Μιχάλης
Κατσαρός
I ΔΜΩΝ
υ Μιχάλης Κατσαρός γεννήθηκε στην Κυπα ρισσία. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε εφη μερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Εχει εκδόσει τις ποιητικές συλλογές: «Μεσο λόγγι» (1949), «Κατά Σαδδουκαίων» (1953), «Οροπέδιο» (1956), «Σύγγραμμα» (1975), «Πρόβα και Ωδές» (1975), «Ενδύματα» (1977), «Αλφαβητάριο - Π οιήματα Α-Ω» (1978), «Ονόματα»(1980), «3Μ + 3Μ = 6Μ» (1981), «4 Μαζινό» (1982), «Μείον Ωά» (1985), «Κορέκτ, φόβος του ποιητή» (1996). Ακόμα έχει
δημοσιεύσει τα φιλοσοφικά κείμενα «Πας-Λακίς Michelet»(1973), «Σύγχρονες Μηροσούρες» (1977-78), «Αυτοκρατορική Πραγματικότητα» (1995) καθώς και το μυθιστόρημα «Οι σνλλέκται της Μονόχρα» (1980). Τα έργα τον έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Ποιήματα τουμελοποιήθηκαν από τον Μ.Θεοδωράκη, τον Γ. Μαρκόπουλο και τον Αρ. Κουνάδη. Το «Κατά Σαδδουκαίων» παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο θέατρο «Ελίζαμπεθ-Χωλ» του Λονδίνου και ο αγγλικός τύπος σχολιάζοντας το γεγονός έγραψε: «Αν δεν υπάρχαν οι ποιητές Κατσαρός, Μπρεχτ, Χο-Τσι-Μινχ και Παντίλα δεν θ ’ ακουγόταν φωνή ελευθερίας σε όλο τον κόσμο».
Το σχέδιο του εξωφύλλου είναι του Μιχάλη Κατσαρού
μ αζιν ό
Α' Έκδοση ΘΕΜΕΛΙΟ 1982 Β' Έκδοση ΙΔΜΩΝ 1996
Copyright 1996 Εκδόσεις Ίδμων / Μιχάλης Καχσαρός Εκδόσεις Ίδμων Ταχ. Θυρίς 48030 132 31 Πετρούπολη - Αθήνα Τηλ: 50 15 550
Μιχάλης Καχσαρός P. Rest. 10300 Πλ. Συντάγματος Τηλ: 34 78 340
Επιμέλεια έκδοσης: Νίκος Δ ελη γιάννη ς ISBN 960-7547-06-3
Μιχάλης Κατσαρός
αζιν ό
Ί δμ ων Αθήνα 1996
ΝΕΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΑ
1
Θ α ξεκινήσω από ένα μικρό πεζοδρόμιο εκεί για πρώτη φορά — ελυπήθην. Ή σαν πολλοί με μαύρες σημαίες αγρόται, άγριοι με ρούχα ρυπαρά. Ο Ενζολωράς δεν είχεν ακόμα ενσκύψει. Ποιος εκρατούσε τη σημαία; Η πόλις αμύνετο περί πάτρης.
2 Π ό λ ις γεμάτη λάφυρα διαρπαγμένα πράγματα λεηλατημένα ιχνογραφήματα σε βόθρους πόλις έχουσα πανάγιους ναούς αρχαίους και νέους πόλις τεκούσα σχεδιασμένη την Αναγέννηση από χο θείον κονδύλι πόλις βασιλεύουσα πόλις τρέφουσα βλασχήσασα οργήν και θλίψιν. Ποιος άνοιξε το παράθυρον; 11
Ήχο μονόχειρ πάλιν όχι πρίγκιψ σε ρωσικάς αυλάς ιεροί λόχοι μονόχειρ χειραγωγών άξεστους χωρικούς «διά 3.600 ή θάνατο». Ω! στιλπνή άμπελός μου του πρίγκιπος και του βαθύ τιμώμενη εις ευτελή καφενεία εζήτουν τιμήν ή θάνατον. Η πρώτη μου σημαία στο πέτον μου ερυθρά από φραγκοστάφυλον σε ερέθιζεν. Το πρώτο παράθυρον το πρώτο σήμα τα ενδύματά μου εσχίζοντο και οι μάκενες εθρηνούσαν. Ω! άμπελος μου, ω υπηρέτη μου με τα άλογα εισέρχεσθο εις την πόλιν μου σε μακριές φάλαγγες — απ’ τα όρη. Τι εζητούσεν η γέφυρα του οίκου μου οι δάφνες του ναού μου. Τι εθρηνούσεν το φρούριόν μου 12
Λέων εβρυχάτο εις τας ντόπιας μου Λέων εξήρχετο από τα διασωθέντα ερείπιά μου Ω! πόλις, ω Βαβυλών, διεγράφετο το μέλλον μου. Εξεκινούσα.
3 Υ πό γης έκρυψαν το σεσωσμένον οι παίδες — η πόλις έκειτο μέχρις θαλάσσης, το δροσερόν σώμα μου εκυλίετο επί της άμμου — ενώ δελφίνια εξήρχονχο των κυμάτων. Είχον πλέον σταθεί εις το Αρμόνιον. Ή χοι εξήρχοντο εις την νέαν πόλιν και αγοράν από φανούς και λύχνους. Εκεί πάλιν διέμενεν εις τον υποδηματοποιόν και πίσω στου Μαντά το Δουβλίνο και το λουλουδάκι του ένωσεν τη φωνή του μαζί σου. «Εμείς της γης οι σκλαβωμένοι» Ήχοι πλημμύριζαν του Γκουντούνα το Δικαστήριον το σταθμό — τα σφαγεία 13
στη μεγάλη πύλη — ήχοι από ψαλτήρι παιδικό το αρμόνιον και η κιθάρα πέλαγος εσείετο και ουρανός και αι πύλαι ηνοίγοντο εις την σκλαβωμένην αρχαίαν σου πόλιν και έπιπτον κεραυνοί επί των ανόμων. Εκεί εις του υποδηματοποιού σε ανέμενον τις νύχτες κλαίων ίνα ανέλθω επί του θρόνου μου. Εκεί χαϊδεύων τον σπασμένον Απόλλωνα και λύχνον σου έμβαινον εις τον διάδρομον του καταλυμένου οίκου μου. Έκλαιον εις τον σπασμένον καναπέ δια την σκλαβιά σου. Εκεί εθρήνησα τον λαόν μου. Και να που εισήρχετο τις νύχτες ο Ενζολωράς με ντύμπανα και σημαίες και με ενεθάρρυνεν. Εις την δική μου γέφυραν εσκάλιζον την μορφή του. Εις το δικόν μου προσκέφαλον έσειες την μάχαιραν όλες τις νύχτες με το λευκό σου χιτώνα. Τότε ήρθες σε μένα τον μικρόν 14
ζητώντας στη νέα μου πόλη — μονομαχία. Παράταξα τις σημαίες μου τις κέντησα στον αργαλειό της Ελένης που έφερα απ’ την Τροία. «Άγρυπνός σου σκοπός σε φυλάττω Σε φυλάττω Τίς ει;» Οι προτομές μου λίθινες εις την Γέφυραν έσειον τα παλαιά τους χείλη τα χάλκινα εις την φωτιάν έλαμπον θυμάσαι λεμόνι και άμμο το δόρυ μου χτυπημένο στο Γύφτο το πανηγύρι μου με το θύρσο μου της κακάβας το πανηγύρι εφλέγετο ενώ οι σκοποί μου εφύλασσον την λεωφόρο σου που οδηγούσε στη γη σου. Επαίται, Ιωβ, τσιγγάνοι εκράδαινον τις ράβδους μου των αγρών ενώ εκραύγαζον έμπροσθεν εις τα παλαιά λάβαρα και εικόνας. Με εκάλεσες εις μονομαχίαν άθλιε μπανταγιόνα δι’ ένα μόνον ερώτημα. Τα κεροπήγιά μου τα μανουάλια μου στη Βαγγελίστρα και τα κεριά μου ήθελες να τα κλέψεις. 15
Μήπως η πόλις δεν έγεμεν των λαφύρων μου μήπως η πόλις θρηνούσεν Ελένη μήπως στα παλαιά σου τείχη η δάφνη δεν με στεφάνωσε εκεί με τον Πάνα μου και το σουράβλι. Εν τούτοις με εξεδίωξες. Επέστη η στιγμή να σου είπω ότι πτωχοί μοναχοί με περιμάζεψαν. Επέστη η στιγμή να σου είπω ότι ο θρόνος μου επί των ορέων εστήθη γρανιτώδης πέτρινος με υποπόδιον τον παλαιόν σου κάμπον. Εκεί οι αετοί εζύγιαζον τα φτερά των. Εκεί οι όφεις ίπταντο δίπλα στην αρχαία μου πέτρα. Εκεί επί των ορέων έψαλλον τον παλαιόν σου ύμνον «Άλαλα τα χείλη των ασεβών». Ελεύθερα τα βόδια μου και οι ποιμένες ετραγουδούσαν τον λαόν μου. Η περήφανη γλώσσα σου εις τα νέα σου χείλη.
«Τί τάν αργιοπλέχεις τά μαλλιά σου.»
16
Και οι παιάνες σου ήρχοντο από τους ποταμούς τους παλαιούς ναούς σου και ερρίπχονχο εις το φως και ελικνίζοντο εις τας νέας σου κυπαρίσσους. Πού ετοποθέτησες την οργή σου. Ηγάπησα τον λαόν των ποιμένων μου και των ψαράδων διατί τον εξόργιζες εναντίον μου. Εγώ εζήλευσα εσέ. Εγώ το μωρόν σου ανάμεσα στις παλαιές μου λόγχες τις λόγχες σου εις διασυρμόν — εις διαπόμπευσιν επειδή ονομάσθην βασιλεύς των ορέων; Αμνοί με περιέβαλον, αμνοί, βόδια και κύνες. Ποιμένες σε εφύλαττον εις την νέαν σου πόλιν. Τις εβουλήθη εναντίον μου — εναντίον του λαού μου. Και εκεί εις το ερημητήριόν μου εξαπέστειλες κατασκόπους σου δια να μου δίδουν τροφήν παγωμένην τις νύχτες. Εκεί εις την Μονήν της Αιγός μου μου έκλεπτες 17
τους μικρούς λίθους μου το νερό μου τους ξύλινους κάδους μου και τους μικρούς σκιούρους μου εμίσησας και τα πτηνά μου. Εκεί με φωτογράφισες με το άδειο βιβλίον μου. Τι την ήθελες την οργή μου;
4 Ιδού τώρα ο λαός μου εμεγαλύνθη σφόδρα. Έφηβος ο Δαυίδ ήρεν το όνειδος του λαού του. Δαυίδ με ονόμασες. Η τρυφερά κνήμη του εις την Κ υανήν - Φαιά περικνημίδα. Το ατίθασον ένδυμά σου επί των ώμων μου. Το ξίφος μου από τα όρη σου λάμπον. Δάφνες επί της κεφαλής μου και αι πτέρυγές σου υψούντο. Από πόλη σε πόλη τα τρένα σου με μετέφερον. Διέσχιζα τα όρη, τους κάμπους και τους ποταμούς κραδαίνων το αρχαίον μου δόρυ. 18
Πόσες φορές σε εθρήνησα επί των φυλακών επί των φόνων επί των θαλασσών επί των ανέμων. Ιδού ο Δαυίδ ήρεν όνειδος.
5 Π ώ ς διήλθεν τα έτη, ο χρόνος και εγένοντο. Πώς επί του Αετού ανήλθον κρατώντας την σφύραν σου. Εσήμαινον επί του δέντρου κάτι νέοι παράξενοι κροταλισμοί. Εκρούσθη ο Κώδων και η σύναξις των υιών σου περιφανής με μαύρες μπέρτες ημίψηλα ανεγίγνωσκον στην πλατεία. Εκήρυξα με κηρύκειον επί των βράχων σου. Ο αετός εζύγιασεν το μέγεθος των πτερύγων του και εκ της φλόγας εξήλθεν. Διέγραφεν τον κύκλο των ορέων σου και το ατίθασον βλέμμα του εώρακέ με. Εκεί επαίται εσυνάχθησαν. Εκεί σιμώνοντας έκοπτον χόρτον — θούρια εψάλλοντο κι η καλτσοπλέκτις εδίκαζεν επί τω εδωλίω. 19
Επί των ορέων εβάδιζον. Υπό των ίππων εσύρεσο — υπό των αμαξών η κεφαλή σου εθραύετο επί των λίθων τον άξονα σου εσήκωσα από τη λάσπη Michellette εφώναζες Michellette το δίδραχμό σου. Πώς διήρχοντο οι αιώνες. Πάνω στα ατίθασα σκούνερ με εζητούσες. Εκεί η Ελένη σου έξω απ’ την Τροία επί των ποταμών με ανέμενεν. Αι στρατειαί της ακολουθούσαν. Διεσκόρπισα τον μόλυβδον επί του συνθετηρίου μου. Κορδέλες εφόρεσα επί των ονύχω ν σου και επέταξες εις τα ύψη. Πώς εφανερώθης εις τον ελαιώνα μου μαύρος με τον λαιμόν σου ενώ η σκύλα μου ούρλιαζεν. Τώρα μου κρύπτεσαι πάλιν και μου ελέγχεις τις πόλεις μου. Επί του Αετού εσήκωσα το λάβαρόν μου. Ναπετέ! νααπετέ! Τα τέκνα σου πάλιν.
20
6
Ε π ί των κεραμέων πάλιν με εξεδίωξες. Σε συνόδευον κάθε εσπέρα εις τον οίκον σου. Επί των κεραμέων οι βάνδαλοί σου. Ήρχοντο εξήρχοντο εβάδιζον έπιπτον αι άμαξαί σου. Επί των κεραμέων οι άνθρωποί σου εβεβήλωσαν το πρόσωπό μου. Εσύρθην υπό των φρουρών σου διήλθον τον Βίκτωρά σου — και αι ελπίδες σου εχάνοντο. Πάλιν με επόμπευες εις τα θρυλικά σου ονόματα. Πάλιν εις το πρόσωπόν μου το χέρι σου εστάθη εις τον ραπισμόν. Συνετρίβη εις το όνομά μου— είδον σε ταπεινόν να εισέρχεσαι. Ο Άγιος Αυγουστίνος με εσυνόδευεν. Μήπως άθλιε δεν ήσουνα Συ; Ο Αυγουστίνος που τα πτηνά του ήρχοντο στο κελίον μου. Δίπλα μου ο Γαβριήλ έκλαιγεν. Ενώ έξωθεν η αμπάρα έπιπτεν επί των κεφαλών σου. Η αμπάρα εφώναζον η αμπάρα σε 21
καταστρέφει. Γιατί μου ζητάς να μου είπεις εις όλας τας γλώσσας «εσύ φταις» γιατί ανάγωγε ελάκτισες την μονάδα σου. Σου έδιδον γην και ύδωρ και εζητούσες το αίμα. Σου έδιδον μέλη και οστά και ήθελες την συντριβήν σου. Σε εσυνάντησα εις την οδόν Μέρλιν ένα απόγευμα. Ξέρεις ακριβώς τι έγινεν. Έπρεπε να διέλθω να δω μόνον το φως σου να αγωνίζεται να εξέλθει της θύρας. Έπρεπε με τον Λουκάν να με οδηγήσεις εις την αλλοδαπήν σου. Και εις τας φυλακάς η Θεοδώρα να μου φέρνει πουκάμισα. Και μετά να σταματάς τα αποσπάσματα μήπως με εκτελέσουν. Ενώ το πλήθος εις την πλατείαν Ελευθερίας να προσεύχεται και οι φρουροί να κλαίουσιν. Ελευθερίαν μου εζήτησες και σου έδιδον μήπως ποτέ θα σταματήσει; Τώρα επί του εδάφους του μαρτυρίου μου κατοικείς 22
και γω δεν έχω ούτε ναόν ούτε στέγη. Ποιος ήτο το μήλον της έριδος; Το Χρυσόμαλλον δέρας μου το περιέφερον εις τα στρατόπεδα. Το εδείκνυον. Εις τον σάκον μου το μικρόν άγαλμα ο Ορέστης. Πάλιν ζητάς ελευθερίαν; Την πόλιν σου έδειξα και πάλιν έρχεσαι τύραννος πάλι εις νέαν πόλιν; Και συ κόρη του ποταμού σου εστερέωσα τον Δούναβιν πλούσιος καθαρός ρέει και επί των οχθών του μέλπεις τα όνειρά σου. Διατί με εμίσησας; Επί της κεφαλής της ανομίας σας η αρά μου!
7 Α ρατε πύλας! Αρτάν γανωματή γιομίζει. Αρτάν γύναιού ουδέποτ’ ούλι. Κάλι γας ποτνία.
23
Πώς να σου πω τον πόνο μου και τι ζητώ για σένα. Απέκρυψας όρθρον κόπον κάματον. Εναύλωσες πλοία δια Τροία χωρίς απαγωγή Ελένης. Και τώρα να θρηνώ στην πόλιν. Μόνος χωρίς υπηρέτες. Μόνος χωρίς έναν ιστό το λάβαρο να στήσω. Χωρίς εισιτήρια δια τα Γιακοβίτικα του Τουχατσέφσκι. Μόνος χωρίς Καλαμάτα ένα λιμάνι ένα πλοίο έναν υάκινθο για κάποιο μνήμα. Είμαι λοιπόν ή δεν είμαι ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή πίνω καφέ στη Νεάπολη με έναν σκύλο. Πού λοιπόν; Πού; Με τι; Με ποιον για ποιον να εξέλθω; Να εξέλθω ως γίγας καλύπτων τον ουρανόν τρίγωνα κι άστρα από κάπου που είμαι καλά και ήρεμα χωρίς εσένα; Ή ν ’ απομείνει γηράσκουσα πόλις— Βαβυλών ή Σόδομα ή Άλας 24
εκεί εκεί Εκεί έχει
που ο Ζέφυρος σου φυσά που ο Βοριάς κτυπάει το αρνί. που κενό αέρος το διάστημα όρθιους ιχθείς περιπατώντας με ένα πόδι.
Ποίαν πόλιν ν ’ αναζητήσω. Τα ερείπια της Μούσγας σου ή τους τάφους ανεωχθέντας ως κοιλία Μπράσκας στον ήρεμο σιδερένιο σκουριασμένο δρόμο. Τελγκάρ! Τελγκάρ! εις την Αδριανούπολιν ή στο Μπορτώ ή ακριβώς στον τρίτο μετά την Λυών Φουσέ μυδράλιο και τέλος. Μήπως ο Ροδανός ο μουχλιασμένος Δούναβις ο κος Ιβάν με ναυτικά κίναιδος ο τρομερός Ιβάν στα Σκόπια! Και αι πόλεις Πολύστομον απάτη να διακλαδίζονται και να ηχούν διαπομπεύοντας με. Δια τούτο θα στήσω λάβαρον
25
λά βα ρον; Δια τούτο έστησες και συ την Αρκαδιά επί αιώνας; Λοιπόν; Λοιπόν; Τον πόλεμον, Τον πόλεμον ζητάς εις το Ταμείον; Τούτο είμαι, Τούτο ακόμα δια τι λοιπόν να συζητώ δια τούτο. Η αφαίρεσις είναι αφαίρεσίς σου. Η πρόσθεσις πρόσθεσίς σου. Και γω το αποτέλεσμά σου. Μπαρόν μπαρόν μπαρόν στη γη σου! Ελσύ ελσύ ελσύ ποιος απ’ τους δυο σας φταίει;
26
Θα σας διώξω πάλιν. Με τους αετούς τα ζάρια τα γεράκια τους ιχθύες και το Δελφίνι. Με τους ανθούς τα αρώματα της λεμονιάς με τα πετράδια τα χρώματα τα φυτά τα φίδια τα μήλα και τα κεραμίδια. Στη βροχή στη βροχή και μένει ανεξίτηλο το μαύρο δέντρο. Στη βροχή στο βορεινό μπαλκόνι κάτω απ’ το κάστρο σου — θυμάσαι μια νύχτα μου το σκάρωσες σαν τούτη για να με μεθύσεις. Στη βροχή ο μαύρος κύκλος μου πάνω στ’ αρχαίο ναό σου. Μες στη βιτρίνα έκλεισα Απόλλωνα την αγάπη μου μες στη βιτρίνα Απόλλωνα Τουταγχαμών Φοίβε μπαγάν Μουσγέτην.
27
8
Δ ε ν το περίμενες ότι κάπου μένεις χωρίς να γνωρίζεις την πόλιν χωρίς να θυμάσαι; Δεν το περίμενες ότι η πόλις ημύνετο επί αιώνας. Δεν το περίμενες ότι ήσουνα πριν τους αιώνας; και αν κακοί πολιτικοί γκρεμίσουν την πόλιν αν ο Δήμαρχος ξεχαστεί και η Δημαρχίνα σε βυζάξει αν τη λεν Ελένη ή Γεωργίτσα αν η μαμή ήτο η Αλεξάντρα ή η Ξανθή ή έστω η Ελισάβετ δεν έχεις τίποτα νιτερέσια με την πόλιν. Δεν το περίμενες ότι στην κούπολα Πέτρο ίπταντο χιλιάδες μωρά και έστηναν την απόχη μήπως συλλάβουν κανένα ότι σχο κανάλι Βενέχσια όπου εξηράνθη προσφάχως θα ποζάριζε ο Αϊ Νικόλας;
28
Ω! Βαβυλώνα έμεινες πάλιν με την γαϊδουροκεφαλήν τας υπογείους στοάς σου έμεινες θρηνούσα δια τον αναζητητήν του Τερεσιέν ή του Κολοσσαίου; Η πόλις είχεν οργάνωσιν απαριθμούσα αιώνας βυζαντινούς ή πυρ υγρόν η πόλις είχεν καλυφθεί και πέτρα πέτρα έπεφτεν το τείχος. Πόσες φορές πολιορκήθη. Τι Δημήτριος τι Αναστάσιος τι Φεφές και Πιερακέας και άλλοι. Τι Τουρκία εις την Μητρόπολιν και Στραβοκέφαλος και Παγώνες. Ο Τουμπές ημύνετο, ο Τουμπέ σου μεγαλωμένην Θεοτόκον άρχουσα. Ο Τουμπές έβγαζεν το κλικλί του και ουρούσεν επί των μαρμαρίνων πλακών σου. Τι ήθελες το σταυροπάζαρον τας κλίμακας και παζαρόβρυσας και τα σφαγεία; 29
Ο Τουμπές εμεγαλύνθη σφόδρα. Ποια λύκαινα χον έθρεψεν τον Ρωμύλον. Ποια γέφυρα ετοίμαζεν δι’ εσέ. Η πόλις τον ηγνόει. Η πόλις ασθμαίνουσα ερρίπτοτο από την είσοδον του χαμέρι. Ποίαν πόλιν ζητάς εις Βαβυλώνα. Ποίαν λαλιάν; Έ λα λοιπόν υπόδειξέ μου τον νέον Τουμπέ να εγκαταστήσω Ελένην έστω Χρυσάφω ή Ντεμίριον έστω την Σαφουκένα. Διατί εδείλιασες; Θέλεις και συ Χριστιανός να σου πάρει την κεφαλήν επί των τειχών. Θέλεις και συ Μονήν αφού γνωρίζεις να πολιορκείς γνωρίζεις να κρύβεις να μεγενθύνεις την Θεοτόκον. Πολιτικά νέα θα αποκρυβούν από ποίον; Από τον κατοικούντα εις Τουμπέν από αιώνων; 30
Εις τον επί πτερύγων ανέμων στήνοντα γην εις τον αέρινον ηλεκτρικόν σου σιδηρόδρομον της σεβασμίας πόλεώς σου. Εδαπανήθην σφόδρα. Επάλαισα με αράχνας τράγους και ιχθείς δια να τελειώσω το έργον μου δι’ εσένα. Έλα λοιπόν Νέα Πολιτικά να λάβεις. Ω! νέα πόλις. Ω! Νέε Τουμπέ. Πόθεν αντλείς ή αναπνέεις ίπτασε ή μας έφυγες για να θρηνούμεν; Υπερασπίσου την γην σου όπλισε τον λαόν σου εξαπόλυσεν τους σκύλους σου. Χτύπα και θέριεψε πάλιν. Όρθιος όρθιος να περπατάς και άμυνες στήσε θα χάσεις πάλιν τον φίλον σου και τα ερέβη. Ω! νέα πόλις ελευθέρωσον τον λακεδαίμονά σου 31
να μπουν να ζουν να τραγουδάνε. Ω! νέα πόλις μη θρηνείς επί των τοίχων και μη σειστείς απ’ την αναπνοή του. Κάποτε, Κάποτε, Δράκων Ω! πόλις
σύντομα, θα ορίσω. σύντομα έρπον θα συγκλονίσω. νέα Πόλη θα χτίσω.
32
ΦΟΡΑ 82
Α ν δεις μπροστά στην πύλη μας την μαύρη κάποιους που από την ξενιτιά μας ήρθαν μη φοβηθείς. Να τους ενώσεις με τις άλλες πύλες αυτή την υ π ’ αριθμ. 76 και με την τόσο ωραία 95 και τέλος πάντων αυτούς με τη γνωστή ταμπέλα «φόρα 82» Είναι κι οι τρεις των για ειρωνικό μειδίαμα. Η φόρα 76 (αυτή που ’χει φαντάν). Η φόρα 82 και 95 ίδιες και της αυτής ουσίας. Πάντως σαν Έλληνας που είσαι πες στο σαλπιγκτή να παίξει το δώδεκα λεπτά της ωριαίας στάσης. Όχι με τόνο δίαυλου αλλά σε τρεις επαναλήψεις σε δωδεκάφθογγο και σε κοράλε.
ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ ΝΕΟ
Τ η ν ποίησή μου για σένα υψηλόφρονε αλαζόνα και του λαού κεφαλή την ποίηση στο βιβλίο Φόρα 82 όπου τραμπαλίστηκες και πέρασες με παλαιά ωραία εξάρτηση στο έδαφος μου. Γιατί με ομοούσιο εργοτάξιο προχωράς ιριδικών αναστηλώσεων. Ελπίζω να ενθυμείσαι την Επτάνησον. Ελπίζω του Πατρινού το σπίτι. Και στο ράφι του ο Χριστός· όπου εκάθητο ανάμεσα σε δυο φιγούρες και ελπίζω να ενθυμείσαι άλλες τρεις κάτωθεν διαζώματος. Αυτό το κανδήλιον άναπτεν τότε αυτό το κανδήλιον ανάπτει τώρα Φράγματα και διαφράγματα σχολών των Επτά και πάλιν μ ’ απασχόλησαν. Έπρεπε να σε παρατήσω. Έπρεπε εγώ ο υπηρέτης σου να υποκριθώ άγνοια χριστιανισμού άγνοια του Φόρουμ κι άλλων επαγγελμάτων 36
να σε αφήσω σε προσκυνητάρια μαραγκών και όχι να προσπαθώ ν ’ αναστήσω λησμονημένα χρόνια και Ετά συντετριμμένες πέτρες χρωμάτων. Τώρα που κατακτάς βίους και ανατινάξεις τώρα που έχεις τον Ολάφ ζητάς να μάθεις ποίος υπήρξα ζητάς να επιτεθείς με όπλο δικό μου και να εισέλθεις πιο ενδότερα στην Πάτερ - Φάμιλυ ξένος αλλόγλωσσος και ουρανοκατέβατος για να μας δεις· εμάς που από χρόνια υπάρχουμε χωρίς τις πρόβες εφιάλτη χωρίς τις μπαλαλάικες και ταγκό μ ’ άσπρα βήματα κιμωλίας ζητάς να είσαι ο φραγμός στον παρθενώνα σου στο ερεχθείο σου και στο δικό μας το ανάκτορο. Δεν σε ξεσυνερίζομαι καημένε μου αλλά σου λέω άντε στο καλό σου έστω με Ίριδα και Φόρα 82.
37
ΤΟ ΤΣΑΟΥΤΟΥΓΚ 80 - 82
To 80 συνέβη να χάσει χο Ασσουάν το φράγμα ήταν μακρύ με θεόρατα αγάλματα λουσμένα αφρικανικά. Αν το αυτοκίνητό σου τιναχτεί στις πυραμίδες του Δέλτα από δρόμους σοβαρούς και ακατόρθωτους τότε βγες γλήγορα με ό,τι — γιατί έφθασες ψηλά σε μένα. Έφθασες με απώλειες με περίστροφα. Προπορευόμενος και καθώς σε κρατώ χρωματιστό σου δίνω μία και σε τινάζω. Κι άλλη μ ια — σε κάνω κομμάτια. Κι έτσι νόμιζες ότι θα εκσκαφείς από το σκι να ζήσεις — και βρίσκεις χειρότερα. Αυτό στο κάνω γιατί δεν γνωρίζεις ούτε εμένα ούτε τις συνθήκες που ζω και το ανάκτορό μου που ζητά φορολογία. Γιατί καθώς υπήκοος είσαι 38
πάντα υπήκοος αυτοκινήτου κράτους Χριστού κράτους που τρέμει κράτους Θεού κράτους Νόμων Γραφών χρώματος πρέπει να συμμετέχεις στα κοινά να πληρώνεις να τρέμεις μήπως καείς μήπως με πυρ εξώτερον σε αποτελειώσουν. Γιατί δεν υπακούς σε κανένα; Γιατί επιτίθεσαι; αφού ως τώρα είσαι άνθρωπος. Εγώ σαν το αφεντικό σου που διάλεξες εσύ ο ίδιος δεν έχω υποχρέωση να σε φροντίζω ούτε σ’ έχω στα χαρτιά μου γραμμένο τί θέλεις ν ’ ανατινάξεις τ’ αυτοκίνητο στην άλα - χραμ και δεν μένεις στο Φίγκαρο ή έστω στο Τσάουτουγκ όπου τελειώνει και με τ’ αρχικά σου.
39
ΣΕΠΤΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Δ ε ν δέχομαι τους Μαντζού. Παρακαλώ να τους πείτε ότι εγώ ο Μιχαήλ θα κάψω το έβδομο καροτσάκι αν φτάσει μπροστά στην υψηλή μου Π ύλη την από αιώνων απαραβίαστη. Κι ό,τι από Μαντζού (αλλά και Λουδοβίκους) με παρακαλέσει θα βρω τη δύναμη να αποθήσω τα σεπτά τους εικονίσματα. Δεν πάει εγώ των Κούρων των άπτερων νικώ ν εγώ των άνευ τέχνης Καισάρων, να υποκύψω στην Τζην Χάρλοου στον Τζόνσον και τον Τζο γιατί γεννήθηκαν και πάλι απ’ τα γνωστά βουνά σαρκών με Μάζες οχετών και μάζες κορμιών (5 κορμιών και νταμαριών) 40
να υποκύψω όταν θα θέλουν να υπογράψουν να μετέχουν στο έργο να με νοιάζουν έβδομοι ποιοι; Αυτοί που με μισούν από καταβολής φυτευμένων χαλικιών από καταβολής πλοίων αμπέλων να θέλουν να γεννούν προδιαγράφοντας τη σωτηρία τους στο Μείον και Σ υν στο Θεό και στο ωραίο στο Πλήθος των υπαρκτών γιατί γνωρίζουν το ασταθές της ύπαρξής των το έλεος όπου τους λείπει τον Γεωργικόν αγρόν πέτρα τον φωτισμόν του νέον Κόστα Ρίκα δική την χρυσήν με άνθη περαστική την χαϊδεμένη ώρα τους. Ό χι εις την επτάπυλον και εις την Πόλη και στα σεπτά κάλλη της όχι εις την στάχτη των αετών τους και σ’ ό,τι με αποσκευές φέρουν. Παρακαλώ πυρπολήσατε 41
τα όρη όπου κατοικούν τα καταφύγιά τους κατακρυμ νίσατε. Σ ’ αυτό εγώ υπογράφω.
ΑΝ ΕΠΙΜΕΝΕΙ
Σ χο ορεινό αυτό μέρος φαιό βουνό σώμαχος νέα Χιόνα κι όχι Πρίχζιπα σ’ αυχό με χις ωδές και Ταϊχή να με καλέσεις μία νύκχα ν ’ ανάψω χα φώχα να σχήσω καχαφύγιο. Αν από χο πέλαγος φανούν ο ιατρός του 14 ο δολοφονημένος ζητών εκδίκηση αν κάποιος πρίγκιψ Πουργής ζητά με περίστροφο να μας χτυπήσει εκστρατεύων με σκούνες ουράνιες με στόλο ξένο και εφχακάχαρχο να πάρεχε μεγάφωνα ηχηρά και να φωνάξεχε «χο νέο βουνό φαιό κι αδιαπέρασχο». Αν επιμένει να χου πείχε όχι δεν δέχομαι συμφωνίες
43
δεν θέλω παλαιές υποθέσεις ν ’ ανακινήσω να βρω πέταλα λουλούδια αλοιφές μ ’ αρώματα και κρίνα. Δεν δέχομαι στο ορεινό μέρος και στο φαιό βουνό σώματος ξένους παλαιών καιρών και χείρες βέβηλες στα ιερά όπου τοποθετώ ο ίδιος με το ίδιο όνομα και πατρικόν ίδιο όπως Μιχαήλ του πρίγκιπος του πρώτου και Μιχαήλ της Χιόνας ο Χρυσός αιών ο φαιός ο από αιώνων ζων ανάμεσα σε γην ξηράν και θάλασσα σε αέρα και ουρανόν ο τα πάντα μοριακώς έχων. Ό χι σε ξένους επιδρομείς από 74 ή 82 ή 95 ωραίους Κάλι.
44
ΑΝΝΙΒΑΣ ΚΑΙ ΟΧΙ
Α ς τους πιάσει πανικός σαν ακουστεί βουή ας χαθεί η κεφαλή τους στο βασιλικό πολτό των θαυμάτων. Τρόμος ας συνέχει αυτούς που άκουσαν ή είδαν και μάλιστα ζωγράφισαν σ’ αφίσες κι εικονίσματα και γω πάλι Σαβαναρόλας της Καλβινικής Θεοκρατίας να ανεβαίνω τούτη τη στιγμή στον άμβωνα. Κηρύσσω εγώ ο Δουξ και πρίγκιψ αδυναμία στη βουή και στον πληθωρισμό στο όρος και τον χαμένο στέφανο κηρύσσω ως Θεοκράτης σάρκα μαζούτ που περπατάνε μόνο 7 θαύματα που σκίζουν ορεινές ταξιαρχίες αν υπάρχουν αν έχουν στο σώμα καταφύγια κηρύσσω επανάσταση χαμένη νέος αντάρτης στα βουνά ζητών Βελούχι Αλαμάνα και Σαραντάπορο.
45
Εγώ ο έχων την πείραν αιώνων κηρύσσω αδυναμία έξω από Όρη έξω από Μαζινό έξω από νήματα υφαντά και μπερσίμια αδυναμία στο βουερό μελίσσι και σ’ ό,τι ο άνθρωπος ονόματι Αεκόριος Πανώριος Ωρίων κτλ. περνά και δεν περνά ζει και δεν ζει ξέρει και δεν ξέρει. Εγώ τέλος πάντων ο αναβάς ή Αννίβας και όχι— με ξηλωμένες στρατιές ακόμα κρατώ περήφανο ύφος και λέγω: «προς Παρθενώνα Πάρνωνα προς το Καζάν τη Μόσχα προς τα καταφύγια των Ορέων». Αυτά μόνο για μας να μη διαδοθούν στον όχλο.
46
J
Ού τ ε ΑΥΤΟΥΣ
Ο ι πορευόμενοι όχι πια δεν θα μας φτάσουν. Στους Μπολέι και στους Έρεμπουργκ στους Μπέρκμαν συνιστούμε από τις πόρτες να φύγουν. Δεν είναι καιρός για σωτήριες — και για Σαλβατόρ Νταλί. Δεν είναι — ούτε για πορευόμενο στη Γαλιλαία. Κι αν σωθούν 7 η ώρα το απόγευμα με τον γνωστό τον μαζικό τον τρόπο και απομείνουν όσοι Ορέλαοι όρη σκίζουν και βουνά ας ξεχάσουν όποια άλλη πορεία κι εδώ ας βάλουν νέα Κιβωτό και διαθήκη. Την Ωραιότητα της Παρθενίας της ας ψάλλουν με σουραύλια μακριά μπροστά και να ακολουθούν οι κρατούντες. Αν και πάλι απομείνουν όσο πιο λίγοι
47
L
όχι ούτε αυτούς θα τους δεχτώ εδώ που βρίσκομαι μόνος. Δε θα ξεχάσω ουδούποτε τι ήτανε και ό,τι κάναν. Αυτό παρακαλώ να μη διανεμηθεί.
48
ΚΡΕΜΛΙΟΙ ΝΟΒΙ
Ζω τικόν θέμα μου βάζεις το λαό τον άνθρωπο των κτημάτων και τον άλλο του ωραίου Κάλι. Ζωτικό για μας τους γνώστες τι ο άνθρωπος τι το ωραίο και το χειμερνό το σπορ στα όρη δεν είναι όλες αυτές οι σοφίες των κάθε λογής ποιητών και φιλοσόφων αλλά αν θα εννοήσουν αυτοί και οι πνευματικοί ηγέτες των πώς να μπούνε στα χωρία μας που από αιώνια χρόνια κρατάμε. Γι’ αυτό οι μεταρρυθμιστές και οι άλλοι ρόλοι δεν είναι δεκτοί ούτε οι δώρα φέροντες Έλληνες. Διώχτε τους όταν χτυπούν την πρώτη πύλη του υψηλού αρχοντικού μας. Βέβαια με λόγια απ’ αυτά τα νόμιμα ή των διδασκαλιών και χριστομάθειας και λόγια Αντώνιου Καίσαρος Ρώμης. Με τρόπο τοίχο τοίχο να πηγαίνουμε έτσι εις ανάμνηση του Ρήγα
49
που χάσαμε κι έτρεχε — μάθε το — στο τείχος του παλαιού Κρεμλίνου. Γιατί αν έχασαν τότε οι Κρέμλιοι έμειναν τείχη παλαιό και οι λεύκες κι ο λαός ο ανόητος δεν ενθυμείτο ποίοι υπήρξαμε πριν μας συναντήσουν στις φοβερές ταβέρνες. Τώρα είναι αλλιώς για μας τα πράγματα.
50
ΓΙΑΡΕΔΑΚΙ
Α νέβα πιο ψηλά να δεις ποιος πάλι έρχεται είναι οπλισμένος με κάτι ή σαν συνηθισμένη πανοπλία είναι αυτός που βάλαμε σ’ εμφύλιο να χτυπάν ο ένας τον άλλον για την έβδομη άμαξα Μαντσού ποιος μέσα σε οκτακόσια εκατομμύρια θα έρθει πρώτος. Τον είδες έχει μπει και έρχεται και είναι νέος νέο όνομα π ’ ακούγεται όπως ο Ίρις ή ο Σείριος. Μην τον αφήσεις να περάσει γιατί είναι αδύνατος την λαϊκή του δύναμη καθώς την έκανε μάζα απαρηγόρητη δεν ημπορεί τα τείχη να γκρεμίσει. Μην μπει σ’ εμάς την οικογένεια κι ας μας μιλήσει σαν αυτούς που χάσαμε με βία. Αφού αυτός με νούμερο 7 αμάξι έρχεται ας τον δεχτούν οι Καλλιπάτειρες των Ολυμπίων. Κι ας συνοδεύεται με μουσικούς
51
από την Πανθηεύρ των Παρισίων ή την Κρήτη με αυτά τα φοβερά τα τούμπανα ακούστε στήστε αυτί στη μελωδία και παρακαλώ διατάξατε ν ’ ανεβούν μία οκτάβα παραπάνω. Ό χι δε θα δεκτώ Σεπτούνιους στην ηλικία για υπογραφές και άλλα έστω κι αν έχουν θαυματική ισχύ σε μένα. Γιατί ο θόρυβος η βουή είναι το δικό τους έργο γιατί αυτό σ’ αυτούς το λέει έργο γνωστό σ’ όλη μου την αυτοκρατορία. Μόνο σφαλίστε καλά τις πόρτες και θ’ αποσυρθώ στο πιο ψηλό μου κτίριο και ένα γιαρεδάκι θα σιγοτραγουδήσω «τι έχουν οι κλέφτες μάζωξη» και ας μη δει κανείς ούτε τα συναισθήματα ούτε τ ’ απέναντι βουνό τι είναι.
52
ΙΠΠΟΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ
Σ ώ μ α περιβάλλει την Ιδέα μας και λαοί απορούν «τι θα γίνουμε» ή πώς εμείς ν ’ ανεβούμε. Με ό,τι πρέπει να αμυνθείς στο πλήθος που άγγιξε την όποια εικόνα των δικών μας επιδιώξεων. Με ειρωνεία για το αδύνατον με πάθος για τις βραχνές φωνές των με συνεχώς να φτύνεις τις πραμάτειες σου και αφ’ υψηλού να μειδιάς στα άλογά τους και τα μισόλογα γ ι’ αυτούς — ότι δήθεν είναι από καταγωγή Αβραάμ και άλλες γραφές των να μειδιάς για τη συγκρότησή τους σε ομάδες άμυνας αυτοάμυνας και επίθεσης στη λαμπερή μας πόλη που ’ναι δίκιά μας μόνο — κι όχι της κουρελοπλεμπάγιας φέρουσα το ταπεινό παλαιό της όνομα Γεώργιος — ω, ναι — και το όνομα Βαλεντίνος Ιππότης του λαού και τ’ άλλα.
53
ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ
Μ η μας περνάς — εμάς που τιμημένοι και με παράδοση περιφρονούμε ό,τι γυμνό — ότι είμαστε της σειράς σου. Ό χι γυμνέ και ταπεινέ ανθρωπάκο εσένα δεν σε άγγιξε κανείς καθώς γυρνούσες στην οδό Diamor των Παρισίων. Σε προσπεράσαμε χτυπώ ντας το γάντι μας με πείσμα όταν στην οδό Λεκλέρ γυμ νός περίμενες. Δεν σε άγγιξε κανείς στο σώμα κανείς κι ούτε σε φώτισε με υπερούσιο φως, των ωραίων κορμιών Dior— Αψέντι. Και στη βουή όταν ήρθε εμείς την είχαμε συνηθίσει και στων δικών μας πόλεων τη βουή δεν έμεινε τίποτα απ’ το σώμα σου κυριολεκτικώς σε χάσαμε στο θόρυβο, που εμείς ήμαστε οπλισμένοι με ωραία και μάλιχερ και τρομπόνια. Ανύπαρκτος ανέραστος αμίλητος γυμνός
καθώς ευρέθηκες τι ήθελες να γίνει που από την Πλας - Κονκόρτ των Αθηνών γυρνάνε και αποβιβάζονται μετά απ’ τη βουή μετρό - ομόνοια Θησείο και υπόγειο σταθμό Βικτώρια. Εσένα δεν σε άγγιξε κανείς καθώς γυμνός - Αδάμ γυρνούσες σε ξένη γη μακριά μας από μας απ’ το δικό μας είδωλο με δύναμη εφήμερη λαού και με επιδιώξεις πνευματικές και προπάντων αγνοώντας μας εμάς που ως πρέπει στη δική μας ιστορία τα είχανε εκ των προτέρων κανονίσει. Και τον ωραίο είχαμε εις την ψηλή οικογένειά μας αλλά και τον Κάλι ολόκληρο στο σπίτι μας. Εσύ δεν φρόντισες ποτέ για μας όπου τσιγγάνοι βασιλιάδες και πρίγκιπες εμείς είμαστε φορεία του επερχόμενου χρόνου σου. Τώρα οι ορεινοί σου δίνουνε περίθαλψη και δεν υπάρχει m a το San - Diago όπου από εβδομάδες κατεβαίνεις και προσπαθείς πέντε φορές να ζήσεις.
55
ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΜΑΣ
Ν α πυρπολείς τις πιο καλές και τις χρωματιστές ελπίδες των να καις ν ’ ανάβεις τους πυραύλους και μη φοβάσαι ότι μπορούν να κάνουν τίποτα με συγκεντρώσεις του νου ή στις πλατείες. Να σπέρνεις το θανατερό χιτώνιο σ’ αραβικές εκτάσεις και σ’ Ευρωπαίους κι από το φρούριο το δικό μας να ανάβεις το παλιό κανόνι μας. Πρόσεξε είναι άνθρωποι και θέλουν να στολιστούν μ’ ολόχρυσα για να ποζάρουν σε φωτογράφους και χορούς να στήνουν. Άνθρωποι όπου ζητούν τ ’ αδύνατα τα άπιαστα και τα σοφά ακούνε μόνο για μας — μονάχα για τον κύκλο μας καθώς μας πρέπει από αιώνων.
ΤΟ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦΗ
Κ ράτα το σύστημά μας λιγάκι πιο σκληρό καθώς βουίζει το βουνό και ακούγεται κραυγή παιδιού με τσα - τσα - τσα στη συλλαβή κράτα τον ήχο μέσα του κυκλοφορείς — κράτα τον ήχο μέσα του κράτα τη συλλαβή που είσαι μετέχεις στο επτά αυτό το Ιστορικό του Βυζαντίου στο άλογο των Χριστιανών μετέχεις όμως όχι με γραμμή στη μέση του 7 αλλά όπως του Αντώνιου Ρωμανού στοιχείο 7 χωρίς γραμμή ή όπως των Χριστιανών παρθένων στις εικόνες επτά γραμμένο έτσι:Ί
57
ΤΟ ΞΙΦΟΣ TO ΓΑΛΑΖΙΟ
Α ν κάποιος με Σοφία Μεγάλη με γοητευτικό Μύρο ανοίξει τη σφραγίδα την όπου σφράγισαν — εμείς και οι γέροντες και δεν ανήκει στους εκλεκτούς αλλά έτσι στον λαϊκό συνηθισμένο το λαό των Αστουρίων — μη φοβηθείς ότι κρατά κάτι από εμάς ή ότι θα συνεχίσει πορευόμενος γιατί το μύρο της σοφίας στο λαό τοποθετείται στο μποντουάρ και στους καθρέπτες και κοιμίζει τον όπου μέσα του δεν έχει ό,τι εμείς: το ξίφος το γαλάζιο της αρχής καθώς οι πρώτοι άνθρωποι κινούσαν.
58
ΣΕ ΔΙΑΔΟΧΟ
Τώρα να προσέξεις σ’ αυτό το σημείο είχαν φτάσει άλλοτε. Δεν γνώριζαν τι έγινε τι προηγήθη και προχωρούσαν διασκεδάζοντες. Εσύ όμως με τόση πείρα πριγκίπων μη στους λαούς μη λες τι το συγκεκριμένο τι το πραγματικό. Μην κουβεντιάζεις με τον όχλο. Μα κράτησε το αυστηρό βλέμμα του άρχοντα του μοναχού με τα χρυσά διαδήματα αυτού που το βιβλίο γράφτηκε τότε που όλα τα ’ζησε και τα είδε — μα που τα πλήρωσε όλα — τα καμώματα της υπηρέτριας Ειρήνης τα άλλα πλέον λαϊκά Ελένης και ονομάτων ηχηρών Πρίγκιψ και Γοδεφρίγο. Τώρα σ’ αυτό το σημείο αφού έφτασες και συ θα πει πως δε γινότανε αλλιώτικα δεν γίνεται — δεν μπορεί να γίνει. Κι όχι αυτά που γράφανε δήθεν — για σοβαρούς όπου δεν διακρίνουν — βιβλίο που το ξέρουμε κι οι δυο μας. 59
ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ
Α χ Άρτεμις ποιος πάλι μας χτυπά την υψηλή μας Πύλη ν ’ ανοίξουμε. Κάποιος ίσως νεοσσός που ξεπορτίστηκε κι από πεσμένη κολόνα που ήταν και αβάτελος θα θέλει να γραφτεί στην οικογένειά μας νομίζοντας ότι είναι σύλλογος φιλόπτωχος για πρόσφυγες. Πες του με ευγένεια πάντα ότι δεν τον δεχόμαστε να έμπει στο άβατο σπίτι μας γιατί δεν είναι για προποζίτο ιππότες μα ούτε και φράγκοι να ’τανε. Έστω κι αν είναι νέος ωραίος και παλιά θεός σαν τον Αντίνοο δεν δέχομαι και έχω δώσει αυστηρές διαταγές στα γερά τείχη κι υπηρέτες να διώχνουν τα καλογεράκια από τ’ ασκηταριό ας έχουν έστω λειτουργιές φρύξες και τα λιβάνια. Κρατήστε σας παρακαλώ 60
όλους τους αδιάφθορους κανόνες για τους επαίτες και ζητιάνους την υπερούσια υψηλή μας Πύλη και σας ορκίζω στ’ όνομα του Ρωμανού (του Αντώνιου της Δρέσδης) αν παρατυπήσετε να στείλω σ’ όλους γρήγορα τις απολύσεις. Μα αν φανεί και να γυρίζει ο ιππότης του χρυσού αετού με το τετράκλωνο αέτωμα κάντε μια θέση εκεί ψηλά στο βράχο. Και καταλαβαίνετε δεν είναι βράχος της Ακροπόλεως και Παρθενώνων (όπου μας γέμισαν τον τόπο τελευταία) αλλά βράχος υμέναιου του δεύτερου αρχιτέκτονα κι όχι Ικτίνου.
61
ΝΕΟ ΑΡΚΑΔΙ
Έ ν α πιο αντίθετο πιο σκληρό για τον Βίωνα των δρόμων. Προσπαθεί να μας πει τις σοφίες του με εικόνες — και τα άλλα Και φτάνοντας στην περιπέτεια μουνουχισμένος από επιθυμίες όπως η παλιά λέξη είχε αντικείμενο δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει. Χωρίς τη γλώσσα της απαίτησης ο συρφετός του σέρνεται από άνθρωπο σ’ άνθρωπο χωρίς πίστη για σώμα ή πράγμα διηγείται περιπέτειες τυχαίες και τώρα σαν ορεινός σχίζει και περπατά κι είναι κοντά μας με το τρένο του ο Βίων των δρόμων σινεμά και Άσσων ο Μπόμπυ Χοπ ο Μπάριμορ ο Βαλεντίνο και άλλα αγόρια Φορμόζης και ζει εις οδόν Ναυάγιου ή οδόν Αρέθυμνου
62
χωρίς ούτε να ζητά ούτε να θέλει παρά ρουτίνα καλυβόσπιτων και εμπορίου. Αυτόν μη λυπηθείτε καθώς οι φλόγες οι εφτάγλωσσες θα ζώνουν στις οδούς και κάστρα μη λυπηθείτε τις ανύπαρκτες μπούκλες του ούτε τα εμαγιέ κατσαρολάκια του κρεμασμένα σ’ ατέλειωτες ουρές τον ατίθασο τον Πόλλα Νέγρι τον αρχαίο με πορφύρα. Μόνο καθώς θα χάνεται εις τους Ωκεανούς να γράψετε με ζωντανά γράμματα: «Ένας λαός που έζησε και πέθανε στην τάδε ημερομηνία από θεομηνίες και Αρκάδι».
63
L
ΑΙΤΗΣΗ ΚΑ Ι ΜΠΑΡΑΜΠΑΝΤΟΥ Παρακαλώ αναγνώ στη διάβασε τα δύο τελευταία και βγάλε ανήθικο συμπέρασμα για ποιητές και ξιπασμένους πλέον ιππότες.
ΑΙΤΗΣΗ
Δ ώ σε μου από σένα το δώρο θα το στήσω στην οδό Κριεζώτου στην οδό Πανόρμου και στη Λεωφόρο. Δώσε μου. Με λένε Πρίγκιπα Ιονδέρτη. Πρίγκιπα Μορέως και άλλα ονόματα. Δώσε μου το — πάνω στο μαξιλάρι σε μακρύ διάδρομο Ανακτόρων με μαύρο υπηρέτη ή αξιωματικό φρουράς ναυτικού — δώσε ένα — έστω — λοχαγό Κριμαίας ή ό,τι. Με λένε αίτηση — ευπειθέστατος είμαι σε ό,τι είναι σε ό,τι βουίζει εν Αιγύπτω σε ό,τι βουνό όρος γίνεται. Δώσε μου η ώρα είναι 7 και 5. Δεν έχει άλλη διορία. Δώσε μου.
67
Η ΜΠΑΡΑΜΠΑΝΤΟΥ
Η Μπαραμπανχού έβγαλε Ορέσχη και νάχην θέλει οίκο ν ’ ανοίξει. Κι έφερε βαλιχσάκι — πού; — χην αθλία — σχην Ινχερνάσιοναλ οδό. Σκέψου απένανχι σχον πύργο χου δουκός με όλους χους αλιείς μαργαριχαριών και μ ’ όλα χα σέα και μέα. Μας παρισχάνει η Μπαραμπανχού χον άνδρα κι άνοιξε σπίχι νχύθηκε πριγκίπισσα — πέχαξε χα μεχαξωχά — και μπάζει κόσμο και προσκεκλημένους και χι χορούς και χι κρασιά και εβίβα. Μα χι έχει και ο πρίγκιψ ο απένανχι θυμώνει και ζηχά πληροφορίες αν η Μπαραμπανχού έχει ολίγη χσίπα αν κοκκινίζει από νχροπή με σπιχικό και με μπαούλο — πόσο θα κραχήσει. Και βάζει καχασκόπους και ανθρώπους
68
να της το κλείσουν. Μα εκείνη δεν υποψιάζεται τίποτα. Ο πρίγκιψ πλούσιος επιτίθεται· αυτή η νέα Πρίσκιλα με Ορέστη νέο δεν απαντά νομίζει ότι δεν τη βλέπουνε. Στο κάτω κάτω τι αν ο πλούσιος αντίπαλός της τη νικήσει αυτή Μπαραμπαντού ήτανε Μπαραμπαντού θα μείνει και είναι έτοιμη η αθλία να φωνάξει από τώρα: Ε! Μαέστρο ντα - κάπο.
69
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΝΕΑ
Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Α .......................................................................9
1 -8 ......................................................................................................11-32 ΦΟΡΑ
8 2 ......................................................................................... 33
ΦΟΡΑ 8 2 ...............................................................................................35 ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ Ν Ε Ο ............................................................................ 36 ΤΟ ΤΣΑΟΥΤΟΥΓΚ 80- 8 2 ............................................................ 38 ΣΕΠΤΟΙ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ.................................................................... 40 ΑΝ ΕΠΙΜΕΝΕΙ.................................................................................. 43 ΑΝΝΙΒΑΣ ΚΑΙ Ο Χ Ι........................................................................45 ΟΥΤΕ ΑΥΤΟΥΣ.................................................................................47 ΚΡΕΜΛΙΟΙ Ν Ο Β Ι............................................................................. 49 ΓΙΑΡΕΔΑΚΙ......................................................................................... 51 ΙΠΠΟΤΗΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ.............................................................. 53 ΠΕΝΤΕ ΦΟΡΕΣ.................................................................................. 54 ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ Μ Α Σ ................. ................................................... 56 ΤΟ ΕΠΤΑ ΓΡΑΦ Η ........................................................................... 57 ΤΟ ΞΙΦΟΣ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ............................................................. 58 ΣΕ ΔΙΑΔΟΧΟ......................................................................................59 ΤΟΥ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ............................................ 60 ΝΕΟ Α ΡΚ Α Δ Ι.................................................................................... 62 Α Ι Τ Η Σ Η Κ Α Ι Μ Π Α Ρ Α Μ Π Α Ν Τ Ο Υ ........................ 65 ΑΙΤΗ ΣΗ ................................................................................................67 Η Μ ΠΑΡΑΜ ΠΑΝΤΟ Υ................................................................... 68
Jj
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ TOY ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ
4 Μ ΑΖΙΝΟ ΦΩΤΟΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΑΤΕΛΙΕ «GA.IL· ΚΑΙ ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΑΦΟΙ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΙ». Η ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΧΡΥΣΟΤΥΠΕΙΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΔΕΤΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΠΥΡΟ ΣΓΑΡΔΕΛΗ ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΤΟΥ 1996 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΙΔΜΩΝ
ISBN 9 6 0 -7 5 4 7 -0 6 -3