ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: CAPTIVATED BY YOU Aπό τις Εκδόσεις Berkley Books, Νέα Υόρκη 2014 ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Αιχμάλωτη στην αγκαλιά σου ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Sylvia Day ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Άγγελος Ζαχαριάδης ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ – ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: Κατερίνα Δουρίδα ΣΥΝΘΕΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Sarah Oberrender ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά © Sylvia Day, 2014 © Φωτογραφίας εξωφύλλου: Edwin Tse © EKΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΛΙΠΑ, Αθήνα 2013 Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση: Φεβρουάριος 2015 ISBN 978-618-5044-21-3 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥΛΙΠΑ Τ.Θ. 520 81 Τ.Κ. 144 10, Μεταμόρφωση Αττικής Τηλ.: 801-700-7570 www.ekdoseistoulipa.gr e-mail:
[email protected] TOULIPA PUBLICATIONS P.O. Box 520 81 144 10, Metamorfossi, Greece Tel.: 801-700-7570 www.ekdoseistoulipa.gr e-mail:
[email protected]
Αφιερώνεται σε όλους τους αναγνώστες που περίμεναν υπομονετικά το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας του Γκίντεον και της Εύας. Ελπίζω να σας αρέσει όσο και μένα!
1 Οι παγερές βελόνες του νερού χτυπούσαν το ξαναμμένο δέρμα μου διώχνοντας με το κέντημά τους τις σκιές ενός εφιάλτη που δεν πολυθυμόμουν πια. Κλείνοντας τα μάτια, μπήκα ολόκληρος κάτω από το ντους προσπαθώντας να διώξω από πάνω μου τον φόβο και τη ναυτία. Ένα ρίγος με διαπέρασε και οι σκέψεις μου στράφηκαν στη γυναίκα μου. Τον άγγελό μου, που κοιμόταν γαλήνια στο διπλανό διαμέρισμα. Την ήθελα απεγνωσμένα, ήθελα να χαθώ μέσα της, και δεν το άντεχα που δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να την κρατήσω κοντά μου. Δεν μπορούσα να τραβήξω το αισθησιακό σώμα της κάτω από το δικό μου και να βυθιστώ μέσα της, αφήνοντας το άγγιγμά της να διώξει τις αναμνήσεις. «Γαμώτο». Ακούμπησα τις παλάμες στα δροσερά πλακάκια και αφέθηκα στην αίσθηση του νερού που με πάγωνε ως το κόκαλο. Ήμουν ένα εγωιστικό καθίκι. Αν ήμουν πιο καλός άνθρωπος, θα είχα φροντίσει να μείνω μακριά από την Εύα Κρος από την πρώτη στιγμή που την είδα. Αντί γι’ αυτό όμως, την έκανα γυναίκα μου. Και ήθελα να ανακοινωθεί ο γάμος μας από όλα τα μέσα ενημέρωσης του πλανήτη, αντί να τον κρατάμε κρυφό και να τον γνωρίζουν μόνο μια χούφτα άνθρωποι. Και αφού δεν είχα σκοπό να την αφήσω να φύγει, έπρεπε να βρω έναν τρόπο για να την αποζημιώσω για το γεγονός ότι ήμουν τόσο άρρωστος ώστε δεν μπορούσαμε ούτε να κοιμηθούμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο. Σαπουνίστηκα και ξέπλυνα γρήγορα τον κολλώδη ιδρώτα από το σώμα μου. Μερικά λεπτά αργότερα φόρεσα μια φόρμα στην κρεβατοκάμαρα και πήγα στο γραφείο μου. Δεν ήταν ούτε εφτά το πρωί ακόμη. Είχα φύγει πριν από μερικές ώρες από το διαμέρισμα όπου έμενε η Εύα με τον καλύτερό της φίλο, τον Κάρι Τέιλορ, για να την αφήσω να κοιμηθεί μέχρι να έρθει η ώρα να σηκωθεί για τη δουλειά. Είχαμε πέσει με τα μούτρα ο ένας στον άλλον όλη νύχτα, ανασφαλείς και άπληστοι και οι δύο. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο· μια ένταση από μέρους της Εύας που ροκάνιζε τα σωθικά μου και με γέμιζε ανησυχία. Κάτι ανησυχούσε τη γυναίκα μου. Το βλέμμα μου πήγε στο παράθυρο και τη θέα του Μανχάταν από κάτω, μετά στάθηκε στον τοίχο όπου κρέμονταν φωτογραφίες της Εύας ή των δυο μας. Ήταν στο ίδιο σημείο όπως και στο γραφείο μου στο διαμέρισμά μας στην Πέμπτη Λεωφόρο. Θυμόμουν καθαρά το κολάζ, καθώς το κοίταζα αμέτρητες ώρες τους τελευταίους μήνες. Παλιά, όταν ήθελα να αγκαλιάσω με το βλέμμα τον κόσμο μου, κοίταζα την πόλη. Τώρα κατάφερνα το ίδιο πράγμα κοιτάζοντας την Εύα. Κάθισα στο γραφείο μου, ενεργοποίησα τον υπολογιστή με μια κίνηση του ποντικιού και πήρα μια βαθιά ανάσα βλέποντας το πρόσωπο της γυναίκας μου να γεμίζει την οθόνη. Η φωτογραφία της που είχα βάλει για φόντο στην επιφάνεια εργασίας την έδειχνε άβαφη και οι σκόρπιες ανοιχτόχρωμες φακίδες στη μύτη της την έκαναν να μοιάζει πιο νέα από τα είκοσι τέσσερα χρόνια της. Χάιδεψα με το βλέμμα μου τα χαρακτηριστικά της – την καμπύλη των φρυδιών της, τα λαμπερά γκρίζα μάτια της, τα γεμάτα χείλη της. Τις στιγμές που άφηνα τον εαυτό μου να το σκεφτεί, σχεδόν ένιωθα αυτά τα χείλη πάνω στο δέρμα μου. Τα φιλιά της ήταν ευλογία, υποσχέσεις ενός αγγέλου που έκαναν τη ζωή μου ν’ αξίζει τον κόπο.
Με μια αποφασισμένη εκπνοή, σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα τον Ραούλ Χουέρτα με την ταχεία κλήση. Αν και ήταν τόσο νωρίς, απάντησε γρήγορα και ακουγόταν ξύπνιος. «Η κυρία Κρος και ο Κάρι Τέιλορ θα φύγουν για το Σαν Ντιέγκο σήμερα», είπα. Το χέρι μου σφίχτηκε γροθιά με τη σκέψη και μόνο. Δε χρειάστηκε να πω περισσότερα. «Κατάλαβα». «Θέλω μια πρόσφατη φωτογραφία της Ανν Λούκας και λεπτομερή αναφορά για το πού ήταν χτες βράδυ. Να είναι πάνω στο γραφείο μου μέχρι το μεσημέρι». «Το αργότερο», μου απάντησε. Έκλεισα και κοίταξα το μαγευτικά όμορφο πρόσωπο της Εύας. Την είχα πιάσει με τη μηχανή σε μια χαρούμενη ξένοιαστη στιγμή και ήμουν αποφασισμένος να την κρατήσω σε αυτή την κατάσταση για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Χτες βράδυ όμως είχε ταραχτεί από μια πιθανή συνάντηση με μια γυναίκα που είχα χρησιμοποιήσει κάποτε. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί οι δρόμοι μας με την Ανν, αλλά αν η γυναίκα μου είχε στενοχωρηθεί εξαιτίας της, θα με έβλεπε πάλι πολύ γρήγορα μπροστά της. Άνοιξα τα εισερχόμενα και άρχισα να κοιτάζω τα email που είχα λάβει. Έγραφα στα γρήγορα κάποια απάντηση όπου χρειαζόταν, προχωρώντας προς το μήνυμα που μου είχε τραβήξει το βλέμμα όταν άνοιξα το πρόγραμμα. Αισθάνθηκα την Εύα πριν τη δω. Σήκωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου επιβραδύνθηκαν στο πληκτρολόγιο. Μια ξαφνική έκρηξη επιθυμίας μαλάκωσε την ταραχή που ένιωθα όταν δεν ήμουν μαζί της. Έγειρα πίσω για να απολαύσω καλύτερα τη θέα. «Ξύπνησες νωρίς, άγγελέ μου». Η Εύα στεκόταν στην πόρτα με τα κλειδιά της στα χέρια, τα ξανθά μαλλιά της να χύνονται μπερδεμένα και σέξι γύρω από τους ώμους της, τα μάγουλα και τα χείλη της κόκκινα από τον ύπνο. Φορούσε ένα αμάνικο φανελάκι και σορτς. Ήταν χωρίς σουτιέν και τα πλούσια βυζιά της φούσκωναν κάτω από το βαμβακερό ύφασμα. Ήταν μικροκαμωμένη, αλλά πλασμένη έτσι που μπορούσε εύκολα να γονατίσει έναν άντρα. Συχνά μου υπενθύμιζε πόσο διαφορετική ήταν από προηγούμενες γυναίκες στη ζωή μου. «Ξύπνησα και μου έλειπες», μου απάντησε, μ’ εκείνη τη βραχνή φωνή που πάντα με άναβε. «Πόση ώρα έχει που σηκώθηκες;» «Όχι πολλή». Έσπρωξα μέσα το συρτάρι με το πληκτρολόγιο για να της κάνω χώρο πάνω στο γραφείο. Πλησίασε ξυπόλυτη, ξελογιάζοντάς με χωρίς καν να προσπαθεί. Από την πρώτη στιγμή που την είδα, ήξερα ότι θα με τσακίσει. Η υπόσχεση υπήρχε ήδη στα μάτια της και στις κινήσεις της. Όπου πήγαινε οι άντρες την κοίταζαν. Την ποθούσαν. Όπως την ποθούσα κι εγώ. Την έπιασα από τη μέση μόλις πλησίασε, προτιμώντας να την τραβήξω πάνω στα πόδια μου. Έσκυψα το κεφάλι, έπιασα τη ρώγα της με το στόμα μου και τη ρούφηξα παρατεταμένα και δυνατά. Την άκουσα να βογκάει, αισθάνθηκα το σώμα της να συσπάται από την αίσθηση και χαμογέλασα μέσα μου. Μπορούσα να της κάνω ό,τι ήθελα. Μου είχε δώσει αυτό το δικαίωμα. Και ήταν το μεγαλύτερο δώρο που μου είχαν κάνει ποτέ. «Γκίντεον». Τα χέρια της πήγαν στα μαλλιά μου, πέρασαν από μέσα τους. Ένιωθα κιόλας απείρως καλύτερα. Σήκωσα το κεφάλι και τη φίλησα, νιώθοντας τη γεύση της κανέλας από την οδοντόκρεμά της και μια βαθύτερη γεύση που ήταν μοναδικά δική της. «Μμμ;»
Άγγιξε το πρόσωπό μου κοιτώντας με ερευνητικά. «Είδες πάλι εφιάλτη;» Έβγαλα μια απότομη εκπνοή. Πάντα κατάφερνε να βλέπει βαθιά μέσα μου. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα το συνήθιζα ποτέ αυτό. Έτριψα με τον αντίχειρά μου το μουλιασμένο ύφασμα πάνω από τη ρώγα της. «Θα προτιμούσα να μιλήσω για τα σέξι όνειρα που μου εμπνέεις εσύ αυτή τη στιγμή». «Τι είδες;» Τα χείλια μου σφίχτηκαν με την επιμονή της. «Δε θυμάμαι». «Γκίντεον…» «Άσ’ το, άγγελέ μου». Αισθάνθηκα το σώμα της να σφίγγεται. «Απλώς θέλω να σε βοηθήσω». «Ξέρεις πώς μπορείς να με βοηθήσεις». Ξεφύσηξε. «Σεξομανή». Την έσφιξα πιο κοντά μου. Δεν έβρισκα λόγια για να της πω πώς ένιωθα όταν την είχα στην αγκαλιά μου, έτσι έτριψα το πρόσωπό μου στον λαιμό της εισπνέοντας το αγαπημένο άρωμα του δέρματός της. «Γκίντεον…» Κάτι στον τόνο της φωνής της μου τέντωσε τα νεύρα. Τραβήχτηκα πίσω αργά και την κοίταξα. «Σ’ ακούω». «Σχετικά με το Σαν Ντιέγκο…» Χαμήλωσε το βλέμμα της και την είδα να δαγκώνει το κάτω χείλος της. Περίμενα ακίνητος να δω πού θα πάει η συζήτηση. «Θα είναι εκεί οι Six-Ninths», είπε τελικά. Δεν είχε προσπαθήσει να μου κρύψει κάτι που ήξερα ήδη κι ένιωσα ανακούφιση γι’ αυτό. Μετά όμως με πλημμύρισε μια διαφορετική ένταση. «Θες να πεις ότι αυτό είναι πρόβλημα». Η φωνή μου παρέμεινε σταθερή, αλλά ήμουν οτιδήποτε άλλο εκτός από ήρεμος. «Όχι, δεν είναι πρόβλημα», είπε σιγά. Όμως αισθανόμουν τα δάχτυλά της να αυλακώνουν γεμάτα ένταση τα μαλλιά μου. «Μη μου λες ψέματα». «Δε σου λέω ψέματα». Πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε στα μάτια. «Κάτι δεν πάει καλά. Είμαι μπερδεμένη». «Για τι πράγμα ακριβώς;» «Μην κάνεις έτσι», μου είπε σιγά. «Γίνεσαι παγερός και κλείνεσαι». «Με συγχωρείς, αλλά είναι λίγο δύσκολο για μένα. Όταν ακούω τη γυναίκα μου να μου λέει ότι είναι μπερδεμένη για έναν άλλον άντρα, δε μου φτιάχνει τη διάθεση». Σηκώθηκε από τα πόδια μου και την άφησα για να μπορώ να την κοιτάζω –και να τη ζυγιάζω– έχοντας κάποια απόσταση ανάμεσά μας. «Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω». Αγνόησα τον κρύο κόμπο στο στομάχι μου. «Προσπάθησε». «Απλώς…» Κοίταξε κάτω μασώντας το χείλι της. «Υπάρχει κάτι… που δεν έχει τελειώσει». Αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο στήθος. «Σε ανάβει, Εύα;» Πάγωσε. «Δεν είναι τίποτα τέτοιο». «Τι είναι; Η φωνή του; Τα τατουάζ; Το μαγικό πουλί του;»
«Σταμάτα. Δεν είναι εύκολο να μιλάω γι’ αυτό το θέμα. Μην το κάνεις πιο δύσκολο». «Είναι πολύ δύσκολο και για μένα, ξέρεις», είπα κοφτά και σηκώθηκα. Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω· ήθελα να τη γαμήσω και να την τιμωρήσω ταυτόχρονα. Ήθελα να τη δέσω, να την κλειδώσω κάπου, να την κρατήσω μακριά από όποιον μπορεί να μου την έπαιρνε. «Σου φέρθηκε σαν να ήσουν σκουπίδι, Εύα. Μήπως βλέποντας το βίντεο του “Golden” τα ξέχασες όλα αυτά; Χρειάζεσαι κάτι που δε σου το δίνω εγώ;» «Μη γίνεσαι σπαστικός». Σταύρωσε τα χέρια της, μια αμυντική στάση που με θύμωσε ακόμη περισσότερο. Ήθελα να είναι ανοιχτή και τρυφερή. Τη χρειαζόμουν ολοκληρωτικά. Και υπήρχαν φορές που με τρέλαινε όταν συνειδητοποιούσα το πόσο σημαντική είχε γίνει στη ζωή μου. Ήταν το μοναδικό πράγμα που δε θα άντεχα να χάσω. Και αυτή τη στιγμή μου έλεγε το μοναδικό πράγμα που δεν άντεχα να ακούσω. «Σε παρακαλώ, μη γίνεσαι σκληρός», μου ψιθύρισε. «Είμαι απίστευτα πολιτισμένος σε σχέση με το πόσο βίαιος νιώθω αυτή τη στιγμή». «Γκίντεον». Είδα τα γκρίζα μάτια της να γεμίζουν τύψεις και μετά να γυαλίζουν από δάκρυα. Γύρισα αλλού. «Μην το κάνεις αυτό!» Όμως η Εύα είδε βαθιά μέσα μου όπως έκανε πάντα. «Δεν ήθελα να σε πληγώσω». Το διαμάντι στο δάχτυλό της –η σφραγίδα μου πάνω της– άστραψε στο φως στέλνοντας πολύχρωμες ανταύγειες στον τοίχο. «Δεν το αντέχω όταν είσαι στενοχωρημένος και τσαντισμένος μαζί μου. Πονάω κι εγώ, Γκίντεον. Δεν τον θέλω. Σ’ τ’ ορκίζομαι». Γεμάτος ένταση, πήγα στο παράθυρο προσπαθώντας να βρω την ηρεμία που χρειαζόμουν για να αντιμετωπίσω τον κίνδυνο του Μπρετ Κλάιν. Είχα κάνει ό,τι μπορούσα. Είχα δώσει τους γαμήλιους όρκους, είχα περάσει το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. Την είχα δέσει μαζί μου με κάθε δυνατό τρόπο. Και ακόμη δεν ήταν αρκετό. Η πόλη απλωνόταν μπροστά μου, με τη θέα να κόβεται από τα ψηλότερα κτίρια. Από το ρετιρέ έβλεπα σε απόσταση χιλιομέτρων, από δω όμως, το διαμέρισμα στο Άπερ Γουέστ Σάιντ που είχα πιάσει δίπλα στην Εύα, η θέα ήταν περιορισμένη. Δεν έβλεπα τις ατελείωτες κορδέλες των δρόμων να είναι πηγμένοι από κίτρινα ταξί ή το φως του ήλιου να γυαλίζει στους γυάλινους ουρανοξύστες. Μπορούσα να δώσω στην Εύα τη Νέα Υόρκη. Μπορούσα να της δώσω τον κόσμο. Δεν ήταν δυνατό να την αγαπήσω περισσότερο από όσο την αγαπούσα ήδη. Και παρ’ όλα αυτά, ένα καθίκι από το παρελθόν της απειλούσε να μου την πάρει. Τη θυμήθηκα στην αγκαλιά του Κλάιν, να τον φιλάει με μια απόγνωση που θα ’πρεπε να νιώθει μόνο για μένα. Το ενδεχόμενο να τον ποθεί ακόμη με έκανε να θέλω να καταστρέψω κάτι. Έσφιξα τη γροθιά μου τόσο δυνατά που άκουσα τις αρθρώσεις να κροταλίζουν. «Είναι κιόλας απαραίτητο να κάνουμε διάλειμμα στη σχέση μας; Χρειάζεσαι χρόνο για να ξεμπερδέψεις τι νιώθεις για τον Κλάιν; Ίσως θα ’πρεπε να κάνω κι εγώ το ίδιο, να βοηθήσω την Κορίν να ξεμπερδέψει το τι νιώθει για μένα». Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα μόλις ανέφερα την πρώην αρραβωνιαστικιά μου. «Μιλάς σοβαρά;» Ακολούθησε ένα παρατεταμένο διάστημα ανυπόφορης σιωπής. Και μετά η Εύα είπε: «Συγχαρητήρια, παλιομαλάκα. Μόλις με πλήγωσες χειρότερα από όσο με είχε πληγώσει ποτέ αυτός». Γύρισα και την είδα να βγαίνει από το δωμάτιο σκυφτή και σφιγμένη. Είχε αφήσει τα κλειδιά του
διαμερίσματος στο γραφείο μου και μόλις τα είδα παρατημένα εκεί ξύπνησε η απόγνωση μέσα μου. «Σταμάτα». Την έπιασα αλλά άρχισε να παλεύει. Μια κατάσταση τόσο οικεία ανάμεσά μας – η Εύα να το βάζει στα πόδια κι εγώ να την κυνηγώ. «Άσε με!» Έκλεισα τα μάτια και κόλλησα το πρόσωπό μου πάνω της. «Δε θα τον αφήσω να σε πάρει». «Είμαι τόσο θυμωμένη μαζί σου αυτή τη στιγμή που θα μπορούσα να σε χτυπήσω». Και ήθελα να με χτυπήσει. Ήθελα τον πόνο. «Κάν’ το». Έσπρωξε τα χέρια μου, γρατζουνώντας τα μπράτσα μου. «Άσε με κάτω, Γκίντεον». Τη γύρισα και την κόλλησα στον τοίχο του διαδρόμου. «Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω όταν μου λες ότι είσαι μπερδεμένη σε σχέση με τον Μπρετ Κλάιν; Νιώθω σαν να κρέμομαι στην άκρη του γκρεμού και το χέρι μου γλιστρά». «Και θα ξεσκίσεις εμένα για να κρατηθείς; Δεν μπορείς να καταλάβεις ότι δεν πρόκειται να πάω πουθενά;» Την κοίταξα προσπαθώντας να βρω κάτι να πω που θα διόρθωνε τα πράγματα ανάμεσά μας. Το κάτω χείλι της άρχισε να τρέμει και τότε απλώς διαλύθηκα. «Πες μου πώς να το χειριστώ αυτό», είπα βραχνά, κρατώντας τη μαλακά από τους καρπούς. «Πες μου τι να κάνω». «Πώς να χειριστείς εμένα εννοείς;» Οι ώμοι της τραβήχτηκαν πίσω πάλι. «Γιατί εγώ είμαι το πρόβλημα εδώ. Γνώρισα τον Μπρετ μια περίοδο της ζωής μου που μισούσα τον εαυτό μου αλλά ήθελα να μ’ αγαπούν οι άλλοι. Και τώρα μου φέρεται όπως θα ήθελα να φερόταν τότε, και αυτό με βάζει σε τριπάκι». «Χριστέ μου, Εύα». Την πίεσα πιο δυνατά, κολλώντας πάνω της. «Και θέλεις να μη νιώθω απειλή;» «Θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη. Σου το είπα επειδή δεν ήθελα να πιάσεις τίποτα περίεργες δονήσεις και να βγάλεις βιαστικά συμπεράσματα. Ήθελα να είμαι ειλικρινής μαζί σου ώστε να μη νιώσεις απειλή. Ξέρω ότι έχω κάποια πράγματα που πρέπει να ξεμπερδέψω μέσα μου. Θα δω τον δόκτορα Τράβις αυτό το Σαββατοκύριακο και …» «Οι ψυχίατροι δεν είναι πανάκεια!» «Μη μου φωνάζεις». Έπνιξα την παρόρμηση να βροντήξω τη γροθιά μου στον τοίχο πίσω της. Η τυφλή εμπιστοσύνη της γυναίκας μου στην αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας μού έσπαγε τα νεύρα. «Δε θα τρέχουμε σε κάποιον αναθεματισμένο γιατρό κάθε φορά που έχουμε ένα πρόβλημα. Σ’ αυτό τον γάμο είμαστε εσύ κι εγώ. Όχι όλος ο ψυχιατρικός σύλλογος!» Το σαγόνι της ανασηκώθηκε με μια αποφασιστικότητα που μου άναβε τα λαμπάκια. Δεν υποχωρούσε ποτέ στο παραμικρό, παρά μόνο όταν ήταν μέσα της ο πούτσος μου. Τότε μου τα έδινε όλα. «Μπορεί να νομίζεις ότι δε χρειάζεσαι βοήθεια, αγόρι μου, αλλά εγώ ξέρω για τον εαυτό μου ότι χρειάζομαι». «Εγώ χρειάζομαι απλώς εσένα». Της έπιασα το πρόσωπο με τις παλάμες. «Χρειάζομαι τη γυναίκα μου. Και τη χρειάζομαι να σκέφτεται εμένα και όχι κάποιον άλλον άντρα!» «Θα με κάνεις να μετανιώσω που σου μίλησα». Το στόμα μου συσπάστηκε σε μια σκληρή έκφραση. «Ξέρω πώς νιώθεις γι’ αυτόν. Το έχω δει».
«Θεέ μου! Βρε τρελέ ζηλιάρη…» Η Εύα βόγκηξε σιγανά. «Γιατί δεν μπορείς να καταλάβεις πόσο πολύ σ’ αγαπώ; Ο Μπρετ δεν είναι τίποτα μπροστά σου. Τίποτα. Όμως, ειλικρινά, δε θέλω να είμαι κοντά σου αυτή τη στιγμή». Αισθάνθηκα την αντίστασή της, την προσπάθειά της να με σπρώξει για να ξεφύγει. Την έσφιξα ακόμη πιο δυνατά, σαν να ήταν το σχοινί που θα μου έσωζε τη ζωή. «Δε βλέπεις τι μου κάνεις;» Η Εύα χαλάρωσε στα χέρια μου. «Δε σε καταλαβαίνω, Γκίντεον. Πώς μπορείς να γυρίζεις απλώς έναν διακόπτη και να κλείνεις τα συναισθήματά σου; Αφού ξέρεις πώς νιώθω για την Κορίν, πώς μπόρεσες να μου την πετάξεις έτσι κατάμουτρα;» «Εσύ είσαι ο λόγος που αναπνέω, δεν μπορώ να το “κλείσω” αυτό». Έτριψα τα χείλια μου πάνω στο μάγουλό της. «Δε σκέφτομαι τίποτε άλλο εκτός από σένα. Όλη μέρα. Κάθε μέρα. Ό,τι κάνω, το κάνω με σένα στον νου μου. Δεν υπάρχει χώρος για καμία άλλη. Και με σκοτώνει που εσύ έχεις χώρο γι’ αυτόν». «Δεν ακούς τι σου λέω». «Απλώς κοίτα να μείνεις μακριά του». «Αυτό είναι απλή αποφυγή, δεν είναι λύση». Τα δάχτυλά της χώθηκαν στη μέση μου. «Είμαι κομματιασμένη, Γκίντεον, το ξέρεις αυτό. Και προσπαθώ να ενώσω πάλι τα κομμάτια μου». Εγώ την αγαπούσα ακριβώς όπως ήταν. Γιατί δεν της έφτανε αυτό; «Χάρη σε σένα είμαι πιο δυνατή από κάθε άλλη φορά», συνέχισε, «αλλά υπάρχουν ακόμη ρωγμές, και όταν τις βρίσκω πρέπει να καταλάβω από τι δημιουργήθηκαν και πώς θα τις σφραγίσω. Μόνιμα». «Τι διάβολο σημαίνει αυτό;» Έβαλα τα χέρια μου κάτω από τη φανέλα της αναζητώντας το γυμνό της δέρμα. Η Εύα πάγωσε και με έσπρωξε, απορρίπτοντας το άγγιγμά μου. «Γκίντεον, όχι…» Σφράγισα το στόμα της με το δικό μου. Τη σήκωσα στον αέρα και την ξάπλωσα στο πάτωμα. Άρχισε να παλεύει. «Μη μου αντιστέκεσαι», γρύλισα. «Δε γίνεται να με πηδάς για να διώξεις τα προβλήματά μας». «Εγώ θέλω απλώς να σε πηδάω». Πέρασα τα δάχτυλα στο λάστιχο του σορτς της και το τράβηξα κάτω. Ήθελα απεγνωσμένα να βρεθώ μέσα της, να την κάνω δική μου, να τη νιώσω να παραδίνεται. Το ήθελα για να πνίξω τη φωνή στη σκέψη μου που μου έλεγε χωρίς σταματημό ότι τα έκανα θάλασσα. Πάλι. Και αυτή τη φορά δε θα με συγχωρούσε. «Άσε με». Η Εύα γύρισε μπρούμυτα. Πήγε να απομακρυνθεί έρποντας και την άρπαξα από τους μηρούς. Μπορούσε να με πετάξει από πάνω της – είχε εκπαιδευτεί για να αντιμετωπίζει τέτοιες καταστάσεις. Και μπορούσε επίσης να με σταματήσει με μια λέξη. Τη λέξη ασφαλείας που είχαμε συμφωνήσει… «Κρόσφαϊρ». Η Εύα πάγωσε ακούγοντας εμένα να προφέρω αυτή τη λέξη, για να της δείξω τη θύελλα των συναισθημάτων που μου προκαλούσε. Και ξαφνικά, στο μάτι αυτής της θύελλας κάτι «έσπασε». Μια πανίσχυρη γνωστή αίσθηση ηρεμίας απλώθηκε εκρηκτικά μέσα μου, καταλαγιάζοντας τον πανικό που είχε κλονίσει την αυτοπεποίθησή μου. Έμεινα ακίνητος, απορροφώντας αυτή την ξαφνική έλλειψη αναταραχής μέσα μου, αυτή την ξαφνική γαλήνη. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα αισθανθεί αυτή την ιλιγγιώδη ξαφνική αλλαγή από το χάος στον αυτοέλεγχο. Μόνο η Εύα μπορούσε να με συγκλονίσει τόσο βαθιά, να με στείλει πίσω στον χρόνο σε μια εποχή όταν ήμουν στον έλεος των πάντων.
«Θα πάψεις να μου αντιστέκεσαι», της είπα ήρεμα. «Κι εγώ θα σου ζητήσω συγγνώμη». Χαλάρωσε στα χέρια μου. Η υποταγή της ήταν ολοκληρωτική και ακαριαία. Είχα πάλι το πάνω χέρι. Την τράβηξα πάνω και πίσω και την έβαλα να καθίσει στα πόδια μου. Η Εύα το είχε ανάγκη να διατηρώ πάντα τον έλεγχο. Όταν τον έχανα, κατέρρεε και σκορπούσε, κι αυτό με συγκλόνιζε ακόμη πιο πολύ. Ήταν ένας φαύλος κύκλος κι έπρεπε να μάθω να τον ελέγχω καλύτερα. «Λυπάμαι». Λυπόμουν που την πλήγωσα. Λυπόμουν που έχασα τον έλεγχο της κατάστασης. Τα νεύρα μου ήταν ακόμη τεντωμένα από τον εφιάλτη –κάτι που η Εύα το είχε καταλάβει διαισθητικά– και καθώς αμέσως μετά μου ήρθε το σοκ με τον Κλάιν, δεν είχα προλάβει να πατήσω στα πόδια μου. Θα αντιμετώπιζα την κατάσταση με τον Κλάιν. Και θα φρόντιζα να κρατώ την Εύα υπό έλεγχο. Τελεία και παύλα. Δεν υπήρχαν άλλες εναλλακτικές. «Χρειάζομαι τη στήριξή σου, Γκίντεον». «Κι εγώ χρειάζομαι να του πεις ότι είσαι παντρεμένη». Ακούμπησε τον κρόταφό της στο μάγουλό μου. «Θα του το πω». Την τράβηξα πιο κοντά μου κι ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο, κρατώντας την αγκαλιά. Η Εύα τύλιξε τα χέρια γύρω από τον λαιμό μου και ο κόσμος μου ξαναβρήκε την ισορροπία του. Σήκωσε το χέρι της και χάιδεψε το στήθος μου. «Αγόρι μου…» Ήξερα καλά αυτό τον γλυκό τόνο στη φωνή της. Μου σηκώθηκε ακαριαία, ένιωσα το αίμα καυτό στις φλέβες μου. Η υποταγή άναβε την Εύα και αυτή η αντίδρασή της άναβε και μένα όσο τίποτε άλλο. Έχωσα το χέρι μου στα μαλλιά της και τα έσφιξα. Τα μάτια της μισόκλεισαν από πόθο από το μαλακό τράβηγμα. Ήταν ακινητοποιημένη, στο έλεός μου, και της άρεσε. Το χρειαζόταν όσο κι εγώ. Σφράγισα το στόμα της με το δικό μου. Και μετά την έκανα δική μου. Καθώς ο Άνγκους μας πήγαινε στη δουλειά, κοίταζα τα σημερινά ραντεβού μου και σκεφτόμουν την πτήση της Εύας στις οχτώμισι. Γύρισα και την κοίταξα. «Θα πας με ένα από τα τζετ στην Καλιφόρνια». Κοίταζε από το παράθυρο του τζιπ Μπέντλεϊ, ρουφώντας αχόρταγα την πόλη. Στράφηκε προς το μέρος μου. Έχω γεννηθεί στη Νέα Υόρκη. Μεγάλωσα μέσα και γύρω από την πόλη και τελικά άρχισα να την κάνω δική μου. Σε κάποιο σημείο, έπαψα να την προσέχω. Όμως η χαρά της Εύας με έκανε να την προσέξω πάλι. Δεν την κοίταζα με την ίδια ένταση, αλλά παρ’ όλα αυτά την έβλεπα με νέο μάτι. «Μπα;» απάντησε για να μου πάει κόντρα, αλλά τα μάτια της πρόδιναν την έλξη που ένιωθε για μένα. Είχε εκείνη την προκλητική έκφραση του τύπου «Έλα γάμησέ με», που με κρατούσε συνέχεια αναμμένο. «Ναι». Έκλεισα τη θήκη της ταμπλέτας. «Είναι πιο γρήγορο, πιο άνετο και πιο ασφαλές». Τα χείλια της καμπύλωσαν σε ένα αμυδρό χαμόγελο. «Εντάξει». Όταν είχε αυτή την πειρακτική διάθεση, σαν να διασκέδαζε με τις αντιδράσεις μου, ήθελα να της φερθώ με τον άγριο και ωμό τρόπο μέχρι να παραδοθεί πάλι ολοκληρωτικά. «Τότε θα το πεις εσύ στον Κάρι», συνέχισε. Σταύρωσε τα πόδια της αλλιώς, αποκαλύπτοντας τη
δαντελωτή άκρη της κάλτσας της και λίγο από τη ζαρτιέρα. Φορούσε ένα κόκκινο αμάνικο πουκάμισο, λευκή φούστα και ψηλοτάκουνα παπούτσια με λουριά. Ένα απόλυτα αποδεκτό επαγγελματικό ντύσιμο, που πάνω της όμως ήταν συγκαλυμμένα σέξι. Η ένταση ανάμεσά μας ήταν σαν ηλεκτρική εκκένωση, μια ενστικτώδης αναγνώριση ότι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. «Ζήτα μου να ’ρθω μαζί σου», είπα. Δεν ήθελα να είμαι μακριά της ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Το χαμόγελό της έσβησε. «Δεν μπορώ. Αν πρόκειται να αρχίσω να λέω στους δικούς μου ότι παντρευτήκαμε, πρέπει να αρχίσω με τον Κάρι, και δεν μπορώ να το κάνω αυτό αν είσαι κι εσύ τριγύρω. Δε θέλω να νιώσει ότι είναι έξω από τη ζωή που φτιάχνω μαζί σου». «Ούτε κι εγώ θέλω να είμαι έξω από τη ζωή σου». Έπλεξε τα δάχτυλά της με τα δικά μου. «Το να περνάμε κάποιο χρόνο με τους φίλους μας δε σημαίνει ότι δεν είμαστε ζευγάρι». «Εγώ προτιμώ να περνώ τον χρόνο μου με σένα. Είσαι ο πιο ενδιαφέρων άνθρωπος που γνωρίζω». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και απέμεινε να με κοιτάζει έτσι για μια στιγμή. Μετά κινήθηκε αστραπιαία, ανασήκωσε τη φούστα της και κάθισε καβαλητά πάνω μου πριν καταλάβω τι κάνει. Έπιασε το πρόσωπό μου με τις παλάμες της, κόλλησε τα χείλια της στα δικά μου και με φίλησε με ένα πάθος που μου έκοψε την ανάσα. «Μμμ», βόγκηξα, καθώς τραβιόταν πίσω λαχανιασμένη. Έσφιξα τις υπέροχες καμπύλες του πισινού της. «Κάνε το πάλι αυτό». «Σε θέλω τόσο πολύ αυτή τη στιγμή», είπε αχνά, σκουπίζοντας με τον αντίχειρά της το γκλος από τα χείλια μου. «Μ’ αρέσει αυτό». Το βραχνό γέλιο της με αγκάλιασε. «Νιώθω τόσο υπέροχα αυτή τη στιγμή». «Καλύτερα από ό,τι ένιωθες στον διάδρομο;» Η χαρά της ήταν μεταδοτική. Αν μπορούσα να σταματήσω τον χρόνο, θα το έκανα εκείνη τη στιγμή. «Τώρα είναι υπέροχα με έναν διαφορετικό τρόπο». Τα δάχτυλά της χόρευαν στους ώμους μου. Το πρόσωπό της άστραφτε όταν ήταν ευτυχισμένη, και η ευχαρίστησή της φώτιζε τα πάντα γύρω της. Ακόμη και μένα. «Αυτό ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο, αγόρι μου. Ιδιαίτερα αφού προέρχεται από τον περίφημο Γκίντεον Κρος, που συναντιέται καθημερινά με τόσους συναρπαστικούς ανθρώπους». «Και εύχεται να φύγουν για να γυρίσει πίσω σε σένα». Τα μάτια της βούρκωσαν. «Θεέ μου, σ’ αγαπώ τόσο πολύ που πονάει». Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν και τα έσφιξα πάνω στους μηρούς της για να μην το αντιληφθεί. Κοίταξα αλλού, αναζητώντας κάτι για να στηριχτώ. Αν ήξερε τι μου έκανε μ’ αυτές τις λίγες λέξεις. Με αγκάλιασε. «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη», μουρμούρισε. «Ό,τι θες. Τα πάντα». «Ας κάνουμε ένα πάρτι». Άρπαξα αμέσως την ευκαιρία για να αλλάξω θέμα… «Ωραία. Θα στήσω την κούνια». Η Εύα τραβήχτηκε πίσω και μ’ έσπρωξε στον ώμο. «Δε μιλάω για τέτοιο πάρτι, βρε σεξομανή». Αναστέναξα. «Σπάσιμο». Μου χαμογέλασε πονηρά. «Τι θα ’λεγες αν σου υποσχεθώ την κούνια σε αντάλλαγμα για το πάρτι;»
«Α, τώρα μάλιστα, κάτι γίνεται». Έγειρα πίσω, απολαμβάνοντας απίστευτα τα καμώματά της. «Για πες μου τι σκέφτεσαι». «Αλκοόλ και φίλοι, δικοί σου και δικοί μου». «Εντάξει». Σκέφτηκα τις δυνατότητες. «Βλέπω το αλκοόλ και τους φίλους σου, και ρίχνω μέσα κι ένα γρήγορο πήδημα στα όρθια σε κάποια σκοτεινή γωνιά στη διάρκεια του πάρτι». Την είδα να ξεροκαταπίνει και χαμογέλασα μέσα μου. Τον ήξερα καλά τον άγγελό μου. Το να ικανοποιώ την κρυφή επιδειξιομανία της ήταν στροφή τριακοσίων εξήντα μοιρών για μένα, αλλά δε με πείραζε καθόλου, παρόλο που απορούσα με τον εαυτό μου όταν το σκεφτόμουν. Ήμουν ικανός να κάνω τα πάντα για εκείνες τις στιγμές όταν το μόνο που την ένοιαζε ήταν να έχει τον πούτσο μου μέσα της. «Κάνεις σκληρό παζάρι», μου απάντησε. «Ακριβώς». «Ωραία, λοιπόν». Έγλειψε τα χείλια της. «Βλέπω το γρήγορο πήδημά σου και ρίχνω μέσα και μια μαλακία κάτω από το τραπέζι». Ύψωσα τα φρύδια μου. «Πάνω από τα ρούχα», απάντησα. Η Εύα έβγαζε έναν ήχο σαν γουργουρητό γάτας. «Νομίζω ότι θα πρέπει να το ξανασκεφτείς αυτό, κύριε Κρος». «Κι εγώ νομίζω ότι θα πρέπει να προσπαθήσεις πιο πολύ για να με πείσεις, κυρία Κρος». Όπως πάντα, οι διαπραγματεύσεις μαζί της ήταν οι πιο ενδιαφέρουσες της μέρας μου. Χωρίσαμε στον εικοστό όροφο, όπου η Εύα βγήκε από το ασανσέρ στη ρεσεψιόν της Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν. Ήμουν αποφασισμένος να τη φέρω στη δική μου εταιρεία, να την έχω να δουλεύει για μένα, και έκανα καθημερινά ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να πετύχω αυτό τον στόχο. Όταν έφτασα στο γραφείο μου, ο βοηθός μου ήταν ήδη στη θέση του. «Καλημέρα», είπε ο Σκοτ, και σηκώθηκε καθώς πλησίαζα. «Τηλεφώνησαν από τις Δημόσιες Σχέσεις πριν από λίγα λεπτά. Δέχονται πολλές ερωτήσεις για έναν φημολογούμενο αρραβώνα σας με τη μις Τραμέλ, και ρωτούν τι πρέπει να απαντήσουν». «Να το επιβεβαιώσουν». Τον προσπέρασα και πήγα στην κρεμάστρα στη γωνία πίσω από το γραφείο μου. Ο Σκοτ με ακολούθησε. «Συγχαρητήρια». «Ευχαριστώ». Έβγαλα το σακάκι μου και το κρέμασα. Όταν τον κοίταξα, χαμογελούσε πλατιά. Ο Σκοτ Ράιντ χειριζόταν μυριάδες πράγματα για λογαριασμό μου, αν και ήταν άνθρωπος χαμηλού προφίλ. Γι’ αυτό οι άλλοι συχνά τον υποτιμούσαν και μπορούσε εύκολα να περνά απαρατήρητος. Σε πολλές περιπτώσεις οι λεπτομερείς παρατηρήσεις του είχαν αποδειχτεί εξαιρετικά ακριβείς και χρήσιμες, και γι’ αυτό τον πλήρωνα πολλά για να μην πάει πουθενά αλλού. «Η μις Τραμέλ κι εγώ θα παντρευτούμε πριν το τέλος της χρονιάς», του είπα. «Όλα τα αιτήματα για συνεντεύξεις και φωτογραφίες και των δυο μας πρέπει να απευθύνονται στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος. Πες το ίδιο πράγμα και στην ασφάλεια στο ισόγειο. Κανείς δε θα την πλησιάσει χωρίς να περάσει πρώτα από μένα». «Θα τους το πω. Επίσης, ο κύριος Μαντάνι ζήτησε να τον ειδοποιήσω μόλις φτάσετε. Θέλει να σας μιλήσει μερικά λεπτά πριν την πρωινή σύσκεψη». «Είμαι έτοιμος, μπορεί να έρθει όποτε θέλει».
«Ωραία», απάντησε ο ίδιος ο Αράς Μαντάνι, μπαίνοντας στο γραφείο. «Κάποτε ερχόσουν πριν τις εφτά. Έχεις αρχίσει να χαλαρώνεις, Κρος». Του έριξα μια προειδοποιητική ματιά, αν και το σχόλιο δε με είχε ενοχλήσει ιδιαίτερα. Ο Αράς ήταν εργασιομανής και ήταν πολύ καλός στη δουλειά του. Γι’ αυτό τον είχα πάρει από τον προηγούμενο εργοδότη του. Ήταν ο καλύτερος δικηγόρος που είχα συναντήσει ποτέ, και στα χρόνια που ακολούθησαν αυτό δεν είχε αλλάξει. Του έκανα νόημα να καθίσει και κάθισα κι εγώ στη θέση μου. Φορούσε ένα σκούρο μπλε κουστούμι, απλό αλλά καλοραμμένο, και τα σπαστά μαύρα μαλλιά του ήταν κομμένα με απόλυτη ακρίβεια. Τα σκούρα καστανά μάτια του άστραφταν από εξυπνάδα και το χαμόγελό του έμοιαζε περισσότερο με προειδοποίηση παρά με χαιρετισμό. Δεν ήταν μόνο υπάλληλος αλλά και φίλος μου και εκτιμούσα το γεγονός ότι μιλούσε στα ίσια. «Μας έκαναν μια αξιοσέβαστη προσφορά για το ακίνητο στην Τριακοστή Έκτη», είπε. «Μπα;» Ένας χείμαρρος από ανάμεικτα συναισθήματα καθυστέρησε για μια στιγμή την απάντησή μου. Το ξενοδοχείο που μισούσε η Εύα εξακολουθούσε να είναι πρόβλημα όσο παρέμενε στην κατοχή μου. «Εντάξει». «Δεν είναι εντάξει, είναι περίεργο έτσι αργά που ανακάμπτει η αγορά», μου απάντησε, ανεβάζοντας τον αστράγαλο του ενός ποδιού πάνω στο γόνατο του άλλου. «Χρειάστηκε να σκαλίσω βαθιά, αλλά τελικά ανακάλυψα ότι η προσφορά προέρχεται από τη LanCorp». «Ενδιαφέρον». «Ο Λάντον έχει θράσος. Ξέρει ότι η επόμενη μικρότερη προσφορά είναι πολύ πολύ πιο χαμηλή από τη δική του – γύρω στα δέκα εκατομμύρια συγκεκριμένα. Προτείνω να σταματήσουμε την πώληση και να το ξανασκεφτούμε σε ένα-δυο χρόνια». «Όχι», είπα γέρνοντας πίσω στο κάθισμα. «Άσ’ τον να το πάρει». Ο Αράς ανοιγόκλεισε έκπληκτος τα μάτια. «Πλάκα μου κάνεις; Γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ να ξεφορτωθείς αυτό το ξενοδοχείο;» Γιατί δεν μπορώ να το κρατήσω χωρίς να πληγώσω τη γυναίκα μου. «Έχω τους λόγους μου». «Έτσι είπες και όταν σε συμβούλεψα να το πουλήσεις πριν από μερικά χρόνια και τελικά προτίμησες να ρίξεις εκατομμύρια για να το ανακαινίσεις. Μόλις τώρα πήρες πίσω αυτά τα λεφτά, και ξαφνικά θέλεις να το πουλήσεις ενώ η αγορά είναι ακόμη ασταθής, και μάλιστα σε έναν τύπο που θέλει το κεφάλι σου;» «Δεν είναι ποτέ ακατάλληλη στιγμή για να πουλήσεις ακίνητο στο Μανχάταν». Και σίγουρα δεν είναι ποτέ ακατάλληλη στιγμή για να ξεφορτωθώ κάτι που η Εύα αποκαλούσε «γαμιστρώνα» μου. «Υπάρχουν και πιο κατάλληλες στιγμές όμως, και σίγουρα το ξέρεις αυτό. Και ο Λάντον το ξέρει. Αν του το πουλήσεις, τον ενθαρρύνεις». «Ωραία. Τότε μπορεί να χοντρύνει το παιχνίδι του». Ο Ράιαν Λάντον με είχε στο μάτι. Δεν του κρατούσα κακία γι’ αυτό. Ο πατέρας μου είχε αποδεκατίσει την περιουσία των Λάντον και ο Ράιαν ήθελε να πληρώσει κάποιος Κρος γι’ αυτό. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος επιχειρηματίας που τα έβαζε μαζί μου εξαιτίας του πατέρα μου, αλλά ήταν ο πιο επίμονος. Και ήταν αρκετά νέος για να έχει μπροστά του άφθονο χρόνο να αφιερώσει σε αυτή την προσπάθεια. Κοίταξα τη φωτογραφία της Εύας πάνω στο γραφείο μου. Όλα τα άλλα ήταν δευτερεύοντα. «Τι να πω, δική σου είναι η επιχείρηση», είπε ο Αράς σηκώνοντας τα χέρια σαν να παραδινόταν. «Απλώς θέλω να ξέρω αν άλλαξαν οι κανόνες».
«Τίποτα δεν άλλαξε». «Αν το πιστεύεις αυτό, Κρος, τότε έχεις χάσει την μπάλα πιο πολύ από όσο νόμιζα. Ο Λάντον οργανώνει την καταστροφή σου κι εσύ τρέχεις σε παραλίες». «Πάψε να μου κολλάς επειδή έκανα ρεπό ένα Σαββατοκύριακο, Αράς». Και θα το ξανάκανα χωρίς δισταγμό. Εκείνες τις μέρες που πέρασα με την Εύα στο Άουτερ Μπανκς είχαν εκπληρωθεί όλα μου τα όνειρα, ακόμη κι εκείνα που δεν επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει. Σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Τα γραφεία της LanCorp ήταν σε έναν ουρανοξύστη δυο τετράγωνα πιο κάτω, και το γραφείο του Ράιαν Λάντον έβλεπε καθαρά το Κτίριο Κρόσφαϊρ. Υποψιαζόμουν ότι περνούσε αρκετή ώρα κάθε μέρα κοιτώντας το γραφείο μου και σχεδιάζοντας τις επόμενες κινήσεις του. Μερικές φορές, κοίταζα κι εγώ το δικό του και τον προκαλούσα να κάνει ό,τι χειρότερο μπορούσε. Ο πατέρας μου ήταν ένας εγκληματίας που είχε καταστρέψει αμέτρητες ζωές. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που με είχε μάθει να κάνω ποδήλατο και να είμαι περήφανος για το όνομά μου. Δεν μπορούσα να αποκαταστήσω το όνομα του Τζέφρι Κρος, αλλά σίγουρα μπορούσα να προστατέψω ό,τι είχα χτίσει μέσα στις δικές του στάχτες. Ο Αράς πλησίασε κι αυτός στο παράθυρο. «Δε λέω ότι δε θα τρύπωνα κι εγώ κάπου με ένα γκομενάκι σαν την Εύα Τραμέλ αν μπορούσα. Όμως θα είχα και το αναθεματισμένο το κινητό μου μαζί. Ιδιαίτερα αν βρισκόμουν στη μέση μιας μεγάλης διαπραγμάτευσης». Θυμήθηκα τη γεύση της λιωμένης σοκολάτας πάνω στο δέρμα της Εύας και σκέφτηκα ότι ακόμη κι αν εκείνη τη στιγμή φυσούσε ανεμοστρόβιλος και σήκωνε τα κεραμίδια της σκεπής, δε θα του έδινα καμία προσοχή. «Με κάνεις να σε λυπάμαι». «Η εξαγορά εκείνου του λογισμικού από τη LanCorp σε έχει ρίξει πίσω κάμποσα χρόνια στην έρευνα και ανάπτυξη. Και έκανε τον Λάντον να γίνει πιο θρασύς». Στην πραγματικότητα, αυτό ήταν που αγρίευε τον Αράς, η ικανοποίηση του Λάντον για τις επιτυχίες του. «Το λογισμικό είναι σχεδόν άχρηστο χωρίς τις πλακέτες της PosIT». Ο Αράς γύρισε το κεφάλι και με κοίταξε. «Και λοιπόν;» «Τρίτο θέμα στην ημερήσια διάταξη». Γύρισε όλος προς το μέρος μου. «Στο αντίγραφο της ημερήσιας διάταξης που έλαβα εγώ έγραφε ότι το τρίτο θέμα εκκρεμεί». «Στο δικό μου γράφει PosIT. Σου φτάνει αυτό;» «Να πάρει». Ακούστηκε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο μου και μετά η φωνή του Σκοτ από την ανοιχτή ακρόαση. «Δύο πράγματα, κύριε Κρος. Η μις Τραμέλ είναι στη γραμμή ένα». «Ευχαριστώ, Σκοτ». Πήγα να σηκώσω το ακουστικό νιώθοντας το ρίγος του κυνηγού στο αίμα μου. Αν εξαγοράζαμε την PosIT, ο Λάντον θα βρισκόταν πάλι στην αφετηρία. «Όταν τελειώσω, θέλω να μου πάρεις τον Βίκτορ Ρέγιες». «Εντάξει. Επίσης, η κυρία Βιντάλ είναι στη ρεσεψιόν», συνέχισε ο Σκοτ, κάνοντάς με να σταματήσω επιτόπου. «Θέλετε να αναβάλω την πρωινή σύσκεψη;» Κοίταξα από το γυάλινο διαχωριστικό που απομόνωνε το γραφείο μου από τον υπόλοιπο όροφο, παρόλο που δεν μπορούσα να δω τη μητέρα μου από αυτή την απόσταση. Τα χέρια μου σφίχτηκαν γροθιές. Σύμφωνα με το ρολόι στο τηλέφωνό μου, είχα δέκα λεπτά καιρό και τη γυναίκα μου να περιμένει στη γραμμή. Ένιωσα την παρόρμηση να αφήσω τη μητέρα μου να περιμένει μέχρι την ώρα που θα μπορούσα να τη δω εγώ, όχι την ώρα που ήθελε να με δει αυτή, αλλά τελικά την
παραμέρισα. «Εξοικονόμησέ μου είκοσι λεπτά», του είπα. «Θα μιλήσω με τη μις Τραμέλ και τον Ρέγιες, και μετά μπορείς να στείλεις την κυρία Βιντάλ». «Έγινε». Περίμενα μια στιγμή. Και μετά σήκωσα το τηλέφωνο και πάτησα το κουμπί της γραμμής που αναβόσβηνε.
2 «Αγγελούδι μου». Το σοκ που προκαλούσε η φωνή του Γκίντεον στις αισθήσεις μου ήταν εξίσου δυνατό όπως την πρώτη φορά που τον είχα ακούσει. Καλλιεργημένη αλλά γεμάτη από έναν βραχνό αισθησιασμό, με παρέσυρε τόσο όταν ήμασταν μέσα στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας όσο και όταν μιλούσαμε από το τηλέφωνο, όπου δε μου τραβούσε την προσοχή εκείνο το απαράμιλλα υπέροχο πρόσωπό του. «Γεια. Μήπως παίρνω σε άσχημη στιγμή;» «Αν με χρειάζεσαι, είμαι εδώ». Κάτι στη φωνή του μου φάνηκε παράξενο. «Μπορώ να ξαναπάρω αργότερα». «Εύα». Η κοφτή αυταρχική φωνή του έκανε τα δάχτυλα των ποδιών μου να κουλουριαστούν μέσα στα ξώφτερνα Λουμπουτέν που φορούσα. «Πες τι θέλεις». Εσένα, κόντεψα να πω, πράγμα που ήταν τελείως τρελό αφού μόλις με είχε ξεσκίσει στο γαμήσι πριν από μερικές ώρες. Αφού νωρίτερα με είχε ξεσκίσει στο γαμήσι σχεδόν όλη τη νύχτα. Έτσι, απλώς του είπα: «Χρειάζομαι μια χάρη». «Θα το απολαύσω όταν θα μου την ξεπληρώσεις». Η ένταση στους ώμους μου χαλάρωσε λίγο. Με είχε πληγώσει έτσι όπως μου πέταξε το όνομα της Κορίν, και ο καβγάς που ακολούθησε ήταν ακόμη νωπός στο μυαλό μου. Όμως έπρεπε να τον παραμερίσω, να τον ξεχάσω. «Η ασφάλεια του κτιρίου έχει τις διευθύνσεις όλων όσων εργάζονται εδώ;» «Έχουν αντίγραφα των ταυτοτήτων τους. Πες μου γιατί ρωτάς». «Η ρεσεψιονίστ εδώ στη δουλειά είναι φίλη μου και είναι άρρωστη όλη τη βδομάδα. Ανησυχώ γι’ αυτή». «Αν θέλεις να πας στο σπίτι της για να δεις πώς είναι, πρέπει να πάρεις τη διεύθυνση από την ίδια». «Αυτό θα έκανα αν απαντούσε στο τηλέφωνο». Χάιδεψα με το δάχτυλό μου το χείλος της κούπας του καφέ κοιτάζοντας το κολάζ των φωτογραφιών με τον Γκίντεον κι εμένα πάνω στο γραφείο μου. «Δεν έχετε μαλώσει, φαντάζομαι;» «Όχι, τίποτα τέτοιο. Και δεν το συνηθίζει να μην επικοινωνεί μαζί μου, ιδιαίτερα όταν τηλεφωνεί κάθε φορά εδώ για να δηλώσει άρρωστη. Είναι πολυλογού. Καταλαβαίνεις τι εννοώ: Θα με έπαιρνε να μου πει τι συμβαίνει». «Όχι», απάντησε αυτός. «Δεν καταλαβαίνω». Αν το είχε πει οποιοσδήποτε άλλος άντρας, θα πίστευα ότι γίνεται σαρκαστικός, όχι όμως ο Γκίντεον. Νομίζω ότι δεν είχε μιλήσει ποτέ του σοβαρά με γυναίκα. Πολύ συχνά έδειχνε πλήρη άγνοια σε βασικά πράγματα όταν μιλούσε μαζί μου, λες και η κοινωνική του ανάπτυξη δεν είχε ολοκληρωθεί ποτέ σε ό,τι αφορούσε τις επαφές με το αντίθετο φύλο. «Τότε θα πρέπει να δεχτείς αυτό που σου λέω, αγόρι μου. Απλώς… θέλω να βεβαιωθώ ότι είναι καλά». «Ο δικηγόρος μου είναι εδώ δίπλα μου, αλλά δε χρειάζεται να τον ρωτήσω πόσο νόμιμο είναι να σου δώσω τις πληροφορίες που ζητάς με τον τρόπο που πρότεινες. Πάρε τον Ραούλ. Θα τη βρει». «Σοβαρά;» Θυμήθηκα τον μελαχρινό μαυρομάτη ειδικό σε θέματα ασφάλειας. «Και δε θα τον πειράξει να του ζητήσω κάτι τέτοιο;»
«Άγγελέ μου, πληρώνεται για να μην τον πειράζει τίποτα». «Α». Έπαιξα με το στιλό μου. Ήξερα ότι δε θα ’πρεπε να νιώθω άσχημα όταν χρησιμοποιούσα τους ανθρώπους του Γκίντεον, αλλά με έκανε να αισθάνομαι ότι η σχέση μας ήταν άνιση, ότι αυτός πρόσφερε περισσότερα από μένα. Δεν πίστευα ότι θα μου το χρέωνε ποτέ αυτό, αλλά ούτε και θα με έβλεπε σαν ίση, και αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα. Ήδη είχε φροντίσει από μόνος του πράγματα που κανονικά δε θα έπρεπε να χρειαστούν τη δική του ανάμειξη. Όπως το φρικτό σεξουαλικό βίντεο του Σαμ Γιμάρα με τον Μπρετ και μένα. Και όπως τον Νέιθαν. Παρ’ όλα αυτά, ρώτησα: «Πώς θα τον βρω;» «Θα σου στείλω το τηλέφωνό του με μήνυμα». «Εντάξει. Ευχαριστώ». «Όταν πας να δεις τη φίλη σου, θέλω να είμαι μαζί σου εγώ ή ο Άνγκους ή ο Ραούλ». «Και αυτό δε θα της προκαλούσε καθόλου αμηχανία». Έριξα μια ματιά στο γραφείο του Μαρκ για να βεβαιωθώ ότι δε με χρειαζόταν τίποτα το αφεντικό μου. Προσπαθούσα να μην κάνω προσωπικά τηλεφωνήματα στη δουλειά, αλλά η Μεγκούμι έλειπε τέσσερις μέρες στη σειρά, και επιπλέον δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά μου ούτε στα μηνύματα που της είχα στείλει. «Μη μου λες βλακείες του τύπου “Πρώτα οι φίλες και μετά οι γκόμενοι”, Εύα. Πρέπει να μου δώσεις κι εσύ κάτι από τη μεριά σου». Κατάλαβα το συγκαλυμμένο μήνυμα. Ανησυχούσε επειδή θα πήγαινα στο Σαν Ντιέγκο, αλλά είχε αποφασίσει να μην επιμείνει. Τώρα έπρεπε να υποχωρήσω κι εγώ κάπου αλλού σε αντάλλαγμα. «Εντάξει, εντάξει. Αν δεν έρθει στο γραφείο μέχρι τη Δευτέρα, θα βρούμε έναν τρόπο για να το χειριστούμε». «Ωραία. Τίποτε άλλο;» «Όχι. Αυτό είναι όλο». Το βλέμμα μου γύρισε πάλι στη φωτογραφία του κι ένιωσα την καρδιά μου να με πονάει λίγο, όπως έκανε πάντα όταν τον κοίταζα. «Σ’ ευχαριστώ. Σου εύχομαι να περάσεις υπέροχη μέρα. Σ’ αγαπάω τρελά, ξέρεις. Και όχι, δεν περιμένω να μου το πεις κι εσύ με τον δικηγόρο σου εκεί γύρω». «Εύα». Η φωνή του είχε μια λαχτάρα που με συγκίνησε περισσότερο από οποιαδήποτε λόγια. «Έλα να με δεις όταν τελειώσεις από τη δουλειά». «Βέβαια. Μην ξεχάσεις να τηλεφωνήσεις στον Κάρι, να του πεις για το τζετ». «Πες πως έγινε». Έκλεισα κι έγειρα πίσω στο κάθισμά μου. «Καλημέρα, Εύα». Γύρισα και είδα μπροστά μου την Κριστίν Φιλντ, την εκτελεστική πρόεδρο της εταιρείας. «Καλημέρα». «Ήθελα να σε συγχαρώ πάλι για τον αρραβώνα σου». Το βλέμμα της πήγε πάνω από τον ώμο μου, στις κορνιζαρισμένες φωτογραφίες πίσω μου. «Με συγχωρείς, δεν ήξερα ότι βγαίνεις με τον Γκίντεον Κρος». «Δεν πειράζει. Προσπαθώ να μη μιλώ για την προσωπική ζωή μου στη δουλειά». Το είπα αδιάφορα γιατί δεν ήθελα να πάω κόντρα σε ένα σημαντικό στέλεχος της εταιρείας. Ήλπιζα όμως ότι θα καταλάβαινε τον υπαινιγμό. Ο Γκίντεον ήταν το επίκεντρο της ζωής μου, αλλά ήθελα κάποια μέρη της να ανήκουν μόνο σε μένα. Η Κριστίν γέλασε. «Αυτό είναι καλό! Όμως φαίνεται ότι δεν παρακολουθώ τα πράγματα όσο
στενά πρέπει». «Δε νομίζω να σου διαφεύγει τίποτα το σημαντικό». «Εσύ είσαι ο λόγος που μας πλησίασε ο Κρος για την καμπάνια της Κίνγκσμαν;» Έκρυψα έναν μορφασμό. Ήταν φυσικό να νομίσει η Κριστίν ότι θα σύστηνα την εταιρεία στον φίλο μου, επειδή θεωρούσε ότι, για να φτάσουμε στον αρραβώνα, ο δεσμός μου με τον Γκίντεον ήταν πολύ παλιότερος. Αν της έλεγα ότι τον γνώρισα αφού είχα αρχίσει ήδη να δουλεύω στη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν, πολλοί θα έκαναν διάφορες σκέψεις και υποθέσεις που δεν ήθελα, αφού είχα προσληφθεί πριν από δύο μήνες μόνο. Και το χειρότερο ήταν ότι ήμουν μάλλον σίγουρη ότι ο Γκίντεον όντως είχε χρησιμοποιήσει την καμπάνια της βότκας σαν δικαιολογία για να με φέρει στον κόσμο του με τους δικούς του όρους. Όμως αυτό δε σήμαινε ότι ο Μαρκ δεν είχε κάνει εκπληκτική δουλειά στην καμπάνια. Δεν ήθελα η σχέση μου με τον Γκίντεον να απομακρύνει την εστίαση από τον προϊστάμενό μου και τις επιτυχημένες ιδέες του. «Ο κύριος Κρος πλησίασε την εταιρεία από μόνος του», απάντησα, λέγοντας ουσιαστικά την αλήθεια. «Και ήταν εξαιρετική επιλογή. Οι προτάσεις του Μαρκ ήταν εκπληκτικές». Η Κριστίν κατένευσε. «Όντως. Εντάξει. Θα σ’ αφήσω να ξαναγυρίσεις στη δουλειά σου. Παρεμπιπτόντως, και ο Μαρκ λέει τα καλύτερα λόγια για σένα. Χαίρομαι που σε έχουμε στην ομάδα μας». Κατάφερα να χαμογελάσω, αλλά η μέρα μου είχε αρχίσει με αναταράξεις. Πρώτα ο Γκίντεον με είχε σοκάρει μ’ εκείνη τη βλακεία που είπε για την Κορίν. Μετά, φτάνοντας στη δουλειά, έμαθα ότι η Μεγκούμι ήταν ακόμη άρρωστη. Και τώρα ξαφνικά έμπαινα σε μια φάση όπου θα μου φέρονταν διαφορετικά στη δουλειά επειδή το όνομά μου συνδεόταν με τον Γκίντεον Κρος. Άνοιξα το email μου κι άρχισα να κοιτάζω τα πρωινά μηνύματα. Καταλάβαινα ότι ο Γκίντεον μου είχε πετάξει το όνομα της Κορίν για να με κάνει να νιώσω όπως ένιωθε κι εκείνος. Και ήξερα από την αρχή ότι, αν του μιλούσα για τον Μπρετ, θα αντιδρούσε άσχημα, γι’ αυτό άλλωστε και το ανέβαλλα, αλλά δεν είχα ιδιοτελή κίνητρα όταν του το είπα τελικά. Ούτε όταν φίλησα τον Μπρετ. Είχα πληγώσει τον Γκίντεον, ναι, αλλά μπορούσα να πω με ειλικρίνεια ότι δεν το έκανα από πρόθεση. Από την άλλη μεριά, ο Γκίντεον είχε μιλήσει για την Κορίν με πρόθεση να με πληγώσει. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ήταν ικανός να το κάνει αυτό, ή ότι θα ήθελε να το κάνει. Κάτι σημαντικό είχε αλλάξει ανάμεσά μας σήμερα το πρωί. Ένιωθα σαν να είχε κλονιστεί ένα βασικό στήριγμα της εμπιστοσύνης ανάμεσά μας. Το ήξερε αυτό ο Γκίντεον; Καταλάβαινε πόσο μεγάλο πρόβλημα ήταν; Χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο μου και απάντησα με τον συνηθισμένο χαιρετισμό μου. «Πότε σκόπευες να μου πεις ότι αρραβωνιάστηκες;» Μου ξέφυγε ένας στεναγμός πριν προλάβω να τον συγκρατήσω. Η μέρα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. «Γεια σου, μαμά. Θα σου τηλεφωνούσα την ώρα του μεσημεριανού». «Το ήξερες από χτες το βράδυ!» μου απάντησε επικριτικά. «Σου έκανε πρόταση ενώ πηγαίνατε για βραδινό; Γιατί δε μου είπες τίποτα όταν σου είπα ότι ζήτησε την άδεια του πατέρα σου και του Ρίτσαρντ; Είδα το δαχτυλίδι στου Σιπριάνι’ς και ήμουν σχεδόν σίγουρη, αλλά όταν δεν είπες τίποτα, δεν επέμεινα, γιατί έχεις γίνει πολύ εύθικτη τελευταία. Και…» «Κι εσύ παραβιάζεις τον νόμο τελευταία», της πέταξα. «…ο Γκίντεον φορούσε κι αυτός δαχτυλίδι, έτσι σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν κάποια αμοιβαία
υπόσχεση ή κάτι τέτοιο…» «Είναι». «…και μετά διάβασα για τον αρραβώνα σου στο διαδίκτυο! Για όνομα του Θεού, Εύα. Δεν επιτρέπεται να μαθαίνει μια μητέρα από το ίντερνετ ότι παντρεύεται η κόρη της!» Κοίταζα την οθόνη του υπολογιστή μου με άδειο βλέμμα, ενώ η καρδιά μου άρχιζε να χτυπά πιο γρήγορα. «Τι; Πού στο ίντερνετ;» «Πού; Διάλεξε και πάρε! Στα κουτσομπολιά της Νιου Γιορκ Ποστ, στη Χάφινγκτον Ποστ… Και θέλω να σου πω για άλλη μια φορά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να οργανώσω έναν σωστό γάμο πριν το τέλος της χρονιάς!» Δε μου είχε έρθει ακόμη το ημερήσιο μήνυμα της Google με τις ειδήσεις, έτσι έκανα μια γρήγορη αναζήτηση, γράφοντας τόσο βιαστικά που έγραψα λάθος το ίδιο το όνομά μου. Δεν είχε σημασία όμως. Η κοσμική Εύα Τραμέλ μόλις έκανε την τύχη της. Ο πολυδισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Γκίντεον Κρος, που το όνομά του είναι συνώνυμο με την υπερβολή και την πολυτέλεια, της πέρασε το δαχτυλίδι, και φυσικά δε θα μπορούσε παρά να είναι από πλατίνα (βλέπε φωτό αριστερά). Πηγή από τον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος επιβεβαίωσε τη σημασία της τεράστιας πέτρας στο αριστερό χέρι της Τραμέλ. Δεν έγινε κανένα σχόλιο σχετικά με το δαχτυλίδι που φορά ο Κρος (βλέπε φωτό δεξιά). Ο γάμος έχει προγραμματιστεί να γίνει πριν το τέλος του χρόνου. Δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε γιατί τόση βιασύνη. Αρχίζει η Επιχείρηση Φουσκωμένη Κοιλίτσα για τους «Γκιντεύα». «Ω Θεέ μου», είπα φρικαρισμένη. «Πρέπει να κλείσω. Να τηλεφωνήσω στον μπαμπά». «Εύα! Πρέπει να ’ρθεις από δω μετά τη δουλειά. Να μιλήσουμε για τον γάμο». Ευτυχώς ο μπαμπάς μου ήταν στη Δυτική Ακτή, έτσι κέρδιζα τουλάχιστον τρεις ώρες, ανάλογα ποια βάρδια δούλευε. «Δεν μπορώ. Αυτό το Σαββατοκύριακο θα πάω στο Σαν Ντιέγκο με τον Κάρι». «Νομίζω ότι πρέπει να αναβάλεις τα ταξίδια για λίγο. Πρέπει να…» «Άρχισε χωρίς εμένα, μαμά», είπα απελπισμένα, κοιτάζοντας το ρολόι. «Δεν έχω σκεφτεί τίποτα συγκεκριμένο». «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά…» «Πρέπει να κλείσω. Έχω δουλειά». Έκλεισα το τηλέφωνο και μετά άνοιξα το συρτάρι του γραφείου κι έβγαλα το κινητό μου. «Γεια». Ο Μαρκ Γκάριτι έσκυψε πάνω από το διαχωριστικό του γραφείου μου και με κοίταξε με το γοητευτικό λοξό του χαμόγελο. «Έτοιμη να βάλουμε μπροστά;» «Εε…» Το δάχτυλό μου αιωρούνταν πάνω από το κουμπί του τηλεφώνου μου. Ήμουν διχασμένη ανάμεσα στο να κάνω αυτό που πληρωνόμουν για να κάνω –να δουλέψω– και να φροντίσω να μάθει ο μπαμπάς μου τον αρραβώνα μου από μένα. Συνήθως δε θα είχα δίλημμα τι να διαλέξω. Αγαπούσα πάρα πολύ τη δουλειά μου και δε θα ρίσκαρα να με διώξουν. Όμως ο μπαμπάς μου είχε πέσει σε μελαγχολία από τότε που είχε πηδηχτεί με τη μαμά μου και ανησυχούσα γι’ αυτόν. Δεν ήταν από τους άντρες που παίρνουν ελαφρά το να κοιμηθούν με μια παντρεμένη γυναίκα, έστω κι αν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Άφησα πάλι το τηλέφωνο στο συρτάρι. «Βέβαια», απάντησα. Σηκώθηκα από το γραφείο και πήρα την ταμπλέτα μου.
Όταν κάθισα στη συνηθισμένη θέση μου μπροστά στο γραφείο του Μαρκ, έστειλα στον μπαμπά μου ένα γρήγορο μήνυμα από την ταμπλέτα, γράφοντας ότι είχα κάτι σημαντικό να του πω και θα του τηλεφωνούσα το μεσημέρι. Ήταν το καλύτερο που μπορούσα να κάνω. Και μπορούσα μόνο να ελπίζω ότι θα ήταν αρκετό.
3 «Αδερφέ μου, είσαι μεγάλος γαλίφης». Κοίταξα τον Αράς αφού άφησα το ακουστικό στη θέση του. «Ακόμη εδώ είσαι εσύ;» Αυτός γέλασε και βολεύτηκε πιο αναπαυτικά στον καναπέ του γραφείου μου. «Κάνεις ψηστήρι στον πεθερό, βλέπω», είπε. «Έχω εντυπωσιαστεί. Φαντάζομαι ότι η Εύα θα εντυπωσιαστεί κι αυτή. Και βάζω στοίχημα ότι στηρίζεσαι σ’ αυτό καθώς πλησιάζει το Σαββατοκύριακο». Αυτό ήταν σίγουρο. Θα χρειαζόμουν όλους τους πόντους που μπορούσα να κερδίσω όταν θα συναντιόμουν με την Εύα στο Σαν Ντιέγκο. «Η Εύα θα φύγει ταξίδι σε λίγο. Κι εσύ πρέπει να πας στην αίθουσα συνεδριάσεων πριν αρχίσουν να ανησυχούν. Θα ’ρθω όσο πιο γρήγορα μπορώ». Σηκώθηκε. «Ναι, άκουσα. Ήρθε η μητέρα σου. Αρχίζει η τρέλα του γάμου. Αφού θα είσαι ελεύθερος αυτό το Σαββατοκύριακο, τι θα ’λεγες να μαζέψω τους συνήθεις υπόπτους στο σπίτι μου απόψε; Έχουμε καιρό να βρεθούμε, και οι εργένικες μέρες σου είναι μετρημένες. Δηλαδή, ουσιαστικά έχουν τελειώσει, αλλά δεν το ξέρει κανένας άλλος αυτό». Και υποτίθεται ότι δεσμευόταν από το επαγγελματικό απόρρητο. Μου πήρε μια στιγμή μόνο για να αποφασίσω. «Εντάξει. Τι ώρα;» «Κατά τις οχτώ». Κατένευσα και μετά κοίταξα τον Σκοτ. Αυτός πήρε το μήνυμα και σηκώθηκε από το γραφείο του για να πάει στην υποδοχή. «Ωραία». Ο Αράς χαμογέλασε. «Θα σε δω στη σύσκεψη». Στα δύο λεπτά που είχα ακόμη, έστειλα ένα μήνυμα στον Άνγκους για να του πω να φύγει για την Καλιφόρνια. Είχα ακόμη κάποιες δουλειές να τελειώσω εκεί, και αν τις τακτοποιούσα όσο η Εύα θα έβλεπε τον πατέρα της, θα είχα μια θεμιτή δικαιολογία για να είμαι κοντά της. Όχι ότι ήταν απαραίτητο να υπάρχει δικαιολογία βέβαια. «Γκίντεον». Μόλις μπήκε η μητέρα μου στο γραφείο τα χέρια μου σφίχτηκαν γροθιές. Ο Σκοτ μπήκε πίσω της και τη ρώτησε: «Είστε σίγουρη ότι δε θέλετε να σας φέρω κάτι, κυρία Βιντάλ; Έναν καφέ ίσως; Ή νερό;» «Όχι, ευχαριστώ. Δε θέλω τίποτα». «Εντάξει». Ο Σκοτ χαμογέλασε κι έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Πάτησα το τηλεχειριστήριο στο γραφείο μου θαμπώνοντας τον γυάλινο τοίχο, για να μη μας βλέπει κανείς. Η μητέρα μου πλησίασε, λεπτή και αριστοκρατική, με σκούρο μπλε παντελόνι και λευκή μπλούζα. Είχε πιάσει τα μαλλιά της πίσω σε έναν γυαλιστερό μαύρο κότσο, τονίζοντας το άψογο πρόσωπό της που λάτρευε ο πατέρας μου. Κάποτε το λάτρευα κι εγώ. Τώρα δυσκολευόμουν να την κοιτάξω. Και επειδή μοιάζαμε τόσο πολύ, μερικές φορές δυσκολευόμουν να κοιτάξω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. «Γεια σου, μητέρα. Τι σε φέρνει στην πόλη;» Άφησε την τσάντα της στο γραφείο μου. «Γιατί φοράει το δαχτυλίδι μου η Εύα;» Η μικρή ευχαρίστηση που είχα νιώσει όταν την είδα έσβησε αμέσως. «Το δαχτυλίδι είναι δικό μου.
Και η απάντηση στην ερώτησή σου είναι προφανής: Φοράει το δαχτυλίδι επειδή της το έδωσα όταν της έκανα πρόταση γάμου». «Γκίντεον». Τράβηξε πίσω τους ώμους της. «Δεν ξέρεις πού πας να μπλέξεις μαζί της». Ανάγκασα τον εαυτό μου να συνεχίσει να την κοιτάζει. Δεν το άντεχα όταν με κοίταζε με πληγωμένα μάτια. Γαλάζια μάτια τόσο όμοια με τα δικά μου. «Δεν έχω χρόνο για τέτοιες συζητήσεις. Έχω αφήσει μια σημαντική σύσκεψη σε αναμονή για να σε δω». «Δε θα ήμουν υποχρεωμένη να έρθω στο γραφείο αν απαντούσες στα τηλεφωνήματά μου ή αν ερχόσουν από το σπίτι μας πότε πότε!» Το όμορφο ροζ στόμα της σφίχτηκε σε μια έκφραση αποδοκιμασίας. «Δεν είναι δικό μου σπίτι». «Σε εκμεταλλεύεται, Γκίντεον». Πήρα το σακάκι μου. «Την έχουμε ξανακάνει αυτή τη συζήτηση». Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος σαν ασπίδα. Την ήξερα τη μητέρα μου – μόλις τώρα άρχιζε. «Είναι μπλεγμένη μ’ εκείνο τον τραγουδιστή, τον Μπρετ Κλάιν. Το ήξερες αυτό; Και έχει μια φρικτή πλευρά που δεν την έχεις δει ποτέ. Μου φέρθηκε απαίσια χτες βράδυ». «Θα της μιλήσω». Ίσιωσα το σακάκι μου με ένα κοφτό τράβηγμα στα πέτα καθώς πήγαινα προς την πόρτα. «Δεν πρέπει να σπαταλάει τον χρόνο της». Η μητέρα μου με κοίταξε σοκαρισμένη. «Εγώ προσπαθώ να σε βοηθήσω». «Είναι λίγο αργά για κάτι τέτοιο, δε νομίζεις;» Έκανε ένα τρεμάμενο βήμα πίσω από το βλέμμα που της έριξα. «Ξέρω ότι ο θάνατος του Τζέφρι ήταν δύσκολος για σένα. Ήταν δύσκολος για όλους μας. Προσπάθησα να σου δώσω…» «Δε θα ανοίξω τέτοια συζήτηση εδώ!» είπα κοφτά, έξω φρενών που τόλμησε να αναφέρει κάτι τόσο προσωπικό όσο η αυτοκτονία του πατέρα μου ενώ ήμουν στη δουλειά. Που είχε το θράσος να το αναφέρει υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. «Ήρθες εδώ με το έτσι θέλω, μου χάλασες το πρόγραμμα και με τσάντισες. Να σου ξεκαθαρίσω κάτι λοιπόν. Δεν υπάρχει κανένα δυνατό σενάριο όπου εσύ να συγκρούεσαι με την Εύα και να νικάς». «Δεν ακούς τι σου λέω!» «Δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσες να πεις που να επηρεάσει το οτιδήποτε. Αν ήθελε τα λεφτά μου, θα της τα έδινα μέχρι τελευταία δεκάρα. Αν ήθελε έναν άλλον άντρα, θα την έκανα να τον ξεχάσει». Σήκωσε το τρεμάμενο χέρι της στα μαλλιά της και τα έστρωσε παρόλο που δεν υπήρχε ούτε μια τρίχα που να έχει ξεφύγει από τη θέση της. «Εγώ θέλω απλώς το καλύτερο για σένα, και αυτή ξεσκαλίζει ένα σωρό αηδίες που είχαν ξεχαστεί εδώ και πολύ καιρό. Δεν μπορεί να είναι υγιής αυτή η σχέση για σένα. Σε απομακρύνει από την οικογένειά σου και…» «Είμαστε αποξενωμένοι καιρό τώρα, μητέρα. Η Εύα δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό». «Εγώ δε θέλω να είμαστε έτσι!» Πλησίασε πιο κοντά κι άπλωσε το χέρι της. Μια σειρά μαύρα μαργαριτάρια ξεπρόβαλε ανάμεσα από τα πέτα της μπλούζας της, κι ένα ρολόι Patek Philippe με πρόσοψη από ζαφείρι στόλιζε τον καρπό της. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου δεν είχε απλώς ξανασταθεί στα πόδια της. Είχε σβήσει οριστικά το παρελθόν και είχε ξαναρχίσει από την αρχή, χωρίς να ξανακοιτάξει ποτέ πίσω της. «Μου λείπεις. Σ’ αγαπώ». «Όχι αρκετά». «Αυτό δεν είναι δίκαιο, Γκίντεον. Δε μου δίνεις μια ευκαιρία για να σ’ το δείξω». «Αν χρειάζεσαι να πας κάπου, ο Άνγκους θα σε εξυπηρετήσει». Έπιασα το χερούλι της πόρτας και
σταμάτησα. «Μην ξανάρθεις εδώ, μητέρα. Δε μου αρέσει να μαλώνω μαζί σου. Θα είναι καλύτερα και για τους δυο μας αν μείνεις μακριά». Άφησα την πόρτα ανοιχτή πίσω μου και κατευθύνθηκα στην αίθουσα συσκέψεων. «Σήμερα την τράβηξες αυτή τη φωτογραφία;» Κοίταξα τον Ραούλ, που στεκόταν μπροστά στο γραφείο μου. Φορούσε ένα απλό μαύρο κουστούμι και είχε εκείνο το σταθερό, άγρυπνο βλέμμα του ανθρώπου που βγάζει το ψωμί του βλέποντας και ακούγοντας τα πάντα. «Ναι», μου απάντησε. «Πάει λιγότερο από μια ώρα». Κοίταξα πάλι τη φωτογραφία μπροστά μου. Μου ήταν δύσκολο να κοιτάζω την Ανν Λούκας. Το αλεπουδίσιο πρόσωπό της με το μυτερό πιγούνι και τα διεισδυτικά μάτια μού έφερναν αναμνήσεις που θα ήθελα να μπορούσα να σβήσω από τη μνήμη μου. Δεν ήταν μόνο η ίδια – μου θύμιζε και τον αδελφό της, που της έμοιαζε με έναν παράξενο, ανατριχιαστικό τρόπο. «Η Εύα είπε ότι η γυναίκα είχε μακριά μαλλιά», μουρμούρισα, προσέχοντας ότι η Ανν Λούκας είχε ακόμη κοντοκομμένα μαλλιά. Θυμήθηκα ότι τα καρφάκια των μαλλιών της έμοιαζαν σαν πλαστικά. Σκληρά από το τζελ, μου γρατζουνούσαν τους μηρούς καθώς μου έκανε τσιμπούκι απεγνωσμένα για να μου τον σηκώσει αρκετά ώστε να τη γαμήσω. Έδωσα την ταμπλέτα πίσω στον Ραούλ. «Μάθε ποια ήταν». «Έγινε». «Σου τηλεφώνησε η Εύα;» Συνοφρυώθηκε. «Όχι». Μετά έβγαλε το κινητό του από την τσέπη και το τσέκαρε. «Όχι», επανέλαβε. «Μπορεί να περιμένει να πάτε πρώτα στο Σαν Ντιέγκο. Θέλει να βρεις μια φίλη της». «Κανένα πρόβλημα. Θα το φροντίσω». «Κυρίως να φροντίσεις αυτή», είπα κοιτώντας τον στα μάτια. «Αυτό εννοείται». «Το ξέρω. Ευχαριστώ». Καθώς έβγαινε από το γραφείο μου, έγειρα πίσω στο κάθισμα. Υπήρχαν μερικές γυναίκες στο παρελθόν μου που μπορεί να δημιουργούσαν προβλήματα σε μένα και την Εύα. Πήγαινα με γυναίκες που ήταν επιθετικές από τη φύση τους, έτσι που έπρεπε αναγκαστικά να παίρνω το πάνω χέρι. Η Εύα ήταν η μοναδική γυναίκα που είχε πάρει ποτέ την πρωτοβουλία, κι αυτό με έκανε να τη θέλω πιο πολύ. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να την αφήσω να φύγει για λίγο μακριά μου. «Έχει έρθει η ομάδα από το Ενβόι», είπε ο Σκοτ από την ενδοεπικοινωνία. «Στείλ’ τους μέσα». Δούλεψα εντατικά όλη τη μέρα, κλείνοντας τα εκκρεμή θέματα της εβδομάδας και βάζοντας τις βάσεις για τις επόμενες κινήσεις μου. Υπήρχαν πολλά πράγματα που έπρεπε να κάνω για να μπορέσω να φύγω για λίγο με την Εύα. Ο μονοήμερος “μήνας του μέλιτος” που είχαμε κάνει ήταν τέλειος, αλλά τρομερά σύντομος. Ήθελα να πάω κάπου μαζί της τουλάχιστον για δύο βδομάδες, κατά προτίμηση έναν μήνα. Να πάμε κάπου μακριά από τη δουλειά και άλλες υποχρεώσεις, όπου θα μπορούσα να την έχω όλη για τον εαυτό μου, χωρίς εξωτερικές ενοχλήσεις. Το κινητό μου δονήθηκε πάνω στο γραφείο, και ξαφνιάστηκα όταν είδα το πρόσωπο της αδελφής
μου στην οθόνη. Είχα στείλει ένα μήνυμα στην Άιρλαντ νωρίτερα για να της πω για τον αρραβώνα. Η απάντησή της ήταν σύντομη και απλή: Γιούπι! Γουστάρω. Συγχαρητήρια, αδερφέ! Δεν είχα προλάβει να της απαντήσω με έναν γρήγορο χαιρετισμό, όταν με διέκοψε. «Και γαμώ! Την έχω καταβρεί!» φώναξε, κάνοντάς με να απομακρύνω το τηλέφωνο από το αυτί μου. «Πρόσεξε πώς μιλάς». «Πλάκα μου κάνεις; Είμαι δεκαεφτά χρονών, όχι εφτά. Πολύ γουστάρω. Πάντα ήθελα μια αδερφή, αλλά πίστευα ότι θα γεράσω μέχρι να πάψετε εσύ και ο Κρίστοφερ να αλητεύετε και να παντρευτείτε». Έγειρα πίσω στο κάθισμα. «Ζω για να υπηρετώ». «Χα. Ναι, σε πιστέψαμε. Είσαι τυχερός, ξέρεις. Η Εύα είναι κελεπούρι». «Ναι, το ξέρω». «Χάρη σ’ αυτή, έχω την ευκαιρία να σε πρήζω τώρα. Και αυτό είναι πάντα μια από τις πιο όμορφες στιγμές της μέρας μου». Το στήθος μου σφίχτηκε για μια στιγμή, και χρειάστηκα λίγο χρόνο πριν της απαντήσω με ανέμελο τόνο. «Περιέργως, το ίδιο και για μένα». «Χμμ, ωραία. Έτσι πρέπει». Χαμήλωσε τη φωνή της. «Άκουσα τη μαμά να τα παίζει πριν από λίγο. Είπε στον μπαμπά ότι ήρθε στο γραφείο σου και μαλώσατε ή κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι ζηλεύει λίγο. Θα το ξεπεράσει όμως». «Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Όλα είναι μια χαρά». «Το ξέρω. Απλώς είναι σπάσιμο που δεν μπόρεσε να κρατηθεί τουλάχιστον σήμερα από όλες τις μέρες. Τέλος πάντων, είμαι καταχαρούμενη και ήθελα να σου το πω». «Ευχαριστώ». «Όμως δεν πρόκειται να είμαι παρανυφάκι. Είμαι πολύ μεγάλη τώρα για τέτοια πράγματα. Μπορώ όμως να είμαι κανονική παράνυμφος. Λέω εγώ τώρα…» «Εντάξει». Χαμογέλασα. «Θα το πω στην Εύα». Μόλις είχα κλείσει όταν με κάλεσε ο Σκοτ από την ενδοεπικοινωνία. «Ήρθε η μις Τραμέλ», είπε, και τότε συνειδητοποίησα πόσο αργά ήταν. «Και να σας υπενθυμίσω ότι έχετε την τηλεδιάσκεψη με την ομάδα των προγραμματιστών στην Καλιφόρνια σε πέντε λεπτά». Έγειρα πίσω και είδα την Εύα να ξεπροβάλλει από τη γωνία. Μπορούσα να την παρακολουθώ να περπατάει για ώρες. Οι γοφοί της είχαν ένα λίκνισμα που με έκανε να θέλω να τη γαμήσω, και το πιγούνι της, μια αποφασισμένη γωνία που ενεργοποιούσε όλα τα κυριαρχικά μου ένστικτα. Ήθελα να την αρπάξω από την αλογοουρά, να ρουφήξω το στόμα της με το δικό μου και ν’ αρχίσω να τρίβομαι πάνω της. Αυτό ακριβώς που ήθελα και την πρώτη φορά που την είδα. Και όλες τις υπόλοιπες φορές από τότε μέχρι τώρα. «Στείλε την πρόταση στους προγραμματιστές», είπα στον Σκοτ. «Πες τους να τη δουν και θα μπω κι εγώ σύντομα για την τηλεδιάσκεψη». «Μάλιστα, κύριε Κρος». Η Εύα μπήκε αεράτη στο γραφείο. «Εύα». Σηκώθηκα. «Πώς ήταν η μέρα σου;» Αυτή με πλησίασε κάνοντας τον γύρο του γραφείου και μ’ άρπαξε από τη γραβάτα. Μου σηκώθηκε ακαριαία και όλη μου η προσοχή εστιάστηκε πάνω της. «Σ’ αγαπάω, ρε γαμώτο», είπε, και μετά με ένα τράβηγμα της γραβάτας κατέβασε το στόμα μου
στο δικό της. Την αγκάλιασα από τη μέση και με το άλλο χέρι βρήκα ψηλαφητά το τηλεχειριστήριο για να κάνω τον γυάλινο τοίχο αδιαφανή, ενώ ταυτόχρονα την άφηνα να με φιλήσει σαν να ήμουν κτήμα της. Και ήμουν. Ολοκληρωτικά. Η αίσθηση των χειλιών της πάνω στα δικά μου και η φανερή κτητικότητα της συμπεριφοράς της ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν μετά τη δύσκολη μέρα που είχα περάσει. Κρατώντας την κολλημένη πάνω μου, γύρισα και μισοκάθισα στην άκρη του γραφείου, τραβώντας την ανάμεσα στα πόδια μου. Θα μπορούσα να πω ότι έτσι την κρατούσα καλύτερα, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, είχαν λυθεί τα γόνατά μου. Μου το έκαναν αυτό τα φιλιά της. Έκαναν αυτό που δεν μπορούσαν να κάνουν ούτε τρεις ώρες προπόνηση με τον γυμναστή μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα με τον πόθο να φουντώνει μέσα μου, ρουφώντας την, αφήνοντας το ντελικάτο άρωμά της και την προκλητική οσμή του ίδιου του κορμιού της να με μεθύσουν. Τα χείλια της ήταν μαλακά και υγρά πάνω στα δικά μου, απαιτητικά με έναν αδιόρατο τρόπο. Η γλώσσα της έγλειφε με μικρές λεπτές κινήσεις, γευόταν, με πείραζε και με άναβε χωρίς καμία προσπάθεια. Η Εύα με φιλούσε σαν να ήμουν το πιο υπέροχο πράγμα που είχε δοκιμάσει ποτέ, μια γεύση που λαχταρούσε, που της είχε γίνει εθισμός. Η αίσθηση ήταν μεθυστική και μου είχε γίνει απαραίτητη. Ζούσα για τα φιλιά της. Όταν με φιλούσε, ήξερα ότι η θέση μου ήταν ακριβώς εκεί, στην αγκαλιά της. Έγειρε το κεφάλι της και βόγκηξε μέσα στο στόμα μου, ένας σιγανός ήχος ηδονής και παράδοσης. Τα δάχτυλά της είχαν χαθεί στα μαλλιά μου, γλιστρούσαν ανάμεσά τους, τα τραβούσαν. Η αίσθηση ότι ήμουν ακινητοποιημένος –κατακτημένος– ήταν για μένα μια πρόκληση στο βαθύτερο δυνατό επίπεδο. Την τράβηξα πιο κοντά μου, μέχρι που η σφιχτή κοιλιά της κόλλησε πάνω στη στύση μου. Το πέος μου παλλόταν, πονούσε. «Θα με κάνεις να τελειώσω», μουρμούρισα. Όλη η προσπάθεια που έπρεπε να κάνω κάποτε για να ανάψω αρκετά ώστε να μπορέσω να φτάσω σε οργασμό ήταν περιττή με τη γυναίκα μου. Το γεγονός της ύπαρξής της και μόνο μού άναβε τα αίματα. Η δύναμη της επιθυμίας της ήταν αρκετή για να με φουντώσει. Έγειρε λιγάκι πίσω, λαχανιασμένη όπως κι εγώ. «Δε θα με πείραζε». «Ούτε και μένα, αλλά με περιμένουν για μια σύσκεψη». «Δε θέλω να σε καθυστερήσω. Απλώς να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτά που είπες στον μπαμπά μου». Χαμογέλασα και της έσφιξα τον πισινό και με τα δύο χέρια. «Και μου το είπε ο δικηγόρος μου ότι θα έπαιρνα πολλούς πόντους γι’ αυτό». «Στη δουλειά ήμασταν πνιγμένοι και δεν πρόλαβα να του τηλεφωνήσω παρά μόνο την ώρα του μεσημεριανού. Ανησυχούσα τόσο πολύ μήπως μάθει για τον αρραβώνα μας πριν προλάβω να του το πω». Μου έσπρωξε τον ώμο. «Θα μπορούσες να με ενημερώσεις ότι θα το ανακοίνωνες δημόσια!» Σήκωσα τους ώμους. «Δεν ήταν προσχεδιασμένο, αλλά, όταν με ρώτησαν, δεν μπορούσα να το αρνηθώ βέβαια». Χαμογέλασε λοξά. «Φυσικά όχι. Είδες εκείνο το γελοίο άρθρο για τη φουσκωμένη κοιλίτσα μου;» «Τρομακτική σκέψη αυτήν ακριβώς τη στιγμή», είπα, προσπαθώντας να κρατήσω τον τόνο μου ανάλαφρο παρά την ξαφνική ανησυχία που ένιωσα. «Σκοπεύω να σε κρατήσω όλη δική μου για λίγο». «Ε, ναι, αν είναι δυνατόν». Κούνησε το κεφάλι της. «Φρίκαρα στη σκέψη ότι θα νομίσει ο
μπαμπάς μου ότι είμαι αρραβωνιασμένη και έγκυος και δεν έκανα καν τον κόπο να τον ενημερώσω. Ένιωσα τέτοια ανακούφιση όταν τον πήρα τελικά και ανακάλυψα ότι του τα εξήγησες όλα και εξομάλυνες τα πράγματα». «Ευχαρίστησή μου». Θα έβαζα φωτιά στον κόσμο γι’ αυτή αν χρειαζόταν. Άρχισε να μου ξεκουμπώνει το γιλέκο. Ύψωσα τα φρύδια σε μια βουβή ερώτηση, αλλά δεν είχα σκοπό να τη σταματήσω. «Δεν έφυγα καν ακόμη, και μου λείπεις κιόλας», είπε σιγά η Εύα, και μου ίσιωσε τη γραβάτα. «Μη φύγεις». «Αν ήθελα απλώς να κλειστώ κάπου με τον Κάρι για λίγο, θα το έκανα εδώ και όχι στο Σαν Ντιέγκο». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Αλλά είναι τελείως παλαβωμένος επειδή είναι έγκυος η Τατιάνα. Και επιπλέον, πρέπει να δω και λίγο τον μπαμπά μου. Ιδιαίτερα τώρα». «Υπάρχει τίποτα που θα πρέπει να μου πεις;» «Όχι. Ακουγόταν καλά όταν του μίλησα, αλλά νομίζω ότι ελπίζει να περάσουμε περισσότερο χρόνο μαζί οι δυο μας πριν παντρευτώ. Θεωρεί ότι εσύ κι εγώ μόλις γνωριστήκαμε, ότι είναι πολύ νωρίς για γάμο». Ήξερα ότι έπρεπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, αλλά δεν μπορούσα. «Και επίσης δεν μπορούμε να ξεχάσουμε τον Κλάιν». Το σαγόνι της σφίχτηκε κι έστρεψε την προσοχή της στα χέρια της καθώς συνέχιζε να μου ξεκουμπώνει το γιλέκο. «Θα φύγω σε λίγο. Δε θέλω να μαλώσουμε πάλι». Της έπιασα τα χέρια. «Εύα. Κοίταξέ με». Κοιτάζοντας τα ταραγμένα μάτια της, αισθάνθηκα ένα τράβηγμα στο στήθος, ένα αργό στρίψιμο που μπορούσε να με διαλύσει. Ήταν ακόμη θυμωμένη μαζί μου, και δεν το άντεχα. «Ακόμη δεν καταλαβαίνεις τι μου κάνεις. Πόσο με τρελαίνεις». «Άσ’ τα αυτά. Δεν έπρεπε να μου πετάξεις έτσι την Κορίν». «Ίσως όχι. Αλλά μίλα κι εσύ ειλικρινά. Μου μίλησες ξαφνικά για τον Κλάιν σήμερα το πρωί επειδή ανησυχείς που θα τον δεις». «Δεν ανησυχώ!» «Άγγελέ μου». Την κοίταξα υπομονετικά. «Ανησυχείς. Δεν πιστεύω ότι θα κοιμηθείς μαζί του, αλλά πιστεύω ότι αγχώνεσαι μήπως παραβιάσεις κάποια γραμμή που δεν πρέπει. Χρειαζόσουν μια έντονη αντίδραση από μένα, και γι’ αυτό μίλησες ντόμπρα και την είχες. Είχες ανάγκη να δεις τι θα μου έκανε η αναφορά του ονόματός του και μόνο. Να δεις ότι και η σκέψη απλώς να είσαι μαζί του με τρελαίνει». «Γκίντεον». Μου έσφιξε τα χέρια. «Δεν πρόκειται να γίνει τίποτα». «Δεν προσπαθώ να βρω δικαιολογίες». Της χάιδεψα το μάγουλο. «Σε πλήγωσα και λυπάμαι». «Λυπάμαι κι εγώ. Ήθελα να αποφύγω τα προβλήματα, αλλά δεν τα κατάφερα». Ήξερα ότι είχε μετανιώσει για τον καβγά μας. Το έβλεπα στα μάτια της. «Μαθαίνουμε καθώς προχωράμε. Θα τα κάνουμε θάλασσα πότε πότε. Απλώς πρέπει να μου ’χεις εμπιστοσύνη, άγγελέ μου». «Σου έχω, Γκίντεον. Γι’ αυτό φτάσαμε μέχρι εδώ που φτάσαμε. Αλλά το γεγονός ότι με πλήγωσες σκόπιμα…» Κούνησε το κεφάλι και είδα ότι αυτό που της είπα την έτρωγε ακόμη. «Υποτίθεται ότι είσαι ο άνθρωπος που μπορούσα να είμαι πάντα σίγουρη ότι δε θα με πληγώσει ποτέ σκόπιμα». Το γεγονός ότι ξαφνικά αμφέβαλλε για την εμπιστοσύνη που μου είχε ήταν σκληρό χτύπημα για μένα. Το δέχτηκα, και μετά της έδωσα εξηγήσεις, κάτι που έκανα μόνο με αυτή. Ήμουν
διατεθειμένος να της εξηγήσω τα πάντα, να μιλώ για ώρες, να γράψω υποσχέσεις με αίμα… αν αυτό χρειαζόταν για να την κάνω να πιστέψει σε μένα. «Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο να πληγώσεις κάποιον συνειδητά και να τον πληγώσεις από κακία και μόνο, δε συμφωνείς;» Της έπιασα το πρόσωπο με τις παλάμες. «Σου υπόσχομαι ότι δε θα σε πονέσω ποτέ μόνο και μόνο για να σε πονέσω. Δε βλέπεις ότι κι εγώ είμαι το ίδιο ανυπεράσπιστος απέναντί σου; Έχεις κι εσύ την ίδια δύναμη να με πληγώσεις». Το πρόσωπό της μαλάκωσε, έγινε ακόμη πιο απίστευτα όμορφο. «Δε θα το έκανα ποτέ». «Το έκανα όμως εγώ. Και πρέπει να με συγχωρήσεις». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Μου τη σπάει όταν χρησιμοποιείς αυτό τον τόνο». Ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης με έκανε να μην αφήσω να φανεί το χαμόγελο που ένιωθα. «Όμως σε κάνει να υγραίνεσαι». Η Εύα με αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο της και πηγαίνοντας στο παράθυρο στάθηκε στο ίδιο σημείο που είχα σταθεί κι εγώ το πρωί. Η αλογοουρά τόνιζε ακόμη περισσότερο την ομορφιά της – και ταυτόχρονα, εξαιτίας της, δεν είχε τρόπο να κρύψει τα συναισθήματά της. Είδα τα μάγουλά της να γίνονται κατακόκκινα. Ήξερε πόσο συχνά σκεφτόμουν να τη δέσω όταν ήταν έτσι τσαντισμένη; Όχι για να τη φυλακίσω, αλλά για να κρατήσω αυτή την παλλόμενη ενέργειά της, αυτή τη δίψα της για ζωή που εγώ δεν είχα ποτέ. Μου την έδινε όμως η Εύα, μου την έδινε ολοκληρωτικά. «Μην προσπαθείς να με ελέγξεις με το σεξ, Γκίντεον», είπε με γυρισμένη την πλάτη. «Δε θέλω να σε ελέγξω». «Με χειρίζεσαι. Κάνεις πράγματα… λες πράγματα… μόνο και μόνο για να μου προκαλέσεις μια συγκεκριμένη αντίδραση». Σταύρωσα τα χέρια στο στήθος καθώς τη θυμήθηκα να φιλάει τον Κλάιν. «Όπως κάνεις κι εσύ, κάτι που μόλις συζητήσαμε». Γύρισε προς το μέρος μου. «Εγώ επιτρέπεται να το κάνω, είμαι γυναίκα». «Α». Χαμογέλασα. «Το φαντάστηκα». «Είσαι ένα τεράστιο αίνιγμα για μένα». Αναστέναξε και την είδα να αφήνει να φύγουν από μέσα της τα τελευταία υπολείμματα του θυμού της. «Όμως με έχεις μάθει καλά. Ξέρεις όλα τα κουμπιά μου και πώς να τα πατάς». «Αν νομίζεις ότι δεν περνάω ένα μεγάλο μέρος της κάθε μέρας μου προσπαθώντας να σε καταλάβω, τότε δε με ξέρεις καθόλου. Σκέψου το αυτό μέχρι να τελειώσω με τη σύσκεψη και μετά θα αποχαιρετιστούμε σωστά». Κάθισα στο κάθισμά μου και το βλέμμα της με ακολούθησε. Προσάρμοσα τα ακουστικά στο κεφάλι μου και μετά σταμάτησα καθώς αντιλήφθηκα ότι συνέχιζε να με κοιτάζει επίμονα. Της άρεσε να με κοιτάζει. Και η δική της απροκάλυπτη επιθυμία ήταν η μοναδική που με έκανε να νιώθω καλά για τον εαυτό μου. Το σεξουαλικό ενδιαφέρον της δε μου είχε προκαλέσει ποτέ την ανακλαστική αμυντική αντίδραση που μου προκαλούσαν άλλες γυναίκες. Με έκανε να νιώθω ότι με αγαπούν και με θέλουν με έναν τρόπο που δεν ήταν καθόλου απειλητικός. «Όταν σε παρακολουθώ να μπαίνεις στον ρόλο του επιχειρηματία, ανάβω», μου εξήγησε. Η φωνή της ήταν λιγάκι βραχνή, όσο χρειαζόταν για να μην μπορώ να συγκεντρωθώ τελείως στη δουλειά μου. «Είσαι τόσο σέξι». Χαμογέλασα λοξά. «Αγγελούδι μου, κάτσε φρόνιμο για δεκαπέντε λεπτά». «Αυτό δε θα ’χε πλάκα. Άλλωστε, σου αρέσει να είμαι άτακτη».
Αυτό ήταν σίγουρο. «Δεκαπέντε λεπτά», επανέλαβα. Δεδομένου ότι αρχικά είχα προγραμματίσει να διαρκέσει η σύσκεψη μία ώρα, αυτή ήταν μεγάλη υποχώρηση από μέρους μου. «Εσύ κάνε τη δουλειά σου». Η Εύα πλησίασε στο κάθισμά μου κι έσκυψε για να ψιθυρίσει στο αυτί μου: «Εγώ θα βρω κάτι να ασχοληθώ όσο εσύ θα μιλάς και θα παίζεις με τα εκατομμύριά σου». Ξαφνικά ο πούτσος μου ορθώθηκε σε σημείο που να με πονάει. Μου είχε πει κάτι παρόμοιο όταν είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε μαζί, και το ονειρευόμουν για βδομάδες μετά. Θα της έλεγα να περιμένει, αλλά ήξερα ότι δε θα με άκουγε. Είχε εκείνη την αποφασιστική έκφραση στα μάτια κι ένα προκλητικό λίκνισμα στους γοφούς καθώς έκανε τον γύρο του γραφείου μου. Την είχα πληγώσει και τώρα θα έπαιρνε την εκδίκησή της. Μερικά ζευγάρια τιμωρούν ο ένας τον άλλο με τον πόνο ή τη στέρηση. Η Εύα κι εγώ τιμωρούσαμε ο ένας τον άλλο με την ηδονή. Τη στιγμή που έπαψα να τη βλέπω, συνδέθηκα στη σύσκεψη χωρίς να ενεργοποιήσω την κάμερα κι έκλεισα το μικρόφωνό μου. Είδα την εξαμελή ομάδα να συζητά το υλικό που τους είχε στείλει ο Σκοτ. Τους έδωσα λίγο χρόνο για να αντιληφθούν ότι είχα συνδεθεί… και εκμεταλλεύτηκα αυτό το διάστημα για να σηκωθώ όρθιος και να ξεκουμπώσω το παντελόνι μου. Η Εύα έβγαλε τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. «Ωραία. Θα είναι πιο εύκολο για σένα αν συνεργαστείς». «Δε φαντάζομαι να πιστεύεις ότι το να μου κάνεις τσιμπούκι ενώ είμαι σε τηλεδιάσκεψη θα είναι εύκολο σε οποιοδήποτε επίπεδο». Στο μεταξύ άκουσα στα ακουστικά μου τα στελέχη από την Καλιφόρνια να με χαιρετούν. Τους αγνόησα για μια στιγμή, σκεφτόμουν μόνο αυτό που θα συνέβαινε σε λίγο. Πριν από μερικές βδομάδες μόνο, το ενδεχόμενο να παίζω την ώρα της δουλειάς θα μου ήταν αδιανόητο. Αν η Εύα είχε άλλο χαρακτήρα, θα την ανάγκαζα να περιμένει μέχρι να έχω τον χρόνο για να της αφιερώσω όλη την προσοχή μου. Όμως το αγγελούδι μου ήταν επικίνδυνη ερωμένη και την έβρισκε με τον κίνδυνο να την πιάσουν στα πράσα. Αν δεν ήταν αυτή, δε θα ανακάλυπτα ποτέ ότι μου άρεσε και μένα αυτό. Υπήρχαν φορές που ήθελα να τη γαμήσω δημοσίως, για να μάθουν όλοι πόσο ολοκληρωτικά ήταν δική μου. Με κοίταξε με ένα φλογερό χαμόγελο. «Αν σου άρεσαν τα εύκολα, δε θα με παντρευόσουν». Και θα την παντρευόμουν πάλι, το συντομότερο δυνατό. Και αυτή δε θα ήταν η τελευταία φορά. Θα ανανεώναμε συχνά τους όρκους μας, υπενθυμίζοντας ο ένας στον άλλον ότι υποσχεθήκαμε να είμαστε μαζί για πάντα, ό,τι κι αν αντιμετωπίζαμε στη ζωή. Η Εύα γονάτισε με χάρη μπροστά στο γραφείο μου, μετά έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να με πλησιάζει σαν λέαινα που πλησιάζει τη λεία της. Μέσα από το θαμπό γυαλί της επιφάνειας του γραφείου, την είδα να έρχεται στη θέση της και να γλείφει τα χείλια της. Με διαπέρασε ένα κύμα πόθου, η φλόγα της πρόκλησης και της ερωτικής προσδοκίας. Τα πάντα στη γυναίκα μου με ικανοποιούσαν, αλλά το στόμα της ήταν ξεχωριστή κατηγορία από μόνο του. Μου έκανε τσιμπούκι ρουφώντας σαν να διψούσε για το σπέρμα μου, σαν να ήταν εθισμένη στη γεύση. Η Εύα μου έκανε τσιμπούκι επειδή άρεσε στην ίδια. Το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να με δει να διαλύομαι ήταν ένα πρόσθετο μπόνους. Άνοιξα πιο πολύ το παντελόνι μου και κατέβασα το μπόξερ, κοιτώντας το πρόσωπό της καθώς της αποκάλυψα πόσο με επηρέαζε. Τα χείλια της άνοιξαν και η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη. Τραβήχτηκε πίσω και κάθισε στις φτέρνες της σαν ικέτιδα. Βολεύτηκα στο κάθισμα, προσέχοντας τον ασυνήθιστο περιορισμό γύρω από τους μηρούς μου και
την πίεση του λάστιχου κάτω από τα αρχίδια μου. Αμέσως ξύπνησε μέσα μου μια δυσάρεστη αντίδραση. Η αίσθηση του περιορισμού μού έφερε αναμνήσεις που τις είχα θάψει από καιρό. Αλλάζοντας γνώμη, άρχισα να σπρώχνω πίσω το κάθισμά μου, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπά πιο γρήγορα… Και τότε η Εύα με ρούφηξε όλο μέσα στο στόμα της. Βόγκηξα και τα δάχτυλά μου χώθηκαν στα μπράτσα του καθίσματος, ενώ ταυτόχρονα αισθανόμουν τα δάχτυλά της να χώνονται στους μηρούς μου. Η αίσθηση της υγρής ζέστης στο ευαίσθητο κεφάλι του πούτσου μου ήταν σοκαριστικά έντονη. Άρχισε να ρουφάει και η σατινένια γλώσσα της τρίφτηκε πάνω στο πιο ευαίσθητο σημείο. Μέσα στον βρόντο της καρδιάς μου, άκουσα τα στελέχη να ρωτούν αν λειτουργούν η κάμερα και τα ακουστικά μου… Ισιώνοντας την πλάτη μου, ήρθα πιο μπροστά και ενεργοποίησα το μικρόφωνο και την κάμερα. «Με συγχωρείτε για την καθυστέρηση», είπα κοφτά, ενώ το στόμα της Εύας έπαιρνε τον πούτσο μου ακόμη πιο βαθιά. «Τώρα που είχατε την ευκαιρία να δείτε την πρόταση, θα συζητήσουμε τα βήματα που θα κάνετε για να την εφαρμόσετε». Η Εύα έβγαλε ένα επιδοκιμαστικό μουρμουρητό και η δόνηση με διαπέρασε. Ο πούτσος μου ήταν σκληρός σαν πέτρα κι αυτή συνέχιζε να με βασανίζει με τα λεπτά δάχτυλά της, χαϊδεύοντας ακριβώς με όση δύναμη χρειαζόταν για να με κάνει να θέλω πιο πολύ. Πρώτος μίλησε ο Τιμ Χέντερσον, ο επικεφαλής του προγράμματος και της ομάδας. Με δυσκολία κατάφερνα να συγκεντρωθώ, τον έβλεπα περισσότερο στη μνήμη μου παρά στην οθόνη. Ήταν ψηλός και απίστευτα αδύνατος, με χλομό δέρμα και ατίθασα καστανά μαλλιά και του άρεσε να μιλάει, πράγμα που ήταν σωστή ευλογία έτσι που είχε στεγνώσει το στόμα μου. «Θα ήθελα πιο πολύ χρόνο για να το δω πιο προσεκτικά», άρχισε, «αλλά, σαν πρώτη αντίδραση, σκέφτομαι ότι μας στριμώχνει τρομερά το πρόγραμμα. Κάποια μέρη του είναι εξαιρετικά και με ενθουσιάζουν οι προοπτικές για το τι μπορούμε να κάνουμε, αλλά χρειαζόμαστε τουλάχιστον έναν χρόνο για να μπούμε σε φάση δοκιμών βήτα, όχι έξι μήνες». «Αυτό μου είπες και πριν από έξι μήνες», του υπενθύμισα, με τη γροθιά μου να σφίγγεται καθώς η Εύα ρουφούσε τον πούτσο μου μέχρι το πίσω μέρος του λαιμού της. Καθώς τραβήχτηκε πάλι πίσω ρουφώντας, με το στόμα της τυλιγμένο γύρω μου σαν ένα καυτό βελούδο, αισθάνθηκα ιδρώτα να αναβλύζει στον σβέρκο μου. «Χάσαμε τον επικεφαλής σχεδιαστή μας. Τον τσίμπησε η LanCorp…» «Και σας πρόσφερα άνθρωπο να τον αντικαταστήσει, αλλά αρνηθήκατε». Το σαγόνι του Χέντερσον σφίχτηκε. Ήταν ιδιοφυΐα στον προγραμματισμό, ένα εκπληκτικά δημιουργικό μυαλό, αλλά δε συνεργαζόταν καλά με τους άλλους και αντιστεκόταν στις εξωτερικές παρεμβάσεις. Και είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει… αν δεν έτρωγε τον δικό μου χρόνο και χρήμα. «Μια δημιουργική ομάδα έχει λεπτή ισορροπία», μου απάντησε. «Δεν μπορείς απλώς να βάλεις όποιον να ’ναι στη θέση που άδειασε. Τώρα έχουμε τον σωστό άνθρωπο για τη δουλειά…» «Ευχαριστώ», επενέβη ο Τζεφ Σίμονς, χαμογελώντας με τον έπαινο. «…και προοδεύουμε», συνέχισε ο Τιμ. «Έχουμε…» «Εκείνο που κάνετε είναι ότι παραβιάζετε συνέχεια τις προθεσμίες που βάζετε εσείς οι ίδιοι». Ο τόνος μου ήταν πιο απότομος από όσο ήθελα εξαιτίας της αεικίνητης γλώσσας της γυναίκας μου. Απαλές, παιχνιδιάρικες γλειψιές από τη ρίζα μέχρι την κορυφή κόντευαν να με τρελάνουν. Οι μηροί μου με πονούσαν από την ένταση, οι μύες μου είχαν σκληρύνει από τη δύναμη που έβαζα για να
κρατηθώ ακίνητος στο κάθισμα. Η Εύα ακολουθούσε κάθε ευαίσθητη φλέβα, έγλειφε τις παλλόμενες προεξοχές τους πιέζοντας με το επίπεδο μέρος της γλώσσας της. «Ενώ δημιουργούμε μια εξαιρετική και πρωτοποριακή εμπειρία για τον χρήστη», μου απάντησε. «Κάνουμε τη δουλειά μας και την κάνουμε σωστά». Ήθελα να σπρώξω την Εύα σκυφτή πάνω στο γραφείο και να τη γαμήσω αλύπητα. Για να το κάνω αυτό όμως έπρεπε να τελειώσω με την αναθεματισμένη τη σύσκεψη. «Πολύ ωραία. Και τώρα απλώς πρέπει να την κάνετε πιο γρήγορα. Στέλνω μια ομάδα για να σας βοηθήσει να πετύχετε τους στόχους σας μέσα στις προθεσμίες. Θα…» «Για περίμενε μια στιγμή, Κρος», με έκοψε ο Χέντερσον, σκύβοντας πιο κοντά στην κάμερα. «Αν στείλεις εδώ διάφορους φραγκοφονιάδες λογιστές να μας γίνουν στενός κορσές, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να μας καθυστερήσεις! Πρέπει να αφήσεις την ανάπτυξη σε μας. Αν χρειαστούμε τη βοήθειά σου, θα σ’ τη ζητήσουμε». «Αν νομίζεις ότι θα σας δώσω τα λεφτά μου και θα παρακολουθώ αμέτοχος, τότε δεν τα έχεις μελετήσει καλά τα πράγματα». «Ω!» μουρμούρισε η Εύα. Τα μάτια της άστραφταν από ευθυμία κάτω από το γυαλί. Έβαλα το χέρι μου κάτω από το γραφείο, την έπιασα από τον σβέρκο και την έσφιξα. «Ο χώρος των εφαρμογών για έξυπνα τηλέφωνα είναι τρομερά ανταγωνιστικός. Γι’ αυτό με πλησιάσατε. Μου παρουσιάσατε μια ιδέα για ένα μοναδικό και ενδιαφέρον παιχνίδι για έξυπνα τηλέφωνα, με χρονοδιάγραμμα ενός έτους μέχρι την κυκλοφορία, ένα διάστημα που η ομάδα μου θεώρησε λογικό και εφικτό». Σταμάτησα για να πάρω ανάσα, βασανισμένος από την αίσθηση των ζεστών χειλιών που ανεβοκατέβαιναν στον ορθωμένο πούτσο μου. Η Εύα δούλευε αποφασιστικά τώρα, βοηθώντας και με τη χούφτα της. Τέρμα τα βασανιστήρια. Ήθελε να με κάνει να τελειώσω. Τώρα. «Το βλέπετε λάθος, κύριε Κρος», είπε ο Κεν Χαράντα, περνώντας το χέρι πάνω από το μούσι του. «Τα τεχνικά χρονοδιαγράμματα δε λαμβάνουν υπόψη τους τις οργανικές δημιουργικές διαδικασίες. Δεν καταλαβαίνετε πώς…» «Μη με παρουσιάζεις σαν τον κακό της υπόθεσης». Η παρόρμηση να σπρώξω, να γαμήσω ήταν ασυγκράτητη. Η επιθετικότητα φούντωσε μέσα μου σαν παλιρροϊκό κύμα, αναγκάζοντάς με να παλέψω για να μπορέσω να φερθώ κάπως πολιτισμένα. «Μου εγγυηθήκατε έγκαιρη παράδοση όλου του προγράμματος με ένα χρονοδιάγραμμα που φτιάξατε εσείς οι ίδιοι και δεν τηρείτε αυτά που υποσχεθήκατε. Έτσι τώρα είμαι αναγκασμένος να σας βοηθήσω να τα τηρήσετε». Ο Χαράντα έπεσε πίσω στο κάθισμά του μουρμουρίζοντας. Έσφιξα πιο δυνατά τον σβέρκο της Εύας, προσπαθώντας να την επιβραδύνω. Μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια κι άρχισα να της κουνάω πιο δυνατά το κεφάλι, να την παροτρύνω άγρια να κάνει πιο γρήγορα, να ρουφήξει πιο δυνατά. Να με στραγγίσει. «Να τι θα κάνουμε λοιπόν. Θα δουλέψετε με την ομάδα που στέλνω. Αν χάσετε κι άλλη προθεσμία, θα βγάλω τον Τιμ από τη θέση του επικεφαλής». «Τρίχες!» φώναξε αυτός. «Η εφαρμογή είναι δική μου! Δεν μπορείς να μου την πάρεις». Χρειαζόμουν διπλωματικότητα τώρα, αλλά δεν την είχα. Το μυαλό μου είχε θολώσει από τη ζωώδη ανάγκη για ζευγάρωμα. «Θα ’πρεπε να διαβάσεις πιο προσεκτικά το συμβόλαιο. Κάν’ το αυτό απόψε και θα το ξαναδούμε αύριο αφού φτάσει η ομάδα μου». Και αφού θα έχω τελειώσει… Ανατριχίλες ανέβηκαν τη σπονδυλική μου στήλη. Τα αρχίδια μου σφίχτηκαν. Απείχα ένα λεπτό
από τον οργασμό και η Εύα το ήξερε. Τα μάγουλά της είχαν βαθουλώσει καθώς ρουφούσε όσο πιο δυνατά μπορούσε, ενώ η γλώσσα της έπαιζε στο ευαίσθητο κάτω μέρος του κεφαλιού. Η καρδιά μου βροντούσε, οι παλάμες μου ήταν ιδρωμένες. Κοιτάζοντας έξι θυμωμένα πρόσωπα και ακούγοντας μια χορωδία από διαμαρτυρίες στα ακουστικά, αισθάνθηκα τον οργασμό να με χτυπά σαν κεραυνός. Έκλεισα το μικρόφωνο κι άφησα το μουγκρητό να ξεχυθεί από τον λαιμό μου καθώς έχυνα με δύναμη μέσα στο στόμα της Εύας που συνέχιζε να δουλεύει ασταμάτητα. Βόγκηξε κι αυτή κι άρχισε να αρμέγει τον πούτσο μου και με τα δύο χέρια, τραβώντας και σφίγγοντας καθώς συνέχιζα να χύνω, μια πλημμύρα που δεν μπορούσα να τη σταματήσω. Αισθάνθηκα το πρόσωπό μου να γίνεται κατακόκκινο. Κοιτάζοντας με πέτρινη έκφραση την οθόνη, έπνιξα την τάση να κλείσω τα μάτια και να ρίξω πίσω το κεφάλι, να απελευθερωθώ για να απολαύσω τη μοναδική ηδονή τού να τελειώνω για τη γυναίκα μου. Να τελειώνω εξαιτίας της γυναίκας μου. Καθώς μαλάκωσε η πίεση, άφησα τα μαλλιά της και χάιδεψα το μάγουλό της. Άνοιξα πάλι το μικρόφωνο. «Σε μερικά λεπτά θα σας καλέσει ο βοηθός μου για να κανονίσει την αυριανή συνάντηση», τους έκοψα με βραχνή φωνή. «Ελπίζω να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε μια φιλική συμφωνία. Θα τα ξαναπούμε». Έκλεισα τον πλοηγό ιστοσελίδων και πέταξα από το κεφάλι μου τα ακουστικά. «Έλα δω, αγγελούδι μου». Έσπρωξα πίσω το κάθισμα και την τράβηξα πάνω πριν προλάβει να βγει μόνη της. «Είσαι μια μηχανή!» είπε η Εύα, με τη φωνή της εξίσου βραχνή με τη δική μου, τα χείλια της κόκκινα και πρησμένα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω! Δεν έπαιξε ούτε το βλέφαρό σου! Πώς μπορείς να… Ω!» Το μικροσκοπικό κομμάτι δαντέλα που φορούσε για εσώρουχο έπεσε στο δάπεδο κομματιασμένο. «Μου άρεσε αυτό το σλιπάκι», είπε λαχανιασμένη. Τη σήκωσα στον αέρα, κάθισα τον γυμνό πισινό της πάνω στο γυάλινο γραφείο, και την ευθυγράμμισα για να μπω μέσα της. «Αυτό θα σου αρέσει ακόμη πιο πολύ». «Αγγελούδι μου». Η Εύα με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σαν νυσταγμένο γατί καθώς βγήκα από το μπάνιο του γραφείου μου. «Μμμ;» Χαμογέλασα όταν τη βρήκα σωριασμένη στο κάθισμα του γραφείου μου. «Υποθέτω ότι είσαι εντάξει». «Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα». Σήκωσε το χέρι και το πέρασε μέσα από τα μαλλιά της. «Μου λείπουν τα μάτια που μου πέταξες έξω απ’ το γαμήσι, αλλά κατά τα άλλα νιώθω υπέροχα, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον». «Παρακαλώ». Την πλησίασα μ’ ένα υγρό ζεστό πανί. «Προσπαθείς να κάνεις ρεκόρ οργασμών σε μια μέρα;» «Ενδιαφέρουσα σκέψη. Είμαι πρόθυμος να κάνω μια δοκιμή». Άπλωσε το χέρι της σαν να ήθελε να με σταματήσει. «Όχι άλλο, μανιακέ. Έτσι και με πηδήξεις πάλι, θα χαζέψω». «Πες το μου αν αλλάξεις γνώμη». Γονάτισα μπροστά της και της άνοιξα τα πόδια. Το μουνί της,
ροζ, λείο και αποτριχωμένο, ήταν υπέροχο. Τέλειο. Με παρακολουθούσε καθώς την καθάριζα, και άπλωσε το χέρι για να μου στρώσει τα μαλλιά. «Μη δουλέψεις πολύ αυτό το Σαββατοκύριακο, εντάξει;» «Λες και υπάρχει τίποτε άλλο που να αξίζει να κάνω όταν λείπεις εσύ», μουρμούρισα. «Κοιμήσου μέχρι αργά. Διάβασε ένα βιβλίο. Κάνε κανένα πάρτι». Χαμογέλασα. «Δεν το έχω ξεχάσει αυτό που λέγαμε. Θα συναντηθώ με τα παιδιά απόψε». «Μπα;» Τα μάτια της ξύπνησαν ξαφνικά. Τραβήχτηκα πίσω καθώς έκλεισε τα πόδια της. «Ποια παιδιά;» «Αυτούς που θέλεις να γνωρίσεις». «Θα τους τηλεφωνήσεις;» Σηκώθηκα. «Θα βρεθούμε». «Για να κάνετε τι;» «Να πιούμε. Να κουβεντιάσουμε». Γύρισα στο μπάνιο, πέταξα το πανί στο καλάθι με τα άπλυτα κι έπλυνα τα χέρια μου. «Η Εύα με ακολούθησε. «Σε κλαμπ;» «Ίσως. Αλλά το πιθανότερο όχι». Ακούμπησε στην πόρτα και σταύρωσε τα χέρια. «Είναι κανείς απ’ αυτούς παντρεμένος;» «Ναι». Κρέμασα την πετσέτα των χεριών στη θέση της. «Εγώ». «Αυτό είναι όλο; Θα είναι εκεί και ο Αρνόλντο;» «Ίσως. Το πιθανότερο». «Τι μονολεκτικές απαντήσεις είναι αυτές;» «Τι ανάκριση είναι αυτή;» Έκανα την ερώτηση, παρόλο που ήξερα. Η γυναίκα μου ήταν ζηλιάρα. Και ευτυχώς και για τους δυο μας, αυτό μου άρεσε. Πολύ. Σήκωσε τους ώμους της, αλλά ήταν μια αμυντική κίνηση. «Απλώς θέλω να μάθω τι θα κάνεις, αυτό είναι όλο». «Θα μείνω σπίτι μου αν μείνεις κι εσύ». «Δε σου ζητώ να κάνεις τίποτα τέτοιο». Το μακιγιάζ κάτω από τα μάτια της ήταν μουτζουρωμένο. Μου άρεσε να της χαλάω την εμφάνιση και να της δίνω την εικόνα της φρεσκογαμημένης. Σε καμιά γυναίκα δεν πήγαινε πιο πολύ. «Μπες στο ψητό τότε». Έβγαλε έναν εκνευρισμένο ήχο. «Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζετε να κάνετε;» «Γιατί δεν ξέρω, Εύα. Συνήθως συναντιόμαστε σε ένα από τα σπίτια μας και πίνουμε. Παίζουμε χαρτιά. Μερικές φορές βγαίνουμε έξω». «Πάτε για καμάκι. Ένα τσούρμο σέξι άντρες που τα έχουν τσούξει και θέλουν να περάσουν καλά». «Δεν είναι έγκλημα αυτό. Και ποιος είπε ότι είναι σέξι;» Με κοίταξε με νόημα. «Βγαίνουν για καμάκι μαζί σου. Αυτό σημαίνει ότι ή είναι αρκετά όμορφοι για να μην τους επισκιάζεις ή έχουν τόση αυτοπεποίθηση που δεν τους νοιάζει». Σήκωσα το αριστερό μου χέρι. Τα κόκκινα ρουμπίνια στη βέρα άστραψαν στο φως. Δεν το έβγαζα ποτέ, ούτε είχα σκοπό να το βγάλω στο μέλλον. «Το θυμάσαι αυτό;» «Δεν ανησυχώ για σένα», μουρμούρισε, και κατέβασε τα χέρια της. «Αν δε σου φτάνει το γαμήσι που κάνουμε, χρειάζεσαι γιατρό». «Λέει η γυναίκα που δεν μπορούσε να περιμένει δεκαπέντε λεπτά». Μου έβγαλε τη γλώσσα.
«Εξαιτίας αυτής της γλώσσας έφαγες το γαμήσι». «Ο Αρνόλντο δε μου ’χει εμπιστοσύνη, Γκίντεον. Δε θέλει να είσαι μαζί μου». «Δεν είναι δική του απόφαση. Και μερικοί από τους δικούς σου φίλους δε θα με συμπαθήσουν. Ξέρω ότι ο Κάρι αμφιταλαντεύεται». «Τι θα γίνει αν ο Αρνόλντο πει στους άλλους τι νιώθει για μένα;» «Άγγελέ μου». Την πλησίασα και την έπιασα από τους γοφούς. «Οι συζητήσεις για συναισθήματα είναι γυναικεία συνήθεια». «Μην είσαι σεξιστής». «Ξέρεις ότι έχω δίκιο. Άλλωστε, ο Αρνόλντο έχει ερωτευτεί και ξέρει πώς είναι αυτά τα πράγματα». Με κοίταξε μ’ εκείνα τα μοναδικά πανέμορφα μάτια της. «Και εσύ είσαι ερωτευμένος, κύριε Κρος;» «Αμετάκλητα». Ο Μανιουέλ Αλκόα με πλησίασε και με χτύπησε στην πλάτη. «Μόλις μου κόστισες χίλια δολάρια, Κρος». Ακούμπησα στη νησίδα της κουζίνας κι έβαλα το χέρι στο παντελόνι του τζιν, πιάνοντας το κινητό μου. Η Εύα πετούσε αυτή την ώρα και είχα τον νου μου μήπως πάρω κανένα μήνυμα απ’ αυτή ή από τον Ραούλ. Ποτέ μου δεν είχα φοβηθεί τα αεροπλάνα, ποτέ δεν είχα ανησυχήσει για την ασφάλεια κάποιου που ταξίδευε – μέχρι τώρα. «Πώς έτσι;» ρώτησα, και ήπια μια γουλιά από την μπίρα μου. «Είσαι ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενα να κρεμαστεί και πας και παντρεύεσαι πρώτος». Ο Μανιουέλ κούνησε το κεφάλι. «Με σκοτώνεις». Κατέβασα το μπουκάλι. «Στοιχημάτισες ότι δε θα παντρευόμουν;» «Ακριβώς. Αλλά υποψιάζομαι ότι κάποιος είχε εσωτερική πληροφόρηση». Ο Μανιουέλ, διαχειριστής επενδύσεων, κοίταξε τον Αρνόλντο Ρίτσι από την άλλη μεριά της νησίδας στενεύοντας τα μάτια. Ο Αρνόλντο ανασήκωσε τον έναν ώμο. «Αν σε παρηγορεί καθόλου αυτό», είπα, «κι εγώ θα στοιχημάτιζα ότι δε θα παντρευόμουν». Ο Μανιουέλ χαμογέλασε. «Οι Λατίνες είναι και οι πρώτες, φίλε μου. Σέξι, όλο καμπύλες. Ασυγκράτητες και στο κρεβάτι και γενικότερα. Ευέξαπτες. Παθιασμένες». Έβγαλε ένα επιδοκιμαστικό μουγκρητό. «Καλή επιλογή». «Μανιουέλ!» φώναξε ο Αράς από το λίβινγκ ρουμ. «Φέρε επιτέλους αυτά τα λάιμ». Κοίταξα τον Μανιουέλ που έβγαινε από την κουζίνα με ένα μπολ με λάιμ. Το διαμέρισμα του Αράς ήταν σύγχρονο και ευρύχωρο με πανοραμική θέα στο Ιστ Ρίβερ. Δεν υπήρχαν πουθενά τοίχοι, παρά μόνο στις τουαλέτες. Έκανα τον γύρο της νησίδας και πλησίασα τον Αρνόλντο. «Πώς πας εσύ;» «Καλά». Το βλέμμα του χαμήλωσε στο ουίσκι που στριφογύριζε μέσα στο ποτήρι του. «Θα σε ρωτούσα το ίδιο πράγμα, αλλά δείχνεις καλά. Χαίρομαι». Δε σπατάλησα χρόνο μιλώντας περί ανέμων και υδάτων. «Η Εύα ανησυχεί ότι θα έχεις πρόβλημα μαζί της». Με κοίταξε. «Δεν της έδειξα ποτέ ασέβεια». «Δεν είπε ότι έκανες κάτι τέτοιο». Ο Αρνόλντο ήπιε μια γουλιά, απολαμβάνοντας για λίγο το εξαιρετικό ουίσκι πριν καταπιεί.
«Καταλαβαίνω ότι είσαι –πώς το λέτε αυτό;– παραλογισμένος με αυτή τη γυναίκα». «Ξελογιασμένος», είπα, ενώ αναρωτιόμουν γιατί δεν το έλεγε απλώς στα ιταλικά. «Α, ναι». Με κοίταξε με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Έχω βρεθεί σ’ αυτή την κατάσταση, φίλε μου, και ξέρω. Δε σε κρίνω». Ήξερα ότι ο Αρνόλντο με καταλάβαινε. Τον είχα βρει για πρώτη φορά στη Φλωρεντία να προσπαθεί να συνέλθει αφού είχε χάσει τη γυναίκα που αγαπούσε. Έπινε ασταμάτητα και μαγείρευε σαν μανιακός, φτιάχνοντας τόσο πολλά πιάτα πέντε αστέρων που τελικά δεν είχε τι να τα κάνει και τα χάριζε. Είχα απορήσει με την ολοκληρωτική απελπισία του και δεν μπορούσα να την καταλάβω. Ήμουν απόλυτα σίγουρος ότι δε θα ζούσα ποτέ μου κάτι τέτοιο. Η εικόνα μου για τη ζωή ήταν θαμπή, σαν να την έβλεπα μέσα από το γυάλινο γραφείο μου, με την ηχομόνωση και τους αδιαφανείς του τοίχους. Ήξερα ότι δε θα κατάφερνα ποτέ να εξηγήσω στην Εύα πώς μου φάνηκε την πρώτη φορά που την είδα, έτσι όπως ήταν γεμάτη ζωντάνια και ζεστασιά. Μια πολύχρωμη έκρηξη μέσα σε ένα ασπρόμαυρο τοπίο. «Voglio che sia felice». Ήταν μια απλή δήλωση, αλλά και η ουσία του πράγματος. Θέλω να είναι ευτυχισμένη. «Αν η ευτυχία της εξαρτάται από τι το νομίζω εγώ», μου απάντησε μιλώντας κι αυτός ιταλικά, «μου ζητάς πολλά. Δε θα πω ποτέ τίποτα εναντίον της. Θα της φέρομαι πάντα με τον σεβασμό που νιώθω για σένα όσο θα είστε μαζί. Όμως το τι πιστεύω είναι επιλογή και δικαίωμά μου, Γκίντεον». Κοίταξα τον Αράς που αράδιαζε μικρά ποτήρια για σφηνάκια στο μπαρ του λίβινγκ ρουμ. Ήταν ο κύριος δικηγόρος μου και ήξερε και για τον γάμο μου και για το βίντεο με τις σκηνές σεξ και δεν είχε πρόβλημα με κανένα από τα δύο. «Η σχέση μας είναι… πολύπλοκη», του εξήγησα μιλώντας σιγά. «Την έχω πληγώσει όσο έχει πληγώσει κι αυτή εμένα – ίσως περισσότερο». «Δε με εκπλήσσει που το ακούω αυτό, αλλά λυπάμαι». Ο Αρνόλντο με κοίταξε εξεταστικά. «Δεν μπορούσες να διαλέξεις καμία από τις άλλες γυναίκες που σε αγάπησαν και δε θα σου δημιουργούσαν προβλήματα; Ένα ήσυχο στολίδι που θα ταίριαζε στη ζωή σου χωρίς να προκαλέσει αναταράξεις;» «Όπως λέει η Εύα, αυτό δε θα ’χε πλάκα». Το χαμόγελό μου έσβησε. «Η Εύα είναι μια πρόκληση για μένα, Αρνόλντο. Με κάνει να βλέπω τα πράγματα… να σκέφτομαι τα πράγματα… με τελείως διαφορετικούς τρόπους. Και με αγαπά. Όχι σαν τις άλλες». Πήρα πάλι το κινητό μου. «Δεν επέτρεψες στις άλλες να σ’ αγαπήσουν». «Δεν μπορούσα. Περίμενα αυτή». Είδα μια σκεφτική έκφραση στο πρόσωπό του και πρόσθεσα: «Δε φαντάζομαι ότι η δική σου, η Μπιάνκα, δε σου δημιουργούσε προβλήματα». Γέλασε. «Όχι. Αλλά η δική μου ζωή ήταν απλή. Μου χρειάζονταν μερικές περιπλοκές». «Η δική μου ζωή ήταν τακτοποιημένη. Τώρα είναι μια περιπέτεια». Ο Αρνόλντο σοβάρεψε. «Όμως αυτή η ατίθαση φύση της που αγαπάς είναι που με ανησυχεί πιο πολύ». «Πάψε να ανησυχείς». «Θα το πω αυτό μόνο μια φορά, και δε θα το αναφέρω ξανά. Μπορεί να θυμώσεις μαζί μου γι’ αυτό που θα σου πω, αλλά πρέπει να ξέρεις ότι το λέω γιατί νοιάζομαι για σένα». Το σαγόνι μου σφίχτηκε. «Πες το να ξαλαφρώσεις». «Κάθισα μαζί με την Εύα και τον Μπρετ Κλάιν όταν έφαγαν μαζί. Τους είδα πώς είναι μεταξύ τους. Υπάρχει χημεία, σαν αυτή που είδα ανάμεσα στην Μπιάνκα και τον άντρα για τον οποίο με
άφησε. Μακάρι να πίστευα ότι η Εύα θα την αγνοήσει, αλλά έχει αποδείξει ήδη ότι δεν μπορεί». Συνέχισα να τον κοιτάζω στα μάτια. «Είχε τους λόγους της. Λόγους που της έδωσα εγώ». Ο Αρνόλντο ήπιε άλλη μια γουλιά. «Τότε θα προσεύχομαι να μην της δώσεις άλλους λόγους». «Ε», φώναξε ο Αράς, «κόφτο εκεί πέρα με τον Ιταλό. Τσακιστείτε κι ελάτε εδώ να τα τσούξουμε». Ο Αρνόλντο άγγιξε το ποτήρι του στο μπουκάλι μου και μετά σηκώθηκε και πέρασε δίπλα μου. Τελείωσα την μπίρα μου μόνος. Σκεφτόμουν αυτό που είχε πει ο Αρνόλντο. Μετά πήγα κι εγώ στο πάρτι.
4 «Τι έγινε, κοριτσάκι, γιατί συνοφρυώνεσαι;» ρώτησε ο Κάρι. Η φωνή του ήταν σιγανή και νυσταγμένη από τη δραμαμίνη που είχε κατεβάσει πριν την απογείωση. Κοίταζα τις επιλογές στην ιστοσελίδα, με τον δείκτη του ποντικιού να αιωρείται από πάνω τους. Αναρωτιόμουν ποια να διαλέξω. Αρραβωνιασμένη ή Η κατάσταση είναι περίπλοκη; Αφού ίσχυε και το Παντρεμένη, κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει και επιλογή Όλα τα παραπάνω. Και τι πλάκα που θα είχε να προσπαθήσω μετά να το εξηγήσω αυτό… Κοιτάζοντας απέναντί μου στην καμπίνα του πολυτελούς ιδιωτικού τζετ του Γκίντεον, είδα τον καλύτερό μου φίλο απλωμένο στον λευκό δερμάτινο καναπέ με τα χέρια πιασμένα πίσω από το κεφάλι του. Ψηλός και λεπτός, ήταν ωραίο θέαμα με το πουκάμισό του να έχει σηκωθεί ψηλά και το παντελόνι κάργκο να κρέμεται χαμηλά, αποκαλύπτοντας τους εκπληκτικούς κοιλιακούς που βοηθούσαν την Γκρέι Άιλς να πουλάει τζιν, εσώρουχα και άλλα αντρικά ρούχα. Ο Κάρι δεν είχε δυσκολευτεί καθόλου να προσαρμοστεί στην εξυπηρετική πολυτέλεια του τεράστιου πλούτου του Γκίντεον. Είχε βολευτεί αμέσως στην υπέροχη υπερσύγχρονη καμπίνα του τζετ. Και παρά το σπορ ντύσιμο, έδειχνε σαν στο σπίτι του ανάμεσα στα διακοσμητικά από βουρτσισμένο ατσάλι και γκρίζα καρυδιά. «Προσπαθώ να ανοίξω μερικούς λογαριασμούς σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης», του απάντησα. «Σώπα!» Ανακάθισε με αβίαστη χάρη, δείχνοντας απρόσμενα ξύπνιος. «Μεγάλο βήμα αυτό». «Βέβαια». Μέχρι τώρα κρυβόμουν εξαιτίας του Νέιθαν, φοβόμουν να αποκαλυφθώ και να τον διευκολύνω στην προσπάθειά του να με βρει. «Όμως είναι ώρα. Νιώθω ότι… Δεν έχει σημασία. Απλώς είναι ώρα». «Εντάξει». Ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα κι ένωσε τα δάχτυλά του. «Τότε γιατί έχεις κατσουφιάσει έτσι;» «Γιατί είναι πολλά πράγματα που πρέπει να λάβω υπόψη μου. Πόσα πρέπει να αποκαλύψω; Δεν έχω να ανησυχώ πια για τον Νέιθαν, αλλά τον Γκίντεον τον παρακολουθούν συνέχεια σε ό,τι κάνει». Με τη σκέψη μου στον Γκίντεον, έκανα μια αναζήτηση για να βρω το προφίλ του. Η σελίδα άνοιξε και είδα ένα μικρό μπλε τσεκάρισμα που έδειχνε ότι το προφίλ του ήταν επαληθευμένο πως ανήκει όντως σ’ αυτόν. Μόλις είδα τη φωτογραφία του, με μαύρο κουστούμι και γιλέκο και την μπλε γραβάτα που μου άρεσε τόσο πολύ, αισθάνθηκα τη λαχτάρα να με διαπερνά. Η φωτογραφία τον έδειχνε στην ταράτσα ενός κτιρίου με το περίγραμμα του Μανχάταν να διακρίνεται θολό πίσω του, ενώ ο ίδιος ήταν αποτυπωμένος ολοκάθαρα και ζωντανά από τον φωτογραφικό φακό. Είχε ακόμη μεγαλύτερη ζωντάνια στην πραγματικότητα. Κοίταξα στα μάτια του Γκίντεον κι ένιωσα να χάνομαι μέσα στο απίστευτο γαλάζιο χρώμα τους. Τα μαύρα μαλλιά του πλαισίωναν το τέλειο πρόσωπο του έκπτωτου αγγέλου, γυαλιστερά και μεταξένια. Γινόμουν ποιητική; Ναι. Όμως η ομορφιά του μπορούσε να εμπνεύσει σονέτα. Για να μη μιλήσω για παρορμητικούς γάμους. Πότε είχε τραβηχτεί η φωτογραφία; Πριν γνωριστούμε; Είχε εκείνη την αμείλικτη, απόμακρη έκφραση που τον έκανε να μοιάζει με απλησίαστο όνειρο. «Παντρεύτηκα», είπα ξαφνικά, ξεκολλώντας το βλέμμα μου από τον ομορφότερο άντρα που είχα δει ποτέ μου. «Με τον Γκίντεον φυσικά. Με ποιον άλλο θα παντρευόμουν;» Ο Κάρι πάγωσε καθώς
εγώ συνέχιζα να μιλάω από νευρικότητα. «Για ξαναπές το αυτό». Έτριψα τις παλάμες μου πάνω στο κολάν γιόγκα που φορούσα. Ήταν ατιμία που του είπα το νέο ενώ ο εγκέφαλός του ήταν ναρκωμένος από το χαπάκι για τη ναυτία, αλλά ήθελα να εκμεταλλευτώ κάθε πλεονέκτημα που μπορούσα. «Όταν φύγαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο. Κλεφτήκαμε». Ο Κάρι έμεινε αμίλητος και ακίνητος για μια παρατεταμένη στιγμή γεμάτη ένταση. Μετά πετάχτηκε όρθιος. «Πλάκα μου κάνεις;» Ο Ραούλ γύρισε και μας κοίταξε. Η κίνηση του κεφαλιού του ήταν ήρεμη και αβίαστη, αλλά το άγρυπνο βλέμμα του παρακολουθούσε τα πάντα. Καθόταν στην απέναντι γωνία και περιέργως η παρουσία του δεν ήταν αισθητή, αν και ο ίδιος δεν ήταν άνθρωπος που περνούσε απαρατήρητος. «Γιατί τόση βιασύνη;» είπε κοφτά ο Κάρι. «Απλώς… έγινε». Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Κι εγώ πίστευα ότι ήταν πολύ νωρίς. Και το πιστεύω ακόμη. Όμως ο Γκίντεον ήταν ο μοναδικός άντρας που θα αγαπούσα ποτέ ολοκληρωτικά. Όταν το σκέφτηκα αυτό, κατάλαβα ότι ο Γκίντεον είχε δίκιο. Απλώς αναβάλλαμε το αναπόφευκτο. Ο εκπληκτικός άντρας μου, που του ήταν τόσο δύσκολο να πιστέψει ότι ήταν δυνατόν να τον αγαπούν. «Δε μετανιώνω». «Δε μετανιώνεις ακόμη». Ο Κάρι πέρασε και τα δύο χέρια από τα μαλλιά του. «Χριστέ μου, Εύα. Δε γίνεται να πηγαίνεις και να παντρεύεσαι τον πρώτο άντρα που κάνεις σοβαρή σχέση». «Δεν είναι έτσι», διαμαρτυρήθηκα, αποφεύγοντας αμήχανα να κοιτάξω τον Ραούλ. «Ξέρεις πώς νιώθουμε ο ένας για τον άλλον». «Βέβαια. Εσείς οι δύο είστε τελείως παλαβοί από μόνοι σας. Μαζί, είστε κανονικό τρελοκομείο». Του έκανα μια αισχρή χειρονομία με το δάχτυλο. «Θα το δουλέψουμε. Το ότι φοράμε ένα δαχτυλίδι δε σημαίνει ότι δε θα προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη με τα προβλήματά μας». Ήρθε και κάθισε απέναντί μου. «Τι κίνητρο έχει αυτός για να διορθώσει οτιδήποτε; Ήδη πήρε το έπαθλο που ήθελε. Και εσύ είσαι κολλημένη με τα ψυχωτικά του όνειρα και τα τεράστια ψυχολογικά του σκαμπανεβάσματα». «Για μια στιγμή», είπα σφιγμένη, νιώθοντας την αλήθεια στα λόγια του. «Εσύ δεν ενοχλήθηκες όταν σου είπα ότι αρραβωνιαστήκαμε». «Γιατί υπολόγισα ότι η Μόνικα θα θέλει τουλάχιστον έναν χρόνο μέχρι να οργανώσει τον γάμο. Ίσως ενάμιση. Έτσι, θα είχατε κάποιο χρόνο για να δοκιμάσετε να ζήσετε μαζί». Τον άφησα να τα βγάλει όλα από μέσα του. Καλύτερα εδώ, στα τριάντα χιλιάδες πόδια, παρά σε κανέναν δημόσιο χώρο όπου θα τον άκουγε όλος ο κόσμος. Έσκυψε πιο κοντά, με τα πράσινα μάτια του να με κοιτάζουν άγρια. «Η Τατιάνα περιμένει το παιδί μου, αλλά δεν παντρεύομαι. Ξέρεις γιατί; Γιατί έχω μεγάλο χάλι ψυχολογικά και το ξέρω. Δεν έχω καμιά δουλειά να παίρνω και επιβάτες σε αυτή την τρελή διαδρομή. Αν σε αγαπούσε, θα σκεφτόταν εσένα και τι είναι καλύτερο για σένα». «Βλέπω χάρηκες πολύ με την ευτυχία μου, Κάρι. Αυτό σημαίνει πολλά για μένα». Τα λόγια μου ήταν σαρκαστικά, αλλά και ειλικρινή με τον τρόπο τους. Είχα φίλες που μπορούσα να τους τηλεφωνήσω και θα μου έλεγαν τι απίστευτα τυχερή που ήμουν. Ο Κάρι ήταν ο πιο στενός μου φίλος επειδή πάντα μου μιλούσε στα ίσια, ακόμη και όταν ήθελα απεγνωσμένα να μου παρουσιάσουν τα πράγματα ρόδινα. Όμως ο Κάρι σκεφτόταν μόνο τη σκοτεινή πλευρά. Δεν καταλάβαινε το φως που είχε φέρει ο Γκίντεον στη ζωή μου. Την αποδοχή και την αγάπη. Την ασφάλεια. Ο Γκίντεον μου είχε ξαναδώσει
την ελευθερία μου, μια ζωή χωρίς τρόμο. Το ό,τι αντάλλαξα μαζί του γαμήλιους όρκους ήταν πολύ μικρή ανταπόδοση γι’ αυτό. Έστρεψα πάλι την προσοχή μου στη σελίδα του Γκίντεον. Κατεβαίνοντας πιο χαμηλά είδα ότι η πιο πρόσφατη ανάρτηση ήταν ένας σύνδεσμος που οδηγούσε σε ένα άρθρο για τον αρραβώνα μας. Σίγουρα δεν το είχε αναρτήσει ο ίδιος, ήταν πολύ απασχολημένος για να ασχολείται με τέτοια πράγματα. Αλλά σίγουρα το είχε εγκρίνει. Αν όχι, είχε διευκρινίσει ήδη στους ανθρώπους του ότι ήμουν τόσο σημαντική στη ζωή του ώστε αυτή να είναι η μοναδική προσωπική πληροφορία που υπήρχε σε ένα επαγγελματικό προφίλ. Ο Γκίντεον ήταν περήφανος για μένα. Περήφανος που με παντρεύτηκε, παρόλο που είχα τα χάλια μου ψυχολογικά και ένα ιστορικό κακών επιλογών στο παρελθόν μου. Ό,τι κι να πίστευαν οι άλλοι, ήξερα ότι εγώ ήμουν αυτή που είχα πάρει το έπαθλο. «Φτου». Ο Κάρι σωριάστηκε πίσω στο κάθισμα. «Τώρα με κάνεις να νιώθω σαν μαλάκας». «Αν έχεις τη μύγα…» μουρμούρισα. Πάτησα έναν σύνδεσμο για να δω άλλες φωτογραφίες του Γκίντεον. Αυτό ήταν λάθος. Όλες οι φωτογραφίες που είχε βάλει στη σελίδα ο διαχειριστής του προφίλ του είχαν σχέση με επιχειρηματικές δραστηριότητες, αλλά οι ανεπίσημες φωτογραφίες από συνδέσεις με άλλα προφίλ, όχι. Έτσι ξαφνικά, τον είδα μπροστά μου ολοζώντανο μαζί με διάφορες όμορφες γυναίκες. Το χτύπημα ήταν δυνατό. Αισθάνθηκα τη ζήλια να μου σφίγγει και να μου ροκανίζει το στομάχι. Θεέ μου, όμως ήταν εκπληκτικός με σμόκιν. Μελαχρινός και επικίνδυνος. Το πρόσωπό του είχε μια άγρια ομορφιά, τα ζυγωματικά και το στόμα του τέλεια σμιλεμένα, η στάση του γεμάτη σιγουριά αλλά και αρκετή αλαζονεία. Ένα άλφα αρσενικό στο άνθος της ηλικίας του. Ήξερα ότι οι φωτογραφίες δεν ήταν πρόσφατες. Ήξερα ότι αυτές οι γυναίκες δεν είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τις απίστευτες ικανότητές του στο κρεβάτι. Είχε έναν κανόνα σε αυτά τα πράγματα. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, το θέαμα έκανε τη ζήλια μου να φουντώσει. «Είμαι ο τελευταίος που το μαθαίνω;» ρώτησε ο Κάρι. «Είσαι ο μόνος». Κοίταξα τον Ραούλ. «Τουλάχιστον από τη δική μου πλευρά. Ο Γκίντεον θέλει να το ανακοινώσει σ’ όλο τον κόσμο, αλλά προς το παρόν θα το κρατήσουμε κρυφό». Με κοίταξε εξεταστικά. «Για πόσο καιρό;» «Για πάντα. Ο επόμενος γάμος που θα κάνουμε θα είναι υποτίθεται ο πρώτος για όλους τους άλλους». «Το έχεις μετανιώσει;» Με σκότωνε που ο Κάρι δε νοιαζόταν για το γεγονός ότι είχαμε ακροατήριο. Εγώ ένιωθα πολύ έντονα ότι κάθε κίνηση που έκανα και κάθε λέξη που έλεγα καταγράφονταν. Παρ’ όλα αυτά, η παρουσία του Ραούλ δεν επηρέασε καθόλου την απάντησή μου. «Όχι. Χαίρομαι που παντρευτήκαμε. Τον αγαπώ, Κάρι». Χαιρόμουν που ο Γκίντεον ήταν δικός μου. Και μου έλειπε. Και μάλιστα, χειρότερα αφότου είδα τις φωτογραφίες. «Το ξέρω», είπε ο Κάρι με έναν στεναγμό. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, άνοιξα το πρόγραμμα άμεσων μηνυμάτων στον φορητό υπολογιστή μου κι έστειλα στον Γκίντεον ένα μήνυμα. Μου λείπεις. Μου απάντησε σχεδόν αμέσως. Πες στον πιλότο να γυρίσει το αεροπλάνο. Αυτό μ’ έκανε να χαμογελάσω. Πολύ χαρακτηριστική απάντηση. Και τελείως αντίθετη στον δικό
μου χαρακτήρα. Να σπαταλήσω τον χρόνο του πιλότου, τα καύσιμα… μου φαινόταν μεγάλη επιπολαιότητα. Πέρα απ’ αυτό όμως, κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε πόσο εξαρτημένη ήμουν από τον Γκίντεον. Κάτι τέτοιο θα σκότωνε τη σχέση μας. Ο Γκίντεον μπορούσε να έχει οτιδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή, μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε. Αν ποτέ γινόμουν πολύ εύκολη γι’ αυτόν, θα χάναμε και οι δύο τον σεβασμό μας για μένα. Και μετά δε θα αργούσα να χάσω και την αγάπη του. Γύρισα πάλι στο παράθυρο με το δικό μου νέο προφίλ και ανέβασα μια αυτοφωτογραφία που είχα τραβήξει με τον Γκίντεον και είχα μεταφέρει από το τηλέφωνό μου. Την έβαλα κύρια εικόνα στο προφίλ. Μετά έκανα μια σύνδεση με το προφίλ του κι έβαλα στην περιγραφή: Ο έρωτας της ζωής μου. Σε τελική ανάλυση, αφού υπήρχαν εκείνες οι άλλες φωτογραφίες με γυναίκες, ήθελα τουλάχιστον μία να είναι δική μου. Και αυτή που είχα διαλέξει έδειχνε καθαρά τη στενή μας σχέση. Ήμασταν ξαπλωμένοι ανάσκελα, με τους κροτάφους μας να αγγίζονται, το πρόσωπό μου άβαφο και το δικό του ήρεμο, μ’ ένα χαμόγελο στα μάτια. Όποιος έβλεπε αυτή τη φωτογραφία θα καταλάβαινε ότι είχα ένα βαθύ δέσιμο μαζί του. Ξαφνικά ήθελα να του τηλεφωνήσω. Το ήθελα τόσο πολύ, που σχεδόν άκουγα την απίστευτα σέξι φωνή του, μεθυστική σαν λικέρ πολυτελείας, απαλή με μια αμυδρή ένταση μόνο. Ήθελα να είμαι μαζί του, το χέρι μου στο δικό του, τα χείλια μου στον λαιμό του, εκεί όπου η μυρωδιά από το δέρμα του ξυπνούσε κάτι πεινασμένο και πρωτόγονο μέσα μου. Με τρόμαζε μερικές φορές το πόσο τον χρειαζόμουν. Αυτόν και τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε κανείς που να ήθελα να είμαι μαζί του πιο πολύ από όσο με τον Γκίντεον. Ούτε καν ο καλύτερός μου φίλος, που εκείνη τη στιγμή με είχε μεγάλη ανάγκη. «Όλα πάνε καλά, Κάρι», τον καθησύχασα. «Μην ανησυχείς». «Θα ανησυχούσα ακόμη περισσότερο αν πίστευα ότι το πιστεύεις πραγματικά αυτό». Έδιωξε τη φράντζα από το μέτωπό του με μια ανυπόμονη κίνηση. «Είναι πολύ νωρίς, Εύα». Κατένευσα συμφωνώντας. «Αλλά όλα θα πάνε καλά». Έπρεπε να πάνε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τον Γκίντεον. Ο Κάρι έγειρε πίσω το κεφάλι κι έκλεισε τα μάτια του. Νόμιζα ότι είχε υποκύψει στη δραμαμίνη, αλλά είδα ότι έσφιγγε τα μπράτσα του καθίσματος τόσο δυνατά που είχαν ασπρίσει οι αρθρώσεις του. Το είχε πάρει άσχημα. Και δεν ήξερα τι μπορούσα να πω για να τον καθησυχάσω. Πηγαίνεις ακόμη προς λάθος κατεύθυνση, ήρθε ένα μήνυμα από τον Γκίντεον. Κόντεψα να τον ρωτήσω πώς το ξέρει αυτό, αλλά ευτυχώς κρατήθηκα. Τα περνάς καλά με τα παιδιά; Θα τα περνούσα πιο καλά μαζί σου. Χαμογέλασα. Αυτό έλειπε. Έκανα μια παύση, και μετά πρόσθεσα: Το είπα στον Κάρι. Η απάντηση ήταν ακαριαία. Είστε ακόμη φίλοι; Δε με αποκλήρωσε ακόμα. Δεν απάντησε τίποτα σ’ αυτό, και είπα στον εαυτό μου ότι δεν πρέπει να δώσει μεγάλη σημασία σ’ αυτή τη σιωπή του. Ήταν έξω με τους φίλους του. Ήδη ήταν πολύ που ανταλλάσσαμε κι αυτά τα μηνύματα. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα πανευτυχής όταν πήρα ένα νέο μήνυμά του δέκα λεπτά αργότερα. Μην πάψεις να με θέλεις και να σου λείπω. Κοίταξα τον Κάρι και τον είδα να με παρακολουθεί. Αντιμετώπιζε και ο Γκίντεον μια παρόμοια
αποδοκιμασία από τους φίλους του; Μην πάψεις να μ’ αγαπάς, του απάντησα. Η απάντησή του ήταν πολύ απλή και χαρακτηριστική. Σύμφωνοι. «Καλιφόρνια, μωρό μου, μου έλειψες». Ο Κάρι κατέβηκε τη σκάλα του αεροπλάνου γέρνοντας το κεφάλι πίσω για να κοιτάξει τον νυχτερινό ουρανό. «Θεέ μου, τι ωραία είναι χωρίς την υγρασία της Ανατολικής Ακτής». Κατέβηκα γρήγορα πίσω του, ανυπομονώντας να φτάσω τον ψηλό μελαψό άντρα που περίμενε δίπλα σε ένα αστραφτερό μαύρο Σαμπέρμπαν. Ο Βίκτορ Ρέγιες ήταν από τους άντρες που τραβάνε την προσοχή. Αυτό οφειλόταν κατά ένα μέρος στο γεγονός ότι ήταν αστυνομικός. Το υπόλοιπο ήταν όλο δικό του. «Μπαμπά!» Άρχισα να τρέχω μ’ όλη μου τη δύναμη καταπάνω του, και αυτός σηκώθηκε από κει που ακουμπούσε στο τζιπ και μου άνοιξε την αγκαλιά του. Τραντάχτηκε μόλις έπεσα πάνω του, αλλά με σήκωσε στον αέρα και μ’ έσφιξε τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. «Χαίρομαι που σε βλέπω, μωρό μου», είπε με τραχιά φωνή. Ο Κάρι πλησίασε νωχελικά. Ο μπαμπάς μου με άφησε κάτω. «Κάρι». Έσφιξε το χέρι του Κάρι, και μετά τον τράβηξε για ένα γρήγορο αγκάλιασμα και ένα εγκάρδιο χτύπημα στην πλάτη. «Μια χαρά σε βλέπω, μικρέ». «Προσπαθώ». «Τα έχετε όλα τα πράγματά σας;» ρώτησε ο μπαμπάς. Κοίταξε τον Ραούλ, που είχε βγει πρώτος από το αεροπλάνο και τώρα στεκόταν σιωπηλός κοντά σε μια μαύρη Μερσεντές που περίμενε παρκαρισμένη εκεί κοντά. Ο Γκίντεον μου είχε πει να ξεχάσω την παρουσία του Ραούλ. Δεν ήταν τόσο εύκολο. «Ναι», απάντησε ο Κάρι, κι έφτιαξε το λουρί του σάκου στον ώμο του. Στο χέρι του κρατούσε τη δική μου βαλίτσα, που ήταν πιο ελαφριά από τον δικό του σάκο. Παρόλο που είχα πάρει όλα μου τα καλλυντικά και τρία ζευγάρια παπούτσια, ο Κάρι είχε πιο πολλά πράγματα από μένα. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτό πάνω του. «Πεινάτε εσείς οι δύο;» Ο μπαμπάς μού άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις εννιά στην Καλιφόρνια, λίγο μετά τα μεσάνυχτα στη Νέα Υόρκη. Πολύ αργά για να φάω συνήθως, αλλά δεν είχαμε φάει βραδινό. Απάντησε ο Κάρι πριν στρωθεί στο πίσω κάθισμα. «Σαν λύκοι». Γέλασα. «Εσύ πάντα πεινάς». «Το ίδιο κι εσύ, γλυκιά μου», μου απάντησε, ενώ γλιστρούσε στο κέντρο του καθίσματος για να μπορεί να γείρει μπροστά και να είναι κοντά μας. «Εγώ απλώς δεν έχω ενοχές γι’ αυτό». Απομακρυνθήκαμε από το τζετ και το είδα να μικραίνει ενώ κατευθυνόμασταν προς την έξοδο. Κοίταξα το προφίλ του μπαμπά μου, προσπαθώντας να διακρίνω τι σκεφτόταν για τον τρόπο ζωής που θα είχα ως γυναίκα του Γκίντεον. Ιδιωτικά τζετ, σωματοφύλακες όλο το εικοσιτετράωρο. Ήξερα πώς ένιωθε για τα πλούτη του Στάντον, αλλά ο Στάντον ήταν πατριός μου. Ήλπιζα ότι θα ήταν λίγο πιο ελαστικός με τον άντρα μου. Παρ’ όλα αυτά, ήξερα επίσης ότι η αλλαγή από την προηγούμενη ζωή μου ήταν τεράστια. Πριν τον Γκίντεον, θα ερχόμασταν με κανονική πτήση. Θα πηγαίναμε στο Γκάσλαμπ και θα τρώγαμε στο Ντικ’ς Λαστ Ριζόρτ, όπου θα περνούσαμε μία ώρα ή και παραπάνω γελώντας με ανόητα αστεία και απολαμβάνοντας μια μπίρα μετά το φαγητό.
Ένιωθα μια ένταση τώρα που δεν υπήρχε πριν. Ο Νέιθαν. Ο Γκίντεον. Η μαμά μου. Αιωρούνταν όλοι ανάμεσά μας. Σπάσιμο. Μεγάλο σπάσιμο. «Τι λέτε για εκείνο το μέρος στο Όσεανσαϊντ με τη σκάρτη μπίρα και τα τσόφλια από φιστίκια στο πάτωμα;» είπε ο Κάρι. «Ναι». Γύρισα στο κάθισμα και του χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη. «Θα έχει πλάκα». Χαλαρή ατμόσφαιρα και γνώριμο περιβάλλον. Τέλεια. Κοίταξα τον μπαμπά μου. Κατάλαβα ότι σκέφτηκε κι αυτός το ίδιο πράγμα, γιατί είχε ένα λοξό χαμόγελο. «Έγινε». Αφήσαμε πίσω μας το αεροδρόμιο. Έβγαλα το τηλέφωνό μου, το άνοιξα και περίμενα να συγχρονιστεί με το ηχητικό σύστημα του Σαμπέρμπαν για να ακούσουμε μια μουσική που θα μας γύριζε πίσω σε μια λιγότερο πολύπλοκη εποχή. Αμέσως η οθόνη γέμισε από μηνύματα. Το πιο πρόσφατο ήταν από τον Μπρετ. Πάρε με όταν φτάσεις. Και σαν να ήταν σύνθημα, το ραδιόφωνο άρχισε να παίζει το «Golden». Την επόμενη μέρα ανέβαινα τα σκαλιά της μικρής βεράντας του μπαμπά μου όταν άρχισε να δονείται το τηλέφωνό μου. Το έβγαλα από την τσέπη του σορτς και αισθάνθηκα ένα ρίγος χαράς βλέποντας τη φωτογραφία του Γκίντεον στην οθόνη. «Καλημέρα», είπα, και κάθισα σε μία από τις δύο πολυθρόνες φερ-φορζέ κοντά στην εξώπορτα. «Κοιμήθηκες καλά». «Καλούτσικα». Η αγαπημένη βραχνή φωνή του με διαπέρασε γλυκά. «Ο Ραούλ λέει ότι ο καφές του Βίκτορ ξυπνάει και αρκούδα από χειμερία νάρκη». Κοίταξα τη Μερσεντές που ήταν παρκαρισμένη απέναντι στον στενό δρόμο. Τα φιμέ τζάμια ήταν τόσο σκούρα που δε φαινόταν τίποτα μέσα. Φρίκαρα λίγο με τη σκέψη ότι, μέχρι να γυρίσω στο σπίτι, ο Ραούλ είχε προλάβει να μιλήσει με τον Γκίντεον για τον καφέ που μόλις του είχα πάει. «Προσπαθείς να με τρομάξεις δείχνοντάς μου πόσο στενά με παρακολουθείς;» «Αν ο σκοπός μου ήταν να σε τρομάξω, θα το έκανα στα ίσια». Πήρα την κούπα που είχα αφήσει στο μικρό τραπέζι της βεράντας πριν πάω τον καφέ στον Ραούλ. «Το ξέρεις ότι αυτός ο τόνος με κάνει να θέλω να σ’ εκνευρίσω κι εγώ, έτσι δεν είναι;» «Επειδή σου αρέσει που απαντώ αμέσως σε κάθε πρόκληση», μου είπε γλυκά, προκαλώντας μου ανατριχίλες παρά τη ζέστη της καλοκαιρινής μέρας. Χαμογέλασα. «Λοιπόν, τι ακριβώς κάνατε με τα παιδιά τελικά χτες βράδυ;» «Τα συνηθισμένα. Ήπιαμε. Ρίξαμε δούλεμα ο ένας στον άλλον». «Βγήκατε έξω;» «Για δυο-τρεις ώρες». Έσφιξα πιο δυνατά το τηλέφωνο καθώς φαντάστηκα ένα κοπάδι όμορφους άντρες να τριγυρίζουν στα μπαρ για γυναίκες. «Ελπίζω να πέρασες καλά». «Δεν ήταν άσχημα. Πες μου τι σχεδιάζεις να κάνεις σήμερα». Διέκρινα στον τόνο του το ίδιο σφίξιμο που είχε και ο δικός μου. Δυστυχώς, ο γάμος δε θεραπεύει τη ζήλια. «Όταν ξυπνήσει ο Κάρι και αξιωθεί να σηκωθεί από τον καναπέ, θα φάμε στα γρήγορα κάτι με τον μπαμπά μου. Και μετά θα πάμε στο Σαν Ντιέγκο για να δούμε τον δόκτορα Τράβις». «Και απόψε;»
Ήπια μια γουλιά από τον καφέ μου, ενώ προετοιμαζόμουν για καβγά. Ήξερα ότι σκεφτόταν τον Μπρετ. «Ο μάνατζερ του συγκροτήματος μου έστειλε ένα email, μου γράφει πού πρέπει να πάω για να πάρω εισιτήρια VIP, αλλά αποφάσισα να μη δω τη συναυλία. Φαντάζομαι ότι μπορεί να πάει ο Κάρι με καμιά φίλη του, αν θέλει. Αυτά που έχω να πω δε θα πάρουν πολύ, έτσι, ή θα δω τον Μπρετ αύριο πριν φύγω ή μπορούμε να μιλήσουμε από το τηλέφωνο». Άκουσα μια σιγανή εκπνοή. «Φαντάζομαι ότι έχεις κάποια ιδέα για το τι θα του πεις». «Απλά πράγματα. Ότι με το “Golden” και με τον αρραβώνα μου δε νομίζω ότι είναι σωστό να βλεπόμαστε κοινωνικά. Ελπίζω ότι θα είμαστε φίλοι και θα κρατήσουμε επαφή, αλλά καλύτερα με email και μηνύματα, εκτός αν είσαι κι εσύ μαζί μου». Έμεινε αμίλητος για τόση ώρα που νόμισα ότι κόπηκε η γραμμή. «Γκίντεον;» «Θέλω να ξέρω ότι δε φοβάσαι να τον δεις». Ανήσυχη, ήπια άλλη μια γουλιά καφέ. Ο καφές είχε κρυώσει, αλλά δεν καταλάβαινα τη γεύση του έτσι κι αλλιώς. «Δε θέλω να μαλώσουμε για τον Μπρετ». «Οπότε, η λύση σου είναι να τον αποφύγεις». «Εσύ κι εγώ έχουμε τόσα πράγματα για να μαλώνουμε χωρίς να τον ρίξουμε κι αυτόν στο μείγμα. Δεν αξίζει τον κόπο». Ο Γκίντεον έμεινε αμίλητος πάλι. Αυτή τη φορά περίμενα. Όταν μίλησε πάλι, η φωνή του ήταν αποφασιστική και γεμάτη σιγουριά. «Δε με χαλάει αυτό, Εύα». Οι ώμοι μου χαλάρωσαν και κάτι μέσα μου μαλάκωσε. Και μετά, παραδόξως, αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο στήθος. Θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει, ότι ήταν ικανός να δεχτεί ν’ αγαπάω έναν άλλον άντρα φτάνει να με έχει κι αυτός. Με αγαπούσε πολύ περισσότερο από όσο αγαπούσε τον εαυτό του. Μου ράγιζε η καρδιά όταν σκεφτόμουν ότι υποτιμούσε έτσι τον εαυτό του. Και μου ήταν αδύνατο να κρατηθώ, ήθελα να του τα δώσω όλα. «Είσαι το παν για μένα», είπα σιγά. «Σε σκέφτομαι συνέχεια». «Το ίδιο κι εγώ». «Αλήθεια;» Χαμήλωσα κι άλλο τη φωνή μου, προσπαθώντας να μην ακούγομαι. «Γιατί εγώ την έχω πατήσει τόσο άσχημα μαζί σου… Με… με ανάβεις. Είναι σαν να με κυριεύει μια απεγνωσμένη ανάγκη να σε αγγίξω. Το μυαλό μου σκορπίζει και πρέπει να σταματήσω ό,τι κάνω και να το αφήσω να περάσει για να συνέλθω και να συνεχίσω, αλλά δεν είναι εύκολο. Πόσες φορές κόντεψα να παρατήσω ό,τι έκανα για να ’ρθω κοντά σου». «Εύα…» «Μου ’ρχονται φαντασιώσεις· ότι ορμάω στην αίθουσα την ώρα που είσαι σε σύσκεψη και τρέχω κατευθείαν πάνω σου. Σου το έχω πει αυτό; Όταν η λαχτάρα είναι αφόρητη, σχεδόν σε νιώθω να με έλκεις κοντά σου». Συνέχισα να μιλάω καθώς τον άκουσα να γρυλίζει σιγανά. «Μου κόβεται η ανάσα κάθε φορά που σε βλέπω. Αν κλείσω τα μάτια μου, ακούω τη φωνή σου. Ξύπνησα σήμερα το πρωί και πανικοβλήθηκα λιγάκι επειδή είσαι τόσο μακριά. Θα ’δινα τα πάντα για να μπορούσα να βρεθώ κοντά σου. Και ήθελα να κλάψω επειδή δεν μπορούσα». «Χριστέ μου. Εύα, σε παρακαλώ…» «Αν πρόκειται να ανησυχείς για κάτι, Γκίντεον, να ανησυχείς για μένα. Γιατί δεν έχω τα λογικά μου σε ό,τι έχει σχέση με σένα. Είμαι τρελή μαζί σου. Κυριολεκτικά. Δεν μπορώ να σκεφτώ ένα
μέλλον χωρίς εσένα. Με φρικάρει». «Να πάρει. Δε θα είσαι ποτέ χωρίς εμένα. Θα γεράσουμε μαζί. Θα πεθάνουμε μαζί. Δε θα ζήσω ούτε μια μέρα χωρίς εσένα». Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι μου. Το σκούπισα. «Θέλω να καταλάβεις ότι δε θα είσαι ποτέ υποχρεωμένος να συμβιβαστείς με κάποια κομμάτια μου μόνο. Δε θα ’πρεπε να δέχεσαι κανένα συμβιβασμό. Βασικά, σου αξίζει κάτι πολύ καλύτερο. Θα μπορούσες να έχεις όποια θέλεις…» «Αρκετά!» Αναπήδησα τρομαγμένη. Η φωνή του ήταν σαν καμτσικιά. «Δε θα μου ξαναπείς ποτέ τέτοιο πράγμα», είπε κοφτά. «Γιατί, αλλιώς, ορκίζομαι στον Θεό, αγγελούδι μου, θα σε τιμωρήσω». Μια σοκαρισμένη σιωπή γέμισε τον χώρο ανάμεσά μας. Τα λόγια που είχα πει επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά στον νου μου, χλευάζοντάς με καθώς συνειδητοποιούσα πόσο αξιολύπητα ήταν. Δεν ήθελα ποτέ να είμαι εξαρτημένη από τον Γκίντεον, αλλά ήμουν ήδη. «Πρέπει να κλείσω», είπα βραχνά. «Μην κλείσεις. Εύα, για όνομα του Θεού, είμαστε παντρεμένοι. Είμαστε ερωτευμένοι. Δεν είναι ντροπή αυτό. Και τι έγινε που είναι τρελό; Αυτοί είμαστε. Πρέπει να το δεχτείς αυτό». Η σήτα της πόρτας έτριξε καθώς βγήκε στη βεράντα ο μπαμπάς μου. Τον κοίταξα και είπα: «Είναι εδώ ο μπαμπάς μου, Γκίντεον. Θα τα πούμε αργότερα». «Με κάνεις ευτυχισμένο», μου είπε μ’ εκείνο τον βαθύ σταθερό τόνο που χρησιμοποιούσε όταν έπαιρνε μια ακλόνητη απόφαση. «Είχα ξεχάσει πώς είναι αυτό. Μην υποτιμάς το τι σημαίνεις για μένα». Θεέ μου. «Σ’ αγαπώ κι εγώ». Έκλεισα κι άφησα το τηλέφωνο στο τραπέζι. Το χέρι μου έτρεμε. Ο μπαμπάς μου κάθισε στην άλλη πολυθρόνα με τον καφέ του. Φορούσε ένα μακρύ σορτς κι ένα σκούρο λαδί τι-σερτ, και ήταν ξυπόλυτος. Είχε ξυριστεί και τα μαλλιά του ήταν ακόμη υγρά, με τις άκρες να καμπυλώνουν λιγάκι καθώς στέγνωναν. Ήταν πατέρας μου, αλλά παρ’ όλα αυτά έβλεπα ότι ήταν απίστευτα όμορφος. Κρατιόταν σε φόρμα και είχε από φυσικού του μια συμπεριφορά γεμάτη σιγουριά. Καταλάβαινα γιατί δεν μπόρεσε να του αντισταθεί η μητέρα μου όταν γνωρίστηκαν. Και προφανώς δεν μπορούσε να του αντισταθεί ακόμη. «Σ’ άκουσα που μιλούσες», είπε χωρίς να με κοιτάξει. «Α». Το στομάχι μου σφίχτηκε. Δε μου έφτανε που τα είπα όλα αυτά στον Γκίντεον, τα είχε ακούσει και ο μπαμπάς μου. «Σκόπευα να σου μιλήσω, να σε ρωτήσω αν ξέρεις τι κάνεις, που αρραβωνιάζεσαι τόσο γρήγορα, και τόσο νέα». Τράβηξα πάνω στην πολυθρόνα τα πόδια μου και κάθισα σταυροπόδι. «Το φαντάστηκα». «Τώρα όμως νομίζω ότι καταλαβαίνω τι νιώθεις». Με κοίταξε, με τα γκρίζα μάτια του να έχουν ένα τρυφερό ερευνητικό βλέμμα. «Το εξέφρασες πολύ καλύτερα από ό,τι μπόρεσα να το εκφράσω ποτέ εγώ – τότε, παλιά. Το πιο πολύ που κατάφερα να πω ποτέ ήταν “Σ’ αγαπώ”, και απλούστατα δεν ήταν αρκετό». Σκεφτόταν τη μαμά μου φυσικά. Ήταν δύσκολο να μην τη σκέφτεται όταν της έμοιαζα τόσο πολύ. «Και ο Γκίντεον δεν πιστεύει ότι αυτά τα λόγια είναι αρκετά». Κοίταξα τα δαχτυλίδια μου. Αυτό που μου είχε χαρίσει ο Γκίντεον για να εκφράσει την ανάγκη του να με κρατήσει κοντά του, και το άλλο που ήταν σύμβολο τόσο της δέσμευσής του απέναντί μου
όσο και ένας φόρος τιμής προς μια περίοδο στο παρελθόν του, όταν είχε νιώσει για τελευταία φορά ότι τον αγαπούν. «Μου το δείχνει όμως. Συνέχεια». «Έχω μιλήσει μαζί του μερικές φορές». Ο μπαμπάς μου έκανε μια παύση. «Μερικές φορές χρειάζεται να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι δεν έχει περάσει ακόμη τα τριάντα». Αυτό με έκανε να χαμογελάσω. «Έχει μεγάλη αυτοκυριαρχία». «Είναι επίσης πολύ δύσκολο να τον διαβάσεις». Το χαμόγελό μου έγινε πιο πλατύ. «Παλιά έπαιζε πόκερ. Αλλά αυτά που λέει τα εννοεί». Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Γκίντεον. Πάντα μου έλεγε την αλήθεια. Το πρόβλημα ήταν ότι υπήρχαν και πολλά πράγματα που δε μου τα έλεγε. «Και θέλει να παντρευτεί την κόρη μου». Τον κοίταξα καλά καλά. «Του έδωσες την ευχή σου». «Είπε ότι θα σε φροντίζει πάντα. Υποσχέθηκε να σε κρατά ασφαλή και να σε κάνει ευτυχισμένη». Κοίταξε τη Μερσεντές απέναντι. «Ακόμη δεν ξέρω γιατί τον πιστεύω, έστω και αν έχει βάλει να παρακολουθούν το σπίτι μου για σένα. Και δε βοηθάει το γεγονός ότι είπε ψέματα. Είπε ότι θα περιμένει λίγο πριν σου κάνει πρόταση, αλλά δεν περίμενε». «Δεν μπορούσε, μπαμπά. Μην το μετράς αυτό. Μ’ αγαπά πολύ και δεν μπορούσε να περιμένει». Με κοίταξε πάλι. «Δεν ακουγόσουν χαρούμενη τώρα που του μιλούσες». «Όχι. Ακουγόμουν απελπισμένη και ανασφαλής». Αναστέναξα. «Τον αγαπώ σαν τρελή, αλλά μου τη σπάει όταν με πιάνει αυτή η ανασφάλεια. Πρέπει να είμαστε ισορροπημένοι στη σχέση μας. Ίσοι». «Καλός στόχος. Συνέχισε να τον επιδιώκεις. Το θέλει κι αυτός;» «Θέλει να είμαστε μαζί. Σε όλα. Αλλά αυτός έχει χτίσει μια φήμη και μια αυτοκρατορία, κι εγώ θέλω να χτίσω τη δική μου. Όχι απαραίτητα την αυτοκρατορία, αλλά σίγουρα τη φήμη». «Του έχεις μιλήσει γι’ αυτό το θέμα;» «Α ναι». Χαμογέλασα. «Αλλά πιστεύει ότι η κυρία Κρος πρέπει να παίζει στην ομάδα Κρος. Και έχει τα δίκια του». «Χαίρομαι που ακούω ότι το έχετε σκεφτεί καλά το πράγμα». Άκουσα μια παύση στη φωνή του. «Αλλά;» τον παρότρυνα. «Αλλά θα μπορούσε να γίνει σοβαρό θέμα, έτσι δεν είναι;» Μου άρεσε ο τρόπος που με ωθούσε ο μπαμπάς μου να εξετάσω κάτι χωρίς να προσπαθεί να με επηρεάσει ή να με κρίνει. Πάντα έτσι ήταν. «Ναι. Δε νομίζω ότι μπορεί να χαλάσει τη σχέση μας, αλλά μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Δεν είναι συνηθισμένος να μην παίρνει αυτό που θέλει». «Τότε του κάνεις καλό». «Έτσι πιστεύει κι αυτός». Σήκωσα τους ώμους. «Το πρόβλημα δεν είναι ο Γκίντεον. Είμαι εγώ. Αυτός έχει περάσει πολλά στη ζωή του και υποχρεώθηκε να τα αντιμετωπίσει μόνος του. Δε θέλω να νιώθει ότι πρέπει να συνεχίσει να τα αντιμετωπίζει όλα μόνος του. Θέλω να νιώθει ότι είμαστε μια μονάδα και ότι είμαι δίπλα του για να τον στηρίξω. Όμως είναι δύσκολο να στείλω αυτό το μήνυμα όταν θέλω και τη δική μου ανεξαρτησία». «Μου μοιάζεις πολύ», είπε ο μπαμπάς μου μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο. Ήταν τόσο όμορφος που η καρδιά μου φούσκωσε από περηφάνια. «Ξέρω ότι θα τα πας καλά μαζί του. Είναι καλός άνθρωπος, με υπέροχη καρδιά. Θα έκανε τα πάντα για μένα, μπαμπά». Θα μπορούσε ακόμα και να σκοτώσει για μένα. Αυτή η σκέψη μού προκάλεσε ναυτία. Το ενδεχόμενο να υποχρεωθεί ο Γκίντεον να λογοδοτήσει με κάποιο τρόπο για τον θάνατο του Νέιθαν ήταν απόλυτα υπαρκτό. Αλλά δε θα άφηνα να του
συμβεί τίποτα. «Θα με αφήσει να πληρώσω για τον γάμο;» ρώτησε ο μπαμπάς μου. Μετά γέλασε με ένα ξεφύσημα. «Αν και μάλλον θα ’πρεπε να σε ρωτήσω πόσο πιστεύεις ότι θα αντιδράσει η μητέρα σου». «Μπαμπά…» Το στήθος μου σφίχτηκε πάλι. Μετά τις συζητήσεις που είχαμε για την πληρωμή των διδάκτρων μου στο κολέγιο, δε θα του έλεγα ποτέ ότι δε χρειάζεται να στριμωχτεί οικονομικά για μένα. Ήταν θέμα περηφάνιας, και ο πατέρας μου ήταν περήφανος άνθρωπος. «Δεν ξέρω τι να πω, πέρα από ευχαριστώ». Μου χαμογέλασε με ανακούφιση και συνειδητοποίησα ότι περίμενε να αντιδράσω κι εγώ. «Έχω γύρω στα πενήντα χιλιάρικα. Ξέρω ότι δεν είναι πολλά». Άπλωσα και του έπιασα το χέρι. «Είναι υπεραρκετά». Άκουγα ήδη μέσα στο μυαλό μου τη μαμά μου να φρικάρει. Αλλά θα την αντιμετώπιζα όταν θα ερχόταν η ώρα. Άξιζε τον κόπο έστω και μόνο για την έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα μου εκείνη τη στιγμή. «Δεν έχει αλλάξει». Ο Κάρι σταμάτησε στο πεζοδρόμιο έξω από το πρώην πολιτιστικό κέντρο κι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου. Κοίταξε την είσοδο του γυμναστηρίου. «Μου έλειψε αυτό το μέρος». Του έπιασα το χέρι κι έπλεξα τα δάχτυλά μου στα δικά του. «Κι εμένα». Ανεβήκαμε το μονοπάτι και χαιρετήσαμε με ένα νεύμα το ζευγάρι που κάπνιζε δίπλα στην πόρτα. Μόλις μπήκαμε μέσα, μας υποδέχτηκαν οι εικόνες και οι ήχοι ενός αγώνα μπάσκετ σε εξέλιξη. Δύο τριμελείς ομάδες έπαιζαν μονό πειράζοντας η μία την άλλη και γελώντας. Ήξερα από πείρα ότι μερικές φορές το ασυνήθιστο γραφείο του δόκτορος Τράβις ήταν το μόνο μέρος όπου τα παιδιά ένιωθαν ελευθερία και ασφάλεια και μπορούσαν να γελάσουν. Κουνήσαμε το χέρι στους παίχτες, που έκαναν μια μικρή παύση για να μας κοιτάξουν, και μετά πήγαμε κατευθείαν στην πόρτα που έγραφε ακόμη Προπονητής στο τζάμι. Ήταν μισάνοιχτη και μέσα φαινόταν μια αγαπημένη μορφή, μισοξαπλωμένη σε ένα φθαρμένο κάθισμα με τα πόδια απλωμένα πάνω στο γραφείο. Πετούσε μια μπάλα του τένις στον απέναντι τοίχο και την έπιανε πάλι επιδέξια, ξανά και ξανά, ενώ μια ασθενής που ήξερα από παλιά ρουφούσε ένα ηλεκτρονικό τσιγάρο και μιλούσε. «Ω Θεέ μου!» Η Κάιλ πετάχτηκε πάνω μόλις μας είδε, με το όμορφο κατακόκκινο στόμα της να ανοίγει αφήνοντας ένα σύννεφο καπνού. «Δεν ήξερα ότι γυρίσατε εσείς οι δύο!» Όρμησε στον Κάρι, πριν προλάβω σχεδόν να αφήσω το χέρι του. Ο δόκτωρ Τράβις μάζεψε τα πόδια του και σηκώθηκε, με ένα πλατύ χαμόγελο στο καλοσυνάτο πρόσωπό του. Φορούσε το συνηθισμένο στρατιωτικό παντελόνι, καλό πουκάμισο, δερμάτινα σανδάλια και σκουλαρίκια στα αυτιά, από όπου φαινόταν ότι ήταν λιγάκι αντισυμβατικός. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά του ήταν φουντωτά και ανακατεμένα, και τα γυαλιά με τον συρμάτινο σκελετό έγερναν λιγάκι πάνω στη μύτη του. «Δε σας περίμενα εσάς τους δύο από τώρα. Φαντάστηκα ότι θα περνούσατε μετά τις τρεις», είπε. «Είναι μετά τις τρεις στη Νέα Υόρκη», απάντησε ο Κάρι, καταφέρνοντας να απεμπλακεί από την αγκαλιά της Κάιλ. Είχα τις υποψίες μου ότι ο Κάρι είχε κοιμηθεί με την όμορφη ξανθιά κάποια στιγμή, και ότι αυτή δεν τον είχε ξεχάσει τόσο εύκολα όσο εκείνος. Ο δόκτωρ Τράβις με αγκάλιασε, και μετά αγκάλιασε και τον Κάρι. Είδα τα μάτια του φίλου μου να
κλείνουν και το μάγουλό του να ακουμπά για μια στιγμή στον ώμο του δόκτορα Τράβις. Τα μάτια μου βούρκωσαν όπως γινόταν πάντα όταν έβλεπα τον Κάρι ευτυχισμένο. Ο δόκτωρ Τράβις ήταν ό,τι κοντινότερο είχε ποτέ σε πατέρα και ήξερα ότι τον αγαπούσε πολύ. «Εσείς οι δύο συνεχίζετε να προσέχετε ο ένας τον άλλο στη Νέα Υόρκη;» «Φυσικά», απάντησα. Ο Κάρι με έδειξε με τον αντίχειρα. «Αυτή παντρεύεται. Εγώ περιμένω παιδί». Άκουσα ένα πνιχτό επιφώνημα από την Κάιλ. Έδωσα μια αγκωνιά στα πλευρά του Κάρι. «Άουτς», διαμαρτυρήθηκε αυτός τρίβοντας τα πλευρά του. Ο δόκτωρ Τράβις μας κοίταζε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Συγχαρητήρια. Στο τάκα τάκα και οι δύο». «Δε λες τίποτα», μουρμούρισε η Κάιλ. «Πόσος καιρός είναι που έφυγαν; Ένας μήνας;» «Κάιλ». Ο δόκτωρ Τράβις έσπρωξε το κάθισμα κάτω από το γραφείο του. «Θα μας δώσεις ένα λεπτό;» Η Κάιλ ξεφύσηξε και πήγε προς την πόρτα. «Γιατρέ, είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά νομίζω ότι θα σου χρειαστεί περισσότερος χρόνος». «Αρραβωνιάστηκες λοιπόν, Εύα;» Η Κάιλ τράβηξε άλλη μια ρουφηξιά από το ηλεκτρονικό τσιγάρο, παρακολουθώντας τον Κάρι που πήδησε πάνω από το κεφάλι του δόκτορος Τράβις και κάρφωσε στο καλάθι. Καθόμασταν στις φθαρμένες κερκίδες τρεις σειρές από την κορυφή, σε αρκετή απόσταση, ώστε να μην ακούμε τη θεραπευτική συνεδρία που βρισκόταν σε εξέλιξη στο γήπεδο. Ο Κάρι ένιωθε τρομερή ένταση όταν ανοιγόταν, έτσι ο δόκτωρ Τράβις είχε διαπιστώσει γρήγορα ότι, για να κάνει τον Κάρι να συνεχίσει να μιλά, έπρεπε να τον απασχολεί ταυτόχρονα με κάποια σωματική δραστηριότητα. Η Κάιλ με κοίταξε. «Πάντα πίστευα ότι εσύ και ο Κάρι θα καταλήγατε μαζί». Γέλασα και κούνησα το κεφάλι. «Δεν παίζει τέτοιο πράγμα ανάμεσά μας. Ποτέ δεν έπαιζε». Σήκωσε τους ώμους της. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του ουρανού του Σαν Ντιέγκο και ήταν έντονα βαμμένα γύρω γύρω με λάινερ σε μπλε ηλεκτρίκ χρώμα. «Τον ξέρεις καιρό αυτό τον τύπο που παντρεύεσαι;» «Αρκετό». Ο δόκτωρ Τράβις έβαλε καλάθι με ταμπλό και μετά ανακάτεψε στοργικά τα μαλλιά του Κάρι. Τον είδα να με κοιτάζει και κατάλαβα ότι ήταν η σειρά μου. Σηκώθηκα και τεντώθηκα. «Θα τα ξαναπούμε», είπα στην Κάιλ. «Καλή τύχη». Χαμογέλασα λοξά και κατέβηκα από τις κερκίδες πλησιάζοντας τον δόκτορα Τράβις. Είχε περίπου το ύψος του Γκίντεον, έτσι σταμάτησα πριν φτάσω στο κάτω σκαλί, και τα μάτια μας ήταν για λίγο στο ίδιο ύψος. «Έχεις σκεφτεί ποτέ να μετακομίσεις στη Νέα Υόρκη, γιατρέ;» Χαμογέλασε. «Σαν να μη μου φτάνουν οι φόροι της Καλιφόρνιας. Στη Νέα Υόρκη είναι ακόμη χειρότερα». Αναστέναξα δραματικά. «Έπρεπε να προσπαθήσω όμως». Με αγκάλιασε από τους ώμους και κατέβηκα στο επίπεδο του γηπέδου. «Το ίδιο και ο Κάρι. Με κολακεύετε». Πήγαμε στο γραφείο του. Εγώ έκλεισα την πόρτα κι αυτός άρπαξε μια ετοιμόρροπη μεταλλική
καρέκλα, τη γύρισε ανάποδα και κάθισε καβαλητά, με τα χέρια ακουμπισμένα στην πλάτη της. Αυτή ήταν μία από τις παραξενιές του. Όταν έκανε απλώς κουβέντα, καθόταν στο γραφείο του. Και όταν έπιανε δουλειά, καθόταν στο ερείπιο. «Πες μου για τον αρραβωνιαστικό σου», είπε, όταν κάθισα στο συνηθισμένο σημείο μου στον πράσινο πλαστικό καναπέ, που ήταν μπαλωμένος εδώ κι εκεί με κολλητική ταινία και διακοσμημένος με τις υπογραφές πρώην και νυν ασθενών. «Έλα τώρα», τον μάλωσα. «Είμαι σίγουρη ότι σε ενημέρωσε ο Κάρι». Ο Κάρι πάντα άρχιζε τις συνεδρίες του μιλώντας για μένα και τη ζωή μου, και τελικά περνούσε στα δικά του. «Και ξέρω ποιος είναι ο Γκίντεον Κρος». Ο δόκτωρ Τράβις χτύπησε ρυθμικά τα πόδια του κάτω μ’ εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο που είχε, και που δε φαινόταν ποτέ νευρικός ή ανυπόμονος. «Όμως θέλω να ακούσω για τον άνθρωπο που θα παντρευτείς». Το σκέφτηκα για λίγο κι αυτός έμεινε αμίλητος, όχι περιμένοντας, απλώς παρατηρώντας. «Ο Γκίντεον είναι… Θεέ μου, είναι τόσο πολλά πράγματα. Είναι πολύπλοκος. Έχουμε κάποια προβλήματα να ξεπεράσουμε, αλλά θα τα καταφέρουμε. Το πιο άμεσο πρόβλημά μου είναι τα συναισθήματα που έχω γι’ αυτό τον τραγουδιστή που… έβλεπα παλιά». «Τον Μπρετ Κλάιν;» «Θυμάσαι το όνομά του». «Μου το θύμισε ο Κάρι, αλλά θυμάμαι τις συζητήσεις που είχαμε κάνει γι’ αυτόν». «Ναι». Κοίταξα το εκπληκτικό δαχτυλίδι στο χέρι μου, το στριφογύρισα στο δάχτυλό μου. «Είμαι απίστευτα ερωτευμένη με τον Γκίντεον. Μου άλλαξε τη ζωή με τόσο πολλούς τρόπους. Με κάνει να νιώθω όμορφη και πολύτιμη. Ξέρω ότι φαίνεται να βιαζόμαστε πολύ, αλλά αυτός είναι ο άντρας της ζωής μου». Ο δόκτωρ Τράβις χαμογέλασε. «Εγώ και η γυναίκα μου ερωτευτήκαμε κεραυνοβόλα. Ήμασταν στο γυμνάσιο όταν γνωριστήκαμε, αλλά κατάλαβα ότι ήταν το κορίτσι που θα παντρευόμουν». Κοίταξα τις φωτογραφίες της γυναίκας του πάνω στο γραφείο. Υπήρχε μία που την έδειχνε νέα, και άλλη μια πιο πρόσφατη. Το δωμάτιο ήταν ένας κυκεώνας από χαρτιά, αθλητικό εξοπλισμό, βιβλία και αρχαίες αφίσες με μεγάλους αθλητές του παρελθόντος, αλλά οι κορνίζες και το γυαλί που προστάτευαν τις φωτογραφίες ήταν πεντακάθαρα. «Δεν καταλαβαίνω γιατί με επηρεάζει ο Μπρετ. Δεν είναι ότι τον θέλω. Δεν μπορώ να φανταστώ να είμαι με οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον Γκίντεον. Σεξουαλικά και μη. Αλλά ο Μπρετ δε μου είναι αδιάφορος». «Και γιατί να σου είναι;» ρώτησε απλά ο δόκτωρ Τράβις. «Ήταν μέρος της ζωής σου σε μια καθοριστική περίοδο, και το τέλος της σχέσης σας σου προκάλεσε ένα είδος επιφοίτησης». «Το… ενδιαφέρον μου –αν και δεν είναι αυτή η σωστή λέξη– δε μου δίνει την αίσθηση της νοσταλγίας». «Σίγουρα όχι. Φαντάζομαι ότι νιώθεις κάποια μεταμέλεια. Σκέφτεσαι τι θα γινόταν να είχε συμβεί αυτό ή εκείνο. Η σχέση ήταν έντονα σεξουαλική για σένα, έτσι μπορεί να υπάρχουν κάποια υπολείμματα έλξης, έστω και αν ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσεις ποτέ κοντά του». Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι είχε δίκιο σ’ αυτό. Άρχισε να παίζει ταμπούρλο με τα δάχτυλα στην πλάτη της καρέκλας. «Είπες ότι ο αρραβωνιαστικός σου είναι πολύπλοκος άνθρωπος και ότι δουλεύετε πάνω σε κάποια από τα προβλήματά σας. Ο Μπρετ ήταν πολύ απλός. Ήξερες τι να περιμένεις απ’ αυτόν. Αυτούς τους
τελευταίους μήνες έκανες μια μεγάλη μετακόμιση, ζεις πλέον κοντά στη μητέρα σου, και είσαι αρραβωνιασμένη. Μπορεί πότε πότε να εύχεσαι να ήταν πιο απλά τα πράγματα». Τον κοίταξα αμίλητη για λίγο καθώς χώνευα αυτό που μου είπε. «Πώς καταφέρνεις και εξηγείς τα πράγματα τόσο καλά;» «Εξάσκηση». Ο φόβος με έκανε να πω: «Δε θέλω να τα κάνω θάλασσα με τον Γκίντεον». «Έχεις κάποιον για να μιλάς στη Νέα Υόρκη;» «Κάνουμε θεραπεία ζευγαριών». Έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Πρακτικά πράγματα. Αυτό είναι καλό. Σημαίνει ότι θέλει κι αυτός να τα καταφέρετε να μείνετε μαζί. Ξέρει;» Για τον Νέιθαν. «Ναι». «Είμαι περήφανος για σένα, μικρή μου». «Αποφάσισα να αποφύγω τον Μπρετ, αλλά αναρωτιέμαι μήπως αυτό σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζω τη ρίζα του προβλήματος. Σαν τον αλκοολικό που δεν πίνει αλλά εξακολουθεί να είναι αλκοολικός. Το πρόβλημα υπάρχει ακόμη, απλώς φροντίζει να μην το πλησιάζει». «Αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό, είναι όμως ενδιαφέρον που χρησιμοποίησες μια παρομοίωση με εθισμό. Έχεις μια τάση προς την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά με τους άντρες. Το έχουν αυτό πολλά άτομα με το δικό σου ιστορικό, έτσι δεν είναι κάτι απρόσμενο, και έχουμε ασχοληθεί με το θέμα στο παρελθόν». «Το ξέρω». Γι’ αυτό φοβόμουν τόσο πολύ ότι θα χαθώ μέσα στον Γκίντεον. «Υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να σκεφτείς», συνέχισε. «Είσαι αρραβωνιασμένη με έναν άντρα που, επιφανειακά, είναι απόλυτα το είδος του άντρα που θα ήθελε η μητέρα σου για σένα. Αν λάβουμε υπόψη μας το πώς νιώθεις για την εξάρτηση της μητέρας σου από τους άντρες, μπορεί να νιώθεις κάποια αντίσταση γι’ αυτό τον λόγο». Ζάρωσα τη μύτη μου. Μου κούνησε το δάχτυλο. «Α, είναι πιθανό λοιπόν; Και το άλλο είναι ότι μπορεί να νιώθεις ότι δε σου αξίζει αυτό που βρήκες στον αρραβωνιαστικό σου». Το στομάχι μου σφίχτηκε. «Ενώ μου αξίζει ο Μπρετ;» «Εύα». Μου χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Το γεγονός και μόνο ότι κάνεις αυτή την ερώτηση… είναι ακριβώς το πρόβλημά σου».
5 «Δε σε γνώρισα χωρίς το κοστούμι και τη γραβάτα», είπε ο Σαμ Γιμάρα, μόλις κάθισα απέναντί του. Δεν ήταν πολύ ψηλός, αρκετά κάτω από το ένα ογδόντα, αλλά ήταν μυώδης. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και σκεπασμένο με τατουάζ, και οι λοβοί των αυτιών του τρυπημένοι, έτσι που έβλεπα από μέσα τους. Το Μπαρ της 69ης Οδού δε βρισκόταν στην 69η Οδό, έτσι δεν είχα ιδέα από πού προήλθε το όνομα. Ήξερα ότι οι Six-Ninths είχαν πάρει το όνομά τους από το μπαρ, αφού έπαιζαν εδώ μερικά χρόνια. Ήξερα επίσης ότι οι τουαλέτες στο βάθος του μαγαζιού ήταν το μέρος όπου ο Μπρετ Κλάιν πηδούσε τη γυναίκα μου. Ήθελα να τον πλακώσω στο ξύλο μόνο γι’ αυτό. Η Εύα άξιζε παλάτια και ιδιωτικά νησιά, όχι τις βρόμικες τουαλέτες ενός μπαρ. Το μαγαζί δεν ήταν ακριβώς καταγώγιο, αλλά δεν είχε καμία φινέτσα. Ήταν ένα παραλιακό μπαρ που γινόταν υποφερτό με το σκοτάδι, και ήταν κυρίως γνωστό ως το στέκι όπου πήγαιναν φοιτητές του Πανεπιστημίου του Σαν Ντιέγκο για να φασωθούν και να τα πιουν μέχρι να μη θυμούνται τι έκαναν και με ποιον πηδήχτηκαν. Αφού το γκρέμιζα, δε θα θυμούνταν πια ούτε το μπαρ. Η επιλογή του μέρους ήταν σκόπιμη κι έπρεπε να παραδεχτώ ότι ήταν έξυπνη κίνηση από μέρους του Γιμάρα. Μου προκαλούσε ένταση και υπογράμμιζε το τι παιζόταν. Αν η επιλογή μου να εμφανιστώ μόνος και ντυμένος με τζιν και τι-σερτ τον σάστισε, θα θεωρούσα ότι είχα απαντήσει με μια καλή δική μου κίνηση. Έγειρα πίσω στο κάθισμα παρακολουθώντας τον προσεκτικά. Το μπαρ είχε ελάχιστους πελάτες, και οι περισσότεροι είχαν καθίσει έξω. Στο εσωτερικό με τη θαλασσινή διακόσμηση όπου καθόμασταν εμείς υπήρχαν μόνο μια χούφτα άτομα. «Αποφάσισες να δεχτείς την προσφορά μου;» «Το σκέφτηκα». Ο Γιμάρα σταύρωσε τα πόδια του κι έγειρε πίσω για να απλώσει το χέρι του στην πλάτη του καθίσματος. Υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του και όχι αρκετά έξυπνος για να δείξει προσοχή. «Όμως, αν λάβουμε υπόψη μας πόσα λεφτά έχεις, μου φαίνεται παράξενο που οι προσωπικές στιγμές της Εύας δεν αξίζουν πάνω από ένα εκατομμύριο δολάρια για σένα». Χαμογέλασα μέσα μου. «Η ψυχική ηρεμία της Εύας είναι ανεκτίμητη για μένα. Όμως, αν νομίζεις ότι θα ανεβάσω την προσφορά μου, δεν τα έχεις σκεφτεί καλά τα πράγματα. Τα ασφαλιστικά μέτρα σε βάρος σου θα περάσουν. Και μετά υπάρχει κι εκείνη η ενοχλητική μικρολεπτομέρεια, το πόσο νόμιμο ήταν να βιντεοσκοπείς την Εύα χωρίς τη συγκατάθεσή της, ένα πολύ διαφορετικό σενάριο από ένα βίντεο σεξ που γυρίζουν δυο άτομα εν γνώσει τους και δημοσιοποιείται για κάποιο λόγο». Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Νόμιζα ότι ήθελες να κρατήσεις το πράγμα κρυφό, όχι να το κάνεις βούκινο. Αν γίνει η δίκη, η Εύα θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της, ξέρεις. Έχω μιλήσει ήδη με τον Μπρετ και έχουμε συμφωνήσει». Οι ώμοι μου σφίχτηκαν. «Είδε το βίντεο;» «Το έχει». Ο Σαμ έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα στικάκι. «Εδώ είναι ένα αντίγραφο για την Εύα. Σκέφτηκα ότι θα πρέπει να δεις για τι πράγμα πληρώνεις». Η σκέψη ότι ο Κλάιν έβλεπε σεξουαλικές εικόνες της Εύας μού προκάλεσε ασυγκράτητη οργή. Με τσάντιζε ήδη που είχε τις αναμνήσεις του. Δε θα ανεχόμουν ποτέ να έχει και ένα βίντεο από πάνω.
Έσφιξα το στικάκι στη γροθιά μου. «Η ύπαρξη του βίντεο θα μαθευτεί. Δεν μπορώ να το σταματήσω αυτό. Επικοινώνησες με πάρα πολλούς δημοσιογράφους για να τους προτείνεις να το αγοράσουν. Εκείνο που μπορώ να κάνω όμως είναι να σε καταστρέψω. Προσωπικά, αυτή είναι και η προτίμησή μου. Θέλω να σε δω να τα χάνεις όλα, παλιοκαθίκι». Ο Σαμ ανακάθισε. Έσκυψα μπροστά. «Δεν τράβηξες μόνο την Εύα και τον Κλάιν με τις κρυφές κάμερες που είχες βάλει. Υπάρχουν δεκάδες άλλα θύματα που δε σου έδωσαν άδεια να τα βιντεοσκοπήσεις. Αυτό το μπαρ είναι δικό μου. Το ίδιο και το συγκρότημα. Δε χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να βρω τους τακτικούς πελάτες και τους θαυμαστές των Six-Ninths που ήταν εδώ όταν βιντεοσκοπούσες παράνομα τις τουαλέτες». Και η τελευταία λάμψη απληστίας στα μάτια του θάμπωσε και μετά έσβησε τελείως. «Αν ήσουν πιο έξυπνος», συνέχισα, «θα είχες προτιμήσει ένα μακροχρόνιο κέρδος αντί για την άμεση πληρωμή. Έτσι όπως τα κατάφερες όμως, θα υπογράψεις το συμβόλαιο που θα βάλω μπροστά σου και θα φύγεις με μια επιταγή για διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια». Ο Σαμ ορθώθηκε στο κάθισμα. «Μαλακίες! Είπες ένα εκατομμύριο. Αυτή ήταν η συμφωνία». «Και δεν τη δέχτηκες». Σηκώθηκα. «Η προσφορά δεν ισχύει πια. Και αν αργήσεις κι άλλο να αποφασίσεις, θα πάψει να ισχύει και η καινούργια. Απλώς θα σε καταστρέψω και θα σε στείλω κατευθείαν φυλακή. Μου είναι αρκετό να μπορώ να πω στην Εύα ότι προσπάθησα». Καθώς έφευγα, έβαλα το στικάκι στην τσέπη μου, όπου το ένιωθα να με καίει. Κοίταξα τον Αράς καθώς περνούσα δίπλα του εκεί που καθόταν στο μπαρ. Ήταν το σήμα του για να αναλάβει αυτός τα υπόλοιπα. Κατέβηκε από το σκαμνί του μπαρ. «Πάντα είναι απόλαυση να σε παρακολουθώ να τρομοκρατείς κάποιον», είπε, και μετά πήγε στο κάθισμα από όπου είχα σηκωθεί έχοντας στα χέρια του το συμβόλαιο και την επιταγή. Βγήκα έξω από το μισοσκότεινο μπαρ, στη λιακάδα του Σαν Ντιέγκο. Η Εύα με είχε βάλει να υποσχεθώ ότι δε θα δω το βίντεο. Όμως ένιωθε ακόμη κάτι για τον Κλάιν, ο οποίος παρέμενε μια πολύ πραγματική απειλή. Αν τους έβλεπα μαζί σε τέτοιες προσωπικές στιγμές, μπορεί να εντόπιζα πράγματα που θα με βοηθούσαν να τον αντιμετωπίσω. Ήταν και μαζί του τόσο ασυγκράτητη σεξουαλικά όπως ήταν μαζί μου; Τον ποθούσε τόσο άπληστα και απεγνωσμένα; Κι αυτός μπορούσε να την κάνει να τελειώσει όπως εγώ; Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου για να διώξω τις εικόνες από το μυαλό μου, αλλά δεν έλεγαν να φύγουν. Θυμήθηκα την υπόσχεσή μου και πήγα στο πάρκινγκ για να πάρω το νοικιασμένο αμάξι μου. Είναι χαζό να χαίρομαι που είμαι «φίλη» σου σχεδόν όσο χαίρομαι που είμαι γυναίκα σου; Γέλασα μέσα μου διαβάζοντας το μήνυμα της Εύας και απάντησα. Κι εγώ χαίρομαι που είμαι εραστής σου όσο χαίρομαι που είμαι άντρας σου. Ω Θεέ μου… σεξομανή. Αυτό με έκανε να γελάσω δυνατά. «Τι ήταν αυτός ο ήχος;» Ο Αράς κοίταξε πάνω από την ταμπλέτα του. Είχε βολευτεί στον καναπέ της σουίτας μου στο ξενοδοχείο. «Γέλιο ήταν αυτό, Κρος; Σοβαρά τώρα, γέλασες μόλις τώρα; Ή έπαθες κανένα εγκεφαλικό;»
Του έκανα μια χειρονομία με το δάχτυλο. «Σοβαρά τώρα;» μου απάντησε. «Μου δείχνεις δάχτυλο;» «Η Εύα λέει ότι είναι κλασική κίνηση». «Η Εύα είναι τόσο σέξι που την παίρνει να λέει ό,τι θέλει. Εσένα όχι». Άνοιξα νέο παράθυρο στον φορητό υπολογιστή, μπήκα στο προφίλ μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και συνδέθηκα με αυτό της Εύας ως προορισμό στην ένδειξη Αρραβωνιασμένος με, κάτι που μπορούσα να κάνω τώρα που ήμασταν «φίλοι». Καθώς περίμενα να δεχτεί τη σύνδεση, μπήκα στο δικό της προφίλ και χαμογέλασα πάλι με τη φωτογραφία που είχε διαλέξει. Αποκάλυπτε τον εαυτό της στον κόσμο για πρώτη φορά, και το έκανε ως γυναίκα μου. Όταν ενέκρινε τη σύνδεση, της έστειλα ένα μήνυμα. Τώρα είσαι και τα δύο. Εγώ κρατάω τη δική μου πλευρά της συμφωνίας. Το βλέμμα μου πήγε στη φωτογραφία μας στο προφίλ της. Χάιδεψα το πρόσωπό της με τα δάχτυλα, πνίγοντας την παρόρμηση να πάω κοντά της. Ήταν νωρίς ακόμη. Χρειαζόταν τον όποιο χώρο άντεχα να της δώσω. Το ίδιο κι εγώ, αγγελούδι μου. Το αμφιθέατρο του καζίνου δεν ήταν μικρό αλλά ούτε ήταν τεράστιο, και μπορούσε να γεμίσει πιο εύκολα. Ήταν προτιμότερο να διατυμπανίζουν οι Six-Ninths ότι ξεπουλήθηκαν τα εισιτήρια για τις συναυλίες τους, παρά να ρισκάρουν να υπάρχουν άδεια καθίσματα, ακόμη και στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο Κρίστοφερ θα το είχε σκεφτεί αυτό. Ο αδελφός μου ήταν καλός στη δουλειά του, αλλά ήξερα εκ πείρας ότι δεν έπρεπε να του το λέω, γιατί γινόταν ακόμη μεγαλύτερος μαλάκας. Καθώς άδειαζαν σιγά σιγά τα καθίσματα, κατευθύνθηκα προς τα παρασκήνια. Εδώ ήμουν έξω από τα χωράφια μου, παρόλο που είχα πάσο ως κύριος μέτοχος της Βιντάλ Ρέκορντς. Ο Κλάιν είχε σαφώς το πλεονέκτημα. Όμως δεν είχα καταφέρει να το αναβάλω για το πρωί, αν και ήξερα ότι αυτό θα ήταν πιο συνετό. Τότε ο Κλάιν θα ήταν εξαντλημένος. Πιθανόν θα είχε πονοκέφαλο από το νυχτερινό του μεθύσι. Και θα είχα εγώ το πάνω χέρι. Όμως δεν μπορούσα να περιμένω τόσο πολύ. Ο Κλάιν είχε στα χέρια του το βίντεο. Θα το είχε δει τουλάχιστον μια φορά. Ίσως και παραπάνω. Δεν άντεχα στη σκέψη να το ξαναδεί. Έπρεπε να του το πάρω. Αυτή ήταν τώρα η προτεραιότητά μου. Και ήθελα επίσης να ξέρει ότι ήμουν εκεί κοντά πριν συναντηθεί με την Εύα. Σημάδευα την περιοχή μου, για να το πω έτσι, και είχα επιλέξει να το κάνω αυτό φορώντας το τζιν και το τι-σερτ που φορούσα και όταν συναντήθηκα με τον Γιμάρα. Οτιδήποτε είχε σχέση με την Εύα ήταν προσωπικό θέμα, όχι δουλειά, και ήθελα να είναι ξεκάθαρο αυτό από την πρώτη στιγμή που θα με έβλεπε ο Κλάιν. Μπήκα στα παρασκήνια από τα αριστερά και βρέθηκα μέσα σε ένα πραγματικό χάος. Ο στενός διάδρομος ήταν γεμάτος γυναίκες με ελάχιστα ρούχα, λιώμα από το ναρκωτικό ή το αλκοόλ της προτίμησής τους. Δεκάδες άντρες με τατουάζ και πίρσινγκ ξεμοντάριζαν και συσκεύαζαν μηχανήματα με εξασκημένη ευκολία και ταχύτητα. Μια σκληρή μουσική ακουγόταν από κρυφά ηχεία και μπερδευόταν με άλλες μουσικές που ακούγονταν από διάφορα δωμάτια. Άρχισα να προχωρώ μέσα στο πανδαιμόνιο, αναζητώντας ένα χαρακτηριστικό κεφάλι με καρφάκια. Μια κάπως γνωστή ξανθιά βγήκε παραπατώντας από μια ανοιχτή πόρτα κάμποσα μέτρα μπροστά
μου, με τα μαλλιά της να χύνονται στους ώμους της τραβώντας την προσοχή στις πλούσιες καμπύλες ενός εξαιρετικού κώλου. Τα βήματά μου επιβραδύνθηκαν. Οι χτύποι της καρδιάς μου επιταχύνθηκαν. Πίσω της βγήκε ο Κλάιν με μια μπίρα στο ένα χέρι. Το άλλο το άπλωσε προς το μέρος της. Η ξανθιά το έπιασε και τον τράβηξε κοντά της. Ήξερα την αίσθηση αυτού του ντελικάτου χεριού, ήξερα πόσο λείο ήταν το δέρμα του. Πόσο γερό το σφίξιμό του. Ήξερα πώς είναι να αυλακώνουν αυτά τα νύχια την πλάτη μου. Πώς είναι να μου σφίγγουν αυτά τα δάχτυλα τα μαλλιά την ώρα του οργασμού που της είχα προκαλέσει με το στόμα. Τον ηλεκτρισμό που προκαλούσε το άγγιγμά της. Την αρχέγονη ανταπόκριση. Στεκόμουν παγωμένος, με το στομάχι μου κόμπο. Αυτή στεκόταν κοντά στον Κλάιν, πολύ κοντά. Ο ώμος της ακουμπούσε στον τοίχο. Σπάζοντας τη μέση πρόβαλλε προκλητικά τον γοφό της, ενώ χάιδευε αισθησιακά το στομάχι του Κλάιν. Αυτός την κοίταξε με ένα αλαζονικό, ερωτιάρικο χαμόγελο και τη χάιδεψε στο μπράτσο με έναν τρόπο που έδειχνε μεγάλη οικειότητα. Όποιος τους έβλεπε μαζί καταλάβαινε αμέσως ότι ήταν εραστές. Μια μανιασμένη οργή φούντωσε στο αίμα μου. Ένα άρρωστο σκοτάδι απλώθηκε μέσα μου. Πόνος. Αφόρητος. Βαθιά στην ψυχή μου. Μου έκοψε την ανάσα, έχασα κάθε ίχνος αυτοελέγχου. Ένα γυναικείο χέρι τυλίχτηκε πάνω από τον ώμο μου. Μπήκε από τον λαιμό του τι-σερτ και χάιδεψε το στήθος μου, ενώ το άλλο κατέβηκε χαμηλά και έπιασε το πέος μου. Ένα αποπνικτικό άρωμα με τύλιξε και με έκανε να τη σπρώξω βίαια, την ίδια στιγμή που μια μελαχρινή με έντονα βαμμένα μπλε μάτια, αδύνατη σαν μοντέλο, προσπάθησε να με στριμώξει από μπροστά. «Πίσω!» γρύλισα, και τις αγριοκοίταξα και τις δύο με έναν τρόπο που τις έκανε να οπισθοχωρήσουν αποκαλώντας με μαλάκα. Μια άλλη εποχή, θα τις γαμούσα και τις δύο, μετατρέποντας την αίσθηση του θηράματος στον ολοκληρωτικό έλεγχο του κυνηγού. Είχα μάθει να αντιμετωπίζω τα σεξουαλικά αρπακτικά μετά τον Χιου. Πώς να τα βάζω στη θέση τους. Όρμησα μπροστά σπρώχνοντας τον κόσμο, ενώ θυμόμουν την αίσθηση του σαγονιού του Κλάιν πάνω στη γροθιά μου. Τους σκληρούς μυς του κορμιού του. Το γρύλισμα που έβγαλε μαζί με τον αέρα που έφευγε από μέσα του όταν τον είχα χτυπήσει με όλη μου τη δύναμη. Τον ήθελα ξαπλωμένο κάτω, στραπατσαρισμένο. Ματωμένο. Τσακισμένο. Ο Κλάιν έσκυψε από πάνω της και κάτι της είπε μιλώντας κοντά στο αυτί της. Οι γροθιές μου σφίχτηκαν. Αυτή έριξε πίσω το κεφάλι της και γέλασε, κι εγώ σταμάτησα επιτόπου ξαφνιασμένος και μπερδεμένος. Παρά τον θόρυβο που επικρατούσε, ο ήχος του γέλιου της μου φάνηκε λάθος. Δεν ήταν το γέλιο της Εύας. Ήταν πολύ ψιλό. Το γέλιο της γυναίκας μου ήταν σιγανό και βραχνό. Σέξι. Μοναδικό όσο και η γυναίκα που το έβγαζε. Η ξανθιά γύρισε το κεφάλι της και είδα το προφίλ της. Δεν ήταν η Εύα. Το σώμα και τα μαλλιά της έμοιαζαν. Το πρόσωπο όχι. Τι στην οργή; Και τότε επανήλθα στην πραγματικότητα. Η κοπέλα ήταν αυτή που είχε παίξει στο βιντεοκλίπ του «Golden». Η σωσίας της Εύας. Εργάτες και γκρούπις περνούσαν γύρω μου, αλλά εγώ έμεινα καρφωμένος στη θέση μου καθώς ο Κλάιν χάιδευε και αποπλανούσε μια χλομή απομίμηση της ασύγκριτης γυναίκας μου.
Το τηλέφωνο δονήθηκε στην τσέπη μου και με ξάφνιασε. Το έβγαλα βλαστημώντας και διάβασα το μήνυμα του Ραούλ: Μόλις έφτασε στο καζίνο. Ώστε είχε αλλάξει γνώμη και είχε έρθει να δει τον Κλάιν. Φροντίζοντας να εκμεταλλευτώ την κατάσταση προς όφελός μου, του απάντησα: Φέρ’ τη στα παρασκήνια αριστερά. Τώρα. Έγινε. Οπισθοχώρησα κολλώντας στον τοίχο και μετά παραμέρισα μπαίνοντας σε μια εσοχή μισοκρυμμένη από μεταλλικά κιβώτια στοιβαγμένα σε καροτσάκια. Τα λεπτά περνούσαν αργά. Αισθάνθηκα την παρουσία της πριν τη δω, ένιωσα το ρίγος της αναγνώρισης. Γυρίζοντας το κεφάλι, την εντόπισα αμέσως. Σε αντίθεση με την απομίμησή της, που φορούσε ένα μικρό κολλητό φόρεμα, η Εύα φορούσε ένα τζιν που αγκάλιαζε τις καμπύλες της και μια απλή γκρίζα αμάνικη φανέλα, ψηλοτάκουνα σανδάλια και σκουλαρίκια κρίκους, ένα άνετο κάζουαλ ντύσιμο. Η ξαφνική επιθυμία με χτύπησε με μια δύναμη που με σόκαρε. Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχα δει, άνετα η πιο σέξι γυναίκα στον κόσμο. Άλλες γυναίκες γύριζαν το κεφάλι και την παρακολουθούσαν καθώς περνούσε, ζηλεύοντας την αβίαστη ομορφιά και τη σεξουαλικότητά της. Οι άντρες την κοίταζαν με ξαναμμένο ενδιαφέρον, αλλά αυτή έδειχνε να μην τους αντιλαμβάνεται καν, η προσοχή της ήταν στραμμένη στον Κλάιν. Τα μάτια της στένεψαν όταν είδε τη σκηνή που είχα δει κι εγώ πριν από λίγο. Την είδα να ζυγιάζει την κατάσταση, και κατάλαβα ότι κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με μένα. Μυριάδες συναισθήματα διαδέχτηκαν το ένα το άλλο στο πρόσωπό της. Πρέπει να ένιωθε παράξενα βλέποντας έναν πρώην εραστή της να θέλει τόσο απεγνωσμένα να ξαναζήσει αυτό που είχε κάποτε μαζί της. Για μένα κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο. Αν δεν μπορούσα να έχω την Εύα, δεν ήθελα καμία άλλη. Οι ώμοι της τραβήχτηκαν πίσω. Το πιγούνι της ανασηκώθηκε. Μετά χαμογέλασε. Είδα την αποδοχή να απλώνεται μέσα της, μια νέα γαλήνη. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που χρειαζόταν, το είχε βρει. Η Εύα με προσπέρασε χωρίς να με δει, αλλά αμέσως μετά με πλησίασε ο Ραούλ. «Αμήχανη στιγμή», είπε, κοιτάζοντας τον Κλάιν που σηκώνοντας το βλέμμα είδε τη γυναίκα μου και μαρμάρωσε. «Τέλεια στιγμή», απάντησα, καθώς η γυναίκα μου χαιρέτησε τον Κλάιν απλώνοντας το αριστερό της χέρι. Το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της άστραψε, ήταν αδύνατο να μην το προσέξει. «Κράτα με ενήμερο», είπα. Γύρισα κι έφυγα. Έκανα την ογδοηκοστή κάμψη νιώθοντας τους μυς μου να με καίνε, με το βλέμμα μου καρφωμένο στο στικάκι που είχα αφήσει στο χαλί μπροστά μου. Ο τρόπος που είχα αντιμετωπίσει τον Γιμάρα και τον Κλάιν ήταν αποτελεσματικός αλλά όχι ιδιαίτερα ικανοποιητικός. Ήμουν ακόμη σφιγμένος και αγριεμένος, είχα όρεξη για καβγά. Τα μάτια μου έτσουζαν από τον ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπό μου. Ήμουν λαχανιασμένος από την προσπάθεια. Ήξερα ότι η Εύα είχε βγει για κλάμπινγκ με τον Κάρι και μερικούς φίλους τους από το Σαν Ντιέγκο, κι αυτό μεγάλωνε ακόμη περισσότερο την έντασή μου. Ήξερα πόσο φούντωνε όταν έπινε και χόρευε. Μου άρεσε να την παίρνω όταν το κορμί της άχνιζε από τον ιδρώτα και το μουνί της ήταν υγρό και άπληστο. Χριστέ μου. Το πέος μου σκλήρυνε ακόμη πιο πολύ. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν καθώς πλησίαζα το σημείο της μυϊκής κόπωσης. Οι φλέβες προεξείχαν ανάγλυφες στα μπράτσα και τα χέρια μου. Μου χρειαζόταν ένα κρύο ντους, αλλά δε θα αυνανιζόμουν. Πάντα τη φύλαγα για την
Εύα όλη την κρέμα, μέχρι την τελευταία σταγόνα. Το πρόγραμμα μηνυμάτων στον φορητό υπολογιστή μου έβγαλε έναν μελωδικό ήχο. Επιβράδυνα τον μανιασμένο ρυθμό μου, και όταν έφτασα στις εκατό κάμψεις σηκώθηκα. Σήκωσα το στικάκι και το πέταξα πάνω στο γραφείο, μετά πήγα στην καρέκλα και πήρα την πετσέτα που είχα ριγμένη στην πλάτη της. Σκούπισα το πρόσωπό μου και άνοιξα το παράθυρο στον υπολογιστή, περιμένοντας να διαβάσω την τελευταία ενημέρωση για τη βραδιά της Εύας. Εκείνο που είδα όμως ήταν ένα μήνυμα δικό της. Σε ποιο δωμάτιο είσαι; Κοίταξα την οθόνη για μια στιγμή, προσπαθώντας να καταλάβω. Άλλος ένας μελωδικός ήχος ανακοίνωσε ένα μήνυμα του Ραούλ: Έρχεται στο ξενοδοχείο σου. Όλη μου η προσοχή στράφηκε από τη γυμναστική στην υπέροχη, πανέξυπνη γυναίκα μου. Της απάντησα: 4.269. Σήκωσα το τηλέφωνο του γραφείου και πήρα την υπηρεσία δωματίου. «Ένα μπουκάλι σαμπάνια Κριστάλ», είπα. «Δύο ποτήρια σαμπάνιας, φράουλες και σαντιγί. Να τα έχετε εδώ σε δέκα λεπτά. Ευχαριστώ». Κατέβασα το ακουστικό κι έριξα την πετσέτα στην πλάτη της καρέκλας. Με μια γρήγορη ματιά στο ρολόι είδα ότι η ώρα ήταν δυόμισι τη νύχτα. Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας, είχα σβήσει όλα τα φώτα στο λίβινγκ ρουμ και την κρεβατοκάμαρα, και είχα ανοίξει τις κουρτίνες που έκρυβαν τη θέα προς τον φεγγαρόφωτο ωκεανό. Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα. Είδα να περιμένουν η Εύα και η υπηρεσία δωματίου. Η Εύα, ντυμένη όπως την είχα δει νωρίτερα, έδειχνε σαν κακό κορίτσι, και το θέαμα ανανέωσε ακαριαία τη στύση μου. Τα μαλλιά της ήταν άτονα και το πρόσωπό της γυάλιζε, ενώ η μάσκαρα είχε τρέξει λίγο. Μύριζε καθαρό ιδρώτα και αλκοόλ. Αν δε στεκόταν πίσω της ο σερβιτόρος, θα την είχα ρίξει ανάσκελα στο χολ πριν καταλάβει τι έγινε. «Θεέ και Κύριε», είπε με κομμένη την ανάσα, κοιτώντας με από πάνω μέχρι κάτω. Κοίταξα κι εγώ. Ήμουν ακόμη ξαναμμένος, το δέρμα μου γυαλιστερό από τον ιδρώτα. Το λάστιχο του παντελονιού της φόρμας ήταν μουσκεμένο, τραβώντας την προσοχή στη στύση που δεν προσπάθησα καν να κρύψω. «Με συγχωρείς, με βρήκες στη μέση της γυμναστικής». «Τι κάνεις στο Σαν Ντιέγκο;» ρώτησε πριν μπει μέσα. Οπισθοχώρησα και της έκανα νόημα να μπει. Δεν κουνήθηκε. «Δε θα σε αφήσω να με παρασύρεις στη δίνη σου έτσι που στέκεις εκεί σαν θεός του σεξ, αν δε μου απαντήσεις πρώτα». «Ήρθα για δουλειές». «Τρίχες». Σταύρωσε τα χέρια της. Την έπιασα από τον αγκώνα και την τράβηξα μέσα. «Μπορώ να σου το αποδείξω». Ο σερβιτόρος της υπηρεσίας δωματίου μπήκε πίσω της σπρώχνοντας το καροτσάκι. «Παραείσαι αισιόδοξος», μουρμούρισε η Εύα, κοιτάζοντας την παραγγελία καθώς υπέγραφα την απόδειξη. Έδωσα πίσω τον λογαριασμό και το στιλό, περίμενα να φύγει ο σερβιτόρος και μετά πήγα στο τηλέφωνο δίπλα στον καναπέ. Κάλεσα το δωμάτιο του Αράς. «Είσαι με τα καλά σου;» είπε αυτός μόλις το σήκωσε. Ακουγόταν νυσταγμένος. «Μερικοί από μας κοιμόμαστε κιόλας, Κρος».
«Η γυναίκα μου θέλει να σου μιλήσει». «Τι;» Άκουσα σεντόνια να θροΐζουν. «Πού είστε;» «Στο δωμάτιό μου». Έτεινα το ακουστικό στην Εύα. «Ο δικηγόρος μου». «Είσαι τρελός;» είπε αυτή. «Είναι πέντε η ώρα το πρωί στη Νέα Υόρκη! Κυριακάτικα!» «Δεν είναι στη Νέα Υόρκη, είναι στο διπλανό δωμάτιο. Πάρ’ το. Ρώτα τον αν δούλευα σήμερα». Η Εύα πλησίασε γρήγορα και μου άρπαξε το ακουστικό από το χέρι. «Θα ’πρεπε να βρεις άλλη δουλειά», του είπε. «Το αφεντικό σου είναι τρελό». Ο Αράς κάτι της απάντησε και η Εύα αναστέναξε. «Σίγουρα». Με κοίταξε. «Ευτυχώς τουλάχιστον είναι σέξι. Και πάλι όμως, ίσως πρέπει να πάω να με δει γιατρός. Με συγχωρείς που σε ξύπνησε. Κοιμήσου». Η Εύα μου έδωσε το ακουστικό. Το πήρα. «Όπως σου είπε, κοιμήσου». «Μ’ αρέσει», είπε ο Αράς. «Σου κάνει γυμνάσια». Κοίταξα την Εύα. «Και μένα μ’ αρέσει. Καληνύχτα». Έκλεισα και άπλωσα να την πιάσω. Η Εύα οπισθοχώρησε αποφεύγοντας το χέρι μου. «Γιατί δε μου είπες ότι ήσουν εδώ;» «Δεν ήθελα να σου περιορίσω τις κινήσεις». «Δε μου ’χεις εμπιστοσύνη;» Ύψωσα τα φρύδια. «Ρωτά η γυναίκα που πριν από λίγο έκανε εντοπισμό του κινητού μου και ήρθε στο ξενοδοχείο μου». «Απλώς ήμουν περίεργη να δω αν ήσουν στο διαμέρισμα ή όχι!» Την κοίταξα χωρίς να μιλήσω και μούτρωσε. «Και επιπλέον… μου έλειψες». «Εδώ είμαι, αγγελούδι μου». Της άνοιξα την αγκαλιά μου. «Έλα και πάρε με». Ζάρωσε τη μύτη της. «Πρέπει να κάνω ντους. Βρομάω». «Είμαστε και οι δύο ιδρωμένοι». Την πλησίασα. Αυτή τη φορά δεν τραβήχτηκε. «Και μου αρέσει η μυρωδιά σου. Το ξέρεις αυτό». Έβαλα τα χέρια στη μέση της και τα ανέβασα πάνω μέχρι που αγκάλιασα τον λεπτό κορμό της κάτω από το φούσκωμα των βυζιών της. Μετά της τα έπιασα πάνω από τη φανέλα, τα ανασήκωσα απαλά και τα έσφιξα. Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο φετίχ με συγκεκριμένα μέρη του γυναικείου σώματος, μέχρι που εμφανίστηκε η Εύα. Λάτρευα κάθε πόντο του κορμιού της, όλες τις πλούσιες καμπύλες της. Έκανα κύκλους με τους αντίχειρες γύρω από τις ρώγες της, και τις ένιωσα να σκληραίνουν. «Μου αρέσει τόσο πολύ έτσι όπως σε νιώθω». Χαμήλωσα το κεφάλι και το έχωσα στην εσοχή του λαιμού της, τρίβοντας τα υγρά μαλλιά μου πάνω της. Η Εύα βόγκηξε. «Δεν παίζεις τίμια. Είσαι έτσι γραμμωμένος και γυαλιστερός και σχεδόν γυμνός, κι εγώ δεν έχω θέληση να σου αντισταθώ». «Δε χρειάζεται να μου αντισταθείς». Έβαλα τα χέρια μου κάτω από τη φανέλα της και της ξεκούμπωσα το σουτιέν. «Άσε με να σε πάρω, Εύα». Πήρα μια αργή βαθιά ανάσα καθώς έβαζε το χέρι της μέσα στο παντελόνι της φόρμας κι έπιανε τον πούτσο μου. «Μμμ», μουρμούρισε. «Κοίτα τι βρήκα». «Άγγελέ μου». Της έπιασα τον πισινό. «Πες μου ότι θέλεις να σε πάρω ακριβώς όπως θέλω κι
εγώ». Με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. «Και πώς ακριβώς με θέλεις, δηλαδή;» «Εδώ. Στο πάτωμα. Με το τζιν πιασμένο στον έναν σου αστράγαλο, τη φανέλα σου σηκωμένη, το σλιπάκι σου παραμερισμένο. Θέλω τον πούτσο μου μέσα σου, να σε γεμίσω με τα υγρά μου». Έγλειψα την παλλόμενη φλέβα στον λαιμό της. «Θα σε φροντίσω κι εσένα μόλις σε πάω στο κρεβάτι, αλλά τώρα… θέλω απλώς να σε χρησιμοποιήσω». Την αισθάνθηκα να τρέμει. «Γκίντεον». Πέρασα το ένα χέρι κάτω από τα γόνατά της, τη σήκωσα στον αέρα, και τη χαμήλωσα προσεκτικά στο χαλί. Βρήκα με το στόμα μου το δικό της, απαλό, καυτό και υγρό, και αισθάνθηκα τη γλώσσα της να γλείφει τη δική μου. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό μου, προσπαθώντας να με κρατήσει. Την άφησα, αλλά ταυτόχρονα, γονατισμένος με τα πόδια μου δεξιά κι αριστερά της, άρχισα να της ξεκουμπώνω το τζιν. Η κοιλιά της ήταν επίπεδη και μεταξένια, και βαθούλωσε από ένα ξαφνικό γέλιο όταν οι αρθρώσεις μου χάιδεψαν τα πλευρά της. Το γαργάλημα με έκανε να χαμογελάσω καθώς φιλιόμασταν, και μια χαρά πλημμύρισε το στήθος μου μέχρι που ένιωσα ότι είναι πολύ μικρό για να τη χωρέσει. «Θα μείνεις μαζί μου», της είπα. «Θα ξυπνήσεις μαζί μου». «Ναι». Ανασήκωσε τους γοφούς της για να βοηθήσει να της κατεβάσω το παντελόνι. Ελευθέρωσα το ένα πόδι αφήνοντας το άλλο μέσα στο τζιν, και της άνοιξα τα πόδια για να τη δω. Το σλιπάκι της ήταν λοξό από το τράβηγμα του παντελονιού, δίνοντάς της ακριβώς την εικόνα που ήθελα. Ήταν η γυναίκα μου. Το πιο πολύτιμο απόκτημά μου, ο θησαυρός μου. Όμως την ήθελα επίσης να είναι πρόστυχη και ασυγκράτητη, ένα σεξουαλικό αντικείμενο για την ηδονή μου. Η μοναδική γυναίκα που μπορούσε να πνίξει τις αναμνήσεις στο κεφάλι μου και να με ελευθερώσει. «Αγγελούδι μου». Γλίστρησα προς τα κάτω ξαπλώνοντας μπρούμυτα, λαχταρώντας τη γεύση της. «Όχι», διαμαρτυρήθηκε αυτή, και σκέπασε με τα χέρια το μουνί της. Της ακινητοποίησα τα χέρια στα πλευρά της και την αγριοκοίταξα. «Σε θέλω έτσι». «Γκίντεον…» Την έγλειψα πάνω από το μεταξωτό ύφασμα κι αυτή τέντωσε την πλάτη με ένα κλαψούρισμα, με τις φτέρνες της να σκάβουν το χαλί, σηκώνοντας το μουνί της στο στόμα μου. Της παραμέρισα το σλιπ με τα δόντια αποκαλύπτοντας το απίστευτα απαλό της δέρμα. Μου ξέφυγε ένα τραχύ γρύλισμα και το πέος μου σκλήρυνε σε σημείο πόνου. Τύλιξα τα χείλια μου γύρω από την κλειτορίδα της κι άρχισα να τη ρουφάω και να τη γλείφω. Την αισθάνθηκα να σφίγγεται. Άφησα τα χέρια της ξέροντας ότι ήταν δική μου τώρα, ότι δεν μπορούσε να μου αντισταθεί. «Ω Θεέ μου», είπε σφαδάζοντας. «Το στόμα σου…» Της άνοιξα τα πόδια διάπλατα με τους ώμους μου, κι άρχισα να τη γλείφω σπρώχνοντάς την προς την κορύφωση. Με άρπαξε από τα μαλλιά και τα τράβηξε τόσο δυνατά που πόνεσα, κεντρίζοντάς με, μέχρι που τελείωσε με μια ξαφνιασμένη κραυγή. Συνέχισα να γλείφω μέσα της, να τη γαμώ νιώθοντάς τη να τρεμουλιάζει γύρω από τη γλώσσα μου. Το μουνί της έγινε πιο γλιστερό, πιο καυτό. Έτριψα την κλειτορίδα της κι έβαλα δύο δάχτυλα μέσα της, πιέζοντας ταυτόχρονα τους γοφούς μου στο πάτωμα μόλις αισθάνθηκα τα βελούδινα τοιχώματα να με σφίγγουν. Ο πούτσος μου ανυπομονούσε να βυθιστεί σε αυτή τη στενή θέρμη, ξέροντας πόσο υπέροχη ήταν η αίσθηση, λαχταρώντας να νιώσει το σφίξιμο του μουνιού της.
«Σε παρακαλώ», με ικέτεψε η Εύα, βάζοντας κόντρα στην πίεση των δαχτύλων μου, έχοντας ανάγκη να τη γεμίσει ο πούτσος μου. Ήθελα να τη γαμήσω. Να τελειώσω. Όχι επειδή χρειαζόμουν σεξ, αλλά επειδή χρειαζόμουν αυτή. Το σώμα της συστράφηκε και σφίχτηκε από έναν ακόμη οργασμό, και ο λαιμός της τεντώθηκε καθώς ξεφώνισε. Σκούπισα το υγρό μου στόμα στο εσωτερικό του μηρού της, σηκώθηκα στα γόνατα, κι έσπρωξα κάτω το παντελόνι της φόρμας. Έβαλα το ένα χέρι στο πάτωμα και τεντωμένος από πάνω της έφερα το παλλόμενο κεφάλι του πούτσου μου στην είσοδο του μουνιού της. Έσπρωξα με δύναμη, βοηθώντας με το βάρος μου, και χάθηκα στο σφιχτό της άνοιγμα με ένα βογκητό. «Γκίντεον». «Χριστέ μου». Έτριψα το ιδρωμένο μέτωπό μου πάνω στο μάγουλό της, ήθελα να της μεταφέρω τη μυρωδιά μου. Τα νύχια της χώθηκαν στην πλάτη μου. Ήθελα να μου κάνει πληγές, να με σημαδέψει. Έπιασα τον κώλο της και την ανασήκωσα σε γωνία, σπρώχνοντας με τα πόδια μου στο χαλί για να χωθώ μέχρι μέσα. Η Εύα βόγκηξε και άρχισε να κουνάει τους γοφούς της για να με χωρέσει. «Πάρε με», σφύριξα μέσα από σφιγμένα δόντια, παλεύοντας την ανάγκη να τελειώσω πριν ακόμη μπω όλος μέσα της. «Άσε με να μπω». Το μουνί της κυμάτισε, ρουφώντας με πιο βαθιά. Κόλλησα κάτω τους ώμους της για να την κρατήσω ακίνητη κι έσπρωξα πιο δυνατά. Το μουνί της χαλάρωσε, αφήνοντάς με να μπω όλος μέσα. Η αίσθηση του μουνιού της να σφίγγει όλο το μήκος του πούτσου μου ήταν αρκετή. Τυλίχτηκα γύρω της, την έσφιξα πάνω μου, και φιλώντας την άγρια τελείωσα με μια ζωώδη δύναμη που με άφησε να τρέμω στην αγκαλιά της. Ο αχνός υψωνόταν γύρω μας καθώς κρατούσα την Εύα πάνω μου, μέσα στην τεράστια χωνευτή μπανιέρα της σουίτας. Τα βρεγμένα μαλλιά της κολλούσαν στο στήθος μου και τα χέρια της κρέμονταν πάνω από τα δικά μου όπως την κρατούσα από τη μέση. «Γκίντεον;» «Μμμ;» Κόλλησα τα χείλια μου στον κρόταφό της. «Αν δεν μπορούσαμε να είμαστε μαζί –όχι ότι θα γίνει ποτέ αυτό, απλώς υποθετικά– θα κοιμόσουν με κάποια που μου μοιάζει; Θέλω να πω, δεν είμαι ο συνηθισμένος τύπος που προτιμάς, αλλά θα ήθελες να προσποιείσαι με κάποια που σου θυμίζει εμένα;» «Δεν πρόκειται να κάνω υποθέσεις για καταστάσεις που δε θα συμβούν ποτέ». «Γκίντεον». Τραβήχτηκε στο πλάι κι έγειρε το κεφάλι της για να με κοιτάξει. «Το καταλαβαίνω. Προσπάθησα να δω αν θα έβρισκα καμιά παρηγοριά αν ήμουν με κάποιον που σου μοιάζει. Ας πούμε, ίσως αν ήταν σκοτάδι, και τα μαλλιά του είχαν το μήκος των δικών σου…» Την έσφιξα πιο δυνατά. «Εύα. Μη μου μιλάς για φαντασιώσεις με άλλους άντρες». «Θεέ μου. Ως συνήθως, δεν ακούς». «Τι σ’ έπιασε ξαφνικά; Γιατί αυτές οι ερωτήσεις;» Ήξερα, φυσικά. Όμως δεν υπήρχε τίποτα που να θέλω να συζητήσω σε αυτό το θέμα. «Ο Μπρετ κοιμάται μ’ εκείνη την κοπέλα από το βίντεο “Golden”. Αυτή που μου μοιάζει». «Καμία δε σου μοιάζει». Έστρεψε τα μάτια στο ταβάνι με μια καρτερική γκριμάτσα. «Μπορεί να έχει τις καμπύλες σου», παραδέχτηκα, «αλλά δε μιλάει όπως εσύ. Δεν έχει τη δική σου
αίσθηση του χιούμορ, το πνεύμα σου. Δεν έχει την καρδιά σου». «Ω, Γκίντεον». Της χάιδεψα το μάγουλο. «Δε θα με βοηθούσε καθόλου αν έσβηνα τα φώτα. Μια τυχαία ξανθιά με βυζιά δε θα μύριζε όπως εσύ. Δε θα είχε τις δικές σου κινήσεις. Δε θα με άγγιζε με τον ίδιο τρόπο, δε θα με χρειαζόταν με τον ίδιο τρόπο». Το πρόσωπό της μαλάκωσε και κόλλησε το μάγουλό της στον ώμο μου. «Αυτό σκέφτηκα κι εγώ. Δε θα μπορούσα να το κάνω. Και τη στιγμή που είδα τον Μπρετ μ’ εκείνη την κοπέλα, ήξερα πως ούτε εσύ θα το έκανες». «Με καμία γυναίκα. Ποτέ». Φίλησα την άκρη της μύτης της. «Εύα, έχεις αλλάξει το τι σημαίνει το σεξ για μένα. Δε θα μπορούσα να γυρίσω πίσω. Ούτε καν θα προσπαθούσα». Σηκώθηκε και κάθισε πάνω μου καβαλητά, στέλνοντας κύματα νερού να ξεχειλίσουν από την μπανιέρα. Την κοίταξα, βλέποντας τα σταρόχρωμα μαλλιά της κολλημένα στο κεφάλι της, τις μουντζούρες που της είχε αφήσει το μακιγιάζ, τη λάμψη του νερού πάνω στο χρυσαφένιο δέρμα της. Με χάιδεψε στον σβέρκο. «Ο μπαμπάς μου θέλει να πληρώσει για τον γάμο». «Ώστε έτσι». Η Εύα κατένευσε. «Και θέλω να το δεχτείς αυτό». Μπορούσα να δεχτώ τα πάντα όταν είχα τη γυναίκα μου γυμνή, βρεγμένη και ορεξάτη τυλιγμένη γύρω μου. «Εγώ έκανα τον γάμο που ήθελα. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις αυτή τη φορά». Το φωτεινό χαμόγελο και το ενθουσιασμένο φιλί της ήταν όλη η ανταμοιβή που ήθελα. «Σ’ αγαπώ». Την τράβηξα πιο κοντά μου. Η Εύα δάγκωσε το κάτω χείλι της και μετά είπε: «Η μαμά μου θα πάθει κρίση. Ο μπαμπάς μου έχει πενήντα χιλιάρικα, και αυτή μπορεί να σκορπίσει ένα τέτοιο ποσό μόνο για τα λουλούδια και τις προσκλήσεις». «Τότε, πες στους γονείς σου ότι ο μπαμπάς σου θα πληρώσει για τον γάμο και η μαμά σου για τη δεξίωση. Και λύνεται το πρόβλημα». «Ωωω. Μ’ αρέσει αυτό. Είσαι χρήσιμος τύπος τελικά, κύριε Κρος». Τη σήκωσα κι έγλειψα τη ρώγα της. «Άσε με να σ’ το αποδείξω». Μέσα στην κρεβατοκάμαρα είχε αρχίσει να φωτίζει από το φως της αυγής, όταν η αναπνοή της Εύας πήρε τον βαθύ ομοιόμορφο ρυθμό του ύπνου. Ξεμπλέχτηκα από τα χέρια της και τα σεντόνια όσο πιο προσεκτικά μπορούσα και στάθηκα δίπλα στο κρεβάτι για να την κοιτάξω. Τα μαλλιά της ήταν απλωμένα γύρω από τους ώμους της, τα χείλια και τα μάγουλά της ήταν κόκκινα από το σεξ. Έτριψα το στήθος μου για να διώξω το επώδυνο σφίξιμο. Μου ήταν πάντα δύσκολο να την αφήνω έτσι μόνη, και γινόταν όλο και πιο δύσκολο κάθε μέρα που περνούσε. Το ίδιο το δέρμα μου πονούσε όταν χωριζόταν από το δικό της. Έκλεισα τις κουρτίνες της κρεβατοκάμαρας και μετά βγήκα στο λίβινγκ ρουμ κι έκανα το ίδιο κι εκεί, βυθίζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. Κατόπιν ξάπλωσα στον καναπέ και αποκοιμήθηκα. Με ξύπνησε ένα ξαφνικό φως. Ανοιγόκλεισα κι έτριψα τα νυσταγμένα μάτια μου. Οι κουρτίνες ήταν ανοιχτές και το φως με χτυπούσε κατά πρόσωπο. Είδα την Εύα να πλησιάζει με το φως να σχηματίζει έναν φωτοστέφανο γύρω από το γυμνό της σώμα.
«Ε», ψιθύρισε, και γονάτισε δίπλα μου. «Είπες ότι θα ξυπνούσα δίπλα σου». «Τι ώρα είναι;» Κοίταξα το ρολόι μου. Είχα κοιμηθεί μόνο μιάμιση ώρα. «Υποτίθεται ότι θα κοιμόσουν πιο πολύ». Κόλλησε τα χείλια της στην κοιλιά μου. «Δεν κοιμάμαι καλά χωρίς εσένα». Με διαπέρασε μια θλίψη. Η γυναίκα μου χρειαζόταν πράγματα που δεν μπορούσα να της δώσω. Με είχε ξυπνήσει με το φως αντί να με αγγίξει γιατί φοβόταν την αντίδρασή μου. Και είχε δίκιο να παίρνει προφυλάξεις. Αν έβλεπα κανέναν εφιάλτη, το άγγιγμα ενός χεριού μπορεί να με έκανε να ξυπνήσω χτυπώντας όποιον αισθανόμουν κοντά μου. Της παραμέρισα τα μαλλιά από το πρόσωπο. «Λυπάμαι». Για όλα. Για όσα απαρνιέσαι για να είσαι μαζί μου. «Σσς». Σήκωσε το λάστιχο της φόρμας και το έσπρωξε χαμηλά, κάτω από τον πούτσο μου. Ήταν κιόλας σκληρός γι’ αυτή. Πώς να μην είναι όταν μου ερχόταν γυμνή και νυσταγμένη; Το στόμα της αγκάλιασε το κεφάλι του πέους μου. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και βόγκηξα, παραδόθηκα. Την επόμενη φορά με ξύπνησε ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Εύα αναδεύτηκε στην αγκαλιά μου, ήταν κολλημένη πάνω μου στον στενό καναπέ. «Να πάρει», μουρμούρισα, και την έσφιξα πιο δυνατά. «Αγνόησέ το». Το χτύπημα συνεχίστηκε. Έγειρα πίσω το κεφάλι και φώναξα: «Φύγε». «Έρχομαι με καφέ και κρουασάν», άκουσα να φωνάζει ο Αράς. «Άνοιξε, Κρος, είναι περασμένο μεσημέρι και θέλω να γνωρίσω την κυρά σου». «Χριστέ μου». Η Εύα με κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. «Ο δικηγόρος σου είναι;» «Ήταν». Ανακάθισα και πέρασα τα χέρια μέσα από τα μαλλιά μου. «Θα φύγουμε κάπου μακριά εσύ κι εγώ. Γρήγορα. Πολύ μακριά». Με φίλησε στη μέση. «Ωραία θα είναι». Έβαλα τα πόδια μου στο παντελόνι της φόρμας και μετά σηκώθηκα και τη φόρεσα. Η Εύα εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να δώσει μια ξυλιά στον γυμνό πισινό μου. «Το άκουσα αυτό!» φώναξε ο Αράς. «Κόφτο κι έλα να ανοίξεις». «Απολύεσαι», είπα πηγαίνοντας στην πόρτα. Κοίταξα πίσω για να πω στην Εύα να σκεπαστεί, αλλά έτρεχε κιόλας στην κρεβατοκάμαρα. Βρήκα τον Αράς να περιμένει έξω από τη σουίτα μου με ένα καροτσάκι της υπηρεσίας δωματίου. «Τι ζόρι τραβάς, μου λες;» είπα. Αναγκάστηκα να κάνω πίσω για να μη με πατήσει με το καροτσάκι καθώς το έσπρωχνε μέσα στο δωμάτιο. «Κόψε την γκρίνια». Χαμογέλασε πλατιά, έβαλε το καροτσάκι παράμερα και με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Και άσε τους μαραθώνιους του σεξ για τον μήνα του μέλιτος». «Μην τον ακούς!» φώναξε η Εύα από την κρεβατοκάμαρα. «Δεν τον ακούω». Γύρισα την πλάτη στον Αράς. «Δε δουλεύει για μένα πια». «Καλά, μην κάνεις έτσι», είπε ο Αράς, ακολουθώντας με στο λίβινγκ ρουμ. «Ουάου. Η πλάτη σου είναι σαν να μάλωσες με πούμα. Καθόλου παράξενο που είσαι κουρασμένος».
«Σκάσε». Άρπαξα το πουκάμισό μου από το πάτωμα. «Δε μου είπες ότι ήταν και η Εύα στο Σαν Ντιέγκο». «Δεν ήταν δική σου δουλειά». Ο Αράς σήκωσε τα χέρια. «Ανακωχή». «Μην πεις λέξη για τον Γιμάρα», του είπα σιγά. «Δε θέλω να ανησυχεί γι’ αυτή την ιστορία». Ο Αράς σοβάρεψε. «Έγινε. Δε θα το αναφέρω καθόλου». «Ωραία». Πήγα στο καροτσάκι, έβαλα δυο φλιτζάνια καφέ, κι έφτιαξα της Εύας όπως της αρέσει. «Θα πιω κι εγώ έναν», είπε ο Αράς. «Βάλε μόνος σου». Χαμογέλασε και πλησίασε κι αυτός στο καροτσάκι. «Θα βγει έξω η Εύα;» Σήκωσα τους ώμους. «Δεν πιστεύω να θύμωσε;» «Αμφιβάλλω». Πήγα και τους δύο καφέδες στο τραπεζάκι του σαλονιού, και μετά πλησίασα στον τοίχο όπου ήταν ο πίνακας ελέγχου για τις κουρτίνες. «Χρειάζεται προσπάθεια για να την τσαντίσεις». «Εσύ τα καταφέρνεις όμως». Χαμογέλασε και βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα. «Θυμάμαι εκείνο το βίντεο με τους δυο σας να καβγαδίζετε στο Πάρκο Μπράιαντ». Του έριξα μια απειλητική ματιά ενώ άρχιζε να μπαίνει φως στο δωμάτιο. «Πρέπει να τη σιχαίνεσαι τη δουλειά σου». «Πες μου ότι δε θα ήσουν περίεργος αν κλεβόμουν κι εγώ με μια γκόμενα που την ήξερα μόνο δυο μήνες». «Θα της έστελνα τα συλλυπητήριά μου». Γέλασε. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και βγήκε η Εύα ντυμένη με τα ρούχα της από το προηγούμενο βράδυ. Το πρόσωπό της ήταν φρεσκοπλυμένο, αλλά οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια της και το πρησμένο στόμα της την έκαναν να δείχνει φρεσκογαμημένη και ποθητή. Με τα πόδια της ξυπόλυτα και τα μαλλιά της μόλις κάπως δαμασμένα, ήταν εκπληκτική. Το στήθος μου φούσκωσε από περηφάνια. Οι φακίδες στη μύτη της, ορατές λόγω έλλειψης μακιγιάζ, την έκαναν αξιολάτρευτη. Το σώμα της σου έλεγε ότι ήταν όνειρο στο κρεβάτι, η σιγουριά στη στάση της σου έλεγε ότι δε σήκωνε μαλακίες από κανέναν, και η πειρακτική, εύθυμη λάμψη στα μάτια της σου έλεγε ότι μαζί της δε θα ζούσες ποτέ βαρετή στιγμή. Ήταν κάθε υπόσχεση, κάθε ελπίδα, κάθε φαντασίωση που θα μπορούσε να έχει ένας άντρας. Και ήταν δική μου. Την κοίταζα άφωνος. Το ίδιο και ο Αράς. Η Εύα άλλαξε στάση και χαμογέλασε ντροπαλά. «Γεια». Ο ήχος της φωνής της τον συνέφερε. Πετάχτηκε πάνω τόσο γρήγορα που του χύθηκε ο καφές. «Φτου. Με συγχωρείς. Γεια». Άφησε το φλιτζάνι του και τίναξε σταγόνες καφέ από το παντελόνι του. Μετά την πλησίασε απλώνοντας το χέρι. «Αράς». Του το έσφιξε. «Χάρηκα. Εύα». Τους πλησίασα κι έσπρωξα πίσω τον Αράς. «Μάζεψε τα σάλια σου». Με κοίταξε. «Πολύ αστείο, παλιοκαθίκι». Η Εύα γέλασε κι έγειρε πάνω μου καθώς την αγκάλιαζα από τους ώμους.
«Χαίρομαι που βλέπω ότι δουλεύει με ανθρώπους που δεν τον φοβούνται», είπε. Ο Αράς της έκλεισε το μάτι, φλερτάροντας κατάφωρα. «Δεν τον φοβάμαι γιατί ξέρω πώς λειτουργεί». «Σοβαρά; Θέλω να τα μάθω όλα». «Δε νομίζω», είπα. «Μη μου το χαλάς, αγόρι μου», είπε η Εύα. «Ναι, αγόρι μου», με πείραξε ο Αράς. «Τι έχεις να κρύψεις;» Χαμογέλασα. «Το πτώμα σου». Ο Αράς κοίταξε τη γυναίκα μου και αναστέναξε. «Βλέπεις τι είμαι υποχρεωμένος να ανέχομαι;»
6 Ένα απογευματινό υπαίθριο γεύμα στο όμορφο Σαν Ντιέγκο με τους τρεις πιο σημαντικούς άντρες της ζωής μου σίγουρα έμπαινε στην κορυφή της λίστας των καλύτερων στιγμών μου. Καθόμουν ανάμεσα στον Γκίντεον και τον μπαμπά μου, ενώ ο Κάρι ήταν αραγμένος απέναντί μου στο τραπέζι. Αν με είχες ρωτήσει πριν από μερικούς μήνες, θα σου έλεγα ότι τα φοινικόδεντρα δε μου λένε τίποτα ιδιαίτερο. Τώρα όμως που είχα καιρό να τα δω, άρχιζα να τα εκτιμώ περισσότερο. Τα κοίταζα να λικνίζονται απαλά στη ζεστή αύρα του ωκεανού κι ένιωθα εκείνη τη γαλήνη που κυνηγούσα αλλά σπάνια αισθανόμουν. Γλάροι ανταγωνίζονταν με περιστέρια για αποφάγια κάτω από τα τραπέζια, ενώ ο κοντινός παφλασμός των κυμάτων στην παραλία ακουγόταν σαν ένα ρυθμικό ηχητικό φόντο στον συνεχή βόμβο του κατάμεστου εστιατορίου. Τα κατοπτρικά γυαλιά ηλίου του Κάρι έκρυβαν τα μάτια του, αλλά τον έβλεπα να χαμογελά συχνά και εύκολα. Ο μπαμπάς μου φορούσε σορτς κι ένα τι-σερτ και στην αρχή του γεύματος ήταν ασυνήθιστα αμίλητος. Χαλάρωσε όμως μετά από μια μπίρα και τώρα έδειχνε να νιώθει τόσο άνετα όσο και ο Κάρι. Ο άντρας μου φορούσε μπεζ στρατιωτικό παντελόνι και λευκό τι-σερτ, η πρώτη φορά που τον έβλεπα με ανοιχτόχρωμα ρούχα. Έδειχνε άνετος και χαλαρός με τα γυαλιά πιλότου, και τα δάχτυλά του πλεγμένα στα δικά μου πάνω στο μπράτσο του καθίσματός μου. «Ένας γάμος νωρίς το βράδυ», είπα. Ουσιαστικά σκεφτόμουν μεγαλόφωνα. «Γύρω στο ηλιοβασίλεμα. Μόνο με συγγενείς και στενούς φίλους». Κοίταξα τον Κάρι. «Εσύ θα είσαι ο παράνυμφος, φυσικά». Στα χείλια του απλώθηκε αργά ένα λοξό χαμόγελο. «Το καλό που σου θέλω». Κοίταξα τον Γκίντεον. «Εσύ ποιον θα έχεις παράνυμφο;» Το σφίξιμο των χειλιών του ήταν σχεδόν αδιόρατο, αλλά το είδα. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμη». Η ευτυχισμένη διάθεσή μου σκοτείνιασε λίγο. Μήπως αναρωτιόταν αν θα ήταν κατάλληλος ο Αρνόλντο γι’ αυτή τη θέση, τη στιγμή που είχε τόσο κακή γνώμη για μένα; Με έπιανε λύπη με τη σκέψη ότι μπορεί να δημιουργούσα προβλήματα στη σχέση τους. Ο Γκίντεον ήταν τόσο κλειστός άνθρωπος. Δεν ήξερα σίγουρα, αλλά υποψιαζόμουν ότι ήταν πολύ δεμένος με τους φίλους του, οι οποίοι όμως δεν ήταν πολλοί. Του έσφιξα το χέρι. «Θα ζητήσω από την Άιρλαντ να είναι παράνυμφος». «Θα χαρεί πολύ». «Τι θα κάνουμε με τον Κρίστοφερ;» «Τίποτα. Με λίγη τύχη, δε θα ’ρθει». Ο μπαμπάς μου συνοφρυώθηκε. «Για ποιον μιλάμε;» «Για την αδελφή και τον αδελφό του Γκίντεον», είπα. «Δεν τα πας καλά με τον αδελφό σου, Γκίντεον;» Έσπευσα να εξηγήσω. Δεν ήθελα να σχηματίσει ο μπαμπάς μου κακή γνώμη για τον άντρα μου. «Ο Κρίστοφερ δεν είναι καλός άνθρωπος». Ο Γκίντεον γύρισε το κεφάλι προς το μέρος μου. Δεν είπε τίποτα, αλλά πήρα το μήνυμα: Δεν ήθελε να μιλώ για λογαριασμό του. «Είναι ένα τεράστιο καθίκι, θες να πεις», είπε ο Κάρι. «Χωρίς να θέλω να σε προσβάλω, Γκίντεον».
«Ελεύθερα». Ο Γκίντεον σήκωσε τους ώμους και μετά εξήγησε στον πατέρα μου. «Ο Κρίστοφερ με βλέπει σαν ανταγωνιστή. Θα προτιμούσα να μην είναι έτσι τα πράγματα, αλλά δεν είναι δική μου η επιλογή». Ο μπαμπάς μου έκανε ένα αργό καταφατικό νεύμα. «Κρίμα». «Μια και συζητάμε για τον γάμο», είπε ο Γκίντεον, «θα ήταν ευχαρίστησή μου να προσφέρω το μεταφορικό μέσο. Θα ήταν μια ευκαιρία να συνεισφέρω κι εγώ, και θα το εκτιμούσα». Πήρα μια βαθιά ανάσα, βλέποντας –όπως σίγουρα το έβλεπε και ο πατέρας μου– ότι έτσι όπως έθεσε το πράγμα με ευθύτητα και τακτ, θα ήταν δύσκολο για τον μπαμπά να αρνηθεί. «Πολύ γενναιόδωρο από μέρους σου, Γκίντεον». «Δεν είναι τίποτα. Με μια ώρα προειδοποίηση, θα είστε στον δρόμο σας. Έτσι θα είναι πιο εύκολο για σας και την Εύα να προσαρμόσετε το πρόγραμμά σας και να έχετε περισσότερο χρόνο μαζί». Ο μπαμπάς μου δεν απάντησε αμέσως. «Ευχαριστώ. Μπορεί να μου πάρει λίγο καιρό για να συνηθίσω αυτή την ιδέα. Είναι λιγάκι υπερβολικό, και δε θέλω να γίνω βάρος». Ο Γκίντεον έβγαλε τα γυαλιά ηλίου, αποκαλύπτοντας τα μάτια του. «Γι’ αυτό είναι τα λεφτά. Το μόνο που θέλω είναι να κάνω την κόρη σας ευτυχισμένη. Θα σας παρακαλούσα να με διευκολύνετε σε αυτό το σημείο, κύριε Ρέγιες. Όλοι θέλουμε να βλέπουμε την Εύα να χαμογελάει όσο το δυνατόν περισσότερο». Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα γιατί ο μπαμπάς μου δεν ήθελε να πληρώνει ο Στάντον για τίποτα. Ο πατριός μου δεν το έκανε για μένα, το έκανε για τη μαμά μου. Ο Γκίντεον σκεφτόταν μόνο εμένα όταν έπαιρνε αποφάσεις. Και ήξερα ότι ο μπαμπάς μου μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Κοίταξα τον Γκίντεον. Σ’ αγαπώ, του είπα σιωπηλά, κινώντας μόνο τα χείλια. Το σφίξιμό του στο χέρι μου δυνάμωσε μέχρι που με πόνεσε. Δε με πείραξε. Ο μπαμπάς μου χαμογέλασε. «Να κάνουμε την Εύα ευτυχισμένη. Τι αντίρρηση θα μπορούσα να ’χω σ’ αυτό;» Το επόμενο πρωί ξύπνησα από το άρωμα φρέσκου καφέ. Κοίταξα το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας στο διαμέρισμά μου στο Άπερ Γουέστ Σάιντ και μετά γυρίζοντας χαμογέλασα νυσταγμένα όταν είδα τον Γκίντεον να στέκει δίπλα στο κρεβάτι μου βγάζοντας το πουκάμισό του. Η θέα του μυώδους κορμιού και των κοιλιακών του σχεδόν με αποζημίωσε για το γεγονός ότι προφανώς είχα κοιμηθεί μόνη τη νύχτα, αν και είχα αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. «Καλημέρα», μουρμούρισα, και γύρισα στο πλευρό, ενώ αυτός κατέβασε το παντελόνι της πιτζάμας του και το κλότσησε μακριά. Όποια λέει ότι της τη σπάνε οι Δευτέρες προφανώς δεν της έχει τύχει να ξυπνήσει και να δει γυμνό μπροστά της τον Γκίντεον Κρος. «Θα γίνει σε λίγο καλή μέρα», μου απάντησε. Σήκωσε τα σκεπάσματα και ξάπλωσε δίπλα μου. Ρίγησα όταν το δροσερό δέρμα του άγγιξε το δικό μου. «Άου!» Με αγκάλιασε και με φίλησε στον λαιμό. «Ζέστανέ με, άγγελέ μου». Όταν τελείωσα μαζί του, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα και ο καφές που μου είχε φέρει ήταν κρύος. Δεν τον πείραξε καθόλου πάντως. Όταν έφτασα στη δουλειά είχα εξαιρετική διάθεση. Το πρωινό σεξ βοηθούσε σ’ αυτό φυσικά. Επίσης το θέαμα του Γκίντεον να ντύνεται, να μεταμορφώνεται από τον άνθρωπο που ήξερα και αγαπούσα σε έναν σκοτεινό και επικίνδυνο μεγιστάνα. Και η μέρα καλυτέρεψε ακόμη περισσότερο
όταν βγήκα στον εικοστό όροφο και είδα τη Μεγκούμι να κάθεται στο γραφείο της. Της κούνησα το χέρι μέσα από τη γυάλινη πόρτα, αλλά το χαμόγελό μου έσβησε όταν την είδα καλύτερα. Ήταν χλομή και είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Τα μαλλιά της, συνήθως ατίθασα και ασύμμετρα, τώρα έδειχναν άτονα και πολύ μακριά, και φορούσε μακρυμάνικη μπλούζα και σκούρο παντελόνι που έδειχναν αταίριαστα μέσα στη ζέστη και την υγρασία του Αυγούστου. «Γεια σου», τη χαιρέτησα όταν μου άνοιξε. «Πώς είσαι; Ανησύχησα». Μου χαμογέλασε αχνά. «Με συγχωρείς που δεν απάντησα στα τηλεφωνήματά σου». «Δεν πειράζει. Κι εγώ γίνομαι τελείως αντικοινωνική όταν αρρωσταίνω. Το μόνο που θέλω είναι να κουλουριαστώ στο κρεβάτι και να με αφήσουν ήσυχη». Το κάτω χείλι της άρχισε να τρέμει και τα μάτια της βούρκωσαν. «Είσαι εντάξει;» Κοίταξα γύρω, ανησυχώντας μήπως τη δουν άλλοι υπάλληλοι που περνούσαν από την υποδοχή. «Πήγες σε γιατρό;» Η Μεγκούμι άρχισε να κλαίει. Απέμεινα να την κοιτάζω παγωμένη και φρικαρισμένη για μια στιγμή. «Μεγκούμι. Τι έχεις;» Έβγαλε τα ακουστικά από το κεφάλι της και σηκώθηκε με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της. «Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα». «Πότε κάνεις διάλειμμα;» Αλλά η Μεγκούμι έτρεχε κιόλας στο μπάνιο, ενώ εγώ απέμεινα να την κοιτάζω εμβρόντητη. Πήγα στο γραφείο μου, άφησα την τσάντα μου, και μετά πήγα πιο κάτω στον διάδρομο, στο γραφείο του Γουίλ Γκρέιντζερ. Δεν ήταν εκεί, αλλά τον βρήκα στην κουζίνα όπου πήγα για να πάρω καφέ. «Γεια», είπε όταν με είδε. Τα μάτια πίσω από τα τετράγωνα γυαλιά του έδειχναν ότι ήταν εξίσου ανήσυχος με μένα. «Είδες τη Μεγκούμι;» «Ναι. Φαίνεται χάλια. Και όταν τη ρώτησα πώς είναι, άρχισε να κλαίει». Έσπρωξε προς το μέρος μου το κουτί με την κρέμα. «Σίγουρα δεν είναι καλά». «Δεν το αντέχω να μην ξέρω τι γίνεται. Οργιάζει η φαντασία μου. Αρχίζω να σκέφτομαι συμφορές, καρκίνους, εγκυμοσύνες και όλα τα ενδιάμεσα». Ο Γουίλ σήκωσε ανήμπορος τους ώμους. Με τις περιποιημένες φαβορίτες και τα πουκάμισα με τα εκκεντρικά μοτίβα, ήταν ένας φιλικός και καλοδιάθετος τύπος που δύσκολα τον αντιπαθούσες. «Εύα». Ο Μαρκ έβαλε μέσα το κεφάλι του από την πόρτα. «Έχω νέα». Τα μάτια του προϊσταμένου μου άστραφταν, κι αυτό σήμαινε ότι ήταν ενθουσιασμένος για κάτι. «Είμαι όλη αυτιά. Καφέ;» «Βέβαια. Ευχαριστώ. Θα σε δω στο γραφείο μου», πρόσθεσε και απομακρύνθηκε. Ο Γουίλ πήρε την κούπα του από τον πάγκο. «Καλή συνέχεια». Έφυγε, κι εγώ έσπευσα να ετοιμάσω τον καφέ και να τον πάω στο γραφείο του Μαρκ. Είχε βγάλει το σακάκι του και μελετούσε κάτι στον υπολογιστή του. Σήκωσε το κεφάλι και χαμογέλασε όταν με είδε. «Μας έκαναν πρόταση για μια δουλειά». Το χαμόγελό του πλάτυνε. «Και ζήτησαν ειδικά εμένα». Πάγωσα. Άφησα τον καφέ στο γραφείο του και ρώτησα επιφυλακτικά: «Είναι προϊόν του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος;» Όσο κι αν αγαπούσα τον Γκίντεον και τον θαύμαζα για όσα είχε πετύχει, δεν ήθελα να εξαφανιστώ τελείως μέσα στον κόσμο του. Ήμασταν δυο άνθρωποι με διαφορετική επαγγελματική ζωή. Μου άρεσε να πηγαίνω στη δουλειά με τον άντρα μου, αλλά είχα την ανάγκη επίσης να τον αποχαιρετώ
κάποια στιγμή. Χρειαζόμουν αυτές τις λίγες ώρες μακριά του, όταν ο Γκίντεον δεν απορροφούσε όλο μου το είναι. «Όχι, είναι μεγαλύτερος πελάτης». Ύψωσα τα φρύδια. Δεν μπορούσα να φανταστώ μεγαλύτερο πελάτη από τον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος. Ο Μαρκ έσπρωξε προς το μέρος μου τη φωτογραφία ενός ασημοκόκκινου κουτιού. «Είναι το νέο βιντεοπαιχνίδι PhazeOne της LanCorp». Κάθισα μπροστά στο γραφείο του με έναν εσωτερικό στεναγμό ανακούφισης. «Ωραία. Ακούγεται ενδιαφέρον». Λίγο μετά τις έντεκα μου τηλεφώνησε η Μεγκούμι για να δει αν είμαι ελεύθερη για μεσημεριανό. «Φυσικά», της είπα. «Να πάμε κάπου ήσυχα». Σκέφτηκα πού θα μπορούσαμε να πάμε. «Έχω μια ιδέα. Άσ’ το σε μένα». «Ωραία. Ευχαριστώ». Κάθισα στο γραφείο μου. «Πώς πήγε το πρωινό σου;» «Πολλή δουλειά. Έχουν μείνει όλα πίσω». «Πες μου αν μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα». «Ευχαριστώ, Εύα». Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα, δείχνοντας να χάνει την αυτοκυριαρχία της. «Το εκτιμώ πολύ». Αφού κλείσαμε, πήρα το γραφείο του Γκίντεον και απάντησε ο γραμματέας του. «Γεια σου, Σκοτ, Εύα. Πώς είσαι;» «Μια χαρά». Φαινόταν από τη φωνή του ότι χαμογελούσε. «Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» Το πόδι μου χτυπούσε νευρικά στο πάτωμα. Δεν μπορούσα να μην ανησυχώ για τη φίλη μου. «Μπορείς να ζητήσεις από τον Γκίντεον να μου τηλεφωνήσει όταν θα έχει λίγο ελεύθερο χρόνο;» «Θα σε συνδέσω τώρα». «Α. Εντάξει, ωραία. Ευχαριστώ». «Περίμενε». Μια στιγμή αργότερα άκουσα τη φωνή που αγαπούσα. «Τι είναι, Εύα;» Ξαφνιάστηκα για μια στιγμή από τον απότομο τόνο του. «Έχεις δουλειά;» «Είμαι σε σύσκεψη». Φτου. «Με συγχωρείς. Γεια». «Εύα…» Έκλεισα και μετά πήρα πάλι τον Σκοτ για να συζητήσω μαζί του πώς θα χειριζόμαστε τα τηλεφωνήματα στο μέλλον ώστε να μη δημιουργώ προβλήματα. Πριν απαντήσει, είδα να αναβοσβήνει η δεύτερη γραμμή. Την πήρα. «Γραφείο Μαρκ Γκάριτι…» «Μη μου ξανακλείσεις το τηλέφωνο», είπε κοφτά ο Γκίντεον. Αγρίεψα με τον τόνο του. «Είσαι σε σύσκεψη, ναι ή όχι;» «Ήμουν. Τώρα ασχολούμαι με σένα». Δεν είχα καμία διάθεση να «ασχολείται» με μένα μ’ αυτό τον τρόπο. Μπορούσα να τσαντιστώ κι εγώ όσο κι αυτός. «Ξέρεις, ζήτησα από τον Σκοτ να σου δώσει ένα μήνυμα όταν θα έχεις χρόνο κι αυτός με σύνδεσε κατευθείαν. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό αν ήσουν απασχολημένος με…» «Ο Σκοτ έχει εντολή να μου δίνει πάντα τα τηλεφωνήματά σου. Αν θέλεις να μου αφήσεις μήνυμα,
στείλ’ το μου στο κινητό ή με email». «Ε, με συγχωρείς τότε, δεν ήξερα ποιο ήταν το πρωτόκολλο για να επικοινωνήσω μαζί σου!» «Άσ’ το αυτό τώρα. Πες τι θέλεις». «Τίποτα. Ξέχνα το». Ξεφύσηξε απότομα. «Μην παίζεις παιχνίδια μαζί μου, άγγελέ μου». Θυμήθηκα την τελευταία φορά που του είχα τηλεφωνήσει στη δουλειά και πόσο απόμακρος ακουγόταν πάλι. Αν τον ενοχλούσε κάτι, σίγουρα δε μου είχε πει τίποτα. Έσκυψα πάνω από το γραφείο μου και χαμήλωσα τη φωνή μου. «Γκίντεον, η στάση σου με τσαντίζει. Δε θέλω να ασχολούμαι με σένα όταν είσαι εκνευρισμένος. Αν είσαι πολύ απασχολημένος για να μου μιλήσεις, δε θα ’πρεπε να δώσεις εντολή να σε διακόπτουν». «Δε θα είμαι ποτέ απρόσιτος αν θέλεις να επικοινωνήσεις μαζί μου». «Αλήθεια; Γιατί αυτό ακριβώς μου φαίνεσαι τώρα». «Για όνομα του Θεού». Αισθάνθηκα ικανοποίηση ακούγοντας τον αγανακτισμένο τόνο του. «Δε σου έστειλα μήνυμα στο κινητό γιατί δεν ήθελα να σε ενοχλήσω αν ήσουν σε σύσκεψη. Δε σου έστειλα email γιατί ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη με στενά χρονικά περιθώρια και δεν ξέρω πόσο συχνά κοιτάζεις τα μηνύματά σου. Σκέφτηκα ότι ένα μήνυμα στον Σκοτ θα ήταν η καλύτερη λύση». «Και τώρα έχεις όλη την προσοχή μου. Πες μου τι θέλεις». «Θέλω να κλείσεις το τηλέφωνο και να γυρίσεις στη σύσκεψή σου». «Αν δεν κόψεις τις μαλακίες και δε μου εξηγήσεις γιατί τηλεφώνησες», είπε με μια επικίνδυνα ήρεμη φωνή, «εκείνο που θα γίνει είναι να με δεις μπροστά στο γραφείο σου». Αγριοκοίταξα τη φωτογραφία του. «Με κάνεις να θέλω να βρω καμιά δουλειά στο Νιου Τζέρσι». «Κι εσύ με κάνεις να τρελαίνομαι». Γρύλισε σιγά. «Δεν μπορώ να λειτουργήσω όταν μαλώνουμε, το ξέρεις αυτό. Απλώς πες τι θέλεις, Εύα, και συγχώρεσέ με προς το παρόν. Μπορούμε να μαλώσουμε και να τα ξαναφτιάξουμε με σεξ αργότερα». Η ένταση έφυγε από μέσα μου. Πώς μπορούσα να συνεχίσω να είμαι θυμωμένη μαζί του αφού είχε παραδεχτεί πόσο ευάλωτος ένιωθε απέναντί μου; «Να σε πάρει», μουρμούρισα. «Μου τη σπάει όταν γίνεσαι τόσο λογικός αφού με έχεις εκνευρίσει». Ο Γκίντεον έβγαλε ένα σιγανό απρόθυμο γέλιο. Αμέσως ένιωσα καλύτερα. «Αγγελούδι μου». Η φωνή του πήρε εκείνο τον σέξι, βραχνό, ζεστό τόνο που είχα ανάγκη να ακούσω. «Σίγουρα όχι ένα ήσυχο βολικό στολίδι». «Τι θα πει αυτό;» «Ξέχνα το. Είσαι τέλεια. Πες μου γιατί τηλεφώνησες». Τον ήξερα αυτό τον τόνο. Τον είχα ανάψει για κάποιο λόγο. «Είσαι σεξομανής. Σοβαρά». Κι εγώ ήμουν τόσο τυχερή που τον είχα. «Τέλος πάντων, αγόρι μου, θα σου πω. Ήθελα να δω αν θα μπορούσα να δανειστώ μια αίθουσα συσκέψεων για να φάω μεσημεριανό με τη Μεγκούμι. Ξαναγύρισε στη δουλειά αλλά είναι χάλια, και νομίζω ότι θέλει να μιλήσει, να μου πει τι συμβαίνει, αλλά δεν υπάρχει εδώ κοντά κανένα καλό μέρος για να φάμε που να είναι ήσυχο και απομονωμένο». «Ελάτε να φάτε στο γραφείο μου. Θα σας παραγγείλω κάτι και θα το έχετε όλο δικό σας όσο εγώ θα λείπω». «Σοβαρά;» «Φυσικά. Πρέπει όμως να σου υπενθυμίσω πως όταν θα έρθεις να δουλέψεις στον Βιομηχανικό
Όμιλο Κρος, θα έχεις δικό σου γραφείο και θα μπορείς να τρως εκεί». Έριξα πίσω το κεφάλι. «Σταμάτα επιτέλους». Η έρευνα για την προετοιμασία της πρότασης της LanCorp με κράτησε απασχολημένη όλο το πρωί, αλλά ανυπομονούσα να μάθω τα νέα της Μεγκούμι, έτσι μου φαινόταν ότι δεν περνούσε καθόλου η ώρα. Συναντήθηκα μαζί της στις δώδεκα στην υποδοχή. «Αν δε σου φαίνεται πολύ αλλόκοτο», είπα καθώς έβγαζε την τσάντα της από το συρτάρι, «θα φάμε στο γραφείο του Γκίντεον. Ο ίδιος θα λείπει, και εκεί δε θα μας ενοχλήσει κανείς». «Φτου». Με κοίταξε απολογητικά. «Με συγχωρείς, Εύα, δε σου είπα καν συγχαρητήρια. Ο Γουίλ μου είπε για τον αρραβώνα σας, αλλά το ξέχασα τελείως». «Δεν πειράζει, μην ανησυχείς». Μου πήρε το χέρι και μου το έσφιξε. «Να ζήσετε. Χαίρομαι τόσο πολύ για σένα». «Ευχαριστώ». Η ανησυχία μου μεγάλωσε. Η Μεγκούμι παρακολουθούσε πάντα όλα τα κουτσομπολιά. Κανονικά θα είχε μάθει για τον αρραβώνα σχεδόν πριν από μένα. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον τελευταίο όροφο. Η ρεσεψιόν του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος ήταν εξίσου εντυπωσιακή όσο και ο ίδιος ο Γκίντεον. Ήταν πολύ μεγαλύτερη από άλλες στο κτίριο και διακοσμημένη με κρίνα και φτέρες σε κρεμαστά καλάθια. Η επιγραφή ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ ΚΡΟΣ ήταν χαραγμένη στο θαμπό γυαλί της εισόδου με επιβλητικά όμορφα γράμματα. «Εντυπωσιακό», μουρμούρισε η Μεγκούμι καθώς περιμέναμε να μας ανοίξει η ρεσεψιονίστ. Η κοκκινομάλλα που έβλεπα στο γραφείο υποδοχής πρέπει να είχε βγει για φαγητό, γιατί μας άνοιξε ένας μελαχρινός τύπος. Σηκώθηκε μόλις πλησιάσαμε. «Καλησπέρα, μις Τραμέλ. Ο Σκοτ είπε να περάσετε κατευθείαν μέσα». «Έχει φύγει ο κύριος Κρος;» «Δεν είμαι σίγουρος. Μόλις τώρα ανέλαβα». «Εντάξει. Ευχαριστώ». Οδήγησα τη Μεγκούμι στο πίσω μέρος της αίθουσας. Στρίψαμε στη γωνία προς το γραφείο του Γκίντεον τη στιγμή που εκείνος έβγαινε έξω. Μια άγρια περηφάνια και κτητικότητα με κυρίεψε προκαλώντας μου συγκίνηση. Και ευχαρίστηση επίσης όταν τον είδα να χάνει το βήμα του για λίγο μόλις με είδε. Συναντηθήκαμε στα μισά. «Γεια σου», του είπα. Μου απάντησε με ένα νεύμα και άπλωσε το χέρι στη Μεγκούμι. «Δε νομίζω ότι έχουμε συστηθεί. Γκίντεον Κρος». «Μεγκούμι Κάμπα». Η Μεγκούμι του έσφιξε γερά το χέρι. «Να ζήσετε με την Εύα». Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στο σέξι στόμα του. «Είμαι τυχερός άνθρωπος. Βολευτείτε. Αν χρειάζεστε τίποτα, καλέστε την υποδοχή και θα το φροντίσει ο Ρον». «Είμαστε εντάξει», του είπα. «Δε θα το καταλάβεις καν ότι θα κάνουμε τρελό πάρτι εκεί μέσα όσο λείπεις». Χαμογέλασε. «Ωραία. Γιατί έχω μια σύσκεψη αργότερα. Θα είναι ενδιαφέρον να προσπαθώ να εξηγήσω τα σφηνάκια και τις σερπαντίνες». Περίμενα να φύγει, αυτός όμως μου έπιασε το πρόσωπο με τις παλάμες, μου έγειρε το κεφάλι στη γωνία που ήθελε και κόλλησε τα χείλια του στα δικά μου σ’ ένα νωχελικό αγνό φιλί που με έκανε να
δω αστεράκια. Μετά μου ψιθύρισε στο αυτί: «Ανυπομονώ να σε αποζημιώσω αργότερα». Ένιωσα τα δάχτυλα των ποδιών μου να μαζεύονται. Τραβήχτηκε πίσω και πέρασε αβίαστα στη συγκρατημένη περσόνα που έδειχνε στον υπόλοιπο κόσμο. «Καλή όρεξη, κυρίες μου». Απομακρύνθηκε μ’ εκείνες τις γεμάτες σιγουριά, σέξι δρασκελιές του που έκαναν κεφάλια να γυρίζουν όπου περνούσε. «Και ακόμη στέκεσαι όρθια», μουρμούρισε η Μεγκούμι κουνώντας το κεφάλι. «Με σκοτώνεις». Δεν μπορούσα να εξηγήσω πόσο αδύναμη με έκανε να νιώθω ο Γκίντεον. Πόσο ταραγμένη και αχόρταγη μπορούσα να γίνω. «Έλα», είπα με κομμένη την ανάσα. «Ας φάμε». Με ακολούθησε στο γραφείο του Γκίντεον. «Δε νομίζω ότι μπορώ». Ενώ η Μεγκούμι κοίταζε τον τεράστιο μονόχρωμο χώρο με την πανοραμική θέα, εγώ πήγα στο μπαρ όπου περίμενε το φαγητό μας. Θυμήθηκα πώς είχα νιώσει την πρώτη φορά που μπήκα στο γραφείο. Αν και είχε πολλά καθιστικά που θα μπορούσαν να δίνουν την αίσθηση ότι καλούν τους επισκέπτες να βολευτούν, το ντιζάιν ήταν επιθετικά σύγχρονο και προοδευτικό, και δε σε άφηνε να χαλαρώσεις πολύ. Ο άντρας που είχα παντρευτεί είχε πολλές πλευρές. Το γραφείο του αντικατόπτριζε μόνο τη μία. Το κλασικό ευρωπαϊκό στιλ του διαμερίσματός του αντικατόπτριζε μια άλλη. «Έχεις πειραματιστεί ποτέ με σαδομαζοχιστικά παιχνίδια;» ρώτησε η Μεγκούμι, τραβώντας μου την προσοχή. Από την έκπληξη μου έπεσε η πετσέτα με τα μαχαιροπίρουνα που κρατούσα. Γύρισα και τη βρήκα να κοιτάζει από το παράθυρο την πόλη. «Αυτός ο όρος καλύπτει πολλά πράγματα». Η Μεγκούμι έτριψε τον καρπό της. «Να είσαι δεμένη και φιμωμένη. Ανήμπορη». «Μου έχει συμβεί να είμαι ανήμπορη, ναι». Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της ήταν δυο δίδυμες σκιές στο χλομό πρόσωπό της. «Σου άρεσε; Σε άναβε;» «Όχι». Πήγα στον κοντινότερο καναπέ και κάθισα. «Αλλά δεν ήμουν με τον σωστό άνθρωπο». «Ήσουν φοβισμένη;» «Έντρομη». «Το ήξερε αυτός;» Οι μυρωδιές των φαγητών, ορεκτικές πριν από λίγο, άρχισαν να μου γυρίζουν το στομάχι. «Γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις, Μεγκούμι;» Μου απάντησε σηκώνοντας το μανίκι της. Ο καρπός της ήταν τόσο μωλωπισμένος που ήταν σχεδόν μαύρος.
7 Ήταν περασμένες οχτώ όταν μπήκα στο διαμέρισμα της Εύας και τη βρήκα να κάθεται με τον Κάρι στον λευκό καναπέ του λίβινγκ ρουμ κρατώντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και με τα δύο χέρια. Η γυναίκα μου είχε μια προτίμηση στα σύγχρονα κλασικά έπιπλα, αλλά έβλεπα και κάποιες πινελιές της μητέρας της και του συγκατοίκου της στο ντεκόρ. Δε με ενοχλούσαν αυτές οι πινελιές, αλλά ανυπομονούσα να έρθει η μέρα που θα ζούσα με την Εύα σε ένα σπίτι που θα αντικατόπτριζε μόνο το δικό μας γούστο, χωρίς εξωτερικές επιρροές. Αυτό το διαμέρισμα όμως θα ήταν πάντα ένα ξεχωριστό μέρος για μένα. Δε θα ξεχνούσα ποτέ πώς ήταν η Εύα την πρώτη φορά που είχα έρθει εδώ. Γυμνή κάτω από μια μεταξωτή ρόμπα ως τον μηρό, το πρόσωπό της μακιγιαρισμένο για την επικείμενη νυχτερινή της έξοδο, με ένα διαμαντένιο μπρασελέ στον αστράγαλό της να αστράφτει. Να με προκαλεί. Είχα χάσει κάθε λογική σκέψη. Τη φίλησα με τα χέρια μου να τρέχουν παντού πάνω της, τα δάχτυλα και η γλώσσα μου να μπαίνουν μέσα της. Δεν είχα σκεφτεί καν να την πάω στον «γαμιστρώνα» μου. Αλλά ακόμη κι αν το είχα σκεφτεί, δε θα μπορούσα να περιμένω. Δεν έμοιαζε με καμία από τις γυναίκες που είχαν περάσει παλιότερα από τη ζωή μου. Όχι μόνο επειδή ήταν αυτό που ήταν η ίδια, αλλά και εξαιτίας του ποιος γινόμουν εγώ όταν ήμουν μαζί της. Μάλλον δε θα επέτρεπα στην εταιρεία διαχείρισης να νοικιάσει πάλι το διαμέρισμα. Είχα τόσο πολλές αναμνήσεις από δω μέσα, και καλές και κακές. Χαιρέτησα τον Κάρι με ένα νεύμα και κάθισα δίπλα στην Εύα. Ο Κάρι ήταν ντυμένος για έξοδο, ενώ η Εύα φορούσε ένα τι-σερτ του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος και είχε πιασμένα τα μαλλιά της με κλιπ. Με κοίταξαν και οι δύο, και κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Είχαμε να συζητήσουμε μερικά πράγματα, αλλά αυτό που είχε ανησυχήσει την Εύα, ό,τι κι αν ήταν, είχε άμεση προτεραιότητα. Ο Κάρι σηκώθηκε. «Φεύγω. Πάρε με αν με χρειαστείς». Η Εύα κατένευσε. «Καλά να περάσεις». «Πάντα, κοριτσάκι». Η εξώπορτα έκλεισε πίσω του την ώρα που το κεφάλι της Εύας ακουμπούσε μαλακά στον ώμο μου. Την αγκάλιασα, βολεύτηκα καλύτερα στον καναπέ και την τράβηξα πιο κοντά μου. «Μίλα μου, άγγελέ μου». «Η Μεγκούμι», είπε με έναν στεναγμό. «Της άρεσε ένας τύπος αλλά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά –αυτός πότε ήταν ζεστός και πότε κρύος, δεν ήθελε να δεσμευτεί–, έτσι η Μεγκούμι διέλυσε τη σχέση τους. Μετά όμως αυτός άρχισε να την πολιορκεί πάλι, και η Μεγκούμι του επέτρεψε να πάει στο σπίτι της. Άρχισαν να παίζουν σεξουαλικά παιχνίδια, και η Μεγκούμι τον άφησε να τη δέσει. Μετά όμως τα πράγματα ξέφυγαν άσχημα από τον έλεγχο». Η αναφορά στο δέσιμο με έβαλε σε επιφυλακή. Κατέβασα το χέρι μου χαμηλά στην πλάτη της και την έσφιξα πιο δυνατά πάνω μου. Ήμουν απόλυτα υπομονετικός και προσπαθούσα πάντα να εναρμονίσω τις επιθυμίες μου με τους φόβους της. Ήταν φυσικό να υπάρχουν πότε πότε αναποδιές, και τότε οι επιθυμίες μου έρχονταν σε δεύτερη μοίρα, αλλά δεν ήθελα οι αναποδιές κάποιου άλλου να δημιουργούν νέα εμπόδια σε μένα και την Εύα. «Φαίνεται να είναι λάθος και των δύο», είπα. «Ο ένας τους τουλάχιστον έπρεπε να ξέρει τι κάνει».
«Αυτό είναι το θέμα». Τραβήχτηκε πίσω και με κοίταξε. «Έβαλα τη Μεγκούμι να μου αφηγηθεί τι έγινε. Του είπε όχι, και συνέχισε να του λέει όχι μέχρι που αυτός τη φίμωσε. Την έβρισκε με τον πόνο της, Γκίντεον. Και τώρα την τρομοκρατεί με μηνύματα και φωτογραφίες που τράβηξε εκείνη τη νύχτα. Του ζήτησε να σταματήσει, αλλά αυτός συνεχίζει. Είναι άρρωστος, έχει σοβαρό πρόβλημα». Σκέφτηκα πώς πρέπει να απαντήσω. Τελικά επέλεξα την ωμή προσέγγιση. «Εύα. Η Μεγκούμι τον χώρισε και μετά τον δέχτηκε πίσω. Μπορεί αυτός να μην αντιλήφθηκε ότι αυτή τη φορά το εννοούσε». Η Εύα έκανε πίσω με ένα τίναγμα και μετά πετάχτηκε από τον καναπέ, ξεδιπλώνοντας τα υπέροχα καμπυλόγραμμα πόδια της. «Μην τον δικαιολογείς! Η Μεγκούμι είναι γεμάτη μώλωπες. Έχει περάσει μια βδομάδα και οι μώλωπες είναι ακόμη μαύροι. Δεν μπορούσε να καθίσει για μέρες!» «Δεν τον δικαιολογώ». Σηκώθηκα κι εγώ. «Δε θα δικαιολογούσα ποτέ κάποιον που κακοποιεί έναν άνθρωπο, το ξέρεις αυτό. Δεν ξέρω όλη την ιστορία, ξέρω όμως τη δική σου ιστορία. Η δική της κατάσταση δεν είναι σαν τη δική σου. Ο Νέιθαν ήταν ένας ψυχοπαθής». «Δεν προβάλλω τα δικά μου στα δικά της, Γκίντεον. Είδα τις φωτογραφίες. Είδα τους καρπούς και τον λαιμό της. Είδα τα μηνύματα που της στέλνει. Ο τύπος ξεπέρασε τα όρια. Είναι επικίνδυνος». «Ένας λόγος παραπάνω για να μην ανακατευτείς». Τα χέρια της πήγαν στους γοφούς της. «Ω Θεέ μου. Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό που είπες! Είναι φίλη μου». «Κι εσύ είσαι γυναίκα μου. Την ξέρω αυτή την έκφραση στο πρόσωπό σου. Υπάρχουν μερικές μάχες που δεν είναι δικές σου. Δε θα πας να βρεις αυτό τον άντρα για να του τα ψάλεις, όπως έκανες με τη μητέρα μου και την Κορίν. Δε θα μπεις στη μέση». «Είπα ότι θα κάνω τέτοιο πράγμα; Όχι. Δεν είμαι ηλίθια. Ζήτησα από τον Κλάνσι να τον βρει και να του μιλήσει». Πάγωσα μέσα μου. Ο Μπέντζαμιν Κλάνσι ήταν άνθρωπος του πατριού της, όχι δικός μου. Τελείως έξω από τον έλεγχό μου. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό». «Και τι υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνω; Τίποτα;» «Κατά προτίμηση. Αλλιώς έπρεπε να μιλήσεις στον Ραούλ». Η Εύα σήκωσε τα χέρια. «Γιατί να το κάνω αυτό; Δεν τον ξέρω τον Ραούλ για να του ζητήσω μια τέτοια προσωπική χάρη». Συγκράτησα την αγανάκτησή μου. «Το έχουμε συζητήσει αυτό. Ο Ραούλ δουλεύει για σένα. Δε χρειάζεται να του ζητήσεις χάρες, απλώς πρέπει να του πεις τι θέλεις να κάνει». «Ο Ραούλ δουλεύει για σένα. Άλλωστε, δεν είμαι κανένας νονός να στέλνω μισθωμένους επαγγελματίες να δώσουν ένα μάθημα σε κάποιον. Απευθύνθηκα σε κάποιον που τον εμπιστεύομαι σαν φίλο και του ζήτησα να βοηθήσει μια φίλη μου». «Όπως κι αν το εκλογικεύεις, το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Ξεχνάς ότι ο Μπεν Κλάνσι πληρώνεται για να προστατεύει τα συμφέροντα του πατριού σου. Ο μόνος λόγος που σε προσέχει είναι ότι έτσι προστατεύει την ασφάλεια και την υπόληψη του Στάντον». Εδώ η Εύα αγρίεψε. «Και πώς ξέρεις εσύ ποια είναι τα κίνητρά του;» «Άγγελέ μου, ας απλοποιήσουμε τα πράγματα. Εστίασε στο γεγονός ότι η μητέρα σου και ο Στάντον παραβιάζουν συνέχεια την προσωπική σου ζωή. Όταν χρησιμοποιείς δικά τους μέσα, τους κρατάς την πόρτα ανοιχτή». «Α». Η Εύα δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Δεν το είχα σκεφτεί έτσι».
«Έστειλες έναν εκπαιδευμένο επαγγελματία να “μιλήσει” σ’ αυτό τον τύπο. Όμως δεν έλαβες υπόψη σου το ενδεχόμενο κάποιων επιπτώσεων. Αν είχες πάει στον Ραούλ για να σε βοηθήσει, θα ήξερε ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός». Το σαγόνι μου σφίχτηκε. «Να πάρει, Εύα. Προσπαθώ να σε προστατεύω, αλλά με δυσκολεύεις!» «Έι». Μου έπιασε το χέρι. «Μην ανησυχείς, εντάξει; Σου είπα τι έγινε αμέσως μόλις μπήκες μέσα. Και ο Κλάνσι ήταν μαζί μου μέχρι πριν από μία ώρα, όταν με έφερε εδώ μετά το Κραβ Μαγκά. Δεν έγινε τίποτα που θα με έβαζε σε κίνδυνο». Την τράβηξα κοντά μου και την έσφιξα. Μακάρι να ήμουν σίγουρος ότι είχε δίκιο. «Θέλω να σε συνοδεύει ο Ραούλ όπου κι αν πας», είπα με τραχιά φωνή. «Στο Κραβ Μαγκά, στο γυμναστήριο, στα ψώνια… όπου πας. Πρέπει να με αφήσεις να σε προσέχω». «Με προσέχεις, μωρό μου», μου είπε κατευναστικά. Ο θυμός της είχε σβήσει. «Αλλά μερικές φορές γίνεσαι υπερβολικός». Πάντα θα ήμουν υπερβολικός σε ό,τι είχε σχέση μαζί της. Το είχα δεχτεί πια αυτό. Τελικά θα το δεχόταν κι εκείνη. «Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να σου δώσω. Μη μου εναντιώνεσαι σ’ αυτά που μπορώ». «Γκίντεον». Το πρόσωπό της μαλάκωσε. «Μου δίνεις ό,τι χρειάζομαι». Της χάιδεψα το πιγούνι. Ήταν τόσο απαλή. Ντελικάτη. Δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι η ψυχική μου υγεία μπορεί κάποτε να εξαρτιόταν από κάτι τόσο εύθραυστο. «Ζεις με κάποιον άλλον. Βγάζεις το ψωμί σου δουλεύοντας για κάποιον άλλον. Δε σου είμαι τόσο απαραίτητος όσο θα ήθελα». Τα μάτια της άστραψαν από μια εύθυμη λάμψη. «Εγώ, από την άλλη μεριά, είμαι όσο πιο εξαρτημένη αντέχω να είμαι από σένα». «Αυτό είναι αμοιβαίο». Κατεβάζοντας τα χέρια μου, την έπιασα από τους καρπούς και την έσφιξα όσο χρειαζόταν για να της τραβήξω την προσοχή. Είδα τις κόρες της να διαστέλλονται και τα χείλια της να ανοίγουν. Το σώμα της ανταποκρινόταν ενστικτωδώς στον περιορισμό. «Υποσχέσου μου ότι στο εξής θα έρχεσαι πρώτα σε μένα». «Εντάξει», είπε ξέπνοα. Η χροιά της διέγερσης και της παράδοσης στη φωνή της με φούντωσε. Η Εύα έγειρε πάνω μου, με το σώμα της να μαλακώνει. «Βασικά, θα ήθελα να τελειώσω τώρα». «Στις υπηρεσίες σου όπως πάντα». ΓΚΙΝΤΕΟΝ. Με διαπέρασε ένα σοκ από τον πανικό που άκουσα στη φωνή της Εύας. Το σώμα μου τινάχτηκε, βγάζοντάς με από έναν βαθύ ύπνο. Γυρίζοντας στο πλάι με ένα αργό βογκητό, κατάφερα να ξυπνήσω, και παραμερίζοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό μου την είδα γονατισμένη στην άκρη του κρεβατιού. Μια βαριά αναπόφευκτη αίσθηση τρόμου έκανε την καρδιά μου να χτυπά μανιασμένα και ήμουν λουσμένος στον κρύο ιδρώτα. Ανασηκώθηκα στον αγκώνα. «Τι είναι;» Το φως του φεγγαριού έμπαινε πλαγιαστά στο δωμάτιο και την τύλιγε. Είχε έρθει στην κρεβατοκάμαρα όπου κοιμόμουν μόνος μου, στο διαμέρισμα δίπλα στο δικό της. Κάτι την είχε ξυπνήσει και αμέσως ένιωσα έναν φόβο που με πάγωσε ως το κόκαλο. «Γκίντεον». Γλίστρησε πάνω μου, μια οπτασία με μεταξένιο δέρμα και γυαλιστερά μαλλιά. Κουλουριασμένη στην αγκαλιά μου, σήκωσε το χέρι και άγγιξε το πρόσωπό μου. «Τι ονειρευόσουν;»
Τα ακροδάχτυλά της άφησαν υγρά ίχνη πάνω στο δέρμα μου καθώς με χάιδεψε. Ξαφνιασμένος, έντρομος, έτριψα τα μάτια μου και αισθάνθηκα κι άλλα δάκρυα στα μάγουλά μου. Σε μια άκρη του νου μου ένιωσα την επίμονη σκιά ενός εφιάλτη. Η ανάμνηση μου προκάλεσε ένα ρίγος και αισθάνθηκα να βουλιάζω ακόμη πιο βαθιά στο χάος. Τράβηξα την Εύα πάνω μου και την έσφιξα, ακούγοντάς τη να ξεφωνίζει για μια στιγμή καθώς το σφίξιμο έγινε πολύ δυνατό. Το δέρμα της ήταν δροσερό αλλά η σάρκα από κάτω ζεστή, και ρούφηξα τη ζέστη της, εισέπνευσα τη μυρωδιά της, νιώθοντας την τρομερή θλίψη μέσα μου να μαλακώνει από την παρουσία της. Δεν μπορούσα να θυμηθώ το όνειρο που είχα δει, αλλά αρνιόταν να με αφήσει. «Σσς», μουρμούρισε η Εύα, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα από τα ιδρωμένα μαλλιά μου, χαϊδεύοντας με το άλλο χέρι την πλάτη μου. «Είσαι εντάξει. Είμαι εδώ». Δεν μπορούσα να ανασάνω. Πάλευα να πάρω αέρα όταν ένας φρικτός ήχος διαπέρασε τα πνευμόνια μου. Ένας λυγμός. Χριστέ μου. Μετά άλλος ένας. Δεν μπορούσα να σταματήσω τους βίαιους σπασμούς. «Μωρό μου». Μ’ έσφιξε πιο δυνατά, μπλέκοντας τα πόδια της στα δικά μου. Άρχισε να με κουνάει ρυθμικά, να μου ψιθυρίζει λόγια που δεν άκουγα μέσα στον βρόντο της καρδιάς μου και το θόλωμα του πόνου μου. Τυλίχτηκα γύρω της, αρπάχτηκα από την αγάπη που μπορούσε να με σώσει. «ΓΚΙΝΤΕΟΝ!» Η πλάτη της Εύας τεντώθηκε καθώς έσπρωξα δυνατά, με τα γόνατά μου να ανοίγουν τα πόδια της διάπλατα και τον πούτσο μου να καρφώνεται βαθιά μέσα της. Της κρατούσα ακινητοποιημένους τους καρπούς, και το κεφάλι της χτυπιόταν δεξιά-αριστερά καθώς τη γαμούσα μανιασμένα. Μερικές μέρες την ξυπνούσα με τρυφερότητα. Σήμερα δεν ήταν μία από αυτές. Είχα ξυπνήσει με μια παλλόμενη στύση, με το κεφάλι του πέους μου καλυμμένο από υγρά και κολλημένο στην καμπύλη του πισινού της. Την άναψα πεινασμένα, ανυπόμονα, ρουφώντας τις ρώγες της μέχρι που έγιναν σκληρές και μυτερές, υγραίνοντας το μουνί της καθώς τη γαμούσα απαιτητικά με τα δάχτυλα. Φούντωσε με το άγγιγμά μου, μου δόθηκε, μου παραδόθηκε ολοκληρωτικά. Θεέ μου. Την αγαπούσα τόσο πολύ. Η ανάγκη να τελειώσω ήταν σαν μια μέγγενη γύρω από τα αρχίδια μου, η πίεση αφόρητη και υπέροχη μαζί. Ήταν σφιχτή, τόσο απίστευτα στενή και τόσο υγρή. Δεν τη χόρταινα. Ήθελα να μπω ακόμη πιο βαθιά μέσα της, ακόμη και όταν αισθάνθηκα την κορυφή του κόλπου της να σφίγγει το κεφάλι του πούτσου μου. Χτυπιόταν καθώς τη σφυροκοπούσα, οι φτέρνες της γλιστρούσαν πάνω στα σεντόνια, τα βυζιά της πηγαινοέρχονταν με τη δύναμη που έβαζα. Ήταν τόσο μικρή, τόσο απαλή, και γαμούσα το υπέροχο κορμί της με όλη μου την ψυχή. Πάρε με. Δέξου με ολόκληρο. Τα καλά και τα κακά. Τα πάντα. Δέξου τα όλα. Το κεφαλάρι του κρεβατιού βροντούσε πάνω στον τοίχο με έναν σκληρό ρυθμό που διατυμπάνιζε σε όποιον άκουγε ότι κάπου γίνεται μανιασμένο σεξ. Το ίδιο και τα γρυλίσματα που ξεχύνονταν από τον λαιμό μου, οι ζωώδεις ήχοι της ηδονής που δεν προσπαθούσα να συγκρατήσω. Μου άρεσε να γαμώ τη γυναίκα μου. Το λαχταρούσα. Το χρειαζόμουν. Και δε με ένοιαζε αν κάποιος καταλάβαινε
πόσο την ποθούσα. Η Εύα τέντωσε την πλάτη και δάγκωσε το χέρι μου. Ήμουν τόσο ιδρωμένος που τα δόντια της γλίστρησαν στο δέρμα μου. Αυτό το σημάδι της ιδιοκτησίας της με τρέλανε, άρχισα να τη σφυροκοπώ τόσο δυνατά που τη μετατόπισα στο κρεβάτι. Ξεφώνισε, κι εγώ ξεφύσηξα σφυριχτά καθώς αισθάνθηκα το μουνί της να σφίγγεται γύρω μου σαν άπληστη γροθιά. «Τελείωσε τώρα», είπα με το σαγόνι μου σφιγμένο καθώς αντιστεκόμουν στην τάση να κάνω το ίδιο, να αφεθώ και να εκτοξεύσω κάθε σταγόνα των υγρών μου μέσα της. Άρχισα να κουνάω τους γοφούς μου συνθλίβοντας την κλειτορίδα της κι ένιωσα την ηδονή να ανεβαίνει σαν κεραυνός τη σπονδυλική μου στήλη όταν η Εύα βόγκηξε το όνομά μου κι έφτασε σε οργασμό με το μουνί της να σφίγγει κυματιστά τον πούτσο μου. Τη φίλησα άγρια, πίνοντας τη γεύση της, αδειάζοντας μέσα της με ένα τρεμάμενο βογκητό. Η Εύα σκόνταψε λιγάκι καθώς τη βοηθούσα να βγει από το πίσω κάθισμα του τζιπ μπροστά στο κτίριο της Κρόσφαϊρ. Έγινε κατακόκκινη και μου έριξε ένα ενοχλημένο βλέμμα. «Σε μισώ». Ύψωσα ερωτηματικά τα φρύδια. «Εγώ τρέμω ακόμη κι εσύ όχι, μηχανή του σεξ». Χαμογέλασα αθώα. «Λυπάμαι». «Όχι, δε λυπάσαι καθόλου». Το λοξό της χαμόγελο έσβησε καθώς κοίταξε πιο κάτω στον δρόμο. «Παπαράτσι», είπε σκυθρωπή. Ακολούθησα το βλέμμα της και είδα έναν φωτογράφο να μας σημαδεύει με την κάμερα από το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του. Έπιασα την Εύα από τον αγκώνα και την οδήγησα στο κτίριο. «Αν χρειαστεί να αρχίσω να φτιάχνω το μαλλί μου κάθε μέρα», μουρμούρισε, «θα πρέπει να τα βγάλεις πέρα μόνος σου με την πρωινή σου στύση». «Άγγελέ μου», ψιθύρισα τραβώντας την κοντά μου, «προτιμώ να προσλάβω κομμώτρια πλήρους απασχόλησης γι’ αυτή τη δουλειά παρά να στερούμαι το μουνί σου κάθε πρωί». Μου ’δωσε μια αγκωνιά στα πλευρά. «Θεέ μου, είσαι αγροίκος, το ξέρεις; Μερικές γυναίκες προσβάλλονται με αυτή τη λέξη». Προχώρησε πρώτη περνώντας από τις μπάρες ασφαλείας και πήγε και στάθηκε δίπλα σε μια ομάδα που περίμενε το επόμενο ασανσέρ. Στάθηκα κοντά της από πίσω. «Εσύ δεν είσαι ανάμεσα σ’ αυτές τις γυναίκες πάντως. Ίσως θα πρέπει να το ξανασκεφτώ όμως. Αν θυμάμαι καλά, η λέξη οπή είναι μία από τις αγαπημένες σου». «Ω Θεέ μου. Σκάσε λοιπόν», είπε γελώντας. Χωρίσαμε όταν βγήκε στον εικοστό όροφο κι εγώ ανέβηκα στον τελευταίο χωρίς αυτή. Δε θα το έκανα για πολύ αυτό. Μια μέρα η Εύα θα δούλευε μαζί μου, θα βοηθούσε να χτίσουμε μαζί το μέλλον μας. Σκεφτόμουν τους πολλούς τρόπους που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω για να πετύχω αυτό τον στόχο, όταν έστριψα στον διάδρομο προς το γραφείο μου. Το βήμα μου επιβραδύνθηκε όταν είδα τη λυγερή μελαχρινή που περίμενε δίπλα στο γραφείο του Σκοτ. Μάζεψα το κουράγιο μου για να αντιμετωπίσω για άλλη μια φορά τη μητέρα μου. Μετά γύρισε το κεφάλι της και είδα ότι ήταν η Κορίν.
«Γκίντεον». Σηκώθηκε με χάρη και τα μάτια της φωτίστηκαν από μια έκφραση που αναγνώριζα πλέον καθώς την έβλεπα στο πρόσωπο της Εύας. Δεν ένιωσα καμία ευχαρίστηση βλέποντας αυτή τη ζεστασιά στα μάτια της Κορίν. Ένα ρίγος ανησυχίας κατέβηκε τη σπονδυλική μου στήλη. Την τελευταία φορά που την είχα δει ήταν λίγο μετά την απόπειρα αυτοκτονίας. «Καλημέρα, Κορίν. Πώς νιώθεις;» «Καλύτερα». Με πλησίασε κι έκανα ένα βήμα πίσω. Το βήμα της επιβραδύνθηκε και το χαμόγελό της έσβησε. «Έχεις μια στιγμή;» Έδειξα το γραφείο μου. Με μια βαθιά ανάσα, γύρισε και μπήκε στο γραφείο. Κοίταξα τον Σκοτ. «Δώσε μας δέκα λεπτά». Αυτός κατένευσε με ένα βλέμμα κατανόησης. Η Κορίν πήγε κατευθείαν στο γραφείο μου. Πήγα κι εγώ και πάτησα το κουμπί που έκλεινε την πόρτα πίσω μας. Άφησα το γυαλί διαφανές και δεν έβγαλα το σακάκι μου, στέλνοντάς της κάθε δυνατό μήνυμα ότι δεν πρέπει να μείνει πολύ. «Τα συλλυπητήριά μου για την αποβολή, Κορίν». Μια φράση και μόνο δεν ήταν αρκετή, αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να της δώσω. Οι αναμνήσεις εκείνης της νύχτας στο νοσοκομείο θα έμεναν μέσα μου για πολύ καιρό. Τα χείλια της άσπρισαν. «Ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω. Αφού προσπαθούσα τόσα χρόνια… Νόμιζα ότι δεν μπορούσα να μείνω έγκυος». Πήρε τη φωτογραφία της Εύας από το γραφείο μου. «Ο Ζαν-Φρανσουά μου είπε ότι τηλεφώνησες μερικές φορές και ρώτησες για μένα. Έπρεπε να πάρεις κατευθείαν εμένα. Ή να το σηκώνεις όταν σε παίρνω». «Δε νομίζω ότι αυτό θα ήταν πρέπον υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες». Με κοίταξε. Τα μάτια της δεν είχαν την ίδια γαλάζια απόχρωση με της μητέρας μου, αλλά πλησίαζαν πολύ. Και οι δυο γυναίκες είχαν παρόμοιο στιλ. Η αριστοκρατική μπλούζα και το παντελόνι της έμοιαζαν πολύ με ανάλογα ρούχα που είχα δει να φορά η μητέρα μου. «Παντρεύεσαι», είπε η Κορίν. Δεν ήταν ερώτηση, αλλά απάντησα παρ’ όλα αυτά. «Ναι». Έκλεισε τα μάτια της. «Είχα την ελπίδα ότι η Εύα έλεγε ψέματα». «Είμαι πολύ προστατευτικός απέναντί της. Πρόσεχε τα λόγια σου». Άνοιξε τα μάτια της και βρόντηξε τη φωτογραφία στο γραφείο. «Την αγαπάς;» «Αυτό δε σε αφορά». «Δεν είναι απάντηση αυτό». «Δε σου οφείλω απάντηση, αλλά αν σου χρειάζεται να το ακούσεις, ναι, είναι το παν για μένα». Το σφίξιμο στο στόμα της μαλάκωσε από ένα τρεμούλιασμα. «Θα είχε καμιά διαφορά αν σου έλεγα ότι παίρνω διαζύγιο;» «Όχι». ξεφύσηξα. «Εσύ κι εγώ δε θα ξαναείμαστε ποτέ μαζί, Κορίν. Δεν ξέρω πόσες φορές και με πόσους τρόπους μπορώ να σου το πω αυτό. Δε θα είμαι ποτέ αυτό που θέλεις. Τη γλίτωσες φτηνά όταν διέλυσες τον αρραβώνα μας». Το πρόσωπό της έκανε μια ακούσια σύσπαση. «Αυτό μας κρατά μακριά; Δεν μπορείς να με συγχωρήσεις γι’ αυτό;» «Να σε συγχωρήσω; Σου είμαι ευγνώμων». Η φωνή μου μαλάκωσε καθώς την είδα να βουρκώνει. «Δε θέλω να γίνομαι σκληρός. Μπορώ να φανταστώ πόσο επώδυνο είναι για σένα. Αλλά δε θέλω να έχεις ψεύτικες ελπίδες».
«Τι θα έκανες αν σου έλεγε το ίδιο πράγμα η Εύα;» μου απάντησε. «Θα τα παρατούσες απλώς όλα και θα έφευγες;» «Δεν είναι το ίδιο». Πέρασα τα χέρια μέσα από τα μαλλιά μου, προσπαθώντας να βρω τις σωστές λέξεις. «Δεν καταλαβαίνεις τι υπάρχει ανάμεσα σε μένα και την Εύα. Με χρειάζεται όσο τη χρειάζομαι κι εγώ. Δε θα σταματούσα ποτέ την προσπάθεια, για το καλό και των δυο μας». «Εγώ σε χρειάζομαι, Γκίντεον». Ο εκνευρισμός με έκανε απότομο. «Δε με ξέρεις. Έπαιζα έναν ρόλο όσο ήμασταν μαζί. Σε άφηνα να βλέπεις μόνο ό,τι ήθελα να βλέπεις, ό,τι θεωρούσα πως μπορούσες να δεχτείς». Και σε αντάλλαγμα έβλεπα μόνο αυτά που ήθελα να βλέπω σ’ αυτή, την κοπέλα που ήταν κάποτε. Είχα πάψει να δίνω πραγματικά προσοχή πριν από πολύ καιρό, και έτσι δεν αντιλήφθηκα πόσο είχε αλλάξει. Η Κορίν ήταν ένα τυφλό σημείο για μένα, αλλά όχι πια. Με κοίταζε σοκαρισμένη για μια στιγμή. «Η Ελίζαμπεθ με προειδοποίησε ότι η Εύα ξαναγράφει το παρελθόν σου όπως τη βολεύει. Δεν την πίστεψα. Δε σε είχα δει ποτέ να επηρεάζεσαι από κανέναν, αλλά φαντάζομαι υπάρχει μια πρώτη φορά για όλα». «Η μητέρα μου πιστεύει ό,τι τη βολεύει και μπορείς να κάνεις κι εσύ το ίδιο αν θέλεις». Έμοιαζαν και από αυτή την άποψη οι δυο τους. Τα κατάφερναν μια χαρά να πιστεύουν αυτά που ήθελαν και να αγνοούν τις αποδείξεις για το αντίθετο. Ήταν πραγματική αποκάλυψη για μένα όταν συνειδητοποίησα ότι ένιωθα άνετα με την Κορίν επειδή ήξερα ότι δε θα γινόταν ποτέ αδιάκριτη. Μπορούσα να προσποιούμαι ότι είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος μαζί της, αφού εκείνη δε θα έσκαβε ποτέ πιο βαθιά. Η Εύα τα είχε αλλάξει όλα αυτά για μένα. Δεν ήμουν φυσιολογικός, και δε χρειαζόταν να είμαι. Η Εύα με δεχόταν όπως ήμουν. Δε θα αποκάλυπτα το παρελθόν μου σε κανέναν, αλλά είχε πάρει τέλος πια η εποχή που προσαρμοζόμουν στα ψέματα. Η Κορίν άπλωσε το χέρι της προς το μέρος μου. «Σ’ αγαπώ, Γκίντεον. Κάποτε μ’ αγαπούσες κι εσύ». «Σου ήμουν ευγνώμων», τη διόρθωσα. «Και θα σου είμαι πάντα. Ένιωθα έλξη για σένα, πέρασα καλά μαζί σου, για ένα διάστημα μπορώ να πω ότι ακόμη και σε χρειαζόμουν, αλλά δε θα καταφέρναμε ποτέ να μείνουμε μαζί». Άφησε το χέρι της να πέσει πάλι στο πλευρό της. «Θα είχα βρει την Εύα τελικά. Και θα την ήθελα, θα τα διέλυα όλα για να την έχω. Θα σε άφηνα για να είμαι μαζί της. Το τέλος ήταν αναπόφευκτο». Η Κορίν γύρισε αλλού. «Τότε… τουλάχιστον θα είμαστε πάντα φίλοι». Δυσκολεύτηκα να διώξω κάθε απολογητικό τόνο από τη φωνή μου. Δεν ήθελα να την ενθαρρύνω. «Αυτό δεν είναι δυνατό. Αυτή είναι η τελευταία φορά που μιλάμε οι δυο μας». Οι ώμοι της τραντάχτηκαν καθώς πήρε μια τρεμάμενη ανάσα, και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη παλεύοντας με τη στενοχώρια και τη θλίψη. Κάποτε ήταν σημαντική για μένα. Θα μου έλειπε, όχι όμως με τον τρόπο που ήθελε αυτή. «Για ποιο λόγο να ζήσω αν δεν έχω εσένα;» Γύρισα με την ερώτηση και μόλις που πρόλαβα να την αρπάξω καθώς όρμησε πάνω μου, να την κρατήσω σε απόσταση πιάνοντάς την από τα μπράτσα. Η οδύνη στο όμορφο πρόσωπό της με σόκαρε πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι είχε πει. Και μετά κατάλαβα. Την έσπρωξα μακριά μου με φρίκη, κι αυτή σκόνταψε καθώς τα τακούνια της
πιάστηκαν στο χαλί. «Μη μου το φορτώνεις αυτό», την προειδοποίησα με φωνή σιγανή και σκληρή. «Δεν είμαι υπεύθυνος για την ευτυχία σου. Δεν είμαι υπεύθυνος με οποιονδήποτε τρόπο για σένα». «Μα τι έχεις πάθει;» φώναξε. «Εσύ δεν ήσουν έτσι». «Και να ήμουν, δε θα το ήξερες». Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα. «Γύρνα σπίτι σου και στον άντρα σου, Κορίν. Και να προσέχεις». «Άντε γαμήσου», σφύριξε μανιασμένη. «Θα το μετανιώσεις, και μπορεί να είμαι πολύ πληγωμένη για να σε συγχωρήσω όταν θα τρέξεις πάλι πίσω μου». «Αντίο, Κορίν». Με κοίταξε για μερικές παρατεταμένες στιγμές και μετά βγήκε έξαλλη από το γραφείο μου. «Να πάρει». Έκανα μεταβολή, δεν ήξερα πού να πάω και τι να κάνω, αλλά έπρεπε να κάνω κάτι. Οτιδήποτε. Άρχισα να περπατάω πάνω-κάτω. Έβγαλα το κινητό μου και πήρα την Εύα πριν πάρω συνειδητά την απόφαση να το κάνω. «Γραφείο Μαρκ Γκάριτι», είπε. «Άγγελέ μου». Αυτές οι δυο λέξεις και μόνο πρόδωσαν την ανακούφιση που ένιωσα ακούγοντας τη φωνή της. Η Εύα ήταν αυτό που χρειαζόμουν. Κάτι μέσα μου το ήξερε αυτό. «Γκίντεον». Με διάβασε αμέσως, όπως έκανε τόσο συχνά. «Είσαι εντάξει;» Κοίταξα το προσωπικό μου να κάθεται στα μακρινά γραφεία του και να ετοιμάζεται για τη δουλειά της μέρας. Πάτησα το κουμπί κάνοντας το γυαλί αδιαφανές για να έχω μια ιδιωτική στιγμή με τη γυναίκα μου. Έκανα ανάλαφρο τον τόνο μου, δεν ήθελα να τη στρεσάρω. «Μου λείπεις κιόλας». Η Εύα περίμενε μια στιγμή πριν απαντήσει, σαν να προσαρμοζόταν στη διάθεσή μου. «Ψεύτη», είπε. «Είσαι πολύ απασχολημένος για μένα». «Ποτέ. Και τώρα πες μου πόσο σου λείπω». Γέλασε. «Είσαι απαίσιος. Τι θα κάνω με σένα;» «Τα πάντα». «Να ’σαι σίγουρος γι’ αυτό. Λοιπόν, τι τρέχει; Έχει πέσει πολλή δουλειά σήμερα και πρέπει να ξεκινήσω». Πήγα στο γραφείο μου και κοίταξα τη φωτογραφία της. Οι ώμοι μου χαλάρωσαν. «Απλώς ήθελα να σου πω ότι σε σκέφτομαι». «Ωραία. Μη σταματήσεις. Και σε πληροφορώ ότι είναι ωραία να σε ακούω να μην είσαι στριμμένος όταν είσαι στη δουλειά». Για μένα ήταν ωραία να την ακούω, τελεία και παύλα. Είχα πάψει πια να προσπαθώ να καταλάβω γιατί με επηρέαζε έτσι. Απλώς εκτιμούσα το γεγονός ότι μπορούσε να μου φτιάξει στη στιγμή τη διάθεση. «Πες μου ότι μ’ αγαπάς». «Τρελά. Συγκλονίζεις τον κόσμο μου, κύριε Κρος». Κοίταξα τα γελαστά της μάτια χαϊδεύοντας το γυαλί. «Κι εσύ είσαι το κέντρο του δικού μου». Το υπόλοιπο πρωί πέρασε γρήγορα και ήσυχα. Τελείωνα μια σύσκεψη για μια πιθανή επένδυση σε μια ξενοδοχειακή αλυσίδα όταν είχα άλλη μια αναπάντεχη επίσκεψη. Δεν είχαν σκοπό να με αφήσουν να δουλέψω. «Πρέπει σώνει και καλά να τα γαμήσεις όλα, ε;» είπε ο αδερφός μου, ορμώντας στο γραφείο μου με τον Σκοτ να τον ακολουθεί.
Έκανα νόημα στον Σκοτ να φύγει. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. «Καλησπέρα και σε σένα, Κρίστοφερ». Ήμασταν αδέλφια αλλά δε θα μπορούσαμε να διαφέρουμε περισσότερο. Τα μαλλιά του Κρίστοφερ έμοιαζαν με του πατέρα του, κυματιστά, κάπου ανάμεσα στο καστανό και το κόκκινο. Τα μάτια του ήταν γκρίζα ανάμεικτα με πράσινο, ενώ εγώ έμοιαζα σαφώς στη μητέρα μου. «Το ξέχασες ότι η Βιντάλ Ρέκορντς ανήκει και στην Άιρλαντ;» είπε θυμωμένος, κοιτώντας με με ένα σκληρό βλέμμα. «Δεν το ξεχνάω ποτέ αυτό». «Τότε απλώς δε δίνεις δεκάρα. Η βεντέτα σου ενάντια στον Μπρετ Κλάιν μας κοστίζει λεφτά, π’ ανάθεμά σε. Μας χτυπάς όλους, όχι μόνο αυτόν». Πήγα και ακούμπησα στο γραφείο μου, σταυρώνοντας τα χέρια. Έπρεπε να το περιμένω, έτσι που είχε θυμώσει στο λανσάρισμα του βίντεο «Golden» στην Τάιμς Σκουέαρ. Ήθελε ο Κλάιν να είναι με την Εύα. Και κυρίως, ήθελε να μην είναι η Εύα μαζί μου. Δυστυχώς, η αλήθεια ήταν ότι έφερνα στην επιφάνεια τα χειρότερα στοιχεία του αδελφού μου. Φερόταν σκληρά ή απερίσκεπτα μόνο όταν προσπαθούσε να με βλάψει. Τον είχα δει να εκφωνεί εκπληκτικές ομιλίες, να γοητεύει τον κόσμο με τη φυσική χαρισματική του προσωπικότητα και να εντυπωσιάζει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου με τις γνώσεις του γύρω από τη μουσική βιομηχανία, αλλά ποτέ δεν έδειχνε αυτά τα χαρακτηριστικά σε μένα. Εκνευρισμένος από την απρόκλητη επιθετικότητά του, τον πείραξα. «Φαντάζομαι ότι θα μπεις στο θέμα κάποια στιγμή». «Μη μου κάνεις τον αθώο, Γκίντεον. Ήξερες πολύ καλά τι έκανες όταν κατέστρεψες συστηματικά όλες τις ευκαιρίες προβολής που είχε εξασφαλίσει η Βιντάλ για τους Six-Ninths». «Αν αυτές οι ευκαιρίες είχαν ως επίκεντρο την Εύα, δεν έπρεπε να είχαν υπάρξει εξαρχής». «Αυτό δεν είναι δική σου απόφαση». Το στόμα του συσπάστηκε σε ένα χλευαστικό χαμόγελο. «Καταλαβαίνεις καν τη ζημιά που έκανες; Το Behind the Music καθυστέρησε το ειδικό αφιέρωμα γιατί ο Σαμ Γιμάρα δεν έχει πια τα δικαιώματα του βίντεο που είχε φτιάξει από τα πρώτα χρόνια του συγκροτήματος. Το Diners, Drive-Ins and Dives δεν μπορεί να συμπεριλάβει το Μπαρ της 69ης Οδού στο επεισόδιο για το Σαν Ντιέγκο, γιατί κατεδαφίζεται ήδη πριν προλάβουν να τραβήξουν τα πλάνα που ήθελαν. Και το Rolling Stone αποφάσισε να μη δημοσιεύσει το άρθρο που είχε προγραμματίσει για το “Golden” όταν ανακοινώθηκε ο αρραβώνας σας. Το τραγούδι χάνει το ενδιαφέρον του χωρίς το ευτυχισμένο τέλος». «Μπορώ να σου βρω τα πλάνα που χρειάζεσαι. Πες στην παραγωγή της εκπομπής να έρθει σε επαφή με τον Αράς και θα το φροντίσει αυτός». «Θα μας δώσει πλάνα αφού θα έχει αφαιρέσει κάθε ίχνος της Εύας. Τι νόημα έχει;» Ύψωσα τα φρύδια. «Το νόημα υποτίθεται ότι είναι οι Six-Ninths, όχι η γυναίκα μου». «Δεν είναι γυναίκα σου ακόμη», μου απάντησε, «και αυτό είναι το πρόβλημά σου. Φοβάσαι ότι θα γυρίσει πίσω στον Μπρετ. Δεν είσαι πραγματικά ο τύπος της, το ξέρουμε όλοι αυτό. Μπορεί να της κάνεις γλειφομούνι στα πάρτι, αλλά εκείνο που γουστάρει πραγματικά αυτή είναι να παίρνει τσιμπούκια από ροκ σταρ σε βρόμικες τουαλέτες…» Έπεσα πάνω του πριν προλάβει να ανοιγοκλείσει τα μάτια του. Του έριξα μια γροθιά στο σαγόνι και το κεφάλι του τινάχτηκε πίσω. Ακολούθησα με μια αριστερή και παραπάτησε, πέφτοντας πάνω στον γυάλινο τοίχο. Είδα τον Σκοτ να πετάγεται όρθιος και προετοιμάστηκα για το τράνταγμα καθώς ο Κρίστοφερ
ορμούσε πάνω μου. Πέσαμε κάτω. Κύλησα και άρχισα να γρονθοκοπώ τα πλευρά του μέχρι που βόγκηξε. Ξαφνικά με χτύπησε με το κεφάλι του στον κρόταφο. Το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Ζαλισμένος, απομακρύνθηκα και σηκώθηκα όρθιος. Ο Κρίστοφερ ανασηκώθηκε καθιστός πιάνοντας το τραπεζάκι του καφέ. Από το στόμα του έτρεχε αίμα που έσταζε στο χαλί. Το σαγόνι του είχε αρχίσει να πρήζεται και αγκομαχούσε με βαριές κοφτές ανάσες. Οι γροθιές μου με πονούσαν και τις ανοιγόκλεισα, νιώθοντας την ανάγκη να τον χτυπήσω πάλι. Αν ήταν κανένας άλλος, θα το έκανα. «Κάν’ το», μου είπε, σκουπίζοντας το στόμα του με το μανίκι του. «Ήθελες να με σκοτώσεις από τη μέρα που γεννήθηκα. Γιατί να σταματήσεις τώρα;» «Είσαι τρελός». Δυο φύλακες εμφανίστηκαν τρέχοντας από τη γωνία, αλλά τους σταμάτησα σηκώνοντας το χέρι. «Σ’ έχω πάρει είδηση, παλιομαλάκα», γρύλισε ο αδελφός μου, και σηκώθηκε με δυσκολία. «Έχω μιλήσει με μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Τους εξήγησα τι κάνεις. Αν θέλεις να με καταστρέψεις, θα σε πολεμήσω ως το τέλος». «Έχεις τρελαθεί, ρε ηλίθιε. Πάρε την τρέλα σου και πήγαινε πουθενά αλλού. Και άσε ήσυχη την Εύα. Αν θέλεις να με κάνεις εχθρό σου, ο πιο σίγουρος τρόπος είναι να ασχολείσαι μαζί της». Με κοίταξε για κάμποσες στιγμές και μετά γέλασε τραχιά. «Το ξέρει τι κάνεις στον Μπρετ;» Πήρα μια βαθιά ανάσα κάνοντας έναν ακούσιο μορφασμό από τον πόνο ενός μώλωπα στα πλευρά μου. «Δεν κάνω τίποτα στον Κλάιν. Απλώς προστατεύω την Εύα». «Και το συγκρότημα είναι απλώς παράπλευρες απώλειες;» «Καλύτερα αυτός παρά η Εύα». «Μαλακίες». «Άντε γαμήσου». Ο Κρίστοφερ πήγε προς την πόρτα. Θα ’πρεπε να τον αφήσω να φύγει, αλλά αντί γι’ αυτό έκανα μια τελευταία προσπάθεια. «Για όνομα του Θεού, Κρίστοφερ, έχουν ταλέντο. Δε χρειάζονται τέτοια κόλπα για να πετύχουν. Αν δεν έψαχνες τρόπους για να με κάνεις να πληρώσω για κάτι που φαντάζεσαι ότι σου έχω κάνει, θα έβρισκες καλύτερους τρόπους για να τους προωθήσεις αντί να τους μετατρέψεις σε ένα συγκρότημα της μιας επιτυχίας που μετά το ξεχνούν όλοι». Γύρισε καταπάνω μου με σφιγμένες γροθιές. «Μη μου λες πώς να κάνω τη δουλειά μου. Και μην μπεις στον δρόμο μου γιατί θα σε πετάξω έξω από την εταιρεία». Τον παρακολούθησα καθώς έφευγε με τους φύλακες να τον συνοδεύουν. Μετά πήγα στο γραφείο μου και κοίταξα τα μηνύματά μου. Ο Σκοτ είχε σημειώσει ότι από το πρωί είχαν τηλεφωνήσει δύο μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Βιντάλ Ρέκορντς. Κάλεσα τον Σκοτ. «Στείλε μου τον Αράς Μαντάνι». Αν ο Κρίστοφερ ήθελε πόλεμο, θα τον είχε. Έφτασα στο γραφείο του δόκτορος Λάιλ Πίτερσεν στην ώρα μου, στις έξι. Ο ψυχίατρος με υποδέχτηκε χαμογελαστός, με τα σκούρα γαλάζια μάτια του εγκάρδια και φιλικά. Μετά τη μέρα που είχα περάσει, το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν μια ώρα με έναν ψυχίατρο. Εκείνο που χρειαζόμουν περισσότερο ήταν να περάσω μια ώρα μόνος με την Εύα. Η συνεδρία άρχισε όπως πάντα, με τον δόκτορα Πίτερσεν να με ρωτάει πώς ήταν η βδομάδα μου
κι εγώ να του απαντώ όσο πιο λακωνικά μπορούσα. Μετά είπε: «Ας μιλήσουμε για τους εφιάλτες». Έγειρα πίσω, ακουμπώντας το χέρι μου στο μπράτσο του καναπέ. Είχα μιλήσει καθαρά από την αρχή για τα προβλήματα ύπνου που είχα για να μου δώσει φάρμακα ώστε η Εύα να είναι οριακά πιο ασφαλής όταν κοιμόταν δίπλα μου, αλλά δεν είχαμε αναλύσει ποτέ τα όνειρά μου. Αυτό σήμαινε ότι κάποιος άλλος του τα είχε αναφέρει. «Μίλησες με την Εύα». Δεν ήταν ερώτηση, αφού η απάντηση ήταν προφανής. «Μου έστειλε ένα email νωρίτερα», απάντησε αυτός, διπλώνοντας τα χέρια πάνω από την οθόνη της ταμπλέτας του. Άρχισα να παίζω ταμπούρλο με τα δάχτυλα. Ο δόκτωρ Πίτερσεν κοίταξε το χέρι μου. «Σ’ ενοχλεί που επικοινώνησε μαζί μου;» Ζύγιασα την απάντησή μου πριν τη δώσω. «Η Εύα ανησυχεί. Αν μιλώντας μαζί σου ξεπερνά την ανησυχία της, τότε δε με ενοχλεί. Είσαι και δικός της θεραπευτής, έτσι έχει το δικαίωμα να το συζητήσει μαζί σου». «Δε σ’ αρέσει όμως. Θα προτιμούσες να διαλέγεις για ποια θέματα μου μιλάς». «Θα προτιμούσα να νιώθει ασφαλής η Εύα». Ο δόκτωρ Πίτερσεν κατένευσε. «Γι’ αυτό είμαστε εδώ. Γι’ αυτή». «Φυσικά». «Τι ελπίζει η Εύα ότι θα βγει από τις συνεδρίες μας;» «Δεν ξέρεις;» Ο δόκτωρ Πίτερσεν χαμογέλασε. «Θα ήθελα να ακούσω τη δική σου απάντηση». Του την έδωσα, μετά από μια στιγμή. «Παλιότερα η Εύα έκανε λάθος επιλογές. Έμαθε να στηρίζεται στις συμβουλές θεραπευτών. Ήταν αποτελεσματικό γι’ αυτή, είναι αυτό που ξέρει να κάνει». «Εσύ πώς νιώθεις γι’ αυτό;» «Χρειάζεται να νιώθω κάπως;» απάντησα. «Μου ζήτησε να το δοκιμάσω και συμφώνησα. Οι σχέσεις γίνονται με συμβιβασμούς, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Πήρε τη γραφίδα και χτύπησε την οθόνη της ταμπλέτας. «Πες μου για την προηγούμενη εμπειρία σου με την ψυχοθεραπεία». Πήρα μια ανάσα. Την άφησα. «Ήμουν παιδί. Δε θυμάμαι». Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά του. «Πώς ένιωθες που έκανες θεραπεία; Θυμό, φόβο, θλίψη;» Έριξα μια ματιά στη βέρα μου. «Λίγο απ’ όλα», απάντησα. «Φαντάζομαι ένιωθες κάτι παρόμοιο για την αυτοκτονία του πατέρα σου». Πάγωσα. Τον κοίταξα και τα μάτια μου στένεψαν. «Πού θέλεις να καταλήξεις;» «Απλώς μιλάμε, Γκίντεον». Έγειρε πίσω. «Συχνά νιώθω ότι αναρωτιέσαι πού αποβλέπω όταν κάνω κάτι. Δεν αποβλέπω κάπου. Απλώς θέλω να σε βοηθήσω». Ανάγκασα το σώμα μου να χαλαρώσει. Ήθελα να σταματήσουν οι εφιάλτες. Ήθελα να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι με τη γυναίκα μου. Και χρειαζόμουν τη βοήθεια του δόκτορος Πίτερσεν για να το κάνω αυτό. Δεν ήθελα όμως να μιλήσω για πράγματα που δεν μπορούσαν να αλλάξουν.
8 Γεια σου, φιλενάδα. Τι γνώμη έχεις για το καραόκε;» ρώτησε η Σόνα Έλισον με το που σήκωσα το ακουστικό του τηλεφώνου. Άφησα το μολύβι πάνω στο σημειωματάριο στο οποίο έγραφα και γέρνοντας πίσω στον καναπέ μάζεψα τα πόδια μου πάνω στο μαξιλάρι. Ήταν περασμένες εννιά και δεν είχα νέα από τον Γκίντεον ακόμη. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν καλό ή κακό σημάδι, δεδομένου ότι είχε ραντεβού με τον δόκτορα Πίτερσεν νωρίτερα. Ο ήλιος είχε δύσει πριν από μια ώρα, κι εγώ προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τον άντρα μου κάθε πέντε δευτερόλεπτα. Μια συζήτηση με τη Σόνα θα ήταν ένα ευχάριστο διάλειμμα για να μου αποσπάσει την προσοχή. «Κοίτα», είπα επιφυλακτικά, «επειδή είμαι τελείως παράφωνη, δεν το έχω πολυσκεφτεί το πράγμα. Γιατί;» Έφερα στον νου μου την εικόνα της γεμάτης ζωντάνια κοκκινομάλλας με την οποία είχαμε αρχίσει να γινόμαστε φίλες. Από πολλές πλευρές έμοιαζε με τον αδελφό της τον Στίβεν, που ήταν αρραβωνιασμένος με το αφεντικό μου. Ήταν και οι δύο ευχάριστοι και ξένοιαστοι άνθρωποι που δεν έχαναν ευκαιρία να σε πειράξουν, αλλά και απόλυτα αξιόπιστοι φίλοι. Τα συμπαθούσα πολύ τα δύο αδέλφια. «Γιατί σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να πάμε σε ένα καινούργιο κλαμπ καραόκε. Άκουσα να μιλούν γι’ αυτό σήμερα στη δουλειά», μου εξήγησε. «Αντί για κείνη την απαίσια ετοιματζίδικη μουσική έχουν ζωντανή ορχήστρα. Και δε χρειάζεται να τραγουδήσεις αν δε θέλεις. Πολλοί απλώς βλέπουν». Πήρα την ταμπλέτα από το τραπεζάκι. «Πώς λέγεται το κλαμπ;» «Στάρλαϊτ Λάουντζ. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία να πάμε την Παρασκευή». Ύψωσα τα φρύδια. Την Παρασκευή είχαμε συμφωνήσει να βγούμε με τους φίλους του Γκίντεον. Προσπάθησα να φανταστώ τον Αρνόλντο ή τον Αράς να τραγουδάνε καραόκε και η σκέψη μόνο με έκανε να χαμογελάσω. Γιατί όχι; Τουλάχιστον θα έσπαγε τον πάγο. «Θα το πω στον Γκίντεον». Έκανα μια αναζήτηση για το κλαμπ και μπήκα στην ιστοσελίδα του. «Φαίνεται ωραίο». Το όνομα μου είχε θυμίσει μπαρ καραόκε της παλιάς σχολής, αλλά οι φωτογραφίες στην ιστοσελίδα έδειχναν ένα σύγχρονο κλαμπ διακοσμημένο σε αποχρώσεις του μπλε, με μεταλλικές πινελιές. Έδειχνε πολυτελές και ακριβό. «Ναι, ωραίο δεν είναι; Έτσι είπα κι εγώ. Θα έχει πλάκα». «Ναι. Περίμενε να δεις τον Κάρι με το μικρόφωνο στο χέρι. Είναι ξεδιάντροπος». Η Σόνα γέλασε, και χαμογέλασα με τον χαρούμενο ήχο. «Το ίδιο και ο Στίβεν. Πες μου τι θα αποφασίσετε. Ανυπομονώ να σε δω». Κλείσαμε και πέταξα το τηλέφωνο στο μαξιλάρι δίπλα μου. Έσκυβα για να πάρω πάλι το σημειωματάριο όταν άκουσα το μελωδικό «πινγκ» ενός μηνύματος. Ήταν από τον Μπρετ. Πρέπει να μιλήσουμε. Πάρε με. Απέμεινα να κοιτάζω τη φωτογραφία του στην οθόνη για λίγο. Μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα αλλά έκλεινε όταν του απαντούσε ο τηλεφωνητής. Θα έλεγα ψέματα αν ισχυριζόμουν ότι με άφηνε
ανεπηρέαστη αυτή η προσπάθεια να με ξαναπλησιάσει, αλλά ήταν αδιέξοδο. Μπορεί να γινόμαστε φίλοι μια μέρα, αλλά όχι τώρα. Δεν είχα διάθεση για μια φιλική σχέση μαζί του, ούτε για το στρες που θα προκαλούσε κάτι τέτοιο στον Γκίντεον. Παλιότερα πίστευα πως το να αντιμετωπίζω τα προβλήματα που με δυσκόλευαν έδειχνε δύναμη και υπευθυνότητα. Τώρα είχα συνειδητοποιήσει ότι μερικές φορές ο πιο σημαντικός σκοπός δεν ήταν η επίλυση του προβλήματος. Μερικές φορές απλώς έπρεπε να εκμεταλλευτείς την ευκαιρία για να εξετάσεις καλύτερα τον εαυτό σου. Θα σε πάρω όταν μπορώ, του απάντησα. Μετά άφησα πάλι το τηλέφωνο. Θα του τηλεφωνούσα κάποια στιγμή που θα ήμουν μαζί με τον Γκίντεον. Δεν ήθελα μυστικά και δεν είχα τίποτα να κρύψω. «Γεια». Ο Κάρι μπήκε στο λίβινγκ ρουμ από τον διάδρομο φορώντας ένα παντελόνι πιτζάμας κι ένα λιωμένο τι-σερτ. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν ακόμη υγρά από το ντους που πρέπει να έκανε αφού έφυγε η Τατιάνα πριν από μία ώρα. Χάρηκα που δεν είχε κοιμηθεί εδώ απόψε η Τατιάνα. Ήθελα να συμπαθήσω αυτή τη γυναίκα που ισχυριζόταν ότι είχε μείνει έγκυος από τον καλύτερό μου φίλο, αλλά δε με βοηθούσε καθόλου. Ένιωθα ότι με κέντριζε σκόπιμα κάθε φορά που μπορούσε. Είχα την έντονη εντύπωση ότι εκείνο που ήθελε περισσότερο ήταν να έχει τον Κάρι μόνο για τον εαυτό της, και με έβλεπε σαν ένα μεγάλο εμπόδιο σε αυτό τον σκοπό. Ο Κάρι σωριάστηκε μπρούμυτα στο άλλο τμήμα του καναπέ, με το κεφάλι του κοντά στον μηρό μου και τα ψηλά πόδια του τεντωμένα. «Τι φτιάχνεις εκεί;» «Λίστες. Θέλω να αρχίσω να δουλεύω σε κάτι που να έχει σχέση με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης». «Ναι; Και τι σκέφτεσαι να κάνεις;» Σήκωσα τον έναν ώμο σε μια ανήμπορη κίνηση. «Ουσιαστικά, δεν ξέρω. Σκέφτομαι συνέχεια τη Μεγκούμι και το γεγονός ότι δεν το είπε σε κανέναν. Ούτε εγώ το είπα. Ούτε κι εσύ, παρά μόνο πολύ αργότερα». «Ποιος θα δώσει δεκάρα;» είπε ο Κάρι με τραχιά φωνή, ακουμπώντας το πιγούνι στα χέρια του. «Και είναι τρομακτικό να μιλήσεις για κάτι τέτοιο. Υπάρχουν πολλές τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης και άσυλα για θύματα. Θέλω να βρω κάτι άλλο που να βοηθάει ουσιαστικά, αλλά δεν έχω καμιά πρωτοποριακή ιδέα». «Τότε μίλα με ανθρώπους που η δουλειά τους είναι να κατεβάζουν ιδέες». Χαμογέλασα. «Το κάνεις να ακούγεται τόσο εύκολο». «Εδώ που τα λέμε, γιατί να εφεύρεις τον τροχό από την αρχή; Βρες κάποιον που κάνει καλά αυτό που θέλεις να κάνεις και βοήθησέ τον». Γύρισε ανάσκελα κι έτριψε το πρόσωπό του και με τα δύο χέρια. Ήξερα αυτή την κίνηση και τι σήμαινε. Κάτι τον έτρωγε. «Πες μου πώς ήταν η μέρα σου», είπα. Στο Σαν Ντιέγκο είχα καταλήξει να περάσω περισσότερο χρόνο με τον Γκίντεον παρά με τον Κάρι, κι ένιωθα άσχημα γι’ αυτό. Ο Κάρι είπε ότι πέρασε καλά κάνοντας παρέα με τους παλιούς μας φίλους, αλλά δεν ήταν αυτός ο σκοπός του ταξιδιού μας. Ένιωθα ότι τον είχα προδώσει, αν και ο ίδιος δε με κατηγόρησε για κάτι τέτοιο. Κατέβασε τα χέρια στα πλευρά του. «Είχα μια φωτογράφιση σήμερα το πρωί, και μετά είδα τον Τρέι και φάγαμε μαζί μεσημεριανό». «Του είπες τίποτα για το μωρό;»
Μου απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα. «Το σκέφτηκα, αλλά δεν μπόρεσα να το κάνω. Είμαι τόσο μαλάκας». «Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου. Είσαι σε δύσκολη θέση». Ο Κάρι έκλεισε τα μάτια. «Τις προάλλες σκεφτόμουν πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα αν ο Τρέι ήταν αμφισεξουαλικός. Τότε θα μπορούσαμε να πηδάμε και οι δύο την Τατιάνα και ο ένας τον άλλον και θα τα είχα όλα. Μετά όμως συνειδητοποίησα ότι δεν ήθελα να μοιράζομαι τον Τρέι με την Τατιάνα. Αυτή δε με πειράζει να τη μοιράζομαι. Αυτόν όμως δεν μπορώ. Πες μου ότι δεν είμαι τελείως καθίκι». Άπλωσα το χέρι και του ανακάτεψα τα μαλλιά. «Απλώς είσαι άνθρωπος». Είχα βρεθεί κι εγώ σε μια παρόμοια κατάσταση με τον Γκίντεον, να σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να βρω έναν τρόπο για να είμαι φίλη με τον Μπρετ, ενώ ταυτόχρονα με ενοχλούσε που ο Γκίντεον ήταν φίλος με την Κορίν. «Σε έναν ιδανικό κόσμο, κανείς μας δε θα ήταν εγωιστής, αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα. Απλώς κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε». «Πάντα βρίσκεις δικαιολογίες για ό,τι κάνω», μουρμούρισε. Το σκέφτηκα αυτό για μια στιγμή. «Όχι», τον διόρθωσα μαλακά και σκύβοντας τον φίλησα στο μέτωπο. «Απλώς σε συγχωρώ. Κάποιος πρέπει να το κάνει κι αυτό, αφού εσύ δε συγχωρείς τον εαυτό σου». Το πρωί της Τετάρτης πέρασε με τρομερή δουλειά και η ώρα του μεσημεριανού ήρθε πριν καλά καλά το καταλάβω. «Πριν από δυο βδομάδες γιορτάζαμε τον αρραβώνα μας», είπε ο Στίβεν Έλισον, ενώ καθόμουν στην καρέκλα που μου κρατούσε, «και τώρα θα γιορτάσουμε τον δικό σου». Χαμογέλασα αυθόρμητα. Ο αρραβωνιαστικός του αφεντικού μου είχε μια μεταδοτική χαρούμενη διάθεση που ήταν αδύνατο να μη σε επηρεάσει. «Πρέπει να ρίχνουν κάτι στο νερό», είπα. «Σίγουρα». Κοίταξε τον προϊστάμενό μου και μετά πάλι εμένα. «Δεν πιστεύω να σε χάσει ο Μαρκ, Εύα;» «Στίβεν», τον μάλωσε ο Μαρκ. «Σε παρακαλώ». «Δεν πρόκειται να πάω πουθενά», απάντησα, προκαλώντας ένα έκπληκτο και ικανοποιημένο χαμόγελο στον Μαρκ. Ήταν ένα χαμόγελο εξίσου μεταδοτικό με τη χαρούμενη διάθεση του Στίβεν. Αυτά τα μεσημεριανά γεύματα μαζί τους ήταν πραγματικά απολαυστικά. «Χαίρομαι που το ακούω αυτό», είπε ο Μαρκ. «Και εγώ το ίδιο». Ο Στίβεν άνοιξε το μενού με μια κοφτή αποφασιστική κίνηση, λες και μόλις είχε ξεκαθαριστεί κάτι σημαντικό. «Θέλουμε να σε έχουμε κοντά μας, μικρή μου». «Θα με έχετε», τους διαβεβαίωσα. Ο σερβιτόρος έβαλε στο τραπέζι ανάμεσά μας ένα καλάθι με σκορδόψωμο περιχυμένο με ελαιόλαδο, και μετά μας είπε τις σπεσιαλιτέ της μέρας. Το εστιατόριο που είχαν διαλέξει ο Μαρκ και ο Στίβεν είχε ιταλική και ελληνική κουζίνα. Όπως και τα περισσότερα φαγάδικα του Μανχάταν, ήταν μικρό, με τα τραπέζια τόσο στριμωγμένα, που οι παρέες σχεδόν ενώνονταν μεταξύ τους κι έπρεπε να προσέχεις τους αγκώνες σου. Οι μυρωδιές που έρχονταν από την κουζίνα και από τους δίσκους των περαστικών σερβιτόρων έκαναν το στομάχι μου να γουργουρίσει δυνατά. Ευτυχώς το κάλυψε ο θόρυβος από τον κόσμο που έτρωγε. Ο Στίβεν πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Είχαν ένα κατακόκκινο χρώμα που θα ζήλευαν πολλές γυναίκες. «Εγώ θα πάρω τον μουσακά».
«Κι εγώ». Έκλεισα το μενού. «Εγώ πίτσα με πεπερόνι», είπε ο Μαρκ. Ο Στίβεν κι εγώ αρχίσαμε να τον πειράζουμε, λέγοντας ότι πρέπει να ανοιχτεί πιο πολύ στην περιπέτεια. «Μου φτάνει η περιπέτεια του γάμου με τον Στίβεν», μας απάντησε. Ο Στίβεν χαμογέλασε πλατιά και μετά ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και το πιγούνι στη γροθιά του. «Λοιπόν, Εύα, πώς σου έκανε πρόταση ο Κρος; Φαντάζομαι ότι δε σου το πέταξε στα καλά καθούμενα στη μέση του δρόμου». Ο Μαρκ, που καθόταν δίπλα του στον απέναντι καναπέ, τον κοίταξε αγανακτισμένος. «Όχι», συμφώνησα. «Μου το είπε σε μια ιδιωτική παραλία. Δεν μπορώ να πω ότι μου έκανε πρόταση γάμου. Ουσιαστικά απλώς μου είπε ότι παντρευόμαστε». Ο Μαρκ προσπάθησε να κρύψει ένα χαμόγελο, αλλά ο Στίβεν ήταν ωμός όπως πάντα. «Ρομαντισμός σε στιλ Γκίντεον Κρος». Γέλασα. «Ακριβώς. Ο ίδιος παραδέχεται πρώτος ότι δεν είναι ρομαντικός, αλλά κάνει λάθος». «Για να δω το δαχτυλίδι». Άπλωσα το χέρι μου στον Στίβεν και το διαμάντι Asscher άστραψε με πολύχρωμες λάμψεις. Ήταν ένα υπέροχο δαχτυλίδι και έκρυβε όμορφες αναμνήσεις για τον Γκίντεον. Οι απόψεις της Ελίζαμπεθ Βιντάλ δεν μπορούσαν να το αλλάξουν αυτό. «Ουάου. Μαρκ, αγάπη μου, πρέπει να μου πάρεις και μένα ένα τέτοιο». Η σκέψη να φορά ένα τέτοιο δαχτυλίδι ο κοκκινομάλλης σωματώδης εργολάβος οικοδομών ήταν κωμική. Ο Μαρκ τον κοίταξε. «Για να το σπάσεις σε καμιά οικοδομή; Τρέχω να σου το πάρω». «Τα διαμάντια είναι ανθεκτικά, αλλά έτσι κι αλλιώς θα το προσέχω». «Θα πρέπει να περιμένεις μέχρι να αποκτήσω δική μου διαφημιστική εταιρεία», απάντησε ο Μαρκ ξεφυσώντας. «Εντάξει, θα περιμένω λοιπόν». Ο Στίβεν μου έκλεισε το μάτι. «Κάνατε αίτηση για άδεια;» «Όχι», απάντησα. «Εσείς;» «Φυσικά». Άνοιξε το σακίδιο δίπλα του κι έβγαλε το ντοσιέ με το υλικό για τον γάμο. «Πες μου πώς σου φαίνονται αυτά τα σχέδια». Ο Μαρκ ύψωσε το βλέμμα στον ουρανό με έναν καρτερικό στεναγμό. Εγώ πάλι άρπαξα ένα κομμάτι σκορδόψωμο κι έσκυψα να δω πανευτυχής. «Μμμ». Όλο το υπόλοιπο απόγευμα δούλευα την πρόταση της LanCorp. Όταν τελείωσα από τη δουλειά, πήγα για Κραβ Μαγκά με τον Ραούλ. Στον δρόμο ξαναδιάβασα την απάντηση του Κλάνσι στο μήνυμα που του είχα στείλει λέγοντας ότι δε θα τον χρειαστώ. Μου είχε απαντήσει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά ένιωσα την ανάγκη να του εξηγήσω. Ο Γκίντεον θέλει να με συνοδεύουν δικοί του άνθρωποι στο εξής, έτσι είσαι ελεύθερος πλέον. Ευχαριστώ για τη βοήθειά σου. Δεν του πήρε πολύ να απαντήσει. Πάντα στη διάθεσή σου. Αν με χρειαστείς, πες μου. Α, και η φίλη σου δε θα έχει άλλα προβλήματα. Το «ευχαριστώ» που του απάντησα δε μου φάνηκε αρκετό. Κράτησα μια σημείωση να του στείλω κάτι για να εκφράσω καλύτερα την ευγνωμοσύνη μου. Ο Ραούλ πάρκαρε έξω από την παλιά αποθήκη που ο Πάρκερ Σμιθ είχε μετατρέψει σε σχολή Κραβ Μαγκά, και μετά με συνόδευσε μέσα και πήγε και κάθισε στις κερκίδες. Η παρουσία του με
επηρέασε λίγο. Ο Κλάνσι πάντα περίμενε έξω. Το γεγονός ότι με παρακολουθούσε ο Ραούλ μου προκάλεσε κάποια αμηχανία. Ο χώρος ήταν τεράστιος και ανοιχτός, αλλά παρ’ όλα αυτά έδειχνε ασφυκτικά γεμάτος από τους πελάτες που προπονούνταν μεταξύ τους και με τους εκπαιδευτές στο καναβάτσο. Ο θόρυβος ήταν σχεδόν εκκωφαντικός, μια κακοφωνία από σώματα που βροντούσαν στο έδαφος, σάρκα που χτυπούσε σε σάρκα, και τους μαθητές που ξεφώνιζαν στις επιθέσεις για να πτοήσουν τον αντίπαλό τους. Οι γιγάντιες μεταλλικές πόρτες τόνιζαν τη βιομηχανική αίσθηση του χώρου και έκαναν ακόμη πιο έντονη τη ζέστη, παρά το ερκοντίσιον και τους πολλαπλούς ανεμιστήρες. Έκανα διατάσεις πριν αρχίσω την προπόνηση όταν μπήκαν στο οπτικό μου πεδίο δύο ψηλά και λεπτά πόδια. Σηκώθηκα και είδα μπροστά μου τη Σέλεϊ Γκρέιβς, την ντετέκτιβ της αστυνομίας της Νέας Υόρκης. Είχε πιασμένα τα σγουρά καστανά μαλλιά της σε έναν κότσο εξίσου αυστηρό με το πρόσωπό της, και τα γαλάζια μάτια της με ζύγιαζαν με μια διεισδυτική απάθεια. Τη φοβόμουν, φοβόμουν τι θα μπορούσε να κάνει στον Γκίντεον, αλλά επίσης τη θαύμαζα πολύ. Ήταν δυναμική και γεμάτη σιγουριά σε έναν βαθμό που εγώ μπορούσα μόνο να φιλοδοξώ ότι θα αποκτήσω. «Εύα». «Ντετέκτιβ Γκρέιβς». Φορούσε μαύρο παντελόνι και κόκκινη μπλούζα, και από πάνω ένα μαύρο σακάκι που δεν έκρυβε ούτε το σήμα ούτε το πιστόλι της. Οι μπότες της ήταν γδαρμένες και πρακτικές, χωρίς περιττά φρου φρου, ταιριάζοντας στη γενικότερη στάση της. «Σε είδα φεύγοντας. Άκουσα για τον αρραβώνα. Συγχαρητήρια». Το στομάχι μου σφίχτηκε λίγο. Το άλλοθι του Γκίντεον –αν μπορούσε να το πει κανείς έτσι– στηριζόταν εν μέρει στο γεγονός ότι ήμασταν χωρισμένοι όταν σκοτώθηκε ο Νέιθαν. Γιατί ένας ισχυρός νομοταγής επιχειρηματίας να σκοτώσει έναν άνθρωπο για μια πρώην φιλενάδα του που την είχε παρατήσει χωρίς πολλή σκέψη; Το γεγονός ότι είχαμε αρραβωνιαστεί τόσο γρήγορα πρέπει να φαινόταν ύποπτο. Η Γκρέιβς μου είχε πει ότι αυτή και ο συνεργάτης της είχαν προχωρήσει πια σε άλλες υποθέσεις, αλλά ήξερα τι είδους αστυνομικός ήταν. Η Σέλεϊ Γκρέιβς πίστευε στη δικαιοσύνη. Πίστευε ότι ο Νέιθαν είχε βρει δίκαιη τιμωρία, αλλά ήξερα ότι κάπου μέσα της αναρωτιόταν μήπως ο Γκίντεον έπρεπε να πληρώσει κι αυτός. «Ευχαριστώ», απάντησα, τραβώντας πίσω τους ώμους μου. Ο Γκίντεον κι εγώ είμαστε μαζί σ’ αυτή την υπόθεση. «Είμαι τυχερή». Έριξε μια ματιά στις κερκίδες, στον Ραούλ. «Πού είναι ο Μπεν Κλάνσι;» Συνοφρυώθηκα. «Δεν ξέρω. Γιατί;» «Απλή περιέργεια. Ξέρεις, ένας από τους ομοσπονδιακούς με τους οποίους μίλησα για τον Γιεντέμσκι λεγόταν Κλάνσι στο επώνυμο». Με κοίταξε διαπεραστικά. «Λες να είναι συγγενείς;» Χλόμιασα ακούγοντας το όνομα του Ρώσου μαφιόζου που είχε βρεθεί νεκρός με το βραχιόλι του Νέιθαν στο χέρι του. Ταλαντεύτηκα λιγάκι από έναν ξαφνικό ίλιγγο. «Τι;» Η Γκρέιβς κατένευσε, σαν να περίμενε κάτι τέτοιο. «Μάλλον όχι. Τέλος πάντων, θα τα ξαναπούμε». Την κοίταζα καθώς απομακρυνόταν με την προσοχή της στραμμένη στον Ραούλ. Μετά σταμάτησε και γύρισε πάλι προς το μέρος μου. «Θα με καλέσεις στον γάμο;» Πάλευα με το βουητό που είχε ξεσπάσει στο μυαλό μου. «Στη δεξίωση», είπα. «Ο γάμος θα είναι σε κλειστό κύκλο, μόνο συγγενείς».
«Αλήθεια; Δεν το περίμενα αυτό». Κάτι σαν χαμόγελο άλλαξε τελείως το λεπτό της πρόσωπο. «Είναι γεμάτος εκπλήξεις, ε;» Δεν μπορούσα με κανένα τρόπο να αποκρυπτογραφήσω τι σήμαινε αυτό. Το μυαλό μου έπαιρνε στροφές καθώς προσπαθούσα να επεξεργαστώ όσα μου είχε πει. Δεν το συνειδητοποίησα καν ότι έτρεξα πίσω της παρά μόνο όταν την έπιασα από τον αγκώνα. Σταμάτησε, με το σώμα της σφιγμένο από μια ένταση που με έκανε να καταλάβω ότι έπρεπε να την αφήσω. Αμέσως. Και το έκανα. Την κοίταξα για μια στιγμή, προσπαθώντας να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. Ο Κλάνσι. Ο Γκίντεον. Ο Νέιθαν. Τι διάβολο σήμαιναν όλα αυτά; Πού ήθελε να καταλήξει; Κυρίως, όμως, γιατί ένιωθα σαν να με βοηθούσε; Σαν να προσπαθούσε να μας προστατέψει και μένα και τον Γκίντεον. Αυτό που είπα τελικά με ξάφνιασε και την ίδια. «Ψάχνω να βρω μια οργάνωση που να κάνει καλή δουλειά με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης για να την υποστηρίξω». Ύψωσε τα φρύδια της. «Γιατί μου το λες αυτό;» «Δεν ξέρω από πού να αρχίσω». Με κοίταξε καλά καλά. «Δοκίμασε το Κρόσροουντς», είπε ξερά. Το Κρόσροουντς ήταν το φιλανθρωπικό ίδρυμα του Γκίντεον. «Έχω ακούσει καλά πράγματα για τη δουλειά τους». Ήμουν καθισμένη σταυροπόδι στο δάπεδο της κρεβατοκάμαράς μου όταν γύρισε ο Γκίντεον. Μπήκε μέσα φορώντας τζιν με φαρδύ μπατζάκι και λευκό τι-σερτ με λαιμό V, στριφογυρίζοντας στο δάχτυλό του τα κλειδιά του διαμερίσματός μου. Απόμεινα να τον κοιτάζω. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Θα σταματούσε πάντα έτσι την καρδιά μου; Το ήλπιζα. Το δωμάτιο ήταν μικρό και κοριτσίστικο, διακοσμημένο από τη μητέρα μου με αντίκες, όπως το ανόητο σεκρετέρ που υποτίθεται ότι θα χρησιμοποιούσα για γραφείο. Ο Γκίντεον εξέπεμπε μια μεθυστική δόση τεστοστερόνης στον χώρο, κάνοντάς με να νιώθω τρυφερή και θηλυκή και πρόθυμη να γίνω δική του. «Γεια σου, αγόρι μου». Η αγάπη και η λαχτάρα που μου προκαλούσε αποκαλύπτονταν σε αυτές τις λίγες λέξεις. Έπιασε ξαφνικά τα κλειδιά και σταμάτησε, κοιτάζοντάς με από ψηλά όπως εκείνη την πρώτη μέρα στην αίθουσα υποδοχής του κτιρίου Κρόσφαϊρ. Τα μάτια του πήραν εκείνο το βαθύ άγριο βλέμμα που με άναβε. Για κάποιο λόγο, που μάλλον δε θα τον καταλάβαινα ποτέ, ένιωθε κι αυτός το ίδιο για μένα. «Αγγελούδι μου». Χαμήλωσε με χάρη στις φτέρνες, με τα μαλλιά του να γλιστρούν πάνω στα ζυγωματικά του σαν ένα χάδι αγάπης. «Τι κάνεις;» Ξεφύλλισε τα χαρτιά που ήταν σκορπισμένα στο πάτωμα γύρω μου. Πριν του αποσπάσει την προσοχή η έρευνά μου για το Ίδρυμα Κρόσροουντς, του έπιασα το χέρι και το έσφιξα. Και μετά του πέταξα αυτό που είχα μάθει όσο απότομα μου το είχαν πει και μένα. «Ήταν ο Κλάνσι, Γκίντεον. Ο Κλάνσι και ο αδελφός του στο FBI έβαλαν το βραχιόλι του Νέιθαν σ’ εκείνο τον μαφιόζο». Αυτός κατένευσε. «Το φαντάστηκα». «Το φαντάστηκες; Πώς;» Τον χτύπησα στον ώμο. «Γιατί δε μου είπες τίποτα; Είχα πεθάνει από την ανησυχία».
Ο Γκίντεον κάθισε κι αυτός σταυροπόδι μπροστά μου στο πάτωμα. «Δεν έχω ακόμη όλες τις απαντήσεις, αλλά μελετήσαμε το πράγμα με τον Άνγκους και το είχαμε περιορίσει. Αυτός που το έκανε πρέπει να παρακολουθούσε τον Νέιθαν ή εμένα, έτσι αρχίσαμε από κει». «Ή να σας παρακολουθούσε και τους δύο». «Ακριβώς. Ποιος θα το έκανε αυτό; Ποιος μπορεί να ενδιαφερόταν γι’ αυτή την υπόθεση; Για σένα;» «Χριστέ μου». Κοίταξα ερευνητικά το πρόσωπό του. «Η ντετέκτιβ Γκρέιβς το ξέρει. Για το FBI. Τον Κλάνσι…» «Η Γκρέιβς;» «Μου το είπε στη σχολή του Πάρκερ απόψε. Μου το πέταξε δήθεν παρεμπιπτόντως για να δει πώς θα αντιδράσω». Τα μάτια του στένεψαν. «Ή σε δουλεύει ή θέλει να πάψεις να ανησυχείς. Το πιθανότερο είναι το δεύτερο». Σχεδόν τον ρώτησα γιατί, αλλά μετά συνειδητοποίησα ότι είχα καταλήξει κι εγώ στο ίδιο συμπέρασμα. Η Γκρέιβς ήταν σκληρός τύπος, αλλά είχε καρδιά. Το είχα δει αυτό τις λίγες φορές που είχαμε μιλήσει. Και ήταν καλή στη δουλειά της προφανώς. «Πρέπει να την εμπιστευτούμε δηλαδή;» ρώτησα. Πέρασα μπουσουλώντας πάνω από τις μπροσούρες και τα χαρτιά και κουλουριάστηκα στην αγκαλιά του. Με τράβηξε πάνω του, βολεύοντας το σώμα μου στις σκληρές επιφάνειες του δικού του σαν να ήμουν φτιαγμένη για να είμαι πάντα εκεί. Έτσι ένιωθα όταν με κρατούσε. Ασφαλής στην αγκαλιά του ανθρώπου που με λάτρευε. Τα χείλια του άγγιξαν το μέτωπό μου. «Θα μιλήσω με τον Κλάνσι για να σιγουρευτώ, αλλά δεν είναι κανένας ανόητος. Δε θα άφηνε τίποτα στην τύχη». Αρπάχτηκα από το τι-σερτ του. «Μη μου κρατάς κρυφά τέτοια πράγματα, Γκίντεον. Πάψε να προσπαθείς να με προστατέψεις». «Δεν μπορώ». Μ’ έσφιξε πιο δυνατά. «Ίσως έπρεπε να σου πω κάτι, αλλά έχουμε μερικές ώρες μόνο κάθε μέρα και θέλω να είναι τέλειες». «Γκίντεον… Πρέπει να με αφήσεις να μπω στον κόσμο σου». Το στήθος του κάτω από το μάγουλό μου ανασηκώθηκε από μια βαθιά ανάσα. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. «Το δουλεύω, Εύα». Αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να ζητήσω. Το επόμενο πρωί μπήκα στην κουζίνα ξυπόλυτη και βρήκα τον Γκίντεον μπροστά στην καφετιέρα. Θα μπορούσα να πω ότι το άρωμα του καφέ ήταν αυτό που έκανε πιο ανάλαφρο το βήμα μου, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η εικόνα του άντρα μου έτσι όπως ήταν φρεσκοξυρισμένος και με το γιλέκο του ξεκούμπωτο. Μου άρεσε να τον βλέπω λιγάκι στραπατσαρισμένο. Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω καθώς τον πλησίαζα, το πρόσωπό του απαθές αλλά τα μάτια του γεμάτα ζεστασιά. Την έβρισκε κι αυτός τόσο πολύ όταν με έβλεπε έτοιμη για τη δουλειά; Αμφέβαλλα. Ήμουν σίγουρη ότι οι άντρες προσέχουν μόνο πόσο σέξι είναι μια γυναίκα… ή δεν είναι. Έπιασα το χέρι του από τον καρπό και το οδήγησα πίσω μου και κάτω από τη φούστα μου για να χουφτώσει τον πισινό μου. Ένα χαμόγελο φάνηκε στις άκρες των χειλιών του. «Γεια σου και σένα, κυρία Κρος».
Ξαφνικά τράβηξε τη ζαρτιέρα μου και την άφησε να χτυπήσει στον μηρό μου. Πετάχτηκα από το τσούξιμο και μετά μου ξέφυγε μια πνιχτή φωνή καθώς αισθάνθηκα τη θερμότητα από εκείνο το σημείο να εξαπλώνεται. «Μμμ… Σου αρέσει αυτό», είπε με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο. Μούτρωσα προτείνοντας το κάτω χείλι μου. «Πόνεσε». Ο Γκίντεον ακούμπησε πίσω στον πάγκο και με τράβηξε ανάμεσα στα απλωμένα πόδια του, πιάνοντας και με τα δύο χέρια του τους μηρούς μου από πίσω. Έτριψε το πρόσωπό του στον κρόταφό μου και χάιδεψε το σημείο που έκαιγε. «Με συγχωρείς, αγγελούδι μου». Μετά τράβηξε κι άφησε τη ζαρτιέρα από την άλλη μεριά. Η πλάτη μου τεντώθηκε από την έκπληξη και το σώμα μου ευθυγραμμίστηκε με το δικό του. Του είχε σηκωθεί. Πάλι. Μου ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό. «Σταμάτα». «Σε ανάβει», μουρμούρισε στο αυτί μου. «Πονάει!» παραπονέθηκα, αν και ταυτόχρονα τριβόμουν πάνω του. Με είχε ξυπνήσει με τρυφερά φιλιά και απαιτητικά χέρια. Τον ευχαρίστησα στο ντους με το στόμα μου. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσε να το κάνει πάλι. Το ίδιο κι εγώ. Ήμασταν εθισμένοι ο ένας στον άλλο. «Θέλεις να το φιλήσω να περάσει;» Το χέρι του γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια μου και με βρήκε ζεστή και έτοιμη. Βόγκηξε. «Χριστέ μου. Τι μου κάνεις, Εύα. Έχω τόση δουλειά αλλά… Ήταν τόσο ωραία η αίσθηση έτσι όπως ήμουν κολλημένη πάνω του. Και η μυρωδιά του ήταν ακόμη καλύτερη. Τον αγκάλιασα από τον λαιμό. «Πρέπει να πάμε στη δουλειά». Με ανασήκωσε στις μύτες τον ποδιών, πιέζοντας το σώμα μου πάνω στη στύση του. «Εντάξει. Θα παίξουμε αργότερα μ’ αυτές τις ζαρτιέρες». Τον φίλησα. Κόλλησα το ανοιχτό μου στόμα πάνω από το δικό του και τον καταβρόχθισα, με τη γλώσσα μου να αγγίζει τη δική του, να τη χαϊδεύει άπληστα, να τη ρουφά. Ο Γκίντεον μ’ έπιασε από την αλογοουρά και με ακινητοποίησε ενώ έπαιρνε τον έλεγχο του φιλιού, γαμώντας το στόμα μου, ρουφώντας τη γεύση μου. Μέσα σε μια στιγμή είχα ανάψει, ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα. Τα χείλια του ήταν απαλά αλλά απαιτητικά πάνω στα δικά μου, με κρατούσε ακριβώς στη γωνία που ήθελε, και τα δόντια του έγδερναν απαλά το κάτω χείλι μου. Η γεύση του, υπέροχα αρωματισμένη από μια υποψία πλούσιου σκέτου καφέ, με μέθυσε. Τον ρούφηξα, αρπάχτηκα από τα μαλλιά του για να κρατηθώ, ανασηκώθηκα στις μύτες για να πλησιάσω πιο κοντά του. Πάντα πιο κοντά. Αλλά ποτέ αρκετά. «Ουάου». Η φωνή του Κάρι διέλυσε την αισθησιακή ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει ο Γκίντεον. «Μην ξεχνάτε ότι τρώμε εδώ μέσα». Πήγα να τραβηχτώ, αλλά ο άντρας μου με κράτησε σφιχτά, αφήνοντάς με μόνο να διακόψω το φιλί μας. Το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του. Τα μάτια του ήταν μισόκλειστα από τον πόθο αλλά διαπεραστικά, τα χείλια του απαλά και υγρά. «Καλημέρα, Κάρι», είπε, στρέφοντας την προσοχή του στον φίλο μου που πλησίασε πηγαίνοντας στην καφετιέρα. «Για σας τους δύο, ίσως». Ο Κάρι άνοιξε το ντουλάπι με τις κούπες και πήρε μία. «Δυστυχώς, είμαι πολύ κουρασμένος για να ανάψω από την παράσταση, κι αυτό δε με κάνει πολύ αισιόδοξο για την υπόλοιπη μέρα». Φορούσε κολλητό τζιν και σκούρο μπλε τι-σερτ, με τα μαλλιά του επιδέξια φτιαγμένα σε ένα μοδάτο πομπαντούρ. Λυπόμουν τους αδέσμευτους Νεοϋορκέζους που θα τον έβλεπαν εκείνη τη
μέρα. Ήταν τόσο εντυπωσιακός άντρας, τόσο σωματικά όσο και με αυτή την ψεύτικη αυτοπεποίθηση που εξέπεμπε. «Έχεις φωτογράφιση σήμερα;» ρώτησα. «Όχι. Η Τατιάνα έχει, και θέλει να πάω κι εγώ εκεί. Παθαίνει πρωινή ναυτία και τέτοιες μαλακίες, έτσι θα πάω για να τη βοηθήσω αν δε νιώθει καλά». Άπλωσα και του χάιδεψα το χέρι. «Μπράβο, Κάρι. Είσαι ο πρώτος». Χαμογέλασε λοξά καθώς έφερνε στο στόμα του την κούπα με τον αχνιστό καφέ. «Τι άλλο μπορώ να κάνω; Δε γίνεται να πάθω εγώ ναυτία στη θέση της, και πρέπει να συνεχίσει να δουλεύει για όσο διάστημα μπορεί». «Θα μου πεις αν μπορώ να βοηθήσω σε κάτι;» Σήκωσε τους ώμους. «Βέβαια». Αισθανόμουν τον Γκίντεον να με χαϊδεύει στην πλάτη, προσφέροντάς μου σιωπηλή υποστήριξη. «Κάρι, αν έχεις χρόνο, θα ήθελα να είσαι εκεί όταν βρεθούμε με τον διακοσμητή που θα κάνει την ανακαίνιση στο διαμέρισμά μας στην Πέμπτη Λεωφόρο». «Ναι, το σκεφτόμουν αυτό». Ο Κάρι ακούμπησε στον πάγκο με τον γοφό. «Δεν έχω καταλήξει ακόμη πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα με την Τατιάνα, αλλά φαντάζομαι ότι κάποια στιγμή θα συγκατοικήσουμε. Εσείς οι δύο δε θα θέλετε να έχετε δίπλα σας ένα μωρό που ουρλιάζει συνέχεια. Όταν θα είστε έτοιμοι γι’ αυτό, θα κάνετε το δικό σας, δε θα ανέχεστε το δικό μου». «Κάρι…» Ο φίλος μου σπάνια εξέταζε τα πράγματα πέρα από τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά της ζωής του. Ακούγοντάς τον να αναλαμβάνει τις ευθύνες του τόσο αποφασιστικά ένιωσα να τον αγαπώ ακόμη περισσότερο. «Και τα δύο μέρη του διαμερίσματος έχουν πλήρη ηχομόνωση», είπε ο Γκίντεον. Η φωνή του είχε εκείνο τον επιτακτικό επιβλητικό τόνο που καθησύχαζε όποιον την άκουγε. «Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα, Κάρι. Εσύ πες μου απλώς τι σε ανησυχεί και θα το λύσουμε». Ο Κάρι κοίταξε μέσα στην κούπα του και το όμορφο πρόσωπό του ξαφνικά έδειχνε τρομερά κουρασμένο. «Ευχαριστώ. Θα το συζητήσω με την Τατιάνα. Ξέρεις, είναι δύσκολο το πράγμα. Αυτή δε θέλει να σκέφτεται τι θα ακολουθήσει, κι εγώ δεν μπορώ να πάψω να το σκέφτομαι. Ξαφνικά θα υπάρχει ένας άνθρωπος που θα στηρίζεται ολοκληρωτικά σε μας, και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Με κάποιο τρόπο». Έκανα πίσω και ο Γκίντεον με άφησε. Μου ήταν δύσκολο να βλέπω τον Κάρι να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Ήταν τρομακτικό επίσης. Δε χειριζόταν καλά τα προβλήματα και φοβόμουν τόσο πολύ μήπως επιστρέψει στους γνωστούς αυτοκαταστροφικούς μηχανισμούς του. Ήταν μια απειλή που την αντιμετωπίζαμε και οι δύο σε καθημερινή βάση. Εγώ είχα κάμποσα άτομα που με στήριζαν. Ο Κάρι είχε μόνο εμένα. «Γι’ αυτό είναι οι οικογένειες, Κάρι», του είπα χαμογελώντας. «Για να τρελαίνουν ο ένας τον άλλον και να τον στέλνουν κατευθείαν για ψυχοθεραπεία». Ξεφύσηξε, και μετά έκρυψε το πρόσωπό του πίσω από την κούπα. Η έλλειψη μιας πνευματώδους απάντησης με ανησύχησε ακόμη πιο πολύ. Έπεσε μια βαριά σιωπή στο δωμάτιο. Ο Γκίντεον κι εγώ του δώσαμε χρόνο για να το σκεφτεί, παίρνοντας τις κούπες μας και πίνοντας κι εμείς από τον καφέ μας. Δε μιλήσαμε, ούτε καν κοιταχτήκαμε, για να μη δημιουργήσουμε μια μονάδα που άφηνε τον Κάρι απ’ έξω, αλλά ένιωσα πόσο συντονισμένοι ήμασταν. Ήταν τόσο σημαντικό αυτό για μένα. Δεν είχα ποτέ κάποιον στη ζωή μου που να είναι αληθινός σύντροφος, έναν εραστή που να μην είναι μαζί μου μόνο για το σεξ.
Ο Γκίντεον ήταν ένα θαύμα από τόσο πολλές απόψεις. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να κάνω κι εγώ κάποιες υποχωρήσεις, να συμβιβαστώ λίγο περισσότερο στο θέμα της δουλειάς μαζί του. Έπρεπε να πάψω να σκέφτομαι τις επιχειρήσεις του σαν μόνο δικές του. Έπρεπε να λάβω κι εγώ μέρος ώστε να γίνει και η δουλειά κάτι που το μοιραζόμαστε. «Έχω χρόνο την επόμενη βδομάδα», είπε τελικά ο Κάρι, κοιτάζοντας πρώτα εμένα και μετά τον Γκίντεον. «Ωραία, ας το προγραμματίσουμε για την Τετάρτη τότε», είπε ο Γκίντεον. «Να έχουμε λίγο χρόνο για να συνέλθουμε από το Σαββατοκύριακο». Ο Κάρι χαμογέλασε. «Α, ώστε για τέτοιου είδους πάρτι μιλούσατε». Χαμογέλασα κι εγώ. «Υπάρχει κανένα άλλο είδος;» «Πώς είσαι;» ρώτησα τη Μεγκούμι όταν καθίσαμε για φαγητό το μεσημέρι της Πέμπτης. Έδειχνε καλύτερα σε σχέση με τη Δευτέρα, αλλά ήταν ακόμη πολύ βαριά ντυμένη για την καλοκαιρινή ζέστη. Έτσι παράγγειλα σαλάτες απ’ έξω και βολευτήκαμε στην κουζίνα των γραφείων αντί να αντιμετωπίσουμε την αποπνικτική ζέστη. Κατάφερε να μου χαρίσει ένα αχνό χαμόγελο. «Καλύτερα». «Ξέρει η Λέισι τι έγινε;» Δεν ήξερα πόσο κοντινή σχέση είχε η Μεγκούμι με τη συγκάτοικό της, αλλά δεν είχα ξεχάσει ότι η Λέισι είχε βγει πρώτη με τον Μάικλ. «Όχι όλα». Η Μεγκούμι έσπρωχνε τη σαλάτα της μέσα στο πιάτο με το πλαστικό πιρούνι. «Νιώθω τόσο ηλίθια». «Πάντα σπεύδουμε να ρίξουμε το φταίξιμο στον εαυτό μας, αλλά το όχι σημαίνει όχι. Δε φταις εσύ». «Το ξέρω αυτό, αλλά και πάλι…» Ήξερα πολύ καλά πώς ένιωθε. «Έχεις σκεφτεί να μιλήσεις σε κάποιον;» Με κοίταξε, περνώντας τα μαλλιά πίσω από το αυτί της. «Έναν σύμβουλο ή κάτι τέτοιο;» «Ναι». «Ουσιαστικά, όχι. Δεν ξέρω καν πώς θα μπορούσα να βρω κάποιον». «Έχουμε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Πάρε τον αριθμό στο πίσω μέρος της ασφαλιστικής σου ταυτότητας. Θα σου δώσουν έναν κατάλογο από συμβούλους». «Και απλώς θα διαλέξω έναν στην τύχη;» «Θα σε βοηθήσω». Και αν συγκεντρωνόμουν, θα έβρισκα έναν τρόπο για να βοηθήσω περισσότερες γυναίκες σαν αυτή και σαν εμένα. Έπρεπε να βγει κάτι καλό από τις εμπειρίες μας. Είχα το κίνητρο και τα μέσα. Απλώς έπρεπε να βρω τον τρόπο. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Είσαι καλή φίλη, Εύα. Σ’ ευχαριστώ που μου συμπαραστέκεσαι». Έσκυψα και την αγκάλιασα. «Δε μου ’χει στείλει άλλα μηνύματα τελευταία», είπε η Μεγκούμι όταν τραβήχτηκα πάλι. «Τρέμω συνέχεια ότι θα συνεχίσει, αλλά με κάθε ώρα που περνάει χωρίς να λάβω τίποτα, νιώθω καλύτερα». Έγειρα πίσω στην καρέκλα μου κι έστειλα ένα σιωπηλό ευχαριστώ στον Κλάνσι. «Ωραία». Στις πέντε έφυγα από τη δουλειά και ανέβηκα με το ασανσέρ στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος, ελπίζοντας να δω λίγο τον Γκίντεον πριν το ραντεβού μας με τον δόκτορα Πίτερσεν. Σκεφτόμουν όλη μέρα αυτόν και το μέλλον που ήθελα να έχουμε μαζί. Ήθελα να σέβεται την
ανεξαρτησία μου και τα προσωπικά μου όρια, αλλά, από την άλλη μεριά, να ανοίξει και μερικά από τα δικά του. Ήθελα περισσότερες στιγμές σαν την πρωινή με τον Κάρι, όταν ο Γκίντεον κι εγώ σταθήκαμε μαζί, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση σαν ένας. Αλλά δεν μπορούσα να τον πιέσω για κάτι τέτοιο αν δεν ήμουν κι εγώ πρόθυμη να καταβάλω την ίδια προσπάθεια. Η κοκκινομάλλα ρεσεψιονίστ του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος μου άνοιξε και μπήκα. Με χαιρέτησε με ένα σκληρό χαμόγελο που δεν έφτανε στα μάτια της. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Όχι, δε χρειάζεται, ευχαριστώ», απάντησα, και πέρασα από μπροστά της. Θα το προτιμούσα αν όλοι οι υπάλληλοι του Γκίντεον ήταν καλοδιάθετοι σαν τον Σκοτ, αλλά η ρεσεψιονίστ κάτι είχε μαζί μου και απλώς το είχα αποδεχτεί. Προχώρησα στο βάθος και είδα ότι ο Σκοτ δεν ήταν στο γραφείο του. Μέσα από το γυαλί, είδα τον άντρα μου να δουλεύει προεδρεύοντας σε μια σύσκεψη με την αβίαστη εξουσία του. Στεκόταν μπροστά στο γραφείο του, ακουμπώντας πάνω του με τον έναν αστράγαλο σταυρωτά πάνω από τον άλλο. Φορούσε το σακάκι του και είχε ένα ακροατήριο από δύο τύπους με κουστούμι και μια γυναίκα που φορούσε ένα εκπληκτικό ζευγάρι Λουμπουτέν. Ο Σκοτ καθόταν παράμερα κρατώντας σημειώσεις σε μια ταμπλέτα. Βολεύτηκα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο γραφείο του Σκοτ και παρακολουθούσα τον Γκίντεον εξίσου απορροφημένη όσο και οι ακροατές του. Ένιωθα πάντα έκπληξη βλέποντας πόση σιγουριά είχε, αν και ήταν μόνο είκοσι οχτώ ετών. Οι δυο άντρες πρέπει να είχαν διπλάσια ηλικία, αλλά η σωματική τους γλώσσα και η εστιασμένη προσοχή τους έδειχναν ότι σέβονταν τον άντρα μου και ό,τι έλεγε. Ναι, το χρήμα μετράει, και μάλιστα πολύ, και ο Γκίντεον το είχε σε τεράστιες ποσότητες. Όμως παράλληλα εξέπεμπε επιβλητικότητα και ικανότητα ελέγχου με αδιόρατες πράξεις. Ήταν κάτι που το αναγνώριζα εύκολα έχοντας ζήσει με τον πατέρα του Νέιθαν, τον πρώτο άντρα της μαμάς μου, που χρησιμοποιούσε την εξουσία του σαν φονικό όπλο. Ο Γκίντεον ήξερε πώς να επιβληθεί σε ένα ακροατήριο χωρίς να αρχίσει να χτυπάει το στήθος του. Αμφέβαλλα αν το περιβάλλον έπαιζε κανένα ρόλο. Θα είχε επιβλητική παρουσία σε όποιο γραφείο και αν ήταν. Γύρισε το κεφάλι του και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Δεν υπήρξε έκπληξη στα εκπληκτικά γαλάζια μάτια του. Ήξερε ότι ήμουν εκεί, με είχε αισθανθεί, όπως κι εγώ τον αισθανόμουν συχνά όταν πλησίαζε χωρίς να κοιτάξω. Ήμασταν συνδεδεμένοι με κάποιο τρόπο, σε ένα επίπεδο που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Υπήρχαν φορές που δεν ήταν μαζί μου και θα ήθελα να είναι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, τον ένιωθα κοντά μου. Χαμογέλασα και μετά σκάλισα στην τσάντα μου για το τηλέφωνό μου. Δεν ήθελα να νιώσει ο Γκίντεον ότι απλώς καθόμουν εκεί και περίμενα – αν και ήξερα ότι αυτό δε θα του ασκούσε καμία πίεση. Είχα πάρει δεκάδες email από τη μητέρα μου με συνημμένες φωτογραφίες με φορέματα και λουλούδια και γαμήλιες αίθουσες, πράγμα που μου θύμισε ότι έπρεπε να της πω ότι θα πλήρωνε ο μπαμπάς για την τελετή. Ανέβαλλα αυτή τη συζήτηση όλη τη βδομάδα, προσπαθώντας να μαζέψω το κουράγιο μου για την αντίδρασή της. Υπήρχε άλλο ένα μήνυμα από τον Μπρετ, που έγραφε ότι πρέπει να μιλήσουμε επειγόντως. Σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου, αναζητώντας μια ήσυχη γωνία όπου θα μπορούσα να κάνω το τηλεφώνημα. Τότε είδα τον Κρίστοφερ Βιντάλ τον πρεσβύτερο να στρίβει στη γωνία και να πλησιάζει.
Ο πατριός του Γκίντεον φορούσε, όπως συνήθως, μπεζ παντελόνι και παντοφλέ παπούτσια, με ένα γαλάζιο πουκάμισο ξεκούμπωτο στον γιακά και ανασηκωμένα μανίκια. Τα σκούρα κυματιστά μαλλιά που είχε κληρονομήσει και στον Κρίστοφερ τον νεότερο ήταν καλοκομμένα γύρω από τον λαιμό και τα αυτιά του, και τα σκουροπράσινα μάτια του ήταν συνοφρυωμένα πίσω από τα παλιά γυαλιά του με τον συρμάτινο σκελετό. «Εύα». Ο Κρις επιβράδυνε το βήμα του καθώς με πλησίασε. «Τι κάνεις;» «Καλά. Εσύ;» Έκανε ένα νεύμα, κοιτώντας πάνω από τον ώμο μου μέσα στο γραφείο του Γκίντεον. «Δεν έχω παράπονο. Έχεις ένα λεπτό; Θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι». «Βέβαια». Η πόρτα άνοιξε πίσω μου και γυρίζοντας είδα τον Σκοτ να βγαίνει από το γραφείο του Γκίντεον. «Κύριε Βιντάλ», είπε πλησιάζοντας. «Μις Τραμέλ. Ο κύριος Κρος θα είναι απασχολημένος για άλλα δεκαπέντε λεπτά περίπου. Μπορώ να σας φέρω να πιείτε κάτι όσο περιμένετε;» «Εμένα τίποτα, ευχαριστώ», είπε ο Κρις. «Αλλά αν έχετε ένα απομονωμένο δωμάτιο όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, θα το εκτιμούσα». «Φυσικά». Ο Σκοτ με κοίταξε. «Δε θέλω τίποτα, ευχαριστώ», είπα. Ο Σκοτ άφησε την ταμπλέτα στο γραφείο του και μας οδήγησε σε μια αίθουσα συσκέψεων με πανοραμική θέα στην πόλη. Ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι γυάλιζε κάτω από τον κρυφό φωτισμό. Μια σειρά ασορτί ντουλάπια κάλυπταν τον έναν τοίχο, ενώ στον άλλον υπήρχε μια μεγάλη οθόνη. «Αν χρειαστείτε τίποτα», είπε ο Σκοτ, «καλέστε το εσωτερικό 1 και θα το φροντίσουμε. Υπάρχει καφές στο ντουλάπι εκεί και νερό». Ο Κρις κατένευσε. «Ευχαριστώ, Σκοτ». Ο Σκοτ έφυγε. Ο Κρις μου έκανε νόημα να καθίσω, και μετά κάθισε στα δεξιά μου και γύρισε προς το μέρος μου. «Πρώτα, να σε συγχαρώ για τον αρραβώνα σας». Χαμογέλασε. «Η Άιρλαντ λέει τα καλύτερα λόγια για σένα, και ξέρω ότι βοήθησες να έρθει πιο κοντά με τον Γκίντεον. Δεν ξέρω πώς να σ’ ευχαριστήσω γι’ αυτό». «Παρακαλώ, αν και δεν έκανα πολλά πράγματα». Έπιασε το αριστερό μου χέρι που ήταν ακουμπισμένο στο τραπέζι. Έτριψε μαλακά με τον αντίχειρα το δαχτυλίδι των αρραβώνων και το στόμα του έκανε μια θλιμμένη γκριμάτσα. Σκεφτόταν ότι αυτό το δαχτυλίδι το είχε αγοράσει ο Τζέφρι Κρος για την Ελίζαμπεθ; «Υπέροχο δαχτυλίδι», είπε τελικά. «Και σίγουρα ήταν πολύ σημαντικό για τον Γκίντεον για να σου το δώσει». Δεν ήξερα τι να απαντήσω σ’ αυτό. Σήμαινε πολλά για τον άντρα μου επειδή ήταν ένα σύμβολο της αγάπης ανάμεσα στους γονείς του. Ο Κρις άφησε το χέρι μου. «Η Ελίζαμπεθ το έχει πάρει πολύ βαριά. Σίγουρα μια μητέρα νιώθει πολλά πολύπλοκα συναισθήματα όταν το πρωτότοκο παιδί της αποφασίζει να παντρευτεί, ιδιαίτερα όταν είναι αγόρι. Η μητέρα μου έλεγε ότι ο γιος είναι γιος μέχρι που παντρεύεται και γίνεται σύζυγος, ενώ η κόρη είναι κόρη για όλη της τη ζωή». Αυτή η προσπάθεια εξήγησης και συμφιλίωσης με ενόχλησε. Προσπαθούσε να φερθεί ευγενικά, αλλά είχα βαρεθεί πια τις δικαιολογίες, ιδιαίτερα για τη συμπεριφορά της Ελίζαμπεθ Βιντάλ. Η υποκρισία έπρεπε να τελειώσει, αλλιώς ο Γκίντεον δε θα έπαυε ποτέ να πονά.
Και αυτός ο πόνος έπρεπε να πάρει τέλος. Κάθε φορά που ξυπνούσε κλαίγοντας, καταρρακωνόμουν. Μόνο να φανταστώ μπορούσα τη ζημιά που έκανε σ’ αυτόν. Παρ’ όλ’ αυτά, σκέφτηκα μήπως έπρεπε να δώσω τόπο στην οργή προς το παρόν. Εγώ μπορούσα να επιμένω και να πιέζω αιώνια, αλλά τελικά ο Γκίντεον ήταν εκείνος που έπρεπε να απαιτήσει απαντήσεις και να τους ακούσει να τις δίνουν. Άσ’ το προς το παρόν. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα συμβεί. Όμως, αντί γι’ αυτό, έγειρα αυθόρμητα μπροστά. Δεν μπορούσα πια να συντηρώ τη σιωπή που είχε κρατήσει ο Γκίντεον για τόσο πολύ καιρό. «Ας είμαστε ειλικρινείς», είπα ήρεμα. «Η γυναίκα σου δεν είχε αυτή την αντίδραση όταν ο Γκίντεον αρραβωνιάστηκε την Κορίν». Δεν το ήξερα σίγουρα αυτό, αλλά είχα δει την Ελίζαμπεθ με τους γονείς της Κορίν στο νοσοκομείο και μου φαινόταν πολύ πιθανόν. Το ντροπιασμένο χαμόγελό του μου έδειξε ότι είχα δίκιο. «Νομίζω ότι αυτό ήταν διαφορετικό επειδή ο Γκίντεον ήταν με την Κορίν για ένα διάστημα και την ξέραμε. Εσύ και ο Γκίντεον δεν είστε μαζί πολύ καιρό, έτσι χρειάζεται κάποια προσαρμογή. Δε θέλω να το παίρνεις προσωπικά, Εύα». Το χαμόγελο με ενόχλησε, αλλά τα λόγια του ήταν εκείνα που με θύμωσαν πιο πολύ. Η πικρία ανάβλυσε και ξεχείλισε από μέσα μου παρά την προσπάθεια να τη συγκρατήσω. Ο Κρις δεν ήταν κι αυτός αθώος. Πρέπει να ήταν δύσκολο να πάρει στο σπίτι του ένα προβληματικό παιδί που πενθούσε ακόμη, ιδιαίτερα όταν είχε αρχίσει ήδη να κάνει τη δική του οικογένεια με τον Κρίστοφερ τον νεότερο και την Άιρλαντ. Αλλά είχε δεχτεί τον ρόλο του πατριού όταν παντρεύτηκε την Ελίζαμπεθ. Είχε κι αυτός τις ευθύνες του για το γεγονός ότι δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για ένα πληγωμένο παιδί που είχε πέσει θύμα εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Ακόμη κι ένας ξένος θα είχε την υποχρέωση να καταγγείλει το έγκλημα. Έσκυψα μπροστά, αφήνοντάς τον να δει πόσο θυμωμένη ήμουν. «Είναι πολύ προσωπικό, κύριε Βιντάλ. Η Ελίζαμπεθ νιώθει ότι απειλείται επειδή δεν πρόκειται να ανεχτώ πια αυτές τις μαλακίες. Οφείλετε και οι δυο σας μια συγγνώμη στον Γκίντεον, και η Ελίζαμπεθ πρέπει να παραδεχτεί την κακοποίηση. Και θα συνεχίσω να την πιέζω να επανορθώσει τα πράγματα. Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Πάγωσε. «Τι είναι αυτά που λες;» Ξεφύσηξα περιφρονητικά. «Σοβαρά τώρα;» «Η Ελίζαμπεθ δε θα κακοποιούσε ποτέ τα παιδιά της», είπε σφιγμένα αυτός όταν δεν απάντησα. «Είναι μια εξαιρετική, αφοσιωμένη μητέρα». Τον κοίταξα άφωνη, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Ήταν κι αυτός χαμένος στον κόσμο του όπως η Ελίζαμπεθ; Πώς ήταν δυνατό να φέρονται και οι δύο σαν να μην ήξεραν τίποτα; «Εύα, καλά θα κάνεις να εξηγήσεις τι εννοείς. Αμέσως». Σωριάστηκα πίσω στο κάθισμα εμβρόντητη. Αν προσποιούνταν, του άξιζε Όσκαρ. Έσκυψε μπροστά χωρίς να σηκωθεί, αγριεμένος και επιθετικός. «Λοιπόν, άρχισε να μιλάς. Τώρα». Η φωνή μου ήταν σιγανή, ζαρωμένη. «Τον βίασαν. Ο ψυχοθεραπευτής που έβλεπε». Ο Κρις πάγωσε. Για μια ατελείωτη στιγμή, ούτε καν ανάσαινε. «Το είπε στην Ελίζαμπεθ, αλλά δεν τον πίστεψε. Τώρα η Ελίζαμπεθ ξέρει ότι της είχε πει αλήθεια, αλλά το αρνείται για όποιον διεστραμμένο λόγο έχει επινοήσει μέσα στο μυαλό της». Ο Κρις όρθωσε το σώμα του. «Όχι», είπε με ένα άγριο αρνητικό νεύμα. Αυτή η λέξη με σόκαρε και με έκανε να πεταχτώ όρθια. «Θα το αρνηθείς κι εσύ; Ποιος θα έλεγε ψέματα για κάτι τέτοιο; Έχεις ιδέα πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτόν να παραδεχτεί τι συνέβαινε; Πόση
σύγχυση του προκάλεσε αυτό, ο άνθρωπος που εμπιστευόταν να του κάνει αυτά τα πράγματα;» Ο Κρις με κοίταξε. «Η Ελίζαμπεθ δε θα αγνοούσε ποτέ… κάτι τέτοιο. Πρέπει να υπάρχει κάποια παρανόηση. Έχεις μπερδευτεί». Είδα ότι οι κόρες του είχαν διασταλεί και τα χείλια του είχαν ασπρίσει αλλά αρνήθηκα να τον λυπηθώ. «Προσποιήθηκε ότι το ψάχνει ίσα ίσα για να τηρήσει τα προσχήματα. Αυτό είναι όλο. Τελικά, όμως, προτίμησε να πάρει το μέρος όλων των άλλων εκτός από του ίδιου του παιδιού της». «Δεν ξέρεις τι λες». Άρπαξα το λουρί της τσάντας μου και την πέρασα στον ώμο μου. Έσκυψα προς το μέρος του και τον κοίταξα πρόσωπο με πρόσωπο. «Ο Γκίντεον έπεσε θύμα βιασμού. Μία απ’ αυτές τις μέρες, εσύ και η γυναίκα σου θα τον κοιτάξετε στα μάτια όπως σε κοιτάζω εγώ τώρα και θα το παραδεχτείτε. Και θα ζητήσετε συγγνώμη για όλα τα χρόνια που έζησε μόνος του μ’ αυτό που του έκαναν». «Εύα». Η φωνή του Γκίντεον αντήχησε σαν καμτσικιά στον αέρα και με έκανε να αναπηδήσω τρομαγμένη. Ανασηκώθηκα και γύρισα να τον αντιμετωπίσω. Στεκόταν στην ανοιχτή πόρτα κι έσφιγγε το πόμολο με τέτοια δύναμη που κανονικά θα ’πρεπε να σπάσει. Το πρόσωπό του ήταν σκληρό, το σώμα του σφιγμένο, το βλέμμα του έκαιγε με ένα διαφορετικό είδος φλόγας. Οργή. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ τόσο εξοργισμένο. Ο Κρις σηκώθηκε βαριά όρθιος. «Γκίντεον. Τι συμβαίνει; Τι είναι αυτά που λέει;» Ο Γκίντεον άπλωσε αστραπιαία το χέρι του και με άρπαξε. Με τράβηξε στον διάδρομο με τέτοια δύναμη που ξεφώνισα τρομαγμένη. Αισθανόμουν τον πόνο από τα δάχτυλά του ακόμη και αφού με άφησε. Βάζοντας το χέρι του στη μέση μου, με έσπρωξε μπροστά. Οι δρασκελιές του ήταν τόσο μεγάλες και γρήγορες που έτρεχα για να προλάβω. «Γκίντεον, περίμενε», είπα λαχανιασμένα, με την καρδιά μου να βροντά. «Απλώς…» «Ούτε μία γαμημένη λέξη», με έκοψε. Μ’ έσπρωξε άγρια και περάσαμε τις πόρτες της υποδοχής βγαίνοντας στο χολ με τα ασανσέρ. Άκουσα τον Κρις να φωνάζει τον Γκίντεον. Τον είδα να τρέχει προς το μέρος μας μια στιγμή πριν κλείσουν οι πόρτες του ασανσέρ.
9 Μόλις έβγαλα την Εύα από το κτίριο Κρόσφαϊρ, ο Άνγκους έριξε μια ματιά στο πρόσωπό μου και το χαμόγελό του έσβησε. Άνοιξε την πίσω πόρτα της Μπέντλεϊ και παραμέρισε, κοιτώντας με καθώς έσπρωχνα τη γυναίκα μου στο πίσω κάθισμα. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν πάνω από το κεφάλι της καθώς η Εύα έμπαινε για να καθίσει. Διάβασα το μήνυμα στα γαλανά του μάτια. Μην είσαι σκληρός μαζί της. Δεν ήξερε πόσο δύσκολο ήταν για μένα να δείξω αυτή την αυτοσυγκράτηση. Ένιωθα τη φλέβα να πάλλεται στον κρόταφό μου στον ίδιο άγριο ρυθμό που παλλόταν και το πέος μου. Κόντεψα να σταματήσω το ασανσέρ στα μισά της καθόδου, να κολλήσω την Εύα στον καθρέφτη και να τη γαμήσω σαν ζώο. Το μόνο που με σταμάτησε ήταν οι κάμερες ασφαλείας και οι φύλακες που τις παρακολουθούσαν. Ήθελα να της βάλω κολάρο. Να βυθίζω τα δόντια μου στον ώμο της καθώς τη διαπερνούσα. Να της επιβληθώ. Ήταν μια τίγρη που ορμούσε σε όποιον ένιωθε ότι με αδίκησε, κι έπρεπε να την ακινητοποιήσω. Να την κάνω να υποταχτεί. «Να πάρει», είπα θυμωμένος καθώς έκανα τον γύρο του αυτοκινήτου για να μπω από την άλλη πλευρά. Η Εύα ήταν απρόβλεπτη. Δεν μπορούσα να την ελέγξω. Κάθισα στο κάθισμα, βρόντηξα την πόρτα και κοίταξα από το παράθυρο γιατί φοβόμουν τι θα έκανα αν την κοίταζα. Ήταν για μένα ο ίδιος ο αέρας που ανέπνεα, κι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Ακούμπησε το χέρι της στο πόδι μου. «Γκίντεον…» Της άρπαξα το λεπτό χέρι με το δαχτυλίδι μου, και το έσπρωξα ανάμεσα στα πόδια μου, πιέζοντας το παλλόμενο πέος μου στην παλάμη της. «Αν ανοίξεις το στόμα σου, θα του βάλω μέσα του αυτό που πιάνεις». Της κόπηκε η ανάσα. Ο Άνγκους κάθισε στο τιμόνι κι έβαλε μπροστά. Αισθάνθηκα το βλέμμα της Εύας στο πρόσωπό μου. Τράβηξε το χέρι της και σχεδόν βόγκηξα επειδή έχασα το άγγιγμά της. Μετά μετακινήθηκε, ήρθε και κουλουριάστηκε δίπλα μου. Το άλλο χέρι της γλίστρησε πάλι ανάμεσα στα πόδια μου και άρπαξε κτητικά τον πούτσο μου. Κόλλησε τα χείλια της στο σαγόνι μου. Την αγκάλιασα περνώντας το χέρι μου γύρω από την πλάτη της. Πήρα μια βαθιά ανάσα, ρουφώντας τη μυρωδιά της. Το τζιπ ξεκίνησε και μπήκαμε στην κίνηση. Μόνο όταν σταματήσαμε μπροστά στο κτίριο όπου ήταν το γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν θυμήθηκα το ραντεβού μας. Μετρούσα τα λεπτά μέχρι να φτάσουμε σπίτι και να πάρω την Εύα όπως το είχα ανάγκη εκείνη τη στιγμή… γρήγορα… σκληρά… μανιασμένα. Πήγε να ανακαθίσει όταν ο Άνγκους βγήκε από το αμάξι. Την έσφιξα πάνω μου. «Όχι σήμερα», είπα σφιγμένα. «Εντάξει», ψιθύρισε, και με φίλησε πάλι στο σαγόνι. Ο Άνγκους άνοιξε την πόρτα της και η Εύα τραβήχτηκε από την αγκαλιά μου και βγήκε έξω. Πέρασε μέσα από τις περιστρεφόμενες πόρτες αφήνοντάς με να την κοιτάζω.
«Χριστέ μου». Ο Άνγκους έσκυψε και κοίταξε μέσα στην καμπίνα. «Θεραπεία ζευγαριών σημαίνει ότι πάτε και οι δύο». Τον αγριοκοίταξα. «Πάψε να το απολαμβάνεις». Το χαμόγελο που υπήρχε ήδη στα μάτια του απλώθηκε φαρδιά πλατιά και στα χείλια του. «Σ’ αγαπάει, μικρέ, είτε σου αρέσει είτε όχι». «Φυσικά μου αρέσει», μουρμούρισα. Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου μήπως έρχεται κανένα αυτοκίνητο και μετά άνοιξα την πόρτα μου και βγήκα έξω. «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι ανεξέλεγκτη». Ο Άνγκους έκλεισε την πόρτα πίσω μου. Μια σπάνια καλοκαιρινή αύρα ανακάτευε τα γκρίζα μαλλιά που ξεπρόβαλλαν κάτω από το καπέλο του. «Μερικές φορές θα έχεις εσύ την πρωτοβουλία, και μερικές φορές θα ακολουθείς. Φαντάζομαι, θα συνεχίζεις να γκρινιάζεις για καιρό ακόμη όταν αναγκάζεσαι να ακολουθείς». Γρύλισα αγανακτισμένος. «Μίλησε στον Κρις». Ύψωσε τα φρύδια του έκπληκτος, ενώ εγώ το επιβεβαίωνα με ένα καταφατικό νεύμα. «Τον είδα που μπήκε στο κτίριο», είπε ο Άνγκους. «Γιατί δεν την αφήνει ήσυχη αυτή την ιστορία;» Ανέβηκα στο πεζοδρόμιο στρώνοντας το γιλέκο μου. Μακάρι να μπορούσα να στρώσω και τις σκέψεις μου τόσο εύκολα. «Δεν μπορεί να αλλάξει το παρελθόν». «Δεν την απασχολεί το παρελθόν». Ο Άνγκους έβαλε το χέρι του στον ώμο μου. «Την απασχολεί το μέλλον». Βρήκα την Εύα να βηματίζει πάνω-κάτω στο γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν, χειρονομώντας ζωηρά καθώς μιλούσε. Ο καλός γιατρός καθόταν στη συνηθισμένη θέση του, με την προσοχή του στραμμένη στην ταμπλέτα του όπου κρατούσε σημειώσεις. «Όλη αυτή η κατάσταση με θυμώνει τόσο πολύ», είπε η Εύα βράζοντας. Μετά με είδε να στέκομαι στην πόρτα και σταμάτησε στη μέση του βηματισμού της. «Γκίντεον». Ένα λαμπερό χαμόγελο φώτισε το υπέροχο πρόσωπό της. Δεν υπήρχε τίποτα που δε θα ήμουν ικανός να κάνω για να βλέπω αυτή την ευτυχισμένη έκφραση πάνω της. Και το γεγονός ότι χαμογελούσε έτσι μόνο και μόνο επειδή με έβλεπε… «Εύα. Δόκτωρ Πίτερσεν». Κάθισα στον καναπέ. Πόσα του είχε πει; Ο δόκτωρ Πίτερσεν με ακολουθούσε με το βλέμμα του. «Γεια σου, Γκίντεον. Χαίρομαι που μπόρεσες να έρθεις τελικά». Χτύπησα το μαξιλάρι δίπλα μου και περίμενα να έρθει η Εύα να καθίσει. «Σχεδιάζουμε να μετακομίσουμε στο ρετιρέ της Πέμπτης Λεωφόρου με τον Κάρι», είπα μόλις κάθισε δίπλα μου, στρέφοντας τη συζήτηση σε ένα θέμα με το οποίο ένιωθα πιο άνετα. «Φαντάζομαι ότι θα είναι δύσκολη αλλαγή για όλους μας». Η Εύα με κοίταξε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο δόκτωρ Πίτερσεν άφησε τη γραφίδα της ταμπλέτας. «Η Εύα μου μιλούσε για μια συζήτηση που είχε με τον πατριό σου. Θα ήθελα να ακούσω περισσότερα γι’ αυτήν πριν προχωρήσουμε σε κάτι άλλο». Έπλεξα τα δάχτυλά μου με της Εύας. «Το θέμα δεν είναι ανοιχτό για συζήτηση». Αισθάνθηκα την Εύα να με κοιτάζει. Γύρισα για να την κοιτάξω κι εγώ και μου κόπηκε η ανάσα.
Η νέα έκφραση στο πρόσωπό της με γέμισε πόνο. Δεν είχε αρχίσει καλά καλά η συνεδρία και ήδη δεν έβλεπα την ώρα να τελειώσει. Είπα στον Άνγκους να μας πάει σπίτι – στο ρετιρέ. Προφανώς η Εύα ήταν χαμένη σε σκέψεις γιατί ξαφνιάστηκε όταν της άνοιξε την πόρτα ο παρκαδόρος. Ήμασταν στο υπόγειο γκαράζ κάτω από το κτίριο. Με κοίταξε. «Θα σου εξηγήσω», της είπα. Την έπιασα από το χέρι και την οδήγησα στο ασανσέρ. Ανεβήκαμε σιωπηλοί. Όταν άνοιξαν οι πόρτες του θαλάμου στο ιδιωτικό μας φουαγιέ, αισθάνθηκα μια ξαφνική ένταση πάνω της. Είχαμε σχεδόν έναν μήνα να βρεθούμε στο ρετιρέ μαζί. Η τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί εδώ ήταν τη νύχτα που ήρθε και με βρήκε μετά τον θάνατο του Νέιθαν. Φοβόμουν και τότε. Έτρεμα μήπως είχα κάνει κάτι για το οποίο δεν μπορούσε να με συγχωρήσει. Είχαμε πολλές εκρηκτικές στιγμές εδώ. Το ρετιρέ δεν είχε δει τόση χαρά και αγάπη ανάμεσά μας όσο το κρυφό διαμέρισμα στην Άπερ Γουέστ Σάιντ. Αλλά θα το αλλάζαμε αυτό. Μια μέρα θα κοιτάζαμε πίσω μας κι αυτό το μέρος θα μας θύμιζε όλα τα βήματα του ταξιδιού που κάναμε μαζί, καλά και κακά. Αρνιόμουν να φανταστώ οτιδήποτε άλλο. Άνοιξα την πόρτα και της έκανα νόημα να προχωρήσει πρώτη. Άφησε την τσάντα της σε μια πολυθρόνα κι έβγαλε τα παπούτσια της. Έβγαλα κι εγώ το σακάκι μου, το κρέμασα στην πλάτη ενός σκαμπό στο μπαρ της κουζίνας και πήρα ένα Shiraz από την κάβα. «Είσαι απογοητευμένη μαζί μου», φώναξα, ανοίγοντας το κρασί. Η Εύα ήρθε στο ανοιχτό αψιδωτό πέρασμα και ακούμπησε στην πέτρα. «Όχι μαζί σου». Πήρα μια καράφα και δύο ποτήρια, ενώ σκεφτόμουν την απάντησή της. Οι διαπραγματεύσεις με τη γυναίκα μου ήταν δύσκολες. Σε κάθε άλλη συμφωνία, έμπαινα στη διαπραγμάτευση με τη γνώση ότι μπορούσα να τη δεχτώ ή όχι. Δεν υπήρχε καμία συμφωνία που να μην μπορούσα να της γυρίσω την πλάτη. Εκτός από εκείνες που έθεταν σε κίνδυνο τον έλεγχό μου πάνω στην Εύα. Καθώς άδειαζα το κρασί από το μπουκάλι στην καράφα, με πλησίασε στη νησίδα της κουζίνας. Έβαλε το χέρι της στον ώμο μου. «Δεν είμαστε μαζί πολύ καιρό, Γκίντεον, και ήδη έχεις φτάσει τόσο μακριά. Δε θα σε πιέσω να προχωρήσεις περισσότερο τόσο γρήγορα. Αυτά τα πράγματα χρειάζονται χρόνο». Άφησα την καράφα για να αναπνεύσει το κρασί και γύρισα προς το μέρος της, τραβώντας την κοντά μου. Την ένιωθα τόσο μακριά την τελευταία ώρα περίπου, και η απόσταση με σκότωνε. «Φίλησέ με», μουρμούρισα. Η Εύα έγειρε το κεφάλι πίσω, υψώνοντας το στόμα της στο δικό μου. Κόλλησα τα χείλια μου στα δικά της, αλλά δεν έκανα τίποτε άλλο. Ήθελα να είναι αυτή που θα ερχόταν σε μένα. Το χρειαζόμουν. Το χάδι της γλώσσας της στα χείλη μου με έκανε να βογκήξω. Η αίσθηση των δαχτύλων της καθώς χώνονταν στα μαλλιά στον σβέρκο μου με καταπράυνε. Υπήρχε μια συγγνώμη στην απαλότητα των χειλιών της καθώς γλιστρούσαν πάνω στα δικά μου, υπήρχε αγάπη στο σιγανό βογκητό της παράδοσής της. Την αγκάλιασα και τη σήκωσα στον αέρα, τόσο ανακουφισμένος που με ήθελε ακόμη, ώστε ένιωσα ζάλη. «Εύα… Με συγχωρείς». «Σσς, μωρό μου, δεν πειράζει». Τραβήχτηκε πίσω κι έπιασε το πρόσωπό μου με τις παλάμες της.
«Δε χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη». Το πίσω μέρος του λαιμού μου με έκαιγε. Την κάθισα πάνω στον πάγκο και μπήκα ανάμεσα στα ανοιγμένα πόδια της. Η φούστα της σηκώθηκε αποκαλύπτοντας τις άκρες από τις ζαρτιέρες της. Την ήθελα με κάθε τρόπο. Το μέτωπό μου άγγιξε το δικό της. «Είσαι στενοχωρημένη επειδή δεν ήθελα να μιλήσω για τον Κρις». «Απλώς δεν περίμενα να το αποφύγεις τόσο απόλυτα». Φίλησε το μέτωπό μου, παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό μου. «Έπρεπε να το φανταστώ, τόσο θυμωμένος που ήσουν όταν φύγαμε από το Κρόσφαϊρ». «Όχι μαζί σου». «Με τον Κρις;» «Με την κατάσταση». Ξεφύσηξα δυνατά. «Εσύ περιμένεις να αλλάξουν οι άνθρωποι, κι αυτό είναι αδύνατο. Στο μεταξύ όμως δημιουργείς φασαρίες σε μια περίοδο που έχουμε ήδη αρκετά προβλήματα. Απλώς θέλω λίγη ηρεμία μαζί σου, Εύα. Να είμαστε για μερικές μέρες μόνοι και ευτυχισμένοι και απαλλαγμένοι από μαλακίες». «Και νύχτες όπου θα κοιμάσαι σε άλλο κρεβάτι; Σε άλλο δωμάτιο;» Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. «Γι’ αυτό τα κάνεις όλα αυτά;» «Εν μέρει, ναι. Γκίντεον, θέλω να είμαι μαζί σου. Στον ξύπνιο μου και στον ύπνο μου». «Καταλαβαίνω, αλλά…» «Αυτή η ηρεμία που αναζητάς… Προσποιείσαι ότι την έχεις τη μέρα και υποφέρεις χωρίς αυτή τη νύχτα. Σε κομματιάζει μέσα σου, και με τσακίζει και μένα όταν βλέπω να σου συμβαίνει αυτό το πράγμα. Δε θέλω να ζεις έτσι για πάντα. Δε θέλω να ζούμε έτσι για πάντα». Την κοίταξα, με την ψυχή μου ξεγυμνωμένη μπροστά σε κείνα τα εκπληκτικά γκρίζα μάτια που δε με άφηναν να κρύψω τίποτα. Υπήρχε τόση αγάπη στο βλέμμα της. Αγάπη και ανησυχία, απογοήτευση και ελπίδα. Τα κρεμαστά φώτα πάνω από τη νησίδα φώτιζαν τα ξανθά μαλλιά της από πίσω, θυμίζοντάς μου πόσο πολύτιμη μου ήταν. Ένα δώρο που δεν περίμενα ποτέ. «Εύα… μιλάω στον δόκτορα Πίτερσεν για τους εφιάλτες». «Όχι όμως για το τι τους προκαλεί». «Θεωρείς ότι το πρόβλημα είναι ο Χιου», είπα ανέκφραστα, νιώθοντας τη φλόγα του μίσους και της ταπείνωσης να καίει μέσα μου. «Με τον δόκτορα Πίτερσεν μιλάμε για τον πατέρα μου». Τραβήχτηκε πίσω. «Αγόρι μου… Δεν ξέρω τι ακριβώς βλέπεις στα όνειρά σου, αλλά σε έχω δει να ξυπνάς με δύο διαφορετικούς τρόπους: έτοιμος να δείρεις κάποιον ή κλαίγοντας σαν να σου σπαράζει η καρδιά. Όταν ξυπνάς ρίχνοντας γροθιές δεξιά-αριστερά, τα πράγματα που λες με κάνουν να είμαι σχεδόν σίγουρη ότι προσπαθείς να πετάξεις τον Χιου από πάνω σου». Πήρα μια απότομη βαθιά ανάσα. Με έκανε έξω φρενών που ο πρώην θεραπευτής μου –και ο άνθρωπος που με κακοποιούσε– μπορούσε ακόμη από τον τάφο του να αγγίζει την Εύα μέσα από μένα. «Άκου». Η Εύα τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους γοφούς μου. «Σου είπα ότι δε θα σε πιέσω και το εννοώ. Αν είχαμε δύο χρόνια σχέση, μπορεί να έκανα φασαρία. Αλλά είμαστε μόνο δύο μήνες μαζί, Γκίντεον. Το γεγονός ότι βλέπεις θεραπευτή και μιλάς για τον μπαμπά σου είναι αρκετό για τώρα». «Είναι;» «Ναι. Όμως υπάρχουν κι άλλα πράγματα που σε στοιχειώνουν και που δε θα μπορέσουμε να τα
συζητήσουμε ποτέ. Ο δόκτωρ Πίτερσεν ήδη λειτουργεί με μειονέκτημα. Όσο περισσότερα του κρύβεις, τόσο λιγότερο μπορεί να σε βοηθήσει». Μιλούσε για τον Νέιθαν. Δε χρειαζόταν να πει το όνομα. «Προσπαθώ, Εύα». «Το ξέρω». Χάιδεψε τους ώμους μου και μετά τα χέρια της πήγαν στα κουμπιά του γιλέκου μου. «Απλώς πες μου ότι δεν προσπαθείς να μη μιλήσεις ποτέ γι’ αυτό το πρόβλημα. Πες μου ότι απλώς το πλησιάζεις σιγά σιγά». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Έπιασα τους καρπούς της και τους έσφιξα, προσπαθώντας να αρπαχτώ από πάνω της. Ένιωθα στριμωγμένος, παγιδευμένος ανάμεσα στις δικές της ανάγκες και τις δικές μου, που έδειχναν τελείως ασυμβίβαστες μεταξύ τους εκείνη τη στιγμή. Τα χείλη της άνοιξαν από το σφίξιμο στους καρπούς της, τα στήθη της ορθώθηκαν από μια γρήγορη ανάσα. Η ακινητοποίηση, μια φλογερή ματιά, ο τόνος της φωνής μου… Η Εύα αντιδρούσε στις σιωπηρές απαιτήσεις μου σαν να ήταν εκπαιδευμένη. «Κάνω ό,τι μπορώ», της είπα. «Αυτό δεν είναι απάντηση». «Είναι το μόνο που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή, Εύα». Ξεροκατάπιε, οι σκέψεις της είχαν σκορπίσει καθώς ξυπνούσε ο πόθος στο κορμί της. «Παίζεις μαζί μου», είπε σιγά. «Με χειρίζεσαι». «Όχι. Σου λέω την αλήθεια, αν και δεν είναι αυτό που θέλεις να ακούσεις. Μου είπες ότι δε θα με πιέσεις. Το εννοούσες;» Έβρεξε το κάτω χείλι της με ένα πέρασμα της γλώσσας της κοιτάζοντάς με. Μετά κατένευσε. «Ναι». «Ωραία. Ας πιούμε κρασί κι ας φάμε. Μετά, αν θέλεις πραγματικά να παίξουμε, πες μου». «Να παίξουμε; Τι;» «Αγόρασα ένα μεταξωτό κορδόνι για σένα». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Μεταξωτό κορδόνι;» «Κόκκινο, φυσικά». Την άφησα κι έκανα πίσω, δίνοντάς της χώρο να σκεφτεί ενώ εγώ έπαιρνα την καράφα για να της γεμίσω το ποτήρι. «Θα ήθελα να σε δέσω όταν θα είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν όχι απόψε, τότε κάποια μέρα. Ούτε εγώ θα σε πιέσω». Οδηγούσαμε και οι δύο ο ένας τον άλλον σε κατευθύνσεις που μας έκαναν να νιώθουμε άβολα. Η Εύα προτιμούσε να πιστεύει ότι ένα μέρος της λύσης για μας ήταν να έχουμε έναν εξειδικευμένο παρατηρητή στη σχέση μας. Εγώ πίστευα ότι μπορούσαμε να βρούμε πολλές απαντήσεις μόνοι μας, απλώς κάνοντας οι δυο μας πράγματα που θα μας επέτρεπαν να συνδεθούμε με τον βαθύτερο δυνατό τρόπο. Σεξουαλική ίαση. Τι θα μπορούσε να είναι πιο τέλειο για δυο άτομα με το κοινό ιστορικό που είχαμε η Εύα κι εγώ; Η Εύα πήρε το κρασί που της έδωσα. «Πότε το αγόρασες αυτό;» «Πριν από μια βδομάδα. Ίσως δύο. Δεν περίμενα να το χρησιμοποιήσω γρήγορα, αλλά σήμερα με έκανες να θέλω να το κάνω». Ήπια μια γουλιά, αφήνοντας το κρασί να κυλήσει γύρω από τη γλώσσα μου. «Παρ’ όλα αυτά όμως, θα είμαι απόλυτα ευχαριστημένος αν απλώς σε γαμήσω άγρια». Το κρασί αναταράχτηκε λίγο μέσα στο ποτήρι της καθώς το έφερνε στο στόμα της. Το κατέβασε μονορούφι, αφήνοντας μερικές σταγόνες μόνο. «Επειδή είσαι θυμωμένος μαζί μου γιατί μίλησα στον Κρις».
«Σου είπα ότι δεν είμαι θυμωμένος». «Ήσουν έξαλλος όταν φύγαμε». «Ήμουν έξαλλα αναμμένος». Χαμογέλασα λοξά. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω, γιατί δεν το καταλαβαίνω κι εγώ ο ίδιος». «Προσπάθησε». Άπλωσα το χέρι και χάιδεψα τα χείλη της με τον αντίχειρα. «Σε βλέπω θυμωμένη, παθιασμένη, έτοιμη για καβγά, και θέλω όλη αυτή την επιθετικότητα παγιδευμένη από κάτω μου. Με κάνεις να θέλω να σε ακινητοποιήσω ενώ ουρλιάζεις και γρατζουνάς, με το μουνί σου να αρμέγει τον πούτσο μου καθώς σε σφυροκοπάω. Σε θέλω δική μου. Όλη δική μου». «Γκίντεον». Άφησε το ποτήρι της παράμερα και μ’ άρπαξε, καταβροχθίζοντας το στόμα μου με μια άγρια πείνα που ήλπιζα να μην κοπάσει ποτέ. «Πώς και δεν είπες ποτέ στον Κρις τι έγινε με τον Χιου;» Αυτή η ανεπιθύμητη ερώτηση έπεσε στα καλά καθούμενα. Σταμάτησα να μασάω. Ξαφνικά η μπουκιά της πίτσας που είχα στο στόμα μου έχασε όλη τη νοστιμιά της. Αφήνοντας το υπόλοιπο κομμάτι να πέσει στο πιάτο μπροστά μου, άρπαξα μια χαρτοπετσέτα και σκούπισα το στόμα μου. «Γιατί το συζητάμε πάλι αυτό;» Η Εύα με κοίταξε συνοφρυωμένη από κει που καθόταν δίπλα μου στο πάτωμα ανάμεσα στο τραπεζάκι και τον καναπέ του λίβινγκ ρουμ. «Δεν το συζητήσαμε ποτέ». «Δεν το συζητήσαμε; Όπως και να ’χει, δεν έχει σημασία. Του το είπε η μητέρα μου». Το συνοφρύωμα έγινε πιο έντονο. Πήρε το τηλεχειριστήριο και χαμήλωσε τον ήχο της τηλεόρασης, σβήνοντας τις φωνές των αστυνομικών στην οθόνη. «Δε νομίζω». Σηκώθηκα κι άρπαξα το πιάτο μου. «Του το είπε, Εύα». «Το ξέρεις σίγουρα αυτό;» Με ακολούθησε στην κουζίνα. «Ναι». «Πώς;» «Το συζήτησαν στο τραπέζι την ώρα του φαγητού ένα βράδυ. Κάτι που δε θέλω να κάνω κι εγώ, να συζητώ τέτοια θέματα την ώρα που τρώω». «Αντέδρασε σαν να μην ήξερε». Η Εύα ακούμπησε στον πάγκο καθώς εγώ άδειαζα τα αποφάγια στα σκουπίδια. «Έδειχνε να νιώθει πραγματική κατάπληξη και φρίκη». «Τότε κάνει κι αυτός τον βλάκα όταν τον βολεύει, όπως η μητέρα μου. Δε θα ’πρεπε να παραξενεύεσαι». «Κι αν δεν ήξερε;» «Και τι έγινε;» Άφησα το πιάτο στον νεροχύτη, η μυρωδιά του φαγητού μού ανακάτευε το στομάχι. «Τι σημασία έχει τώρα, γαμώτο; Πάει, έγινε, Εύα. Έγινε και τελείωσε. Μην το παιδεύεις άλλο». «Γιατί είσαι τόσο θυμωμένος;» «Γιατί είχα ηρεμήσει για να περάσω μια νύχτα με τη γυναίκα μου. Φαγητό, κρασί, λίγη τηλεόραση, μερικές ώρες έρωτα… μετά από μια ατελείωτη, δύσκολη μέρα». Βγήκα από την κουζίνα. «Ξέχνα το όμως. Θα σε δω το πρωί». «Γκίντεον, περίμενε». Με άρπαξε από το μπράτσο. «Μην πας για ύπνο τσαντισμένος. Σε παρακαλώ. Λυπάμαι πολύ». Σταμάτησα και της τράβηξα το χέρι από το μπράτσο μου. «Κι εγώ το ίδιο».
«Άρχισε αργά», ψιθυρίζει, τα χείλια του κοντά στο αυτί μου. Τον νιώθω ότι έχει αρχίσει να ανάβει. Φέρνει το χέρι του γύρω από τον γοφό μου εκεί που χαϊδεύω το πέος μου. Το χέρι του σκεπάζει το δικό μου. Η ανάσα του είναι γρήγορη και ρηχή. Η στύση του αγγίζει τους γλουτούς μου. Νιώθω αναγούλα. Είμαι ιδρωμένος. Δεν μπορώ να κρατήσω τη στύση μου, παρόλο που η λαδωμένη παλάμη μου ανεβοκατεβαίνει οδηγημένη από τη δική του. «Σκέφτεσαι πολύ», μου λέει. «Συγκεντρώσου στο πόσο ωραία νιώθεις. Κοίτα αυτή τη γυναίκα μπροστά σου. Θέλει να τη γαμήσεις. Φαντάσου πώς θα νιώσεις αν χώσεις τον πούτσο σου μέσα της. Απαλή. Καυτή. Υγρή. Και σφιχτή». Σφίγγει πιο δυνατά το χέρι μου. «Τόσο σφιχτή». Κοιτάζω το περιοδικό που είναι απλωμένο πάνω στο καζανάκι της τουαλέτας. Η γυναίκα είναι μελαχρινή με γαλάζια μάτια και έχει ψηλά πόδια. Έτσι είναι όλες οι γυναίκες στις φωτογραφίες που φέρνει ο Χιου. Ανασαίνει λαχανιασμένος στο αυτί μου και η αναγούλα ξαναγυρίζει. Κάτι δεν πάει καλά. Νιώθω ότι αυτό που γίνεται είναι λάθος. Η λαχτάρα του με κάνει να νιώθω βρόμικος. Κακός. Είμαι κακό παιδί, ακόμη και η μαμά μου το λέει. Μου βάζει τις φωνές όταν κλαίει, όταν είναι θυμωμένη μαζί μου για τον μπαμπά. Ένα σιγανό βογκητό διαπερνά τον ήχο της βαριάς ανάσας του. Εγώ έβγαλα αυτό τον ήχο. Με κάνει να νιώθω καλά, παρόλο που δεν το θέλω. Είναι δύσκολο να αναπνεύσω, να σκεφτώ, να αντιδράσω… «Αυτό είναι», μου λέει. Το άλλο χέρι του χώνεται ανάμεσα στους γλουτούς μου. Προσπαθώ να τραβηχτώ, αλλά με έχει ακινητοποιήσει. Είναι πιο μεγαλόσωμος από μένα, πιο δυνατός. Όσο κι αν παλεύω, δεν μπορώ να του ξεφύγω. «Μη», του λέω στριφογυρίζοντας. «Σου αρέσει», γρυλίζει αυτός. Το χέρι του αρχίζει να πηγαινοέρχεται πιο γρήγορα. «Χύνεις σαν έκρηξη κάθε φορά. Μην ανησυχείς. Είναι φυσικό να σου αρέσει. Θα νιώσεις καλύτερα μόλις τελειώσεις. Δε θα μαλώνεις τόσο πολύ με τη μητέρα σου…» «Όχι. Μη! Ω Θεέ μου…» Σπρώχνει δύο λαδωμένα δάχτυλα μέσα μου. Ξεφωνίζω και στριφογυρίζω για να του ξεφύγω, αλλά αυτός επιμένει. Πηγαινοέρχεται μέσα μου, χτυπάει το σημείο που με κάνει να θέλω να τελειώσω. Η ηδονή μεγαλώνει παρά τα δάκρυα που καίνε τα μάτια μου. Το κεφάλι μου πέφτει μπροστά. Το πιγούνι μου αγγίζει το λαχανιασμένο στήθος μου. Έρχεται. Δεν μπορώ να το σταματήσω… Ξαφνικά είμαι πιο ψηλός. Το χέρι μου είναι μεγαλύτερο, το μπράτσο πιο χοντρό, με ανάγλυφες φλέβες. Αραιές σκούρες τρίχες σκεπάζουν τα μπράτσα και το στήθος μου, η κοιλιά μου συσπάται και κυματίζει καθώς αντιστέκομαι στον οργασμό που δε θέλω. Δεν είμαι παιδί πια. Δεν μπορεί να με βλάψει άλλο. Υπάρχει ένα μαχαίρι πάνω στη φωτογραφία της γυναίκας, γυαλίζει στο φως από τον καθρέφτη του μπάνιου δίπλα μου. Το αρπάζω και με ένα τίναγμα ελευθερώνομαι από τα δάχτυλα που με γαμάνε. Γυρίζω και η λεπίδα βυθίζεται στο στήθος του. «Μη μ’ αγγίζεις!» βρυχιέμαι, αρπάζω τον ώμο του και τον τραβάω πάνω στο μαχαίρι, του το χώνω ως τη λαβή. Τα μάτια του Χιου ανοίγουν διάπλατα από φρίκη. Το στόμα του ανοίγει σε μια σιωπηλή κραυγή. Το πρόσωπό του μετατρέπεται στο πρόσωπο του Νέιθαν. Το παιδικό μου μπάνιο λαμπυρίζει και
μεταμορφώνεται. Είμαστε σε ένα παράξενα οικείο δωμάτιο ξενοδοχείου. Η καρδιά μου χτυπάει πιο δυνατά. Δεν πρέπει να είμαι εδώ. Δεν πρέπει να με βρουν εδώ. Δεν πρέπει να βρουν το παραμικρό ίχνος μου. Πρέπει να φύγω. Οπισθοχωρώ. Το μαχαίρι τραβιέται, βγαίνει, λείο και ματωμένο. Τα μάτια του Νέιθαν ασπρίζουν καθώς πεθαίνει. Μετά γίνονται γκρίζα. Γκρίζα μάτια. Όμορφα, αγαπημένα, αμυγδαλωτά γκρίζα μάτια. Τα μάτια της Εύας. Θολώνουν και σβήνουν… Η Εύα αιμορραγεί μπροστά μου. Πεθαίνει μπροστά μου. Τη σκότωσα. Θεέ μου… Άγγελέ μου! Δεν μπορώ να κινηθώ. Δεν μπορώ να τη φτάσω. Καταρρέει στο πάτωμα, εκείνα τα ολοζώντανα μάτια θαμπά και τυφλά… Ξύπνησα με ένα τίναγμα και ανακάθισα απότομα. Δεν μπορούσα να ανασάνω από τον πανικό και τον φόβο που με έπνιγε. Παραμέρισα τα σεντόνια που ήταν μπερδεμένα γύρω από τα πόδια μου και σηκώθηκα από το κρεβάτι τυφλός από τρόμο. Το στομάχι μου αναγούλιασε κι έτρεξα στην τουαλέτα. Μόλις που πρόλαβα να φτάσω πριν ξεράσω. Έκανα ένα ντους, διώχνοντας τον ιδρώτα που ήταν κολλημένος πάνω μου. Δεν ήταν τόσο εύκολο να ξεφύγω από την οδύνη και την απόγνωση. Με βάραιναν, με έπνιγαν καθώς σκουπιζόμουν. Η ανάμνηση με στοίχειωνε, το χλομό πρόσωπο της Εύας χαραγμένο από την προδοσία και τον θάνατο. Δεν μπορούσα να το διώξω από το μυαλό μου. Ξέστρωσα το κρεβάτι με άγριες, σπασμωδικές κινήσεις, μετά έστρωσα καθαρό σεντόνι. «Γκίντεον». Ορθώθηκα και γύρισα ακούγοντας τη φωνή της Εύας. Στεκόταν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας, στριφογυρίζοντας νευρικά το στρίφωμα του τι-σερτ που φορούσε. Μ’ έπνιξε η θλίψη, η μεταμέλεια. Είχε κοιμηθεί μόνη της στο δωμάτιο που είχα φτιάξει έτσι που να μοιάζει με την κρεβατοκάμαρά της στο Άπερ Γουέστ Σάιντ. «Έι», είπε σιγανά, διστακτικά, ρίχνοντας το βάρος από το ένα πόδι στο άλλο με έναν τρόπο που έδειχνε πόσο άβολα ένιωθε. Πόσο φοβόταν. «Είσαι εντάξει;» Το φως του μπάνιου φώτισε το πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας μαύρους κύκλους και κόκκινα μάτια. Είχε αποκοιμηθεί κλαίγοντας. Εγώ της το έκανα αυτό. Την έκανα να νιώσει ανεπιθύμητη, δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στις δικές μου σκέψεις και τα συναισθήματα από τα δικά της. Είχα αφήσει το παρελθόν μου να μας απομακρύνει. Όχι, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Είχα αφήσει τον φόβο μου να τη σπρώξει μακριά μου. «Όχι, άγγελέ μου, δεν είμαι». Πλησίασε ένα βήμα, μετά σταμάτησε πάλι. Άνοιξα την αγκαλιά μου. «Λυπάμαι, Εύα», είπα βραχνά. Ήρθε κοντά μου ορμητικά, το κορμί της αισθησιακό και ζεστό. Την έσφιξα πολύ δυνατά, αλλά δε διαμαρτυρήθηκε. Κόλλησα το μάγουλό μου στην κορυφή του κεφαλιού της και ρούφηξα τη μυρωδιά της. Μπορούσα να αντιμετωπίσω τα πάντα, θα αντιμετώπιζα τα πάντα, φτάνει να έμενε μαζί μου. «Φοβάμαι». Η φωνή μου ήταν σχεδόν ένας ψίθυρος, αλλά με άκουσε. Τα δάχτυλά της χώθηκαν στους μυς της πλάτης μου καθώς με τραβούσε πιο κοντά. «Μη φοβάσαι.
Είμαι εδώ». «Θα προσπαθήσω πιο πολύ», της υποσχέθηκα. «Μην απελπιστείς μαζί μου». «Γκίντεον». Αναστέναξε, η ανάσα της απαλή πάνω στο στήθος μου. «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Απλώς θέλω να είσαι ευτυχισμένος. Με συγχωρείς που σε πίεσα ενώ είχα πει ότι δε θα το κάνω». «Εγώ φταίω. Τα ’κανα θάλασσα. Λυπάμαι, Εύα. Λυπάμαι πολύ». «Σσς. Δε χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη». Τη σήκωσα και την πήγα στο κρεβάτι, την ακούμπησα προσεκτικά. Μετά τρύπωσα στην αγκαλιά της, τυλίχτηκα γύρω της ακουμπώντας το πρόσωπό μου στην κοιλιά της. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά μου, μου χάιδεψε το κεφάλι, μετά τον λαιμό, την πλάτη. Με δεχόταν, παρ’ όλα τα προβλήματά μου. Το βαμβακερό τι-σερτ της μούσκεψε από τα δάκρυά μου και σφίχτηκα πιο δυνατά πάνω της ντροπιασμένος. «Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε αυτή. «Δε θα πάψω ποτέ». ΓΚΙΝΤΕΟΝ. Αναδεύτηκα από τη φωνή της Εύας, μετά από την αίσθηση του χεριού της να κατεβαίνει στο στήθος μου. Άνοιξα τα κουρασμένα νυσταγμένα μάτια μου, την είδα να σκύβει από πάνω μου. Το δωμάτιο φωτιζόταν απαλά από την αυγή που πλησίαζε, τα μαλλιά της έλαμπαν μέσα στο λιγοστό φως. «Αγγελούδι μου;» Αυτή μετατοπίστηκε, πέρασε το ένα πόδι της από πάνω μου. Σηκώθηκε και κάθισε καβαλητά πάνω μου. «Ας κάνουμε τη σημερινή μέρα την καλύτερή μας». Ξεροκατάπια. «Είμαι μέσα». Το χαμόγελό της με συγκλόνισε. Άπλωσε κι έπιασε κάτι που είχε αφήσει δίπλα στο μαξιλάρι της, και μια στιγμή αργότερα μια γλυκιά μελωδία ακούστηκε απαλά από τα ηχεία στο ταβάνι. Μου πήρε μια στιγμή για να την αναγνωρίσω. «Ave Maria». Άγγιξε το πρόσωπό μου, μου χάιδεψε τρυφερά το μέτωπο. «Εντάξει;» Ήθελα να της απαντήσω, αλλά ο λαιμός μου είχε σφιχτεί. Μπόρεσα μόνο να γνέψω καταφατικά. Πώς να της πω ότι ένιωθα σαν να βρίσκομαι σε όνειρο, σε έναν μαγευτικό παράδεισο που δε μου άξιζε; Άπλωσε τα χέρια πίσω της, έσπρωξε το σεντόνι κάτω από τους γοφούς μου και το πέταξε. Έφερε τα χέρια σταυρωτά στη μέση της, έβγαλε το τι-σερτ και το πέταξε κι αυτό. Την κοίταξα με δέος προσπαθώντας να βρω τη φωνή μου. «Θεέ μου, είσαι πανέμορφη», είπα βραχνά. Σήκωσα τα χέρια μου και τα πέρασα πάνω από τις πλούσιες καμπύλες και τις κοιλάδες του αισθησιακού κορμιού της. Ανακάθισα κι έσπρωξα με τις φτέρνες μέχρι που ανεβήκαμε και οι δύο πιο ψηλά και ακούμπησα στο κεφαλάρι. Χάιδεψα τα μαλλιά της, τον λαιμό της. Μπορούσα να την αγγίζω ολόκληρες μέρες και να μη χορταίνω. «Σ’ αγαπώ», είπε, γέρνοντας το κεφάλι μου για να μου αρπάξει το στόμα σε ένα καυτό, απαιτητικό φιλί. Την άφησα να το πάρει, της ανοίχτηκα. Η Εύα άρχισε να γλείφει βαθιά, να με χαϊδεύει με τη γλώσσα της, τα χείλια της απαλά και υγρά πάνω στα δικά μου. «Πες μου τι χρειάζεσαι», μουρμούρισα, χαμένος μέσα στην απαλή μουσική. Χαμένος μέσα της.
«Εσένα. Μόνο εσένα». «Πάρε με τότε», της είπα. «Είμαι δικός σου». «Κρος, δε μ’ αρέσει αυτό που θα σου πω», είπε ο Αράς. Ήταν καθισμένος σε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο μου κι έπαιζε ταμπούρλο με τα δάχτυλα πάνω στο μπράτσο της. «Όμως έχεις χάσει το φονικό σου ένστικτο. Η Εύα σε δάμασε». Σήκωσα το βλέμμα από την οθόνη μου. Αφού έκανα έρωτα στη γυναίκα μου για δύο ώρες το πρωί, έπρεπε να παραδεχτώ ότι δεν ένιωθα ιδιαίτερα επιθετικός. Κορεσμένος και χαλαρός θα ταίριαζε περισσότερο. Παρ’ όλα αυτά όμως… «Δε σημαίνει ότι δε δίνω προσοχή μόνο και μόνο επειδή δεν πιστεύω ότι το PhazeOne της LanCorp θα απειλήσει το GenTen». «Παρακολουθείς», με διόρθωσε, «αλλά αυτό δεν είναι το ίδιο με το να δίνεις προσοχή, και σου εγγυώμαι ότι ο Ράιαν Λάντον το έχει προσέξει. Παλιότερα κάθε μία ή δύο βδομάδες έκανες κάτι για να τον κεντρίσεις, κι αυτό, καλώς ή κακώς, του έδινε κάτι να ασχολείται». «Την προηγούμενη βδομάδα δεν κλείσαμε τη συμφωνία για το PosIT;» «Αυτό ήταν μια απλή αντίδραση, Κρος. Πρέπει να κάνεις μια κίνηση που δεν την έχει προκαλέσει αυτός». Το τηλέφωνο του γραφείου μου άρχισε να χτυπά στη γραμμή που ήταν συγχρονισμένη με το κινητό μου. Είδα το όνομα της Άιρλαντ στην οθόνη και άπλωσα το χέρι στο ακουστικό. «Πρέπει να απαντήσω». «Φυσικά», μουρμούρισε αυτός. Τον κοίταξα στενεύοντας τα μάτια καθώς απαντούσα. «Άιρλαντ, πώς είσαι;» Η αδελφή μου δε συνήθιζε να τηλεφωνεί. Συνήθως ανταλλάσσαμε μηνύματα, μια μορφή επικοινωνίας με την οποία νιώθαμε άνετα και οι δύο. Ούτε αμήχανες σιωπές, ούτε χρειαζόταν να προσποιούμαστε τους εύθυμους ή τους άνετους. «Γεια. Με συγχωρείς που σε παίρνω την ώρα της δουλειάς». Η φωνή της ακουγόταν περίεργη. Συνοφρυώθηκα ανήσυχος. «Τι είναι;» Η Άιρλαντ δίστασε. «Ίσως σε παίρνω σε ακατάλληλη στιγμή». Βλαστήμησα μέσα μου. Η Εύα είχε παρόμοιες αντιδράσεις όταν ήμουν πολύ απότομος. Οι γυναίκες στη ζωή μου έπρεπε να δείξουν λίγη κατανόηση μαζί μου. Δυσκολευόμουν να μάθω τα στοιχειώδη των κοινωνικών σχέσεων. «Ακούγεσαι ταραγμένη». «Το ίδιο κι εσύ», μου απάντησε. «Μπορείς να τηλεφωνήσεις στην Εύα και να της παραπονεθείς. Θα σε καταλάβει απόλυτα. Και τώρα πες μου τι συμβαίνει». Η Άιρλαντ αναστέναξε. «Η μαμά και ο μπαμπάς μάλωναν όλη τη νύχτα. Δεν ξέρω για τι πράγμα, αλλά ο μπαμπάς φώναζε. Δε φωνάζει ποτέ, το ξέρεις αυτό. Είναι ο πιο ήρεμος τύπος που υπάρχει. Τίποτα δεν τον ταράζει. Και η μαμά απεχθάνεται τους καβγάδες. Αποφεύγει με κάθε τρόπο τις συγκρούσεις». Ξαφνιάστηκα και εντυπωσιάστηκα με τις παρατηρήσεις της. «Λυπάμαι γι’ αυτό». «Ο μπαμπάς έφυγε νωρίς το πρωί και η μαμά κλαίει από τότε. Ξέρεις τι συμβαίνει; Είναι επειδή παντρεύεσαι με την Εύα;» Μια παράξενη αλλά οικεία ηρεμία απλώθηκε μέσα μου. Δεν ήξερα τι να της πω και δεν ήθελα να βγάλω βιαστικά συμπεράσματα. «Μάλλον πρέπει να έχει κάποια σχέση». Το μόνο που ήξερα σίγουρα ήταν ότι δεν ήθελα να ακούει η Άιρλαντ τους γονείς της να μαλώνουν. Θυμόμουν πώς ένιωθα όταν μάλωναν οι δικοί μου γονείς μετά την αποκάλυψη της απάτης του
πατέρα μου. Ένιωθα ακόμη απόηχους εκείνου του πανικού και του φόβου. «Έχεις πουθενά να μείνεις το Σαββατοκύριακο;» «Σε σένα». Η πρότασή της με σάστισε. «Θέλεις να μείνεις μαζί μου;» «Γιατί όχι; Δεν έχω δει ποτέ το σπίτι σου». Κοίταξα τον Αράς, που με παρακολουθούσε. Έσκυψε μπροστά, ακουμπώντας τους αγκώνες στα γόνατά του. Δεν ήξερα πώς να της πω όχι, αλλά ούτε μπορούσα να δεχτώ. Ο μόνος άνθρωπος που είχε κοιμηθεί ποτέ στο σπίτι μου ήταν η Εύα, και τα πράγματα δεν είχαν πάει καθόλου καλά. «Δεν πειράζει», είπε η Άιρλαντ. «Ξέχνα το». «Όχι, περίμενε». Να πάρει. «Η Εύα κι εγώ θα βγούμε με φίλους απόψε, αυτό είναι όλο. Θα χρειαστώ λίγο χρόνο για να τους ειδοποιήσω». «Α, κατάλαβα». Η φωνή της μαλάκωσε. «Δε θέλω να σας χαλάσω τη βραδιά. Μπορώ να τηλεφωνήσω σε κάποιους φίλους. Μην ανησυχείς». «Ανησυχώ. Η Εύα κι εγώ μπορούμε να αλλάξουμε τα σχέδιά μας, δεν είναι πρόβλημα». «Δεν είμαι παιδί, Γκίντεον», είπε φανερά ενοχλημένη. «Δε θέλω να έρθω στο σπίτι σου και να ξέρω ότι εσύ και η Εύα κανονικά θα βγαίνατε για να διασκεδάσετε. Θα ήταν μεγάλο σπάσιμο, οπότε όχι, ευχαριστώ. Προτιμάω να αράξω με τους φίλους μου». Ένιωσα ανακούφιση. «Τι θα ’λεγες να φάμε μαζί Σάββατο βράδυ, τότε;» «Ναι; Μέσα. Και μετά μπορώ να κοιμηθώ εκεί;» Δεν είχα ιδέα πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό. Έπρεπε να εμπιστευτώ την Εύα ότι θα ήξερε τι να κάνει. «Μπορούμε να το κανονίσουμε. Θα είσαι εντάξει μέχρι τότε;» «Χριστέ μου, άκουσέ τον». Γέλασε. «Μιλάς σαν μεγάλος αδελφός. Θα είμαι μια χαρά. Ξέρεις, απλώς ήταν παράξενο να τους ακούω να μαλώνουν. Φρίκαρα. Οι περισσότεροι μάλλον έχουν συνηθίσει τους καβγάδες των γονιών τους, εγώ όμως όχι». «Μην ανησυχείς, θα τα βρουν. Όλα τα ζευγάρια μαλώνουν κάποια στιγμή». Προσπαθούσα να την καθησυχάσω, αλλά ένιωθα ανησυχία και περιέργεια μαζί. Δεν ήταν δυνατό να είχε δίκιο η Εύα, δεν μπορεί να μην ήξερε τίποτα ο Κρις. Μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω αυτό. Μόλις είχα σηκώσει τα μανίκια του μαύρου πουκαμίσου μου όταν είδα την Εύα να εμφανίζεται στον καθρέφτη. Πάγωσα, κοιτώντας την από πάνω μέχρι κάτω. Φορούσε κοντό σορτς, μια αραχνοΰφαντη αμάνικη μπλούζα και ψηλοτάκουνα σανδάλια. Είχε πιάσει τα μαλλιά της στη συνηθισμένη αλογοουρά, αλλά κάτι τους είχε κάνει κι έδειχναν ατίθασα και ανακατεμένα. Το μακιγιάζ των ματιών της ήταν σκούρο, τα χείλια της χλομά. Από τα αυτιά της κρέμονταν μεγάλοι χρυσοί κρίκοι και φορούσε κάμποσα βραχιόλια στους καρπούς της. Ξυπνώντας είχα δει μπροστά μου έναν άγγελο. Το βράδυ θα κοιμόμουν με μια εντελώς διαφορετική γυναίκα. Σφύριξα με θαυμασμό, και γύρισα την πλάτη στον καθρέφτη για να την κοιτάξω απευθείας. «Δείχνεις για πολύ κακό κορίτσι». Κούνησε τον πισινό της και τίναξε προκλητικά το μαλλί της «Είμαι». «Έλα δω». Με κοίταξε καλά καλά. «Δε νομίζω. Έχεις το βλέμμα “θέλω να σε γαμήσω”, και πρέπει να
φύγουμε». «Μπορούμε να αργήσουμε λίγο. Τι θα ’πρεπε να κάνω για να φοράς αυτό το σορτς μόνο για μένα;» Τα μάτια της πήραν μια υπολογιστική έκφραση. «Θα μπορούσαμε να επαναδιαπραγματευτούμε τη μαλακία που θα σου τραβούσα». Θυμήθηκα τη συμφωνία που είχαμε κάνει –ένα πήδημα στα γρήγορα με αντάλλαγμα μια μαλακία πάνω από τα ρούχα– και κατάλαβα ότι το σορτς θα έκανε το πήδημα λίγο πιο δύσκολο. Όσο για τη μαλακία, μπορούσα να βρω κάποια λύση. Συμφώνησα με ένα καταφατικό νεύμα. «Φόρα φούστα, άγγελέ μου, και ας ξεκινήσει το πάρτι». «Δική σου ιδέα ήταν αυτό;» ρώτησε ο Αράς, όταν συναντηθήκαμε έξω από την είσοδο του Στάρλαϊτ Λάουντζ στο ισόγειο του κτιρίου. Μέσα από την τζαμαρία της υποδοχής, κοίταζα τον μπράβο που επέβλεπε πόσα άτομα θα έμπαιναν στο ασανσέρ για να ανεβούν στην ταράτσα του κτιρίου όπου ήταν το κλαμπ. Δύο μπράβοι ακόμη φρουρούσαν την εξωτερική πόρτα, αναχαιτίζοντας τους επίδοξους πελάτες που ήλπιζαν να μπουν μέσα με βάση την εμφάνιση, τα ρούχα και τη γοητεία τους. «Ήταν έκπληξη και για μένα», είπα. «Και ήθελα να σου το πω». Η Εύα κυριολεκτικά χοροπηδούσε από έξαψη. «Η Σόνα είχε ακούσει καλά λόγια για το κλαμπ αυτό και σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία». «Έχει εξαιρετικές κριτικές στο διαδίκτυο», είπε η Σόνα, «και μερικοί τακτικοί πελάτες μου έχουν ξετρελαθεί ερχόμενοι εδώ». Ο Μανιουέλ κοίταζε τον κόσμο που περίμενε μπροστά από τα κορδόνια, ενώ η Μεγκούμι Κάμπα στεκόταν μαζεμένη ανάμεσα στον Κάρι και την Εύα. Ο Μαρκ Γκάριτι, ο Στίβεν Έλισον και ο Αρνόλντο στέκονταν πιο πίσω, αφήνοντας ανοιχτό τον δρόμο για όσους ήταν στη λίστα των VIP. Ο Κάρι αγκάλιασε τη Μεγκούμι από τους ώμους. «Μείνε μαζί μου εσύ, μικρή». Της χαμογέλασε πλατιά. «Θα τους δείξουμε πώς γίνονται αυτά τα πράγματα». Η Εύα με άρπαξε από το χέρι. «Ήρθε και η έκπληξή σου». Ακολούθησα το βλέμμα της και είδα ένα ζευγάρι να πλησιάζει. Τα φρύδια μου υψώθηκαν όταν αναγνώρισα τη Μαγκνταλένα Περέζ. Ήταν πιασμένη αγκαζέ με έναν άντρα και τα μάτια της ήταν πιο λαμπερά από όσο τα είχα δει εδώ και πολύ καιρό. «Μάγκι», είπα. Της έσφιξα το χέρι που άπλωσε και σκύβοντας τη φίλησα στο μάγουλο. «Χαίρομαι που ήρθες». Και χαιρόμουν ακόμη πιο πολύ που την είχε καλέσει η Εύα. Οι δυο γυναίκες είχαν κάνει άσχημη αρχή, κάτι που ήταν αποκλειστικά φταίξιμο της Μάγκι. Στις επόμενες βδομάδες, η διαμάχη ανάμεσά τους είχε δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση μου με τη Μάγκι, και το είχα πάρει απόφαση ότι έτσι θα παρέμεναν τα πράγματα, οπότε ήταν πολύ ευχάριστο που το πρόβλημα είχε λυθεί. Η Μάγκι χαμογέλασε. «Γκίντεον. Εύα. Από δω ο φίλος μου, ο Γκέιτζ Φλιν». Έσφιξε το χέρι της Εύας πρώτα και μετά το δικό μου. Πρόσεξα τη δύναμη της χειραψίας του και τον σταθερό τρόπο που αντιμετώπισε το βλέμμα μου. Με περιεργάστηκε κι αυτός για λίγο, αλλά εγώ είχα σκοπό να είμαι πιο διεξοδικός μαζί του. Πριν το τέλος της βδομάδας θα μάθαινα τα πάντα γι’ αυτό τον άνθρωπο. Η Μάγκι είχε περάσει πολλά με τον Κρίστοφερ, δεν ήθελα να τη δω να πληγώνεται πάλι. «Να και ο Γουίλ με τη Νάταλι», είπε η Εύα, καθώς έφταναν και τα τελευταία μέλη της παρέας μας.
Ο Γουίλ Γκρέιντζερ είχε μια εμφάνιση ρετρό μπίτνικ που του πήγαινε. Κρατούσε αγκαλιασμένη από τη μέση μια μικρόσωμη γυναίκα με μπλε μαλλιά που ήταν ντυμένη στο ίδιο στιλ των φίφτις και τα χέρια της ήταν σκεπασμένα με τατουάζ. Ενώ η Εύα έκανε τις συστάσεις, έκανα νόημα στον μπράβο ότι είχε έρθει όλη η παρέα μας. Σήκωσε το κορδόνι και μας άνοιξε την πόρτα. Η γυναίκα μου με κοίταξε καχύποπτα. «Μη μου πεις ότι είναι δικό σου κι αυτό;» «Εντάξει τότε, δε θα σου το πω». «Εννοείς ότι είναι;» Το χέρι μου κατέβηκε την πλάτη της και ακούμπησε στην καμπύλη του γοφού της. Είχε αλλάξει το σορτς με μια κολλητή φούστα με σκίσιμο πίσω. Σχεδόν ευχόμουν να είχε μείνει με τα ίδια ρούχα. Το σορτς τόνιζε τα πόδια της. Η φούστα τόνιζε τον υπέροχο πισινό της. «Πρέπει να αποφασίσεις αν θέλεις να απαντήσω στην ερώτηση ή όχι», είπα, καθώς μπαίναμε στο κλαμπ. Η μουσική ήταν δυνατή, και η φωνή του ερασιτέχνη τραγουδιστή στη σκηνή ακόμη δυνατότερη. Φώτα τοποθετημένα σε στρατηγικά σημεία φώτιζαν διαδρόμους και τραπέζια, επιτρέποντας όμως στο περίγραμμα του Μανχάταν να εντυπωσιάσει τους πελάτες. Ο κλιματισμός δούλευε εντατικά από τους τοίχους και το δάπεδο, δροσίζοντας τον ανοιχτό χώρο σε μια ευχάριστη θερμοκρασία. «Υπάρχει τίποτα που να μην είναι δικό σου στη Νέα Υόρκη;» Ο Αράς γέλασε. «Δεν είναι δικό του πια το Ντ’ Άργκος Ρίγκαλ, στην Τριακοστή Έκτη Οδό». Η Εύα σταμάτησε τόσο απότομα που ο Αράς έπεσε πάνω της από πίσω και την έκανε να παραπατήσει. Τον αγριοκοίταξα. Η Εύα μου άρπαξε το χέρι και φώναξε για να ακουστεί πάνω από τον θόρυβο. «Ξεφορτώθηκες το ξενοδοχείο;» Την κοίταξα. Η κατάπληξη και η ελπίδα στο πρόσωπό της με αποζημίωσε με το παραπάνω για την οικονομική ζημιά. Κατένευσα. Όρμησε πάνω μου και τα χέρια της πλέχτηκαν γύρω από τον λαιμό μου. Άρχισε να μου δίνει γρήγορα, παθιασμένα φιλιά στο σαγόνι. Χαμογέλασα και το βλέμμα μου συναντήθηκε με του Αράς. «Και ξαφνικά», είπε αυτός, «εξηγούνται όλα».
10 «Θεέ μου, αυτοί οι δύο είναι τόσο γλυκό ζευγάρι», είπε η Σόνα κοιτάζοντας τον Γουίλ και τη Νάταλι που τραγουδούσαν το «I Got You, Babe» στη σκηνή. «Ναι, κοντεύω να πάθω σάκχαρο», είπε ο Μανιουέλ. Σηκώθηκε κρατώντας το ποτό του. «Με συγχωρείτε. Βλέπω κάτι ενδιαφέρον». Η φωνή του Γκίντεον δίπλα στο αυτί μου ήταν γελαστή. «Πες αντίο, αγγελούδι μου. Δε θα τον ξαναδούμε απόψε». Ακολούθησα το βλέμμα του και είδα μια όμορφη μελαχρινή να καρφώνει ολοφάνερα τον Μανιουέλ. «Γεια σου, Μανιουέλ!» του φώναξα κουνώντας το χέρι. Μετά γύρισα στον Γκίντεον, που ήταν μισοξαπλωμένος στο ακριβό δερμάτινο κάθισμα. «Πώς γίνεται και όσοι δουλεύουν για σένα είναι σέξι;» «Είναι;» είπε αυτός, κι έχωσε το πρόσωπό του στον λαιμό μου κάτω από το αυτί μου. «Ίσως τότε δε θα ’πρεπε να δουλεύουν πια για μένα». «Ω Θεέ μου». Κοίταξα τον έναστρο ουρανό. «Καλά, εντάξει, κατάλαβα, άνθρωπε των σπηλαίων». Το χέρι του σφίχτηκε γύρω από τους γοφούς μου τραβώντας με πιο κοντά, έτσι που ήμουν κολλημένη πάνω του από το γόνατο μέχρι τον ώμο. Ένα κύμα χαράς με πλημμύρισε. Μετά από όλες εκείνες τις δυσκολίες που είχαμε περάσει την προηγούμενη μέρα, ήταν υπέροχα να απολαμβάνουμε απλώς ο ένας τον άλλον. Η Μεγκούμι έσκυψε πάνω από το χαμηλό τραπεζάκι στη μέση του καθιστικού. Το τμήμα VIP του κλαμπ οριοθετούνταν από δύο γωνιακούς καναπέδες που χωρούσαν άνετα όλη την παρέα μας. «Πότε θα ανεβείτε εκεί πάνω εσείς οι δύο να γίνετε ρεζίλι;» ρώτησε. «Εε… ποτέ». Είχαν χρειαστεί μερικά ποτά και οι συνεχείς περιποιήσεις του Κάρι για να νιώσει η Μεγκούμι άνετα και να αρχίσει να διασκεδάζει. Ο φίλος μου είχε ξεκινήσει με μια ξεσηκωτική ερμηνεία του «Only the Good Die Young», και μετά είχε σύρει στη σκηνή και τη Μεγκούμι για να τραγουδήσει το «(I’ve Had) The Time of My Life». Η φίλη μου είχε γυρίσει στο τραπέζι λάμποντας. Ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στον Κάρι που την πρόσεχε. Και κάτι καλύτερο· δεν έδειχνε να σκοπεύει να μας παρατήσει για να βρει κάποια κατάκτηση, όπως είχε κάνει ο Μανιουέλ. Ήμουν πραγματικά περήφανη γι’ αυτόν. «Έλα τώρα, Εύα», είπε ο Στίβεν. «Εσύ το διάλεξες αυτό το μέρος. Πρέπει να τραγουδήσεις». «Το μέρος το διάλεξε η αδερφή σου», του απάντησα και την κοίταξα. Η Σόνα σήκωσε αθώα τους ώμους. «Η Σόνα έχει τραγουδήσει δύο φορές!» μου απάντησε. Δεν υποχώρησα. «Ο Μαρκ δεν έχει τραγουδήσει καθόλου». Το αφεντικό μου κούνησε το κεφάλι μου. «Να δοξάζετε τον Θεό γι’ αυτό». «Σε καταλαβαίνω απόλυτα. Ακόμη και λάστιχα που στριγκλίζουν φρενάροντας κάνουν πιο μελωδικό ήχο από μένα!» Ο Αρνόλντο έσπρωξε προς το μέρος μου την ταμπλέτα με τις επιλογές των τραγουδιών. Ήταν η πρώτη φορά όλη τη νύχτα που έκανε κάποια κίνηση προς το μέρος μου, πέρα από το να με
χαιρετήσει όταν συναντηθήκαμε. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς συγκεντρωμένος στη Μαγκνταλένα και τον Γκέιτζ, και προσπαθούσα να μη θεωρήσω ότι με σνόμπαρε σκόπιμα. «Αυτό δεν είναι δίκαιο», παραπονέθηκα. «Με έχετε στριμώξει όλοι! Ούτε ο Γκίντεον έχει τραγουδήσει». Κοίταξα τον άντρα μου κι αυτός σήκωσε τους ώμους. «Θα τραγουδήσω αν τραγουδήσεις κι εσύ». Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα από κατάπληξη. Δεν είχα ακούσει ποτέ τον Γκίντεον να τραγουδάει, δεν το είχα φανταστεί καν. Οι τραγουδιστές εκφράζουν συναισθήματα με τη φωνή τους, και τα συναισθήματα του Γκίντεον, κάτω από το ήρεμο παρουσιαστικό του, ήταν πολύ δυνατά και επώδυνα. «Ε, τώρα πρέπει να τραγουδήσεις», είπε ο Κάρι. Πήρε την ταμπλέτα και άνοιξε το μενού επιλογών των τραγουδιών σε μια τυχαία σελίδα. Το στομάχι μου σφίχτηκε λίγο. Κοίταξα άφωνη τα τραγούδια μπροστά μου. Ένα ξεχώρισε και το κοίταξα για μια στιγμή. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, σηκώθηκα όρθια. «Εντάξει. Να θυμάστε μόνο, πηγαίνατε γυρεύοντας. Δε θέλω να μου κολλάτε μετά ότι δεν πρέπει να ξανανοίξω το στόμα μου». Ο Γκίντεον, που είχε σηκωθεί κι αυτός, με τράβηξε κοντά του και μουρμούρισε στο αυτί μου: «Εγώ πάντως θέλω να το ξανανοίξεις το στόμα σου, αγγελούδι μου». Του ’ριξα μια αγκωνιά στα πλευρά και άκουσα το σιγανό γέλιο του πίσω μου καθώς πήγαινα στη σκηνή. Μου άρεσε να ακούω αυτό τον ήχο, μου άρεσε να είμαι μαζί του όταν ξεχνούσαμε τα προβλήματά μας και διασκεδάζαμε μαζί με ανθρώπους που μας αγαπούσαν. Ήμασταν παντρεμένοι, αλλά είχαμε να βγούμε ακόμη πολλά ραντεβού και να περάσουμε πολλές τέτοιες βραδιές με φίλους. Ήλπιζα ότι απόψε ήταν απλώς η πρώτη από πολλές. Είχα μετανιώσει κιόλας επειδή θα έθετα σε κίνδυνο την εύθραυστη ηρεμία μας με το τραγούδι που είχα διαλέξει – όχι όμως τόσο που να αλλάξω γνώμη. Έκανα χάι-φάιβ με τον Γουίλ που κατευθυνόταν προς το τραπέζι μας μαζί με τη Νάταλι. Θα μπορούσα να καταχωρίσω την επιλογή του τραγουδιού στην ταμπλέτα στο τραπέζι, με τον ίδιο τρόπο που είχαμε παραγγείλει φαγητό και ποτά, αλλά δεν ήθελα να δει τον τίτλο ο Γκίντεον. Επιπλέον, είχα προσέξει ότι όλες οι άλλες παρέες στο κλαμπ περίμεναν να έρθει η σειρά τους, ενώ οι δικές μας επιλογές έπαιζαν αμέσως. Ήλπιζα ότι αν πρόσθετα το όνομά μου στην ουρά η ίδια θα κέρδιζα λίγο χρόνο για να συγκεντρώσω το κουράγιο μου. Έπρεπε να το περιμένω όμως ότι δε θα γίνονταν έτσι τα πράγματα. Όταν έδωσα την επιλογή μου στην κοπέλα δίπλα στη σκηνή, αυτή την πέρασε στο σύστημα και είπε: «Εντάξει, περιμένετε εδώ. Είστε η επόμενη». «Πλάκα μου κάνεις». Κοίταξα στο τραπέζι μας. Ο Γκίντεον μου έκλεισε το μάτι. Ω, θα μου το πλήρωνε ακριβά αυτό αργότερα. Η κοπέλα που τραγουδούσε το «Diamonds» στη σκηνή τελείωσε και όλοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Ήταν αρκετά καλή, αλλά, εδώ που τα λέμε, η ζωντανή ορχήστρα φρόντιζε να καλύπτει πολλά από τα λάθη των τραγουδιστών. Οι μουσικοί ήταν πολύ καλοί. Ευχήθηκα να αποδεικνύονταν αρκετά καλοί για να καλύψουν και τις δικές μου παραφωνίες. Έτρεμα καθώς ανέβαινα τα λίγα σκαλιά μέχρι τη σκηνή. Όταν άκουσα δυνατά σφυρίγματα και επευφημίες από το τραπέζι μας, δεν μπόρεσα να μη γελάσω παρά τη νευρικότητά μου. Έπιασα το μικρόφωνο πάνω στη βάση του και η μουσική άρχισε αμέσως. Το γνωστό τραγούδι που αγαπούσα πολύ μού έδωσε την ώθηση που χρειαζόμουν για να ξεκινήσω.
Κοιτάζοντας τον Γκίντεον, είπα με τρεμάμενη φωνή τους πρώτους στίχους, λέγοντάς του ότι είναι εκπληκτικός. Παρά τη μουσική, άκουγα τα γέλια για τη φρικτή φωνή μου. Ακόμη και στο τραπέζι μας γελούσαν όλοι, αλλά το περίμενα αυτό. Είχα διαλέξει το «Brave». Κι έπρεπε να είμαι «brave», γενναία, για να το τραγουδήσω – ή γενναία ή τρελή. Παρέμεινα συγκεντρωμένη στον άντρα μου, που δε γελούσε, ούτε καν χαμογελούσε. Απλώς με κοίταζε με ένα βλέμμα γεμάτο ένταση καθώς του έλεγα μέσα από τους στίχους της Σάρα Μπαρέλες ότι ήθελα να τον δω να μιλά και να είναι γενναίος. Η πιασάρικη μελωδία σε συνδυασμό με τις ικανότητες της ορχήστρας κέρδισαν σιγά σιγά τον κόσμο, που άρχισε λίγο-πολύ να τραγουδάει μαζί. Η καρδιά μου ενίσχυσε τη φωνή μου, δίνοντας δύναμη στο μήνυμα που απηύθυνα στον Γκίντεον. Έπρεπε να δώσει τέλος στη σιωπή του. Έπρεπε να πει στην οικογένειά του την αλήθεια. Όχι για μένα ή γι’ αυτούς, αλλά για τον εαυτό του. Όταν τελείωσε το τραγούδι, οι φίλοι μου πετάχτηκαν όρθιοι χειροκροτώντας, κι εγώ χαμογέλασα πλατιά, νιώθοντας γεμάτη ενέργεια. Έκανα μια βαθιά υπόκλιση κι έβαλα τα γέλια όταν άγνωστοι από τα τραπέζια μπροστά στη σκηνή άρχισαν κι αυτοί τις επευφημίες. Ήξερα τα δυνατά μου σημεία, και η φωνή μου σίγουρα δεν ήταν ένα από αυτά. «Ήσουν φοβερή!» φώναξε η Σόνα μόλις γύρισα στο τραπέζι. Μ’ άρπαξε και με αγκάλιασε με όλη της τη δύναμη. «Το ’χες το τραγούδι, κορίτσι μου». «Θύμισέ μου να σ’ το ξεπληρώσω αργότερα εσένα», είπα ξερά, νιώθοντας να γίνομαι κατακόκκινη καθώς άρχισαν τους επαίνους και οι υπόλοιποι. «Παιδιά, με δουλεύετε ψιλό γαζί». «Α, κοριτσάκι», είπε νωχελικά ο Κάρι, με τα πράσινα μάτια του να γελούν, «δε γίνεται να είσαι καλή σε όλα. Είναι σκέτη ανακούφιση που έχεις ψεγάδια όπως κι εμείς οι υπόλοιποι». Του έβγαλα τη γλώσσα και πήρα το καινούργιο κοκτέιλ βότκα με χυμό κράνμπερι που ήταν μπροστά στη θέση μου. «Η σειρά σου, μεγάλε εραστή», είπε ο Αράς, χαμογελώντας στον Γκίντεον. Ο άντρας μου κατένευσε και μετά με κοίταξε. Το πρόσωπό του δεν έδειχνε τίποτα από τις σκέψεις του, κι άρχισα να ανησυχώ. Δεν υπήρχε καμιά τρυφερότητα στα χείλια ή τα μάτια του, τίποτα που να μου δώσει κάποιο στοιχείο. Και τότε κάποιος ηλίθιος στη σκηνή άρχισε να τραγουδάει το «Golden». Ο Γκίντεον πάγωσε, το σαγόνι του σφίχτηκε. Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα και ένιωσα κάποια ανακούφιση όταν μου το έσφιξε κι αυτός. Με φίλησε στο μάγουλο και τράβηξε προς τη σκηνή, περνώντας μέσα από τον κόσμο με μια επιβλητική άνεση. Τον παρακολουθούσα κι έβλεπα γυναικεία κεφάλια να γυρίζουν και να τον ακολουθούν. Ήμουν προκατειλημμένη φυσικά, αλλά ήξερα με σιγουριά ότι ήταν ο πιο εντυπωσιακός άντρας μέσα στην αίθουσα. Σοβαρά, θα ’πρεπε να θεωρείται έγκλημα για έναν άντρα να είναι τόσο σέξι. Κοίταξα τον Αράς και τον Αρνόλντο. «Τον έχετε ακούσει να τραγουδάει ποτέ;» Ο Αρνόλντο έκανε ένα αρνητικό νεύμα. Ο Αράς γέλασε. «Όχι βέβαια. Αν είμαστε τυχεροί, θα τραγουδάει σαν εσένα. Όπως είπε ο Κάρι, δεν μπορεί να είναι καλός σε όλα, γιατί θα τον μισήσουμε». Ο τραγουδιστής στη σκηνή τελείωσε το τραγούδι. Μια στιγμή αργότερα, ανέβηκε πάνω ο Γκίντεον. Για κάποιο λόγο, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τρελά, λες και ήμουν εγώ εκεί πάνω. Οι
παλάμες μου ίδρωσαν και τις σκούπισα στη φούστα μου. Φοβόμουν πώς θα ήταν ο Γκίντεον σαν τραγουδιστής. Όσο κι αν δε μου άρεσε να το σκέφτομαι, ήταν δύσκολο να ανταγωνιστεί κανείς τον Μπρετ, και το γεγονός ότι πριν από λίγο είχαμε ακούσει το «Golden» από κάποιον που θα ’πρεπε να του απαγορεύσουν να τραγουδάει έκανε τις συγκρίσεις αναπόφευκτες. Ο Γκίντεον άρπαξε το μικρόφωνο και το έβγαλε από τη βάση του σαν να είχε ξανακάνει αυτή την κίνηση χιλιάδες φορές στο παρελθόν. Οι γυναίκες στο ακροατήριο τρελάθηκαν, του φώναζαν πόσο σέξι είναι και πετούσαν πονηρά σχόλια που προτίμησα να αγνοήσω. Ο Γκίντεον ήταν υπέροχος εμφανισιακά, αλλά εκεί που σκότωνε τις γυναίκες ήταν με την επιβλητική παρουσία και την αυτοπεποίθησή του. Φαινόταν άντρας που ήξερε πώς να γαμήσει μια γυναίκα μέχρι λιποθυμίας. Και ήταν. «Αυτό το τραγούδι», είπε, «είναι για τη γυναίκα μου». Με ένα βλέμμα στην ορχήστρα, ο Γκίντεον τους έκανε σήμα να αρχίσουν. Ένα ρυθμικό μπάσο που αναγνώρισα αμέσως επιτάχυνε τον σφυγμό μου. «Lifehouse!» φώναξε η Σόνα, χτυπώντας παλαμάκια. «Γουστάρω!» «Σε λέει γυναίκα του κιόλας!» φώναξε η Μεγκούμι, σκύβοντας προς το μέρος μου. «Πόσο τυχερή είσαι;» Δεν την κοίταξα. Δεν μπορούσα. Η προσοχή μου ήταν καρφωμένη στον Γκίντεον που με κοίταζε κι άρχισε να τραγουδά, λέγοντάς μου με μια υπέροχη βραχνή φωνή ότι ήθελε απεγνωσμένα να αλλάξει και λαχταρούσε για αλήθεια. Απαντούσε στο τραγούδι μου. Τα μάτια μου βούρκωσαν και η καρδιά μου άρχισε να χτυπά με διαφορετικό ρυθμό. Νόμιζα ότι θα ήταν ανέκφραστος, χωρίς συναίσθημα; Θεέ μου, αυτός με σκότωνε, γύμνωνε όλη την ψυχή του με την τραχιά χροιά της φωνής του. «Θεέ και Κύριε», είπε ο Κάρι, με το βλέμμα καρφωμένο στη σκηνή. «Ο άνθρωπος ξέρει να τραγουδάει». Κρεμόμουν από τα χείλια του, άκουγα το μήνυμά του για το πώς με κυνηγούσε και με ερωτευόταν όλο και πιο πολύ. Ανακάθισα στη θέση μου, είχα ανάψει τόσο που δεν το άντεχα. Ο Γκίντεον κυριαρχούσε με την παρουσία του σε όλη την αίθουσα. Από όλες τις φωνές που ακούσαμε εκείνο το βράδυ, η δική του ήταν πραγματικά επαγγελματικού επιπέδου. Στεκόταν στο φως ενός προβολέα, με τα πόδια μισάνοιχτα, κομψά ντυμένος ενώ έλεγε ένα τραγούδι ροκ, και ο συνδυασμός λειτουργούσε τόσο καλά που δεν μπορούσα να φανταστώ να το τραγουδούν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Δεν υπήρχε σύγκριση με τον Μπρετ, ούτε στην ερμηνεία του Γκίντεον ούτε στην αντίδρασή μου σ’ αυτή. Πετάχτηκα όρθια πριν το καταλάβω κι άρχισα να προχωρώ μέσα στον κόσμο για να τον φτάσω. Ο Γκίντεον τελείωσε το τραγούδι και ο κόσμος άρχισε να παραληρεί, κόβοντάς μου τον δρόμο. Χάθηκα μέσα στο στριμωξίδι καθώς ήμουν πολύ κοντή για να δω πάνω από τους ώμους γύρω μου. Με βρήκε αυτός όμως, πέρασε σπρώχνοντας μέσα από τον κόσμο και με πήρε στην αγκαλιά του. Το στόμα του σκέπασε το δικό μου και με φίλησε άγρια, προκαλώντας έναν νέο γύρο από σφυρίγματα και επευφημίες. Άκουσα την ορχήστρα να αρχίζει ένα καινούργιο τραγούδι. Σχεδόν σκαρφάλωσα πάνω του και του είπα λαχανιασμένη στο αυτί: «Τώρα!» Δε χρειάστηκε να του εξηγήσω. Με άφησε κάτω, μου άρπαξε το χέρι και με οδήγησε πίσω από το μπαρ, στην κουζίνα, και από κει στο ασανσέρ υπηρεσίας. Κόλλησα πάνω του πριν ακόμη κλείσουν
οι πόρτες πίσω μας, αλλά αυτός έβγαλε το κινητό και το έφερε στο αυτί του, γέρνοντας το κεφάλι του πίσω καθώς το στόμα μου γλιστρούσε φρενιασμένα πάνω στον λαιμό του. «Φέρε τη λιμουζίνα», διέταξε τραχιά, και μετά έβαλε το κινητό στην τσέπη του και άρχισε να με φιλά κι αυτός με όλο το πάθος που κάποτε κρατούσε κλειδωμένο μέσα του. Τον καταβρόχθιζα άπληστα, έπιασα το χείλι του με τα δόντια μου και το γεύτηκα με γρήγορες κινήσεις της γλώσσας μου. Βόγκηξε όταν τον έσπρωξα στον τοίχο του θαλάμου κι έπιασα το ορθωμένο πέος του και με τα δύο χέρια. «Εύα… Χριστέ μου». Σταματήσαμε να κατεβαίνουμε και ξαφνικά άρχισε να κινείται αστραπιαία, με άρπαξε από τον αγκώνα και μ’ έσπρωξε μπροστά του. Βγήκαμε από το ασανσέρ και συνέχισε με γρήγορες ανυπόμονες δρασκελιές. Βγήκαμε από έναν διάδρομο υπηρεσίας στον χώρο υποδοχής, περάσαμε μέσα από τον κόσμο και βρεθήκαμε στην καλοκαιρινή νύχτα. Η λιμουζίνα περίμενε στον δρόμο. Ο Άνγκους πετάχτηκε έξω κι άνοιξε την πίσω πόρτα. Όρμησα μέσα με τον Γκίντεον να με ακολουθεί. «Μην πας μακριά», είπε στον Άνγκους. Καθίσαμε στο κάθισμα με μισό μέτρο απόσταση ανάμεσά μας, κοιτάζοντας και οι δύο αλλού καθώς το διαχωριστικό ανέβηκε αργά και η λιμουζίνα άρχισε να κινείται. Τη στιγμή που το διαχωριστικό έκλεισε, έπεσα πίσω στο κάθισμα και τράβηξα πάνω τη φούστα μου, ξεσκίζοντας ξεδιάντροπα τα ίδια μου τα ρούχα μέσα στην ανυπομονησία μου να με γαμήσει. Ο Γκίντεον γονάτισε στο δάπεδο, ανοίγοντας ταυτόχρονα το παντελόνι του. Έβγαλα το σλιπάκι μου και το πέταξα μαζί με τα σανδάλια μου. «Αγγελούδι μου». Το γρύλισμά του με έκανε να βογκήξω από ανυπομονησία. «Είμαι υγρή, είμαι υγρή», είπα. Δεν ήθελα να παίξει μαζί μου ή να περιμένει. Παρ’ όλα αυτά, με δοκίμασε, σκεπάζοντας το μουνί μου με την παλάμη του. Τα δάχτυλά του με άνοιξαν, χάιδεψαν την κλειτορίδα μου, μπήκαν μέσα. «Εύα, είσαι μούσκεμα». «Άσε με να σε καβαλήσω», τον παρακάλεσα, ενώ σηκωνόμουν από το κάθισμα. Ήθελα να κανονίσω εγώ τον ρυθμό, το βάθος. Ο Γκίντεον έσπρωξε το παντελόνι και το μπόξερ στα γόνατά του, και κάθισε στο κάθισμα παραμερίζοντας το πουκάμισό του. Ο πούτσος του ορθωνόταν χοντρός και μακρύς ανάμεσα στους μηρούς του, άγρια όμορφος όπως και όλος ο υπόλοιπος. Γλιστρώντας γονάτισα ανάμεσα στα πόδια του και του χάιδεψα το πέος και με τα δύο χέρια. Ήταν καυτό και μεταξένιο. Τον πήρα στο στόμα μου πριν ακόμη συνειδητοποιήσω τι θα κάνω. Τράβηξε μια σφυριχτή ανάσα μέσα από τα δόντια του και άρπαξε με το ένα χέρι την αλογοουρά μου ενώ το κεφάλι του έπεφτε πίσω. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια. «Ναι». Στριφογύρισα τη γλώσσα μου γύρω από το πλατύ κεφάλι. Τον γευόμουν, ένιωθα τις χοντρές φλέβες που πάλλονταν κάτω από τις παλάμες μου. Σφίγγοντας τα χείλια μου τραβήχτηκα πίσω, μετά τον ρούφηξα πάλι. Βόγκηξε και τεντώθηκε προς τα πίσω, σπρώχνοντας τον πούτσο του μέσα στο στόμα μου. «Πάρ’ τον βαθιά». Τον υπάκουσα συστρέφοντας το κορμί μου δεξιά-αριστερά, απίστευτα αναμμένη από την ηδονή του. Τα μάτια του άνοιξαν, χαμήλωσε το κεφάλι για να απολαύσει το θέαμα.
«Έλα δω». Ένα ρίγος επιθυμίας με διαπέρασε με αυτή τη βραχνή εντολή. Σκαρφάλωσα στο υπέροχο σώμα του, καβάλησα τους μηρούς του και τύλιξα τα χέρια μου πάνω από τους ώμους του. «Είσαι τόσο καυτός». «Εγώ; Εσύ κοντεύεις να πάρεις φωτιά, άγγελέ μου». Μετακίνησα τους γοφούς μου για να τον φέρω στην κατάλληλη θέση. «Περίμενε να με νιώσεις από μέσα». Έβαλε το χέρι του από πίσω κι έπιασε τον πούτσο του, κρατώντας τον σταθερό καθώς χαμήλωνα. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν καθώς το χοντρό κεφάλι του πέους του χώθηκε μέσα μου, τεντώνοντας το μουνί μου. «Γκίντεον». Αυτή η αίσθηση ότι με παίρνει, με κάνει δική του, ήταν κάτι που δε θα το ξεπερνούσα ποτέ. Με έπιασε από τους γοφούς για να με στηρίξει. Κατέβηκα κι άλλο παίρνοντάς τον πιο βαθιά, με τα μάτια μου στα δικά του που μισόκλεισαν από πόθο. Ένα γρύλισμα γέμισε τον χώρο ανάμεσά μας κι ένιωσα να υγραίνομαι ακόμη πιο πολύ, να ανάβω περισσότερο. Δεν είχε σημασία πόσες φορές έκανα έρωτα μαζί του, πάντα ήθελα κι άλλο. Ήθελα κι άλλο από τον τρόπο που ανταποκρινόταν σε μένα, λες και ποτέ δεν είχε νιώσει κάτι παρόμοιο, σαν να του έδινα κάτι που δεν μπορούσε να βρει πουθενά αλλού. Πιάστηκα από την πλάτη του καθίσματος και περιέστρεψα τους γοφούς μου, στέλνοντάς τον λίγο πιο βαθιά. Τον αισθανόμουν να με πιέζει στο πιο βαθύ μου μέρος, αλλά δεν τον χωρούσα ολόκληρο. Τον ήθελα όμως. Τον ήθελα όλο. «Την πρώτη μας φορά…» είπε βραχνά, παρακολουθώντας με. «Με καβάλησες εδώ μέσα και με τρέλανες. Μ’ έστειλες αδιάβαστο». «Ήταν τόσο ωραία», είπα ξέπνοα, πλησιάζοντας επικίνδυνα στον οργασμό. Ήταν τόσο χοντρός, τόσο σκληρός. «Ω Θεέ μου. Τώρα είναι ακόμη καλύτερα». Τα δάχτυλά του χώθηκαν στους γοφούς μου. «Τώρα σε θέλω ακόμη πιο πολύ». Αγκομαχώντας, κόλλησα τον κρόταφό μου στον δικό του. «Βοήθησέ με». «Κρατήσου». Τράβηξε τους γοφούς μου προς τα κάτω και ταυτόχρονα έσπρωξε με το πέος του προς τα πάνω, μπαίνοντας ακόμη πιο βαθιά. «Πάρ’ τον, Εύα. Πάρ’ τον όλο». Ξεφώνισα και τρίφτηκα πάνω του κινούμενη από ένστικτο, μέχρι που μπήκε μέσα μου όλος. «Ναι… ναι…» είπε αγκομαχώντας. Βρόντηξε τους γοφούς μου πάνω στους δικούς του, ανεβοκατεβάζοντας το μουνί μου πάνω στο άκαμπτο μήκος του πέους του. Το πρόσωπό του είχε αγριέψει από τον πόθο, η ανάγκη του βαθιά χαραγμένη στα χαρακτηριστικά του. «Θα τελειώσω τόσο πολύ για σένα», μου υποσχέθηκε με βαριά φωνή. «Θα με νιώθεις μέσα σου όλη νύχτα». Ο ήχος της φωνής του… η εικόνα του να τραγουδάει πάνω στη σκηνή… ποτέ μου δεν ήμουν τόσο ξαναμμένη. Δεν ήταν ο μόνος που θα τελείωνε ασυγκράτητα. Το κεφάλι του έπεσε πίσω στο κάθισμα, το στήθος του ανεβοκατέβαινε, και απ’ τον λαιμό του έβγαιναν τραχιά γρυλίσματα ηδονής. Με άφησε, έσφιξε τις γροθιές του πάνω στο κάθισμα. Με άφησε να γαμηθώ πάνω του έτσι όπως είχα ανάγκη, με άφησε να τον χρησιμοποιήσω. Τεντώθηκα προς τα πίσω και τελείωσα με μια κραυγή, τρέμοντας σύγκορμη, με το μουνί μου να σφίγγει και να κυματίζει γύρω από τον πούτσο του. Έχασα τον ρυθμό μου, η όρασή μου μαύρισε. Ένα ατελείωτο βογκητό ξεχύθηκε από μέσα μου, η ανακούφιση της εκτόνωσης μου έφερε ζάλη. Ο κόσμος μετατοπίστηκε ξαφνικά και βρέθηκα ανάσκελα, με τον Γκίντεον να υψώνεται από πάνω
μου. Πέρασε το χέρι του κάτω από το αριστερό μου πόδι και το σήκωσε στον ώμο του. Στύλωσε τα πόδια του στο δάπεδο κι άρχισε να με σφυροκοπά ξανά και ξανά, μπαίνοντας βαθιά. Τόσο βαθιά. Σφάδαζα, η αίσθηση του πούτσου του μέσα μου ήταν τόσο υπέροχη που πονούσε. Με κρατούσε ακινητοποιημένη, ανοιχτή και ανυπεράσπιστη, με χρησιμοποιούσε όπως τον είχα χρησιμοποιήσει κι εγώ, έχοντας χάσει τον αυτοέλεγχό του από την ανάγκη του να τελειώσει. Η δύναμη του σώματός του καθώς βροντούσε πάνω μου, η δύναμη του πούτσου του καθώς βυθιζόταν στο ευαίσθητο μουνί μου με έκανε να πλησιάσω πάλι τρέμοντας στα πρόθυρα ενός νέου οργασμού. «Σ’ αγαπώ», βόγκηξα, χαϊδεύοντας τους μηρούς του. Γρύλισε το όνομά μου κι άρχισε να εκσπερματώνει σφίγγοντας το δόντια του, πιέζοντας τους γοφούς του στους δικούς μου, μπαίνοντας βαθιά. Η αίσθηση καθώς τελείωνε μέσα μου με έκανε να τελειώσω κι εγώ ξανά. «Τόσο ωραία», βόγκηξε, συνεχίζοντας να πηγαινοέρχεται μέσα στους σπασμούς του μουνιού μου. Τα κορμιά μας τεντώθηκαν ταυτόχρονα και σφίξαμε ο ένας τον άλλον. Έχωσε το πρόσωπό του στον λαιμό μου. «Σ’ αγαπώ». Αισθάνθηκα δάκρυα να υγραίνουν τα μάτια μου. Το έλεγε τόσο σπάνια. «Πες το μου πάλι», τον ικέτεψα, αρπαγμένη από πάνω του. Βρήκε το στόμα μου με το δικό του. «Σ’ αγαπώ…» «Κι άλλο», είπα γλείφοντας τα χείλια μου. Ο Γκίντεον με κοίταξε πάνω από τον ώμο του. Στο τηγάνι μπροστά του τσιτσίριζαν φέτες μπέικον και μου έτρεχαν τα σάλια για άλλη μία. «Κι εγώ που νόμιζα ότι δυο πακέτα μπέικον θα μας έφταναν για όλο το Σαββατοκύριακο». «Το λίπος είναι απαραίτητο όταν έχεις πιει το βράδυ», του είπα. Σκούπισα με το δάχτυλό μου το πιάτο μου και το έγλειψα. «Όταν δεν έχεις πονοκέφαλο από το ποτό, δηλαδή». «Που εγώ έχω», μουρμούρισε ο Κάρι, μπαίνοντας στην κουζίνα μόνο με το τζιν του, που δεν είχε κάνει καν τον κόπο να το κουμπώσει όλο. «Έχει καμιά μπίρα;» Ο Γκίντεον έδειξε το ψυγείο με την τσιμπίδα που κρατούσε. «Στο κάτω συρτάρι». Κούνησα το κεφάλι κοιτώντας τον φίλο μου. «Αλκοόλ πρωί-πρωί για αντίδοτο στο χτεσινό μεθύσι;» «Έτσι όπως το λες. Πάει να σπάσει το κεφάλι μου». Ο Κάρι πήρε μια μπίρα και ήρθε δίπλα μου στη νησίδα. Έβγαλε το καπάκι και φέρνοντας το μπουκάλι στο στόμα του έγειρε το κεφάλι και κατέβασε τη μισή μονορούφι. «Πώς κοιμήθηκες;» ρώτησα, ενώ μέσα μου ευχόμουν να πήγαν όλα καλά. Ο Κάρι είχε μείνει το βράδυ στην γκαρσονιέρα που συνδεόταν με το κυρίως διαμέρισμα, και είχα την ελπίδα ότι θα του άρεσε. Είχε κι αυτή την προπολεμική λεπτομέρεια του υπόλοιπου διαμερίσματος, και ήταν παρόμοια επιπλωμένη. Ήξερα ότι οι προτιμήσεις του Κάρι ήταν πιο σύγχρονες, αλλά ήμουν σίγουρη ότι του άρεσε η θέα στο Σέντραλ Παρκ. Όλα τα υπόλοιπα μπορούσαν να αλλάξουν, φτάνει να δεχόταν. «Σαν κούτσουρο». «Σου αρέσει το διαμέρισμα;» «Φυσικά. Σε ποιον δε θ’ άρεσε;» «Θέλεις να μείνεις εκεί;» επέμεινα. Ο Κάρι με κοίταξε με ένα λοξό χαμόγελο. «Ναι, κοριτσάκι. Είναι σκέτο όνειρο. Γκίντεον, σ’ ευχαριστώ για την ελεημοσύνη».
Ο άντρας μου γύρισε από την κουζίνα με ένα πιάτο με μπέικον στο χέρι. «Δεν περιλαμβάνεται ελεημοσύνη στην προσφορά», είπε ξερά. «Κατά τ’ άλλα, παρακαλώ». Χτύπησα παλαμάκια. «Ζήτω! Γουστάρω». Ο Γκίντεον έπιασε μια φέτα μπέικον και την έβαλε στο στόμα του. Έσκυψα μπροστά ανοίγοντας τα χείλια μου, κι αυτός έσκυψε και με άφησε να κόψω την άκρη. «Α, ελάτε τώρα», βόγκηξε ο Κάρι. «Έχω ήδη αναγούλα, μη μου τη χειροτερεύετε». Τον έσπρωξα. «Σκάσε εσύ». Ο Κάρι χαμογέλασε και αποτελείωσε την μπίρα. «Πρέπει να σας ζορίζω και λίγο. Αλλιώς, ποιος άλλος θα σας σταματήσει αν πάτε να τραγουδήσετε το “I Got You, Babe” σε μερικά χρόνια;» Θυμήθηκα τον Γουίλ και τη Νάταλι και χαμογέλασα. Τον είχα συμπαθήσει ακόμη περισσότερο, και τα είχα πάει καλά και με το κορίτσι του. «Δεν είναι αξιολάτρευτοι; Είναι μαζί από το γυμνάσιο». «Ακριβώς αυτό εννοώ», είπε ο Κάρι. «Αν είσαι πολλά χρόνια με κάποιον ή θα αρχίσουν οι καβγάδες ή θα το ρίξεις στα σαχλοσαλιαρίσματα και πας χαμένος». «Ο Μαρκ και ο Στίβεν είναι χρόνια μαζί», είπα. «Δε μαλώνουν ούτε σαχλοσαλιαρίζουν». Με κοίταξε καλά καλά. «Είναι γκέι, Εύα. Δεν υπάρχει οιστρογόνο στο μείγμα για να βγάλει δράμα». «Ω Θεέ μου. Σεξιστικό γουρούνι! Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι είπες τέτοιο πράγμα». Ο Κάρι κοίταξε τον Γκίντεον. «Εσύ ξέρεις ότι έχω δίκιο». «Και σε αυτό το σημείο, εγώ παίρνω δρόμο», δήλωσε ο Γκίντεον, παίρνοντας τρεις φέτες μπέικον από το πιάτο. «Ε!» διαμαρτυρήθηκα καθώς έβγαινε στο λίβινγκ ρουμ. Ο Κάρι γέλασε. «Μην ανησυχείς γι’ αυτόν. Πήγε και κρεμάστηκε με γυναίκα της συνομοταξίας σου, οπότε…» Τον αγριοκοίταξα καθώς μασουλούσα άλλο ένα κομμάτι μπέικον. «Θα σε συγχωρήσω, γιατί σου χρωστάω για χτες βράδυ». «Είχε πλάκα. Η Μεγκούμι είναι καλό παιδί». Το χαμόγελό του έσβησε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Λυπάμαι γι’ αυτά που πέρασε». «Ναι, κι εγώ το ίδιο». «Αποφάσισες πώς θα βοηθήσεις άλλες γυναίκες θύματα κακοποίησης;» Ακούμπησα τους αγκώνες μου στη νησίδα. «Θα μιλήσω με τον Γκίντεον, σκέφτομαι να δουλέψω με το φιλανθρωπικό του ίδρυμα, το Κρόσροουντς». «Να πάρει. Γιατί δεν το είχες σκεφτεί αυτό ως τώρα;» «Γιατί… είμαι πεισματάρα, φαντάζομαι». Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου προς το λίβινγκ ρουμ και χαμήλωσα τη φωνή μου. «Ένα πράγμα που του αρέσει πάνω μου είναι ότι δεν κάνω πάντα αυτό που θέλει απλώς και μόνο επειδή το θέλει. Δεν είναι σαν τον Στάντον». «Και δε θέλεις να είσαι σαν τη μαμά σου. Αυτό σημαίνει ότι δε θα αλλάξεις επίθετο, θα κρατήσεις το Τραμέλ;» «Με τίποτα. Είναι σημαντικό για τον Γκίντεον να γίνω Εύα Κρος. Άλλωστε ακούγεται και γαμώ». «Όντως». Άγγιξε την άκρη της μύτης μου με το δάχτυλό του. «Είμαι εδώ όταν με χρειάζεσαι». Κατέβηκα από το σκαμνί και τον αγκάλιασα. «Το ίδιο κι εγώ». «Εγώ σίγουρα θα σε χρειαστώ». Αναστέναξε βαριά. «Συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές, κοριτσάκι. Σου συμβαίνει ποτέ να φοβάσαι;» Τον κοίταξα νιώθοντας τον δεσμό που υπήρχε ανάμεσά μας και μας είχε βοηθήσει να περάσουμε
πολλές δύσκολες στιγμές. «Πολλές φορές, αλλά δεν αφήνω τον εαυτό μου να το σκέφτεται». «Πρέπει να πεταχτώ στο γραφείο», είπε ο Γκίντεον, ενώ έμπαινε πάλι στην κουζίνα φορώντας ένα κασκέτο των Γιάνκις. Είχε κρατήσει το ίδιο γκρίζο τι-σερτ, αλλά είχε αλλάξει το παντελόνι της πιτζάμας με παντελόνι φόρμας. Στριφογύριζε ένα μπρελόκ με κλειδιά στο δάχτυλό του. «Δε θ’ αργήσω». «Όλα καλά;» τον ρώτησα, καθώς απομακρύνθηκα από τον Κάρι. Ο άντρας μου είχε το επιχειρηματικό του πρόσωπο, αυτό που έδειχνε ότι το μυαλό του ήταν κιόλας σε ό,τι σχεδίαζε να κάνει. «Μια χαρά». Πλησίασε και μου έδωσε ένα γρήγορο φιλί. «Θα γυρίσω σε δυο-τρεις ώρες. Η Άιρλαντ θα έρθει στις έξι». Έφυγε και απόμεινα να κοιτάζω την πόρτα απ’ όπου είχε βγει. Τι ήταν τόσο σημαντικό που να τον κάνει να πάει στο γραφείο μέσα στο Σαββατοκύριακο; Ο Γκίντεον ήταν κτητικός σε πολλά πράγματα που είχαν σχέση μαζί μου, με κυριότερο τον χρόνο που περνούσαμε μαζί. Και αυτό το στριφογύρισμα των κλειδιών ήταν παράξενο. Ο Γκίντεον δεν ήταν άνθρωπος που έκανε περιττές κινήσεις. Οι μόνες περιπτώσεις που τον είχα δει να κάνει νευρικές κινήσεις ήταν όταν ήταν τελείως ήρεμος ή το αντίθετο, όταν ήταν έτοιμος για μάχη. Δεν μπορούσα να διώξω την αίσθηση ότι κάτι μου έκρυβε. Ως συνήθως. «Πάω να κάνω ένα ντους», είπε ο Κάρι, παίρνοντας ένα μπουκάλι νερό από το ψυγείο. «Θέλεις να δούμε καμιά ταινία μόλις βγω;» «Βέβαια», είπα αφηρημένα. «Καλή ιδέα». Περίμενα μέχρι να γυρίσει στην γκαρσονιέρα, και μετά πήγα να βρω το τηλέφωνό μου.
11 «Πού είναι η Εύα;» Πέρασα μπροστά από τη Μερσεντές και ανέβηκα στο πεζοδρόμιο μπροστά στον Μπρετ Κλάιν. Τα δάχτυλά μου έκαναν συσπάσεις καθώς κατέπνιγα τη συνήθεια να απλώσω το χέρι μου για χειραψία. Τα χέρια του Κλάιν είχαν αγγίξει τη γυναίκα μου σεξουαλικά στο παρελθόν… και πρόσφατα. Δεν ήθελα να τα σφίξω. Ήθελα να τα σπάσω. «Στο σπίτι μας», του απάντησα, δείχνοντας την είσοδο στο Κτίριο Κρόσφαϊρ. «Ας ανεβούμε στο γραφείο μου». Ο Κλάιν χαμογέλασε παγερά. «Δεν μπορείς να με κρατήσεις μακριά της». «Δε χρειάζεται, αυτό το κατάφερες μόνος σου». Πρόσεξα τα ρούχα του, λιωμένο τι-σερτ με το σήμα του Μπαρ 69, μαύρο τζιν και δερμάτινες μπότες. Σίγουρα το ντύσιμό του δεν ήταν σύμπτωση. Ήθελε να υπενθυμίσει στην Εύα το παρελθόν τους. Ίσως να το υπενθυμίσει και σε μένα. Ο Γιμάρα του είχε δώσει την ιδέα; Δε θα μου φαινόταν παράξενο. Ήταν λάθος κίνηση και για τους δύο. Ο Κλάιν πέρασε τις περιστρεφόμενες πόρτες πριν από μένα. Η ασφάλεια πήρε τα στοιχεία του και τύπωσε μια προσωρινή ταυτότητα, και μετά περάσαμε τις μπάρες και πήγαμε στα ασανσέρ. «Δεν μπορείς να με τρομάξεις με τα λεφτά σου», είπε σφιγμένα ο Κλάιν. Μπήκα στον θάλαμο και πάτησα το κουμπί για τον τελευταίο όροφο. «Υπάρχουν μάτια και αυτιά σε όλη την πόλη. Τουλάχιστον στο γραφείο μου ξέρω ότι δε θα δώσουμε παράσταση για τους δημοσιογράφους». Τα χείλια του στράβωσαν σε μια έκφραση αηδίας. «Μόνο αυτό σε νοιάζει; Η δημόσια εικόνα σου;» «Ειρωνική ερώτηση αν λάβουμε υπόψη ποιος είσαι και τι θέλεις». «Μη μου μιλάς σαν να με ξέρεις», γρύλισε. «Δεν ξέρεις τίποτα». Η επιθετικότητα και ο θυμός του Κλάιν διαπότιζε τον στενό χώρο του ασανσέρ. Έσφιγγε την μπάρα πίσω του, η στάση του έδειχνε έχθρα και επιφυλακή. Από τα πλατινέ καρφάκια στα μαλλιά του μέχρι τα γκριζόμαυρα τατουάζ που σκέπαζαν τα μπράτσα του, ο τραγουδιστής των Six-Ninths δε θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο από μένα ως προς την εμφάνιση. Κάποτε ένιωθα να με απειλεί αυτό, όπως και το ιστορικό του με την Εύα – όχι τώρα πια όμως. Τα πράγματα είχαν αλλάξει μετά το Σαν Ντιέγκο. Και μετά το χτεσινό βράδυ. Ένιωθα ακόμη τα σημάδια από τα νύχια της Εύας στην πλάτη και τον πισινό μου. Με είχε σπρώξει ως τα όριά μου όλη τη νύχτα και μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η ακόρεστη δίψα που ένιωθε για μένα δεν άφηνε χώρο για κανέναν άλλον. Και το σκάλωμα στη φωνή της όταν μου είπε ότι μ’ αγαπά, τα δάκρυα στα μάτια της όταν υπέκυψα και το είπα κι εγώ… Έγειρα στον απέναντι τοίχο του ασανσέρ κι έβαλα τα χέρια στις τσέπες της φόρμας μου, ξέροντας ότι η αταραξία μου θα κεντρίσει τον Κλάιν. «Το ξέρει ότι συναντιόμαστε έτσι;» ρώτησε με τραχιά φωνή. «Σκέφτηκα να το αφήσω σε σένα να αποφασίσεις αν θα της το πεις». «Α, σίγουρα θα της το πω». «Το ελπίζω».
Βγήκαμε στην υποδοχή του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος, περάσαμε τις πόρτες ασφαλείας και πήγαμε στο γραφείο μου. Είδα μερικά άτομα στα γραφεία τους και πρόσεξα ποιοι ήταν. Εκείνοι που δούλευαν και στα ρεπό δεν ήταν πάντα καλύτεροι υπάλληλοι από εκείνους που δε δούλευαν, αλλά σεβόμουν τη φιλοδοξία και την αντάμειβα. Όταν φτάσαμε στο γραφείο μου, έκλεισα τις πόρτες πίσω μας και θόλωσα το τζάμι. Πάνω στο γραφείο μου υπήρχε ένας φάκελος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχα δώσει πριν φύγω από το ρετιρέ. Έβαλα το χέρι πάνω του κι έκανα νόημα στον Κλάιν να καθίσει. Αυτός έμεινε όρθιος. «Τι διάβολο συμβαίνει; Έρχομαι στη Νέα Υόρκη για να δω την Εύα και ο μπράβος σου με φέρνει εδώ». Ο «μπράβος» ήταν ένας άνθρωπος της Βιντάλ Ρέκορντς, αλλά δεν έκανε λάθος θεωρώντας ότι δούλευε για μένα. «Είμαι διατεθειμένος να σου προσφέρω πολλά λεφτά –καθώς και άλλα κίνητρα– για τα αποκλειστικά δικαιώματα του βίντεο του Γιμάρα με σένα και την Εύα». Με κοίταξε με ένα σκληρό χαμόγελο. «Μου το είπε ο Σαμ ότι θα προσπαθήσεις να το αγοράσεις. Αυτό το βίντεο δε σε αφορά. Αφορά μόνο εμένα και την Εύα». «Και όλο τον υπόλοιπο κόσμο αν διαρρεύσει, κι αυτό θα την καταστρέψει. Σε νοιάζει καθόλου το πώς νιώθει;» «Δεν πρόκειται να διαρρεύσει, και φυσικά με νοιάζει πώς νιώθει. Είναι ένας από τους λόγους που πρέπει να μιλήσουμε». «Ναι, θέλεις να τη ρωτήσεις τι μπορείς να χρησιμοποιήσεις από το βίντεο. Νομίζεις ότι θα την πείσεις να σε αφήσει να εκμεταλλευτείς ένα μέρος του». Ο Κλάιν τραβήχτηκε λίγο πίσω, μια κίνηση που έδειχνε ότι είχα βρει τον στόχο. «Δεν πρόκειται να πάρεις την απάντηση που ελπίζεις», του είπα. «Η ίδια η ύπαρξη του βίντεο τη φρικάρει. Είσαι ηλίθιος αν νομίζεις το αντίθετο». «Δεν είναι όλο σεξ. Υπάρχουν ωραία πλάνα όπου απλώς κάνουμε παρέα. Η Εύα κι εγώ είχαμε κάτι ουσιαστικό τότε. Δεν την έβλεπα απλώς σαν μια γκόμενα που πηδούσα». Παλιοκαθίκι. Χρειάστηκε να συγκρατήσω την παρόρμηση να τον χτυπήσω. Χαμογέλασε χλευαστικά. «Όχι ότι μπορείς να καταλάβεις εσύ από τέτοια πράγματα βέβαια. Δεν είχες πρόβλημα να πηδάς εκείνη τη μελαχρινή μέχρι που εμφανίστηκα πάλι εγώ, και τότε άλλαξες τακτική. Η Εύα ήταν ένα παιχνίδι για σένα και τη βαρέθηκες, μέχρι που είδες ότι την ήθελε κάποιος άλλος». Η αναφορά του στην Κορίν με άγγιξε. Εκείνο το θέατρο της σχέσης με την πρώην μου κόντεψε να μου κοστίσει την Εύα, κάτι που με στοίχειωνε ακόμη. Ταυτόχρονα, πρόσεξα πόσο καλά τα κατάφερνε ο Κλάιν να μεταθέτει το φταίξιμο σε άλλους. «Η Εύα ξέρει πόσο σημαντική είναι για μένα». Ο Κλάιν πλησίασε στο γραφείο μου. «Έχει τυφλωθεί από τα εκατομμύριά σου και δεν καταλαβαίνει ότι είναι τελείως άρρωστο αυτό που κάνεις, να κρύβεις τον ψεύτικο γάμο σας σε μια ξένη χώρα. Πρώτα πρώτα, είναι νόμιμο;» Ήταν μια ερώτηση που την περίμενα. «Απόλυτα νόμιμο». Άνοιξα τον φάκελο κι έβγαλα μια φωτογραφία από μέσα. Ήταν βγαλμένη τη μέρα του γάμου μας, τη στιγμή που φίλησα για πρώτη φορά την Εύα ως σύζυγός της. Η παραλία και ο πάστορας που είχε κάνει την τελετή ήταν πίσω μας. Κρατούσα το πρόσωπό της με τις παλάμες και τα χείλια μας αγγίζονταν απαλά. Μου κρατούσε τα χέρια από τους καρπούς, και το δαχτυλίδι άστραφτε στο δάχτυλό της.
Γύρισα τη φωτογραφία για να τη δει. Μετά έσπρωξα δίπλα της στο τραπέζι ένα αντίγραφο της άδειας γάμου. Το έκανα με το αριστερό μου χέρι, δείχνοντας περήφανα τη βέρα με τα ρουμπίνια. Δεν του έδειχνα τέτοια προσωπικά πράγματα για να του αποδείξω κάτι. Ήθελα να προκαλέσω τον Κλάιν, και το έκανα συστηματικά και συνειδητά από τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη. Όταν θα προσπαθούσε να πλησιάσει πάλι τη γυναίκα μου, ήθελα να έχει χάσει την ισορροπία του, να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. «Οπότε η ιστορία σου με την Εύα έχει τελειώσει», είπα ήρεμα. «Αν είχες καμιά αμφιβολία, τώρα το ξέρεις στα σίγουρα. Όπως και να ’χει, δε νομίζω ότι θέλεις πραγματικά τη γυναίκα μου. Μάλλον θέλεις την ανάμνησή της για να τη χρησιμοποιήσεις για το συγκρότημα». Ο Κλάιν γέλασε. «Ναι, τώρα θες να με παρουσιάσεις εμένα σαν κάθαρμα. Δεν αντέχεις τη σκέψη ότι θα δει το βίντεο. Δεν την έκανες ποτέ να τρελαθεί έτσι, ούτε και θα την κάνεις». Τα μπράτσα μου έκαναν συσπάσεις από την επιθυμία μου να του σπάσω τα μούτρα για να σβήσω αυτή την αυτάρεσκη έκφραση. «Πίστεψε ό,τι θέλεις. Να ποιες είναι οι εναλλακτικές σου: Μπορείς να πάρεις τα δύο εκατομμύρια που σου προσφέρω, να μου δώσεις το βίντεο και να φύγεις…» «Δε θέλω τα αναθεματισμένα τα λεφτά σου!» Ακούμπησε τα χέρια στην άκρη του γραφείου κι έσκυψε προς το μέρος μου. «Δε θα αγοράσεις τις αναμνήσεις μου. Μπορεί να έχεις την Εύα –προς το παρόν– αλλά οι αναμνήσεις είναι δικές μου. Ξέχνα το ότι θα σ’ τις πουλήσω». Με τη σκέψη ότι ο Κλάιν θα έβλεπε το βίντεο… θα έβλεπε τον εαυτό του να γαμάει τη γυναίκα μου… άρχισε να βράζει το αίμα μου. Και το γεγονός ότι ήθελε να βάλει την Εύα να το δει ξέροντας ότι αυτό θα την τσακίσει με έσπρωχνε στα όρια της βίας. Ήταν δύσκολο να κρατήσω τον τόνο μου ήρεμο. «Ή μπορείς να απορρίψεις τα λεφτά και να μην αποκαλύψεις ποτέ την ύπαρξη του βίντεο μέχρι να πεθάνεις. Θα είναι ένα μυστικό δώρο στην Εύα που δε θα το μάθει ποτέ». «Τι είναι αυτά που λες τώρα;» «Ή μπορείς να φερθείς σαν ιδιοτελής μαλάκας», συνέχισα, «και να το χρησιμοποιήσεις, να τη σοκάρεις με δαύτο, με σκοπό να καταστρέψεις τον γάμο της και να γίνεις πιο διάσημος». Τον κοίταζα στα μάτια. Ο Κλάιν παρέμεινε απτόητος, αλλά το βλέμμα του χαμήλωσε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Μια μικρή νίκη, όποια αξία κι αν είχε. Έβγαλα από τον φάκελο το συμβόλαιο που είχε συντάξει ο Αράς. «Αν νοιάζεσαι καθόλου γι’ αυτή, θα κάνεις διαφορετική επιλογή από αυτή που σε έφερε στη Νέα Υόρκη». Ο Κλάιν άρπαξε το συμβόλαιο από το γραφείο μου, το έσκισε στη μέση και πέταξε τα κομμάτια πάνω στο γυαλί. «Δε φεύγω αν δεν τη δω», είπε, και μετά έκανε μεταβολή και βγήκε από το γραφείο μου βράζοντας από θυμό. Τον παρακολούθησα για λίγο καθώς απομακρυνόταν. Μετά έκανα ένα τηλεφώνημα από ασφαλή γραμμή. «Σας έδωσα αρκετό χρόνο;» «Ναι. Τακτοποιήσαμε τον φορητό υπολογιστή και την ταμπλέτα που είχε στις αποσκευές του αμέσως μόλις τον ανεβάσατε πάνω. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε τακτοποιούμε το email του και τους διακομιστές όπου κρατά αντίτυπα ασφαλείας, καθώς και τα αντίγραφα ασφαλείας αυτών των διακομιστών. Ψάξαμε το σπίτι του το Σαββατοκύριακο, αλλά έχει βδομάδες να πάει εκεί. Καθαρίσαμε τα πάντα στους υπολογιστές του Γιμάρα και του Κλάιν, καθώς και τα email και τους υπολογιστές εκείνων που έλαβαν δείγματα με σκηνές του βίντεο. Ένα από τα στελέχη της Βιντάλ είχε ένα πλήρες αντίγραφο στον σκληρό του δίσκο, αλλά το σβήσαμε. Δε βρήκαμε καμία ένδειξη ότι το έστειλε πουθενά αλλού».
Πάγωσε το αίμα μου. «Ποιος ήταν;» «Ο αδελφός σας». Φτου. Έσφιξα τόσο δυνατά την άκρη του γραφείου που οι αρθρώσεις μου κροτάλισαν από την ένταση. Θυμήθηκα το βίντεο του Κρίστοφερ με τη Μαγκνταλένα, και ήξερα πόσο διεστραμμένο ήταν το μίσος του για μένα. Η σκέψη ότι θα έβλεπε την Εύα σε τέτοιες ιδιαίτερες στιγμές… ευάλωτες στιγμές… με έκανε να νιώσω πράγματα που δεν τα είχα ξανανιώσει από τότε που άκουσα την πρώτη φορά για τον Νέιθαν. Αναγκαστικά έπρεπε να πιστέψω ότι η ιδιωτική εταιρεία στρατιωτικής ασφάλειας που προσέλαβα είχε αντιμετωπίσει διεξοδικά το πρόβλημα. Οι τεχνικοί της ήταν εκπαιδευμένοι να χειρίζονται πολύ πιο ευαίσθητες πληροφορίες. Έριξα μέσα στον φάκελο τα σκισμένα χαρτιά από το γραφείο μου. «Θέλω να πάψει να υπάρχει αυτό το βίντεο». «Κατανοητό. Τα έχουμε φροντίσει όλα. Παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατό να υπάρχει και κάποιο άλλο αντίγραφο κάπου, αν και ψάξαμε τα αρχεία του Κλάιν και του Γιμάρα για τυχόν θυρίδες και τα παρόμοια. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε την κατάσταση μέχρι να μας δώσετε σήμα να σταματήσουμε». Δε θα το έδινα ποτέ αυτό το σήμα. Θα έψαχνα μια ολόκληρη ζωή αν χρειαζόταν για οποιαδήποτε ένδειξη ότι το βίντεο υπήρχε ακόμη κάπου. «Ευχαριστώ». Έκλεισα και βγήκα από το γραφείο για να γυρίσω σπίτι στην Εύα. «Τα καταφέρνεις καλά μ’ αυτά τα πράγματα», είπε η Άιρλαντ, κοιτώντας την Εύα που σήκωσε με τα τσόπστικ μια μπουκιά κοτόπουλο κουνγκ από το λευκό κουτί στο στόμα της. «Εγώ δεν έχω καταφέρει να τα χειρίζομαι ακόμη». «Να, δοκίμασε να τα κρατήσεις έτσι». Είδα τη γυναίκα μου να αλλάζει τον τρόπο που έπιανε η αδελφή μου τα τσόπστικ, με το ξανθό κεφάλι της να κάνει έντονη αντίθεση με τα μαύρα μαλλιά της Άιρλαντ. Ήταν καθισμένες στο πάτωμα μπροστά μου και φορούσαν και οι δύο σορτς και αμάνικες φανέλες, με τα ηλιοκαμένα πόδια τους απλωμένα κάτω από το τραπεζάκι, η μία ψηλή και λεπτή, η άλλη μικροκαμωμένη και αισθησιακή. Περισσότερο παρατηρούσα παρά συμμετείχα. Ήμουν καθισμένος στον καναπέ πίσω τους και τις ζήλευα για την άνετη φιλική επικοινωνία τους, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα ευγνωμοσύνη επειδή την είχαν. Ήταν όλα τόσο σουρεαλιστικά. Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου μια τέτοια ήσυχη βραδιά στο σπίτι με… συγγενείς. Δεν ήξερα πώς να πάρω μέρος, δεν ήξερα καν αν μπορούσα. Τι έπρεπε να πω; Πώς υποτίθεται ότι έπρεπε να νιώθω; Πέρα από το να νιώθω δέος, βέβαια. Και ευγνωμοσύνη. Τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη για την εκπληκτική γυναίκα μου που είχε προσθέσει τόσο πολλά στη ζωή μου. Πριν από όχι πολύ καιρό, ένα παρόμοιο σαββατόβραδο, θα ήμουν σε κάποια δεξίωση ή εκδήλωση με μεγάλη δημοσιότητα και θα έκανα επιχειρηματικές συζητήσεις, εκτός αν το έντονο ενδιαφέρον μιας γυναίκας μού προκαλούσε την ανάγκη να γαμήσω. Είτε γύριζα στο ρετιρέ μόνος μου είτε κατέληγα στο ξενοδοχείο για ένα πήδημα της μιας βραδιάς, ήμουν μόνος. Και επειδή σχεδόν δε θυμόμουν καν πώς νιώθεις όταν ανήκεις κάπου ή σε κάποιον, δεν ήξερα τι έχανα. «Χα! Κοίτα δω!» είπε θριαμβευτικά η Άιρλαντ, κρατώντας ένα μικροσκοπικό κομμάτι κοτόπουλο.
Το έφαγε αμέσως. «Κατάφερα και το πήγα ως το στόμα μου». Κατέβασα το κρασί στο ποτήρι μου μονορούφι, θέλοντας να πω κάτι. Το μυαλό μου έτρεχε εξετάζοντας πιθανά σχόλια. Όλα μου φαίνονταν ψεύτικα και προσποιητά. Τελικά εκείνο που μου βγήκε ήταν: «Τα τσόπστικ έχουν μεγάλο στόχο. Έτσι έχεις και μεγαλύτερες πιθανότητες να τον πετύχεις». Η Άιρλαντ γύρισε προς το μέρος μου, αποκαλύπτοντας τα ίδια γαλάζια μάτια που έβλεπα στον καθρέφτη κάθε μέρα. Ήταν όμως πολύ λιγότερο επιφυλακτικά, πολύ περισσότερο αθώα, κι έλαμπαν από ευθυμία και λατρεία. «Μόλις μου είπες ότι έχω μεγάλο στόμα ή κάνω λάθος;» Δεν μπόρεσα να αντισταθώ, άπλωσα το χέρι στο κεφάλι της και άγγιξα τα μεταξένια μαλλιά της. Ήταν κι αυτά τόσο όμοια με τα δικά μου, και τόσο διαφορετικά. «Δεν εννοούσα ακριβώς αυτό», είπα. «Δεν το εννούσες ακριβώς, αλλά περίπου», με διόρθωσε, πιέζοντας για λίγο το κεφάλι της πάνω στο χέρι μου πριν γυρίσει πάλι στην Εύα. Η γυναίκα μου με κοίταξε με ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο. Ήξερε ότι αντλούσα δύναμη απ’ αυτή και μου την έδινε χωρίς όρους. Με τον λαιμό μου σφιγμένο, σηκώθηκα από τον καναπέ και πήρα το άδειο ποτήρι του κρασιού της Εύας. Το ποτήρι με το αναψυκτικό της Άιρλαντ ήταν ακόμη μισογεμάτο, έτσι το άφησα και πήγα στην κουζίνα, προσπαθώντας να βρω κάπου την ηρεμία που χρειαζόμουν για να βγάλω την υπόλοιπη βραδιά. «Ο Τσάνινγκ Τέιτουμ είναι τόσο σέξι», είπε η Άιρλαντ από το λίβινγκ ρουμ. «Δε συμφωνείς;» Συνοφρυώθηκα. Η ερώτηση της μικρής αδελφής μου μου προκάλεσε δυσάρεστες σκέψεις για την αισθηματική ζωή της. Πρέπει να είχε αρχίσει να βγαίνει με αγόρια πριν από χρόνια, ήταν δεκαεφτά χρονών. Ήξερα ότι δεν ήταν ρεαλιστικό να θέλω να μείνει μακριά από σχέσεις. Και ήξερα ότι εγώ έφταιγα που είχα χάσει ένα τόσο μεγάλο μέρος από τα παιδικά της χρόνια. Όμως η σκέψη ότι μπορεί να αντιμετώπιζε νεότερες εκδοχές ανδρών σαν εμένα, τον Μανιουέλ και τον Κάρι, μου προκαλούσε μια, άγνωστη ως τότε, αμυντική αντίδραση. «Ναι, είναι πολύ όμορφος», συμφώνησε η Εύα. Ξαφνικά εμφανίστηκε και η ζήλια για να προστεθεί στο μείγμα. Τα μάτια μου στένεψαν καθώς κοίταζα τα δυο ποτήρια μπροστά μου και τα ξαναγέμιζα. «Είναι στους φετινούς Πιο Σέξι Άντρες του Κόσμου», είπε η Άιρλαντ. «Κοίτα τα μπράτσα του». «Α, σ’ αυτό διαφωνώ τελείως. Ο Γκίντεον είναι πολύ πιο σέξι». Χαμογέλασα. «Καλά, μιλάμε ότι την έχεις πατημένη άσχημα», την πείραξε η αδερφή μου. «Τα μάτια σου γίνονται μικρές καρδούλες όταν σκέφτεσαι τον Γκίντεον. Είναι τόσο γλυκό». «Σκάσε λοιπόν». Το μουσικό γέλιο της Άιρλαντ αντήχησε στο λίβινγκ ρουμ. «Μην ανησυχείς. Είναι κι αυτός χαζεμένος μαζί σου. Και μπαίνει σε όλες τις λίστες των Πιο Σέξι Αντρών εδώ και χρόνια. Δε φαντάζεσαι το τι ακούω από τις φίλες μου». «Οχ, μη μου λες τέτοια πράγματα. Είμαι πολύ ζηλιάρα». Γελώντας μέσα μου, έριξα το άδειο μπουκάλι στον κάδο της ανακύκλωσης. «Το ίδιο και ο Γκίντεον. Θα φλιπάρει όταν αρχίσεις να μπαίνεις κι εσύ στις λίστες με τις Πιο Σέξι Γυναίκες στον Κόσμο. Δεν τη γλιτώνεις με τίποτα τώρα που σε έχουν μάθει όλοι». «Σιγά», είπε χλευαστικά η Εύα. «Θα πρέπει να με βάλουν στο Photoshop και να μου αφαιρέσουν
πέντε κιλά απ’ τον κώλο και τα μπούτια μου για να το πλασάρουν αυτό». «Εε, συγγνώμη, έχεις δει την Κιμ Καρντάσιαν; Ή την Τζένιφερ Λόπεζ;» Σταμάτησα στο κατώφλι του λίβινγκ ρουμ κοιτάζοντας την Άιρλαντ και την Εύα πάνω από το ποτήρι μου. Ένα σφίξιμο απλώθηκε στο στήθος μου. Ήθελα να παγώσω τη στιγμή, να την προστατέψω, να την κρατήσω ασφαλή για πάντα. Η Άιρλαντ με είδε κι έκανε μια γκριμάτσα υψώνοντας τα μάτια στο ταβάνι. «Τι σου έλεγα;» είπε. «Χαζεμένος». Έγειρα πίσω στο κάθισμα, ήπια μια γουλιά καφέ και κοίταξα πάλι το φύλλο εργασίας στην οθόνη μου. Κίνησα κυκλικά τους ώμους μου προσπαθώντας να χαλαρώσω ένα πιάσιμο στον σβέρκο μου. «Ρε συ, είναι τρεις η ώρα». Γύρισα και είδα την Άιρλαντ στην πόρτα του γραφείου μου. «Που σημαίνει;» «Γιατί δουλεύεις μέχρι τόσο αργά;» «Εσύ γιατί μιλάς στο Skype μέχρι τόσο αργά;» της απάντησα. Άκουγα τη φωνή της και πότε πότε τα γέλια της εδώ και μία ώρα περίπου, από τότε που άφησα την Εύα να κοιμάται. «Τέλος πάντων», μουρμούρισε. Μπήκε μέσα και κάθισε σε μία από τις πολυθρόνες μπροστά στο γραφείο μου ξαπλώνοντας πίσω, με τους ώμους της στο ύψος της πλάτης και τα πόδια της τεντωμένα μπροστά της. «Δεν μπορείς να κοιμηθείς;» «Όχι». Δεν ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια στην κυριολεξία. Με την Άιρλαντ να κοιμάται στο κρεβάτι της Εύας και την Εύα να κοιμάται στο δικό μου, δεν μπορούσα να ρισκάρω να κοιμηθώ. Υπήρχαν όρια στο τι μπορούσε να ανεχτεί η Εύα. Πόσες φορές μπορούσα να την τρομάξω στον ύπνο της πριν αρχίσουν οι εφιάλτες μου να γκρεμίζουν την αγάπη που ένιωθε για μένα; «Μου ’στειλε ένα μήνυμα πριν από λίγο ο Κρίστοφερ», είπε η Άιρλαντ. «Ο μπαμπάς πήγε σε ξενοδοχείο». Ύψωσα τα φρύδια μου. Η Άιρλαντ κατένευσε με μια θλιμμένη έκφραση. «Είναι άσχημα τα πράγματα, Γκίντεον. Αυτοί οι δύο δεν έχουν κοιμηθεί ποτέ χώρια. Τουλάχιστον, από όσο θυμάμαι». Δεν ήξερα τι να πω. Η μητέρα μου τηλεφωνούσε όλη μέρα, αφήνοντας μηνύματα στον τηλεφωνητή και παίρνοντας στο ρετιρέ τόσο συχνά, ώστε αναγκάστηκα να αποσυνδέσω την κύρια γραμμή για να μη χτυπάει καμία από τις συσκευές. Δε μου άρεσε που η μητέρα μου είχε προβλήματα, αλλά έπρεπε να προστατέψω αυτό τον λίγο χρόνο που είχα να περάσω με την Άιρλαντ και την Εύα. Ίσως ήταν άκαρδο από μέρους μου να εστιάζω στον εαυτό μου, αλλά ήδη είχα χάσει την οικογένειά μου δύο φορές στο παρελθόν, πρώτα όταν πέθανε ο πατέρας μου και ξανά μετά τον Χιου. Δεν μπορούσα να τη χάσω πάλι. Είχα την αίσθηση ότι δε θα μπορούσα να επιβιώσω αν συνέβαινε κάτι τέτοιο για τρίτη φορά, τώρα που είχα την Εύα στη ζωή μου. «Θα ’θελα να ήξερα τι προκάλεσε τον καβγά», είπε η Άιρλαντ. «Θέλω να πω, εφόσον δεν απάτησαν ο ένας τον άλλο, λογικά πρέπει να μπορέσουν να τα ξαναβρούν, έτσι δεν είναι;» Ανακάθισα ξεφυσώντας. «Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να ρωτήσεις για σχέσεις. Δεν έχω ιδέα πώς λειτουργούν. Απλώς προχωράω όπως όπως, και προσεύχομαι να μην τα καταστρέψω όλα. Και είμαι ευγνώμων που η Εύα με συγχωρεί τόσο εύκολα». «Την αγαπάς πραγματικά». Ακολούθησα το βλέμμα της μέχρι το κολάζ των φωτογραφιών στον τοίχο. Μερικές φορές
πονούσα όταν κοίταζα αυτές τις φωτογραφίες της γυναίκας μου. Ήθελα να ξαναζήσω κάθε στιγμή. Ήθελα να αποθηκεύσω κάθε δευτερόλεπτο που είχα περάσει ποτέ μαζί της. Με ενοχλούσε που ο χρόνος περνούσε τόσο γρήγορα και δεν μπορούσα να τον αποταμιεύσω κάπου για το αβέβαιο μέλλον. «Ναι», μουρμούρισα. Θα συγχωρούσα τα πάντα στην Εύα. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να μας χωρίσει, γιατί απλούστατα μου ήταν αδύνατο να ζήσω χωρίς αυτή. «Χαίρομαι για σένα, Γκίντεον». Η Άιρλαντ χαμογέλασε όταν την κοίταξα. «Ευχαριστώ». Η ανησυχία στα μάτια της παρέμεινε όμως και μου προκάλεσε ένταση. Ήθελα να διορθώσω τα προβλήματα που τη στενοχωρούσαν, αλλά δεν ήξερα πώς. «Θα μπορούσες να μιλήσεις στη μαμά;» είπε. «Όχι τώρα φυσικά. Αύριο, ας πούμε; Ίσως θα μπορούσες να μάθεις τι συμβαίνει…» Δίστασα για μια στιγμή, ξέροντας ότι μια συζήτηση με τη μητέρα μου δε θα ήταν καθόλου παραγωγική. «Θα προσπαθήσω». Η Άιρλαντ κοίταξε τα νύχια της. «Δεν τη συμπαθείς πολύ τη μαμά, έτσι δεν είναι;» Ζυγιάζοντας προσεκτικά την απάντησή μου, είπα: «Έχουμε μια θεμελιώδη διάσταση απόψεων». «Ναι. Το καταλαβαίνω. Είναι σαν να παθαίνει μια παράξενη μορφή ψυχαναγκαστικής συμπεριφοράς με την οικογένειά της. Όλοι πρέπει να είναι κάπως συγκεκριμένα, ή τουλάχιστον να προσποιούνται ότι είναι. Ανησυχεί τι θα σκεφτεί ο κόσμος. Είδα μια παλιά ταινία τις προάλλες και μου τη θύμισε. Συνηθισμένοι άνθρωποι. Την έχεις δει;» «Όχι». «Θα ’πρεπε να τη δεις. Παίζει ο πατέρας του Κίφερ Σάδερλαντ και κάτι άλλοι. Είναι λυπητερή, αλλά έχει ωραία ιστορία». «Θα το κοιτάξω». Ένιωσα την ανάγκη να δώσω κάποια εξήγηση για τη μητέρα μας, κι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. «Αυτό που αντιμετώπισε όταν πέθανε ο πατέρας μου… ήταν απάνθρωπο. Και νομίζω ότι από τότε φροντίζει να θωρακίζεται απέναντι στον έξω κόσμο». «Η μητέρα μιας φίλης μου μου είπε ότι η μαμά ήταν διαφορετική παλιά. Ξέρεις, όταν παντρεύτηκε τον μπαμπά σου». Άφησα δίπλα τον κρύο πια καφέ μου. «Κι εγώ τη θυμάμαι διαφορετική». «Καλύτερη;» «Αυτό είναι υποκειμενικό. Ήταν πιο… αυθόρμητη. Ξένοιαστη». Η Άιρλαντ έτριψε το στόμα της. «Πιστεύεις ότι την τσάκισε όταν έχασε τον μπαμπά σου;» Το στήθος μου σφίχτηκε. «Την άλλαξε», είπα σιγά. «Δεν είμαι σίγουρος πόσο». «Ααα». Ανακάθισε, διώχνοντας με την απότομη κίνηση τη μελαγχολία της. «Θα μείνεις κι άλλο ξύπνιος;» «Μάλλον όλη νύχτα». «Θέλεις να δούμε μαζί εκείνη την ταινία;» Η πρότασή της με ξάφνιασε. Και με ευχαρίστησε. «Εξαρτάται. Απαγορεύεται να μου πεις την υπόθεση». Με κοίταξε. «Σου είπα ήδη ότι είναι λυπητερή. Αν θέλεις “κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, πήγαινε στην Εύα, κοιμάται πιο κάτω στον διάδρομο». Αυτό μ’ έκανε να χαμογελάσω. Σηκώθηκα κι έκανα τον γύρο του γραφείου. «Βρες εσύ την ταινία κι εγώ θα φέρω το αναψυκτικό». «Δε θα ’λεγα όχι για μια μπίρα».
«Θα ’λεγα εγώ. Όχι όσο σε προσέχω». Σηκώθηκε χαμογελώντας. «Ωραία, εντάξει. Κρασί, τότε». «Ξαναζήτα μου σε μερικά χρόνια». «Θα έχεις παιδιά σε μερικά χρόνια. Δε θα ’χει πλάκα». Δίστασα καθώς ένιωσα ένα άγχος τόσο έντονο που ίδρωσα. Η σκέψη να κάνω παιδί με την Εύα με γέμιζε χαρά και τρόμο μαζί. Ήδη η ίδια η γυναίκα μου δεν ήταν ασφαλής ζώντας μαζί μου. Τι ασφάλεια θα είχε ένα παιδί; Η Άιρλαντ γέλασε. «Θεέ και Κύριε, θα ’πρεπε να ’βλεπες το πρόσωπό σου! Κλασική περίπτωση πανικού του πλεϊμπόι. Δε σου το έχουν πει αυτό; Πρώτα έρχεται ο έρωτας, μετά ο γάμος, και μετά το μωρό στο καροτσάκι». «Κόφτο, γιατί θα σε στείλω για ύπνο». Γέλασε ακόμη πιο δυνατά και μ’ έπιασε αγκαζέ. «Είσαι όργιο. Σοβαρά τώρα. Απλώς σε δουλεύω. Μη μου φλιπάρεις τώρα. Έχω αρκετούς φλιπαρισμένους στην οικογένεια, δε θέλω κι άλλους». Προσπάθησα να ηρεμήσω τους τρελούς χτύπους της καρδιάς μου. «Ίσως θα ’πρεπε να πιεις εσύ ένα ποτό», είπε η Άιρλαντ. «Μάλλον θα πιω», μουρμούρισα. «Πρέπει να δώσω πολλούς πόντους στην Εύα που σε κατάφερε να αρραβωνιαστείτε. Έπαθες κρίση πανικού και όταν της έκανες πρόταση;» «Άιρλαντ, πάψε να μιλάς». Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και χαχανίζοντας ακόμη με οδήγησε έξω από το γραφείο. Ο ήλιος είχε βγει πριν από δύο ώρες τουλάχιστον όταν πήγα στο κρεβάτι. Γδύθηκα αθόρυβα, κοιτάζοντας την υπέροχη μορφή κάτω από τα σκεπάσματα. Η Εύα ήταν κουλουριασμένη σε μπάλα, σχεδόν κρυμμένη, εκτός από τα ξανθά μαλλιά της που ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι. Το μυαλό μου συμπλήρωσε τα κενά. Ήξερα ότι ήταν γυμνή κάτω από τα σκεπάσματα. Δική μου. Όλη δική μου. Με σκότωνε που κοιμόμουν μακριά της. Και ήξερα ότι την πονούσε κι αυτή. Σηκώνοντας τα σκεπάσματα, ξάπλωσα δίπλα της. Αυτή έβγαλε ένα σιγανό βογκητό και κύλησε προς το μέρος μου, κολλώντας το ζεστό αισθησιακό σώμα της στο δικό μου. Μου σηκώθηκε ακαριαία. Η επιθυμία έκανε το αίμα μου να βράζει, η αίσθηση του κορμιού της μου προκαλούσε ανατριχίλες. Ήταν μια ασυγκράτητη σεξουαλική χημεία, αλλά και κάτι παραπάνω. Κάτι πιο βαθύ. Μια παράξενη, υπέροχη, τρομακτική αναγνώριση. Η Εύα γέμιζε ένα κενό μέσα μου που δεν αναγνώριζα καν. Έχωσε το πρόσωπό της στον λαιμό μου κι έβγαλε ένα σιγανό «μμμμ». Τα χέρια της μου χάιδευαν την πλάτη. «Σκληρός και λαχταριστός παντού», γουργούρισε. «Παντού», συμφώνησα. Την έπιασα από τον πισινό και την τράβηξα πάνω στο ορθωμένο πέος μου. Οι ώμοι της τραντάχτηκαν από ένα σιωπηλό γέλιο. «Πρέπει να κάνουμε ησυχία». «Θα σου κλείσω το στόμα». «Το δικό μου;» Μου δάγκωσε τον λαιμό. «Εσύ κάνεις πιο πολλή φασαρία». Είχε δίκιο. Όσο τραχύς και ανυπόμονος κι αν γινόμουν όταν άναβα, δε φώναζα ποτέ… μέχρι που έκανα έρωτα μαζί της. Δυσκολευόμουν να παραμείνω διακριτικός όταν το απαιτούσαν οι
περιστάσεις. Μ’ έκανε να νιώθω πολύ ωραία για να μπορώ να κρατηθώ, με έκανε να νιώθω τόσο πολλά. «Θα το πάμε με το μαλακό τότε», μουρμούρισα, με τα χέρια μου να κινούνται άπληστα πάνω στο μεταξένιο δέρμα της. «Η Άιρλαντ θα κοιμάται για ώρες, δε βιαζόμαστε». «Ώρες, ε;» Γελώντας, τραβήχτηκε πίσω και κύλησε στο κρεβάτι απλώνοντας το χέρι στο κομοδίνο. «Αχόρταγε». Μια ένταση έσφιξε τους ώμους μου καθώς πήρε από το κομοδίνο τις καραμέλες μέντας που είχε πρόχειρες. Θυμήθηκα παρόμοιες καταστάσεις, όταν κάποια γυναίκα άπλωνε το χέρι στο συρτάρι του κομοδίνου για προφυλακτικά. Η Εύα κι εγώ είχαμε χρησιμοποιήσει προφυλακτικά μόνο δύο φορές. Πριν απ’ αυτή, δε γαμούσα ποτέ χωρίς να βάλω. Πρόσεχα με κάθε τρόπο να αποφύγω μια εγκυμοσύνη. Όμως, μετά από κείνες τις δύο φορές με την Εύα, κάναμε έρωτα χωρίς προφυλακτικό, και στηριζόμασταν μόνο στα δικά της αντισυλληπτικά χάπια. Ήταν ρίσκο. Το ήξερα αυτό. Και δεδομένου ότι κάναμε έρωτα τόσο συχνά –τουλάχιστον δύο, και μερικές φορές τρεις ή τέσσερις φορές τη μέρα– το ρίσκο δεν ήταν μικρό. Το σκεφτόμουν μερικές φορές αυτό. Σκεφτόμουν τον εγωισμό μου που με έκανε να βάζω την απόλαυση πάνω από τις συνέπειες. Όμως ο λόγος δεν ήταν κάτι τόσο απλό όσο η απόλαυση. Αν ήταν, θα μπορούσα να το χειριστώ. Να φανώ υπεύθυνος. Όχι, ήταν πολύ πιο πολύπλοκο. Η ανάγκη να τελειώσω μέσα της ήταν πρωτόγονη. Ήταν κατάκτηση και παράδοση ταυτόχρονα. Είχα νιώσει αυτή την επιθυμία να τη γαμήσω μέχρι τελικής πτώσεως πριν ακόμη κάνουμε έρωτα για πρώτη φορά, πριν διαπιστώσω στην πράξη πόσο εκρηκτική ήταν η ένωσή μας. Είχα φτάσει στο σημείο να την προειδοποιήσω πριν από το πρώτο μας ραντεβού ότι το χρειαζόμουν αυτό, ότι έπρεπε να μου το δώσει, κάτι που δεν είχα θελήσει ποτέ από άλλη γυναίκα. «Μην κουνιέσαι», είπα τραχιά, και γλίστρησα από πάνω της ενώ ήταν ακόμη ξαπλωμένη μπρούμυτα. Έβαλα το χέρι μου ανάμεσα στον γοφό της και το κρεβάτι, και περνώντας το ανάμεσα στα πόδια της της έπιασα το μουνί με την παλάμη. Ήταν υγρή και ζεστή. Άρχισα να τη χαϊδεύω και γρήγορα ήταν καυτή και μουσκεμένη. Έπνιξε ένα βογκητό. «Σε θέλω ακριβώς έτσι», της είπα, φιλώντας τη στο μάγουλο. Πήρα το μαξιλάρι μου με το ελεύθερο χέρι και το έσπρωξα από κάτω της, ανασηκώνοντας τους γοφούς της σε μια γωνία που θα μου επέτρεπε να μπω μέσα της όλος. «Γκίντεον…» Είπε το όνομά μου με έναν ικετευτικό τόνο, λες και δεν ήμουν πρόθυμος από τη μεριά μου να πέσω στα γόνατα και να εκλιπαρήσω για το προνόμιο να την κάνω δική μου. Μετακινήθηκα, ανοίγοντάς της τα πόδια και ακινητοποιώντας τους καρπούς της δίπλα στο κεφάλι της. Κρατώντας την έτσι, μπήκα μέσα της. Ήταν έτοιμη για μένα, σφιχτή και υγρή. Έσφιξα τα δόντια μου για να συγκρατήσω το γρύλισμα που ανάβλυσε από τον λαιμό μου, ενώ ένα ρίγος με διαπερνούσε από πάνω μέχρι κάτω. Αγκομαχούσα κολλημένος στην πλάτη της, με τις βίαιες εκπνοές μου να αναδεύουν τα μαλλιά της όπως ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι. Μπαίνοντας μέσα της και μόνο ήταν αρκετό για να βρεθώ στα πρόθυρα του οργασμού. «Θεέ μου». Οι γοφοί μου πηγαινοέρχονταν ενστικτωδώς, χωρίς τη θέλησή μου, καρφώνοντας τον πούτσο μου μέσα της, σπρώχνοντας όλο και πιο βαθιά, μέχρι που μπήκα όλος. Την ένιωθα παντού γύρω μου, από την κορυφή μέχρι τη ρίζα, να με σφίγγει με κυματισμούς που άρμεγαν τον πούτσο
μου σαν ένα αχόρταγο μικρό στόμα. «Αγγελούδι μου…» Η πίεση στη βάση του πέους μου ήταν επίμονη, αλλά μπόρεσα να την αναχαιτίσω. Δεν ήταν θέμα ελέγχου αλλά θέλησης. Ήθελα να τελειώσω μέσα της. Το ήθελα τόσο πολύ ώστε να θεωρώ τον κίνδυνο αποδεκτό, όσο τρομακτικός κι αν ήταν. Κλείνοντας τα μάτια μου, χαμήλωσα το μέτωπό μου στο μάγουλό της. Ρούφηξα τη μυρωδιά της και αφέθηκα, τελειώνοντας ορμητικά, με τους γλουτούς μου να κάνουν συσπάσεις καθώς τη γέμιζα με το καυτό σπέρμα μου. Η Εύα κλαψούρισε, σφαδάζοντας από κάτω μου. Το μουνί της σφίχτηκε, μετά τρεμούλιασε γύρω από τον πούτσο μου. Τελείωσε κι αυτή με ένα σιγανό, γλυκό βογκητό. Γρύλισα το όνομά της, νιώθοντας μια νέα φλόγα από τον οργασμό της. Είχε τελειώσει επειδή τελείωσα εγώ, επειδή η απόλαυσή μου την άναβε όσο και το άγγιγμά μου. Θα την αντάμειβα γι’ αυτό, θα της έδειχνα τα βάθη της ευγνωμοσύνης μου. «Εύα». Έτριψα το υγρό μάγουλό μου πάνω στο δικό της. «Κρόσφαϊρ». Τα δάχτυλά της έσφιξαν πιο δυνατά τα δικά μου. Γύρισε το κεφάλι της, αναζητώντας με με τα χείλια της. «Αγόρι μου», είπε ξέπνοα μέσα στο φιλί μας. «Κι εγώ σ’ αγαπώ». Λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα πέρασα με το τζιπ την πύλη του κτήματος Βιντάλ στην Κομητεία Ντάτσες και μπήκα στον κυκλικό δρόμο που οδηγούσε στην είσοδο. «Α, πήγαινες πολύ γρήγορα», παραπονέθηκε η Άιρλαντ από το πίσω κάθισμα. «Φτάσαμε κιόλας». Τράβηξα χειρόφρενο, αφήνοντας τη μηχανή αναμμένη. Μια ματιά στο σπίτι ήταν αρκετή για να κάνει το στομάχι μου κόμπο. Η Εύα μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε. Συγκεντρώθηκα στα γκρίζα μάτια της αντί για την έπαυλη ρυθμού Τιδόρ πίσω της. Δεν είπε λέξη, αλλά δε χρειαζόταν. Ένιωθα την αγάπη και τη συμπαράστασή της, και είδα τη λάμψη του θυμού στα μάτια της. Απλώς και μόνο η γνώση ότι με καταλάβαινε μου έδινε δύναμη. Ήξερε κάθε σκοτεινό και βρόμικο μυστικό μου, και παρ’ όλα αυτά με πίστευε και μ’ αγαπούσε. «Θέλω να ξαναμείνω στο σπίτι σου καμιά φορά», είπε η Άιρλαντ, ξεπροβάλλοντας το κεφάλι της ανάμεσα στα δύο μπροστινά καθίσματα. «Είχε πλάκα, ε;» Την κοίταξα. «Ναι, θα το ξανακάνουμε». «Γρήγορα;» «Εντάξει». Το χαμόγελό της με αποζημίωσε με το παραπάνω για ό,τι θα μου κόστιζε κάτι τέτοιο σε ύπνο και άγχος. Είχα μείνει μακριά της για πολλούς λόγους, αλλά ο κυριότερος ήταν ότι δεν ήξερα τι θα μπορούσα να της προσφέρω που να έχει κάποια αξία. Έτσι είχα διοχετεύσει όλα μου τα συναισθήματα γι’ αυτή στην προσπάθεια να κρατώ τη Βιντάλ Ρέκορντς ισχυρή τώρα και για πολύ καιρό στο μέλλον, φροντίζοντάς τη με τον μόνο τρόπο για τον οποίο ήμουν σίγουρος ότι δε θα τα έκανα θάλασσα. «Θα πρέπει να με βοηθήσεις», της είπα με ειλικρίνεια. «Δεν ξέρω πώς να είμαι αδελφός. Και μάλλον θα είσαι υποχρεωμένη να με συγχωρείς. Συχνά». Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της, μεταμορφώνοντάς την από έφηβη σε νέα γυναίκα. «Κοίτα, είναι σαν να είσαι φίλος», μου είπε σοβαρή. «Μόνο που είσαι υποχρεωμένος να θυμάσαι τα γενέθλια και τις γιορτές, πρέπει να με συγχωρείς ό,τι κι αν κάνω, και πρέπει να με συστήσεις σε
όλους τους πλούσιους σέξι φίλους σου». Ύψωσα τα φρύδια. «Δεν άκουσα τίποτα για το κομμάτι όπου σου κάνω τη ζωή δύσκολη». «Αυτά τα χρόνια τα έχασες», μου απάντησε. «Δεν έχει επαναλήψεις». Το είπε για να με πειράξει, αλλά τα λόγια της βρήκαν στόχο. Όντως είχα χάσει αυτά τα χρόνια και δε θα τα ξανάβρισκα. «Θα μπορείς όμως να κάνεις τη ζωή δύσκολη στα αγόρια της», είπε η Εύα. Το βλέμμα μας συναντήθηκε και κατάλαβα ότι ήξερε πολύ καλά τι σκέφτομαι. Χάιδεψα τα δάχτυλά της με τον αντίχειρα. Πίσω της, η εξώπορτα άνοιξε και βγήκε η μητέρα μου. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο ντυμένη με λευκό πουκάμισο και ασορτί παντελόνι. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους της. Από μακριά έμοιαζε πολύ με την Άιρλαντ, περισσότερο σαν αδελφή παρά σαν μητέρα της. Έσφιξα πιο δυνατά το χέρι της Εύας. Η Άιρλαντ αναστέναξε κι άνοιξε την πόρτα. «Μακάρι να μην είχατε δουλειά οι δυο σας αύριο. Θέλω να πω, τι ωφελεί να έχεις λεφτά με ουρά αν δεν μπορείς να κάνεις κοπάνα όταν θέλεις;» «Αν δούλευε η Εύα μαζί μου», είπα κοιτώντας τη γυναίκα μου, «θα μπορούσαμε». Μου ’βγαλε τη γλώσσα. «Μην αρχίζεις». Έφερα το χέρι της στο στόμα μου και το φίλησα. «Δεν έχω σταματήσει». Ανοίγοντας την πόρτα μου, βγήκα από το αμάξι και πάτησα τον λεβιέ του πορτμπαγκάζ. Μετά πήγα στο πίσω μέρος του τζιπ για να πάρω τον σάκο της Άιρλαντ, αλλά δεν πρόλαβα καθώς η αδελφή μου βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Μ’ έσφιξε δυνατά, με τα λεπτά χέρια της τυλιγμένα γύρω από τη μέση μου. Μου πήρε μια στιγμή για να ξεπαγώσω από την έκπληξη, και μετά την έσφιξα κι εγώ, ακουμπώντας το μάγουλό μου στην κορυφή του κεφαλιού της. «Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε με το κεφάλι χωμένο στο στήθος μου. «Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία». Ο λαιμός μου έκλεισε και δεν μπορούσα να μιλήσω. Και μετά η Άιρλαντ απομακρύνθηκε με τον σάκο στο χέρι της, και πηγαίνοντας στην πλευρά του συνοδηγού αγκάλιασε και την Εύα. Νιώθοντας την ανάσα μου κομμένη σαν να είχα δεχτεί γροθιά, έκλεισα το πορτμπαγκάζ και κοίταξα τη μητέρα μου που συναντήθηκε με την Άιρλαντ στα μισά της απόστασης. Ετοιμαζόμουν να καθίσω πάλι στο τιμόνι και να φύγω, όταν μου έκανε νόημα να περιμένω. Κοίταξα την Εύα. «Μπες στο αμάξι, άγγελέ μου». Με κοίταξε σαν να ήταν έτοιμη να φέρει αντίρρηση, αλλά μετά κατένευσε. Κάθισε πάλι στη θέση του συνοδηγού κι έκλεισε την πόρτα. Περίμενα κοιτάζοντας τη μητέρα μου που πλησίαζε. «Γκίντεον». Μ’ έπιασε από τα χέρια πάνω από τους καρπούς, σηκώθηκε στις μύτες και μου έδωσε ένα φιλί στο στόμα. «Δεν έρχεστε μέσα με την Εύα; Κάνατε μεγάλο ταξίδι». Έκανα ένα βήμα πίσω τραβώντας τα χέρια μου. «Κι έχουμε επίσης μεγάλο ταξίδι για να γυρίσουμε». Με κοίταξε απογοητευμένη. «Μόνο για μερικά λεπτά. Σε παρακαλώ. Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη και από τους δυο σας. Δε χειρίστηκα καλά το νέο του αρραβώνα σας και λυπάμαι γι’ αυτό. Θα ’πρεπε να είναι μια ευτυχισμένη στιγμή για την οικογένειά μας, και δυστυχώς ανησυχούσα τόσο πολύ ότι θα χάσω τον γιο μου, ώστε δεν μπόρεσα να το εκτιμήσω». «Μαμά». Πήγε να πλησιάσει στη θέση του συνοδηγού αλλά την έπιασα από το χέρι. «Όχι τώρα». «Δεν τα εννοούσα όλα εκείνα που είπα για την Εύα τις προάλλες. Ήταν απλώς το σοκ όταν είδα
μια άλλη γυναίκα να φορά το δαχτυλίδι που μου είχε δώσει ο πατέρας σου. Δεν είχες δώσει το δαχτυλίδι στην Κορίν, έτσι αιφνιδιάστηκα. Μπορείς να το καταλάβεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Τα έβαλες με την Εύα». «Αυτό σου είπε;» Έκανε μια παύση. «Δεν το ήθελα, αλλά… Δεν έχει σημασία. Ο πατέρας σου ήταν κι αυτός πολύ προστατευτικός. Του μοιάζεις τόσο πολύ». Γύρισα αλλού, κοιτάζοντας αφηρημένα τα δέντρα δίπλα στον δρόμο. Δεν ήξερα ποτέ πώς να εκλάβω τέτοια σχόλια για την ομοιότητά μου με τον πατέρα μου. Ήταν έπαινοι ή διφορούμενα κομπλιμέντα; Ποτέ δεν ήξερα με τη μητέρα μου. «Γκίντεον… σε παρακαλώ, προσπαθώ. Είπα στην Εύα μερικά πράγματα που δεν έπρεπε, και αντέδρασε όπως θα αντιδρούσε κάθε γυναίκα στη θέση της. Απλώς θέλω να εξομαλύνω τα πράγματα». Έβαλε το χέρι της πάνω από την καρδιά μου. «Χαίρομαι για σένα, Γκίντεον. Και χαίρομαι επίσης τόσο πολύ που βλέπω να κάνετε παρέα με την Άιρλαντ. Ξέρω ότι είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτή». Της τράβηξα μαλακά το χέρι. «Είναι πολύ σημαντικό και για μένα. Και ήταν η Εύα που το έκανε δυνατό αυτό, με τρόπους που δε θα προσπαθήσω να εξηγήσω. Και αυτός είναι ένας από τους λόγους που δε θέλω να αναστατωθεί πάλι, ειδικά τώρα. Έχει να πάει στη δουλειά το πρωί». «Ας προγραμματίσουμε να φάμε μεσημεριανό αυτή τη βδομάδα τότε. Ή βραδινό;» «Θα είναι και ο Κρις;» ρώτησε η Εύα από το παράθυρο, και μετά άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω. Ήταν τόσο μικροκαμωμένη και φωτεινή με φόντο το σκούρο πελώριο τζιπ πίσω της, αλλά και τρομερή ταυτόχρονα έτσι όπως στεκόταν εκεί με τους ώμους αποφασιστικά τραβηγμένους πίσω. Η γυναίκα μου ήταν ικανή να κάνει πόλεμο με όλο τον κόσμο για χάρη μου. Ήταν πραγματικό θαύμα αυτό για μένα. Εκεί που κανείς άλλος δεν είχε παλέψει για να με υπερασπίσει, με κάποιο τρόπο είχα βρει τη μοναδική ψυχή που δε δίσταζε να το κάνει. Η μητέρα μου χαμογέλασε. «Φυσικά. Ο Κρις κι εγώ είμαστε μια ομάδα». Πρόσεξα πόσο εύθραυστο ήταν το χαμόγελό της και αμφέβαλα για τα λόγια της, όπως έκανα τόσο συχνά. Υποχώρησα παρ’ όλα αυτά. «Θα το προγραμματίσουμε. Τηλεφώνησε στον Σκοτ αύριο και θα κανονίσουμε κάτι». Το πρόσωπο της μητέρας μου φωτίστηκε. «Χαίρομαι τόσο πολύ. Ευχαριστώ». Με αγκάλιασε και το σώμα μου σφίχτηκε από την ανάγκη να τη σπρώξω μακριά μου. Όταν πλησίασε την Εύα με τα χέρια της απλωμένα, η Εύα απλώς έτεινε το δικό της χέρι για χειραψία. Η στιγμή ήταν αμήχανη, και οι δύο γυναίκες είχαν φανερά αμυντική στάση. Η μητέρα μου δεν ήθελε να διορθώσει τα πράγματα, ήθελε να συμφωνήσουμε ότι θα προσποιούμαστε πως είναι όλα μια χαρά. Αποχαιρετιστήκαμε και κάθισα στο τιμόνι. Ξεκίνησα με την Εύα δίπλα μου, αφήνοντας την έπαυλη πίσω μας. Δεν είχαμε απομακρυνθεί πολύ όταν μου είπε: «Πότε σου μίλησε η μητέρα σου;» Να πάρει. Ήξερα τι σήμαινε αυτός ο κοφτός τόνος της. Άπλωσα το χέρι και το ακούμπησα στο γόνατό της. «Δε θέλω να ανησυχείς για τη μητέρα μου». «Δε θέλεις να ανησυχώ για τίποτα! Αλλά δεν πάει έτσι το πράγμα. Δε θα αντιμετωπίζεις όλες τις μαλακίες μόνος σου». «Το τι λέει και κάνει η μητέρα μου δεν είναι σημαντικό, Εύα. Δε δίνω δεκάρα, και δε θα ’πρεπε να δίνεις ούτε εσύ». Γύρισε προς το μέρος μου πάνω στο κάθισμα. «Πρέπει να αρχίσεις να μοιράζεσαι μαζί μου αυτά που σου συμβαίνουν. Ιδιαίτερα αυτά που έχουν σχέση με μένα, όπως το ότι η μητέρα σου λέει
διάφορα για μένα πίσω από την πλάτη μου!» «Δε θέλω να τσαντίζεσαι για μια ασήμαντη γνώμη που δεν τη λαμβάνω υπόψη μου». Πήρα τη στροφή μπροστά μου και όταν βγήκαμε σε ίσιο δρόμο πάτησα γκάζι. «Αυτό είναι καλύτερο από το να τσαντίζομαι μαζί σου!» είπε κοφτά. «Σταμάτα». «Τι;» Γύρισα και την κοίταξα. «Σταμάτα το αναθεματισμένο το αμάξι!» Βλαστημώντας μέσα μου, πήρα το χέρι μου από το γόνατό της κι έσφιξα το τιμόνι. «Πες μου γιατί». «Γιατί είμαι πυρ και μανία μαζί σου, κι εσύ κάθεσαι εκεί και δείχνεις καυτός και σέξι έτσι όπως οδηγείς και πρέπει να σταματήσεις». Η ευθυμία μέσα μου πάλευε με την αγανάκτηση. «Να σταματήσω τι; Να δείχνω καυτός και σέξι; Ή να οδηγώ;» «Γκίντεον… μη με τσιγκλάς αυτή τη στιγμή». Παίρνοντάς το απόφαση, σήκωσα το πόδι μου από το γκάζι και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. «Εντάξει;» Η Εύα βγήκε από το αμάξι κι έκανε τον κύκλο από μπροστά. Βγήκα κι εγώ κοιτώντας την ερωτηματικά. «Θα οδηγήσω εγώ», ανακοίνωσε όταν στάθηκε μπροστά μου. «Τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στην πόλη». «Αφού το θέλεις». Δεν ήξερα σχεδόν τίποτα από σχέσεις, αλλά δε χρειαζόταν μεγάλη φιλοσοφία για να καταλάβω ότι πρέπει να κάνεις υποχωρήσεις όταν η γυναίκα σου είναι τσαντισμένη μαζί σου. Ιδιαίτερα όταν ελπίζεις να την πηδήξεις σε μερικές ώρες, πράγμα που σίγουρα ήλπιζα να κάνω. Αφού είχα περάσει το Σαββατοκύριακο με φίλους και με την Άιρλαντ, ένιωθα μια ανανεωμένη ανάγκη να δείξω στη γυναίκα μου πόσο την εκτιμώ. «Μη με κοιτάς έτσι», μουρμούρισε. «Πώς;» Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω, θαυμάζοντας πόσο όμορφη ήταν με το λευκό καλοκαιρινό της φόρεμα με τη λεπτή τιράντα. Είχε ζέστη και υγρασία, αλλά αυτή έδειχνε δροσερή και φρέσκια. Ήθελα να γδυθώ και να κολλήσω πάνω της, να δροσιστώ λίγο πριν ανάψουν τα πράγματα. «Σαν να είμαι ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί!» Σταύρωσε τα χέρια της. «Δεν είμαι παράλογη». «Αγγελούδι μου, δε σε κοιτάω έτσι». «Και μην προσπαθήσεις να μου αποσπάσεις την προσοχή με το σεξ», μου πέταξε με σφιγμένο το σαγόνι. «Γιατί αλλιώς δεν έχει κοκό για μια βδομάδα!» Σταύρωσα κι εγώ τα χέρια. «Τα έχουμε συζητήσει ήδη κάτι τέτοια τελεσίγραφα. Μπορείς να μου γκρινιάζεις όσο θέλεις, Εύα, αλλά θα σε παίρνω όταν σε θέλω. Τελεία και παύλα». «Και δε σε νοιάζει αν σε θέλω κι εγώ;» «Ρωτάει η γυναίκα που υγραίνεται βλέποντάς με να οδηγώ», είπα. Τα μάτια της στένεψαν. «Έτσι μου ’ρχεται να σε παρατήσω εδώ στον δρόμο». Ήταν φανερό ότι δε χειριζόμουν καλά την κατάσταση, έτσι άλλαξα τακτική περνώντας στην επίθεση. «Ούτε εσύ μου τα λες όλα», της είπα. «Για τον Κλάιν, ας πούμε. Δεν έχει επικοινωνήσει καθόλου
μαζί σου μετά το Σαν Ντιέγκο;» Κρατιόμουν όλο το Σαββατοκύριακο να μην της κάνω αυτή την ερώτηση, αν και ήθελα να μάθω πώς θα προσπαθούσε να την πλησιάσει ο Κλάιν. Από τη μεριά μου, ήμουν διχασμένος ως προς το τι ήθελα να συμβεί. Αν την πλησίαζε για το βίντεο που δεν είχε πια, αυτό θα την πλήγωνε αλλά και θα την έφερνε πιο κοντά μου. Αν έπαυε να ασχολείται με το βίντεο για χάρη της, αυτό θα πρόδινε ότι ένιωθε κάτι πιο βαθύ για την Εύα, πράγμα που με ανησυχούσε. Με θύμωνε που την ήθελε, αλλά με φόβιζε το γεγονός ότι μπορεί όντως να την αγαπούσε. Η Εύα με κοίταξε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Ω Θεέ μου. Κοίταξες πάλι το τηλέφωνό μου;» «Όχι». Η απάντησή μου ήταν άμεση και αποφασιστική. «Ξέρω πώς νιώθεις γι’ αυτό το θέμα». Παρακολουθούσα κάθε της κίνηση, ήξερα πού ήταν και με ποιον ήταν κάθε στιγμή της μέρας, αλλά είχε βάλει όρια στο κινητό της και το είχα δεχτεί, παρόλο που με τρέλαινε. Η Εύα με κοίταξε εξεταστικά για λίγο, αλλά πρέπει να είδε την αλήθεια στο πρόσωπό μου. «Ναι, ο Μπρετ μου έστειλε μερικά μηνύματα. Θα σου το έλεγα, γι’ αυτό μην προσπαθήσεις να το εμφανίσεις ότι είναι το ίδιο πράγμα. Σκόπευα να σου το πω. Εσύ δεν είχες κανένα σκοπό να μου το πεις». Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα μας κι αυτό με έκανε να αρχίσω να ανησυχώ για την ασφάλειά της. «Μπες μέσα και οδήγα. Θα μιλήσουμε στο αμάξι». Περίμενα να καθίσει στο κάθισμα, και μετά της έκλεισα την πόρτα. Μέχρι να καθίσω κι εγώ στη θέση του συνοδηγού, είχε προσαρμόσει τους καθρέφτες και το κάθισμα στα μέτρα της και ξεκίνησε. Αμέσως μόλις μπήκε κανονικά στον δρόμο άρχισε πάλι να μου τα ψέλνει. Άκουγα αμυδρά μόνο τι έλεγε, η προσοχή μου ήταν πιο πολύ στραμμένη στον τρόπο που χειριζόταν το τζιπ. Οδηγούσε γρήγορα και με σιγουριά, κρατώντας ανάλαφρα και άνετα το τιμόνι. Αυτή κρατούσε το βλέμμα της στον δρόμο, εγώ όμως δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Το κορίτσι μου ήταν Καλιφορνέζα γέννημα θρέμμα. Στον ανοιχτό δρόμο ήταν στο στοιχείο της. Αισθάνθηκα να ανάβω παρακολουθώντας τη να χειρίζεται το μεγάλο τζιπ. Ή ίσως ήταν το γεγονός ότι με μάλωνε, με προκαλούσε. «Ακούς τι σου λέω;» με ρώτησε. «Βασικά, όχι, αγγελούδι μου. Και πριν τσαντιστείς κι άλλο, το φταίξιμο είναι καθαρά δικό σου. Κάθεσαι εκεί τόσο καυτή και σέξι, και μου αποσπάς την προσοχή». Άπλωσε το χέρι και με χτύπησε στον μηρό. «Σταμάτα τ’ αστεία!» «Δεν αστειεύομαι. Εύα… Θέλεις να μοιράζομαι περισσότερα πράγματα μαζί σου για να μπορείς να μου συμπαρασταθείς. Εντάξει, το κατάλαβα. Και το δουλεύω». «Όχι όσο πρέπει, όπως φαίνεται». «Δεν πρόκειται να σου πω πράγματα που θα σε στενοχωρήσουν χωρίς λόγο. Δεν έχει νόημα». «Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς ο ένας με τον άλλον, Γκίντεον. Όχι απλώς πότε πότε, αλλά πάντα». «Σοβαρά; Εγώ δεν περιμένω το ίδιο από σένα. Για παράδειγμα, μπορείς ελεύθερα να κρατάς για τον εαυτό σου όλα αυτά τα καθόλου κολακευτικά σχόλια που κάνουν για μένα ο πατέρας σου και ο Κάρι». Έσφιξε τα χείλια της. Το σκέφτηκε για λίγο αυτό, και μετά είπε: «Αν χρησιμοποιούσα αυτή τη λογική, δε θα σήμαινε ότι δεν πειράζει να μη σου λέω τίποτα για τον Μπρετ;» «Όχι. Ο Κλάιν επηρεάζει τη σχέση μας. Η μητέρα μου όχι». Η Εύα ξεφύσηξε.
«Έχω δίκιο», είπα ήρεμα. «Θες να μου πεις ότι δε σε πειράζει όταν με θάβει η μητέρα σου;» «Δε μ’ αρέσει. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν αλλάζει το πώς νιώθω για σένα και γι’ αυτή. Και αν σου τα πω, επίσης δε θα αλλάξουν τα δικά σου συναισθήματα γι’ αυτή. Αφού το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις, επιλέγω την οδό της μικρότερης δυνατής αναστάτωσης». «Σκέφτεσαι σαν άντρας». «Φυσικά, πώς αλλιώς να σκέφτομαι;» Άπλωσα το χέρι και παραμέρισα τα μαλλιά από τον ώμο της. «Μην την αφήσεις να προκαλέσει προβλήματα ανάμεσά μας, αγγελούδι μου. Δεν το αξίζει». Η Εύα με κοίταξε. «Προσποιείσαι ότι αυτά που λέει η μαμά σου δε σε επηρεάζουν, αλλά ξέρω ότι δεν είναι έτσι». Σκέφτηκα αν πρέπει να το αρνηθώ απλώς και μόνο για να κλείσω τη συζήτηση. Όμως η γυναίκα μου έβλεπε όλα αυτά που προσπαθούσα να κρύψω. «Δεν το αφήνω να με επηρεάζει». «Σε επηρεάζει όμως. Σε πονάει και το απωθείς σ’ εκείνο το μέρος όπου απωθείς όλα όσα δε θέλεις να διαχειριστείς». «Μη μου κάνεις ψυχανάλυση», είπα σφιγμένα. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το πόδι μου. «Σ’ αγαπώ. Θέλω να σταματήσω τον πόνο». «Τον έχεις σταματήσει ήδη». Της έσφιξα το χέρι. «Μου έδωσες πίσω όλα όσα μου πήρε αυτή. Μην την αφήσεις να πάρει κι άλλα». Με τα μάτια της στις στροφές του δρόμου μπροστά, η Εύα σήκωσε τα πλεγμένα χέρια μας και φίλησε τη βέρα μου. «Εντάξει, δεκτόν». Με κοίταξε με ένα γρήγορο χαμόγελο που έδειχνε ότι είχε τελειώσει με αυτή τη συζήτηση –προς το παρόν– και μετά συγκεντρώθηκε πάλι στον δρόμο.
12 Προκαλώ οποιαδήποτε γυναίκα να βρει πιο συγκλονιστικό θέαμα από τον Γκίντεον την ώρα που κάνει ντους. Μου φαινόταν απίστευτο που μπορούσε να είναι τόσο ατάραχος καθώς γλιστρούσε τα χέρια του παντού πάνω σε εκείνο το σφιχτό ηλιοκαμένο δέρμα και τους τέλεια γραμμωμένους μυς. Μέσα από το θαμπό τζάμι της ντουσιέρας, παρακολουθούσα τα ρυάκια του σαπουνόνερου που έτρεχαν στους σκληρούς κοιλιακούς και στα δυνατά του πόδια. Το σώμα του ήταν ένα έργο τέχνης, μια μηχανή που τη διατηρούσε σε άριστη κατάσταση. Το λάτρευα. Μου άρεσε να το κοιτάζω, να το αγγίζω, να το γεύομαι. Απλώνοντας το χέρι σκούπισε τους ατμούς από το τζάμι, αποκαλύπτοντας το μαγευτικό του πρόσωπο. Με κοίταξε σιωπηλός υψώνοντας ερωτηματικά το ένα φρύδι. «Απλώς απολαμβάνω το θέαμα», του εξήγησα. Το άρωμα του σαπουνιού του ερέθιζε τις αισθήσεις μου, που είχαν μάθει να αναγνωρίζουν το άρωμα του συντρόφου μου, του ανθρώπου που ξεσήκωνε και ικανοποιούσε το σώμα μου μέχρι παραληρήματος. Έγλειψα τα χείλια μου όταν έτριψε τον μακρύ βαρύ πούτσο του. Κάποτε μου είχε πει ότι παλιότερα αυνανιζόταν κάθε φορά που έκανε ντους. Ήταν γι’ αυτόν μια εκτόνωση που τη θεωρούσε πλέον ρουτίνα, όπως το να πλένει τα δόντια του. Τον καταλάβαινα, ξέροντας πόσο ισχυρή ήταν η σεξουαλική ορμή του. Δε θα ξεχνούσα ποτέ την εικόνα του όταν είχε αυνανιστεί στο ντους για μένα, τόσο αρρενωπός και δυνατός, τόσο σέξι. Από τότε που με είχε γνωρίσει, δεν αυνανιζόταν πια. Όχι επειδή δε θα μπορούσε να με ικανοποιήσει αν το έκανε, και όχι επειδή τον φρόντιζα εγώ σεξουαλικά τόσο ώστε να μην του χρειάζεται. Και οι δύο είμαστε πάντα έτοιμοι για σεξ με τον άλλο, γιατί η επιθυμία που νιώθουμε δεν είναι μόνο σωματική αλλά και βαθύτερη. Ο Γκίντεον με πείραζε λέγοντας ότι δεν αυνανιζόταν πια γιατί το κρατούσε για να χορταίνει την ακόρεστη επιθυμία μου, αλλά εγώ έβλεπα καθαρά τι ήταν αυτή η αυτοσυγκράτηση: μου έδινε το δικαίωμα να ρυθμίζω την ηδονή του. Ήταν δική μου και μόνο δική μου. Δεν ικανοποιούσε τον εαυτό του σεξουαλικά χωρίς εμένα, πράγμα που ήταν ένα εκπληκτικό δώρο. Ιδιαίτερα με δεδομένο το παρελθόν του, όταν η σεξουαλική εκτόνωση είχε χρησιμοποιηθεί σαν όπλο εναντίον του. «Είναι διαδραστική σεξουαλική επίδειξη», μου είπε, με τα μάτια του να χαμογελούν. «Έλα κι εσύ». «Είσαι ένα ζώο». Οι μηροί μου ήταν υγροί από το σπέρμα του κάτω από τη ρόμπα μου, αφού ήμουν η τυχερή γυναίκα που ξυπνώντας απολάμβανε την επιθυμία του. «Μόνο για σένα». «Α, σωστή απάντηση». Χαμογέλασε. Ο πούτσος του μάκρυνε. «Θα ’πρεπε να με ανταμείψεις». Πλησίασα από την πόρτα του μπάνιου όπου στεκόμουν. «Και πώς προτείνεις να το κάνω αυτό;» «Με όποιον τρόπο θέλεις». Ήταν κι αυτό ένα δώρο. Ο Γκίντεον σπάνια άφηνε τον έλεγχο σε κάποιον άλλον, και το έκανε μόνο μ’ εμένα. «Δεν έχω αρκετή ώρα για να σε ανταμείψω όπως πρέπει, αγόρι μου. Δε θα ’θελα να σταματήσω το
πράγμα στη μέση πάνω που γίνεται ενδιαφέρον». Ακούμπησα το χέρι μου στο γυαλί. «Τι θα ’λεγες να το ξαναδούμε μετά τη γυμναστική μου απόψε; Εσύ, εγώ, και ό,τι θέλω να σου κάνω». Γύρισε τελείως προς το μέρος μου και σηκώνοντας το χέρι του το ακούμπησε στο γυαλί στο ύψος του δικού μου. Το βλέμμα του γλίστρησε πάνω στο πρόσωπό μου σαν ένα καυτό χάδι που ήταν σχεδόν απτό. Το πρόσωπό του ήταν απαθές, μια εντυπωσιακά αρρενωπή μάσκα που δεν αποκάλυπτε τίποτα. Όμως τα μάτια του… εκείνα τα εκπληκτικά γαλάζια βάθη τους… έδειχναν τρυφερότητα και αγάπη και ευαισθησία. «Είμαι όλος δικός σου, αγγελούδι μου», είπε. Η φωνή του ήταν τόσο σιγανή ώστε περισσότερο διάβασα τα χείλια του παρά άκουσα τα λόγια του. Του έστειλα ένα φιλί κολλώντας τα χείλια μου στο κρύο γυαλί. «Ναι», συμφώνησα. «Είσαι». Άρχιζε μια νέα βδομάδα, και ο Γκίντεον ήταν απόλυτα εστιασμένος όπως πάντα. Άρχισε να δουλεύει αμέσως μόλις ξεκίνησε το τζιπ, με τα δάχτυλά του να πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο που ήταν ενσωματωμένο σε ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι. Τον παρακολουθούσα, βρίσκοντας τρομερά σέξι την έντονη αυτοσυγκέντρωση και τη σιγουριά του. Ήμουν παντρεμένη με έναν πανίσχυρο, φιλόδοξο άντρα και με άναβε να τον βλέπω να δουλεύει. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ παρακολουθώντας τον, ώστε αναπήδησα όταν χτύπησε το κινητό στην τσάντα μου. «Θεέ μου», μουρμούρισα και το έβγαλα έξω. Είδα το όνομα και τη φωτογραφία του Μπρετ στην οθόνη. Ήξερα ότι έπρεπε να ασχοληθώ μαζί του κάποια στιγμή για να σταματήσει να μου τηλεφωνεί, έτσι του απάντησα. «Γεια», είπα επιφυλακτικά. «Εύα». Η χροιά της διάσημης πια φωνής του Μπρετ μου προκάλεσε ένα σοκ εξίσου έντονο όσο και παλιά, αλλά αυτή τη φορά με διαφορετικό τρόπο. Μου άρεσε ο τρόπος που τραγουδούσε, αλλά δεν ένιωθα τίποτε άλλο γι’ αυτόν πια. Δεν ήταν προσωπικό. Τον θαύμαζα όπως θαύμαζα δέκα άλλους τραγουδιστές. «Να πάρει, προσπαθώ να σε βρω μια βδομάδα τώρα!» «Το ξέρω. Λυπάμαι, αλλά ήμουν απασχολημένη. Τι κάνεις;» «Έχω υπάρξει και καλύτερα. Πρέπει να σε δω». Ύψωσα τα φρύδια. «Πότε θα ’ρθεις στη Νέα Υόρκη;» Ο Μπρετ γέλασε τραχιά, ένας άκεφος ήχος που με ενόχλησε. «Απίστευτο. Άκου, δε θέλω να τα πούμε από το τηλέφωνο. Μπορούμε να βρεθούμε σήμερα; Πρέπει να μιλήσουμε». «Είσαι στη Νέα Υόρκη; Νόμιζα ότι είσαι σε τουρνέ…» Η γρήγορη πληκτρολόγηση του Γκίντεον δεν επιβραδύνθηκε και δε γύρισε να με κοιτάξει, αλλά ένιωσα την ενέργειά του να αλλάζει. Παρακολουθούσε, και ήξερε με ποιον μιλούσα. «Θα σου πω τι συμβαίνει όταν σε δω», είπε ο Μπρετ. Κοίταξα συνοφρυωμένη από το παράθυρο καθώς περιμέναμε σταματημένοι σε ένα φανάρι, με το βλέμμα μου στους πεζούς που διέσχιζαν τον δρόμο. Η Νέα Υόρκη έβριθε από ζωή και ξέφρενη ενέργεια, ήταν έτοιμη για μπίζνες. «Είμαι καθ’ οδόν για τη δουλειά. Τι συμβαίνει, Μπρετ;» «Μπορώ να έρθω να φάμε μαζί το μεσημέρι. Ή να βρεθούμε αφού τελειώσεις». Σκέφτηκα να του πω όχι, αλλά με σταμάτησε η αποφασιστικότητα στη φωνή του. «Εντάξει». Άπλωσα το χέρι και το ακούμπησα στο πόδι του Γκίντεον. Οι τονωμένοι μύες του ήταν σκληροί κάτω από την παλάμη μου, αν και ήταν καθισμένος. Το καλοραμμένο κουστούμι τού έδινε την εμφάνιση πολιτισμένου τζέντλεμαν, εγώ όμως ήξερα την αλήθεια για το γυμνασμένο σώμα που
κρυβόταν από κάτω. «Μπορούμε να βρεθούμε για φαγητό, αν μείνουμε κοντά στο Κτίριο Κρόσφαϊρ». «Εντάξει. Τι ώρα να είμαι εκεί;» «Λίγο πριν τις δώδεκα θα είναι καλά. Θα σε βρω στην υποδοχή». Κλείσαμε κι έριξα το κινητό στην τσάντα μου. Ο Γκίντεον μου έπιασε το χέρι. Τον κοίταξα, αλλά διάβαζε ένα μεγάλο email, με το κεφάλι του λιγάκι σκυμμένο, έτσι που οι άκρες των μαλλιών του άγγιζαν το σμιλεμένο σαγόνι του. Η ζεστασιά από το άγγιγμά του απλώθηκε μέσα μου. Κοίταξα τη βέρα στο δάχτυλό του, το δαχτυλίδι που έδειχνε στον κόσμο ότι είναι δικός μου. Πρόσεχαν καθόλου τα χέρια του οι άλλοι στη δουλειά του; Δεν ήταν τα χέρια ανθρώπου που έπιανε χαρτιά και έγραφε στο πληκτρολόγιο όλη μέρα. Ήταν τα χέρια ενός πολεμιστή που έκανε μεικτές πολεμικές τέχνες και εκτόνωνε την επιθετικότητά του σε σάκους του μποξ και σε γυμναστές. Έβγαλα τα παπούτσια, μάζεψα τα πόδια μου πάνω στο κάθισμα και ακούμπησα στο πλευρό του Γκίντεον, βάζοντας το άλλο χέρι μου πάνω στο δικό του. Άρχισα να περνώ τα ανοιχτά δάχτυλά μου ανάμεσα στα δικά του μπρος πίσω, ακουμπώντας προσεκτικά το κεφάλι στον ώμο του για να μη λερώσω το σακάκι του με το μακιγιάζ. Ρούφηξα τη μυρωδιά του, νιώθοντας την παρουσία του –την εγγύτητα και τη συμπαράστασή του– να διαποτίζει το είναι μου. Η μυρωδιά από το σαπούνι του δεν ήταν έντονη τώρα, και συνδυαζόταν με την αρρενωπή οσμή του δέρματός του, δημιουργώντας έναν πιο πλούσιο και υπέροχο συνδυασμό. Όταν με έπιανε ένταση, αυτός με ηρεμούσε. «Δεν υπάρχει τίποτα γι’ αυτόν», ψιθύρισα. Έπρεπε να το ξέρει αυτό. «Είμαι τόσο γεμάτη από σένα που δε χωράει κανείς άλλος». Το στήθος του φούσκωσε ξαφνικά από μια απότομη εισπνοή. Παραμέρισε το πτυσσόμενο τραπέζι και χτύπησε το χέρι πάνω στα πόδια του. «Έλα δω». Ανέβηκα πάνω του κι αναστέναξα ευτυχισμένα όταν με σήκωσε και με έβαλε σε ένα σημείο που έμοιαζε φτιαγμένο για μένα. Κάθε γαλήνια στιγμή που είχαμε ζήσει μαζί ήταν πολύτιμη για μένα. Ο Γκίντεον άξιζε αυτή την ανάπαυλα, κι εγώ ήθελα να μπορώ να του τη δίνω. Με φίλησε στο μέτωπο. «Είσαι εντάξει, αγγελούδι μου;» «Είμαι στην αγκαλιά σου. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο». Όταν φτάσαμε, εντόπισα τρεις παπαράτσι έξω από το κτίριο. Ο Γκίντεον έβαλε το χέρι στη μέση μου και με οδήγησε στην είσοδο με γρήγορο αλλά αβίαστο βήμα. «Όρνεα», μουρμούρισα. «Τι να γίνει, είμαστε ζευγάρι με μεγάλη φωτογένεια». «Είσαι τόσο μετριόφρων άνθρωπος, Γκίντεον Κρος». «Απλώς εσύ με κάνεις να δείχνω καλύτερα, κυρία Κρος». Μπήκαμε στο ασανσέρ μαζί με μερικούς άλλους και ο Γκίντεον πήγε στην πίσω γωνία και με αγκάλιασε από πίσω περνώντας το χέρι γύρω από τη μέση μου. Η παλάμη του ακουμπούσε στην κοιλιά μου και το στήθος του ήταν ζεστό και σκληρό πίσω από την πλάτη μου. Απολάμβανα αυτές τις λίγες στιγμές μαζί του, διώχνοντας κάθε σκέψη για τη δουλειά ή τον Μπρετ, μέχρι που χωρίσαμε στον εικοστό όροφο. Η Μεγκούμι ήταν ήδη στο γραφείο της όταν πλησίασα στη γυάλινη πόρτα, και μόλις την είδα
χαμογέλασα. Είχε κόψει τα μαλλιά της και είχε βάψει τα νύχια της με ένα λαμπερό κόκκινο χρώμα. Ένιωσα καλά βλέποντας αυτά τα μικρά σημάδια που έδειχναν ότι ξανάβρισκε το πνεύμα της. «Γεια σου», είπε, αφού μου άνοιξε, και σηκώθηκε όρθια. «Είσαι στις ομορφιές σου». Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Ευχαριστώ. Πώς πήγε με την αδερφή του Γκίντεον;» «Υπέροχα. Κάνει πολύ καλή παρέα. Και λιώνω όταν βλέπω τον Γκίντεον μαζί της». «Εγώ λιώνω όταν βλέπω τον Γκίντεον, με όποιον και να ’ναι. Τυχερή. Τέλος πάντων, πέρασα ένα τηλεφώνημα στη γραμμή σου νωρίτερα. Πρέπει να σου άφησε μήνυμα». Μετατόπισα νευρικά το βάρος μου καθώς σκέφτηκα τον Μπρετ. «Άντρας;» «Όχι, γυναίκα». «Χμμ. Θα πάω να δω, ευχαριστώ». Πήγα στο γραφείο μου και βολεύτηκα. Το βλέμμα μου σταμάτησε στο κολάζ των φωτογραφιών μας με τον Γκίντεον. Έπρεπε να του μιλήσω για το Κρόσροουντς. Δεν είχα βρει την ευκαιρία το Σαββατοκύριακο, είχαμε πολλά να κάνουμε με την Άιρλαντ εκεί. Ο Γκίντεον δεν είχε κοιμηθεί το βράδυ του Σαββάτου. Ήλπιζα ότι θα τα κατάφερνε, αλλά ήξερα ότι ήταν απίθανο. Ήταν δύσκολο και για μένα να σκέφτομαι την εσωτερική πάλη του, την ανησυχία και τον φόβο του. Ένιωθε ντροπή επιπλέον, και μια έμφυτη πεποίθηση ότι ήταν τσακισμένος. «Καμένο χαρτί». Δεν έβλεπε στον εαυτό του αυτό που έβλεπα εγώ, μια γενναιόδωρη ψυχή που ήθελε τόσο πολύ να ανήκει σε κάτι ευρύτερο από τον εαυτό του. Δεν αναγνώριζε ότι ήταν ένα πραγματικό θαύμα. Όταν δεν ήξερε τι να κάνει σε μια δεδομένη κατάσταση, άφηνε τον έλεγχο στο ένστικτο και την καρδιά του. Αν και είχε περάσει τόσο πολλά, είχε ακόμη μια εκπληκτική ικανότητα να νιώθει και να αγαπά. Με είχε σώσει με τόσο πολλούς τρόπους. Και θα έκανα ό,τι χρειαζόταν για να τον σώσω κι εγώ. Άκουσα τα μηνύματά μου. Όταν μπήκε μέσα ο Μαρκ, τον πλησίασα με χαμόγελο και ανάλαφρο ανυπόμονο βήμα. Με κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. «Τι έγινε και είσαι τόσο χαρούμενη;» «Σήμερα το πρωί τηλεφώνησε κάποια από τη LanCorp. Θέλουν να συναντηθούν μαζί μας κάποια στιγμή μέσα στη βδομάδα για να συζητήσουμε τι ελπίζουν να πετύχουν με το λανσάρισμα της κονσόλας PhazeOne». Τα μάτια του πήραν τη γνωστή τους λάμψη. Έδειχνε πιο ευτυχισμένος γενικά από τότε που αρραβωνιάστηκε με τον Στίβεν, αλλά, όταν ενθουσιαζόταν με κάποια νέα δουλειά, είχε μια τελείως διαφορετική ενέργεια. «Εσύ κι εγώ, μικρούλα μου, θα καταφέρουμε πολλά». Χοροπήδησα λιγάκι επιτόπου. «Σίγουρα. Θα την πάρεις άνετα αυτή τη δουλειά. Όταν συναντηθούν μαζί σου, θα τους έχεις του χεριού σου». Ο Μαρκ γέλασε. «Είσαι ό,τι πρέπει για να μου ενισχύεις την αυτοπεποίθηση». Του έκλεισα το μάτι. «Είμαι ό,τι πρέπει για σένα γενικά». Περάσαμε το πρωί δουλεύοντας την πρόταση για το PhazeOne και φτιάχνοντας μια σειρά μακέτες για να δούμε πώς μπορούσαμε να παρουσιάσουμε τη νέα κονσόλα σε σχέση με τον ανταγωνιστή. Δίστασα για μια στιγμή όταν συνειδητοποίησα πόση φασαρία γινόταν για την επικείμενη κυκλοφορία της επόμενης γενιάς της κονσόλας GenTen – η οποία τύχαινε να είναι προϊόν του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος και επομένως και ο κύριος ανταγωνιστής του PhazeOne στην αγορά. Επεσήμανα την κατάσταση στον Μαρκ και ρώτησα: «Μήπως δημιουργεί πρόβλημα αυτό; Θέλω να
πω, μήπως η LanCorp θεωρήσει ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων επειδή συνεργάζομαι μαζί σου για την καμπάνια τους;» Ο Μαρκ έγειρε πίσω στο κάθισμά του. Είχε βγάλει το σακάκι του νωρίτερα αλλά έδειχνε ακόμη καλοντυμένος με ένα λευκό καλό πουκάμισο, χτυπητή κίτρινη γραβάτα και σκούρο μπλε παντελόνι. «Δε νομίζω ότι υπάρχει πρόβλημα. Αν προτιμήσουν τη δική μας πρόταση από αυτές που θα πάρουν από άλλες εταιρείες, το γεγονός ότι είσαι αρραβωνιασμένη με τον Γκίντεον Κρος δε θα παίξει κανένα ρόλο. Θα κάνουν την επιλογή τους με βάση την ικανότητά μας να παρουσιάσουμε την κονσόλα τους όπως θέλουν». Θα ’πρεπε να νιώσω ανακούφιση, αλλά δεν ένιωσα. Αν παίρναμε τη δουλειά, θα βοηθούσα έναν από τους ανταγωνιστές του Γκίντεον να του κλέψει μερίδιο αγοράς. Αυτό με ενοχλούσε πολύ. Ο Γκίντεον δούλευε τόσο σκληρά και είχε ξεπεράσει τόσο πολλά για να βγάλει το όνομα των Κρος από τη λάσπη και να το εξυψώσει σε ένα επίπεδο όπου ενέπνεε δέος, σεβασμό και αρκετό φόβο. Δεν ήθελα να τον εμποδίσω στην πορεία του. Νόμιζα ότι θα είχα λίγο χρόνο παραπάνω πριν αναγκαστώ να κάνω τη μεγάλη επιλογή. Και δεν μπορούσα να μη νιώθω ότι αυτή η επιλογή ήταν ανάμεσα στην ανεξαρτησία μου και την αγάπη μου για τον άντρα μου. Το δίλημμα με βασάνιζε όλο το πρωί, μειώνοντας σιγά σιγά τον ενθουσιασμό που είχα νιώσει αρχικά για την πρόταση του PhazeOne. Μετά όμως άρχισε να πλησιάζει μεσημέρι και η σκέψη μου εστίασε στο θέμα του Μπρετ. Ήταν ώρα να αναλάβω τις ευθύνες μου για το πρόβλημα που είχα δημιουργήσει. Είχα ανοίξει την πόρτα στον Μπρετ και μετά την είχα κρατήσει ανοιχτή επειδή δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μέσα μου. Τώρα έπρεπε να διορθώσω το πρόβλημα πριν επηρεάσει τον γάμο μου περισσότερο από όσο τον είχε επηρεάσει ήδη. Ξεκίνησα για το ισόγειο στις δώδεκα παρά πέντε, αφού είχα ζητήσει πρώτα άδεια από τον Μαρκ να φύγω λίγο νωρίς για φαγητό. Ο Μπρετ με περίμενε ήδη, στεκόταν κοντά στην είσοδο με τα χέρια στις τσέπες του τζιν του. Φορούσε ένα απλό λευκό τι-σερτ και σανδάλια, με γυαλιά ηλίου περασμένα πάνω στο κεφάλι του. Έχασα λίγο τον βηματισμό μου. Όχι επειδή ήταν σέξι, κάτι που ήταν αδιαμφισβήτητο, αλλά επειδή έδειχνε τόσο αταίριαστος μέσα στο κτίριο. Όταν είχαμε συναντηθεί πριν το λανσάρισμα του βίντεο στην Τάιμς Σκουέαρ, είχαμε δώσει ραντεβού έξω. Τώρα βρισκόταν μέσα στο κτίριο, σε ένα σημείο υπερβολικά κοντά στο μέρος όπου είχα συναντηθεί για πρώτη φορά με τον Γκίντεον. Η διαφορά ανάμεσά τους ήταν κραυγαλέα και δεν είχε καμία σχέση με το ντύσιμο ή τα λεφτά. Ο Μπρετ χαμογέλασε όταν με είδε, το σώμα του ίσιωσε και η στάση του άλλαξε, όπως συμβαίνει με τους άντρες όταν ξυπνήσει το σεξουαλικό τους ενδιαφέρον – δηλαδή, με τους άλλους άντρες, όχι με τον Γκίντεον. Όταν συνάντησα για πρώτη φορά τον άντρα μου, το σώμα του, η φωνή του δεν αποκάλυπταν τίποτα. Μόνο τα μάτια του είχαν προδώσει την έλξη που ένιωθε, και μόνο για μια στιγμή. Μόνο αργότερα συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή. Ο Γκίντεον με είχε διεκδικήσει… και μου είχε δώσει τον εαυτό του σε αντάλλαγμα. Με μια ματιά και μόνο. Με αναγνώρισε τη στιγμή που με είδε. Εμένα μου πήρε πιο πολύ χρόνο για να καταλάβω τι είμαστε ο ένας για τον άλλον. Τι προοριζόμαστε να γίνουμε. Δεν μπορούσα να μη συγκρίνω τον κτητικό, τρυφερό τρόπο που με κοίταζε ο Γκίντεον με τον πιο γήινο, λάγνο τρόπο που με κοίταξε ο Μπρετ απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια.
Ξαφνικά μου φάνηκε τελείως προφανές ότι ο Μπρετ δε με είχε θεωρήσει ποτέ δική του, τουλάχιστον με τον τρόπο που με θεωρούσε ο Γκίντεον. Ο Μπρετ με ήθελε, και εξακολουθούσε να με θέλει, αλλά, ακόμη και αφού με είχε, δεν επέβαλε την ιδιοκτησία του και σίγουρα δεν έδωσε ποτέ τίποτα το γνήσιο από τον εαυτό του σε μένα. Γκίντεον. Έγειρα το κεφάλι και βρήκα με το βλέμμα μία από τις πολλές μαύρες σφαίρες στο ταβάνι, μέσα στις οποίες ήταν κρυμμένες οι κάμερες ασφαλείας. Έφερα το χέρι μου στην καρδιά και το πίεσα. Ήξερα ότι μάλλον δε με έβλεπε. Ήξερα ότι θα ’πρεπε να συνδεθεί με το συγκεκριμένο κανάλι για να με δει και ότι ήταν πολύ απασχολημένος με τη δουλειά για να το σκεφτεί αλλά και πάλι… «Εύα». Κατέβασα το χέρι και κοίταξα τον Μπρετ καθώς με πλησίαζε με τις νωχελικές δρασκελιές του άντρα που έχει επίγνωση της γοητείας του και είναι σίγουρος για την επιτυχία. Η αίθουσα υποδοχής ήταν γεμάτη κόσμο που περνούσε γύρω μας σε μια συνεχή ροή, όπως ήταν φυσικό σε έναν ουρανοξύστη στο κέντρο της πόλης. Όταν σήκωσε τα χέρια για να με αγκαλιάσει, έκανα πίσω και του άπλωσα το αριστερό μου χέρι, όπως είχα κάνει και όταν συναντηθήκαμε στο Σαν Ντιέγκο. Δε θα προκαλούσα ποτέ ξανά στον Γκίντεον τον πόνο που ένιωσε όταν με είδε να φιλάω τον Μπρετ. Ο Μπρετ σήκωσε τα φρύδια και η φλόγα στα μάτια του έπεσε. «Σοβαρά; Εκεί φτάσαμε τώρα;» «Είμαι παντρεμένη», του υπενθύμισα. «Δεν επιτρέπεται να αγκαλιαζόμαστε». «Και οι γυναίκες που πηδάει αυτός και τις δείχνουν όλες οι φυλλάδες; Αυτό είναι εντάξει;» «Έλα τώρα», τον μάλωσα. «Δεν πρέπει να πιστεύεις ό,τι σε ταΐζουν οι εφημερίδες». Έσφιξε τα χείλια του κι έβαλε πάλι τα χέρια στις τσέπες. «Πάντως, μπορείς να πιστέψεις αυτά που γράφουν οι εφημερίδες για το πώς νιώθω για σένα». Το στομάχι μου πετάρισε. «Νομίζω ότι εσύ τα πιστεύεις». Κι αυτό μου προκάλεσε κάποια θλίψη. Δεν ήξερε τη σχέση που είχαμε με τον Γκίντεον, γιατί δεν την είχε ζήσει ποτέ στη ζωή του. Ήλπιζα να έβρισκε μια τέτοια σχέση μια μέρα. Ο Μπρετ δεν ήταν κακός τύπος. Απλώς δεν ήταν ο άντρας για μένα. Μουρμούρισε μια βλαστήμια και γυρίζοντας έδειξε την έξοδο. «Πάμε να φύγουμε από δω». Δίστασα. Ήθελα κι εγώ να πάμε κάπου απομονωμένα, αλλά, από τη μια μεριά, ήθελα επίσης να είμαι σε ένα μέρος όπου να υπάρχουν μάρτυρες που θα μπορούσαν να καθησυχάσουν τον Γκίντεον. Από την άλλη μεριά βέβαια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε πικνίκ στην αίθουσα υποδοχής του κτιρίου. Άρχισα απρόθυμα να περπατώ δίπλα του. «Παράγγειλα και μου έφεραν μερικά σάντουιτς πριν από λίγο», είπα. «Σκέφτηκα ότι έτσι θα είχαμε περισσότερο χρόνο να μιλήσουμε». Ο Μπρετ έκανε ένα σκυθρωπό καταφατικό νεύμα κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει τη σακούλα που κρατούσα. Τον πήγα στο Μπράιαντ Παρκ, περνώντας μαζί του μέσα από τα πλήθη που είχαν ξεχυθεί στα πεζοδρόμια για μεσημεριανό. Ταξί και αυτοκίνητα κόρναραν επίμονα στους πεζούς που, πιεσμένοι από τον χρόνο, δεν υπάκουαν στα φανάρια. Η ζέστη ανέβαινε κυματιστή από την άσφαλτο, ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά τώρα και περνούσε καυτός ανάμεσα στους ουρανοξύστες. Ένα περιπολικό άναψε τη σειρήνα του, αλλά ακόμη και οι διαπεραστικοί ρομποτικοί ήχοι του δεν το βοήθησαν να προχωρήσει πιο γρήγορα στον μποτιλιαρισμένο δρόμο. Ήταν το Μανχάταν μια συνηθισμένη μέρα και το αγαπούσα. Από την άλλη μεριά, έβλεπα ότι ο
Μπρετ είχε εκνευριστεί από τον πολύπλοκο χορό που χρειαζόταν για να κινηθείς μέσα στην πόλη. Γύρισμα των ώμων και των γοφών για να αφήσεις κάποιον να περάσει, γρήγορη εισπνοή για να περάσεις δίπλα από κάποιον με πολλές σακούλες στα χέρια ή κάποιον που περπατούσε πολύ αργά, επιφυλακή και καλά ανακλαστικά για να αποφύγεις τον κόσμο που εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά σου από τις πόρτες των κτιρίων στα πεζοδρόμια. Έτσι ήταν η ζωή στη Νέα Υόρκη, αλλά θυμόμουν πόσο σάστιζες στην αρχή, όταν δεν είχες συνηθίσει να βλέπεις τόσο πολύ κόσμο σε έναν σχετικά περιορισμένο χώρο. Μπαίνοντας στο πάρκο πίσω από τη βιβλιοθήκη, βρήκαμε ένα άδειο τραπέζι στη σκιά κοντά στα αλογάκια και καθίσαμε. Ο Μπρετ έβγαλε τα σάντουιτς, τα τσιπς και το εμφιαλωμένο νερό που είχα παραγγείλει, αλλά κανείς από τους δυο μας δεν άρχισε να τρώει. Κοίταξα γύρω μας, ξέροντας ότι μπορεί να μας φωτογράφιζαν από κάπου. Το είχα σκεφτεί αυτό όταν διάλεξα το σημείο όπου θα τον έφερνα, αλλά η μοναδική άλλη λύση θα ήταν ένα θορυβώδες εστιατόριο γεμάτο κόσμο. Είχα πολύ έντονη αίσθηση της σωματικής μου γλώσσας, και ήθελα να είμαι σίγουρη ότι τίποτα δε θα μπορούσε να παρερμηνευτεί. Ο κόσμος γενικά μπορούσε να πιστεύει ότι με τον Μπρετ είμαστε φίλοι. Ο άντρας μου όμως θα ήξερε, με κάθε τρόπο που μπορούσα να του το δείξω, ότι ο Μπρετ κι εγώ είχαμε χωρίσει για πάντα. «Σχημάτισες λάθος εντύπωση στο Σαν Ντιέγκο», είπε ξαφνικά ο Μπρετ, με τα μάτια του κρυμμένα πίσω από τα γυαλιά ηλίου. «Η Μπρίτανι δεν είναι τίποτα σοβαρό». «Δεν είναι δική μου δουλειά, Μπρετ». «Μου λείπεις. Και μερικές φορές η Μπρίτανι μου θυμίζει εσένα». Έκανα έναν μορφασμό, βρίσκοντας το σχόλιο κάθε άλλο παρά κολακευτικό. Σήκωσα το χέρι σε μια ανήμπορη χειρονομία. «Δεν μπορώ να ξαναγυρίσω σ’ εσένα Μπρετ, μετά από αυτό που έχω με τον Γκίντεον». «Έτσι λες τώρα». «Με κάνει να νιώθω ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει χωρίς εμένα. Και δε θα μπορούσα να συμβιβαστώ με κάτι λιγότερο». Δε χρειαζόταν να πω ότι αυτός δε με είχε κάνει ποτέ να νιώσω έτσι. Το ήξερε. Ο Μπρετ κοίταξε τα ενωμένα δάχτυλά του, και μετά ανακάθισε κι έβγαλε το πορτοφόλι από την πίσω τσέπη του. Έβγαλε μια διπλωμένη φωτογραφία και την άφησε στο τραπέζι μπροστά μου. «Κοίταξέ την», είπε σφιγμένα, «και πες μου ότι δεν είχαμε κάτι γνήσιο». Ξεδίπλωσα τη φωτογραφία και συνοφρυώθηκα. Έδειχνε τον Μπρετ και μένα να γελάμε για κάτι χαμένο πια στα σκοτάδια της μνήμης. Αναγνώρισα στο φόντο το εσωτερικό του Μπαρ 69. Γύρω μας υπήρχε κόσμος, θολά πρόσωπα. «Πού τη βρήκες αυτή;» ρώτησα. Κάποτε θα έδινα τα πάντα για να έχω μια τέτοια φωτογραφία με τον Μπρετ, νομίζοντας ότι κάτι τόσο ασήμαντο θα ήταν ένα είδος απόδειξης ότι δεν ήμουν απλώς μια γκόμενα για πήδημα γι’ αυτόν. «Την τράβηξε ο Σαμ σε ένα διάλειμμα όταν κατέβηκα από την πίστα». Πάγωσα όταν άκουσα το όνομα του Σαμ Γιμάρα, καθώς θυμήθηκα ξαφνικά το σεξουαλικό βίντεο. Κοίταξα τον Μπρετ και τα χέρια μου έτρεμαν τόσο πολύ που αναγκάστηκα να αφήσω πάλι τη φωτογραφία στο τραπέζι. «Ξέρεις για…» Δεν μπόρεσα ούτε να τελειώσω τη φράση μου. Και είδα αμέσως ότι δε χρειαζόταν. Το σαγόνι του Μπρετ σφίχτηκε, και είδα ιδρώτα να αναβλύζει στο μέτωπο και το πάνω χείλι του. «Το έχω δει».
«Ω Θεέ μου». Τραβήχτηκα απότομα πίσω καθώς αναλογίστηκα τι μπορεί να υπήρχε σε αυτό το βίντεο. Ήθελα απεγνωσμένα να κερδίσω την προσοχή του Μπρετ, και το έκανα με μια ολοκληρωτική έλλειψη αυτοσεβασμού, για την οποία ντρεπόμουν τώρα. «Εύα». Άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου. «Μην κάνεις έτσι. Δεν ξέρω τι σου είπε ο Κρος για το βίντεο, αλλά, σοβαρά, δεν είναι κακό. Λιγάκι άγριο μερικές φορές, αλλά έτσι ήταν τα πράγματα ανάμεσά μας». Όχι… Άγριο ήταν αυτό που είχα με τον Γκίντεον. Αυτό που είχα με τον Μπρετ ήταν κάτι πολύ πιο σκοτεινό και ανθυγιεινό. Έπιασα τα χέρια μου μεταξύ τους καθώς είχαν αρχίσει να τρέμουν. «Πόσα άτομα το έχουν δει; Το έδειξες στους… Το είδε το συγκρότημα;» Δε χρειαζόταν να απαντήσει, είδα την απάντηση στο πρόσωπό του. «Χριστέ μου». Ένιωσα ναυτία. «Τι θέλεις από μένα, Μπρετ;» «Θέλω…» Ανέβασε τα γυαλιά στο κεφάλι του κι έτριψε τα μάτια. «Να πάρει. Θέλω εσένα. Θέλω να είμαστε μαζί. Δε νομίζω ότι τελείωσαν τα πράγματα ανάμεσά μας». «Τα πράγματα ανάμεσά μας δεν άρχισαν καν ποτέ». «Ξέρω ότι εγώ φταίω γι’ αυτό. Θέλω να μου δώσεις μια ευκαιρία να επανορθώσω». Τον κοίταξα μ’ ανοιχτό το στόμα. «Είμαι παντρεμένη!» «Είναι κάθαρμα, Εύα. Νομίζεις ότι τον ξέρεις αλλά δεν ξέρεις τίποτα». Τα πόδια μου έτρεμαν από την επιθυμία να σηκωθώ και να φύγω. «Ξέρω ότι δε θα έδειχνε ποτέ ένα τέτοιο βίντεο με τους δυο μας σε κανέναν! Με σέβεται και δε θα έκανε κάτι τέτοιο». «Το θέμα ήταν να τεκμηριώσουμε την άνοδο του συγκροτήματος, Εύα. Έπρεπε να το δούμε για να αποφασίσουμε τι θα χρησιμοποιήσουμε». «Μπορούσες να το δεις εσύ μόνος σου πρώτα», είπα σφιγμένα, νιώθοντας πολύ έντονα τον κόσμο που καθόταν γύρω μας. «Θα μπορούσες να κόψεις τις δικές μας σκηνές πριν το δουν οι άλλοι». «Ο Σαμ δεν είχε βιντεοσκοπήσει μόνο εμάς τους δύο. Υπήρχαν και σκηνές με τα άλλα παιδιά του συγκροτήματος». «Ω Θεέ μου». Τον είδα να ανακάθεται νευρικά και μου ήρθε μια υποψία. «Και το βίντεο σε δείχνει και μ’ άλλες γυναίκες», είπα, νιώθοντας την αναγούλα να μεγαλώνει. «Τι σημασία είχε όταν ήμουν μία από τις πολλές». «Είχε σημασία». Έσκυψε μπροστά. «Ήταν διαφορετικά μ’ εσένα, Εύα. Εγώ ήμουν διαφορετικός μαζί σου. Απλώς ήμουν πολύ νέος και είχα πολύ φουσκωμένα μυαλά για να το καταλάβω τότε. Πρέπει να το δεις, Εύα. Τότε θα καταλάβεις». Έκανα ένα βίαιο αρνητικό νεύμα. «Δε θέλω να το δω. Ποτέ. Είσαι τρελός;» Αυτό ήταν ψέμα. Τι έδειχνε το βίντεο; Πόσο άσχημα ήταν τα πράγματα; «Να πάρει». Έβγαλε τα γυαλιά του και τα πέταξε στο τραπέζι. «Δεν ήθελα να μιλήσουμε για το γαμημένο το βίντεο». Όμως η στάση του είχε μια αμυντικότητα που με έκανε να αμφιβάλλω. Οι ώμοι του ήταν σηκωμένοι και σφιγμένοι, το στόμα του μια πιεσμένη γραμμή. Δεν ξέρω τι σου είπε ο Κρος… Ήξερε ότι ο Γκίντεον γνώριζε την ύπαρξη του βίντεο. Ήξερε ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να μη βγει στη δημοσιότητα. Θα του το είχε πει ο Σαμ. «Τι θέλεις;» τον ρώτησα πάλι. «Τι ήταν τόσο επείγον που χρειάστηκε να έρθεις στη Νέα Υόρκη;» Περίμενα να απαντήσει, με την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Είχε τρομερή ζέστη και υγρασία,
αλλά ένιωθα παγωμένη. Δεν μπορούσε να μου πει ότι μ’ αγαπά αφού τον είχα πιάσει με την Μπρίτανι. Δεν μπορούσε να με προειδοποιήσει για τον Γκίντεον αφού ήμουν ήδη παντρεμένη μαζί του. Ο Μπρετ είχε έρθει στο Μανχάταν στη μέση μιας τουρνέ, κάτι για το οποίο έπρεπε να συμφωνήσει και το συγκρότημα. Και η Βιντάλ Ρέκορντς. Γιατί να το κάνουν αυτό; Τι ήταν αυτό που θα κέρδιζαν ώστε να μη διστάσουν να διακόψουν το κανονικό τους πρόγραμμα. Είδα τον Μπρετ να με κοιτάζει άφωνος, το σαγόνι του κουνιόταν σαν να ήθελε να πει κάτι αλλά δεν έβρισκε τι, και τότε σηκώθηκα, έκανα μεταβολή, κι έτρεξα προς την κοντινότερη έξοδο του πάρκου. Με φώναξε αλλά κράτησα το κεφάλι μου σκυμμένο νιώθοντας πολύ έντονα ότι πολλά κεφάλια είχαν γυρίσει προς το μέρος μου. Είχα κάνει σκηνή, αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Είχα αφήσει την τσάντα μου στο τραπέζι και δε μ’ ένοιαζε. Έπρεπε να φύγω από κει. Να πάω κάπου που να είμαι ασφαλής. Να πάω στον Γκίντεον. «Αγγελούδι μου». Η φωνή του άντρα μου με έκανε να σκοντάψω. Γύρισα και τον είδα να σηκώνεται από μια καρέκλα κοντά στο πιάνο δίπλα στο Μπράιαντ Παρκ Γκριλ. Δροσερός και κομψός, έμοιαζε ανεπηρέαστος από την αποπνικτική ζέστη. «Γκίντεον». Η ανησυχία στα μάτια του, ο τρυφερός τρόπος που με τύλιξε στην αγκαλιά του μου έδωσαν δύναμη. Ήξερε ότι η συνάντησή μου με τον Μπρετ δε θα πήγαινε καλά. Ότι θα έφευγα σοκαρισμένη και ανασφαλής. Ότι θα τον χρειαζόμουν. Και ήταν εκεί. Δεν ήξερα πώς και δε μ’ ένοιαζε. Τα δάχτυλά μου σχεδόν χώθηκαν στην πλάτη του. «Σσς». Αισθάνθηκα τα χείλια του να αγγίζουν το αυτί μου. «Σε κρατάω». Ο Ραούλ εμφανίστηκε δίπλα μας με την τσάντα μου στο χέρι, και η στάση του έδειχνε μια προστατευτικότητα που προστέθηκε στην αίσθηση του καταφύγιου που είχα βρει στην αγκαλιά του Γκίντεον. Ο ξέφρενος πανικός μέσα μου άρχισε να κοπάζει. Δεν ήμουν πια σε ελεύθερη πτώση. Ο Γκίντεον ήταν το δίχτυ ασφαλείας μου, πάντα έτοιμος για να με πιάσει. Με οδήγησε στο πεζοδρόμιο όπου περίμενε το τζιπ, με τον Άνγκους έτοιμο να ανοίξει την πίσω πόρτα. Μπήκα μέσα και ο Γκίντεον ακολούθησε, αγκαλιάζοντάς με όταν κουλουριάστηκα δίπλα του. Είχαμε ξαναγυρίσει ακριβώς στο σημείο από όπου είχαμε αρχίσει το πρωί. Όμως μέσα σε μερικές ώρες όλα είχαν αλλάξει. «Μην ανησυχείς, το έχω υπό έλεγχο», μουρμούρισε. «Έχε μου εμπιστοσύνη». Ύψωσα το πρόσωπό μου στον λαιμό του. «Θέλουν να χρησιμοποιήσουν το βίντεο, έτσι δεν είναι;» «Δεν πρόκειται. Κανείς δε θα το χρησιμοποιήσει ποτέ». Η φωνή του ήταν σκληρή. Τον πίστεψα. Κι ένιωσα να τον αγαπώ περισσότερο από όσο φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να αγαπήσω ποτέ κάποιον. Τι απίστευτη μέρα. Απέφυγα να σκέφτομαι τον Μπρετ δουλεύοντας εντατικά πάνω στις μακέτες για την κονσόλα. Όταν πήγε πέντε η ώρα, το μυαλό μου ήταν μόνο στον Γκίντεον. Δεν με ανησυχούσε μόνο το PhazeOne πια, με ανησυχούσε ο εαυτός μου, το πώς ήμουν κάποτε. Το βίντεο μπορούσε να κάνει μεγαλύτερη ζημιά στο όνομα του Γκίντεον από όσο θα του έκανε ποτέ μια αντίπαλη εταιρεία.
Του έστειλα ένα μήνυμα. Ήλπιζα μια γρήγορη απάντηση, χωρίς όμως να πιστεύω ότι θα έρθει. Είσαι στο γραφείο σου; Απάντησε σχεδόν αμέσως. Ναι. Φεύγω για το σπίτι, του έγραψα. Ήθελα να σε αποχαιρετήσω πρώτα. Έλα πάνω. Άφησα την ανάσα που δεν είχα καταλάβει ότι κρατούσα. Σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί. Η Μεγκούμι είχε φύγει ήδη όταν πέρασα από τη ρεσεψιόν, έτσι έφτασα στα γραφεία του Γκίντεον πιο γρήγορα από όσο περίμενα. Η δική του ρεσεψιονίστ ήταν ακόμη στη θέση της, με τα μακριά κόκκινα μαλλιά της να πέφτουν χυτά στους ώμους της. Με χαιρέτησε μόνο με ένα κοφτό νεύμα αλλά εγώ της χαμογέλασα απτόητη. Ο Σκοτ δεν ήταν στο γραφείο του όταν έφτασα πίσω, αλλά ο Γκίντεον στεκόταν σκυμμένος πάνω από το δικό του και ξεφύλλιζε κάποια έγγραφα που ήταν απλωμένα μπροστά του. Ο Αράς του μιλούσε καθισμένος σε μία από τις πολυθρόνες, η στάση του άνετη και χαλαρή. Δε φορούσαν σακάκια, και ήταν και οι δύο εντυπωσιακοί. Ο Αράς με κοίταξε καθώς πλησίασα, και αμέσως ο Γκίντεον σήκωσε το κεφάλι. Τα μάτια του άντρα μου ήταν τόσο γαλάζια που η απόχρωσή τους μου έκανε εντύπωση ακόμη και από αυτή την απόσταση. Το πρόσωπό του παρέμεινε αυστηρά όμορφο, μια τόσο κλασική έκφραση για τον Γκίντεον, αλλά το βλέμμα του έγινε τρυφερό μόλις με είδε. Χαμογέλασα όταν μου έκανε νόημα με το δάχτυλο να πλησιάσω. Μπήκα στο γραφείο του κι άπλωσα το χέρι στον Αράς, που σηκώθηκε όρθιος. «Γεια», είπα. «Φροντίζεις να μην μπλέκει σε φασαρίες;» «Όταν με αφήνει», απάντησε αυτός. Μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε για να φιλήσει τον αέρα πάνω από το μάγουλό μου. «Πίσω», είπε ξερά ο Γκίντεον, και με αγκάλιασε από τη μέση. Ο Αράς γέλασε. «Αυτή η νέα ζηλιάρικη πλευρά σου είναι τρομερά διασκεδαστική». «Το δικό σου χιούμορ όμως δεν είναι καθόλου», απάντησε ο Γκίντεον. Ακούμπησα πάνω του. Λάτρευα την αίσθηση του σκληρού κορμιού του πάνω στο δικό μου. Δεν υπήρχε τίποτα το ελαστικό, το υποχωρητικό πάνω του. Εκτός από τις στιγμές που με κοίταζε. «Έχω μια σύσκεψη», είπε ο Αράς, «οπότε φεύγω. Εύα, ευχαριστώ για την Παρασκευή το βράδυ. Θα ήθελα να το ξανακάνουμε καμιά φορά». «Θα το ξανακάνουμε», του απάντησα. «Σίγουρα». Μόλις βγήκε από το γραφείο, γύρισα στον Γκίντεον. «Μπορώ να σ’ αγκαλιάσω;» «Δε χρειάζεται να ρωτάς ποτέ». Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται από τη ζεστασιά και την τρυφερότητα των ματιών του. «Το γυαλί είναι διαφανές». «Άσ’ τους να βλέπουν», μουρμούρισε, και με αγκάλιασε. Έβγαλε μια αργή βαθιά ανάσα όταν αρπάχτηκα από πάνω του. «Μίλα μου, άγγελέ μου». «Δε θέλω να μιλήσω». Δεν ήθελα να μιλήσω για το μπλέξιμο που είχα δημιουργήσει στη ζωή μου και τώρα επηρέαζε τον άντρα που αγαπούσα. «Θέλω να ακούσω τη φωνή σου. Πες κάτι, ό,τι να ’ναι, δε με νοιάζει». «Ο Κλάιν δε θα σε πληγώσει. Σ’ το υπόσχομαι». Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. «Όχι γι’ αυτόν. Πες μου για τη δουλειά». «Εύα…»
Αισθάνθηκα αμέσως στο σώμα του την ένταση της ανησυχίας, έτσι του εξήγησα. «Απλώς θέλω να κλείσω τα μάτια μου για ένα λεπτό και να σε νιώσω. Να σε μυρίσω. Να σε ακούσω. Χρειάζομαι να σε ρουφήξω για λίγο, και μετά θα είμαι εντάξει». Άρχισε να με χαϊδεύει στην πλάτη, με το πιγούνι του ακουμπισμένο στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Θα φύγουμε να πάμε κάπου. Γρήγορα. Τουλάχιστον για μια βδομάδα, αν και θα προτιμούσα δύο. Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να πάμε πάλι στο Κρόσγουιντς. Να περνάμε την ώρα μας τεμπελιάζοντας γυμνοί…» «Δεν τεμπελιάζεις ποτέ. Ιδιαίτερα όταν είσαι γυμνός». «Ιδιαίτερα όταν εσύ είσαι γυμνή», με διόρθωσε, τρίβοντας το πρόσωπό του στα μαλλιά μου. «Αλλά δε σε είχα ποτέ έτσι για μια ολόκληρη βδομάδα. Μπορεί να με εξουθενώσεις». «Αμφιβάλλω αν είναι δυνατό αυτό, σεξομανή. Αλλά θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ». «Δε θα είναι καθαρά μήνας του μέλιτος. Για μήνα του μέλιτος θέλω έναν κανονικό, ολόκληρο μήνα». «Έναν μήνα!» Τραβήχτηκα πίσω και τον κοίταξα. Η διάθεσή μου καλυτέρευε κιόλας. «Θα καταρρεύσει όλη η οικονομία της Νέας Υόρκης αν λείψεις τόσο πολύ». Μου έπιασε το πλάι του προσώπου μου και ο αντίχειράς του χάιδεψε το μέτωπό μου. «Νομίζω ότι η εξαιρετικά ικανή ομάδα μου μπορεί να τα καταφέρει μερικές βδομάδες χωρίς εμένα». Τον έπιασα από τον καρπό κι άφησα να φανεί λίγο από το άγχος μου. «Εγώ δε θα μπορούσα. Σε χρειάζομαι πάρα πολύ για να σε στερηθώ τόσο καιρό». «Εύα». Χαμήλωσε το κεφάλι και κόλλησε τα χείλια του στα δικά μου, μετά τα άνοιξε με τη γλώσσα του. Τον έπιασα από τον σβέρκο και τον κράτησα ακίνητο ενώ έκανα πιο βαθύ το φιλί μας, νιώθοντας ότι πέφτω μέσα του. Με τράβηξε πιο κοντά, σηκώνοντάς με στις μύτες των ποδιών. Έγειρε το κεφάλι του, κολλώντας ακόμη πιο πολύ τα χείλια του στα δικά μου, μέχρι που μοιραζόμασταν κάθε ανάσα, κάθε βογκητό και στεναγμό. Μου ξέφυγε ένα αγκομαχητό όταν σταματήσαμε για να ανασάνουμε. «Πότε θα είσαι σπίτι;» «Όταν με θέλεις να είμαι». «Όταν τελειώσεις τη δουλειά σου τότε. Αρκετό χρόνο έχασες για μένα σήμερα». Έστρωσα την τέλεια γραβάτα του. «Δε με κατασκόπευες το απόγευμα. Ήξερες ότι η συνάντηση με τον Μπρετ θα πάει άσχημα». «Ήταν ένα ενδεχόμενο», μου απάντησε. «Η κατασκοπεία; Ή το ότι θα πήγαινε άσχημα η συνάντηση;» Με κοίταξε διαπεραστικά. «Δε θα μου κάνεις τη ζωή δύσκολη επειδή ήμουν εκεί για να σου συμπαρασταθώ. Θα έκανες κι εσύ το ίδιο αν ήταν αντίστροφα τα πράγματα». «Πώς ήξερες τι ήθελε;» Τον έτρωγε κι αυτόν η ύπαρξη του βίντεο; Το τι είχα κάνει και με ποιον είχα πάει πριν τον γνωρίσω; «Ξέρω ότι τον πιέζει ο Κρίστοφερ. Και αυτόν και το υπόλοιπο συγκρότημα». «Γιατί; Για να χτυπήσει εσένα;» «Εν μέρει. Δεν είσαι μια οποιαδήποτε σέξι ξανθιά. Είσαι η Εύα Τραμέλ, έχεις δημοσιογραφικό ενδιαφέρον». «Ίσως θα ’πρεπε να βάψω τα μαλλιά μου για να μη με συνδέουν με το βίντεο του “Golden”. Τι θα ’λεγες για κόκκινο;» Δεν μπορούσα να τα βάψω μαύρα όταν ο Γκίντεον είχε τέτοιο εκτεταμένο ιστορικό με μελαχρινές γυναίκες. Θα με σκότωνε όταν κοιταζόμουν στον καθρέφτη κάθε μέρα.
Το πρόσωπό του έκλεισε σαν ατσάλινη πόρτα παρόλο που τίποτα πάνω του δεν πρόδινε την παραμικρή ένταση. Αισθάνθηκα μια ανατριχίλα στον σβέρκο, μια προειδοποίηση ότι κάτι είχε αλλάξει. «Δε σου αρέσει η ιδέα;» τον ρώτησα, και ξαφνικά θυμήθηκα μια κοκκινομάλλα από το παρελθόν του, την Ανν Λούκας. «Μου αρέσεις ακριβώς όπως είσαι. Από την άλλη μεριά, αν θέλεις να αλλάξεις, δεν έχω αντίρρηση. Δικό σου είναι το σώμα και έχεις δικαίωμα να το κάνεις ό,τι θέλεις. Αλλά μην το κάνεις εξαιτίας τους». «Εσύ θα με ήθελες ακόμη;» Το σφίξιμο γύρω από το στόμα του μαλάκωσε, η κλειστή έκφραση στο πρόσωπό του χάθηκε όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί. «Εσύ θα με ήθελες ακόμη αν είχα κόκκινα μαλλιά;» με ρώτησε. «Χμμ». Χτύπησα το σαγόνι μου με το δάχτυλο, προσποιούμενη ότι το σκέφτομαι. «Ίσως πρέπει να μείνουμε σ’ αυτά που έχουμε». Ο Γκίντεον με φίλησε στο μέτωπο. «Αυτό λέω κι εγώ». «Κι εγώ επίσης λέω ότι θα με αφήσεις να σου κάνω ό,τι θέλω απόψε». «Πότε και πού;» «Στις οχτώ; Στο διαμέρισμά σου στο Άπερ Γουέστ Σάιντ;» «Το διαμέρισμά μας». Με φίλησε απαλά. «Θα ’ρθω».
13 «Παρεμπιπτόντως, συγχαρητήρια για τον αρραβώνα σας, να ζήσετε». Το βλέμμα μου έφυγε από το πρόσωπο του μηχανικού στην οθόνη και πήγε στη φωτογραφία της Εύας στο γραφείο μου. «Ευχαριστώ». Δεν ήταν εύκολο να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω της. Για μια στιγμή τη θυμήθηκα όπως ήταν το προηγούμενο βράδυ, με εκείνα τα υπέροχα χείλια τυλιγμένα γύρω από τον πούτσο μου. Της είχα δώσει το ελεύθερο να κάνει ό,τι ήθελε με το σώμα μου, και το μόνο που έκανε ήταν να μου παίρνει τσιμπούκι. Ξανά και ξανά. Και ξανά. Χριστέ μου. Όλη μέρα σκεφτόμουν τη νύχτα που περάσαμε οι δυο μας. «Θα σας κρατώ ενήμερο για τις επιπτώσεις της θύελλας», είπε ο μηχανικός, επαναφέροντας την προσοχή μου στη δουλειά. «Το εκτιμώ που καλέσατε προσωπικά για να δείτε πώς είμαστε. Ο καιρός θα μας καθυστερήσει μια-δυο βδομάδες, ανάλογα με την ένταση της θύελλας, αλλά θα ανοίξουμε μέσα στην προθεσμία». «Έχουμε ένα περιθώριο. Πρόσεχε πρώτα τον εαυτό σου και τους ανθρώπους σου». «Εντάξει. Ευχαριστώ». Έκλεισα το παράθυρο στην οθόνη και κοίταξα το πρόγραμμά μου. Ήθελα να δω πόση ώρα είχα για να προετοιμαστώ για την επόμενη σύσκεψή μου με την ομάδα έρευνας και ανάπτυξης του PosIT. Άκουσα τη φωνή του Σκοτ από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας. «Ο Κρις Βιντάλ στη γραμμή ένα. Είναι το τρίτο τηλεφώνημα σήμερα. Του είπα ήδη ότι θα του τηλεφωνήσετε όταν μπορείτε, αλλά επιμένει. Τι θέλετε να κάνω;» Τα τηλεφωνήματα από τον πατριό μου δεν ήταν ποτέ για καλό, και αυτό σήμαινε ότι αν καθυστερούσα να τα πάρω, μειωνόταν το διάστημα που είχα στη διάθεσή μου για να διορθώσω το όποιο πρόβλημα ήθελε να μου φορτώσει. «Θα το πάρω». Πάτησα την ανοιχτή ακρόαση. «Κρις, σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» «Γκίντεον. Άκου, με συγχωρείς που σε ενοχλώ, αλλά πρέπει να μιλήσουμε. Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε σήμερα;» Παρακινημένος από τον επιτακτικό τόνο του, σήκωσα το ακουστικό κι έκλεισα την ανοιχτή ακρόαση. «Στο γραφείο μου ή το δικό σου;» «Όχι, στο ρετιρέ σου». Έγειρα πίσω έκπληκτος. «Θα αργήσω να γυρίσω σπίτι. Γύρω στις εννιά». «Δεν πειράζει». «Συμβαίνει τίποτα;» «Όχι, όλα είναι μια χαρά. Μην ανησυχείς». «Κάτι έγινε με τη Βιντάλ Ρέκορντς, τότε. Θα το τακτοποιήσουμε όμως». «Θεέ μου». Γέλασε με έναν τραχύ ήχο. «Είσαι καλός άνθρωπος, Γκίντεον. Ένας από τους καλύτερους που γνωρίζω. Θα ’πρεπε να σου το λέω πιο συχνά αυτό». Τα μάτια μου στένεψαν ακούγοντας την ένταση στη φωνή του. «Έχω μερικά λεπτά. Πες μου τι συμβαίνει». «Όχι τώρα. Θα σε δω στις εννιά». Έκλεισε. Έμεινα για λίγο με το ακουστικό στο χέρι. Είχα έναν κόμπο στο στομάχι, ένα παγερό
έντονο σφίξιμο. Άφησα το ακουστικό στη θέση του κι άρχισα να δουλεύω κοιτάζοντας τα διαγράμματα και το πακέτο που είχε αφήσει στο γραφείο μου ο Σκοτ νωρίτερα. Όμως το μυαλό μου έτρεχε ακόμη. Δεν μπορούσα να ελέγξω τι συνέβαινε στην οικογένειά μου, δεν είχα ποτέ καμία δύναμη εκεί. Μπορούσα μόνο να λύνω τα προβλήματα που δημιουργούσε ο Κρίστοφερ και να φροντίζω να μη χρεοκοπήσει η Βιντάλ Ρέκορντς. Έβαζα όμως το όριο στη χρήση του βίντεο με την Εύα. Ό,τι κι αν μου έλεγε ο Κρις, δε θα άλλαζε τίποτα. Η ώρα της σύσκεψης με την PosIT πλησίαζε, όταν ξαφνικά άνοιξε η εφαρμογή μηνυμάτων στην οθόνη μου και εμφανίστηκε το άβαταρ της Εύας. Σε γεύομαι ακόμη. Μούρλια. Μου ξέφυγε ένα γέλιο. Ο κόμπος που προσπαθούσα να αγνοήσω μαλάκωσε και μετά εξαφανίστηκε. Αυτή έσβηνε όλα μου τα προβλήματα. Μ’ αυτήν άρχιζα από την αρχή. Ήρεμος πια, της απάντησα. Η ευχαρίστηση ήταν όλη δική μου. «Βρήκα ένα στοιχείο». Γύρισα και είδα τον Ραούλ να μπαίνει στο γραφείο μου. Πλησίασε με γρήγορες δρασκελιές. «Εξετάζω ακόμη τον κατάλογο καλεσμένων από εκείνη την εκδήλωση που πήγατε πριν από δυο βδομάδες. Κάνω επίσης καθημερινά αναζήτηση στις φωτογραφίες. Σήμερα εντόπισα μια πιθανή περίπτωση. Έβγαλα αντίγραφο κι έκανα μεγέθυνση». Πήρα τις φωτογραφίες που άφησε στο γραφείο και τις εξέτασα μία μία. Όντως, υπήρχε μια κοκκινομάλλα στο φόντο. Σε κάθε διαδοχική φωτογραφία φαινόταν πιο καθαρά. «Πράσινο φόρεμα, μακριά κόκκινα μαλλιά. Αυτή είναι η γυναίκα που είδε η Εύα». Και η γυναίκα αυτή ήταν η Ανν Λούκας. Κάτι στον τρόπο που στεκόταν με το πρόσωπο στραμμένο προς την άλλη μεριά μού προκάλεσε μια γνωστή αρρωστημένη αίσθηση στο στομάχι. Κοίταξα τον Ραούλ. «Δεν ήταν στον κατάλογο καλεσμένων, σίγουρα;» «Επισήμως όχι, ήταν όμως στο κόκκινο χαλί, έτσι μπορεί να πήγε με κάποιον άλλο. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο συνοδός της, αλλά το ψάχνω». Πλημμυρισμένος από ένταση, σηκώθηκα σπρώχνοντας πίσω το κάθισμα. «Ενόχλησε την Εύα. Θέλω να την κρατήσεις μακριά από τη γυναίκα μου». «Ο Άνγκους κι εγώ αναπτύσσουμε νέα πρωτόκολλα για τέτοιες περιπτώσεις». Γύρισα και πήρα το σακάκι μου από την κρεμάστρα. «Πες μου αν χρειαστείς κι άλλους άντρες». «Εντάξει». Μάζεψε τις φωτογραφίες και πήγε προς την πόρτα. «Είναι στο γραφείο της σήμερα», είπε, έχοντας αντιληφθεί τις προθέσεις μου. «Ήταν εκεί ακόμη όταν έφυγα για να ’ρθω εδώ». «Ωραία. Πάμε». «Με συγχωρείτε». Η μικροκαμωμένη μελαχρινή πίσω από το γραφείο πετάχτηκε όρθια καθώς περνούσα από μπροστά της. «Δεν μπορείτε να μπείτε. Η δόκτωρ Λούκας είναι με ασθενή». Άρπαξα το πόμολο κι άνοιξα την πόρτα, και όρμησα στο γραφείο της Ανν χωρίς να επιβραδύνω το βήμα μου. Η Ανν γύρισε ξαφνιασμένη, και τα πράσινα μάτια της άνοιξαν διάπλατα για μια στιγμή. Μετά είδα ένα ικανοποιημένο χαμόγελο στα χείλη της. Η γυναίκα στον καναπέ απέναντί της με κοίταξε σαστισμένη και σταμάτησε να μιλά. «Λυπάμαι πολύ, δόκτωρ Λούκας», είπε λαχανιασμένη η γραμματέας. «Προσπάθησα να τον
σταματήσω». Η Ανν σηκώθηκε με μια αισθησιακή κίνηση, έχοντας τα μάτια καρφωμένα πάνω μου. «Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, Μισέλ. Μην ανησυχείς, μπορείς να πηγαίνεις». Η γραμματέας βγήκε από το γραφείο, και η Ανν κοίταξε την ασθενή της. «Θα πρέπει να διακόψουμε το σημερινό ραντεβού πριν την ώρα του. Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτή την απίστευτα αγενή συμπεριφορά», συνέχισε κοιτώντας με άγρια, «και φυσικά δε θα σε χρεώσω. Σε παρακαλώ, μίλα με τη Μισέλ για να κλείσεις άλλο ραντεβού». Περίμενα στην ανοιχτή πόρτα καθώς η γυναίκα μάζεψε ταραγμένη τα πράγματά της και παραμέρισα για να βγει έξω. «Θα μπορούσα να καλέσω την ασφάλεια του κτιρίου», είπε η Ανν. Κάθισε στην άκρη του γραφείου σταυρώνοντας τα χέρια της. «Αφού έκανες τόσο κόπο για να με φέρεις εδώ; Δε νομίζω». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Δεν έχει σημασία όμως, χαίρομαι που σε βλέπω». Κατεβάζοντας τα χέρια της έπιασε την άκρη του γραφείου σε μια σκόπιμα προκλητική πόζα που αποκάλυπτε τον γυμνό μηρό της μέχρι ψηλά, στο σκίσιμο του μπλε φορέματός της. «Δεν μπορώ να πω το ίδιο». Το χαμόγελό της σκλήρυνε. «Σπας τα παιχνίδια σου και μετά τα πετάς. Το ξέρει η Εύα ότι οι μέρες της είναι μετρημένες;» «Εσύ το ξέρεις ότι είναι μετρημένες οι δικές σου;» Μια ανησυχία μείωσε τη λάμψη των ματιών της κι έκανε το χαμόγελό της να σβήσει. «Απειλή είναι αυτό, Γκίντεον;» «Θα ήθελες να είναι». Πλησίασα λίγο πιο κοντά και είδα τις κόρες της να διαστέλλονται. Είχε αρχίσει να ανάβει κι αυτό με αηδίαζε όσο και η μυρωδιά από το άρωμά της. «Θα έκανε πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι σου». Σηκώθηκε από το γραφείο και με πλησίασε με τους γοφούς της να λικνίζονται και τις μαύρες κοκκινόσολες γόβες στιλέτο να βυθίζονται στο παχύ χαλί. «Σ’ αρέσει και σένα να παίζεις, μωρό μου», γουργούρισε. «Πες μου, την έδεσες την όμορφη αρραβωνιαστικιά σου ή ακόμη; Τη μαστίγωσες μέχρι παροξυσμού; Της έχωσες κάποιο από τα πολλά σου ντίλντο στον κώλο της, για να τη γαμεί ενώ εσύ της σφυροκοπάς το μουνί για ώρες; Σε ξέρει, Γκίντεον, έτσι όπως σε ξέρω εγώ;» «Εκατοντάδες γυναίκες με ξέρουν όπως με ξέρεις εσύ, Ανν. Νομίζεις ότι ήσουν κάτι το ιδιαίτερο; Αν διαφέρεις σε κάτι, είναι ο άντρας σου και το πόσο τον τρώει το ότι σε πήδηξα». Σήκωσε το χέρι της για να με χαστουκίσει και δεν την σταμάτησα, δέχτηκα το χτύπημα ατάραχος. Θα ήθελα να ήταν αλήθεια αυτό που της είπα, αλλά στην πραγματικότητα ήμουν ιδιαίτερα διαστροφικός μαζί της, ίσως επειδή έβλεπα το φάντασμα του αδελφού της στο χαμόγελό της, στις κινήσεις της… Της έπιασα τον καρπό και τη σταμάτησα όταν πήγε να αρπάξει τον πούτσο μου. «Άσε την Εύα ήσυχη. Δε θα σου το ξαναπώ». «Αυτή είναι η ρωγμή στην πανοπλία σου, άκαρδο γουρούνι. Εσύ έχεις πάγο στις φλέβες σου, αλλά αυτή ματώνει». «Απειλή είναι αυτό, Ανν;» ρώτησα, χρησιμοποιώντας τα δικά της λόγια. «Να είσαι σίγουρος γι’ αυτό». Ελευθέρωσε το χέρι της με ένα απότομο τράβηγμα. «Είναι ώρα να πληρώσεις, και τα δισεκατομμύριά σου δε θα καλύψουν τα χρέη σου».
«Μου κηρύττεις πόλεμο; Τόσο ηλίθια είσαι; Ή δε σε νοιάζει τι θα σου στοιχίσει εσένα; Την καριέρα σου… τον γάμο σου… τα πάντα». Πήγα προς την πόρτα με νωχελικές δρασκελιές, παρά τον άγριο θυμό που έκαιγε μέσα μου. Εγώ είχα δημιουργήσει αυτό το πρόβλημα στην Εύα. Έπρεπε να το λύσω. «Περίμενε και θα δεις τι θα γίνει, Γκίντεον», φώναξε αυτή πίσω μου. «Όπως θέλεις». Σταμάτησα με το χέρι στο πόμολο. «Εσύ την άρχισες αυτή την ιστορία, αλλά να είσαι σίγουρη ότι η τελευταία λέξη θα είναι δική μου». «Είδες κανέναν εφιάλτη από την τελευταία φορά που μιλήσαμε;» ρώτησε ο δόκτωρ Πίτερσεν. Το πρόσωπό του έδειχνε ένα ήρεμο ενδιαφέρον, και είχε ως συνήθως την ταμπλέτα μπροστά του. «Όχι». «Πόσο συχνά θα έλεγες ότι βλέπεις εφιάλτες;» Έδειχνα εξίσου ήρεμος με τον δόκτορα Πίτερσεν, αλλά μέσα μου ένιωθα εκνευρισμό και ένταση. Είχα να ασχοληθώ με πάρα πολλά πράγματα για να σπαταλάω μία ολόκληρη ώρα από τον χρόνο μου μιλώντας μαζί του. «Τελευταία, μια φορά τη βδομάδα. Μερικές φορές και πιο αραιά». «Τι εννοείς “τελευταία”;» «Από τότε που γνώρισα την Εύα». Έγραψε κάτι με τη γραφίδα. «Αντιμετωπίζεις νέες πιέσεις καθώς δουλεύεις πάνω στη σχέση σου με την Εύα, αλλά οι εφιάλτες εμφανίζονται με μικρότερη συχνότητα – τουλάχιστον προς το παρόν. Έχεις σκεφτεί καθόλου γιατί συμβαίνει αυτό;» «Νόμιζα ότι θα μου το εξηγούσες εσύ». Ο δόκτωρ Πίτερσεν χαμογέλασε. «Δεν μπορώ να κουνήσω το μαγικό ραβδί και να σου δώσω όλες τις απαντήσεις, Γκίντεον. Μπορώ μόνο να σε βοηθήσω να ξεδιαλύνεις τα πράγματα». Μπήκα στον πειρασμό να περιμένω να πει κι άλλα, κάνοντάς τον να μιλά περισσότερο αυτός, αλλά σκέφτηκα την Εύα και τις ελπίδες που είχε ότι η ψυχοθεραπεία θα βοηθούσε με κάποιο τρόπο, και αυτό με έσπρωξε να μιλήσω. Είχα υποσχεθεί να προσπαθήσω, και θα προσπαθούσα. Ως έναν βαθμό. «Τα πράγματα εξομαλύνονται σε γενικές γραμμές. Τις περισσότερες φορές είμαστε καλά μεταξύ μας». «Νιώθεις ότι επικοινωνείτε καλύτερα;» «Νομίζω ότι αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις του άλλου. Καταλαβαίνουμε περισσότερο ο ένας τον άλλον». «Η σχέση σας προχώρησε πολύ γρήγορα. Δεν είσαι παρορμητικός άνθρωπος, αλλά πολλοί θα έλεγαν ότι το να παντρευτείς μια γυναίκα που γνωρίζεις τόσο λίγο καιρό –και που ο ίδιος παραδέχεσαι ότι ακόμη τη μαθαίνεις– είναι τρομερά παρορμητικό». «Υπάρχει κάποια ερώτηση σε αυτό που είπες;» «Είναι απλώς μια παρατήρηση». Ο δόκτωρ Πίτερσεν περίμενε μια στιγμή, αλλά, αφού δε μίλησα, συνέχισε. «Τα πράγματα μπορεί να είναι δύσκολα για τους συντρόφους ανθρώπων με το ιστορικό της Εύας. Η επιμονή της στην ψυχοθεραπεία σάς βοήθησε και τους δύο. Όμως μπορεί η Εύα να συνεχίσει να αλλάζει με τρόπους που ίσως δε θα τους περιμένεις. Και αυτό μπορεί να σε στρεσάρει». «Κι εγώ δεν είμαι ο πιο εύκολος άνθρωπος», είπα ξερά. «Εσύ έχεις περάσει διαφορετικά πράγματα. Έχεις νιώσει ποτέ ότι οι εφιάλτες σου επιδεινώνονται από το στρες;» Η ερώτηση με εκνεύρισε. «Τι σημασία έχει; Απλώς συμβαίνουν».
«Δε θεωρείς ότι υπάρχουν κάποιες αλλαγές που μπορεί να τους μειώσουν;» «Μόλις παντρεύτηκα. Αυτή είναι μια μεγάλη αλλαγή, δε νομίζεις; Νομίζω ότι είναι αρκετή προς το παρόν». «Γιατί πρέπει να υπάρχει κάποιο όριο; Είσαι νέος άνθρωπος, Γκίντεον. Έχεις πολλές δυνατότητες επιλογής. Η αλλαγή δεν είναι αναγκαστικά κάτι που πρέπει να αποφεύγεις. Τι βλάπτει να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο; Αν δεν πάει καλά, μπορείς πάντα να επανέλθεις στην προηγούμενη κατάσταση». Αυτό μου φάνηκε διασκεδαστικό. «Μερικές φορές δεν μπορείς να επανέλθεις». «Ας δοκιμάσουμε μια απλή αλλαγή τώρα», είπε ο δόκτωρ Πίτερσεν, και άφησε παράμερα την ταμπλέτα. «Ας πάμε μια βόλτα». Σηκώθηκα κι εγώ αυτόματα καθώς δεν ήθελα να δεσπόζει από πάνω μου. Σταθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο, με το τραπεζάκι ανάμεσά μας. «Γιατί;» «Γιατί όχι;» έδειξε την πόρτα. «Μπορεί το γραφείο μου να μην είναι το καλύτερο μέρος για να μιλήσουμε. Είσαι συνηθισμένος να έχεις τον έλεγχο. Εδώ μέσα τον έχω εγώ. Έτσι, για να εξομαλύνουμε τα πράγματα, θα βγούμε στον διάδρομο για λίγο. Είναι δημόσιος χώρος, αλλά όσοι δουλεύουν στο κτίριο έχουν φύγει τέτοια ώρα». Βγήκα από το γραφείο του πριν απ’ αυτόν, και περίμενα καθώς κλείδωνε την εσωτερική και την εξωτερική πόρτα του. «Χμμ. Εδώ είναι σίγουρα διαφορετικά τα πράγματα», είπε με ένα λοξό χαμόγελο. «Με βγάζει από τον ρυθμό μου λιγάκι». Σήκωσα τους ώμους κι άρχισα να περπατώ. «Τι σχέδια έχεις γι’ απόψε;» με ρώτησε περπατώντας δίπλα μου. «Μια ώρα με τον γυμναστή μου». Και μετά πρόσθεσα. «Αργότερα θα περάσει από το σπίτι ο πατριός μου». «Για να δει εσένα και την Εύα; Έχετε κοντινή σχέση;» «Όχι, και στα δύο». Κοίταζα μπροστά. «Κάτι δεν πάει καλά. Μου τηλεφωνεί μόνο όταν υπάρχει κάποιο πρόβλημα». Αισθάνθηκα το βλέμμα του πάνω μου. «Θα ήθελες να ήταν διαφορετικά τα πράγματα;» «Όχι». «Δεν τον συμπαθείς;» «Δεν τον αντιπαθώ». Θα το άφηνα έτσι, αλλά σκέφτηκα πάλι την Εύα. «Απλώς δεν ξέρουμε πολύ καλά ο ένας τον άλλον». «Θα μπορούσες να το αλλάξεις αυτό». Γέλασα. «Επιμένεις πολύ σ’ αυτό το θέμα, και δεν ξέρω πού θέλεις να καταλήξεις». «Σου είπα, δε θέλω να καταλήξω κάπου». Σταμάτησε, αναγκάζοντάς με να σταματήσω κι εγώ. Σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω σαν να σκεφτόταν. «Όταν εξετάζεις μια εξαγορά ή μια νέα επιχείρηση, φέρνεις άτομα για να σε συμβουλέψουν, έτσι δεν είναι; Ειδικούς σε κάποιο σχετικό τομέα». Με κοίταξε πάλι χαμογελώντας. «Θα μπορούσες να με βλέπεις κι εμένα έτσι, σαν έναν ειδικό σύμβουλο». «Σε ποιο πράγμα;» «Στο παρελθόν σου». Άρχισε να περπατά πάλι. «Αν σε βοηθήσω μ’ αυτό, την υπόλοιπη ζωή σου θα μπορέσεις να την τακτοποιήσεις μόνος σου». «Συγκεντρώσου, Κρος».
Τα μάτια μου στένεψαν. Ο Τζέιμς Τσο απέναντί μου με κέντριζε αναπηδώντας στα ξυπόλυτα πόδια του. Χαμογελούσε με κακία, ξέροντας ότι αυτή η πρόκληση θα με θυμώσει. Ο πρώην πρωταθλητής των μεικτών πολεμικών τεχνών ήταν δεκαπέντε πόντους πιο κοντός από μένα, και τουλάχιστον δέκα κιλά πιο ελαφρύς, αλλά ήταν απίστευτα γρήγορος και ικανός. Τράβηξα πίσω τους ώμους και διόρθωσα τη στάση μου. Ύψωσα τις γροθιές μου, κλείνοντας το άνοιγμα που είχε επιτρέψει στην τελευταία γροθιά του να με βρει στον κορμό. «Δυσκόλεψέ με και λίγο, Τσο», του απάντησα, εκνευρισμένος επειδή είχε δίκιο. Το μυαλό μου ήταν ακόμη στο γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν. Είχε γυρίσει ένας «διακόπτης» εκεί απόψε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν και τι σήμαινε. Ο Τζέιμς κι εγώ διαγράφαμε κύκλους, προσποιούμασταν και χτυπούσαμε χωρίς να βρίσκουμε στόχο. Όπως πάντα, ήμασταν μόνο οι δυο μας στο ντότζο. Ένας ορμητικός ρυθμός από τύμπανα τάικο ακουγόταν από ηχεία κρυμμένα πίσω από τα παραπετάσματα μπαμπού που κάλυπταν τους τοίχους από το πάτωμα ως το ταβάνι. «Κρατιέσαι ακόμη», είπε ο Τσο. «Ερωτεύτηκες κι έγινες φλώρος;» «Θα το ’θελες. Μόνο έτσι θα μπορούσες να με νικήσεις». Ο Τζέιμς γέλασε, και μετά εξαπέλυσε ένα περιστροφικό λάκτισμα. Έσκυψα και τον έριξα κάτω σαρώνοντας το πόδι στο οποίο στηριζόταν. Αυτός έκανε ψαλίδι με τα πόδια του, ρίχνοντάς με και μένα μαζί του. Πεταχτήκαμε πάλι όρθιοι και στραφήκαμε ο ένας προς τον άλλον. «Σπαταλάς την ώρα μου», φώναξε αυτός, εξαπολύοντας ταυτόχρονα μια γροθιά. Παραμέρισα και εκτίναξα την αριστερή γροθιά μου βρίσκοντάς τον ξυστά στο πλάι. Η δική του γροθιά με βρήκε κανονικά στα πλευρά. «Μπας και σε τσάντισε κανείς σήμερα;» Μου όρμησε με απανωτά χτυπήματα – το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να αμυνθώ. Γρύλισα. Μια άγρια οργή σιγόβραζε κάπου μέσα μου, παραμερισμένη μέχρι να βρω χρόνο να ασχοληθώ μαζί της. «Ναι. Βλέπω εκείνη τη φωτιά στα μάτια σου, Κρος. Άσε το να βγει από μέσα σου, δικέ μου. Δώσ’ τα όλα». Αυτή είναι η ρωγμή στην πανοπλία σου… Όρμησα με έναν συνδυασμό αριστερής-δεξιάς γροθιάς, κάνοντας τον Τζέιμς να οπισθοχωρήσει ένα βήμα. «Αυτό ήταν όλο;» κορόιδεψε αυτός. Έκανα προσποίηση για λάκτισμα και αντί γι’ αυτό εκτόξευσα μια γροθιά που του πέταξε το κεφάλι πίσω. «Και γαμώ», είπε αυτός με ένα αγκομαχητό, κι έσφιξε τα μπράτσα του φτιαγμένος από το χτύπημα. «Αυτός είσαι». Αυτή ματώνει… Με έναν βρυχηθμό, όρμησα πάλι στον Τσο. Αναζωογονημένος από το ντους, μόλις είχα φορέσει ένα τι-σερτ, όταν χτύπησε το κινητό μου. Το πήρα από το κρεβάτι όπου το είχα αφήσει και απάντησα. «Δυο πράγματα», είπε ο Ραούλ αφού με χαιρέτησε. Στο βάθος ακουγόταν θόρυβος από κόσμο και μουσική, που γρήγορα μειώθηκε και μετά έσβησε τελείως. «Πρόσεξα ότι ο Μπέντζαμιν Κλάνσι
εξακολουθεί να προσέχει την κυρία Κρος. Όχι συνέχεια, αλλά συχνά». «Ώστε έτσι», είπα σιγά. «Είστε εντάξει μ’ αυτό; Ή να του μιλήσω;» «Θα το κανονίσω εγώ». Ο Κλάνσι κι εγώ έπρεπε να κάνουμε μια συζήτηση. Την είχα στη λίστα μου, αλλά έπρεπε να την επισπεύσω. «Επίσης –και μπορεί να το ξέρετε ήδη αυτό– η κυρία Κρος έφαγε με τον Ράιαν Λάντον και μερικά στελέχη του σήμερα». Αισθάνθηκα εκείνη την τρομερή σιγή να απλώνεται μέσα μου. Ο Λάντον. Φτου. Είχε καταφέρει να τρυπώσει από ένα άνοιγμα που δεν παρακολουθούσα. «Ευχαριστώ, Ραούλ. Θα χρειαστώ τον προσωπικό αριθμό του προϊσταμένου της Εύας, του Μαρκ Γκάριτι». «Θα τον στείλω με μήνυμα μόλις τον βρω». Έκλεισα κι έβαλα το τηλέφωνο στην τσέπη μου, καταφέρνοντας με δυσκολία να μην το πετάξω στον τοίχο. Ο Αράς με είχε προειδοποιήσει για τον Λάντον, αλλά είχα παραμερίσει τις ανησυχίες του. Είχα εστιάσει στη ζωή μου, στη γυναίκα μου, και παρόλο που ο Λάντον είχε κι αυτός γυναίκα, ήταν πάντα κυρίως εστιασμένος σε μένα. Με ξάφνιασε το τηλέφωνο του διαμερίσματος. Πήγα στη συσκευή του κομοδίνου και απάντησα με ένα ανυπόμονο «Κρος». «Κύριε Κρος. Είμαι ο Έντουιν από το θυρωρείο. Έχει έρθει ο κύριος Βιντάλ να σας δει». Χριστέ μου. Έσφιξα πιο δυνατά το ακουστικό. «Στείλε τον πάνω». «Μάλιστα, κύριε Κρος». Πήρα τις κάλτσες και τα παπούτσια μου, πήγα έξω στο λίβινγκ ρουμ και τα φόρεσα. Μόλις έφευγε ο Κρις, θα πήγαινα στην Εύα. Ήθελα να ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί, να βρω μία από τις παλιές ταινίες που ήξερε απέξω, και απλώς να την ακούω να λέει τις χαζές ατάκες του διαλόγου. Κανείς άλλος δεν μπορούσε να με κάνει να γελάω τόσο πολύ. Άκουσα να φτάνει το ασανσέρ και σηκώθηκα, περνώντας το χέρι μέσα από τα υγρά μαλλιά μου. Ένιωθα ένταση και με ενοχλούσε αυτή η αδυναμία. «Γκίντεον». Ο Κρις σταμάτησε στο κατώφλι του χολ. Έδειχνε σκυθρωπός και εξαντλημένος, κάτι που συνέβαινε σπάνια, και πάντα εξαιτίας του αδελφού μου. «Είναι εδώ η Εύα;» «Είναι στο σπίτι της. Θα πάω κι εγώ εκεί όταν φύγεις». Έκανε ένα σπασμωδικό νεύμα. Το σαγόνι του κουνιόταν σαν να ήθελε να μιλήσει, αλλά δεν τα κατάφερνε. «Έλα μέσα», είπα, και του έδειξα την πολυθρόνα δίπλα στο τραπεζάκι. «Να σου βάλω κάτι να πιεις;» Χρειαζόμουν κι εγώ ένα ποτό μετά από τη σημερινή μέρα. Μπήκε επιφυλακτικά στο λίβινγκ ρουμ. «Ό,τι να ’ναι, φτάνει να είναι δυνατό». «Εντάξει». Πήγα στην κουζίνα κι έβαλα δυο ποτήρια Αρμανιάκ. Καθώς άφηνα την καράφα, χτύπησε το κινητό στην τσέπη μου. Το έβγαλα και είδα ένα μήνυμα από την Εύα. Ήταν μια αυτοφωτογραφία, έδειχνε το γυμνό πόδι της να γυαλίζει από το νερό, απλωμένο πάνω από την άκρη της μπανιέρας με κεριά στο φόντο. Θα μου κάνεις παρέα; Άλλαξα στα γρήγορα τα σχέδιά μου για τη βραδιά. Μου έστελνε προκλητικά μηνύματα όλη μέρα, και ήθελα να την ικανοποιήσω και να την ανταμείψω.
Αποθήκευσα τη φωτογραφία και της απάντησα. Μακάρι να μπορούσα. Υπόσχομαι να σε κάνω πάλι μούσκεμα μόλις φτάσω. Έβαλα το τηλέφωνο στην τσέπη, γύρισα, και είδα ότι ο Κρις είχε πλησιάσει στη νησίδα της κουζίνας. Έσπρωξα το ποτήρι προς το μέρος του και ήπια μια γουλιά από το δικό μου. «Τι συμβαίνει, Κρις;» Αναστέναξε, τυλίγοντας τα δάχτυλα και των δύο χεριών του γύρω από το κρυστάλλινο ποτήρι. «Θα ξαναγυρίσουμε το βιντεοκλίπ του “Golden”». «Μπα;» Ήταν ένα περιττό έξοδο, κάτι που Κρις κατά κανόνα είχε τη σύνεση να αποφεύγει. «Άκουσα τον Κλάιν και τον Κρίστοφερ να μαλώνουν στο γραφείο χτες», είπε τραχιά, «και έμαθα τι συμβαίνει. Ο Κλάιν θέλει να ξαναγυριστεί το βίντεο και συμφώνησα». «Και σίγουρα ο Κρις διαφωνεί». Ακούμπησα πίσω στον πάγκο με το σαγόνι σφιγμένο. Τελικά, λοιπόν, ο Μπρετ Κλάιν ένιωθε κάτι ουσιαστικό για την Εύα. Δε μου άρεσε αυτό. Δε μου άρεσε καθόλου. «Ο αδερφός σου θα το ξεπεράσει». Αμφέβαλλα γι’ αυτό, αλλά δεν είχε νόημα να του το πω. Όμως ο Κρις κατάλαβε αυτά που δεν είπα κι έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Ξέρω ότι το βίντεο προκάλεσε στρες σε σένα και την Εύα. Έπρεπε να δίνω περισσότερη προσοχή». «Το εκτιμώ που είσαι ευέλικτος σε αυτό το θέμα». Ο Κρις κοίταξε το ποτήρι του και μετά ήπιε μια μεγάλη γουλιά, σχεδόν κατεβάζοντας όλο το μπράντι μονορούφι. «Χώρισα με τη μητέρα σου». Πήρα μια γρήγορη βαθιά ανάσα, καταλαβαίνοντας τώρα ότι η επίσκεψή του δεν είχε καμία σχέση με τη δουλειά. «Η Άιρλαντ μου είπε ότι μαλώσατε». «Ναι. Στενοχωριέμαι που υποχρεώθηκε να μας ακούσει η Άιρλαντ». Με κοίταξε και είδα τη γνώση στα μάτια του. Τη φρίκη. «Δεν ήξερα, Γκίντεον. Ορκίζομαι στον Θεό, δεν ήξερα». Η καρδιά μου τραντάχτηκε στο στήθος μου και μετά άρχισε να βροντάει. Το στόμα μου στέγνωσε. «Πήγα και βρήκα τον Τέρενς Λούκας». Η φωνή του Κρις έγινε βραχνή. «Όρμησα μέσα στο γραφείο του. Το αρνήθηκε, το κάθαρμα, αλλά το είδα στο πρόσωπό του». Το μπράντι άρχισε να χορεύει μέσα στο ποτήρι μου. Έτρεμε το χέρι μου. Το άφησα στον πάγκο προσεκτικά, νιώθοντας τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Η Εύα τα είχε βάλει με τον Λούκας, αλλά και ο Κρις;… «Τον χτύπησα, τον άφησα κάτω ξερό, αλλά, Θεέ μου… Ήθελα να πάρω εκείνα τα βραβεία από τα ράφια του και να του σπάσω με δαύτα το κεφάλι». «Σταμάτα». Η λέξη ξεπήδησε από τον λαιμό μου σαν να ήταν μια χούφτα σπασμένα γυαλιά. «Κι εκείνο το κάθαρμα που σε… Εκείνο το κάθαρμα έχει πεθάνει. Δεν μπορώ να τον πιάσω στα χέρια μου. Να πάρει!» Ο Κρις άφησε το ποτήρι στη νησίδα με έναν δυνατό κρότο, αλλά εκείνο που με τσάκισε σχεδόν ήταν ο λυγμός που ανάβλυσε από μέσα του. «Να πάρει, Γκίντεον. Ήταν δουλειά μου να σε προστατέψω. Και απέτυχα». «Σταμάτα!» Σηκώθηκα από τον πάγκο με τις γροθιές σφιγμένες. «Μη με κοιτάς έτσι, γαμώτο!» Ο Κρις έτρεμε, αλλά δεν έκανε πίσω. «Έπρεπε να σου το πω…» Βρέθηκα να κρατάω το τσαλακωμένο πουκάμισό του και τα πόδια του να αιωρούνται πάνω από το πάτωμα. «Σταμάτα να μιλάς. Σταμάτα τώρα!» Είδα δάκρυα στο πρόσωπό του. «Σ’ αγαπάω σαν δικό μου παιδί. Πάντα σ’ αγαπούσα». Τον έσπρωξα μακριά. Του γύρισα την πλάτη όταν σκόνταψε κι έπεσε πάνω στον τοίχο. Έφυγα,
διασχίζοντας το λίβινγκ ρουμ χωρίς να βλέπω. «Δεν περιμένω να με συγχωρήσεις», φώναξε πίσω μου με τη φωνή του πνιγμένη από δάκρυα. «Δεν το αξίζω. Αλλά θέλω μόνο να σου πω ότι θα τον είχα ξεσκίσει με τα ίδια μου τα χέρια αν το ήξερα». Γύρισα κι όρμησα πάνω του, νιώθοντας κάτι αρρωστημένο να ανεβαίνει από το στομάχι μου και να καίει τον λαιμό μου. «Τι διάβολο θέλεις;» Ο Κρις τράβηξε τους ώμους πίσω. Με αντιμετώπισε με κόκκινα μάτια και υγρά μάγουλα. Έτρεμε, αλλά ήταν πολύ ηλίθιος για να το βάλει στα πόδια. «Θέλω να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος». Μόνος. Ναι. Μακριά από τον οίκτο και την ενοχή και τον πόνο στο βλέμμα του έτσι όπως με κοίταζε μέσα από τα δάκρυά του. «Φύγε». Έκανε ένα καταφατικό νεύμα και πήγε προς την έξοδο. Στεκόμουν ακίνητος, με το στήθος μου να ανεβοκατεβαίνει αγκομαχώντας, τα μάτια μου να καίνε. Λέξεις στριμώχτηκαν και εγκλωβίστηκαν στον λαιμό μου. Μια βίαιη τάση με έκανε να σφίγγω τις γροθιές μου τόσο δυνατά που με πονούσαν. Σταμάτησε πριν βγει από το δωμάτιο και γύρισε προς το μέρος μου. «Χαίρομαι που το είπες στην Εύα». «Μη μιλάς για την Εύα». Δεν άντεχα ούτε να τη σκέφτομαι τώρα που κόντευα να χάσω κάθε έλεγχο. Ο Κρις έφυγε. Το βάρος της μέρας έπεσε μαζεμένο στους ώμους μου και με γονάτισε. Έσπασα.
14 Ονειρευόμουν μια ιδιωτική παραλία και τον Γκίντεον γυμνό όταν ξύπνησα με ένα τίναγμα από το κινητό μου. Γύρισα στο πλευρό, άπλωσα το χέρι και ψαχούλεψα πάνω στο κομοδίνο προσπαθώντας να το βρω μέσα στο σκοτάδι. Τελικά αισθάνθηκα το γνωστό σχήμα του και, αρπάζοντάς το, ανακάθισα στο κρεβάτι. Είδα το πρόσωπο της Άιρλαντ στην οθόνη. Συνοφρυώθηκα και κοίταξα δίπλα μου στο κρεβάτι. Ο Γκίντεον δεν ήταν εδώ. Ίσως με βρήκε να κοιμάμαι και πήγε δίπλα για να κοιμηθεί κι αυτός… «Εμπρός;» είπα, προσέχοντας την ώρα στον αποκωδικοποιητή της καλωδιακής. Ήταν περασμένες έντεκα. «Εύα. Ο Κρις Βιντάλ. Με συγχωρείς που σου τηλεφωνώ τόσο αργά, αλλά ανησυχώ για τον Γκίντεον. Είναι καλά;» Το στομάχι μου σφίχτηκε. «Τι εννοείς; Τι έπαθε ο Γκίντεον;» Έγινε μια παύση. «Δεν του μίλησες απόψε;» Κατέβηκα από το κρεβάτι και άναψα το πορτατίφ. «Όχι. Με πήρε ο ύπνος. Τι συμβαίνει;» Ο Κρις βλαστήμησε με μια ένταση που με έκανε να ανατριχιάσω. «Πήγα και τον βρήκα νωρίτερα για… γι’ αυτά που μου είπες. Δεν το πήρε καλά». «Ω Θεέ μου!» Γύρισα κοιτάζοντας γύρω μου πανικόβλητη. Κάτι να φορέσω. Έπρεπε να βάλω κάτι πάνω από το προκλητικό κορμάκι που είχα φορέσει για τον Γκίντεον. «Πρέπει να τον βρεις, Εύα», είπε ο Κρις με αγωνία. «Σε χρειάζεται». «Φεύγω». Πέταξα το τηλέφωνο στο κρεβάτι μου, άρπαξα μια γκαμπαρντίνα απ’ την ντουλάπα και βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο. Πήρα από την τσάντα μου τα κλειδιά του διπλανού διαμερίσματος κι έτρεξα έξω. Μέσα στην ταραχή μου δυσκολεύτηκα να ξεκλειδώσω. Το διαμέρισμα ήταν σκοτεινό και σιωπηλό σαν τάφος, τα δωμάτια άδεια. «Πού είσαι;» φώναξα μέσα στο σκοτάδι, νιώθοντας δάκρυα πανικού στα μάτια μου. Ξαναγύρισα στο διαμέρισμά μου και με τρεμάμενα χέρια πήρα το κινητό μου κι άνοιξα την εφαρμογή που θα εντόπιζε το δικό του τηλέφωνο. Δεν το πήρε καλά. Θεέ μου. Φυσικά δε θα το έπαιρνε καλά. Δεν το είχε πάρει καλά ούτε όταν το είπα στον Κρις. Είχε γίνει έξαλλος. Επιθετικός. Είχε δει έναν φρικτό εφιάλτη. Η κόκκινη κουκκίδα στον χάρτη αναβόσβηνε εκεί ακριβώς που ήλπιζα να τη δω. «Στο ρετιρέ». Φόρεσα ένα ζευγάρι σαγιονάρες κι έτρεξα πάλι να πάρω την τσάντα μου. «Τι διάβολο φοράς;» ρώτησε ο Κάρι από την κουζίνα, τρομάζοντάς με. «Χριστέ μου, μου ’κοψες το αίμα!» Πήγε στο μπαρ της κουζίνας φορώντας μόνο ένα μπόξερ Γκρέι Άιλς, με το στήθος και τον λαιμό του να γυαλίζουν από τον ιδρώτα. Αφού το ερκοντίσιον δούλευε μια χαρά, και απόψε κοιμόταν στο σπίτι ο Τρέι, ήξερα πολύ καλά γιατί ήταν ιδρωμένος ο Κάρι. «Ευτυχώς να λες. Δεν μπορείς να βγεις έξω έτσι», μου απάντησε. «Μπορώ και παραμπορώ». Έριξα την τσάντα στον ώμο μου και τράβηξα προς την πόρτα. «Είσαι φρικιό, κοριτσάκι μου», φώναξε αυτός πίσω μου. «Γι’ αυτό σ’ αγαπάω!»
Ο πορτιέρης δεν έπαιξε ούτε βλέφαρο όταν βγήκα από το ταξί μπροστά στο κτίριο του Γκίντεον. Φυσικά με είχε δει σε χειρότερη κατάσταση στο παρελθόν. Το ίδιο και ο θυρωρός, που χαμογέλασε και με χαιρέτησε με το όνομά μου, σαν να μην έμοιαζα με άστεγη τρελή. Αν και με γκαμπαρντίνα Burberry. Περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα με τις σαγιονάρες, πήγα στο ιδιωτικό ασανσέρ του ρετιρέ, περίμενα να κατεβεί και πληκτρολόγησα τον κωδικό. Η διαδρομή μέχρι πάνω δεν είχε στάσεις φυσικά, αλλά μου φάνηκε ατελείωτη. Θα ήθελα να μπορούσα να βηματίσω πάνω-κάτω μέσα στον στενό πολυτελή θάλαμο. Το ανήσυχο πρόσωπό μου με κοίταζε από τους άψογους καθρέφτες. Ο Γκίντεον δε μου είχε τηλεφωνήσει. Δε μου είχε στείλει ούτε μήνυμα, μετά από εκείνο όπου μου υποσχόταν μια φλογερή νύχτα. Δεν είχε έρθει κοντά μου, έστω και μόνο για να κοιμηθεί στο διπλανό διαμέρισμα. Δεν του άρεσε να είναι μακριά μου. Εκτός απ’ όταν πονούσε. Κι ένιωθε ντροπή. Οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν και ξαφνικά με τύλιξε μια εκκωφαντική μουσική χέβι μέταλ. Ζάρωσα και σκέπασα τα αυτιά μου που με πόνεσαν από την ένταση που έπαιζαν τα ηχεία στο ταβάνι. Πόνος. Ασυγκράτητη οργή. Η μανιασμένη βία της μουσικής με σόκαρε. Ένιωσα έναν πόνο βαθιά στο στήθος. Ήξερα. Καταλάβαινα. Η μουσική ήταν μια ηχητική εκδήλωση του τι ένιωθε ο Γκίντεον μέσα του και δεν μπορούσε να εκφράσει. Του ήταν αδύνατο, γιατί είχε τρομερό αυτοέλεγχο. Αυτοπεριορισμό. Τα συναισθήματά του ήταν σφιχτοδεμένα μέσα του, μαζί με τις αναμνήσεις. Έψαξα στην τσάντα για το τηλέφωνό μου, αλλά μου έπεσε από τα χέρια και το περιεχόμενό της άδειασε στο δάπεδο του ασανσέρ και στο χολ. Τα άφησα όλα εκεί που ήταν εκτός από το κινητό, που το άρπαξα κι άνοιξα την εφαρμογή που ρύθμιζε τον ήχο του διαμερίσματος. Έβαλα να παίξει πιο απαλή μουσική, χαμήλωσα την ένταση και πάτησα enter. Για μια ατελείωτη στιγμή απλώθηκε ησυχία, και μετά άρχισαν να παίζουν τα απαλά ακόρντα του «Collide» του Χάουι Ντέι. Αισθάνθηκα τον Γκίντεον να πλησιάζει πριν τον δω, ήταν λες και ο αέρας άρχισε να σπινθηρίζει από τη βίαιη ενέργεια μιας επικείμενης καλοκαιρινής καταιγίδας. Έστριψε στη γωνία από τον διάδρομο που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες. Μου κόπηκε η ανάσα. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω και ξυπόλυτος, τα μαλλιά του μια μεταξένια ανακατεμένη χαίτη που χάιδευε τους ώμους του. Ένα μαύρο παντελόνι φόρμας κρεμόταν πολύ χαμηλά στους γοφούς του, τονίζοντας τους ανάγλυφους κοιλιακούς του. Είχε μώλωπες στα πλευρά και στον ώμο του, σημάδια μάχης που μεγάλωναν ακόμη περισσότερο την αίσθηση μιας μανιασμένης οργής και αγριότητας που συγκρατιέται με κόπο. Η μουσική που είχα βάλει ήταν τελείως αταίριαστη με τα συναισθήματα που κόχλαζαν μέσα του. Ο όμορφος, άγριος πολεμιστής μου. Ο έρωτας της ζωή μου. Τόσο βασανισμένος που η εικόνα του μου έφερε καυτά δάκρυα στα μάτια. Σταμάτησε επιτόπου όταν με είδε. Τα χέρια του σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν στα πλευρά του, τα μάτια του ήταν αγριεμένα, τα ρουθούνια του πετάριζαν. Μου ’φυγε το τηλέφωνο από το χέρι κι έπεσε στο πάτωμα. «Γκίντεον». Πήρε μια ανάσα με το άκουσμα της φωνής μου. Η παρουσία μου τον άλλαξε. Είδα την αλλαγή πάνω του, σαν πόρτα που κλείνει βροντώντας. Τη μια στιγμή έβραζε από συναισθήματα, την επόμενη ήταν κρύος σαν πάγος, η επιφάνειά του λεία σαν γυαλί.
«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε με μια επικίνδυνα ήρεμη φωνή. «Ήρθα να σε βρω». Γιατί έχεις χαθεί. «Δεν κάνω για παρέα αυτή τη στιγμή». «Δεν πειράζει». Ήταν τελείως ακίνητος, σαν να φοβόταν να κινηθεί. «Πρέπει να φύγεις. Δεν είσαι ασφαλής εδώ». Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Η αίσθηση της παρουσίας του απλώθηκε παντού μέσα μου. Ένιωθα τη ζέστη που εξέπεμπε από την άκρη του δωματίου. Την ανάγκη του. Την απαίτησή του. Ξαφνικά αισθάνθηκα να λιώνω μέσα στην γκαμπαρντίνα. «Είμαι πιο ασφαλής μαζί σου παρά οπουδήποτε αλλού στη γη». Πήρα μια βαθιά ανάσα για να πάρω κουράγιο. «Σε πίστεψε ο Κρις;» Έγειρε πίσω το κεφάλι. «Πώς το ξέρεις;» «Τηλεφώνησε. Ανησυχεί για σένα. Κι εγώ ανησυχώ». «Θα μου περάσει», είπε κοφτά. Που σήμαινε ότι δεν ήταν εντάξει. Άρχισα να τον πλησιάζω, νιώθοντας το βλέμμα του να με καίει καθώς με παρακολουθούσε. «Και βέβαια θα σου περάσει. Είσαι παντρεμένος μαζί μου». «Πρέπει να φύγεις, Εύα». Έκανα ένα αρνητικό νεύμα. «Σχεδόν πονάει χειρότερα όταν σε πιστεύουν, έτσι δεν είναι; Αναρωτιέσαι γιατί δεν το είπες αμέσως. Μήπως μπορούσες να το σταματήσεις αν το είχες πει απλώς στον κατάλληλο άνθρωπο…» «Σκάσε». «Υπάρχει πάντα αυτή η μικρή φωνή μέσα μας που πιστεύει ότι εμείς φταίμε γι’ αυτό που έγινε». Τα μάτια του έκλεισαν σφιχτά όσο και οι γροθιές του. «Μην το κάνεις αυτό». Μείωσα την απόσταση ανάμεσά μας. «Να μην κάνω ποιο;» «Μην είσαι αυτό που χρειάζομαι. Όχι τώρα». «Γιατί;» Εκείνα τα γαλάζια μάτια άνοιξαν ξαφνικά και με κάρφωσαν τόσο διαπεραστικά που σταμάτησα επιτόπου. «Κρέμομαι από μια κλωστή, Εύα». «Δε χρειάζεται να κρέμεσαι», του είπα ανοίγοντας την αγκαλιά μου. «Αφέσου. Θα σε πιάσω». «Όχι». Έκανε ένα αρνητικό νεύμα. «Δεν μπορώ… δεν μπορώ να είμαι μαλακός». «Θέλεις να μ’ αγγίξεις». Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Θέλω να σε γαμήσω. Άγρια». Αισθάνθηκα ένα κύμα ζέστης να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. Ήταν μια απόδειξη της επιθυμίας του το ότι με ήθελε παρά τα γελοία ρούχα μου. «Αυτό το θέλω κι εγώ. Πάντα». Σήκωσα τα χέρια στα πέτα της γκαμπαρντίνας. Την είχα κουμπώσει στο ταξί καθώς ερχόμουν, δεν ήθελα να κάνω αποκαλύψεις σε κάποιον κατά λάθος. Τώρα ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα από κάτω. Ο Γκίντεον όρμησε και μου άρπαξε τους καρπούς, τους έσφιξε πολύ δυνατά. «Μη». «Νομίζεις ότι δεν μπορώ να σε αντέξω; Μετά από όσα έχουμε κάνει μαζί; Μετά από όσα συζητήσαμε και σχεδιάζουμε να κάνουμε;» Θεέ μου. Όλο του το σώμα ήταν σφιγμένο, τεντωμένο, οι μύες φουσκωμένοι και σκληροί. Και τα μάτια του ξεχώριζαν τόσο λαμπερά πάνω στο ηλιοκαμένο δέρμα του, γεμάτα από μια τέτοια αγωνία. Σκοτεινός και Επικίνδυνος. Μ’ άρπαξε από τον αγκώνα κι άρχισε να περπατάει. «Τι…» άρχισα να λέω σκοντάφτοντας. Με έσυρε στο ασανσέρ. «Πρέπει να φύγεις».
«Όχι!» Άρχισα να παλεύω, πέταξα τις σαγιονάρες με μια κλοτσιά κι έβαλα κόντρα κάτω. «Να πάρει». Ήρθε μπροστά μου και με σήκωσε όρθια, με κοίταξε μύτη με μύτη. «Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα σταματήσω. Αν το παρακάνω, και πεις τη λέξη ασφαλείας, μπορεί να μη σταματήσω, και τότε όλο αυτό, η σχέση μας, θα πάει κατά διαβόλου!» «Γκίντεον! Για όνομα του Θεού, μη φοβάσαι επειδή με θέλεις πολύ!» «Θέλω να σε τιμωρήσω», βρυχήθηκε, αρπάζοντας το πρόσωπό μου και με τα δύο χέρια. «Εσύ το ’κανες αυτό! Εσύ το προκάλεσες. Πιέζεις τους άλλους… πιέζεις εμένα. Κοίτα τι έκανες τώρα!» Μύρισα το αλκοόλ πάνω του, τις πλούσιες αναθυμιάσεις κάποιου ακριβού ποτού. Δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ πραγματικά μεθυσμένο –ο έλεγχος ήταν πολύ σημαντικός γι’ αυτόν για να πιει σε σημείο που να θολώσουν οι αισθήσεις του–, αλλά ήταν μεθυσμένος τώρα. Μια πρώτη αναλαμπή ανησυχίας άστραψε μέσα μου. «Ναι», είπα τρέμοντας, «εγώ φταίω. Σ’ αγαπώ υπερβολικά. Θα με τιμωρήσεις γι’ αυτό;» «Θεέ μου». Έκλεισε τα μάτια του. Το καυτό υγρό μέτωπό του άγγιξε το δικό μου, το πίεσε με δύναμη. Ο ιδρώτας του απλώθηκε στο δέρμα μου, αφήνοντας πάνω μου την αρρενωπή οσμή που ήταν μόνο δική του. Τον αισθάνθηκα να μαλακώνει, να χαλαρώνει απειροελάχιστα. Γύρισα το κεφάλι μου και κόλλησα τα χείλια του στο καυτό μάγουλό του. Κοκάλωσε. «Όχι». Με τράβηξε πάλι προς το ασανσέρ με ένα απότομο τίναγμα, κλοτσώντας τα σκόρπια πράγματα της τσάντας μου από μπροστά του. «Σταμάτα!» φώναξα, προσπαθώντας να ελευθερώσω το χέρι μου. Δεν άκουγε όμως. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. Οι πόρτες άνοιξαν αμέσως. Με πέταξε μέσα κι έπεσα σκοντάφτοντας στον πίσω τοίχο του θαλάμου. Απελπισμένη τώρα, άνοιξα με ένα τράβηγμα τη ζώνη της γκαμπαρντίνας, παίρνοντας δύναμη από την αγωνία μου. Μ’ άλλο ένα τράβηγμα τα κουμπιά κόπηκαν και εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι πόρτες είχαν αρχίσει να κλείνουν όταν γύρισα προς το μέρος του κρατώντας την γκαμπαρντίνα ανοιχτή για να δει τι φορούσα από κάτω. Το χέρι του τινάχτηκε αστραπιαία και σταμάτησε την πόρτα που έκλεινε. Την άνοιξε με ένα σπρώξιμο. Το κορμάκι ήταν κατακόκκινο –το χρώμα μας– και δεν είχε σχεδόν καθόλου ύφασμα πάνω. Ένα διάφανο δικτυωτό άφηνε εκτεθειμένα τα βυζιά και το μουνί μου, και μερικές ταινίες τυλίγονταν γύρω από τη μέση μου. «Σκύλα», είπε σφυριχτά, μπαίνοντας στον στενό χώρο, κάνοντάς τον ακόμη πιο μικρό. «Δε σταματάς ποτέ να πιέζεις». «Είμαι η δική σου σκύλα», του απάντησα, νιώθοντας τα δάκρυα να αναβλύζουν και να κυλούν. Με πονούσε που ήταν τόσο θυμωμένος μαζί μου, αν και τον καταλάβαινα. Χρειαζόταν μια διέξοδο και είχα πάρει οικειοθελώς τη θέση του στόχου. Με είχε προειδοποιήσει… είχε προσπαθήσει να με προστατέψει… «Μπορώ να σ’ αντέξω, Γκίντεον Κρος. Μπορώ ν’ αντέξω ό,τι κι αν μου κάνεις». Με πέταξε πίσω στον τοίχο τόσο δυνατά που μου κόπηκε η ανάσα. Το στόμα του σκέπασε το δικό μου, η γλώσσα του βυθίστηκε βαθιά. Μου έσφιξε άγρια τα στήθη και το γόνατό του με πίεσε δυνατά ανάμεσα στα πόδια. Κόλλησα πάνω του, παλεύοντας να βγάλω την γκαμπαρντίνα. Ζεσταινόμουν, ρυάκια ιδρώτα κυλούσαν στην πλάτη και την κοιλιά μου. Ο Γκίντεον μου έβγαλε την γκαμπαρντίνα με ένα βίαιο τράβηγμα και την πέταξε παράμερα, με το στόμα του να σφραγίζει το δικό μου. Μου ξέφυγε ένα
βογκητό ευγνωμοσύνης και τον αγκάλιασα από τον λαιμό, με την καρδιά μου να φουσκώνει από ανακούφιση επειδή τον κρατούσα στην αγκαλιά μου. Έχωσα τα δάχτυλά μου στα μαλλιά του, αρπάχτηκα απ’ αυτά για να σκαρφαλώσω πάνω του. Ο Γκίντεον ξεκόλλησε το στόμα του από το δικό μου και μου τράβηξε τα χέρια από πάνω του. «Μη μ’ αγγίζεις». «Γαμήσου», φώναξα, τόσο πληγωμένη που δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Μόνο και μόνο για να του τη σπάσω, ελευθέρωσα τα χέρια μου και χάιδεψα του σκληρούς ώμους και τα μπράτσα του. Μ’ έσπρωξε πίσω και με κράτησε εκεί με το ένα χέρι στη μέση του στήθους μου. Όσο κι αν έσπρωχνα ή γρατζουνούσα το ατσάλινο μπράτσο του, δεν μπορούσα να ελευθερωθώ. Σταμάτησα και τον παρακολουθούσα απλώς καθώς τραβούσε το κορδόνι από το παντελόνι της φόρμας. Επιθυμία και ανησυχία φούντωσαν ταυτόχρονα μέσα μου. «Γκίντεον;…» Με κοίταξε στα μάτια, το βλέμμα του σκοτεινό και βασανισμένο. «Μπορείς να κρατήσεις τα χέρια σου μακριά μου;» «Όχι. Δε θέλω». Με ένα κοφτό καταφατικό νεύμα, με άφησε, κι αμέσως μετά με γύρισε προς τον τοίχο. Περιορισμένη από το σώμα του δεν μπορούσα να κινηθώ. «Μην αντιστέκεσαι», με διέταξε, με τα χείλια του δίπλα στο αυτί μου. Και μετά μου έδεσε τους καρπούς στην μπάρα του θαλάμου. Πάγωσα ξαφνιασμένη που έφτασε σ’ αυτό το σημείο, τόσο έκπληκτη και σαστισμένη που σχεδόν δεν αντιστάθηκα. Μόνο αφού τον είδα να δένει το λεπτό κορδόνι κατάλαβα ότι το έκανε σοβαρά. Άρπαξε τους γοφούς μου, παραμέρισε τα μαλλιά μου με το πρόσωπό του και με δάγκωσε στον ώμο. «Εγώ θα πω πότε». Ξεφώνισα πνιχτά κι άρχισα να τραβάω τα χέρια μου. «Τι κάνεις;» Δε μου απάντησε. Απλώς έφυγε. Γύρισα όσο μπορούσα και τον είδα να μπαίνει στο λίβινγκ ρουμ την ώρα που έκλειναν οι πόρτες του ασανσέρ. «Ω Θεέ μου», είπα ξέπνοα. «Δεν μπορεί να κάνει τέτοιο πράγμα». Δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι θα με έστελνε κάτω έτσι… δεμένη στην μπάρα και ντυμένη μόνο με ένα διαφανές κορμάκι. Ήταν τρελαμένος, ναι, αλλά ήταν αδύνατο ο απίστευτα ζηλιάρης άντρας μου να αφήσει να με δει έτσι όποιος ήταν στην είσοδο μόνο και μόνο για να με ξεφορτωθεί. «Γκίντεον! Να πάρει. Μην τολμήσεις να μ’ αφήσεις εδώ έτσι! Μ’ ακούς! Τσακίσου έλα δω!» Τράβηξα τα χέρια μου, αλλά ήταν γερά δεμένα. Πέρασαν δευτερόλεπτα, λεπτά. Ο θάλαμος δεν κινήθηκε, και αφού βράχνιασα από τις φωνές συνειδητοποίησα πως ούτε επρόκειτο να κινηθεί. Περίμενε το πάτημα του κουμπιού, την εντολή του Γκίντεον. Όπως περίμενα κι εγώ. Θα του άλλαζα τα φώτα όταν ελευθερωνόμουν. Δεν είχα τσαντιστεί ποτέ τόσο πολύ στη ζωή μου. «Γκίντεον!» Περπάτησα προς τα πίσω σκύβοντας, και μετά σήκωσα και τέντωσα το πόδι μου για να φτάσω το κουμπί που άνοιγε τις πόρτες. Κατάφερα να το πατήσω με το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού μου. Καθώς άνοιγαν οι πόρτες, πήρα μια βαθιά ανάσα για να ουρλιάξω… …αλλά έβγαλα μόνο ένα ξέπνοο ξεφύσημα. Ο Γκίντεον ερχόταν από το λίβινγκ ρουμ στο ασανσέρ… και ήταν τελείως γυμνός. Και μούσκεμα
από την κορφή ως τα νύχια. Ο πούτσος του ήταν τόσο ορθωμένος που καμπύλωνε και ακουμπούσε στον αφαλό του. Είχε γερμένο το κεφάλι πίσω πίνοντας νερό από ένα μπουκάλι, και οι δρασκελιές του ήταν χαλαρές και άνετες αλλά θύμιζαν παρ’ όλα αυτά ένα αιλουροειδές αρπακτικό. Ανασηκώθηκα καθώς πλησίαζε, ανασαίνοντας λαχανιασμένη από το όργιο των συναισθημάτων μέσα μου αλλά και από τη βαθιά λαχτάρα μου. Όσο καθίκι κι αν ήταν αυτή τη στιγμή, τον ήθελα με ένα άγριο πάθος που δεν μπορούσα να ελέγξω. Ήταν πολύπλοκος και σέξι, προβληματικός και τέλειος. «Έλα». Έφερε στα χείλια μου ένα κρυστάλλινο ποτήρι που δεν το είχα προσέξει επειδή χάζευα το υπέροχο κορμί του. Το ποτήρι ήταν σχεδόν γεμάτο από ένα χρυσοκόκκινο υγρό που ξεχείλισε γύρω από τα χείλια μου καθώς το έγειρε. Άνοιξα ενστικτωδώς το στόμα κι αυτός άδειασε μέσα το ποτό. Ήταν τόσο δυνατό που μου έκαψε τη γλώσσα και τον λαιμό. Άρχισα να βήχω κι αυτός περίμενε, κοιτώντας με με μάτια μισόκλειστα από πόθο. Ανέδινε μια καθαρή, δροσερή μυρωδιά, ανανεωμένος από ένα ντους. «Πιες το όλο». «Είναι πολύ δυνατό!» διαμαρτυρήθηκα. Αυτός απλώς μου άδειασε άλλη μια μεγάλη γουλιά στο στόμα. Τον κλότσησα, αλλά βλαστήμησα γιατί πόνεσε το πόδι μου κι αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. «Σταμάτα!» Παράτησε το άδειο μπουκάλι του νερού και μου έπιασε το πρόσωπο με το χέρι. Σκούπισε με τον αντίχειρα τις σταγόνες του ποτού από το σαγόνι μου. «Πρέπει να με αφήσεις να ημερέψω, κι εσύ πρέπει να μαλακώσεις. Αν ξεκινήσουμε έτσι όπως είμαστε, θα ξεσκίσουμε ο ένας τον άλλον». Ένα ηλίθιο δάκρυ κύλησε από την άκρη του ματιού μου. Ο Γκίντεον βόγκηξε και σκύβοντας το έγλειψε από το μάγουλό μου. «Είμαι τσακισμένος κι εσύ με χτυπάς με τις γροθιές σου. Δεν το αντέχω, Εύα». «Κι εγώ δεν αντέχω να με κλείνεις απ’ έξω», ψιθύρισα, τραβώντας το αναθεματισμένο το κορδόνι. Το ποτό απλωνόταν σαν φωτιά στις φλέβες μου. Ένιωθα κιόλας τα πλοκάμια της μέθης να τυλίγουν τις αισθήσεις μου. Έβαλε το χέρι του πάνω από το δικό μου και με σταμάτησε. «Μη. Θα πληγωθείς». «Λύσε με». «Έτσι και μ’ αγγίξεις, δε θα μπορέσω να κρατηθώ, θα τα παίξω. Κρέμομαι από μια κλωστή», είπε πάλι. Ακουγόταν απελπισμένος. «Δεν πρέπει να σπάσω. Όχι με σένα». «Με κάποια άλλη τότε;» Η φωνή μου έγινε στριγκή. «Χρειάζεσαι κάποια άλλη;» Τα είχα παίξει κι εγώ. Ο Γκίντεον ήταν ο βράχος, η άγκυρα της σχέσης μας. Ήθελα να είμαι κι εγώ το ίδιο γι’ αυτόν. Ήθελα να τον προστατεύω, να είμαι το λιμάνι του. Αλλά τώρα ο Γκίντεον δε χρειαζόταν προστασία από τη θύελλα, τώρα ήταν ο ίδιος μια θύελλα. Κι εγώ δεν ήμουν αρκετά δυνατή για να αντέξω το βάρος του θυμού του. «Όχι. Χριστέ μου». Με φίλησε. Άγρια. «Πρέπει να έχω τον έλεγχο. Το έχεις ανάγκη αυτό. Κι εγώ το έχω ανάγκη όταν είμαι μαζί σου». Ένιωσα τον πανικό μου να μεγαλώνει. Το ήξερε. Το ήξερε ότι δεν του ήμουν αρκετή. «Ήσουν διαφορετικός με τις άλλες. Δεν κρατιόσουν…» «Γαμώτο!» Ο Γκίντεον γύρισε και βρόντηξε τη γροθιά του στο ταμπλό με τα κουμπιά του ασανσέρ. Οι πόρτες άνοιξαν και ακούστηκε η Σάρα Μακλάχλαν να τραγουδάει το Possession, και ο Γκίντεον εκτόξευσε το ποτήρι και το θρυμμάτισε στον τοίχο του χολ. «Ναι, ήμουν διαφορετικός!
Εσύ μ’ έκανες διαφορετικό». «Και με μισείς γι’ αυτό». Άρχισα να κλαίω, το σώμα μου κρέμασε πάνω στον τοίχο του θαλάμου. «Όχι». Τυλίχτηκε γύρω μου κι ένιωσα το σώμα του, κρύο από το ντους, να καμπυλώνει πάνω από την πλάτη μου. Έτριψε το πρόσωπό του πάνω μου, το αγκάλιασμά του τόσο σφιχτό που δεν μπορούσα σχεδόν να αναπνεύσω. «Σ’ αγαπώ. Είσαι η γυναίκα μου. Η γυναίκα μου, γαμώτο. Είσαι το παν». «Απλώς θέλω να σε βοηθήσω», φώναξα. «Θέλω να είμαι δίπλα σου, αλλά δε μ’ αφήνεις!» «Θεέ μου. Εύα». Τα χέρια του άρχισαν να κινούνται, να χαϊδεύουν και να σφίγγουν. Να καταπραΰνουν. «Δεν μπορώ να σε σταματήσω. Σε χρειάζομαι τόσο πολύ που δεν μπορώ να σε σταματήσω». Έσφιξα την μπάρα και με τα δύο χέρια, το μάγουλό μου κολλημένο στον κρύο καθρέφτη. Το ποτό άρχισε να κάνει τα μαγικά του. Μια καυτή χαύνωση απλώθηκε μέσα μου, πνίγοντας τον θυμό μου και την όποια επιθετικότητα μου είχε απομείνει, μέχρι που έσβησαν τελείως, αφήνοντάς με θλιμμένη και φοβισμένη και τόσο απεγνωσμένα, τρομακτικά ερωτευμένη. Αισθάνθηκα το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου, να τρίβει, να ψάχνει. Με ένα απότομο τράβηγμα, άνοιξε τις σούστες από το κορμάκι. Βόγκηξα με την ξαφνική εκτόνωση της πίεσης. Ο κόλπος μου ήταν υγρός και πρησμένος από τις επιδέξιες κινήσεις των χεριών του και από την εικόνα που ήταν αποτυπωμένη στη μνήμη μου καθώς περπατούσε προς το μέρος μου. Το κεφάλι μου έπεσε πίσω πάνω στον ώμο του και είδα το είδωλό του στον καθρέφτη. Τα μάτια του ήταν κλειστά, τα χείλια του μισάνοιχτα. Το υπέροχο πρόσωπό του ήταν τόσο ευάλωτο, και αυτό με διέλυσε. Πονούσε τόσο πολύ. Δεν το άντεχα. «Πες μου τι μπορώ να κάνω», ψιθύρισα. «Πες μου πώς να βοηθήσω». «Σσς». Η γλώσσα του χώθηκε στο κοχύλι του αυτιού μου. «Άσε με να ημερέψω». Το ανάλαφρο χάδι του αντίχειρά του πάνω στο δίχτυ που σκέπαζε τη ρώγα μου κόντευε να με τρελάνει. Όταν γλίστρησε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις τρυφερές πτυχές της σχισμής μου, άρχισα να τρέμω σύγκορμη. Ήξερε πού να με αγγίξει, με πόση πίεση. Ξεφώνισα όταν έχωσε δυο δάχτυλα μέσα μου, ανασηκώθηκα στις μύτες. Μετά τα γόνατά μου λύθηκαν, τα πόδια μου έτρεμαν από την ένταση. Ο αέρας μέσα στο ασανσέρ ήταν πηχτός και αχνιστός, βαρύς από την ανάγκη που ακτινοβολούσε από πάνω του κατά κύματα. «Α, Χριστέ μου». Βόγκηξε όταν ο κόλπος μου σφίχτηκε γύρω από τα δάχτυλά του, και κολλώντας πάνω μου έτριψε τη στύση του πάνω στους γλουτούς μου. «Θα το μωλωπίσω αυτό το γλυκό μουνάκι, Εύα. Δεν μπορώ να σταματήσω». Τύλιξε το χέρι γύρω από τη μέση μου και με ανασήκωσε, με τράβηξε πίσω έτσι που βρέθηκα σκυφτή, με τα χέρια τεντωμένα. Άνοιξε τα πόδια μου με τα γόνατά του, τραβώντας τα μουσκεμένα δάχτυλά του από τη σχισμή μου. Αισθάνθηκα το χέρι του να αγγίζει ανάλαφρα τον γοφό μου. Και μετά έσυρε το φαρδύ κεφάλι του πέους του μέσα από τη σχισμή των γλουτών μου και το σφήνωσε ανάμεσα στα χείλη του κόλπου μου. Κρατούσα την ανάσα μου και κουνιόμουν βάζοντας κόντρα στην υπέροχη πίεση. Τον ήθελα όλη μέρα, λαχταρούσα να νιώσω τον μεγάλο πούτσο του μέσα μου, είχα ανάγκη να με κάνει να τελειώσω. «Περίμενε», βόγκηξε. Μ’ έπιασε από τη μέση και τον ώμο, μ’ έσφιξε ανυπόμονα. «Άσε με να…» Ο κόλπος μου σφίχτηκε γύρω από το χοντρό κεφάλι του. Ο Γκίντεον βλαστήμησε κι έσπρωξε ξαφνικά, μια δυνατή κίνηση που τον έκανε να μπει βαθιά
μέσα μου. Ξεφώνισα από ηδονή και πόνο μαζί, τεντώθηκα προσπαθώντας να τραβηχτώ από τον άκαμπτο πούτσο του που με γέμιζε, φλογίζοντας μυς και τρυφερούς ιστούς. «Ναι», είπε αυτός σφυριχτά και με τράβηξε πάνω του μέχρι που τα χείλη του κόλπου μου αγκάλιασαν τη χοντρή ρίζα του πέους του. Άρχισε να κινεί κυκλικά τους γοφούς του κι ένιωθα τα αρχίδια του να τρίβονται βαριά πάνω στην πρησμένη κλειτορίδα μου. «Τόσο σφιχτή…» Βόγκηξα και προσπάθησα να κρατηθώ από την μπάρα. Το σώμα μου κουνιόταν καθώς άρχισε να με γαμάει. Η αίσθηση ήταν συγκλονιστική, να νιώθω τόσο ολοκληρωτικά γεμάτη και μετά να αδειάζω ξαφνικά. Τα γόνατά μου λύθηκαν, όλο μου το είναι τρανταζόταν από σπασμούς ηδονής καθώς με γαμούσε σκληρά και ανελέητα. Όλα τα συναισθήματα που είχε συμπιέσει μέσα του τα εκτόνωσε σφυροκοπώντας με, με τα αδυσώπητα καρφώματα του πούτσου του να τρίβουν κάθε ευαίσθητο νεύρο. Άρχισα να τελειώνω πριν συνειδητοποιήσω ότι είχε αρχίσει ο οργασμός, ξεφώνισα το όνομά του καθώς η ηδονή τράνταζε το σώμα μου με βίαιες συσπάσεις. Το κεφάλι μου έπεσε ανάμεσα στα χέρια μου, οι μύες μου ήταν αδύναμοι και λυμένοι. Μόνο ο Γκίντεον με συγκρατούσε με τα χέρια του, με τη στύση του. Χρησιμοποιώντας το σώμα του. Κάνοντάς το δικό μου. Μουγκρίζοντας πρωτόγονα κάθε φορά που χτυπούσε τα βάθη του κόλπου μου. «Τόσο βαθιά», γρύλισε. «Τόσο ωραία». Τα θολωμένα μάτια μου πήγαν στο είδωλό μας στον καθρέφτη. Με μια σιγανή, πονεμένη κραυγή, άρχισα να τελειώνω πάλι, αν είχα σταματήσει ποτέ. Ο Γκίντεον ήταν το πιο καυτό ερωτικό θέαμα που είχα δει στη ζωή μου – τα μπράτσα του χοντρά και σκληρά καθώς στήριζε το βάρος μου, οι μηροί του να φουσκώνουν από την προσπάθεια, ο πισινός του να σφίγγεται καθώς πηγαινοερχόταν μέσα μου σαν πιστόνι, οι κοιλιακοί του να κυματίζουν πανίσχυροι καθώς κουνούσε κυκλικά τους γοφούς του με κάθε πηγαινέλα. Ήταν φτιαγμένος για να γαμάει, αλλά με την εξάσκηση είχε γίνει αριστοτέχνης, χρησιμοποιώντας κάθε πόντο του εκπληκτικού κορμιού του για να υποδουλώσει μια γυναίκα με την ηδονή. Του ήταν έμφυτο, ενστικτώδες. Αν και μεθυσμένος και σχεδόν πρωτόγονος από τον πόνο, ο ρυθμός του ήταν σφιχτός και ακριβής, η εστίασή του απόλυτη. Με κάθε διείσδυση έφτανε βαθιά μέσα μου, χτυπώντας τα πιο ηδονικά σημεία ξανά και ξανά, φουντώνοντας την έκσταση μέσα μου μέχρι που δεν μπορούσα να αντέξω άλλο το σφυροκόπημα. Άλλος ένας οργασμός με τράνταξε σαν παλιρροϊκό κύμα. «Αυτό είναι», βόγκηξε. «Άρμεξε τον πούτσο μου, άγγελέ μου. Θεέ μου… Θα με κάνεις να τελειώσω». Αισθάνθηκα τον πούτσο του να χοντραίνει, να μακραίνει. Ρίγη απλώθηκαν σε όλο το κορμί μου, αγκομαχούσα. Ο Γκίντεον έριξε πίσω το κεφάλι και βρυχήθηκε σαν ζώο, εκτοξεύοντας μέσα μου τα καυτά υγρά του. Τραβώντας τους γοφούς μου με κάρφωνε πάνω στον πούτσο του, χύνοντας ασυγκράτητα και ατελείωτα, γεμίζοντάς τον κόλπο μου, μέχρι που το σπέρμα του έτρεξε στους μηρούς μου. Άρχισε να κινείται πιο αργά, αγκομαχώντας κι αυτός, σκύβοντας για να πιέσει το μάγουλό του στον ώμο μου. Τα γόνατά μου λύγισαν, ήμουν έτοιμη να σωριαστώ κάτω. «Γκίντεον…» Με σήκωσε πάλι. «Δεν τελείωσα», είπε τραχιά, και ήταν ακόμη χοντρός και σκληρός μέσα μου. Και άρχισε πάλι.
Ξύπνησα νιώθοντας το χάδι από τα μαλλιά του στον ώμο μου και την πίεση των ζεστών χειλιών του. Εξαντλημένη, προσπάθησα να απομακρυνθώ κυλώντας, αλλά με κρατούσε από τη μέση και με τράβηξε πίσω. «Εύα», είπε βραχνά. Έπιασε το στήθος μου και κύλησε τη ρώγα ανάμεσα στα δάχτυλά του. Ήταν σκοτεινά και ήμασταν στο κρεβάτι, αν και μόλις που τον θυμόμουν να με κουβαλάει εδώ. Με έγδυσε, με έπλυνε με ένα υγρό πανί, και γέμισε φιλιά το πρόσωπο και τους καρπούς μου. Ήταν δεμένοι με επίδεσμο τώρα, σκεπασμένοι με αλοιφή και τυλιγμένοι με φροντίδα. Είχα ανάψει νιώθοντας τα τρυφερά χάδια του πάνω στα γδαρσίματα του κορδονιού, το μείγμα της ηδονής και του πόνου. Και ο Γκίντεον το είχε προσέξει. Με μάτια πύρινα από πόθο, μου άνοιξε τα πόδια κι άρχισε να με γλείφει με μια τέτοια επιμονή και απαιτητικότητα που έχασα κάθε ικανότητα να σκεφτώ ή να κουνηθώ. Συνέχισε να γλείφει και να πιπιλάει τη σχισμή μου, μέχρι που έχασα τον λογαριασμό πόσες φορές με έκανε να τελειώσω με την ανελέητη γλώσσα του. «Γκίντεον…» Γυρίζοντας το κεφάλι, τον κοίταξα πάνω από τον ώμο μου. Ήταν ανασηκωμένος στον αγκώνα, και τα μάτια του άστραφταν στο αμυδρό φως του φεγγαριού. «Έμεινες μαζί μου;» Ίσως ήταν υπερβολή να ελπίζω ότι έμεινε δίπλα μου όσο κοιμόμουν, αλλά το να είμαστε στο ίδιο κρεβάτι ήταν κάτι που αγαπούσα και λαχταρούσα. Κατένευσε. «Δεν μπορούσα να σ’ αφήσω». «Χαίρομαι». Με γύρισε προς το μέρος του και με φίλησε απαλά. Τα τρυφερά αγγίγματα της γλώσσας του με άναψαν πάλι, μ’ έκαναν να βογκήξω. «Δεν μπορώ να πάψω να σε αγγίζω», είπε ξέπνοα, και μ’ έπιασε από τον σβέρκο για να με κρατήσει ακίνητη καθώς έκανε το φιλί μας πιο βαθύ, τραβώντας απαλά με τα δόντια του το κάτω χείλι μου. «Όταν σε αγγίζω, δε σκέφτομαι τίποτε άλλο». Η τρυφερότητα ενώθηκε με την αγάπη μέσα μου. «Μπορώ να σ’ αγγίξω κι εγώ;» Έκλεισε τα μάτια. «Ναι, σε παρακαλώ». Όρμησα πάνω του, έχωσα τα χέρια μου στα μαλλιά του για να τον κρατήσω όπως με κρατούσε κι αυτός. Έτριψα τη γλώσσα μου στη δική του, τα στόματά μας καυτά και υγρά. Τα πόδια μας πλέχτηκαν, το σώμα μου τεντώθηκε για να κολλήσει στο σκληρό του πέος. Βόγκηξε σιγανά και επιβράδυνε τις κινήσεις μου, μετά ήρθε κυλώντας από πάνω μου για να με ακινητοποιήσει πάνω στο κρεβάτι. Τραβήχτηκε πίσω σταματώντας το φιλί μας, κι άρχισε να μασουλάει και να πιπιλάει, να ακολουθεί τις καμπύλες των χειλιών μου με τη γλώσσα του. Διαμαρτυρήθηκα με ένα κλαψούρισμα, θέλοντας ένα πιο βαθύ, πιο δυνατό φιλί. Αυτός όμως άρχισε να με γλείφει νωχελικά, να χαϊδεύει με τη γλώσσα του τον ουρανίσκο μου, το εσωτερικό από τα μάγουλά. Έσφιξα τα πόδια μου, τραβώντας τον πιο κοντά. Αυτός άρχισε να κινεί τους γοφούς του, πιέζοντας το ορθωμένο πέος του πάνω στον μηρό μου. Συνέχισε να με φιλά μέχρι που τα χείλια μου πρήστηκαν κι άναψαν και ανέτειλε ο ήλιος. Συνέχισε να με φιλά μέχρι που τελείωσε με καυτή ορμή πάνω στο δέρμα μου, όχι μία φορά αλλά δύο. Η αίσθηση καθώς τελείωνε, ο ήχος από τα σιγανά πονεμένα βογκητά της ηδονής του, η γνώση ότι τον έφερα σε οργασμό μόνο με το φιλί μου… Τρίφτηκα πάνω του γεμίζοντας τον μηρό του με τα υγρά μου, μέχρι που τελείωσα κι εγώ. Καθώς άρχιζε η νέα μέρα, ο Γκίντεον γεφύρωσε την απόσταση που είχε βάλει ανάμεσά μας μέσα στο ασανσέρ. Μου έκανε έρωτα χωρίς σεξ. Μου έδειξε την αφοσίωσή του κάνοντάς με το κέντρο
του κόσμου του. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από το κρεβάτι μας. Μόνο εμείς και μια αγάπη που μας γύμνωνε και ταυτόχρονα μας θεράπευε. Όταν ξύπνησα πάλι, τον βρήκα να κοιμάται δίπλα μου, με τα χείλια του πρησμένα από τα φιλιά όσο και τα δικά μου. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο στον ύπνο, αλλά ένα αμυδρό συνοφρύωμα έδειχνε ότι δεν κοιμόταν όσο βαθιά θα ήθελα. Ήταν ξαπλωμένος στο πλευρό, με το μακρύ και λεπτό σώμα του απλωμένο στο κρεβάτι, το σεντόνι μπερδεμένο στα πόδια του. Ήταν αργά, σχεδόν εννιά, αλλά δε μου έκανε καρδιά ούτε να τον ξυπνήσω ούτε να τον αφήσω. Δε δούλευα στην εταιρεία αρκετό καιρό ώστε να μπορώ να λείψω μια μέρα, αλλά αποφάσισα να το κάνω παρ’ όλα αυτά. Μέχρι τώρα έβαζα τις δικές μου ανάγκες πρώτες σε ό,τι είχε σχέση με την καριέρα μου, δίνοντάς της τη δυνατότητα να μας απομακρύνει κάποια μέρα. Ήξερα ότι η επιθυμία μου να είμαι ανεξάρτητη δεν ήταν λάθος, αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε την ένιωθα να είναι σωστή. Φόρεσα ένα τι-σερτ κι ένα σλιπ σορτσάκι, και βγαίνοντας από την κρεβατοκάμαρα πήγα στο γραφείο του Γκίντεον, όπου το κινητό του διαμαρτυρόταν επειδή αγνοούσε το ξυπνητήρι. Το έκλεισα και πήγα στην κουζίνα. Αφού έφτιαξα νοερά έναν κατάλογο από πράγματα που έπρεπε να κάνω, τηλεφώνησα κι άφησα ένα μήνυμα στον Μαρκ ότι δεν μπορούσα να πάω στη δουλειά λόγω ενός οικογενειακού προβλήματος. Μετά τηλεφώνησα στο γραφείο του Σκοτ και του άφησα ένα μήνυμα ότι ο Γκίντεον δε θα ερχόταν για δουλειά στις εννιά, και μπορεί να μην ερχόταν καθόλου. Του είπα να μου τηλεφωνήσει για να το συζητήσουμε. Ήλπιζα να κρατήσω τον Γκίντεον στο σπίτι όλη μέρα, αν και αμφέβαλλα ότι θα δεχόταν. Έπρεπε να περάσουμε χρόνο μαζί για να επουλωθούν τα τραύματα της προηγουμένης. Πήρα το κινητό μου από το χολ και τηλεφώνησα στον Άνγκους. Μου απάντησε με το πρώτο κουδούνισμα. «Καλημέρα, κυρία Κρος. Είστε έτοιμοι να φύγουμε;» «Όχι, Άνγκους, θα μείνουμε εδώ προς το παρόν. Δεν είμαι σίγουρη αν θα φύγουμε από το διαμέρισμα σήμερα. Ήθελα να σε ρωτήσω, ξέρεις πού βρίσκει ο Γκίντεον εκείνα τα μπουκαλάκια για τον πονοκέφαλο από το ποτό;» «Ναι, φυσικά. Θέλεις να σου φέρω;» «Μπορεί να το χρειαστεί ο Γκίντεον όταν ξυπνήσει. Για καλό και για κακό, ήθελα να έχω εδώ ένα έτοιμο». Έγινε μια παύση. «Αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω», είπε, με τη σκοτσέζικη προφορά του πιο έντονη, «έχει καμία σχέση με την επίσκεψη του κυρίου Βιντάλ χτες βράδυ;» Έτριψα το μέτωπό μου, νιώθοντας κι εγώ τα προειδοποιητικά σημάδια ενός πονοκέφαλου. «Απόλυτη σχέση». «Τον πίστεψε ο Κρις;» ρώτησε σιγά ο Άνγκους. «Ναι». Ο Άνγκους αναστέναξε. «Α, αυτό είναι, λοιπόν. Ο μικρός δεν ήταν προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Την άρνηση την ξέρει και μπορεί να την αντιμετωπίσει. Το να τον πιστεύουν όμως…» «Το πήρε βαριά». «Ναι, φυσικό είναι. Ευτυχώς που έχει εσένα, Εύα. Κάνεις το σωστό γι’ αυτόν, αν και μπορεί να του πάρει καιρό για να το εκτιμήσει. Θα σου φέρω το μπουκαλάκι».
«Ευχαριστώ». Έκλεισα το τηλέφωνο και καταπιάστηκα να καθαρίσω. Πρώτα έπλυνα την άδεια καράφα και το ποτήρι που βρήκα στη νησίδα της κουζίνας, μετά πήγα με τη σκούπα και το φαράσι στο χολ για να καθαρίσω τα σπασμένα γυαλιά. Μίλησα με τον Σκοτ όταν τηλεφώνησε ενώ μάζευα τα πράγματα που είχαν πέσει από την τσάντα μου, και όταν κλείσαμε άρχισα να καθαρίζω τους λεκέδες του μπράντι από τον τοίχο και το πάτωμα του χολ. Χτες βράδυ ο Γκίντεον είχε πει ότι ένιωθε διαλυμένος. Δεν ήθελα να ξυπνήσει και να δει το σπίτι του σε τέτοια χάλια. Το σπίτι μας, διόρθωσα τον εαυτό μου. Το σπίτι μας. Έπρεπε να αρχίσω να το βλέπω έτσι. Το ίδιο και ο Γκίντεον. Έπρεπε να κάνουμε μια συζήτηση γι’ αυτή την προσπάθεια να με κρατά μακριά του. Αν θα έκανα εγώ μια προσπάθεια να δεθούν περισσότερο οι ζωές μας, έπρεπε να κάνει κι αυτός. Θα ήθελα να υπήρχε κάποιος που να μπορούσα να το συζητήσω μαζί του, ένας φίλος που θα με άκουγε και θα μου έδινε σωστές συμβουλές. Ο Κάρι ή η Σόνα. Ή ακόμη και ο Στίβεν, που ο τρόπος του σε έκανε να μπορείς να του μιλήσεις εύκολα. Είχαμε τον δόκτορα Πίτερσεν βέβαια, αλλά δεν ήταν το ίδιο πράγμα. Προς το παρόν, ο Γκίντεον κι εγώ είχαμε μυστικά που μπορούσαμε να αποκαλύψουμε μόνο ο ένας στον άλλον, και αυτό μας κρατούσε απομονωμένους και εξαρτημένους τον έναν από τον άλλον. Αυτοί που μας κακοποίησαν δε μας έκλεψαν μόνο την αθωότητά μας, αλλά και την ελευθερία μας. Η κακοποίηση ήταν πια παρελθόν εδώ και πολύ καιρό, αλλά ήμασταν ακόμη φυλακισμένοι από την ψεύτικη βιτρίνα πίσω από την οποία ζούσαμε. Ήμασταν ακόμη φυλακισμένοι από τα ψέματα, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Μόλις είχα καθαρίσει τον καθρέφτη του ασανσέρ, όταν ξαφνικά ο θάλαμος άρχισε να κατεβαίνει με μένα μέσα. Και φορούσα μόνο ένα τι-σερτ κι ένα σλιπ. «Σοβαρά τώρα;» μουρμούρισα, κι έβγαλα τα λαστιχένια γάντια για να προσπαθήσω να τακτοποιήσω λίγο τα μαλλιά μου. Κυλιόμουν στο κρεβάτι με τον Γκίντεον όλη νύχτα, και είχα απίστευτο χάλι. Οι πόρτες άνοιξαν και ο Άνγκους πήγε να μπει μέσα, αλλά σταμάτησε επιτόπου όταν με είδε. Μετακινήθηκα, προσπαθώντας να κρύψω το κορδόνι που ήταν ακόμη δεμένο στην μπάρα πίσω μου. Ο Γκίντεον το είχε κόψει με το ψαλίδι χτες βράδυ, ελευθερώνοντας τους καρπούς μου αλλά αφήνοντας τα τεκμήρια του εγκλήματος. «Εε, γεια», είπα, ζαρωμένη από ντροπή. Δεν υπήρχε τρόπος να του εξηγήσω πώς έτυχε να βρίσκομαι μέσα στο ασανσέρ, ελάχιστα ντυμένη και κρατώντας ένα ζευγάρι κίτρινα γάντια. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα χείλια μου ήταν τόσο κόκκινα και πρησμένα επειδή φιλούσα τον Γκίντεον για ώρες, ώστε δεν υπήρχε περίπτωση να κρύψω τι είχε γίνει όλη νύχτα. Τα γαλάζια μάτια του Άνγκους φωτίστηκαν από μια εύθυμη λάμψη. «Καλημέρα, κυρία Κρος». «Καλημέρα, Άνγκους», απάντησα, με όση αξιοπρέπεια μπορούσα. Μου έδωσε το μπουκαλάκι με το «φάρμακο» για τον πονοκέφαλο, που ήμουν μάλλον σίγουρη ότι ήταν απλώς μια δόση αλκοόλ ανακατεμένη με υγρές βιταμίνες. «Ορίστε». «Ευχαριστώ». Το είπα από την καρδιά μου, νιώθοντας επιπλέον ευγνωμοσύνη για το γεγονός ότι δεν έκανε ερωτήσεις. «Τηλεφώνησέ μου αν χρειαστείτε τίποτα. Θα είμαι εδώ κοντά». «Είσαι ο καλύτερος, Άνγκους». Ανέβηκα πάλι στο διαμέρισμα, και όταν άνοιξαν οι πόρτες του ασανσέρ άκουσα το σταθερό τηλέφωνο να χτυπάει.
Έτρεξα στην κουζίνα για να αρπάξω το ακουστικό, ελπίζοντας ότι ο θόρυβος δεν είχε ξυπνήσει τον Γκίντεον. «Εμπρός;» «Εύα, εδώ Αράς. Είναι εκεί ο Κρος;» «Ναι. Κοιμάται ακόμη, νομίζω. Πάω να δω». Βγήκα στον διάδρομο. «Δεν είναι άρρωστος, φαντάζομαι. Αυτός δεν αρρωσταίνει ποτέ». «Υπάρχει μια πρώτη φορά για όλα». Κοίταξα στην κρεβατοκάμαρα και είδα τον άντρα μου να κοιμάται ακόμη, υπέροχα απλωμένος στο κρεβάτι, με τα χέρια του τυλιγμένα γύρω από το μαξιλάρι μου και το πρόσωπό του χωμένο μέσα του. Μπήκα πατώντας στις μύτες κι άφησα το μπουκαλάκι του Άνγκους στο κομοδίνο του, και μετά βγήκα πάλι εξίσου αθόρυβα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. «Είναι ακόμη ξερός», ψιθύρισα. «Ουάου. Εντάξει, λοιπόν, αλλαγή σχεδίου. Υπάρχουν μερικά έγγραφα που πρέπει να τα υπογράψετε και οι δύο πριν τις τέσσερις το απόγευμα. Θα τα στείλω με κούριερ. Κάνε μου ένα τηλέφωνο όταν τελειώσετε, και θα στείλω κάποιον να τα πάρει». «Να υπογράψω εγώ κάτι; Τι είναι;» «Δε σου είπε;» Ο Αράς γέλασε. «Ε τότε δε θα του χαλάσω την έκπληξη. Θα δεις όταν φτάσουν. Πάρε με αν έχεις καμιά ερώτηση». Γρύλισα ενοχλημένη. «Εντάξει. Ευχαριστώ». Κλείσαμε και προχώρησα στον διάδρομο προς την κρεβατοκάμαρα. Τα μάτια μου είχαν στενέψει. Τι σκάρωνε πάλι ο Γκίντεον; Με τρέλαινε όταν έκανε πράγματα χωρίς να μου μιλήσει πρώτα. Ξαφνικά άρχισε να χτυπάει το κινητό μου στην κουζίνα. Έτρεξα και κοίταξα στην οθόνη. Ο αριθμός ήταν άγνωστος, αλλά ήταν σίγουρα της Νέας Υόρκης. «Θεέ και Κύριε», μουρμούρισα, νιώθοντας κιόλας σαν να δουλεύω όλη μέρα, παρόλο που η ώρα ήταν μόλις δέκα και μισή το πρωί. Πώς διάβολο τα κατάφερνε ο Γκίντεον να ασχολείται με τόσα πράγματα ταυτόχρονα; «Εμπρός;» «Εύα, ο Κρις πάλι. Μου έδωσε τον αριθμό σου η Άιρλαντ, ελπίζω να μη σε πειράζει». «Όχι. Με συγχωρείς που δε σε πήρα νωρίτερα. Δεν ήθελα να σε κάνω να ανησυχήσεις». «Είναι εντάξει ο Γκίντεον;» Πήγα σε ένα από τα σκαμνιά του μπαρ και κάθισα. «Όχι. Είχε δύσκολη νύχτα». «Τηλεφώνησα στο γραφείο του. Μου είπαν ότι λείπει σήμερα το πρωί». «Είμαστε σπίτι. Κοιμάται ακόμη». «Είναι άσχημα τα πράγματα λοιπόν». Τον ήξερε τον Γκίντεον. Ήταν άνθρωπος της συνήθειας, τα πάντα στη ζωή του ήταν τακτοποιημένα στα στεγανά τους. Οι παρεκκλίσεις από αυτό το μοτίβο ήταν τόσο σπάνιες ώστε ήταν φυσικό να προκαλούν ανησυχία. «Θα συνέλθει», τον διαβεβαίωσα. «Θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό. Απλώς χρειάζεται λίγο χρόνο». «Μπορώ να βοηθήσω σε τίποτα;» «Αν σκεφτώ κάτι, θα σου πω». «Ευχαριστώ». Ακουγόταν κουρασμένος και ανήσυχος. «Σ’ ευχαριστώ που μου το είπες και που ήσουν δίπλα του. Μακάρι να ήμουν κι εγώ όταν το έπαθε αυτό. Θα πρέπει να ζήσω με το γεγονός ότι δεν ήμουν». «Όλοι πρέπει να ζήσουμε με ό,τι έγινε. Δε φταις εσύ, Κρις. Αυτό δεν κάνει πιο εύκολα τα
πράγματα, το ξέρω, αλλά δεν πρέπει να το ξεχνάς, γιατί αλλιώς θα τα βάζεις με τον εαυτό σου, κι αυτό δεν πρόκειται να βοηθήσει τον Γκίντεον». «Είσαι σοφή πέρα από τα χρόνια σου, Εύα. Χαίρομαι τόσο πολύ που σε έχει στη ζωή του». «Εγώ στάθηκα τυχερή που τον βρήκα», είπα σιγά. «Πολύ τυχερή». Έκλεισα και δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ τη μητέρα μου. Βλέποντας τι περνούσε ο Γκίντεον, την εκτίμησα περισσότερο. Αυτή στάθηκε δίπλα μου, πάλεψε για μένα. Είχε βέβαια τις ενοχές της, πράγμα που την έκανε υπερπροστατευτική σε σημείο τρέλας, αλλά χάρη στην αγάπη της υπήρχε ένα μέρος μου που δεν είχε πληγωθεί όσο ο Γκίντεον. Της τηλεφώνησα και απάντησε με το πρώτο κουδούνισμα. «Εύα. Με αποφεύγεις σκόπιμα. Πώς θα σχεδιάσω τον γάμο σου χωρίς να έχω και τις δικές σου γνώμες; Υπάρχουν τόσες αποφάσεις, και αν κάπου κάνω λάθος επιλογή θα με…» «Γεια σου, μαμά», τη διέκοψα. «Πώς είσαι;» «Στρεσαρισμένη», μου απάντησε, με επικριτικό τόνο. «Πώς θα μπορούσα να μην είμαι; Σχεδιάζω τις πιο σημαντικές μέρες της ζωής σου εντελώς μόνη μου και…» «Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε το Σάββατο και να τα κουβεντιάσουμε όλα, αν ταιριάζει με το πρόγραμμά σου». «Αλήθεια;» Η χαρά και η ελπίδα στη φωνή της μου προκάλεσαν τύψεις. «Ναι, αλήθεια». Θεωρούσα ότι ο δεύτερος γάμος μας με τον Γκίντεον γινόταν περισσότερο για τη μητέρα μου παρά για οποιονδήποτε άλλον, αλλά αυτό ήταν λάθος. Ο γάμος ήταν σημαντικός και για τον Γκίντεον και για μένα. Ήταν άλλη μια ευκαιρία να επιβεβαιώσουμε τον άρρηκτο δεσμό μας. Όχι για να μας δει ο κόσμος, αλλά μόνο για μας τους δύο. Ο Γκίντεον έπρεπε να πάψει να με διώχνει μακριά του στην προσπάθεια να με προστατέψει, κι εγώ έπρεπε να πάψω να ανησυχώ ότι θα εξαφανιζόμουν όταν γινόμουν κυρία Γκίντεον Κρος. «Θα ήταν υπέροχα, Εύα! Μπορούμε να φάμε πρωινό εδώ μαζί με την οργανώτρια του γάμου. Να καθίσουμε εδώ μέχρι το απόγευμα και να δούμε όλες τις εναλλακτικές μας». «Θέλω κάτι μικρό, μαμά. Σε στενό κύκλο». Πριν αρχίσει τις αντιρρήσεις, της έδωσα τη λύση του Γκίντεον. «Μπορούμε να κάνουμε ό,τι τρέλα θέλεις στη δεξίωση, αλλά ο γάμος θέλω να είναι σε στενό κύκλο». «Εύα, ο κόσμος θα προσβληθεί αν τους καλέσουμε στη δεξίωση και όχι στην τελετή!» «Πραγματικά δε με νοιάζει. Δεν παντρεύομαι γι’ αυτούς. Παντρεύομαι γιατί είμαι ερωτευμένη με τον άντρα των ονείρων μου και θα περάσουμε όλη την υπόλοιπη ζωή μας μαζί. Δε θέλω να φύγει ποτέ η εστίαση απ’ αυτό το γεγονός». «Αγάπη μου…» Η μαμά μου αναστέναξε σαν να μην ήξερα τι έλεγα. «Μπορούμε να το συζητήσουμε περισσότερο αυτό το Σάββατο». «Εντάξει. Αλλά δε θ’ αλλάξω γνώμη». Αισθάνθηκα ένα ρίγος στην πλάτη μου και γύρισα. Ο Γκίντεον στεκόταν στο κατώφλι της κουζίνας και με κοίταζε. Είχε φορέσει το παντελόνι της φόρμας από το προηγούμενο βράδυ και τα μαλλιά του ήταν ακόμη ανακατεμένα από τον ύπνο, τα μάτια του μισόκλειστα. «Πρέπει να κλείσω», είπα στη μαμά μου. «Θα σε δω το Σαββατοκύριακο. Σ’ αγαπώ». «Σ’ αγαπώ κι εγώ, Εύα. Γι’ αυτό θέλω το καλύτερο για σένα». Έκλεισα κι άφησα το τηλέφωνο στη νησίδα. Κατέβηκα από το σκαμνί και γύρισα. «Καλημέρα». «Δεν είσαι στη δουλειά», είπε, η φωνή του πιο βραχνή και σέξι από το συνηθισμένο. «Ούτε κι εσύ».
«Θα πας πιο αργά;» «Όχι. Ούτε κι εσύ θα πας». Τον πλησίασα και τον αγκάλιασα από τη μέση. Ήταν ακόμη ζεστός από το κρεβάτι. Το νυσταγμένο αισθησιακό μου όνειρο. «Θα τρυπώσουμε όλη μέρα εδώ, αγόρι μου. Εσύ κι εγώ μόνο, αραχτοί με τις πιτζάμες μας». Με αγκάλιασε κι αυτός με το ένα χέρι, και με το άλλο μου παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπο. «Δεν είσαι τσαντισμένη». «Γιατί να είμαι;» Σηκώθηκα στις μύτες και τον φίλησα στο σαγόνι. «Εσύ είσαι τσαντισμένος μαζί μου;» «Όχι». Με έπιασε από τον σβέρκο και κόλλησε το μάγουλό μου στο δικό του. «Χαίρομαι που είσαι εδώ». «Θα είμαι πάντα εδώ. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος». «Σχεδιάζεις τον γάμο». «Το άκουσες αυτό, ε; Αν έχεις τίποτα αιτήματα, πες τα μου τώρα ή αλλιώς ας σιωπήσεις για πάντα». Έμεινε αμίλητος για πολλή ώρα, τόσο πολλή, που σκέφτηκα ότι δεν είχε τίποτα να πει. Γύρισα το κεφάλι και του έδωσα ένα γρήγορο γλυκό φιλί στα χείλη. «Είδες τι σου άφησα δίπλα στο κρεβάτι;» «Ναι, ευχαριστώ». Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. Είχε την εμφάνιση άντρα που πήδηξε καλά, και αυτό με γέμιζε με γυναικεία περηφάνια. «Σε γλίτωσα και σένα από τη δουλειά, αλλά ο Αράς είπε ότι θα μας στείλει κάτι χαρτιά για υπογραφή. Δεν ήθελε να μου πει τι ήταν». «Τότε μάλλον θα πρέπει να περιμένεις για να δεις». Χάιδεψα το μέτωπό του. «Πώς πας;» Σήκωσε τον ώμο. «Δεν ξέρω. Αυτή τη στιγμή απλώς νιώθω χάλια». «Ας ξαναδούμε εκείνο το μπάνιο που έχασες χτες βράδυ». «Μμμ, νιώθω ήδη καλύτερα». Έπλεξα τα δάχτυλά μας κι άρχισα να τον τραβώ πάλι προς την κρεβατοκάμαρα. «Θέλω να είμαι ο άντρας των ονείρων σου, άγγελέ μου», είπε, ξαφνιάζοντάς με. «Το θέλω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο». Γύρισα και τον κοίταξα. «Αυτό το ’χεις εξασφαλίσει ήδη, αγόρι μου». Κοίταζα το συμβόλαιο μπροστά μου, και η καρδιά μου χτυπούσε γοργά από έναν συνδυασμό αγάπης και χαράς που μου έφερε ζάλη. Σήκωσα το κεφάλι από το τραπεζάκι όταν μπήκε στο δωμάτιο ο Γκίντεον, με τα μαλλιά του υγρά ακόμη από το μπάνιο μας, φορώντας ένα μαύρο μεταξωτό παντελόνι πιτζάμας. «Αγοράζεις το σπίτι στο Άουτερ Μπανκς;» ρώτησα. Χρειαζόμουν την επιβεβαίωσή του παρόλο που είχα την απόδειξη μπροστά μου. Ένα χαμόγελο φάνηκε στο σέξι στόμα του. «Αγοράζουμε το σπίτι. Είχαμε συμφωνήσει ότι θα το αγοράσουμε». «Το είχαμε συζητήσει». Η τιμή με σόκαρε λίγο, και έδειχνε ότι οι ιδιοκτήτες δεν είχαν πειστεί εύκολα. Και τους είχε ζητήσει να αφήσουν μέσα και την επίπλωση της κύριας κρεβατοκάμαρας. Πάντα τα σκεφτόταν όλα. Ο Γκίντεον κάθισε στον καναπέ δίπλα μου. «Και τώρα το κάνουμε».
«Ένα σπίτι στο Χάμπτονς θα ήταν πιο κοντά. Ή στο Κονέκτικατ». «Με το τζετ είναι κοντά». Ανασήκωσε το πιγούνι μου με το δάχτυλό του και κόλλησε τα χείλια του στα δικά μου. «Μην ανησυχείς για τα πρακτικά», μουρμούρισε. «Ήμασταν ευτυχισμένοι εκεί στην παραλία. Σε θυμάμαι να περπατάς στην αμμουδιά. Θυμάμαι να σε φιλάω στη βεράντα… να σε απλώνω στο μεγάλο λευκό κρεβάτι. Έμοιαζες σαν άγγελος, και για μένα εκείνο το μέρος ήταν σαν παράδεισος». «Γκίντεον». Ακούμπησα το μέτωπό μου στο δικό του. Τον αγαπούσα τόσο πολύ. «Πού υπογράφουμε;» Τραβήχτηκε, πήρε το συμβόλαιο και βρήκε το πρώτο αυτοκόλλητο με την ένδειξη Υπογράψτε εδώ. Κοίταξε στο τραπεζάκι και συνοφρυώθηκε. «Πού είναι το στιλό μου;» Σηκώθηκα. «Έχω ένα στην τσάντα μου». Μ’ έπιασε από τον καρπό και με τράβηξε πάλι κάτω. «Όχι. Χρειάζομαι το στιλό μου. Πού είναι ο φάκελος που είχε μέσα το συμβόλαιο;» Τον είδα στο πάτωμα ανάμεσα στον καναπέ και το τραπεζάκι, εκεί που μου είχε πέσει όταν συνειδητοποίησα τι ήταν τα έγγραφα. Τον πήρα και κατάλαβα ότι ήταν βαρύς, κάτι υπήρχε ακόμη μέσα. Τον αναποδογύρισα στο τραπέζι για να τον αδειάσω, κι έπεσε κροταλίζοντας στο γυαλί ένας κοντυλοφόρος και μια μικρή φωτογραφία. «Ωραία», είπε ο Γκίντεον. Πήρε τον κοντυλοφόρο κι έβαλε την υπογραφή του στη διακεκομμένη γραμμή. Καθώς ξεφύλλιζε τα υπόλοιπα χαρτιά, πήρα τη φωτογραφία κι ένιωσα το στήθος μου να σφίγγεται. Ήταν η φωτογραφία του με τον μπαμπά του στην παραλία. Μου είχε μιλήσει γι’ αυτή στη Βόρεια Καρολίνα. Ήταν μικρός, ίσως τεσσάρων ή πέντε χρονών, με το μικρό του πρόσωπο συγκεντρωμένο καθώς βοηθούσε τον μπαμπά του να φτιάξει ένα κάστρο στην άμμο. Ο Τζέφρι Κρος καθόταν απέναντι από τον γιο του, με τα μαύρα μαλλιά του να ανεμίζουν από τη θαλασσινή αύρα, το πρόσωπό του όμορφο σαν σταρ του κινηματογράφου. Φορούσε μόνο μαγιό και το σώμα του έμοιαζε με αυτό που είχε ο Γκίντεον τώρα. «Ουάου», είπα ξέπνοα. Ήθελα να βγάλω αντίγραφα από αυτή τη φωτογραφία και να κορνιζάρω ένα σε κάθε σπίτι μας. «Πολύ μου αρέσει». «Έλα». Έσπρωξε μπροστά μου το συμβόλαιο με τον κοντυλοφόρο πάνω. Άφησα παράμερα τη φωτογραφία και πήρα τον κοντυλοφόρο. Γυρίζοντάς τον είδα τα αρχικά ΤΚ χαραγμένα πάνω του. «Είσαι προληπτικός και υπογράφεις μόνο μ’ αυτό το στιλό;» «Ήταν του πατέρα μου». «Α». Τον κοίταξα. «Υπέγραφε τα πάντα μ’ αυτόν. Δεν πήγαινε πουθενά αν δεν τον είχε στην τσέπη του». Παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό του. «Κατέστρεψε το όνομά μας με αυτό το στιλό». Έβαλα το χέρι μου στο πόδι του. «Και τώρα το ξαναχτίζεις με το ίδιο στιλό. Καταλαβαίνω». Άγγιξε το μάγουλό μου, το βλέμμα του τρυφερό και φωτεινό. «Το ’ξερα ότι θα καταλάβαινες».
15 «Η κύρια σουίτα – κλασική». Ο Μπλερ Ας χαμογέλασε σχεδιάζοντας στα γρήγορα σε ένα μεγάλο μπλοκ. Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε την κρεβατοκάμαρα της Εύας στο ρετιρέ, αυτή που τον είχα βάλει να φτιάξει έτσι που να μοιάζει με το δωμάτιό της στο διαμέρισμα του Άπερ Γουέστ Σάιντ. «Πόσο μεγάλη θέλετε να είναι η αλλαγή;» ρώτησε ο διακοσμητής. «Θέλετε να αρχίσουμε από το μηδέν ή προτιμάτε να κάνουμε τη μικρότερη δυνατή δομική αλλαγή που θα ενώσει τα δύο δωμάτια;» Άφησα να απαντήσει η Εύα. Μου ήταν δύσκολο να πάρω μέρος, ξέροντας ότι στην πραγματικότητα κανείς από τους δυο μας δεν ήθελε αυτή την αλλαγή. Το σπίτι μας γρήγορα θα αντικατόπτριζε το πόσο άρρωστος ήμουν ψυχολογικά, και πόσο πολύ αυτό επηρέαζε τον γάμο μας. Όλο αυτό που κάναμε ήταν σαν μια μαχαιριά στην καρδιά. Η Εύα με κοίταξε και μετά ρώτησε: «Πώς θα ήταν η μικρότερη δυνατή αλλαγή;» Ο Ας χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας μια σειρά από λιγάκι στραβά δόντια. Ήταν όμορφος –έτσι τουλάχιστον μου είχε πει η Άιρλαντ– και φορούσε όπως συνήθως σκισμένο τζιν, τι-σερτ κι ένα καλοραμμένο σπορ σακάκι. Δεν έδινα δεκάρα για την εμφάνισή του. Εκείνο που με ένοιαζε ήταν το ταλέντο του, που με είχε εντυπωσιάσει τόσο ώστε να τον προσλάβω να διακοσμήσει το γραφείο και το σπίτι μου. Και εκείνο που δε μου άρεσε ήταν ο τρόπος που κοίταζε τη γυναίκα μου. «Θα μπορούσαμε απλώς να προσαρμόσουμε τη διάταξη του μεγάλου μπάνιου και να κάνουμε ένα αψιδωτό άνοιγμα σε αυτό τον τοίχο, ουσιαστικά ενώνοντας τα δύο δωμάτια μέσω του μπάνιου». «Αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε», είπε η Εύα. «Ωραία. Είναι γρήγορο και αποτελεσματικό και οι εργασίες δε θα αναστατώσουν τόσο πολύ τη ζωή σας. Ή», συνέχισε, «θα μπορούσα να σας δείξω μερικές άλλες εναλλακτικές λύσεις». «Σαν τι;» Πήγε δίπλα της, τόσο κοντά που ο ώμος του κόλλησε στον δικό της. Ήταν σχεδόν τόσο ξανθός όσο και η Εύα, και η εικόνα των δυο τους ήταν εντυπωσιακή καθώς έσκυψε το κεφάλι του δίπλα στο δικό της. «Αν δουλέψουμε με το εμβαδόν των τριών υπνοδωματίων και του κυρίως μπάνιου», απάντησε, μιλώντας μόνο σ’ αυτή λες και εγώ δεν ήμουν εκεί, «θα μπορούσα να σας δώσω μια κύρια σουίτα που να είναι ισορροπημένη και από τις δύο πλευρές. Και οι δύο κρεβατοκάμαρες θα έχουν το ίδιο μέγεθος, η καθεμία με το δικό της γραφείο δίπλα – ή με το δικό της καθιστικό, αν προτιμάτε». «Α». Η Εύα δάγκωσε σκεφτική το κάτω χείλι της για μια στιγμή. «Απίστευτο πόσο γρήγορα το σκιτσάρισες αυτό». Ο Ας της έκλεισε το μάτι. «Το σύνθημά μου είναι ταχύτητα και τελειότητα. Και να κάνω τη δουλειά τόσο καλά ώστε να με ξανασκεφτείτε όταν θα θελήσετε να κάνετε κάτι άλλο». Ήμουν ακουμπισμένος στον τοίχο με σταυρωμένα τα χέρια καθώς τους παρακολουθούσα. Η Εύα έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται το φλερτ του διακοσμητή. Εγώ δεν αντιλαμβανόμουν τίποτε άλλο. Ακούστηκε το εσωτερικό τηλέφωνο και η Εύα σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. «Σίγουρα ήρθε ο Κάρι». «Γιατί δεν πας να δεις, άγγελέ μου;» είπα. «Ίσως θα μπορούσες να τον ανεβάσεις πάνω εσύ, να τα
πείτε κιόλας». «Ναι!» Με χάιδεψε στο μπράτσο καθώς έβγαινε από το δωμάτιο, ένα φευγαλέο άγγιγμα που με διαπέρασε. Σηκώθηκα από τον τοίχο γυρίζοντας στον Ας. «Φλερτάρεις τη γυναίκα μου». Πάγωσε, και το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό του. «Με συγχωρείτε. Δεν είχα κακή πρόθεση. Απλώς ήθελα να νιώσει άνετα η μις Τραμέλ». «Θα ανησυχώ εγώ γι’ αυτήν. Εσύ να ανησυχείς για μένα». Ήξερα ότι είχε μπει σε σκέψεις με την αλλαγή που του είχαμε ζητήσει να κάνει. Αυτό θα έκανε ο καθένας. Ποιος θερμόαιμος άντρας θα είχε μια γυναίκα σαν την Εύα και θα κοιμόταν όχι απλώς σε άλλο κρεβάτι, αλλά σε άλλο δωμάτιο; Το μαχαίρι καρφώθηκε λίγο πιο βαθιά και γύρισε στην πληγή. Τα μάτια του σκλήρυναν. «Φυσικά, κύριε Κρος». «Και τώρα ας δούμε τι έχεις σχεδιάσει σήμερα». «Τι λες;» ρώτησε η Εύα, τρώγοντας πίτσα με πεπερόνι και βασιλικό. Ήταν σκυμμένη πάνω από τη νησίδα της κουζίνας με το ένα πόδι πίσω, απέναντι από την πλευρά όπου καθόμαστε ο Κάρι κι εγώ. Το σκέφτηκα λίγο πριν απαντήσω. «Θέλω να πω, η ιδέα μιας κύριας σουίτας με δυο ίδιες πλευρές είναι υπέροχη», συνέχισε η Εύα, σκουπίζοντας το στόμα της με μια χαρτοπετσέτα, «αλλά, αν προτιμήσουμε την εύκολη λύση, θα ξεμπερδέψουμε πιο γρήγορα. Επιπλέον, μια μέρα μπορούμε να κλείσουμε πάλι τον τοίχο, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε το δωμάτιο για κάτι άλλο». «Για παιδικό δωμάτιο, ας πούμε», είπε ο Κάρι, ρίχνοντας πολτοποιημένη κόκκινη πιπεριά στη φέτα του. Ξαφνικά έχασα κάθε όρεξη και άφησα να πέσει στο χάρτινο πιάτο το κομμάτι που έτρωγα. Τελευταία, δε μου έβγαινε σε καλό να τρώω πίτσα στο σπίτι. «Ή δωμάτιο των ξένων», τον διόρθωσε η Εύα. «Μου άρεσαν αυτά που ζήτησες από τον Μπλερ για το διαμέρισμά σου». Ο Κάρι την κοίταξε. «Αστραπιαία αλλαγή θέματος, βλέπω». «Κοίτα, εσύ μπορεί να σκέφτεσαι συνέχεια τα μωρά, αλλά εμείς οι υπόλοιποι έχουμε να διαγράψουμε άλλα πράγματα από τις λίστες μας πρώτα». Η Εύα έλεγε ακριβώς αυτό που ήθελα να πει, αλλά… Είχε τους ίδιους φόβους με μένα; Μπορεί να με παντρεύτηκε επειδή δεν μπορούσε να πει όχι, αλλά να μην ήθελε να κάνει παιδιά μαζί μου. Πήγα το πιάτο μου στα σκουπίδια και το πέταξα μέσα. «Έχω να κάνω μερικά τηλεφωνήματα», είπα. «Μείνε να κάνεις παρέα στην Εύα», πρόσθεσα κοιτάζοντας τον Κάρι. Έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Ευχαριστώ». Βγήκα από την κουζίνα στο λίβινγκ ρουμ. «Λοιπόν», είπε ο Κάρι πριν ακόμη απομακρυνθώ, «ο σέξι διακοσμητής γουστάρει τον άντρα σου». «Όχι δα!» Η Εύα γέλασε. «Είσαι τρελός». «Αυτό είναι σίγουρο, αλλά ο τύπος σχεδόν δε σε κοίταξε όλη νύχτα. Είχε καρφωμένα τα μάτια του στον Κρος». Γέλασα. Ο Ας είχε πάρει το μήνυμα, πράγμα που μου επιβεβαίωσε ότι ήταν έξυπνος άνθρωπος. Ο Κάρι ήταν ελεύθερος να το ερμηνεύσει όπως ήθελε. «Ε, αν έχεις δίκιο, τότε θαυμάζω το γούστο του», είπε η Εύα.
Ακολούθησα τον διάδρομο και μπήκα στο γραφείο μου. Το βλέμμα μου πήγε αμέσως στο κολάζ με τις φωτογραφίες της Εύας στον τοίχο. Αυτή ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσα να το απωθήσω σε κάποια γωνιά του μυαλού μου. Ήταν συνεχώς στο προσκήνιο, καθόριζε ό,τι έκανα. Βολεύτηκα στο γραφείο κι έπιασα δουλειά, ελπίζοντας να καλύψω ό,τι μπορούσα ώστε να μην ψάχνομαι την υπόλοιπη βδομάδα. Μου πήρε λίγο χρόνο για να συγκεντρωθώ, αλλά μόλις τα κατάφερα, ένιωσα ανακούφιση. Ήταν ευχάριστο να εστιάζω σε προβλήματα με απτές λύσεις. Είχα προχωρήσει αρκετά, όταν άκουσα ένα ξεφωνητό από το λίβινγκ ρουμ. Πρέπει να ήταν η Εύα. Σταμάτησα και αφουγκράστηκα. Ακολούθησε μια στιγμή ησυχίας, και μετά την άκουσα πάλι. Ο Κάρι ύψωσε κι αυτός τη φωνή του. Πήγα στην πόρτα και την άνοιξα. «Θα μπορούσες να μου μιλήσεις, Κάρι!» είπε θυμωμένα η γυναίκα μου. «Θα μπορούσες να μου πεις τι συμβαίνει». «Ξέρεις πολύ καλά τι συμβαίνει», της απάντησε ο Κάρι, και η ένταση στον τόνο του με έκανε να βγω από το γραφείο. «Δεν ήξερα ότι άρχισες να χαρακώνεσαι πάλι!» Προχώρησα στον διάδρομο. Η Εύα και ο Κάρι ήταν αντιμέτωποι στο λίβινγκ ρουμ και αγριοκοίταζαν ο ένας τον άλλο. «Δεν είναι δική σου δουλειά», της απάντησε, με τους ώμους σηκωμένους ψηλά και το σαγόνι του σε μια αμυντική γωνία. Με κοίταξε. «Ούτε και δική σου». «Δε διαφωνώ», απάντησα, αν και αυτό δεν ήταν απόλυτα σωστό. Δεν με ενδιέφερε το πώς αυτοκαταστρεφόταν ο Κάρι, με ενδιέφερε όμως πώς επηρέαζε αυτό την Εύα. «Τρίχες. Αυτά είναι καθαρές μπούρδες». Η Εύα γύρισε και με κοίταξε, σαν να ήθελε να με βάλει στη συζήτηση. Μετά κοίταξε πάλι τον Κάρι. «Νόμιζα ότι μιλούσες με τον δόκτορα Τράβις». «Πότε θα είχα χρόνο να το κάνω αυτό;» απάντησε ο Κάρι, σπρώχνοντας τα μαλλιά του πίσω. «Με τη δουλειά μου και τη δουλειά της Τατιάνας, συν να προσπαθώ να κρατήσω τον Τρέι, δεν έχω χρόνο ούτε να κοιμηθώ!» Η Εύα κούνησε το κεφάλι. «Αυτά είναι δικαιολογίες». «Μη μου κάνεις διάλεξη, κοριτσάκι», την προειδοποίησε ο Κάρι. «Δε μου χρειάζεται να μου κολλάς κι εσύ τώρα». «Ω Θεέ μου». Η Εύα έγειρε το κεφάλι της πίσω κοιτάζοντας το ταβάνι. «Γιατί διάβολο οι άντρες της ζωής μου επιμένουν να με κρατούν μακριά τους όταν με χρειάζονται πιο πολύ;» «Δεν μπορώ να μιλήσω για τον Κρος, αλλά εμένα δε μου στέκεσαι πια. Έτσι τα βγάζω πέρα όπως μπορώ μόνος μου». Η Εύα έσκυψε το κεφάλι. «Τώρα γίνεσαι άδικος! Πρέπει να μου το λες όταν με χρειάζεσαι. Δεν μπορώ να διαβάσω τη σκέψη σου!» Έκανα μεταβολή και τους άφησα. Είχα δικά μου προβλήματα να ξεμπερδέψω. Όταν ήταν έτοιμη η Εύα, θα ερχόταν να το συζητήσει μαζί μου και θα την άκουγα, προσέχοντας να μην της πω πολλά πράγματα για τη δική μου γνώμη. Δε θα ήθελε να ακούσει ότι, για μένα, η ζωή της θα ήταν καλύτερη χωρίς τον Κάρι. Το πρωινό φως έπεφτε πλαγιαστά στο κρεβάτι φωτίζοντας τις άκρες των μαλλιών της Εύας καθώς κοιμόταν. Οι απαλές ξανθές μπούκλες της έλαμπαν σαν γυαλισμένο χρυσάφι, σαν κάτι να τις φώτιζε από μέσα. Το χέρι της ήταν τυλιγμένο απαλά στο μαξιλάρι δίπλα στο υπέροχο πρόσωπό της, το
άλλο μαζεμένο ανάμεσα στα στήθια της. Το λευκό σεντόνι τη σκέπαζε μέχρι τους μηρούς, αφήνοντας τα ηλιοκαμένα πόδια της εκτεθειμένα έτσι όπως το είχε μπερδέψει πριν την πάρει ο ύπνος. Δε συνήθιζαν να μου έρχονται παράξενες ιδέες, αλλά εκείνη τη στιγμή η γυναίκα μου έμοιαζε σαν άγγελος. Εστίασα τον φακό για να τη φωτογραφίσω, θέλοντας να κρατήσω για πάντα αυτή την εικόνα της. Το διάφραγμα κροτάλισε και η γυναίκα μου αναδεύτηκε. Τα χείλια της άνοιξαν λιγάκι. Τράβηξα άλλη μια φωτογραφία. Ευτυχώς, είχα αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή που ίσως μπορούσε να αποτυπώσει την εικόνα της χωρίς να αδικήσει την ομορφιά της. Τα μάτια της άνοιξαν. «Τι κάνεις, αγόρι μου;» ρώτησε με μια φωνή βαθιά όσο και τα μάτια της. Άφησα τη μηχανή στην τουαλέτα και πήγα κοντά της στο κρεβάτι. «Σε θαυμάζω». Χαμογέλασε. «Πώς νιώθεις σήμερα;» «Καλύτερα». «Αυτό είναι καλό». Γύρισε στο πλευρό και πήρε τις καραμέλες από το κομοδίνο. Γύρισε πάλι προς το μέρος μου μυρίζοντας κανέλα. Με κοίταξε κι ένιωσα το βλέμμα της σαν χάδι στο πρόσωπό μου. «Είσαι έτοιμος να τα βάλεις με τον κόσμο σήμερα, έτσι δεν είναι;» «Θα προτιμούσα να μείνω σπίτι μαζί σου». Τα μάτια της στένεψαν. «Απλώς το λες αυτό για μένα. Στην πραγματικότητα ανυπομονείς να ξαναγυρίσεις στα σχέδιά σου να κυριαρχήσεις στον κόσμο». Έσκυψα και τη φίλησα στην άκρη της μύτης. «Με ξέρεις τόσο καλά». Με ξάφνιαζε ακόμη το πόσο σωστά με διάβαζε. Ένιωθα ένταση και κάποια ταραχή, και ήξερα ότι θα μου περνούσε πιο εύκολα αν αποσπούσα την προσοχή μου με τη δουλειά, βλέποντας να υπάρχει απτή πρόοδος σε μερικά από τα εγχειρήματα που επέβλεπα προσωπικά. «Θα μπορούσα να δουλέψω το πρωί από το σπίτι, και να περάσω το απόγευμα μαζί σου», πρόσθεσα παρ’ όλα αυτά. Η Εύα έκανε ένα αρνητικό νεύμα. «Αν θέλεις να μιλήσουμε, θα μείνω σπίτι. Αλλιώς πρέπει να γυρίσω κι εγώ στη δουλειά μου». «Αν δούλευες για μένα, θα μπορούσες να δουλέψεις κι εσύ από το σπίτι». «Αντί να μιλήσεις, προτιμάς να με πιέσεις γι’ αυτό, ε; Αυτή την τακτική θα ακολουθήσεις;» Γύρισα ανάσκελα κι άπλωσα το χέρι πάνω από τα μάτια μου. Δεν με είχε πιέσει να μιλήσω το προηγούμενο βράδυ, και ήξερα ότι δε θα με πίεζε ούτε σήμερα. Ή αύριο. Όπως και ο δόκτωρ Πίτερσεν, θα περίμενε υπομονετικά να ανοιχτώ μόνος μου. Όμως, ήξερα πως περίμενε, και αυτό ήταν ήδη μεγάλη πίεση. «Δεν υπάρχει τίποτα να πω», μουρμούρισα. «Απλώς έγινε, και τώρα ο Κρις ξέρει τι συνέβη. Αν μιλήσω γι’ αυτό το θέμα δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα». Την αισθάνθηκα να γυρίζει προς το μέρος μου. «Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι το να μιλάς για όσα γίνονται, αλλά το πώς νιώθεις γι’ αυτά». «Δε νιώθω τίποτα. Απλώς… με αιφνιδίασε. Δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Τώρα το ξεπέρασα». «Τρίχες». Πετάχτηκε από το κρεβάτι τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να την πιάσω. «Αν πρόκειται να μου λες ψέματα, καλύτερα να μη μιλάς καθόλου». Ανακάθισα και την είδα να κάνει τον γύρο του κρεβατιού. Οι σφιγμένοι ώμοι της δε μείωναν καθόλου την απίστευτη ομορφιά της. Η ανάγκη μου γι’ αυτή ήταν σαν ένας ακατάπαυστος βόμβος μέσα στο αίμα μου, και ξυπνούσε τόσο εύκολα από το φλογερό λατίνο ταμπεραμέντο της. Έχω ακούσει κάποιους να λένε ότι η γυναίκα μου είναι εκπληκτικά όμορφη όπως και η μητέρα της,
αλλά διαφωνούσα. Η Μόνικα Στάντον είχε μια ψυχρή ομορφιά και έναν λιγάκι απρόσιτο αέρα. Η Εύα ήταν όλο καρδιά και αισθησιασμό. Μπορούσες να την πλησιάσεις, αλλά το πάθος της θα σε τσουρούφλιζε. Πετάχτηκα από το κρεβάτι και τη σταμάτησα πριν φτάσει στο μπάνιο, αρπάζοντάς την από τα μπράτσα. «Δεν μπορώ να μαλώσω μαζί σου τώρα», της είπα με ειλικρίνεια, κοιτάζοντας τα θυελλώδη βάθη των ταραγμένων ματιών της. «Αν δεν είμαστε συντονισμένοι, δε θα μπορέσω να βγάλω τη μέρα». «Τότε μη μου λες ότι το ’χεις ξεπεράσει όταν παλεύεις για να μη φλιπάρεις!» Γρύλισα εκνευρισμένος. «Δεν ξέρω τι να κάνω με όλη αυτή την υπόθεση. Δε βλέπω τι αλλάζει το γεγονός ότι το ξέρει ο Κρις». Ανασήκωσε το πιγούνι της. «Ανησυχεί για σένα. Θα του τηλεφωνήσεις;» Γύρισα από την άλλη. Όταν σκεφτόμουν να δω τον πατριό μου, σφιγγόταν το στομάχι μου. «Θα του μιλήσω κάποια στιγμή. Μην ξεχνάς ότι διευθύνουμε μια επιχείρηση μαζί». «Προτιμάς να τον αποφύγεις. Πες μου γιατί». Τραβήχτηκα πίσω. «Δεν πρόκειται να γίνουμε ξαφνικά κολλητοί, Εύα. Σπάνια βλέπαμε ο ένας τον άλλον πριν, και δε βλέπω κανένα λόγο να αλλάξει αυτό». «Είσαι θυμωμένος μαζί του;» «Χριστέ μου. Από πού κι ως πού είναι δική μου δουλειά να τον κάνω να νιώσει καλύτερα;» Ξεκίνησα για το ντους. Η Εύα με ακολούθησε. «Τίποτα δεν πρόκειται να τον κάνει να νιώσει καλύτερα, και δε νομίζω ότι περιμένει κάτι τέτοιο από σένα. Απλώς θέλει να ξέρει ότι ξαναστάθηκες στα πόδια σου». Άπλωσα το χέρι μου μέσα στην ντουσιέρα κι άνοιξα τις βρύσες. Αισθάνθηκα το χέρι της στην πλάτη μου. «Γκίντεον… δεν μπορείς απλώς να κλείνεις τα συναισθήματά σου σε ένα κουτί, αν δε θέλεις μια έκρηξη σαν τη χτεσινοβραδινή. Ή κανέναν νέο εφιάλτη». Αυτή η αναφορά στους επαναλαμβανόμενους εφιάλτες μου με έκανε να γυρίσω και να περάσω στην επίθεση. «Τα πήγαμε μια χαρά τις δύο τελευταίες νύχτες». Η Εύα δεν υποχώρησε μπροστά στην οργή μου όπως έκαναν οι άλλοι, και αυτό με θύμωσε ακόμη περισσότερο. Και το γεγονός ότι έβλεπα μυριάδες είδωλα του γυμνού κορμιού της δε βοηθούσε καθόλου τα πράγματα. «Την Τρίτη δεν κοιμήθηκες καθόλου», μου απάντησε. «Και χτες βράδυ ήσουν τόσο εξαντλημένος που αμφιβάλλω αν ονειρεύτηκες καθόλου». Δεν ήξερε ότι ένα μέρος της νύχτας είχα κοιμηθεί στην άλλη κρεβατοκάμαρα, και δε θεώρησα απαραίτητο να το αναφέρω. «Τι θέλεις να πω;» «Δε θέλω να πεις τίποτα! Το θέμα δεν είμαι εγώ. Βοηθάει να συζητάς τα πράγματα, Γκίντεον. Όταν τα βγάζουμε από μέσα μας, αυτό μας βοηθά να τα δούμε στη σωστή τους προοπτική». «Προοπτική; Η προοπτική μου είναι μια χαρά. Είδα καθαρά τον οίκτο στο πρόσωπο του Κρις χτες βράδυ. Και στο δικό σου! Δε θέλω να με λυπάται κανένας, να πάρει! Και δε χρειάζομαι τις αναθεματισμένες τις τύψεις τους». Ύψωσε τα φρύδια της. «Δεν μπορώ να μιλήσω για τον Κρις, αλλά αυτό που είδες στο δικό μου πρόσωπο δεν ήταν οίκτος, Γκίντεον. Συμπάθεια και κατανόηση ίσως, γιατί ξέρω τι νιώθεις. Και πόνο σίγουρα, γιατί η καρδιά μου είναι δεμένη με τη δική σου. Όταν πονάς εσύ, πονάω κι εγώ. Πρέπει να μάθεις να το δέχεσαι αυτό, γιατί σ’ αγαπώ και δεν πρόκειται να σταματήσω».
Τα λόγια της μου έσκισαν την καρδιά. Άπλωσα το χέρι και πιάστηκα από το τζάμι της ντουσιέρας. Ξαφνικά μαλάκωσε, με πλησίασε και μ’ αγκάλιασε. Έσκυψα το κεφάλι ρουφώντας τη μυρωδιά της, την αίσθηση του κορμιού της. Κατέβασα το άλλο χέρι μου στους γοφούς της κι έπιασα την καμπύλη του πισινού της. Δεν ήμουν ο ίδιος άνθρωπος αφότου είχαμε γνωριστεί. Ήμουν πιο δυνατός από μερικές πλευρές και πιο αδύναμος από άλλες. Και δυσκολευόμουν να δεχτώ αυτή την αδυναμία. Παλιά δεν ένιωθα τίποτα. Τώρα… «Δε σε θεωρεί αδύναμο», μουρμούρισε η Εύα, διαβάζοντάς με όπως έκανε πάντα. Το μάγουλό της ήταν ακουμπισμένο πάνω από την καρδιά μου. «Κανείς δε θα μπορούσε να σε θεωρήσει αδύναμο. Μετά από όσα πέρασες, να είσαι ο άντρας που είσαι σήμερα… Αυτό είναι δύναμη, μωρό μου. Δύναμη που με εντυπωσιάζει». Έσφιξα την απαλή σάρκα της. «Είσαι προκατειλημμένη», μουρμούρισα. «Είσαι ερωτευμένη μαζί μου». «Φυσικά. Πώς θα μπορούσα να μην είμαι; Είσαι εκπληκτικός και τέλειος…» Γρύλισα εκφράζοντας την αμφιβολία μου. «Τέλειος για μένα», είπε. «Και αφού είσαι δικός μου, αυτό είναι καλό». Την τράβηξα μέσα στο ντους, κάτω από τον καταρράκτη του ζεστού νερού. «Νιώθω ότι αυτό που έγινε άλλαξε τα πράγματα», παραδέχτηκα, «αλλά δεν ξέρω πώς». «Θα το βρούμε μαζί». Με χάιδεψε στους ώμους και τα μπράτσα. «Απλώς μη με σπρώχνεις μακριά σου. Πάψε να προσπαθείς να με προστατέψεις, ιδιαίτερα από σένα!» «Δε θέλω να σε πληγώσω, αγγελούδι μου. Δεν μπορώ να το ρισκάρω». «Τρίχες. Μπορώ να σε εξουδετερώσω αν το παρακάνεις». Αν αυτό ήταν αλήθεια, μπορεί να με παρηγορούσε. Άλλαξα κατεύθυνση, ελπίζοντας να αποφύγω έναν καβγά που θα επηρέαζε όλη την υπόλοιπη μέρα μου. «Σκεφτόμουν τις ανακαινίσεις στο ρετιρέ». «Αλλάζεις θέμα». «Το εξαντλήσαμε αυτό το θέμα. Δεν το κλείσαμε», πρόσθεσα, «απλώς το βάζουμε σε αναμονή μέχρι να προκύψουν νέες μεταβλητές που μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας». Με κοίταξε καλά καλά. «Γιατί με ανάβεις έτσι όταν μου το παίζεις άλφα μεγιστάνας;» «Δηλαδή υπάρχουν και φορές που δε σε ανάβω». «Θεούλη μου, μακάρι να υπήρχαν. Θα ήμουν πιο παραγωγικός άνθρωπος». Παραμέρισα τα υγρά μαλλιά από το μέτωπό της. «Σκέφτηκες τι θέλεις;» «Ό,τι θα οδηγήσει τον πούτσο σου μέσα μου». «Καλό να το ξέρω αυτό. Μιλούσα για το ρετιρέ». Σήκωσε τους ώμους, με τα μάτια της να λάμπουν από μια κατεργάρικη ευθυμία. «Και εκεί ισχύει το ίδιο». Ήταν ένα από κείνα τα ντόπια φαγάδικα που οι τουρίστες δεν τους ρίχνουν δεύτερη ματιά. Μικρό και ακαλαίσθητο, είχε μια πλαστική μαρκίζα που δεν το βοηθούσε καθόλου να δείχνει μοναδικό ή ελκυστικό. Ειδικευόταν στις σούπες, αλλά είχε και σάντουιτς για όσους ήθελαν κάτι πιο χορταστικό. Ένα ψυγείο δίπλα στην πόρτα πρόσφερε μια περιορισμένη επιλογή από αναψυκτικά, και είχε ένα παλιό ταμείο που δεχόταν μόνο μετρητά, χωρίς ηλεκτρονικά μαραφέτια για πιστωτικές κάρτες. Όχι, οι τουρίστες δε θα έμπαιναν ποτέ σε ένα φαγάδικο με ιδιοκτήτες μετανάστες που προσπαθούσαν να πετύχουν στη Νέα Υόρκη. Θα πήγαιναν στα μαγαζιά που είχαν γίνει διάσημα από
ταινίες ή τηλεοπτικές εκπομπές, ή εκείνα που ήταν γύρω από την κραυγαλέα Τάιμς Σκουέαρ. Οι ντόπιοι όμως ήξεραν ότι είχαν ένα διαμάντι στη γειτονιά τους κι έκαναν ουρά στην πόρτα. Προσπέρασα αυτή την ουρά για να φτάσω στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου υπήρχε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο με μια χούφτα τραπέζια με επιφάνεια από ραγισμένο σμάλτο. Ένας άντρας καθόταν εκεί διαβάζοντας εφημερίδα, με ένα μπολ αχνιστή σούπα μπροστά του. Τράβηξα την απέναντι καρέκλα και κάθισα. Ο Μπέντζαμιν Κλάνσι μίλησε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. «Σε τι μπορώ να σε εξυπηρετήσω, κύριε Κρος;» «Πιστεύω ότι σου χρωστάω ένα ευχαριστώ». Δίπλωσε αργά την εφημερίδα και την άφησε παράμερα. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Ήταν γεροδεμένος άντρας, μυώδης. Είχε σκούρα ξανθά μαλλιά, κομμένα κοντά σε στρατιωτικό στιλ. «Ναι; Τότε το δέχομαι. Αν και δεν το έκανα για σένα». «Δεν πίστεψα ότι το έκανες για μένα». Τον κοίταξα εξεταστικά. «Εξακολουθείς να έχεις τον νου σου». Ο Κλάνσι κατένευσε. «Έχει περάσει πολλά. Θα φροντίσω να μην περάσει κι άλλα». «Δε μου έχεις εμπιστοσύνη να το κάνω εγώ αυτό;» «Δε σε ξέρω αρκετά για να σου έχω εμπιστοσύνη. Κατά τη γνώμη μου, ούτε αυτή σε ξέρει αρκετά. Έτσι θα παρακολουθώ τα πράγματα για λίγο». «Την αγαπώ. Νομίζω ότι απέδειξα τι είμαι ικανός να κάνω για να την προστατέψω». Το βλέμμα του σκλήρυνε. «Υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται σκότωμα σαν λυσσασμένα σκυλιά. Και υπάρχουν κάποιοι που πρέπει να το κάνουν. Δεν πίστευα ότι ανήκεις σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Αυτό για μένα σημαίνει ότι είσαι απρόβλεπτος». «Φροντίζω να προστατεύω ό,τι είναι δικό μου». «Α, όσο γι’ αυτό, το φρόντισες μια χαρά». Το χαμόγελο δεν έφτασε ως τα μάτια του. «Και εγώ φρόντισα τα υπόλοιπα. Όσο η Εύα είναι ευτυχισμένη μαζί σου, θα το αφήσουμε εκεί το πράγμα. Αν μια μέρα αποφασίσεις ότι δεν είναι αυτό που θέλεις, θα τη χωρίσεις καθαρά και με σεβασμό. Αν την πληγώσεις με οποιονδήποτε τρόπο, τότε έχεις πρόβλημα μαζί μου, είτε αναπνέω ακόμη είτε είμαι στον τάφο. Με κατάλαβες;» «Δε χρειάζεται να με απειλείς για να είμαι καλός μαζί της, αλλά σε κατάλαβα». Η Εύα ήταν δυνατή γυναίκα. Αρκετά δυνατή για να επιβιώσει από το παρελθόν της και να ενώσει το μέλλον της με το δικό μου. Αλλά ήταν επίσης ανυπεράσπιστη από κάποιες πλευρές, που οι περισσότεροι δεν τις αντιλαμβάνονταν καν. Γι’ αυτό θα έκανα το παν για να την προστατέψω, και φαίνεται ότι ο Μπέντζαμιν Κλάνσι ένιωθε το ίδιο. Έσκυψα μπροστά. «Δεν της αρέσει να την κατασκοπεύουν. Αν της δημιουργήσεις κανένα πρόβλημα, θα ξαναβρεθούμε να τα πούμε». «Σκοπεύεις να το κάνεις εσύ πρόβλημα;» «Όχι. Αν σε πιάσει να την παρακολουθείς, δε θα ’ναι επειδή της το είπα εγώ. Απλώς έχε υπόψη σου ότι πέρασε τη ζωή της κοιτώντας πάνω από τον ώμο της και έχοντας τη μητέρα της να την πνίγει. Τώρα ανασαίνει ελεύθερα για πρώτη φορά. Δε θέλω να το χάσει αυτό εξαιτίας σου». Τα μάτια του Κλάνσι στένεψαν. «Τότε φαντάζομαι ότι καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον». Έσπρωξα πίσω την καρέκλα και σηκώθηκα, απλώνοντας το χέρι μου. «Θα έλεγα πως ναι». Καθώς τελείωσε η μέρα μου και καθάριζα το γραφείο μου, ένιωθα δυνατός και ήρεμος.
Όταν ήμουν στο γραφείο μου, στο τιμόνι του Βιομηχανικού Ομίλου Κρος, είχα υπό τον έλεγχό μου κάθε λεπτομέρεια. Δεν αμφέβαλλα για τίποτα, και πολύ περισσότερο για τον εαυτό μου. Τα πράγματα είχαν εξομαλυνθεί. Είχα ηρεμήσει αυτούς που εκνευρίστηκαν από την απουσία μου την Τετάρτη, και ταυτόχρονα είχα καλύψει τις δουλειές της Πέμπτης. Αν και είχα χάσει μία ολόκληρη μέρα, δεν ήμουν πίσω πια. Μπήκε μέσα ο Σκοτ. «Επιβεβαίωσα το πρόγραμμά σας για αύριο. Η κυρία Βιντάλ θα περιμένει εσάς και τη μις Τραμέλ στο Μόντερν στις δώδεκα το μεσημέρι». Φτου. Είχα ξεχάσει το γεύμα με τη μητέρα μου. Τον κοίταξα. «Ευχαριστώ, Σκοτ. Καληνύχτα. «Και σε σας, κύριε Κρος. Θα τα πούμε αύριο». Τράβηξα πίσω τους ώμους μου και πηγαίνοντας στο παράθυρο κοίταξα την πόλη. Τα πράγματα ήταν πιο εύκολα πριν την Εύα. Πιο απλά. Σήμερα, όσο ήμουν απορροφημένος από τη δουλειά στη διάρκεια της μέρας, μου είχε λείψει για μια στιγμή αυτή η απλότητα. Τώρα που βράδιαζε και είχα χρόνο να σκεφτώ, έβλεπα ότι η προοπτική σημαντικών αλλαγών στο σπίτι που έβλεπα σαν καταφύγιό μου με ενοχλούσε περισσότερο από όσο θα παραδεχόμουν στη γυναίκα μου. Πέρα από τις άλλες προσωπικές πιέσεις που αντιμετωπίζαμε, ένιωθα να με συνθλίβει σχεδόν το μέγεθος των προσωπικών αλλαγών που έκανα για να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα. Το ότι ξυπνούσα κι έβλεπα την Εύα έτσι όπως ήταν σήμερα το πρωί τα έκανε όλα να αξίζουν τον κόπο, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι δεν πάλευα με τις επιπτώσεις της εισόδου της στη ζωή μου. «Κύριε Κρος». Γύρισα από το παράθυρο ακούγοντας τη φωνή του Σκοτ, και τον είδα να στέκεται στην πόρτα του γραφείου. «Ακόμη εδώ είσαι;» Χαμογέλασε. «Πήγαινα στα ασανσέρ αλλά με σταμάτησε η Τσέριλ στη ρεσεψιόν. Κάποια Ντιάνα Τζόνσον είναι στην είσοδο στο ισόγειο και σας ζητάει. Να της πω ότι δεν είστε διαθέσιμος πια;» Μπήκα στον πειρασμό να τη διώξω. Δεν είχα καμία υπομονή για δημοσιογράφους, και πολύ περισσότερο για πρώην ερωμένες. «Μπορούν να τη στείλουν πάνω». «Θέλετε να μείνω;» «Όχι, μπορείς να πηγαίνεις. Ευχαριστώ». Τον παρακολούθησα καθώς έφευγε, και λίγο αργότερα είδα την Ντιάνα να πλησιάζει στο γραφείο μου περπατώντας με μεγάλες δρασκελιές με τα ψηλά της πόδια και τα ψηλοτάκουνα, ενώ τα μακριά μαύρα μαλλιά της λικνίζονταν γύρω από τους ώμους της. Φορούσε λεπτή γκρίζα φούστα ως πάνω από το γόνατο και ένα κλασικό πουκάμισο που όμως είχε φερμουάρ αντί για κουμπιά. Μου άστραψε ένα χαμόγελο πολλών μεγαβάτ και άπλωσε το χέρι της. «Γκίντεον. Σ’ ευχαριστώ που με είδες έτσι εκτάκτως». Της έσφιξα το χέρι σύντομα και κοφτά. «Φαντάζομαι ότι δε θα έκανες τον κόπο να έρθεις εδώ αν δεν ήταν κάτι σημαντικό». Ήταν ταυτόχρονα δήλωση και προειδοποίηση. Είχαμε καταλήξει σε μια συμφωνία, η οποία όμως θα έπαιρνε τέλος αν νόμιζε ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη σχέση μας για να πάρει περισσότερα από αυτά που της είχα ήδη προσφέρει. «Άξιζε τον κόπο για τη θέα», είπε, και το βλέμμα της έμεινε πάνω μου μια στιγμή παραπάνω από όσο έπρεπε πριν στραφεί στο παράθυρο. «Με συγχωρείς, αλλά έχω ένα ραντεβού, έτσι θα πρέπει να τα πούμε στα γρήγορα». «Ναι, κι εγώ βιάζομαι». Τινάζοντας το μαλλί πάνω από τον ώμο της, πήγε στην κοντινότερη
πολυθρόνα και κάθισε, σταυρώνοντας τα πόδια της με έναν τρόπο που έδειξε τον τονωμένο μηρό της περισσότερο από όσο θα ήθελα. Άρχισε να σκαλίζει στη μεγάλη τσάντα της. Έβγαλα το κινητό από την τσέπη, κοίταξα την ώρα και πήρα τον Άνγκους. «Θα είμαστε έτοιμοι σε δέκα λεπτά», του είπα όταν απάντησε. «Θα φέρω το αμάξι». Έκλεισα και κοίταξα την Ντιάνα. Ανυπομονούσα να μπει στο θέμα και να φύγει. «Πώς είναι η Εύα;» ρώτησε. «Θα είναι εδώ σε λίγα λεπτά. Μπορείς να ρωτήσεις την ίδια». «Α». Με κοίταξε με το ένα μάτι κρυμμένο πίσω από τα μαλλιά της. «Τότε μάλλον πρέπει να πηγαίνω πριν έρθει. Νομίζω ότι… το ιστορικό μας την ενοχλεί». «Ξέρει πώς ήμουν», είπα ήρεμα, «και ξέρει ότι δεν είμαι έτσι πια». Η Ντιάνα κατένευσε. «Φυσικά το ξέρει, και φυσικά δεν είσαι, αλλά σε καμιά γυναίκα δεν της αρέσει να της τρίβουν στη μούρη το παρελθόν του άντρα της». «Τότε θα προσέξεις να μην το κάνεις αυτό». Άλλη μια προειδοποίηση. Έβγαλε έναν λεπτό φάκελο από την τσάντα της, σηκώθηκε και με πλησίασε. «Δε θα έκανα κάτι τέτοιο. Δέχτηκα τη συγγνώμη σου και το εκτιμώ που μου την έδωσες». «Ωραία». «Ίσως όμως πρέπει να ανησυχείς για την Κορίν Ζιρού». Η όποια υπομονή είχα ακόμη εξαφανίστηκε. «Η Κορίν είναι θέμα του άντρα της, όχι δικό μου». Η Ντιάνα μου έτεινε τον φάκελο. Τον πήρα και τον άνοιξα. Μέσα είχε ένα δελτίο τύπου. Καθώς διάβαζα, άρχισα να το σφίγγω όλο και πιο πολύ μέχρι που τσαλάκωσα την άκρη. «Γράφει ένα βιβλίο που θα αποκαλύπτει τα πάντα για τη σχέση σας», μου εξήγησε η Ντιάνα, αν και ήταν περιττό. «Η επίσημη ανακοίνωση θα γίνει τη Δευτέρα το πρωί στις εννιά».
16 Άλλα ζευγάρια γνωρίζονται, τα βρίσκουν μεταξύ τους, τους ζορίζουν οι φίλοι τους για λίγο αλλά γενικά τους συμπαραστέκονται, και για ένα διάστημα απολαμβάνουν αυτό το στάδιο της σχέσης και ο ένας τον άλλον». Αναστέναξα και κοίταξα τον Γκίντεον, που ήταν καθισμένος πλάι μου. «Εμείς, πάλι, δε βρίσκουμε ησυχία». «Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι;» ρώτησε ο δόκτωρ Πίτερσεν, κοιτώντας μας με ένα στοργικό ενδιαφέρον. Αυτό το βλέμμα του μου έδινε ελπίδες. Αμέσως μόλις έφτασε ο Γκίντεον, πρόσεξα μια αλλαγή στη δυναμική που υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και τον δόκτορα Πίτερσεν. Υπήρχε μεγαλύτερη ηρεμία ανάμεσά τους, μια νέα άνεση. Μικρότερη επιφυλακτικότητα. «Οι μόνοι άνθρωποι που θέλουν πραγματικά να είμαστε μαζί είναι, από τη δική μου πλευρά, η μητέρα μου –και αυτό επειδή απλώς θεωρεί πως το ότι αγαπιόμαστε είναι ένα μπόνους, αλλά η ουσία είναι τα δισεκατομμύρια του Γκίντεον– και από την πλευρά του Γκίντεον, ο πατριός και η αδελφή του». «Δε νομίζω ότι αυτή είναι δίκαιη αξιολόγηση της μητέρας σου», είπε ο δόκτωρ Πίτερσεν, γέρνοντας πίσω και κοιτώντας με σταθερά. «Θέλει να είσαι ευτυχισμένη». «Ναι, μόνο που για τη μαμά μου να είσαι ευτυχισμένη σημαίνει να έχεις οικονομική άνεση, πράγμα που απλούστατα δεν μπορώ να το καταλάβω. Δεν είναι ότι πέρασε ποτέ της μεγάλη φτώχεια, γιατί λοιπόν φοβάται τόσο πολύ μήπως δεν έχει λεφτά; Τέλος πάντων όμως…» Σήκωσα τους ώμους. «Απλώς είμαι εκνευρισμένη με όλους αυτή τη στιγμή. Ο Γκίντεον κι εγώ τα πηγαίνουμε μια χαρά όταν είμαστε οι δυο μας. Δηλαδή, εντάξει, μαλώνουμε μερικές φορές, αλλά το ξεπερνάμε πάντα. Και αφού γίνει αυτό, νιώθω ότι έχουμε γίνει πιο δυνατοί». «Για τι πράγμα μαλώνετε;» Κοίταξα πάλι τον Γκίντεον. Καθόταν δίπλα μου τελείως άνετος, δείχνοντας υπέροχος και επιτυχημένος με το καλοραμμένο κουστούμι του. Ένα από τα πράγματα που ήθελα να κάνω ήταν να πάω μαζί του την επόμενη φορά που θα ανανέωνε την γκαρνταρόμπα του. Ήθελα να τους παρακολουθώ καθώς θα μετρούσαν αυτό το εκπληκτικό κορμί, να τους δω να διαλέγουν υφάσματα και στιλ. Τον έβρισκα σέξι σαν αμαρτία με τζιν και τι-σερτ και πάθαινα πλάκα όταν τον έβλεπα με σμόκιν. Όμως πάντα είχα ιδιαίτερη αδυναμία για τα κουστούμια με γιλέκο που προτιμούσε. Μου θύμιζαν πώς ήταν όταν πρωτοσυναντηθήκαμε, τόσο όμορφος και φαινομενικά απρόσιτος, ένας άντρας που τον ήθελα τόσο απεγνωσμένα, ώστε αυτή η ανάγκη νίκησε ακόμη και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. «Μαλώνουμε ακόμη για πράγματα που δε μου λέει. Και μαλώνουμε όταν προσπαθεί να μου κλειστεί». Ο δόκτωρ Πίτερσεν κοίταξε τον Γκίντεον. «Νιώθεις την ανάγκη να διατηρείς μια κάποια απόσταση από την Εύα;» Ο άντρας μου χαμογέλασε λοξά. «Δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσά μας. Η Εύα θέλει να της φορτώνω οτιδήποτε με ενοχλεί, και δεν πρόκειται να το κάνω αυτό. Φτάνει που ενοχλείται ο ένας από τους δυο μας, δε χρειάζεται να ενοχλούνται και οι δύο».
Τον κοίταξα στενεύοντας τα μάτια. «Νομίζω ότι αυτά είναι μπούρδες. Κομμάτι μιας σχέσης είναι να μοιράζεσαι το φορτίο με κάποιον άλλον. Ίσως μερικές φορές δεν μπορώ να κάνω τίποτα για το ίδιο το πρόβλημα, αλλά μπορώ να πω κάποια γνώμη. Νομίζω ότι δε μου λες κάποια πράγματα μόνο και μόνο επειδή προτιμάς να τα σπρώξεις σε μια γωνία και να τα αγνοήσεις». «Οι άνθρωποι επεξεργάζονται τις πληροφορίες με διαφορετικούς τρόπους, Εύα». Δεν με έπεισε η απάντηση του Γκίντεον. «Εσύ δεν τα επεξεργάζεσαι, απλώς τα αγνοείς. Και δε θα δεχτώ ποτέ να με σπρώχνεις μακριά σου όταν πονάς». «Πώς σε σπρώχνει μακριά;» ρώτησε ο δόκτωρ Πίτερσεν. Τον κοίταξα. «Ο Γκίντεον… απομακρύνεται. Πηγαίνει κάπου αλλού όπου μπορεί να είναι μόνος. Δε με αφήνει να τον βοηθήσω». «Τι εννοείς “πηγαίνει κάπου αλλού”; Αποσύρεσαι συναισθηματικά, Γκίντεον; Ή απομακρύνεσαι κανονικά;» «Και τα δύο», είπα. «Κλείνεται συναισθηματικά και φεύγει για να πάει κάπου αλλού». Ο Γκίντεον μου έπιασε το χέρι. «Δεν μπορώ να κλειστώ μαζί σου. Αυτό είναι το πρόβλημα». «Αυτό δεν είναι πρόβλημα!» Κούνησα το κεφάλι μου. «Δε χρειάζεται άλλο χώρο», είπα στον δόκτορα Πίτερσεν. «Χρειάζεται εμένα, αλλά με απομακρύνει επειδή φοβάται μήπως με πληγώσει». «Πώς θα μπορούσες να την πληγώσεις, Γκίντεον;» «Είναι…» Ο Γκίντεον ξεφύσηξε τραχιά. «Η Εύα έχει κάποια “κουμπιά”. Προσπαθώ να τα θυμάμαι πάντα. Είμαι προσεκτικός. Μερικές φορές όμως, όταν δε σκέφτομαι καθαρά, μπορεί να παραβιάσω τα όρια». Ο δόκτωρ Πίτερσεν μας κοίταξε εξεταστικά. «Ποια όρια ανησυχείς μήπως παραβιάσεις;» Ο Γκίντεον μου έσφιξε πιο δυνατά το χέρι, η μοναδική εξωτερική ένδειξη της ανησυχίας του. «Υπάρχουν φορές που τη χρειάζομαι υπερβολικά. Μπορεί να γίνω άγριος… απαιτητικός. Μερικές φορές δεν έχω τον έλεγχο που χρειάζομαι». «Μιλάς για τη σεξουαλική σχέση σας;» ρώτησε ο δόκτωρ Πίτερσεν, και ο Γκίντεον κατένευσε. «Το έχουμε ξανασυζητήσει αυτό, αν και συνοπτικά. Είπατε ότι κάνετε σεξ πολλές φορές τη μέρα, κάθε μέρα. Εξακολουθεί να ισχύει αυτό». Αισθάνθηκα το πρόσωπό μου να γίνεται κατακόκκινο. Ο Γκίντεον χάιδεψε το χέρι μου με τον αντίχειρά του. «Ναι». Ο δόκτωρ Πίτερσεν άφησε δίπλα την ταμπλέτα του. «Έχετε δίκιο που ανησυχείτε. Γκίντεον, μπορεί να χρησιμοποιείς το σεξ για να κρατάς την Εύα σε συναισθηματική απόσταση. Όταν κάνετε έρωτα, αυτή δε μιλά κι εσύ δεν απαντάς. Σε έναν βαθμό, ούτε καν σκέφτεσαι, έχει πάρει τον έλεγχο το σώμα σου, και ο εγκέφαλός σου ακολουθεί απλώς, απολαμβάνοντας τις ενδορφίνες. Από την άλλη μεριά, άτομα που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, όπως η Εύα, συχνά χρησιμοποιούν το σεξ ως έναν τρόπο για να δημιουργήσουν συναισθηματική σύνδεση. Οπότε, βλέπεις το πρόβλημα που δημιουργείται εδώ; Εσύ μπορεί να χρησιμοποιείς το σεξ για να την κρατήσεις σε απόσταση, και η Εύα να το χρησιμοποιεί για να έρθει πιο κοντά σου». «Σου είπα ήδη ότι δεν υπάρχει απόσταση με την Εύα». Ο Γκίντεον έγειρε μπροστά, τραβώντας το χέρι μου πάνω στα πόδια του. «Πες μου τότε, όταν έχεις μια συναισθηματική δυσκολία και στρέφεσαι στην Εύα για σεξ, τι είναι αυτό που επιδιώκεις;» Γύρισα λίγο για να κοιτάξω τον Γκίντεον, περιμένοντας με τρομερό ενδιαφέρον την απάντησή του. Δεν είχα αναρωτηθεί ποτέ γιατί είχε την ανάγκη να είναι μέσα μου, το μόνο που με απασχολούσε
ήταν το πώς. Για μένα ήταν τελείως απλό, αυτός είχε ανάγκη το σεξ κι εγώ του το έδινα. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Εκείνη η μάσκα που υπήρχε στα μάτια του έπεσε και είδα τη λαχτάρα στα βάθη τους, την αγάπη. «Τη σύνδεση», απάντησε. «Υπάρχει μια στιγμή που ανοίγεται και… και ανοίγομαι κι εγώ, και είμαστε μαζί. Το χρειάζομαι αυτό». «Και έχεις ανάγκη να το παίρνεις με άγριο τρόπο;» Ο Γκίντεον τον κοίταξε. «Μερικές φορές. Υπάρχουν περιπτώσεις που κρατιέμαι. Όμως μπορώ να την οδηγήσω εκεί. Το θέλει να την οδηγήσω, το χρειάζεται όπως κι εγώ. Τότε πρέπει να πιέσω. Προσεκτικά. Με έλεγχο. Όταν δεν έχω τον έλεγχο που χρειάζεται, τότε πρέπει να σταματήσω». «Πώς την πιέζεις;» ρώτησε ο δόκτωρ Πίτερσεν. «Έχω τους τρόπους μου». Ο δόκτωρ Πίτερσεν γύρισε σε μένα. «Έχει συμβεί ποτέ να το παρακάνει ο Γκίντεον;» Απάντησα με ένα αρνητικό νεύμα. «Ανησυχείς ποτέ ότι μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;» «Όχι». Το βλέμμα του ήταν μαλακό και το μέτωπό του συνοφρυωμένο. «Θα ’πρεπε, Εύα. Και οι δυο σας θα ’πρεπε να ανησυχείτε». Ανακάτευα λαχανικά και κομμάτια κοτόπουλο σε ένα μείγμα με κάρι στην κουζίνα όταν άκουσα να ανοίγει η εξώπορτα. Περίμενα με περιέργεια να δω ποιος θα εμφανιζόταν, ελπίζοντας ότι ο Κάρι είχε γυρίσει σπίτι μόνος του. «Ωραία μυρίζει», είπε, πηγαίνοντας στο μπαρ της κουζίνας. Ήταν πολύ κουλ και άνετος, με ένα πολύ μεγάλο τι-σερτ με λαιμό V και ένα χακί σορτς. Ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου κρεμόταν στο στήθος του και φορούσε φαρδιά δερμάτινα περιβραχιόνια και στα δύο χέρια για να κρύψει τις λεπτές ουλές που είχα προσέξει το προηγούμενο βράδυ. «Έχεις αρκετό και για μένα;» ρώτησε. «Μόνο εσένα;» Χαμογέλασε μ’ εκείνο το θρασύ χαμόγελο, αλλά διέκρινα το σφίξιμο γύρω από το στόμα του. «Μόνο εμένα». «Τότε έχω αρκετό, αν βάλεις το κρασί». «Μέσα είσαι». Πλησίασε στην κουζίνα και κοίταξε πάνω από τον ώμο μου την κατσαρόλα. «Λευκό ή κόκκινο;» «Κοτόπουλο είναι». «Λευκό τότε. Πού είναι ο Κρος;» Τον κοίταξα καθώς πήγαινε στο ψυγείο των κρασιών. «Με τον γυμναστή του, έχει προπόνηση. Πώς ήταν η μέρα σου;» Σήκωσε τους ώμους. «Οι ίδιες μαλακίες όπως πάντα». «Κάρι». Χαμήλωσα τη φωτιά στην κουζίνα και γύρισα προς το μέρος του. «Πριν από μερικές βδομάδες ήσουν τόσο ευτυχισμένος που είμαστε εδώ στη Νέα Υόρκη κι έπαιρνες πολλές δουλειές. Τώρα… είσαι συνέχεια δυστυχισμένος». Έβγαλε ένα μπουκάλι και σήκωσε τους ώμους πάλι. «Αυτά παθαίνω για να πηδάω δεξιάαριστερά». «Λυπάμαι που δε σου στάθηκα».
Με κοίταξε καθώς έπαιρνε το ανοιχτήρι. «Λυπάσαι, αλλά…» «Δεν έχει “αλλά”. Λυπάμαι. Θα πω βέβαια ότι τα περισσότερα βράδια που ήμουν σπίτι είχες παρέα, έτσι είναι κι αυτός ένας λόγος που δε μιλάμε τόσο πολύ, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία που δεν προσπάθησα να σε πλησιάσω όταν ξέρω ότι περνάς δύσκολη περίοδο». Ο Κάρι αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι. «Δεν ήταν σωστό που σου τα φόρτωσα όλα χτες βράδυ. Ξέρω ότι ο Κρος έχει κι αυτός τις δικές του μαλακίες, κι έχεις να τα βγάλεις πέρα και με δαύτες». «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν είμαι εδώ για σένα». Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του. «Όποτε με χρειάζεσαι, απλώς πες το μου και θα είμαι δίπλα σου». Γύρισε ξαφνικά, μ’ άρπαξε στην αγκαλιά μου και μ’ έσφιξε τόσο δυνατά που μου έκοψε την ανάσα – αν και βοήθησε σ’ αυτό και η συγκίνηση που μου έσφιξε την καρδιά. Τον έσφιξα κι εγώ, χαϊδεύοντας με το ένα χέρι το πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα σκούρα καστανά μαλλιά του ήταν απαλά σαν μετάξι, οι ώμοι του σκληροί σαν γρανίτης. Και μάλλον έπρεπε να είναι για να αντέξουν το βάρος του στρες που κουβαλούσε. Οι τύψεις μ’ έκαναν να τον σφίξω ακόμη πιο δυνατά. «Θεέ μου», μουρμούρισε. «Τα γάμησα όλα ως εκεί που δεν παίρνει». «Τι έγινε, τι συμβαίνει;» Μ’ άφησε κάτω και γύρισε να ανοίξει το μπουκάλι. «Δεν ξέρω αν φταίνε οι ορμόνες ή τι άλλο είναι, αλλά η Τατιάνα είναι σκέτη στρίγκλα αυτό τον καιρό. Όλα της φταίνε. Τίποτε δεν της αρέσει, ιδιαίτερα το ότι είναι έγκυος. Τι πιθανότητες έχει το καημένο το παιδί αν έχει πατέρα εμένα και μάνα μια εγωκεντρική ντίβα που δε χωνεύει τον πατέρα του;» «Μπορεί να είναι κορίτσι», είπα, και του έδωσα τα ποτήρια του κρασιού που είχα βγάλει από το ντουλάπι. «Χριστέ μου, μη μου λες τέτοια, μ’ έχει πιάσει ήδη πανικός, μη μου το χειροτερεύεις». Έβαλε μπόλικο κρασί στα δύο ποτήρια, έσπρωξε το ένα προς το μέρος μου, και ήπιε κάμποσες γερές γουλιές από το δικό του. «Και νιώθω μεγάλο καθίκι που μιλώ για τη μητέρα του παιδιού μου μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά είναι αλήθεια. Ο Θεός να μας βοηθήσει, δυστυχώς είναι αλήθεια». «Σίγουρα είναι οι ορμόνες. Σιγά σιγά θα ηρεμήσει, και θα αρχίσει να λάμπει όπως λάμπουν οι έγκυες, και θα είναι ευτυχισμένη». Ήπια μια γουλιά, ελπίζοντας αυτό που είπα να ήταν αλήθεια. «Το είπες στον Τρέι;» «Όχι», είπε ο Κάρι. «Ο Τρέι είναι το μοναδικό λογικό πράγμα που υπάρχει στη ζωή μου αυτή τη στιγμή. Έτσι και τον χάσω, θα τρελαθώ». «Έμεινε κοντά σου ως τώρα». «Κι έπρεπε να δουλέψω για να το καταφέρω αυτό, Εύα. Κάθε μέρα. Δεν έχω ξαναδουλέψει ποτέ μου τόσο πολύ σε σχέση. Και δε μιλάω για το γαμήσι». «Το ξέρω». Έβγαλα δυο μπολ και δυο κουτάλια από το πλυντήριο πιάτων. «Εγώ πάντως πιστεύω ότι είσαι εκπληκτικός τύπος, και οποιοσδήποτε θα ήταν τυχερός να σε έχει. Και είμαι σίγουρη ότι και ο Τρέι νιώθει έτσι». «Σε παρακαλώ, μη μου κάνεις τέτοια τώρα». Με κοίταξε στα μάτια. «Προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής εδώ. Δε θέλω να μου τα παρουσιάζεις ρόδινα». «Δε σου τα παρουσιάζω ρόδινα. Μπορεί αυτό που είπα να μην ήταν πολύ βαθύ, αλλά είναι αλήθεια». Πήγα στην κατσαρόλα με το ρύζι. «Ο Γκίντεον πολλές φορές δε μου λέει τι του συμβαίνει. Λέει ότι το κάνει για να με προστατέψει, αλλά εκείνο που κάνει στην πραγματικότητα είναι να προστατεύει τον εαυτό του».
Λέγοντάς το μεγαλόφωνα εκείνη τη στιγμή, συνειδητοποίησα ότι αυτή ήταν η αλήθεια. «Φοβάται ότι όσο περισσότερα μου λέει, τόσο περισσότερους λόγους μου δίνει για να τον αφήσω. Αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, Κάρι. Όσο περισσότερα μου κρύβει, τόσο περισσότερο νιώθω ότι δε μου έχει εμπιστοσύνη, και αυτό πληγώνει τη σχέση μας. Εσύ και ο Τρέι είστε μαζί όσο διάστημα είμαι κι εγώ με τον Γκίντεον». Άπλωσα το χέρι και άγγιξα το μπράτσο του. «Πρέπει να του το πεις. Αν το μάθει για το μωρό από κάπου αλλού –και θα το μάθει– μπορεί να μη σε συγχωρήσει». Ο Κάρι ακούμπησε στη νησίδα της κουζίνας. Ξαφνικά έδειχνε πολύ πιο μεγάλος και τρομερά κουρασμένος. «Νιώθω ότι αν είχα περισσότερο χρόνο για να μπορέσω να κοντρολάρω τα πράγματα, θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα και με τον Τρέι». «Το να περιμένεις δε βοηθάει», του είπα μαλακά, βάζοντας ρύζι στα μπολ. «Απλώς χειροτερεύει τα πράγματα». «Τι άλλο μου έχει μείνει;» Η φωνή του ήταν σκληρή από θυμό. «Δε γαμάω πια. Ακόμη κι ένας καλόγερος γαμάει πιο πολύ από μένα». Έκανα έναν ακούσιο πονεμένο μορφασμό, ξέροντας ότι ο Κάρι ήταν κλασικό παράδειγμα των όσων μας είχε πει ο δόκτωρ Πίτερσεν. Όταν έκανε σεξ, έπαυε να σκέφτεται και άφηνε το σώμα του να τον κάνει να νιώσει καλά, έστω και μόνο για λίγο. Δε χρειαζόταν να σκεφτεί ή να νιώσει τίποτα πέρα από ό,τι αισθανόταν εκείνη τη στιγμή. Ήταν μια άμυνα που την είχε τελειοποιήσει από παλιά, τότε που τον γαμούσαν τον ίδιο όταν ήταν μικρό παιδί. «Έχεις εμένα», του απάντησα. «Κοριτσάκι μου, σ’ αγαπάω, αλλά δεν είσαι πάντα αυτό που χρειάζομαι για να τα βγάλω πέρα». «Ούτε όμως θα τα βγάλεις πέρα αν χαρακώνεσαι ή πηδάς όποιον σου κάθεται. Ούτε πρόκειται να νιώσεις καλά έτσι». «Κάτι πρέπει να υπάρχει για να νιώσω καλά κι εγώ». Έριξα κάρι πάνω από το ρύζι και του έδωσα το μπολ μαζί με ένα κουτάλι. «Θα νιώσεις καλά αν φροντίζεις τον εαυτό σου. Και θα σε βοηθήσει αν εμπιστεύεσαι τους ανθρώπους που αγαπάς. Αν είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου είσαι και μαζί τους. Ακούγεται απλό, αλλά ξέρουμε και οι δύο ότι δεν είναι. Παρ’ όλα αυτά όμως, είναι ο μόνος τρόπος, Κάρι». Μου άστραψε ένα γρήγορο, θλιμμένο χαμόγελο και πήρε το μπολ. «Φοβάμαι». «Ορίστε», είπα μαλακά, και χαμογέλασα κι εγώ. «Αυτό ήταν ειλικρινές. Θα βοηθούσε αν ήμουν μαζί σου όταν θα μιλήσεις στον Τρέι;» «Ναι. Νιώθω σαν κότα που δεν μπορώ να του μιλήσω μόνος μου, αλλά ναι, θα βοηθούσε». «Τότε θα είμαι». Ο Κάρι μ’ αγκάλιασε από πίσω και ακούμπησε το μάγουλό του στον ώμο μου. «Όντως είσαι πάντα δίπλα μου. Σ’ αγαπώ γι’ αυτό». Άπλωσα το χέρι πίσω και του ανακάτεψα τα μαλλιά. «Σ’ αγαπώ κι εγώ». Το σκέπασμα σηκώθηκε από πάνω μου ξυπνώντας με και μετά το στρώμα μετατοπίστηκε από το βάρος ενός άντρα που ξάπλωνε στο κρεβάτι δίπλα μου. «Γκίντεον». Γύρισα προς το μέρος του με τα μάτια κλειστά. Πήρα μια βαθιά ανάσα ρουφώντας τη μυρωδιά του. Απλώνοντας τα χέρια βρήκα το δροσερό δέρμα και τους δυνατούς του μυς και γλιστρώντας κοντά του τον τράβηξα πάνω μου για να τον ζεστάνω.
Ρούφηξε το στόμα μου σε ένα βαθύ, παθιασμένο φιλί. Το σοκ της επιθυμίας του με ξύπνησε εντελώς, και το άπληστο άγγιγμά του έκανε την καρδιά μου ν’ αρχίσει να χτυπάει δυνατά. Γλίστρησε πάνω μου και μετά άρχισε να κατεβαίνει. Το στόμα του φλόγισε τις ρώγες μου, μετά την κοιλιά μου, μετά το μουνί μου. Βόγκηξα και τέντωσα το κορμί μου. Άρχισε να γλείφει την κλειτορίδα μου με μια απαιτητική εστίαση, σπρώχνοντάς με όλο και πιο ψηλά, ακινητοποιώντας με τα χέρια του τους γοφούς μου καθώς σφάδαζα κάτω από το σφυροκόπημα της γλώσσας του. Ένας δυνατός οργασμός με συντάραξε και ξεφώνισα. Ο Γκίντεον σκούπισε τα χείλια του πάνω στον μηρό μου και σηκώθηκε, μια σαγηνευτική σκιά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Ήρθε από πάνω μου και μπήκε μέσα μου με δύναμη. Μέσα στο βογκητό μου τον άκουσα να γρυλίζει το όνομά μου, λες και η ηδονή του ήταν τόσο μεγάλη που δεν την άντεχε. Άρπαξα τη μέση του. Αυτός έσφιξε τα σεντόνια. Οι γοφοί του άρχισαν να πηγαινοέρχονται και να ανεβοκατεβαίνουν, τρίβοντας εκείνο το υπέροχο πέος βαθιά και ακούραστα μέσα μου. Όταν ξύπνησα πάλι είχε βγει ο ήλιος, και το κρεβάτι δίπλα μου ήταν κρύο και άδειο.
17 Έφτιαχνα τον καφέ της Εύας το επόμενο πρωί όταν χτύπησε το κινητό μου. Αφήνοντας την κρέμα στον πάγκο, πήγα στο σκαμνί του μπαρ όπου είχα κρεμάσει το σακάκι μου και το πήρα από την τσέπη. Μαζεύοντας το κουράγιο μου, απάντησα: «Καλημέρα, μητέρα». «Γκίντεον. Λυπάμαι που ακυρώνω την τελευταία στιγμή», είπε και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα, «αλλά δε θα μπορέσω να φάμε μαζί σήμερα». Πήρα πάλι τον καφέ μου. Θα τον χρειαζόμουν για τη δύσκολη μέρα που με περίμενε. «Εντάξει». «Σίγουρα νιώθεις ανακούφιση», είπε η μητέρα μου με πικρία. Ήπια μια γουλιά και ευχήθηκα να είχε και λίγο αλκοόλ μέσα, αν και η ώρα ήταν μόλις οχτώ το πρωί. «Μην αρχίσεις. Αν δεν ήθελα να φάω μαζί σου, θα ακύρωνα εγώ». Έμεινε αμίλητη για μια στιγμή, και μετά ρώτησε: «Έχεις δει τον Κρις τελευταία;» Ήπια άλλη μια γουλιά καφέ με το βλέμμα μου στον διάδρομο, όπου περίμενα να εμφανιστεί η Εύα. «Τον είδα την Τρίτη». «Πάνε τόσες μέρες από τότε!» Υπήρχε μια χροιά φόβου στη φωνή της. Δεν αισθάνθηκα καμία ευχαρίστηση ακούγοντάς τον. Η Εύα όρμησε στο λίβινγκ ρουμ ξυπόλυτη, φορώντας ένα ανοιχτό μπεζ κολλητό φόρεμα που κατάφερνε να είναι επαγγελματικό, αν και ταυτόχρονα αγκάλιαζε όλες τις καμπύλες της. Το είχα διαλέξει εγώ, ξέροντας ότι το χρώμα θα αναδείκνυε την απόχρωση του δέρματός της και τα ξανθά μαλλιά της. Η ευχαρίστηση που ένιωσα βλέποντάς την απλώθηκε στις φλέβες μου σαν το αλκοόλ που ήθελα να είχε ο καφές μου. Μου το έκανε αυτό, με μεθούσε και με σαγήνευε. «Πρέπει να κλείσω», είπα. «Θα σε πάρω αργότερα». «Δε με παίρνεις ποτέ». Άφησα την κούπα μου στον πάγκο και πήρα της Εύας. «Δε θα το έλεγα αν δεν το εννοούσα». Έκλεισα, έριξα το τηλέφωνο στην τσέπη μου κι έδωσα τον καφέ στη γυναίκα μου. «Είσαι εκπληκτική», μουρμούρισα, σκύβοντας για να τη φιλήσω στο μάγουλο. «Για έναν άντρα που ισχυρίζεται ότι δεν ξέρει τίποτα για τις γυναίκες, σίγουρα ξέρεις να τις ντύνεις», είπε, κοιτώντας με πάνω από την κούπα της καθώς έπινε. Της ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό ηδονής καθώς κατάπινε, ένας ήχος πολύ όμοιος με αυτόν που έβγαζε όταν γλιστρούσα τον πούτσο μου μέσα της. Ο καφές ήταν ένας από τους εθισμούς της Εύας. «Έχω κάνει λάθη, αλλά μαθαίνω». Ακούμπησα στον πάγκο και την τράβηξα ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια μου. Είχε προσέξει ότι έλειπε ένα φόρεμα Βέρα Γουάνγκ από την ντουλάπα; Το είχα αφαιρέσει από την γκαρνταρόμπα της όταν αντιλήφθηκα πόσο εκτεθειμένα άφηνε τα πλούσια βυζιά της. Σήκωσε την κούπα της. «Ευχαριστώ για τον καφέ». «Η ευχαρίστηση είναι δική μου». Της χάιδεψα το μάγουλο. «Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι». «Μπα; Τι τρέχει, αγόρι μου;» «Έχεις ακόμη ενεργή την ειδοποίηση Google για τις ειδήσεις που με αφορούν;» Κοίταξε μέσα στην κούπα της. «Εδώ είναι που πρέπει να δηλώσω ότι δεν απαντώ γιατί αυτό
μπορεί να με ενοχοποιήσει;» «Δε χρειάζεται». Περίμενα μέχρι να με κοιτάξει πάλι. «Η Κορίν γράφει ένα βιβλίο για την εποχή που ήταν μαζί μου». «Τι;» Τα μάτια της σκούρυναν από θυμό. Πέρασα την παλάμη μου στον σβέρκο της και χάιδεψα τη φλέβα που παλλόταν μανιασμένα στον λαιμό της. «Από ό,τι διάβασα στο δελτίο τύπου, κρατούσε ημερολόγιο εκείνη την περίοδο. Θα έχει επίσης και κάποιες προσωπικές φωτογραφίες». «Γιατί; Γιατί να πουλήσει αυτά τα πράγματα για να τα δει ο καθένας;» Το χέρι της με την κούπα έτρεμε, έτσι της την πήρα και την άφησα πάλι στον πάγκο. «Δε νομίζω ότι ξέρει γιατί». «Μπορείς να το σταματήσεις;» «Όχι. Όμως, αν λέει ψέματα κάπου και μπορώ να το αποδείξω, μπορώ να την κυνηγήσω γι’ αυτό». «Αφού θα έχει κυκλοφορήσει το βιβλίο». Ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος μου. «Ξέρει ότι θα αναγκαστείς να το διαβάσεις. Θα δεις όλες τις φωτογραφίες και θα διαβάσεις πόσο σ’ αγαπά. Θα διαβάσεις πράγματα που έκανες και δεν τα θυμάσαι καν τώρα». «Και δε θα έχει σημασία». Ακούμπησα τα χείλια μου στο μέτωπό της. «Δεν την αγάπησα ποτέ όπως αγαπώ εσένα. Το να θυμηθώ εκείνη την περίοδο δε θα με κάνει ξαφνικά να θέλω να είμαι μαζί της και όχι μαζί σου». «Δε σε πίεζε», ψιθύρισε η Εύα. «Όπως σε πιέζω εγώ». Μίλησα με τα χείλια μου ακόμη στο μέτωπό της. Θα ήθελα να μπορούσα να αποτυπώσω τα λόγια μου στον νου της έτσι που να μην αμφιβάλλει ποτέ ξανά γι’ αυτά. «Επίσης, δε μ’ έκανε να καίγομαι. Δε μ’ έκανε να λαχταράω και να ελπίζω και να ονειρεύομαι, όπως με κάνεις εσύ. Δεν υπάρχει σύγκριση, αγγελούδι μου, ούτε επιστροφή. Δε θα το ήθελα ποτέ». Τα όμορφα μάτια της έκλεισαν και ακούμπησε πάνω μου. «Τα χτυπήματα συνεχίζουν να έρχονται το ένα μετά το άλλο, έτσι δεν είναι;» Κοίταξα πάνω από το κεφάλι της, έξω από το παράθυρο, τον κόσμο που μας περίμενε μόλις θα βγαίναμε έξω. «Άσ’ τα να ’ρχονται». Η Εύα ξεφύσηξε τραχιά. «Ναι, άσ’ τα να ’ρχονται». Μπήκα στο Ταμπλό Ουάν και είδα αμέσως τον Αρνόλντο. Φορούσε το κατάλευκο σακάκι και το μαύρο παντελόνι του σεφ και στεκόταν δίπλα σε ένα μικρό τραπέζι για δύο στο βάθος, μιλώντας στη γυναίκα που είχα έρθει να δω. Το κεφάλι της γύρισε προς το μέρος μου καθώς πλησίαζα, και τα μακριά μαύρα μαλλιά της γλίστρησαν στον ώμο της. Τα γαλάζια μάτια της έλαμψαν για μια στιγμή όταν με είδε, αλλά το φως αυτό έσβησε γρήγορα. Το χαμόγελό της όταν με χαιρέτησε ήταν ψύχραιμο και πολύ αυτάρεσκο. «Κορίν». Τη χαιρέτησα με ένα νεύμα κι έσφιξα το χέρι του Αρνόλντο. Το εστιατόριό του ήταν γεμάτο πελάτες και ο βόμβος των συζητήσεων ήταν τόσο δυνατός που έπνιγε την ορχηστρική ιταλική μουσική που ακουγόταν από τα χωνευτά ηχεία. Ο Αρνόλντο ζήτησε συγγνώμη για να γυρίσει στην κουζίνα και αποχαιρέτησε την Κορίν φιλώντας της το χέρι. Πριν φύγει, μου έριξε μια ματιά που σήμαινε ότι θα μιλήσουμε αργότερα. Κάθισα απέναντι από την Κορίν. «Το εκτιμώ που δέχτηκες να με δεις». «Η πρόσκλησή σου ήταν μια ευχάριστη έκπληξη». «Δε νομίζω ότι ήταν απρόσμενη». Έγειρα πίσω, ακούγοντας τον απαλό μουσικό τόνο της ομιλίας
της Κορίν. Η αισθησιακή φωνή της Εύας μού ξυπνούσε μια βαθιά λαχτάρα, ενώ η φωνή της Κορίν πάντα με καταπράυνε. Το χαμόγελό της έγινε πιο πλατύ ενώ τίναζε έναν αόρατο κόκκο σκόνης από το βαθύ ντεκολτέ του κόκκινου φορέματός της. «Φαντάζομαι όχι». Εκνευρισμένος από το παιχνίδι της, της μίλησα κοφτά. «Τι είναι αυτά που κάνεις; Ξέρω ότι προστατεύεις την προσωπική σου ζωή όσο κι εγώ». Τα χείλια της συμπιέστηκαν σε μια ίσια γραμμή. «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ όταν είδα εκείνο το βίντεο με σένα και την Εύα να μαλώνετε στο πάρκο. Λες ότι δε σε ξέρω, κάνεις λάθος όμως. Υπό κανονικές συνθήκες, δε θα επέτρεπες ποτέ να βγει η προσωπική σου ζωή φαρδιά πλατιά σε όλες τις σκανδαλοθηρικές φυλλάδες». «Τι θα πει κανονικές συνθήκες;» τη ρώτησα. Δεν μπορούσα να αρνηθώ ότι ήμουν διαφορετικός άνθρωπος με την Εύα. Στο παρελθόν δεν ανεχόμουν ποτέ τις γυναίκες που με δοκίμαζαν περιμένοντας κάποια εντυπωσιακή χειρονομία από μέρους μου. Αν με πολιορκούσαν επιθετικά, τις άφηνα να με πιάσουν για μια νύχτα. Με την Εύα, ήμουν εγώ πάντα αυτός που την κυνηγούσε. «Αυτό ακριβώς εννοώ. Δε θυμάσαι καν. Επειδή έχεις βυθιστεί σε μια παθιασμένη σχέση και δε βλέπεις τίποτα πέρα από αυτή». «Δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτή, Κορίν. Θα είμαι μαζί της μέχρι να πεθάνω». Αναστέναξε. «Μπορεί να το νομίζεις αυτό τώρα, αλλά οι θυελλώδεις σχέσεις δεν κρατούν, Γκίντεον. Σε κατακαίνε και μετά σβήνουν. Εσένα σου αρέσει η τάξη και η ηρεμία, και δε θα τα έχεις μαζί της. Ποτέ. Κάπου μέσα σου το ξέρεις αυτό». Τα λόγια της βρήκαν στόχο. Χωρίς να το ξέρει, είχε εκφράσει και τις δικές μου σκέψεις. Ένας σερβιτόρος ήρθε στο τραπέζι μας. Η Κορίν παράγγειλε μια σαλάτα, εγώ ένα ποτό – διπλό. «Και έτσι θα γράψεις ένα αποκαλυπτικό βιβλίο για να καταφέρεις τι;» τη ρώτησα όταν έφυγε ο σερβιτόρος. «Να με εκδικηθείς; Να πληγώσεις την Εύα;» «Όχι. Θέλω να θυμηθείς». «Δεν είναι αυτός ο τρόπος». «Ποιος είναι τότε;» Την κοίταξα στα μάτια. «Έχει τελειώσει μεταξύ μας, Κορίν. Αποκαλύπτοντας τις αναμνήσεις σου από τη σχέση μας δε θα το αλλάξεις αυτό». «Ίσως όχι», παραδέχτηκε, και ακούστηκε τόσο θλιμμένη που με διαπέρασε και μένα ένας νυγμός λύπης. «Όμως είπες ότι δε με αγάπησες ποτέ. Τουλάχιστον θα αποδείξω ότι κάνεις λάθος. Σου έδινα ευχαρίστηση. Ικανοποίηση. Ήσουν ευτυχισμένος μαζί μου. Δε βλέπω την ίδια γαλήνη όταν είσαι μαζί της. Μη μου πεις ότι νιώθεις γαλήνη, γιατί δε θα σε πιστέψω». «Όλα όσα λες δείχνουν ότι δε σε νοιάζει να γυρίσω κοντά σου. Όμως, αφού χωρίζεις τον Ζιρού, ίσως σε ενδιαφέρουν τα λεφτά. Πόσα σε πλήρωσαν για να εκπορνεύσεις την “αγάπη” σου για μένα;» Ανασήκωσε το πιγούνι της θιγμένη. «Δεν είναι αυτός ο λόγος που γράφω το βιβλίο». «Απλώς θέλεις να είσαι σίγουρη ότι δε θα μείνω με την Εύα». «Απλώς θέλω να είσαι ευτυχισμένος, Γκίντεον. Και από τότε που τη γνώρισες, σε βλέπω να είσαι μόνο δυστυχισμένος». Πώς θα το έπαιρνε η Εύα όταν θα διάβαζε το βιβλίο; Κατά πάσα πιθανότητα, όχι καλύτερα από όσο πήρα εγώ το «Golden». Το βλέμμα της Κορίν πήγε στο αριστερό μου χέρι πάνω στο τραπέζι. «Έδωσες στην Εύα το δαχτυλίδι αρραβώνων της μητέρας σου».
«Δεν ήταν δικό της εδώ και πολύ καιρό». Ήπιε μια γουλιά κρασί που είχε στο τραπέζι όταν ήρθα. «Το είχες και όταν ήμασταν μαζί;» «Ναι». Της ξέφυγε ένας πονεμένος μορφασμός. «Μπορεί να λες στον εαυτό σου ότι δεν ταιριάζω με την Εύα», είπα σφιγμένα, «ότι ή μαλώνουμε ή πηδιόμαστε, χωρίς να υπάρχει τίποτε άλλο ουσιαστικό ανάμεσά μας. Όμως η αλήθεια είναι πως η Εύα είναι το άλλο μου μισό και αυτό που κάνεις θα την πληγώσει, και αυτό θα πληγώσει εμένα. Θα εξαγοράσω το συμβόλαιο έκδοσης που έχεις υπογράψει αν αποσύρεις το βιβλίο». Με κοίταζε για πολλή ώρα. «Δεν… δεν μπορώ, Γκίντεον». «Πες μου γιατί». «Μου ζήτησες να σε ξεχάσω και να προχωρήσω παρακάτω. Αυτό ακριβώς κάνω με το βιβλίο». Έσκυψα μπροστά. «Κορίν, σε παρακαλώ, αν νιώθεις τίποτα για μένα, να σταματήσεις αυτό που πας να κάνεις». «Γκίντεον…» «Αν δεν το κάνεις, θα με κάνεις να μισήσω τις όποιες καλές αναμνήσεις είχα». Τα μάτια της βούρκωσαν. «Λυπάμαι». Έσπρωξα πίσω την καρέκλα και σηκώθηκα. «Θα το μετανιώσεις». Γύρισα και βγήκα από το εστιατόριο, μπαίνοντας στο τζιπ που περίμενε. Ο Άνγκους άνοιξε την πόρτα, ενώ το βλέμμα του πήγαινε στην τεράστια τζαμαρία του Ταμπλό Ουάν πίσω μου. «Να πάρει». Κάθισα πίσω. «Να πάρει και να σηκώσει, γαμώτο!» Όλοι όσοι ένιωθαν ότι τους είχα αδικήσει με κάποιο τρόπο στο παρελθόν έβγαιναν τώρα από τις σκιές σαν αράχνες, τραβηγμένοι από την παρουσία της Εύας στη ζωή μου. Αυτή ήταν το πιο αδύνατο σημείο μου, κάτι που δεν κατάφερνα να το κρύψω πολύ καλά. Ήταν ένα πρόβλημα που έπρεπε να το λύσω. Ο Κρίστοφερ, η Ανν, ο Λάντον, η Κορίν… Και αυτοί ήταν μόνο η αρχή. Υπήρχαν κι άλλοι που με μισούσαν. Κι άλλοι που μισούσαν τον πατέρα μου. Παλιά τους προκαλούσα να τα βάλουν μαζί μου, και απολάμβανα την πρόκληση. Τώρα οι μπάσταρδοι με χτυπούσαν μέσα από τη γυναίκα μου. Όλοι μαζί. Και δεν ήξερα ποιον να πρωτοσταματήσω. Αν δεν ήμουν σε συνεχή και πλήρη επιφυλακή, αν δεν ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος, θα άφηνα την Εύα ανοιχτή και ανυπεράσπιστη. Και αυτό έπρεπε να το αποτρέψω με κάθε θυσία. «Και πάλι όμως θέλω να σε δω απόψε», είπε η Εύα, με τη φωνή της να ακούγεται σαγηνευτική από το τηλέφωνο. «Αυτό είναι δεδομένο», της είπα γέρνοντας πίσω στο κάθισμα του γραφείου. Έξω, ο ήλιος ήταν χαμηλά, η μέρα είχε τελειώσει. Κάπου μέσα στην τρέλα αυτής της βδομάδας, ο Αύγουστος είχε δώσει τη θέση του στον Σεπτέμβριο. «Εσύ ασχολήσου με τον Κάρι, εγώ θα καθίσω να τα πω με τον Αρνόλντο, και, μόλις ξεμπερδέψουμε, θα περάσουμε οι δυο μας το Σαββατοκύριακο». «Θεέ μου, αυτή η βδομάδα πέρασε τόσο γρήγορα που δεν την κατάλαβα. Πρέπει να πάω και στο γυμναστήριο του Πάρκερ. Έχω χάσει πολλές μέρες». «Έλα να κάνουμε μαζί προπόνηση αύριο». Η Εύα γέλασε. «Ναι, τώρα μάλιστα». «Δεν αστειεύομαι». Τη σκέφτηκα με αθλητικό σουτιέν και κολάν και ο πούτσος μου αναδεύτηκε με ενδιαφέρον.
«Δεν μπορώ να παλέψω μαζί σου!» διαμαρτυρήθηκε. «Φυσικά μπορείς». «Είσαι πολύ καλός, δε θα τα βγάλω πέρα μαζί σου». «Ας δοκιμάσουμε αυτές τις ικανότητες αυτοάμυνας που μαθαίνεις, αγγελούδι μου». Η ιδέα που είχα πετάξει αυθόρμητα μου φάνηκε ξαφνικά να είναι η καλύτερη που είχα όλη μέρα. «Θέλω να ξέρω ότι μπορείς να αμυνθείς στην απίθανη περίπτωση που θα σου χρειαστεί». Δε θα της χρειαζόταν ποτέ, αλλά θα ήμουν πιο ήσυχος αν ήξερα ότι μπορούσε να αντιμετωπίσει μια απειλή. «Έχω να ασχοληθώ με τον γάμο αύριο, αλλά θα το σκεφτώ», μου απάντησε. «Περίμενε». Άκουσα την πόρτα του αυτοκινήτου να ανοίγει και την Εύα να χαιρετά τον πορτιέρη του κτιρίου. Χαιρέτησε και τον θυρωρό, και μετά άκουσα τον μελωδικό ήχο του ασανσέρ στην είσοδο του κτιρίου. «Ξέρεις», είπε με έναν στεναγμό, «καθησυχάζω τον Κάρι, αλλά στην πραγματικότητα ανησυχώ για το τι θα γίνει με τον Τρέι. Αν τον παρατήσει, φοβάμαι ότι ο Κάρι μπορεί να αυτοκαταστραφεί τελείως». «Ζητάει πολλά», την προειδοποίησα, ακούγοντας άλλον έναν μελωδικό ήχο από το ασανσέρ. «Ο Κάρι ουσιαστικά θα πει σε αυτό τον τύπο ότι έχει και μια δεύτερη σχέση με μια έγκυο γυναίκα που σκοπεύει να τη συνεχίσει. Ή μάλλον όχι, ούτε καν αυτό. Θα πει στον Τρέι ότι θα τον έχει αυτόν σαν δεύτερη σχέση. Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον να το παίρνει καλά αυτό». «Ναι, το ξέρω». «Θα έχω πάνω μου το τηλέφωνό μου όλη μέρα. Πάρε με αν με χρειαστείς». «Πάντα σε χρειάζομαι. Έφτασα σπίτι, πρέπει να κλείσω. Θα τα πούμε αργότερα. Σ’ αγαπώ». Θα με συγκλόνιζαν πάντα αυτές οι λέξεις τόσο πολύ που να μου κόβουν την ανάσα; Κλείσαμε καθώς είδα μια γνωστή μορφή να στρίβει στη γωνία που οδηγούσε στο γραφείο μου. Σηκώθηκα καθώς ο Μαρκ Γκάριτι έφτασε στην ανοιχτή πόρτα, και τον συνάντησα στα μισά με το χέρι απλωμένο. «Μαρκ, σ’ ευχαριστώ που βρήκες χρόνο να τα πούμε». Χαμογέλασε και μου έσφιξε γερά το χέρι. «Εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Κρος. Υπάρχουν πολλοί σε αυτή την πόλη –ή μάλλον σε όλο τον κόσμο– που θα σκότωναν για να ήταν στη θέση που είμαι τώρα». «Λέγε με Γκίντεον, σε παρακαλώ». Του έδειξα το καθιστικό. «Πώς είναι ο Στίβεν;» «Μια χαρά, ευχαριστώ. Αρχίζω να φοβάμαι ότι είναι σε λάθος δουλειά, θα ’πρεπε να είναι διοργανωτής γάμων». Χαμογέλασα. «Και η Εύα θα αρχίσει να ασχολείται με αυτά το Σαββατοκύριακο». Ο Μαρκ ξεκούμπωσε το σακάκι του, ανέβασε τα μπατζάκια του και κάθισε στον καναπέ. Το γκρίζο κουστούμι του έκανε καλή αντίθεση με το μελαψό δέρμα του και τη ριγέ γραβάτα, δίνοντας τη συνολική εμφάνιση ενός σημαντικού ανερχόμενου στελέχους. «Αν της αρέσει έστω και το μισό από ό,τι αρέσει στον Στίβεν», είπε, «θα την καταβρεί». «Ας ελπίσουμε να μην της αρέσει υπερβολικά», είπα μένοντας όρθιος, «γιατί θα ήθελα να ξεπεράσουμε κάποια στιγμή το στάδιο της οργάνωσης και να φτάσουμε στον ίδιο τον γάμο». Ο Μαρκ γέλασε. «Να σου βάλω κάτι να πιεις;» ρώτησα. «Όχι, ευχαριστώ».
«Εντάξει. Δε θα σε καθυστερήσω πολύ». Κάθισα κι εγώ. «Σου ζήτησα να βρεθούμε μετά τη δουλειά, γιατί θα ήταν αντιδεοντολογικό να σου προσφέρω μια θέση στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος σε ώρα εργασίας για την οποία πληρώνεσαι από τη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν». Με κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. Τον άφησα να το χωνέψει μια δυο στιγμές. «Ο Βιομηχανικός Όμιλος Κρος περιλαμβάνει πολλές και διάφορες διεθνείς επιχειρήσεις, με κύρια εστίαση στα ακίνητα, την ψυχαγωγία και τις μάρκες πολυτελείας – ή προϊόντα που πιστεύουμε ότι μπορούμε να τα αναδείξουμε σε μάρκες πολυτελείας». «Όπως η βότκα Κίνγκσμαν». «Ακριβώς. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαφήμιση και το μάρκετινγκ γίνονται από εξωτερικούς συνεργάτες, αλλά η αναδιαμόρφωση ενός προϊόντος ή οι αλλαγές του μηνύματος που στέλνουμε στην αγορά εγκρίνονται από τα κεντρικά. Λόγω της ποικιλομορφίας που προανέφερα, εξετάζουμε συνεχώς νέες στρατηγικές για την αναδιαμόρφωση κάποιας μάρκας ή την ενίσχυσή της, αν είναι ήδη καθιερωμένη. Θα μπορούσαμε να σε χρησιμοποιήσουμε». «Ουάου». Ο Μαρκ έτριψε τις παλάμες στα γόνατά του. «Δεν είμαι σίγουρος τι περίμενα, αλλά αυτό με αιφνιδίασε». «Θα σε πληρώσω τα διπλάσια από όσα παίρνεις τώρα, για αρχή». «Αυτή είναι σοβαρή προσφορά». «Είμαι άνθρωπος που δεν του αρέσει το όχι». Χαμογέλασε. «Και αμφιβάλλω αν το ακούς πολύ συχνά. Φαντάζομαι πως αυτό σημαίνει ότι η Εύα θα φύγει από τη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν;» «Δεν την έχει πάρει ακόμη αυτή την απόφαση;» Ύψωσε τα φρύδια. «Αν φύγω, θα χάσει τη δουλειά της». «Και θα έχει μια άλλη εδώ, φυσικά». Κρατούσα τις απαντήσεις μου όσο πιο σύντομες και συγκαλυμμένες μπορούσα. Ήθελα τη συνεργασία του, όχι ερωτήσεις στις οποίες οι απαντήσεις μπορεί να μην του άρεσαν. «Η Εύα περιμένει να συμφωνήσω εγώ πριν κάνει κάποιο βήμα;» «Η απόφασή σου θα είναι καταλυτική». Ο Μαρκ έστρωσε τη γραβάτα του. «Η πρόταση με κολακεύει και με ενθουσιάζει, αλλά…» «Καταλαβαίνω ότι είναι μια κίνηση που δε σχεδίαζες να κάνεις», έσπευσα να του πω. «Είσαι ευχαριστημένος στην τωρινή σου θέση, και νιώθεις κάποια εργασιακή ασφάλεια. Έτσι είμαι διατεθειμένος να σου εγγυηθώ αυτή τη θέση –συν λογικά μπόνους και ετήσιες αυξήσεις– για τα επόμενα τρία χρόνια, με εξαίρεση το ενδεχόμενο κάποιας αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς από μέρους σου». Έσκυψα κι έπιασα τον φάκελο που είχε αφήσει ο Σκοτ στο τραπεζάκι. Τον έσπρωξα προς τον Μαρκ. «Όλες οι πληροφορίες παρουσιάζονται λεπτομερειακά εδώ. Πάρ’ το σπίτι μαζί σου, συζήτησέ το με τον Στίβεν, και πες μου την απόφασή σου μέχρι τη Δευτέρα». «Τη Δευτέρα;» Σηκώθηκα. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις να ενημερώσεις τη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν αρκετά νωρίτερα, και δεν έχω πρόβλημα με αυτό, αλλά χρειάζομαι την απάντησή σου το συντομότερο δυνατό». Πήρε τον φάκελο και σηκώθηκε. «Αν έχω ερωτήσεις;» «Τηλεφώνησέ μου. Η κάρτα μου είναι μέσα στον φάκελο». Κοίταξα το ρολόι μου. «Με συγχωρείς, έχω ένα άλλο ραντεβού». «Α, ναι, φυσικά». Ο Μαρκ μου έσφιξε το χέρι. «Με συγχωρείς, έγιναν όλα τόσο γρήγορα που δεν
τα έχω χωνέψει ακόμη. Αντιλαμβάνομαι όμως ότι μου προσφέρεις μια εκπληκτική ευκαιρία, και το εκτιμώ αυτό». «Είσαι καλός στη δουλειά σου», του είπα με ειλικρίνεια. «Δε θα σου έκανα την πρόταση σε άλλη περίπτωση. Σκέψου το, και μετά πες ναι». Ο Μαρκ γέλασε. «Θα το σκεφτώ σοβαρά και θα έχεις νέα μου τη Δευτέρα». Καθώς έφευγε, γύρισα και κοίταξα το κτίριο όπου είχε την έδρα της η LanCorp. Ο Λάντον δε θα με έβρισκε ξανά με γυρισμένη την πλάτη. «Άρχισε να κλαίει τη στιγμή που έφυγες». Κοίταξα τον Αρνόλντο πάνω από το χείλος του ποτηριού με το ουίσκι. «Και θέλεις να νιώσω τύψεις γι’ αυτό;» ρώτησα αφού κατέβασα μια γουλιά. «Όχι. Ούτε κι εγώ θα τη λυπόμουν στη θέση σου. Αλλά σκέφτηκα να σου το πω, γιατί να ξέρεις ότι η Κορίν δεν είναι τελείως άκαρδη». «Ποτέ δεν τη θεώρησα άκαρδη. Απλώς πίστευα ότι είχε δώσει αυτή την καρδιά στον άντρα της». Ο Αρνόλντο ανασήκωσε τον έναν ώμο. Με ένα πολυφορεμένο τζιν κι ένα καλό λευκό πουκάμισο, ξεκούμπωτο στον γιακά, και με ανεβασμένα τα μανίκια, τραβούσε μεγάλο μέρος της γυναικείας προσοχής. Το μπαρ ήταν γεμάτο, αλλά καθόμασταν στο θεωρείο των VIP και οι φύλακες δεν άφηναν τους άλλους πελάτες να πλησιάσουν. Ο Αρνόλντο καθόταν στον κυκλικό καναπέ όπου είχε καθίσει ο Κάρι την πρώτη νύχτα που συνάντησα την Εύα έξω από το κτίριο Κρόσφαϊρ. Αυτό το μέρος θα είχε πάντα έντονες αναμνήσεις για μένα εξαιτίας της. Εκείνη τη νύχτα είχα συνειδητοποιήσει ότι η Εύα άλλαζε τα πάντα στη ζωή μου. «Δείχνεις κουρασμένος», είπε ο Αρνόλντο. «Ήταν μία από εκείνες τις δύσκολες εβδομάδες». Τον είδα να με κοιτάζει καλά καλά. «Όχι, δεν είναι από την Εύα». «Θέλεις να το συζητήσεις;» «Δεν υπάρχει τίποτα να πω ουσιαστικά. Έπρεπε να ήμουν πιο έξυπνος. Άφησα τον κόσμο να δει πόσο σημαντική είναι για μένα». «Παθιασμένα φιλιά στον δρόμο, ακόμη πιο παθιασμένοι καβγάδες στο πάρκο». Χαμογέλασε. «Έγινες υπερβολικά εκδηλωτικός». «Άνοιξα την πόρτα, και τώρα όλοι θέλουν να μπουν. Η Εύα είναι ο πιο άμεσος τρόπος για να με φρικάρουν, και φαίνεται ότι το έχουν καταλάβει όλοι». «Ακόμη και ο Μπρετ Κλάιν;» «Αυτός δεν είναι θέμα πια». Ο Αρνόλντο με κοίταξε εξεταστικά, και φαίνεται ότι είδε αυτό που ήθελε. Έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Χαίρομαι, φίλε μου». «Το ίδιο κι εγώ». Ήπια άλλη μια γουλιά. «Τα δικά σου νέα;» Παραμέρισε την ερώτηση με μια αδιάφορη χειρονομία, ενώ κοίταζε τις γυναίκες γύρω μας που λικνίζονταν στη μουσική της Λάνα Ντελ Ρέι. «Το εστιατόριο πηγαίνει καλά, ξέρεις». «Ναι, και είμαι πολύ ευχαριστημένος. Έχει ξεπεράσει τις αρχικές προβλέψεις κέρδους από κάθε άποψη». «Την περασμένη βδομάδα τελειώσαμε το γύρισμα μερικών διαφημιστικών για τη νέα σεζόν. Όταν αρχίσουν να παίζουν στο Food Network με τα νέα επεισόδια, θα αυξηθεί κι άλλο η δουλειά».
«Οπότε θα μπορώ να λέω ότι σε ήξερα πριν γίνεις διάσημος». Γέλασε και τσούγκρισε το ποτήρι του στο δικό μου όταν το σήκωσα για πρόποση. Ήμασταν πλέον εντάξει με τον Αρνόλντο, πράγμα που μείωνε σε κάποιο βαθμό την ένταση που ένιωθα. Δε στηριζόμουν πάνω του όπως στηριζόταν η Εύα στους φίλους της ή όπως στηριζόταν ο Κάρι σ’ αυτή, αλλά παρ’ όλα αυτά ο Αρνόλντο ήταν σημαντικός για μένα. Δεν είχα στενή σχέση με πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου. Το γεγονός ότι ξαναβρήκαμε τον ρυθμό που είχαμε χάσει ήταν μια μεγάλη νίκη μέσα σε μια βδομάδα που στο σύνολό της έμοιαζε με χαμένη μάχη.
18 «Ω Θεέ μου», είπα με ένα βογκητό, μασώντας ένα κάπκεϊκ σοκολάτα με καραμέλα βουτύρου. «Είναι θεϊκό». Η Κριστίν, η διοργανώτρια του γάμου, χαμογέλασε ευχαριστημένη. «Ναι, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Περίμενε όμως. Αυτά με το βούτυρο βανίλια είναι ακόμη καλύτερα». «Βανίλια πάνω από σοκολάτα;» Κοίταξα τα γλυκά στο τραπεζάκι. «Με τίποτα». «Συνήθως θα συμφωνούσα κι εγώ», είπε η Κριστίν κρατώντας μια σημείωση, «αλλά αυτός ο ζαχαροπλάστης με έκανε να αλλάξω γνώμη. Το λεμόνι είναι επίσης πολύ καλό». Το μεσημεριανό φως έμπαινε από τα τεράστια παράθυρα που κάλυπταν όλη τη μία πλευρά του ιδιωτικού καθιστικού της μητέρας μου, φωτίζοντας τις χρυσαφένιες μπούκλες και το πορσελάνινο δέρμα της. Είχε αλλάξει τη διακόσμηση πρόσφατα, επιλέγοντας ένα παλ γκρίζο-μπλε για τους τοίχους που έδινε μια νέα ενέργεια στον χώρο – και αναδείκνυε και τη δική της ομορφιά. Αυτό ήταν ένα από τα ταλέντα της, να αυτοπαρουσιάζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ήταν επίσης ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματά της, κατά τη γνώμη μου, το γεγονός ότι την ένοιαζε υπερβολικά η εξωτερική εμφάνιση και το τι θα πει ο κόσμος. Δεν καταλάβαινα πώς κατάφερνε η μαμά μου να μην πλήττει αλλάζοντας συνεχώς τη διακόσμηση σύμφωνα με τις τελευταίες τάσεις – έστω και αν της έπαιρνε πάνω από έναν χρόνο για να αλλάξει διαδοχικά όλα τα δωμάτια και τις αίθουσες του ρετιρέ του Στάντον, που ξεπερνούσε τα πεντακόσια πενήντα τετραγωνικά. Η μία και μοναδική συνάντησή μου με τον Μπλερ Ας ήταν αρκετή για να καταλάβω ότι το γονίδιο της διακόσμησης είχε πηδήξει τη γενιά μου. Με ενδιέφεραν οι ιδέες του αλλά δεν μπορούσα να ενθουσιαστώ με τις λεπτομέρειες. Έριξα στο στόμα μου άλλο ένα μίνι κάπκεϊκ πιάνοντάς το με τα δάχτυλα, ενώ η μητέρα μου κάρφωνε κομψά με ένα πιρουνάκι ένα από τα μικροσκοπικά κέικ μεγέθους κέρματος. «Ποιες είναι οι προτιμήσεις σας για τα λουλούδια;» Η Κριστίν ξεσταύρωσε και ξανασταύρωσε τα μακριά μελαψά πόδια της. Φορούσε ψηλοτάκουνα Τζίμι Τσου, κομψά αλλά σέξι, και ένα φόρεμα κρουαζέ της Νταϊάν φον Φίρστενμπεργκ σε παλιό και κλασικό στιλ. Είχε μαύρα μαλλιά ως τους ώμους σε πυκνές μπούκλες, που πλαισίωναν και κολάκευαν το στενό της πρόσωπο, και γεμάτα, πλατιά χείλια βαμμένα με απαλό ροζ γκλος. Ήταν δυναμική και υπέροχη και την είχα συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή. «Κόκκινο», είπα, σκουπίζοντας γλάσο από την άκρη των χειλιών μου. «Οτιδήποτε σε κόκκινο». «Κόκκινο;» Η μητέρα μου έκανε ένα κατηγορηματικό αρνητικό νεύμα. «Εύα, είναι πολύ χτυπητό και κακόγουστο. Είναι ο πρώτος γάμος σου. Καλύτερα λευκό, κρεμ και χρυσό». Την κοίταξα για μια στιγμή. «Γιατί, πόσους γάμους περιμένεις να κάνω;» «Δεν εννοούσα αυτό. Πρώτη φορά θα ντυθείς νύφη». «Δεν εννοώ να φορέσω κόκκινο νυφικό», είπα. «Απλώς λέω ότι το κύριο χρώμα πρέπει να είναι κόκκινο». «Δε βλέπω πώς θα μπορούσε να σταθεί αυτό, γλυκιά μου. Και έχω οργανώσει τόσους γάμους που ξέρω». Θυμήθηκα τη μητέρα μου να οργανώνει τους γάμους της στο παρελθόν, με κάθε διαδοχική τελετή
να είναι πιο περίτεχνη και αξέχαστη από την προηγούμενη. Ποτέ υπερβολική, πάντα καλόγουστη. Υπέροχοι γάμοι για μια όμορφη νύφη. Ήλπιζα να γεράσω κι εγώ έστω και με τη μισή χάρη της μητέρας μου, γιατί ήμουν σίγουρη ότι ο Γκίντεον θα γινόταν όλο και πιο σέξι όσο μεγάλωνε. Ήταν τέτοιου είδους άντρας. «Μόνικα, επίτρεψέ μου να σου δείξω πώς θα μπορούσε να είναι το κόκκινο», είπε η Κριστίν, βγάζοντας ένα δερμάτινο ντοσιέ από την τσάντα της. «Το κόκκινο μπορεί να είναι εκπληκτικό χρώμα, ιδιαίτερα για βραδινούς γάμους. Το σημαντικό είναι η τελετή και η δεξίωση να αντιπροσωπεύουν και τη νύφη και τον γαμπρό. Για να είναι πραγματικά αξέχαστη αυτή η μέρα, είναι σημαντικό να εκφράσουμε οπτικά το στιλ τους, το ιστορικό τους και τις ελπίδες τους για το μέλλον». Η μητέρα μου πήρε το ντοσιέ και κοίταξε τις φωτογραφίες στη σελίδα. «Εύα… δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά». Έριξα μια ευχαριστήρια ματιά στην Κριστίν που με υποστήριξε, ιδιαίτερα αφού ήξερε ότι η μητέρα μου θα πλήρωνε τον λογαριασμό. Φυσικά, το γεγονός ότι παντρευόμουν τον Γκίντεον Κρος μάλλον τη βοήθησε να πάρει το μέρος μου. Με το όνομά του στο ενεργητικό της, θα τραβούσε πολλή νέα πελατεία. «Σίγουρα θα υπάρχει μια μέση συμβιβαστική λύση, μαμά». Έτσι ήλπιζα τουλάχιστον. Δεν της είχα ρίξει ακόμη τη μεγάλη βόμβα. «Έχουμε κάποια ιδέα για το πού θέλουμε να κινηθεί το κόστος;» ρώτησε η Κριστίν. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή… Είδα σε αργή κίνηση τη μητέρα μου να ανοίγει το στόμα της και η καρδιά μου σφίχτηκε σε μια αντίδραση ημιπανικού. «Πενήντα χιλιάδες για την τελετή», είπα. «Μείον το κόστος του νυφικού». Γύρισαν και οι δύο και με κοίταξαν με διάπλατα μάτια. Η μαμά μου έβγαλε ένα γέλιο σαν να μην πίστευε στα αυτιά της, σηκώνοντας ταυτόχρονα το χέρι για να αγγίξει ένα κολιέ Καρτιέ που κρεμόταν ανάμεσα στα στήθη της. «Θεέ μου, Εύα. Δεν είναι ώρα γι’ αστεία!» «Θα πληρώσει ο μπαμπάς για τον γάμο, μαμά», της είπα, με τη φωνή μου να δυναμώνει τώρα που είχε περάσει η στιγμή που έτρεμα. Με κοίταξε άφωνη, και τα γαλάζια μάτια της αποκάλυψαν μια γλυκιά τρυφερότητα, αν και για μια στιγμή μόνο. Μετά το σαγόνι της σφίχτηκε. «Το νυφικό σου μόνο θα στοιχίσει παραπάνω. Τα λουλούδια, ο χώρος;» «Θα παντρευτούμε στην παραλία», είπα. Μόλις μου είχε έρθει η ιδέα. «Στη Βόρεια Καρολίνα. Στο Άουτερ Μπανκς. Στο σπίτι που αγοράσαμε μόλις με τον Γκίντεον. Θα χρειαστούμε μόνο λουλούδια για τους καλεσμένους του γάμου». «Δεν καταλαβαίνεις». Η μαμά μου κοίταξε την Κριστίν για συμπαράσταση. «Δε γίνεται αυτό. Δε θα έχεις κανέναν έλεγχο». Που σήμαινε ότι αυτή δε θα είχε κανέναν έλεγχο. «Απρόβλεπτος καιρός», συνέχισε. «Άμμος παντού… Και επιπλέον, αν ζητήσεις από τους καλεσμένους να ταξιδέψουν τόσο μακριά, είναι πιθανό μερικοί να μην μπορέσουν να έρθουν. Και πού θα έμεναν όλοι;» «Ποιοι είναι οι “όλοι”; Σου είπα, η τελετή θα είναι σε στενό κύκλο, για φίλους και συγγενείς μόνο. Τα μεταφορικά θα τα αναλάβει ο Γκίντεον. Και σίγουρα θα μπορεί να κανονίσει και το θέμα της διαμονής».
«Μπορώ να βοηθήσω κι εγώ σ’ αυτό», είπε η Κριστίν. «Μην την ενθαρρύνεις!» είπε απότομα η μητέρα μου. «Κι εσύ μη γίνεσαι αγενής!» της απάντησα. «Νομίζω ξεχνάς ότι μιλάμε για τον γάμο μου. Όχι για κανένα διαφημιστικό γκαλά». Η μαμά μου πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει κουράγιο. «Εύα, είναι πολύ γλυκό που θέλεις να τιμήσεις τον πατέρα σου με αυτό τον τρόπο, αλλά αυτός δεν καταλαβαίνει τι βάρος σου φορτώνει ζητώντας σου κάτι τέτοιο. Ακόμη κι αν έβαζα εγώ άλλα τόσα, δε θα φτάνουν…» «Φτάνουν και περισσεύουν». Έπλεξα σφιχτά τα χέρια μου πιέζοντας τα δαχτυλίδια μέχρι που με πόνεσαν. «Και δεν είναι βάρος». «Θα προσβάλεις ένα σωρό κόσμο. Πρέπει να καταλάβεις ότι ένας άνθρωπος με τη θέση του Γκίντεον πρέπει να εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να εδραιώνει το δίκτυο των γνωριμιών του. Θα θέλει να…» «…να κλεφτούμε», της πέταξα, εκνευρισμένη από αυτή την πολύ γνωστή πια σύγκρουση αντιλήψεων ανάμεσά μας. «Αν ήταν στο χέρι του, θα το σκάγαμε κάπου μαζί και θα παντρευόμασταν σε μια ερημική παραλία με δυο μάρτυρες και ωραία θέα». «Μπορεί να το λέει αυτό, αλλά…» «Όχι, μητέρα. Πίστεψέ με. Αυτό ακριβώς θα έκανε». «Εε… αν μου επιτρέπετε». Η Κριστίν έσκυψε μπροστά. «Μόνικα, ακόμη κι έτσι μπορούμε να κάνουμε έναν ωραίο γάμο. Πολλοί γάμοι διασημοτήτων γίνονται σε κλειστό κύκλο. Και ο περιορισμένος προϋπολογισμός θα μας βοηθήσει να εστιάσουμε στις λεπτομέρειες. Επίσης, αν συμφωνούν ο Γκίντεον και η Εύα, μπορούμε να πουλήσουμε σε περιοδικά λαϊφστάιλ επιλεγμένες φωτογραφίες, και τα κέρδη να πάνε σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα». «Α, μου αρέσει αυτό!» είπα, αν και δεν ήξερα πώς θα μπορούσε να γίνει αφού ο Γκίντεον είχε προσφέρει αποκλειστικότητα σαράντα οχτώ ωρών στην Ντιάνα Τζόνσον. Η μαμά μου ήταν ταραγμένη. «Ονειρεύομαι τον γάμο σου από τη μέρα που γεννήθηκες», είπε σιγά. «Πάντα ήθελα να κάνεις έναν γάμο πριγκίπισσας». «Μαμά». Της έπιασα το χέρι. «Μπορείς να τα δώσεις όλα στη δεξίωση, εντάξει; Κάνε ό,τι θέλεις. Ξέχνα το κόκκινο, προσκάλεσε όλο τον κόσμο, ό,τι θέλεις. Όσο για τον γάμο, δεν είναι αρκετό που βρήκα τον πρίγκιπά μου;» Μου έσφιξε το χέρι και με κοίταξε με δάκρυα στα γαλάζια μάτια της. «Φαντάζομαι ότι θα πρέπει να αρκεστούμε σ’ αυτό». Μόλις είχα καθίσει στο πίσω κάθισμα της Μερσεντές όταν χτύπησε το κινητό μου. Το έβγαλα από την τσάντα και κοιτάζοντας στην οθόνη είδα ότι ήταν ο Τρέι. Το στομάχι μου σφίχτηκε λίγο. Δεν μπορούσα να διώξω από τον νου μου τη συντετριμμένη έκφραση στο πρόσωπό του χτες βράδυ. Είχα μείνει στην κουζίνα, ενώ ο Κάρι έβαλε κάτω τον Τρέι στο λίβινγκ ρουμ και του είπε για την Τατιάνα και το μωρό. Είχα βάλει ένα ψητό στον φούρνο και διάβαζα ένα βιβλίο στην ταμπλέτα μου καθισμένη στο μπαρ, έτσι που να είμαι μέσα στο οπτικό πεδίο του Κάρι. Έβλεπα τον Τρέι προφίλ, αλλά ακόμη κι έτσι είδα πόσο άσχημα πήρε το νέο. Παρ’ όλα αυτά, έμεινε για φαγητό, και μετά κοιμήθηκε σπίτι με τον Κάρι. Έτσι ήλπιζα ότι τα πράγματα θα πάνε καλά στο τέλος. Τουλάχιστον δεν έφυγε κατευθείαν. «Γεια σου, Τρέι», είπα. «Πώς είσαι;» «Γεια σου, Εύα». Αναστέναξε βαριά. «Δεν έχω ιδέα πώς είμαι. Εσύ τι κάνεις;»
«Μόλις έφυγα από το σπίτι της μητέρας μου αφού πέρασα ώρες μιλώντας για τον γάμο. Δεν πήγε τόσο άσχημα όσο θα μπορούσε να πάει, αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν και καλύτερα. Όμως αυτό είναι μάλλον συνηθισμένο όταν έχω να κάνω με τη μαμά μου». «Α… βλέπω είσαι πνιγμένη. Με συγχωρείς για την ενόχληση». «Τρέι. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Χαίρομαι που πήρες. Αν θέλεις να μιλήσουμε, είμαι εδώ». «Θα μπορούσαμε να βρεθούμε ίσως; Όποτε σε βολεύει;» «Τι θα ’λεγες για τώρα;» «Σοβαρά; Είμαι σε ένα παζάρι στη δυτική πλευρά. Με έσυρε εδώ η αδερφή μου αλλά ήμουν φρικτή παρέα, έτσι με παράτησε πριν από λίγα λεπτά και τώρα αναρωτιέμαι τι διάβολο κάνω εδώ». «Μπορώ να έρθω». «Είμαι ανάμεσα στην Ογδοηκοστή Δεύτερη και την Ογδοηκοστή Τρίτη, κοντά στην Άμστερνταμ. Αλλά έχε υπόψη σου ότι έχει τρομερή κίνηση εδώ». «Εντάξει, περίμενέ με. Θα τα πούμε σε λιγάκι». «Ευχαριστώ, Εύα». Κλείσαμε και κοίταξα τον Ραούλ μέσα από τον εσωτερικό καθρέφτη. «Άμστερνταμ και Ογδοηκοστή Δεύτερη. Όσο πιο πολύ μπορείς να πλησιάσεις». Ο Ραούλ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. «Ευχαριστώ». Κοίταξα από το παράθυρο καθώς στρίψαμε στη γωνία, απολαμβάνοντας την πόλη αυτό το ηλιόλουστο απόγευμα του Σαββάτου. Οι ρυθμοί του Μανχάταν ήταν πιο αργοί τα Σαββατοκύριακα, τα ρούχα πιο σπορ, και οι μικροπωλητές περισσότεροι. Γυναίκες με σανδάλια και καλοκαιρινά φορέματα χάζευαν αβίαστα τις βιτρίνες, ενώ άντρες με σορτς και τι-σερτ περπατούσαν σε παρέες, κοιτάζοντας τις γυναίκες και συζητώντας ό,τι συζητούν οι άντρες. Σκυλιά κάθε είδους και μεγέθους παρέλαυναν δεμένα με τα λουριά τους, ενώ παιδιά σε καροτσάκια κλοτσούσαν ψηλά τα πόδια τους ή κοιμούνταν. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι περπατούσε σέρνοντας τα πόδια του. Ήταν πιασμένοι χέρι χέρι, μαγεμένοι ακόμη ο ένας με τον άλλον μετά από τόσα χρόνια οικειότητας. Πήρα τον Γκίντεον με την ταχεία κλήση πριν ακόμη συνειδητοποιήσω τι έκανα. «Άγγελέ μου», απάντησε. «Γυρίζεις σπίτι;» «Όχι ακριβώς. Τελείωσα με τη μαμά μου, αλλά πάω να δω τον Τρέι». «Πόσο θα σου πάρει;» «Δεν είμαι σίγουρη. Όχι πάνω από μια ώρα, νομίζω. Θεέ μου, ελπίζω να μη μου πει ότι τελείωσε με τον Κάρι». «Πώς πήγε με τη μητέρα σου;» «Της είπα ότι θα παντρευτούμε στην παραλία μπροστά στο σπίτι του Άουτερ Μπανκς». Έκανα μια παύση. «Με συγχωρείς. Έπρεπε να σε ρωτήσω πρώτα». «Νομίζω ότι είναι εξαιρετική ιδέα». Η βραχνή φωνή του πήρε εκείνη την ιδιαίτερη χροιά που έδειχνε ότι είχε συγκινηθεί. «Με ρώτησε πού θα βολέψουμε τους καλεσμένους. Και βασικά το φόρτωσα αυτό σε σένα και στη διοργανώτρια του γάμου». «Δεν πειράζει. Θα βρούμε κάποια λύση». Η αγάπη μου γι’ αυτόν απλώθηκε μέσα μου σαν ένα ζεστό ορμητικό κύμα. «Σ’ ευχαριστώ». «Οπότε ξεπέρασες το μεγάλο εμπόδιο», είπε, καταλαβαίνοντας όπως συνήθως πόσο αγχωμένη ήμουν γι’ αυτό το θέμα.
«Δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Την πήραν τα δάκρυα. Ξέρεις, είχε μεγάλα όνειρα που δε θα πραγματοποιηθούν. Ελπίζω να τα ξεχάσει και να κάνει αυτό που της ζήτησα». «Και η δική της οικογένεια; Δεν έχουμε συζητήσει τι θα κάνουμε μ’ αυτούς». Σήκωσα τους ώμους, αλλά μετά θυμήθηκα ότι δε με έβλεπε. «Δε θα τους καλέσουμε. Τα μόνα πράγματα που ξέρω γι’ αυτούς είναι ό,τι βρήκα στο διαδίκτυο. Αποκλήρωσαν τη μαμά μου όταν έμεινε έγκυος σε μένα, έτσι δεν ήταν ποτέ μέρος της ζωής μου». «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Γκίντεον. «Σου έχω μια έκπληξη όταν γυρίσεις σπίτι». «Μπα;» Η διάθεσή μου έφτιαξε αμέσως. «Θα μου πεις τι είναι;» «Όχι βέβαια. Θα πρέπει να βιαστείς να γυρίσεις σπίτι αν είσαι περίεργη». Μούτρωσα. «Άκαρδε». «Άσ’ τα αυτά, δε με ρίχνεις». Τα δάχτυλα των ποδιών μου μαζεύτηκαν από το τραχύ βελούδο της φωνής του. «Θα είμαι σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορώ». «Θα περιμένω», μου απάντησε. Η κίνηση κοντά στο παζάρι ήταν αφόρητη. Ο Ραούλ άφησε τη Μερσεντές στο γκαράζ κάτω από την πολυκατοικία μου, και μετά με συνόδευσε μέχρι εκεί με τα πόδια. Μόλις πλησιάσαμε σε απόσταση μισού τετραγώνου, μας κατέκλυσαν μυρωδιές από διάφορα φαγητά κι άρχισαν να μου τρέχουν τα σάλια. Ακουγόταν μουσική κι όταν φτάσαμε στη λεωφόρο Άμστερνταμ, είδα ότι ήταν μια γυναίκα που τραγουδούσε σε μια μικρή σκηνή μπροστά στην οποία στεκόταν στριμωγμένος πολύς κόσμος. Μικροπωλητές ήταν παραταγμένοι και από τις δύο μεριές του δρόμου, με τα εμπορεύματα και τα κεφάλια τους να προστατεύονται από τον ήλιο από λευκές τέντες. Έβρισκες από φουλάρια, καπέλα, κοσμήματα και έργα τέχνης, μέχρι λαχανικά, φρούτα και φαγητά από πολλές διαφορετικές κουζίνες. Υπήρχαν τα πάντα. Μου πήρε μερικά λεπτά για να εντοπίσω τον Τρέι μέσα στον κόσμο. Τον βρήκα να κάθεται σε μια σκάλα κοντά στη γωνία όπου είχαμε συμφωνήσει να βρεθούμε. Φορούσε φαρδύ τζιν και λαδί τισερτ, και είχε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου σκαλωμένα στη ράχη της σπασμένης μύτης του. Τα ξανθά μαλλιά του ήταν ατίθασα όπως πάντα και το όμορφο στόμα του σφιγμένο σε μια ίσια γραμμή. Σηκώθηκε όταν με είδε και άπλωσε το χέρι του για χειραψία, εγώ όμως τον αγκάλιασα και τον κράτησα έτσι μέχρι που τον αισθάνθηκα να χαλαρώνει και να με αγκαλιάζει κι αυτός. Ο κόσμος συνέχισε να περνά γύρω μας, οι Νεοϋορκέζοι δεν ενοχλούνται από τέτοιες εκδηλώσεις. Ο Ραούλ απομακρύνθηκε σε μια διακριτική απόσταση. «Είμαι φρικαρισμένος», μουρμούρισε ο Τρέι με το στόμα του πάνω από τον ώμο μου. «Φυσικό είναι». Τραβήχτηκα και του έδειξα τα σκαλιά όπου καθόταν. «Οποιοσδήποτε στη θέση σου θα ήταν φρικαρισμένος». Κάθισε στο μεσαίο σκαλί και κάθισα κι εγώ δίπλα του. «Δε νομίζω ότι μπορώ να το κάνω αυτό, Εύα. Και δε νομίζω ότι θα έπρεπε να το κάνω. Θέλω κάποιον που να είναι μόνιμα στη ζωή μου, κάποιον που να μου συμπαρασταθεί μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου, και μετά όταν θα προσπαθήσω να ανοίξω το ιατρείο μου. Ο Κάρι θα συμπαραστέκεται σ’ αυτό το μοντέλο και θα με βάζει και μένα στο πρόγραμμά του όποτε μπορεί. Πώς είναι δυνατό να μη με ενοχλεί αυτό;» «Σωστή ερώτηση», είπα, απλώνοντας τα πόδια μπροστά μου. «Το ξέρεις ότι ο Κάρι δε θα είναι
σίγουρος πως το μωρό είναι δικό του παρά μόνο όταν γίνει τεστ πατρότητας». Ο Τρέι κούνησε το κεφάλι του. «Δε νομίζω ότι έχει σημασία αυτό. Φαίνεται αποφασισμένος να αναλάβει την ευθύνη». «Νομίζω ότι έχει σημασία. Αν το παιδί δεν είναι δικό του, μπορεί να μην την παρατήσει, μπορεί να αναλάβει να παίζει τον θείο ή κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω. Προς το παρόν, πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι ο πατέρας, αλλά μπορεί να μην είναι. Υπάρχει κι αυτό το ενδεχόμενο». «Δηλαδή, μου λες να περιμένω άλλους έξι μήνες;» «Όχι. Αν θέλεις να σου δώσω απαντήσεις, δεν έχω. Το μόνο που μπορώ να σου πω στα σίγουρα είναι ότι ο Κάρι σ’ αγαπάει. Σ’ αγαπάει περισσότερο από όσο τον έχω δει ποτέ να αγαπάει κάποιον. Αν σε χάσει, θα σπάσει. Δεν προσπαθώ να σε κάνω να μείνεις μαζί του από ενοχές. Απλώς νομίζω πως πρέπει να ξέρεις ότι, αν φύγεις, δε θα είσαι ο μόνος που θα πονέσει». «Και πώς με βοηθάει αυτό;» «Μπορεί να μη σε βοηθάει». Ακούμπησα το χέρι στο γόνατό του. «Μπορεί απλώς να είμαι εγώ τόσο μικροπρεπής που να το βρίσκω παρήγορο κάτι τέτοιο. Αν ο Γκίντεον κι εγώ χωρίζαμε, θα ήθελα να ξέρω ότι είναι τόσο δυστυχισμένος όσο κι εγώ». Ο Τρέι χαμογέλασε θλιμμένα. «Ναι, κατάλαβα τι εννοείς. Εσύ θα έμενες μαζί του αν μάθαινες ότι άφησε έγκυο κάποια άλλη; Κάποια με την οποία κοιμόταν ενώ έβλεπε και σένα;» «Το σκέφτηκα κι εγώ αυτό. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ να μην είμαι με τον Γκίντεον. Αν όταν έγινε αυτό δεν είχαμε αποκλειστική σχέση, και η γυναίκα ήταν στο παρελθόν του, αν ήταν πλέον μαζί μου και όχι μαζί της, ίσως να μπορούσα να το αντέξω». Παρακολούθησα μια γυναίκα που κρεμούσε άλλη μία σακούλα στην παραφορτωμένη λαβή από το καροτσάκι του παιδιού της. «Όμως, αν ήταν κυρίως μαζί της και μ’ έβλεπε και μένα παράλληλα… νομίζω ότι θα έφευγα». Ήταν δύσκολο να είμαι ειλικρινής όταν η αλήθεια ήταν το αντίθετο από αυτό που θα ήθελε ο Κάρι να πω, αλλά αισθάνθηκα ότι αυτό ήταν το σωστό. «Ευχαριστώ, Εύα». «Δεν ξέρω αν έχει σημασία για σένα αυτό που θα σου πω, αλλά δε θα είχα κακή γνώμη για σένα αν αποφάσιζες να προσπαθήσεις να μείνεις με τον Κάρι, όσο δύσκολο κι αν είναι. Δεν είναι αδυναμία να στέκεσαι δίπλα στον άνθρωπο που αγαπάς όταν προσπαθεί να διορθώσει ένα μεγάλο λάθος, και δεν είναι αδυναμία να αποφασίσεις να βάλεις πρώτα τον εαυτό σου. Όποια απόφαση κι αν πάρεις, θα εξακολουθώ να σε θεωρώ σπουδαίο τύπο». Έσκυψε προς το μέρος μου κι ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο μου. «Ευχαριστώ, Εύα». Έπλεξα τα δάχτυλά του με τα δικά μου. «Παρακαλώ». «Πάω να φέρω το αμάξι», είπε ο Ραούλ καθώς μπαίναμε στην είσοδο της πολυκατοικίας μου. «Εντάξει. Εγώ πάω να δω το γραμματοκιβώτιο». Χαιρέτησα τη θυρωρό καθώς περνούσαμε μπροστά της, και μετά εγώ μπήκα στο δωμάτιο αλληλογραφίας ενώ ο Ραούλ πήγε στο ασανσέρ για να κατεβεί στο γκαράζ. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά του γραμματοκιβωτίου, άνοιξα την μπρούντζινη πόρτα, κι έσκυψα για να κοιτάξω μέσα. Υπήρχαν μερικά διαφημιστικά και τίποτε άλλο, έτσι δε θα χρειαζόταν να ανεβώ πάνω. Τα έβγαλα έξω, τα πέταξα στο καλάθι των αχρήστων εκεί κοντά και μετά έκλεισα και κλείδωσα το γραμματοκιβώτιο. Βγήκα πάλι στην αίθουσα του ισογείου τη στιγμή που μια γυναίκα έβγαινε από το κτίριο. Είχε
κόκκινα μαλλιά καρφάκια, και αυτό μου τράβηξε την προσοχή. Την κοίταξα επίμονα, περιμένοντας να στρίψει στον δρόμο, ελπίζοντας να δω το προφίλ της. Μου κόπηκε η ανάσα. Αυτά τα μαλλιά μού ήταν γνωστά από μια αναζήτηση εικόνας που είχα κάνει στο Google. Ήταν το πρόσωπο που θυμόμουν από το φιλανθρωπικό δείπνο όπου είχα πάει πριν από μερικές βδομάδες με τον Γκίντεον. Και μετά η γυναίκα χάθηκε. Έτρεξα πίσω της, αλλά όταν έφτασα στο πεζοδρόμιο έμπαινε ήδη στο πίσω κάθισμα ενός μαύρου αυτοκινήτου. «Ε!» φώναξα. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε, κι εγώ απέμεινα στο πεζοδρόμιο να το κοιτάζω. «Όλα εντάξει;» Γύρισα και είδα τον Λουί, τον πορτιέρη. «Ξέρεις ποια ήταν αυτή;» «Όχι. Δε μένει εδώ». Μπήκα πάλι μέσα κι έκανα την ίδια ερώτηση στη θυρωρό. «Κοκκινομάλλα;» ρώτησε αυτή απορημένη. «Σήμερα δεν είχαμε καθόλου επισκέπτες που να ήρθαν χωρίς κάποιον ένοικο του κτιρίου, έτσι δεν έδωσα προσοχή». «Χμμ. Εντάξει, ευχαριστώ». «Το αυτοκίνητό σου είναι εδώ, Εύα», είπε ο Λουί από την πόρτα. Ευχαρίστησα τη θυρωρό και βγήκα έξω. Σε όλη τη διαδρομή από το σπίτι μου μέχρι το ρετιρέ σκεφτόμουν την Ανν Λούκας. Όταν βγήκα από το ιδιωτικό ασανσέρ στο χολ του ρετιρέ, ήμουν ακόμη αφηρημένη. Ο Γκίντεον με περίμενε. Φορούσε ένα φθαρμένο τζιν κι ένα τι-σερτ του Πανεπιστημίου Κολούμπια, κι έδειχνε τόσο νέος και όμορφος. Όταν μου χαμογέλασε, σχεδόν ξέχασα όλο τον κόσμο. «Αγγελούδι μου», είπε γλυκά, διασχίζοντας το καρό ασπρόμαυρο δάπεδο ξυπόλυτος. Είχε εκείνο το βλέμμα που ήξερα καλά. «Έλα δω». Πήγα κατευθείαν στην ανοιχτή αγκαλιά του και κόλλησα σφιχτά πάνω στο σκληρό του σώμα. Ρούφηξα τη μυρωδιά του. «Θα με πάρεις για τρελή», μουρμούρισα κολλημένη ακόμη στο στήθος του, «αλλά μου φάνηκε ότι είδα την Ανν Λούκας στην είσοδο της πολυκατοικίας μου». Πάγωσε. Ήξερα ότι δεν την συμπαθούσε καθόλου. «Πότε;» ρώτησε. «Πριν από είκοσι λεπτά περίπου. Πριν ξεκινήσω για να έρθω εδώ». Με άφησε κι έβγαλε το κινητό του από την πίσω τσέπη. Έπιασε με το άλλο χέρι του το δικό μου και με τράβηξε στο λίβινγκ ρουμ. «Η κυρία Κρος μόλις είδε την Ανν Λούκας στην πολυκατοικία της», είπε σε όποιον είχε καλέσει. «Νομίζω ότι την είδα», τον διόρθωσα, συνοφρυωμένη με τον σκληρό του τόνο. Όμως δε με άκουσε. «Μάθε τι έγινε», είπε, και το έκλεισε. «Γκίντεον. Τι συμβαίνει;» Με τράβηξε στον καναπέ και κάθισα. Βολεύτηκα όσο καλύτερα γινόταν δίπλα του, αφήνοντας την τσάντα μου στο τραπεζάκι. «Πήγα και είδα την Ανν τις προάλλες», μου εξήγησε, κρατώντας το χέρι μου. «Ο Ραούλ βεβαιώθηκε ότι η γυναίκα που σου μίλησε στο φιλανθρωπικό δείπνο ήταν αυτή. Το παραδέχτηκε, και την προειδοποίησα να μη σε ξαναπλησιάσει, αλλά ξέρω ότι θα συνεχίσει το παιχνίδι της. Θέλει
να με πληγώσει, και ξέρει ότι μπορεί να το κάνει αυτό πληγώνοντας εσένα». «Εντάξει…» είπα, προσπαθώντας να τα επεξεργαστώ όλα αυτά. «Πρέπει να το λες στον Ραούλ όταν τη βλέπεις οπουδήποτε. Ακόμη κι αν απλώς νομίζεις ότι είναι αυτή». «Μια στιγμή, αγόρι μου. Πήγες και την είδες τις προάλλες και δε μου είπες τίποτα;» «Σου το λέω τώρα». «Γιατί δε μου το είπες τότε;» Ξεφύσηξε δυνατά. «Ήταν τη μέρα που ήρθε ο Κρις». «Α…» «Ναι». Μασούλησα το κάτω χείλι μου για λίγο. «Πώς θα προσπαθήσει να με πληγώσει;» «Δεν ξέρω. Αλλά μου είναι αρκετό που ξέρω ότι θέλει να το κάνει». «Τι μπορεί να κάνει δηλαδή; Να μου σπάσει το πόδι; Τη μύτη;» «Δε νομίζω ότι θα χρησιμοποιήσει βία», είπε ο Γκίντεον. «Της αρέσει πιο πολύ να παίζει ψυχολογικά παιχνίδια. Να εμφανίζεται μπροστά σου. Να σε αφήνει να τη βλέπεις φευγαλέα». Πράγμα που ήταν πιο δόλιο. «Ώστε να πας να τη βρεις. Αυτό θέλει πραγματικά», μουρμούρισα. «Θέλει να σε δει». «Δε θα της κάνω τη χάρη. Της είπα αυτά που είχα να της πω». Κοίταξα τα πλεγμένα δάχτυλά μας κι έπαιζα με τη βέρα του. «Η Ανν, η Κορίν, η Ντιάνα… Είναι λίγο τρελό, Γκίντεον. Θέλω να πω, δε νομίζω ότι αυτό είναι φυσιολογικό για τους περισσότερους άντρες. Πόσες γυναίκες ακόμη θα χάσουν τα μυαλά τους μαζί σου;» Με κοίταξε με ένα ύφος σαν να μην του άρεσε καθόλου αυτό το σχόλιο. «Δεν ξέρω πώς της ήρθε της Κορίν. Όλα όσα έκανε αφότου γύρισε στη Νέα Υόρκη δεν ταιριάζουν καθόλου στον χαρακτήρα της. Δεν ξέρω αν φταίνε τα φάρμακα που έπαιρνε, η αποβολή, το διαζύγιό της…» «Παίρνει διαζύγιο;» «Μην παίρνεις αυτό τον τόνο, Εύα. Για μένα δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν είναι παντρεμένη ή ανύπαντρη. Εγώ είμαι παντρεμένος. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, και δεν είμαι άνθρωπος που κερατώνω τον άλλο. Σέβομαι και σένα και τον εαυτό μου για να κάνω κάτι τέτοιο». Έσκυψα προσφέροντάς του το στόμα μου, και το πήρε με ένα απαλό, γλυκό φιλί. Είχε πει ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν ν’ ακούσω. Ο Γκίντεον τραβήχτηκε πίσω, τρίβοντας τη μύτη του στη δική μου. «Όσο για τις άλλες δύο… Πρέπει να καταλάβεις ότι η Ντιάνα ήταν “παράπλευρη απώλεια”. Να πάρει. Όλη μου η ζωή ήταν μια εμπόλεμη ζώνη, και κάποιοι χτυπήθηκαν από αδέσποτα πυρά». Έπιασα το σαγόνι του και προσπάθησα να διώξω την ένταση χαϊδεύοντάς τον με τον αντίχειρα. Τον καταλάβαινα απόλυτα. Ξεροκατάπιε. «Αν δεν είχα χρησιμοποιήσει την Ντιάνα για να στείλω στην Ανν το μήνυμα ότι η σχέση μας είχε πάρει τέλος, θα ήταν κι αυτή ένα περιστασιακό σεξ της μιας βραδιάς, και θα είχε τελειώσει η ιστορία». «Και η Ντιάνα είναι εντάξει τώρα;» «Έτσι νομίζω». Χάιδεψε με τα ακροδάχτυλα το μάγουλό μου, το άγγιγμά του ίδιο με το δικό μου. «Μια και μπήκαμε σε τέτοια συζήτηση, θα πρέπει να πω ότι δε νομίζω πως θα μου έλεγε όχι αν της την έπεφτα –κάτι που δεν πρόκειται να κάνω– αλλά πάντως δεν εμπίπτει πια στην κατηγορία της περιφρονημένης γυναίκας που ζητά εκδίκηση».
«Ναι, το ήξερα ότι θα ξαναπηδιόταν μαζί σου αν μπορούσε. Όχι ότι την αδικώ. Είναι ανάγκη να είσαι τόσο καλός στο κρεβάτι, να πάρει; Δε σου φτάνει που είσαι τόσο σέξι, και έχεις εκπληκτικό σώμα και τεράστιο πούτσο;» Κούνησε το κεφάλι του φανερά αγανακτισμένος. «Δεν είναι τεράστιος». «Λέγε ό,τι θέλεις. Είσαι προικισμένος. Και ξέρεις να τον χρησιμοποιήσεις. Κι εμείς οι γυναίκες δε βρίσκουμε τέτοιο απίστευτο σεξ πολύ συχνά, οπότε, όταν το βρούμε, τρελαινόμαστε λίγο. Φαντάζομαι αυτό απαντά στην ερώτησή μου για την Ανν, αφού πήγε μαζί σου πολλές φορές». Ο Γκίντεον έγειρε πίσω. Ήταν βλοσυρός. «Σε κάποιο σημείο θα βαρεθείς να ακούς τι καθίκι είμαι». Κουλουριάστηκα δίπλα του, ακουμπώντας το κεφάλι στον ώμο του. «Δεν είσαι ο πρώτος τρελά σέξι γκόμενος στον πλανήτη που χρησιμοποιεί τις γυναίκες. Και δε θα είσαι ούτε ο τελευταίος». «Με την Ανν ήταν διαφορετικά», μουρμούρισε αυτός θυμωμένα. «Δεν είχε σχέση μόνο με τον άντρα της». Πάγωσα, αλλά μετά ανάγκασα τον εαυτό μου να χαλαρώσει πάλι ώστε να του προκαλέσω ακόμη μεγαλύτερη νευρικότητα. Ο Γκίντεον πήρε μια γρήγορη βαθιά ανάσα. «Η Ανν μου θυμίζει τον Χιου μερικές φορές», είπε ορμητικά. «Οι κινήσεις της, μερικά πράγματα που λέει… Υπάρχει οικογενειακή ομοιότητα ανάμεσά τους. Και όχι μόνο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω». «Δε χρειάζεται». «Μερικές φορές μέσα στο μυαλό μου θόλωνε η διαχωριστική γραμμή ανάμεσά τους. Ήταν σαν να τιμωρούσα τον Χιου μέσα από την Ανν. Της έκανα πράγματα που δεν τα έχω ξανακάνει σε καμία άλλη. Πράγματα που με αηδίαζαν όταν τα σκεφτόμουν αργότερα». «Γκίντεον». Τον αγκάλιασα από τη μέση. Δεν μου το είχε πει αυτό ως τώρα. Παλιότερα μου είχε εξηγήσει ότι ήθελε να τιμωρήσει τον άντρα της Ανν, τον Τέρενς Λούκας, και ήξερα ότι αυτός ήταν ένας λόγος. Τώρα όμως μάθαινα ότι δεν ήταν ο μόνος. «Η κατάσταση με μένα και την Ανν ήταν αρρωστημένη. Την έκανα να της αρέσει το διαστροφικό σεξ. Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω και να κάνω τα πράγματα διαφορετικά…» «Θα το αντιμετωπίσουμε. Χαίρομαι που μου το είπες». «Έπρεπε να σου το πω. Άκου, άγγελέ μου, πρέπει να το λες στον Ραούλ μόλις την αντιλαμβάνεσαι γύρω σου. Ακόμη κι αν δεν είσαι σίγουρη. Και μην πηγαίνεις πουθενά μόνη σου. Θα βρω έναν τρόπο για να την αντιμετωπίσω. Στο μεταξύ όμως θέλω να ξέρω ότι θα είσαι ασφαλής». «Εντάξει». Δεν ήμουν σίγουρη πόσο αποτελεσματικό θα ήταν αυτό το σχέδιο μακροπρόθεσμα. Ζούσαμε στην ίδια πόλη μ’ αυτή τη γυναίκα και τον άντρα της. Ήδη με είχε πλησιάσει και ο Λούκας. Ήταν και οι δύο πρόβλημα, και χρειαζόμασταν μια λύση. Όμως δε θα τη βρίσκαμε σήμερα. Ήταν Σάββατο, μία από τις δύο μέρες της βδομάδας που ανυπομονούσα περισσότερο να έρθουν επειδή μπορούσα να περάσω τόσο χρόνο μόνη με τον άντρα μου. «Λοιπόν», είπα, ανεβάζοντας το χέρι μου κάτω από το τι-σερτ του Γκίντεον για να αγγίξω το ζεστό του δέρμα. «Πού είναι η έκπληξή μου;» «Μμμ…» Η σέξι φωνή του έγινε πιο βαθιά. «Ας περιμένουμε λιγάκι πρώτα. Τι θα ’λεγες να αρχίσουμε με λίγο κρασί;» Έγειρα πίσω το κεφάλι και τον κοίταξα. «Προσπαθείς να με αποπλανήσεις, αγόρι μου;»
Με φίλησε στη μύτη. «Πάντα». «Μμμ… Ελεύθερα». Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει όταν ο Γκίντεον δεν μπήκε στο ντους μαζί μου. Η μόνη περίπτωση που έχανε την ευκαιρία να με βάλει στο χέρι ενώ ήμουν μούσκεμα ήταν τα πρωινά, αφού με είχε πάρει ήδη. Όταν γύρισα στο λίβινγκ ρουμ φορώντας σορτς και μια αμάνικη φανέλα χωρίς σουτιέν, με περίμενε με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Καθίσαμε στον καναπέ για να δούμε το Τρεις μέρες διορία, πράγμα που έδειχνε ότι ο άντρας μου με ήξερε καλά. Ήταν ακριβώς το είδος της ταινίας που μου άρεσε – λιγάκι αστεία, λιγάκι παρατραβηγμένη. Κι έπαιζε ο Κέβιν Κόστνερ, που μου αρέσει ιδιαίτερα. Όμως, όσο κι αν μου άρεσε να τεμπελιάζω με τον Γκίντεον, η ανυπομονησία άρχισε να μου τεντώνει τα νεύρα καθώς περνούσαν οι ώρες. Και ο Γκίντεον, ο άτιμος, το ήξερε, και φρόντιζε να μου τη μεγαλώνει. Μου γέμιζε συνέχεια το ποτήρι, και τα χέρια του ήταν συνέχεια πάνω μου – μου ανακάτευε τα μαλλιά, με χάιδευε στον ώμο, με άγγιζε στον μηρό. Όταν πήγε εννιά η ώρα, δεν άντεξα πια, ήμουν έτοιμη να σκαρφαλώσω πάνω του. Κάθισα στα πόδια του, κόλλησα τα χείλια μου στον λαιμό του κι έγλειψα την παλλόμενη φλέβα του. Αισθάνθηκα τον σφυγμό του να επιταχύνεται, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση από τη μεριά του. Κοίταζε απορροφημένος μια επανάληψη που είχαμε βρει σε ένα κανάλι αφού τελείωσε η ταινία. «Γκίντεον;» ψιθύρισα με αισθησιακή φωνή. Το χέρι μου γλίστρησε ανάμεσα στα πόδια του για να τον βρει σκληρό και έτοιμο όπως πάντα. «Μμμ;» Έπιασα τον λοβό του αυτιού του με τα δόντια μου και τον τράβηξα μαλακά. «Θα σε πείραζε αν γαμιόμουν πάνω στον μεγάλο πούτσο σου ενώ εσύ βλέπεις τηλεόραση;» Με χάιδεψε στην πλάτη. «Μπορεί να μου κρύβεις την οθόνη», απάντησε αφηρημένα. «Ίσως είναι καλύτερα να γονατίσεις και να μου τον πάρεις στο στόμα σου». Τραβήχτηκα πίσω και τον κοίταξα μ’ ανοιχτό το στόμα. Τα μάτια του γελούσαν. Του έσπρωξα τον ώμο. «Είσαι απαίσιος!» «Καημένο αγγελούδι μου», είπε γλυκά. «Είσαι καυλωμένο;» «Εσύ τι λες;» είπα δείχνοντας το στήθος μου. Οι ρώγες μου ήταν σκληρές και σφιγμένες, προεξείχαν από το λεπτό βαμβακερό μπλουζάκι απαιτώντας σιωπηλά την προσοχή του. Πιάνοντάς με από τους ώμους, με τράβηξε πιο κοντά, έπιασε την άκρη του στήθους μου με τα δόντια του, κι άρχισε να τρίβει τη ρώγα μου με τη γλώσσα του. Βόγκηξα. Με άφησε, και τα μάτια του τώρα ήταν τόσο σκοτεινά που έμοιαζαν με ζαφείρια. «Είσαι υγρή;» Είχα αρχίσει να υγραίνομαι, και πολύ μάλιστα. Κάθε φορά που με κοίταζε έτσι ο Γκίντεον, το κορμί μου μαλάκωνε γι’ αυτόν, γινόταν υγρό και πρόθυμο. «Γιατί δεν το διαπιστώνεις μόνος σου;» τον πείραξα. «Δείξε μου». Η κοφτή αυταρχική εντολή του με έκανε να ανάψω πιο πολύ. Σηκώθηκα προσεκτικά, νιώθοντας ανεξήγητα ντροπαλή. Ο Γκίντεον έσπρωξε το τραπεζάκι πίσω με το ένα πόδι για να μου κάνει χώρο να σταθώ μπροστά του. Με κοίταξε με ανέκφραστο πρόσωπο. Η έλλειψη ενθάρρυνσης μεγάλωσε το άγχος μου, πράγμα που ήταν μάλλον η πρόθεσή του. Με πίεζε μ’ εκείνο τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο.
Τράβηξα πίσω τους ώμους, τον κοίταξα στα μάτια και πέρασα τη γλώσσα από το κάτω χείλι μου. Τα μάτια του μισόκλεισαν από πόθο. Έπιασα με τους αντίχειρες το λάστιχο του σορτς και το κατέβασα, κουνώντας λίγο τους γοφούς μου για να μοιάζει περισσότερο με στριπτίζ και να μη φαίνεται τόσο πολύ η αμηχανία μου. «Δε φοράς σλιπ», μουρμούρισε, κοιτάζοντας το μουνί μου. «Είσαι κακό κορίτσι, αγγελούδι μου». Μούτρωσα. «Προσπαθώ να είμαι καλή». «Άνοιξε το μουνί σου», μουρμούρισε. «Θέλω να σε δω». «Γκίντεον…» Περίμενε υπομονετικά και ήξερα ότι η υπομονή του δε θα εξαντλούνταν. Είτε μου έπαιρνε πέντε λεπτά είτε πέντε ώρες, θα συνέχιζε να περιμένει. Και γι’ αυτό τον εμπιστευόμουν. Γιατί δεν έμπαινε ποτέ το ερώτημα αν θα υποτασσόμουν, αλλά πότε θα ήμουν έτοιμη να το κάνω, και αυτό ήταν μια απόφαση που τις περισσότερες φορές άφηνε σε μένα. Άνοιξα πιο πολύ τα πόδια και προσπάθησα να επιβραδύνω τη λαχανιασμένη ανάσα μου. Κατέβασα και τα δύο χέρια, άγγιξα τα χείλη του μουνιού μου και τα άνοιξα, αποκαλύπτοντας την κλειτορίδα μου στον άντρα του οποίου το άγγιγμα λαχταρούσε. Ο Γκίντεον ανασηκώθηκε αργά. «Έχεις τόσο όμορφο μουνί, Εύα». Καθώς έγερνε πιο κοντά, κράτησα την ανάσα μου. Σήκωσε τα χέρια του από τους μηρούς του κι έπιασε τα δικά μου για να με κρατήσει σταθερή. «Μην κινείσαι», με διέταξε. Μετά με έγλειψε με ένα νωχελικό πέρασμα της γλώσσας του. «Ω Θεέ μου», βόγκηξα, με τα πόδια μου να τρέμουν. «Κάτσε κάτω», είπε βραχνά, και γονάτισε στο πάτωμα καθώς υπάκουα. Το γυαλί ήταν κρύο στους γυμνούς γλουτούς μου, σε έντονη αντίθεση με τη φλόγα του κορμιού μου. Έφερα τα χέρια πίσω και πιάστηκα από την άλλη μεριά του τραπεζιού για ισορροπία καθώς αυτός μου άνοιγε διάπλατα τα πόδια. Η ανάσα του ήταν καυτή πάνω στην υγρή σάρκα μου, όλη η προσοχή του συγκεντρωμένη στο μουνί μου. «Θα μπορούσες να ήσουν πιο υγρή». Τον παρακολουθούσα λαχανιασμένη καθώς χαμήλωσε το κεφάλι του και τύλιξε τα χείλια του γύρω από την κλειτορίδα μου. Η ζέστη ήταν αφόρητη, και το μαστίγωμα της γλώσσας του με διέλυσε. Ξεφώνισα. Ήθελα να κουνηθώ, να συστρέψω το κορμί μου, αλλά με κρατούσε ακίνητη. Το κεφάλι μου έπεσε πίσω, τα αυτιά μου βούιζαν από την ορμή του αίματος στις φλέβες μου και τον ήχο του βογκητού του Γκίντεον. Η γλώσσα του πετάριζε πάνω από τα ευαίσθητα νεύρα, οδηγώντας με ανελέητα στον οργασμό. Το στομάχι μου σφίχτηκε καθώς μεγάλωνε η ηδονή και το απαλό μετάξι των μαλλιών του χάιδευε το ευαίσθητο εσωτερικό των ποδιών μου. Μου ξέφυγε ένα σιγανό βογκητό. «Θα τελειώσω», είπα αγκομαχώντας. «Γκίντεον… Θεέ μου… Θα τελειώσω». Έχωσε τη γλώσσα του μέσα μου. Οι αγκώνες μου λύθηκαν και κατέβηκα πιο χαμηλά. Η γλώσσα του γαμούσε το συσπώμενο άνοιγμα του μουνιού μου, χαϊδεύοντας την ευαίσθητη σάρκα, βασανίζοντάς με με την υπόσχεση της διείσδυσης που λαχταρούσα. «Γάμησέ με», τον παρακάλεσα. Ο Γκίντεον τραβήχτηκε πίσω, γλείφοντας τα χείλια του. «Όχι εδώ». Έβγαλα έναν ήχο διαμαρτυρίας καθώς σηκωνόταν όρθιος. Ήμουν τόσο κοντά στον οργασμό. Μου άπλωσε το χέρι, με βοήθησε να ανακαθίσω και μετά να σηκωθώ. Όταν λύθηκαν τα γόνατά μου και παραπάτησα, με έπιασε και μ’ έριξε στον ώμο του.
«Γκίντεον!» Μετά όμως το χέρι του πήγε ανάμεσα στα πόδια μου κι άρχισε να τρίβει το υγρό πρησμένο μουνί μου, και δε μ’ ένοιαζε πώς με κουβαλούσε, φτάνει να με πήγαινε κάπου όπου μπορούσε να με πάρει. Φτάσαμε στον διάδρομο κι έστριψε, αλλά μετά σταμάτησε πριν φτάσουμε στην κρεβατοκάμαρά του. Άκουσα το πόμολο να γυρίζει και μετά άναψε το φως. Βρισκόμασταν στη δική μου κρεβατοκάμαρα. Με έβαλε κάτω, γυρισμένη προς το μέρος του. «Γιατί εδώ;» ρώτησα. Κάποιοι άντρες μπορεί να πήγαιναν στο κοντινότερο κρεβάτι, αλλά ο Γκίντεον είχε τρομερό αυτοέλεγχο. Αφού με έφερε στη δεύτερη κρεβατοκάμαρα, είχε κάποιο λόγο. «Γύρνα», είπε σιγά. Κάτι στη φωνή του… στον τρόπο που με κοίταζε… Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου. Και είδα την κούνια. Δεν ήταν αυτό που περίμενα. Είχα κάνει μια έρευνα για κούνιες σεξ στο Διαδίκτυο όταν τις ανέφερε για πρώτη φορά ο Γκίντεον. Βρήκα ετοιμόρροπα κατασκευάσματα που κρέμονται από το κούφωμα της πόρτας, όχι τόσο ετοιμόρροπα κατασκευάσματα που κρέμονται από τετράποδα πλαίσια, και κάποια άλλα που κρέμονται από κρίκο βιδωμένο στο ταβάνι. Όλα είχαν από έναν συνδυασμό από αλυσίδες ή ιμάντες που ακινητοποιούσαν διάφορα μέρη του σώματος. Είδα και φωτογραφίες γυναικών που ήταν δεμένες σε αυτά τα αναθεματισμένα πράγματα, και έδειχναν να νιώθουν πολύ άβολα. Ειλικρινά, δεν έβλεπα πώς θα ήταν δυνατό να ξεπεράσει μια γυναίκα την αμηχανία και τον φόβο της ότι θα καταρρεύσει όλο αυτό το πράγμα, για να μη μιλήσουμε καν για το πώς θα κατορθώσει να φτάσει σε οργασμό. Έπρεπε να το φανταστώ ότι ο Γκίντεον θα είχε κάτι άλλο στον νου του. Γύρισα προς την κούνια. Ο Γκίντεον είχε αδειάσει την κρεβατοκάμαρα σε κάποιο σημείο. Το κρεβάτι και τα έπιπλα δεν ήταν πια εκεί. Το μοναδικό αντικείμενο στο δωμάτιο ήταν η ίδια η κούνια, που κρεμόταν από μια ανθεκτική κατασκευή σαν κλουβί. Μια πλατιά συμπαγής μεταλλική πλατφόρμα στήριζε τις μεταλλικές πλευρές και την οροφή, από την οποία κρεμόταν μια καπιτοναρισμένη μεταλλική καρέκλα με αλυσίδες. Με αγκάλιασε από πίσω. Γλίστρησε το ένα χέρι κάτω από τη φανέλα για να πιάσει το στήθος μου, και κατέβασε το άλλο ανάμεσα στα πόδια μου κι έχωσε μέσα μου δύο δάχτυλα. Παραμερίζοντας τα μαλλιά μου με το πρόσωπό του, με φίλησε στον λαιμό. «Τι νιώθεις βλέποντάς την;» Το σκέφτηκα. «Ενδιαφέρον. Και κάποια ανησυχία». Τα χείλια του απλώθηκαν πάνω στο δέρμα μου. «Ας δούμε πώς νιώθεις όταν είσαι πάνω». Με διαπέρασε ένα ρίγος προσμονής και ανησυχίας. Έβλεπα από τη θέση των ιμάντων ότι θα ήμουν ανήμπορη, δε θα μπορούσα να κινηθώ ή να τραβηχτώ. Δε θα μπορούσα να ελέγξω με κανένα τρόπο τι θα μου συνέβαινε. «Θέλω να το κάνω σωστά, Εύα. Όχι σαν τη νύχτα στο ασανσέρ. Θέλω να το νιώθεις όταν θα έχω τον έλεγχο, να νιώθεις ότι είμαστε μαζί σε αυτό που κάνουμε». Το κεφάλι μου έπεσε πίσω και στηρίχτηκε πάνω του. Κατά κάποιο τρόπο, μου ήταν πιο δύσκολο να του δώσω τη συγκατάθεση που ήθελε. Υπήρχε μικρότερη ευθύνη όταν απλώς έπαιρνε τον έλεγχο από μόνος του.
Όμως αυτό ήταν δειλία. «Ποια είναι η λέξη ασφαλείας, άγγελέ μου;» μουρμούρισε ο Γκίντεον, ενώ τα δόντια του σέρνονταν απαλά πάνω στον λαιμό μου. Τα χέρια του ήταν μαγικά, τα δάχτυλά του πηγαινοέρχονταν στην είσοδο του μουνιού μου. «Κρόσφαϊρ». «Αν πεις αυτή τη λέξη, τα πάντα σταματάνε. Πες την πάλι». «Κρόσφαϊρ». Μου έπιασε τη ρώγα κι άρχισε να τη σφίγγει και να την τραβάει επιδέξια. «Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι. Απλώς θα καθίσεις εκεί και θα μπω μέσα σου. Θα σε κάνω να τελειώσεις χωρίς εσύ να χρειάζεται να κάνεις απολύτως τίποτα». Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Νιώθω ότι έτσι γίνεται πάντα ανάμεσά μας». «Δες το ως εξής», μου είπε, ενώ άρχιζε να μου βγάζει τη φανέλα. «Αν δε σ’ αρέσει, θα πάμε στο κρεβάτι». Για μια στιγμή ήθελα να το καθυστερήσω, να αφήσω να περάσει λίγος χρόνος ακόμη για να κατασταλάξουν όλα αυτά μέσα μου. Του είχα υποσχεθεί να χρησιμοποιήσουμε κούνια, αλλά ήξερα ότι ο Γκίντεον δε θα με πίεζε… «Κρόσφαϊρ», μουρμούρισε, αγκαλιάζοντάς με από πίσω. Δεν ήξερα αν μου υπενθύμιζε πάλι τη λέξη ασφαλείας ή μου έλεγε ότι με αγαπά τόσο πολύ που δεν υπήρχαν λέξεις για να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ό,τι και να ήταν από τα δύο, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Ένιωσα ασφαλής. Ένιωσα επίσης την έξαψή του. Η ανάσα του είχε επιταχυνθεί από τη στιγμή που είδα την κούνια. Η στύση του ήταν σαν ατσάλι πάνω στους γλουτούς μου, το δέρμα του καυτό πάνω στο δικό μου. Η επιθυμία του κέντριζε τη δική μου, με έκανε να θέλω να κάνω ό,τι χρειαζόταν για να του δώσω όση ηδονή μπορούσε να αντέξει. Αν ο Γκίντεον χρειαζόταν κάτι, ήθελα να είμαι η γυναίκα που του το έδινε. Γιατί μου έδινε κι αυτός τόσο πολλά. Τα πάντα. «Εντάξει», είπα σιγανά. «Εντάξει». Με φίλησε στον ώμο, και μετά ήρθε δίπλα μου και μ’ έπιασε από το χέρι. Τον ακολούθησα μέχρι την κούνια, εξετάζοντάς τη με προσοχή. Το στενό κάθισμα κρεμόταν στο ύψος της μέσης του Γκίντεον, κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να με γυρίσει προς το μέρος του και μετά να με σηκώσει και να με βάλει στο κάθισμα. Το στόμα του άγγιξε το δικό μου την ίδια στιγμή που ο γυμνός πισινός μου άγγιξε το δροσερό δέρμα. Η γλώσσα του πέρασε πάνω από τα χείλια μου και ρίγησα. Δεν ήξερα τι μου προκάλεσε αυτό το ρίγος, το κρύο δέρμα, το φιλί του ή το άγχος. Τραβήχτηκε πίσω, με τα μάτια του μισόκλειστα από πόθο. Με ανέβασε στο κάθισμα, κρατώντας τις αλυσίδες σταθερές καθώς ακούμπησα πίσω στην πλάτη του καθίσματος. Η πλάτη είχε κλίση προς τα πίσω, κι αυτό με έκανε να θέλω να τεντώσω τα πόδια μου μπροστά για ισορροπία. «Είσαι εντάξει;» με ρώτησε παρακολουθώντας με με προσοχή. Ήξερα ότι δεν εννοούσε απλώς αν είχα βολευτεί στο κάθισμα. Κατένευσα. Έκανε πίσω, ενώ το βλέμμα του δεν έφυγε στιγμή από το πρόσωπό μου. «Θα σου δέσω τους αστραγάλους. Αν κάτι δε σου αρέσει, μου το λες». «Εντάξει». Η φωνή μου ήταν ξέπνοη, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Το χέρι του κατέβηκε χαμηλά στο πόδι μου, το χάδι του ζεστό και διεγερτικό. Δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το θέαμα καθώς τύλιξε το κόκκινο δέρμα γύρω από τον αστράγαλό μου και
το έπιασε στη μεταλλική αγκράφα. Ήταν καλά ασφαλισμένο, αλλά όχι πολύ σφιχτό. Οι κινήσεις του Γκίντεον ήταν γρήγορες και σίγουρες. Μια στιγμή αργότερα, το άλλο πόδι μου κρεμόταν κι αυτό δεμένο. Με κοίταξε. «Εντάξει ως εδώ;» «Το έχεις ξανακάνει αυτό». Μούτρωσα. Οι κινήσεις του έδειχναν πολύ εξασκημένες, δεν ήταν κινήσεις αρχάριου. Δε μου απάντησε. Απλώς άρχισε να γδύνεται με τον ίδιο αργό και μεθοδικό τρόπο που με είχε δέσει. Τον κοίταζα σαν υπνωτισμένη, ρουφώντας το θέαμα καθώς αποκαλυπτόταν το μελαψό κορμί του. Ο άντρας μου είχε τόσο εκπληκτικό σώμα. Τόσο σκληρό και σφιχτό, τόσο αρρενωπό. Ήταν αδύνατο να μην ανάβω βλέποντάς τον γυμνό. Πέρασε τη γλώσσα του από το κάτω χείλι του, μια κίνηση σαν νωχελικό ερωτικό χάδι. «Όλα εντάξει, αγγελούδι μου;» Ο Γκίντεον ήξερε πολύ καλά τι πάθαινα όταν τον έβλεπα, και με άναβε ακόμη πιο πολύ που είχε την αλαζονεία να χρησιμοποιεί αυτή την αδυναμία εναντίον μου. Η αλήθεια ήταν ότι του έκανα κι εγώ το ίδιο όταν μπορούσα. «Είσαι τόσο σέξι, γαμώτο», του είπα, γλείφοντας κι εγώ τα χείλια μου. Χαμογέλασε και με πλησίασε, με τον χοντρό μακρύ πούτσο του να καμπυλώνει προς τα πάνω φτάνοντας στον αφαλό του. «Νομίζω ότι θα σου αρέσει πολύ αυτό». Δε χρειαζόταν να τον ρωτήσω γιατί το είπε αυτό, έγινε φανερό όταν με έφτασε και πήρε τα χέρια μου στα δικά του. Το οπτικό μου πεδίο από το κάθισμα της κούνιας ήταν τελείως ελεύθερο, τον έβλεπα από τους μηρούς και πάνω ανάμεσα στα ανοιχτά πόδια μου. Έσκυψε και με φίλησε πάλι. Απαλά. Γλυκά. Βόγκηξα από την απρόσμενη τρυφερότητα και την πλούσια γεύση του. Αφήνοντας το ένα χέρι μου, έπιασε τον πούτσο του και τον χαμήλωσε, τρίβοντάς τον ανάμεσα στα χείλια του μουνιού μου. Το πλατύ κεφάλι γλίστρησε μέσα στα υγρά της επιθυμίας μου και πίεσε την εκτεθειμένη κλειτορίδα μου. Η ηδονή εξαπλώθηκε μέσα μου και ανακάλυψα πόσο ανυπεράσπιστη ήμουν. Δεν μπορούσα να κουνήσω τους γοφούς μου. Δεν μπορούσα να σφίξω τους μυς μου για να εντείνω την αίσθηση. Μου ξέφυγε ένα σιγανό κλαψούρισμα. Χρειαζόμουν κι άλλο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, έπρεπε να περιμένω να μου το δώσει αυτός. «Με εμπιστεύεσαι», ψιθύρισε με τα χείλια του πάνω στο στόμα μου. Δεν ήταν ερώτηση, αλλά του απάντησα παρ’ όλα αυτά. «Ναι». Ο Γκίντεον κατένευσε. «Πιάσε τις αλυσίδες». Πάνω από το κεφάλι μου υπήρχαν ιμάντες για τους καρπούς. Αναρωτήθηκα γιατί δε μου τους φόρεσε, αλλά του είχα εμπιστοσύνη ότι ήξερε τι κάνει. Αν πίστευε ότι δεν ήμουν έτοιμη, τότε δεν ήμουν. Με ήξερε τόσο καλά. Από μερικές απόψεις, με ήξερε καλύτερα από όσο ήξερα εγώ τον εαυτό μου. Η αγάπη που ένιωθα γι’ αυτόν ξεχείλισε στο στήθος μου και με πλημμύρισε, παραμερίζοντας τα όποια υπολείμματα φόβου αιωρούνταν ακόμη στις σκοτεινές άκρες του νου μου. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο κοντά του, δεν ήξερα καν ότι ήταν δυνατό να πιστέψεις τόσο ολοκληρωτικά κάποιον. Έκανα αυτό που μου είπε, έπιασα τις αλυσίδες. Ο Γκίντεον πλησίασε πιο κοντά. Οι κοιλιακοί του είχαν αρχίσει να γυαλίζουν από ένα πρώτο στρώμα ιδρώτα. Έβλεπα τον σφυγμό του να πάλλεται
στον λαιμό του, στα μπράτσα του, στο πέος του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά σαν τη δική μου. Το κεφάλι του πούτσου του ήταν εξίσου υγρό με το μουνί μου. Η αχόρταγη επιθυμία ανάμεσά μας ήταν σαν κάτι ζωντανό μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο, γλιστρούσε γύρω μας, στένευε τον κόσμο μας μέχρι που περιλάμβανε μόνο εμάς τους δύο. «Μην τις αφήσεις», με διέταξε, περιμένοντας μέχρι που κατένευσα πριν προχωρήσει. Έπιασε τη μια αλυσίδα εκεί που συναντούσε το κάθισμα. Με το άλλο χέρι του οδήγησε τον πούτσο του στη σχισμή μου. Το πλατύ κεφάλι με πίεσε βασανιστικά, τυραννώντας με με την υπόσχεση της ηδονής. Ήμουν λαχανιασμένη καθώς περίμενα να κάνει ένα βήμα μπροστά για να γλιστρήσει μέσα μου. Πονούσα από την ανάγκη να με γεμίσει. Αντί να κάνει το βήμα, έπιασε το κάθισμα και με τα δύο χέρια και με τράβηξε πάνω στον πούτσο του. Ο ήχος που ξεπήδησε από τον λαιμό μου ήταν ζωώδης. Η διείσδυση ήταν τόσο βαθιά, και η άγρια ερωτική της αίσθηση με τρέλανε. Μπήκε μέχρι τα βάθη μου με αυτή τη μία άνετη κίνηση καθώς το σώμα μου δεν μπορούσε να προβάλει καμιά αντίσταση. Ο Γκίντεον γρύλισε και ένα ρίγος διαπέρασε το δυνατό του σώμα. «Γαμώτο», είπε σφυριχτά. «Το μουνί σου είναι τόσο ωραίο». Άπλωσα να τον πιάσω, αλλά αυτός έσπρωξε την κούνια πίσω, και το σκληρό πέος του βγήκε από μέσα μου. Η αίσθηση ότι άδειασα με έκανε να διαμαρτυρηθώ με ένα βογκητό. «Σε παρακαλώ», ικέτεψα σιγανά. «Σου είπα να μην αφήσεις τις αλυσίδες», είπε με μια πονηρή λάμψη στα μάτια. «Δε θα τις αφήσω», του υποσχέθηκα, σφίγγοντας τις αλυσίδες τόσο δυνατά που πόνεσαν τα χέρια μου. Τα μπράτσα του φούσκωσαν καθώς με τράβηξε πίσω, κι αισθάνθηκα τον πούτσο του να μπαίνει πάλι μέσα μου. Τα δάχτυλα των ποδιών μου μαζεύτηκαν. Η αίσθηση ότι δεν έχω βάρος, ότι έχω παραδοθεί ολοκληρωτικά, ήταν απερίγραπτη. «Μίλα μου», είπε κοφτά ο Γκίντεον. «Πες μου ότι σου αρέσει». «Γαμώτο», είπα αγκομαχώντας, ενώ ένιωθα τον ιδρώτα να κυλά στον σβέρκο μου. «Μη σταματάς». Τη μια στιγμή με κρατούσε ακίνητη, και την επόμενη άρχισε να με πηγαινοφέρνει, με το μουνί μου να γλιστρά γύρω από τον σκληρό πούτσο του με απίστευτη ταχύτητα. Το σώμα του δούλευε σαν καλολαδωμένη μηχανή, τα μπράτσα, το στήθος, οι κοιλιακοί και οι μηροί του φούσκωναν από την προσπάθεια καθώς χειριζόταν αριστοτεχνικά την κούνια. Η θέα του δυνατού κορμιού του, η ένταση της εστίασής του στην προσπάθεια να δώσει ηδονή και στους δυο μας, η αίσθηση του πούτσου του να πηγαινοέρχεται τόσο βαθιά και γρήγορα μέσα μου… Τελείωσα με ένα ουρλιαχτό· ήταν αδύνατο να συγκρατήσω το ορμητικό κύμα που ξεχύθηκε μέσα μου. Συνέχισε να με γαμάει σε όλη τη διάρκεια του οργασμού, γρυλίζοντας τραχιά, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισμένο και γεμάτο λαγνεία. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο δυνατό και γρήγορο οργασμό. Για μια ατελείωτη στιγμή δεν έβλεπα τίποτα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, το σώμα μου είχε καταρρακωθεί από μια ηδονή πιο άγρια από οποιαδήποτε άλλη είχα νιώσει ποτέ στο παρελθόν. Η κίνηση της κούνιας επιβραδύνθηκε και μετά σταμάτησε. Ο Γκίντεον έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος μου, κρατώντας τον πούτσο του θαμμένο μέσα μου. Ανέδιδε μια έκφυλη, πρωτόγονη οσμή, σκέτη αμαρτία. Μου έπιασε το πρόσωπο με τις παλάμες και παραμέρισε με τα δάχτυλα τις μπούκλες των μαλλιών
μου από τα υγρά μάγουλά μου. Το μουνί μου έκανε σπασμούς γύρω από τον πούτσο του, νιώθοντας πολύ έντονα πόσο σκληρός και χοντρός ήταν ακόμη. «Δεν τελείωσες», του είπα επικριτικά, νιώθοντας πολύ ευάλωτη μετά την τρέλα αυτού του οργασμού. Ο Γκίντεον σκέπασε το στόμα μου με ένα σκληρό, απαιτητικό φιλί. «Θα σου δέσω και τους καρπούς. Και μετά θα τελειώσω μέσα σου». Οι ρώγες μου σκλήρυναν τόσο που με πόνεσαν. «Ω Θεέ μου». «Με εμπιστεύεσαι», είπε πάλι, κοιτώντας ερευνητικά το πρόσωπό μου. Τον άγγιξα όσο μπορούσα ακόμη, περνώντας τα χέρια μου πάνω στο ιδρωμένο στήθος του, νιώθοντας τους απεγνωσμένους χτύπους της καρδιάς του. «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο».
19 «Καλημέρα, αγόρι μου». Κοίταξα πάνω από τον ώμο μου ακούγοντας τη φωνή της Εύας και χαμογέλασα καθώς την είδα να κάνει τον γύρο της νησίδας για να πάει στην καφετιέρα. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, τα πόδια της τόσο σέξι κάτω από το τι-σερτ που φορούσε. Γύρισα πάλι στην κουζίνα και το ψωμί που έψηνα μέσα σε αυγά στο τηγάνι. «Πώς νιώθεις;» τη ρώτησα. «Εε…» Την κοίταξα πάλι και είδα ότι είχε κοκκινίσει. «Πονάω λίγο», είπε, βάζοντας μια μερίδα καφέ στην καφετιέρα. «Βαθιά μέσα μου». Χαμογέλασα. Η κούνια την είχε φέρει σε τέλεια στάση για την καλύτερη δυνατή διείσδυση. Δεν είχα ξαναμπεί ποτέ τόσο βαθιά μέσα της. Το σκεφτόμουν όλο το πρωί και είχα αποφασίσει να μιλήσω στον Ας. Μία από τις κρεβατοκάμαρες έπρεπε να έχει δύο ντουλάπες, η μία για ρούχα και η άλλη για την κούνια. «Χριστέ μου», μουρμούρισε η Εύα. «Κοίτα τον, ένα αλαζονικό αυτάρεσκο χαμόγελο που έχει. Οι άντρες είναι γουρούνια». «Κι εγώ που κάθομαι και δουλεύω σαν σκλάβος για να σου φτιάξω πρωινό». «Ναι, καλά». Μου έδωσε μια ξυλιά στον πισινό καθώς περνούσε δίπλα μου με μια κούπα αχνιστό καφέ στο χέρι. Την έπιασα από τη μέση πριν προλάβει να απομακρυνθεί και της έδωσα ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο. «Ήσουν εκπληκτική χτες βράδυ». Είχα αισθανθεί μια νέα σύνδεση ανάμεσά μας τόσο δυνατή, ώστε η αλλαγή ήταν εξίσου απτή με τα δαχτυλίδια που φορούσε και εξίσου πολύτιμη. Μου άστραψε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο και άνοιξε το ψυγείο για να πάρει την κρέμα. Καθώς έφτιαχνε τον καφέ της, έβαλα τις αυγόφετες στο πιάτο. «Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι», είπε η Εύα. Ήρθε στη νησίδα και κάθισε σε ένα σκαμνί. Ύψωσα τα φρύδια. «Ακούω». «Θα ήθελα να ασχοληθώ με το Ίδρυμα Κρόσροουντς – οικονομικά και διοικητικά». «Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα, αγγελούδι μου. Πες μου τι έχεις σκεφτεί». Σήκωσε τους ώμους παίρνοντας το πιρούνι της. «Σκεφτόμουν τα χρήματα της αποζημίωσης που πήρα από τον μπαμπά του Νέιθαν. Απλώς κάθονται στην τράπεζα, και μετά από αυτά που πέρασε η Μεγκούμι… συνειδητοποίησα ότι πρέπει να τα βάλω να “δουλέψουν”. Θα ήθελα να βοηθήσω στη χρηματοδότηση προγραμμάτων του Κρόσροουντς και να βρω ιδέες για να τα επεκτείνουμε». Χαμογέλασα μέσα μου, ευχαριστημένος που την έβλεπα να κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. «Εντάξει. Θα το κουβεντιάσουμε και θα βρούμε κάτι». «Ναι;» Το πρόσωπό της φωτίστηκε σαν τον ήλιο. Το φως της ζωής μου. «Φυσικά. Θα ήθελα να ασχοληθώ κι εγώ περισσότερο με το Κρόσροουντς». «Μπορούμε να δουλέψουμε μαζί!» Την είδα να αναπηδά πάνω-κάτω στο σκαμνί. «Είμαι πολύ ενθουσιασμένη με αυτή την ιδέα, Γκίντεον». Άφησα το χαμόγελό μου να φανεί. «Το βλέπω».
«Νιώθω ότι είναι μια φυσική εξέλιξη για μας. Μια προέκτασή μας, ουσιαστικά». Έκοψε ένα κομμάτι από το φαγητό της και το έβαλε στο στόμα της. «Μμμ, πολύ νόστιμο», μουρμούρισε. «Χαίρομαι που σου αρέσει». «Είσαι σέξι και μαγειρεύεις καλά επιπλέον. Είμαι τυχερή». Αποφάσισα να μην της πω ότι μόλις εκείνο το πρωί είχα κατεβάσει τη συνταγή από το διαδίκτυο. Αντί γι’ αυτό, σκέφτηκα αυτά που είχε πει. Αναρωτήθηκα μήπως ήταν λάθος τακτικής που κινήθηκα τόσο γρήγορα με τον Μαρκ. Αν απέφευγα να επέμβω για ένα μικρό διάστημα ακόμη, μπορεί η Εύα να αποφάσιζε να έρθει να δουλέψει στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος από μόνη της. Είχα όμως την πολυτέλεια να της δώσω περισσότερο χρόνο με τον Λάντον να τη γυροφέρνει; Ακόμη και τώρα, η απάντηση ήταν μάλλον αρνητική. Προσπαθώντας να μετριάσω τυχόν αντιδράσεις, σκέφτηκα τα υπέρ και τα κατά αν της έλεγα για την πρόσληψη του Μαρκ στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος τώρα ή αν της το έλεγα αργότερα. Η Εύα είχε ανοίξει την πόρτα μιλώντας για το ενδεχόμενο να δουλέψουμε μαζί. Αν δεν της το έλεγα τώρα, ρίσκαρα να το μάθει από αλλού. Είχα αποδεχτεί αυτό το ρίσκο το Σάββατο, αν και ήξερα ότι η Εύα και ο Μαρκ ήταν φίλοι και μιλούσαν και έξω από τη δουλειά. Μπορεί να της τηλεφωνούσε οποιαδήποτε στιγμή, αλλά είχα ποντάρει στο ότι θα το σκεφτόταν πρώτα και θα το συζητούσε με τον Στίβεν και ότι θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο για να συμφιλιωθεί με την ιδέα να φύγει από τη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν. «Πρέπει να σου μιλήσω κι εγώ για κάτι, αγγελούδι μου». «Είμαι όλη αυτιά». Αποφασίζοντας να το παίξω αδιάφορα, πήρα το σιρόπι κι έριξα στο πιάτο μου. «Πρόσφερα δουλειά στον Μαρκ Γκάριτι». Ακολούθησε μια στιγμή άναυδης σιωπής. «Τι έκανες;» ρώτησε μετά. Ο τόνος της μου επιβεβαίωσε ότι είχα δίκιο να της μιλήσω τώρα και όχι αργότερα. Την κοίταξα. Με κοίταζε κι αυτή επίμονα. «Πρότεινα στον Μαρκ να δουλέψει στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος», επανέλαβα. Η Εύα χλόμιασε. «Πότε;» «Την Παρασκευή». «Την Παρασκευή», επανέλαβε. «Είναι Κυριακή. Και μου το λες τώρα;» Αφού η ερώτηση ήταν ρητορική δεν απάντησα, περιμένοντας να έχω μια πιο καθαρή αξιολόγηση της κατάστασης πριν πω κάτι που μπορεί να χειροτέρευε τα πράγματα. «Γιατί, Γκίντεον;» Ακολούθησα την ίδια τακτική που είχα χρησιμοποιήσει με τον Μαρκ, δηλαδή, της είπα εκείνα τα μέρη της αλήθειας που ήταν πιο πιθανό να δεχτεί. «Είναι καλός στη δουλειά του. Έχει να προσφέρει πολλά στην ομάδα μου». «Τρίχες». Το χρώμα επανήλθε στο πρόσωπό της με ένα θυμωμένο κοκκίνισμα. «Μη με δουλεύεις. Πας να με αφήσεις χωρίς δουλειά και δε σκέφτηκες ότι αυτό ήταν κάτι που θα ’πρεπε να το συζητήσεις πρώτα μαζί μου;» Άλλαξα τακτική. «Η LanCorp ζήτησε τον Μαρκ συγκεκριμένα, έτσι δεν είναι;» Έμεινε αμίλητη για μια στιγμή. «Αυτό είναι το θέμα; Η κονσόλα PhazeOne; Είσαι σοβαρός;» Είχα αναρωτηθεί ποιο προϊόν θα χρησιμοποιούσε ο Ράιαν Λάντον ως δικαιολογία για να πλησιάσει την Εύα. Παραξενεύτηκα που είχε επιλέξει ένα προϊόν τόσο ζωτικό για την εταιρεία του, αλλά μετά
τα έβαλα με τον εαυτό μου που δεν το είχα προβλέψει. «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου, Εύα». «Τι σημασία έχει;» είπε αυτή κοφτά. «Ναι, ζήτησαν τον Μαρκ. Και λοιπόν; Δε θέλεις να τον χρησιμοποιούν οι ανταγωνιστές σου; Θες να πεις ότι ήταν απλώς μια επιχειρηματική κίνηση;» «Όχι, ήταν προσωπικό». Άφησα το μαχαίρι και το πιρούνι μου. «Ο Έρικ Λάντον, ο πατέρας του Ράιαν Λάντον, είχε επενδύσει πολλά λεφτά στις απάτες του πατέρα μου και τα έχασε όλα. Από τότε ο Ράιαν Λάντον προσπαθεί να με εκδικηθεί». Η Εύα συνοφρυώθηκε. «Δηλαδή, δεν ήθελες να δουλεύουμε σε μια δική του καμπάνια; Αυτό θες να πεις;» «Θέλω να πω ότι ο Ράιαν Λάντον ζήτησε τον Μαρκ για να πλησιάσει εσένα». «Τι; Γιατί;» Ο εκνευρισμός ανακατεύτηκε με θυμό στο πρόσωπό της. «Είναι παντρεμένος, για όνομα του Θεού. Έφερε και τη γυναίκα του στο γεύμα τις προάλλες. Δεν έχεις λόγους να ζηλεύεις». «Δε λέω ότι ενδιαφέρεται για σένα με αυτό τον τρόπο», συμφώνησα. «Είναι μεγαλύτερος θρίαμβος γι’ αυτόν να σε έχει να δουλεύεις γι’ αυτόν. Θέλει την ικανοποίηση ότι μπορεί να σου δώσει μια εντολή κι εσύ θα κάνεις ό,τι περνάει από το χέρι σου για να την εκτελέσεις». «Τώρα λες ανοησίες». «Δεν ξέρεις το ιστορικό του, Εύα. Επί χρόνια προσπαθεί να με υπονομεύσει με κάθε δυνατό τρόπο. Κάθε επιχειρηματική απόφαση που παίρνει επηρεάζεται από την ανάγκη του να εκδικηθεί για τον πατέρα του. Κάθε φορά που έχει μια επιτυχία, φροντίζει να αναφερθεί στο γεγονός ότι ο πατέρας του δεν αντιλήφθηκε πως ο πατέρας μου ήταν απατεώνας, και πόσο στοίχισε αυτό στους Λάντον». «Φυσικά δεν ξέρω το ιστορικό του», είπε ψυχρά η Εύα. «Γιατί δε θεώρησες σκόπιμο να μου το πεις». «Σου το λέω τώρα». «Όταν δεν έχει σημασία πια!» Κατέβηκε από το σκαμνί και βγήκε θυμωμένη από την κουζίνα. Έτρεξα πίσω της, όπως έκανα πάντα. «Εύα». Την έπιασα από τον αγκώνα, αλλά ελευθερώθηκε τραβώντας απότομα το χέρι της και γύρισε προς το μέρος μου. «Μη μ’ αγγίζεις!» «Μη σηκώνεσαι και φεύγεις», γρύλισα. «Αν πρόκειται να μαλώσουμε, ας τελειώνουμε». «Σ’ αυτό στηρίζεσαι, ε; Σκέφτηκες ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, και μετά να με πιάσεις στις γλύκες ή να με γαμήσεις και να τελειώνεις. Αλλά αυτό που έκανες δεν μπορείς να το διορθώσεις, Γκίντεον. Δεν μπορείς να πεις μερικά λόγια ή να με γαμήσεις μέχρι λιποθυμίας και να τη γλιτώσεις αυτή τη φορά». «Τι να διορθώσω; Είδα κάποιον να κάνει ελιγμούς για να σε εκμεταλλευτεί και τον αντιμετώπισα». «Έτσι το βλέπεις εσύ;» Έβαλε τα χέρια στους γοφούς. «Εγώ δεν το βλέπω καθόλου έτσι. Ο Λάντον ρίσκαρε. Τι θα γινόταν αν ο Μαρκ κι εγώ κάναμε απαίσια δουλειά; Έχει στηρίξει πολλά στο PhazeOne». «Ακριβώς. Έχει μέσα στην εταιρεία του τμήμα διαφήμισης, μάρκετινγκ και προώθησης, όπως έχω κι εγώ. Γιατί να πάρει ένα προϊόν για το οποίο έχει δώσει μια ολόκληρη περιουσία –ακόμη και με τα δικά μου κριτήρια– και να αναθέσει το λανσάρισμα σε μια εξωτερική διαφημιστική εταιρεία, κινδυνεύοντας από διαρροές ή από μια σοβαρή αποτυχία;» Η Εύα τίναξε ψηλά τα χέρια της με ένα ξεφύσημα. «Ακριβώς», είπα κοφτά. «Δεν μπορείς να απαντήσεις γιατί δεν υπάρχει απάντηση. Ήταν ένα περιττό ρίσκο. Οι μόνοι άνθρωποι που χειρίζονται την επόμενη γενιά της κονσόλας GenTen είναι
υπάλληλοί μου, άνθρωποι που τους έχω στο χέρι». «Τι θες να πεις, δηλαδή;» «Ότι ο Λάντον περίμενε πολύ καιρό για να πάρει τη μεγάλη του εκδίκηση. Μπορεί να μην τον νοιάζει που απλώς είσαι παντρεμένη μαζί μου. Δεν ξέρω τι έχει σκοπό να κάνει. Το λιγότερο που κατάφερε είναι να μας φέρει σε θέση όπου δεν μπορούμε να μοιραστούμε πληροφορίες μεταξύ μας». Η Εύα ύψωσε τα φρύδια της. «Και ποια διαφορά υπάρχει από το πώς λειτουργεί συνήθως η σχέση μας;» «Σταμάτα». Έσφιξα τις γροθιές μου, θυμωμένος με το πείσμα της. «Μην το παρουσιάζεις σαν να είναι δικό μας πρόβλημα όταν το θέμα είναι αυτός. Δε θα αφήσω τον Λάντον να σε σύρει στην κόλαση εξαιτίας μου». «Δε λέω ότι έχεις άδικο! Αν μου τα είχες πει όλα αυτά, θα είχα πάρει τη σωστή απόφαση μόνη μου. Αντί γι’ αυτό όμως, χάνω εξαιτίας σου τη δουλειά που αγαπώ!» «Όπα, περίμενε. Ποια απόφαση θα ήταν αυτή, δηλαδή;» «Δεν ξέρω». Με κοίταξε με ένα ψυχρό, σκληρό χαμόγελο που μου πάγωσε το αίμα. «Και τώρα δε θα μάθουμε ποτέ». Μου γύρισε πάλι την πλάτη. «Σταμάτα». «Όχι», μου πέταξε πάνω από τον ώμο της. «Πάω να ντυθώ. Και μετά φεύγω». «Δε θα ’σαι καλά». «Δεν μπορώ να είμαι κοντά σου αυτή τη στιγμή, Γκίντεον. Δε θέλω ούτε να σε βλέπω». Το μυαλό μου έτρεχε, προσπαθούσα να βρω κάτι να πω που θα την ηρεμούσε. «Ο Μαρκ δεν έχει δεχτεί τη θέση». Κούνησε το κεφάλι της και άνοιξε ένα συρτάρι για να πάρει ένα σορτς. «Θα τη δεχτεί. Είμαι σίγουρη ότι του έκανες μια προσφορά που δεν μπορεί να την αρνηθεί». «Θα την αποσύρω». Θεέ μου. Αναγκαζόμουν να υπαναχωρήσω και αυτό με ενοχλούσε αφάνταστα, αλλά ήταν τόσο θυμωμένη που δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί της. Ήταν όσο απόμακρη την είχα δει ποτέ. Απόμακρη και απρόσιτη. Μετά από την τρελή ερωτική νύχτα που ζήσαμε, όταν πλησιάσαμε απίστευτα ο ένας τον άλλον, η στάση της τώρα ήταν αφόρητη. «Μην κάνεις τον κόπο, Γκίντεον. Η ζημιά έγινε. Θα έχεις όμως έναν άνθρωπο που ξέρει καλά τη δουλειά του και θα προσφέρει πολλά στην ομάδα σου». Φόρεσε το σορτς και μπήκε στην γκαρνταρόμπα. Πήγα πίσω της και στάθηκα στην είσοδο ενώ εκείνη φορούσε ένα ζευγάρι σαγιονάρες. «Άκουσέ με, να πάρει. Όλοι σε κυνηγάνε. Θέλουν να χτυπήσουν εμένα μέσα από σένα. Και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, Εύα. Προσπαθώ να μας προστατέψω με τον μόνο τρόπο που ξέρω». Σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου. «Αυτό είναι πρόβλημα. Γιατί αυτός ο τρόπος δε μου πάει εμένα. Και δε θα μου πάει ποτέ». «Να πάρει, σου λέω, προσπαθώ!» «Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να μου μιλήσεις, Γκίντεον. Είχα μισοπάρει ήδη την απόφαση μόνη μου. Το να δουλέψουμε μαζί στο Κρόσροουντς ήταν απλώς το πρώτο βήμα. Θα έπαιρνα την απόφαση να δουλέψω μαζί σου, κι εσύ μου στέρησες αυτή την ευκαιρία. Τη στέρησες και απ’ τους δυο μας. Και δε θα την ξαναέχουμε ποτέ». Ο παγερός τελεσίδικος τόνος της με τρέλανε. Μπορούσα να αντιμετωπίσω συζητήσεις που
εκτροχιάζονταν. Μπορούσα να αλλάξω κατεύθυνση και τακτική στη στιγμή. Εκείνο που δεν μπορούσα να αντέξω ήταν όταν έχανα τον έλεγχο της Εύας. Όταν παντρευτήκαμε, είχα πάρει την αμετάκλητη απόφαση να απαρνηθώ τα πάντα –τη φιλοδοξία μου, την περηφάνια μου, την καρδιά μου– αν αυτό χρειαζόταν για να την κρατήσω κοντά μου. Αν δεν μπορούσα να το κάνω αυτό, δεν είχα τίποτα. «Μην το πετάς σε μένα αυτό το μπαλάκι τώρα, άγγελέ μου», την προειδοποίησα. «Κάθε φορά που σου έλεγα να δουλέψουμε μαζί, αρνιόσουν». «Και έτσι αποφάσισες να μπεις με μπουλντόζα και να τα ισοπεδώσεις όλα;» «Ήμουν διατεθειμένος να σου δώσω χρόνο! Είχα ένα σχέδιο. Θα σε δελέαζα με τις δυνατότητες, θα σε άφηνα να αποφασίσεις ότι ο καλύτερος τρόπος για να αναπτύξεις τις δυνατότητές σου ήταν να είσαι δίπλα μου». «Θα έπρεπε να μείνεις σε αυτό το σχέδιο λοιπόν. Φύγε από τον δρόμο μου». Έμεινα στη θέση μου. «Πώς μπορούσα να μείνω σε οποιοδήποτε σχέδιο τις τελευταίες βδομάδες; Μπορεί να νιώθεις αδικημένη, αλλά σκέψου τι είχα να αντιμετωπίσω κι εγώ. Τον Μπρετ, εκείνο το αναθεματισμένο το βίντεο, τον Κρις, τον αδελφό μου, την ψυχοθεραπεία, την Άιρλαντ, τη μητέρα μου, την Ανν, την Κορίν, τον γαμημένο τον Λάντον…» Η Εύα σταύρωσε τα χέρια. «Και πρέπει να τα χειριστείς όλα μόνος σου, ε; Είμαι πραγματικά γυναίκα σου, Γκίντεον; Όχι. Δεν είμαι καν φίλη σου. Βάζω στοίχημα ότι ο Άνγκους και ο Ραούλ ξέρουν περισσότερα πράγματα για τη ζωή σου από μένα. Και ο Αράς επίσης. Εγώ είμαι απλώς το όμορφο μουνί που γαμάς». «Σκάσε». «Βγες απ’ τον δρόμο μου πριν αγριέψουν πιο πολύ τα πράγματα». «Δεν μπορώ να σ’ αφήσω να φύγεις. Το ξέρεις ότι δεν μπορώ. Όχι έτσι». Το σαγόνι της σφίχτηκε. «Μου ζητάς να σου δώσω κάτι που δεν το έχω αυτή τη στιγμή. Είμαι άδεια, Γκίντεον». «Αγγελούδι μου…» Άπλωσα τα χέρια να την αγκαλιάσω, και το στήθος μου ήταν τόσο σφιγμένο που δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα. Η οδύνη που έβλεπα στο πρόσωπό της με σκότωνε. Ήμουν ικανός να καταστρέψω όποιον θα προκαλούσε μια τέτοια έκφραση στο πρόσωπό της, αλλά αυτή τη φορά το είχα κάνει εγώ. «Τι σημασία έχει αφού θα έπαιρνες την ίδια απόφαση έτσι κι αλλιώς;» «Σε συμβουλεύω να πάψεις να μιλάς», είπε βραχνά. «Γιατί κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα σου με κάνει να πιστεύω ότι είμαστε τόσο μακριά ο ένας από τον άλλο σε αυτό το θέμα, ώστε δεν έχουμε καμιά δουλειά να είμαστε παντρεμένοι». Αν με είχε μαχαιρώσει στο στήθος, δε θα πονούσα πιο πολύ. Ο αέρας στο δωμάτιο έγινε καυτός και αποπνικτικός, μου στέγνωσε τον λαιμό και μου έτσουξε τα μάτια. Και το δάπεδο ήταν λες και έγερνε κάτω από τα πόδια μου, τα ίδια τα θεμέλια της ζωής μου μετατοπίζονταν καθώς η Εύα απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ. «Πες μου τι να κάνω», ψιθύρισα. Τα μάτια της βούρκωσαν. «Άσε με να φύγω προς το παρόν. Δώσε μου λίγο χώρο για να σκεφτώ. Και μερικές μέρες…» «Όχι. Όχι!» Ο πανικός φούντωσε μέσα μου τόσο, που χρειάστηκε να πιαστώ από την πόρτα για να μείνω όρθιος. «Ίσως μερικές βδομάδες. Πρέπει να βρω καινούργια δουλειά στο κάτω κάτω». «Δεν μπορώ», είπα. Είχα λαχανιάσει, δεν μπορούσα να ανασάνω. Μια μαυρίλα περικύκλωσε το
οπτικό μου πεδίο, αφήνοντας μόνο ένα τούνελ με την Εύα στην άκρη του σαν το μοναδικό φως. «Για όνομα του Θεού, κάτι άλλο, Εύα!» «Πρέπει να βρω τι θα κάνω τώρα». Έτριψε δυνατά το μέτωπό της. «Και δεν μπορώ να σκεφτώ όταν με κοιτάς έτσι. Δεν μπορώ να σκεφτώ…» Πήγε να περάσει δίπλα μου και την άρπαξα από τα μπράτσα, τη φίλησα και βόγκηξα όταν την αισθάνθηκα να μαλακώνει για μια στιγμή. Τη γεύτηκα, γεύτηκα τα δάκρυά της. Ή μπορεί να ήταν τα δικά μου. Τα χέρια της πήγαν στα μαλλιά μου, τα έπιασε και τα τράβηξε δυνατά. Γύρισε το κεφάλι της, δίνοντας τέλος στο φιλί. «Κρόσφαϊρ», είπε με έναν λυγμό, και η λέξη βρόντηξε στον αέρα σαν τουφεκιά. Την άφησα ξαφνικά κι έκανα πίσω παραπατώντας, ενώ κάτι μέσα μου μου φώναζε να την κρατήσω. Την άφησα, κι αυτή έφυγε. Η θαλασσινή αύρα μού ανακατεύει τα μαλλιά και κλείνω τα μάτια, απολαμβάνοντας την αίσθηση καθώς με χτυπούν οι απαλές ριπές της. Ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που πηγαινοέρχονται στην παραλία και οι βραχνές κραυγές των γλάρων με στοχεύουν και με γειώνουν σε αυτή τη στιγμή, σε αυτό το μέρος. Είναι για μένα το σπίτι μου με έναν τρόπο που είχα καιρό να τον νιώσω, παρόλο που έχω μείνει εδώ ελάχιστες μέρες. Είναι ένα μέρος που το έχω μοιραστεί μόνο με την Εύα, έτσι όλες οι αναμνήσεις μου από δω είναι εμποτισμένες με την παρουσία της όπως η άμμος με τις ακτίνες του ήλιου. Σαν την άμμο, είχα συντριβεί σε μικροσκοπικά κομματάκια από τις δυνάμεις γύρω μου. Και η Εύα, σαν τον ήλιο, έφερε χαρά και ζεστασιά στη ζωή μου. Και φως. Ένα υπέροχο, λαμπρό φως. Έρχεται κοντά μου στη βεράντα, στέκει πίσω μου στα κάγκελα. Νιώθω το χέρι της στον ώμο μου, μετά την πίεση από το μάγουλό της στη γυμνή μου πλάτη. «Άγγελέ μου», μουρμουρίζω, και βάζω το χέρι μου πάνω στο δικό της. Αυτό χρειαζόμαστε, να ξανάρθουμε σε αυτό το μέρος. Είναι το καταφύγιό μας όταν μας πιέζει ο κόσμος, όταν προσπαθεί να μας χωρίσει. Εδώ θεραπεύουμε ο ένας τον άλλον. Με πλημμυρίζει ανακούφιση. Γύρισε. Είμαστε μαζί. Τώρα καταλαβαίνει γιατί έκανα ό,τι έκανα. Ήταν τόσο θυμωμένη, τόσο πληγωμένη. Για μια στιγμή ένιωσα τον τρομακτικό φόβο ότι κατέστρεψα το πιο πολύτιμο μέρος της ζωής μου. «Γκίντεον», ψιθυρίζει μ’ εκείνη την αισθησιακή, σαγηνευτική φωνή της. Τυλίγει το χέρι της γύρω από τη μέση μου και με κρατά από πίσω. Γέρνω πίσω το κεφάλι μου και αφήνω τη δύναμη της αγάπης της να ξεχυθεί μέσα μου. Τα δάχτυλά της γλιστρούν πάνω από τον γοφό μου και πιάνει τον πούτσο μου. Τον χαϊδεύει από το κεφάλι μέχρι τη ρίζα. Γίνομαι σκληρός και χοντρός, έτοιμος γι’ αυτή. Ζω για να την υπηρετώ, να της προσφέρω απόλαυση. Πώς μπόρεσε να νιώσει αμφιβολίες γι’ αυτό; Ένα βογκητό αναβλύζει από τα βάθη της ψυχής μου, η επιθυμία που πάντα νιώθω γι’ αυτή απλώνεται μέσα μου. Από το πρησμένο κεφάλι του πέους μου τρέχουν υγρά, τα αρχίδια μου είναι βαριά και μεγάλα. Το χέρι της στον ώμο μου κατεβαίνει στην πλάτη μου και με πιέζει λίγο, με παρακινεί να σκύψω. Υπακούω γιατί θέλω να δει ότι είμαι δικός της. Θέλω να καταλάβει ότι θα έκανα τα πάντα, θα έδινα τα πάντα, για να την κάνω ασφαλή και ευτυχισμένη. Το χέρι της ακολουθεί τη σπονδυλική μου στήλη, πιάνοντας, χαϊδεύοντας. Με παρακίνησή της,
πιάνω το ξύλινο κάγκελο της βεράντας και ανοίγω τα πόδια μου. Τώρα και τα δύο χέρια της είναι ανάμεσα στα πόδια μου, η ανάσα της καυτή και λαχανιασμένη στην πλάτη μου. Μου σφίγγει τον πούτσο και το χέρι της ανεβοκατεβαίνει με μια γερή, εξασκημένη κίνηση. Πιο έντονη από όσο έχω συνηθίσει. Απαιτητική. Το άλλο χέρι της μου χαϊδεύει τα αρχίδια, μεγαλώνει την επιθυμία μου. Το χέρι της αρχίζει να γλιστρά από το υγρό που τρέχει σταθερά από την κορυφή του πέους μου. Ο αλμυρός αέρας με τυλίγει, δροσίζοντας τον ιδρώτα που με έχει λούσει. «Εύα…» Λέω αγκομαχώντας το όνομά της, τόσο παθιασμένος μαζί της, τόσο απελπισμένα ερωτευμένος. Τα δάχτυλά της, γλιστερά τώρα και πάντα επιδέξια, τραβιούνται πίσω και αγγίζουν τη σκούρα ροζέτα του πρωκτού μου. Νιώθω ωραία, παρόλο που δεν το θέλω. Το χάδι στο πέος μου με κάνει να μην μπορώ να αναπνεύσω, να σκεφτώ, να αντισταθώ. «Έτσι μπράβο», μου λέει. Προσπαθώ να απομακρυνθώ, αλλά με έχει παγιδέψει με το πέος μου στο χέρι της. «Μη», της λέω, και προσπαθώ να γυρίσω. «Σου αρέσει», γουργουρίζει αυτή, δουλεύοντας τον πούτσο μου. Το άγγιγμά της είναι κάτι που λαχταράω και δεν μπορώ να του αντισταθώ. «Δείξε μου πόσο πολύ με θέλεις». Σπρώχνει δυο γλιστερά δάχτυλα μέσα στον κώλο μου. Ουρλιάζω και τραβιέμαι, αλλά τα δάχτυλά της συνεχίζουν να τρίβουν, να πηγαινοέρχονται μέσα μου, χτυπώντας το σημείο που με κάνει να θέλω να τελειώσω. Η ηδονή μεγαλώνει παρά τα δάκρυα που καίνε τα μάτια μου. Το κεφάλι μου πέφτει μπροστά. Το πιγούνι μου αγγίζει το λαχανιασμένο στήθος μου. Τελειώνω. Δεν μπορώ να το σταματήσω. Δεν μπορώ να τη σταματήσω. Τα δάχτυλά της μέσα μου γίνονται πιο χοντρά και μακριά. Το πηγαινέλα γίνεται φρενιασμένο, το πλατάγισμα σάρκας πάνω σε σάρκα πνίγει τους ήχους του ωκεανού. Ακούω ένα τραχύ λάγνο γρύλισμα, αλλά δεν είναι δικό μου. Ένας πούτσος είναι μέσα μου, με γαμάει. Πονάει, αλλά ο πόνος χρωματίζεται από μια αρρωστημένη, ανεπιθύμητη ηδονή. «Συνέχισε να τον χαϊδεύεις», λέει αυτός λαχανιασμένος. «Κοντεύεις να τελειώσεις». Μια έκρηξη αγωνίας στο στήθος μου. Η Εύα δεν είναι εδώ. Έφυγε. Με άφησε. Εμετός ανεβαίνει στον λαιμό μου. Τον πετάω από πάνω μου βίαια, τον ακούω να χτυπάει πάνω στη συρόμενη πόρτα πίσω μας, ακούω το τζάμι να σπάει. Ο Χιου γελάει υστερικά και γυρίζω, τον βρίσκω σωριασμένο ανάμεσα στα σπασμένα γυαλιά, τα μαλλιά του κόκκινα σαν το αίμα του, τα μάτια του να γυαλίζουν μ’ εκείνη την αηδιαστική άπληστη λαγνεία. «Νομίζεις ότι θα σε ήθελε;» με κοροϊδεύει ενώ σηκώνεται όρθιος. «Της τα είπες όλα. Ποια θα σε ήθελε μετά απ’ αυτό;» «Άντε γαμήσου!» Ορμάω και τον ρίχνω πάλι κάτω. Η γροθιά μου σφυροκοπάει το πρόσωπό του ξανά και ξανά. Τα σπασμένα γυαλιά με τρυπάνε, με κόβουν, αλλά ο πόνος δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτό που νιώθω μέσα μου. Η Εύα έφυγε. Το ήξερα ότι θα έφευγε, ότι δε θα μπορούσα να την κρατήσω. Το ήξερα, αλλά ήλπιζα. Δεν μπορούσα να πνίξω την ελπίδα. Ο Χιου δε λέει να πάψει να γελάει. Νιώθω τη μύτη του να σπάει. Τα ζυγωματικά του, το σαγόνι του. Το γέλιο του μετατρέπεται σε ρόγχο, αλλά είναι ακόμη γέλιο. Τραβώ πίσω το χέρι μου για να τον χτυπήσω πάλι…
Από κάτω μου κείτεται η Ανν, το πρόσωπό της τσακισμένο σχεδόν σε σημείο που δεν αναγνωρίζεται. Με πιάνει φρίκη με αυτό που έκανα και πετάγομαι πίσω, σηκώνομαι όρθιος. Τα γυαλιά χώνονται βαθιά στα πέλματά μου. Η Ανν γελάει καθώς αναβλύζει αίμα από τη μύτη και το στόμα της και απλώνεται στο σπίτι που κάποτε ήταν ένα καταφύγιο. Λεκιάζει τα πάντα, ένα μίασμα που κρύβει τον ήλιο μέχρι που απομένει μόνο ένα ματωμένο φεγγάρι… Ξύπνησα ουρλιάζοντας. Τα μαλλιά μου και το σώμα μου ήταν λουσμένα στον ιδρώτα. Το σκοτάδι μού προκαλούσε ασφυξία. Τρίβοντας τα μάτια μου, γύρισα στα τέσσερα κλαίγοντας με λυγμούς. Προχώρησα έτσι στα τέσσερα προς το μοναδικό φως που έβλεπα, την αδύναμη ασημένια λάμψη που ήταν ο μοναδικός οδηγός μου. Η κρεβατοκάμαρα. Θεέ μου. Σωριάστηκα στο πάτωμα με το σώμα μου να τραντάζεται από λυγμούς. Είχα αποκοιμηθεί μέσα στο δωμάτιο-ντουλάπα, δεν μπορούσα να κουνηθώ αφότου με άφησε η Εύα, φοβόμουν να κάνω έστω και ένα πραγματικό βήμα προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, προς μια ζωή χωρίς αυτή. Το ρολόι έλαμπε δυνατά μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν μία τη νύχτα. Ερχόταν μια νέα μέρα. Και η Εύα δεν είχε γυρίσει. «Ήρθατε νωρίς». Η εύθυμη φωνή του Σκοτ με έκανε να τραβήξω το βλέμμα μου από τη φωτογραφία της Εύας πάνω στο γραφείο μου. «Καλημέρα», απάντησα, νιώθοντας σαν να ήμουν ακόμη στον εφιάλτη. Είχα έρθει στη δουλειά λίγο μετά τις τρεις τη νύχτα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ πάλι, ούτε να πάω στην Εύα. Το ήθελα, και θα πήγαινα, τίποτα δε θα μπορούσε να με σταματήσει, αλλά όταν εντόπισα το κινητό της είδα ότι ήταν στο ρετιρέ του Στάντον, ένα μέρος όπου δεν μπορούσα να πάω. Η οδύνη που μου προκάλεσε αυτό, η γνώση ότι με κρατούσε σκόπιμα σε απόσταση με έτρωγαν από μέσα μου σαν οξύ. Δεν μπορούσα να μείνω σπίτι και να επαναλάβω εκεί την πρωινή ρουτίνα της προετοιμασίας για τη δουλειά χωρίς την Εύα. Ήταν πιο εύκολο να επανέλθω στο πρόγραμμα που είχα πριν απ’ αυτή, να έρχομαι για δουλειά όταν το φεγγάρι ήταν ακόμη ψηλά, να βρίσκω ηρεμία στον χώρο όπου ασκούσα απόλυτο έλεγχο. Όμως σήμερα δεν υπήρχε ηρεμία. Υπήρχε μόνο το μαρτύριο να ξέρω ότι η Εύα ήταν στο ίδιο κτίριο, τόσο κοντά και όμως πιο μακριά από όσο είχαμε υπάρξει ποτέ. «Ο Μαρκ Γκάριτι περίμενε στην είσοδο όταν ήρθα», είπε ο Σκοτ. «Είπε ότι είχατε συμφωνήσει να έρθει σήμερα…» Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. «Ναι, θα τον δω». Έσπρωξα πίσω το κάθισμα και σηκώθηκα. Όλες αυτές τις ώρες δε σκεφτόμουν τίποτε άλλο πέρα από την Εύα και την πρόταση που είχα κάνει στον Μαρκ, προσπαθώντας να δω πώς θα μπορούσα να είχα χειριστεί διαφορετικά τα πράγματα. Την ήξερα καλά την Εύα. Ακόμη και αν της έλεγα για τον Ράιαν Λάντον δε θα έφευγε από τη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν, όπως και όσα της είπα για την Ανν δε θα την έκαναν να είναι πιο προσεκτική. Η Εύα θα τους αντιμετώπιζε μετωπικά, μουγκρίζοντας σαν λέαινα για να με υπερασπιστεί, χωρίς
να συναισθάνεται τον κίνδυνο για τον εαυτό της. Αυτός ήταν ο χαρακτήρας της και την αγαπούσα γι’ αυτό, αλλά ήμουν επίσης αποφασισμένος να την προστατέψω όταν το απαιτούσε η κατάσταση. «Μαρκ». Άπλωσα το χέρι μου καθώς μπήκε στο γραφείο ο Μαρκ Γκάριτι, και κατάλαβα αμέσως ότι θα έλεγε ναι. Ήταν γεμάτος ενέργεια και τα μαύρα μάτια του έλαμπαν από προσδοκία. Συμφωνήσαμε να αρχίσει τον Οκτώβριο, δίνοντας στη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν σχεδόν έναν μήνα περιθώριο αφότου θα τους ενημέρωνε για την αποχώρησή του. Ήθελε να φέρει και την Εύα μαζί του και τον ενθάρρυνα να της το προτείνει, αν και αμφέβαλλα αν θα δεχόταν. Ο Μαρκ διαφώνησε με μερικούς από τους όρους μου και διαπραγματεύτηκα μαζί του από ένστικτο, περιορίζοντάς τον, αν και χωρίς να το κάνω με την καρδιά μου. Στο τέλος έφυγε ευχαριστημένος με την αλλαγή που θα έκανε, ενώ ο δικός μου φόβος ότι η Εύα δε θα με συγχωρούσε μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Η Δευτέρα πέρασε σαν μια σειρά από θολές εικόνες κι έδωσε τη θέση της στην Τρίτη. Μόνο τρεις φορές τη μέρα ένιωσα κάποια ζωή – στις εννιά, όταν ήρθε η Εύα για δουλειά, την ώρα που βγήκε για μεσημεριανό, και ξανά στις πέντε όταν έφυγε. Περίμενα με την ελπίδα ότι θα με πλησίαζε πάλι. Θα τηλεφωνούσε ή θα επικοινωνούσε με κάποιο τρόπο. Ακόμη και άλλος ένας φρικτός καβγάς θα ήταν προτιμότερος από αυτή την αφόρητη σιωπή. Δε φάνηκε. Μπορούσα μόνο να την παρακολουθώ από τις κάμερες ασφαλείας όταν ήρθε και όταν έφυγε, να καταβροχθίζω την εικόνα της σαν άνθρωπος που πεθαίνει από πείνα. Αλλά φοβόμουν να την πλησιάσω και να ρισκάρω να μεγαλώσει ακόμη πιο πολύ το χάσμα ανάμεσά μας. Το βράδυ έμεινα στο γραφείο. Φοβόμουν να πάω σπίτι. Φοβόμουν τι θα έκανα αν έμπαινα σε ένα από τα σπίτια όπου είχα ζήσει μαζί της. Ακόμη και το γραφείο ήταν μαρτύριο. Ο καναπές όπου την είχα γαμήσει ήταν μια αδιάκοπη υπενθύμιση της σχέσης που είχα μαζί της πριν από μερικές μέρες μόνο. Έκανα ντους στο μπάνιο του γραφείου και φόρεσα ένα από τα πολλά κουστούμια που είχα πάντα στη δουλειά. Παλιά δε μου είχε φανεί ποτέ παράξενο να ζω για τη δουλειά. Τώρα με έπνιγαν συναισθήματα που δεν μπορούσα να εκφράσω, και άρχιζα να συνειδητοποιώ πόσο μεγάλο μέρος της ζωής μου είχε γίνει η Εύα. Έμεινε πάλι στου Στάντον. Δε διέφυγε της προσοχής μου ότι προτιμούσε να κάνει παρέα με τη μητέρα της παρά να υποχρεωθεί να έχει πάρε-δώσε μαζί μου. Της έστελνα συνέχεια μηνύματα. Την ικέτευα να μου τηλεφωνήσει. Απλώς έχω ανάγκη να ακούσω τη φωνή σου. Μηνύματα για το τίποτα. Έχει δροσίσει λίγο σήμερα, ε; Σχόλια για τη δουλειά. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι ο Σκοτ φοράει πάντα μπλε. Και, πάνω απ’ όλα, Σ’ αγαπώ. Για κάποιο λόγο ήταν πιο εύκολο να πληκτρολογώ αυτές τις δύο λέξεις παρά να τις λέω. Τις πληκτρολόγησα πολλές φορές. Δεν ήθελα να το ξεχάσει αυτό. Όποια κι αν ήταν τα λάθη μου, η αγάπη μου γι’ αυτή καταλάμβανε τα πάντα. Μερικές φορές θύμωνα μ’ αυτό που μου έκανε. Μ’ αυτό που έκανε στη σχέση μας. Π’ ανάθεμά σε! Πάρε με. Πάψε να μου το κάνεις αυτό! «Έχεις τα χάλια σου», είπε ο Αράς, κοιτάζοντάς με καθώς διάβαζα τα συμβόλαια που είχε βάλει στο γραφείο μου. «Θα αρρωστήσεις πάλι;» «Είμαι μια χαρά». «Δικέ μου, είσαι κάθε άλλο παρά μια χαρά». Τον κοίταξα άγρια και σταμάτησε.
Κόντευε έξι, και την ώρα που πήγαινα στο γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν επιτέλους η Εύα επικοινώνησε μαζί μου. Κι εγώ σ’ αγαπώ! Οι λέξεις άρχισαν να κυματίζουν μπροστά μου, τα μάτια μου με έτσουζαν. Άρχισα να γράφω με τρεμάμενα δάχτυλα, νιώθοντας σχεδόν ίλιγγο από ανακούφιση. Μου λείπεις τόσο πολύ. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε, σε παρακαλώ; Έχω ανάγκη να σε δω. Δε μου απάντησε μέχρι να φτάσω στο γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν, κι αυτό μου μαύρισε τη διάθεση σε σημείο που να θέλω να κάνω κάτι βίαιο για να ξεσπάσω. Με τιμωρούσε με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, κι εγώ είχα διαλυθεί σαν πρεζόνι που χρειαζόμουν απεγνωσμένα τη δόση μου για να μπορώ να λειτουργήσω. Να σκεφτώ. «Γκίντεον». Ο δόκτωρ Πίτερσεν με χαιρέτησε στην πόρτα του γραφείου του με ένα χαμόγελο που έσβησε όταν με είδε. Συνοφρυώθηκε ανήσυχος. «Δε δείχνεις καλά». «Δεν είμαι», είπα απότομα. Μου έκανε ήρεμα νόημα να καθίσω. Έμεινα όρθιος, έβραζα μέσα μου, σκεφτόμουν αν πρέπει να φύγω και να ψάξω να βρω τη γυναίκα μου. Δεν άντεχα πια να κάθομαι και να περιμένω. Ήταν πολύ να μου ζητάει κάτι τέτοιο. «Ίσως πρέπει να περπατήσουμε πάλι», είπε ο δόκτωρ Πίτερσεν. «Δε θα έλεγα όχι να ξεμουδιάσω τα πόδια μου». «Πάρε την Εύα», τον διέταξα. «Πες της να ’ρθει εδώ. Εσένα θα σε ακούσει». Με κοίταξε έκπληκτος. «Έχεις προβλήματα με την Εύα». Έβγαλα το σακάκι μου και το πέταξα στον καναπέ. «Παραλογίζεται! Αρνείται να με δει… αρνείται να μου μιλήσει. Πώς διάβολο θα ξεπεράσουμε το πρόβλημα αν δε μιλάμε καν;» «Λογική ερώτηση». «Και βέβαια είναι λογική! Είμαι λογικός άνθρωπος. Αυτή όμως έχει παλαβώσει τελείως. Δεν μπορεί να μου το κάνει συνέχεια αυτό. Πρέπει να τη φέρεις εδώ. Να την κάνεις να μου μιλήσει». «Εντάξει. Αλλά πρώτα πρέπει να καταλάβω τι έγινε». Κάθισε στη θέση του. «Δε θα μπορέσω αν σε βοηθήσω αν δεν ξέρω τι έχει συμβεί». Τον έδειξα με το δάχτυλο. «Μην παίζεις ψυχολογικά παιχνίδια μαζί μου. Ειδικά σήμερα». «Νομίζω ότι μιλάω κι εγώ εξίσου λογικά με σένα», μου είπε ατάραχος. «Θέλω κι εγώ να ξεπεράσετε τα προβλήματά σας με την Εύα. Νομίζω το ξέρεις αυτό». Ξεφύσηξα και κάθισα στην άκρη του καναπέ, ακούμπησα το κεφάλι μου στα χέρια. Είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο, έναν παλλόμενο πόνο που διαπερνούσε το κεφάλι μου από μπροστά μέχρι πίσω. «Μάλωσες με την Εύα», είπε ο δόκτωρ Πίτερσεν. «Ναι». «Πότε μιλήσατε για τελευταία φορά;» Ξεροκατάπια. «Την Κυριακή». «Τι έγινε την Κυριακή;» Του είπα. Μου βγήκαν όλα μαζί ορμητικά, και ο δόκτωρ Πίτερσεν άκουγε γράφοντας μανιωδώς στην ταμπλέτα του. Τα λόγια ξεχύθηκαν από μέσα μου σε μια θυμωμένη καθαρτική έκρηξη, αφήνοντάς με εξουθενωμένο. Συνέχισε να γράφει για μερικές στιγμές αφού τελείωσα, και μετά σήκωσε το βλέμμα στο πρόσωπό μου. Είδα κατανόηση στα μάτια του κι ένιωσα τον λαιμό μου να σφίγγεται από έναν κόμπο.
«Κόστισες στην Εύα τη δουλειά της», μου επισήμανε, «μια δουλειά που έχει πει και στους δυο μας ότι της αρέσει πάρα πολύ. Καταλαβαίνεις γιατί είναι θυμωμένη μαζί σου, έτσι δεν είναι;» «Ναι, καταλαβαίνω. Αλλά είχα σοβαρούς λόγους. Λόγους που της εξήγησα και τους δέχτηκε. Αυτό δεν μπορώ να καταλάβω εγώ από τη μεριά μου. Καταλαβαίνει, αλλά, παρ’ όλα αυτά, έκοψε κάθε επικοινωνία μαζί μου». «Εκείνο που δεν είμαι σίγουρος αν καταλαβαίνω εγώ είναι γιατί δεν το συζήτησες με την Εύα από πριν. Μπορείς να μου το εξηγήσεις;» Έτριψα τον αυχένα μου, όπου η ένταση είχε σφίξει τους μυς σαν συρματόσχοινα. «Γιατί θα αμφιταλαντευόταν», μουρμούρισα. «Θα της έπαιρνε χρόνο για να αποφασίσει. Και στο μεταξύ εγώ προσπαθώ να διαχειριστώ ένα σωρό άλλα προβλήματα. Μας χτυπούν από όλες τις μεριές». «Ναι, είδα την είδηση για το βιβλίο που γράφει η Κορίν Ζιρού για σένα». «Α, ναι». Χαμογέλασα σκυθρωπά. «Μάλλον πήρε την ιδέα από το “Golden”, το βίντεο των SixNinths. Ο Λάντον κατάφερε να πλησιάσει την Εύα γιατί βρήκε ένα άνοιγμα στις άμυνές μου. Δεν μπορούσα να ρισκάρω να του δώσω κι άλλο άνοιγμα, ενώ θα μου είχαν αποσπάσει την προσοχή όλα όσα αντιμετωπίζουμε η Εύα κι εγώ αυτό το διάστημα». Ο δόκτωρ Πίτερσεν κατένευσε. «Αντιμετωπίζεις μεγάλη πίεση. Δεν εμπιστεύεσαι την Εύα για να σε βοηθήσει να πάρεις σωστές αποφάσεις; Πρέπει να ξέρεις ότι οι συγκρούσεις της με τη μητέρα της συχνά οφείλονται στο γεγονός ότι δεν τη συμβουλεύεται πριν κάνει κάποια πράγματα». «Το ξέρω αυτό». Προσπάθησα να εκφράσω τις χαώδεις σκέψεις μου. «Όμως πρέπει να τη φροντίσω, να την προστατέψω. Μετά από όσα έχει περάσει…» Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Μερικές φορές σχεδόν δεν άντεχα να σκέφτομαι τι είχε περάσει. «Πρέπει να είμαι δυνατός γι’ αυτή. Να παίρνω τις δύσκολες αποφάσεις». «Γκίντεον, είσαι ένας από τους δυνατότερους ανθρώπους που γνωρίζω», είπε σιγά ο δόκτωρ Πίτερσεν. Άνοιξα τα μάτια και τον κοίταξα. «Δε με έχεις δει όπως η Εύα». Να κλαίω σαν μικρό παιδί, τρομοκρατημένος από αναμνήσεις. Να αυνανίζομαι μέσα στον ύπνο μου. Να γίνομαι βίαιος. Να γίνομαι αδύναμος, τόσο αδύναμος. Ανήμπορος. «Νομίζεις ότι αμφιβάλλει για σένα επειδή την άφησες να σε δει σε στιγμές αδυναμίας; Νομίζω ότι η Εύα δε θα έκανε κάτι τέτοιο». Τα μάτια μου άρχισαν να με τσούζουν. «Δεν τα ξέρεις όλα. Απλώς… Δεν ξέρεις». «Η Εύα όμως ξέρει. Και σε παντρεύτηκε παρ’ όλα αυτά. Σε αγαπά, και μάλιστα πάρα πολύ, παρ’ όλα όσα ξέρει». Με κοίταξε με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο που για κάποιο λόγο με χαράκωσε σαν μαχαιριά, με άνοιξε μέχρι μέσα. «Κάποτε με ρώτησες αν οι σχέσεις στηρίζονται στους συμβιβασμούς. Το θυμάσαι αυτό;» Κατένευσα σπασμωδικά. «Αυτοί οι συμβιβασμοί σημαίνουν ότι δε χρειάζεται να είσαι πάντα εσύ ο δυνατός, Γκίντεον. Μπορεί να σηκώνεις εσύ τα μεγάλα βάρη σε κάποιες περιπτώσεις, και μπορείς επίσης να αφήνεις και την Εύα να κάνει το ίδιο μερικές φορές. Η ουσία του γάμου δεν είναι αν είσαι αρκετά δυνατός σαν άτομο. Είναι το πόσο δυνατοί είστε μαζί, και το γεγονός ότι έχετε την πολυτέλεια να κουβαλάτε τα βάρη εκ περιτροπής». «Είναι…» Έσκυψα πάλι το κεφάλι. Και η Εύα μου είχε πει το ίδιο πράγμα. «Προσπαθώ. Ορκίζομαι στον Θεό, προσπαθώ». «Το ξέρω».
«Πρέπει να ξαναγυρίσει κοντά μου. Τη χρειάζομαι. Με σκοτώνει αυτή τη στιγμή. Με τσακίζει». Κοίταξα τα χέρια μου, τα δαχτυλίδια που έδειχναν ότι είμαι δικός της. «Τι να κάνω; Πες μου τι να κάνω». «Η Εύα θα θέλει να ξέρει ότι είσαι πρόθυμος να αλλάξεις. Θα θέλει να δει να κάνεις βήματα που να το δείχνουν αυτό. Όμως επειδή δεν πρόκειται να αντιμετωπίζεις πολύ συχνά τέτοιες σημαντικές αποφάσεις που να της δείξουν ότι άλλαξες, μπορεί να περιμένει για να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Αυτό νομίζω ότι θα είναι δύσκολο για σένα. Πολύ δύσκολο». Κατένευσα αργά, αλλά δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Αν η Εύα χρειαζόταν αποδείξεις ότι θα έκανα τα πάντα για να την κρατήσω, θα της τις έδινα. Έσφιξα τα χέρια μου γροθιές. Το βλέμμα μου πήγε στο χαλί ανάμεσα στα πόδια μου. «Με…» Ξερόβηξα. «Ο ψυχοθεραπευτής. Αυτός που είχα όταν ήμουν παιδί». «Ναι;» «Με… με κακοποιούσε σεξουαλικά. Επί έναν χρόνο σχεδόν. Με… με βίαζε».
20 Μου λείπεις τόσο πολύ. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε, σε παρακαλώ; Έχω ανάγκη να σε δω. «Κοιτάζεις ακόμη εκείνο το μήνυμα;» ρώτησε ο Κάρι. Γύρισε ανάσκελα στο κρεβάτι δίπλα μου και πίεσε τον κρόταφό του στον δικό μου. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ». Ήταν μαρτύριο να μένω μακριά από τον Γκίντεον. Κάθε λεπτό, στον ξύπνιο και στον ύπνο μου, ένιωθα λες και κάποιος μου είχε βγάλει την καρδιά αφήνοντας μια τρύπα να χάσκει στο στήθος μου. Κοίταξα τον ουρανό πάνω από το κρεβάτι στο δωμάτιο των ξένων στο σπίτι της μαμάς μου. Πρόσφατα, μαζί με το καθιστικό της, είχε αναδιακοσμήσει και το υπνοδωμάτιο όπου με έβαλε. Τώρα είχε μια παλέτα σε κρεμ και σκούρο πράσινο που το έκανε καταπραϋντικό και καλόγουστα αριστοκρατικό. Το δωμάτιο του Κάρι είχε πιο αρρενωπό στιλ, με γκρίζα και σκούρα μπλε χρώματα, και επίπλωση από ξύλα καρυδιάς που έδιναν έναν εντελώς διαφορετικό τόνο από τα λευκά επίχρυσα έπιπλα στο δικό μου. «Πότε θα του μιλήσεις, κοριτσάκι;» «Γρήγορα. Απλώς…» Έφερα το κινητό στο στήθος μου και το πίεσα στην καρδιά μου. «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε και οι δύο λίγο χρόνο». Μου ήταν τόσο δύσκολο να σκέφτομαι ότι ο Γκίντεον κι εγώ μαλώναμε. Δεν το άντεχα. Και τα πράγματα ήταν χειρότερα επειδή το λάθος το είχε κάνει εκείνος, και όπως όλα όσα έκανε, ήταν τεραστίων διαστάσεων. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι θα μπορούσα να τον συγχωρήσω και να συνεχίσω να ζω με τον εαυτό μου. Από την άλλη μεριά, μου ήταν επίσης αδύνατο να φανταστώ ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω χωρίς αυτόν. Ένιωθα νεκρή μέσα μου. Το μόνο πράγμα που με κρατούσε όρθια ήταν η πίστη ότι θα καταφέρναμε με κάποιο τρόπο να βρούμε μια λύση και να είμαστε μαζί. Ήταν αδύνατο να μην τα καταφέρουμε. Ήταν αδύνατο να δώσω σε κάποιον ένα τόσο μεγάλο μέρος του εαυτού μου και μετά να τον αφήσω. Σκεφτόμουν τη συμβουλή που είχα δώσει στον Τρέι, και το γεγονός ότι αντιμετωπίζαμε και οι δύο την ίδια απόφαση: θα επιλέγαμε την αγάπη ή τον εαυτό μας; Και ήμουν τόσο τσαντισμένη με τον Γκίντεον που με είχε αναγκάσει να κάνω μια τέτοια επιλογή. Είχα αναγνωρίσει ότι ορισμένες καταστάσεις με ωθούσαν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν περίμενα ποτέ να κάνει το ίδιο και ο άντρας μου. Και γιατί στην οργή έπρεπε αυτές οι δύο επιλογές να αποκλείουν η μία την άλλη; Αυτό ήταν αφόρητο. «Τον έχεις ρίξει στα πατώματα», μου επισήμανε ο Κάρι, αν και ήταν περιττό. «Αυτό το έκανε μόνος του, όχι εγώ». Ο Γκίντεον μου είχε πάρει κάτι πολύτιμο, αλλά το χειρότερο ήταν ότι είχε πάρει επίσης κάτι πολύτιμο από τη σχέση μας: την ελευθερία μου να επιλέγω και την εμπιστοσύνη που του είχα ότι θα τη σεβόταν. Μετά από εκείνη την τελευταία νύχτα που ζήσαμε… αφού τον είχα εμπιστευτεί τόσο πολύ, του είχα ανοιχτεί τόσο πολύ… Και όταν ζήσαμε αυτή τη νύχτα, εκείνος είχε μιλήσει ήδη στον Μαρκ. Η αίσθηση της προδοσίας μού σπάραζε την καρδιά. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου». Ο Κάρι σήκωσε τους ώμους. «Τον συμπαθώ τον Στάντον. Και δε με χαλάει να μείνω στο σπίτι του για μερικές μέρες. Θα γυρίσουμε τελικά στο σπίτι μας, έτσι δεν είναι;»
«Δεν μπορώ να κρύβομαι αιώνια». «Έτσι λες πάντα», μουρμούρισε ο Κάρι. «Προσωπικά, μου αρέσει να κρύβομαι. Να κάνω ένα διάλειμμα και να ξεχάσω για λίγο όλο το ζόρι που τραβάω». «Όμως το ζόρι θα είναι πάντα εκεί και θα σε περιμένει». Και ξέροντάς το αυτό, προτιμούσα πάντα να το αντιμετωπίζω μετωπικά. Να το βγάζω από τη μέση, να το αφήνω πίσω μου. «Άσ’ το να περιμένει», είπε ο Κάρι, και μου ανακάτεψε τα μαλλιά. Γύρισα και τον φίλησα στο μάγουλο. Είχα χύσει γαλόνια δάκρυα πάνω του τις τελευταίες τρεις μέρες, ενώ τη νύχτα κουλουριαζόμουν δίπλα του. Μερικές φορές ένιωθα ότι η αγκαλιά του ήταν το μόνο πράγμα που με κρατούσε για να μη διαλυθώ. Θεέ μου. Πονούσα τόσο πολύ. Είχα τα χάλια μου, ήμουν ένα ζόμπι μέσα στη ζωντάνια της Νέας Υόρκης. Πού ήταν ο Γκίντεον τώρα; Μήπως είχε αρχίσει να μαλακώνει ο πόνος του χωρισμού μας; Ή πονούσε κι αυτός όσο κι εγώ; «Ο Μαρκ μου ζήτησε να πάω στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος μαζί του», είπα, απλώς για να αναγκάσω τον εαυτό μου να σκεφτεί κάτι άλλο. «Χμμ, το περίμενες ότι θα γίνει αυτό». «Ναι, αλλά και πάλι ήταν σουρεαλιστικό όταν μου το είπε». Αναστέναξα. «Είναι τόσο ενθουσιασμένος, Κάρι. Θα πάρει μια γερή αύξηση, και αυτό θα αλλάξει πολλά πράγματα για τον ίδιο και τον Στίβεν. Θα μπορέσουν να κάνουν έναν πραγματικά εντυπωσιακό γάμο συν έναν παρατεταμένο μήνα του μέλιτος, και τώρα ψάχνουν για διαμέρισμα. Είναι δύσκολο να συνεχίσω να νιώθω τέτοια πικρία όταν όλα αυτά ήταν τόσο θετικά για κείνον». «Δηλαδή θα δουλέψεις για τον Γκίντεον;» «Δεν ξέρω. Δεν αστειευόμουν όταν του είπα ότι είχα μισοπάρει αυτή την απόφαση μόνη μου. Τώρα όμως… Κάπου μέσα μου θέλω να βρω δουλειά αλλού μόνο και μόνο για να του τη σπάσω». Ο Κάρι σήκωσε τα χέρια κι έκανε ότι παίζει μποξ με κάποιον ανύπαρκτο αντίπαλο. «Να του δείξεις ότι δεν είναι το αφεντικό σου». «Ναι». Έριξα κι εγώ μερικές γροθιές, μόνο και μόνο για να φτιάξει λίγο η διάθεσή μου. «Όμως αυτό είναι βλακεία. Ακόμη κι αν έβρισκα δουλειά αλλού, δε θα ήξερα ποτέ αν με προσέλαβαν για μένα ή για το όνομά του, κι αν αυτό τελικά είναι καλό ή κακό. Τέλος πάντων, έχω έναν μήνα πριν φύγει ο Μαρκ. Έχω χρόνο να το σκεφτώ». «Μπορεί η Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν να σε κρατήσει. Το σκέφτηκες αυτό;» «Είναι ένα ενδεχόμενο. Δεν είμαι σίγουρη τι θα έκανα αν μου το ζητούσαν. Θα γλίτωνα το ψάξιμο για άλλη δουλειά, αλλά δε θα είχα τον Μαρκ, που είναι ο λόγος που αγαπώ τη δουλειά μου. Θα ήθελα να είμαι εκεί χωρίς αυτόν;» «Θα έχεις ακόμη τη Μεγκούμι και τον Γουίλ». «Ναι, είναι κι αυτό», συμφώνησα. Μείναμε αμίλητοι σε μια συντροφική σιωπή για λίγο. Μετά ο Κάρι είπε: «Οπότε, τελικά, εσύ κι εγώ είμαστε στην ίδια βάρκα, τη βάρκα “Μακάρι να ’Ξερα”». «Ο Τρέι θα σου τηλεφωνήσει», τον διαβεβαίωσα, αν και δεν είχα ιδέα τι θα έλεγε ο Τρέι όταν τηλεφωνούσε. «Βέβαια θα μου τηλεφωνήσει. Είναι καλό παιδί, δε θα μ’ αφήσει να ξεροψήνομαι». Ο Κάρι ακουγόταν τόσο κουρασμένος. «Το θέμα δεν είναι πότε θα πάρει, είναι τι θα πει όταν πάρει».
«Το ξέρω. Θα ’πρεπε να ήταν πιο εύκολη η αγάπη», παραπονέθηκα. «Αν ήμασταν σε ρομαντική κωμωδία, θα λεγόταν Η αγάπη είναι σπάσιμο». «Ίσως δεν έπρεπε να είχαμε μπλέξει με έρωτες, έπρεπε να είχαμε περιοριστεί στο Σεξ και η Πόλη». «Το δοκίμασα αυτό. Και κατέληξα Γκαστρωμένος με την πρώτη. Έπρεπε να είχα προτιμήσει να είμαι Παρθένος ετών σαράντα, αλλά ξεκίνησα από μικρός βλέπεις». «Πάντως, οι δυο μας μπορούμε να γράψουμε εγχειρίδιο για το Πώς να χωρίσετε σε δέκα εβδομάδες». Ο Κάρι με κοίταξε. «Και γαμώ». Το πρωί της Τετάρτης ήταν σωστό μαρτύριο. Ετοιμάστηκα για τη δουλειά στο σπίτι του Στάντον και αυτό με βοήθησε να μη μου λείψει τόσο πολύ ο Γκίντεον, αλλά, από την άλλη μεριά, η μαμά μου κόντευε να με τρελάνει μιλώντας ασταμάτητα για τον γάμο. Ακόμη και ο Στάντον, που πάντα υπέμενε αδιαμαρτύρητα τη νεύρωσή της, μου έριχνε ματιές συμπάθειας όταν ήταν μπροστά. Δεν μπορούσα να σκεφτώ για τον γάμο τώρα. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πέρα από την κάθε ώρα της κάθε μέρας. Έτσι τα έβγαζα πέρα – ώρα με την ώρα. Όταν βγήκα από το κτίριο στον δρόμο, είδα να με περιμένει ο Άνγκους με το τζιπ αντί για τον Ραούλ με τη Μερσεντές. Κατάφερα να χαμογελάσω. Χαιρόμουν πραγματικά που τον έβλεπα, αλλά ήμουν και λίγο επιφυλακτική. «Καλημέρα, Άνγκους». Έδειξα με το πιγούνι μου το αμάξι και ψιθύρισα: «Είναι μέσα;» Μου απάντησε με ένα αρνητικό νεύμα, και μετά άγγιξε το γείσο του καπέλου του. «Καλημέρα, κυρία Κρος». Του έσφιξα για μια στιγμή τον ώμο και μετά μπήκα στο πίσω κάθισμα από την πόρτα που μου είχε ανοίξει. Μπήκαμε στην κίνηση στους μποτιλιαρισμένους δρόμους και ξεκινήσαμε για το κέντρο. Έσκυψα μπροστά. «Πώς είναι;» ρώτησα. «Χειρότερα από σένα, θα έλεγα». Μου έριξε μια γρήγορη ματιά και μετά γύρισε πάλι στον δρόμο. «Υποφέρει, κορίτσι μου. Το χτεσινό βράδυ ήταν το χειρότερο». «Θεέ μου». Βούλιαξα πίσω στο κάθισμα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήθελα να πληγώνω τον Γκίντεον. Τον είχαν πληγώσει ήδη τόσο πολύ. Έβγαλα το κινητό μου και του έστειλα ένα μήνυμα. Σ’ αγαπώ. Η απάντησή του ήταν σχεδόν ακαριαία. Παίρνω. Σε παρακαλώ απάντησε. Μια στιγμή αργότερα το κινητό δονήθηκε στο χέρι μου και στην οθόνη εμφανίστηκε η φωτογραφία του. Ήταν σαν μια μαχαιριά στην καρδιά να βλέπω το πρόσωπό του αφού είχα περάσει τις τελευταίες μέρες αποφεύγοντας κάθε εικόνα του. Και φοβόμουν εξίσου να ακούσω τη φωνή του. Δεν ήξερα αν μπορούσα να φανώ δυνατή. Και δεν είχα τις απαντήσεις που χρειαζόταν από μένα. Ενεργοποιήθηκε ο τηλεφωνητής και το κινητό έπαψε να δονείται. Άρχισε πάλι σχεδόν αμέσως. Απάντησα κι έβαλα το τηλέφωνο στο αυτί μου χωρίς να μιλήσω. Για μια παρατεταμένη αγωνιώδη στιγμή δεν ακουγόταν τίποτα στη γραμμή. «Εύα;» Τα μάτια μου βούρκωσαν ακούγοντας τη φωνή του. Η φυσική βραχνάδα της ήταν πολύ πιο έντονη, σαν να ήταν γδαρμένος ο λαιμός του. Αλλά το χειρότερο ήταν η ελπίδα που διέκρινα στον τόνο του όταν είπε το όνομά μου, η απεγνωσμένη λαχτάρα. «Δεν πειράζει αν δε θέλεις να μιλήσεις», είπε τραχιά. «Απλώς…» Έβγαλε μια τρεμάμενη ανάσα. «Λυπάμαι, Εύα. Θέλω να ξέρεις ότι λυπάμαι και πως θα κάνω ό,τι χρειάζεται. Απλώς θέλω να
διορθώσω τα πράγματα». «Γκίντεον…» Τον άκουσα να παίρνει μια απότομη ανάσα όταν είπα το όνομά του. «Το πιστεύω ότι λυπάσαι που δεν είμαστε μαζί τώρα. Όμως πιστεύω επίσης ότι μπορεί να ξανακάνεις κάτι τέτοιο. Και προσπαθώ να αποφασίσω αν μπορώ να ζήσω μ’ αυτή την κατάσταση ή όχι». Έπεσε σιωπή στη γραμμή. «Τι σημαίνει αυτό;» με ρώτησε τελικά. «Ποια θα ήταν η εναλλακτική;» Αναστέναξα, νιώθοντας ξαφνικά τόσο κουρασμένη. «Δεν έχω απαντήσεις. Γι’ αυτό έμεινα μακριά σου. Θέλω να σου δώσω τα πάντα, Γκίντεον. Δε θέλω να σου λέω όχι ποτέ, είναι τόσο δύσκολο για μένα. Όμως αυτή τη στιγμή φοβάμαι ότι αν κάνω αυτό τον συμβιβασμό, αν μείνω μαζί σου ξέροντας πώς είσαι και ότι δεν πρόκειται να αλλάξεις, θα νιώθω πικρία και τελικά θα πάψω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου». «Εύα… Χριστέ μου. Μην το λες αυτό!» Η φωνή του σκάλωσε. «Το είπα στον δόκτορα Πίτερσεν. Για τον Χιου». «Τι;» Το κεφάλι μου πετάχτηκε πάνω. «Πότε;» «Χτες βράδυ. Του τα είπα όλα. Για τον Χιου. Για την Ανν. Θα με βοηθήσει, Εύα. Είπε μερικά πράγματα…» Έκανε μια παύση. «Μου φάνηκαν σωστά. Για μένα και για τον τρόπο που φέρομαι απέναντί σου». «Ω Γκίντεον!» Μπορούσα να φανταστώ πόσο δύσκολο ήταν γι’ αυτόν. Είχα βιώσει κι εγώ μια παρόμοια εξομολόγηση. «Είμαι πολύ περήφανη για σένα. Ξέρω ότι δεν ήταν εύκολο». «Πρέπει να μείνεις κοντά μου. Το υποσχέθηκες. Σου είπα ότι θα τα γαμήσω. Και θα τα γαμήσω πάλι. Δεν ξέρω τι διάβολο κάνω. Θεέ μου… Σ’ αγαπώ. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα χωρίς εσένα. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Με τσακίζεις, Εύα. Δεν μπορώ…» Έβγαλε έναν σιγανό, πονεμένο ήχο. «Σε χρειάζομαι». «Ω Θεέ μου, Γκίντεον». Τα δάκρυα κυλούσαν από το πρόσωπό μου κι έσταζαν στο στήθος μου, γλιστρώντας κάτω από το ντεκολτέ του φορέματος. «Κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω». «Δεν μπορούμε να βρούμε τη λύση μαζί; Δεν είμαστε καλύτεροι –δυνατότεροι– μαζί;» Σκούπισα το πρόσωπό μου. Ήξερα ότι το μακιγιάζ μου είχε χαλάσει αλλά δε με ένοιαζε. «Θέλω κι εγώ να είμαστε μαζί. Το θέλω περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Απλώς δεν ξέρω αν μπορώ να φτάσω σε αυτό το σημείο. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά που να μου μίλησες και να καθίσαμε μαζί να αντιμετωπίσουμε ένα πρόβλημα. Ούτε μία». «Αν το έκανα… αν το κάνω –και θα το κάνω– θα γυρίσεις κοντά μου;» «Δε σ’ έχω αφήσει, Γκίντεον. Δεν ξέρω πώς να το κάνω αυτό». Κοίταξα από το παράθυρο και είδα ένα νεαρό ζευγάρι να αποχαιρετιέται με ένα φιλί πριν χωρίσει μπροστά σε μια περιστρεφόμενη πόρτα. «Αλλά ναι, αν είμαστε πραγματικά μια ομάδα, τίποτα δε θα μπορεί να με κρατήσει μακριά σου». «Άκουσα ότι πήρατε την καμπάνια της PhazeOne». Γύρισα από τον καφέ που ανακάτευα και κοίταξα τον Γουίλ υψώνοντας τα φρύδια. «Εγώ δεν άκουσα κάτι τέτοιο». Ο Γουίλ χαμογέλασε, και τα μάτια του άστραψαν πίσω από τα γυαλιά του. Ήταν τόσο ευδιάθετος τύπος, έχοντας γερά θεμέλια σε μια καλή σχέση. Τον ζήλευα γι’ αυτή τη γαλήνη του. Την είχα νιώσει μερικές φορές από τότε που ήμουν με τον Γκίντεον, και κάθε φορά ήταν πραγματικά υπέροχη. Πόσο εκπληκτικό θα ήταν αν μπορούσαμε να φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση, και να
παραμείνουμε εκεί… «Έτσι λένε οι διαδόσεις που άκουσα», είπε. «Αδερφέ μου». Έβγαλα έναν παρατραβηγμένο αναστεναγμό. «Πάντα είμαι η τελευταία που τα μαθαίνει». Όλη αυτή τη βδομάδα έδινα μια παράσταση άξια για Όσκαρ. Είχα να αντιμετωπίσω τον ενθουσιασμό του Μαρκ για τη μετακίνησή του, την επικείμενη αλλαγή της εργασιακής μου κατάστασης, το γεγονός ότι μου είχε έρθει περίοδος, και ταυτόχρονα με όλα αυτά αντιμετώπιζα το τεράστιο μπέρδεμα στην προσωπική μου ζωή. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούσα να εστιάσω όλη την ενέργεια που μου απέμενε στην προσπάθεια να δείχνω ήρεμη, έτσι φρόντιζα να αποφεύγω τις κουτσομπολίστικες κλίκες του γραφείου για να περιορίζω τις επαφές με άλλους. Υπήρχε ένα όριο στο πόσο ευτυχισμένη, χαρούμενη και ικανοποιημένη μπορούσα να προσποιούμαι ότι είμαι. «Ο Μαρκ θα με σκοτώσει που σου το είπα». Όμως ο Γουίλ δεν έδειχνε να μετανιώνει καθόλου. «Ήθελα να είμαι ο πρώτος που θα σε συγχαρεί». «Εντάξει. Ευχαριστώ. Ίσως». «Ξέρεις, ψοφάω να βάλω στο χέρι αυτή την κονσόλα. Τα τεχνολογικά μπλογκ οργιάζουν από φήμες για τα χαρακτηριστικά της PhazeOne». Ακούμπησε στον πάγκο δίπλα μου και με κοίταξε με ελπίδα. Του κούνησα το δάχτυλο. «Δεν πρόκειται να πάρεις πληροφορίες από μένα». «Να πάρει. Αλλά έπρεπε να κάνω μια προσπάθεια». Σήκωσε τους ώμους. «Κατά πάσα πιθανότητα θα σας κλειδώσουν κάπου στην απομόνωση μέχρι την κυκλοφορία της κονσόλας για να μη γίνει καμιά διαρροή». «Σε κάνει αναρωτιέσαι γιατί η LanCorp απευθύνθηκε σε μια εξωτερική διαφημιστική εταιρεία, έτσι δεν είναι;» Ο Γουίλ συνοφρυώθηκε. «Ναι, εδώ που τα λέμε. Δεν το είχα σκεφτεί». Ούτε κι εγώ. Το είχε σκεφτεί όμως ο Γκίντεον. Κοίταξα την κούπα μου και άρχισα να ανακατεύω πάλι τον καφέ αφηρημένη. «Σε λίγο θα βγει και η καινούργια κονσόλα της GenTen». «Ναι, το άκουσα. Εκεί όμως δεν υπάρχει δίλημμα. Όλοι θα την αγοράσουν». Μαζεύοντας τα δάχτυλά μου, κοίταξα τη βέρα μου και τους όρκους που είχα κάνει όταν τη δέχτηκα. «Έχεις κανονίσει για μεσημεριανό;» με ρώτησε ο Γουίλ. Πήρα την κούπα μου και γύρισα προς το μέρος του. «Ναι, θα φάω με τον Μαρκ και τον σύντροφό του». «Α, εντάξει». Πήγε προς την καφετιέρα όταν παραμέρισα. «Ίσως θα μπορούσαμε να πιούμε κανένα ποτό μετά τη δουλειά κάποια μέρα αυτή τη βδομάδα. Να σύρουμε μαζί μας και το έτερό μας ήμισυ. Αν θέλει και ο Γκίντεον. Ξέρω ότι είναι πολυάσχολος». Άνοιξα το στόμα μου. Μετά το έκλεισα πάλι. Ο Γουίλ μου είχε δώσει το τέλειο άνοιγμα για να συγχωρήσω τον Γκίντεον. Μπορούσα να βγω μαζί τους, αλλά ήθελα να μοιράζομαι την κοινωνική ζωή μου με τον άντρα μου. Τον ήθελα μαζί μου. Αν άρχιζα να τον αποκλείω από ό,τι έκανα, δε θα ήταν αυτό η αρχή του τέλους; «Καλή ιδέα», είπα, αν και ήξερα ότι η βραδιά κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν γεμάτη ένταση. «Θα του μιλήσω, και θα δούμε αν μπορούμε να κανονίσουμε κάτι». Ο Γουίλ κατένευσε. «Ωραία. Ενημέρωσέ με».
«Έχω ένα πρόβλημα». «Μπα;» Κοίταξα τον Μαρκ απέναντί μου στο τραπέζι. Το κουβανέζικο εστιατόριο που είχε διαλέξει ο Στίβεν ήταν μεγάλο και γεμάτο κόσμο. Το φως του ήλιου έμπαινε από έναν τεράστιο φεγγίτη, και πολύχρωμες τοιχογραφίες στόλιζαν τον χώρο με παπαγάλους και φοινικόδεντρα. Μια γιορταστική μουσική με έκανε να νιώθω σαν να έχω πάει διακοπές σε κάποιο εξωτικό μέρος, ενώ οι πλούσιες μυρωδιές των μπαχαρικών έκαναν το στομάχι μου να δείξει ενδιαφέρον για πρώτη φορά εδώ και μέρες. Έτριψα τα χέρια μου μεταξύ τους. «Ας το διορθώσουμε». «Ναι», συμφώνησε ο Στίβεν. «Η Εύα έχει δίκιο. Πες το μας». Ο Μαρκ παραμέρισε το μενού και ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. «Σήμερα το πρωί ο κύριος Γουότερς μου είπε να αρχίσω να δουλεύω την καμπάνια της LanCorp». «Ζήτω!» είπα και χειροκρότησα. «Μη βιάζεσαι. Μετά από αυτό, ήμουν υποχρεωμένος να τον ενημερώσω ότι φεύγω. Ήθελα να περιμένω μέχρι την Παρασκευή για να του το πω, όμως χρειάζονται κάποιον που να μπορεί να μείνει με τον πελάτη σε όλη τη διάρκεια της καμπάνιας, όχι μόνο για τον πρώτο μήνα». «Έχεις δίκιο», παραδέχτηκα, και το χαμόγελό μου έσβησε. «Τι σπάσιμο». «Ναι, μεγάλο σπάσιμο, αλλά…» Σήκωσε τους ώμους. «Έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε; Τότε ο κύριος Γουότερς κάλεσε και τους άλλους συνεταίρους. Μου είπαν ότι τα στελέχη της LanCorp επέμεναν να αναλάβω εγώ την καμπάνια όταν προσέγγισαν για πρώτη φορά την εταιρεία, και η επιμονή τους ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι συνεταίροι ανησυχούν ότι θα χάσουν τη δουλειά αν δεν τη χειριστώ εγώ μέχρι το τέλος». Ο Στίβεν χαμογέλασε πλατιά και τον χτύπησε στον ώμο. «Τέτοια να ακούω!» Ο Μαρκ χαμογέλασε ντροπιασμένα. «Ναι, σίγουρα ήταν κολακευτικό. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι μου πρόσφεραν προαγωγή και αύξηση αν μείνω». «Ουάου». Έγειρα πίσω. «Αυτό είναι πολύ κολακευτικό». «Δεν μπορούν να μου προσφέρουν αυτά που μου πρόσφερε ο Κρος. Ούτε καν τα μισά, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: το ποσό που μου πρόσφερε ήταν υπερβολικό». «Ποιος το λέει αυτό;» είπε ο Στίβεν. «Τα αξίζεις αυτά τα λεφτά μέχρι την τελευταία δεκάρα». Κατένευσα κι εγώ, αν και είχα μόνο μια αόριστη ιδέα για το τι μισθό τού είχε προσφέρει ο Γκίντεον. «Συμφωνώ μ’ αυτό». «Όμως νιώθω ότι οφείλω κάποια αφοσίωση στη Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν». Ο Μαρκ έτριψε το σαγόνι του. «Μου έχουν φερθεί καλά και θέλουν να με κρατήσουν, παρόλο που ξέρουν ότι μπορεί να με αρπάξει κάποιος άλλος». «Κάνεις καλή δουλειά εδώ και χρόνια», απάντησε ο Στίβεν. «Έχουν κερδίσει πολλά από σένα. Δεν τους χρωστάς τίποτα». «Το ξέρω αυτό. Και δε θα είχα πρόβλημα να αφήσω ένα άδειο γραφείο πίσω μου, γιατί ξέρω ότι θα έβρισκαν γρήγορα κάποιον για να με αντικαταστήσει. Όμως έχω πρόβλημα με το ενδεχόμενο να τους κοστίσω την καμπάνια της LanCorp αν φύγω». «Μα αυτή η απόφαση δεν είναι δική σου», του είπα. «Αν η LanCorp δε δώσει τη δουλειά στην εταιρεία σε περίπτωση που φύγεις, αυτό είναι δικό τους θέμα». «Προσπάθησα να το δω κι εγώ έτσι. Αλλά και πάλι είναι κάτι που δε θα ήθελα να το δω να συμβαίνει». Πλησίασε ο σερβιτόρος για να πάρει την παραγγελία μας, και κοίταξα τον Στίβεν. «Μπορείς να
αναλάβεις εσύ;» «Βέβαια». Κοίταξε τον Μαρκ, που έκανε κι αυτός ένα καταφατικό νεύμα. Ο Στίβεν γύρισε στον σερβιτόρο και παράγγειλε για όλους μας. Περίμενα να μείνουμε πάλι μόνοι για να μιλήσω, αλλά δίστασα για μια στιγμή. Δεν ήμουν σίγουρη πώς να τους πω αυτό που έπρεπε να πω. Τελικά, αποφάσισα απλώς να μιλήσω ξεκάθαρα. «Εγώ δεν μπορώ να δουλέψω στην καμπάνια της PhazeOne». Ο Μαρκ και ο Στίβεν με κοίταξαν άφωνοι. «Κοιτάξτε, οι Λάντον και οι Κρος έχουν μεγάλο ιστορικό», εξήγησα. «Υπάρχει μίσος ανάμεσά τους. Ο Γκίντεον μου εξέφρασε κάποιες ανησυχίες για το θέμα, και τον καταλαβαίνω. Το θέμα είναι ευαίσθητο και πρέπει να είμαι προσεκτική». Ο Μαρκ συνοφρυώθηκε. «Ο Λάντον ξέρει ποια είσαι. Δεν έχει πρόβλημα». «Το ξέρω. Όμως η κονσόλα PhazeOne είναι σημαντικό προϊόν. Υπάρχουν ρίσκα για όσους θα έχουν πρόσβαση στην κονσόλα πριν την επίσημη κυκλοφορία της, και δε θα ήθελα να δημιουργηθεί κανένα πρόβλημα». Μου ήταν δύσκολο να παραδεχτώ ότι ο Γκίντεον είχε δίκιο, γιατί ήξερα ότι από την άλλη μεριά είχα δίκιο και εγώ. Πράγμα που μας άφηνε σε ένα αδιέξοδο που δεν ήξερα πώς να το λύσω. Ο Στίβεν έγειρε πιο κοντά και με κοίταξε καλά καλά. «Μιλάς σοβαρά». «Δυστυχώς. Όχι ότι η απόφασή σου επηρεάζεται με οποιονδήποτε τρόπο από μένα, αλλά σκέφτηκα ότι έπρεπε να σε ενημερώσω». «Δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα», είπε ο Μαρκ. «Σου λέει ότι αν μείνεις στη δουλειά σου, θα χάσεις και τα λεφτά που σου προσφέρει ο Κρος και τη βοηθό σου», του εξήγησε ο Στίβεν. «Ή αλλιώς μπορείς να πας στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος όπως συμφώνησες ήδη να κάνεις, να πάρεις τα λεφτά, και να έχεις και την Εύα». «Βασικά…» Θεέ μου. Ήταν πιο δύσκολο από όσο περίμενα. Το είχα ακούσει, αλλά τώρα το ζούσα κιόλας: Η γυναίκα που χάνει μια δουλειά που αγαπά εξαιτίας ενός άντρα δεν μπορεί να του το συγχωρήσει… Γιατί νόμιζα ότι εγώ για κάποιο λόγο θα ήμουν εξαίρεση στον κανόνα; «Δεν μπορώ να πω ακόμη ότι θα έρθω μαζί σου». Ο Μαρκ έπεσε πίσω στην πλάτη του κόκκινου καναπέ. «Το πράγμα πάει από το κακό στο χειρότερο». «Δε λέω ότι σίγουρα δε θα ’ρθω». Προσπάθησα να δώσω την εντύπωση ότι δεν ήταν κανένα σοβαρό θέμα. «Απλώς δεν είμαι σίγουρη αν ο Γκίντεον κι εγώ πρέπει να δουλεύουμε μαζί. Θέλω να πω, δεν είμαι σίγουρη αν πρέπει να είναι το αφεντικό μου. Καταλαβαίνετε τι εννοώ». «Δε μου αρέσει αυτό που θα πω», είπε ο Στίβεν, «αλλά έχει κάποιο δίκιο». «Αυτό δε με βοηθά καθόλου στο πρόβλημά μου», μουρμούρισε ο Μαρκ. «Λυπάμαι». Δεν μπορούσα να τους πω πόσο λυπόμουν πραγματικά. Δεν ένιωθα καν ότι μπορούσα να δώσω κάποια συμβουλή στον Μαρκ. Πώς μπορούσα να είμαι αμερόληπτη σε σχέση με τις εναλλακτικές του; «Πάντως», είπα, «για να δούμε το πράγμα από τη θετική πλευρά του, είσαι περιζήτητος». Ο Στίβεν χαμογέλασε δίνοντας μια αγκωνιά στον Μαρκ. «Αυτό να λέγεται». «Λοιπόν…» Ο Κάρι με αγκάλιασε καθώς κουλουριάστηκα δίπλα του. «Να ’μαστε πάλι». Άλλη μία νύχτα στο σπίτι της μαμάς μου. Τελικά, η μητέρα μου άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, αφού ήταν η τέταρτη βραδιά που μέναμε μαζί της. Της ομολόγησα ότι μάλωσα με τον
Γκίντεον, χωρίς να της πω γιατί. Δε νομίζω ότι θα καταλάβαινε. Σίγουρα θα το θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό για έναν άντρα στη θέση του Γκίντεον να χειρίζεται όλες τις μικρολεπτομέρειες. Όσο για το γεγονός ότι θα έχανα τη δουλειά μου, γιατί να θέλω να δουλέψω όταν δεν είχα ανάγκη από λεφτά; Δεν μπορούσε να με καταλάβει. Μερικές κόρες ήθελαν να μοιάσουν στη μητέρα τους. Εγώ ήθελα το αντίθετο. Και η ανάγκη μου να είμαι η αντι-Μόνικα ήταν ο κύριος λόγος που δυσκολευόμουν τόσο πολύ να χωνέψω αυτό που έκανε ο Γκίντεον. Οι όποιες συμβουλές μπορεί να μου έδινε η μαμά μου απλώς θα χειροτέρευαν τα πράγματα. Οι αντιλήψεις της με ενοχλούσαν σχεδόν όσο με ενοχλούσε και η συμπεριφορά του Γκίντεον. «Θα πάμε σπίτι μας αύριο», είπα. Σε τελική ανάλυση, θα έβλεπα αναγκαστικά τον Γκίντεον στο γραφείο του δόκτορος Πίτερσεν. Ήμουν τρομερά περίεργη να δω πώς θα πήγαινε η συνεδρία. Ήλπιζα ότι ο Γκίντεον είχε κάνει ένα καθοριστικό βήμα με την ψυχοθεραπεία. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, ίσως μπορούσαμε να κάνουμε κι άλλα καθοριστικά βήματα. Μαζί. Μακάρι. Και, πραγματικά, έπρεπε να αναγνωρίσω στον Γκίντεον ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να μου δώσει τον χώρο που του είχα ζητήσει. Θα μπορούσε να με πλησιάσει στο ασανσέρ ή στην είσοδο του κτιρίου. Θα μπορούσε να πει στον Ραούλ να με πάει σ’ αυτόν αντί για το σπίτι της μαμάς μου. Ο Γκίντεον προσπαθούσε. «Είχες νέα από τον Τρέι;» ρώτησα. Ήταν πραγματικά απίστευτο πόσο συχνά ο Κάρι κι εγώ καταλήγαμε στην ίδια κατάσταση την ίδια στιγμή. Ή ίσως ήταν μια κοινή κατάρα. «Μου έστειλε ένα μήνυμα, ότι με σκέφτεται, αλλά δεν είναι έτοιμος να μιλήσουμε ακόμη». «Κάτι είναι κι αυτό». Με χάιδεψε στην πλάτη. «Είναι;» «Ναι», είπα. «Είμαι κι εγώ στην ίδια κατάσταση με τον Γκίντεον. Τον σκέφτομαι συνέχεια, αλλά δεν έχω τίποτα να του πω αυτή τη στιγμή». «Οπότε τι γίνεται μετά; Τι κάνεις; Πότε θα αποφασίσεις ότι έχεις κάτι να του πεις;» Το σκέφτηκα αυτό για λίγο, παρακολουθώντας αφηρημένα τον Χάρισον Φορντ να ψάχνει απαντήσεις στον Φυγάδα, που έπαιζε στην τηλεόραση με κλεισμένη τη φωνή. «Όταν αλλάξει κάτι, φαντάζομαι». «Εννοείς όταν αλλάξει αυτός. Και τι γίνεται αν δεν αλλάξει;» Δεν είχα απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα ακόμη, και όταν προσπάθησα να το σκεφτώ, ένιωσα να τρελαίνομαι λίγο. Έτσι, σταμάτησα, κι έκανα στον Κάρι μια ερώτηση. «Ξέρω ότι θέλεις να βάλεις το μωρό πρώτο, και αυτό είναι το σωστό. Όμως η Τατιάνα δεν είναι ευτυχισμένη. Ούτε κι εσύ είσαι. Και ο Τρέι επίσης. Το πράγμα δε δουλεύει για κανέναν σας. Σκέφτηκες καθόλου να είσαι με τον Τρέι και οι δυο σας να βοηθάτε την Τατιάνα με το παιδί;» Ο Κάρι ξεφύσηξε. «Η Τατιάνα δε θα το δεχτεί. Αν αυτή είναι δυστυχισμένη, πρέπει να είναι και όλοι οι άλλοι». «Δε νομίζω ότι πρέπει να είναι δική της αυτή η απόφαση. Είναι κι αυτή εξίσου υπεύθυνη μ’ εσένα που έμεινε έγκυος. Δεν είσαι υποχρεωμένος να εκτίσεις κάποια ποινή γι’ αυτό που έγινε, Κάρι». Του έπιασα το χέρι που είχε ακουμπισμένο πάνω στα πόδια του, και χάιδεψα απαλά με τον αντίχειρα τις
νέες ουλές στο εσωτερικό του πήχη του. «Ζήσε ευτυχισμένος με τον Τρέι. Κάν’ τον κι αυτόν ευτυχισμένο. Και αν η Τατιάνα δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένη ενώ έχει δύο σέξι άντρες να τη φροντίζουν, τότε… τότε το φταίξιμο θα είναι δικό της». Ο Κάρι γέλασε σιγανά και με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού. «Τώρα λύσε και το δικό σου πρόβλημα τόσο εύκολα». «Μακάρι να μπορούσα». Το ήθελα αυτό περισσότερο από καθετί άλλο. Ήξερα όμως ότι δε θα ήταν εύκολο. Και φοβόμουν ότι μπορεί να ήταν αδύνατο. Με ξύπνησε η δόνηση του κινητού μου. Όταν συνειδητοποίησα τι ήταν ο βόμβος, άρχισα να ψαχουλεύω στα τυφλά στο κρεβάτι για το τηλέφωνο μέχρι που το βρήκα. Αλλά είχε πάψει να χτυπά. Κοιτάζοντας την εκτυφλωτικά φωτεινή οθόνη, είδα ότι ήταν λίγο μετά τις τρεις τη νύχτα, και ότι το τηλεφώνημα ήταν από τον Γκίντεον. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα και η ανησυχία έδιωξε αμέσως τη νύστα. Για άλλη μια φορά είχα πέσει για ύπνο με το τηλέφωνο στην αγκαλιά μου. Δεν μπορούσα να πάψω να διαβάζω τα πολλά μηνύματα που μου είχε στείλει. Τον πήρα. «Αγγελούδι μου», απάντησε στο πρώτο κουδούνισμα με φωνή βραχνή. «Είσαι εντάξει;» «Ναι. Όχι». Ξεφύσηξε. «Είχα έναν εφιάλτη». «Α». Έπεσα ανάσκελα. Ο ουρανός του κρεβατιού από πάνω δε φαινόταν. Η μητέρα μου είχε σε όλα τα δωμάτια κουρτίνες συσκότισης, τις θεωρούσε απαραίτητες σε μια πόλη που δεν ήταν ποτέ σκοτεινή. «Λυπάμαι». Ήταν ανόητη απάντηση, αλλά τι άλλο μπορούσα να πω; Θα ήταν ανώφελο να τον ρωτήσω αν θέλει να μου μιλήσει για τον εφιάλτη. Πάντα μου έλεγε όχι. «Βλέπω συχνά τελευταία», είπε κουρασμένα. «Κάθε φορά που κοιμάμαι». Η καρδιά μου με πόνεσε λίγο περισσότερο. Έμοιαζε αδύνατο να μπορεί να αντέξει τόσο πόνο, αλλά πάντα υπήρχε ακόμη πιο πολύς. Το είχα μάθει αυτό εδώ και πολύ καιρό. «Είσαι στρεσαρισμένος, Γκίντεον. Κι εγώ δεν κοιμάμαι καλά». Και μετά, πρόσθεσα, επειδή έπρεπε να το πω: «Μου λείπεις». «Εύα…» «Με συγχωρείς». Έτριψα τα μάτια μου. «Ίσως δεν έπρεπε να το πω αυτό». Ίσως ήταν ένα αντιφατικό σήμα που απλώς θα χειροτέρευε τα πράγματα γι’ αυτόν. Ένιωθα τύψεις που έμενα μακριά του, αν και είχα σοβαρούς λόγους. «Όχι, έχω ανάγκη να το ακούω. Φοβάμαι, Εύα. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τέτοιο φόβο. Φοβάμαι ότι δε θα γυρίσεις πίσω… ότι δε θα μου δώσεις άλλη ευκαιρία». «Γκίντεον…» «Είδα τον πατέρα μου στην αρχή. Περπατούσαμε στην παραλία και μου κρατούσε το χέρι. Τη βλέπω συχνά την παραλία τελευταία». Ξεροκατάπια. Με πονούσε το στήθος μου. «Μπορεί αυτό να σημαίνει κάτι». «Μπορεί. Ήμουν μικρός στο όνειρο. Κοίταζα πολύ ψηλά για να δω το πρόσωπο του μπαμπά μου. Χαμογελούσε, αλλά πάντα τον θυμάμαι να χαμογελά. Αν και τον άκουγα να μαλώνει πολύ με τη μαμά μου προς το τέλος, δε θυμάμαι άλλη έκφραση στο πρόσωπό του από το χαμόγελο».
«Είμαι σίγουρη ότι τον έκανες ευτυχισμένο. Και περήφανο. Μάλλον χαμογελούσε πάντα όταν σε κοίταζε». Ο Γκίντεον έμεινε αμίλητος για λίγο, και νόμισα ότι δε θα μιλούσε άλλο. Αλλά μετά συνέχισε. «Σε είδα πιο μπροστά μας στην παραλία, να απομακρύνεσαι». Γύρισα στο πλευρό, ακούγοντας συγκεντρωμένη. «Τα μαλλιά σου ανέμιζαν στην αύρα, και τα φώτιζε ο ήλιος. Σκέφτηκα ότι ήταν υπέροχη εικόνα. Σε έδειξα στον μπαμπά μου. Ήθελα να γυρίσεις το κεφάλι σου για να δω το πρόσωπό σου. Ήξερα ότι ήσουν πολύ όμορφη. Ήθελα να σε δει κι αυτός». Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια μου και γλίστρησαν για να μουσκέψουν το μαξιλάρι. «Προσπάθησα να τρέξω πίσω σου. Τραβούσα το χέρι του αλλά αυτός αντιστεκόταν, γελούσε που ήθελα να κυνηγήσω όμορφα κορίτσια στην ηλικία μου». Έβλεπα τη σκηνή τόσο καθαρά στον νου μου. Σχεδόν ένιωθα την αύρα να διαπερνά τα μαλλιά μου και άκουγα τους γλάρους να κρώζουν. Έβλεπα τον μικρό Γκίντεον στη φωτογραφία που μου είχε δώσει, και τον όμορφο, χαρισματικό Τζέφρι Κρος. Το ήθελα ένα τέτοιο μέλλον. Να περπατάμε στην παραλία με τον γιο μας που θα του έμοιαζε, και ο άντρας μου να γελά, γιατί τα προβλήματά μας θα ήταν πια στο παρελθόν, και μπροστά μας θα απλωνόταν ένα ευτυχισμένο μέλλον. Όμως ο Γκίντεον είχε πει ότι ήταν εφιάλτης, και αυτό σήμαινε ότι δεν είχε δει το μέλλον που φανταζόμουν. «Του τραβούσα το χέρι με όλη μου τη δύναμη», συνέχισε ο Γκίντεον, «είχα στυλώσει τα γυμνά πόδια μου στην άμμο για να βάλω κόντρα. Αλλά ήταν πολύ δυνατότερος από μένα. Κι εσύ απομακρυνόσουν όλο και πιο πολύ. Ο πατέρας μου γέλασε πάλι. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν το δικό του γέλιο. Ήταν του Χιου. Και όταν κοίταξα πάνω πάλι, δεν ήταν πια ο πατέρας μου». «Ω, Γκίντεον!» Είπα το όνομά του με έναν λυγμό, δεν μπορούσα να συγκρατήσω πια τη θλίψη μου. Και την ανακούφισή μου επειδή επιτέλους μου μιλούσε. «Μου είπε ότι δε με θέλεις, ότι φεύγεις επειδή τα ξέρεις όλα και έχεις αηδιάσει μαζί μου. Ότι δε βλέπεις την ώρα να φύγεις όσο πιο μακριά μπορείς». «Αυτό δεν είναι αλήθεια!» ανακάθισα στο κρεβάτι. «Το ξέρεις ότι δεν είναι αλήθεια. Σ’ αγαπώ. Κι επειδή ακριβώς σ’ αγαπώ τόσο πολύ, σκέφτομαι και προσπαθώ να βρω μια λύση για το πρόβλημα. Για μας». «Προσπαθώ να σου δώσω χώρο. Όμως νιώθω ότι θα ήταν τόσο εύκολο να απομακρυνθούμε. Περνά μια μέρα, μετά άλλη μία. Θα βρεις μια καινούργια ρουτίνα χωρίς εμένα… Χριστέ μου, Εύα, δε θέλω να με ξεπεράσεις». Μίλησα ορμητικά, με τις σκέψεις μου να αναβλύζουν από μέσα μου. «Υπάρχει τρόπος για να το αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, Γκίντεον. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχει. Όμως όταν είμαι κοντά σου, χάνω τον εαυτό μου μέσα σου. Απλώς θέλω να είμαι μαζί σου και να είμαι ευτυχισμένη, κι έτσι αφήνω τα πράγματα όπως είναι, αναβάλλω τις δύσκολες συζητήσεις. Κάνουμε έρωτα και νομίζω ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί έχουμε τουλάχιστον αυτό και είναι τέλειο». «Είναι τέλειο. Είναι το παν». «Όταν είσαι μέσα μου και με κοιτάζεις, νιώθω ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Αλλά πρέπει να το δουλέψουμε! Δεν πρέπει να αποφεύγουμε τα προβλήματά μας επειδή φοβόμαστε ότι αν ασχοληθούμε μαζί τους μπορεί να χάσουμε ο ένας τον άλλον». Γρύλισε σιγανά. «Απλώς θέλω να είμαστε μαζί χωρίς να ασχολούμαστε με όλες εκείνες τις άλλες
μαλακίες!» «Το ξέρω». Έτριψα το σημείο που με πονούσε στο στήθος μου. «Όμως πρέπει να το κερδίσουμε αυτό, νομίζω. Δεν μπορούμε να το κατασκευάζουμε τεχνητά πηγαίνοντας κάπου μακριά για ένα Σαββατοκύριακο ή μια βδομάδα». «Πώς θα το κερδίσουμε;» Σκούπισα τα δάκρυα που στέγνωναν στα μάγουλά μου. «Αυτό που έγινε απόψε ήταν καλό. Μου τηλεφώνησες, μου είπες για τον εφιάλτη. Είναι καλό βήμα, Γκίντεον». «Θα συνεχίσουμε να κάνουμε βήματα, τότε. Πρέπει να συνεχίσουμε να κινούμαστε μαζί, γιατί αλλιώς τελικά θα απομακρυνθούμε. Μην αφήσεις να γίνει αυτό! Εγώ παλεύω εδώ με όλες μου τις δυνάμεις. Πάλεψε κι εσύ για μένα». Νέα δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια μου. Συνέχισα να κλαίω για λίγο, ξέροντας ότι με άκουγε και αυτό τον πλήγωνε. Τελικά κατάπια τον πόνο μου και πήρα μια αστραπιαία απόφαση. «Πάω σ’ εκείνο το καφέ που διανυκτερεύει στην Μπρόντγουεϊ και την Ογδοηκοστή Πέμπτη για καφέ κι ένα κρουασάν». Έμεινε αμίλητος για μια στιγμή. «Τι εννοείς; Τώρα;» «Αυτή τη στιγμή». Πέταξα τα σκεπάσματα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Κατάλαβε. «Εντάξει». Έκλεισα το κινητό, το πέταξα στο κρεβάτι και βρήκα ψαχουλευτά το φως. Μετά έτρεξα στον σάκο μου κι έβγαλα το κίτρινο μάξι φόρεμα που είχα πετάξει μέσα επειδή ήταν άνετο και εύκολο στο πακετάρισμα. Τώρα που είχα αποφασίσει να δω τον Γκίντεον, ανυπομονούσα να πάω κοντά του, αλλά είχα και τη ματαιοδοξία μου. Χτένισα τα μαλλιά μου και βάφτηκα λίγο. Δεν ήθελα να με δει μετά από τέσσερις μέρες και να αναρωτηθεί γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Το κινητό μου έβγαλε έναν βόμβο, ειδοποίηση ότι είχε έρθει μήνυμα, κι έτρεξα να το πάρω. Ήταν από τον Ραούλ: Είμαι από κάτω με το αμάξι. Ένα μικρό κύμα χαράς με διαπέρασε. Ο Γκίντεον ανυπομονούσε να με δει κι αυτός. Και ήταν πάντα σε επιφυλακή. Έριξα το κινητό στην τσάντα μου, φόρεσα ένα ζευγάρι σανδάλια κι έτρεξα στο ασανσέρ. Ο Γκίντεον περίμενε στον δρόμο όταν ο Ραούλ σταμάτησε το αμάξι δίπλα στο πεζοδρόμιο. Πολλά από τα μαγαζιά στην Μπρόντγουεϊ ήταν κλειστά και σκοτεινά, αν και ο ίδιος ο δρόμος ήταν πάντα καλά φωτισμένος. Ο άντρας μου στεκόταν στο φως που έριχνε η επιγραφή του καφέ, με τα χέρια στις τσέπες ενός σκούρου τζιν και με ένα κασκέτο των Γιάνκις στο κεφάλι. Θα μπορούσε να ήταν ένας οποιοσδήποτε νεαρός που κυκλοφορεί αργά τη νύχτα, σίγουρα ελκυστικός με την αυτοπεποίθηση που απέπνεε με το παράστημά του και το γυμνασμένο σώμα του που ξεχώριζε κάτω από τα ρούχα του. Θα του έριχνα μια δεύτερη και μια τρίτη ματιά. Η εμφάνισή του δε σε πτοούσε τόσο πολύ χωρίς τα κουστούμια με το γιλέκο που του πήγαιναν τόσο, αλλά δεν έπαυε να δείχνει σκοτεινός και επικίνδυνος, και μάλιστα σε τέτοιο σημείο ώστε, αν μου ήταν άγνωστος, θα απέφευγα το ανάλαφρο φλερτ που εμπνέουν οι περισσότεροι συγκλονιστικά όμορφοι άντρες. Με τζιν ή με Φιοραβάντι, ο Γκίντεον Κρος δεν ήταν άνθρωπος που μπορούσες να τον πάρεις αψήφιστα. Έφτασε στο αμάξι σχεδόν πριν σταματήσει τελείως ο Ραούλ, άνοιξε την πόρτα μ’ ένα ανυπόμονο
τράβηγμα και μετά πάγωσε στη θέση του, κοιτώντας με με μια τέτοια καυτή δίψα και κτητικότητα που μου κόπηκε η ανάσα. Ξεροκατάπια με τον λαιμό μου σφιγμένο, ενώ το δικό μου εξίσου διψασμένο βλέμμα αγκάλιαζε την εικόνα του. Ήταν απίστευτα πιο όμορφος, με τα σμιλεμένα επίπεδα του προσώπου του τονισμένα από το μαρτύριό του. Πώς είχα ζήσει τόσες μέρες χωρίς να βλέπω αυτό το πρόσωπο; Μου έτεινε το χέρι κι άπλωσα να το πιάσω τρέμοντας από προσμονή για το άγγιγμά του. Η επαφή του χεριού του με το δικό μου προκάλεσε ρίγη σε όλο μου το σώμα, και η πληγωμένη καρδιά μου πλημμύρισε ζωή τώρα που τον άγγιζα πάλι. Με βοήθησε να βγω, έκλεισε την πόρτα κι έδιωξε τον Ραούλ χτυπώντας την οροφή του αυτοκινήτου δυο φορές με τις κλειδώσεις του. Καθώς απομακρυνόταν η Μερσεντές, οι δυο μας σταθήκαμε κοντά, ούτε μισό μέτρο απόσταση, και νόμιζες ότι ο αέρας ανάμεσά μας σπινθήριζε από την ένταση. Ένα ταξί πέρασε με μεγάλη ταχύτητα και κόρναρε καθώς ένα αμάξι έστριψε στην Μπρόντγουεϊ χωρίς να επιβραδύνει. Ο ξαφνικός ήχος μάς ξύπνησε και τους δύο. Ο Γκίντεον έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, τα μάτια του σκοτεινά και φλογερά κάτω από το γείσο του κασκέτου του. «Θα σε φιλήσω», είπε τραχιά. Μετά μου έπιασε το σαγόνι με την παλάμη κι έγειρε το κεφάλι του, φέρνοντας το στόμα του στο δικό μου. Τα χείλια του, τόσο απαλά και ζεστά, κόλλησαν στα δικά μου και τα άνοιξαν. Η γλώσσα του μπήκε βαθιά στο στόμα μου, τραβήχτηκε, ξαναμπήκε. Βόγκηξε σαν να ένιωθε κάποιο τρομερό πόνο. Ή ηδονή. Για μένα ήταν και τα δύο. Το καυτό χάδι της γλώσσας του μέσα στο στόμα μου ήταν σαν ένα γλυκό, αργό γαμήσι, ρυθμικό και επιδέξιο, πραγματικό μαρτύριο. Βόγκηξα καθώς η ευφορία ανάβλυσε μέσα μου σαν σαμπάνια. Το έδαφος βούλιαξε κάτω από τα πόδια μου κι αρπάχτηκα από τους καρπούς του για να κρατηθώ. Διαμαρτυρήθηκα με ένα κλαψούρισμα όταν τραβήχτηκε. Τα χείλια μου ήταν πρησμένα και πονεμένα, ο κόλπος μου υγρός από επιθυμία. «Θα με κάνεις να τελειώσω», μουρμούρισε ο Γκίντεον, αλλά δεν μπόρεσε να αντισταθεί κι έτριψε τα χείλια του πάνω στα δικά μου για μια τελευταία φορά. «Είμαι στα πρόθυρα». «Δε με νοιάζει». Το χαμόγελό του έδιωξε μακριά τις σκιές. «Την επόμενη φορά που θα τελειώσω θα είμαι μέσα σου». Πήρα μια τρεμάμενη ανάσα μ’ αυτή τη σκέψη. Το ήθελα αυτό, αλλά ήξερα ότι ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Θα ξαναπέφταμε πολύ εύκολα στην προηγούμενη ανθυγιεινή συμπεριφορά μας. «Γκίντεον…» Το χαμόγελό του έγινε θλιμμένο. «Μάλλον θα συμβιβαστούμε με καφέ κι ένα κρουασάν». Ένιωσα να τον αγαπώ τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή. Παρορμητικά, του έβγαλα το κασκέτο και του έδωσα ένα μεγάλο σκαστό φιλί στο στόμα. «Θεέ μου», είπε ξέπνοα – το βλέμμα του τόσο τρυφερό, που μου ήρθε πάλι να βάλω τα κλάματα. «Μου έλειψες τόσο πολύ, γαμώτο». Του φόρεσα πάλι το κασκέτο, του έπιασα το χέρι και τον οδήγησα γύρω από τις μικρές μεταλλικές μπάρες που απομόνωναν τα εξωτερικά τραπεζάκια του καφέ. Μπήκαμε μέσα στην αίθουσα και καθίσαμε σε ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, ο Γκίντεον από τη μια μεριά κι εγώ από την άλλη. Όμως συνεχίσαμε να κρατιόμαστε από το χέρι, τρίβαμε και χαϊδεύαμε, αγγίζαμε ο ένας τη βέρα του άλλου. Παραγγείλαμε όταν ήρθε η σερβιτόρα με τα μενού, και μετά στρέψαμε πάλι την προσοχή μας ο
ένας στον άλλον. «Δεν πεινάω καν», του είπα. «Ούτε κι εγώ – για φαγητό τουλάχιστον», μου απάντησε. Του έριξα μια ψεύτικη άγρια ματιά που τον έκανε να χαμογελάσει. Μετά του είπα για την προσφορά που είχε κάνει η Γουότερς, Φιλντ & Λίμαν στον Μαρκ. Φαινόταν λάθος να μιλάμε για κάτι τόσο πρακτικό, τόσο πεζό, όταν η καρδιά μου ήταν ζαλισμένη από αγάπη και ανακούφιση, αλλά έπρεπε να συνεχίσουμε να μιλάμε. Η επανασύνδεση δεν ήταν αρκετή. Ήθελα μια πλήρη και ολοκληρωτική συμφιλίωση. Ήθελα να εγκατασταθώ στο ανακαινισμένο ρετιρέ μαζί του, να αρχίσουμε τη ζωή μας μαζί. Για να το κάνουμε αυτό, έπρεπε να συνεχίσουμε να επικοινωνούμε για τα πράγματα που προσπαθούσαμε να αποφύγουμε στη σχέση μας ως τώρα. Ο Γκίντεον έκανε ένα σκυθρωπό καταφατικό νεύμα όταν τελείωσα. «Δε με εκπλήσσει. Έναν τέτοιο πελάτη κανονικά θα έπρεπε να τον αναλάβει ένας από τους ιδιοκτήτες της εταιρείας. Ο Μαρκ είναι καλός, αλλά είναι ένα απλό στέλεχος. Η LanCorp πρέπει να πίεσε πολύ για να πείσει την εταιρεία να αναλάβει αυτός την καμπάνια. Και μαζί του και συ. Το αίτημα ήταν ασυνήθιστο, και είναι φυσικό να ανησυχούν οι ιδιοκτήτες». Σκέφτηκα τη βότκα Κίνγκσμαν. «Κι εσύ έκανες το ίδιο πράγμα». «Ναι». «Δεν ξέρω τι θα κάνει ο Μαρκ». Κοίταξα τα πλεγμένα χέρια μας. «Όμως του είπα ότι δεν μπορώ να δουλέψω στην καμπάνια του PhazeOne ακόμη κι αν αυτός μείνει στην εταιρεία». Ο Γκίντεον μου έσφιξε πιο δυνατά το χέρι. «Έχεις σοβαρούς λόγους όταν κάνεις αυτά που κάνεις», είπα σιγά, «έστω και αν δε μου αρέσουν». Πήρε μια αργή, βαθιά ανάσα. «Θα έρθεις μαζί του στον Βιομηχανικό Όμιλο Κρος αν μετακινηθεί ο Μαρκ;» «Δεν είμαι σίγουρη. Αυτή τη στιγμή είμαι πολύ θυμωμένη ακόμη. Αν δεν αλλάξει αυτό, δε θα ήταν υγιής εργασιακή σχέση για κανέναν από τους δυο μας». Ο Γκίντεον κατένευσε. «Δεκτόν». Η σερβιτόρα ήρθε με την παραγγελία μας, και ο Γκίντεον κι εγώ ξεπλέξαμε αναγκαστικά τα χέρια μας για να της κάνουμε χώρο να βάλει τα πιάτα μπροστά μας. Όταν απομακρύνθηκε, έπεσε μια βαριά σιωπή ανάμεσά μας. Υπήρχαν τόσο πολλά να συζητήσουμε, αλλά πρώτα έπρεπε να βρούμε απαντήσεις. Ο Γκίντεον ξερόβηξε. «Απόψε –μετά τον δόκτορα Πίτερσεν– θα μπορούσα να σε βγάλω για φαγητό;» «Ναι». Δέχτηκα πρόθυμα, νιώθοντας ανακούφιση που ξεπερνούσαμε την αμηχανία. «Θα το ήθελα αυτό». Είδα μια παρόμοια ανακούφιση να μαλακώνει τις σκληρές γραμμές των ώμων του και θέλησα να την ενισχύσω. «Ο Γουίλ ρώτησε αν θα θέλαμε να βγούμε μαζί του και με τη Νάταλι για ένα ποτό αυτή τη βδομάδα». Ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στα χείλια του Γκίντεον. «Βέβαια, θα ήταν πολύ ωραία». Μικρά βήματα. Θα αρχίζαμε με μικρά βήματα και θα βλέπαμε πού θα μας οδηγούσαν. Έσπρωξα πίσω το κάθισμα και σηκώθηκα. Ο Γκίντεον σηκώθηκε αμέσως κι αυτός, κοιτώντας με ανήσυχος. Έκανα τον γύρο του τραπεζιού και κάθισα δίπλα του. Περίμενα να καθίσει κι αυτός και μετά έγειρα πάνω του.
Με αγκάλιασε από τους ώμους και με βόλεψε στην εσοχή του λαιμού του. Του ξέφυγε ένας σιγανός ήχος όταν κόλλησα πάνω του. «Είμαι ακόμη θυμωμένη μαζί σου», του είπα. «Το ξέρω». «Και είμαι ακόμη ερωτευμένη μαζί σου». «Δόξα τω Θεώ». Το μάγουλό του ακούμπησε στην κορυφή του κεφαλιού μου. «Τα υπόλοιπα θα τα λύσουμε. Θα ξαναβρούμε τον δρόμο μας». Καθίσαμε έτσι μαζί παρακολουθώντας την πόλη που ξυπνούσε. Ο ουρανός φωτίστηκε. Ο ρυθμός της ζωής επιταχύνθηκε. Ήταν μια νέα μέρα κι έφερνε μαζί της μια νέα ευκαιρία να προσπαθήσουμε ξανά.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Υπάρχουν αμέτρητοι άνθρωποι πίσω μου που χάρη σ’ αυτούς μπορώ να γράφω, να ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου και να κρατώ τα λογικά μου. Ευχαριστώ τη Χίλαρι Σέαρς, που με κρατά στη σωστή πορεία κάνοντας επιμέλεια σε κάθε βιβλίο καθώς το γράφω. Δεν ξέρεις πόσο στηρίζομαι πάνω σου. Ευχαριστώ την Κίμπερλι Χουέιλεν, εκπληκτική λογοτεχνική πράκτορα, για όλα όσα κάνει, αλλά ιδιαίτερα για την υποστήριξή της. Είμαι καθημερινά ευγνώμων που σε έχω δίπλα μου. Ευχαριστώ τη Σαμάρα Ντέι, για το βάρος του στρες που παίρνει από τους ώμους μου. Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πόσο πίσω θα είχα μείνει χωρίς εσένα. Ευχαριστώ τα παιδιά μου, που υπομένουν την απουσία μου για μεγάλα διαστήματα όταν δουλεύω (και όλες τις δυσκολίες που δημιουργεί αυτό). Δε θα τα κατάφερνα χωρίς την υποστήριξή σας. Σας ευχαριστώ. Ευχαριστώ όλες τις εκπληκτικές ομάδες στην Penguin Random House: τη Σίντι Χουάνγκ, τη Λέσλι Γκέλμπμαν, τον Άλεξ Κλαρκ, τον Τομ Γουέλντον, τον Ρικ Πασκοτσέλο, τον Κρεγκ Μπερκ, τον Έριν Γκάλογουεϊ, τη Φρανσέσκα Ράσελ, την Κίμπερλι Άτκινς… και αυτά είναι κάποια ελάχιστα άτομα από το σύνολο των ομάδων στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Άλλες ομάδες δουλεύουν επίσης σκληρά στην Αυστραλία, την Ιρλανδία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, την Ινδία και τη Νότια Αφρική. Είμαι ευγνώμων σε όλους σας για τον χρόνο που αφιερώνετε και την προσπάθεια που καταβάλλετε για να εκδοθούν τα βιβλία μου. Ευχαριστώ τη Λιζ Πίρσονς και την ομάδα της Brilliance Audio που οι ηχητικές εκδόσεις τους έχουν ενθουσιάσει τους αναγνώστες! Και ευχαριστώ όλους τους διεθνείς εκδότες μου, που εργάζονται ακούραστα στις δικές τους χώρες. Μακάρι να μπορούσα να σας ευχαριστήσω όλους προσωπικά εδώ. Πρέπει να ξέρετε ότι νιώθω ευγνώμων που συνεργάζομαι μαζί σας.
ΤΕΛΟΣ Eπισκεφθείτε τις Εκδόσεις ΤΟΥΛΙΠΑ στις διευθύνσεις: http://ekdoseistoulipa.gr και http://www.facebook.com/EkdoseisToulipa
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
ΣΙΛΒΙΑ ΝΤΕΪ ΓΥΜΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΟΥ Μετάφραση: Άγγελος Ζαχαριάδης Ο Γκίντεον Κρος μπήκε στη ζωή μου σαν αστραπή που σκίζει το σκοτάδι… Ήταν δυναμικός, όμορφος, καυτός. Με τραβούσε κοντά του, όπως κανείς άλλος δεν είχε καταφέρει στη ζωή μου. Λαχταρούσα το άγγιγμά του, το φιλί του, αν και ήξερα ότι έπαιζα με τη φωτιά. Η ψυχή μου ήταν κατεστραμμένη κι αυτός την άνοιξε και τη διάβασε με τόση ευκολία. Ο Γκίντεον ήξερε. Είχε τους δικούς του δαίμονες να τον βασανίζουν. Θα γινόμασταν ο ένας ο καθρέφτης του άλλου καθώς θα προσπαθούσαμε να γιατρέψουμε τις πληγές μας και να παλέψουμε με τα πάθη και τις επιθυμίες μας. Ο έρωτάς του με μεταμόρφωσε. Ήμουν αποφασισμένη να μην αφήσω το παρελθόν μου και τα σκοτεινά μυστικά του Γκίντεον να μας χωρίσουν. Ήμουν δική του και ήταν δικός μου – για πάντα! Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001824/gymnh-mprosta-soy
ΣΙΛΒΙΑ ΝΤΕΪ ΕΥΑΛΩΤΗ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ Μετάφραση: Άγγελος Ζαχαριάδης Γκίντεον Κρος, ο άντρας που θα μπορούσε να ονειρευτεί κάθε γυναίκα· πανέμορφος, γοητευτικός, τίποτα δε δείχνει ικανό να κηλιδώσει την απίστευτη, αψεγάδιαστη εικόνα του απόλυτου αρσενικού. Κι όμως, μέσα του δε λένε να υποχωρήσουν τα τραύματα, οι πληγές. Αυτός ο μυστηριώδης, αινιγματικός γόης την έχει ήδη κατακτήσει, την έχει κάνει δική του, μια άγρια φλόγα· και η Εύα, όμοια με ριψοκίνδυνη πεταλούδα που διαρκώς τριγυρίζει, οπισθοχωρεί, επανέρχεται, παίζει με τη φωτιά ερωτικά, όλο πάθος. Η Εύα έχει παραδοθεί, δεν έχει τον έλεγχο του εαυτού της, δεν παίρνει πρωτοβουλίες. Ο Γκίντεον είναι ο εθισμός της, οι επιθυμίες της, το είναι της. Το δικό της παρελθόν είναι εξίσου σκοτεινό, βίαιο, της άφησε πληγές που μοιάζουν με τις δικές του. Όμως, δυο εραστές τόσο τραυματισμένοι δε θα μπορούσαν να ταιριάξουν, να αντέξουν μαζί. Παραείναι δύσκολο, οδυνηρό… Μα αντέχουν, τους έδεσε η λαγνεία, οι στιγμές της εκστατικής ηδονής, της τέλειας απόλαυσης. Τους ένωσε ο πόθος και τώρα, σ’ αυτή την άκρως αισθησιακή συνέχεια της ερωτικής τους περιπέτειας, η Εύα, πιο ευάλωτη από ποτέ, ακολουθεί τον Γκίντεον πέρα από κάθε όριο, με μόνο οδηγό ένα τυφλό, αδιάλλακτο πάθος ως το πιο γλυκό και, ταυτόχρονα, το πιο επικίνδυνο άκρο της επιθυμίας… Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001852/eyalwth-dipla-soy
ΣΙΛΒΙΑ ΝΤΕΪ ΔΕΜΕΝΗ ΜΑΖΙ ΣΟΥ Μετάφραση: Άγγελος Ζαχαριάδης Το παγκόσμιο εκδοτικό φαινόμενο συνεχίζεται καθώς η Εύα και ο Γκίντεον έρχονται αντιμέτωποι με τους δαίμονες του παρελθόντος τους και τις συνέπειες του επιτακτικού τους πόθου… Μια ματιά ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσω ότι υπήρχε κάτι ξεχωριστό στον Γκίντεον Κρος, κάτι που είχα ανάγκη. Κάτι στο οποίο ήταν αδύνατο να αντισταθώ. Ταυτόχρονα, διέκρινα κάτι επικίνδυνο, κάτι τραυματισμένο βαθιά στην ψυχή του· κάτι που έμοιαζε με τις δικές μου πληγές. Αυτό με μαγνήτισε, με αιχμαλώτισε. Τον χρειαζόμουν, τον είχα ανάγκη όπως την ανάσα μου, όπως το χτύπο της καρδιάς μου. Κανένας δεν θα μπορούσε να φανταστεί τι ρίσκο έπαιρνε ο Γκίντεον για χάρη μου. Ούτε πόσο θα κινδύνευα εγώ εξαιτίας του δεσμού μας, εξαιτίας της σκοτεινής σκιάς που το παρελθόν θα έριχνε στην κοινή μας ζωή. Δεμένοι, φυλακισμένοι στα μυστικά μας, προσπαθήσαμε να αψηφήσουμε τις πιθανότητες – που ήταν όλες εναντίον μας. Φτιάξαμε δικούς μας κανόνες και παραδοθήκαμε ολοκληρωτικά στη δύναμη του πάθους μας… Το βιβλίο θα το βρείτε εδώ: http://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002105
Η ΣΙΛΒΙΑ ΝΤΕΪ είναι η νούμερο ένα ευπώλητη συγγραφέας στη λίστα των New York Times, με περισσότερα από είκοσι βραβευμένα μυθιστορήματά της να έχουν πουληθεί σε πάνω από 40 χώρες. Επίσης, είναι η νούμερο ένα συγγραφέας σε 27 χώρες, με τα βιβλία της να κυκλοφορούν σε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα. Η Lionsgate έχει αγοράσει δικαιώματα για την τηλεοπτική μεταφορά της σειράς Crossfire. Για περισσότερες πληροφορίες για τη συγγραφέα μπορείτε να επισκεφθείτε την προσωπική της ιστοσελίδα, www.sylviaday.com, καθώς και τη σελίδα της στο facebook, www.facebook.com/AuthorSylviaDay, ή να την ακολουθήσετε στο twitter: www.twitter.com/SylDay