Victoria Hislop
Ο Τελευταίος Χορός Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: The Last Dance and other stories «Ο παπάς κι ο παπαγάλος», «Το καφενείο», «Το ζαχαροπλαστείο», «Το περίπτερο», «Ο χασάπης της Καράπολης», «Το μάθημα», «Ο τελευταίος χορός» Copyright © 2012 Victoria Hislop «Ένα σούρουπο στην Κρήτη» © Victoria Hislop (first broadcast in 2008 on BBC Radio 4), «Ένα δέντρο αλλιώτικο» © Victoria Hislop (first published in 2008 in Sunday Express) και «Φλόγες στην Αθήνα» © Victoria Hislop (first published in 2009 in OxTales: Fire) also appeared in the ebook collection One Cretan Evening © 2011 Victoria Hislop This collection copyright © 2012 Victoria Hislop Illustrations copyright © 2012 Quinton Winter © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Eκδόσεις Διόπτρα, 2013 ISBN: 978-960-364-639-6 Μετάφραση: Φωτεινή Πίπη Επιμέλεια – διόρθωση: Αλέξανδρος Φιλίππου Προσαρμογή εξωφύλλου: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα, ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Γιώργος Παναρετάκης Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του
συνόλου του βιβλίου σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. Εκδόσεις Διόπτρα Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι, Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 Dioptra publishing 40, Ag. Paraskevis str., 121 32 Athens, Greece, Tel.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 http://www.dioptra.gr e-mail:
[email protected],
[email protected]
Στη Βάσω Σωτηρίου
Με θερμές ευχαριστίες στους: Έλενα από τον Άγιο Νικόλαο Κρήτης Ian, Emily και William Hislop Ευριπίδη Κωνσταντινίδη David Miller Κώστα και Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου Flora Rees Ζωή Σγουρού Θωμά Βογιατζή
Εισαγωγή Η συγγραφή των διηγημάτων αυτής της συλλογής σηματοδότησε μια αλλαγή πλεύσης για μένα. Αυτή τη φορά, ήθελα να αξιοποιήσω τις καθημερινές μου εντυπώσεις από την Ελλάδα όπως τη ζω σήμερα, παρά να ασχοληθώ ξανά με το παρελθόν της όπως έχω κάνει στα μυθιστορήματά μου. Τα είκοσι πέντε χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα (το πρώτο μου ταξίδι εδώ έγινε το 1976), ήμουν απλώς τουρίστρια και έβλεπα μόνο εκείνες τις πτυχές της χώρας που μου επισήμαιναν ως αξιοθαύμαστες οι ταξιδιωτικοί πράκτορες: τα αρχαία μνημεία, τα μουσεία που έσφυζαν από σπάνια αρχαία εκθέματα, τις χρυσαφένιες παραλίες και τα γραφικά ταβερνάκια με τα χρωματιστά τραπεζοκαθίσματα. Όμως τα τελευταία πέντε χρόνια περνάω αρκετές μέρες ή και βδομάδες κάθε μήνα στην Ελλάδα, έχω αποκτήσει δικό μου σπίτι εδώ και έχω αρχίσει να σχηματίζω μια βαθύτερη αντίληψη της χώρας. Είχα τη μεγάλη τύχη να αποκτήσω πολλούς Έλληνες φίλους και αυτό έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο που βιώνω τη χώρα. Πολλοί από αυτούς τους φίλους μού έλεγαν ότι έβλεπα τη χώρα τους «μέσα από ροζ γυαλιά» κι έτσι, μολονότι εμένα δεν με πείραζε καθόλου αυτό, τους παρότρυνα να μου δείξουν τα πράγματα που εκείνοι
θεωρούσαν πιο αυθεντικά ελληνικά και ενδεχομένως πιο «αληθινά». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ταξιδέψω σε πολλά μέρη της Ελλάδας και να επισκεφθώ πόλεις και χωριά σε αγροτικές ή ημιβιομηχανικές περιοχές, που δεν συμπεριλαμβάνονται στους τουριστικούς οδηγούς. Αυτό που δεν περίμεναν οι φίλοι μου εδώ ήταν να βρω ενδιαφέρον και πηγή έμπνευσης ακόμη και στις λιγότερο προβεβλημένες γωνιές της Ελλάδας – για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, στις αφηγήσεις μου έχω σκόπιμα παραλλάξει ορισμένα τοπωνύμια ή έχω συνδυάσει τα χαρακτηριστικά διαφόρων τόπων σε έναν. Επιπλέον, πέραν του ότι επισκέφθηκα προορισμούς που δεν περιλαμβάνουν οι τουριστικοί χάρτες, ταξίδεψα πολύ και εκτός τουριστικής σεζόν. Η ατμόσφαιρα που επικρατεί σε μια ελληνική πόλη το χειμώνα είναι ίσως το αντίθετο από την ανεμελιά που επικρατεί το καλοκαίρι στα νησιά. Τους χειμερινούς μήνες, η Ελλάδα σού δίνει την αίσθηση μιας εντελώς άλλης χώρας. Πολύ συχνά, οι πηγές έμπνευσης που βρίσκω στην Ελλάδα είναι ακριβώς εκείνα τα σημεία στα οποία διαφέρει από τη δική μου χώρα. Αυτά είναι που ξεχωρίζουν και με εμπνέουν. Εφαλτήριο για ορισμένα από τα διηγήματα υπήρξαν συγκεκριμένες στάσεις ζωής (όπως ο ελληνικός τρόπος
ανατροφής των παιδιών και η δυναμική μέσα στην ελληνική οικογένεια), χαρακτηριστικά ελληνικά θέματα όπως η εκδίκηση ή η μοναδική ατμόσφαιρα, αλλά και η υποβόσκουσα αίσθηση που αποπνέουν ορισμένα χωριά της επαρχίας. Τώρα ξέρω πως οι Έλληνες φίλοι μου είχαν δίκιο. Πράγματι, έβλεπα τη χώρα τους μέσα από ροζ γυαλιά. Όμως ακόμα και με διάφανα, εξακολουθώ να τη βρίσκω απείρως ενδιαφέρουσα και ίσως ακόμα πιο μεγάλη πηγή έμπνευσης απ’ ό,τι πριν. Οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας, πράγματα που ο κόσμος μάλλον παύει να τους δίνει σημασία όταν τα ζει κάθε μέρα, είναι ακριβώς αυτά που εγώ βρίσκω συχνά ότι είναι πιο ενδιαφέροντα, γοητευτικά, περίεργα και άξια αναφοράς. Τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σε αυτή τη συλλογή δεν στερούνται κριτικής στάσης και ομολογώ πως έχω θίξει ορισμένες από τις πιο σκοτεινές όψεις που έχω συναντήσει στη χώρα. Ίσως να τελείωσε πια ο μακροσκελής μήνας του μέλιτος που έζησα με την Ελλάδα. Τώρα έχω προχωρήσει σε ένα νέο επίπεδο σχέσης μαζί της, με περισσότερη γνώση και κατανόηση, με πολύ μεγαλύτερη επίγνωση των ατελειών και μειονεκτημάτων της, αλλά με τον ίδιο πάντα έρωτα που της είχα και πριν.
Είναι αδύνατον να βρίσκεται κανείς στην Ελλάδα σήμερα και να μη βλέπει και αισθάνεται πώς έχει αλλάξει η ζωή για σχεδόν όλο τον κόσμο. Η ανεργία αλλά και ο καθημερινός αγώνας για επιβίωση με δραματικά περικομμένους μισθούς έχουν δημιουργήσει μια διάχυτη αίσθηση αγωνίας και νευρικότητας. Σε ορισμένα από τα διηγήματα υπάρχουν αναφορές στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, χωρίς όμως να έχω εστιάσει σε αυτές. Η εξαιρετική ομορφιά αυτού του τόπου, το πάθος για ζωή, φιλία και μια μορφή φιλοξενίας που δεν έχω συναντήσει όμοιά της σε άλλη χώρα, εξακολουθούν να αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους της Ελλάδας και, παρά την κρίση που διέρχεται τώρα η χώρα, πιστεύω ότι αυτά τα χαρακτηριστικά της δεν θα αλλάξουν ποτέ. Victoria Hislop Μάρτιος 2013
Ο παπάς κι ο παπαγάλος
Ο Σταύρος είχε επιλέξει να μείνει ανύπαντρος. Ήξερε βέβαια πολλούς παπάδες που ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά, ήξερε και μερικούς που είχαν αποκτήσει παιδιά χωρίς να έχουν παντρευτεί ποτέ τους. Όμως στη δική του ζωή υπήρχε ήδη μία γυναίκα την οποία είχε διαλέξει να υπηρετεί πιστά. Κι αυτή ήταν η Παναγία, η Παρθένος Μαρία, η Μητέρα του Θεού. Είχε έρθει στο Νεοχώρι πριν από ένα χρόνο για να βοηθήσει τον παπα-Αποστόλη, έναν ογδοντάρη γέροντα που είχε υπηρετήσει ως πνευματικός του χωριού για πάνω από πενήντα χρόνια. Κι όταν εκείνος πέθανε, η θλίψη των χωριανών ήταν μεγάλη, όμως ο Σταύρος αποδείχτηκε επάξιος διάδοχός του. Στην ενορία του ανήκε το κεφαλοχώρι με σχεδόν τετρακόσιες ψυχές, καθώς και τρία γύρω χωριουδάκια με δικό του ξωκλήσι το καθένα. Το σπίτι του παπά ήταν χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου στις παρυφές του χωριού, δυο λεπτά με τα πόδια από την κεντρική εκκλησία. Χάρη στην ανεμπόδιστη θέα που πρόσφερε το ύψωμα, από εκεί διακρίνονταν σπαρμένες στην κοιλάδα από κάτω και οι άλλες μικρότερες εκκλησούλες που είχε στη δικαιοδοσία του. Ο νεαρός παπάς, φρέσκος απόφοιτος της ιερατικής σχολής, δόξαζε τον Θεό γι’ αυτή την ευλογία, να του κληρώσει μια
τόσο γαλήνια ενορία. Πολλές γυναίκες του χωριού ανηφόριζαν συχνά-πυκνά το μονοπάτι για το σπίτι του παπά. Φρόντιζαν πάντα να του προμηθεύουν ζεστά πιάτα φαΐ και βάζα με σπιτικές μαρμελάδες, και πολύ ευχαρίστως θα του πρόσφεραν και την παρέα τους, όμως εκείνος απέφευγε τις επαφές που θα μπορούσαν να παρερμηνευτούν ως φιλικές. Στα περισσότερα επαρχιακά μέρη, οι γυναίκες ήταν διπλάσιες από τους άντρες. Μόνο γυναίκες έβλεπες στα κατώφλια των σπιτιών, γυναίκες στην αγορά, γυναίκες και στα χωράφια να σκάβουν τη γη ή στο δάσος να μαζεύουν ξύλα. Και στο χωριό όπου ζούσε ο παπα-Σταύρος, οι άντρες έμοιαζε να είναι ακόμα λιγότεροι απ’ ό,τι συνήθως. Πέρα από τις κηδείες και τα μνημόσυνα, άντρες έβλεπε μόνο όταν περνούσε έξω από το καφενείο. Τους έγνεφε ή άλλαζε μιαδυο κουβέντες με κάποιον, αλλά δεν σταματούσε ποτέ του να κάτσει μαζί τους. Πάνω στο λόφο, πίσω από το σπίτι του, ο παπα-Σταύρος είχε δικά του μελίσσια. Είχε μάθει την τέχνη της μελισσοκομικής από τη γιαγιά του και, όποτε πήγαινε να επισκεφθεί κάποιον άρρωστο χωριανό, πάντα βαστούσε στην τσέπη του και ένα βαζάκι μέλι, σκούρο σαν πετιμέζι.greekleech.info Το ανακάτευε με κάποια βότανα κι
ένα στύψιμο χυμό λεμόνι από τη λεμονιά του και έφτιαχνε για τον άρρωστο ένα ζεστό, γλυκό, ανακουφιστικό μαντζούνι. Πριν καλά-καλά βγάλει τον πρώτο χρόνο στο πόστο του, οι χήρες του χωριού είχαν εκδώσει την ετυμηγορία τους: αυτός ο νεαρός παπάς είχε, μα το Θεό, θαυμαστές δυνάμεις. Τα κηρύγματά του ενέπνεαν εμπιστοσύνη και οι ψαλμοί του μεταρσίωναν τις ψυχές τους με την αγνότητα της φωνής του, όμως αυτό που πραγματικά εδραίωνε την πίστη τους ήταν η αποτελεσματικότητα αυτού του απλού γιατρικού του. Από γυναίκα σε γυναίκα, η φήμη για τις θεραπευτικές του δυνάμεις εξαπλώθηκε και η εκκλησία του ήταν διαρκώς ολόφωτη από εκατοντάδες αναμμένα κεριά. Εκείνο τον καιρό, το παγκάρι γέμιζε διαρκώς και χρειαζόταν άδειασμα κάθε βδομάδα και οι προμήθειες σε κεριά έπρεπε να ανανεώνονται κάθε τρεις και λίγο. Ο παπα-Σταύρος φάνταζε στα μάτια τους σαν θαυματοποιός. Όταν αρρώσταιναν οι άντρες του χωριού προτιμούσαν να παίρνουν ένα άλλου είδους φάρμακο. Αυτοί γιάτρευαν τους πόνους και τις αρρώστιες τους με τη ρακή, που η σπίθα της έκαιγε όλα τα μικρόβια, και κορόιδευαν τις γυναίκες που πίστευαν στο γιατρικό του παπά. Στο κάτω-κάτω, νερό και μέλι ήταν. «Ιερό μαντζούνι – πού ακούστηκε τέτοιο πράγμα;» έλεγαν
γελώντας. «Δε βαριέσαι. Κακό δεν κάνει», έλεγε ένας. «Άμα τους αρέσει, ας το πίνουν», συμφωνούσε άλλος. Ο παπα-Σταύρος είχε μια πυκνή γενειάδα που έκρυβε όλο το κάτω μισό του προσώπου του και κάτω από το καλυμμαύχι του ξεχυνόταν μια κυματιστή χαίτη μαύρα σγουρά μαλλιά που κατέληγε λίγο πάνω από τους ώμους του. Ανάμεσα σε αυτό το δασύτριχο τοπίο, τα μάτια του έλαμπαν σαν ώριμες μαύρες ελιές. Οι ρυτίδες που τα πλαισίωναν ήταν αναπόφευκτες, καθώς τα ζάρωνε διαρκώς αντίκρυ στην έντονη λιακάδα, όμως τα χέρια του φανέρωναν τη νεαρή ηλικία του. Ήταν λεία σαν επιδερμίδα μωρού παιδιού. Τα βράδια, όταν τελείωνε τις επισκέψεις του και ολοκλήρωνε όλα τα ιερατικά του καθήκοντα και στις τέσσερις εκκλησίες, γυρνούσε σπίτι του για να φάει. Τότε ήταν που απολάμβανε περισσότερο τα οφέλη της λατρείας που του είχαν οι γυναίκες του χωριού. Σχεδόν κάθε μέρα έβρισκε να τον περιμένει στο κατώφλι του μια κατσαρόλα φασολάκια ή σούπα ή και κάνα κλέφτικο. Οι γυναίκες περνούσαν το επόμενο πρωί να περιμαζέψουν το σκεύος που του είχαν αφήσει, κι έτσι ο παπα-Σταύρος το είχε συνήθειο να το πλένει και να το αφήνει έξω από την πόρτα του αποβραδίς. Και
αφού έτρωγε, όλο το υπόλοιπο βράδυ του διάβαζε τη μετάφραση των Εβδομήκοντα στο φως ενός γυμνού γλόμπου που κρεμόταν από το ταβάνι, φως πενιχρό ακόμα και για τα νεανικά μάτια του παπα-Σταύρου. Μια μαγιάτικη μέρα, ξέσπασε στο χωριό μια επιδημία που ο παπα-Σταύρος στάθηκε ανήμπορος να δαμάσει. Το σχολειό του χωριού, ένα δωμάτιο όλο κι όλο, όπου συνωστίζονταν είκοσι πέντε μαθητές, παρείχε το ιδανικό περιβάλλον για τη διάδοση της αρρώστιας. Η κυρία Μανάκη, η καινούρια δασκάλα, παρατήρησε πως τρία αδέρφια είχαν εμφανίσει εξάνθημα και τους πρότεινε ευγενικά να μην έρθουν στο σχολείο την επόμενη μέρα. Ήταν νέα και άπειρη, κι έτσι δεν αντέδρασε όσο άμεσα χρειαζόταν. Κανονικά θα έπρεπε να φωνάξει αμέσως τη μητέρα των παιδιών για να τα πάρει από το σχολείο, όμως αυτές οι παραπάνω ώρες που έμειναν εκεί ανάμεσα στα άλλα έδωσαν την ευκαιρία στον ιό να σαρώσει. Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο, η ιλαρά είχε θερίσει το σχολείο σαν πανούκλα και την επόμενη μέρα έλειπαν οι μισοί μαθητές από την τάξη. Η Κατερίνα Μανάκη αναγκάστηκε να κλείσει το σχολείο, όμως φρόντισε επιμελώς να δώσει σε κάθε υγιές παιδί μερικές ασκήσεις για το σπίτι και ένα βιβλίο για να διαβάσει. Τα παιδιά άρχισαν να συνέρχονται με τον καιρό, όμως λίγο
πριν επιστρέψουν στο σχολείο για το τελευταίο τρίμηνο του έτους, η δασκάλα παρατήρησε ένα ανησυχητικό εξάνθημα στο δικό της στήθος. Επί μία εβδομάδα υπέφερε μόνη της στο σπίτι της, με υψηλό πυρετό και εξανθήματα σε όλο της το σώμα. Τότε η χήρα γειτόνισσά της κάλεσε ένα γιατρό από μια κοντινή κωμόπολη. Εκείνος την ακροάστηκε με το στηθοσκόπιό του, κοίταξε το λαιμό της, ψηλάφησε τους αδένες της και μετά πήγε στο νιπτήρα να πλύνει τα χέρια του. «Αν δεν συνέλθει σε λίγες ημέρες, θα πρέπει να πάει στο νοσοκομείο», είπε. Τη δέκατη μέρα της αδιαθεσίας της και αφού ο γιατρός τής είχε δώσει τόσα αντιβιοτικά που όχι μόνο μικρόβια αλλά και έναν ολόκληρο άνθρωπο θα μπορούσαν να ξεκάνουν, την επισκέφθηκε ο παπα-Σταύρος. Η Κατερίνα Μανάκη αισθάνθηκε μια λαμπερή δέσμη φωτός να πέφτει πάνω στο κρεβάτι της την ώρα που άνοιξε η εξώπορτα και η λιακάδα πλημμύρισε το σκοτάδι. Στο παραλήρημα της αρρώστιας της, η ξαφνική αναλαμπή τής φάνηκε σαν θεία οπτασία. «Κατερίνα», της ψιθύρισε η γριά γειτόνισσα που βρισκόταν στο προσκεφάλι της. «Ήρθε ο παπάς». Με τη βοήθεια της χήρας και ένα ακόμη μαξιλάρι, η
Κατερίνα ανακάθισε στο κρεβάτι της. Οι κουρτίνες μετρίαζαν το φως μες στο δωμάτιο, όμως η Κατερίνα είδε τον παπά στην άλλη άκρη του δωματίου να ζεσταίνει νερό, να το βάζει σε ποτήρι, να το ανακατεύει με λίγο μέλι και, τέλος, να πασπαλίζει μέσα μερικά βότανα. Της μίλησε πολύ ήπια και της έπιασε το αδύναμο, ιδρωμένο χέρι. Η Κατερίνα ένιωσε τα δροσερά σαν μάρμαρο δάχτυλα και, με το που ήπιε το βάμμα που της έδωσε, σαν να ξεπλύθηκε μαζί και ο πυρετός της. Ο παπα-Σταύρος την επισκεπτόταν κάθε μέρα όλη την υπόλοιπη εβδομάδα. Ήταν λιγομίλητος άνθρωπος, αλλά προσευχόταν σιωπηλά καθισμένος πλάι στο κρεβάτι της με σκυφτό το κεφάλι. Κάθε μέρα ο πυρετός της έπεφτε κι άλλο και το εξάνθημα υποχωρούσε, και σε δυο βδομάδες η Κατερίνα είχε ξανασταθεί στα πόδια της, ευχαριστώντας γι’ αυτό τον Θεό και τον θαυματουργό παπά. Η νεαρή δασκάλα στενοχωρήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι δεν θα την επισκεπτόταν πια ο παπα-Σταύρος αφού είχε ολοκληρωθεί η αποστολή του, όμως χαιρόταν που ανάρρωνε και ένιωθε τις δυνάμεις της να ανακάμπτουν από τη θαλπωρή των πρώτων καλοκαιρινών ημερών. Έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει το δρόμο με αδημονία μήπως φανεί ο παπάς και ένιωσε την ένοχη ελπίδα μήπως αρρωστήσει
κάποια από τις χήρες της γειτονιάς και χρειαστεί τις θεραπευτικές του ικανότητες. Μόλις ανέκτησε επαρκώς τις δυνάμεις της, η Κατερίνα Μανάκη πήγε στην κοντινή πόλη να αγοράσει ένα σφυρήλατο ασημένιο ανάθημα με όψη γυναίκας για να το κρεμάσει πλάι στην εικόνα της Παναγίας. Θα το κρεμούσε με κορδελίτσα ανάμεσα στα δεκάδες άλλα ασημένια τάματα που είχαν αφήσει οι πιστοί στην εκκλησία ως ικεσίες ή ευχαριστίες που εισακούστηκαν οι προσευχές τους. Άλλα απεικόνιζαν καρδιές, άλλα πόδια, άλλα χέρια – κάθε μέρος του σώματος βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στα τάματα. Υπήρχαν και αρκετές δεκάδες ασημένια μωρά. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, δεν υπήρχε γυναίκα του χωριού που να μην είχε προσευχηθεί στην Παναγία να πιάσει μωρό ή να μην την είχε ευχαριστήσει που είχε φέρει στον κόσμο ένα όμορφο και υγιές βρέφος. Για πρώτη φορά από τότε που είχε έρθει στο χωριό, η Κατερίνα άρχισε να κάθεται σε κάποιο κατώφλι μαζί με τις ηλικιωμένες χωριανές. Τις είδε που κοκκίνιζαν ανεπαίσθητα κάθε που πλησίαζε ο παπάς και χαμήλωναν το βλέμμα τους ντροπαλά στο λιθόστρωτο όταν σταματούσε να τις χαιρετήσει. Και ντράπηκε λίγο όταν συνειδητοποίησε ότι το έκανε κι εκείνη.
«Είναι τόσο όμορφος», είπε μια γυναίκα. «Ναι, λεβέντης», είπε μια άλλη αναστενάζοντας. «Τόσο όμορφα μάτια», είπε μια τρίτη. «Σαν λιωμένη σοκολάτα». Όντας χήρες όλες τους, δεν το έβρισκαν απρεπές να λιμπίζονται τον παπά. Όμως η Κατερίνα κρατούσε τις σκέψεις της για τον εαυτό της, αναλογιζόμενη με λαχτάρα τη μειλίχια φωνή του και τις σιωπηλές προσευχές του στο προσκεφάλι της. Έβλεπε τη σιλουέτα του να ξεμακραίνει και σκεφτόταν πως έμοιαζε με άντρα που ήταν ευτυχής μόνος του, με μοναδική παρέα τον εαυτό του. Παρά τη φαινομενική μοναχικότητά του, όμως, ο παπαΣταύρος δεν αισθανόταν τη μοναξιά που θα αισθάνονταν άλλοι παπάδες στη θέση του. Στην πραγματικότητα, δεν ζούσε μόνος του. Είχε έναν μόνιμο σύντροφο – έναν παπαγάλο, το Νίκο. Ο Νίκος ήταν εγκατεστημένος στο σπίτι πριν έρθει στο χωριό ο νεαρός παπάς. Κάποιοι χωριανοί μάλιστα έλεγαν πως ο παπαγάλος ήταν μέλος της οικογένειας του παλιού παπά, από πριν καν γεννηθεί ο παπαΑποστόλης. Άρα υπήρχαν υπόνοιες ότι το πουλί ήταν
πιθανότατα πάνω από εκατό χρονών. Ο εξαίσιος μπλε-πράσινος παπαγάλος ήταν ένα αγριωπό και κάπως εριστικό πλάσμα. Φύλαγε το σπίτι πιο καλά κι από σκύλο. Κάθε φορά που κάποια χήρα πλησίαζε αθόρυβα ως την πόρτα για να αφήσει φαγητό του παπά, ένα τρομακτικό κρώξιμο από μέσα την ειδοποιούσε πως είχε πλησιάσει παραπάνω από το κανονικό. Γι’ αυτό όλες τους άφηναν τα φαγητά στο κατώφλι. Τριγύρω μαζεύονταν πότε-πότε γάτες, ξετρελαμένες από τη μυρωδιά του κρέατος. Καμιά φορά, κάποια απ’ όλες τους πηδούσε πάνω στο περβάζι και έβλεπε μες στο σπίτι το πουλί να την κοιτάζει με το ένα του μάτι, αλλά μόλις το άκουγαν να κρώζει, οι γάτες σκορπούσαν και εξαφανίζονταν. Ο παπαγάλος ήξερε να λέει και ορισμένες φράσεις. Έλεγε το όνομά του –«Νίκο, Νίκο»–, το όνομα του προηγούμενου ιδιοκτήτη του και τώρα είχε μάθει και το όνομα «Σταύρος». Καμιά φορά έλεγε και «Παναγιά μου», αλλά κανείς δεν ήξερε αν το έλεγε από θρησκευτική ευλάβεια ή ως ευπρεπές επιφώνημα – πάντως ο τόνος του δεν φανέρωνε θεοσέβεια. Ο Νίκος, που από πολλά χρόνια πριν του είχαν ψαλιδίσει τα φτερά, καθόταν όλη μέρα πάνω στην κούρνια του, καταμεσής στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού. Το βράδυ,
όταν ήταν εκεί ο παπάς, ο παπαγάλος κατέβαινε από την κούρνια και πετάριζε άτσαλα από τη ράχη της μιας καρέκλας στην άλλη. Είχε και τη δική του θέση στο τραπέζι και ένα δικό του εμαγιέ πιάτο, όπου του σέρβιρε ο παπα-Σταύρος μισή φέτα ψωμί. Στις παύσεις ανάμεσα στα τσιμπολογήματα του ψωμιού του, ο Νίκος χάζευε τον ιδιοκτήτη του με το κεφάλι του γερμένο από τη μια μεριά και μ’ ένα βλέμμα που μαρτυρούσε κάτι ανάμεσα σε αφοσίωση και αποστροφή. Ο παπάς συνήθως διάβαζε όσο έτρωγε, όμως τις τελευταίες εβδομάδες έμοιαζε αφηρημένος. Χωρίς να αποτελειώσει το φαγητό του, πήρε το πιάτο του και το πήγε στο νεροχύτη. «Νίκο, δεν μπορώ να τη βγάλω από το μυαλό μου», είπε ξεπλένοντας το πιάτο του με κρύο νερό. Δεν είναι πως περίμενε κάποια απόκριση από τον παπαγάλο, όμως εκείνος του αποκρίθηκε, κι αυτό ήταν παρήγορο. «Νίκο! Νίκο! Τι κάνεις; Νίκο!» Ο παπαγάλος έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά και τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες του. Πετάρισε τα φτερά του και αναπήδησε από το τραπέζι στη ράχη μιας καρέκλας, γυρίζοντας την πλάτη του στον παπα-Σταύρο. Προτιμούσε να κάθεται ήδη στην κούρνια του πριν βραδιάσει, και τώρα ήταν
κιόλας δέκα η ώρα. Πριν πάει για ύπνο και ο ίδιος, ο παπα-Σταύρος έπλενε το πρόσωπό του και τα χέρια του στο νεροχύτη της κουζίνας – όταν ήθελε ζεστό νερό, το έβραζε στο γκαζάκι. Μετά ξάπλωνε για να κοιμηθεί στον χτιστό καναπέ που βρισκόταν στην άλλη μεριά του δωματίου. Ποτέ πριν στη ζωή του δεν υπέφερε από αϋπνίες. Κάθε του μέρα ήταν γεμάτη από επισκέψεις, διαβάσματα και προσευχές, κι έτσι τα βράδια έπεφτε για ύπνο κουρασμένος. Όμως τώρα τελευταία είχε αρχίσει να στριφογυρίζει, ανήμπορος να χαλαρώσει. Κι όταν τελικά τον έπαιρνε ο ύπνος τις πρώτες πρωινές ώρες, τα όνειρά του στοίχειωνε η εικόνα της νεαρής δασκάλας και παραμιλούσε όλη νύχτα. Το πρωί, συνήθως τον ξυπνούσε η ανατολή του ήλιου ή η καμπάνα της εκκλησίας – όποιο από τα δύο προλάβαινε πρώτο. Όμως αυτό τον καιρό ξυπνούσε από μόνος του, φωνάζοντας το όνομά της. Αυτός ο βασανισμένος ύπνος που έκανε δεν τον αναζωογονούσε, κι έτσι το πρωί αισθανόταν τόσο κουρασμένος που με πολύ κόπο έφευγε από το σπίτι του. Κι αυτό συνεχίστηκε για κάμποσες εβδομάδες. Εξίσου άστατο ύπνο έκανε και ο Νίκος. Αποκοιμιόταν για
λίγο, αλλά μετά ξυπνούσε κάθε φορά που το αφεντικό του παραμιλούσε δυνατά. Πετάριζε ανήσυχα τα φτερά του, τσιμπολογούσε τα σπόρια στην ταΐστρα του και ταλαντευόταν από πόδι σε πόδι. Οι εβδομάδες περνούσαν και η Κατερίνα Μανάκη όλο και ανακτούσε τις δυνάμεις της. Οι καλοκαιρινές ημέρες είχαν αρχίσει να δροσίζουν και σε λίγο καιρό θα ξεκινούσε πάλι το σχολείο και η Κατερίνα θα στεκόταν μπροστά στην τάξη της, υγιέστατη και πάλι, χαμογελαστή και με τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της πλεξούδα. Τη μέρα πριν αρχίσουν τα σχολεία, η δασκάλα πήγε στο σπίτι του παπά για να του αφήσει μια μερίδα κοτόπουλο και χόρτα βραστά που είχε μαγειρέψει. Καθώς πλησίαζε, πέντ’-έξι σκελετωμένες γάτες σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Και τότε άκουσε πεντακάθαρα κάποιον να φωνάζει το όνομά της: «Κατερίνα! Κατερίνα!» Ο παπάς δεν κλείδωνε ποτέ την πόρτα του σπιτιού του.greekleech.info Έτσι, η Κατερίνα γύρισε το χερούλι, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το σπίτι έμοιαζε άδειο, όμως στο μισοσκόταδο σαν να διέκρινε τη λάμψη ενός ματιού. «Νίκο! Κατερίνα! Νίκο! Τι κάνεις; Τι κάνεις;»
Στην αρχή της κόπηκε η χολή, όμως μετά η νεαρή κοπέλα έβαλε τα γέλια. Το είχε ακουστά πως ο παπάς είχε παπαγάλο. Της το είχαν πει κάποιοι χωριανοί. Όμως ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότι θα ήταν ένα τόσο μεγάλο και εντυπωσιακό πτηνό. Και τότε συνειδητοποίησε πως το πουλί είχε πει το όνομά της. Και χαμογέλασε απορημένη. Καθώς έκανε να φύγει, ξανάκουσε το όνομά της. Αλλά αυτή τη φορά, η φωνή ακούστηκε να έρχεται πίσω από την πλάτη της. «Κυρία Κατερίνα, καλημέρα». Ήταν ο παπάς. «Χαίρομαι πολύ που είστε τόσο καλά ώστε βγαίνετε και περίπατο». Η Κατερίνα καταντράπηκε. Έμεινε να στέκεται καταμεσής του σπιτιού του παπά σαν κλέφτης που τον είχαν πιάσει στα πράσα. «Ναι, είμαι πολύ καλύτερα», του είπε αλαφιασμένη. «Εγώ… να… σας έφερα κάτι, για ευχαριστώ. Γι’ αυτό είμαι εδώ». «Πολύ ευγενικό από μέρους σας. Με ταΐζουν πολύ καλά σ’ αυτό το χωριό», της είπε παίρνοντας το σκεύος από τα χέρια
της. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έτρωγα τόσο καλά». Του φάνηκε παράξενο να στέκεται και να κουβεντιάζει με μια γυναίκα μέσα στο σπίτι του, μια γυναίκα που του πρόσφερε δειλά ένα πιάτο ζεστό φαΐ, με μάτια που σπίθιζαν και μάγουλα κατακόκκινα. «Αλλά ο μόνος λόγος που μπήκα μέσα ήταν που… άκουσα κάποιον να με φωνάζει, κι έτσι άνοιξα την πόρτα και…» «Τι εννοείτε;» «Άκουσα το όνομά μου… Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε». Η Κατερίνα κοκκίνισε πάλι. Ένιωσε πολύ μεγάλη ντροπή. Ένιωσε εκτεθειμένη. Τι εικόνα θα σχημάτιζε τώρα για εκείνην ο παπάς; Ο Νίκος δεν μάθαινε γρήγορα, αλλά έτσι κι έμπαινε κάτι στο λεξιλόγιό του, δεν το ξεμάθαινε με τίποτα. «Τι κάνεις; Κατερίνα! Κατερίνα! Νίκο!» Ο παπα-Σταύρος κοίταξε μια τον παπαγάλο και μια την Κατερίνα. Πώς να της το εξηγήσει αυτό; Πέρα από το όνομά του, το πουλί δεν είχε μάθει άλλη λέξη από τότε που είχε έρθει εκείνος στο χωριό. Ως τώρα, δηλαδή.
Ο παπάς κι ο παπαγάλος κοιτάχτηκαν για λίγο μες στα μάτια. «Νίκο!» του είπε ο παπάς γελώντας. «Δεν το ήξερα πως είχες μάθει καινούρια λέξη». «Τι κάνεις; Τι κάνεις;» «Πολύ καλά, ευχαριστώ», του απάντησε με ένα πλατύ χαμόγελο. Και πολύ θα ήθελε να προσθέσει: «Καλύτερα από ποτέ στη ζωή μου». Όταν γύρισε από την άλλη, ο παπα-Σταύρος συνειδητοποίησε ότι η Κατερίνα είχε κιόλας ξεγλιστρήσει από το σπίτι. Την είδε που είχε ήδη φτάσει στα μισά του δρόμου και έκανε να την ακολουθήσει με γοργά βήματα, να την προλάβει. Δεν είχαν αποχαιρετιστεί. Δεν είχαν πει ένα «γεια». Η κουβέντα τους έμεινε μισή, τα λόγια μετέωρα. Μετά όμως σταμάτησε. Δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί. «Θα της επιστρέψω το πιάτο αύριο», είπε στο πουλί. Κι ο Νίκος έγειρε το κεφάλι του και φούσκωσε με καμάρι τα φανταχτερά μπλε φτερά του.
Το καφενείο
Το καφενείο στην Κούρνια είχε πρωτοανοίξει το 1935. Ο γεροΚυριάκος Αφεντουλάκης είχε πολύ απλά μετατρέψει το μπροστινό δωμάτιο του σπιτιού του σε καφενείο και είχε μετακομίσει την οικογένειά του στον επάνω όροφο. Γέμισε το ισόγειο με τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες και έβγαλε μερικά και στο πεζοδρόμιο απέξω. Τον πάγκο του μπαρ τον έφτιαξε ο μαραγκός της γειτονιάς, με τον οποίο είχε και μια μεγάλη συζήτηση για το αν έπρεπε να φτιάξει και μια πινακίδα για να κρεμάσει απέξω. Τελικά συμφώνησαν πως δεν χρειαζόταν. Και μόνο από τον κόσμο που θα καθόταν στα τραπεζοκαθίσματα θα ήταν αυτονόητο πως «εδώ είναι Το Καφενείο». Το χειμώνα, οι πελάτες κάθονταν μέσα και απολάμβαναν τη θαλπωρή της ξυλόσομπας, ενώ στην ντάλα του καλοκαιριού κάθονταν πάλι μέσα για να ξεκλέψουν μια στάλα δροσιά από τον ανεμιστήρα που στριφογύριζε νωχελικά στο ταβάνι. Έξω από το καφενείο υπήρχε τότε ένας νεαρός πλάτανος που, με τον καιρό, μεγάλωσε και πρόσφερε λίγη ανακουφιστική σκιά. Λίγο-λίγο, η δυνατή ρακή και ο εξαιρετικός καφές που σέρβιρε το καφενείο απέκτησαν φήμη και προσέλκυσαν πελάτες ακόμη και από μακρινά χωριά. Ο γερο-Κυριάκος επένδυσε και σε πέντε-έξι τάβλια και οι άντρες έρχονταν και
κάθονταν με τις ώρες, πίνοντας, καπνίζοντας και παίζοντας τάβλι. Πολύ συχνά, οι μόνες φωνές που ακούγονταν στο μαγαζί ήταν οι κρότοι από τα πούλια στις ξύλινες τάβλες. Η κυρία Αφεντουλάκη και η θυγατέρα τους η Μαρία παρέμεναν στο πίσω δωμάτιο, ένα σκοτεινό κουζινάκι κρυμμένο πίσω από μια δαντελένια κουρτίνα που όλο και σκούραινε, πλένοντας διαρκώς ποτήρια και φλιτζάνια και πιατάκια και τασάκια σε έναν μαρμαρένιο νεροχύτη, με νερό που κουβαλούσαν από τη βρύση στην πλατεία του χωριού. Όταν πέθαναν οι δυο γέροντες, το καφενείο πέρασε στα χέρια της Μαρίας. Χάρη στην προνοητικότητα και στον άψογο σχεδιασμό του πατέρα της, η Μαρία ήταν ήδη αρραβωνιασμένη με έναν πελάτη του καφενείου, τον Στέφανο Πλαγιατάκη. Η προοπτική ανάληψης της επιχείρησης είχε αποδειχτεί πολύ ικανοποιητική προίκα και ο νεαρός Στέφανος πέρασε με μεγάλη χαρά στην άλλη πλευρά του πάγκου και προσαρμόστηκε πολύ γρήγορα στο ρόλο του καφετζή. Η ζωή τους ήταν απλή και τους γέμιζε. Άρεσε και στους δυο τους να συνδυάζουν ζωή, εργασία και κοινωνική συναναστροφή στα ίδια λίγα τετραγωνικά μέρα με τη μέρα. Η Μαρία και ο Στέφανος συνέχισαν να δουλεύουν το
καφενείο έτσι όπως το δούλευαν και οι γονείς της Μαρίας. Η μόνη αλλαγή που έκαναν ήταν που άλλαξαν τη δαντελένια κουρτίνα στο κούφωμα της πόρτας για το κουζινάκι με ένα διαχωριστικό παραβάν από πολύχρωμες πλαστικές ταινίες, πράγμα που διευκόλυνε πολύ την πρόσβαση στο πίσω δωμάτιο. Επιπλέον, τους άρεσε και το οπτικό αποτέλεσμα, καθώς η πολυχρωμία πρόσθεσε μια πινελιά ζωντάνιας στο κατά τα άλλα μουντό μπεζ-καφέ τοπίο του μαγαζιού. Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 που άνθισε ο τουρισμός στο νησί, άνθισαν και οι δουλειές του καφενείου. Η Κούρνια βρισκόταν σε μια καταπληκτική τοποθεσία, ψηλά πάνω σε ένα λόφο με θέα σε όλη τη γόνιμη πεδιάδα από κάτω ως τη θάλασσα, και οι τουρίστες του καλοκαιριού διένυαν με περισσή προθυμία τα σαράντα χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού προκειμένου να πάρουν μια γεύση αυθεντικής κρητικής ζωής και ίσως να αγοράσουν ένα τραπεζομάντιλο με περίτεχνη δαντελένια μπορντούρα βελονάκι, πλεγμένη στο χέρι από κάποια γνήσια νησιώτισσα. Άνοιξαν και κάνα-δυο ακόμα Καφέ στο χωριό, αλλά «Το Καφενείο» βρισκόταν στο καλύτερο σημείο με την καλύτερη θέα. Και ο πλάτανος απέξω είχε μεγαλώσει τόσο που πρόσφερε πια απολαυστική πυκνή σκιά. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, με πατημένα τα σαράντα
της, η Μαρία γέννησε δίδυμα αγοράκια. Στον Μάνο και τον Πέτρο δεν αποκάλυψε ποτέ ποιος από τους δυο τους είχε γεννηθεί πρώτος και η αλήθεια ήταν πως ούτε και η ίδια ήταν πολύ σίγουρη. Μετά τη γέννα, τα μωρά είχαν τοποθετηθεί πλάι-πλάι σε μια κούνια του μαιευτηρίου και, αφού τα σήκωσαν και τα ξάπλωσαν πάλι στην κούνια τους κάμποσες φορές, ούτε οι νοσοκόμες ούτε και οι γονείς ήξεραν πλέον ποιο ήταν ποιο. Ήταν μεγάλη ευλογία για το ζευγάρι τα δύο αγόρια και, με τον καιρό, αποδείχτηκαν και επιπλέον εμπορικό πλεονέκτημα, αφού στα πέντε τους χρόνια κατέβαιναν στο μαγαζί με ασορτί ρουχαλάκια και καθάριζαν τα τραπέζια. Πήγαιναν σχολείο σε μια κοντινή κωμόπολη και ως τα δεκατέσσερά τους χρόνια μιλούσαν κιόλας λίγα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, τόσα όσα τους χρειάζονταν για να ανταλλάξουν λίγες έστω αλλά χαριτωμένες κουβέντες με τους τουρίστες και να πάρουν τις παραγγελίες τους. Παράβγαιναν μεταξύ τους ποιος θα έπαιρνε τα περισσότερα φιλοδωρήματα, αλλά στο τέλος κάθε βδομάδας οι γονείς τους φρόντιζαν επιμελώς να τους μοιράζουν στα ίσα τον συνολικό μποναμά. Στην αρχή διαμαρτύρονταν, αλλά τελικά συνήθισαν και το αποδέχτηκαν. Όταν τα αγόρια τελείωσαν το σχολείο, το καφενείο δεν
φαινόταν να έχει τόση δουλειά ώστε να δικαιολογεί την παραμονή τους στο χωριό. Προς μεγάλη τους απογοήτευση, γιατί και οι δύο αγαπούσαν πολύ το σπίτι τους και το χωριό τους και δεν είχαν καμία διάθεση να φύγουν, πήγαν να μείνουν με τον μεγαλύτερο ξάδερφό τους στην πρωτεύουσα του νησιού. Ο Μάνος έπιασε δουλειά σε ένα κατάστημα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και ο Πέτρος μπήκε στη δούλεψη του ξαδέρφου τους, ο οποίος είχε σουπερμάρκετ. Κάθε καλοκαίρι όμως κρατούσαν την υπόσχεση που είχαν δώσει στους γονείς τους και όλο τον Αύγουστο πήγαιναν στο χωριό και τους βοηθούσαν. Το καφενείο είχε μείνει ίδιο κι απαράλλαχτο. Οι μεσήλικοι πια ιδιοκτήτες του δεν έβρισκαν κανένα λόγο για την παραμικρή καινοτομία αφού στους πελάτες τους άρεσαν όλα έτσι όπως ήταν. Για πολλά χρόνια, το μόνο που άλλαζε ήταν οι τιμές στον τιμοκατάλογο που αναγραφόταν σε έναν μαυροπίνακα, κι αυτό μόνο και μόνο για να ανταποκρίνεται στον πληθωρισμό. Μετά, το 2002, μπήκε στη ζωή τους το ευρώ, φέρνοντας μαζί του κάμποση σύγχυση και αναταραχή. Πέρα απ’ όλα τα άλλα, η έλευσή του απαίτησε και την αγορά νέας ηλεκτρονικής ταμειακής μηχανής. Εκεί που την κουβαλούσε ο Στέφανος για να την τοποθετήσει στο μαγαζί, σκόνταψε στο κατώφλι και έπεσε. Η πτώση του ήταν σοβαρή και ο αγροτικός γιατρός τού συνέστησε να αναπαυτεί στο
κρεβάτι για όσο διάστημα χρειαζόταν. Όταν φάνηκε πως ο πατέρας τους θα παρέμενε στο κρεβάτι για κάμποσο καιρό, με ένα και μόνο τηλεφώνημα της μητέρας τους τα δύο αδέρφια έσπευσαν να προσφερθούν να επιστρέψουν στο χωριό.
wWw.Greekleech.info «Φυσικά και θα γυρίσω να σε βοηθήσω στο καφενείο»,
προσφέρθηκε ο Μάνος. «Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Πέτρος. «Μόνο να κάνω ένα τηλεφώνημα στο αφεντικό...» «Έτσι κι αλλιώς, από το κατάστημά μας απολύεται κόσμος», τον διέκοψε ο Μάνος. «Κι από το δικό μας», είπε ο Πέτρος. Η Μαρία Πλαγιατάκη συγκινήθηκε πολύ από την προθυμία των γιων της να τη βοηθήσουν. Όμως στη λαχτάρα της να γυρίσουν πίσω τα παιδιά της, αντιπαρατέθηκε η μητρική της φιλοδοξία. «Δεν είναι σωστό να εγκαταλείψετε τη σταδιοδρομία σας», τους είπε. «Σε λίγο καιρό θα συνέλθει ο πατέρας σας. Και ως τότε θα τα βγάλω πέρα μόνη μου. Έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πολλή δουλειά αυτή την εποχή του χρόνου».
Ωστόσο, λίγους μήνες μετά, αναγκάστηκε να πάρει πίσω εκείνη την απόφασή της. Φαίνεται πως ο νεαρός αγροτικός γιατρός είχε υποτιμήσει τη σοβαρότητα του τραυματισμού του άντρα της. Εκτός από ένα κάταγμα στο πόδι, ο Στέφανος είχε σπάσει και μερικά παΐδια και ο επίμονος βήχας που τον ταλαιπωρούσε οφειλόταν σε διάτρηση του πνεύμονα. Πράγμα που αποδείχτηκε θανατηφόρο. Μόλις αντιλήφθηκε η Μαρία πόσος λίγος χρόνος απέμενε στον Στέφανο, τηλεφώνησε αμέσως στα παιδιά της και οι δίδυμοι τσακίστηκαν να επιστρέψουν στο χωριό. Έφτασαν και οι δύο ακριβώς την ίδια στιγμή, πάνω στην ώρα για να αποχαιρετήσουν τον πατέρα τους και, στη συνέχεια, να παρηγορήσουν τη χαροκαμένη μάνα τους. Τις σαράντα μέρες που μεσολάβησαν από την κηδεία ως το μνημόσυνο, το καφενείο έμεινε κλειστό για πρώτη φορά στα εβδομήντα χρόνια λειτουργίας του. Η Μαρία ήξερε πως δεν θα μπορούσε πια να δουλέψει και αποσύρθηκε στο σπίτι, στον επάνω όροφο, για να θρηνήσει το χαμό του άντρα της στα σκοτεινά, με κλειστά τα παραθυρόφυλλα. Είχε έρθει καιρός να παραδώσει την επιχείρηση στους γιους της. Τους πρώτους μήνες της επαναλειτουργίας του καφενείου, ο Μάνος και ο Πέτρος κράτησαν το μαγαζί έτσι ακριβώς
όπως το είχαν οι γονείς και οι παππούδες τους. Μετά από λίγο καιρό όμως άρχισαν να συζητούν κάποιες προτάσεις για να το εκσυγχρονίσουν. Έτσι όπως είχαν ζήσει σε μεγάλη πόλη στο μεταξύ, είχαν και οι δυο τους αρκετές φρέσκες ιδέες. Να επεκτείνουν την ποικιλία των ποτών; Να φτιάχνουν και φραπέ; Μήπως και εσπρέσο; Κάθε τους κουβέντα όμως κατέληγε σε διαφωνία, και τους διαπληκτισμούς τους άκουγε από τον επάνω όροφο και η Μαρία Πλαγιατάκη που θρηνούσε στη σιωπή. «Μου φαίνεται πως πρέπει να το περάσουμε ένα χέρι χρώμα». «Δεν του χρειάζεται». «Τότε να πάρουμε μερικά καινούρια έπιπλα;» «Μια χαρά είναι αυτά που έχουμε», απάντησε κοφτά ο Πέτρος. «Ε, το λίγο-λίγο, ας πάρουμε μερικές πλαστικές καρέκλες. Αυτά τα παλιοπράγματα είναι απαρχαιωμένα», φώναξε ο Μάνος, δείχνοντας τις παραδοσιακές ψάθινες καρέκλες που ήταν διάσπαρτες στο μαγαζί. «Και είναι και άβολες».
«Πάντως τους πελάτες δεν τους διώχνουν», γρύλισε ο Πέτρος. «Μια καινούρια καφετιέρα όμως τη χρειαζόμαστε». «Για ποιο λόγο; Αφού όλοι παραγγέλνουν ελληνικό καφέ». «Όχι και όλοι», αντέτεινε ο αδερφός του. Ό,τι κι αν πρότεινε ο ένας αδερφός, ο άλλος διαφωνούσε. Η Μαρία άκουγε τους καβγάδες των δίδυμων χωρίς καν να μπορεί να διακρίνει ποια φωνή ήταν τίνος – και οι δυο φωνές μαζί συγχέονταν σε μια θορυβώδη κακοφωνία. Οι τσακωμοί τους συνεχίστηκαν για πολλές εβδομάδες ώσπου η Μαρία δεν τους άντεχε άλλο. Ακόμη κι όταν έκλεινε τα αυτιά της πιέζοντας από πάνω τις παλάμες της, πάλι κατάφερνε να εισχωρεί ο ήχος από τα μαλώματα των δύο ανθρώπων που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους στον κόσμο. Μια μέρα, όταν πια κόντευε να απελπιστεί, της ήρθε μια ιδέα. Και μέσα σε μια βδομάδα είχε κιόλας καταστρώσει σχέδιο δράσης. Τους μήνες μετά το θάνατο του πατέρα τους, οι δίδυμοι δεν είχαν επιστρέψει καθόλου στο σπίτι του ξαδέρφου τους
για να μαζέψουν τα πράγματά τους. «Αφήστε να κρατήσω εγώ το μαγαζί μια-δυο μέρες κι εσείς πάτε να μαζέψετε τα πράγματά σας», τους είπε η Μαρία. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε ο Μάνος. «Μην ανησυχείς, θα τα καταφέρω μια χαρά», είπε η Μαρία. «Εξάλλου καλό θα μου κάνει μια αλλαγή». «Θα είμαστε πίσω αύριο κιόλας τέτοια ώρα», τη διαβεβαίωσε ο Πέτρος. Η Μαρία Πλαγιατάκη ξεπροβόδισε τους γιους της κι εκείνοι μπήκαν ο καθένας στο αυτοκίνητό του. «Να προσέχετε!» τους φώναξε. «Καλό ταξίδι!» Είχε συσσωρευτεί τόση αντιπαλότητα μεταξύ τους που η μάνα φοβόταν μήπως κοντραριστούν στο δρόμο και πάθουν κανένα ατύχημα. Μόλις τους είδε να στρίβουν με ταχύτητα στη γωνία, η Μαρία ξαναμπήκε μέσα στο καφενείο και σήκωσε το τηλέφωνο. Ήταν εξίμισι το πρωί και δεν είχαν έρθει ακόμα πελάτες στο μαγαζί.
«Καλημέρα, κύριε Βανδή», είπε στο ακουστικό. «Ναι, έφυγαν». Μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε απέξω ένα βαν και από μέσα βγήκαν δύο άντρες. «Σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε», είπε εκείνη χαιρετώντας τους. «Ξέρετε τι πρέπει να γίνει, έτσι δεν είναι;» Μέσα στις επόμενες ώρες, οι δύο μαραγκοί –ο γιος εκείνου που είχε κατασκευάσει τον πρώτο πάγκο του μαγαζιού το 1935 μαζί με τον ανιψιό του– είχαν κιόλας προχωρήσει την εργασία τους με γοργούς ρυθμούς. Τα πάντα ήταν προσχεδιασμένα, κι έτσι η δουλειά τους έβγαινε γρήγορα. Πρώτα απ’ όλα, έχτισαν έναν διαχωριστικό τοίχο ο οποίος διχοτομούσε το καφενείο ακριβώς στα δύο, περνώντας από τη μέση του μπαρ. Κατόπιν άνοιξαν μια δεύτερη είσοδο, ολόιδια με την αρχική. Τέλος, άνοιξαν άλλη μια πόρτα στον πίσω τοίχο και χώρισαν και την κουζίνα στα δύο.
wWw.Greekleech.info
Οι θαμώνες περνούσαν απέξω όλη μέρα και έφευγαν απογοητευμένοι που το καφενείο τους ήταν κλειστό. Όμως η Μαρία ήταν εκεί και τους εξηγούσε. «Είναι η μόνη λύση», τους έλεγε. «Ο πατέρας τους κι εγώ πάντα φροντίζαμε να είναι όλα ίσα μοιρασμένα ανάμεσά
τους», διηγιόταν και σταυροκοπιόταν όταν ανέφερε το μακαρίτη τον άντρα της. «Ό,τι τους δίναμε, το κόβαμε ακριβώς στη μέση, μα σοκολάτες, μα πορτοκάλια, μα κέικ. Έτσι γλιτώναμε πάντα τους τσακωμούς. Και φαίνεται πως το ίδιο πρέπει να κάνω και τώρα». Εκείνο το βράδυ ήρθαν και οι δυο γυναίκες των μαραγκών για να βοηθήσουν και, όσο οι άντρες ξενυχτούσαν βάφοντας τη μεσοτοιχία, οι γυναίκες έπιασαν να διαιρούν το απόθεμα του καφενείου. Ώσπου να γυρίσουν οι δίδυμοι, τα πάντα θα ήταν μοιρασμένα στα ίσα, μέχρι το τελευταίο μπουκάλι ούζο, το τελευταίο φλιτζάνι του καφέ και το τελευταίο κουταλάκι. Στις έξι η ώρα το πρωί, όλα ήταν έτοιμα. Τα αγόρια είχαν πει πως θα γυρνούσαν στις εφτάμισι, πάνω στην ώρα για να ανοίξουν το καφενείο. «Δεν χρειάζεστε και πινακίδες τώρα που είναι δύο τα καφενεία;» ρώτησε ο μεγαλύτερος από τους μαραγκούς. Η Μαρία κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Όταν επέστρεψαν οι δίδυμοι, ο Πέτρος στις εφτά και τέταρτο και ο Μάνος ελάχιστα λεπτά μετά, είδαν αμέσως πως κάτι είχε αλλάξει.
«Έβαλες κι άλλη πόρτα!» αναφώνησε ο Μάνος. «Μία θα είναι είσοδος και η άλλη θα είναι έξοδος;» αστειεύτηκε ο Πέτρος. Η Μαρία δεν είπε τίποτα, παρά μόνο παρακολούθησε το γιο της να δοκιμάζει να ανοίξει την καινούρια πόρτα. Με το που μπήκε μέσα, ο Πέτρος κατάλαβε τι είχε κάνει η μητέρα του. «Δεν είχα άλλη επιλογή», τους είπε εκείνη με σταθερή φωνή. «Για να είμαι δίκαιη, έφτιαξα από ένα καφενείο για τον καθένα σας. Και ξέρω πως θα συμφωνούσε και ο πατέρας σας». Οι δίδυμοι δεν είπαν τίποτα, όμως στα πρόσωπά τους διαγραφόταν φανερά η έκπληξή τους. «Μάνο, το δικό σου είναι αυτό. Πέτρο, το δικό σου είναι εκείνο», πρόσθεσε η Μαρία επιτακτικά και με αλφαβητική σειρά. Τον πρώτο καιρό, κάποιοι πελάτες μπερδεύονταν. Ήταν υποχείρια της συνήθειας και είχαν μάθει να κάθονται στο Καφενείο στην Κούρνια σχεδόν όλη τους τη ζωή. Ωστόσο συνήθισαν αρκετά γρήγορα την αλλαγή και σεβάστηκαν την
επιθυμία της Μαρίας να συχνάζουν εξίσου και στα δύο καφενεία. Κάποιος που καθόταν στην καρέκλα πλάι στην πόρτα όλη του τη ζωή, συνέχισε να κάθεται στην καρέκλα πλάι στην πόρτα, άσχετα αν ήταν διαφορετική καρέκλα και διαφορετική πόρτα από τη μια μέρα στην άλλη. Τις πρώτες εβδομάδες, το σχέδιο της Μαρίας έμοιαζε απόλυτα πετυχημένο. Είχε φροντίσει να μοιράσει τα πάντα ακριβώς στη μέση – ακόμα και ο πλάτανος έριχνε ίση σκιά στα τραπεζοκαθίσματα από τη μια και από την άλλη μεριά. Πολύ σύντομα, ο κάθε γιος προσέλαβε και από ένα άτομο για βοηθό. Μια μέρα, ο Πέτρος έριξε μια ματιά στο καφενείο του αδερφού του και παρατήρησε κάτι. Δίπλα στο ποτήρι του κυρίου Βανδή υπήρχε ένα πιατάκι με ζουμερό χωριάτικο λουκάνικο κομμένο κομματάκια. Ο Πέτρος είδε το χυμό να στάζει λαχταριστός στο σαγόνι του κυρίου Βανδή καθώς κατάπινε μια μπουκιά πριν τσιμπήσει άλλο ένα κομμάτι λουκάνικο με την ίδια οδοντογλυφίδα και το φέρει κι αυτό στο στόμα του. Μετά τον είδε να πίνει μια χορταστική γουλιά μπίρα και να χαμογελάει στον Μάνο που βγήκε έξω για να μαζέψει το άδειο του ποτήρι. «Έξοχο», είπε ο κύριος Βανδής μαζί με ένα ρέψιμο ικανοποίησης. «Φέρε μου άλλη μία».
«Αμέσως!» είπε ο Μάνος και χαιρέτησε με ένα νεύμα τον αδερφό του ο οποίος στεκόταν και κοιτούσε με τα χέρια σταυρωμένα μπρος στο στήθος του. Μετά από λίγο, ο Μάνος ξαναβγήκε από το καφενείο με άλλη μια μπίρα και δίπλα της στο τραπέζι ακούμπησε άλλο ένα πιατάκι. Ο πατέρας τους πάντα επέμενε να δίνει στους πελάτες μόνο λίγα αμύγδαλα ή ελιές από την παραγωγή τους για να συνοδέψουν το ποτό τους. Όμως ο Μάνος ήταν φανερό πως αναβάθμιζε την έννοια του μεζέ σε άλλο επίπεδο. ‘‘Ώστε έτσι’’, σκέφτηκε ο Πέτρος βλέποντας τη στρατηγική του αδερφού του. ‘‘Εξυπνοπούλι’’. Το πιατάκι που είχε σερβιριστεί με τη δεύτερη μπίρα είχε κομματάκια φέτα και αγγούρι, πασπαλισμένο όμως με χοντρό θαλασσινό αλάτι που οι κρύσταλλοί του άστραφταν ίσαμε εκεί που στεκόταν ο Πέτρος. Γι’ αυτό καθόταν εκεί με τις ώρες ο κύριος Βανδής. Παράγγελνε μόνο μπίρα, αλλά έτρωγε και μεζέ. Και επιπλέον, η αλμύρα του λουκάνικου ή του αλατιού στο αγγούρι τού έφερναν δίψα κι έτσι παράγγελνε κι άλλη μπίρα για να τη σβήσει. Ο κύκλος της δίψας και του ξεδιψάσματος ήταν μια έξυπνη παγίδα που εύκολα παράσερνε τον πελάτη.
Μέσα σε λίγες μέρες είχε υιοθετήσει την ίδια τακτική και ο Πέτρος, αλλά τα δικά του συνοδευτικά πολύ σύντομα έγιναν ακόμα πιο πλουσιοπάροχα. Σέρβιρε κόκκινες πιπεριές μαριναρισμένες σε κρασί και λάδι, τηγανητά κολοκυθάκια πασπαλισμένα με ρίγανη, κεφτεδάκια γαρνιρισμένα με σάλτσα γιαουρτιού, ακόμα και λαχταριστά μυζηθροπιτάκια με σπιτικό φύλλο. Κι όλα αυτά, κερασμένα από το καφενείο. Μη θέλοντας να υστερήσει σε τίποτα, ο Μάνος άρχισε να αντιγράφει όλα τα πιάτα του αδερφού του. Δεν ήταν δα δύσκολο πράγμα. Σε ανύποπτες στιγμές άπλωνε το χέρι του παραβιάζοντας το νοερό σύνορο ανάμεσα στα εξωτερικά τραπεζοκαθίσματα των δύο καφενείων και τσιμπούσε κρυφά κάνα αποφάγι που είχε αφήσει κάποιος πελάτης. Μετά το ανέλυε μέσα στην κουζίνα του. «Ούζο!» αναφώνησε θριαμβευτικά απευθυνόμενος στη Μάγδα, τη γυναίκα που τον βοηθούσε. «Αυτό έχει προσθέσει σ’ αυτή τη συνταγή». Μόλις είχε δοκιμάσει ένα τόσο δα κομματάκι από σαρικοπιτάκι με μέλι και είχε αισθανθεί μια υποψία γλυκάνισου στον ουρανίσκο του, ένα συστατικό που του έδινε μια πολύ ιδιαίτερη γεύση. «Γι’ αυτό πάει τόσος κόσμος στο μαγαζί του. Είναι πεντανόστιμο. Πρωτότυπο». «Μην ανησυχείς, Μάνο, θα βρούμε κι εμείς κάτι καινούριο», τον διαβεβαίωσε η Μάγδα.
Μέχρι τότε, ο Μάνος είχε το νου του στο να παραβγεί με τον αδερφό του στους μεζέδες που σέρβιρε με τα αλκοολούχα ποτά. Όμως ο Πέτρος άρχισε να φτιάχνει και γλυκίσματα για να σερβίρει με τους καφέδες. Αυτός θα ήταν άλλος ένας πόλος έλξης για τους πελάτες. Άρχισε, λοιπόν, να σερβίρει με τον ελληνικό καφέ ένα λαχταριστό λουκούμι πασπαλισμένο με μπόλικη ζάχαρη άχνη. Μάλιστα ήταν τόσο μεγάλη αυτή η λιχουδιά που έφτιαχνε με τα χέρια της η Όλγα, η βοηθός του Πέτρου, που κόντευε να ξεπεράσει σε μέγεθος το φλιτζανάκι του καφέ. Η γλύκα από το λουκούμι λίγωνε τους πελάτες και, με τον δεύτερο καφέ που παράγγελναν αναπόφευκτα, ο Πέτρος τους σέρβιρε ένα κομμάτι φρεσκοψημένο μπακλαβά με ένα σβόλο λιωμένη σοκολάτα πάνω-πάνω. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα αδέρφια φούντωνε προς όφελος των πελατών – αν και όχι απαραίτητα προς όφελος των ιδιοκτητών. Ο Μάνος και ο Πέτρος ξενυχτούσαν στις κουζίνες τους, πλάι-πλάι αν δεν τους χώριζε η μεσοτοιχία, προσπαθώντας να εμπνευστούν όλο και πιο νόστιμους μεζέδες, όλο και πιο λαχταριστά γλυκά. Βδομάδα τη βδομάδα, ο αριθμός των πελατών σε κάθε καφενείο παρέμενε ακριβώς ίσος.
Όταν έφτασε το καλοκαίρι, ο Πέτρος είχε μια καινούρια ιδέα. Ήξερε πως στους τουρίστες άρεσαν τα κοκτέιλ και σκέφτηκε πως αν κατάφερνε να προσελκύσει τους νεαρούς παραθεριστές, αυτό θα του έδινε το προβάδισμα έναντι του αδερφού του. Επί μία εβδομάδα, τις λιγοστές ώρες που παρέμενε κλειστό το καφενείο, ο Πέτρος πειραματιζόταν με διάφορες μείξεις και δοκίμαζε τις συνταγές του. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, οι πρώτοι τουρίστες διέδωσαν το νέο στους υπόλοιπους και όλο και περισσότερος κόσμος από τα γύρω θέρετρα άρχισε να καταφθάνει για να πιει το ποτό του. Βλέποντάς τους να κάθονται εκεί με τα τεράστια ποτήρια τους με τα πολύχρωμα φανταχτερά ποτά στο χέρι, ο Μάνος άρχισε να καταστρώνει το δικό του σχέδιο. «Δεν θα είναι δα κάτι δύσκολο», είπε στη Μάγδα. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι μερικές χάρτινες ομπρελίτσες και λίγα ψιλοκομμένα φρούτα και μπορώ να κάνω κι εγώ το ίδιο». Σε λίγες μέρες είχε φτιάξει κι αυτός το δικό του μενού με κοκτέιλ. Κάποια από τα ποτά που σέρβιρε ο Πέτρος είχαν τολμηρά ονόματα, όπως «Σεξ ον δε μπιτς». Όμως τα ονόματα των κοκτέιλ του Μάνου ήταν ακόμα πιο
σκανδαλώδη. Είχε δει πώς κρυφογελούσαν και κοκκίνιζαν από την έξαψη όταν παράγγελναν το ποτό τους κάποιες νεαρές κοπέλες που έρχονταν από το κοντινό ξενοδοχείο. Το μενού των κοκτέιλ ήταν μόνο στα αγγλικά κι έτσι ήξερε πως δεν θα θίγονταν οι γηραιότεροι χωριανοί που μιλούσαν μόνο ελληνικά. Αυτοί δεν θα έπαιρναν είδηση τι σήμαιναν τα γαργαλιστικά ονόματα των κοκτέιλ με τα σεξουαλικά υπονοούμενα. Ο Πέτρος ανταπέδωσε τα πυρά καθιερώνοντας ένα «Χάπι Άουερ», δηλαδή ένα χρονικό διάστημα μέσα στη μέρα που τα ποτά σερβίρονταν μισοτιμής. Κι έτσι μαινόταν ο πόλεμος αναμεταξύ τους από βδομάδα σε βδομάδα και από μήνα σε μήνα.
wWw.Greekleech.info
Πάντως τα δύο καφενεία εξακολούθησαν να συγκεντρώνουν ίσο αριθμό πελατών. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και στα δύο και το καθένα τους έκανε πια τζίρο μεγαλύτερο απ’ ό,τι έβγαλε ποτέ το παλιό καφενείο με τη διπλάσια έκταση. Η Μαρία Πλαγιατάκη χαιρόταν γι’ αυτό, όμως συνέχιζε να στενοχωριέται που ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εξίσου αγαπημένους της γιους εξακολουθούσε να φουντώνει σαν φωτιά που έκαιγε μες στα στήθη τους. Από την ημέρα που είχαν γυρίσει και είχαν βρει το καφενείο χωρισμένο στα δύο, δεν είχαν μιλήσει οι δυο
τους. Η Μαρία ήταν ικανοποιημένη που τουλάχιστον τώρα τα δύο αδέρφια είχαν αρκετά χρήματα ώστε να νοικιάζουν σπίτια στις δύο αντίθετες άκρες του χωριού. Όταν κόπασε η τουριστική κίνηση και μαζεύτηκαν τα άσεμνα μενού των κοκτέιλ, ο Μάνος αποφάσισε να ευπρεπίσει λίγο το καφενείο του. Τώρα που πλησίαζε ο χειμώνας, οι πελάτες του θα περνούσαν περισσότερη ώρα στο εσωτερικό του μαγαζιού. Όταν είχε βάψει το μαγαζί ο Κυριάκος Αφεντουλάκης, το μόνο χρώμα που είχε μπορέσει να προμηθευτεί ήταν ένα μουντό κρεμ που με τα χρόνια είχε κιτρινίσει από τη νικοτίνη και την πολυκαιρία. Ο Μάνος ξαγρύπνησε όλη νύχτα και με έναν κουβά άσπρη μπογιά και ένα ρολό εξαφάνισε όλους τους λεκέδες από τους τοίχους. Έβαψε μπλε τον πάγκο του μπαρ και πήρε την απόφαση να βάφει μπλε δύο καρέκλες κάθε βράδυ ώσπου να τις κάνει όλες ασορτί. Το αποτέλεσμα ήταν εκθαμβωτικό. Ο χώρος μεταμορφώθηκε. Ήταν λες και είχε διπλασιαστεί το εμβαδόν του μαγαζιού. Την επόμενη κιόλας μέρα, έκανε το ίδιο και ο Πέτρος, όμως εκείνος διάλεξε ένα πράσινο φιστικί για το μπαρ και τις καρέκλες. Στους κάτασπρους τοίχους κρέμασε μερικούς ωραίους πίνακες με μοντέρνα ζωγραφική.
Σε κάποιους από τους ηλικιωμένους πελάτες δεν άρεσαν αυτές οι καινοτομίες, όμως μετά από λίγο καιρό αποδέχτηκαν αυτές τις αλλαγές. Έτσι κι αλλιώς, τα σημαντικά γι’ αυτούς τώρα πια ήταν το ελιόψωμο και τα λαχταριστά κομμάτια απάκι που είχαν μάθει να προσδοκούν σαν κέρασμα με τα ποτά τους. Όταν έφτασε ο Απρίλης, οι δίδυμοι είχαν έναν ολόκληρο χρόνο να μιλήσουν μεταξύ τους. Στο μνημόσυνο των δύο χρόνων από το θάνατο του πατέρα τους, η Μαρία κοιτούσε λυπημένη τους δυο πολυαγαπημένους γιους της να στέκονται πλάι-πλάι αμίλητοι. Πρώτα της είχε ραγίσει την καρδιά ο χαμός του άντρα της και τώρα της τη ράγιζε η χολή ανάμεσα στους γιους της. Έφτασε κι ο Μάης και μαζί του γλύκανε ο καιρός τα βράδια. Ο Μάιος ήταν ο τέλειος μήνας – ο καιρός ήταν καλός, αλλά ο τόπος δεν κατακλυζόταν ακόμη από τους τουρίστες του καλοκαιριού. Ένα βράδυ, το πρώτο του χρόνου που όλος ο κόσμος καθόταν έξω, ένας ξένος στο χωριό πήγε και κάθισε σε μια από τις φρεσκοβαμμένες πράσινες καρέκλες του μαγαζιού του Πέτρου. Σε λίγο άρχισε να κουβεντιάζει και να γελάει με κάποιους από τους θαμώνες του καφενείου.
Ακουμπισμένη όρθια στην καρέκλα του είχε μια θήκη μουσικού οργάνου. «Παίζεις;» τον ρώτησε ένας από τους πελάτες. «Ναι», απάντησε εκείνος. «Αυτό το όργανο είναι η ζωή μου. Γι’ αυτό δεν το αποχωρίζομαι ποτέ». Ο ξένος άνοιξε τη θήκη και έβγαλε από μέσα τη λύρα του. Κούρδισε το ένα κλειδί κατά ένα ημιτόνιο περίπου και άρχισε να παίζει. Όλοι οι πελάτες του μαγαζιού έπαψαν να μιλούν, ακούμπησαν πίσω στις καρέκλες τους και αφουγκράστηκαν, μαγεμένοι από τη μουσική. Για σχεδόν μισή ώρα το δοξάρι του λυράρη γλιστρούσε από τη μια μελωδία στην άλλη και, όταν σταμάτησε για να κάνει ένα μικρό διάλειμμα, είδε πως είχαν έρθει κοντά του άλλοι δύο άντρες, ένας με το λαούτο του και ένας με νταουλάκι. Τους χαμογέλασε και αμέσως έπιασε να παίζει ένα παραδοσιακό κομμάτι που ήξεραν όλοι τους. Ο κόσμος άρχισε να χτυπάει παλαμάκια. Αμέσως μετά, τράβηξαν πίσω τις καρέκλες και τα τραπέζια για να κάνουν χώρο γύρω από τους μουσικούς και κάποιοι από τους νεότερους άντρες σηκώθηκαν να χορέψουν. Πιάστηκαν σε
ημικύκλιο που άρχισε να περιδινείται, αργά στην αρχή κι έπειτα όλο και πιο γρήγορα. Η μουσική έριχνε τα σύνορα. Ο Μάνος στεκόταν με τα χέρια σταυρωτά μπροστά στο στήθος του και παρατηρούσε τον ξένο. Όταν πρωτοήρθε, είχε κάτσει στο καφενείο του Πέτρου, όμως τώρα ο Μάνος δεν ήταν πια τόσο σίγουρος ποιανού πελάτης ήταν. Σαν να αιωρούνταν κάπου ανάμεσα και σε κανένα από τα δύο. Και ο Πέτρος τον κοιτούσε. Ο λυράρης, παρότι απορροφημένος στη μουσική του, αγκάλιασε με τη ματιά του τη σκηνή και χαμογέλασε. Παρατήρησε την ομοιότητα ανάμεσα στους δυο μαγαζάτορες, οι οποίοι ξεχώριζαν μόνο από το διαφορετικό χρώμα που είχαν τα πουκάμισά τους. Μαλλιά και μουστάκι ήταν ίδια, κουρεμένα με τον ίδιο τρόπο. Σε μια ανάσα ανάμεσα σε δυο κομμάτια, ο λυράρης σήκωσε το ποτήρι του πρώτα προς τον Πέτρο και μετά προς τον Μάνο. Εκείνη την όμορφη βραδιά, η μουσική απλώθηκε παντού και ο κύκλος των χορευτών απλώθηκε πέρα από τα όρια των καφενείων ώσπου βγήκε στο δρόμο. Οι παγωμένες μπίρες και τα δροσερά καραφάκια της ρακής έρεαν όλη νύχτα και από
ένα ανοιχτό παράθυρο του επάνω ορόφου παρακολουθούσε η Μαρία Πλαγιατάκη. Το πρωί, όταν το γλέντι είχε τελειώσει και ο λυράρης είχε πάρει τη στράτα του, οι καρέκλες ήταν ανάκατες. Οι μπλε ήταν εκεί που το προηγούμενο βράδυ ήταν οι πράσινες, και οι πράσινες είχαν μπερδευτεί με τις μπλε. Μέσα σε μια βδομάδα, η μεσοτοιχία είχε γκρεμιστεί.
Φλόγες στην Αθήνα
Πηγή έμπνευσης γι’ αυτό το διήγημα ήταν οι βίαιες διαδηλώσεις που έγιναν στην Αθήνα στα τέλη του 2008.
Η Ειρήνη διέσχιζε βιαστική τα ήσυχα στενά της Πλάκας και τα τακούνια της αντηχούσαν στο μάρμαρο. Ο ήχος από το εκτεθειμένο μέταλλο πάνω στις αρχαίες πλάκες τρυπούσε ανατριχιαστικά τα τύμπανά της, όμως δεν προλάβαινε να πάει στον τσαγκάρη αυτό τον καιρό. Αθλητικά δεν ήταν σωστό να φορέσει σήμερα, κι αυτά τα ψηλοτάκουνα ήταν το μόνο ζευγάρι παπούτσια που είχε και ήταν ταιριαστό με το καλό πράσινο παλτό της. Σε αυτό το αρχαίο κομμάτι της Αθήνας, οι μαγαζάτορες, με περίσσια αισιοδοξία, είχαν βγάλει πάλι έξω στα πεζοδρόμια από το πρωί τα συρμάτινα εκθετήρια με τις σκονισμένες καρτ ποστάλ, δίχως να τους νοιάζει που οι τουρίστες του καλοκαιριού είχαν αραιώσει από καιρό και το πιο πιθανό ήταν να μην πουλήσουν πάνω από τέσσερις-πέντε όλη ημέρα. Αυτοί εξακολουθούσαν να εκθέτουν τα μπλουζάκια με τον Παρθενώνα, τις αφίσες με τα ρητά του Αριστοτέλη και χάρτες των νησιών, κι ας ήξεραν πως τα ακριβά αντίγραφα των μουσειακών εκθεμάτων στα μαγαζιά τους θα μάζευαν σκόνη απούλητα για κάμποσο καιρό. Της Ειρήνης της άρεσε πολύ να περιδιαβαίνει αυτή τη συνοικία. Στα μάτια της φάνταζε ολοκαίνουρια και δεν χόρταινε να περιφέρεται στα στενά δρομάκια της που θα την οδηγούσαν στο κέντρο με τις πλατιές λεωφόρους.
Γιόρταζε η νονά της εκείνη τη μέρα και η Ειρήνη πήγαινε να τη συναντήσει σε ένα από τα εμβληματικά Καφέ της Αθήνας, το Ζόναρς. «Μην ξεχάσεις να της πάρεις λουλούδια», της είχε γκρινιάξει η μητέρα της στο τηλέφωνο το προηγούμενο βράδυ. «Και μην αργήσεις στο ραντεβού σας». Ακόμη και από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, από το Κιλκίς, οι γονείς της υπαγόρευαν και την τελευταία λεπτομέρεια της ζωής της και η Ειρήνη, υπάκουη όπως πάντα, είχε ακολουθήσει τις οδηγίες και κουβαλούσε μαζί της μια περίτεχνα διακοσμημένη ανθοδέσμη από γαρύφαλλα. Οι δρόμοι ήταν πολύ ήσυχοι εκείνο το πρωινό και μόνο όταν είδε διάσπαρτες ομάδες αστυνομικών να στέκονται σε πηγαδάκια κουβεντιάζοντας, καπνίζοντας και μουρμουρίζοντας στους ασυρμάτους τους θυμήθηκε η Ειρήνη το λόγο που είχε διακοπεί η κίνηση των οχημάτων σε ορισμένες κεντρικές αρτηρίες της πόλης. Εκείνη την ημέρα θα γινόταν διαδήλωση. Η κυκλοφορία είχε εκτραπεί έγκαιρα από το κέντρο. Η ατμόσφαιρα ήταν αλλόκοτα γαλήνια. Επιτέλους, ούτε ανυπόμονα κλάξον αυτοκινήτων ακούγονταν ούτε τα ουρλιαχτά από τα μηχανάκια έσκιζαν τη σιωπή. Αν αφουγκραζόσουν, άκουγες τις πλάκες των πεζοδρομίων να ανασαίνουν. Πολύ σπάνια ήταν τόσο άδειοι οι δρόμοι του
κέντρου. Είτε ήταν τέσσερις το μεσημέρι είτε τέσσερις τα χαράματα, πάντα υπήρχαν ουρές αυτοκινήτων που μάρσαραν στα φανάρια αδημονώντας να ξεκινήσουν. Μόνο οι διαδηλώσεις ήταν ικανές να ανακόψουν την κίνηση στην Αθήνα. Ώσπου να φτάσει η Ειρήνη στον προορισμό της, στην οδό Πανεπιστημίου, είχε κιόλας αρχίσει να ακούει ένα μακρινό βουητό. Είδε την αστυνομία να κινητοποιείται – οι αστυνομικοί έσβησαν τα μισοκαπνισμένα τσιγάρα τους κάτω από το τακούνι της μπότας τους και πήραν στα χέρια τις ασπίδες που είχαν ακουμπισμένες στις βιτρίνες των καταστημάτων. Εκείνο το σχεδόν ανεπαίσθητο απόμακρο βουητό πολύ σύντομα θα μετατρεπόταν σε ορυμαγδό. Η Ειρήνη τάχυνε το βήμα της και σε λίγο είδε το Καφέ. Έσπρωξε τη βαριά τζαμόπορτα και μπήκε μέσα. Αδιαφορώντας για τον ολοένα κλιμακούμενο θόρυβο από το δρόμο, οι καλοντυμένοι πελάτες εξακολουθούσαν να πίνουν τον καφέ που τους σέρβιραν σερβιτόροι με στολή. Η νονά της Ειρήνης, η Δήμητρα, καθόταν ήδη σε ένα τραπέζι πλάι στο παράθυρο, ντυμένη στην τρίχα με το κόκκινο ταγέρ της, βαριά χρυσά σκουλαρίκια και μαλλιά κομμωτηρίου. «Τι όμορφη που είσαι! Τι σικ!» αναφώνησε μόλις είδε τη βαφτισιμιά της. «Πώς πάει το πανεπιστήμιο; Τι
κάνουν οι γονείς σου; Ο παππούς, η γιαγιά, καλά;» Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή. Το πανεπιστήμιο είχε ξεκινήσει μόλις πριν από λίγες εβδομάδες και η Ειρήνη δεν είχε ακόμα κατασταλάξει στις εντυπώσεις της. Προσπαθούσε να συνηθίσει αυτό τον καινούριο τρόπο ζωής, μακριά από τη νωχελική πόλη της στο Βορρά και τη στενή επιτήρηση του αυστηρού πατέρα της που όριζε κάθε λεπτομέρεια της ζωής της. Όμως δεν είχε ακόμα ξεφύγει εντελώς από τα δεσμά της οικογενειακής ζωής. «Γιατί να πληρώνουμε νοίκι για ένα παλιοδιαμέρισμα», είχε ξεσπάσει ο πατέρας της, «αφού ο παππούς και η γιαγιά σου μένουν μόλις μισή ώρα από το πανεπιστήμιο;»
wWw.Greekleech.info
Για το λόγο αυτό, όπως και πολλοί άλλοι φοιτητές, η Ειρήνη έμενε σε ένα διαμέρισμα που της ήταν οικείο εδώ και δεκαεννιά χρόνια, δηλαδή όλη της τη ζωή. Λούτρινα ζωάκια σε παστέλ χρώματα ήταν παραταγμένα τακτικά στο προσκεφάλι του κρεβατιού της, και στη βιβλιοθήκη φιγουράριζαν άλμπουμ παιδικών της φωτογραφιών πλάι στα βιβλία της φιλολογίας. Κάθε αντικείμενο σε κάθε επιφάνεια, ακόμη και τα βαζάκια με τα μεταξωτά λουλούδια, έστεκαν πάνω σε στρογγυλό σεμεδάκι πλεγμένο στο χέρι από τη γιαγιά της.
Ήδη το ότι πήγαινε στο πανεπιστήμιο ήταν μεγάλη επιβάρυνση στα οικονομικά της οικογένειάς της, κι έτσι η Ειρήνη είχε αναγκαστεί να παραδεχτεί πως ήταν η πιο καλή λύση να μείνει στους παππούδες της. Ο πατέρας της ήταν συνταξιούχος του Δημοσίου, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχαν ιδιαίτερη οικονομική στενότητα, όμως τις περισσότερες οικονομίες του τις είχε ξοδέψει στα φροντιστήρια για τα παιδιά του. Όπως οι περισσότεροι Έλληνες γονείς, έτσι και οι γονείς της Ειρήνης είχαν μεγάλες φιλοδοξίες για τα βλαστάρια τους. Ήταν πολύ συγκινητικό που οι παππούδες της είχαν τη φωτογραφία από την ορκωμοσία του αδερφού της σε περίοπτη θέση πάνω στο καλοριφέρ και η Ειρήνη ήξερε πως θα ήταν τρισευτυχισμένοι όταν θα είχαν άλλη μία να βάλουν πλάι της. Η γιαγιά της είχε κιόλας αγοράσει την ασορτί κορνίζα. «Γιατί έχεις τόσο πολλές φωτογραφίες μας;» ρώτησε μια μέρα που κάθονταν στο μαονένιο τραπέζι. «Για όταν λείπετε», απάντησε η γιαγιά της. «Μα εγώ δεν λείπω ποτέ. Πάντα εδώ είμαι!» είπε η Ειρήνη. «Όχι τη μέρα», διέκοψε ο παππούς της. «Τη μέρα λείπεις».
Εκείνη τη στιγμή, η Ειρήνη αισθάνθηκε να ασφυκτιά, σαν να τη στραγγάλιζε αυτός ο οικογενειακός κλοιός ασφάλειας που την περιστοίχιζε. «Περνάω πολύ καλά», είπε τώρα στη Δήμητρα. «Κάποια πράγματα με παραξενεύουν λίγο, αλλά όλα καλά, όλα καλά. Τα συνηθίζω σιγά-σιγά. Πάντως τα ντολμαδάκια της γιαγιάς μου είναι τα καλύτερα στον κόσμο». Κάθε παιδί μεγαλώνει με τη βεβαιότητα ότι τα ντολμαδάκια της γιαγιάς του είναι τα καλύτερα απ’ όλα και η Ειρήνη δεν αποτελούσε εξαίρεση στον κανόνα. Νονά και βαφτισιμιά παράγγειλαν καφέ μέτριο και πάστες, και άρχισαν να συζητούν για τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο και τις διαλέξεις. Από το τραπέζι τους πλάι στο παράθυρο, η Ειρήνη είχε ανεμπόδιστη θέα στο δρόμο και παρατήρησε ένα τσούρμο φωτογράφους που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το Ζόναρς. Όταν πλησίαζε η φάλαγγα των διαδηλωτών, τα φλας τους άστραψαν στα πρόσωπα των πρωτοστατών της πορείας. Οι κάμερες διψούσαν για την πρωτοσέλιδη φωτογραφία της επόμενης ημέρας. Το χοντρό τζάμι που χώριζε τους πελάτες του Καφέ από τον έξω κόσμο λειτουργούσε ως σιγαστήρας, πνίγοντας τους
ήχους από το δρόμο, όμως μια διάχυτη αίσθηση απειλής κλιμακωνόταν ολοένα όσο πλησίαζε η πυκνή ομάδα περίπου χιλίων φοιτητών, που τώρα περνούσε από μπροστά τους. Η διαδήλωση είχε συμπαρασύρει κάμποσα μαλλιαρά αδέσποτα σκυλιά. Αυτά τα μπασταρδάκια του δρόμου, που κοιμούνταν σε εισόδους πολυκατοικιών και τρέφονταν με τα αποφάγια εστιατορίων, περιφέρονταν τώρα γαβγίζοντας στην κεφαλή της πορείας. Μερικά τα είχαν υιοθετήσει κάποιοι και τα κρατούσαν με ένα μέτρο λουρί, πάντως ο ενθουσιασμός των σκύλων προσέδιδε μια επιπλέον αίσθηση χάους στο σκηνικό. Οι σερβιτόροι του Ζόναρς σταμάτησαν τη δουλειά τους για να χαζέψουν τους διαδηλωτές να περνούν. Οι φίνες παλιομοδίτικες στολές τους και οι συγυρισμένες σειρές από αστραφτερά τραπέζια έμοιαζαν να απέχουν έτη φωτός από το χαώδες πλήθος που βάδιζε στην άλλη πλευρά της τζαμαρίας. Η ταξιαρχία των διαδηλωτών αποτελούνταν κυρίως από νεαρούς άντρες σχεδόν πανομοιότυπα ντυμένους, με δερμάτινα μπουφάν, αξύριστα πρόσωπα και κοντοκουρεμένα μαλλιά. Οι φωνές τους ακούγονταν σιγανά να απαγγέλλουν κάτι ρυθμικά, όμως ήταν αδύνατον να ξεχωρίσει κανείς τι έλεγαν, όπως εξίσου ακατανόητα ήταν και τα γράμματα στα πανό τους. Σε κάποια από αυτά το ύφασμα ήταν σκισμένο,
από ατύχημα ή επίτηδες, κι αυτό για κάποιο λόγο ενίσχυε την αίσθηση της πιθανής βίας. «Λένε κάτι για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις», μουρμούρισε ένας σερβιτόρος απαντώντας σε ερώτηση της Δήμητρας, σπέρνοντας τα ρέστα της σε έναν μεταλλικό δίσκο πάνω στο τραπέζι. Η Ειρήνη ένιωσε κάπως άβολα που καθόταν εκεί, σε αυτό το μεγαλοαστικό Καφέ. Ήταν κι εκείνη φοιτήτρια, σαν τον κόσμο εκεί έξω, όμως το χάσμα ανάμεσά τους φάνταζε αχανές. Η Δήμητρα παρατήρησε την αλλαγή της έκφρασης στο πρόσωπο της Ειρήνης και συνειδητοποίησε πως η σκέψη της βαφτιστήρας της ταξίδευε αλλού. «Τι τρέχει;» τη ρώτησε ανήσυχη. «Ελπίζω να μην ταράζεσαι από αυτές τις διαδηλώσεις. Το ξέρω πως δεν έχετε τέτοια στο Κιλκίς, όμως εδώ είναι καθημερινά φαινόμενα. Αυτοί οι φοιτητές βγαίνουν συνεχώς στο δρόμο και διαδηλώνουν πότε για το ένα και πότε για το άλλο». Κούνησε περιφρονητικά το χέρι της και η Ειρήνη αισθάνθηκε την απόσταση να μεγαλώνει ανάμεσα στην ίδια και την κομψή νονά της. Της φάνηκε λάθος που υποτιμούσε
αυτά που τόσο ένθερμα διαλαλούσαν οι άνθρωποι εκεί έξω, όμως δεν ήθελε να μαλώσει μαζί της. Στα δεκαπέντε λεπτά ώσπου να περάσουν όλοι οι διαδηλωτές, η Ειρήνη και η νονά της είχαν αποτελειώσει και τους δεύτερους καφέδες τους και είχε έρθει ώρα να φύγουν. «Χάρηκα πολύ που σε είδα – και σ’ ευχαριστώ πολύ για τα λουλούδια!» είπε η Δήμητρα. «Να ξαναβρεθούμε σύντομα. Και μην ανησυχείς γι’ αυτούς τους φοιτητές. Μόνο κράτα τις αποστάσεις σου». Καθώς έσκυψε να τη φιλήσει, η Ειρήνη μύρισε το ακριβό άρωμα της νονάς της. Ήταν σαν να τυλιγόταν σε κασμιρένια κουβέρτα. Η φινετσάτη εξηντάρα γυναίκα πέρασε γοργά στην απέναντι πλευρά του δρόμου και γύρισε να της γνέψει. «Γεια σου, αγάπη μου! Γεια σου!» της φώναξε. Η Ειρήνη έριξε μια γρήγορη ματιά δεξιά της και είδε την ουρά της διαδήλωσης να προχωράει αργά προς το Κοινοβούλιο, φωνάζοντας λίγο πιο δυνατά τώρα τα συνθήματα. Για μια στιγμή, μπήκε στον πειρασμό να τους ακολουθήσει κι εκείνη, όμως έκρινε πως δεν ήταν ώρα τώρα. Έτσι, στράφηκε αριστερά και βάδισε στο οδόστρωμα. Η εκτροπή της κυκλοφορίας θα συνεχιζόταν για άλλα δέκα
λεπτά τουλάχιστον, κι έτσι η Ειρήνη εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να περπατήσει καταμεσής του δρόμου, πατώντας προσεκτικά πάνω στις λευκές διαχωριστικές γραμμές. Στα φανάρια εξακολουθούσε να εναλλάσσεται το κόκκινο με το πράσινο, αλλά για λίγα δευτερόλεπτα η Ειρήνη ήταν ολομόναχη σε αυτή τη φαρδιά λεωφόρο, εντελώς και απρόσμενα ελεύθερη. Κάμποσες φορές εκείνη τη βδομάδα, το αμφιθέατρο στο πανεπιστήμιο ήταν μισοάδειο καθώς αρκετοί φοιτητές δεν πήγαιναν στα μαθήματα, προκειμένου να κατεβούν στις διαδηλώσεις. Την Ειρήνη την παραξένευε που έχαναν τόσες παραδόσεις ήδη στο πρώτο εξάμηνο των σπουδών τους, αν και από την πρώτη μέρα που είχε πατήσει το πόδι της στο πανεπιστήμιο είχε αντιληφθεί πως οι περισσότεροι φοιτητές νοιάζονταν για τα πολιτικά ζητήματα εκτός πανεπιστημίου όσο και γι’ αυτά που θα μάθαιναν μέσα στη σχολή τους. Τους τοίχους κάλυπταν χιλιάδες πανομοιότυπες μαυροκόκκινες προπαγανδιστικές αφίσες, σε σημείο ώστε το ίδιο ατελείωτα επαναλαμβανόμενο μήνυμα να θολώνει μπρος στα μάτια σου σαν να υπνωτιζόσουν.
wWw.Greekleech.info
«Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;» τη ρώτησαν κάποιοι συμφοιτητές της.
Στην αντίληψη του πατέρα της Ειρήνης, υπήρχε μόνο ένα
πολιτικό κόμμα, μόνο μία κοσμοθεωρία, και το να του φέρει κανείς αντιρρήσεις σε αυτό, έστω και σε μια απλή συζήτηση στο οικογενειακό τραπέζι, απαιτούσε περισσότερο θάρρος απ’ όσο διέθετε εκείνη. Οι κομμουνιστές ήταν βδελυροί· οι αναρχικοί, απεχθείς. Αυτή ήταν η άποψή του, που η Ειρήνη δεν είχε το κουράγιο να αμφισβητήσει, κι έτσι, ενώ μεγάλη μερίδα των συμφοιτητών της συχνά έπιανε τα αυτοσχέδια πανό και κινούσε για το κέντρο, εκείνη δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει. Για εκείνους όμως αυτός ήταν τρόπος ζωής, μιας ζωής που περνούσε μέσα από διαδρόμους γεμάτους γκράφιτι όπου και οι τοίχοι ακόμα έμοιαζαν να σιγοντάρουν στη διαδήλωση. Ωστόσο υπήρχαν και πολλές μέρες και νύχτες όπου η πολιτική και οι διαδηλώσεις παραμερίζονταν και όλοι οι φοιτητές, όποια πολιτική πεποίθηση κι αν είχαν, επιδίδονταν απλά στο φαΐ, το πιοτό, το χορό και την αναζήτηση του έρωτα. Εκείνο το βράδυ Παρασκευής, σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια, η Ειρήνη είδε από μακριά ένα ζευγάρι ανοιχτοπράσινα μάτια. Ο χαμηλός φωτισμός τα έκανε να φαντάζουν ακόμα πιο ανοιχτόχρωμα. Η Ειρήνη χαμογέλασε. Ήταν αδύνατον να αντισταθεί. Ένα πρόσωπο τόσο τέλειο όσο αυτό, έκανε τον κόσμο καλύτερο.
Της χαμογέλασε κι εκείνος. Της έγνεψε αν ήθελε ποτό. Η ένταση των μεγαλόφωνων συζητήσεων στο μπαρ ήταν σχεδόν εκκωφαντική. Η Ειρήνη και οι φιλενάδες της πήγαν στην παρέα του αγοριού και τα παιδιά συστήθηκαν μεταξύ τους. Το όνομά του ήταν Φώτης. Το βράδυ κυλούσε με τα μπουκάλια να πυκνώνουν σαν δάσος πάνω στο τραπέζι και τον καπνό να κουλουριάζεται ολόγυρά τους. Η Ειρήνη χαιρόταν που γνώριζε φοιτητές από άλλες σχολές και χαιρόταν ακόμα πιο πολύ που αισθανόταν τη λαμπερή αχτίδα της προσοχής αυτού του όμορφου νεαρού επάνω της. Σε ένα υπερυψωμένο σημείο στο κέντρο του χώρου παρήλαυναν μουσικοί και τραγουδιστές, αν και το θαυμαστό ταλέντο τους περνούσε μάλλον απαρατήρητο μες στην κοσμοσυρροή από κεφάτους νέους ανθρώπους. Στις τέσσερις, το μπαρ άρχισε να τα μαζεύει και η Ειρήνη σηκώθηκε να φύγει. Ήξερε πως είτε ο παππούς είτε η γιαγιά της θα είχαν ξαγρυπνήσει να την περιμένουν και αισθανόταν τύψεις γι’ αυτό. Όμως έξω στο πεζοδρόμιο ο Φώτης την έπιασε από το χέρι και η Ειρήνη την ίδια στιγμή κατάλαβε ότι δεν θα γυρνούσε σπίτι εκείνο το βράδυ. Καιρό τώρα προσπαθούσε να πείσει τη γιαγιά της πως είχε μεγαλώσει και μπορούσε να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της και ήλπιζε ότι απόψε επιτέλους θα το εμπέδωνε η γλυκιά ογδοντάχρονη
γυναίκα. Κάπου εκεί κοντά, σε μια πολυκαιρισμένη πολυκατοικία που είχε χτιστεί πολύ πριν εφευρεθεί το ασανσέρ, ο Φώτης, ο συγκάτοικός του ο Αντώνης και η Ειρήνη ανέβηκαν με τα πόδια οχτώ πατώματα. Τους τοίχους κοσμούσε ένα δαιδαλώδες μοτίβο σαν δαντέλα, όμως όταν το εξέτασε από κοντά η Ειρήνη είδε πως τα σχήματα αποτελούνταν από χιλιάδες μικροσκοπικά γράμματα του αλφάβητου. Όπως και στο πανεπιστήμιο, ακόμα και οι κιτρινισμένοι τοίχοι του πλατύσκαλου διαλαλούσαν κάποιο πολιτικό μήνυμα. Η Ειρήνη αντιστάθηκε στον στιγμιαίο πειρασμό να κοιτάξει πάνω από τη χαμηλή κουπαστή της σκάλας στο αβυσσαλέο βάθος του κλιμακοστάσιου και ανακουφίστηκε όταν ο Φώτης άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος, όπου μια σειρά από άπλυτα πιατικά σηματοδοτούσε τη διαδρομή από τον καναπέ ως το νεροχύτη και η ατμόσφαιρα έζεχνε μπαγιάτικη στάχτη. Οι αναθυμιάσεις δεν μπορούσαν να διαφύγουν από πουθενά. Τα δύο αγόρια σπούδαζαν στο πανεπιστήμιο όπως και η ίδια. Όμως κάθε ομοιότητα σταματούσε εκεί. Η Ειρήνη ρούφηξε βαθιά την οσμή της ακαταστασίας, το άρωμα της πραγματικότητας αυτού του αληθινά φοιτητικού τρόπου ζωής.
Στο χαμηλοτάβανο δυάρι του Φώτη, δίχως παράθυρα και με σκούρους τοίχους, η Ειρήνη αισθανόταν πολύ λιγότερο κλειστοφοβικά απ’ ό,τι στο μουντό, μολονότι ευάερο, σπίτι των παππούδων της. Αυτό ένιωσε την πρώτη φορά και το ίδιο ένιωθε κάθε επόμενη φορά που ξαναπήγαιναν στο διαμέρισμά του μετά τη βραδινή τους έξοδο στο μπαρ. Πάντα έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού μαζί με τον Αντώνη, και οι τρεις στη σειρά, με τον Φώτη στη μέση, και την ίδια ρουτίνα ακολουθούσαν όταν έμπαιναν μέσα στην γκαρσονιέρα. Ο Αντώνης άναβε την τηλεόραση και στρογγυλοκαθόταν μπροστά της, βγάζοντας και το πάπλωμά του από κάτω από τον καναπέ που αργότερα γινόταν κρεβάτι του. Ο Φώτης πήγαινε με την Ειρήνη στην κρεβατοκάμαρά του. Στο στενό μονό κρεβάτι του, η κοπέλα έλιωνε στη φλόγα του πάθους του. Ένα πάθος βουβό, ολέθριο. Το λεπτό μυώδες κορμί του την τρέλαινε. Αυτό που ζούσε ήταν κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που προσδοκούσε ότι θα ήταν ο έρωτας. Ποτέ δεν συναντούσε τον Φώτη την ημέρα. Αντάμωναν πάντα στο ίδιο μπαρ που ήταν κατάμεστο σχεδόν κάθε βράδυ και μετά επέστρεφαν στο σκοτεινό διαμέρισμά του και στο άκαμπτο κρεβάτι του. Σε αντίθεση με την κρεβατοκάμαρά της στο σπίτι της γιαγιάς της, όπου η σχισμή ανάμεσα στις
κουρτίνες άφηνε το πρωί να περάσει μια αχτίδα φως και να την ξυπνήσει, εδώ δεν υπήρχε παράθυρο. Το πρωί, την ξυπνούσε το κρύο σεντόνι, όχι η λιακάδα. Η φλογερή έξαψη και ο ιδρώτας της προηγούμενης νύχτας έδινε μια νοτισμένη, παγερή υφή στα σκεπάσματα το πρωί και η Ειρήνη τρεμούλιαζε μέσα στην υγρή μοναξιά της. Ο Φώτης δεν ήταν ποτέ εκεί. Τις πρώτες φορές, σηκώθηκε και ξεγλίστρησε αθόρυβα από το διαμέρισμα, προσέχοντας να μην ξυπνήσει τον Αντώνη. Όμως ένα πρωί, ανοίγοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, τον είδε να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Τόσες εβδομάδες που γνωρίζονταν, δεν είχαν ανταλλάξει σχεδόν κουβέντα. Η Ειρήνη είχε αντιληφθεί την κτητικότητα του παλιού φίλου και είχε νιώσει μια υποψία εχθρότητας απέναντί της. Η παρουσία του Αντώνη της προκαλούσε ανασφάλεια, και τώρα, πρώτη φορά, βρίσκονταν μόνοι οι δυο τους. «Γεια σου…» του είπε φιλικά. Εκείνος έγνεψε μόνο και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Παρότι ήταν νωρίς ακόμα, ο Αντώνης είχε ανάψει το ραδιόφωνο, και το ηχείο του άπλωνε ένα σιγανό μουσικό
χαλί από πενιές σε κάποιο μπουζούκι. Οι γόπες είχαν στοιβαχτεί σαν πυραμίδα στο τασάκι μπροστά του και γύρωγύρω το τραπεζομάντιλο ήταν πασπαλισμένο στάχτη σαν βρόμικη ζάχαρη άχνη. «Μήπως είδες τον Φώτη;» ρώτησε η Ειρήνη. «Ξέρεις πού έχει πάει;» Ο Αντώνης κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μπα», της είπε. «Δεν έχω ιδέα». Αργά και επιδεικτικά έβγαλε άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο του και, χωρίς να της προσφέρει, το άναψε. Τράβηξε βαθιά ρουφηξιά και ανασήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει. Η Ειρήνη δεν τον είχε προσέξει ποτέ πριν. Είχε κι αυτός το ίδιο γένι και σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι, όπως και ο Φώτης, αλλά κατά τα άλλα δεν έμοιαζαν καθόλου μεταξύ τους. Ο Αντώνης ήταν σωματώδης, πιο βαρύς και είχε μια μύτη δυσανάλογα μικρή για το φαρδύ του πρόσωπο. «Α… Εντάξει», του είπε. «Γεια σου, λοιπόν». Και χωρίς άλλη κουβέντα, η Ειρήνη βγήκε έξω στο ωχρό φως της αυγής και περπάτησε τα λίγες εκατοντάδες μέτρα ως το σπίτι της, τρέμοντας.
Οι φιλενάδες της τη ρωτούσαν διαρκώς για τον Φώτη, όμως εκείνη δεν ήθελε να τους πει τίποτα. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ο πυρετός του έρωτά της για εκείνον ανέβαινε μέρα με τη μέρα και η προσοχή που της έδινε όταν ήταν μαζί ήταν πρωτόγνωρη και αφοπλιστική. Παραδέχτηκε όμως ότι καμιά φορά περνούσαν αρκετές ημέρες που δεν επικοινωνούσε καθόλου μαζί της, ούτε καν με γραπτό μήνυμα.
wWw.Greekleech.info
Μετά από ένα τέτοιο κενό στην επικοινωνία τους, η Ειρήνη τον συνάντησε τυχαία έξω από το πανεπιστήμιο. Εκείνος της χαμογέλασε πλατιά και την έπιασε από το μπράτσο. «Ειρήνη μου, πού χάθηκες;» Αιφνιδιασμένη από τη φιλική του στάση, η Ειρήνη παραδόθηκε στη θέρμη του χεριού του. Περπατώντας προς το διαμέρισμά του αργότερα εκείνη τη μέρα, ο Φώτης σταμάτησε για να ανάψει τσιγάρο. Στο σκοτεινό στενό, η λαμπερή φλόγα του αναπτήρα του διέγραψε φρικτές, δυσοίωνες σκιές στο πρόσωπό του. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό, αλλά δεν ήταν παρά ένα παιχνίδισμα ανάμεσα στο φως και τη σκιά. Την επόμενη μέρα, η Ειρήνη ξύπνησε χωρίς τον Φώτη δίπλα της, όπως πάντα. Για άλλη μια φορά, βρήκε τον Αντώνη ξάγρυπνο στο τραπέζι της κουζίνας.
«Καλά, εσείς οι δυο δεν κοιμάστε ποτέ;» ρώτησε η Ειρήνη προσπαθώντας να αστειευτεί. «Μήπως πάσχετε από αϋπνίες;» «Μπα», είπε ο Αντώνης. «Δεν έπεσες καθόλου κοντά». «Καλά. Τέλος πάντων. Απλά, μου φαίνεται παράξενο, αυτό είναι όλο». Και χωρίς άλλη κουβέντα, η Ειρήνη γύρισε να φύγει. Όμως ο Αντώνης είχε κάτι ακόμα να της πει. «Άκου… να προσέχεις. Σε παρακαλώ, να προσέχεις». Ο τόνος της φωνής του φανέρωνε ειλικρινές ενδιαφέρον. Η Ειρήνη παραξενεύτηκε και δεν ήξερε τι να συμπεράνει. Τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο αποδιοργανώνονταν ολοένα και περισσότερο. Ακόμα και όταν έρχονταν οι φοιτητές στις παραδόσεις, οι καθηγητές δεν ήταν πάντα παρόντες. Αλλά και όταν ήταν στη θέση τους, μερικοί έδειχναν απογοητευμένοι με τους φοιτητές που είχαν μπει στον κόπο να έρθουν στη σχολή. «Εσύ δεν είσαι στη διαδήλωση;» ρώτησε ένας καθηγητής την Ειρήνη. «Πώς έτσι;»
Η Ειρήνη δεν είχε απάντηση. Το να εξηγήσει γιατί δεν έκανε κάτι, της φαινόταν πολύ δυσκολότερο από το να αιτιολογήσει κάτι που έκανε. «Για να έρθω στην παράδοσή σας», ήταν το μόνο που βρήκε να πει. Ο πραγματικός λόγος ήταν ο φόβος της για την αντίδραση του πατέρα της αν αποφάσιζε να πάει κι εκείνη σε κάποια διαδήλωση. Κάτι τέτοιο θα τον απογοήτευε οικτρά. Και η μητέρα της κυριολεκτικά θα αρρώσταινε από την ανησυχία της. Να παρελάσει στην Πανεπιστημίου και να τη δει η γιαγιά της με πανό στο χέρι, ήταν κάτι που δεν θα το διακινδύνευε ποτέ. Τις εβδομάδες που είχαν μεσολαβήσει, οι διαδηλώσεις είχαν φουντώσει. Η αστυνομία είχε σκοτώσει ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι στο δρόμο και οι διαθέσεις των διαδηλωτών είχαν αγριέψει. Τώρα το αμφιθέατρο στο πανεπιστήμιο ήταν άδειο τις πιο πολλές φορές και οι δρόμοι έσφυζαν από πορείες διαμαρτυρίας. Οι διαδηλώσεις είχαν γίνει πιο βίαιες. Στο κέντρο, η ατμόσφαιρα ήταν ποτισμένη με τη δυσωδία των δακρυγόνων, καταστήματα καίγονταν και στη θέση των μηχανημάτων ανάληψης μετρητών έχασκαν μαύρες τρύπες στους τοίχους. Κάθε θεσμός του καπιταλισμού είχε μπει στο στόχαστρο και ακόμη και το πελώριο
χριστουγεννιάτικο δέντρο του δήμου είχε μεταμορφωθεί σε φλογισμένο σύμβολο της οργής των διαδηλωτών. Ένα βράδυ, που ο δρόμος της επιστροφής ήταν διάσπαρτος με μπλόκα και οδοφράγματα της αστυνομίας, η Ειρήνη γύρισε σπίτι πιο αργά απ’ όσο συνήθως. Διέσχισε το παρκέ του χολ και, από μια χαραμάδα που ήταν ανοιχτή η πόρτα του γραφείου, είδε τον παππού της μέσα να διαβάζει. Τον άκουσε να τη φωνάζει. «Εσύ είσαι, Ειρήνη; Έλα μέσα που σε θέλω, σε παρακαλώ». Μολονότι συνταξιούχος εδώ και είκοσι χρόνια, ο παππούς της είχε ακόμα το ύφος κρατικού λειτουργού και περνούσε πολλές ώρες κάθε μέρα διαβάζοντας στο γραφείο του. «Έλα να σε δω λίγο», της είπε εξετάζοντας με προσοχή το πρόσωπό της με μια έκφραση αγάπης ανάμεικτης με περιέργεια. «Πού ήσουν;» «Μόλις γύρισα από το πανεπιστήμιο…» «Μου φαίνεται ότι λείπεις πολύ αυτό τον καιρό. Περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως». «Μου παίρνει πολλή ώρα να γυρίσω σπίτι όταν έχει
διαδηλώσεις». «Ναι. Αυτές οι διαδηλώσεις… Γι’ αυτές ήθελα κυρίως να σου μιλήσω. Δεν έχουμε συζητήσει ποτέ για την πολιτική οι δυο μας, αλλά...» «Δεν ανακατεύομαι με τις διαδηλώσεις», τον διέκοψε η Ειρήνη.
wWw.Greekleech.info
«Είμαι σίγουρος», είπε εκείνος. «Όμως ξέρω πώς είναι η σχολή σου. Έχει φήμη, ξέρεις. Για το ριζοσπαστισμό της. Και ο πατέρας σου...» «Πάντως εγώ δεν είμαι ριζοσπάστης», είπε η Ειρήνη. «Αλήθεια, δεν είμαι». Από τόσα χιλιόμετρα μακριά, ένιωθε καρφωμένο πάνω της το βλέμμα του πατέρα της. Ήξερε πως τώρα πια θα είχε φτάσει στ’ αυτιά του το νέο ότι κάποιες φορές γυρνούσε στο σπίτι ξημέρωμα. Πάνω στο γραφείο του παππού της ήταν απλωμένη μια εφημερίδα – η αφορμή της όλης κουβέντας. Η Ειρήνη είδε τον τίτλο του πρωτοσέλιδου: ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
«Δες τι γίνεται!» είπε ο παππούς της. Σήκωσε την εφημερίδα από το γραφείο του και την ανέμισε στον αέρα. «Αυτοί οι κουκουλοφόροι! Είναι αίσχος!» Ύψωσε τον τόνο της φωνής του. «Είναι αναρχικοί!» Όταν μιλούσε γι’ αυτό το θέμα, ο καλοσυνάτος γέρος έχανε πολύ γρήγορα το καλοκάγαθο παρουσιαστικό του. Και τότε η Ειρήνη παρατήρησε κάτι. Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας υπήρχαν δύο φωτογραφίες. Στη μία ήταν ένα φλεγόμενο δέντρο και στην άλλη κάποιος που έπεφτε στο πλακόστρωτο, κάτω από χτυπήματα των γκλομπ δύο αντρών των ΜΑΤ. Οι αστυνομικοί ήταν ανώνυμοι –τα πρόσωπά τους κρύβονταν πίσω από το πλεξιγκλάς του κράνους τους– αλλά η κάμερα είχε καταγράψει επακριβώς τα χαρακτηριστικά του θύματός τους, αν και παραμορφωμένα από τον πόνο και την οργή. Αν δεν ήταν τόσο ιδιαίτερα τα μάτια του, τόσο ανοιχτόχρωμα, τόσο καθάρια, η φωτογραφία δεν θα της τραβούσε τόσο πολύ την προσοχή. Η Ειρήνη πήρε την εφημερίδα από τον παππού της. Τα χέρια της έτρεμαν και η καρδιά της σφυροκοπούσε. Ήταν ο Φώτης. Χωρίς αμφιβολία, ήταν αυτός. Εκείνο που της προκάλεσε πραγματικό σοκ, ήταν που στο χέρι του έσφιγγε
μια αναμμένη δάδα. Αυτό δυσχέραινε ολοφάνερα τη δουλειά των αστυνομικών, οι οποίοι φοβούνταν μην πάρουν φωτιά οι ίδιοι. Στη φωτογραφία φαίνονταν κάτασπρα τα κότσια στα δάχτυλα του Φώτη, να κρατούν σφιχτά το δαδί. Δεν το είχε σκοπό να αφήσει το όπλο του. «Τα βλέπεις;» είπε ο παππούς της. «Τον βλέπεις τον αλήτη;» Η Ειρήνη δυσκολευόταν να μιλήσει. «Ναι, είναι τρομερό…» ψέλλισε. Με αυτά τα λόγια, άφησε την εφημερίδα πίσω στο γραφείο του παππού της. «Θα βγω για λίγο», του είπε ξέπνοα. «Θα τα πούμε αργότερα». «Μα η γιαγιά σου έχει ετοιμάσει βραδινό...» Πριν καν τελειώσει τη φράση του, η πόρτα έκλεινε ξοπίσω της. Η Ειρήνη κατηφόρισε τρέχοντας το δρόμο, έστριψε αριστερά, μετά δεξιά και πάλι δεξιά. Αυτή τη φορά, τα βήματά της δεν ακούγονταν στα λιθόστρωτα της Πλάκας.
Μετά από είκοσι λεπτά έφτασε ξέπνοη σε ένα γνώριμο σοκάκι των Εξαρχείων. Η εξώπορτα της πολυκατοικίας ήταν μισάνοιχτη. Μια κλοτσιά είχε ξεχαρβαλώσει το μάνταλό της πριν από καιρό και κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να το επισκευάσει. Ανέβηκε δυο-δυο τα σκαλιά ώσπου έφτασε στον όγδοο όροφο. Ρίχτηκε με φόρα πάνω στην πόρτα του διαμερίσματος του Φώτη και άρχισε να τη χτυπάει με όση δύναμη της είχε απομείνει.
wWw.Greekleech.info
Δευτερόλεπτα αργότερα την άνοιξε ο Αντώνης, αλαφιασμένος.
«Πού είναι;» ρώτησε η Ειρήνη με κομμένη την ανάσα. «Δεν είναι εδώ», είπε ο Αντώνης παραμερίζοντας για να την αφήσει να μπει. Μέσα στον πανικό και τη σύγχυση που την κατέκλυζαν, μόνο δύο σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της. Ο Φώτης σίγουρα θα ήταν είτε στο κρατητήριο είτε στο νοσοκομείο. Της πήρε κάμποση ώρα ώσπου να αρχίσει να ακούει αυτά που προσπαθούσε να της πει ο Αντώνης. «Έφυγε. Εξαφανίστηκε». «Τι; Πού πήγε;»
«Έλα να καθίσεις και θα σου πω». Ο Αντώνης την έπιασε από το μπράτσο και εκείνη τον άφησε να την οδηγήσει στο τραπέζι της κουζίνας όπου κάθισε στη μία από τις δύο σαθρές καρέκλες. «Τι είναι αυτά;» «Όλα αυτά τα βρήκα πριν από μια-δυο μέρες στο δωμάτιο του Φώτη». «Και γιατί τα είχε εκεί;» «Τα μάζευε. Τον ξέρω καιρό, αλλά…» Απλωμένα στο τραπέζι της κουζίνας ήταν μια σειρά από αποκόμματα εφημερίδων. Πεντέλη… Υμηττός… Πάρνηθα… Σοφικό… Διαβάζοντας δυνατά τα τοπωνύμια, η Ειρήνη κατάλαβε αμέσως τη σύνδεση μεταξύ τους. «Φωτιές», είπε. «Σε όλες αυτές τις περιοχές σημειώθηκαν μεγάλες πυρκαγιές». «Δεν ήταν απλά πυρκαγιές», είπε ο Αντώνης. «Σε όλες
αυτές τις περιπτώσεις υποπτεύονταν εμπρησμό». «Νομίζεις πως μπορεί να είχε κάποια σχέση ο Φώτης;» ρώτησε διστακτικά η Ειρήνη. «Εσύ τι λες;» είπε ο Αντώνης. «Υποθέτω ότι θα είδες και τη φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας», πρόσθεσε. «Εκείνη που βαστάει το δαδί; Ναι, την είδα». «Έλα να δεις κι αυτό». Ο Αντώνης την πήρε πάλι από το μπράτσο και την οδήγησε στο δωμάτιο του Φώτη. Με το που άνοιξε την πόρτα, η Ειρήνη κόντεψε να πνιγεί από την μπόχα του καμένου. Στη μέση του δωματίου είχε καεί μια μικρή στοίβα ρούχα και χαρτιά. Τα έπιπλα είχαν μαυρίσει από την καπνιά και τα κλινοσκεπάσματα ήταν ακόμα μουλιασμένα από την προσπάθεια του Αντώνη να σβήσει τη φωτιά ρίχνοντας νερό. «Θεέ μου! Θα μπορούσε να είχε πάρει φωτιά όλη η πολυκατοικία», ψέλλισε η Ειρήνη. «Αν δεν είχα γυρίσει σπίτι πάνω στην ώρα…» «Μα πώς μπόρεσε;» Το λαρύγγι της είχε στεγνώσει από το
σοκ και τις μετέωρες αναθυμιάσεις της φωτιάς. «Νομίζω πως δεν θα τον ένοιαζε», απάντησε ο Αντώνης. «Έτσι είναι ο εμπρησμός. Απλά δεν θα τον ένοιαζε…» Η Ειρήνη ξανακοίταξε τη φωτογραφία στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας και περιεργάστηκε τα γνώριμα χαρακτηριστικά. Όλες αυτές τις εβδομάδες, εκείνη έβλεπε μόνο την τελειότητά τους, αλλά τώρα τα έβλεπε παραμορφωμένα από μια λυσσαλέα οργή και αναγνώρισε εκείνη τη σκοτεινή, δυσοίωνη όψη που είχε δει κάποιο βράδυ στο δρόμο, στο φως του αναπτήρα. Κι εκείνη τη στιγμή, η φλόγα έσβησε. Ακόμα και στη θύμησή της, ένα παγερό ρίγος τη διαπέρασε, ίσαμε την καρδιά.
Το ζαχαροπλαστείο
Σε ένα προάστιο της Μελβούρνης, ένας νεαρός άδειαζε τη βαλίτσα του. Από τον πάτο της έβγαλε δύο μικρά αντικείμενα, ξετύλιξε κάμποσες στρώσεις τσιγαρόχαρτο που τα τύλιγαν και τα ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο γραφείο του. Πέρα από το μπρελόκ με τον Παρθενώνα που του είχε κάνει δώρο η θεία του, αυτά τα δύο αντικείμενα ήταν τα μόνα του αναμνηστικά από την Ελλάδα. Τα δύο ειδώλια, μια αρκούδα και ένας αετός, ήταν τέλεια στην κάθε τους λεπτομέρεια και εκείνος θα τα φύλαγε σαν τα μάτια του. Στην άλλη άκρη του κόσμου, η Σοφία έβλεπε την κόρη της να διασχίζει ανάλαφρα το διάδρομο ντυμένη στα άσπρα, λαμπερή και χαμογελαστή, με εκείνο το αγγελικό χαμόγελό της. Και δεν ήταν μόνο σήμερα, αλλά κάθε μέρα που έβλεπε η Σοφία αυτή την ίδια οπτασία. Η Αγγελική δούλευε μαζί με τη μητέρα της στο οικογενειακό τους ζαχαροπλαστείο και κάθε φορά που την έβλεπε η Σοφία να περιδιαβαίνει τα ράφια με τα κάθε λογής ψωμιά αναρωτιόταν πότε άραγε θα την έβλεπε νυφούλα. Η θυγατέρα της είχε μια επιδερμίδα λεία και χρυσαφένια σαν καλοψημένη φραντζόλα και η αψεγάδιαστη λευκή ποδιά
της παρέμενε αλέκιαστη ακόμα κι όταν περίχυνε κεράσια ή αμύγδαλα με σοκολάτα. Ήταν άψογη η κόρη της και η μητέρα δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένα τέτοιο πλάσμα, πιο γλυκό κι από τα σερμπέτια, πιο τέλειο κι από τον τελειότερο μπακλαβά της, έμενε στο ράφι σαν τα μπαγιάτικα μπισκότα. Η Αγγελική ήταν είκοσι εννιά χρονών τώρα. Όλες της οι συμμαθήτριες είχαν παντρευτεί από καιρό. Όλες οι κόρες των φιλενάδων της Σοφίας, ακόμα και οι ανιψιές τους, είχαν χορέψει ήδη το χορό του Ησαΐα. Η Σοφία είχε ανασκουμπώσει τα μανίκια της και ζύμωνε ψωμί. Έριξε την πελώρια μπάλα ζύμης πάνω στο ξύλο, δίπλωσε τις άκρες της προς τα μέσα ξανά και ξανά, τραβώντας και τεντώνοντας το ελαστικό μείγμα από αλεύρι και μαγιά. «Μας ήρθε μια πρόσκληση σήμερα», είπε στην κόρη της. «Α, ωραία», αποκρίθηκε η Αγγελική. «Από ποιον;» «Την Κατερίνα και τον Μιχάλη. Βαφτίζουν το γιο τους». «Την Κατερίνα και τον Μιχάλη;» μουρμούρισε η Αγγελική εξακολουθώντας να τυλίγει ένα-ένα κεράσι σε ασημόχαρτο.
«Ναι, τους ξέρεις!» είπε εκνευρισμένη η μητέρα της. «Η κόρη της δευτερανιψιάς της Μαρίας και ο άντρας της. Είναι το τρίτο τους παιδί». Ακολούθησε μια μικρή παύση πριν αποκριθεί η νεαρή γυναίκα. Παρόμοιους συνδυασμούς ονομάτων είχε ακούσει από τη μητέρα της πολλές φορές στο παρελθόν και δεν είχε ιδέα ποια Μαρία μπορεί να ήταν αυτή. Η περιγραφή ταίριαζε σε καμιά σαρανταριά Μαρίες. «Τρίτη ξαδέρφη της;» είπε ακόμα πιο αφηρημένα από πριν. «Τρίτο παιδί, Αγγελική! Τρίτο παιδί!» «Μπράβο τους». «Τι εννοείς ‘‘μπράβο τους’’;» «Μπράβο τους που σου έστειλαν πρόσκληση». Η Αγγελική ήξερε, όπως και η μητέρα της, πως το ζευγάρι θα είχε στείλει τουλάχιστον πεντακόσιες προσκλήσεις. Ο κόσμος είχε το συνήθειο να προσκαλεί σε γάμους και βαφτίσια ακόμα και τους πιο μακρινούς συγγενείς και γνωστούς. «Τς τς τς», έκανε η Σοφία. Παρά την αγάπη που έτρεφε για
το μοναχοπαίδι της, μερικές φορές δεν μπορούσε να κρύψει την αγανάκτησή της. «Ούτε είκοσι οχτώ χρονών δεν είναι η Κατερίνα. Κι έχει κιόλας τρία παιδιά!» «Πω πω ταλαιπωρία!» σχολίασε η Αγγελική, που προφανώς είχε δώσει τη λάθος απάντηση. «Μπορεί να είναι ταλαιπωρία, αγάπη μου, αλλά είναι και ευλογία και μεγάλο κατόρθωμα να έχει κάνει κάποιος τρία παιδιά σ’ αυτή την ηλικία». Η Αγγελική, που συνήθως παρέμενε ψύχραιμη, τώρα δάγκωσε το τελευταίο κεράσι και άφησε το χυμό του να κυλήσει στο σαγόνι της. «Γιατί είναι μεγάλο κατόρθωμα; Το να κάνεις παιδιά, εμένα δεν μου φαίνεται πιο δύσκολο από το να γράψεις μια επιγραφή σε μια τούρτα με κορνέ», είπε. «Ορισμένοι άνθρωποι το έχουν από φυσικού τους να κάνουν παιδιά». «Δηλαδή, δεν είναι το φυσικό όλων των ανθρώπων;» της πέταξε πικρόχολα η μητέρα της. Παρόμοιες λογομαχίες ήταν συχνές ανάμεσα στην Αγγελική και τη μητέρα της. Μπορεί να ξεκινούσαν από
διαφορετικές προφάσεις, αλλά στο βάθος όλων υπέβοσκε το ίδιο προαιώνιο ερώτημα: Γιατί να μην είναι και η Αγγελική σαν τα άλλα κορίτσια; Γιατί να μην είναι κι εκείνη παντρεμένη; Χωρίς αμφιβολία ήταν πιο όμορφη από σχεδόν όλες τις άλλες κοπέλες της Μακρόπολης.greekleech.info Τα καλοκαίρια που έρχονταν στην πόλη οι τουρίστες από το κοντινό παραθαλάσσιο θέρετρο, η Σοφία ήξερε πως η Αγγελική δεχόταν πολλές προσκλήσεις για ραντεβού από ξένους νεαρούς που την έβλεπαν από τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου και έμπαιναν μέσα για να τη φλερτάρουν. Όμως εκείνη τους έλεγε πάντα όχι. Έλεγε όχι σε όλους. Όλη της τη ζωή, κρατούσε τους άντρες σε απόσταση, ή τουλάχιστον αυτό έβλεπε η μητέρα της. Η Μακρόπολη ήταν μια πολύβουη κωμόπολη όπου οι περισσότεροι κάτοικοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, ενώ πολλοί από αυτούς συνδέονταν και με κάποιο βαθμό συγγένειας. Οι περισσότερες συμμαθήτριες της Αγγελικής είχαν παντρευτεί αγόρια από την τάξη τους και το ζευγάρωμά τους ήταν μια διαδικασία που είχε συντελεστεί πολλά χρόνια πριν. Σπάνια έρχονταν καινούριοι κάτοικοι στην πόλη, γιατί δεν υπήρχε τίποτα να τους τραβήξει εκεί. Όταν τελείωσε το τύλιγμα των κερασιών, η Αγγελική
έπιασε να βοηθάει τη μητέρα της να ετοιμάσει τα ψωμιά. Η Σοφία κοπάνησε τη γυαλιστερή κιτρινωπή μάζα στο ξύλο και έμπηξε μέσα της ένα τεράστιο μαχαίρι για να την κόψει στη μέση.
wWw.Greekleech.info
Το αλεύρι τινάχτηκε σύννεφο καθώς βούτηξαν και οι δύο τα χέρια τους μέσα στο σακί της ωχρής σκόνης για να μην κολλάει το ζυμάρι στα δάχτυλα και τις παλάμες τους. Μετά, η Σοφία ρίχτηκε στη δουλειά με όλο το βάρος του κορμιού της. Ήταν πολύ δυνατή γυναίκα, όχι πολύ ψηλή, αλλά σχεδόν διπλάσια από την Αγγελική στο φάρδος. Η κόρη της έμοιαζε πιο πολύ του πατέρα της, που ήταν λεπτοκαμωμένος. Η Σοφία ξεσπούσε όλες τις σκοτούρες της στο ζύμωμα και μάλλον γι’ αυτό το ψωμί του Παπαρήγου ήταν το πιο περιζήτητο σε όλη την πόλη. Για να γίνει καλό το ψωμί, χρειαζόταν σχεδόν αντρίκεια δύναμη στο ζύμωμα για να φουσκώσει καλά το ζυμάρι. Η Αγγελική δεν το είχε να συμπεριφέρεται στη ζύμη όπως η μάνα της, και η Σοφία ήξερε πως η διαφορά θα φαινόταν όταν θα έβγαιναν τα ψωμιά από το φούρνο. Οι φραντζόλες της Αγγελικής δεν ήταν σφριγηλές, κι αυτό εκνεύριζε τη μάνα της σε καθημερινή βάση. «Δεν πας εσύ καλύτερα εκεί πέρα να αποτελειώσεις τις παραγγελίες για τις τούρτες;» της είπε απότομα. «Η κυρία
Κολομβάκη θα έρθει όπου να ’ναι να πάρει τη δική της, γι’ αυτό ξεκίνα μ’ αυτή». Στο γαρνίρισμα με το κορνέ, η Αγγελική ήταν αξεπέραστη. Η καλλιγραφία της με την κρέμα από νερό και ζάχαρη ήταν λεπτή και χαριτωμένη. Ολόκληρα κεφάλαια βιβλίου μπορούσε να γράψει πάνω σε μια τούρτα και κάθε λέξη να είναι καλλιγραφημένη. Ήταν πολύ επιδέξια σε οτιδήποτε απαιτούσε λεπτούς χειρισμούς. Η Σοφία Παπαρήγου μετρούσε τις εποχές με τη δουλειά στο ζαχαροπλαστείο της. Την άνοιξη έψηναν σαρακοστιανά κουλούρια και τσουρέκια για το Πάσχα. Το καλοκαίρι, που ήταν η εποχή των γάμων, είχαν μεγάλη ζήτηση οι τούρτες. Τον Αύγουστο έφτιαχναν και δικό τους παγωτό σε πολλές λαχταριστές γεύσεις. Μετά ερχόταν το φθινόπωρο με τα γλυκά του κουταλιού και τα φοντάν για κεράσματα στις ονομαστικές εορτές – οι Σταύροι και οι Σταυρούλες, οι Δημήτρηδες και οι Δημητρούλες, οι Μιχάληδες και οι Αγγελικές, αφθονούσαν στην κωμόπολή τους.greekleech.info Έπειτα, λουκουμάδες του Αγίου Ανδρέα, κολοκυθόπιτες του Αϊ-Νικόλα, μετά η φρενίτιδα των Χριστουγέννων με τις δίπλες, τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες και, τέλος, η Βασιλόπιτα για την Πρωτοχρονιά, που της θύμιζε βασανιστικά πως είχαν περάσει άλλοι δώδεκα
μήνες και η μοναχοκόρη της ακόμα δεν είχε ταίρι. Και μ’ όλο που κάθε παραγγελία πρόσθετε κι έναν οβολό στο ταμείο της, ωστόσο άδειαζε κι ένα σπυρί ελπίδας από την ψυχή της. Μπορεί η ζωή της να ήταν γεμάτη ζάχαρη, όμως δεν έλειπε και κάμποση δόση πίκρας. Η Αγγελική το ήξερε πως η μητέρα της στενοχωριόταν σε σημείο εμμονής που η θυγατέρα της ήταν αζευγάρωτη, όμως, σε αντίθεση με τις συμμαθήτριές της, η κοπέλα προτιμούσε να περιμένει μια ζωή παρά να συμβιβαστεί. Τι κρίμα που η μητέρα της δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι η κόρη της ήταν τελειομανής σε κάθε έκφανση της ζωής της και όχι μόνο στη δουλειά της. Τον προηγούμενο χρόνο είχε συμβεί κάτι που η μητέρα της δεν θα μπορούσε να καταλάβει με τίποτα. Ήταν μια στιγμή που άλλαξαν όλα. Στο μαγαζί τους είχε μπει ένας ξένος. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε και, αν ήταν μπροστά η Σοφία, θα έβλεπε απλώς έναν ατημέλητο νεαρό που θα έσπευδε να τον εξυπηρετήσει για να φύγει μια ώρα αρχύτερα από το μαγαζί της χωρίς να του ρίξει δεύτερη ματιά. Όμως για την Αγγελική, αυτός ο ξένος ήταν διαφορετικός από οποιονδήποτε πελάτη είχε ποτέ εξυπηρετήσει.
Οι πιο πολλοί κάτοικοι της Μακρόπολης έμοιαζαν να ζουν μια ζωή γεμάτη στενοχώριες. Τουλάχιστον έτσι της φαινόταν της Αγγελικής, που σχεδόν όλη της τη ζωή, τους έβλεπε να μπαινοβγαίνουν στο κατάστημά τους με τα ίδια σκυθρωπά πρόσωπα. Πολλοί από αυτούς έρχονταν καθημερινά και, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, έπαιρναν τη συνηθισμένη τους παραγγελία και άφηναν τα ψιλά τους στον πάγκο. Η Αγγελική ήξερε πως η μητέρα της είχε πάψει από καιρό να ελπίζει να ακούσει καμιά καλή κουβέντα για τα αφράτα κέικ της ή την πλούσια σοκολατίνα της. Ο κόσμος έμπαινε για να πάρει τη «δόση» του από γλυκό χωρίς να εκτιμά το μόχθο που απαιτούσε η παρασκευή ακόμα και των πιο απλών βουτημάτων, και η Αγγελική πολλές φορές λυπόταν τον κόπο που είχε κάνει για μια λεπτοδουλειά που καταβροχθιζόταν μέσα σε δευτερόλεπτα. Τη μέρα εκείνη, που είχε έρθει ο ξένος στο μαγαζί τους, η Αγγελική τη θυμόταν σαν να ήταν χθες. Λίγα λεπτά πριν μπει εκείνος μέσα, η Αγγελική είχε βγει από την κουζίνα με φρεσκοψημένα καρβέλια και είχε αρχίσει να τα στοιβάζει στα ράφια. Έτσι, όταν άνοιξε η πόρτα του μαγαζιού, εκείνη είχε στραμμένη την πλάτη της, όμως τον είδε στον καθρέφτη που κάλυπτε τον τοίχο. Εκείνος τριγύρισε μέσα στο μαγαζί, κοιτάζοντας με λαχτάρα μέσα τις γυαλιστερές προθήκες και
θαυμάζοντας με ολοφάνερη εκτίμηση τα διάφορα εκτεθειμένα γλυκίσματα. Δεν ήταν ψηλός –περίπου στο μπόι της, σχεδόν ένα κι εβδομήντα– με μέτριο τύπο σώματος, μάλλον γεροδεμένος παρά αδύνατος, και με σκούρα μεταξένια μαλλιά ως το γιακά του. Είχε λίγο γένι, μάλλον από αξυρισιά παρά από επιλογή, και φορούσε τζιν παντελόνι και μπλουζάκι. Ποτέ άλλοτε η Αγγελική δεν είχε δει άλλο πρόσωπο που να συνδυάζει ομορφιά και καλοσύνη όπως το δικό του. Ήταν κάτι συγκλονιστικό. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» τον ρώτησε ευγενικά, προσπαθώντας να μην καρφώσει το βλέμμα της επάνω του, αλλά νιώθοντας πως είχε στεγνώσει το στόμα της. «Θα ήθελα μερικές από αυτές τις τάρτες», είπε εκείνος. «Τι γέμιση έχουν;» Όσο η Αγγελική του περιέγραφε με λεπτομέρειες όλες τις διαφορετικές γεύσεις και τα φρούτα που περιείχαν οι μικροκαμωμένες τάρτες, εκείνος έγνεφε με ενδιαφέρον. «Λέω να πάρω μία από κάθε γεύση», της είπε. «Δώδεκα συνολικά, σωστά;»
«Δέκα», είπε εκείνη. «Είναι δέκα διαφορετικών ειδών». Προσπαθώντας να διπλώσει ένα χαρτόνι σε κουτί, τα χέρια της έτρεμαν ολοφάνερα. Εκείνος την παρατηρούσε. «Να σε βοηθήσω;» Παρότι είχε διπλώσει χιλιάδες κουτιά στη ζωή της, τώρα λες και είχε ξεχάσει πώς γίνεται. Ξαφνικά, της φάνηκε πιο περίπλοκο κι από οριγκάμι. «Όχι, δεν χρειάζεται. Τα καταφέρνω, αλήθεια». Ντράπηκε, αλλά όταν σήκωσε το βλέμμα της, βρέθηκε να τον κοιτάζει μες στα μάτια. Ήταν σκούρα και λαμπερά σαν τη μελάσα. «Κάποτε δούλευα σε φούρνο. Ήταν του παππού μου. Ποτέ δεν τα κατάφερνα με αυτά τα κουτιά», είπε εκείνος γελαστός. «Και ακόμα πιο χάλια τα πήγαινα με τις κορδέλες». Η Αγγελική ένιωσε να χαλαρώνει λίγο. «Καταπληκτικό», είπε εκείνος, γελώντας ακόμα.
Ακολούθησε σιωπή για μια στιγμή καθώς η Αγγελική κατάλαβε ότι ο νεαρός τη φλέρταρε. «Και πού ήταν ο φούρνος της οικογένειάς σου;» τον ρώτησε χαμογελαστή. «Στην Καλαμάτα», απάντησε εκείνος. «Δυστυχώς τον πουλήσαμε πριν από κάμποσο καιρό. Όμως δεν ήταν τόσο καλός όσο το δικό σας μαγαζί». Μία από τις τάρτες προσγειώθηκε με φούρια στο κουτί ανάποδα. «Ω, λυπάμαι πολύ», του είπε η Αγγελική, που τα τρεμάμενα χέρια της έκαναν ασυνήθιστα άτσαλες τις κινήσεις της. «Θα φτιάξω καινούριο κουτί». «Όχι, όχι, δεν πειράζει. Η γεύση τους δεν αλλάζει. Στ’ αλήθεια, δεν πειράζει». Ο νεαρός την παρατηρούσε να γεμίζει το κουτί. Όταν του έφτιαξε το πακέτο με τις τάρτες, της ζήτησε και μερικά κουλουράκια και καμιά δεκαριά από τα περιχυμένα με σοκολάτα κεράσια. Τη ρώτησε να του πει τα συστατικά για καθετί και η Αγγελική διαισθάνθηκε ότι το ενδιαφέρον του ήταν ειλικρινές.
«Θα ήθελα και μία από αυτές τις αρκούδες», της είπε. «Αμυγδαλωτή;» «Ναι. Μου θυμίζουν αυτές που έφτιαχνε η γιαγιά μου. Μπορώ να τη φάω επιτόπου;» Η Αγγελική έβγαλε μία από την προθήκη σε μια χαρτοπετσέτα και του την έδωσε. Εκείνος έμεινε να την περιεργάζεται. «Είναι απίστευτο!» αναφώνησε. «Της γιαγιάς μου δεν ήταν ποτέ τόσο καλές. Εσύ έχεις πετύχει τέλεια ακόμα και την υφή της γούνας!» Σε κάθε ζώο από αμυγδαλόπαστα, η Αγγελική πρόσθετε επιδέξια μικροσκοπικές λεπτομέρειες. Για παράδειγμα, οι γάτες είχαν μουστάκια και τα πουλιά φτερά. «Μα δεν απαιτεί και τόσο πολύ κόπο», του είπε ντροπαλά. «Μα είναι καταπληκτικό. Είναι τόσο τέλειο που δεν σου κάνει καρδιά να το φας. Θα το κρατήσω για μπιμπελό πάνω στο γραφείο μου». Η Αγγελική έβαλε τα γέλια, όπως κι εκείνος.
«Τότε να σου τη βάλω σε κουτί», του είπε. Μέσα στο κουτί, έβαλε δίπλα στην αρκούδα κι άλλο ένα ζωάκι. «Για παρέα», του είπε. Στο τέλος, τέσσερα κουτιά περίμεναν σφιχτοδεμένα με σγουρή κορδέλα πάνω στον πάγκο. «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ», της είπε ο νεαρός. «Τι σου οφείλω για όλα αυτά τα έργα τέχνης;» «Δέκα ευρώ και πενήντα λεπτά», είπε η Αγγελική ξεστομίζοντας το πρώτο νούμερο που της ήρθε στο μυαλό. «Τα ζωάκια είναι δώρο».
wWw.Greekleech.info
«Πολύ ευγενικό. Σου υπόσχομαι να τα φροντίζω». «Μα είναι για να τα φας!»
«Όχι, βέβαια! Θα φάω όλα τα άλλα, αυτά όμως ποτέ. Θα ήταν αμαρτία. Μπορεί να είναι μινιατούρες, όμως είναι πραγματικά γλυπτά. Αριστουργήματα!» Το γέλιο και η καλοσύνη του την είχαν συνεπάρει. Εδώ και πέντε χρόνια δούλευε καθημερινά στο ζαχαροπλαστείο και δεν είχε συναντήσει άλλη φορά πελάτη που να την κάνει να χαμογελάσει έτσι. Για μια στιγμή φοβήθηκε μήπως λιώσει
όλο το παγωτό στις διπλανές προθήκες από τη θέρμη που ακτινοβολούσε αυτός ο άνθρωπος. Δεν έφτανε που έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για τις λιχουδιές του καταστήματος, χαμογελούσε κιόλας – μ’ ένα χαμόγελο εγκάρδιο, που μαρτυρούσε αγάπη για τη ζωή. Η Αγγελική δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλον τόσο πράο και τόσο φινετσάτο άνθρωπο. Μέτρησε αργά-αργά τα ρέστα στο χέρι του, με επίγνωση ότι προσπαθούσε να καθυστερήσει την αναχώρησή του. Κάποια στιγμή, την ώρα που έπεφτε στην παλάμη του το τελευταίο κέρμα των είκοσι λεπτών, η Αγγελική σήκωσε το βλέμμα της και τον έπιασε να την κοιτάζει επίμονα. Του ανταπέδωσε τη ματιά.greekleech.info Η ανταλλαγή μπορεί να μην κράτησε πάνω από ένα-δυο δευτερόλεπτα, όμως ένιωσε να τη χορταίνει. Δεν ήταν ο κορεσμός που αισθανόταν μικρή, όταν έτρωγε πολλά από τα γλυκά της μητέρας της. Αυτό εδώ ήταν αίσθημα πληρότητας. Ήταν ολοφάνερο πως ούτε κι εκείνος ήθελε να φύγει, και η Αγγελική ήταν σίγουρη πως κόμπιασε λίγο πριν τραβήξει την πόρτα να την ανοίξει. «Αντίο», της είπε. «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα». Η τζαμόπορτα έκλεισε ξοπίσω του, όμως εκείνος στάθηκε
απέξω σαν κάτι να είχε ξεχάσει. Μετά έκανε μεταβολή, σήκωσε το χέρι του σε ένα γνέψιμο και εξαφανίστηκε. Κάθε ίνα του κορμιού της ήθελε να βγει στο κατόπι του, αλλά ανοιγόταν ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στο ένστικτο και τη λογική της. Αυτό ήταν όλο. Η εικόνα του προσώπου του έμεινε εντυπωμένη μέσα της, κάθε του χαρακτηριστικό, κάθε λεπτομέρεια. Για την Αγγελική, ήταν σαν χθες που ο νεαρός είχε σταματήσει για μια στιγμή στο κατώφλι προτού χαθεί από τα μάτια της. Ούτε μία μέρα δεν είχε περάσει από τότε που να μην τον σκεφτεί. Η ανάμνηση του χαμόγελού του ήταν ανεξίτηλη. Δεν ήταν παρά ένας περαστικός πελάτης, πιθανόν κάποιος που πήγαινε επίσκεψη σε κάποιο φίλο ή συγγενή σε ένα κοντινό χωριό και είχε σταματήσει να τους πάρει ένα δώρο, όμως αυτό το σύντομο σμίξιμο την είχε ταρακουνήσει.greekleech.info Κανείς άλλος ποτέ πριν, ούτε μετέπειτα, την είχε συγκινήσει όπως εκείνος. Μερικοί αναρωτιόνταν μήπως την είχε πληγώσει κάποιος άντρας και γι’ αυτό απέκρουε όλες τις προτάσεις τους. Όμως η Αγγελική ήξερε πως η καρδιά της δεν είχε ραγίσει. Η καρδιά της είχε σκιρτήσει.
Το περίπτερο
Hταν ώρα κοινής ησυχίας. Ο άνεμος είχε κοπάσει, η κίνηση στους δρόμους είχε αραιώσει, οι πεζοί είχαν εξαφανιστεί. Αδέσποτα σκυλιά κείτονταν ασάλευτα στις σκιές, τόσο ασάλευτα που έμοιαζαν άψυχα. Το μόνο δείγμα ζωής τριγύρω ήταν οι μύγες που βούιζαν αδιάκοπα από τον ένα σκύλο στον άλλο. Τα μαγαζιά ήταν κρυμμένα πίσω από κατεβασμένα μεταλλικά ρολά, όλα τους μουτζουρωμένα με γκράφιτι. Πού και πού, έβλεπες κάποια ερωτική εξομολόγηση, αλλά οι περισσότερες επιγραφές ξεχείλιζαν θυμό ενάντια στους πολιτικούς, ενάντια στον κόσμο όλο. Τούτη την ώρα της ημέρας, ο δρόμος έμοιαζε με γκαλερί αφηρημένης τέχνης δίχως επισκέπτες. Μόνο ένα «έργο» είχε ξεκάθαρο μήνυμα: Η πείνα πονάει. Η Πανώπολη ήταν μια συνηθισμένη βορειοελλαδίτικη κωμόπολη. Το καλοκαίρι δεν υπήρχε ίχνος τουρίστα εδώ, όμως η παρουσία του ήλιου ήταν αδυσώπητη. Μια σειρά δέντρα σε κάθε μεριά του δρόμου προστάτευε τους πεζούς από το ανελέητο λιοπύρι, αλλά τα μεσημέρια οι περισσότεροι έμεναν για καλό και για κακό στα σπίτια τους και αναπαύονταν στα σκοτεινά, προτού σηκωθούν και σύρουν τα πόδια τους για την απογευματινή βάρδια στη δουλειά τους όταν δρόσιζε λίγο η μέρα. Αυτή την ώρα του μεσημεριού,
ήταν κλειστά τα πάντα, εκτός από το καφενείο στην κεντρική πλατεία και το περίπτερο στο τέρμα του δρόμου. Αυτό το περίπτερο δούλευε δεκαοχτώ ώρες την ημέρα, καθημερινά, από τότε που ο Γιώργος Καζάρας είχε πάρει την άδεια λειτουργίας του στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Τον πρώτο καιρό, το περίπτερο δεν ήταν παρά ένα ανάερο ξύλινο κουβούκλιο που πουλούσε μόνο τσιγάρα και ζαχαρώδη μέσα από ένα φινιστρίνι προς το πεζοδρόμιο για τις συναλλαγές με τους πελάτες. Σταδιακά μέσα στον επόμενο μισό αιώνα, ο Γιώργος Καζάρας είχε εξαπλώσει την «αυτοκρατορία» του προς κάθε κατεύθυνση. Η πρώτη μεγάλη καινοτομία ήταν η προσθήκη ενός ψυγείου για αναψυκτικά και έπειτα ακολούθησε η τοποθέτηση καταψύκτη για παγωτά. Μετά προστέθηκαν καλάθια με πλαστικά παιχνίδια, κρουασάν μακράς διάρκειας, σακουλάκια με τραγανά σνακ και πακέτα με μπισκότα. Γύρω από το γκισέ του περίπτερου υπήρχαν κι άλλα χρειώδη, όπως οδοντόκρεμες, τσίκλες και προφυλακτικά – αυτά μάλιστα σε θέση που να τα φτάνει εύκολα ο πελάτης χωρίς να χρειάζεται να τα ζητήσει από τον περιπτερά. Επιπλέον, τα συρμάτινα εκθετήρια για ανάρτηση περιοδικών και εφημερίδων όλο και επεκτείνονταν. Ο κόσμος σε αυτή την απομακρυσμένη πολίχνη διψούσε για το
«γκλάμουρ» που πρόσφεραν αφειδώς οι Αθηναίοι εκδότες, και τα φανταχτερά περιοδικά τους γίνονταν ανάρπαστα και εξαφανίζονταν από τα ράφια του Γιώργου μέσα σε ελάχιστες ώρες από τη διανομή τους από το πρακτορείο Τύπου. Αυτά τα χουζούρικα ζεστά μεσημέρια, οι γυναίκες ξεφύλλιζαν τις γυαλιστερές σελίδες τους μέσα σε σκοτεινά δωμάτια και ονειρεύονταν κάποια μέρα να συναντήσουν τις διασημότητες που φιγουράριζαν εκεί μέσα. Η εικοσάχρονη κόρη του Γιώργου, η Ανδριανή, ήταν από τους πιο φανατικούς καταναλωτές αυτών των πορνό πολυτελείας. Και λόγω εγγύτητας στην πηγή –ο πατέρας της την άφηνε να τα διαβάζει όλα, αρκεί να μην τσάκιζε τις σελίδες ώστε να μπορεί να τα ξαναβάλει στο ράφι για να τα πουλήσει– η Ανδριανή είχε αρχίσει να ξεφυλλίζει τις γυαλιστερές σελίδες αυτών των εντύπων πριν καν μάθει να διαβάζει. Μέχρι το θάνατό της, όταν η Ανδριανή ήταν δεκαπέντε χρονών, η Λίτσα Καζάρα, ημιαπασχολούμενη νοσοκόμα, είχε δώσει –και χάσει– τη μάχη για να πείσει την κόρη της να διαβάζει βιβλία αντί να ξεφυλλίζει ανούσια περιοδικά. «Αυτά τα ανόητα αναγνώσματα νερουλιάζουν τον εγκέφαλο», παραπονιόταν στον άντρα της. «Καλό να τα πουλάς για να βγάζεις χρήματα, αλλά όχι να αφήνουμε να διαβρώνουν το μυαλό της κόρης μας».
Από τότε που πέθανε η μητέρα της, η Ανδριανή δεν είχε πιάσει στα χέρια της ούτε βίπερ. Χαζεύοντας τις εικόνες από τις εντυπωσιακές ξανθές και τους μαυρισμένους συνοδούς τους, αντλούσε τη στιγμιαία ψευδαίσθηση ότι και η δική της ζωή ήταν κάπως πιο συναρπαστική. Όπως ήταν φυσικό, ονειρευόταν κάποια μέρα να είναι ομορφότερη, πλουσιότερη και διασημότερη και να ζει σε άλλο τόπο, μακριά από την Πανώπολη, όμως αυτές οι εικόνες την έκαναν να καλλιεργεί και κάποιες πιο ρεαλιστικές υλικές φιλοδοξίες. Στις παρυφές της πόλης, απέναντι από το βενζινάδικο, είχε ανοίξει πρόσφατα ένα κατάστημα επίπλων. Η Ανδριανή περνούσε συχνά από εκεί και, όταν ο πωλητής ήταν απέναντι και γέμιζε το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου του, εκείνη κολλούσε τη μύτη της στη βιτρίνα και άφηνε το χνότο της στο τζάμι. Ήταν μια τεράστια έκθεση γεμάτη πανάκριβους και φανταχτερούς καναπέδες, τραπέζια και καρέκλες, καθώς και κάμποσα φωτιστικά, κυρίως κρυστάλλινους πολυέλαιους. Όλα ήταν εισαγόμενα από την Ιταλία και φάνταζαν τόσο λαμπερά και ποθητά, με ονόματα εμπνευσμένα από το Χόλιγουντ – σειρά «Μπέβερλι Χιλς», σειρά «Μπελ-Αιρ», σειρά «Μαλχόλαντ Ντράιβ». Κάθε αντικείμενο μέσα στο κατάστημα έμοιαζε σαν να ήταν βγαλμένο απευθείας από τις σελίδες του Hello!
wWw.Greekleech.info
Έχοντας μεγαλώσει σε ένα διαμέρισμα όπου όλα τα έπιπλα είχαν αγοραστεί τη δεκαετία του ’50 και δεν είχαν αντικατασταθεί από τότε, η Ανδριανή δεν είχε κάτσει ποτέ σε άλλου τύπου κάθισμα εκτός από νάιλον, καλυμμένο το πολύπολύ με δαντελένια σκεπάσματα, ριχτάρια και σεμεδάκια. Έτσι, έβαζε με το νου της ότι ο κόκκινος δερμάτινος τριθέσιος καναπές με τα φαρδιά στρογγυλεμένα μπράτσα, που δέσποζε στη βιτρίνα του «Σπίτι Σου», κυριολεκτικά θα άλλαζε τη ζωή της. Μια μέρα, τον περιέγραψε στον πατέρα της με κάθε λεπτομέρεια. «Μπαμπά», κλαψούρισε, «γιατί δεν παίρνουμε έναν τέτοιο; Να αλλάξουμε πια εκείνα τα παλιομοδίτικα πράγματα που έχουμε;» «Μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις αν σου βρούμε έναν πλούσιο άντρα να παντρευτείς», της ανταπάντησε κοφτά ο πατέρας της. «Αλλά για την ώρα, πρέπει να ζήσουμε με ό,τι έχουμε. Μια χαρά είναι τα παλιά μας έπιπλα. Της μάνας σου της άρεσαν και με το παραπάνω. Δεν θέλω να ακούσω άλλη κουβέντα». Τα σουλάτσα της Ανδριανής μπρος από τη βιτρίνα του καταστήματος δεν είχαν περάσει απαρατήρητα από τον
ιδιοκτήτη του, τον Τάκη Στακάκη. Παρατηρούσε τον κάθε περαστικό που σταματούσε και κοιτούσε τη βιτρίνα, αθέατος στις σκιές πίσω από το γραφείο του. Θεωρούσε ότι μπορούσε να εκτιμήσει την πιθανότητα να μπει κάποιος μέσα στο κατάστημα, μόνο και μόνο από το αυτοκίνητο που οδηγούσε και, αν όντως έμπαινε, υπολόγιζε την πιθανότητα να αγοράσει κάτι, από το άρωμα ή το άφτερ-σέιβ που φορούσε. Αν ήταν Γκούτσι, ήξερε πως το βράδυ θα είχε στα χέρια του επιταγή να εξαργυρώσει. Εξ ορισμού, οι πελάτες του έπρεπε να είναι άνθρωποι που διέθεταν και χρήματα και τάση για αυτοπροβολή, όπως εξάλλου και ο ίδιος. Η Ανδριανή ήταν νοστιμούλα, με μεγάλα καστανά μάτια και πλούσια σκούρα μακριά μαλλιά, που της έπαιρνε μία ώρα κάθε πρωί για να τα κάνει μπούκλες με το ψαλίδι. Και μολονότι η όλη προετοιμασία της μπρος στον καθρέφτη πριν φύγει για την ολιγόωρη βάρδια της στην τοπική τράπεζα διαρκούσε πάνω από μία ώρα συνολικά, δεν είχε παρατηρήσει ότι τα ρούχα της είχαν αρχίσει να της πέφτουν αρκετά στενά. Σε συνδυασμό με τα σαρκώδη χείλη της, βαμμένα κατακόκκινα σαν τον καναπέ που λιμπιζόταν, το όλο παρουσιαστικό της Ανδριανής ήταν ακριβώς αυτό που προσήλκυε άντρες σαν τον Τάκη. Από την πλεονεκτική του θέση μέσα στο κατάστημα, μπορούσε να την παρατηρήσει με την άνεσή του. Το λύκρα μπλουζάκι και το κολάν της ήταν
τόσο τσιτωμένα στο σώμα της όπως εφάρμοζε το δέρμα γύρω από το παραγέμισμα του καναπέ. Κάθε πληθωρική καμπύλη της ήταν εκτεθειμένη σε κοινή θέα. Μια μέρα, ο Τάκης ξεπρόβαλε στην είσοδο του μαγαζιού και την προσκάλεσε να μπει μέσα. Λόγω της αντανάκλασης στο τζάμι, η Ανδριανή δεν τον είχε δει ώσπου εμφανίστηκε στην πόρτα και η απρόσμενη παρουσία του την ξάφνιασε. «Παρακαλώ», της είπε εκείνος. «Δεν κοστίζει τίποτα να μπεις μέσα να ρίξεις μια ματιά. Ούτε χρεώνουμε τη δοκιμή». Για μια στιγμή, η Ανδριανή κοκκίνισε και κόμπιασε, ενώ ο Στακάκης εξακολούθησε την παρλάτα του. «Χρεώνουμε μόνο αν θες να πάρεις κάτι σπίτι σου. Και στις γυναίκες με όμορφα μάτια, συνήθως κάνουμε μια γενναία έκπτωση». Η Ανδριανή χαζογέλασε. Γιατί όχι; Τι είχε να χάσει; Σε λίγο βρέθηκε κουρνιασμένη στον κόκκινο δερμάτινο καναπέ. Σταύρωσε τα πόδια της αντιγράφοντας τις επιτηδευμένες πόζες που είχε δει να παίρνουν οι μοντέλες σ’ εκείνα τα γυαλιστερά περιοδικά. «Α, είναι πολύ ωραίος», κουκούβισε.
«Μοιάζεις λες και είσαι στο σπίτι σου», την κολάκεψε αυτός. «Δοκίμασε και μερικά άλλα έπιπλα. Δεν κοστίζει τίποτα». Από το σαραβαλάκι της που ήταν παρκαρισμένο στο βενζινάδικο στην απέναντι πλευρά του δρόμου, ο Τάκης ήξερε ότι αυτή η κοπέλα δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι πελάτισσα του μαγαζιού του. Όμως εκείνη τη μέρα δεν είχε μπει άλλος στο κατάστημα και ήταν κι αυτός ένας τρόπος να εξασκεί την πειθώ του και τις ικανότητές του στις πωλήσεις. Ήξερε πως οι γυναίκες ήταν εκείνες που έπαιρναν τις αποφάσεις για το σπιτικό και πως οι περισσότεροι άντρες δεν είχαν γνώμη για το αν χρειαζόταν να αλλαχτεί ένας καναπές ή αν έπρεπε να έχουν έξι ή οχτώ καρέκλες στην τραπεζαρία. Η πώληση επίπλων και το φλερτ ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες τέχνες. Η Ανδριανή προσπαθούσε να αποφεύγει να τον κοιτάζει στα μάτια, όμως όταν εκείνος έκατσε σε μια ασορτί πολυθρόνα απέναντί της, τον κοίταξε ανάμεσα από τις πυκνές βλεφαρίδες της. Ο Στακάκης ήταν λεπτός και φορούσε ένα κομψό κοστούμι, φίνα λουστρίνια που ήταν φτιαγμένα έτσι ώστε το πόδι του να φαντάζει μακρύτερο και λεπτότερο απ’ ό,τι ήταν, και ένα σιέλ πουκάμισο ξεκούμπωτο ως το τέταρτο κουμπί.
Γύρω από το λαιμό του άστραφτε μια χοντρή χρυσή καδένα. Ήταν χωρίς αμφιβολία το είδος του άντρα που η Ανδριανή θα περιέγραφε αργότερα στις συναδέλφους της στην τράπεζα ως «σέξι». Αυτό που δεν παρατήρησε ήταν ότι οι γκρίζες τούφες στο μαυρισμένο του στήθος ήταν παράταιρες με τα κατάμαυρα μαλλιά στο κεφάλι του. Μισή ώρα πέρασε ώσπου να συνειδητοποιήσει η Ανδριανή ότι έπρεπε να φύγει, και μέσα σε αυτό το διάστημα ο Στακάκης είχε προλάβει να την προσκαλέσει να πιουν μαζί ένα ποτό. Καθώς άπλωνε το χέρι να πάρει την κάρτα του, η Ανδριανή κοκκίνισε πάλι σε σημείο να ανταγωνίζεται τον χρωματικό τόνο του καναπέ. Αργότερα εκείνη τη βδομάδα, ο Στακάκης πέρασε και την πήρε με την Πόρσε Καγιέν του και βγήκαν για εκείνο το ποτό, ενώ το επόμενο Σαββατοκύριακο την πήγε και σε ένα κλαμπ σε μια γειτονική πόλη. Το ίδιο έκανε και τα επόμενα Σαββατοκύριακα. Η Ανδριανή περνούσε καταπληκτικά. Ζούσε τη ζωή που πάντα ονειρευόταν: έναν άντρα που την πήγαινε σε μέρη με λευκούς δερμάτινους καναπέδες, που τον υποδέχονταν αμέσως στις αίθουσες VIP των κλαμπ και που πάντα, ανελλιπώς, πλήρωνε για τα μοχίτο της. Πολύ σύντομα άρχισε να την αφήνει μόνη της για κάνα μισάωρο κάθε φορά. Όσο ο Στακάκης διεκπεραίωνε τα «γρήγορα
επαγγελματικά ραντεβού» του, η Ανδριανή περνούσε ανυποψίαστη την ώρα της φρεσκάροντας το μακιγιάζ της. Στον πατέρα της δεν άρεσαν καθόλου αυτές οι έξοδοι. Η πόλη τους ήταν μικρή και ο κόσμος κουτσομπόλευε. Ο Τάκης Στακάκης ήταν ξένος εκεί. Ούτε είχε γεννηθεί στην Πανώπολη ούτε έμενε εκεί. Το γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε από πού κρατούσε η σκούφια του, τον καθιστούσε ύποπτο. Απ’ όσο θυμούνταν όλοι οι ντόπιοι, δεν είχε πατήσει ποτέ το πόδι του σε κανένα μαγαζί της πόλης. Και ασφαλώς θα το θυμούνταν αν είχε πάει ποτέ στο καφενείο. Είχε πάει μόνο τέσσερις-πέντε φορές όλες κι όλες στο περίπτερο, και πάντα ήταν βιαστικός. Σταματούσε την πελώρια μαύρη κούρσα του δίπλα στο περίπτερο, άφηνε τη μηχανή αναμμένη όσο πεταγόταν να αγοράσει αυτό που ήθελε –συνήθως ένα πακέτο Ρόθμανς Ρόαγιαλ και καραμέλες μέντα– και μέσα σε δευτερόλεπτα είχε γίνει πάλι καπνός. Το μόνο που είχε παρατηρήσει πάνω του ο Γιώργος ήταν ένα πανάκριβο ρολόι που προεξείχε από το ατσαλάκωτο μανικέτι του και η βαριά μυρωδιά του άφτερ-σέιβ του. Ο Γιώργος καταλάβαινε πως η κόρη του είχε ξελογιαστεί μαζί του. Μολονότι δεν την έβλεπε και πολύ, καθώς εκείνος ήταν όλη τη μέρα και το περισσότερο βράδυ μέσα στο περίπτερο, όταν περνούσε από εκεί η Ανδριανή μετά τη
δουλειά της, πηγαίνοντας σπίτι για να του φτιάξει βραδινό, την έβλεπε πάντα να χαμογελάει. Δεν τη θυμόταν ποτέ άλλοτε έτσι, ακόμα και πριν πεθάνει η μητέρα της. «Είναι πολύ καλός, μπαμπά», του είπε ένα βράδυ, καταλαβαίνοντας την αποδοκιμασία του πατέρα της και προσπαθώντας να του αλλάξει γνώμη. «Και με πάει σε πολύ καθωσπρέπει μέρη». «Σαν πού δηλαδή;» ζήτησε να μάθει ο Γιώργος σηκώνοντας το βλέμμα από την εφημερίδα του. «Παντού. Στην Ελασσόνα. Μέχρι και στη Λάρισα». «Στη Λάρισα; Δεν παραπέφτει μακριά για βραδινή έξοδο;» «Τίποτα δεν παραπέφτει μακριά με την Πόρσε του», καυχήθηκε εκείνη, φανερά περήφανη που ήξερε κάποιον με τέτοιο αυτοκίνητο. Ο Γιώργος γρύλισε. Δεν ήθελε να συνεχίσει την κουβέντα. Και μόνο στη σκέψη ότι η κόρη του έβγαινε με αυτό τον άντρα, του γυρνούσαν τ’ άντερα. «Θα τον φέρω να τον γνωρίσεις», είπε εκείνη αποφασιστικά. «Και τότε θα καταλάβεις».
Και λίγες μέρες μετά, έκανε πράξη αυτό που είπε. Ο Γιώργος παρέμεινε στη θέση του, ευγνώμων που δεν χρειάστηκε να σφίξει το χέρι αυτού του άντρα. Ήταν μια παράξενη γνωριμία. «Μπαμπά, από ’δω ο Τάκης», είπε η Ανδριανή στον πατέρα της. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω», είπε ο Γιώργος τόσο σιγανά που σχεδόν δεν ακούστηκε. «Καλησπέρα, κύριε Καζάρα, καλησπέρα». Οι συστάσεις φάνταζαν τεχνητές μια που ο Στακάκης είχε πάει κάμποσες φορές στο περίπτερο του Γιώργου και το γνώριζαν και οι δύο. Ο Γιώργος ανατρίχιασε από την έντονη μυρωδιά του γλυκερού άφτερ-σέιβ του. ‘‘Όλο το μπουκάλι θα λούστηκε αυτός ο λιμοκοντόρος για να ξελογιάσει την κόρη μου’’, σκέφτηκε. Η κουβέντα δεν έμελλε να έχει συνέχεια. «Θα τα πούμε αργότερα, μπαμπά», είπε η Ανδριανή όσο πιο χαρωπά μπορούσε. Ο Γιώργος δεν τους παρακολούθησε να μπαίνουν στο
αυτοκίνητο και να φεύγουν, όμως άκουσε τις πόρτες που βρόντησαν και το μουγκρητό του κινητήρα καθώς το Καγιέν ξεκινούσε και έφευγε με ταχύτητα.
wWw.Greekleech.info
Κάθισε κάμποσες ώρες μόνος, του κι αυτό του έδωσε την ευκαιρία να προσπαθήσει να συμβιβαστεί με αυτό που συνέβαινε στην κόρη του. Άρχισε με το να κατηγορεί τον εαυτό του που την άφηνε να διαβάζει όλα εκείνα τα χαζοπεριοδικά που της είχαν φουσκώσει τα μυαλά. Και το αποτέλεσμα ήταν να ζει τώρα με το γέρο πατέρα της και να ονειρεύεται μια πιο λαμπερή ζωή. Τι μπορούσε πια να της προσφέρει; Η Ανδριανή είχε ήδη χλευάσει περιφρονητικά όλους τους υποψήφιους αρραβωνιαστικούς που της είχε προτείνει – οι περισσότεροι, γιοι διαφόρων ντόπιων καταστηματαρχών και κάνα-δυο μακρινοί συγγενείς της μακαρίτισσας της γυναίκας του. Δεν άντεχε στη σκέψη αυτού του άντρα πλάι στην κόρη του, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Τα μεσάνυχτα, κλείδωσε το περίπτερο, γύρισε στο σπίτι και έπεσε στο κρεβάτι του. Έμεινε ξάγρυπνος όλη νύχτα, περιμένοντας να ακούσει το κλειδί στην πόρτα. Η Ανδριανή γύρισε στις πέντε το πρωί. Το μεσημεράκι της επόμενης ημέρας, ο Γιώργος αποκοιμήθηκε στο κάθισμά του σε μια αθέατη γωνιά του περιπτέρου. Τον κατά τα άλλα ανθεκτικό γέρο είχε καταβάλει
η υπερβολική ζέστη –το περίπτερο έβραζε σαν καζάνι της κόλασης– σε συνδυασμό με την αϋπνία της προηγούμενης νύχτας. Διάφοροι πελάτες που ήρθαν στο περίπτερο απόρησαν που δεν τον είδαν στο πόστο του. Τόσες δεκαετίες τώρα, δεν τον θυμούνταν ποτέ να λείπει από το περίπτερο ούτε για ένα λεπτό από τις έξι το πρωί ως τις δώδεκα τη νύχτα. Κάποιοι από τους πελάτες του μάλιστα νευρίασαν – τα τσιγάρα ήταν βαθιά στο περίπτερο και δεν τα έφταναν. Όμως για τα περισσότερα άλλα εμπορεύματα, έπαιρναν αυτό που ήθελαν και άφηναν μερικά κέρματα ή ένα σημείωμα στο γκισέ. Έχοντας κοιμηθεί για πάνω από μία ώρα, ο Γιώργος ξύπνησε από τον ήχο ενός κέρματος που στροβιλίστηκε πάνω στον μεταλλικό δίσκο στο γκισέ. Ήταν μισό ευρώ. Κρυμμένος στο σκοτάδι του περίπτερου παρέμεινε αθέατος, αλλά όταν ανασήκωσε το κεφάλι του είδε ένα χέρι να παίρνει ένα πακέτο σπίρτα. Αναγνώρισε το Ρόλεξ και τραβήχτηκε λίγο πίσω, μένοντας ακίνητος σαν άγαλμα. Ο άντρας πήρε κι ένα πακέτο τσίκλες και, προς μεγάλη αναστάτωση του Γιώργου, ένα κουτί προφυλακτικά. Ο γέρος περίμενε ώσπου να γυρίσει από την άλλη ο Στακάκης και μετά σηκώθηκε όρθιος. Τον είδε να κατευθύνεται προς το αυτοκίνητο, αλλά τη στιγμή που
ετοιμαζόταν να μπει μέσα, ένα άλλο όχημα σταμάτησε απότομα κοντά του. Αμέσως μετά το στρίγκλισμα των φρένων, πετάχτηκε από μέσα ένας ατημέλητα ντυμένος άντρας και πήγε και στάθηκε ανάμεσα στον ιδιοκτήτη του επιπλοποιείου και την Πόρσε του. Όταν ο Στακάκης έκανε να πιάσει το χερούλι, ο άντρας βρόντησε το χέρι του πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου, εμποδίζοντάς τον να την ανοίξει. Όλα αυτά συνέβαιναν λίγα μέτρα από το περίπτερο και, καθώς εκείνο το μεσημέρι δεν κουνιόταν φύλλο, ο Γιώργος άκουσε τα πάντα. «Χρειάζομαι τα λεφτά μου τώρα. Εννιά μήνες περιμένω. Τι σκοπεύεις να κάνεις γι’ αυτό;» «Πρέπει να περιμένεις...» «Περίμενα ήδη πολύ καιρό». Ο Στακάκης παρέμεινε ψύχραιμος. Η αυτοπεποίθηση, η μαγκιά του, το γλοιώδες ύφος του δεν τον είχαν εγκαταλείψει. «Κοίτα, η τράπεζα μου αρνήθηκε ένα δάνειο και δεν έχω ρευστό. Μόνο την επιχείρηση έχω. Αυτό είναι όλο. Και οι πελάτες δεν αγοράζουν. Ξέρεις πώς είναι τώρα τα πράγματα». Ο Γιώργος υπέθεσε ότι ο Στακάκης έλεγε την αλήθεια.
Ήξερε πως το επιπλοποιείο έκανε εκπτώσεις 75 τοις εκατό, γιατί του το είχε αναφέρει η κόρη του, και όλοι ήξεραν πως τέτοιου είδους «σκότωμα» στις τιμές ήταν ένδειξη απελπισίας. Πραγματικά, ο Στακάκης είχε πουλήσει μόνο ένα κομμάτι τους τελευταίους έξι μήνες – ένα νεαρό ζευγάρι είχε αγοράσει ένα μικρό γυάλινο τραπεζάκι. Ούτε μία καρέκλα ούτε ένα σκαμπό ούτε καν ένα από εκείνα τα τραπεζομάντιλα πολυτελείας που διέθετε σε όποιο μέγεθος παράγγελνε ο πελάτης δεν είχε πουληθεί. «Δώσε μου άλλες δεκαπέντε μέρες», είπε στον άντρα. «Θα τα κανονίσω όλα». Ο Γιώργος έβλεπε την πλάτη του Στακάκη και παρατήρησε τον ιδρώτα να μουσκεύει το σιέλ πουκάμισό του. Το φροντισμένο παρουσιαστικό του ήταν σκέτο θέατρο. Ο ηλικιωμένος άντρας υπέθετε πως η επιχείρησή του θα είχε ήδη δανειστεί μεγάλα ποσά. Όλες οι επιχειρήσεις ήταν υπερχρεωμένες. Κανείς δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με αυτοκίνητο εκατό χιλιάδων ευρώ χωρίς να έχει δανειστεί λεφτά. Ξαφνικά, ο Γιώργος είδε τον ξένο άντρα να σωριάζεται αθόρυβα στο έδαφος. Χάθηκε από το οπτικό του πεδίο και ο
γέρος συνειδητοποίησε ότι θα είχε πέσει σχεδόν επάνω στις εφημερίδες του. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, η Πόρσε Καγιέν είχε εξαφανιστεί. Ο Γιώργος έβγαλε το κεφάλι του από το πίσω πορτάκι του περίπτερου και έριξε μια διερευνητική ματιά. Είδε αίμα να κυλάει στο ρείθρο του δρόμου και τον άντρα να κείτεται ακίνητος στο πεζοδρόμιο. Τα περιοδικά του είχαν τσαλακωθεί.
wWw.Greekleech.info
Ο δρόμος ήταν ακόμα έρημος και στα δύο ρεύματα. Ο Γιώργος πήρε το μπαστούνι του και απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μέσα σε λίγα λεπτά βρισκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας του και μετά από άλλα σαράντα δευτερόλεπτα ακούστηκε η κλαγγή του παλιού ασανσέρ στον δεύτερο όροφο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του. Ο Γιώργος μπήκε μέσα αθόρυβα και κάθισε σε μια καρέκλα στο σκοτεινό χολ. Είχε το νου του να μην ανησυχήσει την Ανδριανή που θα έπαιρνε τον μεσημεριανό της ύπνο, όμως η καρδιά του χτυπούσε τόσο ξέφρενα που φοβήθηκε μην την ξυπνήσουν οι χτύποι της. Κάθισε εκεί και σκέφτηκε τις επιλογές του. Αν έκανε καταγγελία κατά του Στακάκη, υπήρχε περίπτωση το
μοναχοπαίδι του να μην τον συγχωρούσε ποτέ. Από την άλλη, όμως, πώς μπορούσε να κρατήσει το μυστικό ενός άντρα που μισούσε με όλο του το είναι; Μισή ώρα πέρασε ώσπου να ξαναβγεί σιγανά από το διαμέρισμα και να πάρει το δρόμο της επιστροφής προς το περίπτερό του. Στρίβοντας στη γωνία είδε πως ο κεντρικός δρόμος είχε γεμίσει κόσμο και φώτα που αναβόσβηναν. Η περιοχή γύρω από το περίπτερο είχε αποκλειστεί με ταινία της αστυνομίας. Τις επόμενες ημέρες, οι αστυνομικοί συνέλεγαν πληροφορίες. Διάφοροι πελάτες του Γιώργου που είχαν βρεθεί στην περιοχή εκείνο το μεσημέρι επιβεβαίωσαν ότι ο Γιώργος δεν ήταν στο περίπτερο την επίμαχη ώρα. Οι κάτοικοι της Πανώπολης ήταν τακτικοί στις συνήθειές τους. Όλοι τους περνούσαν από το περίπτερο κάθε μέρα την ίδια ώρα και όλοι επιβεβαίωσαν ότι ο Γιώργος μάλλον θα είχε αποσυρθεί για σιέστα το μεσημέρι του φονικού. Ήταν η πιο ζεστή μέρα της τελευταίας δεκαετίας κι έτσι δεν αμφισβητήθηκε η εξήγηση του περιπτερά ότι, για πρώτη φορά στα χρονικά, είχε πάει σπίτι του να κοιμηθεί το μεσημέρι. Και οι δρόμοι γύρω από το περίπτερο ήταν εξίσου έρημοι κι έτσι κανείς δεν θα μπορούσε να έχει δει με τα μάτια του τι είχε συμβεί.
Έστω για λίγη ώρα, κάθε κάτοικος της μικρής κωμόπολης θεωρήθηκε ύποπτος για το έγκλημα και όλοι τους ανακρίθηκαν. Ο δολοφονημένος άντρας είχε μαχαιρωθεί στην καρδιά με μια πολύ κοινή λάμα, σαν αυτές που έχουν οι κόφτες που χρησιμοποιούν πολλοί στις δουλειές τους για να ανοίγουν πακέτα. Όταν τελικά ταυτοποιήθηκε το θύμα, η ένταση των ερευνών καταλάγιασε. Ήταν μετανάστης από την Αλβανία και υπήρχαν φήμες ότι ήταν ανακατεμένος σε κύκλωμα διακίνησης ναρκωτικών. Μια βδομάδα πέρασε. «Μπαμπά», είπε ένα βράδυ η Ανδριανή. «Θυμάσαι εκείνο τον κόκκινο δερμάτινο καναπέ;» Ο Γιώργος γρύλισε μια κατάφαση. «Ο Τάκης μου είπε ότι θα μας τον δώσει σε τιμή κόστους!» Ο μελιστάλαχτος τρόπος που πρόφερε το όνομα του αγοριού της του ανακάτεψε το στομάχι. «Αγάπη μου, δεν το θέλω αυτό εδώ». Η Ανδριανή έφυγε σαν σίφουνας από το δωμάτιο, αγανακτισμένη από τη στάση του πατέρα της.
Εκείνο το απόγευμα ήρθε στο περίπτερο ο Τάκης Στακάκης. Ο ηλικιωμένος άντρας, που τα πόδια του ήταν έτσι κι αλλιώς αδύναμα, ένιωσε να του κόβονται τα γόνατα. «Καλησπέρα, Γιώργο», είπε ο Στακάκης με μεγαλύτερη οικειότητα από άλλες φορές. Ο Γιώργος δεν είπε τίποτα. «Γιατί δεν περνάς καμιά φορά από το καφενείο;» συνέχισε ο νεαρός. «Να σε κεράσω ένα ποτό. Ξεχρέωσα τώρα». Ο Γιώργος τον κοίταξε κατάματα. Σιχαινόταν τους τοκογλύφους και είχε ένα φίλο συντοπίτη επιχειρηματία που είχε υποστεί τα πάνδεινα από δαύτους. Όμως χίλιες φορές παραπάνω απεχθανόταν αυτόν εδώ το λιμοκοντόρο, αυτόν το φονιά, και ήθελε να τον βγάλει μια για πάντα από τη ζωή της κόρης του. «Το ξέρεις πως δεν φεύγω ποτέ από το περίπτερο», του απάντησε ψύχραιμα. Ο Τάκης Στακάκης άναψε ένα από τα πολυτελή τσιγάρα του και τράβηξε βαθιά ρουφηξιά. Ο Γιώργος αισθάνθηκε τη διεισδυτική ματιά του, αλλά δεν έχασε το θάρρος του. «Και για την ακρίβεια, δεν έχεις ξεπληρώσει όλα τα χρέη
σου. Χρωστάς ακόμα σε μένα», πρόσθεσε. Ο Στακάκης εξακολούθησε να καπνίζει, τινάζοντας ατάραχα τη στάχτη του στο πεζοδρόμιο. «Μπα; Τι μου λες;» «Αυτό που σου λέω. Μου χρωστάς πέντε ευρώ». Ο Γιώργος είδε την έκφραση να αλλάζει στο πρόσωπο του Στακάκη. «Για τα σπίρτα και κάνα-δυο άλλα πράγματα που πήρες την περασμένη Παρασκευή. Μου άφησες μόνο πενήντα λεπτά». Ο Στακάκης έριξε τη γόπα στο ρείθρο και, δίχως να πει κουβέντα, έβγαλε ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη του. Το ακούμπησε προσεκτικά στο γκισέ και, χωρίς να κοιτάξει τον Γιώργο στα μάτια, στράφηκε και μπήκε στο αυτοκίνητό του. Με ανείπωτη ικανοποίηση, ο περιπτεράς τον είδε να απομακρύνεται αργά-αργά. Για τελευταία φορά.
Ένα σούρουπο στην Κρήτη
Το κύμα των τουριστών-εισβολέων είχε πια περάσει. Το κατάστημα που βιοποριζόταν πουλώντας ροζ στρώματα θαλάσσης και φτηνά μπικίνι από την Ταϊβάν είχε κλείσει ως την επόμενη άνοιξη και η βιτρίνα του ήταν κιόλας σανιδωμένη. Τα τραπεζάκια στα πεζοδρόμια τώρα βογκούσαν κάτω από το βάρος των φρεσκομαζεμένων σταφυλιών και κάτω από τα ελαιόδεντρα που θα εξακολουθούσαν να ωριμάζουν τους καρπούς τους ως τη συγκομιδή του Δεκέμβρη. Το τέλος του καλοκαιριού έφερνε μαζί του καινούρια φρούτα και την πολυαναμενόμενη βροχή· για τους ντόπιους, αυτή ήταν η καλύτερη εποχή απ’ όλες.greekleech.info Ήταν και πάλι μόνοι τους και μπορούσαν να αναπνεύσουν τον καθαρό, γλυκό αέρα. Η πραγματική κινητήρια δύναμη αυτού του κρητικού χωριού συνέχιζε να λειτουργεί πολύ μετά την αναχώρηση των ξένων. Το ζαχαροπλαστείο εξακολουθούσε να παράγει τις ίδιες καθημερινές ποσότητες γλυκών και οι καλύτερες ταβέρνες παρέμεναν ανοιχτές, σε αντίθεση με τις «τουριστικές» που οι ιδιοκτήτες τους είχαν κιόλας επιστρέψει στις χειμερινές τους κατοικίες. Ο παπάς λειτουργούσε κανονικά στο μικρό ξωκλήσι στην ακροθαλασσιά. Η ζωή είχε ξαναμπεί στους κανονικούς, ήρεμους ρυθμούς της. Οι χήρες με την κατάμαυρη φορεσιά τους, όπως την
πρώτη μέρα του πένθους τους, κάθονταν στα κατώφλια των σπιτιών, μακριά από τους άντρες, οι οποίοι διασκέδαζαν παίζοντας τάβλι. Τα ζάρια κυλούσαν απαλά πάνω στην τάβλα και οι παίκτες περνούσαν την ώρα τους μετακινώντας τα πούλια από το ένα τριγωνικό νταμάκι στο άλλο. Τα πούλια τσούγκριζαν μεταξύ τους σε διαρκή διάλογο, πολύ πιο ομιλητικά από τους άντρες που τα κινούσαν. Αυτοί οι εβδομηντάρηδες ήξεραν ο ένας τη ζωή του άλλου από τα γεννοφάσκια τους, κι έτσι δεν είχαν και πολλά να πουν. Ακόμα και οι ανάσες τους ήταν σχεδόν συγχρονισμένες. Συζητούσαν καμιά είδηση τοπικού ενδιαφέροντος, όπως το διορισμό κάποιου καινούριου αντιδημάρχου ή μια γέννηση ή ένα θάνατο, αλλά τα γεγονότα σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο, η κρίση στις χρηματαγορές ή κάποιος σεισμός στο Περού, δεν τους απασχολούσε ούτε για μια στιγμή. Το δικό τους σύμπαν περικλειόταν σε αυτό το παραθαλάσσιο χωριουδάκι, σε αυτή την πλατεία, την ίδια πλατεία όπου κάποτε κάθονταν οι πατεράδες και οι παππούδες τους. Τώρα, μόνο υπερήλικοι ζούσαν εδώ. Οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι είχαν εγκαταλείψει τον τόπο προ πολλού, με προορισμό τα λαμπερά φώτα της πρωτεύουσας του νησιού ή ακόμα και την Αθήνα, και επέστρεφαν πια μόνο για μια-δυο
βδομάδες τον Αύγουστο, μαζί με τους τουρίστες, για να θυμούνται τον τόπο όπου έζησαν κάποτε οι πρόγονοί τους. Ακόμα και τώρα που κόντευε να βραδιάσει, οι άντρες συνέχιζαν να παίζουν και να πίνουν τη ρακή τους. Υπήρχε μια γαλήνη σε τούτη την ώρα του δειλινού. Όλη τη μέρα, οι σκιές των δέντρων χόρευαν στους ωχρούς ξεθωριασμένους τοίχους ολόγυρα και τώρα είχε πέσει η αυλαία στην παράστασή τους. Το απόγευμα γινόταν σούρουπο, λες κι έσβηνε το κερί που κρατούσε το φέγγος. Οι άντρες που κάθονταν έξω από το καφενείο ούτε που έδωσαν σημασία στο σκοτείνιασμα. Τα ζάρια συνέχιζαν να κυλούν στην τάβλα, τα άδεια καραφάκια επέστρεφαν στα τραπέζια ξαναγεμισμένα με το διάφανο λαχταριστό υγρό πυρ και η σιωπηλή επικοινωνία των παικτών εξακολούθησε όπως και πριν. Νύχτα ή μέρα, το ίδιο τους έκανε. Μολονότι σχεδόν αθόρυβο, όλοι τους αντιλήφθηκαν αμέσως το ταξί που πλησίαζε. Για μια στιγμή σταμάτησαν το τάβλι και γύρισαν να το κοιτάξουν καθώς περνούσε. Προσεγμένοι με περισσότερη φροντίδα κι από λιμουζίνα εκατομμυριούχου, οι καλογυαλισμένοι πλαϊνοί καθρέφτες του οχήματος αντανάκλασαν τη λάμψη των αχνών φανών του δήμου.
Η πινακίδα του αυτοκινήτου τούς ήταν άγνωστη. Τους οδηγούς ταξί από την κοντινότερη κωμόπολη τους ήξεραν όλους, όμως αυτός ερχόταν από πιο μακριά, από το Ηράκλειο. Όταν η κούρσα σταμάτησε λίγο παρακάτω στο δρόμο, οι άντρες είδαν την πόρτα του συνοδηγού να ανοίγει και να βγαίνει από μέσα ένας άντρας. Ήταν παράταιρα ντυμένος, σαν να πήγαινε σε γάμο ή κηδεία, ψηλόλιγνος, με σκούρο κοστούμι, ενώ ίσα που διέκριναν τα καλοκουρεμένα μαλλιά του. Πιο πολλά δεν έβλεπαν από εκεί. Μόνο το περίγραμμα της μορφής του. Μετά το καλοκαίρι, η άφιξη ξένου στο χωριό ήταν σπάνιο φαινόμενο. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο έρχονταν κάμποσοι τουρίστες και όταν έφευγαν άφηναν ξοπίσω τους αρκετό χρήμα και, δυστυχώς, κάμποσα παραπεταμένα σκουπίδια. Τώρα όμως εμφανιζόταν πολύ αραιά και πού κάποιος ξένος που ήθελε να γευτεί την παροιμιώδη φιλοξενία του νησιού. Κάποιος που διάλεγε να έρθει εκτός σεζόν με την ελπίδα να τον κεράσουν καμιά ρακή, να του προσφέρουν σταφύλια και αργότερα ελιές από την καινούρια σοδειά και να τον καλέσουν να παίξει καμιά παρτίδα τάβλι. Η Δέσποινα, η ιδιοκτήτρια του καφενείου, βγήκε στην είσοδο και ακούμπησε στο κούφωμα της πόρτας. Είχε
ακούσει κι αυτή το ταξί και υπέθεσε ότι θα της έφερνε πελάτη. Προφανώς όμως ο επιβάτης δεν κατευθυνόταν προς το μαγαζί της. Οι γέροι ανασήκωσαν τους ώμους και η Δέσποινα ξαναμπήκε πίσω από το μπαρ. Ίσως να ξαναρχόταν αργότερα. Ένα κοκαλιάρικο αδέσποτο σκυλί είχε ξεβολευτεί από την κούρνια του με το πέρασμα του ταξί και τώρα σηκώθηκε και πήρε στο κατόπι τον νεοφερμένο ξένο. Η σκελετωμένη όψη του δεν ενέπνεε ιδιαίτερη απειλή κι έτσι, άνθρωπος και σκύλος, προχώρησαν καμιά εκατοστή μέτρα προτού ο άντρας ρίξει προς το μέρος του ζώου την πέτρα που είχε περιμαζέψει λίγο πιο πριν για να κρατήσει σε απόσταση το κακομοίρικο μπασταρδάκι. Ο άντρας βάδιζε με αποφασιστικό βήμα ως το τέρμα του δρόμου, σφίγγοντας στη χούφτα το ψυχρό μέταλλο ενός κλειδιού. Ένας γέρος ξανασήκωσε το κεφάλι από το παιχνίδι του. «Μαρία», είπε σιγανά στους άλλους. «Μαρία Μακράκη». Όλοι μουρμούρισαν κάτι αναμεταξύ τους. Ο ξένος άντρας το καταλάβαινε ότι τον
παρακολουθούσαν, ένιωθε τα μάτια των ντόπιων επάνω του, όμως δεν γύρισε να τους κοιτάξει. Πρώτα έπρεπε να βρει κάτι και μετά θα πήγαινε να τους μιλήσει. Το δυάρι στο τέρμα του δρόμου είχε κάποτε μπλε πόρτα, που όμως τώρα είχε ξεφλουδίσει στο χρώμα του ξύλου, με μόνο λίγα αραιά μπλε μπαλώματα εδώ κι εκεί. Το χέρι του, που χούφτωνε το κλειδί, ήταν ιδρωμένο. Έστρεψε το κλειδί μέσα στην κλειδαριά και απόρησε που η πόρτα άνοιγε ακόμα, κι ας ήταν σφαλιστή για πάνω από δέκα χρόνια. Ο μηχανισμός περιστράφηκε με μια κλαγγή που ήχησε σαν μελωδία και σε λίγο ο άντρας άνοιγε την πόρτα και τυλιγόταν στις μυρωδιές του παρελθόντος. Προσπάθησε να κινηθεί μέσα στο μισοσκόταδο, πρώτα ζαρώνοντας τα μάτια και έπειτα ανάβοντας έναν αναπτήρα για να βλέπει πού πατεί. Γύρω του χοροπήδησαν οι σκιές ενός δωματίου που ο χρόνος είχε αφήσει ανέγγιχτο, και οι μορφές γύρω του, το τραπέζι, οι καρέκλες, ακόμα και οι εικόνες στους τοίχους, κατά τρόπο ανεξήγητο, ζωντάνεψαν μέσα του αναμνήσεις, παρότι δεν είχε ξαναμπεί ποτέ του μέσα σε αυτό το σπίτι. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν είχε μπει μέσα σε αυτό το σπίτι εδώ και μία δεκαετία, από τότε δηλαδή που είχε πεθάνει η ιδιοκτήτρια. Δεν υπήρχε κανείς να τακτοποιήσει τα
πράγματά της, να αερίσει το επάνω δωμάτιο ή να μαζέψει τα σεντόνια που ακόμα κρέμονταν μονόπαντα στο κρεβάτι. Μπορεί να ήταν καλή χριστιανή, ωστόσο οι γείτονες την αντιπαθούσαν. Το γεγονός ότι ήταν γεροντοκόρη, τους προκαλούσε καχυποψία, ακόμα και χλεύη απέναντί της. Δεν ήταν ντόπια στο χωριό και παρότι είχε ζήσει εκεί σχεδόν πενήντα χρόνια, πάντα τη θεωρούσαν νεοφερμένη. Έτσι ήταν εκείνες τις εποχές. Κανείς δεν θυμόταν να είχε ποτέ επισκέψεις σπίτι της, ούτε και φίλους. Ήταν παρείσακτη και η ξακουστή φιλοξενία του νησιού δεν είχε βρει ποτέ έκφραση προς το πρόσωπό της. Το σπίτι μύριζε εγκατάλειψη και σκόνη. Οι γείτονες είχαν δει τον άντρα να μπαίνει μέσα, αλλά κανείς δεν σάλεψε από τη θέση του. Δεν αισθάνονταν ότι είχαν καμία υποχρέωση να το υπερασπιστούν. Δεν νοιάζονταν αυτό το σπίτι, όπως δεν νοιάζονταν και τη γυναίκα που έμενε κάποτε εκεί, τη γυναίκα που είχε ζήσει στη σκιά των διαδόσεων που την κυνηγούσαν μια ζωή. Οι άντρες ψιθύρισαν αναμεταξύ τους, όπως και οι γυναίκες, αν και οι δυο ομάδες παρέμειναν μακριά η μια από την άλλη. «Τι δουλειά έχει εκεί μέσα;» ρωτούσε ο ένας τον άλλο. «Πώς κι έχει κλειδί;»
Τώρα ο ξένος είχε ήδη κοιτάξει μέσα στο κομοδίνο και κάτω από το κρεβάτι και έψαχνε όλα τα συρτάρια μιας σιφονιέρας στη γωνία του ισόγειου δωματίου. Όλα ήταν άδεια εκτός από το τελευταίο, όπου υπήρχε ένα μικρό προσευχητάρι. Ο άντρας άνοιξε το εξώφυλλο και ανασήκωσε τον αναπτήρα του για να διαβάσει την αφιέρωση: «Στη Σοφία Ταραβήρα, με αγάπη» Αυτό έψαχνε. Έβαλε το βιβλιαράκι στην τσέπη του και ξαναβγήκε στο ημίφως του δρόμου, κλειδώνοντας προσεκτικά την πόρτα ξοπίσω του. Τώρα κατευθύνθηκε προς το καφενείο και πλησιάζοντας έγνεψε σε χαιρετισμό. Κανείς από τους άντρες δεν του χαμογέλασε. Η Δέσποινα όμως τον περίμενε. Ο ξένος ήταν πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι τους είχε φανεί από μακριά. Στο σύθαμπο δεν φαινόταν ότι τα μαλλιά του ήταν γκρίζα-ασημί, ούτε και οι βαθιές ρυτίδες που έσκαβαν το πρόσωπό του. Δεν ήταν μικρότερος στα χρόνια από τους άντρες που κάθονταν έξω από το καφενείο, όμως ήταν άνθρωπος της πόλης, επιχειρηματίας, φανερά εύπορος. «Τι θέλεις;» του είπε η Δέσποινα.
Το απότομο ύφος της τον εξέπληξε. «Τι θέλεις να πιεις;» του είπε λίγο πιο ευγενικά αυτή τη φορά. «Καφέ, παρακαλώ, μέτριο», της απάντησε με προφορά που φανέρωνε αθηναϊκή προέλευση. «Και τι δουλειά είχες στο σπίτι της Μαρίας Μακράκη;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. «Της Μαρίας Μακράκη;» «Ναι, της γυναίκας που έμενε σ’ εκείνο το σπίτι». «Δεν ξέρω καμία Μαρία Μακράκη», απάντησε ο άντρας. «Εκεί έμενε η αδερφή μου. Σοφία Ταραβήρα την έλεγαν». «Σοφία Ταραβήρα…» επανέλαβε απορημένη η γυναίκα. «Δεν νομίζω». «Να, ορίστε», είπε με σιγουριά ο άντρας και έβγαλε από την τσέπη του το προσευχητάρι. Άνοιξε με προσοχή το εξώφυλλο και της έδειξε την αφιέρωση. «Σοφία Ταραβήρα. Το βρήκα μέσα στο σπίτι. Γι’ αυτό ήρθα. Ήταν της αδερφής μου».
Το έδωσε στη Δέσποινα κι αυτή κάρφωσε το βλέμμα της στην ξεθωριασμένη επιγραφή. «Μα τη γυναίκα που έμενε σ’ εκείνο το σπίτι τη λέγανε Μαρία Μακράκη». «Μπορεί έτσι να διέδιδε πως την έλεγαν, όμως το όνομά της ήταν Σοφία Ταραβήρα, κι αυτό της το είχαν δώσει στη βάφτισή της». Η Δέσποινα έκλεισε το δερματόδετο βιβλιαράκι, φθαρμένο από τα χρόνια και τη χρήση, με τις λεπτές σελίδες του εύθραυστες σαν φτερά πεταλούδας. «Πάμε να καθίσουμε», είπε στον ηλικιωμένο ξένο. «Φαίνεται πως εδώ υπάρχει παρεξήγηση». Η Δέσποινα ένιωσε να χάνει το χρώμα της. Η Μαρία Μακράκη ζούσε σ’ εκείνο το σπίτι όσα χρόνια τη θυμόταν. Για την ακρίβεια, ζούσε εκεί πριν ακόμα γεννηθεί η Δέσποινα, και οι γονείς της πάντα την προειδοποιούσαν να μην έχει καθόλου παρτίδες μαζί της. Η Δέσποινα δεν τους είχε πει ποτέ όχι. Έτσι έκαναν τα παιδιά εκείνες τις εποχές. «Αυτό που μπορώ να σου πω εγώ είναι πως, πριν καν γεννηθώ, η μεγαλύτερη αδερφή μου η Σοφία ντρόπιασε την
οικογένειά μας και οι γονείς μου την έστειλαν μακριά από την Αθήνα». Ο άντρας έκανε μια παύση και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. «Στα δεκάξι της έκανε παιδί και ο πατέρας μου την ξαπόστειλε. Όσο πιο μακριά γινόταν. Στην Κρήτη». «Μα η γυναίκα σ’ εκείνο το σπίτι ζούσε από πάντα εκεί. Όσο θυμόμαστε όλοι. Μας είχαν πει πως ήταν μάγισσα», είπε σιγανά η Δέσποινα.greekleech.info «Μας είχαν πει να μην την πλησιάζουμε. Κι έτσι κάναμε. Μου φαίνεται μάλιστα πως μήτε τη φωνή της άκουσα ποτέ». «Ε όχι δα, δεν ήταν μάγισσα», είπε με σιγουριά ο ξένος. «Ήταν απλώς μια γυναίκα που είχε κάνει ένα λάθος. Και μου φαίνεται πως το πλήρωσε πολύ ακριβά». Η Δέσποινα φάνηκε να το συλλογίζεται. «Κι εσύ γιατί είσαι εδώ τώρα;» «Δεν ήξερα την ύπαρξή της μέχρι πριν από λίγους μήνες που έλαβα αυτό». Έβγαλε από την τσέπη του και της έδειξε ένα κλειδί. «Μου το έστειλε ο παπάς. Ήταν ο μόνος που ήξερε την ιστορία της. Σ’ εκείνον τα είχε πει όλα, αλλά καθώς
ήταν παπάς δεν θα το θεώρησε σωστό να μοιραστεί τα μυστικά της με όλο το χωριό. Αυτός βρήκε τη διεύθυνση του πατρικού μου. Να, τη γράφει εδώ». Ο άντρας γύρισε σελίδα στο προσευχητάρι, και στη ράχη του φύλλου με την αφιέρωση του νονού της Σοφίας ήταν πράγματι γραμμένη μια διεύθυνση. Η γραφή ήταν στρογγυλή, σαν κοριτσιού του δημοτικού που σημειώνει τα στοιχεία της στο βιβλίο για να κατοχυρώσει πως είναι δικό της. Ήταν μια διεύθυνση στην Αθήνα. Η Δέσποινα άκουγε σιωπηλή. «Σ’ αυτό εδώ το χωριό είχε ζήσει κάποια θεία του πατέρα μου, κι έτσι την έστειλαν εδώ», συνέχισε ο άντρας. Όλη της τη ζωή η Δέσποινα, όπως και όλοι οι χωριανοί της γενιάς της, είχαν εξοστρακίσει αυτή τη γυναίκα χωρίς να αναρωτηθούν ποτέ για ποιο λόγο, και τώρα η Δέσποινα αισθανόταν τη συλλογική ντροπή όλης της κοινότητας να τη βαραίνει αφόρητα. Αυτή η «Μαρία», αυτή η «Σοφία», είχε συγχωρεθεί από τον ίδιο τον Θεό, όμως δεν είχε συγχωρεθεί ακόμα από τους πιστούς Του. Δεν της είχαν δώσει ποτέ ούτε μία ευκαιρία. Μετά από λίγο, ο αδερφός της Σοφίας μπήκε πάλι στο
ταξί και έφυγε. Το μόνο που πήρε μαζί του ήταν εκείνο το πολύτιμο βιβλιαράκι. Γι’ αυτό και μόνο είχε έρθει, και ένιωθε κιόλας τη θέρμη του στην τσέπη του. Νωρίς το επόμενο βράδυ, την ώρα που σουρούπωνε, ακόμα και οι άντρες που δεν το κουνούσαν ποτέ από το καφενείο, μαζεύτηκαν στην εκκλησία να προσευχηθούν για τη γυναίκα που είχε πεθάνει μονάχη της. Ό,τι κι αν είχε κάνει αυτή στο παρελθόν, απόψε ήταν αυτοί που χρειάζονταν άφεση αμαρτιών. Το φθινόπωρο εδώ ήταν εποχή για καινούριες αρχές και όχι για μελαγχολικά φινάλε. Έτσι, την επόμενη μέρα, η Δέσποινα μπήκε στο σπίτι της Σοφίας. Άνοιξε διάπλατα τα παντζούρια και ο χώρος πλημμύρισε φως.
Ο Χασάπης της Καράπολης
Το κτίριο της κεντρικής αγοράς της Καράπολης είχε χτιστεί τη δεκαετία του ’50 και εξακολουθούσε να είναι το καμάρι της πόλης. Ήταν μια μεταλλική κατασκευή με ημιδιαφανές τζάμι για σκεπή, τοίχους από τούβλο και πλακάκια στο πάτωμα, σχεδιασμένο σε σχήμα ελληνορθόδοξου σταυρού, με τέσσερις στοές – μία με φρούτα και λαχανικά, μία με κρέατα και γαλακτοκομικά, μία με ξηρούς καρπούς, ζάχαρη, όσπρια, και μία τέταρτη με ψάρια. Στη μέση, εκεί που διασταυρώνονταν οι στοές, υπήρχε ένας πάγκος με λουλούδια. Το κτίσμα της Αγοράς Μαναδάκη κρατούσε όλα τα προϊόντα δροσερά το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα οι καταναλωτές περιφέρονταν με την ησυχία τους από πάγκο σε πάγκο δίχως να ενοχλούνται από το κρύο ή τη βροχή. Όλοι οι κάτοικοι της κωμόπολης ήταν περιχαρείς όταν άνοιξε η αγορά, και πάνω απ’ όλους ο δήμαρχος από τον οποίο είχε πάρει το όνομά της. Αυτό το κτίσμα προοριζόταν να σηματοδοτήσει την απαρχή ενός νέου κεφαλαίου στην ιστορία ενός τόπου που είχε ισοπεδωθεί από την κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο. Οι μαγαζάτορες απείχαν λιγότερο μεταξύ τους απ’ ό,τι πριν, που είχαν τα καταστήματά τους στο δρόμο, κι έτσι τώρα περιφρουρούσαν φιλύποπτα το κάθε τετραγωνικό εκατοστό
που νοίκιαζαν από το δήμο. Με το που ξεστράτιζε κάποιο καφάσι στη γειτονική περιοχή, καθένας έσπευδε να το επαναφέρει στην τάξη. Τα ψώνια ήταν καθημερινή δραστηριότητα για όλες τις νοικοκυρές και πολλές περνούσαν ακόμα και δύο ώρες μέσα στην αγορά, συνδυάζοντας την πρακτική αναγκαιότητα με την κοινωνική δραστηριότητα. Οι νοικοκυρές της Καράπολης εκτελούσαν με μεγάλη σοβαρότητα την αποστολή τους, ζουλώντας, τσιμπώντας, μυρίζοντας και δοκιμάζοντας τα προϊόντα πριν προχωρήσουν στην επιλογή τους. Προκειμένου να αγοράσουν φέτα, για παράδειγμα, μπορεί να δοκίμαζαν και από δέκα διαφορετικά βαρέλια – στην όψη όλες οι φέτες ήταν ίδιες, αλλά στη γεύση είχαν λεπτές διαφορές. Το κρέας ήταν άλλη υπόθεση. Εκεί δεν χωρούσαν ψαξίματα και δοκιμές. Η απόφαση που είχε να πάρει ο πελάτης ήταν μία και την έπαιρνε εξαρχής: σε ποιον από τους τρεις χασάπηδες να ψωνίζει. Από τη στιγμή που το έπαιρνε απόφαση, πήγαινε πάντα στον ίδιο. Μάλιστα, σε τούτη την πόλη, η πιστότητα του πελάτη περνούσε από γενιά σε γενιά και τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια. Όλοι τους ισχυρίζονταν δογματικά ότι ο δικός τους χασάπης είχε κρέας από τα καλύτερα βοσκοτόπια της Βόρειας Ελλάδας, ότι το κρέας είχε μείνει κρεμασμένο να σιτέψει ακριβώς όσο
χρειαζόταν, ότι τα κομμάτια είχαν πιο πολύ ψαχνό, οι τιμές ήταν καλύτερες και το προϊόν πιο φρέσκο. Πολύ σπάνια άλλαζε άποψη ή συνήθειες ο κόσμος στην Καράπολη. Οι οικογένειες που προμήθευαν την πόλη με κρέας από τα πολύ παλιά χρόνια ήταν οι Λαγάκηδες, οι Πετρόπουλοι και οι Διαμαντήδες. Αυτή την εποχή, σε κάθε κατάστημα εργαζόταν ο πατέρας και ένας γιος κάθε οικογένειας. Μολονότι δεν ήταν ντόπια, η Άννα Δεξίδη ήξερε σε ποιο χασάπη έπρεπε να πηγαίνει. Εδώ και πολλά χρόνια, τόσα που δεν θυμόταν πια πόσα, ερχόταν στην Καράπολη κάθε Πάσχα και καλοκαίρι. Η μητέρα της και ο πατέρας της ήταν γιατροί σε κεντρικό νοσοκομείο της Αθήνας και δεν έπαιρναν ποτέ πολυήμερη άδεια, αλλά κάθε χρόνο άφηναν πολύ ευχαρίστως το μοναχοπαίδι τους να περνάει τις διακοπές του στο καταθλιπτικό σπίτι των παππούδων του, βέβαιοι πως ο καθαρός αέρας των βουνών της Ηπείρου θα της έκανε πολύ περισσότερο καλό από τη μολυσμένη ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας. Η γιαγιά της τη λάτρευε την Άννα, αλλά ακόμη κι όλα τα καλοπιάσματα και ταχταρίσματα που της χάριζε γενναιόδωρα για εβδομάδες δεν μπορούσαν να καταπραΰνουν τη νοσταλγία που αισθανόταν για το σπίτι της. Ένιωθε αποκομμένη από τους συμμαθητές και τους φίλους της, και
οι παππούδες της, παρότι είχαν ζήσει στην Καράπολη όλη τους τη ζωή, δεν ήξεραν άλλα συνομήλικα ζευγάρια με εγγόνια. Έτσι, για την Άννα οι μήνες που περνούσε εκεί ήταν μήνες απομόνωσης και μοναξιάς. Ο παππούς της ήταν πάντα πιο αυστηρός από τη γιαγιά της και ύστερα από εκείνο το περιστατικό στα εφτά της χρόνια, που η Άννα είχε σπάσει ένα πιάτο και ο παππούς της την είχε χαστουκίσει, τον αντιμετώπιζε πάντα επιφυλακτικά. Δυστυχώς για εκείνη, ακόμα και τώρα που η γιαγιά της είχε πρόσφατα φύγει από τη ζωή και η Άννα κόντευε να τελειώσει το πανεπιστήμιο, ήταν και πάλι υποχρεωμένη να κάνει δύο φορές το χρόνο το μακρύ ταξίδι ως την Καράπολη. Εκείνη τη χρονιά ανέλαβε να κάνει όλες τις δουλειές για τον παππού της, προσπαθώντας –χωρίς επιτυχία– να κρατήσει το νοικοκυριό όπως το κρατούσε η γιαγιά της και να του μαγειρεύει –εξίσου χωρίς επιτυχία– όπως του μαγείρευε εκείνη. Από τα μικράτα του ακόμα, ο άλλοτε διευθυντής του Ταχυδρομείου της Καράπολης δεν φημιζόταν για την ψυχραιμία του, όμως με τα χρόνια είχε γίνει ακόμα πιο ευέξαπτος και καταπιεστικός. Η Άννα συνειδητοποιούσε τώρα τι περνούσε η καημένη η γιαγιά της και δεν έβλεπε την ώρα να επιστρέψει στην Αθήνα. Το μόνο πράγμα που έκανε καλά η Άννα ήταν τα ψώνια, κι
αυτό γιατί ο γέρο Αλέξανδρος Δεξίδης της είχε δώσει τόσο αυστηρές οδηγίες που ήταν αδύνατον να κάνει κάτι λάθος. Ο ηλικιωμένος άντρας δεν την άφηνε να επιλέξει εκείνη ούτε το πού θα ψώνιζε τα τρόφιμά τους ούτε το τι ακριβώς θα αγόραζε. Και όταν ήταν να αγοράσει κρέας, έπρεπε απαραιτήτως να πάει στου Διαμαντή. Η Άννα ήταν χορτοφάγος από τα δεκαπέντε της, κι έτσι αυτή την αποστολή την εκτελούσε με κάποια αποστροφή, ξέροντας ότι τη δική της μερίδα κρέας θα την έσπρωχνε στην άκρη του πιάτου. «Ούτε να τον πλησιάζεις αυτό τον ελεεινό τον Λαγάκη. Ούτε το γιο του», της έλεγε επιτακτικά δίχως αναστολές που κακοχαρακτήριζε τον ξένο άνθρωπο μπρος στην εγγονή του. Μερικές φορές μάλιστα πρόσθετε και επιμύθιο: «Αυτός ο άνθρωπος είναι σατανάς», έλεγε αινιγματικά. «Για όλα τον έχω ικανό». Ο παππούς της Άννας ισχυριζόταν ότι ο Κώστας Λαγάκης είχε πετάξει ένα κομμάτι κρέας στην αυλή τους και είχε δηλητηριάσει το σκύλο τους. Το περιστατικό αυτό είχε συμβεί πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά ο θυμός του θέριευε όσο περνούσε ο καιρός. «Άλλοι πέντε άνθρωποι έχασαν τα σκυλιά τους τον ίδιο μήνα», συνέχιζε ξαναμμένος. «Και κανείς τους δεν ήταν
πελάτης του Λαγάκη. Γεγονός». Το μυστήριο με τα νεκρά σκυλιά είχε απασχολήσει την πόλη για κάμποσους μήνες και ουσιαστικά δεν είχε διαλευκανθεί ποτέ. Οι φήμες είχαν γίνει πραγματικότητα στην αντίληψη του ηλικιωμένου άντρα: ο Κώστας Λαγάκης έριχνε φόλες στα σκυλιά. Αυτή η ιστορία στριφογυρνούσε διαρκώς στο μυαλό της Άννας κάθε φορά που πήγαινε στην αγορά, και για να φτάσει στο κρεοπωλείο του Διαμαντή, του χασάπη που της είχε υποδειχτεί, έπρεπε να περάσει μπροστά από τα κρεοπωλεία και του Λαγάκη και του Πετρόπουλου. Ο τελευταίος φλέρταρε κάθε γυναίκα που περνούσε από μπροστά του και όλες τους αναγκάζονταν να υπομένουν το ίδιο τροπάριο: αν ήθελαν ένα κιλό πρώτης τάξεως λουκάνικο ή ένα αφράτο στήθος από το τάδε ή το δείνα. Ήταν απροκάλυπτα χυδαίος, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, όμως η Άννα είχε μάθει να μη δίνει σημασία στο χείμαρρο υπαινιγμών που έρεε από το στόμα του χασάπη όπως ο πατσάς στον κουβά. Απεναντίας, ούτε ο Κώστας Λαγάκης ούτε ο γιος του ο Άρης την είχαν ενοχλήσει ποτέ. Για την ακρίβεια, όποτε την έβλεπαν να πλησιάζει, γυρνούσαν από την άλλη και καμώνονταν πως ήταν απασχολημένοι, άλλοτε περνώντας κύβους αρνίσιου κρέατος σε σουβλάκια και άλλοτε
καθαρίζοντας τα κούτσουρα όπου έκοβαν το κρέας. Η Άννα διαισθανόταν την ένταση κάθε φορά που περνούσε από μπροστά τους. Εκείνη τη μέρα, ο παππούς της είχε παραγγείλει μια πολύ μεγάλη χοιρινή μπριζόλα. Ήταν το τελευταίο κρέας που θα έτρωγε για κάμποσο καιρό, γιατί την επόμενη μέρα ξεκινούσε η Σαρακοστή. Η Άννα ήξερε πως, με την αλλαγή της δίαιτάς του, ο παππούς της θα γινόταν ακόμα πιο οξύθυμος και πραγματικά απορούσε από παιδί που επιδιδόταν σε αυτό το τελετουργικό ένας άντρας που φάνταζε τόσο αθεόφοβος. Ο Πετρόπουλος σήκωνε ένα ολόκληρο γουρούνι να το κρεμάσει στο τσιγκέλι. Κατά μήκος της κοιλιάς του ζώου υπήρχε μια τέλεια τομή διαμέσου της οποίας είχαν αφαιρεθεί όλα τα εντόσθιά του. Καρδιές, πνευμόνια, συκώτια, μυαλά, τώρα βρίσκονταν όλα σε χωριστές σκάφες στη βιτρίνα του κρεοπωλείου και πουλιούνταν σε χαμηλότερη τιμή από το κρέας. Γιατί άραγε τα όργανα που κάποτε έδιναν ζωή στο ζώο τώρα δεν άξιζαν σχεδόν τίποτα; Το αντίθετο έπρεπε να ισχύει.greekleech.info Είτε έτσι είτε αλλιώς, το να διασχίζει τη στοά των κρεοπωλείων ήταν δοκιμασία για την Άννα. Την αηδίαζε οτιδήποτε είχε να κάνει με κρέας και σφαχτά· ακόμα και η μυρωδιά αυτού του μέρους της έφερνε εμετό. Τώρα που ήταν κάπως μεγαλύτερη, μερικές φορές
απαντούσε στα πειράγματα του Πετρόπουλου και τον έβαζε στη θέση του. Αλλά σήμερα της τράβηξε την προσοχή ένα τεράστιο ταψί με αρνίσια κεφαλάκια στοιβαγμένα σε σωρό, λες και ανήκαν σε πεσόντες στο πεδίο της μάχης. Τα μάτια τους ήταν γουρλωτά και στο κρανίο του ενός ήταν καρφωμένο ένα σημείωμα: «Κεφαλάκια φρέσκα – 1 ευρώ το ένα». «Αυτό εδώ μου φαίνεται πως σε κιαλάρει», αστειεύτηκε ο Πετρόπουλος δείχνοντας ένα από τα αποτρόπαια γδαρμένα κρανία των αρνιών. Η Άννα προσπάθησε να κρατήσει το βλέμμα της εστιασμένο στο τελευταίο χασάπικο στη σειρά. Μόλις την προηγούμενη στιγμή, είχε πέσει στο πάτωμα από τον πάγκο του Πετρόπουλου ένας μικρός σβόλος βοδινού λίπους, όχι μεγαλύτερος από χάντρα κομπολογιού. Αθέατος καθώς έδενε με το λευκό φόντο στα πλακάκια, πέρασε απαρατήρητος από την Άννα, η οποία βάδιζε αποφασιστικά προς τον προορισμό της, και ο σβόλος έλιωσε στη στιγμή κάτω από το βάρος της, μόλις τον πάτησε η σόλα του παπουτσιού της. Ο Άρης Λαγάκης αντιλαμβανόταν πάντα πως περνούσε μπροστά από τον πάγκο τους η εγγονή του Δεξίδη, με το
κεφάλι ψηλά, χωρίς να καταδέχεται να του ρίξει ούτε βλέμμα. Ήξερε πως ο πατέρας του και ο παππούς της Άννας έτρεφαν μεγάλη αντιπάθεια μεταξύ του, όμως η καταφρόνια της κοπέλας άγγιζε τα όρια της αγένειας. Εκείνη τη μέρα, ο Άρης καμώθηκε πως τακτοποιούσε και έβαζε ταμπέλες σε κάτι συκώτια στο μπροστινό μέρος του πάγκου του, ενώ ταυτόχρονα είχε το νου του σε κάθε βήμα της Άννας. Αυτή ήταν κάπου ένα μέτρο μακριά του, όμως εκείνος μύρισε το άρωμά της, μια γλυκιά αντίθεση στην ξινίλα του ωμού κρέατος. Ίσως ο Άρης να το αντιλήφθηκε πριν και από την Άννα, ότι τα πόδια της γλιστρούσαν κάτω από το σώμα της. Σε ένα απειροελάχιστο κλάσμα του δευτερολέπτου, εκείνος είχε αντιληφθεί την αλλαγή στο βηματισμό της. Οι αντιδράσεις του ήταν αστραπιαίες. Το μοσχαρίσιο συκώτι έπεσε από το χέρι του στο δάπεδο με έναν υγρό γδούπο και ο ίδιος πετάχτηκε εμπρός και την έπιασε λίγο πριν χτυπήσει το κεφάλι της στο πάτωμα. Η Άννα δεν ήταν βαριά, όμως για να την προφυλάξει από την πτώση, ο Άρης προσγειώθηκε πρώτος στα πλακάκια και βρέθηκε με την Άννα αγκαλιά από πάνω του. Στην πραγματικότητα, όλα αυτά συνέβησαν πάρα πολύ γρήγορα, όμως η Άννα ήταν σαν να τα έβλεπε σε αργή
κίνηση. Ένιωσε σαν να πετάγεται στον αέρα, να ίπταται οριζοντίως και να μετεωρίζεται για μια στιγμή. Μετά βρέθηκε ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά και η μόνη της αντίδραση ήταν να κοκκινίσει από την ντροπή της. Παρατήρησε το συκώτι που είχε πέσει από τα χέρια του Άρη και άρχισε να παλεύει να σταθεί στα πόδια της. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι πίσω της βρισκόταν ένας άντρας που τη βαστούσε από τους ώμους και τη βοηθούσε να σηκωθεί.
wWw.Greekleech.info
Η οργή και η ταπείνωσή της την πλημμύρισαν. Ένιωθε τα βλέμματα πελατών και καταστηματαρχών καρφωμένα πάνω της. «Δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνα εδώ», είπε μαινόμενη, «αν μπαίνατε στον κόπο να καθαρίσετε όπως πρέπει!»
Ο Άρης δεν την είχε ξανακοιτάξει ποτέ στα μάτια καθώς η Άννα το απέφευγε συστηματικά, όμως τώρα που στέκονταν πρόσωπο με πρόσωπο είδε ότι τα μάτια της ήταν διάφανα γαλανά και παγερά από το θυμό. Όταν χαμήλωσε το βλέμμα της, η Άννα παρατήρησε ότι τα χέρια της ήταν πασαλειμμένα με αίμα και υπήρχαν κόκκινες κηλίδες και στο φόρεμά της. Άραγε είχε γδαρθεί όταν έπεσε; Όμως δεν πονούσε πουθενά, κι έτσι συνειδητοποίησε ότι το αίμα δεν ήταν δικό της.
«Ορίστε μας!» είπε. «Το φουστάνι μου καταστράφηκε!» Ο Άρης άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, πληγωμένος από την αδικία. Αν δεν είχε πέσει να τη γλιτώσει από την πτώση, εκείνη θα είχε σίγουρα χτυπήσει. Σε μια απόπειρα να της δώσει να καταλάβει, σήκωσε και της έδειξε τις παλάμες του για να δει η Άννα πως ήταν πασαλειμμένες με αίμα και πως αυτό της είχε λεκιάσει το φουστάνι. Όμως εκείνη είχε ήδη απομακρυνθεί, σε έξαλλη κατάσταση. Ο γιος του Λαγάκη ήταν το τελευταίο άτομο στον κόσμο που ήθελε να τη δει να τρώει τούμπα μπροστά του. «Όταν πας στην αγορά, δεν θέλω ούτε να τον πλησιάζεις αυτό τον πάγκο», της επαναλάμβανε τακτικά ο παππούς της. «Ούτε να τον πλησιάζεις. Τ’ ακούς;» Ο νεαρός χασάπης μάζεψε το συκώτι και σφουγγάρισε το πάτωμα. Ήταν πολύ τακτικός και διατηρούσε πάντα καθαρό το μέρος μπροστά από τον πάγκο τους. Έτσι, ήταν σίγουρος πως υπαίτιος του ολισθηρού σημείου που είχε προκαλέσει την πτώση ήταν ο Πετρόπουλος. Είδε την Άννα να κάνει τα ψώνια της στου Διαμαντή και ήξερε πως σε λίγο θα επέστρεφε προς το μέρος του. Δεν μπορούσε να το αποφύγει. Την είδε που έτρεμε ακόμα από το θυμό της κι έτσι έστρεψε αλλού το βλέμμα του καθώς εκείνη πλησίαζε.
Το σταυροδρόμι στο κέντρο της αγοράς, απ’ όπου περνούσαν υποχρεωτικά όλοι οι πελάτες, ήταν κατειλημμένο από μία και μόνο ανθοπώλισσα, τη Μαρία Σοφούλη. Εκείνη τη μέρα έφτιαχνε μπουκέτα από τριαντάφυλλα, τα περιτύλιγε με ένα χρωματιστό πλαστικό διχτυωτό πλέγμα και από πάνω έδενε έναν φανταχτερό φιόγκο. Στάθηκε παράμερα για να θαυμάσει την καλλιτεχνία της. Ήταν του Οσίου Θεοφύλακτου και έκανε χρυσές δουλειές. Από την πλεονεκτική αυτή θέση στο κεντρικό σημείο της αγοράς, η κυρία Σοφούλη είχε ανεμπόδιστη θέα και στις τέσσερις στοές και ήξερε οτιδήποτε συνέβαινε στην αγορά. Η ανθοπώλισσα ήταν το άγρυπνο μάτι. Όσο για τις αγορές λουλουδιών που έκαναν οι πελάτες, της έδιναν πληθώρα πληροφοριών: ποιος ήταν φίλος με ποιον, ποιος συμφιλιωνόταν με ποιον, ποιος χώριζε ποιον, ποιος επιδιδόταν σε ερωτοτροπίες ή εξωσυζυγικές σχέσεις. Τίποτα δεν της ξέφευγε. «Είσαι καλά;» ρώτησε την Άννα. «Παρά τρίχα τη γλίτωσες και δεν έφαγες τα μούτρα σου». «Μια χαρά είμαι, ευχαριστώ», είπε η Άννα, κοκκινίζοντας από ντροπή καθώς ήθελε να ξεχαστεί το συντομότερο το ρεζιλίκι της πτώσης της.
«Ευτυχώς που σε βάστηξε εκείνος ο νεαρός». «Με βάστηξε; Εγώ νόμιζα ότι απλώς με βοήθησε να σηκωθώ μετά». «Όχι, το είδα εγώ», επιβεβαίωσε η ανθοπώλισσα. «Πετάχτηκες στον αέρα λες και πετούσες. Εκείνος ρίχτηκε από κάτω σου πάνω στην ώρα. Αν δεν ήταν αυτός, θα είχες το λίγο-λίγο μια διάσειση». «Μα...» «Δεν έχει μα και ξε-μά», είπε η ανθοπώλισσα χωρίς να σηκώνει αντιρρήσεις. «Σε έσωσε και θα έπρεπε να τον ευχαριστείς». «Κι αυτός δεν θα έπρεπε να αφήνει λιγδιασμένα κρέατα στο πάτωμα», αντιμίλησε η Άννα. «Δεν τα αφήνει αυτός», είπε η Μαρία. «Όλοι το ξέρουν δα πως ο Πετρόπουλος είναι ο ακατάστατος χασάπης. Στις προστυχιές είναι πρώτος, αλλά δεν σπάει τη μέση του να σηκώσει τίποτε από το πάτωμα». Η Μαρία διέκρινε αμφισβήτηση στο βλέμμα της Άννας. «Ο δήμος τού κόβει διαρκώς πρόστιμα γιατί δεν καθαρίζει όπως πρέπει το πόστο του. Δεν είσαι η πρώτη που έχει γλιστρήσει εκεί. Πριν από
λίγα χρόνια είχε πέσει η κυρία Ελευθερία και είχε σπάσει τον καρπό της. Στο ίδιο ακριβώς σημείο που έπεσες κι εσύ. Λαρδί. Αυτό ήταν στο πάτωμα. Λαρδί. Αλλά δεν φταίει το λαρδί. Φταίει αυτός που το έριξε. Ο Άρης είναι καλό παιδί. Καθαρό και νοικοκυρεμένο». Η Άννα δεν έβγαλε μιλιά. Τίποτα δεν μπορούσε να της αλλάξει γνώμη για την οικογένεια Λαγάκη. Είχε ανατραφεί με την πεποίθηση πως ήταν οι εχθροί και ο παππούς της είχε ενσταλάξει τόσα αρνητικά σχόλια γι’ αυτούς στο μυαλό της που δεν μπορούσαν να σβηστούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Η θανάτωση του σκύλου ήταν μόνο μία από τις κατηγορίες που τους βάραιναν. Η ανθοπώλισσα θεωρούσε τον εαυτό της συμφιλιωτή, πολλές φορές μάλιστα και προξενήτρα. Τα λουλούδια δεν ήταν ποτέ απλώς λουλούδια· έκρυβαν πάντα κι ένα νόημα. Σε αντίθεση με το κρέας. «Νομίζω ότι πρέπει να πας να του πεις ευχαριστώ», συνέχισε. «Αν ήσουν άντρας, θα σε έβαζα να αγοράσεις λουλούδια. Όμως σε γυναίκα δεν ταιριάζει, έτσι δεν είναι; Μου φαίνεται πως ένα χαμόγελο κι ένα ωραίο ευχαριστώ θα είναι ό,τι πρέπει». «Ναι, αλλά ο πατέρας του…» ψέλλισε η Άννα.
«Τι σχέση έχει ο πατέρας του;» είπε η Μαρία. «Αυτός δεν είναι καν εδώ σήμερα». «Να, μου έχει πει γι’ αυτόν ο παππούς μου. Για τα σκυλιά». Η ανθοπώλισσα μίλησε αυστηρά και απαξιωτικά. «Μην πιστεύεις ό,τι σου λένε», της είπε. «Άλλοι τόσοι νομίζουν ότι αυτό το έκανε κάποιος από τους ανθρώπους του δημάρχου. Την εποχή πριν από τις τελευταίες εκλογές γίνονταν πολλά παράξενα εδώ γύρω. Όμως δεν αποδείχτηκε ποτέ κάτι». Η ανθοπώλισσα έπιασε ένα κομμάτι κορδέλα και το έκοψε στη μέση, μουρμουρίζοντας ανάμεσα από τα δόντια της: «Παναγία μου αυτή η πόλη! Ποτέ δεν αλλάζει τίποτα». «Τι εννοείτε;» ρώτησε με αφέλεια η Άννα. «Προφανώς δεν έχεις ιδέα τι κρύβεται πίσω απ’ όλα αυτά τα κουτσομπολιά και τις διαδόσεις· δεν ξέρεις τι συμβαίνει σ’ αυτό τον τόπο, έτσι δεν είναι;» Η Άννα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ναι, μάλλον δεν ξέρω. Ξέρω μόνο ότι ο παππούς μου είναι ακόμα θυμωμένος για το σκύλο του». «Υπάρχουν λόγοι που άλλοι πάνε στον ένα χασάπη και κάποιοι στον άλλο. Υπάρχουν λόγοι που προτιμούν τον ένα ή
τον άλλο φούρναρη», της είπε η Μαρία. «Ο καθένας σ’ αυτή την πόλη έχει τις συμμαχίες του και τις έχθρες του, και όλα αυτά έχουν μια βάση». «Για πείτε μου, λοιπόν», την παρότρυνε η Άννα. «Όλα ξεκίνησαν από τον εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος δηλητηρίασε αυτή την πόλη», είπε η Μαρία. «Ο κόσμος είναι ακόμα χολωμένος. Αυτοί που πολέμησαν τότε ο ένας ενάντια στον άλλο είναι ακόμα και σήμερα ενάντιοι – και μερικοί περνούν την έχθρα και στα παιδιά τους… και στα εγγόνια τους». Η Άννα χαμήλωσε τα μάτια στο πάτωμα. «Μα για στάσου, κάτσε λίγο εδώ στην καρέκλα», είπε ανήσυχη η ανθοπώλισσα. «Μου φαίνεσαι λίγο χλωμή μετά το πέσιμο». Έστειλε κάποιον να τους φέρει καφέδες και συνέχισε να ετοιμάζει τις παραγγελίες της. «Γιατί, λοιπόν, μισεί τόσο πολύ τον Λαγάκη ο παππούς μου, αφού δεν είχε σχέση με το θάνατο του σκύλου του;» «Ήταν σε αντίπαλες παρατάξεις στον εμφύλιο. Τέλος πάντων», είπε η Μαρία για να λήξει η συζήτηση. «Αυτό είναι
όλο». Δεν μπορούσε να είναι μόνο αυτό. Η Άννα το ήξερε ότι έπρεπε να υπάρχει και κάτι ακόμη. «Μα το μίσος του μοιάζει να πηγάζει από κάτι συγκεκριμένο. Είναι απύθμενο». Η Μαρία Σοφούλη εξακολούθησε να ξακρίζει τους μίσχους. «Θα σας ήμουν ευγνώμων αν μου λέγατε, κυρία Σοφούλη», είπε η Άννα. «Γιατί ξέρω πως ο παππούς μου δεν πρόκειται να μου πει». «Όμως δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να είμαι εγώ αυτή που θα σου το πει…» «Αν όχι εσείς, δεν θα μου το πει κανείς». Δάκρυα απογοήτευσης λαμπύρισαν στα μάτια της Άννας. «Μπορεί και να είναι καλύτερα που δεν ξέρεις». «Σας ικετεύω». «Πολύ καλά, λοιπόν. Λίγο πριν τελειώσει ο εμφύλιος, βρέθηκαν σε έναν αχυρώνα στις παρυφές της πόλης τα πτώματα έξι νεαρών κομμουνιστών. Έξι παιδιά ήταν. Τα δύο ούτε δεκαπέντε χρονών».greekleech.info Η Μαρία σταμάτησε
για λίγο να μιλάει. «Ο Λαγάκης ήταν φίλος ολονών τους και συνομήλικος του μικρότερου. Ήταν να τους συναντήσει κι αυτός εκείνο το βράδυ, αλλά άργησε να πάει στο ραντεβού. Ισχυρίστηκε, λοιπόν, ότι τους είδε να δολοφονούνται. Και κατηγόρησε τον παππού σου. Ο παππούς σου υποστήριζε τη Δεξιά – αλλά υποθέτω πως αυτό το ξέρεις». Η Άννα σκέπασε το στόμα με την παλάμη της και γούρλωσε τα μάτια της. Η Μαρία συνέχισε. «Δεν έγινε δίκη. Λίγο πριν απ’ αυτό το φονικό, είχαν σκοτωθεί κάποιοι από τη δεξιά παράταξη και εξαπολύονταν κατηγορίες και από τις δύο πλευρές. Αλλά οι υποψίες δεν έσβησαν ποτέ. Ακόμα και σήμερα θα βρεις ανθρώπους στα μέρη μας που θεωρούν υπεύθυνο τον παππού σου». Η Μαρία ξεροκατάπιε και κοίταξε την κοπέλα. «Το παρατσούκλι του ήταν ο Χασάπης της Καράπολης».
wWw.Greekleech.info
Η Άννα ένιωσε να της έρχεται ίλιγγος. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτά τα πράγματα για τον παππού της, αλλά δεν μπορούσε και να παραβλέψει τη διαίσθηση πως ίσως ήταν αλήθεια. Σηκώθηκε όρθια, αβέβαιη αν θα την άντεχαν τα πόδια της, και απομακρύνθηκε με τη σκέψη πώς θα αντίκριζε τώρα τον ηλικιωμένο άντρα. Όταν γύρισε σπίτι, εκείνος καθόταν στη συνηθισμένη του
καρέκλα και διάβαζε την εφημερίδα του. Η Άννα δεν μπορούσε ούτε να τον κοιτάξει. Προφασίστηκε πως είχε πονοκέφαλο, έβαλε το κρέας που βαστούσε στο ψυγείο και πήγε στο δωμάτιό της. Όλη τη νύχτα στριφογυρνούσε στο κρεβάτι της, ανήμπορη να κοιμηθεί. Ο Χασάπης της Καράπολης. Αυτές οι λέξεις τη στοίχειωναν. Την επόμενη μέρα αποπειράθηκε δειλά-δειλά να κάνει τον παππού της να της μιλήσει για τη δεκαετία του ’40, όμως διέκρινε το θυμό του να φουντώνει. Τότε συνειδητοποίησε ότι δεν θα είχε ποτέ το θάρρος να αντιπαρατεθεί μαζί του για τα συμβάντα εκείνης της εποχής. Το ίδιο βράδυ, η Άννα αγόρασε και η ίδια την εφημερίδα του παππού της και τη διάβασε από την αρχή ως το τέλος. Για πρώτη φορά κατάλαβε πόσο ακραία δεξιός ήταν πραγματικά ο Αλέξανδρος Δεξίδης. Τα κύρια άρθρα ήταν απροκάλυπτα φασιστικά και η Άννα δεν μπορούσε παρά να παραδεχτεί ότι ο ασπρομάλλης παππούς της δεν ήταν καθόλου ο τύπος του καλοσυνάτου γεράκου που ο καθένας φέρνει στο μυαλό του στο άκουσμα της λέξης «παππούς». Αν όντως ήταν κάποτε «ο Χασάπης», αυτό δικαιολογούσε και την πλήρη απουσία φίλων από τη ζωή του, καθώς και την απροθυμία του πατέρα της να περνάει πολλές ημέρες στην
ιδιαίτερη πατρίδα του. Η Άννα δεν ήξερε και πολλά πράγματα για τον εμφύλιο, όμως ήξερε πως είχαν διαπραχθεί κτηνωδίες, ακόμα και σ’ εκείνη τη μικρή κωμόπολη, και δεν μπορούσε να αποκλείσει το ενδεχόμενο να ήταν αναμεμειγμένος σε αυτές και ο παππούς της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ίσως όμως να μη μάθαινε ποτέ όλη την αλήθεια. Όταν ξαναπήγε στην αγορά την επόμενη μέρα, η στοά των κρεοπωλείων ήταν σχεδόν άδεια και ο Άρης γυάλιζε τη βιτρίνα ενός από τα ψυγεία του. Ώσπου να τελειώσει η Σαρακοστή, τα χασάπικα δεν θα είχαν πολλή δουλειά. Η Άννα τον πλησίασε θαρρετά. «Ήθελα να σ’ ευχαριστήσω», του είπε. «Και να σου ζητήσω συγγνώμη για την παρεξήγηση». «Όλα καλά», της απάντησε ο Άρης. «Δεν συμβαίνει τίποτα». Ο γιος Λαγάκης γνώριζε την έχθρα που υπήρχε ανάμεσα στον παππού της και τη δική του οικογένεια και υπέθετε ότι θα τη γνώριζε και η Άννα. Του φαινόταν παράλογο να βαραίνουν τη γενιά τους γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί πενήντα χρόνια πριν. Όσο φθονερός κι αν ήταν πόλεμος, αυτές οι βεντέτες δεν ήταν δικές τους.
«Θέλεις να πάμε για καφέ καμιά φορά;» τη ρώτησε όλος ελπίδα. «Ναι», απάντησε η Άννα χωρίς δισταγμό. «Θα το ήθελα». Και μέσα της ένιωσε να απλώνεται κάτι σαν γλυκιά στιγμιαία ζάλη. Ίσως τελικά να μην την είχε γλιτώσει τη διάσειση.
Το μάθημα
Hταν αρχές Σεπτέμβρη αλλά η θερμοκρασία δεν έλεγε να πέσει από τους σχεδόν σαράντα βαθμούς. Δύο παιδιά έπαιρναν για πρώτη φορά στη ζωή τους το δρόμο για το σχολείο. Η μητέρα του Γιάννη ένιωθε στην παλάμη της το χεράκι του γιου της να ιδρώνει. Η μητέρα της Φωτεινής αισθανόταν τη χούφτα της κόρης της να σφίγγει δυνατά τα δάχτυλά της. Καμία από τις δυο γυναίκες δεν ήταν σίγουρη ποιος είχε πιο πολύ άγχος, οι ίδιες ή τα παιδιά τους. Ο πληθυσμός του χωριού είχε μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Πολλοί νέοι άνθρωποι είχαν φύγει για να εργαστούν στο εξωτερικό και επέστρεφαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, τότε που ξαναγέμιζαν οι καφετέριες στον κεντρικό δρόμο. «Έτσι ακριβώς ήταν και τον παλιό καιρό», μουρμούριζαν τότε οι ηλικιωμένοι με μάτια βουρκωμένα. Τον Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας, η πλατεία στην άκρη του χωριού γέμιζε πτυσσόμενα τραπέζια και πλαστικές καρέκλες. Μια βδομάδα μετά, το χωριό άδειαζε πάλι και οι καρέκλες στοιβάζονταν δεμένες με σκοινί πλάι στον τοίχο της εκκλησίας. Μερικές μπορεί να τις ξαναχρησιμοποιούσαν το Πάσχα, όταν θα σούβλιζαν τα αρνιά και θα μαζευόταν πάλι κόσμος στο χωριό, όχι όμως όσος το καλοκαίρι.
Στις μέρες μας, οι μαθητές μεταφέρονταν με σχολικό προς και από την κοντινότερη πόλη για να πάνε σχολείο, όμως υπήρχαν και καμιά εικοσαριά παιδιά μεταξύ έξι και έντεκα ετών που ήταν αρκετά για να γεμίσουν το δημοτικό του χωριού. Πολλοί μεγάλοι είχαν πάει κι εκείνοι δημοτικό στο ίδιο κτίριο όπου τώρα πήγαιναν τα παιδιά τους. Αρκετοί από αυτούς μάλιστα είχαν και την ίδια δασκάλα, την κυρία Κακανίδη, που είχε πρωτοέρθει στο χωριό πριν από τριάντα χρόνια. Η αλήθεια ήταν πως η δασκάλα αυτή προετοίμαζε πολύ καλά τα παιδιά για το γυμνάσιο. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή ήταν και η αιτία που πολλοί νέοι του χωριού αποφάσιζαν να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν. Στα επόμενα σχολεία που πήγαιναν ήταν από τους πρώτους μαθητές της τάξης τους και κατάφερναν να εξασφαλίσουν υποτροφίες και θέσεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. «Όταν οργωθεί καλά το χωράφι, τότε πιάνει καλά ο σπόρος», έλεγε η δασκάλα στους γονείς. Αυτή η παρομοίωση πήγαζε από αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας, όταν παρακολουθούσε τον πατέρα της να δουλεύει στον κήπο τους. Μπορεί να ήταν μόνο ένα στρέμμα γης, αλλά έτσι που κοσκίνιζε και τον τελευταίο κόκκο χώμα σε
σημείο ώστε να ρέει σαν άμμος μέσα από τα χέρια του, το περιβόλι τους ήταν ιδιαίτερα γόνιμο. «Το μυστικό βρίσκεται στην καλή προετοιμασία της γης», δεν έπαυε να της λέει ο πατέρας της. Ο κύριος Κακανίδης φρόντιζε πάντα επιμελώς να δημιουργεί πολύ τακτικές βραγιές, τοποθετώντας σε ευθεία γραμμή ξυλαράκια που συνδέονταν μεταξύ τους με σπάγκο. Ο σπόρος φυτευόταν πλάι στο ξυλαράκι και το φιντάνι μεγάλωνε σκαρφαλώνοντας στο σπάγκο. «Αν οργανώνεις το χωράφι, μεγιστοποιείς την παραγωγή», έλεγε στην κόρη του τόσο συχνά ώστε αυτές οι επωδοί ρίζωσαν βαθιά μέσα της. Πράγματι, ο κύριος Κακανίδης πετύχαινε θαυμαστές σοδειές. Την ώρα που οι γείτονές του πάσχιζαν να καλλιεργήσουν μερικές ντομάτες και λίγα φασόλια στο ίδιο βραχώδες και άγονο έδαφος, στο χωράφι εκείνου φύτρωναν κάθε λογής λαχανικά και κηπευτικά πάνω και κάτω από την επιφάνεια της γης. Κάθε μέρα, από τον Μάη ως τον Νοέμβρη, φόρτωνε έναν πάγκο με τη συγκομιδή της ημέρας και ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι για τα χρήματα και τον έβγαζε στον κεντρικό δρόμο. Κρεμμύδια, καρότα, κολοκύθια, πιπεριές – πάντα κάτι ήταν ώριμο και έτοιμο να πουληθεί.
Παιδί ακόμα η Κάτια, έβλεπε τον πατέρα της να αδειάζει το τενεκεδάκι σε ένα ξύλινο κασελάκι το οποίο κατόπιν εξαφανιζόταν. Σε όλη της την παιδική ηλικία αναρωτιόταν διαρκώς τι γίνονταν άραγε αυτά τα λεφτά, μια που οι γονείς της έδειχναν συνήθως να μην τους περισσεύουν, όμως όταν ήρθε η μέρα να πάει πανεπιστήμιο στo Bόλο, κατάλαβε το λόγο που τα αποταμίευαν όλα αυτά τα χρόνια. Οι καλά φυλαγμένες οικονομίες τους ήταν τόσες ώστε να μπορέσει εκείνη να γίνει δασκάλα. Για τους περισσότερους νέους, η μόρφωση ήταν το διαβατήριο για το φευγιό τους από το χωριό. Για την Κάτια Κακανίδη, ήταν το εισιτήριο για την επιστροφή της στο χωριό. Ποτέ της δεν είχε φιλοδοξία άλλη από το να δουλέψει στο σχολείο όπου κάποτε είχε λάβει κι εκείνη την πρώτη της εκπαίδευση. Ήθελε να εφαρμόσει τις δικές της ιδέες γύρω από τον ιδανικό τρόπο διδασκαλίας. Και η προοπτική να το κάνει στον τόπο όπου η ίδια είχε διαπιστώσει τόσα λάθη στην παιδική της ηλικία, της έδινε μια αίσθηση πληρότητας, σαν να έκλεινε ένας κύκλος, κατά τον ίδιο περίπου τρόπο όπως ο πατέρας της χρησιμοποιούσε τα σπόρια της φετινής σοδειάς ντομάτας για να καλλιεργήσει τη σοδειά του επόμενου χρόνου. Όταν έφτασαν στο σχολείο ο Γιάννης και η Φωτεινή, οι
μητέρες τους χαιρέτησαν εγκάρδια η μια την άλλη. Με μόνο δυο χρόνια διαφορά μεταξύ τους, οι δυο γυναίκες είχαν κι αυτές περάσει τα πρώτα σχολικά τους χρόνια εδώ. «Καλημέρα, Μαρία». «Καλημέρα, Μαργαρίτα. Τι κάνεις, Φωτεινούλα;» «Έχει λίγο άγχος», απάντησε η μητέρα της μικρής. «Το ίδιο κι ο Γιάννης, μου φαίνεται». Το αγοράκι έσμιξε τα φρύδια του – δεν ήθελε να τον περάσουν για δειλό, παρότι από μέσα του έτρεμε. Σπάνια τον έχανε ποτέ από τα μάτια της η μητέρα του και ήξερε πως τώρα ερχόταν η στιγμή που θα τον άφηνε μόνο του εκεί. Τα παιδιά ήταν είκοσι όλα κι όλα, όμως του Γιάννη του φαινόταν μεγάλο πλήθος. Και δεν ήταν μόνο πολλοί· τα μεγαλύτερα παιδιά φάνταζαν και τεράστια σε σωματική διάπλαση.
wWw.Greekleech.info
Η Φωτεινούλα είχε περισσότερη αυτοπεποίθηση. Εκείνη είχε έναν μεγαλύτερο αδερφό που είχε κιόλας τελειώσει το δημοτικό, και δεν φοβόταν τα μεγαλύτερα παιδιά που περιφέρονταν έξω από την πόρτα του σχολείου. «Θα σε δω σε λίγες ωρίτσες», της είπε η μητέρα της και της
άφησε το χέρι. Το κορίτσι άπλωσε το χέρι του προς τον Γιάννη. Όταν πρωτοείδε τα δύο παιδιά η Κάτια Κακανίδη, έτσι τα είδε. Πιασμένα χέρι-χέρι. Τα πλησίασε και έσκυψε δίπλα τους. «Καλημέρα, παιδιά». Και τα δύο σήκωσαν το κεφάλι τους να δουν τη δασκάλα με το λεπτό πρόσωπο. Είδαν τις σκιές γύρω από τα μαύρα σαν χάντρες μάτια της και το μυτερό πιγούνι της. Μερικές τούφες μαύρα μαλλιά πετάγονταν γύρω από το κεφάλι της, ενώ τα υπόλοιπα ήταν πιασμένα σε κότσο. Όταν έσκυψε η δασκάλα, ο Γιάννης παρατήρησε μια μικροσκοπική αραχνούλα να σκαρφαλώνει από ένα υφάδι προς το κεφάλι της. Το αγόρι έμεινε να την κοιτάζει σαν υπνωτισμένο. «Εσύ πρέπει να είσαι ο Γιάννης», είπε η δασκάλα. «Κι εσύ η Φωτεινή;» Η Φωτεινή έγνεψε καταφατικά. «Λοιπόν;» ρώτησε η δασκάλα κοιτάζοντας τον Γιάννη.
Ο Γιάννης ήταν ακόμη απορροφημένος με την αράχνη που στο μεταξύ είχε εξαφανιστεί μέσα στο δάσος από τα πυκνά μαλλιά της δασκάλας. Η Φωτεινή του ζούληξε σφιχτά το χέρι. Εκείνος έγνεψε ζωηρά χωρίς να πει κουβέντα. «Εσύ κάτσε εδώ», είπε η κυρία Κακανίδη στη Φωτεινή, δείχνοντάς της μια άδεια θέση. «Κι εσύ, Γιάννη, κάτσε πίσω της». Στο θρανίο του Γιάννη καθόταν ήδη ένα άλλο αγόρι. Μπροστά του είχε ένα ανοιχτό βιβλίο με μεγάλες εικονογραφήσεις και, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στα χέρια, το αγόρι χάζευε τις λέξεις. Δεν σήκωσε το κεφάλι του όταν κάθισε δίπλα του ο Γιάννης, ούτε μετακινήθηκε πιο κει για να του κάνει χώρο στο θρανίο. Όταν είχε πρωτοδιοριστεί δασκάλα τη δεκαετία του 1980, η Κάτια Κακανίδη είχε προχωρήσει σε μερικές καινοτομίες. Για την ακρίβεια, δεν ήταν βήματα εκσυγχρονισμού του σχολείου, αλλά αποκατάσταση μερικών παλαιότερων παραδοσιακών μεθόδων. Ο προκάτοχός της είχε, μεταξύ άλλων, αντικαταστήσει τα παλιά ξύλινα θρανία με τραπέζια φορμάικας και τα είχε παρατάξει σε ημικύκλιο γύρω από την έδρα. Η κυρία Κακανίδη δεν έβρισκε σωστό ότι σε αυτά τα τραπέζια έπρεπε να κάθονται οι μαθητές ανά δύο και στενοχωριόταν πολύ που δεν είχαν πια τα παλιά ξύλινα
ατομικά μικρά θρανία. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν τουλάχιστον να ξαναστήσει τα τραπέζια σε στοιχισμένες σειρές. Ένα από τα πλεονεκτήματα των παλιών ξύλινων θρανίων που νοσταλγούσε ήταν και τα ατομικά μελανοδοχεία. Έτσι, τοποθέτησε ένα μεγάλο δοχείο μελάνης στην έδρα της και επέμενε να μάθουν τα μεγαλύτερα παιδιά να γράφουν με πένα. «Με το στιλό δεν μπορεί κανείς να γράψει σωστά», τους έλεγε κοφτά όταν εκείνα παραπονούνταν. «Τα πανέμορφα γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου δημιουργήθηκαν στην αρχαιότητα. Δεν είχαν στιλό διαρκείας τότε, γι’ αυτό ούτε εσείς να τα χρησιμοποιείτε τώρα». Άλλη μία αναχρονιστική πρωτοβουλία της ήταν να αναρτήσει στους τοίχους αφίσες με την αλφάβητο, μαθηματικές εξισώσεις και αποφθέγματα φιλοσόφων. Δεν ήταν οπαδός της επίδειξης καλλιτεχνικών έργων των παιδιών. Δεν έβρισκε το λόγο γιατί έπρεπε να εκτίθεται σε κοινή θέα οτιδήποτε ήταν υποδεέστερο του ιδανικού. Γιατί τάχα έπρεπε να ντύσουν την ατέλεια με φορεσιά αρετής; Τα πάντα όφειλαν να εμπνέουν στα παιδιά τη φιλοδοξία να βελτιώνονται, όσο κόπο κι αν απαιτούσε αυτό, και, κατά την άποψή της, η πρόοδος των μαθητών της επικύρωνε τις
μεθόδους της. Ο Γιάννης και η Φωτεινή απέκτησαν το συνήθειο να έρχονται μαζί στο σχολείο, πιασμένοι χέρι-χέρι. Μερικές φορές έμπαιναν στην τάξη και κάθονταν στο ίδιο θρανίο. «Όρθιος!» φώναζε ζωηρά η κυρία Κακανίδη όταν έμπαινε στην αίθουσα. «Όρθιος! Όρθιος! Ξέρεις πολύ καλά ποιο είναι το θρανίο σου, Γιάννη. Κάτσε, λοιπόν, εκεί!» Ο χωρισμός τους δεν είχε λογική. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν επιτρεπόταν να μιλάει μέσα στην τάξη, εκτός κι αν του απηύθυνε το λόγο η δασκάλα ή αν του ζητούσε να αναγνώσει κάτι. Ποιο το κακό, λοιπόν, αν καθόταν κανείς στο ίδιο θρανίο με κάποιον που συμπαθούσε; Η Φωτεινή αντιπαθούσε πολύ τη διπλανή της, την Ελπίδα. Ήταν ένα σπασικλάκι που κουλούριαζε όλο το χέρι της γύρω απ’ ό,τι έγραφε, για να το κρύβει. Τα παιδιά της ηλικίας τους τώρα μόλις μάθαιναν την αλφάβητο και η Φωτεινή δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η Ελπίδα ένιωθε την ανάγκη να έχει την αλφάβητο αποκλειστικά δική της. Στο κάτω-κάτω, δεν «ανήκε» σε κανέναν. «Ποιο είναι επιτέλους το μεγάλο μυστικό σου;» της ψιθύρισε μια μέρα δυνατά, σπάζοντας τον κώδικα της σιωπής.
Από τον μεγαλύτερο αδερφό της η Φωτεινή είχε μάθει να είναι θαρραλέα. Η Ελπίδα την αγνόησε. Στο μεταξύ, ο Γιάννης είχε γίνει μελανός από τις μοχθηρές τσιμπιές που του έδινε ο δικός του διπλανός – αν και η λέξη «διπλανός» ίσως δεν είναι απόλυτα σωστή. Ο Πάνος ήταν ένα χοντρό αγόρι που καταλάμβανε πάνω από τα δύο τρίτα του θρανίου και πολλές φορές στρίμωχνε τόσο πολύ τον Γιάννη που άλλοτε ο ίδιος και άλλοτε τα βιβλία του έπεφταν στο πάτωμα. Η κυρία Κακανίδη ήταν πάντα σε ετοιμότητα να τιμωρήσει τον Γιάννη, γιατί υποπτευόταν ότι προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή. Και το χειρότερο απ’ όλα, ο Πάνος βρομοκοπούσε. Τις ζεστές ημέρες, η μυρωδιά του ήταν αποπνιχτική. Το σχολείο απαρτιζόταν από δύο χώρους: την αίθουσα όπου τα παιδιά διδάσκονταν τα μαθήματά τους και την αυλή όπου έπαιζαν. Το χειμώνα υποτίθεται ότι έπρεπε να τρέχουν γύρω-γύρω στην αυλή για να ζεσταίνονται και να ασκούνται, όμως τα κορίτσια έκαναν πηγαδάκια και ασχολούνταν με κουτσομπολιό. Τα αγόρια κλοτσούσαν μια μπάλα στο χώμα. Σε όλο το πρώτο τρίμηνο, ο Γιάννης και η Φωτεινή έμεναν χώρια από τα άλλα παιδιά στο διάλειμμα, είτε συζητώντας σοβαρά μεταξύ τους είτε παίζοντας ένα παιχνίδι δικής τους επινόησης με βόλους. Η κυρία Κακανίδη τους
παρακολουθούσε εκνευρισμένη που δεν εντάσσονταν στις ομάδες που επιδίωκε να καθιερώσει. Θιγόταν στη θέα των σκυμμένων κεφαλιών τους στο δικό τους ιδιωτικό πηγαδάκι. «Κόνιδες!» τους φώναζε όποτε έβλεπε τα μελαχρινά μαλλιά τους τόσο κοντά σαν να ήταν μία τούφα. «Κόνιδες θα βγάλετε αν κάθεστε έτσι!» Στη δευτέρα και την τρίτη δημοτικού, η δασκάλα έβαλε τον Γιάννη και τον ολοένα πιο παχύσαρκο Πάνο να κάτσουν στην πρώτη σειρά των θρανίων, ενώ την επιμελή Φωτεινή την έβαλε στα πίσω θρανία. Τις περισσότερες ημέρες ο Γιάννης παρέμενε γαντζωμένος στο θρανίο της Φωτεινής και οι δυο τους κουβέντιαζαν κάμποσα λεπτά ακόμα αφού υποτίθεται πως είχε αρχίσει η διδακτική ώρα. Η κυρία Κακανίδη, που επαγρυπνούσε διαρκώς για τυχόν ανυπάκουους, τους αιφνιδίαζε από πίσω και χτυπούσε δυνατά ένα χάρακα πάνω στο θρανίο με εκκωφαντικό κρότο.
wWw.Greekleech.info
«Πίσω στο θρανίο σου, Παπαλάμπο!»
Τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας της, ο χάρακας έπεφτε πάνω σε σάρκα, τσούζοντας το μηρό ή την παλάμη και αφήνοντας το αποτύπωμά του για καμιά ώρα. Η κυρία Κακανίδη νοσταλγούσε κάπως εκείνες τις εποχές. Οι τιμωρίες ήταν σοφά οριοθετημένες, όπως και το σημάδι στο μηρό ή
στο χέρι που παρέμενε τόση ώρα ώστε να μην ξεχνιέται, χωρίς να είναι και τόσο σοβαρό ώστε να παραμένει και μετά το κουδούνι του σχολάσματος. Όταν ο Γιάννης και η Φωτεινή πήγαιναν πια στην τελευταία τάξη του δημοτικού, η κυρία Κακανίδη αισθανόταν πως είχε αποτύχει να τους κάνει να συμπεριφέρονται όπως τα υπόλοιπα παιδιά. Στην αντίληψή της, η υπακοή αποτελούσε στοιχειώδη προϋπόθεση για τη μετάβασή τους στο επόμενο στάδιο της ζωής. «Γιάννη», είπε μια μέρα παγερά στο αγόρι, που τον τελευταίο χρόνο είχε ψηλώσει απότομα και σχεδόν την έφτανε πια στο μπόι. «Αν είσαι ανίκανος να κάνεις αυτό που σου λένε, θα πρέπει να βρω άλλον τρόπο να σου το υπενθυμίζω. Στη γωνία! Στραμμένος στον τοίχο! Τα χέρια στο κεφάλι! Ώσπου να σου πω εγώ!» Ο Γιάννης έμεινε πολλές ώρες ακίνητος στην ίδια θέση μέσα στη ζέστη. Τα άλλα παιδιά βγήκαν έξω στο διάλειμμα να παίξουν, ξεδίψασαν από τους κρουνούς στην αυλή, έφαγαν το κολατσιό τους και επέστρεψαν στην τάξη για να συνεχίσουν το μάθημα. Ο Γιάννης εξακολουθούσε να στέκεται πάντα στο ίδιο σημείο. Στεκόταν μπροστά από μια αφίσα από εκείνες που είχε
κρεμάσει η κυρία Κακανίδη. Ήταν ένα σχέδιο ανατομίας που έδειχνε το κάθε οστό, τον κάθε μυ και τον κάθε τένοντα του ανθρώπινου σώματος. Επί τέσσερις ώρες το κοιτούσε ο Γιάννης, ενώ η δασκάλα τον επέπληττε από πάνω αν τον έβλεπε να κινείται έστω και ελάχιστα ή να πεταρίζει νευρικά τα πόδια του για να τα ξεκουράσει από την ορθοστασία. Κάποια στιγμή, άρχισε να πονάει η μέση του και ο πόνος σιγά-σιγά απλώθηκε ως τις πατούσες. Ο σφυγμός στα χέρια του δονούνταν πονεμένα στον παλμό της καρδιάς του, ώσπου μούδιασαν εντελώς. Κι έτσι όπως δεν τα ένιωθε πια, πρώτα το ένα και μετά το άλλο, έπεσαν από το κεφάλι του και κρεμάστηκαν άτονα στο πλάι του κορμιού του. «Παπαλάμπο! Τα χέρια στο κεφάλι! Τώρα!» Όταν επανήλθε η αίσθηση στα χέρια του και μαζί της το επώδυνο μυρμήγκιασμα, ο Γιάννης τα ξανασήκωσε. Τα μάτια του έτσουζαν από τον πόνο και την ταπείνωση, όμως ήταν αποφασισμένος να μη χάσει την αυτοκυριαρχία του και ξεσπάσει σε κλάματα. Πέρασε άλλη μία ώρα και τα γόνατά του κόντεψαν να λυγίσουν κάτω από το βάρος του καθώς έχασε την αίσθηση του δεξιού ποδιού του. Για να την επαναφέρει, κλότσησε τον τοίχο μπροστά του. «Ακίνητος, Παπαλάμπο! Αν σε ξαναδώ να το κάνεις αυτό,
θα στέκεσαι εκεί και αύριο». Η τάξη σχόλασε και τα παιδιά σκόρπισαν. Η Φωτεινή έμεινε καθισμένη σιωπηλή στη θέση της. Ήξερε πως ο Γιάννης δεν θα έκανε να φύγει αν δεν του έδινε την άδεια η δασκάλα και θέλησε να τον περιμένει για να φύγουν μαζί όπως πάντα.
wWw.Greekleech.info
Η παρουσία της εκεί θύμωσε τη δασκάλα. Η Φωτεινή έφταιγε που είχε αναγκαστεί να τιμωρήσει έτσι τον Γιάννη. «Μπορείτε να φύγετε τώρα», τους είπε απότομα. «Αν υπακούατε τους κανόνες, δεν θα αναγκαζόμουν να σας τους θυμίζω». Αν και ήταν ελεύθερος να φύγει, ο Γιάννης συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να κουνηθεί. Μπορεί αυτό να κράτησε μόνο μια στιγμή, του Γιάννη όμως του φάνηκε αιώνας ώσπου να μπορέσει να ξανανιώσει τα άκρα του. Τότε η Φωτεινή τον έπιασε από το χέρι και βγήκαν οι δυο τους αμίλητοι από την τάξη. Ακολούθησαν πολλές ακόμα περιπτώσεις που η κυρία Κακανίδη ένιωσε αναγκασμένη να τιμωρήσει το μαθητή της. Ο Γιάννης περνούσε κάμποσες ώρες κάθε βδομάδα όρθιος στη γωνία.
Όταν έφτασε η τελευταία μέρα του δημοτικού, ο Γιάννης και η Φωτεινή το αποχαιρέτησαν χωρίς την παραμικρή θλίψη και η δασκάλα τους χάρηκε που επιτέλους απαλλασσόταν από αυτούς τους δύο που δεν σεβάστηκαν ποτέ τη «σειρά» και τους κανόνες της. Τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιάννης και η Φωτεινή παντρεύτηκαν τη χρονιά που τελείωσαν το πανεπιστήμιο και ήταν ανάμεσα σε αυτούς που βρήκαν τις ευκαιρίες οι οποίες θα τους κρατούσαν μακριά από το χωριό τους – ακόμα και τον Αύγουστο, σπάνια το επισκέπτονταν. Η Φωτεινή τελείωσε δικηγόρος και ο Γιάννης γιατρός και αργότερα πήρε ειδικότητα στη ρευματολογία. Του Γιάννη του άρεσε πολύ η δουλειά του, παρόλο που εργαζόταν ατέλειωτες ώρες και οι συνθήκες εργασίας ήταν σχεδόν απάνθρωπες. Οι περικοπές που είχαν επηρεάσει την Ελλάδα απ’ άκρη σ’ άκρη είχαν οδηγήσει και τα νοσοκομεία σε οριακό σημείο, με τους γιατρούς να σηκώνουν υπερβολικό φόρτο εργασίας και συχνά να αρρωσταίνουν οι ίδιοι από το στρες και την υπερκόπωση. Ένα απόγευμα Παρασκευής, Ιούλιο μήνα, ο Γιάννης έκανε μία επιπλέον βάρδια αναπληρώνοντας ένα συνάδελφο που έλειπε με αναρρωτική άδεια. Αν είχε να εξετάσει δικούς του ασθενείς, ο Γιάννης θα είχε κοιτάξει από νωρίς όλα τα
ονόματα στον κατάλογο των ραντεβού. Επειδή όμως δεν ήξερε κανένα όνομα, αφού οι ασθενείς ήταν του άλλου γιατρού, το θεώρησε άσκοπο να κοιτάξει τη λίστα. Το τελευταίο του ραντεβού ήταν με μια γυναίκα. Όταν μπήκε μέσα η ασθενής γέρνοντας βαριά πάνω στο μπαστούνι της, ήταν τόσο σκυφτή που το πρόσωπό της δεν φαινόταν. Μόλις όμως κάθισε στην καρέκλα του ιατρείου, ο Γιάννης αναγνώρισε αμέσως τα αστραφτερά σαν χάντρες μάτια. Τα μαύρα της μαλλιά είχαν γκριζάρει, όμως η έκφραση του προσώπου της ήταν ίδια κι απαράλλαχτη. Η κυρία Κακανίδη, από τη μεριά της, δεν έδειξε να τον αναγνωρίζει, ούτε καν να της θυμίζει τίποτα. Μέσα σε δύο δεκαετίες ο Γιάννης είχε αλλάξει εντελώς. Η άλλοτε μικρή του μύτη είχε μεγαλώσει αισθητά, οι φακίδες του είχαν εξαφανιστεί και τα κάποτε ίσια μεταξένια μαλλιά του είχαν σγουρύνει με τον καιρό. Εκείνη δεν έβλεπε παρά το γιατρό που θα τη θεράπευε από τους αφόρητους πόνους που τώρα την άφηναν ξάγρυπνη όλη νύχτα. Η κυρία Κακανίδη είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στο ιατρικό επάγγελμα. Ο Γιάννης ξεροκατάπιε προσπαθώντας να μην προδώσει κάτι η φωνή του. «Λοιπόν, κυρία…» «Κακανίδη», είπε εκείνη για να τον βοηθήσει.
«Πείτε μου», της είπε κοφτά. «Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Να…» είπε εκείνη. «Μου φαίνεται πως ίσως αρχίζω να έχω αρθρίτιδα». «Ποια ακριβώς είναι τα συμπτώματα;» «Όταν ξυπνάω το πρωί», του λέει, «αισθάνομαι τόσο πιασμένη που μου είναι σχεδόν αδύνατον να σηκωθώ από το κρεβάτι. Και όταν σηκώνομαι, δεν μπορώ να ισιώσω το κορμί μου». «Και πονάτε;» «Ασταμάτητα», απάντησε εκείνη. «Τρομερά». «Λοιπόν, θα πρέπει να δούμε αν εξελίσσεται η ασθένεια, άρα θα πρέπει να κάνουμε κάποιες μετρήσεις σε βάθος χρόνου για να παρακολουθήσουμε αν επιδεινώνεται η κύρτωση. Σηκωθείτε, σας παρακαλώ…» Η Κάτια Κακανίδη σηκώθηκε από την καρέκλα της με μεγάλη δυσκολία και στάθηκε πλάι στη μετροταινία του τοίχου. «Συγχωρέστε με μισό λεπτό…» είπε ο Γιάννης καθώς
σηκώθηκε και ο ίδιος. «Πρέπει να φέρω κάτι που χρειάζομαι. Εσείς μείνετε εκεί». Βγήκε από το δωμάτιο. Για λίγα λεπτά έμεινε με την πλάτη του ακουμπισμένη στον τοίχο έξω από το ιατρείο και την καρδιά του να χτυπάει τρελά. Ακόμα και η φωνή της του έφερνε πικρές αναμνήσεις στο νου, του θύμιζε τόσο πόνο. Μέσα στο κτίριο επικρατούσε ανυπόφορη ζέστη. Το κλιματιστικό είχε χαλάσει πριν από πολλές μέρες και στην ατμόσφαιρα πλανιόταν ένα ταγγισμένο μείγμα απολυμαντικού και ιδρώτα. Ο Γιάννης βγήκε από την κεντρική είσοδο, διέσχισε το πάρκινγκ και σταμάτησε σε ένα σημείο με ξερό χώμα γεμάτο γόπες. Ακούμπησε σε ένα δέντρο και άναψε τσιγάρο. Δεν κάπνιζε ποτέ στο σπίτι, γιατί η Φωτεινή το απεχθανόταν, όμως στη δουλειά υπέκυπτε συχνά στον πειρασμό. Ήταν ο μόνος τρόπος ανακούφισης από την τεράστια πίεση της υπηρεσίας σε αυτό το ρημαγμένο, παραμελημένο νοσοκομείο. Στο ίδιο σημείο υπήρχαν συνήθως και κάμποσα άλλα μέλη του προσωπικού που έκαναν το ίδιο.
wWw.Greekleech.info
Για πρώτη φορά στην καριέρα του, ο Γιάννης συνειδητοποίησε ότι δεν θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε ασθενή. Του ήταν αδύνατον να περιθάλψει κάποιον χωρίς να τον νοιάζεται καθόλου.
Κάπνισε το τσιγάρο του, άναψε κι άλλο, και η ώρα περνούσε. Όταν κοίταξε το ρολόι του αντιλήφθηκε πως είχε περάσει πάνω από μισή ώρα. Η κυρία Κακανίδη ήταν η τελευταία ασθενής του επισκεπτηρίου του, κι έτσι πήρε αργάαργά το δρόμο της επιστροφής στο ιατρείο του. Με τέτοια λατρεία που έτρεφε για τους λειτουργούς του ιατρικού επαγγέλματος, η Κάτια Κακανίδη είχε παραμείνει όρθια πλάι στον τοίχο όλη αυτή την ώρα που έλειπε ο Γιάννης από το δωμάτιο. Δεν είχε τολμήσει να ξανακαθίσει. Μετά από ελάχιστα λεπτά ορθοστασίας, άρχισε να πονάει, όμως παρέμεινε πεισματικά όρθια. Κάθε κόκαλο του κορμιού της της φώναζε να καθίσει, όμως αν επέστρεφε ο γιατρός και την έβλεπε καθιστή, αυτό θα σήμαινε ότι δεν είχε υπακούσει στις εντολές του. Έπρεπε πάση θυσία να αντισταθεί στον πειρασμό. Ώσπου να ξαναφανεί ο Γιάννης, η ηλικιωμένη γυναίκα κόντευε να βάλει τα κλάματα. «Λυπάμαι πολύ που σας άφησα να περιμένετε», της είπε κοφτά. «Ας σας μετρήσουμε, λοιπόν, πριν καθίσετε». Σημείωσε το ύψος της και μετά της ζήτησε να ξαπλώσει στο κρεβάτι του εξεταστηρίου όπου εξέτασε τη σπονδυλική
της στήλη. Υπήρχαν σαφείς ενδείξεις αλλοιώσεων. Μερικές φορές απορούσε και ο ίδιος με τα επίπεδα πόνου που υπέμεναν οι άνθρωποι πριν αποφασίσουν να πάνε στο γιατρό. «Εντάξει», της είπε τελικά. «Ελάτε, καθίστε». Η κυρία Κακανίδη αφέθηκε να πέσει βαριά στην καρέκλα απέναντι από το γραφείο του Γιάννη και έμεινε να τον παρατηρεί όσο εκείνος κρατούσε σημειώσεις. «Μπορείτε να μου δώσετε κάποιο φάρμακο, κύριε Μπαλινάκη;» Ο Γιάννης σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. «Δεν είμαι ο κύριος Μπαλινάκης», της είπε. «Λείπει με άδεια αυτή τη βδομάδα». «Α», έκανε εκείνη με μια ολοφάνερη υπόνοια απόγνωσης. «Η ερώτηση όμως παραμένει. Μπορείτε να μου δώσετε κάτι να πάρω;» «Όχι επί του παρόντος», είπε εκείνος. «Ελάτε ξανά σε ένα μήνα περίπου. Ως τότε θα έχει γυρίσει και ο κύριος Μπαλινάκης». Ο Γιάννης σηκώθηκε για να καταστήσει σαφές στην ασθενή ότι το ραντεβού τους είχε ολοκληρωθεί. «Σας ευχαριστώ, γιατρέ», είπε η Κάτια Κακανίδη
πασχίζοντας να σηκωθεί από την καρέκλα της. Αγκυλωμένη, περπάτησε ως την πόρτα του ιατρείου και εκεί στάθηκε μια στιγμή πριν την ανοίξει. Την προσοχή της τράβηξε το όνομα που ήταν γραμμένο με μελάνι στο εσωτερικό της ιατρικής ποδιάς που κρεμόταν στο γάντζο. Μετά έσφιξε το πόμολο και με τα δυο της χέρια και το έστρεψε με μεγάλη δυσκολία. Καθώς η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαινε χωλαίνοντας από το ιατρείο του, ο Γιάννης κοίταξε τη ράχη της και διέκρινε τη γρομπιασμένη ραχοκοκαλιά της κάτω από τη λεπτή μπλούζα της. Η πόρτα έκλεισε ξοπίσω της. Και τότε ο Γιάννης τινάχτηκε ξαφνικά, γιατί συνειδητοποίησε κάτι. Σε αυτή την ηλικιωμένη γυναίκα όφειλε κατά πάσα πιθανότητα το ότι αυτός βρισκόταν σήμερα σε τούτο το νοσοκομείο. Εκείνες οι ατέλειωτες ώρες που είχε σταθεί μπρος στο σχέδιο ανατομίας μελετώντας το ανθρώπινο σώμα ήταν πιθανότατα ο καταλύτης για την επιλογή του να γίνει γιατρός. Οι τύψεις τον έκοψαν σαν νυστέρι. Έξω, στο διάδρομο, η ηλικιωμένη γυναίκα περίμενε ακόμα το ασανσέρ. Ο Γιάννης άνοιξε το βήμα του. «Κυρία Κακανίδη…» Εκείνη σήκωσε το κεφάλι της, και το χάντρινο βλέμμα της διασταυρώθηκε με τη ματιά του Γιάννη.
«Συγχωρέστε με», της είπε. «Κι εσείς εμένα, κύριε Παπαλάμπο», αποκρίθηκε εκείνη με έναν κόμπο στη φωνή της. «Κι εσείς εμένα».
Ένα δέντρο αλλιώτικο
Το χιόνι έπεφτε πυκνό, συνεχόμενο, ομοιόμορφο. Λίγο-λίγο, η πράσινη συστοιχία των πεύκων άσπριζε και οι βελόνες τους αστραποβολούσαν. Ένας κρεμεζής κοκκινολαίμης φούσκωσε το στήθος του. Ήταν τα τέλεια Λευκά Χριστούγεννα. Μισοκρυμμένος ανάμεσα στα δέντρα, ο Αϊ-Βασίλης ατένιζε το τοπίο. Μια φαρδιά ζώνη τόνιζε ακόμη περισσότερο την τεράστια, ολοστρόγγυλη κοιλιά του, και το κεφάλι του κουνιόταν πέρα-δώθε σαν εκκρεμές καθώς επαναλάμβανε με μανία το χαρακτηριστικό του «Χο-χο-χο». Πάνω από τον ώμο του είχε κρεμασμένο ένα σάκο από τον οποίο ξεχείλιζαν αρκετά δώρα τυλιγμένα με πράσινο και κόκκινο μεταλλιζέ χαρτί. Κάτω από ένα έλατο ήταν κουρνιασμένη μια μωρουδιακή κούνια. Η Μαρία και ο Ιωσήφ έγερναν πάνω από τη φάτνη, ενώ βοσκοί και μάγοι περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους για να ρίξουν μια ματιά στο Βρέφος. Ο καλοσυνάτος γενειοφόρος μες στα κόκκινα βελούδα που στεκόταν πίσω τους ήταν ψηλός ίσαμε τα δέντρα, και τα πέντε πρόβατα που περίζωναν τη φάτνη χωρούσαν στην παλάμη του ενός ροζιασμένου χεριού του. Όλα τα στοιχεία του σκηνικού ήταν δυσανάλογα σε μέγεθος μεταξύ τους. Και καταμεσής αυτού του ζωντανού πίνακα, στεκόταν μια
γυναίκα, ψηλή και λυγερή, με γυμνά τα δυνατά της μπράτσα. Ξαφνικά η Κλαιρ αναγνώρισε τον εαυτό της καθώς οι μορφές της εποχικής αναπαράστασης ξεθώριασαν και η καλογυαλισμένη βιτρίνα του καταστήματος αντικατόπτρισε το είδωλό της. Έμεινε να κοιτάζει μέσα στα γαλανά της μάτια.
wWw.Greekleech.info
Είχε απορροφηθεί εντελώς απ’ όλα αυτά τα χριστουγεννιάτικα σύμβολα, έμπνευσης βορειοευρωπαϊκής και κατασκευής κινεζικής, που τώρα κοσμούσαν μια βιτρίνα σε ένα ζεστό και σκονισμένο σοκάκι στην Κύπρο. Έμοιαζαν τόσο παράταιρα εδώ. Σε αυτήν εδώ την πόλη, τα πεζοδρόμια έλαμπαν ακόμη ηλιόλουστα τον Νοέμβρη και το χιόνι υπήρχε μόνο στις φαντασιώσεις των ανθρώπων. Σε αυτό το νησί, ο κόσμος απολάμβανε τον περίπατό του στην προκυμαία κάθε μέρα του χρόνου, αναζητώντας λίγη σκιά κάτω από τους φοίνικες, και το κολύμπι στη θάλασσα ήταν πάντα εύλογη επιλογή. Κι όμως, να που υπήρχε εδώ ένα ολόκληρο κατάστημα που πουλούσε αποκλειστικά στολίδια και γιρλάντες, μια υπεραγορά εποχικών συμβόλων για όσους πελάτες επιζητούσαν μια γεύση κρύου χριστουγεννιάτικου καιρού, σαν κι εκείνον που με πολλή χαρά είχε αφήσει πίσω της η Κλαιρ. Στη θέα τους, ωστόσο, δεν μπόρεσε να μη νιώσει μια
σουβλιά νοσταλγίας και λαχτάρας για την ομίχλη και τον πάγο της βόρειας Αγγλίας και την εορταστική οικογενειακή συνεστίαση στο σπίτι της. Ένιωθε μια στενοχώρια που για πρώτη φορά θα περνούσε Χριστούγεννα μακριά από την οικογένειά της, τουλάχιστον όμως δεν θα ήταν μόνη της. Δεν ήταν μόνο τα θέλγητρα της ηλιοφάνειας και του σχεδόν μόνιμα ανέφελου ουρανού που την είχαν φέρει εδώ. Ήταν και ο Αντρέας. Όπως τόσες και τόσες Αγγλίδες πριν από αυτήν, έτσι και η Κλαιρ είχε πάρει το δρόμο της ξενιτιάς για τα μάτια ενός μελαχρινού ξένου. Τον είχε γνωρίσει στο Μάντσεστερ, όπου σπούδαζε ο Αντρέας, όμως εκείνος δεν το είχε σκοπό να λείψει πολύ καιρό από την πατρίδα του και, αν η Κλαιρ ήθελε να είναι μαζί του, δεν υπήρχαν περιθώρια για συμβιβαστική λύση. Πολύ σύντομα πήρε μαζί του το δρόμο του γυρισμού στο ηλιόλουστο νησί όπου είχε γεννηθεί ο Αντρέας, και η δυνατή αγάπη του δεν της έδωσε ποτέ λόγο να μετανιώσει για την απόφασή της. Εκείνος επέστρεψε στο χωριό του, κοντά στην πρωτεύουσα Λευκωσία, κι εκείνη νοίκιασε ένα διαμέρισμα στις παρυφές της πόλης. Η θέα του προς κάθε κατεύθυνση αγκάλιαζε, το πιο πολύ, τις γύρω ξασπρισμένες πολυκατοικίες, κάποιες μόλις λίγων δεκαετιών, αλλά με ξεφλουδισμένη μπογιά και
σοβάδες που ξέφτιζαν κομμάτια από τους τσιμεντένιους τοίχους. Αυτό που είχαν παραλείψει να προβλέψουν στα σχέδιά τους οι αρχιτέκτονες σε αυτές τις τόσο γοργά αναπτυσσόμενες πόλεις ήταν οι εξωτερικές μονάδες κλιματισμού που κρέμονταν από κάθε γωνία, το συνονθύλευμα από ηλιακούς θερμοσίφωνες και δορυφορικά πιάτα και οι σιδερόβεργες που ξεφύτρωναν σε κάθε στέγη σαν μπαστούνια υπερηλίκων. Και το σκηνικό του χάους συμπλήρωναν οι δεκάδες τα σχοινιά με απλωμένες πολύχρωμες μπουγάδες που προεξείχαν από κάθε μπαλκόνι. Στην Κύπρο υπήρχαν αρκετές ευκαιρίες για μια μορφωμένη εκπατρισμένη Αγγλίδα που δεν είχε αντίρρηση να εργαστεί σκληρά για πολύ λίγα χρήματα, κι έτσι η Κλαιρ εργαζόταν σε ένα βιβλιοπωλείο και ζούσε μια καθημερινότητα που δεν διέφερε πολύ από εκείνη που είχε αφήσει πίσω της. Ωστόσο υπήρχαν διαφορές στις λεπτομέρειες. Η εργάσιμη ημέρα εδώ διαρκούσε περισσότερες ώρες και η ζέστη τις έκανε να φαντάζουν ακόμα πιο πολλές, καθώς όταν σχολούσε πάσχιζε να γυρίσει σπίτι της με τα πόδια, φορτωμένη τσάντες γεμάτες οκάδες ζαρζαβατικά εποχής και οικιακά αντικείμενα, τα ονόματα των οποίων ακόμα προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει. Μπορεί κάποιες γωνιές αυτού του νησιού να ήταν σχεδόν αποκλειστικά εγγλέζικες, όμως δεν έπαυε να είναι αισθητά μια ξένη χώρα. Όταν άνοιγε διάπλατα πόρτες
και παράθυρα στο διαμέρισμά της για να κάνει ρεύμα και να δροσίσει το σπίτι, στον αέρα αναμετρούνταν οι ήχοι από δέκα διαφορετικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. Κάποια βράδια, λίγο πριν τρελαθεί εντελώς από την ανελέητη κακοφωνία που συνέθεταν οι μουσικές και οι φωνές στη διαπασών, η Κλαιρ έκλεινε τα παράθυρα και, παρά την ασφυκτική ζέστη, απολάμβανε τουλάχιστον για λίγο την ησυχία. Δεν ζούσε, λοιπόν, την ονειρεμένη ζωή που φαντάζονταν οι φίλοι της πίσω στην Αγγλία, με τα ξενύχτια και τα πάρτι και τις καθημερινές εξορμήσεις στην παραλία, όμως κατά έναν παράξενο τρόπο εκείνη ήταν ευχαριστημένη. Τον Αντρέα τον έβλεπε μόνο τα Σαββατοκύριακα, αλλά προς το παρόν έπρεπε να αρκεστούν σε αυτό. Εκείνη τη μέρα του Δεκέμβρη, η Κλαιρ στεκόταν έξω από το κατάστημα με τα εποχικά είδη και περίμενε τον Αντρέα να περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο. Επιτέλους θα την πήγαινε σ’ εκείνη την επίσκεψη που τόσο λαχταρούσε για να γνωρίσει τα πεθερικά της. Για την ακρίβεια, την πεθερά της. Και η Κλαιρ είχε τρακ. Αυτές οι συστάσεις ήταν πολύ πιο σημαντικές εδώ απ’ ό,τι στο Γιόρκσαϊρ. «Το ξέρω πως θα σε συμπαθήσει», της είπε ο Αντρέας προσπαθώντας να την καθησυχάσει. «Όμως μην παραξενευτείς αν δεν σου φανεί και πολύ φιλική».
«Γιατί να μη μου φανεί φιλική;» ρώτησε η Κλαιρ δήθεν απορημένη, ενώ στην πραγματικότητα ήξερε ήδη τη φήμη που είχαν οι Ελληνίδες μητέρες. «Θα φταίει που δεν μιλάτε την ίδια γλώσσα», απάντησε ο Αντρέας. «Κι έτσι δεν θα μπορεί να σου μιλήσει κανονικά, αυτό είναι όλο».
wWw.Greekleech.info
Ανηφορίζοντας το δρόμο στους λόφους πάνω από τη Λευκωσία, μπορούσαν να αγναντέψουν ως και τα πιο απόμακρα κομμάτια του νησιού, τα κατεχόμενα από την Τουρκία. Ο Αντρέας μιλούσε πολύ σπάνια για τη διχοτόμηση της χώρας του, αλλά βλέποντας τώρα αναπόφευκτα την τουρκική σημαία λαξευμένη προκλητικά στην απέναντι πλαγιά, η Κλαιρ δεν μπορούσε να μη φέρει στο νου της αυτή την πολυτάραχη ιστορία. Λίγο αργότερα έφτασαν στο χωριό του Αντρέα και ο δρόμος στένεψε. Τα κτίρια ήταν ζεστά και γραφικά, και τα περισσότερα αποτελούσαν ενδιαίτημα της ίδιας οικογένειας εδώ και πολλές γενιές. Πολλά από αυτά έδειχναν να στηρίζονται στα χοντρά κλαδιά κάποιας μπουκαμβίλιας ή κληματαριάς που είχε γίνει ένα με τους τοίχους. «Να», είπε ο Αντρέας μόλις προσπέρασαν μια μπλε πόρτα. «Εδώ είναι».
Μια ηλικιωμένη γυναίκα, λεπτή, με χαρακτηριστικά πουλιού, φάνηκε στην πόρτα ενός από τα πιο μεγάλα σπίτια. Φάνταζε τόσο αδύνατη που θα ’λεγες ότι όπου να ’ναι θα τη σήκωνε ο αέρας. Είχε τα μπράτσα της σταυρωμένα μπρος στο στήθος της και το πρόσωπό της ανέκφραστο. Ώσπου διέκρινε το γιο της. Και τότε έλαμψε λες και ξαναβγήκε ο ήλιος πίσω από το σύννεφο όπου είχε κρυφτεί. Ο Αντρέας πάρκαρε το αυτοκίνητο σε ένα χέρσο χωράφι στην κορυφή του λόφου και οι δυο τους κατηφόρισαν προς το σπίτι του. Η μητέρα του περίμενε στο κατώφλι με τα χαμογελαστά τώρα μάτια της καρφωμένα στο γιο της. Και παρότι λεπτή σαν ξυλαράκι, η κυρία Μαρκίδη αγκάλιασε τον κανακάρη της με τόση δύναμη και θέρμη που κόντεψε να τον πνίξει, συνοδεύοντας τον εναγκαλισμό με διαχυτικά επιφωνήματα του τύπου «Άγγελέ μου! Μάτια μου!» και ταυτόχρονα εξετάζοντας την Κλαιρ πάνω από τον ώμο του και εξακοντίζοντάς της ένα ατσαλένιο βλέμμα. Μ’ όλη τη ζέστη που έκανε εκείνη τη μέρα, η κοπέλα ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να σφίγγει την καρδιά της. Μπήκαν όλοι τους μέσα στο σπίτι και, λίγο-λίγο, τα μάτια της Κλαιρ συνήθισαν στο ημίφως. Το ζευγάρι κάθισε για λίγο αμήχανα γύρω από το τραπέζι ενώ η ηλικιωμένη μαυροφόρα είχε καταπιαστεί με κάτι στην κουζίνα. Η Κλαιρ κοίταξε
ολόγυρα. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με τις ίδιες εικόνες που είχε δει και σε άλλα κυπριακά σπίτια, αλλά επιπλέον υπήρχαν κρεμασμένες και καμιά τριανταριά φωτογραφίες. Κάποιες ήταν γαμήλιες, αλλά οι περισσότερες ήταν επίσημα πορτρέτα ενός άντρα, όμορφου, με μουστάκι, που καμάρωνε ντυμένος τη στρατιωτική στολή του. «Ο πατέρας σου;» ρώτησε η Κλαιρ. «Ναι», απάντησε ο Αντρέας. «Του μοιάζεις πολύ…» «Έτσι λέει πάντα η μάνα μου. Δυστυχώς εγώ δεν τον θυμάμαι». Η Κλαιρ ήξερε πως ο Αντρέας δεν είχε αδέρφια. Και τώρα έβλεπε πόσο πολύ λάτρευε και κανάκευε το μοναχοπαίδι της αυτή η μητέρα. Ξαφνικά αισθάνθηκε πολύ άβολα που βρισκόταν εκεί. Δεν ήταν μόνο η νοσταλγία για την πατρίδα της, ένα μέρος όπου ακόμα κι αν δεν χιόνιζε ανήμερα τα Χριστούγεννα, υπήρχε τουλάχιστον μεγάλη πιθανότητα παγετού. Ήταν και που αισθανόταν ξένη εδώ, παρείσακτη, ιδίως σε αυτό το σπίτι. Όσο έτρωγαν δεν μίλησε καθόλου. Στο μεταξύ, είχαν έρθει
και κάποιοι άλλοι συγγενείς, ξαδέρφια με τα παιδιά τους, τρεις θείες και δύο πολύ ηλικιωμένοι θείοι. Η Κλαιρ χαμογελούσε όποτε της απηύθυναν το λόγο, παρόλο που δεν είχε ιδέα τι της έλεγαν, και έπαιρνε ευγενικά κάτι από κάθε πιάτο που της πρόσφεραν – ώσπου δοκίμασε κι ένα αμπελοπούλι που είχε πιαστεί και σκοτωθεί άσπλαχνα στην παρθενική του πτήση. Δεν ήθελε να απογοητεύσει τον Αντρέα, όμως στο τέλος του γεύματος, όταν είχαν πιει και τις ζιβανίες και ήταν ώρα να φύγουν, η Κλαιρ ήταν εξουθενωμένη από την υπερπροσπάθεια να προσποιείται ότι περνούσε καλά. Η κυρία Μαρκίδη την αποχαιρέτησε με μια βιαστική χειραψία. Την ώρα που κατηφόριζαν την πλαγιά, η ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο ήταν τεταμένη. Η Κλαιρ αισθανόταν πως είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, όμως η ψυχρότητα από μέρους της μητέρας του Αντρέα ήταν πολύ χειρότερη από αυτό που περίμενε. «Γιατί φέρεται έτσι η μητέρα σου; Γιατί είναι έτσι οι Ελληνίδες μάνες; Γιατί είναι τόσο πολύ κτητικές;» Η ένταση συσσωρευόταν μέσα της από την ώρα που είχαν φτάσει στο σπίτι της μητέρας του και τώρα πια δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο το θυμό της. Ο Αντρέας δεν της απάντησε και η Κλαιρ δεν μπορούσε να
διαβάσει την έκφρασή του στο σκοτάδι αυτής της αφέγγαρης νύχτας. Μετά από λίγα λεπτά επανέλαβε την ερώτησή της. «Λοιπόν; Γιατί;» Η σιωπή του την εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ. «Ποτέ δεν θα με αποδεχτεί η μητέρα σου», του είπε με ύφος παραίτησης. «Είμαι παρείσακτη εδώ· πάντα αυτό θα είμαι». Τώρα έμπαιναν στη Λευκωσία. Η Κλαιρ έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο και παρατήρησε ότι περνούσαν έξω από την ίδια βιτρίνα όπου στεκόταν το πρωί, με τα ψεύτικα δέντρα και το χάρτινο χιόνι. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι ο Αντρέας μόλις είχε στρίψει σε ένα δρόμο που απομακρυνόταν από την περιοχή της Λευκωσίας όπου έμενε εκείνη. Μετά από λίγο σταμάτησε το αυτοκίνητο. «Θέλω να σε πάω κάπου», της είπε. Περπάτησαν, χωριστά ο ένας από τον άλλο, σε ένα δρόμο φωταγωγημένο με γιορταστικά στολίδια, και στο βάθος η
Κλαιρ διέκρινε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έστεκε καταμεσής του πεζοδρομίου και δεν ήταν στολισμένο με λαμπιόνια αλλά με κορδέλες. Όσο πλησίαζαν, η Κλαιρ παρατήρησε κάτι ακόμα πιο παράξενο. Αντί για χριστουγεννιάτικες μπάλες, τα κλαριά αυτού του δέντρου στόλιζαν φωτογραφίες, ασπρόμαυρες, κυρίως αντρών, με κάποιες λέξεις και μία χρονολογία στο κάτω μέρος της φωτογραφίας: 1974. «Κοίτα», είπε ο Αντρέας. Η λεζάντα της φωτογραφίας που βαστούσε και της έδειχνε έγραφε «Γιώργος Μαρκίδης». Ήταν ξεθωριασμένη και προφανώς κρεμόταν εκεί πολλά χρόνια. «Μα γιατί είναι εδώ η φωτογραφία του;» «Ο πατέρας μου είναι ένας από τους αγνοούμενους», της εξήγησε ο Αντρέας. «Όπως και χίλιοι πεντακόσιοι ακόμα που εξαφανίστηκαν όταν έγινε η τουρκική εισβολή στο νησί. Από τότε έχουν χαθεί τα ίχνη τους. Οι φωτογραφίες κρατούν ζωντανή τη μνήμη τους». Εκείνη την εποχή μόλις είχε γεννηθεί ο Αντρέας και η μητέρα του περίμενε και περίμενε, καρτερώντας κάθε μέρα τον άντρα της να γυρίσει. Κάθε μέρα άναβε ένα κερί στην
εκκλησία και προσευχόταν ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε αφειδώς στο μοναχοπαίδι τους όλη την αγάπη που έτρεφε για τον άντρα της. Η Κλαιρ άγγιξε επιφυλακτικά το μπράτσο του Αντρέα, από φόβο μην αποτραβηχτεί. «Λυπάμαι πολύ», του είπε. «Επόμενο είναι να τρέμει μη σε χάσει. Το καταλαβαίνω απόλυτα». Ο Αντρέας την κοίταξε και χαμογέλασε. «Νομίζω πως θα της πάρει λίγο χρόνο ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται να με πάρεις μακριά της. Αυτό είναι όλο», είπε. Έμειναν να στέκονται εκεί και να ατενίζουν αυτό το αλλόκοτο χριστουγεννιάτικο δέντρο, που δεν ήταν εκεί μόνο τον Δεκέμβρη αλλά κάθε μέρα του χρόνου, και η λαχτάρα της Κλαιρ για την Αγγλία εξαφανίστηκε στη στιγμή. Εδώ ήθελε να είναι, μακριά από την παγωνιά και τους πάγους, με αυτό το θαλπερό αεράκι γύρω της και με θέα αυτό το αχιόνιστο δέντρο.
wWw.Greekleech.info
Ο τελευταίος χορός
Σε κάθε γειτονιά της Αθήνας, από την πιο αριστοκρατική ως την πιο υποβαθμισμένη, υπάρχει κάπου, σε κάποια γωνιά, μια βιτρίνα γεμάτη παραμύθια – είναι η βιτρίνα του φωτογραφείου. Οι ρομαντικοί ζωντανοί πίνακες τους οποίους συνθέτουν από τις γαμήλιες φωτογραφίες, κοσμούν το καθιστικό κάθε ζευγαριού για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκτός, βέβαια, αν πάρουν διαζύγιο. Ένα τέτοιο φωτογραφείο υπήρχε και στο δρόμο όπου έμενε ο Θοδωρής, λίγο πιο πάνω από το διαμέρισμά του, και τόσα χρόνια τώρα είχε περάσει από μπροστά του χιλιάδες φορές. Είχε πάψει από καιρό να του δίνει σημασία, μέχρι σήμερα. Τον τελευταίο καιρό, πολλά καταστήματα και στις δύο πλευρές του δρόμου –όπως το παλαιοβιβλιοπωλείο κι εκείνο το κατάστημα με τα κεραμικά– είχαν βάλει λουκέτο, ωστόσο φαίνεται ότι ο κόσμος διέθετε ακόμα χρήματα για πολυτελείς γαμήλιες φωτογραφίες. Ο Θοδωρής είχε κάποια στιγμή ραντεβού με την αρραβωνιαστικιά και την πεθερά του για να πάνε κι αυτοί σε ένα φωτογραφείο, κι έτσι, για πρώτη φορά, στάθηκε μπρος στη βιτρίνα του, προκειμένου να πάρει μια ιδέα για το τι τον περιμένει. Περιεργάστηκε τις φωτογραφίες παρατηρώντας ότι τα φόντα τους ήταν ασορτί με την επιλογή νυφικού που είχε κάνει η νύφη. Αν το νυφικό είχε βολάν και φραμπαλάδες, το
φόντο ήταν εξίσου περίτεχνο – κάποιο ενετικό κάστρο, για παράδειγμα. Αν η νύφη είχε διαλέξει κάτι πιο απλό και κλασικό, τότε στο φόντο διακρινόταν κάποιο αρχαίο μνημείο, ακόμα και η ίδια η Ακρόπολη. Σχεδόν τίποτα δεν ήταν αδύνατο στις φωτογραφίες, το ψεύτικο γινόταν εύκολα αληθινό, από τη λάμψη της αψεγάδιαστης επιδερμίδας της νύφης ως τα κατάλευκα μαργαριταρένια δόντια του γαμπρού.
wWw.Greekleech.info Κάθε νύφη του παραμυθιού ήταν πεντάμορφη και κάθε
γαμπρός πρίγκιπας, και γύρω από το ευτυχισμένο ζεύγος έλαμπε πάντα ένα φωτοστέφανο. Λες και τη στιγμή του γάμου τους συνέβαινε κάτι το υπερβατικό και τους έλουζαν οι ευλογίες από τον Θεό και τις θεότητες. Οι άντρες συνήθως φορούσαν ένα καλοραμμένο επίσημο κοστούμι, συχνά λευκό αν ο γάμος γινόταν το καλοκαίρι, όμως στο επίκεντρο κάθε φωτογραφίας βρισκόταν η νύφη. Το νυφικό της επισκίαζε καθετί άλλο. Ο Θοδωρής είχε αποδεχτεί από την αρχή του αρραβώνα του ότι η συμμετοχή του στην προετοιμασία του γάμου –ίσως και στον ίδιο το γάμο, που τώρα απείχε μόλις ένα μήνα– ήταν δευτερεύουσας σημασίας. Για τον Θοδωρή, αυτός ήταν ο δεύτερος αρραβώνας του και ήξερε ήδη τι τον περίμενε. Πριν από μία δεκαετία, ο Θοδωρής και η τότε
αρραβωνιαστικιά του Αγάπη είχαν χάσει κάθε μάχη απέναντι στους γονείς της. Δεν είχαν προλάβει να φτάσουν ως την επίσκεψη στο φωτογράφο. Είχαν γνωριστεί σε ένα μπαρ κοντά στην Πλατεία Συντάγματος, που έπαιζε ζωντανή μουσική κάθε βράδυ. Η ένταση της μουσικής είχε καταστήσει ουσιαστικά αδύνατο το διάλογο μεταξύ τους, κι έτσι, προτού καλά-καλά μιλήσουν, βρέθηκαν να χορεύουν μαζί. Τα λόγια του τραγουδιού ήταν ρομαντικά και, ώσπου να τελειώσει, ο Θοδωρής αισθανόταν πως είχε ήδη διακηρύξει την αγάπη του για την όμορφη κοπέλα που κρατούσε στην αγκαλιά του. Μόνο τότε συστήθηκαν επιτέλους. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας, ό,τι πιο δυνατό είχαν νιώσει ποτέ και οι δυο τους. Κι έτσι υπέθεσαν πως αυτή η αγάπη θα ήταν και η τελευταία τους. Μολονότι είχαν περάσει δέκα χρόνια, ο Θοδωρής θυμόταν τον τελευταίο του διάλογο με την Αγάπη σχεδόν κατά λέξη. Όποτε τον σκεφτόταν, τον έσφαζε μέσα του ο τσουχτερός πόνος του χωρισμού τους. «Αν μας κάνουν τη ζωή κόλαση ήδη από τώρα», του είχε πει η Αγάπη με δάκρυα στα μάτια, «σκέψου τι θα γίνει όταν θα είμαστε παντρεμένοι. Έχω δει να κάνουν τα ίδια με την αδερφή μου».
Ο Θοδωρής ήταν μόλις είκοσι χρονών τότε και δεν είχε να προβάλει κανένα αντεπιχείρημα. Για πολλούς μήνες παρακολουθούσε με αυξανόμενη δυσαρέσκεια τον τρόπο που καταδυνάστευαν οι γονείς της Αγάπης τον άντρα της αδερφής της και συνειδητοποιούσε ότι η ένταση της αποδοκιμασίας τους για εκείνον, σε συνδυασμό με την τάση τους να εξουσιάζουν τις κόρες τους, ήταν ακατανίκητη. Όπως και η αδερφή της πριν, η Αγάπη θα έπαιρνε κι εκείνη ένα ευρύχωρο τριάρι οροφοδιαμέρισμα πάνω από το διαμέρισμα των γονιών της. Αυτό θα ήταν το γαμήλιο δώρο τους, η προίκα της, και ο Θοδωρής δεν είχε τίποτα ισάξιο να συνεισφέρει σε αυτόν το γάμο. Και πάνω σε αυτό το δώρο από τούβλα και κονίαμα, τσιμέντο και τζάμια στο Κολωνάκι, την πιο κοσμική συνοικία της Αθήνας, θα έπρεπε να χτίσουν το μέλλον τους.
wWw.Greekleech.info
Μολονότι δεν του το είχαν πει ποτέ κατάμουτρα, ο Θοδωρής ήξερε ενστικτωδώς τι ήταν αυτό που κυρίως αντιπαθούσαν επάνω του τα μέλλοντα πεθερικά του. Το βασικό του «έγκλημα» ήταν ότι προερχόταν από ένα μικρό νησί και τον χαρακτήριζε και η αντίστοιχη προφορά στην ομιλία του. Ο πατέρας του έβγαζε καλό μεροκάματο σαν ψαράς, αλλά στα μάτια της μητέρας της Αγάπης δεν ήταν παρά ένας χωριάτης και μάλιστα αγράμματος, μια που το νησί δεν διέθετε σχολεία.
Ο Θοδωρής δεν μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτές τις απόψεις τους και ήξερε ότι δεν θα άλλαζαν ποτέ. Με βαριά καρδιά, είχε πάρει πίσω το δαχτυλίδι με τον ένα και μοναδικό κόκκο διαμαντιού, κι έτσι ο αρραβώνας του με την Αγάπη είχε διαλυθεί. Ήταν πολύ νέος και πολύ αδύναμος για να δώσει μια τέτοια μάχη και η έκβαση αυτής της ιστορίας ήταν αποκαρδιωτική για ένα νεαρό αγόρι που πίστευε ότι μόνο η αγάπη είχε σημασία. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, έβαλε κατά μέρος τις σκέψεις του περί γάμου και επικεντρώθηκε στις σπουδές του, καταφέρνοντας στην πορεία να γίνει ένας καθ’ όλα περιζήτητος γαμπρός για κάθε εν δυνάμει πεθερά.greekleech.info Μόλις επισημοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των εξετάσεων για την άδεια άσκησης του επαγγέλματος, ο Θοδωρής βρέθηκε να έχει το χρόνο και τη διάθεση να αποδεχτεί την πρόσκληση σε δείπνο που του απηύθυνε ο ιδιοκτήτης του δικηγορικού γραφείου όπου εργαζόταν ήδη ως ασκούμενος. Ο λόγος που είχε προσκληθεί, του έγινε φανερός πολύ γρήγορα. Τα κοκκινισμένα μάγουλα της κόρης του δικηγόρου πρόδιδαν εξόφθαλμα τις προθέσεις τους. Τους επόμενους λίγους μήνες, αφέθηκε να παρασυρθεί από την αναπόφευκτη ροή των γεγονότων, με επίγνωση ότι οι γονείς της τον
λιμπίζονταν σαν φρούτο που ωρίμαζε. Αυτή τη φορά, εκείνοι είχαν συμφέρον να τον εντάξουν μέσα από το γάμο στην οικογένειά τους. Η οικογένεια δεν είχε γιο για να διαδεχτεί στο γραφείο τον πατέρα και ο Θοδωρής ήξερε πως ο ίδιος ήταν «ό,τι έπρεπε». Η Νεφέλη είχε κατάλευκη επιδερμίδα και σκούρα σπαστά μαλλιά. Στην όψη δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, αλλά ήταν γλυκιά και λάτρεψε τον Θοδωρή από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση. Ένας άντρας που δούλευε δεκατέσσερις ώρες την ημέρα χρειαζόταν κάποιον να τον λατρεύει τις υπόλοιπες δέκα. Ο αρραβώνας κράτησε ένα χρόνο, όσο τους πήρε για να ετοιμάσουν μια μεγαλειώδη γαμήλια τελετή. Η μητέρα της Νεφέλης διάλεξε το νυφικό της, τα λουλούδια, την εκκλησία, την ημερομηνία και το φωτογράφο. Τώρα, εκεί που στεκόταν και χάζευε τη σκονισμένη βιτρίνα του συνοικιακού φωτογραφείου, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν η αρραβωνιαστικιά του που του τηλεφωνούσε για να επιβεβαιώσει το ραντεβού τους σε ένα φωτογραφείο περιωπής στο κέντρο της Αθήνας. «Ελπίζω οι δικές μας φωτογραφίες να είναι πιο αληθοφανείς από αυτές που κοιτάζω τώρα», είπε ο Θοδωρής στο ακουστικό προσπαθώντας να ακουστεί εύθυμος. «Μμμ… ναι, εντάξει. Ωραία. Τα λέμε αργότερα».
Ένα μήνα μετά, ο Θοδωρής βρέθηκε στην εκκλησία, με τον κουμπάρο του στο πλευρό του. Η εκκλησία ήταν από τις μεγαλύτερες στην Αθήνα, πολύ δημοφιλής για κοσμικούς γάμους, τόσο που το καλοκαίρι καμιά φορά σημειωνόταν κυκλοφοριακή συμφόρηση από τους γάμους που διαδέχονταν ασταμάτητα ο ένας τον άλλο. Ο Θοδωρής είχε φτάσει στην εκκλησία την ώρα που αποχωρούσαν οι τελευταίοι καλεσμένοι του προηγούμενου γάμου, τους οποίους περιεργάστηκε εξεταστικά γιατί δεν ήταν βέβαιος αν έφευγαν ή έρχονταν. Ο μόνος τρόπος να το καταλάβει ήταν αν κρατούσαν μπομπονιέρα στα χέρια τους. Ανεβαίνοντας προς το περιστύλιο του ναού, ο Θοδωρής και ο κουμπάρος του προσπέρασαν προσεκτικά ένα χοντρό καλώδιο. Ένας ηλικιωμένος άντρας μάζευε με ηλεκτρική σκούπα τη στρώση του ρυζιού με το οποίο είχαν ράνει το προηγούμενο ζευγάρι νεόνυμφων. Δυσκολευόσουν να μιλήσεις με τόσο θόρυβο, όμως ο Θοδωρής πλησίασε στο κεφαλόσκαλο για να καλωσορίσει τους πρώτους καλεσμένους τους, πολλούς από τους οποίους δεν γνώριζε καν. Πέρασε κάπου ένα μισάωρο έτσι, ώσπου η εκκλησία άρχιζε να γεμίζει με τους νεοφερμένους προσκεκλημένους και ο Θοδωρής περίμενε τη νύφη. Ο πατέρας του και δύο ηλικιωμένες θείες του είχαν φτάσει με αρκετή καθυστέρηση, ντυμένοι στα μαύρα, νευρικοί και αμήχανοι. Ο πατέρας του
φάνταζε περήφανος, αλλά εκτός τόπου σε αυτή την άγνωστη πόλη. Την κατάλληλη στιγμή εμφανίστηκε και η Νεφέλη. Είχε διαλέξει ένα ρομαντικό παραμυθένιο νυφικό και ήταν πιο όμορφη απ’ ό,τι την είχε δει ποτέ. Της πρόσφερε ένα μπουκέτο λουλούδια, μπήκαν στην εκκλησία και η τελετή κύλησε χωρίς το παραμικρό απρόοπτο. Ο παπάς είχε εκμεταλλευτεί το κενό ανάμεσα στα δύο μυστήρια για να γλυκάνει τη φωνή του με λίγο ζεστό ρακόμελο κι έτσι έρεε αβίαστα από νότα σε νότα στους ψαλμούς και στα αντίφωνα.
wWw.Greekleech.info
Όταν ξεχύθηκαν πάλι από την εκκλησία, στο προαύλιο συγκεντρώνονταν ήδη οι επόμενοι καλεσμένοι. Τα πλήθη ανακατεύτηκαν μεταξύ τους και οι γυναίκες κοιτούσαν με ζήλια τα εκατέρωθεν πανάκριβα συνολάκια – χρωματιστά μεσάτα ολομέταξα ταγέρ με ασορτί τακούνια, δίχρωμα σετ από φόρεμα και ζακέτα με τρέσα σε αντίστροφο χρωματισμό, αραχνοΰφαντα φουστάνια που ταίριαζαν πιο πολύ σε νάιτ κλαμπ παρά σε εκκλησία και, κρυμμένες κάτω από τα παλτά, αποκαλυπτικές αναλαμπές από μπλούζες μεταλλιζέ ή διακοσμημένες με πούλιες. Η ηλικία και το μέγεθος ήταν αδιάφορα εδώ. Όλες οι γυναίκες φορούσαν κολλητά ρούχα. Και όλες τους είχαν δαπανήσει τόσο χρόνο όσο και η νύφη για να καλλωπιστούν.
Ένας τεράστιος στόλος αυτοκινήτων ελίχθηκε μέσα από τους δρόμους της Αθήνας ως το πελώριο διεθνές ξενοδοχείο στα νότια προάστια της πόλης. Αυτό το μέρος φιλοξενούσε συνέδρια το χειμώνα και γάμους το καλοκαίρι, και δεν άφηνε τίποτα στην τύχη, σε όποια από τις δύο κατηγορίες και αν ανήκε ο πελάτης του. Στις εγκαταστάσεις του μπορούσαν να φιλοξενηθούν τέσσερις γαμήλιες δεξιώσεις την ίδια μέρα, αρκεί να μη συνέπιπταν οι ώρες υποδοχής. Όλοι οι καλεσμένοι έμπαιναν από την ίδια κεντρική είσοδο προτού διοχετευτούν σε μία από τις τέσσερις πτέρυγες δεξιώσεων, που έφεραν προσφυώς τα ονόματα των τεσσάρων, κατά τους αρχαίους, ανέμων: Βορέας, Νότος, Εύρος και Ζέφυρος. Οι μόνες εγκαταστάσεις που ήταν κοινές για όλες τις πτέρυγες ήταν τα βεστιάρια και ο εξωτερικός χώρος μπροστά από την κεντρική είσοδο, όπου συγκεντρώνονταν όσοι ήθελαν να καπνίσουν – καλεσμένοι, σοφέρ ή προσωπικό του ξενοδοχείου. Οι καλεσμένοι του Θοδωρή και της Νεφέλης συνέρρευσαν από την είσοδο προς την ανάλογη αίθουσα δεξιώσεων, όπου τους περίμεναν εξακόσιες θέσεις στρωμένες για ένα γεύμα πέντε πιάτων. Στη μία άκρη της αίθουσας υπήρχε ένα μπαρ όπου στέκονταν να πάρουν ένα κοκτέιλ πριν καταλάβουν τις θέσεις τους στις πελώριες ροτόντες. Πίσω από την
τραπεζαρία υπήρχε μια πίστα χορού, όπου θα κατέληγαν για να χορέψουν στις μελωδίες που θα τους έπαιζε μια μπάντα – παραδοσιακή ελληνική μουσική, αλλά και πιο μοντέρνα ποπ τραγούδια. Ο χρονισμός στα πάντα θα ρυθμιζόταν με ακρίβεια δευτερολέπτου από το ξενοδοχείο. Σαράντα πέντε λεπτά μετά την άφιξη του πρώτου καλεσμένου είχαν καθίσει όλοι στις θέσεις τους και στην αίθουσα ακούστηκε μια δυνατή τυμπανοκρουσία. Μπροστά και κάτω από τη σκηνή περίμεναν πάνω σε μια μικρή εξέδρα ο Θοδωρής και η Νεφέλη, έτοιμοι να λειτουργήσει ο υδραυλικός μηχανισμός που θα τους ανέβαζε στο επίπεδο των καλεσμένων τους. Καθώς αναδύονταν, ο κόσμος ξέσπασε σε κύματα χειροκροτημάτων. Οι καλεσμένοι περίμεναν τόση ώρα με αυξανόμενη ανυπομονησία να κάνει τη φαντασμαγορική του είσοδο το ζευγάρι και ήταν πια κάτι παραπάνω από έτοιμοι να φάνε. Πεινούσαν. Στο κάτω-κάτω, πολλοί από αυτούς είχαν δελεαστεί να έρθουν με την υπόσχεση να επιδοθούν σε λίγη κοινωνική δικτύωση, αλλά και σε ένα πολύ καλό φαγοπότι. Μετά τις σαλάτες και τα ορεκτικά, που είχαν υποδαυλίσει ακόμα περισσότερο την πείνα των καλεσμένων, εμφανίστηκαν έξι σερβιτόροι σε κάθε τραπέζι, με δύο ασημένιους δίσκους στα χέρια ο καθένας. Στο κρυφό σινιάλο
του ενός, όλοι μαζί ταυτόχρονα, με ακρίβεια κλάσματος δευτερολέπτου, ανασήκωσαν τα ασημένια θολωτά καπάκια για να αποκαλύψουν το κυρίως πιάτο. Ήταν μια εντυπωσιακή χειρονομία, αλλά το περιεχόμενο των πιάτων δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί: ένα κομμάτι αρνί, ίσαμε ένα μπισκότο, κειτόταν καταμεσής στο μεγάλο πιάτο, με μια μικρή στοίβα ξυλαράκια επάνω του που, σύμφωνα με το εκτυπωμένο μενού στα τραπέζια, ήταν τρίμματα πατάτας. Πάνω στο πιάτο ήταν γραμμένα με ντελικάτη καλλιγραφία από σκούρα σάλτσα τα δύο αρχικά των νεόνυμφων: Ν και Θ. Ο Θοδωρής έριξε μια ματιά στον πατέρα του, που καθόταν στην άκρη του τραπεζιού και κοιτούσε απορημένος το πιάτο του. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε ο γέρος από το νησί του και έμοιαζε εντελώς παράταιρος μέσα σε αυτή την αχανή αίθουσα. Τα πάντα θα του φαίνονταν περίεργα και ξένα, και ο Θοδωρής σαν να διάβαζε τη σκέψη του έτσι που κοιτούσε το πιάτο εμπρός του. Αν είχε παντρευτεί μια κοπέλα από το νησί, τώρα θα γυρνούσε στη σούβλα ένα ολόκληρο αρνί, οι μουσικοί θα έπαιζαν και το κρασί θα έρεε άφθονο από το βαρέλι.greekleech.info Το φαγητό δεν θα έμοιαζε με έργο τέχνης και ως τώρα όλοι θα είχαν ήδη μεθύσει από το τσίπουρο και την καλή διάθεση. Το βλέμμα του διασταυρώθηκε με τη ματιά του πατέρα του και ο Θοδωρής
προσπάθησε να χαμογελάσει. Δεξιά και αριστερά του πατέρα του κάθονταν οι δύο θείες του, σαν σωματοφύλακες στα μαύρα. Επειδή ντρέπονταν για την προφορά τους, απέφευγαν να μιλούν με τους υπόλοιπους καλεσμένους, αλλά πότε-πότε μουρμούριζαν κάτι οι τρεις μεταξύ τους. Την ώρα που οι σερβιτόροι σήκωναν με μια τελετουργική κίνηση τα θολωτά καπάκια, οι φλυαρίες του κόσμου διακόπηκαν για μια στιγμή. Σε αυτή τη σύντομη ρωγμή σιωπής, ο Θοδωρής άκουσε κάποιες νότες μιας γνώριμης μουσικής από τη διπλανή αίθουσα δεξιώσεων. Σχεδόν αμέσως οι νότες καλύφθηκαν πάλι από την κλαγγή των μαχαιροπίρουνων και την επανεκκίνηση των συζητήσεων, όμως ο Θοδωρής ένιωσε την ανάγκη να βγει να πάρει λίγο αέρα. Εκείνες οι νότες ήταν σαν γροθιά στο στομάχι του. Άγγιξε στιγμιαία τη νύφη στο μπράτσο και της είπε ότι θα επέστρεφε αμέσως. Χωρίς να έχει αγγίξει το φαγητό του, σηκώθηκε και βγήκε από την αίθουσα.
wWw.Greekleech.info Στην άλλη πλευρά των διαχωριστικών μεσοτοιχιών που
χώριζαν τον Ζέφυρο από τις διπλανές του αίθουσες βρίσκονταν σε εξέλιξη ταυτόχρονα δύο άλλες γαμήλιες δεξιώσεις. Στον Βορέα δεν είχαν φτάσει ακόμα η νύφη και ο γαμπρός, αλλά στον Νότο η δεξίωση βρισκόταν σε πιο προχωρημένο στάδιο από τη δική τους. Τα θολωτά καπάκια
εκεί είχαν ανασηκωθεί προ πολλού, ενώ είχαν ήδη καταναλωθεί και τα ντελικάτα γλυπτά από ζαχαρωμένα φρούτα πάνω σε μια λεπτή φέτα σοκολατίνας, και τα πιάτα είχαν κιόλας μαζευτεί. Λίγα λεπτά πριν, η νύφη και ο γαμπρός είχαν χορέψει τον πρώτο τους χορό, κι αυτό που είχε ακούσει ο Θοδωρής ήταν ο τελευταίος στίχος του τραγουδιού. Κλείνοντας πίσω του την πόρτα της αίθουσας, ο Θοδωρής είδε μια γυναίκα στα άσπρα κάτω από τον πελώριο κρυστάλλινο πολυέλαιο. Μερικοί καλεσμένοι του γάμου τριγυρνούσαν περιμετρικά, αλλά στη μέση του μεγάλου κύκλου από κόκκινο χαλί η νύφη στεκόταν μόνη της. Μετά από τόσα χρόνια ήταν μάλλον η καρδιά του που την αναγνώρισε παρά τα μάτια του. Ήταν η Αγάπη. «Θοδωρή!» του είπε καθώς την πλησίαζε. «Θεέ μου, Αγάπη! Είσαι όντως εσύ… Μόλις…;» «Ναι, μόλις». «Να ζήσετε!» κατάφερε να πει. «Είσαι πανέμορφη». Μια αμήχανη σιωπή ακολούθησε. «Μου φάνηκε σαν να άκουσα το τραγούδι μας… Το έπαιξαν;»
«Ναι… για τον πρώτο χορό. Είναι ακόμα το αγαπημένο μου», του είπε σιγανά. «Ο Νίκος δεν είναι πολύ της μουσικής και με άφησε να διαλέξω ό,τι ήθελα εγώ. Κι έτσι σκέφτηκα, γιατί όχι;»
wWw.Greekleech.info
Στέκονταν ο ένας κοντά στον άλλο, χαμογελώντας με τα μάτια τους, πλημμυρισμένοι από χαρά που ξανάβλεπε ο ένας τον άλλο. Για λίγα λεπτά, σαν να είχαν ξεχάσει ή να μην τους ένοιαζε πού ήταν και γιατί βρίσκονταν σε αυτό το απρόσωπο περιβάλλον που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε στον κόσμο. Η δίφυλλη πόρτα του Ζέφυρου άνοιξε. «Το ξαναπαίζουν», είπε η Αγάπη ενώ ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της. «Φαίνεται πως είναι το αγαπημένο τραγούδι όλων». Χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Θοδωρής έπιασε την Αγάπη από τη μέση και άρχισε να τη στροβιλίζει στα βήματα του χορού – χαμένοι και οι δυο τους μέσα στην παραζάλη της στιγμής, μέσα στον αλλόκοτο πόνο που τους προκαλούσε αυτό το συναπάντημα μετά από τόσα χρόνια. Το μόνο που καταλάβαινε ο Θοδωρής ήταν η γλυκιά, γνώριμη φωνή της Αγάπης να σιγοτραγουδάει τα λόγια του τραγουδιού στο αυτί του.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία Σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ.
wWw.Greekleech.info
Η ορχήστρα συνέχισε να παίζει το τραγούδι ξανά και ξανά και οι δυο τους στροβιλίζονταν κάτω από τον πολυέλαιο. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ο κουμπάρος του Θοδωρή και προσπάθησε, μάταια, να του αποσπάσει την προσοχή. Ο Θοδωρής εξακολούθησε να στροβιλίζεται και κάθε φορά που ο κουμπάρος του άπλωνε το χέρι να τον χτυπήσει στον ώμο, ο φίλος του ξεγλιστρούσε και μετά δεν τον έφτανε πάλι. «Θοδωρή!» του φώναξε τελικά αγανακτισμένος. «Θοδωρή!»greekleech.info Είδε πως ο γαμπρός είχε τα μάτια του κλειστά. Τελικά αναγκάστηκε να υψώσει πολύ τη φωνή του: «ΘΟΔΩΡΗ!» Τώρα τον άκουσε. «Είναι ώρα για τον πρώτο χορό, Θοδωρή. Όλοι περιμένουν… η Νεφέλη… η πεθερά σου… όλοι». Οι δυο χορευτές απομακρύνθηκαν λίγο ο ένας από τον άλλο.
«Κι εσύ;» είπε η Αγάπη κοιτώντας τον με διερευνητικό βλέμμα. «Σήμερα;»
wWw.Greekleech.info
«Ναι», απάντησε εκείνος νιώθοντας τη φωνή του να σβήνει. «Σήμερα». Τώρα στάθηκαν σε απόσταση. Η Αγάπη κοίταξε πάνω από τον ώμο του Θοδωρή και είδε τον δικό της γαμπρό να πλησιάζει. «Καλύτερα να πηγαίνεις», ίσα που ακούστηκε να ψιθυρίζει. «Έχεις αργήσει». Πράγματι, σκέφτηκε ο Θοδωρής. Πράγματι άργησα. Έριξαν μια τελευταία ματιά ο ένας στον άλλο και, με βαριά καρδιά, ο Θοδωρής στράφηκε κι έφυγε.