικής ομάδας. Εξαφανίστηκαν όλοι αργά το βράδυ της Παρασκευής, λίγο πριν από την αυγή. Η καμαριέρα συμφώνησε να συναντηθεί αύριο πρωί πρωί μ' έναν αστυνομικό, ειδικό στο Photofit. «Πιστεύεις ότι είναι κάτι σημαντικό;» «Ίσως. Αλλά αυτή η γυναίκα εμφανίστηκε έπειτα από τρεις μέρες. Παράξενο δεν είναι;» Ο Φαρούκ κοίταξε το σημειωματάριο του. «Το δωμάτιο κλείστηκε στο όνομα Ντανιέλ Μαρόν - το ίδιο όνομα που χρησιμοποιήθηκε για την ενοικίαση ενός μικρού, κλειστού φορτηγού που βρέθηκε εγκαταλειμμένο στην οδό Χαόφελ. Δεν είναι περίεργο που θυμίζει ψευδώνυμο. Επίσης, οι Ισραηλινοί έκαναν βαλλιστικούς ελέγχους στα πυρομαχικά», συνέχισε. «Οι κλέφτες ήταν οπλισμένοι με αυτόματα ΧΜ8, υπερσύγχρονα όπλα που κατασκευάζονται από τους Heckler & Koch για το στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών». «Ενδιαφέρον». Ο Ραζάκ ποτέ δεν έπαψε να εντυπωσιάζεται από τα ισραηλινά εγκληματολογικά εργαστήρια. Επειδή επρόκειτο για ένα μόνιμο θέμα εθνικής ασφάλειας, οι Ισραηλινοί είχαν επενδύσει πολύ στην τεχνολογία της αντιτρομοκρατίας κι είχαν στη διάθεσή τους μια υπερσύγχρονη βάση δεδομένων με τα στοιχεία κάθε γνωστού όπλου που είχε κατασκευαστεί. «Αυτό όμως δεν μπορώ να το καταλάβω», σχολίασε ο Ραζάκ συνοφρυωμένος. «Τι εννοείς;» «Ο Μπάρτον λέει ότι η οστεοθήκη αξίζει μάλλον μόνο λίγες χιλιάδες δολάρια». «Χμ», είπε ο Φαρούκ σκεπτικός. «Ας περιμένουμε να δούμε σε τι συμπεράσματα θα καταλήξει ο αρχαιολόγος». Κοιτάζοντας το ρολόι του συμπλήρωσε: «Προτού χάσουμε για πάντα τα ίχνη αυτού του λειψάνου».
ΡΩΜΗ
Στο φαρδύ τσιμεντένιο πεζοδρόμιο κατά μήκος του χώρου φόρτοοσης του σιδηροδρομικού σταθμού Τέρμινι, ένας νεαρός αχθοφόρος προσπαθούσε να βολέψει ένα ογκώδες ξύλινο κιβώτιο πάνω σ' ένα καροτσάκι. «Ταηαηαΐ», μια άγρια φωνή στα ιταλικά έσκισε τον αέρα, «πρόσεξέ το αυτό». Μισοκλείνοντας τα μάτια του στο λαμπερό φως του ήλιου, ο αχθοφόρος κοίταξε ποιος τον είχε μόλις φωνάξει χοντροκέφαλο. Άκαμπτος μπροστά στο μοντέρνο κτίριο από γυαλί κι ατσάλι του σταθμού, στεκόταν ένας ψηλός, ογκώδης άντρας, που φορούσε χακί στρατιωτικά ρούχα και λευκό πουκάμισο. Ο γεροδεμένος άγνωστος δε φαινόταν το είδος του ανθρώπου που θ' αντιδρούσε καλά σε μια αυθάδικη απάντηση. «Si, signore». Μόλις έστριψε από την πολυσύχναστη λεωφόρο Βία Τζιοβάνι Γκιλοτίνι, ένα λευκό κλειστό φορτηγάκι Φίατ σταμάτησε και πάρκαρε κοντά στο πεζοδρόμιο. Ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν κατέβηκε μ' ένα πήδημα από το φορτηγάκι και, αγχωμένος, πλησίασε τον Κόντε. «Όλα εντάξει;» «Εντάξει θα ήταν αν οι αχθοφόροι φρόντιζαν να κάνουν σωστά τη δουλειά τους». Ο νεαρός αχθοφόρος ανοιγόκλεισε ειρωνικά τα μάτια του, προσέχοντας να μην τον δει ο ανυπόμονος Ιταλός.
Ο Κόντε κοίταξε αποδοκιμαστικά τον ιερέα. «Έπρεπε να ντυθείς έτσι; Ήταν ανάγκη να 'σαι τόσο αναθεματισμένα ευδιάκριτος;» Κοίταξε τις πινακίδες του μικρού φορτηγού. Δεν ήταν οι πινακίδες κυκλοφορίας του Βατικανού. Αυτό, τουλάχιστον, ο Ντόνοβαν το είχε κάνει σωστά. Ο πατήρ Ντόνοβαν ανασήκωσε τους ώμους του κι αναστέναξε βαθιά. Ο Κόντε, για μια στιγμή, κοίταξε επίμονα το φαλακρό κρανίο του ιερέα που γυάλιζε στον ήλιο. «Πρέπει ν' αλείψεις με καμιά λοσιόν αυτό το πράγμα, προτού κάψει τα μάτια μου». Ο αχθοφόρος γέλασε. Ο ιερέας δεν το βρήκε καθόλου διασκεδαστικό. «Κάνε κάτι χρήσιμο κι άνοιξε τις πόρτες», διέταξε ο Κόντε τον Ντόνοβαν. Ο Ντόνοβαν προχώρησε σιωπηλός προς το πίσω μέρος του μικρού φορτηγού. Πόσο αναιδής άνθρωπος, σκέφτηκε, αν και δεν περίμενε κάτι διαφορετικό από το μισθωμένο από το Βατικανό επαγγελματία δολοφόνο. Σιχαινόταν την ιδέα ότι συνεργαζόταν με τον Κόντε - έναν κλέφτη, ένα φονιά. Όλη η κατάσταση τον έκανε να νιώθει διεφθαρμένος. Υπενθύμισε όμως στον εαυτό του πόσο ζωτικής σημασίας ήταν αυτή η δουλειά. Διακυβεύονταν πάρα πολλά. Ας γινόταν λοιπόν έτσι, ακόμα κι αν αυτό συμπεριλάμβανε τη συναναστροφή με τους Κόντε αυτού του κόσμου. «Εντάξει, άφησέ το εδώ», είπε ο Κόντε εξοργισμένος, γνέφοντας στον αχθοφόρο να παραμερίσει. Ο μισθοφόρος πήγε πίσω από το καροτσάκι κι άρχισε να τσουλάει το φορτίο, σφίγγοντας τους χοντρούς γραμμωτούς μυς των μπράτσων του. Ο Κόντε ήταν ακόμα ευέξαπτος λόγω τον ταξιδιού της επιστροφής. Αν το να φυγαδεύσει το απόρρητο φορτίο από την Ιερουσαλήμ ήταν μια τραυματική εμπειρία, οι δύο μέρες που χρειάστηκαν για να διασχίσουν τη φουρτουνιασμένη Μεσόγειο δεν ήταν πολύ καλύτερες. Οι κορυφαίες στιγμές του ταξιδιού ήταν η ναυτία και η αντιπαράθεση μ' ένα από τα μέλη της ομάδας, τον Ντάγκλας Γουίλκινσον. Ο νεαρός λεχρίτης, αφού 70
ήπιε το καταπέτασμα, έσυρε τον Κόντε στο κατάστρωμα της πρύμνης για μια «φιλική» κουβέντα με θέμα τη σφαίρα που είχε φάει στο δεξί μπράτσο του. «Είναι το καλό μου χέρι, για όνομα του Θεού», διαμαρτυρήθηκε ο Γουίλκινσον. «Τώρα θα πάθω μια καταραμένη μόλυνση. Πρέπει να με πληρώσεις τριπλά γι' αυτό. Είναι απλώς δίκαιο», επέμενε απειλητικά μπερδεύοντας τα λόγια του. Αυτό συνέβη ακριβώς προτού ο Κόντε τον ρίξει κάτω αναίσθητο και τον πετάξει στην Αδριατική πάνω από τα κάγκελα του καταστρώματος - σαν μεζέ για τους καρχαρίες. Ύστερα απ' όλες αυτές τις ανοησίες, ο Κόντε δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσει να πέσει τώρα το φορτίο από τα χέρια κάποιου σπυριάρη αχθοφόρου του σταθμού. Αφού κατέβασε, τσουλώντας το, το κιβώτιο από το πεζοδρόμιο και το μετέφερε στο πίσω μέρος του Φίατ, ο Κόντε έκανε νόημα στον Ντόνοβαν να τον βοηθήσει να το σηκώσουν και να το ανεβάσουν στο φορτηγάκι. Όταν το φόρτωσαν, ο Κόντε έκλεισε με δύναμη τις πόρτες κι επέστρεψε το καροτσάκι στον αχθοφόρο χωρίς να του δώσει φιλοδώρημα. Ο Ντόνοβαν, εν τω μεταξύ, είχε πάει στη θέση του οδηγού κι είχε βάλει εμπρός τη μηχανή, αλλά ο Κόντε δε σήκωνε τέτοια. Πήγε ξεφυσώντας στο παράθυρο του οδηγού κι έγνεψε στον Ντόνοβαν να βγει έξω. Ο κληρικός πήδηξε σαστισμένος στο δρόμο. «Όταν είμαι εγώ εδώ, εσύ κάθεσαι εκεί πέρα», είπε απότομα ο Ιταλός δείχνοντας τη θέση του συνοδηγού. «Προχώρα».
Διασχίζοντας τη Ρώμη και κατευθυνόμενοι νότια από τη Λάνγκοτ Μάρτζιο, βρέθηκαν στην όχθη του Τίβερη, που τα νερά του λαμποκοπούσαν στο φως του ήλιου. Ο Ντόνοβαν κοίταζε έξω από το παράθυρο προσπαθώντας να ηρεμήσει. Σκεφτόταν διαρκώς το φέρετρο στο πίσω μέρος του φορτηγού και ήλπιζε, προσευχόταν καλύτερα, να είναι πράγματι γνήσιο το περιεχόμενο του. Μόνον οι επιστήμονες, που ο ίδιος είχε πείσει την Αγία Έ δ ρ α να προσλάβουν, μπορούσαν να το κρίνουν πέραν πάσης αμφιβολίας.
Τις τελευταίες τρεις ημέρες ο ιερέας παρακολουθούσε στενά τις ειδήσεις από την Ιερουσαλήμ. Κάθε φορά που άκουγε το βαρύ τίμημα σε θανάτους τον έπιανε ναυτία και παρακαλούσε τον Θεό να τον συγχωρέσει που επέτρεψε να συμβεί κάτι τέτοιο. Αν και είχε ασκήσει πίεση παρασκηνιακά να πάρουν το λείψανο μ' έναν πιο διπλωματικό τρόπο, γι' άλλη μια φορά τον είχαν παρακάμψει. Οι πολιτικές μηχανορραφίες που είχε δει στα δώδεκα χρόνια που βρισκόταν στο Βατικανό θα έκοβαν την ανάσα ακόμα και του Μακιαβέλι. Είχαν περάσει δεκαπέντε λεπτά από τότε που είχαν φύγει από το σταθμό και ο Κόντε δεν είχε προσπαθήσει να πιάσει ψιλοκουβέντα. Σίγουρα δεν ήταν από τους ανθρώπους που τους νοιάζει η πρώτη εντύπωση, σκέφτηκε ο Ντόνοβαν ρίχνοντας μια ματιά στο σκυθρωπό μισθοφόρο. Ξανακοίταξε έξω από το παράθυρο. Το βλέμμα του Ντόνοβαν έπεσε στον αστραφτερό λευκό τρούλο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου -την καρδιά του Βατικανού- που υψωνόταν σαν βουνό στη δυτική όχθη του Τίβερη και θύμιζε φάρο, ορατό απ' όλη τη Ρώμη. Το 1929, ο Ιταλός φασίστας δικτάτορας Μπενίτο Μουσολίνι παραχώρησε στο σώμα που διοικούσε το Βατικανό, την Αγία Έδρα, πλήρη δικαιώματα ιδιοκτησίας και πολιτική αυτονομία, κάνοντας έτσι αυτό τον τόπο το μικρότερο ανεξάρτητο κράτος στον κόσμο - μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα. Καταπληκτικό, σκέφτηκε ο Ντόνοβαν. Εδώ, ο ανώτατος καθολικός μονάρχης, ο πάπας, και οι έμπιστοι σύμβουλοι του, το σώμα των καρδιναλίων, χειρίζονταν παγκόσμιας εμβέλειας υποθέσεις για περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο καθολικούς και διατηρούσαν διπλωματικές σχέσεις με σχεδόν διακόσιες χώρες σ' ολόκληρη την υφήλιο. Διασχίζοντας την Πόντε Σάντ' Άντζελο, ο Κόντε προχώρησε κυκλικά γύρω από τους ογκώδεις προμαχώνες του φρουρίου Καστέλ Σάντ' Άντζελο που βρισκόταν δίπλα στο ποτάμι. Κατεβαίνοντας την Μπόργκο Πίο, το Φίατ πλησίασε στην Πύλη Σάντ' Άννα - τη μία από τις δύο μόνο φρουρούμενες εισόδους οχημάτων του συνεχούς τείχους με ύψος δεκαπέντε μέτρα και μήκος τρία χιλιόμετρα που περιέβαλλε το συγκρό-
τημα κτιρίων του Βατικανού, έκτασης περίπου τετρακοσίων σαράντα στρεμμάτων. Το κλειστό φορτηγάκι σταμάτησε στο τέλος μιας μικρής ουράς αυτοκινήτων που περίμεναν να πάρουν άδεια εισόδου από την Ελβετική Φρουρά. «Κοίτα αυτούς τους τύπους», είπε κοροϊδευτικά ο Κόντε. «Είναι ντυμένοι σαν κλόουν, γαμώ το μου». Η συνηθισμένη περιβολή των εκατό αντρών του τάγματος της Ελβετικής Φρουράς ήταν μπλε κάπα και μαύρος μπερές. Τους αποκαλούσαν, όμως, «ο πιο χρωματιστός στρατός του κόσμου» λόγω της επίσημης στολής τους - χιτώνας του 16ου αιώνα με πορφυρές και κίτρινες ρίγες, ασορτί παντελόνι με κόκκινο τελείωμα, άσπρα γάντια και, τέλος, κόκκινος τσόχινος μπερές. Θα ήταν ανώφελο να εξηγούσε στον Κόντε ότι η παράδοση σημαίνει κάτι, κι έτσι ο Ντόνοβαν παρέμεινε σιωπηλός. Ευθεία μπροστά είδε τους φρουρούς να μπαινοβγαίνουν αργά στους στρατώνες τους ακριβώς πίσω από την πύλη. Δεν υπήρχε λόγος να φοβάται. Όταν όμως έκαναν νόημα στο φορτηγάκι να πλησιάσει στην πύλη, η καρδιά του άρχισε αναίτια να χτυπάει γρηγορότερα. Ο Κόντε επιτάχυνε ήρεμα για να περάσει την πύλη του Βατικανού. Έ ν α ς φρουρός του έκανε νόημα να σταματήσει, έλεγξε τις πινακίδες και μετά προχώρησε προς το ανοιχτό παράθυρο του Κόντε. «Τι δουλειά έχετε εδώ;» τον ρώτησε αυστηρά στα ιταλικά. Ο Κόντε χαμογέλασε χαζά. «Δε θα 'θελες πραγματικά να ξέρεις», απάντησε ψευτοντροπαλά. «Γιατί δε ρωτάς αυτόν;» Έγειρε πίσω κι έδειξε τον ιερέα. Ο φρουρός αναγνώρισε αμέσως τον πατέρα Ντόνοβαν. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, είναι μαζί μου», είπε ο Ντόνοβαν γέρνοντας μπροστά το κεφάλι του. «Φυσικά, πάτερ», απάντησε ο νεαρός φρουρός κοιτώντας πάλι καχύποπτα τον Κόντε. «Καλή σας μέρα». Έκανε πίσω και τους έγνεψε να περάσουν. Ο Κόντε αναστέναξε. «Τι μπουκέτο με παλιάτσους. Αυτό το παιδί ούτε που ξυρίζεται ακόμα. Πιο θλιβεροί κι από τους Ισραηλινούς».
Ο Ντόνοβαν μαζεύτηκε από την πώρωση αυτού του ανθρώπου και λυπόταν φρικτά που ο καρδινάλιος Αντόνιο Κάρλο Σαντέλι - ο Segretaria di Stato, ο υπουργός Εξωτερικών του Βατικανού- ανέθεσε στον αδίστακτο μισθοφόρο μια τόσο σπουδαία δουλειά. Ψιθυριζόταν ότι ο καρδινάλιος Σαντέλι ήταν η υπολογίσιμη δύναμη πίσω από πάρα πολλά σκάνδαλα του Βατικανού. Αλλά κανένας στην Παπική Αυλή, συμπεριλαμβανομένου του Σαντέλι, δε φαινόταν να ξέρει πολλά για τον Σαλβατόρε Κόντε, αν δεχτούμε πως αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα. Μερικοί υπέθεταν ότι ήταν πρώην στέλεχος στις ιταλικές μυστικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με τον Σαντέλι, τα μόνα σίγουρα πράγματα για τον Σαλβατόρε Κόντε ήταν η αξιοπιστία του και ο εικοσιτετραψήφιος τραπεζικός λογαριασμός του στις νήσους Καϊμάν, που τον χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για τις αποστολές του. Μόνον ο Θεός ήξερε πόσους τέτοιους λογαριασμούς είχε ένας άνθρωπος σαν τον Κόντε, σκέφτηκε ο Ντόνοβαν. Έχοντας δει τα γενναιόδωρα χρηματικά ποσά που εξασφάλισαν τις υπηρεσίες των δύο επιστημόνων, ήταν προφανές ότι ο Σαντέλι δε θα 'ταν φειδωλός σε οποιαδήποτε δαπάνη -σε χρήμα ή ανθρώπινες ζωές- προκειμένου να εξασφαλίσει την επιτυχία αυτού του ερευνητικού προγράμματος. Το Φίατ προχώρησε με τραντάγματα στο λιθόστρωτο δρόμο που περνούσε πίσω από το Αποστολικό Μέγαρο, και διέσχισε ένα συγκρότημα χαμηλών κτιρίων που στέγαζαν, μεταξύ άλλων, ένα ταχυδρομείο, έναν εκπρόσωπο της Παπικής Αυλής κι ένα ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σταθμό. Ακολουθώντας τις οδηγίες του Ντόνοβαν, ο Κόντε διέσχισε ένα μικρού μήκους τούνελ, το οποίο έβγαζε σ' ένα στενό δρόμο που φιδοσερνόταν γύρω από το επιβλητικό συγκρότημα κτιρίων του Μουσείου του Βατικανού. Ο Κόντε πάρκαρε το φορτηγάκι κοντά στη βοηθητική πόρτα. Ξεφόρτωσε το απόρρητο φορτίο και το ακούμπησε πάνω σ' ένα μικρό επίπεδο καροτσάκι. Μπήκαν κι οι δύο στο κτίριο και κατέβηκαν έναν όροφο με τον ανελκυστήρα. «Ευχαριστώ πάρα πολύ που περιμένατε», είπε ο πατήρ Ντόνοβαν στα αγγλικά. «Δόκτωρ Τζιοβάνι Μπερσέι, δόκτωρ
Σάρλοτ Χενεσί», τους έδειξε με μια κίνηση του χεριού του και, κατόπιν, έδειξε το μισθοφόρο, «από 'διό ο Σαλβατόρε Κόντε». Οτιδήποτε πέρα άπό ένα όνομα θα ήταν υπερβολικό γι' αυτό τον εκτελεστή, έτσι ο ιερέας αποφάσισε να μην πειτίποτ' άλλο. Χωρίς να τους πλησιάσει, ο Κόντε ίσιωσε την πλάτη του κι ακούμπησε τις παλάμες του στους γοφούς του. Το βλέμμα του κόλλησε αμέσως πάνω στη Σάρλοτ και περιπλανήθηκε στο κορμί της, προσπαθώντας να εκτιμήσει τι κρυβόταν κάτω από τις πτυχώσεις της ποδιάς του εργαστηρίου. Χαμογέλασε πλατιά. «Αν ο δικός μου ο δόκτωρ σας έμοιαζε, θα 'μουν άρρωστος κάθε βδομάδα». Η Σάρλοτ χαμογέλασε σφιγμένα κι έστρεψε την προσοχή της στο ογκώδες ξύλινο κιβώτιο. «Αυτό είναι λοιπόν;» ρώτησε τον Ντόνοβαν. Εμφανώς αμήχανος από τη χοντράδα του Κόντε, ο ιερέας είπε: «Ναι. Νομίζω ότι θα 'ταν καλύτερο ν' ανοίγαμε τώρα το κιβώτιο». Γύρισε και κοίταξε τον Κόντε. «Είσαι άνθρωπος του Θεού, όχι ανάπηρος», μουρμούρισε θυμωμένος ο Κόντε. «Δώσε μου, λοιπόν, ένα χεράκι». Έσκυψε κι άρπαξε ένα λοστό που βρισκόταν πάνω στο καροτσάκι.
Το ξύλινο κιβώτιο μεταφοράς ήταν ένας γερός κύβος με πλευρές περίπου εκατόν είκοσι εκατοστά και με το λογότυπο Eurostar Italia κολλημένο στο σκέπασμά του. Ο Κόντε ασχολήθηκε μέ ΐη μία πλευρά κουνώντας απότομα το λοστό πάνω κάτω, ενώ ο Ντόνοβαν κρατούσε το σκέπασμα σταθερό για να μην τιναχτεί και καταστρέψει τον καινούριο εξοπλισμό του εργαστηρίου. Η Σάρλοτ πρόσεξε ότι τα χέρια του πατέρα Ντόνοβαν έτρεμαν. Αν δεν ήξερε, θα στοιχημάτιζε ότι ο πατήρ Ντόνοβαν φοβόταν μήπως το κιβώτιο μεταφοράς ήταν άδειο. Μπορεί, όμως, να τον αναστάτωνε αυτός ο τύπος, ο Κόντε. Σε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα, ο Κόντε έβγαλε το σκέπασμα. Ο πατήρ Ντόνοβαν το ακούμπησε απαλά στο δάπεδο. Κοιτώντας φευγαλέα την ετικέτα μεταφοράς, ο Τζιοβάνι Μπερσέι πρόσεξε τον τόπο αποστολής που ήταν τυπωμένος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα: STAZIONE BARI. Το Μπάρι ήταν μια παραλιακή πόλη στην ανατολική ακτή που προσέλκυε τους τουρίστες για δύο λόγους: για τα οστά του Αγίου Νικολάου, που υποτίθεται ότι βρίσκονταν εκεί, και για το εντυπωσιακό λιμάνι του, όπου πλούσιοι Ιταλοί άραζαν τις τεράστιες θαλαμηγούς τους. Το εσωτερικό του κιβωτίου ήταν καλυμμένο με παχιά στρώματα υλικού συσκευασίας. «Πρέπει ν' αφαιρέσουμε αυτά τα δύο πλαϊνά χωρίσματα»,
είπε ο Κόντε ξεκινώντας με το ένα και δείχνοντας στον Μπερσέι εκείνο που βρισκόταν προς το μέρος του. Ο Μπερσέι πλησίασε κι έβγαλε εύκολα το χώρισμα, τραβώντας το προς τα πάνω μέσα στις εγκοπές του, κι έτσι αποκαλύφθηκε περισσότερο το περιεχόμενο του κιβωτίου. Η Σάρλοτ πλησίασε. «Μη διστάζετε, απλώς σκίστε τα», είπε ο Κόντε στους δύο επιστήμονες δείχνοντας τα παχιά στρώματα του υλικού συσκευασίας. Καθώς αφαιρούσε με τα χέρια της το τελευταίο στρώμα, τα δάχτυλά της ακούμπησαν πάνω σε μια σκληρή επίπεδη επιφάνεια, κρύα και λεία. Είδε φευγαλέα ένα μπλε πλαστικό. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα αποκαλύφθηκε μια ορθογώνια επιφάνεια καλυμμένη με μπλε πλαστικό περιτύλιγμα. Τρίβοντας τα χέρια του, ο Ντόνοβαν τους κοίταξε. «Να το μεταφέρουμε στον πάγκο εργασίας», είπε στον Μπερσέι. «Δόκτωρ Χενεσί, μπορείτε, σας παρακαλώ, να βάλετε το προστατευτικό από καουτσούκ πάνω στο τραπέζι;» Της έδειξε ένα χοντρό καουτσουκένιο φύλλο που βρισκόταν σ' έναν κοντινό πάγκο. «Βεβαίως». Η Σάρλοτ πρόσεξε ότι ο Ντόνοβαν έδειχνε φανερά ανακουφισμένος. Έστρωσε το καουτσούκ οτον κοντινότερο πάγκο εργασίας κι ο Κόντε τσούλησε πιο κοντά το καροτσάκι. Όταν του έκανε νόημα ο Κόντε, ο Μπερσέι έσκυψε κι έπιασε με τις χούφτες του τις γωνίες. Κατάλαβε ότι ήταν κάτι βαρύ. «Πόσο βαρύ είναι;» Το σκληρό βλέμμα του Κόντε συνάντησε το δικό του. «Τριάντα τρία κιλά. Σήκωσέ το με το τρία». Ο μισθοφόρος μέτρησε αντίστροφα και το σήκωσαν μαζί. Στο μέσο της απόστασης, τα δάχτυλα του Μπερσέι γλίστρησαν ξαφνικά στο πλαστικό περιτύλιγμα και το φορτίο έγειρε απότομα στο πλάι, Η Σάρλοτ έκανε ένα βήμα για να βοηθήσει, αλλά ο Κόντε κατάφερε ν' απλώσει έγκαιρα το χέρι του και να το σταθεροποιήσει. Έριξε μια άγρια ματιά στον Μπερσέι.
«Καθόλου καλό αυτό, γιατρέ», τον επέπληξε έντονα στα ιταλικά. «Ας μην το κάνουμε κομμάτια». Έγνεψε στον επιστήμονα να συνεχίσει και μαζί το ακούμπησαν πάνω στο καουτσούκ. «Αν δε χρειάζεστε τίποτ' άλλο», μουρμούρισε ο Κόντε, «εγώ χρειάζομαι ένα ποτό». «Όχι, αυτό ήταν όλο, κύριε Κόντε», απάντησε ο Ντόνοβαν κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για ν' ακουστεί φιλικός. «Ευχαριστώ». Προτού φύγει, ο Κόντε γύρισε και κοίταξε τον ιερέα έχοντας στραμμένη την πλάτη του προς τους επιστήμονες. Έδειξε πρώτα το αριστερό του μάτι και μετά τον πατέρα Ντόνοβαν. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Θυμήσου, θα σε παρακολουθώ. Ύστερα έφυγε. Όταν ο Ντόνοβαν στράφηκε προς τους επιστήμονες, μικρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματιστεί στο μέτωπο του. «Μέχρι εδώ ήταν τα δύσκολα. Ας βγάλουμε τώρα αυτό το πλαστικό». «Μια στιγμή», είπε ο Μπερσέι. «Νομίζω ότι πρέπει πρώτα να καθαρίσουμε αυτά εδώ προτού το ξετυλίξουμε». Έδειξε το άδειο κιβώτιο πάνω στο καροτσάκι και τις σκλήθρες από το ξύλο που υπήρχαν παντού τριγύρω. «Βεβαίως», είπε ο Ντόνοβαν διστακτικά. Η αναμονή του είχε κρατήσει πάρα πολύ... Δέκα λεπτά αργότερα, το εργαστήριο ήταν πάλι καθαρό, το καροτσάκι και τα προσεκτικά μαζεμένα σκουπίδια βρίσκονταν έξω στο διάδρομο και το δάπεδο ήταν σκουπισμένο, περασμένο με ηλεκτρική σκούπα και σφουγγαρισμένο. Ο Μπερσέι εξαφανίστηκε στο πίσω δωματιάκι. Μια στιγμή αργότερα ξαναφάνηκε κρατώντας μια φρεσκοσιδερωμένη ποδιά εργαστηρίου. Την έδωσε στον Ντόνοβαν. «Πρέπει να τη φορέσετε». Όταν ο Ντόνοβαν τη φόρεσε, η ποδιά κρεμόταν άχαρα πάνω στο σώμα του. «Όπως κι αυτά», η Σάρλοτ του έδωσε ένα κουτί με λαστιχένια γάντια. «Ούτε εμένα μ' αρέσουν, αλλά δε θέλουμε να μολύνουμε το δείγμα».
Οι δυο επιστήμονες πήραν κι αυτοί από ένα ζευγάρι γάντια, τα φόρεσαν, και φόρεσαν επίσης αποστειρωμένες μάσκες και σκουφιά. Η Σάρλοτ έδωσε στον Ντόνοβαν ένα μαχαίρι X-Acto από το συρτάρι του εργαστηριακού πάγκου με τα εργαλεία. «Θέλετε να κάνετε εσείς την αρχή;» Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο έφορος της βιβλιοθήκης του Βατικανού πήρε το μαχαίρι κι άρχισε να κόβει το πλαστικό περιτύλιγμα. Όταν τελικά το άνοιξε, αυτό που είδε έκανε τα μάτια του να λάμψουν από θαυμασμό.
Ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν κατέτρωγε με τα μάτια του αυτό που βρισκόταν μπροστά του. Λίγες μόνο βδομάδες νωρίτερα, είχε αποκτήσει ένα καταπληκτικό αρχαίο χειρόγραφο σε περγαμηνή. Στις σελίδες του αναφερόταν η χρονολογία αυτού του καταπληκτικού λειψάνου και υπήρχαν αναλυτικά σχέδια και χάρτες για τον εντοπισμό του μυστικού τάφου του. Είχε προσπαθήσει να φανταστεί πώς θα ήταν το ίδιο το φέρετρο, αλλά τίποτε δεν μπορούσε να τον προετοιμάσει γι' αυτό. Εκπληκτικό. Ο Τζιοβάνι Μπερσέι γύριζε γύρω γύρω από το φέρετρο και το περιεργαζόταν με έντονο βλέμμα. «Είναι ένα φέρετρο - μια οστεοθήκη». Η μάσκα έπνιγε τη φωνή του. Τα μπράτσα της Σάρλοτ είχαν ανατριχιάσει. «Ελπίζω να μην είναι μέσα ο Αγιος Βασίλης», είπε ο Μπερσέι μ' ένα μουρμούρισμα που μόλις ακουγόταν. «Ορίστε;» Η Σάρλοτ τον κοίταξε γεμάτη απορία. «Τίποτε», της είπε. Λουσμένα στο λαμπερό φως των λαμπτήρων αλογόνου, τα πλούσια διακοσμητικά στοιχεία της οστεοθήκης έμοιαζαν ολοζώντανα. Στην μπροστινή και την πίσω πλευρά υπήρχαν επιμελώς σχεδιασμένες ροζέτες και σχήματα με λεπτές γραμμές, που δεν τα είχαν φτιάξει χαράζοντας την επιφάνεια αλλά πε-
λεκώντας τη μαλακή πέτρα και δημιουργώντας ανάγλυφα. Το καπάκι ήταν καμπύλο και στρογγυλεμένο στα άκρα. Οι μικρές πλευρές ήταν επίπεδες - η μία δεν είχε κανένα σχέδιο και η άλλη είχε ένα απλό ανάγλυφο δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα. Η Χενεσί έμεινε για μια στιγμή άναυδη με το ανάγλυφο. «Πατέρα Ντόνοβαν, τι σημαίνει αυτό το σύμβολο;» Προσπαθώντας ακόμα να ηρεμήσει, ο Ντόνοβαν το κοίταξε για λίγο και μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είμαι σίγουρος». Αυτό δεν ήταν εντελώς ψέμα. Το σημαντικό, όμως, ήταν ότι το σύμβολο ταίριαζε απόλυτα με τη σχολαστική περιγραφή του φέρετρου στο χειρόγραφο. Ο δόκτωρ Μπερσέι έσκυψε πάνω του. «Είναι πανέμορφο». «Σίγουρα είναι», συμφώνησε ο Ντόνοβαν. Η οστεοθήκη είχε κατασκευαστεί με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία κι ήταν πολύ καλύτερη απ' όσα αρχαία ευρήματα από τους Αγίους Τόπους είχε δει μέχρι τώρα. Ο χαράκτης είχε χρησιμοποιήσει τη γραφίδα για να δώσει σχήμα στο μαλακό ασβεστόλιθο και η τεχνική του ήταν εξαιρετική. Δεν υπήρχαν ρωγμές ή ατέλειες. Η δουλειά όσον αφορά το διάκοσμο συναγωνιζόταν εύκολα τη δουλειά Ρωμαίων γλυπτών που θεωρούνταν αριστοτέχνες - ένα χαρακτηριστικό που από μόνο του έκανε σπάνιο το αρχαίο εύρημα. Ο Μπερσέι έσυρε το γαντοφορεμένο δάχτυλο του στο μικρό κενό που άφηνε γύρω γύρω το καπάκι. «Εδώ υπάρχει αεροστεγές σφράγισμα». Το πίεσε προσεκτικά. «Κερί, μάλλον», πρόσθεσε. «Ναι. Το βλέπω», του είπε ο Ντόνοβαν. «Είναι μια καλή ένδειξη ότι θα είναι καλά διατηρημένο ό,τι υπάρχει μέσα», πρόσθεσε ο Μπερσέι. «Θα ήθελα να το ανοίξουμε τώρα», είπε ο Ντόνοβαν. «Μετά θα συζητήσουμε λεπτομερώς την ανάλυση που θα κάνετε». Η Χενεσί και ο Μπερσέι κοιτάχτηκαν, ξέροντας ότι οι φαινομενικά διαφορετικοί επιστημονικοί κλάδοι τους είχαν βρει
όντως σημεία επαφής. Το άνοιγμα ενός σφραγισμένου φέρετρου συνεπαγόταν ένα πράγμα. Έ ν α πτώμα.
Κοιτάζοντας προσεκτικά μέσα από τα μεγεθυντικά γυαλιά Orascoptic -τα προστατευτικά γυαλιά που ήταν εφοδιασμένα με μικροσκοπικούς κινητούς μεγεθυντικούς φακούς-, η Σάρλοτ και ο Μπερσέι κουνούσαν σιγά σιγά τα X-Acto μαχαίρια τους και ξεκολλούσαν το σφιχτό κερί που, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει, εξακολουθούσε να κρατάει γερά κολλημένη την οστεοθήκη. «Δεν μπορείτε απλώς να λιώσετε το κερί;» ρώτησε ο Ντόνοβαν. Ο Μπερσέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε γίνεται να χρησιμοποιήσεις θερμότητα σε μια πέτρα. Μπορεί να σπάσει ή ν' αποχρωματιστεί. Επιπλέον, το κερί είναι πιθανό να στάξει, κάνοντας τα πάντα χάλια στο εσωτερικό». Τα λεπτά περνούσαν και ο μόνος ήχος που ακουγόταν, εκτός από το βουητό του συστήματος εξαερισμού, ήταν οι δυο λεπίδες που έξυναν προσεκτικά το αεροστεγές σφράγισμα της οστεοθήκης. Ο ιερέας παρακολουθούσε τους επιστήμονες από διακριτική απόσταση. Σκεφτόταν ακατάπαυστα από τη μια τα εκπληκτικά μυστικά που το χειρόγραφο διαβεβαίωνε ότι περιέχονταν μέσα στην οστεοθήκη και, από την άλλη, την ανταλλαγή πυροβολισμών στην Ιερουσαλήμ που στοίχισε τόσες ζωές. Δεν μπορούσε να νιώσει την παραμικρή ανακούφιση μέχρι να επαληθεύσει το περιεχόμενο με τα ίδια του τα μάτια. Ο Μπερσέι αναστέναξε βαθιά καθώς έκανε τις τελευταίες χαρακιές. «Τελειώσαμε σχεδόν». Ο Ιταλός είχε κυριολεκτικά ξαπλώσει πάνω στο τραπέζι προσπαθώντας να ελευθερώσει τον πίσω αρμό. Η Σάρλοτ τελείωσε την μπροστινή πλευρά κι έβγαλε τα γυαλιά της. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, ο Τζιοβάνι Μπερσέι
ακούμπησε κάτω το μαχαίρι του κι έβγαλε κι εκείνος τα γυαλιά του. «Έτοιμοι;» ρώτησε και τους δύο ο Μπερσέι. Ο Ντόνοβαν έγνεψε καταφατικά και πήγε στην κορυφή του τραπεζιού. Οι δύο επιστήμονες στάθηκαν στις δυο πλευρές του φέρετρου. Με τα δάχτυλά τους αγκιστρωμένα κάτω από την άκρη του καπακιού, το κράτησαν σφιχτά και το σήκωσαν, κουνώντας το απαλά πέρα δώθε για να ξεκολλήσουν τα τελευταία υπολείμματα κεριού. Ακούστηκε ένας απαλός ήχος βεντούζας καθώς ξεκόλλησε το αρχαίο αεροστεγές σφράγισμα. Αμέσως μετά ακούστηκε ένας συριγμός από τα αέρια που διέφευγαν. Παρά τις μάσκες τους, όλοι αντιλήφθηκαν μια έντονη οσμή. «Μάλλον αναθυμιάσεις», παρατήρησε ο Μπερσέι. «Αποτέλεσμα της αποσύνθεσης των οστών». Και οι τρεις κοιτάχτηκαν. Ο Ντόνοβαν κατάπιε με κόπο, γνέφοντάς τους ανυπόμονα να συνεχίσουν. Οι δύο επιστήμονες σήκωσαν μαζί το καπάκι και το ακούμπησαν πάνω στο καουτσουκένιο προστατευτικό.
Η Σάρλοτ τράβηξε πάνω από την οστεοθήκη μια υπερμεγέθη λάμπα γραφείου, που ήταν στερεωμένη από μια ράγα στο πλάι του πάγκου εργασίας. Έστρεψε τον κινούμενο βραχίονά της ώστε το φως να πέσει κατευθείαν μέσα στην ξεσκέπαστη κοιλότητα της οστεοθήκης. Κάτω από τη χειρουργική μάσκα του, ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν χαμογελούσε πλατιά μέχρι τ' αφτιά. Από το εσωτερικό της κοιλότητας τον ατένιζε μια προσεκτικά στοιβαγμένη ανθρώπινη σορός. Οι άκρες κάθε οστού ήταν σκουρόχρωμες και κοκκώδεις και θύμιζαν σμιλεμένο σφεντάμι. Η Σάρλοτ άπλωσε πρώτη το χέρι της και την άγγιξε, γλιστρώντας το δάχτυλο της στην επιφάνεια ενός από τα μηριαία οστά. «Είναι σ' εξαιρετική κατάσταση». Σιωπηλά ευχήθηκε να μπορούσαν και τα δικά της οστά να ήταν σε τόσο καλή κατάσταση όταν θα 'φθάνε η ώρα της. Έμοιαζε με απάνθρωπο αστείο το ότι την είχαν καλέσει να κάνει το μισό γύρο του κόσμου για κάτι τέτοιο. Μέχρι τώρα, το μόνο καταφύγιο της, που απομάκρυνε τη σκέψη της από τη φριχτή πρόγνωση, ήταν η δουλειά της. Αλλά, αρκετά όσον αφορά αυτό το θέμα. Προβληματισμένος, ο Μπερσέι στράφηκε απότομα στον Ντόνοβαν. «Τίνος λείψανα είναι αυτά;»
«Δεν είμαστε σίγουροι». Ο έφορος της βιβλιοθήκης απέφυγε να συναντηθούν τα βλέμματα τους. «Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο επιλέξαμε εσάς τους δυο, για να μας βοηθήσετε να βρούμε την ταυτότητα του σκελετού. Όπως ανέφερα νωρίτερα, το Βατικανό δεν έχει τα επιστημονικά εφόδια ν' αναλύσει ένα τόσο εξαιρετικό τεχνούργημα. Γι' αυτό σας προσλάβαμε». Ακούμπησε απαλά τα δύο γαντοφορεμένα χέρια του στο χείλος της οστεοθήκης και κάρφωσε πάλι τα μάτια του στο περιεχόμενο. «Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι αυτό το εκπληκτικό λείψανο μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα το ιστορικό πλαίσιο της Βίβλου». «Με ποιον τρόπο ακριβώς;» ρώτησε η Σάρλοτ. Προτιμούσε οι άνθρωποι να λένε αυτό που εννοούν. Τα μάτια του Ντόνοβαν είχαν καθηλωθεί στα οστά. «Δεν ξέρουμε, μέχρι να μπορέσουμε να χρονολογήσουμε αυτό το άτομο με ακρίβεια, να προσδιορίσουμε την αιτία του θανάτου με τη βοήθεια της παθολογοανατομικής εξέτασης και ν' αναπαραστήσουμε το σωματικό του περίγραμμα». Ο Μπερσέι ήταν διστακτικός, διαισθανόταν κι εκείνος ό,τι και η Σάρλοτ. Ο ιερέας έκρυβε κάτι. «Μεγάλο μέρος της σωστής κατανόησης των αρχαιοτήτων στηρίζεται στη γνώση λεπτομερειών για την προέλευσή τους. Γνωρίζετε τίποτε για το πώς αποκτήθηκε αυτή η οστεοθήκη; Πού βρέθηκε; Σε αρχαιολογική ανασκαφή;» Ο Ντόνοβαν κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. Τελικά σήκωσε το βλέμμα, τους κοίταξε και ίσιωσε το κορμί του. «Μας έχουν δώσει πολύ λίγες πληροφορίες όσον αφορά την προέλευση. Μ' ένα τέτοιο απόκτημα, καταλαβαίνετε ότι πρέπει ν' ασχοληθείτε πολύ προσεκτικά. Είναι ανεκτίμητο». Η Σάρλοτ φαινόταν αναστατωμένη. Δύο διαπρεπείς επιστήμονες δελεάστηκαν να έρθουν εδώ για να ελέγξουν την αξιοπιστία οστών, έχοντας και οι δύο υπογράψει συμφωνητικά εχεμύθειας. Το Βατικανό πίστευε προφανώς ότι η οστεοθήκη και το περιεχόμενο της ήταν πολύτιμα. Διαφορετικά, γιατί να είχαν μπει σ' όλον αυτό τον κόπο και τα έξοδα; «Θα κάνουμε μια ολοκληρωμένη μελέτη», τον διαβεβαίωσε
ο Μπερσέι. «Πλήρη παθολογική έκθεση, αναπαράσταση του σωματικού περιγράμματος, όλα όσα έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε». Έριξε μια ματιά στη Σάρλοτ. «Εγώ θα το χρονολογήσω με ισότοπο άνθρακα και θα φτιάξω ένα πλήρες γενετικό προφίλ», πρόσθεσε εκείνη. «Είναι απίστευτο δείγμα. Απ' όσα μπορώ να δω μέχρι στιγμής, φαίνεται ότι έχετε αποκτήσει κάτι εξαιρετικό. Είμαι βέβαιη ότι τα αποτελέσματα θα είναι εντυπωσιακά». «Υπέροχα», είπε ο Ντόνοβαν εμφανώς ευχαριστημένος. «Ειδοποιήστε με, σας παρακαλώ, όταν θα είστε έτοιμοι να παρουσιάσετε τα πορίσματά σας. Αν είναι δυνατόν, θα ήθελα να παρουσιάσω μια προκαταρκτική αναφορά σε λίγες μέρες». Οι επιστήμονες αλληλοκοιτάχτηκαν. «Κανένα πρόβλημα», είπε ο Μπερσέι. Ο Ντόνοβαν έβγαλε τα γάντια, τη μάσκα και την ποδιά του εργαστηρίου. «Σας παρακαλώ, για ό,τι χρειάζεστε σχετικά με τη δουλειά σας, απευθυνθείτε σε μένα. Μπορείτε να με βρείτε χρησιμοποιώντας την ενδοεπικοινωνία», έδειξε το μικρό πίνακα ελέγχου κοντά στην είσοδο, «ή καλέστε από το τηλέφωνο τον εσωτερικό αριθμό δύο-ένα-ένα-τέσσερα». Κοίταξε το ρολόι του - έξι και δώδεκα λεπτά. «Λοιπόν, είναι αργά. Καλύτερα να σταματήσουμε αυτό που κάνουμε για να ξεκινήσετε κι οι δυο σας ξεκούραστοι αύριο το πρωί. Να πούμε γύρω στις οκτώ;» Οι δύο επιστήμονες συμφώνησαν. «Δόκτωρ Χενεσί, είχατε την ευκαιρία να δείτε τη βασιλική από τη μέρα που ήρθατε;» τη ρώτησε ο ιερέας. «Όχι». «Δεν μπορείτε να μένετε στο Βατικανό χωρίς να έχετε δει την ίδια την καρδιά και την ψυχή του», επέμεινε. «Δε συγκρίνεται με τίποτε άλλο. Πολλοί λένε ότι είναι σαν να πηγαίνετε στον ίδιο τον ουρανό». «Έχει δίκιο», συμφώνησε ο Μπερσέι. «Θα θέλατε να τη δείτε τώρα;» Τα μάτια της φωτίστηκαν.
«Αν έχετε χρόνο, θα το ήθελα πολύ». «Το ωράριο λειτουργίας πλησιάζει στο τέλος του, επομένως δε θα πρέπει να έχει πολύ κόσμο. Τζιοβάνι, θέλεις να έρθεις μαζί μας;» «Λυπάμαι, αλλά πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι, στη γυναίκα μου», αρνήθηκε εκείνος με σεβασμό. «Φτιάχνει όσο μπούκο για βραδινό». Ο Μπερσέι έγειρε προς το μέρος της Σάρλοτ και της ψιθύρισε αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσει ο Ντόνοβαν: «Είσαι σε καλά χέρια. Είναι ο καλύτερος ξεναγός του Βατικανού. Κανένας δε γνωρίζει καλύτερα αυτό το μέρος».
Έ ξ ω από το Μουσείο του Βατικανού, ο ήλιος είχε κατέβει χαμηλά πάνω από το δυτικό τμήμα της Ρώμης. Τα κυπαρίσσια λικνίζονταν στο απαλό αεράκι. Περπατώντας δίπλα στον πατέρα Ντόνοβαν, η Σάρλοτ ανέπνεε τη γλυκιά κι ευχάριστη μυρωδιά του κήπου που έμοιαζε να αιχμαλωτίζει το περίπλοκο άρωμα ενός μπουκέτου λουλουδιών. «Πείτε μου, δόκτωρ Χενεσί», είπε ο Ντόνοβαν, «τώρα που είδατε το λείψανο, νιώθετε άνετα μ' αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα;» «Πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν έχει καμία σχέση με ό,τι πιθανόν να περίμενα». Αυτό ήταν μια συγκρατημένη απάντηση. Τα ανθρώπινα οστά δε θύμιζαν τυπικό απόκτημα του Μουσείου του Βατικανού. Επιπλέον, ένας έφορος βιβλιοθήκης δεν ήταν ακριβώς το άτομο που θα περίμενε κανείς ν' ασχολείται με την απόκτησή τους. «Ωστόσο, έχω ξαφνιαστεί ευχάριστα», πρόσθεσε. «Θα είναι συναρπαστικό». «Θα είναι συναρπαστικό για όλους μας», τη διαβεβαίωσε ο Ντόνοβαν. Πλησιάζοντας στο πίσω μέρος της βασιλικής, κάρφωσε το βλέμμα του στο πάνω μέρος της μ' ευλάβεια. «Κατά τη διάρκεια του 1ου μετά Χριστόν αιώνα, ο χώρος όπου βρίσκεται τώρα το Βατικανό ήταν το Μάξιμους Σέρκους, μια ρωμαϊκή αγορά όπου ο Νέρωνας οργάνωνε αγώνες με ιππήλατα
δίτροχα άρματα. Είναι ειρωνεία, αν σκεφτεί κανείς άτι είναι περισσότερο γνωστός για τους διωγμούς του κατά των πρώτων χριστιανών». «Τους θεώρησε υπεύθυνους για τη φωτιά που έκαψε τη Ρώμη το 64. Και το 67 σταύρωσε τον Άγιο Πέτρο για να διασκεδάσει τα πλήθη». Ο Ντόνοβαν εντυπωσιάστηκε. «Είστε λοιπόν χριστιανή, ή απλώς καλή στην ιστορία;» «Κάποτε ήμουν πολύ καλή και στα δύο». «Μάλιστα». Ο ιερέας κατάλαβε ότι η θρησκεία ήταν ένα θέμα που πιθανόν να την ενοχλούσε, αλλά πήρε το θάρρος και της είπε: «Ξέρετε, στην Ιρλανδία έχουμε ένα απόφθεγμα: "Πιστεύω στον ήλιο όταν δε λάμπει, πιστεύω στην αγάπη ακόμα κι όταν δεν τη νιώθω, πιστεύω στον Θεό ακόμα κι όταν σιωπά"». Έριξε μια ματιά στη Σάρλοτ κι είδε ότι χαμογελούσε. Ευτυχώς, δε φαινόταν να έχει προσβληθεί. «Μερικές φορές πρέπει απλώς να θυμόμαστε αυτά που αγαπάμε αληθινά». Αφού ανέβηκαν τα πλατιά, μαρμάρινα σκαλιά που έφταναν ως το πίσω μέρος της βασιλικής, ο Ντόνοβαν την οδήγησε σε μια από τις μεγαλύτερες μπρούντζινες πόρτες που είχε δει ποτέ. Έβγαλε μια ηλεκτρονική κάρτα και την έβαλε σε μια συσκευή που ήταν τοποθετημένη στο πλαίσιο της πόρτας. Έ ν α ς υπόκωφος μεταλλικός ήχος ακούστηκε καθώς ξεκλείδωνε η ηλεκτρομηχανική κλειδαριά. Χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, ο ιερέας άνοιξε την τεράστια πόρτα και της έγνεψε να περάσει μέσα. «Από 'δώ θα μπούμε;» «Φυσικά. Έ ν α από τα προνόμια τού να είστε φιλοξενούμενη στο παπικό κράτος». Μετά απ' όλες τις εμφανίσεις της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η Σάρλοτ είχε αρχίσει να συνηθίζει κάπως να της φέρονται σαν να 'ναι επίσημο πρόσωπο. Τίποτε όμως δεν μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτό. Διασχίζοντας την τοξοειδή είσοδο, ένιωσε αμέσως σαν να μεταφερόταν σ' έναν άλλο κόσμο. Βγαίνοντας από την κρύπτη της εισόδου, η Σάρλοτ έμεινε άναυδη από το σπηλαιώδες μαρμάρινο κεντρικό κλίτος της
βασιλικής. Θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει στο αεροπλάνο, στον ταξιδιωτικό οδηγό Fodor, ότι ο καθεδρικός της Παναγίας των Παρισίων μπορούσε εύκολα να χωρέσει μέσα σ' αυτή την επιβλητική βασιλική. Έτσι, όμως, όπως στεκόταν στο εσωτερικό της, διαστρεβλωνόταν πλήρως η αντίληψη της για το χώρο. Το βλέμμα της στράφηκε αμέσως στο μεγαλοπρεπή τρούλο που είχε φτιάξει ο Μιχαήλ Άγγελος. Διακοσμημένος με ψηφιδωτά, βρισκόταν σε ύψος περίπου εκατόν τριάντα πέντε μέτρων πάνω από το κεντρικό κλίτος. Έτσι όπως ξεχυνόταν το φως του ήλιου μέσα από τα δυτικά παράθυρά του, του έδινε μια ουράνια λάμψη. Σιγά σιγά το βλέμμα της στράφηκε προς τα κάτω, στο περίφημο μπρούντζινο Μπαλντακίνο που στεκόταν πάνω από τον παπικό βωμό, ακριβώς κάτω από τον τρούλο. Είχε σχεδιαστεί από τη μεγαλοφυία της Αναγέννησης, τον Τζιοβάνι Λορέντσο Μπερνίνι. Οι τέσσερις μπρούντζινοι σπειροειδείς στύλοι του είχαν ύψος είκοσι μέτρα και στήριζαν έναν επίχρυσο μπαρόκ ουρανό που εκτεινόταν άλλα έξι μέτρα προς τα πάνω. Ακόμα και το δάπεδο ήταν διακοσμημένο με μάρμαρα και μωσαϊκά. «Ωωω!» αναφώνησε με κομμένη την ανάσα. «Ναι, είναι μεγαλειώδες», συμφώνησε ο Ντόνοβαν διπλώνοντας τα μπράτσα του και κοιτώντας τριγύρω. «Θα μπορούσα εύκολα να ξοδέψω μερικές ώρες εδώ για να σας ξεναγήσω. Υπάρχουν είκοσι επτά παρεκκλήσια, σαράντα οκτώ βωμοί και τριακόσια ενενήντα οκτώ αγάλματα. Αλλά πιστεύω ότι η βασιλική είναι περισσότερο ένα πνευματικό ταξίδι και είναι καλύτερο να τη βλέπει κανείς μόνος του». Πήγε σ' ένα ξύλινο κιόσκι κοντά στον τοίχο κι έφερε ένα χάρτη κι έναν τουριστικό οδηγό που τα έδωσε στη Σάρλοτ. «Αν δείτε κάτι που σας ενδιαφέρει, ανατρέξτε στον οδηγό για μια λεπτομερή περιγραφή. Πρέπει να φύγω τώρα. Να περάσετε καλά». Αφού ευχαρίστησε τον πατέρα Ντόνοβαν, άρχισε σιγά σιγά να προχωράει στο πλαϊνό κλίτος του βόρειου τοίχου της βασιλικής. Όπως οι περισσότεροι προσκυνητές που έρχονταν εδώ, στά-
θηκε μπροστά σ' ένα μπρούντζινο άγαλμα του 13ου αιώνα. Βρισκόταν τοποθετημένο ψηλά, πάνω σ' ένα γεροφτιαγμένο μαρμάρινο βάθρο, κι αναπαριστούσε γενειοφόρο τον Άγιο Πέτρο. Καθισμένος σ' έναν παπικό θρόνο, ο άγιος φορούσε ένα λαμπερό φωτοστέφανο και κρατούσε στο αριστερό του χέρι ένα παπικό κλειδί, ενώ το δεξί του χέρι ήταν σηκωμένο ψηλά σαν να ευλογούσε. Οι ελάχιστοι εναπομείναντες επισκέπτες είχαν σχηματίσει ουρά για ν' αγγίξουν διαδοχικά το πόδι του αγάλματος. Στον τουριστικό οδηγό διάβασε ότι αυτή η τελετουργία υποτίθεται πως σου έφερνε καλή τύχη. Δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που πίστευε σε προλήψεις, αλλά έπεισε τον εαυτό της ότι, με δεδομένη την τωρινή κατάστασή της, και η παραμικρή τύχη θα βοηθούσε. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά έφτασε μπροστά στο άγαλμα και κάρφωσε τα μάτια της στο σοβαρό πρόσωπο του, ενώ ταυτόχρονα σήκωσε το αριστερό χέρι της και το ακούμπησε στα κρύα μεταλλικά πόδια του αγάλματος. Αμέσως μετά ξαφνιάστηκε κι η ίδια, γιατί έκανε κάτι που δεν είχε κάνει για πάνω από δέκα χρόνια. Προσευχήθηκε, παρακαλώντας τον θ ε ό να της δώσει δύναμη και να της δείξει το δρόμο. Όπως ακριβώς είχε πει ο Ντόνοβαν, ίσως έπρεπε απλώς να θυμηθεί πως κάποτε πίστευε. Είχε πάψει σχεδόν να πιστεύει έντεκα χρόνια πριν, αφού είδε τη μητέρα της, μια ευσεβή καθολική, να την κατατρώγει ο καρκίνος του στομάχου. Η ευσπλαχνία του Θεού, υπέθεσε ενστικτωδώς η Σάρλοτ, δεν ήταν εγγυημένη για τους ευσεβείς, όσες παρακλήσεις κι αν είχαν κάνει, όσες Κυριακές κι αν είχαν περάσει σ' ένα στασίδι ακούγοντας ταπεινά το κήρυγμα. Μετά το θάνατο της μητέρας της, η Σάρλοτ δεν πήγε στην Εκκλησία να βρει απαντήσεις - πήγε πίσω από ένα μικροσκόπιο, πεπεισμένη ότι το αδύνατο σημείο της μαμάς της δεν ήταν η πίστη αλλά απλώς ένα ελάττωμα στα γονίδια, ένας αλλοιωμένος γενετικός κώδικας. Ο πατέρας της, ακόμα κι όταν έχασε την πολυαγαπημένη του γυναίκα, με κάποιον τρόπο εξακολουθούσε να μπορεί να παρακολουθεί τη λειτουργία κάθε Κυριακή, να λέει προσευχή πριν από κάθε γεύμα και να είναι ευγνώμων για κάθε
καινούρια μέρα. Πώς; αναρωτιόταν η Σάρλοτ. Κάποτε του είχε κάνει αυτή ακριβώς την ερώτηση. Η απάντησή του ήταν γρήγορη και ειλικρινής: «Τσάρλι», ήταν το μοναδικό άτομο, πέρα από τον Τβαν Όλντριχ, που τη φώναζε έτσι χαϊδευτικά, «επέλεξα να μην κατηγορήσω τον Θεό για την κακή μου τύχη. Η ζωή είναι γεμάτη τραγωδίες. Αλλά είναι, επίσης, γεμάτη ομορφιά». Όταν το είπε αυτό, θυμάται ότι είχε χαμογελάσει στοργικά και την είχε αγγίξει απαλά στο πρόσωπο. «Ποιος είμαι εγώ που θ' αμφιβάλω για τη δύναμη που υπάρχει πίσω από ένα τέτοιο θαύμα; Θυμήσου, γλυκιά μου, πίστη σημαίνει να πιστεύεις ότι η ζωή σημαίνει κάτι, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά μπορεί να φαίνονται κάποτε τα πράγματα». Ίσως τώρα ήθελε πραγματικά να πιστέψει ότι υπήρχε κάποια θεϊκή αιτία για τη δυστυχία της. Αλλά, παρά τη θρησκευτική σταθερότητα του μπαμπά της, δεν είχε βρει ακόμα το κουράγιο να του πει για την αρρώστια της, ξέροντας πως τώρα πια υπήρχαν μόνον οι δυο τους. Χωρίς τη συγκρότηση που παρέχει η πίστη, ένιωθε άδεια πνευματικά - ιδίως τον τελευταίο καιρό. Πίστευε στον Θεό η Σάρλοτ Χενεσί; Κανένα μέρος στον κόσμο δε θα μπορούσε να θέσει αυτό το ερώτημα τόσο πιεστικά όσο αυτό. Ίσως έβρισκε εδώ την απάντηση. Τσως ήταν γραφτό της να έρθει στη Ρώμη. Αφού έσκυψε σε αμέτρητες άλλες κρύπτες και κόγχες και θαύμασε μια ακόμα όμορφη λειψανοθήκη, έφτασε στο μπροστινό μέρος της βασιλικής. Εκεί, το φημισμένο γλυπτό του Μιχαήλ Αγγέλου, η Πιετά, βρισκόταν στο δικό του μαρμάρινο παρεκκλήσι, προστατευμένο με τζάμι. Το γλυπτό ήταν συνταρακτικό κι έμοιαζε αλλόκοτα ζωντανό - ο νεκρός γιος πεσμένος πάνω στη θρηνούσα Παναγία. Στάθηκε εκεί για αρκετή ώρα, μαγεμένη από τα συναισθήματα που γεννούσε μια τέτοια αναπαράσταση: πόνο, απώλεια, αγάπη, ελπίδα. Σαράντα σχεδόν λεπτά αργότερα, έχοντας ακολουθήσει μια κυκλική διαδρομή, ξαναβρέθηκε δίπλα στο Μπαλντακίνο. Εκεί είδε τυχαία ένα τρομακτικό γλυπτό που την έκανε να κοκαλώσει στη θέση της. Μέσα σ' ένα τοξοειδές άνοιγμα από πολύχρωμο μάρμαρο, με επιβλητικές κιονοστοιχίες δεξιά κι αρι-
οτερά, δέσποζε υπερυψωμένο το μνημείο του Μπερνίνι για τον πάπα Αλέξανδρο τον Ζ'. Τοποθετημένος ψηλά πάνω σ' ένα βάθρο, ο νεκρός πάπας είχε απαθανατιστεί σε λευκό μάρμαρο, γονατιστός σε στάση προσευχής. Κάτω απ' αυτόν υπήρχαν άλλα αγάλματα που απεικόνιζαν σαν ανθρώπινες μορφές την Αλήθεια, τη Δικαιοσύνη, την Ελεημοσύνη και τη Σύνεση. Αλλά τα τρομοκρατημένα μάτια της Σάρλοτ έπαψαν ακαριαία να βλέπουν αυτά τα αγάλματα και καρφώθηκαν στην κεντρική φιγούρα του μαυσωλείου - έναν υπερμεγέθη ανθρώπινο σκελετό με φτερά, φτιαγμένο από μπρούντζο, που κρατούσε μια κλεψύδρα στο δεξί του χέρι. Έ ν α πέπλο από κόκκινο μάρμαρο σκίαζε το μακάβριο πρόσωπο του, που ήταν στραμμένο ψηλά προς τον πάπα χλευάζοντάς τον για τον επικείμενο θάνατο του. Ο Άγγελος του Θανάτου. Η βασιλική έμοιαζε σαν να είχε βυθιστεί στη σιωπή και το άγαλμα σαν να είχε μετατραπεί σε ζωντανό δαίμονα που ορμούσε για να ρίξει κι άλλο θλιβερό καρκίνο στο κορμί της. Θα ορκιζόταν ότι έβλεπε την άμμο στην κλεψύδρα να λιγοστεύει. Για μια στιγμή έπαψε ν' αναπνέει κι ένιωσε να γεμίζουν δάκρυα τα μάτια της. Πώς μπορούσε αυτή η διαβολική αναπαράσταση να βρίσκεται εδώ; Ένιωσε σχεδόν σαν να την είχαν βιάσει, σαν να βρισκόταν εκεί ειδικά για εκείνη. «Δεν είναι ανατριχιαστικό;» διέκοψε μια φωνή τις σκέψεις της. Από την έκπληξη της κόπηκε η ανάσα. Γυρίζοντας είδε μια φιγούρα που φαινόταν εξίσου απειλητική. Από πού στο διάβολο ξεφύτρωσε αυτός; «Ο Μπερνίνι ήταν ογδόντα χρόνων όταν το 'φτιάξε», είπε ο Σαλβατόρε Κόντε, σαν να μιλούσε μόνος του. «Φαντάζομαι πως θα ένιωθε πικρία, επειδή είχε γεράσει». Η Σάρλοτ προσπάθησε να χαμογελάσει αλλά δεν μπόρεσε. «Το ξέρετε ότι για να χτιστεί αυτό το μέρος πουλούσαν συγχωροχάρτια;» Ο Κόντε κοίταξε με αποδοκιμασία ψηλά τον κεντρικό τρούλο. «Το 1500, ο πάπας Λέων ο Γ δεν είχε άλλα χρήματα για να ολοκληρώσει το έργο κι έτσι συγκέντρωσε κεφάλαια πουλώντας ουσιαστικά στους καθολικούς κάρτες
"εξόδου από την Κόλαση". Οι πλούσιοι έπρεπε να προπληρώσουν τη συγχώρεση του Θεού. Υπήρχε μάλιστα ένα σχετικό απόφθεγμα: "Μόλις ακούγεται ο ήχος του νομίσματος στην κασέλα, η ψυχή απελευθερώνεται από το Καθαρτήριο"». Θα ήθελε να του πει: Πόσες αφέσεις αμαρτιών θα χρειαστείς εσύ για να εξαγοράσεις την απελευθέρωση της ψυχής σου; Έμοιαζε σίγουρα ο τύπος που θα χρειαζόταν πολλή συγχώρεση. Η Σάρλοτ αναρωτιόταν γιατί ο Κόντε βρισκόταν στο Βατικανό και τι σχέση είχε με την οστεοθήκη. Νωρίτερα, όταν ο Κόντε ήταν παρών, ο πατήρ Ντόνοβαν θύμιζε περισσότερο όμηρο παρά συνεργάτη. «Απ' ό,τι κατάλαβα, δεν πηγαίνετε στην εκκλησία κάθε Κυριακή», του απάντησε σαρκαστικά. Σκύβοντας κοντά της, χαμήλωσε μια οκτάβα τη φωνή του και της είπε: «Μετά απ' όλα όσα έχω δει, ιδιαίτερα μέσα σ' αυτούς τους τοίχους, είμαι πρόθυμος ν' αφήσω τα πράγματα στην τύχη». Προσπάθησε να καταλάβει τι πραγματικά εννοούσε, αλλά τα μάτια του δεν αποκάλυπταν τίποτε, και δεν επρόκειτο ασφαλώς να του ζητήσει να της εξηγήσει. «Επισκέπτεστε το ναό ή έχετε βγει μόνο για αναζήτηση θηράματος;» Η παρατήρηση τον ξάφνιασε. «Βλέπω απλώς τα αξιοθέατα», της απάντησε κοιτώντας αλλού. «Λοιπόν, πρέπει να φύγω. Χάρηκα που σας είδα», του είπε ψέματα. Μόλις η Σάρλοτ γύρισε να φύγει, ένιωσε το χέρι του να αγγίζει τον ώμο της. Κοκάλωσε και γύρισε και τον κοίταξε με παγωμένα μάτια. Συνειδητοποιώντας τον κακό υπολογισμό, ο Κόντε σήκωσε ψηλά τα χέρια του. «Συγγνώμη. Το ξέρω ότι οι Αμερικανίδες είναι εύθικτες όσον αφορά τον προσωπικό τους χώρο». «Τι ακριβώς θέλετε;» Πρόφερε καθαρά την κάθε λέξη. «Ήθελα να σας ρωτήσω αν θα θέλατε παρέα απόψε για
το δείπνο. Σκέφτηκα, είναι μόνη εδώ... βέρα δε βλέπω», πρόσθεσε κοιτώντας τα χέρια της. «Ίσως θα θέλατε να μιλήσετε με κάποιον. Αυτό είναι όλο». Τον κοίταξε επίμονα για κάμποσο, αδυνατώντας να συνειδητοποιήσει ότι της ριχνόταν μέσα στη βασιλική του Αγίου Πέτρου. Ξαφνικά ένιωσε άσχημα για κάθε γυναίκα που είχε γοητευτεί απ' αυτό τον τύπο. Γοητευτικός -ναι-, αλλά όλα τα άλλα του έλειπαν. «Έχω σχέση κι έχω ήδη κανονίσει. Πάντως, σας ευχαριστώ». Αβέβαιη για το πόσο θα χρειαζόταν να έρθει σ' επαφή με τον Κόντε τις επόμενες μέρες, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να είναι ευγενική. «Κάποια άλλη φορά, λοιπόν», της απάντησε γεμάτος αυτοπεποίθηση. «Καληνύχτα». Γύρισε και προχώρησε προς την πόρτα. «Καλό σας βράδυ, δόκτωρ Χενεσί. Buonasera».
ΤΡΙΤΗ
ΟΡΟΣ ΤΟΥ
ΝΑΟΥ
Ο ήλιος που ανάτελλε φώτιζε μ' ένα απαλό πορφυρογάλαζο χρώμα το Όρος των Ελαιών την ώρα που ο Ραζάκ διέσχιζε την πλατεία του Όρους του Ναού. Πήγαινε στο τζαμί του Θόλου του Βράχου, που ο γυαλιστερός τρούλος του είχε μια διακοσμητική απόληξη σε σχήμα ημισελήνου, η οποία έδειχνε προς την κατεύθυνση της Μέκκας. Όσες φορές κι αν είχε επισκεφθεί αυτό το μέρος, πάντα τον επηρέαζε βαθύτατα. Εδώ, η ιστορία και το συναίσθημα έμοιαζαν να πέφτουν στάλα στάλα, όπως η δροσιά. Τον 7ο αιώνα, το Ό ρ ο ς του Ναού είχε ουσιαστικά ξεχαστεί και στην άδεια πλατεία του δεν υπήρχε κανένα σημαντικό μνημείο. Ό λ α τα κτίρια που υπήρχαν παλαιότερα είχαν σταδιακά καταστραφεί. Αλλά το 687 -λίγες μόνο δεκαετίες αφότου ο μουσουλμανικός στρατός, με επικεφαλής το χαλίφη Ομάρ, είχε κατακτήσει την Ιερουσαλήμ το 638-, ο ένατος χαλίφης, ο Αμπντ ελ Μαλίκ, άρχισε να χτίζει το τζαμί του Θόλου του Βράχου. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να εγκαινιάσει την αναγέννηση του χώρου, αλλά και να εδραιώσει τα εδαφικά δικαιώματα του Ισλάμ στους Αγίους Τόπους. Στους μετέπειτα αιώνες, το Ισλάμ έχανε κατά καιρούς τον έλεγχο του Όρους του Ναού, με αποκορύφωμα την κατοχή του από τους χριστιανούς σταυροφόρους κατά τη διάρκεια του 12ου και 13ου αιώνα. Τώρα, όμως, βρισκόταν πάλι υπό ισλαμικό έλεγχο και η Γουάκφ είχε αναλάβει να ισχυροποιήσει και να
νομιμοποιήσει αυτή την κατάσταση. Δεν ήταν εύκολο, ιδιαίτερα μετά την εντεινόμενη πολιτική αστάθεια που είχε απειλήσει τα αποκλειστικά ισλαμικά δικαιώματα στο χώρο - ένα προνόμιο που είχε χαθεί σχεδόν μετά τον πόλεμο των Έ ξ ι Ημερών το 1967. Ο Ραζάκ προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν αν η πολιτική κατάσταση ήταν αντίστροφη· αν οι μουσουλμάνοι είχαν αναγκαστεί να λατρεύουν έναν τοίχο αντιστήριξης και οι εβραίοι κατείχαν ένα ναό στο πιο ιερό σημείο του, αν οι εβραίοι έμεναν στις κατεχόμενες περιοχές και οι Παλαιστίνιοι είχαν τον πλήρη έλεγχο. Από μια σκάλα ανέβηκε στην υπερυψωμένη εξέδρα πάνω στην οποία βρισκόταν το τζαμί. Έ ξ ω από την είσοδο έβγαλε τα χειροποίητα δερμάτινα παπούτσια του Sutor Mantellassi και μπήκε στο ναό. Με σταυρωμένα τα χέρια πίσω από την πλάτη του, προχώρησε στον οκταγωνικό διάδρομο γύρω από το πορφυρό χαλί. Κοιτούσε ψηλά το περίτεχνο εσωτερικό του τρούλου, που στηριζόταν σε στιλπνές μαρμάρινες κολόνες. Κάτω ακριβώς από το κέντρο του τρούλου, έχοντας κιγκλίδωμα γύρω γύρω, βρισκόταν ένας γυμνός βράχος από την κορυφή του όρους Μοριά, που ήταν γνωστός απλώς ως «ο Βράχος». Ο Βράχος ήταν η ιερή τοποθεσία όπου, τη βιβλική εποχή, ο Αβραάμ αναγκάστηκε να θυσιάσει το γιο του στον Θεό και όπου ο Ιάκωβος είχε ονειρευτεί μια σκάλα που οδηγούσε στον ουρανό. Οι εβραίοι διακήρυτταν ότι στο ίδιο σημείο υπήρχε κάποτε ένας μεγαλοπρεπής εβραϊκός ναός που τον έχτισε ο βασιλιάς Σολομώντας και τον τελειοποίησε ο βασιλιάς Ηρώδης. Οι χριστιανοί ισχυρίζονταν ότι ο Χριστός είχε επισκεφθεί πολλές φορές αυτόν το ναό για να κάνει κήρυγμα. Ωστόσο, η τοποθεσία ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τον Ραζάκ και το λαό του για κάποιον άλλο λόγο. Το 621, ο άγγελος Γαβριήλ εμφανίστηκε στο μεγάλο προφήτη Μωάμεθ στη Μέκκα και του δώρισε ένα φτερωτό άλογο με ανθρώπινο πρόσωπο, τον Μπουράκ. Ξεκινώντας το Τσρα του, το «Νυχτερινό Ταξίδι» του, ο Μωάμεθ μεταφέρθηκε από τον Μπουράκ στο Ό ρ ο ς του Ναού. Από 'κεί ανέβηκε, διασχίζοντας τους ουρανούς, σ' ένα λαμπρά φωτισμένο σημείο για
να δει τον Αλλάχ και να συμβουλευτεί τον Μωυσή και τους μεγάλους προφήτες. Εκεί ο Αλλάχ έδωσε στον Μωάμεθ και τις πέντε καθημερινές προσευχές - ένα πρωταρχικής σημασίας γεγονός κατά την περίοδο που ασκούσε τα ιερατικά του καθήκοντα, που είναι γνωστό ως Μιράτζ. Το Μιράτζ κατέστησε το Θόλο του Βράχου την τρίτη πιο σημαντική τοποθεσία του Ισλάμ, μετά τη Μέκκα - ο τόπος όπου γεννήθηκε ο Μωάμεθ- και τη Μεδίνα, όπου, μέσα από μεγάλες προσπάθειες και προσωπικές θυσίες, ο Μωάμεθ ίδρυσε τον ισλαμισμό. Ο Ραζάκ κοίταξε ψηλά τα λεπτοδουλεμένα πλακάκια του τρούλου, καθώς και τις αραβικές εγχαράξεις που περιέτρεχαν τη βάση του. Απ' τα μεγάφωνα έξω άκουσε τη φωνή του μουεζίνη που καλούσε τους μουσουλμάνους να προσευχηθούν. Μπροστά από το μιχράμπ του τζαμιού -τη μικρή χρυσαφένια κόγχη προσευχής που είναι στραμμένη προς την κατεύθυνση της Μέκκας- ο Ραζάκ γονάτισε ήρεμα, στηρίζοντας τα χέρια του στους μηρούς του. Έσκυψε κι άρχισε να προσεύχεται. Έπειτα από λίγα λεπτά σηκώθηκε. Αφού πέρασε πάλι γύρω από την περίφραξη του Βράχου, σταμάτησε μπροστά από μια είσοδο με σκαλιά που οδηγούσε σε μια αίθουσα με το όνομα «Πηγάδι των Ψυχών», όπου πίστευαν ότι μαζεύονταν και προσεύχονταν τα πνεύματα των νεκρών. Εκεί φανταζόταν τη μητέρα του και τον πατέρα του ν' ακτινοβολούν στο θεϊκό φως του Αλλάχ, περιμένοντας την τελική Ημέρα της Κρίσης για να μεταφερθούν στο Γιανά - τον αιώνιο, γεμάτο κήπους, παράδεισο του Αλλάχ. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1996, δύο μασκοφόροι επαγγελματίες δολοφόνοι σκότωσαν τους γονείς του Ραζάκ ενώ έκαναν διακοπές στην ιορδανική ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Πολλοί είχαν υποψιαστεί ότι πράκτορες της ισραηλινής υπηρεσίας εσωτερικής κατασκοπίας -της Σιν Μπετ- είχαν εσφαλμένα θεωρήσει στόχο τον πατέρα του για υποτιθέμενες διασυνδέσεις με ένοπλες παλαιστινιακές ομάδες. Αυτές οι φήμες αργότερα διαψεύστηκαν, παρ' όλα αυτά, δε βρήκαν ποτέ τους φονιάδες. Ο τραγικός θάνατος τους ήταν οδυνηρή
απώλεια, που είχε ωθήσει -και ακόμα ωθούσε- τον Ραζάκ ν' αναζητάει πιο έντονα απαντήσεις στη θρησκεία. Ευτυχώς, η εκπαίδευσή του στη χώρα του και στο εξωτερικό τον βοήθησε ν' αποφύγει τον πολιτικό και θρησκευτικό φανατισμό - μια εύκολη παγίδα για κάποιον που έχει δεχτεί τις συνέπειες της φονικής ισραηλινής πολιτικής στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον. Καθώς γύρισε να φύγει, η σκέψη του στράφηκε στην κρύπτη που υπήρχε βαθιά κάτω από τα πόδια του, καθώς και στη μυστηριώδη κλοπή που για άλλη μια φορά είχε αιματοκυλίσει αυτό τον τόπο. Όταν έφτασε εδώ χθες το απόγευμα, δεν μπορούσε να προβλέψει ότι μια τόσο σοβαρή κατάσταση θα τον έφερνε σε επαφή μ' έναν άνθρωπο σαν τον Γκράχαμ Μπάρτον. Στην είσοδο του τζαμιού, ο Ραζάκ φόρεσε τα παπούτσια του και βγήκε έξω. Είχε ακόμα δύο ώρες μέχρι το ραντεβού του με τον Μπάρτον. Έκανε λοιπόν μια βόλτα στο μουσουλμανικό τομέα και πήρε καφέ και πρωινό σ' ένα μικρό καφενείο στη Βία Ντολορόζα. Εκεί συνάντησε μερικούς παλιούς γνωστούς κι έμαθε όλα όσα είχαν συμβεί από την τελευταία του επίσκεψη. Όπως ήταν φυσικό, η συζήτηση στράφηκε στην κλοπή, αλλά ο Ραζάκ τους τόνισε εξαρχής ότι δεν μπορούσε να κάνει σχόλια για την έρευνα. Στις εννιά, όταν διέσχισε την πλατεία του Όρους του Ναού κάτω από τον καυτό ήλιο και κατέβηκε στο τέμενος Μαργουάνι, επικρατούσε απόλυτη άπνοια. Μπαίνοντας μέσα στην κρύπτη από την τρύπα της έκρηξης, ο Ακμπάρ - ο σωματώδης μουσουλμάνος φρουρός που είχε οδηγίες να προσέχει τον Μπάρτον- του έκανε νόημα πως όλα ήταν εντάξει. Ο Ραζάκ κούνησε το κεφάλι του και του έγνεψε να φύγει και να πάει στο τζαμί. Ο Γκράχαμ Μπάρτον ήταν σκυμμένος σε μια γωνία κι αντέγραφε την επιγραφή μιας από τις οστεοθήκες. «Καλημέρα, Μπάρτον», είπε ο Ραζάκ στα αγγλικά. Ο αρχαιολόγος τινάχτηκε όρθιος. «Φαίνεται πως είχες πολλά να κάνεις». Ο Ραζάκ έριξε μια ματιά στους μικρούς σωρούς χαρτιών
με ξεπατικώματα που ο Μπάρτον είχε τοποθετήσει εδώ κι εκεί πάνω στο δάπεδο. «Ακριβώς», απάντησε ο Μπάρτον ευδιάθετα. «Ήρθα εδώ νωρίς και ο Ακμπάρ είχε την ευγένεια να μ' αφήσει να ξεκινήσω τη δουλειά μου». «Τι βρήκες μέχρι τώρα;» «Πρόκειται για μια εξαιρετική ανακάλυψη. Αυτή η κρύπτη ανήκε σ' έναν εβραίο που λεγόταν Ιωσήφ». Ο Μπάρτον του έδειξε ένα φέρετρο στη μια άκρη, λιτό όσο και τ' άλλα. «Καθεμιά από αυτές τις οστεοθήκες έχει επιγραφές στα εβραϊκά με τα ονόματα των μελών της οικογένειάς του». Χωρίς να έχει εντυπωσιαστεί, ο Ραζάκ αναζητούσε σημαντικές πληροφορίες. «Ποιος Ιωσήφ;» Ο Μπάρτον ανασήκωσε τους ώμους του. «Αυτό είναι το πρόβλημα με τους αρχαίους εβραίους. Δεν ήταν πολύ συγκεκριμένοι όταν επρόκειτο για ονόματα. Σπάνια χρησιμοποιούσαν επώνυμα, ειδικά στους τάφους. Και το εβραϊκό όνομα Ιωσήφ ήταν τότε πολύ συνηθισμένο. Τέλος πάντων, κάθε οστεοθήκη έχει πολύ απλές επιγραφές». Ο Ραζάκ κοίταξε τις επιγραφές που ήταν χαραγμένες στις πλευρές των εννέα φέρετρων. «Όλες λένε πάνω κάτω το ίδιο πράγμα: τίνος λείψανα περιέχονται μέσα σε κάθε οστεοθήκη. Αυτές είναι οι τέσσερις κόρες του», έδειξε τις τέσσερις οστεοθήκες στην αρχή της σειράς. «Τρεις γιοι», έδειξε με μια κίνηση τις επόμενες τρεις οστεοθήκες, και μετά, δείχνοντάς του εκείνη που ήταν δίπλα στην οστεοθήκη του Ιωσήφ, του είπε «και η αγαπημένη του γυναίκα, η Σάρα». Ο Μπάρτον πήρε μια βαθιά ανάσα. «Υπάρχει όμως μια εγχάραξη στον πίσω τοίχο της κρύπτης που μας δίνει περισσότερα στοιχεία». Αρπάζοντας ένα φακό, έκανε νόημα στον Ραζάκ να τον ακολουθήσει. Προχώρησε μέσα στη σκοτεινή εσοχή και σταμάτησε δίπλα στον πίσω τοίχο. Έριξε την κυλινδρική δέσμη φωτός πάνω στο βράχο. «Δες αυτό».
Ο Μπάρτον φώτισε μια πλάκα που ήταν τοποθετημένη στον τοίχο. Το πέτρινο πλαίσιο της ήταν περίτεχνα διακοσμημένο. «Οι οστεοθήκες που βρίσκονται σ' αυτή την αίθουσα είναι καταγραμμένες κι εδώ». Ο μουσουλμάνος πλησίασε. «Θα πρέπει λοιπόν ν' αναφέρεται και η χαμένη οστεοθήκη». Μετρώντας εννέα γραμμές κειμένου, το βλέμμα του Ραζάκ έπεσε σε μια βαθιά κοιλότητα σκαλισμένη στο λείο βράχο, η οποία βρισκόταν κάτω από την τελευταία σειρά. Την κοίταξε για κάμποσο μπερδεμένος. «Βλέπω μόνο εννέα εγγραφές». «Σωστά. Κι αυτές οι εννέα εγγραφές αντιστοιχούν στις επιγραφές των οστεοθηκών που βρίσκονται ακόμα εδώ. Αλλά αυτή εδώ η εγγραφή», ο Μπάρτον έριξε το φως πάνω στη σκαλισμένη κοιλότητα, «αναφερόταν πιθανότατα στη δέκατη οστεοθήκη». Τη χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο του. Ο Ραζάκ την ξανακοίταξε απογοητευμένος. «Δε θα μας βοηθήσει και πολύ τώρα». «Πράγματι. Άλλο ένα αδιέξοδο». Ο Ραζάκ άρχισε να περπατάει αργά στην αίθουσα με ανοιχτά τα χέρια του. «Γιατί εδώ;» «Τι εννοείς;» «Απ' όλα τα πιθανά μέρη, γιατί μια κρύπτη να βρίσκεται εδώ πέρα;» Καλή ερώτηση, σκέφτηκε ο Μπάρτον και απάντησε: «Οι κρύπτες συνήθως βρίσκονταν έξω από τα τείχη της πόλης. Υπάρχουν όμως πολλές πιθανότητες αυτό το μέρος να επιλέχτηκε για λόγους ασφαλείας. Στην πραγματικότητα», έκανε μια παύση για να συγκροτήσει τις σκέψεις του, «κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα, το φρούριο Αντωνία - η στρατιωτική βάση των Ρωμαίων- βρισκόταν δίπλα στο βόρειο τείχος του Ό ρ ο υ ς του Ναού. Η πλατεία από πάνω μας», έδειξε ψηλά, «θα πρέπει να ήταν ένας χώρος με πολύ κόσμο - γεμάτος δραστηριότητα. Υπήρχαν υπερυψωμένοι δρόμοι περιπάτου με στέγαστρα και κολόνες σ' όλη την περί-
μέτρο του επίπεδου χώρου, κυκλικά γύρω από τη στρατιωτική βάση. Οι Ρωμαίοι εκατόνταρχοι θα βάδιζαν πάνω κάτω για να αστυνομεύουν τα πλήθη, έτοιμοι να καταπνίξουν κάθε εξέγερση». Ο Μπάρτον απέφυγε να του εξηγήσει ότι, κατά τη διάρκεια του 1ου αιώνα, ο κύριος λόγος που έκανε δημοφιλές το Όρος του Ναού ήταν ο μεγαλοπρεπής εβραϊκός ναός που κάποτε βρισκόταν στη θέση του τζαμιού του Θόλου του Βράχου. Εδώ και αιώνες, η Γουάκφ αρνούνταν συστηματικά να δεχτεί κάτι τέτοιο, προσπαθώντας να διασφαλίσει τον έλεγχο της περιοχής. Αφού δεν υπήρχαν αρχαιολογικά ευρήματα που να επιβεβαιώνουν αυτό που αναφέρει η Βίβλος για το ναό, οι ισχυρισμοί των Παλαιστινίων δεν μπορούσαν να καταρριφθούν. «Και τι σχέση έχουν οι Ρωμαίοι εκατόνταρχοι μ' αυτή την κρύπτη;» «Μεγάλη. Θυμήσου ότι, στην αρχαιότητα, δεν υπήρχαν χρηματοκιβώτια ή κλειδαριές. Γι' αυτόν το λόγο οι λεηλασίες ήταν ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει κάποιος πλούσιος. Τα περιουσιακά στοιχεία ήταν ευπρόσβλητα». Ο Ραζάκ κοίταξε έντονα τον Μπάρτον. «Ο μόνος τρόπος για να προφυλάξει κάποιος θησαυρούς ή τιμαλφή ήταν με τη βοήθεια του στρατού;» «Ναι». «Τσως, λοιπόν, η δέκατη οστεοθήκη να μην περιείχε ανθρώπινα λείψανα. Μήπως είχαν φυλάξει μέσα κάποιο θησαυρό;» «Είναι πιθανό». «Είναι σίγουρα πιο πιστευτό από τα ανθρώπινα λείψανα», συνέχισε ο Ραζάκ. «Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος να μπει σ' όλον αυτό τον κόπο για να κλέψει οστά». Ο Μπάρτον καταλάβαινε ότι ο Ραζάκ ήταν ευχαριστημένος με το συλλογισμό του και, επειδή δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία, δεν επρόκειτο να τον αντικρούσει. «Απ' όσο μπορώ να δω», πρόσθεσε, «είναι αδύνατον να συμπεράνουμε τι μπορεί να περιείχε πράγματι η κλεμμένη οστεοθήκη. Μέσα σ' αυτά τα εννέα φέρετρα, όμως, που έχουμε
στη διάθεση μας», έδειξε μ' ένα νεύμα τις οστεοθήκες, «μπορεί να βρούμε κάποιες επιπλέον πληροφορίες». Έδωσε στον Ραζάκ ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια. «Επομένως, θα σου χρειαστούν αυτά». Ο μουσουλμάνος φάνηκε τρομοκρατημένος.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Οι δύο επιστήμονες συναντήθηκαν στο εργαστήριο στις οκτώ κι αμέσως πήγαν στο πίσω δωματιάκι, όπου ο Τζιοβάνι Μπερσέι έδειξε στη Σάρλοτ Χενεσί πώς να χρησιμοποιεί το πιο χρήσιμο, κατά τη γνώμη του, εργαλείο του εργαστηρίου - την αυτόματη καφετιέρα Gaggia που, με το άγγιγμα ενός κουμπιού, έφτιαχνε καφέ ανάλογα με τις προτιμήσεις του καθενός. «Πες μου. Πώς πήγε η επίσκεψή σου στη βασιλική χθες το βράδυ;» Στριφογυρίζοντας με νόημα τα μάτια της, του έκανε μια σύντομη περιγραφή που τελείωσε με τη διήγηση της δυσάρεστης συνάντησής της με τον Σαλβατόρε Κόντε. Του είπε ότι είχε αναστατωθεί τόσο πολύ, που αποφάσισε να μη βγει έξω καθόλου. Συμβιβάστηκε μ' ένα σάντουιτς με τόνο από την καφετέρια του κοιτώνα και γύρισε νωρίς στο δωμάτιο της. Μπορεί να μην ήταν η πιο συναρπαστική νύχτα, ήταν ωστόσο ευχαριστημένη που χόρτασε ύπνο. «Πώς ήταν τελικά το όσο μπούκο της γυναίκας σου;» Το πρόσωπο του πήρε μια ξινή έκφραση. «Όχι τόσο καλό. Η Καρμέλα έχει πολλά προσόντα, αλλά σ' αυτά σίγουρα δε συγκαταλέγεται η μαγειρική. Στην πραγματικότητα, ίσως είναι η χειρότερη μαγείρισσα σ' ολόκληρη την Ιταλία». «Είσαι απαίσιος, Τζιοβάνι. Ελπίζω να μην της το είπες αυτό», του είπε χτυπώντας τον ελαφρά στον ώμο.
«Τρελή είσαι; Την αγαπώ τη ζωή μου». Γέλασαν και οι δύο. Ο Μπερσέι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Είσαι έτοιμη να ξεκινήσουμε;» «Πάμε». Ξαναγέμισαν τα φλιτζάνια τους κι επέστρεψαν στο κυρίως δωμάτιο. Στάθηκαν μπροστά στον πάγκο εργασίας φορώντας και οι δύο εργαστηριακές ποδιές. Η οστεοθήκη με το μυστηριώδη σκελετό της ήταν όπως την είχαν αφήσει χθες. Ο Μπερσέι έδωσε στη Σάρλοτ καινούρια μάσκα και λαστιχένια γάντια και πήρε κι εκείνος. Κοιτώντας επίμονα τα οστά, η Σάρλοτ μισοπερίμενε ένα χέρι να τιναχτεί έξω κρατώντας μια κλεψύδρα. Ο Μπερσέι έφερε μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή Canon EOS. Την ενεργοποίησε, τράβηξε γρήγορα μερικές φωτογραφίες και την ακούμπησε κάτω. Οι δύο επιστήμονες στάθηκαν στις απέναντι πλευρές του πάγκου εργασίας κι άρχισαν να βγάζουν ένα ένα τα οστά, τοποθετώντας τα προσεκτικά πάνω στο καουτσουκένιο προστατευτικό. Σιγά σιγά συναρμολογήθηκε πάλι ο σκελετός - πρώτα τα μεγαλύτερα σε μήκος οστά των άνω και κάτω άκρων, μετά η λεκάνη, τα αποσυνδεδεμένα πλευρά, οι σπόνδυλοι και, τέλος, τα λεπτεπίλεπτα, περίπλοκα οστά των χεριών και των ποδιών. Πολύ προσεκτικά, η Σάρλοτ σήκωσε το κρανίο από την οστεοθήκη. Κρατώντας με το ένα χέρι της το σαγόνι και με το άλλο τη σφαιρική κοιλότητα του κρανίου, το ακούμπησε στην κορυφή του ολοκληρωμένου σκελετού. Ο Μπερσέι τον περιεργάστηκε με μια γρήγορη ματιά. «Φαίνεται πως έχουμε και τα εκατόν έξι οστά». Άρπαξε την Canon και τράβηξε γρήγορα λίγες ακόμα φωτογραφίες από το συναρμολογημένο σκελετό. «Ωραία», είπε η Σάρλοτ κοιτάζοντας τα οστά. «Ας βρούμε πώς πέθανε αυτός ο άντρας». «Αν θέλουμε ν' ακριβολογήσουμε, δόκτωρ Χενεσί, ακόμα δεν ξέρουμε αν πρόκειται για άντρα», την αντέκρουσε ευγενικά. «Θα μπορούσε να είναι γυναίκα». Η Σάρλοτ γύρισε και τον κοίταξε.
«Σίγουρα. Αλλά αμφιβάλλω αν θα 'διναν σε μια γυναίκα ένα τόσο κομψά διακοσμημένο φέρετρο». Ανασήκωσε τα φρύδια του, χωρίς να είναι σίγουρος αν εκείνη αστειευόταν ή όχι. «Μην πανικοβάλλεσαι. Δεν πρόκειται ν' αρχίσω τώρα τα φεμινιστικά μαζί σου», του είπε. «Τα μαζεύω γι' αργότερα». «Να 'σαι μόνο επιεικής». Και οι δυο επιστήμονες συμφώνησαν ότι η αρχική ανάλυσή τους θα ήταν μια παθολογοανατομική μελέτη για να προσδιορίσουν, αν τα κατάφερναν, την αιτία του θανάτου. Στη συνέχεια, θ' αναπαριστούσαν με τη βοήθεια του υπολογιστή το σωματικό περίγραμμα του σκελετού. Η Σάρλοτ ενεργοποίησε το σύστημα μαγνητοφώνησης στον πάγκο εργασίας για να εγγραφεί η ανάλυσή τους. Θα απομαγνητοφωνούσαν μετά τις προφορικές παρατηρήσεις τους. Από το συρτάρι του πάγκου έβγαλε δύο ζευγάρια προστατευτικά γυαλιά Orascoptic. Έδωσε το ένα στον Μπερσέι και φόρεσε το άλλο, κατεβάζοντας τους μεγεθυντικούς φακούς μπροστά στα μάτια της. Αρχισαν με το κρανίο, σκύβοντας και οι δύο πιο κοντά για να το εξετάσουν λεπτομερώς. «Φαίνεται τέλειο», είπε ο Μπερσέι καθώς το περιεργαζόταν μέσα από τα γυαλιά του. Η Σάρλοτ περιέγραψε τις διαστάσεις και το σχήμα του. «Τετράγωνο σαγόνι, έντονη ράχη μύτης και σημεία σύνδεσης των μυών. Φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με άντρα». «Μάλλον έχεις δίκιο», παραδέχτηκε ο Μπερσέι. Έγειρε το κρανίο προς τα πίσω κι άρχισε να το περιστρέφει για να εξετάσει την εσωτερική κοιλότητα. «Οι ραφές των οστών είναι ακόμα ορατές, αλλά έχουν συγχωνευθεί. Δες εδώ», της έδειξε τη ραφή των καμπύλων οστών του κρανίου που έμοιαζε με οδοντωτό φερμουάρ που είχε λειανθεί. Κοιτώντας την, η Τσάρλι κατάλαβε τι εννοούσε. Ό σ ο νεότερο είναι το δείγμα, τόσο πιο έντονες είναι οι ραφές, θυμίζοντας τη σφιχτή ένωση δύο ελασμάτων. Ό σ ο γηραιότερο είναι το δείγμα, οι ραφές γίνονται όλο και πιο ασαφείς, ώσπου παύουν πλέον να είναι διακριτές.
«Αυτό σημαίνει ότι η μικρότερη πιθανή ηλικία κυμαίνεται μεταξύ είκοσι και τριάντα ετών;» «Συμφωνώ». Ο Μπερσέι στριφογύρισε το κρανίο μερικές φορές, εξετάζοντας τις επιφάνειές του. «Δε βλέπω ενδείξεις κρανιακού τραύματος, συμφωνείς;» «Δεν υπάρχουν». Και οι δύο επιστήμονες έστρεψαν την προσοχή τους στην κάτω γνάθο. «Τα δόντια βρίσκονται σε εξαιρετική κατάσταση», είπε η Σάρλοτ. «Ελπίζω και τα δικά μου να διατηρηθούν σε τόσο καλή κατάσταση. Αυτός ο τύπος είχε πλήρη οδοντοστοιχία. Δε βλέπω καν ένδειξη περιοδοντίτιδας». Ρύθμισε έναν περιστρεφόμενο δίσκο πάνω στα γυαλιά της για ν' αυξήσει τη μεγέθυνση των φακών. «Η αδαμαντίνη είναι ανέπαφη. Δεν υπάρχουν οπές ή φθαρμένες επιφάνειες». «Παράξενο». «Μπορεί να μην του άρεσαν τα γλυκά». Προχώρησαν στην περιοχή του αυχένα κι άρχισαν να τον εξετάζουν προσεκτικά, αναζητώντας πιθανές δυσμορφίες στο λαιμό. «Δε βλέπω καθόλου αποφύσεις», παρατήρησε η Σάρλοτ. «Δεν υπάρχουν παραμορφωτικές αλλοιώσεις». «Ούτε συνενώσεις υπάρχουν», πρόσθεσε ο Μπερσέι. «Στην πραγματικότητα, οι δίσκοι δεν έχουν εκφυλιστεί καθόλου». Έστρεψε απαλά το τελευταίο μικρό τμήμα των αυχενικών σπονδύλων. «Τίποτε εντυπωσιακό». Με το χέρι του έδειξε τη θωρακική κοιλότητα τον σκελετού. «Ας προχωρήσουμε». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Σάρλοτ ανασήκωσε απότομα τα φρύδια της. «Περίμενε. Αυτό είναι ενδιαφέρον». Κοιτώντας στο κέντρο του θώρακα που του έδειχνε με το δάχτυλο της, ο Μπερσέι παρατήρησε τα πλατιά οστά του στέρνου κι αμέσως το πρόσεξε. «Αυτό είναι μια τεράστια ρωγμή». «Ναι, είναι». Η Σάρλοτ εξέτασε προσεκτικά τις αποκολλήσεις των πλευρών από το χόνδρινο οστό. «Πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει συμβεί όταν η θωρακική
κοιλότητα διαχωρίστηκε για να τοποθετηθεί μέσα στην οστεοθήκη;» «Ίσως», της είπε επιφυλακτικά. Στη συνέχεια κοίταξε τον ώμο στην ίδια πλευρά. «Δες εδώ». Η Σάρλοτ κοίταξε εκεί που της έδειχνε. «Δε σου ξεφεύγει τίποτα! Το βραχιόνιο οστό και η κλείδα έχουν αποσυνδεθεί από την ωμοπλάτη;» «Πράγματι. Αλλά δε φαίνεται να συνέβη μετά θάνατον. Οι σχισμές είναι ινώδεις. Όπου διαχωρίστηκαν οι ιστοί, η θραύση έγινε προτού στεγνώσουν». Ο Μπερσέι ξανακοίταξε το στέρνο. «Κοίταξε εδώ. Η ίδια ιστορία. Μπορείς να διακρίνεις το σημείο όπου τραβήχτηκε ο χόνδρος και σχίστηκε; Όταν τα οστά ετοιμάζονταν για ταφή, κανονικά χρησιμοποιούσαν λεπίδα για να κόψουν τους ιστούς». «Οχ, αυτό ακούγεται επώδυνο. Τι πιστεύεις... πρόκειται για εξάρθρωση;» «Για πολύ βίαιη εξάρθρωση», σχολίασε ο Μπερσέι προβληματισμένος. «Θα πρέπει να πόνεσε αφόρητα». «Είμαι βέβαιος γι' αυτό. Αλλά σίγουρα δεν τον σκότωσε. Πάρε αυτά τα πλευρά». Τις έδειξε εκείνα που βρίσκονταν πιο κοντά της. «Κι εγώ θα πάρω αυτά εδώ». Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει καθώς ασχολούνταν με τα πλευρά, αναλύοντας σχολαστικά κάθε επιφάνεια. Η Σάρλοτ είχε αρχίσει να ξεχνάει ότι δούλευε με οστά. Είχε επικεντρώσει την προσοχή της σ' αυτό που έπρεπε να κάνει και δε σκεφτόταν τις δυσάρεστες εικόνες του γενετικού χάους που υπήρχε εκείνη ακριβώς τη στιγμή μέσα στο δικό της το σώμα. «Βλέπεις αυτό που βλέπω;» «Τα βαθιά αυλάκια;» απάντησε ο Μπερσέι χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του. «Ξεκάθαρα». «Ακριβώς». Κάποια απ' τα πλευρά ήταν άθικτα, αλλά τα περισσότερα έμοιαζαν σαν να είχαν γρατσουνιστεί από χοντρά καρφιά που είχαν δημιουργήσει βαθιές κοιλότητες σε σχήμα κοχυλιού. Τα φριχτά σημάδια ήταν κατά ομάδες.
«Τι θα μπορούσε να έχει προκαλέσει κάτι τέτοιο;» Η φωνή της είχε μετατραπεί σε ψίθυρο. «Νομίζω ότι ξέρω. Βλέπεις ίχνη μεταλλικών υπολειμμάτων;» «Ναι. Είναι κάτι που συνέβη μετά θάνατον; Μοιάζει σαν να τα έχει μασήσει κάποιο ζώο». «Μάλλον όχι», της είπε ο Μπερσέι. «Αυτά τα σημάδια, όπως θα πρόσεξες, εμφανίζονται μόνο στην μπροστινή επιφάνεια. Τα δόντια θα είχαν αφήσει σημάδια και στις δύο πλευρές. Επιπλέον, τα περισσότερα πτωματοφάγα ζώα θα είχαν αρπάξει το οστό και θα είχαν φύγει προτού αρχίσουν να το δαγκώνουν. Επομένως, δε θα είχαν αφήσει πίσω τους έναν ολοκληρωμένο σκελετό». «Αρα, τι πιστεύεις ότι το προκάλεσε αυτό;» ρώτησε η Σάρλοτ ισιώνοντας την πλάτη της. Ο Μπερσέι περιεργάστηκε το δείγμα με τους κινητούς μεγεθυντικούς φακούς του. «Λοιπόν, αν τα οστά είναι σε τόσο άσχημη κατάσταση, οι μύες και το δέρμα που τα κάλυπταν θα ήταν σε πολύ χειρότερη... Πιθανώς ξεσκισμένα». Κοιτώντας τη σταθερά στα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και μετά της είπε: «Νομίζω ότι αυτό τον άντρα τον είχαν ξυλοκοπήσει». «Εννοείς "μαστιγώσει";» Έγνεψε αργά, συμφωνώντας μαζί της. «Έτσι ακριβώς. Αυτά τα σημάδια προέρχονται από ένα αγκαθωτό μαστίγιο». «Τον καημένο...» Ένιωθε σαν να είχε φάει γροθιά στο στομάχι με τη σκέψη όλης αυτής της βίας. «Ας συνεχίσουμε». Ο Μπερσέι έσκυψε κι άρχισε να ασχολείται με τα πάνω τμήματα του οσφυϊκού τμήματος της σπονδυλικής στήλης. Η Σάρλοτ έσκυψε κι αυτή κι άρχισε να περιστρέφει τους κατώτερους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, εξετάζοντας εξονυχιστικά κάθε επίπεδο τμήμα και κάθε εξόγκωμα του υλικού των δίσκων. «Όλα ε δ to φαίνονται εντάξει». «Κι εδώ». Ο Μπερσέι έριξε μια ματιά στη στιβαρή κατασκευή
των οστών της λεκάνης, που έδιναν σίγουρες πληροφορίες για το φύλο. «Είχες δίκιο όσον αφορά το φύλο. Είναι σίγουρα άντρας». Με τα δάχτυλά του άγγιξε το περίγραμμα των οστών μέσα στα οποία θα βρίσκονταν τα γεννητικά όργανα. «Η ηβική συμφυση είναι στενή και δεν υπάρχουν κοιλώματα στα οστά της λεκάνης». «Από 'κεί δε βγήκαν μωρά. Τουλάχιστον, δεν έμειναν παιδιά ορφανά». Μέχρι εδώ ο Τζιοβάνι Μπερσέι ήταν ευχαριστημένος. Ο προσδιορισμός του φύλου από υπολείμματα σκελετού δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση, αφού τα πιο προφανή χαρακτηριστικά γνωρίσματα που σχετίζονται με το φύλο τα συναντούσε κανείς στους μαλακούς ιστούς και όχι στα οστά. Με την επίδραση διάφορων παραγόντων, από τη διατροφή και τον τρόπο ζωής ως τη σωματική καταπόνηση του υποκειμένου λόγω του επαγγέλματος του, ο γυναικείος ανθρώπινος σκελετός μπορούσε εύκολα να προσαρμοστεί στους μαλακούς ιστούς έτσι ώστε να θυμίζει σχεδόν αντρικό σκελετό. Η αυξημένη μυϊκή μάζα, για παράδειγμα, θ' απαιτούσε πιο χοντρά οστά για να στηριχτεί, ιδιαίτερα στα σημεία ένωσης των συνδέσμων. Η δίοδος, όμως, της λεκάνης απ' όπου γεννιούνται τα παιδιά είναι αρκετά ευδιάκριτη στους περισσότερους γυναικείους σκελετούς. «Λοιπόν, χέρια ή πόδια;» τον ρώτησε. «Χέρια πρώτα». Μετακινήθηκαν προς το πάνω μέρος του σκελετού και ξανάρχισαν μια λεπτομερειακή ανάλυση των μακριών οστών, ξεκινώντας από το βραχιόνιο και κατεβαίνοντας προς το ζεύγος οστών ωλένη και κερκίδα. Κάτι τράβηξε την προσοχή της Σάρλοτ και πλησίασε περισσότερο, μεγαλώνοντας την ανάλυση των φακών της. Οι εσωτερικές επιφάνειες των οστών που ενώνονταν πάνω από τον καρπό του χεριού ήταν σοβαρά τραυματισμένες. «Τι είναι αυτό; Μοιάζει σαν να τα πέρασαν από μηχανή άλεσης». «Το ίδω υπάρχει και σ' αυτή την πλευρά. Το τραύμα περιορίζεται ακριβώς πάνω από τον καρπό», της είπε ο Μπερσέι. «Βλέπεις κάποια οξείδωση, κάτι σαν μακριές ραβδώσεις;»
«Ναι, θα μπορούσαν να είναι μεταλλικά υπολείμματα. Ίσως από αιματίτη». Εκείνη όμως πρόσεξε και κάτι άλλο. «Μια στιγμή». Άλλαξε θέση στο φακό. «Υπάρχουν ίνες μέσα στο οστό. Στη δική σου πλευρά;» «Ναι. Πάρε ένα δείγμα. Μοιάζουν να προέρχονται από ξύλο». Η Σάρλοτ πήγε στο συρτάρι με τα εργαλεία, πήρε μια μικρή λαβίδα κι ένα φιαλίδιο κι άρχισε να τραβάει τις ίνες από το οστό. Εν τω μεταξύ, ο Μπερσέι είχε ήδη πάει κοντά στα πόδια του σκελετού κι είχε σκύψει για να δει καλύτερα κάτι που υπήρχε εκεί. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε ακουμπώντας κάτω το φιαλίδιο και τη μικρή λαβίδα. Της έκανε νόημα να πλησιάσει. «Έλα να δεις». Στρέφοντας τους φακούς της προς την περιοχή ακριβώς κάτω από το αντικνήμιο, η περόνη και η κνήμη φαίνονταν σαν να ανήκαν σε υγιή άνθρωπο. Στα οστά, όμως, του άκρου ποδιού υπήρχαν διάφορες αλλοιώσεις. Στο αριστερό πόδι, δύο από τα οστά ήταν σπασμένα. «Κοίτα το τραύμα ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο μετατάρσιο», παρατήρησε ο Μπερσέι. «Μοιάζει με αυτό στα χέρια». «Οι ίδιες ραβδώσεις στο χρώμα της σκουριάς», πρόσθεσε η Χενεσί. «Προήλθαν σίγουρα από κάποιο μέταλλο που τα διαπέρασε». «Κρίνοντας από τα κατάγματα στο δεύτερο μετατάρσιο του αριστερού ποδιού, ήταν καρφί. Βλέπεις το σημείο όπου η μύτη τρυπάει το οστό και το σπάει;» Η Χενεσί είδε ένα κοίλωμα σε σχήμα διαμαντιού που είχε σημαδέψει το μέσο της ρωγμής και ανακάλυψε κι άλλες σκλήθρες από ξύλο. «Απίστευτο. Μοιάζει σαν το καρφί να ξέφυγε την πρώτη φορά». Η σκέψη ότι ένας άνθρωπος μπορούσε να προκαλέσει τέτοιον τραυματισμό σ' έναν άλλον άνθρωπο της έφερε ναυτία. Κανένα ζώο δε θα φερόταν με τόση σκληρότητα.
«Μάλλον επειδή τα πόδια καρφώθηκαν το ένα πάνω στ' άλλο», είπε άτονα ο δόκτωρ Μπερσέι. Πρόσεξε όμως και κάτι άλλο παράξενο στην περιοχή των γονάτων και πλησίασε για να το δει καλύτερα. «Τι βλέπεις;» «Κοίτα αυτό». Όταν η Σάρλοτ κοίταξε προσεκτικά την άρθρωση του γονάτου, ο τραυματισμός έγινε αμέσως εμφανής. Τη στιγμή ακριβώς που είχε αρχίσει να σκέφτεται ότι τα πράγματα δε θα μπορούσαν να γίνουν χειρότερα. «Ω, Θεέ μου». «Τελείως σπασμένα», είπε ο Μπερσέι με κομμένη την ανάσα. «Δες αυτά τα σχισίματα στο χόνδρο και τα λεπτά κατάγματα κάτω από το γόνατο». «Έσπασαν τα γόνατά του;» «Ναι, φυσικά». «Τι εννοείς;» Ο Μπερσέι ίσιωσε την πλάτη του και σήκωσε τους φακούς του. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλομο. «Είναι απολύτως ξεκάθαρο τι συνέβη εδώ. Αυτός ο άνθρωπος σταυρώθηκε».
ΟΡΟΣ ΤΟΥ Ν Α Ο Υ
«Δεν είναι δυνατόν να περιμένεις από μένα να βεβηλώσω τα λείψανα των νεκρών». Σαφώς προσβεβλημένος, ο Ραζάκ σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του και κοίταξε συνοφρυωμένος τον Μπάρτον. «Δεν έχεις καθόλου συνείδηση;» «Είναι σημαντικό, Ραζάκ». Του έδωσε πάλι τα γάντια, μα ο Ραζάκ τα έσπρωξε μακριά. «Δε θα το επιτρέψω αυτό!» Η φωνή του ακούστηκε δυνατά πέρα από τους τοίχους της αίθουσας. «Πρέπει να πάρεις εξουσιοδότηση από τη Γουάκφ». Ο Ακμπάρ κοίταξε μέσα από την τρύπα της έκρηξης και φάνηκε αναστατωμένος. Αποφεύγοντας το βλέμμα του φρουρού, ο Μπάρτον μίλησε ήρεμα. «Ξέρουμε και οι δύο ότι αυτό δε θα 'χει αποτέλεσμα. Για να κερδίσουμε χρόνο, πρέπει να πάρουμε κάποιες πρωτοβουλίες ώστε να βρούμε απαντήσεις. Γι' αυτό βρισκόμαστε εδώ». Θυμωμένος ακόμα, ο Ραζάκ στράφηκε στον Ακμπάρ. «Εντάξει είναι όλα». Έκανε νόημα στο φρουρό να φύγει. Έτριψε τους κροτάφους του και μετά κοίταξε πάλι τον αρχαιολόγο. «Τι θα κερδίσουμε απ' αυτό; Μόνον οστά υπάρχουν μέσα σ' αυτά τα φέρετρα». «Δεν είναι βέβαιο». Ο Ραζάκ άνοιξε τα χέρια του.
«Αν δεν είναι έτσι τα πράγματα, τότε γιατί οι κλέφτες δεν πήραν κι αυτά εδώ τα φέρετρα;» είπε δείχνοντας με μια κίνηση του χεριού του τις οστεοθήκες. «Πρέπει να βεβαιωθούμε», αποκρίθηκε ο Μπάρτον παραμένοντας σταθερός στην άποψή του. «Πρέπει να διερευνήσουμε κάθε πιθανότητα. Όπως έχουν τα πράγματα, οι μόνες ενδείξεις που διαθέτουμε βρίσκονται σ' αυτό το δωμάτιο. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην εξετάσουμε αυτές τις οστεοθήκες». Για λίγα δευτερόλεπτα, η κρύπτη βυθίστηκε σε νεκρική σιγή. «Εντάξει», ενέδωσε τελικά ο Ραζάκ. «Ένα ένα τα φέρετρα. Αλλά αυτό θα το κάνεις μόνος σου». «Κατάλαβα». «Ας μας λυτρώσει ο Αλλάχ», μουρμούρισε ο Ραζάκ. «Έλα, λοιπόν. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις», είπε και γύρισε αλλού για να μη βλέπει. Ο Μπάρτον, ανακουφισμένος, γονάτισε μπροστά στην πρώτη οστεοθήκη που είχε χαραγμένο με εβραϊκούς χαρακτήρες το όνομα «Ρεβέκκα». «Αυτό μπορεί να πάρει κάμποσο», φώναξε. «Θα περιμένω». Απλώνοντας τα χέρια του, ο Μπάρτον έπιασε σφιχτά το επίπεδο, λίθινο καπάκι από τις πλαϊνές πλευρές. Έριξε μια ματιά στον Ραζάκ. Ο μουσουλμάνος του είχε ακόμα γυρισμένη την πλάτη. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ο Μπάρτον ταρακούνησε το καπάκι για να χαλαρώσει και το σήκωσε.
Δύο ώρες μετά το άνοιγμα της πρώτης οστεοθήκης, ο Γκράχαμ Μπάρτον ξανάβαζε στη θέση του το σκελετό που είχε βγάλει από την έβδομη οστεοθήκη. Όπως ακριβώς οι σκελετοί των προηγούμενων έξι φέρετρων, ήταν κι αυτός εξαιρετικά καλά διατηρημένος. Παρόλο που η παθολογοανατομική ανθρωπολογία δεν ήταν η ειδικότητά του, είχε μελετήσει αρκετά οστά στη δουλειά του, ώστε καταλάβαινε τα βασικά. Τα ονόματα σε κάθε οστεοθήκη τον γλίτωναν σίγουρα από πάρα πολλή σκέψη όσον αφορά το
φύλο. Κάποιες ενδείξεις, όμως, στις ραφές των οστών του κρανίου, στις αρθρώσεις και στα οστά της λεκάνης τον οδήγησαν σε συγκεκριμένα συμπεράσματα σχετικά με την ηλικία αυτών των σκελετών. Οι τέσσερις νεότερες γυναίκες -οι κόρες, υπέθετε- πέθαναν πολύ νέες, ανάμεσα στο τέλος της εφηβείας και στην αρχή της δεκαετίας των είκοσι. Οι τρεις νεότεροι άντρες -οι γιοι, με την ίδια λογική- πάλι έμοιαζε να πέθαναν σε αντίστοιχες ηλικίες. Ήταν σύνηθες για οικογένειες του 1ου αιώνα τα παιδιά να είναι πολλά και να γεννιούνται με μικρή διαφορά χρόνου, ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση της οικογένειας. Ωστόσο, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει ο Μπάρτον, στα λείψανα τους δεν υπήρχε κάτι ολοφάνερα μη κανονικό. Καμιά βάσιμη ένδειξη τραύματος. Υποθέτοντας ότι όλ' αυτά τα αδέλφια γεννήθηκαν από τον πατέρα και τη μητέρα που είχαν ενταφιαστεί στις οστεοθήκες οκτώ και εννέα, φαινόταν αλλόκοτο που όλοι είχαν πεθάνει τόσο νέοι. Αυτό έμοιαζε στατιστικά απίθανο ακόμα και για τον Ιο αιώνα, όπου -για όσους επιζούσαν έπειτα από τα σκληρά πρώτα χρόνια της ζωής τους- η μέση διάρκεια ζωής ήταν συνήθως τα τριάντα πέντε χρόνια. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε σαν όλοι να είχαν πεθάνει ταυτόχρονα. Παράξενο. Ο Μπάρτον σηκώθηκε μια στιγμή για να τεντωθεί. «Όλα εντάξει εκεί πέρα;» Κοίταξε στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου ο μουσουλμάνος, βυθισμένος στις σκέψεις του, καθόταν και κοίταζε τον τοίχο. Κάποια στιγμή τον είχε ακούσει να ψέλνει προσευχές. «Ναι. Πόση ώρα θα χρειαστείς ακόμα;» «Έχω άλλα δύο μόνο. Να πούμε μισή ώρα;» Ο μουσουλμάνος έγνεψε καταφατικά. Ο αρχαιολόγος πήγε και κάθισε οκλαδόν μπροστά από την όγδοη οστεοθήκη που περιείχε τη γυναίκα του Ιωσήφ, τη Σάρα. Συνηθισμένος από τις προηγούμενες, τράβηξε επιδέξια το καπάκι, το γύρισε ανάποδα και το ακούμπησε στο πέτρινο δάπεδο για να μπορέσει να το χρησιμοποιήσει σαν παλέτα για τα οστά που έβγαζε. Οι κούφιες κοιλότητες των ματιών, ενός γυαλιστερού άτρι-
χου κρανίου του ανταπέδιδαν το βλέμμα του από το εσωτερικό του φέρετρου, ενός κρανίου που θύμιζε μακάβριο γύψινο καλούπι βαμμένο με μπεζ βερνίκι. Αβέβαιος για το τι έψαχνε, ο Μπάρτον είχε αρχίσει να χάνει κάθε ελπίδα ότι αυτά τα τελευταία φέρετρα θα περιείχαν κάτι εξαιρετικό. Μήπως οι κλέφτες γνώριζαν πράγματι ότι δεν περιείχαν τίποτα σημαντικό και τα άφησαν σκόπιμα πίσω, όπως είχε υπονοήσει ο Ραζάκ; Ή τ α ν βέβαιο ότι το περιεχόμενο της δέκατης οστεοθήκης δε θα μπορούσε να είναι τόσο συνηθισμένο όσο αυτών εδώ. Τον είχε προβληματίσει το τι ακριβώς γνώριζαν οι κλέφτες για το λείψανο που έλειπε και το πώς μπορούσαν να ήξεραν εκ των προτέρων τόσες λεπτομέρειες. Πήρε στις παλάμες του το κρανίο, το περιεργάστηκε περιμετρικά και μετά έριξε το φως του φακού στο εσωτερικό του. Φωτίστηκε σαν μια μακάβρια κολοκύθα-φανάρι που είχε κοπεί σε σχήμα ανθρώπινου προσώπου. Οι συγχωνεύσεις των ραφών των οστών του κρανίου έδειχναν ότι η Σάρα πρέπει να ήταν στο τέλος της δεκαετίας των τριάντα. Το ακούμπησε πάνω στο καπάκι. Στη συνέχεια, έβγαλε ένα ένα τα μεγαλύτερα οστά και τα στοίβαξε συστηματικά δίπλα στο κρανίο. Τα μικρά οστά που είχαν πέσει στον πυθμένα του σκεύους τα έβγαλε με τη χούφτα του. Ό λ α μπορούσαν να ερμηνευθούν και όλα ήταν φυσιολογικά. Θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν του είχε ξεφύγει τίποτε, έριξε το φως του φακού στην άδεια οστεοθήκη και κοίταξε προσεκτικά κάθε επιφάνεια μήπως υπήρχαν εγχαράξεις. Ο Μπάρτον ξανάβαλε με σεβασμό τα οστά της Σάρας στην οστεοθήκη της και τη σκέπασε πάλι με το καπάκι της. Μετά κάθισε οκλαδόν μπροστά στην ένατη οστεοθήκη, έχοντας πια ελάχιστο ενθουσιασμό. «Έλα, Ιωσήφ, μίλησέ μου». Απλώνοντας τα χέρια του, έτριψε τις άκρες των δαχτύλων του για καλή τύχη και άρπαξε το καπάκι. Αυτή τη φορά ξαφνιάστηκε που το καπάκι δεν άνοιγε. Προσπάθησε πάλι. Τίποτε. «Χμμ... παράξενο». «Τι συμβαίνει;» φώναξε ο Ραζάκ.
«Αυτή η τελευταία οστεοθήκη έχει σφραγιστεί αεροστεγώς». Ο Μπάρτον κοίταξε με το φακό τον αρμό της. Όντως υπήρχε κάτι που έμοιαζε με υλικό στεγανοποίησης. «Ίσως, λοιπόν, πρέπει να την αφήσεις στην ησυχία της». Είναι τρελός αυτός ο άνθρωπος; Δεν είχε κάνει όλον αυτό τον κόπο για να σταματήσει τώρα. Αγνοώντας τον, ο Μπάρτον έβγαλε έναν ελβετικό σουγιά από την τσέπη του, άνοιξε μια λεπίδα μετρίου μεγέθους κι έξυσε λίγο από το κολλώδες υλικό πάνω στη γαντοφορεμένη παλάμη του. Κοιτάζοντας τα ξύσματα στο φως, αποφάσισε πως ήταν κάποιο λιπαρό κερί. Του πήρε λιγότερο από πέντε λεπτά να χαλαρώσει αρκετά το σφράγισμα ώστε ν' απελευθερώσει το καπάκι. Δίπλωσε τη λεπίδα και ξανάβαλε το σουγιά στην τσέπη του. «Ωραία, λοιπόν», μουρμούρισε σκουπίζοντας τον ιδρώτα από το μέτωπο του. Πιάνοντας το καπάκι από τις επιμήκεις πλευρές του, το τράβηξε προσεκτικά, το αναποδογύρισε και το ακούμπησε στο δάπεδο. Μια δυσάρεστη οσμή αναδύθηκε από την ανοιχτή κοιλότητα του φέρετρου, κόβοντάς του την ανάσα. Άρπαξε το φακό και φώτισε το εσωτερικό του. Τα μακρύτερα οστά ήταν πάνω πάνω κι άρχισε να τα βγάζει. Όταν έφτασε στο κρανίο, το περιέστρεψε και έριξε το φως του φακού πάνω του. Κρίνοντας από την προχωρημένη συγχώνευση των ραφών του και τη σημαντική φθορά των δοντιών που είχαν απομείνει στα σαγόνια του, ο Ιωσήφ όταν πέθανε θα πρέπει να ήταν στο τέλος της δεκαετίας των εξήντα ή στην αρχή των εβδομήντα. Όταν έβγαλε και το τελευταίο οστό από την οστεοθήκη, ο Μπάρτον πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσκυψε το κεφάλι του μέσα στο φέρετρο, φωτίζοντας με το φακό τα εσωτερικά του τοιχώματα. Στον πυθμένα είδε κατάπληκτος μια μικρή ορθογώνια μεταλλική πλάκα. Ξαναβγάζοντας τη λεπίδα του ελβετικού σουγιά του, την έχωσε κάτω από την πλάκα και, χρησιμοποιώντας τη σαν μοχλό, ξεσκέπασε ένα μικρό κοίλωμα που είχε σκαλιστεί στη βάση της οστεοθήκης. Μέσα υπήρχε ένας μικρός μεταλλικός κύλινδρος με μήκος όχι μεγαλύτερο από δεκαπέντε εκατοστά. Ο Μπάρτον χαμογέλασε. «Μπράβο σου, αγόρι μου». Τον άρπαξε με τα δάχτυλά του και τον σήκωσε ψηλά.
«Βρήκες τίποτε;» Η φωνή του Ραζάκ αντήχησε στην κρύπτη. «Ω, ναι. Κοίτα». Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Ραζάκ γύρισε προς το μέρος του. Προτού προλάβει να δει τον κύλινδρο, το βλέμμα του έπεσε στο σωρό με τα οστά. Απότομα ξαναγύρισε το κεφάλι του προς τον τοίχο. «Δυστυχισμένη ψυχή. Ας βρει γαλήνη», ψιθύρισε ο Ραζάκ. «Συγγνώμη. Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει». Κουνώντας το κεφάλι του με παραίτηση, ο Ραζάκ είπε: «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Τι κρατάς στο χέρι σου;» «Ένα στοιχείο». Ο Μπάρτον τινάχτηκε όρθιος και πλησίασε στο φως που κρεμόταν από ένα στύλο. «Έλα να δεις». Ο Ραζάκ σηκώθηκε σαν ελατήριο και πήγε δίπλα στον Μπάρτον. Βλέποντάς το από κοντά, ο Ραζάκ παρατήρησε ότι ο κύλινδρος -μάλλον από μπρούντζο- είχε μικρά καπάκια και στα δύο άκρα του. «Θα τον ανοίξεις;» «Φυσικά». Χωρίς να διστάσει, ο Μπάρτον τράβηξε το ένα καπάκι. Γέρνοντας το ανοιχτό άκρο προς το φως, κοίταξε μέσα. Πρόσεξε ότι υπήρχε κάτι τυλιγμένο. «Αχά. Νομίζω ότι έχουμε έναν πάπυρο». Ο Ραζάκ χάιδευε νευρικά το πιγούνι του κι αναρωτιόταν μήπως υπήρχε κάποιος καλύτερος τρόπος να τα κάνουν όλ' αυτά, αλλά ενέδωσε στο γεγονός ότι ο Μπάρτον ήταν ειδικός. Γέρνοντας τον κύλινδρο πάνω στην παλάμη του, ο Μπάρτον τον χτύπησε μερικές φορές ελαφρά μέχρι να πέσει ο πάπυρος. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο μέσα στο μεταλλικό σωλήνα, τον έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του. «Περγαμηνή. Και εξαιρετικά καλά διατηρημένη». Την ξεδίπλωσε πολύ προσεκτικά. Περιείχε ένα αρχαίο κείμενο, ελληνικό αν δεν έκανε λάθος. Ο αρχαιολόγος γύρισε και κοίταξε τον Ραζάκ. «Μπίνγκο».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Έχοντας περάσει τις προηγούμενες δύο ώρες φτιάχνοντας ένα εκτενές αρχείο για την παθολογοανατομική εξέταση -με ψηφιακές φωτογραφίες, γραπτές περιγραφές και σημειώσεις-, οι δύο επιστήμονες έπιναν τους εσπρέσο τους δίπλα στη μηχανή του καφέ, στο δωματιάκι του εργαστηρίου με τους λευκούς τοίχους που χρησιμοποιούσαν στα διαλείμματά τους. Και οι δύο ήταν βυθισμένοι στις σκέψεις τους. Ο Μπερσέι ήταν συνοφρυωμένος. «Έχω δει ανθρώπινα λείψανα κάθε σχήματος και είδους, κάποια μουμιοποιημένα, άλλα που ήταν απλώς οστά. Μερικά, μάλιστα, ήταν λιωμένα». Έκανε μια παύση. «Αυτό όμως το είδα για πρώτη φορά. Παρόλο που δεν είναι πρωτοφανές». «Γιατί το λες;» «Ενώ είναι κοινή πεποίθηση ότι η σταύρωση ξεκίνησε από τους Έλληνες, στην πραγματικότητα εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο από τους Ρωμαίους - ήταν ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο θανάτωναν τους εγκληματίες, ώσπου την απαγόρευσε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα». «Είσαι σίγουρος ότι αυτό που βλέπουμε εδώ είναι αποτέλεσμα σταύρωσης και όχι κάποιου άλλου βασανιστηρίου;» «Αναμφίβολα. Και θα σου εξηγήσω γιατί». Ο Μπερσέι τέλειωσε τον καφέ του. «Ας αρχίσουμε με τα βασικά. Πρέπει, κατ' αρχάς, να καταλάβεις γιατί οι Ρωμαίοι σταύρωναν τους εγκληματίες. Ήταν
προφανώς μια ακραία μέθοδος τιμωρίας. Επιπλέον, όμως, έστελνε το μήνυμα σ' όλους τους πολίτες ότι η Ρώμη είχε τον έλεγχο. Ήταν ένας πολύ δημόσιος θάνατος - ξεγύμνωναν τα θύματα και τα κρεμούσαν στους μεγάλους δρόμους και στα κεντρικά σημεία. Θεωρούνταν ένας ατιμωτικός τρόπος να πεθάνει κανείς... πέρα για πέρα εξευτελιστικός. Ως εκ τούτου, τον χρησιμοποιούσαν για τους εγκληματίες των χαμηλών κοινωνικών τάξεων και για τους εχθρούς του κράτους. Ήταν η βασική μέθοδος των Ρωμαίων, που εξουσίαζαν με το φόβο». Τα πράσινα μάτια της Σάρλοτ άστραψαν. «Μπορεί, λοιπόν, εδώ να 'χουμε να κάνουμε μ' έναν εγκληματία;» «Ίσως», ανασήκωσε τους ώμους του. Τον κοίταξε με περιέργεια. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» «Το καταλαβαίνω ότι φαίνεται παράξενο, αλλά μερικά χρόνια πριν δημοσίευσα μια μελέτη με θέμα τη σταύρωση, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την παπική επιτροπή. Εξέτασα εδραιωμένες θεωρίες για τον τρόπο με τον οποίο η σταύρωση σκοτώνει το θύμα». Η Σάρλοτ δεν ήξερε πώς ν' αντιδράσει. «Πρέπει να σε ρωτήσω... γιατί;» «Κοίτα, ξέρω ότι ακούγεται νοσηρό. Αλλά χρησιμοποιούσαν τη σταύρωση για αιώνες κι έχει άμεση σχέση με την κατανόηση των πρώτων ρωμαϊκών διακυβερνήσεων. Προτιμώ να το βλέπω απλώς σαν μια εργασία», της είπε χαμογελώντας. «Ήταν ένα δημοφιλές άρθρο». «Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Έ ν α ς τέλειος τρόπος να κερδίσεις την προσοχή». «Θέλεις να συνεχίσω;» «Ναι, σε παρακαλώ». «Προτού σταυρώσουν τους εγκληματίες, τους χτυπούσαν συνήθως με βέργα ή μαστίγιο, για να είναι πιο υπάκουοι κατά τη μεταφορά τους στον τόπο της εκτέλεσης. Στην περίπτωση του ανθρώπου μας, φαίνεται ότι τον χτύπησαν με φραγγέλιο - ένα βάρβαρο μαστίγιο με πολλά λουριά και μεταλλικά δόντια».
«Αυτό εξηγεί γιατί τα πλευρά είχαν τόσο άσχημες ουλές». «Si. Κρίνοντας από το βάθος των σχισμών, η σάρκα του πρέπει να είχε γδαρθεί σε μεγάλη έκταση. Ο άνθρωπος αυτός θα πονούσε φρικτά και θα αιμορραγούσε ακατάσχετα». «Είναι τόσο απάνθρωπο». Πάλεψε με την παρόρμηση της να φανταστεί το μαστίγιο με τα ξυράφια στις άκρες να κυματίζει στον αέρα και να κάνει χαρακιές στη σάρκα. «Αυτό, δυστυχώς, ήταν μόνο η αρχή. Αυτή καθαυτή η σταύρωση ήταν πολύ, πολύ χειρότερη. Υπήρχαν διάφορες παραλλαγές σ' αυτό τον τρόπο εκτέλεσης, που όλες ουσιαστικά αποσκοπούσαν στο ίδιο φονικό αποτέλεσμα. Σούβλιζαν τον εγκληματία με μακριά καρφιά πάνω σε κάποιο είδος σταυρού. Τα καρφιά διαπερνούσαν τους καρπούς και τα πόδια. Επίσης, έδεναν ένα σκοινί γύρω από τα μπράτσα του για πρόσθετη στήριξη όταν θα κρεμούσαν όρθιο το σώμα. Ο σταυρός μπορούσε να είναι πολλών ειδών: ένα απλό δέντρο ή ένας στύλος, δύο δοκάρια που σχημάτιζαν Χ, ή μια σταθερή κατασκευή σαν κεφαλαίο Τ. Στην περίπτωση του δικού μας θύματος, υποθέτω ότι ο σταυρός ήταν ένας crux composita. Αποτελούνταν από έναν όρθιο στύλο, το χάρακα, και ένα οριζόντιο δοκάρι, τον κύφωνα. Ξέρουμε ότι οι γνωστές απεικονίσεις σταυρώσεων δείχνουν τα θύματα να 'ναι καρφωμένα στο σταυρό από τα χέρια...» Η Σάρλοτ ήξερε τι θα της έλεγε στη συνέχεια: «Αλλά τα μικρά οστά και η λεπτή σάρκα των χεριών δεν μπορούσαν να στηρίξουν το βάρος του σώματος, έτσι δεν είναι; Αν κάρφωναν το σώμα στα χέρια, θα γλιστρούσε και θα έπεφτε από το σταυρό», του είπε σφίγγοντας το φλιτζάνι με τα χέρια της. «Ακριβώς. Για να στηριχτεί λοιπόν το βάρος, κάρφωναν τα σιδερένια καρφιά -που είχαν μεγάλο μήκος, περίπου δεκαοκτώ εκατοστά- στον καρπό, πάνω ακριβώς από την ωλένη και την κερκίδα, μαζί με μια μεγάλη ξύλινη ροδέλα που εμπόδιζε την ολίσθηση. Εδώ ακριβώς». Ο Μπερσέι έδειξε ένα σημείο πάνω ακριβώς από τον καρπό του. «Το καρφί συνέθλιβε ή τραυμάτιζε το μεσαίο νεύρο, στέλνοντας κύματα αφόρητου
πόνου στο μπράτσο. Τα χέρια παρέλυαν αμέσως. Αφού είχαν καρφώσει και τους δυο καρπούς, ανέβαζαν βίαια τον κύφωνα, που κρατούσε όλο το βάρος του σώματος, πάνω στο χάρακα με σκοινιά. Είναι πέρα από κάθε φαντασία πώς θα ένιωθε κανείς τότε. Είναι απίστευτο». Στο νου της ήρθαν φρικιαστικές εικόνες με καρφιά που τα σφυροκοπούσαν και τα έχωναν στη σάρκα. «Αυτό εξηγεί την εξάρθρωση των ώμων». «Εξηγεί επίσης τα σημάδια από τραύμα και τα ίχνη από αιματίτη που βλέπουμε στους καρπούς - αποδείξεις της εξαιρετικής πίεσης που ασκήθηκε στα οστά. Κονιορτοποιήθηκαν. Σαν να κρεμόταν το βάρος του σώματος από τα καρφιά». Η Χενεσί άφησε το φλιτζάνι της στο νεροχύτη. «Δεν μπορώ να πιω άλλο». Ο Μπερσέι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. «Είσαι εντάξει;» Έτριψε τα μάτια της. Ίσως ο καρκίνος των οστών να μην ήταν τελικά τόσο κακός. «Συνέχισε. Εντάξει είμαι». «Αφού το σώμα είχε τραβηχτεί σε όρθια θέση», συνέχισε ο Ιταλός, «τα πόδια τοποθετούνταν το ένα πάνω στ' άλλο και μετά καρφώνονταν πάνω στο στύλο. Κάτι που δεν ήταν εύκολο, αφού το θύμα θα χτυπιόταν δεξιά αριστερά». «Αυτό πιθανόν να εξηγεί τα κατάγματα που είδαμε στο πόδι. Γινόταν πάλη». «Ναι». Η φωνή του Μπερσέι χαμήλωσε. «Μερικές φορές, για ν' αποφευχθεί η πάλη, έβαζαν για στήριξη ανάμεσα στα πόδια έναν ξύλινο καθισματάκι, το πήγμα. Έ ν α καρφί καρφωνόταν...» έκανε μια παύση για να εκφράσει διαφορετικά αυτό που ήθελε να πει, αλλά θεώρησε πως ήταν αναγκαίο να ολοκληρώσει την εξήγησή του, «πάνω στο πέος και διαπερνούσε το πήγμα για να σταθεροποιεί τα θύματα πάνω στο σταυρό». Για μια στιγμή η Σάρλοτ ένιωσε να ζαλίζεται, σαν να επρόκειτο να λιποθυμήσει. Κάθε φορά που ο δόκτωρ Μπερσέι πρόσθετε μια καινούρια λεπτομέρεια, νόμιζε πως κόνταινε όλο και περισσότερο, λες και κάποιος της αφαιρούσε ένα ένα τα οστά από το σώμα της.
«Αυτό είναι απίστευτα βάναυσο», του είπε ψιθυρίζοντας. Αυτές οι τρομακτικές γνώσεις βρίσκονταν σε πλήρη ασυμφωνία με τον πράο χαρακτήρα του Τζιοβάνι. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Σταυρώνοντας τα χέρια του, ο Μπερσέι έκανε μια παύση για να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. «Το θέμα είναι ότι, στη σταύρωση, τίποτε απ' όλα αυτά δε σκοτώνει το θύμα. Τελικά, όλες οι πληγές μαζί σκοτώνουν. Το μαστίγωμα, το παλούκωμα, η έκθεση στις καιρικές συνθήκες... όλα συμβάλλουν. Ανάλογα με την υγεία του θύματος πριν από την εκτέλεση, ο θάνατος μπορεί να πάρει μέρες». Η Σάρλοτ δεν μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινα όντα να υποβάλλονται σε μια τόσο ακραία τιμωρία. Εξίσου αινιγματικό γι' αυτήν ήταν το πάθος του Μπερσέι για το θέμα. Δεν μπορούσε παρά να σκεφτεί ότι οι άντρες είχαν μια έμφυτη περιέργεια γι' αυτά τα πράγματα. «Κι εμείς ξέρουμε ήδη ότι αυτός ο άντρας ήταν εξαιρετικά υγιής». Ο Μπερσέι έγνεψε καταφατικά. «Ο τραυματισμός που είδαμε στα πλευρά υποδηλώνει ότι η ένταση του μαστιγώματος από μόνη της θα 'πρεπε να τον είχε σκοτώσει. Το δέρμα και οι μύες θα είχαν γίνει κουρέλια, αφήνοντας πιθανόν εκτεθειμένα τα εσωτερικά όργανα. Είναι απίστευτο πόση καρτερικότητα έδειξε αυτό το άτομο - θα πρέπει να υπέφερε φρικτά. Κάτι που με οδηγεί στο τελευταίο επιχείρημά μου». Το στομάχι της Σάρλοτ συσπάστηκε. Ήξερε ότι επρόκειτο να της πει κάτι ακόμα πιο βαρύ. «Αν ο εγκληματίας δεν πέθαινε αρκετά γρήγορα έπειτα από όλη αυτή τη διαδικασία», συνέχισε ο Μπερσέι, «επιτάχυναν το θάνατο σπάζοντας τα γόνατά του μ' ένα μεγάλο μεταλλικό ρόπαλο». Η εικόνα σχηματίστηκε γρήγορα στο νου της κι ένιωσε τα δικά της γόνατα να τρέμουν. «Αυτό ακριβώς που βλέπουμε εδώ», του απάντησε. Παλεύοντας να παραμείνει αντικειμενική, η Σάρλοτ σκέφτηκε τις συνέπειες του τελευταίου σταδίου της τιμωρίας. «Χωρίς
τη στήριξη των ποδιών, η θωρακική κοιλότητα θα σήκωνε ολόκληρο το βάρος του σώματος. Γι' αυτόν το λόγο είχε σκιστεί ο χόνδρος στο στήθος;» «Ακριβώς. Με συμπιεσμένους τους πνεύμονες, το θύμα θα πάλευε απελπισμένα για ν' αναπνεύσει. Εν τω μεταξύ, όσο λίγο αίμα είχε απομείνει, θα κατέβαινε χαμηλότερα στα πόδια και στον κορμό». «Επομένως, ο εγκληματίας θα πέθαινε ουσιαστικά από ασφυξία και συγκοπή, σωστά;» «Σωστά. Η αφυδάτωση κι ο τραυματισμός θα επιτάχυναν επίσης τη διαδικασία». Σταμάτησε και σούφρωσε τα χείλη του. «Άφηναν το θύμα πάνω στο σταυρό για μέρες, μέχρι να πεθάνει. Θα πρέπει να ήταν απερίγραπτα επώδυνο». «Και μετά;» Με σφιγμένα τα χείλη, ο Μπερσέι της εξήγησε. «Έριχναν τα νεκρά σώματα στο έδαφος αφήνοντάς τα βορά στους γύπες, στα σκυλιά και τα διάφορα άλλα ζώα. Αν έμεναν υπολείμματα, καίγονταν. Οι Ρωμαίοι ήταν πολύ συστηματικοί σε όλα αυτά. Η άρνησή τους να ενταφιαστεί κανονικά ο εγκληματίας, που ενδυνάμωνε το τελευταίο στάδιο της τιμωρίας, ήταν μια τεράστια επίθεση προς όλες σχεδόν τις θρησκείες εκείνης της περιόδου. Καίγοντας τα σώματα, οι Ρωμαίοι αρνούνταν ουσιαστικά στα θύματα κάθε πιθανότητα για μετά θάνατον ζωή, μετεμψύχωση ή ανάσταση». «Η απόλυτη τιμωρία». Κάρφωσε τα μάτια της στο δάπεδο. «Πράγματι. Το σώμα καταστρεφόταν τελείως», πρόσθεσε ο Μπερσέι. «Ο κόσμος θα τα 'κανε πάνω του από την τρομάρα του βλέποντάς τα όλα αυτά. Τι θέαμα θα ήταν - να περπατάει κάποιος στο δρόμο και να βλέπει όλα αυτά τα σώματα παλουκωμένα πάνω σε στύλους. Και μετά μιλάμε για υπαινικτική διαφήμιση». «Το ισχυρό σημείο της Ρώμης. Άφηνε οπωσδήποτε μια ζωηρή αίσθηση... Κρατούσε φρόνιμους τους υποδουλωμένους φορολογού μένους». Το εργαστήριο βυθίστηκε στη σιωπή.
«Ποιος νομίζεις ότι ήταν αυτός ο τύπος;» τον ρώτησε τελικά. Ο Μπερσέι ανασήκωσε τους ώμους του και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι πολύ νωρίς για να πω. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από τους χιλιάδες που σταυρώθηκαν από τους Ρωμαίους. Πριν απ' αυτό εδώ, τα μόνα λείψανα εσταυρωμένου που είχαν βρεθεί ήταν ένα οστό από τη φτέρνα μ' ένα καρφί περασμένο στο πλάι. Το γεγονός ότι αυτό που εξετάζουμε είναι το πρώτο ανέπαφο εσταυρωμένο σώμα που έχει ανακαλυφθεί, το κάνει ένα εξαιρετικά πολύτιμο λείψανο». Η Σάρλοτ έγειρε το κεφάλι της. «Αυτό εξηγεί γιατί το Βατικανό μπήκε στον κόπο να μας φέρει εδώ». «Απολύτως. Είναι πλήρως κατανοητό. Έ ν α εύρημα σαν κι αυτό είναι ξεχωριστό». «Την οστεοθήκη, όμως, την ανοίξαμε μόλις σήμερα. Κι αφού ήταν σφραγισμένη, πώς στην ευχή θα μπορούσαν να ξέρουν ότι ο άντρας μέσα είχε σταυρωθεί; Πώς ήξεραν ότι θα χρειάζονταν τις δικές σου συμβουλές ως ειδικού;» Ο Μπερσέι το σκέφτηκε. «Δε με· εκπλήσσει που με κάλεσαν. Έχοντας δουλέψει στις κατακόμβες για χρόνια, έχω δει πολλούς σκελετούς και πολλά ταφικά ευρήματα. Όσον αφορά εσένα... δε χρειάζεται να σου πω ότι η χρήση του DNA για τη μελέτη ανθρώπινων λειψάνων είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο. Ας σταματήσουμε, όμως, προσωρινά τις υποθέσεις, μέχρι να εξετάσουμε κι άλλο την οστεοθήκη. Σε τελική ανάλυση, οι σοροί λένε μόνο ένα μέρος της ιστορίας».
ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ Β Α Τ Ι Κ Α Ν Ο Υ
Στην άλλη άκρη του διαδρόμου από 'κεί που βρισκόταν το εργαστήριο, σ' ένα μικρό χώρο που συνήθως τον χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη, διάφορα καλώδια είχαν συνδεθεί σειριακά με το σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή. Μετέδιδαν ζωντανά εικόνα και ήχο τόσο από το εργαστήριο όσο και από το διπλανό δωματιάκι όπου οι δύο επιστήμονες περνούσαν τα διαλείμματα. Φορώντας ακουστικά συνδεδεμένα με μια σειρά πλήκτρων ενός συστήματος παρακολούθησης, ο Σαλβατόρε Κόντε μαγνητοσκοπούσε επιμελώς κάθε κίνησή τους, όπως του είχε ζητήσει ο υπουργός Εξωτερικών του Βατικανού, ο καρδινάλιος Σαντέλι. Δύο ξεχωριστές ασύρματες μονάδες παρακολουθούσαν επίσης όλα τα εισερχόμενα και εξερχόμενα τηλεφωνήματα στο δωμάτιο όπου κοιμόταν η Σάρλοτ Χενεσί (χάρη σε μια απλή προσωρινή ηλεκτρονική σύνδεση στο κεντρικό τηλεφωνικό κέντρο του Βατικανού), αλλά και στο σπίτι του Τζιοβάνι Μπερσέι. Ενώ ο ανθρωπολόγος έτρωγε αφοσιωμένος το μοσχαρίσιο μπούτι που είχε παραμαγειρέψει η γυναίκα του, ο Κόντε συνέδεε έναν πομπό στο κουτί του τηλεφωνικού δικτύου στο πλάι του σπιτιού του, με την επιδεξιότητα ηλεκτρολόγου μηχανικού - ας είναι καλά οι προηγούμενοι εργοδότες του. Παρόλο που του φαινόταν αρκετά ενδιαφέρουσα η όλη επιστημονική συζήτηση, η προσοχή του ήταν στραμμένη κατά κύριο λόγο στη γοητευτική Αμερικανίδα επιστήμονα της γενετικής.
Ήταν πολύ σεξουαλική. Τύποι σαν αυτόν δεν έριχναν συνήθως κορίτσια σαν εκείνη. Αλλά η προσπάθεια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Και κανένας δεν προσπαθούσε περισσότερο από τον Σαλβατόρε Κόντε. Η επιμονή ήταν το παν. Παρατηρώντας πάλι προσεκτικά τη Χενεσί -πρόσωπο, χείλη, μαλλιά, σώμα- αποφάσισε ότι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, θα τη γευόταν. Χρειαζόταν απλώς να περιμένει λίγο περισσότερο, μέχρι να τελειώσει η δουλειά εδώ. Σ' έναν άλλο, ξεχωριστό υπολογιστή, κατέβασε το πρόγραμμα περιήγησης στο Διαδίκτυο και συνδέθηκε με την αρχική σελίδα της τράπεζας των νήσων Καϊμάν, όπου είχε ανοίξει έναν καινούριο λογαριασμό σ' ένα από τα ψευδώνυμά του. Αφού εισήγαγε το όνομα και τον κωδικό χρήστη για να αποκτήσει πρόσβαση στην κίνηση του λογαριασμού του, τον έλεγξε για να βεβαιωθεί ότι ο Σαντέλι ήταν εντάξει με το δικό του κομμάτι της συναλλαγής. Νωρίτερα εκείνο το πρωί είχε μια πολύ σταράτη συζήτηση με τον καρδινάλιο που αφορούσε μια επιπλέον αμοιβή για την εσπευσμένη παράδοση των αρχαίων ευρημάτων, καθώς και μια πρόσθετη αμοιβή για τον κίνδυνο που διέτρεξαν ο ίδιος και οι συνεργάτες του (εξαιρουμένου του Ντάγκλας Γουίλκινσον). Του ξεκαθάρισε ότι θα ένιωθε «άβολα» αν έφευγε από το Βατικανό χωρίς να έχει δει ότι η πληρωμή έγινε. Παραδόξως, ο καρδινάλιος δε διαμαρτυρήθηκε και συμφώνησε αμέσως ότι μια τόσο αποτελεσματική επιχείρηση άξιζε και με το παραπάνω την πρόσθετη δαπάνη. Τα χρήματα διαβιβάστηκαν τηλεγραφικά από κάποια από τις θυγατρικές τράπεζες που βρίσκονταν έξω από το Βατικανό και ο Κόντε ήταν σίγουρος ότι δεν μπορούσε κανένας να συσχετίσει αυτή την ενέργεια με κάποιον μέσα σ' αυτούς τους τοίχους. Η τράπεζα δεν είχε προσπαθήσει καν να επικοινωνήσει μαζί του για το ποσόν, και το κεφάλαιο μεταφέρθηκε αμέσως. Ο Κόντε ήταν ένας πολλά υποσχόμενος έφηβος στη στρατιωτική σχολή Νουντσιατέλα στη Νάπολη. Όταν αποφοίτησε, πήγε να υπηρετήσει την υποχρεωτική από το κράτος οκτάμηνη στρατιωτική θητεία του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και
οι μοναδικές ικανότητές του -σωματικές και διανοητικές-τράβηξαν την προσοχή των διοικητών του. Οι πολύ καλές συστατικές επιστολές που του έδωσαν του εξασφάλισαν μια θέση στη Servizio per le Informazioni e la Sicurezza Democratica - την ιταλική μυστική υπηρεσία πληροφοριών. Εκεί έμαθε τις βασικές γνώσεις που του επέτρεψαν αργότερα να γίνει ελεύθερος πράκτορας. Δολοφονίες, ομηρίες, διείσδυση σε δίκτυα τρομοκρατών - ο Κόντε έπαιρνε κάθε δουλειά που του πρότειναν και διέπρεπε σε όλες. Τον είχαν καλέσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του επί πληρωμή σε επιχειρήσεις παντού στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ήταν καλό που είχε αποφασίσει ν' αφήσει τη SISDE σχεδόν πέντε χρόνια πριν. Έχοντας ήδη εδραιώσει πολλές επαφές στα χρόνια που δούλευε μαζί τους, δεν του έλειπαν ποτέ οι πελάτες που ήθελαν να εκδικηθούν κάποιον εχθρό ή που σχεδίαζαν να «αποκτήσουν» νέα περιουσιακά στοιχεία. Πάντα πλήρωναν σε μετρητά και πάντα έγκαιρα. Είχε όμως επικεντρωθεί σε μια μικρή ομάδα πελατών που θεωρούσε ότι θα του απέφεραν περισσότερα κέρδη. Ανάμεσά τους ήταν το Βατικανό - μια μικροσκοπική χώρα που πίστευε ότι ήταν ουσιαστικά απόρθητη με τα υψηλά τείχη της, το υπερσύγχρονο σύστημα ασφαλείας της και το μισθοφορικό στρατό της. Ο Κόντε είχε πάρει το θάρρος να επισκεφθεί τον κορυφαίο εκπρόσωπο της για να του υπενθυμίσει ότι κανένα σύστημα δεν ήταν απαραβίαστο. Ό χ ι φυσικά τον πάπα - αυτό δε θα ήταν σοφό. Ο Κόντε είχε επιλέξει τον καρδινάλιο Σαντέλι, τον άντρα που, σύμφωνα με τις πληροφορίες του, αποτελούσε την κινητήρια δύναμη πίσω από τα πάντα. Θυμόταν ακόμα την όψη του γερομπάσταρδου όταν, περπατώντας αργά και σφυρίζοντας, είχε μπει στο γραφείο του εκείνο το πρωί και είδε τον Κόντε να κάθεται στο άψογα οργανωμένο γραφείο του και να παίζει πασιέντζες στον υπολογιστή του, στον οποίο είχε εισέλθει παράνομα με μια φορητή συσκευή ανεύρεσης του κωδικού χρήστη. Ο Κόντε ήταν ντυμένος στα μαύρα - καθιερωμένη αμφίεση για νυχτερινή εισβολή.
«Ποιος στο διάβολο είσαι εσύ;» ούρλιαξε τρομοκρατημένος ο καρδινάλιος. «Ο σύμβουλος ασφαλείας της περιοχής σας», του απάντησε γρήγορα ο Κόντε με ευγενική φωνή. Στη συνέχεια, αφού σηκώθηκε κι έκανε τον κύκλο του γραφείου, του έδωσε μια επαγγελματική κάρτα με το ψευδώνυμο του κι έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου: «Ήμουν στην περιοχή και ήθελα να συστηθώ αυτοπροσώπως για να μελετήσουμε κάποιες προφανείς ελλείψεις στα συστήματα ασφαλείας του κράτους σας». Η αλήθεια είναι ότι να μπει στο Βατικανό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Μέσα σ' ένα σακίδιο ώμου, πίσω από το γραφείο του Σαντέλι, βρίσκονταν ένα σωρό σύνεργα: συρματόσχοινα με γάντζους, εξαρτήματα αναρρίχησης με σκοινί, υαλοκόπτες, γυαλιά νυκτός και διάφορα άλλα εργαλεία. Έπρεπε ν' αναρριχηθεί στο βόρειο τείχος της πόλης, να πετάξει ένα συρματόσχοινο στην ταράτσα του Μουσείου του Βατικανού, να κρεμαστεί και να τραβηχτεί στο κενό, να διασχίσει τη στέγη του κτιρίου για να φτάσει στο Αποστολικό Μέγαρο, ν' αλλάξει τη συχνότητα του συστήματος ασφαλείας (χρησιμοποιώντας μια παλμική ηλεκτρομαγνητική συσκευή που είχε βουτήξει από τη SISDE), να κατεβεί αναρριχώμενος στο παράθυρο του γραφείου του Σαντέλι, να κόψει το τζάμι και να ξεκλειδώσει την κλειδαριά. Αφού μπήκε μέσα, έφαγε ένα πανίνι με μορταδέλα, προσούτο και μοτσαρέλα, ήπιε ένα Pelegrino Chinotto και περίμενε την ανατολή του ήλιου. Πήρε ένα δυο λεπτά στον Σαντέλι για να ηρεμήσει και να προσπαθήσει να καταλάβει πώς μπόρεσε κάποιος να παρακάμψει τα αυστηρά, πολλαπλά συστήματα ασφαλείας του Βατικανού. Παράλληλα, σκεφτόταν το σύστημα ενδοεπικοινωνίας που υπήρχε πάνω στο γραφείο του. Ο Κόντε, αφού του εξήγησε τις αναρίθμητες υπηρεσίες που θα μπορούσε να προσφέρει σ' έναν «ισχυρό άντρα σαν κι εσάς», του απαρίθμησε προφορικά μια μακριά λίστα διαθέσιμων εξυπηρετήσεων που, ακούγοντάς τες, ο καρδινάλιος προσποιήθηκε ότι προσβλήθηκε. Αλλά ο Κόντε ήξερε. Είχε δει το φάκελο αυτού του τύπου όταν δούλευε στη SISDE -ιδιαίτερα το σημείο που αναφερόταν στη σχέση του με το ατιμωτικό σκάνδαλο της τρά-
πεζας Banco Ambrosiano- και ήξερε ότι ο καρδινάλιος συμμετείχε κι άλλοτε σε άνομες πράξεις. «Και τι σας κάνει να πιστεύετε ότι δε θα βάλω να σας συλλάβουν αυτή τη στιγμή;» τον είχε απειλήσει ο Σαντέλι. «Το ότι θα προκαλέσω έκρηξη με το C-4 που είναι κρυμμένο στο κτίριο, προτού οι φρουροί σας προλάβουν να περάσουν αυτή την πόρτα». Τα μάτια του καρδινάλιου είχαν ανοίξει διάπλατα: «Μπλοφάρετε». Ο Κόντε του έδειξε ένα μικρό τηλεχειριζόμενο πομπό. «Ο πάπας τώρα είναι πάνω, σωστά; Θα θέλατε πράγματι να το διακινδυνεύσετε;» «Εντάξει, κύριε Κόντε. Γίνατε σαφής». «Κρατήστε την κάρτα μου. Βασιστείτε σε μένα... Κάποια μέρα θα χρειαστείτε τη βοήθειά μου». Πήγε και σήκωσε το παραφουσκωμένο σακίδιο του. «Θα το εκτιμούσα αν με συνοδεύατε μέχρι έξω. Υπάρχουν πολλά πράγματα εδώ μέσα που μπορεί να ενεργοποιήσουν τους ανιχνευτές μετάλλων σας», είπε χτυπώντας απαλά την τσάντα του. «Αφού βγω ασφαλής έξω, θα σας πω πού θα βρείτε το C-4. Σύμφωνοι;» Οι γονείς του Κόντε ήταν πεπεισμένοι ότι το μυστικό της επιτυχίας του ήταν οι επενδύσεις του σε ακίνητα. Τη Μαρία όμως, την τριανταπεντάχρονη αδελφή του, δεν μπορούσε να την ξεγελάσει εύκολα και πάντα τον τσιγκλούσε στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Η δουλειά του δεν του επέτρεπε μόνιμες σχέσεις. Ό χ ι βέβαια ότι ο Σαλβατόρε Κόντε ήταν ικανός για κάτι τέτοιο. Για τα επόμενα χρόνια δε θα υπήρχαν σταθερές φιλενάδες... κι ούτε λόγος να γίνεται για γυναίκα ή παιδιά. Μια τέτοια ριψοκίνδυνη συμπεριφορά κατέστρεφε την ίδια την έννοια της ανωνυμίας και δημιουργούσε πάρα πολλές δυνητικές περιπλοκές. Προς το παρόν, υπήρχαν πάρα πολλές άλλου είδους γυναίκες που ήταν πρόθυμες να ικανοποιήσουν τις πιο επείγουσες επιθυμίες του Κόντε. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν χρήματα. Και, βλέποντας την πληρωμή απ' αυτή την τελευταία δουλειά του, θα υπήρχαν πάρα πολλές γυναίκες και στο άμεσο μέλλον. Οι επιχειρήσεις τού είχαν φερθεί καλά.
Χαμογελώντας, ο Κόντε άνοιξε διάπλατα τα μάτια του όταν διάβασε το υπόλοιπο του λογαριασμού του: έξι εκατομμύρια πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ. Αν αφαιρούσε τα πάγια έξοδάτου και το μερίδιο των έξι μελών της ομάδας, έμενε με καθαρό κέρδος, ούτε λίγο ούτε πολύ, τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ. Καθόλου άσχημα για λίγες μέρες δουλειάς. Και ούτε καν τον πυροβόλησαν. Ακόμη ένα κέρδος.
Χ Ι Ν Ο Ν , ΓΑΛΛΙΑ 3 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1314
Σ' ένα σκοτεινό στενόχωρο κελί κάτω από το Κάστρο Κουντρέ, ο Ζακ ντε Μολέ ακουμπούσε εξασθενημένος πάνω στον κρύο πέτρινο τοίχο της υπόγειας φυλακής και παρατηρούσε τρεις τεράστιους αρουραίους που πάλευαν για τα μικρά κομμάτια ψωμιού που τους είχε πετάξει. Από την υγρασία ένιωθε ρίγη ως το μεδούλι του. Η μυρωδιά από περιττώματα πλανιόταν βαριά στην ατμόσφαιρα. Αυτό το μέρος ήταν κάτι παραπάνω από φυλακή. Ήταν η Κόλαση. Στα εβδομήντα του, το γεμάτο ουλές κορμί του Ντε Μολέ -που κάποτε υπήρξε στιβαρό- ήταν καταβεβλημένο. Η πλούσια γενειάδα του, που είχε ασπρίσει απότομα, φύτρωνε σε βαθουλωμένα μάγουλα και ήταν μπερδεμένη, λιγδιασμένη και γεμάτη ψείρες. Για δύο δεκαετίες κατείχε την ανώτατη θέση στο τάγμα - ήταν ο Μέγας Μάγιστρος. Η ανταμοιβή του τώρα ήταν η ταπείνωση. Για έξι χρόνια σάπιζε σ' αυτό τον ξεχασμένο από τον Θεό λάκκο, έχοντας πέσει θύμα των σκανδαλωδών πολιτικών ελιγμών του νέου φιλόδοξου βασιλιά της Γαλλίας, του Φιλίππου του Δ', και του συνωμότη που τον στήριζε, του άγιου πάπα της Ρώμης, του Κλήμη του Ε'. Δεν είχε περάσει ούτε μία μέρα που να μη σκεφτεί τη συζήτηση του με τον Τιμπάλντ ντε Γκοντέν στο κάστρο στο Κολόσσι. Ίσως έπρεπε να είχε λάβει υπόψη του τη συμβουλή αυτού του άνανδρου.
Μέσα από τα σιδερένια κάγκελα άκουσε θορύβους από την άλλη άκρη του διαδρόμου, μια βαριά πόρτα που άνοιξε κι έτριξαν οι μεντεσέδες της, μεταλλικά κλειδιά που κουδούνιζαν και βήματα που πλησίαζαν. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, μια φιγούρα με κάπα εμφανίστηκε έξω από τα κάγκελα του κελιού. Χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει, ο Ντε Μολέ ήξερε ήδη ποιος ήταν ο επισκέπτης. Η βαριά μυρωδιά της κολόνιας του δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία ότι, τελικά, ο πάπας Κλήμης ο Ε' είχε αποφασίσει να εμφανιστεί, έχοντας στο πλάι του δύο γεροδεμένους φρουρούς της φυλακής. Μια ένρινη φωνή στα γαλλικά έφτασε στ' αφτιά του. «Φαίνεσαι σαν διάβολος, Ζακ. Ακόμα χειρότερα απ' όσο συνήθως». Ο Ντε Μολέ κοίταξε άγρια τον παχύσαρκο ποντίφικα που κάλυπτε τη γαμψή μύτη του μ' ένα κεντημένο μαντίλι. Χρυσά δαχτυλίδια με πολύτιμους λίθους, μαζί με το παπικό δαχτυλίδι με τον ψαρά, κάλυπταν τα απαλά χέρια του με τα περιποιημένα νύχια. Φορούσε πλούσια άμφια κάτω από μια βαριά μαύρη κάπα με κουκούλα και ο χρυσός σταυρός που κρεμόταν στο στήθος του λαμπύριζε στο φως μιας κοντινής δάδας. Ο Ντε Μολέ απάντησε, αναγκάζοντας τα γεμάτα χαρακιές χείλη του να κινηθούν παρά τον πόνο: «Εσύ φαίνεσαι... κομψός». «Λοιπόν, λοιπόν, Μεγάλε Αρχηγέ. Ας μην κάνουμε το ζήτημα προσωπικό». «Πολύ αργά γι' αυτό. Ποτέ δεν ήταν τίποτε άλλο εκτός από προσωπικό», του υπενθύμισε ο Ντε Μολέ. Ο Κλήμης χαμήλωσε το μαντίλι του και χαμογέλασε. «Για ποιο πράγμα θέλεις να μου μιλήσεις; Είσαι τελικά έτοιμος να εξομολογηθείς;» Το παγερό βλέμμα του Ντε Μολέ διαπέρασε τον πάπα - έναν άντρα δύο δεκαετίες νεότερο του. «Το ξέρεις ότι δε θ' απαρνηθώ ούτε τους αδελφούς μου ούτε την τιμή μου υποκύπτοντας στο σχέδιο σου». Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, είχαν αποδώσει στον Ντε Μολέ και στο τάγμα ούτε λίγο ούτε πολύ εκατόν είκοσι επτά κατη-
γορίες, όλες παράλογες καταγγελίες που περιλάμβαναν λατρεία του Σατανά, σεξουαλικές διαστροφές και αναρίθμητες βλάσφημες πράξεις εναντίον του Χριστού και της χριστιανοσύνης. Μόλις δύο χρόνια πριν, στις 22 Μαρτίου του 1312, ο ίδιος ο Κλήμης είχε εκδώσει ένα παπικό διάταγμα που ονομαζόταν «Vox in excelso», με το οποίο διέλυε επίσημα το τάγμα. «Έχεις ήδη πάρει τα χρήματά μας και τη γη μας». Ο τόνος της φωνής του Ντε Μολέ έδειχνε αηδία γι' αυτό τον άντρα. «Βασάνισες εκατοντάδες απ' τους ανθρώπους μου για ν' αποσπάσεις ψεύτικες ομολογίες, έκαψες ζωντανούς άλλους πενήντα τέσσερις - όλοι έντιμοι άνθρωποι που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην προστασία της ιερής εξουσίας της Εκκλησίας». Ο Κλήμης δεν επηρεάστηκε απ' τα λόγια του. «Το ξέρεις ότι, αν δεν πάψεις να είσαι ξεροκέφαλος, θα σε σκοτώσουν οι ιεροεξεταστές... κι αυτό δε θα 'ναι ευχάριστο. Μην ξεχνάς, Ζακ, ότι εσύ και οι άνθρωποι σου είστε τόσο απαρχαιωμένοι όσο κι αυτό που υποστηρίζετε, αγνό ή όχι. Πιστεύω ότι έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που οι λεγεώνες σας έχασαν τον έλεγχο των Αγίων Τόπων και καταστράφηκαν περισσότεροι από δύο αιώνες προόδου». Προόδου; Για μια στιγμή, ο Ντε Μολέ σκέφτηκε να τιναχτεί ως τα κάγκελα του κελιού της φυλακής, να περάσει τα χέρια του ανάμεσά τους και να πιάσει τον ποντίφικα από το λαιμό. Αλλά οι δύο φρουροί στέκονταν δεξιά κι αριστερά του, παρακολουθώντας άγρυπνα αυτή τη μυστική συνάντηση. «Ξέρουμε κι οι δύο ότι η Ρώμη δεν ήταν πρόθυμη να στηρίξει τις προσπάθειές μας. Χρειαζόμασταν περισσότερους άντρες και δε μας έστελναν. Ο εχθρός υπερείχε αριθμητικά σε αναλογία δέκα προς έναν. Για χρήματα επρόκειτο τότε, για χρήματα πρόκειται και τώρα». Ο πάπας έκανε μια αποδοκιμαστική κίνηση με το χέρι του. «Παλιά ιστορία. Σιχαίνομαι να σκέφτομαι ότι ταξίδεψα από τόσο μακριά για να κοσκινίσω απλώς παλιές υποψίες. Γιατί με κάλεσες;» «Για να κάνω μια συμφωνία». Ο Κλήμης γέλασε. «Δεν είσαι σε θέση να διαπραγματευθείς».
«Θέλω ν' αποκαταστήσεις το τάγμα. Ό χ ι για χάρη δική μου, αλλά για δική σου». «Έλα τώρα, Ζακ. Δεν μπορεί να σοβαρολογείς». Ο Ντε Μολέ συνέχισε αργά, ενώ η αποφασιστικότητα τρεμόπαιζε στο βλέμμα του. «Αφού έπεσε η Ακρα, δεν είχαμε χρόνο να επιστρέψουμε στην Ιερουσαλήμ. Αφήσαμε πολλούς θησαυρούς πίσω. Πολύτιμους θησαυρούς, που θα μπορούσαν εύκολα να πέσουν στα χέρια των μουσουλμάνων». Εκείνο τον καιρό, αν υπήρχε κάτι στο οποίο ο Κλήμης ανταποκρινόταν θετικά ήταν οτιδήποτε θα μπορούσε να εμποδίσει την επικείμενη οικονομική κατάρρευση των παπικών πολιτειών. «Για ποιους θησαυρούς μιλάς;» Ο πάπας πλησίασε το πρόσωπο του στα κάγκελα με σαρκαστικό ύφος. «Για το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή; Για το σταυρό του Χριστού; Ή , μήπως, για την Κιβωτό της Διαθήκης;» Ο Ντε Μολέ έτριξε τα δόντια του. Η ακραία εχεμύθεια του τάγματος οδηγούσε πολλούς σε διάφορες υποθέσεις για το πώς απέκτησαν τα τρομερά πλούτη τους. Γι' αυτόν το λόγο ο πάπας κι ο βασιλιάς μπόρεσαν εύκολα να τους δαιμονοποιήσουν και να επινοήσουν τα κακοήθη ψέματα τους. Ήταν βασανιστικό, όμως, ν' ακούει κανείς αυτά τα ψέματα από το γυναικείο σχεδόν στόμα του Κλήμη. «Θέλω να μ' ακούσεις πολύ προσεκτικά. Γιατί μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο όλο το μέλλον της σπουδαίας σου Εκκλησίας». Ο πάπας τον κοίταξε παραξενεμένος κι απομακρύνθηκε ελαφρά από τα κάγκελα του κελιού. Προσπαθώντας ν' αποφασίσει για την αλήθεια των λόγων του, κοίταξε το φυλακισμένο - έναν άντρα που, παρά τους πρόσφατους διωγμούς, ποτέ δεν τον θεώρησε ψεύτη. «Σ' ακούω». Με το στομάχι του κόμπο, ο Ντε Μολέ δεν πίστευε αυτό που ήταν έτοιμος να κάνει. Έχοντας όμως περιμένει έξι ατέλειωτα χρόνια, είχε φτάσει στο θλιβερό συμπέρασμα πως όσοι Ναΐτες ιππότες είχαν απομείνει δε θ' άντεχαν άλλον ένα χρόνο αν δε συνέβαινε κάτι δραστικό. Παρά τις τύψεις συνείδησης,
θεωρούσε πως ήταν αναπόφευκτο ν' αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο μυστικό του τάγματος - εκείνο ακριβώς που η μοναστική αδελφότητα είχε ορκιστεί κρυφά να προφυλάξει. «Το τάγμα κρύβει ένα αρχαίο βιβλίο για πάνω από δύο αιώνες. Ονομάζεται Ephemeris Conlusio». «Το Ημερολόγιο των Μυστικών;» Ο πάπας ακουγόταν ανυπόμονος. «Ποιων μυστικών;» Για τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά, ο Μέγας Μάγιστρος των Ναΐτών ιπποτών διηγήθηκε μια ασυνήθιστη ιστορία για μια ανακάλυψη τόσο απίστευτη που, αν ήταν αληθινή, οι ίδιες οι ιστορικές καταγραφές κρέμονταν από μια κλωστή. Οι λεπτομέρειες παραήταν συγκεκριμένες για να μην είναι αληθινές. Ο πάπας άκουγε προσηλωμένος γιατί, εδώ και αιώνες, η ιεραρχία των καθολικών διέδιδε φήμες γι' αυτήν ακριβώς την απειλή. Όταν ο Μέγας Μάγιστρος τελείωσε, κάθισε εντελώς ακίνητος και περίμενε την αντίδραση του ποντίφικα. Αφού έμεινε σκεπτικός για ένα λεπτό περίπου, ο Κλήμης μίλησε τελικά με φωνή που τώρα ακουγόταν λιγότερο σίγουρη, σχεδόν φοβισμένη. «Κι αφήσατε αυτό το βιβλίο στην Ιερουσαλήμ;» «Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Είχαν ήδη καταλάβει την πόλη». Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαν ποτέ σκοπό ν' απομακρύνουν τα κειμήλια. Οι Ναΐτες ιππότες τα είχαν κρύψει απλώς σ' ένα ασφαλές μέρος. Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. «Φοβερή ιστορία», παραδέχτηκε ο Κλήμης. «Γιατί μου τη λες τώρα;» «Για να μπορέσεις ν' αποκαταστήσεις την αδικία που έγινε στο τάγμα. Χρειάζεται να συγκεντρώσουμε πάλι στρατό για να ξαναπάρουμε ό,τι χάθηκε. Αν δεν το κάνεις, νομίζω ότι καταλαβαίνεις τις συνέπειες». Από την έκφραση του Κλήμη, ο Ντε Μολέ έβλεπε ότι όντως καταλάβαινε. «Ακόμα κι αν εγώ απαλλάξω τους Ναΐτες ιππότες από τις κατηγορίες», είπε ο Κλήμης σκεπτόμενος φωναχτά, «θα πρέπει να πείσω και τον Φίλιππο να κάνει το ίδιο». Κούνησε το κεφάλι του γεμάτος αμφιβολία για το αποτέλεσμα. «Μετά από ό,τι συνέβη, δε νομίζω ότι θα συναινέσει».
«Πρέπει να προσπαθήσεις», τον παρότρυνε ο Ντε Μολέ. Ή ξ ε ρ ε ότι είχε καταφέρει να βρει το τρωτό σημείο του Κλήμη. Ο πάπας σκεφτόταν σοβαρά τις συμβουλές του. «Δώσε μου το λόγο σου ότι θα προσπαθήσεις». Ο Κλήμης περίμενε ότι σήμερα θα ήταν η μέρα που ο Ντε Μολέ θα υποχωρούσε τελικά, κι έτσι θα τελείωνε όλο αυτό το παιχνίδι. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν τον ηλικιωμένο άντρα περισσότερο από ποτέ. «Όπως θέλεις», είπε ενδίδοντας. «Έχεις το λόγο μου». «Προτού φύγεις από 'δώ, το θέλω γραπτά. Χρειάζομαι διαβεβαιώσεις». «Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο». «Χωρίς τη βοήθειά μου, δε θα ξαναβρείς ποτέ το βιβλίο... ούτε κι αυτό που το βιβλίο σε βοηθάει να βρεις», επέμεινε ο Ντε Μολέ. «Είμαι η μόνη σου ελπίδα». Ο ποντίφικας το σκέφτηκε για λίγο. «Εντάξει». Έδωσε οδηγίες σ' έναν από τους φρουρούς να φωνάξει το γραμματικό του. «Κι αν ο Φίλιππος δε συμφωνήσει μ' αυτό;» «Τότε δεν έχει σημασία τι επιφυλάσσει η μοίρα σε μένα και τους άντρες μου... Γιατί εσύ, ο βασιλιάς Φίλιππος κι ολόκληρη η χριστιανοσύνη είστε καταδικασμένοι».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Στο Αποστολικό Μέγαρο, ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν κάθισε σ' ένα βαρύ δρύινο γραφείο μέσα σε μια μεγάλη βιβλιοθήκη. Εκεί μπορούσε να μπει κανείς μόνον αν περνούσε από ένα βιομετρικό σαρωτή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα των ματιών, μια περίπλοκη σειρά εισόδων με κλειδιά με κωδικούς κι ένα απόσπασμα Ελβετών φρουρών. Ή τ α ν το Archivum Secretum Apostolicum Vaticanum - το Μυστικό Αρχειοφυλακείο του Βατικανού. Με τα χρόνια, το Βατικανό είχε ενισχύσει το σύστημα ασφαλείας σ' αυτόν το χώρο, αναγνωρίζοντας ότι τα μυστικά του ήταν οι πιο πολύτιμοι θησαυροί του. Βαριά μεταλλικά πυρασφαλή ντουλάπια είχαν τοποθετηθεί πρόσφατα κατά μήκος των τοίχων, φτάνοντας μέχρι το ψηλό ταβάνι του κυρίως δωματίου, που ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες. Τα ντουλάπια περιείχαν πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες περγαμηνές και χειρόγραφα μέσα σε αεροστεγή γυάλινα χωρίσματα. Το Αρχειοφυλακείο του Βατικανού αποτελούσε ένα χώρο ασφαλούς εναποθήκευσης αιρετικών έργων αιώνων, που τα είχαν αποκηρύξει οι προηγούμενοι ποντίφικες - από ιερά βιβλία που ήταν μείγματα φιλοσοφίας, ειδωλολατρικής μυθολογίας και της ιστορίας του Χριστού, μέχρι έργα αιρετικών της Αναγέννησης, όπως ο Γαλιλαίος. Περιείχε επίσης τους τίτλους ιδιοκτησίας του Βατικανού, διάφορα πιστοποιητικά και νομικά έγγραφα.
Αντίθετα με ό,τι πίστευε το πλατύ κοινό, το Βατικανό έψαχνε ακόμα διακαώς να προσθέσει καινούρια αποκτήματα στην τεράστια περιουσία του. Θεωρούσε ότι, στον 21ο αιώνα, οι αιρέσεις υπήρχαν ακόμα και βρίσκονταν σε περίοδο ακμής, ότι οι επιθέσεις ενάντια στη χριστιανοσύνη ήταν ακόμα πιο εκλεπτυσμένες και ότι το χάσμα με τους κοσμικούς γινόταν όλο και μεγαλύτερο. Ήταν, επίσης, γεγονός ότι πολλά ιερά κείμενα πριν από τις Γραφές, γεμάτα αμφιλεγόμενα σημεία που υπονόμευαν την ακεραιότητα των ευαγγελίων, κατάφερναν ακόμα να ξεγλιστρούν από τα χέρια του Βατικανού. Σ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας της Καθολικής Εκκλησίας, μόνο σε λίγους εκλεκτούς είχε ανατεθεί η συντήρηση αυτού του καταπληκτικού αρχειοφυλακείου. Ο Ντόνοβαν εξακολουθούσε ν' απορεί πώς είχε γίνει ο πιο έμπιστος έφορος του. Ο δρόμος από το Μπέλφαστ μέχρι τη Ρώμη ήταν μακρύς. Μόλις τελείωσε την ιερατική σχολή, ο Ντόνοβαν πήγε ως ειδικευόμενος ιερέας στον καθεδρικό ναό της Εκκλησίας του Χριστού στο Δουβλίνο. Αλλά το πάθος του με την ιστορία και τα βιβλία τον οδήγησε σύντομα στην επάξια αναγνώρισή του ως ιστορικού της Βίβλου. Δύο χρόνια αργότερα, ξεκίνησε ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο πρόγραμμα πάνω στην Ιστορία της Βίβλου στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Δουβλίνου. Οι θρυλικές διαλέξεις και τα άρθρα του για τα ιερά κείμενα των πρώτων χρόνων της χριστιανοσύνης τράβηξαν τελικά την προσοχή του διαπρεπούς καρδινάλιου της Ιρλανδίας, του Ντάνιελ Μάικλ Σόνεσι. Ο Σόνεσι δεν άργησε να καλέσει τον Ντόνοβαν να τον συνοδεύσει σε μια επίσκεψή του στο Βατικανό, όπου τον συνέστησε στον καρδινάλιο που ήταν υπεύθυνος για τη βιβλιοθήκη του Βατικανού. Ακολούθησαν συνεργατικά προγράμματα και, σε λιγότερο από τέσσερις μήνες, έκαναν στον Ντόνοβαν μια πρόταση που δεν μπορούσε ν' αρνηθεί: μια θέση μέσα στο Βατικανό, στη διαχείριση των αρχείων. Παρόλο που ήταν δύσκολο ν' αφήσει στην Ιρλανδία τους ηλικιωμένους γονείς του -τη μόνη οικογένεια που του είχε απομείνει- δέχτηκε με ευχαρίστηση. Αυτό συνέβη πριν από δώδεκα χρόνια. Και ποτέ δεν πε-
ρίμενε ότι μια μέρα θα ήταν τόσο βαθιά αναμειγμένος στο μεγαλύτερο σκάνδαλο της ιστορίας της Εκκλησίας - και, μάλιστα, εξαιτίας ενός βιβλίου. Βυθισμένος στις κιτρινισμένες σελίδες της χειρόγραφης περγαμηνής που ήταν το τελευταίο απόκτημα των Αρχείων, ο Ντόνοβαν μελετούσε προσεκτικά το δερματόδετο αρχαίο κώδικα που ονομαζόταν Ephemeris Conlusio - το Ημερολόγιο των Μυστικών. Γνωρίζοντας το αίμα που χύθηκε για ν' αποκτήσουν το λείψανο που ανέλυαν τώρα στο Μουσείο του Βατικανού, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η οστεοθήκη κάλυπτε όλες τις προδιαγραφές που περιγράφονταν στο κείμενο. Σταματώντας σ' ένα λεπτομερές σχέδιο της οστεοθήκης, ο Ντόνοβαν ανέπνευσε με ανακούφιση όταν το βλέμμα του έπεσε σε μια πανομοιότυπη απεικόνιση του σπάνιου συμβόλου που είχε σκαλιστεί στο πλευρικό τοίχωμα του φέρετρου. Ο έφορος της βιβλιοθήκης δεν μπορούσε καλά καλά να συνειδητοποιήσει πώς είχε φτάσει σ' αυτή την κρίσιμη φάση - μια σειρά συγκλονιστικών γεγονότων είχε ξεκινήσει από ένα και μόνο τηλεφώνημα που του έκαναν ένα βροχερό απόγευμα μόλις δύο εβδομάδες πριν...
Αγνοώντας την ασυνήθιστη για την εποχή βροχή που χτυπούσε σαν τύμπανο το παράθυρο του γραφείου του, όταν κουδούνισε το τηλέφωνο ο Ντόνοβαν ήταν απολύτως απορροφημένος σ' ένα δοκίμιο του 18ου αιώνα με θέμα τη φύση των αιρέσεων. Σηκώθηκε σαν αυτόματο από την καρέκλα του κι απάντησε με το τέταρτο χτύπημα. «Μιλώ με τον πατέρα Πάτρικ Ντόνοβαν, τον έφορο του Μυστικού Αρχειοφυλακείου του Βατικανού;» Η φωνή είχε μια προφορά που ο Ντόνοβαν δεν μπορούσε ακριβώς να προσδιορίσει. «Ποιος είναι;» «Δε σε αφορά ποιος είμαι». «Αυτό είναι αλήθεια». Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιος δημοσιογράφος ή ένας απογοητευμένος ακαδημαϊκός τηλεφωνούσε παριστάνοντας
τον εν δυνάμει πωλητή για ν' αποκτήσει πρόσβαση σε μερικά από τα πιο επιθυμητά βιβλία του κόσμου. «Έχω κάτι που θέλεις». «Δεν έχω χρόνο για ασάφειες», απάντησε ο Ντόνοβαν. «Γίνε πιο συγκεκριμένος». Ήταν έτοιμος να κλείσει το τηλέφωνο θεωρώντας πως ήταν κάποιος τρελάρας, όταν από το ακουστικό έφτασαν στ' αφτιά του τρεις λέξεις: «Το Ephemeris Conlusio». «Τι είπες;» «Νομίζω ότι μ' άκουσες. Έ χ ω το Ephemeris Conlusio». «Αυτό το βιβλίο είναι ένας θρύλος», η φωνή του Ντόνοβαν έσπασε. «Σκέτος μύθος». Πώς θα μπορούσε κάποιος έξω από τους τοίχους του Αρχε ιοφυλακε ίου ή το κελί του Ζακ ντε Μολέ στο κάστρο της Σινόν να έχει ανακαλύψει την ύπαρξή του; Αρχισε να βηματίζει νευρικά περιμένοντας μιαν απάντηση. «Το θρύλο σου τον κρατώ τώρα στα χέρια μου». Ο Ντόνοβαν πάλεψε μ' ένα κύμα πανικού. Μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, κάποιος άλλος τύπος τού είχε τηλεφωνήσει προσφέροντάς του το Ευαγγέλιο του Ιούδα - ένα αρχαίο κοπτικό σύγγραμμα που ανασκεύαζε την ιστορία του μαθητή με την κακή φήμη, υποστηρίζοντας ότι ενεργούσε κρυφά κατ' εντολή του Ιησού για να διευκολύνει τη σταύρωσή του. Αλλά το Βατικανό είχε θεωρήσει ότι η προέλευση του εγγράφου ήταν ιδιαίτερα ύποπτη κι έτσι δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία - ένας εξαιρετικά κακός υπολογισμός αφού, λίγο αργότερα, το σύγγραμμα έγινε γνωστό σ' όλο τον κόσμο από το National Geographic. Ο Ντόνοβαν ήταν σίγουρος ότι το Βατικανό δε θα 'θελε να επαναλάβει το ίδιο λάθος. «Αν πράγματι έχεις το Ephemeris Conlusio, πες μου σε ποια γλώσσα είναι γραμμένο;» «Στα ελληνικά, φυσικά. Θα ήθελες να γίνω πιο συγκεκριμένος;» Άκουσε ένα ρυθμικό, ελαφρό χτύπημα απ' την άλλη άκρη του ακουστικού. «Ποιος είναι ο συγγραφέας;» Όταν έλαβε την απάντηση, ο Ντόνοβαν έμεινε έκπληκτος.
«Ο μεγαλύτερος εχθρός του καθολικισμού, έτσι δεν είναι;» Ο άντρας που τηλεφωνούσε έκανε μια μικρή παύση. «Σίγουρα δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις καλύτερα την εμπειρία και τις γνώσεις σου!» Έ ξ ω από το παράθυρο, ο ουρανός σκοτείνιασε και η βροχή δυνάμωσε. Ο Ντόνοβαν αποφάσισε ακαριαία ότι, αν αυτός που τηλεφωνούσε μπορούσε να του αποκαλύψει το πιο ανεξιχνίαστο περιεχόμενο του βιβλίου, τότε μόνο θα θεωρούσε αξιόπιστα τα λόγια του. «Ο θρύλος λέει ότι το Ephemeris Conlusio περιέχει ένα χάρτη. Ξέρεις τι υποτίθεται πως βρίσκεις μ' αυτόν;» Ή καρδιά τον xroitows, OUM τ^ϊ,Κή. «Σε παρακαλώ, μη με προσβάλλεις». Το κάτω χείλος του Ντόνοβαν έτρεμε, καθώς ο άντρας άρχισε ν' αναφέρει λεπτομέρειες, δίνοντάς του μια ακριβή περιγραφή των θρυλικών λειψάνων. «Θέλεις να πουλήσεις το βιβλίο;» Το στόμα του Ντόνοβαν ήταν στεγνό. «Αυτός είναι ο σκοπός του τηλεφωνήματος σου;» «Δεν είναι τόσο απλό». Ο Ντόνοβαν φοβήθηκε το χειρότερο. Είχε συνειδητοποιήσει με οδύνη ότι αυτός ο άγνωστος, αν ήθελε, μπορούσε να τραυματίσει πολύ βαθιά την Εκκλησία, ίσως και ανεπανόρθωτα. Προτού προχωρήσει, ήταν βασικό να καταλάβει το κίνητρο του. «Προσπαθείς να εκβιάσεις το Βατικανό;» Ο άντρας χαχάνισε. «Δεν πρόκειται για χρήματα», του είπε αποδοκιμαστικά. «Σκέψου την πιθανότητα να προσπαθώ να βοηθήσω εσένα και τους εργοδότες σου». «Ούτε η στάση σου ούτε το κίνητρο σου μοιάζουν φιλάνθρωπα. Τι ακριβώς θέλεις;» Ο άντρας απάντησε αινιγματικά. «Όταν δεις τι σου προσφέρω, θα καταλάβεις τι ζητάω. Καθώς και το τι πρέπει να κάνεις... και τι θα θέλεις να κάνεις. Αυτό θα 'ναι η πληρωμή μου». «Το Βατικανό χρειάζεται να πειστεί για την αυθεντικό-
τητα του βιβλίου προτού συζητηθούν οι οποιοιδήποτε όροι». «Τότε θα κανονίσω για την παραλαβή», απάντησε αυτός που τηλεφωνούσε. «Πρώτα πρέπει να δω ένα δείγμα. Μια σελίδα απ' το βιβλίο». Καμία απάντηση. «Στείλε μου τώρα μια σελίδα με φαξ», επέμεινε ο Ντόνοβαν. «Δώσε μου τον αριθμό σου». Η φωνή ακούστηκε διστακτική. «Δε θα κλείσω τη γραμμή». Ο Ντόνοβαν επανέλαβε δύο φορές τον αριθμό του προσωπικού του φαξ στο γραφείο του. Πέρασε ένα λεπτό που έμοιαζε αιώνας προτού χτυπήσει το τηλέφωνο του. Το φαξ ενεργοποιήθηκε με το δεύτερο κουδούνισμα κι άρχισε να τραβάει χαρτί από την κασέτα τροφοδοσίας. Η γραπτή πληροφορία εμφανίστηκε λίγα δευτερόλεπτα αργότερα. Ο Ντόνοβαν κράτησε τη σελίδα κοντά στο φως. Όταν τελείωσε τη σιωπηλή ανάγνωση του αξιοπρόσεκτα αυθεντικού ελληνικού κειμένου, αυτά που διάβασε τον άφησαν για μια στιγμή άφωνο. Τρέμοντας, ξανάβαλε το ακουστικό στ' αφτί του. «Πού το βρήκες αυτό;» «Δεν έχει σημασία». «Γιατί επικοινώνησες ειδικά με μένα;» «Είσαι μάλλον ο μόνος άνθρωπος στο Βατικανό που μπορεί να καταλάβει τις βαρύτατες συνέπειες αυτού του βιβλίου. Το ξέρεις ότι η Ιστορία έχει προσπαθήσει ν' αρνηθεί την ύπαρξή του. Διάλεξα εσένα για να είσαι η φωνή μου στην Έ δ ρ α του πάπα». Ξανά μια μακριά παύση. «Θέλεις το βιβλίο ή όχι;» Παύση και πάλι. «Φυσικά», του απάντησε ο ιερέας τελικά. Ο Ντόνοβαν κανόνισε να συναντήσει τον απεσταλμένο του άγνωστου άντρα δυο μέρες αργότερα στο Καφέ Γκρέκο στη Βία Κοντότι, κοντά στη Σκαλινάτα. Δύο οπλισμένοι Ελβετοί φρουροί με πολιτικά κάθισαν σ' ένα διπλανό τραπέζι. Ο απεσταλμένος εμφανίστηκε τη συμφωνημένη ώρα και συστήθηκε
μόνο με το μικρό του όνομα, δίνοντας του μια κάρτα του για την περίπτωση που θα 'θελε αργότερα να τον ρωτήσει κάτι. Ο Ντόνοβαν κάθισε μόνο για λίγο μαζί του και δεν μπόρεσε να καταλάβει ποιος τον είχε στείλει. Ο άντρας του έδωσε διακριτικά ένα δερμάτινο σακίδιο. Αν και δεν του το ξεκαθάρισε, ο Ντόνοβαν διαισθάνθηκε ότι ο άντρας δεν ήξερε τίποτε για το περιεχόμενο του σακιδίου. Δε συνέβη κάτι δραματικό που ν' απαιτούσε την παρέμβαση των φρουρών - απλώς μια γρήγορη απρόσωπη συναλλαγή και ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Ανοίγοντας το σακίδιο στο άδυτο του γραφείου του, ο Ντόνοβαν βρήκε ένα χειρόγραφο σημείωμα σε απλό χαρτί κι ένα απόκομμα εφημερίδας. Το σημείωμα έλεγε: «Χρησιμοποίησε το χάρτη για να βρεις τα λείψανα. Κάνε το γρήγορα, προτού τα βρουν οι εβραίοι. Αν θέλεις βοήθεια, τηλεφώνησέ μου». Υπήρχε ένας αριθμός τηλεφώνου κάτω από το μήνυμα. Ο Σαλβατόρε Κόντε του είπε αργότερα ότι ήταν ένα κινητό τηλέφωνο για μία μόνο κλήση. Κάθε μετέπειτα επικοινωνία του με τον κάτοχο των πληροφοριών θα εκτρεπόταν σ' έναν άλλο αριθμό τηλεφώνου ή σε μια ανώνυμη σελίδα του Διαδικτύου μιας μόνο χρήσης - που δε θα μπορούσαν να εντοπιστούν. Χρησιμοποιώντας, προφανώς, αυτά τα ασφαλή κανάλια επικοινωνίας, ο κάτοχος των πληροφοριών συντονίστηκε με τον Κόντε για να του εξασφαλίσει τα εκρηκτικά και τα εργαλεία που του ήταν απαραίτητα για να πάρει την οστεοθήκη. Οι εβραίοι; Ο ιερέας, μπερδεμένος, διάβασε το απόκομμα της εφημερίδας Jerusalem Post και κατάλαβε τι ακριβώς είχε υποκινήσει αυτή τη συνάντηση. Ψάχνοντας πιο βαθιά στο σακίδιο, τα χέρια του συνάντησαν το απαλό, δερμάτινο εξώφυλλο του Ephemeris Conlusio.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Έ ξ ω από τη βορινή πύλη του Όρους του Ναού, ο Μπάρτον απέφυγε το χάος της Πλατείας της Προσευχής στο Δυτικό Τείχος στρίβοντας από τα στενά φιδωτά λιθόστρωτα δρομάκια που κατέβαιναν από το όρος Μοριά. Είχε καταφέρει να πείσει τον Ραζάκ να τον αφήσει να πάρει τον πάπυρο στο γραφείο του, για να δει αν μπορούσε να μεταφράσει το κείμενο. Ή τ α ν φανερό ότι ο μουσουλμάνος ανυπομονούσε να βρει απαντήσεις. Διασχίζοντας αργά τον πολυσύχναστο μουσουλμανικό και χριστιανικό τομέα, μπήκε στον εβραϊκό από την Τιφερέτ Ισραέλ κι έστριψε αριστερά στον ανοιχτό χώρο της πλατείας Χούρβα. Το εκτυφλωτικό φως του μεσημεριού γινόταν ακόμα πιο έντονο επειδή δε φυσούσε καθόλου. Κοίταξε ψηλά την εντυπωσιακή αψίδα της πλατείας Χούρβα, που ήταν το δεσπόζον χαρακτηριστικό της και το μοναδικό απομεινάρι της μεγάλης συναγωγής που υπήρχε κάποτε εκεί. Η λέξη Χούρβα -που σημαίνει «καταστροφή»- είναι η σωστή ονομασία, σκέφτηκε ο Μπάρτον. Ό π ω ς και η ίδια η Ιερουσαλήμ, η συναγωγή είχε καταστραφεί και ξαναχτιστεί πολλές φορές εξαιτίας των ατέλειωτων συγκρούσεων ανάμεσα στους μουσουλμάνους και τους εβραίους. Τις παραμονές της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ το 1948, Ιορδανοί Άραβες κατέλαβαν τη συναγωγή και την ανατίναξαν με δυναμίτη. Αυτό ήταν το τελικό χτύπημα.
Έ ξ ι σχεδόν δεκαετίες αργότερα συνεχίζονταν οι ίδιες βίαιες συμπλοκές για το ποιος θα έχει τον έλεγχο και, μάλιστα, πολύ πιο πέρα από τα όρια της πλατείας. Ήταν ένας οδυνηρός πόλεμος ανάμεσα στους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους για τον έλεγχο των διάφορων περιοχών. Και, με κάποιον τρόπο, ο ίδιος είχε βρεθεί στο επίκεντρο όλων αυτών. Παρόλο που τα κεντρικά γραφεία της Αρχής Ισραηλινών Αρχαιοτήτων βρίσκονταν στο Τελ Αβίβ, μόλις τρεις εβδομάδες νωρίτερα είχαν στηθεί προσωρινές εγκαταστάσεις εδώ, μέσα στο αρχαιολογικό μουσείο Ουόλ - πολύ κοντά στο διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει οι ύποπτοι του Όρους του Ναού. Παρκαρισμένη μπροστά στο κτίριο βρισκόταν μια χρυσαφένια λιμουζίνα Μπε-Εμ-Βε με τα διακριτικά της αστυνομίας. Ο Μπάρτον αναστέναξε σιγανά, καθώς προχώρησε βιαστικά προς την μπροστινή πόρτα. Εκεί συνάντησε την εκπαιδευόμενη βοηθό του, τη Ρέιτσελ Λίμποβιτς - μια ελκυστική εικοσάρα με πλούσια μακριά μαύρα μαλλιά, σταρένιο δέρμα και μπλε μάτια που σε υπνώτιζαν. «Γκράχαμ», είπε βιαστικά. «Κάτω σε περιμένουν δύο ένστολοι. Τους είπα να μείνουν έξω, αλλά επέμεναν...» «Κανένα πρόβλημα, Ρέιτσελ», είπε ο Μπάρτον σηκώνοντας καθησυχαστικά το χέρι του. «Τους περίμενα». Συνειδητοποίησε ότι κοιτούσε επίμονα τα χείλη της. Αν η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων προσπαθούσε να κερδίσει την εύνοιά του παραχωρώντας του μια τόσο ελκυστική βοηθό, αυτό δε βοηθούσε πολύ τα πράγματα. Στα πενήντα τέσσερα, ο Γκράχαμ Μπάρτον δεν ήταν ακριβώς ο ορμητικός νεαρός που υπήρξε κάποτε. Ωστόσο, στο στενό κύκλο του ήταν ένας θρύλος, κι αυτό έμοιαζε ν' αντισταθμίζει το πρόσωπο του που γερνούσε. Ενθουσιώδεις φοιτήτριες σαν τη Ρέιτσελ έκαναν χα πάντα για να βρεθούν κοντά του. «Σε παρακαλώ, για την ώρα κράτα όλα τα τηλεφωνήματα μου». Χαμογέλασε και την προσπέρασε, προσπαθώντας ν' αγνοήσει το μεθυστικό άρωμά της. Ο Μπάρτον δεν είχε ζητήσει να δει κανέναν εκείνη τη μέρα, αλλά ήξερε ότι, επειδή είχε πάει να εξετάσει τον τόπο του
εγκλήματος, η αστυνομία και η ΙΔΑ θα ήταν συνεχώς πάνω από το κεφάλι του. Και, βεβαίως, θα ήθελαν να ξέρουν και το παραμικρό στοιχείο απ' τα ευρήματά του. Κατεβαίνοντας στην υπόγεια στοά του Ουόλ, προσπέρασε τα αναστηλωμένα ψηφιδωτά και τα λουτρά μιας πολυτελούς έπαυλης της εποχής του Ηρώδη. Η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων ξεκίνησε πρόσφατα μια μεγάλη εκστρατεία ψηφιοποίησης για να καταλογογραφηθούν οι τεράστιες συλλογές της - από τις περγαμηνές ως τα πήλινα αγγεία και από τα ειδωλολατρικά γλυπτά ως τις οστεοθήκες. Ήθελαν να δημιουργήσουν μια βάση δεδομένων με το ιστορικό προφίλ κάθε ευρήματος, καθώς και με μια τρισδιάστατη απεικόνιση του. Έπρεπε λοιπόν να κατασκευαστούν προγράμματα που, με βάση το Διαδίκτυο, θα επέτρεπαν στους αρχαιολόγους των ανασκαφών ν' αποκωδικοποιούν τις αρχαίες επιγραφές. Ο Μπάρτον, ο πρωτοπόρος αυτών των προγραμμάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο, ήταν ο ιδανικός υποψήφιος για να τεθεί επικεφαλής μιας τέτοιας πρωτοβουλίας. Στο μουσείο Ουόλ είχε αρχίσει να εφαρμόζει δοκιμαστικά το ψηφιακό πρόγραμμα για να εδραιώσει μια καλή ροή δουλειάς προτού συνεχίσει με τα άλλα μουσεία της χώρας και τελειώσει με το πιο διάσημο, το Μουσείο του Ισραήλ. Προχώρησε προς το πίσω μέρος της στοάς και μπήκε σε ένα συνηθισμένο τετράγωνο δωμάτιο, μ' ένα βαρετό λευκό σατινέ χρώμα στους τοίχους, που ήταν το προσωρινό του γραφείο. Εκεί τον περίμεναν οι δύο άντρες που τον είχαν επισκεφθεί την προηγούμενη ακριβώς μέρα για να του ζητήσουν να τους βοηθήσει στην έρευνα - ο διοικητής της Ισραηλινής Αστυνομίας, υποστράτηγος Γιάκομπ Τοπόλ, και ο διοικητής του Τμήματος Εσωτερικής Κατασκοπίας της ΙΔΑ, υποστράτηγος Αρί Τέλεκσεν. Ήταν καθισμένοι και οι δύο στις μεταλλικές πτυσσόμενες καρέκλες στο χώρο των επισκεπτών του προχειροφτιαγμένου γραφείου του. «Κύριοι». Ο Μπάρτον ακούμπησε το χαρτοφύλακά του και κάθισε απέναντι τους. Ο Τέλεκσεν ήταν στο τέλος της δεκαετίας των πενήντα,
μεγαλόσωμος και με πρόσωπο που θύμιζε σκυλί πίτμπουλ - βαριά σαγόνια και φουσκωμένα βλέφαρα. Καθόταν με διπλωμένα τα μπράτσα του, χωρίς να προσπαθεί καθόλου να κρύψει τα δυο δάχτυλα που του έλειπαν από το αριστερό του χέρι. Ή τ α ν ο πιο γνωστός βετεράνος πράκτορας της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας του Ισραήλ και είχε μια ψυχρότητα που ταίριαζε σε κάποιον που είχε δει πάρα πολλά. Φορούσε χακί στρατιωτική στολή και μαύρο μπερέ με τα διακριτικά της ΙΔΑ - ένα χρυσαφένιο Άστρο του Δαβίδ που το τρυπούσε το σύμπλεγμα ενός ξίφους κι ενός κλάδου ελιάς. Οι επωμίδες του έδειχναν το βαθμό του. «Θα θέλαμε να μάθουμε τα αποτελέσματα της προκαταρκτικής σας ανάλυσης». Η φωνή του αντηχούσε στους γυμνούς τοίχους. Ο Μπάρτον χάιδεψε το πιγούνι του καθώς σκεφτόταν τι θα τους έλεγε. «Η έκρηξη άνοιξε τον πίσω τοίχο του τεμένους Μαργουάνι. Η τρύπα της έκρηξης έγινε με πολύ μεγάλη ακρίβεια, πολύ επιδέξια. Είναι οπωσδήποτε δουλειά επαγγελματιών». «Αυτό το ξέρουμε», του είπε ανυπόμονα ο Τέλεκσεν κάνοντας μια γρήγορη κίνηση με το ανάπηρο χέρι του. «Αλλά για ποιο λόγο;» «Για ν' αποκτήσουν πρόσβαση σε μια κρυφή ταφική κρύπτη». «Κρύπτη;» Ο Τοπόλ τον είχε καρφώσει με το βλέμμα του. Ή τ α ν εμφανώς νεότερος από τον Τέλεκσεν και φορούσε στολή που θύμιζε περισσότερο πιλότο της Πολιτικής Αεροπορίας - πουκάμισο με γιακά σε αχνό μπλε χρώμα, επωμίδες που έδειχναν το βαθμό του και παντελόνι σε βαθύ μπλε χρώμα. Στο μέσο του αστυνομικού κασκέτου του υπήρχαν τα διακριτικά της Ισραηλινής Αστυνομίας - δύο φύλλα ελιάς τυλιγμένα γύρω από το Άστρο του Δαβίδ. Μεσήλικος και μεγαλόσωμος, το πρόσωπο του ήταν όλο γωνίες και τα μάτια του βαθιά χωμένα μέσα στις κόγχες τους. «Μια κρύπτη», επανέλαβε ο Μπάρτον, βγάζοντας ένα από τα ξεπατικώματα σε χαρτί που είχε πάρει. «Δείτε εδώ. Υπάρχει μια πλάκα στον τοίχο που γράφει όλα τα ονόματά τους».
Οι αντιπρόσωποι του νόμου έσκυψαν να δουν το ξεπατίκωμα. «Τι κλάπηκε;» ρώτησε απότομα ο Τοπόλ. «Υπόθεση κάνω. Μάλλον, όμως, ένα φέρετρο. Μια οστεοθήκη». Ο Τέλεκσεν τίναξε ψηλά το ανάπηρο αριστερό του χέρι. «Φέρετρο;» «Ένα μικρό λίθινο φέρετρο, περίπου τόσο μεγάλο». Ο Μπάρτον σχεδίασε στον αέρα τις διαστάσεις της οστεοθήκης. «Περιείχε πιθανότατα ένα διαλυμένο ανθρώπινο σκελετό». «Ξέρω πώς είναι ένα φέρετρο», αποκρίθηκε ο Τέλεκσεν. «Αυτό που μ' ενδιαφέρει εδώ είναι τα κίνητρα. Θέλετε να πείτε ότι χάσαμε δεκατρείς άντρες της ΙΔΑ για ένα φέρετρο με οστά;» Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. Ο Τέλεκσεν έκανε μια απορριπτική κίνηση. «Πφφ...» Ο Τοπόλ ξανακοίταξε ψυχρά το ξεπατίκωμα, δείχνοντας τα εβραϊκά ονόματα. «Ποιο πήρανε, λοιπόν;» Ο Μπάρτον του έδειξε με βεβαιότητα τη μουτζούρα στο κάτω μέρος. «Αυτό. Αλλά, όπως μπορείτε να δείτε, τώρα είναι δυσανάγνωστο». «Κατάλαβα», είπε ο Τοπόλ, προσπαθώντας εμφανώς να κρύψει ότι είχε μπερδευτεί. Τη νύχτα της κλοπής, όταν ο ίδιος είχε πάει για πρώτη φορά στο χώρο μαζί με τους αστυνομικούς του, θυμόταν ξεκάθαρα μια παράξενη αναπαράσταση που υπήρχε εκεί - ένα ανάγλυφο που απεικόνιζε ένα δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα. Έ ν α τόσο παράξενο σύμβολο δεν ξεχνιόταν εύκολα. Ωστόσο, στο ξεπατίκωμα του Μπάρτον το σύμβολο είχε εξαφανιστεί. Αφού δεν το 'χαν κάνει οι κλέφτες, τότε ποιος το είχε κάνει; «Ποιο πιστεύετε ότι θα μπορούσε να είναι το κίνητρο;» «Δεν είμαι βέβαιος ακόμα». Ο Μπάρτον πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Ο κλέφτης φαίνεται πως είχε οδηγίες από κάποιον που ήξερε ακριβώς τι περιείχε το φέρετρο». «Κίνητρο, ξεκίνητρο, σε τι θα ωφελούσε κάποιον ένα φέρετρο με οστά;» τους διέκοψε ο Τέλεκσεν χωρίς να προσπα-
θήσει καθόλου να μετριάσει την περιφρόνηση του. Έχωσε το χέρι του στην πάνω τσέπη του σακακιού του και τράβηξε ένα πακέτο Time Lites. Χτυπώντας το ελαφρά, έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε μ' έναν ασημένιο Zippo, παραλείποντας να ρωτήσει τον Μπάρτον -έστω και τυπικά- μήπως τον ενοχλούσε ο καπνός. «Είναι δύσκολο να πει κανείς», απάντησε ο Μπάρτον. «Μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για το τι θα μπορούσε να περιέχει η οστεοθήκη». Για πολλή ώρα δε μίλησε κανένας. Οι δύο εκπρόσωποι του νόμου αλληλοκοιτάχτηκαν. «Έχετε κάτι στο νου σας;» Ο Τέλεκσεν πρόφερε αργά την κάθε λέξη. Κρατώντας το τσιγάρο με το ανάπηρο χέρι του, τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και φύσηξε τον καπνό, ενώ τολύπες καπνού έβγαιναν κι απ' τα ρουθούνια του. «Όχι ακόμα». Ο Τοπόλ ήταν πιο λογικός: «Υπάρχει περίπτωση να μην ήταν ταφικό αγγείο; Μπορεί να υπήρχε τίποτε άλλο στην κρύπτη;» «Όχι», απάντησε ο Μπάρτον με έμφαση. «Δε συνήθιζαν ν' αφήνουν τιμαλφή σε κρύπτες. Εδώ δεν είναι αρχαία Αίγυπτος, στρατηγέ». «Βρήκατε κάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει στους δράστες; Οτιδήποτε που θα μπορούσε να υποδηλώνει εμπλοκή των Παλαιστινίων;» ρώτησε προτρεπτικά ο Τέλεκσεν. Δε θα καταλάβαιναν ποτέ ότι τον Μπάρτον -σε αντίθεση με πολλούς ντόπιους Ισραηλινούς- δεν τον υποκινούσαν θρησκευτικά ή πολιτικά ερείσματα. «Τίποτε μέχρι τώρα». «Υπάρχει τρόπος να εντοπίσουμε αυτή την οστεοθήκη;» Ο Τέλεκσεν είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. «Ίσως». Ο Μπάρτον συμπεριφερόταν και στους δύο άντρες με τον ίδιο σεβασμό, παρόλο που η εχθρική συμπεριφορά του Τέλεκσεν και ο καπνός του τσιγάρου του είχαν αρχίσει να εξαντλούν την υπομονή του.
«Θα κοιτάξω σήμερα προσεκτικά το εμπόριο αρχαιοτήτων. Εκεί έχουμε τις μεγαλύτερες πιθανότητες να το βρούμε». Έβγαλε από το χαρτοφύλακά του άλλο ένα φύλλο χαρτί και το 'σπρώξε προς τη μεριά του Τοπόλ. «Εδώ είναι ένα απλό σκίτσο της οστεοθήκης, καθώς και οι διαστάσεις και το βάρος της κατά προσέγγιση. Προτείνω να το μοιράσετε στους άντρες σας, κυρίως στα σημεία ελέγχου. Κι εδώ είναι σκίτσα των άλλων οστεοθηκών που βρέθηκαν στην κρύπτη». Ο Τοπόλ τα φύλαξε. «Νομίζω ότι σας διαφεύγει κάτι σημαντικό σ' όλα αυτά», πρόσθεσε ήρεμα ο Μπάρτον. Οι δύο διοικητές τον κοίταξαν. «Μια κρύπτη κάτω από το Ό ρ ο ς του Ναού θα ενισχύσει τη σιωνιστική άποψη ότι κάποτε υπήρχε από πάνω ένας εβραϊκός ναός. Τσως θα πρέπει να συζητήσετε αυτή την πληροφορία με τον πρωθυπουργό». Ο Μπάρτον σκεφτόταν ότι κάθε Ισραηλινός εβραίος -θρησκευόμενος ή μη- είχε την ελπίδα ότι κάποια μέρα οι αρχαιολόγοι θ' ανακάλυπταν ακλόνητα αποδεικτικά στοιχεία που θα επιβεβαίωναν την εβραϊκή αποκλειστικότητα στο Όρος του Ναού. Ο Τέλεκσεν ανακάθισε αμήχανος και τα μεταλλικά πόδια της καρέκλας του σύρθηκαν στο πάτωμα. «Μην εκπλαγείτε πολύ, λοιπόν, αν αυτή η έρευνα οδηγήσει σε κάποια πολύ μεγαλύτερη ανακάλυψη», πρόσθεσε ο Μπάρτον. «Τίποτ' άλλο;» ρώτησε ο Τοπόλ. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκε να τους μιλήσει για την περγαμηνή που τώρα βρισκόταν πάλι μέσα στον κύλινδρο της, ασφαλής στην τσέπη του παντελονιού του. «Όχι, προς το παρόν», απάντησε ο Μπάρτον. «Δε χρειάζεται να σας υπενθυμίσω τι διακυβεύεται εδώ», είπε ο Τέλεκσεν αυστηρά. «Βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πολύ δυσάρεστης αντιπαράθεσης με τη Χαμάς και την Παλαιστινιακή Αρχή. Πολλοί δικοί τους άνθρωποι είναι έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν οποιαδήποτε δικαιολογία για να
μας κατηγορήσουν για τρομοκρατική δράση εναντίον του Ισλάμ». Ο Μπάρτον τους κοίταξε. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βρω την οστεοθήκη». Ο Τέλεκσεν τράβηξε μια τελευταία ρουφηξιά κι έφτασε το τσιγάρο ως το φίλτρο του. «Αν βρείτε αυτό το φέρετρο, ειδοποιήστε αμέσως και τους δυο μας. Θα έχετε πλήρη πρόσβαση σε κάθε απαραίτητη πηγή πληροφοριών». Πέταξε τη γόπα στο δάπεδο και την έσβησε με το δεξί του πόδι. «Αλλά μην ξεχνάτε, σας παρακαλώ, ότι την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε θα σας ζητήσουμε περισσότερα από ένα μάθημα αρχαιολογίας». Οι δύο άντρες σηκώθηκαν και βγήκαν στη στοά. Αφού ψιθύρισε στη Ρέιτσελ ν' ανεβεί πάνω για να βεβαιωθεί ότι βγήκαν από το κτίριο, ο Μπάρτον, σε υπερένταση, έκλεισε γρήγορα την πόρτα κι έβγαλε τον κύλινδρο από την τσέπη του. Άνοιξε το καπάκι του, τον χτύπησε ελαφρά κι έριξε τον πάπυρο πάνω στην καθαρή επιφάνεια του γραφείου του. Από κάτι κουτιά σ' ένα κοντινό ράφι έβγαλε ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια και μια πλαστική θήκη Ziploc, απ' αυτές που σφραγίζουν στο πάνω μέρος. Αφού κάθισε στο γραφείο του, τράβηξε πιο κοντά τη λάμπα από τον πτυσσόμενο βραχίονά της και φόρεσε τα γάντια του. Άνοιξε με προσοχή την περγαμηνή, τη γλίστρησε μέσα στην πλαστική θήκη με την εσωτερική της όψη προς τα πάνω και μετά την ίσιωσε με το χέρι του. Το χειρόγραφο κείμενο ήταν καθαρογραμμένο κι ευανάγνωστο, έτσι ο Μπάρτον δε χρειαζόταν μεγεθυντικό φακό για να το διακρίνει. Ήταν βέβαιο, ωστόσο, ότι θα χρειαζόταν μεταφραστή, γιατί τα ελληνικά δεν ήταν η ειδικότητά του. Και, κατά τη γνώμη του, στην Ιερουσαλήμ υπήρχε μόνον ένας άνθρωπος που ήταν κατάλληλος για κάτι τέτοιο.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Η Σάρλοτ Χενεσί πάλευε ακόμα με την ιδέα ότι τα υπολείμματα του σκελετού της οστεοθήκης έδειχναν ότι ο τριαντάχρονος άντρας -που κατά τ' άλλα ήταν απολύτως υγιής- παρουσίαζε πολλαπλά τραύματα επειδή τον είχαν σταυρώσει. Μαζί με τον Μπερσέι ετοιμάζονταν να βρουν κι άλλα στοιχεία για την ταυτότητα του άντρα, υπολογίζοντας την ημερομηνία του θανάτου του. Η χρονολόγηση των οστών θα γινόταν με τη μέθοδο του ισοτόπου του άνθρακα. Επίσης, θα ερευνούσαν προσεκτικά την ίδια την οστεοθήκη μήπως έβρισκαν κάτι σημαντικό. Ξεκίνησαν, λοιπόν, με την εξέταση του ασβεστολιθικού περιβλήματος της οστεοθήκης. «Βρήκα μερικές πληροφορίες για μια παρόμοια οστεοθήκη που ανακάλυψαν το 2002 στο Ισραήλ», της είπε ο Μπερσέι. «Με βάση τις εγχαράξεις της, σκέφτηκαν αρχικά ότι περιείχε τα οστά του Ιακώβου, του αδελφού του Χριστού. Ωστόσο, αν και η ίδια η οστεοθήκη θεωρήθηκε αυθεντική, οι εγχαράξεις κρίθηκαν πλαστές. Ξαναδιαβάζοντας την παθολογοανατομική ανάλυση αυτού του ευρήματος, σχημάτισα μια ξεκάθαρη εικόνα για το τι πρέπει ν' αναζητήσουμε εδώ». «Πώς κατάλαβαν ότι ήταν πλαστή; Τι διαφορά έχουν οι αυθεντικές από τις πλαστές εγχαράξεις;» «Συχνά είναι θέμα διαίσθησης», της απάντησε ο Μπερσέι. «Ωστόσο, η υφή της πατίνας κυρίως είναι αυτή που νομιμοποιεί τις εγχαράξεις».
«Αυτό εδώ το πράγμα;» του έδειξε ένα λεπτό στρώμα από πουρί με αχνό γκριζοπράσινο χρώμα που κάλυπτε ομοιόμορφα το πέτρωμα. «Ναι - μοιάζει με την πρασινωπή οξείδωση του χαλκού. Στην περίπτωση του πετρώματος, η υγρασία, οι ιζηματώδεις ενσταλάξεις και τα μεταφερόμενα από τον αέρα υλικά συσσωρεύονται με τον καιρό και σχηματίζουν ένα υπόλειμμα». «Η οργανική σύνθεση της πατίνας δείχνει σε τι περιβάλλον βρέθηκε η οστεοθήκη;» «Ακριβώς». Φόρεσε τα γυαλιά του κι έριξε μια γρήγορη ματιά σ' ένα σημειωματάριο διαβάζοντας κάποιες σημειώσεις. «Χθες το βράδυ έκανα μια μικρή έρευνα για τις οστεοθήκες και βρήκα ότι άρχισαν να τις χρησιμοποιούν τον Ιο προ Χριστού αιώνα, κυρίως στην Ιερουσαλήμ. Δεν τις χρησιμοποίησαν πολύ - μόνον έναν ή δύο αιώνες». Γύρισε και την κοίταξε. «Υποθέτω, επομένως, ότι αυτός ο ασβεστόλιθος, όπως και στην περίπτωση της οστεοθήκης του Ιακώβου, εξορύχτηκε εκείνη την περίοδο κάπου στο Ισραήλ». «Μάλιστα. Άρα η περιεκτικότητα της πατίνας σε μεταλλεύματα πρέπει να συμφωνεί με τα γεωλογικά στοιχεία εκείνης της περιοχής», του είπε. «Αλλά, μια στιγμή, Τζιοβάνι. Αν υποθέσουμε ότι αυτή η οστεοθήκη ανήκει στην ίδια κατηγορία, αυτό σημαίνει ότι είναι περίπου δύο χιλιάδων ετών». «Σωστά. Και με δεδομένο ότι η σταύρωση ήταν κοινή πρακτική εκείνη την περίοδο, φαίνεται πως είμαστε στο σωστό δρόμο». Η Χενεσί κοίταξε προσεκτικά την πατίνα. «Άρα, αν υπήρξε κάποια παρέμβαση στο πέτρωμα, δε θα είχε καταστραφεί η συνέχεια της πατίνας;» «Σωστό κι αυτό», της είπε χαμογελώντας ο Μπερσέι. «Υπάρχει τρόπος να χρονολογήσουμε το πέτρωμα;» Ο Μπερσέι σκέφτηκε λίγο. «Υπάρχει», της είπε, «αλλά δεν είναι πολύ χρήσιμο». «Γιατί όχι;» «Στην πραγματικότητα, δε μας ενδιαφέρει πότε σχηματίστηκε ο ασβεστόλιθος. Το ίδιο το πέτρωμα θα έχει παλαιότητα εκατομμυρίων ετών. Μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο
πότε εξορύχτηκε. Η πατίνα και οι εγχαράξεις είναι οι καλύτεροι δείκτες που έχουμε για τη χρονολόγηση του». «Αχά». Η Σάρλοτ έδειξε τη θολή αναπαράσταση του δελφινιού,και της τρίαινας. «Πιστεύεις ότι θα μπορέσουμε να βρούμε τι σημαίνει αυτό;» «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι πρόκειται για ειδωλολατρικό σύμβολο», της είπε ο Μπερσέι. «Είναι παράξενο, αλλά είμαι βέβαιος ότι το έχω ξαναδεί κάπου. Ας δούμε όμως πρώτα αν η πατίνα είναι γνήσια». «Όσο εσύ θα τελειώνεις με την ανάλυση της οστεοθήκης, εγώ θα ετοιμάσω δείγμα από ένα οστό για τη χρονολόγηση με ισότοπο άνθρακα». Γύρισε για να πάει προς το σκελετό. «Εντάξει. Επί τη ευκάιρία», ο Μπερσέι έπιασε το σημειωματάριο του κι έγραψε κάτι γρήγορα, «εδώ είναι το όνομα κι ο αριθμός τηλεφώνου ενός γνωστού μου σ' ένα εργαστήριο Φασματομετρικού Επιταχυντή Μάζας εδώ στη Ρώμη». Έσκισε το φύλλο απ' το σημειωματάριο του. «Πες του ότι σε παρέπεμψα εγώ. Πες ότι δουλεύουμε για το Βατικανό και ότι χρειαζόμαστε γρήγορα τα αποτελέσματα. Έτσι θα είναι πιο προσεκτικός. Και ζήτησέ του να σου τηλεφωνήσει αμέσως όταν θα 'χει τα αποτελέσματα. Το πιστοποιητικό της χρονολόγησης μπορεί να το στείλει αργότερα». Η Χενεσί διάβασε το φύλλο. «Αντόνιο Κιαρντίνι;» «Προφέρεται Τζαρ-ντίνι. Είναι παλιός μου φίλος και, επιπλέον, μου χρωστάει μια χάρη». «Εντάξει». «Και μην ανησυχείς, τα αγγλικά του είναι πολύ καλά». Ο Μπερσέι κοίταξε το ρολόι του: μία και τέταρτο. «Προτού ξεκινήσεις, δεν κάνουμε ένα διάλειμμα για μεσημεριανό;» «Πολύ θα το 'θελα. Πεθαίνω απ' την πείνα». «Δε σου άρεσε το σάντουιτς με τόνο;» «Δεν είναι αυτό ακριβώς που έχω στο νου μου όταν σκέφτομαι την ιταλική κουζίνα...»
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Μπαίνοντας στο χριστιανικό τομέα από τη Σουκά ελ Ντάμπαγκα, ο Γκράχαμ Μπάρτον σταμάτησε λίγο για να θαυμάσει τη μεγαλοπρεπή πρόσοψη της Εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου, την οποία είχαν χτίσει οι σταυροφόροι το 12ο αιώνα για να κρύψουν το ετοιμόρροπο κτίσμα που υπήρχε εκεί. Χριστιανοί προσκυνητές συνέρρεαν στην Ιερουσαλήμ για ν' ακολουθήσουν τη διαδρομή του Ιησού κατά τη σταύρωση του, σταματώντας στους δεκατέσσερις «σταθμούς», από το σημείο που καταδικάστηκε σε θάνατο μέχρι το σημείο που σταυρώθηκε - για ν' ακολουθήσουν, δηλαδή, το «Δρόμο των Παθών», που είναι περισσότερο γνωστός ως «Οι Σταθμοί του Σταυρού». Η διαδρομή ξεκινάει από ένα μουσουλμανικό κολέγιο στη Βία Ντολορόζα, το Μεντρεσέ αλ Ομαριγία, ακριβώς κάτω από το βορινό τείχος του Όρους του Ναού. Στη συνέχεια, περνούν από τη φραγκισκανική μονή της Φραγκέλωσης, εκεί όπου πολλοί χριστιανοί πιστεύουν ότι ο Χριστός σήκωσε το σταυρό, αφού προηγουμένως τον είχαν μαστιγώσει και του είχαν φορέσει ένα αγκάθινο στεφάνι. Οι σταθμοί δέκα έως δεκατέσσερα -όπου αφαιρέθηκαν τα ενδύματα του Χριστού, τον κάρφωσαν στο σταυρό, πέθανε και αποκαθηλώθηκε- τιμώνται μέσα στην Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου. Μετά απ' όλα όσα συνέβησαν στην Ιερουσαλήμ τις ακριβώς προηγούμενες μέρες, ο Μπάρτον δεν ξαφνιάστηκε που σήμερα
δεν υπήρχαν πολλοί τουρίστες εδώ. Προχώρησε προς την κεντρική είσοδο της εκκλησίας. Κάτω από την επιβλητική ροτόντα της εκκλησίας -που υψωνόταν πάνω από δύο κυκλικά διαζώματα με ρωμαϊκούς στύλους- ο Μπάρτον έκανε το γύρο ενός μικρού μαυσωλείου με περίτεχνο χρυσό διάκοσμο. Μέσα σ' αυτή τη μικρή κατασκευή βρισκόταν το πιο ιερό σημείο της εκκλησίας - μια μαρμάρινη πλάκα που κάλυπτε το βράχο στον οποίο πιστεύεται ότι ακούμπησαν τη σορό του Χριστού για να την ετοιμάσουν για την ταφή. «Γκράχαμ;» του φώναξε μια ζεστή φωνή. «Εσύ είσαι;» Ο Μπάρτον γύρισε κι είδε έναν παχύσαρκο ηλικιωμένο ιερέα με μακριά λευκή γενειάδα. Φορούσε τη συνηθισμένη ενδυμασία των ιερέων της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας - ένα φαρδύ μαύρο ράσο κι ένα μεγάλο μαύρο κυλινδρικό καπέλο. «Πάτερ Δημήτριε», χαμογέλασε ο αρχαιολόγος. Ο ιερέας έπιασε τον Μπάρτον με τα κοντόχοντρα χέρια του, που τα δάχτυλά τους θύμιζαν λουκάνικα, και τον τράβηξε λίγο πιο κοντά του. «Φαίνεσαι καλά, φίλε μου. Λοιπόν, τι σ' έκανε να ξανάρθεις στην Ιερουσαλήμ;» Μιλούσε με βαριά ελληνική προφορά. Είχε περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από τότε που ο Μπάρτον συνάντησε για πρώτη φορά τον ιερέα για την οργάνωση μιας έκθεσης από την Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου στο Μουσείο του Λονδίνου, με σταυρούς που έφεραν το ομοίωμα του εσταυρωμένου Χριστού και με κειμήλια της εποχής των σταυροφόρων. Ο πατήρ Δημήτριος δάνεισε μ' ευχαρίστηση τα αντικείμενα στο μουσείο για διάστημα τριών μηνών, με αντάλλαγμα μια γενναιόδωρη δωρεά. «Στην πραγματικότητα, ήρθα ελπίζοντας ότι θα μπορούσατε να με βοηθήσετε να μεταφράσω ένα αρχαίο έγγραφο». «Φυσικά», απάντησε ο ιερέας καλοδιάθετα. «Ό,τι θέλεις. Έλα, πάμε». Περπατώντας αργά δίπλα στον πατέρα Δημήτριο, παρατηρούσε διάφορους ιερείς που τριγυρνούσαν στο χώρο. Οι Έλ-
ληνες ιερείς ήταν υποχρεωμένοι από ένα παμπάλαιο οθωμανικό διάταγμα να μοιράζονται αυτόν το χώρο με τ' άλλα θρησκευτικά δόγματα της Εκκλησίας - τους Ρωμαιοκαθολικούς, τους Αιθίοπες, τους Σύριους, τους Αρμένιους και τους Κόπτες. Στο χώρο της Εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου, κάθε δόγμα είχε στήσει το δικό του περίτεχνο παρεκκλήσι. Ήταν ένας πρόχειρος διακανονισμός τόσο χωροταξικά όσο και πνευματικά, σκέφτηκε ο Μπάρτον. Από κάποιο σημείο της εκκλησίας άκουσε να ψέλνουν μια νεκρώσιμη ακολουθία. «Οι φήμες λένε ότι οι Ισραηλινοί σε φώναξαν να τους βοηθήσεις στην έρευνα για το Όρος του Ναού», ψιθύρισε ο ιερέας. «Είναι αλήθεια;» «Καλύτερα να μην πω τίποτα». «Δε σε κατηγορώ. Αλλά, Γκράχαμ, αν είναι αλήθεια, προχώρησε έξυπνα, σε παρακαλώ». Ο ιερέας τον οδήγησε στο ελληνορθόδοξο παρεκκλήσι που είναι γνωστό ως «το Κέντρο του Κόσμου», λόγω μιας μαρμάρινης κολυμπήθρας στο κέντρο του, που δείχνει το σημείο όπου οι αρχαίοι χαρτογράφοι είχαν ορίσει ως το μέσο μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Από την τελευταία επίσκεψή του, ο Μπάρτον ήξερε ότι ο πατήρ Δημήτριος ένιωθε πιο άνετα εδώ, στη δική του περιοχή. Στον πλαϊνό τοίχο υπήρχε μια κόγχη βυζαντινού ρυθμού με χρυσό διάκοσμο, όπου δέσποζε ένας τεράστιος χρυσός σταυρός, με τον Εσταυρωμένο σε φυσικό μέγεθος και με φωτοστέφανο. Δεξιά κι αριστερά, στο κάτω μέρος του σταυρού, βρίσκονταν οι δύο Μαρίες που τον κοίταζαν και θρηνούσαν. Στη βάση της Αγίας Τράπεζας, πίσω από ένα προστατευτικό τζάμι, υπήρχε μια προεξοχή βράχου. Εκεί πίστευαν ότι στερεώθηκε ο σταυρός όπου σταύρωσαν τον Χριστό, ότι είναι δηλαδή ο Γολγοθάς. Ο δωδέκατος σταθμός του σταυρού. Μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ο ιερέας έκανε το σημείο του σταυρού και μετά στράφηκε στον Μπάρτον. «Δείξε μου τι έχεις, Γκράχαμ». Έβαλε το χέρι του κάτω από τα άμφιά του κι έβγαλε τα γυαλιά του.
Ο Μπάρτον έβγαλε από την τσέπη του στήθους του την περγαμηνή μέσα στην πλαστική θήκη και του την έδωσε. Ο ιερέας ψηλάφισε την πλαστική θήκη. «Βλέπω ότι χρησιμοποιείς την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Καλό αυτό. Ας δούμε τώρα τι έχεις εδώ». Φορώντας τα γυαλιά του σήκωσε το έγγραφο ψηλότερα, κοντά στο διάχυτο φως ενός περίκομψου κρεμαστού κηροστάτη, και διάβασε το κείμενο προσηλωμένος. Δευτερόλεπτα αργότερα χλόμιασε, ενώ το κάτω χείλος του κρέμασε. «Ποπό...» «Τι είναι;» Ο ιερέας φαινόταν ανήσυχος. Τρομαγμένος. Κοίταξε τον Μπάρτον πάνω από τα γυαλιά του. «Πού το βρήκες αυτό;» τον ρώτησε σιγανά. Ο Μπάρτον σκέφτηκε σοβαρά αν θα 'πρεπε να του πει ή όχι. «Δεν μπορώ να σας πω. Λυπάμαι». «Κατάλαβα». Από την έκφραση των ματιών του ήταν φανερό ότι ο ιερέας ήξερε ήδη την απάντηση. «Μπορείτε να μου πείτε τι λέει;» Ο πατήρ Δημήτριος έριξε μια γρήγορη ματιά στο παρεκκλήσι. Τρεις φραγκισκανοί ιερείς, ντυμένοι με τα ράσα των καθολικών, κοντοστάθηκαν πολύ κοντά τους. «Ας πάμε κάτω». Έκανε νόημα στον Μπάρτον να τον ακολουθήσει. Από μια φαρδιά στριφογυριστή σκάλα που βρισκόταν στο κεντρικό κλίτος του ναού, ο πατήρ Δημήτριος τον οδήγησε κάτω. Ο Μπάρτον αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατόν οι αρχαίες λέξεις να 'χαν πανικοβάλει τόσο πολύ τον ηλικιωμένο ιερέα. Όσο πιο κάτω κατέβαιναν, τα πέτρινα τούβλα έδιναν τη θέση τους στο κρύο λαξευμένο έδαφος. Τελικά ο ιερέας σταμάτησε σε κάτι που έμοιαζε με σπήλαιο. «Τον ξέρεις αυτόν το χώρο;» «Φυσικά», είπε ο Μπάρτον κι έριξε μια γρήγορη ματιά στο χαμηλό βραχώδες ταβάνι που είχε τα αποκαλυπτικά σημάδια του σκαψίματος. «Το παλιό νταμάρι».
Το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στον τοίχο πίσω από τον ιερέα, όπου οι ισόπλευροι σταυροί εκατοντάδων Ναΐτών ιπποτών είχαν χαραχτεί στο βράχο - παραστάσεις από το 12ο αιώνα. «Ο τύμβος», τον διόρθωσε ο ιερέας δείχνοντάς του τα επιμήκη ταφικά κοιλώματα που είχαν σκαλιστεί στον πίσω τοίχο. «Παρόλο που ξέρω με πόση επιφυλακτικότητα αντιμετωπίζεις αυτή την ιδέα». Όπου, επίσης, η Ελένη είχε τη μεγάλη τύχη να ξεθάψει το σταυρό του Χριστού, ήθελε να του πει ο Μπάρτον, αλλά κράτησε την απάντησή του για τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η ηλικιωμένη μητέρα του Κωνσταντίνου είχε επιλέξει η ίδια αυτό το μέρος -που παλαιότερα ήταν ένας ρωμαϊκός ναός όπου οι ειδωλολάτρες λάτρευαν κάποτε την Αφροδίτη- άφηνε πολλές αμφιβολίες για την αυθεντικότητά του. Αν και του ήταν γνωστές οι αποκλίνουσες απόψεις της Ιστορίας και της θρησκείας, δεν επρόκειτο να προσβάλει τον ιερέα λέγοντάς του κάτι που εκείνος θα το θεωρούσε βλασφημία. «Υπάρχει άλλος ένας πολύ ιερός τάφος ακριβώς πάνω μας», του υπενθύμισε ο πατήρ Δημήτριος με σοβαρή έκφραση. «Και γιατί με φέρατε εδώ κάτω; Έχει κάποια σχέση μ' αυτή την περγαμηνή;» «Απόλυτη». Η φωνή του ήταν σοβαρή. «Δεν ξέρω πού το βρήκες αυτό, Γκράχαμ. Αλλά αν δεν προήλθε από 'δώ -και το ξέρω ότι δεν προήλθε-, σου εφιστώ την προσοχή. Πρόσεχε, πρόσεχε πάρα πολύ. Ξέρεις καλύτερα απ' τους περισσότερους πόσο πολύ μπορούν να παρερμηνευθούν οι λέξεις. Αν μου υποσχεθείς ότι θα θυμάσαι ό,τι σου είπα, θα γράψω σ' ένα χαρτί τη μετάφραση που θέλεις». «Έχετε το λόγο μου». «Ωραία». Ο ιερέας κούνησε το κεφάλι του και πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Δώσε μου το στυλό σου κι ένα φύλλο χαρτί».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Κάθε φορά που ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν περπατούσε στο μεγαλοπρεπή διάδρομο του Αποστολικού Μεγάρου ένιωθε φόβο. Αυτή ήταν η είσοδος που οδηγούσε στην προνομιούχα τάξη του Βατικανού - στην κορυφή της ιεραρχίας της χριστιανοσύνης. Συνορεύοντας με το πίσω μέρος του Μουσείου του Βατικανού, το Αποστολικό Μέγαρο στέγαζε τα γραφεία του πάπα και του υπουργού Εξωτερικών του Κράτους του Βατικανού, ενώ στο πάνω πάτωμα βρισκόταν το πολυτελές διαμέρισμα Βοργία όπου κατοικούσε ο πάπας. Ολόκληρο το συγκρότημα, που ήταν τόσο μεγάλο όσο η αίθουσα αφίξεων ενός αεροδρομίου, έμοιαζε σαν συνέχεια του ίδιου του μουσείου, αφού είχε τοιχογραφίες από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, μαρμάρινα δάπεδα και μπαρόκ διακόσμηση. Εδώ ήταν πιο εμφανής ο στρατός του Βατικανού - ανέκφραστοι Ελβετοί φρουροί ήταν στημένοι σε ίσες αποστάσεις. Ο Ντόνοβαν, βλέποντάς τους και μόνο, εκνευριζόταν ακόμα περισσότερο. Στη μια πλευρά του διαδρόμου υπήρχαν ψηλά προπύλαια που είχαν θέα προς την πλατεία του Αγίου Πέτρου - την τεράστια, ελλειπτική αυλή του Μπερνίνι που ολοκληρώθηκε το 1667. Τέσσερα μεγάλα τόξα με κιονοστοιχίες αγκάλιαζαν το χώρο, τονίζοντας τον οβελίσκο του Καλιγούλα που βρισκόταν στο κέντρο της πλατείας και ήταν λάφυρο από το Δέλτα του Νείλου το 38 μετά Χριστόν. Το αρχαίο εύρημα θύμισε από-
τομα στον Ντόνοβαν το πλιάτσικο που έγινε στην Ιερουσαλήμ μόλις τέσσερις μέρες πριν. Τα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα στην απέναντι πλευρά του διαδρόμου είχαν σιδερένια κιγκλιδώματα, κάτι που υποδήλωνε ότι αυτό το οικοδόμημα προοριζόταν αρχικά για φρούριο. Δεξιά κι αριστερά από τη διπλή πόρτα που δέσποζε στο τέλος του διαδρόμου στέκονταν δύο Ελβετοί φρουροί με επίσημη στολή - κυματιστός χρυσαφένιος χιτώνας των Μεδίκων με μπλε ρίγες, ασορτί παντελόνι, κόκκινος μπερές κι άσπρα γάντια. Οι κλόουν του Κόντε. Και οι δύο κρατούσαν από ένα κοντάρι μήκους δυόμισι περίπου μέτρων που λεγόταν «λογχοπέλεκυς» - ένα όπλο του 16ου αιώνα που συνδύαζε άκρη από δόρυ, λεπίδα από πέλεκυ και γάντζο από άγκυρα. Ο Ντόνοβαν πρόσεξε ότι οι δυο στρατιώτες κουβαλούσαν επίσης μπερέτες μέσα σε δερμάτινες θήκες. Στάθηκε δύο μέτρα πριν από την πόρτα. «Buona sera, Padre. Si chiama?» Ο ψηλός φρουρός δεξιά του τον ρώτησε το όνομά του. «Πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν», απάντησε στα ιταλικά. «Μ' έχει καλέσει η Εξοχότητά του, ο καρδινάλιος Σαντέλι». Ο φρουρός εξαφανίστηκε στο δωμάτιο που υπήρχε πίσω του. Πέρασαν μερικές αμήχανες στιγμές, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Ντόνοβαν κοίταζε ανέκφραστα το δάπεδο ενώ ο άλλος Ελβετός φρουρός στεκόταν σε στάση προσοχής κι ήταν απόλυτα σιωπηλός. Ο πρώτος φρουρός εμφανίστηκε πάλι. «Είναι έτοιμος να σας δει». Συνόδευσαν τον έφορο σ' ένα μεγάλο προθάλαμο επιπλωμένο με μάρμαρο και ξύλο. Εκεί, ο προσωπικός βοηθός του Σαντέλι, ο νεαρός πατήρ Τζέιμς Μάρτιν, με πρόσωπο ανέκφραστο και συνεσταλμένο, καθόταν σ' ένα μοναχικό γραφείο. Ο Ντόνοβαν του χαμογέλασε ζεστά κι αντάλλαξαν μερικές τυπικότητες. Προσπαθούσε να φανταστεί πόσο βαρύ πνευματικά θα πρέπει να 'ταν γι' αυτόν να είναι υποχρεωμένος να υπακούει στις διαταγές ενός ανθρώπου σαν τον Σαντέλι. «Μπορείτε να περάσετε αμέσως», του είπε ο πατήρ Μάρτιν, δείχνοντάς του μ' ένα νεύμα μια τεράστια δρύινη πόρτα. Ανοίγοντάς την, ο Ντόνοβαν πέρασε στον πολυτελή χώρο
που υπήρχε πίσω της. Στην άλλη άκρη της αίθουσας είδε τον πορφυρό σκούφο και τη γνωστή αφάνα των πυκνών ασημένιων μαλλιών να προεξέχουν πάνω από την πλάτη μιας ψηλής δερμάτινης πολυθρόνας. Ο υπουργός Εξωτερικών του Βατικανού ήταν στραμμένος προς ένα απ' τα παράθυρα, που φαινόταν σαν να σχημάτιζε μια όμορφη κορνίζα γύρω από τη βασιλική του Αγίου Πέτρου. Κρατούσε το ακουστικό του τηλεφώνου στο δεξί του αφτί και χειρονομούσε με τα αδύναμα χέρια του. Όταν γύρισε προς το μέρος του, ο Ντόνοβαν είδε τα ερεθισμένα μάτια, τα πυκνά φρύδια και το μεγάλο προγούλι του καρδινάλιου Αντόνιο Κάρλο Σαντέλι. Ο καρδινάλιος του έγνεψε να καθίσει σε μια πολυθρόνα που βρισκόταν μπροστά από το μεγάλο μαονένιο γραφείο του. Ο Ντόνοβαν βυθίστηκε στην πολυθρόνα. Το κάλυμμά της έτριξε καθώς μετακινήθηκε για να βολευτεί. Ως ο πρώτος στη σειρά καρδινάλιος του Βατικανού, ο Σαντέλι ήταν επιφορτισμένος με τα πολιτικά και διπλωματικά ζητήματα της Έδρας του πάπα. Έχοντας στην ουσία ρόλο πρωθυπουργού στην Παπική Αυλή, έπρεπε να δίνει λόγο μόνο στον ίδιο τον πάπα. Ωστόσο, ακόμα κι ο πάπας συμφωνούσε κατά καιρούς με τις απαιτήσεις του Σαντέλι. Η πολιτική επιδεξιότητά του ήταν θρυλική. Ως νεοεκλεγμένος καρδινάλιος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, βοήθησε το Βατικανό να ξεπεράσει αναίμακτα από τη μια τη ζοφερή οικονομική ύφεση λόγω του τραπεζικού σκανδάλου της Banco Ambrosiano και, από την άλλη, το φόνο του Ρομπέρτο Κάλβι, του επονομαζόμενου «Τραπεζίτη του Θεού», ο οποίος βρέθηκε κρεμασμένος απ' το λαιμό κάτω από τη γέφυρα του Μπλακ Φράιερς στο Λονδίνο. Ενώ ο καρδινάλιος τελείωνε το τηλεφώνημά του, ο Ντόνοβαν κοίταζε αυτό το άδυτο του παπικού συστήματος. Το τεράστιο γραφείο του Σαντέλι ήταν άδειο, με εξαίρεση μια μικρή, προσεκτικά τακτοποιημένη στοίβα με σύντομες αναφορές και μια πολύ μεγάλη πλάσμα οθόνη υπολογιστή τοποθετημένη πάνω σ' ένα βραχίονα. Η προστασία οθόνης ήταν ενεργοποιημένη - ένα καταπράσινο γήπεδο του γκολφ που
η σημαία του ανέμιζε από ένα φανταστικό αεράκι και πάνω της έγραφε «Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η πίστη». Μεγάλος ζηλωτής της τεχνολογίας της πληροφορικής, ο Σαντέλι ήταν ο βασικός υποστηρικτής της εγκατάστασης του υπερσύγχρονου δικτύου οπτικών ινών στο Βατικανό. Στη γωνία, ένα αντίγραφο της Πιετά του Μιχαήλ Αγγέλου στόλιζε ένα κομό αναγεννησιακού στυλ με μαρμάρινη επιφάνεια. Στο χώρο δεξιά του κυριαρχούσε μια ταπισερί που απεικόνιζε τη μάχη του Κωνσταντίνου στη γέφυρα Μίλβιαν. Αριστερά από τον Ντόνοβαν ήταν κρεμασμένοι πάνω στο βαθυκόκκινο τοίχο -πρόχειρα σχεδόν- τρεις πίνακες του Ραφαήλ. Το βλέμμα του ξαναγύρισε στον Σαντέλι. «Πληροφόρησέ τον ότι την τελική απόφαση θα τη λάβει ο πάπας», έλεγε ο καρδινάλιος με βαριά ιταλική προφορά. Ο Σαντέλι ήταν πάντα ευθύς. «Τηλεφώνησέ μου όταν θα 'χει τελειώσει». Έβαλε το ακουστικό στη θέση του. «Ακριβής όπως πάντα, Πάτρικ». Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε. «Μετά το φρικτό χάος που άφησαν πίσω τους στην Ιερουσαλήμ, ευελπιστώ να μου φέρνεις καλά νέα. Πες μου ότι όλες οι προσπάθειές μας άξιζαν μια τέτοια θυσία». Ο Ντόνοβαν πίεσε τον εαυτό του να κοιτάξει τον Σαντέλι στα μάτια. «Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που με κάνουν να πιστεύω ότι η οστεοθήκη είναι αυθεντική». Ο καρδινάλιος έκανε μια γκριμάτσα. «Δεν είσαι όμως σίγουρος;» «Χρειάζεται να το κοιτάξουν κι άλλο. Να γίνουν κι άλλοι έλεγχοι». Ο Ντόνοβαν ήξερε ότι η φωνή του ακουγόταν διστακτική. «Αλλά, μέχρι τώρα, τα στοιχεία είναι πειστικά». Για λίγο δε μίλησε κανείς. Μετά, ο καρδινάλιος ρώτησε χωρίς περιστροφές: «Υπάρχει, όμως, σώμα;» Ο Ντόνοβαν έγνεψε καταφατικά. «Όπως ακριβώς έλεγε το χειρόγραφο». «Υπέροχα».
«Θα το πούμε στον πάπα;» «Θα το χειριστώ εγώ αυτά, όταν θα 'ρθει η ώρα». Έχοντας ακουμπισμένους τους αγκώνες του στα μπράτσα της πολυθρόνας, ο Σαντέλι είχε πλέξει τα δάχτυλά του σαν να προσευχόταν. «Πότε θα μπορέσουν αυτοί οι επιστήμονες να κάνουν μια επίσημη παρουσίαση;» «Τους ζήτησα να ετοιμάσουν κάτι για την Παρασκευή». «Ωραία». Ο καρδινάλιος πρόσεξε ότι ο Ντόνοβαν ήταν ανήσυχος. «Μη στενοχωριέσαι, πάτερ Ντόνοβαν», είπε ανοίγοντας τα χέρια του. «Βοήθησες στην αναγέννηση αυτού του σπουδαίου θεσμού».
Επιστρέφοντας από το γεύμα τους, οι δύο επιστήμονες ένιωθαν ανανεωμένοι. Το απόγευμα ο καιρός είχε μαλακώσει κι ο ήλιος ήταν αναζωογονητικός. Ο Μπερσέι πήγε τη Σάρλοτ στο καφέ Σαν Λουίτζι στη Βία Μοκένιγκο, που απείχε πολύ λίγο από την είσοδο του Μουσείου του Βατικανού. Η απαλή μουσική και το ευχάριστο ντεκόρ του 19ου αιώνα συμπλήρωναν τα ραβιόλια με αστακό που της πρότεινε ο Μπερσέι - μια συνταρακτική πρόοδος σε σχέση με το χθεσινοβραδινό σάντουιτς με τόνο. Ενώ η Σάρλοτ τηλεφωνούσε στο εργαστήριο ΦΕΜ που της είχε υποδείξει ο Μπερσέι, εκείνος, αφού φόρεσε την ποδιά του εργαστηρίου, ξανάρχισε να εξετάζει την οστεοθήκη. Χαμήλωσε τα φώτα πάνω από τον πάγκο εργασίας κι άρχισε να περνάει κάθε επιφάνεια της οστεοθήκης με μια ράβδο που εξέπεμπε υπεριώδες φως. Μέσα απ' τους μεγάλης ακριβείας Orascoptic φακούς του, κοίταζε μεγεθυμένα κατά πολύ τα σημαντικά σημεία - ειδικά τα χαραγμένα αυλάκια που σχημάτιζαν τα περίπλοκα σχέδια. Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε ήταν ότι η πατίνα ήταν γδαρμένη σε πολλά σημεία, κυρίως στις πλαϊνές πλευρές της οστεοθήκης. Ακτινοβολώντας κάτω από το μαύρο φως, τα σημάδια απ' το γδάρσιμο ήταν πλατιά και μεγάλα σε μήκος θυμίζοντας σε μερικά σημεία νήμα πλεξίματος. Λουριά, υπέθεσε, παρόλο που δεν είχαν μείνει καθόλου ίχνη τους. Πιθανότατα
καινούριες νάιλον ταινίες. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε καθόλου ιζηματώδες υπόλειμμα πάνω στα αποτυπώματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα σημάδια ήταν φρέσκα. Αυτό δεν ήταν τόσο παράξενο. Έβλεπε συχνά αρχαία ευρήματα που τα είχαν κακομεταχειριστεί κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής ανασκαφής και της μεταφοράς, αλλά αυτή η ασέβεια για το παρελθόν τού προκαλούσε πάντα αγανάκτηση. Είχε διαβάσει ότι η οστεοθήκη του Ιακώβου είχε ραγίσει κατά τη μεταφορά της. Συγκριτικά μ' αυτό, η ζημιά εδώ ήταν συγχωρητέα και μάλλον δε θα μείωνε την αξία της ίδιας της οστεοθήκης. Έστησε την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή πάνω στο επιτραπέζιο τρίποδο και την ενεργοποίησε. Χωρίς φλας, τράβηξε μερικές φωτογραφίες. Μετά έσβησε το μαύρο φως και δυνάμωσε πάλι τα φώτα του πάγκου εργασίας. Στη συνέχεια, εξετάζοντας προσεκτικά κάθε κόψη και κάθε επιφάνεια της πατίνας, ο Μπερσέι ήθελε να εξακριβώσει αν η πατίνα είχε μεταφερθεί εκ των υστέρων τεχνητά. Αν το φέρετρο είχε εγχαραχθεί μετά την ανεύρεσή του, το γεωλογικό υπόλειμμα θα παρουσίαζε εμφανείς ανακολουθίες. Του πήρε αρκετό χρόνο, αλλά η λεπτομερής εξέταση δεν έδειξε ύποπτα γδαρσίματα ή αυλάκια. Η πατίνα ήταν κολλημένη γερά και ομοιόμορφα, τόσο στις ασβεστολιθικές επιφάνειες της οστεοθήκης όσο και στο ανάγλυφο που είχε χαραχθεί στο πλάι του φέρετρου. Όταν σηκώθηκε όρθιος για να τεντώσει τους σφιγμένους ώμους του, ανέβασε τους Orascoptic φακούς του και, για άλλη μια φορά, στάθηκε μια στιγμή για να θαυμάσει τα διακοσμητικά σχέδια της οστεοθήκης. Πλησίαζε η εικοστή πέμπτη επέτειος του γάμου του κι αυτή η περίπλοκα σχεδιασμένη ροζέτα μπορεί να φαινόταν ωραία πάνω σε κάποιο κόσμημα. Μετά από τόσα χρόνια μαζί με την Καρμέλα, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρει ένα πρωτότυπο δώρο. Έσκυψε πάλι πάνω στην οστεοθήκη και, αφού έξυσε μικρά δείγματα από επιλεγμένες περιοχές χρησιμοποιώντας μια μικρή λεπίδα, τα τοποθέτησε πάνω σε γυάλινες πλάκες μικροσκοπίου σημειώνοντας καθαρά το σημείο από το οποίο προήλθε το καθένα. Μάζεψε δεκαπέντε δείγματα και τακτό-
ποίησε τις πλάκες πάνω σ' ένα δίσκο. Μετά πήγε σ' έναν άλλο πάγκο εργασίας, όπου υπήρχε ένα ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, και ξεκίνησε με το πρώτο δείγμα. Έτσι όπως προβάλλονταν υπερμεγεθυμένα σε μια οθόνη υπολογιστή που βρισκόταν δίπλα, τα στεγνά ορυκτά και τα ιζήματα που σχημάτιζαν την πατίνα θύμιζαν ένα γκρίζομπέζ κουνουπίδι. Αφού αποθήκευσε μια λεπτομερή εικόνα του πρώτου δείγματος σε μια βάση δεδομένων, το έβγαλε και συνέχισε με τα υπόλοιπα δείγματα του δίσκου. Όταν αποθήκευσε την εικόνα και του τελευταίου, τα εμφάνισε όλα στην οθόνη του υπολογιστή, το ένα δίπλα στο άλλο. Έδωσε εντολή να ελεγχθούν οι πληροφορίες για ασυνέπειες. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα υπολογισμών, κατά τη διάρκεια των οποίων γινόταν σύγκριση των βιολογικών ουσιών, το πρόγραμμα δε βρήκε σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δείγματα. Αν κάποιο μέρος της πατίνας είχε «παραχθεί» τεχνητά -και η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν η χρήση ασβεστόλιθου ή διοξειδίου του πυριτίου διαλυμένου σε ζεστό νερότο πρόγραμμα θα είχε εντοπίσει ασύμβατες αναλογίες ισότοπων, ή ακόμα και άσχετα ίχνη μικροσκοπικών θαλάσσιων απολιθωμάτων που τα συναντάμε στην κοινή κιμωλία. Ό π ω ς το περίμενε, όλα τα δείγματα είχαν υψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο, με μικρά ίχνη στροντίου, σιδήρου και μαγνησίου. Σύμφωνα με την έρευνα του Μπερσέι στο Διαδίκτυο, τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούσαν μ' εκείνα από τις πατίνες παρόμοιων αρχαίων ευρημάτων από άλλες ανασκαφές στο Ισραήλ. Ο Μπερσέι έβγαλε την τελευταία πλάκα από το μικροσκόπιο. Με τα τωρινά δεδομένα, τα αποτελέσματα αυτά αποδείκνυαν βάσιμα ότι οι εγχαράξεις της οστεοθήκης προηγούνταν χρονικά του σχηματισμού της πατίνας. Επομένως, ήταν απολύτως λογικό να συμπεράνει κάποιος ότι το μυστηριώδες ειδωλολατρικό σύμβολο στο πλάι της οστεοθήκης ήταν όντως τόσο παλιό όσο και τα οστά. Αν μπορούσε να βρει τι ακριβώς σήμαινε, ίσως αυτό τον βοηθούσε να βρει και ποιος ήταν ο άντρας που είχε σταυρωθεί.
Κοιτώντας τον Τζιοβάνι Μπερσέι που δούλευε στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, η Σάρλοτ σήκωσε το ασύρματο τηλέφωνο και κάλεσε τον αριθμό που της είχε δώσει. Για πολλή ώρα το τηλέφωνο χτυπούσε χωρίς απάντηση, με ένα κουδούνισμα χαρακτηριστικά ευρωπαϊκό. Το σήκωσαν τη στιγμή που σκεφτόταν ότι θα 'πρεπε να ξανακαλέσει αργότερα. «Salve». Για μια στιγμή η Σάρλοτ δεν ήξερε τι να πει. Περίμενε να της απαντήσει ένα τηλεφωνικό κέντρο ή κάποιος υπάλληλος -ή ν' ακούσει ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα- κι αναρωτήθηκε μήπως κατά λάθος είχε καλέσει στο σπίτι κάποιου. «Salve?» Η φωνή ακούστηκε πιο επίμονη. Ξανακοίταξε το χαρτί όπου είχε σημειώσει την προφορά του ονόματος. «Σινιόρε Αντόνιο Τζαρντίνι;» «Si». «Είμαι η δόκτωρ Σάρλοτ Χενεσί. Ο Τζιοβάνι Μπερσέι μου είπε να σας τηλεφωνήσω. Λυπάμαι - δεν ήξερα ότι τηλεφωνούσα στο σπίτι σας». «Τηλεφωνήσατε στο κινητό μου. Δεν υπάρχει πρόβλημα». Έγινε μια μικρή παύση. «Αμερικανίδα είστε;» Τα αγγλικά του ήταν εντυπωσιακά. «Ναι».
«Τι μπορώ να κάνω για τον καλό μου φίλο, τον Τζιοβάνι;» Όλοι φαίνονταν να συμπαθούν το δόκτορα Μπερσέι. «Εκείνος κι εγώ συμμετέχουμε σ' ένα σημαντικό ερευνητικό πρόγραμμα εδώ στη Ρώμη. Στο Βατικανό συγκεκριμένα...» «Στο Βατικανό;» τη διέκοψε ο Τζαρντίνι. «Ναι. Μας ζήτησαν να εξετάσουμε ένα δείγμα αρχαίων οστών. Και, για να είναι πλήρης η ανάλυσή μας, θα θέλαμε να χρονολογήσουμε το δείγμα». Η φωνή του ανέβηκε μια σκάλα. «Δείγματα οστών στο Βατικανό; Αλλόκοτος συνδυασμός. Αν και υπάρχουν εκείνοι οι τάφοι κάτω από τη βασιλική του Αγίου Πέτρου όπου θάβουν τους πάπες», είπε προσπαθώντας να βρει μια λογική εξήγηση. «Ναι, τέλος πάντων...» Δεν μπορούσε να του εξηγήσει. «Λυπάμαι αν σας βάζω σε κόπο, αλλά ο δόκτωρ Μπερσέι αναρωτιόταν μήπως θα μπορούσατε να μας βγάλετε γρήγορα αποτελέσματα». «Για τον Τζιοβάνι, σίγουρα. Είναι σε καλή κατάσταση το οστό; Είναι καθαρό;» «Είναι πολύ καλά διατηρημένο». «Ωραία. Τότε προτείνω να μου στείλετε ένα δείγμα τουλάχιστον ενός γραμμαρίου». «Το έχω. Και... δεν ξέρω αν μπορείτε... αλλά θα θέλαμε επίσης να χρονολογήσουμε μια ξύλινη σκλήθρα». «Για ξύλο, κατά προτίμηση δέκα χιλιοστά του γραμμαρίου, αν και μπορούμε να το κάνουμε ως και μ' ένα χιλιοστό». «Δεν υπάρχει πρόβλημα, δέκα χιλιοστά. Υπάρχει κάποιο έγγραφο που θα θέλατε να συμπληρώσω;» «Στείλτε απλώς το πακέτο κατευθείαν σε μένα με το όνομά σας - μόνο αυτό. Θα συμπληρώσω εγώ τα έγγραφα. Γράψτε μου πού θέλετε να σας στείλω το πιστοποιητικό της χρονολόγησης». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Ξέρω ότι σας έχω ζητήσει ήδη πάρα πολλά, αλλά ο δόκτωρ Μπερσέι αναρωτιόταν μήπως θα μπορούσατε να μας ειδοποιήσετε μόλις έχετε τα αποτελέσματα». «Ώστε γι' αυτό λοιπόν έβαλε εσάς να μου τηλεφωνήσετε,
δόκτωρ Χενεσί». Ο Τζαρντίνι χαλάρωσε γελώντας μ' ένα βαθύ, πλούσιο γέλιο. «Θα επεξεργαστώ τα δείγματα αμέσως μόλις φτάσουν. Συνήθως χρειάζονται βδομάδες για τα αποτελέσματα. Αλλά θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να τα έχω έτοιμα σε μια δυο ώρες. Θα σας δώσω τη διεύθυνση». Ο Τζαρντίνι επανέλαβε τη διεύθυνση αργά, ώστε να τη σημειώσει η Σάρλοτ. «Ευχαριστώ. Θα τα στείλω με το ταχυδρομείο του Βατικανού. Τα δείγματα θα βρίσκονται σ' εσάς μέσα στο επόμενο δίωρο. Ciao». Τοποθετώντας το ακουστικό στη βάση του που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο, επέστρεψε στον πάγκο εργασίας. Κοιτάζοντας προσεκτικά το σκελετό, αποφάσισε τελικά να στείλει ένα θραύσμα από το σπασμένο μετατάρσιο του αριστερού ποδιού. Με μια λαβίδα, αφαίρεσε προσεκτικά ένα μικρό κομμάτι και το έκλεισε ερμητικά μέσα σ' ένα πλαστικό φιαλίδιο. Για να προσδιοριστεί η ηλικία του, κι επομένως η ηλικία του σκελετού, το δείγμα χρειαζόταν ν' αποτεφρωθεί. Στη συνέχεια θα συγκέντρωναν τα ανθρακικά αέρια, θα τα καθάριζαν και θα τα συμπύκνωναν για να προσδιορίσουν ποσοτικά οποιοδήποτε υπόλειμμα άνθρακα 14 - του ραδιενεργού ισότοπου του άνθρακα που υπάρχει σ' όλους τους οργανισμούς και που, με το θάνατο, αρχίζει να μειώνεται στο μισό ακριβώς κάθε πέντε χιλιάδες επτακόσια τριάντα χρόνια. Παρόλο που η διαδικασία φαινόταν απλή, η Σάρλοτ ήξερε ότι ο περίπλοκος εξοπλισμός που ήταν απαραίτητος γι' αυτό τον έλεγχο - ο Φασματομετρικός Επιταχυντής Μάζας- απαιτούσε να επενδυθεί μεγάλο κεφάλαιο και χρειαζόταν διαρκή συντήρηση. Τα περισσότερα μουσεία και οι αρχαιολογικές ομάδες επέλεγαν ανεξάρτητα ειδικευμένα εργαστήρια ΦΕΜ, όπως αυτό του Τζαρντίνι. Από το συρτάρι έβγαλε την ξύλινη σκλήθρα που είχε πάρει κατά τη διάρκεια της αρχικής παθολογικής ανάλυσης. Αφού έβαλε τα δύο δείγματα μέσα σ' ένα φάκελο με επένδυση, ετοίμασε κι έναν άλλο φάκελο με την ετικέτα αποστολής του Βατικανού. Βλέποντας τον ανάγλυφο παπικό θυρεό της ετικέτας, χαμογέλασε μέσα της νιώθοντας σαν κομπάρσος
-ή ίσως και σαν ηθοποιός- σε αστυνομική ιστορία. Τα πάντα έμοιαζαν χιλιόμετρα μακριά από την καθημερινή ρουτίνα της στην πατρίδα. Όταν ανέλυε δείγματα στην BMS, ήξερε τουλάχιστον την ηλικία και την προέλευσή τους. Για τη λεπτομερή αναδημιουργία του σωματικού περιγράμματος του σκελετού, η Σάρλοτ έπρεπε να ελέγξει με δειγματοληψία το DNA του σκελετού. Μέσα στον πυρήνα τους, όλα τα ανθρώπινα κύτταρα περιέχουν τα οξέα των νουκλεοτιδίων, που μοιάζουν με κορδέλες και έχουν την κωδικοποίηση που καθορίζει κάθε φυσικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Η ίδια είχε διαβάσει μελέτες που υποστήριζαν ότι, αν οι καιρικές συνθήκες δεν ήταν σκληρές και δεν υπήρχε κάποια μόλυνση, το DNA των αρχαίων οργανισμών παρέμενε βιώσιμο. Οι επιστήμονες αυτοί είχαν μελετήσει αιγυπτιακές μούμιες ηλικίας σχεδόν πέντε χιλιάδων ετών. Κρίνοντας από την εξαιρετική κατάσταση αυτού του σκελετού, η Σάρλοτ ήταν σίγουρη ότι το DNA του δε θα είχε εκφυλιστεί τόσο ώστε να μην μπορούν να το μελετήσουν. Ό π ω ς οι αναλύσεις με βάση το ραδιενεργό άνθρακα, οι γενετικές εξετάσεις απαιτούσαν υπερσύγχρονο εξοπλισμό. Η Σάρλοτ ήξερε σίγουρα ότι οι γρηγορότερες και οι πιο έγκυρες εγκαταστάσεις γι' αυτό τον έλεγχο βρίσκονταν στην BioMapping Solutions, κάτω από το άγρυπνο μάτι του Τβαν Όλντριχ. Η BMS είχε κατοχυρώσει με πατέντα νέες μεθόδους και λογισμικά για ν' αναλύει αποτελεσματικά το ανθρώπινο γονιδίωμα, χρησιμοποιώντας βελτιωμένες τεχνικές σάρωσης με λέιζερ. Η ίδια ήταν βασικός συντελεστής της τεχνολογικής ανάπτυξης αυτών των μεθόδων. Κοιτώντας το ρολόι της, σήκωσε το ακουστικό και τηλεφώνησε στο Φοίνιξ. Πέντε παρά τέταρτο. Παρά τις οκτώ ώρες διαφορά, ήξερε ότι ο Τβαν ήταν μανιώδης του πρωινού ξυπνήματος. Έπειτα από τρία κουδουνίσματα, ο αγαπημένος της σήκωσε άτσαλα το ακουστικό από τη βάση του. «Όλντριχ». Πάντα έτσι απαντούσε - επί του θέματος. Άλλο ένα χαρακτηριστικό του που αγαπούσε.
«Καλημέρα. Εδώ γραφείο έρευνας της Ρώμης». Όταν άκουσε τη φωνή της, φάνηκε αμέσως να του φτιάχνει η διάθεση. «Πώς πάνε οι εργασίες στο κέντρο της χριστιανοσύνης;» «Καλά. Πώς είναι τα πράγματα εκεί πέρα;» Άγγιξε ένα από τα σκουλαρίκια της και θυμήθηκε ότι της τα είχε χαρίσει στα τελευταία γενέθλιά της - σμαράγδια, οι πολύτιμοι λίθοι που συνδέονταν με το μήνα όπου είχε γεννηθεί. Της είχε πει ότι ταίριαζαν με τα μάτια της. «Τα ίδια. Τι απασχολεί λοιπόν το Βατικανό; Να βρουν πώς θα κάνουν τον πάπα να ζει για πάντα;» «Είναι εκπληκτικό. Αναλύω τα υπολείμματα ενός αρχαίου σκελετού. Μέχρι τώρα έχουμε κάνει τη συνηθισμένη παθολογοανατομική εξέταση, αλλά είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Μακάρι να μπορούσες να την έβλεπες». «Πίσω στα χαρακώματα, λοιπόν. Ελπίζω ν' αξίζει το χρόνο μας». «Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να ξέρω. Αλλά είναι σπάνια δουλειά. Τέλος πάντων, πόσο συχνά σου τηλεφωνούν από το Βατικανό;» «Σωστά». Έκανε μια παύση. «Υποθέτω ότι δεν τηλεφώνησες μόνο για κουβέντα». 'Υστερα από την απότομη -πες, καλύτερα, παγωμένη- αναχώρηση της την περασμένη Κυριακή, ήξερε ότι εκείνος αναφερόταν στο θέμα της σχέσης τους. Ο Τβαν είχε κοιμηθεί στο σπίτι της το βράδυ πριν από την αναχώρησή της. Μια νύχτα πάθους που είχε οδηγήσει σε μια συζήτηση νωρίς το πρωί με θέμα «να προχωρήσουν τα πράγματα στο επόμενο στάδιο». Επειδή δεν του είχε πει ακόμα για τον καρκίνο της, ξεγλίστρησε γρήγορα απ' τη συζήτηση, κάτι που τον απογοήτευσε πολύ. Ενόσω συνέβαιναν όλ' αυτά, έφτασε η λιμουζίνα κι έτσι δεν έφυγε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η διευθέτηση της μεταξύ τους κατάστασης ήταν πολύ σημαντική, αλλά τώρα δεν ήταν η κατάλληλη ώρα. Ευτυχώς, ο Ίβαν ήταν ακόμα πολύ καλός στο να διαχωρίζει τη δουλειά από την ευχαρίστηση. «Τα οστά του δείγματος είναι σε απίστευτα καλή κατάσταση και ήλπιζα να εντυπωσιάσω τους ντόπιους με μερικά μαγικά
κόλπα όσον αφορά τη χαρτογράφηση του DNA», του εξήγησε. «Θέλω να βγάλω συμπεράσματα για το σωματικό περίγραμμα. Πιστεύεις ότι θα ενδιαφερόταν η BMS;» Μεσολάβησε μια σύντομη παύση που εκείνη κατάλαβε ότι ήταν μάλλον απογοήτευση. Έπειτα από ένα δευτερόλεπτο, της είπε: «Ακούγεται καλό για τις δημόσιες σχέσεις μας». «Είναι έτοιμος ο καινούριος σαρωτής γονιδίων;» «Βρισκόμαστε ήδη στην τελική φάση ελέγχου. Γι' αυτό έχω ξυπνήσει τόσο νωρίς - μελετούσα τα στοιχεία». «Και;» «Έχει πολύ λαμπρές προοπτικές. Στείλε μου το δείγμα σου και θα το επεξεργαστώ. Θα είναι μια καλή δοκιμή». «Έχω έναν ολόκληρο σκελετό εδώ. Ποιο κομμάτι θέλεις;» «Ας κινηθούμε προσεκτικά - κάτι μικρό, για παράδειγμα ένα τμήμα του ταρσού. Πότε να το περιμένω;» «Θα δω αν θα μ' αφήσουν να το στείλω άμεσα. Ευελπιστώ να το έχεις αύριο». «Θ' αρχίσω αμέσως την επεξεργασία του. Θα το κάνω εγώ ο ίδιος». «Σ' ευχαριστώ, Ίβαν». «Πες γεια στον πάπα εκ μέρους μου. Και, Σάρλοτ...» Να το, σκέφτηκε εκείνη. «Ναι;» «Ήθελα απλώς να σου πω ότι εδώ δε μου λείπει μόνον η καλύτερή μου επιστήμονας». Η Σάρλοτ χαμογέλασε. «Κι εμένα μου λείπεις. Γεια σου». Επέστρεψε στον πάγκο εργασίας προσπαθώντας σαν τρελή να διώξει ένα ξαφνικό κύμα θλίψης που φούσκωνε μέσα της. Έπρεπε να του είχε πει γιατί δεν μπορούσε να είναι μαζί του με τέτοιο τρόπο - με τον τρόπο που εκείνος θα ήθελε. Παίρνοντας μια αναπνοή για να ηρεμήσει, αποφάσισε ότι θα του έλεγε τα πάντα μόλις επέστρεφε στο Φοίνιξ. Έπειτα θα έπρεπε να βρουν μαζί πώς θα προχωρούσαν παραπέρα. Ο Θεός μόνο ήξερε πόσο πολύ δε θα 'θελε να τον τρομοκρατήσει και να την εγκαταλείψει.
Δουλειά πάλι. Αφού έβαλε σε μια σακούλα to μετατάρσιο, τοποθέτησε το δείγμα μέσα σ' ένα κουτί της εταιρίας ταχυμεταφορών DHL. Καθώς έγραφε τη διεύθυνση της BMS στην ετικέτα αποστολής, προσπάθησε να καταπνίξει ένα ξαφνικό ξέσπασμα νοσταλγίας, συνειδητοποιώντας πόσο μακριά βρισκόταν από τον Ίβαν. Όταν συμπλήρωσε τη φόρμα αποστολής, ο δόκτωρ Μπερσέι ήρθε κοντά της. Ακούμπησε τα χέρια του στους γοφούς του. «Με τα έως τώρα δεδομένα, κανένας δεν παρενέβη στην πατίνα. Είναι γνήσια. Εσύ τι έκανες;» «Είχα μια ωραία συζήτηση με το σινιόρε Τζαρντίνι», του είπε κρύβοντας ένα χαμόγελο. «Πολύ γοητευτικός άνθρωπος. Θα μας έχει τα αποτελέσματα αύριο». «Τι είναι αυτό το πακέτο που φτιάχνεις;» «Άλλο ένα δείγμα, που ελπίζω να μας δώσει το γενετικό προφίλ του ανθρώπου μας». Το σήκωσε. «Το στέλνω στο Φοίνιξ για ανάλυση». «Του DNA;» «Ναι». Ο Μπερσέι έριξε μια ματιά στο ρολόι του - ήταν λίγο μετά τις πέντε. «Κάναμε πολλά σήμερα. Πρέπει να γυρίσω σπίτι για βραδινό. Η μεγαλύτερη κόρη μου θα περάσει απόψε να μας δει». «Τι φτιάχνει η Καρμέλα;» «Κοτόπουλο σαλτιμπόκα». Κοίταξε ψηλά με στωικότητα κι άρχισε να βγάζει τη μάσκα, τα γάντια του και, τέλος, την ποδιά του εργαστηρίου. Εκείνη γέλασε δυνατά κι ένιωσε καλά. «Καλή τύχη». «Πρόσεχε, αλλιώς θα σου φέρω ό,τι περισσέψει», την απείλησε. «Τέλος πάντων, αύριο μπορούμε να κοιτάξουμε το εσωτερικό του φέρετρου και θα δω μήπως μπορέσω ν' αποκρυπτογραφήσω αυτό το σύμβολο. Θα σου δείξω επίσης μια συσκευή που θα συμπληρώσει πολύ καλά την ανάλυση του DNA που θα κάνεις. Θα σε δω το πρωί - ελπίζω μόνον η κόρη μου να μη με παρασύρει σε δεύτερο μπουκάλι κρασί».
«Καλό βράδυ, Τζιοβάνι. Σ' ευχαριστώ και πάλι για το γεύμα». «Παρακαλώ. Και προσπάθησε να κοιμηθείς σήμερα το βράδυ, έτσι; Δε θέλω να μου αρρωστήσεις». Πολύ αργά γι' αυτό, σκέφτηκε. Χαμογέλασε και του έγνεψε αντίο. «Ciao». Καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω του, η Σάρλοτ Χενεσί τον ζήλεψε για μια στιγμή. Όταν τελείωσε με τα πακέτα, πάτησε την ενδοεπικοινωνία για να βρει τον πατέρα Ντόνοβαν. Της απάντησε σχεδόν αμέσως, σαν να 'ξερε ότι βρισκόταν ακόμα στο εργαστήριο. «Καλησπέρα, δόκτωρ Χενεσί. Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» Του είπε για τα πακέτα και τη διαβεβαίωσε ότι, αν τα άφηνε στο εργαστήριο, θα έστελνε τον ταχυδρόμο να τα πάρει. Η Σάρλοτ τον ρώτησε και βεβαιώθηκε ότι μπορούσε να στείλει το ένα από τα δύο πακέτα με ολονύχτια αποστολή της DHL, παρά το μεγάλο κόστος της υπερωκεάνιας ταχυμεταφοράς. Αφού λύθηκαν τα εργασιακά ζητήματα, ο Ντόνοβαν τη ρώτησε: «Θα πάτε σήμερα στη Ρώμη;» «Είναι ωραία βραδιά. Σκέφτηκα να κάνω έναν περίπατο και να φάω κάπου». «Αν δε σας πειράζει να ξοδέψετε λίγα περισσότερα χρήματα, μπορώ να σας συστήσω ένα θαυμάσιο εστιατόριο». «Καθόλου. Ευχαριστώ. Ξέρετε τι λένε... Όταν είσαι στη Ρώμη...»
Όταν η Σάρλοτ βγήκε από το Μουσείο του Βατικανού από τη βοηθητική πόρτα του ισογείου, ο απογευματινός ήλιος ήταν ακόμα ζεστός. Αποφάσισε ότι το άνετο χακί παντελόνι και η μπλούζα της ήταν αρκετά καλά και δε χρειαζόταν να κάνει όλο το δρόμο μέχρι το δωμάτιο της για ν' αλλάξει. Επιπλέον, έπρεπε ν' ακολουθήσει τον αυστηρό κώδικα ντυσίματος του Βατικανού, αλλιώς δε θα της επέτρεπαν να ξαναμπεί, κι αυτό δεν της άφηνε πολλές άλλες επιλογές στην γκαρνταρόμπα της. Περπατώντας άσκοπα στον πεζόδρομο που χώριζε το πανύψηλο βορινό τείχος του Βατικανού από το λιτό κτίριο του Μουσείου του Βατικανού, κατευθύνθηκε προς την Πύλη Σάντ' Άννα, όπου πήρε άδεια από τους Ελβετούς φρουρούς να βγει προς την πόλη της Ρώμης. Ο πατήρ Ντόνοβαν της είχε πει ότι το εστιατόριο δεν άνοιγε πριν από τις επτάμισι. Σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ιταλοί προτιμούσαν να τρώνε αργά βραδινό, της υπενθύμισε. Έχοντας μία ώρα μπροστά της, η Σάρλοτ δεν απομακρύνθηκε. Απόλαυσε τον περίπατο στα στενά δρομάκια κι έφτασε μέχρι τον Τίβερη, ρουφώντας τη μεγαλοπρέπεια της Ρώμης. Λίγο αργότερα, ακολουθώντας τις οδηγίες του Ντόνοβαν, γύρισε απ' τα φιδωτά δρομάκια προς το επιβλητικό ξενοδοχείο με τους έξι ορόφους, το Ατλάντε Σταρ. Είδε την ταμπέλα του εστιατορίου του ξενοδοχείου: Les Etoiles. Ή δ η ένιωθε υπερ-
βολικά απλά ντυμένη. Μπήκε στο φουαγιέ κι ανέβηκε στον τελευταίο όροφο με τον ανελκυστήρα. Μόλις άνοιξαν οι πόρτες, την υποδέχτηκε ο αρχισερβιτόρος. Ήταν ένας νεαρός άντρας, κομψά ντυμένος -μάλλον γύρω στα τριάντα πέντε, υπέθεσε-, με σκούρα χαρακτηριστικά και πυκνά μαύρα μαλλιά. «Signora Hennesey... Buona sera! Come sta?» Μετά άρχισε να της μιλάει στ' αγγλικά. «Ο πατήρ Ντόνοβαν μου τηλεφώνησε. Σας περίμενα». «Buona sera», του απάντησε καθώς περιεργαζόταν το εστιατόριο. «Με λένε Αλφόνσο», της είπε κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση. «Ακολουθήστε με, σινιόρα. Έχουμε κρατήσει ένα τραπέζι για σας στην ταράτσα». Διέσχισαν μαζί την τραπεζαρία κι ανέβηκαν μια σκάλα που οδηγούσε σε μια ταράτσα στολισμένη με πολύχρωμα λουλούδια. Ο Αλφόνσο σταμάτησε μπροστά από ένα μικρό τραπέζι κοντά στα κάγκελα. Η θέα του ορίζοντα της Ρώμης την άφησε για μια στιγμή άφωνη. Ο τεράστιος τρούλος της βασιλικής του Αγίου Πέτρου βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση, πίσω από τον ανατολικό τοίχο του Μουσείου του Βατικανού. Στην αντίθετη πλευρά, διέκρινε το καμπύλο οικοδόμημα του Καστέλ Σάντ' Άντζελο. Πέρα από τον Τίβερη βρισκόταν η παλιά πόλη, που ξεχώριζε από το θόλο του Πάνθεου. Ο αρχισερβιτόρος τράβηξε την καρέκλα της Σάρλοτ για να τη βοηθήσει να καθίσει. Μετά πήρε τη λευκή λινή πετσέτα κάτω από το πιάτο της και την άπλωσε στους μηρούς της. «Αν χρειάζεστε κάτι, σινιόρα Χενεσί, μη διστάσετε να με φωνάξετε». «Grazie». Ο οινοχόος εμφανίστηκε αθόρυβα και της έδωσε ένα δερματόδετο κατάλογο κρασιών, τόσο πλούσιο που τρόμαζε κανείς. Μ' όλες τις ασχολίες, τις ανακαλύψεις και την αγωνία της μέρας, η Σάρλοτ συνειδητοποίησε ότι δεν είχε ούτε μία στιγμή χρόνο να σκεφτεί. Ξαφνικά ένιωσε σχεδόν εγκαταλελειμμένη. Ή μήπως πράγματι ήταν; Δεν ήταν όλα τέλεια εδώ; Κάρφωσε
το βλέμμα της πέρα απ' το ποτάμι - δε θα μπορούσε να έχει ζητήσει πιο ειδυλλιακό σκηνικό. Ο οινοχόος επέστρεψε και η Σάρλοτ παρήγγειλε μισό μπουκάλι Brunello di Montalcino. Το αλκοόλ δεν επιτρεπόταν, αλλά απόψε το βράδυ δε θα το στερούσε από τον εαυτό της. Από το δρόμο κάτω έφτανε ως εδώ ψηλά ο ήχος από τις βέσπες. Όταν ο οινοχόος έφερε το κρασί, άρχισε να το παρουσιάζει. Της έδειξε την ετικέτα, μετά άνοιξε το μπουκάλι και της το έδωσε για να το ελέγξει μυρίζοντάς το. Στο τέλος έβαλε λίγο σ' ένα ποτήρι και της ζήτησε να το δοκιμάσει. Η Σάρλοτ στριφογύρισε το ποτήρι, για επίδειξη περισσότερο, αφού ήξερε ότι η φαρμακευτική αγωγή που έπαιρνε θα 'δινε στο κρασί μια ελαφρά μεταλλική γεύση στο τέλος, ανεξάρτητα από το πόσο εκλεκτή ήταν η ποιότητά του. Όταν εκείνος έφυγε, οι σκέψεις της ακολούθησαν τη δική τους πορεία, καταλήγοντας πάλι στον Ί β α ν Όλντριχ. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι θα 'ταν ανεύθυνο εκ μέρους της να του δώσει μακροχρόνιες συναισθηματικές υποσχέσεις. Ωστόσο, οι γιατροί της είπαν ότι η έρευνα προχωράει συνέχεια. Σύντομα θα είχαν απαντήσεις. Αλλά πόσο σύντομα ήταν το σύντομα; Και τι γίνεται με τα παιδιά; Στα τριάντα δύο της ένιωθε ήδη να την πιέζει η σκέψη ότι μπορεί ποτέ να μην έκανε δικά της παιδιά. Όταν έψαξε τις πιο επιθετικές θεραπείες, οι οποίες μπορεί να περιλάμβαναν κι ενέσεις bortezomib -που ήταν γνωστό ότι προκαλούσαν γενετικές ανωμαλίες στα έμβρυα-, το άγχος της απλώς μεγάλωσε. Καταλάβαινε ότι τα παιδιά ίσως να ήταν ένα άπιαστο όνειρο. Κοίταξε τα κοντινά τραπέζια. Ζευγάρια που φαίνονταν ευτυχισμένα, μια οικογένεια που γελούσε δεξιά της. Μπορεί, στην πραγματικότητα, να μην ήταν καθόλου ευτυχισμένοι. Τα φαινόμενα απατούν - το ήξερε καλύτερα από τον καθένα. Αυτό, παραδόξως, την έκανε να σκεφτεί τον Σαλβατόρε Κόντε και τον πατέρα Πάτρικ Ντόνοβαν. Ποια ήταν η δική τους ιστορία; Πώς ένα φέρετρο με οστά είχε φέρει κοντά δύο τόσο αταίριαστους ανθρώπους; Σκέφτηκε το δείγμα οστού που έστειλε στον Τζαρντίνι
- τον τρόπο με τον οποίο θ' αποτεφρωνόταν κατά τη διάρκεια της χρονολόγησης με άνθρακα ώστε να προσδιοριστεί η ηλικία του. Οστό που καταστρέφεται. «Αποφάσισε η σινιόρα;» Ήταν ο Αλφόνσο. «Χαίρομαι που είστε εδώ. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας». Παρά το γεγονός ότι το εστιατόριο είχε ένα όνομα που η Σάρλοτ θα στοιχημάτιζε πως ήταν γαλλικό, στο μενού του κυριαρχούσε η ιταλική κουζίνα. Έπειτα από λίγες σύντομες ερωτήσεις για το τι της αρέσει και τι όχι, ο Αλφόνσο την κατεύθυνε προς ένα σορέντο σκιαλατιέλι - «πλούσια σπιτικά ζυμαρικά με κρεμώδη σάλτσα αλφρέντο, από αστακό και καβούρι. Η τέλεια απόλαυση». Με την πρώτη μπουκιά ζυμαρικών, κατάλαβε ότι ο Αλφόνσο την είχε οδηγήσει στη σωστή επιλογή. Εθισμένη στο τηλεοπτικό κανάλι που μιλούσε για φαγητά, η Σάρλοτ ήταν πιστή τηλεθεάτρια της εκπομπής της Ρέιτσελ Ρέι «Γεύματα σε τριάντα λεπτά». Μακάρι η κεφάτη μισο-Ιταλίδα παρουσιάστρια να βρισκόταν τώρα εδώ για να απολαύσει αυτό το πιάτο μαζί της - ήταν απλώς νοστιμότατο. Βρήκε επιτέλους κάτι που ξύπνησε τους γευστικούς της κάλυκες, οι οποίοι είχαν αδρανοποιηθεί από τα χάπια. Τα ζυμαρικά που έτρωγε, το κρασί που έπινε, τα λουλούδια με το γλυκό άρωμα που την περιτριγύριζαν και η πανοραμική θέα της πόλης που είχε στην ουσία πλάσει το δυτικό πολιτισμό, κατάφεραν να κάνουν τη Σάρλοτ να ξεχαστεί. Όταν τελείωσε το φαγητό της, κάθισε απλώς κι απόλαυσε τα πάντα για άλλη μία ώρα. Ευχαριστημένη. Ευτυχισμένη. Ό τ α ν έφτασε ο καθόλου ευκαταφρόνητος λογαριασμός, πλήρωσε ευχαρίστως με την κάρτα American Express της εταιρίας - επανόρθωση για το χθεσινοβραδινό σάντουιτς με τόνο. Βγαίνοντας απ' το ξενοδοχείο, περπάτησε αργά στη Βία Βιτελέτσι προς το στιβαρό φρούριο του Καστέλ Σάντ' Άντζελο. Συνεχίζοντας να προχωράει παράλληλα με την περίμετρο του κάστρου, είδε τον Τίβερη. Αφού διέσχισε την πολυσύχναστη Λούνγκο Καστέλο, ανέβηκε στην Πόντε Σάντ' Άντζελο, τη
γέφυρα που ένωνε τις όχθες του ποταμού με πέντε καλαίσθητα τόξα. Η Ρώμη μπορούσε να καυχιέται για την ιστορία και τον πολιτισμό της, σκέφτηκε. Ακόμα κι αυτή η γέφυρα ήταν ένα εξαίσιο έργο τέχνης. Το Βατικανό, με τον τρόπο του, είχε βοηθήσει σ' όλα αυτά. Καθώς θαύμαζε τους μαρμάρινους αγγέλους του Μπερνίνι που βρίσκονταν κατά μήκος της γέφυρας, το βλέμμα της έπεσε αμέσως σ' έναν άγγελο που κρατούσε στην αγκαλιά του έναν τεράστιο Εσταυρωμένο. Μια μέρα πριν, δε θα το 'χε σκεφτεί δεύτερη φορά. Τώρα πια, δε θα μπορούσε ποτέ να ξανακοιτάξει σταυρό με τον ίδιο τρόπο. Έ ν α τόσο συνηθισμένο αντικείμενο, σχεδόν καθημερινό, που τώρα της φαινόταν ανατριχιαστικό. Και το γεγονός ότι έμοιαζε να βρίσκονται παντού, αν κάποιος κοιτούσε αρκετά προσεκτικά, δε βοηθούσε καθόλου τα πράγματα. Το μόνο που δεν πρόσεξε ήταν ότι -σε ασφαλή απόσταση πίσω της- την παρακολουθούσε ο Σαλβατόρε Κόντε, κρυμμένος στα σκιερά σημεία του τείχους του κάστρου.
ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ο Ραζάκ καθόταν στη βεράντα του διαμερίσματος του στο μουσουλμανικό τομέα κι έπινε κάουα. Μπροστά του έβλεπε το Όρος του Ναού και την Πλατεία του Δυτικού Τείχους. Πλήθος διαδηλωτών είχαν συγκεντρωθεί από το ξημέρωμα, και τώρα ειδησεογραφικά συνεργεία απ' όλο τον κόσμο έκαναν ουρές για να περάσουν τους αστυνομικούς κλοιούς. Είχε χαμηλώσει τον ήχο της τηλεόρασής του, που ήταν γυρισμένη στο Αλ Τζαζίρα, κι απλώς ακουγόταν ένα μουρμουρητό από το βάθος. Η ατμόσφαιρα στην Ιερουσαλήμ ήταν τεταμένη, κι ακόμα χειρότερη στους καταυλισμούς των Παλαιστινίων στη Γάζα. Εκεί, ομάδες νεαρών είχαν ήδη ξεκινήσει περιορισμένης έκτασης ιντιφάντα, προκαλώντας την αστυνομία με πέτρες. Άρματα μάχης είχαν σταλεί σ' όλα τα σημεία ελέγχου των Ισραηλινών, καθώς και στις βασικές πύλες εισόδου προς την Παλιά Πόλη της Ιερουσαλήμ, ενώ η ΙΔΑ είχε διπλασιάσει τις περιπολίες της στα σύνορα. Οι άνθρωποι ζητούσαν επιτακτικά απαντήσεις, έπρεπε να κατηγορήσουν κάποιον. Το Ισραήλ ετοίμαζε την άμυνά του για την περίπτωση μιας ακόμα σύγκρουσης. Η Χαμάς έκανε δηλώσεις που κατασπίλωναν τις ισραηλινές αρχές. Ο Ραζάκ προσπαθούσε να συγκεντρωθεί και να προετοιμάσει ένα σχέδιο για να περιοριστεί η ένταση, έστω και προσωρινά. Ελαχιστοποίηση των ζημιών. Μερικές φορές ήταν δύσκολο να διαχειριστεί κανείς τα προβλήματα αυτού του
τόπου, κάτι που γινόταν πασιφανές όταν επρόκειτο για την ευαίσθητη ιστορία του πυρήνα του ιερού χώρου της Ιερουσαλήμ, που είχε έκταση περίπου εκατόν σαράντα στρέμματα. Ο ήχος του κινητού του διέκοψε τις σκέψεις του. «Συγγνώμη για την ενόχληση. Είμαι ο Γκράχαμ Μπάρτον». Χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να θυμηθεί ότι ο ίδιος είχε δώσει στον αρχαιολόγο την επαγγελματική κάρτα του. «Χρειάζεσαι κάτι;» «Έχω τη μετάφραση εκείνου του παπύρου που βρήκαμε». «Τι λέει;» «Κάτι εκπληκτικό», του απάντησε ο Μπάρτον. «Αλλά δε γίνεται να το συζητήσουμε απ' το τηλέφωνο. Μπορούμε να συναντηθούμε για να το κοιτάξουμε;» «Βεβαίως». Ήταν δύσκολο στον Ραζάκ ν' αποκρούσει το μεταδοτικό, γεμάτο αισιοδοξία ενθουσιασμό του αρχαιολόγου. «Πότε;» «Μπορούμε στις δώδεκα το μεσημέρι στο Αμπού Σούκρι στην οδό Ελ Ουάντ; Ξέρεις πού είναι;» Ο Ραζάκ κοίταξε το ρολόι του. «Ναι, έχω πάει πολλές φορές εκεί. Θα σε δω στις δώδεκα». Μπορεί αυτό να 'ναι η εύνοια της τύχης που περίμενα, σκέφτηκε ο Ραζάκ.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Η Σάρλοτ Χενεσί κοίταξε την ψηφιακή ένδειξη του ξυπνητηριού της που αναβόσβηνε δείχνοντας επτά με παχιά ψηφία σ' ένα ενοχλητικό κόκκινο χρώμα. Ο λαμπερός ήλιος διαπερνούσε τις λεπτές κουρτίνες που κάλυπταν τα παράθυρα. Άφησε το κεφάλι της να ξαναπέσει στο μαξιλάρι. Παρόλο που το μικρό κρεβάτι ήταν αρκετά άνετο, σκέφτηκε πως ο προηγούμενος φιλοξενούμενος θα πρέπει να ήταν κάποιος καρδινάλιος. Στον τοίχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, κρεμόταν ένας Εσταυρωμένος. Το βλέμμα της καρφώθηκε πάνω του. Παρά τη θέλησή της, εικόνες με σφυριά που κοπανούσαν τεράστια καρφιά πάνω σε ανθρώπινη σάρκα γλίστρησαν κλεφτά στη σκέψη της. Συνήθισέ το, είπε στον εαυτό της. Σύρθηκε έξω από το κρεβάτι, πήγε παραπατώντας στην ταξιδιωτική τσάντα της και πήρε ένα Motrin. Το κρασί την είχε κάνει λιώμα. Από το μικρό ψυγείο άρπαξε το μπουκαλάκι με το Melphalan κι ακούστηκε ένας ήχος βεντούζας καθώς άνοιξε απότομα το καπάκι του. Πήρε ένα από τα μικροσκοπικά άσπρα χαπάκια και το ήπιε γρήγορα με λίγο νερό. Μετά ήπιε μια χούφτα βιταμίνες και συμπληρώματα διατροφής για να εξουδετερώσει την αναστάτωση που θα προκαλούσε το φάρμακο στο ανοσοποιητικό της σύστημα. Βούρτσισε τα δόντια της, έκανε ντους και ντύθηκε. Έδεσε το μικρό τσαντάκι μέσης με τα χρήματα και το διαβατήριο της κάτω από την μπλούζα της - ο ταξιδιωτικός οδηγός της το
πρότεινε ένθερμα, αφού η Ρώμη ήταν διαβόητη για τους πορτοφολάδες της-, έβαλε στην τσέπη της το κινητό και βγήκε από το δωμάτιο της. Μπαίνοντας στο εργαστήριο είδε τον Τζιοβάνι, βυθισμένο ήδη στη δουλειά, να 'ναι σκυμμένος πάνω από μια μεταλλική επιφάνεια και να φτιάχνει κάτι καλώδια. Την κοίταξε και χαμογέλασε. «Ααα... Βλέπω ότι φαίνεσαι ξεκούραστη σήμερα». «Ακόμα προσπαθώ να συνέλθω, αλλά τα πάω καλύτερα». Κοίταξε τη συσκευή. «Τι είναι αυτό;» Της έκανε νόημα να πλησιάσει. «Θα σου αρέσει. Είναι ένας σαρωτής ακτίνων λέιζερ που χρησιμοποιείται για τρισδιάστατες απεικονίσεις». Ήταν μια ορθογώνια και βαριά συσκευή με ύψος περίπου ένα μέτρο. Στο εσωτερικό της υπήρχε ένας άδειος θάλαμος με γυάλινη πόρτα. Οι διακόπτες βρίσκονταν στο πλάι. Η Σάρλοτ την κοίταξε με κριτική διάθεση. «Μοιάζει με μίνι μπαρ», είπε. Ο Μπερσέι έριξε μια ματιά στη συσκευή και γέλασε. «Ποτέ δεν το σκέφτηκα. Μέσα, πάντως, δεν υπάρχουν σακουλάκια με φιστίκια. Πήγαινε να ετοιμαστείς και να πιεις λίγο καφέ. Μετά θα σου δείξω πώς λειτουργεί», της είπε καθώς συνέδεε ένα καλώδιο USB από το πίσω μέρος της συσκευής στη θύρα δεδομένων του φορητού υπολογιστή. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά η Σάρλοτ επέστρεψε. Φορούσε την ποδιά του εργαστηρίου κι ήταν έτοιμη για δουλειά. «Μ' αυτό σαρώνουμε όλα τα οστά, ένα κάθε φορά, και μετά επανασυναρμολογούμε το σκελετό στο λογισμικό διαχείρισης φωτογραφιών του υπολογιστή», της εξήγησε ο Μπερσέι. «Στη συνέχεια, το πρόγραμμα CAD αναλύει τα οστά, καθώς και τα σημεία των αρθρώσεών τους, υπολογίζει τη μυϊκή μάζα που στηρίζει κάθε οστό και αναδημιουργεί την πραγματική εμφάνιση του μυστηριώδους άντρα. Θα κάνω το πρώτο κι εσύ μπορείς να κάνεις τα υπόλοιπα». Πιάνοντας προσεκτικά με το ένα χέρι την κάτω σιαγόνα και, με το άλλο χέρι, τη σφαιρική κοιλότητα του κρανίου, ο Μπερσέι το τοποθέτησε στο θάλαμο του σαρωτή.
«Απλώς το βάζουμε στο μίνι μπαρ...» Η Σάρλοτ γέλασε δυνατά. Ο Μπερσέι, χαμογελώντας, πήγε στο φορητά υπολογιστή του. «Μετά πατάς το κουμπί "COMINCIARE SCANSIONE"...» «Όλο το πρόγραμμα είναι στα ιταλικά;» Ο Μπερσέι την κοίταξε και φάνηκε να διασκεδάζει με την κάπως ανήσυχη έκφρασή της. «Οπ! Το ξέχασα αυτό. Θα το γυρίσω στα αγγλικά». Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για ν' αναπροσαρμόσει με το ποντίκι το περιβάλλον του υπολογιστή. «Συγγνώμη. Όπως σου 'λεγα, πατάς το κουμπί "ΑΡΧΗ ΣΑΡΩΣΗΣ" - έτσι...» Ο σαρωτής βούιζε καθώς οι ακτίνες λέιζερ μέσα στο θάλαμο σχημάτιζαν ένα πλέγμα γύρω από το κρανίο, καταγράφοντας λεπτομερώς κάθε χαρακτηριστικό του. Σε λιγότερο από ένα λεπτό, στην οθόνη του φορητού υπολογιστή εμφανίστηκε ξαφνικά ένα τέλειο, ψηφιοποιημένο αντίγραφο του κρανίου, στις αποχρώσεις του άσπρου και του γκρίζου. «Να το. Έ ν α τρισδιάστατο αντίγραφο. Τώρα μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε με την εικόνα». Πέρασε το δάχτυλο του πάνω από το χειριστήριο αφής του φορητού υπολογιστή και το κρανίο στην οθόνη περιστράφηκε κι αναστράφηκε ακολουθώντας τις εντολές. «Όταν αποθηκεύεις την εικόνα, το πρόγραμμα σου ζητάει να ονοματίσεις το οστό χρησιμοποιώντας αυτό το κυλιόμενο μενού». Ο Μπερσέι άνοιξε τη λίστα με τις περιγραφές, προχώρησε προς τα κάτω και, όταν βρήκε την περιγραφή «Κρανίο με κάτω γνάθο», την επέλεξε. «Μετά πατάς "ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΑΡΩΣΗ". Δοκίμασε κι εσύ ένα». Ανοιξε την πόρτα του σαρωτή κι έβγαλε το κρανίο. «Φόρεσε τα γάντια και τη μάσκα και πάρε ένα οστό». Η Σάρλοτ έριξε το κυπελλάκι του καφέ στον κάδο των σκουπιδιών και πήρε ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια και μια χάρτινη μάσκα. Έπιασε ένα κομμάτι της σπονδυλικής στήλης από το σκε-
λετό και το έκλεισε μέσα στο σαρωτή. Πάτησε το κουμπί «ΣΑΡΩΣΗ» και κοίταζε τις φωτεινές ακτίνες λέιζερ που έπεφταν πάνω στα οστά. Χωρίς να το θέλει, σκέφτηκε φευγαλέα τις αξονικές τομογραφίες και τη ραδιοθεραπεία, αλλά προσπάθησε να διώξει αυτές τις σκέψεις από το μυαλό της. «Πες μου. Πώς τα πήγε η Καρμέλα με το κοτόπουλο σαλτιμπόκα;» «Για να πω την αλήθεια, δεν ήταν και τόσο άσχημο», είπε ξαφνιασμένος. «Αλλά η κόρη μου κατάφερε να με παρασύρει με την κουβέντα σ' εκείνο το δεύτερο μπουκάλι κρασί. Ο mama mia», είπε κρατώντας το κεφάλι του. Έ ν α λεπτό αργότερα, η απεικόνιση ολοκληρώθηκε. Καθώς ο Μπερσέι την κοίταζε πάνω από τον ώμο της, η Σάρλοτ χρησιμοποίησε το χειριστήριο αφής για να μετακινήσει την εικόνα. Την αποθήκευσε και την ονόμασε «Οσφυϊκός σπόνδυλος». Μετά πάτησε το «ΕΠΟΜΕΝΗ ΣΑΡΩΣΗ». «Perfetto. Πες μου όταν τελειώσεις. Μετά θα σου δείξω πώς θα τα συνδυάσεις όλα αυτά». Ο Μπερσέι διέσχισε το εργαστήριο κι εξαφανίστηκε μέσα στο δωματιάκι του καφέ. Η Σάρλοτ συνέχισε με τη σάρωση κάποιου άλλου τμήματος της σπονδυλικής στήλης. Έ ν α λεπτό αργότερα, ο Μπερσέι επέστρεψε κρατώντας δύο εσπρέσο. «Κι άλλο κατάμαυρο ιταλικό καύσιμο». «Σώζεις ζωές». «Πες μου αν έχεις κάποιο πρόβλημα», της είπε πηγαίνοντας προς την οστεοθήκη. Αφού βολεύτηκε στον πάγκο εργασίας, έριξε μια γρήγορη ματιά μέσα στην οστεοθήκη - στο παχύ στρώμα σκόνης με βάθος περίπου ενάμισι εκατοστό που σκέπαζε τον πυθμένα της. Έπρεπε ν' αδειάσει τη σκόνη, ν' αναλύσει τη συνθεσή της με το μικροσκόπιο και, μετά, να την περάσει από το φασματόμετρο του εργαστηρίου. Από τις θέσεις των γραμμών του φάσματος θα προσδιόριζε τα χημικά στοιχεία. Χρησιμοποιώντας ένα εργαστηριακό φτυαράκι άρχισε ν' αδειάζει τη σκόνη σ' ένα ορθογώνιο γυάλινο πιάτο καλυμμένο μ' ένα λεπτό δικτυωτό πλέγμα. Έτσι θα ξεχώριζαν τα μικρά θραύσματα οστών
που είχαν πέσει στον πυθμένα του φέρετρου. Υπέθετε ότι θα έβρισκε κομματάκια αφυδατωμένης σάρκας και τριμμένο πέτρωμα - ίσως και ίχνη οργανικής ύλης, από τα λουλούδια και τα μπαχαρικά, για παράδειγμα, που χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά στις τελετές ταφής των αρχαίων εβραίων. Αυτό που δεν περίμενε να βρει ήταν ένα μικρό κυκλικό αντικείμενο που το έπιασε με την επόμενη φτυαριά του. Αφού το σήκωσε με τα γαντοφορεμένα δάχτυλά του και ξεσκόνισε απαλά την επιφάνειά του με μια λεπτεπίλεπτη βούρτσα, ο Μπερσέι είδε ότι τα σχέδια στις δύο οξειδωμένες επιφάνειές του ήταν εμπρόθετα. Σφραγισμένο μέταλλο. Έ ν α νόμισμα. Παίρνοντας μια πιο σκληρή βούρτσα από ένα δίσκο με εργαλεία, έγνεψε στη Σάρλοτ να πλησιάσει. «Τι είναι;» «Ρίξε μια ματιά». Ο Μπερσέι της έδειξε το νόμισμα κρατώντας το μέσα στην παλάμη του. Τα πράσινα μάτια της στένεψαν καθώς το περιεργαζόταν. «Νόμισμα; Καλό εύρημα, Τζιοβάνι». «Ναι. Θα κάνει τη δουλειά μας πολύ πιο εύκολη. Τα νομίσματα είναι συνήθως εξαιρετικά χρήσιμα για τη χρονολόγηση των λειψάνων μαζί με τα οποία τα βρίσκουμε». Της έδωσε το νόμισμα και στράφηκε προς το τερματικό του υπολογιστή, γράφοντας με το πληκτρολόγιο τα κριτήρια της αναζήτησης: «Ρωμαϊκά νομίσματα LIZ». Η Σάρλοτ κοίταξε προσεκτικά το νόμισμα. Δεν ήταν πολύ μεγαλύτερο από ένα κέρμα των δέκα σεντς. Στη μια όψη είχε ένα σύμβολο που θύμιζε ανάποδο ερωτηματικό και γύρω του υπήρχε μια στεφάνη με κείμενο. Στην άλλη όψη υπήρχαν τρία κεφαλαία γράμματα -LIZ- στο κέντρο ενός κακόγουστου σχεδίου με λουλούδια που θύμιζε καμπύλο κλαδί με φύλλα. «Εδώ είμαστε», μουρμούρισε ο Μπερσέι. Τα πρώτα ευρήματα εμφανίστηκαν αμέσως. Καθώς ανήκε σε μια γενιά που δακτυλογραφούσε ακόμα τις διατριβές σε γραφομηχανές, η αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας και του Διαδικτύου, κυρίως σε θέματα έρευνας, τον άφηνε απλώς έκπληκτο.
Επέλεξε την πιο σχετική ιστοσελίδα, η οποία εμφάνισε ένα διαδικτυακό πωλητή νομισμάτων που ονομαζόταν «Διακίνηση Αρχαίων Νομισμάτων». «Τι βρήκες;» Κυλώντας προς τα κάτω μια μεγάλη λίστα με καταχωρισμένα αρχαία νομίσματα προς πώληση, βρήκε μια λεπτομερή απεικόνιση του νομίσματος που η Σάρλοτ κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Παρόλο που το δικό μας είναι σίγουρα σε καλύτερη κατάσταση, θα έλεγα ότι είναι όμοιο μ' αυτό εδώ». Μεγέθυνε την εικόνα και της έδειξε φωτογραφίες της μπροστινής και της πίσω πλευράς, που ήταν σχεδόν τέλεια αντίγραφα του δικού τους νομίσματος. «Ενδιαφέρον. Εδώ λέει ότι τέθηκε σε κυκλοφορία από τον Πόντιο Πιλάτο», της επισήμανε ο Μπερσέι. Η Σάρλοτ τινάχτηκε καθώς είχε γείρει να το δει καλύτερα. «Από τον Πόντιο Πιλάτο... όπως ο τύπος στη Βίβλο;» «Σωστά», της επιβεβαίωσε ο Μπερσέι. «Ξέρεις, ήταν πραγματικό ιστορικό πρόσωπο». Ο ανθρωπολόγος διάβασε σιωπηλά στην οθόνη ένα κείμενο που συνόδευε την απεικόνιση. «Λέει ότι ο Πιλάτος έθεσε σε κυκλοφορία τρία νομίσματα κατά τη διάρκεια της δεκαετούς θητείας του, η οποία άρχισε το 26 μετά Χριστόν», της είπε συνοψίζοντας. «Όλα ήταν μπρούντζινα προυτά, εβραϊκά νομίσματα δηλαδή, που κόπηκαν στην Καισάρεια τα έτη 29, 30 και 31». «Άρα, αυτά τα ρωμαϊκά αριθμητικά ψηφία L-I-Z μας λένε τη συγκεκριμένη ημερομηνία;» Θυμόταν αμυδρά ότι το L ήταν το πενήντα και το I το ένα, αλλά για το Ζ δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. «Στην πραγματικότητα, αυτά είναι ελληνικά αριθμητικά ψηφία. Εκείνη την εποχή, ο ελληνικός πολιτισμός ασκούσε μεγάλη επιρροή στην καθημερινή ζωή της Ιουδαίας. Ναι, όντως δείχνουν την ακριβή ημερομηνία έκδοσής τους», της εξήγησε ο Μπερσέι. «Αυτό το νόμισμα όμως κόπηκε εκατοντάδες χρόνια πριν από την ύπαρξη του σύγχρονου Γρηγοριανού ημερολογίου. Τον Ιο αιώνα, οι Ρωμαίοι υπολόγιζαν τα έτη με βάση τη διάρκεια της βασιλείας των αυτοκρατόρων τους. Βλέπεις αυ-
τές τις αρχαίες ελληνικές λέξεις που σχηματίζουν κύκλο στο νόμισμα;» Εκείνη τις διάβασε - ΤΙΒΕΡΙΟΥ KAICAPOC. «Μμ - χμμ». «Σημαίνει "του Αυτοκράτορα Τιβέριου"». Εκείνη πρόσεξε ότι ο Μπερσέι δεν το είχε διαβάσει αυτό στην οθόνη. «Πώς το ξέρεις;» «Παρεμπιπτόντως, διαβάζω άνετα αρχαία ελληνικά. Ήταν συνηθισμένη γλώσσα στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». «Εντυπωσιακό». Ο Μπερσέι χαμογέλασε πλατιά. «Τέλος πάντων, η περίοδος που βασίλευσε ο Τιβέριος άρχισε το έτος 14. Λοιπόν, το L είναι συντομογραφία της λέξης "έτος". To I αντιστοιχεί στο δέκα και το Ζ στο επτά - τα προσθέτεις και έχεις δεκαεπτά. Επομένως, αυτό το νόμισμα κόπηκε κατά το δέκατο έβδομο έτος της βασιλείας του Τιβέριου». Μπερδεμένη λίγο, η Σάρλοτ μετρούσε τα έτη με τα δάχτυλά της. «Άρα είναι από το 31 μετά Χριστόν;» «Οι Έλληνες παρέλειπαν το μηδέν. Το έτος 14 είναι, στην πραγματικότητα, το δεκατρία. Σε γλιτώνω από τη δεύτερη μέτρηση - η σωστή ημερομηνία είναι 30 μετά Χριστόν». «Και το άλλο σύμβολο - αυτό που μοιάζει με ανεστραμμένο ερωτηματικό;» «Ναι. Εδώ λέει ότι η καμπύλη ράβδος συμβολίζει αυτό που κρατούσαν οι οιωνοσκόποι ως σύμβολο εξουσίας». «Οιωνοσκόποι;» «Ήταν ένα είδος ιερέων. Κάτι σαν μάντεις, διορισμένοι από τη Ρώμη. Ο οιωνοσκόπος σήκωνε την καμπύλη ράβδο για να ζητήσει βοήθεια από τους θεούς όταν έκανε προβλέψεις για πολέμους ή για διάφορες άλλες πολιτικές δραστηριότητες». Αυτό τον καιρό, όταν επρόκειτο για προβλέψεις, η Σάρλοτ είχε περισσότερο την τάση να σκέφτεται εκνευρισμένους
γιατρούς με λευκές μπλούζες που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν εργαστηριακά αποτελέσματα. Ξανακοίταξε προσεκτικά το νόμισμα. «Πέρα απ' όσα λέει η Βίβλος, τι άλλο ξέρεις για τον Πόντιο Πιλάτο;» Ο Μπερσέι την κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά. «Πολλά, για να είμαι ειλικρινής. Ή τ α ν ένας πολύ κακός τύπος». «Γιατί;» Της ανέφερε ό,τι ήξερε. Ο Τιβέριος Καίσαρας δε συμφωνούσε με την ιδέα ενός εβραίου βασιλιά που θα κυβερνούσε τα παράλια της Ιουδαίας, γιατί τα ρωμαϊκά στρατεύματα έπρεπε να μπορούν να μετακινούνται άνετα προς την Αίγυπτο χωρίς να τα εμποδίζει κανείς. Επιπλέον, η Ιουδαία ήταν σημαντική για τη διέλευση των καραβανιών. Ο Τιβέριος εκδίωξε έναν από τους γιους του βασιλιά Ηρώδη και τον αντικατέστησε με τον Πιλάτο, κάνοντας έξαλλους τους εβραίους. Ο Πιλάτος κατέσφαζε συχνά τους ανυπότακτους. Σύμφωνα με μια εμπεριστατωμένη αφήγηση, όταν άοπλα πλήθη συγκεντρώθηκαν έξω από την οικία του στην Ιερουσαλήμ για να διαμαρτυρηθούν επειδή έκλεψε τα χρήματα του ναού για να τα επενδύσει στην κατασκευή ενός υδραγωγείου, έστειλε στρατιώτες ντυμένους με κοινά ρούχα ν' αναμειχθούν με το πλήθος. Όταν ο Πιλάτος τους έδωσε διαταγή, έβγαλαν τα κρυμμένα όπλα τους κι έσφαξαν εκατοντάδες εβραίους. «Κι αυτό είναι ένα μόνο περιστατικό», συνέχισε ο Μπερσέι. «Μοχθηρό». «Ο Πιλάτος ζούσε κυρίως σ' ένα πολυτελές παλάτι με θέα στη Μεσόγειο, το οποίο βρισκόταν στην Καισάρεια, μια πόλη στο βορρά. Παραθαλάσσιο, όπως θα λέγαμε σήμερα. Έ χ ω πάει... πανέμορφο μέρος, για να πω την αλήθεια. Εκεί κόπηκαν αυτά τα νομίσματα, υπό την επίβλεψή του». Κοιτώντας πάλι στην οθόνη του υπολογιστή, η Σάρλοτ πρόσεξε την αξιοπρόσεκτα χαμηλή τιμή προσφοράς του αρχαίου νομίσματος του Πιλάτου. «Είκοσι δύο δολάρια; Πώς γίνεται ένα νόμισμα σχεδόν δύο χιλιάδων ετών να κοστίζει τόσο λίγο;»
«Προσφορά και ζήτηση, υποθέτω», της εξήγησε ο Μπερσέι. «Υπάρχουν πολλά τέτοια στην αγορά. Εκείνη την εποχή, αυτό θ' αντιστοιχούσε στη δική σας αμερικάνικη πένα». Το μέτωπο της γέμισε ρυτίδες. Μια πένα; «Γιατί πιστεύεις ότι το είχαν βάλει στην οστεοθήκη;» «Είναι απλό. Έ ν α από τα εβραϊκά έθιμα ταφής ήταν η τοποθέτηση νομισμάτων στα μάτια του νεκρού. Κρατούσαν τα βλέφαρα κλειστά για να προστατεύεται η ψυχή μέχρι ν' αποσυντεθεί η σάρκα. Όταν έλιωναν τα μαλακά μόρια, τα νομίσματα έπεφταν μέσα στο κρανίο». «Χμμ». Βάζοντας το χέρι του μέσα στην οστεοθήκη, έψαξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά τράβηξε κάτι από τη σκόνη και το σήκωσε ψηλά. Έ ν α δεύτερο νόμισμα. «Δύο μάτια, δύο νομίσματα». Ο Μπερσέι εξέτασε τις δύο όψεις του. «Είναι ίδιο». . Η Σάρλοτ σκέφτηκε λίγο τις νέες πληροφορίες. «Άρα τα οστά θα πρέπει να θάφτηκαν το ίδιο έτος, σωστά;» «Όχι απαραίτητα. Αλλά είναι πολύ πιθανό». Βυθισμένη στις σκέψεις κοίταξε το σκελετό και μετά το νόμισμα. «Ο Πόντιος Πιλάτος κι ένα σταυρωμένο σώμα. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι...» Αμέσως ο Μπερσέι σήκωσε το χέρι του, ξέροντας τι επρόκειτο να υπαινιχθεί. «Ας μην το πάμε εκεί», την παρότρυνε. «Όπως είπα, οι Ρωμαίοι εκτέλεσαν χιλιάδες με σταύρωση. Κι εγώ είμαι ένα καλό καθολικό αγόρι», πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο. Καταλαβαίνοντας ότι δεν υπήρχε σιωπηρή απόρριψη στα έντονα μάτια του, η Σάρλοτ συνειδητοποίησε ότι ο Μπερσέι ήθελε να παραμείνει αντικειμενικός. «Τελείωσες με τη σάρωση του σκελετού;» «Τελείωσα». «Υπέροχα». Καθώς σηκωνόταν, βούτηξε από τον εκτυπωτή μια εκτύπωση της ιστοσελίδας του Διαδικτύου.
«Θα σου δείξω πώς θα τα συνδυάσεις όλα αυτά». Έκανε ένα νεύμα προς τη μεριά του σκελετού που βρισκόταν πάνω στον πάγκο εργασίας. «Και μετά θα δούμε πώς έμοιαζε πραγματικά αυτός ο τύπος».
ΟΡΟΣ ΤΟΥ
ΝΑΟΥ
Στις δώδεκα ακριβώς, ο Ραζάκ πλησίασε αργά στο τετράγωνο ξύλινο τραπέζι όπου καθόταν ο Γκράχαμ Μπάρτον, το οποίο βρισκόταν μπροστά στο μικροσκοπικό υπαίθριο καφενείο. Έπινε μαύρο καφέ και διάβαζε τη Jerusalem Post. Βλέποντας τον Ραζάκ, δίπλωσε την εφημερίδα του και σηκώθηκε για να τον χαιρετήσει. Ο Ραζάκ χαμογέλασε απροσποίητα. «Καλημέρα, Γκράχαμ». Ο Μπάρτον άπλωσε το χέρι του κι ο Ραζάκ τον χαιρέτησε με χειραψία. «Ασαλάαμ' αλέκουμ», είπε ο Μπάρτον σε αξιοπρεπή αραβικά. Ο Ραζάκ εντυπωσιάστηκε. «Γι' αλέκουμ ασαλάαμ. Πρέπει να το δουλέψουμε αυτό, αλλά δεν ήταν κακό για έναν αλλόθρησκο», είπε χαμογελώντας. «Ευχαριστώ. Το εκτιμώ αυτό. Κάθισε, σε παρακαλώ». Ο αρχαιολόγος έδειξε μ' ένα νεύμα την καρέκλα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Έξοχη επιλογή αυτό το μέρος». «Σκέφτηκα ότι θα σου άρεσε». Ο Μπάρτον είχε διαλέξει σκόπιμα αυτό το δημοφιλές μικρό καφενείο στο μουσουλμανικό τομέα, αφού τις τελευταίες μέρες υπήρχαν φήμες ότι οι εβραίοι μαγαζάτορες δεν καλοδέ-
χονταν τους μουσουλμάνους πελάτες - ένα ακόμα επακόλουθο της κλοπής. Όταν ο Ραζάκ κάθισε στην καρέκλα του, τον πλησίασε ένας νεαρός Παλαιστίνιος σερβιτόρος, απίστευτα αδύνατος και με αραιά γένια που μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν. «Θα φας, Γκράχαμ;» «Ναι, αν έχεις χρόνο». «Έχεις κάποια ιδιαίτερη προτίμηση;» «Ό,τι μου προτείνεις εσύ». Ο Ραζάκ κοίταξε το σερβιτόρο και παρήγγειλε γρήγορα μερικά πιάτα: το φημισμένο χούμους του εστιατορίου -με μαύρα φασόλια και ψημένους σπόρους κουκουναριών-, πίτες -«ζεστές, παρακαλώ», διευκρίνισε-, φαλάφελ και δύο κεμπάμπ σαρμά. Στο τέλος παρήγγειλε τσάι μέντας σάι -«με δύο φλιτζάνια»-, μιλώντας σκόπιμα στα αγγλικά για να μη νιώθει άβολα ο Μπάρτον. Ο σερβιτόρος τα έγραψε όλα γρήγορα στο σημειωματάριο του και τα ξαναδιάβασε. Μετά επέστρεψε στην κουζίνα στο πίσω μέρος του καφενείου. «Πες μου, τι βρήκες;» Το πρόσωπο του Μπάρτον φωτίστηκε. «Κάτι εντελώς απίθανο». Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του πουκαμίσου του και τράβηξε μ' ανυπομονησία ένα διπλωμένο φύλλο χαρτί. «Δες», ξεδίπλωσε το χαρτί και το έδειξε στον Ραζάκ. «Στο πάνω μέρος είναι φωτοτυπημένο το πρωτότυπο κείμενο και, κάτω απ' αυτό, η αγγλική μετάφραση. Γιατί δεν του ρίχνεις μια ματιά;» Ο Ραζάκ, για μια στιγμή, θαύμασε τον πανέμορφο γραφικό χαρακτήρα του αρχαίου κειμένου. Μετά κοίταξε τη μετάφραση στο κάτω μέρος της σελίδας. Έχοντας εκπληρώσει το θέλημα του Θεού, εγώ, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, και η πολυαγαπημένη μου οικογένεια περιμε'νουμε εδώ τη δοξασμένη ημέρα που ο εκπεσών Μεσσίας μας θα επιστρέψει για να ξαναπάρει τις Δέκα Εντολές του Θεού που βρίσκονται κάτω από το βωμό του Αβραάμ, για να αποκαταστήσει την Ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου.
Ο Ραζάκ έδειχνε μπερδεμένος. «Ποιος είναι αυτός ο Ιωσήφ;» Ο σερβιτόρος επέστρεψε με μια τσαγιέρα που άχνιζε και ο Ραζάκ σκέπασε το χαρτί με το χέρι του την ώρα που ο νεαρός άντρας γέμιζε τα δυο φλιτζάνια. Ο Μπάρτον περίμενε μέχρι να φύγει. «Ο Ιωσήφ είναι ο άντρας που ο σκελετός του βρίσκεται στην ένατη οστεοθήκη. Βλέπεις, η μετάφραση του εβραϊκού ονόματος "Γιόζεφ" είναι "Ιωσήφ"». Έδωσε λίγο χρόνο στον Ραζάκ για να το συνειδητοποιήσει και συνέχισε: «Έχεις ακούσει ποτέ τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία;» Ο Ραζάκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν εκπλήσσομαι. Είναι μια σκοτεινή βιβλική προσωπικότητα του 1ου αιώνα που εμφανίζεται μόνο για λίγο στην Καινή Διαθήκη». Ενώ έπινε το τσάι του, ο Ραζάκ ξαφνικά φάνηκε να νιώθει άβολα. «Και τι λέει η Βίβλος γι' αυτόν;» Ο Εγγλέζος άνοιξε τα χέρια του πάνω στο τραπέζι. «Να σου πω, πρώτα απ' όλα, ότι τα περισσότερα που ακούμε για τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία είναι καθαροί θρύλοι. Αυτό ακριβώς κάνει τόσο ενδιαφέρον αυτό το εύρημα». Ο Μπάρτον μιλούσε γρήγορα αλλά ψιθυριστά, για να μην τον ακούσει κανένας. «Πολλοί λένε ότι ήταν ένας πλούσιος έμπορος που προμήθευε με μέταλλο τόσο την εβραϊκή αριστοκρατία όσο και τους Ρωμαίους γραφειοκράτες. Και οι δύο χρειάζονταν συνεχή εφοδιασμό με μπρούντζο, κασσίτερο και χαλκό για να κατασκευάζουν όπλα και να κόβουν νομίσματα». «Ένας σημαντικός άνθρωπος». «Ναι». Ο Μπάρτον, διστάζοντας, συνέχισε: «Στην πραγματικότητα, τα ευαγγέλια του Μάρκου και του Λουκά λένε ότι ο Ιωσήφ ήταν διαπρεπές μέλος του Σαχεντρίν - του συμβουλίου των εβδομήντα ενός σοφών εβραίων που αποτελούσαν το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Ιουδαίας. Τα ευαγγέλια λένε επίσης ότι ο Ιωσήφ ήταν έμπιστος φίλος ενός πολύ διάσημου χαρισματικού εβραίου που λεγόταν Τζόσουα».
Το όνομα δεν έκανε εντύπωση στον Ραζάκ, αλλά ο Μπάρτον τον κοίταζε σαν να 'πρεπε να του είχε κάνει. «Θα έπρεπε να τον ξέρω αυτόν τον Τζόσουα;» «Ω, τον ξέρεις», του απάντησε ο Μπάρτον με σιγουριά. «Κάποιες εβραϊκές μεταφράσεις τον αναφέρουν ως "Γιέσουα". Τα πρωτότυπα ελληνικά ευαγγέλια τον αναφέρουν ως "Ιησού"». Έβλεπε όμως ότι το παιχνίδι των ονομάτων έκανε τον Ραζάκ όλο και πιο ανυπόμονο. «Αλλά σίγουρα τον ξέρεις με το αραβικό του όνομα... "Τσα"». Τα μάτια του Ραζάκ άνοιξαν διάπλατα. «Και παρόλο που το Ιησούς ήταν τότε, τον Ιο αιώνα, το δεύτερο πιο δημοφιλές όνομα εδώ, δε νομίζω ότι ο Ιησούς στον οποίο αναφέρομαι χρειάζεται καμιά εξήγηση». Ο Ραζάκ ανακάθισε στην καρέκλα του. «Μετά το θάνατο του Ιησού, ο Ιωσήφ λέγεται ότι πήγε στη Γαλατία - τη σημερινή Γαλλία. Συνοδευόμενος από τους μαθητές Λάζαρο, Μαρία Μαγδαληνή και Φίλιππο κήρυττε τη διδασκαλία του Ιησού. Υποτίθεται ότι γύρω στο 63 πέρασε για κάποιο διάστημα ακόμα κι από το Γκλάστονμπερι, όπου αγόρασε γη κι έχτισε το πρώτο μοναστήρι της Αγγλίας». Ρουφώντας κι άλλο τσάι, ο Ραζάκ ανασήκωσε τα φρύδια του. «Συνέχισε». «Αν τώρα πάμε γρήγορα στο Μεσαίωνα, ο Ιωσήφ γίνεται αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας. Διάφοροι μονάρχες εφευρίσκουν γενεαλογικές σχέσεις μαζί του για να μοιραστούν τη φήμη του. Αυτή την εποχή ξεφυτρώνει και μια άλλη ιστορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιωσήφ είχε στην κατοχή του το αγκάθινο στεφάνι του Ιησού και το ποτήρι από το οποίο ήπιε στο Μυστικό Δείπνο». Ο Μπάρτον έκανε μια παύση για ν' αφήσει τον Ραζάκ να συνειδητοποιήσει όλες τις λεπτομέρειες. «Κάποιοι πίστευαν ότι ο Ιωσήφ μάζεψε μ' αυτή την κούπα το αίμα από το σταυρωμένο σώμα του Ιησού». Παρατήρησε ότι ο Ραζάκ έσφιξε τα χείλη του στο άκουσμα των λέξεων «σταυρωμένο σώμα». «Η κούπα, που είναι περισσότερο γνωστή ως "Άγιο Δισκοπότηρο", θεωρούσαν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες και ότι χάριζε στον κάτοχο της αθανασία». «Αυτές είναι σίγουρα φανταστικές ιστορίες», είπε κατη-
γορηματικά ο Ραζάκ. «Δεν είναι δυνατόν να υπονοείς ότι οι κλέφτες νόμιζαν ότι η οστεοθήκη που πήραν περιείχε το Άγιο Δισκοπότηρο;» Σφίγγοντας τα χείλη του, ο Μπάρτον έκανε μια αρνητική κίνηση με το χέρι του. «Υπάρχουν πράγματι κάποιοι φανατικοί εκεί έξω», παραδέχτηκε, «αλλά όχι. Εγώ σίγουρα δε θα υποστήριζα αυτή την άποψη». Συνέχισε διστακτικά. «Αποφάσισα να κάνω μια μικρή έρευνα γύρω από τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία χρησιμοποιώντας το πιο βολικό και σχετικό βιβλίο που υπάρχει». Σήκωσε το βιβλίο και του το έδειξε. Ο Ραζάκ κοίταξε βαριεστημένα τον τίτλο: Η Καινή Διαθήκη του Βασιλιά Ιακώβου. «Κι άλλοι μύθοι», είπε κυνικά. Ξέροντας ότι η Καινή Διαθήκη θα ήταν ένα ευαίσθητο θέμα, ο Μπάρτον περίμενε αυτή την αντίδραση. Η οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από τον Ιησού έπρεπε να λαμβάνει ως δεδομένο το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι τον τιμούσαν απλώς ως έναν από μια μακρά σειρά ανθρώπων-προφητών που συμπεριλάμβανε τον Αβραάμ, τον Μωυσή και τον τελευταίο υπηρέτη του Αλλάχ, τον Μωάμεθ. Το Ισλάμ σε καμιά περίπτωση δε θα δεχόταν κάποιον άνθρωπο ή προφήτη ως ίσο με τον ίδιο τον Θεό. Αυτός ακριβώς ο θεμέλιος λίθος της ισλαμικής πίστης καθιστούσε τη χριστιανική έννοια της Αγίας Τριάδας απόλυτη βλασφημία για τους μουσουλμάνους, δημιουργώντας έτσι το πιο σημαντικό σχίσμα ανάμεσα στα δύο θρησκεύματα. Κι αυτό εδώ το βιβλίο θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ως μια καταφανής παρερμηνεία της ζωής του Ιησού. Αγνοώντας το καρφί, ο Μπάρτον συνέχισε: «Από τα είκοσι επτά βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα τέσσερα δίνουν λεπτομερείς ιστορικές περιγραφές της ζωής του Ιησού: το κατά Ματθαίον, το κατά Μάρκον, το κατά Λουκάν και το κατά Ιωάννην. Όλοι αναφέρουν ρητά τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία». Ο Μπάρτον άνοιξε τη Βίβλο σε μια παράγραφο που ήταν σημειωμένη μ' ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για να κρατήσει σταθερά τα δάχτυλά του,
που τώρα έτρεμαν. Αυτό που θα 'λεγε ήταν απίστευτο. Έσκυψε πάνω στο τραπέζι τους. «Και οι τέσσερις περιγραφές λένε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα, επομένως θα διαβάσω μόνο αυτό το πρώτο απόσπασμα από το κατά Ματθαίον, κεφάλαιο κζ', στίχοι 57-60». Άρχισε να διαβάζει αργά την παράγραφο: Όταν δε επροχώρησε το δειλινόν, ήλθε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, καταγόμενος από την Αριμαθαίαν, ονομαζόμενος Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός υπήρξε μαθητής του Ιησού. Αυτός, αφού προσήλθε εις τον Πιλάτον, εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τότε ο Πιλάτος διέταξε να δοθή τούτο. Και αφού επήρε ο Ιωσήφ το σώμα, το ετύλιξε εις σινδόνα καθαράν και αμεταχείριστον και το έβαλε εις το καινούργιο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει εις τον βράχον. Και αφού εκύλισε μέγα λίθον εις την θύραν του μνημείου, έφυγε.
Ο Μπάρτον σήκωσε το βλέμμα του από τη σελίδα. «Θα ξαναδιαβάσω αυτή εδώ την πρόταση: "Και αφού επήρε ο Ιωσήφ το σώμα, το ετύλιξε εις σινδόνα καθαράν και αμεταχείριστον και το έβαλε εις το καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει εις τον βράχον"». Το στόμα του Ραζάκ άνοιξε διάπλατα. «Δεν είναι δυνατόν να πιστεύεις ότι...» Ο σερβιτόρος εμφανίστηκε ξαφνικά και ο Ραζάκ σταμάτησε αυτό που έλεγε. Περίμενε ν' ακουμπήσει ο νεαρός τα πιάτα τους και να φύγει, προτού συνεχίσει. Ο Ραζάκ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Καταλαβαίνω πού το πας, Γκράχαμ. Είναι πράγματι μια πολύ επικίνδυνη θεωρία». Πήρε ένα μικρό κομμάτι πίτας και, χρησιμοποιώντας το σαν κουτάλι, έβαλε λίγο χούμους στο πιάτο του. Μύριζε εκπληκτικά. «Σε παρακαλώ, άκουσέ με μέχρι να τελειώσω», είπε ο Μπάρτον σιγανά. «Πρέπει, τουλάχιστον, να σκεφτούμε την πιθανότητα να πίστευαν όντως οι κλέφτες ότι η οστεοθήκη που πήραν περιείχε τα λείψανα του Ιησού. Κι αυτός ο πάπυ-
ρος που βρήκαμε στην ένατη οστεοθήκη αναφέρει καθαρά τον Μεσσία. Παραείναι συγκεκριμένο για να το αγνοήσουμε». Καθώς το εξηγούσε στον Ραζάκ, ο Μπάρτον άρχισε να νιώθει τη βαρύτητα της διακριτικής προειδοποίησης του πατέρα Δημήτριου. Οι λέξεις αυτού του παπύρου μπορούσαν να υπονομεύσουν τις παραδοσιακές τιμές στο μυστηριώδη ευεργέτη του Χριστού, τον Ιωσήφ, στον οποίο πιστευόταν ότι ανήκαν οι ταφικές κόγχες βαθιά κάτω από την Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου. Ο Ραζάκ κοίταξε επίμονα τον αρχαιολόγο. «Πρέπει να φας την πίτα σου όσο ακόμα είναι ζεστή». «Κοίτα, δε λέω ότι τα πιστεύω όλα αυτά». Ο Μπάρτον έκοψε ένα κομμάτι πίτα, πήρε λίγο χούμους στο πιάτο του και συνέχισε: «Λέω απλώς ένα πιθανό κίνητρο. Αν έχουμε να κάνουμε με κάποιο φανατικό που όλα αυτά τα θεωρεί αληθινά, τότε η κλεμμένη οστεοθήκη θ' αποτελούσε το σημαντικότερο αρχαίο εύρημα». Ο Ραζάκ συνέχισε να μασάει, κατάπιε την μπουκιά του και είπε: «Είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνεις πως δεν είναι δυνατόν να δεχτώ την ιδέα ότι η κλεμμένη οστεοθήκη περιείχε το σώμα του Ιησού. Θυμήσου, κύριε Μπάρτον, ότι, αντίθετα με τους παραπλανημένους ανθρώπους που έγραψαν αυτό το βιβλίο», είπε δείχνοντας τη Βίβλο, «το Κοράνι αναφέρει τα αληθινά λόγια του Αλλάχ χρησιμοποιώντας το μεγάλο προφήτη Μωάμεθ - α ς έχει ειρήνη- ως αγγελιαφόρο του. Επειδή είμαστε μουσουλμάνοι, μας έχουν πει την αλήθεια. Ο Ιησούς γλίτωσε τη σταύρωση. Ο Αλλάχ τον προστάτευσε απ' αυτούς που ήθελαν να του κάνουν κακό. Δεν πέθανε όπως οι θνητοί, αλλά τον έσωσε ο Αλλάχ και αναλήφθηκε στους Ουρανούς». Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ψηλά. «Και θυμήσου, επίσης, ότι οι άνθρωποι στους οποίους είμαι υπόλογος θ' αντιδράσουν πολύ χειρότερα από μένα. Δεν πρόκειται να καθίσουν ν' ακούσουν τέτοιες ιδέες». Βούτηξε την πίτα του στο χούμους και την έβαλε γρήγορα στο στόμα του. «Επιπλέον, οι χριστιανοί δεν υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς αναστήθηκε από τους νεκρούς
και αναλήφθηκε στον ουρανό; Γι' αυτόν το λόγο δεν υπάρχει η γιορτή του Πάσχα;» «Αναμφίβολα», είπε ο Μπάρτον. Ο Ραζάκ, μασώντας, τον κοίταξε περιπαικτικά. Ο Μπάρτον χαμογέλασε πλατιά. «Η Βίβλος λέει πολλά πράγματα», παραδέχτηκε. «Αλλά τα ευαγγέλια γράφτηκαν δεκαετίες μετά την αποστολή του Ιησού, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία τα πάντα διαδίδονταν με τον προφορικό λόγο. Δε χρειάζεται να σου πω ότι αυτό μπορεί να έχει επηρεάσει την ορθότητα όσων διαβάζουμε σήμερα. Αφού οι μαθητές του Ιησού ήταν και οι ίδιοι εβραίοι, υιοθέτησαν ένα κάπως υποκειμενικό αφηγηματικό ύφος, το οποίο -τελείως ειλικρινά- επικεντρώνεται περισσότερο στις έννοιες και στην κατανόηση, συχνά σε βάρος της ιστορικής ακρίβειας. Θα μπορούσα ακόμη να επισημάνω ότι η αρχαία ερμηνεία της Ανάστασης αναφερόταν περισσότερο σε μια πνευματική παρά σε μια σωματική μεταμόρφωση». Ο Ραζάκ κούνησε δύσπιστα το κεφάλι του. «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί κάποιος να πιστεύει αυτές τις ιστορίες». «Καλά», ο Μπάρτον τον αντέκρουσε προσεκτικά, «χρειάζεται να έχεις στο νου σου ότι το κοινό στο οποίο απευθύνονταν τα ευαγγέλια ήταν οι ειδωλολάτρες που έπρεπε να προσηλυτιστούν. Εκείνοι οι άνθρωποι πίστευαν σε θεούς που πέθαναν τραγικά κι αναστήθηκαν μεγαλοπρεπώς. Η ζωή, ο θάνατος και μετά η μετεμψύχωση ήταν ένα κοινό μοτίβο σε πολλούς ειδωλολάτρες θεούς, όπως, για παράδειγμα, στον Όσιρη, τον Άδωνη και τον Μίθρα. Οι πρώτοι χριστιανοί ηγέτες, αλλά κυρίως ο Παύλος από την Ταρσό -ένας ελληνιστής εβραίος φιλόσοφος-, γνώριζαν ότι ο Ιησούς έπρεπε να πληροί αυτά τα κριτήρια. Προωθούσαν τη νέα θρησκεία σ' ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον. Δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ότι δεν ωραιοποίησαν την ιστορία. Και από τα είκοσι επτά βιβλία της Καινής Διαθήκης, θεωρείται ότι μόνο ο Παύλος από την Ταρσό έγραψε τα δεκατέσσερα. Η επιρροή του ήταν σημαντική, θα συμφωνείς κι εσύ φαντάζομαι. Είναι φρόνιμο, επο-
μένως, να τοποθετήσουμε αυτές τις περιγραφές στο σωστό ιστορικό και ανθρώπινο πλαίσιο τους». Ο Ραζάκ τον κοίταξε επιδοκιμαστικά. «Είσαι πολύ περίπλοκος άνθρωπος, Γκράχαμ. Η γυναίκα σου θα πρέπει να το απολαμβάνει ιδιαίτερα», είπε λίγο καυστικά, δείχνοντας τη χρυσή βέρα στο δεξί χέρι του αρχαιολόγου. «Αν νομίζεις ότι εγώ λέω πολλά, πρέπει ν' ακούσεις εκείνη. Η Τζένι είναι δικηγόρος». «Δικηγόρος;» Ο Ραζάκ ανασήκωσε τα φρύδια του. «Επαγγελματίας ομιλήτρια. Δε θα μου άρεσε να δω τους δυο σας να μαλώνετε». «Αυτό, ευτυχώς, συμβαίνει σπάνια». Η αλήθεια ήταν ότι, έξω από τις αίθουσες των δικαστηρίων, η Τζένι ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από ανταγωνιστική. Τελευταία, οι δυο τους απομακρύνονταν όλο και πιο πολύ μέσα σε μια θάλασσα σιωπής. «Έχετε παιδιά;» «Ένα γιο, τον Τζον, είκοσι ενός ετών. Όμορφο αγόρι, με μυαλό πολύ περισσότερο κι από των δυο γονιών του μαζί. Πάει στο πανεπιστήμιο που σπούδασα κι εγώ, στο Κέμπριτζ. Έχουμε επίσης μια χαριτωμένη κόρη, την Τζόζεφιν, είκοσι πέντε ετών. Ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, στη Βοστόνη. Είναι δικηγόρος σαν τη μαμά της. Εσύ; Έχεις σύζυγο και παιδιά;» Ο Ραζάκ χαμογέλασε ντροπαλά και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ο Αλλάχ, δυστυχώς, δε μου χάρισε ακόμα μια κατάλληλη σύζυγο». Ο Μπάρτον νόμισε ότι διέκρινε κάτι στα μάτια του μουσουλμάνου. Πόνο; «Ίσως να μην οφείλεται στο θέλημα του Αλλάχ, αλλά στο ότι είσαι ισχυρογνώμων», του είπε ο Μπάρτον. Ο Ραζάκ προσποιήθηκε ότι είχε προσβληθεί και μετά ξέσπασε σε γέλια. «Α, μάλιστα. Ίσως να 'χεις δίκιο», είπε. Αφού τελείωσαν το φαγητό τους, ο Ραζάκ έστρεψε την προσοχή του στη μετάφραση.
«Και το υπόλοιπο... τι σημαίνει όλο αυτό;» Άρχισε να διαβάζει το δεύτερο τμήμα της μετάφρασης: «"για να ξαναπάρει τις Δέκα Εντολές του Θεού που βρίσκονται κάτω από το βωμό του Αβραάμ, για να αποκαταστήσει την Ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου"». Ο Μπάρτον ήλπιζε ν' απέφευγε τη συζήτηση αυτού του θέματος. «Α...» Έκανε μια παύση. «Λέγοντας βωμό του Αβραάμ εννοεί μάλλον το όρος Μοριά». «Εκεί που είπαν στον προφήτη Ιμπραάμ να θυσιάσει τον Ισμαήλ, το γιο της Άγαρ», είπε κατηγορηματικά ο μουσουλμάνος. «Εντάξει». Ο Μπάρτον άφησε την ερμηνεία ασχολίαστη. Παρόλο που η Τορά το έλεγε ξεκάθαρα ότι ο Αβραάμ θα θυσίαζε τον Ισαάκ, το γιο του από τη γυναίκα του τη Σάρα, οι μουσουλμάνοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ισμαήλ - το γιο του από τη δούλη της Σάρας, την Άγαρ. Επρόκειτο για ένα ακόμα παράδειγμα όπου οι δύο θρησκείες προσπαθούσαν απελπισμένα να διεκδικήσουν ως δικό τους τον πιο σεβάσμιο πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης - τον άνθρωπο που του απέδιδαν μονοθεϊστική πίστη κι απόλυτη υποταγή στον έναν και αληθινό Θεό. Σε τελική ανάλυση, σκέφτηκε ο Μπάρτον, αυτό σήμαινε κατά γράμμα η λέξη Ισλάμ: υποταγή στο θέλημα του Αλλάχ. «Κι αυτή η αναφορά στις "Δέκα Εντολές του Θεού";» πρόσθεσε ο Ραζάκ. «Ακούγεται σαν να υπάρχει κάτι υλικό "κάτω από το βωμό του Αβραάμ". Δεν το καταλαβαίνω». Έ ν α ρίγος διέτρεξε το χέρι του Μπάρτον. «Προσπαθώ ακόμα να βρω τι σημαίνει αυτό», είπε λέγοντας ψέματα. «Χρειάζεται να το ερευνήσω λίγο περισσότερο». Ο Ραζάκ κούνησε σκεπτικός το κεφάλι του. «Θέλω να πιστεύω ότι θα μου πεις ό,τι ανακαλύψεις». «Φυσικά». «Άρα, πώς προχωράμε από 'δώ και πέρα;» Ο Μπάρτον το σκέφτηκε. Ήταν παράξενο, αλλά η σκέψη του γύριζε και ξαναγύριζε στον πατέρα Δημήτριο - στην επί-
σκεψή του στη χαμηλότερη κρύπτη της Εκκλησίας του Πανάγιου Τάφου, που υποτίθεται πως ανήκε στον Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Τον έκανε να ξανασκεφτεί την αίθουσα κάτω από το Όρος του Ναού, η οποία δεν είχε αρκετά από τα τυπικά χαρακτηριστικά των κρυπτών του 1ου αιώνα. «Για να σου πω την αλήθεια, πιστεύω ότι πρέπει να ξαναπάμε στην κρύπτη. Ίσως μου διέφυγε κάτι. Πότε νομίζεις ότι μπορούμε να πάμε πάλι εκεί;» «Ας το αναβάλουμε μέχρι αύριο το πρωί», πρότεινε ο Ραζάκ. «Πήρα ένα πολύ ενδιαφέρον τηλεφώνημα σήμερα το πρωί από έναν καλό φίλο στη Γάζα, ο οποίος άκουσε ότι συμμετέχω σ' αυτή την έρευνα. Λέει ότι έχει κάποιες πληροφορίες που μπορεί να μας βοηθήσουν». «Τι πληροφορίες;» «Για να πω την αλήθεια, δεν ξέρω», είπε ο Ραζάκ. «Δεν ήθελε να μου πει από το τηλέφωνο». «Που σημαίνει ότι μάλλον είναι καλές». «Το ελπίζω. Τέλος πάντων, κανόνισα να πάω να τον δω σήμερα το απόγευμα. Αν δεν είσαι πολύ απασχολημένος, ίσως θα 'ταν καλό να έρθεις μαζί μου». «Θα το ήθελα. Τι ώρα;» «Πρέπει πρώτα να παραβρεθώ σε κάτι άλλο. Δε θα μου πάρει πολύ». Ο Ραζάκ κοίταξε το ρολόι του. «Μπορείς να με συναντήσεις στο χώρο στάθμευσης έξω από την Πύλη της Γιάφα γύρω στις δύο;» «Θα είμαι εκεί». Ο Ραζάκ έβαλε το χέρι του στην τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε το πορτοφόλι του. «Σε παρακαλώ, Ραζάκ», επέμεινε ο Μπάρτον, κάνοντάς του νόημα να το ξαναβάλει στην τσέπη του. «Άσε με να πληρώσω εγώ. Φύγε γρήγορα εσύ και θα σε δω στις δύο». «Ευχαριστώ, Γκράχαμ. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου».
Απέναντι από το καφενείο στην οδό Ελ Ουάντ, ένας συνηθισμένος νεαρός άντρας καθόταν σ' ένα παγκάκι. Διάβαζε εφημερίδα κι έπινε καφέ απολαμβάνοντας το γλυκό απομεσήμερο.
Πότε πότε κοίταζε διακριτικά τον αρχαιολόγο και το μουσουλμάνο απεσταλμένο. Τα μικρά ακουστικά στα αφτιά του, που έμοιαζαν να συνδέονται μ' ένα iPod, μετέδιδαν την απίστευτη συζήτηση των δύο αντρών στη βάση της Ισραηλινής Δύναμης Άμυνας στην Ιερουσαλήμ.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Κατεβάζοντας όλες τις σαρώσεις του σκελετού σε πλήρη προβολή οθόνης, ο Τζιοβάνι Μπερσέι κύλησε το πλέγμα των μικροσκοπικών απεικονίσεων, σταματώντας εδώ κι εκεί για να μεγεθύνει και ν' αναλύσει ένα οστό με περισσότερες λεπτομέρειες. «Σπουδαία δουλειά, Σάρλοτ. Φαίνεται ότι έκανες σωστά ακόμα και τα πλευρά. Δεν είναι εύκολο. Το μόνο που πρέπει να κάνουμε τώρα είναι να βάλουμε τον υπολογιστή να συναρμολογήσει το σκελετό», είπε και πάτησε την αντίστοιχη επιλογή του μενού. Η Σάρλοτ Χενεσί στεκόταν πίσω του την ώρα που εμφανίστηκε ξαφνικά ένα μικρό παράθυρο: ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΣΑΣ.
Ολοκληρώθηκε 25%... Ολοκληρώθηκε 43%... Ολοκληρώθηκε 71%... Στράφηκε προς το μέρος της. «Δεν υπάρχουν σφάλματα μέχρι τώρα. Καθόλου κακό για πρώτη προσπάθεια». Ολοκληρώθηκε 98%)... Ολοκληρώθηκε 100%.
Είκοσι δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε στην οθόνη μια τρισδιάστατη απεικόνιση του σκελετού. Το πρόγραμμα είχε επεξεργαστεί και την παραμικρή λεπτομέρεια κάθε οστού για ν' αναδημιουργήσει τις αρθρώσεις και τις ενώσεις με τους χόνδρους, σχηματίζοντας έτσι μια ακριβή εικόνα ενός πλήρως συναρμολογημένου σκελετού. Διατήρησε ακόμα και τις πολύ μικρές, φρικτές λεπτομέρειες που οφείλονταν στη σταύρωση - τις κοιλότητες στα πλευρά και τα τραύματα στους καρπούς, στα πόδια και τα γόνατα. «Καταπληκτικό». Ο Μπερσέι κοίταζε την εικόνα στην οθόνη - τη συναρμολογημένη εκδοχή του σκελετού που βρισκόταν στον πάγκο εργασίας πίσω τους. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε πάλι, γεμάτος δέος για τις εκπληκτικές δυνατότητες της τεχνολογίας των υπολογιστών. «Έτσι ήταν πιθανότατα ο άνθρωπος μας πριν από την ταφή του στην οστεοθήκη». «Και η σάρκα;» Σήκωσε τα χέρια του σαν να προσπαθούσε να επιβραδύνει ένα αμάξι που έτρεχε. «Ένα βήμα κάθε φορά». «Συγγνώμη. Ο υπερβολικός καφές». «Εδώ, μας αρέσει να κάνουμε τα πράγματα λίγο πιο αργά», αστειεύτηκε εκείνος. «Βοηθάει στη μακροζωία». Η Σάρλοτ ζάρωσε. Ο Μπερσέι μετακίνησε πάλι το ποντίκι του υπολογιστή. «Στη συνέχεια θα ζητήσουμε από τον υπολογιστή να τοποθετήσει μυϊκή μάζα στο σκελετό. Το λογισμικό θα μετρήσει κάθε οστό για να υπολογίσει την πυκνότητά του και ν' αναδημιουργήσει τα σημεία ένωσης των συνδέσμων». Η Σάρλοτ ήξερε τη βασική ιδέα. «Μεγαλύτεροι μύες ασκούν περισσότερη πίεση στα οστά με τα οποία ενώνονται, απαιτώντας δυνατότερους συνδέσμους;» «Ακριβώς. Μπορείς να το πεις αντίστροφη μηχανική. Το πρόγραμμα δεν μπορεί να συνυπολογίσει πιθανές ανωμαλίες σε κάθε μαλακό μόριο. Αλλά μπορεί να εντοπίσει τις δομικές ανωμαλίες του σκελετού. Σ' αυτή την περίπτωση, το πρό-
γραμμα θα προσπαθήσει να τις αναπαραστήσει, διαφορετικά θα μας εμφανίσει ένα μήνυμα λάθους. Ας βάλουμε, λοιπόν, μερικούς μυς πάνω σ' αυτόν το σκελετό». Εστίασε πάλι την προσοχή του στην οθόνη. Εμφανίστηκε ξανά το παράθυρο του προγράμματος: ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΤΗΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΣΑΣ.
Ολοκληρώθηκε 77%... Ολοκληρώθηκε 100%. Η οθόνη άλλαξε. Αυτή τη φορά το πρόγραμμα έντυσε το σκελετό μ' ένα ινώδες πλέγμα άπαχων μυών. Η εικόνα ήταν ανατριχιαστική αλλά σωστή ανατομικά - ένα ανθρώπινο ον χωρίς δέρμα, με μυς σε διάφορες αποχρώσεις του κόκκινου και με συνδέσμους σ' ένα ενοχλητικό γαλαζωπό λευκό. Ο άντρας ήταν εξαιρετικά καλοσχηματισμένος και με τέλειες αναλογίες. Η Σάρλοτ πλησίασε σκύβοντας. «Φαίνεται πολύ υγιής», είπε άχρωμα. «Τότε δεν υπήρχαν Μακ Ντόναλντς», της είπε καθώς μετακινούσε το ποντίκι. «Ούτε όσο μπούκο». Γέλασαν κι οι δύο. Ο Τζιοβάνι κάθισε και ξανακοίταξε στην οθόνη. «Ωραία, ας προσθέσουμε δέρμα». Επέλεξε μια εντολή. Αμέσως σχεδόν, η οθόνη άλλαξε πάλι και η τρισδιάστατη απεικόνιση, με τη λεία «σάρκα» της, θύμιζε γλυπτό του Μπερνίνι. Η εμπλουτισμένη απεικόνιση δεν είχε καθόλου τρίχες, ούτε καν στα φρύδια. Τα μάτια ήταν επίπεδοι άχρωμοι δίσκοι. Η Σάρλοτ είχε μείνει άναυδη. Τώρα η έρευνα είχε μπει σε μια νέα φάση. Έ ν α κατά τ' άλλα ανώνυμο, απρόσωπο δείγμα είχε αποκτήσει αλλόκοτα χαρακτηριστικά - που θύμιζαν όμως αληθινά. Αυτά τα αρχαία οστά έμοιαζαν να ξαναζωντανεύουν.
«Η δική σου ανάλυση του DNA θα βοηθήσει τώρα στη συμπλήρωση των κενών», συνέχισε ο Μπερσέι. «Το πρόγραμμα δέχεται γενετικές πληροφορίες. Αναδημιουργεί τα πάντα - από το χρώμα των ματιών και του δέρματος μέχρι την πυκνότητα των μαλλιών, την έκταση του τριχωτού της κεφαλής, τα νύχια, την τριχοφυΐα στο σώμα και ούτω καθεξής. Μπορούμε επίσης να προσεγγίσουμε το λιπώδη ιστό του σώματος με σχετικά μεγάλη ακρίβεια. Μέχρι στιγμής, το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του πιστεύω ότι είναι αυτό». Έδειξε στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης όπου εμφανίζονταν βασικά στατιστικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης μιας γραμμής που έγραφε: ΥΨΟΣ (ίντσες/εκατοστά): 73,850 / 187,579. «Εξαιρετικά ψηλός για την εποχή του», παρατήρησε ο Μπερσέι. «Παράξενο. Αν αυτός ο άντρας πέθανε στις αρχές του 1ου αιώνα, σίγουρα θα ξεχώριζε». «Οι άνθρωποι τότε ήταν πιο κοντοί, έτσι δεν είναι;» «Είναι κοινή πεποίθηση πως η διατροφή τους δεν ήταν ικανοποιητική. Αλλά εγώ δεν το θεωρώ αυτό ιδιαίτερα αξιόπιστο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι, στην πραγματικότητα, ήταν καλύτερη. Ακόμα, όμως, και για τα σύγχρονα δεδομένα, αυτός ο άντρας θα τραβούσε τα βλέμματα του κόσμου. Τα γενετικά στοιχεία σου μπορεί να μας βοηθήσουν να το διαλευκάνουμε αυτό». «Δες τι μπορείς να κάνεις με το πρόσωπο». Κρατώντας πατημένο το πλήκτρο του ποντικιού, σχημάτισε ένα πλαίσιο με λευκό περίγραμμα γύρω από την εικόνα κι επέλεξε το ζουμ. Μια άυλη μορφή εμφανίστηκε στην οθόνη. Τα χαρακτηριστικά της ήταν αχνά, ωστόσο καλά σχεδιασμένα - μακριά γερτή μύτη, καλοσχηματισμένα χείλη και δυνατό πιγούνι. Η γραμμή του σαγονιού ήταν έντονη, το μέτωπο αυστηρό και τα μάτια μεγάλα. Ο Μπερσέι φαινόταν ικανοποιημένος. «Με τα μέχρι τώρα δεδομένα, αυτή είναι η καλύτερη ανα-
παράσταση που μπορεί να κάνει το πρόγραμμα. Ή τ α ν γοητευτικός τύπος». Η Σάρλοτ έμοιαζε να έχει υπνωτιστεί από τα απόκοσμα χαρακτηριστικά του. «Αναρωτιέμαι πόσο ακριβής είναι αυτή η αναπαράσταση». « Έ χ ω χρησιμοποιήσει το ίδιο πρόγραμμα για να βρω τις ταυτότητες παρόμοιων σκελετών σε έρευνες ανθρωποκτονίας», είπε ο Μπερσέι με αυτοπεποίθηση, «και σε όλες τις περιπτώσεις αποδείχτηκε πολύ ακριβές όταν τελικά το συγκρίναμε με το γνωστό προφίλ του θύματος». Ξαφνικά ακούστηκε η ενδοεπικοινωνία. Ο πατήρ Ντόνοβαν ζήτησε συγγνώμη για τη διακοπή, αλλά ήθελε να περάσει ένα τηλεφώνημα από το σινιόρ Τζαρντίνι. «Μάλλον τα αποτελέσματα της χρονολόγησης με άνθρακα», είπε ο Μπερσέι. «Απάντησε εσύ στο τηλεφώνημα για να συνεχίσω εγώ τη δουλειά μου με την οστεοθήκη». «Εντάξει», του είπε και πήγε προς το τηλέφωνο. Ο Μπερσέι επέστρεψε στον πάγκο εργασίας. Αφού αφαίρεσε όλο το στρώμα σκόνης από τον πυθμένα της οστεοθήκης, κάτι εκεί κάτω τράβηξε το βλέμμα του. Έ ν α αχνό περίγραμμα. Άρπαξε μια μικρή βούρτσα, έσκυψε πιο κοντά και ξεσκόνισε τις αυλακώσεις, ώσπου, σταδιακά, εμφανίστηκε ένα ορθογώνιο σχήμα. Αλλάζοντας τη βούρτσα με μια μικρή λεπίδα, την έχωσε κάτω από την άκρη του ορθογώνιου σχήματος και τη χρησιμοποίησε σαν μοχλό για να σηκώσει αυτό που φαινόταν σαν μια μεταλλική πλάκα. Όταν σήκωσε την πλάκα αποκαλύφθηκε μια κοιλότητα. Μέσα διέκρινε τα θολά περιγράμματα τριών μακρόστενων αντικειμένων. Νόμιζε ότι τα μάτια του τον γελούσαν και μετακίνησε το φως που βρισκόταν από πάνω του. Έβαλε το χέρι του μέσα στην οστεοθήκη κι έψαξε με τα δάχτυλά του την κοιλότητα. Τραβώντας ένα από τα αντικείμενα, ο Τζιοβάνι είχε την αίσθηση του μετάλλου μέσα από τα λαστιχένια γάντια του. Ήταν απρόσμενα βαρύ, τουλάχιστον δεκαοκτώ εκατοστά σε μήκος και κατάμαυρο σαν κάρβουνο. Στη μια μεριά είχε ένα στρογ-
γυλεμένο άκρο, το οποίο λέπταινε προς τα κάτω και κατέληγε σε σφυρήλατη αιχμή. Έ ν α καρφί. Ακουμπώντας το πάνω σ' ένα δίσκο, το κοίταζε επίμονα μη πιστεύοντας στα ίδια του τα μάτια. Πήρε και τ' άλλα δύο καρφιά από τον πυθμένα της οστεοθήκης και τα ακούμπησε το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στο δίσκο. Είχαν υπάρξει πολλές στιγμές στην καριέρα του Μπερσέι που του φρέσκαραν στη μνήμη του το πάθος του για τις ανακαλύψεις. Αλλά αυτές εδώ οι αποκαλύψεις ξεπερνούσαν κάθε λογική. «Ω Θεέ μου», είπε με κομμένη την ανάσα και βυθίστηκε στην καρέκλα του. Στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, η Σάρλοτ είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο. «Πρέπει να δεις αυτά που μόλις βρήκα», της φώναξε. Τα μάτια του εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα στο δίσκο. Η Σάρλοτ πλησίασε στον πάγκο εργασίας. Επειδή ο Μπερσέι είχε χάσει το χρώμα του, η Σάρλοτ κατάλαβε ότι η οστεοθήκη τούς είχε προσφέρει ένα ακόμα από τα μυστικά της. Άφωνος, της έδειξε το δίσκο. Γύρισε κι είδε τρία μεταλλικά αντικείμενα πάνω στη γυαλιστερή, ατσάλινη επιφάνεια του δίσκου. «Πολύ μεγάλα καρφιά;» Κοιτάζοντας τα μυτερά άκρατων καρφιών, ολόκληρη η τρομακτική διαδικασία της σταύρωσης της φάνηκε πραγματική όσο ποτέ άλλοτε. Ο Μπερσέι έσπασε τη σιωπή. «Νομίζω ότι είναι ασφαλές να πούμε ότι αυτά τα καρφιά χρησιμοποιήθηκαν για τη σταύρωση του άντρα... όποιος κι αν ήταν». «Πού τα βρήκες;» «Δες», της έδειξε με το σαγόνι του. Πλησίασε την οστεοθήκη και κοίταξε μέσα προσεκτικά μια κοιλότητα στον ασβεστόλιθο. «Η σκόνη την έκρυβε».
Τότε ακριβώς, η Σάρλοτ πρόσεξε το αχνό περίγραμμα ενός άλλου πράγματος που βρισκόταν κρυμμένο στο βάθος της οστεοθήκης. Έμοιαζε σαν μια δεύτερη κοιλότητα, σκαλισμένη ακόμα βαθύτερα. «Περίμενε», του φώναξε απότομα. Μετακίνησε το βραχίονα της λάμπας πάνω απ' την οστεοθήκη κι έλουσε με φως το εσωτερικό της. «Φαίνεται ότι υπάρχει και κάτι άλλο που δεν το είδες. Εκεί. Μοιάζει με...» -κάτω από το εκτυφλωτικό φως μπόρεσε να το διακρίνει καλύτερα- «...κύλινδρο».
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ο Ραζάκ βρήκε τον Φαρούκ στο κτίριο του Θόλου της Γνώσης, στο μικρό δωμάτιο του πάνω ορόφου που η Γουάκφ είχε μετατρέψει σε προσωρινό γραφείο της. Μόλις είχε κλείσει το τηλέφωνο. Προτού ο Ραζάκ ανοίξει το στόμα του, ο επόπτης άρχισε να μιλάει: «Ο Τοπόλ λέει ότι κανένα καταγραμμένο φορτίο των τελευταίων δύο ημερών δεν ταιριάζει με την οστεοθήκη». Χτύπησε τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι σαν να έπαιζε τύμπανο. «Η ιστορία δεν προχωράει καλά». Ο Ραζάκ κάθισε. Ο Φαρούκ γύρισε και τον κοίταξε, ενώ πίσω του φαινόταν το τζαμί του Θόλου του Βράχου που πλαισιωνόταν από την κορνίζα του παραθύρου. Έμοιαζε σαν να μην είχε κοιμηθεί για μέρες. «Η Χαμάς και η Παλαιστινιακή Αρχή», συνέχισε ο Φαρούκ, «επιβεβαίωσαν και οι δύο ότι ήταν σίγουρα ισραηλινό το ελικόπτερο που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά των κλεφτών από το Χάραμ ες Σάριφ. Όταν το είπα στον Τέλεκσεν, ισχυρίστηκε ότι το έκλεψαν από την αεροπορική βάση Σντε Ντοβ κοντά στο Τελ Αβίβ. Ήταν ένα Sikorsky UH-60 Black Hawk». Αν τον Ραζάκ δεν τον απατούσε η μνήμη του, το Ισραήλ είχε αγοράσει αρκετά τέτοια επιθετικά ελικόπτερα από τους Αμερικανούς στο τέλος της δεκαετίας του 1990. «Φαίνεται ότι η ισραηλινή πολεμική αεροπορία μοιράζε-
ται το αεροδρόμιο της Σντε Ντοβ με εμπορικούς αερομεταφορείς», πρόσθεσε ο Φαρούκ. «Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που κάποιος μπόρεσε τόσο εύκολα να μπει κρυφά στη βάση». «Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα». Ο τόνος της φωνής του ήταν κοφτερός σαν ξυράφι. «Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μην έχει κλαπεί το ελικόπτερο». Παρόλο που δεν του άρεσε το γεγονός ότι ο Φαρούκ δε φαινόταν να είναι τόσο αντικειμενικός όσο θα έπρεπε, ο Ραζάκ άλλαξε θέμα. «Τουλάχιστον, το παραδέχτηκαν τελικά. Θα πρέπει να ήρθαν σε φοβερά δύσκολη θέση». «Φυσικά, αν υποθέσουμε ότι ήταν ένα απροσχεδίαστο γεγονός». «Ρώτησες τον Τέλεκσεν γιατί δε μας ειδοποίησαν νωρίτερα;» «Φυσικά». «Και τι απάντησε;» Ο Φαρούκ δίπλωσε τα μπράτσα του. «Ανησυχούσε ότι η πληροφορία θα διέρρεε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης». Ο Ραζάκ έπρεπε να παραδεχτεί ότι, αν τα πράγματα ήταν αντίστροφα, οι Παλαιστίνιοι θα έκαναν κι εκείνοι ό,τι περνούσε από το χέρι τους για ν' αποκρύψουν κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να προκαλέσει εχθρικά αντίποινα. Ό λ α έμοιαζαν σαν ένα παιχνίδι που δεν τελείωνε ποτέ. «Δεν πιστεύω να σκέφτεσαι πράγματι ότι οι Ισραηλινοί οργάνωσαν την κλοπή, έτσι δεν είναι;» «Είναι πολύ νωρίς για να πει κανείς. Αλλά προφανώς είμαι καχύποπτος». «Κι όλοι αυτοί οι Ισραηλινοί στρατιώτες που δολοφονήθηκαν;» Ο Ραζάκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Κάτι τέτοιο απλώς δεν ταίριαζε με όλα αυτά που του 'λεγε ο Μπάρτον. Γιατί να ενδιαφέρονταν οι εβραίοι για το υποτιθέμενο λείψανο ενός ψεύτικου μεσσία ή για κάποιο γελοίο μύθο για το Άγιο Δισκοπότηρο;
«Ποιο θα μπορούσε να είναι το κίνητρο τους;» συνέχισε. «Ποιο είναι σ' όλες τις περιπτώσεις το κίνητρο των Ισραηλινών; Οι άνθρωποι αυτοί προσπαθούν πάντα να καταστρέφουν την ειρήνη». Μια απάντηση που ο Ραζάκ θα την περίμενε από τη Χαμάς. «Πώς θα προχωρήσεις λοιπόν;» «Δεν είμαι σίγουρος. Για την ώρα, περιμένουμε κι άλλες πληροφορίες». Ο Φαρούκ έπλεξε τα δάχτυλά του και τα πίεσε πάνω στα χείλη του. «Πες μου, τι τρέχει με τον Εγγλέζο αρχαιολόγο... αυτόν τον Μπάρτον;» Δεν ήταν σίγουρα η κατάλληλη ώρα για να τροφοδοτήσει κι άλλο την όλο και μεγαλύτερη απογοήτευση του άντρα με τους Ισραηλινούς. Προς το παρόν, οι παράτολμες θεωρίες του αρχαιολόγου παρέμεναν αυτό ακριβώς που ήταν - αδάμαστες. «Ζήτησε να ξαναδεί την αίθουσα. Πιστεύει ότι μπορεί να του διέφυγε κάτι». Κρύβοντας την ανησυχία του, ο επόπτης ακούστηκε αδιάφορος. «Σαν τι;» «Θα σου πω μόλις το ανακαλύψω». Ο Ραζάκ σηκώθηκε για να φύγει. «Παρεμπιπτόντως, πρέπει να δανειστώ το αυτοκίνητο σου. Θα συναντήσω κάποιον που ίσως μπορεί να μας δώσει μερικές καλές πληροφορίες». «Εντάξει». Ο Φαρούκ άνοιξε το συρτάρι του γραφείου του κι έδωσε στον Ραζάκ το κλειδί της Μερσεντές S500. «Μόλις την καθάρισα. Πού θα πας;» «Στη Γάζα», απάντησε ο Ραζάκ νηφάλια. «Μάλιστα». Ο Φαρούκ ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα κι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να του ζητήσει πίσω το κλειδί. «Ξέρεις πώς είναι τώρα η κατάσταση εκεί πέρα». «Θα προσέχω», τον διαβεβαίωσε ο Ραζάκ. «Θα πάρω και τον Μπάρτον μαζί μου. Ό λ α θα πάνε καλά». Εμφανώς μη πεπεισμένος, ο Φαρούκ έγνεψε καταφατικά. «Θυμήσου μόνο, Ραζάκ, ότι εδώ προσπαθούμε να διαλευκάνουμε ένα έγκλημα. Μια τρομοκρατική ενέργεια. Δε γυρί-
ζούμε ντοκιμαντέρ. Βεβαιώοου ότι ο Μπάρτον κάνει αυτό που πρέπει να κάνει». «Ναι, ναι». Αφού έφυγε ο Ραζάκ, ο Φαρούκ κάθισε για λίγο σιωπηλός. Κοιτούσε με άδειο βλέμμα έξω από το παράθυρο τον καλυμμένο με χρυσά φύλλα τρούλο του Θόλου του Βράχου - το οικοδόμημα που από μόνο του εξηγούσε γιατί οι ισλαμιστές διεκδικούσαν την Παλαιστίνη. Οι δυο πλευρές δε συμφωνούσαν ούτε καν για το όνομα της περιοχής. Για τους εβραίους ήταν το Όρος του Ναού, για τους μουσουλμάνους το Χάραμ ες Σάριφ. Ό λ α στην Ιερουσαλήμ είχαν τουλάχιστον δύο ονόματα, ακόμα και η ίδια η πόλη - Αλ Κουντς. Πώς μπορούσε μια τόσο μικρή χώρα να έχει επαναπροσδιορίσει την έννοια της Μέσης Ανατολής και να έχει υποδαυλίσει μια σταυροφορία αντίθεσης - την τζιχάντ; Αιώνες συγκρούσεων. Τόσο πολλές διενέξεις. Για τον Φαρούκ, η θρησκεία δεν ήταν πλέον ο σκοπός για τον οποίο αγωνιζόταν. Τώρα πια διακυβεύονταν πολύ περισσότερα. Σκέφτηκε την εποχή που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή. Ήταν στρατιώτης στον πόλεμο των Έ ξ ι Ημερών το 1967, όταν τα αραβικά έθνη - η Αίγυπτος, η Συρία και η Ιορδανία- είχαν σχηματίσει ενιαίο μέτωπο για να πετάξουν μια για πάντα τους Ισραηλινούς στη θάλασσα. Αλλά είχαν υποτιμήσει τη φονική πολεμική αεροπορία του Ισραήλ, που είχε αγοράσει τα πάντα από τις Ηνωμένες Πολιτείες και η οποία επιτέθηκε προληπτικά, προτού καν ξεκινήσει η αντιπαράθεση, στα αεροδρόμια της Αιγύπτου. Η σύγκρουση τελείωσε με τρομερές συνέπειες για τους Παλαιστινίους. Το Ισραήλ κατάφερε να πάρει πάλι τα Υψώματα του Γκολάν, τη Δυτική Όχθη και τη Χερσόνησο του Σινά. Αλλά, ακόμα και μετά απ' αυτή την καταστροφική σύγκρουση, το Όρος του Ναού παρέμενε υπό τον έλεγχο των μουσουλμάνων. Ακόμα και οι βαριά οπλισμένοι Ισραηλινοί ήξεραν ότι μια επίθεση σ' αυτό τον αρχαιολογικό χώρο θα κλιμάκωνε τις συγκρούσεις, οδηγώντας τες σ' εντελώς νέα επίπεδα. Το 1973 ο Φαρούκ είχε για άλλη μια φορά πολεμήσει για
το λαό του, όταν η Αίγυπτος και η Συρία ένωσαν τις δυνάμεις τους για να διεκδικήσουν πάλι τις κατεχόμενες περιοχές. Εξαπέλυσαν μια ξαφνική επίθεση στο Σινά και στα Υψώματα του Γκολάν κατά τη διάρκεια της ιερότερης εβραϊκής γιορτής - του Γιομ Κιπούρ, της Ημέρας της Εξιλέωσης. Για δύο βδομάδες, οι αραβικές δυνάμεις προωθούνταν όλο και πιο βαθιά στην περιοχή κι είχαν σχεδόν διαλύσει τους Ισραηλινούς. Αλλά η ευκαιρία χάθηκε γρήγορα, γιατί τα Ηνωμένα Έθνη επέβαλαν κατάπαυση πυρός. Κάτω από την κελεμπία του, ο Φαρούκ έτριψε την ουλή στο στήθος του. Παραλίγο να τον είχε σκοτώσει η σφαίρα ενός Ισραηλινού στρατιώτη του πεζικού. Για πάνω από τρεις δεκαετίες δεν είχε συμβεί κάποια μεγάλη σύγκρουση. Ωστόσο, οι ιντιφάντες των Παλαιστινίων ήταν παρατεταμένες και συχνές. Το Ισραήλ είχε ενδυναμώσει την κυριαρχία του στα εδάφη - διέθετε πολύ καλύτερο και περισσότερο πολεμικό εξοπλισμό. Ήταν σχεδόν κοινό μυστικό ότι το Ισραήλ είχε πυρηνικά όπλα, ενώ οι Παλαιστίνιοι που διαμαρτύρονταν στους δρόμους έβρισκαν διέξοδο πετώντας πέτρες. Αλλά η εμφάνιση εξτρεμιστικών ένοπλων ομάδων -όπως ήταν η Χαμάς και η ισλαμική Τζιχάντ- είχε μετατρέψει τη διαμάχη σε ψυχολογική επίθεση, με σκοπό να στερήσουν από τους Ισραηλινούς την ειρήνη και την ασφάλεια. Οι βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας αποτελούσαν το νέο τρόπο έκφρασης του παλαιστινιακού αιτήματος για ελευθερία. Όπως και να τους αποκαλούσε κανείς, τρομοκράτες ή μάρτυρες, το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο - οι Ισραηλινοί ήταν απλοί επισκέπτες σ' αυτό τον τόπο. Δε θα γινόταν ποτέ ειρήνη στο Ισραήλ, και σοφοί άνθρωποι όπως ο Φαρούκ, που είχαν πολεμήσει για την ανεξαρτησία στη γραμμή του μετώπου, ήξεραν το λόγο. Αν οι Παλαιστίνιοι παραδίδονταν, θα σήμαινε ότι είχαν υποχωρήσει στη δυτική ιδεολογία. Όπως ακριβώς ο Σαλαντίν είχε διώξει τους σταυροφόρους από τους Αγίους Τόπους το 12ο αιώνα, έτσι κι οι Παλαιστίνιοι θα εξεγείρονταν ξανά και ξανά διεκδικώντας την περιοχή.
Κι όταν οι Ισραηλινοί ανακατεύονταν με το Όρος του Ναού, οι διενέξεις κατέληγαν στις μεγαλύτερες αιματοχυσίες. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που ξεκίνησαν από τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους το 1996 οδήγησαν σε πάρα πολλούς θανάτους. Το 2000, ο Αριέλ Σαρόν προσπάθησε να ανακτήσει για το Ισραήλ τον έλεγχο της περιοχής, προελαύνοντας στην πλατεία του Όρους του Ναού μ' εκατοντάδες στρατιώτες της Ισραηλινής Δύναμης Άμυνας. Για ακόμα μια φορά, οι Παλαιστίνιοι θεώρησαν αυτές τις ενέργειες θρησκευτική επίθεση κι ακολούθησε μεγάλη αιματοχυσία. Παρόλο που δεν κρατούσε πια όπλο, ο Φαρούκ παρέμενε στρατιώτης σ' αυτό το νέο πολεμικό μέτωπο. Το Ό ρ ο ς του Ναού -ό,τι πιο πολύτιμο διέθετε η περιοχή- ήταν ένας αρχαιολογικός θησαυρός, μια χρονοκάψουλα για τη θρησκεία και την πολιτική ολόκληρης της υφηλίου. Και, ανεξάρτητα από το πόσο σύγχρονος ήταν ο πολεμικός εξοπλισμός των Ισραηλινών, δε θα ξανακέρδιζαν ποτέ αυτό τον αρχαιολογικό χώρο όσο εκείνος ζούσε και ανέπνεε. Έχοντας ζήσει όλους αυτούς τους πολέμους, ο Φαρούκ προτιμούσε να πεθάνει παρά να δει αυτή τη μέρα. Σηκώνοντας το ακουστικό του τηλεφώνου, κάλεσε το ειδησεογραφικό τμήμα της παλαιστινιακής τηλεόρασης στη Γάζα. Η παλαιστινιακή τηλεόραση, που ήταν υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο της Παλαιστινιακής Αρχής, υπογράμμιζε την έντονη δυσαρέσκεια του κόσμου εξαιτίας της ισραηλινής κατοχής. Τα μηνύματα που περνούσε είχαν θίξει μια τόσο ευαίσθητη χορδή στους κύκλους των δεξιών Ισραηλινών, ώστε σκότωσαν το διευθυντή της - τον πυροβόλησαν εξ επαφής στο στήθος και στο κεφάλι. Οι υποψίες είχαν πέσει στη Μοσάντ. Πέρασαν τη γραμμή στον εσωτερικό σύνδεσμο του - ένα φιλόδοξο νεαρό μουσουλμάνο που λεγόταν Αλφάρ. Ο Φαρούκ του έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες για το ελικόπτερο - πυρομαχικά γι' αυτό που θα 'σκαγε σαν βόμβα και θ' αποδεικνυόταν το πιο επίμαχο ειδησεογραφικό θέμα στην ιστορία του δικτύου. Ο Φαρούκ έκλεισε το τηλέφωνο.
Από τα μεγάφωνα της πλατείας του Χάραμ ες Σάριφ άκουσε το κάλεσμα του μουεζίνη. Ήταν η ώρα της μεσημεριανής προσευχής. Ο επόπτης γονάτισε αναπαυτικά, στραμμένος νότια προς την κατεύθυνση της Μέκκας, κι άρχισε ν' απαγγέλλει την προσευχή του.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Όταν ο Μπερσέι σηκώθηκε για να δει καλύτερα τι είχε βρει η Σάρλοτ, πρόσεξε ότι μέσα σε μια σκαλισμένη κόγχη στον πάτο της οστεοθήκης ήταν χωμένο κάτι που θύμιζε μεταλλικό δοκιμαστικό σωλήνα. Πάνω απ' τις άσπρες μάσκες τους, οι δύο επιστήμονες αλληλοκοιτάχτηκαν. «Όλα όσα θα μπορούσα ν' αντέξω σήμερα τα έχω ήδη δει», είπε ο Τζιοβάνι γνέφοντας προς την κατεύθυνση του κυλίνδρου. «Κοίτα το εσύ». Η Σάρλοτ άπλωσε το χέρι της σαν να το 'χωνε μέσα σε μαύρη τρύπα. Τα δάχτυλά της έσφιξαν το λείο μέταλλο. Αργά, και με απίστευτη προσοχή, το έβγαλε από την οστεοθήκη. Ανοίγοντας το χέρι της, κύλησε πάνω στην παλάμη της με το καουτσουκένιο γάντι τη θαμπή σωληνοειδή θήκη - μια απόλυτη αντίθεση μεταξύ παλιού και νέου. Και τα δύο άκρα ήταν σφραγισμένα με στρογγυλά μεταλλικά καπάκια. Δεν μπορούσε να διακρίνει σημάδια ή εγχαράξεις. «Είναι κάποιο δοχείο;» Περιεργάστηκε πρώτα το ένα άκρο του και μετά το άλλο. Γύρισε και τον κοίταξε, αναζητώντας μια εξήγηση. Ο Μπερσέι, όμως, δεν μπορούσε να μιλήσει. «Τζιοβάνι, νομίζω ότι πρέπει να το ανοίξεις». Εκείνος της έκανε νόημα να φύγει. Η Σάρλοτ το στριφογύρισε στο χέρι της. Το μέταλλο έμοιαζε ίδιο μ' αυτό των νομισμάτων. Ήταν μπρούντζος;
«Ωραία, λοιπόν!» Κράτησε τον κύλινδρο πάνω από ένα άδειο σημείο του δίσκου. Σφίγγοντας τα δόντια της, έπιασε το καπάκι που ασφάλιζε το ένα άκρο, εφάρμοσε ίση δύναμη προς την αντίθετη φορά και το έστριψε. Στην αρχή δεν υποχώρησε. Μια στιγμή αργότερα, όμως, ακούστηκε ένας πνιχτός, ξερός κρότος από το σπάσιμο του κέρινου σφραγίσματος. Το καπάκι βγήκε. Σαν συνένοχοι συνωμότες, οι δύο επιστήμονες αλληλοκοιτάχτηκαν. Γέρνοντας τον κύλινδρο πιο κοντά στο φως, πρόσεξε ότι κάτι βρισκόταν τυλιγμένο στο εσωτερικό του. «Τι βλέπεις;» Η φωνή του Μπερσέι ήταν βραχνή από την ένταση. «Μοιάζει με πάπυρο». Ο Μπερσέι πίεσε με τη γροθιά του το σαγόνι του. «Πιάσε το εξαιρετικά προσεκτικά». Μιλούσε δυνατά. «Μάλλον θα θρυμματίζεται πολύ εύκολα». Πρώτα τα νομίσματα, μετά αυτό, σκέφτηκε. Γινόταν συγκλονιστικό. Χτυπώντας απαλά το κλειστό άκρο του κυλίνδρου, η Σάρλοτ προσπάθησε να βγάλει τον πάπυρο από το σωλήνα. Στην αρχή δεν έβγαινε, αλλά μετά γλίστρησε ξαφνικά κι έπεσε πάνω στο δίσκο κάνοντας ένα μικρό γδούπο. Πάγωσαν και οι δύο. «Σκατά! Δεν πίστευα ότι θα έβγαινε τόσο εύκολα». Ο Μπερσέι άπλωσε το χέρι του και, πολύ προσεκτικά, κύλησε τον πάπυρο μπρος πίσω με το δείκτη του για να εκτιμήσει τη ζημιά. «Δεν έπαθε τίποτε». Ανέπνευσε βαθιά. «Μοιάζει να 'ναι σε εξαιρετική κατάσταση». «Περγαμηνή είναι;» Ο Μπερσέι την κοίταξε προσεκτικά. «Μοιάζει περισσότερο με δέρμα μοσχαριού». «Ασχολήθηκες ποτέ με αρχαία έγγραφα;» «Προσωπικά, όχι», της απάντησε. «Δε γίνεται να την ξεδιπλώσουμε απλώς, έτσι δεν είναι;» «Θα πρέπει να το ψάξουμε. Φαίνεται εξαιρετικά καλά διατηρημένη, αλλά θα είναι σίγουρα εύθραυστη. Θα πρέπει να
υπάρχουν κάποιες αυστηρές διαδικασίες. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε κάποια ζημιά». Ο Μπερσέι προσπαθούσε να φανταστεί τι θα μπορούσε ν' αποκαλύπτει. «Δε νομίζεις ότι υπάρχουν πάρα πολλές μαρτυρίες εδώ;» Η έκφραση του σκλήρυνε. «Ίσως. Αλλά σου 'χω μερικά πολύ ενδιαφέροντα νέα». Η Σάρλοτ τράβηξε όλη την προσοχή του. «Τα αποτελέσματα της χρονολόγησης με το ραδιενεργό άνθρακα;» Του έγνεψε καταφατικά. «Εκείνο το δείγμα οστού που παρέδωσα στον Τζαρντίνι». Διερεύνησε με το βλέμμα του το πρόσωπο της. «Τι βρήκε;» «Είσαι έτοιμος να τ' ακούσεις; Το δείγμα ήταν τόσο καλό, που είναι 98,7% σίγουρο ότι τα οστά χρονολογούνται μεταξύ 5 και 71 μετά Χριστόν». Το βλέμμα του Μπερσέι έδειχνε όλο και μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Η μικρή χρονική διακύμανση ήταν σχεδόν απίστευτη. Με το αριστερό του χέρι έτριψε μια κράμπα που είχε ξεκινήσει στη βάση του λαιμού του. Ένταση. «Αυτά είναι εντυπωσιακά νέα». «Και η σκλήθρα από ξύλο - η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι από ένα είδος καρυδιάς ενδημικής σε μια περιοχή του Ισραήλ- είναι 89,6% σίγουρο ότι χρονολογείται μεταξύ 18 και 34 μετά Χριστόν». Ο Μπερσέι κοίταξε το σκελετό σαν να είχε ξαφνικά ζωντανέψει. «Πότε πιστεύεις ότι θα 'χουμε τα αποτελέσματα της γενετικής ανάλυσης;» «Μπορεί αύριο». Χαμήλωσε τα μάτια του και κοίταξε το τυλιγμένο δέρμα μοσχαριού. «Καλά. Ας προχωρήσουμε καταγράφοντας πρώτα όλα αυτά», της πρότεινε. Η Σάρλοτ πήρε την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, την ενεργοποίησε κι άρχισε να φωτογραφίζει το εσωτερικό της οστεοθήκης.
Βυθισμένος στις σκέψεις του, ο Μπερσέι ήξερε ότι κάτι εδώ δεν πήγαινε καθόλου καλά. Δεν ήταν περίεργο που ο πατήρ Ντόνοβαν ζήτησε τη βοήθεια κορυφαίων επιστημόνων. Ο ιερέας πρέπει να 'ξερε περισσότερα απ' όσα αποκάλυπτε. Αφού η Σάρλοτ φωτογράφισε τον τυλιγμένο πάπυρο, ο Μπερσέι τον ξανάβαλε προσεκτικά στο μεταλλικό περίβλημά του κι ασφάλισε το καπάκι.
ΠΕΡΑΣΜΑ ΕΡΕΖ, Ι Σ Ρ Α Η Λ
Μία ώρα νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ, καθώς ο Ραζάκ οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο 4 κατευθυνόμενος προς τα σύνορα με τη Γάζα, οι εύφορες εκτάσεις της καλλιεργήσιμης ερήμου άρχισαν να λιγοστεύουν σιγά σιγά και το τοπίο να ξαναγίνεται άγονο. «Έχεις περάσει ποτέ το φράχτη;» Ο Μπάρτον έδειξε με το βλέμμα του πέρα μακριά στον ορίζοντα, όπου είχαν αρχίσει να διαγράφονται οι ψηλοί στύλοι και τα ατσάλινα ηλεκτροφόρα σύρματα του διαχωριστικού φράχτη που ορθωνόταν κατά μήκος των συνόρων με τη Λωρίδα της Γάζας. Ο φράχτης είχε μήκος πενήντα ένα χιλιόμετρα και χώριζε τη μικροσκοπική φέτα γης από τα νότια παράλια του Ισραήλ. «Μόνο μία φορά», απάντησε ο Ραζάκ κι η φωνή του ακούστηκε θλιμμένη. Δεν του είπε τίποτ' άλλο. Ο Μπάρτον ένιωσε μια στυφή γεύση στο πίσω μέρος του λαιμού του. Καθώς ήταν ένας από μια χούφτα Ευρωπαίους σ' ένα μικροσκοπικό μέρος που κατοικούνταν από σχεδόν ενάμισι εκατομμύριο Παλαιστινίους, θα προτιμούσε μια πιο καθησυχαστική απάντηση από τον Ραζάκ - ιδιαίτερα επειδή οι δυτικοί ήταν οι κυριότεροι στόχοι απαγωγών από τους ένοπλους ισλαμιστές, όπως η Ταξιαρχία των Μαρτύρων του Αλ Ακσά. Ο δρόμος μπροστά τους ήταν μποτιλιαρισμένος από στα-
ματημένα οχήματα για σχεδόν τρία χιλιόμετρα - ταξί, αυτοκίνητα και καμιόνια που περίμεναν πιστοποιητικό τελωνειακού ελέγχου στο πέρασμα Ερέζ. Τραβηγμένα στην άκρη του δρόμου, πολλά οχήματα είχαν ήδη υπερθερμανθεί. Καθώς δεν υπήρχε κάποιο υπόστεγο, ο καυτός ήλιος χτυπούσε ανελέητα τους αβοήθητους ταξιδιώτες. Παρόλο που τα τζάμια των παραθύρων ήταν ανεβασμένα, ο ήχος των παιδιών που έκλαιγαν και η πνιγηρή δυσωδία των καυσαερίων από τις εξατμίσεις περνούσαν στο κλιματιζόμενο εσωτερικό της Μερσεντές. «Ποιος ακριβώς είναι αυτός ο σύνδεσμος που θα συναντήσουμε;» ρώτησε ο Μπάρτον. «Ένας παλιός φίλος μου από το σχολείο. Έ ν α ς άντρας που έχουμε πολλές κοινές ανησυχίες για το μέλλον της Μέσης Ανατολής», του εξήγησε ο Ραζάκ. «Αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να μ' αφήσεις να κάνω εγώ όλη τη συζήτηση». «Σύμφωνοι». Τους πήρε σχεδόν δύο ώρες για να φτάσουν στη μεγάλη μεταλλική τέντα που θύμιζε ένα χωρίς πόρτες υπόστεγο για αεροπλάνα και προστάτευε από τον ήλιο τους φρουρούς της Ισραηλινής Δύναμης Άμυνας που έκαναν περιπολίες στα σύνορα. Τσιμεντένια οδοφράγματα κι αγκαθωτά ηλεκτροφόρα σύρματα έκοβαν το δρόμο. Άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά από την πύλη. Ο Ραζάκ κοίταξε τον Μπάρτον. «Έχεις ακόμα την επιστολή που σου έδωσε η Ισραηλινή Αστυνομία;» «Φυσικά». «Ωραία. Έ χ ω την αίσθηση ότι θα τη χρειαστούμε». Ο Ραζάκ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια για να μην παρέμβει στην ανάκριση που έκανε μια ομάδα στρατιωτών της ΙΔΑ σ' έναν Άραβα ταξιτζή που έφευγε από τη Γάζα. Δυο γερμανικά ποιμενικά μύριζαν το αυτοκίνητο για εκρηκτικά. Θυμήθηκε ότι είχε ακούσει πως οι Ισραηλινοί ήταν ιδιαίτερα καχύποπτοι με τους μοναχικούς οδηγούς που έβγαιναν από τη Λωρίδα της Γάζας, πολλοί απ' τους οποίους συμμετείχαν σε βομβιστικές επιθέσεις αυτοκτονίας.
Οι στρατιώτες της ΙΔΑ έγνεψαν τελικά στον Ραζάκ να πλησιάσει. Είχαν πλήρη πολεμική εξάρτυση και δεν μπήκαν καν στον κόπο να στρέψουν προς τα κάτω τα στόμια των τουφεκιών τους. Κάμερες παρακολούθησης στραμμένες προς το δρόμο ήταν κρεμασμένες ψηλά στις ατσάλινες δοκούς που στήριξαν τη σκεπή. Έ ν α ς κοκαλιάρης νεαρός Ισραηλινός στρατιώτης έκανε ένα βήμα μπροστά. «Άνοιξε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και δείξε μου τα χαρτιά σου», είπε με τα στοιχειώδη αραβικά του, αφού προηγουμένως θαύμασε για μια στιγμή τις απαλές καμπύλες της Μερσεντές. Ο Ραζάκ πίεσε το κουμπί που άνοιγε το πορτμπαγκάζ κι έδωσε στο φρουρό τα διαβατήριά τους. Δύο στρατιώτες βημάτιζαν δεξιά κι αριστερά, περνώντας καθρέφτες κάτω από το σασί του αυτοκινήτου. Κοίταξαν μέσα στο όχημα και μετά προχώρησαν στο πίσω μέρος για να ψάξουν το πορτμπαγκάζ. Ο φρουρός έσκυψε λίγο για να δει τον Μπάρτον. Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν είστε από 'δώ, βλέπω». Κάνοντας μια γκριμάτσα, κοίταξε τον Ραζάκ και είπε: «Θα πρέπει να 'στε τρελοί για να πηγαίνετε εκεί μέσα, τώρα ειδικά. Και, μάλιστα, με τούτο το αυτοκίνητο και μ' αυτόν εδώ». Παίρνοντας μια ειρωνική έκφραση περιεργάστηκε τον Μπάρτον. «Τι δουλειά κάνεις;» Οι στρατιώτες έκλεισαν το πορτμπαγκάζ βροντώντας το και ο Εγγλέζος αναπήδησε τρομαγμένος. Δείχνοντας στο φρουρό την επιστολή του Μπάρτον, ο Ραζάκ του εξήγησε ότι ήταν εξουσιοδοτημένοι από την Ισραηλινή Αστυνομία να βοηθήσουν στην έρευνα για το Όρος του Ναού. Ο φρουρός φάνηκε ικανοποιημένος. «Πηγαίνετε, αλλά να προσέχετε εκεί μέσα», τους προειδοποίησε. «Μετά απ' αυτή την πύλη, είστε μόνοι σας». Ο Ραζάκ έγνεψε σοβαρός και ξεκίνησε. Αναστέναξε ανακουφισμένος κι έκανε ελιγμούς με τη Μερσεντές για να περάσει και από τα υπόλοιπα τσιμεντένια οδοφράγματα, που
βρίσκονταν κάτω από ένα παρατηρητήριο από μπετόν για τους φρουρούς. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, καθώς προχωρούσαν νότια ακολουθώντας τον κύριο αυτοκινητόδρομο της περιοχής, φάνηκε στον ορίζοντα το άχρωμο περίγραμμα των κτιρίων της πόλης της Γάζας. Η δόμηση γινόταν όλο και πιο πυκνή, καθώς ο Ραζάκ διέσχιζε προσεκτικά τους γεμάτους κόσμο δρόμους και κατευθυνόταν προς το κέντρο της πόλης. Τριγύρω υπήρχαν κτίρια που οι προσόψεις τους ήταν κατεστραμμένες από τους βομβαρδισμούς, θυμίζοντας διαρκώς τις συχνές επιθέσεις των Ισραηλινών με ρουκέτες. Για αρκετή ώρα οι δύο άντρες παρέμειναν σιωπηλοί, επηρεασμένοι απ' τη μελαγχολία που απέπνεαν τα πάντα γύρω τους. «Είναι φρικτό», είπε τελικά ο Μπάρτον. «Πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στοιβαγμένοι σ' ένα μικροσκοπικό κομμάτι γης». Ο Ραζάκ ακούστηκε θλιμμένος. «Απαίσιες συνθήκες υγιεινής, πολιτική αστάθεια, ρημαγμένη οικονομία...» «Η τέλεια συνταγή για εξεγέρσεις». Παρκάροντας κοντά στο πεζοδρόμιο, ο Ραζάκ έδωσε σε ένα μικρό στρογγυλοπρόσωπο Παλαιστίνιο σαράντα ισραηλινά σέκελ για να προσέχει το αυτοκίνητο. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι συμμορίες. Ο ζεστός, άτονος αέρας μύριζε αποχέτευση. Βγαίνοντας απ' το αυτοκίνητο, ο Μπάρτον προσπάθησε ν' αποφύγει την οπτική επαφή με τους γεμάτους περιέργεια Παλαιστινίους που περπατούσαν στο δρόμο. «Θα τον συναντήσουμε εκεί», είπε ο Ραζάκ. Με το βλέμμα του έδειξε φευγαλέα ένα μικροσκοπικό υπαίθριο καφενείο στη γωνία ενός πολυσύχναστου δρόμου, κάτω από τον ίσκιο ενός πελώριου τζαμιού που ο μιναρές του διαπερνούσε επιθετικά το γαλάζιο ουρανό. «Πάμε».
Ο σύνδεσμος -ένας γεροδεμένος Παλαιστίνιος μ' ευγενικό πρόσωπο και με γένια- καθόταν ήδη σ' ένα τραπέζι, πίνοντας τσάι μέντας από ένα καθαρό ποτήρι. Φώναξε στον Ραζάκ.
Χαμογελώντας, ο Ραζάκ χαιρέτησε τον άντρα με μια ευχή και μια χειραψία και στη συνέχεια τον σύστησε στον Μπάρτον με το μικρό του όνομα - Ταχίμ. Ο Μπάρτον χαμογέλασε κι άπλωσε το χέρι του για να τον χαιρετήσει. Παρατήρησε ότι ο σαραντάχρονος σύνδεσμος ήταν καλοντυμένος. Φορούσε καλοσιδερωμένο λινό κουστούμι και ξεχώριζε από την πλειονότητα των Παλαιστινίων εδώ, που ήταν ντυμένοι με παραδοσιακά ισλαμικά ρούχα. Πολλές γυναίκες φορούσαν μπούρκα και ήταν καλυμμένες από το κεφάλι μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών τους. Το πλατύ χαμόγελο του Ταχίμ έσβησε εμφανώς και κοίταξε τριγύρω προτού ανταποδώσει τη χειραψία. «Καθίστε, σας παρακαλώ». «Πειράζει να μιλήσουμε στ' αγγλικά;» τον ρώτησε ο Ραζάκ. Κοιτώντας για άλλη μια φορά με βλοσυρό βλέμμα τον Μπάρτον, ο Ταχίμ είπε διστακτικά: «Όχι φυσικά». «Πες μου, λοιπόν, φίλε μου. Πώς είναι η κατάσταση εδώ;» Κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του, ο Ταχίμ κοίταξε τριγύρω. «Θα πίστευε κανείς πως η αποχώρηση των Ισραηλινών θα βοηθούσε τα πράγματα. Κάθε άλλο. Το Κοινοβούλιο είναι γεμάτο φανατικούς που ψάχνουν πώς θα ξεκινήσουν επίσημο πόλεμο εναντίον του Ισραήλ. Η χρηματοδότηση από τα Ηνωμένα Έθνη και τη Δύση έχει κοπεί. Και τώρα, μ' αυτό το περιστατικό στην Ιερουσαλήμ...» Τα μάτια του κοίταξαν κάπου μακριά... «Το ξέρω ότι τα πράγματα θα πρέπει να είναι δύσκολα». «Ευτυχώς που δεν έχω οικογένεια εδώ», πρόσθεσε ο Ταχίμ. «Κι εσύ; Πώς τα πας; Τόσο καλά όσο δείχνει αυτό το φανταχτερό αυτοκίνητο που οδηγείς;» Έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του προς το δρόμο, γύρω στα τριάντα μέτρα μακριά, όπου το νεαρό αγόρι παρακαλούσε μερικούς πεζούς ν' απομακρυνθούν από τη Μερσεντές. Ο Ραζάκ χαμογέλασε πλατιά. «Όλα πάνε καλά». «Χαίρομαι που τ' ακούω».
Φώναξε στο σερβιτόρο να φέρει δυο ακόμα ποτήρια τσάι. «Όπως μπορείς να φανταστείς», είπε ο Ραζάκ σιγανά, «ανυπομονώ να μάθω τι άκουσες για την κλοπή». Ο Ταχίμ ξανακοίταξε έντονα τον Μπάρτον. «Δεν υπάρχει πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε ο Ραζάκ. «Ο Γκράχαμ δεν είναι Ισραηλινός. Προσπαθεί να μας βοηθήσει». Ο Ταχίμ δε μίλησε όσο ο σερβιτόρος ακουμπούσε τα ποτήρια για τον Ραζάκ και τον Μπάρτον, και περίμενε μέχρι να απομακρυνθεί για να συνεχίσει. «Υποθέτω ότι ξέρεις για το ελικόπτερο». «Ναι», είπε ο Ραζάκ. «Οι Ισραηλινοί προσπαθούν ακόμα να το βρουν». Εκείνος φάνηκε να ξαφνιάζεται. «Τότε, λοιπόν, δεν ξέρεις». Ο Ραζάκ συνοφρυώθηκε μπερδεμένος. «Το έχουν ήδη βρει», πρόσθεσε ο Ταχίμ. «Τι;» Κατάπληκτος ο Μπάρτον άκουγε σιωπηλός και προσπαθούσε ν' αγνοήσει τις τρύπες από σφαίρες που σχημάτιζαν μια γραμμή στην πρόσοψη του καφενείου, η οποία ήταν φτιαγμένη με τσιμεντόλιθους. «Άκουσα ότι ένας Παλαιστίνιος ψαράς έπιασε κάποια πράγματα στα δίχτυα του πριν από τρεις μέρες, λίγα χιλιόμετρα μακριά απ' την παραλία. Κομμάτια από ένα ελικόπτερο - μαξιλάρια από καθίσματα, σωσίβια γιλέκα... και το κεφάλι ενός νεκρού που φορούσε κράνος Ισραηλινού πιλότου». Σοκαρισμένος, ο Ραζάκ είχε μείνει άφωνος. «Και πώς γίνεται να μην το ξέρει κανένας αυτό;» Ήταν σίγουρος ότι το Αλ Τζαζίρα, τουλάχιστον, θα 'χε αρπάξει την ευκαιρία να βγάλει την ιστορία στον αέρα - είτε ήταν αληθινή είτε όχι. Ο Ταχίμ έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω προτού απαντήσει. «Οι φήμες λένε ότι η Σιν Μπετ σκότωσε τον ψαρά προτού μιλήσει στα μέσα ενημέρωσης. Αλλά όχι προτού το πει στον αδελφό του - έναν αγαπημένο μου φίλο που, για ευνόητους λόγους, δε θα σας πω το όνομά του».
«Γιατί όμως το ελικόπτερο βρέθηκε κομματιασμένο;» «Τη νύχτα της κλοπής, πολλοί το άκουσαν να πετάει χαμηλά πάνω από τις στέγες των σπιτιών και το είδαν να κατευθύνεται προς τη θάλασσα. Μερικά λεπτά αργότερα, μακριά στον ορίζοντα, κάποιοι είδαν κάτι που έμοιαζε με έκρηξη». Νιώθοντας ξαφνικά αβοήθητος, ο Ραζάκ ήξερε ότι η ιστορία του Ταχίμ επιβεβαίωνε το συνεχή φόβο του ότι τόσο η οστεοθήκη όσο και το ελικόπτερο είχαν ήδη εξαφανιστεί. Αντάλλαξε ένα στενοχωρημένο βλέμμα με τον Μπάρτον. «Υπάρχουν κι άλλα», είπε ο Ταχίμ. «Όπως ξέρεις, όταν οι Ισραηλινοί αποχώρησαν από τη Γάζα, παρέδωσαν τον έλεγχο των νότιων συνόρων με την Αίγυπτο στην Παλαιστινιακή Αρχή. Από τότε η Γάζα πλημμύρισε με όπλα και εκρηκτικά. Πολλά πέρασαν πάνω από τους φράχτες των συνόρων». Ο Ραζάκ μπερδεύτηκε. «Νόμιζα ότι οι φράχτες έχουν αισθητήρες ανίχνευσης και ηλεκτροφόρα καλώδια που πυροδοτούν τα εκρηκτικά». Αποτελεσματικά εμπόδια που αποθάρρυναν σε μεγάλο βαθμό τους περισσότερους βομβιστές καμικάζι από το να μπουν στο Ισραήλ, σκέφτηκε. «Άφησέ με να σου εξηγήσω». Ο Μπάρτον είδε ότι ο Ταχίμ είχε αρχίσει να ιδρώνει όλο και περισσότερο. «Λίγο προτού γίνει η κλοπή στην Ιερουσαλήμ, ένα ελικόπτερο πετούσε κατά μήκος του φράχτη των συνόρων». Ο Παλαιστίνιος διέγραψε φευγαλέα με το δάχτυλο του την πορεία του ελικοπτέρου στον αέρα, δείχνοντας ότι πέρασε πάνω από την πόλη κι ακολούθησε δυτική πορεία. «Κάτι συνηθισμένο», παραδέχτηκε ο Ταχίμ. «Μερικοί όμως λένε ότι, για λίγα λεπτά, παρέμεινε μετέωρο ακριβώς πάνω απ' το φράχτη... μέσα στη Γάζα. Αυτή θα 'ταν μια ριψοκίνδυνη κίνηση για ένα ισραηλινό ελικόπτερο, αφού ένας τόσο εύκολος στόχος θα μπορούσε να τραβήξει μια αντιαρματική ρουκέτα». Η φωνή του έσπασε κι ήπιε μια γουλιά τσάι. Αφού ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, συνέχισε: «Τέλος πάντων, μου είπαν ότι απ' το έδαφος ανέβασαν κάποιο φορτίο με σκοινιά και το 'βαλαν μέσα στο ελικόπτερο».
Τα μάτια του Ραζάκ άνοιξαν διάπλατα απ' το φόβο. Φυσικά! Ο μόνος τρόπος παράκαμψης των σημείων ελέγχου ήταν η συνολική αποφυγή τους. Ο Ταχίμ έσκυψε πιο κοντά. «Μου είπαν επίσης ότι κάποιος μέσα από την Ιερουσαλήμ συντόνισε τα πάντα». «Μα...» Προτού προλάβει να πει τίποτε ο Ραζάκ, το πρόσωπο του Ταχίμ εξερράγη ξαφνικά, τινάζοντας αίματα και κομμάτια σάρκας πάνω στον τοίχο. Αμέσως μετά, κάτι χτύπησε πάνω στον τοίχο κι αναπήδησε. Ο Ραζάκ, ενστικτωδώς, τινάχτηκε απ' την καρέκλα του κι έπεσε στο πάτωμα. Μαζί του τράβηξε και τον Μπάρτον ρίχνοντάς τον κάτω από την καρέκλα του, τη στιγμή ακριβώς που το άψυχο σώμα του Ταχίμ ταλαντεύτηκε προς τα εμπρός κι έπεσε βαριά πάνω στο τραπέζι. Μερικοί πεζοί που βρίσκονταν κοντά ούρλιαξαν και τρομαγμένοι το 'βαλαν στα πόδια. «Χριστέ μου!» φώναξε ο Μπάρτον, τρέμοντας απ' το φόβο. «Τι στην ευχή ήταν αυτό;» Ο βουβός πυροβολισμός ήταν τόσο ακριβής, που ο Ραζάκ κατάλαβε αμέσως. «Ελεύθερος σκοπευτής». Έ ν α ς δεύτερος γύρος πυροβολισμών σφυροκόπησε τη χοντρή επιφάνεια του ξύλινου τραπεζιού και παραλίγο να την τρυπήσει πάνω ακριβώς απ' το κεφάλι του Ραζάκ. Τόσο εκείνος όσο κι ο Μπάρτον μαζεύτηκαν τρομοκρατημένοι. Έ ν α ς τρίτος γύρος πυροβολισμών έπεσε με πάταγο στο πεζοδρόμιο μπροστά τους, γδέρνοντας σχεδόν το μπράτσο του Μπάρτον. «Πρέπει να φύγουμε αμέσως από 'δώ». Ο Ραζάκ κοίταξε γρήγορα το δρόμο προς τη μεριά του αυτοκινήτου. «Πρέπει να τρέξουμε». Ο Μπάρτον ανέπνεε βαριά κι από το σαγόνι του έσταζε ιδρώτας. Έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει». Καθώς προσπαθούσε να βγάλει το κλειδί του αυτοκινήτου από την τσέπη του, ο Ραζάκ είπε:
«Θα χωριστούμε και θα συναντηθούμε στο αυτοκίνητο. Τρέξε γρήγορα σκυφτός ανάμεσα στο πλήθος». Έδειξε προς το πεζοδρόμιο, όπου οι περισσότεροι πεζοί προσπαθούσαν ακόμα να καταλάβουν αν είχαν πέσει πυροβολισμοί. «Εγώ πάω προς την αντίθετη κατεύθυνση. Είναι η μόνη μας ευκαιρία. Φύγε!» Οι δύο άντρες τινάχτηκαν απ' το κάτω μέρος του τραπεζιού, τρέχοντας προς αντίθετες κατευθύνσεις. Καθώς ο Ραζάκ πετάχτηκε στο δρόμο, μια ξεχαρβαλωμένη Φορντ κόντεψε να τον πατήσει. Ο Μπάρτον έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για ν' αποφύγει να πέσει πάνω στους πεζούς, νιώθοντας τύψεις που, από στρατηγική, τους κρατούσε στο πεδίο βολής του ελεύθερου σκοπευτή. Ήταν τόσο σίγουρος ότι θα τον πετύχαινε ο επαγγελματίας δολοφόνος, ώστε ξαφνιάστηκε όταν έφτασε κοντά στη Μερσεντές χωρίς να 'χει ακούσει άλλον πυροβολισμό. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Ραζάκ να διασχίζει γρήγορα το πλήθος που βρισκόταν στο δρόμο. Τα φώτα της Μερσεντές αναβόσβησαν καθώς ο Ραζάκ ξεκλείδωσε από μακριά με το τηλεχειριστήριο το αυτοκίνητο. Ο Μπάρτον, σκυφτός, άνοιξε με προσπάθεια την πόρτα του αυτοκινήτου. Βούτηξε μέσα στη Μερσεντές κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Κοιτώντας στο πλάι, είδε το μικρό Παλαιστίνιο να κρατάει ανοιχτή την πόρτα του οδηγού σαν να 'ταν υπηρέτης. Έ ν α κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα, ο Ραζάκ ρίχτηκε μέσα έχοντας περάσει τρέχοντας ανάμεσα από τους πεζούς και τα οχήματα. Έβαλε το κλειδί στη μίζα την ώρα που το αγόρι έκλεινε την πόρτα πίσω του. Ο Ραζάκ έγνεψε στο ξαφνιασμένο παιδί ν' απομακρυνθεί. Την ίδια στιγμή, όμως, ο ελεύθερος σκοπευτής έριξε έναν εύστοχο πυροβολισμό που διαπέρασε τους κροτάφους του παιδιού ρίχνοντάς το πάνω στο πεζοδρόμιο. Τώρα οι πεζοί κατάλαβαν τι συνέβαινε και ξέσπασε πανδαιμόνιο - ο κόσμος έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις. Βάζοντας πρώτη, ο Ραζάκ πάτησε με δύναμη το πόδι του πάνω στο γκάζι.
Δεν έπεσαν άλλοι πυροβολισμοί. Με κομμένη την ανάσα και βαριανασαίνοντας φουσκωμένοι από την αδρεναλίνη, οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. «Τι ακριβώς συνέβη;» ρώτησε ο Μπάρτον, ενώ τα χέρια του έτρεμαν. Ο Ραζάκ του έριξε μια βιαστική ματιά, αδυνατώντας να του απαντήσει. Τα επόμενα λεπτά θα οδηγούσε συγκεντρωμένος, στρίβοντας στους στενούς δρόμους και διασχίζοντας αντίθετα την πόλη με κατεύθυνση προς τον κύριο αυτοκινητόδρομο. Ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, το πίσω μέρος της Μερσεντές παρέκκλινε προς τα δεξιά. Γυαλιά και μέταλλα έσπασαν με εκκωφαντικό θόρυβο την ώρα που ο Ραζάκ και ο Μπάρτον τινάζονταν στο πλάι, ξεφεύγοντας σχεδόν από τα καθίσματά τους. Ο Ραζάκ κατάφερε κάπως να ανακτήσει τον έλεγχο της Μερσεντές, αφού προηγουμένως την ανέβασε στο πεζοδρόμιο και μετά την ξανάφερε στο δρόμο. Στρίβοντας το κεφάλι του, είδε φευγαλέα ένα νέο μοντέλο Φίατ με στραπατσαρισμένη πρόσοψη, που είχε πεταχτεί σπινάροντας στη διασταύρωση κι ήταν έτοιμο να συνεχίσει την καταδίωξή του. Ο Ραζάκ πρόσεξε τον οδηγό και αυτόν που καθόταν δίπλα του. Κι οι δυο φορούσαν κουκούλες. Όταν είδε ότι ο συνοδηγός έγερνε έξω από το παράθυρο στοχεύοντάς τους μ' ένα αυτόματο Καλάσνικοφ ΑΚ-47, ούρλιαξε στον Μπάρτον: «Πέσε κάτω!» Ο αρχαιολόγος γλίστρησε απ' το κάθισμά του και κουλουριάστηκε κάτω απ' το ταμπλό του αυτοκινήτου. Εκείνη τη στιγμή, ένας καταιγισμός από σφαίρες κατέβασε το πίσω παράθυρο και το παρμπρίζ, ενώ κομμάτια γυαλιών έπεφταν πάνω στον Μπάρτον σαν να 'ταν νεροποντή. Δύο σφαίρες χώθηκαν βαθιά μέσα στο στερεοφωνικό, προκαλώντας μια βροχή από ηλεκτρικούς σπινθήρες. Χαμηλώνοντας το κεφάλι του, ο Ραζάκ πέρασε με μεγάλη ταχύτητα από δύο ακόμα διασταυρώσεις. Μετά πήρε μια ανοιχτή στροφή και βγήκε στον αυτοκινητόδρομο κατευθυνόμενος βόρεια. Κι άλλοι πυροβολισμοί σφυροκόπησαν ανελέητα το αυτοκίνητο απ' την πλευρά του οδηγού. Ο Ραζάκ ένιωσε μια
σφαίρα να τρυπάει το πλάι του καθίσματος του κάτω ακριβώς από τη μασχάλη του. Ο δρόμος ήταν ελεύθερος, χωρίς άλλα αυτοκίνητα. Με την αδρεναλίνη να βουίζει μέσα του, ο Ραζάκ πάτησε το γκάζι μέχρι το τέρμα. Η Μερσεντές τινάχτηκε μπροστά κολλώντας τον στην πλάτη του καθίσματος του. Ως εκ θαύματος, το πίσω μέρος του αυτοκινήτου είχε αντέξει τη σύγκρουση, παρόλο που το τιμόνι τραβούσε πολύ προς τα αριστερά και ταλαντευόταν άγρια. Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Μπάρτον που, δικαιολογημένα, ήταν έντρομος. «Είσαι εντάξει;» «Είναι ακόμα πίσω μας;» Ο Ραζάκ κοίταξε από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. «Ναι. Αλλά δε νομίζω ότι θα μπορέσουν να συνεχίσουν». Έπεσαν κι άλλοι πυροβολισμοί στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Περνώντας με μεγάλη ταχύτητα τα τσιμεντένια οδοφράγματα των εγκαταλειμμένων σημείων ελέγχου, ο Ραζάκ συνέχισε να παρακολουθεί τους διώκτες του. Ό π ω ς το είχε προβλέψει, το Φίατ -που τώρα ξερνούσε γκρίζο καπνό από την παραμορφωμένη μπροστινή σχάρα του- έμενε όλο και πιο πίσω. Αναστενάζοντας ανακουφισμένος, ο Ραζάκ προσπάθησε να σταθεροποιήσει την αναπνοή του. Για μια στιγμή σκέφτηκε τον Φαρούκ, που σίγουρα δε θα χαιρόταν με την κατάσταση της Ίΐολ\3(Γ;απΎ\αέντ\ς του Μες>σεντές. Μισό χιλιόμετρο πριν απ' τα σύνορα, ο Ραζάκ είδε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου ότι οι διώκτες τους σταμάτησαν απότομα. Ευθεία μπροστά τους, λίγα μόνο αυτοκίνητα σχημάτιζαν ουρά για να περάσουν στο Ισραήλ. Αυτό δεν το περίμεναν οι επαγγελματίες δολοφόνοι, σκέφτηκε ο Ραζάκ - θα ήταν η τελευταία ευκαιρία τους για έναν εύστοχο πυροβολισμό. «Μπορείς να σηκωθείς τώρα», είπε στον Μπάρτον. «Καταλαβαίνω γιατί μέχρι τώρα δεν είχες ξανάρθει εδώ», είπε ο Μπάρτον ακουμπώντας στο κάθισμά του και τινάζοντας προσεκτικά τα θραύσματα γυαλιών απ' τα μαλλιά του. Ο Ραζάκ, μειώνοντας ταχύτητα, πέρασε προσεκτικά από
τα οδοφράγματα κάτω από το παρατηρητήριο. Σταματώντας μπροστά στο υπόστεγο των φρουρών, περίμενε μέχρι να του κάνουν σήμα να προχωρήσει. Τρομαγμένοι απ' την κατάσταση της Μερσεντές, οι στρατιώτες περικύκλωσαν προσεκτικά το αυτοκίνητο. Με τα τουφέκια στραμμένα πάνω τους, διέταξαν τους δύο άντρες να παραμείνουν ακίνητοι. Κατόπιν προχώρησε μπροστά ο ίδιος νεαρός άντρας που τους είχε επιτρέψει να μπουν στη Γάζα. Κάνοντας μια γκριμάτσα, κρέμασε το τουφέκι του στον ώμο του κι ακούμπησε τα χέρια του στους γοφούς του, εξετάζοντας με το βλέμμα του το κατεστραμμένο εξωτερικό της Μερσεντές. Έσκυψε στο σπασμένο παράθυρο του Ραζάκ και του είπε με ειρωνεία: «Γρήγορα τελειώσατε. Ελπίζω να χαρήκατε την επίσκεψή σας».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Αμέσως μετά τις πέντε, ο πατήρ Ντόνοβαν μπήκε στο εργαστήριο. «Βλέπω ότι δουλεύετε πάλι μέχρι αργά», είπε μ' ένα φιλικό χαμόγελο. «Θέλουμε να 'μαστέ σίγουροι ότι πιάνουν τόπο τα χρήματα που δίνει το Βατικανό», απάντησε ο Μπερσέι. «Μήπως χρειάζεστε κάτι; Κάτι που θα μπορούσα να βοηθήσω;» Οι δυο επιστήμονες κοιτάχτηκαν. «Όχι», απάντησε η Σάρλοτ. «Το εργαστήριο είναι πολύ καλά εξοπλισμένο». «Έξοχα». Το βλέμμα του Ντόνοβαν, γεμάτο περιέργεια, έπεσε πάνω στο σκελετό και στην ανοιχτή οστεοθήκη. Ο Μπερσέι άνοιξε τα χέρια του. «Θέλετε να σας πούμε περιληπτικά τα ευρήματά μας μέχρι τώρα;» Ο ιερέας ξαναβρήκε αμέσως το κέφι του. «Ναι, φυσικά». Τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά, οι δύο επιστήμονες έκαναν στον Ντόνοβαν μια περίληψη των βασικών σημείων της παθολογοανατομικής εξέτασης και των αποτελεσμάτων της χρονολόγησης με άνθρακα. Του έδειξαν, επίσης, τα υπόλοιπα αρχαία αντικείμενα που ήταν κρυμμένα στις μυστικές κοιλότητες
της οστεοθήκης. Ο Μπερσέι κρατούσε μια αποστασιοποιημένη, αντικειμενική στάση και η Σάρλοτ τον μιμήθηκε. Κρίνοντας από την αντίδραση του ιερέα στα πρώτα ευρήματά τους -που κυμαινόταν από πραγματική έκπληξη και περιέργεια μέχρι συγκρατημένο ενδιαφέρον για τη φύση των εντυπωσιακών σημαδιών σταύρωσης του σκελετού- η Σάρλοτ διαισθάνθηκε ότι μπορεί να μη γνώριζε εκ των προτέρων το περιεχόμενο της οστεοθήκης. Πρόσεξε ότι ο μπρούντζινος κύλινδρος τράβηξε την προσοχή του περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο και το προβληματισμένο βλέμμα του έδειχνε μια υποβόσκουσα ανησυχία. Προσπαθώντας να καταλάβει τι σκεφτόταν ο Μπερσέι, ένιωσε ότι κι εκείνος είχε αντιληφθεί την αντίδραση του Ντόνοβαν. «Πατέρα Ντόνοβαν», πρόσθεσε ο Μπερσέι, «πρόκειται για μια απ' τις πιο αξιόλογες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που είδα ποτέ. Δεν ξέρω τι πλήρωσε το Βατικανό για να το αποκτήσει, αλλά θα έλεγα ότι έχετε ένα λείψανο ανεκτίμητης αξίας». Παρατηρώντας προσεκτικά τον ιερέα, η Σάρλοτ είδε ότι έδειχνε ευχαριστημένος αλλά, ακόμα περισσότερο, ανακουφισμένος. «Είμαι σίγουρος ότι οι ανώτεροι μου θα χαρούν πολύ όταν τους το πω», είπε ο ιερέας, ενώ το βλέμμα του έπεσε για άλλη μια φορά στο σκελετό. «Δε θέλω να πιέσω τα πράγματα, αλλά πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να παρουσιάσετε επίσημα τα ευρήματά σας την Παρασκευή;» Ο Μπερσέι κοίταξε τη Σάρλοτ για να δει αν συμφωνούσε κι εκείνη. Του έγνεψε καταφατικά. Κοιτώντας πάλι τον Ντόνοβαν, του είπε: «Θα χρειαστούμε κάποια προετοιμασία, αλλά μπορούμε να το κάνουμε». «Πολύ καλά», απάντησε εκείνος. «Αν δεν υπάρχει κάτι άλλο, πάτερ», είπε ο Μπερσέι, «θα πρέπει να πηγαίνω. Δε θέλω ν' αφήσω τη γυναίκα μου να περιμένει». Ο Μπερσέι εξαφανίστηκε στο δωματιάκι του καφέ για να κρεμάσει την ποδιά του εργαστηρίου.
«Είναι άνθρωπος της οικογένειας», ψιθύρισε η Σάρλοτ στον Ντόνοβαν. «Η γυναίκα του είναι πολύ τυχερή». «Ω, ναι», συμφώνησε ο Ντόνοβαν. «Ο δόκτωρ Μπερσέι είναι πολύ αφοσιωμένος... είναι μια ευγενική ψυχή. Εδώ και χρόνια μας βοηθάει πολύ». Ο ιερέας έκανε μια μικρή παύση και μετά πρόσθεσε: «Πείτε μου, δόκτωρ Χενεσί, έχετε ξανάρθει στη Ρώμη;» «Όχι. Και, ειλικρινά, δε βρήκα ακόμα καιρό να πάω πέρα από το ποτάμι». «Μπορώ να σας προτείνω μια ξενάγηση;» «Ευχαρίστως». Εκτιμούσε ειλικρινά τη φιλοξενία του ιερέα. Ζώντας την απομονωμένη ζωή ενός κληρικού, σκεφτόταν εύκολα δραστηριότητες κατάλληλες για μοναχικούς ταξιδιώτες. «Αν δεν έχετε άλλα σχέδια γι' απόψε, θα συνιστούσα ιδιαίτερα το Νυχτερινό Περίπατο», της πρότεινε με ενθουσιασμό. «Ξεκινάει από την Πιάτσα Ναβόνα, ακριβώς στο τέλος της γέφυρας Πόντε Σάντ' Άντζελο, στις εξήμισι. Διαρκεί περίπου τρεις ώρες. Οι ξεναγοί είναι καταπληκτικοί και αποκτά κανείς μια καλή εικόνα των σπουδαιότερων αξιοθέατων της Παλιάς Πόλης». Κοίταξε το ρολόι του. «Αν φύγετε κατευθείαν από 'δώ, θα φτάσετε εγκαίρως». «Ακούγεται τέλειο». «Αυτή την εποχή ειδικά, γι' αυτές τις ξεναγήσεις πρέπει συνήθως να κάνει κανείς κράτηση δύο μέρες πριν», της εξήγησε ο Ντόνοβαν. «Αλλά, αν σας ενδιαφέρει, μπορώ να τηλεφωνήσω και να σας κρατήσω ένα εισιτήριο». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας», του απάντησε. Εκείνη τη στιγμή, ο Μπερσέι βγήκε από το δωματιάκι του καφέ. «Δόκτωρ Χενεσί, πάτερ Ντόνοβαν, καλό σας βράδυ», είπε κοιτάζοντάς τους διαδοχικά και κάνοντας μια ελαφριά υπόκλιση. Μετά στράφηκε προς τη Σάρλοτ και της είπε: «Θα σε δω αύριο το πρωί την ίδια ώρα. Μην ξενυχτήσεις πολύ».
ΡΩΜΗ
Αφού διέσχισε τη γέφυρα Πόντε Σάντ' Άντζελο, η Σάρλοτ περπάτησε αργά τη Βία Τσαναρντέλι μέχρι το τέρμα της. Μετά έστριψε σ' ένα δυο σημεία προτού μπει στην τεράστια Πιάτσα Ναβόνα, που θύμιζε ένα μακρύ ωοειδές στάδιο αγώνων. Προχωρώντας με μεγάλα βήματα προς την πελώρια ιταλική μπαρόκ κρήνη που δέσποζε στο κέντρο της -τη Φοντάνα ντέι Κουάτρο Φιούμι- είδε την ομάδα της ξενάγησης των εξήμισι. Ή τ α ν ήδη μαζεμένοι γύρω από έναν ψηλόλιγνο Ιταλό που φορούσε μια λεπτή μεταλλική κονκάρδα, μάλλον τον ξεναγό. Όταν έφτασε κοντά τους, η Σάρλοτ περίμενε υπομονετικά στην άκρη, θαυμάζοντας τον τεράστιο οβελίσκο της κρήνης και τα τέσσερα μαρμάρινα γλυπτά του Μπερνίνι που αναπαριστούσαν σαν ρωμαλέους γίγαντες τα μεγάλα ποτάμια - το Γάγγη, το Δούναβη, το Νείλο και το Ρίο ντε λα Πλάτα. Λίγο αργότερα, ο ψηλός ξεναγός την πλησίασε κοιτάζοντας τον κατάλογο με τα άτομα που είχαν ήδη επιβεβαιώσει την κράτησή τους. Σηκώνοντας το βλέμμα του, χαμογέλασε κεφάτα και φάνηκε να ξαφνιάζεται αναδρομικά όταν είδε τα εκπληκτικά μάτια της Σάρλοτ. «Θα πρέπει να είστε η δόκτωρ Σάρλοτ Χενεσί», είπε καλοδιάθετα σε σχεδόν τέλεια αγγλικά, τσεκάροντας μια χειρόγραφη σημείωση στο κάτω μέρος του καταλόγου του. «Ναι», του απάντησε. Με τέλειο χαμόγελο και τρυφερά μάτια, το πρόσωπο του
ήταν νεανικό κι ευχάριστο, πλαισιωμένο από πυκνά μακριά μαύρα μαλλιά που, ωστόσο, ήταν πολύ περιποιημένα. «Με λένε Μάρκο»; της είπε. «Ο πατήρ Ντόνοβαν μου τηλεφώνησε νωρίτερα για σας. Ευχαρίστηση μας που σας έχουμε μαζί μας απόψε». «Ευχαριστώ που με δεχτήκατε την τελευταία στιγμή». Ξαφνικά, μια δυνατή φωνή με βαριά ιταλική προφορά έφτασε στ' αφτιά του Μάρκο πάνω από τον αριστερό ώμο της Σάρλοτ. «Ίσως τότε να 'χετε χώρο και για έναν ακόμα». Η Σάρλοτ και ο ξεναγός γύρισαν ταυτόχρονα. Το χαμόγελο της έσβησε όταν είδε τον Σαλβατόρε Κόντε να στέκεται πίσω της, χαμογελώντας πλατιά. Ο Μάρκο φάνηκε προσβεβλημένος απ' τη διακοπή. «Το όνομά σας;» «Δεν έχει σημασία», ανταπάντησε ο Κόντε. «Πόσο κάνει το εισιτήριο;» Κοιτάζοντάς τον εξεταστικά, ο ξεναγός τού έδειξε τον κατάλογο και του είπε απότομα: «Λυπάμαι. Είμαστε ήδη πλήρεις. Αν θέλετε να μου αφήσετε το όνομά σας, θα δω αν μπορούμε να σας πάρουμε στην ξενάγηση του Σαββάτου». Ο Κόντε, ενοχλημένος, άνοιξε τα χέρια του και με θεατρικό τρόπο κοίταξε ερευνητικά την πλατεία γύρω του. Μετά κοίταξε το όνομα του ξεναγού στην κονκάρδα του. «Έλα τώρα... Μάρκο, σίγουρα μπορείς να βολέψεις ένα ακόμα κορμί. Υπάρχει πολύς χώρος εδώ, έτσι δεν είναι, Σάρλοτ;» Ανασηκώνοντας το ένα φρύδι του, την κοίταξε με προσδοκία. Κατάπληκτη από τη χοντράδα του, η Σάρλοτ κοίταξε αλλού και δεν είπε τίποτα. Ο Κόντε πήγε να βγάλει το πορτοφόλι του. «Πόσο κάνει;» Ο Μάρκο κούνησε αρνητικά το κεφάλι του και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από την πλάτη του κρατώντας το ντοσιέ με τα χαρτιά του. Είχε καταλάβει ότι ο άντρας έκανε τη φιλο-
ξενούμενη του Βατικανού να νιώθει άβολα. Ούτε καν διασταύρωνε το βλέμμα της με το δικό του. «Δε φτιάχνω εγώ τους κανόνες, σινιόρ», είπε ήρεμα στον Κόντε στα ιταλικά. «Σας παρακαλώ, αν έχετε την καλοσύνη, επικοινωνήστε με τα κεντρικά γραφεία μας για να εκφράσετε τα παράπονά σας. Εδώ δεν είναι το σωστό μέρος». Πιέζοντας το μάγουλο του με τη γλώσσα του και κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα, ο Κόντε έσπρωξε με το δάχτυλο του τον ξεναγό στο στήθος και του είπε στα ιταλικά: «Θα 'πρεπε να δείχνεις μεγαλύτερο σεβασμό στους συμπατριώτες σου, ξεναγέ. Δεν είναι περίεργο που βγάζεις τα λεφτά σου περπατώντας στους δρόμους και λέγοντας ιστορίες στους τουρίστες. Λοιπόν, έχω κι εγώ μια ιστορία για σένα». Πλησίασε πιο κοντά στο πρόσωπο του ξεναγού. «Πρόσεχε, γιατί τη νύχτα οι δρόμοι της Ρώμης μπορεί μερικές φορές να είναι επικίνδυνοι. Ποτέ δεν ξέρεις ποιον μπορεί να συναντήσεις σ' ένα σκοτεινό σοκάκι». Απόλαυσε την ενόχληση του άντρα. «Για ένα εισιτήριο πρόκειται, όχι για καμιά γαμημένη πλάκα χρυσού». Η Σάρλοτ δεν καταλάβαινε τι έλεγε ο Κόντε, αλλά το πρόσωπο του ξεναγού αποκάλυπτε μια όλο και μεγαλύτερη ανησυχία. Ο Κόντε γύρισε και την κοίταξε. «Σκέφτηκα απλώς ότι θα 'θελες λίγη παρέα», της είπε με ύφος οσιομάρτυρα. «Καλό βράδυ, δόκτωρ Χενεσί». Στη συνέχεια, ο μισθοφόρος έκανε δυο βήματα προς τα πίσω, έστριψε απότομα και διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές την πλατεία. «Λυπάμαι γι' αυτό», είπε η Σάρλοτ στον ξεναγό. Ο Μάρκο χρειάστηκε να καταπιεί νευρικά μερικές φορές για να ξαναβρεί τη φωνή του. «Φίλος σας ήταν;» «Κάθε άλλο», του απάντησε γρήγορα. «Κι ευχαριστώ που δεν υποχωρήσατε. Θα καταστρεφόταν η βραδιά μου». «Ωραία», είπε ο Μάρκο χτενίζοντας με τα δάχτυλά του τα μαλλιά του και προσπαθώντας ν' ανασυγκροτηθεί. «Μπορούμε, λοιπόν, να ξεκινήσουμε».
Καθώς ο Μάρκο συστηνόταν επίσημα στην ομάδα και τους ανέφερε συνοπτικά το δρομολόγιο της ξενάγησης, η Σάρλοτ έριξε μια γρήγορη ματιά στην πλατεία ψάχνοντας τον Κόντε κι αναστέναξε ανακουφισμένη όταν δεν τον είδε πουθενά. Ποιος ακριβώς ήταν αυτός ο τύπος; Πώς μπορούσε ένα τόσο φρικτό άτομο να σχετίζεται με το Βατικανό; Η Σάρλοτ χρειάστηκε μία ώρα σχεδόν για να ξεχάσει την παλαβή συνάντηση στην Πιάτσα Ναβόνα. Σιγά σιγά, όμως, παρασύρθηκε από την εκπληκτική ιστορία της Ρώμης έτσι όπως τη διηγούνταν αβίαστα ο Μάρκο. Ξεκινώντας, έκανε με την ομάδα μια καταπληκτική διαδρομή μέσα στον πασίγνωστο κυκλικό ναό της πόλης, το Πάνθεον, που ολοκληρώθηκε το 125 από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Η Σάρλοτ θαύμασε τον τεράστιο εσωτερικό θόλο του, που φαινόταν σαν ν' αψηφούσε τους κανόνες της Φυσικής, έτσι όπως ο ήλιος διαπερνούσε τον πλατύ οφθαλμό που έμοιαζε μετέωρος στο κέντρο του. Μετά πήγαν στη διασταύρωση των τριών δρόμων -την tre vie- για να θαυμάσουν την τεράστια μπαρόκ κρήνη του Νίκολα Σάλβι, τη Φοντάνα ντι Τρέβι, με τους Τρίτωνες να ιππεύουν τα αλογάκια της θάλασσας που οδηγούσαν το άρμα του Ποσειδώνα. Εκεί κοντά πέρασαν κι από την Πιάτσα ντι Σπάνια, ακριβώς κάτω από τα εκατόν τριάντα οκτώ σκαλοπάτια που ανέβαιναν την απότομη πλαγιά προς τα δύο καμπαναριά που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά από την είσοδο της εκκλησίας Τρινιτά ντέι Μόντι. Λίγα τετράγωνα παραπέρα βρισκόταν το Ιλ Βιτοριάνο, που ήταν φτιαγμένο από λευκό μάρμαρο της Μπρέσκια. Ή τ α ν ένα μνημείο που τραβούσε τα βλέμματα -οι πιο πολλοί κάτοικοι της Ρώμης δε θα το έθεταν τόσο ευγενικά- και που οι περισσότεροι άνθρωποι το παρομοίαζαν με κολοσσιαία γαμήλια τούρτα. Βρισκόταν στο κέντρο της Παλιάς Ρώμης και είχε εγκαινιαστεί το 1911, προς τιμή του Βίκτορα Εμμανουήλ του Β' - του πρώτου βασιλιά της ενωμένης Ιταλίας. Όταν η ομάδα ανέβηκε στο Λόφο του Καπιτωλίου -το μόνο ευδιάκριτο απομεινάρι των περίφημων Επτά Λόφων της αρχαίας Ρώμης- περνώντας μέσα από τις γκρεμισμένες αψίδες και τους κίονες του αυτοκρατορικού Φόρουμ, ο ήλιος είχε
αρχίσει να δύει στον ορίζοντα κι ένα νέο φεγγάρι έβγαινε στον ξάστερο νυχτερινό ουρανό. Η Σάρλοτ Χενεσί είχε επιτέλους απορροφηθεί τελείως από τους ίσκιους μιας αρχαίας αυτοκρατορίας. Όταν η ομάδα της ξενάγησης είχε πια διασχίσει την Παλιά Ρώμη και είχε φτάσει στο Κολοσσαίο, ολόκληρη η πόλη είχε αποκτήσει ένα νέο πρόσωπο, έτσι όπως τη ζέσταιναν τα αναμμένα φώτα. Περπατώντας γύρω από το κυκλικό αμφιθέατρο, με τις τρεις σειρές κιόνων από τραβερτίνη που είχαν ύψος πενήντα μέτρα, η Σάρλοτ θα μπορούσε να ορκιστεί ότι άκουγε τους ήχους από την πάλη των μονομάχων και το βρυχηθμό των λεόντων. Αμέσως μετά, όμως, η φαντασία της ξαναγύρισε ακαριαία στην παγερή πραγματικότητα, όταν είδε φευγαλέα ένα σύγχρονο μονομάχο να εξαφανίζεται στις σκιές. Αν και θα 'θελε να πιστέψει ότι τα μάτια της τη γελούσαν, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Ήταν ο Σαλβατόρε Κόντε.
ΠΕΜΠΤΗ
ΟΡΟΣ ΤΟΥ Ν Α Ο Υ
Αμέσως μετά τις εννιά το πρωί, ο Μπάρτον ζήτησε από τον Ακμπάρ να τον αφήσει να περάσει από την τρύπα της έκρηξης. Ο Ραζάκ βρισκόταν ήδη στην κρύπτη, όρθιος και με σταυρωμένα τα χέρια, φορώντας καλοσιδερωμένη στρατιωτική στολή και άσπρο πουκάμισο με κολάρο. Αν ο Μπάρτον δεν τον ήξερε, θα στοιχημάτιζε ότι ο μουσουλμάνος προσπαθούσε να κάνει κάποιου είδους ειρήνη μ' αυτό το μέρος. «Η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη εκεί έξω». «Ναι». Ο Μπάρτον ξεσκόνισε το παντελόνι του. «Πες μου, πώς αντέδρασε ο Φαρούκ όταν είδε το αυτοκίνητο του;» Ο Ραζάκ μαζεύτηκε. «Καθόλου καλά». Αυτό ήταν μια συγκρατημένη περιγραφή. Το προηγούμενο βράδυ ο Φαρούκ τον είχε κατσαδιάσει όταν είδε ότι η πολύτιμη Μερσεντές του δεν έπαιρνε επιδιόρθωση. «Δεν έπρεπε να σ' αφήσω να πας! Ή τ α ν τελείως ανεύθυνο! Έπρεπε να το ξέρεις, Ραζάκ. Και για ποιο λόγο; Τι κέρδισες πηγαίνοντας εκεί;» Ο Ραζάκ είχε αισθανθεί σαν σκανταλιάρης έφηβος. «Ευτυχώς έχει ασφάλεια. Αλλά, πίστεψέ με, δεν είναι τόσο εύκολο να την εισπράξεις αν είσαι Παλαιστίνιος». «Του είπες τι ανακαλύψαμε;» Ο Ραζάκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι ακούμπησε
το δάχτυλο του πάνω στα χείλη του, γνέφοντας προς την κατεύθυνση του Ακμπάρ. Τράβηξε από το μπράτσο τον Μπάρτον προς το πίσω μέρος της αίθουσας. «Δε νομίζω πως αυτή τη στιγμή είναι έτοιμος για κάτι τέτοιο», ψιθύρισε. Το περασμένο βράδυ, ο Ραζάκ δεν είχε κοιμηθεί σχεδόν καθόλου προσπαθώντας να καταλάβει ποιος είχε στείλει τον ελεύθερο σκοπευτή. Η μόνη υπόθεση που μπορούσε να κάνει ήταν ότι η Σιν Μπετ προσπαθούσε να ολοκληρώσει μισοτελειωμένες δουλειές. Ήταν πλέον πολύ πιθανό ο ίδιος κι ο Μπάρτον να είχαν την τύχη του Ταχίμ, αν δεν κινούνταν γρήγορα για να βρουν απαντήσεις. «Θυμήσου αυτό που συζητήσαμε - δεν πρέπει να πεις σε κανέναν τι ακούσαμε ή τι συνέβη χθες. Δεν ξέρουμε ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες». Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. Ο Ραζάκ άφησε το μπράτσο του. «Λοιπόν, τι μας ξαναφέρνει εδώ;» Ο αρχαιολόγος προσπάθησε να συγκροτήσει τις σκέψεις του. «Όπως σου ανέφερα χθες, σκέφτηκα πολύ όσον αφορά τις κρύπτες. Υπάρχουν κάποια πράγματα που απλώς δεν ταιριάζουν». Ο Μπάρτον πήγε στο κέντρο του δωματίου και το βλέμμα του περιπλανήθηκε στους τοίχους. «Σκεφτόμουν τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία - την κοινωνική θέση του, τη δύναμη και τα χρήματά του. Με προβληματίζει το ότι αυτή η κρύπτη δεν έχει πολλά απ' τα χαρακτηριστικά που θα περίμενα να δω στον τάφο μιας εύπορης οικογένειας». «Όπως;» «Ραφινάρισμα, εν πρώτοις. Δεν υπάρχει τίποτε εδώ που να υποδηλώνει κοινωνική θέση ή πλούτη. Είναι απλώς μια συνηθισμένη πέτρινη αίθουσα - ούτε περίκομψα σκαλίσματα, ούτε παραστάδες, ούτε τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά. Τίποτε απολύτως». Ο Ραζάκ έσκυψε το κεφάλι του προσπαθώντας να μη χά-
σει την υπομονή του. Αυτό δεν ήταν εντυπωσιακό για ένα μουσουλμάνο. «Μήπως αυτός ο Ιωσήφ ήταν ένας ταπεινός άνθρωπος;» «Μπορεί. Θυμάσαι, όμως, που σου εξήγησα ότι άφηναν το σώμα ν' αποσυντεθεί για δώδεκα μήνες προτού το βάλουν μέσα στην οστεοθήκη;» Ο Ραζάκ έγνεψε καταφατικά. «Είναι δύσκολο να το ξεχάσω. Ελπίζω, όμως, να υπάρχει κάποια ουσία σ' όλα αυτά». «Πίστεψέ με. Στις αρχαίες εβραϊκές κρύπτες περιμένουμε να δούμε μία τουλάχιστον μικρή κόγχη, που ονομάζεται ταφική κόγχη - μια κοιλότητα περίπου δύο μέτρα βαθιά». Έ φ ε ρ ε στο νου του τον τάφο που του έδειξε ο πατήρ Δημήτριος στον υπόγειο βράχο κάτω από την Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου. «Εκεί τοποθετούσαν το σώμα». Ο Ραζάκ κοίταξε τους τοίχους. «Δε βλέπω κάτι τέτοιο». «Ακριβώς», συμφώνησε ο Μπάρτον χτυπώντας με το δάχτυλο του τον αέρα. «Κάτι που μ' έκανε ν' αναρωτηθώ για τον τρόπο κατασκευής αυτής της κρύπτης. Με δέκα οστεοθήκες, ήταν απαραίτητες πολλές διαδρομές μέσα κι έξω από 'δώ. Χρειαζόταν μία τουλάχιστον επίσκεψη σ' αυτόν το χώρο για να τοποθετήσουν το σώμα μετά το θάνατο κάθε μέλους της οικογένειας, άλλη μία για να κάνουν τα ιερά τελετουργικά της ταχαρά και, μετά, η τελική επίσκεψη για να μεταφέρουν τα εξιλεωμένα οστά στην οστεοθήκη. Αυτό σημαίνει τρεις τουλάχιστον επισκέψεις για κάθε σώμα». «Ωραία». «Κι όταν εξέτασα αυτά τα λείψανα τις προάλλες», ο Μπάρτον έδειξε με μια κίνηση τις οστεοθήκες, «είχα την αίσθηση ότι σ' αυτή την οικογένεια πέθαναν όλοι ταυτόχρονα». Ρυτίδες σχηματίστηκαν στο μέτωπο του Ραζάκ. «Γιατί το λες αυτό;» «Εντάξει, δεν είμαι ειδήμονας στην ιατροδικαστική. Αλλά αυτοί οι σκελετοί φαίνεται σαν να βγήκαν από οικογενειακή φωτογραφία». Γύρισε και κοίταξε τις οστεοθήκες. «Οι διαφορές ηλικιών δείχνουν μια πολύ συνηθισμένη ακολουθία
χωρίς εμφανή απόκλιση - ένας μεγαλύτερος σε ηλικία πατέρας, μια κάπως νεότερη μητέρα και παιδιά που κανένα δεν ξεπέρασε το τέλος της δεκαετίας των είκοσι. Ωστόσο, θα περίμενε κανείς μια μεγάλη οικογένεια να πεθαίνει με πιο τυχαίο τρόπο και κάποια τουλάχιστον απ' τα παιδιά να φτάνουν σε μεγαλύτερες ηλικίες». «Αυτό είναι όντως παράξενο». «Επιπλέον», ο Μπάρτον περιεργάστηκε το χώρο, «βλέπεις κάποιο σημείο εισόδου;» Ο Ραζάκ κοίταξε το συμπαγές βράχο που υπήρχε παντού τριγύρω εκτός από μια πλευρά. «Φαίνεται ότι ο μόνος τρόπος εισόδου και εξόδου ήταν αυτό το άνοιγμα που ήταν καλυμμένο με πλίνθους», κατέληξε δείχνοντας την τρύπα της έκρηξης. Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. «Ακριβώς. Κοίτα τώρα κι αυτό». Προχωρώντας προς την τρύπα της έκρηξης έκανε νόημα στον Ραζάκ να τον ακολουθήσει. «Βλέπεις;» Ο Μπάρτον άνοιξε τα χέρια του για να του δείξει το πάχος του τοίχου. «Αυτός ο τοίχος είναι περίπου μισό μέτρο παχύς. Κοίτα όμως εδώ. Βλέπεις ότι αυτές οι πλίνθοι», χτύπησε ελαφρά με το χέρι του την πλευρά του τοίχου που ήταν απέναντι τους, «είναι ίδιες μ' εκείνες;» Χτύπησε ελαφρά την άλλη πλευρά του τοίχου, που έβλεπε προς το τζαμί. Μετά έδειξε το κούφιο τοξοειδές δωμάτιο κι ο Ραζάκ τον παρακολούθησε με το βλέμμα του. «Και είναι οι ίδιες πλίνθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ολόκληρου του δωματίου. Σύμπτωση; Ίσως όχι». Ο Ραζάκ είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. «Περίμενε μια στιγμή». Πλησίασε στην τρύπα της έκρηξης κι έσκυψε. Στρίβοντας το κεφάλι του, κοίταξε ολόκληρη την εσωτερική επιφάνειάτης. Ήταν απολύτως βέβαιο - οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι σκόπιμα μ' ένα συγκεκριμένο σχέδιο. «Λες ότι κι οι δύο πλευρές του τοίχου χτίστηκαν ταυτόχρονα;» «Αναμφίβολα. Για να μην μπορεί να μπει κανείς από εκείνη
την αίθουσα», είπε δείχνοντας πάλι προς την κατεύθυνση του τεμένους Μαργουάνι, «από την πρώτη κιόλας στιγμή της κατασκευής της και μετά. Κοίτα το άνοιγμα που οδηγούσε σ' αυτή την αίθουσα προτού χτιστεί ο τοίχος». Ο Μπάρτον προχώρησε προς τα πίσω κι άνοιξε τα χέρια του για να δείξει πού τελείωνε ο σκαλισμένος βράχος και πού άρχιζαν οι πλίνθοι. Ο Ραζάκ απομακρύνθηκε λίγο για να δει τι εννοούσε ο Εγγλέζος. Μετά, πλησιάζοντας πάλι στην τρύπα της έκρηξης, εξέτασε προσεκτικά την έκταση που είχε καλύψει ο πλίνθινος τοίχος. Ήταν ασφαλώς μεγάλη, αλλά όχι μεγαλύτερη από δύο φορές το πλάτος μιας συνηθισμένης πόρτας. «Τι πιστεύεις ότι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει πιθανότατα ότι οι κλέφτες μας δεν ήταν οι πρώτοι που μπήκαν εδώ. Για μένα είναι ξεκάθαρο ότι αυτή η αίθουσα δεν ήταν σχεδιασμένη για κρύπτη». Ο μουσουλμάνος τον κοίταξε ανέκφραστα. «Αυτή η αίθουσα είναι ένας υπόγειος θάλαμος που κατασκευάστηκε για απόκρυψη και προστασία», του εξήγησε ο Μπάρτον. «Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, χτίστηκε μαζί με τους Στάβλους του Σολομώντα. Και νομίζω ότι ξέρω ποιος είναι υπεύθυνος γι' αυτό». Στο νου του έφερε τις παραστάσεις που υπήρχαν στον υπόγειο βράχο πίσω από την παχιά μορφή του πατέρα Δημήτριου - την απεικόνιση που τον βοήθησε να υποστηρίξει αυτή τη νέα θεωρία. Ο Ραζάκ ήταν σκεπτικός. Στο νου του στριφογύριζαν όσα ήξερε για την ιστορία αυτού του τόπου. Μια σκέψη ερχόταν και ξαναρχόταν - η άποψη ότι αυτός ο χώρος, όπου τώρα είχε κατασκευαστεί το τέμενος Μαργουάνι, αιώνες πριν χρησιμοποιούνταν ως στάβλος αλόγων. Και υποτίθεται πως είχε χτιστεί από... Ξαφνικά, η ένταση από το πρόσωπο του έφυγε. «Οι Ναΐτες;» Ο Μπάρτον χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Σωστά! Σε μεγάλο βαθμό πρόκειται για εικασία, αλλά οι περισσότεροι αρχαιολόγοι αποδίδουν σ' αυτούς την κατασκευή
των Στάβλων του Σολομώντα. Πόσα ξέρεις για την ιστορία των Ναϊτών;» Εμφανώς μη ενθουσιασμένος που ο αρχαιολόγος θα ξανάρχιζε τις ιστορικές αναφορές, ο Ραζάκ του είπε όσα ήξερε. Τελικά, είχε διαβάσει απρόσμενα πολλά γύρω απ' αυτό το θέμα. Στο κάτω κάτω, σκέφτηκε, για να κατανοήσει κάποιος τις σημερινές συγκρούσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης, πρέπει να 'χει ανοίξει και κανένα βιβλίο Ιστορίας. Οι Ακτήμονες Ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα ιδρύθηκαν το 1118, μετά την πρώτη σταυροφορία των χριστιανών. Οι Νάΐτες ιππότες ήταν ένα τάγμα ένοπλων μισθοφόρων μοναχών. Είχαν εξουσιοδοτηθεί από το παπικό κράτος να προστατεύουν το ανακτημένο βασίλειο της Ιερουσαλήμ από τις γειτονικές μουσουλμανικές φυλές, διασφαλίζοντας έτσι την ασφαλή διέλευση των Ευρωπαίων προσκυνητών. Ήταν διαβόητοι - είχαν σπείρει τον τρόμο εξαιτίας των φονικών τακτικών τους και του γεμάτου φανατισμό όρκου τους να μην υποχωρούν ποτέ από το πεδίο της μάχης και να πολεμούν μέχρι θανάτου στο όνομα του Ιησού Χριστού. Οι Ναΐτες κράτησαν υπό τον έλεγχο τους το Ό ρ ο ς του Ναού ώσπου σφαγιάστηκαν από τους μουσουλμάνους του Σαλαντίν, στη μάχη του Χατίν το 12ο αιώνα. Χρησιμοποιούσαν το τέμενος του Θόλου του Βράχου ως στρατηγείο τους, δίνοντάς του το λατινικό όνομα Templum Domini, ή «Ναός του Θεού». Ο Μπάρτον είχε εντυπωσιαστεί από τις γνώσεις του Ραζάκ και του το είπε. Δεν υπήρχαν πολλοί εβραίοι, ούτε άλλωστε και χριστιανοί, που θα μπορούσαν να επιδείξουν τέτοια γνώση των πιο ευαίσθητων πτυχών της Ιστορίας. «Αυτές οι οστεοθήκες μεταφέρθηκαν εδώ από κάποιον άλλο χώρο, στον οποίο θα είχαν γίνει τα κατάλληλα τελετουργικά. Αν στηριχτούμε στη θεωρία ότι αυτός εδώ είναι ένας υπόγειος θάλαμος», συνέχισε ο Μπάρτον, «αυτό σημαίνει ότι οι Ναΐτες ιππότες τον έφτιαξαν για να προφυλάξουν τις οστεοθήκες». « Ή κάποιον θησαυρό». Ο Ραζάκ αντέδρασε γρήγορα ανοίγοντας τα χέρια του. «Ας μην ξεχνάμε αυτή την πιθανότητα». Δεν ήταν ενθουσιασμένος με την επιμονή του αρχαιολόγου να συνδέει την κλοπή με τα λείψανα ενός ευλαβούς προφήτη.
«Στο κάτω κάτω, δεν ήταν πολύ πλούσιοι; Λεηλατούσαν τζαμιά και σπίτια μουσουλμάνων, δωροδοκούσαν δημόσιους υπαλλήλους...» «Αυτό είναι αλήθεια. Οι Ναΐτες συσσώρευσαν πλούτη λεηλατώντας κυρίως τους εχθρούς που είχαν υποτάξει. Το παπικό κράτος τους επέτρεπε να κατάσχουν περιουσίες και να εισπράττουν φόρους. Τελικά έγιναν τραπεζίτες. Οι Ναΐτες ήταν το μεσαιωνικό αντίστοιχο της... ας πούμε... American Express. Βλέπεις, προτού ξεκινήσουν το ταξίδι τους για τους Αγίους Τόπους, οι Ευρωπαίοι προσκυνητές κατέθεταν χρήματα στο τοπικό Τάγμα των Ναϊτών, κι αυτοί τους έδιναν μια κωδικοποιημένη επιταγή. Μόλις έφταναν εδώ στην Ιερουσαλήμ, αντάλλασσαν την επιταγή με τοπικά νομίσματα». «Τότε, πώς μπορείς να 'σαι τόσο βέβαιος ότι αυτός ο υπόγειος θάλαμος δεν περιείχε τα λάφυρά τους;» «Δε θα το μάθουμε ποτέ στα σίγουρα», παραδέχτηκε ο Μπάρτον. «Αλλά φαίνεται εξαιρετικά απίθανο να 'χαν κρύψει περιουσιακά στοιχεία με τόσο μόνιμο τρόπο, ξέροντας ότι πολύ συχνά θα τους ήταν απαραίτητα για τις συναλλαγές τους». «Καθόλου καλό από πλευράς ρευστότητας», συμφώνησε ο Ραζάκ. «Αλλά έτσι θα ήταν εγγυημένη η ασφάλεια εκείνων των περιουσιακών στοιχείων που δεν ήταν απαραίτητα βραχυπρόθεσμα». «Εύστοχο», παραδέχτηκε ο Μπάρτον. «Ωστόσο, αυτές οι εγχαράξεις στον πίσω τοίχο δεν αναφέρουν τίποτε άλλο. Παραθέτουν απλώς τα ονόματα εκείνων που τα λείψανα τους βρίσκονται σ' αυτά τα φέρετρα». Πήγε πάλι κοντά στις οστεοθήκες, κοιτάζοντάς τες προσεκτικά, ψάχνοντας για μια εξήγηση. «Αν αυτές μεταφέρθηκαν εδώ για ασφάλεια, τότε πού ήταν αρχικά;» μουρμούρισε σιγανά μιλώντας στον εαυτό του. «Είμαι ακόμα μπερδεμένος», είπε ο Ραζάκ ανοίγοντας τα χέρια του. «Πώς γίνεται ένας μυστικός υπόγειος θάλαμος να σκάφτηκε κάτω από έναν τόσο δημόσιο χώρο;» «Αυτό το σκέφτηκα πολύ και, εδώ ακριβώς, όλα αρχίζουν να γίνονται ενδιαφέροντα». Ο Μπάρτον κοίταξε το συνομιλητή του επίμονα. «Τον Ιο αιώνα, το Σανχεντρίν -το εβραϊκό
συμβούλιο ενώπιον του οποίου γίνονταν οι δίκες- στεγαζόταν πάνω ακριβώς από τους Στάβλους του Σολομώντα. Εκείνη την εποχή, οι φήμες έλεγαν ότι η εξέδρα κάτω από το κτίσμα ήταν γεμάτη μυστικά λαγούμια». Πολλά απ' αυτά οδηγούσαν στα άδυτα των αδύτων του ναού, σκέφτηκε ο Μπάρτον. «Ως μέλος του συμβουλίου, ο Ιωσήφ είχε πρόσβαση σ' αυτά τα υπόγεια, καθώς και στις σκάλες που οδηγούσαν απευθείας στις θολωτές αίθουσες κάτω απ' την εξέδρα. Αυτό θα του επέτρεπε να κατασκευάσει τον υπόγειο θάλαμο με απόλυτη μυστικότητα». «Αυτός ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία καταγόταν, υποθέτω, από κάποιο μέρος που ονομαζόταν Αριμαθαία, σωστά;» Ο Μπάρτον έγνεψε καταφατικά. «Έτσι υπαινίσσονται οι Γραφές». «Επομένως, μήπως η αρχική κρύπτη βρισκόταν στον τόπο του Ιωσήφ, εκεί όπου ζούσε η οικογένειά του;» «Ίσως», απάντησε ο Μπάρτον χωρίς ενθουσιασμό. Αναρωτήθηκε όμως μήπως ο πραγματικός τάφος βρισκόταν πράγματι κάτω από την Εκκλησία του Πανάγιου Τάφου. Δε φαινόταν πιθανό, αφού η βασιλική είχε χτιστεί εκεί πολύ πριν έρθουν οι σταυροφόροι. «Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν ξέρει ποιος είναι ο τόπος που ονομαζόταν Αριμαθαία. Κάποιοι πιστεύουν ότι ήταν η πόλη που βρισκόταν στο λόφο της Ιουδαίας. Αλλά είναι μόνο μια εικασία». «Αν υποθέσουμε ότι είσαι στο σωστό δρόμο, πώς φαντάζεσαι ότι οι κλέφτες βρήκαν αυτό το μέρος;» Φέρνοντας στο νου του το φριχτό ανατιναγμένο πρόσωπο του Ταχίμ, ο Ραζάκ ένιωσε επιτακτική ανάγκη να τα συνδέσει όλα αυτά με κάτι που θα ήταν χρήσιμο στις Αρχές - κάτι που θα βοηθούσε να ολοκληρωθεί η έρευνά τους. Ο Μπάρτον ξεφύσησε αργά και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του. Υπήρχαν τόσο πολλά που έπρεπε να λάβει υπόψη του. «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι οι κλέφτες είχαν πρόσβαση σε κάποιο έγγραφο. Πρέπει να υπάρχει κάποιο αρχαίο κείμενο που περιγράφει επακριβώς αυτόν το χώρο
ταφής. Ο τρόπος που μπήκαν παραήταν ακριβής - θα πρέπει να είχε υπολογισθεί». «Ποιος, όμως, θα μπορούσε να έχει στην κατοχή του κάτι τέτοιο;» «Δεν είμαι σίγουρος. Μερικές φορές αυτές οι αρχαίες περγαμηνές ή τα βιβλία βρίσκονται παρατημένα για δεκαετίες σε αίθουσες μουσείων - εδώ κι εκεί, σε κοινή θέα και χωρίς να έχουν μεταφραστεί. Θα μπορούσε, λοιπόν, να το έχει στη διάθεσή του κάποιος υπάλληλος μουσείου - κάποιος φανατικός χριστιανός», είπε με μισή καρδιά. Αλλά μετά αναρωτήθηκε μήπως, σε τελική ανάλυση, αυτό δεν ήταν τόσο απίθανο. Ο Ραζάκ φαινόταν σκεπτικός. «Ακόμα δεν έχεις βρει τίποτε για την οστεοθήκη στο εμπόριο αρχαιοτήτων;» Ο Μπάρτον κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ξανακοίταξα σήμερα το πρωί μήπως υπήρχαν καινούρια αντικείμενα. Τίποτε». Χωρίς προειδοποίηση, το δάπεδο της αίθουσας άρχισε να τρέμει κάτω απ' τα πόδια τους, κι αμέσως μετά ακούστηκε η αντήχηση ενός μακρινού βουητού. Τρομαγμένοι κι οι δύο άπλωσαν ενστικτωδώς τα χέρια τους για να στηριχτούν κάπου. Μετά σταμάτησε, τόσο απότομα όσο είχε αρχίσει. Παρόλο που θα μπορούσε εύκολα κάποιος να σκεφτεί ότι ήταν ένας χαμηλής έντασης σεισμός, κι οι δύο άντρες κατάλαβαν αμέσως ότι επρόκειτο για κάτι εντελώς διαφορετικό.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Λίγο μετά τις εννιά το πρωί, ο πατήρ Ντόνοβαν χτύπησε την ενδοεπικοινωνία του εργαστηρίου λέγοντάς τους ότι η Σάρλοτ είχε ένα τηλεφώνημα από τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Σήκωσέ το», της είπε ο Μπερσέι. Πήγε στο τηλέφωνο, τραβώντας τη μάσκα απ' το πρόσωπο της. Πίεσε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης. «Σάρλοτ Χενεσί εδώ». «Εγώ είμαι, ο Ίβαν». Ακούγοντας τη φωνή του από το μικρό μεγάφωνο, το στομάχι της φτερούγισε. «Γεια σου, Τβαν. Τι ώρα είναι εκεί;» «Πολύ νωρίς, ή πολύ αργά, εξαρτάται πώς θέλεις να το δεις. Τέλος πάντων, μόλις τέλειωσα τη σάρωση του δείγματος σου». Κάτι στη φωνή του δεν ακουγόταν όπως θα 'πρεπε. Η Χενεσί άκουσε τον Όλντριχ να ξεφυλλίζει κάτι χαρτιά. «Περίμενε», του είπε. «Είμαι στην ανοιχτή ακρόαση. Στάσου να σηκώσω το ακουστικό». Έβγαλε γρήγορα τα γάντια του εργαστηρίου κι άρπαξε το ακουστικό. «Εντάξει», είπε. Ο Όλντριχ ξεκίνησε φουριόζος. «Αρχισα μ' έναν απλό φασματικό καρυότυπο για να πάρω μια πρώτη ιδέα για τα χαρακτηριστικά του DNA. Ξέρεις τι θα ψάχναμε... τη βασική διάταξη των ζευγών των χρωμοσωμάτων. Τότε πρόσεξα κάτι πολύ παράξενο». «Τι είναι; Υπάρχει κάτι αταίριαστο;»
«Ναι, Σάρλοτ. Το αποτέλεσμα ήταν σαράντα οκτώ ΧΥ». Στο φασματικό καρυότυπο, τα πυκνά γραμμοειδή νημάτια DNA που ονομάζονται χρωμοσώματα αποτυπώνονται με φθορίζουσες ελικοειδείς γραμμές και ταξινομούνται σε ζεύγη ώστε να μπορούν να εντοπιστούν οι γενετικές ανωμαλίες. Επειδή κάθε άνθρωπος κληρονομεί είκοσι δύο χρωμοσώματα από κάθε γονέα και, επιπλέον, ένα χρωμόσωμα φύλου Χ από τη μητέρα του κι ένα ακόμα χρωμόσωμα φύλου Υ ή Χ από τον πατέρα του, το σύνηθες αποτέλεσμα είναι σαράντα έξι χρωμοσώματα XX για τις γυναίκες και σαράντα έξι χρωμοσώματα ΧΥ για τους άντρες. Σαράντα οκτώ χρωμοσώματα ΧΥ; Η Χενεσί στριφογύριζε το σκουλαρίκι της ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη προσπαθώντας να το χωνέψει. Τα καλά νέα ήταν ότι το φύλο ήταν σίγουρα αρσενικό. Αυτό ταίριαζε με όλα τα παθολογοανατομικά ευρήματα. Αλλά ο Όλντριχ έλεγε ότι στη μοριακή δομή του δείγματος είχε εμφανιστεί ένα επιπλέον ζευγάρι μη φυλετικών χρωμοσωμάτων, ή «αυτοσωμάτων». Τέτοιες ανωμαλίες συνδέονταν συνήθως με σοβαρές ασθένειες όπως το σύνδρομο Ντάουν, στο οποίο υπήρχε ένα επιπλέον χρωμόσωμα 21. «Είναι λοιπόν ανευπλοειδία;» ψιθύρισε η Σάρλοτ. «Σωστά. Πρόκειται για κάποια μετάλλαξη». «Τι είδους μετάλλαξη;» Συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα για να μην τραβήξει την προσοχή του Μπερσέι. Ρίχνοντάς του μια ματιά, κατάλαβε ότι δεν την πρόσεχε καθόλου έτσι όπως ήταν βυθισμένος στην ανάλυση των σκελετικών σαρώσεων. «Δεν είμαι σίγουρος ακόμα. Πρέπει να ρυθμίσω το σαρωτή χρωμοσωμάτων ώστε να μπορέσει να χειριστεί τα επιπλέον γραμμοειδή νημάτια. Δεν περίμενα κάτι τέτοιο από την αρχή, αλλά δε θα μου πάρει πολύ ακόμα. Μπόρεσα να βγάλω το βασικό κώδικα για το γενετικό προφίλ. Σου τον έστειλα στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σου». «Υπέροχα. Αυτό θα μου δώσει μια καλή βάση για να ξεκινήσω». «Πόσο ακόμα πιστεύεις ότι θα μείνεις στη Ρώμη;»
«Δεν ξέρω. Νομίζω ότι το μεγαλύτερο κομμάτι της βασικής δουλειάς έχει ήδη γίνει. Θα πρέπει να κάνω μια παρουσίαση, φυσικά. Ίσως λίγες μέρες ακόμα. Μπορεί να μείνω μια δυο μέρες παραπάνω για να εξερευνήσω τη Ρώμη. Είναι υπέροχα εδώ». «Σ' ενημέρωσε λεπτομερώς το Βατικανό για τη δουλειά;» «Ναι, αλλά μας είπαν ότι τα πάντα είναι αυστηρώς απόρρητα. Έπρεπε να υπογράψω και ένα σχετικό συμφωνητικό που με δεσμεύει. Στην ουσία, λοιπόν, δεν μπορώ να πω τίποτε γι' αυτή την έρευνα». «Εντάξει, Τσάρλι, δε χρειάζεται να ξέρω. Φαντάζομαι πως αν υπάρχει κάποιος που μπορούμε να εμπιστευτούμε είναι το Βατικανό. Απλώς δε θα ήθελα η BioMapping Solutions να εμπλακεί σε κάτι σκοτεινό». Αυτό που ανακάλυψε τον έκανε τόσο ανήσυχο; αναρωτήθηκε η Σάρλοτ. «Ίβαν, κάτι ακόμα. Μήπως συνέκρινες το γενετικό προφίλ με τη βάση δεδομένων για να προσδιορίσουμε την εθνικότητα;» Μεσολάβησε μια σύντομη σιωπή. «Η αλήθεια είναι ότι το έκανα». «Ω». Ξαφνιάστηκε που δεν της το ανέφερε. «Και τι βρήκες;» «Αυτό είναι το δεύτερο αλλόκοτο πράγμα στην ιστορία. Δε βρήκα τίποτε». «Μα τι λες;» Αυτό που της έλεγε ακουγόταν γελοίο. Ο γενετικός κώδικας των ανθρώπων συμπίπτει κατά 95%. Λιγότερο από 5% του γονιδιώματος είναι υπεύθυνο για τις διαφορές που σχετίζονται με το φύλο και την εθνικότητα. Δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιος τις παραλλαγές. «Δεν ταιριάζει με κανένα άλλο». «Μα είναι αδύνατον. Συμπεριέλαβες τα προφίλ των δειγμάτων από τη Μέση Ανατολή;» «Ναι». Η οστεοθήκη συγκαταλεγόταν στα εβραϊκά ταφικά έθιμα. Ίσως χρειαζόταν να γίνει πιο συγκεκριμένη. «Και τα εβραϊκά προφίλ;» «Τα έλεγξα ήδη. Δεν ταίριαζε με κανένα».
Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα άλλα ευρήματά τους. «Θα μπορούσε να σχετίζεται αυτό με την ανωμαλία που βρήκες;» «Μάλλον. Θα σ' ενημερώσω για ό,τι βρω. Τίποτε άλλο;» Δίστασε και στριμώχτηκε πιο κοντά στον τοίχο. «Μου λείπεις», του ψιθύρισε τελικά. «Και λυπάμαι πραγματικά που δεν έφυγα με καλύτερη διάθεση. Απλώς... θα 'θελα να σου μιλήσω όταν επιστρέψω. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξέρεις». Στην αρχή, δεν απάντησε. «Θα το ήθελα αυτό», της είπε τελικά. «Θα σε δω σύντομα. Μη με ξεχνάς». «Αδύνατον», της απάντησε. «Γεια». Ο Μπερσέι εμφανίστηκε δίπλα της, καθώς η Σάρλοτ ξανάβαζε το ακουστικό στη βάση του. «Όλα εντάξει;» «Έτσι φαίνεται», του είπε σκάζοντας ένα χαμόγελο. «Πήρα το προφίλ του DNA από το εργαστήριο». «Και;» «Έχουμε τις πληροφορίες που μας λείπουν». Ο Μπερσέι παρακολουθούσε πάνω από τον ώμο της καθώς η Σάρλοτ άνοιξε το πρόγραμμα περιήγησης στο Διαδίκτυο και μπήκε στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της. Μέσα σε δευτερόλεπτα βρήκε το φάκελο με τα στοιχεία που της είχε στείλει ο Όλντριχ και τον άνοιξε για να τα δει ο Μπερσέι - ένα λογιστικό φύλλο πυκνοδακτυλογραφημένο με δεδομένα. «Ωραία. Να το». Σηκώθηκε και του έδωσε τη θέση της. Ο Μπερσέι κοίταξε τα δεδομένα στην οθόνη. Υπήρχαν τρεις στήλες που περιείχαν έναν οικουμενικό κώδικα για κάθε σειρά χρωμοσωμάτων, την ερμηνεία αυτού του κώδικα από τους μη επιστήμονες, παραδείγματος χάρη «χρώμα μαλλιών», και μια αριθμητική τιμή που προσδιόριζε πιο συγκεκριμένα αυτά τα χαρακτηριστικά. Στην περίπτωση του χρώματος των μαλλιών, η αριθμητική τιμή στη τρίτη στήλη έδειχνε μια
συγκεκριμένη απόχρωση σε μια οικουμενική χρωματική κλίμακα. «Πώς σου φαίνεται;» «Απίστευτα συγκεκριμένο. Φαίνεται ότι μπορώ να περάσω κατευθείαν τα δεδομένα στο πρόγραμμα». Χαμογέλασε μέσα της. Ευχαριστώ, Ίβαν. Ο Μπερσέι άνοιξε το πρόγραμμα της τρισδιάστατης απεικόνισης και εντόπισε το φάκελο που περιείχε τις σαρώσεις του σκελετού και την αναπαράσταση των ιστών - το σαν φάντασμα μαρμάρινο άγαλμα που περίμενε τις τελικές πινελιές: το γενετικό «φτιασίδι». «Προς το παρόν, θα φτιάξω τα βασικά. Ο υπολογιστής θα συμπληρώσει το χρώμα των μαλλιών, αλλά όχι φυσικά το στυλ τους», της εξήγησε καθώς έφτιαχνε το φάκελο με τα στοιχεία που έπρεπε να εισαχθούν. Η ανακάλυψη της γονιδιακής μεταλλαγής από τον Όλντριχ έκανε τη Σάρλοτ ν' αρχίσει να σκέφτεται ένα μακρύ κατάλογο από πιθανές ασθένειες. Οι περισσότερες ασθένειες προσέβαλλαν τους μαλακούς ιστούς του σώματος και δεν επηρέαζαν τα ίδια τα οστά - σε αντίθεση μ' αυτή που μαινόταν μέσα στα δικά της οστά κι ήταν αποφασισμένη ν' αφήσει τα ίχνη της. Ήταν αδύνατον, λοιπόν, να υποθέσει τι θα μπορούσε να ήταν αυτό που είχε εντοπίσει ο Ίβαν. Η απίστευτη επιθυμία της να δει ολοκληρωμένη την εικόνα είχε αντικατασταθεί τώρα από ένα ξαφνικό προαίσθημα κακού. Ο Μπερσέι εισήγαγε τα γενετικά στοιχεία και πάτησε την ενημέρωση του προφίλ. Για λίγα, γεμάτα αγωνία, δευτερόλεπτα έμοιαζε να μη συμβαίνει τίποτα. Μετά, η εμπλουτισμένη αναπαράσταση εμφανίστηκε στην οθόνη. Κανένας από τους δύο επιστήμονες δεν περίμενε αυτό που αντίκρισε.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Όταν χτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Αρί Τέλεκσεν, ήξερε ήδη γιατί του τηλεφωνούσαν. Στεκόταν μπροστά στο φαρδύ παράθυρο του γραφείου του με τα χοντρά κρύσταλλα -που βρισκόταν στον όγδοο όροφο του Αρχηγείου της Ισραηλινής Δύναμης Άμυνας στο κέντρο της Ιερουσαλήμ- και είχε πανοραμική θέα της πόλης. Τα γκρίζα μάτια του ήταν κολλημένα λίγα μόνο τετράγωνα παρακάτω, στην τεράστια τολύπα πυκνού μαύρου καπνού που ανέβαινε απ' το δρόμο λες κι ανάσαινε δαίμονας. «Θα βρίσκομαι εκεί σε πέντε λεπτά», είπε δύστροπα. Μόλις το περασμένο βράδυ είχε ακούσει το πρώτο κύμα ειδήσεων που ανέφεραν ότι οι κλέφτες του Όρους του Ναού είχαν κλέψει ένα ισραηλινό ελικόπτερο. Μ' ένα όλο και πιο έντονο προαίσθημα κακού, ο Τέλεκσεν ήξερε ότι η ανταπάντηση των Παλαιστινίων είχε μόλις αρχίσει. Χωρίς να έχει πατήσει το πόδι του στην περιοχή, είχε μια παράξενη ικανότητα να προβλέπει τα επακόλουθα μιας βομβιστικής επίθεσης. Από την αντήχηση που είχε νιώσει να τραντάζει το στήθος του λίγα μόνο λεπτά νωρίτερα, κατάλαβε ότι θα υπήρχαν πολλά θύματα. Κατέβηκε βιαστικά στο χώρο στάθμευσης και κάθισε γρήγορα στη θέση του οδηγού της χρυσαφιάς BMW του. Αφού γύρισε τη μίζα, άρπαξε από το δάπεδο τον μπλε φάρο της Αστυνομίας με το μαγνήτη και τον κόλλησε στην οροφή του αυτοκινήτου.
Βγαίνοντας από το χώρο στάθμευσης, κόλλησε το πόδι του στο γκάζι κι όρμησε σαν βολίδα στην οδό Χίλελ. Καθώς η BMW πλησίαζε στη Μεγάλη Συναγωγή, οι χαοτικές σκηνές στην οδό Κινγκ Τζορτζ έμοιαζαν εξαιρετικά οικείες. Τα πανικόβλητα πλήθη που τα συγκρατούσαν οι στρατιώτες της ΙΔΑ και η Αστυνομία, ο χώρος που ήταν ήδη περιμετρικά αποκλεισμένος με ξύλινα οδοφράγματα. Μια ομάδα ασθενοφόρων είχε ήδη φτάσει και οι ομάδες διάσωσης έκαναν αγώνα δρόμου για να περιθάλψουν τους επιζώντες. Ο Τέλεκσεν διέσχισε προσεκτικά το πλήθος με την BMW. Έ ν α ς νεαρός στρατιώτης της ΙΔΑ τον κατεύθυνε με τις κινήσεις του χεριού του και πάρκαρε σε απόσταση ασφαλείας. Όταν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου, ο αέρας μύριζε καμένη σάρκα. Ακόμα και σε απόσταση πενήντα μέτρων από το σημείο έβλεπε κουρέλια ματωμένων ιστών και οστών κολλημένα στους τοίχους των γειτονικών κτιρίων, που έμοιαζαν με υγρό χαρτοπόλεμο. Η έκρηξη είχε κόψει τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων κι είχε τινάξει παντού βλήματα σράπνελ, γεμίζοντας στίγματα όλη την περιοχή. Όλα σχεδόν τα παράθυρα είχαν γίνει θρύψαλα. Με μια πρώτη ματιά, οι ζημιές στα κτίρια φαίνονταν ελάχιστες. Σε σύγκριση με πολλά άλλα παρόμοια συμβάντα όπου ήταν αυτόπτης μάρτυρας, το συγκεκριμένο ήταν σχετικά περιορισμένης έκτασης. Αλλά βαθιά μέσα του ήξερε ότι θ' ακολουθούσαν πολύ περισσότερα αν δεν καταλάγιαζε σύντομα η συνεχώς αυξανόμενη δυσαρέσκεια εξαιτίας της κλοπής στο Όρος του Ναού. Ένας απ' τους ανακριτές τον αναγνώρισε και του συστήθηκε. Ο άντρας ήταν γύρω στα πενήντα, με πυκνά ασημένια μαλλιά. «Άαρον Σόμπεργκ, αξιωματικός της Αστυνομίας». Δεν κατάφερε να μην κοιτάξει το αριστερό χέρι του Τέλεκσεν με τα τρία δάχτυλα. «Τι βρήκες, αστυνόμε;» Ο Τέλεκσεν άναψε ένα Time Lites. «Οι μάρτυρες λένε ότι μια νεαρή αραβικής καταγωγής, απλά ντυμένη, έτρεξε μέσα στο πλήθος καθώς έβγαιναν από τη συναγωγή κι ανατινάχτηκε».
Με τον Σόμπεργκ πλάι του, ο Τέλεκσεν προχώρησε στο σημείο της έκρηξης. Κοίταξε τους νοσοκόμους που έβαζαν μέσα σε σάκους ανθρώπινα μέλη και κάποια κομμάτια υπερβολικά μικρά για να πάνε στα φορεία - μάλλον τα ξεσκισμένα κομμάτια της βομβίστριας. «Πόσοι είναι οι νεκροί;» Ο καπνός του τσιγάρου έβγαινε συνεχώς από τα ρουθούνια του. «Έντεκα μέχρι τώρα και οι τραυματίες είναι γύρω στους πενήντα». Τράβηξε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά. «Κανένας δεν την είδε έγκαιρα;» «Οι βόμβες ήταν δεμένες κάτω από τα ρούχα της. Συνέβη πάρα πολύ γρήγορα». Αναλογιζόμενος με θλίψη την εποχή που ήταν πιο εύκολο να εντοπιστούν οι τρομοκράτες, ο Τέλεκσεν κοίταξε τον Άαρον Σόμπεργκ. «Τι είπε;» Ο αστυνόμος φάνηκε να μπερδεύεται. «Τι είπατε, κύριε διοικητά;» «Ο θάνατος με θυσία έχει πάντα κάποια εισαγωγική δήλωση». Κρατώντας το τσιγάρο με τα υπόλοιπα δάχτυλα του αριστερού χεριού του, έστρεψε την καύτρα του προς τον αστυνόμο για να τονίσει το επιχείρημά του. «Οι μάρτυρες δε θυσιάζουν σιωπηλά τη ζωή τους. Άκουσε κανείς τι είπε προτού ανατιναχτεί;» Ο Σόμπεργκ ξεφύλλισε το σημειωματάριο του. «Περίπου κάτι σαν "Ο Αλλάχ θα τιμωρήσει όλους εκείνους που τον απειλούν"». «Στα αραβικά ή στα αγγλικά;» «Στα αγγλικά». Έφτασαν στο σημείο όπου οι μάρτυρες είχαν πει στον Σόμπεργκ ότι στάθηκε η βομβίστρια καμικάζι, λίγα μόλις μέτρα μακριά από την είσοδο της συναγωγής. Στην αρχή έμοιαζε παράξενο που η βομβίστρια είχε επιλέξει αυτό το σημείο, αφού τα εκρηκτικά ήταν συνήθως κατασκευασμένα έτσι ώστε να έχουν καλύτερα αποτελέσματα σε κλειστούς χώρους, όπως στα
λεωφορεία ή στα καφενεία. Παρατηρώντας όμως πόσο κοντά βρισκόταν η κατεστραμμένη τσιμεντένια πρόσοψη του κτιρίου -που θύμιζε περισσότερο τράπεζα πάρά χώρο λατρείας-, ο Τέλεκσεν συνειδητοποίησε γρήγορα ότι, στην πραγματικότητα, δεν ήταν κακή επιλογή. Κατάλαβε ότι τα θύματα, που ήταν σκορπισμένα στα σκαλιά, είχαν παγιδευτεί, γιατί ο πανύψηλος τσιμεντένιος τοίχος πίσω τους είχε ενισχύσει το κύμα της έκρηξης. Έτσι, αν δεν είχαν σκοτωθεί από τα βλήματα σράπνελ, θα τους σκότωνε το ισχυρό ωστικό κύμα καταστρέφοντας τα εσωτερικά τους όργανα και κονιορτοποιώντας τα οστά. Το κινητό του Τέλεκσεν χτύπησε και στην οθόνη είδε πως ήταν ο Τοπόλ. Τίναξε με το δάχτυλο του τη γόπα του τσιγάρου του στο πεζοδρόμιο. «Ναι;» «Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» Ο αστυνόμος ακουγόταν αγχωμένος. «Έχω δει και χειρότερα. Είναι, όμως, ένας παραπάνω λόγος για τον οποίο χρειάζεται να ξεκαθαρίσουμε γρήγορα αυτό το ζήτημα. Πότε μπορείς να έρθεις εδώ;» «Είμαι λίγα τετράγωνα παρακάτω». «Έλα γρήγορα». Κλείνοντας, ο Τέλεκσεν αναρωτήθηκε πόσα τέτοια ακόμα θα συμβούν προτού βρουν τις αληθινές απαντήσεις για την κλοπή της Παρασκευής. Μια ομάδα κλειστών φορτηγών από τηλεοπτικά κανάλια τού τράβηξε στιγμιαία την προσοχή. Το παλαιστινιακό κανάλι ήταν ιδιαίτερα ζόρικο. Το μίσος και η δυσαρέσκεια χρειάζονταν μόνο λίγη υποκίνηση. Η πίεση είχε πράγματι αρχίσει. Δεκατρείς Ισραηλινοί στρατιώτες και δύο πιλότοι ελικοπτέρου είχαν σκοτωθεί. Τώρα είχαν πεθάνει αθώοι εβραίοι πολίτες. Και για ποιο λόγο; αναρωτήθηκε. Ο Εγγλέζος αρχαιολόγος, που υποτίθεται ότι ήταν ο καλύτερος στον τομέα του, επέμενε πως επρόκειτο για ένα λείψανο. Ο Τέλεκσεν ήξερε ότι τα αρχαία λείψανα έπιαναν μεγάλες τιμές - ιδιαίτερα αυτά από τους Αγίους Τόπους. Ή τ α ν εντυπωσιακό τι μπορούσαν να
κάνουν κάποιοι άνθρωποι για να τα ρευστοποιήσουν. Αλλά να κλέψουν ελικόπτερο; Να σκοτώσουν στρατιώτες; Πώς είναι δυνατόν μια οστεοθήκη ν' αξίζει τόσο πολύ; Είχε δει δεκάδες τέτοιες στις αίθουσες του Μουσείου του Ισραήλ και δεν είχαν καν διαχωριστικά ή άλλου είδους προστασία. Τι έκανε αυτή τη συγκεκριμένη τόσο ιδιαίτερη; Δεν έβγαζε νόημα. Οι πιο έμπειροι άντρες του από την Υπηρεσία Πληροφοριών επέμεναν ότι μόνο κάποιος που είχε στη διάθεσή του εμπιστευτικές πληροφορίες θα ήταν ικανός για μια τόσο καλά σχεδιασμένη ένοπλη ληστεία. Ο Τέλεκσεν ήξερε τι εννοούσαν. Το να φέρει κάποιος όπλα κρυφά στην Ιερουσαλήμ ήταν τόσο δύσκολο, όσο και το να περπατήσει πάνω στο νερό. Έπρεπε να είχε τη δυνατότητα να παρακάμψει τα σημεία ελέγχου, τους ανιχνευτές μετάλλων και μυριάδες άλλα εμπόδια που ξεπερνούσαν τη λογική. Λίγοι μπορούσαν να καταφέρουν κάτι τέτοιο. Βεβαίως, το ελικόπτερο είχε αποδειχθεί καταπληκτικό όπλο. Μήπως η κλοπή του είχε σκοπό να γελοιοποιήσει το σύστημα ασφαλείας του Ισραήλ; Ευτυχώς, οι πράκτορές του είχαν καταφέρει να μην ανακαλύψουν οι Παλαιστίνιοι και τα μέσα ενημέρωσης την αληθινή τύχη του Black Hawk. Ξέροντας, όμως, ότι πέρα απ' αυτά τα σύνορα πολλοί θα ήταν απρόθυμοι να συνεργαστούν με την ισραηλινή Υπηρεσία Πληροφοριών, ο Τέλεκσεν ανησυχούσε ιδιαίτερα που οι κλέφτες είχαν φτάσει τόσο γρήγορα στα διεθνή ύδατα. Γιατί αν είχαν πάρει το λείψανο μαζί τους στη θάλασσα... Κάτι με ελαστική υφή κάτω από το αριστερό του πόδι διέκοψε τις σκέψεις του κι έσκυψε να κοιτάξει. Σηκώνοντας το παπούτσι του, κατάλαβε ότι πατούσε πάνω σ' ένα ανθρώπινο αφτί. Το προσπέρασε συνοφρυωμένος. Υπήρχε τρόπος να τελειώσουν όλα αυτά; Ο Μπάρτον υποτίθεται ότι θα του έδινε απαντήσεις, αλλά το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να υποστηρίζει παλαβές θεωρίες για την ιστορία της αρχαιότητας. Ο αρχαιολόγος εξελισσόταν σε αληθινό πρόβλημα. Τότε ο Τέλεκσεν σκέφτηκε κάτι, κι ήταν σίγουρος πως ο Τοπόλ θα συμφωνούσε. Αντί ν' αποτελεί εμπόδιο, ο Μπάρτον θα μπορούσε στην πραγματικότητα να 'ναι η λύση.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Και οι δύο επιστήμονες κοίταζαν έκπληκτοι την οθόνη. Ο σκελετός που είχαν σαρώσει είχε ρυθμιστεί έτσι ώστε ν' αναδημιουργήσει τη μυϊκή μάζα προσθέτοντας ένα στρώμα άχρωμου δέρματος. Τώρα, αυτά τα νέα στοιχεία είχαν μετατρέψει τη σαν άγαλμα απεικόνιση σε μια ολοκληρωμένη τρισδιάστατη ανθρώπινη φιγούρα. Εντυπωσιασμένος απ' το τελικό αποτέλεσμα, ο Μπερσέι κάλυψε το στόμα του με το χέρι του. «Ποια θα 'λεγες ότι είναι η εθνικότητά του;» Η Σάρλοτ ανασήκωσε τους ώμους της. Φαινόταν ότι ο Όλντριχ είχε τελικά δίκιο. «Δεν είμαι σίγουρη ότι έχει κάποια εθνικότητα». Τα λόγια της ακούστηκαν απολύτως απίστευτα. Ο χρωματισμός του δέρματος -ένας συνδυασμός σκουρόχρωμου και ανοιχτόχρωμου- ήταν κάπως αλλόκοτος, διαγράφοντας έντονα τους μυς και τονίζοντας τα χαρακτηριστικά. Ο Τζιοβάνι μεγέθυνε το πρόσωπο. Παρόλο που ήταν εμφανώς αντρικό, απέπνεε μια ανεπαίσθητα ερμαφρόδιτη αίσθηση. Με υπνωτικές γαλαζοπράσινες ίριδες, τα μάτια ήταν μεγάλα κι ανασηκώνονταν κάπως στις γωνίες κάτω απ' τα λεπτά φρύδια. Η μακριά μύτη φάρδαινε ελαφρά πάνω από τα σαρκώδη καφετιά χείλη. Καστανόμαυρες τούφες μαλλιών έπεφταν πυκνά στο μέτωπο του και σχημάτιζαν αυστηρές γωνίες στους κροτάφους. Τα γένια του, στο
ίδιο χρώμα με τα μαλλιά του, ήταν πυκνά και πιο εμφανή στο τετράγωνο πιγούνι του. «Πολύ γοητευτικό δείγμα», είπε ο Μπερσέι αποστασιοποιημένα. «Θα 'λεγα πως είναι τέλειος», απάντησε η Σάρλοτ. «Δεν το εννοώ όπως θα το 'λεγα για έναν άντρα μοντέλο ή για ένα σταρ του κινηματογράφου... αλλά δε μοιάζει με κανέναν απ' όσους έχω δει». Ψάχνοντας για κάτι μη κανονικό, τίποτε στην εικόνα δεν υποδήλωνε γενετική ανωμαλία, εκτός κι αν η τελειότητα ήταν ελάττωμα. Τώρα αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που είχε εντοπίσει η ανάλυση του Όλντριχ. Θα μπορούσε ο καινούριος σαρωτής να μην είχε λειτουργήσει σωστά; Μήπως το λογισμικό διαχείρισης φωτογραφιών δεν είχε ερμηνεύσει σωστά τα δεδομένα; Γέρνοντας το κεφάλι του στο πλάι, ο Μπερσέι είπε: «Αν πάρεις όλα τα τυπικά εθνικά χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας και τα βάλεις σ' ένα μίξερ, αυτό θα είναι πιθανότατα το τελικό αποτέλεσμα». Με σφιγμένο πρόσωπο, έδειξε με το χέρι του τον υπολογιστή, συγκλονισμένος ακόμα απ' αυτό που έβλεπε. «Είναι απίστευτα συναρπαστικό το ότι κάποιο ανθρώπινο πλάσμα μπορεί να εμφανίζει τέτοια πολυπλοκότητα». «Και τώρα τι κάνουμε;» Ο Μπερσέι φαινόταν πολύ ανήσυχος, σαν να τον βασάνιζε αυτό που έβλεπε. «Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος». Τραβώντας το βλέμμα του απ' την οθόνη, την κοίταξε με κουρασμένα μάτια. «Κάναμε πλήρη παθολογοανατομική εξέταση», άρχισε να μετράει με τα δάχτυλά του, «χρονολόγηση με άνθρακα, πλήρες γενετικό προφίλ. Το μόνο σημαντικό που μας απομένει είναι το σύμβολο που υπάρχει στην οστεοθήκη». «Λοιπόν, αν θέλεις να το κοιτάξεις εσύ», πρότεινε η Σάρλοτ, «εγώ θ' αρχίσω να ετοιμάζω την πρώτη παρουσίασή μας για τον πατέρα Ντόνοβαν. Θα μαζέψω όλα τα στοιχεία και τις φωτογραφίες και θ' αρχίσω να γράφω την αναφορά. Κατόπιν, αύριο ίσως, μπορούμε να του πούμε τι έχουμε βρει ως τώρα. Να δούμε αν θα μας προτείνει κάτι εκείνος».
«Καλός προγραμματισμός. Ποιος ξέρει, αυτό το σύμβολο μπορεί να 'χει να μας πει κάτι γι' αυτό τον τύπο». Ο Μπερσέι ξαναγύρισε στον πάγκο εργασίας κι ενεργοποίησε την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Σιγοτραγουδώντας, άρχισε να φωτογραφίζει από κοντά το ανάγλυφο της οστεοθήκης και μετέφερε τις φωτογραφίες στο τερματικό του υπολογιστή. Θαυμάζοντας την ποιότητα της δουλειάς του χαράκτη, χάιδεψε με το δάχτυλο του το σύμβολο που προεξείχε στο πλάι της οστεοθήκης.
/ . ' ·'
^βϊρΑ/ jtjp" >*ϊ- ί ' r.
"Ι · : wmm » s f mm SbBh. sfillϋ
Αυτή η εικόνα τον είχε προβληματίσει από την αρχή. Στην αρχαία Ιουδαία ήταν βέβαιο ότι οι οστεοθήκες χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τους εβραίους. Θυμόταν, ωστόσο, ότι τόσο το δελφίνι όσο και η τρίαινα ήταν κυρίως
ειδωλολατρικά σύμβολα, που τα είχαν υιοθετήσει πολλές απ' τις πρώτες ρωμαιοκαθολικές αιρέσεις. Αυτό ερχόταν σίγουρα σε αντίφαση με την υποτιθέμενη προέλευση του λειψάνου. Ξαναγυρίζοντας στον υπολογιστή, έφερε πάλι στην οθόνη το πρόγραμμα περιήγησης στο Διαδίκτυο. Άρχισε με απλά κριτήρια αναζήτησης: τρίαινα. Ακαριαία σχεδόν, εμφανίστηκε μπροστά του ένας κατακλυσμός συνδέσεων. Άρχισε ν' ανοίγει τις πιο σχετικές. Η τρίαινα από μόνη της σήμαινε πολλά πράγματα. Οι ινδουιστές την ονόμαζαν trishul, ή «ιερό τρία», και συμβόλιζε τη δημιουργία, την επιβίωση και την καταστροφή. Στη Μέση Ανατολή τη συνέδεαν με το φως. Το δίκρανο, με το οποίο έμοιαζε πολύ, άρχισε να συμβολίζει αργότερα στη χριστιανική τέχνη το διάβολο - μια πρώιμη προσπάθεια δυσφήμισης των ειδωλολατρικών αναπαραστάσεων. Περιέργως, εξίσου αινιγματικό ήταν και το δελφίνι. Στην αρχαιότητα τιμούσαν τα έξυπνα θηλαστικά επειδή έσωζαν μ' ευσυνειδησία τις ζωές των ναυαγισμένων ναυτικών. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν επίσης τα δελφίνια για να συμβολίζουν το ταξίδι των ψυχών μέχρι τα πέρατα της θάλασσας, στο τελικό αναπαυτήριό τους στις Ευλογημένες Νήσους. Το δελφίνι συνδεόταν επίσης έντονα με το θεό Έρωτα, τη θεά Αφροδίτη και το θεό Απόλλωνα. Το σύμπλεγμα όμως και των δύο στο σύμβολο που είχε χαραχτεί στην οστεοθήκη πρέπει να είχε πιο συγκεκριμένο νόημα. Αλλά ποιο; Ο Μπερσέι προσπάθησε να βρει κι άλλες αναφορές που θα μπορούσαν να δίνουν μια εξήγηση για το τυλιγμένο γύρω από την τρίαινα δελφίνι. Το δελφίνι και η τρίαινα έμοιαζε να εμφανίζονται για πρώτη φορά μαζί στην ελληνική μυθολογία, όπου και τα δύο συμβόλιζαν τη δύναμη του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Η τρίαινα ήταν δώρο από τους μονόφθαλμους Κύκλωπες. Όταν ο θεός ήταν οργισμένος, χτυπούσε με αυτή το βυθό του ωκεανού για να ταράξει τα νερά και να προκαλέσει θύελλες. Από την άλλη, έχοντας τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε άλλα πλάσματα, ο Ποσειδώνας επέλεγε συχνά να εμφα-
νίζεται στους ανθρώπους με τη μορφή δελφινιού. Αργότερα, οι Ρωμαίοι μετονόμασαν τον ελληνικό θεό της θάλασσας σε Neptune. Ο Μπερσέι ήταν σίγουρος ότι υπήρχαν κι άλλα στοιχεία, που ο ίδιος τα αγνοούσε. Βρήκε μια άλλη σύνδεση η οποία αναφερόταν στα αρχαία νομίσματα που κόπηκαν από τον Πομπήιο, ένα Ρωμαίο στρατηγό, στο μέσο του 1ου προ Χριστού αιώνα. Στην πρόσοψη ενός ασημένιου νομίσματος υπήρχε μια αναπαράσταση του δαφνοστεφανωμένου κεφαλιού του στρατηγού, ενώ δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν ένα δελφίνι και μια τρίαινα - δεν αποτελούσαν σύμπλεγμα αλλά, σίγουρα, απεικονίζονταν το ένα δίπλα στο άλλο. Ο Μπερσέι θυμήθηκε ότι ο Πομπήιος, στην αρχή της σταδιοδρομίας του, είχε εισβάλει στην Ιερουσαλήμ. Πλησίασε πιο κοντά στην οθόνη του υπολογιστή. Μετά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 64 προ Χριστού, είχε διατάξει να σταυρωθούν χιλιάδες φανατικοί εβραίοι - όλοι μέσα σε μία μέρα. Λέγεται ότι χρειάστηκαν τόσο πολλοί σταυροί, που ο στρατηγός είχε ξεριζώσει όλα τα δέντρα από τα βουνά που υπήρχαν γύρω απ' την πόλη. Σταύρωση, Ιερουσαλήμ. Μήπως ήταν αυτή η σωστή σύνδεση; Θα μπορούσε η οστεοθήκη να συνδέεται με το διαβόητο Ρωμαίο στρατηγό; Ο Μπερσέι το σκέφτηκε για λίγο, αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος. Εξακολουθούσε να θυμάται αμυδρά ότι είχε ξαναδεί την ίδια ακριβώς αναπαράσταση κάπου αλλού. Και, με κάποιον τρόπο, πίστευε ακράδαντα ότι σχετιζόταν με τη Ρώμη. Συνέχισε την αναζήτηση. Χρησιμοποιώντας διάφορες φράσεις αναζήτησης, όπως «δελφίνι γύρω από τρίαινα», βρήκε τελικά μια εμφανώς ταιριαστή σύνδεση. Ανοίγοντάς την, έμεινε εμβρόντητος όταν είδε να εμφανίζεται στην οθόνη μια εικόνα ακριβώς ίδια με την αναπαράσταση της οστεοθήκης. Έ ν α χαμόγελο έσκασε στο πρόσωπο του ανθρωπολόγου. «Τώρα κάπου φτάνουμε», μουρμούρισε. Προχωρώντας προς τα κάτω, διάβασε το κείμενο που συνόδευε την εικόνα.
Οι λέξεις τον χτύπησαν σαν πέτρα. Το ξαναδιάβασε αποσβολωμένος, ενώ ολόκληρος ο κόσμος του έμοιαζε να περικλείεται στο περίγραμμα της οθόνης. «Σάρλοτ», φώναξε, «αυτό πρέπει να το δεις». Κατέρρευσε στην καρέκλα, καλύπτοντας με το χέρι του το στόμα του, αδυνατώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Δυο δευτερόλεπτα αργότερα, εκείνη βρισκόταν δίπλα του. Με πρόσωπο άδειο, ο Ιταλός της έδειξε την οθόνη του υπολογιστή. «Τι είναι;» «Το νόημα που έχει το ανάγλυφο της οστεοθήκης». Ο Μπερσέι μιλούσε σιγανά ενώ της ξανάδειχνε την οθόνη. Βλέποντας την μπερδεμένη έκφρασή του, η Σάρλοτ έγειρε για να δει καλύτερα. «Μοιάζει σαν να 'χει κάποια σχέση τελικά», του είπε. «Έτσι λέω κι εγώ», μουρμούρισε τρίβοντας τα μάτια του. Σκύβοντας ακόμα πιο κοντά, η Σάρλοτ διάβασε το κείμενο δυνατά: «Το σύμπλεγμα δελφινιού-τρίαινας, που υιοθετήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς, αποτελεί μια αναπαράσταση της...», η Σάρλοτ δίστασε. Ο χαμηλός βόμβος του συστήματος εξαερισμού φαινόταν ξαφνικά σαν να 'χε δυναμώσει. «...Σταύρωσης του Χριστού». Η φωνή της έτρεμε καθώς πρόφερε τις λέξεις, που έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα σαν σταγονίδια ατμού. Η Σάρλοτ χρειάστηκε μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει πλήρως τη σημασία τους. «Ω Θεέ μου». Μια μέγγενη έσφιξε το στομάχι της κι αναγκάστηκε να κοιτάξει αλλού. «Έπρεπε να το ήξερα». Η καταπονημένη φωνή του Μπερσέι ακούστηκε γεμάτη αγωνία, αδύναμη. «Το δελφίνι πηγαίνει τα πνεύματα στη μετά θάνατον ζωή. Η τρίαινα, το ιερό τρία, αναπαριστά την Αγία Τριάδα». «Δε γίνεται. Αυτό δεν μπορεί να 'ναι σωστό». Γύρισε και τον κοίταξε. «Το ξέρω ότι η πατίνα της οστεοθήκης είναι αυθεντική», διαμαρτυρήθηκε ο Μπερσέι. «Είναι παντού ίδια, σ' όλα τα
σημεία. Όπως και το ίζημα που καλύπτει αυτό το ανάγλυφο. Επιπλέον, έχω επαληθεύσει ότι οι ανόργανες ουσίες μπορούν να προέρχονται από ένα μόνο μέρος - το Ισραήλ. Κι αυτό ενισχύεται από τα σημάδια που βρήκαμε στα οστά. Μαστίγωμα. Σταύρωση. Τέλος, έχουμε τα καρφιά και τα κομματάκια του ξύλου», είπε εμφατικά, τινάζοντας ψηλά τα χέρια του σαν να κατέθετε τα όπλα. «Πόσο πιο προφανές θα μπορούσε να είναι;» Για μια στιγμή ένιωσε το μυαλό της ν' αδειάζει, σαν να 'χε βγει από την πρίζα το καλώδιο που τροφοδοτούσε με ενέργεια τη λογική της. «Αν αυτό είναι πράγματι το σώμα του... Ιησού Χριστού», την πονούσε σχεδόν που το έλεγε, «για σκέψου πόσο δύσκολο είναι να το συνειδητοποιήσει κανείς». Έφερε στο νου της τον Εσταυρωμένο που κρεμόταν πάνω από το κρεβάτι της. «Αλλά δεν μπορεί να είναι. Όλοι ξέρουν την ιστορία της Σταύρωσης. Η Βίβλος την περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και δε συμφωνεί μ' αυτό εδώ. Υπάρχουν πάρα πολλές ανακολουθίες», κατέληξε και κατευθύνθηκε γρήγορα στον πάγκο εργασίας. «Τι κάνεις;» Ο Μπερσέι τινάχτηκε από την καρέκλα του. «Να. Δες και μόνος σου». Χτύπησε με το δάχτυλο της που έτρεμε το μέτωπο του σκελετού. «Βλέπεις σημάδια από αγκάθια;» Ο Μπερσέι την κοίταξε και μετά ξανακοίταξε το κρανίο. Ήξερε τι εννοούσε. Παρατηρώντας το προσεκτικά, δεν μπόρεσε να δει ούτε καν πολύ μικρές γρατσουνιές. «Ωστόσο, δεν είναι σχεδόν απίθανο τα αγκάθια να είχαν τραυματίσει το ίδιο το οστό;» Πηγαίνοντας στο πλάι του πάγκου εργασίας, η Σάρλοτ βρέθηκε δίπλα στα πόδια του σκελετού. «Και γι' αυτό τι λες; Σπασμένα γόνατα;» είπε δείχνοντάς τα. «Δε θυμάμαι ν' αναφέρει κάτι τέτοιο η Βίβλος. Μια λόγχη στα πλευρά του Ιησού δεν τον αποτέλειωσε;» Προσπαθούσε να ξαναζωντανέψει τη χαμένη της πίστη σε μια περίοδο που είχε πραγματική ανάγκη να πιστέψει σε κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό της, και ο Μπερσέι - α π ' όλους
τους ανθρώπους- δεν την άφηνε να το κάνει. Και το χειρότερο ήταν ότι χρησιμοποιούσε γι' αυτόν το σκοπό την επιστήμη. Ο ανθρωπολόγος άνοιξε τα χέρια του. «Κοίτα, καταλαβαίνω πού το πας. Είμαι απλώς τόσο μπερδεμένος όσο κι εσύ». Τον κοίταξε γεμάτη υπερένταση. «Τζιοβάνι, δεν μπορεί πράγματι να πιστεύεις ότι αυτό είναι το λείψανο του Ιησού Χριστού, έτσι δεν είναι;» Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του κι αναστέναξε. «Υπάρχει πάντα η πιθανότητα αυτό το σύμβολο να είχε μόνο την πρόθεση να τιμήσει τον Χριστό», της είπε συμβιβαστικά. «Αυτός ο άντρας», της έδειξε το σκελετό, «μπορεί απλώς να είναι κάποιος από τους πρώτους χριστιανούς, ίσως κάποιος μάρτυρας. Ό λ ' αυτά θα μπορούσαν να είναι ένας φόρος τιμής στον Χριστό». Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν υπάρχει όνομα σ' αυτό το φέρετρο. Αλλά είδες το γενετικό προφίλ. Δε μοιάζει με κανενός άλλου ανθρώπου. Θα πρέπει να σου πω ότι για την ερμηνεία αυτού του συμβόλου είμαι εντελώς σίγουρος». «Μα είναι απλώς ένα σύμβολο», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Πώς μπορείς να είσαι βέβαιος;» Ο Μπερσέι ξαφνιάστηκε από την παθιασμένη άρνηση της Αμερικανίδας. Ευχόταν να μπορούσε κι ο ίδιος να νιώσει ένα τόσο έντονο συναίσθημα. «Έλα μαζί μου», της είπε κάνοντας νόημα να τον ακολουθήσει. «Πού πάμε;» του φώναξε καθώς περπατούσε πίσω του στο διάδρομο. Χωρίς να σταματήσει, γύρισε και της είπε: «Θα σου εξηγήσω σ' ένα λεπτό. Θα δεις».
ΦΟΙΝΙΞ
Ο Ίβαν Όλντριχ πέρασε με ελιγμούς ανάμεσα απ' τους πάγκους εργασίας, που πάνω τους είχαν ένα σωρό συσκευές, και προχώρησε προς το χώρο που ήταν κλεισμένος με γυαλί στο πίσω μέρος του κεντρικού εργαστηρίου της BioMapping Solutions. Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα κι έβγαλε από την ποδιά του εργαστηρίου που φορούσε ένα σφραγισμένο γυάλινο φιαλίδιο. Το ακούμπησε δίπλα σ' ένα ισχυρό μικροσκόπιο. Ο καινοτομικός σαρωτής βρισκόταν στο ακριβώς διπλανό γραφείο κι έμοιαζε με αεροδυναμικό φωτοαντιγραφικό μηχάνημα. Φόρεσε ένα ζευγάρι λαστιχένια γάντια. Ακούστηκε ένα σύντομο χτύπημα και η πόρτα άνοιξε. «Καλημέρα, Ίβαν. Τι συμβαίνει;» Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του, είδε τη Λίντια Κάμπελ, την επικεφαλής των τεχνικών, να 'χει χώσει το κεφάλι της στο άνοιγμα της πόρτας. Το χέρι του Όλντριχ κάλυψε αντανακλαστικά το φιαλίδιο. «Έχω μερικά δείγματα που πρέπει να κοιτάξω». «Εκείνα με τα οποία δούλευες χθες;» Κοίταξε το φιαλίδιο κάτω από το χέρι του. «Νόμιζα ότι τα 'χες τελειώσει». «Ναι, θέλω απλώς να ξανακοιτάξω κάτι». «Τέλος πάντων, ξέρεις πού θα 'μαι σε περίπτωση που χρειαστείς κάτι. Θέλεις καφέ;» Χαμογελώντας, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του κι εκείνη έκλεισε την πόρτα.
Μία ώρα αργότερα, ξανάβαλε το φιαλίδιο -που τώρα ήταν γεμάτο με φυσιολογικό ορό- στην τσέπη του. Νιώθοντας μια κατεπείγουσα ανάγκη να πει στη Σάρλοτ τι είχε βρει, πήγε να σηκώσει το ακουστικό... αλλά μετάνιωσε. Η συζήτηση αυτή έπρεπε να γίνει από κοντά. Εκείνο που ήθελε να της πει απαιτούσε μεγάλη διακριτικότητα, παραήταν εκπληκτικό για μια ανοιχτή τηλεφωνική επικοινωνία ή για ένα ηλεκτρονικό μήνυμα χωρίς κρυπτογράφηση. Θυμήθηκε που του είπε ότι μπορεί να παρέτεινε την παραμονή της για λίγες μέρες. Αλλά αυτό δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι τότε. Φεύγοντας από το εργαστήριο, ο Όλντριχ πήγε κατευθείαν στο γραφείο του και κάθισε μπροστά στον υπολογιστή του. Εμφάνισε στην οθόνη το πρόγραμμα περιήγησης στο Διαδίκτυο και συνδέθηκε με τη σελίδα των τακτικών πτήσεων των Ευρωπαϊκών Αερογραμμών. Έκλεισε ένα εισιτήριο πρώτης θέσης στην επόμενη πτήση για Ρώμη.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ο Φαρούκ είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο με χέρια που έτρεμαν, μην πιστεύοντας στ' αφτιά του. Δεν ήταν σύμπτωση που το τηλεφώνημα έγινε λίγες ώρες μετά τον πρωινό βομβαρδισμό στη Μεγάλη Συναγωγή. Αυτός που τηλεφώνησε ήταν μια φωνή απ' το μακρινό παρελθόν - ένα σκοτεινό παρελθόν που ακόμα τον βασάνιζε πολλές άγρυπνες νύχτες. Η τελευταία φορά που είχε ακούσει αυτόν το βαρύτονο άντρα, τον οποίο ήταν δύσκολο να μπερδέψει κανείς με κάποιον άλλο, ήταν μόλις μετά τις έξι το πρωί στις 11 Νοεμβρίου 1995. Ή τ α ν η μέρα που η Σιν Μπετ -το πιο μυστικό και το φονικότερο παρακλάδι των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών- τον είχε απαγάγει από ένα μικρό δρομάκι στη Γάζα, τραβώντας τον μέσα στο πίσω μέρος ενός κλειστού μικρού φορτηγού. Του είχαν δέσει τα πόδια και τα χέρια και του είχαν φορέσει μια κουκούλα στο κεφάλι. Καθώς το φορτηγάκι απομακρυνόταν με ταχύτητα, άρχισε η ανάκριση, με επικεφαλής έναν άντρα που τώρα κατείχε τη δεύτερη υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της ΙΔΑ. Τότε είχαν αναθέσει στο φιλόδοξο Ισραηλινό το ακατόρθωτο έργο να κυνηγήσει και να συλλάβει τον Μηχανικό - έναν επαναστάτη Παλαιστίνιο που ονομαζόταν Γιάγια Αγιάς, ο οποίος, με τη βοήθεια ένοπλων ομάδων, στρατολογούσε βομβιστές καμικάζι που επιτίθονταν διαρκώς σε Ισραηλινούς πολίτες στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Οι Ισραηλινοί είχαν πλησιάσει το στόχο
τους στηριζόμενοι σε πληροφορίες που είχαν αποσπάσει από πληροφοριοδότες σε θέσεις-κλειδιά. Έ ν α ς από τους βασικούς υπόπτους τους ήταν ο Φαρούκ, που υποτίθεται ότι είχε σχέσεις με τον πρωταρχικό υποστηρικτή του Μηχανικού - τη Χαμάς. Μέχρι την ώρα που τον πέταξαν από το φορτηγάκι σε μια ερημική τοποθεσία, όχι μακριά απ' τα σύνορα με το Ισραήλ, ο Φαρούκ είχε τρία σπασμένα πλευρά, τέσσερα στραμπουληγμένα δάχτυλα, καψίματα από τσιγάρο στο στήθος κι επτά σπασμένα δόντια. Αλλά χαμογελούσε, ενώ το αίμα ανάβλυζε απ' το διαλυμένο στόμα του, ξέροντας ότι δεν είχε ξεστομίσει ούτε μία λέξη για το μέρος που πιθανόν να βρισκόταν ο Μηχανικός. Κανένας Ισραηλινός δε θα τον έκανε ποτέ να σπάσει. Είχε χαρεί επίσης πολύ επειδή το αίμα στο πρόσωπο του δεν ήταν μόνο δικό του. Παρά την κουκούλα και παρ' ότι ήταν δεμένος, είχε καταφέρει να δαγκώσει το χέρι του Τέλεκσεν, σφίγγοντας με τα δόντια του τη σάρκα του ποταπού Ισραηλινού - δυνατά, κι ακόμα πιο δυνατά, στρίβοντας πλάγια το κεφάλι του, ώσπου τα νεύρα κόπηκαν και τα οστά έσπασαν. Ο Ισραηλινός κλαψούριζε σαν σκυλί. Λίγο μετά τη δολοφονία του Μηχανικού στο κρησφύγετο του στη Γάζα μ' ένα κινητό τηλέφωνο που εξερράγη, ο Αρί Τέλεκσεν προήχθη σε Αλούφ - σε υποστράτηγο. Ο Φαρούκ τον είχε δει μερικές φορές από τότε -στις ειδήσεις κυρίως- και πάντα ήταν αναγνωρίσιμος από το χέρι που ο επόπτης τού είχε ακρωτηριάσει εκείνη τη νύχτα, τόσο καιρό πριν, στη Γάζα. Τώρα ο Τέλεκσεν είχε το θράσος να του τηλεφωνήσει για κάτι που στην αρχή φαινόταν σαν παράκληση για χάρη. Αφού όμως του εξήγησε αναλυτικά, ήταν φανερό ότι αυτή η παράκληση θα βοηθούσε εξίσου και τους σκοπούς του Φαρούκ. «Ακμπάρ», φώναξε ο Φαρούκ βγαίνοντας στο διάδρομο, ενώ προσπαθούσε ν' ανασυγκροτηθεί. Λίγο αργότερα, ένας ογκιόδης σωματοφύλακας εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο Φαρούκ, για μια στιγμή, τον κοίταξε διερευνητικά. «Είσαι δυνατό αγόρι. Πρέπει να κάνεις κάτι για μένα».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Οι δύο επιστήμονες ανέβηκαν έναν όροφο με τον ανελκυστήρα και βγήκαν στην κεντρική συλλογή που βρισκόταν ακριβώς πάνω από το εργαστήριο - τη Χριστιανική Συλλογή του Πίου, του Μουσείου του Βατικανού. Καθώς έβγαιναν απ' τον ανελκυστήρα, ο Μπερσέι της εξήγησε σιγανά: «Βλέπεις, Σάρλοτ, τους τρεις πρώτους αιώνες μετά το θάνατο του Ιησού, οι χριστιανοί δεν απεικόνιζαν τη μορφή του. Αυτοί όμως οι πρώτοι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν άλλες γνωστές απεικονίσεις για ν' αναπαραστήσουν τον Ιησού». «Πώς το ξέρεις αυτό;» «Έχουμε αρχαιολογικές μαρτυρίες. Και πολλές απ' αυτές βρίσκονται εδώ», της είπε δείχνοντας με το βλέμμα του τη συλλογή έργων τέχνης που βρισκόταν μπροστά τους. «Άφησέ με να σου δείξω κάτι». Βαδίζοντας αργά δίπλα του, η Σάρλοτ κοίταζε τα μαρμάρινα ανάγλυφα που είχαν χριστιανική θεματολογία κι ήταν κρεμασμένα στους τοίχους σαν τεράστιοι πέτρινοι πίνακες ζωγραφικής. Ο Μπερσέι τα έδειξε με μια κίνηση του χεριού του. «Την ξέρεις αυτή τη συλλογή;» Η Σάρλοτ κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Είναι αρχαιολογικά ευρήματα από τις αρχές του 4ου αιώνα», της εξήγησε ο Μπερσέι, «από την εποχή που ο αυτο-
κράτορας Διοκλητιανός άρχισε τους διωγμούς του, καίγοντας εκκλησίες και σκοτώνοντας τους χριστιανούς που δεν απαρνούνταν την πίστη τους. Εκείνη την εποχή, επίσης, οι πρώτοι χριστιανοί συγκεντρώνονταν κρυφά στις κατακόμβες έξω από τη Ρώμη, για να προσευχηθούν ανάμεσα στους νεκρούς μάρτυρες και τους αγίους που είχαν ταφεί εκεί - κάποιοι μάλιστα σε πλούσια διακοσμημένα πέτρινα φέρετρα». Έδειξε ένα που βρισκόταν τοποθετημένο πάνω σε μια γερή βάση. «Μια σαρκοφάγος», παρατήρησε η Σάρλοτ, θαυμάζοντας την επιδεξιότητα με την οποία ήταν κατασκευασμένη. «Ναι. Μοιάζει πολύ με την εβραϊκή οστεοθήκη που μελετάμε. Πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς ήταν προσηλυτισμένοι εβραίοι. Σ' αυτούς οφείλουμε αναμφίβολα τα μετέπειτα χριστιανικά ταφικά τελετουργικά». Είχαν σταματήσει μπροστά σ' ένα άγαλμα περίπου ένα μέτρο ψηλό. «Εδώ είμαστε». Ο Μπερσέι στράφηκε προς το μέρος της. «Ξέρεις τι απεικονίζει αυτό το άγαλμα;» Κοιτάζοντάς το, είδε ένα νεαρό άντρα με μακριά σγουρά μαλλιά, που φορούσε ένα χιτώνα. Έ ν α αρνάκι ήταν κρεμασμένο στους ώμους του κι ο άντρας, με τα δυο του χέρια, κρατούσε τα πόδια του. Στο πλευρό του κρεμόταν ένα σακίδιο που μέσα είχε μια λύρα. «Μοιάζει με βοσκό». «Κοντά έπεσες. Στην πραγματικότητα ονομάζεται "Ο Καλός Ποιμένας". Βρέθηκε στις κατακόμβες. Έτσι απεικόνιζαν τον Ιησού οι πρώτοι χριστιανοί». Η Σάρλοτ ξανακοίταξε γρήγορα το άγαλμα. «Με κοροϊδεύεις». Ο βοσκός φαινόταν σαν παιδί. Είχε απαλά χαρακτηριστικά και η τεχνοτροπία ήταν ελληνορωμαϊκή - όχι βιβλική. «Δεν ταιριάζει με όσα ξέρουμε, έτσι δεν είναι; Αλλά έχε υπόψη σου ότι αυτή η αναπαράσταση συνδυάζει τη μυθολογία με την ιστορία του Ιησού. Στόχος τους δεν ήταν η ομοιότητα. Προσπαθούσαν απλώς να εκφράσουν το ιδανικό που
αντιπροσώπευε - τον προστάτη, τον ποιμένα. Σ' αυτή την απεικόνιση του Ιησού ενυπάρχει επίσης ο Ορφέας, ο θεός της τέχνης και του τραγουδιού των ειδωλολατρών Ελλήνων. Όπως ακριβώς η θεσπέσια μουσική του Ορφέα μπορούσε να ηρεμήσει και να κατευνάσει και τα πιο άγρια θηρία», έδειξε τη λύρα που κρεμόταν στο πλευρό του βοσκού, «έτσι και τα λόγια του Ιησού μπορούσαν να εξημερώσουν τις ψυχές των αμαρτωλών». «Με τον ίδιο τρόπο που το δελφίνι και η τρίαινα αναπαριστούσαν τη σωτηρία και τη θεία φύση». Τώρα ήξερε γιατί την είχε φέρει εδώ πάνω. «Ακριβώς». «Γιατί όμως; Γιατί δε λάτρευαν εικόνες ή τον Εσταυρωμένο;» Υπάρχουν παντού, σκέφτηκε. Ειδικά σ' αυτό τον τόπο. Ή τ α ν δύσκολο να φανταστεί τον καθολικισμό χωρίς το μακάβριο σταυρό του. «Πρώτα απ' όλα, κάτι τέτοιο θα έστελνε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στους Ρωμαίους ότι ήταν πράγματι χριστιανοί. Δε θα ήταν συνετό σε μια εποχή συστηματικών διώξεων. Και, δεύτερον, οι πρώτοι χριστιανοί δε δέχονταν την έννοια της εικονογραφίας. Στην πραγματικότητα, ο Πέτρος και ο Παύλος απαγόρευαν τέτοια πράγματα. Γι' αυτό δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή απεικονίσεις του Εσταυρωμένου. Αυτό συνέβη την εποχή του Κωνσταντίνου». «Πάλι αυτός». «Βέβαια. Είναι ο προπάτορας της σύγχρονης πίστης. Ο Κωνσταντίνος άλλαξε όλους τους κανόνες. Οι σταυρώσεις, αλλά και οι ίδιες οι κατακόμβες, εγκαταλείφθηκαν όταν ήρθε στην εξουσία τον 4ο αιώνα. Τότε, επίσης, ο Χριστός μετατράπηκε σε αληθινό θρησκευτικό ήρωα - σε θεϊκό ον. Οι Εσταυρωμένοι ξεφύτρωσαν παντού, χτίστηκαν μεγαλοπρεπείς καθεδρικοί ναοί κι έγινε η επίσημη επιλογή των κειμένων που θα συμπεριλαμβάνονταν στη Βίβλο. Η πίστη, από ένα θέμα που απαιτούσε μυστικότητα, μετατράπηκε στην κυριολεξία σε εθνικό θέμα». «Είναι εκπληκτικό, αλλά τον Κωνσταντίνο δεν τον αναφέ-
ραμε σχεδόν καθόλου στα μαθήματα Ιστορίας, παρόλο που πήγαινα σε καθολικό σχολείο! Στην πραγματικότητα, δεν ξέρω τίποτα γι' αυτόν». Ο Μπερσέι πήρε μια βαθιά ανάσα χαλαρώνοντας τους ώμους του. «Το 312 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε δυο αυτοκράτορες· τον Κωνσταντίνο στη Δύση και τον εξάδελφο του, τον Μαξέντιο, στην Ανατολή. Ο Κωνσταντίνος είχε πειστεί ότι ο θεός του ήλιου, ο Σολ, τον είχε προορίσει να γίνει ο μοναδικός κυβερνήτης ολόκληρης της αυτοκρατορίας. Σχημάτισε λοιπόν στρατό από μια κρυφή ομάδα που ήταν γνωστοί ως χριστιανοί, διέσχισε πολεμώντας τη βόρεια Ιταλία κι έφτασε λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη, στη μοναδική γέφυρα που περνούσε πάνω από τον Τίβερη... τη γέφυρα Μίλβιαν. Όταν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο στρατός του Μαξέντιου υπερείχε αριθμητικά -σε αναλογία δέκα προς ένα-του στρατού του Κωνσταντίνου, το ηθικό των χριστιανών έσπασε γρήγορα. Την αυγή πριν από την τελική επίθεση στη Ρώμη, ο Κωνσταντίνος προσευχόταν στον Σολ. Τότε είδε ψηλά στον ουρανό ένα εκπληκτικό σύμβολο που είχε σχήμα σταυρού. Ή τ α ν το Χ και το Ρ που αλληλοκαλύπτονταν - επρόκειτο για τα ελληνικά γράμματα χι και ρο, τα πρώτα δύο γράμματα της λέξης "Χριστός". Αμέσως ξύπνησε τα στρατεύματά του και διακήρυξε ότι ο σωτήρας τους, ο Ιησούς Χριστός, του είχε πει ότι "μ' αυτό το σύμβολο θα νικήσεις". Ο Κωνσταντίνος διέταξε τους σιδηρουργούς να διακοσμήσουν όλες τις ασπίδες μ' αυτό το σύμβολο κι οι άντρες ξαναβρήκαν το θάρρος τους. Αργότερα εκείνη τη μέρα, οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν σε μια μάχη βουτηγμένη στο αίμα και, ως εκ θαύματος, ο Κωνσταντίνος νίκησε». «Και ο στρατός του απέδωσε τη νίκη στην παρέμβαση του Χριστού;» Ο Μπερσέι έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Και, νιώθοντας υποχρεωμένος απέναντι στους στρατιώτες του, ίσως κι εμπνευσμένος από τη μεθυστική δύναμη και την πειθώ της φλογερής πίστης τους, ο Κωνσταντίνος ασπάστηκε αργότερα τη θρησκεία τους και την επέβαλε σε εθνικό επίπεδο. Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο "ένας θεός"
που λάτρευαν οι χριστιανοί ταίριαζε πολύ καλά με το πώς έβλεπε ο Κωνσταντίνος τον εαυτό του, ως το μοναδικό Ρωμαίο αυτοκράτορα. Ωστόσο, για να τιμήσει τον Σολ και να κατευνάσει τους ειδωλολάτρες σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία, οι οποίοι έπρεπε ν' αφομοιωθούν στη νέα θρησκεία, ο Κωνσταντίνος συγχώνευσε επιδέξια πολλές ειδωλολατρικές έννοιες στο χριστιανισμό εκείνης της πρώτης περιόδου». «Όπως;» «Ας αρχίσουμε με τα απλά πράγματα». Ο Μπερσέι έπλεξε τα δάχτυλά του, ενώ με το βλέμμα του σάρωνε την αίθουσα. «Το φωτοστέφανο από ηλιακό φως, για παράδειγμα. Όπως τα νομίσματα που βρήκαμε, που είναι από την εποχή του Πόντιου Πιλάτου, έτσι κι ο Κωνσταντίνος έκοψε νομίσματα το 315, προτού καταλάβει ακόμα ολόκληρη την αυτοκρατορία. Πάνω τους απεικονιζόταν ο Σολ - ένας Σολ με φωτοστέφανο από ηλιακό φως. Φορούσε φαρδύ χιτώνα κι έμοιαζε αξιοπρόσεκτα με τις μετέπειτα απεικονίσεις του Ιησού». «Ενδιαφέρον». «Ο Κωνσταντίνος, κινούμενος έξυπνα, όρισε επίσης ως μέρα εορτασμού της γέννησης του Χριστού την 25η Δεκεμβρίου, τη μέρα της χειμερινής ισημερίας κατά την οποία οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τη γέννηση του Σολ. Δε θα εκπλαγείς, φαντάζομαι, αν ακούσεις ότι η μέρα εκκλησιασμού των χριστιανών, που κάποτε ήταν το Σάββατο, το εβραϊκό Σάμπαθ, μετακινήθηκε σε μια πιο χαρακτηριστική μέρα της βδομάδας». «Την Κυριακή». Έγνεψε καταφατικά. «Που την εποχή του Κωνσταντίνου ονομαζόταν dies Solis, ημέρα του Ήλιου». Η έκφραση του Τζιοβάνι σκοτείνιασε. «Επίσης, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου εμφανίζεται κάτι που έχει ακόμα πιο βαθιές ρίζες. Η έμφαση στη σωματική κι όχι στην πνευματική ανάσταση του Ιησού». «Τι εννοείς;» «Τα πρώτα ελληνικά ευαγγέλια χρησιμοποιούσαν φρασεολογία που υποδήλωνε ότι το σώμα του Χριστού δεν επανήλθε στη ζωή, αλλά μεταμορφώθηκε».
«Στη Βίβλο, όμως, ο Ιησούς βγήκε περπατώντας από τον τάφο κι εμφανίστηκε μετά το θάνατο του στους μαθητές του, έτσι δεν είναι;» Ό λ ' αυτά τα χρόνια της κατήχησης και του καθολικού σχολείου τής είχαν φυτέψει αυτά τα πράγματα στο κεφάλι της. «Είναι βέβαιο ότι ο Ιησούς εξαφανίστηκε από τον τάφο», συμφώνησε πρόθυμα εκείνος. Έ ν α πλατύ, συνωμοτικό μειδίαμα πέρασε από το πρόσωπο του Τζιοβάνι. «Παρόλο που κανένα από τα ευαγγέλια δε λέει πώς. Αφότου βρέθηκε άδειος ο τάφος, τα ευαγγέλια αναφέρουν ότι ο Ιησούς είχε αποκτήσει επίσης την ικανότητα να περνάει μέσα από τοίχους και να εμφανίζεται απ' το πουθενά. Κι αν θυμάσαι από τη Βίβλο, πολλοί απ' αυτούς στους οποίους εμφανίστηκε δεν τον αναγνώρισαν καν. Αυτές οι ιδιότητες δεν ταιριάζουν μ' ένα σώμα που επανήλθε στη ζωή». «Γιατί τότε η Εκκλησία τονίζει το σωματικό του θάνατο και τη σωματική του ανάσταση;» Ο Μπερσέι χαμογέλασε. «Υποθέτω ότι συμβαίνει το εξής: Η Αίγυπτος, και ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια, ήταν ένα πολύ σημαντικό πολιτισμικό κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Εκεί, λατρευόταν επίσημα ο Όσιρις, ο θεός του κάτω κόσμου, που είχε δολοφονηθεί φριχτά από έναν ανταγωνιστή θεό που λεγόταν Σηθ - ο Σηθ, για την ακρίβεια, τον είχε κόψει κομμάτια. Η γυναίκα του Όσιρι, η θεά της ζωής, η οποία λεγόταν Ίσις, μάζεψε τα κομμάτια του σώματος του, τα ξαναπήγε στο ναό, έκανε τα ταφικά τελετουργικά και, τρεις μέρες αργότερα, ο θεός αναστήθηκε». «Μοιάζει πολύ με το Πάσχα», είπε η Σάρλοτ. «Υπονοείς, λοιπόν, ότι τα ευαγγέλια τροποποιήθηκαν;» Έ ν α ηλικιωμένο ζευγάρι χαζολογούσε κοντά τους, επειδή τους είχε κεντρίσει την περιέργεια το θέαμα δύο ατόμων με λευκές ποδιές εργαστηρίου. Ο Μπερσέι πλησίασε περισσότερο τη Σάρλοτ. «Σε μεγάλο βαθμό είναι ανέπαφα, αλλά, σε βασικά σημεία τους, μπορεί να τα ερμήνευσαν εκ νέου», της εξήγησε. «Κάτι απ' όλα αυτά θα μπορούσε να είναι απλώς σύμπτωση»,
της είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Τέλος πάντων, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, τον 4ο αιώνα, ο χριστιανισμός εφαρμοζόταν με ασυνεπή τρόπο στην Αυτοκρατορία. Κυκλοφορούσαν εκατοντάδες ιερά κείμενα, κάποια αυθεντικά, αλλά πολλά απίστευτα εξωραϊσμένα». «Αυτό σημαίνει ότι πρέπει ν' αγνοήσουμε όλα τα αντιφατικά ιερά κείμενα», συμπέρανε η Σάρλοτ. «Σωστά. Δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον Κωνσταντίνο», είπε ο Μπερσέι υποστηρίζοντάς τον. «Προσπαθούσε μόνο να ενώσει την Αυτοκρατορία. Οι εσωτερικές έριδες της Εκκλησίας υπονόμευσαν απλώς αυτό το όραμα». «Κατανοητό», παραδέχτηκε η Σάρλοτ και σκέφτηκε ότι ο Τζιοβάνι, στην πραγματικότητα, έδειχνε να θαυμάζει τον Κωνσταντίνο. «Τέλος πάντων, από τότε άρχισαν όλα. Η Εκκλησία ενεπλάκη περισσότερο με την Αυτοκρατορία, εξυπηρετώντας η μία την άλλη. Στους δρόμους σταμάτησαν οι σταυρώσεις, αλλά πάνω από την Αγία Τράπεζα στήθηκε ένας τεράστιος Εσταυρωμένος. Αυτοί που έσπερναν τον τρόμο στη Ρώμη έπαψαν να κυβερνούν με το ξίφος και κυβερνούσαν με το φόβο της κόλασης για τους αμαρτωλούς. Ό λ ' αυτά, σε μεγάλο βαθμό, εξαιτίας ενός ευφυούς Ρωμαίου αυτοκράτορα, που άλλαξε το πρόσωπο του δυτικού πολιτισμού». Η Σάρλοτ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της. «Μου φάνηκε ότι είπες πως είσαι ένα καλό καθολικό αγόρι». «Είμαι», τη διαβεβαίωσε. «Παρόλο που τα ξέρεις όλα αυτά;» «Ακριβώς επειδή τα ξέρω όλα αυτά. Πρέπει να καταλάβεις ότι, αν αυτό που εξετάζουμε εκεί κάτω είναι το σώμα του Χριστού, κάτι τέτοιο δεν αντιφάσκει με τα πρώτα ευαγγέλια. Σίγουρα όμως δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα σε μια Εκκλησία που κατά καιρούς έχει ερμηνεύσει κατά βούληση τα ιερά της κείμενα». «Έτσι είναι», συμφώνησε πρόθυμα η Σάρλοτ. «Τι πιστεύεις ότι θα σκεφτούν οι χριστιανοί στην περίπτωση που δημοσιευτούν τα ευρήματά μας;» «Θα σκεφτούν αυτό που θα 'θελαν να σκεφτούν. Ό π ω ς
κάνουμε κι εμείς. Τα αποδεικτικά στοιχεία είναι αξιοπρόσεκτα αλλά αντιφατικά. Έτσι οι πιστοί θα παραμείνουν πιστοί, όπως έκαναν και σε άλλες έριδες στο παρελθόν. Μη με παρανοήσεις, το δίλημμα θα είναι τεράστιο για το χριστιανισμό. Κι αν το αντιληφθεί ο Τύπος, θα είναι επίσης ένας εφιάλτης δημοσίων σχέσεων». «Υπάρχει πιθανότητα να πρόκειται για απάτη;» Ο Μπερσέι ξεφύσησε δυνατά. «Θα πρέπει να 'ναι μια αναθεματισμένα καλή απάτη, αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Την ώρα που ο Γκράχαμ Μπάρτον επέστρεφε στο νοικιασμένο διαμέρισμά του, στο δεύτερο όροφο ενός πολυτελούς πολυώροφου κτιρίου που βρισκόταν -πολύ βολικά- στην οδό Τζαμποτίνσκι στη σύγχρονη Ιερουσαλήμ, ήταν ήδη οκτώμισι το βράδυ. Ύστερα απ' όλα όσα είχαν συμβεί εκείνη τη μέρα, περίμενε ανυπόμονα να πιει ένα γεμάτο ποτήρι καμπερνέ σοβινιόν, να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του για να της πει ότι ήταν καλά και να κοιμηθεί πολλές ώρες τη νύχτα. Η βόμβα στη Μεγάλη Συναγωγή είχε αλλάξει τα σχέδια όλης της μέρας. Αφού ο Ραζάκ του επιβεβαίωσε τι είχε συμβεί, έφυγε αμέσως για μια σύσκεψη με τη Γουάκφ με θέμα το χειρισμό του περιστατικού. Όλοι σχεδόν στην Ιερουσαλήμ είχαν περάσει τη μέρα τους κολλημένοι στην τηλεόραση, περιμένοντας νέα για το θέμα της έκρηξης. Έτσι ο Μπάρτον πέρασε το υπόλοιπο απόγευμα στο αρχαιολογικό μουσείο Ουόλ κι ασχολήθηκε με τη δική του δουλειά, που την είχε παραμελήσει. Χρειάστηκε όλο το ηθικό οπλοστάσιο του για ν' αρνηθεί στις έξι μια πρόσκληση από τη Ρέιτσελ να συνοδεύσει την ίδια και μια φίλη της για ποτό. Η αλήθεια είναι ότι θα του ήταν πολύ ευχάριστο να διασκέδαζε λίγο. Όλη τη μέρα περνούσαν αστραπιαία από το νου του εικόνες των σταυρών των Ναϊτών, σαν Ερινύες που τον χλεύαζαν προσπαθώντας να του μεταφέρουν ένα μήνυμα και να ξαναπλάσουν μια απίστευτη ιστορία που ζητούσε ν' αποκαλυφθεί.
Έχοντας αγγίξει τα οστά του ευεργέτη του Χριστού, τον βασάνιζε το τι θα μπορούσε να περιέχει η χαμένη οστεοθήκη και το ποιος θα μπορούσε να ξέρει πώς να τη βρει. Τώρα, βλέποντας τη βία ν' απλώνεται σ' αυτή την πόλη, ένιωθε υποχρεωμένος να βρει τις πραγματικές απαντήσεις που θα βοηθούσαν την κατάσταση. Έπειτα, όμως, από την τραυματική εμπειρία που είχαν ο ίδιος κι ο Ραζάκ στη Γάζα, αναρωτιόταν αν οι Ισραηλινοί ήξεραν περισσότερα απ' όσα αποκάλυπταν. Ανησυχούσε, επίσης, μήπως ο επαγγελματίας δολοφόνος καραδοκούσε ακόμα για να τους βρει. Για ποιον δούλευαν; αναρωτιόταν. Η αλήθεια ήταν ότι ακόμη δεν είχε βρει τίποτε σημαντικό για την έρευνα - τίποτε τουλάχιστον που να είχε ενδιαφέρον για τις Αρχές. Όπως τους είχε υποσχεθεί, ερευνούσε μέσω των διεθνών επαφών του το εμπόριο αρχαιοτήτων. Αλλά ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανιστεί τίποτε ύποπτο. Ή τ α ν σίγουρο ότι ο Τοπόλ και ο Τέλεκσεν θα εμφανίζονταν σύντομα για να τον πιέσουν κι άλλο. Καθώς έβαζε το κλειδί στην κλειδαριά της εισόδου, είδε φευγαλέα τρεις φιγούρες που ανέβαιναν από τη σκάλα. Έγειρε προς τα πίσω για να δει καλύτερα. Τότε ο Τοπόλ και δύο μεγαλόσωμοι ένστολοι αξιωματικοί επιτάχυναν και τον πλησίασαν με αυστηρές δρασκελιές. Ο Τοπόλ του έκανε ένα βιαστικό νεύμα. «Καλησπέρα, κύριε Μπάρτον». Έ ν α προαίσθημα κακού κατέκλυσε τον Εγγλέζο. Μια βραδινή επίσκεψη από τους αστυνομικούς στο σπίτι του, πιο σύντομα απ' ό,τι περίμενε, δεν προμήνυε τίποτε καλό, σκέφτηκε. Κοίταξε τις θήκες με τα πιστόλια τους. Σαν Βρετανός που ήταν, τον τρόμαζε η θέα τόσο πολλών όπλων που τα επιδείκνυαν ανοιχτά. «Καλησπέρα και σ' εσάς, κύριε διοικητά». «Χαίρομαι που είστε εδώ». Τα σκούρα μάτια του Τοπόλ ήταν αυστηρά, σταθερά. «Έτσι θα έχει περισσότερο νόημα η επίσκεψή μας». Με την καρδιά του να χτυπάει σαν ταμπούρλο στο στήθος του, ο Μπάρτον τον ρώτησε:
«Τι εννοείτε;» «Σας παρακαλώ, ας μιλήσουμε μέσα». Ο υποστράτηγος προχώρησε προς την πόρτα. Ο Μπάρτον μπήκε διστακτικά στο διαμέρισμα κι άναψε τα φώτα, ενώ οι αστυνομικοί στριμώχνονταν πίσω του. Το διαμέρισμα που του είχε εξασφαλίσει η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων, ως μέρος της γενναιόδωρης αμοιβής του, είχε έναν ευρύχωρο χώρο υποδοχής. Εκεί ζήτησε από τους επισκέπτες να καθίσουν. Μόνον ο Τοπόλ δέχτηκε. Οι δύο συνοδοί του στάθηκαν δεξιά κι αριστερά από την πόρτα σαν βιβλιοστάτες. Ο Τοπόλ μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Μου ζήτησαν να ερευνήσω το σπίτι σας και θα ήθελα τη συνεργασία σας». Κατάπληκτος ο Μπάρτον δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. «Ορίστε; Γιατί θέλετε να κάνετε κάτι τέτοιο;» «Καλύτερα να μη σας πω αυτή τη στιγμή. Έ χ ω εξασφαλίσει ένταλμα έρευνας». Έβγαλε επιδεικτικά ένα έγγραφο που φαινόταν επίσημο και το έδωσε στον Μπάρτον. «Εμείς θα ξεκινήσουμε τη δουλειά μας κι εσείς μπορείτε να το διαβάσετε». Ή τ α ν φυσικά στα εβραϊκά. Ο Τοπόλ έγνεψε στους δυο βιβλιοστάτες κι εκείνοι εξαφανίστηκαν στο διπλανό δωμάτιο. «Μπορείτε να μου δώσετε ό,τι έχετε στις τσέπες σας;» «Τι σημαίνει αυτό; Με συλλαμβάνετε;» Ο Μπάρτον δε φανταζόταν ότι το τηλεφώνημα στη γυναίκα του θα ήταν για να την παρακαλέσει για δικαστική εκπροσώπηση. Δεν είχε ιδέα για τα πολιτικά δικαιώματά του σ' αυτή τη χώρα. Έπρεπε άραγε να διαμαρτυρηθεί; «Προς το παρόν, απλώς συζητάμε», του εξήγησε ο Τοπόλ. «Αν θα νιώθατε πιο άνετα στο αστυνομικό τμήμα, μπορούμε να πάμε τώρα εκεί». Ο Μπάρτον έγνεψε συμβιβαστικά. «Δέχτηκα ένα πάρα πολύ ανησυχητικό τηλεφώνημα από τη Γουάκφ». «Ω!» «Αδειάστε τις τσέπες σας, σας παρακαλώ», επανέλαβε ο Τοπόλ δείχνοντάς του μ' ένα νεύμα το τραπέζι.
Ο Μπάρτον συνειδητοποίησε ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο υποστράτηγος θα έκανε αυτό που ήθελε. Προσπαθώντας να μη φαίνεται τρομαγμένος, άρχισε ν' αδειάζει τις τσέπες του πάνω στο τραπέζι: πορτοφόλι, βρετανικό διαβατήριο, κλειδιά για το μουσείο Ουόλ, εισιτήρια λεωφορείου. «Φαίνεται ότι έχουν χαθεί κάποια πράγματα», επισήμανε ο Τοπόλ. Οι ήχοι που έφταναν απ' το πίσω μέρος του διαμερίσματος δεν ήταν καθόλου διακριτικοί - συρτάρια άνοιγαν, έπιπλα μετακινούνταν εδώ κι εκεί... Δε θα ξέφευγε τίποτε απ' την προσεκτική έρευνα του Τοπόλ. Με τεράστιες επιφυλάξεις, ο Μπάρτον έβαλε το χέρι του στην τσέπη του στήθους του και τράβηξε τον μπρούντζινο κύλινδρο, βέβαιος ότι θα κεντρίσει την περιέργεια του αστυνομικού. Τελευταία έβγαλε την περγαμηνή μέσα στη σφραγισμένη πλαστική θήκη, καθώς και τη μετάφρασή της. Ακουμπώντας τα στο τραπέζι, προσπάθησε να εκτιμήσει την έκφραση του Τοπόλ. Με ανασηκωμένα τα φρύδια, ο υποστράτηγος έγειρε λίγο το κεφάλι του στο πλάι -σαν περίεργο σκυλί-, καθώς περιεργαζόταν το παράξενο κείμενο της περγαμηνής, αλλά προς το παρόν δεν το σχολίασε. «Από την αρχή αυτής της έρευνας είχα υποψίες ότι κάποιος με γνώσεις βοήθησε να οργανωθεί αυτή η κλοπή. Ο επικεφαλής της Γουάκφ εξέφρασε παρόμοιες ανησυχίες. Κι αφού άκουσα ό,τι είχε να μου πει νωρίτερα σήμερα, πρέπει να παραδεχτώ ότι τείνω να συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς του». Ο Τοπόλ θυμήθηκε τη συζήτηση που είχαν αργά το προηγούμενο βράδυ με τον Τέλεκσεν. Μια γρήγορη λύση ήταν απαραίτητη για ν' αποφευχθεί κι άλλη αιματοχυσία. Οι ώμοι του Μπάρτον καμπούριασαν. «Δεν είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνω τι υπονοείτε». «Η κλοπή απαιτούσε εξαιρετικά πολύπλοκες μετακινήσεις όπλων κι εκρηκτικών». Ο αστυνομικός χαμογέλασε περιφρονητικά. «Για να μην αναφέρω το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Μόνον κάποιος με εξουσιοδότηση υψηλού επιπέδου
θα μπορούσε να διεκπεραιώσει κάτι τέτοιο. Κάποιος με πρόσβαση στις μεταφορές με πλοία. Κάποιος εξαιρετικά ειδικευμένος στην ιστορία του Όρους του Ναού. Και κάποιος που θα γνώριζε επακριβώς ποιοι θησαυροί βρίσκονταν θαμμένοι σ' αυτή την κρύπτη. Η Γουάκφ υποστηρίζει ότι αυτό το άτομο είστε εσείς». Ο Μπάρτον ένιωσε πως ασφυκτιούσε. «Θα πρέπει ν' αστειεύεστε. Το ξέρω ότι, έπειτα απ' αυτή την έκρηξη, είναι ακόμα πιο απαραίτητο να δράσετε γρήγορα, αλλά αυτό είναι...» Ο Τοπόλ έκανε μια απότομη κίνηση με το χέρι του. « Έ ν α ισραηλινό ελικόπτερο και δύο πιλότοι αγνοούνται ακόμα...» Ο Μπάρτον είδε ότι ο Τοπόλ χαμήλωσε το βλέμμα του όταν το είπε αυτό. Θα μπορούσε να ξέρει για τη συνάντηση στη Γάζα; Ήξερε για τον ψαρά και τα συντρίμμια του Black Hawk που βρέθηκαν; «Οι πληροφορίες μας λένε ότι αυτοί οι πιλότοι μπορεί να είχαν ανάμειξη στην κλοπή... να βοήθησαν να συμβούν όλα αυτά», εξήγησε ο Τοπόλ. «Μήπως τους πλησίασε κάποιος με θέση ισχύος; Μπορεί να τους παρείχε κάποιο κίνητρο». Ο Μπάρτον παρέμεινε σταθερός. «Το ξέρετε ότι σε καμιά περίπτωση δε θα είχα εμπλακεί σε κάτι τέτοιο». Το πρόσωπο του υποστράτηγου ήταν σαν μάσκα. «Μου είπαν ότι γίνατε πολύ γνωστός προμηθεύοντας σπάνιες αρχαιότητες σε Ευρωπαίους πελάτες». «Σε μουσεία», διευκρίνισε ο αρχαιολόγος. «Πολύ προσοδοφόρες υπηρεσίες. Έτσι δεν είναι;» Ο Μπάρτον δεν επρόκειτο ν' αρχίσει αυτή τη συζήτηση χωρίς την παρουσία δικηγόρου. «Με δεδομένη τη φύση της δουλειάς σας με την Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων, σας έχουν δώσει υψηλού επιπέδου άδεια πρόσβασης στην Παλιά Πόλη. Όποτε θέλετε μπορείτε να μεταφέρετε εξοπλισμό μέσα κι έξω... πολλές φορές χωρίς έλεγχο». «Πώς θα μπορούσα να βάλω εκρηκτικά μέσα στην πόλη;»
Η φωνή του Γκράχαμ Μπάρτον ακούστηκε τώρα πιο σταθερή. «Υπάρχουν παντού ανιχνευτές». «Απ' ό,τι φαίνεται, πολύ εύκολα. Οι χημικοί μας ανάλυσαν τα κατάλοιπα του πλαστικού εκρηκτικού. Φαίνεται ότι είχε αφαιρεθεί ο χημικός δείκτης που θα επέτρεπε την ανίχνευσή του - το διμεθυλικό δινιτροβουτάνιο. Βλέπετε, κύριε Μπάρτον... αυτά τα εκρηκτικά ήταν στρατιωτικό υλικό. Ίσως σας τα έδωσαν οι αγνοούμενοι πιλότοι μας». Ένας από τους αξιωματικούς όρμησε στο δωμάτιο και η ένταση στιγμιαία εκτονώθηκε. Έσερνε κάτι σε μια μεγάλη πλαστική θήκη. Ο Μπάρτον αναστατώθηκε καθώς κοίταζε επιφυλακτικά το πακέτο. Τι στο διάβολο υπήρχε μέσα σ' αυτή την τσάντα; Φαινόταν κάτι βαρύ. Ο Τοπόλ, καθισμένος, έβγαλε το πλαστικό και διάβασε δυνατά το μοντέλο στο μαύρο περίβλημα του μοτέρ - Flex ΒΗΙ 822 VR. «Ευρωπαίος κατασκευαστής, βλέπω». Ο Τοπόλ χάιδεψε με το δάχτυλο του το μακρύ κενό κύλινδρο που ήταν συνδεδεμένος με το κεφάλι σύσφιξης του τρυπανιού. Το κυκλικό άκρο του ήταν κοφτερό σαν ξυράφι. «Ένα ηλεκτρικό τρυπάνι. Ανήκει στην εργαλειοθήκη σας;» Λίγο μετά την κλοπή, η επιστημονική ομάδα διερεύνησης εγκλημάτων του Τοπόλ, που είχε πάει πρώτη στο χώρο της έκρηξης, βρήκε το τρυπάνι παρατημένο στο δάπεδο. Δεν υπήρχαν αποτυπώματα. Εκείνο το πρωί, ο Τοπόλ σιγουρεύτηκε ότι αφαιρέθηκαν απ' τα αρχεία όλα τα έγγραφα που αφορούσαν το τρυπάνι. Το πρόσωπο του αρχαιολόγου έγινε σταχτί. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου αυτό το πράγμα», είπε χαμηλόφωνα. Οι φωνές γύρω του άρχισαν ν' ακούγονται συγκεχυμένες, σαν όλα να εκτυλίσσονταν σε αργή κίνηση. Στ' αλήθεια συνέβαιναν όλα αυτά; «Κι εδώ τι έχετε;» Ο Τοπόλ έσκυψε κι άρπαξε από το τραπέζι την περγαμηνή, κοιτώντας τη με περιέργεια. «Μοιάζει με αρχαίο έγγραφο». Ξεδίπλωσε το χαρτί που είχε το φωτοτυπημένο κείμενο και τη μετάφραση. «Δεν είμαι ειδικευμένος
στις Γραφές, κύριε Μπάρτον, αλλά αυτό μου φαίνεται πως υπονοεί ότι μια ταφική αίθουσα είναι κρυμμένη κάτω από το όρος Μοριά. Κι αν δεν κάνω λάθος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία δεν είχε κάποια σχέση με τον Ιησού Χριστό; Δεν υπάρχουν θρύλοι γι' αυτόν που σχετίζονται με το Άγιο Δισκοπότηρο - ένα ανεκτίμητης αξίας αρχαίο εύρημα για όσους πιστεύουν;» Ο τόνος της φωνής του Τοπόλ ήταν σαρκαστικός. Αυτό απλώς επιβεβαίωσε την υποψία του Μπάρτον ότι, με κάποιον τρόπο, ήξερε ήδη για την περγαμηνή. Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στο μέτωπο του. Οι τοίχοι άρχισαν να τον πνίγουν. «Σας επετράπη η πρόσβαση στο χώρο του εγκλήματος και, σε ανταπόδοση, εσείς αλλοιώσατε βασικά στοιχεία - ξύσατε εγχαράξεις από τον τοίχο, απομακρύνατε τις υπόλοιπες οστεοθήκες». «Τι;» Ο Μπάρτον έμεινε εμβρόντητος. «Έχετε χάσει εντελώς το μυαλό σας;» «Μ' ακούσατε. Η Γουάκφ επιμένει ότι οι υπόλοιπες εννέα οστεοθήκες εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Φαίνεται ότι ο κλέφτης είναι ακόμα ανάμεσά μας». Το ότι οι οστεοθήκες εξαφανίστηκαν ξαφνικά ήταν πράγματι συνταρακτικό, αλλά κάτι στην πρώτη κατηγορία του υποστράτηγου τον εντυπωσίασε ακόμα περισσότερο. «Έξυσα εγχαράξεις από τον τοίχο; Τι σημαίνει αυτό;» Ο Τοπόλ ήταν προετοιμασμένος γι' αυτό. Έβγαλε μια φωτογραφία από το σακάκι του και την έδωσε στον Μπάρτον. «Δείτε μόνος σας. Αυτή η φωτογραφία τραβήχτηκε από την επιστημονική ομάδα μου μία μέρα πριν από την άφιξή σας». Ο Μπάρτον είδε σοκαρισμένος ότι η εικόνα με το σαφές περίγραμμα ήταν η πέτρινη πλάκα που βρισκόταν στον τοίχο της κρύπτης. Υπήρχαν εννέα ονόματα... κι ένα απολύτως ξεκάθαρο ανάγλυφο που απεικόνιζε ένα δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα. Είχε ξαναδεί κι άλλοτε αυτό το σύμβολο κι ήξερε καλά την προέλευσή του. Η σημασία του τον συγκλόνισε. Αλλά δεν μπορούσε ν' ασχοληθεί τώρα μ' αυτό, έπρεπε πρώτα να σώσει τον εαυτό του. «Η ψευδής ενοχοποίηση δεν ήταν ακριβώς αυτό που είχα
στο νου μου όταν συμφώνησα να συμμετάσχω σ' αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα». Ο Τοπόλ δεν έκανε κανένα σχόλιο. Ο δεύτερος αξιωματικός επέστρεψε και ο Τοπόλ τους έγνεψε να πλησιάσουν τον Μπάρτον.
Π Α Ρ Ι Σ Ι , ΓΑΛΛΙΑ 18 Μ Α Ρ Τ Ι Ο Υ 1 3 1 4
Ο Ζακ ντε Μολέ, με τα χέρια δεμένα πίσω απ' την πλάτη και με φρουρούς να τον συνοδεύουν, ανέβαινε τα σκαλιά μιας ξύλινης υπερυψωμένης εξέδρας μπροστά απ' τον καθεδρικά ναό της Παναγίας των Παρισίων. Κοιτώντας ψηλά αυτό που κάποτε του φαινόταν ένα υπερφυσικά μεγαλοπρεπές αρχιτεκτονικό έργο, ο Ντε Μολέ είδε μόνο τον πέτρινο σκελετό ενός γιγαντιαίου δαίμονα - τα ψηλά αντερείσματα ήταν τα γιγαντιαία πλευρά του, οι δυο μυτερές κορυφές κέρατα, το έντονο ροζ παράθυρο ένα τεράστιο διαβολικό μάτι. Άκουγε τον ήχο του Σηκουάνα που κυλούσε γύρω από το Ιλ ντε λα Σιτέ, αποκόπτοντας το μικροσκοπικό νησί από το υπόλοιπο Παρίσι σαν να 'ταν καρκίνος. Κοιτώντας προς τα μπροστινά σκαλιά του καθεδρικού ναού, έψαξε με το βλέμμα του τη συγκεντρωμένη παπική ιεραρχία που καθόταν εκεί και προσπάθησε να διακρίνει το άσχημο πρόσωπο του Κλήμη. Μετά την αξιοθρήνητη αποτυχία του να πείσει το βασιλιά Φίλιππο ν' αποκαταστήσει το τάγμα, ο αναθεματισμένος προδότης δεν είχε το κουράγιο ή την αξιοπρέπεια να εμφανιστεί. Τρεις καρδινάλιοι κάθονταν στο κέντρο της εξέδρας για να εκτελέσουν τα καθήκοντά του και να παίξουν το ρόλο των δημίων. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσει την πρόχειρη δίκη, ανυπομονώντας να δουν έναν εκπεσόντα ήρωα που επρόκειτο να έχει τραγικό τέλος. Ο Ντε Μολέ
ένιωθε σαν ηθοποιός, μόνος πάνω σε μια απειλητική σκηνή, ώσπου λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανέβασαν απ' τα ξύλινα σκαλιά, σπρώχνοντάς τους, τρεις ακόμα Ναΐτες αξιωματούχους και τους οδήγησαν δίπλα του. Ο Ζακ ντε Μολέ τους κοίταξε με υπερηφάνεια. Ήταν ο Ζοφρουά ντε Σαρνί, ο Ουγκό ντε Περό και ο Ζοφρουά ντε Γκονβίλ - όλοι έντιμοι άνθρωποι, που υπηρέτησαν το τάγμα με ευγένεια "ψυχής. Δυστυχώς, βρίσκονταν κι αυτοί στη Γαλλία πριν από επτά σχεδόν χρόνια, όταν ο βασιλιάς Φίλιππος διέταξε τα στρατεύματά του να συγκεντρώσουν κρυφά τους Ναΐτες. Μερικά λεπτά αργότερα άρχισε η κωμωδία. Πύρινες μαρτυρίες φαρμακόγλωσσων ιερέων υποδαύλιζαν το πλήθος μ' ένα συνονθύλευμα κατηγοριών και ψευδών καταγγελιών εναντίον των Ναϊτών ιπποτών. Τόνιζαν ιδιαίτερα τις σκανδαλιστικές αφηγήσεις τους περί ομοφυλοφιλίας και λατρείας του διαβόλου, αφού αυτές οι ψευτιές υποκινούσαν πιο έντονα τα συναισθήματα του πλήθους. Κατόπιν, κατάπληκτος, ο Ντε Μολέ άκουσε έναν ιερέα να διαβάζει στο πλήθος έναν κατάλογο με κατηγορίες που υποτίθεται ότι ο ίδιος είχε ομολογήσει ενυπόγραφα - ένα έγγραφο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Τα ψέματα έκαψαν σαν πυρακτωμένες στάχτες τ' αφτιά του Ντε Μολέ αλλά παρέμεινε ατρόμητος, κοιτώντας πού και πού ψηλά τα πέτρινα τερατόμορφα στόμια των υδρορροών που λοξοκοίταζαν προς τα κάτω από την πρόσοψη της Παναγίας των Παρισίων. Ξαφνικά όλοι σιώπησαν όταν ένας καρδινάλιος σηκώθηκε, έδειξε τον Μεγάλο Μάγιστρο και ούρλιαξε: «Κι εσύ, Ζακ ντε Μολέ, ο διεφθαρμένος των διεφθαρμένων που ηγείσαι αυτού του αμαρτωλού τάγματος, τι έχεις να πεις για τις κατηγορίες που σου προσάψαμε; Θα παραδεχτείς έστω και τώρα στο τέλος την ενοχή σου, επιβεβαιώνοντας ότι αυτές οι ομολογίες είναι η αληθινή διαθήκη σου για να μπορέσεις να σώσεις την αξιοπρέπειά σου ενώπιον του Θεού;» Ο Ντε Μολέ κοίταξε με περιέργεια τον καρδινάλιο, κατάπληκτος που κάποτε υπηρετούσε τόσο πιστά ανθρώπους σαν κι αυτόν. Είχαν πεθάνει πάρα πολλοί Ναΐτες στο όνομα του Χριστού στους Αγίους Τόπους. Ένιωσε την επιθυμία να
κραυγάσει ότι ήταν ψέματα όλα όσα αυτοί οι ψευτοθεοσεβούμενοι μπάσταρδοι είχαν διαδώσει ανά τους αιώνες για να υπονομεύσουν τη θυσία των Ναϊτών. Αλλά κανείς ποτέ δε θα πίστευε τα εκπληκτικά πράγματα που είχε μάθει, ούτε και τα εξίσου εκπληκτικά λείψανα που βρίσκονταν κρυμμένα κάτω από το Ναό του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ, που επιβεβαίωναν αυτές τις αλήθειες. Χωρίς αποδείξεις, απλώς θα αμαύρωνε κι άλλο τη φήμη του και θα έπαιζε το παιχνίδι των δημίων του. Παρηγορήθηκε στην ιδέα ότι κάποια μέρα η αλήθεια θ' αποκαλυπτόταν... και αλίμονο σ' όλους όσοι προσπαθήσουν να την αρνηθούν, σκέφτηκε. Ή ξ ε ρ ε ότι αυτοί οι άνθρωποι ήταν αποφασισμένοι να τον καταστρέψουν. Είτε συνέβαινε εκείνη τη μέρα είτε έπειτα από μερικά ακόμα χρόνια που θα συνέχιζε να σαπίζει σε κάποιο άθλιο κελί φυλακής, ήταν καταδικασμένος - ήταν ο στόχος του μοχθηρού σχεδίου του βασιλιά. Ο Μέγας Μάγιστρος κοίταξε βαθιά στα μάτια τους τρεις φίλους του κι είδε σ' όλους την ίδια αποφασιστικότητα κάτω από ένα λεπτό πέπλο φόβου. Η αδελφότητα θα άντεχε ως το τέλος. Αφού ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, ο Ντε Μολέ κάρφωσε το βλέμμα του στον καρδινάλιο. «Είναι απλώς σωστό, όταν πρόκειται να μου αφαιρεθεί η ζωή από εκείνους που υπηρέτησα τόσο πιστά, να μιλήσω για τα ψεύδη που παρουσιάστηκαν εδώ και να εκστομίσω απ' τα χείλη μου μόνον την αλήθεια. Μπροστά στον Θεό και σ' όλους όσοι είναι αυτόπτες μάρτυρες αυτής της αδικίας», το βλέμμα του περιστράφηκε πάνω στο πλήθος, «παραδέχομαι ότι είμαι ένοχος μιας ασυγχώρητης αμαρτίας. Αλλά όχι εκείνης που επινόησαν οι κατήγοροι μου». Γύρισε και κοίταξε πάλι τον καρδινάλιο. «Είμαι ένοχος μόνο για την ντροπή και την ατίμωση που υπέμεινα κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων και των απειλών κατά της ζωής μου, που σκοπός τους ήταν να με πείσουν ν' αποδεχτώ αυτές τις αηδιαστικές κατηγορίες εναντίον του Τάγματος των Ναΐτών. Δηλώνω τώρα μπροστά σας ότι άδικα δαιμονοποιήθηκαν οι ευγενείς άντρες που υπηρέτησαν αυτή την Εκκλησία για να προστατεύσουν τη χριστια-
νοσύνη. Γι' αυτό, δεν καταδέχομαι να ατιμάσω τους αδελφούς μου και να κάνω μια ανέντιμη συναλλαγή λέγοντας ένα ακόμα ψέμα». Κατάπληκτος από τη θρασύτατη διάψευση των κατηγοριών από το φυλακισμένο, ο καρδινάλιος έμεινε άφωνος για λίγο και μετά αποφάνθηκε: «Αφού κατήγγειλες ως ψευδή αυτή την ένορκη ομολογία, δε μου αφήνεις άλλη επιλογή παρά να υλοποιήσω το διάταγμα του βασιλιά Φιλίππου και να πεθάνεις στην πυρά». Ο Ντε Μολέ χαμογέλασε αμυδρά. Επιτέλους, το τέλος θα ερχόταν. Στη συνέχεια, ο καρδινάλιος απηύθυνε το λόγο στους υπόλοιπους τρεις Ναΐτες και τους καταδίκασε όλους σε ισόβια δεσμά. Ο Ντε Μολέ σοκαρίστηκε όταν ο Ουγκό ντε Περό και ο Ζοφρουά ντε Γκονβίλ ομολόγησαν τις κατηγορίες. Ο καρδινάλιος ζήτησε από τον Ζοφρουά ντε Σαρνί να κάνει το ίδιο. Σαν δαιμονισμένος ξαφνικά, ο Ντε Σαρνί έτριξε τα δόντια του και ούρλιαξε: «Καταγγέλλω κι εγώ όλες τις κατηγορίες που μου απαγγέλθηκαν! Μάρτυράς μου ο Θεός, αυτά τα ψέματα εξυπηρετούν μόνο έναν άξιο περιφρόνησης πάπα κι έναν εξίσου αχρείο βασιλιά. Ο μόνος δίκαιος άντρας που στέκεται σήμερα εδώ είναι ο Ζακ ντε Μολέ. Τον ακολούθησα στις μάχες και θα τον ακολουθήσω στον Θεό». Ο καρδινάλιος είχε γίνει έξω φρενών. «Θα έχεις αυτό που ευχήθηκες!» Ο Ζακ ντε Μολέ και ο Ζοφρουά ντε Σαρνί οδηγήθηκαν κατόπιν σε μια βάρκα και, έπειτα από ένα σύντομο ταξίδι, έφτασαν στο κοντινό νησί Ιλ ντε Ζαβιό, στον τόπο όπου είχαν ήδη καεί ζωντανοί δεκάδες Ναΐτες. Ο ήλιος χαμήλωνε στον ορίζοντα κι η νύχτα σκέπαζε το Παρίσι. Καθώς οδηγούσαν τους δύο φυλακισμένους στους πασσάλους της πυράς, που ήταν ήδη μαυρισμένοι από καμένη σάρκα, ο Ντε Μολέ κοίταξε το Ναΐτη αδελφό του. Τα χρόνια των βασανιστηρίων και του εγκλεισμού στη φυλακή είχαν μετατρέψει
τον Ντε Σαρνί σε σκιά του ρωμαλέου πολεμιστή που ήξερε από τους Αγίους Τόπους. Η έκφρασή του όμως έδειχνε εκπληκτική αποφασιστικότητα. «Θυμήσου τι αφήνουμε πίσω στην Ιερουσαλήμ», του είπε ο Ντε Μολέ. «Εκείνος θα σ' ανταμείψει δίκαια για τις υπηρεσίες και τη θυσία σου. Και η μέρα της δικής Του δικαιοσύνης δε θ' αργήσει να έρθει, Ζοφρουά. Έκανες την πιο ευγενή πράξη που θα μπορούσε να κάνει άνθρωπος. Υπηρέτησες τον Θεό. Άσε εδώ αυτό το ατελές σώμα και μην κοιτάς πίσω σου. Απόψε η ψυχή σου θ' απελευθερωθεί». «Ευλογημένος να 'σαι, Ζακ», είπε ο Ντε Σαρνί. «Ήταν τιμή μου που υπηρέτησα μαζί σου». Καθώς οι Γάλλοι στρατιώτες έσπρωχναν τον Ντε Μολέ στον πάσσαλο, εκείνος γύρισε και τους κοίταξε. «Τώρα δεν είμαι πια απειλή για εσάς», τους είπε με έμφαση. «Λύστε τα χέρια μου για να μπορέσω να προσευχηθώ τις τελευταίες στιγμές μου». Οι φρουροί, διστακτικά, έκοψαν τα σκοινιά απ' τους καρπούς του ηλικιωμένου άντρα, αλλά χρησιμοποίησαν βαριές αλυσίδες για να δέσουν το κορμί του στον πάσσαλο. Τα ξύλα που σώριασαν γύρω από τον Ντε Μολέ ήταν ακόμα νωπά. Με ρητή διαταγή του βασιλιά Φιλίππου, ο θάνατος του έπρεπε να παραταθεί χρησιμοποιώντας σιγανή φωτιά. Κοιτώντας πάνω απ' τον ώμο του, ο Ντε Μολέ ευχαρίστησε για τελευταία φορά τον Ντε Σαρνί, που ήταν αλυσοδεμένος στον πάσσαλο πίσω του. Τη στιγμή που άναψε η πυρά, άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της Παναγίας των Παρισίων. Η θερμότητα έφτασε στις πατούσες και στα πόδια του ηλικιωμένου άντρα. Μετά, οι φλόγες άρχισαν σιγά σιγά να ψήνουν το κάτω μέρος του κορμιού του. Όταν η φωτιά δυνάμωσε, η σάρκα του πυρακτώθηκε σχηματίζοντας κόκκινες φουσκάλες και τα πόδια του μαύρισαν. Η φωτιά φούντωσε και ο Ντε Μολέ ούρλιαξε ψυχορραγώντας όταν οι φλόγες άρχισαν να γλείφουν το πάνω μέρος των ποδιών του. Μόνο αμυδρά μπορούσε ν' ακούσει τις κραυγές του Ντε Σαρνί. Πλέκοντας τα δάχτυλά του, τίναξε τα χέρια του προς τον ουρανό και ούρλιαξε:
«Είθε να βρει συμφορά αυτούς που μας καταδίκασαν άδικα! Είθε ο Θεός να πάρει εκδίκηση για εμάς και να ρίξει αυτούς τους ανθρώπους στην Κόλαση!» Καθώς οι φλόγες κατάτρωγαν το σώμα του, ο Ντε Μολέ ένιωσε το πνεύμα του ν' ανυψώνεται. Η πυρά καταβρόχθισε το Μεγάλο Μάγιστρο των Ναΐτών. Η σορός του έγινε ένας λαμπρός πυρσός κάτω από το νυχτερινό ουρανό.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΡΩΜΗ
Ανοίγοντας την εξώπορτα του γουστόζικου σπιτιού του με θέα στο περιποιημένο πάρκο της Βίλα Μποργκέζε, ο Τζιοβάνι Μπερσέι, ξυπόλυτος και φορώντας τη ρόμπα του, βγήκε στο σκαλί της εισόδου και πήρε το πρωινό φύλλο της II Messaggero. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να φωτίζει το βαθύ μπλε του ουρανού πάνω από τις γειτονικές στέγες, και τα φώτα στις κολόνες του άδειου δρόμου έριχναν ακόμα ένα ζεστό αντιφέγγισμα. Αυτή ήταν η αγαπημένη του ώρα της ημέρας. Γυρίζοντας για να ξαναμπεί μέσα, σταμάτησε κι έριξε μια ματιά στο σιδερένιο κιγκλίδωμα που κρεμόταν ακόμα ελεύθερο -ξεκολλημένο από τα στηρίγματά του- στη γυψομαρμάρινη πρόσοψη του σπιτιού του. Η Καρμέλα τον κυνηγούσε να το φτιάξει εδώ και τρεις βδομάδες. Σήμερα θα το κάνω, υποσχέθηκε στον εαυτό του. Έκλεισε την πόρτα και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα. Η καφετιέρα, που λειτουργούσε ευσυνείδητα με χρονοδιακόπτη, ήταν ήδη γεμάτη. Γέμισε ένα φλιτζάνι και κάθισε για κάμποσο ν' απολαύσει την ησυχία. Κρατώντας με τις δύο παλάμες του τη βαριά πορσελάνινη κούπα, ήπιε αργά το μαύρο καφέ απολαμβάνοντας την έντονη, πλούσια γεύση του. Τι ήταν αυτό που έλεγαν για ένα φλιτζάνι εξαιρετικού καφέ; Θα μπορούσε να ορκιστεί ότι δεν υπήρχε καλύτερο ελιξίριο. Τη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου καλά. Στο μυαλό του στριφογύριζε διαρκώς η οστεοθήκη, ο σκελετός και το απί-
στευτο σύμβολο που συνόδευε τα αρχαία ευρήματα. Ένιωθε ένοχος και τρωτός από την πιθανότητα και μόνο να είχε αγγίξει τα λείψανα του Ιησού Χριστού κι αναζητούσε μια εξήγηση. Ο Μπερσέι ήταν ένας καθολικός που ασκούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα - ένας άνθρωπος που πίστευε στην καλύτερη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ. Πήγαινε στην εκκλησία κάθε Κυριακή και προσευχόταν συχνά. Και τώρα, αργότερα σήμερα το πρωί, το Βατικανό θα του ζητούσε να εξηγήσει τα ευρήματάτου. Πώς μπορούσε να εξηγήσει αυτά που είχε δει τις προηγούμενες μέρες; Ξύνοντας τα γκρίζα, αξύριστα γένια στο σαγόνι του, φόρεσε τα γυαλιά του κι άρχισε να διαβάζει στα πεταχτά την πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Ένας τίτλος κάτω κάτω έγραφε: ΕΞΟΡΓΙΣΜΕΝΟΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΕΒΡΑΙΟΙ ΑΠΟ ΦΗΜΕΣ ΓΙΑ ΚΛΟΠΗ ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΤΟΥ ΝΑΟΥ. Αγνοώντας τον, πήγε κατευθείαν στα παράξενα της εφημερίδας. Κατόπιν, σαν να το ξανασκέφτηκε, γύρισε πάλι στην πρώτη σελίδα. Παρόλο που οι εφημερίδες παρουσίαζαν συχνά μεγαλοποιημένα ακόμα και τα πιο επουσιώδη πολιτικά προβλήματα των Αγίων Τόπων, τις τελευταίες μέρες είχε παρατηρήσει ότι σχετικά άρθρα κυριαρχούσαν στους τίτλους περισσότερο απ' ό,τι συνήθως. Ίσως όλες οι συζητήσεις στο εργαστήριο γύρω από την αρχαία Ιουδαία, τον Πόντιο Πιλάτο και τη Σταύρωση να τον έκαναν να διαβάσει αυτό το άρθρο πιο προσεκτικά. Η φωτογραφία που συνόδευε το κομμάτι έδειχνε Ισραηλινούς στρατιώτες και αστυνομικούς να προσπαθούν να συγκρατήσουν επιθετικούς διαδηλωτές έξω από το φημισμένο Τείχος των Δακρύων - το Δυτικό Τείχος του Όρους του Ναού. Ο Μπερσέι διάβασε την ειδησεογραφική ανταπόκριση. Μετά τις βιαιοπραγίες της Παρασκευής οτο Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, μουσουλμάνοι αξιωματούχοι πιέζουν την ισραηλινή κυβέρνηση να ανακοινώσει λεπτομερή στοιχεία για τη μυστηριώδη έκρηξη που προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο χώρο. Εβραίοι κάτοικοι της περιοχής ζητούν επιτακτικά απαντήσεις όσον αφορά το λόγο για τον οποίο σκοτώθηκαν δεκατρείς στρατιώτες της Ισραηλινής Δύναμης Άμυνας κατά τη
διάρκεια των πυροβολισμών που ανταλλάχθηκαν λίγο μετά την έκρηξη. Μέχρι τώρα, οι Αρχές έχουν επιβεβαιώσει μόνον ότι ένα ισραηλινό στρατιωτικό ελικόπτερο χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά αυτών που υποτίθεται ότι επιτέθηκαν στο χώρο...
«Αυτό δεν είναι καλό», μουρμούρισε. ...Πολλοί ασκούν κριτική στους Ισραηλινούς αξιωματούχους επειδή αγνοούν τις φήμες ότι το επεισόδιο είχε σχέση με θρησκευτικά τεχνουργήματα που εκλάπησαν από το χώρο.
«Θρησκευτικά τεχνουργήματα;» «Τι είπες, αγάπη μου;» Η Καρμέλα εμφανίστηκε στην πόρτα φορώντας μια ρόμπα σε αχνό μπλε χρώμα πάνω από τις μεταξωτές πιτζάμες της. Έσκυψε και τον φίλησε στο κεφάλι προτού πάει στο ντουλάπι να πάρει μια κούπα, σέρνοντας τις χνουδωτές ροζ παντόφλες της πάνω στα πλακάκια του δαπέδου. «Τίποτε... Απλώς διάβαζα για όλη αυτή την αναταραχή στο Ισραήλ». «Ποτέ δε θα τα βρουν», του είπε βάζοντας καφέ στην αγαπημένη της κούπα, που έμοιαζε με κεφάλι ελέφαντα και που η καμπυλωτή προβοσκίδα του ήταν το χερούλι της. «Όλοι θέλουν απλώς να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο». Έστρεψε πάλι την προσοχή του στην εφημερίδα. Το άρθρο έλεγε παρακάτω ότι, γι' άλλη μια φορά, το ζητούμενο ήταν η επίτευξη μιας πιο ουσιαστικής και με μεγαλύτερη διάρκεια συμφωνίας ειρήνης μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. «Θα γυρίσεις νωρίς απόψε;» «Μάλλον», απάντησε χαμένος στις σκέψεις του. Η Καρμέλα του κατέβασε την εφημερίδα για να του τραβήξει την προσοχή. «Ήλπιζα ότι θα μπορούσες να με πας σ' αυτό το καινούριο μπιστρό που μας έλεγαν ο Κλαούντιο και η Άννα-Μαρία τις προάλλες». «Φυσικά, γλυκιά μου. Πολύ καλή ιδέα. Θα κάνεις μια κράτηση για τις οκτώ;»
«Ίσως, προτού φύγουμε, βρεις λίγο χρόνο για να φτιάξεις αυτό το κιγκλίδωμα». «Θα δω τι μπορώ να κάνω», αποκρίθηκε ο Μπερσέι χαμογελώντας. «Πάω πάνω να κάνω ένα ντους». Πίνοντας γουλιά γουλιά τον καφέ της, έφυγε σέρνοντας τα πόδια της. Ο Μπερσέι ξαναγύρισε στο άρθρο στο σημείο όπου είχε σταματήσει. Ξαφνικά ένιωσε σαν να του 'χαν δώσει γροθιά στο στομάχι. Κατάματα τον κοίταζε η τρισδιάστατη εικόνα ενός άντρα -φτιαγμένη από υπολογιστή- που του φαινόταν εξαιρετικά οικείος. Κοιτάζοντας τη λεζάντα κάτω από την τρισδιάστατη εικόνα, διάβασε δυνατά το κείμενο: «Ο ύποπτος φημολογείται ότι είναι λευκός άντρας ύψους 1,80 και βάρους περίπου 88 κιλών. Οι Αρχές δηλώνουν ότι ταξίδευε με ψεύτικη ταυτότητα, ως Ντανιέλ Μαρόν, και αναζητούν πληροφορίες για το μέρος όπου πιθανώς βρίσκεται». Ξαφνικά τα πάντα άρχισαν να κινούνται σε αργή κίνηση. Ακούμπησε βαριά στην πλάτη της καρέκλας του. Η μόνη πιθανή εξήγηση ήταν ότι το Βατικανό είχε εμπλακεί με κάποιον τρόπο σ' αυτό που συνέβαινε στο Ισραήλ. Αλλά κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ή μήπως όχι; Ο Μπερσέι προσπάθησε να σκεφτεί πότε συνέβη κάθε γεγονός τις προηγούμενες ημέρες. Σύμφωνα με την ειδησεογραφική ανταπόκριση, η κλοπή στην Ιερουσαλήμ συνέβη την περασμένη Παρασκευή. Μία βδομάδα πριν. Τόσο ο ίδιος όσο και η Σάρλοτ έφτασαν στο Βατικανό λίγο αργότερα. Εκείνη είχε φτάσει αεροπορικώς στη Ρώμη την Κυριακή το απόγευμα. Εκείνος είχε φτάσει τη Δευτέρα το πρωί, λίγο προτού ο πατήρ Ντόνοβαν και ο Σαλβατόρε Κόντε επιστρέψουν με το μυστηριώδες κιβώτιο. Φυσικά. Φέρνοντας στο νου του τα αποτυπώματα από ύφασμα στην πατίνα της οστεοθήκης, δεν υποπτευόταν πλέον μια απρόσεκτη απόσπαση. Υποπτευόταν μια βιαστική απόσπαση. Μια κλοπή; Θυμήθηκε την έκφραση του πατέρα Ντόνοβαν όταν άνοιξε
το κιβώτιο - ανυπομονησία... αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στο βλέμμα του. Η ετικέτα αποστολής της Eurostar πάνω στο κιβώτιο ήταν ακόμα εντυπωμένη στο νου του. Το Μπάρι, η τελευταία κατοικία του Αγίου Νικολάου - ένα τουριστικό μέρος που έσφυζε από ζωή στην ανατολική ακτή της Ιταλίας, στην Αδριατική, και συνδεόταν απευθείας μέσω θαλάσσης με τη Μεσόγειο... και με το Ισραήλ. Το Μπάρι βρισκόταν πεντακόσια χιλιόμετρα μακριά από τη Ρώμη - ίσως λιγότερο από πέντε ώρες με το τρένο, υπέθεσε. Αλλά θα απείχε τουλάχιστον δυο χιλιάδες χιλιόμετρα από το Ισραήλ. Ήταν απαραίτητο ένα εξαιρετικά γρήγορο πλοίο για κάτι τέτοιο, σκέφτηκε. Ταξιδεύοντας όμως, με ταχύτητα είκοσι κόμβων -λίγο περισσότερο από τριάντα επτά χιλιόμετρα την ώραίσως ήταν εφικτό σε δύο μέρες. Με συντηρητικούς υπολογισμούς, αν χρειάστηκαν δυόμισι μέρες στη θάλασσα κι άλλη μισή ημέρα να διασχίσουν κάθετα την Ιταλία, η αποστολή με πλοίο ταίριαζε άνετα σ' αυτό το χρονοδιάγραμμα. Ξανακοίταξε το άρθρο στην εφημερίδα. Σκοτώθηκαν δεκατρείς Ισραηλινοί. Οι κλέφτες ήταν έμπειροι και δεν άφησαν σημαντικά στοιχεία πίσω τους. Θα μπορούσε όντως το Βατικανό να τα βγάλει πέρα με μια τέτοια επιχείρηση; Τι ήταν όμως αυτό για το ισραηλινό ελικόπτερο που είχε χρησιμοποιηθεί στην κλοπή; Δε φαινόταν λογικό. Σίγουρα ο πατήρ Ντόνοβαν -ένας κληρικός, για όνομα του Θεού!- δε θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο. Αλλά ο Σαλβατόρε Κόντε... Ξανακοίταξε την τρισδιάστατη εικόνα κι ένιωσε μόνο φόβο. Ο Μπερσέι σκέφτηκε και μια άλλη θεωρία. Μήπως το Βατικανό είχε αγοράσει την οστεοθήκη απ' αυτόν που την έκλεψε και μπλέχτηκε άθελά του στο περιστατικό; Ακόμα κι έτσι, αυτό θα μπορούσε ν' αποδειχθεί πολύ προβληματικό για το Βατικανό. Θα μπορούσαν να τους εμπλέξουν ως συνεργούς μέσα σ' αυτό το χάος. Έ ν α πράγμα ήταν βέβαιο: Είτε έτσι είτε αλλιώς, αυτά τα λείψανα που βρίσκονταν στο υπόγειο του Βατικανού είχαν αποκτηθεί με πολύ ύποπτο τρόπο. Προβληματίστηκε έντονα για το πώς θα χειριζόταν όλο αυτό
το ζήτημα. Έπρεπε να το συζητήσει με τη Σάρλοτ; Ή μήπως έπρεπε ν' απευθυνθεί στις Αρχές; Δεν μπορείς να ισχυριστείς εξωφρενικά πράγματα χωρίς επαρκείς αποδείξεις, είπε στον εαυτό του. Ακουμπώντας κάτω την εφημερίδα, ο Τζιοβάνι πήγε στο τηλέφωνο και ζήτησε από την τηλεφωνήτρια να τον συνδέσει με τον τοπικό υποσταθμό των Καραμπινιέρων - την αστυνομική δύναμη της Ιταλίας που περιπολούσε στους δρόμους της Ρώμης με αυτόματα οπλοπολυβόλα, λες και η πόλη βρισκόταν διαρκώς υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου. Έ ν α ς νεαρός άντρας σήκωσε το τηλέφωνο και ο Τζιοβάνι ζήτησε να μιλήσει με τον αξιωματικό υπηρεσίας. Ύστερα από μερικές σύντομες ερωτήσεις, ο νεαρός άντρας τον πληροφόρησε ότι θα έπρεπε να μιλήσει με τον αστυνόμο Αρμάντο Περάρντι, που δε θα ερχόταν στο γραφείο νωρίτερα από τις εννιάμισι. «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να με συνδέσετε με τον τηλεφωνητή του;» ζήτησε ο Τζιοβάνι στα ιταλικά. Ακούστηκε ένα κλικ κι η γραμμή παρέμεινε βουβή για λίγα δευτερόλεπτα. Κατόπιν ακούστηκε ο κατσούφικος χαιρετισμός του αστυνόμου Περάρντι. Ο Τζιοβάνι περίμενε το χαρακτηριστικό ήχο και μετά άφησε ένα σύντομο μήνυμα, ζητώντας του μια συνάντηση αργότερα το ίδιο πρωί για να συζητήσουν μια πιθανή σχέση των Ιταλών με την κλοπή στην Ιερουσαλήμ. Άφησε τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου. Προς το παρόν δεν ανέφερε καθόλου το Βατικανό. Αυτό θα περιέπλεκε απλώς τα πράγματα, αφού το Βατικανό αποτελούσε ξεχωριστό κράτος. Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, ο Μπερσέι ανέβηκε πάνω βιαστικά για να ντυθεί. Έπρεπε να κινηθεί γρήγορα.
Ο Τζιοβάνι άφησε τη βέσπα του στο χώρο στάθμευσης του προσωπικού έξω από το Μουσείο του Βατικανού και μπήκε γρήγορα μέσα από τη βοηθητική πίσω πόρτα της Χριστιανικής Αίθουσας Εκθέσεων. 'Οταν οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν στο διάδρομο του υπογείου, ένιωσε να τον κατακλύζει ένα κύμα πανικού. Έλπιζε να μην είχε αποφασίσει κανείς άλλος να πιάσει δουλειά
νωρίς σήμερα το πρωί. Κοίταξε το ρολόι του - επτά και τριάντα δύο. Αυτό που χρειαζόταν να κάνει έπρεπε να το κάνει μόνος του. Τη Σάρλοτ Χενεσί δεν μπορούσε να την μπλέξει. Στο κάτω κάτω, ίσως έκανε λάθος. Βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα, ο διάδρομος του φάνηκε σαν να 'χε ζωντανέψει ξαφνικά, σαν ο ίδιος να ήταν ο Ιωνάς που τον είχε καταπιεί η φάλαινα. Προχώρησε αθόρυβα προς το εργαστήριο και χρησιμοποίησε την ηλεκτρονική κάρτα του για να ξεκλειδώσει την πόρτα. Αφού κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε εμφανιστεί κανένας στο διάδρομο, μπήκε γρήγορα μέσα και πήγε κατευθείαν στον πάγκο εργασίας. Τα καρφιά και τα νομίσματα ήταν πάνω στο δίσκο. Δίπλα τους βρισκόταν το τελευταίο από τα μυστήρια της οστεοθήκης - ο κύλινδρος με την περγαμηνή. Κάτι σ' αυτόν του προκαλούσε ταραχή. Αν ήταν σωστό το κακό προαίσθημα που είχε για όλα αυτά, στο μέλλον δε θα 'χε την ευκαιρία να τη διαβάσει. Και, για κάποιο λόγο, ήταν πεπεισμένος ότι περιείχε αποφασιστικής σημασίας στοιχεία για την προέλευση των λειψάνων. Η προσεκτική μελέτη της οστεοθήκης και των άλλων αρχαίων ευρημάτων που υπήρχαν στο εσωτερικό της δεν του άφησε σχεδόν καμία αμφιβολία ότι προέρχονταν από το Ισραήλ. Η πέτρα και η πατίνα ήταν χαρακτηριστικά εκείνης της περιοχής. Κοίταξε το σκελετό που ήταν απλωμένος πάνω στον πάγκο εργασίας - τα οστά επιβεβαίωναν επίσης την προέλευση των ευρημάτων. Οι σταυρώσεις ήταν κοινή πρακτική στην Ιουδαία κατά τον Ιο αιώνα. Περιεργάστηκε την οστεοθήκη για μια τελευταία φορά και χάιδεψε με τα δάχτυλά του το ανάγλυφο που συμβόλιζε τον Χριστό κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου του χριστιανισμού - αυτό ακριβώς που είχε κάμψει και τις τελευταίες αμφιβολίες του. Ό λ α τα στοιχεία ήταν επιβαρυντικά κι έδειχναν το Βατικανό. Ο Μπερσέι κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν τα είχε συσχετίσει νωρίτερα. Τα πάντα όμως έμοιαζαν τόσο υπέροχα. Σήκωσε τον κύλινδρο από το δίσκο κι αφαίρεσε το ξεκολ-
λημένο καπάκι. Μετά τον χτύπησε ελαφρά για να βγει η περγαμηνή. Καθώς την ξετύλιγε απαλά, η καρδιά του σφυροκοπούσε. Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο, θα μπορούσε να ορκιστεί πως ένιωθε αόρατα μάτια να τον διαπερνούν. Τον βασάνιζαν ερωτήσεις. Πώς μπορούσε μια τόσο σπουδαία ανακάλυψη να είχε παραμείνει μυστική για τόσο καιρό; Αν τα οστά ήταν πραγματικά του Ιησού - ή ακόμα και κάποιου άλλου της εποχής του-, γιατί δεν υπήρχε σχετική βιβλιογραφία; Και, ανεξάρτητα από την ταυτότητα αυτού του άντρα, πώς το Βατικανό ανακάλυψε τώρα αυτό το μυστικό, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα; Συγκεντρώθηκε πάλι σ' αυτό που έπρεπε να κάνει. Ισιώνοντας απαλά την περγαμηνή, ο Μπερσέι ένιωσε να ξεσπούν μέσα του αντικρουόμενα συναισθήματα. Ήταν πεπεισμένος ότι αυτό το αρχαίο έγγραφο μπορεί να του παρείχε το τελικό στοιχείο - πιθανόν να επιβεβαίωνε ή να διέψευδε την αληθινή ταυτότητα του νεκρού. Ό π ω ς ακριβώς τα οστά και τα άλλα αρχαία ευρήματα, ο Μπερσέι διαπίστωσε αμέσως ότι αυτή η περγαμηνή από δέρμα μοσχαριού ήταν θαυμάσια διατηρημένη. Υπήρχαν αναρίθμητες πιθανότητες για το τι θα μπορούσε να περιέχει αυτό το έγγραφο. Την τελευταία βούληση του αποθανόντος; Μια τελευταία προσευχή που την έκλεισαν μέσα στο φέρετρο εκείνοι που έθαψαν το σώμα; Μπορεί και κάποιο διάταγμα που θα εξηγούσε γιατί σταυρώθηκε αυτός ο άντρας. Τα δάχτυλά του έτρεμαν ανεξέλεγκτα όταν σήκωσε ψηλά την περγαμηνή. Περιείχε ευδιάκριτο κείμενο γραμμένο με κάποιο είδος μελανιού. Κοιτάζοντάς το πιο προσεκτικά, είδε ότι ήταν κοινή ελληνική, η διάλεκτος που πολλές φορές αναφερόταν ως «ελληνική της Καινής Διαθήκης» και ήταν η ανεπίσημη γλώσσα που χρησιμοποιούνταν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 4ο αιώνα. Το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι ο συγγραφέας είχε καλή μόρφωση - ίσως ήταν Ρωμαίος. Κάτω από το κείμενο υπήρχε ένα πολύ αναλυτικό σχέδιο που του φάνηκε εξαιρετικά οικείο.
Καθώς διάβαζε το αρχαίο κείμενο -που ήταν σαφές και σύντομο- άρχισε να υποχωρεί η υπερβολική έντασή του και, για μια στιγμή, χαλάρωσε. Στρέφοντας πάλι την προσοχή του στο σχέδιο της περγαμηνής, ο ανθρωπολόγος, για άλλη μια φορά, ένιωσε ότι κάποτε είχε ξαναδεί αυτή την αναπαράσταση. Το μέτωπο του ζάρωσε καθώς το κοίταζε προσηλωμένος. Σκέψου. Σκέψου. Τότε ξαφνικά το θυμήθηκε. Το πρόσωπο του Μπερσέι έχασε το χρώμα του. Φυσικά! Σίγουρα είχε ξαναδεί αυτή την αναπαράσταση, και το μέρος που απεικόνιζε βρισκόταν λίγα μόνο χιλιόμετρα μακριά, στα περίχωρα της Ρώμης, βαθιά κάτω από την πόλη. Αμέσως συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να πάει εκεί μόλις τελείωνε μ' όσα είχε να κάνει εδώ. Πήγε βιαστικά στο φωτοτυπικό μηχάνημα που βρισκόταν στη γωνία του δωματίου και με γρήγορες κινήσεις ίσιωσε την περγαμηνή πάνω στη γυάλινη επιφάνεια, έκλεισε το καπάκι κι έβγαλε ένα αντίγραφο. Ξανάβαλε την περγαμηνή μέσα στον κύλινδρο και τον τοποθέτησε δίπλα στα άλλα ευρήματα. Στη συνέχεια δίπλωσε το αντίγραφο και το έβαλε στην τσέπη του. Καθώς αναζητούσε συγκεντρωμένος στοιχεία για να στηρίξει τον ισχυρισμό του ενάντια στο Βατικανό, άρχισε να ξαναγίνεται παρανοϊκός όσον αφορά τη δική του ασφάλεια. Χρειαζόταν όμως πληροφορίες που θα μπορούσαν να τις χρησιμοποιήσουν οι Καραμπινιέροι για να ερευνήσουν την υπόθεση. Με τεντωμένα νεύρα, ο Μπερσέι συνέδεσε το φορητό υπολογιστή του με το τερματικό του υπολογιστή στο εργαστήριο κι άρχισε ν' αντιγράφει αρχεία στο σκληρό του δίσκο -το ολοκληρωμένο προφίλ του σκελετού, φωτογραφίες της οστεοθήκης και των άλλων ευρημάτων, τα αποτελέσματα της χρονολόγησης με άνθρακα- τα πάντα. Κοίταξε πάλι το ρολόι του - επτά και σαράντα έξι. Ο διαθέσιμος χρόνος τελείωνε. Όταν αντέγραψε και το τελευταίο αρχείο, έκλεισε το φορητό υπολογιστή του και τον ξανάβαλε στην τσάντα μεταφοράς.
Αν έπαιρνε οτιδήποτε άλλο, θα φαινόταν εξαιρετικά ύποπτο. «Γεια σου, Τζιοβάνι», του φώναξε μια γνωστή φωνή. Γύρισε απότομα. Η Σάρλοτ. Δεν την είχε καν ακούσει να μπαίνει. Καθώς πέρασε από δίπλα του, πρόσεξε ότι εκείνος φαινόταν χάλια. «Όλα εντάξει;» Δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. «Νωρίς ήρθες». «Δεν κοιμήθηκα καλά. Πηγαίνεις πουθενά;» Φαίνεται απίστευτα νευρικός, σκέφτηκε η Σάρλοτ. «Πρέπει να πάω σ' ένα ραντεβού». «Θα επιστρέψεις για τη συνάντηση, έτσι δεν είναι;» Κοντοστάθηκε και κρέμασε την τσάντα στον ώμο του. «Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι σίγουρος. Συνέβη κάτι σημαντικό». «Πιο σημαντικό από την παρουσίαση μας;» Απέφυγε το βλέμμα της. «Κάτι δεν πάει καλά, Τζιοβάνι. Πες μου τι είναι». Σαν ν' άκουγε φωνές, χτένισε με το βλέμμα του τους τοίχους γύρω. «Όχι εδώ», της είπε. «Έλα μαζί μου έξω και θα σου εξηγήσω». Ο Μπερσέι άνοιξε την πόρτα κι έριξε μια ματιά στο διάδρομο. Δεν υπήρχε κανένας. Της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Βγήκε έξω αθόρυβα και η Σάρλοτ τον ακολούθησε κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Στο προχειροφτιαγμένο δωμάτιο παρακολούθησης, ο Σαλβατόρε Κόντε καθόταν εντελώς ακίνητος ώσπου να σταματήσουν ν' ακούγονται τα βήματα στο διάδρομο. Μετά άρπαξε απ' τη βάση του το ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Σαντέλι απάντησε με το δεύτερο κουδούνισμα κι ο Κόντε κατάλαβε από την ασταθή φωνή του ότι ο ηλικιωμένος άντρας κοιμόταν.
«Έχουμε μεγάλο πρόβλημα εδώ κάτω». Ο καρδινάλιος κατάλαβε τι επρόκειτο να του πει. Ξερόβηξε για να καθαρίσει τη φωνή του. «Το ανακάλυψαν;» «Μόνον ο Μπερσέι. Κι αυτή τη στιγμή βγαίνει απ' την πόρτα έχοντας μαζί του αντίγραφα από τα πάντα για να τα πάει στην αστυνομία». «Εξαιρετικά θλιβερό». Ο Σαντέλι έκανε μια μικρή παύση κι αναστέναξε. «Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις».
Ο Μπερσέι δεν είπε λέξη ώσπου ν' απομακρυνθούν από το μουσείο. Προχωρούσε προς την παρκαρισμένη βέσπα του και η Σάρλοτ τον ακολουθούσε με γρήγορα βήματα για να μην απομακρυνθεί. «Νομίζω ότι το Βατικανό είναι μπλεγμένο σε κάτι κακό», της είπε σιγανά. «Κάτι που σχετίζεται με την οστεοθήκη». «Τι εννοείς;» «Είναι πάρα πολλά για να σου τα εξηγήσω τώρα και ούτε καν ξέρω αν έχω δίκιο». Αφού έβαλε το φορητό υπολογιστή στη βαλίτσα της βέσπας, φόρεσε το κράνος του. «Δίκιο για ποιο πράγμα;» Είχε αρχίσει να την τρομάζει. «Καλύτερα να μη σου πω. Πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη σ' αυτό το θέμα. Θα είσαι ασφαλής εδώ, μην ανησυχείς». «Τζιοβάνι, σε παρακαλώ». Ανεβαίνοντας στη βέσπα του, έβαλε το κλειδί στη μίζα κι άναψε τη μηχανή. Τον άρπαξε σφιχτά από το μπράτσο. «Δε θα πας πουθενά», του είπε σκεπάζοντας με τη φωνή της το απαλό γουργουρητό της μηχανής, «αν πρώτα δε μου πεις τι εννοείς». Αναστενάζοντας δυνατά, ο Μπερσέι την κοίταξε με βλέμμα γεμάτο ανησυχία.
«Νομίζω ότι η οστεοθήκη κλάπηκε. Μπορεί να έχει σχέση με την κλοπή στην Ιερουσαλήμ που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς. Υπάρχει κάποιος που πρέπει να του μιλήσω για όσα βρήκαμε». Για μια στιγμή, η Σάρλοτ δεν είπε τίποτα. «Είσαι βέβαιος γι' αυτό; Ακούγεται κάπως υπερβολικό, δε νομίζεις;» «Όχι. Δεν είμαι βέβαιος. Γι' αυτό προσπαθώ να μη σε μπλέξω. Το ξέρω ότι υπογράψαμε συμφωνητικά εχεμύθειας. Αν κάνω λάθος, αυτό μπορεί να μην έχει ευνοϊκή κατάληξη για μένα. Δε θέλω να παρασύρω κι εσένα». «Μπορώ να κάνω κάτι για να σε βοηθήσω;» Ο Μπερσέι τινάχτηκε φοβισμένος νομίζοντας ότι είδε κάποιον να κοιτάζει προς τα έξω από το σκοτεινό τζάμι της πόρτας του μουσείου. «Προσποιήσου απλώς ότι δεν κάναμε αυτή την κουβέντα. Ελπίζω να κάνω λάθος για τα πάντα». Κοίταξε το χέρι της. «Σε παρακαλώ, άσε με να φύγω». Χαλάρωσε τη λαβή της. «Πρόσεχε». «Θα προσέχω». Η Σάρλοτ παρακολούθησε με το βλέμμα της τον Μπερσέι καθώς έστριβε στη γωνία του κτιρίου.
Όταν άνοιξαν οι πόρτες του ανελκυστήρα, η Σάρλοτ κοντοστάθηκε προτού βγει στο διάδρομο του υπογείου. Προχώρησε διπλώνοντας τα χέρια της στο στήθος της και προσπαθώντας να διώξει μια ξαφνική ανατριχίλα. Δεν είναι δυνατόν το Βατικανό να είναι αναμειγμένο σε μια κλοπή, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της. Αλλά πάλι, γιατί συνεργαζόταν μ' έναν μπράβο σαν τον Σαλβατόρε Κόντε; Ή τ α ν πασιφανές ότι εκείνος θα μπορούσε να γίνει βίαιος, όπως θα μπορούσε να επιδείξει και οποιαδήποτε άλλη κακή συμπεριφορά. Κι αν ο Τζιοβάνι είχε δίκιο; Τι θα έκαναν τότε; Στο μέσο του διαδρόμου πρόσεξε ότι μία από τις βαριές μεταλλικές πόρτες ήταν ελαφρώς ανοιχτή. Προηγουμένως δεν
ήταν - αυτό ήταν σίγουρο. Μέχρι τώρα, όλες οι πόρτες εδώ κάτω ήταν κλειστές - πιθανόν και κλειδωμένες. Ή τ α ν και κάποιος άλλος εδώ κάτω μαζί τους; Γεμάτη περιέργεια πήγε προς την πόρτα και τη χτύπησε. «Παρακαλώ... Είναι κανείς μέσα;» Καμία απάντηση. Δοκίμασε πάλι. Τίποτε. Άπλωσε το αριστερό χέρι της κι έσπρωξε την πόρτα, που άνοιξε απαλά πάνω στους καλολαδωμένους μεντεσέδες της. Αυτό που είδε μέσα την παραξένεψε. Μπαίνοντας στο μικροσκοπικό δωμάτιο, που ήταν γεμάτο με άδεια ράφια, βρέθηκε μπροστά σ' ένα πολύ ασυνήθιστο πάγκο εργασίας, όπου παρατάσσονταν μια σειρά από οθόνες, ένας υπολογιστής κι ένα ζευγάρι ακουστικά. Το βλέμμα της ακολούθησε μια δέσμη καλωδίων που έβγαιναν από τον υπολογιστή, ανέβαιναν στον τοίχο κι εξαφανίζονταν σε μια σκοτεινή τρύπα στο ταβάνι, όπου είχε αφαιρεθεί ένα ορθογώνιο κομμάτι. Το σύστημα βρισκόταν στην αναμονή. Η προστασία της οθόνης έδειχνε γυμνές γυναίκες σε διάφορες πορνογραφικές στάσεις. Συναρπαστικό! Κάθισε στην καρέκλα που υπήρχε μπροστά από τις συσκευές και προσπάθησε να καταλάβει ποια χρησιμότητα είχαν όλα αυτά. Ήταν προφανές ότι τα πάντα είχαν στηθεί βιαστικά, γιατί το δωμάτιο θύμιζε ντουλάπα - όχι γραφείο. Τελικά, δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό και πάτησε ένα πλήκτρο στο πληκτρολόγιο. Οι οθόνες τρεμόπαιξαν κι ακούστηκε ένα βουητό, καθώς η προστασία της οθόνης εξαφανίστηκε κι ο υπολογιστής ξεκίνησε. Δευτερόλεπτα αργότερα ενεργοποιήθηκε πιθανότατα το τελευταίο πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε. Η Σάρλοτ χρειάστηκε ένα δευτερόλεπτο για να συνδυάσει το κολάζ των βιντεοσκοπημένων, γνώριμων καταστάσεων που έβλεπε μπροστά στα μάτια της. Σε ένα από τα κουτάκια στα οποία είχε χωριστεί η οθόνη, μια καμαριέρα καθάριζε ένα μικρό δωμάτιο. Το στομάχι της Σάρλοτ παρέλυσε όταν είδε δίπλα στο
κρεβάτι τις βαλίτσες της - μια κόκκινη ορθογώνια χειραποσκευή και μια ταιριαστή τσάντα μεταφοράς ρούχων. Η καμαριέρα μπήκε στο μπάνιο που προβαλλόταν σε πραγματικό χρόνο σε μια άλλη βιντεοσκόπηση. Τα γνωστά της είδη προσωπικής υγιεινής βρίσκονταν στη σειρά πάνω στο ράφι των καλλυντικών και δίπλα υπήρχε το μεγάλο μπουκάλι με τις βιταμίνες. «Ο Κόντε», είπε έξαλλη και τρομαγμένη απ' αυτό που έβλεπε. «Αυτός ο βρομοδιεστραμμένος». Κοίταξε και μερικές άλλες βιντεοσκοπήσεις που μετέδιδαν εικόνες από το εργαστήριο και το δωματιάκι του καφέ - ζωντανή αναμετάδοση, κρίνοντας από τις ώρες και τις ημερομηνίες που φαίνονταν στο κάτω μέρος κάθε βιντεοσκόπησης. Τους έβλεπε και τους άκουγε διαρκώς. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι ο Τζιοβάνι είχε δίκιο.
Στο Μυστικό Αρχειοφυλακείο, ο πατήρ Ντόνοβαν τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ephemeris Conlusio δίπλα στο έγγραφο που βρισκόταν μέσα σε μια κλειστή πλαστική θήκη κι είχε αριθμό αναφοράς Archivum Arcis, Arm. D 217 -«Περγαμηνή Σινόν»- και έκλεισε την πόρτα. Ακούστηκε ένα απαλό σφύριγμα καθώς η αεραντλία κενού ρουφούσε όλο τον αέρα απ' το χώρο. Μυστικά. Στον Ντόνοβαν δεν ήταν άγνωστα. Ίσως γι' αυτό ένιωθε τόσο δεμένος με τα βιβλία και τη μοναξιά. Ίσως αυτό το αρχειοφυλακείο να καθρέφτιζε την ψυχή του, σκέφτηκε. Πολλοί που τους έλκυε ο καθολικός κλήρος απέδιδαν την απόφασή τους σε κάποια κλήση - πιθανόν σε κάποια ιδιαίτερη εγγύτητα με τον Θεό. Ο Ντόνοβαν είχε στραφεί στην Εκκλησία για έναν πιο ρεαλιστικό λόγο - την επιβίωση. Είχε μεγαλώσει στο Μπέλφαστ τις πολυτάραχες δεκαετίες του '60 και του '70, όταν πια στη Βόρεια Ιρλανδία είχε κορυφωθεί η βία ανάμεσα στους εθνικιστές καθολικούς, που ήθελαν ανεξαρτησία από τη βρετανική κυριαρχία, και στους ενωτικούς προτεστάντες, που ήταν πιστοί στο Στέμμα. Το 1969 είδε το σπίτι του και δεκάδες άλλα σπίτια γύρω απ' αυτό να γίνονται στάχτες από εξεγερμένους καθεστωτικούς. Θυμόταν επίσης πολύ ζωντανά τις βόμβες του IRA για αντίποινα. Έ ν α συνηθισμένο συμβάν - χίλιες τριακόσιες βόμβες μόνο το 1972 με νεκρούς εκατοντάδες πολίτες.
Στα δεκαπέντε, ο ίδιος και οι φίλοι του δελεάστηκαν και μπήκαν σε μια συμμορία ανηλίκων που έκανε θελήματα για τον IRA. Έπαιζαν το ρόλο «των ματιών και των αφτιών» του κινήματος. Σε μια εξαιρετική περίσταση, του ζήτησαν να πετάξει ένα δέμα στην πρόσοψη ενός μαγαζιού που ανήκε σε προτεστάντη. Αν και τότε δεν το ήξερε, η τσάντα περιείχε στην πραγματικότητα μια βόμβα. Στην έκρηξη που ακολούθησε, και που ισοπέδωσε το κτίριο, δε σκοτώθηκε ευτυχώς κανένας, και ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει τη σύλληψη. Ωστόσο, η μοιραία βραδιά που άλλαξε τη ζωή του Ντόνοβαν για πάντα ήταν όταν έκλεινε τα δεκαεπτά. Έπινε σε μια παμπ της γειτονιάς του με τους δύο καλύτερούς του φίλους, τον Σον και τον Μάικλ. Είχαν ξεκινήσει μια λεκτική αντιπαράθεση με μια παρέα μεθυσμένων προτεσταντών. Μία ώρα αργότερα, η παρέα του Ντόνοβαν έφυγε, αλλά οι προτεστάντες -που ήταν πέντε- τους ακολούθησαν έξω και συνέχισαν τις ανοησίες. Δε χρειάστηκε πολύ για ν' αρχίσουν να πέφτουν μπουνιές. Παρόλο που ήταν εξοικειωμένος με τις συμπλοκές στους δρόμους, ο Ντόνοβαν -με το λεπτό αλλά νευρώδη σκελετό του και τα γρήγορα χέρια του- δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τους δύο άντρες που του όρμησαν. Ο ένας από τους δύο προτεστάντες τον ακινητοποίησε στο έδαφος κι ο άλλος άρχισε να τον χτυπάει στο σώμα, και έμοιαζε σαν να σκόπευε να συνεχίσει να τον χτυπάει μέχρι θανάτου. Ήταν δύσκολο να ξεχάσει την απωθημένη μανία που τον πλημμύρισε όταν θυμήθηκε τα αποκαΐδια του σπιτιού του - και τότε αντέδρασε ενστικτωδώς. Πάλεψε και σηκώθηκε όρθιος, άνοιξε μ' ένα τίναγμα το σουγιά του και τον βύθισε στο στομάχι εκείνου που τον είχε ακινητοποιήσει στο έδαφος. Ο άντρας έπεσε στο πεζοδρόμιο και προσπαθούσε τρομοκρατημένος να σταματήσει το αίμα που ανάβλυζε από την κοιλιά του. Βλέποντας τη μανία στα πύρινα μάτια του Ντόνοβαν, ο δεύτερος άντρας έκανε πίσω. Ο Ντόνοβαν γύρισε ζαλισμένος και είδε τον Σον. Βουτηγμένος στο αίμα και χωρίς δόντια, είχε κι εκείνος ρίξει κάτω έναν άντρα με το δικό του μαχαίρι. Οι υπόλοιποι
προτεστάντες στέκονταν παγωμένοι καθώς οι καθολικοί το έβαζαν στα πόδια. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε γίνει. Θυμόταν τον τρόμο που ένιωσε την άλλη μέρα όταν οι εφημερίδες και η τηλεόραση ανέφεραν ότι ένας ντόπιος προτεστάντης είχε μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου. Παρόλο που δεν ήταν σίγουρο ποιος από τους δυο πεσμένους προτεστάντες είχε δεχτεί το μοιραίο χτύπημα, ο Ντόνοβαν αποδέχτηκε γρήγορα το γεγονός ότι έπρεπε να φύγει από το Μπέλφαστ προτού γίνει το επόμενο θύμα. Το ιεροδιδασκαλείοτού πρόσφερε ένα ασφαλές καταφύγιο από τους δρόμους, δίνοντάς του την ελπίδα ότι ο Θεός θα τον συγχωρούσε για τα φριχτά πράγματα που είχε κάνει. Ωστόσο, δεν περνούσε ούτε μία μέρα χωρίς να βλέπει τις κηλίδες από αίμα στα χέρια του. Παρά το παρελθόν του, ήταν πάντα καλός σπουδαστής και η μοναξιά του κλήρου είχε αναζωπυρώσει το πάθος του για το διάβασμα. Βρήκε γαλήνη στην Ιστορία και στις Γραφές. Βρήκε καθοδήγηση. Βλέποντας την ασυνήθιστη αφοσίωσή του στη μάθηση, η επισκοπή του Δουβλίνου τον χρηματοδότησε σ' όλη τη διάρκεια των μακροχρόνιων πανεπιστημιακών σπουδών του. Ίσως η εμμονή του με τα βιβλία τον είχε σώσει, σκεφτόταν ο Ντόνοβαν. Τώρα, ένα βιβλίο πάλι έμοιαζε ν' απειλεί όλα όσα θεωρούσε ιερά. Ο ίδιος ο θεσμός που τον είχε προστατεύσει δεχόταν επίθεση. Κάρφωσε για λίγο το βλέμμα του, πίσω από το γυάλινο χώρισμα, στο Ephemeris Conlusio - το χαμένο χειρόγραφο που είχε πυροδοτήσει τα αποφασιστικής σημασίας γεγονότα που οδήγησαν στην κλοπή στην Ιερουσαλήμ. Δυσκολευόταν να συνειδητοποιήσει ότι μόνο δύο βδομάδες πριν είχε παρουσιάσει την απίστευτη ανακάλυψη στον υπουργό Εξωτερικών του Βατικανού. Θυμόταν πεντακάθαρα τη συνάντησή του με τον Σαντέλι, σαν να 'παίζε μια ταινία στη μνήμη του.
«Δε συμβαίνει συχνά να μου ζητούν επείγουσα συνάντηση από τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού». Ο καρδινάλιος Σαντέλι είχε ακουμπήσει τα χέρια του πάνω στο γραφείο του. Καθισμένος απέναντι του, ο πατήρ Ντόνοβαν κρατούσε σφιχτά το δερμάτινο σακίδιο του. «Συγγνώμη που σας ειδοποίησα την τελευταία στιγμή, Εξοχότατε. Αλλά ελπίζω να συμφωνήσετε κι εσείς ότι ο λόγος για τον οποίο ήθελα να σας δω καθιστά αναγκαία την άμεση προσοχή σας... και δικαιολογεί γιατί επέλεξα να μην εμπλέξω τον καρδινάλιο Τζιανκόμε». Ο Βιντσέντζο Τζιανκόμε, ο Cardinale Archivista & Bibliotecario, ήταν ο άμεσος προϊστάμενος του Ντόνοβαν και κατείχε τη θέση του ανώτατου επόπτη του Μυστικού Αρχειοφυλακείου του Βατικανού. Ή τ α ν επίσης ο άνθρωπος που είχε καταθέσει προς συζήτηση τη θερμή παράκληση του Ντόνοβαν ν' αποκτήσουν το Ευαγγέλιο του Ιούδα. Έτσι, έπειτα από πολλή σκέψη, ο Ντόνοβαν είχε πάρει την ανορθόδοξη απόφαση να μην εμπλέξει τον Τζιανκόμε σ' αυτό το θέμα - μια ριψοκίνδυνη κίνηση που μπορεί ν' αποδεικνυόταν ζημιογόνα και να του κόστιζε την καριέρα του. Αλλά ήταν βέβαιος ότι αυτό που επρόκειτο ν' αποκαλύψει στον Σαντέλι συνδεόταν άμεσα με θέματα εθνικής ασφάλειας - δεν ήταν απλώς έγγραφα που θα τα κρατούσαν φυλαγμένα. Επιπλέον, ο μυστηριώδης άντρας που του τηλεφώνησε είχε επιλέξει ειδικά εκείνον γι' αυτή τη δουλειά και δεν υπήρχε χρόνος για καθυστερήσεις ή για γραφειοκρατικές εσωτερικές έριδες. «Τι είναι;» ρώτησε βαριεστημένα ο Σαντέλι. Ο Ντόνοβαν δεν ήταν σίγουρος από πού ακριβώς έπρεπε ν' αρχίσει. «Θυμάστε πριν από μερικά χρόνια που ανακαλύψαμε την περγαμηνή Σινόν στο Μυστικό Αρχειοφυλακείο;» «Την απαλλαγή των Ναϊτών ιπποτών από τις κατηγορίες τους, που είχε εκδώσει μυστικά ο Κλήμης;» «Σωστά. Ή ρ θ α σ' εσάς έχοντας κι άλλα έγγραφα που περιγράφουν λεπτομερώς τη μυστική συνάντηση του Κλήμη του Ε' με τον Ζακ ντε Μολέ, το Μέγα Μάγιστρο των Ναϊτών». Ο Ντόνοβαν κατάπιε με δυσκολία. «Η αφήγηση του πάπα
ανέφερε συγκεκριμένα ένα χειρόγραφο που ονομαζόταν Ephemeris Conlusio, το οποίο υποτίθεται ότι περιείχε πληροφορίες για τα κρυμμένα λείψανα των Ναϊτών». «Μια προσπάθεια αποκατάστασης του Τάγματος των Ναϊτών», τον διέκοψε ο Σαντέλι. «Και μάλλον χοντροκομμένη, θα έλεγα». «Αλλά θα συμφωνήσετε, νομίζω, πως το παζάρι που έκανε ο Ντε Μολέ θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα πειστικό για ν' αθωώσει ο Κλήμης τους Ναΐτες, παρά το γεγονός ότι είχε διατάξει τη διάλυσή τους». «Ήταν μια επινόηση. Ο Ζακ ντε Μολέ δεν του έδειξε ποτέ κανένα βιβλίο». «Σύμφωνοι». Ο Ντόνοβαν έψαξε μέσα στο σακίδιο του κι έβγαλε ένα βιβλίο. «Γιατί δεν το είχε ποτέ στα χέρια του». Ο Σαντέλι στριφογύρισε στην καρέκλα του. «Τι έχεις εκεί;» «Το Ephemeris Conlusio». Ο Σαντέλι σάστισε. Επρόκειτο για έναν από εκείνους τους θρύλους που ήλπιζε πάντα να είναι απλώς αποκύημα της φαντασίας. Δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε με τα πιο σκοτεινά μυστικά του Βατικανού. Ήθελε να πιστέψει ότι ο βιβλιοθηκάριος έκανε λάθος, αλλά το γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα του Ντόνοβαν επιβεβαίωνε τους χειρότερους φόβους του. «Δεν υπονοείς ότι...» «Ναι», απάντησε εκείνος όλο σιγουριά. «Αφήστε με να σας εξηγήσω». Ο Ντόνοβαν διηγήθηκε την ιστορία της φυλάκισης του Ζακ ντε Μολέ, τη μυστική συζήτηση που είχε με τον Κλήμη, τη δίκη του στο Παρίσι μπροστά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων και, τέλος, την εκτέλεσή του στο Ιλ ντε Ζαβιό. «Φαίνεται ότι η κατάρα του την ώρα που πέθαινε έπιασε», του εξήγησε ο Ντόνοβαν. «Ο πάπας Κλήμης ο Ε' πέθανε ένα μήνα αργότερα και, απ' ό,τι λένε πολλές αφηγήσεις, έπασχε από σοβαρή δυσεντερία - ένας τρομερός θάνατος. Επτά μήνες αργότερα, ο βασιλιάς Φίλιππος ο Δ' πέθανε μυστηριωδώς καθώς κυνηγούσε. Μάρτυρες αποδίδουν το γεγονός σε κάποια προϋπάρχουσα ασθένεια που του προκάλεσε ακατάσχετη
αιμορραγία και τον οδήγησε στο θάνατο. Πολλοί θεώρησαν ότι οι Ναΐτες ιππότες πήραν την εκδίκησή τους». Ο Σαντέλι φάνηκε τρομαγμένος. «Δηλητηριάστηκε δηλαδή;» «Πιθανόν». Ο Ντόνοβαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Εν τω μεταξύ, οι μουσουλμάνοι είχαν καταλάβει πάλι τους Αγίους Τόπους. Οι ευρωπαϊκές χώρες και η Εκκλησία δεν είχαν τα χρήματα που χρειάζονταν για να οργανώσουν κι άλλες σταυροφορίες και να τους ξανακερδίσουν. Τα έγγραφα του πάπα Κλήμη και η περγαμηνή Σινόν μάζευαν σκόνη στο Μυστικό Αρχειοφυλακείο, καθώς το παπικό κονκλάβιο προσηλώθηκε σ' ένα διετή αγώνα αποκατάστασης του χρεοκοπημένου παπισμού. Αυτό το βιβλίο -το Ephemeris Conlusio- ξεθώριασε στη μνήμη κι έγινε ιστορία», του εξήγησε ο Ντόνοβαν. «Ώσπου έλαβα ένα τηλεφώνημα αυτή τη βδομάδα»: Ο Ντόνοβαν διηγήθηκε περιληπτικά τη συζήτηση που είχε με το μυστηριώδη άγνωστο που του τηλεφώνησε. Ύστερα περιέγραψε τη δοσοληψία με τον απεσταλμένο του άντρα στο Καφέ Γκρέκο. Ο Σαντέλι άκουγε προσεκτικά, έχοντας καλύψει με το χέρι του το στόμα του. Όταν τελείωσε ο Ντόνοβαν, περίμενε την αντίδραση του καρδινάλιου. «Το διάβασες;» Ο Ντόνοβαν έγνεψε καταφατικά. Ως έφορος του Αρχειοφυλακείου ήταν πολύγλωσσος - ήξερε αρχαία αραμαΐκά και γνώριζε τέλεια αρχαία ελληνικά και λατινικά. «Τι λέει;» «Πολλά ανησυχητικά πράγματα. Αυτό καθαυτό το βιβλίο δεν είναι στην ουσία έγγραφο των Ναϊτών. Είναι ένα ημερολόγιο που έγραψε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία». «Δε σε καταλαβαίνω, Πάτρικ». «Αυτές οι σελίδες εξιστορούν με χρονολογική σειρά πολλά γεγονότα που αφορούν την αποστολή του Χριστού. Υπάρχουν περιγραφές θαυμάτων από αυτόπτες μάρτυρες, όπως στην περίπτωση της θεραπείας του χωλού και των λεπρών. Υπάρχουν αναφορές στη διδασκαλία του και στα ταξίδια του με τους μαθητές του - τα πάντα βρίσκονται εδώ. Στην πραγματικότητα, αφότου εξέτασα τη γλώσσα, πείστηκα ότι είναι το βιβλίο πηγή».
Εδώ και καιρό, οι ιστορικοί της Βίβλου υποστήριζαν τη θεωρία ότι μια κοινή πηγή είχε επηρεάσει τα συνοπτικά - ή «με ενιαία θεώρηση»- ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά, αφού και οι τρεις ανέφεραν την ιστορία του Ιησού με την ίδια σειρά και με το ίδιο ύφος γραφής. Τα συνοπτικά ευαγγέλια -που θεωρείται ότι γράφτηκαν μεταξύ 60 και 70 μετά Χριστόν- έφεραν το καθένα το όνομα ενός αληθινού μαθητή, ο οποίος λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για το έργο, παρόλο που οι αληθινοί συγγραφείς είναι στην πραγματικότητα άγνωστοι. Ο Σαντέλι αναθάρρησε προς στιγμή, αλλά αντιλήφθηκε ότι ο πατήρ Ντόνοβαν εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος. «Σ' αυτό το βιβλίο, όμως, υπάρχουν πολύ περισσότερα», τον πληροφόρησε ο Ντόνοβαν. «Περιγράφει τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη και στη σταύρωση του Ιησού. Το μεγαλύτερο μέρος της διήγησης του Ιωσήφ συμφωνεί με τα συνοπτικά ευαγγέλια... με μερικές ασήμαντες διαφορές. Σύμφωνα με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, ο ίδιος διαπραγματεύτηκε μυστικά με τον Πόντιο Πιλάτο για να κατεβάσει τον Χριστό απ' το σταυρό, με αντάλλαγμα ένα σημαντικό ποσό». «Δωροδοκία;» «Ναι. Έ ν α συμπλήρωμα πιθανόν στη φτωχική σύνταξη από τη Ρώμη». Ο Ντόνοβαν πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκεντρώθηκε. «Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, το σώμα του Ιησού ετοιμάστηκε για την ταφή στην οικογενειακή κρύπτη του Ιωσήφ». «Προτού συνεχίσεις, πρέπει να σε ρωτήσω κάτι. Αυτό το κειμήλιο των Ναϊτών... το βιβλίο. Είναι αυθεντικό;» «Έστειλα για χρονολόγηση το χειρόγραφο σε περγαμηνή, το δέρμα και το μελάνι. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι από τον Ιο αιώνα. Αλλά αυτό το βιβλίο δεν είναι το κειμήλιο που άφησε να εννοηθεί ο Ζακ ντε Μολέ. Είναι απλώς ένας τρόπος για να βρεθεί ο αληθινός θησαυρός που εκείνος ανέφερε». Ο Σαντέλι τον κοίταζε επίμονα. «Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία περιγράφει παραστατικά και
με λεπτομέρειες τα ταφικά τελετουργικά που έγιναν για τον Ιησού. Πώς έπλυναν το σώμα, πώς το τύλιξαν με μπαχαρικά και λινά υφάσματα και, μετά, πώς το έδεσαν. Πάνω στα μάτια του τοποθέτησαν νομίσματα». Η φωνή του Ντόνοβαν χαμήλωσε μια οκτάβα. «Το βιβλίο υποστηρίζει ότι το σώμα παρέμεινε στον τάφο του Ιωσήφ... για δώδεκα μήνες». «Για ένα χρόνο;» Ο Σαντέλι ήταν εμβρόντητος. «Πάτρικ, μήπως αυτό είναι ένα ακόμα χειρόγραφο των Γνωστικών;» Στο παρελθόν, ο Ντόνοβαν συνήθιζε να τον ενημερώνει για πολλά κείμενα γραμμένα πριν απ' τη Βίβλο που παρουσίαζαν τον Ιησού εντελώς διαφορετικά - ήταν μια προσπάθεια των πρώτων θρησκευτικών ηγετών να πείσουν τους ειδωλολάτρες να υιοθετήσουν τη χριστιανική πίστη. Πολλές απ' αυτές τις ιστορίες ήταν εξωφρενικά παραφουσκωμένες, γεμάτες φιλοσοφικές ερμηνείες των διδασκαλιών του Ιησού. «Σύμφωνα με τον Ιωσήφ -τον άνθρωπο στον οποίο ανέθεσαν να θάψει τον Ιησού-, δεν έγινε ποτέ ανάσταση του σώματος. Βλέπετε...» Δεν υπήρχε κάποιος διακριτικός τρόπος για να πει αυτό που έπρεπε να πει. Κοίταξε τον καρδινάλιο στα μάτια: «Ο Χριστός πέθανε σαν θνητός». Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Σαντέλι άκουγε αυτό το επιχείρημα. «Μα τα έχουμε ξαναπεί όλ' αυτά - έτσι ισχυρίζονταν οι πρώτοι χριστιανοί, που θεωρούσαν την ανάσταση πνευματική και όχι σωματική». Έκανε μια απορριπτική χειρονομία προς την κατεύθυνση του βιβλίου. «Αυτό το Ephemeris Conlusio αντικρούει ξεκάθαρα τις Γραφές. Χαίρομαι που το βρήκες. Πρέπει να βεβαιωθούμε ότι δε θα πέσει σε λάθος χέρια. Δε χρειάζεται ν' αρχίσει κάποιος εχθρός της Εκκλησίας να τρέχει στα μέσα ενημέρωσης». «Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι' αυτό». Ο Σαντέλι κοίταζε σιωπηλός, καθοίς ο Ντόνοβαν έβγαλε έναν τυλιγμένο κίτρινο πάπυρο, τον οποίο άπλωσε στο γραφείο. Ο καρδινάλιος έγειρε μπροστά. «Τι είναι αυτό;» «Ένα τοπογραφικό σχέδιο - ένα είδος χάρτη, καλύτερα». Ο Σαντέλι έκανε μια γκριμάτσα.
«Εμένα πάντως δε μου φαίνεται τοπογραφικό. Θα μπορούσε να το 'χει ζωγραφίσει ένα παιδί». Το μη προοπτικό στυλ που είχε χρησιμοποιηθεί για να σχεδιαστεί η παράσταση ήταν απλοϊκό, ο Ντόνοβαν συμφωνούσε. Αλλά τα τρισδιάστατα σχέδια δε χρησιμοποιούνταν μέχρι την εποχή της Αναγέννησης και δεν επρόκειτο να καθίσει τώρα να το εξηγήσει αυτό στον Σαντέλι. «Αν και δεν είναι λεπτομερές, μπορούμε να δούμε κάποια πράγματα ζωτικής σημασίας», του εξήγησε ο Ντόνοβαν. Του έδειξε την επιμήκη ορθογώνια βάση. «Αυτό είναι το Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ». Στη συνέχεια, του έδειξε την αναπαράσταση που ήταν σχεδιασμένη πάνω της. «Αυτός είναι ο εβραϊκός ναός που χτίστηκε από το βασιλιά Ηρώδη κι αργότερα καταστράφηκε από τους Ρωμαίους, το 70 μετά Χριστόν. Όπως ξέρετε, εκεί βρίσκεται τώρα το τέμενος του Θόλου του Βράχου». Ο Σαντέλι σήκωσε απότομα το βλέμμα του. «Το Όρος του Ναού;» «Ναι», του είπε ο Ντόνοβαν. «Έτσι ζωγράφισε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία το Όρος του Ναού το 30, την εποχή δηλαδή που ζούσε ο Χριστός». Ο Ντόνοβαν του εξήγησε ότι το σύγγραμμα του Ιιοσήφ περιέγραφε με λεπτομέρειες πώς ήταν ο ναός - τον ορθογώνιο περίβολο του και την ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου, τις αποθή-
κες του για λάδι και ξύλα, τις γούρνες με το νερό που χρησιμοποιούνταν για την καθαγίαση των θυσιαστήριων προσφορών και τους σωρούς με ξύλα για το ψήσιμο των ιερών ζώων κατά τη διάρκεια του εβραϊκού Πάσχα. Του είπε ότι ο Ιωσήφ είχε σημειώσει το ιερό όριο του ναού, πέρα από το οποίο οι μη εβραίοι δεν επιτρεπόταν να περάσουν - μια εξωτερική περίμετρο με κάγκελα, το «Κελί». Στη συνέχεια, περιέγραφε το ρωμαϊκό φρούριο που βρισκόταν δίπλα στο Όρος του Ναού - το μέρος όπου μετέφεραν τον Ιησού για να δικαστεί ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου. «Αυτό εδώ το σημείο όμως», ο Ντόνοβαν έδειξε ένα μικρό σκιασμένο τετράγωνο που ο Ιωσήφ είχε ζωγραφίσει κάτω από την εξέδρα, «είναι το πιο σημαντικό. Υποτίθεται ότι δείχνει τη θέση της κρύπτης του Ιησού. Στο κείμενο, ο Ιωσήφ δίνει συγκεκριμένα νούμερα για την απόσταση της κρύπτης από τα εξωτερικά τείχη του Όρους του Ναού». Ο Σαντέλι, για άλλη μια φορά, κάλυψε με το χέρι του το στόμα του. Για λίγα δευτερόλεπτα παρέμεινε εντελώς ακίνητος. Έ ξ ω από το παράθυρο, τα μαύρα σύννεφα που είχαν εμφανιστεί πραγματοποίησαν τελικά την απειλή τους. «Αφού πήρα το Ephemeris Conlusio», συνέχισε ο Ντόνοβαν, «μελέτησα αναλυτικά την τοποθεσία. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι η μυστική κρύπτη υπάρχει ακόμα. Πιστεύω ότι οι σταυροφόροι -οι Ναΐτες ιππότες, πιο συγκεκριμένα- ίσως ανακάλυψαν την κρύπτη και την ασφάλισαν». «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;» Ο Ντόνοβαν άπλωσε τα χέρια του πάνω στο γραφείο και, γυρίζοντας προσεκτικά τις σελίδες του αρχαίου κειμένου, σταμάτησε σε μια ομάδα σχεδίων. «Εξαιτίας αυτών». Ο καρδινάλιος δυσκολευόταν να αντιληφθεί αυτό που έμοιαζε με μια σειρά σχεδίων - το στυλ ζωγραφικής ήταν εξίσου άτεχνο. «Αυτά εδώ», συνέχισε ο Ντόνοβαν, «είναι τα κειμήλια που ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία έθαψε στην κρύπτη. Τα οστά, τα νομίσματα και τα καρφιά. Μαζί με την οστεοθήκη, φυσικά. Τα ίδια όμως αναφέρει και ο Ζακ ντε Μολέ».
Ο Σαντέλι ήταν αποσβολωμένος. Έπειτα από λίγο, το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στην εικόνα ενός δελφινιού τυλιγμένου γύρω από μια τρίαινα. «Τι σημαίνει αυτό το σύμβολο;» «Αυτό ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο είμαι βέβαιος ότι τα αντικείμενα είναι ακόμα ασφαλή». Ο Ντόνοβαν εξήγησε στον Σαντέλι τη σημασία του. Ο Σαντέλι έκανε το σταυρό του και το άφησε κάτω. «Αν αυτά τα κειμήλια είχαν κάποτε ανακαλυφθεί, είναι σίγουρο ότι θ' αναφέρονταν κάπου. Στην πραγματικότητα, αν είχαν ανακαλυφθεί, μάλλον δε θα καθόμαστε καν εδώ να κάνουμε αυτή τη συζήτηση». Ο Ντόνοβαν έβγαλε ένα ακόμα έγγραφο από το σακίδιο του. «Έπειτα υπάρχει κι αυτό το πρόσφατο άρθρο από την Jerusalem Post, που ο μυστηριώδης δωρητής μάς το έστειλε μαζί με το βιβλίο». Ο Σαντέλι το άρπαξε και διάβασε δυνατά την επικεφαλίδα της Post·. «Εβραίοι και μουσουλμάνοι αρχαιολόγοι πήραν εξουσιοδότηση για ανασκαφές στο Όρος του Ναού». Ο Ντόνοβαν άφησε τον Σαντέλι να συνειδητοποιήσει τι έγραφε το άρθρο και μετά μίλησε. «Αφού οι συμφωνίες ειρήνης των Ισραηλινών δεν επιτρέπουν ανασκαφές στην περιοχή, οι Ναΐτες ιππότες ήταν οι τελευταίοι που έσκαψαν στο Ό ρ ο ς του Ναού. Αλλά το 1996, το μουσουλμανικό συμβούλιο που επιβλέπει την περιοχή πήρε άδεια να καθαρίσει τα χαλάσματα από μια τεράστια αίθουσα κάτω από την εξέδρα - ένα χώρο που κάποτε χρησιμοποιούσαν οι Ναΐτες ως στάβλο και ο οποίος είχε παραμείνει εντελώς φραγμένος μετά την αποχώρησή τους, το 12ο αιώνα. Αυτός που μου παρέδωσε το βιβλίο ήταν Άραβας. Επομένως, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μουσουλμάνοι ανακάλυψαν το Ephemeris Conlusio κατά τη διάρκεια των ανασκαφών τους». «Γιατί, όμως, περίμεναν μέχρι τώρα για να το εμφανίσουν;» «Στην αρχή ήμουν κι εγώ καχύποπτος», παραδέχτηκε ο Ντόνοβαν. «Μετά, όμως, σκέφτηκα κάτι». Από το σακίδιο έβγαλε ένα σύγχρονο σχεδιάγραμμα - ένα δικό του σχεδιάγραμμα. Το τελευταίο τεκμήριο της παρουσίασης του. «Όταν ο χώρος κα-
θαρίστηκε, οι μουσουλμάνοι μετέτρεψαν την αίθουσα σ' αυτά που τώρα ονομάζεται τέμενος Μαργουάνι. Εδώ είναι μια κάτοψη του Όρους του Ναού από ψηλά, έτσι όπως είναι σήμερα. Χρησιμοποιώντας τις μετρήσεις του Ιωσήφ, υπολόγισα την ακριβή θέση της κρύπτης». Στο σχεδιάγραμμα, ο Ντόνοβαν είχε μετατρέψει τις αρχαίες ρωμαϊκές μονάδες μέτρησης, τα gradii -ένα gradus ισούται με σχεδόν τρία τέταρτα του μέτρου- στα σύγχρονα μετρικά ισοδύναμά τους. «Έχω σημειώσει με κόκκινο το χώρο που καταλαμβάνει τώρα το τέμενος Μαργουάνι, το οποίο βρίσκεται έντεκα περίπου μέτρα κάτω από την επιφάνεια της πλατείας». Το σχήμα του υπόγειου τζαμιού θύμιζε ραβδόγραμμα. Ο Σαντέλι κατάλαβε εκείνη τη στιγμή τι υπονοούσε ο Ντόνοβαν. «Θεέ μου, είναι ακριβώς δίπλα στη μυστική αίθουσα». «Η αίθουσα εφάπτεται με τον πίσω τοίχο του τζαμιού. Οι μουσουλμάνοι και οι εβραίοι αρχαιολόγοι υποπτεύονται ήδη ότι υπάρχουν αίθουσες κάτω από το Όρος του Ναού και σαρώνουν την επιφάνεια με συσκευές τελευταίας τεχνολογίας για να τις εντοπίσουν». Το πρόσωπο του Σαντέλι χλόμιασε. «Αυτό το μέρος, λοιπόν, θα το βρουν». «Θα είναι αδύνατον να τους διαφύγει», επιβεβαίωσε βλοσυρά ο Ντόνοβαν. «Αν τα κειμήλια που περιγράφονται στο Ephemeris Conlusio είναι πραγματικά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα σε λίγες βδομάδες να βγει στο φως το λείψανο του Χριστού. Γι' αυτόν το λόγο ήρθα σήμερα εδώ. Να σας ρωτήσω... Τι μπορούμε να κάνουμε;» «Πιστεύω ότι είναι απολύτως προφανές, Πάτρικ». Η φωνή του Σαντέλι ήταν κοφτή. «Πρέπει να πάρουμε αυτά τα κειμήλια που βρίσκονται κάτω από το Όρος του Ναού. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο χριστιανοί εμπιστεύονται τα ευαγγέλια του Ιησού Χριστού. Αν αποδιοργανωθεί η πίστη τους είναι σαν ν' αποδιοργανώνεται η κοινωνική τάξη. Έχουμε ένα πολύ ρεαλιστικό καθήκον εδώ. Δεν πρόκειται απλώς για ένα θεολογικό ζήτημα».
«Μα δεν υπάρχει διπλωματικός τρόπος να τα αποκτήσουμε», υπενθύμισε ο Ντόνοβαν στον καρδινάλιο. «Η πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ είναι εξαιρετικά περίπλοκη». «Ποιος μίλησε για διπλωματία;» Ο Σαντέλι άπλωσε το χέρι του στο σύστημα ενδοεπικοινωνίας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. «Πάτερ Μάρτιν; Στον κατάλογο μου με τα τηλέφωνα θα βρεις το νούμερο του Σαλβατόρε Κόντε. Κάλεσέ τον να έρθει αμέσως στο γραφείο μου».
Στρίβοντας από την πηγμένη στα αυτοκίνητα Βία Νομεντάνα στην είσοδο του πάρκου της Βίλα Τορλόνια, ο Τζιοβάνι Μπερσέι έκοψε ταχύτητα. Προχωρούσε σ' ένα στενό μονοπάτι για ποδήλατα και η μηχανή της βέσπας του γουργούριζε απαλά. Εδώ, κάτω από τους απλωτούς εγγλέζικους κήπους όπου πάρα πολλοί άνθρωποι γυμνάζονταν τρέχοντας και ποδηλάτες έκαναν την καθημερινή τους εξάσκηση, υπήρχε ένας λαβύρινθος με εβραϊκές κρύπτες. Είχε μήκος λίγο περισσότερο από εννέα χιλιόμετρα και σχημάτιζε αυτό που πρόσφατα είχε αποδειχθεί ότι ήταν οι παλαιότερες κατακόμβες της Ρώμης - το νεκροταφείο που στην αρχαία Ρώμη φρόντιζαν να βρίσκεται αρκετά έξω από τα τείχη της πόλης. Κάπου σ' αυτό το υπόγειο βασίλειο ο Μπερσέι ήταν βέβαιος ότι υπήρχε ένα κομμάτι ενός αρχαίου μυστικού που είχε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Αφού κοίταξε το ξεθωριασμένο νεοκλασικό κτίριο που είχε κάνει διάσημο αυτό το μέρος -τη μεγαλοπρεπή βίλα όπου έμενε κάποτε ο Μπενίτο Μουσολίνι-, έστριψε προς μια σειρά χαμηλών κτισμάτων που βρίσκονταν δίπλα από την πίσω αυλή του κτιρίου. Στους στάβλους που υπήρχαν εδώ, στις ανασκαφές του 1918 ανακαλύφθηκαν τυχαία οι πρώτες ταφικές αίθουσες. Έ ξ ω από την είσοδο των κατακομβών της Βίλα Τορλόνια, ο Μπερσέι έσβησε τη μηχανή και κατέβηκε από τη βέσπα του. Έβγαλε από το πίσω βαλιτσάκι της την τσάντα με το
φορητό υπολογιστή κι ένα δυνατό φακό, και έβαλε μέσα το κράνος του. Παρόλο που τα προηγούμενα σαράντα λεπτά είχε πέσει πάνω στην ώρα της κυκλοφοριακής αιχμής, ήταν ακόμα μόνο εννιά παρά δέκα. Ο χώρος μάλλον θα ήταν ακόμα κλειστός. Ο Μπερσέι δοκίμασε την πόρτα. Άνοιξε. Μέσα στον άφτιαχτο προθάλαμο, ένας ηλικιωμένος ξεναγός καθόταν πίσω από ένα γραφείο διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα του Κλάιβ Κάσλερ. Στο εξώφυλλο είχε μια μεγάλη βάρκα πιασμένη στην τεράστια δίνη μιας ρουφήχτρας. Τα θολά μάτια του ηλικιωμένου άντρα -που ήταν βαθιά χωμένα μέσα στις κόγχες τους- στράφηκαν προς το μέρος του μισόκλειστα πάνω από τα χοντρά γυαλιά του. Έ ν α χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του - ένα πρόσωπο τόσο γερασμένο και ιστορικά μπερδεμένο όσο η Βίλα του Μουσολίνι. «Ah, Signore Bersei», άφησε κάτω το βιβλίο κι άνοιξε τα χέρια του. «Come sta?» «Bene, grazie, Mario. Ε lei?» «Όλο και καλύτερα μέρα με τη μέρα», είπε καμαρωτά ο ηλικιωμένος άντρας με βαριά ιταλική προφορά. «Έχω καιρό να σας δω». «Ναι. Χαίρομαι που ξυπνάς νωρίς. Νόμιζα πως θα περίμενα απ' έξω για λίγο». «Τώρα με θέλουν εδώ από τις οκτώ. Για την περίπτωση που κάποιος θελήσει να κάνει λίγη δουλειά. Προσπαθούν να επιταχύνουν την αναστήλωση». Η Soprintendenza Archeologica diRoma δεν επέτρεπε ακόμα στους τουρίστες να μπουν στις εβραϊκές κατακόμβες, επειδή γίνονταν εντατικές προσπάθειες αναστήλωσης - ένα πρόγραμμα που κρατούσε πάνω από μία δεκαετία. Τα δηλητηριώδη αέρια που αναδύονταν ακόμα από τα βαθύτερα σημεία του υπόγειου λαβύρινθου με τις κρύπτες είχαν παρατείνει απλώς την καθυστέρηση. Ο Μπερσέι έδειξε το βιβλίο. «Βλέπω ότι δε χάνεις το χρόνο σου». Ο ξεναγός ανασήκωσε τους ώμους του. «Για να μη χάσω την επαφή με το διάβασμα. Δεν έχω ακού-
σει τίποτε ακόμα για το αν πρόκειται ν' ανοίξουμε σύντομα. Πρέπει λοιπόν να βρω τη δράση κάπου αλλού». Ο Μπερσέι γέλασε. «Τι σας ξαναφέρνει εδώ;» Ο ηλικιωμένος άντρας σηκώθηκε χώνοντας τα αδύναμα χέρια του στις τσέπες του. Το σώμα του Μάριο αποτελούνταν κυρίως από κόκαλα κι είχε καμπουριάσει υπερβολικά με τα χρόνια. Είχε περάσει κάμποσος καιρός από την τελευταία επίσκεψη του Μπερσέι. Δύο χρόνια, στην πραγματικότητα. Αυτό ήταν ένα μόνο από τα πάνω από εξήντα ρωμαϊκά νεκροταφεία που είχε μελετήσει για την παπική επιτροπή στα χρόνια που εργαζόταν γι' αυτούς. «Τα τελευταία αποτελέσματα της χρονολόγησης με άνθρακα μ' έκαναν να ξανασκεφτώ κάποιες από τις αρχικές μου υποθέσεις. Θέλω απλώς να κοιτάξω για άλλη μια φορά κάποια υπόγεια». Το ψέμα ήταν καλό. Πριν από λίγους μόνο μήνες, μια ομάδα αρχαιολόγων είχε χρονολογήσει με άνθρακα κάρβουνο και σκλήθρες ξύλου που ήταν χωμένα σε κάποια σημεία του γυψομάρμαρου της κρύπτης. Τα αποτελέσματα είχαν δείξει ότι ο χώρος χρονολογούνταν γύρω στο 50 προ Χριστού - πάνω από έναν αιώνα νωρίτερα από τις πρώτες χριστιανικές κατακόμβες της πόλης. Αυτή ήταν μια πολύ σημαντική ανακάλυψη και ισχυροποιούσε κάποιες παλαιότερες θεωρίες για την εβραϊκή επίδραση στα χριστιανικά ταφικά τελετουργικά. Αλλά το εκπληκτικό ήταν ότι, ανάμεσα στα ιουδαϊκά σχέδια, υπήρχαν και σύμβολα που συνδέονταν στενά με τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Αυτές οι αόριστες αναμνήσεις ξανάφεραν εδώ τον Μπερσέι. «Βλέπω ότι έχετε το δικό σας φακό». Ο ανθρωπολόγος τον σήκωσε ψηλά γεμάτος υπερηφάνεια. «Είμαι πάντα προετοιμασμένος. Χρειάζεσαι την κάρτα μου;» Ο Μπερσέι έβγαλε το πορτοφόλι του και το άνοιξε σε μια ταυτότητα που του παρείχε πλήρη πρόσβαση στις περισσότερες αρχαιολογικές τοποθεσίες της πόλης. Λίγοι ακαδημαϊκοί είχαν αποκτήσει τέτοιο κύρος.
Ο Μάριο του έκανε νόημα να την κρατήσει. «Θα γράψω το όνομά σας εδώ», του είπε δείχνοντάς του το ντοσιέ που βρισκόταν δίπλα του. «Είναι κανείς άλλος κάτω;» «Είναι όλο δικό σας». Για κάποιο λόγο, το γεγονός αυτό δεν του άρεσε. Χαμογέλασε ανήσυχος. Ο ξεναγός του έδωσε ένα φύλλο χαρτί. «Εδώ είναι ένας ενημερωμένος χάρτης». Ο Μπερσέι κοίταξε το αναθεωρημένο σχεδιάγραμμα με τις σήραγγες και τις αίθουσες. Τώρα ήταν ακόμα πιο φανερό ότι οι διάδρομοι είχαν ανοιχτεί τυχαία στους αιώνες που επεκτεινόταν ο χώρος. Η περίπλοκη απεικόνιση θύμιζε περισσότερο χαρακιές σ' ένα ραγισμένο κεραμικό σκεύος. Έ ν α ς ιστός αράχνης. «Δε θα μου πάρει πολύ. Θα σε πείραζε να σου την αφήσω εδώ για λίγο;» Σήκωσε ψηλά την τσάντα με το φορητό υπολογιστή του. «Κανένα πρόβλημα. Θα την κρατήσω πίσω απ' το γραφείο». Αφού του έδωσε την τσάντα, διέσχισε τον προθάλαμο, άναψε το φακό του, φωτίζοντας έτσι τα πέτρινα σκαλιά που βυθίζονταν στο απόλυτο σκοτάδι. Στη βάση των σκαλιών, ο Μπερσέι προσπάθησε να διώξει ένα ρίγος και κοντοστάθηκε για να προσαρμοστεί η αναπνοή του στον παγερό, υγρό αέρα - στις άσχημες συνθήκες που αποτελούσαν πρόκληση για την αναστήλωση. Ή τ α ν εντυπωσιακό που τόσες τοιχογραφίες και εγχαράξεις είχαν διατηρηθεί εδώ κάτω, σ' ένα ανελέητο περιβάλλον, που είχε καταστρέψει εντελώς τα νεκρά σώματα τα οποία καταλάμβαναν κάποτε τις χιλιάδες κόγχες. Στις ανασκαφές δε βρέθηκαν σχεδόν καθόλου οστά σ' αυτούς τους τάφους, τα περισσότερα είχαν κλαπεί αιώνες πριν από ασυνείδητους τσαρλατάνους που έβγαζαν χρήματα πουλώντας τα σαν λείψανα μαρτύρων και αγίων. Ειρωνεία, σκέφτηκε, καθώς ο χώρος είχε κατασκευαστεί σαν λαβύρινθος κυρίως για ν' αποφευχθούν οι λεηλασίες. Τα σώματα των νεκρών έπρεπε να προστατευτούν μέχρι την ανάσταση των νεκρών. Αν ερχόταν
η Δευτέρα Παρουσία, θα υπήρχαν πολλές απογοητευμένες ψυχές. Φώτισε με το φακό του ένα στενό διάδρομο -με πλάτος ούτε ένα μέτρο και ύψος λιγότερο από τρία μέτρα- που κατέληγε στο απόλυτο σκοτάδι λίγα μόνο μέτρα μπροστά του. Σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια πριν, οι Fassores, μια συντεχνία σκαπτών, είχαν σκαλίσει με τα χέρια τους αυτόν το λαβύρινθο των τάφων στο μαλακό ηφαιστειακό βράχο -τον τόφο- που αποτελούσε το υπόστρωμα της Ρώμης. Οι ταφικές κόγχες χώριζαν σε στρώματα τους τοίχους και στις δυο πλευρές. Στην αρχαιότητα, σαβάνωναν τα σώματα και τα τοποθετούσαν σ' αυτά τα ράφια για ν' αποσυντεθούν. Αυτή η τελετουργική σήψη της σάρκας - η απώλεια της υλικής υπόστασης- σε εξιλέωνε από τα γήινα αμαρτήματα. Τώρα όλες οι κόγχες ήταν άδειες. Αυτές οι υπόγειες γαλαρίες είχαν δημιουργηθεί σε στρώματα μέσα στη γη. Κάτω από το επίπεδο που βρισκόταν ο Μπερσέι υπήρχαν άλλα τρία επίπεδα με παρόμοιες σήραγγες. Η αίθουσα που κυρίως τον ενδιέφερε να δει βρισκόταν ευτυχώς στο πάνω επίπεδο της κατακόμβης. Η νεκρόπολη, σκέφτηκε. Η Πόλη των Νεκρών. Έκλεισε τη μύτη του για ν' αποφύγει τη μυρωδιά της μούχλας, ελπίζοντας να μην έχει επιστρέψει κανένας από τους μόνιμους κατοίκους της. Καταπίνοντας με δυσκολία, ο Τζιοβάνι Μπερσέι προχώρησε.
«Desidera qualcosa?» Ο Μάριο ακούμπησε κάτω το βιβλίο του για δεύτερη φορά και κοίταξε προσεκτικά το στιβαρό άντρα που στεκόταν μπροστά στο γραφείο του. Ο άντρας φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο Μάριο προσπάθησε στα αγγλικά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» Εκνευρισμένος από την τυπική διαδικασία, ο Κόντε δεν απάντησε. Ακολουθώντας μέχρι εδώ τον Μπερσέι, αναρωτιόταν τι στο διάβολο ήθελε ο επιστήμονας κι είχε στρίψει σ' αυτό το πάρκο. Όταν διάβασε τις επιγραφές που κρέμονταν πίσω από το γραφείο του ξεναγού, άρχισε να καταλαβαίνει
το λόγο. Εβραϊκές κατακόμβες; Το βλέμμα του έπεσε στην άλλη πόρτα, που οδηγούσε στη σκοτεινή σκάλα. Το πιο πιθανό ήταν να τη χρησιμοποιούσαν και σαν έξοδο. Καλό αυτό. «Δεν υπάρχουν φώτα;» ρώτησε ο Κόντε στα ιταλικά. «Χρειάζεστε φακό εκεί κάτω», του απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας. Καλό κι αυτό. «Αλλά η έκθεση δεν είναι ανοιχτή για το κοινό», συνέχισε ο ξεναγός, χαμογελώντας βεβιασμένα. «Αν δεν έχετε την κατάλληλη ταυτότητα, θα πρέπει να σας ζητήσω να φύγετε». Η εξουσία που ασκούν οι αδύναμοι. Ο Κόντε αγνόησε την παράκληση και κοίταξε το ντοσιέ πάνω στο γραφείο. Στο φύλλο εισόδου των επισκεπτών ήταν γραμμένο ένα μόνο όνομα, το μοναδικό όνομα που τον ενδιέφερε. Εκτός απ' το θήραμά του, ήταν φανερό ότι ο χώρος ήταν άδειος. Θα ήταν πιο εύκολο απ' ό,τι πίστευε. Γλίστρησε το αριστερό του χέρι στην τσέπη του παλτού του και τράβηξε ήρεμα μια μικρή σύριγγα. Καθώς η απειλητική μορφή έκανε τον κύκλο του γραφείου με τρία γρήγορα βήματα, ο Μάριο Μπενεντίτι άρχισε να συνειδητοποιεί τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν. Στριμωγμένος στη γωνία, ο ηλικιωμένος άντρας πάγωσε. «Θλιβερό», μουρμούρισε ο Κόντε. Τίναξε το δεξί του χέρι κι άρπαξε τον ξεναγό από το πίσω μέρος του λαιμού του. Ταυτόχρονα, σήκωσε γρήγορα το αριστερό του χέρι κι έμπηξε τη βελόνα βαθιά μέσα στο μυ του λαιμού, πιέζοντας το έμβολο ώστε να χυθεί το πυκνό διάλυμα Tubarine - ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται στις εγχειρήσεις καρδιάς για να την παραλύει. Χωρίς ποτέ να ξέρει πότε θα τη χρειαστεί, ο Κόντε κρατούσε πάντα μαζί του μια θανατηφόρα δόση. Όταν ο ηλικιωμένος άντρας σωριάστηκε στο δάπεδο, ο Σαλβατόρε Κόντε απομακρύνθηκε γρήγορα. Καθώς οι τοξίνες εισέβαλλαν στο αίμα του, ο Μάριο Μπενεντίτι άρπαξε το στήθος του -που το ένιωσε να σφίγγεταιμε δάχτυλα βαριά σαν μολύβι. Το πρόσωπο του παραμορφώθηκε απ' την αγωνία καθώς η καρδιά του σταματούσε να χτυπά,
σαν μία μηχανή που ζορίστηκε πάρα πολύ. Το σώμα του έκανε έναν τελευταίο σπασμό κι έμεινε ακίνητο. Ο Κόντε θαύμαζε πάντα την άμεση αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου. Όποιος έβρισκε τον ηλικιωμένο άντρα θα υπέθετε ότι είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Οποιαδήποτε νεκροψία θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. Επιδέξιο. Πολύ επιδέξιο. Αφού έκλεισε με το εσωτερικό πόμολο την πόρτα της εισόδου κι έβαλε στην τσέπη του την άδεια σύριγγα, ο Κόντε ψαχούλεψε τα συρτάρια του γραφείου για να βρει το φακό του ξεναγού. Πρόσεξε ότι η τσάντα του Μπερσέι με το φορητό υπολογιστή βρισκόταν παράμερα και σκέφτηκε ότι θα 'πρεπε να θυμηθεί να την πάρει καθώς θα έφευγε. Μετά τράβηξε από το πτώμα μια αρμαθιά κλειδιά. Από το εσωτερικό του παλτού του έβγαλε το Glock των εννέα χιλιοστών. Θα έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να μην πυροβολήσει τον Μπερσέι. Αν τον πυροβολούσε, δε θα 'ταν επιδέξιο, και δεν πήγαινε γυρεύοντας για μπερδέματα. Ανάβοντας το φακό, ο Κόντε προχώρησε στο σκοτάδι κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα.
Για δεκαπέντε λεπτά, ο Τζιοβάνι Μπερσέι προχωρούσε όλο και βαθύτερα στην κατακόμβη της Βίλα Τορλόνια, σταματώντας κάπου κάπου για να κοιτάξει το χάρτη. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει από την ψύχρα που του περόνιαξε τα κόκαλα, και η απόλυτη σιωπή εδώ κάτω του έσπαγε τ' αφτιά. Σε κάθε στροφή ένιωθε ότι γύρω του στροβιλιζόταν η μακρά κληρονομιά θανάτων της Ιστορίας. Δεν ήταν ακριβώς ιδανικές οι εργασιακές συνθήκες, σκέφτηκε. Χωρίς το διάγραμμα, θα ήταν αδύνατον να βρει το δρόμο του μέσα σ' αυτές τις ελικοειδείς σήραγγες. Οι αναρίθμητοι διάδρομοι -που οι περισσότεροι κατέληγαν σε αδιέξοδο- φαίνονταν ίδιοι και, καθώς βρισκόταν σε υπόγειο, δεν είχε την αίσθηση της κατεύθυνσης. Ο Μπερσέι δεν ήταν καθόλου κλειστοφοβικός κι είχε μπει σε πολλές υπόγειες σπηλιές αρκετά πιο τρομακτικές απ' αυτή. Αλλά ποτέ δεν ήταν μόνος του... σ' ένα γιγαντιαίο τάφο. Κρίνοντας από την κλίμακα ταυ χάρτη, υπολόγισε ότι πρέπει να είχε απομακρυνθεί κάτι λιγότερο από μισό χιλιόμετρο από την είσοδο. Το σημείο όπου κατευθυνόταν ήταν πια πολύ κοντά. Μπροστά του, ο αριστερός τοίχος έδωσε τη θέση του σε ένα μακρύ θολωτό διάδρομο - την είσοδο μιας αίθουσας που ονομαζόταν κοιτώνας. Ο Μπερσέι σταμάτησε και κοίταξε πάλι το χάρτη για να βεβαιωθεί ότι είχε βρει το δωμάτιο. Βάζο-
ντας στην τσέπη του το χάρτη, αναστέναξε βαθιά και προχώρησε στο χώρο που υπήρχε παραπέρα. Φωτίζοντας με το φακό του τους τοίχους, ερεύνησε την ευρύχωρη τετράγωνη αίθουσα, που ήταν λαξευμένη μέσα σε πορώδη τόφο. Εδώ δεν υπήρχαν ταφικές κόγχες, υπήρχαν απλώς χώροι εργασίας όπου ξάπλωναν κάποτε τα σώματα για να τα ετοιμάσουν για την ταφή. Σε μια γωνία υπήρχαν δύο αρχαίοι αμφορείς, οι οποίοι κάποτε πρέπει να περιείχαν αρωματικά έλαια και μπαχαρικά. Το δάπεδο ήταν στρωμένο με πλούσια διακοσμημένα πλακάκια, οι τοίχοι είχαν σοβατιστεί και ήταν καλυμμένοι με ιουδαϊκά σχέδια, κυρίως καντηλέρια και ρεαλιστικές απεικονίσεις του Δεύτερου Ναού και της Κιβωτού της Διαθήκης. Στο κέντρο της αίθουσας, ο Μπερσέι σήκωσε το κεφάλι του και φώτισε ψηλά με το φακό. Αν θυμόταν καλά, αυτό που ήθελε να δει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο βρισκόταν εδώ. Τη στιγμή που το βλέμμα του έπεσε στην εκπληκτική τοιχογραφία που κάλυπτε τον επιβλητικό θόλο, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα.
Ο Σαλβατόρε Κόντε έσβησε για μια στιγμή το φακό του και σταμάτησε για ν' ακούσει προσεκτικά την αντήχηση των μακρινών ήχων μέσα στον πέτρινο λαβύρινθο. Ένιωθε ασυνήθιστα άνετα στο σκοτάδι και το ότι βρέθηκε, για δεύτερη φορά σε μία βδομάδα, μέσα σ' έναν τάφο δεν είχε καμία επίδραση στην αποφασιστικότητά του. Χωρίς να ξέρει ότι τον καταδίωκαν, ο ανθρωπολόγος δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να καλύψει τον ήχο της τριβής των βημάτων του στο ανώμαλο δάπεδο της σήραγγας. Επιπλέον, η θέση του γινόταν ακόμα πιο δύσκολη επειδή σταματούσε μερικές φορές για να κοιτάξει το χάρτη. Ο Κόντε τώρα βρισκόταν κοντά. Πολύ κοντά. Ξεπρόβαλε το κεφάλι του από τη γωνία ενός τοίχου. Περίπου σαράντα μέτρα παρακάτω στο στενό πέρασμα, ένα αμυδρό φως διακρινόταν μέσα σ' ένα θολωτό άνοιγμα. Βάζοντας το χέρι του πίσω από την πλάτη του, έχωσε το
Glock μέσα στη ζώνη του. Κρατώντας σβηστό το φακό του, έβγαλε ήσυχα το παλτό και τα παπούτσια του και τ' ακούμπησε δίπλα στον τοίχο μαζί με το φακό. Ο Μινώταυρος άρχισε πάλι να κινείται.
Το βλέμμα του Τζιοβάνι Μπερσέι ήταν καρφωμένο στις αναπαραστάσεις που φαίνονταν σαν να αιωρούνταν από πάνω του.
Στο κέντρο υπήρχε ένα εβραϊκό καντηλέρι μέσα σε ομόκεντρους κύκλους, που θύμιζε ξαφνική δυνατή ηλιακή λάμψη στο κέντρο ενός μεγάλου ισοσκελούς σταυρού. Γύρω από το σταυρό υπήρχαν κληματαριές. Τα σκέλη του σταυρού είχαν κυκλικές απολήξεις που περιείχαν άλλα σύμβολα - σόφαρ, τα εκκλησιαστικά κόρνα που χρησιμοποιούνταν για να προαναγγείλουν το εβραϊκό Νέο Έτος, και έτρογκς, τα φρούτα που έμοιαζαν με λεμόνια και χρησιμοποιούνταν από τους εβραίους κατά τη διάρκεια του
Σουκότ, της εορτής της ιερής Σκηνής του Μαρτυρίου. Όλες οι αναπαραστάσεις έδειχναν πίστη στο χαμένο ναό. Ανάμεσα στα ίσα σκέλη του σταυρού υπήρχαν τέσσερα ημικύκλια που ο Μπερσέι θα στοιχημάτιζε ότι είχαν σχεδιαστεί σκόπιμα για να ταιριάζουν με τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα σε μια πυξίδα. Μέσα σ' όλα τα ημικύκλια υπήρχε το σύμβολο που ήταν σκαλισμένο στο πλάι της οστεοθήκης - ένα δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα. Το σύμβολο των πρώτων χριστιανών για τον Ιησού Χριστό, τον Σωτήρα -το δελφίνι, που μετέφερε τα πνεύματα στη μετά θάνατον ζωή-, ήταν τοποθετημένο πάνω απ' τη φυσική αναπαράσταση της Αγίας Τριάδας. Ο Μπερσέι, τρέμοντας, έχωσε το φακό του κάτω απ' τη μασχάλη του κι έβαλε το χέρι του μέσα στην τσέπη τού στήθους του για να βγάλει τη φωτοτυπία του παπύρου. «Θεέ μου», μουρμούρισε. Την ίδια ακριβώς αναπαράσταση -μια αναπαραγωγή ουσιαστικά της τοιχογραφίας της οροφής- είχε ζωγραφίσει ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία κάτω από ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο γραμμένο πριν από σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια. Αυτή η αναπαράσταση τον είχε φέρει εδώ. Απ' όσο ήξερε ο Μπερσέι, η τοιχογραφία αυτή δεν υπήρχε πουθενά αλλού. Απίθανο. Αυτό καθαυτό το ανακάτεμα εβραϊκών και χριστιανικών σχεδίων ήταν συνταρακτικό, αλλά το γεγονός ότι ο Ιωσήφ συνδεόταν κάπως με αυτό το μέρος έκανε το νου του ανθρώπου να σαστίζει. Ο Μπερσέι κατέβασε το φως πιο κάτω στον τοίχο, σε μια τοιχογραφία της Κιβωτού της Διαθήκης. Ήταν σίγουρο ότι όλες αυτές οι αναπαραστάσεις συνδέονταν. Ο Ιωσήφ είχε αφήσει εδώ ένα ξεκάθαρο μήνυμα. Αλλά τι συνέδεε αυτόν και τον Ιησού με την ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου και την Κιβωτό της Διαθήκης; Τα πιθανά ενδεχόμενα ήταν δελεαστικά. Βλέποντας ένα άνοιγμα στον πίσω τοίχο του κοιτώνα, προχώρησε προς εκείνη την αίθουσα. Αν αυτό το μέρος ακολουθούσε το συνηθισμένο σχέδιο των κρυπτών, αυτό το δωμάτιο που ετοίμαζαν τους νεκρούς για ταφή θα γειτόνευε μ' ένα ταφικό δωμάτιο, ένα σηκό. Επομένως, ήταν λογικό να
υποθέσει κανείς ότι οι σοροί της οικογένειας στην οποία ανήκε ο κοιτώνας θα βρίσκονταν στο σηκό. Σχεδόν δεν μπορούσε να ελέγξει την αναστάτωσή του. Είχε βρει την κρύπτη του Ιωσήφ από την Αριμαθαία; Προχώρησε στην πίσω αίθουσα. Όπως το περίμενε, οι τοίχοι αυτού του χώρου ήταν λαξευμένοι και σχημάτιζαν ταφικές κόγχες. Εκπληκτικό. Η φωτεινή δέσμη μετακινούνταν καθώς ο Μπερσέι μετρούσε τις κόγχες. Δέκα. Οι εννέα ήταν εντελώς απλές, εκτός από κάποια εγχάρακτα διακοσμητικά. Στον πίσω τοίχο όμως μια ταφική κόγχη ξεχώριζε. Οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι θα υπέθεταν βιαστικά ότι αυτό ήταν το σημείο ταφής του πατριάρχη της οικογένειας. Έχοντας όμως δει από κοντά την οστεοθήκη του Ιησού, ο Μπερσέι πρόσεξε αμέσως τις πολύπλοκες ροζέτες και τα επαναλαμβανόμενα σχέδια που πλαισίωναν αυτή την κόγχη. Ήταν, αναμφίβολα, έργο του ίδιου λιθοξόου που είχε διακοσμήσει και την οστεοθήκη. Ο Μπερσέι προχώρησε με το στόμα ορθάνοιχτο από το δέος. Με τη φαντασία του να καλπάζει, φώτισε τη λαξευμένη κοιλότητα που ήταν τόσο μεγάλη, όσο χρειαζόταν για να τοποθετήσει κανείς ένα ξαπλωμένο σώμα. Ήταν άδεια, φυσικά. Το φως τώρα έπεσε πάνω σ' ένα σύμβολο που ήταν σκαλισμένο στο πάνω άκρο του πλαισίου. Έ ν α δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα. Εντυπωσιακό. Θα μπορούσε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία να είχε πράγματι μεταφέρει το σώμα του Χριστού στη Ρώμη μετά τη σταύρωση; Κι αν ναι, γιατί; Ο Μπερσέι προσπάθησε να σκεφτεί αυτή την καταπληκτική ιδέα. Μήπως για να το προφυλάξει; Δεν υπήρχε όμως ένας άδειος τάφος κοντά στο Γολγοθά στην Ιερουσαλήμ; Ίσως γι' αυτό τα ευαγγέλια να λένε ότι βρέθηκε άδειος. Ωστόσο, δεν ήταν εντελώς παράλογο. Αν η οικογένεια του Ιωσήφ ζούσε στο εβραϊκό γκέτο της Ρώμης, θα ήταν σίγουρα πολύ πιο ασφαλές να φυλάξει εδώ το σώμα του Χριστού, μα-
κριά από το άγρυπνο μάτι του ιουδαϊκού συμβουλίου και του Πόντιου Πιλάτου. Ιδιαίτερα αν επρόκειτο να γίνουν τα συνηθισμένα ταφικά τελετουργικά: τα τελετουργικά που περιλάμβαναν την τοποθέτηση του νεκρού σώματος στην κόγχη για ένα χρόνο. «Δόκτωρ Μπερσέι», μια κοφτή φωνή διέκοψε απότομα τη νεκρική σιγή. Ο Μπερσέι τινάχτηκε τρομαγμένος και, καθώς γύρισε, πέρασε το φως πίσω απ' την πλάτη του. Μισοπεριμένοντας να δει ένα φριχτό φάντασμα που θα 'θελε να τον τιμωρήσει για την εισβολή του στον τάφο, τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο όταν η κυλινδρική δέσμη φωτός έπεσε πάνω στα τραχιά χαρακτηριστικά του Σαλβατόρε Κόντε. Έχοντας εμφανιστεί χωρίς τον παραμικρό θόρυβο και ντυμένος όπως ήταν στα μαύρα, ο Κόντε έμοιαζε σαν να 'χε βγει από τον τοίχο της κρύπτης. «Το κατεβάζεις;» Ο Κόντε, μισοκλείνοντας τα μάτια του, έδειξε γνέφοντας το φως του φακού. Με την καρδιά του να βροντοχτυπάει πάνω στα πλευρά του, ο Μπερσέι έστρεψε τη δέσμη φωτός προς το δάπεδο. Πρόσεξε ότι ο Κόντε δε φορούσε παπούτσια. Με μια πρώτη ματιά φαινόταν επίσης σαν να μην οπλοφορούσε. «Πώς κατέβηκες εδώ κάτω;» Φοβόταν ότι ήξερε ήδη την απάντηση. Ο Κόντε αγνόησε την ερώτηση. «Τι ψάχνεις, δόκτωρ;» Ο Μπερσέι δεν απάντησε. Ο Κόντε πλησίασε τον ανθρωπολόγο και του άρπαξε απ' το χέρι τη φωτοτυπία. «Μια απλή έρευνα. Τίποτα περισσότερο». Βλαστημώντας που δεν ήταν καλός στα ψέματα, ο Μπερσέι έκανε ένα βήμα πίσω και η πλάτη του ακούμπησε στον τοίχο της κρύπτης. «Θα πρέπει να πιστεύεις ότι είμαι ηλίθιος. Ξέρω ότι πήρες αρχεία από το εργαστήριο. Σκοπεύεις να τα δώσεις στον αστυνόμο Περάρντι;» Ο Μπερσέι έμεινε άφωνος. Πώς μπορούσε ο Κόντε να ξέρει
για τον Περάρντι; Αυτό το τηλεφώνημα έγινε απ' το σπίτι του. Έ ν α κακό προαίσθημα τον πλημμύρισε. Μπορούσε το Βατικανό να είναι τόσο αδίστακτο ώστε να έχει παγιδεύσει το τηλέφωνο του; «Το να κλέβεις είναι ένα πράγμα. Το να κλέβεις το Βατικανό... αυτό δεν είναι καθόλου χριστιανικό. Με εκπλήσσεις, δόκτωρ Μπερσέι. Αλλά είσαι έξυπνος άνθρωπος... αυτό πρέπει να το πω». Ο Κόντε άρχισε να προχωράει προς το κέντρο της αίθουσας, αφήνοντας σκόπιμα να φανεί το Glock που ήταν χωμένο στη ζώνη του για να φοβίσει τον Μπερσέι. «Έλα εδώ και ρίξε μου λίγο φως». Έφτασε στο κέντρο του κοιτώνα. Ο Τζιοβάνι Μπερσέι προχώρησε διστακτικά μέχρι τον προθάλαμο και, σηκώνοντας προς τα πάνω το φακό του, φώτισε το θόλο. Η δέσμη φωτός ταλαντεύτηκε στο τρεμάμενο χέρι του. Για λίγα δευτερόλεπτα ο Κόντε κοίταξε απορροφημένος τις περίπλοκες αναπαραστάσεις της τοιχογραφίας και μετά τις συνέκρινε με την αναπαράσταση στο χαρτί. «Αυτό βρήκες λοιπόν», είπε εντυπωσιασμένος. «Καλή δουλειά. Ποιος θα μπορούσε να το σκεφτεί ότι το φέρετρο προερχόταν από 'δώ; Τελικά, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία θα πρέπει να ήταν πολύ κοσμογυρισμένος άνθρωπος». Ο Μπερσέι δυσανασχέτησε. «Υποθέτω πως θα πιστεύεις ότι πρώτα έφερε εδώ το σώμα του Ιησού», συνέχισε ο Κόντε, «προτού πακετάρει τα οστά και τα ξαναστείλει με καράβι σ' εκείνη την αμμοδόχο στους Αγίους Τόπους. Φαντάζομαι ότι ο βιβλιοθηκάριος ή τα τσιράκια του πάπα ούτε καν θα μπορούσαν ποτέ να σκεφτούν κάτι τόσο προχωρημένο». Ο Μπερσέι είχε μείνει έκπληκτος απ' την ευθύτητα του Κόντε και απ' την αδιαφορία του για το τι σήμαιναν πραγματικά όλα αυτά. Επιπλέον, ένιωθε φρίκη γιατί ο Κόντε είχε μόλις επιβεβαιώσει τις υποψίες του ότι το Βατικανό γνώριζε για την κλοπή. Ο Μπερσέι ήταν πλέον βέβαιος ότι ήταν άμεσα αναμειγμένοι, και ο Σαλβατόρε Κόντε είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να τα υλοποιήσει όλα αυτά. Ο αριστοτέχνης κλέ-
φτης. Ο αθόρυβος διώκτης. Απ' το μυαλό του πέρασαν οι Ισραηλινοί που σκοτώθηκαν. Δεκατρείς νεκροί. Τι ήταν μια ακόμα ζωή για έναν τέτοιο άνθρωπο; Ειδικά έπειτα απ' αυτό που ισοδυναμούσε με παραδοχή της εγκληματικής ενέργειας. Αμέσως η σκέψη του πήγε στη γυναίκα του και στις τρεις κόρες του. Το στόμα του στέγνωσε. Ο Κόντε δίπλωσε ήρεμα το χαρτί και το έκρυψε στην τσέπη του παντελονιού του. Μετά έβαλε ψύχραιμα το χέρι του πίσω από την πλάτη του για να πιάσει το Glock. Προβλέποντας σωστά αυτό που επρόκειτο να γίνει, ο Μπερσέι αντέδρασε με βάση το ένστικτο της επιβίωσης και πέταξε με δύναμη το φακό στον πέτρινο τοίχο πίσω του. Ακούστηκε ένας σαματάς απ' το μέταλλο και το γυαλί που έσπαγαν καθώς ο φακός γινόταν θρύψαλα, βυθίζοντας τον κοιτώνα στο απόλυτο σκοτάδι. Λίγο αργότερα, ο Κόντε έριξε έναν πυροβολισμό. Η λάμψη απ' το στόμιο του όπλου φώτισε στιγμιαία το σκοτάδι, τόσο όσο του ήταν απαραίτητο για να δει ότι ο επιστήμονας είχε ήδη φύγει βιαστικά πεσμένος στα γόνατα. Ο Κόντε κοντοστάθηκε λίγο για ν' αφουγκραστεί προς τα πού πήγαινε. Μετά πυροβόλησε πάλι - άλλη μια λάμψη και, κατόπιν, μια επικίνδυνα κοντινή αναπήδηση της σφαίρας που παραλίγο να του κόψει το αφτί. Παρόλο που η πρόθεσή του ήταν απλώς να τρομοκρατήσει τον επιστήμονα και όχι πράγματι να τον πυροβολήσει, θα 'πρεπε να ήταν πιο προσεκτικός όταν σημάδευε. «Γαμώ το», ούρλιαξε ο Κόντε δυνατά. «Σιχαίνομαι αυτό το γαμημένο παιχνίδι». Το παιχνίδι, φυσικά, ήταν η μάταιη προσπάθεια του οποιουδήποτε θηράματος να επιβιώσει από πεπειραμένους κυνηγούς σαν τον Σαλβατόρε Κόντε. Αφουγκράστηκε πάλι, ελπίζοντας ότι ο Μπερσέι θα επέστρεφε τρέχοντας στην είσοδο της κατακόμβης. Μια άτσαλη πτώση όμως και μερικά γρήγορα βήματα επιβεβαίωσαν -προς μεγάλη του έκπληξη- ότι ο ανθρωπολόγος είχε πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση - πιο βαθιά μέσα στο λαβύρινθο. Προτού ο Κόντε ξεκινήσει την καταδίωξή του, ξαναγύρισε
λίγα μέτρα πίσω για να πάρει το φακό και τα παπούτσια του. Φόρεσε τα παπούτσια του, άναψε το φακό κι άρχισε να τρέχει στη στενή γαλαρία, ενώ το κεχριμπαρένιο φως του φακού ταλαντευόταν με κάθε ανεβοκατέβασμα των ώμων του.
Ο Τζιοβάνι Μπερσέι προηγούνταν αρκετά, αλλά είχε πανικοβληθεί επειδή δε γνώριζε το σχεδιασμό των κατακομβών, οι οποίες ήταν γεμάτες μακριές γαλαρίες μήκους εκατοντάδων μέτρων που κατέληγαν σε αδιέξοδα. Έπρεπε να 'χει τα μάτια του δεκατέσσερα και, πάνω απ' όλα, να θυμάται το χάρτη, γιατί αλλιώς... Έδιωξε τη σκέψη από το νου του. Καθώς έτρεχε στους ανώμαλους πέτρινους διαδρόμους, κάθε ήχος των βημάτων του αντηχούσε δυνατά πίσω του, αφήνοντας ένα ακουστικό ίχνος για τον Κόντε. Υπήρχε κάτι απόκοσμο, κάτι αποπροσανατολιστικό στο να κινείται κανείς τόσο γρήγορα μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Χωρίς να μπορεί να εστιάσει πουθενά το βλέμμα του, ο Μπερσέι κρατούσε απλωμένο το ένα χέρι του σαν να 'τρεχε για να σκοράρει στο αμερικανικό ράγκμπι. Ταυτόχρονα προσευχόταν να μη σπάσει τα μούτρα του σε κάποιον τοίχο μπροστά του. Αυτό που χειροτέρευε τα πράγματα ήταν ότι, όσο προχωρούσε βαθύτερα, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο ν' αναπνεύσει. Ο αέρας μύριζε έντονα υγρό χώμα και άγνωστες χημικές ουσίες - μάλλον από τα επικίνδυνα αέρια που ήταν ο μεγαλύτερος φυσικός κίνδυνος των κατακομβών. Ό τ α ν ο δεξιός ώμος του συγκρούστηκε με τον τοίχο, ο Μπερσέι τινάχτηκε στρίβοντας ελαφρά και παραλίγο να μπουρδουκλωθεί και να πέσει. Καθυστερώντας μια στιγμή για να ξαναβρεί την ισορροπία του, άρχισε πάλι να προχωράει, μόνο και μόνο για να πέσει με τα μούτρα πάνω σ' έναν τοίχο μπροστά του. Απίστευτα λαχανιασμένος, τίναξε δεξιά τα μπράτσα του κι έψαξε ψηλαφώντας να βρει ένα άνοιγμα, ενώ προσευχόταν να μην ήταν αδιέξοδο. Δεν υπήρχε τίποτε εκτός από τις κοίλες ταφικές κόγχες. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτηκε να κρυφτεί σε μια κόγχη, αλλά ήξερε ότι η ανεξέλεγκτη αναπνοή του θα τον πρόδιδε. Στράφηκε κατά εκα-
τόν ογδόντα μοίρες και προχώρησε κατά μήκος του άλλου τοίχου. Πέτρα πάλι. Χριστέ μου, μη μου το κάνεις αυτό. Ψηλαφώντας τον τοίχο κινήθηκε προς τα δεξιά και βρήκε ένα κενό. Ο διάδρομος δεν τελείωνε, απλώς έστριβε απότομα αριστερά. Στρίβοντας στη γωνία, ο Μπερσέι θα στοιχημάτιζε ότι είδε φευγαλέα ένα μακρινό φως που θύμιζε αστέρι σε νυχτερινό ουρανό. Άκουσε το σταθερό τυμπανισμό του τρεξίματος του Κόντε, που δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο γινόταν όλο και πιο δυνατός. Ο Μπερσέι έτρεχε γρήγορα στο σκοτάδι κι ευχόταν να μην έχει πάλι κάποια βίαιη σύγκρουση. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, τα πόδια του μπερδεύτηκαν σε κάτι που υπήρχε χαμηλά, κοντά στο δάπεδο. Τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε βαρύς στον πέτρινο διάδρομο. Είχε προσγειωθεί πάνω σε διάφορα αντικείμενα που θύμιζαν δοχεία μπογιάς, ενώ το κεφάλι του χτύπησε δυνατά πάνω σ' ένα μεταλλικό κιβώτιο. Καθώς ένιωθε τον έντονο πόνο να του συνθλίβει το κεφάλι, ένα εκτυφλωτικό φως τον χτύπησε στα μάτια. Βλαστήμησε έξω φρενών, νομίζοντας ότι η λάμψη ήταν αποτέλεσμα του χτυπήματος του κεφαλιού του. Όταν άνοιξε όμως τα μάτια του, είδε μια αναμμένη λάμπα εργασίας. Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά του, είδε ότι είχε μπει τρέχοντας σ' ένα τμήμα της γαλαρίας όπου γινόταν αναστήλωση. Εργαλεία, βούρτσες και τενεκεδένια κουτιά βρίσκονταν σκορπισμένα στο πέρασμα. Έ ν α χοντρό σκοινί είχε πιάσει σαν λάσο τους αστραγάλους του και είχε ρίξει κάτω ανάβοντάς το το φως που βρισκόταν πάνω σ' ένα κοντάρι. Έσπρωξε ό,τι είχε πέσει πάνω του και τινάχτηκε όρθιος, ρίχνοντας μια φευγαλέα μόνο ματιά στις υπέροχες τοιχογραφίες που βρίσκονταν στη διαδικασία της αναστήλωσης. Τα βήματα πίσω του πλησίαζαν και ακούγονταν πιο γρήγορα. Το κιβώτιο με τα εργαλεία, με το οποίο είχε συγκρουστεί, ήταν ορθάνοιχτο και στον πάνω δίσκο υπήρχε ένα σφυρί με κοφτερή άκρη. Το άρπαξε κι άρχισε να τρέχει.
Ο Κόντε έστριψε στη γωνία απ' όπου ένα μυστηριώδες φως διαχεόταν στη γαλαρία. Είχε αρχίσει να νιώθει μια ελαφριά ζαλάδα, όχι από το τρέξιμο αλλά από την έντονη μυρωδιά του αέρα που γέμιζε τους πνεύμονές του. Μειώνοντας την ταχύτητά του για να περάσει μέσα από ένα πλήθος εργαλείων που έφραζαν τη γαλαρία, έριξε μια γερή κλοτσιά στη λάμπα εργασίας κι εκείνη έσβησε μ' ένα σύριγμα. Ευθεία μπροστά του η γαλαρία χωριζόταν σε τρεις διαφορετικούς διαδρόμους. Πήγε τρέχοντας προς τα 'κεί, κοντοστάθηκε για να πάρει μια ανάσα και αφουγκράστηκε. Ο Κόντε έριξε το φως του φακού ευθεία μπροστά. Έμοιαζε με αδιέξοδο. Μετά στράφηκε δεξιά και φώτισε την άλλη γαλαρία, η οποία όμως έστριβε ελαφρά και δεν μπορούσε να δει παρακάτω. Η αριστερή γαλαρία καμπύλωνε κι εκείνη. Αφουγκράστηκε πάλι. Τίποτε. Έπρεπε, όμως, να πάρει μια απόφαση.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Μέσα στο στενό κελί κράτησης του αστυνομικού τμήματος Σιών, ο Γκράχαμ Μπάρτον κοιτούσε απελπισμένος τη βαριά μεταλλική πόρτα. Τον είχαν κατηγορήσει με πλαστά στοιχεία ως τον εγκέφαλο πίσω από την κλοπή του Όρους του Ναού. Βαθιά μέσα του ήξερε ότι υπήρχε κάποιος λόγος που οι Αρχές κρατούσαν κοινή στάση εναντίον του - ίσως για κάποια πολιτική σκοπιμότητα. Νωρίς εκείνο το πρωί, η ισραηλινή αστυνομία του είχε επιτρέψει τελικά να τηλεφωνήσει στη γυναίκα του. Λόγω της διαφοράς των επτά ωρών, εκείνη εκνευρίστηκε που την ξύπνησε μέσα στο βαθύ ύπνο της. Αλλά όταν της εξήγησε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, μαλάκωσε αμέσως. Στη φωνή της Τζένι διαισθάνθηκε κάτι που πίστευε ότι είχε σβήσει από καιρό - ενδιαφέρον. Τον πίστεψε χωρίς δεύτερη κουβέντα όταν της είπε ότι ήταν αθώος. «Έλα τώρα, Γκράχαμ. Το ξέρω ότι ποτέ δε θα 'κάνες κάτι τέτοιο». Τον διαβεβαίωσε ότι θα κατέστρωνε αμέσως ένα σχέδιο δράσης κι έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντάς του: «Σε λατρεύω, αγάπη μου. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται». Τα λόγια της του έφεραν σχεδόν δάκρυα στα μάτια και, μέσα σε μια στιγμή, εκεί που όλα έμοιαζαν ζοφερά κι αβέβαια, ξανακέρδισε κάτι πιο πολύτιμο κι από την ελευθερία του. Η πόρτα άνοιξε κι είδε μια γνωστή φιγούρα. Ο Ραζάκ.
Φανερά αναστατωμένος, ο μουσουλμάνος προχώρησε προς την ελεύθερη καρέκλα καθώς έκλειναν την πόρτα πίσω του και μετά την κλείδωσαν απ' έξω. «Είσαι σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, Γκράχαμ», είπε με φωνή που έδειχνε απογοήτευση. Ο Ραζάκ έκρινε πάντα καλά τους χαρακτήρες των ανθρώπων. Ωστόσο, η αστυνομία είχε παρουσιάσει τόσο ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του αρχαιολόγου, που δεν μπορούσε παρά να νιώθει ότι είχε πιαστεί κορόιδο. «Είναι στημένο», επέμεινε ο Μπάρτον. «Δεν έχω καμιά σχέση μ' αυτό το έγκλημα. Απ' όλους τους ανθρώπους, εσύ θα 'πρεπε να το ξέρεις καλύτερα». «Σε συμπαθώ. Φαίνεσαι καλός άνθρωπος, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Λένε ότι ανακάλυψαν σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία στο διαμέρισμά σου. Πράγματα που μόνον οι κλέφτες θα μπορούσαν να έχουν στην κατοχή τους». «Κάποιος έκρυψε το τρυπάνι», διαμαρτυρήθηκε ο Μπάρτον. «Και ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ ότι η περγαμηνή βρισκόταν μέσα στην οστεοθήκη». Στο πρόσωπο του μουσουλμάνου είδε ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία. «Για όνομα του Θεού, Ραζάκ. Πρέπει να τους πεις ότι η περγαμηνή ήταν μέσα στην οστεοθήκη». Ο Ραζάκ άνοιξε τα χέρια του. «Είχα γυρισμένη την πλάτη μου», του θύμισε. Δεν μπορούσε ν' αγνοήσει την πιθανότητα να είχε μπει ο Μπάρτον σκόπιμα και προσποιητά στον κόπο ν' ανοίξει τις υπόλοιπες οστεοθήκες, για να νομιμοποιήσει το γεγονός ότι είχε στην κατοχή του την περγαμηνή. Αλλά γιατί; Για να γίνει πασίγνωστος; Για ν' αμφισβητηθούν οι αξιώσεις των μουσουλμάνων όσον αφορά το Όρος του Ναού και να μετατραπεί η έρευνα σε μια εδαφική διαμάχη; Για να θεωρηθεί υπαίτιος κάποιος φανατικός χριστιανός; «Εντάξει. Κατάλαβα». Η απογοήτευση συννέφιασε το πρόσωπο του αρχαιολόγου. «Είσαι κι εσύ μέρος όλου αυτού». «Και τι έγιναν οι άλλες οστεοθήκες;» Ο Μπάρτον εξοργίστηκε.
«Πώς θα μπορούσε ένας άντρας με τη δική μου σωματική διάπλαση να μετακινήσει εννέα οστεοθήκες που ζυγίζουν σαράντα πέντε κιλά η καθεμία κάτω και από τα μάτια της Γουάκφ και της αστυνομίας; Δεν είναι απ' τα πράγματα που θα μπορούσε κάποιος να χώσει στην τσέπη του», είπε σαρκαστικά. «Δεν είδες την πόλη τις τελευταίες μέρες; Υπάρχουν παντού κάμερες παρακολούθησης. Το μόνο που χρειάζεται να κάνουν είναι να ξαναπαίξουν κάποιο βίντεο και θα δουν ότι δε βρέθηκα ποτέ εκεί χωρίς εσένα». Ο Ραζάκ παρέμεινε σιωπηλός, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο. «Ακόμα κι αν είχα μπορέσει να τις πάρω, πού θα τις έκρυβα; Στο διαμέρισμά μου; Έχουν ήδη ψάξει εκεί. Ώ ρ α είναι τώρα να υποθέσεις ότι εγώ αλλοίωσα την πλάκα στον τοίχο της κρύπτης, επειδή την είδα πριν από σένα». Τα μάτια του μουσουλμάνου γύρισαν αστραπιαία και τον κοίταξαν. «Τι εννοείς;» «Τη δέκατη καταχώριση στην πλάκα. Θυμάσαι που την είχαν ξύσει;» Ο Ραζάκ κατάλαβε τώρα σε τι αναφερόταν. «Ναι». «Ο υποστράτηγος Τοπόλ μου έδειξε μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί προτού πάω εγώ στην αίθουσα. Φαινόταν το σύμβολο που υπήρχε αρχικά εκεί». Αυτό δεν άρεσε στον Ραζάκ. «Τι ήταν;» Ο Μπάρτον δεν είχε διάθεση γι' άλλη μια ιστορική διατριβή. « Έ ν α ειδωλολατρικό σύμβολο. Έ ν α δελφίνι τυλιγμένο γύρω από μια τρίαινα». Ο Ραζάκ προσπάθησε να καταλάβει τι σήμαινε αυτό. «Είναι ένα σύμβολο των πρώτων χριστιανών για τον Ιησού που απεικόνιζε τη σταύρωση και την ανάσταση». Ο Ραζάκ δεν ήξερε τι να πει. Αν αυτό ήταν αλήθεια, επιβεβαιώνονταν οι ισχυρισμοί του Μπάρτον για τον ιδιοκτήτη της κρύπτης και το υποτιθέμενο περιεχόμενο της κλεμμένης οστεοθήκης. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
«Δεν ξέρω τι να πιστέψω». «Πρέπει να με βοηθήσεις, Ραζάκ. Είσαι ο μόνος που ξέρει την αλήθεια». «Η αλήθεια είναι ένα σπάνιο αγαθό σ' αυτή τη μεριά του κόσμου». Ο Ραζάκ κοίταξε αλλού. «Ακόμα κι αν υπήρχε, δεν ξέρω αν θα την αναγνώριζα». Άρχισε να νιώθει έντονη ευθύνη για τον Εγγλέζο. Η διαίσθηση του Μπάρτον για την κλοπή ήταν ουσιαστικά αψεγάδιαστη και είχε αντιληφθεί πράγματα που κανένας άλλος δε θα καταλάβαινε. Ωστόσο, βρισκόταν εδώ περιμένοντας να του αποδοθούν κατηγορίες. Ο Ραζάκ είχε δει πολλές φορές στο παρελθόν τις ισραηλινές Αρχές να χρησιμοποιούν αυτή την τακτική. Αλλά ήταν όντως ο Μπάρτον για τους Ισραηλινούς απλώς ένα βολικό κορόιδο; Η πιθανότητα και μόνο να συνέβαινε κάτι τέτοιο αποτελούσε μια εντελώς διαφορετική πρόκληση. «Έχω καμιά ελπίδα;» Ο Ραζάκ άνοιξε τα χέρια του. «Πάντα υπάρχει ελπίδα». Βαθιά μέσα του, όμως, ήξερε ότι ο Μπάρτον δε θα τη γλίτωνε εύκολα. «Δε θα επιδιώξεις να συνεχιστεί αυτή η έρευνα, έτσι δεν είναι;» «Πρέπει να καταλάβεις τη θέση μας». Ο Ραζάκ άρχισε ν' αναρωτιέται αν την καταλάβαινε και ο ίδιος. «Ποια ακριβώς θέση;» «Είναι ένα θέμα που συνδέεται με την ειρήνη, τη σταθερότητα. Ξέρεις τι συνέβη χθες», είπε αναφερόμενος στην έκρηξη της βόμβας. «Αν κάτι δεν αλλάξει, αυτό θα είναι απλώς η αρχή. Τα νέα της σύλληψής σου έχουν ήδη αρχίσει να μειώνουν την ένταση. Οι συζητήσεις ξαναρχίζουν. Οι άνθρωποι έχουν να κατηγορήσουν κάποιον - και, μάλιστα, κάποιον που δεν είναι ούτε εβραίος ούτε μουσουλμάνος». «Πολύ βολικό». Ο αρχαιολόγος ήξερε ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτ' άλλο. «Το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι
πολιτικό». Ο Ραζάκ έσκυψε μπροστά. «Το ξέρω ότι είναι τρομερό. Αλλά, αν δεν κατηγορηθεί κάποιος, δε θα υπάρξει λύση. Αν κατηγορηθεί κάποιος, αυτός θα καταστραφεί. Αν κατηγορηθεί μια χώρα, τα προβλήματα θα είναι περισσότερα από ένα». «Έτσι θα το αφήσεις να τελειώσει αυτό;» «Δε θα τελειώσει ποτέ». Ο Ραζάκ σηκώθηκε και χτύπησε την πόρτα του κελιού. Προτού φύγει, γύρισε και κοίταξε τον Μπάρτον. «Πρέπει να τα χωνέψω όλα αυτά, Γκράχαμ. Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να σε βοηθήσω. Αλλά δεν μπορώ να επιβεβαιώσω πράγματα για τα οποία δεν είμαι σίγουρος. Το ξέρω ότι αυτό μπορείς να το σεβαστείς». Βγήκε από το κελί νιώθοντας να πνίγεται.
Όταν ο Ραζάκ είχε μπει στο αστυνομικό τμήμα Σιών λίγα λεπτά νωρίτερα, τα πεζοδρόμια ήταν άδεια. Τώρα όμως που βγήκε στο ανελέητο φως του ήλιου, τα μάτια του αντίκρισαν μια εντελώς διαφορετική εικόνα. Έ ξ ω είχαν συγκεντρωθεί πάνω από δώδεκα δημοσιογράφοι ειδησεογραφικών πρακτορείων. Κρίνοντας από τις αλλόφρονες αντιδράσεις τους όταν τον είδαν, ο Ραζάκ κατάλαβε ότι εκείνος ήταν ο λόγος που βρίσκονταν εδώ. Οι κρεμασμένες από τους ώμους φωτογραφικές μηχανές στράφηκαν προς το μέρος του καθώς οι δημοσιογράφοι έπεφταν πάνω του σαν σμήνος μελισσών, τεντώνοντας τα μικρόφωνά τους σαν ξίφη. «Κύριε Αλ Ταχίνι!» είπε ένας δημοσιογράφος που κατάφερε να βγει μπροστά και να τραβήξει την προσοχή του. Ο Ραζάκ πάγωσε, ξέροντας πως ήταν αδύνατον να τους αποφύγει. Μάλιστα ήταν απαραίτητο να τους μιλήσει. Στο κάτω κάτω, ήταν ο εκλεγμένος εκπρόσωπος της Γουάκφ. «Ναι». «Είναι αλήθεια ότι η αστυνομία έχει συλλάβει τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για την κλοπή στο Όρος του Ναού;» Σαν από κάποια σιωπηλή συμφωνία, όλοι οι συγκεντρω-
μένοι δημοσιογράφοι των μέσων μαζικής ενημέρωσης σιώπησαν και περίμεναν μ' ανυπομονησία την απάντησή του. Ο Ραζάκ ξερόβηξε. «Αυτό δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο. Απ' ό,τι γνωρίζουμε, η αστυνομία συνεχίζει να ερευνά τι συνέβη». Έ ν α ς άλλος δημοσιογράφος φώναξε: «Μα δε συνεργαζόσαστε μ' αυτό τον άνθρωπο; Με τον Εγγλέζο αρχαιολόγο, τον Γκράχαμ Μπάρτον;» «Είναι αλήθεια ότι μου έχουν αναθέσει την έρευνα, και το ίδιο έκαναν και στον κύριο Μπάρτον, που το εντυπωσιακό βιογραφικό του θεωρήθηκε ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του κινήτρου των κλεφτών». Ο πρώτος δημοσιογράφος πήρε πάλι θέση μάχης. «Και πώς νιώθετε τώρα που τον κατηγορούν ως τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω απ' όλα αυτά;» Πρόσεχε, είπε ο Ραζάκ στον εαυτό του. Μην κάνεις τα πράγματα χειρότερα για τον Γκράχαμ. Και, επίσης, μην κάνεις τα πράγματα χειρότερα για τους μουσουλμάνους και τους Παλαιστίνιους ψηφοφόρους σου. «Αν και ανυπομονώ να βρεθεί κάποια λύση, πιστεύω ότι πρέπει ν' απαντηθούν πολλά ακόμα ερωτήματα προτού αποδοθούν κατηγορίες σ' αυτό τον άνθρωπο». Κοίταξε άγρια το δημοσιογράφο. «Επιτρέψτε μου τώρα», είπε ανοίγοντας δρόμο μέσα απ' το μπουλούκι.
ΡΩΜΗ
Κουλουριασμένος μέσα σε μια ταφική κόγχη ψηλά στον τοίχο του διαδρόμου, ο Τζιοβάνι Μπερσέι έπαιρνε βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ηρεμήσει, με την ελπίδα ότι ο Κόντε θα επέλεγε λάθος γαλαρία και θα περιπλανιόταν άσκοπα μέσα στην κατακόμβη. Αν ήταν πραγματικά τυχερός, ο δολοφόνος μπορεί να λιποθυμούσε απ' τις αναθυμιάσεις και να πέθαινε. Ο Μπερσέι ήλπιζε μόνο να μη συνέβαινε κάτι τέτοιο πρώτα στον ίδιο. Έσφιξε το χέρι του γύρω από τη λαβή του σφυριού με την κοφτερή αιχμή. Λες κι αυτό μπορούσε να συγκριθεί μ' ένα όπλο. Πέρασαν μερικά λεπτά. Σιωπή παντού. Λίγο ακόμα, και μετά θ' άρχιζε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να σκαρφαλώσει πάλι προς τα πίσω στη γαλαρία. Αλλά η ιδέα αυτή δεν κράτησε πολύ, γιατί στον τραχύ τοίχο απέναντι από την κόγχη φάνηκε ξαφνικά μια αμυδρή λάμψη φωτός. Ο Κόντε ερχόταν.
Έχοντας ψάξει στις δύο γαλαρίες χωρίς επιτυχία, ο Κόντε ξαναγύρισε στο σημείο όπου ο Μπερσέι είχε σκοντάψει πάνω στα εργαλεία. Ήταν σίγουρο ότι το θήραμά του δεν είχε ξαναγυρίσει εδώ. Δε θα μπορούσε να έχει διασχίσει αθόρυβα στο σκοτάδι όλο αυτό το χάος. Βαδίζοντας στην τρίτη γαλαρία, ο Κόντε ένιωσε μια ελαφριά
αύρα. Ο αέρας εδώ μύριζε λιγότερο έντονα. Μπορεί να υπήρχε κάποιος αεραγωγός εκεί κοντά. Είχε αρχίσει να φοβάται την πολύ μικρή πιθανότητα ο Μπερσέι να είχε φανεί πιο έξυπνος απ' αυτόν. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορούσε παρά να είναι προσωρινό, αφού ήταν κλειδωμένη η μοναδική έξοδος απ' αυτό το μέρος. Προχωρώντας αργά μέσα στη γαλαρία, διέκρινε ένα αμυδρό φως ευθεία μπροστά του. Ήταν το φως του ήλιου; Τον έπιασε πανικός. Τσως ήταν κάποιος αεραγωγός, αλλά σίγουρα φαινόταν αρκετά φαρδύς για να παρέχει τρόπο διαφυγής. Ο Κόντε άρχισε να τρέχει. Γύρω στα δέκα μέτρα μπροστά του, μια σκοτεινή φιγούρα πετάχτηκε από το πάνω μέρος του τοίχου -εξαιρετικά γρήγορα για να μπορέσει ν' αντιδράσει ο μισθοφόρος- και τον χτύπησε δυνατά στο δεξιό κρόταφο. Τον έριξε κάτω ανάσκελα και το κεφάλι του βρόντηξε δυνατά στο έδαφος κάνοντας ένα γδούπο. Ο φακός γλίστρησε στο δάπεδο της γαλαρίας. Το χέρι του, όμως, συνέχισε να κρατά γερά το Glock. Γι' αυτόν ήταν μια καθαρά ενστικτώδης αντίδραση. Ο Κόντε, ζαλισμένος, διέκρινε φευγαλέα μια φιγούρα που σύρθηκε έξω απ' τον τοίχο, σαν πτώμα που είχε ξαναζωντανέψει. Όταν ακούμπησε στο έδαφος, ο Μπερσέι άρπαξε γρήγορα το φως. Ξαφνικά, έτσι όπως τα 'βλεπε όλα διπλά, ο Κόντε είδε κάτι να περιστρέφεται στον αέρα. Τον χτύπησε δυνατά στο στήθος. Σφυρί ήταν; Σηκώνοντας το Glock, πάτησε στα τυφλά τη σκανδάλη για να εμποδίσει τον Μπερσέι να τον ξαναχτυπήσει. Ενώ ο Κόντε προσπαθούσε να συνέλθει, το φως εξαφανίστηκε στο διάδρομο.
Τρέχοντας προς το τέλος του διαδρόμου απ' όπου ερχόταν το φως, ο Μπερσέι ήταν ευγνώμων που ο Κόντε είχε αστοχήσει. Αγωνιώντας μήπως ο διάδρομος κατέληγε σε αδιέξοδο, συγκεντρώθηκε στον ηλιόλουστο κώνο στο τέλος της γαλαρίας που παρείχε κάποια ελπίδα διαφυγής. Το αεράκι
τώρα ήταν δυνατότερο. Υπήρχε μια πιθανότητα, απλώς μια πιθανότητα, να έβγαινε ζωντανός απ' αυτό το φρικτό μέρος. Έ ν α δυο μέτρα όμως πριν απ' τον αεραγωγό, ο Μπερσέι έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε ακριβώς μπροστά από την τρύπα που έχασκε στο δάπεδο - εκεί όπου το φως του ήλιου έλουζε ένα πλατύ, τραχύ άνοιγμα. Κοιτάζοντας από το χείλος του, είδε ότι είχε βάθος τέσσερις, ίσως και πέντε ορόφους, και κατέληγε σ' έναν πυθμένα γεμάτο βράχια. Οι χαμηλότερες γαλαρίες. Παρακάτω βρίσκονταν τρία ακόμα επίπεδα, θύμισε στον εαυτό του. Αυτοί που έκαναν τις αναστηλώσεις πρέπει να είχαν ανοίξει τον αεραγωγό για να μπορέσουν ν' απελευθερωθούν πιο εύκολα όσα υπόγεια αέρια είχαν απομείνει. Ο Χριστός ας με βοηθήσει. Κοίταξε ψηλά για να δει από πού ερχόταν το φως. Ο αεραγωγός παραήταν φαρδύς για να σκαρφαλώσει. Ακόμα χειρότερα, μια βαριά σιδερένια σχάρα σφράγιζε το άνοιγμα στο πάνω μέρος. Η απελπισία τον έσφιξε σαν μέγγενη. Ξαφνικά άκουσε έναν ελαφρό θόρυβο πίσω του. Ο Μπερσέι γύρισε τη στιγμή ακριβώς που το σώμα του Κόντε, έχοντας εκτοξευτεί στον αέρα σαν αυτοκινούμενο βλήμα, βρισκόταν σε οριζόντια θέση. Τα χωρίς παπούτσια πόδια του δολοφόνου βρήκαν τον Μπερσέι κάθετα στο στήθος. Τον τίναξαν βίαια προς τα πίσω, πάνω απ' το άνοιγμα του αεραγωγού, και βρόντηξε στον τοίχο που υπήρχε μετά απ' αυτόν. Ο φακός έπεσε στην τρύπα και διαλύθηκε στα βράχια κάτω χαμηλά. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Μπερσέι έμεινε να αιωρείται στον τοίχο, με τα πόδια του πιασμένα στο μικρό αυλάκι που σχημάτιζε ένα χείλος γύρω απ' το άνοιγμα του αεραγωγού. Αλλά η δύναμη της πρόσκρουσης τον τίναξε πάλι μπροστά χωρίς να μπορεί ν' αντιδράσει. Κλότσησε αντανακλαστικά τον τοίχο κι εκσφενδονίστηκε στην απέναντι πλευρά του ανοίγματος, με την αδρεναλίνη του να 'χει ανέβει στα ύψη. Τα δάχτυλά του γαντζώθηκαν στο χώμα και το έσφιξαν. Αλλά δεν υπήρχε τίποτε για να στηριχτεί.
Οι ανώμαλοι βράχοι στριφογύριζαν γύρω του καθώς έπεφτε σαν βαρίδι προς τα κάτω. Χτύπησε με το κεφάλι στον τόφο στη βάση του αεραγωγού. Ο Κόντε κάρφωσε το βλέμμα του στην άβυσσο που υπήρχε προς τα κάτω. Απλωμένος στο γεμάτο βράχια πυθμένα του αεραγωγού, ο Τζιοβάνι Μπερσέι είχε πάρει ένα αφύσικα κυρτωμένο σχήμα. Από το συντριμμένο κρανίο του ανάβλυζε αίμα και τα σπασμένα οστά του σχημάτιζαν προεξοχές στο δέρμα του. Ο κυνηγός χαμογέλασε. Ένας επιδέξιος φόνος που έμοιαζε με θλιβερό ατύχημα. Μάλλον θα περνούσαν μέρες, ίσως και βδομάδες, προτού βρουν το πτώμα. Ακόμα και η φρικτή μυρωδιά από την αποσύνθεση της σάρκας μπορεί να μη γινόταν αντιληπτή εδώ κάτω. Σε τελική ανάλυση, γι' αυτό κατασκευάστηκε ο αεραγωγός. Διασχίζοντας τώρα τις γαλαρίες προς την αντίθετη κατεύθυνση, ο Κόντε μάζεψε τα παπούτσια του, το όπλο του και το πανωφόρι του. Κατάφερε μάλιστα να βρει τις σφαίρες που είχε ρίξει, όπως και τους κάλυκές τους. Ή τ α ν κανόνας να μην αφήνει ποτέ πίσω του σοβαρά βαλλιστικά αποδεικτικά στοιχεία. Γι' αυτόν το λόγο είχε χρησιμοποιήσει ΧΜ8 για τη δουλειά στην Ιερουσαλήμ. Τώρα, εκείνοι οι τεμπελχανάδες θα 'χαν βάλει τους ανακριτές να στριφογυρίζουν προσπαθώντας ν' ανακαλύψουν πώς ένα καινοτομικό όπλο, που θα 'πρεπε να βρίσκεται φυλαγμένο σε κάποια στρατιωτική βάση στις Ηνωμένες Πολιτείες, κατέληξε στα χέρια άγνωστων μισθοφόρων. Ξεκλείδωσε την πόρτα και βγήκε στον προθάλαμο. Επέστρεψε τα κλειδιά στον άκαμπτο ξεναγό, άρπαξε την τσάντα με το φορητό υπολογιστή, τράβηξε το σύρτη της εισόδου και βγήκε έξω, κλείνοντας πίσω του την πόρτα. Αφού κοντοστάθηκε μια στιγμή για να προσαρμοστούν τα μάτια του στο λαμπερό φως του ήλιου, ο Κόντε τσούλησε τη βέσπα του Μπερσέι προς το λευκό νοικιασμένο φορτηγάκι Φίατ. Ανοιξε τις πίσω πόρτες του, ανέβασε τη μοτοσικλέτα, έκλεισε τις πόρτες και σκαρφάλωσε στη θέση του οδηγού. Για μια στιγμή κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Στο δεξιό κρό-
ταφότου είχε εμφανιστεί ένα βυσσινί καρούμπαλο, μεγάλο σαν καρύδι. Ευτυχώς, η εφόρμηση του Μπερσέι δεν ήταν τέλεια συγχρονισμένη, γιατί αλλιώς θα μπορούσε να τον είχε ρίξει κάτω λιπόθυμο. Λαμβάνοντας υπόψη την όλη κατάσταση, η δουλειά είχε πάει καλά.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Στις δέκα παρά δέκα, ο πατήρ Ντόνοβαν μπήκε στο εργαστήριο· έμοιαζε σαν να μην είχε κοιμηθεί για μέρες. Έ ν α δερμάτινο σακίδιο κρεμόταν απ' τον ώμο του. «Καλημέρα, δόκτωρ Χενεσί». Καθισμένη δίπλα στην οστεοθήκη, η Σάρλοτ σήκωσε με δυσκολία το βλέμμα της από το αρχαίο εύρημα. Ο Ντόνοβαν έριξε μια ματιά τριγύρω ψάχνοντας για τον ανθρωπολόγο. «Είναι εδώ ο δόκτωρ Μπερσέι;» «Ήθελα να σας τηλεφωνήσω», του είπε η Σάρλοτ. «Δεν έχει έρθει ακόμα». Δεν ήταν καλή στο να παραποιεί την αλήθεια. Αλλά τώρα, για χάρη του Τζιοβάνι, διαπίστωνε ότι προσπαθούσε περισσότερο απ' οποιαδήποτε άλλη φορά να είναι πειστική. «Παράξενο». Ο Ντόνοβαν υποψιάστηκε αμέσως ότι ο Κόντε μαγείρευε κάτι κακό γιατί, καθώς διέσχιζε το διάδρομο, πρόσεξε ότι το προχειροφτιαγμένο δωμάτιο παρακολούθησης ήταν ξεκλείδωτο και μέσα δε βρισκόταν κανένας. Προφανώς ο Κόντε είχε φύγει βιαστικά. «Ελπίζω να μην έχει κάποιο πρόβλημα». «Ναι, κι εγώ το ελπίζω. Δε συνηθίζει να καθυστερεί». «Ειδικά για κάτι τόσο σημαντικό», πρόσθεσε ο Ντόνοβαν. «Τέλος πάντων, ήλπιζα πραγματικά ότι θα βρισκόταν εδώ για
την παρουσίαση. Πιστεύετε ότι μπορείτε να τα καταφέρετε χωρίς αυτόν;» «Φυσικά», του απάντησε ενώ ένιωθε το στομάχι της να σφίγγεται. Πώς θα τα 'βγάζε πέρα μόνη της; Κι αν είχε δίκιο ο Μπερσέι; Κι αν δεν ήταν ασφαλής στο Βατικανό; Η μόνη παρηγοριά της ήταν η διαίσθησή της ότι αυτός ο ιερέας θα την πρόσεχε. Σπάνια έκανε λάθος για το χαρακτήρα κάποιου. Ο Ντόνοβαν κοίταξε το ρολόι του. «Πρέπει να φύγουμε. Δε θα ήθελα ν' αργήσουμε». Χαμογελώντας βεβιασμένα, η Σάρλοτ κρέμασε στον ώμο της το φορητό υπολογιστή της, πήρε στα χέρια της το ντοσιέ της παρουσίασης που ήταν αρκετά μεγάλο, κι ακολούθησε τον Ντόνοβαν έξω στο διάδρομο. «Πού ακριβώς πηγαίνουμε, λοιπόν;» Της έριξε μια ματιά. «Στο γραφείο του υπουργού Εξωτερικών του Βατικανού, του καρδινάλιου Αντόνιο Κάρλο Σαντέλι».
Καθώς διέσχιζαν το μεγαλοπρεπή διάδρομο του Αποστολικού Μεγάρου, ο Ντόνοβαν έριξε μια ματιά στη Σάρλοτ που περπατούσε δίπλα του. Στα μάτια της είδε το ίδιο δέος που είχε νιώσει κι εκείνος όταν αντίκρισε για πρώτη φορά αυτό το μέρος. «Εντυπωσιακό, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Η Σάρλοτ προσπαθούσε να ηρεμήσει, κοιτάζοντας συνεχώς τους βαριά οπλισμένους Ελβετούς φρουρούς που βρίσκονταν κατά μήκος του διαδρόμου. «Απίστευτα επιβλητικό». Της έδειξε το ψηλό ταβάνι. «Ο πάπας μένει στον πάνω όροφο». Στη φρουρούμενη είσοδο του γραφείου του καρδινάλιου Σαντέλι, ο Ντόνοβαν και η Σάρλοτ πήραν γρήγορα άδεια εισόδου. Ένας Ελβετός φρουρός τους συνόδευσε στον προθάλαμο, όπου ο πατήρ Μάρτιν σηκώθηκε από το γραφείο του για να τους χαιρετήσει. Ο Ντόνοβαν δεν είχε ενθουσιαστεί με την απόφαση του καρδινάλιου να συναντηθούν εδώ. Ποιο ήταν το κίνητρο του Σαντέλι; Να της δείξει τι διακυβευόταν αν εκείνη είχε υποψιαστεί κάτι; «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Τζέιμς». Ο Ντόνοβαν τον χαιρέτησε με χειραψία, προσπαθώντας να μην εστιάσει την προσοχή του στους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του νεαρού ιερέα. Σύστησε τη Σάρλοτ και μετά
ρώτησε τον Μάρτιν αν θα μπορούσε να χτυπήσει το βομβητή στο εργαστήριο για να δει αν είχε έρθει ο δόκτωρ Μπερσέι. Ο Μάρτιν πήγε πίσω απ' το γραφείο του για να τον εξυπηρετήσει. Το τηλέφωνο κουδούνισε για δεκαπέντε δευτερόλεπτα χωρίς να το σηκώσει κανείς. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Λυπάμαι. Κανείς δεν απαντάει». Ο Ντόνοβαν γύρισε στη Σάρλοτ. «Νομίζω ότι θα είστε μόνη σας», της είπε απολογητικά. Ξαφνικά ενεργοποιήθηκε η ενδοεπικοινωνία στο γραφείο του Μάρτιν. «Τζέιμς», μια αγριοφωνάρα ακούστηκε διαπεραστικά απ' το μικροσκοπικό μεγάφωνο. «Εδώ και δέκα λεπτά σου έχω ζητήσει εκείνη την αναφορά. Τι στο διάβολο περιμένεις;» Ο ιερέας ανεβοκατέβασε τα βλέφαρά του και χαμογέλασε σφιγμένα. «Με συγχωρείτε μια στιγμή». Έσκυψε και πίεσε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. «Την έχω έτοιμη, Εξοχότατε. Λυπάμαι για την καθυστέρηση. Παρεμπιπτόντως, έχουν έρθει ο πατήρ Ντόνοβαν και η δόκτωρ Χενεσί». «Τι περιμένεις λοιπόν; Στείλ' τους μέσα!» Ο πατήρ Μάρτιν άρπαξε θυμωμένος ένα φάκελο και τους οδήγησε στο γραφείο του Σαντέλι. Ο καρδινάλιος καθόταν πίσω από το γραφείο του τελειώνοντας ένα τηλεφώνημα. Χαιρέτησε τους επισκέπτες μ' ένα νεύμα κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το φάκελο που κρατούσε ο Μάρτιν. Όταν ο ιερέας του τον έδωσε, του έκανε νόημα με το χέρι να φύγει σαν να 'ταν κουνούπι. «Όλος δικός σας», ψιθύρισε ο Μάρτιν στον Ντόνοβαν καθώς αποσυρόταν στον προθάλαμο. Βλέποντας την αποθαρρυντική φιγούρα του Σαντέλι πίσω απ' το γραφείο, η Σάρλοτ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι είχε απορροφηθεί τόσο απ' αυτά που της είχε πει ο Μπερσέι, όπως κι από το ανατριχιαστικό δωμάτιο παρακολούθησης του Κόντε, που δεν είχε συζητήσει καθόλου το πρωτόκολλο με τον Ντόνοβαν. Αφού τελείωσε το τηλεφώνημα, ο καρδινάλιος σηκώθηκε - ψηλός και άκαμπτος, αλλά με πρόσωπο
ευχάριστο αν και αυστηρά. Την ώρα που ερχόταν μπροστά απ' το ογκώδες γραφείο του, εκείνη θα στοιχημάτιζε ότι είχε τα αποκαλυπτικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα κάποιου που είχε πρόσφατα σταματήσει να πίνει. Παρ' όλα αυτά, κανένας δε θα μπορούσε ν' αρνηθεί ότι η παρουσία του ήταν επιβλητική. «Καλημέρα, πάτερ Ντόνοβαν». Ο καρδινάλιος άπλωσε το δεξί του χέρι σαν να 'θελε να αρπάξει ένα αόρατο μπαστούνι. «Εξοχότατε». Ο Ντόνοβαν έκανε ένα βήμα μπροστά κι έσκυψε ελαφρά για να φιλήσει το ιερό δαχτυλίδι του Σαντέλι, κρύβοντας την αποστροφή του για την υπεροπτική χειρονομία. «Εξοχότατε Αντόνιο Κάρλο Σαντέλι, θα ήθελα να σας συστήσω τη δόκτορα Σάρλοτ Χενεσί, φημισμένη επιστήμονα γενετικής από το Φοίνιξ της Αριζόνα». «Α, ναι», ο Σαντέλι χαμογέλασε πλατιά. « Έ χ ω ακούσει πολλά για σας, δόκτωρ Χενεσί». Η Σάρλοτ πήρε μια πανικόβλητη έκφραση καθώς την πλησίασε για να τη χαιρετήσει. Εκείνος ίσως το διαισθάνθηκε, γιατί τη χαιρέτησε με κανονική χειραψία. Ανακουφισμένη, κούνησε την τεράστια παλάμη του Σαντέλι. Στη μύτη της έφτασε η μυρωδιά της ευωδιαστής κολόνιας του. «Τιμή μου που σας συναντώ, Εξοχότατε». «Ευχαριστώ, αγαπητή μου. Είστε πολύ ευγενική». Για μια στιγμή, η ομορφιά της του απέσπασε την προσοχή και κράτησε λίγο παραπάνω το χέρι της προτού το αφήσει ελεύθερο. «Ελάτε, ας καθίσουμε». Ακουμπώντας την παλάμη του στον ώμο της, την οδήγησε σ' ένα στρογγυλό μαονένιο τραπέζι συσκέψεων. Ο Σαντέλι προχωρούσε με το ρυθμό της Σάρλοτ, έχοντας το χέρι του ακόμα στον ώμο της, ενώ ο πατήρ Ντόνοβαν τους ακολουθούσε. Ο Ντόνοβαν είχε μείνει έκπληκτος από το πώς ο Σαντέλι μπορούσε να φορέσει το γοητευτικό του ύφος όταν το απαιτούσε η περίσταση... ένα θηρίο με επίφαση αθωότητας. «Ανυπομονώ να συζητήσουμε αυτό το καταπληκτικό ερευνητικό πρόγραμμα με το οποίο ασχολείστε», δήλωσε ο Σαντέλι
μ' ενθουσιασμό. «Ο πατήρ Ντόνοβαν μου έχει πει πολλά συναρπαστικά πράγματα για τα ευρήματά σας». Όταν κάθισαν όλοι στις δερμάτινες πολυθρόνες τους, ο Ντόνοβαν ενημέρωσε σύντομα τον Σαντέλι για τα αρχαία ευρήματα που δόθηκαν στους επιστήμονες. Μετά ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους του δόκτορα Μπερσέι που δε θα μπορούσε να παρευρεθεί στη συνάντηση λόγω σοβαρών προσωπικών λόγων. Ο καρδινάλιος φάνηκε ανήσυχος. «Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό». Ο βιβλιοθηκάριος ήλπιζε το ίδιο. «Είμαι βέβαιος πως είναι καλά». «Αυτό σημαίνει ότι έχετε το λόγο, δόκτωρ Χενεσί». Η Σάρλοτ έδωσε στον Σαντέλι μια τακτικά συρραμμένη αναφορά και στον Ντόνοβαν ένα αντίγραφο. Σήκωσε την οθόνη του φορητού υπολογιστή της και περίμενε να ενεργοποιηθεί. «Το πρώτο που κάναμε ήταν μια παθολογική ανάλυση του σκελετού...» είπε ξεκινώντας, και το επαγγελματικό της πρόσωπο πήρε τα ηνία. Βήμα βήμα παρουσίασε στους δύο άντρες μια σειρά διαφανειών φτιαγμένων στο PowerPoint, που έδειχναν πεντακάθαρες μεγεθυμένες έγχρωμες φωτογραφίες των σκελετικών ανωμαλιών: τις εγκοπές, τα σπασμένα γόνατα, τους κατεστραμμένους καρπούς και τα πόδια. «Με βάση αυτά που βλέπετε εδώ, τόσο ο δόκτωρ Μπερσέι όσο κι εγώ συμπεράναμε ότι ο άντρας που είχε ταφεί στην οστεοθήκη - ο οποίος, κατά τα άλλα, ήταν απολύτως υγιής- πέθανε στην αρχή της δεκαετίας των τριάντα λόγω... εκτέλεσης». Ο Σαντέλι κατάφερε να φανεί έκπληκτος. «Εκτέλεσης;» Η Σάρλοτ έριξε μια ματιά στον Ντόνοβαν. Φαινόταν εξίσου μπερδεμένος, αλλά της έκανε νόημα να συνεχίσει. Κοιτώντας πάλι τον καρδινάλιο, είπε γρήγορα αυτό που εννοούσε. «Σταυρώθηκε». Οι λέξεις αιωρήθηκαν για λίγο στον αέρα. Ο Σαντέλι έσκυψε μπροστά, ακουμπώντας και τους δυο αγκώνες του πάνω στο τραπέζι, και συνέχισε να κοιτάζει σταθερά την επιστήμονα γενετικής.
«Μάλιστα». «Το ίδιο έδειξαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, και τα ευρήματα της παθολογοανατομικής εξέτασης», συνέχισε εκείνη. «Επίσης, σ' ένα κρυφό σημείο μέσα στην οστεοθήκη βρήκαμε αυτά τα αντικείμενα». Αποφασισμένη να σταματήσει το τρεμούλιασμα των χεριών της, η Σάρλοτ έβγαλε τρεις διαφορετικές πλαστικές σακούλες από την τσάντα της. Ακουμπώντας την πρώτη πάνω στο τραπέζι, προσπάθησε να μη χτυπήσουν τα καρφιά πολύ δυνατά πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια. Μετά ακούμπησε τη σφραγισμένη σακούλα με τα δύο νομίσματα. Η τρίτη σακούλα περιείχε το μεταλλικό κύλινδρο. Ο Σαντέλι και ο Ντόνοβαν κοίταξαν προσεκτικά τα αντικείμενα. Τα καρφιά τράβηξαν περισσότερο την προσοχή τους, αλλά ήταν απαραίτητες κάποιες διευκρινίσεις. Οι δύο άντρες θα σκέφτονταν μάλλον ό,τι ακριβώς είχε σκεφτεί κι εκείνη την πρώτη φορά που τα είδε: Πώς θα ήταν να σε διαπερνούν. Η Σάρλοτ τους μίλησε αναλυτικά για τη σημασία των νομισμάτων. Ή τ α ν παράξενο, αλλά ούτε ο Σαντέλι ούτε ο Ντόνοβαν είχαν κάνει ακόμα κάποια ερώτηση. Τα γνώριζαν ήδη όλ' αυτά; Μήπως αυτός ο μπάσταρδος ο Κόντε τους ενημέρωνε για τα ευρήματα αφού τους κατασκόπευε; Προσπαθώντας να διώξει τις υποψίες της, τους πληροφόρησε ότι ο κύλινδρος περιείχε μια περγαμηνή που δεν την είχαν ερευνήσει ακόμα. Αυτό το συγκεκριμένο εύρημα, για άλλη μια φορά, τράβηξε προς στιγμήν την προσοχή του πατέρα Ντόνοβαν. «Στείλαμε ένα δείγμα οστών και μερικές σκλήθρες ξύλου για χρονολόγηση με ραδιενεργό άνθρακα». Τους έδωσε δύο αντίγραφα των πιστοποιητικών της χρονολόγησης που τους είχε στείλει ο Τζαρντίνι. «Όπως μπορείτε να δείτε, και τα δύο δείγματα χρονολογούνται από τις αρχές του 1ου αιώνα. Το ξύλο αποδείχτηκε ότι είναι ένα σπάνιο ξύλο καρυδιάς ενδημικής στην αρχαία Ιουδαία. Μέσα στην οστεοθήκη βρήκαμε επίσης οργανικά υλικά από λουλούδια κι από λινάρι που τα χρησιμοποιούσαν στις
ταφικές τελετουργίες. Κι αυτά τα δυο, επίσης, υπήρχαν μόνο στην Ιουδαία». Τους έδειξε κι άλλες εικόνες και στοιχεία στον υπολογιστή της. «Γιατί λινάρι, δόκτωρ Χενεσί;» τη ρώτησε ο Ντόνοβαν. «Μάλλον από τις λινές λωρίδες και το σάβανο που χρησιμοποιούσαν για να τυλίγουν το σώμα κατά τη διάρκεια των ταφικών τελετουργιών». Έκανε μια παύση. «Ο δόκτωρ Μπερσέι ανέλυσε μικροσκοπικά την πατίνα της οστεοθήκης». Τους έδειξε εικόνες με τους διαφορετικούς βαθμούς μεγέθυνσης που εφαρμόστηκαν στην επιφάνεια της πέτρας. «Η βιολογική σύνθεση ήταν επίσης ομοιογενής σ' όλο το δείγμα της πέτρας. Επιπλέον, το περιεχόμενο της πατίνας σε ανόργανες ουσίες συμφωνεί με ανάλογα ευρήματα σε σπήλαια εκείνης της περιοχής. Το πιο σημαντικό είναι ότι δεν εντοπίστηκαν ενδείξεις παραποίησης». «Συγγνώμη, αλλά τι σημαίνει αυτό το τελευταίο;» ζήτησε να μάθει ο καρδινάλιος. «Απλώς ότι δεν πρόκειται για απομίμηση - η πατίνα δε δημιουργήθηκε με τεχνητό τρόπο, με τις σύγχρονες χημικές μεθόδους. Κατά συνέπεια, η οστεοθήκη καθώς και οι εγχαράξεις της είναι αυθεντικές». Αλλά μάλλον το ξέρετε ήδη αυτό, σκέφτηκε. Κατέβασε στην οθόνη του υπολογιστή τις τρισδιάστατες απεικονίσεις του σκελετού και γύρισε τον υπολογιστή προς τη μεριά τους. «Σαρώνοντας το σκελετό, προσδιορίσαμε τη μυϊκή μάζα του δείγματος». Χρησιμοποιώντας το ποντίκι έφερε στην οθόνη το ψηφιοποιημένο κατακόκκινο μυϊκό σύστημα, αφήνοντάς τους λίγα δευτερόλεπτα για ν' αφομοιώσουν την εικόνα. Μετά πάτησε την εντολή που τοποθετούσε το μονοχρωματικό «δέρμα». «Εισάγοντας και το βασικό γενετικό προφίλ που βρήκαμε στο DNA του δείγματος, αναπαραστήσαμε το σωματικό περίγραμμα αυτού του άντρα την εποχή που πέθανε. Να το». Πίεσε ελαφρά το πλήκτρο του ποντικιού και η οθόνη ενημερώθηκε - χρωματισμός του δέρματος, μάτια ζωντανεμένα με χρώμα και μαλλιά σκουρόχρωμα και πλούσια.
Οι δυο άντρες έμειναν κατάπληκτοι. «Αυτό είναι απολύτως... απίστευτο», μουρμούρισε ο Σαντέλι. Μέχρι τώρα, ούτε ο καρδινάλιος ούτε ο ιερέας είχαν αφήσει να φανεί αν γνώριζαν εκ των προτέρων την ταυτότητα του σκελετού ή την προέλευση της οστεοθήκης. Καθώς κοίταζαν την εικόνα, εκείνη παρατηρούσε μια τον ένα, μια τον άλλο. Ή τ α ν ποτέ δυνατόν αυτοί οι δύο κληρικοί να είναι μπλεγμένοι σε μια κλοπή που άφησε πίσω της νεκρούς; «Τελειώνοντας, θα σας πω ότι ο δόκτωρ Μπερσέι μπόρεσε ν' αποκρυπτογραφήσει την έννοια αυτού του συμβόλου που είναι σκαλισμένο στο πλάι του φέρετρου». Ήταν βέβαιη πως το επόμενο αποδεικτικό στοιχείο θα προκαλούσε κάποια αντίδραση. Σήκωσε ψηλά μια κοντινή φωτογραφία η οποία έδειχνε καθαρά το δελφίνι που ήταν τυλιγμένο γύρω από την τρίαινα και τους εξήγησε τη σημασία κάθε συμβόλου ξεχωριστά. «Συνδυάζοντας αυτά τα δύο ειδωλολατρικά σύμβολα, οι χριστιανοί του 1ου αιώνα αναπαριστούσαν τον... Ιησού Χριστό». Ο Σαντέλι και ο Ντόνοβαν αντάλλαξαν αμήχανες ματιές. Η αποστολή ολοκληρώθηκε, σκέφτηκε η Σάρλοτ. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή.
Ο καρδινάλιος Σαντέλι ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή. «Δόκτωρ Χενεσί, μας λέτε ότι πιστεύετε πως αυτά είναι τα λείψανα του Ιησού Χρίστου;» Παρόλο που της άρεσε όταν οι άνθρωποι ήταν ακριβολόγοι, αυτό δεν το περίμενε. Καταπίνοντας με δυσκολία, η Σάρλοτ ένιωσε να την κατακλύζει ένα κύμα ενέργειας - ή πολέμησε ή βάλ' το στα πόδια. Χρειάστηκε πάντως να τιθασεύσει την παρόρμηση της να κοιτάξει προς την ανοιχτή πόρτα. Τώρα ήταν ευχαριστημένη που εκείνο το πρωί, προτού φύγει από τον κοιτώνα, είχε ξοδέψει μία ώρα διαβάζοντας ένα βιβλίο που ήταν πάντα άμεσα διαθέσιμο - και, μάλιστα, στο συρτάρι του κομοδίνου της. Αν η παρουσίαση της επρόκειτο να υπαινιχθεί, έστω και ελάχιστα, ότι αυτά ήταν τα οστά του Ιησού Χριστού, ήταν φρόνιμο να κοιτάξει προσεκτικά τα σχετικά εδάφια της Καινής Διαθήκης. «Φαινομενικά», άρχισε η Σάρλοτ, «τα στοιχεία είναι πειστικά. Υπάρχουν όμως ανακολουθίες στην παθολογική αναφορά και αντιφάσεις στις αφηγήσεις της Βίβλου. Για παράδειγμα, δε βρήκαμε αποδείξεις για μια λόγχη που τρύπησε τα τοιχώματα της θωρακικής κοιλότητας, όπως λέει η Βίβλος. Και τα γόνατα αυτού του άντρα ήταν σπασμένα». Συνέχισε αναλύοντας λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι Ρωμαίοι επιτάχυναν το θάνατο μ' ένα μεταλλικό ρόπαλο. Η προσοχή του πατέρα Ντόνοβαν αποσπάστηκε για μια
στιγμή, καθώς σκεφτόταν αυτή την αναμενόμενη ανακολουθία. Ή ξ ε ρ ε ότι η Σάρλοτ αναφερόταν στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, στους στίχους 32-33, που έλεγαν ότι ένας Ρωμαίος εκατόνταρχος τρύπησε τα πλευρά του Ιησού με μια λόγχη για να επισπεύσει τον οδυνηρό θάνατο του: Ήλθαν λοιπόν οι στρατιώται, διά να συντρίψουν τα οστά των καταδίκων, και του μεν ληστού, τον οποίον επλησίασαν πρώτον, έσπασαν τα σκέλη, καθώς και του άλλου ληστού που εσταυρώθη μαζί με τον Ιησούν. Όταν όμως ήλθαν εις τον Ιησούν, σαν Τον είδαν ότι ήτο πλέον πεθαμένος, δεν Του έσπασαν τα σκέλη.
Ο Ντόνοβαν πάντα σκεφτόταν ότι δύο στίχοι αυτού του αποσπάσματος - ο 36 και ο 37- εξηγούσαν στην πραγματικότητα την ασυμφωνία στην περιγραφή: Διότι πράγματι όλα αυτά έχουν προφητευθή και έγιναν διά να επαληθεύση το χωρίον της Γραφής: δεν θα συντριβή κανέν κόκκαλόν Του. Και πάλιν άλλο μέρος της Γραφής λέγει: Όταν η χάρις επισκεφθή και τους Ιουδαίους, θα ίδουν συντετριμμένοι και εν μετανοία Εκείνον, τον οποίον ετρύπησαν, όπως θα Τον ίδουν περίφοβοι και οι επιμείναντες εις την απιστίαν.
Ή τ α ν ενδιαφέρον ότι κανένα από τα συνοπτικά ευαγγέλια -του Ματθαίου, του Μάρκου ή του Λουκά- δεν ανέφεραν αυτό το γεγονός. Ο Ντόνοβαν υπέθετε ότι το ευαγγέλιο του Ιωάννη περιείχε αυτή τη διανθισμένη περιγραφή για να πείσει τους εβραίους ότι ο Ιησούς ήταν ο αληθινός Μεσσίας που είχαν προμηνύσει οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης - «διά να επαληθεύση το χωρίον της Γραφής». Ήταν σίγουρος ότι ο σκελετός που βρισκόταν στο Μουσείο του Βατικανού έλεγε πράγματι την αλήθεια: Ο Πόντιος Πιλάτος και οι Ρωμαίοι είχαν μεταχειριστεί τον Ιησού όπως ακριβώς και κάθε άλλον ανώνυμο εγκληματία που απειλούσε την κοινωνική τάξη της Αυτοκρατορίας. Τον είχαν εξοντώσει αδίστακτα και, όταν
δεν πέθαινε αρκετά γρήγορα, είχαν σπάσει τα πόδια του για να επιταχύνουν τη διαδικασία. Η Σάρλοτ συνέχισε. «Είμαι σίγουρη ότι ξέρετε πολύ καλύτερα από εμένα τι λέει η Βίβλος για το επάγγελμα του Ιησού πριν από την αποστολή του». Ο Ντόνοβαν συμφώνησε. «Ήταν ξυλουργός από την παιδική του ηλικία». Στην πραγματικότητα, η Βίβλος δεν ανέφερε πουθενά με σαφήνεια το επάγγελμα του Χριστού. Ο Ιησούς πίστευαν ότι ήταν ξυλουργός απλώς επειδή το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο τον αναφέρει ως «ο υιός του ξυλουργού». Υπέθεταν, λοιπόν, ότι θ' απασχολούνταν στην οικογενειακή επιχείρηση. Ωστόσο, η ελληνική λέξη που χρησιμοποιεί ο Ματθαίος, «ο υιός του τέκτονος» -που σε ελεύθερη μόνο μετάφραση σημαίνει «ο υιός του ξυλουργού»-, θα μπορούσε στην πραγματικότητα να ισχύει για οποιονδήποτε έκανε χειρωνακτική εργασία, από τους χτίστες και τους εργάτες ως τους αγρότες. Η Σάρλοτ έγνεψε καταφατικά. «Όλ' αυτά τα χρόνια σκληρής χειρωνακτικής εργασίας θα είχαν προκαλέσει εμφανείς αλλαγές στις αρθρώσεις των δαχτύλων και στους καρπούς, όπου τα οστά και οι ιστοί που τα περιβάλλουν θα είχαν χοντρύνει για να διευκολύνουν τις αυξημένες απαιτήσεις. Οι αρθρώσεις θα είχαν σημάδια πρόωρης τριβής σ' ένα τουλάχιστον από τα χέρια». Έδειξε κοντινές φωτογραφίες των χεριών. «Ωστόσο, αυτός ο άντρας δεν παρουσιάζει εμφανείς μεταβολές». «Αυτό είναι συναρπαστικό», κατάφερε να πει ο Ντόνοβαν, κι ακούστηκε σχεδόν ειλικρινής. «Αλλά το πιο σημαντικό», είπε η Σάρλοτ δείχνοντας την οθόνη, «είναι ότι η γενετική του ταυτότητα δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς από κάποιον που γεννήθηκε στην αρχαία Ιουδαία. Μελέτησα προσεκτικά την αλληλουχία γονιδίων στο DNA και δεν ταιριάζει με κανένα καταγραμμένο στη βιβλιογραφία προφίλ από τη Μέση Ανατολή, εβραϊκό ή αραβικό. Η Βίβλος λέει ότι ο Ιησούς Χριστός κατάγεται από ένα μακρύ γενεαλογικό δέντρο εβραίων. Όπως γνωρίζετε και οι δύο,
το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ξεκινάει ανατρέχοντας στην καταγωγή του Ιησού -σαράντα δύο γενιές πίσω-, και όλοι ήταν εβραίοι. Ωστόσο, το DNA αυτού του άντρα δεν έχει κάποια αναγνωρίσιμη γενεαλογία». Τόσο ο Σαντέλι όσο και ο Ντόνοβαν φαίνονταν μπερδεμένοι. Ο Σαντέλι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Επομένως, δόκτωρ Χενεσί, μας λέτε ότι δεν πιστεύετε πως αυτά τα λείψανα είναι πράγματι του Ιησού;» Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν με μια σιωπηλή επιφυλακτικότητα. Για μια στιγμή σκέφτηκε τη συζήτησή της με τον Μπερσέι - τον τρόπο με τον οποίο της είχε πει ότι γι' αυτά τα λείψανα μπορεί να είχαν σκοτωθεί άνθρωποι. Σε αντίθεση με τον Ντόνοβαν, το ανειλικρινές βλέμμα του καρδινάλιου είχε αρχίσει να την πείθει ότι οι υποψίες του Τζιοβάνι μπορεί να ήταν σωστές. «Με βάση τα ευρήματα, το να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτά είναι πράγματι τα λείψανα του Ιησού Χριστού θα ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο. Οι διαθέσιμες επιστημονικές μέθοδοι στην εποχή μας θέτουν πάρα πολλά ερωτήματα. Εξακολουθεί να υπάρχει μια εξαιρετικά μεγάλη πιθανότητα να πρόκειται για κάποια πλαστογραφία του 1ου αιώνα». «Αυτό είναι ανακουφιστικό», είπε ο Ντόνοβαν. Η Σάρλοτ, ξαφνιασμένη, τον κοίταξε αυστηρά. «Γιατί;» Ο Ντόνοβαν άνοιξε το δερμάτινο σακίδιο του κι έβγαλε το Ephemeris Conlusio. «Αφήστε με να σας εξηγήσω».
Αφού ακούμπησε προσεκτικά το αρχαίο, ταλαιπωρημένο από τις καιρικές συνθήκες, χειρόγραφο πάνω στη γυαλιστερή μαονένια επιφάνεια του τραπεζιού, ο πατήρ Ντόνοβαν γύρισε και την κοίταξε. «Θα γνωρίζετε, βεβαίως, ότι το Βατικανό ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την προέλευση της οστεοθήκης». Ο καρδινάλιος Σαντέλι ακούμπησε στην πλάτη της πολυθρόνας του, διπλώνοντας τα χέρια του στο στήθος του. Η Σάρλοτ κοίταζε το βιβλίο με περιέργεια. «Και υπάρχει ένας πολύ καλός λόγος», της εξήγησε. «Πέρα από ένα μικρό κύκλο ανθρώπων που κατέχουν υψηλότατα αξιώματα μέσα στην Εκκλησία, κανένας δεν έχει ακούσει αυτά που πρόκειται να σας πω». Κρίνοντας από τη γλώσσα του σώματος του καρδινάλιου, η Σάρλοτ αμφέβαλλε πολύ γι' αυτό. «Εντάξει». «Πρώτα απ' όλα, να σας πω κάποιες γενικές πληροφορίες», άρχισε ο Ντόνοβαν. «Πολλοί εβραίοι, κυρίως όσοι ζούσαν στην αρχαία Ιουδαία, υποστήριζαν ότι ο Ιησούς - ο αυτοαποκαλούμενος "Υιός του Θεού"- δεν εκπλήρωνε τα μεσσιανικά κριτήρια, έτσι όπως τα περιέγραφε η Παλαιά Διαθήκη. Κι είχαν δίκιο». Παράξενη παραδοχή, σκέφτηκε εκείνη. «Ο Μεσσίας, για τον οποίο προείπαν οι προφήτες, υποτί-
θεται ότι θα ήταν ένας πολεμιστής που θα καταγόταν απευθείας από το βασιλιά Δαβίδ. Θα τον είχε εξουσιοδοτήσει ο Θεός να ξαναενώσει με πόλεμο τις φυλές του Ισραήλ, ελευθερώνοντας τη Γη της Επαγγελίας απ' την τυραννία και την καταπίεση». Ο Ντόνοβαν μιλούσε γρήγορα, το πρόσωπο του ήταν γεμάτο ζωντάνια και κουνούσε τα χέρια του. «Ο Μεσσίας υποτίθεται ότι θα ξανάχτιζε τον Ιερό Ναό. Ο Μεσσίας υποτίθεται ότι θα κατακτούσε τη Ρώμη. Οι εβραίοι ήταν υποταγμένοι για αιώνες και είχαν υποδουλωθεί απ' όλες τις μεγάλες αυτοκρατορίες - από τους Πέρσες, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Τα πρώτα χίλια χρόνια της ύπαρξής της, η Ιερουσαλήμ είχε γνωρίσει μόνο αιματοχυσίες». Οι εικόνες των νεκρών Ισραηλινών στρατιωτών του υπενθύμισαν πόσο λίγο είχαν αλλάξει τα πράγματα. «Ωστόσο, διαβάζοντας τις Γραφές, βλέπει κανείς ότι ο Ιησούς ήταν υπέρμαχος της ειρήνης. Να, λοιπόν, ένας άνθρωπος που έλεγε στους εβραίους να πληρώνουν τους φόρους τους και ν' αποδέχονται τη μοίρα τους στη ζωή. Ως αντάλλαγμα, τους υποσχόταν την αιώνια ζωή μαζί με τον Θεό. Πίστευε ότι, αν κάποιος χρησιμοποιούσε το κακό για να νικήσει το κακό, διαιώνιζε απλώς έναν αέναο κύκλο». Η Σάρλοτ συνειδητοποίησε ότι ο Ντόνοβαν έπρεπε να πει αυτή την ιστορία κι ότι εκείνη έπρεπε να τον ενθαρρύνει. «Αν ζεις με το ξίφος, θα πεθάνεις με το ξίφος;» «Ακριβώς. Ο Ιησούς ήξερε ότι η Ρώμη δεν μπορούσε να ηττηθεί. Προσπαθούσε, λοιπόν, να εμποδίσει μια μαζική εξέγερση των εβραίων, που θα κατέληγε σε σφαγή από τους Ρωμαίους. Αλλά πολλοί επέλεξαν να μην τον ακούσουν». Η φωνή του Ντόνοβαν ήταν επιβλητική. «Λιγότερο από τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού, οι εβραίοι τελικά εξεγέρθηκαν. Η αντίδραση των Ρωμαίων ήταν γρήγορη και βάναυση. Πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ και, αφού κατέλαβαν την πόλη, κατέσφαξαν όλους τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά. Χιλιάδες σταυρώθηκαν, κάηκαν, ή απλώς τους έσφαξαν. Η Ιερουσαλήμ και ο δεύτερος ναός ισοπεδώθηκαν. Ό π ω ς ακριβώς είχε προφητεύσει ο Ιησούς». Έκανε μια παύση. «Δόκτωρ
Χενεσί, γνωρίζετε ότι σι περισσότεροι θεολόγοι εκτιμούν ότι η αποστολή του Ιησού διήρκεσε μόνον ένα χρόνο;» Η Σάρλοτ ήξερε ότι ο Χριστός βρισκόταν στην αρχή της δεκαετίας των τριάντα όταν πέθανε. «Δεν το είχα συνειδητοποιήσει ως τώρα». Ο Ντόνοβαν έγειρε πιο κοντά της. «Ελπίζω ότι θα συμφωνήσετε πως, ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς, ή ακόμα κι από το πόσο πιστεύει, ο Ιησούς ήταν ένας αξιόλογος άνθρωπος -φιλόσοφος και δάσκαλος-, κάποιος που εμφανίστηκε στο προσκήνιο, παρόλο που ήταν σχετικά άγνωστος, για να φέρει ένα μήνυμα ελπίδας, καλοσύνης και πίστης με διάρκεια στο χρόνο. Έ ν α μήνυμα που αγγίζει ακόμα ευαίσθητες χορδές, δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα. Καμιά άλλη μορφή στην Ιστορία δεν έχει ασκήσει τέτοια επίδραση». Με τα μάτια του καρφωμένα επάνω της, ο Ντόνοβαν ακούμπησε ίσια τις παλάμες του πάνω στο εξώφυλλο του Ephemeris Conlusio, σαν να 'θελε να το προστατεύσει. «Αυτό το βιβλίο έχει κάποια σχέση με όλα αυτά;» Η Σάρλοτ πρόσεξε ότι, αυτή ακριβώς τη στιγμή, ο Ντόνοβαν γύρισε και κοίταξε τον Σαντέλι, κάτι που έδειχνε ξεκάθαρα ότι αυτό το μέρος της συζήτησης είχε προσχεδιαστεί από τους δύο άντρες. Ο Ντόνοβαν της απάντησε με μια ερώτηση. «Γνωρίζετε την ιστορία της Ανάστασης του Χριστού, τον άδειο τάφο;» «Βεβαίως». Έχοντας παρακολουθήσει κατηχητικό σε όλο το δημοτικό σχολείο κι έχοντας πάει σε καθολικό γυμνάσιο θηλέων, ήξερε πολλά πράγματα για τη Βίβλο - περισσότερα απ' όσα θα ήθελε η ίδια να ξέρει. Έδωσε στον Ντόνοβαν την ευθεία απάντηση που εκείνος θα περίμενε - εκείνη που εξομάλυνε τις ανακολουθίες των ευαγγελίων: «Ο Ιησούς σταυρώθηκε κι ενταφιάστηκε. Τρεις μέρες αργότερα αναστήθηκε από τους νεκρούς κι εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές του» -με ποια μορφή, επαφίεται στις εικασίες του καθενός- «προτού αναληφθεί στους Ουρανούς».
Αυτό ήταν μια πολύ ωραία σύνοψη, σκέφτηκε η Σάρλοτ. «Ακριβώς». Ο Ντόνοβαν ήταν ευχαριστημένος. «Κι αυτό μας φέρνει σ' αυτή την εξαιρετικά ασυνήθιστη ιστορία». Χτύπησε απαλά το εξώφυλλο του βιβλίου. «Αυτό είναι ένα ημερολόγιο που έγραψε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία - μια βιβλική μορφή που συνδέθηκε στενά με το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού». Η Σάρλοτ έμεινε κατάπληκτη από τους μυστικούς θησαυρούς του Βατικανού. Κι αυτό το βιβλίο είχε άραγε κλαπεί; «Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία;» «Ναι. Ο άνθρωπος που έθαψε το Χριστό». Ο πατήρ Ντόνοβαν άνοιξε το βιβλίο, αποκαλύπτοντας σελίδες που ήταν γραμμένες στα αρχαία ελληνικά, και σήκωσε το βλέμμα του. «Το Βατικανό, εδώ και αιώνες, φοβόταν τη διάψευση του ρόλου του Χριστού ως Μεσσία. Κι αυτό το βιβλίο περιέχει πολλούς απ' τους λόγους για τους οποίους συνέβαινε κάτι τέτοιο». Ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον Σαντέλι, ο Ντόνοβαν πήρε θάρρος για να μη φανεί διστακτικός, ούτε ν' αφήσει τη φωνή του να τρεμουλιάσει. Μέχρι τώρα, ο καρδινάλιος φαινόταν ικανοποιημένος από την παρουσίασή του. «Παρόλο που στην Καινή Διαθήκη εμφανίζεται ως οπαδός του Ιησού, στην πραγματικότητα ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία δούλευε μυστικά για να υπονομεύσει την αποστολή του Ιησού. Ο Ιησούς, βλέπετε, αποτελούσε έναν πραγματικό κίνδυνο για την αφρόκρεμα των εβραίων. Αν και απέφυγε έξυπνα ν' αντιμετωπίσει τα θέματα της ρωμαϊκής κατοχής, επέκρινε σκληρά το εβραϊκό κατεστημένο, ιδιαίτερα εκείνους τους ιερείς που είχαν μετατρέψει σε καρικατούρα τον Οίκο του Θεού. Με αντάλλαγμα δωρεές, οι εβραίοι ιερείς άφηναν τους ειδωλολάτρες να κάνουν θυσίες στους ιερούς βωμούς του ναού. Είχαν μετατρέψει σε παζάρι τον ιερό περίβολο του ναού. Ο ναός όμως εξέφραζε την εβραϊκή πίστη. Επομένως, για τους πιστούς εβραίους σαν τον Ιησού, ο σταθερός ξεπεσμός του ναού σηματοδοτούσε τον αργό θάνατο της θρησκευτικής παράδοσης».
Η Σάρλοτ θυμήθηκε την περιγραφή του Ματθαίου για την είσοδο του Ιησού στον εβραϊκό ναό, τότε που έκανε άνω κάτω τα τραπέζια των εμπόρων και των αργυραμοιβών. Ήταν λογικό ο Χριστός να μην είχε ενθουσιαστεί που ο ιερός χώρος χρησιμοποιούνταν σαν εμπορικό κέντρο. «Ο Ιησούς έβρισκε σίγουρα διάφορα στραβά στην άρχουσα τάξη των εβραίων», συνέχισε ο Ντόνοβαν, «και δε φοβόταν που το μάθαιναν. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που οι εβραίοι ιερείς έστειλαν τους δικούς τους φρουρούς να τον συλλάβουν. Μετά την εκτέλεση του Ιησού, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία επελέγη από το Σανχεντρίν να πλησιάσει τον Πόντιο Πιλάτο για να διαπραγματευτεί μαζί του την παράδοση του σώματος. Αφού ο Ιωσήφ τον έπεισε ότι έτσι θα εμπόδιζαν τους φανατικούς οπαδούς του Ιησού να κλέψουν το σώμα από το σταυρό, ο Πιλάτος δέχτηκε το αίτημά του». Η Σάρλοτ ήξερε τη γλώσσα του σώματος. Αν και ο Ντόνοβαν έλεγε την ιστορία του γεμάτος αυτοπεποίθηση, το βλέμμα του δεν ήταν σταθερό. Θυμήθηκε ότι ο Τζιοβάνι είχε αναφέρει πως ήταν πρωτάκουστο να κατεβάσουν έναν εγκληματία από το σταυρό - κανένας ποτέ δεν αποκαθήλωνε κάποιο σταυρωμένο σώμα. Αφού όμως, ο Ιησούς αποτελούσε απειλή για την εβραϊκή αριστοκρατία - η οποία, όπως φαινόταν, θα έχανε τα πάντα αν το σύστημα αμφισβητούνταν-, η ερμηνεία του Ντόνοβαν έμοιαζε αληθοφανής. «Γιατί, όμως, οι οπαδοί του Ιησού να θέλουν να κλέψουν το σώμα του;» «Για να διακηρύξουν ότι αναστήθηκε και να τον παρουσιάσουν ως Θεό». «Επομένως, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία πήρε το σώμα για να το προστατεύσει;» «Σωστά». Ο Ντόνοβαν πίεσε τον εαυτό του να την κοιτάξει. Η Σάρλοτ για μια στιγμή βρέθηκε σε δίλημμα. Υπήρχε όμως μια προφανής ερώτηση που έπρεπε να γίνει. Το βλέμμα της έπεσε στην οθόνη του φορητού υπολογιστή, όπου η αναπαράσταση του εσταυρωμένου άντρα έμοιαζε σαν να παρακολουθούσε άγρυπνα όσα συνέβαιναν.
«Και η ανάσταση;» Κατάπιε με δυσκολία. «Έγινε πράγματι η ανάσταση;» Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε πλατιά. «Φυσικά», της απάντησε. «Το σώμα τοποθετήθηκε μυστικά στον τάφο του Ιωσήφ - σ' ένα μέρος που δεν το γνώριζαν οι μαθητές του Ιησού. Τρεις μέρες αργότερα όμως εξαφανίστηκε». «Κλάπηκε;» Ο Ντόνοβαν ένιωσε να τον καρφώνει το προσεκτικό βλέμμα του Σαντέλι. «Εδώ η Βίβλος είναι ακριβής, δόκτωρ Χενεσί. Τέσσερις διαφορετικές περιγραφές της Καινής Διαθήκης μας λένε ότι, τρεις μέρες αργότερα, ο Ιησούς αναστήθηκε και βγήκε από τον τάφο. Εμφανίστηκε πάλι στους μαθητές του και αναλήφθηκε στους ουρανούς». Η Σάρλοτ δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Σίγουρα δεν ήταν ο άνθρωπος που θα πίστευε όλα όσα λέει η Βίβλος, και το πρωινό φρεσκάρισμα των γνώσεων της της θύμισε γιατί. Έ ν α απόσπασμα συγκεκριμένα, που περιέγραφε το φυσικό θάνατο του Ιησού στο σταυρό, έδειχνε αυτό ακριβώς που εννοούσε. Ήταν στο Κατά Ματθαίον, κεφάλαιο κζ', στίχοι 50-53: Ο δε Ιησούς αφού πάλιν εφώναξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε μόνος του και θεληματικός να φυγη εκ του σώματος η ψυχή Του. Και ιδού το παραπέτασμα, που εχώριζεν εις τον ναόν τα άγια από τα άγια των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο, από επάνω έως κάτω, και η γη εσείσθη και οι πέτραι εις την περιψέρειαν της Ιερουσαλήμ εσχίσθησαν εξ αιτίας του σεισμού, και τα μνημεία, που ήσαν εις τους σχισθέντας βράχους, ηνοίχθησαν και από τα ανοιχθέντα την στιγμήν αυτήν μνημεία πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστηθησαν, και αφού εξήλθον από τα μνημεία μετά την Ανάστασίν Του, εμβήκαν εις την αγίαν πόλιν και εφανερώθησαν εις πολλούς.
Καθώς το σκεφτόταν, βρήκε κάτι ενοχλητικά αντιφατικό στην ιστορία του Πάσχα. Αυτό το απόσπασμα ανέφερε για πρώτη φορά την «Ανάστασίν Του» - χωρίς όμως ν' αναφέρει τις τρεις μέρες που μεσολάβησαν ή το ότι έγινε ταφή.
Η Σάρλοτ αναρωτιόταν λοιπόν: Αν το πνεύμα του Ιησού αναλήφθηκε τη στιγμή του θανάτου του πάνω στο σταυρό, τότε ποιο μέρος του βγήκε από τον τάφο τρεις μέρες αργότερα; Έ ν α χωρίς ζωή, χωρίς ψυχή περίβλημα; Αν είχαν μείνει πίσω τα οστά, θα είχε εκπλαγεί κανείς; Και τα νεκρά σώματα των αγίων που είχαν επανέλθει στη ζωή; Γιατί καμιά ιστορική αφήγηση δεν αναφέρει όλα αυτά τα αναστημένα σώματα; Πίστευε πως ήξερε την απάντηση. Γιατί δεν επρόκειτο για σωματική ανάσταση. Τα λόγια των ευαγγελίων είχαν παρερμηνευτεί. Ρίχνοντας μια ματιά στον δεύτερο της ιεραρχίας του Βατικανού, είδε έναν πεπειραμένο γραφειοκράτη που δεν επρόκειτο να δεχτεί τίποτε περί παρερμηνειών. Παρόλο που έπρεπε να προχωρήσει προσεκτικά, ήταν ανάγκη να θίξει το προφανές: «Κι αυτή η οστεοθήκη, το σταυρωμένο νεκρό σώμα... κι αυτό το σύμβολο του Χριστού; Λέει το βιβλίο τι πραγματικά σημαίνουν όλα αυτά;» Ο Ντόνοβαν, που είχε ανακτήσει τώρα την αυτοκυριαρχία του, ξεφύλλισε το Ephemeris Conlusio σχεδόν μέχρι το τέλος και το ακούμπησε προσεκτικά μπροστά της. Κοιτώντας τις σελίδες, η Σάρλοτ παρατηρούσε τα λεπτομερή σχέδια της οστεοθήκης και των αντικειμένων που περιείχε. «Μετά τη μυστική συμφωνία του Ιωσήφ με τον Πιλάτο», της εξήγησε ήρεμα ο Ντόνοβαν, «οι μαθητές δημιούργησαν μεγάλη αναταραχή στην Ιερουσαλήμ όταν ανακάλυψαν ότι το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί. Η εξαφάνιση του σώματος τους επέτρεψε να ισχυριστούν ότι αναστήθηκε. Όπως ήταν φυσικό, ο Πιλάτος επέπληξε έντονα τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, επιμένοντας ότι έπρεπε να δώσει κάποια λύση στο πρόβλημα». Ο Ντόνοβαν έδειξε την οστεοθήκη. «Και τότε ο Ιωσήφ είχε μια ιδέα». Η Σάρλοτ προσπάθησε να καταλάβει τι εννοούσε. «Αν αυτά δεν είναι τα οστά του Ιησού...» Ο Ντόνοβαν χαμογέλασε και, κουνώντας τα χέρια του, την ενθάρρυνε να σκεφτεί κι άλλο. «...μήπως ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία αντικατέστησε το σώμα;»
«Ακριβώς». Η Σάρλοτ νόμισε ότι άκουσε τον Σαντέλι ν' αναστενάζει ανακουφισμένος. «Σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωσήφ, πήρε ένα άλλο σταυρωμένο νεκρό σώμα - ένα από τα δύο σώματα που βρίσκονταν ακόμα πάνω στους σταυρούς στην κορυφή του Γολγοθά... έναν εγκληματία που είχε σκοτωθεί την ίδια μέρα με τον Ιησού. Το σώμα υποβλήθηκε στις συνήθεις εβραϊκές ταφικές τελετουργίες κι αφέθηκε ν' αποσυντεθεί για ένα χρόνο». «Έτσι δεν μπορούσε ν' αναγνωριστεί η ταυτότητα του δεύτερου άντρα». Αν ο Ντόνοβαν τα είχε επινοήσει όλ' αυτά, είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. «Ναι. Μια ευφυής επινόηση που είχε σκοπό ν' αποδείξει ότι ο Χριστός ποτέ δεν έφυγε από τον τάφο. Μια απελπισμένη προσπάθεια δυσφήμησης του πρώιμου χριστιανισμού, με σκοπό να διασωθεί η εβραϊκή αριστοκρατία». Έμεινε για λίγο σιωπηλός ώστε η Σάρλοτ να το συνειδητοποιήσει. Το επιχείρημα του πατέρα Ντόνοβαν ήταν πολύ καλό και, επιπλέον, είχε στην κατοχή του κάτι που ο ίδιος δήλωνε πως ήταν ένα πολύ καλό τεκμήριο για τη στήριξη της ιστορίας του, η οποία συμφωνούσε με τις ανακολουθίες που η Σάρλοτ του είχε παραθέσει νωρίτερα, κυρίως με το παράξενο γενετικό προφίλ και τα σπασμένα με ρόπαλο γόνατα. Ο σκελετός θα μπορούσε ν' ανήκει σ' έναν καταδικασμένο εγκληματία από κάποια απομονωμένη ρωμαϊκή επαρχία. Ωστόσο, όλα όσα έγραφε αυτό το αρχαίο βιβλίο ήταν στα ελληνικά, άρα ακατανόητα γι' αυτήν. Μπορούσε να στηριχτεί μόνο στην ερμηνεία του ιερέα. Ίσως ο ίδιος το είχε σχεδιάσει έτσι. Αλλά γιατί; Τον κοίταξε έντονα. «Είναι προφανές ότι το σχέδιο του Ιωσήφ απέτυχε. Γιατί, λοιπόν, κανένας παλαιότερα δεν είχε ανακαλύψει όλ' αυτά;» Μόλις έκανε την ερώτηση, ένιωσε ότι είχε γίνει πολύ επικριτική. Μήπως το παρατραβούσε; Ο Ντόνοβαν ανασήκωσε τους ώμους του. «Πιστεύω ότι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία πέθανε, ή τον σκότωσαν, κατά τη διάρκεια αυτών των πρώτων δώδεκα μη-
νών, προτού γίνει η τελική ετοιμασία του σώματος. Μπορεί να τον δολοφόνησε το Σανχεντρίν ή οι Ρωμαίοι. Δε θα μάθουμε ποτέ τι συνέβη στην πραγματικότητα. Ας είμαστε απλώς ευγνώμονες που το σχέδιο του απέτυχε. Γιατί, σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή, όπου έμπειροι επιστήμονες όπως εσείς μπορούν να εντοπίσουν την απάτη, στην αρχαιότητα ένα σώμα θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα προβληματικό». «Βρέθηκε πρόσφατα η οστεοθήκη;» Οπλίστηκε με θάρρος για ν' ακούσει την απάντηση. «Το Βατικανό απέκτησε το Ephemeris Conlusio στις αρχές του Μου αιώνα. Αλλά κανένας δεν το πήρε στα σοβαρά ώσπου, λίγες βδομάδες πριν, ένας μοναχικός αρχαιολόγος έφερε στο φως έναν τάφο βόρεια της Ιερουσαλήμ. Ευτυχώς, ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι, αν μας πλησίαζε διακριτικά, θα τον πληρώναμε πολύ γενναιόδωρα για ν' αποκτήσουμε την οστεοθήκη». Μπερδεμένη για λίγο, η Σάρλοτ άφησε την εξήγηση να στριφογυρίσει μερικές φορές στο μυαλό της. Αν ο Ντόνοβαν έλεγε την αλήθεια, αυτός ο ανώνυμος αρχαιολόγος μπορεί να είχε σκοτώσει ανθρώπους για να την πάρει και το Βατικανό μπορεί να την αγόρασε χωρίς να έχει ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο αποκτήθηκε. Πιθανόν ο Μπερσέι να είχε σπεύσει να βγάλει λάθος συμπεράσματα. Αλλά ήταν έξυπνος άνθρωπος - πολύ έξυπνος άνθρωπος. Είχε διαπιστώσει και η ίδια ότι δεν ήταν ο τύπος που θα 'κανε επιπόλαιες υποθέσεις για το οτιδήποτε. Τι είχε ανακαλύψει που τον έκανε τόσο βέβαιο για τους ισχυρισμούς του; «Το λείψανο ενός σταυρωμένου άντρα από τον Ιο αιώνα που έφερε το σύμβολο του Χριστού», μουρμούρισε. «Ένα ανεκτίμητης αξίας τεχνούργημα... για όλους τους λάθος λόγους». «Ακριβώς. Μια φαινομενικά αξιόπιστη ανακάλυψη που, χωρίς την κατάλληλη ερμηνεία, θα μπορούσε να έχει ταλαιπωρήσει άσκοπα το χριστιανισμό. Έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι όλα ταίριαζαν με τις περιγραφές στο ημερολόγιο του Ιωσήφ προτού οριστικοποιήσουμε την οποιαδήποτε συναλλαγή. Και χάρη στη σκληρή εργασία σας, είμαι βέβαιος πως το ζήτημα έκλεισε». Το βλέμμα της Σάρλοτ περιπλανήθηκε πάλι στο ανοιχτό
χειρόγραφο, όπου ο Ιωοήφ είχε σχεδιάσει την οστεοθήκη και τα αντικείμενα που περιείχε. Τότε παρατήρησε κάτι. Ο κύλινδρος με τον πάπυρο δε συμπεριλαμβανόταν σε αυτά. Το μέτωπο της γέμισε ρυτίδες. «Συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε ο Ντόνοβαν. Σηκώνοντας με το χέρι της την πλαστική θήκη με τον κύλινδρο του είπε: «Γιατί αυτό δεν έχει σχεδιαστεί εδώ;» Έκανε ένα νεύμα δείχνοντας τα σκίτσα. Ο Ντόνοβαν φάνηκε ξαφνικά νευρικός. «Δεν είμαι σίγουρος», της απάντησε, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του. Έριξε μια αβέβαιη ματιά στον Σαντέλι. Είχε προσπαθήσει να το αποφύγει αυτό, επειδή δεν ήξερε τι μπορεί να έγραφε ο πάπυρος. «Γιατί δεν το ανοίγετε;» πρότεινε με θράσος ο Σαντέλι. Ξαφνιασμένη, η Σάρλοτ του απάντησε: «Δεν έχω αγγίξει ποτέ αρχαία έγγραφα. Περιμέναμε να...» «Δεν υπάρχει λόγος ν' ανησυχείτε, δόκτωρ Χενεσί», τη διέκοψε ο Σαντέλι. «Ο πατήρ Ντόνοβαν είναι πολύ έμπειρος όσον αφορά τα αρχαία έγγραφα. Επιπλέον, αμφιβάλλω αν θα θέλαμε να εκθέσουμε κάποιο απ' όλα αυτά στο Μουσείο του Βατικανού». «Εντάξει». Έδωσε τη θήκη με τον κύλινδρο στο χλομό βιβλιοθηκάριο. «Έλα, Πάτρικ», τον παρότρυνε ο Σαντέλι. «Άνοιξέ το». Κατάπληκτος που ο καρδινάλιος ήταν τόσο θρασύς, ο Ντόνοβαν άνοιξε τη θήκη. Βγάζοντας τον κύλινδρο, αφαίρεσε το λασκαρισμένο καπάκι και, χτυπώντας τον ελαφρά, έριξε τον πάπυρο πάνω στο τραπέζι. Κοίταξε έντονα τον Σαντέλι και τη Χενεσί. «Ξεκινάμε». Με απίστευτη προσοχή ξετύλιξε τον πάπυρο πάνω στην πλαστική θήκη και τον κράτησε επίπεδο και με τα δυο του χέρια. Βλέποντας τι υπήρχε σ' αυτόν, ένιωσε αμέσως ανακούφιση και τον έσπρωξε πάνω στο τραπέζι για να μπορέσουν να τον δουν κι οι άλλοι.
Ό λ α τα μάτια ρούφηξαν ό,τι είχε γραφτεί με μελάνι πάνω στην αρχαία περγαμηνή. Ήταν ένα ασυνήθιστο σχέδιο, που συνδύαζε όλων των ειδών τις αναπαραστάσεις. Στο κέντρο υπήρχε ένα εβραϊκό καντηλέρι τοποθετημένο πάνω σ' ένα σταυρό, γύρω από τον οποίο υπήρχαν φύλλα κληματαριάς. Το σύμβολο που βρισκόταν στο πλάι της οστεοθήκης επαναλαμβανόταν εδώ τέσσερις φορές, στο τέλος κάθε σκέλους του σταυρού. «Τι σημαίνει όλο αυτό;» ρώτησε τον Ντόνοβαν ο Σαντέλι. «Δεν είμαι σίγουρος», παραδέχτηκε εκείνος. Προσπάθησε ν' αποκρύψει το γεγονός ότι είχε παρατηρήσει πως το ένα άκρο του παπύρου, εκείνο που ήταν προς το μέρος του, φαινόταν πρόσφατα κομμένο. Είχε κόψει κάποιος σκόπιμα ένα τμήμα του παπύρου; Ακούμπησε εκεί τους αντίχειρές του για να καλύψει τα σημάδια. «Ό,τι κι αν σημαίνει, είναι πανέμορφο», παρενέβη η Σάρλοτ. «Ναι, είναι», συμφώνησε χαμογελώντας ο Ντόνοβαν. «Ωραία, λοιπόν, δόκτωρ Χενεσί», είπε δυνατά ο Σαντέλι. «Κάνατε λαμπρή δουλειά. Δεν μπορούμε να σας ευχαριστήσουμε τόσο όσο θα έπρεπε και ο Άγιος Πατέρας σας στέλνει κι αυτός τις ευχαριστίες του. Σας παρακαλούμε απλώς να μην ξεχάσετε ότι θα θέλαμε να μην το συζητήσετε αυτό με κανέναν - συμπεριλαμβανομένων των μελών της οικογένειάς σας, καθώς και του Τύπου». «Έχετε το λόγο μου», του υποσχέθηκε. «Έξοχα. Αν δε σας πειράζει, θα ζητήσω απ' τον πατέρα Μάρτιν να σας συνοδεύσει έξω. Πρέπει να συζητήσω μερικά πράγματα με τον πατέρα Ντόνοβαν. Και, παρόλο που η εργασία σας εδώ έχει τελειώσει, μη διστάσετε, σας παρακαλώ, να μείνετε μαζί μας όσο θέλετε».
Φεύγοντας από το Αποστολικό Μέγαρο, η Σάρλοτ πήγε κατευθείαν στο εργαστήριο για να δει αν είχε επιστρέψει ο Μπερσέι. Προχωρώντας στο διάδρομο του υπογείου, το βλέμμα της έπεσε στην πόρτα του δωματίου παρακολούθησης. Ήταν ακόμα μισάνοιχτη. Αντίθετα με ό,τι της έλεγε η λογική της, ακούμπησε το χέρι της στο πλάι της πόρτας. «Κύριε Κόντε. Θα μπορούσα να σας μιλήσω, σας παρακαλώ;» Καμία απάντηση. Την έσπρωξε κι έβαλε μέσα το κεφάλι της. Το δωμάτιο ήταν άδειο - δεν υπήρχε τίποτε παρά γυμνά ράφια που κάλυπταν τους τοίχους. Ακόμα και η σανίδα του ταβανιού είχε τοποθετηθεί πάλι στη θέση της. «Τι στην...» Αφού τράβηξε την πόρτα και την έκλεισε, η Σάρλοτ προχώρησε προσεκτικά στον αλλόκοτα ήσυχο διάδρομο. Γλίστρησε την ηλεκτρονική κάρτα της στη συσκευή που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα του εργαστηρίου, περιμένοντας ωστόσο ότι δε θα λειτουργούσε. Αλλά η κλειδαριά ξεκλείδωσε ηλεκτρομηχανικά και η ίδια μπήκε μέσα. Για πρώτη φορά από τότε που ήρθε εδώ, τα φώτα και ο κλιματισμός στο εργαστήριο ήταν κλειστά. Προχώρησε ψηλαφιστά στον τοίχο για να βρει τον πίνακα ελέγχου και σήκωσε κάποιους διακόπτες.
Όταν άναψαν τα φώτα, δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Το εργαστήριο ήταν άδειο - η οστεοθήκη, τα οστά, τα ευρήματα... έλειπαν τα πάντα. Ακόμα και οι επεξεργαστές των υπολογιστών δεν ήταν στις θέσεις τους. Φοβούμενη το χειρότερο, δεν προχώρησε μέσα στο δωμάτιο - απλώς έσβησε πάλι τα φώτα και ξαναγύρισε στην πόρτα. Τότε άκουσε βήματα στο διάδρομο, που αντηχούσαν όλο και δυνατότερα καθώς πλησίαζαν. Τι θα έκανε τώρα; Η πόρτα δεν είχε παράθυρο κι έτσι δεν μπορούσε να δει ποιος ερχόταν. Ο πατήρ Ντόνοβαν; Ο Μπερσέι; Άκουσε πιο προσεκτικά. Είχε περπατήσει πάνω κάτω στο διάδρομο και με τους δύο. Αυτό όμως το ρυθμό βαδίσματος -αυτό το ήρεμο περπάτημα που άκουγε τώρα- δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Κι αν ήταν ο Κόντε; Τώρα που είχε δει το άδειο δωμάτιο παρακολούθησης και το άδειο εργαστήριο, ο φορητός υπολογιστής της - η μοναδική απόδειξη για το μυστικό πρόγραμμα του Βατικανούέμοιαζε σαν ωμό κρέας στη φωλιά του λιονταριού. Ολόκληρο το σώμα της σφίχτηκε, καθώς παρακαλούσε ν' ακούσει μια άλλη πόρτα ν' ανοίγει, ή τα βήματα ν' απομακρύνονται πάλι. Τα βήματα σταμάτησαν κι είδε μια σκιά να κινείται στο φως που περνούσε κάτω απ' την πόρτα. Τινάχτηκε προς το σκοτεινό εργαστήριο και, ψηλαφώντας, πλησίασε αθόρυβα στον πρώτο πάγκο εργασίας. Κουλουριάστηκε κάτω στο δάπεδο τη στιγμή ακριβώς που γύριζε η κλειδαριά της πόρτας. Όταν η πόρτα άνοιξε τρίζοντας, η Σάρλοτ ανατρίχιασε κι ένιωσε να την τσιμπούν τα μαλλιά της στο πίσω μέρος του λαιμού. Το δωμάτιο φωτίστηκε από το φως του διαδρόμου. Όποιος κι αν ήταν, ήταν βέβαιη ότι δεν μπορούσε να τη δει κάτω από το τραπέζι. Ο εισβολέας κοντοστάθηκε. Αφουγκραζόταν; Η Σάρλοτ κρατούσε την αναπνοή της και, σφίγγοντας την τσάντα με τον υπολογιστή στην αγκαλιά της, παρέμενε εντελώς ακίνητη. Πέρασε λίγος χρόνος που έμοιαζε με αιωνιότητα. Μετά ακούστηκε ο ήχος από τους διακόπτες και ο φωτισμός της οροφής διέλυσε στη στιγμή το σκοτάδι.
Καμία κίνηση. Τα πόδια της είχαν αρχίσει να μουδιάζουν. Αφού τράβηξε κι έκλεισε την πόρτα, ο εισβολέας άρχισε να προχωράει αργά μέσα στο δωμάτιο. Έκανε ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στους πάγκους εργασίας κι έφτασε μέχρι το δωματιάκι του καφέ. Παρόλο που δεν μπορούσε να δει τι συνέβαινε, τη στιγμή που διαισθάνθηκε ότι ο εισβολέας είχε μπει στο διπλανό δωμάτιο, σηκώθηκε απότομα και τινάχτηκε προς την πόρτα. Καθώς γύριζε με το χέρι της το χερούλι, είδε φευγαλέα τον Κόντε που ξαναγύριζε στο εργαστήριο... καθώς και το μορφασμό θυμού που αλλοίωνε το πρόσωπο του.
Η Σάρλοτ έτρεξε σαν σφαίρα στο διάδρομο και οι λαστιχένιες σάλες των παπουτσιών της έτριζαν συνεχώς καθώς τρίβονταν στα γυαλισμένα πλακάκια από βινύλιο. Χωρίς να κοιτάζει πίσω της, άκουγε τον Κόντε που την κυνηγούσε. Μπροστά της, η πόρτα του ανελκυστήρα ήταν κλειστή. Ξέροντας ότι δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την παραμικρή καθυστέρηση, προχώρησε προς την έξοδο κινδύνου, βροντώντας δυνατά την πόρτα στον τοίχο καθώς την άνοιγε. Άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες πετώντας σχεδόν, σκαρφάλωνε τρία τρία τα σκαλιά κι έσφιγγε γερά τον υπολογιστή στην αγκαλιά της. Όταν βρισκόταν στο μέσο της δεύτερης σκάλας, άκουσε τον Κόντε να βροντάει την πόρτα του υπογείου σαν να γινόταν έκρηξη και, φευγαλέα, είδε τη σιλουέτα του ν' ανεβαίνει γρήγορα. Στην κορυφή της σκάλας, η Σάρλοτ ήξερε πως είχε δύο επιλογές: τη βοηθητική πόρτα που οδηγούσε έξω από το κτίριο ή την είσοδο του προσωπικού, που οδηγούσε στο διάδρομο του μουσείου. Όταν έφτασε εκεί, έσπρωξε κι άνοιξε τη βοηθητική πόρτα, αφήνοντάς την ορθάνοιχτη. Αντί όμως να βγει έξω, ξαναγύρισε στην είσοδο του προσωπικού και μπήκε στο μουσείο όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κλείνοντας απαλά την πόρτα πίσω της.
Στρίβοντας στο τελευταίο κομμάτι της απότομης, στριφογυριστής σκάλας, ο Κόντε άκουσε το δυνατό θόρυβο της κλειδαριάς της βοηθητικής πόρτας τη στιγμή που η πόρτα ξανάκλεινε. Φορτσάροντας στις τελευταίες λίγες δρασκελιές, άνοιξε με πάταγο την πόρτα κι έτρεξε έξω. Η γενετίστρια δε φαινόταν πουθενά - δε διέσχιζε τρέχοντας τα φαρδιά μονοπάτια του κήπου, δεν το είχε σκάσει στρίβοντας τρεχάλα στη γωνία του κτιρίου. Κι εκεί κοντά δεν υπήρχε πουθενά κάποια ασφαλής κρυψώνα. Ο Κόντε ξαναγύρισε τρέχοντας μέσα στο κτίριο.
Διασχίζοντας γρήγορα την Αίθουσα με τη Χριστιανική Συλλογή, η Σάρλοτ ήταν αποφασισμένη να βγει από το Βατικανό. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να πάει προς την Πύλη Σάντ' Άννα. Έχοντας τα χρήματα, τις πιστωτικές κάρτες και το διαβατήριο της ασφαλή στο τσαντάκι γύρω από τη μέση της, μπορούσε να θυσιάσει όλα όσα βρίσκονταν στο δωμάτιο της στον κοιτώνα. Ζαλισμένη -όχι από το τρέξιμο, αλλά από το Melphalan που στροβιλιζόταν μέσα στο σώμα της- πήρε λίγες βαθιές αναπνοές για να συνέλθει. Μια σύντομη αίσθηση ναυτίας ήρθε κι έφυγε. Ξέροντας ότι μόνο για λίγο είχε ξεφορτωθεί τον Κόντε, προσπαθούσε να σκεφτεί προς τα πού θα πήγαινε. Έπρεπε άραγε να παραμείνει στις τεράστιες αίθουσες εκθέσεων του μουσείου; Εδώ υπήρχε αναμφίβολα πολύς χώρος. Με τις κάμερες παρακολούθησης, όμως, που υπήρχαν σ' όλες τις αίθουσες, δεν ήθελε να του δώσει την ευκαιρία να καλέσει την ασφάλεια του μουσείου. Επιπλέον, στους μακρείς διαδρόμους κατά μήκος του τεράστιου χώρου που καταλάμβανε το κτίριο, θα 'ταν εύκολο να την εντοπίσει - η μοναχική τουρίστρια με τα καστανοκόκκινα μαλλιά, την έντονη ροζ μπλούζα και την τσάντα με το φορητό υπολογιστή, που δε σταματούσε να δει τα εκθέματα. Ευτυχώς, η Χριστιανική Συλλογή ήταν κοντά στην κεντρική είσοδο του κτιρίου. Αφού έριξε μια ματιά στο χώρο μπροστά από τις τζαμένιες πόρτες, βγήκε γρήγορα έξω.
Πέρασε μέσα από τον κόσμο που περιφερόταν στον περίβολο, έστριψε στη γωνία του κτιρίου και προχώρησε βιαστικά στο φαρδύ μονοπάτι του κήπου που βρισκόταν δίπλα στον ανατολικό τοίχο του μουσείου. Ακόμα δεν είχε δει τον Κόντε, αλλά αυτό δε μείωνε την ανησυχία της. Ήξερε από πρώτο χέρι ότι δεν ήταν ο τύπος που θα τα παρατούσε. Διασχίζοντας μια μικρή γαλαρία που περνούσε κάτω από τους παλαιούς προμαχώνες της πόλης, βρέθηκε στο μικρό χωριό που ήταν στο πίσω κτίριο του Αποστολικού Μεγάρου. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν ο πατήρ Ντόνοβαν βρισκόταν ακόμα εκεί μιλώντας με το αφεντικό του, μ' αυτό το ανδρείκελο τον Σαντέλι. Πώς μπορούσε ένας τόσο συμπαθητικός άνθρωπος να είναι αναμειγμένος σ' όλα αυτά; Όταν έστριψε στην Μπόργκο Πίο, είδε την ανοιχτή πύλη και τους Ελβετούς φρουρούς που ευσυνείδητα τη φρουρούσαν. Αναρωτήθηκε αν θα τους είχε τηλεφωνήσει ο Κόντε για να τους προειδοποιήσει. Θα προσπαθούσαν άραγε να τη σταματήσουν; Προχώρησε ξέροντας ότι έπρεπε να το διακινδυνεύσει. Τότε, είκοσι μόλις μέτρα πριν απ' την πύλη, τον είδε. Παρόλο που δεν το είχε προσέξει προηγουμένως, θα στοιχημάτιζε πως υπήρχε κάποιο τραύμα στο πλάι του κεφαλιού του. Βαριανασαίνοντας, και με τα χέρια ακουμπισμένα στους γοφούς του, ο Κόντε στεκόταν ανάμεσα στη Σάρλοτ και στην πύλη, σαν να την προκαλούσε να κάνει ένα ακόμα βήμα. Αυτό ακριβώς έκανε και η Σάρλοτ. Πεπεισμένη πως δεν υπήρχε επιστροφή, η μόνη της ελπίδα ήταν να μην παρεκκλίνει απ' την πορεία της και να προχωρήσει μπροστά. Εδώ ήταν δημόσιος χώρος. Οι φρουροί ήταν κοντά. Σίγουρα δε θ' ανέχονταν έναν καβγά εδώ πέρα, ακόμα κι αν έπαιρναν το μέρος του. Αρχισε λοιπόν να τρέχει, με τα μάτια καρφωμένα στην πύλη. Ο Κόντε αντέδρασε αστραπιαία και πετάχτηκε στο δρόμο, αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή ένα φορτηγάκι διανομών που έμπαινε στην πόλη. Μια κόρνα ακούστηκε, αλλά εκείνος την αγνόησε - τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο θήραμά του. Κατάφερε να τρέξει άλλα δέκα μέτρα προτού ο Κόντε την πλησιάσει επικίνδυνα. Δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγει.
Ξαφνικά, ο Κόντε πετάχτηκε μπροστά της κάνοντάς τη να καρφωθεί στο σημείο όπου βρισκόταν. «Δε θα πας πουθενά μ' αυτό», γρύλισε κοιτάζοντας την τσάντα με τον υπολογιστή. Η γενετίστρια, για κάποιο λόγο, δε φαινόταν τρομαγμένη. Ο Κόντε πρόσεξε ότι είχε στυλώσει το βλέμμα της στο τεράστιο πορφυρό καρούμπαλο στον κρόταφο του και, κατόπιν, ότι κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς την πύλη. Έπειτα, η Σάρλοτ έκανε κάτι που εκείνος δεν το περίμενε. Ούρλιαξε.
Ο Κόντε παρέλυσε για μια στιγμή. «Βοήθεια!» Η Σάρλοτ ούρλιαξε πάλι, δυνατότερα αυτή τη φορά. Οι φρουροί στην πύλη την άκουσαν. Δύο απ' αυτούς -ντυμένοι με μπλε μανδύες και μαύρους μπερέδες- έτρεξαν προς το μέρος της τραβώντας από τις δερμάτινες θήκες τις Μπερέτες τους και σπρώχνοντας το πλήθος των ξαφνιασμένων τουριστών. Ο Κόντε σκέφτηκε ν' αρπάξει την τσάντα. Αλλά πού θα μπορούσε να πάει; Κατέκρινε τον εαυτό του που δεν κρατούσε όπλο. «Θυμήσου τη συμφωνία περί εμπιστευτικού προγράμματος, δόκτωρ Χενεσί», της είπε ήρεμα. «Αλλιώς θα έρθω να σε βρω». Όταν είδε ότι η προσοχή του στράφηκε στιγμιαία προς τους φρουρούς που τους πλησίαζαν, βρήκε την ευκαιρία να κάνει κάτι που το σκεφτόταν απ' την πρώτη στιγμή που συνάντησε αυτόν το σπιούνο. Λυγίζοντας ελαφρά τα γόνατά της, τίναξε το αριστερό, δυνατό της πόδι πάνω στον καβάλο του, δίνοντάς του ένα τέλειο χτύπημα. Ο Κόντε λύγισε και χρειάστηκε να βάλει τα χέρια του στο έδαφος για να μην πέσει με τα μούτρα. «Γαμημένο μουνί!» Οι φλέβες στο κατακόκκινο πρόσωπο του φούσκωσαν καθώς κοίταζε μοχθηρά την Αμερικανίδα. Οι δύο φρουροί έφτασαν και στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του, με στραμμένα τα όπλα τους στο κεφάλι του.
«Ακίνητος!» τον διέταξε ο ένας απ' αυτούς, πρώτα στ' αγγλικά και μετά στα ιταλικά. Με κομμένη την ανάσα, ο Κόντε αναγνώρισε τον έναν από τους δύο. Ή τ α ν ο cacasenno, ο εξυπνάκιας που φύλαγε την πύλη τη μέρα που έφτασε στο Βατικανό με τον Ντόνοβαν. Ο φρουρός τον θυμήθηκε κι εκείνος, κι έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο όλο ικανοποίηση. «Τι συμβαίνει εδώ;» ρώτησε τη Σάρλοτ στ' αγγλικά ο δεύτερος φρουρός. «Αυτός ο άντρας με απειλούσε, προσπάθησε να πάρει την τσάντα μου». Η φωνή της ήταν αγχωμένη. Ο πρώτος φρουρός ζήτησε από τον Κόντε τα χαρτιά του. «Δεν...» είπε περιφρονητικά και με οργή σαν να ξερνούσε, «...τα έχω μαζί μου». Ο Σαντέλι σίγουρα δε θα το ενέκρινε να 'λεγε το όνομά του σε μια τέτοια περίσταση. Αργότερα θα επέμενε να τηλεφωνήσουν στον υπουργό Εξωτερικών. Αποφάσισε, επίσης, να μην πει στους φρουρούς ότι ο υπολογιστής περιείχε κρίσιμες πληροφορίες, αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε μεγαλύτερα προβλήματα αν επέμεναν να τους πει λεπτομέρειες. Προς το παρόν, έπρεπε ν' ακολουθήσει τους κανόνες. Ο δεύτερος φρουρός ζήτησε από τη Σάρλοτ τα στοιχεία της κι εκείνη του τα έδωσε αμέσως. Ο περίκομψος παπικός θυρεός στην κονκάρδα των επισκεπτών έδειχνε ότι ήταν καλεσμένη από το γραφείο του υπουργού Εξωτερικών. «Είστε ελεύθερη να φύγετε, δόκτωρ Χενεσί». Γυρίζοντας στον Κόντε, του είπε: «Κι εσείς πρέπει να έρθετε μαζί μας, σινιόρε». Ο Κόντε δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμμορφωθεί. Οι φρουροί τον βοήθησαν να σταθεί όρθιος και παρέμειναν δίπλα του, βάζοντας τις Μπερέτες στις θήκες τους. Ανασαίνοντας με ανακούφιση, η Σάρλοτ προχώρησε προς την πύλη. Όταν βγήκε ασφαλής απ' το Βατικανό, έστριψε στη Βία Ντέλα Κοντσιλιατσιόνε, έκανε νόημα σ' ένα ταξί και είπε στον οδηγό να την πάει κατευθείαν στο αεροδρόμιο Φιουμιτσίνο. Rapidamente! Το αυτοκίνητο τινάχτηκε μπροστά όταν
ο οδηγός πάτησε γερά το γκάζι, αλλά αυτή ήταν η πρώτη φορά που δεν επρόκειτο να παραπονεθεί για τους τρελούς οδηγούς της Ρώμης. Αν υπήρχε τρόπος, θα έφευγε ακόμα πιο γρήγορα απ' αυτό το μέρος. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι έτρεμε ολόκληρη. Κοιτάζοντας απ' το πίσω τζάμι του ταξί, είδε τον τρούλο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου να μικραίνει όλο και περισσότερο καθώς εκείνη απομακρυνόταν. Τα δάχτυλά της έσφιγγαν ακόμα την τσάντα με τον υπολογιστή. Ο οδηγός του ταξί βγήκε στον αυτοκινητόδρομο και η Σάρλοτ είδε τη βελόνα στο ταχύμετρο να σκαρφαλώνει στα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα την ώρα. Βυθίστηκε στο κάθισμά της και φόρεσε τη ζώνη ασφαλείας της. Έχοντας πια τη Ρώμη πίσω της, η Σάρλοτ έβγαλε το κινητό της και τηλεφώνησε στον Τβαν Όλντριχ. Τι κι αν ήταν ακόμα μαύρη νύχτα στο Φοίνιξ; Εκείνος όμως το σήκωσε σχεδόν ακαριαία. «Τβαν;» «Γεια σου, Τσάρλι. Μόλις σε σκεφτόμουν». Ακούγοντας τη φωνή του ηρέμησε αμέσως. «Γεια». Η φωνή της ακούστηκε διστακτική. «Όλα καλά;» «Όχι. Καθόλου». Χαμηλώνοντας τη φωνή της και γυρίζοντας το κεφάλι της για να μην την ακούει ο οδηγός, του έκανε μια σύντομη περίληψη όσων είχαν συμβεί. «Τώρα πηγαίνω στο αεροδρόμιο». «Θα σου έκανα έκπληξη, αλλά... Έρχομαι να σε δω. Για την ακρίβεια, η πτήση μου έφτασε στο Φιουμιτσίνο μόλις πριν από λίγα λεπτά». «Τι; Με κοροϊδεύεις!» Οι ώμοι της χαλάρωσαν. «Αυτή τη στιγμή είμαι στον ιμάντα αποσκευών. Άκου πού θα συναντηθούμε».
Α Μ Π Ρ Ο Υ Ζ Ο , ΙΤΑΛΙΑ
Μια ώρα βορειοανατολικά της Ρώμης, το νοικιασμένο Άλφα Ρομέο του Κόντε ανέβαινε στο Μόντε Σκουνκόλε, σκαρφαλώνοντας στον αυτοκινητόδρομο SS5 κατά μήκος της οροσειράς των Απεννίνων. Ο απογευματινός ουρανός είχε ένα γκρίζο μουντό χρώμα που έπνιγε τον ήλιο, δίνοντάς του μια σβησμένη, λευκή απόχρωση. Μια ελαφριά ψιχάλα ράντιζε το μπροστινό τζάμι του αυτοκινήτου. Προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του, ο Πάτρικ Ντόνοβαν κοιτούσε έξω απ' το θολωμένο τζάμι του συνοδηγού τους ανομοιογενείς αμπελώνες της κοιλάδας που βρισκόταν χαμηλότερα. Μετά την αναπάντεχη και βιαστική αναχώρηση της Σάρλοτ Χενεσί νωρίτερα εκείνο το πρωί και την κράτηση του Κόντε από την Ελβετική Φρουρά -που τους έφερε σε δύσκολη θέση αναγκάζοντάς τους να εγγυηθούν γι' αυτόν-, ο καρδινάλιος Σαντέλι, εξαιρετικά ανήσυχος, έδωσε στον Ντόνοβαν συγκεκριμένες οδηγίες για το τι θα 'πρεπε να γίνει στη συνέχεια: «Πρέπει να φροντίσεις ώστε αυτό το κεφάλαιο της ιστορίας της Εκκλησίας να κλείσει χωρίς ίχνη - κάνοντας ό,τι είναι απαραίτητο, Πάτρικ. Θα ζητήσω από τον Κόντε να σε βοηθήσει να καταστρέψετε την οστεοθήκη και όλα όσα περιέχει... όπως και το χειρόγραφο. Χωρίς απτές αποδείξεις, το μόνο που θα μείνει είναι ο θρύλος. Κατάλαβες;» Τα αρχαία ευρήματα και το βιβλίο μπορούσαν εύκολα να
καταστραφούν στο εργαστήριο του Βατικανού. Ο Ντόνοβαν διαισθάνθηκε, λοιπόν, ότι αυτή η βόλτα περιλάμβανε κάτι περισσότερο από το να ξεφορτωθούν απλώς την οστεοθήκη. Ρίχνοντας μια ματιά στο μισθοφόρο, αντελήφθη ότι η μυστηριώδης εξαφάνιση του δόκτορα Μπερσέι συνέπεσε άψογα με το ανεξήγητο τραύμα στο κεφάλι του Κόντε. Ο Κόντε μείωσε την ταχύτητα του αυτοκινήτου κι έστριψε δεξιά σ' ένα στενό χωματόδρομο. Παχύ γρασίδι και χαμηλοί θάμνοι έξυναν το κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Συνέχισαν να προχωρούν σιωπηλοί ώσπου το μονοπάτι φάρδυνε και κατέληξε σε μια μικρή συστάδα από οξιές. Ο Κόντε φρέναρε κι έσβησε τη μηχανή, αφήνοντας τα κλειδιά στη μίζα. Έπειτα, πίεσε το κουμπί που άνοιγε το πορτμπαγκάζ. Βγαίνοντας από το αυτοκίνητο, οι δύο άντρες έκαναν τον κύκλο και πήγαν στο πίσω μέρος. Φτυάρια και αξίνες είχαν στοιβαχτεί διαγώνια πίσω απ' την οστεοθήκη. Ο Κόντε τα άρπαξε κι έβαλε ένα φτυάρι στα χέρια του Ντόνοβαν. «Πρέπει να σκάψουμε βαθιά».
«Τώρα που τελείωσε όλο αυτό», ο Κόντε σκούπισε τον ιδρώτα απ' το μέτωπο του με το πίσω μέρος του λασπωμένου χεριού του, «θα 'θελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις». Έχωσε στο χώμα το φτυάρι του κι ακούμπησε πάνω του. Ο υγρός αέρας μύριζε σκαμμένη γη. Η σιγανή βροχή είχε ξαναρχίσει. Ο Ντόνοβαν τον κοίταξε διερευνητικά μέσα απ' τα θολωμένα γυαλιά του. «Δεν έχεις δει αρκετά για να μπορείς ν' απαντήσεις μόνος σου στις ερωτήσεις σου;» Ο μισθοφόρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τίνος πιστεύεις πράγματι ότι είναι τα οστά που βρίσκονται μέσα στην οστεοθήκη;» Οι αμφιβολίες του Σαλβατόρε Κόντε δεν είχαν σχέση με την πίστη του. Αυτή την είχε εγκαταλείψει εδώ και πολύ καιρό. Αλλά η κλοπή της οστεοθήκης και η επιστημονική ανάλυση της, παράλληλα με τις ανακαλύψεις του Μπερσέι στις κατακόμβες Τορλόνια, είχαν εξάψει πραγματικά την περιέργειά του.
«Είδες ό,τι είδα». Ο Ντόνοβαν άνοιξε τα χέρια του. «Εσύ τι γνώμη έχεις;» Ο Κόντε χαμογέλασε. «Η δουλειά μου δεν είναι να έχω γνώμη». «Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω». «Τότε, λοιπόν, γιατί μπαίνουμε σ' όλον αυτό τον κόπο;» Ο Ντόνοβαν σκέφτηκε λίγο. «Τα στοιχεία είναι σημαντικά. Απ' όσο μπορούμε να ξέρουμε, αυτά τα οστά είναι του Ιησού Χριστού. Έχουμε καθήκον να προστατεύσουμε την Εκκλησία. Είναι υποχρέωσή μας να κάνουμε κάτι, αυτό μπορείς σίγουρα να το αντιληφθείς». «Λοιπόν, αν εκεί μέσα είναι ο Ιησούς», ο μισθοφόρος έδειξε το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου, «θα 'λεγα ότι προστατεύετε ένα τεράστιο ψέμα». Ο Ντόνοβαν δεν περίμενε ένας άνθρωπος σαν τον Σαλβατόρε Κόντε να μπορεί να κατανοήσει τις ευρύτερες συνέπειες όλων αυτών. Δύο χιλιετίες ανθρώπινης ιστορίας θα επηρεάζονταν βαθύτατα από την οστεοθήκη και το περιεχόμενο της. Η ανθρωπότητα χρειαζόταν αλήθειες που θα ένωναν τους ανθρώπους, όχι έριδες. Αυτό το είχε μάθει από πρώτο χέρι στους δρόμους του Μπέλφαστ. Ο Πάτρικ Ντόνοβαν είχε εντρυφήσει στην ιστορία της καθολικής εκκλησίας, αλλά αυτό που υπερασπιζόταν εδώ δεν είχε μεγάλη σχέση με τα αρχαία βιβλία. Έπρεπε να προστατέψουν έναν ηθικό κανόνα, για να παραμείνει ισχυρή η όποια πνευματική πίστη εξακολουθούσε να υπάρχει σ' αυτόν το χαοτικό υλιστικό κόσμο. «Μένω έκπληκτος. Δε μου δίνεις την εντύπωση κάποιου που θα χολόσκαγε για κάτι τέτοιο». Παραξενεμένος από την έκφραση που χρησιμοποίησε ο ιερέας, ο Κόντε του έριξε μια ματιά. Ξαφνικά, αυτό που έπρεπε να κάνει του φάνηκε πιο εύκολο. «Στην πραγματικότητα, δε χολοσκάω. Επιπλέον, αν υπήρχε Θεός», είπε σαρκαστικά, «άνθρωποι σαν εσένα κι εμένα δε θα υπήρχαν». Ξανάρχισε να σκάβει. Ο Ντόνοβαν ένιωσε αηδία με την ιδέα ότι ο ίδιος και ο Κόντε είχαν κάτι κοινό, αλλά ήξερε ότι ο μισθοφόρος είχε δίκιο.
Είμαι κι εγώ μέρος όλου αυτού. Σε τελική ανάλυση, ο Κόντε δε δρούσε αυτόνομα - εκτελούσε απλώς διαταγές. Και δεν ήταν ο Κόντε αυτός που είχε παρακαλέσει τον Σαντέλι να κάνει κάτι για να βρει την οστεοθήκη - ο ίδιος το είχε κάνει. Η αλήθεια ήταν ότι δεν περίμενε ποτέ τα ακραία μέσα που θα χρησιμοποιούσε ο Σαντέλι, αλλά δεν επενέβη για να τον σταματήσει. «Τι συνέβη στ' αλήθεια στο δόκτορα Μπερσέι;» τον ρώτησε ο Ντόνοβαν αποφασιστικά. Διαισθανόταν ότι η μοίρα του εξαρτιόταν απ' την απάντηση του Κόντε. «Μην ανησυχείς γι' αυτόν». Το τραχύ πρόσωπο του Κόντε παραμορφώθηκε. «Του συνέβη ό,τι του άξιζε και σε γλίτωσα απ' τη βρόμικη δουλειά. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις». «Γιατί βρισκόταν στις κατακόμβες;» Ο Ντόνοβαν ένιωσε να φουντώνει ο θυμός του. Ο Κόντε σκέφτηκε ν' αποφύγει την ερώτηση, αλλά ήξερε ότι τώρα πια ο Ντόνοβαν δεν αποτελούσε απειλή. «Ο πάπυρος που βρήκε στην οστεοθήκη είχε μια ζωγραφιά. Ανακάλυψε, λοιπόν, ότι ήταν ίδια με μια τοιχογραφία στις κατακόμβες Τορλόνια. Αυτός ο τύπος, ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, είχε προφανώς μια κρύπτη στη Ρώμη. Ο Μπερσέι φαίνεται πως σκέφτηκε ότι, στην αρχή, είχαν αφήσει εκεί τον Ιησού για ν' αποσυντεθεί. Ποιος περίμενε κάτι τέτοιο;» Τα μάτια του Ντόνοβαν άνοιξαν διάπλατα. Είναι δυνατόν; Είχε βρει άραγε τον ίδιο τον τάφο; «Άσε με να σου δώσω μια συμβουλή», πρόσθεσε ο Κόντε. «Μη δεθείς υπερβολικά ούτε με την κοπέλα». Του άρεσε που με κάθε αποκάλυψη μειωνόταν η αποφασιστικότητα του ιερέα. «Προσωρινά μόνον ανεστάλη η καταδίκη της». «Τι σημαίνει αυτό;» «Ο Σαντέλι μου μετέφερε όλες αυτές τις ανοησίες που της είπες για το χειρόγραφο. Ωραία ιστορία. Δεν κατάλαβες, όμως, ότι της έδωσες πάρα πολλές πληροφορίες. Σου είπε ο καρδινάλιος ότι το έσκασε με το φορητό υπολογιστή της... που είχε μέσα όλα τα στοιχεία;» «Όχι, δε μου το 'πε».
Δεν ήταν παράξενο που ο Σαντέλι ήταν γεμάτος νεύρα για όλα αυτά - ολόκληρη η ιστορία κόντευε ν' αποκαλυφθεί. Ο Κόντε ήταν απρόσεκτος - οι ειδήσεις που έρχονταν τώρα από την Ιερουσαλήμ περιλάμβαναν κι ένα τρισδιάστατο σκίτσο από υπολογιστή που του έμοιαζε πάρα πολύ. Ο Τζιοβάνι Μπερσέι ήταν νεκρός. Και τώρα η Χενεσί είχε καταφέρει να φύγει μ' όλες τις αποδείξεις που χρειαζόταν για να ενοχοποιήσει το Βατικανό. «Καθόλου καλό. Τώρα πρέπει να τακτοποιήσω κι αυτό και το αίμα της θα λερώσει τα δικά σου χέρια». Μίσος φάνηκε στα μάτια του ιερέα. «Μη με κοιτάζεις έτσι, Ντόνοβαν. Εσύ επέμενες να φέρουμε ξένους». «Δεν είχαμε άλλη επιλογή». «Ακριβώς». «Τι θα της κάνεις;» Χαμογελώντας ύπουλα, ο Κόντε έκανε μια παύση προτού απαντήσει. «Πεθαίνεις να μάθεις, έτσι; Για όνομα του Θεού, ακούγεσαι σαν ξετρελαμένος εραστής. Ο Σαντέλι πιστεύει ότι δύο θάνατοι συνδεδεμένοι τόσο στενά με το Βατικανό θα κινούσαν πάρα πολλές υποψίες. Αλλά, αν συμβεί τυχαία ένα παράξενο ατύχημα στην ωραία γενετίστρια στον τόπο της, στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Αρχές δε θα υποψιαστούν τίποτε. Βέβαια, να είσαι σίγουρος ότι θα την κάνω να περάσει καλά προτού φύγει». Και μετά θα δούμε ποιος θα γελάσει τελευταίος, σκέφτηκε ο Κόντε. Αναστέναξε σαν να βαριόταν. «Συνέχισε να σκάβεις». Το σαγόνι του Ντόνοβαν σφίχτηκε καθώς έμπηγε το φτυάρι του στη λάσπη. Απ' τα βάθη της ψυχής του, ο κρυμμένος θυμός του πάλευε να βγει στην επιφάνεια. Χρειάστηκαν τρεις ώρες σχεδόν για να σκάψουν έναν ορθογώνιο λάκκο με βάθος ενάμισι μέτρο. Ο λάκκος μπορούσε εύκολα να χωρέσει την οστεοθήκη και ένα σώμα, σκέφτηκε ο Ντόνοβαν. Στο τέλος, ο Κόντε πέταξε το φτυάρι του στο έδαφος. «Καλό φαίνεται».
Οι δύο άντρες ήταν βουτηγμένοι στη λάσπη και στον ιδρώτα. «Πάμε να πάρουμε την οστεοθήκη». Πήγαν στο αυτοκίνητο. Ο Ντόνοβαν γύρισε και τον κοίταξε. «Γιατί τη θάβουμε; Δεν μπορούμε απλώς να την καταστρέψουμε;» Χωρίς να του απαντήσει, ο Κόντε έσκυψε μέσα στο πορτμπαγκάζ και σήκωσε το καπάκι της οστεοθήκης. Πάνω στα οστά βρισκόταν το Ephemeris Conlusio και δυο χοντρές γκρίζες πλάκες, που θύμιζαν πλασμένο πηλό. Ο Ντόνοβαν έδειξε το C-4. «Αυτό είναι...» «Ω, νομίζω ότι κάποιος με το δικό σου παρελθόν θα 'πρεπε να ξέρει. Ή μήπως ο IRA δε χρησιμοποιούσε αυτό το πράγμα για ν' ανατινάζει μαγαζιά προτεσταντών στο Μπέλφαστ; Μπουμ!» Ο Κόντε, ανοίγοντας τα δάχτυλά του, γούρλωσε τα μάτια του με προσποιητή έκπληξη. Πώς στην ευχή το 'ξερε αυτό; Είχε συμβεί χρόνια πριν, σε μια άλλη ζωή. «Καλύτερα λοιπόν να το ανατινάξουμε θαμμένο, δε συμφωνείς;» Ο Ντόνοβαν αναρωτήθηκε αν ο Κόντε θα τον χτυπούσε με ένα φτυάρι στο κεφάλι και μετά θα τον έσπρωχνε στην τρύπα και θα πυροδοτούσε τα εκρηκτικά. Ή μήπως έκρυβε κάπου ένα όπλο; Ίσως όμως ο μισθοφόρος επέλεγε να τον σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Ο Κόντε στάθηκε μπροστά του. «Πιάσε εκείνη την άκρη». Πήγε στη μια πλευρά και τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' τη βάση της οστεοθήκης, ενώ ο Ντόνοβαν προχώρησε μπροστά για να πιάσει την άλλη άκρη. Σήκωσαν με δυσκολία την οστεοθήκη, την έβγαλαν από το πορτμπαγκάζ και τη μετέφεραν στην άκρη του λάκκου. «Την πετάμε με το τρία». Ο Κόντε άρχισε να μετράει αντίστροφα. Ο πατήρ Ντόνοβαν ένιωσε ξαφνικό τρόμο καθώς είδε την οστεοθήκη να πέφτει στο λάκκο μ' έναν υπόκωφο γδούπο.
Το καπάκι αναπήδησε πάνω στη βάση του και ράγισε εκεί όπου υπήρχαν οι εγχαράξεις. Σκέφτηκε τον Σαντέλι να κάθεται στο γραφείο του και να εργάζεται φιλόπονα για να διατηρήσει αυτόν το σπουδαίο θεσμό που δημιούργησε ο άνθρωπος στον οποίο μπορεί ν' ανήκαν αυτά τα ακίνδυνα οστά. Σκέφτηκε τη συνάντησή του με τον Σαντέλι όταν κατέστρωναν το αρχικό σχέδιο μάχης. Για μια ακόμα φορά, το Βατικανό φαινόταν ν' αναδύεται νικηφόρο. Ο Κόντε πήρε την αξίνα του. Πιάνοντάς τη με τις παλάμες του από το χερούλι της, κοίταξε το κοφτερό της άκρο. Έ ν α γερό χτύπημα στο κρανίο του Ντόνοβαν θα ήταν αρκετό. Θα έριχνε το πτώμα μέσα μαζί με το φέρετρο. Τα υπόλοιπα θα τα έκανε το C-4, αφού προηγουμένως τα κάλυπτε όλα με λάσπη. Με τη γωνία του ματιού του πρόσεξε ότι ο ιερέας είχε σκύψει, σαν να 'θελε να δέσει το παπούτσι του. Μόλις σηκώθηκε, ο Κόντε είδε απέναντι του έναν πολύ διαφορετικό άντρα. Ο ιερέας τον σημάδευε κατευθείαν στο στήθος μ' ένα ασημένιο πιστόλι. Κοιτάζοντάς τον περιφρονητικά, σαν να 'ταν σχεδόν κωμικό θέαμα ένας έφορος μουσείου να κρατάει πιστόλι, ο Κόντε περιεργάστηκε το όπλο - μια κλασική Μπερέτα που μάλλον την είχε βουτήξει από το στρατώνα της Ελβετικής Φρουράς. Η ασφάλεια ήταν τραβηγμένη. Ο Ντόνοβαν ήταν αποφασισμένος να επιζήσει, όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά περισσότερο για να σώσει τη ζωή της αθώας Σάρλοτ Χενεσί και όποιου άλλου είχε μπλέξει άθελά του σ' αυτό το φιάσκο. «Πέταξε την αξίνα», του είπε απαιτητικά. Κουνώντας εχθρικά το κεφάλι του, ο Κόντε έσκυψε για ν' ακουμπήσει την αξίνα στο υγρό και μαλακό γρασίδι. Με μια γρήγορη κίνηση, πήγε να πιάσει το Glock που ήταν δεμένο γύρω από το δεξιό του αστράγαλο κάτω απ' το παντελόνι του. Ο πρώτος πυροβολισμός ακούστηκε απρόσμενα δυνατά και χτύπησε τον Κόντε στο δεξί του χέρι με τρομερή δύναμη. Η σφαίρα διαπέρασε τη σάρκα και το οστό, γδέρνοντας καθώς έβγαινε τον αστράγαλο του μισθοφόρου. Εκείνος τινάχτηκε
αλλά δεν ούρλιαξε. Αίμα άρχισε να τρέχει από την τρύπα και το τραυματισμένο χέρι του στράβωσε σαν γαμψά νύχι. Γύρισε και κοίταξε τον Ντόνοβαν. «Γαμιόλη! Θα το πληρώσεις αυτό». «Σήκω», τον διέταξε ο Ντόνοβαν και, ριψοκινδυνεύοντας, τον πλησίασε λίγο φέρνοντας το όπλο στο ίδιο επίπεδο με το κεφάλι του Κόντε. Δε θα 'ταν τόσο δύσκολο όσο υπολόγιζε να σκοτώσει τον μπάσταρδο. Δώσε μου δύναμη, Κύριε. Βοήθησέ με να το κάνω σωστά αυτό. Στην αρχή φάνηκε ότι ο μισθοφόρος θα συμμορφωνόταν. Αλλά αυτό που έγινε στη συνέχεια παραήταν γρήγορο για τον Ντόνοβαν. Ο Κόντε τινάχτηκε μπροστά και βύθισε τον ώμο του στο στήθος του Ντόνοβαν, κάνοντάς τον να οπισθοχωρήσει και μετά να πέσει στο έδαφος. Παρ' όλα αυτά, ο ιερέας κατάφερε να μην του πέσει η Μπερέτα. Ο Κόντε προσπάθησε να την πιάσει με το αριστερό του χέρι, αλλά δεν υπολόγισε σωστά κι έπιασε με την παλάμη του το στόμιο του όπλου. Ακούστηκε ένας δεύτερος πυροβολισμός κι ο Κόντε ούρλιαξε που ανατράπηκαν τα σχέδιά του. Τώρα είχε κατακρεουργηθεί και το καλό του χέρι. Αν και άσχημα πληγωμένος, κατάφερε ν' αναγκάσει τον Ντόνοβαν να χαμηλώσει στο έδαφος το χέρι του με το όπλο. Κρατώντας τον αγκώνα του τραβηγμένο προς τα πίσω, ο Κόντε μπόρεσε να ρίξει έναν πυροβολισμό κάτω ακριβώς από τον καρπό του χεριού του ιερέα, τινάζοντας την Μπερέτα μακριά. Μετά, κατέβασε δυνατά τον αγκώνα του πάνω στο πρόσωπο του Ντόνοβαν συνθλίβοντας οστά και χόνδρους. Ο ιερέας ούρλιαξε απ' τον πόνο και από τη μύτη του άρχισε αμέσως να τρέχει αίμα. Ο Ντόνοβαν, με δυνατά τινάγματα, προσπαθούσε να ξεφύγει από το δολοφόνο που τον κρατούσε στο έδαφος, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ο Κόντε άφησε το μπράτσο του ιερέα για να μπορέσει να τον ξαναχτυπήσει με τον αγκώνα του. Τότε, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, δόθηκε στον Ντόνοβαν η ευκαιρία να χτυπήσει το μοναδικό τρωτό σημείο που μπορούσε να δει μέσα απ' τα πιτσιλισμένα με αίμα γυαλιά του.
Τίναξε δυνατά τη γροθιά του πάνω στο πορφυρό καρούμπαλο που είχε ο Κόντε στο πλάι του κεφαλιού. Ήταν αποτελεσματικό. Ζαλισμένος για μια στιγμή, ο Κόντε ταλαντεύτηκε και γλίστρησε στο πλάι. Ο Ντόνοβαν, τρεκλίζοντας, μπόρεσε να σηκωθεί όρθιος. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει την Μπερέτα, άρχισε να τρέχει. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα υποχώρησε ο έντονος πόνος, αλλά ο Κόντε εξακολουθούσε να βλέπει αστράκια μέσα από μια θολούρα κόκκινου που κάλυπτε το δεξί του μάτι. Στο πρόσωπο του έτρεχε αίμα από το σημείο που το δαχτυλίδι του Ντόνοβαν είχε ανοίξει την πληγή που του είχε κάνει ο Μπερσέι με το σφυρί. Γυρίζοντας πέρα δώθε το κεφάλι του, είδε τον ιερέα να τρέχει στο μονοπάτι που οδηγούσε στον αυτοκινητόδρομο. Η παρατημένη Μπερέτα βρισκόταν κάτω απ' τον ώμο του Κόντε. Προσπάθησε να την πιάσει αλλά κανένα από τα σακατεμένα χέρια του δεν υπάκουε. Αν είχε πρόβλημα να σηκώσει το καταραμένο όπλο, θα ήταν αδύνατον να πυροβολήσει μ' αυτό. «Affanculo! Sticchiu!» Παρατώντας το όπλο, ο Κόντε τινάχτηκε όρθιος κι άρχισε να καταδιώκει τον ιερέα. Έχοντας διασχίσει τη μισή απόσταση μέχρι τον αυτοκινητόδρομο, ο Ντόνοβαν έτρεχε σαν αφηνιασμένος κοιτώντας συνεχώς πάνω απ' τον ώμο του. Ο Κόντε όχι μόνον είχε σηκωθεί όρθιος αλλά έτρεχε ολοταχώς, μειώνοντας διαρκώς τη μεταξύ τους απόσταση. Ήταν θέμα χρόνου να τον φτάσει. Χωρίς όπλο, ο Ντόνοβαν ήξερε ότι δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον εκπαιδευμένο δολοφόνο, παρόλο που εκείνος ήταν πληγωμένος. Σε παρακαλώ, Κύριε, βοήθησέ με να τα καταφέρω. Τώρα άκουγε το βραχνό λαχάνιασμα του Κόντε. Βρισκόταν μόνο λίγα βήματα πίσω του, έτοιμος να του επιτεθεί. Με όσα αποθέματα ενέργειας του είχαν απομείνει, ο Ντόνοβαν πίεσε το σώμα του να φτάσει στα όριά του. Πέντε μέτρα. Δύο μέτρα.
Τη στιγμή που το μπροστινά του πόδι ακουμπούσε στο σκυρόστρωμα του αυτοκινητόδρομου, ο Ντόνοβαν με την περιφερειακή του όραση είδε φευγαλέα ένα αυτοκίνητο που πλησίαζε γρήγορα. Έ ν α μανιασμένο κορνάρισμα. Προβολείς που βρίσκονταν επικίνδυνα κοντά. Λάστιχα που στρίγκλιζαν. Μόλις που πρόλαβε να δει την κίτρινη γραμμή που χώριζε το οδόστρωμα. Σαν από κάποιο θαύμα, το αυτοκίνητο έστριψε πίσω του... τη στιγμή ακριβώς που τα πόδια του Κόντε άγγιζαν το οδόστρωμα. Καταρρέοντας πάνω στο οδόστρωμα, ο Ντόνοβαν είδε τα πόδια του Κόντε να λυγίζουν και να ρίχνουν το κορμί του προς τη λάθος κατεύθυνση, ακριβώς μπροστά απ' το αυτοκίνητο. Το σώμα του εκσφενδονίστηκε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, χτύπησε στο μπροστινό τζάμι, έκανε τούμπα πάνω στην οροφή και ξανάπεσε στο οδόστρωμα. Για ν' αντισταθμίσουν τη ξαφνική μανούβρα της Μερσεντές, μπήκαν αυτομάτως σε λειτουργία το σύστημα που εμποδίζει το μπλοκάρισμα των τροχών, καθώς και το σύστημα ελέγχου ευστάθειας. Αλλά το αυτοκίνητο δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στο φυσικό συνδυασμό της υπερβολικής ταχύτητας, της ξαφνικής στροφής και του ολισθηρού λόγω της βροχής οδοστρώματος. Έστριψε κι έπεσε πάνω σ' ένα μεγάλο έλατο, ενώ οι λαμαρίνες του κουλουριάστηκαν γύρω από τον κορμό μέσα σε μια φριχτή κακοφωνία μετάλλων που παραμορφώνονταν και γυαλιών που έσπαγαν. Η οδηγός -μια νεαρή γυναίκα με μακριά ξανθά μαλλιά, που προφανώς δε φορούσε ζώνη ασφαλείαςτινάχτηκε απ' το μπροστινό τζάμι και κρεμόταν άψυχη απ' το καπό του αυτοκινήτου, με σπασμένο το λαιμό και γεμάτη αίματα. Ακουγόταν ο ήχος της πίσω ρόδας της Μερσεντές που ακόμα γύριζε, καθώς και το σφύριγμα της σπασμένης κεραίας μαζί με το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, που συνέχιζε να μεταδίδει δυνατά ένα χορευτικό τέκνο κομμάτι. Ο Ντόνοβαν δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να τη βοηθήσει. Ο Κόντε βρισκόταν ακόμα στο έδαφος, αλλά κουνιόταν. Ο ιερέας πλησίασε τρεκλίζοντας τον κατατραυματισμένο δολοφόνο, πεπεισμένος ότι εξακολουθούσε ν' αποτελεί απειλή.
Με κανέναν τρόπο δε θα ρίσκαρε να είχε ο Σαλβατόρε Κόντε έστω και την παραμικρή ευκαιρία να ξεφύγει ζωντανός απ' όλα αυτά. Αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά το δρόμο, ο Ντόνοβαν τράβηξε βίαια το όπλο που ήταν δεμένο στο δεξιό αστράγαλο του Κόντε. Η θαλάμη ήταν γεμάτη σφαίρες, η ασφάλεια ήταν τραβηγμένη. Καθώς το σφήνωνε στο γεμάτο καρούμπαλα δεξιό κρόταφο του Κόντε, θα ορκιζόταν πως άκουγε τις καμπάνες της εκκλησίας να ηχούν μελωδικά πάνω από το Μπέλφαστ. «Θεέ μου, συγχώρεσέ με». Ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν πίεσε τη σκανδάλη.
Ο Ντόνοβαν έσυρε το καταπληγωμένο κορμί του Κόντε σε μια πυκνή συστάδα θάμνων δίπλα στο δρόμο και το 'κρύψε κάτω από λίγα φύλλα και κλαδιά. Καθώς έπαιρνε από το μισθοφόρο το πορτοφόλι του, είδε μια σύριγγα κι ένα φιαλίδιο με διαφανές υγρό και τα 'βαλε κι αυτά στην τσέπη του. Κατόπιν, τρέχοντας στο μονοπάτι, ξαναγύρισε στο λάκκο και μπήκε εύκολα μέσα. Σήκωσε τα δυο σπασμένα κομμάτια του καπακιού και τ' ακούμπησε στο έδαφος. Μετά, έβγαλε προσεκτικά από την οστεοθήκη τους δύο ορθογώνιους, συμπαγείς κύβους του C-4 και τους άφησε μέσα στο λάκκο. Στερεώνοντας γερά τα πόδια του δίπλα στην οστεοθήκη, έσκυψε και την έπιασε από το πλάι, χώνοντας τα χέρια του κάτω από τον πάτο της. Καθώς ο χώρος ήταν περιορισμένος, χρειάστηκε λίγο χρόνο για να την ξεκολλήσει απ' το λασπωμένο χώμα - το πρόβλημα δεν ήταν τόσο το βάρος της όσο οι άβολες διαστάσεις της. Σιγά σιγά κατάφερε να τη σηκώσει και να την ακουμπήσει στο χείλος του λάκκου. Απίστευτα ιδρωμένος και με κομμένη την ανάσα σκαρφάλωσε και βγήκε κι αυτός. Αφού έφερε πιο κοντά την Άλφα Ρομέο, με μια τελευταία προσπάθεια ανέβασε την οστεοθήκη στο πορτμπαγκάζ και στοίβαξε πίσω της τα φτυάρια. Έκλεισε με θόρυβο την πόρτα του πορτμπαγκάζ και μπήκε γρήγορα στο κάθισμα του οδηγού, λασπωμένος και γεμάτος αίματα. Ένιωσε την κούραση να
τον κατακλύζει. Πονούσαν οι μύες του και οι σουβλιές της θρυyrm'jraj.?) fjr/i>3?>P£C· Ωστόσο, λα/ιβάνοντας υπόψη τι είχε συμβεί, ένιωθε εξαιρετικά καλά - η αδρεναλίνη, παρόλο που είχε αρχίσει να πέφτει, εξακολουθούσε να δημιουργεί έντονη ευφορία. 'Ήταν πάντως ευχαριστημένος με την επίδοση του. Είχε πολύ καιρό να πιάσει όπλο στα χέρια του ή να παλέψει βρισκόμενος σε αυτοάμυνα. Αλλά, όπως έλεγε ο πατέρας του, «οι Ιρλανδοί συγχωρούν τους σπουδαίους άντρες τους μόνον όταν είναι πια θαμμένοι». Ο Θεός τον είχε προστατεύσει... και ήξερε για ποιο λόγο. Αυτή η αδικία έπρεπε να διορθωθεί. Σκούπισε το αίμα και τα δαχτυλικά αποτυπώματα από την Μπερέτα και το Glock του Κόντε, που και τα δύο μύριζαν ακόμα καμένο μπαρούτι. Τα καταχώνιασε στο ντουλαπάκι του οδηγού. Θα πέταγε το Glock στο πρώτο ποτάμι που θα συναντούσε αλλά, προς το παρόν, θα κρατούσε την Μπερέτα. Γύρισε τη μίζα, έστριψε την Άλφα Ρομέο κι άρχισε να οδηγεί στο μονοπάτι. Όταν έφτασε στον αυτοκινητόδρομο, ο Ντόνοβαν φρέναρε, έκπληκτος που κανένας δεν είχε φτάσει στο σημείο του δυστυχήματος. Ούτε καν φαινόταν άλλο αυτοκίνητο. Ρίχνοντας μια ματιά στο καλυμμένο με τα χαμόκλαδα πτώμα στην άκρη του δρόμου, ο Ντόνοβαν ήξερε ότι, όταν θα το ανακάλυπταν, θα ήταν δύσκολο -ίσως και αδύνατο- να βρουν την ταυτότητα του κατακρεουργημένου μισθοφόρου. Τα δαχτυλικά αποτυπώματα, τα δόντια, ή οποιαδήποτε άλλη ιατροδικαστική τεχνική προσδιορισμού της ταυτότητας, όσο σύγχρονη κι αν ήταν, δε θα οδηγούσαν σίγουρα σε κανένα συμπέρασμα. Εξίσου βέβαιο ήταν ότι δε θα μπορούσαν με κανέναν τρόπο να συσχετίσουν τον Κόντε με το Βατικανό. Ήταν ένας άσκοπα περιπλανώμενος άντρας, συνηθισμένος και απλός - κάποιος που απ' την αφάνεια ξαναγυρίζει στην αφάνεια. Αναρωτήθηκε προς τα πού να πάει. Με κάποια επιφύλαξη, έστριψε δεξιά κατευθυνόμενος νοτιοδυτικά. Μόλις ο τόπος που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα έπαψε να φαίνεται στον καθρέφτη του αυτοκινήτου, προσευχήθηκε σιωπηλά για την ψυχή της οδηγού.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Όταν χτύπησε το κινητό του τηλέφωνο, ο Ραζάκ καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας του κι έπινε το απογευματινό του τσάι. Η αναγνώριση κλήσης στην οθόνη έδειχνε «ΑΓΝΩΣΤΟΣ». Απάντησε σαστισμένος. «Ας Σαλάμ;» «Σε είδα στην τηλεόραση». Ο άντρας μιλούσε αγγλικά, αλλά η φωνή του ήταν κάπως γνωστή. «Ποιος είναι;» «Ένας φίλος». Ο Ραζάκ ακούμπησε κάτω το ποτήρι του. Μπορεί να 'ναι κάποιος δημοσιογράφος, σκέφτηκε. Ή , ίσως, κάποιος που να 'χει πληροφορίες. Αλλά θα στοιχημάτιζε ότι είχε ξανακούσει αυτή την εύθυμη ρυθμική προφορά. «Ξέρω ποιος έκλεψε την οστεοθήκη», δήλωσε η φωνή κατηγορηματικά. Ο Ραζάκ ανακάθισε στην καρέκλα του. «Δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάς». Αυτός που τηλεφωνούσε έπρεπε να γίνει πιο συγκεκριμένος προτού του επιβεβαιώσει τι ήταν αυτό που είχε κλαπεί. «Ξέρεις. Σε συνάντησα πριν από λίγες βδομάδες στη Ρώμη. Μου έδωσες ένα πακέτο στο Καφέ Γκρέκο. Μου έδωσες την κάρτα σου και μου είπες να σου τηλεφωνήσω αν υπήρχαν προβλήματα».
Ο Ραζάκ έφερε στο νου του το φαλακρό άντρα με τα γυαλιά που καθόταν στο τραπέζι και είχε τα λεπτά αλλά μυώδη δάχτυλά του σφιγμένα γύρω από ένα μεγάλο ποτήρι ελαφριάς μπίρας. Ήταν ντυμένος στα μαύρα και φορούσε λευκό κολάρο - χριστιανός κληρικός. Ο Ραζάκ θυμήθηκε ότι το δερμάτινο σακίδιο που είχε δώσει στον ιερέα περιείχε έναν εμπιστευτικό φάκελο, αλλά προσπαθούσε να καταλάβει τι σχέση είχε αυτό με την οστεοθήκη. «Ναι», του απάντησε διστακτικά. «Σ' ακούω». «Το βιβλίο περιείχε πολύ αναλυτικές πληροφορίες για μια οστεοθήκη κρυμμένη βαθιά κάτω από το Όρος του Ναού, σε μια μυστική αίθουσα». «Ποιο βιβλίο;» «Εκεί υπήρχαν εννέα ακόμα οστεοθήκες. Δίκιο δεν έχω;» «Σύμφωνοι». Η φωνή του Ραζάκ ήταν ενθαρρυντική, χωρίς όμως να παραδέχεται τίποτε ξεκάθαρα. «Έχω τη δέκατη οστεοθήκη». Ευχόμενος να μπορούσε να μαγνητοφωνήσει αυτή τη συζήτηση, ο Ραζάκ έμεινε για λίγο άφωνος. «Σκότωσες δεκατρείς ανθρώπους. Βεβήλωσες έναν πολύ ιερό χώρο». Σηκώθηκε απ' το τραπέζι κι άρχισε να βηματίζει στο διαμέρισμα. «Όχι», τον διέκοψε με επιτακτική φωνή αυτός που καλούσε. «Όχι εγώ». Ο Ραζάκ διαισθάνθηκε την ειλικρίνεια του άντρα. «...Αλλά ξέρω ποιος το έκανε», πρόσθεσε η φωνή. «Και πώς είμαι βέβαιος ότι λες την αλήθεια;» «Γιατί θα σου επιστρέψω την οστεοθήκη... Για να μπορέσεις να βάλεις ένα τέλος σ' όλα αυτά, όποιο τέλος νομίζεις». Στην αρχή ο Ραζάκ δεν ήξερε τι να πει. «Και γιατί το κάνεις αυτό;» «Βλέπω τι συμβαίνει εκεί, στην Ιερουσαλήμ», συνέχισε ο άντρας. «Πάρα πολλοί αθώοι άνθρωποι υποφέρουν. Το ξέρω ότι συμφοονείς. Είσαι δίκαιος άνθρωπος. Το κατάλαβα από τη στιγμή που σε συνάντησα».
Παραήταν πολλά όλα αυτά για τον Ραζάκ για να μπορέσει να τα συνειδητοποιήσει. «Υποθέτω ότι δε θα μου την παραδώσεις εσύ ο ίδιος, έτσι δεν είναι;» «Δυστυχώς, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να κάνω. Είμαι βέβαιος πως καταλαβαίνεις ότι δεν μπορώ να ριψοκινδυνεύσω κάτι τέτοιο». «Εντάξει». Παύση. Ο Ραζάκ δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό και ρώτησε: «Τι υπήρχε μέσα στην οστεοθήκη που την έκανε τόσο πολύτιμη;» Μια μακρά παύση. «Κάτι πολύ σημαντικό». Ο Ραζάκ ανατρίχιασε αναλογιζόμενος την εξωφρενική θεωρία του Μπάρτον για τους φανατικούς χριστιανούς. Ήταν στ' αλήθεια δυνατόν να βρίσκονται μέσα στη χαμένη οστεοθήκη τα λείψανα του Ιησού; Μήπως αυτό το μυστηριώδες βιβλίο έλεγε σε ποιον ανήκε το αρχαίο λείψανο; «Θα επιστραφεί και το περιεχόμενο μαζί με το φέρετρο;» «Δυστυχώς, δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό». Ο Ραζάκ αποτόλμησε άλλη μια ερώτηση. «Ήταν πράγματι τα λείψανά Του μέσα στο φέρετρο;» Προσπάθησε να προετοιμαστεί για την απάντηση. Ο συνομιλητής δίστασε, γιατί κατάλαβε σε ποιον αναφερόταν ο Ραζάκ. «Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε στα σίγουρα. Σε παρακαλώ, για τη δική σου ασφάλεια, μην κάνεις άλλες ερωτήσεις γι' αυτό το θέμα. Πες μου απλώς πού θέλεις να τη στείλω». Ο Ραζάκ το σκέφτηκε. Έφερε στο νου του τον Μπάρτον, που καθόταν στο κελί μιας ισραηλινής φυλακής περιμένοντας να δικαστεί. Μετά σκέφτηκε ότι ο Φαρούκ -το μοναδικό άτομο πίσω από την παράδοση του βιβλίου που εξαιτίας του ξεκίνησαν όλα αυτά-τον είχε πιθανότατα εξαπατήσει, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο την ειρήνη όσο και ανθρώπινες ζωές. Ο Ραζάκ
αποφάσισε να δώσει στο συνομιλητή του ένα όνομα και μια διεύθυνση αποστολής. «Πότε να περιμένω ότι θα φτάσει;» «Θα το στείλω σήμερα, σε διαβεβαιώνω. Θα πληρώσω όσο χρειάζεται για να έρθει το συντομότερο δυνατό». «Και το βιβλίο;» τον ρώτησε ο Ραζάκ. «Θα το στείλω κι αυτό». «Μπορείς να το στείλεις σε μια διαφορετική διεύθυνση;» «Φυσικά». Ο Ραζάκ του έδωσε τη δεύτερη διεύθυνση αποστολής. «Και σου δηλώνω επίσημα», πρόσθεσε αυτός που καλούσε, «ότι ο Εγγλέζος αρχαιολόγος που κρατάει η Ισραηλινή Αστυνομία δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά». «Το υποψιαζόμουν», απάντησε ο Ραζάκ. «Και οι πραγματικοί κλέφτες; Τι θα γίνει μ' αυτούς;» Κι άλλη παύση. «Θα συμφωνείς κι εσύ, φαντάζομαι, ότι η δικαιοσύνη έχει το δικό της τρόπο να βρίσκει τους ενόχους». Η γραμμή έκλεισε.
ΣΑΒΒΑΤΟ
ΟΡΟΣ ΤΟΥ Ν Α Ο Υ
Μετά την πρωινή προσευχή, ο Ραζάκ πήγε κατευθείαν στο τέμενο Αλ Ακσά. Την προηγούμενη νύχτα δεν είχε κοιμηθεί καθόλου, στο μυαλό του στριφογύριζε το φοβερό τηλεφώνημα του ιερέα που είχε συναντήσει στη Ρώμη πριν από τρεις βδομάδες. Η Ισραηλινή Αστυνομία είχε δίκιο. Μόνον κάποιος που είχε πρόσβαση θα μπορούσε να έχει βοηθήσει τους κλέφτες. Τώρα ήταν ολοφάνερο ότι αυτός που είχε πρόσβαση δεν ήταν ο Γκράχαμ Μπάρτον. Διασχίζοντας ένα βοηθητικό διάδρομο στο πίσω μέρος του κτιρίου, κατέληξε σε μια πρόσφατα τοποθετημένη μεταλλική έξοδο κινδύνου. Πάνω από την πόρτα, μια επιγραφή στα αραβικά έλεγε: «Ανοίξτε μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης». Άπλωσε το χέρι του και γύρισε το χερούλι. Μετά την πόρτα, μια φρεσκοβαμμένη στριφογυριστή σκάλα κατέβαινε δώδεκα μέτρα προς τα κάτω κι οδηγούσε απευθείας στο υπόγειο τέμενος Μαργουάνι. Ήταν άραγε ένα μυστικό πέρασμα; Θα μπορούσε να 'ναι το σύγχρονο αντίστοιχο εκείνου που χρησιμοποίησε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία δύο χιλιάδες χρόνια πριν; Ξανάριξε μια ματιά στο διάδρομο κι άφησε την πόρτα να ταλαντευτεί και να κλείσει. Στις πλαϊνές πλευρές του διαδρόμου βρίσκονταν οι αποθηκευτικοί χώροι του τζαμιού. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς προ-
χώρησε προς την πρώτη πόρτα και την άνοιξε. Στον τοίχο της αίθουσας ήταν στοιβαγμένα χαρτόκουτα και ράφια με είδη καθαρισμού. Σε κάποιο άλλο ράφι υπήρχαν καινούρια αντίγραφα του Κορανίου, έτοιμα να διαφωτίσουν πνευματικά τους πρόσφατα προσηλυτισμένους μουσουλμάνους. Έκλεισε την πόρτα και πήγε στο επόμενο δωμάτιο. Πίσω απ' τη δεύτερη πόρτα υπήρχαν στοιβαγμένες καρέκλες, ένα παρατημένο γραφείο και, στηριγμένα σ' έναν πλαϊνό τοίχο, εφεδρικά ανατολίτικα χαλιά μέσα σε πλαστικές θήκες. Στον πίσω τοίχο ήταν ακουμπισμένα τα απανθρακωμένα υπολείμματα του μιχράμπ, που του είχε βάλει φωτιά ένας νεαρός Αυστραλός εβραίος, ο Μάικλ Ρόαν, στις 21 Αυγούστου 1969. Ο Ραζάκ θυμήθηκε ότι του είχαν πει πως ο φανατικός είχε δηλώσει στις ισραηλινές Αρχές ότι, για την πράξη του, τον είχε παρακινήσει ο Θεός - για να επισπεύσει την έλευση του Μεσσία και την ανοικοδόμηση του τρίτου εβραϊκού ναού. Κλείνοντας την πόρτα, ο Ραζάκ σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος. Ήθελε να είχε κάνει λάθος. Προχώρησε στο διάδρομο κι έφτασε στην πόρτα του τελευταίου χώρου αποθήκευσης. Δοκίμασε να την ανοίξει και έκπληκτος διαπίστωσε ότι ήταν κλειδωμένη. Προσπάθησε πάλι. Τίποτε. Προβληματισμένος ξαναγύρισε στην ευρύχωρη αίθουσα προσευχής του τζαμιού κι από 'κει βγήκε στο λαμπερό πρωινό ήλιο. Διέσχισε την πλατεία πηγαίνοντας προς το Σχολείο Κορανικής Διδασκαλίας. Αν έβρισκε εκεί τον επόπτη, θα επέμενε ν' ανοιχτεί το δωμάτιο για έλεγχο. Το γραφείο του Φαρούκ όμως στον πάνω όροφο ήταν άδειο. Ο Ραζάκ στάθηκε ακίνητος για μια στιγμή, προσπαθώντας ν' αποφασίσει τι θα 'πρεπε να κάνει. Μετά, διστακτικά, πήγε στο πίσω μέρος του γραφείου του επόπτη κι έψαξε τα τέσσερα συρτάρια του. Μέσα ανακάλυψε τακτοποιημένα ένα σωρό παράξενα αντικείμενα. Ανάμεσά τους ήταν ένα μικρό πιστόλι και ένα λίτρο ουίσκι Wild Turkey. Το Κοράνι απαγόρευε αυστηρά την κατανάλωση αλκοόλ και ο Ραζάκ ευχήθηκε μ' όλη του την ψυχή ο Φαρούκ να το είχε κατασχέσει από κάποιον άλλο. Μια πε-
ρίκομψη μπρούντζινη κοσμηματοθήκη ήταν κρυμμένη στο κάτω αριστερό συρτάρι, αλλά ήταν κλειδωμένη. Τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε: έναν κρίκο με κλειδιά. Τον άρπαζε, κατέβηκε κάτω και βγήκε από το κτίριο. Καθώς διέσχιζε την πλατεία, ο Ραζάκ δεν αντελήφθη ότι ο επόπτης τον ακολουθούσε διακριτικά. Αφού πέρασε μέσα από την αίθουσα προσευχής του τεμένους Αλ Ακσά, έβγαλε τον κρίκο με τα κλειδιά και σταμάτησε μπροστά στην κλειδωμένη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Αρχισε να δοκιμάζει ένα ένα τα κλειδιά. Βλέποντας ένα μικρό μαυρισμένο κλειδί - α π ' αυτά που ταιριάζουν σε πολλές κλειδαριές-, αναρωτήθηκε αν άνοιγε και την κοσμηματοθήκη που είχε βρει στο γραφείο του Φαρούκ. Συνέχισε να ψάχνει τα κλειδιά. Τελικά, έχοντας μόνο δύο κλειδιά ακόμα και λίγες ελπίδες, ένα ασημένιο κλειδί γλίστρησε εύκολα μέσα στην κλειδαριά. Προσευχόμενος σιωπηλά και κρατώντας την αναπνοή του, ο Ραζάκ το γύρισε. Ακούστηκε ένα «κλικ» και η κλειδαριά ξεκλείδωσε. Γύρισε το χερούλι. Πέρα από το κατώφλι της πόρτας, το χωρίς παράθυρα δωμάτιο ήταν θεοσκότεινο. Ο Ραζάκ μπήκε μέσα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή και, ψηλαφώντας, έψαξε να βρει το διακόπτη για τα φώτα. Το δωμάτιο φαινόταν άδειο. Τα μακριά σαν λωρίδες φώτα της οροφής τριζοβόλησαν και ζωντάνεψαν, ρίχνοντας γρήγορες λάμψεις στο δωμάτιο που τον έκαναν ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Μετά, το δωμάτιο λούστηκε στο φοος. Ο Ραζάκ έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα από την έκπληξη. Οι εννέα οστεοθήκες, με χαραγμένα στα εβραϊκά τα ονόματα του Ιωσήφ και της οικογένειάς του, ήταν τακτικά τοποθετημένες στο πλακόστρωτο δάπεδο κατά μήκος του πίσω τοίχου. «Ας μας σώσει ο Αλλάχ», μουρμούρισε ο Ραζάκ στα αραβικά. Με τη γωνία του ματιού του αντελήφθη μια μορφή στο κατώφλι της πόρτας κι έστριψε απότομα. Ο Φαρούκ. «Καλά τα κατάφερες, Ραζάκ». Ο Φαρούκ σταύρωσε τα
μπράτσα του, χώνοντας τα χέρια του στα μεγάλα μανίκια της μαύρης κελεμπίας του. «Μην ανησυχείς γι' αυτά. Θα τα εξαφανίσουμε σύντομα». Το ταλέντο του επόπτη να κάνει πράγματα να εξαφανίζονται είχε αρχίσει να τον αηδιάζει. «Τι έκανες;» «Μια ευγενή πράξη για να βοηθήσω το λαό μας», δήλωσε κατηγορηματικά ο επόπτης. «Μην ανησυχείς για τις μικρές θυσίες που πρέπει να γίνουν». «Μικρές θυσίες;» Ο Ραζάκ κοίταξε επίμονα τις οστεοθήκες. «Ενοχοποίησες έναν αθώο άνθρωπο». «Ο Μπάρτον; Αθώος; Κανένας απ' αυτούς δεν είναι αθώος, Ραζάκ. Ό χ ι όταν το κίνητρο τους είναι να απειλήσουν τον Αλλάχ». «Το ξέρουν αυτό τα άλλα μέλη του συμβουλίου;» Ο επόπτης έκανε μια απορριπτική κίνηση. «Έχει καμιά σημασία;» «Μ' έστειλες στη Ρώμη να δώσω ένα πακέτο στο Βατικανό - ένα βιβλίο που τους έκανε να διαπράξουν αυτό το αδιανόητο έγκλημα. Πιστεύω ότι δικαιούμαι μια εξήγηση. Πολλοί άνθρωποι πέθαναν εξαιτίας σου και η αστυνομία κρατά τώρα έναν αθώο. Και τι ακριβώς κατάφερες;» «Ραζάκ», ο Φαρούκ κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος. «Δεν έχεις καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασής μας εδώ. Έχουμε πετύχει αλληλεγγύη και ομόνοια. Ο λαός μας στηρίζεται σ' εμάς για να προστατεύουμε τόσο τον ίδιο όσο και την πίστη του. Και μια πίστη σαν τη δική μας πρέπει να παραμείνει παντού ακλόνητη. Εδώ, στην Ιερουσαλήμ, αυτό που ^ Q O A M T E V I G M ? , ho) Η Λ Ν Ο Λ , απλώς ένα \ . V \ V . Q 0 V . O V U M X V \\ ένας ιερός τόπος. Το Ισλάμ είναι τα πάντα. Αν υπονομεύσουμε το διδάγματά του είναι σαν ν' αφαιρούμε την ψυχή του μουσουλμάνου. Δεν καταλαβαίνεις;» «Μα εδώ δεν έχουμε πόλεμο». «Απ' την αρχή ήταν πόλεμος. Από τότε που οι χριστιανοί κα οι εβραίοι αποφάσισαν να διεκδικήσουν πάλι αυτό τον ξεχασμένο τόπο που τον έκανε ιερό ο μεγάλος προφήτης Μωά· μεθ, ας του χαρίσει ειρήνη ο Αλλάχ. Χρειάζεται να σου θυμίσα
ότι έχυσα το αίμα μου για να προστατεύσω το λαό μας κι αυτό τον τόπο; Πάρα πολλοί έχουν δώσει τη ζωή τους για να μπορούν άνθρωποι σαν κι εσένα», τον έδειξε με το δάχτυλο του, «να έχουν ακόμα το σπίτι τους εδώ». Ο Ραζάκ αποφάσισε να παραμείνει σιωπηλός. Αναμφίβολα, η υποχρέωση ήταν μεγάλη απέναντι σε ανθρώπους όπως ο Φαρούκ, σε ανθρώπους που εναντιώθηκαν παθιασμένα στην ισραηλινή κατοχή. Αλλά είχε κουραστεί από τη συναισθηματολογία, από το αέναο μίσος που βασάνιζε αυτό τον τόπο. Ήθελε απαντήσεις. Και ο Ραζάκ ήταν σίγουρος ότι οι απαντήσεις αυτές θα ξεκινούσαν μαθαίνοντας με λεπτομέρειες πώς ένα βιβλίο που παραδόθηκε στη Ρώμη είχε αποκαλύψει την ακριβή θέση μιας αρχαίας κρύπτης κρυμμένης κάτω από το Ό ρ ο ς του Ναού για αιώνες. «Τι ήταν αυτό που παρέδωσα στη Ρώμη εκ μέρους σου;» Ο Φαρούκ περίμενε την ερώτηση. «Αν σου πω, θα συμφιλιωθείς με ό,τι έγινε;» «Ίσως». Ο Φαρούκ γύρισε προς την πόρτα. «Έλα μαζί μου».
Μέσα στο γραφείο του Φαρούκ, ο Ραζάκ περίμενε ανυπόμονα να του εξηγήσει ο επόπτης γιατί διευκόλυνε τους χριστιανούς να βεβηλώσουν το Όρος του Ναού - μια πράξη τόσο ποταπή και δόλια, που κανένα κίνητρο δε φαινόταν αρκετά δικαιολογημένο. Ο ηλικιωμένος άντρας σήκωσε το χέρι του. «Τα κλειδιά μου, σε παρακαλώ». Ο Ραζάκ τράβηξε απ' την τσέπη του τον κρίκο με τα κλειδιά και τον έριξε στην παλάμη του συνομιλητή του. Σκύβοντας κάτω από το γραφείο του, ο Φαρούκ έβγαλε τη μικρή ορθογώνια κοσμηματοθήκη και την κράτησε στην αγκαλιά του. «Όταν αρχίσαμε τις ανασκαφές στο τέμενος Μαργουάνι το 1996», του είπε ξεκινώντας, «τόνοι μπάζα μεταφέρθηκαν σε σκουπιδότοπους στην Κοιλάδα των Κέδρων. Τα πάντα είχαν κοσκινιστεί κι ερευνηθεί με μεγάλη προσοχή. Το τελευταίο πράγμα που θέλαμε ήταν κάποιο αρχαίο εύρημα να παρερμηνευόταν ότι ανήκε στον εβραϊκό ναό». «Εννοείς το Ναό του Σολομώντα;» Έγνεψε καταφατικά. «Δεν είχαν βρεθεί ακόμα σαφείς αρχαιολογικές ενδείξεις που να τεκμηριώνουν αυτό τον ισχυρισμό, πράγμα που ενδυνάμωνε τη θέση μας εδώ». Η τραχιά φωνή του Φαρούκ υψώθηκε κατά έναν τόνο. «Αλλά, όπως γνωρίζεις, οι εβραίοι κα-
τάφεραν να πείσουν την ισραηλινή κυβέρνηση και κάποιους μουσουλμάνους αρχαιολόγους να μελετήσουν τη δομική κατάσταση ολόκληρης της εξέδρας, εξαιτίας μιας διόγκωσης στο εξωτερικό τείχος που φάνηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών μας - μια ένδειξη ότι το υπόστρωμα ίσως μετατοπίζεται». Ο Φαρούκ ανακάθισε. «Εγώ, αλλά και αρκετά άλλα μέλη του συμβουλίου, προσπαθήσαμε να τους σταματήσουμε. Αλλά η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων έπεισε πολλούς ανθρώπους -συμπεριλαμβανομένων μερικών δικών μας- ότι αυτή η εργασία ήταν απαραίτητη. Οι έρευνές τους θ' άρχιζαν σε λίγες μέρες». Δεν είχαν καταφέρει ν' αποφύγουν τη μεγάλη δημοσιότητα που είχε πάρει η αντιπαράθεση. Ο Ραζάκ κατάλαβε πού θα κατέληγε ο Φαρούκ. «Ήξερες, επομένως, ότι θ' ανακάλυπταν τη σκεπασμένη κρύπτη;» Ο Φαρούκ έγνεψε καταφατικά. «Πώς ήξερες όμως ότι υπήρχε;» Ο Φαρούκ χτύπησε απαλά την κοσμηματοθήκη. «Αυτό το εκπληκτικό εύρημα ήρθε στο φως πριν από λίγα χρόνια - με το που ξεκίνησαν σχεδόν οι ανασκαφές». Ο Ραζάκ περιεργάστηκε με το βλέμμα του τη γεμάτη σφραγίδες μπρούντζινη εξωτερική επιφάνεια της κοσμηματοθήκης. Ο διάκοσμος φαινόταν ισλαμικός, ωστόσο αν τον παρατηρούσε κάποιος πιο προσεκτικά, τα σύμβολα -κυρίως περίτεχνοι σταυροί- ήταν αναμφίβολα χριστιανικά. Μια εξαιρετική αναπαράσταση στόλιζε το καπάκι. Από τη βλάσφημη απεικόνιση ζωντανών όντων, ο Ραζάκ κατάλαβε αμέσως ότι ούτε αυτή ήταν ισλαμική. «Τι σημαίνει αυτή η σφραγίδα;» «Η αναπαράσταση δύο ιπποτών του Μεσαίωνα με πλήρη εξάρτυση, που κρατούν ασπίδες και μοιράζονται την ίδια λόγχη και το ίδιο άλογο που καλπάζει, συμβολίζει εκείνους που ορκίστηκαν ν' απαλλάξουν αυτή τη γη από τους μουσουλμάνους. Τους χριστιανούς Ιππότες του Ναού του Σολομώντα. Τους Ναΐτες». Ο Ραζάκ τον κοίταξε αυστηρά.
«Είχε δίκιο λοιπόν ο Γκράχαμ Μπάρτον;» «Ναι. Αυτή ήταν η σφραγίδα των Ναϊτών, τότε που αυτοί οι αλλόθρησκοι κατέλαβαν για πρώτη φορά το Όρος του Ναού, το 1099. Μπορείς να φανταστείς την έκπληξή μου όταν τη βρήκα. Εξεπλάγην ακόμα περισσότερο όταν έμαθα την προέλευσή της». «Πού ακριβώς τη βρήκες;» «Θαμμένη κάτω από το δάπεδο του τεμένους. Έ ν α εκσκαφικό μηχάνημα έσπασε μια πέτρινη πλάκα. Μια τερατώδης ανακάλυψη». «Και τι υπήρχε μέσα;» Ο Φαρούκ χτύπησε ελαφρά το καπάκι. «Μεταξύ άλλων, περιείχε ένα αρχαίο χειρόγραφο που λεγόταν Ephemeris Conlusio. Αλλά αυτό το παρέδωσες στη Ρώμη πριν από τρεις εβδομάδες». Ο Ραζάκ θυμήθηκε ότι ο φαλακρός ιερέας που είχε συναντήσει στο Καφέ Γκρέκο είχε μαζί του ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα που επάνω του είχε σχεδιασμένο το σύμπλεγμα δύο διασταυρούμενων κλειδιών και μιας παπικής μήτρας - το θυρεό της καθολικής εκκλησίας. Της πόλης του Βατικανού. Των φανατικών χριστιανών. «Χρειαζόμαστε τη βοήθεια των καθολικών». Ο Ραζάκ σταύρωσε τα μπράτσα του. «Να υποθέσω ότι αυτό το βιβλίο υποδείκνυε την ακριβή θέση του υπόγειου θαλάμου;» «Μεταξύ άλλων, είχε ένα σχεδιάγραμμα που συνοδευόταν από ακριβείς μετρήσεις». «Και το υπόλοιπο χειρόγραφο;» Ο Φαρούκ περιέγραψε την αφήγηση του Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Του αυτόπτη μάρτυρα που μιλούσε για τη σύλληψη του Ιησού, τη σταύρωσή του και την ταφή του. Η αποκάλυψη της οστεοθήκης και των λειψάνων επιβεβαίωνε τη σταύρωση του Ιησού και το θάνατο του ως θνητού. Ο Φαρούκ έδωσε χρόνο στον Ραζάκ για να τα αφομοιώσει όλα αυτά. Ο Ραζάκ σκεφτόταν πόσο μεγάλη διαίσθηση είχε ο Μπάρτον. «Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε αντιφάσκει με τα διδάγματα του Κορανίου».
«Ακριβώς. Ξέρεις τη θέση μας για τον Ιησού. Ο Αλλάχ τον πήρε στον Ουρανό προτού οι εχθροί του του κάνουν κακό - δε συνελήφθη, δε δικάστηκε, δε σταυρώθηκε... και ασφαλώς δεν ενταφιάστηκε. Καταλαβαίνεις τώρα πόσο αναγκαίο ήταν να εξαλείψω την απειλή;» Ο Ραζάκ κατάλαβε ότι ο Φαρούκ δεν προστάτευε μόνο το Όρος του Ναού. Οι επιπτώσεις θα ήταν πολύ ευρύτερες. «Δε θα μπορούσες να πήγαινες στην κρύπτη και να κατέστρεφες αυτά τα πράγματα χωρίς να μπλέξεις τους καθολικούς; Χωρίς να σκοτώσεις αθώους ανθρώπους;» «Ο κίνδυνος ήταν υπερβολικά μεγάλος», του είπε απορριπτικά. «Ξέρουμε και οι δύο ότι η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων παρέχει εργασία σε πολλούς δικούς μας ανθρώπους. Ανθρώπους - θ α προσέθετα- που συχνά παρευρίσκονται στην προσευχή στο τέμενος Μαργουάνι.Όι Ισραηλινοί χρησιμοποιούν όλες τις πονηρές τακτικές, είμαι σίγουρος γι' αυτό. Δεν επιτρέπεται να κάνουμε ανασκαφές χωρίς ρητή εξουσιοδότηση από τους Ισραηλινούς. Αν είχαμε κάνει, οι θάνατοι από τις διαμαρτυρίες θα ήταν πολύ περισσότεροι απ' όσους έχουμε ήδη δει». «Άφησες λοιπόν τους καθολικούς να κάνουν τη βρόμικη δουλειά. Κι έτσι εσύ μπορούσες ν' αρνηθείς τα πάντα». Με κάθε νέα αποκάλυψη έπεφτε κι άλλο το ηθικό του Ραζάκ - ανατρέπονταν όλα όσα πίστευε αληθινά. Για άλλη μια φορά, η θρησκεία και η πολιτική ήταν αδιαχώριστες. «Ήταν ο μόνος τρόπος για να πετύχω τους στόχους μας», συνέχισε μειλίχια ο Φαρούκ. «Κι αφού η απειλή ήταν πολύ μεγαλύτερη για τους καθολικούς, ήξερα ότι θα δρούσαν γρήγορα και θα έπαιρναν αυτό το λείψανο. Τους έδινε τη δυνατότητα να διατηρήσουν το θεσμό τους. Εμείς, αντίστοιχα, θα ισχυροποιούσαμε τη θέση μας εδώ, εξαλείφοντας μια απειλή που αντιφάσκει με τις διδασκαλίες του Προφήτη». «Θα πρέπει να υπήρχε κάποιος καλύτερος τρόπος...» Ο Ραζάκ δεν ολοκλήρωσε τη σκέψη του. «Σκέφτεσαι αυτό τον αρχαιολόγο, έτσι δεν είναι;» Ο Φαρούκ ακούστηκε απογοητευμένος. «Ραζάκ, όλοι ξέρουμε ότι στο Ισραήλ, πέρα από τη θρησκεία, υπάρχουν μόνο δύο
τικό Τείχος στήριζε κάποτε ένα ναό, αυτό νομιμοποιούσε τις αξιώσεις των εβραίων όσον αφορά την εξέδρα. Το ατέλειωτο πένθος των εβραίων δεν ήταν κούφιο. Τώρα όμως δε θα το μάθαιναν ποτέ. Κι εκείνος, άθελάτου, είχε συμβάλει σ' αυτό. Ο Φαρούκ έσκυψε πάλι κι έβγαλε ένα πολυσέλιδο έγγραφο. «Έβαλα και μου μετέφρασαν κρυφά όλο το κείμενο του Ephemeris Conlusio. Διάβασέ το όταν μπορέσεις», είπε και το ακούμπησε μπροστά στον Ραζάκ, «και μετά πες μου τι θα έκανες εσύ. Να κάψεις οπωσδήποτε αυτές τις σελίδες όταν τις τελειώσεις». Ο Ραζάκ δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε ν' αντέξει κι άλλα. «Υπάρχει κάτι που δεν παρέδωσες στη Ρώμη. Κάτι που πρέπει να μάθεις». Ο Φαρούκ σήκωσε το καπάκι της κοσμηματοθήκης. «Βρήκα κι άλλο ένα έγγραφο σε αυτό το κουτί των Ναϊτών. Άλλο ένα ημερολόγιο, που δεν είναι του Ιωσήφ από την Αριμαθαία». Ο Ραζάκ άρχισε να σκέφτεται ότι τα κίνητρα του ηλικιωμένου άντρα ήταν περίπλοκα, δεν είχαν αφετηρία μόνο το μίσος. Κάτι που επιβεβαίωνε απλώς ότι πολλές φορές οι περιστάσεις έπαιζαν σκληρά με τη μοίρα των ανθρώπων. «Τίνος, λοιπόν, είναι το ημερολόγιο;» Ο επόπτης έβγαλε απ' το κουτί έναν πάπυρο που φαινόταν αρκετά εύθραυστος. «Του Ναΐτη που ανακάλυψε πρώτος τις οστεοθήκες».
ΡΩΜΗ
Στη σουίτα τους στο Χίλτον του Φιουμιτσίνο, ο Ί β α ν και η Σάρλοτ χαλάρωναν καθισμένοι σε πολυθρόνες πίνοντας καφέ. Απ' το παράθυρο που το έλουζε ο ήλιος έβλεπαν τους γεμάτους δραστηριότητα διαδρόμους προσγείωσης και απογείωσης του αεροδρομίου. Δεν ήταν ακριβώς η κλασική ιταλική ρομαντική ατμόσφαιρα για ένα ραντεβού-έκπληξη, αλλά η Σάρλοτ επέμενε ότι δε θα ένιωθε ασφαλής αν ξαναγυρνούσε στη Ρώμη. Έσφιξε το μπουρνούζι που φορούσε και κοίταξε τρυφερά τον Ίβαν, ενώ ένα ελαφρό αεράκι ανακάτευε τα μαλλιά της. Επιτέλους είχε καταφέρει να κοιμηθεί καλά τη νύχτα. Το μόνο που χρειάστηκε ήταν ένα δυο ποτήρια κρασί κι ένα υπνωτικό χάπι. Το απρόσμενο κι απόλυτα ικανοποιητικό ξέσπασμα ερωτικής δραστηριότητας δεν έβλαψε επίσης. Αφού είπε στον Ί β α ν όλα τα απίστευτα που είχαν συμβεί τις προηγούμενες μέρες, του έδειξε την εκπληκτική παρουσίαση που ήταν αποθηκευμένη στο φορητό υπολογιστή της. Εκείνος την έπεισε ότι όλα θα πάνε καλά - ανεξάρτητα από το οποιοδήποτε συμφωνητικό εχεμύθειας που είχε υπογράψει. Παρ' όλα αυτά, είχε κλείσει το δωμάτιο στο δικό του όνομα - για κάθε ενδεχόμενο. Αφού είχε αναμειχθεί η BMS στην ανάλυση, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, της υπενθύμισε ο Ίβαν. Της πρότεινε να περιμένουν να δουν πού θα οδηγούσαν οι ισχυρισμοί του δό-
κτορα Μπερσέι εναντίον του Βατικανού, θεωρώντας ότι ήταν υπερβολικά νωρίς για να υποθέσουν ότι του είχε συμβεί κάτι μοιραίο. Τον κοίταξε επίμονα, γεμάτη λατρεία. «Μου έλειψες πραγματικά, Ίβαν. Και λυπάμαι για τον τρόπο που φερόμουν τελευταία». «Ούτε κι εγώ φερόμουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο». Της χαμογέλασε. «Λοιπόν, Τσάρλι, το ξέρω ότι χθες δεν ήταν η καλύτερη μέρα, αλλά ήθελα πάρα πολύ να σου δείξω κάτι. Ούτε που μπορείς να φανταστείς τι είναι». Φαινόταν πάρα πολύ ανήσυχος, σκέφτηκε η Σάρλοτ. Ο Ίβαν σηκώθηκε και, παρακάμπτοντας το καροτσάκι της εξυπηρέτησης δωματίων, πήγε κατευθείαν στην τσάντα του. Άνοιξε το φερμουάρ στο πλαϊνό τσεπάκι κι έβγαλε ένα μικρό κουτί, έναν κρίκο με κλειδιά κι ένα φιαλίδιο. Πήρε το φορητό υπολογιστή της από το κομοδίνο και πήγε και κάθισε δίπλα της, ακουμπώντας αυτά που κρατούσε στο στρογγυλό τραπέζι μπροστά στο παράθυρο. Η Σάρλοτ τον κοίταξε ερευνητικά. «Τι συμβαίνει;» «Θα σου τηλεφωνούσα», της είπε. «Αλλά ήξερα ότι για κάτι τέτοιο έπρεπε να μιλήσουμε από κοντά. Πρώτα απ' όλα, αυτό είναι για σένα. Εντελώς ειλικρινά, αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που ήρθα εδώ». Χαμογελώντας, της πρόσφερε το μικρό κουτί κρατώντας το στην παλάμη του χεριού του. Βλέποντάς το, η καρδιά της σκίρτησε. Θύμιζε κουτί κοσμήματος - είχε το τέλειο μέγεθος για... Είχε έρθει μέχρι εδώ για να της κάνει πρόταση γάμου; Το πήρε απ' την παλάμη του κι ανακάθισε με ίσια την πλάτη. «Έλα. Άνοιξέ το». Του έριξε μια ματιά. Δεν ήταν ακριβώς ο πιο ρομαντικός τρόπος προσέγγισης. «Είναι εκείνο το δείγμα οστών που μου έστειλες». «Ααα», είπε, νιώθοντας ανακουφισμένη αλλά κι απογοητευμένη. Βγάζοντας το καπάκι, κοίταξε το αρχαίο μετατάρσιο, που εύκολα θα το περνούσε κανείς για απολίθωμα.
Βρισκόταν πάνω σ' ένα κομμάτι λευκής γάζας και υπήρχε μια ολοστρόγγυλη τρύπα στο κέντρο του, απ' όπου ο Ίβαν είχε βρει το DNA. Το ακούμπησε απαλά με το δείκτη του χεριού της. «Θυμάσαι εκείνη την ανωμαλία που είχαμε συζητήσει;» «Φυσικά». Η Σάρλοτ αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να 'ναι αυτό που είχε βρει και τον είχε κάνει να διασχίσει τη μισή υφήλιο. «Τι σχέση έχει αυτή;» «Κατ' αρχάς, έχει αναλύσει κανείς άλλος αυτά τα οστά;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Έγινε απλώς χρονολόγηση με άνθρακα στη μονάδα ΦΕΜ της Ρώμης κι εκείνο το δείγμα αποτεφρώθηκε». «Ο υπόλοιπος σκελετός;» Έφερε στο νου της τα αρχαία οστά συναρμολογημένα πάνω στο μαύρο καουτσουκένιο προστατευτικό. Χθες το πρωί είχαν εξαφανιστεί, μαζί με την οστεοθήκη και τα άλλα αρχαία ευρήματα. «Τα 'χει ακόμα το Βατικανό». Ή μήπως όχι; «Ωραία». Έδειχνε φανερά ανακουφισμένος. «Γιατί όταν δεις αυτό που έχω να σου δείξω...» Ο Όλντριχ ξεκούμπωσε το στικάκι που κρεμόταν από τον κρίκο των κλειδιών του και το έβαλε στη θύρα δεδομένων του φορητού υπολογιστή. Σήκωσε την οθόνη, άνοιξε ένα παράθυρο αναπαραγωγής πολυμέσων κι ενεργοποίησε ένα αρχείο. Έ ν α βίντεο άρχισε να «κατεβαίνει». «Όταν το είδα αυτό, νόμιζα ότι ο σαρωτής δε λειτουργούσε σωστά», της εξήγησε. «Κόντεψα να πάθω καρδιακή προσβολή. Ο σαρωτής τελικά λειτουργούσε τέλεια. Πρέπει να υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το δείγμα». Το βίντεο «κατέβηκε». Η Σάρλοτ έσκυψε πιο κοντά. «Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θα δεις είναι ο καρυότυπος. Θα πατήσω την παύση όταν εμφανιστεί». Όταν άρχισε η αναπαραγωγή, ο Όλντριχ πάγωσε την εικόνα. Το βλέμμα της Σάρλοτ ταξίδεψε πάνω στα χρωμοσώματα που έμοιαζαν με σκουλήκια και ήταν τοποθετημένα κάθετα, το
ένα δίπλα στο άλλο. Διαφορετικά φθορίζοντα χρώματα ξεχώριζαν τα ζεύγη, που ήταν αριθμημένα από το ένα ως το είκοσι τρία, και προσδιορίζονταν ως Χ ή Υ. «Ακόμα κι εδώ η μετάλλαξη είναι εμφανής». «Ποιο ζεύγος έχει την ανωμαλία;» «Κοίτα πιο προσεκτικά», την παρότρυνε ο Όλντριχ. «Εσύ θα μου πεις». Η Σάρλοτ περιεργάστηκε την εικόνα. Μόλις το βλέμμα της έπεσε στο εικοστό τρίτο ζεύγος, παρατήρησε κάτι παράξενο. Κοιτώντας με μικροσκόπιο, θα περίμενε κανείς κάθε χρωμόσωμα να εμφανίζει ορατές ζώνες σ' όλο το μήκος του. Το εικοστό τρίτο ζεύγος δεν είχε καθόλου ζώνες. «Τι συμβαίνει με το είκοσι τρία;» «Ακριβώς. Πάμε παρακάτω κι ας ελπίσουμε ότι θ' αρχίσουμε να βγάζουμε κάποιο νόημα». Ο Όλντριχ «κατέβασε» άλλη μια εικόνα που έδειχνε ένα υπερμεγεθυσμένο κυτταρικό πυρήνα, όπως θα φαινόταν στο μικροσκόπιο. Τα χρωμοσώματα και τα νουκλεοτίδια εμφανίζονταν στη φυσική, άτακτη κατάστασή τους. Το περίβλημα του πυρήνα ήταν μόλις ορατό στην περιφέρεια της οθόνης. «Μάρκαρα το εικοστό τρίτο ζεύγος χρωμοσωμάτων». Ο Όλντριχ της το έδειξε. «Βλέπεις;» Φωτεινοί κίτρινοι κύκλοι ήταν ζωγραφισμένοι γύρω από τα δύο χρωμοσώματα που εμφάνιζαν την ανωμαλία. «Κατανοητό». «Κοίτα προσεκτικά, Τσάρλι. Εδώ κάνω την απόσπαση». «Τι πράγμα;» «Θα σου εξηγήσω σ' ένα δευτερόλεπτο». Πρόσεξε ότι το αριστερό πόδι τού Όλντριχ κινούνταν νευρικά πάνω κάτω. Στην οθόνη μια κούφια γυάλινη βελόνα εισχωρούσε στη μεμβράνη του πυρήνα. Στη συνέχεια, κάποια ζεύγη χρωμοσωμάτων -όχι, ωστόσο, το εικοστό τρίτο- άρχισαν ν' αποσπώνται. «Αποσπούσα τα χρωμοσώματα για να βρω τον καρυότυπο». Της έδειξε το πάνω μέρος του παραθύρου αναπαραγωγής πολυμέσων, όπου τα χρωμοσώματα που είχαν αποσπαστεί
εμφανίζονταν δίπλα σε μια μαύρη ράβδο, στη σειρά και ανάλογα με το μέγεθος τους. «Εδώ είναι τα ζεύγη που απέσπασα. Εντάξει ως τώρα;» «Ναι». Στην οθόνη, η βελόνα τραβήχτηκε από τον πυρήνα και η μεμβράνη τεντώθηκε και κάλυψε πάλι τη μικρή οπή. «Τώρα δες αυτό». Τότε ακριβώς η Σάρλοτ είδε να εκτυλίσσεται μπροστά της κάτι αλλόκοτο. Το ζεύγος χρωμοσωμάτων που δεν είχε ζώνες -και που ήταν ακόμα μέσα στον πυρήνα του κυττάρου- άρχισε αμέσως να διαχωρίζεται, παράγοντας νέα ζεύγη χρωμοσωμάτων που αντικαθιστούσαν το υλικό που είχε αποσπαστεί. Η αυτόματη αναγέννηση σταμάτησε μόλις ο πυρήνας έφτασε στην παράξενη ισορροπία του - σαράντα οκτώ χρωμοσώματα. «Τι ήταν αυτό που είδα;» Τράβηξε το βλέμμα της από την οθόνη. «Τβαν;» Γύρισε και την κοίταξε με έντονο βλέμμα. «Μια σπουδαία βιολογική ανακάλυψη. Αυτό είδες. Θα το ξαναπαίξω». Η αναπαραγωγή ξεκίνησε απ' το σημείο που η βελόνα τραβήχτηκε. Η μαύρη ράβδος με τα χρωμοσώματα που είχαν ήδη αποσπαστεί βρισκόταν ξανά στο πάνω μέρος της οθόνης. Και τότε να το πάλι, όπως είχε πει ο Τβαν -το πιο αλλόκοτο βιολογικό φαινόμενο που είχε δει ποτέ με τα ίδια της τα μάτια-, αυτόματη γενετική αναγέννηση. Η Σάρλοτ κάλυψε με το χέρι της το στόμα της. «Μα αυτό είναι εντελώς αδύνατο». «Το ξέρω». Τίποτε στον κόσμο δεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό που μόλις είχε δει. «Είναι απολύτως αδύνατον επιστημονικά οποιοδήποτε ανθρώπινο χρωμόσωμα να δημιουργεί ακριβή αντίγραφα των άλλων ζευγών. Υπάρχει DNA από τη μητέρα, από τον πατέρα... είναι ένας περίπλοκος γενετικός κώδικας». «Παραβιάζει όλα όσα ξέρουμε σαν επιστήμονες», δήλωσε
εκείνος κατηγορηματικά. «Πέρασα δύσκολες ώρες προσπαθώντας να το αποδεχτώ εγώ ο ίδιος». Σιωπή. «Θέλεις ν' ακούσεις κι άλλα;» Ανεβοκατέβασε τα φρύδια του και της χαμογέλασε. «Θέλεις να πεις ότι γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον;» «Πολύ πιο ενδιαφέρον». Ο Όλντριχ συγκεντρώθηκε. «Έκανα μια λεπτομερή ανάλυση χρησιμοποιώντας τον καινούριο σαρωτή γονιδίων. Σχεδίασα την κωδικοποίηση του DNA και τη συνέκρινα με ήδη υπάρχοντες χάρτες γονιδιωμάτων. Ξέρεις για τι έψαχνα, έτσι;» «Διάφορες γενετικές ανωμαλίες στα τρία δισεκατομμύρια ζεύγη χρωμοσωμάτων που έχουν διερευνηθεί», του απάντησε. Το τυπικό διάγραμμα του μοριακού γονιδιώματος θύμιζε μια στριφογυριστή σκάλα ή ένα διπλό έλικα, με οριζόντιες «βαθμίδες» σχηματισμένες από ζεύγη αδενίνης και θυμίνης ή γουανίνης και κυτοσίνης - που αλλιώς αποκαλούνταν θεμέλιοι λίθοι της ζωής. Τρία δισεκατομμύρια τέτοιων βαθμίδων βρίσκονταν απλωμένες πάνω στα σφιχτά τυλιγμένα νημάτια των χρωμοσωμάτων, σχηματίζοντας τα «γονίδια» - τα ειδικά τμήματα του DNA που σχετίζονται με συγκεκριμένα όργανα και λειτουργίες του σώματος. Με το σαρωτή ακτίνων λέιζερ, οι γονιδιακές σειρές μπορούσαν ν' αναλυθούν για τον εντοπισμό της αλλοιωμένης κωδικοποίησης που οδηγούσε σε μεταλλάξεις. Ο Όλντριχ τινάχτηκε όρθιος κι άρχισε να βηματίζει στο δωμάτιο. «Λοιπόν, βρήκα ότι το δείγμα που μου 'στειλες ταυτιζόταν με το αναμενόμενο γενετικό υλικό που βρίσκουμε στο τυπικό ανθρώπινο γονιδίωμα σε ποσοστό λιγότερο από 10%». Η Σάρλοτ χαλάρωσε στην πλάτη της πολυθρόνας της, κουνώντας σκεπτικά το κεφάλι της. «Δεν καταλαβαίνω». «Ούτε κι εγώ», της απάντησε ο Όλντριχ. «Έτσι έκανα και πολλά άλλα τεστ. Χρησιμοποίησα το νέο μας σύστημα για να συγκρίνω το γονιδίωμα μ' όλες τις γνωστές γενετικές ανωμαλίες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι... είσαι έτοιμη γι' αυτό; Δεν ταιριάζει με καμία. Απολύτως καμία. Ούτε με μία!
Για μια στιγμή, η λογική σκέψη της σταμάτησε. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει. «Τι σημαίνει αυτό;» «Σ' αυτό το δείγμα δεν υπάρχει άχρηστο DNA!» φώναξε ο Όλντριχ. Προτού ολοκληρωθεί το Πρόγραμμα Ανθρώπινου Γονιδιώματος το 2003, οι επιστήμονες πίστευαν ότι η υπεροχή του ανθρώπου έναντι των άλλων οργανισμών -κυρίως όσον αφορά την ευφυΐα- θα μεταφραζόταν σε σημαντικά μεγαλύτερο και πιο περίπλοκο γενετικό κώδικα. Αλλά το ανθρώπινο γονιδίωμα δεν ανταποκρίθηκε σ' αυτές τις προσδοκίες. Περιείχε το ένα δωδέκατο μόνο του γενετικού περιεχομένου ενός συνηθισμένου κρεμμυδιού. Οι γενετιστές απέδωσαν τη διαφορά στο άχρηστο DNA - στους σωρούς των άχρηστων γονιδίων που δε λειτουργούσαν πια και στα νημάτια του DNA που τα είχε αχρηστεύσει η εξέλιξη. Ακουγόταν σαν επιστημονικό παραμύθι. Φέρνοντας όμως στο νου της την τέλεια τρισδιάστατη αναπαράσταση του σωματικού περιγράμματος στην οποία τους είχε οδηγήσει το δείγμα του DNA -την απουσία κάποιας γνωστής εθνικότητας, το ανδρόγυνο ύφος, την εξαιρετική απόχρωση του δέρματος και τα υπέροχα χαρακτηριστικά-, άρχισε να το κατανοεί. «Τβαν, μου λες στα σοβαρά ότι αυτό το δείγμα έχει DNA με τέλεια γενετική δομή;» Της έγνεψε καταφατικά. «Το ξέρω ότι ακούγεται πάρα πολύ καλό για να είναι αληθινό». Έ ν α τέλειο γονιδίωμα σήμαινε ότι απουσίαζε η εξελικτική διαδικασία. Επρόκειτο δηλαδή για έναν οργανισμό στην πιο καθαρή, την πιο γνήσια μορφή του. Η τελειότητα, σκέφτηκε. Αλλά πώς μπορούσε ένας άνθρωπος να εμφανίζει αυτή την εικόνα; Σίγουρα δε συμφωνούσε με τον τρόπο που ο Δαρβίνος και οι σύγχρονοι επιστήμονες ερμήνευαν την εξέλιξη του ανθρώπου. Ο Τβαν Όλντριχ έδειξε με το χέρι του που έτρεμε την οθόνη. «Αυτό το DNA θα μπορούσε δυνητικά να χρησιμοποιηθεί
ως πρότυπο για τον εντοπισμό ανωμαλιών σε δείγματα που συγκρίνονται μαζί του. Και θα μπορούσε ν' αναπαραχθεί με βακτηριδιακό πλάσμα». Η Σάρλοτ τον κοίταξε έντονα. «Μήπως προχωράς λίγο παραπάνω απ' ό,τι χρειάζεται;» «Θα οδηγήσει την έρευνα των βλαστικών κυττάρων σ' ένα εντελώς καινούριο επίπεδο. Θέλω να πω, αυτό είναι το τέλειο DNA σε ιική μορφή! Αδιανόητο». Τώρα ο Τβαν μιλούσε αργά. «Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα θαύμα. Άρχισα να σκέφτομαι τις αληθινές συνέπειες μιας τέτοιας δημοσίευσης, τις αντιδράσεις του κόσμου. Στην αρχή σκέφτηκα πόσο πολλές ζωές θα μπορούσαν να σωθούν - τις συνέπειές του όσον αφορά τις ασθένειες. Μετά φαντάστηκα τις εταιρίες βιοτεχνολογίας ν' αγωνίζονται να σχεδιάσουν κατά παραγγελία θεραπείες για τους πλούσιους. Καθώς και τα προσχεδιασμένα μωρά, την ορθολογιστική φροντίδα της υγείας, το βιολογικό ελιτισμό. Θα ωφελούσε μόνο τους πλούσιους - οι φτωχοί δε θα κέρδιζαν τίποτε απ' όλα αυτά. Αλλά, ακόμα κι αν κέρδιζαν, θα ήταν καταστροφικό να παρέμβει κανείς ολοκληρωτικά και να εξαλείψει την ασθένεια. Ευρέως διαδεδομένη μακροζωία θα οδηγούσε σε μια άνευ προηγουμένου αύξηση του πληθυσμού, κάτι που θα καταπονούσε εξαιρετικά τις πλουτοπαραγωγικές πηγές του κόσμου». Ένιωσε να την κατακλύζουν τα γεγονότα. «Κατάλαβα τι εννοείς, αλλά...» «Άσε με να τελειώσω», την παρακάλεσε. «Υπάρχει κάποιος λόγος για όλα αυτά». Άπλωσε το δεξί του χέρι, έπιασε το φιαλίδιο και το σήκωσε ψηλά μπροστά της. «Αυτό».
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Ο καρδινάλιος Αντόνιο Κάρλο Σαντέλι κοιτούσε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο του γραφείου του τον ανοιχτό χώρο της Πιάτσα Σαν Πιέτρο και το γιγαντιαίο οβελίσκο στο κέντρο της, που έλαμπε ολόλευκος στο πρωινό φως του ήλιου. Το βλέμμα του στράφηκε προς τη βασιλική και τα αγάλματα των αγίων που βρίσκονταν κατά μήκος της στέγης της. Αν οι καθολικοί γνώριζαν τις ευγενείς προθέσεις του -ότι ήθελε να προστατεύσει τους πιστούς σαν αληθινός υπηρέτης του Θεού-, δε θ' απαθανάτιζαν τη μορφή του και δε θα τον λάτρευαν εκεί κάποια μέρα; Θα γινόταν άραγε ένας σύγχρονος μάρτυρας; Ένας άγιος; Δεν ήταν μόνον το έντονο δράμα των τελευταίων εβδομάδων. Από την εποχή του σκανδάλου της Banco Ambrosiano, αυτά που είχε δει με τα ίδια του τα μάτια όσο βρισκόταν στο Βατικανό τον είχαν κάνει σταδιακά ν' αρχίσει ν' αμφισβητεί την αφοσίωσή του στην Εκκλησία. Αναρωτιόταν αν η ζωή του ήταν αφιερωμένη πράγματι στην υπηρεσία ενός ευρύτερου καλού, ή αν μετατρεπόταν γρήγορα σε όλα όσα απεχθανόταν κάποτε, τότε που ήταν ένας νεαρός και ιδεαλιστής ιερέας. Αργά το προηγούμενο πρωί, αφού φρόντισε ο ίδιος προσωπικά για την απελευθέρωση του Κόντε από το κελί κράτησης της Ελβετικής Φρουράς, είχε δώσει στον απρόσεκτο μισθοφόρο το πράσινο φως για την εξάλειψη και των τελευταίων πιθανών εμποδίων που θα μπορούσαν να εμπλέξουν
το Βατικανό στο φιάσκο της Ιερουσαλήμ: της οστεοθήκης και του περιεχομένου της φυσικά, του πατέρα Πάτρικ Ντόνοβαν στη συνέχεια, της δόκτορος Σάρλοτ Χενεσί κατόπιν και, τέλος, του Αμερικανού εραστή της, του Ίβαν Όλντριχ. Κι άλλο αίμα στα χέρια του. Τη νύχτα περίμενε να του τηλεφωνήσει ο Κόντε για να του επιβεβαιώσει ότι είχε εξαφανίσει όλα τα αρχαία ευρήματα. Δεν του τηλεφώνησε όμως. Είχε πλέον αρχίσει ν' ανησυχεί, πιστεύοντας ότι ο μισθοφόρος του είχε κάνει λαδιά. Ή τ α ν πεπεισμένος ότι στο επόμενο τηλεφώνημά του θα του ζητούσε κι άλλα χρήματα - ότι θα τον εκβίαζε. Ακόμα χειρότερα, πριν από λίγα μόλις λεπτά είχε ακούσει ένα ρεπορτάζ στις ειδήσεις που αφορούσε το θάνατο ενός ξεναγού στις κατακόμβες Τορλόνια - όχι ακριβώς η είδηση που θα γινόταν κύριος τίτλος στις εφημερίδες. Αλλά το φαινομενικά τετριμμένο περιστατικό είχε οδηγήσει την αστυνομία σε μια τυπική έρευνα για το μοναδικό όνομα που υπήρχε καταχωρισμένο στον κατάλογο των επισκεπτών, στο γραφείο του ξεναγού. Οι ανακριτές είχαν πάει στην αναστατωμένη γυναίκα του επισκέπτη, η οποία είχε μόλις επικοινωνήσει με την αστυνομία για ν' αναφέρει ότι ο σύζυγος της δεν είχε επιστρέψει στο σπίτι την προηγούμενη νύχτα. Ακολούθησε μια έρευνα στις κατακόμβες. Οι Αρχές δε χρειάστηκαν πολύ για να βρουν το διαλυμένο κορμί του Τζιοβάνι Μπερσέι στον πυθμένα ενός αεραγωγού. Κάτω από άλλες συνθήκες, το περιστατικό μπορεί να είχε θεωρηθεί ατύχημα - μια παράξενη διασταύρωση κακής τύχης για δύο άντρες που βρίσκονταν τυχαία στον ίδιο τόπο. Η αστυνομία όμως, είχε μιλήσει με μια μάρτυρα -μια νεαρή γυναίκα που έκανε τζόκινγκ-, η οποία ανέφερε ότι είδε έναν άγνωστο να βγαίνει από το χώρο και να φορτώνει τη βέσπα του ανθρωπολόγου σ' ένα φορτηγάκι. Η περιγραφή που έδωσε έμοιαζε μυστηριωδώς μ' ένα άλλο σκίτσο, που προερχόταν από την Ιερουσαλήμ. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης το είχαν καταχαρεί. Από λεπτό σε λεπτό, ο Σαντέλι περίμενε τηλεφώνημα από τους ανακριτές.
Κι άλλο σκάνδαλο. Ο καρδινάλιος κρατούσε στα χέρια του τα δύο κομμάτια του παπύρου που είχαν βρει οι επιστήμονες στην οστεοθήκη του Χριστού. Στο αριστερό του χέρι είχε το σκίτσο που υπήρχε στην τοιχογραφία της οροφής της κρύπτης του Ιωσήφ βαθιά μέσα στις κατακόμβες Τορλόνια. Στο δεξί του χέρι κρατούσε το αρχαίο ελληνικό κείμενο που υπήρχε πάνω από το σκίτσο. Είχε ζητήσει από τον Κόντε να το χωρίσει από το σχέδιο, φοβούμενος ότι το κείμενο μπορεί να περιείχε κάποιο απροκάλυπτο μήνυμα. Προτού στείλει τον πατέρα Ντόνοβαν να συνοδεύσει τον Κόντε στο μοιραίο ταξίδι του, είχε ζητήσει απ' τον ιερέα να μεταφράσει το περιεχόμενο που ήταν γραμμένο στα ελληνικά - το τελευταίο κατάλοιπο μιας απειλής αιώνων εναντίον της χριστιανοσύνης. Η μετάφραση ήταν γραμμένη με πένα πάνω σ' ένα λεπτό επιστολόχαρτο με το λογότυπο του Βατικανού. Σκύβοντας πάνω στο γραφείο του, ο Σαντέλι ένωσε τα δύο κομμάτια του παπύρου δίπλα ακριβώς από τη μετάφραση. Είχε σκεφτεί να καταστρέψει τον πάπυρο, να τον κάψει. Αλλά τώρα προσευχόταν να έγραφε κάτι που θα μπορούσε να τον κάνει ν' αλλάξει την απόφασή του. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, διάβασε για άλλη μια φορά την πρωτότυπη περγαμηνή και μετά γύρισε το βλέμμα του στη μετάφραση του πατέρα Ντόνοβαν: Ας είναι η πίστη οδηγός μας στον ιερό όρκο μας να προστατεύσουμε την αγιότητα του Θεού. Εδώ βρίσκεται θαμμένος ο υιός Του, περιμένοντας την ανάσταση των νεκρών για να επαληθευτεί η μαρτυρία του Θεού και να κριθούν οι ψυχές όλων των ανθρώπων. Είθε αυτά τα οστά να μην μεταπείσουν τους πιστούς, γιατί οι ιστορίες δεν είναι παρά λέξεις γραμμένες από παραπλανημένους ανθρώπους. Το πνεύμα είναι η αιώνια αλήθεια. Ας έχει ο Θεός έλεος για όλους μας. Ο πιστός υπηρέτης του, Ιωσήφ από την Αριμαθαία.
Ο ήχος της ενδοεπικοινωνίας έβγαλε τον καρδινάλιο από τις σκέψεις του. «Εξοχότατε, λυπάμαι που σας ενοχλώ, αλλά...» «Τι συμβαίνει, πάτερ Μάρτιν;» Ο νεαρός ιερέας ακουγόταν αναστατωμένος. «Ο πατέρας Ντόνοβαν είναι εδώ για να σας δει. Του είπα ότι δεν μπορείτε να τον δεχτείτε, αλλά αρνείται να φύγει». Ο καρδινάλιος, τρομαγμένος, κατέρρευσε στην πολυθρόνα του κι άρπαξε σφιχτά με τα χέρια του τα χερούλια της. Ο Ντόνοβαν; Αδύνατον. Ο Σαντέλι άνοιξε το πάνω συρτάρι του γραφείου του για να σιγουρευτεί ότι η Μπερέτα βρισκόταν ακόμα εκεί. «Στείλ' τον μέσα». Δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε η πόρτα του γραφείου του. Καθώς ο Πάτρικ Ντόνοβαν έμπαινε στο δωμάτιο, ο Σαντέλι είδε ότι είχε βαθιές γρατσουνιές κάτω απ' τα μάτια του. Η μύτη του ιερέα έγερνε και ήταν πρησμένη, σαν να είχε μόλις ενώσει τα κομμάτια της. Φορούσε ένα παλιό ζευγάρι γυαλιά με χοντρό πλαστικό σκελετό και όχι τα συνηθισμένα γυαλιά του με το μεταλλικό σκελετό. Η ματιά του Σαντέλι έπεσε στην ογκώδη δερμάτινη τσάντα που κρατούσε ο ιερέας με το αριστερό του χέρι. Ο Ντόνοβαν κάθισε στη δερμάτινη καρέκλα απέναντι από τον καρδινάλιο κι ακούμπησε την τσάντα στα γόνατά του. Ο Σαντέλι δεν του έτεινε ούτε το δαχτυλίδι του ούτε το χέρι του. Ο Ντόνοβαν μπήκε κατευθείαν στο θέμα. « Ή ρ θ α να σου δείξω κάτι». Χτύπησε απαλά με το χέρι του την τσάντα. Αν ο Σαντέλι δε βρισκόταν σ' ένα από τα πιο ασφαλή δωμάτια του Βατικανού, που προστατευόταν με ανιχνευτές μετάλλου και εκρηκτικών, μπορεί να σκεφτόταν ότι μέσα στην τσάντα υπήρχε κάποιο όπλο ή βόμβα. Αλλά τίποτε τέτοιο δε θα μπορούσε να περάσει μέχρι εδώ. Αυτό το 'χε φροντίσει ο ίδιος προσωπικά, έπειτα από τον απρόσμενο και τρομακτικό τρόπο με τον οποίο του είχε συστηθεί ο Κόντε πολλά χρόνια πριν.
«Πρώτα, όμως, πρέπει να σε ρωτήσω: Γιατί έβαλες να με σκοτώσουν;» «Αυτό είναι μια πολύ σοβαρή κατηγορία, Πάτρικ». Ο Σαντέλι έριξε μια ματιά στο πρώτο συρτάρι του γραφείου του. «Σίγουρα είναι». «Είσαι καλωδιωμένος; Φοράς κάποια συσκευή μαγνητοφώνησης; Έτσι εξηγούνται όλα αυτά;» Ο Ντόνοβαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Το ξέρεις ότι θα τα είχαν βρει οι ανιχνευτές προτού καταφέρω να περάσω αυτή την πόρτα». Ο ιερέας είχε δίκιο. Αυτό το άδυτο των αδύτων ήταν σχεδιασμένο για να προσφέρει απόλυτη ασφάλεια. Οι συζητήσεις πίσω απ' αυτή την πόρτα παραήταν σημαντικές για να ριψοκινδυνεύει κανείς την αδιακρισία. «Θέλεις να πάρεις εκδίκηση; Γι' αυτό ήρθες εδώ; Για να με σκοτώσεις, πάτερ Ντόνοβαν;» «Ας αφήσουμε αυτή τη δουλειά στον Θεό, εντάξει;» Το πρόσωπο του Ντόνοβαν ήταν σκληρό σαν πέτρα. Πέρασε μια άβολη στιγμή προτού ο Σαντέλι κάνει ένα νεύμα δείχνοντας το σακίδιο, που έμοιαζε σαν να 'χε φτιαχτεί για να χωράει μια τεράστια μπάλα του μπόουλινγκ. Μισοπερίμενε να περιέχει το κεφάλι του Σαλβατόρε Κόντε. Ήξερε όμως ότι ο Ντόνοβαν δεν μπορούσε να γίνει βίαιος. Αναρωτιόταν, ωστόσο, γιατί ο πληρωμένος δολοφόνος δεν είχε ολοκληρώσει τη δουλειά που του είχε αναθέσει και γιατί ο ιερέας φαινόταν σαν να είχε μόλις τρέξει δέκα γύρους. Μήπως είχε εμπλακεί κι αυτός στο σχέδιο του Κόντε; Μήπως τον είχε στείλει εδώ ο ίδιος ο Κόντε για να τον εκβιάσει για χρήματα; «Τι μου έχεις φέρει λοιπόν;» «Κάτι που πρέπει να δεις με τα ίδια σου τα μάτια». Ο Ντόνοβαν σηκώθηκε κι ακούμπησε το σακίδιο πάνω στο εξαιρετικά συγυρισμένο γραφείο του Σαντέλι. Καθώς η τσάντα σταθεροποιήθηκε, από μέσα ακούστηκε κάτι που θύμιζε κροτάλισμα ξύλινων καρφιών. Ο Ντόνοβαν πρόσεξε ότι στην οθόνη πλάσμα υπήρχε μια καινούρια προστασία. Οι λέξεις «Πίστη σον είναι αντό που πιστεύεις, όχι αντό πον ξέρεις...
Μαρκ Τουέιν» κυλούσαν μπροστά του. Ο Ντόνοβαν παρέμεινε όρθιος, κοιτάζοντας άγρια τον Σαντέλι. Καθώς οι δυο άντρες διασταύρωσαν τα βλέμματά τους, για μια στιγμή φάνηκε η αμοιβαία απέχθειά τους. Ο Σαντέλι, ξεφυσώντας, σηκώθηκε τελικά από την πολυθρόνα του. «Ωραία, Πάτρικ. Αν πρόκειται να φύγεις άμα κοιτάξω μέσα στην τσάντα σου... τότε ας το κάνω». Ο καρδινάλιος, εκνευρισμένος, έσκυψε πάνω στο σακίδιο. Δίστασε για μια στιγμή και μετά, αργά, άνοιξε το φερμουάρ του. Ακούστηκε άλλο ένα κροτάλισμα καθώς άνοιγε τα πλάγια του σακιδίου για να δει τι υπήρχε μέσα. Το πρόσωπο του καρδινάλιου έγινε λευκό σαν φάντασμα όταν είδε το ανθρώπινο κρανίο και τα οστά, το υπέρτατο λείψανο. Όταν ξανασήκωσε το βλέμμα του, τα μάτια του είχαν χάσει τη βίαιη λάμψη τους. «Φαρισαίε, μπάσταρδε. Θα πας σίγουρα στην Κόλαση γι' αυτό». «Ήθελα να κάνεις ειρήνη μαζί του προτού κάνω μια κανονική ταφή», είπε ο Ντόνοβαν. Είχε νιώσει απαίσια κουβαλώντας εδώ κι εκεί τα ιερά οστά, σε κάτι που ήταν λίγο μεγαλύτερο από ένα μακρόστενο στρατιωτικό σάκο. Αλλά χθες το απόγευμα είχε σταματήσει στην εταιρία ταχυμεταφορών DHL για να κανονίσει την άμεση αεροπορική αποστολή της οστεοθήκης στην Ιερουσαλήμ. Το χειρόγραφο το είχε στείλει ξεχωριστά στον Ραζάκ, το μουσουλμάνο ταχυδρόμο που είχε συναντήσει στη Ρώμη. Τα καρφιά και τα νομίσματα, μαζί με την Μπερέτα, τα είχε στοιβάξει στο ντουλαπάκι του οδηγού του αυτοκινήτου. «Μπάσταρδε», η φωνή του Σαντέλι ήταν ασυνήθιστα ήρεμη. Αυτό που συνέβη κατόπιν ήταν σαν να συνέβαινε σε ομίχλη. Τραβώντας απότομα τα χέρια του από τις τσέπες του, ο Ντόνοβαν άρπαξε σφιχτά τον καρπό του ηλικιωμένου άντρα με το δεξί του χέρι, ενώ ταυτόχρονα έβγαλε μια μικρή πλαστική σύριγγα με το αριστερό του χέρι. Χώνοντάς τη βαθιά στο μπράτσο του καρδινάλιου, πίεσε το έμβολο. Μ' ένα βλέμμα που αρνούνταν απόλυτα να πιστέψει αυτό
που συνέβαινε, ο καρδινάλιος τραβήχτηκε, κατέρρευσε στην πολυθρόνα του κι έσφιξε το σημείο όπου τον είχε τρυπήσει η βελόνα. Προτού προλάβει να φωνάξει ουρλιάζοντας τον πατέρα Μάρτιν, το Tubarine κατέστειλε τη λειτουργία της καρδιάς του οδηγώντας τη σ' ένα τυραννικό σταμάτημα. Καθώς άρχισε να πρήζεται ψυχομαχώντας, τα χέρια του Σαντέλι άρπαξαν το στήθος του προσπαθώντας να ξεριζώσουν τον πόνο. Ο Πάτρικ Ντόνοβαν παρακολουθούσε το σώμα καθώς έκανε τον τελευταίο σπασμό. «Ήταν θέλημα Θεού», είπε γαλήνια. Δεν ήταν σίγουρος τι περιείχε η σύριγγα, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος ότι μ' αυτό τον τρόπο ο Κόντε είχε σκοτώσει τον ξεναγό που βρέθηκε στο γραφείο του προθαλάμου των κατακομβών Τορλόνια. Μέσα σ' αυτούς τους τοίχους δεν είχε πολλές επιλογές για φονικό όπλο. Έτσι ο Ντόνοβαν είχε σταθεί τυχερός με τη σύριγγα. Ο φόνος παρέβαινε όλα όσα θεωρούσε ιερά, καταπατώντας τον όρκο του στον Θεό ότι θα έβαζε στην άκρη μια για πάντα το φριχτό παρελθόν του. Αλλά, αν δεν έβγαζε από τη μέση τον Σαντέλι, θα πέθαινε σίγουρα η Σάρλοτ Χενεσί, όπως και ο ίδιος. Οι Ισραηλινοί δε θα μάθαιναν ποτέ την αλήθεια κι ένας αθώος αρχαιολόγος θα φορτωνόταν την κατηγορία για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. Μαζεύοντας προσεκτικά το στρατιωτικό σάκο, ο Ντόνοβαν βγήκε στον προθάλαμο και είπε στον πατέρα Μάρτιν ότι ο καρδινάλιος επιθυμούσε να μην τον ενοχλήσουν και, για την ώρα, να του κρατούσε όλα τα τηλεφωνήματά του. Ο πατήρ Μάρτιν έγνεψε καταφατικά και κοίταξε παραξενεμένος τον Ντόνοβαν καθώς περνούσε βιαστικά μπροστά από τους Ελβετούς φρουρούς κι έβγαινε στον κεντρικό διάδρομο. Όταν ο Ντόνοβαν είχε φύγει πια από το οπτικό του πεδίο, μπήκε γρήγορα στο γραφείο του Σαντέλι. Είδε το πορφυρό καπελάκι να προεξέχει πάνω από την πολυθρόνα που ήταν γυρισμένη προς το παράθυρο. Αφού του φώναξε δύο φορές, έκανε αργά τον κύκλο του γραφείου του.
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ο Ρ α ζ ά κ π ε ρ ί μ ε ν ε ν α φ ο ρ έ σ ε ι ο Φ α ρ ο ύ κ τ α γ υ α λ ι ά του, ενώ ταυτόχρονα είχε κ α ρ φ ώ σ ε ι το βλέμμα του στον α ρ χ α ί ο πάπυρο. Α φ ο ύ ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του, ο επόπτης άρχισε να διαβάζει δυνατά. 12 Δεκεμβρίου του Έτους Κυρίου 1133 Η Αγία Ελένη ανακάλυψε πρώτη την καταγωγή του Ιησού Χριστού. Ήλθε στους Αγίους Τόπους αναζητώντας ιστορικά στοιχεία που θα αποδείκνυαν ότι ο Ιησούς δεν ήταν θρύλος ή παράδοση. Κατά τη διάρκεια του προσκυνήματος της βρήκε αυτό που πίστεψε ότι ήταν ο άδειος τάφος του Χριστού κι ανακάλυψε τον ξύλινο σταυρό, πάνω στον οποίο ο Χριστός υπέφερε και πέθανε, θαμμένο βαθιά κάτω από το Ναό του Πανάγιου Τάφου. Στις μέρες μας κουβαλάμε τον αληθινό σταυρό στις μάχες, όταν υπερασπιζόμαστε την πίστη μας και τον Θεό. Οι φήμες λένε πως έχουμε στην κατοχή μας πολλά παρόμοια κειμήλια. Αλλά αυτό που ανακάλυψα σήμερα είναι το πιο καταπληκτικό. Πρώτα όμως πρέπει να εξηγήσω πώς έγινε αυτό. Στην Ιερουσαλήμ, εδώ και αιώνες, υπάρχουν χριστιανοί που δεν ακολουθούν την Αγία Γραφή. Είναι μια ειρηνική ομάδα ανθρώπων που επιβίωσαν απομονωμένοι για πολλούς
αιώνες και αποκαλούν εαυτούς το «Τάγμα του Κουμράν». Τους συνάντησα κι έμαθα πολλά για την πίστη τους. Στην αρχή, αυτά που πίστευαν με συγκλόνισαν, γιατί οι αρχαίοι πάπυροι τους λένε πολλά πράγματα που έρχονται σε αντίθεση με το λόγο του Θεού. Τα μέλη του τάγματος πίστευαν ότι ο Χριστός πέθανε σαν θνητός και μόνο το πνεύμα Του βγήκε από τον τάφο κι εμφανίστηκε στους μαθητές Του. Υποστήριζαν επίσης ότι το σώμα του Χριστού βρίσκεται ακόμα σε ένα κρυφό μέρος περιμένοντας την ανάσταση των νεκρών την Ημέρα της Κρίσης, και ότι τα οστά του θα τα επαναφέρει στη ζωή το πνεύμα του Θεού. Ζήτησα να μάθω την προέλευση των κειμένων τους. Επέμεναν ότι τα διδάγματα και τα ιερά κείμενα υπήρχαν πολύ πριν από το «Βιβλίο των Ρωμαίων». Ακούγοντας αυτά τα λόγια μού ήλθε να τα βάλω μαζί τους. Αλλά επειδή μου είχαν κινήσει το ενδιαφέρον, ένιωσα την ανάγκη να μάθω περισσότερα. Με τον καιρό, αυτοί οι ευγενικοί και γενναιόδωροι άνθρωποι έγιναν φίλοι μας. Έπειτα από προσεκτική έρευνα, άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα πιστεύω τους, παρόλο που δεν ήταν τα παραδοσιακά, είχαν τις ρίζες τους στην αληθινή πίστη και την ευλάβεια. Ο Θεός τους ήταν ο Θεός μας. Ο Χριστός τους ήταν ο Χριστός μας. Η ερμηνεία ήταν το μόνο που έμοιαζε να μας διαφοροποιεί. Την 11η ημέρα του Οκτωβρίου του 1133, στην Ιερουσαλήμ επιτέθηκε μια συμμορία μουσουλμάνων πολεμιστών. Παρόλο που καταφέραμε να τους απωθήσουμε, σκοτώθηκαν όλοι οι χριστιανοί αδελφοί μας του Κουμράν προσπαθώντας να υπερασπίσουν την ιερή πόλη τους. Ο αρχηγός τους, ένας ηλικιωμένος άντρας που λεγόταν Ζαχαρίας, πληγώθηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο αφότου τον βρήκα. Είχε στην κατοχή του ένα αρχαίο βιβλίο. Γνωρίζοντας ότι μετά την επίθεση δεν είχε επιζήσει κανένας από τους αδελφούς του, το έδωσε σε μένα. Μου ψιθύρισε ότι το βιβλίο περιείχε πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένου ενός αρχαίου μυστικού που το φύλαγε για καιρό ο λαός του - την τοποθεσία του θαλάμου όπου είχε εντα-
φιαστεί το σώμα του Χριστού. Μετά, ο Θεός πήρε το πνεύμα του ηλικιωμένου άντρα. Χρησιμοποίησα έμπιστους ντόπιους μεταφραστές για να μεταφράσω τα ιερά κείμενα αυτού του βιβλίου, που τα περισσότερα ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Τότε ανακάλυψα ότι το κείμενο ήταν ένα ημερολόγιο γραμμένο από ένα μορφωμένο άνθρωπο που λεγόταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Στο βιβλίο βρήκα επίσης ένα χάρτη που είχε φτιάξει ο Ιωσήφ, στον οποίο είχε σημειώσει το μέρος όπου βρισκόταν το σώμα του Χριστού. Τότε συνειδητοποίησα ότι ο τάφος ήταν θαμμένος κάτω από τα ίδια μας τα πόδια, κάτω από το Ναό του Σολομώντα. Διέταξα τους άντρες μου να βρουν τον τάφο του Ιωσήφ. Αφού σκάψαμε για βδομάδες και σπάσαμε τρεις αρχαίους τοίχους, φθάσαμε σε συμπαγές έδαφος. Εδώ θα είχα χάσει εύκολα τις ελπίδες μου, γιατί τίποτε δεν υποδήλωνε ότι κάποιος άνθρωπος είχε αγγίξει αυτό το σημείο. Αλλά οι ακριβείς μετρήσεις που έδινε ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία έδειχναν ότι χρειαζόταν κι άλλο σκάψιμο. Συνεχίζοντας, στην αρχή βγάζαμε μαλακά φερτά υλικά, και καταλάβαμε ότι αυτό που πιστεύαμε πως ήταν βουνό ήταν στην πραγματικότητα μια τεράστια κυκλική πέτρα. Τέσσερις άντρες χρειάστηκαν για να τη μετακινήσουν. Πίσω της υπήρχε ένας κρυφός θάλαμος, στο σημείο ακριβώς που υποδείκνυε ο Ιωσήφ. Μέσα βρήκα εννέα πέτρινα φέρετρα που είχαν χαραγμένα τα ονόματα του Ιωσήφ και της οικογένειάς του. Έκπληκτος είδα κι ένα δέκατο φέρετρο, που είχε χαραγμένο το ιερό σύμβολο του Ιησού Χριστού και μέσα υπήρχαν ανθρώπινα οστά και κειμήλια που θα μπορούσαν να προέρχονται μόνον από το σταυρό. Για να κρατήσω τον όρκο μου να προστατεύσω τον Θεό και τον Υιό Του, τον Ιησού Χριστό, ασφάλισα αυτά τα καταπληκτικά κειμήλια κάτω από το Ναό του Σολομώντα. Γιατί, αν ο ηλικιωμένος άντρας έλεγε την αλήθεια, αυτά τα οστά μπορεί μια μέρα να ξαναγύριζαν στη ζωή για να σώσουν τις ψυχές όλων των ανθρώπων. Ονόμασα το βιβλίο του Ιωσήφ από την Αριμαθαία
Ephemeris Conlusio. Σ' αυτό υπάρχουν τα μυστικά της σωτηρίας μας. Ο Θεός ας με συγχωρέσει για τις πράξεις μου. Ο πιστός υπηρέτης Του Ουγκό ντε Παγιέν
Ο Φαρούκ τύλιξε προσεκτικά την κιτρινισμένη περγαμηνή και την ξανάβαλε στην κοσμηματοθήκη. Έβγαλε τα γυαλιά του κι ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του, περιμένοντας την αντίδραση του Ραζάκ. Ο Ραζάκ μίλησε τελικά. «Πες μου αν κατάλαβα σωστά. Το 12ο αιώνα, οι Ναΐτες ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις με μια ομάδα ριζοσπαστών εβραίων -ίσως και χριστιανών- οι οποίοι τους έδωσαν το Ephemeris Conlusio. Αυτό τους οδήγησε στο σώμα του Ιησού που βρισκόταν θαμμένο σ' ένα μυστικό δωμάτιο κάτω απ' αυτή ακριβώς την εξέδρα. Πριν από σχεδόν εννιακόσια χρόνια, οι Ναΐτες ασφάλισαν την κρύπτη κι έκρυψαν αυτή την κοσμηματοθήκη μαζί με το Ephemeris Conlusio κάτω από το δάπεδο. Την κοσμηματοθήκη τη βρήκες εσύ στις ανασκαφές του 1997». «Σωστά». Ο Ραζάκ προσπάθησε να το χωνέψει. Μπήκε στον πειρασμό να ρωτήσει τον Φαρούκ γιατί οι Ναΐτες έκρυψαν τόσο εξαιρετικά κειμήλια. Αλλά ήξερε ότι ο επόπτης μόνον υποθέσεις θα μπορούσε να κάνει. Ήταν προφανές ότι οι Ναΐτες ιππότες προστάτευαν ένα αρχαίο μυστικό. Επειδή ήξερε κάποια πράγματα για την ασταθή σχέση του πάπα με τους μισθοφόρους εκείνη την εποχή, ήταν πολύ πιθανό να κρατούσαν αυτή τη γνώση για να διασφαλιστούν οι ίδιοι, ή ακόμα και για να εκβιάσουν την Εκκλησία. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε σίγουρα να ερμηνευθεί η γρήγορη άνοδος των Ναϊτών σε θέσεις εξουσίας. Αλλά η ευλάβεια στην επιστολή του Ουγκό ντε Παγιέν υποδήλωνε κάτι άλλο. Μήπως οι Ναΐτες είχαν ευγενείς σκοπούς; Σε τελική ανάλυση, κι εκείνοι κάποτε είχαν προστατεύσει αυτό τον τόπο. «Πώς μπόρεσες να πείσεις το Βατικανό να δράσει;»
«Εύκολα. Μίλησα με τον πατέρα Πάτρικ Ντόνοβαν, το διευθυντή έφορο της Βιβλιοθήκης του Βατικανού. Δεν ήξερα κανέναν άλλον που να ήμουν βέβαιος ότι γνώριζε την ύπαρξη του Ephemeris Conlusio και, κυρίως, τις επιπτώσεις του. Το ανέφερα με το όνομά του και το αναγνώρισε αμέσως. Λίγες μέρες αργότερα του το παρέδωσες στη Ρώμη. Σωστά υπέθεσα ότι θα ενεργούσε ταχύτατα». «Κι αν δεν το αναγνώριζε;» Ο Φαρούκ γέλασε σαρκαστικά. «Στην πραγματικότητα, αυτό δε θα είχε καμία σημασία. Πάλι θα τον έπειθα. Την πληροφορία δεν μπορούσε να την αγνοήσει». «Πήρες πολύ μεγάλο ρίσκο μ' όλα αυτά». Λόγω αυτού του σχολίου του Ραζάκ, ο Φαρούκ σκέφτηκε πως θα 'ταν καλύτερο να μην τον πληροφορήσει ότι βοήθησε κι άλλο τους κλέφτες, περνώντας λαθραία εκρηκτικά μέσα στην Ιερουσαλήμ - τα οποία του έδωσαν οι σύνδεσμοι του από τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο, που κι εκείνοι επιθυμούσαν εξίσου ν' ανατρέψουν το κράτος του Ισραήλ. Είχε προμηθεύσει στους κλέφτες και κάτι άλλο, έπειτα από δική τους εντολή - ένα μεγάλης αντοχής τρυπάνι, που είπαν στον Φαρούκ να το αγοράσει από το εξωτερικό με μετρητά. Και πάλι τον βοήθησε η Χεζμπολάχ. «Είναι θέμα πιθανοτήτων, Ραζάκ, φίλε μου. Τα πάντα εξαρτώνται απ' το πόσο πιθανή είναι μια ευνοϊκή έκβαση. Σ' αυτή την περίπτωση, οι πιθανότητες ήταν με το μέρος μας, κι εγώ έκανα αυτό που πίστευα ότι ήταν καλύτερο. Όπως σου είπα και προηγουμένως, η αποσόβηση της ανακάλυψης του σώματος του Ιησού διαφυλάσσει τα διδάγματα τόσο του ισλαμισμού όσο και του χριστιανισμού. Είναι πολύ λυπηρό που θυσιάστηκαν ζωές στην πορεία... έστω κι αν ήταν μόνο εβραίοι. Αλλά, αν δεν είχαμε κάνει τίποτε, το τίμημα σε θανάτους θα ήταν πολύ βαρύτερο -σωματικά αλλά και πνευματικά-, τόσο στους μουσουλμάνους όσο και στους χριστιανούς. Μόνον οι εβραίοι θα είχαν όφελος, σε βάρος δικό μας. Θα συμφωνείς κι εσύ, πιστεύω, ότι αυτή η έκβαση ήταν η καλύτερη δυνατή».
Ο Ραζάκ έπρεπε να παραδεχτεί ότι υπήρχε αναμφίβολα κάποια λογική στον τρόπο σκέψης του Φαρούκ, παρόλο που ήταν διαστρεβλωμένη. Επρόκειτο για μια εξαιρετικά ασυνήθιστη ελαχιστοποίηση των ζημιών. «Και πώς νιώθεις ξέροντας αυτές τις ανακολουθίες όσον αφορά τα διδάγματά μας;» Ο Φαρούκ είχε καρφώσει το βλέμμα του στο ταβάνι. «Τίποτε απ' όλα αυτά δεν πρέπει να σημαίνει ότι θ' αμφισβητήσουμε την πίστη μας, Ραζάκ. Τσως να σημαίνει ότι μπορεί να χρειάζεται να σκάψουμε βαθύτερα για νοήματα. Ακόμα κι αν αυτά τα κλεμμένα οστά ήταν στ' αλήθεια τα λείψανα του Ιησού, δε θα κλονιζόταν η πίστη μου. Ό χ ι για χάρη κάποιων αρχαίων οστών». Ο Ραζάκ θυμήθηκε ότι ο Μπάρτον είχε αναφέρει κάτι για κείμενα πριν από τη Βίβλο, που θεωρούσαν την ανάσταση πνευματική και όχι σωματική μεταμόρφωση. Αν και η λέξη «ανάσταση» είχε παραμείνει ίδια ανά τους αιώνες, ίσως το νόημά της είχε με κάποιον τρόπο μετεξελιχθεί σ' έναν πιο κυριολεκτικό ορισμό. «Και ο Ναός του Σολομώντα;» Ο επόπτης έσφιξε τα χείλη του. «Αρχαία ιστορία. Όπως ακριβώς η πόλη της Τζέμπα, που κατέκτησε ο βασιλιάς Δαβίδ και τη μετονόμασε σε Ιερουσαλήμ χίλια χρόνια πριν από την εποχή του Ιησού. Οι εβραίοι έχυσαν πολύ αθώο αίμα διεκδικώντας αυτή την επονομαζόμενη "Γη της Επαγγελίας". Ωστόσο, όταν τα πράγματα αντιστράφηκαν, ένιωσαν βεβηλωμένοι. Αυτός ο τόπος δεν ανήκει σε κανέναν άλλον εκτός απ' τον Αλλάχ. Προς το παρόν, οι εβραίοι έχουν ξανακερδίσει τον έλεγχο του Ισραήλ. Η παρουσία μας όμως εδώ, σ' αυτόν ακριβώς το χώρο, τους θυμίζει ότι η παλίρροια θα ξαναγυρίσει. Τελικά, την απόφαση για το ποιος θα νικήσει θα την πάρει ο Αλλάχ». Ο Φαρούκ προχώρησε στην μπροστινή πλευρά του γραφείου του κι ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Ραζάκ. «Ας πάμε στο τζαμί να προσευχηθούμε».
ΡΩΜΗ
Ο Όλντριχ πλησίασε τη Σάρλοτ. «Τσάρλι, αν σου 'λεγα πως μπορούμε να εξαλείψουμε κάθε αρρώστια με μια ένεση - μ' έναν ορά τόσο ισχυρό, που μπορεί να κωδικοποιήσει πάλι το κατεστραμμένο DNA;» Άνοιξε το στόμα της αλλά δεν ακούστηκαν λόγια. Έστρεψε το βλέμμα της απ' το φιαλίδιο στον Τβαν και μετά πάλι πίσω. Θα ήταν ποτέ δυνατό; «Όταν ήμουν στο σπίτι σου την περασμένη βδομάδα, είδα τη φαρμακευτική αγωγή στο ψυγείο σου - το Melphalan... με το όνομά σου γραμμένο επάνω». Έ ν α ς κόμπος σχηματίστηκε στο στήθος της και τα μάτια της βούρκωσαν. «Ήθελα να σου το πω, αλλά...» Κατέρρευσε στην αγκαλιά του. «Δεν πειράζει», της είπε τρυφερά. Το κλάμα της έγινε τώρα δυνατότερο. Ξαφνικά ανακάθισε με τεντωμένη την πλάτη. «Τα χάπια μου! Άφησα τα χάπια μου στο Βατικανό. Πρέπει να τα παίρνω καθημερινά!» «Μην ανησυχείς γι' αυτό», τη διαβεβαίωσε ο Τβαν. «Δεν τα χρειάζεσαι. Τουλάχιστον όχι πια». Η Σάρλοτ για μια στιγμή σάστισε. «Το μυέλωμα είναι ένας δύσκολος καρκίνος», της εξήγησε. «Το ξέρω ότι θα πρέπει να σ' έχει κάνει κομμάτια. Και το ξέρω
ότι αυτός πρέπει να ήταν ο λόγος που ήσουν απόμακρη τελευταία. Σε πίεσα υπερβολικά την περασμένη βδομάδα. Τώρα έχεις πολλά άλλα στο μυαλό σου. Ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου». Κλαίγοντας με λυγμούς, του έγνεψε καταφατικά. «Δεν... δεν το έχω πει σε κανένα». «Νομίζω ότι από 'δώ και στο εξής πρέπει να βεβαιωθούμε ότι θ' αρχίσεις ν' ανοίγεσαι λίγο περισσότερο για να μην καταρρέεις συναισθηματικά», της είπε μ' ένα χαμόγελο. «Αντέχω στα δύσκολα, Τσάρλι. Πρέπει να μπορέσεις να μ' εμπιστευτείς». Γνέφοντας καταφατικά, άπλωσε το χέρι της στο κουτί με τα χαρτομάντιλα που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο. «Πρέπει να το πω και στον πατέρα μου». Σκούπισε τα δάκρυά της. «Αλλά φοβάμαι. Χρειάστηκε ήδη να τα βγάλει πέρα με το θάνατο της μαμάς...» «Δε χρειάζεται να του το πεις». Τα σχόλια του Ίβαν είχαν αρχίσει να την ενοχλούν. «Μα τι λες;» Εκείνος έπιασε προσεκτικά το πολύτιμο φιαλίδιο. «Αν έχω δίκιο, δεν υπάρχει τίποτε να πεις. Δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να πίνεις το Melphalan. Θα 'θελα να 'σαι η πρώτη που θα το δοκιμάσω αυτό κλινικά». Σκούπισε πάλι τα μάτια της. «Έλα τώρα, Ίβαν. Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο». «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Αλλά συμφωνείς, νομίζω, ότι όταν μιλάμε για γενετική, ξέρω τι λέω. Είμαι απολύτως βέβαιος γι' αυτό». Εκείνη ξανακοίταξε προσεκτικά το φιαλίδιο, αυτή τη φορά πιο σοβαρά. «Αλλά γιατί με μένα; Υπάρχουν τόσοι άλλοι άνθρωποι που το αξίζουν περισσότερο... πιο άρρωστοι». «Είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν. Κι αν έχουμε δίκιο, μπορούμε να σκεφτούμε πώς θα τους βοηθήσουμε. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να σιγουρευτώ ότι εσύ θα βρίσκεσαι εδώ για να συνεργαστείς». «Επομένως... αν συμφωνήσω, εννοείς ότι θα ρίξουμε απλώς αυτό το πράγμα στο σώμα μου;» «Ναι».
«Αυτό το DNA είναι από άντρα. Θα με κάνει άντρα;» Γέλασαν κι οι δυο, κι αυτό έκανε λίγο πιο ελαφριά την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο. «Αφαίρεσα ήδη ό,τι σχετίζεται με το φύλο», τη διαβεβαίωσε. «Αυτό που έχουμε εδώ είναι ένας προσαρμοσμένος ορός που, κατά κύριο λόγο, θα έχει σαν στόχο του τα οστά, τα κύτταρα του αίματος και ούτω καθεξής. Επειδή έχει το τέλειο γονιδίωμα, μπορούμε να διασταυρώσουμε αυτό το υλικό με κάθε δυνατό τρόπο». «Είναι απίστευτο», μουρμούρισε η Σάρλοτ. Ο Ίβαν κοίταξε πρώτα το φιαλίδιο και μετά εκείνη. Ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει καθώς η Σάρλοτ σκεφτόταν τη ζοφερή εναλλακτική λύση να συνεχίσει τη χημειοθεραπεία. Αναμφίβολα, ακόμα κι αν έθετε υπό έλεγχο αυτή την ανίατη αρρώστια που μαινόταν στα οστά της, αυτές οι θεραπείες δεν της άφηναν καμία ελπίδα να κάνει παιδιά. Στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να ζούσε άλλα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια. Δε θα έφτανε ποτέ στα πενήντα. «Λοιπόν;» Του χαμογέλασε, ξέροντας ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Έφερε στο νου της τον άγγελο του θανάτου στη βασιλική του Αγίου Πέτρου, που είχε αναποδογυρίσει την κλεψύδρα. «Εντάξει». «Τέλεια». Στο πρόσωπο του απλώθηκε ένα πλατύ χαμόγελο. «Απάντησέ μου, όμως, σε μία μόνον ερώτηση. Ποιος στην ευχή ήταν αυτός ο τύπος;» Ο πατήρ Ντόνοβαν της είχε πλασάρει την ιστορία ότι ο σκελετός ήταν ένα τέχνασμα που είχε επινοήσει ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία με σκοπό ν' απομυθοποιήσει τον Ιησού ως τον αναμενόμενο Μεσσία. Αυτή η θεωρία φαινόταν τώρα εντελώς γελοία. Μόνο ένα θεϊκό πλάσμα θα μπορούσε να έχει τόσο ασυνήθιστο γενετικό προφίλ. Προχώρησε προς το παράθυρο και κοίταξε σιωπηλή τη Ρώμη. Μετά γύρισε προς τον Όλντριχ, με λυπημένα μάτια, και του χαμογέλασε.
ΒΑΤΙΚΑΝΟ
Η βασιλική του Αγίου Πέτρου είχε κλείσει ακριβώς στις επτά. Το απέραντο εσωτερικό της με το χαμηλό φωτισμό ήταν άδειο, με εξαίρεση μια φιγούρα που κουβαλούσε μια μαύρη τσάντα και προχωρούσε βιαστικά και με μεγάλα βήματα κατά μήκος του βόρειου εγκάρσιου κλίτους του ναού. Ο πατήρ Ντόνοβαν πήγε μπροστά από το επιβλητικό Μπαλντακίνο, όπου ένα μαρμάρινο χαμηλό κιγκλίδωμα κύκλωνε μια υπόγεια σπηλιά κάτω ακριβώς από τον παπικό βωμό. Αφού κοντοστάθηκε για να κάνει μια ευχή, κοίταξε τριγύρω θέλοντας να βεβαιωθεί ότι δεν τον έβλεπε κανένας. Μετά άνοιξε την πλαϊνή πόρτα και γλίστρησε μέσα. Έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε αργά μια ημικυκλική σκάλα. Έ ν α επίπεδο κάτω από το ισόγειο της βασιλικής, μια περίτεχνα διακοσμημένη μαρμάρινη λειψανοθήκη έλαμπε στο θερμό φως των ενενήντα εννέα πλούσια διακοσμημένων καντηλιών, που ήταν μόνιμα αναμμένα ως ένδειξη σεβασμού για το πιο ιερό σημείο ολόκληρου του Βατικανού - το Sepulcrum Sancti Petri Apostoli. Τον τάφο του Αγίου Πέτρου. Ο Πέτρος ήταν ο άνθρωπος στον οποίο, σύμφωνα με τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, είχαν ανατεθεί δύο κρίσιμες τελευταίες αποστολές που αφορούσαν τον Μεσσία: να μεταφέρει τις δέκα οστεοθήκες από τη Ρώμη σε μια καινούρια κρύπτη κάτω από το Όρος του Ναού στην Ιερουσαλήμ, και να παραδώσει
το πολύτιμο χειρόγραφο του Ιωσήφ - τ ο θεμέλιο λίθο των χριστιανικών ευαγγελίων- στους φανατικούς εβραίους, οι οποίοι είχαν βοηθήσει στο φιλόδοξο σχέδιο του Ιησού ν' αποκατασταθεί ο ναός. Ο Ντόνοβαν έφερε στο νου του το τελευταίο απόσπασμα από το Ephemeris Conlusio: Απόψε το βράδυ, ο αυτοκράτορας Νέρων παραθέτει επίσημο γεύμα στο παλάτι του. Είμαι καλεσμένος του και καλεσμένοι του, επίσης, είναι η γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Συμφώνησα με μεγάλη μου λύπη, παρόλο που ξέρω το σκοπό του, αφού η καρδιά του είναι γεμάτη κακία. Εκείνοι που εξυμνούν τις διδασκαλίες του Ιησού αρνούνται να του πληρώνουν φόρους. Γι' αυτόν το λόγο διέταξε να κάψουν ζωντανούς πολλούς από αυτούς. Επειδή ήμουν νομοταγής πολίτης της Ρώμης, ο Νέρων μου γνωστοποίησε ότι ο θάνατος μου, όπως κι ο θάνατος της αγαπημένης μου οικογένειας, θα είναι σπλαχνικός. Η τροφή που θα φάμε απόψε θα είναι δηλητηριασμένη. Η Ρώμη είναι απέραντη, ωστόσο δεν υπάρχει μέρος όπου δε θα μπορούσε να μας βρει. Ο μόνος προστάτης μας είναι ο Θεός. Η μοίρα μας είναι θέλημα του. Έχει συμφωνηθεί ότι τα σώματα μας θα δοθούν στον αδελφό μου, τον Σίμωνα Πέτρο, για να ενταφιαστούν στην κρύπτη μου μαζί με τον Ιησού. Όταν θ' απελευθερωθούν όλα από τη σάρκα, ο Πέτρος θα τα μεταφέρει πάλι στην Ιερουσαλήμ. Ο Ιησούς θα ενταφιαστεί κάτω από το μεγάλο ναό, γιατί αυτό του υποσχέθηκα πριν από τη θανάτωση Του. Εκεί θα μοιραστούμε κι εμείς τη λαμπρότητά Του την Ημέρα της Εξιλέωσης. Τότε θα εξαγνιστεί και ο ναός. Τότε θα επιστρέψει και ο Θεός στην Ιερή Σκηνή του Μαρτυρίου του. Έχω ζητήσει από τον Πέτρο να παραδώσει αυτό το σύγγραμμα στους αδελφούς μας, τους Εσσαίους. Αυτοί θα προστατεύσουν την τελευταία θέληση του Θεού και του Υιού Του. Θα πουν σ' όλη την ανθρωπότητα ότι η Ημέρα της Κρίσης πλησιάζει.
Αφού ο Πέτρος τήρησε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον αδελφό του, επέστρεψε στη Ρώμη για να συνεχίσει να κηρύσσει τη διδασκαλία του Ιησού. Λίγο αργότερα, ο Νέρωνας τον φυλάκισε και τον καταδίκασε σε θάνατο, σταυρώνοντάς τον ανάποδα. Προχώρα, παρότρυνε σιωπηλά τον εαυτό του ο Ντόνοβαν. Κάτω ακριβώς από τη βάση του Μπαλντακίνο, ανάμεσα σε κόκκινες μαρμάρινες κολόνες, βρισκόταν μια μικρή κόγχη κλεισμένη μέσα σε γυαλί. Μέσα στην κόγχη υπήρχε ένα χρυσό ψηφιδωτό που απεικόνιζε τον Χριστό με φωτοστέφανο. Μπροστά απ' το ψηφιδωτό βρισκόταν μια μικροσκοπική χρυσή κασετίνα - μια οστεοθήκη. Μέσα σ' αυτή την οστεοθήκη βρίσκονταν τα οστά του Αγίου Πέτρου, που είχαν βρεθεί σ' έναν τάφο ακόμα πιο βαθιά κάτω απ' το Μπαλντακίνο, ο οποίος είχε ανακαλυφθεί τυχαία κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1950. Ο σκελετός είχε βρεθεί σ' έναν κοινό τάφο, αλλά τράβηξε την προσοχή των αρχαιολόγων που επέβλεπαν τις ανασκαφές γιατί ανήκε σ' έναν πιο ηλικιωμένο άντρα χωρίς πόδια. Αυτό ακριβώς θα περίμενε κανείς για κάποιον που του 'χαν κόψει τα πόδια για να τον κατεβάσουν από έναν αναποδογυρισμένο σταυρό. Κατόπιν έκαναν χρονολόγηση με άνθρακα. Ο άντρας αυτός είχε ζήσει τον Ιο αιώνα. Ο Ντόνοβαν έβγαλε απ' την τσέπη του ένα χρυσό κλειδί που είχε πάρει απ' το θησαυροφυλάκιο του Μυστικού Αρχειοφυλακείου του Βατικανού. Ακούμπησε κάτω την τσάντα του και μετά έβαλε απαλά το κλειδί στην κλειδαριά που υπήρχε στο πλαίσιο της κόγχης. Οι μεντεσέδες άφησαν ένα σιγανό στεναγμό όταν ο Ντόνοβαν άνοιξε την πόρτα. Κοίταξε την οστεοθήκη που ήταν φτιαγμένη από καθαρό χρυσό, θυμίζοντας μινιατούρα της Κιβωτού της Διαθήκης. Ακριβώς από πάνω του, οι τέσσερις στριφογυριστές κολόνες του Μπαλντακίνο είχαν επίσης σχεδιαστεί σκόπιμα για να θυμίζουν τις κολόνες του Ναού του Σολομώντα. Ξέροντας πως είχε λίγο χρόνο στη διάθεσή του, ο Ντόνοβαν άπλωσε τα χέρια του κι έπιασε σφιχτά το καπάκι της κασετίνας. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, το τράβηξε και το σήκωσε.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η οστεοθήκη του Αγίου Πέτρου ήταν άδεια. Έπειτα από αναλύσεις που έγιναν στα οστά του αγίου, ο σκελετός επεστράφη στην ταπεινή κρύπτη της εποχής του Κωνσταντίνου όπου είχε βρεθεί αρχικά. Λίγοι γνώριζαν ότι αυτή η κασετίνα είχε φτιαχτεί απλώς για να τιμήσει τη μνήμη του πρώτου πάπα. «Ας με λυπηθεί ο Θεός», ψιθύρισε με σεβασμό κοιτώντας το ψηφιδωτό με τον Χριστό. Απαγγέλλοντας το Πάτερ Ημών, άρχισε να μεταφέρει τα οστά από τη δερμάτινη τσάντα στην οστεοθήκη, τελειώνοντας με το τέλειο κρανίο και τη σιαγόνα. Μετά ξανάβαλε το καπάκι στη θέση του. Καθώς έκλεινε τη γυάλινη πόρτα και κλείδωνε την κλειδαριά, άκουσε θορύβους από ψηλά, από το εσωτερικό της βασιλικής. Μια πόρτα άνοιξε. Βιαστικά βήματα. Φωνές γεμάτες έξαψη. Κάτω ακριβώς από την κόγχη υπήρχε μια βαριά μεταλλική σχάρα που χρησίμευε ως αεραγωγός. Ο Ντόνοβαν, ενστικτωδώς, πέρασε το κλειδί από τη σχάρα και το άφησε να πέσει στο κενό. Άκουσε το απαλό κουδούνισμα του μετάλλου καθώς χτυπούσε πάνω στο βράχο. Μετά θυμήθηκε την άδεια σύριγγα στην τσέπη του κι απαλλάχτηκε και απ' αυτή. Αρπάζοντας την τσάντα, ανέβηκε τη σκάλα και βγήκε έξω σκυφτός. «Padre Ντόνοβαν», ακούστηκε μια βαθιά φωνή που τον φώναζε στα ιταλικά. «Είστε εδώ μέσα;» Κοιτώντας μέσα απ' τό χαμηλό κιγκλίδωμα, είδε τρεις φιγούρες - δύο ντυμένες με μπλε μανδύες και μαύρους μπερέδες και μια τρίτη με άμφια. Ελβετοί φρουροί κι ένας ιερέας. Παγιδεύτηκε! Για μια στιγμή σκέφτηκε να ξανακατέβει τη σκάλα και να επιστρέψει στη μεγάλη υπόγεια παπική κρύπτη που βρισκόταν δίπλα στη λειψανοθήκη του Αγίου Πέτρου. Ίσως μπορούσε να κρυφτεί εκεί για λίγο, ανάμεσα στις εκατοντάδες σαρκοφάγους. Θα περίμενε να φύγουν και μετά θα προσπαθούσε να το σκάσει απ' το Βατικανό.
Αναρωτήθηκε πώς τον βρήκαν τόσο γρήγορα. Μετά θυμήθηκε ότι χρησιμοποίησε την ηλεκτρονική κάρτα του για να ξεκλειδώσει την πόρτα της βασιλικής και να μπει μέσα. Με κάθε χτύπημα της κάρτας καταγραφόταν η θέση της στο σύστημα ασφαλείας της Ελβετικής Φρουράς - ένα μέτρο πρόνοιας για λόγους ασφαλείας που φαίνεται πως εξυπηρετούσε κι ένα δεύτερο, πιο δόλιο σκοπό. Η ζοφερή πραγματικότητα της κατάστασης τον κατέκλυσε: Δεν μπορούσε να κρυφτεί, γιατί ήξεραν ήδη ότι βρισκόταν εδώ. Κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για να παραμείνει ήρεμος, ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα. «Ναι, εδώ είμαι», φώναξε. Οι δύο φρουροί τον πλησίασαν γρήγορα, ενώ ο κληρικός τους ακολουθούσε αργά και επιφυλακτικά. «Μόλις τελείωσα την προσευχή μου», τους είπε ο Ντόνοβαν με αυτοπεποίθηση. Φάνηκαν να τον πιστεύουν. «Πατέρα Ντόνοβαν», η φωνή του πιο κοντού φρουρού ακούστηκε κοφτή. «Πρέπει να έρθετε μαζί μας». Ο έφορος παρατήρησε με θαυμασμό τη γυαλισμένη Μπερέτα του φρουρού και σκέφτηκε τη χθεσινή μέρα, τότε που αυτός και ο Σαντέλι πέρασαν από το στρατώνα των φρουρών για να σώσουν τον Κόντε. Ο οπλουργός της Ελβετικής Φρουράς είχε μισή ντουζίνα όπλα για συντήρηση. Μέσα σ' όλη εκείνη την αναστάτωση, κανείς δεν πρόσεξε τον Ντόνοβαν που γλίστρησε στην τσέπη του ένα όπλο και μερικούς γεμιστήρες με σφαίρες. Καταφέρνοντας να χαμογελάσει, ο Ντόνοβαν είπε: «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» «Ναι», του απάντησε ο κληρικός και προχώρησε μπροστά. Φορώντας τα γυαλιά του, ο Ντόνοβαν είδε ότι ήταν ο πατήρ Μάρτιν. Είχε βρει ο βοηθός του Σαντέλι το πτώμα του; Ο Μάρτιν είπε σοβαρά: «Λίγο αφότου φύγατε από το γραφείο του καρδινάλιου Σαντέλι σήμερα το απόγευμα, ο Εξοχότατος βρέθηκε νεκρός». Ο Ντόνοβαν πήρε μια κοφτή ανάσα, κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε για να φανεί έκπληκτος. Οι σφυγμοί του αυξήθηκαν και οι παλάμες του ήταν υγρές.
«Αυτό είναι φριχτό». Προετοιμάστηκε γι' αυτό που ήταν σίγουρος ότι θα συνέβαινε μετά - ο κληρικός θα τον κατηγορούσε. «Φαίνεται ότι έπαθε καρδιακή προσβολή», του εξήγησε ο πατήρ Μάρτιν. Παρατηρώντας το πρόσωπο του Μάρτιν, ο Ντόνοβαν θα ορκιζόταν ότι έλεγε ψέματα. Ξεφύσησε βαθιά. Κάποιος μπορεί να θεωρούσε ότι ήταν απ' την ταραχή του, αλλά ήταν από ανακούφιση. «Πολύ θλιβερό», είπε ο πατήρ Μάρτιν χαμηλόφωνα, καρφώνοντας για μια στιγμή τα μάτια του στο δάπεδο σαν να βρισκόταν σε αγρυπνία. Νωρίτερα εκείνο το απόγευμα είχε κρυφακούσει τη συζήτηση του Ντόνοβαν με τον Σαντέλι, χρησιμοποιώντας το τηλέφωνο του καρδινάλιου σαν σύστημα ενδοεπικοινωνίας. Κι αυτό που είχε ακούσει ήταν υπερβολικά τρομακτικό. Ή τ α ν σχεδόν βέβαιος ότι ο πατήρ Πάτρικ Ντόνοβαν είχε πάρει την εκδίκησή του από τον ηλικιωμένο συνωμότη, μόνο που αναρωτιόταν πώς. Δεν κατέγραφαν οι ανιχνευτές μετάλλου όλα τα όπλα; Αλλά δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Αν ήταν στη θέση του Ντόνοβαν, θα είχε κάνει το ίδιο. Και, σε τελική ανάλυση, εκείνο το μούτρο ο Σαντέλι ήταν νεκρός. Δεν είναι μόνο η Εκκλησία καλύτερα χωρίς αυτόν, σκέφτηκε ο πατήρ Μάρτιν, είμαι κι εγώ. «Θα χρειαστούμε τη βοήθειά σας για να συγκεντρώσουμε από το Αρχειοφυλακείο όποια χαρτιά είναι απαραίτητα απ' το νόμο». Αναστέναξε. «Θα πρέπει επίσης να ειδοποιήσουμε αμέσως την οικογένεια του καρδινάλιου». Ο Ντόνοβαν σήκωσε το κεφάλι του και στα μάτια του φάνηκε μια μικρή λάμψη. «Βεβαίως... Αν θέλετε, μπορούμε να πάμε τώρα εκεί». Ο Μάρτιν του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Ευλογημένος να 'στε, πάτερ».
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
Ο Γκράχαμ Μπάρτον δεν είχε χαρεί ποτέ τόσο πολύ βλέποντας τους σκονισμένους δρόμους της Ιερουσαλήμ. Πήρε μια βαθιά ανάσα που τον αναζωογόνησε κι απόλαυσε τη γνώριμη μυρωδιά των κυπαρισσιών και των ευκάλυπτων. Ήταν ένα υπέροχο πρωινό. Χαμογέλασε πλατιά όταν είδε τον Ραζάκ να στέκεται στα σκαλιά του αστυνομικού τμήματος, και το χαμόγελο του έγινε ακόμα πλατύτερο όταν είδε ότι δίπλα του στεκόταν η Τζένι. Εκείνη ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και τον τύλιξε με τα μπράτσα της. Όταν τον φίλησε, ένιωσε τα δάκρυά της. «Ανησυχούσα τόσο για σένα». «Το μόνο που έκανα είναι να σε σκέφτομαι. Ευχαριστώ που ήρθες». Χαμογέλασε. «Πάντα κοντά σου θα 'μαι, το ξέρεις αυτό». «Άκουσα ότι στην Ιερουσαλήμ είναι σύνηθες να σε κατηγορούν με πλαστά στοιχεία». Ο Ραζάκ αγκάλιασε τον Μπάρτον. «Αλλά η δικαιοσύνη έχει το δικό της τρόπο να βρίσκει τους ενόχους». «Σίγουρα έχει. Και, επί τη ευκαιρία», είπε ο Μπάρτον μπερδεμένος, «πώς τα κατάφερες; Τι έπεισε τους Ισραηλινούς ότι δεν ήμουν εγώ;» «Θα το καταλάβεις σύντομα», του απάντησε ο Ραζάκ. «Σου 'φερα ένα δώρο».
Του έδωσε ένα βαρύ φάκελο που έμοιαζε να περιείχε ένα μεγάλο βιβλίο. «Τι είναι αυτά;» «Αντίγραφο ενός από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ως αποδείξεις για την υπεράσπιση σου», του απάντησε ο Ραζάκ με μυστικοπάθεια. Ο Μπάρτον πήρε το πακέτο. «Υπάρχει πολλή ιστορία μέσα σ' αυτόν το φάκελο», τον διαβεβαίωσε ο Ραζάκ. «Πρέπει να το διαβάσεις. Λέει πολλά ενδιαφέροντα πράγματα».
Ο Φαρούκ καθόταν στη βεράντα του, με θέα τις στέγες με τα κόκκινα κεραμίδια και τις ξεθωριασμένες από τις καιρικές συνθήκες προσόψεις των σπιτιών της μουσουλμανικής συνοικίας της Παλιάς Πόλης. Ήταν μια ασυνήθιστα γλυκιά μέρα, μ' έναν υπέροχο ουρανό κι ένα ελαφρύ αεράκι που κουβαλούσε το άρωμα των φοινίκων. Ένιωθε καλά. Στην πραγματικότητα, τόσο καλά είχε να νιώσει εδώ και πολύ καιρό. Το Ισραήλ, γι' άλλη μια φορά, βρισκόταν στο χείλος της βίαιης αντιπαράθεσης, ο αγώνας για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων ήταν σε πλήρη εξέλιξη, και η θρησκευτική πίστη όλων - η φωτιά που ήταν απαραίτητη για να διατηρηθεί η σύγκρουση- ήταν ακλόνητη. Χαμογελώντας, έπινε το τσάι μέντας του. Από μακριά ακουγόταν το πλήθος κοντά στο Όρος του Ναού, παρόλο που σήμερα ο απόηχος απ' τις φωνές τους έμοιαζε κάπως διαφορετικός. Μήπως ακουγόταν σχεδόν... πανηγυρικός; Από το εσωτερικό του διαμερίσματος ακούστηκε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Φαρούκ σηκώθηκε από την καρέκλα του και μπήκε μέσα για ν' απαντήσει. «Ας Σαλάμ». «Κύριε», η φωνή του Ακμπάρ έτρεμε. «Ακούσατε τα νέα;» «Όχι, δεν τα άκουσα. Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος;» «Σας παρακαλώ. Ανοίξτε την τηλεόρασή σας... στο CNN. Μετά τηλεφωνήστε μου για να μου πείτε τι να κάνω».
Ακούστηκε ένα κλικ και η γραμμή έκλεισε. Ο Φαρούκ, τρομαγμένος, άρπαξε το τηλεχειριστήριο κι έβαλε το CNN. Η οθόνη ήταν χωρισμένη στη μέση και υπήρχαν ταυτόχρονα δύο σχολιαστές - ένας παρουσιαστής που καθόταν πίσω από τον πάγκο των ειδήσεων και μια γοητευτική ξανθιά που πίσω της φαινόταν το Όρος του Ναού. Στο κάτω μέρος της οθόνης έγραφε: «Ζωντανή σύνδεση - Ιερουσαλήμ». Σταυρώνοντας τα χέρια του, ο Φαρούκ έμεινε όρθιος κι άκουγε. «Είμαι σίγουρος ότι αυτό προκαλεί μεγάλη αναταραχή στην Ιερουσαλήμ», είπε ο παρουσιαστής με σοβαρή φωνή. «Τέιλορ, πώς αντέδρασαν οι τοπικοί αξιωματούχοι σ' αυτά τα νέα;» Υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση ώσπου να στείλει ο δορυφόρος την ερώτηση από τη Νέα Υόρκη στην Ιερουσαλήμ. «Λοιπόν, Εντ, προς το παρόν», απάντησε μηχανικά η δημοσιογράφος, «περιμένουμε ακόμα μια επίσημη δήλωση από την κυβέρνηση του Ισραήλ. Μέχρι τώρα, ακούμε μόνο τις ανταποκρίσεις των τοπικών ειδησεογραφικών σταθμών». «Είπαν ποιος είναι αυτός ο ανώνυμος πληροφοριοδότης;» Μια μεγαλύτερη καθυστέρηση. «Μέχρι τώρα, όχι», απάντησε εκείνη κάνοντας χούφτα το χέρι της γύρω από το ακουστικό της. «Κι αυτό φαίνεται να προκαλεί τόση αναστάτωση όση και τα ίδια τα λείψανα». Ο Φαρούκ έμεινε μ' ανοιχτό το στόμα. Λείψανα; Πληροφοριοδότης; Ο παρουσιαστής γύρισε προς την κάμερα. «Αν ανοίξατε μόλις το δέκτη σας, αναμεταδίδουμε ζωντανά ένα έκτακτο δελτίο από την Ιερουσαλήμ, όπου αργά σήμερα το πρωί οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι βρήκαν ένα βασικό στοιχείο που σχετίζεται με την ανταλλαγή πυροβολισμών στο Όρος του Ναού την περασμένη Παρασκευή. Δεκατρείς Ισραηλινοί στρατιώτες είχαν σκοτωθεί... και, μέχρι τώρα, υπήρχαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Τέιλορ, αυτό το βιβλίο που
δόθηκε ανώνυμα στην Ισραηλινή Αστυνομία... είναι σίγουρα αυθεντικό;»
Δεν είναι δυνατόν, προσπάθησε ο Φαρούκ να πείσει τον εαυτό του. Νιώθοντας ξαφνικά να τρέμουν τα γόνατά του, κατέρρευσε σε μια πολυθρόνα. «Μας είπαν ότι οι αρχαιολόγοι που δουλεύουν στην Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων ανέλυσαν αυτό το αρχαίο χειρόγραφο. Με βάση τη χρονολόγηση με άνθρακα, ναι, είναι πεπεισμένοι ότι το έγγραφο είναι γνήσιο. Έχουν καλέσει επιστήμονες απ' το εξωτερικό για να δουν το στοιχείο, κάτι που κάνει πολλούς να πιστεύουν ότι τα όσα ισχυρίζονται είναι βάσιμα». «Σας έχουν πει τι λέει το βιβλίο;» Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η αναμετάδοση έγινε ακατάληπτη. «Δε μας έχουν πει ακόμα», απάντησε εκείνη κουνώντας αρνητικά το κεφάλι της, «αλλά η Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων θα δώσει συνέντευξη Τύπου αύριο το απόγευμα και θα ανακοινώσει όλες τις λεπτομέρειες. Πηγές από τον περίγυρο της έρευνας υπαινίσσονται ότι το βιβλίο περιέχει υποβλητικές ιστορικές περιγραφές για τον εβραϊκό ναό που υπήρχε στο Ό ρ ο ς του Ναού τον Ιο αιώνα. Εξίσου εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι το βιβλίο λέγεται ότι περιέχει συγκλονιστικές πληροφορίες για τη ζωή και το θάνατο του Ιησού Χριστού». «Συγκλονιστικό, πράγματι». Η ένταση φάνηκε στο πρόσωπο του δημοσιογράφου και οι ώμοι του έγιναν ακόμα πιο άκαμπτοι. «Όπως μπορείς να φανταστείς», το πρόσωπο της γέμισε ρυτίδες, «όλα αυτά είναι εκπληκτικά. Οι εβραίοι εδώ γιορτάζουν στους δρόμους... οι μουσουλμάνοι δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι. Και, σίγουρα, οι χριστιανοί στους οποίους έχουμε μιλήσει ανυπομονούν να μάθουν περισσότερα. Εδώ και καιρό, το Όρος του Ναού είναι το επίκεντρο ενός συνεχιζόμενου θρησκευτικού ανταγωνισμού ανάμεσα στα τρία θρησκευτικά δόγματα...»
Νιώθοντας τον κόσμο να καταρρέει γύρω του, ο Φαρούκ αλ Τζαμίρ είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην οθόνη. Προσπάθησε να σκεφτεί με ποιον τρόπο ξαναγύρισε στην Ιερουσαλήμτο αυθεντικό χειρόγραφο... και, μάλιστα, τόσο ξαφνικά. Είναι σίγουρο ότι το Βατικανό δε θα το πρόσφερε, αφού γνώριζε πολύ καλά τις επικίνδυνες συνέπειες. Είναι σίγουρο, επίσης, ότι ο Ραζάκ είχε δώσει στον απεσταλμένο του Βατικανού στη Ρώμη το πρωτότυπο κείμενο και όχι κάποιο αντίγραφο. Ή , μήπως, όχι; Θα μπορούσε να υπάρχει και δεύτερο βιβλίο; Οι πιθανότητες ήταν μηδαμινές. Ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Δεν περίμενε επισκέπτες εκείνο το πρωί. Ο ηλικιωμένος άντρας, σκυθρωπός, προχώρησε προς την είσοδο, καθώς το κουδούνι χτύπησε πάλι. «Έρχομαι!» φώναξε ανυπόμονα. Άνοιξε την εξώπορτα και, κατάπληκτος, είδε παρκαρισμένο μπροστά ένα κίτρινο φορτηγάκι διανομών της εταιρίας DHL. Ο Παλαιστίνιος οδηγός στεκόταν στη μικρή βεράντα φορώντας στολή, ενώ τα λευκά καλώδια ενός iPod κρέμονταν απ' τα αφτιά του. Κρατούσε μια μικρή πλακέ ορθογώνια συσκευή. Ο Φαρούκ συνοφρυώθηκε όταν είδε ότι ο νεαρός άντρας φορούσε σορτς. «Πρέπει να ντύνεσαι αξιοπρεπώς», μουρμούρισε θυμωμένος ο Φαρούκ. «Καλά, δεν ντρέπεσαι;» Ο νεαρός ανασήκωσε τους ώμους του. «Έχετε ένα πακέτο». Στο πρόσωπο του επόπτη φάνηκε η απορία του. Δεν περίμενε τίποτε. «Τι είναι;» «Πού να ξέρω εγώ;» του απάντησε εκείνος. «Αν υπογράψετε εδώ, θα το ξεφορτώσω». Του πρότεινε την ηλεκτρονική μονάδα παρακολούθησης των πακέτων, του έδειξε μια φωτισμένη ορθογώνια οθόνη όπου έμπαιναν οι υπογραφές και του έδωσε ένα πλαστικό στυλό. Ο Φαρούκ υπέγραψε. «Είναι μεγάλο. Και βαρύ. Πού θέλετε να το ακουμπήσω;» Νιώθοντας ακόμα πιο ανήσυχος, ο Φαρούκ άρχισε να χαϊδεύει τα γένια του - μια παλιά συνήθεια από την εποχή που ήταν στρατιώτης.
«Στο γκαράζ». Του το 'δείξε. «Θ' ανοίξω την πόρτα». Μπαίνοντας στο γκαράζ, ο Φαρούκ πίεσε το κουμπί που άνοιγε την κυλιόμενη πόρτα του κι αναστέναξε καθώς πέρασε ξυστά δίπλα από την κατεστραμμένη Μερσεντές του. Το μοναδικό γειτονικό φαναρτζίδικο που ήταν κάπως καλό το 'χε ένας εβραίος ο οποίος, λόγω της κατάστασης, είχε αρνηθεί τη δουλειά. Αυτό το χάλι έπρεπε τώρα να στέκεται εδώ μέχρι να μπορέσει ο Φαρούκ να βρει κάποιον να το αναλάβει. Στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη σουφρωμένα καθώς η πόρτα, τρίζοντας, τυλιγόταν αργά πάνω στους μεταλλικούς φορείς της. Ο οδηγός περίμενε απ' έξω κρατώντας αυτό που έπρεπε να παραδώσει. Τη στιγμή που είδε το κιβώτιο μεταφοράς, οι ρυτίδες στο ανέκφραστο πρόσωπο του απάλυναν. Βγήκε έξω και κοίταξε δεξιά κι αριστερά στο στενό δρόμο. Ο οδηγός έσκυψε κι άφησε το κιβώτιο στο τσιμεντένιο δάπεδο του γκαράζ. Επέστρεψε στο φορτηγάκι με το καροτσάκι μεταφοράς, το φόρτωσε κι έφυγε. Ο Φαρούκ κοίταξε την ετικέτα αποστολής. Το πακέτο είχε έρθει απ' τη Ρώμη και η διεύθυνση αποστολής ήταν μια ταχυδρομική θυρίδα. Το όνομα του αποστολέα ήταν Ντανιέλ Μαρόν. Ξαφνικά ένιωσε ζαλάδα. Ο Φαρούκ χρειάστηκε δέκα λεπτά για να βρει το κουράγιο ν' ανοίξει το κιβώτιο. Αλλά κι όταν άρχισε δεν ήταν εύκολο. Σηκώνοντας το σκέπασμα, είδε ότι το κιβώτιο ήταν γεμάτο με κυψελωτό πλαστικό συσκευασίας. Καθώς το έβγαζε, τα δάχτυλά του ένιωσαν την κρύα υφή της πέτρας. Τον έπιασε πανικός - μια έντονη αίσθηση απώλειας κι αποτυχίας. Πρώτα το βιβλίο. Τώρα αυτό; Τραβώντας και την τελευταία στρώση του υλικού συσκευασίας, κοίταξε ανέκφραστα τις πανέμορφες εγχαράξεις στο σπασμένο καπάκι της οστεοθήκης. Αμέσως αναγνώρισε το σχέδιο, το είχε δει στο Ephemeris Conlusio. Ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, εμφανίστηκαν άνθρωποι στην είσοδο του γκαράζ. «Μείνε εκεί που είσαι», τον διέταξε μια φωνή στ' αραβικά.
Ο Φαρούκ τινάχτηκε όρθιος κι είδε τέσσερις άντρες με όπλα να τον σημαδεύουν στο στήθος. Φορούσαν συνηθισμένα ρούχα και αλεξίσφαιρα γιλέκα, αλλά κατάλαβε αμέσως ποιος τους έστελνε. Ήταν πράκτορες της Σιν Μπετ. Φαντάσματα από το παρελθόν του. «Τι συμβαίνει;» ζήτησε να μάθει. Απ' τη γωνία έκανε την εμφάνισή του ο Αρί Τέλεκσεν. Τα πλαδαρά μαγουλά του ήταν ανασηκωμένα στις δυο άκρες ενός σαρδόνιου χαμόγελου. Στ' αυστηρά χείλη του κρεμόταν ένα τσιγάρο. Ξεφύσησε μια μεγάλη τολύπα καπνού, ξέροντας ότι αυτό θα προσέβαλλε το μουσουλμάνο. «Φαρούκ αλ Τζαμίρ», η βαριά φωνή του Τέλεκσεν, που ακόμα στοιχειώνε τον Φαρούκ, γέμισε το γκαράζ. «Σκέφτηκα να σου φέρω το εγχειρίδιο του νόμιμου ιδιοκτήτη γι' αυτό που σου παρέδωσαν. Το ξέχασες στο γραφείο σου». Με τα τρία δάχτυλα του ανάπηρου χεριού του κρατούσε σφιχτά μια στοίβα χαρτιά καλυμμένα με πλαστικό. «Αν θέλεις να δεις το πρωτότυπο, θα μπορούσα να μιλήσω στους φίλους μου στην Αρχή Ισραηλινών Αρχαιοτήτων». Ο Φαρούκ αναγνώρισε αμέσως το φωτοαντίγραφο του Ephemeris Conlusio. «Όπως τον παλιό καιρό, έτσι;» Ο Τέλεκσεν τώρα χαμογελούσε πλατιά. «Είσαι έτοιμος να πάμε μια βόλτα;» Για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, ο Φαρούκ ένιωσε να φοβάται. Να φοβάται πολύ.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Με βαθιά ευγνωμοσύνη, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους όσοι με ενέπνευσαν και μου προσέφεραν ανεξάντλητη συναισθηματική στήριξη αλλά και τεχνικές συμβουλές: Την όμορφη γυναίκα μου, την Κάρολαϊν, για την υπομονή και την ενθάρρυνσή της, και τις πολυαγαπημένες μου κόρες, τη Βίβιαν και την Καμίλ, που μου θύμιζαν καθημερινά ότι η οικογένεια είναι το πολυτιμότερο δώρο. Όλους τους φίλους και την ευρύτερη οικογένειά μου -ξέρετε εσείς ποιοι είστε!-, που άντεξαν την ακατάσχετη φλυαρία μου και μου πρόσφεραν συζητήσεις που κέντριζαν τη φαντασία μου, εξισορροπούσαν τις σκέψεις μου και με κρατούσαν σε επαφή με την πραγματικότητα. Τους λογοτεχνικούς πράκτορες και φίλους μου πέρα από τη λίμνη, τον Τσάρλι Βίνι και τον Ί β α ν Μαλκάχι, που πίστεψαν σ' εμένα και με βοήθησαν να συνειδητοποιήσω όλες τις δυνατότητες μου - όπως, επίσης, και τον Τζόναθαν Κόνγουεϊ! Έ ν α ν εκπληκτικό εκδότη που λέγεται Νταγκ Γκραντ, που την απίστευτη οξυδέρκειά του στη δουλειά του την υποσκελίζει μόνο η εξυπνάδα του... και την Άλισον Στόλτσφους, που προσθέτει ακόμα περισσότερο ταλέντο σε μια ομάδα φτιαγμένη για να κερδίζει. Τέλος, το αξιοσημείωτο ερευνητικό υλικό που βρίσκεται στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, τα έργα σε VCR και DVD, καθώς και τις περιηγήσεις στον κυβερνοχώρο, που οι μαρτυρίες τους είναι στη διάθεση όλων. Εξερευνήστε τες!
Ιερουσαλήμ 0 εκτελεστής Σαλβατόρε Κόντε και π μυστική επίλεκτη ομάδα του περιδιαβαίνουν τα σοκάκια και tous φιδωτούς 6popous ins πιο ισχυρά φρουρούμενης noAns στον κόσμο. Παραβιάζουν το Opos του Ναού και αφαιρούν μια αρχαία οστεοθήκη που βρίσκεται θαμμένη σε κάποια υπόγεια κρύπτη. Διαφεύγουν με ένα ελικόπτερο αφήνοντας δεκατρείς στρατιώτες της Ισραηλινής Αμυντικής Δύναμης νεκρούς. Βατικανό Η Αμερικανίδα Σάρλοτ Χενεσί, αναγνωρισμένη επιστήμονας με ειδικότητα στη γενετική, και ο Ιταλός ανθρωπολόγος Τζιοβάνι Μπερσέι καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο πνευματικό και διοικητικό κέντρο της καθολικής εκκλησίας. Δέχονται να πάρουν μέρος σε ένα εξαιρετικά απόρρητο ερευνητικό πρόγραμμα, χωρίς να γνωρίζουν ότι η μελέτη τους σχετίζεται άμεσα με το αντικείμενο που κλάπηκε από την Ιερουσαλήμ. Λίγες μέρες μετά, η κατάσταση στην Ιερουσαλήμ γίνεται εκρηκτική. 0 Σύριος Ραζάκ μπιν Αχμέντ, που ενεργεί ως σύνδεσμος ολόκληρου του αραβικού κόσμου, και ο Άγγλος αρχαιολόγος Γκράχαμ Μπάρτον αναλαμβάνουν να βρουν ποιος ευθύνεται για τη μυστηριώδη συμπλοκή στην Παλιά Πόλη. Στο μεταξύ, οι δύο επιστήμονες στο Βατικανό βρίσκονται μπροστά σε μια τρομακτική ανακάλυψη. 0 ανθρώπινος σκελετός που φυλάσσεται στην οστεοθήκη έχει ηλικία δύο χιλιετιών, διαθέτει το τέλειο γονιδίωμα και φέρει εμφανή σημάδια σταύρωσης...
0 Michael Byrnes, niuxiouxos του Montclair State University και
KOIOXOS
διπλώμακκ MBA
από ίο Rutgers University, ζει οίο New Jersey με in σύζυγο και us δύο Kopss του. To Κλεμμένα Οστά είναι ίο πρώτο ίου μυθιστόρημα.
Ιχεδιασμάε εξωφύλλου: Johnny Ring