ΣΤΕΦΕ Ν ΜΠΑΞΤΕΡ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
μετάφραση
Θωμάς Μαστακούρης
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟ ΛΟ Σ ΑΘΗΝΑ 2010
&
\
ΠΡΟ ΛΟ ΓΟ Σ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Ο μύθος του κατακλυσμού είναι αρχετυπικός για τους περισσό τερους λαούς της Γης, αφού η ανάγκη για πέσιμο νερό ανάγκα σε τους ανθρώπους, ήδη από τα πρώτα βήματα του πολιτισμού, να χτίζουν τους οικισμούς τους πλάι σε ποτάμια, τα οποία συχνά φουσκώνουν, ξεχειλίζουν και πλημμυρίζουν τις γύρω περιοχές. Τί γρης, Ευφράτης, Νείλος, Δούναβης, Ινδός, Γάγγης, Κίτρινος Πο ταμός. .. Όπως αναφέρει κι ο συγγραφέας, η ανθρωπότητα πιθα νότατα έχει ήδη ζήσει στο παρελθόν μεγάλους κατακλυσμούς, αν όχι σε παγκόσμιο σίγουρα σε τοπικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, η αγάπη και η ανάγκη του ανθρώπου για το νερό συμβαδίζει με τον τρόμο του πνιγμού και της απεραντοσύνης, που αντιπροσω πεύουν τα φουσκωμένα νερά κι η απύθμενη θ άλασσα. Ο Στέφεν Μπάξτερ παίζει με τον τρόμο αυτόν οδηγώντας τον στο πιο ακραίο όριό του, μέσα από ένα μυθιστόρημα για τον από λυτο κατακλυσμό, που καταπίνει αργά κάθε ίχνος ξηρός εξαλεί φοντας το ένα μετά το άλλο όλα τα προπύργια του ανθρώπινου πολιτισμού. Η ξηρά μετατρέπεται στο πιο πολύτιμο αγαθό στα εναπομείναντα τμήματα των ηπείρων, που ολοένα και συρρικνώνο νται. Σ ' αυτό το υπόβαθρο της παγκόσμιας κα σστροφής ο Μπάξ τερ υφαίνει τις δικές του μικρές και μεγάλες ανθρώπινες ιστορίες, με χαρακτήρες που άλλοτε είναι συμπαθητικοί, άλλοτε αποκρουστικοί κι άλλοτε ένα μείγμα καλού και κακού. Σε ολόκληρο το βιβλίο, όμως, συναντάει κανείς πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις του συγγραφέα που δεν είναι απαραίτητο να γίνουν αποδεκτές από τον αναγνώστη. Μπροστά στην καταστρο
8
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
φή, για παράδειγμα, το κυριαρχούμενο από τον αγγλοαμερικανικό πολιτισμό κομμάτι της "καλής" Δύσης παραμένει πολιτισμένο και συγκροτημένο μέχρι το τέλος, ενώ γίνεται μια συστηματική προ σπάθεια έμμεσης δικαιολόγησης των όποιων θηριωδιών. Αντίθε τα, οι μη αγγλοσαξονικές Δυτικές χώρες είναι ανύπαρκτες, ενώ η «σκοτεινή» Ανατολή, η Ρωσία, η Κίνα, παραδίδονται αμαχητί στο χάος και σε ένα αφάνταστα απάνθρωπο καθεστώς. Ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο να δικαιολογεί τη χρήση βιολογικών όπλων που επιδρούν μόνο σε συγκεκριμένες ράτσες, στους Ινδιάνους Κέτσουα κι όχι στους λευκούς ή στους μιγάδες, επιφέροντας άμεσο θάνατο. Από την άλλη μεριά, η συναρπαστική εξέλιξη του μυθιστορήμα τος κρατά τον αναγνώστη σε συνεχή αγωνία καθώς η στάθμη των θαλασσών ανεβαίνει ακατάπαυστα και το ένα μετά το άλλο τα μεγαλεπίβολα και απελπισμένα σχέδια της ανθρωπότητας για τη σω τηρία της βουλιάζουν, μαζί με τεράστιες περιοχές των ηπείρων που καταπίνονται από τα νερά, λλέσ' από το πλήθος ή τον όχλο, βέ βαια, ξεχωρίζουν οι ατομικές περιπτώσεις ανθρώπων που, από τύχη ή χαρισματική ικανότητα, κατορθώνουν να επιβιώσουν εκεί ό που δισεκατομμύρια άλλοι χάνονται. Όπως έχουμε συνηθίσει και από άλλα μυθιστορήματα του Μπάξτερ, ο Κατακλυσμός είναι μια ιστορία που εκτυλίσσεται σε ολόκληρη τη Γη και η χρονική της διάρκεια δεν μετριέται απλά με τις ημέρες και τους μήνες αλλά με ολόκληρες δεκαετίες, ενώ οι πρωταγωνιστές μεγαλώνουν, αλλάζουν, ωριμάζουν, γερνούν και πεθαίνουν από τις πιο απροσδόκητες αιτίες. Ο παγκόσμιος χάρ της, του οποίου η όψη μεταβάλλεται γοργά, δίνει στον αναγνώστη μια συγκλονιστική αίσθηση: η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ταυτόχρο να απειροελάχιστα μικρή μα και απείρως πολύτιμη, όπως άλλω στε κι ο πανέμορφος γαλαζοπράσινος πλανήτης τον οποίο κατοι κούμε και καθημερινά βιάζουμε. Θ ω μάς Μ αστακούρης Αθήνα, 2010
ΕΝΑ
2016 ΜΕΣΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 2310: 1-5 μ.
Αποτελέσματα της ανόδου της στάδμης των θαλασσών κατά
Η
1 ΙΟΥΛΙΟΣ 2016 Κά9ε τρύπα και ρωγμή του δρόμου είχε πλημμυρίσει. Καδώς το φορτηγό έκανε απότομους ελιγμούς στους δρόμους της Βαρκε λώνης, το νερό πιτσίλιζε τη Αίλι στην παλέτα της κάτω από το σα σί, ένα βρομερό, ελαιώδες υγρό που διαπερνούσε την κολλητική ταινία η οποία κάλυπτε τα μάτια και το στόμα της. Έβρεχε, μια δυ νατή, επίμονη βροχή που σφυροκοπούσε τη μεταλλική οροφή του φορτηγού, αυξάνοντας τον θόρυβο από το μουγκρητό της μηχα νής και το μακρινό κροτάλισμα των πυροβολισμών. Ένα ακόμη τράνταγμα έκανε το σώμα της να χτυπήσει στη με ταλλική επιφάνεια που βρισκόταν από πάνω της. Μουγκρίζοντας με τα χείλη στριμωγμένα κάτω από την κολλητική ταινία, προσπά θησε να αλλάξει στάση για ν' ανακουφίσει τον πόνο που προκαλούσε στους ώμους και στον αυχένα της το γεγονός ότι τα χέρια της ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη της. Κάθε κίνηση, όμως, μετέ φερε απλά τον πόνο σε κάποιο διαφορετικό σημείο του κορμιού της. Υπήρχε ακόμα ένας όμηρος δίπλα της, δεμένος κι αυτός με κολλητική ταινία και χωμένος κάτω από το σασί του φορτηγού, με τα πέλματά του κοντά στο δικό της κεφάλι. Η Λίλι πίστευε πως ήταν η Έλεν. Τέντωσε τα πόδια της όσο πιο ευγενικά μπορούσε μέ σα στο ταρακούνημα του φορτηγού. Καθώς της είχαν βγάλει τα παπούτσια, αισθάνθηκε τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών της να αγ γίζουν μαλλιά. Μ α η Έλεν δεν αντέδρασε. Η Λίλι, έχοντας κάνει παρόμοια τεντώματα ήδη οκτώ ή εννιά φορές, έμαθε πως καθέ νας από τους άλλους -η Έλεν, ο Γκάρι, ο Τζον και ο Πιρς—διέ θετε δικό του τρόπο για να αντιμετωπίζει την εμπειρία. Για την Έ-
14
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
λεν, το μόνο που είχε σημασία ήταν να πάρει πίσω το μωρό της. Το φορτηγό σταμάτησε απότομα, χωρίς να σβήσει τη μηχανή. Η Λίλι άκουσε γρήγορες ομιλίες, κάποιες κουβέντες στα Ισπανικά που ήξερε λίγο και μερικές στα Καταλανικά που δεν καταλάβαινε καδό λου. Μ ια από τις φωνές ανήκε στον Ζομ, τον χοντρό νεαρό που ίδρωνε πολύ και έχανε εύκολα την ψυχραιμία του. Πιθανώς δια πραγματεύονταν με τους φρουρούς ενός οδοφράγματος, που είχε στήσει η μια ή η άλλη πολιτοφυλακή. Η βροχή συνέχιζε να κροταλί ζει πάνω στα τοιχώματα του φορτηγού και να τσιτσιρίζει στην άσφαλ το, χτυπώντας με θόρυβο τα ρούχα των ανδρών που συνομιλούσαν. Η Λίλι άκουσε τον Ζομ να ξαναμπαίνει βιαστικά στο φορτηγό. Ακολούθησαν πυροβολισμοί. Μια ριπή χτύπησε το σασί του φορτη γού. Ο οδηγός πάτησε το γκάζι και το φορτηγό όρμησε μπροστά με ταχύτητα, κάνοντας πάλι τους ώμους της να τρανταχτούν οδυνηρά. Σκαμπανεβάζοντας και με το κράσπεδο του δρόμου να βρί σκεται μόλις μερικά εκατοστά από κάτω της, η Λίλι σπαρταρούσε σαν ψάρι, δεμένη με την ασημένια κολλητική ταινία. Σχεδόν ακινητοποιημένη, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τον πόνο, καθώς και τον πανικό της που μεγάλωνε. Η Έλεν δεν έβγαζε άχνα. Η Λίλι ήταν από τους πρώτους ομήρους. Η Ισπανία βρισκόταν σε στάδιο κατάρρευσης ήδη εδώ και πέ ντε χρόνια, όταν η Λίλι είχε πρωτοέλθει για να αναλάβει μια θέση στην αμερικανική πρεσβεία. Η χώρα ήταν διαλυμένη από διάφορες αποσχιστικές και εθνικιστικές εντάσεις που είχαν διάρκεια αιώνων, από την κληρονομιά της μουσουλμανικής κατάκτησης του όγδοου αιώνα μέχρι τους τοξικούς διαχωρισμούς του Εμφυλίου Πολέμου κατά τον εικοστό αιώνα. Τώρα όλα αυτά είχαν επιδεινωθεί λόγω της εισροής μεταναστών από την αφυδατωμένη Αφρική. Το γεγονός που είχε οδηγήσει στην πλήρη αποσύνθεση, ήταν ένα δεξιό πραξι κόπημα ενάντια στο μοναρχικό καθεστώς. Ενώ οι ειρηνευτικές δυνάμεις και οι φιλανθρωπικές οργανώ σεις πάσχιζαν, οι ισχυροί διαμορφωτές του παγκόομιου σκηνικού είχαν μπει στο παιχνίδι: από τη μια μεριά επιθετικές εταιρείες και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
15
οικονομικοί οργανισμοί που αναζητούσαν κέρδη μέσω της ανα συγκρότησης ενός καταρρέοντος κράτους κι από την άλλη οι εκ μεταλλευτές μιας οργής βαθιά ριζωμένης, που υποδαύλιζαν τους ξεσηκωμούς και την τρομοκρατία. Ο ι ρωγμές πολλαπλασιάστηκαν επικαλύπτοντας η μια την άλλη, μέχρι που η Ισπανία μεταβλήθηκε σε ένα διαλυμένο, κατακερματισμένο κράτος, σε έναν Λίβανο της Δύσης. Ήδη, ακόμα και μεγάλες πόλεις όπως η Βαρκελώνη είχαν καταληφθεί από ένοπλες παρατάξεις. Αν κανείς βρισκόταν στο επίκεντρο αυτής της κατάστασης, το καλειδοσκόπιο των συγκρούσεων και των εύθραυστων συμμαχιών θα του φαινόταν περίπλοκο και αεικίνητο. Τη Λίλι την είχε απαγάγει πριν από χρόνια μια ομάδα μουσουλμάνων φονταμενταλιστών, τότε που το ελικόπτερο Σινούκ στο οποίο επέβαινε είχε καταρριφθεί. Τώρα την κρατούσαν χριστιανοί εξτρεμιστές. Ό λ α τού τα τα χρόνια περνούσε από χέρι σε χέρι, σαν δέμα σε παιδικό, ο μαδικό παιχνίδι. Η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν αδιάκοπα και να που ξαναβρισκόταν για άλλη μια φορά δεμένη και χωμένη κάτω από ένα φορτηγό. Μ ερικά λεπτά αργότερα το φορτηγό σταμάτησε ξανά. Πόρτες ανοιγόκλεισαν. Η Λίλι άκουσε τον Ζομ και τους άλλους φρουρούς να κινούνται γύρω από το φορτηγό μιλώντας γρήγορα και χαμη λόφωνα. Ύστερα την άρπαξαν από τους αστραγάλους και την τράβηξαν έξω. Την έριξαν ανάσκελα πάνω σε μια σκληρή, υγρή, ανώμαλη επι φάνεια - ήταν λιθόστρωτο; Πονούσε. Η βροχή τη χτυπούσε, περ νώντας μέσα από το φανελάκι της και μουσκεύοντας την κοιλιά και τα γυμνά πόδια της ανάμεσα στα κομμάτια της κολλητικής ταινίας. Δεν μπορούσε να δει τίποτα· δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στην Έλεν. Τραχιά χέρια την έπιασαν κατόπιν από τους αστραγάλους και τις μασχάλες. Τη σήκωσαν σαν μικρό παιδί, τη γύρισαν ανάποδα και κάποιος την έριξε στον ώμο του, περνώντας ένα χέρι γύρω από τα γυμνά της πόδια. Τη μετέφερε σχεδόν τρέχοντας. Ό π οιος κι αν ήταν θα έπρεπε να είναι δυνατός, μάλλον ο Λούπο ή ο Σεβέρο. Ό μ ω ς το τρέξιμο την ταρακούνησε ξανά ισχυρά, εξαρθρώνοντας
16
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τα χέρια που ήταν ακόμα δεμένα σφιχτά πίσω από την πλάτη της και κάνοντας το κεφάλι της να κουνιέται πέρα-δώδε. Η βροχή τη χτυπούσε στην πλάτη. Τα πέλματά της ήταν παγωμένα. Ένιωθε γριά, πολύ μεγαλύτερη από τα σαράντα της χρόνια, ανήμπορη στα χέρια του δυνατού νεαρού. Κατέληξαν σε ένα στεγασμένο μέρος, μακριά από τη βροχή. Ο ι ήχοι άλλαξαν χροιά, με τις πατημασιές να δημιουργούν αντί λαλο. Βρίσκονταν σε κάποιον μεγάλο και άδειο χώρο; Ο δεσμοφύλακάς της σκουντούφλησε σε κάτι, τραντάζοντας τη Αίλι και βρίζοντας στα Καταλανικά. Συνέχισε βιαστικά. Φάνηκε να κατε βαίνει μια σκάλα και να μπαίνει κάπου αλλού όπου δημιουργούνταν επίσης αντίλαλοι, ίσως σε ένα κελάρι. Τα σκαλιά ακούγονταν συμπαγή, σαν να ήταν καμωμένα από πέτρα. Το κεφάλι της πέρασε ξυστά από κάποιο γείσο· ήταν τυχερή που δεν χτύπησε άσχημα. Βαριανασαίνοντας, ο φρουρός έσκυψε μπροστά και την κατέ βασε. Εκείνη σφίχτηκε περιμένοντας πως θα τη σώριαζε στο πά τωμα, αλλά βρέθηκε καθισμένη σε μια σκληρή, ξύλινη καρέκλα. Ένα μαχαίρι κινήθηκε πάνω στο κορμί της, κόβοντας την κολλη τική ταινία που έδενε τα πόδια και τον κορμό της και μετά βρέθη κε πίσω για να ελευθερώσει τα χέρια της. Αισθάνθηκε τη σκληρή αιχμή της λεπίδας, μα δεν τραυματίστηκε. Ένιωσε στο πρόσωπό της μια καυτή ανάσα που μύριζε φτηνό και λιπαρό φαγητό. Ή ταν λοι πόν ο Λούπο - σ' αυτόν άρεσαν τα χάμπουργκερ. Ό τα ν ένιωσε τα χέρια της ελεύθερα, λαχτάρισε να τεντωθεί και να τρίψει τους μυς της για να διώξει τον πόνο. Ήξερε όμως το πρό γραμμα. Κράτησε ψηλά το δεξί της χέρι και τέντωσε το δεξί της πόδι. Δεσμό έκλεισαν σφιχτά γύρω από τον καρπό και τον αστρά γαλό της· το μέταλλό τους ήταν παγερό και της προκάλεσε δυ σφορία. Τράβηξε το χέρι της δοκιμαστικά. Μ ια κοντή αλυσίδα κρο τάλισε, σταθερά στερεωμένη κάπου. Τα μάτια και το στόμα της ήταν ακόμα καλυμμένα, μα ο φρου ρός της απομακρύνθηκε. Ακουγε τους άλλους ολόγυρα στο δω μάτιο - τους φρουρούς να μουρμουρίζουν και τους κακοποιημέ νους ομήρους να μουγκρίζουν. Αφού σήκωσε τα χέρια και παρα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
17
μέρισε την κολλητική ταινία, ελευθέρωσε το στόμα της και ρούφηξε αχόρταγα τον αέρα. Κατόπιν έψαξε με τα δάχτυλα μέχρι που βρήκε τις άκρες της κολλητικής ταινίας, για να την τραβήξει εντε λώς από το κεφάλι της. Κράτησε τα μάτια της κλεισμένα σφιχτά, ώστε η κολλητική ταινία να μην ξεκολλήσει τις βλεφαρίδες της. Το πίσω μέρος του κεφαλιού της την έτσουζε, μα το ξυρισμένο δέρ μα της δεν επέτρεψε στην ταινία να τραβήξει πολλές τρίχες. Άφησε τα κομμάτια της ταινίας να πέσουν στο πάτωμα. Ήταν εξουθενωμένη και όλοι οι μυς του κορμιού της πονούσαν. Κοίταξε γύρω της. Δεν βρίσκονταν στο συνηθισμένο υπόγειο. Το μέρος της θύμισε κελάρι κι ήταν βρόμικο, πολύ παλιό, με πέτρινους τοίχους, χωρι σμένο στη μέση από δώδεκα καμάρες. Το μοναδικό φως ερχόταν από ένα ηλεκτρικό φανάρι, που λειτουργούσε με μπαταρία και ή ταν ακουμπισμένο στο πάτωμα. Στους τοίχους είδε ανάγλυφα που αφηγούνταν τα μαρτύρια μιας ταλαίπωρης γυναίκας, ενώ της φά νηκε πως διέκρινε και σαρκοφάγους. Ή ταν μια νεκρική κρύπτη; Η Αίλι μύρισε υγρασία, είδε και στους τοίχους τα σημάδια της· το νερό έσταζε αργά από τις καμάρες και δημιουργούσε βρόμικες λιμνούλες νερού στο πάτωμα. Ή ταν καθισμένη σε μια σκληρή ξύλινη καρέκλα με ψηλή πλά τη, αλυσοδεμένη σε ένα αρχαίο σώμα καλοριφέρ. Τρεις φρουροί στέκονταν στη μέση του κελαριού - ήταν ο Ζομ, ο Λούπο και ο Σεβέρο, έχοντας περασμένα τα αυτόματα όπλα τους στους ώμους και καπνίζοντας νευρικά. Ακόμα και σ' εκείνο το σκοτεινό μέρος ο Σεβέρο φορούσε γυαλιά ηλίου - ήταν τα γυαλιά της πολεμικής αεροπορίας που ανήκαν στη Αίλι και που της τα είχαν αφαιρέσει μαζί με οτιδήποτε άλλο είχε στην κατοχή της τη μέρα κατά την οποία καταρρίφθηκε το Σινούκ της. Σε άλλες καρέκλες κάθονταν οι ξυπόλυτοι όμηροι δημιουργώ ντας κύκλο στους γύρω τοίχους, ντυμένοι μόνο με φανελάκια και κάτω εσώρουχα. Κομμάτια κολλητικής ταινίας κρέμονταν από πά νω τους. Ήταν πέντε μαζί με την ίδια, άρα όλοι ήταν ακόμη μαζί.
18
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Έλεν Γκρέι κρατούσε σφιχτά την Γκρέις, το μωρό της, που της το είχαν επιστρέφει μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς των ομήρων και που ήταν γ ι' αυτήν όλη της η ζωή. Η Έλεν ήταν είκο σι πέντε χρονών, ψηλή, εντελώς γαλατόχρωμη κάτω από τις φα κίδες της, με τυπικά αγγλικά χαρακτηριστικά. Ο Γκάρι Μπόιλ, ο ακόμα πιο νέος Αμερικανός επιστήμονας και ερευνητής, καθόταν αμίλητος σαν αποσβολωμένος. Ο φόβος και η απελπισία του πά ντα προκαλούσαν τη σαδιστική διάθεση των φρουρών, γ ι' αυτό τα μπράτσα και τα πόδια του ήταν μελανιασμένα από το ξύλο. Ο Πιρς καθόταν καμπουριασμένος στην καρέκλα του, έχοντας μια βρόμικη πετσέτα πάνω στο πρόσωπό του. Ο Πιρς Μίκελμας ήταν ο ανώτερος Βρετανός αξιωματικός που επέβαινε στο Σινούκ της Λίλι. Εργαζόταν για λογαριασμό της Δυτικής συμμαχίας η οποία προ σπαθούσε να στηρίξει την καινούργια τότε στρατιωτική κυβέρνηση. Είχαν περάσει πολλοί μήνες από τη στιγμή που αποσύρθηκε πίσω από τις πετσέτες και τα κλεισμένα μάτια του και σπάνια μιλούσε. Ο Τζον Φόρσοου, ο Αμερικανός εργολάβος, τράβηξε τα δεσμό του νευρικός και ανυπόμονος όπως πάντα, περισσότερο επικίνδυ νος από ποτέ σε μεταβατικές στιγμές όπως τούτη. Η Λίλι σκέφτηκε πως όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους, άνδρες και γυναίκες, Βρετανοί και Αμερικανοί, στρατιωτικοί και πολίτες, νέοι και μεσόκοποι με τα βρόμικα εσώρουχά τους, κάτωχροι από την έλλειψη ήλιου, με μάτια βαθουλωμένα, κεφάλια και πρόσωπα ξυ ρισμένα. Ή ταν όλοι τους λευκοί και όλοι Βρετανοί ή Αμερικανοί, ιδιότητες που τους έκαναν πολύτιμους ως ομήρους. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκεί, κανένα από τα συνηθισμένα αντι κείμενα της μακράς αιχμαλωσίας τους, τα στρώματα από αφρολέξ και οι βρόμικες κουβέρτες, οι πλαστικές σακούλες μέσα στις οποί ες αφόδευαν, τα παλιά μπουκάλια από κόκα-κόλα που είχαν για να πίνουν νερό και να ουρούν· αυτήν τη φορά δεν υπήρχε τίποτε εκτός από τα κορμιά τους. Ο Τζον ήταν εκείνος που μίλησε πρώτος. «Πού στο διάολο είμαστε πάλι;» Ο Ζομ έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα και ξεφύσηξε τον κα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
19
πνό, που μόλις είχε προλάβει να εισπνεύσει. Όπως και οι υπό λοιποι του σιναφιού τους, τούτοι οι «Πατέρες των Εκλεκτών» δεν ήταν πολύ παραπάνω από είκοσι ή είκοσι ενός χρονών, είχαν δη λαδή μόλις τη μισή ηλικία του Τζον, του Πιρς και της Λίλι. «Στη Λα Σέου», είπε. «Πού; Πώς το είπες; Δεν μπορείτε να μιλάτε κανονικά, ρε γαμιόληδες;» Ο Τζον ήταν κάποτε χοντρός· τώρα τα προγούλια του κρέμονταν από τα μάγουλα και το σαγόνι, λες κι είχαν αδειάσει. Ο Γκάρι Μπόιλ πήρε τον λόγο. «Η Λα Σέου είναι ένας καθεδρικός ναός αφιερωμένος στην αγία Ευλαλία, μια δεκατριάχρονη μάρτυρα. Είχα έρθει εδώ για τουρισμό όταν ήμουν παιδί...» Κοί ταξε γύρω του. «Θεέ μου, αυτή είναι η κρύπτη! Μ ας έχουν αλυ σοδεμένους μέσα στην κρύπτη του ναού!» «Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα χέστρα», είπε ο Τζον. «Το νερό κυλάει συνέχεια από τους τοίχους. Θ α πνιγούμε, αν δηλαδή δεν πεδάνουμε πρώτα από πνευμονία». «Είναι ιερό μέρος», είπε ο Ζομ ήρεμα, μιλώντας Αγγλικά με τη βαριά του προφορά. «Εδώ είστε κοντά στον Θεό». Άρχισε να κι νείται προς μια σκάλα βυθισμένη στις σκιές και οι άλλοι τον ακο λούθησαν. «Εεε, πού πάτε;» φώναξε ο Τζον πίσω τους. «Πού είναι τα στρώ ματά μας; Δεν υπάρχει ούτε φαγητό, ούτε σακούλες για να χέζουμε». «Ο Θ εός φροντίζει για όλα», είπε ο Ζομ. «Φροντίζει την αγία από τον ένατο αιώνα, θα φροντίσει και για σας». Ο Τζον άρχισε να σέρνει τις αλυσίδες του, που κροτάλισαν η χηρά μέσα στον κλειστό χώρο. «Μας αφήνετε εδώ για να πεθάνουμε, έτσι δεν είναι;» Η Λίλι ευθύς αναρωτήθηκε μήπως τελικά ο Τζον είχε δίκιο. Δεν υπήρχε τίποτα γύρω τους που να δείχνει πως επρόκειτο να μείνουν εκεί για πολύ. Έδιωξε από το μυαλό της τη σκέψη, μαζί με την ιδέα του θανάτου. Ανακάλυψε πως δεν φοβόταν. Βρισκόταν στην υπο τυπώδη φροντίδα τρομαγμένων και αδαών νεαρών εδώ και πέντε χρόνια- ακόμα και χωρίς τα σκληρόκαρδα παιχνίδια τους και τις ει
20
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κονικές εκτελέσεις, είχε συνηθίσει στην ιδέα πως 8α μπορούσε ανά πάσα στιγμή να χάσει τη ζωή της από ένα καπρίτσιο. Δεν ήδελε όμως να πεδάνει αλυσοδεμένη μέσα σ' εκείνη την υπόγεια τρύπα. Ένιωθε μια δαδιά και έντονη λαχτάρα να αντικρίσει τον ουρανό. Ο ι φρουροί συνέχισαν να προχωρούν προς τη σκάλα, ενώ ο Τζον τραβούσε βίαια τις αλυσίδες του. «Γαμημένα κωλόπαιδα, πιάσατε μερικούς ομήρους και νομίζε τε πως ελέγχετε ολόκληρο τον κόσμο!» «Τζον, ηρέμησε», είπε η Αίλι. Ο Τζον λυσσομανούσε, ενώ το πρόσωπό του είχε μελανιάσει. «Ένα μάτσο γαμημένοι δειλοί, αυτό είσαστε! Δεν είστε καν άνδρες για να τελειώσετε τη δουλειά σωστά...» Ο Σεβέρο γύρισε και έριξε με το αυτόματο όπλο του. Η ριπή ακούστηκε δυνατή μέσα στον κλειστό χώρο. Το σώμα του Τζον τραντάχτηκε καθώς οι σφαίρες το έβρισκαν. Μ ια τον πέτυχε στο πρόσωπο, το οποίο μεταμορφώθηκε σε ματωμένο πολτό. «Τζον!» φώναξε ο Γκάρι. «Οχ, Θ εέ μου, Θ εέ μου!» «Ό χι και δειλός», είπε με το τσιγάρο στο στόμα ο Σεβέρο. Ακολούθησε τους υπόλοιπους στη σκάλα και χάθηκε από τα μά τια της Αίλι. Ο Τξον απέμεινε σωριασμένος πάνω στην καρέκλα του. Το αί μα κυλούσε πηχτό και λίμναζε στο πάτωμα. Η Έλεν ήταν σκυμμέ νη πάνω από την κόρη της κρατώντας τη σφιχτά και κουνώντας τη, λες και τίποτε άλλο πέρα απ' αυτή δεν υπήρχε στον κόσμο. Ο Πιρς γύρισε το κουκουλωμένο κεφάλι του από την άλλη μεριά, κα μπουριάζοντας το σώμα. Ο Γκάρι είχε ζαρώσει και έκλαιγε από το σοκ. Αλυσοδεμένη μόλις λίγα μέτρα μακριά του, η Αίλι δεν μπορούσε να τον φτάσει. Ο Τζον ήταν καθίκι από ορισμένες απόψεις, μα όπως και να 'ναι η Αίλι τον ήξερε εδώ και τέσσερα χρόνια. Τώρα πια ήταν νεκρός - σκοτωμένος μέσα σε μια στιγμή μπροστά στα μάτια τους. Ακό μα χειρότερο ήταν το γεγονός πως τον είχαν σκοτώσει σαν σκυ λί, λες και δεν είχε πια αξία για τους δεσμοφύλακές τους. Αυτό σήμαινε πως ούτε κι οι υπόλοιποι είχαν καμιά αξία πια.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
21
«Τελειώσαμε», είπε η Έλεν. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε από τη στιγμή που τους είχαν φέρει εκεί. Κρατούσε το μωρό της πάνω στο στήθος της, ακουμπώντας το πιγούνι της στο κεφάλι του. «Έχω δίκιο, έτσι δεν είναι;» Είχε την προφορά της βόρειας Αγγλίας, με άψυχα φωνήεντα. Ή ταν φιλόλογος. «Δεν μπορείς να είσαι σίγουρη», επέμενε η Λίλι. «Μπορεί κάποια άλλη ομάδα να καθυστέρησε να μας παραλάβει, αυτό είναι όλο». «Σκότωσαν τον Τζον», είπε ο Γκάρι βαριά. «Κι αυτή η αναθεματισμένη λάμπα θα σβήσει», είπε η Έλεν. «Κοιτάχτε τη! Ο ι μπάσταρδοι, δεν μπορούσαν να βάλουν ούτε μια καινούργια μπαταρία. Θ α μείνουμε στα σκοτεινά μαζί μ' ένα πτώ μα που θα βρομάει. Μ ας άφησαν να πεθάνουμε». «Χριστέ μου!» ψιθύρισε ο Γκάρι· η Λίλι τον άκουσε να βογγάει σιγανά· ήξερε πως αυτό σήμαινε ότι είχε χάσει τον έλεγχο της κύ στης του. «Δεν πρόκειται να συμβεί αυτό», είπε κοφτά η Λίλι. «Ας απαλ λαγούμε απ' αυτές τις αλυσίδες!» Τράβηξε δοκιμαστικά τις δικές της. Το σώμα του καλοριφέρ ήταν βιδωμένο γερά πάνω στον πέ τρινο τοίχο. «Κοιτάξτε γύρω σας, πριν σβήσει η λάμπα. Κάπου ε δώ κάτω θα πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπορούμε να χρησι μοποιήσουμε...» «Τι θα έλεγες για έναν επαγγελματικό κόφτη;»
2 Η καινούργια φωνή ήταν ανδρική, μιλούσε Αγγλικά και ερχόταν από τη σκάλα. Ό λ ο ι γύρισαν τα κεφάλια για να κοιτάξουν. Ακό μα κι ο Πιρς έστριψε το σκεπασμένο με την κουκούλα κεφάλι του. Ένα φως από φακό έπεσε πάνω τους. Η Λίλι σήκωσε το ελεύ-
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
22
9ερο χέρι της για να προστατέψει τα μάτια της. Διέκρινε δύο, τρεις, τέσσερις ανθρώπους να κατεβαίνουν τη σκάλα της κρύπτης. «Ποιος είναι εκεί;» είπε. «Ποιοι είστε; Como se llama usted;
Me puede ayudar, por favor; Me llamo..." «Λέγεσαι Λίλι Μπρουκ, έτσι δεν είναι; Σμηναγός της Αμερικα νικής Πολεμικής Αεροπορίας, με αριθμό...» «Ποιοι είστε εσείς». Ο άνδρας σήκωσε τον φακό ώστε να φωτίσει το πρόσωπό του. Ήταν μαύρος, καμιά σαρανταριά χρονών, ψηλός, τετράγωνος. Φο ρούσε στολή εκστρατείας με μοβ μπερέ και στον ώμο είχε ραμμένο ένα σήμα: τη Γη μέσα σε μια ανθρώπινη χούφτα. «Με λένε Ίζορτζ Κάμπντεν». «Είσαι Άγγλος. Στρατιωτικός;» «Ιδιωτική εταιρεία ασφάλειας. Δουλεύω για την AxysCorp». Χτύπησε με το δάχτυλο το σήμα στον ώμο του. «Ήρθα για να σας πάρω από δω. Δεν έχετε πια να φοβάστε τίποτα», Χαμογέλασε. Η Λίλι δεν ένιωσε κανένα συναίσθημα ανακούφισης. Δεν μπο ρούσε να το πιστέψει. Παρέμενε τσιτωμένη, επιφυλακτική, περιμένοντας το δόκανο να κλείσει. «AxysCorp», είπε ο Γκάρι. «Εκεί που δούλευε ο Τζον». Ο Κάμπντεν έφεξε με τον φακό του. «Εσύ είσαι ο Γκάρι Μπόιλ από τη NASA; Ν αι, ο Τζον Φόρσοου εργαζόταν για μας. Συνερ γαζόμαστε με τις ειρηνευτικές δυνάμεις της Συμμαχίας και τον κυ βερνητικό στρατό. Και στην AxysCorp φροντίζουμε πάντα τους δικούς μας». Φώτισε με τον φακό τον χώρο γύρω του. Ο Πιρς μόρφασε καθώς το φως έπεφτε επάνω του. «Πού είναι ο Τζον, λοιπόν;» «Δεν τον προλάβατε», είπε η Έλεν πικρόχολα. «Δεν τον προλάβαμε;» Η στήλη του φακού έπεσε πάνω στον Τζον. «Οχ! Γαμώ το». Η Λίλι σήκωσε το αλυσοδεμένο χέρι της. «Είπες κάτι για κόφτες;» Ο Κάμπντεν έκανε νόημα στους άνδρες του να προχωρήσουν: «Ας τελειώνουμε με αυτή την ιστορία». Τους ελευθέρωσαν και τους βοήθησαν να ανεβούν τη σκάλα.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
23
Το εσωτερικό του καθεδρικού ναού ήταν μια σπηλιά από ψαμ μίτη, λεηλατημένο και καμένο. Πέρασαν τρεκλίζοντας μέσα από μια μεγάλη είσοδο που ονομαζόταν Πύλη του Αγίου Ίβο και βγή καν στον δρόμο. Ο καθεδρικός ναός ήταν ένα τετράγωνο κτήριο γοτθικού ρυθμού, που είχε δημιουργηθεί με κόπους αιώνων. Η πε ρίτεχνα σκαλισμένη πρόσοψή του ήταν διάτρητη από θραύσματα οβίδων. Η βροχή έπεφτε, δυνατή και σταθερή, και το νερό δη μιουργούσε λιμνούλες στον δρόμο κάνοντας κάθε επιφάνεια να αστράφτει. Ένα μικρό ελικόπτερο βρισκόταν εκεί κοντά, καθισμένο πάνω στα χαλάσματα ενός οικοδομήματος. Ό τα ν οι όμηροι βγήκαν έξω, δυο ακόμα πράκτορες της AxysCorp που έστεκαν πλάι στο ελικό πτερο ήρθαν τρέχοντας προς το μέρος τους. Η Λίλι, η οποία ήταν μεν πιλότος αλλά εκτός παιχνιδιού τα τελευταία πέντε χρόνια, δεν αναγνώρισε το μοντέλο. Έφερε πάνω του το ζωηρό λογότυπο της AxysCorp με τη Γη και το ανθρώπινο χέρι. Ενώ οι άνθρωποι της AxysCorp οργανώνονταν, οι τέσσερις ό μηροι στέκονταν πλάι-πλάι. Η Έλεν κρατούσε το μωρό της κι ο Γκάρι κοιτούσε το φως ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα και χαμογελώ ντας σαν παιδί τα Χριστούγεννα. Για κάποιον ακατανόητο λόγο, ο Πιρς Μίκελμας αρνιόταν να βγάλει τη βρόμικη πετσέτα που σκέ παζε το πρόσωπό του. Η Λίλι σήκωσε με λαχτάρα το βλέμμα ψηλά. Τουλάχιστον έβλεπε ξανά τον ουρανό. Αλλά τα σύννεφα ήταν βα ριά και η βροχή σύντομα μούσκεψε το γυμνό κεφάλι της και τα λε πτά ρούχα της. Ή ταν Ιούλιος και, τουλάχιστον, έκανε ζέστη. Ό σ ο να 'ναι πάντως, έτσι περιτριγυρισμένη από τους άνδρες με τις σκουροπράσινες στρατιωτικές τους φόρμες, αισθανόταν αλλόκοτα μειωμένη, σχεδόν γυμνή, καθώς φορούσε μόνο το φανελάκι και το εσώρουχό της. Ένας άνδρας της AxysCorp με το σήμα του Ερυθρού Σταυρού στο μπράτσο εξέτασε στα γρήγορα τους τέσσερις ομήρους και μετά, ζητώντας συγγνώμη, πήρε το μωρό της Έλεν από την αγκαλιά της. «Μόνο για λίγο - μέχρι να φύγουμε από δω. Έχω μια κούνια για να τη βάλω. Θ α είναι ασφαλέστερη έτσι».
24
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Έλεν διαμαρτυρήθηκε, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κα θώς ο άνδρας απομακρυνόταν κρατώντας το μωρό στα χέρια του. Η Αίλι ένιωσε τον δεσμό ανάμεσα στη μάνα και την κόρη να τε ντώνεται σαν ατσάλι κάτω από την ένταση. «Μένω έκπληκτος που αγαπάει τόσο το παιδί!» μουρμούρισε ο Τζορτζ Κάμπντεν στη Λίλι. «Μα αφού είναι προϊόν βιασμού!» «Είναι το μωρό της», απάντησε η Λίλι νευριασμένα. «Ο πατέρας δεν έχει σημασία. Ο Σαϊντ έτσι κι αλλιώς εξαφανίστηκε. Τον έδιω ξαν οι σύντροφοί του». «Ξέρουμε γι' αυτόν», είπε ο Κάμπντεν ευγενικά. «Κοίτα, όλα πά νε καλά και μπορείς να ηρεμήσεις. Είστε ασφαλείς πια». «Ό λα μου φαίνονται σαν ψέμα». Μιλούσε σοβαρά: το ελικό πτερο, η βομβαρδισμένη εκκλησία, ο μολυβένιος ουρανός, τα πά ντα έμοιαζαν με κομμάτια των παραισθήσεων που είχε στην απο μόνωση. «Τον γνώριζα τον Τζον, ξέρεις», της είπε ο Κάμπντεν χαμογε λώντας. Τα δόντια του ήταν καθαρά, πολύ πιο καθαρά απ' όσο ήταν ποτέ της Λίλι τα τελευταία πέντε χρόνια. «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως αν ερχόμασταν λίγα λεπτά νωρίτερα θα τον εί χαμε σώσει. Αν ήταν τώρα ζωντανός μαζί μας, θα παραπονιόταν για τη βροχή». «Έτσι ήταν ο Τζον», συμφώνησε η Λίλι. «Ό μω ς βρέχει εδώ και πολύ καιρό. Ακούγαμε τη βροχή ολοένα στην προηγούμενη κρυψώ να όπου μας κρατούσαν, κάπου στα προάστια. Δεν θυμάμαι άλλη φορά τέτοιο καιρό στη Βαρκελώνη». «Τα πράγματα άλλαξαν τα τελευταία πέντε χρόνια που έλειπες, σμηναγέ Μπρουκ». Ακούστηκαν απόμακροι πυροβολισμοί, ένα υ πόκωφο κροτάλισμα. Ο Κάμπντεν φάνηκε να αφουγκράζεται κάποι ον που του μιλούσε, αν και δεν φορούσε ακουστικό στο αφτί. «Νο μίζω πως πρέπει να φύγουμε». Προχώρησε προς το ελικόπτερο. Για ένα λεπτό οι τέσσερίς τους απέμειναν και πάλι μόνοι. «Μάλλον εδώ τελειώνει η περιπέτειά μας», είπε ο Γκάρι με σι γουριά. «Μετά από τόσους μήνες και τόσα χρόνια». Η Λίλι κοίταξε τον αισιόδοξο νεαρό Γκάρι, την ταλαιπωρημένη
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
25
μητέρα 'Ελεν, τον εύθραυστο Πιρς. «Μοιραστήκαμε πολλά, έτσι δεν είναι;» είπε. «Στ' αλήθεια», είπε η Λίλι. «Πράγματα που κανένας άλλος δεν θα καταλάβει». Και τώρα επρόκειτο να ελευθερωθούν σε έναν κόσμο που είχε εμφανώς αλλάξει. «Ακούστε», είπε η Λίλι μετά από μια παρόρμηση. «Ας δώσουμε έναν όρκο. Ν α συνεχίσουμε να έχουμε επαφή εμείς οι τέσσερις. Ν α φροντίζουμε ο ένας για τον άλλον. Αν κάποιος έ χει πρόβλημα, οι άλλοι να πάνε να βοηθήσουν. Αυτό περιλαμβά νει και την Γκρέις, ασφαλώς». Ο Γκάρι έγνεψε. «Αν είναι να βγει τελικά κάτι καλό απ' αυτήν τη σκατοκατάσταση, είμαι μέσα». Άπλωσε το χέρι με την παλάμη τεντωμένη προς τα πάνω. Η Λ ίλι έβαλε εκεί το χέρι της. Μετά η Έλεν τοποθέτησε το δικό της πάνω στο χέρι της Λ ίλι. Ακόμα και ο Πιρς άπλωσε στα τυφλά το δικό του χέρι. Η Λίλι έπρεπε να τον βοηθήσει ώστε να πιαστεί με τους υπόλοιπους. «Για μια ζωή», είπε η Λιλι. «Και για την Γκρέις». «Για μια ζωή», μουρμούρισαν η Έλεν και ο Γκάρι. Ο Τζορτζ Κάμπντεν επέστρεψε με γοργά βήματα. «Πρέπει να πηγαίνουμε. Ένα C-130 περιμένει στο αεροδρόμιο». Τον ακολούθησαν βιαστικά. Επιβιβάστηκαν στο ελικόπτερο και δέθηκαν σε θέσεις φτιαγμένες από καναβάτσο. Ακόμα κι εκεί, ο Πιρς συνέχιζε να έχει το πρόσω πο σκεπασμένο με την πετσέτα. Στην Έλεν δεν επέτρεψαν να κρατάει το μωρό της, αν και η Γκρέις βρισκόταν μόλις δυο μέτρα μα κριά, δεμένη μαζί με την κούνια της σε μια θέση πλάι στον γιατρό. Το ελικόπτερο σηκώθηκε απότομα. Μ ε το μυαλό του επαγγελματία, η Λίλι σκέφτηκε πως ο χειρισμός του πιλότου ήταν κάπως απότομος. Το ελικόπτερο ανυψώθηκε πάνω από την ποόσοψη του ναού. Απλωμένο και άμορφο, το κτήριο έμοιαζε περισσότερο με φυσική προεξοχή ψαμμίτη παρά με κάτι φτιαγμένο από χέρια ανθρώπου. Η Λίλι έβλεπε τις ουλές του πολέμου, σημάδια από βλήματα, γκρε
26
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μισμένους πυργίσκους και μεγάλες τρύπες που έχασκαν στην κα μένη οροφή. Ύστερα σηκώθηκαν ψηλότερα και η Λίλι κοίταξε με περιέργεια το αστικό τοπίο από κάτω της. Στα πέντε χρόνια της ομηρίας της είχε δει ελάχιστα πράγματα, πέρα από το εσωτερικό υπόγειων κελαριών και αποθηκών. Η Βαρκελώνη είναι μια οικοδομημένη έκτα ση που ορίζεται από την ακτή της Μεσογείου στα νοτιοδυτικά και τα βουνά στα βορειοδυτικά, καθώς και ποτάμια από τις δυο πλευ ρές της, τον Λομπρέγκατ στον Ν ότο και τον Μπέζος στον Βορρά. Γειτονιές είχαν χτιστεί στους γύρω χαμηλούς λόφους. Ο ι πιο και νούργιες συνοικίες ήταν ένα ομοιόμορφο πάπλωμα από οικοδο μικά τετράγωνα, ενώ μυτεροί ουρανοξύστες ξεφύτρωναν διάσπαρτοι στην εμπορική περιοχή και πλάι στην ακτή. Υπήρχαν εμφανή σημάδια της σύγκρουσης, καμένα κτήρια και δρόμοι γεμάτοι μπάζα όπου μόνο θωρακισμένα οχήματα κινού νταν, ένα γυάλινο οικοδόμημα με ανατιναγμένη πρόσοψη, μια συ νοικία που είχε καεί από κάποια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά. Ό μ ω ς μέ σα στην καταστροφή ξεχώριζαν και σημάδια ευημερίας, ολόκλη ρα προάστια περιτοιχισμένα, πράσινα και λευκά από κήπους, γή πεδα του γκολφ και αστραφτερά καινούργια κτήρια. Ακόμα κι από τον αέρα μπορούσε κανείς να δει πως η Βαρκελώνη, παραμορ φωμένη από την εισβολή και τη βία των διεθνών δυνάμεων, είχε μετατραπεί σε μια πόλη οχυρωμένων προαστίων για τους πλούσι ους, περιτριγυρισμένων από τις παλιότερες γειτονιές που μετατρέ πονταν γοργά σε παραγκουπόλεις. Το νερό ήταν παντού. Γέμιζε τους δρόμους, συσσωρευόταν στις βάσεις των μεγάλων οικοδομών της εμπορικής συνοικίας, λαμπύ ριζε στις επίπεδες οροφές των σπιτιών, στα αυλάκια και τις αποχε τεύσεις καθρεφτίζοντας τον γκρίζο ουρανό σαν λειωμένο γυαλί. Ο ι ποταμοί της πόλης έμοιαζαν να έχουν απλωθεί πέρα από τα συνηθισμένα όρια της πλημμύρας. Η Λίλι πίστευε άλλοτε πως η Ι σπανία μετατρεπόταν σε έρημο. ΓΓ αυτό άλλωστε είχε έρθει ο Γκάρι στη χώρα: για να μελετήσει ένα κλίμα το οποίο προχωρούσε προς την ερημοποίηση.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
27
Στα νοτιοδυτικά, μια αγριεμένη Μ εσόγειος )(τυπούσε πάνω σε κυματοθραύστες χωρίς κανένα ίχνος από τις αμϋουδιές που θυμό ταν. Χτύπησε τον Κάμπντεν στον ώμο. «Πού είναι η παραλία;» Εκείνος μειδίασε. «Σου είπα», φώναξε για να ακουστεί. «Τα πράγ ματα άλλαξαν. Και τούτο ήταν τύχη για σένα. Ό λ ε ς αυτές οι πλημ μύρες έβγαλαν τους εξτρεμιστές από τα υπόγειά τους σαν ποντί κια από τους υπονόμους. Δεν είχαν πού ά λλο ι να σας κρύψουν. Ό σ ο για τα υπόλοιπα... θα δεις». Το ελικόπτερο κατευθύνθηκε γοργά προς τη'/ ενδοχώρα. Η Λίλι ένιωθε ίλιγγο και το άδειο στομάχι της γουργούριζε.
3 Ό τ α ν βγήκαν από το Σαβόι, η Αίλι και ο Γκάρι έπρεπε να περά σουν μέσα από έναν λαβύρινθο σακιών άμμου ύψους ενός μέτρου που έφραζαν τον πλησιέστερο δρόμο πρόσβασης προς την όχθη, όπου θα τους περίμενε το αυτοκίνητό τους. Κάποιος πορτιέρης με στολή τους έδειξε τη διαδρομή. Κρατούσε μια μεγάλη ομπρέλα με μονόγραμμα η οποία τους προφύλασσε αρκετά από την ακατάπαυστη βροχή, και φορούσε γαλότσες που γυάλιζα'/. Ο Γκάρι έδειξε τους σάκους της άμμου, οι οποίοι ήταν φτιαγμέ νοι από ένα υλικό που έμοιαζε με μετάξι και είχαν επάνω τους το λογότυπο του ξενοδοχείου. «Ακόμα και οι σάκοι της άμμου είναι φτιαγμένοι με φινέτσα. Εσείς οι Βρετανοί είστε απίθανοι». «Ευχαριστώ». Περιμένοντας να έρθει το αυτοκίνητο, η Λίλι βρέθηκε έστω και για λίγες στιγμές σε ανοιχτό χώρο. Από ημέρες μέσα σε ελικό πτερα και αεροπλάνα, αυτοκίνητα και φορτηγά, στρατιωτικές βά σεις, πρεσβείες και ξενοδοχεία, αισθανόταν ocv να μην ήταν ακό
28
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μη ελεύθερη. Ο ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα και ο αέρας του Λονδίνου, αν και είχε καθαρότερη γεύση από εκείνη που θυμόταν, ήταν ζεστός κι υγρός. Κοίταξε τις προοόψεις των καταστημάτων και τις εισόδους των μεγάλων ξενοδοχείων κατά μήκος της όχθης. Τόσα πολλά είχαν μείνει ίδια και τόσα πολλά είχαν αλλάξει! Τα λεωφορεία του Λον δίνου ήταν τώρα αρθρωτά οχήματα που έμοιαζαν με τρένα κι εί χαν κατακόκκινα βαγόνια, τα οποία πλατσούριζαν στα νερά του δρόμου όταν τους δινόταν η ευκαιρία να κινηθούν λιγάκι μέσα στην κυκλοφοριακή συμφόρηση. Ό λ ε ς οι επιφάνειες, ακόμα και οι πόρτες των ταξί και τα τοιχώματα των λεωφορείων, ήταν σκε πασμένες από κινούμενες διαφημίσεις που εκθέιαζαν παραστάσεις του Γουέστ Εντ, τηλεοπτικές εκπομπές, Κόκα Κόλα και Πέπσι, τα «ανθεκτικά» της AxysCorp όπως ρούχα και οικιακές συσκευές, καθώς και διάφορα ανταγωνιστικά είδη ηλεκτρονικών, τη φύση των οποίων ούτε καν αναγνώριζε: τι ήταν ένας «Άγγελος»; Το ποδόσφαιρο παρέμενε μεγάλη επιχείρηση αν έκρινε κανείς από τις διαφημίσεις για τον τελικό του κυπέλλου, ο χρόνος διεξα γωγής του οποίου είχε μετατεθεί από τον Μ άιο στον Ιούλιο και επρόκειτο να παιχτεί ανάμεσα στη Λίβερπουλ και τη Νιουκάστλ Γιουνάιτεντ στο Μουμπάι. Παντού διάβαζε σλόγκαν για το παγκό σμιο κύπελλο: «Αγγλία 2018 - Μένουν μόλις δυο χρόνιο». Ο ι δια φημίσεις έμοιαζαν με γυαλιστερή επίστρωση απλωμένη με σπρέι πάνω σε όλο τον κόσμο, η οποία καθρεφτιζόταν στις λιγδερές επι φάνειες του νερού που σκέπαζε τον δρόμο. Μ α οι άνθρωποι που περνούσαν βιαστικά φαίνονταν να αδιαφο ρούν για το αεικίνητο φως, το ακατάπαυστο υπόκωφο μουγκρητό των οχημάτων. Πολλοί είχαν μια αφηρημένη έκφραση στα πρό σωπά τους, μερικοί μιλούσαν στον αέρα, γελούσαν και χειρονο μούσαν χωρίς να πολυνοιόζονται όταν έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο. Η Λίλι είχε μεγαλώσει στο Φούλχαμ, ένα εσωτερικό προά στιο -εκείνη τη μέρα πήγαινε στο σπίτι της μητέρας της- και δεν εί χε ποτέ νιώσει άνετα στην καρδιά της πόλης. Ό σ ο έλειπε, μια ολό κληρη γενιά νέων με κενά βλέμματα και μεγάλη αυτοπεποίθηση εί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
29
χε μεγαλώσει, πιστεύοντας πως το Λονδίνο κι όλα τα θαύματά του είχαν επινοηθεί μόλις χθες και πως η δική τους στιγμή κάτω από το αστικό φως θα κρατούσε για πάντα. Το αυτοκίνητο πλησίασε το πεζοδρόμιο. Είχε λαμπερό ασημέ νιο χρώμα και μεγάλοι αρθρωτοί υαλοκαθαριστήρες κρατούσαν μακριά το νερό της βροχής. Ή ταν μια Φορντ, μα η Α ίλι δεν ανα γνώριζε το μοντέλο. Ο Γκάρι παρατήρησε πως δεν είχε εξάτμιση. Πίσω από το παρμπρίζ υπήρχε τοποθετημένο ένα πόσο της αμε ρικανικής πρεσβείας, ενώ μια μουσκεμένη αστερόεσσα κρεμόταν άψυχη από τον μισού μέτρου ιστό της. Ο πορτιέρης τούς άνοιξε τις πόρτες, συνεχίζοντας να κρατά επιδέξια την ομπρέλα του. Η Λίλι και ο Γκάρι μπήκαν στο πίσω μέρος. Το εσωτερικό ήταν μαλα κό, καθαρό και μύριζε από τα καινούργια πατάκια. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε, ανοίγοντας δρόμο μέσα από την πυκνή κυκλοφορία. Ο οδηγός τούς είπε πως η ευθεία οδός ήταν ουσια στικά ακατόρθωτη. Έτσι πήρε στροφή και απομακρύνθηκε από την όχθη όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μπαίνοντας cjtov λαβύρινθο των παράδρομων. Εκεί μπόρεσαν να κινηθούν κάπως πιο γρήγορα, πριν σταματήσουν σε μια ουρά που είχε δημιουργηθεί μπροστά σε έναν σπασμένο οχετό. Ο οδηγός τούς έριξε μια ματιά μέσ' από tcv καθρέφτη και μειδίασε. Ή ταν καμιά τριανταπενταριά χρονών, με πυκνά, κατσαρά, ξανθά μαλλιά. «Είστε οι όμηροι, έτσι δεν είναι; Αυτός που με έστει λε, είπε μερικά πράγματα για σας». Είχε την προφορά που, του λάχιστον τον καιρό που είχαν απαγάγει τη Λίλι, συνήθιζαν να αποκαλούν «προφορά των εκβολών». «Ήμασταν όμηροι», τον διόρθωσε ο Γκάρι ήρεμα. «Τώρα πια είμαστε ελεύθεροι πολίτες». «Ναι, έχετε δίκιο. Μπράβο σας, λοιπόν! Είστε κι οι δυο Αμε ρικανοί, σωστά;» «Εγώ όχι», είπε η Λίλι. «Είμαι μισή Αγγλίδο, μισή Αμερικανίδα. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Φούλχαμ». «Ωραία. Θ α σας ενοχλούσε να κάνω αυτό;» Πάτησε ένα κουμπί. Η μικρή σημαία τυλίχτηκε γύρω από τον ιστό της, ο οποίος γλί
30
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στρησε μέσα στο σασί του αυτοκινήτου και χάδηκε. «Οι περισσό τερες δουλειές που παίρνουμε είναι από την πρεσβεία. Δεν Θέλουμε όμως να ξέρουν πως η σημαία τους ελκύει πετριές». Ο Γκάρι σήκωσε τους ώμους. «Δεν με πειράζει καδόλου». Το αυτοκίνητο προχώρησε άλλα δυο μέτρα και ο οδηγός εκμε ταλλεύτηκε την ευκαιρία για να μπει σε έναν ακόμα παράδρομο. Κατάφεραν να φτάσουν στην άκρη του πριν βρουν την επόμενη ουρά. «Ώστε σας άφησαν ελεύδερους, ε; Θα πρέπει να ήταν μεγάλη ανακούφιση για σας». «Τούτο δα έλεγα κι εγώ», συμφώνησε ο Γκάρι. Και έτσι ήταν, σκέφτηκε η Α ίλι. Είχαν ακόμα κάποιες υποχρε ώσεις, κυρίως μια δεξίωση την οποία έδινε ο Νέιδαν Λάμοκσον, ιδιοκτήτης και διευδυντής της AxysCorp, οι άνδρωποι της οποίας τους είχαν απελευδερώσει από τα χέρια των Πατέρων των Εκλε κτών. Ύστερα η Αίλι δα έπρεπε να παραβρεδεί σε κάποια ακρόα ση που δα της παραχωρούσαν ανώτεροι αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ στο Μίλντενχολ του Σάφολκ, για να μάδει αν είχε ακόμα μέλλον στην αεροπορία. Στο μεταξύ, κι οι δυο τους ήταν χαρούμενοι που είχαν απαλλαγεί από τους γιατρούς και τους συμβούλους -στην περίπτωση της Αίλι και από κάποιες επείγου σες οδοντιατρικές εργασίες- κι έτσι μια μικρή δόση ελευδερίας ήταν ευπρόσδεκτη. Ο οδηγός κούνησε το κεφάλι σκεφτικά. «Πέντε χρόνια αλυσο δεμένοι σε καλοριφέρ! Δεν μπορώ να φανταστώ μια τέτοια ζωή. Μου φαίνεται απίστευτο που δεν σκοτώσατε ο ένας τον άλλον ή δεν αυτοκτονήσατε. Παρ' όλο που μερικές φορές νιώδω παρόμοια, κολλημένος καδώς είμαι σ' αυτό το αυτοκίνητο εδώ και τέσσερα χρόνια. Κι είμαι και παντρεμένος έξι χρόνια, οπότε κι αυτό είναι το ίδιο. Χα!» Έριξε μια λοξή ματιά στη Αίλι. «Ώστε είσαι κορίτσι του Λονδίνου. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα από τότε που έφυγες, έτσι δεν είναι; Σε τελευταία ανάλυση, τίποτα δεν αλλάζει και πολύ». «Δεν Θυμάμαι τόση υγρασία. Τα ίδια ήταν και στην Ισπανία, εκεί που μας κρατούσαν».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
31
Ο οδηγός έκανε μια γκρι μάτσα. «Δεν είναι τίποτα. Απλά, πε ρίεργος καιρός. Βέβαια δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν φέτος το πρωτάθλημα. Για το ποδόσφαιρο μιλάω. Πρώτη φορά από το 1939 ακυρώθηκαν τόσοι αγώνες. Και το Γουίμπλεντον δεν έχει κα ταφέρει ποτέ να ολοκληρωθεί μέσα σε δυο εβδομάδες τα τελευταία τρία χρόνια. Υπάρχει ένας συνάδελφος που πιστεύει πως για όλα φταίνε οι Κινέζοι». «Για ποια φταίνε, δηλαδή;» ρώτησε ο Γκάρι. «Για τη βροχή, τις πλημμύρες... Η Κίνα είχε κάποτε αναβροχιά, έτσι δεν είναι; Λογικό, λοιπόν, να θέλουν εκεί περισσότερη βροχή κι έτσι κρεμούν κι εμάς τους υπόλοιπους». Η Λίλι δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα αν ο οδηγός μι λούσε σοβαρά ή αστειευόταν. Ξανά τα αυτοκίνητα άρχισαν να κινούνται, ξανά το δικό τους όχημα βρήκε ένα κενό και έστριψε. Η Λίλι προσπαθούσε να πα ρακολουθήσει τη διαδρομή. Πήγαιναν χονδρικοί προς τα δυτικά και νότια, περνώντας μέσα από τον λαβύρινθο των δρόμων του Μέιφερ βόρεια του Γκριν Παρκ. Ύστερα πέρασαν από γο Νάιτσμπριτζ, κατευθυνόμενοι προς την οδό Μπρόμπτον. Ο οδηγός την είδε να κοιτάζει τις πινακίδες των δρόμων. «Μην ανησυχείς, καρδιά μου, θα σας πάω στον προορισμό σας». Ακουγόταν απολογητικός. «Δεν αμφιβάλλω», του είπε. «Κάποτε αυτό το πράγμα ήταν ταξί - ένα μαύρο ταξί. Έτσι όμως βγαίνει περισσότερο χρήμα. Άλλωστε έχω πείρα από τους δρό μους. Ο ι περισσότερες κανονικές διαδρομές δεν υπάρχουν πια, ασφαλώς, με τόσους αποκλεισμένους δρόμους και πλημμύρες. Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. Μ α οι μισοί πελάτες δεν το καταλαβαίνουν και νομίζουν πως θέλουμε να τους κλέψουμε». Άρχι σε να μιλάει με μια ασαφή ανατολίτικη προφορά. «"Είστε σίγου ρος πως αυτή είναι η σωστή διαδρομή, κύριε οδηγέ;" Να γιατί σταμάτησα κι εγώ από ταξιτζής... Έι! Ρε μαλόκα!..» Έστριψε απότομα το τιμόνι στα δεξιά για να αποφύγει ένα ακρι βό αμάξι, το οποίο σπινάρισε σε κάποια λιμνούλα βρόμικων νερών
32
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
και έπεσε πάνω σ' έναν τοίχο. Απέφυγαν τη σύγκρουση, αλλά έ πρεπε να υπομείνουν άλλα πέντε λεπτά ακινησίας πριν η αστυνο μία καθαρίσει το σημείο του ατυχήματος. Λίγο πιο πέρα, κάποιες σοβαρές οικοδομικές εργασίες έκλειναν τον δρόμο. Ο οδηγός είπε πως προσπαθούσαν να προστατέψουν ορισμένα από τα παλιότερα κτήρια του Λονδίνου από τις πλημμύ ρες, ενισχύοντας τα θεμέλιά τους και τοποθετώντας σακιά με άμ μο γύρω από τα ισόγεια. Δεν προχώρησαν πολύ περισσότερο πριν πέσουν πάνω σε ένα πλήθος θυμωμένων επιχειρηματιών, κα ταναλωτών και μαθητών, οι οποίοι γέμισαν τους δρόμους. Ο οδη γός άνοιξε τον ασύρματό του. Μ ια αναφορά από το Ιπτάμενο Μ ά τι αποκάλυψε πως ο σταθμός του μετρά στο Νάιτσμπριτζ είχε εκ κενωθεί εξαιτίας πλημμύρας. Η αναφορά περιείχε ακόμα την πρό βλεψη για ένα χαμηλό βαρομετρικό από τη Βόρεια Θάλασσα, που αναμενόταν να προκαλέσει προβλήματα στην ανατολική ακτή. Ο οδηγός έκλεισε τον ασύρματο και περίμεναν μέχρι να δια λυθεί το πλήθος που έκλεινε τους δρόμους. Η Λίλι έριξε μια ματιά έξω και είδε τις σειρές των σταματημένων αυτοκινήτων, τους φρακαρισμένους δρόμους, τους δυστυχισμένους, μουσκεμένους πεζούς που πλατσούριζαν πάνω στα πεζοδρόμια, όλοι προσπαθώντας να φτάσουν στις δουλειές τους. Το σπασμωδικό και εκνευριστικό τα ξίδι τους φαινόταν να κρατά πολύ περισσότερο από μια απλή δια δρομή μερικών χιλιομέτρων. Ένιωσε ανακούφιση όταν έφτασε στο σπίτι της μητέρας της και βγήκε από το αυτοκίνητο. Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να δώσει φιλοδώρημα στον οδηγό και πόσο· ο πληθωρισμός φαινόταν να έχει ανέβει, τον καιρό που εκείνη έλειπε. Του έδωσε είκοσι λίρες. Δεν φάνηκε ούτε να απογοητεύεται ούτε να ξαφνιάζεται, μα απο μακρύνθηκε με το αυτοκίνητο. Η Λίλι πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να προσανατο λιστεί. Βρίσκονταν στο Φούλχαμ, στην οδό Άρνεσον, ένα περίπου χιλιόμετρο βόρεια του ποταμού. Το κτήριο αποτελούνταν από μια σει ρά βεράντες του τέλους της βικτοριανής περιόδου, ανακαινισμέ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
33
νες και γεμάτες με δορυφορικές κεραίες. Σακιά άμμου γέμιζαν τον μικρό μπροστινό κήπο, ενώ το ημιυπόγειο, το οποίο είχε ένα πα ράθυρο μισοχωμένο στο πεζοδρόμιο, ήταν προφανώς εγκαταλειμ μένο. Η Λίλι ένιωθε παράξενα που επέστρεφε μετά από τόσο καιρό. Τα πάντα έμοιαζαν μικρότερα απ' ό,τι τα θυμόταν Αισθανόταν ιδι αίτερα χαρούμενη που είχε σκεφτεί να φέρει και τον Γκάρι μαζί της εκείνη τη μέρα, ως ένα είδος εμβλήματος της άλλης της ζωής. Ο Γκάρι κοίταξε με δυσπιστία το τριώροφο σπίτι και τα πλαστικά πλαίσια που είχαν αντικαταστήσει τα παλιά τζάμια. «Πολύ λεπτοκαμωμένο μου φαίνεται αυτό το σπίτι», είπε. «Λεπτοκαμωμένο, αλλά έχει βάθος», απάντηοε η Λίλι προσπα θώντας να δείξει ευδιαθεσία. «Διαθέτει περισσότε(Χ)υς χώρους απ' όσους φαντάζεσαι. Έλα». Πέρασαν μέσα από μια χαμηλή καγκελόπορτα. Κάποιος είχε ανοίξει μονοπάτι μέσα στην πηχτή λάσπη, η ο ποία ανέδιδε μια ελαφριά μυρωδιά οχετού. «Σε κάθε περίπτωση, η μάνα μου κάνει το καλύτερο κέικ σοκολάτας στο δυτικό Λονδίνο». Την πόρτα δεν άνοιξε η μητέρα της Λίλι, μα η αδελφή της η Αμάντα. Και τότε η Λίλι έμαθε πως η μητέρα της είχε πεθάνει.
4 Η Αμάντα τους οδήγησε στην κουζίνα. Ο χώρος μετά την εξώπορ τα ήταν ενιαίος από τη δεκαετία του 1970, τότε που είχαν γκρεμί σει τους εσωτερικούς τοίχους. Η Λίλι κοίταξε με περιέργεια το καθιστικό. Τα βιβλία της μητέ ρας της είχαν εξαφανιστεί, το ίδιο και τα βαριά έπιπλα-αντίκες. Το κουρελιασμένο παλιό χαλί, που η Λίλι θυμόταν από την παιδική της ηλικία, είχε επίσης απομακρυνθεί και αντικατασταθεί από φτηνά κεραμικά πλακάκια. Το κάτω μέρος των τοίχων ήταν γυμνό, χωρίς
34
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
βαφή ή ταπετσαρία, και η Λίλι μπορούσε να διακρίνει αυλάκια α δέξια σκαμμένα στον σοβά στα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί καλώδια, ένα περίπου μέτρο από το έδαφος. Το τζάκι, που το εί χαν φράξει κατά την ανακαίνιση του '70, ήταν πάλι ανοιχτό και μαυρισμένο από την καπνιά, εμφανώς πρόσφατα χρησιμοποιημένο. Η μικρή κουζίνα, πολύ λιγότερο αλλαγμένη από το καθιστικό, ήταν το ίδιο παραφορτωμένη με πράγματα όπως τη θυμόταν η Λί λι, παρ' ότι τώρα τα περισσότερα από τα συσσωρευμένα αντικεί μενα ανήκαν στην Αμάντα κι ήταν κυρίως μπουκαλάκια μπαχαρι κών και βάζα που της χρησίμευαν στην παρασκευή ινδικών φαγη τών. Η Αμάντα τους έβαλε να καθίσουν σε ψηλά σκαμπό και τους προσέφερε φλιτζάνια με ζεστό χαμομήλι. Σε ένα ράφι πάνω στο τραπέζι βρισκόταν μια σειρά από φωτογραφίες: η μητέρα της Λίλι, τα παιδιά της Αμάντα και ένα μεγάλο πορτρέτο της ίδιας της Λίλι σε πιο νεαρή ηλικία, ντυμένης με μια καλοσιδερωμένη στολή της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ. Η Λιλι προσπάθησε να χωνέψει το γεγονός πως όλα όσα πε ριστρέφονταν γύρω από τη ζωή της είχαν αλλάξει όσο εκείνη α πούσιαζε - πως η μητέρα της είχε πεθάνει πριν από δυο ολόκληρα χρόνια και πως η αδελφή της είχε μετακομίσει στο πατρικό τους από το παλιό της διαμέρισμα στο ΧάμερσμιΘ. Ίσως να είχε μείνει ξεκομμένη απ' όλα τούτα υπερβολικά πολύ καιρό. Το μόνο που ένιωθε ήταν ένα μούδιασμα. Καταλάβαινε πως ο Γκάρι, τον οποίο είχε πάρει μαζί της από απλή παρόρμηση της στιγμής, ένιωθε άβολα που είχε βρεθεί έτσι στο μέσο μιας οικογενειακής τραγωδίας. Ο Γκάρι ήξερε τα πάντα για την οικογένεια της Λίλι, από τις α τέλειωτες συζητήσεις που έκαναν στη Βαρκελώνη. Η μητέρα της Λί λι είχε γνωρίσει και παντρευτεί έναν πιλότο της Αμερικανικής Πο λεμικής Αεροπορίας που ήταν τοποθετημένος στο Σάφολκ. Αυτός είχε αποκτήσει μαζί της δυο κόρες, πριν σκοτωθεί από φιλικά πυ ρά σε ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου του Κόλ που, ενώ εργαζόταν στον ανεφοδιασμό. Η Λίλι δεν είχε ζήσει πο τέ στις Ηνωμένες Πολιτείες, μα είχε διπλή υπηκοότητα. Μ ε τον πα-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
35
τέρα της νεκρό ενώ εκείνη ήταν δεκατεσσάρων, η μητέρα της είχε γίνει για τη Αίλι η μοναδική άγκυρα. «Δεν ήθελα να σου το πω από το τηλέφωνο όταν μου ανακοί νωσες πως ελευθερώθηκες», της είπε η Αμάντα. Ήταν τσιτωμένη. «Το εκτιμώ ιδιαιτέρως», είπε η Λίλι. Στα τριάντα πέντε της, η Αμάντα ήταν πέντε χρόνια νεότερη από τη Λίλι. Ήταν, δηλαδή, στην ηλικία που είχε και η Λίλι όταν την συ νέλαβαν ως όμηρο. Πάντα ψηλότερη και λεπτότερη από τη Λίλι, είχε δεμένα τα μαύρα μαλλιά της σε κότσο και φορούσε ένα μαύ ρο φόρεμα που έδειχνε πρακτικό, μολονότι ήταν ίσως ένα μέγε θος πιο μικρό απ' αυτό που κανονικά θα της ταίριαζε. Δεν υπήρχαν ίχνη καπνιστών στο σπίτι, μα η Λίλι διέκρινε απομεινάρια της πα λιάς συνήθειας στην Αμάντα, για παράδειγμα σιη στάση των δά χτυλων του δεξιού της χεριού, που σχημάτιζε ασυναίσθητα μια θέ ση για το τσιγάρο. «Αυτό που με κάνει να απορώ, είναι γιατί δεν «ττο είπαν από την κυβέρνηση. Είναι ήδη πέντε μέρες που έχεις έρθει από την Ισπανία». «Νομίζω πως μας αντιμετωπίζουν ως άτομα με πιθανά ψυχικά τραύματα». Αυτό οφειλόταν στον Πιρς Μίκελμας, ο οποίος είχε πάθει εμφανώς μεγάλη ζημιά στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του. «Μας αποκαλύπτουν τα νέα λίγο-λίγο. Επιλεκτικά». Κοιτάζοντας γύρω του, ο Γκάρι είπε: «Μάλλον έχετε περάσει κι εσείς τα δικά σας ψυχικά τραύματα». «Η αλήθεια είναι πως την περασμένη άνοιξη πλημμυρίσαμε. Εί ναι όλα τόσο περίπλοκα, ώστε δεν θα το πιστέψετε. Πρώτα-πρώτα είναι η ασφάλεια. Πρέπει να περιμένεις έναν αιώνα για να έρθει εκτιμητής της ζημιάς και στο μεταξύ υποτίθεται πως δεν πρέπει να αγγίξεις τίποτα. Ούτε καν να καθαρίσεις τις λάσπες. Δεν μπορείς να πιστέψεις πόσο βρομούσε, Λίλι, με τις λάσπες του δρόμου και τα λύματα πάνω στο πάτωμα. Ό λ α τα χαλιά καταστράφηκαν, α σφαλώς. Το ηλεκτρικό, το νερό και το φυσικό αέριο ήταν κομμέ να, οι σανίδες του πατώματος είχαν φουσκώσει, η υγρασία πότιζε τους τοίχους για εβδομάδες μετά το συμβάν. Ήταν ένας εφιάλτης. Είμαστε τυχεροί που δεν άρχισαν να φυτρώνουν τοξικοί λειχήνες
36
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στους τοίχους - η κυρία Λούκας, η γριά, είχε στο σπίτι της τέτοιους, τη θυμάσαι; Κι όταν επιτέλους έρχεται ο εκτιμητής, σε πληρώνουν μόνον αν φροντίσεις ώστε το σπίτι σου να γίνει ανθεκτικό στις πλημμύρες. Πάντως, παραδέχομαι πως προτιμώ τα πλακάκια από το χαλί, τι λες κι εσύ; Καθαρίζονται πολύ ευκολότερα. Ό πω ς και να 'ναι, εμείς σταθήκαμε τυχεροί, ξέρεις. Μερικά από τα σπίτια ε δώ γύρω καταστράφηκαν εντελώς». «Υποθέτω πως αυτοί οι παλιοί αχυρώνες δεν ήταν φτιαγμένοι για να αντέχουν σε πλημμύρες», είπε ο Γκάρι. «Μα τι έγινε; Ξεχεί λισαν οι όχθες του ποταμού;» «Ό χι, ήταν μια απότομη νεροποντή...» Ήταν ένας ξαφνικός κατακλυσμός, που χτύπησε μετά από με ρόνυχτα ακατάπαυστης βροχής τα οποία είχαν βουλώσει τις πα λιές υδρορροές και τους υπονόμους. Μ ην έχοντας πού αλλού να πάνε, κύματα νερού σάρωσαν το έδαφος αναζητώντας διέξοδο προς το ποτάμι, κυλώντας μέσ' από δρόμους και μπαίνοντας σε σπίτια και σχολεία. «Τα παιδιά πρόλαβαν και γύρισαν στο σπίτι πριν το ύφος του νερού ανεβεί επικίνδυνα στον δρόμο. Σταθήκαμε κι εδώ τυχεροί. Τα νερά άρχισαν να μπαίνουν από την πόρτα. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο και μείναμε εκεί αγκαλιασμένοι όλοι μαζί. Είδαμε ένα αυ τοκίνητο να παρασύρεται από τα νερά στον δρόμο - το πιστεύεις; Ύστερα, μέσα από τον νιπτήρα, ακόμα κι από την τουαλέτα, άρχισε να βγαίνει μαύρη λάσπη που μύριζε υπόνομο. Μπορώ να σου πω πως αυτό το τελευταίο τρέλανε τα παιδιά εντελώς. Ευτυχώς που η μαμά δεν ήταν ζωντανή για να περάσει μια τέτοια δοκιμασία». «Δυσκολεύομαι να πιστέψω πως τα περάσατε όλα αυτά κι εγώ δεν έμαθα τίποτα», είπε η Λίλι. «Και δεν έμαθες ούτε για τη μητέρα σου», είπε ο Γκάρι. «Εγώ, ευτυχώς, μίλησα στους δικούς μου και στη μάνα μου. Ανυπομονώ να τους ανταμώσω». Η Αμάντα έβαλε κι άλλο χαμομήλι. «Πότε θα σε στείλουν πίσω;» «Σε μια-δυο μέρες. Ακόυσα πως οι πτήσεις από τα πολιτικά αε ροδρόμια είναι προβληματικές».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
37
«Σ' εμένα το λες; Το Χίδροου δεν είναι πια τίποτα περισσότερο από πλημμυρισμένοι αεροδιάδρομοι και μπλακ-άουτ». «Είμαι πάντως σίγουρος πως θα βρω πολι σύντομα θέση σε κάποια στρατιωτική πτήση». «Μα εσύ δεν είσαι στρατιωτικός, έτσι δεν είναι;» «Ό χι, μα έχω συνεργαστεί πολύ μαζί τους. Είμαι κλιματολόγος». Ό τα ν τον έπιασαν όμηρο, είχε μόλις βγει από ένα ίδρυμα της NASA που ονομαζόταν Ινστιτούτο Διαστημικών Σπουδών Γκοντάρ. «Γι' αυτό είχα πάει στην Ισπανία. Είναι ένας από τους τόπους με τις πιο ριζικές αλλαγές στο κλίμα. Το εσωτερικό της ερημοποιείται και γίνεται όπως η Βόρειος Αφρική - ή τουλάχιστον κάτι τέ τοιο συνέβαινε τότε. Στα παλιότερα μετεωρολογικά μοντέλα δεν υπήρχε όλη αυτή η βροχή και δεν έχω ακόμα ενημερωθεί για τα πρόσφατα δεδομένα. Ετοιμαζόμουν να κάνω κάποιες μελέτες εξ' αποστάσεως σχετικά με τον σχηματισμό αμμόλοφων έξω από τη Μαδρίτη, βασισμένες στις παρατηρήσεις γεωστατικών δορυφόρων, όταν ένα αυτοκίνητο σταμάτησε στον δρόμο μπροστά μου». «Φαντάζομαι πώς θα ένιωσες». «Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα», είπε ο Γκάρι, «ήταν: και τώ ρα πώς θα τελειώσω τη δουλειά μου;» Η Λίλι θυμήθηκε πως είχε νιώσει παρόμοια στη διάρκεια της απαγωγής της. Το πρώτο πράγμα που είχε αισθανθεί δεν ήταν ο φόβος, αλλά ο εκνευρισμός επειδή είχε χάσε την επαφή της με την καθημερινότητα και τις ασχολίες της - μαζί με το σοκ από την πτώση του Σινούκ, παρ' όλο που η ίδια και τα άλλα μέλη του πλη ρώματος, όπως και όλοι οι επιβάτες, είχαν βγει ζωντανοί. Στην αρχή ήταν σίγουρη πως θα τους ελευθέρωναν πριν περάσουν δυσ τρεις βδομάδες. Πέρασε κάμποσος καιρός μετά απ' αυτό για να συνειδητοποιήσει την μακρά πραγματικότητα της αιχμαλωσίας της και τότε άρχισε να εκφράζεται μέσω άλλων, εντονότερων αντι δράσεων. Κοιτάζοντας πίσω στο παρελθόν, αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να κρατήσει τα λογικά της ξέροντας από την αρχή πως θα περνούσαν πέντε χρόνια μέχρι να βρεθεί ξανά ελεύθερη. Η Αμάντα την κοιτούσε σιωπηλά.
38
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Με συγχωρείς», είπε η Αίλι. «Αφαιρέθηκα». «Πρέπει να μιλήσουμε για κάποια πράγματα, Λιλ», είπε η Αμάντα μουδιασμένα. «Για τη διαθήκη, κατ' αρχάς». «Αχ, ναι». Η σκέψη της Αίλι δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί, στο μι σάωρο αυτό που είχε περάσει μάλλον άδολα. Ο Γκάρι σηκώθηκε, αφήνοντας κάτω το φλιτζάνι του. «Εσείς οι δυο χρειάζεστε χρόνο για να τα πείτε». «Δεν είναι ανάγκη να φύγεις». Εκείνος χαμογέλασε. Είχε πλατύ πρόσωπο το οποίο θα μπορού σε να θεωρηθεί ότι έχει τάση για πάχος, στόμα που χαμογελούσε εύ κολα, μέτωπο γεμάτο φακίδες κάτω από αραιωμένα και μπερδεμένα, καστανοκόκκινα μαλλιά. Έβαλε την παλάμη του πάνω στο χέρι της Αίλι. «Μωρό μου, μόλις έμαθες κάποια πολύ άσχημα νέα. Δεν υπάρ χει πρόβλημα. Θα κάνω μια βολτίτσα. Είναι καλύτερα έτσι». Η Αμάντα σηκώθηκε κι αυτή. «Πράγματι, θα είναι καλύτερα έ τσι, αν και αισθάνομαι απαίσια οικοδέσποινα. Αν θέλεις να περπα τήσεις, κατέβα την οδό Φούλχαμ - προς τα εκεί». Έδειξε. «Θα φτά σεις στη Χάι Στριτ κι από εκεί στο ποτάμι, κοντά στη γέφυρα του Πάτνι. Υπάρχουν πάρκα εκεί κι ένα μονοπάτι παράλληλο με την όχθη». «Καλό μού ακούγεται. Θ α ταϊσω τις πάπιες. Και θα γυρίσω... να πούμε σε δυο ώρες;» «Θα βραχείς», είπε η Αίλι. «Όχι, αν οι παμπ είναι ανοιχτές. Θ α μπορούσες να μου δανείσεις μια ομπρέλα;» Η Αμάντα τον συνόδεψε ως την πόρτα. Ο ι αδελφές κάθισαν σε ψηλά σκαμνιά στην κουζίνα, μοιρά στηκαν ένα κουτί χαρτομάντιλα και μίλησαν για τη μητέρα τους, το σπίτι, τα παιδιά και για το γεγονός ότι η Αμάντα δεν είχε κατορθώ σει να θάψει τη μάνα τους κάπου κοντά· στο Λονδίνο, ακόμα και τα νεκροταφεία ήταν ασφυκτικά γεμάτα. «Η μαμά άφησε τα πάντα μοιρασμένα εξ ίσου και στις δύο. Αφότου πέθανε, η κληρονομιά παρέμεινε σε εκκρεμότητα για έναν χρό νο αφού δεν ξέραμε αν ήσουν ζωντανή ή νεκρή. Τελικά, οι δ ι κηγόροι συμφώνησαν να εκτελέσουν τη διαθήκη και να απελευ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
39
δερώσουν την κληρονομιά. Πήραμε τα κλειδιά, πουλήσαμε τα πά ντα και μετακομίσαμε εδώ. Ξέρεις, αν δεν το είχαμε κάνει δεν δα μπορούσα να πληρώσω για τη συντήρηση του σπιτιού, τις επιδιορδώσεις μετά τις ζημιές που προκάλεσαν οι πλημμύρες και τα πα ρόμοια. Αυτός ο μπάσταρδος, ο Τζέρι, πληρώνει ακόμα διατροφή για τα παιδιά, αλλά μόνο το ελάχιστο και δεν επρόκειτο να βοηδήσει σε τίποτ' άλλο...» Η Λίλι διέκρινε πόσο αγχωμένη ήταν η αδελ φή της και πόσο ένοχη ένιωδε. «Λιλ, λυπάμαι. Ξε δεωρούσαμε νε κρή. Έπρεπε να τακτοποιήσω τα πράγματα». Η Λίλι ακούμπησε το χέρι της στον καρπό της αδελφής της. «Μη νιώδεις έτσι. Έκανες αυτό που έπρεπε να γίνει». «Μπορείς να έρδεις να μείνεις μαζί μας. Ή , πάλι, μπορούμε να πουλήσουμε το σπίτι και να μοιραστούμε τα λεφτά. Ό ,τι μου πεις εσύ. Αν και οι τιμές των σπιτιών έχουν πέσει κατακόρυφα στο Φούλχαμ μετά τις πλημμύρες». «Δεν χρειάζεται να το αποφασίσουμε σήμερα». Μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να ορμήσουν μέσα τα δυο παιδιά, είχαν απαλλαγεί από ένα μέρος του συσσωρευμένου άγχους τους.
5 Η Λίλι δεν είχε δει τον ανιψιό και την ανιψιό της ήδη από έναν ο λόκληρο χρόνο ή και περισσότερο πριν την απαγωγή της, κάτι για το οποίο μετάνιωνε όλα αυτά τα χρόνια. Τώρα τα παιδιά βρίσκο νταν μπροστά της μεγαλωμένα σαν ηλίανδοι, έχοντας φύγει από το σχολείο τους νωρίτερα για να δουν τη δεία τους. Η Κρίστι ήταν ακόμα αρκετά μικρή για να αγκαλιάσει τη χαμέ νη δεία της σφιχτά, όπως της υπέδειξε η μητέρα της. Φτασμένη ξαφνικά στα έντεκα χρόνια της, χαμογέλασε στη Λίλι πλατιά, απο
40
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
καλύπτοντας ένα στόμα γεμάτο ορδοδοντικά σιδεράκια. «Έχασες τους Ολυμπιακούς!» της είπε. Ο Μπεντζ, δεκατριών χρονών, με μαλλί βαμμένο κίτρινο, ήταν πιο συγκρατημένος και είχε μια αφηρημένη έκφραση σαν να μην αντιλαμβανόταν απολύτως τι γινόταν γύρω του. Κι οι δυο τους φο ρούσαν ρούχα με ζωηρά χρώματα. Η Κρίστι είχε στην πλάτη της ένα σακίδιο με έντονο ροζ χρώμα κι ένα κολιέ με μεγάλες κεχρι μπαρένιες χάντρες γύρω από τον λαιμό της. Η Α ίλι σκέφτηκε πως τα δυο παιδιά έμοιαζαν με εξωτικά πουλιά, εύθραυστα πλάσματα που δεν ανήκαν στον σκυθρωπό κόσμο των ενηλίκων, ο οποίος βα σανιζόταν από τις πλημμύρες και τη βροχή. «Νωρίς γυρίσατε από το σχολείο», τους είπε. Και πράγματι. Δεν ήταν ακόμα ούτε τρεις το μεσημέρι. Η Κρίστι σήκωσε τους ώμους. «Παιχνίδια του νερού». Η Αμάντα ανασήκωσε το φρύδι επικριτικά. «Φταίει η βροχή και οι πλημμύρες. Δεν τα αφήνουν να βγαίνουν έξω τα διαλείμματα, ούτε καν για να αθληθούν. Γυρίζουν πίσω χωρίς να έχουν ξεθυμάνει κάπου την ενεργητικότητα τους κι αυτό είναι πρόβλημα». «Για σκέψου, όμως, τι συνέβη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες», είπε η Κρίστι. «Οι Ολυμπιακοί έγιναν εδώ στο Λονδίνο, όταν εσύ ήσουν κολλημένη στην Ισπανία. Τους είδες;» «Για να πω την αλήθεια, όχι», παραδέχτηκε η Αίλι. Πάντως, οι όμηροι είχαν δώσει μεγάλη σημασία στους αγώνες του Λονδίνου. Σημείωναν το πέρασμα του χρόνου με τέτοια ορόσημα, σπουδαί ες ημερομηνίες που θυμόντουσαν από τον έξω χρόνο - αυτό πρέ πει να συμβαίνει τώρα κάπου, έλεγαν. «Δεν είχαμε τηλεόραση. Ήταν καλοί;» «Ήμουν εκεί όλες τις μέρες της τελευταίας εβδομάδας», είπε η Κρίστι με υπερηφάνεια. «Θα κόστισαν πολύ». «Ό χι και τόσο», είπε η Αμάντα. «Και δεν πήγαν πολύ καλά. Εί χαμε το πρόβλημα με τον καιρό, τα σκάνδαλα με τα αναβολικά, τους τρομοκράτες. Στο τέλος μοίραζαν τα εισιτήρια στα παιδιά και στους συνταξιούχους, ώστε να γεμίζουν τα στάδια. Τα παιδιά, όμως,
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
41
θα πληρώνουν τους αγώνες για όλη την υπόλοιπη ζωή τους». «Εσύ πήγες, Μπεντζ;» ρώτησε η Λίλι. Ο Μπεντζ σήκωσε τους ώμους αδιάφορα. <:Για μια-δυο μέρες. Δεν ήταν και σπουδαία. Και πάνε χρόνια από τότε». Η Αμάντα τον αγριοκοίταξε. «Πάλι έχεις τον αναθεματισμένο Άγγελο; Δεν σου είπα να μη βάζεις αυτό το πράγμα όταν έχουμε επισκέπτες;» «Ω, μαμά...» «Ακόυσα κι εγώ γ ι' αυτά τα πράγματα», είπε η Λίλι. «Για δεί ξε μου, Μπεντζ!» Εκείνος έψαξε μέσα στην τσέπη του μπουφάν του και έβγαλε μια μικροσυσκευή λεπτή σαν τσιγάρο. Η Λίλι την ένιωσε βαριά μέ σα στην παλάμη της. Δεν είχε πουθενά ενώσεις κι ήταν ζεστή από τη θερμότητα του κορμιού του. Ο Μπεντζ τη ρύθμισε με αυτομα τοποιημένη δεξιότητα, χωρίς η Λίλι να μπορέσει να παρακολουθή σει τι ακριβώς έκανε, και την άλλη στιγμή ένα ζωηρό non τραγούδι με πολλά κρουστά γέμισε το εσωτερικό του κεφαλιού της: «Σ' αγα
πώ πιο πολύ κι απ' το τηλέφωνό μου / είσαι ο Άγγελός μου, είσαι η Τι-Βίμου / Σ ' αγαπώ πιο πολύ κι απ' το τηλέφωνό μου / σε Βάζω στην τσέπη μου και τραγουδάς μαζί μου...» Ο Άγγελος εξέπεμπε τη μουσική κατευθείαν στον εγκέφαλό της, ερεθίζοντας με κάποιο ανεπαίσθητο τρόπο τα ακουστικά κέντρ>α χωρίς να χρειάζονται κα λώδια ή ακουστικά. «Θεέ μου!» «Αυτό είναι το "Τηλέφωνο", η μεγάλη επιτυχία τούτης της χρο νιάς», είπε ο Μπεντζ. «Δεν το έχω ακούσει ποτέ. Αλλά, πάλι, πού να το ακούσω;» «Κι ασφαλώς θεωρείται πως ο καθένας οφείλει να έχει ένα απ' αυτά τα μαραφέτια», είπε η Αμάντα, «έτσι ώστε να είναι μέσα στη μόδα. Και είναι μεγάλο βάσανο να σε χτυπάει οτον δρόμο η μουσι κή κάποιου πιτσιρίκα, που νομίζει πως πρέπει να σου γεμίσει το κε φάλι με ντραμς και μπάσα». Ο Μπενζ έγνεψε με περισπούδαστο ύφος. «ΓΓ αυτό τα κατά σχουν οι καθηγητές στο σχολείο».
42
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Προσπαθούν να βγάλουν και μια έκδοση με βίντεο. Για φαντάσου το!» «Είναι απίστευτο πόσα καινούργια πράγματα εμφανίστηκαν ό σο έλειπα», είπε η Λίλι. «Τίποτα απ' αυτά δεν είναι χρήσιμο», είπε η Αμάντα. «Τίποτα ου σιώδες. Μονάχα πράγματα που σου αποσπούν την προσοχή. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μεγάλα μηχανικά έργα, για να κρατήσουν μακριά τα νερά των πλημμυρών. Το Φράγμα του Τάμεση έπρεπε να ήταν μόνο η αρχή. Ό μω ς δεν είναι τέτοια η μόδα στις μέρες μας». «Κάναμε στο σχολείο για τις πλημμύρες», είπε η Κρίστι. Άφη σε το πλαστικό της σακίδιο πάνω στο τραπέζι κι άρχισε να ψάχνει στο εσωτερικό του. «Ο ικολογικές μελέτες. Ό π ω ς για την περιο χή του Φενς, που βρίσκεται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας. Ό τα ν γίνονται πλημμύρες, το νερό εκεί λιμνάζει. Κάποτε το τρα βούσαν με αντλίες ή αποξηραντικά έργα, μα είναι δυσκολότερο τώρα που η στάθμη της θάλασσας έχει ανεβεί ένα μέτρο». «Ένα μέτρο; Σοβαρά;» Η Κρίστι φάνηκε ελαφρά προσβεβλημένη, λες κι η Λίλι δεν την πίστευε. «Το κάναμε στο σχολείο!» επανέλαβε. «Μας είπαν πως πρέπει να κρατάμε σημειώσεις για όλες τις αλλαγές». «Τι είδους αλλαγές». «Παράξενα πράγματα που συμβαίνουν με τις πλημμύρες. Κοί τα». Έβγαλε έναν υπολογιστή χειρός από την τσάντα της, τον ακούμπησε πάνω στο τραπέζι και έψαξε στα αρχεία του. Η Λίλι προ σπάθησε να διακρίνει τι έδειχνε η μικροσκοπική οθόνη. Το πρώτο αρχείο ήταν ένα σύντομο βίντεο σχετικά με κάποιον γέρο που πήγαινε στους αγώνες του Κρίσταλ Πάλας εδώ κι εξήντα χρόνια συνεχώς, όπως ισχυριζόταν. «Παιδί και μεγάλος, με ήλιο ή βροχή, εγώ στηρίζω το Πάλας». Η παλιομοδίτικη προφορά του έδειχνε πως καταγόταν από το νότιο Λονδίνο. «Με ήλιο ή βροχή, από δέκα χρονών παιδάκι· αλλά για φτάσω τούτη την εβδομάδα ως εκεί, θα έπρεπε να κολυμπήσω. Δεν έχασα ποτέ ούτε έναν αγώνα μέχρι τώρα... Πού πάει ο κόσμος...» Για να κάνει αντίθεση, η Κρίστι είχε προσθέσει ένα βίντεο σχετι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
43
κά με τους τελικούς του πρωταθλήματος ποδοοφαίρου που παίχτη καν στο Μουμπάι· το ποδόσφαιρο παιζόταν πια ατην άλλη άκρη του κόσμου, κι αν ήσουν οπαδός μιας τοπικής ομά<άας δεν μπορούσες να το παρακολουθήσεις πουθενά. Ένα άλλο αρχείο ερχόταν από την Αμερική. Μ ια μαύρη περιέγραφε πώς είχε αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της στον κόλ πο του Σεν Λούις, ανατολικά της Ν έας Ορλεάνης. Το Μηχανικό του Στρατού είχε ξεκινήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα μετοικεσίας κα τοίκων από τις ακτές του Κόλπου του Μεξικού, καθώς εγκαταλείπονταν μεγάλα κομμάτια ακτογραμμής που είχαν ήδη από παλιότρα μετατραπεί σε βαλτοτόπια, φυσικά αναχώματα ενάντια στους τυφώνες οι οποίοι είχαν ακολουθήσει μετά τον Κατρίνα. Η ομο σπονδιακή κυβέρνηση είχε αγοράσει το παλιό σπίτι της γυναίκας κι εκείνη μετακόμισε. Τώρα όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και το καινούργιο της σπιτικό στην ενδοχώρα, μετά την απειλή μιας νέ ας και ακόμα πιο μεγάλης πλημμύρας. «Ποτέ δεν ήθελα να έρθω εδώ - ο Κόλπος είναι το σπίτι μου, το σπίτι της μάνας μου, μα ο κυβερνήτης είπε: γυναίκα, πρέπει να φύγεις. Μάζεψα λοιπόν κι εγώ τα παιδιά και τον σκύλο μου και έ φυγα. Και τώρα δείτε, η αναθεματισμένη θάλασσα έχει ξαναμπεί στο σαλόνι μου κι αυτό που θέλω να ξέρω είναι τι νόημα έχει να με τακομίζεις κάθε τόσο αλλού, αν η παλιοθάλασσα σ' ακολουθεί όπου και να πηγαίνεις;..» Κάποιο απόσπασμα από ένα πρόγραμμα ειδήσεων για παιδιά έδειχνε τα αποτελέσματα των πλημμυρών στην άγρια ζωή της υ παίθρου. Υπήρχαν εντυπωσιακές εικόνες από qnkia ποταμών γαντ ζωμένα σε κλαδιά δέντρων. Η βροχή παράσερνε τα αβγά των ε ντόμων από τα φύλλα πάνω στα οποία τα γεννούσαν και αργότε ρα τα πουλιά δεν έβρισκαν τροφή στη διάρκεια της περιόδου ανα παραγωγής τους. Στον κήπο της Κρίση, όπως και σε ολόκληρη την Αγγλία, οι γαλαζοπαπαδίτσες κόντευαν να εξαφανιστούν. «Τα αποσπάσματα είναι πολύ καλά διαλεγμένα», είπε η Λίλι στην Κρίστι. «Έχεις πολύ καλό μάτι. Ίσως θα έπρεπε να γίνεις δημο σιογράφος».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
44
«Θέλω να γίνω συγγραφέας», είπε η Κρίστι. «Ν α γράφω ι στορίες κι όχι ειδήσεις». «Οι πλημμύρες καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή», τη διέ κοψε ο Μπεντζ, ο οποίος πιθανώς θεώρησε πως δεν του έδιναν όση σημασία θα έπρεπε. «Μάθαμε τι συμβαίνει στο Γιορκσάιρ. Το αλμυρό νερό ποτίζει το χορτάρι και οι αγελάδες δεν το τρώνε, τα φύλλα πάνω στα δέντρα μαραίνονται και οι τρικουκιές μαυρίζουν. Ό λ α αυτά προκαλούν κρίση στην αγροτική παραγωγή και στους οργανισμούς που την ασφαλίζουν». «Αφήστε την κρίση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και πη γαίνετε να πλύνετε τα χέρια σας πριν φάτε», είπε κοφτά η Αμάντα. Ακούστηκε ένας στριγκός ήχος. Η Λίλι έβγαλε το τηλέφωνο που της είχε δώσει η πρεσβεία. Επρόκειτο για ένα επίπεδο, κομψό αντικείμενο, που έμοιαζε με βότσαλο και ήταν απαλό στην αφή. Ακούμπησε το τηλέφωνο στο αφτί της. Ή ταν η Έλεν Γκρέι, θυ μωμένη και απελπισμένη.
6 Η Λίλι δεν είχε ιδέα πώς να χρησιμοποιήσει εκείνο το καινούργιο κινητό για να επικοινωνήσει με τον Γκάρι Μπόιλ, αλλά και δεν ήξερε καν το νούμερό του. Έτσι έφυγε από το σπίτι για να τον βρει, φορώντας ένα βαρύ αδιάβροχο που είχε δανειστεί από την Αμάντα. Προσπαθώντας να αποφύγει τα νερά που πετούσαν οι τροχοί των αυτοκινήτων, κατέβηκε την οδό Φούλχαμ που θυμόταν καλά από την παιδική της ηλικία, αν και είχε υποστεί πολλές αλλαγές, τις περισσότερες πρόσφατα. Ο ι μεγάλες παλιές βίλες είχαν ως επί το πλείστον μετατραπεί σε πολυκατοικίες ή κατεδαφιστεί για να αντικατασταθούν από καταστήματα, εστιατόρια, βενζινάδικα και μεσι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
45
τικά γραφεία. Παντού μπορούσε να δει κανείς τις ουλές που άφη ναν πίσω τους οι πλημμύρες, τα σημάδια από τη στάθμη των νερών στους τοίχους, τη γλοιώδη λάσπη στους κήπους, μια μόνιμη μυρω διά υπονόμου. Πολλές από τις κατοικίες ήταν σφραγισμένες, κατε στραμμένες από τις ζημιές που είχαν προκαλέσει οι πλημμύρες. Έκοψε δρόμο στη λεωφόρο Φούλχαμ και κατευθύνθηκε προς την οδό της γέφυρας Πάτνι. Ένα περίπτερο εισιτηρίων διαφήμιζε δέσεις με έκπτωση σε όλες τις παραστάσεις του Γουέστ Έντ. Η Αμάντα της είχε πει πως οι μετακινήσεις ήταν πια τόσο δύσκολες, ώστε εύκολα μπορούσε να βρει κανείς εισιτήρια για την όπερα, τα θεατρικά έργα, ακόμα και για τους μεγάλους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Τα άδεια τραπέζια στα εστιατόρια ήταν επίσης πολλά, μα τα μενού ήταν περιορισμένα εξαιτίας των διεθνών προβλημάτων με τη διακίνηση τροφίμων. Πριν φτάσει στον ποταμό, κατέβηκε μερικά σκαλιά για να φτάσει στο πάρκο Μπίσοπ, έναν πυκνοφυτεμένο κήπο μέσα από τον ο ποίο ξεφύτρωνε ο λεπτός πύργος του Φούλχαμ Πάλας. Η βροχή δεν ήταν πολύ δυνατή, αλλά σφύριζε πάνω στα πλούσια καλοκαιριά τικα φυλλώματα των γέρικων δέντρων. Στα πλημμυρισμένα παρτέ ρια, πάπιες και νερόκοτες κολυμπούσαν μακάρια σε λιμνούλες που ήταν γεμάτες από μακρύ χορτάρι και μισοβουλιαγμένα δέντρα. Βρήκε τον Γκάρι καθισμένο σε ένα παγκάκι στο μονοπάτι πλάι στην όχθη του ποταμού, μπροστά στην πράσινη κουπαστή από την οποία κρεμόταν ένα πορτοκαλί σωσίβιο. Η Λίλι κάθισε κοντά του. Ο Γκάρι σφύριζε σιγανά, χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια του. Προ φανώς είχε ανακαλύψει τους Αγγέλους. Πάντα έλεγε πόσο πολύ του έλειπε η μουσική, όσο τους κρατούσαν ομήρους στα κελάρια· η Λίλι υπέθεσε πως προσπαθούσε να καλύψει τον χαμένο χρόνο. Τα νερά του Τάμεση ήταν φουσκωμένα και γοργά. Το ποτάμι της φαινόταν σαν ένα οργισμένο γκρίζο αγρίμι που προσπαθούσε να περάσει κάτω από τις αψίδες της γέφυρας του Πάτνι, τις καμωμέ νες από πέτρες ψαμμίτη. Στην πέρα όχθη κάποια υπόστεγα σκα φών γυάλιζαν στη βροχή· κανείς δεν είχε διάθεση για βαρκάδα ε κείνη τη μέρα.
46
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Όση ώρα καθόμουν εδώ, μέτρησα εφτά τύπους που έκαναν τζόγκινγκ», είπε ο Γκάρι. «Και τέσσερις με σκυλιά». «Κάπου μέσα σ' αυτό το πάρκο», είπε η Λίλι, «υπάρχει ένα μνη μείο στη Διεθνή Ταξιαρχία. Αυτήν που πολέμησε για τη δημοκρατία στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο». «Μικρός που είναι ο κόσμος!» είπε εκείνος. «Η αδελφή σου εί ναι πολύ φιλόξενη. Μ ' έκανε να νιώσω οικεία». «Αυτή είναι η δουλειά της, κατά κάποιον τρόπο. Συντονίζει εκ δηλώσεις. Πήρε μια μικρή άδεια από τότε που ανακάλυψε πως ελευθερώθηκα. Λέει πως αύριο δεν θα αφήσει τα παιδιά να πάνε στο σχολείο και θα τα πάει στον Θ όλο, στο Γκρίνγουιτς, σαν μια εκπαιδευτική ανταμοιβή για το τέλος της χρονιάς...» «Το ποτάμι μου φαίνεται φουσκωμένο». «Και σ' εμένα». «Οι παλίρροιες φτάνουν μέχρι εδώ;» «Έτσι νομίζω. «Για κοίτα αυτό!» Της έδειξε έναν υπολογιστή χειρός, δώρο από την AxysCorp, όπου μπορούσες να παρακολουθήσεις τις ει δήσεις και να γράψεις κομμάτια απ' ό,τι έδειχναν αυτές· τον προ στάτεψε από τη βροχή με την παλάμη του. Δεν επρόκειτο μόνο για το Λονδίνο. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν παγιδευμένο από πλημμύρες, που έδειχναν να έχουν γίνει μόνιμο πρόβλημα. Ό λ α τα μεγάλα ποτάμια της Βρετανίας εί χαν φουσκώσει και ξεχειλίσει σε κάποια μέρη τους και στα ψηλό τερα σημεία του εδάφους, κοντά στο Τρεντ, το Κλάιντ, το Σέβερν μέχρι το Σριούσμπερι υπήρχαν στρατόπεδα προσφύγων, πάρκα γε μάτα καραβάνια και αντίσκηνα. Εκείνο το καλοκαίρι μια ιδιαίτερη κρίση είχε χτυπήσει το Λίβερπουλ. Η Λίλι σοκαρίστηκε από μια δορυφορική εικόνα της ανατολικής Αγγλίας. Η θάλασσα είχε πε ράσει πολύ πέρα από τα όριά της στο Φενς γλείφοντας περιοχές του Γουίζμπεχ και του Σπάλντινγκ, ενώ παντού υπήρχαν πρόσφατα δημιουργημένες λίμνες, σκούρες μπλε στην επεξεργασμένη δορυ φορική εικόνα. «Μερικά από αυτά τα φαινόμενα έχουν σχέση με τα ποτάμια -
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
47
υπερβολικές βροχές και υπερχειλίσεις. Προφανώς, όμως, τα φαι νόμενα στις ακτές οφείλονται στη δάλασσα... Υποδέτω πως πήρες τηλεφώνημα από την Έλεν». «Ναι. Δεν φανταζόμουν πως αυτός ο μπάσταρδος ο Σαϊντ ή ταν γιος Σαουδάραβα πρίγκιπα. Ήμασταν προνομιούχοι που είχα με τέτοιο βασανιστή». «Ναι, πράγματι», είπε εκείνος κακόκεφα. Ο ι περισσότεροι φρουροί τους ήταν Ισπανοί. Μ α όταν βρί σκονταν στα χέρια κάποιων από τις μουσουλμανικές φράξιες, με ρικοί πολεμιστές προέρχονταν από το εξωτερικό. Κάποιοι φανατικοί ισλαμιστές ονειρεύονταν την ανακατάληψη ολόκληρης της Ουάκφ, της περιοχής που είχε κατακτηδεί κατά την πρώτη ισλαμική επέ κταση του όγδοου αιώνα και που εκτεινόταν από το Ιράκ μέχρι την Ισπανία. Έτσι, στην ισπανική σύρραξη έπαιρναν μέρος πολεμιστές από διάφορα μέρη του ισλαμικού κόσμου. Ο ι όμηροι δεν νοιάζονταν, ασφαλώς, καδόλου για την κατα γωγή των φρουρών τους. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το πώς τους φέρονταν όλοι τούτοι. Τόσο οι χριστιανοί όσο και οι μουσουλ μάνοι ήταν στην πλειονότητά τους νεαροί, σχεδόν όλοι φανατισμέ νοι από τα φλογερά κηρύγματα των ιεροκηρύκων - σχεδόν όλοι τους, επίσης, ήταν αγράμματοι και με τον νου τους συνεχώς στο σεξ. Μ ερικοί έδειχναν ισορροπημένοι, σχεδόν φυσιολογικοί· μπορού σαν να είναι φιλικοί με τους ομήρους, ακόμα και να αναζητούν τη συμπάδειά τους. Αλλά κάποιοι φρουροί είχαν κάνει κακό στους αιχμάλωτους, έστω κι αν υποτίδεται πως διέδεταν κάποια αξία ως όμηροι. Τους τιμωρούσαν με ξυλοδαρμούς και τους μαστίγωναν με δερμάτινες ζώνες. Συνήδως πρόβαλλαν κάποια δικαιολογία γ ι' αυτή την εκ δήλωση βίας, όπως για παράδειγμα όταν η Αίλι ξεκίνησε απεργία πείνας. Μ α η βία μερικών έφτανε πέρα από κάδε πιδανή δικαιολόγηση. Επρόκειτο για διάφορους νεαρούς που ξεσπούσαν στους άλλους τη δική τους σύγχυση και το ανικανοποίητο· δεν είχε ση μασία γ ι' αυτούς ποιος ήσουν ή τι είχες κάνει. Η χειρότερη εμπει ρία της Αίλι ήταν μια ερασιτεχνική φάλαγγα: ενώ ήταν δεμένη με
48
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τα χέρια πίσω από την πλάτη και με τους αστραγάλους ακινητοποιημένους, κάποιος της χτυπούσε τα πέλματα με σιδερένιο ραβδί, ένα απίστευτα οδυνηρό βασανιστήριο. Δεν το είχε κάνει ο Σαϊντ, μα κάποιος που του έμοιαζε. Η Αίλι είχε καταλήξει να πιστεύει πως ένα μέρος του κινήτρου τέτοιων βίαιων ενεργειών ήταν σεξουαλικό, έστω κι αν η ίδια η πρά ξη δεν είχε φανερή σεξουαλική φύση. Μπορούσες να αισθανθείς την έξαψη του άνδρα που στεκόταν από πάνω σου, να μυρίσεις την αλμύρα της ανάσας του στον λαιμό σου, να ακούσεις τα πνευ μόνια του να ρουφούν και να βγάζουν τον αέρα. Ό σ ο για το σεξ αυτό καδ' αυτό, κάποιοι ανόητοι νεαροί της εί χαν βάλει χέρι πολλές φορές, αλλά φαινόταν πως η ψύχραιμη συ μπεριφορά της μάλλον τους προκάλεσε αμηχανία παρά τους ε ρέθιζε. Η Έλεν Γκρέι, δεκαπέντε χρόνια νεότερη, δεν είχε σταθεί τό σο τυχερή. Αφού ο Σαϊντ τη βίασε δυο ή τρεις φορές -την έπαιρνε πάντα σε κάποιο άλλο δωμάτιο και στη συνέχεια εκείνη αρνιόταν να μιλήσει για τις εμπειρίες της μ' όλο που το αίμα και οι μελανιές τις έκαναν ολοφάνερες- οι άλλοι φρουροί τον είχαν σταματήσει. Μ ε τά από κάποιο χρονικό διάστημα ο Σαϊντ έφυγε, παίρνοντας ίσως μετάθεση για κάποιο άλλο μέτωπο εκείνου του τεράστιου πεδίου
μάχης· Πριν συμβεί αυτό, είχε αφήσει την Έλεν έγκυο. Η εγκυμοσύνη της σε κατάσταση αιχμαλωσίας, με τους άλλους ομήρους να της συμπαρίστανται με κάποια λιγοστά είδη πρώτων βοηθειών και στρα τιωτικής ιατρικής, στη συνέχεια ο τοκετός με τη βοήθεια ενός φο βισμένου φοιτητή της ιατρικής που είχε επιστρατευτεί γι' αυτό τον σκοπό, ήταν μια τρομακτική εμπειρία. Τελικά γεννήθηκε ένα μωρό, η Γκρέις, την οποία η Έλεν αγάπησε αμέσως, απολαμβάνοντας την παρουσία της κάθε μέρα της ομηρίας τους. «Πού να ήξερε τότε η Έλεν πως γέννησε μια πριγκίπισσα της Σαουδικής Αραβίας!» είπε ο Γκάρι. Η Έλεν είχε πειστεί πως αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν της επέστρεψαν το παιδί της από την πρώτη στιγμή, πριν πέντε μέ ρες, τότε που τους είχαν ανακαλύψει στα υπόγεια του καθεδρικού
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
49
ναού και διασώσει. Το μωρό 8α είχε γίνει σίγουρα το επίκεντρο μεγάλης διπλωματικής διαμάχης. «Λες γ ι' αυτό να μας τηλεφώνησε η Έλεν και να επέμενε τόσο πολύ να πάμε στη δεξίωση της AxysCorp;» ρώτησε ο Γκάρι. «Μάλλον έτσι 8α έχουν τα πράγματα. Αφού ο Λάμοκσον κατάφερε να μας βγάλει από τη Βαρκελώνη, ίσως να μπορεί να πά ρει και το μωρό από το Ριάντ ή όπου διάολο αλλού βρίσκεται. Μάλλον, λοιπόν, πρέπει να πάμε». «Ασφαλώς», είπε ο Γκάρι. «Έχουμε συμφωνήσει να στηρίζου με ο ένας τον άλλον εμείς οι τέσσερις. Μ α η μητέρα σου...» «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα τώρα πια για τη μητέρα μου», εί πε η Λίλι αποφασισμένα. «Μπορώ όμως να βοηθήσω την Έλεν και το μωρό. Στο μεταξύ, θα πάμε να φάμε στο σπίτι της αδελφής μου. Θ α σου αρέσουν πολύ τα παιδιά. Έλα». Πήραν τον δρόμο του γυρισμού, βγαίνοντας μέσα από το βρεγ μένο πάρκο και πλατσουρίζοντας πάνω σε υγρά πεζοδρόμια. Στη στροφή όπου η λεωφόρος ενωνόταν με την οδό Φούλχαμ, ένας υπόνομος είχε βουλώσει. Τα αυτοκίνητα περνούσαν μέσα από τα νερά τινάζοντας μεγάλους πίδακες στα πεζοδρόμια, οπότε η Λ ί λι με τον Γκάρι έπρεπε να κάνουν παράκαμψη. Μέχρι να φτάσουν στην οδό Φούλχαμ, τα πόδια και των δυο τους είχαν μουσκέψει. Φαίνεται πως η ζωή στο Λονδίνο θα ήταν έτσι στο μέλλον, γεμά τη βροχή, βρεγμένα πόδια και κυκλοφοριακή συμφόρηση. Εκείνη την ώρα τα σχολεία άδειαζαν και οι δρόμοι γέμιζαν με κίτρινα σχολικά λεωφορεία σύμφωνα με το αμερικάνικο πρότυπο, ένας ακόμα νεωτερισμός που είχε εμφανιστεί όσο η Λίλι ήταν αιχ μάλωτη. Στην οδό Φούλχαμ ανακατεύτηκαν με ένα πλήθος γονιών και παιδιών που έκαναν φασαρία, γελούσαν και περπατούσαν βια στικά ανάμεσα σε πλημμυρισμένους υπόνομους και σειρές από σα κιά άμμου. Η Λίλι αναρωτήθηκε πόσα έθνη του κόσμου αντιπροσω πεύονταν σ' εκείνο το ενθουσιώδες ουράνιο τόξο προσώπων γύ ρω της. Ή ταν ένα παλιό χωριό που είχε καταληφθεί από την επέ κταση του Λονδίνου, ένα μέρος από το οποίο απλώς περνούσες
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
50
με το αυτοκίνητο, μα κάποιοι άνδρωποι ζούσαν ακόμα εκεί όπως τότε που ήταν παιδί η Λίλι, κάποιοι συνέχιζαν να εργάζονται, να ψωνίζουν και να πηγαίνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να γεννι ούνται, να γεννούν και να πεθαίνουν σ' εκείνο το μέρος. Κάποτε η βροχή σταμάτησε και μια ακτίνα ηλιόφωτου διαπέ ρασε τα σύννεφα που διαλύονταν, λάμποντας στο νερό το οποίο κάλυπτε τους δρόμους και τις σχάρες των υπονόμων, τα παρτέρια και τις παιδικές χαρές. Ανεξήγητα, εφόσον μόλις εκείνη τη μέρα είχε μάθει για τον θάνατο της μητέρας της, η Λίλι ένιωσε αισιοδο ξία. Ή ταν ελεύθερη και ο ήλιος προσπαθούσε να λάμψει. Από μια παρόρμηση της στιγμής, έπιασε το χέρι του Γκάρι κι εκείνος έσφι ξε το δικό της δυνατά.
7 Την επόμενη μέρα ο Τζορτζ Κάμπντεν τηλεφώνησε νωρίς στη Λίλι, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Ο Κάμπντεν ήταν ο άνετος πρώ ην στρατιωτικός πράκτορας που τους είχε βγάλει από τη Βαρκελώ νη. Επιβεβαίωσε την πρόσκληση σε γεύμα που είχαν εκείνη τη μέρα από τον Νέιθαν Λάμοκσον. Η «υδρομητρόπολη» του Λάμοκσον, ό πως την αποκαλούσε ο Κάμπντεν, βρισκόταν στο Σάουθεντ, κάπου πενήντα χιλιόμετρα ανατολικά του κεντρικού Λονδίνου, στις εκβολές του Τάμεση. Ένα ελικόπτερο θα έπαιρνε τη Λίλι και τον Γκάρι από το Αεροδρόμιο της Πόλης του Λονδίνου στις έντεκα εκείνο το πρωί. Ο Γκάρι συνάντησε τη Λίλι έξω από το ξενοδοχείο, στη βροχή. Κοιτούσε τον υπολογιστή χειρός. «Ακόυσες τα νέα; Θυμάσαι εκείνη την καταιγίδα, που ακούσα με στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου πως είχε ξεκινήσει από τη Βό ρεια Θάλασσα; Λοιπόν, έρχεται προς τα νότια».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
51
Η βροχή ήδη τους μαστίγωνε και τώρα μάθαινε πως μια κα ταιγίδα ερχόταν προς τα κει. «Τέλεια!» «Ό λη τη νύχτα είχαν πλημμύρες κατά μήκος της ανατολικής ακτής...» Της έδειξε την οθόνη του υπολογιστή. Ο ι ειδήσεις του BBC μι λούσαν συνεχώς για τον καιρό, με εικόνες από την υπερχείλιση του Τάιν, τα νερά του οποίου είχαν μπει στα πολυτελή εστιατόρια της αποβάθρας του Νιουκάστλ. Το νησί του Λίντισφαρν, το οποίο ανέκαθεν συνδεόταν με την ενδοχώρα μέσω ενός μονοπατιού που άφηναν τα νερά της παλίρροιας όταν αποτραβιόντουσαν, παρέμε νε αποκομμένο παγιδεύοντας τους εξοργισμένους εκδρομείς. Υ πήρχαν προγνωστικά για πλημμύρες στην Ανατολική Αγγλία, στο Μπόστον και το Κινγκς Λιν, στα σημεία όπου η θάλασσα διεκδικούσε καινούργια όρια γύρω από το Γουός. Ο ι προβλέψεις δεν εί χαν τέλος. Ο χάρτης πίσω από την κοπέλλα που έλεγε το δελτίο καιρού, εμφάνιζε την καταιγίδα σαν ένα γαλακτώδες σύννεφο το ο ποίο συνέχιζε να κατεβαίνει προς τα νότια. «Είναι ασυνήθιστα άσχημη αυτή η κατάσταση;» ρώτησε η Λίλι. «Αν συνεχίσει να κατεβαίνει νότια, θα απειληθεί και το Λονδίνο;» «Δεν είπαν κάτι τέτοιο. Δεν νομίζω καν πως πρόκειται για μια ιδιαίτερα ισχυρή καταιγίδα. Αν όμως συνδυαστεί με όλα αυτά τα νερά που κατεβάζουν τα ποτάμια ή με καμιά μεγάλη παλίρροια, τα πράγματα μπορεί να δυσκολέψουν. Πάντως, δεν ξέρω και στα σί γουρα. Τα πράγματα φαίνονται να έχουν αλλάξει». «Ξέρεις, η Κρίστι, η ανιψιό μου, είπε πως η στάθμη των θαλασ σών έχει ανεβεί κατά ένα μέτρο». Τα φρύδια του σηκώθηκαν από δυσπιστία. «Ένα μέτρο; Από πού στο διάολο ήρθε τόσο νερό; Ένα μέτρο ανύψωση δεν προβλεπόταν ούτε στα χειρότερα σενάρια κλιματικής αλλαγής για το τέλος του αι ώνα!» «Δεν μπορώ να πιστέψω απόλυτα όσα λέει η Κρίστι. Ίσως να μπέρδεψε τα μέτρα με τα εκατοστά». «Αν έχει δίκιο, όμως, τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ...
52
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Δεν ξέρω τι να πω, Αίλι. Λείπω τρία χρόνια από την πιάτσα και η Βρετανία δεν είναι πια ο τόπος που ήξερα». Τη λοξοκοίταξε. «Τσι τωμένη μου φαίνεται η αδελφή σου». «Πάντα έτσι ήταν. Δεν είναι όμως ηλίθια. Έχει πάρει πτυχίο νο μικής. Αλλά μπερδεύτηκε με διάφορες καταστάσεις και κατέληξε να χειρίζεται ανθρώπους αντί για νομικές υποθέσεις. Είναι το είδος της προσωπικότητάς της τέτοιο, υποθέτω. Έξυπνη, πολύλογου, συ ναρπαστική - ίσως και λίγο εύθραυστη. Από την άλλη μεριά, πά λι, ούτε εσύ ούτε εγώ έχουμε αναθρέψει μόνοι μας δυο παιδιά». «Αυτό είναι αλήθεια», παραδέχτηκε ο Γκάρι. Μετά από τόσα χρόνια που είχαν περάσει μαζί, ο Γκάρι ήξερε όλη την ιστορία: πως η Αίλι δεν είχε ποτέ παντρευτεί και πως εί χαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που οποιαδήποτε σχέση της είχε κρατήσει κάπως περισσότερο από έξι μήνες. Κάποτε ορκίστηκε να ξεχάσει τους άνδρες εντελώς. Ο διοικητής μιας βάσης ήθελε να δημιουργήσει σχέση μαζί της κι όταν εκείνη δεν του κάθισε, αυτός απείλησε να την τοποθετήσει σε περίπολο: μια πιλότος που μπορού σε να οδηγεί τρεις διαφορετικούς τύπους ελικοπτέρων, Θα έπρεπε να κολλήσει στις υπηρεσίες. Αργότερα έδιωξαν τον τύπο από το στρά τευμα για «βιασμό διοίκησης», όπως αποκαλούσαν τον εκβιασμό στην αργκό του στρατού. Στο μεταξύ, η ικανότητα της Αίλι να δημι ουργεί σχέσεις είχε πάθει μόνιμη ζημιά. Δεν είχε καμιά πρόθεση να καταλήξει μονάχη στα σαράντα της, μα αυτό συνέβη τελικά. Ο υπολογιστής χειρός έδειξε ένα νέο βίντεο από το BBC, με την πρόβλεψη πως η καταιγίδα ίσως έφτανε μέχρι τις εκβολές του Τάμεση αργότερα την ίδια μέρα. Μετά διέκοψαν το δελτίο για να δείξουν μια έκτακτη είδηση από το Σίντνεϊτης Αυστραλίας. Χαρακτηριστικές εικόνες των διάσημων σημείων της πόλης, όπως η Γέφυρα του Λιμανιού και η Όπερα, ανακατεύονταν με σκηνές από τα νερά που υψώνονταν στο λιμάνι του Ντάρλινγκ, στον κόλπο του Σίντνεϊ και στον κόλπο του Φαρμ. Η θάλασσα ξεπερνούσε ήδη τα αναχώματα γύρω από την Όπερα και χυνόταν στον καμπυλωτό, λιθόστρωτο πεζόδρομο. Για την ώρα ήταν μια ατραξιόν· οι τουρίστες έγραφαν το φαινόμενο με τις κά
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
53
μερες των κινητών τους και πηδούσαν τσιρίζοντας για ν' αποφύ γουν τα νερά, θεωρώντας το συμβάν σαν μια περιπέτεια που 8α έκανε αξέχαστες τις διακοπές τους. Στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους, όμως, νότια της Όπερας, τα νερά ξεχύνονταν από σπα σμένους υπονόμους και λίμναζαν πάνω στο χορτάρι. Και στην κω μόπολη του Μπόντι επίδοξοι σέρφερ αντίκριζαν μια παραλία που είχε εντελώς σκεπαστεί από τα μανιασμένα κύματα. Η Αίλι δυσκολευόταν να καταγράψει αυτά τα νέα, επειδή τα έ διωχναν από το μυαλό της οι εικόνες που είχε ήδη δει στη Βρετα νία. Πλημμύρες στο Σίντνεϊ; Πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο; Ο Γκάρι φαινόταν σκεφτικός και απορημένος. Άλλη μια έκτακτη είδηση τράβηξε την προσοχή τους. Ο αγώ νας ανάμεσα στην Αγγλία και την Ινδία στο μεγάλο γήπεδο του κρίκετ είχε αναβληθεί για μια ακόμη μέρα. Το αυτοκίνητο έφτασε για να τους πάρει.
8 Το Αεροδρόμιο του Σίτι βρισκόταν ανατολικά του Γκρίνγουιτς και της Νήσου των Σκύλων. Υπέμειναν μια ακόμα αργή και σπασμωδι κή μετακίνηση οδηγώντας βόρεια του ποταμού, κατά μήκος της ε θνικής οδού Α13. Κοιτούσαν τους πύργους γύρω από την Αποβά θρα Κάναρι, τους οποίους μπορούσε να διακρίνει κανείς αμυδρά μέσα στη βροχή. Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο, σύμφωνα με τις ειδήσεις που μετέδιδε ο υπολογιστής του Γκάρι, κάποιοι άν θρωποι είχαν ήδη πεθάνει στις πλημμύρες οι οποίες είχαν γίνει στο Κινγκς Λιν και στο Χανστάντον, γύρω από το Γουός, ενώ η κα ταιγίδα είχε φτάσει χαμηλότερα στην ανατολική ακτή, μέχρι το Γκριτ Γιάρμουθ και το Λόουστοφτ.
54
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Το αεροδρόμιο ήταν μικρό, οι διάδρομοί του πλημμυρισμένοι α πό τα νερά της βροχής και χτυπημένοι από τους ανέμους, μα τα αε ροπλάνα συνέχιζαν να απογειώνονται και να προσγειώνονται, πη δώντας ψηλά σαν σολομοί μετά από επικίνδυνα σύντομο τρέξιμο. Το ελικόπτερο της AxysCorp ήταν το ίδιο ελαφρύ, καινούργιο μοντέλο με εκείνο που τους είχε πάρει από τη Βαρκελώνη. Επιβι βάστηκαν γρήγορα και το ελικόπτερο σηκώθηκε στον αέρα. Ο πι λότος φαινόταν να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στη μηχανή του, πα ρά τον άνεμο που τους πλαγιοκοπούσε. Η Λίλι αισθανόταν επίσης σιγουριά τώρα που είχε βρεθεί μέσα στο ελικόπτερο, πολύ μεγα λύτερη απ' αυτήν που ένιωθε όσο βρισκόταν στο αυτοκίνητο το οποίο κινούνταν στους ασφυκτικά γεμάτους και προβληματικούς δρόμους του Λονδίνου. Τώρα πια βρισκόταν στο στοιχείο της. Το ανατολικό Λονδίνο απλώθηκε κάτω από τα πόδια της. Ο Τά μεσης ήταν μια ταινία με αποκρουστικό γκρίζο χρώμα. Η ευθεία γραμμή του Φράγματος του Τάμεση, μόλις ένα χιλιόμετρο από σταση από το αεροδρόμιο, έμοιαζε ραμμένη με βελονιές πάνω στο νερό και τα ατσαλένια χωρίσματα έλαμπαν κάτω από τη βροχή. Ο Γκάρι παρατήρησε πως το Φράγμα ήταν κλειστό, οι ογκώδεις κί τρινες στήλες του είχαν ανασηκωθεί πλάι σε κάθε βάθρο, ενώ οι αφροί τινάζονταν ψηλά καθώς λευκά κύματα έσκαζαν πάνω στις ανυψωμένες πύλες. Το ελικόπτερο σηκώθηκε ψηλότερα, έγειρε μπροστά και πέταξε ανατολικά προς τις εκβολές του Τάμεοη πάνω από πάρκιν φορτη γών, αποθήκες και ερημωμένα εργοστάσια, την γκριζοκάστανη βιο μηχανική ζώνη που περιέβαλλε το Λονδίνο. Η Λίλι εντυπωσιάστηκε από τη βαριά ανάπτυξη της πλημμυρισμένης πεδιάδας, με καινούρ γιους οικισμούς και εμπορικά κέντρα στο Μπάρκινγκ, το Γούλγουιτς και το Τέιμσμπιντ που έλαμπαν μέσα στη βροχή σαν αρχιτε κτονικά προπλάσματα. Διέκρινε την πανύψηλη γέφυρα του Ντάρτφορντ, το τελευταίο πέρασμα πριν από τη Θάλασσα, εκεί όπου ο αυτοκινητόδρομος Μ25 διέσχιζε το ποτάμι. Σειρές αυτοκινήτων και φορτηγών από τις αποβάθρες του Τίλμπουρι και του Γκρέις δημι ουργούσαν ουρές στα διόδια της γέφυρας και των σηράγγων. Λ ί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
55
γο πιο κάτω, προς τα ανατολικά, και οι δυο όχθες του ποταμού ή ταν λίγο-πολύ καλυμμένες από γυαλί, πελώριες φτηνές κατασκευές που είχαν δημιουργηδεί εξαιτίας του αυτοκινητόδρομου. Ακόμα πιο ανατολικά, καθώς οι εκβολές του ποταμού πλάταιναν αργά, διέκρινε τις αποβάθρες του Τίλμπουρι να απλώνονται στα βό ρεια και τις αντίστοιχες περιοχές του Γκρέιβσεντ στα νότια, πέρα από λασπώδεις εκτάσεις που δημιουργούσαν τα νερά του ποταμού. Ό λα αυτά βρίσκονταν πιο κάτω από το Φράγμα, έξω από την υποτιθέ μενη προστασία του. Το Φράγμα είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να προ στατεύει το κεντρικό Λονδίνο από τα ορμητικά νερά των παλιρροιών, που κινούνταν αντίθετα με τη φορά του ποταμού. Λίγο πιο πέρα ο ποταμός έστριβε προς τα βόρεια και πλάταινε απότομα. Ακόμα κι εκεί πέρα υπήρχαν εκτεταμένα έργα ανάπτυξης, δεκάδες τετραγωνι κά χιλιόμετρα διυλιστηρίων και δεξαμενών καυσίμων στο Κόριτον και τη νήσο Κάνβεϊ, αποκρουστικές βιομηχανικές κατασκευές. Ύστε ρα οι εκβολές άνοιγαν για ν' αγκαλιάσουν τη θάλασσα. Το Σάουθεντ ήταν μια παλιά και άσχημα δομημένη κωμόπολη, χτι σμένη στην ακτή, πλάι σε έναν αυτοκινητόδρομο που κατευθυνόταν προς τον Βορρά, μια γραμμή πάνω στο τοπίο. Η Λίλι μπορούσε να διακρίνει κάποια εντυπωσιακά μακριά αποβάθρα, μια στενή γραμμή με εύθραυστη όψη που έμοιαζε να έχει χαραχτεί σαν γρατζουνιά στην επιφάνεια της θάλασσας. Κύματα χτυπούσαν πάνω στον κυμα τοθραύστη της πόλης σηκώνοντας ψηλά βουβά σύννεφα αφρών, ε νώ τα νερά συσσωρεύονταν στους πεζόδρομους πλάι στη θάλασσα. Το ελικόπτερο τους μετέφερε πάνω από το Σάουθεντ, προχω ρώντας σ' ένα μικρό ελικοδρόμιο λίγο πιο ανατολικά, κοντά στο Σουμπερινές. Μ ια εξέδρα με οροφή από πλεξιγκλάς διέσχιζε την αμμώδη παραλία και κατέληγε σε κάποια μικρή μαρίνα, όπου υπήρχαν κάμποσα ογκώδη κτήρια με σκάφη αγκυροβολημένα πλάι τους. Όπως είδε η Λίλι, όμως, τα «κτήρια» επέπλεαν στο νερό πά νω σε χοντρούς πλωτήρες. Ένας υπηρέτης τους πήρε τα πανωφόρια και τους έδωσε πε τσέτες για να σκουπίσουν τα πρόσωπά τους· τέθηκε στη διάθεσή
56
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τους κι ένα μικρό μπάνιο. Ο άνδρωπος φορούσε διακριτικό μαύ ρο κουστούμι, ήταν περίπου εικοσιπέντε χρονών και υπερβολικά όμορφος για μια τέτοια δουλειά, ενώ μιλούσε με προφορά μορ φωμένου Σκοτσέζου, σε στιλ Σον Κόνερι. Ό τα ν ήταν έτοιμοι, ο υπηρέτης τους οδήγησε μπροστά. Στο τέρμα της εξέδρας τούς περίμενε κάποιος σερβιτόρος με έναν δί σκο φορτωμένο ποτήρια με σαμπάνια, από τα οποία πήραν ένα ο καδένας. Κατόπιν μπήκαν σε ένα πελώριο δωμάτιο με τετράγω νους τοίχους και ψηλή οροφή. Ένας γιγάντιος πολυέλαιος, που έ μοιαζε με σταλακτίτη από γυαλί και φως, κρεμόταν πάνω από κά ποιο φαρδύ τραπέζι σε σχήμα λουκουμά, φορτωμένο φαγητά και ποτά. Ο ι τοίχοι, βαμμένοι με παστέλ χρώματα, είχαν φωτιστικά με χαμηλό φωτισμό, ενώ έργα τέχνης που έμοιαζαν πανάκριβα κρέμο νταν σε σειρές. Ο ι πίνακες έδειχναν περίεργα μουντοί, παμπάλαια λείψανα μέσα σ' αυτήν τη σύγχρονη χλιδή. Πολλοί άνδρωποι κινούνταν σε κείνο τον χώρο με άνεση και σιγουριά, οι περισσότεροι από τους άνδρες ντυμένοι με κοστούμια και οι γυναίκες με μακριές τουαλέτες. Ο ι τραχιές συζητήσεις τους ακούγονταν εκκωφαντικές, ενώ έτρωγαν και έπιναν δαυμάζοντας τον πολυέλαιο και παρατηρώντας τους πίνακες. Τηλεοπτικά συνερ γεία τους ακολουδούσαν παντού, ομάδες από καμεραμάν και δη μοσιογράφους με μικρόφωνα. Σε μια γωνιά έπαιζε ένα κουαρτέτο εγχόρδων, αν και η μουσική πνιγόταν μέσα στην οχλοβοή. Κι όλα αυτά επέπλεαν στο νερό. Η Αίλι ένιωδε το απαλό ταρα κούνημα της δάλασσας, ενώ ο μεγάλος πολυέλαιος κουδούνιζε και λαμπύριζε. Το σκαμπανέβασμα δεν ήταν δυσάρεστο· αντίδετα, μά λιστα, ταίριαζε με τη ζαλάδα που της προκαλούσε η σαμπάνια - αν και η Λίλι δύμιζε στον εαυτό της πως είχε περάσει πέντε χρόνια απο τοξίνωσης και δεν είχε προλάβει να συνηδίσει ξανά το ποτό. «Σαν τον γαμημένο τον Τιτανικό είναι εδώ μέσα!» είπε ο Γκάρι βραχνά. Ο Τζορτζ Κάμπντεν τους πλησίασε, ντυμένος κομψά με σμόκιν και παπιγιόν. «Α, κύριε Μπόιλ», είπε. «Μου έλειψε το πνεύμα σας αυτές τις
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
57
τελευταίες ημέρες. Τούτο το μέρος δεν είναι πλοίο -νομίζω πως ο κύριος Λάμοκσον 8α ένιωθε προσβεβλημένος αν σας άκουγε να λέτε κάτι τέτο ιο - αλλά τμήμα μιας υδρομητρόπολης, μιας πόλης που επιπλέει στο νερό, έστω και μικρής». «Τι πράγμα; Αυτήν τη στιγμή;» «Σμηναγέ Μπρουκ!» Ο Κάμπντεν χαμογέλασε στη Λίλι. «Κα λωσορίσατε! Εσείς οι τέσσερις είστε οι τιμώμενοι προσκεκλημένοι της βραδιάς». Η Λίλι κοίταξε γύρω της. «Η Έλεν και ο Πιρς είναι εδώ;» «Ασφαλώς. Ο κύριος Λάμοκσον σας ζητά συγγνώμη που δεν είναι παρών για να σας υποδεχτεί ο ίδιος· έχει να κάνει κάποια τη λεφωνήματα». «Αυτό δεν με εκπλήσσει», είπε ο Γκάρι. Είχε αδειάσει το ποτήρι του και άπλωνε το χέρι να πάρει ένα γεμάτο. «Τύποι σαν κι αυτόν έχουν πάντα επείγοντα τηλεφωνήματα να κάνουν». Έδειξε στον α ριστερό τοίχο. «Γκογκέν δεν είναι αυτός;» «Δεν σε είχα για φιλότεχνο, Μπόιλ». Ένα ζευγάρι πλησίαζε προς το μέρος τους. Ήταν ο Πιρς Μίκελμας που μίλησε, ντυμένος με μια ολοκαίνουργια στολή του βρετανικού στρατού, με την Έλεν Γκρέι κρατημένη από το μπράτσο του. «Πάντως, εκτίμησες σωστά. Ο Γκογκέν είναι μια προφανής επιλογή, στην οποία 8α έριχνε οπωσδή ποτε τα λεφτά της αυτή η συμμορία των τζογαδόρων της αγοράς. Γεια χαρά και στους δυο σας!» Ο Πιρς στεκόταν ευθυτενής. Τα μαύρα μαλλιά του ήταν κομμέ να κοντά, σε στρατιωτικό στυλ. Μ όνο οι ρυτίδες γύρω από τα μά τια του αποτελούσαν σημάδι πως ο άνθρωποί; αυτός πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων χρόνων σε απόλυτη σιωπή, έχο ντας το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια βρόμικη πετσέτα επειδή δεν άντεχε τα βλέμματα των δεσμοφυλάκων του. Συνέκριναν εμπειρίες. Ο ι ζωές τους τις τελεϋταίες λίγες μέρες είχαν κυλήσει με παρόμοιο τρόπο σε ιατρικές εξετάσεις, ενημερώ σεις, επισκέψεις σε συγγενείς και συνεντεύξεις. Μ όνο ο Πιρς φαινόταν ανυπόμονος να επιστρέφει στη δουλειά του. «Αυτό το άθλιο κλίμα άρχισε να επικρατεί 6 jo μας κρατούσαν
58
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δεμένους, μάλιστα πιο γρήγορα απ' όσο περίμεναν οι επιστήμο νες. Κάτι καινούργιο έχει ξεκινήσει, όπως άκουσα, παρ' ότι κανέ νας δεν ξέρει τι ακριβώς...» Δεν είπε κουβέντα για την περίοδο της ομηρίας τους ή τα όσα επακολούθησαν. Πίσω από την πλάτη του, ο Γκάρι ψιθύρισε στη Αίλι: «Πρόκειται για άρνηση της πραγματικότητας. Ο φίλος μας αποτελεί περίπτωση για συνέδριο ψυχολογίας». «Σουτ!» είπε εκείνη μέσ' απ' τα δόντια. Γύρισε προς το μέρος της Έλεν, που φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα· η Αίλι σκέφτηκε πως ήταν πανέμορφη, με το ακριβό χτένισμα στα κοντά ξανθά μαλ λιά της. Μ α το φόρεμα και το χτένισμα τόνιζαν ακόμα περισσότε ρο τη χλομάδα και την αδυναμία της, καθώς και τη βασανισμένη έκφραση στα γαλάζια μάτια της. «Κανένα νέο από την Γκρέις;» «Προσκρούω συνεχώς σε αδιέξοδα», είπε η Έλεν. «Ο γιατρός που μου πήρε από τα χέρια την Γκρέις ήταν υπάλληλος της AxysCorp. Από εκείνη τη στιγμή, περνάει από χέρι σε χέρι λες κι είναι καμιά ζωντανή χειροβομβίδα. Ένας στρατιωτικός γιατρός των ΗΠΑ την πήρε από την AxysCorp, μετά ο βρετανικός στρατός την απέσπασε απ' αυτόν και τέλος κατέληξε στο υπουργείο Εξωτερι κών. Μετά... Ό τα ν τηλεφωνώ σε οποιονδήποτε απ' αυτούς, με βά ζουν στην αναμονή ή με παραπέμπουν σε κάποιον σύμβουλο». «Είμαι σίγουρος πως βρίσκεται σε ασφάλεια», είπε ο Γκάρι. «Δεν μπορεί να της θέλουν κακό...» «Δεν είναι αυτό το θέμα», του απάντησε εκείνη αγριεμένα. «Δεν είναι μαζίμου\ Δεν με ενδιαφέρει αν πρόκειται για το μπάσταρδο κάποιου Σαουδάραβα πρίγκιπα ή όχι. Η μάνα της είμαι εγώ». «Είμαστε όλοι το ίδιο μπερδεμένοι όπως εσύ», είπε ο Τζορτζ Κάμπντεν. «Και κατανοούμε τη θέση σου, Έλεν. Ειλικρινά. Σκοπεύ ουμε να κάνουμε τα πάντα για να σε βοηθήσουμε». «Αυτό είναι αλήθεια. Υποστηρίζω όλα όσα είπε ο Τζορτζ για λο γαριασμό της AxysCorp». Η καινούργια φωνή ήταν βροντερή και επιτακτική· γύρισαν όλοι ασυναίσθητα. Ο Ν έιθαν Λάμοκσον πλησίαζε προς το μέρος τους.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
59
9 Ο Λάμοκσον ήταν ένας κοντός, μυώδης άνδρας με σακάκι που του έπεφτε λίγο μικρό, έτσι ώστε η κοιλιά του φούσκωνε το πουκά μισό του. Τα γκριζαρισμένα μαύρα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμέ να, το διπλοσάγονο και η σαρκώδης μύτη του υγρά από τον ιδρώ τα. Αντάλλαξε χειραψία και με τους τέσσερις που είχε σώσει από τους Ισπανούς εξτρεμιστές, μουρμουρίζοντας ανούσια λόγια. Φώ τα έλαμψαν και μικρόφωνα αιωρήθηκαν πάνω από τα κεφάλια τους. Η συνάντησή τους ήταν εμφανώς το σημαντικότερο κομμάτι της βραδιάς, τουλάχιστον για τον ίδιο. Από τη στιγμή που είχε επιστρέφει στην Αγγλία, η Λίλι είχε ψά ξει στη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου της να βρει πληροφορίες για τον σωτήρα τους. Ο σαρανταπεντάχρονος /λάμοκσον ήταν με τανάστης τρίτης γενιάς από την Ουγκάντα. Ο ι παππούδες του είχαν φύγει από την πατρίδα τους για να γλυτώσουν από τον Ίντι Αμίν. Η όψη του έδειχνε άνθρωπο με καταγωγή από την ανατολική Μεσό γειο· ο ίδιος ισχυριζόταν πως δεν τον ενδιέφερε καθόλου για τις ρί ζες του. Πριν φτάσει στα σαράντα του είχε γίνει ένας από τους πλου σιότερους ανθρώπους της Βρετανίας. Απ' όσα μπόρεσε να κατα λάβει η Λίλι, ο Λάμοκσον είχε αποκτήσει αυτή την περιουσία κυρίως εξαγοράζοντας μεγάλες εταιρείες, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα πε ριουσιακά στοιχεία της κάθε μιας τους για να εξασφαλίσει τα δά νεια που χρειαζόταν για την επόμενη και στη συνέχεια πουλώντας τες στη σειρά με τεράστια κέρδη. Ό τα ν η φωτογράφηση ολοκληρώθηκε ο Πιρς Μ ίκελμας απο τραβήχτηκε ευγενικά, εξετάζοντας κάτι το οποίο στη Λ ίλι θύμιζε φουτουριστικό βομβητή. «Έχουν αρχίσει να στέλνουν προειδοποιή σεις για πλημμύρες στο Λονδίνο», είπε στη Λίλι. «Λες για την καταιγίδα από τη Βόρεια Θάλασσα». «Ναι. Το Φράγμα έχει ήδη ανυψωθεί, μα... Εμπρός; Ναι, εδώ Μίκελμας...» Απομακρύνθηκε μιλώντας στον αέρα. «Απολαμβάνετε τη δεξίωση;» ρώτησε ο Λάμοκσον διαχυτικά.
60
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ελαφρά πιωμένος, ο Γκάρι είπε: «Μαθαίνω καινούργιες λέξεις, πάντα μου άρεσε αυτό». «Όπως;» «Αμοιβαίος». Ο Λάμοκσον ξέσπασε σε γέλια. «Μιλάς για τους μάνατζερ α μοιβαίων κεφαλαίων. Πιθανώς πρόκειται για το είκοσι τοις εκατό των ανθρώπων που βρίσκονται εδώ». «Ό χι όμως και για εσάς τον ίδιο», υπέθεσε η Λίλι. «Οι Financial Times με αποκάλεσαν κάποτε «μεγιστάνα των ιδιωτικών επιχειρήσεων συμμετοχής». Ω ραίος αυτός ο τίτλος, δεν νομίζετε; "Μεγιστάνας". Ακούγεται σαν κάποιος επιφανής Βυζα ντινός. Στις μέρες μας, βεβαίως, έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη κοινωνική τάξη από ανθρώπους του σιναφιού μας. Δόξα το Θ εό που γεννήθηκα στο Λονδίνο! Είναι τόσο φιλελεύθερο, ώστε μοιάζει με φορολογικό παράδεισο για άτομα σαν κι εμένα». «Και η "υδρομητρόπολη",» ρώτησε ο Γκάρι. «Α, αυτό είναι κάτι πιο ενδιαφέρον». Κατά αλλόκοτο τρόπο, ο Λάμοκσον άρχισε να πηδάει πάνω-κάτω προκαλώντας γδούπους στο πάτωμα με το βαρύ κορμί του. «Επιπλέουμε», είπε. «Ολόκλη ρη αυτή η έπαυλη επιπλέει. Είμαι σίγουρος πως το είδατε από τον αέρα. Επιπλέει έστω κι αν διαθέτουμε πισίνα, κινηματογράφο, γυ μναστήριο και κουζίνες που δεν έχετε δει όμοιές τους. Έχω μέχρι και ένα θερμοκήπιο που επιπλέει. Είμαι ο αμφίβιος άνθρωπος! Η απόλυτη εξασφάλιση απέναντι στις πλημμύρες, έτσι δεν είναι; Βρί σκεστε επάνω της. »Αυτή η πόλη που επιπλέει, έχει σχεδιαστεί από Ολλανδούς. Οι Ο λλανδοί παλεύουν με τη θάλασσα εδώ και αιώνες - οι πρόγο νοί τους μάχονται εναντίον της εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Θ α σας πω κάτι. Τα Φράγματα στη Νέα Ορλεάνη, τα οποία απέτυχαν όταν χτύπησε ο τυφώνας Κατρίνα, ήταν σχεδιασμένα για ακραία φαινόμενα σαν αυτά που συμβαίνουν μια φορά κάθε τριάντα χρό νια. Το Φράγμα του Τάμεση σχεδιάστηκε για φαινόμενα που γίνο νται μια φορά στα χίλια χρόνια. Αλλά στις Κάτω Χώρες σχεδιά ζουν για γεγονότα που συμβαίνουν μια φορά στα δέκα χιλιάδες
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
61
χρόνια. Θέλετε να προστατευτείτε από τις πλημμύρες, φίλοι μου; Τότε προσλάβετε έναν Ολλανδό». «Και ξοδεύετε τα χρήματα σας σ' αυτήν τη "σχεδία"», είπε ο Γκάρι, ξαναμμένος. Ο Λάκοσον τον αγριοκοίταξε. «Η σαμπάνια πάντως σου αρέ σει, έτσι δεν είναι;» «Κανείς από μας δεν είναι συνηθισμένος στο αλκοόλ», είπε η Αίλι βιαστικά. Ο Λάμοκσον γέλασε. «Δεν πειράζει, το αξίζετε, γ ι' αυτό πιείτε ό,τι θέλετε και πείτε ό,τι θέλετε. Ακούστε και κάτι - πού αλλού da έπρεπε να ξοδεύω τα λεφτά μου; Ο γιος μου ο Χάμοντ σπουδάζει στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο του Λονδίνου. Ό ,τι κάνω, το κά νω για κείνον». Έδειξε ένα παχουλό αγόρι μι: ξινισμένη όψη, πε ρίπου δέκα χρονών, που φορούσε σμόκιν και τριγυρνούσε συνεχώς κάποιον σερβιτόρο ο οποίος κρατούσε έναν δίσκο με ποτήρια κρα σιού. «Κάποια μέρα θα μου κάνει εγγόνια», είπε ο Λάμοκσον. «Μα πόσα λεφτά μπορεί να ξοδέψει κανείς για ένα παιδί! Τι άλλο να κάνω; Έχω τριγυρίσει σε τροπικά δάση κι έχω κάνει τον γύρο της Σελήνης με ένα ρωσικό διαστημόπλοιο Σογιούζ». Έσεισε το χέρι του μπροστά στον Γκάρι, τραβώντας πίσω το μανίκι του για να αποκαλύψει ένα βαρύ κόσμημα. «Ξέρετε τι είναι αυτό; Ένα Richard M ille RM004-V7. Μου κόστισε διακόσια πενήντα χιλιάρικα. Και δεν έχω μόνο ένα ρολόι. Έχω μια ολόκληρη γκαρνταρόμπα ρολογιών». «Αυτό σημαίνει φινέτσα!» είπε ο Γκάρι μειδιώντας. «Ό μω ς δεν μπορώ να φορώ παραπάνω από ένα ρολόι τη φο ρά, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε το λαμπερό πλήθος που έπινε τη σα μπάνια του. «Ξέρετε, οι περισσότεροι απ' αυτούς τους τύπους δεν καταλαβαίνουν. Ακόμα κι εκείνοι που έχουν φτάσει πιο μακριά από μένα, και πάλι δεν καταλαβαίνουν. Αλλά μ' εσάς νιώθω να με συν δέουν πολλά. Έχετε δει την άλλη πλευρά της ζωής». «Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνουν;» «Πως όλ' αυτά, ο τρόπος με τον οποίο ζούϋε, ο τρόπος με τον οποίο κερδίζουμε χρήματα, απειλούνται. Τα πάντα αλλάζουν». «Κλιματικές μεταβολές», υπέθεσε ο Γκάρι.
62
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ναι. Ειδικά οι νέες και γρήγορες αλλαγές που εμφανίστηκαν τελευταία, η άνοδος της στάθμης των θαλασσών. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν πια περιθώρια κέρδους. Μ ια εποχή αλλαγής είναι ταυτόχρονα εποχή ευκαιριών. Ό τα ν η Ρώμη έπεσε, ξέρετε, υπήρξαν κάποιοι που έγιναν πλουσιότεροι από ποτέ. Είχαν ήδη στην κατοχή τους τη μισή Ευρώπη. Πρέπει απλώς να ξέρεις πό τε πρέπει να κινηθείς και με ποιον τρόπο. Πρέπει να είσαι ρεαλιστής». «Κι εσείς είστε ρεαλιστής· σωστά, κύριε Λάμοκσον;» ρώτησε η Λίλι. «Προσπαθώ να είμαι. Μπορείς να με λες Νέιθαν. Ακούστε με! Η παλιά μέθοδος, ο άκρατος καπιταλισμός πίσω από το παιχνίδι των ιδιωτικών μετοχικών τίτλων ήταν ανέκαθεν μια φούσκα, η ο ποία σπάει μόλις έρθουν τα ζόρια. Η αγορά ακινήτων στο Λονδί νο έχει ήδη πάει στο διάολο. Για παράδειγμα, όλοι αγοράζουν σε ψηλότερα σημεία όπως το Χάμστεντ και το Τσίλτρενς κι αυτό στρε βλώνει ολόκληρη τη βρετανική οικονομία. »Μα εγώ ξέφυγα από την αγορά των ακινήτων ήδη εδώ και καιρό. Τώρα βγάζω μια περιουσία από προγράμματα επανόρθω σης ζημιών. Ξέρετε πώς; Ό τα ν οι υπολογιστές στα υπόγεια κά ποιας τράπεζας καούν εξαιτίας μιας πλημμύρας, μπορώ να μετα φέρω τις λειτουργίες τους αμέσως σε ένα αξιόπιστο πρόγραμμα ανάκτησης αρχείων στο Αμπερντίν. Η αγορά των ασφαλειών είναι επίσης ανοιχτή τώρα πια, καθώς οι παραδοσιακές ασφαλιστικές ε ταιρείες καταρρέουν από το κύμα των αγωγών αποζημιώσεων». «Και τα "Ανθεκτικά της AxysCorp";» είπε η Λίλι. «Είδα τις δια φημιστικές αφίσες». «Σωστά», είπε εκείνος με ενθουσιασμό. «Οι άνθρωποι διαισθά νονται πως φεύγουμε πια από την εποχή που πετούσες το παλιό και αγόραζες το καινούργιο. Τώρα θέλουν ρούχα που να αντέχουν μια δεκαετία, πλυντήρια και αυτοκίνητα τα οποία να λειτουργούν για πάντα χωρίς ανάγκη συντήρησης, και τα παρόμοια. Κι αυτά ακρι βώς τα νέα προϊόντα είναι που πουλάω». «Έτσι, λοιπόν, ενώ ο κόσμος πάει κατά διαβόλου, εσύ γίνεσαι όλο και πλουσιότερος», είπε ο Γκάρι.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
63
«Κάπως έτσι. Μ α δέλω να κερδίσω κάτι περισσότερο από λε φτά. Νομίζω πως είναι ώρα κάποιος να δείξει ηγετικές ικανότητες, να αποδείξει πως μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό τον σκοτω μένο κόσμο μας». «Κάποιος σαν κι εσένα», είπε ο Γκάρι. Ο Λάμοκσον χαμογέλασε. «Με ειρωνεύεσαι, μεθυσμένε φίλε μου, μα έχεις δίκιο. Γι' αυτό βγήκα στη δημοσιότητα· ήταν μια συ νειδητή απόφαση με οργανωμένη στρατηγική. Μ ια άριστη δημόσια εικόνα, βεβαίως, χρειάζεται και εντυπωσιακά κόλπα. Ειδικά εφέ». «Η διάσωσή μας ήταν ένα απ' αυτά τα εφέ, έτσι δεν είναι;» ρώ τησε ο Γκάρι. «Σας έσωσα, σωστά; Δεν βλέπω τι πειράζει να κάνω κάτι κα λό για σας και ταυτόχρονα να κερδίσω κι εγώ ο ίδιος. Βλέπετε εκείνους τους τύπους στη γωνία; Έδειξε μια ομάδα μεσόκοπων ανδρών να τρώνε με ικανοποίηση καναπεδάκια κάτω από τον με γάλο πολυέλαιο· ήταν σκουρόδερμοι, κοντοί, και φορούσαν τα ε πίσημα κοστούμια με ένα είδος ατημελησίας. «Είναι επίσημοι από την Τουβαλού». «Την ποια;» ρώτησε η Αίλι. «Είναι ένα νησιωτικό έθνος», της απάντησε ο Γκάρι. «Απειλεί ται από την άνοδο της στάθμης των θαλασσών». «Οι πληροφορίες σου είναι ξεπερασμένες, φίλε μου», είπε ο Λάμοκσον. «Δεν απειλείται πια, αφού κατακλύστηκε ήδη από τα νερά και έχει εξαφανιστεί. Ο ι κάτοικοί του το -:γκατέλειψαν καιρό πριν από το τέλος, όταν το αλμυρό νερό κατέστρεψε τις σοδιές τους και ξέρανε τους κοκοφοίνικες. Κανένας δεν πέθανε, αλλά το κράτος τους χάθηκε· δέκα χιλιάδες άνθρωποι μεταφέρθηκαν στη Νέα Ζηλανδία και αλλού. Και τα τελευταία Ελικόπτερα που διέ σωσαν τους απελπισμένους γέροντες από τα κύματα...» «Ανήκαν στην AxysCorp;» υπέθεσε ο Γκάρι. «Ακριβώς», είπε ο Λάμοκσον. «Κάνεις το καλό δημόσια. Αυτό δείχνει ηγετικές ικανότητες σε έναν προβληματικό κόσμο. Έτσι το πάω το πράγμα. Αυτό κάνω με τα λεφτά μου. Και πιστέψτε με, όλα αυτά θα αποδειχτούν ουσιαστικά στο μέλλον. 6'έλω να πω, σε σχέ
64
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ση με τις πλημμύρες, σ' ετούτη τη χώρα έχετε μια Υπηρεσία Περι βάλλοντος η οποία δείχνει ηγετικές ικανότητες όσο κι ένα γατί που πνίγεται, ενώ η κυβέρνηση συνεχώς περικόπτει τις επενδύσεις στα ανππλημμυρικά έργα. Αν όμως αυτή η γαμημένη άνοδος της στάθ μης των θαλασσών συνεχιστεί, θα δούμε πολύ χοντρά γεγονότα». «Δεν νομίζω πως τα πράγματα θα φτάσουν ως εκεί», είπε η Λίλι, που άρχισε να νιώθει ανήσυχα. Ο Γκάρι συνοφρυώθηκε. «Είμαι πολύ πίσω σχετικά μ' όλα αυ τά - πρέπει να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει». «Ξέρετε, παιδιά, μιλώ σοβαρά όταν λέω πως θέλω να διατη ρήσω επικοινωνία μαζί σας», είπε ο Λάμοκσον βαριά. «Διαθέτετε μια μοναδική οπτική εικόνα, μια φρέσκια ματιά μετά από χρόνια απουσίας, μπροστά σε έναν κόσμο που έχει τρελαθεί. Κι εγώ...» Μ ια διακριτική σειρήνα σήμανε συναγερμό. Το κουαρτέτο των εγχόρδων σταμάτησε να παίζει. ΟΤζορτζ Κάμπντεν αφουγκράστηκε αφηρημένα. «Είναι η καταιγίδα, κύριε. Έρχεται προς τα δω, κατευθυνόμενη προς τις εκβολές. Δεν κινδυνεύουμε, μα οι προσκεκλημένοι πρέπει να ειδοποιηθούν». «Φρόντισε γι' αυτό», είπε απότομα ο Λάμοκσον. Ο Κάμπντεν έγνεψε και απομακρύνθηκε βιαστικά. Ο Λάμοκσον γύρισε προς το μέρος των ομήρων. «Κοιτάξτε, λυπάμαι που χαλάω την παρέα, αλ λά οφείλω να βρεθώ αλλού». «Μια στιγμή!» Η Έλεν δεν είχε πει λέξη κατά τη διάρκεια του μο νολόγου του Λάμοκσον. «Πρέπει να σας μιλήσω για το μωρό μου». Εστιασε το βλέμμα του πάνω της. «Δεσποινίς Γκρέι». «Μου την πήρε ένας από τους δικούς σας, ένας γιατρός. Όπου κι αν βρίσκεται αυτήν τη στιγμή, υπεύθυνος είστε εσείς». «Αποδέχομαι πλήρως την ευθύνη. Κάνουμε ό,τι μπορούμε...» «Αυτό δεν αρκεί», είπε η Έλεν κάπως αλαφιασμένα. Έκανε μια χειρονομία. «Κοιτάξτε όλες αυτές τις κάμερες και τα μικρόφωνα. Γιατί να μη σηκωθώ και να τους πω ότι ο Νέιθαν Λάμοκσον, ο σωτήρας του κόσμου, έκλεψε το μωρό μου;» Η Λίλι της άγγιξε το μπράτσο. «Έλεν, έλα τώρα...»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
65
«Γιατί να μην πάω στις εφημερίδες; Γιατί να μη γράψω ένα βι βλίο;» «Δεσποινίς Γκρέι», είπε ο Λάμοκσον. Την κοίταξε στα μάτια, έχοντας καρφωμένο επάνω της το έντονο και εντυπωσιακό του βλέμμα. «Δεσποινίς Γκρέι. Ακόυσα όσα είπατε. Ξέρετε κάτι; Τα α ποδέχομαι πλήρως. Από ηδικής άποψης έχετε απόλυτο δίκιο. Ο ι άνδρες μου ανέλαβαν να φροντίσουν το παιδί, το χάσαμε από τα χέρια μας και φέρουμε την ευδύνη. Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου πως δα βρούμε τον γιο σας και δα τον φέρουμε πίσω». «Κόρη είναι», είπε η Έλεν πικρόχολα. «Κόρη, συγγνώμη. Κοιτάξτε αυτό το μέρος γύρω σας! Αμφι βάλλετε πως έχω τη δύναμη να το κάνω; Αμφιβάλλετε πως έχω την αποφασιστικότητα να τελειώσω αυτή την υπόδεση; Ό χ ι, βέβαια! Σας έσωσα από τη Βαρκελώνη, δεν είναι έτσι; Μπορείτε να μιλή σετε δημόσια, δεσποινίς Γκρέι, είναι δικαίωμά σας. Το μόνο που ζητώ είναι λίγο χρόνο για να λύσω το πρόβλημα προσωπικά». Η Λίλι είδε πως η Έλεν είχε μπερδευτεί και πως προσπαδούσε να αντισταδεί στη δύναμη της προσωπικότητάς του. Την πήρε από το χέρι. «Έλεν, μου φαίνεται πως τούτη είναι η καλύτερη ελπίδα σου αυτήν τη στιγμή». Ο Λάμοκσον έγνεψε εμφανώς ικανοποιημένος. «Είμαστε σύμ φωνοι; Ναι;» Έπιασε την Έλεν από τους ώμους. «Θα την τελειώ σουμε αυτή την ιστορία, εγώ κι εσύ. Μ α για την ώρα, έχω μια σά λα γεμάτη από πλούσιους που περιμένουν να τους καδησυχάσω». Τους γύρισε την πλάτη και απομακρύνδηκε, ενώ οι άνδρωποί του ακολουδούσαν γύρω του όπως τα παπάκια τη μητέρα τους. Η Πιρς ξαναγύρισε βιαστικά κοντά στη Λίλι. «Η καταιγίδα κα ταφτάνει. Σήμανε συναγερμός σε όλο το μήκος των εκβολών. Βρί σκομαι σε επαφή με τη Χρυσή Διοίκηση. Κινητοποίησαν ήδη τους πάντες. Η AxysCorp έχει τα ελικόπτερά της έτοιμα για επιχειρή σεις διάσωσης. Έχουμε δουλειά να κάνουμε - δα έρδετε μαζί μου; Το επιτελείο του Λάμοκσον ετοίμασε ένα ελικόπτερο και για μας. Αν κινηδούμε γρήγορα, μπορούμε να προλάβουμε την καταιγίδα». «Πάει καιρός από τότε που πέταξα για τελευταία φορά».
66
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Δεν θέλουν να πιλοτάρεις το σκάφος. Ξέρεις όμως από ελι κόπτερα και θα μπορούσες να βοηθήσεις πολύ». Η Αίλι σκέφτηκε ξαφνικά την αδελφή της και τα παιδιά, που υ ποτίθεται πως θα πήγαιναν στον Θ όλο εκείνο το απόγευμα. Η με ταφορά ως εκεί ήταν πάντα προβληματική. «Μπορείτε να με πάτε στο Γκρίνγουιτς;» «Σίγουρα μπορούμε». Ο Πιρς στράφηκε προς τον Γκάρι και την Έλεν. «Εσείς οι δυο μάλλον είστε ασφαλέστεροι εδώ». «Ό χι, ευχαριστώ», είπε ο Γκάρι. «Πιρς, μπορείς να κανονίσεις να πάω στο Φράγμα; Είμαι σε επαφή με κάποιους συναδέλφους που βρίσκονται εκεί. Θέλω να προσπαθήσω να μάθω τι συμβαίνει». «Γκάρι, είσαι μεθυσμένος», είπε η Αίλι. «Δεν είσαι σε κατάστα ση να...» «Δεν θα είμαι μεθυσμένος για πολύ». Χαμογέλασε, δείχνοντας μια σειρά από χάπια. «Τώρα πια έχουν αυτά τα χάπια που σε ξεμεθάνε, Λιλ. Θ α έπρεπε να ερευνήσεις το μίνι μπαρ του δωματίου σου». «Στο Φράγμα, λοιπόν!» είπε ο Πιρς. «Πρέπει να ξεκινήσουμε». Η βαθιά φωνή του Λάμοκσον αντήχησε από ένα μεγάφωνο. 'Ελε γε πως το πάρτι θα είχε για αλατοπίπερο μια κατάσταση πλημμυρών, μα δεν υπήρχε ανάγκη για αναστάτωση, αφού η υδρομητρόπολη ήταν φτιαγμένη για να αντέχει σε κάθε πλημμύρα, ενώ όλοι όσοι εί χαν φανεί αρκετά έξυπνοι ώστε να κάνουν ασφαλιστικό συμβόλαιο με πρόβλεψη εκδρομής καταστροφών θα μεταφέρονταν αμέσως έξω από δω και κάποιοι θα φρόντιζαν για τις ανάγκες τους. Το πάτωμα τραντάχτηκε κάτω από τα πόδια της Αίλι. Ολόκληρο το κτήριο ανυψωνόταν σαν πελώριος θάλαμος ανελκυστήρα, παίρνοντας τη Αίλι μαζί του. Κάποιοι από τους καλεσμένους του Λά μοκσον παραπάτησαν· ακούστηκαν γέλια ενθουσιασμού. «Μα την πίστη μου!» είπε ο Γκάρι. Η σάλα άρχισε να σταθεροποιείται. «Πόσο ψηλά λες να ανεβήκαμε;» ρώτησε η Αίλι. Ο Πιρς σήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να πω με βεβαιότη τα. Ένα μέτρο; Δύο;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
67
Η Α ίλι δεν γνώριζε τίποτα για το Φράγμα του Τάμεση και τις άλλες άμυνες του Λονδίνου απέναντι στις πλημμύρες. «Σίγουρα το Φράγμα 8α μπορεί να αντιμετωπίσει ένα κύμα τέτοιου μεγέθους...» «Δεν ξέρω στα σίγουρα», είπε ο Γκάρι με ειλικρίνεια. «Οι εκβο λές 8α διοχετεύσουν στο στενό πλαίσιό τους τη μανία της καται γίδας - η κοίτη του ποταμού δεν είναι βαθιά. Το κύμα 8α είναι ψη λότερο όταν θα φτάσει στο Φράγμα». «Πόσο ψηλότερο;» Δεν ήξερε να της απαντήσει. «Εμπρός!» είπε ο Πιρς κοφτά. «Πάμε να πάρουμε τα πράγματά μας». Ακολούθησαν βιαστικά στο κατόπι του, άρπαξαν τα πανωφό ρια τους και έτρεξαν κατά μήκος της σκεπαστής εξέδρας μέχρι το ελικοδρόμιο. Η Αίλι έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Ή ταν μόλις λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι.
10 Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ένα ελικόπτερο της AxysCorp πετούσε δυτικά, ανεβαίνοντας τον Τάμεση και μεταφέροντας τον Γκάρι Μπόιλ στο Φράγμα. Το μέτωπο της καταιγίδας ήδη εισχωρούσε βίαια στις εκβολές, αλλά θα χρειαζόταν μια ώρα για να φτάσει από το Σάουθεντ μέ χρι το Φράγμα. Το ελικόπτερο μπορούσε εύκολα να το ξεπεράσει σε ταχύτητα, παρ' όλο που οι άνεμοι και η βροχή χτυπούσαν ήδη ισχυρότατα. Από κάτω τους ο ποταμός λυσσομανούσε ταραγμένος και αγριεμένος, μαστιγώνοντας τις όχθες που τον συγκρατούσαν. Ήδη τα λασποτόπια απέναντι από το Κάνβεϊ και το Τίλμπουρι είχαν βυθιστεί, ενώ νερά από τις πλημμύρες έλαμπαν στο νότιο Μπένφλιτ,
68
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
το ανατολικό Τίλμπουρι, το Ν όρθφλιτ και τα Έλη του Ρέινχαμ. Άφησαν τον Γκάρι στον πύργο έλεγχου του Φράγματος, στη νότια όχθη, σε έναν αρμόδιο που ονομαζόταν Γούλγουιτς Ριτς. Το ελικόπτερο απογειώθηκε αμέσως ξανά, έχοντας εντολή να βοηθή σει στις επιχειρήσεις εκκένωσης της περιοχής. Ο Γκάρι, ο οποίος απέμεινε για μια στιγμή μόνος, περπάτησε προς την όχθη του ποταμού. Έπρεπε να γέρνει προς την κατεύθυνση του ανέμου, καθώς η βροχή μαστίγωνε το πρόσωπό του. Ήταν απόγεμα του Ιουλίου και ο αέρας δεν ήταν παγωμένος, αλλά τα χα μηλά σύννεφα που έτρεχαν το έκαναν να μοιάζει σκοτεινό σαν φθι νοπωριάτικη μέρα. Τα μεσόβαθρα του Φράγματος διέσχιζαν τον ποταμό, χαλύβδι νες κολόνες που η καθεμιά είχε ύψος πέντε ορόφων και γυάλιζε μέσα στη βροχή. Ο ι πύλες ανάμεσα τους είχαν ήδη σηκωθεί, κού φιες πλάκες από ενισχυμένο χάλυβα με ύψος είκοσι μέτρα η κάθε μία. Περιστρέφονταν πάνω σε τεράστιους τροχούς, έτσι ώστε να μπορούν να μετατρέψουν το Φράγμα σε έναν συμπαγή τοίχο ο οποίος υψωνόταν αρκετά μέτρα πάνω από τη φυσιολογική στάθ μη του νερού. Λαμπερά κόκκινα φώτα έφεγγαν στους πυλώνες για να δείξουν σε οποιοδήποτε πλοίο πως ο ποταμός ήταν κλειστός. Ο Γκάρι δεν είχε δει ποτέ πριν το Φράγμα να κλείνει και η κλίμα κά του τον συγκλόνισε. Το καθένα από τα τέσσερα κεντρικά πλω τά κανάλια ήταν τόσο φαρδύ όσο το κεντρικό άνοιγμα της Γέφυ ρας του Πύργου στο Λονδίνο και η κάθε πύλη ζύγιζε τέσσερις χι λιάδες τόνους. Το Φράγμα αποτελούσε ένα μνημείο της προσπά θειας του ανθρώπου να ελέγξει τη φύση. Η φύση, όμως, εκείνη τη μέρα δοκίμαζε τον άνθρωπο. Τα νερά του ποταμού στην πλευρά των εκβολών του, σπρωγμένα από τον ωκεανό προς την ενδοχώρα, είχαν ήδη υψηλότερη στάθμη παρ' ότι εκείνα πέρα από το Φράγμα· οι αφροί έσκαγαν στις καθαρές γραμμές των πυλών. Μέσα από το ουρλιαχτό του ανέμου, ο Γκάρι μπορούσε να ακούσει τον διαπεραστικό ήχο των σειρήνων σε όλο το μήκος των εκβολών.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
69
Δυο μορφές τον πλησίασαν, φορώντας φωσφορίζοντα πορτοκαλί αδιάβροχα. «Γκάρι, εσύ είσαι; Βρε μαλάκα, 8α σε πάρουν τα νερά! Θ α έπρεπε να σε φορτώσω με σίδερα, όπως έκαναν εκείνοι οι τρε λαμένοι χριστιανοί στη Βαρκελώνη». «Κι εγώ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Θάντι». Τον αγκάλιασε με τα βαριά γαντοφορεμένα χέρια της. Η Θάντι Τζόουνς ήταν ωκεανογράφος. 'Οταν ο Γκάρι πιάστηκε αιχμάλωτος, εκείνη δούλευε στα μοντέλα μετεωρολογικών συστημάτων και κλι ματικών αλλαγών που μελετούσε η ΝΟΑΑ, η Εθνική Αμερικανική Οκεανογραφική και Ατμοσφαιρική Υπηρεσία. Ήταν μια μαύρη από το Σικάγο με έντονα χαρακτηριστικά, ψηλότερη από τον Γκάρι αλ λά νευρώδης, πάντα πιο δυνατή απ' αυτόν. Ο άνδρας πλάι στη Θάντι είχε την κουκούλα κλεισμένη γύρω από το πρόσωπό του, έτσι ώστε ξεχώριζαν μόνο η μύτη και τα γυα λιά μπροστά στα μάτια του. «Γκάρι Μπόιλ, να σου συστήσω τον Σάντζεϊ Μακντόναλντ», εί πε η Θάντι. «Είναι, κι αυτός ο ταλαίπωρος, μελετητής κλιματικών μοντέλων». Ο Σάντζεϊ αποκάλυψε ένα γενειοφόρο πρόσωπο και έσφιξε το χέρι του Γκάρι. «Εργάζομαι στο Χάντλεϊ - δηλαδή στο Κέντρο Κλι μ α τολο γιώ ν Προγνώσεων Χάντλεϊ της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. Τα έχω μάθει όλα για σένα. Χαίρομαι που σε γνωρίζω, Γκάρι. Και είμαι σίγουρος πως χαίρεσαι κι εσύ που γύρισες και βρήκες τόσο ενδιαφέροντα καιρικά φαινόμενα». «Ναι», είπε η Θάντι. «Και μια που το αναφέραμε, πάμε να φύ γουμε από δω». Τους οδήγησε στον πύργο ελέγχου. Πήρε μαζί της τον Γκάρι σε ένα είδος γκαρνταρόμπας κι εκεί τον εφόδιασε με προστατευτικό εξοπλισμό: αδιάβροχη φόρμα, μπότες, θερμικό τζάκετ, κράνος, α κόμα κι ένα σωσίβιο. Ο Γκάρι δεν είχε ντραπεί ποτέ μπροστά στη Θάντι. Γδύθηκε κι άρχισε να φοράει την αδιάβροχη φόρμα, που δεν του ταίριαζε πολύ καλά. «Μου έκανες χάρη που μου τηλεφώνησες πριν έρθεις», είπε η
70
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Θάντι. «Έχεις γίνει, Μπόιλ, μια τόση δα μικρή διασημότητα». Κρά τησε σε πολύ μικρή απόσταση τον δείκτη από τον αντίχειρά της. «Μα αυτό ήταν αρκετό για να μας παραχωρήσουν ένα ελικόπτερο. Θα πάμε να κυνηγήσουμε την καταιγίδα». Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Το ήξερα πως 8α ήταν καλή ιδέα να σου τηλεφωνήσω». «Υποδέτω πως εσείς οι δυο γνωρίζεστε ήδη καλά», είπε ο Σάντζεϊ Μακντόναλντ. «Ήμασταν μαζί στο ΜΙΤ», είπε ο Γκάρι. Ουσιαστικά σπούδασα κάτω από την εποπτεία της Θάντι. Μετά έφυγα για να δουλέψω στο Γκόνταρντ, ενώ η Θάντι τράβηξε τον μικρότερο κλήρο και με τακόμισε στο ΝΟΑΑ». «Ναι, ναι», πετάχτηκε εκείνη. «Ό μω ς εργαστήκαμε στον ίδιο τομέα, τα κλιματικά μοντέλα, με τη Θάντι να εστιάζει το ενδιαφέρον της στην αλληλεπίδραση ωκεανών και ατμόσφαιρας - αυτό σίγουρα 8α το ξέρεις ήδη. Συ νεργαστήκαμε σε κάποια μοντέλα πρόγνωσης, για να βοηθήσου με στα νέα αντιπλημμυρικά έργα που έγιναν στη Νέα Ορλεάνη με τά τον τυφώνα Κατρίνα». «Ο κόσμος μας, ο κόσμος των δημιουργών κλιματικών μοντέ λων, είναι μικρός», είπε ο Σάντζεϊ με σοβαρότητα. Η όψη του έδει χνε στον Γκάρι ασιατική καταγωγή, αλλά η προφορά του ήταν το ίδιο σκοτσέζικη με το επώνυμό του. «Μ ας έλειψες», είπε η Θάντι στον Γκάρι. «Διατηρούσα επαφή με τη μαμά σου. Υπογράφαμε τις αιτήσεις προς τις κυβερνήσεις, κρατούσαμε σε δραστηριότητα ιστοσελίδες στο διαδίκτυο, κολλού σαμε αφίσες, δέναμε κίτρινες κορδέλες στα δέντρα τη μέρα των γενεθλίων σου. Κρατήσαμε το δημόσιο ενδιαφέρον στραμμένο ε πάνω σου». Τα λόγια αυτά συγκίνησαν βαθιά τον Γκάρι. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του δεν είχε καταλάβει πως κάποιοι άνθρωποι έκα ναν τόσες επίμονες προσπάθειες για λογαριασμό του. «Το εκτιμώ ιδιαίτερα. Μιλώ ειλικρινά. Ό λ α αυτά θα έπρεπε να έπαιξαν σημα ντικό ρόλο στην απελευθέρωσή μου. Και ξέρω πως η μάνα μου
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
71
χρειαζόταν κάδε δυνατή στήριξη. Δεν την έχω δει ακόμα, αν και μιλήσαμε από το τηλέφωνο...» Κάποιοι από το προσωπικό του Φράγματος πέρασαν δίπλα τους, όλοι Βρετανοί, οι περισσότεροι άνδρες. Έδειχναν αναστατω μένοι αλλά και ενδουσιώδεις. «Σήμερα είναι μια από τις μέρες που δείχνουν την αξία όσων εργάζονται εδώ», είπε η Θ άντι ξερά. «Μ ια Τρίτη Αξιολόγησης. Προσπαθούμε να μην μπλέκουμε στα πόδια τους. Τυπικά, είμαστε προσκεκλημένοι του Κέντρου Προγνώσεως Καταιγίδων και Παλιρ ροίων, της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας. Έχουν ένα μεγάλο κέντρο ανάπτυξης κλιματικών μοντέλων στο Λίβερπουλ...» «Αλλά τα μοντέλα πρόγνωσης δεν λειτουργούν πια τόσο κα λά», είπε ο Σάντζεϊ. «Έτσι», συνέχισε η Θάντις, «ήρθαμε κι εμείς στην πρώτη γραμ μή με τα πειραματικά μοντέλα μας, προσπαθώντας να βρούμε και νούργιες λύσεις». «Αν τα μοντέλα δεν λειτουργούν», είπε ο Γκάρι, «μάλλον η Μετεωρολογική Υπηρεσία δεν θα ξέρει πώς θα εξελιχτεί αυτή η καταιγίδα». «Κάπως έτσι έχει το πράγμα», είπε ο Σάντζεϊ. «ΓΓ αυτό δεν βγή καν ανακοινωθέντα σχετικά με την καταιγίδα, παρά μόνο την τε λευταία στιγμή. Κανονικά, 8α ήθελαν μια προειδοποίηση δώδεκα έως είκοσι τεσσάρων ωρών ώστε να μπορέσουν να δώσουν εντο λή για το κλείσιμο των σχολείων, για την αποφυγή άσκοπων με τακινήσεων και τα παρόμοια». «Και τα μοντέλα δεν λειτουργούν, αφού ο κόσμος έχει τρελα θεί», είπε η Θάντι. «Έχασες όλο τον χαβαλέ, Γκάρι Μπόιλ». Ένα βαθύ μηχανικό μουγκρητό διαπέρασε το τσιμεντένιο οικο δόμημα. Ο Γκάρι φαντάστηκε το τρομακτικό βάρος από τα νερά του φουσκωμένου ποταμού, που πίεζε τις πύλες του Φράγματος. «Λοιπόν, είσαι έτοιμος;» ρώτησε η Θάντι.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
72
11 Το ελικόπτερο, το οποίο βρισκόταν κάτω από τις διαταγές της Περιβαλλοντικής Υπηρεσίας, ήταν ένα μεταποιημένο Puma. Ή ταν εξοπλισμένο με ένα σύνολο οργάνων, μετρητές θερμοκρασίας, ατμοσφαιρικής πίεσης και ταχύτητας ανέμου, επίσης με μια μικρή μονάδα συσκευών ραντάρ και υπέρυθρων ακτινών που μετρού σαν το βάδος των νερών του ποταμού και άλλα χαρακτηριστικά, όπως η ταχύτητα ροής, ο κυματισμός της επιφάνειας και η θερ μοκρασία. Μ ια φωτογραφική μηχανή ήταν τοποθετημένη κάτω από το κύτος του σκάφους. Υπήρχε ακόμα μια ηχοβολίδα, κά ποια συσκευή που έμοιαζε με ψάρι, στην άκρη ενός τυλιγμένου καλωδίου έτσι ώστε να μπορεί να χαμηλώσει στο νερό, μα ο Σάντζεϊ επέμενε πως δεν θα τη χρησιμοποιούσαν εκείνη τη μέρα: το νερό ήταν πολύ ταραγμένο και ο κίνδυνος να πιαστεί σε κάποια αντικείμενα που παρέσερνε ο ποταμός, ήταν μεγάλος. Καθώς ο Σάντζεϊ έλεγχε τον εξοπλισμό, η Θάντι χαμογέλασε πλατιά στον Γκάρι έχοντας στα μάτια της μια λάμψη που εκείνος γνώριζε πολύ καλά. Η Θάντι διακρινόταν πάντα από μια παράτολ μη διάθεση, μια προθυμία να κυνηγήσει τυφώνες και τσουνάμι στο όνομα της επιστήμης, πάντα έτοιμη να φτάσει πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλο. Αυτές τις επαφές της με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τις ονόμαζε τουρισμό καταστροφών. Τρομοκρατήθηκε όταν μπήκαν στο ελικόπτερο και είδε τη Θάντι να κάθεται στη θέση του πιλότου. Εκείνη πέρασε ένα σετ ακου στικών και μικροφώνου στο κεφάλι της, αρχίζοντας να σηκώνει δια κόπτες. Η μηχανή πήρε μπροστά και οι έλικες πάνω από τα κεφά λια τους άρχισαν να γυρίζουν. Ο Σάντζεϊ άνοιξε έναν φορητό υπολογιστή πάνω στα γόνατά του, για να συνδεθεί με τα όργανα του ελικοπτέρου. Διέθετε ένα εί δος εξάρτησης, που έδενε τη συσκευή στους μηρούς του. Καθώς άνοιγε το λειτουργικό, πρόσεξε την έκφραση του Γκάρι. «Μάλλον δεν ήξερες πως είναι πιλότος», του είπε.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
73
«Καλά το υπέδεσες». «Δεν υπήρχε κανένας άλλος διαδέσιμος. Ό λ ο ι οι κανονικοί πι λότοι βρίσκονται σε επείγουσες αποστολές. Οπότε, είμαστε τυχε ροί...» «Κρατηδείτε να μην ξεράσετε, παιδιά», είπε η Θάντι χωρίς να γυρίσει το κεφάλι. «Ο ανελκυστήρας ανεβαίνει». Το ελικόπτερο σηκώδηκε στον αέρα, φτάνοντας πάνω από τον πύργο ελέγχου. Για λίγες στιγμές και ενώ η Θάντι έλεγχε τα όργα να, αιωρήδηκαν στο ίδιο σημείο χτυπημένοι από τον άνεμο· το ελι κόπτερο έμοιαζε εύδραυστο σαν φύλλο. Ο Γκάρι κοίταξε κάτω. Το Φράγμα είχε αποκαλυφδεί ξανά στα μάτια του, οι χαλύβδινες πύλες τοποδετημένες περήφανα στη σει ρά, ενώ ο Τάμεσης άφριζε ακόμα πιο βίαια απ' ό,τι μόλις λίγα λεπτά πριν. Στην όχδη, σε έναν φράχτη που προστάτευε τον πύργο του Φράγματος, διέκρινε μια ομάδα διαδηλωτών με αδιάβροχα, που κρατούσαν στα χέρια τους μουσκεμένα πανό, αντιμέτωπους με μια σειρά αστυνομικών εξοπλισμένων για καταστολή διαδηλώσεων. «Τι ζητάνε αυτοί;» ρώτησε. Ο Σάντζεϊ κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Φτωχοί εναντίον πλούσιων. Διαμαρτύρονται για τα δισεκατομμύρια που ξοδεύονται για την προστασία του Λονδίνου ενώ η υπόλοιπη Αγγλία πλημμυ ρίζει, και για άλλα τέτοια». «Θα προτιμούσαν, δηλαδή, να πνιγόταν το Λονδίνο στα νε ρά;» είπε απότομα η Θάντι. «Ας πιάσουμε δουλειά». Το ελικόπτερο όρμησε μπροστά με κατεύδυνση ανατολικά, προς την επερχόμενη καταιγίδα, ενώ η Θάντι ζητωκραύγαζε με ενδουσιασμό. Η βροχή χτυπούσε στο τζάμι της καμπίνας του πιλότου με τόση δύ ναμη, ώστε ο Γκάρι μετά βίας μπορούσε να δει έξω. Η μικρή κα μπίνα ήταν ασφυκτικά γεμάτη από τους τρεις τους και τα επιστη μονικά όργανα, που τραντάζονταν και χτυπούσαν μεταξύ τους καδώς σπρώχνονταν πέρα-δώδε. Ο ι εξαρτήσεις κροτάλιζαν και το κύτος του σκάφους έτριζε. Το πέταγμα δεν έμοιαζε με την ομαλή,
74
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
επαγγελματική πτήση που τους είχε προσφέρει ο πιλότος της AxysCorp. Η Θάντις φαινόταν να προκαλεί την καταιγίδα, ορμώντας κατευθείαν στην καρδιά της. Ο Σάντζεϊ προσπαθούσε να δου λέψει με τον υπολογιστή του. Τώρα ο Γκάρι καταλάβαινε για ποιο λόγο είχε δέσει τον υπολογιστή στους μηρούς του. Ο Γκάρι έσκυψε μπροστά. «Λοιπόν, Θαντ, τι επεισόδια έχασα όσο έλειπα;» Έπρεπε να φωνάζει για να ακουστεί μέσα στον θό ρυβο. «Ό χι και πολλά», του απάντησε εκείνη εξίσου δυνατά. «Στον επιστημονικό κόσμο ισχύουν τα ίδια όπως παλιά. Γράψε τις μελέ τες σου, ψάξε για παραθέματα, βρες χορηγίες για ένα-δυο χρόνια ακόμα, κράτα μακριά τα άπληστα χέρια των διάσημων καθηγη τών... Η επιστήμη της κλιματολογίας έχει ανθίσει τα τελευταία χρό νια, ειδικά μάλιστα εφόσον όλα τα παλιά μοντέλα μας άρχισαν να πηγαίνουν στραβά, αλλά και πάλι είναι δύσκολο να βγάλεις το ψωμί σου». «Αυτή είναι η ζωή ενός νέου ερευνητή επιστήμονα». «Μάλιστα. Αχ, ναι, κατάφερα και να με πετάξουν έξω από τη Βα σιλική Εταιρεία του Λονδίνου! Έμπλεξα σε μια διαφωνία με έναν γέ ρο, ο οποίος με αποκάλεσε "αρνήτρια της κλιματικής αλλαγής"». «Θα αστειεύεσαι». «Καθόλου. Είχα συλλέξει στοιχεία για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών που δεν συμφωνούσαν με τα αποδεκτά». «Δηλαδή, δεν αρνιόσουν ολότελα την αλλαγή». «Απλώς, τόνισα πως κάτι διαφορετικό φαίνεται να συμβαίνει. Κάτι καινούργιο, που δεν εξηγείται από τα συνηθισμένα φαινόμενα όπως το λειώσιμο των πάγων και η θερμική διαστολή των νερών των θαλασσών. Αυτά τα γερόντια υποστηρίζουν τις θέσεις τους εδώ και πάρα πολύ καιρό, ενάντια σε διάφορα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη. ΓΓ αυτό θεωρούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση ως προσπάθεια πλήρους άρνησης. Από την άλλη μεριά, όμως, υπάρχουν πολλοί ερευνητές που θεωρούν όλα αυτά τα ακραία φαινόμενα ως από δειξη πως η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας είναι μια πραγματικότητα, έστω κι αν δεν υπάρχει άμεση σύνδεση αιτίας και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
75
αποτελέσματος, ενώ όλοι οι παλιοί αρνητές της ανόδου της παγκό σμιας θερμοκρασίας έχουν αναστατωθεί. Το πράγμα είναι πολύ μπερδεμένο». «Τα δεδομένα που παρουσίασες στη Βασιλική Εταιρεία ήταν άθλια», είπε ο Σάντζεϊ. «Τα συμπεράσματά σου είναι άλματα στο σκο τάδι. Εγώ, τουλάχιστον, θα σε είχα πετάξει έξω ακόμα κι αν δεν εί χες πει στον Άιζακ Κίγκαν πως έχει το κεφάλι μέσα στον κώλο του». «Δεν μετανιώνω για τίποτα», ούρλιαζε η Θάντι. «Πάντοτε όλοι απορρίπτουν τις πρώτες αναφορές σε κάτι καινούργιο. Ήξερες τον Χάνσεν στο Γκόνταρντ, Γκάρι, και γνωρίζεις πώς είναι τα πράγμα τα για τους ανεξάρτητους ερευνητές. Έτσι κοροΐδευαν όλοι και τον Χριστόφορο Κολόμβο...» «Πάντως, σε κρατούν ακόμα στη δουλειά», είπε ο Γκάρι. «Για κάποιο περίεργο λόγο, ναι». «Τι άλλο δεν ξέρω για σένα; Υπάρχει κάποιος άνδρας στη ζωή σου αυτό τον καιρό, Θάντι; Υπάρχει κάποιος κύριος Τζόουνς;» Η Θάντι δίστασε. Ο Σάντζεϊ τους έριξε μια λοξή ματιά κι ύστε ρα έστρεψε πάλι την προσοχή του στις ενδείξεις μπροστά του. «Μάλλον δεν θα το έμαθες», είπε η Θάντι. «Ποιο πράγμα;» «Γνώρισα εκείνο τον τύπο. Ήταν επιχειρηματίας του διαδικτύου, που ενδιαφερόταν να πουλήσει εξειδικευμένες μετεω ρολογικές προγνώσεις. Δεν ήταν δα και η ηλιθιότερη ιδέα στον κόσμο! Θ α βάσιζες το πρόγραμμα στα ευρύτερα μοντέλα πρόγνωσης μιας πε ριοχής και θα το ενίσχυες με ειδικούς αισθητήρες, που θα κατέ γραφαν το μικροκλίμα του τόπου του πελάτη καθώς και την ανα μενόμενη πορεία...» «Θάντι! Ο τύπος;..» «Α, ναι. Εν συντομία, παντρευτήκαμε. Η μητέρα σου ήρθε στον γάμο - ως αντιπρόσωπός σου, υποθέτω. Έμεινα έγκυος. Έχασα το παιδί. Μετά έχασα και τον τύπο ή μάλλον χάσαμε ο ένας τον άλλο». Ο Γκάρι ξαφνιάστηκε από την ξερή εξιστόρηση. «Λυπάμαι πο λύ. Δεν Θέλησες να ξαναπροσπαθήσεις για παιδί;» «Αποδείχτηκε πως δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα», είπε εκείνη
76
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κοφτά. «Ό χι για μένα, τουλάχιστον. Ο ι γιατροί... Μ α τι στο διάολο, δεν έχει καμιά σημασία τώρα πια». «Χριστέ μου, αυτό είναι τρομερό, Θάντι». «Έτσι είναι η ζωή. Ό λ ο ι περνάμε μέσα απ' αυτές τις αλλαγές: γεννήσεις, δανάτους, τα πάντα. Ή ταν απλά ένας δρόμος που δεν ακολουθήθηκε». Στεκόταν σφιγμένη στο πιλοτήριο που τρανταζόταν. Ο Σάντζεϊ χτύπησε τον Γκάρι στον ώμο. «Κι εγώ έχω δυο παι διά, από δυο γόμους. Το ένα παιδί, που ζει στη Γλασκόβη, είναι ως επί το πλείστον Σκοτσέζος. Το άλλο στο Μίντλεσεξ είναι ως επί το πλείστον Ινδός. Η ζωή είναι πάντα μπερδεμένη, φίλε μου». «Πράγματι. Αλλά...» Αλλά ο Γκάρι ήξερε μια διαφορετική Θάντι παλιότερα, μια ατίθαση, παράτολμη, κεφάτη, ευφάνταστη Θάντι. Αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να γνωρίσει ποτέ πραγματικά αυτό το καινούργιο, τραυματισμένο άτομο. «Είναι φριχτό που έλειψα για τόσο πολύ». «Φριχτό για σένα, την οικογένειά σου και τους φίλους σου», εί πε ο Σάντζεϊ. «Θα πρέπει να μισείς πολύ όσους στο έκαναν αυτό». «Ασφαλώς και τους μισώ». Ό λ ο και περισσότερο, μάλιστα, κα θώς οι μέρες περνούσαν. Ίσως κάποτε να είχε συνηθίσει τους απαγωγείς του, ακόμα και να τους συμπαθούσε, υποφέροντας από κάποιο αναθεματισμένο σύνδρομο της Στοκχόλμης. Ίσως να είχε ευνουχιστεί από τη μακρά αιχμαλωσία του. Μ α τώρα ήταν πάλι ε λεύθερος και περνούσε από άλλη διαδικασία· τώρα τους μισούσε. Το ελικόπτερο βούτηξε προς τα κάτω και αυτό του θύμισε πως ο κόσμος περνούσε τις δικές του πρωτοφανείς διαδικασίες, οι οποίες δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι τα πράγματα να ξε καθαρίσουν μέσα στο κεφάλι του. Το ελικόπτερο έφτασε πάνω από τη χερσόνησο που προεξείχε από τη βόρεια όχθη του ποταμού και ήταν σημαδεμένη από ένα βαθύ κανάλι. Βιομηχανικές εγκαταστάσεις βρίσκονταν κτισμένες κι από τις δυο πλευρές του καναλιού, δεξαμενές πετρελαίου, διυλι στήρια, καμινάδες και πελώριες δεξαμενές αερίου, όλα χωμένα σε έναν ιστό εναέριων διαδρόμων και σωληνώσεων. Μ ια μεγάλη γραμμή διέσχιζε κάθετα το ίδιο το κανάλι.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
77
«Πού είμαστε;» ρώτησε ο Γκάρι. «Τι είναι όλα αυτά;» «Είναι το νησί Κάνβεϊ», φώναξε η Θάντι. «Και στα δυτικά του καναλιού είναι το Κόριτον. Πετροχημικές εγκαταστάσεις». Τα τερματικά βρίσκονταν στον ποταμό. Ένα γιγάντιο δεξαμε νόπλοιο ήταν αραγμένο σε μια αποβάδρα, με τις συμπαγείς σιλουέτες ρυμουλκών ολόγυρά του. Έντονα φωτισμένο από λάμπες να τρίου, το τοπίο έμοιαζε να απλώνεται σε έκταση χιλιομέτρων και ο Γκάρι μπορούσε να δει πως διέδετε κάποια προστασία από τα νερά μέσω ενός ανδεκτικού κυματοδραύστη, ο οποίος δα έπρεπε να είχε ύψος αρκετών μέτρων. Ό μ ω ς η περιοχή δεν ήταν εντελώς παραδομένη στη βιομηχανία. Υπήρχαν και κατοικίες από κόκκινα τούβλα, που έμοιαζαν με ταπεινά λουλούδια ζαρωμένα κάτω από τη βροχή. Μερικές απ' αυτές απείχαν μόλις μισό χιλιόμετρο από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Και, προφανώς, εκτυλισσόταν εκεί μια προσπάδεια εκκένωσης του πληδυσμού. Ο Γκάρι είδε αυτοκίνητα να βγαίνουν από τους οικισμούς, γεμίζοντας τους δρόμους που κατέληγαν στις μεγάλες οδικές αρτηρίες προς τον Βορρά. Είχε πια σκοτεινιάσει πολύ, αν και δεν ήταν ακόμη τέσσερις το απόγευμα, κι έτσι τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν αναμμένους προβολείς. Η ροή τους ήταν σχεδόν ακινητοποιημένη και ελικόπτερα διάσωσης με ζωηρό κίτρινο χρώ μα πετούσαν κατά μήκος της όχδης του ποταμού. Ο Γκάρι τα έβλε πε όλα αυτά φευγαλέα μέσ' στην πυκνή βροχή, από το ελικόπτερο που χοροπηδούσε και έγερνε στον άνεμο. Τώρα πια κυριαρχούσαν λάμψεις αστραπών και μπουμπουνητά κεραυνών. «Το μέτωπο της καταιγίδας απέχει μόλις ένα-δυο χιλιόμετρα προς τα εκεί», είπε η Θάντι δείχνοντας ανατολικά. «Σαντζ, πώς πάνε τα δεδομένα σου; Έχεις στοιχεία από τους δορυφόρους;» «Ναι, έχω», είπε ο Σάντζεϊ κοιτάζοντας την οδόνη του. «Οι με τεωρολογικοί αισδητήρες λειτουργούν κανονικά, παρ' ότι ο ανεμο μετρητής μάλλον δα διαλυδεί τελείως αν συνεχίσουμε έτσι. Η ατμο σφαιρική πίεση πέφτει. Εννιακόσια εβδομήντα. Εννιακόσια εξήντα πέντε... Το ραντάρ λειτουργεί, το σόναρ δεν τα πάει τόσο καλά, μα
78
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αυτό ήταν αναμενόμενο. Θ α βοηθούσε πολύ αν αυτή η μπανιέρα δεν χοροπηδούσε σαν τρενάκι του λούνα παρκ». «Κάνω ό,τι μπορώ, εξυπνάκια». Ο Γκάρι δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο είχε στηθεί εκεί όλη αυτή η βιομηχανία. «Μοιάζει με αυτόνομη πόλη», είπε. «Είναι και ευάλω τη, ή κάνω λάθος;» «Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, το Λονδίνο είναι ένα πελώριο, πεινασμένο τέρας, Γκάρι. Έχουν προετοιμαστεί, βέβαια, για τις πλημ μύρες και κάνουν συχνά ασκήσεις ετοιμότητας». Σήκωσε έναν δια κόπτη και ο ασύρματος πέρασε σε μια συχνότητα από την οποία ακουγόταν το πλήρωμα κάποιου διυλιστηρίου που ακολουθούσε δια δικασίες κλεισίματος του συστήματος, ελέγχοντας καταλόγους με αντλίες, καμίνους, συμπιεστές, βαλβίδες, καταλυτικούς διασπαστές. «Αργά φεύγουν», είπε ο Γκάρι. «Η καταιγίδα παρακολουθείται από τότε που βρισκόταν στη Σκοτία». «Μια προειδοποίηση για καταιγίδα είναι από μόνη της κοστοβόρο γεγονός», είπε η Θάντι. «Εφόσον περισσότεροι από ένα ε κατομμύριο άνθρωποι ζουν στην πεδιάδα που πλημμυρίζει ο Τάμε σης, δεν πρέπει να σημάνεις συναγερμό παρά μόνο αν είναι απο λύτως απαραίτητο. Η κυκλοφορία των πλοίων στον ποταμό είναι επίσης πρόβλημα. Στις μέρες μας, το Φράγμα φαίνεται να σηκώνε ται περισσότερες φορές απ' όσες κατεβαίνει. Και η διακοπή της λει τουργίας αυτών των διυλιστηρίων δεν είναι αστείο πράγμα, ούτε μπορείς να τα κλείσεις απλά και μόνο με το να κατεβάσεις έναν δια κόπτη. Κοστίζει να σταματήσεις την επεξεργασία των πρώτων υλών. Ο ι άκαιροι συναγερμοί δεν είναι καθόλου δημοφιλείς. Ο ι άνθρω ποι τρομάζουν μπροστά στις ευθύνες και στις αποζημιώσεις». «Στη συγκεκριμένη περίπτωση», είπε ο Σάντζεϊ, «τα περιθώρια λάθους σχετικά με την πιθανή πορεία της καταιγίδας και τα αποτελέσματά της ήταν πολύ μεγάλα για να είμαστε σίγουροι. Σου το είπα, τα μοντέλα μας καταρρέουν. Το χειρότερο είναι πως οι διασυν δέσεις ανάμεσα στα διαφορετικά μοντέλα έχουν επίσης πάψει να λειτουργούν ικανοποιητικά...» Ο Γκάρι κατανοούσε αυτήν τη λογική. Τα μαθηματικά μοντέλα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
79
πρόγνωσης του καιρού σε γενικές γραμμές βασίζονταν στον δια χωρισμό της ξηρός, του αέρα και της θάλασσας σε διακριτά στοι χεία και στην καταγραφή της εξέλιξης μεταβλητών όπως η ατμο σφαιρική πίεση, η θερμοκρασία κι η ταχύτητα του ανέμου από το ένα στοιχείο στο άλλο. Θ α μπορούσες να «τρέξεις» ένα γενικό μο ντέλο για ολόκληρη τη Βόρεια Θάλασσα και μετά, καθώς η κα ταιγίδα θα προσπερνούσε το Γουός ή τις εκβολές του Τάμεση, θα εισήγαγες προβλεπόμενες συνθήκες από το θαλάσσιο σε πιο εκλε πτυσμένα μοντέλα για να δεις τι θα συνέβαινε εκεί. Α λλ' αν όλα τα μοντέλα αποδεικνύονταν προβληματικά εξαιτίας κάποιας κρυφής αλλαγής στην πραγματική κατάσταση των μετεωρολογικών συστη μάτων του πλανήτη, τότε τα λάθη θα πολλαπλασιάζοντας ιδιαίτερα στις παρυφές και στα σημεία επαφής των επιμέρους συστημάτων. «Η τελευταία μεγάλη πλημμύρα στο Λονδίνο έγινε το 1953», εί πε ο Σάντζεϊ. Αυτό το γεγονός οδήγησε, τελικά, στην κατασκευή του Φράγματος. Μ εγάλο τμήμα του Κάνβεϊ βρίσκεται κάτω από το ύ ψος της θάλασσας· αρκετοί άνθρωποι πέθαναν εκεί. Μ α τούτη η συγκεκριμένη πλημμύρα είναι ένας συνδυασμός υψηλής παλίρ ροιας με ένα μεγάλο μέτωπο καταιγίδας». Το χαμηλό βαρομετρικό στην καρδιά της καταιγίδας θα μπο ρούσε να ανυψώσει τη στάθμη της θάλασσας από κάτω του, δη μιουργώντας μια καμπούρα στην επιφάνειά της με μήκος εκατο ντάδων χιλιομέτρων. Στη συνέχεια, οι άνεμοι ήταν πιθανόν να σπρώ ξουν αυτή την ανυψωμένη επιφάνεια νερού προς την ακτή ή τις εκβολές ενός ποταμού. Αυτό ονομαζόταν κύμα καταιγίδας. «Είναι κύμα καταιγίδας λοιπόν αυτό; Βρισκόμαστε σε πορεία εξέλιξης μιας πλημμυρίδας;» «Η καταιγίδα σπρώχνει τα κύματα μπροστά της», είπε ο Σάντζεϊ. «Δεν θα έλεγα, όμως, πως πρόκειται για σημαντική ανύψωση των υδάτων. Ό σ ο για την πλημμυρίδα, οι προβλέψεις υπάρχουν πια παντού γι' αυτή». «Άρα, το γεγονός δεν διαθέτει τα χαρακτηριστικά που σημάδε ψαν το συμβάν του 1953. Παρ' όλα αυτά, αντιμετωπίζουμε και πάλι φαινόμενα πλημμύρας».
80
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Έτσι φαίνεται», είπε ο Σάντζεϊ. «Και δεν είναι καν μια ιδιαίτερα σοβαρή καταιγίδα». Ακουγόταν άκεφος, λες κι ο αληθινός κόσμος ήταν κάτι σαν βοτσαλάκι μέσα στο όστρακο της επιστήμης του. «Γαμώ το!» φώναξε η Θ άντι. «Έρχεται!» Το ελικόπτερο βούτηξε προς τα κάτω και τραντάχτηκε, καθώς τους οδηγούσε πάνω από τον ποταμό για να έχουν καλύτερη θέα. Κοιτάζοντας από το βρεγμένο παράθυρο ο Γκάρι είδε το κύμα να έρχεται, νερό ανυψωμένο και σπρωγμένο από την καταιγίδα της Βόρειας Θάλασσας, στριμωγμένο στις στενές και ρηχές εκβολές. Καθώς προχωρούσε, ξεχυνόταν σχεδόν αδιάφορα πάνω από κυ ματοθραύστες και φράγματα, ενώ κι από τις δυο όχθες ένας σκού ρος λεκές απλωνόταν πάνω σε δρόμους, κήπους και πάρκα. «Τα καταγράφεις όλα αυτά, Σαντζ;» φώναξε η Θάντι. Ο Σάντζεϊ χρησιμοποιούσε ένα χειριστήριο για να ελέγχει την κάμερα που ήταν τοποθετημένη κάτω από το κύτος του ελικοπτέρου. «Αρκετά καλά», ανέφερε. «Στέλνουμε εικόνα σε όλα τα κανάλια ειδήσεων...» Η πλημμύρα έφτασε στα πετροχημικά διυλιστήρια και τις δεξα μενές καυσίμων. Το νερό απλώθηκε γύρω από τις βάσεις των πε λώριων κατασκευών, έχοντας το ίδιο μαύρη και παχύρρευστη όψη με το πετρέλαιο που υφίστατο εκεί επεξεργασία. Μερικά φώτα έ σβησαν και τα λίγα εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα γρήγορα βυθίστη καν. Το ύψος του νερού μάλλον ανέβαινε γοργά. Ύστερα η πλημμύρα άρχισε να εξαπλώνεται και στην περιοχή των κατοικιών. Η Θάντι κατέβασε το ελικόπτερο πιο χαμηλά για να μπορέσουν να δουν. Τα ορμητικά νερά ξεχύνονταν σε παρόδους γεμάτες ακόμη με αυτοκίνητα. Πολλά οχήματα παρασύρθηκαν, με τα φώτα τους να τρεμοπαίζουν και να σβήνουν. Άνθρωποι βγήκαν από τα αυτοκίνητα μέσ' από παράθυρα και πόρτες, σκαρφαλώνο ντας στις οροφές ή προσπαθώντας να κινηθούν στα νερά που ο λοένα υψώνονταν. Το ρεύμα παρέσυρε τα αμάξια, ρίχνοντάς τα πά νω στους ανθρώπους σαν κορμούς δέντρων. Ό λα αυτά ο Γκάρι τα έβλεπε από ψηλά, από τη ζεστασιά και την
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
81
άνεση της καμπίνας του ελικοπτέρου. Δεν ακούγονταν ανθρώπινοι ήχοι, καμιά φωνή ή κραυγή· όλα πνίγονταν από το μουγκρητό της καταιγίδας και τον βόμβο της μηχανής του ελικοπτέρου. Ξαφνικά, η κατάσταση έπαψε να είναι ένα εντυπωσιακό καιρικό φαινόμενο, ένας γρίφος για όσους ασχολούνταν με τα μετεωρολογικά μοντέλα. «Χριστέ μου!» είπε ο Γκάρι. «Γίνεται πραγματική καταστροφή εκεί κάτω». «Ολόκληρη τούτη η αναθεματισμένη μέρα είναι ήδη μια κατα στροφή», είπε η Θάντι. «Ας κάνουμε τη δουλειά μας». Το ελικόπτερο σηκώθηκε στον αέρα και κατευθύνθηκε δυτικά. Ο πλημμυρισμένος οικισμός είχε μετατραπεί σε αφηρημένο πίνα κα, ένα ανακάτεμα νερού και ξηράς.
12 Ακολουθώντας το μέτωπο της καταιγίδας κόντρα στο ρεύμα του ποταμού και προς την κατεύθυνση του κεντρικού Λονδίνου, το ελι κόπτερο πέταξε πάνω από το Τίλμπουρι, δέκα ή δώδεκα χιλιόμε τρα δυτικά του νησιού Κάνβεϊ. Ένα πολύ μεγαλύτερο πρόγραμμα εκκένωσης εξελισσόταν σ' αυτή την πιο πυκνοκατοικημένη περιο χή, με την κυκλοφορία να εξέρχεται από το Τίλμπουρι προς τα νότια του Τάμεση και νότια προς το Γκρέιβσεντ. Ο ι σταθμοί ηλεκτροδότησης κατέρρευσαν. Τα φώτα σε ολόκληρες συνοικίες άρχισαν να σβήνουν. Στον ίδιο τον ποταμό ένα φορτηγό πλοίο χτυπήθηκε από τα νερά, προφανώς τη στιγμή που προσπαθούσε να πάρει στρο φή, και αναποδογυρίστηκε ρίχνοντας τα κοντέινερ στο νερό λες κι ήταν σπιρτόξυλα. Είχε ήδη ξεκινήσει μια μεγάλη επιχείρηση διά σωσης, με ελικόπτερα και ναυαγοσωστικά συγκεντρωμένα γύρω από το χτυπημένο πλοίο. Το ελικόπτερο συνέχιζε την πτήση του.
82
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Πρέπει να κατανοήσουμε τι συμβαίνει», μουρμούρισε η Θάντι. «Να καταλάβουμε και να κάνουμε κάτι γ ι' αυτό». «Το μέσο ύψος της στάθμης του νερού παγκόσμια έχει ανεβεί κατά ένα μέτρο», είπε ο Γκάρι. Η Θάντι γύρισε προς το μέρος του. «Ποιος στο είπε αυτό;» «Μια εντεκάχρονη». «Μπορεί και να είχε δίκιο», μούγκρισε η Θάντι. «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει στα σίγουρα», είπε ο Σάντζεϊ. «Εί ναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς συνολικά τις τάσεις. Αυτό που έχουμε δει στην πραγματικότητα είναι ακραίες υπερχειλίσεις πο ταμών και ακραίες πλημμύρες από παλίρροιες, όπως τούτο δω το γεγονός. Συμβαίνουν παντού, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η θερμο κρασία των θαλασσών ανεβαίνει επίσης και η παραπανήσια θερ μοκρασία προκαλεί καταιγίδες». «Όπως αυτή». «Πιθανώς. Τα δεδομένα είναι αποσπασματικά». «Εσύ τι πιστεύεις;» ρώτησε ο Γκάρι τη Θάντι. «Πιστεύω πως η στάθμη των ωκεανών πράγματι υψώνεται. Τα δεδομένα μπορεί να είναι αποσπασματικά, Σάντζεϊ, μα όλα προς τα κει δείχνουν. Η τάση θα φανεί καθαρά με το πέρασμα του χρόνου». «Μα πώς συμβαίνει αυτό; Ένα μέτρο είναι ήδη υπερβολικά πο λύ. Ό τα ν με απήγαγαν, ήταν το ανώτατο όριο για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών στο τέλος του αιώνα, όχι ως το 2016». «Το θυμάμαι καλά», είπε η Θάντι ξερά. «Οι παλιές καλές μέ ρες της υπερθέρμανσης του πλανήτη». «Ποια είναι λοιπόν η αιτία; Λες πως δεν είναι απλώς το λειώσιμο των πάγων στους πόλους και στους παγετώνες, ούτε η διαστο λή του νερού εξαιτίας της ανόδου της θερμοκρασίας, τουλάχιστον από μόνα τους». «Ό λα αυτά συνεχίζουν να συμβαίνουν, όπως συνέβαιναν εδώ και δεκαετίες», είπε η Θάντι. «Εδώ όμως υπάρχει και κάτι άλλο». «Είναι μια διαμάχη που μαίνεται τα τελευταία δυο χρόνια», είπε ο Σάντζεϊ. «Και η Θάντι έχει κάποιες δικές της θεωρίες, έτσι δεν είναι, αγαπούλα μου;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
83
«Μη μου το παίζεις ξύπνιος, αυτάρεσκο και χαμένο βρετανικό κορμί! Ναι, έχω κάνει κάποιες υποδέσεις. Το μόνο που χρειάζομαι είναι ένας τρόπος για να τις επαληδεύσω». «Και στη συνέχεια δα μπορέσεις να γράψεις το βιβλίο σου, να βγεις στην τηλεόραση και να κατατρομάξεις τους πάντες, κερδίζο ντας και μια περιουσία παρεμπιπτόντως». Η Θάντι έκανε μια χειρονομία με σηκωμένο το μεσαίο δάχτυ λο του γαντοφορεμένου χεριού της. Ύστερα έκοψε ταχύτητα, μέχρι που το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται στο ίδιο σημείο. «Χριστέ μου, για κοιτάξτε αυτό!» Ο Γκάρι κοίταξε τη γέφυρα από κάτω του, η οποία διέδετε δρό μο με έξι λωρίδες κυκλοφορίας και περνούσε περήφανα πάνω από τον ποταμό, καταλήγοντας σε περίπλοκους κόμβους βόρεια και νότια. Η βόρεια όχδη ήταν γεμάτη με βιομηχανικές εγκαταστά σεις, αποβάδρες και προβλήτες που υψώνονταν μέσα στο ποτάμι. Πίσω από τη βιομηχανική ζώνη υπήρχε μια φαρδιά έκταση από τσιμέντο και γυαλί, λαμπερά φωτισμένη από το εσωτερικό, που από ψηλά έμοιαζε με μια σειρά πελώριων δερμοκηπίων. Στα νότια διέκρινε κάποια ακόμα πιο εντυπωσιακή πόλη από γυαλί μέσα σε κάτι που έμοιαζε με ορυχείο κιμωλίας, και σε ολόκληρα τετραγω νικά χιλιόμετρα από περιποιημένα πάρκα. «Πού βρισκόμαστε;» «Στη διασταύρωση Ντάρφορντ», είπε ο Σάντζεϊ. «Αυτό, Αμερι κανέ φίλε μου, είναι ο Μ25, ο περιφερειακός αυτοκινητόδρομος του Λονδίνου. Ακόμα και στις καλές του μέρες, μοιάζει με πάρκιν σε σχήμα λουκουμά. Τούτο είναι το σημείο όπου διασχίζει το ποτάμι». «Κι εκείνα τα εμπορικά συγκροτήματα;» «Το Λέικσαντ Θάροκ στον Βορρά, το Μπλουγουότερ Παρκ στον Νότο. Καταναλωτικοί παράδεισοι...» Τα εμπορικά κέντρα είχαν μια πολύ άσχημη ημέρα. Ελικόπτερα αιωρούνταν από πάνω τους, μερικά από εκείνα τα μεγάλα Σινούκ της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ, έχοντας στραμμένους τους προβολείς τους προς τα νερά του ποταμού τα οποία έγλειφαν όλο και πιο ψηλά τα αντερείσματα και τις οδούς προσπέλασης της με
84
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
γάλης γέφυρας του αυτοκινητόδρομου. Το νερό είχε φτάσει πίσω από τις βιομηχανικές ζώνες στα περίχωρα του Λέικσαντ, απομονώνοντάς τες, και προχωρούσε προς τα εμπορικά κέντρα. Πλάι στην ίδια τη διασταύρωση, ο Γκάρι διέκρινε μια πελώρια γαβάδα να σχηματίζεται στο σημείο όπου οι δρόμοι περνούσαν μέσα από διό δια, μια γαβάδα η οποία γέμιζε σταδερά με νερό. Ο ι προβολείς των αυτοκινήτων έσβηναν καδώς αυτά βυδίζονταν, ενώ οι άνδρωποι κολυμπούσαν σαν μυρμήγκια. «Ο αυτοκινητόδρομος μποτιλιαρίστηκε», φώναξε η Θάντι. «Α κούω τις αναφορές της αστυνομίας. Η σήραγγα έκλεισε ήδη από τον φόβο των πλημμυρών κι έτσι η κυκλοφορία στη γέφυρα και στους δρόμους προσπέλασης έχει κολλήσει. Επιπλέον, έρχονται ολοένα κι άλλοι πρόσφυγες, που αυξάνουν τη συμφόρηση με τα δι κά τους αυτοκίνητα». Ενώ ο Γκάρι κοιτούσε, τα φώτα στο βόρειο εμπορικό κέντρο του Λέικσαντ έσβησαν. «Χριστέ μου!» «Το μέτωπο της καταιγίδας πλησιάζει το Φράγμα», είπε ο Σάντζεϊ κοιτάζοντας τον υπολογιστή του. «Μάλλον αυτή είναι η στιγ μή της αλήδειας». «Πιστεύεις πως το νερό δα σκεπάσει το Φράγμα;» ρώτησε ο Γκάρι. «Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα», είπε ο Σάντζεϊ. «Είναι μια κα τασκευή σε σχέδια της δεκαετίας του 1960, βασισμένη στις τότε πιδανότητες για μελλοντικές πλημμύρες. Ακόμα και πριν από το και νούργιο φαινόμενο της ανόδου της στάδμης των δαλασσών, οι αναδεωρημένες προβλέψεις που βασίζονταν στην αύξηση της παγκό σμιας δερμοκρασίας χτυπούσαν τα καμπανάκια του κινδύνου...» «Η αστυνομία ζητά τη βοήδειά μας», είπε η Θάντι αφουγκραζόμενη τον ασύρματο. «Οργανώνουν ζώνες περισυλλογής για παι διά, γυναίκες με μωρά, άρρωστους και τραυματίες. Μπορούμε να μεταφέρουμε κάποιους σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Θ α συνεχίσουμε μέχρι να μας τελειώσουν τα καύσιμα». «Να 'το», είπε ο Σάντζεϊ κοιτάζοντας την οδόνη του. «Νομίζω
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
85
πως το νερό πέρασε πάνω από τις πύλες του Φράγματος. Έτσι μου (ραίνεται». Ο Γκάρι κοίταξε τη Θάντι. «Πάμε να βοηδήσουμε». «Ναι». Το ελικόπτερο βούτηξε από ψηλά προς την κατεύδυνση του μαυρισμένου κουφαριού του Λέικσαντ.
13 Στον Θ όλο του Γκρίνγουιτς, η Αμάντα σχεδόν ανακουφίστηκε ό ταν η παράσταση διακόπηκε από τις αναγγελίες εκκένωσης. Ο ι δεατές σηκώδηκαν όρδιοι και βγήκαν στους διαδρόμους ενδουσιασμένοι, παρά το μακρινό κουδούνισμα σειρήνων συνα γερμού. Η Αμάντα, ξέροντας καλά τα παιδιά, υπέδετε πως όλοι ή ταν κουρασμένοι· οι περισσότεροι από το κοινό δα ανυπομονούσαν ήδη για τα λαμπερά φώτα του μετρό ή τη ζεστασιά των λεω φορείων που δα τους οδηγούσαν πίσω στα σπίτια τους. Ό σ ο για την ίδια την Αμάντα, χορωδίες αμούστακων αγοριών που τραγου δούσαν ελισαβετιανά μαδριγάλια για «εκπαιδευτικούς» σκοπούς, όπως επέβαλε το εδνικό σχολικό πρόγραμμα, δεν ήταν η δική της ιδέα ψυχαγωγίας για να περάσει το απόγευμα. Η Αμάντα και ο Μπεντζ είχαν ανάμεσά τους μια άδεια δέση: η Κρίστι είχε πάει στην τουαλέτα. Η Αμάντα κοίταξε τον Μπεντζ με αβεβαιότητα. «Θα έχει αρκετό μυαλό ώστε να επιστρέψει εδώ στις δέσεις μας, έτσι δεν είναι;» Ο Μπεντζ δεν απάντησε. Καδόταν πίσω στο κάδισμά του με μια ονειροπαρμένη, αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπό του. Η Αμά ντα του είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιήσει τον Άγγελο στη διάρ κεια της παράστασης, μα αυτός τον άνοιξε αμέσως μόλις αναγγέλδηκε από τα μεγάφωνα η εντολή εκκένωσης. Η Αμάντα αισδάνδηκε μια αόριστη ανησυχία. Δεν ήξερε καν
86
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
για ποιο λόγο είχε χτυπήσει ο συναγερμός. Είχε ακούσει κάποιους να μουρμουρίζουν για τρομοκρατικό χτύπημα, αλλά εκείνη έβαζε στοίχημα πως ήταν κάτι που είχε να κάνει με τον άθλιο καιρό. Ί σως να πλημμύρισε η σήραγγα της Γραμμής Τζούμπιλε, η διαδρο μή του μετρά που χρησιμοποίησε για να φτάσει εδώ με τα παιδιά της. Οπωσδήποτε, αγωνιούσε για τις επιπτώσεις σε περίπτωση που το μετρά θα είχε πλημμυρίσει. Ο υπόγειος ήταν η σημαντικότερη διέξοδος από τη χερσόνησο. Υπήρχαν και λεωφορεία, μα θα ήταν όλα ασφυκτικά γεμάτα. Θ α έπρεπε να περιμένουν ώρες, ίσως μέσα στη βροχή, και τα παιδιά θα εκνευρίζονταν. Κοίταξε γύρω της. Ο ι περισσότεροι είχαν ήδη αδειάσει την αί θουσα των δυο χιλιάδων θέσεων με την ονομασία «Ίντιγκο 2» και ελάχιστοι αργοπορημένοι παρέμεναν. Η Κρίστι δεν φαινόταν που θενά. Η Αμάντα αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να πάει στις τουαλέ τες για να την ψάξει. Τότε σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το κινητό. Μ α όταν προσπά θησε να καλέσει την Κρίστι, είδε το μήνυμα «Δεν υπάρχει σήμα». Έψαξε στις υπηρεσίες ενημέρωσης, προσπαθώντας να ανακα λύψει τι συνέβαινε. Δεν υπήρχε λήψη από καμιά τοπική υπηρεσία, ούτε ακόμα κι από το BBC. Κατόρθωσε να μπει στο CNN, αλλά εκεί οι ειδήσεις δεν μιλούσαν για όσα γίνονταν στο Λονδίνο, μα για τα τελευταία προβλήματα στο Σίντνεϊ της Αυστραλίας, όπου οι πλημ μύρες είχαν χειροτερέψει αισθητά. Η Αμάντα κοίταξε τις φωτογρα φίες, που είχαν τραβηχτεί από τον αέρα και που έδειχναν τα νερά να ξεχύνονται από τα λιμάνια βαθιά στο κεντρικό Σίντνεϊ, καθώς και μια πανικόβλητη εκκένωση των γυάλινων πύργων της κεντρικής εμπορικής συνοικίας. Ο ι αυτοκινητόδρομοι που οδηγούσαν έξω από την πόλη είχαν φρακάρει από τα αυτοκίνητα, ενώ μεγάλο πλή θος βρισκόταν συγκεντρωμένο στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθ μό, παρ' ότι οι αναφορές έλεγαν πως τα τρένα είχαν σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή, οι κάμερες παρέμεναν καρφωμένες στα σημαντι κότερα μνημεία της πόλης. Η Όπερα έμοιαζε με νησί, αποκομμένη καθώς ήταν από την ενδοχώρα. Της φάνηκε σαν να παρακολου θούσε ειδικά εφέ μιας ταινίας.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
87
Έκλεισε το κινητό και κοίταξε γύρω της. Η Κρίστι δεν (ραινόταν πουθενά. Ένας υπάλληλος του Θόλου πλησίασε από τον διάδρομο προς το μέρος τους. Ή ταν νεαρός, με ανασηκωμένα κόκκινα μαλλιά και μασούσε τσίχλα. «Συγγνώμη, δεσποινίς, αλλά πρέπει να φύγετε. Πρέπει να εκκε νώσουμε το μέρος». Δεσποινίς! Η Αμάντα χαμογέλασε· ήταν μόνο μερικά χρόνια με γαλύτερη από τον Μπεντζ. «Περιμένω την κόρη μου. Βρίσκεται στην τουαλέτα». «Λυπάμαι, όμως πρέπει να φύγετε τώρα. Πρέπει να εκκενώσω το μέρος». «Περιμένω την κόρη μου». Ο νεαρός πισωπάτησε νευρικά και η προσοχή του φάνηκε να αποσπάται· θα έπρεπε να παίρνει οδηγίες από κάποιον προσωπικό του Άγγελο. «Σας παρακαλώ! Θ α αναγκαστώ να καλέσω την α σφάλεια. Πρέπει να αδειάσω το μέρος. Πρόκειται για το σχέδιο εκκένωσης». Ο Μπεντζ σηκώθηκε όρθιος. «Έλα, μαμά. Δεν υπάρχει λόγος να τον νευριάζουμε. Πιθανώς αυτήν τη στιγμή να περιμένει κάπου έξω από τις τουαλέτες. Την ξέρεις, τώρα». Η Αμάντα ένιωθε μια αλλόκοτη απροθυμία να σηκωθεί και να εγκαταλείψει τις θέσεις τους χωρίς την Κρίστι. Τούτο θα σήμαινε μια ξεκάθαρη απόκλιση από τη φυσιολογική της ημέρα. Υπέθετε, από την άλλη, πως ο νεαρός μιλούσε σοβαρά για την ασφάλεια· δεν είχε διαφορετική επιλογή. «Ωραία, λοιπόν». Σηκώθηκε και ακολούθησε τον Μπεντζ έξω από τη σειρά των καθισμάτων. Προχώρησαν προς την περιοχή της κύριας εισόδου. Ήταν μια σπηλαιώδης έκταση που έβλεπε προς μια σειρά από γυάλινες πόρ τες κι είχε από τις δυο πλευρές της εκδοτήρια εισιτηρίων, κατα στήματα και μια έρημη καφετέρια. Η οροφή του Θόλου δέσποζε πάνω από τα κεφάλια τους, ένα ελαφρά βρόμικο αντίσκηνο που
88
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
παγίδευε τον ζεστό, υγρό, πνιγηρό αέρα. Μπορούσε να ακούσει τον χτύπο της βροχής στο καραβόπανο, ψηλά πάνω από πάνω τους. Το μέρος ήταν πάντα μισοσκότεινο και κλειστό από παντού. Η Κρίστι δεν φαινόταν πουθενά έξω από τις τουαλέτες. Μ ια υπάλληλος, μια γεροδεμένη γυναίκα, δεν την άφηνε να μπει μέσα για να ψάξει. «Δεν υπάρχει κανείς στις τουαλέτες, κυρία». «Μα η κόρη μου ήρθε εδώ». «Οι τουαλέτες είναι άδειες. Δεν μπορεί να βρίσκεται εδώ». «Κοιτάξτε, είναι έντεκα χρονών!» «Είμαι σίγουρη πως θα τη βρείτε να σας περιμένει στο σημείο συγκέντρωσης της ομάδας σας». Τα λόγια της προκάλεσαν στην Αμάντα μια αίσθηση ανεπάρ κειας και ανημποριάς στη θέση της οργής που ένιωθε ως εκείνη τη στιγμή. «Ποιο σημείο συγκέντρωσης; Δεν ξέρω τίποτα για κανένα σημείο συγκέντρωσης!» «Ξέρω εγώ, μαμά», είπε ο Μπεντζ. «Ήταν γραμμένο πάνω στα εισιτήριά μας. Πάρκιν N o Τέσσερα». Η γυναίκα έδειξε. «Έχει πινακίδες και είναι εύκολο να το βρεί τε». Καθώς ο ασύρματός της έσκουξε, με μια απολογητική ματιά προς την Αμάντα τής γύρισε την πλάτη. Ο Μπεντζ ανέλαβε πάλι την πρωτοβουλία. «Ξέρω τον δρόμο, μαμά. Έλα». «Ας προσπαθήσουμε άλλη μια φορά να της τηλεφωνήσουμε». Ο Μπεντζ χρησιμοποίησε το δικό του τηλέφωνο. Η οθόνη ανα βόσβηνε κόκκινη: δεν είχε σήμα. «Δεν μπορώ καν να στείλω μή νυμα. Κοίτα, δεν είναι τόσο ηλίθια. Θ α ξέρει σίγουρα πού πρέπει να πάει». «Ας το ελπίσουμε». Τον ακολούθησε απρόθυμα, γνωρίζοντας πως δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήταν ανάμεσα στους τελευταίους που άφησαν τον Θόλο· τα πλήθη τον είχαν εκκενώσει πολύ γρήγορα. Καθώς διέσχιζαν την πλατεία της εισόδου, βρέθηκαν ανάμεσα στους στερνούς αργοπορημένους που έβγαιναν από τη Λεωφόρο Ψυχαγωγίας, το με
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
89
γάλο κυκλικό εμπορικό κέντρο το οποίο περιτριγύριζε το στάδιο στο κέντρο του Θόλου. Ή ταν ένας διάδρομος από καταστήματα, εστιατόρια, εξεζητημένα φανάρια φωτισμού, ακόμα και δέντρα που αναπτύσσονταν στο μισοσκόταδο του τεράστιου αντίσκηνου. Βγήκαν μέσα στη βροχή, που ο άνεμος την έφερνε σχεδόν ορι ζόντια στα πρόσωπά τους. Η Αμάντα κοίταξε τον Θ όλο πίσω της. Ο ι σταγόνες της βροχής αναπηδούσαν πάνω στη λερωμένη, υφα σμάτινη οροφή του. Μπορούσε να δει μόνο ένα μικρό μέρος του· δεν έδειχνε ιδιαίτερα εντυπωσιακός, επειδή η καμπύλη του δημι ουργούσε έναν ορίζοντα τόσο κοντά στο μάτι ώστε έκρυβε την πραγματική του κλίμακα. Κακός σχεδιασμός, σκέφτηκε. Ό τα ν τρά βηξε το βλέμμα από τον Θ όλο και το έστρεψε προς το πάρκιν των αυτοκινήτων, είδε εκεί συγκεντρωμένα άτακτα πλήθη. Δεν ήταν δυ νατόν να υπολογίσει τον αριθμό τους. Θ α μπορούσαν να είναι α κόμα και δέκα χιλιάδες, ένας όχλος σαν αυτός των οπαδών δυο ποδοσφαιρικών ομάδων. Η καρδιά της πάγωσε καθώς συνειδητο ποιούσε την κλίμακα όσων συνέβαιναν. Ο Μπεντζ της έπιασε το χέρι, κρατώντας με το άλλο την κου κούλα του στο πρόσωπό του. «Για το πάρκιν θα πάμε από δω». Προχώρησαν μπροστά τσαλαβουτώντας στα νερά, που λίμναζαν πάνω στο τσιμέντο και την άσφαλτο και σταδιακά δημιουργούσαν μεγαλύτερες λίμνες. Ο ι άνθρωποι πηγαινοέρχονταν παντού με σερ νάμενο βήμα, ντυμένοι με τα αδιάβροχά τους. Πάντως, κανείς δεν φαινόταν ιδιαίτερα αναστατωμένος. Τα μικρά παιδιά ήταν ενθουσια σμένα. Κανείς δεν φαινόταν να ανησυχεί εκτός από την Αμάντα. Ο Μπεντζ και η Αμάντα δοκίμασαν ξανά τα κινητά τους, αλλά και πάλι δεν είχαν σήμα. Κάποιο επείγον περιστατικό είχε συμβεί στον σταθμό του με τρά. Ο ίδιος ο σταθμός είχε αποκλειστεί από οδοφράγματα, επαν δρωμένα με ταλαιπωρημένους αστυνομικούς. Η Αμάντα κοιτούσε καθώς ένα ποτάμι μουσκεμένοι, τρομαγμένοι επιβάτες έβγαιναν με τα πόδια από τη βαθιά σήραγγα του μετρό. Τραυματιοφορείς που φορούσαν φωσφορίζοντα γιλέκα, κινούμενοι σε ζευγάρια, άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στο πλήθος και ξανάβγαιναν μεταφέροντας φορεία.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
90
Η 8έα των μουσκεμένων ανθρώπων και τα κορμιά πάνω στα φορεία κατατρόμαξαν την Αμάντα. Δυσκολευόταν να πιστέψει πως μόλις μισή ώρα πριν ή και λιγότερο καθόταν μέσα σε ένα στάδιο, ζεστή και χαλαρή, με τα παιδιά της πλάι της, ακούγοντας μια χο ρωδία αγοριών να «δολοφονεί» μαδριγάλια. Και τώρα αυτό. Εί χαν άραγε σκοτωδείάνθρωποι; Κι αν η Γραμμή Τζούμπιλε είχε πλημμυρίσει, τότε το δίκτυο του μετρά θα έπρεπε να είχε κλείσει εντελώς. Η μετακίνηση θα ήταν ένας εφιάλτης, ακόμα κι όταν θα κατάφερναν να βγουν από το Γκρίνγουιτς. Η μέρα συνέχιζε να εκτυλίσσεται αργά. Ο Μπεντζ της τράβηξε το χέρι. «Πάμε, μαμά. Κρυώνω». «Ναι. Μ ε συγχωρείς». Συνέχισαν βιαστικά.
14 Η Λ ίλι και ο Πιρς έπρεπε να περιμένουν ένα ελικόπτερο για να τους πάει από το Σουμπερινές στο Γκρίνγουιτς. Ο ι περιορισμένοι χώροι προσγείωσης και απογείωσης που διέθετε η υδρομητρόπολη ήταν κατειλημμένοι από τα σκάφη τα οποία μετέφεραν διά φορες ομάδες πλουσίων στις «διακοπές καταστροφής». Αυτές ή ταν ένα είδος ασφαλιστικού συμβολαίου που προσέφερε η εται ρεία AxysCorp του Νέιθαν, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση απρόοπτης καταστροφής όπως μια πλημμύρα, σε μετέφεραν σε κάποιο μακρινό πολυτελές ξενοδοχείο όπου περίμενες ασφαλής μέ χρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, αφήνοντας άλλους να αντιμετω πίσουν το πρόβλημα. Η Λίλι έβλεπε με απορία τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος είχε συνηθίσει στις καταστροφές. Μ ερικοί από εκείνους τους πλουτοκράτες που εγκατέλειπαν την υδρομητρόπολη, δεν είχαν σταματήσει να πίνουν ενώ τους συνόδευαν ομαλό
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
91
τατα από τον χώρο της δεξίωσης στο τόπο μεταφοράς για τις δια κοπές τους. Τελικά, η Αίλι και ο Πιρς μπήκαν στο δικό τους ελικόπτερο και ανυψώθηκαν στον αέρα. Ο άνεμος δυνάμωνε συνεχώς, ώστε ακόμα κι η αριστοτεχνική δεξιότητα του πιλότου δεν μπορούσε να τους γλυ τώσει από τα τραντάγματα, τα τριξίματα του κύτους, το μουγκρητό των μηχανών καθώς οι έλικες δάγκωναν τον ταραγμένο αέρα. Η καθυστέρηση δεν ήταν μεγάλη, μα πάντως αρκετή, έτσι ώστε οι πλημμύρες ήταν ήδη εκτεταμένες όταν έφτασαν πάνω από την ευ ρύτερη περιοχή του Λονδίνου κατευθυνόμενοι δυτικά. Ο ποταμός είχε υπερβεί τα αντιπλημμυρικά έργα και στις δυο όχθες με μια σχε δόν αβασάνιστη ευκολία, με αποτέλεσμα κτήρια, φανάρια δρόμων και δέντρα να προεξέχουν τώρα από το νερό σαν παιχνίδια μέσα σε νερόλακκους. Ο ι επιχειρήσεις εκκένωσης συνεχίζονταν μανιωδώς κατά μήκος του μετώπου του νερού, που συνεχώς φούσκωνε. Ο ι δρόμοι ήταν φρακαρισμένοι από αλυσίδες αργοκίνητων αυτο κινήτων, φορτηγών, λεωφορείων, πυροσβεστικών οχημάτων και ασθενοφόρων, των οποίων τα φώτα έλαμπαν σαν πετράδια, ενώ υπήρχε και μια πυκνότερη μάζα που έμοιαζε με χυλό και που θα έπρεπε να ήταν άνθρωποι οι οποίοι προσπαθούσαν να γλυτώσουν με τα πόδια, υπερβολικά πολλοί και υπερβολικά μακριά ώστε να ξεχωρίζουν ο ένας από τον άλλον - ανθρώπινα όντα υποβιβα σμένα στο επίπεδο των σωματιδίων. Ο Πιρς κοιτούσε τον κατακλυσμό από κάτω του με βλέμμα ει λικρινές και ευφυές, ακούγοντας τα κανάλια της αστυνομίας. Η Λίλι σκεφτόταν πως μια κατάσταση σαν κι αυτή θα έπρεπε να φέρει στην επιφάνεια τον καλύτερο εαυτό του, την εκπαίδευσή του και το ηγετικό του ένστικτο. Εκείνος ήταν χλομός, έχοντας χάσει βάρος όπως κι οι υπόλοιποι όμηροι. Καθώς δεν είχαν περάσει παρά μόνο έξι μέρες από τη στιγμή της απελευθέρωσής τους, κανείς τους δεν είχε προλάβει να συγκεντρώσει αποθέματα δυνάμεων. Μα, προ φανώς, ο κόσμος δεν θα περίμενε μέχρι να συνέλθουν. Ό τα ν πέρασαν πάνω από το Φράγμα του Τάμεση, ο πιλότος χα
92
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μήλωσε το ελικόπτερο για να τους προσφέρει καλύτερη θέα. Το Φράγμα, μια γραμμή που έκοβε κάθετα τον ποταμό, είχε ξεχειλίσει σε όλο το μήκος του και ένα είδος καταρράχτη έπεφτε με βρόντο στην πλευρά την αντίθετη από εκείνη του ρου, σηκώνοντας αφρούς και κάνοντας τα νερά ν' αναβράζουν. «Να κάτι που θα μπορείς να διηγείσαι στα εγγόνια σου», μουρ μούρισε ο Πιρς. «Ένα γεγονός που υποτίθεται πως συμβαίνει μια φορά στα χίλια χρόνια. Στην πραγματικότητα, το ίδιο το Φράγμα έχει γίνει αντικείμενο μιας επιχείρησης διάσωσης. Κάποιοι έχουν παγιδευτεί στους πύργους έλεγχου και σε ένα είδος σήραγγας που συνδέει τα διάφορα σημεία του κάτω από τον ποταμό. Ο ι υπερα σπιστές της πόλης χρειάζονται πια οι ίδιοι υπεράσπιση. Τέλος πά ντων...» Γύρισε το κεφάλι αλλού. Το ελικόπτερο βούτηξε και πέταξε ξανά μπροστά, κατευθυνόμενο σταθερά προς τα δυτικά. Επιτέλους βρέθηκαν πάνω από το Γκρίνγουιτς. Ο πιλότος πετούσε φηλά, ώστε να μην εμποδίζει τις επιχειρήσεις διάσωσης που βρί σκονταν ήδη σε εξέλιξη. Στο σημείο εκείνο ο ποταμός σχημάτιζε έναν παχύ, διπλό μαί ανδρο δημιουργώντας δυο χερσονήσους, που η μια προεξείχε από τη βόρεια όχθη και η δεύτερη από τη νότια και, από το σημείο που τις έβλεπε η Λίλι, έμοιαζαν να πιέζουν η μια την άλλη σαν τα σύμ βολα του γιν και του γιανγκ. Η πιο μεγάλη χερσόνησος, που φαι νόταν στα αριστερά, ήταν το Ν ησί των Σκύλων, μια γλώσσα χαμη λής ξηράς γεμάτη αποβάθρες που μερικές είχαν ηλικία αιώνωνστον Βορρά, στον λαιμό της χερσονήσου γύρω από την Αποβά θρα Κάναρι, απλώνονταν για ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα τα πελώρια καινούργια κτήρια γραφείων, φτιαγμένα από λαμπερό γυσ λί. Η λεπτότερη χερσόνησος στα δεξιά, η οποία ξεφύτρωνε από τα νότια, ήταν το Γκρίνγουιτς. Η Λίλι μπορούσε να δει καθαρά στην άκρη της τον σκούρο γκρίζο δίσκο με τη μυτερή κορυφή που ήταν ο Θ όλος - κάποτε ο «Θόλος της Χιλιετίας», που τώρα ονομαζό ταν «02». Κάπου εκεί κάτω ήταν η αδελφή της και τα παιδιά.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
93
Ό λ α αυτά βρίσκονταν μόλις λίγα χιλιόμετρα δυτικά του παραβιασμένου Φράγματος. Και ήδη τα νερά πλημμύριζαν την ξηρά στα βόρεια και στα νότια πνίγοντας αποβάθρες και προβλήτες, πλημ μυρίζοντας φρακαρισμένους δρόμους, ενώ τα ελικόπτερα αιωρούνταν πάνω από το τοπίο σαν άγγελοι απόγνωσης. «Είναι απίστευτο, ξέρεις», είπε ο Πιρς Μ ίκελμας. «Τριάντα με σαράντα χρόνια πριν, δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε απ' αυτά. Μ όνο οι αποβάθρες και τα παλιά σπίτια ήταν εδώ. Βασικά, ήταν μονά χα χαλάσματα. Και, κοίταξε το τώρα! Η αστυνομία λέει πως υ πάρχουν κοντά μισό εκατομμύριο άνθρωποι εκεί κάτω αυτήν τη στιγμή, στα γραφεία και στους χώρους αναψυχής. Πρόκειται για μια φλύκταινα, μια γιγάντια συγκέντρωση ανθρώπων». «Ό λοι μέσα στον χώρο των πλημμυρών». «Η εκ των υστέρων γνώση είναι θαυμαστό πράγμα». Αφουγκράστηκε πάλι τις συζητήσεις των αστυνομικών. «Ξέρω πως θέλεις να κατεβείς στον Θ όλο και να βρεις την αδελφή σου, έτσι δεν είναι; Ό μ ω ς εμένα με καλούν στο Ν ησί των Σκύλων, στο Μίλγουολ, ό που εξελίσσεται μια μαζική εκκένωση». «Τότε θα πρέπει να χωριστούμε». «Ναι». Έσκυψε μπροστά. «Πιλότε, το άκουσες αυτό;» Ο πιλότος έγνεψε αφηρημένα, ακούγοντας τα δικά του κανά λια στον ασύρματο. «Ο υπολογιστής μου ζητά άδεια προσγείω σης. Πρέπει να μιλώ με δυο διαφορετικούς σταθμούς τακτικής δι οίκησης... Μπορώ να σας πάω πρώτα στο Μ ίλγουολ, κύριε. Μου έχουν δώσει άδεια να προσγειωθώ στο Πάρκο Μαντσιούτ. Στη συνέχεια, θα πάω στο Γκρίνγουιτς με τη σμηναγό Μπρουκ». «Αυτό μου κάνει», είπε ο Μίκελμας. Το ελικόπτερο κινήθηκε βόρεια πάνω από τον ποταμό και ξαναβούτηξε προς το Ν ησί των Σκύλων. Ο ι λεπτομέρειες ξεκαθάρι σαν: ένα πάρκο, δρόμοι που είχαν ήδη πλημμυρίσει από βρόμικα νερά και η Λίλι διέκρινε τη γραμμή του Ελαφρού Σιδηροδρόμου του Λιμένα να κινείται πάνω στην ανυψωμένη σιδηροτροχιά του προς τα βόρεια. Μ ια ομάδα αστυνομικών και στρατιωτικών φορ τηγών είχε παραταχτεί στο πάρκο, δημιουργώντας προφανώς κά
94
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ποιο είδος επιτόπιου κέντρου διοίκησης. Το νερό έγλειφε ήδη τους τροχούς των οχημάτων. Ο πιλότος προσγείωσε το ελικόπτερο απαλά πάνω στο υγρό χορτάρι. Η πόρτα άνοιξε, αφήνοντας τον δυνατό πλάγιο άνεμο και την κρύα βροχή να μπουν μέσα. Ο Πιρς σήκωσε την κουκούλα του, άρπαξε ένα σακίδιο πρώτης ανάγκης, έλυσε τη ζώνη του και σηκώθηκε από το κάθισμά του. Γύ ρισε κι έσφιξε το χέρι της Αίλι. «Καλή τύχη!» ούρλιαξε. «Και σ' εσένα. Τώρα, δίνε του και κλείσε την αναθεματισμένη πόρτα!» Της χαμογέλασε και βγήκε έξω. Η πόρτα έκλεισε συρταρωτά και το ελικόπτερο απογειώθηκε αμέσως. Ο Πιρς το παρακολού θησε να σηκώνεται, προστατεύοντας από τη βροχή τα μάτια του με την παλάμη του. Ο Πιρς προχώρησε κατευθείαν προς το επιτόπιο κέντρο διοίκησης. Ο βαθμός του, καθώς και η αναγνώρισή του από ορισμένους αξιωματικούς, του επέτρεψαν σύντομα να πάρει μέρος στη συγκέ ντρωση σε ένα δωμάτιο ενημέρωσης γεμάτο φορητούς υπολογι στές, οθόνες τηλεόρασης και λευκούς πίνακες σχεδιασμού, στο κέντρο των επιχειρήσεων. Ο τοπικός αρχηγός της αστυνομίας εί χε μια τρέχουσα σύσκεψη με αντιπροσώπους της υπηρεσίας πρώ των βοηθειών και της πυροσβεστικής, των τοπικών δημοτικών αρ χών, των υπηρεσιών κοινής ωφελείας, μεταφορών, υγείας, των ΜΜΕ και μερικών τοπικών δημοσιογράφων. Το βρετανικό σύστη μα τοποθετούσε την αστυνομία στην καρδιά της διαχείρισης των επειγόντων περιστατικών. Ο ι περισσότεροι από τους παρευρισκόμενους είχαν κινητά τηλέφωνα κολλημένα στ' αφτιά τους. Ο Πιρς ήξερε πως τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας είχαν επιταχτεί για τις α νάγκες των υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, ένας αποκλεισμός που θα προκαλούσε ήδη προβλήματα στους πολίτες, ακόμα κι αν η η λεκτρική ισχύς δεν είχε χαθεί στους κεντρικούς σταθμούς της τη λεφωνίας. Ο Πιρς άκουσε για λίγο τις συζητήσεις. Το κύριο στοιχείο του
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
95
σχεδιασμού «ραινόταν να είναι η εκκένωση των περιοχών που απει λούνταν περισσότερο από τις πλημμύρες, ουσιαστικά δηλαδή το μεγαλύτερο κομμάτι του Μ ίλγουολ. Μ ε τους δρόμους ήδη πηγμέ νους, το σχέδιο προέβλεπε την απομάκρυνση των πολιτών βόρεια προς την ενδοχώρα μέσω της χρήσης του Σιδηροδρόμου του Λ ι μένα. Ή ταν μια απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων· γεωγραφικά, άλλωστε, κανένα σημείο του Λονδίνου δεν ήταν και τόσο μακριά από κάποιο άλλο. Ο Σιδηρόδρομος του Λιμένα κινούνταν σε ανυ ψωμένες ρόγες πάνω από το αναμενόμενο ύψος των πλημμυρών, ακόμα κι αν το ρεύμα κοβόταν οι σιδηροτροχιές 8α μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πεζόδρομος. Βέβαια, το τι 8α γινόταν με τους πρόσφυγες αυτούς στη συνέ χεια, ήταν κάτι που δεν μπορούσε κανείς να υποθέσει. Το αερο δρόμιο της πόλης είχε πλημμυρίσει. Η κυκλοφορία των οχημάτων είχε προβλήματα σε όλο το Λονδίνο, ενώ εξελισσόταν κάποια με γάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση στον αυτοκινητόδρομο Μ 25, η ο ποία ξεκινούσε από τις πλημμύρες στη Διασταύρωση Ντάρτφορντ. Υπήρχαν κι άλλα προβλήματα. Πέρα από την πίεση στα δίκτυα κι νητής τηλεφωνίας, στα Ντόκλαντς υπήρχαν ορισμένοι μεγάλοι παροχείς πρόσβασης στο διαδίκτυο, καθώς και εταιρείες διεθνούς τηλεφωνίας· οι επικοινωνίες καίγονταν παντού στη γύρω περιοχή, καθώς το ένα κτήριο μετά το άλλο πλημμύριζε. Ο Πιρς γνώριζε την ευρύτερη στρατηγική διαχείρισης της κρίσης. Ο ι προσπάθειες δεκάδων ομάδων παρόμοιων μ' εκείνη σε ολό κληρο το Λονδίνο θα κατέληγαν σε μια «Χρυσή Ομάδα Συντονι σμού» με πρόεδρο κάποιον ανώτατο αξιωματικό της αστυνομίας, η οποία με τη σειρά της θα έδινε αναφορά στην επιτροπή κρίσεων της κυβέρνησης. Πέρα απ' αυτά, ο Πιρς ήταν σίγουρος πως σε μια κα τάσταση ανάγκης τόσο μεγάλης κλίμακας θα υπήρχαν επαφές και με τη διεθνή κοινότητα. Είχε ήδη δει Σινούκ πάνω από το ποτάμι, καθώς οι Αμερικανοί έφερναν τα στρατιωτικά τους σκάφη από τις βάσεις τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ κι οι Ευρωπαίοι 8α έπρε πε να σχέδιαζαν κιόλας αποστολές διάσωσης και υποστήριξης. Μέσα στο δωμάτιο επικρατούσε τρομερή ένταση, φασαρία από
96
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
φωνές και τηλέφωνα που χτυπούσαν συνεχώς και χοντρές γραμ μές χαράζονταν πάνω σε χάρτες ξανά και ξανά, ενώ η ομάδα προ σπαθούσε να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές όψεις εκείνης της εξε λισσόμενης καταστροφής. Ο Πιρς φανταζόταν τον εαυτό του να ε μπλέκεται στις μανιώδεις συζητήσεις, κάποιους να ζητούν τη συμ βουλή του, έναν καινούργιο ρόλο να ορίζεται γι' αυτόν και νέες ευθύνες να του ανατίθενται. Ήταν εκπαιδευμένος για ηγετικά πό στα και, θεωρητικά, θα μπορούσε να συνεισφέρει πολλά εκεί. Ό μω ς ένιωθε παράξενα εύθραυστος, με τον νου του μπερδεμέ νο. Άρχισε να αποφεύγει τα βλέμματα των άλλων, σαν να μην άντεχε να εμπλακεί σε κουβέντες. Στη μνήμη του επέστρεψαν κατά πε ρίεργο τρόπο τα κελάρια κάτω από τη Βαρκελώνη, οι στιγμές κατά τις οποίες οι δεσμοφύλακές του τραβούσαν κακέντρεχα τις πετσέ τες ή τα μαντίλια που κάλυπταν τα μάτια του, προσπαθώντας να τον κάνουν να τα ανοίξει άθελά του, ώστε να εισβάλλουν στην ψυχή του. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να βγει από κει μέσα. Ξε γλίστρησε και βρέθηκε πάλι στην καταιγίδα, σηκώνοντας την κου κούλα πάνω από το κεφάλι του και περπατώντας στους δρόμους. Το Πάρκιν Τέσσερα βρισκόταν στην άλλη άκρη της πλατείας. Ό λ α τα πάρκιν ήταν γεμάτα όταν η Αμάντα έφτασε μαζί με τα παιδιά ε κείνο το πρωινό, μα τώρα τα περισσότερα αυτοκίνητα είχαν ήδη εξαφανιστεί ή συνωστίζονταν στις εξόδους, δείχνοντας τα κόκκινα πίσω φώτα τους κι αφήνοντας στα χαλίκια μια επιφάνεια ανοιχτή ροζ, υγρή από το νερό. Ο Μπεντζ έδειξε στα αριστερά, προς την όχθη του ποταμού. «Νομίζω πως το δικό μας σημείο συγκέντρωσης είναι εκεί κάτω». Η Αμάντα είδε μια ομάδα πενήντα περίπου ενηλίκων και παιδιών, μια από τις πολλές παρόμοιες που είχαν μαζευτεί κάτω από πινα κίδες σε όλη την έκταση των πάρκιν. Τα μάτια του Μπεντζ έβλεπαν καλύτερα από τα δικά της και η μνήμη του ήταν καθαρότερη· η Αμάντα ήταν σίγουρη πως ο γιος της είχε δίκιο. Κατευθύνθηκαν βιαστικά προς τα εκεί μέσα στη βροχή, πλα τσουρίζοντας στα λιμνάζοντα νερά. Έπρεπε να περάσουν από σει
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
97
ρές γαλάζιων κάγκελων και μπορούσε να ακούσει τη βροχή να χτυ πά πάνω στη διπλή οροφή της ακαδημίας ποδοσφαίρου Μπέκαμ. Ένα μεγάλο τζιπ παρά λίγο να τους πατήσει καθώς εμφανίστηκε από το πουθενά, περνώντας τσιρίζοντας ανάμεσα στις θέσεις του πάρκιν. Το οδηγούσε μια τρομαγμένη νεαρή γυναίκα, που είχε ένα νήπιο δεμένο στο παιδικό κάθισμα πίσω της. Ο Μπεντζ βρισκόταν σε εγρήγορση και κοιτούσε γύρω του με περιέργεια. Αυτήν τη φορά, τουλάχιστον, ο κόσμος τού (ραινόταν πιο ενδιαφέρων από τον Άγγελό του. «Κοίταξε αυτήν τη βάρκα, μαμά», είπε. «Μου φαίνεται πως εί ναι πάρα πολύ ψηλά». Ή ταν ένα από τα ταχύπλοα και εξεζητημένα πλοιάρια που ονο μάζονταν «Κλίπερ του Τάμεση», αγκυροβολημένο στη λεπτή και μοντερνιστική Προβλήτα της Βασίλισσας Ελισάβετ. Το πλοιάριο είχε σηκωθεί ψηλά σε σχέση με την αποβάθρα και σκαμπανέβαζε κα θώς τα κύματα το προσπερνούσαν. Ο ποταμός 9α έπρεπε να είχε φουσκώσει υπερβολικά. Έφτασαν στην ομάδα. Μ ια αστυνομικός στεκόταν μαζί με τους συγκεντρωμένους χαμογελώντας ήρεμα, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και δείχνοντας να έχει τον έλεγχο της κατάστασης. Κοιτάζοντας γύρω της η Αμάντα είδε κι άλλους αστυνομικούς δια σκορπισμένους ανάμεσα στα πλήθη, να κρατούν τις ομάδες στις θέσεις τους. Ό μ ω ς δεν μπορούσε να δει την Κρίστι πουθενά. Ο Μπεντζ α πομακρύνθηκε προσπαθώντας να την εντοπίσει. Η Αμάντα περίμενε, μένοντας μακριά από την ομάδα. Ό λ ο ι οι άλλοι εκτός απ' αυ τήν φαίνονταν ήρεμοι. Ένιωθε ντροπή που είχε καταλήξει εκεί μέ σα σε τόσο πανικό χωρίς το ένα από τα παιδιά της, δείχνοντας τό ση ανικανότητα. Ο Μπεντζ επέστρεψε βιαστικά. Τα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο πρόσωπό του από τη βροχή. «Μαμά, δεν είναι εδώ». Η Αμάντα δεν μπορούσε να αντέξει άλλο. «Τι θες να πεις; Τό τε πού είναι;» «Δεν ξέρω», της απάντησε εκείνος ξεψυχισμένα.
98
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Τον κοίταξε επίμονα, σχεδόν θυμωμένη μαζί του επειδή της εί χε δώσει μια τέτοια απάντηση. Η Κρίστι έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Έ ριξε μια λοξή ματιά στην ήρεμη αστυνομικό που μιλούσε στον α σύρματό της, στα παιδιά τα οποία έμοιαζαν ήσυχα και όχι φοβι σμένα, στο έρημο, υγρό πάρκιν, στον Θ όλο με το πλήθος των μυ τερών στηριγμάτων του που υψώνονταν προς τον ουρανό. Πνιγ μένη από συναισθήματα φόβου και ανεπάρκειας λαχταρούσε να βρίσκεται κάπου αλλού, ίσως στην ασφάλεια του γραφείου της στο Χάμερσμιθ, περιτριγυρισμένη από τους φακέλους της και τον φο ρητό υπολογιστή της, με ένα τηλέφωνο που να λειτουργεί, ασφαλής σε έναν κόσμο τον οποίο γνώριζε και μπορούσε να αντιμετωπίσει. Ό χ ι μέσα σε κείνη την ερημιά της ακατάπαυστης βροχής. Η αστυνομικός στάθηκε με την πλάτη προς έναν χαμηλό τοίχο και χτύπησε τα χέρια της. «Μπορώ να έχω για λίγο την προσοχή σας;» Τα παιδιά έπαψαν να φλυαρούν. «Έχω καινούργιες οδηγίες. Δείτε πώς έχουν τα πράγματα: Το μετρό βρίσκεται εκτός λειτουρ γίας, γιατί οι σήραγγες έχουν πλημμυρίσει. Ό λ α τα λεωφορεία εί ναι γεμάτα και τα περισσότερα έχουν ήδη αναχωρήσει. Φοβάμαι πως θα πρέπει να φύγουμε από δω με τα πόδια». Ακούστηκε ένα βογγητό διαμαρτυρίας, μα η αστυνομικός χαμογέλασε πλατιά. «Μην ανησυχείτε, πρόκειται για ένα συνηθισμένο σχέδιο εκκένωσης και έχουν γίνει πρόβες πολλές φορές. Δεν είναι μακριά», έδειξε νό τια. «Θα πάμε προς τα κει ακολουθώντας το Ιστ Παρκσάιντ και με τά θα ακολουθήσουμε τη νότια διαδρομή μέχρι τη Σήραγγα Μπλάκγουελ. Ο δρόμος είναι ανυψωμένος κι έτσι θα είστε ασφαλείς από τα νερά της πλημμύρας». Ποιας πλημμύρας; «Οι δρόμοι, βέβαια, έχουν πήξει από τα αυτοκίνητα, αλλά έχουμε κρατήσει τα πλάγια του δρόμου ανοιχτά και προσπαθούμε να ανοίξουμε άλλη μια λω ρίδα, άρα τα πράγματα θα είναι αρκετά εύκολα. Θ α υπάρχουν πολλοί ακόμη πεζοί. Είναι μονάχα...» δίστασε κοιτάζοντας τα μι κρότερα παιδιά «...ας πούμε μισή ώρα περπάτημα μέχρι τους σταθ μούς του Γουέστκομπ Παρκ ή του Τσάρλτον και θα έχουν βάλει ει δικούς συρμούς για να σας απομακρύνουν». Και να μας πάνε πού; αναρωτήθηκε η Αμάντα. Πώς da γυρίσουμε πίσω στα σπίτια μας;
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
99
«Αυτό ήταν όλο. Τώρα, αν έχετε την καλοσύνη, δημιουργήστε μια φάλαγγα. Εγώ θα ακολουθώ τελευταία...» Καθώς οι άνθρωποι δημιουργούσαν υπάκουα μια ουρά, η Αμάντα άνοιξε δρόμο ανάμεσά τους και έφτασε την αστυνομικό. «Η κό ρη μου, η Κρίστι Κέστορ, έχει χαθεί». «Θα δώσω σήμα», είπε η αστυνομικός. «Έχουμε ένα σύστημα επικοινωνίας, κυρία Κέστορ. Είμαι σίγουρη πως...» «Θα περιμένω», είπε η Αμάντα απελπισμένα. «Μπορεί να έρθει εδώ. Σίγουρα θα είναι τρομοκρατημένη». «Καλύτερα να προχωρήσετε μαζί με τους άλλους. Πρέπει να εκκενώσουμε ολόκληρη την περιοχή». Η Αμάντα γρύλλισε αγριεμένα: «Αυτά ακούω να μου λένε από τη στιγμή που ένα μαλακισμένο μας πέταξε με τις κλοτσιές από το ηλίθιο στάδιο!» Η αστυνομικός χλόμιασε, βρεγμένη και γεμάτη ένταση. Πάτη σε το κουμπί του ασυρμάτου στο πέτο της. Ο Μπεντζ τράβηξε την Αμάντα από το μανίκι, γεμάτος ντροπή. «Μαμά, σταμάτα σε παρακαλώ!» Ένα παιδί ούρλιαξε: «Τα πόδια μου είναι μούσκεμα!» Και ξαφνικά η Αμάντα συνειδητοποίησε πως και τα δικά της πό δια ήταν ξάφνου πιο κρύα, κι οι αστράγαλοι κι οι κνήμες της. Ν ε ρό, κρύο και λασπερό, περνούσε πάνω από τα παπούτσια της. Κοί ταξε αριστερά της προς την προβλήτα. Το νερό ξεχυνόταν πάνω από τον τοίχο που το συγκρατούσε, μια σταθερή ροή που άδειαζε μέσα στην επίπεδη επιφάνεια του πάρκιν. Για μια ή δυο στιγμές οι άνθρωποι απλώς κοιτούσαν το νερό να υψώνεται γύρω από τα καλάμια τους, ενώ η βροχή τους μαστίγωνε από ψηλά. Ύστερα ένα κύμα πέρασε πάνω από τον τοίχο και όρμησε προς το μέρος τους. Π αιδιά ούρλιαξαν και οι γονείς τους άρχισαν να τρέχουν, τραβώντας τα μακριά από το νερό. Η Αμάντα άπλωσε το χέρι να πιάσει τον Μπεντζ. Μετά το νερό έπεσε επάνω τους σαν μια επερχόμενη πλημμυ ρίδα. Ένα κύμα έφτασε ως τα γόνατα της Αμάντα κι ύστερα ένα άλλο τη μούσκεψε μέχρι τη μέση, κάνοντάς τη να παραπατήσει.
100
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Πηγαίνετε από κει, από τον δρόμο που σας έδειξα!» ούρλια ζε η αστυνομικός. «Πηγαίνετε προς την εναέρια σιδηροτροχιά! Μ εί νετε όλοι μαζί!» Η ομάδα κινήθηκε αβέβαια προς εκείνη την κατεύθυνση. Μα το νερό συνέχιζε να ξεχύνεται πάνω από το ανάχωμα της όχθης και να απλώνεται γρήγορα στο πάρκιν. Το ρεύμα του ήταν εκπληκτικά ισχυρό για τόσο ρηχό νερό, τόσο ώστε δυσκολευόταν κανείς να περπατήσει. Μ ια μικρή κοπελλίτσα παρασύρθηκε και βούλιαξε. Η αστυνομικός και η μητέρα της τη βοήθησαν να σταθεί πάλι όρθια. Βγήκε στην επιφάνεια βήχοντας, μουλιασμένη ως το κόκκαλο. Και το νερό συνέχιζε να ξεχύνεται πάνω από τον τοίχο. Η Αμάντα προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία της, κοιτά ζοντας γύρω της με τρελαμένο βλέμμα: «Κρίστι! Κρίστι!» «Είναι ασφαλής!» Ή ταν η Λίλι, που είχε εμφανιστεί από το που θενά φορώντας μια αδιάβροχη φόρμα κι ένα βαρύ πορτοκαλί μπου φάν, και ερχόταν πλατσουρίζοντας προς το μέρος της. Η Κρίστι ήταν μαζί της κρατώντας το χέρι της Λίλι, φορώντας ακόμα στην πλάτη το ζωηρόχρωμο ροζ σακίδιό της. Η Αμάντα αγκάλιασε την κόρη της με ευγνωμοσύνη. Ακόμα και ο Μπεντζ άφησε την Κρίστι να χώσει το πρόσωπό της μέσα στο μπουφάν του. «Λίλι», είπε η Αμάντα. «Από πού στο διάολο ήρθες; - Καλά, ξέχνα το, δεν έχει σημασία. Πώς τη βρήκες;» «Δεν μπόρεσε να επιστρέφει κοντά σας στον Θ όλο και δεν κατάφερε να έρθει εδώ, έτσι πήγε σ' ένα από τα σημεία που έχει ορί σει η αστυνομία για όσους χάνονται. Υπάρχουν τέτοια σε ολόκληρη τη χερσόνησο. Είναι έξυπνο παιδί. Την κατέγραφαν, τη βρήκα εκεί και μετά ήρθα για σας...» Ένα καινούργιο κύμα πέρασε πάνω από τον τοίχο και όλοι α ναπήδησαν. Η Λίλι έσφιξε το χέρι της Κρίστι. «Ελάτε, πρέπει να φύγουμε από δω. Το ελικόπτερο περιμένει». «Ποιο ελικόπτερο». «Της AxysCorp».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
101
«Και όλοι οι άλλοι;» είπε ο Μπεντζ. «Δεν μπορούμε να τους πάρουμε όλους», είπε η Αίλι σκυδρωπά. «Λυπάμαι, Μπεντζ». «Πώς μπορούν να συμβαίνουν όλ' αυτά;» ρώτησε η Αμάντα. «Δεν ξέρω», της απάντησε η Αίλι. «Για την ώρα, το μόνο που δέλω είναι να φύγουμε από δω. Εμπρός, λοιπόν! Κρατηδείτε πά νω μου...» Γαντζωμένοι ο ένας από τον άλλον, πάλεψαν μέσα στα ρεύμα τα του νερού που ολοένα και δυνάμωναν καδώς σάρωναν το πάρκιν, κατευδυνόμενοι προς το ελικόπτερο.
15 Εδώ, λοιπόν, ήταν το Μίλγουολ, η καρδιά της ανατολικής άκρης του Λονδίνου, μια σκληροτράχηλη παλιά κοινότητα η οποία απλωνόταν γύρω από τη δυτική ακτή του Νησιού των Σκύλων, με μια αποβάδρα που διαπερνούσε την καρδιά της. Ο Πιρς δεν είχε ποτέ βρεδεί σ' εκείνα τα μέρη. Το κύμα ευημερίας που είχε φέρει τόσα πολυτελή οικοδομήμα τα στο Κάναρι Γουάρφ και στο Γκρίνγουιτς, προφανώς είχε προσπεράσει εκείνο το μέρος χωρίς να το αγγίξει. Ό μ ω ς υπήρχαν κάποια σημάδια πρόσφατης ανάπτυξης, βιομηχανικά πάρκα και εμπορικά κτήρια, καδώς και συγκροτήματα εύδραυστων καινούργιων κατοι κιών που είχαν αρχίσει να αντικαδιστούν τα παλιότερα σπίτια, αυτά που η μητέρα του Πιρς δα αποκαλούσε «δυο πάνω - δυο κάτω». Τίποτα απ' αυτά δεν είχε σωδεί από το νερό του ποταμού το οποίο κυλούσε στους δρόμους μαύρο, βρομώντας σαπίλα και οχετό, γλεί φοντας τις εξώπορτες που ήταν οχυρωμένες με σακιά άμμου και σαρώνοντας μπροστινούς κήπους.
102
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Κανένα αυτοκίνητο δεν κουνιόταν. Στα πλάγια των δρόμων υ πήρχαν παρκαρισμένα οχήματα και μερικά ήταν εγκαταλειμμένα στη μέση του οδοστρώματος, με τα ηλεκτρικά τους συστήματα βραχυκυκλωμένα. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Μέσα από ανοιχτά παρά θυρα, ο Πιρς άκουγε τη φασαρία από ραδιόφωνα μπαταρίας μα δεν υπήρχαν φώτα, ούτε κι η λάμψη από οθόνες τηλεοράσεων μάλλον το ρεύμα είχε κιόλας κοπεί. Ο ι κάτοικοι φαίνονταν πρόθυ μοι, για την ώρα, να δεχτούν τις συμβουλές της κυβέρνησης και να μείνουν στα σπίτια τους. Από τα παράθυρα έβλεπε ιδιοκτήτες να μεταφέρουν βαριεστημένα συσκευές τηλεόρασης και έπιπλα στους πάνω ορόφους. Μερικοί είχαν ήδη κρεμάσει κουβέρτες από παρά θυρα των ψηλότερων ορόφων δείχνοντας πως είχαν ανάγκη διά σωσης, κουβέρτες μουσκεμένες από τη συνεχιζόμενη βροχή, οι ο ποίες πλατάγιζαν στον άνεμο. Στρεφόμενος προς έναν υπερυψωμένο δρόμο, άκουσε το κύλι σμα νερού. Κοίταξε πίσω. Ένα κύμα που θα έπρεπε να είχε ύψος κάπου μισό μέτρο κυλούσε προς το μέρος του. Τα νερά ήταν μαύ ρα, λιγδερά, γεμάτα σκουπίδια, πλαστικούς κάδους, μπουκάλια γάλακτος και κομμάτια χαρτιού. Μ ια ψόφια κουρούνα στροβιλιζό ταν με αποκρουστικό τρόπο, καθώς παρασυρόταν από το κύμα. Ο Πιρς βγήκε από τον δρόμο και χώθηκε σ' έναν κήπο, προ σπαθώντας ενστικτωδώς να ξεφύγει από το νερό. Ανέβηκε ένα σκαλί κι έφτασε σε κάποια εξώπορτα προστατευμένη από σάκους άμμου. Το νερό έφτασε ξάφνου μέχρι τα γόνατά του και το ξαφνικό του σπρώξιμο τον έκανε να παραπατήσει. Η εξώπορτα μπροστά του άνοιξε. «Έλα, αλλά πρόσεχε την πόρ τα μου». Μ ια γριά, ντυμένη με πλεχτή μοβ ζακέτα και παντελόνι, στεκόταν στην πόρτα κρατώντας ένα μεταλλικό μπαστούνι που έ μοιαζε με δεκανίκι. Το νερό της πλημμύρας προσπέρασε τα σακιά της άμμου και χύθηκε στο χολ της, κάνοντάς την να παραπατήσει προς τα πίσω. «Αχ, αχ, Θ εέ μου!» Ο Πιρς κινήθηκε βιαστικά μπροστά και κατάφερε να την πιάσει από τους αγκώνες πριν πέσει. Την έστησε και πάλι όρθια καθώς
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
103
το νερό τους προσπερνούσε και έμπαινε στο σπίτι. «Είστε καλά;» «Ο, κοίτα τα χαλιά μου! Τι δα κάνεις τώρα γι' αυτό;» «Λυπάμαι», είπε ο Πιρς. Η γριά τον κοίταξε επιφυλακτικά. Είχε αραιά γκρίζα μαλλιά κι έπρεπε να είναι καμιά ογδονταριά χρονών. Κάποτε δα ήταν όμορ φη. «Νόμιζα πως ήσουν ο νοσοκόμος. Δεν είσαι ο νοσοκόμος της γειτονιάς, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Σήμερα δεν είναι η τυχερή μου μέρα. Έχω ετοιμάσει τη βαλί τσα μου για το νοσοκομείο». Έδειξε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα ακουμπισμένη σε ένα γυαλισμένο τραπέζι μέσα στο χολ. «Έχω ό λα τα συμπράγκαλά μου. Έχω βάλει μέσα ακόμα τα χάπια μου και την έξτρα μασέλα μου, όπως μου είχε πει ο Κέβιν. Αλλά εσύ δεν είσαι ο Κέβιν, σωστά; Δεν βλέπω τόσο καλά». «Ο νοσοκόμος; Ό χ ι, λυπάμαι μα δεν είμαι. Μ ε λένε Πιρς». «Πιρς! Για φαντάσου. Εμένα με λένε Μόλι». «Χάρηκα για τη γνωριμία, Μόλι». «Δεν είσαι μπάτσος, έτσι; Τι ζητούσες έξω απ' το σπίτι μου;» «Είμαι στρατιωτικός». «Α», είπε η γριά, λες κι αυτό τα εξηγούσε όλα. «Βοήδησέ με τότε να φορέσω το παλτό μου, καλό μου παιδί». Εκείνος δίστασε για μια στιγμή. Ύστερα προχώρησε στο σπίτι για να πάρει τη βαλίτσα και το παλτό της. Το χολ ήταν γεμάτο έπι πλα, οι τοίχοι σκεπασμένοι από φωτογραφίες και κεντήματα μέσα σε κορνίζες. Υπήρχε μια μυρωδιά άπλυτων μάλλινων ρούχων, η οποία γρήγορα σκεπάστηκε από τη μπόχα οχετού που ανέδιδαν τα νερά του ποταμού. Βρήκε ένα βαρύ παλτό σε μια κρεμάστρα και της το κράτησε για να το φορέσει. «Έχεις αυτοκίνητο;» «Αυτοκίνητο; Ό χι». «Ασδενοφόρο, τότε; Πώς αλλιώς δα με πας στο νοσοκομείο;» Κοίταξε τα βρόμικα νερά που ανέβαιναν με σταδερό ρυδμό. «Δεν γίνεται να μείνω εδώ, μα ούτε και μπορώ να περπατήσω με το πρό βλημα που έχω στα γόνατά μου».
104
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ναι, μάλλον δεν μπορείς». Έριξε μια ματιά έξω στον δρόμο. Ένας αστυνομικός με γαλότσες και ζωηρόχρωμο κίτρινο μπουφάν προσπαθούσε να κινηθεί μέσ' στα νερά, χτυπώντας τις εξώπορτες. Ήταν μια εντολή εκκέ νωσης, αν κι είχε έρθει αρκετά αργά. Ο ι πόρτες άνοιγαν και οι άν θρωποι έβγαιναν απρόθυμα από τα σπίτια τους κουβαλώντας παι διά, βαλίτσες, μπόγους με προσωπικά αντικείμενα. Ο Πιρς κοίταξε πρώτα τη Μόλι και μετά το νερό που στροβιλι ζόταν γύρω από τα πόδια τους. "Είναι κάτι που μπορώ να κάνω", σκέφτηκε. Ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της Μ όλι και την κοίτα ξε στα μάτια. «Είσαι σίγουρη πως έχεις όλα όσα χρειάζεσαι μαζί σου; Το βιβλιάριο της τράπεζας, την κάρτα υγείας...» «Ναι, όλα είναι μαζεμένα. Ο Κέβιν μου έκανε τη λίστα, και μά λιστα με μεγάλα γράμματα. Είναι πραγματικά πολύ καλό παλληκάρι». «Νιώθω λίγο άβολα που στο λέω, μα μήπως θέλεις να πας στην τουαλέτα; Δεν είμαι σίγουρος για το πότε θα ξαναβρούμε τέτοια». Εκείνη γέλασε με τα λόγια του. «Εντάξει είμαι, καλέ μου, ας ξε κινήσουμε». Προσπάθησε να κοιτάξει πίσω του. «Ακόμα δεν μπο ρώ να δω το αυτοκίνητό σου». «Φοβάμαι πως δεν έχω αυτοκίνητο. Για να δούμε πώς θα κα νονιστούμε!» Έβαλε το χέρι κάτω από το μπουφάν του και έβγα λε τη ζώνη από το παντελόνι του. Την πέρασε από το χερούλι της βαλίτσας και την έδεσε, μετά την κρέμασε από το λαιμό του έτσι ώστε να πέφτει πίσω από την πλάτη του, πάνω από το λεπτότερο σακίδιο πρώτης ανάγκης. Δεν ήταν πολύ βαριά. Μετά άπλωσε το χέρι προς τη Μ όλι. «Και τώρα, κυρία μου...» Ήταν τη σήκωσε στα χέρια του, εκείνη γέλασε ξανά. «Μα την πίστη μου, τι μέρα κι αυτή!» Πέρασε τα μπράτσα της γύρω από τον λαιμό του και φώλιασε άνετα στην αγκαλιά του. Εκείνος στάθηκε στο χολ, ισορροπώντας το βάρος της. Ήταν μια στιβαρή και βαριά γυναίκα, αλλά αν στεκόταν με το κορμί ίσιο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
105
η βαλίτσα στην πλάτη του λειτουργούσε ως αντίβαρο. Ήξερε πως ήταν ακόμη αδύνατος από την αιχμαλωσία και πως οι μυς του εί χαν ατροφήσεί' δεν 8α άντεχε για πολύ. Ήταν όμως σίγουρος πως 8α μπορούσε να περπατήσει έτσι για κανένα χιλιόμετρο κι αυτό ίσως να ήταν αρκετό. «Φύγαμε, Μ ό λ ι!» Πέρασε προσεκτικά πάνω από τα σακιά της άμμου και βγήκε στο μονοπάτι του κήπου. Την άφησε να ψάξει για το κλειδί και να κλειδώσει την πόρτα. «Την τελευταία φορά που κάποιος με πέρασε μέσα απ' αυτή την εί σοδο στην αγκαλιά του ήταν ο Μπένι μου και πηγαίναμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το θυμάμαι σαν να ήταν σήμερα». «Το ίδιο θα το θυμάται και η μέση μου», είπε ο Πιρς μελαγχολικά. Προχώρησε πλατσουρίζοντας στο μονοπάτι. «Κι αυτά τα σακιά είναι από τον πόλεμο. Αλήθεια λεω. Ήμουν μικρό κοριτσάκι τότε, μα το θυμάμαι πολύ καθαρά. Ο μπαμπάς μου άδειασε την άμμο στον κήπο, αλλά πάντα κρατούσε τα σακιά. Έλε γε πως ποτέ δεν ξέρεις πότε θα μπορούσαν να ξαναφανούν χρή σιμα και κατά κάποιον τρόπο είχε δίκιο...» Αφήνοντάς τη να μιλάει, ο Πιρς έσκυψε το κεφάλι ώστε η βρο χή να μην τον χτυπάει στο πρόσωπο και άρχισε να περπατά αργά και προσεκτικά. Κατευθύνθηκε γενικώς προς τα ανατολικά, προς τις γραμμές του σιδηροδρόμου. Το ρεύμα των νερών της πλημμύ ρας ήταν γρήγορο και, παρ' όλο που το ύψος του δεν είχε ακόμα ξεπεράσει τα γόνατά του, τον τραβούσε με δύναμη που ξάφνιαζε. Έκανε ένα βήμα κι ύστερα ένα ακόμη, μέσα στο νερό που στρο βιλιζόταν βρομώντας όλο και περισσότερο. Ήταν αποφασισμένος να μην παρασυρθεί, ούτε να παραπατήσει. «Αυτήν τη μέρα θα τη θυμάμαι για πάντα. Είσαι σίγουρος πως δεν είμαι πολύ βαριά; Έχω κάπου μερικές μέντες - θέλεις μία μέ ντα;..» Το ελικόπτερο της AxysCorp σήκωσε τη Λίλι και τους υπόλοιπους από ένα μουσκεμένο γήπεδο που βρισκόταν στην απάνεμη μεριά μιας εναέριας γέφυρας. Το ελικόπτερο έγειρε μπροστά και πέταξαν
10ό
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
βόρεια, περνώντας πάνω από την χερσόνησο που είχε μεταμορ φωθεί σε αρχιπέλαγος. Το νερό έγλειφε πια όλη την έκταση γύρω από τον Θόλο, όπου οι χώροι στάθμευσης είχαν εξαφανιστεί. Μου λιασμένη μέχρι το κόκκαλο, η Αμάντα καθόταν με τα παιδιά πλάι της κρατώντας τα και τα δύο σφιχτά, τρέμοντας σύγκορμη. Ο πιλότος έριξε μια ματιά πίσω. «Ίσως θα θέλατε να δείτε αυ τό, σμηναγέ Μπρουκ. Μ ια και χάσατε τους Ολυμπιακούς...» Το ελικόπτερο πέταξε πάνω από τον φουσκωμένο ποταμό και κατευθύνθηκε ακόμα βορειότερα. Εκεί, απλωμένο κατά μήκος του Τάουερ Χάμπλετς και του Νιούχαμ, φτάνοντας μέχρι το Χάκνεϊ, ήταν κτισμένο το Ολυμπιακό Πάρκο. Στην πραγματικότητα βρισκόταν στην κοιλάδα ενός παραπόταμου του Τάμεση, του Λι· είχε κι αυ τός ξεχειλίσει πάνω από τις όχθες του. Η Λίλι αναγνώρισε ένα πο δηλατοδρόμιο και κάτι που έμοιαζε με γήπεδο για χόκεϊ ή ποδό σφαιρο, καθώς κι ένα κλειστό στάδιο, όλα εγκαταλειμμένα, έρη μα, σκουριασμένα, ακόμα και βανδαλισμένα. Τα βρομερά νερά α πλώνονταν στην κοιλάδα και στροβιλίζονταν γύρω από τις ολυ μπιακές εγκαταστάσεις, σαν χρώματα πάνω σ' έναν χάρτη. Το ελικόπτερο έγειρε ξανά μπροστά και απομακρύνθηκε δυτι κά, προς το κεντρικό Λονδίνο. Ο ι κάτοικοι του Μ ίλγουολ ήξεραν τη Μ όλι Μέρντοχ. Ένας γέρος που έμενε δυο δρόμους πιο πέρα από το σπίτι της Μόλι, ο οποίος είχε αποφασίσει να μην εγκαταλείψει το δικό του, δάνεισε στον Πιρς το καρότσι που χρησιμοποιούσε στον κήπο του. Τα νερά ήταν ακόμη αρκετά ρηχά κι έτσι ο Πιρς απόθεσε την αναβάτιδά του προσεκτικά, προσπαθώντας να μην τη βρέξει και ζητώντας συγ γνώμη για τη λάσπη μέσα στο καρότσι. «Να το εισιτήριο, λοιπόν!» είπε η Μ όλι, καθώς βολευόταν μέ σα στο καρότσι κι ενώ ο Πιρς ακουμπούσε κουρασμένα τη βαλί τσα της πάνω στα γόνατά της. «Φύγαμε, Τζέιμς!» Κι έτσι συνέχισαν τον δρόμο τους. Ενώθηκαν με ένα πλήθος που είχε αρχίσει να μαζεύεται, άτομα που περπατούσαν ή κούτσαιναν. Κάποιοι έσπρωχναν παιδικά κάρο-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
107
τσάκια, καρότσια κήπου και αναπηρικές καρέκλες. Το πλήθος συνέ ρεε σε έναν σιδηροδρομικό σταθμό που ονομαζόταν Μάντσουτ, στις παρυφές του πάρκου όπου το ελικόπτερο είχε αφήσει τον Πιρς. Ο ι σιδηροτροχιές βρίσκονταν πάνω σε μια γέφυρα στηριγμένη σε αψίδες, μερικά μέτρα πάνω από το έδαφος. Μ ια ομάδα από αστυνο μικούς και υπαλλήλους του σιδηροδρόμου οργάνωναν την ουρά των προσφύγων και επέβλεπαν την πρόσβαση στον σταθμό. Η Μ όλι πήρε προτεραιότητα από την αστυνομία εξαιτίας της α δυναμίας της. Ο Πιρς χρειάστηκε βοήθεια για να τη μεταφέρει μέ χρι την πλατφόρμα του σταθμού με το καρότσι. Δεν χρειάστηκε να περιμένουν πολύ για έναν συρμό, αν και έφτασε γεμάτος κόσμο. Ο Πιρς ανακουφίστηκε όταν είδε πως τα τρένα κυκλοφορούσαν ακόμα. Και πάλι έδωσαν στον Πιρς και στη Μόλι προτεραιότητα, αν και αναγκάστηκαν να αφήσουν έξω το καρότσι για να μην πιάνει πολύ χώρο. Μ ε τον Πιρς καθισμένο πλάι στη Μ όλι σε ένα μουσκεμένο κά θισμα, το τρένο ξεκίνησε. Έξω από το Μάντσουτ υπήρχαν δέντρα δεξιά και αριστερά της σιδηροδομικής γραμμής, μα ανάμεσα στους κορμούς μπορούσε να διακρίνει δρόμους με κατοικίες. Κοντά σ' ένα σούπερ μάρκετ, του οποίου το πάρκιν γέμιζε αργά με νερό, στο τρένο μπήκαν κι άλλοι πρόσφυγες σπρώχνοντας καρότσια του σούπερ-μάρκετ φορτωμένα με παιδιά και προσωπικά αντικείμενα. Πέρα από τον σταθμό του Κρόσχαρμπορ ένα τρένο ήταν σταματημένο στην άλλη γραμμή, με τις πόρτες των συρμών ορθάνοιχτες. Τα ζω ηρά κόκκινα διακριτικά του γυάλιζαν στη βροχή. Μ ια γραμμή προ σφύγων το προσπερνούσε αδέξια. Πέρασαν πάνω από τα νερά μέχρι τον σταθμό της Ν ότιας Απο βάθρας και μπήκαν στη συνοικία των γραφείων, όπου τριάντα γυά λινα κτήρια υψώνονταν το ένα κοντά στο άλλο, τα περισσότερα φωτισμένα. Ο Πιρς σκέφτηκε πως εκείνο το μέρος ήταν μια πολιτεία από μόνο του, σαν το κέντρο μιας αμερικάνικης πόλης φυτεμένο πλάι σε κάποια πολύ παλιότερη κοινότητα μόλις λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο νότια, ανεξάρτητο από αυτήν καθώς εξυπηρετιόταν μέσω των γρήγορων συρμών του μετρό και των σκεπαστών σιδηροδρό
108
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μων. Ή ταν αλλόκοτο να ταξιδεύει πάνω σ' εκείνη την κα μπυλωτή, εναέρια σιδηροτροχιά, περιτριγυρισμένος από τα γιγάντια οικοδο μήματα- νόμιζες ότι περνούσαν δια μέσου κάποιας οροσειράς. Οι παλιές αποβάθρες στις βάσεις των κτηρίων είχαν σκεπαστεί από τα νερά και τα ίδια τα οικοδομήματα έμοιαζαν με γυάλινα βράχια που ξεπρόβαλλαν από μια ρηχή θάλασσα, μέσα στην οποία κάποιοι άν θρωποι αγωνίζονταν σαν μουσκεμένα κομμάτια κρέατος. Στο Κάναρι Γουάρφ η σιδηροδρομική γραμμή διερχόταν μέσα ο πό τον ίδιο τον μεγάλο πύργο, τον N o Ένα της πλατείας Καναδά. Ο Πιρς σκέφτηκε αφηρημένα πως ήταν σαν να περνούσε από μια σή ραγγα σκαμμένη σε κάποια γιγάντια σεκόγια. Ο πύργος, με τους πε νήντα ορόφους του, ήταν περιτριγυρισμένος από μια τάφρο νερού και το υπόγειο εμπορικό κέντρο του θα έπρεπε να είχε ήδη πλημ μυρίσει. Παντού πάνω στον πελώριο μονόλιθο από πάνω του, φώτα έκαι γαν καθώς έπεφτε η νύχτα. Μπορούσε να δει υπαλλήλους στα πα ράθυρα, με πουκάμισα και γραβάτες ή πολύχρωμες μπλούζες, να πί νουν καφέ και να κοιτάζουν το Λονδίνο που το μαστίγωνε η καταιγί δα. Μερικοί είχαν κιάλια, ενώ άλλοι τραβούσαν φωτογραφίες με τα κινητά τους τηλέφωνα, όπως μπορούσε να δει κανείς από τα φλας. Ο Πιρς ήξερε πως η πλημμύρα δεν ήταν απαραίτητα κακή για μερικούς από εκείνους τους θεατές. Μ ια καταστροφή είναι απλά μια διαγραφή παλιών δεδομένων, ευκαιρία για ανοικοδόμηση, για να κερδίσουν όσοι θα έκαναν την ανοικοδόμηση, ίσως μάλιστα και αφορμή για την επιβολή κάποιων οικονομικών μέτρων που δεν υ πήρχαν προηγουμένως. Ο ι βαρόνοι των επιχειρήσεων στο Κάναρι δεν νοιάζονταν ποτέ ιδιαίτερα για τις παλιές κοινότητες όπως το Μίλγουολ, με τις οποίες ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται το Νη σί των Σκύλων. Τώρα ίσως θα τους δινόταν η ευκαιρία ν' αλλά ξουν τις ισορροπίες. Μ ερικοί από τους υπαλλήλους στα γραφεία γελούσαν κοιτάζοντας τους ξεσπιτωμένους πρόσφυγες στη ρίζα του πύργου τους, σηκώνοντας κοροϊδευτικά τα ποτήρια τους για να πιουν στην υγειά τους.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
109
16 Η ΈΧεν Γκρέι πήγαινε με το αυτοκίνητο της AxysCorp προς το κε ντρικό Λονδίνο. Η κυκλοφορία ήταν προβληματική σε μια ακτίνα χιλιομέτρων. Στο Ιστ Σμίθφιλντ η οδηγός μουρμούρισε μια συγγνώμη και έ βγαλε το αυτοκίνητο από τον δρόμο. Η Έλεν, που καθόταν στο πί σω κάθισμα, τινάχτηκε μεσ' στη ζώνη ασφαλείας και μετά τρα ντάχτηκε καθώς οι πλαϊνοί τροχοί αναπηδούσαν πάνω στο ρείθρο του πεζοδρομίου, Σειρήνες ούρλιαζαν. Ένας αξιωματικός της α στυνομίας, με φωσφορίζον κατακίτρινο μπουφάν, προχωρούσε στον δρόμο κάνοντας νοήματα στους οδηγούς να απομακρυνθούν από το κέντρο του οδοστρώματος. Σε όλη την έκταση του δρόμου μπροστά κι ενώ οι δίδυμες κο ρυφές της Γέφυρας του Πύργου υψώνονταν στον γκρίζο ορίζοντα του ουρανού, όλα τα οχήματα είχαν καβαλήσει τα πεζοδρόμια χω ρίζοντας την κίνηση στα δύο λες και θα περνούσε ο Μωυσής. Α κόμα και τα πελώρια, καινούργια λεωφορεία-φυσαρμόνικες είχαν βρει τον τρόπο να παραμερίσουν. Η βροχή έπεφτε με σταθερό ρυθμό, αυλακώνοντας το παρά θυρο της Έλεν. Μπορούσε να δει πεζούς να προσπερνούν ντυμέ νοι με αδιάβροχα ή απλώς με κοστούμια κρατώντας ομπρέλες ή χαρτοφύλακες πάνω από τα κεφάλια τους, πατώντας στους λα σπερούς νερόλακκους που ολοένα εξαπλώνονταν. Πολλοί είχαν στ' αφτιά τους κινητά τηλέφωνα ή μιλούσαν στον αέρα χειρονο μώντας· ακόμα περισσότεροι αγριοκοίταζαν τις οθόνες των κινη τών τους που πεισματικά αρνιόντουσαν να βρουν σήμα. Ομιλίες, ομιλίες, ομιλίες· η Έλεν φαντάστηκε μια ομίχλη λέξεων να σηκώ νεται σαν ατμός από τους μουσκεμένους δρόμους. Ό μ ω ς το αυτοκίνητο ήταν ζεστό και στεγνό, κι έτσι η Έλεν, απομονωμένη από το εξωτερικό χάος, ένιωθε άνετα μέσα στη γα λάζια, ανθεκτική φόρμα παντός καιρού της AxysCorp. Ο ι μόνοι ήχοι ήταν το απαλό βούισμα της μηχανής στο ρελαντί και το σφυ-
110
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ροκόπημα της βροχής στην οροφή. Τίποτα έξω από το αυτοκίνητο δεν φαινόταν αληθινό. Παρέμεναν ακινητοποιημένοι. Προσπάθησε να διώξει το άγ χος της που όλο και μεγάλωνε. Επέμεινε να τη φέρουν πίσω στο Λονδίνο επειδή είχε μια συνάντηση στο υπουργείο Εξωτερικών με έναν άνδρα που ονομαζόταν Μ άικλ Θάρλεϊ, ο οποίος, τυπικά του λάχιστον, είχε αναλάβει την υπόθεση του μωρού της. Της είχε υποσχεθεί να τη συναντήσει στο τέλος του ωραρίου και να την ενημε ρώσει για την πρόοδο της υπόθεσης. Για την Έλεν, ολόκληρη η διαδρομή μέχρι το Σάουθεντ ήταν μια παραδρομή, άσχετη με τον κύριο σκοπό της. Τώρα ήταν αποφασισμένη να τηρήσει το ραντε βού της στο Γουάιτχολ, είτε το Λονδίνο συνεργαζόταν είτε όχι. Κά θε φορά που το αυτοκίνητο σταματούσε με οποιονδήποτε τρόπο, την έπνιγε η αγωνία. Πόσο θα χειροτέρευε εκείνη η πλημμύρα; Εί χε την εντύπωση πως τα πάντα κατέρρεαν λίγο-λίγο. Ο λόγος για τον οποίο είχε δοθεί εντολή να ανοίξει ο δρόμος, σύντομα αποκαλύφθηκε. Μ ε μια φασαρία από σειρήνες και λάμ ψεις γαλάζιων φώτων ένα πυροσβεστικό όχημα εμφανίστηκε, πη γαίνοντας αντίστροφα από το ρεύμα του δρόμου. Το πυροσβεστικό προσπέρασε την Έλεν σαν ένας τοίχος από κόκκινο μέταλλο. Πί σω του ακολουθούσε μια πομπή από περιπολικά και φορτηγάκια της αστυνομίας, ασθενοφόρα και άλλα οχήματα πρώτων βοηθειών, ακόμα και μερικά φορτηγά του στρατού με πράσινο καμουφλάζ. Ο ι τροχοί των βαριών οχημάτων τίναζαν τα νερά δημιουργώντας ψηλά σιντριβάνια. Η οδηγός της AxysCorp ήταν μια στιβαρή γυναίκα με τετράγω νο πρόσωπο, γύρω στα σαράντα. Είχε βγάλει το μυτερό πηλήκιό της αρκετά χιλιόμετρα πιο πριν, αποκαλύπτοντας κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά. «Φτηνά τη γλυτώσαμε», είπε ακούγοντας το μουρμουρητό του ασυρμάτου της βάσης της. «Στο Ν ορθ Σέρκιουλαρ χρησιμοποιούν μπουλντόζες για να καθαρίσουν τον δρόμο ώστε να περνούν τα οχήματα των επειγόντων περιστατικών. Φαντάσου, τώρα, χαμός! Ελπίζω να είναι όλοι ασφαλισμένοι».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
111
Ο ι τελευταίοι της πομπής, ένα ζευγάρι μοτοσικλετιστές της α στυνομίας, προσπέρασαν με θόρυβο. «Εντάξει, πέρασαν», είπε η οδηγός. Έστριψε το τιμόνι, πάτησε το γκάζι και ξανάβαλε το αυτοκίνητο στη λω ρίδα που είχε ανοίξει η αστυνομία. Ή ταν από τους πρώτους που αντέδρασαν κι έτσι προσπέρασε με το αυ τοκίνητό τους τις σειρές των άλλων ακινητοποιημένων οχημάτων. Για μερικά λεπτά, πριν η κυκλοφορία γεμίσει πάλι τον άδειο δρό μο, προχώρησαν αρκετά. Προσπέρασαν αυτοκίνητα και κίτρινα λε ωφορεία γεμάτα μαθητές από εκκενωμένα σχολεία, επίσης ασθε νοφόρα και οχήματα πρώτων βοηθειών που έρχονταν από εκκε νωμένα νοσοκομεία. Πλησίασαν βιαστικά τη διασταύρωση της Γέ φυρας του Πύργου. Ύστερα, με τη βαριά μάζα του Πύργου στα α ριστερά τους, προσπέρασαν τον μεγάλο σταθμό του μετρό με την ανοιχτή πλατεία του. Η Έλεν είδε χιλιάδες ανθρώπους να ξεχύνο νται από τα υπόγεια εκδοτήρια. Κάποιοι απ' αυτούς έδειχναν σοκαρισμένοι και πολλοί ήταν μουσκεμένοι πριν ακόμα βγουν στη βρο χή. Ίσως το δίκτυο του μετρό να είχε κι αυτό πλημμυρίσει. Αν ήταν έτσι, αναρωτήθηκε πού θα πήγαιναν τελικά αυτές οι χιλιάδες του κόσμου που ξεχύνονταν στην καρδιά της πόλης. Προχώρησαν λίγο ακόμα, μέχρι την οδό Μπάιγουαρντ και κα τά μήκος της οδού Λόουερ Τέιμς, ενώ η κυκλοφορία γινόταν όλο πιο αργή. Παντού γίνονταν έργα και μεγάλοι λάκκοι ήταν ανοιγ μένοι στην επιφάνεια του εδάφους. Το Λονδίνο αιωνίως ξαναφτιαχνόταν και εκείνη τη μέρα όλες οι τρύπες και τα χαντάκια είχαν ξε χειλίσει νερό. Η Έλεν έριξε μια ματιά στον ποταμό, ο οποίος ήταν φουσκωμένος και αγριεμένος. Τα νερά του, μοιάζοντας με λειω μένο μέταλλο ή υδράργυρο, σηκώνονταν ψηλά, κάτω από τις λει τουργικές τσιμεντένιες αψίδες της Γέφυρας του Λονδίνου. Η κυκλοφορία κόλλησε περισσότερο, καθώς η οδηγός προ σπαθούσε να φέρει το αυτοκίνητο γύρω από τους δρόμους που προσέγγιζαν τη Γέφυρα του Λονδίνου. Στα δεξιά της η Έλεν μπο ρούσε να δει τους λεπτοκαμωμένους, καινούργιους ουρανοξύστες του Σίτι, εξαιρετικά γλυπτά από γυαλί που είχαν κατασκευαστεί κατά τη διέρκεια της αιχμαλω σίας της. Ελικόπτερα περνούσαν
112
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μπροστά από τις απαδείς προσόψεις τους. Συνέχισαν να κινού νται προσπερνώντας την οδό Κάνον και τη γέφυρα Σαουδγουάρκ. Τελικά η τύχη τους στέρεψε και ο δρόμος έπηξε σαν βουλωμένη αρτηρία. Το χειρότερο ήταν πως μπορούσε να δει πεζούς να ξε χύνονται πάνω στη λεπτή Γέφυρα της Χ ιλιετίας από τη Ν ότια Ό χ δ η , μεγαλώνοντας ακόμα περισσότερο τη συμφόρηση. Η οδηγός σήκωσε τους ώμους. «Μάλλον μέχρι εδώ ήταν. Λυ πάμαι. Μήπως θέλετε να γυρίσω πίσω; Τα χειρότερα προβήματα θα είναι στο Γουέστ Έντ μπροστά μας. Θ α μπορούσαμε να πάμε βό ρεια και...» «Ό χι, πρέπει να φτάσω στο Γουάιτχολ. Εκεί ή στο Μνημείο της Πολεμικής Αεροπορίας στον Μ όλο. Είπα στον άνθρωπο με τον οποίο έχω ραντεβού πως θα τον συναντούσα εκεί, αν δεν μπορού σα να φτάσω στο Γουάιτχολ. Η οδηγός τής έριξε μια ματιά γεμάτη κατανόηση. «Στο Γουάιτ χολ; Κοιτάξτε, δεν είναι βέβαια η θέση μου τέτοια ώστε να μπο ρώ να σας δίνω συμβουλές. Εσείς δεν είστε αυτή που προσπαθεί να μάθει τι απέγινε η κόρη της;» «Αυτό δεν σας αφορά», είπε κοφτά η Έλεν. «Απλώς, πρέπει να σας πω ότι το Γουάιτχολ ουσιαστικά βρίσκε ται πάνω στο ποτάμι. Αν πρόκειται να πλημμυρίσει κάποιο μέρος, εί ναι σίγουρα αυτό». Έδειξε ένα είδος συσκευής δορυφορικής πλοή γησης, κάπως πιο εξελιγμένη από εκείνες που θυμόταν η Ελεν. Πα ρουσίαζε χάρτες υψηλής ανάλυσης που τρεμόσβηναν. Στο Γουέστμινστερ και το Γουέστ Έντ, ολόκληρες περιοχές είχαν σημαδευτεί με γκρίζο χρώμα. «Ο κύριος Λάμοκσον μας εχει εκπαιδεύσει για περιπτώσεις πλημμυρών. Πιθανώς να εκκενώνουν τώρα τα κυ βερνητικά κτήρια, αν δεν το έχουν ήδη κάνει». «Δεν έχω άλλη επιλογή», είπε η Έλεν με δυστυχισμένη έκφραση. «Είστε σίγουρη; Μπορώ ακόμα να σας πάρω μακριά από εδώ, ξέρετε». «Ξέρω και σ' ευχαριστώ. Ό μ ω ς πρέπει να πάω... Εσύ τι θα κά νεις τώρα;» «Μην ανησυχείτε για μένα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
113
«Έχεις οικογένεια;» Η οδηγός γύρισε το πρόσωπο αλλού. «Δυο αγόρια. Ο μπαμπάς τους την κοπάνησε και γύρισε μαζί τους στην Ελλάδα πριν από πέ ντε χρόνια. Αν μη τι άλλο, δεν δα πνιγούν εκεί κάτω. Βλέπετε, λοι πόν, εσείς κι εγώ ταξιδεύουμε στην ίδια βάρκα. Αν και σήμερα, με τέτοιο καιρό, μακάρι να είχα πραγματικά μια σκατόβαρκα. Χα, χα! Δεν ξέρετε το Λονδίνο καλά, έτσι δεν είναι;» Η Έλεν σήκωσε τους ώμους. «Έχω έρθει μόνο για τουρισμό». «Η σημερινή μέρα σίγουρα δεν είναι καλή για να δει κανείς τα α ξιοθέατα. Ακούστε κάτι. Αν κολλήσετε, πηγαίνετε προς το Στραντ. Εί ναι έξω από την πλατεία Τραφάλγκαρ, δεν μπορεί να μην το βρείτε». «Και γιατί εκεί;» «Επειδή εκεί ήταν η παλιά όχδη, οι αποβάθρες, προτού ρίξουν τα τσιμέντα. "Στραντ" σημαίνει "όχθη". Ακόμα κι αν ο ποταμός ξε χειλίσει, δεν νομίζω να φτάσει σ' εκείνο το σημείο. Είναι λογικό». «Θα το θυμάμαι. Ευχαριστώ». «Να προσέχετε». Η Έλεν σήκωσε την κουκούλα της και την έσφιξε γύρω από τον λαιμό και το πρόσωπό της. Σιγουρεύτηκε πως το φερμουάρ της φόρμας ήταν κλειστό. Μετά, πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα.
17 Αναγκάστηκε να σπρώξει για να ανοίξει την πόρτα κόντρα στον ά νεμο. Ριπές βροχής της μούσκεψαν αμέσως το πρόσωπο, κολλώ ντας τούφες μαλλιών στο μέτωπό της. Ξεμάκρυνε από το αυτοκίνητο ανοίγοντας δρόμο μέσα από τα πανικόβλητα πλήθη, προχωρώντας δυτικά, προς τη γέφυρα των
114
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Δομινικανών και το Γουέστ Έντ πέρα απ' αυτή. Δεν υπήρχε και με γάλη διαφορά τώρα πια ανάμεσα στον δρόμο και στο πεζοδρό μιο, καδώς οι άνθρωποι περνούσαν ανάμεσα στα ακινητοποιημένα οχήματα. Κάποιοι οδηγοί εγκατέλειπαν κι αυτοί τα αυτοκίνητά τους και πόρτες άνοιγαν σαν όστρακα που έσπαγαν, καδώς άνθρωποι έβγαιναν μορφάζοντας στη βροχή. Πάνω από την οχλοβοή των συζητήσεων που γίνονταν φωναχτά, η Έλεν άκουγε το κλαψούρισμα σειρήνων, τον βόμβο από έλικες ελικοπτέρων τα οποία πετούσαν κάπου από πάνω της και παντού το σφύριγμα της βροχής που έπεφτε ακατάπαυστα στις οροφές των αυτοκινήτων, στην ά σφαλτο, στα ρούχα και τις ομπρέλες των πεζών. Ο κόσμος ήταν πα γερός, υγρός, θορυβώδης, ανεμοδαρμένος. Κάτω απ' όλα αυτά της (ραινόταν πως άκουγε ένα βαθύτερο μουγκρητό το οποίο ερχόταν από την Ανατολή, από την κατεύ θυνση του ρεύματος του ποταμού, κάτι σαν το σπασμωδικό γρύλλισμα ενός αγριμιού που πλησίαζε. Η Έλεν προχωρούσε αργά. Μ ε δυσκολία προχωρούσε ένα-δυο μέτρα πριν σταματήσει πάλι από το τρομαγμένο πλήθος που κινιόταν προς κάθε κατεύθυνση. Υπήρχαν κι άνθρωποι με παιδιά, του ρίστες. Είδε μια ομάδα Γιαπωνέζων ή Κορεατών με διαφανή πλα στικά αδιάβροχα και με μάτια γουρλωμένα από την αγωνία, να μι λούν φωνάζοντας σε κινητά τηλέφωνα. Φορούσαν σορτς και σαν δάλια, και τα πόδια τους είχαν μαυρίσει από τα λασπερά νερά. Μετά από κάποια ώρα, νευριασμένη και ήδη κουρασμένη, η Έλεν σταμάτησε σε ένα αυτόματο μηχάνημα πώλησης αναψυκτι κών, βρήκε κάποια κέρματα και αγόρασε ένα μπουκάλι Κόκα-Κόλα. Ήταν ένα στρατιωτικό κόλπο που είχε μάθει όταν ήταν αιχμά λωτη στη Βαρκελώνη: έπινες το αναψυκτικό για την ενέργεια που σου έδιναν η ζάχαρη και η καφεΐνη. Άδειασε το μπουκάλι γρήγο ρα και μετά το πέταξε κάτω και συνέχισε. Δεν ήταν μέρα για να ανησυχεί κανείς μην τυχόν και ρυπάνει το περιβάλλον. Μετά τη γέφυρα των Δομινικανών, πήρε τη στροφή της Ό χ θ η ς της Βικτόριας. Ο δρόμος εκεί είχε στα πλάγιά του σειρές δέντρων και φαναριών, αλλά και μνημεία στημένα σε ανάμνηση των μεγα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
115
λείων της Βρετανίας. Στην όχθη υπήρχε ένας προστατευτικός τοί χος που έφτανε περίπου ως τη μέση ενός ανθρώπου, με σκαλιά απ' όπου μπορούσες να κατεθείς σε κάποια αποβάθρα ή να επι βιβαστείς σε ένα πλοιάριο αναψυχής. Μ α τώρα ο ποταμός ήταν φουσκωμένος και τα κύματά του έσκαγαν λίγο πιο κάτω από την κορυφή του τοίχου, στέλνοντας πίδακες αφρών στον δρόμο. Προ χώρησε βιαστικά προς τη γέφυρα του Βατερλό. Στη νότια όχθη α πέναντι της μπορούσε να δει το κτήριο της IBM και το Εθνικό Θ έ ατρο, με ένα τεράστιο καινούργιο οικοδομικό τετράγωνο διαμερι σμάτων πίσω από το δεύτερο, άλλον ένα νεοφερμένο που έκλεινε τη θεά. Τότε ένα τρομερό κύμα νερού σηκώθηκε ψηλά πάνω από τον τοίχο της όχθης και έσκασε πάνω στα βιαστικά πλήθη. Το νερό ήταν βρόμικο και λασπώδες. Κάποιοι ούρλιαζαν και τραβήχτηκαν ζαρώνοντας προς τα πίσω. Κάποιοι άλλοι σήκωσαν φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα για να αποθανατίσουν τη σκηνή. Η Έλεν συνέχισε, πλατσουρίζοντας με τις μπότες της στα λασπωμέ να νερά που κυλούσαν από το ρείθρο του δρόμου στους οχετούς. Ό μ ω ς και οι ίδιοι οι υπόνομοι είχαν γεμίσει κι έτσι ξερνούσαν πί σω περισσότερο νερό από εκείνο που κατάπιναν. Περνώντας κάτω από τη γέφυρα του Βατερλό και ενώ το Μ ά τι έμοιαζε με έναν λεπτό κύκλο στην απέναντι όχθη, μπόρεσε να διακρίνει τον χλομό ψαμμίτη του Ανακτόρου του Γουέστμινστερ, χα μηλά στη στροφή του ποταμού. Το ποτάμι συνέχισε να μου γκρίζει, ενώ η ανώμαλη επιφάνειά του γέμιζε από αφρισμένα κύ ματα. Η Έλεν προσπέρασε τον οβελίσκο της Κλεοπάτρας κι ύστε ρα πέρασε κάτω από τη σιδηροδρομική γέφυρα του Χάνγκερφορντ. Καθώς κανένα τρένο δεν κινιόταν, οι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξεφύγουν περπατώντας πάνω στη γέφυρα με τα πόδια και προς τις δυο κατευθύνσεις, πριν ξεχυθούν στον δρόμο. Παντού οι άνθρωποι κοιτούσαν με απορία τα τηλέφωνά τους, πατούσαν τα πλήκτρα, φώναζαν μέσα σ' αυτά. Άλλοι, αναζητώντας με απελπισία κάποια νέα, μαζεύονταν γύρω από ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, σε πολλά από τα οποία λειτουργούσαν ραδιόφωνα
116
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
που έπαιρναν ρεύμα από τις μπαταρίες τους. Αυτοκίνητα και τηλέ φωνα, άνθρωποι που έτρεχαν, φουσκωμένα νερά και πάνω απ' ό λα η ακατάπαυστη βροχή. Τελικά, έφτασε στο Μνημείο της Πολεμικής Αεροπορίας. Σταμά τησε εκεί, κοιτάζοντας γύρω της απελπισμένα. Το μνημείο ήταν μια μπρούντζινη σειρά από απεικονίσεις, που έδειχναν τα κατορθώ ματα των πιλότων και του πληρώματος εδάφους στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Την είχαν φέρει σ' εκείνο το μέρος πριν από έξι ή επτά χρόνια - δεν θα ήταν τότε πολύ παραπάνω από δεκαοκτώ ετών. Ο ι γονείς της μιλούσαν περιφρονητικά για το μνημείο θεωρώντας το κακόγουστο, μα η Έλεν είχε μάλλον συγκινηθεί από την αμεσότητα και το συναίσθημα που προκαλούσε. Καθώς η βροχή το μαστίγωνε και τα λασπωμένα νερά λίμναζαν γύρω από τη βάση του, το μνημείο φάνταζε πια εντελώς άσχετο με την πραγματικότητα της στιγμής. Ο Μ άικλ Θ άρλεϊ ξεπρόβαλε πίσω από το μνημείο και προχώ ρησε προς το μέρος της. Γύρω στα σαράντα, ήταν ντυμένος με σχετικά λογικό τρόπο σε σχέ ση με τους περισσότερους γύρω του: φορούσε ένα κοστούμι από δίμιτο ύφασμα, με γαλότσες και ένα ανθεκτικό, κατακόκκινο μπου φάν. Η βροχή έπεφτε στα γυαλιά του, κάνοντάς τον να καθαρίζει κάθε τόσο τους φακούς τους νευρικά. «Κύριε Θάρλεϊ». Ή ταν τόσο χαρούμενη που τον έβλεπε, ώστε αισθανόταν μεγάλη επιθυμία να τον φιλήσει. Κανείς, όμως, δεν φι λάει αξιωματούχους του υπουργείου Εξωτερικών. «Πήρατε το μή νυμά μου». «Πράγματι», είπε εκείνος μελαγχολικά, «και μακάρι να μην το είχα πάρει. Ήταν ένα εντελώς ηλίθιο σημείο συνάντησης κάτω από τις δεδομένες συνθήκες, δεσποινίς Γκρέι, και με συγχωρείτε για την έκφραση». Η φωνή του ήταν κοφτή, απότομη, και η προφορά του έδειχνε πως ήταν από εκείνους τους μαθητές που είχαν σπου δάσει σε ένα καλό πανεπιστήμιο μετά από φοίτηση σε κάποιο δη μόσιο σχολείο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
117
«Δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο - δεν ξέρω το Λον δίνο. Ήρθατε, πάντως, όπως και να 'ναι». «Δεν 8α μπορούσα να σας αφήσω να περιμένετε, έτσι δεν εί ναι;» Τράβηξε την κουκούλα του μπουφάν του μπροστά ώστε να προστατεύει καλύτερα το πρόσωπό του. Έπρεπε να φωνάζει για να ακούγεται πάνω από τον θόρυβο της βροχής και του ποταμού. «Έ χουμε αίσθηση ευθύνης στο υπουργείο Εξωτερικών. Και ο φίλος σας, ο Νέιθαν Λάμοκσον, έχει ασκήσει πολλές πιέσεις για να βε βαιωθεί πως θα ενεργήσουμε. Πρέπει να σας πω ότι το Γουάιτχολ έχει στο μεγαλύτερο μέρος του ήδη εκκενωθεί. Σε αυτή την περί πτωση ανάγκης, μάλιστα, μου έχει ανατεθεί η θέση του συνδέσμου με τη Νέα Σκότλαντ Γιαρντ - την αστυνομία, ξέρετε. Εργάζομαι πά νω σε πρωτόκολλα που αφορούν την απομάκρυνση από το Λον δίνο διαφόρων ξένων αξιωματούχων. Αλλά ακόμα κι η Σκότλαντ Γιαρντ έχει εκκενωθεί τώρα πια και έχει μεταφερθεί στο Χέντον, την αστυνομική ακαδημία, άρα ουσιαστικά εκεί θα έπρεπε να βρι σκόμουν τώρα κι εγώ...» «Εκτιμώ ιδιαιτέρως το ότι μείνατε για μένα». «Ναι. Μ α όλα είναι ένα μαύρο χάλι, δεν συμφωνείτε; Μπορεί τε να καταλάβετε γιατί έχουμε κολλήσει· φοβάμαι πως η σημερι νή δεν είναι η καλύτερη μέρα για να εξετάσουμε την υπόθεσή σας. Πάντως, έχουμε διαβεβαιώσεις από την κυβέρνηση της Σαουδι κής Αραβίας και από την ισπανική αστυνομία πως το μωρό σας δεν έχει πάθει κανένα κακό...» «Αυτό μου το είπατε και χθες». Χαμήλωσε το κεφάλι ξεχνώντας ξαφνικά τη βροχή, τους ανθρώπους που συνωστίζονταν, το νερό γύ ρω από τα πόδια της. Μετά από τόσες προσπάθειες για να φτάσει μέχρι εκεί, τη συνέθλιβε να ξέρει πως δεν είχε κάνει την παραμικρή πρόοδο. Ο Θάρλεϊ ήρθε λίγο πιο κοντά της. «Φοβάμαι πως δεν υπήρχε στους κύκλους μας τίποτα περισσότερο που να μπορούσαμε να κά νουμε. Σας καταλαβαίνω. Δηλαδή δεν μπορώ να σας καταλάβω, μάλλον, ούτε θα μπορούσα ποτέ. Δεν έχω δικά μου παιδιά. Αυτό που θέλω να πω είναι πως συμμερίζομαι τον πόνο σας».
118
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ξέρω πως προσπαθείτε να βοηθήσετε. Απλά δεν φανταζόμουν ποτέ πως η ζωή μου θα έπαιρνε μια τέτοια τροπή». Εκείνος χαμογέλασε βεβιασμένα. «Δεν είστε παραπάνω από είκοσι πέντε ή είκοσι έξι χρονών. Πιστέψτε με, έχετε όλη τη ζωή μπροστά σας». «Κι όμως, ολόκληρη η ζωή μου καθορίζεται από το μωρό μου. Ένα μωρό που απόκτησα μετά από βιασμό. Τώρα είναι λες και τα πόδια μου έχουν καρφωθεί με καρφιά στο πάτωμα, και δεν πρό κειται να πάω ποτέ πια πουθενά». «Είμαι σίγουρος πως δεν είναι ακριβώς έτσι...» Η Έλεν άκουσε κραυγές και σήκωσε το κεφάλι. Ξαφνικά, το νερό υψωνόταν σε όλο το μήκος του δρόμου, σαν να είχε αρχίσει να γεμίζει μια πελώρια μπανιέρα. Ο ι άνθρωποι πλατσούριζαν με τα καλοκαιρινά παπούτσια τους και τα σανδάλια τους μέσα στο νε ρό ανεβαίνοντας σκαλιά, κάποιοι φτάνοντας να σκαρφαλώσουν πάνω στον τοίχο της όχθης. Καθώς το νερό υψωνόταν γύρω από τους τροχούς, οι συναγερμοί των εγκαταλειμμένων αυτοκινήτων άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο Θ άρλεϊ έδειξε. «Κοιτάξτε! Βγαίνει από τους υπονόμους». Τα καλύμματα των υπονόμων είχαν πεταχτεί προς τα πάνω από την πίεση του νερού, το οποίο ανέβλυζε από το έδαφος. «Μεγαλοδύναμε Θεέ, νομίζω πως είδα έναν αρουραίο!» Το μακρινό μπουμπουνητό δυνάμωσε. Η Έλεν κοίταξε το πο τάμι προς την κατεβασιά του και τότε είδε την καταιγίδα να έρχε ται. Ένα πελώριο, αφρισμένο κύμα είχε καβαλήσει τον ποταμό και κυλούσε προς τη γέφυρα του Χάνγκερφορντ. Στα σημεία όπου περ νούσε, πίδακες αφρών τινάζονταν πάνω από τα τοιχώματα στις όχθες. Προφανώς κάποιοι στέκονταν πάνω σ' αυτά και το φωτσ γράφιζαν, όπως καταλάβαινε από τις λάμψεις των φλας. Μ α το νε ρό κυλούσε τώρα πάνω στον ίδιο τον Μ όλο, ένα ποτάμι στον δρό μο παράλληλο με το κύμα. Παρ' ότι ήταν ακόμα αρκετά μακριά, η Έλεν διέκρινε ανθρώπους να χάνουν την ισορροπία τους και σταματημένα αυτοκίνητα να παρασύρονται σαν παιχνίδια μπροστά στον πίδακα από ένα λάστιχο ποτίσματος.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
119
Ξαφνικά, η μέρα εκείνη των πλημμυρών έγινε κάτι παραπάνω από ένα απλό ξε6όλεμα ή ένα εμπόδιο στον δρόμο της. Κάποιοι πέθαιναν εκείνη τη στιγμή μέσα στο οπτικό της πεδίο. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να σκεφτεί. Έσφιξε το μπρά τσο του Θάρλεϊ. «Ελάτε. Πρέπει να φύγουμε από εδώ». Εκείνος έμοιαζε υπνωτισμένος. «Αχ, ναι, ασφαλώς. Αλλά προς τα πού να πάμε;» «Προς το Στραντ», είπε αμέσως η Έλεν, καθώς θυμόταν τα λό για της οδηγού. «Από δω». Ανοίγοντας δρόμο μέσα στα πλήθη, επέστρεψαν στον Μ όλο. Είχαν σχεδόν φτάσει στην αριστερή στροφή προς την οδό της Έ φιππης Φρουράς, όταν το νερό τους πρόλαβε φτάνοντας μέχρι τα γόνατά τους. Μέσα επέπλεαν σκουπίδια, κομμάτια χαρτιού και πλα στικές σακούλες, περιτυλίγματα, κηλίδες βενζίνης και λύματα οχε τών. Ο ι άνθρωποι κρατιόντουσαν από τον τοίχο, από τα φανάρια του δρόμου, από τα σταματημένα αυτοκίνητα· άλλοι έπεφταν κά τω και ξανασηκώνοντας μουσκεμένοι, φτύνοντας νερό. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, κάποιοι προτιμούσαν να κρατούν με το ένα χέρι το κινητό τους παρά να πιαστούν και με τα δυο χέρια από κάπου· η Έλεν έβλεπε τις μικρές οθόνες να λάμπουν παντού. Αναγκάστηκε να γέρνει το κορμί στο ρεύμα σπρώχνοντας για να προχωρήσει, σαν να περπατούσε σε πλημμυρίδα στην παραλία, μα αυτή και ο Θ άρλεϊ κατάφερναν να κρατηθούν όρθιοι. Ο ποταμός φούσκωσε περισσότερο και άρχισε να χύνεται σαν καταρράχτης πάνω από τον τοίχο της όχθης. Τα αυτοκίνη τα παρασύρθηκαν σαν πέτρες σε χείμαρρο. Κάποιοι ζητούσαν βοήθεια. Η Έλεν και ο Θ άρλεϊ κατάφεραν να φτάσουν στην οδό Έφιππης Φρουράς. Μα ούτε εκεί βρήκαν ανάπαυλα· το μαύρο, λασπερό νε ρό, ανακατεμένο με λάδια και βενζίνη, όρμησε στο κατόπι τους κα θώς εκείνοι πάλευαν ν' ανοίξουν δρόμο μέσα στο πλήθος. Η Έλεν είχε αρχίσει να κουράζεται όταν έφτασαν στην οδό Γουάιτχολ, ενώ ο Θάρλεϊ, αγύμναστος καθώς ήταν, αγκομαχούσε εξουθενωμένος.
120
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Και η ίδια η οδός Γουάιτχολ είχε ήδη πλημμυρίσει. Αντίκρισαν έναν ακόμη ποταμό που ξεχυνόταν στον δρόμο προς το μέρος τους φτάνοντας μέχρι τους μηρούς των ανθρώπων, κυλώντας από τα ψηλότερα σημεία του εδάφους στα βόρεια. Προσπερνούσε τις προσόψεις των μεγαλόπρεπων κυβερνητικών κτηρίων που ήταν φτιαγμένες από χλομό ψαμμίτη και πλημμύριζε αχόρταγα τα χα ντάκια των δημόσιων έργων. Ο Θ άρλεϊ κοίταξε νότια, προς την κατεύθυνση που κυλούσαν τα νερά. Μπορούσε να δει την πλατεία Τραφάλγκαρ στο τέρμα του δρόμου, με τα σκαλιά και τους κίονες της Εθνικής Πινακοθήκης να ξεφυτρώνουν σαν βράχια από το νερό. «Μπορούμε να φύγουμε από εκεί - αλλά θα πρέπει να πάμε κόντρα στο ρεύμα...» Άρχισαν να κινούνται αργά ενάντια στο ρεύμα. Παντού γύρω τους αρκετοί από τους ανθρώπους είχαν την ίδια ιδέα. Ανέβαιναν τον δρόμο με κόπο ή πάσχιζαν να προχωρήσουν κρατώντας τα κά γκελα. Το ρεύμα δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο. Ο Θάρλεϊ γλίστρησε. Προσπαθώντας να τον πιάσει, η Έλεν έπε σε κι εκείνη μπρούμυτα. Ένιωσε το πηχτό υγρό να μπαίνει στην κου κούλα της, να μουλιάζει τα μαλλιά της και να διεισδύει κάτω από τη φόρμα της. Κράτησε το στόμα της κλειστό, καθώς θυμόταν πως το νερό είχε βγει από τους ξεχειλισμένους υπονόμους. Ή ταν έτοι μη να ξανασταθεί στα πόδια της όταν κάποιος έπεσε επάνω της και την ξανάριξε κάτω. Αυτήν τη φορά δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί. Αισθάνθηκε να παρασύρεται πίσω, στην άσφαλτο της ο δού Γουάιτχολ. Πανικοβλήθηκε, πιστεύοντας πως δεν θα μπο ρούσε να ξανασηκωθεί και θα πνιγόταν μέσα σε ένα μέτρο βρο μόνερων. Εκείνη τη στιγμή κάποιο δυνατό χέρι την άρπαξε από τον για κά και τη σήκωσε όρθια. Στάθηκε στάζοντας μπροστά σε έναν γιγάντιο άνδρα, που φορούσε φανελάκι και σορτς κι είχε τα χέρια του γεμάτα τατουάζ, μοιάζοντας με ξεπεσμένο παίκτη του ράγκμπι. Μουσκεμένος ως το κόκκαλο, κρατούσε ένα κουτί μπίρας με το αριστερό του χέρι. Της χαμογέλασε πονηρά και με το δεξί του χέ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
121
ρι της ζούληξε το στήδος πάνω από το μουλιασμένο ύφασμα της φόρμας. Καδώς η Έλεν τραβήχτηκε αηδιασμένη, εκείνος γέλασε και απομακρύνδηκε με βαριά βήματα. Είδε τον Θάρλεϊ, επίσης μούσκεμα. «Δεν ήταν και ο καλύτερος τύπος του ήρωα», της φώναξε. «Το αρχίδι», γρύλλισε εκείνη. «Μακάρι να πνιγεί μέσα στο ίδιο του το ξερατό. Ελάτε, πάμε να φύγουμε από δω». Συνέχισαν να προχωρούν. Ό χ ι μόνο το πρόσωπο και τα μαλ λιά της είχαν βραχεί τώρα πια, αλλά και το νερό είχε μπει μέσα από τη φόρμα της κάνοντας τις κινήσεις της ακόμη δυσκολότερες. Τελικά έφτασαν στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Στη βορινή πλευρά της τα σκαλιά της Εδνικής Πινακοδήκης και της παλιάς εκκλησίας του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών βρίσκονταν ακόμη πάνω από την επιφάνεια του νερού και πολλοί άνδρωποι είχαν συγκεντρωδεί ε κεί. Στην ίδια την πλατεία, όμως, τα νερά του ποταμού, που ξεχύ νονταν από παντού, είχαν δημιουργήσει μια λίμνη η οποία κύκλωνε τα διάσημα παλιά σιντριβάνια. Θ α έπρεπε να υπήρχαν χιλιάδες άνδρωποι στον χώρο, μαζεμένοι γύρω από την πλατεία και στα σκαλιά της πινακοδήκης. Η Έλεν δεν έβλεπε πουδενά αστυνομικούς, ούτε και κάποια προσπάδεια ελεγχόμενης εκκένωσης. Έριξε μια ματιά στη στήλη όπου ήταν στημένο το άγαλμα του Νέλσονα, ο οποίος παρατηρούσε ατάραχα τις τελευταίες από τις διάφορες κα ταστροφές που είχε δει να περνάει η πόλη του. Ο Θ ά ρλεϊ την άγγιξε στον ώμο. «Κοιτάξτε εκεί». Έδειχνε την οροφή της Εδνικής Πινακοδήκης, η οποία είχε πάρει ένα γκρίζο χρώμα. Οφειλόταν σε χιλιάδες περιστέρια. «Αναφέρατε το Στραντ, δεσποινίς Γκρέι». «Ναι». Έδειξε δεξιά. «Από εκεί, λοιπόν». Πλατσούρισαν στο νερό που βάδαινε και διέσχισαν τρεκλίζοντας τον δρόμο, προσπερνώντας σβησμένα φανάρια, αυτοκίνητα που έμοιαζαν σαν πέτρες σε ρυάκι, ενώ άνδρωποι παντού γύρω τους πάσχιζαν να φτάσουν σε κάποιο ασφαλές σημείο.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
122
18 Α κόμα μια προσγείωση με το ελικόπτερο στο κουφάρι του Λον δίνου έφερε ακόμα μια διάσωση, που το πλήρωμα της AxysCorp τη χειρίστηκε με επαγγελματικό τρόπο. Αυτήν τη φορά επρόκειτο για μια μητέρα, ένα παιδί και μια γιαγιά που είχαν αποκλειστεί στο Γουάπινγκ, μια παλιά αποβάθρα η οποία είχε μετατραπεί σε συ γκρότημα κατοικιών με θέα το ποτάμι. Η Λίλι βοήθησε τους πρό σφυγες να δεθούν στις θέσεις τους. Οι έλικες μούγκρισαν καθώς δάγκωναν τον αέρα και το ελικό πτερο προχώρησε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το ρεύμα του ποταμού, για να κάνει την επόμενη δουλειά του. Το σκάφος ήταν ήδη σχεδόν γεμάτο από γέρους και γυναικόπαιδα, τυλιγμένους με ασημόχρωμες κουβέρτες πρώτων βοηθειών, μα θα συνέχιζε να πετάει μέχρι να μείνει από καύσιμα ή να γεμίσει εντελώς· μπορούσε να χωρέσει μέχρι εκατό στριμωγμένους ανθρώπους. Κοιτάζοντας από την ανοιχτή πόρτα, η Λίλι είδε νερό μαύρο σαν πετρέλαιο να γεμίζει τους δρόμους, τις πλατείες και τα πάρκα του Λονδίνου καθώς το ποτάμι εξερευνούσε τις καμπύλες της πεδιάδας, την οποία τόσον καιρό οι άνθρωποι του είχαν αρνηθεί. Ελικόπτε ρα πετούσαν παντού σαν πολυάσχολα έντομα, κίτρινα σκάφη διά σωσης και στρατιωτικά - ακόμα και Ιικόρσκι, τα οποία μάλλον θα είχαν σηκωθεί από αμερικανικές βάσεις. Πλοιάρια κάθε είδους, μικρές ιδιωτικές βενζινάκατοι και φουσκωτά, σκάφη της αστυνο μίας και ναυαγοσωστικά, έπλεαν γύρω από τετράγωνα κατοικιών και γραφείων στα οποία κουβέρτες κρέμονταν άψυχες από τα πα ράθυρα των ψηλότερων ορόφων. Μακριά από τις πλημμυρισμένες περιοχές του κέντρου, η Λίλι μπορούσε να δει λεπτές γραμμές αυτοκινήτων τα οποία μόλις και κινούνταν στις φρακαρισμένες κεντρικές αρτηρίες, ενώ οχήματα πρώτων βοηθειών έτρεχαν κόντρα στο ρεύμα της κυκλοφορίας προς τις περιοχές όπου είχαν συμβεί οι καταστροφές, με τα γαλάζια φώτα τους να αναβοσβήνουν. Ή ταν ένα απόγευμα του Ιουλίου και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
123
το φως τα μέρας έφεγγε ακόμα, αλλά διέκρινε κανείς τις περιοχές όπου το ηλεκτρικό ρεύμα είχε κοπεί κι όπου οι λάμπες του δρόμου δεν είχαν ανάψει, ενώ οι φωτεινοί πίνακες διαφημίσεων στέκονταν βουβοί και άδειοι. Η Λίλι κρατούσε έναν υπολογιστή χειρός της AxysCorp, η μικρή οθόνη του οποίου έδειχνε εικόνες στρατιωτών που έτρεχαν βιαστικά για να σώσουν σημαντικές εγκαταστάσεις. Άνδρες του Σώματος Μηχανικού και του Σώματος Εφοδιασμού κατασκεύαζαν αναχώματα και πάσχιζαν με αντλίες να κρατήσουν το νερό έξω από υποσταθμούς και εργοστάσια καθαρισμού των υδάτων. Η πεδιάδα του Λονδίνου ήταν γεμάτη όχι μόνο με γραφεία, καταστήματα και σπίτια, αλλά και με τη βασική υποδομή της πό λης, ακόμα και με νοσοκομεία και αστυνομικά τμήματα. Ο υπολογιστής έβγαλε έναν ήχο, δείχνοντας κάποιες ειδήσεις από το εξωτερικό. Τα νέα ήταν από το Σίντνεϊ. Εκεί η πλημμύρα εί χε χτυπήσει βαθιά μέσα στην καρδιά της πόλης. Η κυβέρνηση της πολιτείας προσπαθούσε να οργανώσει μια ελεγχόμενη εκκένωση δυτικά, κατά μήκος του Αυτοκινητόδρομου Τέσσερα, προς τα ψη λότερα σημεία του εδάφους πέρα από τον ποταμό Νέπιαν, κάπου τριάντα χιλιόμετρα δυτικά. Κέντρα υποδοχής των προσφύγων εί χαν στηθεί ακόμα πιο δυτικά και ψηλότερα, στο έδαφος των Γα λάζιων Ορέων. Σύμφωνα με τους σχολιαστές, η κυβέρνηση της Αυστραλίας παράπαιε. Η χώρα δεν είχε ποτέ χτυπηθεί από μια τέ τοια φυσική καταστροφή. Πλημμύρες στο Σίντνεϊ και στο Λονδίνο, σκέφτηκε η Λίλι - πλημμύρες στις δυο άκρες του κόσμου. Ήταν πολύ παράξενο. «Για κοιτάξτε εκεί κάτω», μουρμούρισε ο πιλότος. Το ελικόπτε ρο έγειρε στο πλάι για να στρίψει. Η Λίλι χαμήλωσε τον υπολογιστή της και κοίταξε έξω. Προσπερνούσαν το Μάτι του Λονδίνου που έμοιαζε με κυκλι κό περιδέραιο από γυάλινες χάντρες, το οποίο όμως είχε σταματή σει να κινείται αφού η βάση του ήταν σκεπασμένη από τα νερά. Κάποιοι άνθρωποι ήταν ορατοί, αποκλεισμένοι στις καμπίνες, μικροσκοπικές μορφές σαν έντομα παγιδευμένα στο κεχριμπάρι. Στην άλλη όχθη η Λίλι είδε πλοιάρια να πλησιάζουν το Ανάκτορο του
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
124
Γουέστμινστερ, σαν εξερευνητές που σιμώνουν επιφυλακτικά έναν παραδαλάσσιο γκρεμό από ψαμμίτη. Ξαφνικά, η Λίλι ένιωσε σοκαρισμένη από την κλίμακα στην ο ποία συνέβαιναν όλα τούτα γύρω της. Γύρισε αλλού το κεφάλι και σκούπισε το πρόσωπό της με το γαντοφορεμένο χέρι της, πιέζο ντας τα μάτια της. Η γριά, την οποία μόλις είχε δέσει στη δέση της, τη χτύπησε φιλικά στο χέρι. «Ηρέμησε, κορίτσι μου. Ό λ α δα φτιάξουν, δα το δεις». Το ελικόπτερο κινήδηκε μπροστά και έγειρε πάλι με το ένα πλάι, χτυπημένο από τον άνεμο της συνεχιζόμενης καταιγίδας.
19 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Τρεις μέρες αφότου χτύπησε η καταιγίδα, η Κρίστι αντέγραψε ένα ρεπορτάζ από τις 24ωρες ειδήσεις του BBC σχετικά με τις προσπάδειες που έγιναν στο Λονδίνο για τη διάσωση χιλιάδων ανδρώπων, οι οποίοι παρέμεναν εξαιτιάς των διακοπών του ρεύματος παγιδευμένοι επί μέρες σε δωμάτια ξενοδοχείων με ηλεκτρικές κλει δαριές. Αυτό από μόνο του σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή δα αποτε λούσε σημαντική είδηση. Τώρα απλώς φάνηκε στην Κρίστι αστείο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
125
20 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2016
Η Κρίστι είχε καθήκοντα παρατηρητή εκείνο το πρωινό. «Να ο νε ρουλάς!» Κατέβηκε φορτωμένη τις σκάλες, κάνοντας θόρυβο με τα ξύλινα τσόκαρά της πάνω στα γυμνά σανίδια του πατώματος. Δεν ήταν καν επτά το πρωί. Η Αμάντα ήταν έτοιμη να φύγει για τη δουλειά, φορώντας ένα τσαλακωμένο ταγιέρ που δα έπρεπε να είχε ήδη πάει για στεγνό καθάρισμα. Φορούσε επίσης ανθεκτικές αρβύλες πεζοπορίας και αδιάβροχες γκέτες, ενώ στο ριγμένο στην πλάτη της σακίδιο είχε χωμένο ένα ζευγάρι παπούτσια για να τα φορέσει στη δουλειά. Κρατούσε στο χέρι ένα φλιτζάνι που περιείχε τα τελευταία κατακά θια από το θερμός της προηγούμενης νύχτας. Μόρφασε καθώς άκουσε την Κρίστι να κατεβαίνει με θόρυβο τη σκάλα. «Μα το Θεό, Κρις, είναι ανάγκη να κάνεις τόση φασαρία;» Η Κρίστι, έντεκα χρονών, ήταν πολύ γεμάτη από ζωή ώστε να νοιάζεται για τέτοια πράγματα. Ψαχούλεψε σε μια στοίβα κουβά δων και πλαστικών μπουκαλιών που διατηρούσαν πλάι στην πόρ τα. «Έλα, θεία Λίλι, είναι πάλι η σειρά μας!» φώναξε. Η Λίλι έβαλε μια τελευταία μπουκιά ψωμί στο στόμα της και σηκώθηκε από το τραπέζι, προχωρώντας προς την πόρτα. Τα γυ μνά της πέλματα κρύωναν πατώντας στις φουσκωμένες σανίδες του πατώματος. Φόρεσε τις γαλότσες της και άρχισε να μαζεύει μπου κάλια για τα πλεχτά σακίδια. Η Κρίστι στο μεταξύ έφτιαχνε τον αυ τοσχέδιο ζυγό πάνω στους ώμους της, ένα σκουπόξυλο τυλιγμέ νο σε μια παλιά κουβέρτα, που είχε δυο πλαστικούς κουβάδες στις άκρες του. «Νόμιζα πως ήταν η σειρά του Μπεντζ σήμερα το πρωί», είπε η Λίλι. Η Αμάντα ρουθούνισε ειρωνικά, φτιάχνοντας τα μαλλιά της μπροστά στην σβηστή οθόνη της τηλεόρασης που της χρησίμευε
126
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ως καθρέφτης. Το ρεύμα ήταν κομμένο, ως συνήθως. «Αυτός ο γυμνοσάλιαγκας είναι ακόμα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Βάζω στοίχημα πως θα περνούσε όλες τις διακοπές του σχολείου στην τρύπα του, αν δεν τον σήκωνα με τις κλοτσιές». Η Λίλι ανακάτωσε τρυφερά τις πυκνές μπούκλες της Κρίστι. «Έ τσι είναι τ' αγόρια στην ηλικία του. Πάλι καλά που έχεις βρει εμέ να για πρόθυμο εργάτη». Αγχωμένη όπως πάντα, η Αμάντα μαλάκωσε κάπως. «Αυτό το ξέρω. Και χαίρομαι που είσαι εδώ, Λιλ. Δεν ξέρω πώς θα τα βγά ζαμε πέρα χωρίς εσένα. Ένας Θ εός ξέρει τι θα κάνουμε αν ισχύ ουν τα ίδια χάλια μόλις ξανανοίξουν τα σχολεία. «Απλώς, ξεπληρώνω μ' αυτό τον τρόπο τη φιλοξενία σας». Άρπα ξε τα γάντια κηπουρικής της Αμάντα. «Έλα λοιπόν, μικρή, ας τε λειώνουμε». Η Κρίστι άνοιξε την μπροστινή πόρτα. «Θα έχω φύγει πριν να γυρίσετε», φώναξε η Αμάντα. «Θα ξυ πνήσω και τον Μπεντζ, για να σας ανοίξει την πόρτα...» «Έχω πάρει κλειδιά», της απάντησε δυνατά η Κρίστι. «Θα τα πούμε απόψε, μαμά. Σ' αγαπώ πολύ!» «Κι εγώ. Γεια». Η Κρίστι άφησε τη Λίλι να κλείσει την πόρτα. Το ξύλο της είχε φου σκώσει από την πλημμύρα που είχε συμβεί πριν από τέσσερις ε βδομάδες και τώρα δεν έκλεινε ποτέ εντελώς καλά. Προχώρησαν πλατσουρίζοντας στο μικρό μονοπάτι του μπροστινού κήπου, το οποίο είχε στις άκρες του σειρές από βρόμικα σακιά με άμμο, κι ύστερα βγήκαν στον δρόμο. Περπάτησαν προς τα νοτιοδυτικά κόντρα στον χαμηλό πρωινό ήλιο, κατευθυνόμενοι προς το ποτάμι. Βάδιζαν κυρίως στο πεζο δρόμιο, μα υπήρχαν σημεία που το νερό είχε παρασύρει τις πλάκες κι έτσι ήταν αναγκασμένες να κάνουν παρακάμψεις. Ο ι ίδιοι οι δρόμοι ήταν σε γενικές γραμμές καθαροί, μα υπήρχαν ακόμα κά ποια εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα εδώ κι εκεί, σπρωγμένα βίαια στην άκρη του οδοστρώματος με το εσωτερικό τους κατεστραμμένο, τα παράθυρά τους σπασμένα, τις ζάντες και τους τροχούς κλεμμένα,
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
127
τη βενζίνη τους ρουφηγμένη. Το νερό λίμναζε παντού σε υπόνο μους, πάρκα και κήπους, καθώς και στις επίπεδες οροφές των βεν ζινάδικων. Ό λ ο ι ήξεραν πως δεν ήταν πόσιμο, ακόμα κι αν κατάφερνες να το σουρώσεις και να το βράσεις. Το στάσιμο νερό ήταν γεμάτο από τη βρομιά μιας ολόκληρης πόλης, της οποίας οι εγκα ταστάσεις καθαρισμού και αποχέτευσης είχαν πλημμυρίσει και κα ταστραφεί εντελώς. Όπως συνέβαινε εδώ και ημέρες, ο ουρανός δεν είχε το πα ραμικρό συννεφάκι και, παρ' όλο που τα νερά ανέδιδαν τη συνη θισμένη μυρωδιά λάσπης και οχετού, μια βαθιά φρεσκάδα στον αέρα μιλούσε για την καυτή καλοκαιριάτικη μέρα που περίμενε την Αγγλία. Ο αέρας ήταν πιο καθαρός από συνήθως, επειδή στους δρόμους κυκλοφορούσαν ελάχιστα οχήματα. Η Κρίστι δεν έλεγε τίποτα καθώς περπατούσαν. Είχε μια σκε φτική έκφραση, σαν να προσπαθούσε να φανεί μελαγχολική και μεγαλύτερη σε ηλικία. Από την άλλη, χοροπηδούσε και πλατσού ριζε μέσα στους βρόμικους νερόλακκους κάτω απ' το φως του ήλι ου. Η Λίλι σκέφτηκε πως τα έντεκα ήταν μια περίπλοκη ηλικία. Έφτασαν στον διανομέα. Η Λίλι και η Κρίστι δεν ήταν οι πρώ τες που έφταναν εκεί· ποτέ δεν ήταν. Μ ια υπομονετική ουρά είχε ήδη σχηματιστεί, κάτοικοι της γειτονιάς με κουβάδες, μπουκάλια και πλαστικά δοχεία, τους οποίους επέβλεπε ένας νεαρός βοηθητικός αστυνομικός με βαριεστημένο ύφος. Ο διανομέας ήταν μια μεγά λη μπλε πλαστική δεξαμενή εγκατεστημένη χωρίς ιδιαίτερη προ σοχή στη γωνιά του δρόμου, εφοδιασμένη με μια και μοναδική μπρούντζινη κάνουλα. Υποτίθεται πως τα μεγάλα βυτιοφόρα του στρατού γέμιζαν τον διανομέα αρκετές φορές τη μέρα, μα οι κάτοι κοι είχαν μάθει από πείρα πως μπορούσες να βασίζεσαι μόνο στην πρωινή και βραδινή παράδοση κι ότι ακόμα κι αυτές γίνονταν σε τυχαίες ώρες. Μπήκαν στη γραμμή. Η Λίλι σκεφτόταν πως, με εξαίρεση τα λα μπερά βασικά χρώματα των πλαστικών κουβάδων, η σκηνή ήταν με σαιωνική, με πολλούς άπλυτους ανθρώπους που φορούσαν βρόμι κα ρούχα να περιμένουν στην ουρά μπροστά στο πηγάδι. Πάντως,
128
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αν μη τι άλλο, η αναρχία και ο πανικός των πρώτων ημερών εί χαν υποχωρήσει. Είχε επικρατήσει αυτόματα ο πρόχειρος κανόνας πως το κάδε νοικοκυριό μπορούσε να πάρει τόσο νερό όσο ήταν δυνατόν να κουβαλήσουν δυο άνθρωποι. Ο ι γείτονες έμαθαν γρή γορα για ποιους έπρεπε να κάνουν εξαιρέσεις και ποιοι χρειάζο νταν βοήθεια. Η Λίλι είχε αρχίσει να αναγνωρίζει τα πρόσωπα στις ουρές, αν και ήξερε πολύ λίγους με το όνομά τους. Εκεί περίμεναν ήδη οι νο σοκόμες, δυο συνταξιούχες κυρίες γύρω στα εβδομήντα - ίσως ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι που είχε γεράσει μαζί. Εκεί ήταν και ο Μοναχικός Πατέρας, αδύνατος, βασανισμένος, γεμάτος τατουάζ, όχι μεγαλύτερος από εικοσιπέντε χρονών, με το ταλαιπωρημένο καροτσάκι του σούπερ-μάρκετ γεμάτο από μπουκάλια Κόκα-Κόλας που γέμιζε για τα τρία μωρά παιδιά του. Εκεί ήταν και οι Γιάπηδες, ένα στρεσαρισμένο νεαρό ζευγάρι με βαθουλωμένα μάτια που εί χαν δει τις δουλειές τους στο Σίτι να χάνονται, ώστε από την πο λυτελή ζωή τους, τη γεμάτη αεροπορικά ταξίδια και πολλούς κα φέδες, να καταλήξουν σε μουσκεμένες ουρές όπως τούτη εδώ. Ε κείνο το πρωί διαμαρτύρονταν για το πόσο δύσκολο ήταν να πά ρει κανείς χρήματα, με τα ATM εκτός λειτουργίας τις περισσότε ρες φορές και τα μηχανήματα ελέγχου των πιστωτικών καρτών σπάνια να λειτουργούν στα καταστήματα ή στα σούπερ-μάρκετ. Κανένας δεν κοιτούσε τον δρόμο. Κανείς δεν έδινε σημασία στη λίμνη που λαμπύριζε εκεί, πλατιά και γαλήνια, παρ' όλο που ήταν ένα θέαμα το οποίο θα τους άφηνε άφωνους μόλις πριν από λίγες εβδομάδες. Εκείνο το πράγμα δεν ήταν ο ποταμός- από τεχνικής άποψης ήταν το «κόλπωμα του Χάμερσμιθ», μια πλατιά περιοχή με χαμηλό έδαφος όπου το νερό της πλημμύρας είχε παγιδευτεί πί σω από μια ψηλότερη όχθη. Στην άκρη της λίμνης η επιφάνεια του οδοστρώματος βυθιζόταν στο νερό, το πεζοδρόμιο, τα φανάρια κυκλοφορίας και οι λάμπες του δρόμου είχαν βουλιάξει και μικρά κύματα έγλειφαν τα εγκαταλειμμένα σπίτια και καταστήματα. Η ουρά προχωρούσε με οδυνηρή αργοπορία. Πάντα αυτό συνέβαινε- εκείνη η μοναδική κάνουλα ήταν πολύ φειδωλή. Η Λίλι σκέ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
129
φτηκε πόσο πολύ χρόνο ξόδευε πια κανείς για τις βασικές βιοτι κές ανάγκες, όπως το να κουβαλάς νερό στο σπίτι ή να περιμένεις στην ουρά στο σούπερ-μάρκετ για οποιοδήποτε τρόφιμο ήταν διαδέσιμο εκείνη τη μέρα, ή να πηγαίνεις με τα πόδια στη δουλειά ό πως έκανε η Αμάντα κάδε πρωί, διανύοντας σε ώρες μια διαδρο μή για την οποία κάποτε χρειαζόταν λίγα λεπτά. Ό μ ω ς η Λίλι άντεχε. Είχε αναπτύξει μια πνευματική πειδαρχία στη διάρκεια όλων εκείνων των ατέλειωτων άδειων ημερών στη Βαρκελώνη, ειδικά όταν την κρατούσαν στην απομόνωση. Μπορού σε να περιμένει στο κενό για ώρες, μέρες ολόκληρες, μόνη με τα πιο εποικοδομητικά κομμάτια του μυαλού της - είχε τη δύναμη να αποκλείει το αντανακλαστικό της φυγής, όπως της είχε πει ένας ψυ χολόγος ο οποίος την είχε εξετάσει μετά την απελευδέρωσή της. Σε κάδε περίπτωση, εκείνη η μέρα δεν ήταν και τόσο άσχημη. Ήταν αξιοδαύμαστο το πόσο καλοδιάδετοι ήταν όλοι όταν έλαμπε ο ήλιος. Ο ι Αονδρέζοι που έκαναν ουρά σε κείνο τον εγγλέζικο δρό μο, βρόμικοι και ψύχραιμοι, ήταν αρκετά ευδιάδετοι. Πολλοί κοι τούσαν με ελπίδα τα κινητά τους, τα οποία παρέμεναν ακόμη δί χως σήμα κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Κάποιοι σφύριζαν ή συζητούσαν, ενώ άλλοι κοιτούσαν γύρω τους αφηρημένα καδώς Αγγελοι ψιδύριζαν μέσα στα κεφάλια τους. Τα κόκκινα κεραμίδια στις οροφές των στριμωγμένων προαστιακών σπιτιών τους έλα μπαν στο ηλιόφωτο. Η Κρίστι σιγοτραγουδούσε με τη δολή μορφή ενός χρήστη των Αγγέλων - αν και η έκφραση αυτή ήταν προσποιητή, αφού η Λίλι τύχαινε να ξέρει πως ο Άγγελος της ανιψιός της δεν λειτουργούσε εκείνο το πρωί· είχε ξεχάσει να τον φορτίσει όταν ήρδε το ρεύμα το προηγούμενο βράδυ. Η Λίλι ένιωσε ένα τσίμπημα τρυφερότητας. Η Κρίστι ανήκε σε μια γενιά η οποία έπρεπε να μάδει να ζει μόνο με τα βασικά, μια γενιά για την οποία λέξεις όπως «διανομέας», «υπόνομος» και «διαχωρισμός τραυματιών» γίνονταν πιο σημα ντικές από τις λέξεις «ηλεκτρονική αλληλογραφία», «τηλέφωνο» και «Άγγελος». Η πλημμύρα και οι επιπτώσεις της είχαν κάνει να βουλιάξουν μυ
130
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ριάδες ζωές όπως της Κρίση, σαν μια συμπαντική παρέμβαση στις ήδη μπερδεμένες ιστορίες γονιών και παιδιών, εραστών και εχθρών. Ακριβώς όπως η δική της ξαφνική νεκρανάσταση, που την είχε ρί ξει στην καθημερινότητα της Αμάντα και των παιδιών της. Η Λίλι σκέφτηκε να χαϊδέψει ακόμα μια φορά τα μαλλιά της Κρίστι, μα απέρριψε τη σκέψη ως υπερβολικά παιδιάστικη. Έφτασαν επιτέλους στην κορυφή της ουράς και έσκυψαν για να γεμίσουν τα μπουκάλια και τους κουβάδες τους. Ό τα ν τέλειωσαν, επέστρεψαν με αργό βήμα στο σπίτι. Το νερό ήταν υπερβολι κά βαρύ, μα από μέρα σε μέρα είχαν οργανωθεί καλύτερα, χρη σιμοποιώντας τον ζυγό για να ισοζυγιάζεται το φορτίο στους ώ μους και τα γάντια της κηπουρικής για να προστατεύουν τα δά χτυλα από το βάρος των πλεχτών σακιδίων. Μ ε αυτό τον τρόπο ανέβαιναν κοπιαστικά τον ελαφρύ ανήφορο. Ένα μικρό αεροπλάνο πέρασε βουίζοντας πάνω από το κεφά λι τους. Σταμάτησαν και οι δυο τους για να σηκώσουν τα κεφάλια και να κοιτάξουν. Ήταν κάτι καινούργιο, επειδή συνήθως άκουγαν ε λικόπτερα. Το κύτος του αεροπλάνου είχε ένα ζωηρό κόκκινο χρώ μα και έμοιαζε σαν λαμπερό παιχνίδι στον γαλάζιο πρωινό ουρα νό. Πίσω έσερνε ένα πανό. «Είναι ανιχνευτικό», είπε η Κρίστι. Μπορεί. Τελικά, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν είχε πετάξει ως εκεί για να ελέγξει την κυκλοφορία. Η Λίλι κατάφερε με δυσκολία να ξεχωρίσει τα γράμματα πάνω στο πανό: ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΟ COCKNEYS SWIM DOT COM. Η Λίλι είχε ακούσει γι' αυτούς. Ήταν μια ομάδα επαρχιωτών, που μισούσαν το Λονδίνο και που έκλεβαν από τα κλειστά κυκλώματα τηλεόρασης και τα βίντεο των κινητών τηλε φώνων σκηνές της καταστροφής, παρουσιάζοντας στο διαδίκτυο όσες αυτοί επέλεγαν. Καθώς η Κρίστι δεν αντέδρασε, η Λίλι έλπιζε πως η μικρή δεν είχε προλάβει να διαβάσει το μήνυμα. Ό τα ν επέστρεψαν στο κλειδωμένο σπίτι, φάνηκε, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, πως η Κρίστι δεν είχε πάρει τελικά μαζί το κλει-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
131
δ ί της εξώπορτας. Ή ταν μόλις έντεκα χρονών. Η Κρίστι άρχισε να χτυπάει την πόρτα, ουρλιάζοντας για να την ακούσει ο Μπεντζ. Η Α ίλι ανακουφίστηκε όταν ο Μπεντζ χρειάστηκε μόνο λίγα λεπτά για να κατεβεί σκουντουφλώντας από το δωμάτιό του. «Άνοιξε η τηλεόραση», τους είπε χωρίς εισαγωγή. Η Κρίστι άφησε κάτω το νερό που κουβαλούσε και έτρεξε βιαστικά. Η Αίλι έσπρωξε μέσα τα δοχεία με το νερό ώστε να μπορέσει να κλείσει την πόρτα και μετά κατέβασε τον δικό της ζυγό. Στο σπί τι η μεγάλη οθόνη ήταν φωτισμένη και η ένταση του ήχου ψηλά. Ακουγόταν σαν δελτίο ειδήσεων. Ώ σ τε η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Αυτό σήμαινε πως θα έπρε πε να έχουν ρεύμα - κάτι ασυνήθιστο για τόσο πρωί. Η Αίλι προ χώρησε προς την κουζίνα. Γέμισε την τσαγιέρα και την έβαλε στο μάτι, μετά άρχισε να ανοίγει κονσέρβες και να ψαχουλεύει το ρύ ζι μέσα στο πλαστικό του πακέτο. Μ ε λίγη τύχη, θα προλάβαινε να μαγειρέψει μεσημεριανό πριν το ρεύμα κοπεί πάλι. Από το σημείο όπου βρισκόταν, μπορούσε να δει την οθόνη. Τα νέα ήταν τοπικά, με πολλές λεπτομέρειες από την πλημμύρα. Πα ρουσιάζονταν οι επιπτώσεις στην άγρια ζωή και στα ζώα τα οποία είχαν χάσει το φυσικό τους περιβάλλον, για παράδειγμα οι τυφλο πόντικες και τα άλλα τρωκτικά που αναγκάζονταν να βγουν από το ποτισμένο έδαφος, καθώς και τα πουλιά που έφτιαχναν τις φω λιές τους κατάχαμα, όπως τα αμμοχελίδονα και οι γλάροι. Ένας συντηρητής γηπέδων εμφανιζόταν να μαζεύει με τα χέρια ψάρια από το πλημμυρισμένο γήπεδο του κρίκετ· ήταν λες και κάποιος τα είχε τοποθετήσει εκεί για να κάνει φάρσα. Ύστερα η ιστορία άλλαξε και η οθόνη έδειξε μια εναέρια άπο ψη ενός πλημμυρισμένου τοπίου. Ήταν ο κόλπος της Βεγγάλης στις ακτές του Μπανγκλαντές, όπως έλεγαν οι τίτλοι, ένα περίπλοκο δέλ τα όπου ο Βραχμαπούτρα και ο Γάγγης εξέβαλλαν στη θάλασσα και όπου οι περισσότεροι κάτοικοι της φτωχής χώρας έβγαζαν το ψωμί τους δουλεύοντας στις ακτές ή τα γύρω νησιά. Ελάχιστα τμή ματα του τοπίου ξεπρόβαλλαν περισσότερο από δυο μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μ ε τις πλημμύρες, ολόκληρα νη
132
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σιά είχαν βυθιστεί κάτω από το νερό. Η Α ίλι έβλεπε εικόνες από πριν και μετά την καταστροφή, λιμνοθάλασσες με εκτροφεία γαρί δων και ολόγυρα κοκοφοίνικες, που ξαφνικά είχαν μετατραπεί σε βυθισμένες εκτάσεις, μέσα στις οποίες οι λιγοστοί επιζώντες κρέ μονταν από δέντρα ή κούρνιαζαν στις οροφές κατεστραμμένων Κα λυβιών από λάσπη και άχυρο. . Μια κάμερα έκανε πανοραμική λήψη σε μακριές σειρές προσφύ γων με ρούχα στο χρώμα της λάσπης, που πλατσούριζαν βυθισμέ νοι ως τα γόνατα στο νερό αναζητώντας στεγνό έδαφος. Το πλή θος σ' εκείνη την τρεμάμενη εικόνα ήταν τεράστιο και το αποτελού σαν ενήλικες και παιδιά. Ακόμα και οι πιο ανεπτυγμένες περιοχές δεν είχαν γλυτώσει: ένα κατεστραμμένο ανάχωμα είχε μετατρέψει κάποιο αεροδρόμιο σε λίμνη, με ελικόπτερα και στρατιωτικά αερο σκάφη στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο. Η Λίλι δεν μπόρεσε να καταλάβει από τον σχολιασμό αν είχε χτυπήσει εκεί καταιγίδα ή τυφώνας· φαινόταν όμως πως η θάλασσα είχε απλώς υψωθεί ανελέητα για να προκαλέσει τη ζημιά. Και τώρα, καθώς η κάμερα τραβιόταν ακόμα περισσότερο πίσω, το πρόγραμμα των ειδήσεων πέρασε σε έναν συνοπτικό χάρτη του κόσμου που έδειχνε τα σχήματα των ηπείρων, με έντονο μπλε πε ρίγραμμα παντού γύρω από τις ακτές και τις εκβολές των μεγάλων ποταμών. Το μπλε ήταν μια γραφική αναπαράσταση που έδειχνε το πώς οι καταστροφές από πλημμύρες εμφανίζονταν παντού, στη Βό ρεια και Ν ότια Αμερική, στην Ευρώπη, την Ινδία, την Ασία, την Αφρική και την Αυστραλία. Περιοχές με χαμηλό υψόμετρο απειλού νταν ιδιαίτερα, όπως το Μπανγκλαντές, η Φλόριντα, η Λουϊζιάνα, οι Κάτω Χώρες και τα δέλτα των ποταμών, πολλά από αυτά τα μέ ρη ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένα. Σε μεγάλες πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Βανκούβερ, το Τόκιο και η Σαγκάη, οι πληθυσμοί που είχαν παρακολουθήσει τα πάθη του Λονδίνου και του Σίντνεϊ έκαναν τώ ρα τις δικές τους πυρετώδεις προετοιμασίες. Το δέκα τοις εκατό της ανθρωπότητας, δηλαδή εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι, ζούσε σε απόσταση δέκα μέτρων από την άκρη της θάλασσας. Τώρα, η ανύψωση της στάθμης των θαλασσών
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
133
ή ο φόβος πως 8α χειροτέρευε αυτό το φαινόμενο, τους έδιωχνε μακριά από τα σπίτια τους, έτσι ώστε μια τρομερή φυγή πληθυσμών βρισκόταν σε εξέλιξη πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μ α οι ει κόνες έχασαν τη σημασία τους μετά από λίγο, αφού το ένα απε γνωσμένο ποτάμι των μουσκεμένων προσφύγων έμοιαζε ίδιο με όλα τα άλλα. Ένας τίτλος στο κάτω μέρος της οθόνης ανέφερε το πρόβλη μα της ποδοσφαιρικής ομάδας του Νιουκάστλ, που είχε παγιδευ τεί στο Μουμπάι μετά τον αποκλεισμό της από τον τελικό του κυ πέλλου. Τα νέα άλλαζαν συνεχώς καθώς ο Μπεντζ έψαχνε τα κα νάλια. Τελικά σταμάτησε σε ένα παιδικό κανάλι που έδειχνε βίαια κι νούμενα σχέδια. Η Λίλι είχε μόλις προλάβει να βράσει το ρύζι, όταν το ρεύμα κόπηκε ξανά. Τα δυο παιδιά βόγγηξαν με αγανάκτηση, καθώς η τηλεόραση έσβηνε. Η Λίλι βιάστηκε να τοποθετήσει το τελευταίο βραστό νερό σε ένα θερμός, ρίχνοντας μέσα στιγμιαίο καφέ πριν το κλείσει πάλι.
21 Ν ω ρ ίς εκείνο το απόγευμα, ο Πιρς Μ ίκελμας ήρθε να κάνει επί σκεψη στη Λίλι. Χτύπησε την πόρτα φορώντας στολή μάχης. Αρνήθηκε τον καφέ του θερμός. Της είπε πως είχε έρθει για να την πάει μια βόλτα με πλοιάριο μέχρι την καρδιά του Λονδίνου. «Με συγχωρείς που δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω. Ξέρεις τώρα τι συμβαίνει με αυτά τα αναθε ματισμένα τηλέφωνα. Ορίστε». Της έδωσε ένα στρατιωτικό δορυφο ρικό τηλέφωνο. «Για μελλοντικές περιπτώσεις ανάγκης». «Για ποιο λόγο θα κάνουμε αυτό το ταξίδι;»
134
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Πες πως γίνεται για χάρη της παλιάς μας φιλίας». Έτσι η Λίλι άφησε τα παιδιά σε μια γειτόνισοα και φόρεσε τη γα λάζια φόρμα που της είχαν δώσει από την AxysCorp. Βγήκαν με κοφτό βήμα έξω, προσπέρασαν τον διανομέα και έφτασαν στο ση μείο όπου ο δρόμος είχε βυθιστεί. Εκεί τους περίμενε κάποιος πε ζοναύτης, μέσα σε ένα πορτοκαλί φουσκωτό σκάφος δεμένο στον στύλο ενός φαναριού. Ο πεζοναύτης, αφού βοήθησε τη Λίλι και τον Μίκελμας να μπουν στο σκάφος, τους έβαλε να φορέσουν σω σίβια και ελαφριές μάσκες. Μετά έσπρωξε τη βάρκα προς το νερό και έβαλε μπροστά μια μικρή μηχανή. Το φουσκωτό διέσχισε τη νοητή γραμμή του βυθι σμένου δρόμου με κατεύθυνση την παλιά όχθη του ποταμού. Η μά σκα έμοιαζε με χειρουργού και ενοχλούσε τη Λίλι, αλλά με δεδομέ νη την μπόχα που ανέδιδαν τα νερά του ποταμού και τους απροσ διόριστους όγκους οι οποίοι επέπλεαν στην επιφάνειά του, ένιωθε ανακούφιση που την είχε φορέσει. Είδε τον πεζοναύτη να ελέγχει τη θέση τους με τη βοήθεια ενός GPS που ήταν περασμένο στο μανίκι του. Είχε ένα είδος μικροσκοπικού σόναρ στημένο στο πλάι του μέσα στη βάρκα και κοιτούσε καχύποπτα καθώς προσπερνούσαν οποιαδήποτε σκιά μέσα στο νερό. «Επικίνδυνη πλοήγηση», του είπε. «Έτσι είναι, δεσποινίς», της απάντησε εκείνος μελαγχολικά. Τα μαλλιά του ήταν γκρίζα και το δέρμα του γερασμένο, παρ' όλο που δεν φαινόταν παραπάνω από σαράντα ετών. Μ ιλούσε με έντονα σκοτσέζικη προφορά. «Μην είσαι μετριόφρων», είπε ο Πιρς. «Χάρι, ανέκαθεν ήσουν ναυτικός, απ' ό,τι έχω ακούσει». «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Μεγάλωσα στο Σκάι. Εδώ όμως τα πράγματα είναι αλλιώτικα. Στο κάτω-κάτω, κανένας δεν αρμένισε ποτέ στην οδό Φούλχαμ μέχρι τώρα, απ' όσο τουλάχιστον ξέρω. Κι είναι γεμάτη εμπόδια, κώνους της τροχαίας, αυτοκίνητα και σκου πίδια. Δεν μπορώ να δω τίποτα μέσα σ' αυτό το βούρκο κι έτσι πά λι καλά που έχουμε το σόναρ». Όπως φαινόταν, η ασφαλέστερη διαδρομή ήταν να παραμένεις στο κέντρο των βυθισμένων δρό
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
135
μων ή, ακόμα καλύτερα, να αναζητήσεις την παλιά κοίτη του πο ταμού, όπου θα μπορούσες να είσαι σχετικά σίγουρος πως έχεις μόνο νερό κάτω από την καρίνα σου. Έφτασαν στον Τάμεση λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα του Πάτνι. Κάτω από τις καμάρες της γέφυρας υπήρχε χώρος μόνο για χα μηλά φουσκωτά σαν κι εκείνο στο οποίο επέβαιναν, μα όχι για πο λύ μεγαλύτερα σκάφη. Εκεί κοντά, μάλιστα, μια ακριβή θαλαμηγός είχε σφηνώσει κάτω από μια καμάρα. Το ρεύμα ήταν πολύ δυνατό και το θολό νερό ταραγμένο, μυρίζοντας σαπίλα και οχετό. Η Λίλι είδε ένα σύννεφο κουνουπιών, νεοφερμένων σ' εκείνη τη μεταμορ φωμένη πόλη. Ο ι παλιές όχθες ήταν εντελώς αόρατες από το κέντρο του πο ταμού. Το ποτάμι είχε πλατύνει, καθώς οι πλημμυρισμένες περιοχές έφταναν τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο στην ενδοχώρα. Σπίτια, σχο λεία, εκκλησίες, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όλα ξεφύτρωναν από το λασπωμένο νερό σαν νησίδες από τούβλο, τσιμέντο, χάλυβα και γυαλί. Ένα υπερυψωμένο κομμάτι δρόμου έμοιαζε να επιπλέει, ενώ μια γέφυρα δεν οδηγούσε πουθενά, με αυτοκίνητα ακινητοποιημένα και αποκλεισμένα πάνω στη ράχη της. Ό σ ο ι από τους κατοί κους είχαν απομείνει, παρέμεναν σε κομμάτια ψηλότερου εδάφους, νησιά που ξεπρόβαλλαν από το νερό. Η Λίλι είδε κάποια παιδιά να τους γνέφουν από μια τέτοια νησίδα και σε μια άλλη ένα ελικό πτερο ήταν καθισμένο στο γήπεδο ενός σχολείου. Η κοιλάδα του Τάμεση είχε μετατραπεί σε αρχιπέλαγος. Ο Πιρς της έδειξε έναν πρόχειρο χάρτη βασισμένο στη δορυ φορική εικόνα της καινούργιας πια κοίτης του ποταμού. «Μπορείς να δεις ότι τα νερά των πλημμυρών έχουν συγκεντρω θεί σε αυτές τις εσοχές του εδάφους. Έχω μάθει να τις ονομάζω "ανεξάρτητες υδρολογικές μονάδες"». Ο ι εσοχές ήταν λιμνοθάλασ σες, εντυπωσιακά μορφολογικά στοιχεία του εδάφους μήκους χι λιομέτρων, που μόλις πρόσφατα είχαν δημιουργηθεί και που είχαν πάρει τα ονόματα των περιοχών τις οποίες κάλυπταν: Χάμερσμιθ, Γουέστμινστερ, Μπέρμοντσι, Ν ησί των Σκύλων, Γκρίνγουιτς. «Ου σιαστικά είναι χωρισμένες η μια από την άλλη με λωρίδες ξηράς,
136
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
παρ' ότι υπάρχουν πλημμυρισμένες σήραγγες και υπόνομοι που τις συνδέουν υπόγεια μεταξύ τους. Τα καλά νέα είναι πως η πλημ μύρα σε μια περιοχή δεν σημαίνει αυτομάτως πλημμύρα και των γει τονικών. Τα άσχημα νέα είναι πως 9α πρέπει να αδειάσουν όλες με αντλίες, αφού δεν πρόκειται να στραγγίζουν από μόνες τους...» Κάτω από τη γέφυρα του Γουόντσγουορθ είδαν έναν αστυνο μικό να εμποδίζει μια ομάδα νεαρών να κολυμπήσουν. Ο πεζοναύ της κούνησε το κεφάλι πέραόώθε αποδοκιμαστικά: «Μόλις βγει ο ήλιος, όλοι θέλουν να τσαλαβουτήσουν στα νερά, ακόμα και με τόοα πτώματα και κουράδες να επιπλέουν ολόγυρα». «Είναι πολίτες, Χάρι, τι να κάνεις», είπε ο Πιρς. «Δεν πρέπει να τους κατηγορείς. Πολλοί είναι εκείνοι που το διασκεδάζουν. Ξέρε τε, μπορείς να κάνεις βόλτα με βενζινάκατο μέσα στο Γουέστμινστερλ Χολ. Κι απ' όσο μου έχουν πει, αυτό τουλάχιστον πλημμυ ρίζει από τον δέκατο τρίτο αιώνα. Μπορείς πάλι να κάνεις μια βόλ τα με γόνδολα γύρω από το Σόχο. Και στο Σίτι, τα παιδιά-θαύματα των γραφείων κάνουν θαλάσσιο σκι γύρω από τους ουρανοξύστες. Η Αίλι τον κοίταξε εξεταστικά. «Μοιάζεις πολύ αισιόδοξος, Πιρς. Δεν θέλω να ξύνω παλιές πληγές, αλλά δεν ήσουν και τόσο άνε τος όταν βρισκόμασταν στη Βαρκελώνη». Εκείνος σφίχτηκε κάπως, μα χαμογέλασε. «Τα ίδια μου λένε και οι τρελογιατροί, όποτε με πιάσουν στα χέρια τους. Ό μ ω ς είναι ωραίο να είσαι ελεύθερος, έτσι δεν είναι; Αυτό, νομίζω, είναι που έχω αρχίσει να συνειδητοποιώ. Έστω κι αν βρεθήκαμε μέσα στην κρίση, από τη στιγμή που κατεβήκαμε από εκείνο το άθλιο ελικό πτερο της AxysCorp». Η Αίλι ήξερε πως ο Πιρς ήταν διαζευγμένος, χωρίς παιδιά και χωρίς συγγενείς για να επισκεφθεί, ούτε ένα πραγματικό σπίτι για να επιστρέφει. Πριν την απαγωγή του ήταν σημαντική μορφή στους στρατιωτικούς και διπλωματικούς κύκλους· αυτός ήταν και ο λ ό γος που είχε πάει στην Ισπανία για τις ειρηνευτικές διαδικασίες. Τώ ρα, μετά από την παράξενη και γενναία περιπέτειά του στο Νησί των Σκύλων, για την οποία της είχε ήδη μιλήσει, είχε εξορκίσει τους δαίμονές του και φαινόταν έτοιμος να αγκαλιάσει ξανά τον κόσμο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
137
του. Η Αίλι χαιρόταν που τον έβλεπε να στέκεται και πάλι στα πό δια του. «Ό σον αφορά τις πλημμύρες», της είπε, «μπαίνουμε σε μια ε ντελώς διαφορετική φάση. Τη μακροπρόθεσμη. Πρέπει να παρθούν σκληρές αποφάσεις και να εφαρμοστούν κατά γράμμα. Σ' αυτό έχω αρχίσει να αφιερώνω το φτωχό μυαλό μου. Το βρίσκω μάλ λον θεραπευτικό». Καθώς μιλούσαν, πέρασαν κάτω και από άλλες γέφυρες του Λονδίνου. Πλησιάζοντας τη γέφυρα του Τσέλσι μπορούσαν ήδη να δουν τους πύργους του Ηλεκτρικού Σταθμού του Μπάτερσι να δε σπόζουν περήφανα πάνω από το νερό. «Ποιες είναι οι σκληρές αποφάσεις;» ρώτησε η Αίλι. Εκείνος έριξε λοξές ματιές γύρω του, λες και κάποιοι μπορεί να κρυφάκουγαν. «Είτε Θέλεις να το πιστέψεις είτε όχι, τα χειρότερα δεν έχουν έρθει ακόμα. Ο ι υπηρεσίες εργάζονται ακατάπαυστα για να θέσουν ξανά σε λειτουργία τους σταθμούς παραγωγής ρεύματος, τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας και καθαρισμού του νερού και τα πα ρόμοια. Συνεχίζουμε τις επιχειρήσεις πρώτης ανάγκης - υπάρχουν, για παράδειγμα, κοντά είκοσι νοσοκομεία στις πλημμυρισμένες πε ριοχές που θα πρέπει να εκκενωθούν. Επίσης, έχουμε υπερβολικά πολλά προσωρινά κέντρα υποδοχής προσφύγων που δεν έχουν α κόμη καθαριστεί, γέρους, μανάδες και μωρά αποκλεισμένους σε σχολεία και εκκλησίες επί εβδομάδες. »Αλλά αν περάσουμε μερικές ακόμα μέρες κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα ξεσπάσουν επιδημίες. Τύφος και χολέρα. Επίσης, το νερό είναι γεμάτο τοξίνες από τις βιομηχανικές περιοχές - για να μην αναφέρω καθόλου τους θανάτους που ήδη είχαμε από πείνα και δίψα. Κι όλα αυτά, ακόμα κι αν οι πλημμύρες δεν επαναληφθούν». Εκείνο το αν της τελευταίας του φράσης έκανε το αίμα της Αίλι να παγώσει. «Θέλουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε μια μεγάλης κλίμακας εκκένωση του Λονδίνου. Αυτό θα ήταν πραγ ματικά η τελευταία λύση. Προετοιμαζόμαστε ασφαλώς και για αυτήν. Μεταφέρουμε αποβατικά σκάφη και φουσκωτές λέμβους, στρα
138
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τιωτικά ασθενοφόρα και ιατρικές μονάδες εκστρατείας, βαρύ εξο πλισμό απ' όλη την υπόλοιπη χώρα. Μοιάζει με μια νέα προετοι μασία για απόβαση στη Νορμανδία! Έξω από την πόλη ετοιμάζου με καινούργια πάρκα για τροχόσπιτα και αντίσκηνα σε εδάφη με μεγαλύτερο υψόμετρο, όπως στο Τσίλτρενς και το Σάουδ Ντάουνς. Αναζητάμε κατάλληλα σημεία ακόμα και βόρεια όσο το Μπέρμινγκχαμ. Χρησιμοποιούμε τη στρατιωτική αστυνομία για να διατηρούμε τις εξόδους του Λονδίνου ανοιχτές. »Βέβαια, η σκέψη πως όλα αυτά θα ήταν δυνατόν να συμβούν στ' αλήθεια, πως εκατομμύρια άνθρωποι θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, είναι τρομακτική. Θέλω να πω, δεν έχουμε τρόπο να μετακινήσουμε τόσους πολλούς παρά μόνο αν τους βά λουμε να περπατήσουν. Για να μην αναφέρω το γεγονός πως οι κά τοικοι των περιοχών υποδοχής δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι στην ιδέα πως θα πρέπει να βολέψουν τόσους πολλούς άστεγους Λονδρέζους. Μυρίζομαι μάλιστα πως πολλοί από τους επαρχιώ τες στον Βορρά μάλλον χαίρονται που το Λονδίνο έπαθε μια τέ τοια ζημιά! «Οπωσδήποτε, το γεγονός είναι πως έχουμε μια πρωτεύουσα της οποίας η υποδομή έχει καταστραφεί εντελώς - ύδρευση, μετα φορές, επικοινωνίες, ηλεκτρικό ρεύμα. Εκατομμύρια είναι άστεγοι. Μ όνο και μόνο οι χρηματικές αποζημιώσεις που θα υποχρεωθούν να δώσουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, μπορούν να καταστρέφουν την οικονομία. Ο ι διεθνείς τράπεζες και τα άλλα παρόμοια ιδρύμα τα έχουν ήδη μεταφερθεί σε άλλα σημεία μέχρι την ανάκαμψη από την καταστροφή και σίγουρα ο φίλος μας ο Λάμοκσον έχει βγά λει ήδη πολλά λεφτά από αυτή την υπόθεση, μα τι θα δελεάσει όλους αυτούς να γυρίσουν πίσω; Το Λονδίνο θα χρειαστεί χρόνια για να συνέλθει από μια τέτοια καταστροφή, αν δηλαδή ποτέ τα κα ταφέρει. Υπάρχουν, λοιπόν, όρια στις οικονομικές δυνατότητες της χώρας...» «Πρέπει πάντως να προσπαθήσουμε», είπε η Λίλι. «Νομίζω πως εσύ τουλάχιστον ενθουσιάζεσαι με τη πρόκληση, Πιρς, παρ' όλο που είσαι μάντης κακών».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
139
«Ίσως. Παραδέχομαι πως είναι ωραίο να ξυπνάω το πρωί και να έχω κάτι να κάνω. Από την άλλη, θεωρώ τον εαυτό μου ρεα λιστή. Τα πράγματα δεν δα ξαναγίνουν όπως ήταν, μα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ανακάμψου με, αν τα νερά υποχωρήσουν». Η Λίλι πρόσεξε και πάλι τη χρήση της λέξης: Αν. Πέρασαν κάτω από τις γέφυρες του Λάμπεθ και του Γουέστμινστερ. Το Ανάκτορο του Γουέστμινστερ, που το έγλειφε το νερό, ήταν φω τισμένο και ένα μέρος της κρατικής μηχανής συνέχιζε να αψηφά τα στοιχεία της φύσης και να λειτουργεί πίσω από τους τοίχους του. Ο Χάρι έβγαλε προσεκτικά το σκάφος τους από την κοίτη του ποταμού κατευθυνόμενος προς την όχθη, ακριβώς πριν από τη γέ φυρα του Χάνγκερφορντ. «Θα πάμε στο κέντρο της λεωφόρου Νορθάμπερλαντ», μουρ μούρισε προσπαθώντας να συγκεντρωθεί, κοιτώντας τα όργανα πλοήγησης καθώς επίσης τις κολόνες και τις προσόψεις των κτη ρίων που προεξείχαν από το νερό γύρω του. «Πρέπει να προσέ χουμε μην πιαστεί πουθενά το φουσκωτό...» Η πλατεία Τραφάλγκαρ εμφανίστηκε μπροστά τους. Η Λίλι εί δε ένα Σινούκ να κάθεται περήφανα μπροστά στα σκαλιά της Εθνι κής Πινακοθήκης. Ο Χάρι έσβησε τη μηχανή και πήδηξε στο νερό, που έφτανε μέ χρι τον καβάλο της αδιάβροχης φόρμας του. Έδεσε το σκοινί σε έναν στύλο μπροστά στο κατεστραμμένο εμπορικό κέντρο που βρι σκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας και βοήθησε τον Πιρς και τη Λίλι να κατέβουν στο νερό. Ύστερα, επέστρεψε στη βάρκα για να τους περιμένει. Ο ι δυο τους προχώρησαν στο νερό για να καλύψουν τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν από την πλατεία. Το νερό ήταν βρόμικο σ' εκείνο το σημείο, ακόμα περισσότερο απ' ό,τι ψηλότερα στο Φούλχαμ, γεμάτο από επιπλέοντα σκουπίδια, σκισμένες σακούλες, κου φάρια περιστεριών. Στην ίδια την πλατεία το νερό είχε βάθος μό νο μερικών εκατοστών, αλλά έπρεπε να περάσουν από έναν στρα τιωτικό κλοιό για να φτάσουν μέχρι εκεί. Πέρα από κάποιους ακό
140
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μη στρατιώτες στην περίμετρο του χώρου και μερικούς τύπους που έμοιαζαν με προσωπικό της πινακοδήκης και πηγαινοέρχονταν φορτωμένοι δέματα, η πλατεία ήταν άδεια. Η Αίλι κοίταξε πίσω, προς την κατεύθυνση απ' όπου είχαν έρθει, τη λεωφόρο Νορθάμπερλαντ. Τα κτήρια του Λονδίνου ξεπρόβαλλαν περήφανα μέσα από το νερό που απλωνόταν ως τον ορίζοντα επίπεδο, ήρεμο, αστράφτοντας κάτω από τον ήλιο. «Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ εκείνους τους προύχοντες από την Τουθαλού», είπε ο Πιρς. «Θυμάσαι, αυτούς που είδαμε στο πάρτι του Λάμοκσον;» «Δηλαδή;» «Αναρωτιέμαι αν χαίρονται τώρα με τα δικά μας χάλια». «Χμ... και γιατί το Σινούκ; Γιατί ο στρατιωτικός κλοιός;» «Δεν καταλαβαίνεις; Αδειάζουν την Εθνική Πινακοθήκη. Το νε ρό μπορεί να μην κάλυψε τα σκαλοπάτια, αλλά κατέστρεψε κάποια από τα υπόγεια του κτηρίου. Έχουμε στρατιώτες που μας βοηθούν να μετακινήσουμε τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς στα πάνω πα τώματα ή να τους μεταφέρουν σε εντελώς διαφορετικό μέρος, σε ψηλότερο έδαφος. Απλώς, σκέφτηκα πως θα ήθελες να δεις ένα μάλλον ασυνήθιστο θέαμα - ένα Σινούκ στα πόδια του Νέλσονα». «Αυτό που κάνεις είναι μονάχα επίδειξη, Πιρς». Ο Γκάρι Μπόιλ ήρθε προς το μέρος τους χαμογελώντας πλα τιά. Η Αίλι είχε να τον δει από το πάρτι του Λάμοκσον, το απόγευ μα της πλημμύρας. Πίσω του ακολουθούσε η Έλεν Γκρέι, κρατώ ντας από το μπράτσο έναν μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα που η Λίλι δεν γνώριζε. Η Αίλι ένιωσε αφύσικα χαρούμενη που τους έβλε πε όλους, νησίδες οικειότητας σε έναν κόσμο γεμάτο αλλόκοτα θεάματα. Αγκαλιάστηκαν. «Ό ταν ήμασταν ακόμα στη Βαρκελώνη, υποσχεθήκαμε ο ένας στον άλλο να διατηρήσουμε επαφή», είπε ο Πιρς. «Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να ξανασυναντηθούμε πριν οι άνεμοι της μοίρας μας σκορ πίσουν. Και για να μην το ξεχάσω...» Μοίρασε και στους άλλους από ένα κινητό τηλέφωνο στρατιωτικών προδιαγραφών, όπως ε κείνο που είχε χαρίσει στη Αίλι.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
141
Η Έλεν σύστησε τον σύντροφό της. Αποδείχτηκε πως εργαζόταν στο υπουργείο Εξωτερικών και ονομαζόταν Μ άικλ Θάρλεϊ. «Ο Μ άικ έχει αναλάβει να με βοηθήσει να βρω μια άκρη με το μωρό μου, την Γκρέις. Δυστυχώς», συνέχισε με βεβιασμένο χα μόγελο, «δεν μου την επέστρεψαν ακόμα. Δεν ξέρω καν πού βρί σκεται». «Τότε μπορώ να υποθέσω ποια θα είναι τα μελλοντικά σχέδιά σου», είπε ο Γκάρι σκυθρωπά. «Δεν έχω κι άλλη επιλογή, έτσι δεν είναι;» «Σκοπεύω να τη βοηθήσω», είπε ο Θάρλεϊ. Τους εξήγησε πως είχε πάρει ένα είδος άδειας να ταξιδεύει μαζί με την Έλεν συνεχώς. Ο πρώτος τους προορισμός θα ήταν η Σαουδική Αραβία, πατρίδα του πατέρα της κόρης της. «Έχω πάρει το θέμα αυτό προσωπικά. Εμείς στο υπουργείο δεν καταφέραμε να κάνουμε και πολλά για την Έλεν - κι εκείνη κυριολεκτικά μου έσωσε τη ζωή τις προάλλες με την πλημμύρα». Φαινόταν να αυτοσαρκάζεται με έναν πολύ εγγλέζικο τρόπο, ο οποίος θύμιζε στη Λίλι τον Πιρς. Ο ι χειρονομίες και οι τρόποι του είχαν κάποια υπερβολή και κρατούσε την Έλεν από το μπράτσο σαν μεγαλύτερος αδελφός. Ίσως ήταν γκέι. Η Λίλι διαισθανόταν μια δύναμη μέσα του, κάτω από τις παιδιάστικες επιδείξεις. Αναρω τήθηκε μήπως ο Μ άικλ ζητούσε κάτι άλλο, μήπως είχε προσκολληθεί στην Έλεν για να εξυπηρετήσει κάποιον δικό του σκοπό. Η πλημμύρα είχε προκαλέσει ψυχικά τραύματα σε πολλούς. Ίσως, πάλι, ο Μ άικλ να ήταν απλώς αυτό που έλεγε πως ήταν και να εί χε απλά κίνητρα. «Εσύ τι λες, Λίλι;» ρώτησε ο Γκάρι. «Θα μείνεις με την αδελφή σου;» Από τη στιγμή που είχε γλυτώσει από εκείνη την τρύπα στη Βαρ κελώνη, η Λίλι ζούσε την κάθε μέρα της χωρίς πολλή σκέψη για το μέλλον. Για την ώρα, έπαιρνε πάλι τον μισθό της από την Πο λεμική Αεροπορία- υπέθετε πως κάποια στιγμή θα την καλούσαν ξανά στην υπηρεσία. Πέρα απ' αυτό δεν έκανε κανένα σχέδιο. «Δεν έχω ακόμη αποφασίσει».
142
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Τότε έλα μαζί μου», είπε αμέσως ο Γκάρι. Τα λόγια του την ξάφνιασαν. «Πού;» «Στην Ισλανδία». «Πώς το είπες αυτό;» Της μίλησε για τη συνάντησή του στο Φράγμα με μια παλιά φί λη του, μια σκληροτράχηλη Αμερικανίδα ωκεανογράφο που ονο μαζόταν Θάντι Τζόουνς. «Συμβαίνουν πολύ περισσότερα πράγματα απ' όσα ακούγονται στις ειδήσεις». Έδειξε το ήρεμο νερό που απλωνόταν νότια της πλα τείας. «Δεν πρόκειται για ένα πρωτοφανές γεγονός, μια καταιγίδα που δεν θα ξαναχτυπήσει με τόση δύναμη. Η Θάντι πιστεύει πως η στάθμη των θαλασσών ανεβαίνει παγκοσμίως. Γι' αυτό τον λόγο γίνονται και τόσες πλημμύρες σε όλη τη χώρα, σε ολόκληρο τον αναθεματισμένο κόσμο...» «Μια στιγμή!» είπε ο Πιρς. «Μεγάλο μέρος των πλημμυρών προκλήθηκε από τις καταρρακτώδεις βροχές και μερικές ακραίες καταιγίδες...» «Προκλήθηκε», τον διόρθωσε ο Γκάρι, «από μια ακραία συσ σώρευση υδρατμών στην ατμόσφαιρα, την οποία δημιούργησε η θερμότητα που εκλύουν οι θάλασσες καθώς υψώνεται η στάθμη τους. Τα επιστημονικά μοντέλα υπάρχουν, Πιρς. Παραδέχομαι πως είναι αποσπασματικά και δεν έχουμε απόλυτη συμφωνία των επι στημόνων. Μ α η Θάντι πιστεύει πως τα δεδομένα είναι βάσιμα και σκοπεύει να συγκεντρώσει κι άλλα. Μιλάμε για εξερευνήσεις στον βυθό των θαλασσών, Λιλ. Δεν είναι συναρπαστικό; Η Θάντι δίνει αναφορά για όλ' αυτά στους δικούς της ανώτερους, στο Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ. Ό μ ω ς καμιά κυβέρνηση και κανένας διεθνής οργανισμός δεν θα την υποστηρίξει, ειδικά η IPCC, η Δια κυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος, επειδή, όπως λέει η ίδια, αν το έκαναν θα ήταν σαν να παραδέχονταν πως υπάρ χει ουσιαστικό πρόβλημα». Ο Πιρς ρουθούνισε περιφρονητικά. «Αναμενόμενο ήταν να πει κάτι τέτοιο - και κοντά σ' αυτό υπάρχει η πιθανότητα η "επιστήμη" της να είναι ένα μάτσο βλακείες».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
143
«Τώρα, πάντως, βρήκε χρηματοδότη», είπε ο Γκάρι. «Χάρη σ' ε μένα». Η Έλεν κατάλαβε. «Ο Νέιδαν Λάμοκσον. Την πήρε στην ομάδα». Ο Γκάρι χαμογέλασε πλατιά. «Στον γέρο-Νέιδαν αρέσει να ρί χνει τα λεφτά του σε υποδέσεις που δα φέρουν καλό, ειδικά όταν η πράξη του γίνει γνωστή σε όλους. Και τι μπορεί να είναι πιο εντυ πωσιακό από τη σωτηρία ολόκληρου του κόσμου; Σε κάδε περί πτωση, αυτό το καινούργιο ερευνητικό πρόγραμμα ξεκίνησε στην Ισλανδία κι εκεί είναι που πηγαίνω. Σε δέλω μαζί μου, Λίλι. Δεν ξέ ρω τι πρόκειται να συναντήσουμε εκεί πάνω. Θ α ήδελα μαζί μου κάποιον που να μπορώ να εμπιστεύομαι». Εκείνη χαμογέλασε. «Κι εγώ είμαι η καλύτερη που μπορούσες να βρεις;» «Μου κάνεις για τη δουλειά», είπε ο Γκάρι με ειλικρίνεια. «Ε ξάλλου, δα μας βοηδήσεις να κρατήσουμε τον Νέιδαν κοντά μας». Η Έλεν είχε συνοφρυωδεί. Έδειξε νότια. «Δεν είναι η στάδμη του νερού λίγο ψηλότερα από πριν; Αυτός ο κάδος εκεί πέρα έχει σχε δόν βυδιστεί, οι προσόψεις των μαγαζιών - είμαι σίγουρη πως δεν ήταν ακριβώς έτσι πριν». Ο Χάρι, ο πεζοναύτης, τους έκανε νοήματα από τη βάρκα, μέσα σε νερό που του έφτανε πια μέχρι τη μέση. «Θεέ μου, έχεις δίκιο», είπε ο Πιρς. «Πρέπει να πηγαίνουμε. Αυ τά για την ώρα, λοιπόν». Για μια τελευταία στιγμή οι τέσσερις όμηροι στάδηκαν ο ένας πλάι στον άλλον, μαζί με τον Θάρλεϊ. «Μη με ξεχάσετε», είπε η Έλεν μελαγχολικά. «Ούτε εμένα, ούτε την Γκρέις». «Δεν πρόκειται», της υποσχέδηκε η Λίλι. «Εμπρός, Λίλι», είπε κοφτά ο Πιρς. «Ας σε πάμε πίσω!» Την άρ παξε από το μπράτσο και κατέβηκε μαζί της βιαστικά τα σκαλο πάτια, για να φτάσουν μέχρι τη βάρκα τσαλαβουτώντας μέσα σε νερό που ολοένα και βάδαινε. Μέχρι να επιστρέφουν στο Φούλχαμ, ο ποταμός είχε ήδη απλω-
144
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δει δραματικά καθώς μια μικρή άνοδος της στάθμης του επέφερε μεγάλη επέκταση των υδάτων του προς την ενδοχώρα, περνώντας πάνω από τους ρηχούς δρόμους. Αυτήν τη φορά δεν είχε ξεσπά σει καταιγίδα κι ο ουρανός παρέμενε καταγάλανος. Χωρίς καμιά εμφανή αιτία, τα νερά απλά ανυψώνονταν. Από το φουσκωτό, η Λίλι έτρεξε κατευθείαν στο σπίτι της Αμάντα. Είδε ένα φορτηγάκι της αστυνομίας να πλατσουρίζει στα νε ρά της οδού Φούλχαμ και άκουσε μια φωνή από μεγάφωνο να δίνει οδηγίες εκκένωσης. Ο ι κάτοικοι της περιοχής έβγαζαν πράγματα στον δρόμο, πόρτ-μπεμπέ και μπουκάλια νερού, βαλίτσες και αντι κείμενα τυλιγμένα σε κουβέρτες. Άλλοι, οι οποίοι προφανώς σκό πευαν να μείνουν στα σπίτια τους ακόμα και τώρα, σώριαζαν πυρετωδώς σάκους άμμου μπροστά στους κήπους και στις πόρτες τους. Ο διανομέας βρισκόταν πια μέσα σε μια λίμνη νερού. Ακόμα κι έτσι, οι κάτοικοι περίμεναν στην ουρά για να πάρουν από εκεί κα θαρό νερό. Φορούσαν γαλότσες και αδιάβροχα παντελόνια κι ανάμεσά τους ήταν οι Γιάπηδες και ο Μ οναχικός Πατέρας. Το νερό εξακολουθούσε να κυλάει από την μπρούντζινη κάνουλα. Η Λίλι, όμως, καταλάβαινε πως δεν θα υπήρχαν από δω και στο εξής άλ λα ξαναγεμίσματα. Η μπροστινή πόρτα της Αμάντα ήταν ανοιχτή. Η Λίλι μπήκε μέ σα βιαστικά. Μαύρα νερά κυλούσαν από τα σκαλιά, βγάζοντας μια βρομερή οσμή. Η Λίλι είδε τα δυο παιδιά να κάθονται μπροστά στην τηλεόραση, η οποία από κάποιο θαύμα συνέχιζε να λειτουρ γεί, μια και το ρεύμα δεν είχε κοπεί ακόμα. Τα παιδιά έδειχναν μου διασμένα, απρόθυμα να κουνηθούν. Η Αμάντα κατέβηκε με θόρυβο φορώντας τις γαλότσες της, κου βαλώντας σακίδια και ρούχα. Φορούσε ακόμα το ταγιέρ της δου λειάς της. «Λίλι, δόξα το Θ εό που ήρθες. Μπορείς να με βοηθήσεις με αυτά τα πράγματα; Το νερό άρχισε πάλι να βγαίνει από την του αλέτα όπως και την άλλη φορά. Υποτίθεται πως πρέπει να ρίξεις ένα σακί με άμμο μέσα εκεί, αλλά αυτό δεν έπιασε ούτε την προη γούμενη φορά. Μέχρι εδώ ήταν, έτσι δεν είναι;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
145
Η Λίλι άρπαξε τους μπόγους. «Τους άκουσα να δίνουν εντολή για εκκένωση». «Το λένε και στις ειδήσεις». Η Αμάντα κοίταξε γύρω της τη βρο μιά στη σκάλα, τους λεκέδες μούχλας και υγρασίας στους τοίχους. «Εκεί που λες πως τελείωσε και δεν αντέχεις άλλο, ξαναρχίζει». Φαι νόταν περισσότερο θυμωμένη παρά αγχωμένη, περισσότερο βλο συρή παρά πανικόβλητη. Η Λίλι αναρωτήθηκε αν η αδελφή της ένιωθε κάποια ανακού φιση που τα χειρότερα είχαν τελικά έρθει. Η Αμάντα φώναξε στα παιδιά: «Εσείς οι δυο, καλά θα κάνετε να ανεβείτε επάνω και να ξεδιαλέξετε αυτά που θέλετε». «Δεν νομίζω πως πρόκειται να πάμε πουθενά, μαμά», είπε ο Μπεντζ. Έδειξε την οθόνη της τηλεόρασης. Παρουσίαζε ένα ζωντα νό δελτίο ειδήσεων. Σε μια εικόνα από ελικόπτερο έβλεπε κανείς την εικόνα ραγισμένης ασφάλτου, γκρεμισμένων εναέριων γεφυ ρών, αυτοκινήτων που είχαν συντριφτεί και καίγονταν. Η Λ ίλι έσκυψε πιο κοντά, προσπαθώντας να διαβάσει τις πε σμένες πινακίδες. «Είναι η εθνική οδός Μ25, στη διασταύρωσή της με τη Μ40». «Αυτό μας έλειπε», είπε η Αμάντα. «Έχει να κάνει με την πλημ μύρα;» «Μπορεί». Μικρότερα παράθυρα στην οθόνη αποκάλυπταν κι άλλους κατεστραμμένους δρόμους. Ό λ ο ι οι μεγάλοι οδικοί κόμβοι γύρω από τον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο του Λονδίνου είχαν ανατιναχτεί: ο Μ Ι και ο M l 1 στον Βορρά, ο Μ 40 και ο Μ4 στα δυτικά, ο M3 προς το Χαμπσάιρ, ο Μ23 νότια προς το Σάσεξ. «Ανατίναξαν τους δρόμους», είπε ο Μπεντζ απλά. «Και τα τρέ να επίσης. Κανένας δεν μας θέλει». «Δείτε το Cockneys swim dot com». Είπε η Κρίστι άψυχα. Η εικόνα πάγωσε, σκόρπισε και έσβησε.
ΔΥΟ
2017-2020 ΜΕΣΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 2010: 5 -8 0 μ.
Επιπτώσεις από την άνοδο της στάθμης των Θαλασσών κατά
22 ΜΑΙΟΣ 2017
Ο Πιρς Μ ίκελμας έστειλε ένα τζετ κάποιας εταιρείας πετρελαίου για να πάρει τη Λίλι από το Ντένβερ, στο οποίο είχε φτάσει από την Αγγλία, και να τη μεταφέρει στο Τέξας. Το Χιούστον από ψηλά ήταν εντελώς επίπεδο, ένα αστικό τοπίο με εντελώς ίσιους δρόμους σε μια περιοχή με χαμηλούς λόφους, πευκοδάση και βαλτοτόπια. Το μόνο στοιχείο της τοπογραφίας που ξεχώριζε, ήταν αποτέλεσμα ανθρώπινης παρέμβασης: τα γυάλινα κτήρια στο εμπορικό κέντρο της πόλης έμοιαζαν με πελώριο γλυπτό στημένο στην πεδιάδα. Στα ανατολικά βρισκόταν ο όρμος, με το λιμάνι ορατό και τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις απλωμένες πέρα απ' αυτό. Επρόκειτο για μια έκταση κυριευμένη από τη βιομηχανία πετρελαίου με θολωτές δεξαμενές και πύργους κλασματικής από σταξης, που έμοιαζε με φουτουριστική πόλη από κάποιο κόμικς και που απλωνόταν για χιλιόμετρα προς τον Κόλπο του Μεξικού. Στον ίδιο τον όρμο έλαμπε μια σειρά από ανππλημμυρικά έργα και φράγ ματα ως προστασία απέναντι στην ανύψωση της θαλάσσιας στάθμης - πελώριες, ολοκαίνουργιες κατασκευές. Η Λίλι έβλεπε όμως ότι, παρά τα νέα έργα, τα νερά του όρμου είχαν ήδη υπερβεί την παλιά ακτογραμμή και συσσωρεύονταν στις βάσεις των μεγάλων, λευκών δεξαμενών. Ό λ α αυτά κάτω από έ ναν ουρανό σκεπασμένο από ένα αχνό νέφος καυσαερίων, μέσα σε ζέστη τόσο έντονη ώστε έκανε τον αέρα να κυματίζει λες κι ολό κληρη η πόλη βρισκόταν πάνω σε κάποια πελώρια σχάρα. Η Λίλι κοίταξε τη μεγάλη καμπύλη του Αυτοκινητόδρομου του Κόλπου, ελπίζοντας να διακρίνει τα ογκώδη κτήρια του Διαστημικού
152
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Κέντρου Τζόνσον, όπου την επόμενη ημέρα επρόκειτο να συναντή σει τον Γκόρντον Τζέιμς Αλόνζο, έναν πραγματικό αστροναύτη. Αλλά το διαστημικό κέντρο παρέμενε χαμένο μέσα στο τοπίο και δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Λίγο μετά την προσγείωση δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από τον Πιρς, ο οποίος της εξήγησε πού 8α τον συναντούσε. Ο σταθμός του αεροδρομίου ήταν ένα γυάλινο οικοδόμημα τό σο παγωμένο από τον κλιματισμό, ώστε σκέφτηκε να βγάλει από το σακίδιό της κανένα πουλόβερ. Κατόπιν, όταν αναγκάστηκε να περ πατήσει μερικά μέτρα κάτω από τον ουρανό του Χιούστον μέχρι μια λιμουζίνα που την περίμενε, ένιωσε σαν να έμπαινε σε σάουνα. Μ ε το που μπήκε στο αυτοκίνητο του Πιρς, αισθάνθηκε τόσο κρύο ώ στε άρχισε πάλι να τρέμει. Ο Πιρς φορούσε ένα λευκό κοντομάνικο πουκάμισο με ανοιγ μένο γιακά και μαύρο σορτς που έμοιαζε με κομμένο παντελόνι κο στουμιού. Είχαν περάσει εννιά μήνες από την τελευταία φορά που η Αίλι συναντήθηκε με τον Πιρς, στο Λονδίνο· εκείνη είχε προτείνει να ξαναβρεθούν, όταν ανακάλυψε πως επρόκειτο κι οι δυο να ταξι δέψουν στην περιοχή του Χιούστον. Της χτύπησε φιλικά τον ώμο για μια μόνο στιγμή κι ύστερα πήρε το σακίδιό της και το ακούμπησε στο πάτωμα. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Ο οδηγός ήταν σχεδόν α θέατος πίσω από ένα σκούρο τζάμι. «Ακόμα ταξιδεύεις χωρίς πολλά μπαγκάζια», είπε ο Πιρς. «Ζω λιτά», είπε η Λίλι καθώς έδενε τη ζώνη της. Ήταν αλήθεια - όλη της η περιουσία θα μπορούσε να χωρέσει σε δυο ή τρία σα κίδια. «Ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη για πολλά αποκτήματα. Μάλιστα, όχι από τότε που βρέθηκα στη Βαρκελώνη». «Πράγματι. Δεν είναι καιροί αυτοί για να ριζώσεις κάπου, έτσι δεν είναι; Εκτός κι αν είσαι υδρόφιλο δέντρο». Τέτοιο ήταν το χιού μορ του, καυστικό, κι οι σπάνιες αναλαμπές του την έκαναν πάντα να νιώθει ζεστασιά. «Ήταν καλή η πτήση σου; Πώς νιώθεις;» «Σαν να βούτηξα σε πισίνα». Εκείνος γέλασε. «Έτσι είναι το Χιούστον. Πάντα διέθετε περί-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
153
βάλλον σκληρό για τον άνθρωπο. Είναι ζεστό σαν την Καλκούτα και μετά βίας μπορεί κανείς να ζήσει εδώ. Θ α πρέπει σου πω ότι από τότε που άρχισα να δουλεύω σ' αυτό τον τόπο, έχω κρυολο γήσει πολλές φορές. Ο γιατρός μου λέει πως το ανοσοποιητικό μου σύστημα αποδυναμώθηκε λόγω των εναλλαγών της θερμοκρασίας. Τι κάνει η Αμάντα και τα παιδιά;» «Καλά. Βρίσκονται ακόμα στο κέντρο υποδοχής προσφύγων έ ξω από το Έιλσμπερι. Ακόμα δεν τους έχουν επιτρέψει να γυρίσουν στο σπίτι τους, στο Φούλχαμ. Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο κο λυμπώντας. Εντάξει, αστειεύομαι! Η δική μου δουλειά πάει καλά». «Είσαι ακόμα σ' εκείνο το πρόγραμμα υποβρύχιων ερευνών, υποθέτω». «Για την ώρα κάνω απλά δουλειές υποστήριξης, κυρίως στην Αγγλία». Κατευθύνονταν προς το εμπορικό κέντρο της πόλης. Ο ι κεντρι κοί ουρανοξύστες δέσποζαν μπροστά τους. Το Χιούστον ήταν ένα συνονθύλευμα κατοικιών, καταστημάτων και βιομηχανιών. Η Λίλι σκέφτηκε πως έδειχνε μάλλον παρωχημένο, λες και βρισκόταν α κόμα στη δεκαετία του 1960. Υπήρχαν ποτιστικά μηχανήματα, που κατέβρεχαν παρτέρια σκεπασμένα με σκληρό γκαζόν. Η συμπεριφορά και η προφορά του Πιρς δεν είχαν αλλάξει κα θόλου, μ' όλη την παραμονή του στο Τέξας επί τόσους μήνες. Ή ταν πάντα ο ψυχρός, φλεγματικός Βρετανός αξιωματικός. Το βλέμ μα του όμως γινόταν ορισμένες στιγμές αφηρημένο. Μ άλλον θα ήταν συνδεδεμένος με κάποιον Άγγελο ή με το τελευταίο στρατιω τικό αντίστοιχό του και η συσκευή μιλούσε μέσα στο κεφάλι του. Επιπλέον, ακόμα και τώρα, δίπλα της, φαινόταν αποκομμένος απ' όλα και μόνος. Από την άλλη τα μάτια του ήταν ήρεμα, ήταν φρε σκοξυρισμένος, καλοκουρεμένος και της φαινόταν υγιέστερος απ' ό,τι τον είχε δει ποτέ. «Βλέπω πως προσαρμόστηκες, Πιρς. Φοράς ωραίο σορτς, με την ευκαιρία». Σήκωσε ειρωνικά τα φρύδια. «Το σορτς μου είναι εξυπηρετικό και βολικό. Σ' ευχαριστώ πολύ».
154
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Απολαμβάνεις τη ζωή εδώ, έτσι δεν είναι;» «Η αλήδεια είναι πως οι Αμερικανοί είναι πάντα φιλόξενοι. Το Χιούστον διαθέτει ποικιλία, νομίζω. Τώρα πια υπάρχει ακόμα και μια ιρανική συνοικία, πράγμα αξιοπερίεργο. Το σημαντικότερο εί ναι πως μου αρέσει το δωμάτιό μου. Απέχει μόνο μια ώρα από την ακτή του Κόλπου και μια μέρα οδήγηση από την αντίθετη πλευ ρά, την έρημο ή τους λόφους... Η δουλειά, ασφαλώς, είναι το ση μαντικότερο. Παίζει σπουδαίο ρόλο στο ηθικό κάποιου να έχει κά τι σημαντικό για να κάνει, δεν συμφωνείς;» «Πράγματι. Είδα τα αντιπλημμυρικά έργα από τον αέρα». «Σκοπεύουν να φτιάξουν ένα φράγμα ακόμα πιο έξω που θα εμποδίζει τα νερά από τις παλίρροιες, μια σειρά από πύλες οι οποί ες θα κάνουν το Φράγμα του Τάμεση να μοιάζει νάνος μπροστά τους. Χαρακτηριστική συμπεριφορά των αναθεματισμένων Τεξανών. Η αλήθεια είναι πως έχουν πολλά να προστατέψουν. Το με γαλύτερο μέρος της λεπτομερούς δουλειάς που έχω κάνει, αφορά τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις του Χιούστον». Η προστασία του Κόλπου ήταν ένα πρόγραμμα ταυτόχρονα δη μόσιο και ιδιωτικό, ένα κοινό εγχείρημα για κυβερνήσεις, εταιρείες πετρελαιοειδών και άλλες πολυεθνικές. Ο Πιρς ήταν επικεφαλής μιας ομάδας ανταλλαγής από τη Βρετανία, τα μέλη της οποίας με τέφεραν γνώσεις από τα μαθήματα που είχαν πάρει κατά τη διά σωση των βρετανικών διυλιστηρίων, για παράδειγμα στη νήσο Κάνβεϊ, ώστε αυτές να εφαρμοστούν στα προβλήματα μεγαλύτερης κλίμακας που υπήρχαν στον Κόλπο. «Δεν μπορείς να πιστέψεις το μέγεθος όλων αυτών, Λ ίλι! Πρό κειται για τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πετροχημικών διυλιστηρίων και δεξαμενών αποθήκευσης σε ολόκληρο τον κόσμο. Εκατό χ ιλ ιό μέτρα δεξαμενών και πύργων κλασματικής απόσταξης, που απλώ νονται από το Χιούστον μέχρι την ακτή». «Κι όλα αυτά τα απειλεί η θάλασσα». «Ακριβώς», είπε εκείνος ήρεμα. «Το νησί Γκάλβεστον, ας πούμε, βρίσκεται μόλις τρία μέτρα και κάτι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας - εννοώ, με τα παλιά δεδομένα. Το Χιούστον βρίσκεται
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
155
σε ακόμα χειρότερη θέση. Ήταν κτισμένο αρχικά πάνω σε έλος και είχαν υπάρξει από παλιά καθιζήσεις, εξαιτίας του πετρελαίου και του νερού που οι άνθρωποι αντλούν από το υπέδαφος επί τόσα χρό νια. Σε ορισμένα σημεία της η πόλη ήταν στην πραγματικότητα κά τω από το ύψος της παλιάς στάθμης της θάλασσας. Ξέρουμε, α σφαλώς, πως η παγκόσμια μέση άνοδος της στάθμης των θαλασ σών έχει ήδη φτάσει στα πέντε μέτρα. Αν η θάλασσα περάσει τα αντιπλημμυρικά έργα... »Μα όσο τεράστιο κι αν είναι αυτό το σχέδιο, δεν παύει να α ποτελεί ένα μικρό μόνο κομμάτι της μεγαλύτερης εικόνας. Πρέπει να καταλάβεις πως πρόκειται για κρίση παγκόσμια, η οποία επη ρεάζει έναν κόσμο ήδη χτυπημένο από τις κλιματικές αλλαγές, τη στενότητα των ενεργειακών πόρων και τις ιδεολογικές εντάσεις. Προσπαθούσε να σώσουμε τους κόμβους». «Τους κόμβους;» «Θα ξαφνιαστείς αν μάθεις πόσο πολύ εξαρτάται το παγκόσμιο δίκτυο διακίνησης ενέργειας και αγαθών από μερικούς κόμβουςκλειδιά. Σιταποθήκες, εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, πετρελαι οπηγές και διυλιστήρια». «Όπως το Χιούστον». «Όπως το Χιούστον. Και, ασφαλώς, οι περισσότερες από αυ τές τις εγκαταστάσεις βρίσκονται σε ακτές ή σε πεδιάδες δίπλα σε ποτάμια. Προσπαθούμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε τούτο το δίκτυο όσο γίνεται περισσότερο αλώβητο. Βραχυπρόθεσμα, όλα έχουν να κάνουν με μέτρα έκτακτης ανάγκης. Για παράδειγμα, προσπα θούμε να εξασφαλίσουμε πως όλοι οι στόλοι των δεξαμενόπλοι ων θα παραμείνουν σε ενέργεια στη θάλασσα. Οποιαδήποτε εγκα τάσταση παραγωγής ή μεταποίησης που πιστεύουμε πως κινδυ νεύει να χαθεί, δουλεύει όσο το δυνατόν περισσότερο για να πα ράγει ανθεκτικά προϊόντα κατά τη μεταβατική περίοδο - δηλαδή τη χρονική περίοδο που θα απαιτηθεί μέχρι τα πάντα να μετακινηθούν στην ενδοχώρα ή σε μεγαλύτερο υψόμετρο, ώστε να προστατευτούν από τις πλημμύρες. Μπρούντζος, ανοξείδωτος χάλυβας, πλαστι κά, τέτοιου είδους πράγματα που αντέχουν πολύ στον χρόνο. Θα
156
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
έπρεπε να δεις από κοντά τις εγκαταστάσεις της G oodyear". «Μιλάς για την εταιρεία που φτιάχνει τα ελαστικά;» «Βρίσκεται εδώ από δεκαετίες. Τώρα παράγει βουνά απ' αυτά τα αναθεματισμένα πράγματα». «Για ποιο λόγο χρειαζόμαστε περισσότερο ελαστικό;» «Για σωσίβιες λέμβους», είπε εκείνος. Ο ι απλές εκείνες λέξεις την ξάφνιασαν. Από τη στιγμή που έφυ γαν από τη Βαρκελώνη, η Λίλι είχε την αίσθηση πως ο Πιρς βρι σκόταν πολύ πιο κοντά στο επίκεντρο των πραγμάτων, πως γνώ ριζε πολύ περισσότερα από την ίδια, πως μπορούσε να δει πιο μα κριά στο μάλλον. Το αυτοκίνητο έκοψε ταχύτητα. Βρίσκονταν νοτιοδυτικά του ε μπορικού κέντρου, στη διασταύρωση δυο μεγάλων λεωφόρων, της οδού Μοντρόουζ και της οδού Γουεστχάιμερ. Είδε στοές, καφετέριες, εστιατόρια, μπαρ, εμπορικά καταστήματα. Ήταν μια ζωντανή περιοχή που η Αμάντα πιθανώς θα αποκαλούσε «αντι-πολιτιστική». «Αυτή είναι η συνοικία Μοντρόουζ», είπε ο Πιρς. «Πρόκειται για μια από τις λίγες γειτονιές της πόλης όπου μπορεί κανείς να περ πατήσει με άνεση. Σκέφτηκα πως θα σου άρεσε να μείνεις εδώ. Το ξενοδοχείο σου είναι στην άλλη γωνία - ορίστε, το βλέπεις! Άκου, πρέπει να επιστρέφω για μερικές ώρες στη δουλειά. Με συγχωρείς που σε αφήνω για λίγο». Της έδωσε το σακίδιό της. Από παρόρμηση, εκείνη τον φίλησε στο μάγουλο. «Τα λέμε αρ γότερα, λοιπόν». «Ασφαλώς». Η πόρτα του αυτοκινήτου άνοιξε και η Λίλι πήδηξε έξω. Της έκανε εντύπωση η ένταση του ηλιακού φωτός, που αντανακλούνταν πάνω στις πλάκες των πεζοδρομίων. Λίγοι ήταν οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν έξω με τέτοια ζέστη. «Λίλι», της φώναξε ο Πιρς από το αυτοκίνητο, «βεβαιώσου πως θα είσαι στο δωμάτιό σου γύρω στα μεσάνυχτα. Ετοίμασα μια διαδικτυακή σύσκεψη με μερικούς παλιούς φίλους. Κερνάω εγώ!» «Κανονίστηκε!» Η πόρτα του αυτοκινήτου έκλεισε από μόνη της και το όχημα α
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
157
πομακρύνθηκε. Εκείνη ανέβηκε βιαστικά τα σκαλιά, πέρασε από τις αυτόματες πόρτες και βρέθηκε στο δροσερό, σκοτεινό εσωτε ρικό του ξενοδοχείου.
23 Η Έλεν Γκρέι και ο Μ άικλ Θ άρλεϊ πήραν αργοπορημένα το πρωι νό τους μέσα στο τροχόσπιτο της ΔΥΑΕ που μοιράζονταν. Ύστερα, κι ενώ ήταν ακόμα πρωί, ετοιμάστηκαν να δεχτούν την κλήση του Πιρς για τηλεδιάσκεψη. Βολεύτηκαν σε κάποιο μπαρ κο ντά στην αποβάθρα του παλιού λιμανιού του Μπουσέρ και ακούμπησαν τους φορητούς υπολογιστές τους σε ένα πλαστικό τραπέζι. Ο ι υπολογιστές ήταν ταλαιπωρημένα λείψανα της πρώτης δεκαε τίας του 21ου αιώνα, οι μόνοι που μπορούσε να διαδέσει η Δια κυβερνητική Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας. Η ζέστη είχε ήδη αυξη θεί. Το μπαρ με την ανοιχτή πρόσοψη, όμως, συνηθισμένο σε Δυ τικούς επισκέπτες, ήταν εφοδιασμένο με ανεμιστήρες και άφθονο παγωμένο νερό, οπότε η παραμονή σ' αυτό θα ήταν ανεκτή για μια ώρα ακόμη ή και περισσότερο. Ενώ περίμεναν τη Λίλι να συνδεθεί, η Έλεν έπινε πορτοκαλά δα και κοιτούσε τον Περσικό Κόλπο που απλωνόταν έξω από το μπαρ. Το Μπουσέρ βρισκόταν στην άκρη ενός μακρόστενου, επίπεδου νησιού, το οποίο κάποτε ενωνόταν με την ιρανική ενδοχώρα μέσω ενός έλους που δημιουργούσε η άμπωτη. Τώρα πια η άνοδος της στάθμης της θάλασσας το είχε αποκόψει και μπορούσες να φτά σεις εκεί μόνο με πλεούμενο ή με αεροπλάνο. Ένα ταλαιπωρημένο φορτηγό πλοίο πλησίαζε το βαθύ εξωτερικό αγκυροβόλιο, πιθανώς φορτωμένο με τους ξηρούς καρπούς και το ακατέργαστο βαμβάκι
158
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
που ήταν τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα της περιοχής. Ο γκρίζος όγκος του πέρασε ανάμεσα στις σειρές των κτηρίων. Κοιτάζοντας προς την ενδοχώρα, η Έλεν μπορούσε να διακρίνει τη βιομηχανι κή περιοχή της παλιάς πόλης, τις μηχανικές εγκαταστάσεις και τα εργοστάσια επεξεργασίας τροφίμων που είχαν δημιουργηδεί για να εξυπηρετούν το τοπικό κέντρο διανομής πετρελαίου, δηλαδή τη σημαντικότερη λειτουργία της πόλης. Το μπαρ μύριζε καρυκεύματα, πετρέλαιο, πυρωμένο μέταλλο και πηχτό καφέ, ενώ το κάλεσμα ενός μουεζίνη αντηχούσε στον καυτό αέρα του πρωινού. Κι εκεί, σαν χλομό μανιτάρι που ξεφύτρωνε πάνω από το παλιό λιμάνι, ήταν ο δόλος που έκλεινε μέσα του τον πυρηνικό αντιδρα στήρα, ο λόγος για τον οποίο είχαν πάει εκεί. Ο ι οδόνες των υπολογιστών φωτίστηκαν. Η Λίλι εμφανίστηκε καδισμένη σε κάτι που έμοιαζε με δωμάτιο ξενοδοχείου, ενώ η Αμάντα, η αδελφή της, στο στενόχωρο περιβάλλον ενός τροχόσπι του. Επρόκειτο για ακίνητες εικόνες. Έπρεπε να περιμένουν κάμπο σο λεπτά μέχρι οι συνδέσεις να ολοκληρωδούν - το διαδίκτυο δεν ήταν πια τόσο γρήγορο όσο κάποτε. Η Έλεν και ο Μ άικλ δεν εί χαν δει ποτέ την Αμάντα από κοντά, μα την είχαν γνωρίσει διαδι κτυακά μέσω της Λίλι σαν μέλος μιας διευρυμένης οικογένειας. Η Έλεν μουρμούρισε στον Μ άικλ Θάρλεϊ: «Ώστε αυτοί είμαστε όλοι κι όλοι. Ούτε ο Γκάρι, ούτε ο Πιρς - έστω κι αν ο Πιρς ήταν εκείνος που υποτίδεται πως έστησε αυτήν τη διαδικτυακή επαφή». «Ο Γκάρι είναι τούτην τη στιγμή κάπου στον πάτο της γαμημένης δάλασσας, άρα δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις», είπε ο Μάικλ. «Αλλά, όπως είπες, ο Πιρς ήταν εκείνος που κανόνισε να κάνου με τέτοιες συναντήσεις. Θα έλεγε κανείς πως δα μπορούσε να βρει μισή ώρα για να μας μιλήσει». «Το έκανε για τη Λίλι. Αυτό τουλάχιστον λέει». «Σίγουρα το έκανε και για πάρτη του». Ο Μ άικλ έτριψε το αξύ ριστο πιγούνι του. «Μεγάλωσα σαν καδολικός, ξέρεις». Αυτό η Έλεν δεν το γνώριζε. «Ήμασταν μια πολύ σφιχτοδεμένη κοινότητα, εμείς οι καδολικοί του Χαμπσάιρ. Δεν ήμασταν δα και πολλοί. Απομακρύνδηκα απ' αυτούς σε νεαρή ηλικία, κάπου γύρω στα δε
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
159
καεφτά». Χαμογέλασε. «Δεν ήταν όλοι στην ενορία όσο ανεκτικοί 9α επιθυμούσα με την ομοφυλοφιλία μου, την "αμαρτία" μου, ό πως 8α έλεγαν. Η μητέρα μου συνέχισε να εκκλησιάζεται. »Λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας μου πέθανε ξαφνικά και η μητέρα μου δήλωσε πως έχασε την πίστη της. Σταμάτησε να πηγαί νει στην εκκλησία κι αυτό με τάραξε αρκετά. Αν και εγώ δεν είχα καμιά πρόθεση να επιστρέφω εκεί, παρηγοριόμουν όσο η ίδια συ νέχιζε να εκκλησιάζεται. Ήταν σαν να κρατούσα μια πισινή. Τελικά ξαναγύρισε στην εκκλησία για το χατίρι μου, εξομολογήθηκε και τούτο ήταν όλο. Αποδείχτηκε καλό αυτό. Νομίζω πως βρήκε κά ποια παρηγοριά στη θρησκεία, στα χρόνια πριν πεθάνει». «Νομίζεις, λοιπόν, πως το ίδιο ισχύει για τον Πιρς. Δεν θα μας μιλήσει, μα είναι παρηγοριά γι' αυτόν να ξέρει πως οι υπόλοιποι συ νεχίζουμε αυτές τις συναντήσεις μας». «Ίσως. Μα καταλαβαίνουμε άραγε πραγματικά ο καθένας τους άλλους; Εγώ δεν καταλαβαίνω καν εμάς τους δυο». Ούτε κι η Έλεν καταλάβαινε, παρ' ότι είχε προσπαθήσει να ε ξηγήσει τη σχέση της με τον Μ άικλ στους επιθεωρητές της ΔΥΑΕ και στους πυρηνικούς μηχανικούς, Δυτικούς, Ρώσους και Ιρανούς, οι οποίοι της κολλούσαν συνεχώς. Ή ταν μια ανύπαντρη μητέρα, ο Μ άικλ ήταν ένας μεσόκοπος ομοφυλόφιλος και είχαν δεθεί σε μια παράξενη σχέση: ασεξουαλική και δίχως πάθος, αλλά όχι και πραγματικά πλατωνική, αφού ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Εί χαν ασφαλώς σμίξει κατά την τραυματική εμπειρία της πλημμύρας του Λονδίνου. Ίσω ς να είχαν βρει ο ένας στον άλλον κάτι που χρειάζονταν, κάτι που έλειπε στον καθένα από τους δύο ξεχωριστά. Ενδέχεται πάλι, σε κάποιο πιο βαθύ και κυνικό επίπεδο, το μόνο που την ένωνε με τον Μάικλ να ήταν το γεγονός πως παρέμενε γι' αυτήν η σημαντικότερη ελπίδα της για να πάρει πίσω το παιδί της. Η εικόνα της Λίλι πήρε ζωή. «Έχουμε σύνδεση; Γεια χαρά από το Τέξας». Η Αμάντα χαμογέλασε, το πρόσωπό της φωτίστηκε κι άρχισε να στέλνει φιλιά. «Γεια χαρά, Μπουσέρ, ιδού οι ψήφοι του Λουξεμ βούργου».
160
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Έλεν και ο Μ άικλ έγνεψαν, νιώθοντας ανόητοι καθώς κάθο νταν σ' εκείνο το άδειο μπαρ και κουνούσαν τα χέρια τους μπρο στά σε οθόνες γερασμένων φορητών υπολογιστών. Γρήγορα ξεκαθάρισαν πού βρισκόταν ο καθένας και τι ώρα ήταν: Η Λίλι βρισκόταν στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της στο Χιούστον και ήταν μεσάνυχτα. Η Αμάντα βρισκόταν σε ένα τροχόσπιτο στο Τσίλτρενς, όχι πολύ μακριά από το Έιλσμπερι, ακόμα πολύ νωρίς το πρωί, «πάνω σε έναν λόφο μαζί με ένα κοπάδι πρόβατα και τον μισό πληθυσμό του Τσίσγουικ». Η Έλεν και ο Μ άικλ βρίσκονταν έξω από ένα ιρανικό πυρηνικό εργοστάσιο, κάπου εκατό χιλιόμε τρα νότια της Τεχεράνης. «Στ' αλήθεια, δεν ξέρω γιατί είστε εκεί», είπε η Αμάντα. «Δεν ψάχνεις για το μωρό σου, Έλεν; Ο πατέρας του είναι Σαουδάραβας και όχι Ιρανός. Επίσης, δεν καταλαβαίνω ποια σχέση έχεις εσύ με πυρηνικούς αντιδραστήρες...» Ήταν μια μπερδεμένη ιστορία. Ο αντιδραστήρας εκείνος, κα τασκευασμένος κατόπιν συμφωνίας από Ρώσους μηχανικούς, ήταν λίγο καιρό πριν ένα καυτό σημείο παγκόσμιας έντασης ως βασικό κομμάτι του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου που είχε ξεκινή σει το Ιράν. Το Μπουσέρ βρισκόταν ακριβώς πάνω στον Περσικό Κόλπο και, όπως τετρακόσια άλλα πυρηνικά εργοστάσια σε ολό κληρο τον κόσμο, απειλούνταν από την άνοδο της στάθμης των θα λασσών. Κι όχι μόνο αυτό, μα το εργοστάσιο ήταν κακοφτιαγμένο από μηχανικής άποψης, γεμάτο με σχεδιαστικά ελαττώματα που δεν υπήρχαν πια στα περισσότερα πυρηνικά εργοστάσια από την εποχή του ατυχήματος στο Θρι Μ ά ιλ Άιλαντ. Η ομάδα της ΔΥΑΕ συ νεργαζόταν πυρετωδώς με τους Ιρανούς ώστε να παροπλίσουν τον αντιδραστήρα, πριν η θάλασσα βρει την ευκαιρία να τον καταπιεί. «Η κυβέρνησή μας υποστηρίζει την προσπάθεια», είπε ο Μάικλ. «Κατάφερα να εξασφαλίσω μια θέση στη μικρή διπλωματική μας ομάδα. Ήταν μια δικαιολογία για να παραμείνω κοντά στα ίχνη του μωρού της Έλεν». Η Γκρέις είχε χαθεί μέσα στο περίπλοκο δίχτυ του παρακλαδιού
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
161
της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας στο οποίο ανήκε ο Σαϊντ. Μ ια πατριαρχική μορφή του παρακλαδιού, όμως, ένας μακρινός ξάδελφος του Σαουδάραβα βασιλιά, ήταν πιο ρεαλιστής από τους υπόλοιπους και είχε εμφανιστεί για να προτείνει κάποιο συμβιβα σμό. Ο άνθρωπος αυτός, παρασυρμένος από την παγκόσμια κρίση όπως όλοι, είχε σταλεί στο Ιράν ως μέλος μιας ομάδας Σαουδαράβων επιθεωρητών. Ο ι Σαουδάραβες χρειάζονταν μια παρουσία στο σημείο, επειδή οποιαδήποτε πυρηνική διαρροή από το Μπουσέρ θα απειλούσε ολόκληρο τον Κόλπο προς τα κάτω, συμπερι λαμβανομένου του Κουβέιτ, του Ντουμπάι και της ίδιας της Σα ουδικής Αραβίας. Ο Μ άικλ είχε προσκολληθεί σε αυτή την αποστολή με την ελπί δα πως θα ερχόταν σε επαφή με τον φιλικό Σαουδάραβα πρίγκιπα. «Αλλά η πρόοδος είναι αργή», παραδέχτηκε. Η Έλεν σκέφτηκε πως τα λόγια του ήταν σχήμα λιτότητας. Η Αμάντα άλλαξε στάση πάνω στην καρέκλα της. «Από τη με ριά μας, δεν γίνεται να απομακρυνθούμε πολύ περισσότερο από τη θάλασσα κι αυτό είναι πολύ καλό για μας. Υπάρχει κάτι που θέ λω να σας δείξω». Χρησιμοποίησε ένα πληκτρολόγιο που δεν φαι νόταν στην κάμερα. «Θα δω αν μπορώ να το κατεβάσω - είναι ένας χάρτης που δημοσιεύτηκε χθες. Μακάρι ο Μπεντζ να ήταν εδώ μαζί μου, αυτός τα καταφέρνει καλύτερα με τους υπολογιστές, μα δεν πρόκειται να ξυπνήσει πριν περάσουν τουλάχιστον έξι ώρες ακόμα... Ν α 'μαστέ!» Παρουσιάστηκε μια εικόνα της Μ εγάλης Βρετανίας, όπως είχε μεταμορφωθεί μετά τις πλημμύρες. Ήταν η σύνθεση εκατοντάδων δορυφορικών φωτογραφιών. Η Έλεν γρήγορα ανακάλυψε πως ο χάρτης ήταν διαδραστικός· μπορούσες να αγγίξεις την οθόνη για να μεγεθύνεις διάφορα μέρη ή για να μετακινηθείς και να διαβά σεις ονόματα πόλεων και δρόμων. Έπαιξαν για λίγο με τον χάρτη, συζητώντας αυτά που έβλεπαν. Ήταν εντυπωσιακά διαφορετικός από τους παλιούς. Ο ι εκβολές του Τάμεση είχαν διαπλατυνθεί δημιουργώντας έναν κόλπο που πλημμύριζε τα έλη του Έσεξ και του βόρειου Κεντ. Ο ι παραλίες των
162
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
θερέτρων της νότιας ακτής είχαν εξαφανιστεί. Στο Σόμερσετ η θά λασσα, έχοντας πλημμυρίσει τους βάλτους και τα έλη της τύρφης, έγλειφε τον λόφο του Γκλαστονμπέρι. Στην ανατολική Αγγλία τα παμπάλαια αποξηραντικά έργα στα Φενς είχαν καταστραφεί και η θάλασσα είχε εισχωρήσει στην ξηρά σε βάθος εξήντα χιλιομέτρων. Στα βόρεια, οι εκβολές του ποταμού Χάμπερ κατέληγαν σε μια κλειστή θάλασσα η οποία κάλυπτε τα σημεία που κάποτε αποτελούσαν τις πεδινές εκτάσεις του Γιορ· κσάιρ. Στα δυτικά, η ακτογραμμή του Λανκασάιρ από το Λίβερπουλ μέχρι το Λάνκαστερ είχε βυθιστεί κάτω από τα νερά· η ίδια η πόλη του Λίβερπουλ είχε ερημωθεί σχεδόν εντελώς. Η Έλεν αισθάνθηκε έναν παράξενο αποπροσανατολισμό. Τα χρόνια που έμεινε στη Βαρκελώνη τής είχαν στερήσει το συνήθειο να δέχεται πληροφορίες μέσα από τις οθόνες υπολογιστών. Έπρε πε να υπενθυμίσει στον εαυτό της ότι όλα αυτά ήταν αληθινά, πως η θάλασσα πραγματικά είχε αποσπάσει όλα εκείνα τα κομμάτια α πό τη Βρετανία και πως αυτή ήταν η αλλαγμένη χώρα στην οποία κάποτε θα επέστρεφε η Γκρέις. Η Αμάντα μιλούσε για τη ζωή της στον καταυλισμό των προ σφύγων. Ακόμα κι εκείνη τη στιγμή, παρ' ότι οι πλημμύρες που προκάλεσε η καταιγίδα της προηγούμενης χρονιάς στο Λονδίνο είχαν υποχωρήσει, δεν είχαν ακόμη βρεθεί οι πόροι για να επιδιορθω θούν οι εγκαταλειμμένες κατοικίες στο Φούλχαμ, το Τσίσγουικ, το Χάμερσμιθ και αλλού. «Αυτό το τροχόσπιτο κοντεύει να βγάλει ρίζες. Διαθέτει βέβαια ηλεκτρισμό και νερό, αλλά είναι τόσο μικρό που με τρελαίνει και, άλλωστε, δεν έχω μαζί μου τα τρία τέταρτα από τα πράγματά μου...» Η Έλεν διαισθανόταν κάτω από το έντονο ύφος της πως η Αμάντα έβρισκε συγκλονιστική, σε ένα πολύ βαθύ επίπεδο, τη σκέ ψη ότι ίσως να μην μπορούσε ποτέ ξανά να επιστρέφει στο σπίτι της για να το ξαναχτίσει και να το επισκευάσει. Στο μεταξύ, η ζωή στην Αγγλία άλλαζε με πιο ανεπαίσθητους τρόπους. Ο ι μεταφορές γίνονταν πιο δύσκολα, με δρόμους και σι δηροδρομικές γραμμές να έχουν υποστεί φθορές από τις πλημμύ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
163
ρες και με την τιμή των καυσίμων να ανεβαίνει σταθερά, κι όλα αυ τά είχαν οδηγήσει τους πάντες σε μια ριζική αναπροσαρμογή. Τα παιδιά της Αμάντα πήγαιναν σε τοπικά σχολεία του Μπάκινγκχαμσάιρ, παραφορτωμένα από νεαρούς Λονδρέζους στους οποίους φέρονταν επιθετικά οι ντόπιοι. Η Αμάντα πήγαινε ακόμη καθημερι νά στη δουλειά της στο Λονδίνο, κάνοντας τώρα το τελευταίο κομ μάτι της διαδρομής με ένα πλοιάριο το οποίο περνούσε πάνω από τις βυθισμένες εκτάσεις πλάι στις όχθες του ποταμού. Ψώνιζε σε σούπερ-μάρκετ του Έιλσμπερι, όπου πηγαινοερχόταν με λεωφο ρείο, μα το τι μπορούσες να αγοράσεις εκεί άλλαζε καθημερινά καθώς κατέρρεαν οι αλυσίδες εφοδιασμού και διανομής. Τα μικρά ανεξάρτητα μαγαζιά επανέκαμπταν και μάλιστα καυχιόντουσαν για φρέσκα, ντόπια προϊόντα. «Ό λα είναι παραμορφωμένα», είπε η Αμάντα στωικά. «Μερικές φορές νομίζω πως επιστρέφουμε στο παρελθόν. Συνοικιακά σχο λεία, δουλειές και φαγητά. Πάντως τα πράγματα λειτουργούν ακό μα, έστω και μετά βίας». Η Λίλι αισθάνθηκε συμπονετικά απέναντι στον καταυλισμό των προσφύγων. «Μπορώ να φανταστώ εσένα και τα παιδιά, στριμωγμένους εκεί μέσα. Φαντάζομαι πως εγώ θα έχω περισσότερο δικό μου χώρο μέσα στο υποβρύχιο του Γκάρι». Η κουβέντα γύρισε σ' αυτό, τη φύση της υποβρύχιας αποστο λής, τους κινδύνους και τους σκοπούς της. «Ο Γκάρι, η Θάντι και το πλήρωμά τους απλώς δεν πιστεύουν τις διαβεβαιώσεις των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τα όρια στα ο ποία μπορεί να φτάσει η άνοδος της στάθμης των θαλασσών», εί πε η Λίλι. Η Αμάντα ρουθούνισε περιφρονητικά. «Άσε κατά μέρος τους επιστήμονες! Μίλησα με τον Μπεντζ και την Κρίση. Στο διαδίκτυο γί νονται ατέλειωτες συζητήσεις πάνω σ' αυτό το Θέμα. Υπάρχουν παι διά από την Αυστραλία που είδαν την παραλία Μπόντι να εξαφανί ζεται, ενώ μικροί Εσκιμώοι αντίκρισαν περιοχές της ξηράς να πνί γονται στον Αρκτικό Ωκεανό - πολλοί μετρούν με διάφορους τρό πους αυτό που συμβαίνει, για παράδειγμα με σημάδια κιμωλίας
164
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σε κάποια προβλήτα. Η Κρίστι συνεχίζει να κρατά ένα λεύκωμα για όλα τούτα - 9υμάσαι την εργασία της στο σχολείο, Αίλι; Θέλω να πω είναι παιδιά, μα τα παιδιά δεν είναι κατ' ανάγκην και χαζά -τα παιδιά μου τουλάχιστον δεν είνα ι- και συζητούν μεταξύ τους για ό,τι βλέπουν. Κι όλα τα παιδιά συμφωνούν πως η άνοδος των 8αλασσών είναι πραγματική, και μάλιστα επιταχύνεται. Άρα, Λίλι, οι υποβρύχιες έρευνες είναι περιττές. Εκτός κι αν θέλεις κάποια δι καιολογία για να βρεθείς κοντά σ' εκείνο τον αστροναύτη!» «Τον Γκόρντο, εννοείς». «Αυτό της έλεγα κι εγώ», ακούστηκε μια καινούργια φωνή. Είδαν όλοι στην οθόνη τη Λίλι να σηκώνει το βλέμμα ξαφνια σμένη. «Ο, γειά σου Πιρς!» Η Έλεν είδε τη Λίλι να παραμερίζει για να τον αφήσει να καθίσει πλάι της· φαινόταν ότι κάθονταν στην ά κρη του κρεβατιού κάποιου ξενοδοχείου. Η Έλεν και ο Μ άικλ αντάλλαξαν βλέμματα. Ο Πιρς, λοιπόν, τε λικά τα είχε καταφέρει. «Μια χαρά φαίνεσαι, Πιρς», είπε η Έλεν. «Θα σε σηκώνει, μάλ λον, ο αέρας του Τέξας!» Ο Πιρς χαμογέλασε, αλλά η έκφρασή του ήταν βεβιασμένη και τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους. Η Έλεν θυμήθηκε πως γι' αυ τόν ήταν περασμένα μεσάνυχτα και, προφανώς, δούλευε σκληρά όλη τη μέρα. Γύρισε προς το μέρος της Λίλι. «Γκόρντο; Ψωροφαντασμένη!» «Θα με πάει αύριο μια ιδιωτική περιήγηση στο Τζόνσον. Δεν είναι και πρώτο;» «Πάλι καλά που θα προλάβεις να δεις το διαστημικό κέντρο πριν μετατραπεί σε μουσείο!» Ο τόνος της φωνής του Πιρς ξάφνιασε την Έλεν. Ο Πιρς είχε, ασφαλώς, δίκιο. Παρά τις ηρωικές προσπάθειες, το Ακρωτήριο ΚανάΒεραλ απειλούνταν σοβαρά· από το διάστημα φαινόταν σαν ο ωκεανός να έχει κόψει τη Φλόριντα στη μέση. Ό μ ω ς η παρατή ρηση του Πιρς ήταν κυνική, ίσως ακόμα και άκαρδη. Ένα από τα πολλά μυστικά που είχε μάθει η Έλεν στη Βαρκελώνη ήταν πως η Λίλι είχε μπει στην Πολεμική Αεροπορία των ΗΠΑ, παρ' όλο που
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
165
είχε μεγαλώσει στη Βρετανία, με την αμυδρή ελπίδα πως κάποτε δα γινόταν δεκτή στη ΝΑΣΑ· ήταν ένα παλιό της όνειρο, το οποίο τώρα της το έτριβε ο Πιρς στη μούρη. Ίσους να ήταν κουρασμένος ή ίσους πάλι να έκρυβε μια μικρή δόση ζήλιας για τον Γκόρντο βαδιά μέ σα στην ψυχή του. Η Λίλι, ωστόσο, δεν αντέδρασε. «Μια στιγμή», είπε ο Πιρς. Έσκυψε μπροστά και χτύπησε ένα αθέατο πληκτρολόγιο. Ο ι εικόνες του φορητού υπολογιστή τρεμόπαιξαν και μετά επα νήλθαν, μα η ποιότητα της εικόνας ήταν χαμηλότερη και ο ήχος γε μάτος παράσιτα. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Αμάντα. «Χάλασε κάτι;» «Ό χι. Μ ας πέρασα μέσα από ένα στρατιωτικό φίλτρο κρυπτο γράφησης και τώρα είμαστε σχετικά προστατευμένοι. Κοιτάξτε, έτυχε να ακούσω το τελευταίο κομμάτι της κουβέντας σας. Θέλω να σας δώσω μια συμβουλή, σε όλους σας. Ο ι θεωρίες για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών είναι στην πραγματικότητα ά σχετες με το κυρίαρχο πρόβλημα. Οτιδήποτε κι αν συμβαίνει στους ωκεανούς, στο μέλλον τα πράγματα πιθανώς να δυσκολέψουν πο λύ περισσότερο έτσι κι αλλιώς». «Να δυσκολέψουν;» είπε ο Μάικλ. «Ναι, να δυσκολέψουν. Νωρίτερα μίλησα με τη Λίλι σχετικά με την ευρύτερη κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Είδαμε ήδη μικρές εστίες πολέμων να δημιουργούνται από κύματα προσφύγων και ελ λείψεις σε πόσιμο νερό και στεριά, καινούργιες πιέσεις που ξυπνούν παλιές εντάσεις. Επί του παρόντος τα σημεία τριβής είναι οι συνη θισμένες εστίες, η Ινδία εναντίον του Πακιστάν, για παράδειγμα, παρ' όλο που η σύγκρουση εν πολλοίς επισκιάζεται από την τερά στια κλίμακα της ανθρωπιστικής κρίσης η οποία ξετυλίγεται στα δέλ τα των ποταμών. Τελικά, πουθενά δεν θα μείνει κανείς αλώβητος». Ο στεγνός και λακωνικός τρόπος ομιλίας του πάγωσε παρά ξενα τους συνομιλητές του. Η Έλεν αναρωτήθηκε τι απόρρητες πληροφορίες μπορεί να κρύβονταν πίσω από τα λόγια του. «Ποια είναι λοιπόν η συμβουλή σου, Πιρς;»
166
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Να γυρίσετε στα σπίτια σας. Πίσω στη Βρετανία, όσο πιο γρή γορα μπορείτε! Κοιτάξτε - η Βρετανία πιέζεται από την απώλεια καλ λιεργήσιμης γης και τις πλημμύρες στο Λονδίνο και σε άλλες πό λεις. Επίσης, βασιζόμαστε ακόμα πολύ στις εισαγωγές τροφίμων και ενεργειακών πόρων. Μ α το γεγονός παραμένει πως η Βρετα νία είναι νησί, κι αυτό μας παρέχει κάποια φυσική ασφάλεια. Αυτό ίσχυε ανέκαδεν. Η κυβέρνηση ξεκινά ένα άμεσο πρόγραμμα προ σαρμογής για την εξασφάλιση τροφίμων και ενεργειακών πόρων, έτσι ώστε να μην εξαρτώμαστε από εισαγωγές - δέλω να πω έχου με άνδρακα, φυσικό αέριο και πετρέλαιο από τη Βόρεια Θάλασσα, επίσης πυρηνικά εργοστάσια. Ακόμα και σε κάποια από τα χειρότε ρα σενάρια για τη μελλοντική κλιματική αλλαγή, η Βρετανία τα πάει σχετικά καλά. Μ ια κατάρρευση του Ρεύματος του Κόλπου και η αντί στοιχη ψύχρανση του βόρειου Ατλαντικού μπορεί να εξισορροπηδεί από τη γενική άνοδο της δερμοκρασίας στον Αρκτικό Κύκλο». «Πρέπει λοιπόν να αποσυρδούμε στο Οχυρό Βρετανία», είπε η Λίλι, «ενώ ο υπόλοιπος κόσμος δα πνίγεται». «Για σκέψου το λιγάκι! Εσύ ήσουν εκείνη που ήδελες να μεί νουμε όλοι ενωμένοι, Λίλι. Τι άλλο να κάνω από το να σου δώσω την καλύτερη συμβουλή που μπορώ;» «Το εκτιμώ, Πιρς», είπε η Λίλι, «αλλά δεν δα με κάνεις να στα ματήσω τις βουτιές μου. Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των επι στημόνων για το ζήτημα της ανόδου της στάδμης των δαλασσών. Δεν νομίζεις πως αξίζουν μερικές βόλτες με το υποβρύχιο, για να προσπαδήσουμε να ανακαλύψουμε την αλήδεια;» «Η σωστή ερώτηση είναι: αξίζει να χάσεις γι' αυτό τη ζωή σου;» Την κοίταξε επίμονα. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, πραγματικά νοιάζο μαι για την ασφάλειά σου, Λίλι». Εκείνη άπλωσε το χέρι και έσφιξε το δικό του. «Το ξέρω. Πρέπει όμως να το κάνω. Γιατί αν δεν το κάνω, ποιος δα φροντίσει τον Γκάρι;» Εκείνος γέλασε. Μετά ξανατράβηξε το χέρι του και κλείστηκε α κόμη μια φορά στον εαυτό του. Σηκώδηκε όρδιος. «Πρέπει να επι στρέφω στη δουλειά».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
167
Η Έλεν συνοφρυώθηκε. «Δεν μπορεί να μιλάς σοβαρά! Είσαι εξαντλημένος». Ο Πιρς χαμογέλασε, σκύβοντας ώστε οι άλλοι να δουν το πρό σωπό του στις οθόνες τους. «Μια χαρά είμαι. Καληνύχτα σε όλους». «Καληνύχτα και καλό ξημέρωμα, Πιρς», είπε η Αμάντα. 'Οταν έφυγε, ο Μ άικλ κούνησε σκεφτικά το κεφάλι. «Μπορεί να φοράει σορτς κι όχι πια γραβάτα, μα δεν άλλαξε σε τίποτα. Το εί χα πει από την πρώτη φορά που τον γνώρισα: Κάποτε τούτος ο άν θρωπος θα σπάσει στα δύο σαν ξερόκλαδο». Η Λίλι ρουθούνισε και τεντώθηκε. «Εμένα, πάντως, δεν θα με πείσει να μην κάνω το ταξίδι με το υποβρύχιο. Και δεν έχω τελει ώσει ακόμα με την κουβέντα μας, γιατί η ώρα δεν είναι δα και τό σο περασμένη. Τι θα λέγατε να κάναμε ένα διάλειμμα για καφέ; Θ α δω κι αν θα καταφέρω να αφαιρέσω από τη σύνδεση αυτό το ηλίθιο στρατιωτικό φίλτρο». Συμφώνησαν και διέκοψαν τη συνομιλία. Η Λίλι γέμισε τις οθό νες με μια ανόητη εικόνα, κάποιο απομεινάρι της παιδικής της ηλι κίας ίσως, μια κούκλα-γοργόνα με μακριά ξανθά μαλλιά και μεμ βράνες στα πόδια, που κολυμπούσε τραγουδώντας ένα γλυκανά λατο τραγούδι. Ξάφνου το τηλέφωνο της Έλεν εμφάνισε μια έκτακτη είδηση. Μ ια πυρηνική κεφαλή που απομακρυνόταν βιαστικά από κάποια βάση πυραύλων η οποία απειλούνταν από τα νερά, στην πεδιάδα της βόρειας Γερμανίας, είχε εμπλακεί σε καραμπόλα οχημάτων στην εθνική οδό. Η πυρηνική κεφαλή είχε μερικώς εκραγεί· το Αμ βούργο είχε κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και η γερ μανική κυβέρνηση έκανε έκκληση για βοήθεια.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
168
24 ΙΟΥΝΙΟΣ 2017
Από το λεύκωμα της Κρίστι: Η κύρια Ριζ Σέλμπι από το Μπελ Γκλαντ της Φλόριντα διαμαρτυρήθηκε μέσω του μπλογκ της για τη χρήση από την Πολιτεία των σχολικών λεωφορείων για τη μεταφορά ελαφροποινιτών καταδί κων από σωφρονιστικά ιδρύματα που τα απειλούσαν οι πλημμύρες, σε ασφαλέστερα ιδρύματα βορειότερα. «Δεν είναι μόνο πως τα παιδιά μου πρέπει να πηγαίνουν στο σχολείο με τα πόδια μέσα στην καταρρακτώδη βροχή - όχι, δεν με πειράζει αυτό. Δεν είναι καν που ο κυβερνήτης βάζει την ασφά λεια κλεφτών, δολοφόνων και βιαστών πάνω από την ασφάλεια των αξιοπρεπών ανθρώπων. Ό χ ι, αυτό που με ενοχλεί είναι η κατά σταση στην οποία αφήνουν οι κατάδικοι τα λεωφορεία. Καταστρέ φουν τα καθίσματα, γράφουν τα πιο χυδαία συνθήματα και αφή νουν παντού σωματικά υγρά...» Η κυρία Σέλμπι συνέχισε, για να διαμαρτυρηθεί σχετικά με την απόφαση της κυβέρνησης να ανοίξει κάποια επιλεγμένα εθνικά πάρκα στους πρόσφυγες των πλημμυρισμένων περιοχών.
25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017 Ο Ν έιθαν Λάμοκσον είχε πει στη Αίλι να πετάξει μέχρι το αερο δρόμιο Κέφλαβικ, τριάντα χιλιόμετρα δυτικά του Ρέικγιαβικ. Ένα αυτοκίνητο της AxysCorp την περίμενε εκεί και την οδή γησε όχι στην ίδια την πόλη αλλά προς την ενδοχώρα, μέσα από
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
169
μια έρημη περιοχή. Είδε από μακριά βουνά με χιονισμένες κορυ φές. Ένιωθε περιέργεια για κείνο το παράξενο νησί, μιας κι ήταν η πρώτη φορά που το επισκεπτόταν. Βέβαια, δεν είχε χρόνο για ε ξερεύνηση. Τώρα που ο Λάμοκσον είχε αποκτήσει επιτέλους το βα θυσκάφος του, το πρόγραμμα επισκόπησης του ωκεανού ξεκίνησε πρόσω ολοταχώς και η Αίλι βρέθηκε ξαφνικά σε μια εντελώς και νούργια φάση της ζωής της. Η Λίλι, πιλότος υποβρυχίου· ποιος θα το φανταζόταν; Έφτασαν σε κάτι που έμοιαζε με συντηρητικό ξενοδοχείο. Απο δείχτηκε πως ήταν το Μπεσαστάντχιρ, η προεδρική κατοικία της Ισλανδίας. Το επόμενο πρωί η Λίλι περίμενε έξω από την κατοικία ώσπου να επιστρέφει το αυτοκίνητο. Ο αέρας ήταν καθαρός και κρύος κι ο άνεμος ερχόταν διαπεραστικός από τη μεριά της θάλασσας, αλλά στο έδαφος δεν υπήρχε ούτε παγετός ούτε χιόνι. Η συνηθισμένη της φόρμα της AxysCorp την κρατούσε αρκετά ζεστή, αν κι ανα γκάστηκε να σφίξει την κουκούλα γύρω από το πρόσωπό της. Εμφανίστηκε το αυτοκίνητο, όπου ανέμιζε η σημαία της AxysCorp με τα χέρια που κρατούσαν τη Γη. Αυτήν τη φορά ο ίδιος ο Λάμοκ σον επέβαινε στο πίσω κάθισμα. Ο δηγός ήταν ο Γκόρντον Τζέιμς Αλόνζο. Η Λίλι έδεσε βιαστικά τη ζώνη της. Είχε ήδη μάθει από τον καιρό που είχε περάσει μαζί του στις Ηνωμένες Πολιτείες, πως ο Γκόρντο οδηγούσε σαν αστροναύτης. Κρατήθηκε από το χερούλι της πόρτας, καθώς το αυτοκίνητο εκτινάχθηκε από το δρομάκι της προεδρικής κατοικίας στον δρόμο. Ο Λάμοκσον της προσέφερε καφέ σε ένα κλειστό πλαστικό κύ πελλο. Εκείνη αρνήθηκε, μα ο ίδιος ήπιε μια γερή γουλιά από το δικό του ποτήρι και μέσα στο αυτοκίνητο απλώθηκε το δυνατό άρωμα. Ο Λάμοκσον φορούσε ένα βαρύ πανωφόρι που έμοιαζε καμωμένο από απομίμηση γούνας, άψογα ραμμένο και πολύ ακρι βό· κάλυπτε με τον όγκο του το μεγαλύτερο μέρος του πίσω κα θίσματος. Μπροστά της το κεφάλι του Γκόρντο έμοιαζε με πυρηνι κή κεφαλή, συμπαγές και καλυμμένο από πολύ κοντά ασημόγκρι-
170
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ζα μαλλιά· ήταν ένας στιβαράς άνδρας, μεγαλόσωμος για αστρο ναύτης, γύρω στα σαράντα πέντε. «Λοιπόν;» Ο Λάμοκσον χαμογέλασε πλατιά. «Σου άρεσε το ταξίδι μέχρι εδώ, Α ίλι; Πώς σου φάνηκε που έμεινες στον Λευκό Ο ίκο της Ισλανδίας;» «Πώς το κατάφερες αυτό με την πρόεδρο;» «Η γριά μού χρωστούσε χάρη. Τους τελευταίους μήνες έφερα αρκετές επενδύσεις και δέσεις εργασίας σε αυτό το ξεχασμένο από τον Θ εό ξερονήσι, την ώρα που κάδε άλλος "επιχειρηματίας" στον κόσμο απλώς γεμίζει σακιά με άμμο και κρατάει χαμηλό προ φίλ. Εξάλλου, τα μισά ξενοδοχεία στο Ρέικγιαβικ έχουν καταστραφεί από τις πλημμύρες, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του κό σμου. Και τώρα σου έχω για σοφέρ έναν αυδεντικό αστροναύτη. Αν δεν ήμουν εγώ, δα διέσωζε γριές και σκυλάκια από τις πλημ μύρες του Μισισιπί και δεν δα λάβαινε μέρος σε μυστηριώδη τα ξίδια στον βυδό της δάλασσας. Τον κρατώ από τ' αρχίδια και το ξέρει. Σωστά, διαστημόπαιδο;» «Είσαι περίεργος τύπος». Ο Γκόρντο μιλούσε με τη συνηδισμένη καλιφορνέζικη προφορά του, μα η Λίλι μπορούσε να διακρίνει την ένταση στη φωνή του. Στο Χιούστον, είχε γνωρίσει εκείνο τον αποκλεισμένο αστροναύτη αρκετά καλά για να καταλάβει πως το ξαφνικό του δέσιμο με το έδαφος όταν το διαστημικό πρόγραμμα είχε σβήσει, δημιούργησε μέσα του μια ανοιχτή πληγή στο μέγεδος του Μεσοατλαντικού Ρήγ ματος. Από την άλλη, η Λίλι είχε μάδει επίσης πως αυτή ήταν η μέδοδος του Λάμοκσον. Αν εργαζόσουν για λογαριασμό του, πο τέ δεν έχανε την ευκαιρία να ασκήσει την εξουσία του επάνω σου με τον πιο κτηνώδη τρόπο, μα και με το χαμόγελο μιας πόρνης. Περνούσαν τώρα μέσα από την πόλη. Τα προάστια του Ρέικγιαβικ ήταν ένα καδαρό, τακτοποιημένο μέρος, σύγχρονο κατά ευρω παϊκό τρόπο, γεμάτο από μικρά σπιτάκια με ζωηρόχρωμες οροφές, πολύ τσιμέντο και γυαλί. Κατά διαστήματα διέκρινε από μακριά την επίπεδη, γκρίζα σαν το ατσάλι επιφάνεια της δάλασσας και τα χιονοσκέπαστα βουνά που ξεπρόβαλλαν στον ορίζοντα. Το μόνο ση
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
171
μάδι των πλημμυρών, που 9α έπρεπε να είχαν χτυπήσει το παράκτιο εκείνο λιμάνι, ήταν η μεγάλη κυκλοφοριακή συμφόρηση· η κυκλο φορία ήταν άσχημη σε ολόκληρο τον κόσμο, βέβαια, και στα όρια των πλημμυρισμένων περιοχών όλοι κινούνταν με βήμα σημειωτόν. Ο Γκόρντο γύρισε το κεφάλι. Ήταν αρκετά όμορφος, αν άρεσε σε κάποιαν ο τύπος του βαρυκόκκαλου σέρφερ, μ' όλο που ο λαιμός του ήταν χοντρός και είχε πολλές ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα. Ανέδιδε αξιοσύνη. «Έχεις βρεθεί ποτέ εδώ στην Ισλανδία, Λίλι;» «Όχι». «Βρισκόμαστε ακριβώς πάνω στη Μεσοατλαντική Ράχη. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, η Ισλανδία είναι ένα από τα βουνά της οροσειράς. Είναι λοιπόν ένα κατάλληλο σημείο για να κάνει η Θάντι Τζόουνς τις έρευνές της στον θαλάσσιο πυθμένα». «Αλλά δεν πρόκειται μονάχα γ ι' αυτό». Ο Λάμοκσον έδειξε έξω από το παράθυρο προς ένα μεγάλο, τετράγωνο κτήριο, χτι σμένο σε κάποιο χαμηλό ύψωμα, καλυμμένο από έναν φωτισμένο γυάλινο θόλο. «Το βλέπεις αυτό; Εγώ ζήτησα από τον Γκόρντο να μας περάσει από δω. Είναι ένα εντυπωσιακό θέαμα, κατά την τα πεινή μου άποψη, και προσπαθώ να βεβαιωθώ πως οποιοσδήπο τε έρχεται εδώ πάνω περνάει για να του ρίξει μια ματιά. Το αποκαλούν "Μ αργαριτάρι". Είναι δεξαμενές διανομής γεωθερμικού νερού. Από το 1930 ολόκληρη σχεδόν η πόλη παίρνει την κεντρι κή της θέρμανση από τη θερμότητα της Γης, τον ατμό που απλώς αναδίδεται από το έδαφος». Η Λίλι κατάλαβε πού το πήγαινε. «Άρα η πόλη είναι ανεξάρτητη από εξωτερικής πηγές ενέργειας, όπως το πετρέλαιο ή ο άνθρακας». «Ό χι απόλυτα, μα κι αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί», είπε ο Λάμοκσον. «Μια ανεξάντλητη πηγή ενέργειας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά βρισκόμαστε πάνω σ' ένα νησί. Μπορεί κανείς να το υπε ρασπιστεί, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δεν είναι μια καλή σκέψη; Τούτο εδώ είναι ένα σταθερό σημείο, ένα καταφύγιο από τις πλημ μύρες, ένα μέρος απ' όπου θα μπορούσε να ξεκινήσει η ανάκαμ ψη μετά τον κατακλυσμό...»
172
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ό λ α αυτά τα έλεγε κοφτά, επαγγελματικά, λες και δεν σχέ διαζε τίποτα περισσότερο από μια ακόμα επιχείρηση διάσωσης σε κάποιο από τα κέντρα υπολογιστών της AxysCorp. Η Λίλι είχε πια μάθει πως αυτός ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν ο Λάμοκσον, ακρι βώς ίδιος με τη μέθοδο που ενεργούσε: αποφασιστικά, μακροπρό θεσμα, ανελέητα. Η επιχείρηση εκείνη στην Ισλανδία ήταν χαρακτη ριστική του τρόπου σκέψης του Λάμοκσον, με την έννοια πως πε τύχαινε πολλαπλούς στόχους: από τη μια τη δουλειά των υποβρύ χιων ερευνών κι από την άλλη τη δημιουργία ενός πιθανού κατα φύγιου για κάποιο αποτρόπαιο μέλλον. Πέρασαν μέσα από ανώνυμα προάστια και κατευθύνθηκαν α κόμα μια φορά προς την ενδοχώρα. «Πού πάμε, τώρα;» Η Λίλι, έχοντας πάει εκεί για να εκπαιδευτεί στην πλοήγηση του βαθυσκάφους του Λάμοκσον, φανταζόταν πως θα την οδηγούσαν στην ακτή. «Έχουμε δημιουργήσει στην ενδοχώρα μια εγκατάσταση προ σομοίω σης της καμπίνας του βαθυσκάφους», είπε ο Γκόρντο. «Αυτήν τη στιγμή είμαι ο μόνος πιλότος που διαθέτουμε· εσύ θα είσαι η δεύτερη, μ' όλο που ορισμένοι από τους επιστήμονες μπο ρούν να παίξουν και τον ρόλο του πιλότου. Ελπίζουμε να προλά βουμε να εκπαιδεύσουμε μερικούς. Ο Ν έιθαν και η Θάντι θέλουν να γίνονται οι ερευνητικές καταδύσεις όλες τις ώρες της μέρας. Εί ναι ένα σκάφος για δυο άτομα, όπως τουλάχιστον έχουν τα πράγ ματα τώρα, δηλαδή για έναν επιστήμονα κι έναν κυβερνήτη, άρα χρειάζεται να καλύπτουμε ο ένας τον τομέα του άλλου». «Και δεν θέλεις να καθυστερήσεις το μοναδικό λειτουργικό σκά φος για να εκπαιδεύσεις πρωτάρηδες». «Ακριβώς. Η συσκευή προσομοίωσης είναι αρκετά χοντροκομ μένη, όπως θα δεις, μα δεν χρειάζονται περισσότερες λεπτομέ ρειες. Σε σύγκριση με τη διακυβέρνηση ενός διαστημικού λεωφο ρείου ή του Ωρίωνα, το Τεργέστη είναι ένα απλό σκάφος. Είναι πε ρισσότερο σαν να πιλοτάρεις αερόπλοιο. Δεν θα έχεις πρόβλημα μαζί του». «Είπες Τεργέστη;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
173
Ο Νέιθαν Λάμοκσον την κοίταξε με τα φρύδια ανασηκωμένα. «Σου θυμίζει τίποτα το όνομα;» Ό τα ν ο Γκάρι την είχε προσκαλέσει να τον ακολουθήσει, όσο ήταν ακόμα στο Λονδίνο, η Λίλι δεν γνώριζε τίποτα από βαθυσκά φη. Από τότε είχε ψάξει μερικά πράγματα στο διαδίκτυο. «Το Τερ γέστη ήταν το σκάφος που εξερεύνησε την Τάφρο των Μαριάνων κατά τη δεκαετία του 1960». «Το βαθυσκάφος στο οποίο αναφέρεσαι, σχεδιάστηκε από Ελβε τούς», είπε ο Γκόρντο, «αγοράστηκε από το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ το 1958 και το 1960 έφτασε στον Βυθό Τσάλεντζερ, στις Μαριάνες, σε βάθος έντεκα χιλιάδων μέτρων, δηλαδή στο βαθύτερο σημείο των ωκεανών της Γης. Κανένα σκάφος δεν επισκέφθηκε ποτά ξανά τον βυθό σ' εκείνο το σημείο. Για την ακρίβεια κανένα σκάφος, επανδρωμένο ή μη, δεν κατασκευάστηκε από τότε, που να είναι ικανό να φτάσει σε τέτοια βάθη». «Ώστε το σκάφος σου ονομάστηκε Τεργέστη ως φόρος τιμής σε αυτό τον πρωτοπόρο», είπε η Λίλι στον Λάμοκσον. «Ό χι ακριβώς», της είπε εκείνος. «Λίλι, τούτο είναι το Τεργέ στη, το αυθεντικό σκάφος. Ή αυτό στο οποίο μεταμορφώθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν». Μετά το ταξίδι στον Βυθό Τσάλεντζερ το Τεργέστη αποσύρθη κε, μα η σφαίρα πίεσης, το πιο εξελιγμένο μηχανικώς κομμάτι, εν σωματώθηκε σε ένα καινούργιο βαθυσκάφος που ονομάστηκε Τεργέστη 2. Το νέο σκάφος χρησιμοποιήθηκε στο πρόγραμμα κα τάδυσης βάθους του Πολεμικού Ναυτικού και μπορούσε να επαν δρωθεί από τέσσερις «υδροναύτες». Το Τεργέστη συνέχισε να ερ γάζεται μέχρι το 1980, οπότε και ξεπεράστηκε από τα υποβρύχια τύπου Άλβιν. «Τα οποία όλοι έχουν ακουστά, αφού το Άλβιν κατέβηκε μέχρι τον Τιτανικό», είπε ο Λάμοκσον. « Ό σ ο για το Τεργέστη, το πα ράτησαν σε ένα ναυτικό μουσείο, στο Κίπορτ της πολιτείας Ουάσινγκτον». «Κάπου εκεί η εξέλιξη της μηχανικής στον τομέα των βαθυ σκαφών σταμάτησε», είπε ο Γκόρντο. «Την τελευταία δεκαετία γί
174
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νονταν κάποιες συζητήσεις για την αντικατάσταση των βαθυσκα φών τύπου Άλβιν με μια νέα γενιά, μα τελικά δεν έγινε τίποτα». «Και το Πολεμικό Ναυτικό αρνείται να μας δώσει ένα Άλβιν γ ι' αυτή την αποστολή», είπε ο Λάμοκσον πικρόχολα. «Το ίδιο και η Γουντς Χολ». «Η Γουντς Χολ είναι ένα μεγάλο ωκεανογραφικό ινστιτούτο στη Μασαχουσέτη», είπε ο Γκόρντο. «Αυτοί χειρίζονται τα Άλβιν». «Μαλάκες είναι, αν δες τη γνώμη μου», είπε ο Λάμοκσον. «Οι Ρώσοι έχουν κι αυτοί υποβρύχια που φτάνουν σε μεγάλα βάθη και που αποκαλούνται Μιρ. Δυο τέτοια έφτασαν στον πυθμένα του Βό ρειου Πολικού Ω κεανού πριν από μερικά χρόνια. Μ α ούτε και αυτά μπόρεσα να τα νοικιάσω. Για τούτο το γεγονός, έχω να κα τηγορήσω το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Σίρσοφ της Μόσχας». Η Λίλι έγνεψε. «Κι έτσι έβγαλες το Τεργέστη από το μουσείο». Ο Λάμοκσον ρουθούνισε. «Τι άλλη επιλογή είχα; Δεν υπήρχε χρόνος να δημιουργήσουμε μια νέα τεχνολογία από το μηδέν. Η Ισλανδική Εταιρεία Παγετωνολογίας είναι ο επίσημος χορηγός μας, και ο Θ εός να τους έχει καλά γ ι' αυτό. Αλλά δεν μου προσέφεραν παρά ελάχιστη συνεργασία, αν μπορείς να ονομάσεις συ νεργασία αυτό το πράγμα που παρέχεται από υπηρεσίες οι οποίες θα όφειλαν να ξέρουν πολύ καλύτερα τη δουλειά τους». Συνέχισε να παραπονιέται για άλλους οργανισμούς και αξιωματούχους που, όπως ισχυριζόταν, είχαν βάλει τα δυνατά τους για να παρεμποδί σουν την αποστολή του. Οπωσδήποτε, υπήρχε παντού μια άρνη ση του γεγονότος της ανύψωσης των θαλασσών, επειδή τούτο δεν ταίριαζε με κανένα από τα παλιά μοντέλα των πιθανών κλιματικών αλλαγών, τα οποία βρίσκονταν ακόμα στο επίκεντρο έντονων αντι παραθέσεων. «Τελικά, όμως, θα πρέπει κανείς να δουλέψει με ό λους αυτούς», είπε ο Νέιθαν. «Και σ' αυτό είσαι πολύ καταφερτζής, Νέιθαν», μουρμούρισε ο Γκόρντο. «Πράγματι, είχα την τύχη να περάσω όλη μου τη ζωή γλείφοντας γραφειοκράτες. Όπως και να 'ναι, νομίζω πως βρήκαμε το κα τάλληλο καρυδότσουφλο για να κάνει η Θάντι τη δουλειά της. Εί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
175
μαι ικανοποιημένος με το Τεργέστη. Βέβαια, δεν θα είμαι εγώ εκεί νος που θα το οδηγήσει! Σκέψου μονάχα, Γκόρντο, πως θα δεις από κοντά τα βάθη του ωκεανού», είπε προσπαθώντας να τον καλοπιάσει. «Θα εξερευνήσεις τοπία που κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει αντικρίσει. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά για το ότι δεν έφτασες στον Άρη, έτσι δεν είναι;» «Παίρνεις το καλύτερο που μπορείς να βρεις», είπε ο Γκόρντο. «Σίγουρα πάντως προτιμώ να κάνω αυτό, παρά να είμαι με τους υπόλοιπους που βάζουν στη ναφθαλίνη το Τζόνσον και το Κανάβεραλ ή να δουλεύω στις "εκτοξεύσεις πανικού"». Έτσι ονόμαζαν οι εργαζόμενοι στη ΝΑΣΑ μια σειρά από βιαστικές εκτοξεύσεις μετ' επιστροφής, κατά τις οποίες όλα τα διαστημικά οχήματα του Κανάβεραλ εκτοξεύονταν σε τροχιά γύρω από τη Γη, τοποθετώντας εκεί οτιδήποτε χρήσιμο φορτίο μπορούσαν, κυρίως μετεωρολογι κούς και επικοινωνιακούς δορυφόρους, πριν οι εγκαταστάσεις εκτόξευσης σκεπαστούν από τα νερά. Ο Λάμοκσον γέλασε κοροϊδευτικά. «Θα κυβερνούσες αυτά τα ξεπερασμένα, γέρικα σκάφη πριν καταλήξεις κι εσύ ένα μουσεια κό κομμάτι, ε, Γκόρντο;» Ο Γκόρντο σήκωσε τους ώμους. «Κανείς δεν μπορεί ν' αλλά ξει τη μοίρα του». Άφησαν πίσω τους τα προάστια του Ρέικγιαβικ και η κυκλοφο ρία αραίωσε. Η Λίλι είδε πως ο δρόμος περνούσε μέσα από πλα τιές εκτάσεις με σκληρό μαύρο βράχο, στις οποίες δεν φύτρωνε σχεδόν τίποτα. Ή ταν σαν άσφαλτος που πάνω της είχε περάσει ο δοστρωτήρας. Υπέθεσε πως ήταν λάβα που είχε ψυχθεί, από τα νε αρότερα πετρώματα του πλανήτη - το υλικό από το οποίο συνίστανται οι πυθμένες των θαλασσών και πάνω στο οποίο μετατοπίζο νται οι ήπειροι. Μ α η λάβα έδωσε σύντομα τη θέση της σε ένα το πίο που ήταν πολύ ευρωπαϊκό, με χωράφια και λιβάδια, με μόνη εξαίρεση την έλλειψη δέντρων. Τα πρόβατα τους κοιτούσαν αδιά φορα καθώς τους προσπερνούσαν: την απελευθερωμένη όμηρο, τον προσγειωμένο αστροναύτη κι έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
176
26 Το Αντοχή ήταν ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό ερευνητικό σκάφος, κα τασκευασμένο στην Ιταλία και εξοπλισμένο στα ναυπηγεία της βο ρειοανατολικής Αγγλίας και της Σκοτίας. Η υπερδομή του ήταν γε μάτη από αισθητήρες, πιάτα ραντάρ και θόλους επικοινωνιών, ενώ ένας άχαρος πύργος γεώτρησης υψωνόταν πάνω από το κατά στρωμα. Ήταν συμπαγές, κομψό, αεροδυναμικό, ομοιόμορφα γκρί ζο σαν τη θάλασσα. Τώρα εξυπηρετούσε ως σκάφος υποστήριξης για το Τεργέστη, το οποίο θα παρέμενε δεμένο στο κατάστρωμά του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, σαν υποβρύχιο-παιχνίδι για παιδιά-ιδιοφυϊες σε κάποιο θεματικό πάρκο. Το Αντοχή έπλευσε νότια της Ισλανδίας ακολουθώντας τη γραμμή της Μεσοατλαντικής Ράχης - η οποία, μόλις η Ισλανδία θα χανόταν στον ορίζοντα, θα παρέμενε υποβρύχια μέχρι να φτάσουν στα επόμενα νησιά της Ράχης που πρόβαλλαν από την επιφάνεια του ωκεανού, δηλαδή τις Αζόρες. Το πλήρωμα, πολλά μέλη του ο ποίου η AxysCorp είχε στρατολογήσει από εταιρείες πετρελαίου, συνέχιζε να δουλεύει σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Σκοπός της αποστολής ήταν να εξερευνήσει τον πυθμένα του ωκεανού και κυ ρίως τα στρώματα του εδάφους κάτω από αυτόν. Έτσι είχαν μαζί τους συσκευές σόναρ και ραντάρ που θα διαπερνούσαν τα υποιζηματογενή στρώματα, ενώ έριχναν κατά διαστήματα στη θάλασ σα μια συσκευή που έμοιαζε με μηχανική θαλάσσια χελώνα, εφο διασμένη με ακόμα περισσότερο εξοπλισμό ηχητικού εντοπισμού. Η πιο ενδιαφέρουσα δουλειά ήταν η γεώτρηση. Το πλοίο σταμα τούσε, παρέμενε στη θέση του κόντρα στα ρεύματα με τη βοήθεια μιας σειράς από έλικες που ελέγχονταν από υπολογιστή και τα μέ λη του πληρώματος μετατρέπονταν σε εργάτες πετρελαιοπηγής, α ναλαμβάνοντας ρόλους όπως «υπεύθυνος εφοδιασμού εργαλεί ων» και «επόπτης γεωτρύπανου». Χρησιμοποιούσαν τον πύργο γεώτρησης για να πάρουν απευ θείας δείγματα του βυθού, ανεβάζοντας στην επιφάνεια μέτρα από
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
177
λάσπη και πυρήνες εδάφους γεμάτους στοιχεία για τους ιζηματολόγους. Αυτήν τη δουλειά την έκαναν μέσα σε μια αεικίνητη, α γριεμένη δάλασσα, που το 8ολό γκρίζο χρώμα της ανακατευόταν με το βούρκο το οποίο τραβούσαν από τη γλίτσα του βυδού, μια δάλασσα ταραγμένη ακόμα και τις περιόδους που δεν φυσούσε. Στο επιστημονικό εργαστήριο, το οποίο βρισκόταν κάτω από το μπροστινό κατάστρωμα, οι ιζηματολόγοι βλαστημούσαν καδώς έ κλειναν μέσα σε πλαστικές δήκες τους πυρήνες εδάφους που είχε ανασύρει το γεωτρύπανο, τους έσκιζαν στη μέση, χρησιμοποιού σαν ηλεκτρομαγνητικές ράβδους για να ελέγξουν την περιεκτικότητά τους σε νερό και διάλεγαν μικροσκοπικά δείγματα πετρωμάτων και ζωντανών οργανισμών. Ή ταν λεπτές εργασίες που δεν μπο ρούσαν να επαναληφδούν και που τελούνταν κάτω από συνδήκες οι οποίες έμοιαζαν σαν τρελή πορεία με τρενάκι λούνα-παρκ. Η Λίλι είχε διασχίσει τα Στενά της Μ άγχης μερικές φορές και είχε πάει με φέρι-μποτ στα νησιά Γουάιτ και Άραν. Δεν ήταν ναυτι κός, αν εξαιρούσε κανείς κάποια εκπαίδευση με φουσκωτά που εί χε κάνει στη διάρκεια της βασικής εκπαίδευσής της στην Πολεμι κή Αεροπορία. Ο φουρτουνιασμένος βόρειος Ατλαντικός της είχε προκαλέσει σοκ. Κανείς από τους πέντε «υδροναύτες» -η Λίλι και ο Γκόρντο, η Θάντι, ο Γκάρι Μπόιλ κι ο τριαντάρης μετεωρολόγος φίλος της Θάντι, ο Σάντζεϊ Μ ακντόναλντ- δεν ένιωδαν άνετα, α κόμα και η Θάντι, η οποία ήταν εξειδικευμένη ωκεανογράφος. Κα νείς τους δεν μπορούσε να ξεκουραστεί, όλοι έκαναν άσχημο ύ πνο και πολλές φορές δεν μπορούσαν να κρατήσουν μέσα στο στομάχι τους αυτά που έτρωγαν. Συνήδως περνούσαν την ώρα τους βοηδώντας τους εργάτες στο γεωτρύπανο. Ο Γκόρντο έλεγε στη Λίλι πως δα ήταν μια ανακούφιση να κατεβούν με το Τεργέστη στον βυδό· τουλάχιστον δα έβρισκαν κά τω από τα κύματα για μερικές ώρες λίγη ησυχία. Μ όλις βρέδηκαν μακριά από το Ρέικγιαβικ και τον άμεσο έλεγχο του Νέιδαν Λάμοκσον, ο Γκόρντο ανέλαβε την πρωτοβουλία να σχεδιάσει για το Τεργέστη τις βάρδιες, έτσι ώστε να ικανοποιού
178
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νται οι επιστημονικές προτεραιότητες και η ανάγκη εναλλαγής των πληρωμάτων. Η Θάντι και ο Γκάρι ήταν και οι δυο ικανοί να οδη γήσουν το Τεργέστη, άρα 8α υπήρχε ένα σύνολο από τέσσερις κυ βερνήτες και τρεις επιστήμονες που 8α αποτελούσαν το πλήρωμα του διθέσιου βαθυσκάφους, δηλαδή ένας κυβερνήτης και ένας ε πιστήμονας κάθε φορά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Λίλι να πρό κειται να κυβερνήσει το Τεργέστη μόνο κατά την τέταρτη κατάδυ ση και ο Γκόρντο την είχε ζευγαρώσει με τη Θάντι· επέδειξε τη δια κριτικότητα να μην της εξηγήσει τον λόγο, μα καθώς η Θάντι ήταν η πιο έμπειρη από τους πιλότους-επιστήμονες, η απόφασή του απο δείχτηκε λογική. Την ορισμένη ημέρα, η Λίλι ανέβηκε στο κατάστρωμα. Ήταν έ να ζεστό πρωινό με δυνατό άνεμο και τον ουρανό σκεπασμένο από γκρίζα σύννεφα· πλησίαζαν πια από τα βόρεια τις Αζόρες σε γεω γραφικό πλάτος περίπου σαράντα μοιρών. Η Λίλι, όπως και η Θάντι, ήταν ζεστή μέσα στα θερμικά εσώρουχα, τη φόρμα και το μπου φάν της AxysCorp, με ένα σωσίβιο πάνω απ' όλα τούτα. Φορού σε ακόμα ένα ρωσικό γούνινο καπέλο και είχε γάντια χωμένα στις τσέπες της. Τη διαβεβαίωσαν πως εκεί όπου θα κατέβαινε, θα είχε πολύ κρύο. Είδε καλώδια να συνδέονται με το Τεργέστη και έναν γερανό να σηκώνει το σκάφος στον αέρα και να το μεταφέρει πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Εργάτες που εργάζονταν ανά δύο, κινού σαν τα καλώδια μπρος και πίσω για να σταθεροποιήσουν το σκά φος. Και έτσι η Λίλι είδε για πρώτη φορά από κοντά το σκάφος που επρόκειτο να χειριστεί. Το Τεργέστη, με μήκος γύρω στα δεκαπέντε μέτρα, είχε κοντό χοντρο αλλά υδροδυναμικό σχήμα που έμοιαζε με εκείνο ενός συμ βατικού υποβρυχίου. Στις δυο άκρες υπήρχαν δεξαμενές έρματος γεμάτες με αέρα. Το μεγαλύτερο μέρος του όγκου του καλυπτόταν από δεξαμενές επίπλευσης, φουλαρισμένες με εκατό χιλιάδες λί τρα βενζίνης. Η Λίλι μπορούσε να δει τα σημεία όπου οι βαριές χο άνες των σιδερένιων δεξαμενών προεξείχαν από την καρίνα του. Ο ι προπέλες ήταν προσαρμοσμένες στο πάνω κατάστρωμα.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
179
Κάτω από το κυρίως κύτος κρεμόταν η καμπίνα παρατηρήσε ων, ο θαλαμίσκος ρυθμιζόμενης πίεσης στον οποίο η Αίλι και η Θάντι 9α κατέβαιναν ολόκληρα χιλιόμετρα στον ωκεανό. Η Θάντι πλησίασε τη Αίλι, κινούμενη αδέξια μέσα στο σωσί βιό της. Χαμογελούσε. «Λοιπόν, παρθένα, έχεις κανένα πρόβλημα;» «Είμαι έτοιμη να το κάνω με τον σωστό τρόπο». «Χριστέ μου, μιλάς σαν δόκιμος αστροναύτης! Πίστεψέ με, πά ντως, θα ενθουσιαστείς». Μ ε κινήσεις περιορισμένες από τα σωσίβιά τους, κατέβηκαν την ατσάλινη σκάλα και επιβιβάστηκαν σε ένα πορτοκαλί φουσκωτό. Πάνω του βρισκόταν και τους περίμενε ήδη ένας ναύτης. Ο ναύ της έβαλε μπροστά τη μηχανή και τις οδήγησε μερικά μέτρα πιο μα κριά, ως το βαθυσκάφος. 'Οταν έφτασαν στο Τεργέστη το σκάφος σκαμπανέβαζε ανησυ χητικά, το ίδιο και το φουσκωτό. Η Θάντι αποφάσισε να κάνει επί δειξη. Σηκώθηκε όρθια, βρήκε την ισορροπία της και μετά με μια δρασκελιά κάλυψε το μισό μέτρο που τη χώριζε από το βαθυσκά φος. Η Αίλι, η οποία προτιμούσε να μη διακινδυνέψει, κράτησε το χέρι του ναύτη και στη συνέχεια το χέρι της Θάντι για να πηδήξει. Ύστερα, καθώς ο μηχανισμός στο μπράτσο του γερανού απε λευθέρωνε το σκάφος, έγνεψαν για τελευταία φορά στο πλήρωμα και τους επιστήμονες που τους κοιτούσαν από το κατάστρωμα της Αντοχής. Ο Γκόρντο τους χάρισε έναν κοφτό χαιρετισμό. Η Γκάρι στεκόταν πίσω του, παρατηρώντας σιωπηλά. Στη Αίλι φάνηκε πα ράξενο που έβλεπε τούτο το γνώριμο πρόσωπο εκεί, σε συνθήκες τόσο αλλιώτικες από εκείνες της μακρόχρονης ομηρίας τους στη Βαρκελώνη. Η Αίλι και η Θάντι κατέβηκαν μέσω του φρεατίου πρόσβασης στην καμπίνα. Το φρεάτιο διαπερνούσε κάθετα το σώμα του βαθυ σκάφους, ανάμεσα σε δυο από τις δεξαμενές της βενζίνης. Η Λίλι τα είχε κάνει όλα αυτά ξανά στη διάρκεια της εκπαίδευσής της με τον Γκόρντο και γνώριζε τη διαδικασία. Στον πάτο του φρεατίου έπρεπε να περάσει από μια μπουκαπόρτα, πρώτα με τα πόδια της,
180
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
για να βρεθεί στην καμπίνα. Η μπουκαπόρτα, περισσότερο απ' οποιοδήποτε άλλο μέρος του βαθυσκάφους, έδειχνε την ηλικία του, αφού τα χερούλια της ήταν λειασμένα από δεκαετίες χρήσης. Μ όλις βρέθηκαν κι οι δύο μέσα, η Θάντι έκλεισε την μπουκα πόρτα. «Χριστέ μου», είπε. «Αυτή η μπανιέρα βρομάει πάντα βεν ζίνη. Α ς τελειώνουμε». Έβγαλαν τα σωσίβια, κάθισαν στις θέσεις τους και έκαναν έ ναν γρήγορο έλεγχο λειτουργίας των βασικών συστημάτων. Αυτό που θα τις κρατούσε ζωντανές ήταν φιάλες οξυγόνου και ένα σύγ χρονο σύστημα παρακράτησης του διοξειδίου του άνθρακα, κύ λινδροι, ανεμιστήρες, αντλίες και φίλτρα που βασίζονταν σε μια τεχνολογία παρόμοια με αυτή η οποία χρησιμοποιούνταν στον Δια στημικό Σταθμό. Ό τα ν το σύστημα αερισμού ξεκίνησε τη λειτουρ γία του, ακούστηκε ένα βούισμα σαν αυτό από τον ανεμιστήρα πα λιού υπολογιστή. Η Λίλι βεβαιώθηκε πως το σύστημα πρόωσης, δηλαδή οι μετακινούμενες προπέλες στο πάνω μέρος του κύτους, λειτουργούσε κανονικά. Η Θάντι έλεγξε τη λειτουργία των εξωτερι κών αισθητήρων, των καμερών, του συστήματος αντλιών που θα συνέλεγε τα δείγματα, της κάψας που περιείχε το σόναρ και το ρα ντάρ με τα οποία θα εξερευνούσαν την επιφάνεια του βυθού. Υ πήρχε επίσης και ένα είδος ρομποτικού άκρου, το οποίο μπορού σαν να χρησιμοποιήσουν για να διαχειριστούν αντικείμενα έξω από το σκάφος. Ενώ δούλευαν η καμπίνα πήγαινε απότομα πέρα-δώθε, προ σαρμοσμένη καθώς ήταν στην καρίνα του κύτους που σκαμπανέ βαζε. Τα καθίσματα διέθεταν ζώνες ασφαλείας και η Λίλι δέθηκε πάνω στο δικό της. Το ταρακούνημα δυσκόλευε τη χρήση των ορ γάνων ελέγχου, ακόμα και το διάβασμα των ενδείξεων στις οθό νες, και ένιωθε το στομάχι της να ανακατεύεται. Ό μ ω ς ήταν απο φασισμένη να μην κάνει εμετό εκεί μέσα. Η Θάντι σφύριζε καθώς έλεγχε τον εξοπλισμό της, επιδεικτικά ατάραχη. Η καμπίνα ήταν μια σφαίρα με διάμετρο μόλις δύο μέτρα εφο διασμένη με δυο καθίσματα πιλότου, μια μικρή χημική τουαλέτα και έναν σάκο με προμήθειες. Απέναντι από την μπουκαπόρτα, κοη
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
181
τάζοντας προς τα κάτω, ήταν το μοναδικό παράθυρο, ένα παχύ κομμάτι από πλεξιγκλάς τοποθετημένο μέσα σε χαλύβδινα τοιχώ ματα πάχους δέκα εκατοστών. Στην πραγματικότητα διέθεταν πε ρισσότερο χρήσιμο χώρο στην καμπίνα απ' αυτόν που υπήρχε κα τά τη δεκαετία του 1950. Το εσωτερικό είχε απογυμνωθεί και εξο πλιστεί με καινούργια όργανα και πίνακες ελέγχου· οι ξυσμένοι τοί χοι είχαν καλυφθεί από πτυσσόμενα παραπετάσματα. Μ α και πάλι η Λίλι ένιωθε πολύ στριμωγμένη στην καμπίνα. Μπορούσε να καταλάβει γιατί ο Γκόρντο είχε κερδίσει τη δουλειά τόσο εύκολα: τα διαστημόπλοια, όπως το Σογιούζ, ήταν εξίσου στενάχωρα. Η Λίλι ήταν βέβαια πιλότος, συνηθισμένη σε μικρές καμπίνες, αλλά στις πτήσεις της την περιέβαλλε συνήθως ο ανοιχτός ουρανός. Αναρωτήθηκε πώς θα τα έβγαζε πέρα κλεισμένη σε κεί νο το ατσάλινο φέρετρο, με χιλιόμετρα ωκεανού πάνω από το κε φάλι της και χωρίς κανέναν απολύτως τρόπο διαφυγής. Τελικά, η Λίλι δοκίμασε το σύστημα επικοινωνίας. Ο Γκόρντο εργαζόταν εκείνη τη μέρα στον ασύρματο· ήταν ενθαρρυντικό να ακούει τη φωνή του. Είχαν σύνδεση με έναν ασύρματο μακρών κυ μάτων και ως εναλλακτική λύση μια υδροφωνική σύνδεση, μ' όλο που σε τέτοια βάθη ένα ηχητικό κύμα θα χρειαζόταν αρκετά δευ τερόλεπτα για να περάσει μέσα από το νερό και να φτάσει στο πλοίο επιφάνειας. Ό λ α τα συστήματα ελέγχθηκαν από τη Λ ίλι, τη Θ άντι, τον Γκόρντο και το πλήρωμα της Αντοχής. Η Λίλι άγγιξε μια οθόνη. Ο ι δεξαμενές έρματος στην πλώρη και στην πρύμνη πλημμύρι σαν και το Τεργέστη βυθίστηκε. Για μια μόνο στιγμή ένιωσαν ένα τράνταγμα, σαν να κατέβαιναν με έναν γρήγορο ανελκυστήρα. Μα σύντομα τούτο έπαψε και μαζί του και το ταρακούνημα της θάλασ σας: είχαν ήδη αφήσει πίσω τους την επιφάνεια και τα κύματα. Η Λίλι κοίταξε από το παράθυρο. Προς τα κάτω δεν έβλεπε τίποτε άλ λο πέρα από μια μπλε αναλαμπή και σκόρπια σκούρα σωματίδια.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
182
27 Η Θάντι κοίταξε τον πίνακα ελέγχου του κυβερνήτη μπροστά στη Λίλι. Στο κέντρο του υπήρχε το διάγραμμα του σκάφους χωρισμένο σε διαμερίσματα και δεξαμενές έρματος, με τη φούσκα της καμπί νας κρεμασμένη από κάτω και την εικόνα καλυμμένη από αριθ μούς ενδείξεων. «Ό λα μου φαίνονται κανονικά». «Πράγματι...» Η αρχή λειτουργίας του βαθυσκάφους ήταν μάλλον απλή. Έ μοιαζε με αερόστατο θερμού αέρα που διέθετε έρμα. Στη θέση του αερίου του αερόστατου χρησιμοποιούσαν βενζίνη για υλικό ανώσεως, επειδή ήταν ελαφρύτερη από το νερό και ασυμπίεστη ακό μα και κάτω από τρομερές πιέσεις - έτσι διατηρούσε τις ιδιότητες άνωσης ακόμη και στα βαθύτερα νερά. Το έρμα ήταν βαριά σιδε ρένια σφαιρίδια. Τώρα το Τεργέστη ήταν λίγο βαρύτερο από το θα λάσσιο νερό που εκτόπιζε, οπότε βυθιζόταν με σταθερό ρυθμό. Η κατάδυσή τους θα ήταν μια ελεγχόμενη βουτιά και η Λίλι θα κατεύθυνε την πτώση τους με τις μετακινούμενες προπέλες προς τα προκαθορισμένα σημεία ενδιαφέροντος. Ό τα ν ερχόταν η ώρα να αναδυθούν, η εξωτερική πίεση θα ήταν υπερβολικά υψηλή ώστε να τους επιτρέψει να εκτινάξουν τις δεξαμενές του έρματος με τον συνηθισμένο τρόπο. Έτσι, η Λίλι θα έθετε σε λειτουργία έναν ηλεκτρομαγνήτη για να απελευθερώσει τα σιδερένια σφαιρίδια από τις δεξαμενές τους και το Τεργέστη θα γινόταν αμέσως ελαφρύτερο από το νερό, ανεβαίνοντας στην επι φάνεια σαν φυσαλλίδα αέρα. Υπήρχε και μια ρύθμιση ασφαλεί ας: σε περίπτωση που η ηλεκτρική ισχύς στο σκάφος διακοπτόταν, τα έρμα θα απελευθερώνονταν αμέσως. Ο σχεδιασμός ήταν πιο εξελιγμένος από εκείνον των παλιότερων βαθυσκαφών, τα οποία δεν ήταν τίποτα περισσότερο από α πλές χαλύβδινες σφαίρες που βυθίζονταν κρεμασμένες από καλώ δια γερανών πλοίων, σαν το δόλωμα στην άκρη μιας πετονιάς. Το Τεργέστη ήταν ένα αυτοκινούμενο βαθυσκάφος ελεύθερης βύθισης.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
183
Η Θάντι χτύπησε με το δάχτυλο ένα βαθύμετρο. «Πέφτουμε με ρυθμό περίπου εξήντα εκατοστών το δευτερόλεπτο. Μιλάμε δηλα δή για περίπου δύο χιλιόμετρα την ώρα. Ο ι κορυφές της Ράχης βρί σκονται κάπου δυόμισι χιλιάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας και ο πυθμένας στη βάση της πλαγιάς της στα πέντε χι λιάδες μέτρα. Ελπίζω να πιάσουμε το βάθος των τεσσάρων χιλιο μέτρων σήμερα - μετά από δυο περίπου ώρες». Έγειρε πίσω και κοίταξε τη Λίλι. «Καλωσόρισες στον κόσμο μου, λοιπόν». «Ευχαριστώ». «Μπορείς αν 8ες να χαλαρώσεις». Η Θάντι έψαξε στον σάκο με τις προμήθειες κι έβγαλε ένα θερμός. «Θέλεις λίγο καφέ; Έ χουμε σοκολάτα. Υποτίθεται πως πρέπει να τα φυλάξουμε μέχρι να βρεθούμε στα βαθιά, αφού κάνει πολύ κρύο εκεί, γύρω στους μείον δεκατρείς βαθμούς Κελσίου και χρειαζόμαστε μια δόση σακχάρου. Μ α αυτό που λέω εγώ πάντα είναι: "δε γαμιέται!"» Έβγα λε μια σοκολάτα, έσκισε το περιτύλιγμα, έκοψε ένα κομμάτι και το έδωσε στη Λίλι. Κάθισαν και περίμεναν τρώγοντας τη σοκολάτα τους και πίνο ντας τον καφέ σαν δυο καλές φίλες, ενώ η ομαλή κατάβαση συ νεχιζόταν. «Χαίρομαι που το κάνουμε αυτό», είπε η Θάντι μασουλώντας. «Δεν έχουμε βρει πολύ χρόνο για να τα πούμε οι δυο μας από τό τε που ξεκίνησαν όλα αυτά. Κι όμως, είναι σαν να σε ξέρω ήδη. Ο Γκάρι μου έχει διηγηθεί για σένα πολλά, από τις περιπέτειές σας στη Βαρκελώνη». «Για λέγε», είπε η Λίλι επιφυλακτικά. «Όπως τότε που όρμησες στον φρουρό, ο οποίος μπήκε στο δωμάτιο φορώντας το δαχτυλίδι που σου είχε κλέψει». «Πράγματι. Μ ας άρπαξαν προσωπικά αντικείμενα από την πρώ τη στιγμή της ομηρίας μας. Για να σου πω την αλήθεια, το ίδιο με τσάντισε και ότι φορούσε όλη την ώρα τα γυαλιά ηλίου που μου είχε βουτήξει». Η Θάντι γέλασε. «Μου είπε και για τότε που έκοψες τα μαλλιά σου μόνη σου, αντί ν' αφήσεις εκείνους να σου τα κουρέψουν».
184
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Έτσι κι αλλιώς, πάντα προτιμούσα τα μαλλιά μου κοντά. Δεν άντεχα να τους αφήσω να το κάνουν εκείνοι. Ή ταν το μόνο που είχε απομείνει από την προσωπικότητά μου. Έτσι αντιστάδηκα, όταν προσπάθησαν να μου ξυρίσουν το κεφάλι». Πράγμα που κα τέληξε στον ξυλοδαρμό της και σε μια απειλή από τον Σαϊντ πως Θα τη βίαζε με ένα σπασμένο μπουκάλι Κόκα-Κόλας. «Στο τέλος τα πα ράτησαν και με άφησαν να το κάνω μόνη μου». «Ο Γκάρι μίλησε και για την άλλη φορά που, όπως είπε, τον έ βγαλες από το μεγαλύτερο αδιέξοδο στο οποίο έχει ποτέ βρεθεί», συνέχισε η Θάντι. «Τότε που είχε διάρροια και δεν τον άφηναν να πάει στην τουαλέτα. Δεν ήταν η αρρώστια, όπως εξήγησε, αλλά η ντροπή που ένιωθε να το κάνει μπροστά σ' όλους». Η Αίλι είχε σηκώσει το ξεθωριασμένο της φανελάκι, είχε κατε βάσει το εσώρουχό της και τα είχε κάνει κι αυτή στη γωνία, όπως ο Γκάρι. «Ήταν η καλύτερή μου», είπε. «Το κόλπο έπιασε και φάνηκες αληθινή φίλη», μουρμούρισε η Θάντι. «Σου ομολογώ πως εγώ δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το αντέξω. Δεν εννοώ μόνο την αιχμαλωσία, μα το γεγονός πως δεν θα μου επιτρεπόταν να κάνω οτιδήποτε». Η Αίλι το βούλωσε, όπως είχε αποκτήσει το συνήθειο να κάνει όταν άκουγε ανθρώπους να διακηρύσσουν πώς θα αντιδρούσαν σε καταστάσεις που δεν είχαν ζήσει ποτέ τους. «Έχω πολλά πράγματα να κάνω», είπε η Θάντι. «Είμαι ενεργη τικός τύπος, ξέρεις. Η ανημποριά θα με τρέλαινε». «Ό λοι έτσι νιώθουν. Σε όλους μας έλειπε η καθημερινή μας ζωή, η οικογένειά μας, η καριέρα μας...» «Ναι, μα εγώ τα είχα πάντα όλα σε αφθονία», είπε η Θάντι μελαγχολικά. «Ευτυχώς, είχα το μυαλό να ακολουθήσω επιστημονι κή καριέρα, όπου μπορείς να είσαι αφεντικό του εαυτού σου, έστω κι αν παλεύεις συνεχώς να βρεις χορηγούς και χρηματοδότες για συμβόλαια και εξοπλισμό. Παρ' όλ' αυτά, φαίνεται πως πάντα κα τόρθωνα να βρίσκομαι σε δύσκολη θέση». «Όπως συνέβη με τις θεωρίες σου για την προέλευση των υδάτων του κατακλυσμού».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
185
«Ναι». Η Θάντι χαμογέλασε, μα το βλέμμα της ήταν αφηρημένο καθώς το σκεφτόταν. Η Λίλι ήξερε πως η Θάντι είχε αποκτήση αρκετή φήμη ή κα κοφημία εξαιτίας των ακραίων θεωριών της σχετικά με την αλη θινή προέλευση των πλημμυρών και την πιθανή, περαιτέρω εξάπλωσή τους - κι όλοι ήξεραν πως έλπιζε να της προτείνουν τη συγ γραφή κάποιου βιβλίου σχετικά με αυτές. Αυτό ήταν το αληθινό της όνειρο, δηλαδή να υπερβεί το επάγγελμά της, ακόμα και την επιστήμη της και να γίνει διάσημη: να γίνει η Θάντι Τζόουνς, ένα πρόσωπο των ΜΜΕ, ένα σύγχρονο αντίστοιχο του Ζακ Κουστό. Μ α για να πετύχει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε πρώτα να επαληθεύσει τις θεωρίες της με αδιάσειστα στοιχεία. Γι' αυτό και βρισκόταν στο βαθυσκάφος, ξοδεύοντας τα λεφτά του Νέιθαν Λάμοκσον. Ωστόσο, η Λίλι πίστευε πως η Θάντι δεν είχε σκεφτεί πολύ πιο πέρα απ' αυτό το σημείο. Στο κάτω-κάτω, αν πράγματι είχε δίκιο και η άνοδος της στάθμης των θαλασσών θα συνεχιζόταν με πολύ μεγαλύτερους ρυθμούς από εκείνους που προέβλεπαν οι περισ σότεροι ειδικοί, τότε τι θα σήμαινε κάτι τέτοιο για τον κόσμο; Η Θάντι ήταν ολοφάνερα ευφυέστατη. Μήπως όμως της έλειπε κά ποιο βαθύτερο χάρισμα φαντασίας; Μήπως της έλειπε η ενόραση; Ίσως η Θάντι να αντιλήφθηκε τις επιφυλάξεις της Λίλι γι' αυ τήν. Έτσι η κουβέντα τους τέλειωσε απότομα και το μεγαλύτερο μέρος της κατάβασής τους πραγματοποιήθηκε μέσα στη σιωπή. Συνέχισαν να κατεβαίνουν, λοιπόν, με τα γεγονότα της κατάδυσης να ξετυλίγονται αδυσώπητα. Το εξωτερικό φως πέρασε απ' όλες τις αποχρώσεις του μπλε και κατέληξε στο μαύρο. Καθώς η θερμο κρασία του αέρα έπεφτε συνεχώς, υγρασία άρχισε να δημιουργείται στα τοιχώματα, κάνοντας τη Θάντι να εκνευρίζεται με τα απο τελέσματα του φαινομένου πάνω στις οθόνες του υπολογιστή της. Αποδείχτηκε πως ένας αφυγραντήρας ήταν ελαττωματικός. Μετά από λίγο, η Λίλι φόρεσε τον ρώσικο, γούνινο σκούφο της. Σε βάθος χιλίων μέτρων ακούστηκε ένα δυσοίωνο τρίξιμο. Η Λίλι φαντάστηκε τη μικρή, στενόχωρη καμπίνα να συνθλίβεται σαν
186
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μαρέγκα σε σφιγμένη γροθιά. Η Θάντι της είπε να μην ανησυχεί: ήταν μονάχα οι βάσεις των εξωτερικών οργάνων που συσφίγγονταν στις θέσεις τους καθώς συστέλλονταν από το κρύο. Σε βάθος μεγαλύτερο των δυο χιλιομέτρων, το σόναρ της Θάντι αποκάλυψε το σχήμα των υποβρύχιων βουνών της Μεσοατλαντικής Ράχης. Έβαλε τη Αίλι να κατευθύνει το βαθυσκάφος προς την πλαγιά του βουνού. Ισχυρότατοι λαμπτήρες τόξου από χαλαζία, που ήταν προσαρμοσμένοι στο εξωτερικό περίβλημα της καμπίνας, εντόπι σαν την πλαγιά και οι δυο γυναίκες εξέτασαν τις εικόνες στην οθό νη και κοίταξαν από το μικρό, θαμπό παράθυρο του πλεξιγκλάς. Η Αίλι είδε μια άμορφη επιφάνεια καλυμμένη από κάποιο είδος γλίτσας, ένα συνονθύλευμα από λάσπη, άμμο και πέτρα. Μπορούσε να δει μόνο μερικά μέτρα προς κάθε κατεύθυνση· δεν δινόταν αί σθηση της κλίμακας του υποβρύχιου βουνού, πλάι στο οποίο κα τέβαιναν με προσοχή. Η Θάντι έθεσε σε λειτουργία το σύστημα του ραντάρ και το δοκίμασε πάνω στη βουνοπλαγιά. Καθαροί αντίλαλοι επέστρεψαν στα όργανα και η Αίλι καταλάβαινε πως μέσα τους θα περιέκλειαν έναν πλούτο στοιχείων σχετικά με τη σύνθεση των πε τρωμάτων. Ό τα ν πλησίασαν αρκετά κοντά, ένα είδος μηχανικού χεριού φύ τεψε μικρές δόσεις εκρηκτικών στη λάσπη. Ό τα ν το Τεργέστη θα έφτανε σε απόσταση ασφαλείας, θα πυροδοτούσαν τα εκρηκτικά για να δημιουργήσουν σεισμικά κύματα, έναν ακόμη τρόπο για να ελέγξουν το βαθύτερο εσωτερικό των πετρωμάτων. Ψάρια, καβού ρια και σκουλήκια μετακινήθηκαν ενοχλημένα από τις κινήσεις του μηχανικού χεριού. Έδειχναν συνηθισμένα πλάσματα αλλά ήταν χλομά, προσαρμοσμένα στο σκοτάδι και την πίεση των χιλίων ατ μοσφαιρών εκείνου του βάθους. Η Θάντι κατονόμασε μερικά απ' αυτά, με ονόματα όπως εχιουροειδής σκώληξ, ethusa και bassogigas. Το θέαμα της πανίδας αυτού του βάθους δεν ήταν ιδιαίτε ρα εντυπωσιακό στα μάτια κάποιου μη-ειδικού. Η Θάντι είπε στη Α ίλι να απομακρύνει το Τεργέστη από την πλαγιά, έτσι ώστε να μπορέσει να κατευθύνει το ραντάρ από την
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
187
Μεσοατλαντική Ράχη προς τον βαθύτερο πυθμένα. Μ όλις το έκα νε, το ραντάρ σταμάτησε να λαμβάνει καθαρούς αντίλαλους. Τα στοιχεία στην οθόνη ήταν μπερδεμένα και τρεμόσβηναν. «Γαμώ το!» Η Θάντι έκανε ένα γρήγορο διαγνωστικό τεστ. « Ό λα φαίνονται να λειτουργούν κανονικά». Έστειλε έναν γρήγορο δο κιμαστικό παλμό προς το βουνό· ο αντίλαλος επέστρεψε ολοκά θαρος. «Μα όταν στέλνω τον παλμό προς τα κάτω...» Έσεισε το κεφάλι σκεφτικά. «Αν πάρω τα δεδομένα στα σοβαρά, τότε ο πυθ μένας της θάλασσας εκεί κάτω έχει ανοίξει. Ίσως να πρόκειται για κάποιο είδος καθίζησης». Το βαθυσκάφος σείστηκε. Η Θάντι έσφιξε τα μπράτσα του κα θίσματος της. «Τι έγινε πάλι;» Η Λίλι έλεγξε βιαστικά τις δικές της ενδείξεις, εξετάζοντας όλα τα πιθανά σενάρια: τη σύνθλιψη μιας δεξαμενής άνωσης από την πίεση, τη βλάβη μιας έλικας. Ό λ ο ι οι δείκτες της έδειχναν κανο νικές λειτουργίες. «Σηκωνόμαστε προς τα πάνω!» είπε. «Πώς;» Η Θάντι έσκυψε από πάνω της για να δει. «Αυτό είναι αδύνατον! Έχουμε μεγαλύτερο βάρος από το νερό». Η Λίλι δεν απάντησε: απλά έδειξε τον βυθομετρητή, ο οποίος μέτραγε ανάποδα. Άρχισε να νιώθει ναυτία. Έλεγξε στα γρήγορα τα όργανα που έδειχναν την ισορροπία του σκάφους. Το Τεργέστη περιστρεφόταν. «Περιστρεφόμαστε και ανεβαίνουμε», είπε. «Σαν να έχουμε παγιδευτεί σε κάποιο είδος ανοδικού ρεύματος». Κοίταξε έξω από το χοντρό παράθυρο. Τα φώτα του σκάφους αποκάλυπταν αναταραχή του νερού, το οποίο είχε θολώσει από τη λάσπη. «Το ήξερα», ξεφύσησε η Θάντι. «Τι πράγμα;» «Είναι ένας πίδακας. Προέρχεται από τις δεξαμενές του μανδύα και βγαίνει μέσα από κάποιο ρήγμα του πυθμένα». «Πες μου τι ακριβώς βλέπεις», είπε η Λίλι. «Βλέπω νερό, Λίλι. Νερό που αναβλύζει από το εσωτερικό της Γης. Νομίζω πως αυτός είναι ο λόγος για τις πλημμύρες και την ά νοδο της στάθμης των θαλασσών. Είχαμε βρει κάποια στοιχεία και
188
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πιο πριν, διαρροές, αλλαγές στην αλατότητα, μα τίποτα τόσο δρα ματικό όσο αυτό εδώ. Και το ανακάλυψες με την πρώτη σου κα τάδυση!» «Μα τι ακριβώς είναι;» «Μια υπόγεια θάλασσα...» Η Αίλι οδήγησε το σκάφος μακριά από το ανοδικό ρεύμα, σε πιο ήρεμα νερά. Η Θάντι είπε πως η ιδέα της ύπαρξης ωκεανών βαθιά κάτω από την επιφάνεια της Γης, της είχε έρθει τυχαία. Είχε βρεθεί στο κατάλ ληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. «Ό λα ξεκίνησαν όταν έπεσε στα χέρια μου μια μελέτη από τις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Δυο τύποι από το Πανεπιστή μιο της Καλιφόρνια, στο Σαν Ντιέγκο, εξέτασαν μια σειρά παλιών σεισμικών σημάτων. Θ α γνωρίζεις βέβαια πως οι σεισμοί προκαλούν κύματα τα οποία διατρέχουν τη δομή της Γης. Μπορείς να πα ρακολουθήσεις αυτά τα κύματα και να δεις με ποιον τρόπο διαχέονται από τα στρώματα διαφορετικής πυκνότητας του εδάφους και όλα τα παρόμοια. Αυτό που ανακάλυψαν ήταν μια σταθερή αποδυνάμωση των κυμάτων σε βάθος χιλίων χιλιομέτρων κάπου κά τω από το Πεκίνο, δηλαδή στο εσωτερικό του μανδύα της Γης. Υπο στήριξαν πως η μείωση αυτή έπρεπε να προκαλείται από νερό, τε ράστιες ποσότητες νερού, ίσως το ίδιο μεγάλες σε όγκο με τον Αρκτικό Ωκεανό, οι οποίες ήταν παγιδευμένες στα πετρώματα του μανδύα. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με το πώς μπορεί να βρίσκεται κι άλλο νερό εκεί κάτω, σε διαφορετικές μορφές, ολό κληροι ωκεανοί παγιδευμένοι μόριο προς μόριο μέσα στη δομή ορισμένων ορυκτών των πετρωμάτων του μανδύα». «Υπόγειες θάλασσες». «Ακριβώς». «Και πώς έφτασε το νερό μέχρι εκεί;» «Ίσως να πρόκειται για λείψανο από την εποχή του σχηματισμού της Γης. Ο πλανήτης δημιουργήθηκε από ένα σύννεφο πέτρας και πάγου, κυρίως παγωμένου νερού. Ο ι περισσότεροι πιστεύουν πως
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
189
το μεγαλύτερο μέρος του νερού και των άλλων πτητικών ουσιών εξατμίστηκε από τις υψηλές Θερμοκρασίες του σχηματισμού της Γης και χάθηκε στο διάστημα, και πως οι ωκεανοί, τους οποίους αποκτήσαμε αργότερα, προήλθαν από την πτώση κομητών. Ό μ ω ς ο σχηματισμός ενός πλανήτη είναι μια περίπλοκη υπόθεση. Δεν αποκλείεται κάποιες ποσότητες νερού να παγιδεύτηκαν στο εσω τερικό, καθώς η Γη έπηζε. »Ίσως πάλι το νερό να μεταφέρθηκε εκεί κάτω από την επιφά νεια λόγω τεκτονικών διαδικασιών. Βλέπουμε τι συμβαίνει στις μέ ρες μας. Εδώ που βρισκόμαστε, είναι ένα σημείο όπου δημιουργούνται οι πλάκες του βυθού των ωκεανών. Υπάρχουν αντίστοιχα σημεία στα οποία καταστρέφονται - ζώνες καταβύθισης όπου οι πλάκες εισχωρούν η μια κάτω από την άλλη και επιστρέφουν στον μανδύα. Κι όταν αυτό συμβαίνει, πολύ νερό και άλλα υλικά συμπαρασύρονται εκεί κάτω μαζί τους». «Άρα γνώριζες ήδη γι' αυτές τις υποχθόνιες δεξαμενές. Και όταν χρειάστηκες μια θεωρητική βάση για την άνοδο της στάθμης των θαλασσών...» «Απλώς τις χρησιμοποίησα», είπε η Θάντι με χαμόγελο. «Τα δε δομένα έπεσαν στα πόδια μου. Κατόπιν, έπρεπε να εντοπιστούν οι δεξαμενές. Σκέφτηκα πως αν το νερό απελευθερώνεται κάπου, για τί να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο εδώ, στις Μεσοωκεανικές Ράχες, ό που έτσι κι αλλιώς αναδύεται υλικό από το εσωτερικό της Γης;» «ΓΓ αυτό βρισκόμαστε εδώ, λοιπόν». «Ναι. Έχω κι άλλα στοιχεία, χάρτες αλατότητας και ανωμαλιών της θερμοκρασίας καθώς και συγκέντρωσης διαφόρων ρύπων, κι όλα καταδεικνύουν ότι κάτι γίνεται στον βυθό του ωκεανού σ' αυ τό ακριβώς το σημείο, κατά μήκος της Ατλαντικής Ράχης. Πιστεύω πως το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες Ράχες των ωκεανών, αν και δεν έχω ακόμα ακλόνητα στοιχεία για να το υποστηρίξω. Πάντως, ο φταίχτης για όλα τούτα είναι μια εισροή νερού στους ωκεανούς μέσ' από την άβυσσο». «Και για ποιον λόγο το νερό από τα βάθη της Γης να απελευθε ρώνεται τώρα, μετά από εκατομμύρια χρόνια ύπαρξης του πλανήτη;»
190
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Δισεκατομμύρια, για την ακρίβεια. Αυτό ελπίζω να το ανακα λύψου. Οπωσδήποτε, δεν πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δραματικό γε γονός σε σχέση με το μέγεθος του πλανήτη. Κοίτα, η Γη μοιάζει με ένα αυγό, όπου ο πυρήνας είναι ο κρόκος, ο μανδύας το ασπρά δι και ο φλοιός το κέλυφος. Για να σκεπαστεί όλη η επιφάνεια της ξηρός δα χρειαζόταν ένας ωκεανός με τριπλάσιο όγκο από τους υπάρχοντες - κι αυτό δα ισοδυναμούσε με λιγότερο από το ένα τοις εκατό του συνολικού όγκου της Γης. Θ α ήταν ένα τρομερό συμβάν για μας, αλλά απλώς μια μικρή διαρροή ασπραδιού στην επιφάνεια του τσοφλιού». «Η θεωρία σου μου ακούγεται αληθοφανής», είπε η Λίλι. «Μα εγώ δεν είμαι επιστήμονας». «Έχεις περισσότερο μυαλό από τους κουφιοκέφαλους με τους οποίους παλεύω στη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος». «Και γιατί δεν αποδέχονται τα όσα λες;» «Επειδή είναι ακόμα κολλημένοι σε ξεπερασμένα επιχειρήματα σχετικά με την αλλαγή του κλίματος, με την οποία η παρούσα άνο δος της στάθμης των θαλασσών δεν έχει καμιά σχέση, και την ο ποία τα υπάρχοντα μοντέλα δεν μπορούν να προβλέψουν. Επειδή τους αρέσει η άρνηση», είπε κοφτά. «Τούτη δεν είναι καθόλου ευ χάριστη κατάσταση για να ζει κανείς». «Ωραία», είπε η Λίλι. «Από την άλλη, χωρίς παρεξήγηση, ελ πίζω να έχουν αυτοί δίκιο κι εσύ άδικο». «Δεν παρεξηγούμαι. Γιατί έχω δίκιο, ειδικά τώρα που ξέρω ότι διαθέτω τα αποδεικτικά στοιχεία». Τα μάτια της Θάντι είχαν γουρ λώσει. Όπως υποπτευόταν η Λίλι, η Θάντι δεν ήταν έτοιμη γ ι' αυ τά που ανακάλυψαν εκείνη τη μέρα και μόλις τώρα είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί τις επιπτώσεις τους, ίσως για πρώτη φορά. «Έχω δίκιο. Βρε, γαμώ το!» Το βαθυσκάφος σείστηκε και στροβιλίστηκε πάλι, παγιδευμένο ακόμα μια φορά στην αναταραχή του νερού. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε». Η Λίλι έσφιξε έναν μοχλό στον πί νακα ελέγχου μπροστά της. Ακολούθησε άλλο ένα τράνταγμα, κα-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
191
8ώς οι ηλεκτρομαγνήτες απελευδέρωναν το βαρύ έρμα των σιδε ρένιων σφαιριδίων. Ξαφνικά, το Τεργέστη άρχισε να ανεβαίνει γρή γορα προς την επιφάνεια συνεχίζοντας να στροβιλίζεται, αν και καθώς απομακρύνονταν από τον πίδακα η περιστροφή ελαττώθη κε κάπως και η αναταραχή κόπασε. Λίγο-λίγο, καθώς αναδύονταν, το ηλιόφωτο άρχισε να διαπερ νά τα σκοτάδια του νερού.
28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Ο διευθυντής της Υπηρεσίας Θαλάσσιων Πόρων του Μισισιπή θρήνησε την αποτυχία του σχεδίου του για την καλλιέργεια μαγκρόβιων στις παράκτιες περιοχές της Πολιτείας που έγιναν ακατοίκη τες μετά τις πλημμύρες. «Θεώρησα πως ήταν ο τέλειος τρόπος εποικοδομητικής χρή σης των εγκαταλειμμένων περιοχών. Δέντρα όπως τα μαγκρόβια εί ναι αμφίβια φυτά και μέχρις ενός σημείου ανέχονται το αλμυρό νερό. Δημιουργούν φυσικά φράγματα και προστατεύουν την ξηρά από τη διάβρωση και τις πλημμύρες. Αποτελούν πηγή ξυλείας και φαρμακευτικών υλών. Και προσφέρουν καταφύγιο στην άγρια ζωή - πουλιά κάνουν φωλιές στα κλαδιά τους, οστρακόδερμα προσκολλώνται στις ρίζες τους, αλιγάτορες κυνηγούν στην επιφάνεια του νερού. Επίσης, απορροφούν και τεράστιες ποσότητες διοξειδί ου του άνθρακα. »Όμως η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει υπερβολικά γρήγο ρα. Τα μαγκρόβιά μας πνίγονται πριν προλάβουν να μεγαλώσουν ή να ωφελήσουν σε οτιδήποτε. »Δεν έχουμε εγκαταλείψει τον αγώνα, απλώς κάνουμε μια τα
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
192
κτική υποχώρηση και συνεχίζουμε τη φύτευση Βαθύτερα στην ενδοχώρα. Μπορώ να Βεβαιώσω το κοινό πως το όνειρο των μαγκρόΒιων του Μισισιπή δεν έχει σβήσει».
29 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018 Η πτήση από το ΡέικγιαΒικ προς τη Νέα Υόρκη άλλαξε πορεία. Ο πιλότος ανάγγειλε πως αυτό οφειλόταν σε μια καταιγίδα που μαι νόταν στον Βόρειο Ατλαντικό. Θ α πετούσαν Βόρεια και δα κατέ βαιναν μέσω του Καναδά μέχρι το Μόντρεαλ, ακολουθώντας στη συνέχεια την κοιλάδα του Χάντσον έως το αεροδρόμιο του Νιούμπεργκ, το οποίο ήταν το πλησιέστερο στην πόλη της Νέας Υόρκης που μπορούσαν να προσεγγίσουν. Ο Ν έιθαν είχε κανονίσει ώστε να πάνε στο Μανχάταν με άλλο μεταφορικό μέσο. Καθισμένη στη θέση πλάι στο παράθυρο, κοντά στον Γκάρι και τη Θάντι, η Λίλι άκουσε κάποιους επιβάτες να μουρμουρίζουν πως η «καταιγίδα» ή ταν στην πραγματικότητα ένας τυφώνας που είχε δημιουργηθεί κά που δυτικά της Ισλανδίας. «Μα αυτό είναι γελοίο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε. «Δεν υπάρχουν τυφώνες τόσο Βόρεια. Και σίγουρα όχι τον Φεβρουάριο». Ο Γκάρι, που καθόταν στη θέση προς τον διάδρομο, απλώς σή κωσε τους ώμους. «Ζούμε σε παράξενους καιρούς, Λιλ». Έκλει σε τα μάτια και ακούμπησε το κεφάλι πίσω. Η Θάντι, που η θέση της ήταν στο κεντρικό κάθισμα, δεν αντέ δρασε καθόλου. Είχε τα μάτια καρφωμένα σε μια οθόνη στην πλά τη του μπροστινού καθίσματος, η οποία έδειχνε κουνημένες εικό νες του τσουνάμι που είχε χτυπήσει την Κωνσταντινούπολη, τρα βηγμένες από τουρίστες.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
193
Η Λίλι κοίταξε τα βαριά σύννεφα έξω από το παράθυρο. Θ α περίμενε πιο ξεκάθαρες απαντήσεις από επιστήμονες κλιματολόγους! Όμως, πραγματικά, ήταν όλοι κουρασμένοι, τόσο κουρασμέ νοι ώστε ακόμα κι ένας κολλημένος με τον καιρό να μην ενδιαφέρεται πια για μια ακόμη αιφνίδια καταιγίδα. Το τηλεφώνημα του Νέιθαν Λάμοκσον προς τη Θάντι, να πάει στη Νέα Υόρκη και να παρουσιάσει τα επιστημονικά της συμπε ράσματα σε μια υποεπιτροπή της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος, είχε έρθει την τελευταία στιγμή· έτσι γί νονταν πια τα πράγματα. Ο ι τρεις τους είχαν δουλέψει πυρετώδικα τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες για να συγκεντρώσουν το υλικό τους στο Θίνγκβελιρ, την ισλανδική κωμόπολη στην ενδοχώρα του νησιού όπου η ερευνητική ομάδα είχε εγκατασταθεί όταν οι πλημμύρες στο Ρέικγιαβικ έγιναν ανεξέλεγκτες. Η Θάντι είχε ε τοιμάσει από αρκετό καιρό πριν το υλικό της παρουσίασης, τα γραφήματα και τις αναλύσεις της, τις σελίδες των μαθηματικών τύ πων. Στη Λίλι σχηματίστηκε η εντύπωση πως η φίλη της είχε επαληθεύσει τα συμπεράσματά της μήνες πριν. Η πιο βαριά δουλειά ήταν να προετοιμάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία, τους πυρήνες από τον βυθό της θάλασσας που ήταν κλεισμένοι σε πλαστικές θή κες και ειδικά ψυγεία, καθώς και πολλές μικροσκοπικές φιάλες θαλάσσιου νερού το οποίο θα μπορούσαν να εξετάσουν από κο ντά οι ειδικοί που θα συγκεντρώνονταν. Ή ταν εξαντλημένοι πριν ακόμα μπουν στο αεροπλάνο. Εντέλει, όλοι ήταν εξουθενωμένοι. Ο ι πλημμύρες συνεχίζονταν, η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε αδυσώπητα, σπασμωδικά, ακα νόνιστα, κι όλ' αυτά υπογραμμίζονταν από τρομερά, ακραία φαι νόμενα. Ο Πιρς της είχε πει πως οι κυβερνητικοί κύκλοι στο Ντένβερ είχαν υποστεί μεγάλο σοκ όταν η άνοδος της στάθμης ξεπέρασε με άνεση τα δέκα μέτρα, το όριο το οποίο είχε άτυπα υιο θετηθεί ως το χειρότερο σενάριο από τα Ηνωμένα Έθνη και τους διεθνείς οργανισμούς, βασισμένο σε παλιά μοντέλα πρόβλεψης των κλιματικών αλλαγών τα οποία έμοιαζαν πια ανησυχητικά πα ρωχημένα. Το Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο του Γουντς Χολ ανέφερε
194
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πως η μέση άνοδος είχε φτάσει παγκόσμια τα δεκατρία μέτρα από τη στιγμή που είχαν ξεκινήσει τα γεγονότα το 2012 και συνέχιζε να ανεβαίνει με έναν επιταχυνόμενο ρυθμό τριών εκατοστών τη μέρα - μ ι α αύξηση σχεδόν δώδεκα ακόμη μέτρων ανά έτος. Στο επίπεδο των συνηθισμένων ανθρώπων τα πάντα είχαν α νατραπεί. Ο πιλότος εκείνης της πτήσης, για παράδειγμα, δεν χρει αζόταν να μπει στον κόπο και να πει στους επιβάτες του πως έπρε πε να αλλάξουν πορεία· αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο. Μ ε τόσα πολλά από τα μεγάλα αεροδρόμια του κόσμου πλημμυρισμένα, μά λιστα κάποια από τα κυριότερα όπως το Χίθροου και το Κένεντι, τα δρομολόγια και οι διαδρομές των αεροπορικών εταιρειών εί χαν τιναχτεί στον αέρα. Πριν να πετάξει η Αίλι είχε μιλήσει με την Αμάντα, που βρισκόταν στον καταυλισμό των προσφύγων του Τσίλτρενς. Καθώς στην Α γγλία ο καιρός γινόταν όλο και πιο αλλο πρόσαλλος, η Αμάντα εργαζόταν στο σπίτι αφού ήταν πια αδύνα τον να πηγαίνει για δουλειά στο πλημμυρισμένο Λονδίνο και περ νούσε τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο της περί μένοντας στην ου ρά για πόσιμο νερό ή προσπαθώντας να πείσει τον Μπεντζ και την Κρίστι να συνεχίσουν να παρακολουθούν μαθήματα στα αντίσκη να όπου λειτουργούσαν τα σχολεία. Ένα τέτοιο είδος ζωής σε έ φθειρε, ακόμα κι αν δεν βρισκόσουν σε μια από τις περιοχές των μεγάλων καταστροφών όπως το Καρότσι, το Σίντνεϊ, η Φλόριντα, η Λουιζιάνα, το Σακραμέντο ή, τώρα πια, κι η Κωνσταντινούπολη. Η Α ίλι πίστευε μερικές φορές πως δεν υπήρχε ούτε μια ψυχή πάνω στον πλανήτη που να μην ήταν κουρασμένη. Και το τέλος της ταλαιπωρίας δεν φαινόταν πουθενά. Ο πιλότος ανάγγειλε πως θα πετούσαν νότια του Νιούμπεργκ, ύστερα πάνω από την ίδια τη Νέα Υόρκη και μετά θα κατευθύνονταν βόρεια προς τον Χάτσον, ώστε να κάνουν την τελική κατά βαση με τον άνεμο κόντρα. Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε στροφή πάνω από το Λονγκ Άιλαντ και κατευθυνόταν δυτικά, προς την πόλη, η Αίλι κοίταξε έξω από το παράθυρο εντοπίζοντας το ευδιά κριτο σχήμα του Κόλπου της Ν έας Υόρκης. Ευχήθηκε να ήξερε γε-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
195
ωγραφία κάπως καλύτερα. Διέκρινε την κλειστή θάλασσα που είχε δημιουργηθεί στη θέση του όρμου της Τζαμάικα· κάπου στα όριά της βρισκόταν το αεροδρόμιο Κένεντι, πνιγμένο από τα νερά όπως άλλωστε και το Λα Γκουάρντια. Στην είσοδο του όρμου, στο Ροκαγουέι, διέκρινε μια αχνή λευκή γραμμή που ένωνε τις δυο ά κρες της ξηρός, λαμπυρίζοντας κάτω από την γκριζογάλανη επιφά νεια του νερού: ήταν το αντιπλημμυρικό ανάχωμα που είχαν στήσει οι αρχές της πόλης σε μια προσπάθεια να προστατέψουν τον όρμο και το αεροδρόμιο, ένα έργο το οποίο είχε ήδη σκεπαστεί από τα νερά. Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε κλίση προς τα βόρεια η Λίλι διέκρινε ένα δεύτερο ανάχωμα, αυτήν τη φορά ανάμεσα στο Μπρούκλιν και το Στέιτεν Άιλαντ. Κι αυτό είχε καλυφθεί από το νερό. Ό χ ι λιγότερα από τέσσερα τέτοια μεγάλα φράγματα είχαν στη θεί μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. Τα άλλα δύο βρίσκονταν στα δυτικά, πέρα από το Άρθουρ Κιλ, ανάμεσα στο Στέιτεν Άιλαντ και το Ν ιού Τζέρσι και πιο ανατολικά, ανάμεσα στο Κουίνς και το Μπρονξ, καλύπτοντας κατά πλάτος τον Ίστ Ρίβερ κάτω από τη γέ φυρα Γουαιτστόουν. Ήταν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο το οποίο εί χε σκοπό να σώσει τις ευάλωτες μητροπολιτικές περιοχές από την άνοδο των νερών, που τότε αναμενόταν να είναι μικρότερη της τά ξης των δέκα μέτρων. Η προσπάθεια ήταν μνημειώδης. Δεν είχαν βρει χρόνο να υπολογίσουν το τελικό κόστος, όταν η θάλασσα ανέβηκε περισσότερο και τα σκέπασε όλα. Ενώ το αεροπλάνο κατευθυνόταν βόρεια, η Λίλι μπορούσε να διακρίνει από ψηλά τη μεταμόρφωση της ίδιας της πόλης της Νέας Υόρκης. Καθώς μεγάλα κομμάτια είχαν χαθεί από το Τζέρσι Σίτι και το Μπρούκλιν, οι κορυφές των κτηρίων ξεφύτρωναν σαν έρη μα νησιά μέσ' από το νερό. Γύρω από την ακτή του Μανχάταν οι πλημμύρες είχαν δημιουργήσει ένα λεπτεπίλεπτο, σχεδόν δαντελω τό σχέδιο. Σε γενικές γραμμές το νότιο Μανχάταν βρισκόταν χα μηλότερα από το βόρειο και στα σημεία εκείνα οι πλημμύρες ήταν πιο εκτεταμένες, αλλά το μοτίβο ήταν ανώμαλο: το Μανχάταν ή ταν ένα λοφώδες νησί. Μεγάλα κομμάτια των πλημμυρισμένων πε ριοχών έδειχναν σημάδια φωτιάς. Η Λίλι γνώριζε από την εμπειρία
196
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
της στο Λονδίνο πως ακόμα κι εκείνα τα κτήρια που δεν είχαν πλη γεί από τη φωτιά, ήταν θανάσιμα τραυματισμένα, με τοίχους και πατώματα φαγωμένα από τη σαπίλα, τα θεμέλιά τους υποσκαμμέ να, τους σκελετούς τους ταλαιπωρημένους. Κοιτάζοντας κάτω έβλε πε ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα ερήμωσης, χιλιάδες σπίτια, εργοστάσια, γραφεία και καταστήματα τα οποία δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν ποτέ ξανά, ακόμα και αν τα νερά αποτραβιόντου σαν την επόμενη μέρα. Αφήνοντας την πόλη, το αεροπλάνο πέταξε πάνω από την κοι λάδα του Χάντσον. Η κοιλάδα είχε πλημμυρίσει σε κάποια σημεία της και έφερε τις ουλές της εκκένωσης, μικρές κωμοπόλεις πλημ μυρισμένες από πρόσφυγες και λοφοπλαγιές απογυμνωμένες από τα δέντρα που είχαν χρησιμέψει για το άναμμα φωτιάς. Ένας γραμ μικός καταυλισμός προσφύγων απλωνόταν κι από τις δυο όχθες του ποταμού, ένα συνονθύλευμα από αντίσκηνα και αυτοκίνητα, που εκτεινόταν σχεδόν μέχρι το Γουέστ Πόιντ. 'Οταν είχαν ξεκινήσει οι πλημμύρες, η πρώτη σκέψη πολλών Νεοϋορκέζων ήταν να ανε βούν τον Χάντσον αναζητώντας μεγαλύτερο υψόμετρο. Κάποιοι εί χαν φτάσει μέχρι το Κονέκτικατ και το Νιού Τζέρσι, πριν ο στρατός και οι αρχές της πόλης αποκλείσουν τις μεγάλες εθνικές οδούς στο ύψος του Γουέστ Πόιντ. Η Λίλι ήξερε πως παρόμοιες σκηνές δια δραματίζονταν σε ολόκληρο τον κόσμο, καθώς οι κυβερνήσεις απέκλειαν πληθυσμούς μέσα στις απειλούμενες πόλεις, κοντά σε εκβολές και ακτές, προσπαθώντας να διατηρήσουν κάποια επίφα ση τάξης κι αναζητώντας λύσεις που θα εξασφάλιζαν τροφή, νε ρό και καταφύγιο σε όλους. Ενώ το αεροπλάνο άρχισε την κατάβασή του προς τον βιαστι κά στρωμένο αεροδιάδρομο του Νιούμπεργκ λίγα χιλιόμετρα βό ρεια του Γουέστ Πόιντ, η Λίλι αντίκρισε τα απέραντα καινούργια συ γκροτήματα που κτίζονταν στον Βορρά, κοντά στις ρίζες των λό φων του Κάτσκιλς. Αμέτρητες δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα κα στανού εδάφους είχαν καθαριστεί από δέντρα και θάμνους και τώ ρα επεδείκνυαν επάνω τους τα μωσαϊκά χοντροφτιαγμένων προκατασκευασμένων κατοικιών και τα ακόμα πιο αποκρουστικά σχή
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
197
ματα βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Αυτή ήταν ή ύστατη λύση για την πόλη, εφόσον τα αντιπλημμυρικά έργα και οι κυματοθραύστες είχαν αποτύχει: ένα ακόμη γιγάντιο οικοδομικό πρόγραμμα, που διεξαγόταν με τεράστιο κόστος και τρομερή ταχύτητα. Η Νέα Υόρκη εγκατέλειπε τις βασικές λειτουργίες της, τη βιομηχανία της και τον ίδιο της τον εαυτό στο καταδικασμένο περιβάλλον του όρμου, για να μεταφερθεί σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Ήταν μια αξιοθαύμα στη μετεγκατάσταση εκατομμυρίων ανθρώπων, με ταυτόχρονο ξήλωμα και ξαναχτίσιμο εργοστασίων και μονάδων παροχής ενέρ γειας, κατοικιών, σχολείων και νοσοκομείων. Αυτός ήταν ο τρό πος με τον οποίο ένα πλούσιο έθνος αντιμετώπιζε την καταστρο φή, κτίζοντας ξανά από την αρχή και συνεχίζοντας τη ζωή του. Οπωσδήποτε, υπήρχε μια ανομοιογένεια σε τούτην τη νέα ανά πτυξη, ορατή ακόμα κι από ψηλά. Μπορούσες να δεις περιφραγμέ νους οικισμούς με βίλες, γκαζόν, ακόμα και τη γαλάζια λάμψη από πισίνες, όλα περιτριγυρισμένα από τείχη πέρα από τα οποία α πλώνονταν τα αντίσκηνα και οι παράγκες των φτωχών. Η Λίλι είχε μάθει την ορολογία, δανεισμένη από εμπόλεμες ζώνες ή περιοχές που είχαν πληγεί από φυσικές καταστροφές σε ολόκληρο τον κό σμο, μια ορολογία που είχε φτάσει πια και στην πατρίδα των Α μερικανών: «Πράσινες ζώνες» για τους πλούσιους, «καταυλισμοί προσφύγων» για τους όχι και τόσο πλούσιους. Στην ύπαιθρο πέρα από τους νέους οικισμούς της φάνηκε πως διέκρινε μικροσκοπικές σπίθες: λάμψεις πυροβολισμών, σημάδι του εξελισσόμενου πολέμου μεταξύ των ντόπιων και των προσφύγων, μεταξύ της κυβέρνησης και των οργανωμένων ομάδων που προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Η Θάντι είχε ακόμα το κεφάλι κατεβασμένο, κοιτάζοντας την οθόνη της. «Θα έπρεπε να το δεις αυτό», της μουρμούρισε η Λίλι. «Είναι απίστευτο. Μ ια ολόκληρη πόλη μετακομίζει. Πριν ένα-δυο χρόνια κανείς δεν θα φανταζόταν πως θα έβλεπε ένα τέτοιο θέαμα». «Ό λα είναι απίστευτα», είπε η Θάντι με άψυχη φωνή. «Παντού, σε ολόκληρο τον κόσμο».
198
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Κοιτάζεις ακόμα την Κωνσταντινούπολη;» Η Θάντι χτύπησε με το δάχτυλο την οδόνη. «Αλλάζω συνεχώς κανάλια. Ο ι περισσότεροι αμερικανικοί σταδμοί δείχνουν τι γίνεται στο Σακραμέντο - ή ακόμα και στην πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, για το όνομα του Θεού!» Η Λίλι σκέφτηκε πως σε οποιαδήποτε άλλη εποχή και μόνο ένα απ' αυτά τα γεγονότα δα απασχολούσε όλα τα δελτία ειδήσεων. Στο Σακραμέντο εκτυλισσόταν μια απρόσμενη καταστροφή. Ο ι κα ταιγίδες είχαν σπρώξει τα νερά του Ειρηνικού δεκάδες χιλιόμετρα στην ενδοχώρα μέσα από το δέλτα του ποταμού Σακραμέντο, καταστρέφοντας τα αρδευτικά συστήματα των αγροκτημάτων που προμήδευαν με φρούτα και λαχανικά τη μισή χώρα. Μ α όταν οι αιφνιδιαστικές πλημμύρες έκαναν να ξεχειλίσει το φράγμα Φόλσομ πάνω από το Σακραμέντο, η πόλη βρέδηκε παγιδευμένη ανάμεσα στα νερά του ποταμού και της δάλασσας. Αυτό το γεγονός είχε διώξει από τα σπίτια τους διακόσιες πενήντα χιλιάδες ανδρώπους. «Αλλά στην Κωνσταντινούπολη τα πράγματα είναι χειρότερα», είπε η Θάντι. «Γιατί εκεί έχουμε κάτι καινούργιο. Το ξεκίνημα του ε πόμενου σταδίου». Η Λίλι συνοφρυώδηκε. Τα λόγια της Θάντι ακούγονταν δυσοί ωνα. Κοίταξε την οδόνη. Είδε μια πόλη να απλώνεται πάνω από λό φους και ρεματιές, τρούλους και μιναρέδες που προεξείχαν από τα βρόμικα νερά των πλημμυρών, μια γκρεμισμένη γέφυρα, ολόκλη ρες συνοικίες που καίγονταν: γνώριμες πια εικόνες, που δα μπο ρούσαν να έρχονται από οποιοδήποτε σημείο του κόσμου. «Τι κοιτάζω;» «Είναι η δέα από την κορυφή ενός από ψηλότερα κτήρια της πό λης. Πρόκειται για τον ουρανοξύστη μιας τράπεζας. Πιδανώς να είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε να αντέχει στις φυσικές καταστροφές. Η Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη κι από τις δυο πλευρές του Βοσπόρου, σωστά; Στα στενά όπου η Μ αύρη Θ άλασσα στον Βορρά ενώνεται με τη Θάλασσα του Μαρμαρά στον Νότο». Χτύ πησε με το δάχτυλο την οδόνη εμφανίζοντας μια δορυφορική φω τογραφία και έδειξε μια γραμμή. «Αυτή είναι η γραμμή του ρήγμα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
199
τος της Βόρειας Ανατολίας, το σημείο όπου η αφρικανική τεκτονική πλάκα ωδείται προς τα βόρεια κάτω από την Ευρασιατική. Μπορείς να δεις αυτήν τη γραμμή να διατρέχει τη βόρεια ακτή της Τουρκίας και στη συνέχεια να περνάει κάτω από τη Θάλασσα του Μαρμαρά. »Ήξεραν πως τους απειλούσε σεισμός. Είχαν χτυπηθεί στη διάρκεια του περασμένου αιώνα από σεισμούς μεγαλύτερους των οκτώ Ρίχτερ, που συνέβαιναν με σταθερό ρυθμό κατά μήκος της γραμμής του ρήγματος από την Ανατολία μέχρι την Κωνσταντινού πολη. Γι' αυτό τον λόγο οι πλούσιοι έκτιζαν σύγχρονες αντισεισμι κές οικοδομές πάνω στα στρώματα σκληρών πετρωμάτων της ασια τικής πλευράς των στενών, ενώ τα εκατομμύρια των φτωχών συσ σώρευαν άθλια αυθαίρετα στο μαλακό έδαφος της ευρωπαϊκής πλευράς». Πέρασε το δάχτυλο πάνω από την οθόνη. «Ο σεισμός, από μόνος του, γκρέμισε δέκα χιλιάδες σπίτια. Τα παλιότερα οι κοδομήματα άντεξαν σε γενικές γραμμές καλύτερα από τα σύγ χρονα. Υποθέτω πως οτιδήποτε έχει παραμείνει άθικτο κάμποσους αιώνες σε μια τέτοια περιοχή, θα αντέξει και πολύ περισσότερο. Α κόμα και ο θόλος της Αγίας Σοφίας παρέμεινε απείραχτος. »Θ σεισμός, όμως, προήλθε από ένα σημείο κάτω από τη Θ ά λασσα του Μαρμαρά και προκάλεσε ένα τσουνάμι ύφους εφτά ή οχτώ μέτρων, το οποίο με τη σειρά του προκάλεσε πολύ μεγαλύ τερη ζημιά όταν χτύπησε την πόλη. Τώρα έχει δημιουργηθεί ακό μα ένα τεράστιο κύμα προσφύγων...» «Θάντι, ποιο είναι το "επόμενο στάδιο";» Η Θάντι σήκωσε το βλέμμα. Τα μάτια της ήταν χωμένα στις κόγχες τους και θαμπά, κουρασμένα από τις ατέλειωτες ώρες μπρο στά στην οθόνη. «Λίλι, καθώς οι ωκεανοί θα υψώνονται, θα δούμε μια μετατόπι ση των ισοστατικών πιέσεων. Το βάρος όλου αυτού του νερού θα πιέσει προς τα κάτω την ξηρά που έχει πλημμυρίσει - ακριβώς όπως οι πάγοι της Εποχής των Παγετώνων πίεσαν την ξηρά τόσο βίαια ώστε η αναπήδησή της προς τα πάνω δεν έχει ακόμη ολο κληρωθεί. Και αυτές οι μετατοπίσεις βάρους θα επιδράσουν στα πιο αδύναμα σημεία των ρηγμάτων».
200
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Όπως στο ρήγμα της Βόρειας Ανατολίας». «Ναι. Γι' αυτό συνέβη και το τσουνάμι στην Κωνσταντινούπολη». «Μα δεν μπορείς να είσαι σίγουρη πως τούτη είναι η αιτία». Η Λίλι είχε συναναστραφεί πολύ με επιστήμονες τους τελευταίους μήνες, ακόμα και πιο πριν, όταν βρισκόταν με τον Γκάρι στη Βαρ κελώνη, κι έτσι είχε μια ιδέα για το πώς λειτουργούσε το μυαλό τους. «Μπορεί να είναι μια απλή σύμπτωση. Εσύ η ίδια είπες πως περίμεναν αυτό τον σεισμό εδώ και δεκαετίες». «Πράγματι, μπορεί να είναι σύμπτωση. Ή το ξεκίνημα ενός νέου είδους αντίδρασης της Γης στις πλημμύρες, μιας τεκτονικής αντί δρασης». «Θαυμάσια! Και νιώθεις αρκετή σιγουριά ώστε να το πεις αυ τό στην επιτροπή;» Η Θάντι κοίταξε έξω από το παράθυρο προς τους αγρούς, τα αγροτόσπιτα και το ποτάμι που ξετυλιγόταν από κάτω τους, καθώς το αεροπλάνο ξεκινούσε το τελικό στάδιο της προσγείωσης. «Έ χεις δίκιο. Δεν μπορώ να είμαι απολύτως σίγουρη. Η Διακυβερνη τική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος είναι συντηρητική. Ό ταν κάνουν την τελική τους αναφορά προς τα Ηνωμένα Έθνη και τις κυβερνήσεις, θα παραλείψουν οτιδήποτε δεν μπορεί να επαλη θευτεί ξανά και ξανά. Το ίδιο έκαναν και με τις υπόλοιπες προ βλέψεις για την αλλαγή του κλίματος όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ όμως, έτσι ή αλλιώς, θα παρουσιάσω τις απόψεις μου». Η Λίλι ένιωσε την παρόρμηση να της δώσει κουράγιο. «Θα πρέπει να έχεις σιχαθεί να είσαι πάντα άγγελος κακών ειδήσεων». «Ναι, πράγματι». Η Θάντι χαμογέλασε βεβιασμένα. «Ειδικά μια και δεν μπορώ να κλείσω συμφωνία για ένα βιβλίο, αφού κανείς δεν εκδίδει βιβλία τώρα πια». Η Λίλι της χτύπησε φιλικά το χέρι. «Ο Ν έιθαν θα σε ακούσει». «Ναι. Κι ίσως αυτό να μετράει περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο». Το αεροπλάνο ακούμπησε στο έδαφος και φρενάρισε απότομα. Οι τροχοί του τίναξαν πίδακες νερού από τον μουσκεμένο διάδρο μο προσγείωσης.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
201
30 Ένα ελικόπτερο της AxysCorp τους περίμενε στον αεροδιάδρομο του Νιούμπεργκ, μεταφέροντας ήδη κάποιον βαριά οπλισμένο φρου ρό της εταιρείας. Η πιλότος τους οδήγησε για άλλη μια φορά πάνω από την κοι λάδα του Χάντσον και τελικά χαμήλωσαν στο Μανχάταν με κα τεύθυνση το Σέντραλ Παρκ. Κοιτούσαν γεμάτοι περιέργεια από την καμπίνα του ελικοπτέρου το νησί, που κατατρωγόταν απ' όλες τις πλευρές του από τα νερά των φουσκωμένων ποταμών. Τα πελώρια κτήρια της πόλης έμοιαζαν με γεωμετρικό δάσος από τσιμέντο, χά λυβα και γυαλί, αλλά μπορούσε να διακρίνει κανείς κενά σε τούτο το δάσος, σωρούς από μπάζα στα σημεία όπου οικοδομήματα εί χαν καταρρεύσει, συχνά παρασύροντας και τα γειτονικά μαζί τους. Πάντως, η πόλη ήταν ακόμα ζωντανή· μακριά από τις πλημμυρι σμένες περιοχές αυτοκίνητα κινούνταν ακόμα, ανάμεσά τους και μουσταρδί σκαθάρια που θα έπρεπε να ήταν ταξί, ενώ σκάφη πη γαινοέρχονταν πυρετωδώς στους πλημμυρισμένους δρόμους αφή νοντας βαθιές αυλακιές πίσω τους. Παρά τις φήμες για μια καταιγίδα που πλησίαζε από τον Ατλα ντικό, ο ουρανός ήταν καθαρός, γαλάζιος, και ο ήλιος βρισκόταν ακόμα ψηλά· ήταν μια λαμπερή χειμωνιάτικη μέρα. Η πόλη έφεγ γε κάτω από το ηλιόφωτο και εκατομμύρια παράθυρα άστραφταν σαν ισάριθμες πούλιες. Ακόμα και το νερό που λίμναζε γύρω από τις βάσεις των κτηρίων φαινόταν γαλάζιο κι όμορφο. Έμοιαζε με καρτ-ποστάλ της Βενετίας, όπως ήταν αυτή κάποτε. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε σε ένα ελικοδρόμιο του Σέντραλ Παρκ, στον Μεγάλο Χλοοτάπητα, νότια της δεξαμενής. Η πιλότος είπε πως δεν μπορούσε να προσγειωθεί με ασφάλεια σε άλλο σημείο, νοτιό τερα του νησιού. Η Θάντι, ο Γκάρι και η Λίλι βγήκαν έξω ακολου θούμενοι από την πιλότο και τον φρουρό της AxysCorp. Ενώ η πιλότος ξεφόρτωνε τα σακίδιά τους, η Λίλι περπάτησε
202
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μέχρι την άκρη του ελικοδρομίου. Ό τα ν πάτησε πάνω στο πράσι νο χορτάρι, το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια της ελώδες, ποτισμένο από νερό. Κοίταξε γύρω της, σκιάζοντας τα μάτια με την παλάμη. Είχαν περάσει χρόνια απ' όταν επισκεφδηκε για τελευταία φορά το Μανχάταν και το Σέντραλ Παρκ, και τότε ήταν απλά για τουρισμό. Αν έριχνε μια επιπόλαιη ματιά, δεν 8α πίστευε πως κά τι έχει αλλάξει· βρισκόταν σ' εκείνη την αξιοθαύμαστη έκταση πρα σίνου στην καρδιά της μεγαλύτερης πόλης πάνω στη Γη, της οποί ας τα κτήρια ξεπρόβαλλαν πίσω από τα δέντρα προς κά8ε κατεύ θυνση. Ό τα ν όμως έστρεφε το βλέμμα προς τα νότια μπορούσε να δει βρόμικα αντίσκηνα, παράγκες και στήλες καπνού από αναμ μένες φωτιές. Κάποιοι άνθρωποι ζούσαν λοιπόν στο Σέντραλ Παρκ. Παντού απλωνόταν μια μυρωδιά σαπίλας και υπονόμου, μια μπό χα στην οποία η Λίλι είχε συνηθίσει ήδη από το Λονδίνο. Η πιλότος τους φώναξε κοντά της. Ήταν μια γεροδεμένη γυναί κα γύρω στα τριάντα. «Καλωσορίσατε στη Νέα Υόρκη», τους είπε με μια δόση σαρκασμού, μιλώντας με τη βαριά προφορά του Μπρονξ. «Θα σας δώσω μερικές ενημερωτικές οδηγίες». «Δεν είναι απαραίτητο», είπε κοφτά η Θάντι. «Πρόκειται για εντολή του κυρίου Λάμοκσον, γ ι' αυτό σας πα ρακαλώ να με ακούσετε. Ίσως να προσέξατε μερικές αλλαγές που συνέβησαν από την τελευταία σας επίσκεψη. Η πόλη δεν είναι σε τό σο άσχημη κατάσταση όσο φαντάζεστε. Λειτουργεί ακόμα. Αλλά οι μεταφορές δεν είναι πια αυτές που ήταν. Δεν μπορούμε να πετάξουμε πιο κοντά στο κέντρο. Ό σ ο για το μετρά, οι σήραγγες πλημ μύρισαν από την πρώτη κιόλας μέρα». Το μετρά της Νέας Υόρκης είχε κατασκευαστεί μετά τους υπονό μους της πόλης κι έτσι βρισκόταν κάτω απ' αυτούς. Ακόμα και τους καλούς καιρούς, ξετυλιγόταν ατέρμονα μια ηρωική προσπάθεια άντλησης των νερών από τις σήραγγες και μεταφοράς τους στους υπονόμους, κι από εκεί στον ποταμό Χάντσον. Ό τα ν ήρθαν οι πλημμύρες, οι σήραγγες γέμισαν γρήγορα και, καθώς το ρεύμα που τροφοδοτούσε τις αντλίες κόπηκε, δεν μπορούσαν να κάνουν τί ποτα για να σώσουν το μετρό.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
203
«Άρα, πώς υποτίθεται πως 8α φτάσουμε μέχρι το Εμπάιρ Στέιτ;» Εκεί 8α συναντούσαν τον Πιρς Μίκελμας, κάπου είκοσι πέντε οικο δομικά τετράγωνα πέρα από το νότιο Σέντραλ Παρκ. Η Λίλι σκέφτηκε πως ήταν αναμενόμενο να επιλέξει ο Πιρς, με τον ευφάντα στο τρόπο σκέψης του, ένα τέτοιο μνημείο για τη συνάντησή τους. «Θα πάτε με τα πόδια ή 8α πάρετε ένα ταξί, ή χειράμαξα. Στις πλημμυρισμένες περιοχές μπορείτε να κάνετε νόημα σε ένα υδροταξί. Να επιλέγετε μόνο όσα ταξί έχουν άδεια από τον δήμο. Αν δεν είστε σίγουροι, ρωτήστε έναν αστυνομικό. Έχετε GPS;» Η Θάντι σήκωσε το χέρι της· ένας χάρτης δορυφορικής πλοή γησης, ο οποίος ενημερωνόταν κάθε ώρα για την κατάσταση των πλημμυρών, ήταν προσαρτημένος στο μανίκι της. «Χρησιμοποιήστε τη λογική σας», είπε η πιλότος. «Μην πλησιά ζετε κατεστραμμένα κτήρια. Μ ην πίνετε οτιδήποτε δεν προέρχεται από σφραγισμένο μπουκάλι. Μ ην κολυμπάτε. Μη μιλάτε με οποιονδήποτε δείχνει να μην έχει πλυθεί για περισσότερες από δυο μέ ρες. Αν η μπόχα γίνει ανυπόφορη, φορέστε τις μάσκες σας. Λέγεται πως έχει πέσει επιδημία χολέρας στο Λόουερ Ίστ Σάιντ, άρα προ σέχετε και γι' αυτό. Θ α δείτε άλλωστε τις κορδέλες της αστυνο μίας, που έχει αποκλείσει την περιοχή. Εγώ σας αποχαιρετώ εδώ - θα γυρίσω με το ελικόπτερο πίσω. Θ α έχετε, όμως, τον Τζον μα ζί σας όλη την ώρα». Ο Τζον, ο σωματοφύλακας, έγνεψε κι έκανε ένα 6ήμα πίσω. Η Λίλι υποπτευόταν πως θα ακολουθούσε στο κατόπι τους μέχρι τον ουρανοξύστη, είτε αυτό τους άρεσε είτε όχι. «Αυτά ήταν όλα», είπε η πιλότος. «Καμιά ερώτηση;» Ο Γκάρι έδειξε τα αντίσκηνα και τις φωτιές. «Τι γίνεται μ' αυτούς εκεί τους τύπους;» «Είναι πρόσφυγες από το κέντρο της πόλης. Τα δημοτικά σκά φη τους μεταφέρουν προς τα έξω, κυρίως στους μεγάλους καταυ λισμούς που έχουν στηθεί γύρω από το Γουέστ Πόιντ κι όπου μπο ρούν να καταγραφούν σωστά. Αλλά πάντα εμφανίζονται περισσό τεροι. Το Σέντραλ Παρκ εξυπηρετεί σαν ένας μεγάλο βόθρος. Ένα είδος παραγκούπολης».
204
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Το ίδιο ήταν και παλιά, πριν ο δήμος αγοράσει την περιοχή και φτιάξει το πάρκο», μουρμούρισε ο Γκάρι. «Μιλώ για τα μέσα του δέ κατου ένατου αιώνα. Εδώ υπήρχαν μόνο χοιροστάσια και χωμα τερές. Τα περισσότερα απ' όσα βλέπουμε γύρω μας, είναι τεχνητά». «Η ζωή κάνει κύκλους, έτσι δεν είναι, φίλε;», είπε η πιλότος. «Ε γώ, πάντως, δα σας συμβούλευα να μην πλησιάσετε και πολύ τού τους εδώ. Καμιά άλλη ερώτηση;» Αποχαιρετίστηκαν και το ελικόπτερο υφώδηκε στον άδειο ουρα νό, ενώ οι τρεις τους φορτώνονταν τα σακίδιά τους και ξεκινούσαν για να διασχίσουν το πάρκο με κατεύδυνση προς τα νότια. Το έδαφος ήταν ελώδες και έτσι παρέμεναν στα στρωμένα μονο πάτια. Η Λίλι δεν κοιτούσε πίσω της, μα ήταν σίγουρη πως ο αμίλη τος σωματοφύλακας τους ακολουδούσε διακριτικά. Ανακάλυψαν ότι μεγάλο μέρος του κάτω τμήματος του πάρκου, τα γήπεδα και οι παιδικές χαρές, είχαν καταληφδεί από μια σειρά γεννητριών που τις τροφοδοτούσε ένας στόλος από βυτιοφόρα και τις φρου ρούσαν αστυνομικοί. Η Λίλι σκέφτηκε πως στο μέρος εκείνο χτυ πούσε η καρδιά του Κάτω Μανχάταν και πως το σημείο ήταν πρό σφορος στόχος τρομοκρατών, αν είχε μείνει σε κανέναν απ' αυ τούς η διάδεση να χτυπήσει. Ό τα ν βγήκαν από το πάρκο, έκοψαν δρόμο μέσω της Πέμπτης Λεωφόρου. Η αστερόεσσα κρεμόταν από πολλά κτήρια, ιστούς και παράδυρα, λαμπερή και γενναία κάτω από το φως του ήλιου. Δεν κυκλοφορούσαν πολλά οχήματα. Ό σ α ήταν τα ταξί, ήταν και τα αμαξάκια που έσερναν ποδήλατα. Ένα σωρό από τους αστυνομι κούς ήταν έφιπποι, αλλά πολλοί από τους «μπάτσους» που έβλε πε η Λίλι δεν ανήκαν στην αστυνομική δύναμη της Νέας Υόρκης, μα ήταν μέλη της Εδνοφυλακής ή ιδιωτικοί φρουροί. Υπήρχαν κι άλ λα δείγματα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, που η Λίλι είχε συνηδίσει ήδη από το Λονδίνο: ξεχειλισμένοι κάδοι σκουπιδιών, καδώς και μεγάλα πλαστικά δοχεία πόσιμου νερού κάδε ένα ή δυο οικοδομικά τετράγωνα, με μια μικρή ουρά ανδρώπων να περιμέ νει μπροστά στο καδένα απ' αυτά.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
205
Ούτε πεζοί υπήρχαν πολλοί και οι λίγοι που κυκλοφορούσαν ήταν ντυμένοι καλά για να προστατευτούν από το κρύο, φορώντας επιπλέον αδιάβροχα παντελόνια και γαλότσες. Από την άλλη, οι άνδρωποι συνέχιζαν να εργάζονται. Μ ερικοί καλοντυμένοι τύποι μι λούσαν στα κινητά τους ή έμοιαζαν να μονολογούν, κουβεντιάζο ντας ασταμάτητα παρά τις εξοντωτικές τιμές χρέωσης όσων δι κτύων κινητής τηλεφωνίας είχαν επιβιώσει. Παρά τις πλημμύρες, η Νέα Υόρκη παρέμενε ένα παγκόσμιο οικονομικό κέντρο. Από τό τε, μάλιστα, που εισέβαλαν τα νερά, η πόλη είχε μετατραπεί σε κά στρο του καπιταλισμού, όπως και άλλες ζώνες καταστροφής. Μ ε γάλες επενδύσεις είχαν μεταφερδεί σε αντιπλημμυρικά έργα, σε προγράμματα ανακούφισης των προσφύγων και στην κολοσσιαία μετεγκατάσταση στις νέες πόλεις του Βορρά, με αποτέλεσμα τερά στια κέρδη να αποκομίζονται από κείνους που τρέφονταν με το δη μόσιο χρήμα. Πλούσιοι και φτωχοί, όλοι είχαν μια σφυρίχτρα κρεμασμένη στον λαιμό τους. Η Λίλι είχε διαπιστώσει στο Λονδίνο πώς το νερό, ακόμα κι αν σου έφτανε μόνο μέχρι τα γόνατα, μπορούσε να σε ρίξει κάτω μέσα σε μια στιγμή. Ο ι γαλότσες ήταν επίσης απαραί τητες. Ό λ α τα πεζοδρόμια ήταν βρεγμένα και στην άσφαλτο κυ λούσαν νερά που έμοιαζαν να προέρχονται από το ποτάμι, πηχτά και βρομερά. Μ ερικές φορές τα έβλεπες να αναβλύζουν από τους υπονόμους. Σε ορισμένα σημεία τα πεζοδρόμια είχαν βουλιάξει εντελώς, εκεί όπου κάποιος κατεστραμμένος υπόνομος ή σήραγ γα του μετρά είχε καταρρεύσει από κάτω, κι έτσι ήσουν αναγκασμέ νος να βραχείς περισσότερο. Μ α οι άνδρωποι δεν έδιναν σημασία σ' αυτά τα εμπόδια, επιβιώνοντας, συνεχίζοντας τη ζωή τους κι εκεί, όπως στο Λονδίνο και παντού αλλού. Κάτω από τον γαλάζιο χειμωνιάτικο ουρανό πολλά καταστήμα τα ήταν ανοιχτά. Τα καταστήματα τροφίμων, τα φαρμακεία και τα ε στιατόρια, ακόμα και τα μπαρ, είχαν πινακίδες που έλεγαν πως όλοι οι πελάτες όφειλαν να επιδεικνύουν βιομετρικές ταυτότητες και κάρτες δελτίου. Η Λίλι δεν μπορούσε να γνωρίζει πόσο σύγχρονη ήταν η μόδα στα καταστήματα ενδυμάτων. Πολλά από τα ρούχα
206
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
που έβλεπε στις βιτρίνες ήταν της AxysCorp, οι περίφημες σειρές «ανθεκτικών» του Νέιθαν, δηλαδή πρακτικές φόρμες, πανωφόρια παντός καιρού, μπότες και καπέλα που θα άντεχαν για δέκα ή και περισσότερα χρόνια: ο Ν έιθαν Λάμοκσον συνέχιζε να πουλάει τα προϊόντα του στον κόσμο και να βγάζει λεφτά. Μερικά από τα άλλα καταστήματα ήταν φορτωμένα με αλλο πρόσαλλες στοίβες αγαθών, από παιχνίδια μέχρι κινητά τηλέφω να και από καφετιέρες μέχρι Αγγέλους. Η Λίλι είχε μάθει από τον Ν έιθαν πως αυτό ήταν ένα ακόμη σύμπτωμα της παγκόσμιας οι κονομικής κατάρρευσης. Ο ι εταιρείες πάσχιζαν να κρατηθούν σε λειτουργία όσο περισσότερο μπορούσαν, μέχρι που οι προμηθευ τές και οι αγορές τους λιγόστευαν ή εξαφανίζονταν εντελώς, οπό τε έβγαζαν σε ξεπούλημα όλο τους το στοκ. Μ ερικοί αυτόματοι πωλητές εφημερίδων λειτουργούσαν ακό μη. Από περιέργεια, η Λίλι πλήρωσε δέκα δολάρια για ένα φύλλο της N ew York Post. Η έκδοση διέθετε λιγοστές σελίδες και ήταν τυπωμένη με μελάνι που ξέβαφε, πάνω σε τραχύ χαρτί το οποίο εί χε ανακυκλωθεί πολλές φορές. Ο πρωτοσέλιδος τίτλος αναφερό ταν στην τελική ακύρωση του Παγκόσμιου Κυπέλλου Ποδοσφαί ρου, που θα διεξαγόταν στην Αγγλία το καλοκαίρι και όπου η ο μάδα των ΗΠΑ ήταν ανάμεσα στα φαβορί. Στη διασταύρωση με την 45η Ο δό η Θάντι συμβουλεύτηκε τον χάρτη στον καρπό της. «Από δω!» Γύρισε απότομα δεξιά, με κα τεύθυνση δυτικά. Την ακολούθησαν, με τον Γκάρι να διαμαρτύρεται: «Το Εμπάιρ Στέιτ είναι νότια και ανατολικά». Η Θάντι συνέχιζε να βαδίζει συμβουλευόμενη τον χάρτη της. Η Λίλι γνώριζε χονδρικά πού πήγαιναν. Βρίσκονταν στη Συνοικία των Ενδυμάτων, στην καρδιά της βιομηχανίας μόδας της πόλης, όπου τύποι όπως ο Ραλφ Λόρεν και ο Κάλβιν Κλάιν αποθανατίζο νταν με γρανιτένιες πλάκες φυτεμένες στο πεζοδρόμιο. Είχε περάσει κάποτε από εκεί με την Αμάντα, η οποία ανέκαθεν νοιαζόταν για τα ρούχα πολύ περισσότερο από την ίδια. Τώρα η περιοχή φαινόταν στο μεγαλύτερο μέρος της εγκαταλειμμένη.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
207
Έφτασαν σε ένα σημείο όπου δούλευαν δυο οχήματα της πυ ροσβεστικής. Πυροσβέστες χρησιμοποιούσαν αντλίες για να απομακρύνουν τα νερά ενός υπερχειλισμένου υπονόμου, στέλνοντάς τα μέσ' από χοντρές κίτρινες μάνικες κατά μήκος της 45ης Οδού προς τα δυτικά, παράλληλα με τη διαδρομή που ακολουδούσε η Θάντι. Πέρα από την Ό γδ ο η δεν συνάντησαν άλλους πεζούς. Στη δια σταύρωση με την Ένατη η Θάντι, αφού συμβουλεύτηκε ξανά τον χάρτη της, σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε το νερό που κάλυπτε το πεζοδρόμιο. Επρόκειτο για μια παράξενη αστική ακτή, όπως αυτές που η Λίλι είχε αντικρίσει στο Λονδίνο. Το νερό, δολό, γκριζοκάστανο και ε λαιώδες από τη βενζίνη, έγλειφε τις βάσεις των κτηρίων και τα κου φάρια εγκαταλειμμένων αυτοκινήτων. Ο ι μάνικες των πυροσβεστι κών οχημάτων εισχωρούσαν σ' εκείνο το σημείο στο νερό, οπότε μπορούσε να δει κανείς φυσαλλίδες και κυματισμούς καδώς άδειαζαν το βρομερό υλικό που είχαν τραβήξει από τους υπονό μους. Σε μερικά από τα παράδυρα των ψηλότερων ορόφων υ πήρχαν φώτα, μα τα περισσότερα τζάμια ήταν σπασμένα και τα πε ριστέρια κούρνιαζαν στα περβάζια, λεκιάζοντας με τις κουτσουλιές τους τα καφετιά τούβλα. «Σε τούτο το μέρος έχουμε μεγάλη εισβολή του νερού», είπε η Θάντι δείχνοντας. «Φτάνει νότια μέχρι τη 19η Ο δό καλύπτοντας το Κλίντον και το Τσέλσι, και βόρεια κάπου μια ντουζίνα οικοδομικά τετράγωνα από δω όπου στεκόμαστε. Τα αντιπλημμυρικά έργα έ χουν εγκαταλειφδεί. Η δορυφορική χαρτογράφηση των πλημμυ ρών είναι πολύ αξιόπιστη και δείχνει αυτή την ακτή με ακρίβεια μέ τρων. Κάποτε συνήδιζα να κάνω πατινάζ στην προβλήτα του Τσέλσι», συνέχισε και ξαφνικά φάνηκε να μελαγχολεί. Προχώρησε μπρο στά μέχρι που βρέδηκε να τσαλαβουτάει ως τους αστραγάλους στο δολό νερό. Έψαξε στο σακίδιό της, βρήκε έναν σουγιά, τον άνοιξε και ξεκόλλησε κάτι από έναν τοίχο. Το έφερε για να το δεί ξει στη Λίλι και στον Γκάρι. Ήταν ένα μύδι στο μέγεδος γραμματο σήμου κι ένα μικρότερο στρείδι. «Αυτό είναι Mytilaster lineatus», εί πε. «Και τούτο το μικρό στρείδι είναι ένα Cardium edule».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
208
«Και λοιπόν;» ρώτησε η Αίλι. «Πρόκειται για πλάσματα του ωκεανού. Βλέπει κανείς τα κελύφη τους στα ιζηματογενή πετρώματα. Είναι από τα πρώτα ζωικά εί δη που αποικούν ένα σημείο όπου η θάλασσα καταλαμβάνει την ξη ρά. Ακριβώς όπως γίνεται εδώ». Ξανάριξε τα όστρακα στο νερό. Στάθηκαν για μια στιγμή στην άκρη του νερού. Έσκαγε στον δρόμο ρυπαρό, γεμάτο επιπλέουσες ακαθαρσίες, πλαστικές σα κούλες, δοχεία από φαστφουντάδικα, αλουμινένια κουτάκια και προφυλακτικά, απορρίμματα μιας εποχής που ήδη φαινόταν πολύ μακρινή. Πλησίαζε τις άκρες από τις μπότες της Αίλι λίγο περισσό τερο με κάθε μικρό κυμάτισμά, σαν πλημμυρίδα που ανέβαινε η στάθμη της. «Ας προχωρήσουμε», είπε η Θ άντι. Γύρισε και τους οδήγησε ξανά στον δρόμο.
31 Στην Έβδομη Λεωφόρο, η οποία ήταν σχετικά γεμάτη από βαριά ντυμένους ανθρώπους που ψώνιζαν, φαινόταν σαν να μη συνέβαινε η εισβολή του ποταμού δυο οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα, σαν οι οι τρεις τους να είχαν περάσει μέσα από κάποιο είδος πύλης διαφεύγοντας από έναν παράλληλο κόσμο που βούλιαζε στο νερό. Κατευθύνθηκαν προς την Τάιμς Σκουέαρ και το Μπροντγουέι. Ο ι πελώριες φωτεινές επιγραφές της πλατείας ήταν νεκρές, τερά στια μαύρα παράθυρα που έδειχναν το κενό - όλες εκτός από μιαδυο μικρές οθόνες που έλαμπαν κόκκινες και λευκές με διαφημί σεις της Κόκα-Κόλα και που θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να είχαν παρακάμψει τους περιορισμούς της κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύ ματος, ίσως για να τονώσουν το ηθικό του πληθυσμού. Η πλατεία
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
209
ήταν αλλόκοτη, ένας γιγάντιος κενός χώρος με ελάχιστα οχήματα και ανθρώπους γύρω της. Αλλά η μουσική αντηχούσε από ηχεία κρεμασμένα σε κολόνες: η Έλα Φιτζέραλντ τραγουδούσε «Κάποιος
να με προσέχει». Στη διασταύρωση με την 34η Ο δό προσπέρασαν το πολυκατά στημα M acy s. Ή ταν ανοιχτό, παρ' ότι κουβέρτες και πετσέτες κρέ μονταν για να στεγνώσουν στα παράθυρα των ψηλότερων ορό φων. Ένας γιγάντιος πίνακας διακήρυσσε πως το μεγαλύτερο πο λυκατάστημα του κόσμου ήταν περήφανο που φιλοξενούσε άστε γους Νεοϋορκέζους σε μια περίοδο κρίσης. Ο Πιρς Μίκελμας τους περίμενε, όπως τους είχε υποσχεθεί, στη βάση του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Φορούσε τη στολή του Βρε τανού αξιωματικού. Έδειχνε χαλαρός κι είχε τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Το ήξερα πως θα αργούσατε», είπε λοξοκοιτάζοντας τη Θάντι. «Κάνατε "ψαράκια" στο νερό;» «Ναι, ναι!» Η Λίλι τον αγκάλιασε για μια μόνο στιγμή. «Μια χαρά είσαι, Πιρς. Θ α πρέπει να είσαι ο μοναδικός άνθρωπος στη Νέα Υόρκη που φοράει επίσημη στολή. Πώς καταφέρνεις και κρατάς τα μανικέτιά σου καθαρά; Θ εέ μου, εσύ φοράς γυαλισμένα παπούτσια!» «Ο, προσέχω όλη την ώρα πού πατάω. Πρέπει κανείς να είναι στην τρίχα, όταν αντιπροσωπεύει τη βρετανική κυβέρνηση σε συ σκέψεις του ΟΗΕ». Η Θ άντι έριξε άλλη μια ματιά στον δορυφορικό χάρτη της. «Δουλεύεις στο κτήριο του ΟΗΕ; Μ α η περιοχή από το ποτάμι μέ χρι την πλατεία των Ηνωμένων Εθνών έχει πλημμυρίσει». «Σωστά, ολόκληρη η περιοχή έχει γίνει λιμνοθάλασσα. Θ α πρέ πει να πάρετε πλεούμενο για να 'ρθείτε. Ό μω ς οι πάνω όροφοι εί ναι κατοικήσιμοι· ο οργανισμός λειτουργεί ακόμα, αν και οι περισ σότερες δραστηριότητές του έχουν μεταφερθεί πια στη Γενεύη. Γε νικά, υπάρχει η αίσθηση πως δεν πρέπει να σταματήσει κανείς να προσπαθεί, ξέρεις. Ο πατέρας μου έχει μια μικρή εταιρεία εκτιμή σεων. Κάποτε, μια βόμβα του IRA τίναξε στον αέρα την έδρα του
210
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στο Μάντσεστερ. Το άλλο πρωί είχε στήσει το μαγαζί του σε κάποια πάμπ στην άκρη του δρόμου και κρέμασε μια επιγραφή έξω από την πόρτα που έγραφε: "Η επιχείρηση συνεχίζει τη λειτουργία της"». Η Λίλι κούνησε το κεφάλι. «Αυτό δεν το ήξερα, Πιρς. Και πί στευα πως, έχοντας πει τόσα στη Βαρκελώνη, δεν είχαμε πια μυ στικά». «Πόσο ανιαρό 8α ήταν κάτι τέτοιο, αν ήταν αληθινό! Τώρα, λοιπόν, 8α έλεγα να κόψουμε δρόμο ανατολικά, αφού τα πράγ ματα μπερδεύονται λιγάκι προς το κέντρο της πόλης...» Από δω και στο εξής οδηγούσε ο Πιρς, πατώντας με προσοχή ανάμεσα στις λιμνούλες νερών της Πέμπτης Λεωφόρου, μέχρι που έφτασαν στη διασταύρωση με τη οδό Μπροντγουέι στο Κτήριο Φλατάιρον. Από εκεί συνέχισαν στην Μπροντγουέι με κατεύθυνση νοτιοανατολικά, προς την Γιούνιον Σκουέαρ. Η Θάντι έριξε μια μα τιά στον χάρτη της. Ο ι τρεις πρώην όμηροι, ο Γκάρι, ο Πιρς και η Λίλι, περπατού σαν πλάι-πλάι. Από παρόρμηση, η Λίλι προχώρησε ανάμεσά τους και πέρασε τα μπράτσα της στα δικά τους. Ο Πιρς μίλησε για την Έλεν. «Έμαθα πως βρίσκεται στις ΗΠΑ. Αυτή και ο φίλος της από το υπουργείο Εξωτερικών». «Θα αστειεύεσαι», είπε η Λίλι. «Την τελευταία φορά που της μί λησα, μου είπε πως πηγαινοερχόταν ανάμεσα στο Ιράν και τη Σα ουδική Αραβία». «Στη Σαουδική Αραβία έγινε ένα αποτυχημένο πραξικόπημα. Φοβάμαι πως θα δούμε πολλά τέτοια πράγματα στα χρόνια που θα ακολουθήσουν. Το σόι του Σαϊντ προσπάθησε να ρίξει τον βα σιλιά από τον θρόνο. Δεν έπιασε, και όταν η κατάσταση κινδύνε ψε να εξελιχτεί σε κανονικό εμφύλιο πόλεμο ο στρατός των ΗΠΑ παρενέβη. Έσωσαν τον Σαϊντ και τους άλλους συνωμότες, τους μετέφεραν στις αμερικανικές εγκαταστάσεις της Βαγδάτης και στη συνέχεια τους έφεραν εδώ». «Ω ς τι; Ω ς αιχμάλωτους; Ω ς πρόσφυγες;» Ο Πιρς χαμογέλασε αχνά. «Αυτό μέλλει να αποδειχτεί. Ο Σαϊντ δήλωσε πως ζητάει την προστασία της οικογένειάς του».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
211
«Αχά! Σ' αυτήν θα συμπεριλαμβάνεται και η Γκρέις», είπε ο Γκάρι. «Ναι. Δεν δα ήθελα να προκαλέσω μάταιες ελπίδες, όμως θα έλεγα πως οι πιθανότητες της Έλεν να βρει το παιδί της αυξάνονται κατά πολύ, εφόσον κι αυτή και η Γκρέις βρίσκονται πια στις ΗΠΑ». Η Λίλι ευχόταν τούτο να ήταν αλήθεια. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να μιλήσει στην Έλεν, ακόμα και να συναντήσει από κο ντά αυτήν και τον Μάικλ, πριν αναγκαστούν να εγκαταλείψουν για άλλη μια φορά τις ΗΠΑ. «Χαίρομαι που πρόκειται να υποστηρίξεις την παρουσίαση της Θάντι προς την επιτροπή, Πιρς», είπε ο Γκάρι. «Ο Ν έιθαν το εκτι μά ιδιαίτερα». Ο Πιρς γρύλλισε. «Είμαι βέβαιος γ ι' αυτό. Είναι χαρά μου που μπόρεσα να διευκολύνω κάπως τα πράγματα. Πάντως, δεν νομίζω πως η στολή μου θα παίξει και πολύ σημαντικό ρόλο μπροστά στο ακροατήριο που θα αντιμετωπίσει η Θάντι. Ο ι τρελοεπιστήμονές είναι παντού όλοι ίδιοι - από τη φύση τους ανίκανοι να αποδεχτούν την εξουσία». Ο Γκάρι γέλασε. «Πραγματικά, αυτός είναι ένας αρκετά ακρι βής ορισμός της βασικής ικανότητας ενός επιστήμονα». «Οπωσδήποτε, αυτό δεν κάνει το πάρε-δώσε μ' εσάς τους απα τεώνες ευκολότερο, σωστά;» «Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό, Πιρς», είπε η Λίλι. «Αν η Θάντι έχει δίκιο...» «Αν έχει δίκιο θα πρέπει να εισακουστεί, ασφαλώς. Μ α απ' ό,τι ακούω, θεωρώ πιο πιθανό να μην έχει δίκιο, έστω κι αν ο Νέιθαν Λάμοκσον θα επιθυμούσε το αντίθετο». «Τι θες να πεις μ' αυτό;» «Του χρωστώ μια τεράστια υποχρέωση· του χρωστώ τη ζωή μου. Μα κατά την κρίση μου, ο Λάμοκσον είναι από εκείνους τους τύ πους που λαχταρούν το τέλος του κόσμου - ξέρεις, να δει τα πά ντα να καταρρέουν γύρω του, ώστε να μπορέσει να μας σώσει και να τα ξαναφτιάξει όλα από την αρχή. Λαχταρά να ζήσει σε μια ε ποχή που να προσφέρει ευκαιρίες ανάλογες με την αξία που προσ
212
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δίδει ο ίδιος στον εαυτό του. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως η Θάντι έχει άδικο. Απλά, ένας τύπος σαν τον Λάμοκσον έχει πάντα την προδιάθεση να πιστεύει στις καταστροφικές προβλέψεις της». Ο Γκάρι έγνεψε. «Ίσως. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν ο Νέι8αν 8α συνέχιζε να ακουμπάει λεφτά, σε περίπτωση που τα ευρή ματα της Θάντι δεν 8α έδειχναν πως τα πράγματα χειροτερεύουν. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα απ' όλ' αυτά δεν αποδεικνύει πως έχει άδικο». «Πράγματι», είπε ο Πιρς. «Από την άλλη, παραμονεύει ένας κίνδυνος στο να ονειρεύεσαι φανταστικές καταστροφές: να πέσεις στην παγίδα να αγνοήσεις την πραγματικότητα». «Η οποία είναι;..» Εκείνος κοντοστάθηκε και κοίταξε γύρω του· βρίσκονταν στη διασταύρωση με την 4η Ο δό. «Ελάτε από δω και θα σας δείξω». Έκοψε δυτικά για τρία οικοδομικά τετράγωνα οδηγώντας τους με σιγουριά, μέχρι που έφτασαν στο πάρκο της Ουάσινγκτον Σκουέαρ. Εκεί είχε δημιουργηθεί ακόμα ένας καταυλισμός προσφύγων, όπως στο Σέντραλ Παρκ. Καπνός υψωνόταν από φωτιές και κάθε τετραγωνικό μέτρο ήταν κατειλημμένο από βρόμικα αντίσκηνα στο χρώμα της λάσπης, με πράσινες φορητές τουαλέτες εδώ κι εκεί. Έ βλεπες σκηνές με σταθμούς πρώτων βοηθειών, κουζίνες, ντουζιέ ρες, δεξαμενές νερού· ο καταυλισμός (ραινόταν να είναι εξαιρετικά καλά οργανωμένος. Υπήρχε όμως και ισχυρή παρουσία της αστυ νομίας, με έφιππους αστυνομικούς που έκαναν περιπολίες γύρω από το πάρκο και συρματοπλέγματα παντού. Στα βόρεια μια αψίδα θριάμβου υψωνόταν πάνω από τις συ γκεντρωμένες σκηνές, απομεινάρι από κάποια πιο ευοίωνη εποχή. Από την αψίδα ανέμιζαν λάβαρα που τιμούσαν υπηρεσίες όπως την Εθνοφυλακή, το Τμήμα Περιβαλλοντικής Προστασίας της Πό λης της Ν έας Υόρκης και το Γραφείο Διαχείρισης Έκτακτων Ανα γκών του δήμου. Μ ια αφίσα διαφήμιζε δωρεάν μαθήματα στη γε νεαλογία μέσω ανάλυσης του DNA, η οποία αποδείκνυε πως οι πρόγονοι των Αμερικανών προέρχονταν από ένα ολόκληρο ουρά νιο τόξο εθνοτήτων. Μ ια χορωδία ανδρών της αστυνομίας στεκό
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
213
ταν κάτω από την αψίδα και τραγουδούσε μελαγχολικές ιρλανδικές μπαλάντες. Πουθενά δεν (ραινόταν ούτε φύλλο χορταριού· ολόκληρο το πάρ κο είχε ποδοπατηθεί μέχρι που έγινε λάσπη. Ο αέρας ήταν βαρύς από τις μυρωδιές του καπνού και των υπονόμων. Συμβουλευόμενη τον δορυφορικό της χάρτη, η Θάντι είπε αρ γά: «Εδώ βρισκόμαστε σε ένα είδος λαιμού μεταξύ δύο πλημμυ ρισμένων εκτάσεων. Στα δυτικά υπάρχει μια αρκετά μεγάλη λίμνη η οποία καλύπτει μεγάλο μέρος του Γκρίνουιτς Βίλατζ και φτάνει μέ χρι και την 14η Ο δό. Ό σ α κτήρια βρίσκονταν πλάι στην όχθη του ποταμού, έχουν επίσης χα θεί κάτω από τα νερά. Στα ανατολικά υπάρχει ακόμα μια μεγάλη εισβολή υδάτων, εκεί όπου ο Ιστ Ρίβερ κάλυψε το Ιστ Βίλατζ και το Άλφαμπετ Σίτι φτάνοντας μέχρι και τη Δεύτερη Λεωφόρο, ακόμα και ως την Τρίτη». Σήκωσε το κεφάλι. «Εδώ που είμαστε, βρισκόμαστε στριμωγμένοι ακριβώς στη μέση». «Κι εδώ έχουν καταλήξει οι πρόσφυγες», είπε ο Πιρς, «οι κατα στηματάρχες και οι εστιάτορες, οι καλλιτέχνες, οι συγγραφείς και οι ποιητές του Γκρίνουιτς από τη μια κατεύθυνση, οι Πορτορικανοί του Άλφαμπετ Σίτι από την άλλη, μαζί με μερικούς πλούσιους λευ κούς που αποίκισαν τις αναβαθμισμένες φτωχογειτονιές δυτικά της Λεωφόρου Β. Τώρα είναι όλοι μαζεμένοι εδώ και ζουν σε σκηνές στην Ουάσινγκτον Σκουέαρ». «Με την αστυνομία να τους κρατάει χώρια;» ρώτησε ο Γκάρι. «Λένε πως η Νέα Υόρκη είναι ένα χωνευτήρι», είπε ο Πιρς. «Υπο θέτω πως φέτος η θεωρία αυτή θα δοκιμαστεί. Πάντως, εφαρ μόζονται προγράμματα ανοχής της διαφορετικότητας. Καταλαβαί νετε, όμως, τι εννοώ; Λίλι, έχουμε συζητήσει κι άλλες φορές για τον Νέιθαν Λάμοκσον και τις στομφώδεις προσφορές του. Σύμφωνα με τη δική μου άποψη, εδώ προσφέρεται η πραγματική βοήθεια από γιατρούς, νοσοκόμες, πυροσβέστες, αστυνομικούς και απειράρι θμους εθελοντές, το ακατάπαυστο εγχείρημα της παροχής καταλύ ματος, τροφής, Θέρμανσης και αποτροπής των ασθενειών - το εγ χείρημα της διατήρησης στη ζωή του καθενός ανθρώπου ξεχωρι στά. Απ' ό,τι έχω μάθει, ήδη στις έξι εβδομάδες ζωής του καταυλι
214
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σμού έχουν γεννηθεί εδώ εκατό παιδιά κι έχουν πεθάνει περισσότε ροι. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Μ ια τέτοιου είδους προσπάθεια δεν θα ήταν αρκετά φανταχτερή ώστε να τραβήξει το ενδιαφέρον του Νέιθαν Λάμοκσον. Τέλος πάντων. Α ς προχωρήσουμε». Οδήγησε πάλι προς τα ανατολικά, φέρνοντάς τους πρώτα κάθετα στη λεωφόρο Μπροντγουέι κι από τον Νότο στο Μπόουερι. Στη συ νέχεια, έκοψε και πάλι δρόμο προς τα νότια μέσω της Μ ικρής Ιτα λίας και της Τσάινα Τάουν. Η Θάντι τους είπε πως περνούσαν ξανά από μια στενωπό ανά μεσα σε πλημμυρισμένες περιοχές, με το Σόχο βυθισμένο στα δυ τικά, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του Λόουερ Ιστ Σάιντ στα α νατολικά. Εκεί δεν υπήρχαν βολικά πάρκα για εγκατάσταση, ούτε εμφανή στρατόπεδα προσφύγων κι οι γειτονιές ήταν σιωπηλές, γε μάτες με υποβόσκουσα ένταση. Ο Πιρς είπε πως είχε επικρατήσει χάος όταν το ύψος του ποταμού ξεπέρασε τα δέκα μέτρα, μια κα ταστροφική νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα. Κύματα προσφύγων από το Ιστ Σάιντ, πολλοί απ' αυτούς μετανάστες πρώτης γενιάς, ει σέβαλαν σε έναν χώρο μερικών οικοδομικών τετραγώνων που ή ταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος από μια κοινότητα ποικίλων εθνικοτή των. Ο ι περισσότεροι είχαν πια μεταφερθεί στα βόρεια. Η παρέα του Πιρς έκοψε δρόμο μέσα από το Παρκ Ρόου και βγήκε στο Δημοτικό Κέντρο, στη ρίζα του μεγάλου κεκλιμένου ε πιπέδου που οδηγούσε στη Γέφυρα του Μπρούκλιν. Κι εκεί ανα κάλυψαν άλλη μια «αστική όχθη», στο σημείο όπου ο δρόμος βυ θιζόταν στο νερό. «Μάλλον μέχρι εδώ ήταν», είπε η Θάντι. Σκέπασε την οθόνη στο μανίκι της. «Από αυτό το σημείο και προς τα νότια δεν υπάρχει πα ρά μόνο νερό». Καθώς ο ήλιος είχε χαμηλώσει, η Λίλι έπρεπε να σκιάσει τα μά τια της για να αγναντέψει τα πυκνά κτήρια της Συνοικίας του Χρη ματιστηρίου, από τη γοτθική κορυφή του ουρανοξύστη Γούλγορθ λίγα οικοδομικά τετράγωνα πιο κάτω μέχρι τους λαμπερούς, και νούργιους πύργους του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου στα νο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
215
τιοανατολικά, με κυρίαρχο το εντυπωσιακό σφηνοειδές σχήμα του ψηλότερου απ' όλες τις οικοδομές, του Πύργου της Ελευθερίας. Παρ' ότι το νερό λίμναζε στα σκιώδη φαράγγια ανάμεσα στους ουρανοξύστες, τα φώτα έλαμπαν στις προσόψεις τους και υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα στο νερό, καθώς σκάφη πηγαινοέρχονταν α νάμεσα στα κτήρια. «Φαίνεται, λοιπόν, πως στη Γουόλ Στριτ εργάζονται ακόμα», εί πε η Θάντι. «Ναι», είπε ο Πιρς. «Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας αφο ρά το κλείσιμο, τη συντήρηση και τη μεταφορά των λειτουργιών της. Από την άλλη, είναι καλό για την εικόνα κάθε εταιρείας να έχει μια παρουσία στη ζώνη καταστροφής από την οποία επωφελείται». «Και ο Πύργος της Ελευθερίας;..» είπε ο Γκάρι. «Είναι το μέρος όπου ο Νέιθαν έχει κανονίσει την παρουσίαση της Θάντι στη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή», είπε ο Πιρς. «Ο Νέιθαν είναι πραγματικός επιδειξίας. Αν και το Μεμόριαλ έχει πλημμυρίσει, ασφαλώς». Η Θάντι σκίασε τα μάτια της. «Έχουν περάσει χρόνια από τό τε που Βρέθηκα εδώ. Είμαι σίγουρη πως ο ορίζοντας των κτηρίων ήταν διαφορετικός». «Κάθε τόσο ένα κτήριο πέφτει», είπε ο Πιρς. «Είναι όλα χτισμένα πάνω σε γερό σχιστόλιθο, αλλά τα υπόγειά τους έχουν υπονομευτεί κι ούτε τα θεμέλιά τους είναι σχεδιασμένα για συνεχή παραμονή σε αλμυρό νερό. Ξεσπά, λοιπόν, μια καταιγίδα και... Συνήθους υπάρχει χρόνος για προειδοποίηση, οπότε σε γενικές γραμμές οι απώλειες είναι λιγοστές. Ό τα ν καταρρέουν, ανατινάζονται, ξέρετε· οι χαλύ βδινοι σκελετοί μέσα στο ενισχυμένο τσιμέντο υπόκεινται σε τρο μερές πιέσεις». «Και πώς θα πάμε εκεί;» ρώτησε η Θάντι. «Κολυμπώντας;» «Υπάρχει ένα σκάφος της AxysCorp. Θ α το καλέσω». Απομα κρύνθηκε μιλώντας στον αέρα. Καθώς το έκανε, ο φρουρός που τους ακολουθούσε από το Σέντραλ Παρκ ξεπρόβαλε από τις σκιές ενός δρόμου, γνέφοντας στον Πιρς. Ένα αεράκι ανάδεψε τα μαλλιά της Λ ίλι. Κοίταξε ανατολικά,
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
216
προς την κατεύθυνση του ωκεανού. Σύννεφα μαζεύονταν στον ου ρανό, ένας πελώριος δίσκος ο οποίος απλωνόταν στον ορίζοντα. Θυμήθηκε την καταιγίδα που είχε αναγκάσει το αεροπλάνο της να αλλάξει πορεία.
32 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Σύμφωνα με το τακτικό του ηλεκτρονικό ημερολόγιο, ο Χάρισον Γκέλερτνερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σαν Φραντσίσκο. Άσκησε σε όλη του τη ζωή το επάγγελμα του δικηγόρου στην πόλη αυτή, με εξειδίκευση σε περιπτώσεις παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων. Είχε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο εξαιτίας τις αγάπης της συ ζύγου του για τα εξωτικά μέρη, αλλά όχι τόσο πολύ στην ίδια του την πατρίδα. Σε ηλικία εξήντα πέντε ετών ο Γκέλερτνερ αποσύρθηκε από την ενεργό δικηγορία και στα εξήντα οκτώ βρέθηκε χήρος, μετά τον θά νατο της συζύγου του από καρκίνο· ο θάνατός της επήλθε πολύ γρή γορα και του προκάλεσε μεγάλο κλονισμό. Σε ηλικία εξήντα εννιά ετών αντιλήφθηκε πως μεγάλα κομμάτια της Αμερικής, της χώρας στο εσωτερικό της οποίας δεν είχε ταξιδέψει ποτέ, χάνονταν γρή γορα κάτω από τα νερά. Αποφάσισε να επανορθώσει το κενό που υπήρχε στις εμπειρίες του, όσο είχε την υγεία και τα χρήματα για να το κάνει - αλλά και όσο κάτι τέτοιο ήταν ακόμη δυνατόν. Αποφάσισε να ξεκινήσει με την πρωτεύουσα Ουάσινγκτον. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2018, πήρε την πτήση των Αμερικα νικών Αερογραμμών για το Αεροδρόμιο της Ουάσινγκτον. Όπως αποδείχτηκε, αυτή ήταν μια από τις τελευταίες πολιτικές πτήσεις
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
217
που δα προσγειωνόταν ποτέ στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο. Μέσα σε όλα αυτά, η Ουάσινγκτον δεν ήταν και πολύ εντυπω σιακή. Στον Γκέλερτνερ φάνηκε σαν μια μικρή αμερικανική πόλη και μάλιστα αφρόντιστη, βρόμικη, γλιτσιασμένη, η οποία προφανώς δα ήταν ανυπόφορα ζεστή το καλοκαίρι, παρ' ότι ο καιρός ήταν αρκετά ευχάριστος εκείνη την κρύα μέρα του Φεβρουάριου που την επισκέφδηκε. Καδώς οι πλημμύρες είχαν ήδη ξεσπάσει, το νε ρό ανάβλυζε από τους υπονόμους και κυλούσε στα πεζοδρόμια. Ή ταν δύσκολο να περπατήσεις στην πόλη. Σειρήνες ούρλιαζαν και το μποτιλιάρισμα επικρατούσε παντού. Όπως κατέγραψε στο μπλογκ του, υπήρχε μια αίσδηση πίεσης και πραγμάτων που ξέφτιζαν, ενώ όλα ήταν βρόμικα και κατέρρεαν. Μετά έκανε μια στροφή και βρέδηκε στον Λευκό Οίκο, ουσια στικά το κέντρο της εξουσίας πάνω στον πλανήτη, ένα οικοδόμη μα στη μέση της πόλης. Σύμφωνα με τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο-Άγγελο που ο εγγονός του τού είχε δείξει πώς να χρησιμο ποιεί, ο πρόεδρος και η κυβέρνησή του είχαν εγκαταλείψει την πρω τεύουσα προ πολλού. Διαδηλωτές βρίσκονταν ακόμη εκεί, όμως, μια ταλαιπωρημένη ομάδα ανδρώπων που έστεκαν μπροστά στην είσοδο κρατώντας πανό και διαμαρτυρόμενοι για τους φόρους, τους πολέμους στο εξωτερικό και τις ανισότητες στη βοήδεια των πλημμυροπαδών. Λίγα οικοδομικά τετράγωνα πιο κάτω υπήρχαν τα αρχηγεία άλλων πολύ σημαντικών δεσμών, όπως το FBI, η NASA και η Παγκόσμια Τράπεζα. Ή ταν μια πόλη που μερικές φορές αποδεικνυόταν υπερβολικά μικρή σε σχέση με τη σημασία του ρόλου που έπαιζε στην παγκόσμια σκηνή. Περπάτησε στην πράσινη έκταση του εδνικού πάρκου, όπου το μνημείο του Ουάσινγκτον ξεπρόβαλλε ψηλό και λεπτό. Ο Γκέλερτ νερ προσανατολίστηκε- το Καπιτώλιο βρισκόταν στα ανατολικά και το Μαυσωλείο του Λίνκολν στεκόταν μεγαλόπρεπο στα δυτικά. Το χορτάρι ήταν μουσκεμένο από το νερό και υποχωρούσε κάτω από τα δερμάτινα παπούτσια του. Αν και μπόρεσε να εξερευνήσει το Μαυσωλείο του Λίνκολν με την ησυχία του, το κτήριο του Καπι τωλίου ήταν κλειστό για τους επισκέπτες. Απογοητεύτηκε όταν α
218
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νακάλυψε πως κλειστά ήταν και τα διάφορα μουσεία του Ινστιτού του Σμιθσόνιαν, μ' όλο που υπήρχε μεγάλη δραστηριότητα γύρω τους, καθώς το προσωπικό πακετάριζε πολύτιμα εκθέματα για τη μεταφορά τους αλλού. Αναφέρθηκε αόριστα στην εξέλιξη των πλημμύρων. Εκείνο το βράδυ οι ειδήσεις στην τηλεόραση έδειξαν συνταρακτικές εικόνες και χάρτες, σχετικά με τα νερά που απειλούσαν την Ουάσινγκτον. Ο ωκεανός είχε μπει βαθιά στον όρμο Τσέζαπικ και ήδη έσπρωχνε τον ποταμό Πότομακ μέσα στην πόλη. Δεν πίστευε ως τότε πως η πρωτεύουσα των ΗΠΑ θα διέτρεχε έναν τόσο άμεσο κίνδυνο, μα ο κίνδυνος είχε εμφανιστεί και τον κατέγραψε στο μπλογκ του. Ξύπνησε τη νύχτα από έναν συναγερμό για πυρκαγιά. Το ξε νοδοχείο έπρεπε να εκκενωθεί. Ο Γκέλερτνερ είχε στα χέρια το αεροπορικό εισιτήριο της επι στροφής, αλλά γρήγορα έμαθε πως το αεροδρόμιο είχε κλείσει. Ε πειδή δεν ήταν σίγουρος τι έπρεπε να κάνει, έμεινε στη θέση του. Ό τα ν ήρθε το πρωί, βρέθηκε μαζί με ένα πλήθος οικογενειών, κυ ρίως μαύρων και φτωχών, που περίμεναν κάποιο επιταγμένο σχο λικό λεωφορείο το οποίο θα τους οδηγούσε σε ψηλότερο έδαφος. Άνδρες της Εθνοφυλακής με αυστηρή όψη βρίσκονταν εκεί για να βεβαιωθούν πως κανείς από τους μετακινούμενους δεν θα προσπαθούσε να ξεμακρύνει από την καθορισμένη ομάδα του, ούτε θα παρεμπόδιζε τις πομπές των οχημάτων που είχαν ήδη ξε κινήσει μεταφέροντας σε ασφαλές σημείο τους εναπομείναντες υπαλλήλους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, τα μεγάλα στελέχη των επιχειρήσεων και τους πλούσιους. Ο Γκέλερτνερ βγήκε από την πόλη γύρω στο μεσημέρι. Αυτά ήταν λίγο-πολύ όσα πρόλαβε να δει από την Ουάσινγκτον, μια πόλη που έτυχε να επισκεφθεί την ώρα της ερήμωσής της. Από την ίδια την πλημμύρα δεν είδε τίποτα σημαντικό. Του φαινόταν παράξενο που η πρώτη του επίσκεψη στην πρωτεύουσα, στο τέλος της μακράς ζωής του, ίσως αποδεικνυόταν η τελευταία που θα έ κανε ποτέ σ' αυτήν κάποιος τουρίστας. Ο Γκέλερτνερ απογοητεύτηκε ιδιαίτερα που δεν είδε τον Απόλ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
219
λωνα 7 1 στο Εθνικό Μουσείο Αέρος και Διαστήματος. Ποτέ δεν έ μαθε πως ο βαρύς θαλαμίσκος είχε μεταφερθεί επιτυχώς σε άλλο μέρος.
33 Ο Νέιθαν Λάμοκσον τους συνάντησε σε έναν προθάλαμο της αί θουσας διαλέξεων κάπου βαθιά στον Πύργο της Ελευθερίας, όπου η Θάντι επρόκειτο να παρουσιάσει τα αποτελέσματα των ερευνών της σε μια υποεπιτροπή της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Αλλαγή του Κλίματος, της IPCC. Η Θάντι έφυγε για να πλυ θεί και να ετοιμαστεί, ενώ ο Γκάρι κλήθηκε να μιλήσει με κάποι ους άλλους κλιματολόγους μέσα στο κτήριο, προερχόμενους από το Κέντρο Τυφώνων της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμό σφαιρας στο Μαϊάμι και από άλλους οργανισμούς. Ή ταν κάποιοι τοπικοί μετεωρολόγοι, οι οποίοι ανησυχούσαν ολοένα και περισ σότερο για την καταιγίδα που ερχόταν από τη θάλασσα και που την αποκαλούσαν πια με την κωδική ονομασία Ααρών. Έτσι, λοιπόν, δίπλα στον Ν έιθαν Λάμοκσον κάθισε μονάχα η Λίλι, σε έναν εξώστη που έβλεπε προς την αίθουσα όπου η Θάντι ήδη έκανε την παρουσίαση. Το ακροατήριο ήταν λιγοστό· καμιά ντουζίνα από τις εκατό περίπου θέσεις ήταν κατειλημμένες από με σόκοπους τύπους με το εκκεντρικό ντύσιμο, κούρεμα και γένια που έμοιαζαν να αποτελούν τα σήματα κατατεθέντα ενός επαγγελματία επιστήμονα. Φαινόταν να γνωρίζονται μεταξύ τους και συζη τούσαν γέρνοντας από δω κι απο κει στα καθίσματά τους. Αγνο ούσαν τη Θάντι, η οποία συνέχιζε την παρουσίασή της. Στον αέρα μπροστά της υπήρχε μια μεγάλη τρισδιάστατη ημιδιαφανής εικόνα που απεικόνιζε ολόκληρη τη Γη. Περιστρεφόταν καθώς η Θάντι
220
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
την άγγιζε· η Αίλι μπορούσε να διακρίνει το ειλικρινές της πρό σωπο μέσα από τα ημιδιάφανα στρώματα του πλανήτη. Ο Λάμοκσον ρούφηξε τον καφέ του και έγειρε προς το μέρος της Αίλι. «Έχουμε ωραία 8έα από δω». «Ναι. Μου αρέσει ο τρισδιάστατος προβολέας της Θάντι». Εκείνος τη λοξοκοίταξε. «Να υποθέσω πως δεν έχεις ξαναδεί κρυστάλλινη σφαίρα;» «Ό σον καιρό ήμουν κλεισμένη στα υπόγεια της Βαρκελώνης, έχασα πολλά από τα καινούργια παιχνίδια». «Πράγματι. Απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, η αρχή στην οποία βασί ζεται η συσκευή είναι απλή. Πρόκειται μάλλον για μια οπτική ψευ δαίσθηση». Σήκωσε το χέρι ψηλά και μιμήθηκε μια περιστροφή. «Διαθέτεις μια διαφανή οθόνη, κάπως έτσι όρθια, η οποία περι στρέφεται χίλιες φορές το λεπτό. Διαθέτεις και τρεις προζέκτορες, που προβάλλουν εικόνες επάνω της μέσα από συστήματα φακών και κατόπτρων. Άρα ανά πάσα στιγμή έχεις μπροστά σου μια συ γκεκριμένη φέτα του τρισδιάστατου αντικειμένου που κοιτάζεις. Ε φόσον περιστρέφεται γρήγορα η οθόνη, οι φέτες ενοποιούνται για το ανθρώπινο μάτι. Είναι ένα καταπληκτικό ιατρικό εργαλείο, όπως μου έχουν πει. Χρήσιμο στη χειρουργική, ξέρεις, για σαρώσεις κρα νίων που περιέχουν κακοήθεις όγκους και τα παρόμοια. Ασφαλώς, η ευρύτερη χρήση του γίνεται στην πορνογραφία». Αυτό την έκανε να γελάσει. «Να σου πω την αλήθεια, κοιτάζο ντας από ψηλά τη Θάντι έτσι όπως είναι τώρα, μου φάνηκε κι εμέ να πως θα δω καμιά χειρουργική επέμβαση». Ο Λάμοκσον γρύλλισε. «Από μια άποψη, αυτό θα δεις. Τούτοι οι μαλάκες θα κάνουν ό,τι μπορούν για να κατακρεουργήσουν όσα τους παραθέτει η Θάντι. Θ α πρέπει να καταλάβεις πώς λειτουργεί η IPCC, Αίλι, και για ποιον λόγο υπάρχει...» Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος είχε συγκροτηθεί από τις κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία του 1980, για να παράσχει έγκυρες εκτιμήσεις πάνω σε πληροφορίες και προ βλέψεις που αφορούσαν την κλιματική αλλαγή. «Υπάρχουν ομάδες εργασίας οι οποίες καλύπτουν τις φυσικές
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
221
επιστήμες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, τις επιπτώσεις της στον κόσμο και τον μετριασμό αυτών των επιπτώσεων. Η λέ ξη κλειδί εδώ είναι η λέξη "έγκυρες". Ό λ ε ς οι δραστηριότητες της επιτροπής αποβλέπουν ακριβώς στην ενίσχυση αυτής της ιδέ ας. Κάδε φορά που δίνουν μια γνωμοδότηση, κατονομάζεται ένας κύριος συγγραφέας για κάδε τμήμα αλλά ουσιαστικά υπάρχουν εκατοντάδες ειδικοί εκτιμητές οι οποίοι παραδίδουν δεκάδες χι λιάδες σχόλια. Κανόνας είναι να αφήνουν να περνάει μονάχα κά τι για το οποίο υπάρχει απόλυτη ομοφωνία. Ειδικά όταν αυτό το κάτι καταλήγει στη Σύνοψη για τη λήψη πολιτικών μέτρων, που εί ναι και το μοναδικό έγγραφο το οποίο διαβάζεται απ' όλους». «Για φαντάσου! Μου φαίνεται απίστευτο πως κάτι μπορεί να περάσει τελικά μέσα από τόσα φίλτρα». «Αυτό είναι το δέμα. Η IPCC είναι ιδιαίτερα συντηρητική. Για οτι δήποτε, δα πρέπει να διεξαχδεί πρώτα συζήτηση. Ακόμα κι εκεί νοι που παραδέχονται σαν πραγματικότητα την άνοδο της στάδμης των δαλασσών, την αντιμετωπίζουν ως ένα σύμπτωμα της κλι ματικής αλλαγής και δεν μπορούν να αποδεχτούν οποιαδήποτε ερ μηνεία δεν βασίζεται στα παλιά τους μοντέλα - δεν μπορούν να την αποδεχτούν ως κάτι εντελώς καινούργιο. Νομίζω πως πολλά δα εξαρτηδούν από τη βασική πρόβλεψη της Θάντι. Μέχρι τώρα τούτοι δω υποστηρίζουν πως η άνοδος της στάδμης δα φτάσει πε ρίπου στα ογδόντα μέτρα. Ασφαλώς κι αυτό από μόνο του δα εί ναι καταστροφικό, μα...» «Γιατί ογδόντα μέτρα;» «Επειδή εκεί καταλήγεις αν λειώσουν όλοι οι πάγοι της Γροι λανδίας και της Ανταρκτικής. Και το λειώσιμο των πάγων είναι σε γενικές γραμμές η μόνη αποδεκτή εξήγηση για την άνοδο της στάδμης των δαλασσών». Η Λίλι έγνεψε. «Θα δυσκολευτούν δηλαδή να πειστούν, αν η Θάντι τους πει άλλα». «Ακριβώς». «Τι λες λοιπόν να γίνει σήμερα;» «Άμεσα, τίποτα απολύτως. Θ α χρειαστούν μήνες ολόκληρους
222
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
για να καταλήξουν σε μια κοινή εισήγηση. Ακόμα κι αν αυτή είναι θετική για τη Θάντι, οι κυβερνήσεις πιθανώς να μην την αποδε χτούν μέχρι που η θάλασσα να αρχίσει να γλείφει τα πόδια τους. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι παίκτες θα ακούσουν πολύ προσεχτικά». Έριξε μια ματιά στην αίθουσα. «Θα μπορούσα να σου δείξω πέ ντε από αυτούς τους τύπους με το μαλλί-αφάνα, που εξαρτώνται από μέλη της LaRei». «LaRei;» Χαμογέλασε. «Μια κλειστή λέσχη του Μανχάταν. Πιο κλειστή κι από το MetCircle. Απαιτείται να έχεις περιουσία τουλάχιστον εκατό εκατομμυρίων δολαρίων ακόμα και για να περάσεις την πόρτα τους. Ο ι πλούσιοι ακούνε πιο προσεχτικά, πίστεψέ με». Η Λίλι έγνεψε. «Και οι πλούσιοι φροντίζουν τα τομάρια τους». Την κοίταξε επίμονα. «Τα πλούσια καθίκια σαν κι εμένα, εννοείς;» Τα λόγια του την έκαναν να νιώσει άβολα. Στο κάτω-κάτω, ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο εργοδότης της. «Νέιθαν...» «Μην ανησυχείς. Κοίτα, ξέρω τι σκέφτεσαι για μένα, ακόμα κι αν σας έσωσα τη ζωή. Σε μια υποτιθέμενη καπιταλιστική κοινωνία, όλοι μισούν τη συσσώρευση του πλούτου εκτός από εκείνους που τον κα τέχουν. Ακούσε: Ασφαλώς και σκοπεύω να ενεργήσω. Δεν πρόκει ται να περιμένω μέχρι οι κυβερνήσεις να ξεπεράσουν τη συλλογική τους άρνηση, όπως την περιγράφει η δόκτορ Τζόουνς. Ασφαλώς και σκοπεύω να σώσω το τομάρι μου αν μπορώ, όπως και τον γιο μου τον Χαμοντ - και να σώσω και την περιουσία μου, ό,τι κι αν σημαί νει αυτή στον καινούργιο κόσμο που πρόκειται να έρθει. Ποιος δεν θα το έκανε στη θέση μου; Μα να θυμάσαι αυτό: εγώ χρηματοδό τησα την έρευνα της Θάντι, εγώ προσέλαβα τους μαλάκες που χρει αζόταν από τη Γουντς Χολ κι απ' όπου αλλού. Χρηματοδοτώ ακόμα και τη σημερινή σύσκεψη. Τι περισσότερο μπορώ να κάνω;» Η Λίλι δεν απάντησε. Δεν πίστευε πως ο Λάμοκσον επιζητούσε την επιδοκιμασία της ή τον έπαινό της. Για τον Νέιθαν, τα πάντα ήταν ζήτημα επιβολής. Αλλά ο Νέιθαν δεν ήταν μόνο και μόνο ένα πάμπλουτο τέρας. Έβλεπε τη διορατικότητά του σε δράση, καθώς είχε με σταθερό τρόπο μετατρέψει όλη την περιουσία του σε πιο χει
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
223
ροπιαστά υλικά στοιχεία, ακίνητα, εξοπλισμό και ανθρώπους. Κι αν οι προβλέψεις της Θάντι σχετικά με την ταχύτητα των εξελίξεων στα χρόνια που δα ακολουθούσαν ήταν σωστές, ο κόσμος ίσως να χρειαζόταν άτομα όπως ο Νέιθαν, με την αποφασιστικότητα και τους πόρους που απαιτούνταν ώστε να ενεργούν γρήγορα. Ο Γκάρι Μπόιλ μπήκε μέσα βιαστικά, κρατώντας έναν φορητό υπολογιστή κάτω από τη μασχάλη. «Γεια», ψιθύρισε στη Αίλι και κάθισε πλάι της. «Δεν έχω αργήσει, έτσι δεν είναι;» «Ήρθες πάνω στην ώρα. Πώς πάει ο Ααρών;» Άνοιξε τον υπολογιστή του και της έδειξε μια εικόνα τραβηγμέ νη από κάποια κάμερα οροφής. Στον ουρανό κυριαρχούσε ένα πε λώριο σύννεφο. «Η ταχύτητα του ανέμου μεγαλώνει. Η ατμοσφαι ρική πίεση πέφτει. Έχουν στείλει μια Ερευνητική Ομάδα Αναχαίτι σης Τυφώνα, με βενζινακάτους και τζιπ που διαθέτουν μετεωρολο γικά όργανα και υπολογιστές. Έστειλαν και κάποιο αεροπλάνο να ρίξει έναν μετεωρολογικό αισθητήρα μέσα στο μάτι του κυκλώνα. Πάντως, δεν πιστεύουν πως ο Ααρών θα φτάσει στην ξηρά». «Ώστε δεν το πιστεύουν, ε;» είπε ο Νέιθαν. Μουρμούρισε στο κινητό, δίνοντας εντολή σε ένα ελικόπτερο να προσγειωθεί στο ελικοδρόμιο της οροφής του ουρανοξύστη και να βρίσκεται σε ε τοιμότητα. Στην αίθουσα διαλέξεων η Θάντι είχε σταθεί πλάι στην ημιδια φανή, τρισδιάστατη Γη και είχε μιλήσει.
34 Η Θάντι ξεκίνησε με τα βασικά, μια σύνοψη των δεδομένων πά νω στην παγκόσμια άνοδο της στάθμης των θαλασσών. Τώρα πια η άνοδος αυτή καταγραφόταν λεπτομερώς καθώς οι αναστατωμένοι
224
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ωκεανογράφοι είχαν φυτέψει ένα πυκνό δίκτυο αισθητήρων σε ο λόκληρο τον πλανήτη, ενώ ειδικευμένοι δορυφόροι σάρωναν τους ωκεανούς με λέιζερ και ραντάρ, που μετρούσαν το βάθος τους. Η Α ίλι παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένη καθώς η Θάντι έδειχνε την άνοδο της επιφάνειας των θαλασσών πάνω σε ολό κληρο τον πλανήτη. Ένας Θαμπός ροζ μηνίσκος σηκώθηκε και η αύξησή του φαινόταν να επιταχύνεται με το πέρασμα του χρόνου. Η κάθετη κλίμακα ήταν υπερβολική, παλλόταν και κυμάτιζε, προ φανώς ως σημάδι ότι πολλές διαφορετικές πηγές έτρεφαν αυτή την παγκόσμιο άνοδο των υδάτων. Το γράφημα υποστηριζόταν από πί νακες, στοιχεία και εξισώσεις που έδιναν λεπτομέρειες, καθώς και κείμενα που παρουσιάζονταν σε οθόνες τοποθετημένες μπροοτά στους αντιπροσώπους. Η Θάντι μίλησε σχετικά με τις αλλαγές στην ίδια τη φύση των ωκεανών. Πέρα από την παγκόσμιο άνοδο της στάθμης οι επι στήμονες παρατηρούσαν μια μείωση της αλατότητας, αύξηση της Θερμοκρασίας και μεταβολές στη διανομή αυτής της θερμότητας. Η θερμότητα των θαλασσών επηρεάζει το κλίμα κι έτσι τούτο επί σης αναδιαμορφωνόταν, υποστήριζε η Θάντι. Παρουσίασε τα νέα μοντέλα του κλίματος που είχαν δημιουργηθεί στο Ινστιτούτο Γκόνταρντ της ΝΑΣΑ, το Κέντρο Χάντλεϊ της Αγγλίας, το Γεωφυσικό Εργαστήριο Υδροδυναμικής της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας, όπως και σε επιστημονικά ιδρύματα της Ρωσίας, της Ιαπωνίας, της Γερμανίας κ.λπ. Απέδειξε πως συγκεκριμένα φαι νόμενα θα μπορούσαν να συνδεθούν με την ανώμαλη άνοδο της θερμοκρασίας, όπως οι πρώιμοι μουσώνες της προηγούμενης χρο νιάς σε ολόκληρη την Ασία. «Πράγματι», ψιθύρισε ο Γκάρι στη Αίλι. «Η θερμότητα της επι φάνειας των θαλασσών προκαλεί αυτήν τη στιγμή και τη μεγάλη καταιγίδα εκεί έξω. Η θερμότητα των ωκεανών είναι το καύσιμο των τυφώνων». Η Θάντι περιέγραψε τις επιπτώσεις στη βιόσφαιρα. Ο ι πληθυ σμοί κάποιων ζωικών ειδών είχαν αυξηθεί και κάποιων άλλων εξαφανίζονταν. Ο ι κοραλλιογενείς ύφαλοι, για παράδειγμα, είχαν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
225
πληγεί πολύ άσχημα από τις αλλαγές της θερμοκρασίας και την αύξηση του βάθους των νερών των ακτών. Ό λ α αυτά ήταν αρκετά συμβατικά. Μ όνο όταν η Θάντι προ χώρησε στην ανάλυση των θεμελιωδών αιτίων των πλημμυρών και στις εκτιμήσεις της για το μέλλον, οι αντιπρόσωποι της IPCC άρ χισαν να μουρμουρίζουν. Η στάθμη των ωκεανών ανυψωνόταν. Μ ια επιπλέον επιπλοκή ήταν πως καθώς οι ωκεανοί θερμαίνονταν, το νερό διαστελλόταν, πράγ μα που επέτεινε ακόμα περισσότερο την άνοδο. Βέβαια η ωμή α λήθεια ήταν πως για να πλημμυρίσεις τη Γη όπως μια μπανιέρα, χρειαζόσουν και μια βρύση που να τρέχει συνέχεια. Η Θάντι δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να απορρίψει την απο δεκτή θεωρία, δηλαδή πως αιτία του επιπλέον νερού των πλημ μυρών δεν μπορούσε να είναι παρά το λειώσιμο των πάγων. Ο ι πάγοι στον βόρειο και στον νότιο πόλο παρακολουθούνταν το ίδιο στενά όσο και οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σχετιζόμενο με το κλίμα του πλανήτη και, ναι, πράγματι έλειωναν - στην πραγματικότητα, όμως, η παγκόσμια άνοδος της στάθμης των θαλασσών ήταν που επιτάχυνε το λειώσιμο στην Ανταρκτική και στη Γροιλανδία, αφού ξεκολλούσε τους όγκους του πάγου από την ξηρά πάνω στην ο ποία ήταν προσκολλημένοι. Μ α ήταν αδύνατον η μετρήσιμη απώ λεια μάζας των πάγων στους πόλους να εξηγήσει την παγκόσμια διαστολή των ωκεανών- οι αριθμοί, απλώς, δεν έδιναν το αναμε νόμενο άθροισμα. Έτσι η Θ άντι μίλησε για άλλες πηγές - για νερό που ήταν αποθηκευμένο στο εσωτερικό της Γης και τώρα απελευθερωνό ταν. Έδειξε εικόνες που είχαν τραβηχτεί από το Τεργέστη και άλ λα βαθυσκάφη, οι οποίες έδειχναν τεράστιους, βίαιους, υπο βρύχιους πίδακες νερού, σημεία όπου ήταν ξεκάθαρο πως καυ τό νερό, φορτωμένο μεταλλικά στοιχεία, ανάβλυζε μέσα από τα πετρώματα. Ύστερα παρουσίασε το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της. Ήταν έ νας χάρτης των υποχθόνιων θαλασσών τις οποίες η ίδια και κά
226
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ποιοι άλλοι είχαν κατορθώσει να εντοπίσουν, από τα δεδομένα των σεισμικών κυμάτων και από απευθείας υποβρύχιες εξερευνήσεις. Υπήρχαν μεγάλες δεξαμενές νερού κάτω απ' όλες τις μεγάλες Υπο θαλάσσιες Ράχες, κάτω από τον Ατλαντικό, γύρω από την Αφρική, στον Ανταρκτικό Ωκεανό και γύρω από την αχανή τεκτονική πλά κα του Ειρηνικού. Η δεξαμενή του Ατλαντικού ήταν αυτή που διέ θετε την καλύτερη χαρτογράφηση, η οποία είχε γίνει απευθείας από το Τεργέστη. Ο ι υπόλοιπες είχαν σκιαγραφηθεί από πιο γενικά σει σμικά δεδομένα. Η Θάντι είχε το θάρρος ή το θράσος να δώσει σε αυτές τις υπόγειες θάλασσες δικά της ονόματα, όπως Ζιοσούντρα, Ουτναπιστίν και Δευκαλίων, αυτό το τελευταίο στη μεγάλη δεξαμενή του Ατλαντικού. Η Θάντι είπε πως τα ονόματα είναι ανάλογα του ονό ματος του Νώε, αφού ο θρύλος ενός παγκόσμιου κατακλυσμού είχε εμφανιστεί σε πολλούς πολιτισμούς. Ο Ζιοσούντρα ήταν Σουμέριος, ενώ ο Ουτναπιστίμ εμφανίζεται στο Έπος του Γκιλγκαμές. Ο Δευκαλίων αναφέρεται από την ελληνική μυθολογία: Ό τα ν ο Δίας αποφάσισε να τιμωρήσει τους Έλληνες με τρομακτική βρο χή, συμβούλεψε τον Δευκαλίωνα να κατασκευάσει ένα κιβώτιο, μέ σα στο οποίο έπλεε για εννιά μέρες μέχρι που τελικά προσάραξε πάνω στο όρος Παρνασσός... Ο ι αντιπρόσωποι έδειχναν ολοένα και μεγαλύτερη νευρικότη τα, αλλάζοντας συνεχώς στάση και ρίχνοντας ματιές ο ένας στον άλλον. «Μεγάλο λάθος», μουρμούρισε ο Νέιθαν. «Δεν μιλάς για τον Νώε σε τέτοιου είδους ανθρώπους». Η Θάντι προχώρησε στην ανάλυση των λόγων για τους οποίους οι υπόγειες δεξαμενές νερού είχαν ανοίξει εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Μ α γ ι' αυτό δεν είχε και πολλά στοιχεία. Μπο ρούσε μόνο να παραπέμψει στις δραματικές και απότομες αλλα γές του κλίματος της Γης κατά το παρελθόν. Η Γη δεν περνούσε ομαλά από τη μια στην άλλη κλιματική μεταβολή· απ' ό,τι φαινό ταν, υπήρχε ένας περιορισμένος αριθμός σταθερών περιόδων, ανάμεσα στις οποίες αναπηδούσε πιο γρήγορα. Τα τελευταία δύο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
227
εκατομμύρια χρόνια το κλίμα φαινόταν να ταλαντεύεται ανάμεσα σε εποχές παγετώνων και θερμότερες μεσοπαγετώδεις περιόδους. Ο ι μεταβάσεις μπορούσαν να είναι γρήγορες και να χρειάζονται μόνο δεκαετίες, ακόμα και μερικά μόλις χρόνια. Ίσως κι αυτή να ήταν μια ακόμα από τις δραματικές αλλά φυσιολογικές μεταλλα γές του κλίματος της Γης. Ίσως πάλι να ήταν λάθος της ανθρωπότητας, συνέχισε η Θάντι επιφυλακτικά. Παρουσίασε γνωστές στατιστικές που έδειχναν πώς από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα η ανθρωπότητα είχε μετατραπεί σε ένα είδος ικανό να προκαλέσει παγκόσμιες αλλαγές υπερφαλαγγίζοντας τις φυσικές διαδικασίες, επιφέροντας σημαντικές μεταβολές στους κύκλους του οξυγόνου, του θείου και του αζώτου και μετατοπίζοντας ετησίως δεκαπλάσιο όγκο πετρωμάτων και χώματος απ' ό,τι ο άνεμος και η βροχή. Ενδέχεται το επίπεδο της ανθρώπινης παρέμβασης πάνω στους φυσικούς κύκλους της Γης να είχε φτάσει σ' αυτό που οι ερευνητές αποκαλούσαν ΕΑΕ, δηλαδή Επικίνδυνη Ανθρωπογενετική Επέμβαση. Ο ι άνθρωποι επηρέαζαν τόσο έντονα τις περίπλοκες, συνυφασμένες μεταξύ τους και μη γραμμικές φυσικές διαδικασίες της Γης, ώστε ολόκληρο το σύστημα αναποδογυριζόταν τώρα για να βρει μια νέα κατάσταση ισορροπίας... Η Θάντι παρουσίασε τα συμπεράσματά στεγνά. Σύστησε τη χρη ματοδότηση μιας ευρύτερης μελέτης πάνω στην άνοδο της στάθ μης των θαλασσών και τα αίτιά της. Για παράδειγμα, ζητούσε τη χρήση των ειδικών διατρητικών βομβών του αμερικανικού στρατού, που είχαν δημιουργηθεί για να διαπερνούν υπόγεια καταφύγια και που θα μπορούσαν να τρυπήσουν γρήγορα και σε μεγάλο βάθος τον συμπαγή βράχο, για να επιβεβαιωθεί τι βρισκόταν κάτω από τους πυθμένες των ωκεανών. Ή θελε τα μεγάλα διαστημικά τηλε σκόπια, που προσπαθούσαν να ανακαλύψουν νέους πλανήτες, να επικεντρωθούν στα φυσικά χαρακτηριστικά άλλων υδάτινων κόσμων - είχαν κι αυτοί οι πλανήτες έναν στεγνό και έναν υγρό κύκλο; Ή θελε τη δημιουργία περισσότερων μοντέλων πάνω στη μεταβαλ λόμενη διανομή της θερμότητας στα νερά των ωκεανών και στους
228
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τρόπους με τους οποίους αυτή 8α επιδρούσε στα παγκόσμια κλι ματικά συστήματα. Ζητούσε επίσης μοντέλα για τα ισοστατικά φορ τία που άλλαζαν: 8α υπήρχε και αλλού καταστροφή όπως εκείνη της Κωνσταντινούπολης; Και, πάνω απ' όλα, ζητούσε από τους αντιπροσώπους να προ ετοιμάσουν τις κυβερνήσεις τους για την περίπτωση που η άνοδος της στάθμης των νερών όχι μόνο δεν θα σταματούσε, αλλά και 8α επιταχυνόταν. Δεν υπήρχε κανένα προβλέψιμο όριο στον όγκο του νερού που θα μπορούσαν να απελευθερώσουν στο μέλλον οι υπό γειες θάλασσες της Θάντι. Μ ' όλο που οι τάσεις ήταν ακόμη αβέ βαιες, υπήρχαν ενδείξεις για μια μακροπρόθεσμη εκθετική αύξηση· εκθετική σήμαινε πως η άνοδος θα διπλασιαζόταν ξανά και ξανά, πέρα απ' οποιοδήποτε όριο θα ήταν δυνατόν να προβλέψει η Θάντι. Κι εκεί τελείωσε. Κανείς δεν χειροκρότησε. Ακούστηκαν μερικές ου δέτερες ερωτήσεις σχετικά με επιστημονικές λεπτομέρειες. Ύστερα η παρουσίαση ολοκληρώθηκε· οι ακροατές απλώς σηκώθηκαν και έφυγαν. Έχοντας μείνει ολομόναχη, η Θάντι έκλεισε τους προ βολείς. Η Αίλι είδε στο πίσω μέρος της αίθουσας να μπαίνει ο Πιρς. Πήγε κοντά στους αντιπροσώπους, που έπιναν καφέ στον προθά λαμο, και φάνηκε ότι προσπαθούσε να τους μιλήσει. Ο Ν έιθαν Λάμοκσον έγειρε πίσω στο κάθισμά του και ξεφύσηξε. «Τα θαλάσσωσε», είπε. Ο Γκάρι κοιτούσε ανήσυχος τα στοιχεία στην οθόνη του υπο λογιστή του. «Δεν είναι πια και τόσο σίγουροι για την πορεία της καταιγίδας. Η Υπηρεσία Επειγόντων Περιστατικών της πόλης ξύ πνησε. Λένε στους ανθρώπους να μη δοκιμάσουν να φύγουν από το νησί, επειδή όλοι οι δρόμοι είναι μποτιλιαρισμένοι, όπου δηλα δή δεν έχουν ήδη πλημμυρίσει ή κλείσει με άλλον τρόπο. Θ α πρέ πει να γυρίσουν στα σπίτια τους και να παραμείνουν σε κάποιο α σφαλές δωμάτιο». «Ω ραία συμβουλή, κυρίως άμα μένεις σε ένα αντίσκηνο στο Σέντραλ Παρκ».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
229
«Νομίζω πως καλύτερα να πάω να ρίξω ακόμα μια ματιά έξω». Σηκώθηκε και βγήκε βιαστικά. Ο Λάμοκσον δεν του έδωσε καμιά σημασία. «Δεν έπρεπε να α ναφέρει το όνομα του Νώε. Τι μαλακία!» «Έλα», είπε η Α ίλι και σηκώθηκε. «Κέρασέ με έναν καφέ επι πέδου LaRei κι ύστερα θα πάμε να μιλήσουμε με τον Πιρς».
35 «Έχεις δίκιο, Νέιθαν», είπε ο Πιρς βλοσυρά. «Τα θρησκευτικά υπο νοούμενα τους απώθησαν. Αυτό τουλάχιστον κατάλαβα κι εγώ». Ο Πιρς, ο Νέιθαν, η Θάντι και η Αίλι είχαν δημιουργήσει ένα πηγαδάκι στον θάλαμο πίσω από την αίθουσα διαλέξεων, κρατώ ντας στα χέρια τους φλιτζάνια με καφέ. Στη Αίλι φάνηκε ότι ο κα φές είχε ξινή γεύση και ήταν υπερβολικά δυνατός, μην έχοντας κα μιά σχέση με τον καφέ επιπέδου LaRei που περίμενε να πιει. «Το μόνο που έκανα ήταν να δώσω μερικά ονόματα. Πού βλέ πετε το κακό;» Η Θάντι μιλούσε βιαστικά, με σπασμωδικές χειρο νομίες. Ήπιε γουλιές από τον καυτό καφέ της. Στο αίμα της κυλού σε ακόμα η αδρεναλίνη της παρουσίασης. «Δεν έπιασες το νόημα», είπε ο Νάιθαν, εκνευρισμένος. «Γαμώ το, Θάντι! Εγώ, προσωπικά, ξέρω ανθρώπους που πιστεύουν πως στο Βιβλίο της Αποκάλυψης προφητεύετα ι ένας πυρηνικός πόλεμος. Είσαι υπερβολικά έξυπνη. Θ α έπρεπε να είχες μείνει στους αριθ μούς. Πάτησες λάθος κουμπιά κι έδωσες στους αντιπροσώπους μια αφορμή για να μη σε ακούσουν, μια αφορμή που δεν είχε καμιά σχέση με την πολύτιμη επιστήμη σου». Ο Πιρς έγνεψε. «Τέλος πάντων, ό,τι έγινε, έγινε. Τουλάχιστον η θεωρία της δημοσιοποιήθηκε. Τι κάνουμε τώρα;»
230
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Ν έιθ α ν μέτρησε στα δάχτυλα του χεριού του όσα έλεγε: «Πρώτον, συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε τη θεωρία. Μιλάμε με τον κάθε αντιπρόσωπο της IPCC ξεχωριστά, πιέζουμε τους κριτικούς, προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε απευθείας με τις κυβερνήσεις. Και συνεχίζουμε να συγκεντρώνουμε στοιχεία. Δεύτερον, δεν πε ριμένουμε μέχρι οι μυλόπετρες να αρχίσουν να μας αλέθουν. Προ ετοιμάζουμε εναλλακτικές επιλογές». «Επιλογές για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Αίλι. «Για τα χειρότερα», είπε ο Νέιθαν. «Όποια κι αν είναι αυτά». Ο Γκάρι έτρεξε λαχανιασμένος προς το μέρος τους. «Για κοι τάξτε εδώ!» Η οθόνη του φορητού υπολογιστή του έδειχνε την ει κόνα ενός ραντάρ, έναν στρόβιλο χρωματιστού «ρωτάς που πλησία ζε αργά το περίγραμμα του χάρτη της Νέας Υόρκης. «Ο Ααρών δεν συμπεριφέρεται όπως ήθελαν τα μοντέλα. Πιστεύεται πως έχει δημιουργηθεί ένα καινούργιο επίκεντρο, ακυρώνοντας τις προηγού μενες προβλέψεις. Και παρατηρείται ελάχιστη αποκοπή - δηλαδή οι δυνατοί άνεμοι, οι οποίοι είναι δυνατόν να αποκόψουν την κορυ φή ενός εξελισσόμενου τυφώνα, δεν πρόκειται να βοηθήσουν στη συγκεκριμένη περίπτωση». Η Θάντι σφύριξε. Μ ε το δάχτυλό της έδειξε μια τρύπα στο κέ ντρο του στροβίλου. «Αυτό είναι το μάτι του κυκλώνα; Θ α πρέπει να έχει διάμετρο πενήντα χιλιομέτρων. Είναι πανέμορφο!» «Κάτι πανέμορφο που έρχεται προς τα δω», είπε η Αίλι με πρα κτικό ύφος. «Ό λοι στο ελικόπτερο», είπε ο Νέιθαν. «Τώρα!» Έτρεξαν προς τον ανελκυστήρα που οδηγούσε στην οροφή. Ο καιρός είχε αλλάξει εντελώς. Βγαίνοντας στην οροφή, δέχτηκαν την επίθεση του δυνατού ανέμου και το μαστίγωμα της βροχής που χτυπούσε σχεδόν οριζόντια, είχε αλμυρή γεύση και συνοδευόταν από σύννεφα λευκού αφρού. Το πρόσωπο, τα μαλλιά και τα ρού χα της Αίλι μούσκεψαν μέσα σε μια στιγμή, ενώ το ουρλιαχτό του ανέμου την ξεκούφαινε. Ο ουρανός πάνω από το κεφάλι της ήταν ένα γλυπτό από στρο-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
231
βιλιζόμενα λευκά σύννεφα, ένα γιγάντιο σύστημα περιστροφής που έμοιαζε βγαλμένο από τα ειδικά εφέ κάποιας ταινίας. Η Λίλι διέκρινε αστραπές να διασχίζουν τα στρώματα των συννέφων, φωτίζοντάς τα από το εσωτερικό με ροζ και πορφυρές ανταύγειες. Ήταν αδύνατον να πιστέψει πως όλο εκείνο το πράγμα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από νερό, υδρατμοί και θερμότητα. Το ελικόπτερο καθόταν στη θέση του, ακινητοποιημένο στην οροφή με αρπάγες ενώ οι έλικές του περιστρέφονταν. Ήταν ανα γκασμένοι να πλησιάσουν το σκάφος προχωρώντας αργά πίσω από το προκάλυμμα ενός τοίχου, κρατώντας συνεχώς μια μεταλλική κου παστή· αν δεν το έκαναν, κινδύνευαν να τους σηκώσει κυριολεκτι κά ο άνεμος και να τους ρίξει κάτω από την οροφή. Η πιλότος ήταν η ίδια σκληροτράχηλη γυναίκα που είχε μεταφέρει νωρίτερα τη Λίλι και τους υπόλοιπους στο Σέντραλ Παρκ. Τους βοήθησε να επιβιβαστούν, τραβώντας τους μέσα τον έναν μετά τον άλλο με αφύσικη δύναμη. «Άλλο μισό λεπτό και θα έφευγα χωρίς εσάς!» ούρλιαζε στο αφτί του Λάμοκσον. «Τότε, πάρε μας από δω αμέσως!» Ο ι πόρτες έκλεισαν και η μηχανή του ελικοπτέρου μούγκρισε. Ό λ ο ι έψαξαν θέσεις και δέθηκαν με ζώνες ασφαλείας. Η πιλότος ελευθέρωσε τα άγκιστρα των πέδιλων και το σκάφος σηκώθηκε στον αέρα. Κοιτάζοντας κάτω, η Λίλι διέκρινε το λεπτό, χαριτωμένο περίγραμμα του Πύργου της Ελευθερίας να ξεπροβάλλει μέσα από το ταραγμένο νερό που σκέπαζε το μνημείο των νεκρών της επίθε σης στους Δίδυμους Πύργους. Μετά το ελικόπτερο πέταξε δυτικά, περνώντας πάνω από τον Χάντσον και κατευθυνόμενο προς την ενδοχώρα. Ο άνεμος το χτυπού σε άγρια, τόσο που ακόμα κι η Λίλι, συνηθισμένη σε πτήσεις ελι κοπτέρων, ένιωθε εύθραυστη σαν ξερό φύλλο στην ανεμοζάλη. Ο Γκάρι άνοιξε τον φορητό υπολογιστή του. «Γαμώ το! Λένε πως ο Ααρών πέρασε τώρα στην κατηγορία τέσσερα και πλησιάζει ήδη τα όρια της κατηγορίας πέντε». «Τι είδους ζημιά θα προκαλέσει κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Πιρς.
232
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Γκάρι χτύπησε το πληκτρολόγιο. «Κανένας τυφώνας δεν έχει χτυπήσει τη Νέα Υόρκη από το... ναι, το 1938. Δεν υπάρχει καμιά προετοιμασία και η πόλη υποφέρει ήδη άσχημα από τις πλημμύ ρες. Τα ψυχρά νερά σε τέτοιο γεωγραφικό πλάτος δα αποδυναμώ σουν την καταιγίδα - θα ξέρετε πως οι τυφώνες παίρνουν μεγάλο μέρος της ισχύος τους από τη θερμότητα της επιφάνειας του ωκε ανού. Από την άλλη μεριά, όμως, έχουμε την ιδιαίτερη τοπογρα φία του Μανχάταν, με όλα αυτά τα φαράγγια του τσιμέντου. Ο ι ά νεμοι θα ενισχυθούν απ' αυτά». «Σκατά», είπε ο Λάμοκσον. «Πάει, λοιπόν, και η Νέα Υόρκη! Δό ξα το Θ εό που απομάκρυνα έγκαιρα όλες τις επενδύσεις μου από δω». «Οι πλούσιοι θεωρούν πως έχουν επιλογές», είπε ο Πιρς βλο συρά. «Ενώ οι φτωχοί πρέπει να αποδέχονται τη μοίρα τους». «Δεν είδα να αρνείσαι τη μεταφορά», του είπε ο Λάμοκσον επι θετικά. «Το μάτι του κυκλώνα πλησιάζει», είπε ο Γκάρι. Γύρισαν όλοι στα καθίσματά τους για να κοιτάξουν πίσω. Ο τυφώνας ήταν μια γαβάθα ταραγμένου αέρα, που έμοιαζε με τεράστιο τεχνούργημα κρεμασμένο πάνω από την καρδιά της πόλης. Η Αίλι μπορούσε να δει ένα προπορευόμενο κύμα της κα ταιγίδας να σαρώνει ήδη μουγκρίζοντας τους δρόμους της Συνοι κίας του Χρηματιστηρίου. Γκρίζες μάζες αφρού και αγριεμένου νε ρού ξεχύνονταν ανάμεσα στα ψηλά κτήρια. Τα κύματα παρέσυραν μαζί τους ογκώδη αντικείμενα που διακρίνονταν ακόμα κι από τό σο ψηλά, ίσως αυτοκίνητα και ξεριζωμένα δέντρα. Κατά απίστευτο τρόπο, η Αίλι είδε ένα ποντοπόρο πλοίο να εμφανίζεται στο μέσο μιας από τις λεωφόρους. Ύστερα ο ίδιος ο τυφώνας χτύπησε την πόλη. Τα μικρότερα οι κοδομήματα απλώς εξερράγησαν από την αρχέγονη δύναμη του ανέμου. Ο ι πανύψηλοι ουρανοξύστες γλύτωσαν, μαζεμένοι ο ένας πλάι στον άλλο και κόντρα στην ανελέητη βροχή, θυμίζοντας στη Αίλι κοπάδι αυτοκρατορικών πιγκουΐνων. Αλλά γύρω τους κάτι λα μπύριζε, σαν ομίχλη από σταγόνες βροχής να απλωνόταν μπρο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
233
στά στις κάθετες προσόψεις των κτηρίων. Ή ταν γυαλί, είπε ο Γκάρι, το γυαλί ενός εκατομμυρίου παραθύρων που είχαν ρουφηχτεί από τα πλαίσιά τους και είχαν θρυμματιστεί, δημιουργώντας μια καταιγίδα γυαλιού που θα κομμάτιαζε οποιαδήποτε εκτεθειμένη σάρκα έβρισκε στον δρόμο της. Το ελικόπτερο έγειρε μπροστά και αναζήτησε καταφύγιο σε με γαλύτερο ύψος.
36 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Τις ύστατες ημέρες η Μ αρία περνούσε όσο περισσότερο χρό νο μπορούσε στο διαμέρισμά της στο κεντρικό Μάντσεστερ, λίγο πιο έξω από το Ντινσγκέιτ, μαζί με το εικονικό παιδί της. Όποτε η Μ αρία συνδεόταν, η Λίντα πάντα εγκατέλειπε τα παιχνίδια της και τις άψυχες περσόνες που μοιράζονταν εκείνο τον εικονικό κόσμο μαζί της, τα ζωάκια, τους φίλους και τις νταντάδες, κι έτρεχε προς το είδωλο της μητέρας της με σκουξίματα αγαλλίασης. Η μικρή Λίντα, ένα μωρό του HeadSpace, ήταν πια τεσσάρων ετών. Ζούσε σε ένα σπίτι σκαμμένο στην πλαγιά κάποιου γκρε μού, με θέα την απαστράπτουσα θάλασσα. Η Μαρία είχε σχεδιά σει το μέρος εκείνο μόνη της. Μ ' όλο που η τοποθεσία, στον ει κονικό κόσμο που ονομαζόταν HeadSpace, δεν αντιστοιχούσε σε κάποια πραγματική, η Μαρία την είχε εμπνευστεί από την ακτή του Σορέντο, όπου είχε ζήσει σαν παιδί κάποιες ευτυχισμένες διακο πές με τη δική της οικογένεια. Η θάλασσα ήταν τώρα κάτι μιση τό, βέβαια, γ ι' αυτό η Μ αρία είχε τοποθετήσει στόρια που έκλει ναν τα μεγάλα παράθυρα και έκρυβαν τη θέα. Ό μ ω ς το μικρό κοριτσάκι που έπαιζε στο ηλιόλουστο αίθριο ήταν μια πανέμορ-
234
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
<ρη εικόνα για τη Μ αρία, που καθόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της στο υγρό και σκοτεινό της διαμέρισμα. Η Λίντα ήταν το μωρό της Μαρίας, εντελώς εικονικό, γεννημέ νο ανώδυνα και μεγαλωμένο στο άυλο βασίλειο του HeadSpace. Οτιδήποτε γνώριζε η Λίντα, το είχε μάθει από τη Μ αρία. Η Μ α ρία φορούσε ειδικά γάντια και κάλυμμα κεφαλής κι έτσι μπορού σε να ακούσει το παιδί να γελάει, να νιώθει το άγγιγμά του όταν ο εικονικός εαυτός της το έσφιγγε στην αγκαλιά του, μια παρουσία-φάντασμα που αισθανόταν μέσω των ηλεκτρονικών άκρων που κάλυπταν τα δάχτυλά της. Μ α δεν ήταν δυνατόν να βρεθεί ολοκληρωτικά κοντά στο παιδί της. Η οθόνη αποτελούσε ένα εμπό διο ανάμεσα στο HeadSpace και τον αληθινό κόσμο - τον Μουντόκοσμο, όπως τον αποκαλούσε η Μαρία, εκείνο τον υγρό κόσμο που κατέρρεε γύρω της και όπου ζούσε η ίδια - μια άχρωμη και άτεκνη γυναίκα τριάντα εφτά ετών. Αλλά αυτό το φράγμα κάποια μέρα, πολύ σύντομα, θα κατέρ ρεε. Το είχαν υποσχεθεί οι διανθρωπιστές. Τεχνολογίες όπως η τε χνητή νοημοσύνη, η γενετική μηχανική και η νανοτεχνολογία θα επιτάχυναν την ανθρώπινη εξέλιξη· θα μετέτρεπαν τη Μ αρία σε μια σύνθεση σάρκας και τεχνολογίας. Και μετά απ' αυτή την ένω ση θα ερχόταν η μοναδικότητα, το σημείο ύστερα από το οποίο τα ανθρώπινα τεχνολογικά δημιουργήματα θα γίνονταν ευφυέστερα από τους ίδιους τους ανθρώπους. Ό λ α θα εξελίσσονταν εκθετικά προς μια λαμπερή υπέρβαση, που θα ξέφευγε απ' οποιονδήποτε φραγμό και θα οδηγούσε σε έναν καινούργιο κόσμο αναβαθμι σμένης ύπαρξης. Διάβαζε για όλα αυτά επί χρόνια, στη διάρκεια της μισής της ζωής. Ό τα ν θα έφτανε η μοναδικότητα, τότε η Μ α ρία θα μπορούσε να ζήσει αιώνια, αν το επέλεγε. Και θα μπο ρούσε να μετακινείται αβίαστα ανάμεσα στον ένα και τον άλλο κό σμο, ανάμεσα στον μουντό κόσμο του Μάντσεστερ και το φωτει νό βασίλειο του HeadSpace. Θ α μπορούσε να είναι συνέχεια κο ντά στο παιδί της, κάτω απ' το φως, τόσο αληθινή όσο ήταν και η Λίντα. Μ α η μοναδικότητα αργούσε να έρθει.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
235
Σπάνια είχε πια νέα από τους διανθρωηιστές φίλους της. Καθώς οι πλημμύρες κατέτρωγαν την ξηρά, παρουσιάζονταν διακοπές στο ρεύμα ή, ακόμα χειρότερα, στους παροχείς υπηρεσιών που τη συ νέδεαν με τη Λίντα στο HeadSpace. Και η ίδια η Μ αρία κάθε τό σο ήταν αναγκασμένη να διακόπτει την επαφή της με το παιδί της. Συνεχώς πεινασμένη, διψασμένη, παγωμένη, περνούσε ώρες μπρο στά σε ουρές για να εξασφαλίσει φαγητό και φάρμακα, ακόμα και πόσιμο νερό. Το γεγονός ήταν πως η πρόσβασή της στο HeadSpace ήταν προϊόν μιας περίπλοκης και αλληλοεξαρτώμενης κοινωνίας, η κο ρωνίδα μιας πυραμίδας που είχε τα θεμέλιά της σε πολύ παλιές τεχνολογίες, στη γεωργία και τη μεταλλουργία, τη βιομηχανία και τις μεταφορές, στην παραγωγή ενέργειας. Μ όνο τώρα, που τούτη η απαραίτητη πυραμίδα κατέρρεε, η Μ αρία άρχισε να αντιλαμβά νεται πλήρως την ύπαρξή της. Η μοναδικότητα φαινόταν να απο μακρύνεται όλο και περισσότερο ως προοπτική - να γίνεται ένας παραλογισμός. Δεν μπορούσες να έχεις μια κορωνίδα αν δεν υπήρ χε από κάτω η πυραμίδα όπου τούτη θα βασιζόταν. Μ ια Κυριακή πρωί, τελικά, ο διαδικτυακάς τόπος του HeadSpace κατέρρευσε. Η Μαρία συνέχισε όλη εκείνη τη μέρα να προ σπαθεί να επανασυνδεθεί, το ίδιο έκανε κι όλη τη νύχτα. Πέρασαν είκοσι τέσσερις ώρες χωρίς η Μαρία να παραδεχτεί πως το HeadSpace είχε χαθεί για πάντα, και τότε την πρόδωσε κι η σύνδεσή της στο διαδίκτυο. Μετά κόπηκε και το ρεύμα. Καθόταν τώρα στο σκοτεινό, ψυχρό της διαμέρισμα με την παλάμη της κολλημένη πάνω στη νεκρή ο θόνη, λαχταρώντας να ξεφύγει από τον Μουντόκοσμο και να βρε θεί κοντά στη Λίντα, κάτω από το εικονικό ηλιόφωτο. Εντέλει, άρχισε να πενθεί.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
236
37 ΜΑΙΟΣ 2019 «Πρέπει να φύγετε από το Πόστμπριτζ, Αμάντα. Εσύ και τα παιδιά. Τώρα αμέσως!» Η Αμάντα κοίταξε έκπληκτη την αδελφή της. Η Λίλι στεκόταν στην πόρτα του τροχόσπιτου με το σακίδιο ακουμπισμένο στα πόδια της, φορώντας μια φθαρμένη γαλάζια φόρμα με τους λογότυπους της AxysCorp γαζωμένους επάνω. Η Λίλι είχε μαυρίσει πολύ και τα γκριζαρισμένα της μαλλιά ήταν κοντοκουρεμένα. Έδειχνε γυμνα σμένη, λεπτή και αποφασισμένη. Ο Γουέιν καθόταν στο μοναδικό τραπέζι του τροχόσπιτου, φτιάχνοντας χάμουρα από ένα κομμάτι δέρμα. Στα τριάντα ένα του, ήταν νεότερος κι από τις δυο γυναίκες. Η Αμάντα αντιλαμβανόταν τον τρόπο με τον οποίο ο φίλος της κοιτούσε το κορμί της Λίλι, τις καμπύλες που ισοπεδώνονταν και κρύβονταν από τη φόρμα. Τα ίδια έκανε με κάθε γυναίκα που συναντούσε, ακόμα και με όσες βρίσκονταν πολύ κοντά του - συμπεριλαμβανόμενης, δυστυχώς, και της δεκατετράχρονης Κρίστι. Ή ταν ένα συνήθειο στο οποίο η Αμάντα είχε μάθει να μη δίνει σημασία. Η Λίλι προτίμησε κι αυτή να τον αγνοήσει. Κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο στο πρόσωπο της Αμάντα. «Πόσος καιρός πάει από τότε που ειδωθήκαμε από κοντά;» εί πε η Αμάντα. «Πάνω από ένας χρόνος... Πού είπες πως δουλεύεις;» «Στο Περού. Έχει ξεκινήσει εκεί κάτω ένα μεγάλο πρόγραμμα της AxysCorp». «Στο Περού; Στη Νότια Αμερική; Νόμιζα πως ο Νέιθαν θα συ νέχιζε να σε κρατάει στην Ισλανδία». «Άλλαξαν τα σχέδια». «Για φαντάσου! Στο Περού! Πάντως φαίνεται πως σου κάνει καλό η παραμονή εκεί». «Πρέπει να φύγετε», επανέλαβε η Λίλι. «Γ ιατί;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
237
«Δεν μπορώ να σου πω», είπε η Αίλι στενάχωρα. «Έλα μαζί μου στο Λονδίνο. Έχω κανονίσει μέσο μεταφοράς από εκεί, που 8α σας βγάλει από τη χώρα. Έχω μαζί μου αυτοκίνητο. Το σταμάτησαν στα μπλόκα και αναγκάστηκα να περπατήσω, αλλά δα μας περι μένει στο Τσέριτον Μπίσοπ». Το μέρος εκείνο βρισκόταν στην εθνι κή οδό Α30, την κύρια αρτηρία που οδηγούσε ανατολικά από το Ντάρτμουρ. «Το Λονδίνο πνίγηκε», είπε ο Γουέιν σαρκαστικά στη Λίλι με έντονη λονδρέζικη προφορά. «Υπάρχει σκάφος στο Μάρλοου», είπε η Λ ίλι στην Αμάντα υ πομονετικά. «Κι ύστερα, πιο κάτω, ένα ελικόπτερο». «Και γιατί δεν μπορεί να έρθει εδώ το ελικόπτερο;» ρώτησε η Αμάντα. «Δεν είναι ασφαλές». Η Αμάντα καταλάβαινε τι εννοούσε η αδελφή του. Στην περιοχή του Ντάρτμουρ κυριαρχούσαν τάσεις απομονωτισμού, μα και ε χθρότητα απέναντι στους Λονδρέζους και τους κατοίκους του Μπέρμινχαμ, οι οποίοι συνέχιζαν να συρρέουν από τα πλημμυρισμένα τους προάστια της πεδιάδας του Σαλίσμπουρι ή από το Κότσγουολντς. Τα μπλόκα στους δρόμους ήταν συνηθισμένο πράγμα κι υπήρχαν φήμες πως κάποιος είχε καταρρίψει ένα ελικόπτερο της αστυνομίας με ένα βλήμα εδάφους-αέρος, σαν τρομοκράτης στη Βηρυτό. «Η AxysCorp λέει...» ξεκίνησε να πει η Λίλι. «Η AxysCorp λέει αυτό, η AxysCorp λέει τ' άλλο...» είπε ο Γουέιν. «Μεγάλες εταιρείες... Ταξίδια εδώ κι εκεί στη χώρα... Μ οι άζεις με λείψανο από το παρελθόν, από τον προηγούμενο αιώνα, είσαι άσχετη». «Είναι η αδελφή μου», είπε η Αμάντα κρατώντας τη φωνή της χα μηλή και προσπαθώντας να μην τον προκαλέσει. «Ήρθε εδώ για να μου μιλήσει. Πρέπει τουλάχιστον να την ακούσω...» «Αρχίδια!» Ο Γουέιν πέταξε τα δέρματα πάνω στο τραπέζι, θη κάρωσε το μαχαίρι στη ζώνη του και σηκώθηκε όρθιος. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άνδρας, μυώδης, ηλιοκαμένος από τη δουλειά στην
238
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ύπαιθρο αν και λιγάκι από το «λονδρέζικο λίπος» του, όπως το αποκαλούσε, παρέμενε ακόμα στο κορμί του ακόμα και τώρα, μετά από οκτώ ή εννιά μήνες στα βαλτοτόπια. Η Αμάντα σκέφτηκε πως αν τον έβλεπε μέσα από τα μάτια της Λίλι, 9α τον αποκαλούσε ό μορφο. Το ωραιότερο χαρακτηριστικό του ήταν τα γαλάζια μάτια του, μα τα μάτια αυτά καδώς κοιτούσαν τη Λίλι ήταν ψυχρά και η έκφρασή του απαδής. «Είσαι συγγενής», είπε στη Λίλι. «Μπορείς να φας και να κοιμηθείς γι' απόψε. Αν θέλεις να μείνεις περισσότερο, όμως, θα πρέπει να δουλέψεις. Ό λ ο ι πρέπει να δουλεύουν. Έτσι είναι πια τα πράγ ματα. Δεν έχουμε χώρο για χαραμοφάηδες». «Η δουλειά μου έχει να κάνει με την αδελφή μου», είπε η Λίλι σιγανά. Εκείνος πλησίασε πιο κοντά, έσκυψε από πάνω της και της φώ ναξε: «Ζούμε μαζί πια, εγώ, η Αμάντα και τα παιδιά. Άρα είναι και δική μου δουλειά, το 'πιασες;» Η Λίλι έμεινε εντελώς ακίνητη, νιώθοντας το λεπτό κορμί της να χάνεται σε σύγκριση με το δικό του. Η Αμάντα σκέφτηκε πως η αδελφή της είχε αλλάξει πάρα πολύ. Αμέσως μετά την επιστροφή της Λίλι από την αιχμαλωσία, είχε προσέξει τη συνήθειά της να μέ νει ακίνητη. Αλλά, ταυτόχρονα, ήταν βετεράνος της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Η Αμάντα δεν είχε καμιά αμφιβολία πως αν ο Γουέιν συνέχιζε να την απειλεί, θα κατέληγε στο πάτωμα με ένα σπασμένο μπράτσο. Μπήκε ανάμεσα στους δυο τους και έπιασε το χέρι της Λίλι. «Κοίτα, θα το συζητήσουμε με ηρεμία. Δεν κάνει κακό αυτό, έτσι δεν είναι;» Ο Γουέιν ρουθούνισε περιφρονητικά, έχοντας ακόμα τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπο της Λίλι. Τελικά έκανε πίσω. Ξανακάθισε, έβγαλε το μαχαίρι του και ξανάρχισε να δουλεύει το δέρμα με σκληρές, σταθερές χειρονομίες. «Έλα», είπε η Αμάντα στη Λίλι. «Ας καθίσουμε να πιούμε ένα φλιτζάνι τσάι». «Έχετε ακόμα τσάι;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
239
«Η αλήθεια είναι πως όχι», είπε η Αμάντα μελαγχολικά. «Ξό δεψα το τελευταίο απόθεμά μου πριν από μήνες. Αλλά μπορείς να φτιάξεις ένα σχετικά εύγευστο ρόφημα από τσουκνίδες». «Μπορούμε να κάνουμε μια Βόλτα;» ρώτησε η Λίλι κοφτά. Ο Γουέιν σήκωσε το κεφάλι. «Εγώ δεν είμαι και τόσο λεπτός, αγαπούλα μου. Αν έχεις κάποιο πρόβλημα μαζί μου, πες το ξεκά θαρα». «Δεν έχω τίποτα να πω μαζί σου», είπε η Λίλι. Η φωνή της δεν φανέρωνε περιφρόνηση, μα η Αμάντα ήξερε πως μια τέτοιου είδους παρατήρηση μάλλον θα εξόργισε τον Γουέιν, στον οποίο δεν άρεσε να τον αψηφούν. Έπιασε το μπουφάν της από μια κρεμάστρα πίσω από την πόρτα και φόρεσε τις μπότες της. «Θα περπατήσουμε», είπε αποφασισμένα. «Θα σου δείξω τα γύρω μέρη...» Η Λίλι σήκωσε το σακίδιό της και το έριξε στον ώμο της, σαν να μην είχε καμιά πρόθεση να επιστρέφει. Πέρασαν μέσα από το Πόστμπριτζ χωρίς να μιλούν. Η Αμάντα αι σθανόταν πως χρειαζόταν χρόνος μέχρι να ξεθυμάνει η ένταση που είχε δημιουργηθεί στο τροχόσπιτο. Το Πόστμπριτζ ήταν ένα όμορφο μικρό χωριό ακριβώς στη μέση του Ντάρτμουρ, τίποτα περισσότερο από μια χούφτα αγροικιών, ένα πανδοχείο και μια εκκλησία. Μ ια πέτρινη γέφυρα διέσχιζε τον ποταμό Νταρτ, μια μεσαιωνική κατασκευή φτιαγμένη από πλάκες σχιστόλιθου. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει. Ή ταν μια λαμπερή ανοι ξιάτικη μέρα. Το χαρακτηριστικό αγγλικό τοπίο θα ήταν δυνατόν να χρησιμεύσει ως θέμα για καρτ-ποστάλ, παρ' ότι υπήρχαν ση μάδια της σύγχρονης εποχής όπως τηλεφωνικοί στύλοι, πυλώνες ηλεκτρικού ρεύματος και μια κεραία κινητής τηλεφωνίας. Βλέποντας αυτό το μέρος, δεν θα μπορούσες να φανταστείς πως κάτι έχει αλλάξει, σκέφτηκε ξαφνικά η Αμάντα. Απείχαν πολύ από την ακτή. Δεν ήταν δυνατόν να ξέρεις πως μια τεράστια πλημμύρα έχει συνταράξει ολόκληρο τον κόσμο και έχει πνίξει τη Βρετανία σε ύψος τριάντα και πλέον μέτρων, μετατρέποντας μεγάλο μέρος της
240
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νότιας Αγγλίας σε αρχιπέλαγος. Και λοιπόν; Παιδιά έπαιζαν παντού, παρ' όλο που ήταν καθημερινή και κανονικά 8α έπρεπε να είχαν σχολείο. Κάποια άλλα 8α δούλευαν τώρα στα χωράφια, όπως τα δυο δικά της· η παρουσία των μαθητών στο σχολείο του χωριού μό λις έφτανε το πενήντα τοις εκατό του συνόλου των παιδιών. Υπήρχε απόλυτη απουσία αυτοκινήτων, αν και άκουγε το βρα χνό μουγκρητό των αγροτικών μηχανημάτων που δούλευαν στα χωράφια. Στο μικρό ταχυδρομείο δεν κυκλοφορούσε καμιά εφη μερίδα· το μεταλλικό σταντ της Daily M ail παρέμενε άδειο, φθαρ μένο από τα στοιχεία της φύσης. Αγγλικές σημαίες με τον σταυρό του Αγίου Γεωργίου ανέμιζαν από κάθε οροφή και από κάθε πα ράθυρο, ακόμα και από τις κεραίες των ακινητοποιημένων αυτο κινήτων. Κι ύστερα ήταν η ζέστη, η ασυνήθιστη ζέστη που επέμενε όλο τον χειμώνα και είχε αναγκάσει τους αγρότες να ξεκινήσουν, διαμαρτυρόμενοι, νωρίτερα από το συνηθισμένο τη δουλειά στα χωράφια τους. Οπωσδήποτε, δεδομένου ότι το Πόστμπριτζ βρισκόταν περισ σότερο από τριακόσια μέτρα ψηλότερα από την παλιά στάθμη της θάλασσας, και τούτο το μέρος είχε γίνει ξαφνικά πολύ δημοφιλές όπως καταλάβαινε κανείς από τα τροχόσπιτα και τα αντίσκηνα που είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τον παλιό πυρήνα του χωριού, συ μπεριλαμβανομένου και του τροχόσπιτου της Αμάντα. Εδώ ήταν η καρδιά του Ντάρτμουρ, η τοποθεσία με το μεγαλύτερο υψόμετρο σε όλη τη νότια Αγγλία. Κοίταξε τα ρούχα που φορούσε, ένα ταλαιπωρημένο φοδραρισμένο μπουφάν, φθαρμένο τζιν και βαριές μπότες πεζοπορίας. Έ μοιαζε με αγρότισσα - κάτι που ουσιαστικά ήταν, έστω κι αν αυτή κι ο Γουέιν δεν είχαν παντρευτεί. Η Αμάντα του 2015 δεν θα ανα γνώριζε τούτην τη γυναίκα αν την έβλεπε μπροστά της. Η Λίλι παρατηρούσε με περιέργεια το χωριό. «Στις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπεις παντού την αστερόεσσα, καθώς και κίτρινες κορ δέλες για όσους έχουν χαθεί, δεμένες στα κλαδιά των δέντρων. Αλλά δεν θυμάμαι τόσες σημαίες στην Αγγλία - εκτός από τότε που διεξαγόταν το παγκόσμιο πρωτάθλημα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
241
Τα λόγια της έκαναν την Αμάντα να χαμογελάσει. «Παίζεται α κόμα ποδόσφαιρο, αφού πολλά από τα μεγάλα γήπεδα του Βορρά έχουν μείνει ανοιχτά. Διεξάγεται κι ένα είδος περικομμένου πρω ταθλήματος με όσες ομάδες καταφέρνουν να εμφανιστούν. Ο Γουέιν παρακολουθεί τους αγώνες στο ραδιόφωνο. Πρωταθλητής εί ναι το Μπράτφορντ Σίτι, φαντάσου! Τουλάχιστον, σταμάτησαν να συμμετέχουν σε αγώνες στο εξωτερικό. Κρίμα για το παγκόσμιο κύπελλο, βέβαια, μα...» Ο ι δυο αδελφές βγήκαν από το χωριό και ακολούθησαν ένα μονοπάτι προς τα νότια. Δεν προχώρησαν πολύ πριν συναντήσουν το συρματόπλεγμα που όριζε την περίμετρο του χωριού. Το μονο πάτι έκλεινε από ένα πρόχειρο οδόφραγμα καμωμένο από κάποιον κομμένο τηλεφωνικό στύλο. Εκείνη τη μέρα φρουρός έστεκε ο Μπιλ Πάλφορντ, γιος ενός ντόπιου αγρότη. Έγνεψε στην Αμάντα και τις άφησε να περάσουν. Η Αμάντα προσπάθησε να σπάσει τον πάγο. «Δεν είμαστε μα κριά από τον πύργο του Μπέλεβερ». Ο ι «πύργοι», μεγάλοι όγκοι γρανίτη που ξεφύτρωναν μέσα από το έλος της τύρφης, ήταν το πιο διάσημο χαρακτηριστικό του Ντάρτμουρ από τον παλιό καιρό που αποτελούσε πόλο τουριστικής έλξης. «Έχουμε κι ένα δάσος. Μ ό νο κωνοφόρα, αλλά συναντάς πια πολλά πουλιά. Μ άλλον μαζεύ τηκαν εδώ από τις πλημμυρισμένες κοιλάδες. Υπάρχουν και κά ποια σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, θεμέλια Καλυβιών...» «Πού είναι τα παιδιά;» «Δουλεύουν». Η Αμάντα έδειξε με το δάχτυλο. «Ένα-δυο χιλιό μετρα προς τα κει. Τα καινούργια χωράφια, που έχουν οριοθετηθεί εκεί όπου πριν υπήρχε άγονη γη, πρέπει να καθαριστούν και οι αγρότες πάντα χρειάζονται εργατικά χέρια για τέτοιες δουλειές. Θ α προτιμούσα να ήταν στο σχολείο, μα τι να κάνεις σε τέτοιες ε ποχές; Ο Μπεντζ είναι πια δεκάξι χρονών η Κρίστι δεκατεσσάρων, και αποφασίζουν μόνοι τους. Εξάλλου η δουλειά στην ύπαιθρο τους κάνει καλό, άσε που πληρώνονται γ ι' αυτό». «Με τι;» «Με το τοπικό νόμισμα». Έχωσε το χέρι στην τσέπη κι έδειξε στη
242
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Αίλι μια χούφτα χρήματα. Ή ταν παλιές λίρες Αγγλίας κι ευρώ σε χαρτονομίσματα και κέρματα, σημαδεμένα ή κομμένα στις άκρες ώστε να εκπροσωπούν μια τοπική ανταλλακτική αξία. «Εισάγουμε πράγματα κι απ' έξω, ασφαλώς, μα...» «Μπορείς να καλέσεις τα παιδιά; Έχουν κινητά;» «Βεβαίως και έχουμε κινητά». Μ ε μια αντανακλαστική κίνηση, η Αμάντα έβγαλε το κινητό της από την τσέπη του μπουφάν. Ήταν τεσσάρων χρονών, αρχαιολογία με τα παλιά πρότυπα, και είχε γλυτώσει μαζί της από την πλημμύρα του Λονδίνου. «Τηλεφώνησέ τους», την παρότρυνε η Αίλι. «Αυτήν τη στιγμή! Πες τους να έρθουν να μας βρουν. Ίσως στον βράχο που ανέφε ρες; Θ α ξέρουν πώς να πάνε εκεί;» Η Αμάντα ζύγιασε το τηλέφωνο στη χούφτα της, ζαρώνοντας το μέτωπο. «Δεν ξέρω αν δα πρέπει να κάνω κάτι τέτοιο». «Σε παρακαλώ, Αμάντα! Δεν θα στο ζητούσα αν δεν είχε τόση σημασία». «Και μετά, τι;» «Σου είπα. Ο ι τέσσερις, θα φύγουμε από δω και θα πάμε στο αυτοκίνητο που μας περιμένει στο Τσέριτον Μπίσοπ». «Μα είναι είκοσι χιλιόμετρα μέχρι εκεί - ίσως και περισσότερα». Η Αίλι έριξε μια ματιά στον ήλιο. «Δεν είναι και τόσο αργά. Εγώ περπάτησα χθες και σήμερα για να έρθω εδώ. Χθες βράδυ έμεινα σε μια παμπ. Μ ε τέσσερις ή πέντε ώρες περπάτημα, φτάνου με. Το αυτοκίνητο θα περιμένει μέχρι να δύσει ο ήλιος, ίσως και πιο αργά αν ειδοποιήσω». «Κι ύστερα θα φύγουμε όλοι μαζί, αυτό δεν είναι η ιδέα;» Η Αμάντα φούντωσε από τον θυμό. «Έχεις μεγάλο θράσος, ξέρεις, Αίλι! Εμφανίζεσαι εντελώς απροειδοποίητα στη ζωή μου. Τη δική μου ζωή, αυτή που έχω φτιάξει εδώ για μένα και τα παιδιά μου. Και δεν ήταν καθόλου εύκολο να τη φτιάξω, ξέρεις». «Δεν θέλω να δημιουργήσω προβλήματα». Η Αίλι ακουγόταν ζορισμένη, κουρασμένη· κάτω από το μαύρισμα που της είχε δώσει ο ήλιος της Νότιας Αμερικής, το πρόσωπό της ήταν τσιτωμένο. «Κάνεις ό,τι μπορείς για να τα χαλάσουμε με τον Γουέιν, έτσι;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
243
«Δεν έχω ούτε τέτοιον σκοπό. Σε παρακαλώ, Αμάντα, πρέπει να με εμπιστευδείς». «Τι συμβαίνει;» «Έχω υποσχεδεί να μην το πω». «Υποσχέδηκες σε ποιον; Στην AxysCorp και στον σπουδαίο Νέιδαν Λάμοκσον; Γιατί να μη μιλήσεις;» «Γιατί κάτι τέτοιο δα προκαλούσε πανικό». Τα λόγια αυτά έκαναν την Αμάντα να διστάσει. Είχε δει στο Γκρίνγουιτς τι σήμαινε πανικός, τη μέρα που έπεσε το Φράγμα του Τάμεση, και αργότερα ένα πιο αργόσυρτο και ύπουλο είδος πανι κού όταν ο ποταμός άρχισε να φουσκώνει ξανά και το Λονδίνο έ πρεπε να εκκενωδεί. Τώρα όμως βρισκόταν στο Ντάρτμουρ, πολύ ψηλότερα από εκεί που δα ήταν δυνατόν να φτάσει οποιαδήποτε πλημμύρα. Τι δα προκαλούσε πανικό εκεί; Αισδανόταν δυμωμένη και απρόδυμη να ακούσει. Η Λίλι διέκρινε τα συναισδήματα αυτά στην έκφρασή της. «Σε παρακαλώ, Αμάντα... Πάρε τα παιδιά». Η Αμάντα έπρεπε να την εμπιστευδεί· ήταν η αδελφή της. Εξάλ λου, μπορούσε πάντα να επιστρέφει πίσω όταν αυτό το ζήτημα δα τέλειωνε, όποιο κι αν ήταν. Έπαιξε το τηλέφωνο στην παλάμη της. «Να τους πω να πάνε πρώτα από το τροχόσπιτο και να πάρουν τα πράγματά τους;..» «Όχι», είπε η Λίλι. «Ξέχνα το τροχόσπιτο, ξέχνα τα πράγματα! Απλά πες τους να έρδουν να μας βρουν». «Στον Γουέιν δεν δα αρέσει καδόλου όταν δα ανακαλύψει πως το σκάσαμε στα κρυφά, αν τούτος είναι ο σκοπός σου». «Μην του το πεις, λοιπόν». Η Λίλι έκλεισε τα μάτια κι ένας μυς στο μάγουλό της κινήδηκε σπασμωδικά. «Κοίτα, δα κάνουμε μια συμφωνία. Μ όλις εσύ και τα παιδιά βρεδείτε στο αυτοκίνητο της εταιρείας, τηλεφώνησε στον Γουέιν ή σε όποιον άλλο δέλεις. Προτεραιότητά μου δεν είναι ο Γουέιν, ούτε καν τα συναισδήματά σου. Προτεραιότητά μου είναι μονάχα η ασφάλειά σου και των παιδιών». «Με τρομάζεις», είπε η Αμάντα, αν και συνέχιζε να είναι πε ρισσότερο δυμωμένη παρά φοβισμένη.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
244
«Καλά», είπε η Αίλι ωμά. «Κάνε τώρα τα τηλεφωνήματά σου! Σε παρακαλώ, Αμάντα». Έτσι η Αμάντα πίεσε τους αριθμούς ταχείας κλήσης και τηλε φώνησε στα παιδιά της.
38 Τα παιδιά δα έκαναν αρκετή ώρα να έρδουν. Η Αμάντα και η Λίλι περπάτησαν αργά προς τον «πύργο». Ένα τρακτέρ μούγκριζε σε κάποιο χωράφι. «Οργώνουν νέα χωράφια», είπε η Αίλι. «Ναι... Τώρα πια καλλιεργούν στα λιβάδια σπαρτά, αντί να ε κτρέφουν πρόβατα και αγελάδες. Α ς ευχαριστούμε τον ζεστό καιρό γι' αυτό. Έχουμε προβλήματα, όμως. Όπως ο καταρροϊκός πυρε τός των προβάτων και η αφρικανική ασθένεια των αλόγων. Εμφα νίστηκαν καινούριοι ιοί, τους οποίους κανείς δεν είχε δει μέχρι τώ ρα στην περιοχή. Ο ι δημόσιοι κτηνίατροι περνούν μερικές φορές από δω». Αυτό ήταν μια ακόμη επίπτωση της αύξησης της Θερμο κρασίας που είχαν προκαλέσει οι πλημμύρες, δηλαδή η εξάπλωση ασθενειών ζώων και ανθρώπων που παλιά εμφανίζονταν μόνο στις θερμές περιοχές, όπως η τσικουνγκούνια και ο πυρετός της Κοιλάδας του Ρήγματος. «Πού βρίσκετε καύσιμα;» ρώτησε η Αίλι. «Υπάρχει στο Τόντον ένα λιμάνι κατάλληλο για δεξαμενόπλοια». Ο ι πεδιάδες του Σόμερσετ είχαν βυθιστεί σχεδόν εντελώς, οπότε δημιουργήθηκαν βιαστικά και πρόχειρα ένα λιμάνι και εγκαταστά σεις κοντά σε ό,τι ήταν κάποτε μια κωμόπολη της ενδοχώρας. «Α σφαλώς, τα καύσιμα παρέχονται με δελτίο· ουσιαστικά προορίζο νται μόνο για τα αγροτικά μηχανήματα και τους σταθμούς παρα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
245
γωγής ενέργειας. Χρησιμοποιούμε τα αυτοκίνητα μόνο σε επείγου σες περιπτώσεις. Διαθέτουμε και μερικές μοτοσυκλέτες - ο Γουέιν έχει μια. Αναγκάστηκαν ήδη να ξαναφτιάξουν παραπάνω το λιμά νι, αφού η θάλασσα συνέχισε να ανεβαίνει». «Τα ίδια ισχύουν παντού». «Κανείς δεν ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα έρχονται δεξαμε νόπλοια». «Ποιος ελέγχει τη διανομή;» Η Αμάντα την κοίταξε. «Μα η αστυνομία. Ποιος νόμιζες;» «Ρωτάω, επειδή έχετε κάπως περιχαρακωθεί εδώ πάνω. Ό λ α αυτά τα συρματόσκοινα και οι πύραυλοι εδάφους-αέρος...» Η Λίλι μιλούσε χωρίς ενδοιασμούς. «Είναι αλήθεια πως οι ντόπιοι "εθνι κοποίησαν" τα μεγάλα σούπερ-μάρκετ στο Τόντον;» «Κάπως έτσι», είπε η Αμάντα. «Διαμαρτύρονταν για τα κέρδη που διέφευγαν έξω από την περιοχή». «Αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί τον παλιό καιρό, έτσι δεν είναι; Μεγάλο μέρος της Αγγλίας έχει πια αποκοπεί από το κέντρο». «Η κυβέρνηση βρίσκεται εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, στο Λιντς. Μ ην ανησυχείς για μας. Ο Γουέιν λέει πως θα είμαστε αυτάρκεις εδώ στο Ντάρτμουρ, αρκεί να μη βαλτώσουμε». «Να βαλτώσετε;» Η Αμάντα αγνόησε την παρατήρηση. «Το κλίμα είναι καλύτερο απ' ό,τι παλιά. Αυτό οφείλεται στο ύψος της θάλασσας. Βυθιστή καμε τριάντα μέτρα κι έτσι οι ψηλοί τόποι έχουν γίνει πεδινοί. Ο Γουέιν παίρνει δείγματα από τους μεταβαλλόμενους πληθυσμούς των λουλουδιών, των εντόμων και των πουλιών. Κρατάει ένα είδος ημερολογίου στον φορητό υπολογιστή του». «Ώστε το αγόρι-παιχνιδάκι σου είναι και βιολόγος;» «Αγόρι-παιχνιδάκι... ω, σκάσε! Έχει σπουδάσει θαλάσσια βιο λογία. Είναι από το Λονδίνο, αλλά εργαζόταν πριν τις πλημμύρες στο Θ αλάσσιο Ινστιτούτο του Ν τόουβ, στο Νορθάμπερλαντ». «Ποτέ δεν μου είπες πολλά γ ι' αυτόν, στα μηνύματα που μου έστελνες. Τι ακριβώς έγινε, κόλλησες στον πρώτο δυνατό άνδρα που κατάφερες να βρεις;»
246
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Αμάντα φούντωσε ξανά. «Αν ξαναμιλήσεις έτσι, 9α γυρίσεις στο Τσέριτον Μπίσοπ μόνη σου». «Καλά, με συγχωρείς. Δεν το εννοούσα». «Βεβαίως και το εννοούσες». Μ α η Αμάντα συνέχισε να περ πατάει. «Κοίτα, Λιλ, ίσως να μην είναι τέλειος, μα είναι αρκετά σωστός άνθρωπος. Έχει και διδακτορικό. Ειδικεύτηκε στην παρά κτια ζωή, μα τώρα οι ακτές έχουν εξαφανιστεί. Μερικές φορές τα ξιδεύουμε ακόμα και μέχρι το Σόλεντ, ξέρεις, για να δούμε πώς προχωρούν οι πλημμύρες. Ο Γουέιν λέει πως πρόκειται για ένα εκτεταμένο φαινόμενο εξάλειψης των ειδών. Θ α απαιτηθούν ένα εκατομμύριο χρόνια μέχρι η φύση να δημιουργήσει ξανά μια κα νονική ακτή, νερόλακκους, θαλάσσιες σπηλιές και εκτάσεις υγρής άμμου για τους χαραδριούς και τους κύκνους. Ακόμα και οι αμ μόλοφοι έχουν σκεπαστεί με νερά. Ό λ α έχουν χαθεί και δεν θα ξαναδούμε πια παρόμοια τοπία όσο ζούμε. Δεν είναι λυπηρό;» «Ώστε έχει και ψυχή!» είπε η Λίλι. «Για συνέχισε, λοιπόν. Πες μου πώς τον γνώρισες». Είχαν γνωριστεί στον καταυλισμό προσφύγων του Έιλσμπερι, σε μια ουρά για πόσιμο νερό. Ό τα ν οι πλημμύρες άρχισαν, ο Γουέιν έφυγε από το Νορθάμπερλαντ και πήγε στο Τσάρλτον του νότιου Λονδίνου για να βρί σκεται κοντά στην οικογένειά του. Είχαν καταφέρει να βγουν από την πόλη και ακολούθησαν το κύμα των προσφύγων προς το Έιλσμπερι. Μετά την τυχαία γνωριμία τους ο Γουέιν και η Αμάντα εί χαν δεθεί αρκετά στενά, περνώντας κάποιες ώρες μαζί στις «παμπ» του καταυλισμού των προσφύγων, δηλαδή σε παράγκες εφοδιασμέ νες με όσες μπίρες είχαν περισωθεί από τα εγκαταλειμμένα προ άστια. Μ α οι πλημμύρες συνεχίστηκαν. Η θάλασσα μπήκε βαθιά στις εκβολές των μεγάλων ποταμών. Ο Τάμεσης ήταν τώρα πια μια εσωτερική θάλασσα μέχρι το Μπακινγκχαμσάιρ. Ο Σέβερν είχε διεισδύσει στην κοιλάδα του Έβενσαμ μέχρι το Γουόργουικ και, κα θώς ο κόλπος του Λίβερπουλ επεκτεινόταν στην ενδοχώρα μέχρι το Τσέστερ, φαινόταν πως η Ουαλία θα ξεκοβόταν εντελώς από την
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
247
Αγγλία - ακριβώς όπως οι εκβολές του Φορθ και του Κλάιντ απέ κοψαν τη Σκοτία αφού έπνιξαν μεγάλο μέρος του Εδιμβούργου και της Γλασκόβης. Η χερσόνησος της Κορνουάλης βυθιζόταν επίσης κι όλα έδειχναν πως σύντομα γλώσσες θάλασσας θα απέκοπταν από το κέντρο της χώρας τις ψηλές περιοχές του Έχμουρ και του Ντάρτμουρ. Ό σ ο για την υπόλοιπη Αγγλία, μπορούσες να τραβή ξεις μια νοητή γραμμή νότια του Μιντλεσμπόροου μέχρι το Κέιμπριτζ, στα ανατολικά της οποίας υπήρχε μόνο μια ακανόνιστη χερ σόνησος αποτελούμενη από κομμάτια ψηλότερων εδαφών όπως τα έλη του Γιορκσάιρ. Στα νοτιοανατολικά η θάλασσα είχε χωθεί βαθιά στις πεδιάδες του Κεντ και του Σάσεξ αφήνοντας λουρίδες εδάφους, το βόρειο και το νότιο Ντάουνς καθώς και το Γουίλντ, να προεξέχουν σαν δάχτυλα πέτρινου χεριού. Στους καταυλισμούς του Τσίλτρενς, η κατάσταση ήταν τρομα κτική για όσους είχαν εγκαταλείψει το Λονδίνο. Ό λ ο ι γνώριζαν πως τα νερά που υψώνονταν θα έσπρωχναν ολοένα περισσότερα κύμα τα προσφύγων στην ενδοχώρα από τις πεδιάδες του Σέβερν, του Τρεντ και του Χάμπερ, καθώς και από τις παραθαλάσσιες περιο χές. Μ ερικοί μάλιστα απ' αυτούς αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν καταυλισμούς στους οποίους είχαν καταφύγει ήδη από την αρχή των πλημμυρών, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άτομα να βρίσκονται σε κίνηση. Τελικά, κάτω από την πίεση της εξυπηρέτησης όλο περισσότε ρων προσφύγων από την κοιλάδα του Τάμεση, οι αρχές άρχισαν να διαλύουν τον καταυλισμό του Έιλσμπερι και να μετακινούν άτο μα δυτικά. Ο Γουέιν είχε προσκαλέσει την Αμάντα και τα παιδιά να δοκιμάσουν την τύχη τους μαζί του και να πάνε σε μια κοινό τητα που ήξερε πως είχε δημιουργηθεί στο Ντάρτμουρ. Η Αμάντα δεν ήταν και πολύ σίγουρη για τον Γουέιν, μα έβλεπε πως δεν εί χε πολλά περιθώρια επιλογής. «Και πώς ήξερε για τούτο το μέρος;» Η Αμάντα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ωραία, λοιπόν. Αυτό είναι το κομμάτι που δεν θα άρεσε καθόλου στη μαμά. Ό τα ν ήταν μι κρός, ο Γουέιν ανήκε σε μια παρέα οπαδών της Τσάρλτον - της πο
248
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δοσφαιρικής ομάδας, αν ξέρεις. Δεν 8α προσποιηθώ πως μου α ρέσει το παρακάτω: Θέλω να πω, ήταν τότε παιδιά ακόμα, μα έκα ναν ζημιές. Ο Γουέιν ξέκοψε, αλλά διατήρησε επικοινωνία με τα υπόλοιπα παιδιά της παρέας. Και μερικοί από αυτούς στην κατο πινή τους ζωή δημιούργησαν δεσμούς με, ας πούμε περιθωριακές ομάδες». Η Αίλι έγνεψε με κατανόηση. «Γι' αυτό και οι τόσες σημαίες. Α νήκουν στην άκρα δεξιά. Σαν το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα». «Όχι σ' αυτό ακριβώς, αλλά σε κάτι παρόμοιο, υποθέτω. Κοίτα, ο Γουέιν δεν είναι κανένας τραμπούκος ή νεοναζί. Λέει, όμως, πως ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους κυκλοφορούσαν από παλιά ιδέες που δεν είχε ακούσει πουθενά αλλού». «Όπως;» «Όπως: Πώς θα τα βγάλει πέρα ο κόσμος όταν εξαντληθεί το πετρέλαιο; Υποθέτω πως όλα τούτα είναι περιττές κουβέντες τώρα που έχουμε άλλου είδους προβλήματα, αλλά πάντα οι άνθρωποι φοβόντουσαν την αναρχία. Πολλοί μιλούσαν για καταφύγια. Ο Γουέιν λέει πως μια ομάδα έψαχνε τοποθεσίες σε μέρη όπως η Κροατία, κοντά στην ακτή, όπου θα μπορούσε κανείς να χρησι μοποιεί τους τοπικούς ποταμούς για πόσιμο νερό και να εκμεταλ λεύεται την ηλιακή ενέργεια. Κάποιοι είχαν ήδη από παλιότερα αρ χίσει να το σχεδιάζουν στα σοβαρά και να συγκεντρώνουν απο θέματα». «Οπαδοί της επιβίωσης, εφοδιασμένοι με σβάστικες». «Αν το θέλεις έτσι», είπε απότομα η Αμάντα. «Όπως και να 'ναι, όταν ξέσπασαν οι πλημμύρες ξέθαψαν όλα αυτά τα παλιά σχέδια. Ο Γουέιν μπήκε σε μια ομάδα τα μέλη της οποίας είχαν αποφασί σει να εγκατασταθούν σε κάποιο μέρος εδώ, στην πατρίδα μας». «Στο Ντάρτμουρ». «Ναι. Το Ντέβον και η Κορνουάλη ήταν χερσόνησος ακόμα και πριν από τις πλημμύρες. Υπήρχαν και κάποια ασαφή σχέδια για οδοφράγματα στους κεντρικούς δρόμους, ώστε να αυτονομηθεί η περιοχή. Ήταν περισσότερο κουβέντα της πλάκας παρά οτιδήποτε άλλο. Πάντως, είχαν την τοποθεσία κατά νου. Έτσι, όταν μας με
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
249
τακίνησαν από το Έιλσμπερι, τουλάχιστον είχαμε κάποιο μέρος να πάμε. Ο Γουέιν κατάφερε να βρει ένα Λάντ Ρόβερ κι ένα τροχό σπιτο, και να 'μαστέ εδώ!» «Μαζί με φράχτες από συρματόπλεγμα και πυραύλους εδάφουςαέρος». «Παντού τα ίδια συμβαίνουν, μην προσπαθείς να με πείσεις για το αντίθετο. Ο ι άνθρωποι έχουν χάσει τόσα πολλά και φοβούνται πως θα χάσουν πολύ περισσότερα. Νομίζω όμως πως κάποτε θα ηρεμήσουν. Δεν πρόκειται να ζήσουμε κάποια ταινία τρόμου και πάση θυσία επιβίωσης, Λίλι». «Έτσι λες;» «Έλειπες καιρό. Τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα». Φαι νόταν να το πιστεύει. Είχε βρει τη δύναμη και την αντοχή να φτιά ξει ένα καταφύγιο για την ίδια και τα παιδιά της σε μια κατάστα ση την οποία κάποτε θα θεωρούσε εντελώς απαράδεκτη· και ενο χλούνταν που η Λίλι είχε έρθει να τα γκρεμίσει όλα με μια λέξη. «Τα πράγματα μπορεί να καλυτερέψουν», είπε περήφανα. «Λένε πως αν ο καιρός ζεστάνει περισσότερο, θα γίνουμε κάτι σαν τα ελλη νικά νησιά. Θυμάσαι τότε που ήμασταν παιδιά και η μαμά μάς πή γε στην Κεφαλονιά; Ελαιώνες, θαλασσινά για φαγητό και η ήρε μη, λαμπερή, γαλάζια θάλασσα». Ήταν η φαντασίωση που υπέθαλπε μέσα στο κεφάλι της, ειδικά τις σκοτεινές νύχτες του χειμώνα όταν οι καταιγίδες τράνταζαν το μικρό τους τροχόσπιτο, μια φα ντασίωση για ένα αγγλικό αρχιπέλαγος βουτηγμένο στον ήλιο. Η Λίλι δεν είπε τίποτα. Φαινόταν βαθιά λυπημένη. «Αλλά δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι;» «Όχι». Η Λίλι πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά της. «Λυπάμαι, αδελφούλα. Πραγματικά, πρέπει να σας πάρω μακριά από δω». Ακούστηκε το ξαφνικό μουγκρητό μιας μηχανής. Μ ια μοτοσικλέ τα εμφανίστηκε στο μονοπάτι. Την καβαλούσε ο Μπεντζ έχοντας την Κρίστι πίσω του, κρατημένη από τη μέση του. Κανείς από τους δυο δεν φορούσε κράνος. Ο Μπεντζ σταμάτησε αδέξια τη μοτοσικλέτα. Η Κρίστι κατέβηκε
250
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κλαμένη κι έτρεξε στη μητέρα της. Είχε στην πλάτη το ταλαιπωρη μένο, παλιό, ροζ σακίδιό της. Η Αμάντα τους φώναξε: «Αυτή είναι η μηχανή του Γουέιν! Τι στην οργή νομίζετε πως κάνετε; Θ α εκνευριστεί πολύ!» «Έχει ήδη εκνευριστεί», είπε ο Μπεντζ. «Γεια σου, θεία Λίλι». «Γεια σου, Μπεντζ. Γεια σου, Κρις». Η Λίλι «ραινόταν μελαγχολική. Η Αμάντα είδε τα παιδιά της μέσ' από τα μάτια της Λίλι. Είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ, είχαν μεστώσει, είχαν αλλάξει. Ο ι χλομοί έφηβοι με τα κολλήματα στη μόδα και στους Αγγέλους θα έμοιαζαν με παγώνια μπροστά σ' εκείνους τους σκληραγωγημένους εργά τες γης. Η Κρις έκλαιγε. «Μαμά, εγώ φταίω! Εντάξει, είπες να μην πε ράσουμε από σπίτι, αλλά σχημάτισα την εντύπωση πως θα φεύ γαμε για πάντα». «Κι εγώ το είχα αυτό το προαίσθημα», είπε ο Μπεντζ, «όταν είπες πως ήρθε η θεία Λίλι». «Δεν ήθελα να φύγω χωρίς τα πράγματά μου». Η Κρις τρά βηξε τα λουριά του σακιδίου της. Η Αμάντα λοξοκοίταξε τη Λίλι αναστατωμένη. «Είναι τα τελευ ταία πράγματά της από το Λονδίνο. Μικροκοσμήματα, οι κεχρι μπαρένιες χάντρες της... Και το αρκουδάκι της!» «Δεν έχει σημασία», είπε η Λίλι βιαστικά. «Μπορεί να τα πάρει μαζί της, εφόσον τα έχει τώρα. Το ερώτημα είναι, γιατί ήρθατε με τη μοτοσικλέτα;» «Εξαιτίας εκείνου\» είπε ο Μπεντζ. «Μας είδε». Και τότε η Αμάντα συνειδητοποίησε πως άκουγε άλλη μια μη χανή να μουγκρίζει. Ο Γουέιν εμφανίστηκε στο μονοπάτι, καβάλα σε μια μεγάλη Χόντα. Η Αμάντα ήξερε πως η μοτοσικλέτα ανήκε στον Μπιλ Πάλφορντ. Ο Γουέιν σταμάτησε, έσβησε τη μηχανή και την άφησε να πέσει στο έδαφος. Ύστερα πλησίασε προς το μέρος τους με τις γροθιές σφιγμένες. Η Αμάντα γέλασε βεβιασμένα, προσπαθώντας να χαλαρώσει
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
251
την ένταση. «Ξέρεις, ο Μπιλ 8α γίνει έξω φρενών αν μάδει πως φέρθηκες έτσι στη μηχανή του». Ο Γουέιν έδειξε προς το μέρος της με ένα βρόμικο δάχτυλο. «Σκάσε!» Τα μαλλιά του είχαν ανακατευτεί απ' τον αέρα- η φόρμα της AxysCorp που φορούσε ήταν γκρίζα από τη λάσπη και τα γα λάζια μάτια του έκαιγαν. «Τι στο διάβολο νομίζεις πως θα κάνεις; Θέλετε να την κοπανίσετε, ε; Το πήρα χαμπάρι μόλις είδα αυτά τα δυο μικρά μαλακισμένα να το σκάνε». Ο Μπεντζ στάθηκε με θάρρος μπροστά του. «Μπορεί να είμαι μαλακισμένο, αλλά μη με λες "μικρό"». Ο Γουέιν σήκωσε τη γροθιά του. Η Αμάντα του άρπαξε το χέρι, ξαφνιάζοντας τον ίδιο της τον ε αυτό. «Αν τον χτυπήσεις, εμείς οι δυο τελειώσαμε. Μην τολμήσεις!» Την αγριοκοίταξε, αλλά τελικά υποχώρησε τραβώντας το χέρι του για να το ξεκολλήσει απ' το δικό της. «Δεν έχουμε τελειώσει έτσι κι αλλιώς; Δεν την κοπανάτε όλοι, μαζί με τούτηνε τη φανταρίνα;» «Ήρθα για την οικογένειά μου», είπε η Αίλι ψύχραιμα. «Δεν έχω τίποτα μαζί σου». «Εγώ όμως έχω, κυρά μου! Έχω δικαιώματα. Εγώ τους έσωσα, όταν τους πέταξαν με τις κλοτσιές από το Έιλσμπερι. Μ α δεν πας να γαμηθείς!» είπε στην Αμάντα. «Βαρέθηκα τις κλάψες σου. Να φύγετε όλοι! Ό λ ο ι εκτός από σένα». Αρπαξε την Κρίστι από το μπράτσο. Εκείνη ούρλιαξε και προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά ο Γουέιν ήταν πολύ δυνατός. Ο Μπεντζ έκανε να ορμήσει, μα η Αίλι τον κράτησε. Η Αμάντα προχώρησε προς το μέρος του. «Τι πας να κάνεις; Αφησέ την!» «Σε καμιά περίπτωση!» γρύλλισε εκείνος. Τράβηξε την Κρίστι επάνω του, κρατώντας με το μεγάλο χέρι του τη μέση της κι έχοντας στρίψει το μπράτσο της πίσω από την πλάτη της. «Έχω αυτό που θέ λω και οι υπόλοιποι να πάτε να γαμηθείτε. Άντε, λοιπόν, τραβάτε!» Η Αμάντα καταλάβαινε τι είχε συμβεί. «Ώστε από την αρχή για την Κρίστι γίνονταν όλα, ε;»
252
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ασφαλώς! Έμενα μαζί σου μόνο επειδή περίμενα γι' αυτήν. Λες να σε γούσταρα τόσο πολύ, γελοία παλιόγρια; Πόσα παιδιά 8α μπορούσες να μου χαρίσεις; Γιατί γ ι' αυτά δα γίνονται όλα στο μέλλον: για παιδιά, δυνατούς γιους και καρπερές κόρες». Η Κρίστι πάλεψε πάλι να ξεφύγει, μα αυτός της έστριψε το χέρι περισσό τερο μέχρι που ησύχασε. «Βεβαίως και όλα γίνονταν γι' αυτήν! Αυ τήν σκεφτόμουν κάδε φορά που σε πηδούσα. Δεν μπορούσε να μου σηκωδεί αλλιώς...» Ακούστηκε ένας μικρός απότομος ήχος, λες και κάποιος είχε φτύσει έναν σπόρο. Ο Γουέιν άφησε την Κρίστι κι έπεσε στο χώ μα ουρλιάζοντας. Η μύτη της δεξιάς του μπότας είχε διαλυδεί. Ο Μπεντζ έτρεξε και άρπαξε την αδελφή του. Η Λίλι πλησίασε τον πεσμένο Γουέιν, με το πιστόλι της στο χέρι. Εκείνος έσφιγγε τη ματωμένη άκρη της μπότας του. «Ηλίθια σκύλα, μου γάμησες το δάχτυλο!» «Αν πεις άλλη μια λέξη, θα σου διαλύσω και το γόνατο. Και τότε να δούμε τι χρησιμότητα θα έχεις για τα φιλαράκια σου, που κάνουν τα πάντα για να επιβιώσουν». Την αγριοκοίταξε με το πρόσωπό του μια μάσκα πόνου και ορ γής και τον ιδρώτα να δημιουργεί αυλάκια πάνω στη βρομιά του μετώπου του. Ό μ ω ς δεν έβγαλε άχνα. Τρέμοντας σύγκορμη, η Αμάντα ανάσανε βαθιά. «Συνεχίζεις να επεμβαίνεις στη ζωή μου, Λιλ», είπε. Η Λίλι γύρισε προς τα παιδιά. «Είστε καλά εσείς οι δύο;» «Ναι», είπε η Κρίστι. «Θεία Λίλι, μην τον πυροβολήσεις στο γό νατο όταν βγάλει αυτή την κραυγή!» «Ποια κραυγή;» Η μικρή, αφού έτρεξε προς το μέρος του Γουέιν συγχρονίζο ντας τα βήματά της σαν να εκτελούσε πέναλτι στο ποδόσφαιρο, τον κλότσησε δυνατά ανάμεσα στα πόδια. Εκείνος ούρλιαζε κι άρ χισε να σπαρταράει. «Αυτό τον ήχο», είπε. Μετά, ούρλιαζε προς το μέρος του: «Καθίκι!» «Κρις, λυπάμαι», είπε η Αμάντα με ειλικρίνεια.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
253
«Μη νοιάζεσαι, μαμά», είπε η Κρις ψύχραιμα. Τα δάκρυά της εί χαν ήδη στεγνώσει. «Δεν θα προλάβαινε να με ακουμπήσει, έτσι κι αλλιώς». «Και βέβαια όχι», είπε ο Μπεντζ αποφασισμένα. «Θεέ μου», είπε η Αμάντα. «Μεγάλωσα τιμωρούς!» Η Λίλι κοίταξε το ρολόι της. «Ακούστε, αυτός ο τύπος δεν έχει σημασία πια. Τίποτα απ' όλα τούτα δεν έχει σημασία. Πρέπει να πά με στο Τσέριτον Μπίσοπ, όπου μας περιμένει το αυτοκίνητο». Έρι ξε μια ματιά στις μοτοσικλέτες. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε μόνο δεκαπέντε λεπτά μ' αυτά τα μαραφέτια, αν είχαμε δυο οδηγούς». «Εγώ ξέρω να οδηγώ μηχανή», είπε ο Μπεντζ. «Το είχα καταλάβει ότι μάθαινες κρυφά...» είπε η Αμάντα. «Το ίδιο κι εγώ», είπε η Κρίστι με ενθουσιασμό. «Αυτό δεν το είχα καταλάβει!» έκανε η Αμάντα αυστηρά. «Αφήστε τη μηχανή μου κάτω, παλιομάγισσες!» φώναξε ο Γουέιν από το έδαφος. «Εσύ, να σκάσεις!» είπε η Λίλι ήρεμα. «Λοιπόν, Κρις, τι λες, θα με πάρεις στη μηχανή σου;» Ο Γουέιν έβριζε καθώς έβαζαν μπροστά τις μηχανές, αδυνατώ ντας να ελέγξει την οργή του. Σηκώθηκε μάλιστα όρθιος και έκα νε τρεκλίζοντας μερικά βήματα. Η Λίλι κρατούσε το όπλο της έτοι μο. Η Αμάντα ένιωσε μεγάλη ανακούφιση, όταν ο Γουέιν χάθηκε από τα μάτια τους.
39 Μ ό λ ις βρέθηκαν στο SUV της AxysCorp τα παιδιά ησύχασαν, προς μεγάλη ανακούφιση της Αμάντα. Ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευ αν σε μεγάλη απόσταση, από τη στιγμή που ο Γουέιν τους είχε φέρει
254
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στο Έιλσμπερι με το Λαντ Ρόβερ του. Τώρα έδειχναν μεγαλόσω μα, μυώδη και βρόμικα στο πολυτελές εσωτερικό του αυτοκινήτου. Έπρεπε να μένουν όλη την ώρα στο μεγαλύτερο δυνατό υψόμε τρο, ακολουδώντας κυρίως δευτερεύοντες δρόμους. Θ α χρειάζο νταν σχεδόν είκοσι τέσσερις ώρες για να ταξιδέψουν με το αυτοκί νητο από το Πόστμπριτζ στο Μάρλοου, όπου δα τους περίμενε το σκάφος της AxysCorp, μια διαδρομή που δα απαιτούσε μόνο με ρικές ώρες πριν από τις πλημμύρες. Η Λίλι είχε εκνευριστεί με την αργοπορία. Αυτό που φοβόταν, προφανώς πλησίαζε. Κατευδύνδηκαν βορειοανατολικά κατεβαίνοντας από το Ντάρτμουρ στους λόφους του Μπλακντάουν, διακρίνοντας από μακριά τον τερματικό σταδμό καυσίμων του Τόντον και τη δάλασσα πέρα απ' αυτό. Ύστερα κατευδύνδηκαν ανατολικά, προς το Ντόρσετ. Έ πρεπε να διασχίσουν διάφορα εμπόδια, μπλόκα και συρματοπλέγ ματα, καδώς ταξίδευαν από το ένα νεόκοπο φέουδο της Αγγλίας στο άλλο. Στο αυτοκίνητο επέβαινε και ένας αξιωματικός της α στυνομίας, τον οποίο είχε στείλει σε αυτή την αποστολή ο Νέιδαν Λάμοκσον. Υπήρχε ακόμα αρκετός σεβασμός προς τις κεντρικές αρχές, ώστε η παρουσία του αστυνομικού να τους επιτρέπει τη διέ λευση. Βέβαια, στο αυτοκίνητο υπήρχαν κι ένα σωρό λεφτά για να πληρώνουν διόδια και να δωροδοκούν φρουρούς: στερλίνες, ευ ρώ, δολάρια, ακόμα και χρυσά νομίσματα. Κατευδυνόμενοι βορειοανατολικά διαμέσου της πεδιάδας του Σαλίσμπουρι, είδαν από μακριά το ίδιο το Σαλίσμπουρι, με το κα μπαναριό του καδεδρικού ναού, κολοβωμένο από μια καταιγίδα, να ξεπροβάλλει μέσ' από το νερό σαν σπασμένο κόκκαλο. Ακόμα πιο βόρεια το Στόουνχετζ στεκόταν ακόμη ανενόχλητο από τα τελευταία προβλήματα του κόσμου, αν και μια ταλαιπωρημένη ομάδα αυτό κλητων δρυίδων είχαν κατασκηνώσει μόνιμα γύρω του και προσεύ χονταν καδημερινά για να έρδει η σωτηρία από τις πλημμύρες. Έμειναν τη νύχτα στο Νιούμπερι και κοιμήδηκαν στα καδίσματα του παρκαρισμένου SUV. Μετά, αφού πρώτα διέσχισαν τον φου σκωμένο Τάμεση, συνέχισαν βορειοδυτικά μέσ' από τους λόφους Γουάιτ Χορς, πέρασαν πάνω από τον Τσέργουελ στο Γκόρινγκ και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
255
στη συνέχεια διέσχισαν το Τσίλτρενς μέχρι το Χάι Γουίκομπ, κατε βαίνοντας στο Μάρλοου. Εκεί, αραγμένη στον πλημμυρισμένο κή πο μιας παραποτάμιας βίλας που κάποτε δα άξιζε εκατομμύρια, τους περίμενε μια μικρή βενζινάκατος της AxysCorp. Ακόμα και τόσο βαδιά στο εσωτερικό της χώρας, μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο η Αμάντα ανακάλυψε πως μπορούσε να μυρί σει την αλμύρα στον αέρα. Μ ε τη μηχανή της βενζινακάτου να βουίζει, έπλευσαν μέσα από το Μέιντενχεντ και το Γουίντσορ. Ο Μπεντζ και η Κρίστι κρατιόντου σαν από την κουπαστή κοιτάζοντας τη δέα, πίνοντας καφέ και τρώ γοντας γλυκά μπισκότα. Ο οδηγός χρησιμοποιούσε το GPS για να διατηρεί το σκάφος στο κέντρο της παλιάς κοίτης του ποταμού, ώστε να αποφεύγει κτήρια, δέντρα και άλλα βυδισμένα εμπόδια. Κοιτούσαν με δέος καδώς προσπερνούσαν το κάστρο του Γουί ντσορ, περήφανο πάνω στην μελαγχολική κορφή του, αν και ο μπάτσος που τους συνόδευε τους είπε να είναι προσεκτικοί, επειδή υπήρχαν φήμες πως το κάστρο είχε καταληφδεί από μια αποσχιστική, στρατιωτική μονάδα. Σε άλλα σημεία όπου οι όχδες ήταν χα μηλότερα, ο φουσκωμένος ποταμός απλωνόταν μέχρι τον ορίζοντα κι από τις δυο πλευρές, ενώ η ήρεμη επιφάνειά του διακοπτόταν μο νάχα εδώ κι εκεί από κάποιο καμπαναριό ή άλλο ψηλό οικοδόμη μα. Η Αμάντα σκέφτηκε πως δα μπορούσαν κάλλιστα να βρίσκονται στη δάλασσα, εφόσον μόνο το σύστημα δορυφορικής πλοήγησης του πιλότου τους επέτρεπε να ακολουδούν την αρχική κοίτη του πο ταμού. Αλλά καμιά δάλασσα δεν ήταν τόσο βρομερή όσο εκείνη, με την επιφάνειά της σκεπασμένη από κηλίδες πετρελαίου και μάζες από πλαστικές σακούλες, κλαδιά και αναποδογυρισμένους κάδους, νησίδες σκουπιδιών όπου κατοικούσαν φασαριόζικα δαλασσοπούλια. Συνέχισαν την πορεία τους, ενώ ο οδηγός ανέφερε τα ονόμα τα των βυδισμένων προαστίων από κάτω τους: Σέπερτον, Χάμπτον, Κίνγκστον, Ρίτσμοντ, παμπάλαια μέρη που τώρα πια ήταν βυδισμένα δεκάδες μέτρα κάτω από την καρίνα του σκάφους. Τα παιδιά βαρέδηκαν το παντού απαράλλαχτο δέαμα και άρχι
256
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σαν να παίζουν χαρτιά με τον αστυνομικό. Η Αμάντα χάρηκε γ ι' αυτό· δεν πρόσεξαν ότι περνούσαν από το Φούλχαμ, πάνω το βουλιαγμένο σπίτι της. Συνέχισαν ακολουθώντας την φορά του ρεύματος, αποφεύγοντας τα αντερείσματα των βυθισμένων γεφυρών. Καθώς πλησία ζαν το κεντρικό Λονδίνο, η κυκλοφορία στο ποτάμι άρχισε να πυ κνώνει. Έβλεπε κανείς λέμβους, ιστιοφόρα, ακόμα και μερικές βεν ζινακάτους. Τα παιδιά στάθηκαν πάλι στην κουπαστή, αφού εκεί υπήρχαν περισσότερα μνημεία για να δουν, γυάλινοι μονόλιθοι που προεξείχαν μέσα από το βρομερό νερό. Σχεδίες φτιαγμένες από ελαστικά αυτοκινήτων δεμένα μεταξύ τους κινούνταν προσεχτικά ανάμεσα στις προσόψεις των κτηρίων που ξεπρόβαλλαν από το νε ρό, και η Αμάντα είδε κάποιους να βουτούν στα νερά κουβαλώ ντας μαζί τους μουσαμάδες και καλώδια. «Τι κάνουν εκεί;» ρώτησε η Λίλι. «Βγάζουν έξω πράγματα;» «Μερικές φορές. Άλλες, απλώς αποθηκεύουν. Είναι εκπληκτικό πόσα πράγματα υπήρχαν στο Λονδίνο τη μέρα που ξεχείλισε το Φράγμα, Αμάντα, και βρίσκονται ακόμα εκεί κάτω - εργαλεία, μη χανήματα, ακόμα και εμφιαλωμένο νερό και κονσέρβες. Είναι πάρα πολλά για να τ' ανεβάσουν όλα αμέσως. Κι ό,τι δεν μπορούν να το ανασύρουν στα γρήγορα, προσπαθούν να το προστατέψουν από τα νερά που ανεβαίνουν - σαν απόθεμα για το μέλλον». Προσπέρασαν το Γουέστμινστερ. Το μεγαλύτερο μέρος από το Μάτι του Λονδίνου βρισκόταν ακόμα έξω από το νερό, σαν γιγάντιος τροχός ποδηλάτου. Μπορούσες να διακρίνεις σκοινιά να κρέμονται από τσακισμένα βαγόνια, απομεινάρια των τελευταίων επιχειρήσεων διάσωσης. Στην απέναντι όχθη, το ρολόι του Μπιγκ Μπεν ξεπρόβαλλε γενναία κάπου εξήντα μέτρα πάνω από το νε ρό. Μ ια από τις όψεις του ήταν συντριμμένη και μόνο θραύσματα απέμεναν. Ο αστυνομικός γνώριζε τι συνέβη: «Κάποιος βαρεμέ νος με εκτοξευόμενη βομβίδα...» Το τηλέφωνο της Λίλι κουδούνισε. Το έβγαλε από την τσέπη της. Ήταν ένα βαρύ μοντέλο στρατιωτικών προδιαγραφών, που λειτουρ γούσε σαν ασύρματος.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
257
Ο ασύρματος του αστυνομικού έτριξε. Και η οθόνη του οδηγού της AxysCorp φωτίστηκε. Ο Μπεντζ το πρόσεξε. «Τι συμβαίνει;» Η ΛίΧι έδειχνε θλιμμένη, μα και παράξενα ανακουφισμένη. «Αυ τό που περίμενα. Η πρόβλεψη των σεισμολόγων ήταν ακριβής». «Ποια πρόβλεψη;» ρώτησε απότομα η Αμάντα. «Πως θα γινόταν ένας μεγάλος υποθαλάσσιος σεισμός, νοτιο δυτικά της Ιρλανδίας». Αυτό ακουγόταν γελοίο. Η Αμάντα άρχισε να γελάει. «Στην Ιρλανδία; Μ α δεν γίνονται σεισμοί στην Ιρλανδία». «Γι' αυτό έγιναν όλα τούτα, Αμάντα», είπε η Λίλι. Άρχισε να μι λάει υπομονετικά για «ισοστατική καθίζηση», δηλαδή για το πώς η βυθισμένη ξηρά πιέζεται από το βάρος του νερού, με αποτέλεσμα να καταβυθιστεί μέσα σε μαλακότερα απ' αυτήν πετρώματα που βρίσκονται κάτω από το φλοιό σε βάθος μέχρι και το ένα τρίτο του ύψους του νερού που τη σκεπάζει. Ό μω ς, στον ημιάκαμπτο φλοιό δεν αρέσουν οι πιέσεις. Έτσι, οι πλημμύρες προκαλούν τεράστιες σεισμικές δονήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο. Η Αμάντα τη διέκοψε. «Έχεις περάσει πολύ χρόνο κοντά στον Γκάρι Μπόιλ και σ' έχει επηρεάσει. Τι σχέση έχει ένας σεισμός στην Ιρλανδία μ' εμάς;» «Αυτόν», είπε ο οδηγός. Έβγαλε έναν φορητό υπολογιστή και τον άνοιξε μπροστά της. «Τούτη είναι η θέα από το Έξμουρ, αν κοι τάζει κανείς δυτικά». Ήταν μια εικόνα της θάλασσας όπου φαινόταν μια μαύρη γραμ μή στον ορίζοντα, μια γραμμή που γινόταν όλο πιο παχιά καθώς η Αμάντα κοιτούσε. Πιο μπροστά μπορούσε κανείς να διακρίνει ότι η θάλασσα αποτραβιόταν, αποκαλύπτοντας βυθισμένες κωμοπόλεις και χωράφια. «Τσουνάμι!» είπε αμέσως η Κρίστι. «Ένα τσουνάμι που κατευθύνεται προς την Αγγλία», είπε η Αμάντα, που ακόμα δεν πίστευε στα μάτια της. «Έχει συμβεί και στο παρελθόν», είπε η Λίλι. «Στα γεωλογικά
258
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ευρήματα έχουν καταγραφεί τσουνάμι που χτύπησαν τα λιμάνια των Στενών της Μ άγχης, τις εκβολές του Σέβερν και τη Σκοτία, εξαιτίας σεισμών στην Ιρλανδία, στα Στενά και έξω από την ακτή της Νορβηγίας». «Και πόσο ψηλά δα φτάσει;» «Δεν ξέρουμε ακόμα», είπε η Αίλι. «Εδώ θα πρέπει να είμαστε ασφαλείς. Μ α τα πράγματα θα είναι πολύ άσχημα για ολόκληρη τη δυτική ακτή». Η Αμάντα θυμήθηκε εικόνες από το τσουνάμι που είχε χτυπή σει το 2004 στον Ινδικό Ωκεανό, αυτό στην Κωνσταντινούπολη πριν ένα χρόνο, καθώς και στο Μ ακάο και το Χονγκ Κονγκ από τότε. Θυμήθηκε κορμιά που κρέμονταν άψυχα από τα δέντρα. «Οπότε, το Ντάρτμουρ δεν είναι τελικά και τόσο ασφαλές». «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί έπρεπε να σας πάρω από κει; Το τσουνάμι θα διαλύσει ό,τι απέμεινε από τη Βρετανία και δεν υπάρ χουν οι πόροι για ν' ανακάμψει το νησί ξανά». Η Κρίστι κοιτούσε την οθόνη σαν υπνωτισμένη. «Και τι θα απο γίνουν η Μ όλι, η Λίντα, ο Μπάρι και ο Τζορτζ...» «Μιλάει για ντόπια παιδιά στο Πόστμπριτζ», εξήγησε η Αμάντα στη Αίλι. «Δεν μπορούμε να τους προειδοποιήσουμε;» ρώτησε η Κρίστι. Η Αίλι της έδωσε το τηλέφωνό της. «Κάλεσε όποιον θέλεις, κα λή μου. Έτσι κι αλλιώς, θα έχουν ήδη ειδοποιηθεί από τις αρχές». Η Κρίστι άρχισε να κάνει τηλεφωνήματα. Ο Μπεντζ είχε θυμώσει. «Το ήξερες πως θα γινόταν αυτό, έτσι, θεία Αίλι; Ακριβώς όπως στο Γκρίνγουιτς. Φύγαμε κι αφήσαμε τους άλλους να πεθάνουν, κι ήξερες ότι θα γινόταν». «Ναι. Μ α αν δεν κρατούσα το στόμα μου κλειστό, κανένας μας δεν θα απέμενε ζωντανός. Κοίτα, Μπεντζ, έχεις συνείδηση, κι αυτό είναι καλό πράγμα. Δεν καταλαβαίνεις όμως τι όφειλα να κάνω;» Κράτησε το βλέμμα της καρφωμένο επάνω του μέχρι που εκείνος ηρέμησε. Πολύ αργότερα, όταν βρέθηκαν στον αέρα μέσα σε ένα ελικόπτε-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
259
ρο της AxysCorp, το τηλέφωνο της Λίλι αντήχησε από μια ακόμα επείγουσα κλήση. Η Κρίστι έκανε ακόμα τηλεφωνήματα στο Πόστμπριτζ· έδωσε το τηλέφωνο πίσω στη θεία της. Η κλήση ήταν από την AxysCorp και μάλιστα από τον ίδιο τον Νέιδαν. Η Έλεν Γκρέι έμενε με την οικογένειά της στο Τσέστερ. Χάδηκε όταν χτύπησε το μεγάλο κύμα. Η Αμάντα έπιασε το χέρι της Λίλι. «Ξέρω τι σημαίνει αυτό για σένα. Χάδηκε ο πρώτος από σας». «Της υποσχέδηκα να φροντίσω το παιδί της», είπε η Λίλι απελ πισμένα. «Πώς στο διάβολο να το κάνω αυτό;»
40 ΙΟΥΝΙΟΣ 2019
Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Μια περίπολος της πλωτής αστυνομίας που έψαχνε για επιζώντες σε βυδισμένες συνοικίες του Παρισιού, δέχτηκε πυρά αυτό ματου όπλου από μια πολυκατοικία. Διενεργήδηκε έφοδος της αστυνομίας. Μ ια συμμορία εφήβων εξαρδρώδηκε. Ένας αστυνομικός σκοτώδηκε. Μισοπεδαμένοι από την πείνα και, πολλοί, άρρωστοι από το μολυσμένο νερό των πλημ μυρών, οι έφηβοι είχαν στη διάδεσή τους άφδονο αλκοόλ και όπλα. Ό λ ο ι τους εκτός από έναν είχαν Καλάσνικοφ ΑΚ47. Αυτό ήταν ένα παγκόσμιο πρόβλημα. Ή δη πριν από τις πλημ μύρες υπήρχαν κάπου εκατό εκατομμύρια Καλάσνικοφ ή απομι μήσεις τους σε ολόκληρο τον κόσμο - τόσο απλή ήταν η κατα σκευή του ΑΚ47 και τόσο αξιόπιστο ήταν στη χρήση του. Ακόμα περισσότερα είχαν παραχδεί από εργοστάσια σε ολόκληρο τον κό σμο πριν αυτά πνιγούν από τα νερά. Πολλά όπλα είχαν συγκε
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
260
ντρωθεί από «ψευτο-Ναπολέοντες», όπως είχε αναφέρει η εκπρό σωπος της γαλλικής αστυνομίας, κυριαρχούμενους από οράματα μελλοντικών πολέμων για τη διεκδίκηση των ψηλότερων εδαφών. Κανείς δεν γνώριζε πόσα τέτοια οπλοστάσια υπήρχαν πάνω στον πλανήτη, ούτε πού βρίσκονταν, ούτε πόσα ΑΚ47 υπήρχαν ακόμα. To ΑΚ47 λέγεται πως είναι το πιο αποτελεσματικό όπλο που επι νοήθηκε ποτέ, με βάση τις ζωές που έχει αφαιρέσει. Αποδεικνυόταν τώρα το ύστατο αιματοβαμμένο μνημείο της εποχής της βιο μηχανικής και μηχανοποιημένης θανάτωσης η οποία το είχε γεν νήσει, και πιθανότατα να αποτελέσει έναν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της εξουσίας στην εποχή που έρχεται. Ό λ ο ι οι παριζιάνοι έφηβοι εκτός από έναν, σκοτώθηκαν με τα όπλα στα χέρια.
41 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019
Ο Γκάρι Μπόιλ εργαζόταν στον πίνακα οργάνων τού πίσω κατα στρώματος του Λινκς. Είδε τον Σάντζεϊ Μακντόναλντ να επιβιβά ζεται βιαστικά, την ώρα που το πλοίο ήταν έτοιμο να σαλπάρει. Του φώναξε και του έγνεψε. Ο Σάντζεϊ πήγε να τον βρει στην πρύμνη. Φορτωμένος με ένα παραφουσκωμένο σακίδιο, ιδροκοπούσε μέσα στη ζέστη της μέρας. Φορούσε μια λεπτή λινή μάσκα πάνω από το γενειοφόρο στόμα του, για να προστατεύεται από τον καπνό των πυρκαγιών της Κων σταντινούπολης. Άφησε κάτω το σακίδιο με ανακούφιση και δέ χτηκε ένα παγούρι με κρύο νερό από τον Γκάρι. Αφού σήκωσε τη μάσκα του και ήπιε αχόρταγα κάμποσο νερό, έχυσε το υπόλοιπο πάνω στο κεφάλι του και το πρόσωπό του. «Πειράζει;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
261
«Το πλοίο έχει δική του συσκευή αφαλάτωσης», είπε ο Γκάρι. «Ξόδεψε όσο θέλεις». «Ευχαριστώ». Ήταν ώρα να φύγουν. Ένας λοστρόμος άρχισε να τοποθετεί σε τακτοποιημένες, παράλληλες σειρές τα παλαμάρια που είχαν τρα βήξει. Ο Γκάρι έβλεπε τον καπετάνιο στη γέφυρα να στέκεται πλάι στον Τούρκο πλοηγό, που θα τον βοηθούσε να περάσει το σκά φος μέσα από τα Στενά. Το σκάφος σείστηκε καθώς οι δυο προπέ λες του έσκιζαν τα νερά του Χρυσού Κέρατος. Κάποιοι από τους επιστήμονες που εργάζονταν στο κεντρικό εργαστήριο κάτω από το κατάστρωμα, βγήκαν έξω για να δουν το θέαμα. Ν εαροί οι πε ρισσότεροι, ταλαιπωρημένοι και ατημέλητοι, περιφέρονταν στο κα τάστρωμα κοιτάζοντας το θολό νερό και τις ακτές των Στενών. Μα το ταξίδι είχε επιστημονικό σκοπό και στο μικρό δωμάτιο πάνω από τη γέφυρα, το οποίο αποκαλούσαν «πάνω εργαστήριο», κά ποιοι από τους ερευνητές έθεταν ήδη σε λειτουργία το σόναρ. Ο Σάντζεϊ έσκυψε πάνω από την κουπαστή και κοίταξε τον ορί ζοντα της Κωνσταντινούπολης να διαβαίνει αργά πλάι στο σκά φος. Παρά τις πλημμύρες και τους σεισμούς, το θέαμα παρέμενε εντυπωσιακό. Δεκαοχτώ μήνες μετά τους πρώτους σεισμούς ο Θόλος της Αγίας Σοφίας, που παρέμενε πεισματικά ακέραιος, είχε με τατραπεί σε αρχετυπική εικόνα ενός βασανισμένου κόσμου, ενώ ο πρωινός ήλιος λαμπύριζε πάνω στους μιναρέδες και τους επίχρυ σους θόλους των τζαμιών που γέμιζαν την παλιά πόλη. Από την άλλη, καπνός σηκωνόταν σε νωθρές στήλες από τις συνοικίες που καίγονταν και ελικόπτερα πετούσαν μέσα στο μισόφωτο. Ο Γκάρι χαιρόταν που έβλεπε τον Σάντζεϊ, που ανήκε σε ένα χαλαρό δίκτυο κλιματολόγων και ωκεανογράφων, πάνω στους ο ποίους έπεφτε συνεχώς ο Γκάρι τα τελευταία χρόνια καθώς ταξί δευαν στον πλανήτη καταγράφοντας τις ακραίες αλλαγές. Πάντως, θεωρούσε πως ο Σάντζεϊ είχε χάσει την ευκαιρία του εκείνη τη μέρα. «Την τελευταία στιγμή έφτασες». Ο Σάντζεϊ σήκωσε τους ώμους. «Ξέρεις πώς είναι τα ταξίδια στις μέρες μας».
262
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Πράγματι. Υπάρχουν άφθονες ελεύθερες κουκέτες. Τελικά, μό νο οι μισοί απ' όσους είχαν υποσχεθεί να συμμετάσχουν εμφανί στηκαν, παρ' όλες τις προσπάθειες της Γουντς Χολ». «Η Θάντι Τζόουνς είναι εδώ;» Ο Γκάρι χαμογέλασε πλατιά. «Δεν μπορούσαμε να την κρατή σουμε μακριά». «Αυτό το σκάφος ανήκει στη Γουντς Χολ, σωστά;» «Ναι». Ο Γκάρι κλότσησε μια σκουριασμένη πλάκα του κατα στρώματος. «Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου ήταν ένα σκάφος διάσωσης. Τρέμει σαν μεθύστακας που έχει ξεμείνει από ποτό. Υποθέτω, όμως, πως αφού δεν έχει βουλιάξει εδώ κι ογδόντα χρόνια, δεν πρόκειται να βυθιστεί και τώρα που έχει εμένα επάνω». «Ας το ελπίσουμε». Ένας-ένας οι επιστήμονες επέστρεψαν στις δουλειές τους. Ο φορητός υπολογιστής του Γκάρι έβγαλε έναν ήχο για να τραβήξει την προσοχή του, καθώς δεδομένα έφταναν από τις διάφορες ο μάδες πάνω στο σκάφος. Τα Στενά του Βοσπόρου αποτελούν τη μοναδική σύνδεση με ταξύ της Μαύρης Θάλασσας και της Θάλασσας του Μαρμαρά, η οποία με τη σειρά της συνδεόταν με τη Μεσόγειο μέσω των Δαρδανελλίων, ενώ στη συνέχεια η Μ εσόγειος φιλούσε τον Ατλαντι κό στο Γιβραλτάρ. Άρα ο Βόσπορος ήταν η μοναδική δίοδος μέ σα από την οποία ο ωκεανός θα μπορούσε να φτάσει στη Μαύρη Θάλασσα. Η Μαύρη Θάλασσα ήταν επί χιλιετίες μια θάλασσα γλυκού νε ρού, που γέμιζε από αρκετούς μεγάλους ποταμούς και εξέβαλλε στον Μαρμαρά. Μ α κάτω από το γλυκό νερό που έρεε μέσω του Βοσπόρου, υπήρχε πάντα επίσης στο βάθος ένα αντίθετο ρεύμα αλμυρού νερού, που κατευθυνόταν βόρεια και περνούσε από τον Μαρμαρά στη Μαύρη Θάλασσα. Από την αρχαιότητα, οι ναυτικοί εκμεταλλεύονταν αυτό το φαινόμενο. Μπορούσες να κατεβάσεις ένα δοχείο με πέτρες ως το αλμυρό ρεύμα του βάθους και να πα ρασυρθείς από αυτό κόντρα στο ρεύμα της επιφάνειας. Η ροή αλ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
263
μυρού νερού είναι ένα λείψανο της πλημμύρας που ακολούθησε την Εποχή των Παγετώνων, η οποία είχε ξαναγεμίσει με ξαφνικό τρόπο την κλειστή και μισοξεραμένη Μαύρη Θάλασσα με τα νερά από τον υπερχειλισμένο Μαρμαρά. Τώρα οι ωκεανοί υψώνονταν πάλι και το υποθαλάσσιο αλμυρό ρεύμα ήταν ισχυρότερο από πα λιά. Ο Γκάρι υπέθετε πως τελικά θα υπερνικούσε εντελώς το ρεύ μα της επιφάνειας και ο Βόσπορος θα γινόταν ένας αλμυρός υδραγωγός, γεμίζοντας τη λεκάνη της Μ αύρης Θάλασσας. Από εκεί, όμως, δηλαδή από τη Μαύρη Θάλασσα, το θαλασ σινό νερό δεν έχει πουθενά αλλού να πάει - τουλάχιστον για την ώρα. Μ ια αναμενόμενη αλλαγή αυτής της κατάστασης ήταν και το σημαντικότερο κίνητρο τούτης της επιστημονικής αποστολής. Ακόμα ένας συναγερμός αντήχησε από τον φορητό υπολογι στή του Γκάρι. Είχε έρθει η ώρα να πιάσει κι ο ίδιος δουλειά. Άρχι σε να ξετυλίγει την αλυσίδα του οργάνου, βυθίζοντάς το στο νε ρό στο δεξιό πλευρό του σκάφους και κρατώντας το μακριά από τις προπέλες. Ο Σάντζεϊ εξέτασε το όργανο. Ήταν μια αλυσίδα με περισσότε ρα από εκατό θερμόμετρα προσαρμοσμένα σε όλο το μήκος της. «Για να μετρά τις αλλαγές της θερμοκρασίας πάνω στο θερμοκλινές;» «Το 'πιασες. Ο Βόσπορος πρέπει να είναι ένας από τους πιο προσεκτικά μελετημένους υδάτινους χώρους του πλανήτη. Μ α τό σα πολλά έχουν αλλάξει, ώστε δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για την κατάστασή του αυτήν τη στιγμή. Κάθε μέτρηση είναι και μια νέα ανακάλυψη... Από πού ήρθες, λοιπόν;» «Από την Αυστραλία». «Πώς πάνε τα πράγματα εκεί;» Ο Σάντζεϊ σήκωσε τους ώμους, με την έκφρασή του κρυμμένη πίσω από τη μάσκα. «Η θάλασσα σκεπάζει τις ακτές, βέβαια. Ο ι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων, ειδικά της ανατολικής ακτής από τη Μελβούρνη μέχρι το Μπρισμπέιν, φεύγουν προς την ενδοχώρα. Έχουν δημιουργηθεί πόλεις αντίσκηνων στη Μεγάλη Διαχωριστική Οροσειρά. Το πιο ενδιαφέρον γεγονός, όμως, ήταν πως η θά
264
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
λασσα διείσδυσε στην ξηρά από τα νοτιοανατολικά, από τους κόλ πους του Σπένσερ και του Άγιου Βικέντιου. Η λεκάνη του ποταμού Μάρεϊ, η οποία βρίσκεται κάτω από το παλιό ύψος της επιφάνει ας της θάλασσας, έχει σχεδόν πλημμυρίσει και η θάλασσα σχη ματίζει μια λίμνη που ονομάζεται Άιρ». «Άρα η Αυστραλία πλημμυρίζει κι αυτή». «Οι πρόσφυγες από την ακτή Μπόντι προσπάθησαν να κάνουν σερφ στα κύματα που έρχονταν προς το μέρος τους. Τους ηλίθι ους!» Ο Σάντζεϊ γέλασε. Αλλού τα πράγματα είναι όπως θα περίμενες. Τα ξηρά μέρη γίνονται ξηρότερα, τα υγρά υγρότερα. Μ ε μια πρώτη ματιά, η γεωργία έπαψε να υφίσταται στην Αυστραλία. Τώρα βασίζονται αποκλειστικά σε εισαγωγές τροφίμων, όσα μπορούν να εισάγουν, και το δελτίο στα τρόφιμα είναι αυστηρότατο. Ο ι ντό πιοι Αυστραλοί έχουν εξαφανιστεί». «Οι Αμπορίτζιναλ; Τι εννοείς όταν λες εξαφανίστηκαν;» «Ποτέ δεν ξέχασαν με ποιον τρόπο να επιβιώνουν στην κόκκι νη καρδιά της ηπείρου. Τώρα εγκαταλείπουν τους λευκούς στις βυ θιζόμενες πόλεις τους». Ο Γκάρι έθεσε την ερώτηση που έθετε συνεχώς κάθε κλι ματο λόγος: «Κι αν η στάθμη της θάλασσας συνεχίζει να ανεβαίνει;» Ο Σάντζεϊ σήκωσε τους ώμους ξανά. «Τότε, ακόμη κι οι Αμπορίτζιναλ την έχουν γαμήσει. Και το ίδιο, τελικά, ισχύει για όλους μας». Το πλοίο είχε φτάσει στο στενό μεταξύ των απότομων ακρωτη ρίων Καντήλι και Κανλίκα, τα οποία παρέμεναν ακόμα ψηλά έξω από το νερό. «Τι είναι αυτό που σε κρατάει ζωντανό, Σαντζ;» ρώτησε ο Γκάρι. «Τι κάνει η οικογένειά σου; Τα παιδιά σου;» «Αυτά και οι μητέρες τους ζουν με την αδελφή μου, τη Ναριντέρ, και την οικογένειά της. Βρίσκονται σε ένα χωριό στα Χάιλαντς της Σκοτίας, όχι μακριά από το Φορτ Γουίλιαμ. Είναι ασφαλείς ε κεί πέρα. Αλλά τώρα ίσως πρέπει να μετακινηθούν, εφόσον μετά το τσουνάμι η κεντρική βρετανική κυβέρνηση σχεδόν κατέρρευσε και δεν είναι πια ικανή να οργανώνει τίποτα περισσότερο από εκ κενώσεις και αποστολές ανακούφισης των πληγέντων. Από την άλ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
265
λη, στα Χάιλαντς αναβιώνουν οι αρχαίες φάρες, τα κλαν! Ο πα τέρας μας μάς άφησε ένα οικογενειακό δέντρο με προγόνους που φτάνουν πιο πίσω κι από την εποχή του Ωραίου Πρίγκιπα Καρό λου. Έχουμε λοιπόν συμμάχους». «Δεν μπήκες στον πειρασμό να πας να μείνεις κι εσύ μαζί τους;» «Ίσως το κάνω, αν τα πράγματα χειροτερέψουν περισσότερο. Για την ώρα, η επιστήμη με κρατά απασχολημένο. Πρέπει να συνεχίσουμε! Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;» Ο Σάντζεϊ κοίταξε τον ουρανό, ο οποίος ήταν σχεδόν εντελώς απαλλαγμένος από σύν νεφα. Έβγαλε τη μάσκα του και μύρισε τον αέρα.
42 Έχοντας διαβεί τα Στενά, το Λίνκς έπλευσε παράλληλα με την α νατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Άραξε κοντά στα σύνορα Ρωσίας και Γεωργίας, σε ένα βυθισμένο παραθαλάσσιο θέρετρο που ονομαζόταν Σότσι. Δεν υπήρχε στην περιοχή κανένα λιμάνι που να λειτουργεί. Βάρ κες του ρηχού νερού έπρεπε να μεταφέρουν τους επιστήμονες σε ένα είδος αυτοσχέδιας αποβάθρας, η οποία είχε κατασκευαστεί πάνω σε κάποιον κεντρικό δρόμο Βορρά-Νότου που ονομαζόταν Κουρόρτνι Πρόσπεκτ. Δεν υπήρχε κανείς να τους βοηθήσει στην αποβίβαση πέρα από το πλήρωμα του καραβιού και ήταν αναγκα σμένοι να μεταφέρουν μόνοι τους τις αποσκευές και τον εξοπλισμό τους. Υπήρχαν πάντως φορτηγά που τους περίμεναν, μισθωμένα από τη Γουντς Χολ. Ο Γκάρι αναρωτήθηκε πόσο είχαν κοστίσει τα καύσιμα στους μακρινούς ταμίες της. Το μεγαλύτερο μέρος από τη μικρή πόλη του Σότσι, που παρέμε
266
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νε ακόμη πάνω από το ύψος του νερού, φαινόταν εγκαταλειμμένο, τα καταστήματα και τα μπαρ ήταν κλειστά ή καμένα και ελάχιστοι άν θρωποι κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Μ ια νεαρή Ρωσίδα ονόματι Έλενα Αρτέμοβα, από το Ωκεανολογικό Ινστιτούτο Σιρσόφ της Μόσχας, έδειξε μελαγχολικά τα βουνά που δέσποζαν πάνω από την ακτή. «Όποιος είχε μυαλό, κατέφυγε στα ορεινά χωριά», είπε. «Το ίδιο πρέπει να κάνουμε κι εμείς για να περάσουμε τη νύχτα». Τα φορτηγά οδήγησαν τους επιστήμονες και τον εξοπλισμό τους ψηλά στα βουνά, σ' ένα χωριό ονόματι Κράσναγια Πολιάνα - κά ποτε αγαπημένο του προέδρου Πούτιν, όπως τους πληροφόρησε έ νας οδηγός με ανεμοδαρμένο πρόσωπο που μασούσε ταμπάκο. Η διαδρομή ήταν εντυπωσιακή αν και κάπως τρομακτική, καθώς ο δρόμος περνούσε πλάι σε απότομα φαράγγια. Ανεβαίνοντας ψηλό τερα, ο Γκάρι έβλεπε πια καθαρά πως όλα τα παράκτια θέρετρα εί χαν πλημμυρίσει, οι παραλίες τους είχαν χαθεί και η θάλασσα ει σχωρούσε βαθιά σε κοιλάδες ποταμών γεμάτες κωνοφόρα. Ήταν ο Καύκασος, το τεράστιο κομμάτι ξηράς το οποίο απλω νόταν στα νότια της Ρωσικής Ομοσπονδίας, με όρια τη Μαύρη Θ ά λασσα και τη Θάλασσα του Αζόφ στα δυτικά, και την Κασπία στα ανατολικά. Ο Γκάρι είχε μελετήσει την τοπογραφία της περιοχής. Ή ταν μια χώρα με ποικίλα χαρακτηριστικά, όπου κυριαρχούσαν στα βόρεια η στέπα και στον Ν ότο τα βουνά, τα οποία μέχρι πο λύ πρόσφατα παρέμεναν πάντα χιονοσκέπαστα. Το πιο ενδιαφέρον για τους κλιματολόγους ήταν η βόρεια λωρίδα της στέπας που απλωνόταν από το Ροστόφ μέχρι το Γκρόζνι, μεγάλο μέρος της οποίας αποτελούνταν από λιβάδια καλυμμένα με αγριολούλουδα και κοιλάδες με χείμαρρους. Ή ταν η χαμηλότερη έκταση εκείνου του λαιμού γης που χώριζε τη Μαύρη Θάλασσα από την κλειστή θάλασσα της Κασπίας. Ό τα ν τελικά η Μαύρη Θάλασσα Θα ξε χείλιζε και θα έβγαινε έξω από τα όριά της, το νερό θα κυλούσε προς την κατεύθυνση αυτής της στέπας. Στην Κράσναγια Πολιάνα οδηγήθηκαν σε ένα μέρος που κά ποτε ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα εξοχικών κατοικιών, μονώρο φων κτηρίων διασκορπισμένων στο δάσος ερυθρελάτης. Τα φορ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
267
τηγά παρκάρισαν για τη νύχτα και οι οδηγοί επέστρεψαν στις κα τοικίες τους, στο κεντρικό χωριό. Ο ι επιστήμονες εξερεύνησαν το συγκρότημα, φωνάζοντας ο ένας τον άλλον. Το μοναδικό ψηλό κτίσμα ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο οικοδόμημα από ασβεστόλιθο, καλυμμένο από στόκο και ξεφλουδισμένη μπογιά. Το δωμάτιο της εισόδου είχε διακοσμημένη οροφή, με ζωγραφιές παραμορφωμένες από την υγρασία και σιδερένιες σπειροειδείς σκάλες που οδηγού σαν σε δωμάτια του εξώστη από πάνω. Υπήρχε κάποιο προσωπικό από ντόπιους, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ηλικιωμένοι. Κανείς δεν μιλούσε Αγγλικά και έτσι η Έλενα Αρτέμοβα, μαζί με μερικούς που γνώριζαν Ρωσικά, έπρεπε να κάνουν τους διερμηνείς. Φαίνονταν απογοητευμένοι που οι επιστήμονες ήταν τόσο λίγοι και δα χρειάζονταν λιγοστά δω μάτια. Η Έλενα έμοιαζε αμήχανη, καθώς έπρεπε να παζαρέψει το ενοίκιο με μια ηλικιωμένη γυναίκα. «Αναρωτιέται κανείς τι χρησιμεύουν τα χρήματα σε ανθρώ πους σαν κι αυτούς», είπε ο Σάντζεϊ. «Μάλλον η γριά κάργια δεν το έχει σκεφτεί αυτό», μουρμούρι σε η Θάντι. «Οι γιοι της έφυγαν για να καλλιεργήσουν καλαμπό κι στους λόφους και να μαλώσουν ποιος θα πάρει τα κορίτσια, αυ τή έμεινε να μαζεύει μασούρια τα ρούβλια και περιμένοντας τη μέ ρα που τα πράγματα θα εξομαλυνθούν. Καλό σχέδιο». «Ίσως να μην είχε άλλη επιλογή», είπε η Έλενα τραχιά. «Πέ ρασε από τον νου σου κάτι τέτοιο;» Στα εικοσιοκτώ της χρόνια, η Έλενα ήταν μια μελαγχολική αλλά πανέμορφη γυναίκα. Το πρό σωπό της ήταν μακρύ, με χλομό, φωτεινό δέρμα, μεγάλα μάτια και χείλη με άκρες γυρισμένες προς τα κάτω· είχε τα μαλλιά της δεμένα πίσω, κάτι που έδινε έμφαση στο λιπόσαρκο μέτωπό της. «Ίσως οι γιοι της να μην ήθελαν να την πάρουν μαζί τους. Ίσως να μην μπορεί να δουλέψει εκεί πέρα. Τούτο εδώ το μέρος είναι το μόνο που της έχει απομείνει. Ο καθένας από εμάς ζει μεσ' στην ανάγκη σε έναν κόσμο που αλλάζει, Θάντι Τζόουνς. Και δεν έχου με όλοι πλούσια ιδρύματα της Δύσης να χρηματοδοτούν τον τυ χοδιωκτισμό μας».
268
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Θάντι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Μη μου αρχίζεις τέτοια, Μαμά Ρωσία! Παίρνεις κι εσύ τα δολάρια της Γουντς Χολ, όπως κι εμείς οι υπόλοιποι». «Αν δεν ήμασταν εμείς και τα "δολάρια της Γουντς Χολ", είπε ο Σάντζεϊ, «η γριά και όσοι δουλεύουν μαζί της θα πεινούσαν. Οπό τε όλοι βγαίνουν κερδισμένοι, δεν είναι έτσι; Α ς αφήσουμε λοιπόν την κουβέντα». Η Θάντι κι η Έλενα δεν συμφωνούσαν σε τίποτα, μα τρώγο νταν μεταξύ τους από την Κωνσταντινούπολη. Ο Γκάρι σκέφτηκε πως η συνεχιζόμενη διαφωνία τους, κατά παράξενο τρόπο, έφερ νε στην επιφάνεια τα στερεότυπα και στις δυο τους, τη βλοσυρή ηθικίστρια Ρωσίδα από τη μια και την πραγματίστρια Αμερικανίδα από την άλλη. Κανείς δεν επέλεξε να μείνει στο κεντρικό κτήριο παρ' ό,τι θα μπο ρούσαν να χρησιμοποιήσουν τις ευκολίες του, για παράδειγμα τα λουτρά και το πλυντήριο. Αντίθετα, προτίμησαν και οι δώδεκα να μείνουν σε μικρά μονώροφα σαλέ κάτω από την προστασία των ε λάτων. Ή ταν αρκετά κοντά μεταξύ τους ώστε να ανάψουν τη βρα δινή φωτιά στην κοινή αυλή, μια σημαντική τελετουργία. Ο Γκάρι θα κοιμόταν με τον Σάντζεϊ. Εξουθενωμένος από το τα ξίδι ο Σάντζεϊ έριξε κάτω το σακίδιό του, κλότσησε μακριά τις μπό τες του, έπεσε σ' ένα κρεβάτι και κοιμήθηκε. Κάποιοι από τους Α μερικανούς, μουδιασμένοι από τη διαδρομή με τα φορτηγά, ξεκίνη σαν έναν πρόχειρο αγώνα σόφτμπολ κάτω από τις σκιές των πεύκων. Ο Γκάρι πήγε να βρει τη Θάντι και μετά, παρασυρμένος από ένα πονηρό καπρίτσιο, βρήκε και την Έλενα και τους πρότεινε να εξερευνήσουν το χωριό. Ο ι γυναίκες αλληλοκοιτάχτηκαν επιφυ λακτικά, αλλά τον ακολούθησαν. Περιτριγυρισμένη από δασωμένες κορυφές, η Κρασνάγια Πολιάνα ήταν όμορφο μέρος και, στα εξακόσια μέτρα πάνω από την πα λιά στάθμη της θάλασσας, βρισκόταν πολύ ψηλά για να επηρεαστεί από τις πλημμύρες. Ήταν ωραίο να περπατούν ανασαίνοντας αέρα που δεν βρομούσε από τον καπνό ή τις μυρωδιές των υπονόμων. Ο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
2ό9
Γκάρι καταλάβαινε γιατί η τοποθεσία άρεσε τόσο στον Πούτιν έναν άνθρωπο με καλό γούστο, όπως πίστευε. Μαλιστά ήταν ίσως καλύτερο για τον περιστασιακό ταξιδιώτη τώρα, που ο τουρισμός του εικοστού πρώτου αιώνα είχε σταματήσει, αρκεί μονάχα να μην έτρωγες καμιά σφαίρα από κάποιον Ρώσο μανιακό της επιβίωσης. Ανακάλυψαν μονοπάτια που τους οδηγούσαν σε έναν δεντρολογικό κήπο και στα απομεινάρια του κυνηγετικού περιπτέρου που είχε κτιστεί εκεί πριν από την εποχή του Πούτιν και τη σύγχρονη Ρωσία, ίσως από την εποχή των τσάρων. Προχωρώντας πιο πέρα, βρέθηκαν σε μια κοιλάδα όπου κάποιος λεπτός καταρράχτης κυ λούσε σε μια λιμνούλα. Η Θάντι κοίταξε γύρω της. Πουθενά δεν φαινόταν κανείς. «Δεν γαμιέται», είπε κι έτρεξε προς το νερό, ζητωκραυγάζοντας και πετώντας τα ρούχα της καθώς έτρεχε. Χοροπηδούσε για να βγάλει το τζιν της. Μέχρι να φτάσει στο νερό ήταν ολόγυμνη και το κα στανό κορμί της φαινόταν λυγερό και μυώδες καθώς βουτούσε στη λιμνούλα. «Πρόσεχε τα πόδια σου στα βράχια!» της φώναξε η Έλενα. «Και το νερό θα είναι κρύο...» «Έλενα». Ο Γκάρι της άγγιξε το μπράτσο. «Χαλάρωσε. Έλα». Κατέβασε κι αυτός το φερμουάρ της φόρμας του. «Πολύ καλά. Δεν θα κρυφοκοιτάς, όμως». Ο Γκάρι γδύθηκε εντελώς. Η Έλενα κράτησε τα συντηρητικά της εσώρουχα, χοντρό σλιπ κι ένα είδος αθλητικού στηθόδεσμου. Το στήθος της ήταν πιο μεγάλο απ' ό,τι φαινόταν κάτω από τη μπλούζα. Ή δη η Θάντι πλατσούριζε κάτω από τον καταρράχτη. Τα λα μπερά μαλλιά της άστραφταν από τις σταγονίτσες του νερού. Το νερό ήταν αρκετά κρύο για να κάνει τον Γκάρι να χοροπηδάει και να σκούζει καθώς έμπαινε μέσα βήμα-βήμα. Η Θάντι πέταξε αφρούς επάνω του. «Είσαι κλασικός φλώρος». «Ω, κόφ' το! Μ α το Θ εό, Κρίστι, το δέρμα σου πρέπει να εί ναι από καουτσούκ». Η Έλενα γλίστρησε αδιαμαρτύρητα στο νερό. Ή ταν ίσα αρκε
270
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τά βαθύ ώστε να κολυμπάς χωρίς να πατώνεις στα βράχια. Η Έλενα έκανε με σοβαρότητα μερικές απλωτές, κοιτάζοντας με το αγέ λαστο πρόσωπό της κατευθείαν μπροστά. Τελικά, οι τρεις τους έκαναν έναν κύκλο. Ό τα ν το συνήθιζες, το κρύο νερό, δεν ήταν και τόσο άσχημο και η αντίθεση με τον ζε στό αέρα ήταν αναζωογονητική. Ο Γκάρι έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τα μάτια του μακριά από το γυμνό κορμί της Θάντι και της Έλενα, της οποίας τα εσώρουχα, βρεμμένα καθώς ήταν, δεν έκρυβαν και πολλά. Ό σ ο αφορά τη σχέση του με τις γυναίκες, ο Γκάρι ήξερε πως δεν ήταν και κανένας επιβήτορας, αλλά έλπιζε πως όλο θα τους ξέκλεβε καμιά ματιά. Εκείνες όμως φαίνονταν να προσπαθούν πε ρισσότερο να μην κοιτάξουν η μια την άλλη παρά τον ίδιο. Αχά! σκέφτηκε. Ίσως γι' αυτό να υπήρχε τόσο μεγάλη ένταση μεταξύ τους. «Υποθέτω πως ονειρευόσουν τέτοια μέρη στη διάρκεια της αιχ μαλωσίας σου», είπε η Έλενα στον Γκάρι. «Αν τα ονειρευόμουν, λέει!» «Συγγνώμη που ρωτάω. Σε ξέρω εδώ και κάμποσο καιρό, μα δεν γνωρίζω πολλά πράγματα για σένα. Δεν έχεις ποτέ ως τώρα μιλήσει για την ομηρία σου». «Δεν πειράζει. Νομίζω πως οι περισσότεροι νιώθουν υπερβολι κά αμήχανοι στη σκέψη να μου κάνουν νύξη γι' αυτή». «Πόσο καιρό έμεινες όμηρος;» «Συνολικά, τρία χρόνια». «Τρομερό!» «Οι άλλοι με βοήθησαν, τελικά, να επιζήσω. Ο ι χειρότερες στιγ μές δεν ήταν οι κακοποιήσεις, οι ταπεινώσεις και οι ξυλοδαρμοί. Ούτε η συνήθεια που είχαν σε έναν από τους τόπους κράτησής μας να μας πετούν το φαγητό και να μας κάνουν να το μαζεύου με από κάτω σαν τα ζώα. Ο ι χειρότερες στιγμές ήταν όταν απέμε να μόνος». Η Έλενα έγνεψε. «Είμαστε κοινωνικά πλάσματα. Αυτό που μας καθορίζει είναι οι σχέσεις μας με τους άλλους. Χωρίς αυτές...» «...Δεν είμαστε τίποτα». Της πέταξε νερό στο πρόσωπο. «Πάντα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
271
ήξερα πως με περίμεναν και καλύτερες στιγμές στο μέλλον, όπως αυτή. Έτσι μπόρεσα και άντεξα». «Ό μω ς δεν 8α υπάρξουν άλλες καλές στιγμές για την Έλεν Γκρέι», είπε η Θάντι. «Ό χι. Την καημένη την Έλεν! Φαντάζομαι πως η Αίλι δεν έκα νε καμιά πρόοδο στον εντοπισμό του παιδιού της». «Ό χι. Αν και το παιδί υποτίθεται πως βρίσκεται ακόμα κάπου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Λίλι θεωρεί πως έχει γίνει πιόνι στα τελευταία περίπλοκα διπλωματικά παιχνίδια σχετικά με τις διάφο ρες πολιτικές παρατάξεις της Σαουδικής Αραβίας και το μέλλον του πετρελαίου της. Η Λίλι επιμένει. Ν α σου πω την αλήθεια, συ νάντησα τη Λίλι ενώ βρισκόμουν στη Νότια Αμερική. Τώρα πια ερ γάζεται ως επί το πλείστον στο Περού, για λογαριασμό της AxysCorp. Δουλεύει πάνω σε κάτι που ονομάζεται Πρότζεκτ Σίτι». «Τι στο διάολο είναι αυτό;» Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Ποιος ξέρει; Θα είναι μια ακόμη ανόητη ιδέα του Ν έιθαν Λάμοκσον». Η Έλενα γύρισε προς το μέρος της. «Ήσουν πρόσφατα στη Ν ό τια Αμερική; Πώς είναι τα πράγματα εκεί;» «Ίσως θα έπρεπε να περιμένουμε μέχρι να μαζευτούμε όλοι γύ ρω στη φωτιά για να συζητήσουμε», είπε ο Γκάρι. Καθώς το φαινόμενο του παγκόσμιου κατακλυσμού εξελισσό ταν, η διεθνής ομάδα των κλιματολόγων, ωκεανογράφων, γεωλό γων, σεισμολόγων, μελετητών τυφώνων και οικολόγων οι οποίοι ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο συγκεντρώνοντας στοιχεία και μαγει ρεύοντας θεωρίες, είχαν δημιουργήσει μια δική τους κοινότητα. Δεν ήταν ιδιαίτερα πολλοί, είχαν όλοι περίπου την ίδια ηλικία και παρόμοια επιστημονική παιδεία, και συνεχώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο στη διάρκεια των μετακινήσεών τους. Μ ε το πέρασμα του χρόνου η συγκέντρωση στοιχείων και η με τάδοση των ειδήσεων στόμα με στόμα δημιούργησε ένα είδος εξε λισσόμενου παγκόσμιου εργαστηρίου, το οποίο φαινόταν να απο κτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Ο ι συνηθισμένοι άνθρωποι ήταν πολύ απασχολημένοι με την αντιμετώπιση των καθημερινών
272
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δυσκολιών και οι κυβερνήσεις με το να προσφέρουν τα απαραίτητα της επιβίωσης στους ταλαιπωρημένους πληθυσμούς - μάλλον, ταυ τόχρονα, προσπαθώντας να κρατηθούν κι οι ίδιες στην εξουσία. Μ όνο στις ατέλειωτες συζητήσεις των περιπλανώμενων επιστη μόνων μπορούσε να διατηρηθεί μια σφαιρική αντίληψη όσων συνέβαιναν. Η τελετουργία της φωτιάς είχε καταλήξει να είναι κεντρικό μέ ρος αυτής της διαδικασίας. Κάποιες νύχτες σαν κι εκείνη, όταν μια ομάδα ένιωθε πως υπήρχε απαρτία, μπορούσες να καθίσεις γύρω από μια φωτιά αληθινή ή μεταφορική, να πιεις, να καπνίσεις, να ξεδώσεις, να φλερτάρεις και, το πιο σημαντικό απ' όλα, να μιλήσεις όσο θέλεις για όσα έχεις δει. Σε γενικές γραμμές οι συζητήσεις αυτές καταγράφονταν από συστήματα αναγνώρισης της φωνής και μεταφέρονταν σε ό,τι είχε απομείνει από τον παγκόσμιο διαδικτυα κό ιστό, έτσι ώστε να παρουσιάζεται μια προφορική ιστορία του κα τακλυσμού μέσα από τα στόματα των ειδικών. Ό μω ς η Θάντι είπε: «Όχι, όταν αργότερα καθίσουμε στη φωτιά, μπορούμε να μιλήσουμε με λεπτομέρειες. Στο μεταξύ, εγώ νιώθω πολύ άνετα εδώ». Έκανε ψαλίδια με τα μακριά πόδια της μέσα στο κρύο νερό. «Θέλεις να ακούσεις για τη Ν ότιο Αμερική, ναι ή όχι;» «Ριξ' τα!» είπε ο Γκάρι. «Κατ' αρχάς, οι παγετώνες των Άνδεων εξαφανίζονται...» Ενώ οι θάλασσες υψώνονταν, η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρα σίας συνεχιζόταν ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Μ ια άμεση συνέπεια ήταν πως πόλεις κατά μήκος των ακτών της Ν ότιας Αμερικής στραμμένες προς τον Ειρηνικό και βασιζόμενες στους παγετώνες για πόσιμο νερό, έμεναν άνυδρες καθώς οι παγετώνες εξαφανί ζονταν. Το ίδιο διψούσαν πια και άλλες πόλεις σε παρόμοιες το ποθεσίες της Βόρειας Αμερικής και των Ιμαλαϊων. Η Θάντι τους εξήγησε ότι στο μεταξύ, στην ανατολική ακτή της Ν ότιας Αμερικής, η θάλασσα είχε εισβάλει βαθιά στο πλατύ δέλ τα του Ρίο ντε λα Πλάτα. Παραλιακές πόλεις όπως το Μοντεβιδέο και το Μπουένος Άιρες είχαν χαθεί προ πολλού κάτω από τα κύ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
273
ματα, μα τώρα η θάλασσα έμπαινε εκατοντάδες χιλιόμετρα βόρεια, πλημμυρίζοντας τις πεδιάδες της Αργεντινής, της Ουρουγουάης και της Παραγουάης. Ακόμα πιο δραματική ήταν η εισβολή της στις εκβολές του Αμαζόνιου και κατά μήκος της κοιλάδας που ακολου θούσε η κοίτη του, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας τεράστιας εσωτερικής Θάλασσας. «Ακόμα και στους τόπους που δεν έχουν πνιγεί από τα νερά, τα τροπικά δάση αργοπεθαίνουν», είπε η Θάντι. «Απλώς σαπίζουν». «Κι έτσι μετατρέπονται σε μια ακόμη πηγή διοξειδίου του άν θρακα, αντί να είναι η μεγαλύτερη χερσαία αποθήκη άνθρακα ό πως Θα έπρεπε», είπε η Έλενα. Ειδικότητά της ήταν οι παγκόσμιοι οικολογικοί κύκλοι. «Ένα εντονότερο από ποτέ φαινόμενο του Θερ μοκηπίου». «Ακριβώς», είπε η Θάντι. «Κι ακόμα και το λίγο είναι καταστρο φικό». Κι ασφαλώς, σκέφτηκε ο Γκάρι, μετά κάθε μια από εκείνες τις λε πτομερώς χαρτογραφημένες εισβολές νερού ένα απελπισμένο κύ μα προσφύγων Θα έπαιρνε τον δρόμο της προσφυγιάς, αφήνοντας πίσω του πόλεις και χωριά βυθισμένα, γεμάτα κουφάρια. Τέτοια πράγματα Θεωρούνταν πια αυτονόητα. Η Θάντι συνέχισε λέγοντας πως αφότου πέρασε λίγο χρόνο μα ζί με τη Λίλι στο Περού, ταξίδεψαν μαζί στις ΗΠΑ, όπου εκείνη προ σπάθησε να συνεχίσει τις έρευνές της για την Γκρέις. Αλλά η ομο σπονδιακή κυβέρνηση ετοιμαζόταν για μια μεγάλη μετεγκατάστα ση από την πλημμυρισμένη Ουάσινγκτον στο Ντένβερ του Κολοράντο, την πρωτεύουσα Πολιτείας με το μεγαλύτερο υψόμετρο. Εκεί η Θάντι αντιλήφθηκε τι συνέβαινε στη Βόρεια Αμερική. Η Φλόριντα και η Λουιζιάνα είχαν σχεδόν χαθεί - δεν απέμενε τίποτε άλλο εκτός από συνεργεία ανελκύσεων, που εργάζονταν πά νω από τα πλημμυρισμένα ερείπια των πόλεων. Ο ι μεγάλες πεδιά δες του ανατολικού μισού της ηπείρου χάνονταν γρήγορα κάτω από τα νερά και σε όλες τις ανατολικές πολιτείες τεράστια κύματα προσφύγων κατέφευγαν δυτικά. Μ ια μεγάλη κοινότητα είχε αρχί σει να δημιουργείται στα Απαλάχια Ό ρη, το ψηλότερο σημείο ανά-
274
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μέσα στην ανατολική ακτή και τα Βραχώδη Ό ρ η που βρισκόταν ακόμη πάνω από τα κύματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα της Αμε ρικής ήταν η τρομερή ξηρασία που είχε χτυπήσει μεγάλο μέρος της γεωργικής ενδοχώρας. Στο μεταξύ και οι δυο ακτές χτυπιόντου σαν από τυφώνες, οι οποίοι γίνονταν περισσότεροι και ισχυρότε ροι με κάδε χρονιά που περνούσε, γιγάντιες καταιγίδες που τις έ τρεφε η δερμότητα των ωκεανών και λυσσομανούσαν πάνω από τα ερείπια των εγκαταλειμμένων παράκτιων πόλεων. Η κρίση των προσφύγων είχε παρουσιαστεί και στον Καναδά καδώς ο Κόλπος του Χάντσον γινόταν ολοένα πλατύτερος, ενώ η δάλασσα άνοιγε δρόμο μέσα από την πρόσβαση της κοιλάδας του Αγίου Λαυρέντιου προς τις Μ εγάλες Λίμνες πνίγοντας το Κεμπέκ, το Μ όντρεαλ και το Τορόντο. Η Έλενα είπε πως ακόμα μια εξά λειψη ειδών εξελισσόταν εκεί. Ο ι Λίμνες ήταν τα μεγαλύτερα σώ ματα γλυκού νερού πάνω στη Γη. Τώρα, τα οικολογικά τους συστή ματα καταστρέφονταν από το αλάτι. Ό τα ν ήρδε η σειρά της Έλενα, εκείνη άρχισε: «Έχω δει μεγά λο μέρος της Ευρώπης στη διάρκεια των ταξιδιών μου...» Η κατάσταση της βόρειας Ευρώπης ήταν ουσιαστικά η μεγα λύτερη είδηση της χρονιάς. Η καταβύδιση της Ολλανδίας ήταν το ξεκίνημα μιας τεράστιας πλημμύρας, που επεκτεινόταν ολοένα κα τά μήκος της πεδιάδας της βόρειας Ευρώπης μέσα από τη βόρεια Γερμανία και φτάνοντας ως την Πολωνία. Πρόσφυγες σε τεράστι ους αριδμούς είχαν τραπεί σε φυγή, κατευδυνόμενοι είτε βόρεια προς τη Σκανδιναβία, είτε νότια προς τις χώρες της Μεσογείου. Το πρόγραμμα εκκένωσης παρέμενε ακόμα λίγο-πολύ κάτω από τον έλεγχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και οι εδνικές αντιπαλότητες αναβίωναν. Μ α κι ο Νότος είχε τα δικά του προβλήματα, με με γάλη ξηρασία από την Ισπανία μέχρι τις ακτές της Ανατολικής Μ ε σογείου. Στο μεταξύ, οι ισοστατικές μετατοπίσεις προκαλούσαν σεισμούς και εκρήξεις ηφαιστείων κατά μήκος της Μεσογείου. Στη Μέση Ανατολή είχε ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα στο Ισραήλ και τους Ά ραβες γείτονές του, με αφορμή τις τολμηρές προσπάδειες της Συ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
275
ρίας και άλλων να βάλουν χέρι στα εξελιγμένα συστήματα αφα λάτωσης των Ισραηλινών. Μίλησαν με γενικές περιγραφές και για περιοχές τις οποίες κα νείς από τους τρεις δεν είχε επισκεφθεί πρόσφατα, μεταφέροντας μαρτυρίες από δεύτερο χέρι. Ο Γκάρι επανέλαβε την περιγραφή της κατάστασης στην Αυστραλία που του είχε μεταφέρει ο Σάντζεϊ. Στην Ινδία, η καταστροφή λόγω των πλημμυρών και του πολέ μου μεταξύ Ινδίας, Πακιστάν και Μπαγκλαντές χειροτέρεψαν από χρονιές κατά τις οποίες οι μουσώνες είτε δεν είχαν έρδει, είτε εί χαν φτάσει άκαιρα εξαιτίας των αλλαγών στο παγκόσμιο σύστημα κυκλοφορίας των ρευμάτων των ωκεανών. Στη νοτιοανατολική Ασία είχε πέσει μεγάλη δυστυχία. Στο Βιετνάμ γινόταν μια τεράστια επι χείρηση εκκένωσης από την πόλη Χό Τσι Μινχ, η οποία πνιγόταν από τα νερά, προς τα υψίπεδα του Βορρά. Η Καμπότζη και η Ταϊλάνδη είχαν σχεδόν εξαφανιστεί κάτω από τα κύματα. Η Βόρεια και η Ν ό τια Κορέα είχαν εγκαταλείψει την αδελφοκτόνο διαμάχη τους και εί χαν ανοίξει τα κοινά τους σύνορα ώστε να ελέγχουν καλύτερα τη ροή των προσφύγων που προκαλούσε η άνοδος της Κίτρινης Θ ά λασσας. Στην Κίνα, η ίδια ανύψωση των υδάτων είχε προκαλέσει την εγκατάλειψη του Πεκίνου μαζί με ένα τεράστιο κύμα προσφύγων προς την Εσωτερική Μογγολία και τα εδάφη πέρα απ' αυτήν. Μ εγάλο μέρος της Αφρικής υπέφερε από ξηρασία, ενώ η Κοι λάδα του Ρήγματος πλημμύριζε. Τα τροπικά δάση του Κονγκό αργοπέδαιναν και ο Γκάρι είχε ακούσει για τις ηρωικές προσπάδειες σωτηρίας των τελευταίων μεγάλων αφρικανικών πιδήκων. «Και στη Ρωσία», είπε η Έλενα, «σε όλο το μήκος και το πλάτος της Σιβηρίας, της στέγης του πλανήτη, η τάιγκα, το μεγαλύτερο δάσος του κόσμου, καίγεται». «Ωραία!» είπε η Θάντι. «Κι άλλο διοξείδιο του άνδρακα». «Κάποιοι από εμάς ανησυχούν εξίσου για την άνοδο της δερμοκρασίας όσο και για την άνοδο της στάδμης των δαλασσών», είπε η Έλενα. Η Θάντι κατάφερε να γελάσει. «Μ ' αρέσουν τα ρωσικά σου σχήματα λιτότητας. Ναι, πράγματι, πολλοί από εμάς ανησυχούν και
276
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
γι' αυτό. Περισσότερες πηγές διοξειδίου του άνθρακα, λιγότερο οξυγόνο καθώς η ξηρά βουλιάζει μαζί με τα δάση και τα έλη της. Ακόμα και μέσα στη θάλασσα δεν έχουμε καμιά ανακούφιση. Οι συνεχώς υψηλότερες θερμοκρασίες μειώνουν την γονιμότητα του φυτοπλαγκτόν κι έτσι δεν μπορεί πια να απορροφήσει τόσο διο ξείδιο του άνθρακα όσο παλιά. Επίσης, καθώς η θάλασσα απλώ νεται σε βάρος της στεριάς και του πάγου, η λευκαύγεια του πλα νήτη μειώνεται». Ο πλημμυρισμένος κόσμος σκοτείνιαζε. Έτσι αντανακλούσε λι γότερο φως, απορροφούσε μεγαλύτερο μέρος από τη θερμική ε νέργεια του ήλιου και η θερμοκρασία ανέβαινε ακόμα περισσότερο. «Κι αυτό συνεχίζεται», είπε ο Γκάρι. «Μια ολόκληρη διαπλεκόμενη σειρά κύκλων ανάδρασης, που έχουν όλοι θετικό πρόσημο». «Πράγματι», είπε η Θάντι. «Νομίζω μάλιστα πως φτάσαμε σε ένα οριακό σημείο, κατά το οποίο οι κλιματικές αλλαγές που ξεκί νησαν με την άνοδο της στάθμης των θαλασσών, έχουν αρχίσει να δημιουργούν με τη σειρά τους καινούργια μεγάλα προβλήματα». «Και τι θα γίνει στη συνέχεια; Πιστεύεις πως η άνοδος της στάθ μης των νερών θα συνεχιστεί;» «Μακροπρόθεσμα, ναι», μουρμούρισε η Θάντι. «Βραχυπρόθε σμα πρόκειται να δούμε μια παλμική αύξηση του φαινομένου, κα θώς οι πάγοι των πόλων λειώνουν...» Η άνοδος της στάθμης των Θαλασσών, σε συνδυασμό με την αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας, άρκεσαν για να αποστα θεροποιήσουν τόσο τους πάγους της Γροιλανδίας όσο κι εκείνους της Ανταρκτικής. Ο ι πάγοι της δυτικής Ανταρκτικής, οι οποίοι επέ πλεαν στον ωκεανό, άρχιζαν να θρυμματίζονται καθώς το νερό υ ψωνόταν και θερμαινόταν όλο περισσότερο. Τα κομμάτια που επέ πλεαν στη θάλασσα λειτουργούσαν ως πρόσφατα σαν ανάχωμα, το οποίο εμπόδιζε τους παγετώνες, δηλαδή τους ποταμούς του πά γου, να κυλήσουν έξω από την παγωμένη ήπειρο. Τώρα οι παγε τώνες κυλούσαν προς τη θάλασσα, δημιουργώντας παγόβουνα. Δεν θα περνούσε πολύς καιρός πριν και το πελώριο στρώμα της ανατολικής Ανταρκτικής, γαντζωμένο σταθερά στη βράχινη βάση
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
277
του εδώ και είκοσι εκατομμύρια χρόνια, 8α άρχιζε επίσης να κα ταρρέει. «Έτσι, λοιπόν», είπε η Έλενα. «Πλημμύρες. Σεισμοί. Τεράστια κύματα προσφύγων που με τη σειρά τους προκαλούν ελλείψεις σε πόρους και συντελούν στην εξάπλωση ασθενειών και συγκρούσεων. Ο ι κλιματικές ζώνες μετατοπίζονται και, μεταξύ άλλων, εξαπλώ νουν και τους χώρους δράσης των κουνουπιών και άλλων παρα γόντων μόλυνσης. Ο πλανήτης μας μας προδίδει και ο πολιτισμός μας δέχεται τρομερή πίεση». «Ωραία το συνόψισες», είπε η Θάντι ξερά. «Εσείς οι γαμημένοι οι Ρώσοι έχετε μια μίζερη ικανότητα σ' αυτό». «Έχουμε μια παροιμία», είπε η Έλενα. «Τα πρώτα πεντακόσια χρόνια είναι τα δύσκολα. Νομίζω πως άρχισα να κρυώνω. Πρέπει να γυρίσουμε και να ετοιμάσουμε τα πράγματα για τη νύχτα. Ύ στερα μπορούμε να μοιραστούμε αυτά τα αποκαρδιωτικά νέα με τους άλλους ακόμη μια φορά». Βγήκε από το νερό με τα εσώ ρουχα κολλημένα στο δέρμα της. Η Θάντι κοίταξε την Έλενα και μετά πρόσεξε ότι ο Γκάρι κοι τούσε εκείνη. Σηκώθηκε, τεντώθηκε και πλησίασε τον Γκάρι. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφη, σκέφτηκε εκείνος, με μια αθλητική, κυ νηγετική ομορφιά. «Κράτα τις παρατηρήσεις σου για πάρτη σου», του μουρμού ρισε, αν και του χαμογέλασε ευδιάθετα. Τον προσπέρασε πιτσιλώ ντας τον με σταγονίτσες νερού που είχε ζεστάνει το κορμί της. Καθώς ντύνονταν, η Έλενα τους είπε πως είχε κανονίσει με το προσωπικό του ξενώνα το δείπνο. «Θα έχουμε τοπικές λιχουδιές, σούπα από παντζάρια και πέστροφα σερβιρισμένη με σάλτσα από καρύδια. Μην ανησυχείτε για τα ψάρια. Μ όνο τα πιο βαθιά σημεία της Μαύρης Θάλασσας έχουν δηλητηριαστεί από βιομηχανικό υδρόθειο...»
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
278
43 Η ομάδα διέσχισε τον Καύκασο με κατεύθυνση βόρεια και μετά ανατολικά, παρακάμπτοντας τους λοφώδεις πρόποδες των βουνών του Νότου. Ύστερα κατέβηκαν προς την ακτή της Κασπίας διασχί ζοντας μια στέπα καλυμμένη από αμμώδη άργιλο, μέχρι που έφτα σαν στη χαμηλότερη κοιλάδα του Βόλγα. Έμειναν για μια ολόκληρη μέρα στο Αστραχάν. Η παράκτια εκείνη πόλη της Κασπίας απλωνόταν κατά μήκος του δέλτα του Βόλγα κοντά στα σύνορα με το Καζακστάν, πάνω σε έντεκα νησιά. Η Κασπία, αποκομμένη από τους υπόλοιπους ωκεανούς της Γης, δεν είχε ακόμα υφωθεί και οι περιοχές γύρω από τις ακτές της δεν υπέφεραν από τις πλημμύρες που συνέβαιναν αλλού. Ή ταν παρά ξενο για τον Γκάρι και τους υπόλοιπους να περιδιαβαίνουν την πό λη και να βλέπουν τον μητροπολιτικό ναό, το «Κρεμλίνο» της πό λης, τις γέφυρες, όλα άθικτα κατ' αλλόκοτο τρόπο λες και τίποτα στον κόσμο δεν είχε αλλάξει. Παρ' όλ' αυτά η πόλη είχε σχεδόν αδειάσει από κατοίκους και συναντούσαν περισσότερους στρατιώ τες παρά πολίτες. Ο ι αρχές, ξέροντας πως η εισβολή των ωκεανών ήταν επικείμενη, είχαν πάρει ό,τι προληπτικά μέτρα μπορούσαν. Η ομάδα χωρίστηκε εκεί για να καταγράψει την εισβολή των υδάτων από διαφορετικά σημεία. Κάποιοι απ' αυτούς, όπως ο Σάντζεϊ και η Έλενα, έμειναν στο Αστραχάν. Ο ι υπόλοιποι χωρίστη καν σε ομάδες των τριών και απλώθηκαν μακριά από την πόλη, ανεβαίνοντας την κοιλάδα του ποταμού ή περνώντας στη βόρεια ακτή της Κασπίας όπου κάποιες χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα παραλιακών περιοχών βρίσκονταν κάτω από το παλιό επίπεδο των ωκεανών, μια μεγάλη λωρίδα πεδινής γης ολόγυρα στις ακτές της εσωτερικής θάλασσας που εκτεινόταν περίπου μέχρι εκατόν πενή ντα χιλιόμετρα στην ενδοχώρα. Ο Γκάρι πήγε μαζί με τη Θάντι. Κατασκήνωσαν στην ακτή κο ντά σε μια αμμώδη, έρημη παραλία. Περίμεναν την προβλεφθείσα εισβολή των υδάτων.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
279
Πέρασαν μέρες. Ο καιρός ήταν καλός κι έτσι έκαναν μπάνιο στην Κασπία, μα το νερό ήταν βρόμικο, γεμάτο βιομηχανικά κα τάλοιπα και πετρέλαιο. Έβλεπαν, μάλιστα, γεωτρύπανα να ξεπρο βάλλουν από το νερό, μουντά σχήματα που έμοιαζαν με πλευστά εργοστάσια. Εργάζονταν. Χρησιμοποιούσαν τους φορητούς υπο λογιστές τους, τις δορυφορικές συνδέσεις τους και επικοινωνούσαν με τους συναδέλφους τους που είχαν απλωθεί γύρω στις ακτές της θάλασσας και στην κοιλάδα του ποταμού. Είχαν οργανώσει μια σειρά από εικονικές «φωτιές», στη διάρκεια των οποίων οι δια σκορπισμένοι ερευνητές συζητούσαν στέλνοντας μέσω κάμερας ο ένας στον άλλον εικόνες από τις φλόγες των καταυλισμών τους. Μετά από δυο μέρες συνάντησαν στην ακτή και άλλους παρα τηρητές, με αντίσκηνα και τροχόσπιτα. Λίγοι μιλούσαν Αγγλικά και κανένας τους δεν (ραινόταν να είναι επιστήμονας. «Έρχονται να δουν την καταστροφή σαν τουρίστες», είπε η Θάντι αποδοκιμαστικά. «Όπως κι εμείς», παρατήρησε ο Γκάρι. Τις νύχτες συζητούσαν για τη ζωή τους, την αιχμαλωσία του Γκάρι, τις φιλοδοξίες της Θάντι, τις κοινές αναμνήσεις και τους κοινούς γνωστούς τους. Μετά από δυο μέρες, ο Γκάρι τόλμησε να ανοίξει κουβέντα για το ζήτημα της Έλενα Αρτέμοβα και του μπά νιου που είχαν κάνει στην Κράσναγια Πολιάνα. «Το κάνω και με τους δυο τρόπους, αν δες να ξέρεις», του εί πε η Θάντι. «Μα δεν πρόκειται να το κάνω μαζί σου. Λυπάμαι». «Δεν πειράζει», είπε εκείνος ήρεμα. «Πάντως η Έλενα έχει κάτι, δεν συμφωνείς;» «Τι;» είπε η Θάντι περιφρονητικά. «Μεγάλο στήθος;» «Όχι. Μιλώ για τη θλίψη που βλέπεις πάνω της. Μου θυμίζει τον Πιρς Μίκελμας στις μαύρες του. Θ α ήθελα να την κάνω να χα μογελάσει. Σου ακούγεται ανόητο;» «Ό χι», είπε η Θάντι. «Αφού κι εγώ νιώθω την ίδια επιθυμία». «Ωραία», είπε ο Γκάρι. «Και το εννοώ». Αναλογίστηκε το χα μένο μωρό της Θάντι και ένιωσε ζεστασιά. «Αν μπορέσεις να βρεις την ευτυχία κοντά στην Έλενα...» «Κόφ' το, Μπόιλ!»
280
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ό 6ερ, ελήφθη!» Κι έτσι αποκοιμήθηκαν έχοντας κι οι δυο τον νου στην Έλενα, η οποία, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει ο Γκάρι, ίσως να σκε φτόταν και τους δυο τους ή κανέναν τους. Το τέταρτο πρωινό ξύπνησαν από ένα μακρινό μουγκρητό. Μέχρι να βγουν από τη σκηνή τους, οι τουρίστες ήταν ήδη μαζεμένοι στην ακτή με τα κυάλια στα χέρια. Ο Σάντζεϊ επικοινώνησε βιαστικά μαζί τους μέσω βιντεοκάμε ρας. Ή ταν αναγκασμένος να φωνάζει για να ακούγεται πάνω από έναν θόρυβο που έμοιαζε μ' εκείνον κάποιου καταρράχτη. «Τα νερά πέρασαν! Σας αφήσαμε να κοιμηθείτε, γιατί σκεφτήκαμε πως θα θέλατε να ξυπνήσετε από τον θόρυβο μόνοι σας. Ό λα ξεκίνησαν από μια καταιγίδα στη Μαύρη θάλασσα...» Τα νερά της Μαύρης Θάλασσας, φουσκώνοντας ολοένα από εκείνα των ωκε ανών που περνούσαν μέσω της Μεσογείου και της Θάλασσας του Μαρμαρά, είχαν τελικά διαπεράσει το ανάχωμα του Καυκάσου στο πιο αδύναμο σημείο του μπαίνοντας στην κοιλάδα του Ντον, πλημ μυρίζοντας το Βόλγκογκραντ και μετά ορμώντας στην κοιλάδα του Βόλγα μέχρι το Αστραχάν. «Ολόκληρη η αναθεματισμένη πόλη έχει ήδη βυθιστεί! Είναι απίστευτο!» Το μακρινό μπουμπουνητό συνεχιζόταν, λες και κάπου μακριά γινόταν πόλεμος. Η Θάντι έλεγξε τα δεδομένα στον υπολογιστή της. «Η Μαύρη Θάλασσα, όταν πέρασε τον Καύκασο, είχε υψωθεί γύρω στα πε νήντα μέτρα πάνω από την παλιά στάθμη της. Η Κασπία βρίσκε ται κάπου είκοσι επτά μέτρα κάτω από την παλιά στάθμη. Μιλάμε για μια διαφορά περίπου εβδομήντα επτά μέτρων. Δεν είναι πε ρίεργο που τα νερά κάνουν τόση φασαρία». «Έχουμε δουλειά να κάνουμε». «Ναι. Πρώτα, όμως, πάμε να δούμε». Από μια παρόρμηση, τον έπιασε από το χέρι. Περπάτησαν μαζί μέχρι την άκρη του νερού. Παντού κατά μήκος της ακτής το βρόμικο νερό προέλαυνε αρ γά, σαν τα νερά πλημμυρίδας, κάνοντας ένα μικρό άλμα κάθε φο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
281
ρά που έσκαγε ένα κύμα. Άρχισαν να πισωπατούν, μετρώντας και χρονομετρώντας τα βήματά τους. «Με αυτό τον ρυθμό, 9α έχουμε επέκταση μισού χιλιομέτρου τη μέρα», είπε η Θάντι. Έβγαλε έναν υπολογιστή χειρός από την τσέπη της κι έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. «Μια άνο δος των νερών κάπου δέκα εκατοστά τη μέρα». «Θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να φτάσει τη μέση παγκόσμια στάθμη, λοιπόν», είπε ο Γκάρι. «Έναν χρόνο;» «Περισσότερο». Ο ι τουρίστες ήταν συγχισμένοι. Φαίνεται πως περίμεναν κάποιο πελώριο κύμα, πάνω στο οποίο να μπορέσουν να κάνουν σερφινγκ. Αν δέλατε θέαμα, θα έπρεπε να βρίσκεστε στην κοιλάδα του Βόλ γα, σκέφτηκε ο Γκάρι. Από την άλλη, είχε τη φαντασία ενός επιστήμονα, την ικανότητα να κατανοεί τους αριθμούς. «Η Κασπία έχει μήκος χίλια χιλιόμετρα. Είναι μια θάλασσα που θα ήταν δυνατόν να καταπιεί την Ιαπωνία. Και γεμίζει σαν μπανιέρα. Φαντάσου τους όγκους του νερού που θα πρέπει να πέφτουν τώρα στον Βόλγα». Ο Γκάρι σκέφτηκε πως αυ τό απλώς θα συνεχιζόταν, κατατρώγοντας κάθε ίχνος ξηράς. Στάθηκαν εκεί, αφήνοντας τα νερά που φούσκωναν να γλείψουν τα γυμνά πόδια τους. «Κανείς δεν έχει αντικρίσει τέτοιο θέαμα από την εποχή των Παγετώνων», είπε η Θάντι. «Νομίζεις πως είμαστε προνομιούχοι ή καταραμένοι;» «Και τα δύο, ίσως». «Για πες μου κάτι, Γκάρι. Τι θα ακολουθήσει κατά τη γνώμη σου;» «Εσύ, τι πιστεύεις;» «Θα συμβούν πολύ σημαντικότερα γεγονότα απ' αυτό». Έδειξε με το χέρι. «Θα δούμε την ανασύσταση γιγάντιων σωμάτων νερού, που όμοιά τους δεν υπήρξαν πάνω στη Γη από το τέλος της τελευ ταίας Εποχής των Παγετώνων, όταν το νερό από το λειωμένο χιό νι γέμιζε κάθε κοιλότητα: τις χαμένες μεγάλες λίμνες. Από εδώ η θάλασσα θα επεκταθεί σταδιακά προς τα βόρεια, μέχρι τον Αρκτι κό ωκεανό. Στην Αφρική, η θάλασσα θα μπει από τον Νίγηρα και τον Ν είλο ώστε να δημιουργήσει πάλι τη λίμνη Μεγατσάντ, μια
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
282
δάλασοα στο μέγεδος της Δυτικής Ευρώπης. Η λίμνη Αγκασίζ δα συσταδεί ξανά στη Βόρεια Αμερική, μια πελώρια κλειστή δάλασσα που δα απλώνεται από το Σασκατσεγουάν μέχρι το Οντάριο κι από τη Ντακότα μέχρι τη Μινεσότα. Είναι δεάματα που κανείς άνδρωπος δεν έχει αντικρίσει εδώ και πεντακόσιες ανδρώπινες γε νιές. Θ α πάμε να τα δούμε όλα τούτα... Ίσως μπορέσουμε να βγά λουμε κάποια σωστά επιστημονικά συμπεράσματα - έστω κι αν κα νείς δεν δα διαβάσει ποτέ ένα βιβλίο μου πάνω σ' αυτά». Εκείνος είχε ήδη αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Θ α συνέχιζε να εργάζεται όπου κι αν πήγαινε: στο μέσο μιας παγκόσμιας μεταβο λής, δεδομένα μπορούσαν να συλλεχδούν παντού. Θ α παρέμενε μέλος της παγκόσμιας κοινότητας των παρατηρητών. Ό μ ω ς το εί χε αποφασίσει: δα επέστρεφε στην Αμερική. Από τότε που πέδανε η μητέρα του, δεν του απέμεναν κοντινοί συγγενείς εκεί. Αλλά πίστευε πως ίσως βοηδούσε τη Λίλι να βρει το μωρό της Έλεν. Τελικά, ό πως ανακάλυπτε, τον τραβούσαν τα πρόσωπα και όχι τα δεάματα. Ή ταν είκοσι εφτά χρονών και ήδελε να γυρίσει στο σπίτι του. Προσπάδησε να το εξηγήσει. Η Θάντι δεν τον πίεσε. Η δάλασοα συνέχισε να προχωρά και να υψώνεται, μέχρι που έβρεξε τα μπατζάκια των παντελονιών τους. Ένας τουρίστας λίγο πιο κάτω κοιτούσε απογοητευμένος. «Αυτό ήταν όλο; Τι απογοήτευση!»
44 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Ό τα ν δήλωσε συμμετοχή στην Ομάχα, ο Μπένι Θόρντον δεν γνώριζε πολλά σχετικά με τον σκοπό της σταυροφορίας. Το μόνο που ήξερε ήταν πως επρόκειτο για έναν ιερό πόλεμο, μια ευκαιρία
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
283
να κερδίσει την εύνοια του Θεού χτυπώντας τους μουσουλμάνους, μια τελευταία ευκαιρία πριν ο κόσμος πάει οριστικά κατά διαόλου. Στη διάρκεια της ενημέρωσης και της εκπαίδευσής του έμαθε πως ο πόλεμος στην Ιερουσαλήμ ήταν μέρος ενός μεγάλου σχεδίου σχε διασμένου από μια ομάδα Αμερικανών χριστιανών φονταμενταλιστών που ονομάζονταν «Τρίτοι Ναϊτες» - μια προσπάθεια που στό χο είχε να φέρει την Αποκάλυψη. Λίγο ψάξιμο στο Διαδίκτυο έδειξε στην Κρίστι πως η θρησκευ τική αντίδραση στις πλημμύρες ήταν περίπλοκη και πολυδιάστατη, ακόμα και μόνο στα πλαίσια του χριστιανισμού. Πώς έπρεπε να ε νεργήσει ένας χριστιανός σε τέτοιες εξαιρετικές στιγμές; Μ ερικοί μελετητές ανέφεραν εδάφια της Βίβλου, που κατά τη γνώμη τους παρακινούσαν τους πιστούς να συγκεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην εξασφάλιση της σωτηρίας τους. Πιστοί του σύγχρονου «Ευαγγελίου της ευημερίας», οι οποίοι πίστευαν πως ο Θ εός α ντάμειβε την πίστη με πλούτη και εγκόσμια επιτυχία, υποστήριζαν πως είχε έρθει η ώρα να χρησιμοποιηθεί αυτός ο πλούτος που εί χε δοθεί από τον Θ εό ώστε να αγοράσουν περιοχές σε ψηλότερα σημεία και να αφήσουν τους λιγότερο άξιους να πνιγούν. Από την πλευρά της, η Εθνική Ένωση Ευαγγελιστών των ΗΠΑ καλούσε την κυβέρνηση να πάρει διάφορα μέτρα σχετικά με τις πλημμύρες και τις επιπτώσεις τους, ακριβώς όπως κάποτε την καλούσε να φροντί σει για την κλιματική αλλαγή, μέτρα που, κατά τον ισχυρισμό της ένωσης, ήταν εντελώς σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη. Σταδιακά, μια οικουμενική εκστρατεία Καθολικών και Διαμαρτυρόμενων θρησκευτικών ηγετών κέρδιζε έδαφος, υποστηρίζοντας πως οι εγωιστικές πράξεις έρχονταν σε αντίθεση με τις βασικές χρι στιανικές διδασκαλίες της αυταπάρνησης, της ταπεινοφροσύνης και της φιλανθρωπίας. Τόνισαν τον Χρυσό Κανόνα του Χριστού: «Και
όπως θέλετε να πράπουν σε σας οι άνθρωποι, κι σεις παρόμοια να πράπετε σ ' αυτούς» (Ευαγγέλιον Λουκά, 6, 31). Σίγουρα αυτό ήταν μια εντολή για βοήθεια προς όσους είχαν πληγεί από τις πλημμύρες, οι οποίες επηρέαζαν κυρίως τους φτωχούς, για παράδειγμα τους κα τοίκους των παραγκουπόλεων και των εκβολών των ποταμών. Ηγέ
284
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τες άλλων μεγάλων θρησκειών υποστήριζαν παρόμοιες απόψεις. Στην Κρίστι φαινόταν πως οι θρησκείες έκαναν σε γενικές γραμ μές πολλά για να διοχετεύσουν ηθική και υλική βοήθεια στις τερά στιες προσπάθειες ανακούφισης των πληγέντων σε ολόκληρο τον κόσμο, μάλιστα να περιορίσουν τα ακραία φαινόμενα εκμετάλλευ σης, δεδομένου ότι μερικοί πάμπλουτοι, συμβουλευτικές εταιρείες και πολυεθνικές συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τις ανάγκες που δημιουρ γούσαν οι πλημμύρες ως ευκαιρία για νέα κέρδη και επέκταση σε καινούργιους οικονομικούς τομείς. Ό μ ω ς οι Τρίτοι Ναϊτες είχαν πιο συγκεκριμένο σκοπό. Ισχυρίζονταν πως, σύμφωνα με την Αποκάλυψη και άλλες πηγές, η κατασκευή του Τρίτου Ναού της Ιερουσαλήμ ήταν αναγκαία προ ϋπόθεση ώστε να ανοίξει ο δρόμος για τη Δευτέρα Παρουσία και να δοθεί τέλος στην εποχή των αναταραχών και των καταστροφών. Τούτο, λοιπόν, ξεκίνησαν να κάνουν. Στον σκοπό αυτόν, βρήκαν ως συμμάχους μια ομάδα μεσσιανιστών σιωνιστών. Δυστυχώς, η οικοδόμηση του Τρίτου Ναού απαιτούσε την κα τεδάφιση ορισμένων ισλαμικών ιερών μνημείων, που βρίσκονταν στην θέση του. Έτσι η αποστολή προκάλεσε αμέσως το ξέσπασμα πολέμου, στον οποίο ενεπλάκησαν και οι τρεις μονοθεϊστικές θρη σκείες, ο ιουδαϊσμός, ο χριστιανισμός και το ισλάμ. Ή ταν ο «Πό λεμος του Αβραάμ», όπως τον αποκάλεσαν. Γρήγορα ο πόλεμος επεκτάθηκε σε μια γενική, περιφερειακή σύγκρουση που αφορούσε και άλλα ζητήματα, διαμάχες για τα υ ψώματα, το νερό και την τεχνολογία αφαλάτωσης. Το κράτος του Ισραήλ ήταν πρωτοπόρο στην τεχνολογία των όπλων και της α σφάλειας από την εποχή της 11ης Σεπτεμβρίου και ακόμα πιο πριν, κι έτσι αντεπιτέθηκε βίαια σε κάθε απειλή. Ό σ ο για τους Πα λαιστίνιους, οι οποίοι παρέμεναν ακόμη αποκλεισμένοι στις κοινότητές τους, έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να πάρουν πίσω τη γη που πίστευαν ότι τους είχαν κλέψει. Ο Μπένι έμαθε πως πολ λο ί πόλεμοι είχαν γίνει για την Ιερουσαλήμ από την εποχή των αρ χαίων Ρωμαίων κι ίσως ακόμα νωρίτερα. Μ α αυτός, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πιθανότατα θα ήταν ο τελευταίος.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
285
Το μόνο που ένοιαζε τον Μπένι ήταν να πάρει μέρος στη μάχη. Σε ηλικία δεκαεννιά ετών το σώμα του ήταν μια μάζα από μυς και τεστοστερόνη, κι έτσι ζητωκραύγαζε με ενδουσιασμό καθώς πη δούσε από το αεροπλάνο με το αλεξίπτωτο για να πέσει πάνω στη φλέγόμενη πόλη.
45 ΙΟΥΝΙΟΣ 2020 Το ελικόπτερο της AxysCorp πετούσε ξυστά πάνω από τα λαδω μένα νερά του κόλπου της Άνω Ν έας Υόρκης, κατευθυνόμενο βο ρειοανατολικά, προς το Μανχάταν. Ο πιλότος έγειρε το σκάφος και έδειξε το Άγαλμα της Ελευθερίας. «Ό λοι θέλουν να δουν τη γηραιό κυρία», φώναξε. Η Λίλι έγειρε πάνω στο πλεξιγκλάς. Η μέρα ήταν μουντή, ο ου ρανός μια συμπαγής μάζα από γκρίζα σύννεφα απ' όπου η βροχή έπεφτε ασταμάτητα, χτυπώντας πάνω στο κύτος του ελικοπτέρου. Το γκρίζο του ουρανού καθρεφτιζόταν στο γκρίζο της θάλασσας. Εκεί κάτω, λοιπόν, ήταν το Άγαλμα της Ελευθερίας, γερμένο εδώ και δύο χρόνια από τον τυφώνα Ααρών μα όρθιο ακόμα στο βυθισμένο βάθρο του, περιτριγυρισμένο από φουρτουνιασμένα νερά. Η Λίλι δεν πίστευε πως το μεγαλόπρεπο, παλιό άγαλμα θα έμενε όρθιο για πολύ ακόμα· μια δυνατή καταιγίδα θα το έριχνε. Ό μω ς, σύμφωνα με τη Θάντι Τζόουνς, το ίδιο το άγαλμα θα επι βίωνε για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα βυθισμένο, θαμμένο στα ιζήματα. Ακόμα κι όταν η πρασινωπή πατίνα του χαλκού που κάλυπτε το άγαλμα θα πάχαινε και θα μετατρεπόταν σε πέτρα, το περίγραμμα που είχε σχεδιάσει ο γλύπτης του θα παρέμενε ορατό για όποιους παράξενους υποβρύχιους επισκέπτες τυχόν δεχόταν.
286
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Καθώς το τοπίο της βυθισμένης πόλης γλιστρούσε κάτω από το πρωραίο τμήμα του ελικοπτέρου, η Λίλι χρησιμοποίησε το Άγαλ μα της Ελευθερίας ως σημείο αναφοράς για να προσανατολιστεί, προσπαθώντας να διακρίνει τι είχε αλλάξει από την τελευταία φο ρά που πέταξε πάνω από εκείνη την περιοχή, πριν από δύο και πλέ ον χρόνια, όταν είχε έρθει για την επιστημονική παρουσίαση της Θάντι. Δεν υπήρχε πουθενά ίχνος των φραγμάτων και των αντιπλημμυρικών έργων που είχαν στηθεί σε κείνους τους πρώτους μήνες του πανικού· όλα είχαν σκεπαστεί από νερό. Στα δεξιά της βρισκόταν το Μπρούκλιν και στα αριστερά της το Τζέρσι ΣΓτι- ήταν βυθισμένα και μόνο μερικά ψηλά κτήρια πρόβαλλαν ακόμα πάνω από το νερό. Σκάφη με εντυπωσιακή όψη ήταν αγκυροβολημένα γύρω από τις ρηχές ακτές· μερικά είχαν το μεταλλικό γκρίζο χρώ μα των πλοίων του πολεμικού ναυτικού, αλλά υπήρχαν και κατάλευκες θαλαμηγοί που έπλεαν σαν παιχνίδια μέσα σε μπανιέρα. Ήταν, ίσως, οι τελευταίοι πάμπλουτοι της Ν έας Υόρκης, που πα ρέμεναν αγκυροβολημένοι πάνω από την κατεστραμμένη πόλη. Το Μανχάταν έμοιαζε με ύφαλο έτσι καθώς βρισκόταν μπροστάμπροστά, με τα ψηλότερα οικοδομήματά του να ξεπροβάλλουν από το νερό σαν κομμάτια από ορεία κρύσταλλο. Το ελικόπτερο χαμήλωσε τελικά πάνω από τη Συνοικία του Χρη ματιστηρίου, περνώντας ανάμεσα στους ταλαιπωρημένους και κομ μένους ουρανοξύστες. Ή ταν σαν να πετούσαν μέσα σε φαράγγι απλοϊκού προγράμματος εικονικής πραγματικότητας, με απλοποι ημένα ορθογώνια βράχια, ευθείς γκρεμούς και νερό στις ορθο γώνιες κοιλάδες από κάτω. Τα παράθυρα των κτηρίων ήταν σκο τεινά, με σπασμένα τζάμια, μα υπήρχε δραστηριότητα στο νερό: βενζινάκατοι που περνούσαν τινάζοντας πίδακες πάνω στους λε κιασμένους τοίχους και βαρύτερες, αργοκίνητες μαούνες. Το ίδιο το νερό ήταν γεμάτο σκουπίδια, κομμάτια πλαστικού και παραγε μισμένες σακούλες. «Κατευθυνόμαστε προς το Μπροντγουέι», φώναξε ο πιλότος. «Θα σας αφήσω στη Γιούνιον Σκουέαρ ή, μάλλον, πάνω απ' αυτήν. Λεωφόρος Μπροντγουέι και 14η Ο δός γωνία. Ξέρετε τι ήταν εκεί;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
287
«Νομίζω», είπε η Αίλι ανασύροντας μνήμες τουριστικών εξορ μήσεων. «Δεν βρισκόταν εκεί μια λαχαναγορά;» «Ναι. Ό μορφ ο μέρος, αν και κάπως παρατημένο. Έτσι, του λάχιστον, ήταν κάποτε». Η φωνή του ακουγόταν κρυστάλλινη μέσ' από το ακουστικό της Αίλι. Είχε νεοϋορκέζικη προφορά και φαινόταν καλλιεργημένος· προφανώς ήταν ντόπιος. Η Αίλι αναρωτήδηκε πού εργαζόταν πριν από τις πλημμύρες, πριν καταλήξει να κάνει αυτό που όλοι φαίνε ται πως έκαναν πια, δηλαδή να δουλεύει για λογαριασμό του Νέιδαν Λάμοκσον. «Είσαι Νεοϋορκέζος;» τον ρώτησε. «Μάλιστα, κυρία. Μεγάλωσα στο Γκράμερσι. Ω ρ α ίο μέρος για να ζει κανείς. Η μάνα μου, που ζει ακόμα, αναγκάστηκε να μετακινηδεί στο Κάτσκιλς. Τώρα σκέφτεται να πάει να μείνει με τον αδελφό της στην κυνηγετική καλύβα του, στη Δυτική Βιρτζίνια, στα Απαλάχια. Είναι αρκετά ψηλά εκεί πάνω, ξέρετε». «Καλό σχέδιο, νομίζω». «Ναι, μα οι άνδρωποι της AxysCorp λένε πως τα βουνά έχουν ήδη γεμίσει από ξυλοκόπους και φανατικούς της επιβίωσης. Ξέ ρετε, απ' αυτούς που φορτώνουν τα αυτοκίνητα τους και φεύγουν με τις πρώτες σταγόνες βροχής. Ο κύριος Λάμοκσον λέει πως στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότεροι άνδρωποι έχουν σκοτωδεί από σφαίρες σε παράνομα μπλόκα, παρά από τα ίδια τα καιρικά φαι νόμενα». «Δεν δα με ξάφνιαζε αν αυτό ήταν αλήδεια». Και, βέβαια, δεν την ξάφνιαζε που τον άκουγε να αναφέρεται στον Λάμοκσον. Καδώς η παγκόσμια κρίση επιδεινωνόταν, ο Νέιδαν Λάμοκσον είχε αρχίσει να απευδύνει συχνά λόγους στο πα γκόσμιο δίκτυο των υπαλλήλων και των συνεργατών του, ένα μείγ μα εμψυχωτικών παραινέσεων, πραγματικών ειδήσεων και της δι κής του ιδιαίτερης φιλοσοφίας του σπιτικού καπιταλισμού. Σε έναν ολοένα περισσότερο κατακερματιζόμενο κόσμο, ο Νέιδαν Λάμοκ σον είχε απομείνει να στέκεται σαν το ίδιο το Άγαλμα της Ελευδερίας, μόνος, αλλά κρατώντας ακόμα τον δαυλό της ελπίδας.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
288
«Θα πας κι εσύ με τη μητέρα σου στους λόφους;» Ο πιλότος ρουθούνισε ενοχλημένος. Φάνηκε να παραξενεύεται με την ερώτηση. «Ό χι, κυρία. Θ α μείνω κοντά όσο μπορώ στον κύριο Λάμοκσον. Αυτό δεν κάνετε κι εσείς;»
46 Στη θαμπή σκιά του πύργου της Con Ed, μια πελώρια σχεδία έπλεε πάνω από τη βυθισμένη Γιούνιον Σκουέαρ. Η σχεδία θα έπρεπε να είχε μήκος εκατό μέτρων. Το κέντρο της ήταν επίπεδο, μαύρο σαν άσφαλτος, περιτριγυρισμένο από συρμα τόπλεγμα και με γιγάντιες αμερικανικές σημαίες που κρέμονταν ά ψυχες και υγρές στις τέσσερις γωνίες. Στο πίσω μέρος υπήρχαν υ πόστεγα φτιαγμένα από κόντρα πλακέ, πλαστικό ή σκουριασμένο σίδερο, δεμένα με σκοινιά και καλώδια. Ένα από τα υπόστεγα, λί γο εντυπωσιακότερο από τα υπόλοιπα, είχε ύψος δυο ορόφων και γυάλινους τοίχους, σαν πύργος σκοπιάς. Πολλοί άνθρωποι δού λευαν πάνω στη σχεδία, μεταφέροντας υλικά από και προς το μέ ρος σωρών σκεπασμένων με μουσαμά. Μικρότερα σκάφη ήταν α ραγμένα γύρω της, από κανό και λέμβους μέχρι υδροδυναμικές ά κατοι που έφεραν το λογότυπο της AxysCorp. Η σχεδία διέθετε ως κι ελικοδρόμιο, σημαδεμένο με ένα μεγάλο Η που είχε ζωγραφι στεί αδέξια με λευκή μπογιά. Το ελικόπτερο χαμήλωσε και κάθισε με μεγάλη άνεση πάνω στο Η. Η Λίλι είδε πως τους παρακολουθούσαν συνεχώς από κάποιο είδος μικρού οχυρού φτιαγμένου από σάκους άμμου, στο μικρό, αυτοσχέδιο παράθυρο του οποίου γυάλιζαν φακοί από κυάλια. Η Λίλι βγήκε μέσα στη δυνατή βροχή. Ο ι σταγόνες αναπηδού σαν στο κατάστρωμα της σχεδίας, το οποίο, όπως μπορούσε πια
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
289
να δει, ήταν μια κουρελού από κόντρα πλακέ και πλαστικά καλύμ ματα, με τραχιά επιφάνεια ώστε να μη γλιστράνε. Το σκάφος σκα μπανέβαζε ισχυρά πάνω στο νερό και τα κάθετα περιγράμματα των οικοδομημάτων γύρω έμοιαζαν ν' αναπηδούν και να ταλαντεύ ονται. Τύλιξε το αδιάβροχο της σφιχτά γύρω από το κορμί της και έριξε την κουκούλα της μπροστά για να προστατεύει το πρόσωπό της από τη βροχή· οι σταγόνες είχαν αλμυρή γεύση καθώς κυλού σαν στο στόμα της. Επικρατούσε μια μπόχα υπονόμου, μαζί με κά ποια ακόμα χειρότερη οσμή αποσύνθεσης. Άκουγε το σφύριγμα της βροχής πάνω στην επιφάνεια της σχεδίας, τις φωνές των ανθρώπων και τα κρωξίματα από τα Θα λασσοπούλια. Η Αίλι σκέφτηκε πως ήταν οι ήχοι μιας παραθαλάσ αίας περιοχής. Εκτός από τούτα, η πόλη ήταν εντυπωσιακά ήσυχη. Τα ιδιωτικά αυτοκίνητα, βέβαια, τα λεωφορεία και ο στόλος των κίτρινων ταξί του Μανχάταν σκούριαζαν τώρα πια πολλά μέτρα κάτω από τα πόδια της. Ο Νέιθαν Λάμοκσον βγήκε αυτοπροσώπως να την υποδεχτεί. Έδειχνε ογκώδης μα και αποφασισμένος μέσα στην αδιάβροχη φόρμα του. Τον ακολουθούσε κάποιος γραμματέας, ο οποίος κρα τούσε συνεχώς σημειώσεις σε έναν υπολογιστή χειρός. Ο Λάμοκ σον έσφιξε το χέρι του πιλότου. «Καλή προσεδάφιση, Μπόμπι. Μου Θυμίζεις τη μητέρα σου». Ο πιλότος χαμογέλασε, ικανοποιημένος και κολακευμένος. «Ευχαριστώ, κύριε Λάμοκσον». Ο Λάμοκσον αγκάλιασε τη Λίλι. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Έλα να φύγουμε μακριά από αυτήν τη γαμημένη βροχή!» Την οδή γησε στο διώροφο κτίσμα. Εκείνη γύρισε και κοίταξε τον πιλότο. «Για κοίτα τον! Τον έκανες ευτυχισμένο». «Τα παλιά κόλπα είναι πάντα τα καλύτερα. Ή ξερα τον Τόνι Μπλερ, δεν στο έχω πει ποτέ; Έμαθα από τον μεγάλο δάσκαλο». Ο πύργος αποδείχτηκε πως ήταν κάτι σαν διώροφο σπίτι, με κου ζίνα και αποθήκη κάτω και στον όροφο ένα μεγάλο δωμάτιο που
290
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
εξυπηρετούσε ως σαλόνι, τραπεζαρία και κρεβατοκάμαρα. Ήταν μι κρό και στοιχειώδες, αλλά πολυτελώς επιπλωμένο. Οι λευκές, δερ μάτινες πολυθρόνες προφανώς είχαν διασωθεί από το Μπλουμινγκντέιλς, γιατί μια μικρή πινακίδα του πολυκαταστήματος ακουμπούσε σαν τρόπαιο πάνω στο μικρό, χαμηλό τραπέζι. Θ α έπρεπε να είχε απαιτηθεί μια τρομερή επιχείρηση για να ανασυρθούν εκεί να τα κτήνη από το νερό χωρίς να πάθουν το παραμικρό· η περι συλλογή αντικειμένων ήταν ήδη απίστευτη δύσκολη, σε μια πόλη στην οποία όλα τα κτήρια εκτός από τα πιο ψηλά βρίσκονταν ήδη κάτω από την επιφάνεια του νερού. Ο Λάμοκσον τη βοήθησε να βγάλει το αδιάβροχο της, ενώ ζέ σταινε καφέ. «Καλωσόρισες στο ταπεινό μου σπίτι», είπε. «Μήπως θα ήθελες κάτι πιο δυνατό; Έχω ένα μπουκάλι Τζακ Ντάνιελς που περιμένει να τελειώσει». Της έδειξε το μπουκάλι. «Ό χι, ευχαριστώ. Σπουδαίο μέρος έχεις φτιάξει εδώ». «Το νοίκι μού κοστίζει μια περιουσία. Ο ι τύποι της Κολεκτίβας παριστάνουν τους μποέμ, αλλά είναι το ίδιο βδέλλες με οποιονδήποτε σπιτονοικοκύρη του Αόουερ Ιστ Σάιντ. «Ποια Κολεκτίβα; Εγώ νόμιζα πως η σχεδία είναι δική σου». Γέλασε και της έδωσε ένα φλιτζάνι καφέ. Στο δικό του έριξε μια δόση ουίσκι. «Ό χι, βέβαια! Μ ου έρχεται φτηνότερο να νοικιάζω αυτό το σπίτι. Ειδικά αφού, όπως ξέρεις, δεν έχω καμιά πρόθεση να μείνω εδώ περισσότερο απ' όσο χρειάζεται. Έχω ακόμα κάποιες δουλειές σχετικές με τον εφοδιασμό των υπηρεσιών περισυλλογής και εκκένωσης που απομένουν, μα βασικά εγκατέλειψα τη Νέα Υόρκη μετά τον τυφώνα». Επί χρόνια ο Ν έιθαν μετέτρεπε σταθερά τον πλούτο του σε χει ροπιαστές μορφές, σε ισχύ, ακίνητα και άλλα περιουσιακά στοι χεία. Καθώς τα δίκτυα επικοινωνιών και μεταφορών κατέρρεαν με σταθερό ρυθμό, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που επιβίωναν ακό μα βρίσκονταν κάτω από αυξανόμενη πίεση. Ο Νέιθαν ανέκαθεν έλεγε πως δεν ήθελε τα πλούτη του να εξαφανιστούν, όταν θα κο βόταν το ρεύμα στους υπολογιστές των τραπεζών. «Η Κολεκτίβα του Γκρίνγουιτς Βίλατζ κατασκεύασε αυτήν τη
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
291
σχεδία κυρίως από λάστιχα αυτοκινήτων και βαρέλια πετρελαίου. Τη συναρμολόγησαν ακριβώς εδώ, όταν ξεδύμανε ο τυφώνας κι ε νώ τα νερά σηκώνονταν με σταδερό ρυδμό γύρω τους. Μ όνο που δεν δέλουν να την ονομάζουν "σχεδία". Η σχεδία είναι ένα είδος σκάφους, σωστά; Τούτο δω όμως το πλεούμενο δεν φτιάχτηκε για να πάει πουδενά, εφόσον είναι υπερβολικά μεγάλο για να το οδη γήσει κανείς μέσ' από τους δρόμους της πόλης. Θεώρησέ το νη σί. Ανδρωποι ζουν εδώ πάνω, και δεν εννοώ μόνο το πλήρωμα». Έδειξε διάφορα χαμηλά κτίσματα. «Αυτό εκεί είναι η μονάδα καδαρισμού του νερού. Κι εκείνο είναι ένα σχολείο. Υπάρχουν ήδη παιδιά τα οποία δεν δυμούνται πώς ήταν ο κόσμος πριν από τον κατακλυσμό». Έγνεψε με την κούπα του γύρω προς τους πλημμυρι σμένους δρόμους, τα σκουπίδια που επέπλεαν, τις προσόψεις των ουρανοξυστών με τα σπασμένα τζάμια. «Γι' αυτά τα παιδιά, όλα τού τα είναι φυσιολογικά. Σκέψου το! Ο χρόνος συνεχίζει να κυλάει». «Και πώς ζουν αυτοί οι άνδρωποι;» «Ω ς συλλέκτες. Βρισκόμαστε πάνω από το κουφάρι της μεγα λύτερης πόλης του κόσμου. Τα βυδισμένα αγαδά της δα κρατή σουν για δεκαετίες». «Νόμιζα πως η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είχε τον έλεγχο των δικαιωμάτων ανάσυρσης». Ο Νέιδαν σήκωσε τα φρύδια ειρωνικά. «Κοίταξε γύρω σου, Λίλι. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση βρίσκεται στο Ντένβερ. Δεν μπο ρεί να ασκήσει και πολύ μεγάλο έλεγχο σε ένα μέρος σαν κι αυτό». «Βλέπω την αστερόεσσα να κυματίζει παντού». «Ω , ασφαλώς! Ο ι άνδρωποι εδώ παραμένουν Αμερικανοί. Ποιος δα τολμήσει να είναι ο πρώτος που δα υποστείλει τη δοξα σμένη σημαία; Παρ' όλ' αυτά, εδώ και χρόνια φροντίζουν οι ίδιοι για την άμυνα και τον ανεφοδιασμό τους. Η ομοσπονδιακή κυβέρνη ση έχει πάψει πια ακόμα και να συλλέγει φόρους, με εξαίρεση τη φορολογία σε κάποιους σαν κι εμένα, που δεν μπορούν να κρυ φτούν από τα ραντάρ. Τα ίδια συμβαίνουν και στη Βρετανία. Η λει ψή κυβέρνηση στο Λιντς δεν ασκεί έλεγχο πάνω στους μικρούς συλλέκτες, που βουτάνε με στολές δύτη στις εκβολές του Τάμεση».
292
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Λίλι σήκωσε τους ώμους. «Δεν το ήξερα. Δεν έχω μάθει και πολλά νέα από τη Βρετανία μετά το τσουνάμι, τουλάχιστον όχι από τότε που κατάφερα να πάρω την αδελφή μου και τα παιδιά της από κει - χάρη σ' εσένα». Ο Λάμοκσον έγνεψε. «Πού είναι τώρα η Αμάντα;» «Στο συγκρότημα της AxysCorp στην Αιόβα. Σκοπεύω να πάω κι εγώ εκεί και να την πάρω μαζί μου στο Πρότζεκτ Σίτι». «Καλό δα ήταν. Δεν είναι μέρος για παιδιά εδώ, τουλάχιστον κα λύτερα να το αποφύγεις, αν μπορείς. Θέλω να πω, υπάρχουν αρ κετοί κίνδυνοι, άσε τους οχετούς. Τις προάλλες, στην ανατολική πλευρά, βρήκαμε φρέον να αναβλύζει από ένα υποβρύχιο βουνό σκουριασμένα ψυγεία κάποιου σκουπιδότοπου. Και κάθε μέρα βγαί νουν πτώματα στην επιφάνεια. Τα παιδιά που ζουν εδώ πάνω κερ δίζουν μερικά δολάρια από την Κολεκτίβα, σπρώχνοντας μακριά τα κουφάρια με στειλιάρια. Πέντε-δέκα χρόνια πριν, κανείς δεν θα φανταζόταν πως θα υπήρχε περίπτωση να δει τέτοιες σκηνές. Και σε άλλα πέντε χρόνια πάλι κανείς δεν θα το φαντάζεται, αφού τα ψάρια θα έχουν φάει όλα τα πτώματα των πνιγμένων πολιτών». Ήπιε από τον καφέ του. «Λοιπόν, τι κάνουν τα φιλαράκια σου; Ο Πιρς Μίκελμας τριγυρνάει σ' αυτά τα μέρη, δεν είναι έτσι;» «Ακόυσα πως σήμερα ένα βρετανικό ελικόπτερο θα τον φέρει στο Μανχάταν». Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Πιρς είχε τελικά εγκαταλείψει τον βρετανικό στρατό και «δέχτηκε το χρήμα του Λά μοκσον», όπως το έθετε, πιάνοντας δουλειά για την AxysCorp, αν και δεν είχε ακόμη αποφασίσει να ασχοληθεί με το Πρότζεκτ Σίτι. «Κι ο επιστήμονας;» «Ο Γκάρι βρίσκεται επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι στο Κολοράντο, στο αρχηγείο της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας». Ο Λάμοκσον έγνεψε. «Θα πω να φέρουν τον Μίκελμας. Μπο ρείς να χρησιμοποιήσεις αυτό το διαμέρισμα γι' απόψε. Εγώ έχω τη θαλαμηγό μου αραγμένη πάνω από το Κόνι Άιλαντ. Θ α είμαι μια χαρά εκεί. Μπορείς να μιλήσεις μέσω διαδικτύου με τον Γκάρι κι όποιον άλλο θελήσεις. Ο ι υπάλληλοί μου θα σου δείξουν πώς».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
293
«Ευχαριστώ, Νέιθαν». «Πίστεψε με, δεν πρόκειται για γενναιοδωρία μα για υπολογι σμένο, προσωπικό συμφέρον. Θέλω όλη την παρέα σας μαζί μου, εσάς τους ομήρους, που ήδη αντέξατε μια προσωπική καταιγίδα χειρότερη απ' οποιαδήποτε σκατοπλημμύρα μπορεί να πέσει ακό μα πάνω στα κεφάλια μας. » 0 κόσμος αλλάζει, Αίλι. Δεν πρόκειται πια για κατάσταση έ κτακτης ανάγκης, αφού δεν 8α έχει περιορισμένη διάρκεια. Η ίδια η Γη επενέβη στις ανθρώπινες υποδέσεις, προσπαθώντας να μας αποτινάξει όπως ένας σκύλος τινάζει από πάνω του τους ψύλλους». Στεκόταν ευθυτενής, προφανώς ασυναίσθητα, και η φωνή του εί χε πάρει τη μελωδικότητα που μεταχειριζόταν όταν απευθυνόταν στο παγκόσμιο ποίμνιό του. Η Αίλι θυμήθηκε την παρατήρηση του Πιρς, δηλαδή πως ο Ν έιθαν ήταν ένας άνθρωπος που επεδίωκε δραστήρια μια θέση ανάλογη με την αξία που προσέδιδε ο ίδιος στον εαυτό του. »Άκου. Η μέση άνοδος της στάθμης των θαλασσών έχει φτάσει γύρω στα εβδομήντα με ογδόντα μέτρα, ανάλογα με το ποιον θα πιστέψεις, και ολοένα επιταχύνεται ακολουθώντας τις εκθετικές καμπύλες πρόβλεψης της Θάντι Τζόουνς. Η ανθρωπότητα βρίσκε ται σε πορεία διαρκούς φυγής. Έχω κάποιες εικόνες από δορυφό ρους που θα έπρεπε να σου τις δείξω, τραβηγμένες με υπέρυθρες ακτίνες. Ολόκληρα έθνη προσφύγων κινούνται προς την ενδοχώρα βασανισμένα από τη δίψα, την πείνα, την αρρώστια και τους περιφερειακούς πολέμους. Πριν από τον κατακλυσμό, το ένα τρί το του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε υψόμετρο μικρότερο των εκατό μέτρων. Πλησιάζουμε πια σ' αυτό το επίπεδο ανύψωσης των νερών, άρα δυο δισεκατομμύρια άνθρωποι πρέπει ήδη είτε να εί ναι νεκροί, είτε να μετακινούνται. »Οι κυβερνήσεις παραιτήθηκαν επιτέλους από την άρνησή τους να αποδεχτούν όσα συνέβαιναν γύρω τους, μα είναι πια πολύ αρ γά. Χάνουν τον έλεγχο πάνω στους πόρους και τους υπηκόους τους, καθώς παγιδεύονται σε ένα νέο είδος γεωπολιτικής κατάστασης. Ξαφνικά, το υψόμετρο έχει γίνει πιο πολύτιμο αγαθό κι από το πε
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
294
τρέλαιο. Υπάρχουν φήμες, για παράδειγμα, πως η Ρωσία και η Κί να ετοιμάζονται να ξεκινήσουν πόλεμο για την κυριαρχία στο Θ ι βέτ. Οι κυβερνήσεις σύντομα 8α χάσουν κάδε νόημα. Θ α βρίσκο νται πάντα σε μειονεκτική δέση εφόσον έχουν την υποχρέωση να ασχολούνται με ολόκληρο τον πληδυσμό, να τον τρέφουν ή να τον καταπιέζουν και να τον ελέγχουν. »Οι ιδιωτικοί οργανισμοί έχουν πολύ λιγότερο ευρείς στόχους, εγωιστικούς στόχους αν θέλεις, αλλά πολύ πιο πραγματοποιήσι μους εξαιτίας της ίδιας τους της περιορισμένης φύσης. Το ίδιο ι σχύει και για τις εταιρείες, τις μεγάλες συμβουλευτικές και τις πο λυεθνικές, οι οποίες θα αντέξουν όταν οι κυβερνήσεις θα καταρρεύσουν». «Και εσύ σκοπεύεις να μείνεις όρθιος μαζί τους, Νέιθαν;» «Γι' αυτό μπορείς να βάλεις και στοίχημα». Άπλωσε το χέρι προς το ουίσκι. «Σίγουρα δεν θέλεις μια γουλιά; Δεν πρόκειται να πας πουθενά αλλού σήμερα. Χαλάρωσε! Βγάλε τις μπότες σου! Το μπά νιο έχει ζεστό νερό. Έλα, θα σου φέρω ένα ποτήρι».
47 Α ργά την ίδια μέρα, ο Πιρς έφτασε στη Γιούνιον Σκουέαρ και επι βιβάστηκε στη σχεδία. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο του δια μερίσματος του Ν έιθαν Λάμοκσον, κρατώντας ένα ποτήρι γεμάτο με το ουίσκι του και κοιτάζοντας τη θέα. Έμοιαζε να θέλει να φύ γει· τα μάτια του είχαν γκρίζους κύκλους και ήταν αξύριστος, ατη μέλητος. Στο μεταξύ τα σύννεφα είχαν διαλυθεί. Πίσω από τα ταλαι πωρημένα, εναπομείναντα κτήρια του Μανχάταν το ηλιοβασίλε μα έβαφε τον ουρανό με ροζ και κόκκινο χρώμα, ενώ το φως λα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
295
μπύριζε πάνω σε κηλίδες πετρελαίου στην επιφάνεια των νερών. «Εντυπωσιακό θέαμα», είπε ο Πιρς. «Ηφαιστειακά ηλιοβασιλέ ματα τα λένε. Υπάρχει πολλή τέφρα ηφαιστείων στην ατμόσφαιρα». «Πράγματι». Είχε να δει τον Πιρς έξι μήνες. Δεν αισθανόταν ιδιαίτερη όρεξη να μιλήσει για ηφαίστεια. Προσπάθησε να τον καταλάβει. Ή ταν ο ίδιος Πιρς που γνώ ριζε ανέκαθεν, το ίδιο μείγμα δύναμης και ευθραυστότητας, ισχυ ρής προσωπικότητας και αδεξιότητας. Τώρα όμως έστεκε κάπως περισσότερο νευρικός απ' ό,τι συνήθως μπροστά της - λες κι ήθε λε κάτι να της πει μα δεν ήξερε πώς. «Πιρς, θα έπαιρνα όρκο πως φορούσες το ίδιο πουκάμισο ό ταν σε είδα τελευταία φορά στο Νιούμπεργκ». Ή ταν πράγματι ένα ανθεκτικό ρούχο της AxysCorp, που μετρούσε ήδη ηλικία αρκε τών ετών. Καθώς οι άλλοι κατασκευαστές βαθμηδόν έσβηναν, ο Νέιθαν Λάμοκσον έντυνε πια όλο τον κόσμο. Ο Πιρς σήκωσε τους ώμους. «Έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που ψώνισα για τελευταία φορά», είπε με κάτι από την πα λιά φλεγματικότητά του. «Αργά αλλά σταθερά, όλοι μας μεταμορ φωνόμαστε σε σκιάχτρα». «Κάτι σαν το δικό μου στυλ ντυσίματος, δηλαδή!» Ή ταν η φω νή του Γκάρι, που έτριζε από την κακή σύνδεση. Γύρισαν τα κεφάλια. Ο Γκάρι εμφανίστηκε στην οθόνη του φο ρητού υπολογιστή, που η Λίλι είχε ανοίξει πάνω στο τραπέζι του σαλονιού του Νέιθαν. Η εικόνα ήταν κάπως θαμπή. Ο Πιρς και η Λίλι πλησίασαν από το παράθυρο. Η Λίλι σήκω σε το ποτήρι της. «Γκάρι, έχεις εκεί κανένα ποτό να πιεις;» Εκείνος άπλωσε το χέρι κάπου έξω από την ακτίνα της κάμερας και πήρε ένα πορσελάνινο φλιτζάνι, όπου υπήρχε κάτι που άχνιζε. «Καφέ. Έχει περάσει από το φίλτρο μόνο τέσσερις φορές. Απομεί ναμε τρεις, λοιπόν». «Ναι». Ο Πιρς σήκωσε το δικό του ποτήρι. «Στην Έλεν και στον Τζον Φόρσοου, τους απόντες φίλους μας». Ήπιαν όλοι μαζί.
296
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Μάλλον 9α αναρωτιέσαι γιατί σου ζήτησα σήμερα να μιλή σουμε», είπε η Λίλι. «Χα, χα», έκανε ο Γκάρι. «Ξέρουμε το γιατί», είπε ο Πιρς. «Θέλεις να πείσεις τον Γκάρι να υπογράψει συμβόλαιο με τον Λάμοκσον και μετά να έρθουμε κι οι δυο στις Άνδεις μαζί σου». «Ναι. Τυχαίνει να πιστεύω πως είναι η καλύτερη επιλογή απ' όσες διαθέτουμε». «Έχω κάποιες ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις που σχετίζονται μ' όλα αυτά που συμβαίνουν», είπε ο Γκάρι. Θα φτάσουμε και σε τού τες». Κοίταξε πίσω τους. «Ωραίο ηλιοβασίλεμα έχετε εκεί». Μετακινήθηκαν ώστε ο Γκάρι να μπορεί να δει έξω από το πα ράθυρο. «Η Νέα Υόρκη δεν είναι τόσο όμορφη όσο φαντάζεσαι», είπε ο Πιρς. «Οι άνθρωποι ζουν σαν ποντίκια σε πελώρια χωματερή». «Πάντα ήσουν ποιητής, Πιρς. Πώς πάει το Νιούμπεργκ;» «Κι εκεί δυστυχία». Ο ι καινούργιοι οικισμοί στο Κάτσκιλς, απέραντες εκτάσεις που οικοδομήθηκαν με τεράστιο κόστος, είχαν απορροφήσει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των εκατομμυρίων προσφύγων της Νέας Υόρκης. Μ α κι αυτοί πια απειλούνταν από τα νερά που εισχωρούσαν στην κοιλάδα του Χαντσον, φτάνοντας κάθε μέρα όλο και ψηλότερα». «Περνάμε από αλλεπάλληλα στάδια εγκατάλειψης», είπε ο Πιρς και σχημάτισε με τα σηκωμένα του χέρια ένα φράγμα, μετακινώ ντας το βαθμηδόν προς τα πίσω. «Προσπαθήσαμε να σώσουμε την πόλη με αντιπλημμυρικά έργα, φράγματα, υπονόμους και αντλίες. Ό τα ν όλα απέτυχαν, μετακινήσαμε τους κατοίκους σε νέους οικι σμούς στους λόφους. Τώρα χάνονται κι αυτοί με τη σειρά τους. Νομίζω πως όλοι είναι εξουθενωμένοι. Φθαρμένοι από τόσα χρο νιά κατασκευών, διάσωσης και ανοικοδόμησης. Κανείς δεν θέλει να μετακινηθεί ακόμα μια φορά... Νομίζω πως υπάρχει κίνδυνος ψυχολογικής κατάρρευσης όλων». «Αυτό θα ήταν μοιραίο», είπε ο Γκάρι στεγνά. «Γιατί η θάλασ σα θα συνεχίσει να ανεβαίνει, είτε μας αρέσει είτε όχι».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
297
«Πώς πάει η επιστήμη;» ρώτησε η Λίλι. Ο Γκάρι σήκωσε τους ώμους. «Το μοντέλο της Θάντι επαληθεύ εται από τα γεγονότα. Σημεία δέλτα κάθονται όμορφα πάνω στις καμπύλες. Πρέπει να εξετάσουμε μερικές ακόμα παραμέτρους - η εκθετική άνοδος της στάθμης φαίνεται να ανέρχεται σε μια νέα τι μή. Και είχαμε και μερικές εκπλήξεις. Για παράδειγμα, επειδή η βιο μηχανία κατέρρευσε σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία δυο χρό νια, η εισροή αερολυμάτων στην ατμόσφαιρα -στάχτες, καπνιά, αιθάλη, θειώδη, κάθε είδους ρύποι- σταμάτησε ξαφνικά. Όμω ς, πολλά απ' αυτά τα υλικά ουσιαστικά εμπόδιζαν τη θερμότητα του ήλιου να φτάσει στο έδαφος. Έτσι ο αέρας καθαρίζει, μα το κακό είναι πως η άνοδος της θερμοκρασίας γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. »Ό σο για το μέλλον, δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε πέρα από υποθέσεις σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί στη συ νέχεια. Απλώς, πρέπει να συνεχίσουμε τις παρατηρήσεις. Η Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας κατάφερε να πείσει την πο λεμική αεροπορία των ΗΠΑ να μας δώσει μερικούς διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, για να ρίξουμε στην ατμόσφαιρα σύννε φα έξυπνων μορίων. Είναι μικροαισθητήρες, οι οποίοι θα παρα συρθούν από τον άνεμο και θα καρφωθούν στην ξηρά ή θα βου λιάξουν στους ωκεανούς. Έχουν ζωή πενήντα ετών, παίρνουν ισχύ από την κίνηση, επικοινωνούν και στέλνουν αναφορά μέσα από αυτοσυναρμολογούμενα δίκτυα. Μ ε λίγη τύχη, πριν χάσουμε τη δυ νατότητα να το κάνουμε, θα γεμίσουμε τον πλανήτη με αισθητήρες και δεν θα απωλέσουμε την ικανότητα να καταγράφουμε όσα συμβαίνουν». «Άλλη μια μεγαλειώδης χειρονομία», είπε ο Πιρς. Ο Γκάρι χαμογέλασε μελαγχολικά. «Είναι ειρωνεία ότι μόλις τώ ρα, που αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε τον πλανήτη μας σωστά, ο πολιτισμός μας πρόκειται να πάει κατά διαόλου. Από την άλλη με ριά, αν είναι αλήθεια πως όλα αυτά τα φαινόμενα ξεκίνησαν από την ανθρώπινη παρέμβαση, τότε δεν πρόκειται για σύμπτωση. Η Θάντι, τουλάχιστον, θεωρεί σίγουρο ότι φταίμε εμείς. Επίσης, πι στεύει πως χάνουμε τη δυνατότητα να το αποδείξουμε».
298
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Πού είναι τώρα η Θάντι;» ρώτησε η Αίλι. «Μάλλον 8α παρακολουθεί το γέμισμα κάποιας αρχέγονης θά λασσας. Διατηρούμε επαφή, πάντως». Μίλησαν για τα σχέδιά τους. «Ο Νέιθαν μας δάνεισε στην αμερικανική κυβέρνηση», είπε ο Πιρς. Αφού εξασφάλισα το πυρηνικό εργοστάσιο του Σέλαφιλντ, μου ζητήθηκε να πάω ως σύμβουλος στο πυρηνικό εργοστάσιο του Πό λο Βέρντε. Είναι μια μεγάλη πυρηνική μονάδα στην έρημο δυτικά του Φοίνιξ - η μεγαλύτερη στις ΗΠΑ και η μόνη αμερικανική που δεν βρίσκεται δίπλα σε ποταμό, κόλπο ή ακτή. Έχουν αποθηκεύσει εκεί πολλά καύσιμα. Αν υποθέσουμε πως η θάλασσα δεν την πνίξει κι αυτή, θα υπάρχει ηλεκτρική ισχύς για πολύ καιρό χωρίς εξάρτη ση από εισαγωγές. Ένας πυρήνας πολιτισμού». «Όταν τελειώσεις θα έρθεις στο Πρότζεκτ Σίτι;» ρώτησε η Αίλι. «Το σκέφτομαι». Είχε μια πολύ επιφυλακτική έκφραση. «Θέλω να πω, ναι, θα έρθω. Μ α τα πράγματα είναι μπερδεμένα». «Με ποιον τρόπο;» Δίσταζε. Η έκφρασή του ήταν περιχαρακωμένη, λες και επιθυ μούσε να κρυφτεί και πάλι κάτω από τις πετσέτες του. Η Αίλι κράτησε την ανάσα της. Διαισθανόταν πόσο σημαντική ήταν αυτή η στιγμή. Ο Γκάρι κοίταξε αλλού. «Κοίτα, Αίλι - θα είναι μια εντελώς νέα αρχή για όλους μας. Μ ε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα ξεκινήσουμε μια καινούργια ζωή πάνω στα βουνά. Δεν μπορώ να συλλάβω το ποιόν της και ξέρω μόνο πως θα είναι διαφορετική. Κι εσύ κι εγώ... Εσύ βέβαια έχεις την αδελφή σου, μα...» «Είμαστε και οι δύο μόνοι». Φάνηκε πως χρειάστηκε τρομερό θάρρος εκ μέρους του για να της πιάσει το χέρι. «Μπορεί ποτέ να μην αγαπήσουμε ο ένας τον άλ λο. Μπορεί ποτέ να μην αποκτήσουμε παιδιά. Μ α το Θεό, δεν μπο ρώ να φανταστώ χειρότερη εποχή για να αποκτήσει κανείς παιδιά. Αλλά...» Απέφευγε να την κοιτάξει στα μάτια. Η Αίλι πίστευε πως γνώριζε τι είχε προκαλέσει όλ' αυτά. Ο Νέιθαν καταλάβαινε, με τον τρόπο του, ότι η πίεση του κατακλυσμού
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
299
είχε γίνει τόσο μεγάλη ώστε τα πάντα βρίσκονταν σε ρευστή κατά σταση, χωρίς να υπάρχει πουθενά σιγουριά. Η συμβουλή που είχε δώσει ο ίδιος ο Πιρς πριν μόλις τρία χρόνια -ν α επιστρέφουν όλοι πίσω στη Βρετανία- είχε αποδειχτεί λανθασμένη. Γι' αυτό άλλωστε ο Ν έιθαν μετέφερε τις βασικές λειτουργίες των επιχειρήσεών του και το προσωπικό του σε έναν προστατευμένο χώρο στις Άνδεις. Γι' αυτό οι όμηροι έκαναν τώρα τη συγκεκριμένη συζήτηση. Και γι' αυτό ο Πιρς είχε κάνει εκείνη την παράξενη δήλωση. Για τον ίδιο, το καταφύγιο δεν ήταν μέρος μα άνθρωπος. Για τον Πιρς το καταφύγιο ήταν η Λίλι, όπως ίσως ήταν και στη Βαρκελώνη. Αν κοροΐδευε τον Πιρς τώρα, θα ήταν μοιραίο. Έπρεπε να φα νεί ειλικρινής, ξεκάθαρη». «Ναι», είπε. Ο Πιρς την κοίταξε έκπληκτος. «Ναι;» «Ναι, θα έρθω μαζί σου». «Κανονίστηκε τότε», είπε ο Γκάρι με ικανοποίηση. «Ωραία». Ο Πιρς ξεφύσηξε και το πρόσωπό του κοκκίνισε. «Εσύ, Γκάρι;» ρώτησε η Λίλι. «Θα έρθεις για να έχουμε απαρτία;» «Πρώτα πρέπει να τελειώσω κάτι», είπε ο Γκάρι. «Ανέφερα πως έχω κάποιες δουλειές. Πήρα μήνυμα από τον Μ άικλ Θάρλεϊ. Θυ μάστε τον τύπο από το υπουργείο Εξωτερικών;» Η Λίλι συνοφρυώθηκε. «Δεν έμαθα κανένα νέο του από τότε που σκοτώθηκε η Έλεν». «Εργάζεται ακόμα πάνω στη συγκεκριμένη υπόθεση, προσπαθώ ντας να εντοπίσει την Γκρεις. Προς τιμή της, η βρετανική κυβέρνη ση συνέχισε την πίεση προς τους Σαουδάραβες ενώ είχε τόσα άλ λα πράγματα να κάνει». Ο Πιρς έγνεψε. «Η παλιά καλή βρετανική κυβέρνηση. Τι έγινε;» «Ο Σαϊντ ήταν φυγόδικος εδώ και δυοχρόνια. Τελικά, αντάλλαξε την Γκρέις με ένα ασφαλές καταφύγιο κάπου στα Βραχώδη Ό ρ η. Έτσι, η Γκρέις παραδόθηκε στον Θάρλεϊ, ο οποίος βρίσκεται στο Ντένβερ όπου λειτουργεί πια το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ». «Άρα, ο Μ άικλ έχει την Γκρέις». Η Λίλι έσεισε το κεφάλι. «Δεν
300
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
το πιστεύω. Η καημένη η Έλεν! Δεν πρόλαβε να δει το μωρό της». «Ό μω ς ο Θ ά ρλεϊ δεν ξέρει τι να την κάνει. Και δεν είναι πια μωρό· έχει γίνει πέντε χρονών. Έτσι ο Θ άρλεϊ επικοινώνησε μαζί μου. Ν α το σχέδιό μου: Πρέπει να τελειώσω με τις υποχρεώσεις μου εδώ. Ύστερα 8α πάω στο Ντένβερ να συναντήσω τον Θάρλεϊ και να φέρω την Γκρέις στο Πρότζεκτ Σίτι, όπου 8α σας βρω». Ο Πιρς γρύλλισε. «Γκάρι, μην αργήσεις πολύ. Ίσως σύντομα να μην μπορείς πια να κάνεις αυτό το ταξίδι». Ο Γκάρι έγνεψε με σοβαρότητα. «Εντάξει». Κοίταξε το ρολόι του. «Αν τελειώσαμε πρέπει να κλείσω, για τί αυτή η σύνδεση κοστίζει στον Νέιθαν μια μικρή περιουσία. Ξέρετε, δεν μπορώ να θυμηθώ την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε όλοι εμείς οι επιζώντες». «Κάποτε δεν ήταν δυνατόν να ξεφύγουμε ο ένας απ' τον άλλο, τώρα δεν μπορούμε να συναντηθούμε», είπε η Λίλι. «Θα γίνει κι αυτό», είπε ο Γκάρι. «Να προσέχετε». «Κι εσύ να προσέχεις την Γκρέις». Άπλωσε το χέρι του κάπου έξω από την ακτίνα της κάμερας και η εικόνα του έσβησε. Η Λίλι και ο Πιρς παρέμειναν πλάι-πλάι. «Ξαφνικά νιώθω άβολα», είπε εκείνη. «Ο, αν δεν θέλεις, καλύτερα να πάω μια βόλτα έξω». «Πιες κάτι μαζί μου, πρώτα...» Ακούστηκε ένας θόρυβος σαν κανονιά. Κι οι δυο τους έσκυ ψαν ασυναίσθητα. Γύρισαν προς το παράθυρο, όπου το ηλιοβασίλεμα ξεθώριαζε. Ένα παχύ σύννεφο είχε σηκωθεί από κάποιο σημείο της εγκατα λειμμένης πόλης, κάπου μακριά. Η Λ ίλι σκέφτηκε πως ίσως ήταν κάποιο κτήριο που κατέρρευσε. Ίσως πάλι όχι. Καθώς ο ήχος αντανακλούνταν στους επίπεδους τσιμεντένιους τοίχους, τα περι στέρια φτερούγισαν τρομαγμένα μακριά από τις φωλιές τους οι οποίες βρίσκονταν σε σπασμένα παράθυρα δωματίων που κάπο τε κατείχαν δικηγόροι, σχεδιαστές προγραμμάτων του διαδικτύου και μάνατζερ δημοσίων σχέσεων, δημιουργώντας ένα μεγάλο κο πάδι που σκοτείνιασε ψηλά τον κόκκινο ουρανό.
ΤΡΙΑ
2025-2035 ΜΕΣΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 2010: 2 0 0 -8 0 0 μ.
Αποτελέσματα της ανόδου της στάδμης των θαλασσών κατά 400 μ.
48 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
Η Λίλι αποφάσισε να μιλήσει στην Αμάντα για την Κρίστι. Ξαφνιά στηκε όταν ο Πιρς επέμενε να τη συνοδεύσει. Την περίμενε το μεσημέρι, την ώρα που εκείνη έβγαινε από το γραφείο της στο κτήριο της AxysCorp κοντά στην πλάζα ντε Άρμας, στην καρδιά του Κούσκο. Ο Πιρς συνέχιζε να φοράει τη ανθεκτι κή φόρμα της AxysCorp, φρεσκοπλυμένη και σιδερωμένη, που έ μοιαζε κάπως με τις στρατιωτικές στολές τις οποίες είχε πετάξει από πάνω του από πέντε χρόνια, όταν πρωτοήρδε να δουλέψει για τον Νέιθαν και μετακόμισαν στην περιοχή του Πρότζεκτ Σίτι. Ή ταν πια σαράντα εννιά χρονών όπως κι εκείνη, με γκριζαρισμένα μαλ λιά και λιπόσαρκο πρόσωπο, μα σώμα τόσο ευθυτενές ώστε η σκιά του κάτω από τον γαλάζιο περουβιανό ουρανό θύμιζε ηλια κό ρολόι. Η Λίλι σκεφτόταν πως έμοιαζε ακόμα εύθραυστος σαν ξε ρό καλάμι έτοιμο να σπάσει από τον αέρα, όπως είχε παρατηρήσει και ο Μάικλ Θ άρλεϊ πριν από τόσα χρόνια. Ωστόσο, κατόρθων-: να επιβιώνει. «Δεν έχω ακόμα καταλάβει γιατί έρχεσαι», είπε η Λίλι. «Είναι μια οικογενειακή υπόθεση». Εκείνος, ακούγονταςτα λόγια της, σφίχτηκε κάπως. «Κι εγώ που νόμιζα πως είμαστε μια οικογένεια τώρα πια!» Στα πέντε χρόνια που ζούσαν μαζί, η Λίλι είχε μάθει πως ο ΓΙιρς πληγωνόταν πολύ εύκολα. «Δεν το εννοούσα έτσι. Εννοούσα ότι τούτη είναι μια ιστορία ανάμεσα σε αδελφές. Μάνα και κόρη, θεία και μια ανιψιό. Η Αμάντα έχει να μιλήσει στην Κρίστι εδώ και έξι μήνες, από τότε που η Κρίστι έφυγε για το κοινόβιο της Τιτικάκα».
30ό
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ή αλλιώς, από τότε που η Αμάντα πήγε να ζήσει με τον Χουάν Βιλέγκας», είπε ο Πιρς. «Βλέπεις, λοιπόν;» είπε η Λίλι. «Πάντα η κάδε ιστορία έχει δυο πλευρές, έτσι δεν είναι; Το μόνο που θέλω εγώ είναι η αδελφή μου και η ανιψιό μου να αρχίσουν να μιλάνε πάλι μεταξύ τους. Κι αν υ πονοείς πως για όλα φταίει η Αμάντα, τότε δεν βοηθάς καδόλου». «Μα πραγματικά φταίει η Αμάντα, ακριβώς όπως το θέτεις! Σπι τώθηκε με κείνο τον άνθρωπο εξαιτίας της ματαιοδοξίας της και έδιωξε την κόρη της μακριά της». «Πιρς, η Κρίστι είναι είκοσι χρονών. Έχει δικαίωμα να παίρνει μόνη της αποφάσεις. Εσύ τι έκανες όταν ήσουν είκοσι χρονών; Σί γουρα δεν ζούσες με τη μάνα σου, βάζω στοίχημα γι' αυτό». Ο Πιρς έσεισε το κεφάλι. «Αυτό είναι άσχετο. Δεν ζούμε σε συ νηθισμένες εποχές - τα πράγματα δεν είναι όπως ήταν κάποτε. Ο ι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν». «Άσε την Αμάντα σ' εμένα», είπε η Λίλι. «Εντάξει;» Ο Πιρς παρέμεινε αμίλητος, χωρίς να δώσει καμιά υπόσχεση. Απλώς της χαμογέλασε και της προσέφερε το μπράτσο του. Ξεκίνησαν για το σπίτι της Αμάντα ή, μάλλον, το σπίτι του Χου άν Βιλέγκας, του μιγά με τον οποίο είχε πάει να συζήσει η αδελφή της Λίλι. Μέσα στο Πρότζεκτ Σίτι πήγαινες παντού με τα πόδια, με ποδήλατο ή καβαλούσες ένα άλογο, αν βρισκόταν κάποιο εύκαιρο. Ακόμα και ο Νέιθαν Λάμοκσον περπατούσε. Καύσιμα υπήρχαν δια θέσιμα μόνο για τα απολύτως απαραίτητα. Διέσχισαν την Πλάζα. Βρίσκονταν στο Κούσκο, κάποτε πρωτεύ ουσα της αυτοκρατορίας των Ίνκας, αργότερα ισπανική αποικιακή πόλη και κατά τον εικοστό αιώνα πόλο έλξης τουριστών. Τώρα το Κούσκο ήταν το κέντρο του Πρότζεκτ Σίτι του Νέιθαν Λάμοκσον, το αρχηγείο του στα ψηλά βουνά. Η Πλάζα, η πλατεία με το πλακό στρωτο, τα λουλούδια και τα φανάρια παρέμενε η καρδιά της πό λης, ακριβώς όπως και την εποχή κατά την οποία αποτελούσε το κέντρο μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν σε μια ολόκληρη ήπειρο και που οι Ίνκας αποκαλούσαν Ταχουαντινσούγιο, δηλαδή «Τέσσε ρις Γωνιές της Γης».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
207
Προσπέρασαν αποικιακές εκκλησίες με ζωηρές αγιογραφίες γε μάτες αίμα και χρυσάφι κι ανέβηκαν απότομους δρόμους γεμάτους από ανθρώπους που φορούσαν στολές εργασίας της AxysCorp, μα και ντόπιους, μερικοί από τους οποίους ήταν αμερινδοί με στρογ γυλά καπέλα και πόντσο. Μ ια γυναίκα έσερνε ένα πελώριο κέιρο φορτωμένο με γιαμ. Ό τα ν είχε πάει για πρώτη φορά εκεί να δου λέψει για λογαριασμό του Νέιθαν, η Λίλι κατάλαβε πολύ σύντομα πως παρά την τεράστια αναμόρφωση της πόλης και του γύρω πε ριβάλλοντος -γ ια παράδειγμα, μετά την εκτροπή των αγωγών' υδροδότησης που κάποτε τροφοδοτούσαν τη Λίμα με νερό από τις Ά νδ εις- το όραμα του Λάμοκσον ή η τρέλα του δεν κατάφεραν να αλλάξουν τον βασικό χαρακτήρα εκείνου του τόπου περισσότερο απ' όσο το είχε καταφέρει η ιδεολογική εμμονή των κατακτητών Ισπανών, οι οποίοι, αδυνατώντας να κατεδαφίσουν την πόλη των Ίνκας, είχαν τελικά κτίσει τη δική τους πάνω στα μνημειώδη θεμέ λιά της. Σήκωσε το βλέμμα προς έναν ουρανό πλούσιο, γαλάζιο όπως πορσελάνη, και ρούφηξε τον αέρα σαν κρασί. Βρίσκονταν τρία χι λιόμετρα πάνω από το παλιό επίπεδο της θάλασσας, τρία χιλιό μετρα ψηλά στον ουρανό, τόσο ψηλά ώστε ακόμα και οι φουσκω μένοι ωκεανοί, που όπως λεγόταν έφταναν πια στα διακόσια μέ τρα παραπάνω από την αρχική στάθμη τους, δεν μπορούσαν να ε πηρεάσουν τον χαρακτήρα και την ποιότητα εκείνου του μέρους. Στο σπίτι του Βιλέγκας, η Αμάντα τους υποδέχτηκε. «Λιλ, χαίρομαι τόσο που σε βλέπω - κι εσένα, Πιρς, δεν σε περίμενα!» Τους έδω σε σκαστά φιλιά και στα δύο μάγουλα». «Ελπίζω να μην ενοχλώ», είπε ο Πιρς ευγενικά. «Καθόλου. Είστε πάντα ευπρόσδεκτοι και το ξέρετε. Ελάτε μέ σα - σήμερα είναι σαν να κάνουμε πάρτι!» Την ακολούθησαν crro εσωτερικό του σπιτιού. Η Λίλι όφειλε να παραδεχτεί πως η Αμά ντα ήταν στις ομορφιές της· είχε τα πλούσια μαύρα μαλλιά της δε μένα σε έναν κότσο που, κατά τη Λίλι, ήταν στο στυλ της Εύας ΙΊερόν, και φορούσε ένα μαύρο φόρεμα με ντεκολτέ ίσως υπερβολι-
308
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κά μεγάλο για μεσημέρι. Το πρόσωπό της ήταν ακόμα πανέμορφο, αν και με έναν μελαγχολικό, μεταβατικό τρόπο, αφού έδειχνε την ηλικία της, σαράντα πέντε τώρα πια. Τους οδήγησε στο καθιστικό. Ήταν τεράστιο, μιας κι ήταν κάπο τε σαλόνι ξενοδοχείου. Ο Χουάν Βιλέγκας καλωσόρισε τους επι σκέπτες του, σηκώνοντας ένα ποτήρι. «Ελάτε να πιείτε μαζί μας». Η Αίλι ξαφνιάστηκε όταν είδε τον ίδιο τον Νέιδαν Λάμοκσον να κάθεται εκεί, κρατώντας ένα ποτήρι κρασί στο δεξί του χέρι. Εκείνος, έριξε μια ματιά στη Λίλι και τον Πιρς και μετά έστρεφε πά λι το βλέμμα στην επίπεδη τηλεόραση που παρακολουθούσε. Η οθόνη έδειχνε νέα από διάφορα μέρη του Περού, στην εκπομπή που μετέδιδε μια υπηρεσία της δικής του AxysCorp. Κάποιος υπηρέτης πλησίασε αργά τη Λίλι και τον Πιρς με έναν δίσκο όπου υπήρχαν ποτήρια κι ένα μπουκάλι κρασί. Η Λίλι πήρε ένα ποτήρι, μα ο Πιρς δεν το δέχτηκε. «Είναι λίγο νωρίς για μένα». «Εγώ επιμένω», είπε ο Βιλέγκας. «Είναι πολύ καλής χρονιάς». Ντυμένος με καλοσιδερωμένο κοστούμι και με τέλειο κόμπο στη γραβάτα του, στεκόταν λες κι έπαιρνε πόζα για φωτογράφηση σε περιοδικό, πλάι στο καλύτερο στοιχείο της αίθουσας, έναν αυθε ντικό τοίχο των Ίνκας ύψους δύο μέτρων, κτισμένο από λίθους κομ μένους με χειρουργική, θα έλεγε κανείς, ακρίβεια. Εκείνο το μικρό πρώην ξενοδοχείο ήταν η ανταμοιβή του Βιλέγκας για τον ρόλο που είχε παίξει στις μπερδεμένες και ύποπτες δοσοληψίες οι οποίες βοή θησαν τον Νέιθαν να αγοράσει, ουσιαστικά, ολόκληρη την περου βιανή πόλη. «Ο Χουάν έχει δίκιο για το κρασί», είπε ο Ν έιθαν πίνοντας μια γουλιά κι ο ίδιος. «Χιλιανό. Ό χ ι απ' το περουβιανό σκατοζούμι. Και έχει εμφιαλωθεί πριν από τον κατακλυσμό. Στέλνουμε υπο βρύχια για να το ανασύρουν, κι εφόσον μπαίνουμε σε τέτοια φα σαρία το λιγότερο που μπορείτε να κάνετε είναι να το πιείτε, το παλιόκρασο!» «Έλα τώρα», είπε ο Βιλέγκας χαμογελώντας πλατιά και απο καλύπτοντας τα τέλεια δόντια του. «Αν το αφεντικό σου λέει πως πρέπει, δεν γίνεται να αρνηθείς».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
309
Ο Πιρς πήρε το ποτήρι απρόθυμα. Αυτός και η Λίλι κάθισαν σε έναν μικρό, δερμάτινο καναπέ. Η Αμάντα πηγαινοερχόταν ανάμεσα στους καλεσμένους της φέρνοντας δίσκους με μεζέδες, ένα πατέ από καρυκευμένο κρέας πάνω σε κρακεράκια. «Θα πρέπει, ασφαλώς, να κλείσουμε πια την' τηλεόραση. Μ ε συγχωρείς, Νέιθαν». Έκανε μια στράκα προς το μέρος της τηλεόρασης κι εκείνη έσβησε. «Στα τσακίδια», είπε ο Νέιθαν. Ο Πιρς ήπιε μια γουλιά κρασί, μόλις και μετά βίας κατεβάζοντας τη στάθμη του κατά ένα χιλιοστό. «Φαντάζομαι πως θα ενθάρρυνες τους πάντες να κάθονται στο σπίτι τους και να βλέπουν τηλεόραση, Νέιθαν». «Βεβαίως! Ό πως τους ενθαρρύνω επίσης να ασκούνται και να τρώνε λαχανικά. Μ α αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως πρέπει να τα κάνω αυτά κι εγώ ο ίδιος». Άδειασε το ποτήρι του και το άπλυ> σε στον υπηρέτη για να το ξαναγεμίσει. Η Λίλι ήξερε τη Θεωρία: Το Κούσκο είχε γεμίσει κόσμο, μα ου σιαστικά δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα να κάνει κανείς, ούτε περισσευούμενο ηλεκτρικό ρεύμα ή καύσιμα. Ο Ν έιθαν προωθού σε συστηματικά την τάση να μένουν όλοι στα σπίτια τους, να κατα ναλώνουν ταινίες, τηλεοπτικές εκπομπές και ηλεκτρονικά παιχνίδια σε μεγάλες τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, επίσης να κρατούν ημε ρολόγια, να συνομιλούν και να στέλνουν μηνύματα μέσω διαδικτύου, αλλά να μην κυκλοφορούν έξω. «Ανθρώπους μπαταρίας», είχε ονομάσει κάποτε τους μαντρωμένους και δικτυωμένους πολίτες του. «Εγώ ήρθα να μιλήσω με την αδελφή μου για την Κρίστι», είπε η Λίλι. «Δεν ήξερα πως ενδιαφερόσουν τόσο για την οικιακή ζωή, Νέιθαν». Εκείνος γρύλλισε. «Ξέρεις πως πάντα θα νοιάζομαι για σας από τη Βαρκελώνη. Ό μ ω ς έχεις δίκιο». Μειδίασε με διάθεση αυτοσα|> κασμού. «Δεν τα καταφέρνω και πολύ στις γυναικείες κουβέντες». «Ούτε κι εγώ», είπε η Λίλι μελαγχολικά. «Γιατί, λοιπόν, βρίσκε σαι εδώ;» «Έπρεπε να μιλήσω με τον Χουάν. Ίσως έχουμε πρόβλημα».
310
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Διπλωματικό επεισόδιο», είπε ο Βιλέγκας με πιο μειλίχιο ύφος. «Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ήρθε φουριόζος στην Αμαζονία», είπε ο Νέιθαν. «Ακολούθησε την παλιά κοίτη του Αμαζόνιου ερ χόμενος από τον Ατλαντικό. Αυτήν τη στιγμή είναι αγκυροβολη μένος κάπου πάνω από το Ικουίτος. Λέγεται πως οι Βρετανοί βγαί νουν στη στεριά και μιλούν με τους ντόπιους στα δάση των σύν νεφων». Ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ήταν ένα από τα δυο βρετανικά αε ροπλανοφόρα τύπου CVF, τα οποία εξοπλίστηκαν βιαστικά ενώ τα νερά των πλημμυρών ανέβαιναν. Διέθετε εννιά καταστρώματα, σα ράντα αεροσκάφη, εξήντα πέντε χιλιάδων τόνων στρατιωτικό εξο πλισμό. Μετά την εγκατάλειψη της Βρετανίας που, ουσιαστικά, α κολούθησε το τσουνάμι του 2019, η βρετανική κυβέρνηση είχε με τοικίσει ως πρόσφυγας στο Λαμπραντόρ του Καναδά. Ο ι Αμερι κανοί έκαναν φασαρία για το γεγονός ότι η παλιά αυτοκρατορική δύναμη είχε επιστρέφει στην ήπειρό τους. Μ α σε έναν ολοένα πε ρισσότερο απειλούμενο κόσμο, η μεταφορά μεγάλου μέρους της βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στην άλλη πλευρά του Ατλαντι κού είχε γείρει τη ζυγαριά προς το μέρος των Καναδών. Και οι Α μερικανοί, απασχολημένοι με τα δικά τους προβλήματα, δεν είχαν και πολλά περιθώρια αντίδρασης. «Είναι ένα αξιοθαύμαστο φαινόμενο της νέας γεωγραφίας», εί πε η Βιλέγκας με άνεση, «το γεγονός ότι είναι πια δυνατόν σε κά ποιο σκάφος στο μέγεθος του Πρίγκιπα να μπορεί να πλέει από την παλιά ακτή του Ατλαντικού μέχρι την καρδιά της νοτιοαμαερικανικής ηπείρου και να φτάνει στο Περού». «Είμαι βέβαιος πως η παρουσία του Πρίγκιπα είναι διερευνη τική», είπε προσεχτικά ο Πιρς Μίκελμας. «Καθώς ο κόσμος αλλά ζει, οι κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να δοκιμάζουν τις νέες διαθέσεις». «Οι Βρετανοί να πάνε να δοκιμάσουν τις διαθέσεις κάποιου άλλου», γρύλλισε ο Νέιθαν. Σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη, οι κυβερνήσεις είναι πια ένα μέρος του προβλήματος και δεν συνει σφέρουν στη λύση. Όπως και να 'ναι, εγώ σκοπεύω να περάσω τα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΙ
311
βουνά αργότερα σήμερα και να ξεφορτωθώ τον ναύαρχο Νέλσονα. Ίσως θα έπρεπε να έρθεις κι εσύ, Πιρς». «Τότε μπορείτε να με πάτε κι εμένα μέχρι την Τιτικάκα», είπε η Λ.ίλι μετά από μια παρόρμηση. «Θα ήθελα να επισκεφθώ την Κρίστι». Η Αμάντα την κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα. «Είναι έξω από τον δρόμο μας», είπε ο Νέιθαν. «Αλλά, τι στο διάολο, γιατί όχι; Φεύγουμε στις τέσσερις». «Θα είμαι έτοιμη», είπε η Αίλι. Η κουβέντα ξαναγύρισε στους Βρετανούς. «Είμαι σίγουρος πως θα βρούμε μια λύση», είπε ο Βιλέγκας ήρεμα. Η Αίλι σκεφτηκε πως μάλλον αυτό θα συνέβαινε. Αν και ο Ειλέγκας δεν είχε την εμπειρία και την ευφυΐα του Πιρς, έδινε την Ε ντύπωση τρομερά ικανού ανθρώπου. Ο τελευταίος σύντροφος της Αμάντα ήταν εντελώς διαφορετικός από τον Γουέιν στο Ντάρτμουρ. Ο Χουάν Βιλέγκας ήταν χήρος, άτεκνος, σαράντα εφτά χ ρ ο νών. Ή ταν μιγάς και, κάποτε, ένας από τους πλουσιότερους αν θρώπους στη Λίμα, με οικογένεια που λέγεται πως καταγόταν από τους πρώτους Ισπανούς κατακτητές. Έχοντας σταθεί τυχερός στο θέμα της γέννησής του, πήρε και τις σωστές αποφάσεις αργότερα, υποστηρίζοντας τον Ν έιθαν Λάμοκσον καθώς οι πολιτικοί θεσμοί του Περού κατέρρεαν. Έτσι, ήταν ακριβώς ο τύπος που θα έλκυε την Αμάντα. Κι εκε ί νη, ακόμα όμορφη, με τις λαμπερές και λεπτεπίλεπτες κοινωνικές της δεξιότητες και τη σχέση της με τον Λάμοκσον που προηγού νταν της ίδρυσης του Πρότζεκτ Σίτι, ήταν και γι' αυτόν ένα χρήσιμο απόκτημα. Οπωσδήποτε, η Α ίλι διέκρινε επίσης μια δόση αυθε ντικής τρυφερότητας ανάμεσά τους. Η Αμάντα θα ήταν δυνατόν να είχε βρει έναν πολύ χειρότερο σύντροφο. Ό τα ν η κουβέντα βάλτωσε, η Αίλι άφησε κάτω το ποτήρι της. «Καλύτερα να σας ευχαριστήσω και να φύγω. Λυπάμαι, Αμάντα, ξέρω πως ήθελες να βρούμε λίγο χρόνο για να μείνουμε μόνες, μα πρέπει να προσπαθήσω να μιλήσω στον Μπεντζ πριν πάω να βρω την Κρίστι». Και πάλι τα μάτια της Αμάντα άστραψαν.
312
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Ν έιθαν μειδίασε χαιρέκακα. «Γιατί; Ούτε αυτός μιλάει με τη μάνα του;» «Δεν ανακατεύεται στον καβγά», είπε η Αίλι. «Κι ίσως για τού το να μπορεί να βοηθήσει». «Αχ», είπε ο Πιρς με μια παράξενη έκφραση πικρίας. «Έτσι είναι ο Μπέντζαμιν Κέστορ. Πάντα προσπαθεί να βοηθήσει και πάντα με τον δικό του, αναθεματισμένο τρόπο». Η Αμάντα αγρίεψε ακούγοντας τα λόγια του. «Είναι καλό παιδί, και πάντα ήταν έτσι!». Κοίταξε τον Βιλέγκας, νιώθοντας ολοφάνε ρα άβολα με κείνο το ξετύλιγμα της μπερδεμένης οικογενειακής σύγκρουσης. Αυτός απλά της χαμογέλασε αυτάρεσκα. Η Αμάντα ακολούθησε τη Αίλι στον μικρό προθάλαμο. Το πρό σωπό της ήταν μια μάσκα θυμού, εντελώς διαφορετική με την έκ φραση που έπαιρνε μπροστά σε τρίτους. «Τι στο διάολο κάνεις;» είπε μέσ' απ' τα δόντια. «Σε προσκάλεσα εδώ να μιλήσουμε για την Κρίστι μετά από δική σου επιμο νή, αν θυμάσαι. Τώρα απλά τα μαζεύεις και φεύγεις, έτσι; Ξανα γίνεται ό,τι έγινε και στο Ντάρτμουρ». Η Αίλι άπλωσε τα χέρια. «Δεν το ήθελα που εξελίχτηκαν έτσι τα πράγματα. Το μόνο που ήθελα...» «Το μόνο που θέλεις είναι να ανακατεύεσαι στη ζωή μου, επει δή δεν έχεις δική σου ζωή», είπε η Αμάντα θυμωμένα. «Θέλεις να χαλάσεις τη σχέση μου με τα παιδιά μου επειδή δεν έχεις δικά σου παιδιά. Αυτή είναι η μόνη εξήγηση. Δεν έχουν να κάνουν όλ' αυτά με τις ανάγκες μου, Αίλι, αλλά με τις δικές σου. Πάντα έτσι ήταν». Η Αίλι ενοχλήθηκε. «Αμάντα, για όνομα του Θεού...» «Σήκω και φύγε!» είπε η Αμάντα. Έσπρωξε κυριολεκτικά την α δελφή της έξω από τη βαριά εξώπορτα κι ύστερα την έκλεισε βίαια, αφήνοντας τη Αίλι μέσα στη λιακάδα των Άνδεων.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
313
49 Ο Μπεντζ συνόδεψε τη Λίλι μέσ' από τις φτωχογειτονιές της ΓΙιζαρόπολης μέχρι το χωράφι των βιοκαυσίμων. Παντού γύρω τους έγερναν παράγκες φτιαγμένες από κομμάτια σκουριασμένου σίδε ρου ή πλαστικού - πουθενά δεν υπήρχε πια περισσευούμενη ξυλεία. Τους συνόδευαν δυο αστυνομικοί της AxysCorp, φορώντας τα γα λάζια ρούχα της εταιρείας όπως και ο Μπεντζ κι η Λίλι. Σε avriδεση με τους αστυνομικούς, ο Μπεντζ δεν έφερε όπλο. Το χωράφι των βιοκαυσίμων ήταν ένα ανοιχτό ορθογώνιο στη μέση της παραγκούπολης. Φυτά άγνωστα στη Λίλι, με βλαστάρια ύψους τριάντα πόντων και πράσινα φύλλα, μεγάλωναν εκεί σε τα κτοποιημένες σειρές. Η Λίλι είχε ακούσει κάποια πράγματα γι' αυ τό το πρόγραμμα. Έχοντας ρόλο πασπαρτού στην οργάνωση του Νέιθαν, αναλάμβανε διάφορες αποστολές* είχε περάσει κάποιον και ρό στη διοίκηση και τον ανεφοδιασμό πειραμάτων όπως το συγκε κριμένο. Και πάλι, όμως, δεν αναγνώριζε αυτά τα καινούργια φυτά. Έβλεπε καθαρά την ουλή της έκρηξης, έναν μαυρισμένο κύκλο που κάλυπτε μεγάλο μέρος του χωραφιού. Ο Μπεντζ περπάτησε μαζί της στα σύνορα του χωραφιού. Σε ορισμένα σημεία ο φράχτης ήταν σπασμένος και καλυμμένος από τα λοφώδους μορφής καλύβια. Ιδιωτικοί αστυνομικοί της AxysCorp περιπολούσαν, με τα αυτόματα όπλα στο χέρι* έδειχναν τσιτωμένοι, ανήσυχοι, περιμένοντας προβλήματα, ίσως και επιζητώντας τα. «Βλέπεις πως οι καλύβες διεισδύουν ολοένα και περισσότε ρο», είπε ο Μπεντζ, «αν και ο Ν έιθαν έχει σημαδέψει ολοκάθαρα αυτή την περιοχή ως Πράσινο Τομέα. Κάθε λίγους μήνες τους πετάμε έξω και ξαναφτιάχνουμε τους φράχτες, μα εκείνοι επιστρέ φουν* δεν έχουμε αρκετούς άνδρες για να τους κρατήσουμε έξω». «Σαν να πολεμάς με την παλίρροια», είπε η Λίλι. «Απ' ό,τι καταλαβαίνεις, η εισβολή στο Ό ραντζ είναι ακόμα χει ρότερη...» Με τα χέρια στους γοφούς κοίταξε γύρω του το χωρ>άφι, τις καλύβες, τα παιδιά που τους παρατηρούσαν γεμάτα περιέρ-
314
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
γεια από το σκιερό εσωτερικό τους. Ο Μπεντζ έγνεψε και χαμογέ λασε στα παιδιά και μερικά του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό. «Μέ χρι τώρα καλλιεργούσαμε εδώ κυρίως πράγματα που 8α μπορού σαν και να φαγωθούν, αν δεν τα χρησιμοποιούσε κανείς ως καύ σιμο. Ζαχαροκάλαμο, καλαμπόκι για αιδανόλη, κάνολα ή σόγια για βιοντίζελ. Μ ε τέτοιου είδους προϊόντα, το κυριότερο πρόβλη μα ήταν συνήθως η κλοπή. Καταφέρναμε να την αντιμετωπίσουμε, μα ο Ν έιθαν άρχισε να εκνευρίζεται με τις απώλειες. Έτσι διέταξε ν' αλλάξει η καλλιέργεια». «Κι αυτό τι είναι;» «Ζατρόφα. Προέρχεται από την Αφρική, από μέρη όπως η Ταν ζανία και το Μάλι. Προτιμά τα ζεστά και στεγνά κλίματα. Μ ε λίγες επεμβάσεις γενετικής μηχανικής, μεγαλώνει μια χαρά εδώ πάνω». «Και γιατί το προτιμάει ο Νέιθαν;» «Επειδή το λάδι που παράγει είναι δηλητηριώδες», είπε ο Μπε ντζ. «Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις ως καύσιμο, μα όχι να το φας. Άρα, δεν έχεις λόγο να το κλέψεις». «Σωστά». Η Λίλι έριξε λοξές ματιές στα καλύβια που ήταν χτι σμένα μέχρι το όριο του χωραφιού και στα στρογγυλά πρόσωπα των παιδιών. «Μα αν είσαι γονιός και προσπαθείς να θρέψεις τα παιδιά σου...» «Βλέπεις, λοιπόν, το πρόβλημα». «Και να πού καταλήγουν όλ' αυτά», είπε εκείνη. Ο Μπεντζ ήταν πια είκοσι δύο χρονών. Είχε γίνει ψηλότερος κι από τον Πιρς Μίκελμας. Δεν θα γινόταν ποτέ όμορφος, γιατί του έ λειπαν τα λεπτά χαρακτηριστικά της μητέρας του, μα η Λίλι πίστευε πως ο ανιψιός της ήταν ικανός και ευγενικός. Κανείς δεν θα ανα γνώριζε στο πρόσωπό του τον ντροπαλό και τρελαμένο για ηλε κτρονικές συσκευές έφηβο από το Λονδίνο, πάντως ο μικρός έδει χνε περισσή κοινή λογική όταν χρειαζόταν, όπως στο Γκρίνγουιτς, και πολλή συμπόνια. Είχε βρει έναν ρόλο που του ταίριαζε, εκεί στις φτωχογειτονιές της Πιζαρόπολης, του μη αναγνωρισμένου και α νεπιθύμητου σωσία του Πρότζεκτ Σίτι. Παρά τις καυχησιολογίες του Νέιθαν, το Πρότζεκτ Σίτι ακολου-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
315
δούσε τα συνηθισμένα πρότυπα της πλούσιας Πράσινης Ζώνης, περιτριγυρισμένης από μια παραγκούπολη. Ο ι φτωχογειτονιές εί χαν επεκταδεί εντελώς χαοτικά, όπως όλες οι φτωχογειτονιές του κόσμου, για να δεχτούν τα τεράστια κύματα προσφύγων που είχαν καταφδάσει από τη Λίμα και άλλες παράκτιες πόλεις. Ωστόσο, υπήρχε κάποια τάξη εκεί. Ό τα ν κατάλαβε πως η Πιζαρόπολη δεν δα εξαφανιζόταν ως δια μαγείας και πως τα κύματα των προσφύ γων από τις κοιλάδες του Κούσκο και πέρα απ' αυτές δα συνέχι ζαν να καταφτάνουν για πολύ καιρό ακόμα, ο Νέιδαν Λάμοκσον εί χε κάνει αυτό που έκανε πάντα, δηλαδή επέβαλε το δικό του όρα μα. Αν η παραγκούπολη δεν γινόταν αλλιώς παρά να υπάρχει στο κατώφλι του σπιτιού του, τότε δα έπρεπε να είναι μια καλά σχε διασμένη παραγκούπολη, με κάποιες προοπτικές βιωσιμότητας. Αν δεν γινόταν κάτι τέτοιο, τότε αργά ή γρήγορα δα μετατρεπόταν σε μια περιοχή λιμοκτονίας, ασθενειών και ταραχών. Έτσι τώρα πια υπήρχε μια πρόχειρη κοινοτική παροχή πόσιμου νερού, μια υποτυπώδης πρόνοια και ιατρική περίθαλψη, καθώς και αστυνόμευση από φρουρούς της AxysCorp και εθελοντές από την κοινότητα. Υπήρχε ακόμα ένα είδος οικονομικής ζωής, αφού η παραγκούπολη εξυπηρετούσε το Πρότζεκτ Σίτι ως δεξαμενή φτη νού εργατικού δυναμικού. Η AxysCorp νοίκιαζε επίσης χώρο σε οροφές για τοποθέτηση φωτοβολταϊκών συλλεκτών και πλήρωνε κάποιο συμβολικό ποσό για τα λύματα, που τα χρησιμοποιούσαν ως λίπασμα στα αγροκτήματα, το μοναδικό κι αξιοθρήνητο εξα γώγιμο προϊόν της παραγκούπόλης. Ένα είδος εσωτερικής οικονο μίας αναπτυσσόταν επίσης, τρεφόμενο από τα βυθισμένα κουφά ρια των πεδινών πόλεων. Ο ι άνθρωποι ταξίδευαν εκατοντάδες χι λιόμετρα για να μαζέψουν αντικείμενα, ακόμα και μέχρι τα ψηλό τερα προάστια της Λίμα, μιας πελώριας πόλης που είχε μετατραπεί σε βυθισμένη χωματερή. Στην πιο τολμηρά ευφυή του κίνηση, ο Λάμοκσον είχε χωρίσει την παραγκούπολη σε τομείς, που ο καθένας καταλάμβανε χον δρικά το ένα τρίτο της. Ο Ασημένιος Τομέας ήταν αυτός των κα τοικιών και αποτελούσε τον πυρήνα της παραγκούπολης. Ο Πορ-
316
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τοκαλί Τομέας έπρεπε να παραμείνει ακαλλιέργητος και άχτιστος, ενώ ο Πράσινος Τομέας ήταν ο αγροτικός. Η ιδέα ήταν να γίνει ο τόπος αύταρκης. Ό μ ω ς υπήρχε μια συνεχής ένταση μεταξύ της α νάγκης για βασικό ζωτικό χώρο και για χώρους καλλιέργειας. Η Λίλι είχε παρατηρήσει πως οι άνθρωποι φαίνονταν πάντα να δυ σκολεύονται να εκπληρώσουν το όραμα που είχε ο Λάμοκσον γι' αυτούς. Πιστευόταν ότι θα μπορούσαν να επιβιώσουν έτσι το ένο εκα τομμύριο άνθρωποι που είχαν συσσωρευτεί εκεί, οι περισσότεροι προερχόμενοι από τα οκτώ εκατομμύρια που ζούσαν κάποτε στριμωγμένα στη Λίμα - ένας αριθμός ο οποίος μεγάλωνε με τέτοιο ρυθμό λόγω της συνεχούς εισροής νέων προσφύγων και του εκρη κτικού ρυθμού γεννήσεων, σε αντίθεση με τον μειούμενο πληθυ σμό του ίδιου του Πρότζεκτ Σίτι, ώστε ο Ν έιθαν έκανε μια συ ντονισμένη εκστρατεία για να αποθαρρύνει τις περιττές γεννήσεις. Η Πιζαρόπολη ήταν μια γόνιμη παραγκούπολη που περιτριγύριζε μια ήδη γερασμένη, ουτοπική πόλη. Αλλά μια παραγκούπολη πα ρέμενε πάντα παραγκούπολη, όσο κι αν άλλαζε ο κόσμος γύρω της. Τα παιδιά που κοιτούσαν τη Λίλι είχαν βαθουλωμένα μάγου λα και μάτια πελώρια από την πείνα. Ο ι κάτοικοι ήταν φτωχοί στις βυθισμένες πόλεις και το ίδιο φτωχοί κι εκεί, άνθρωποι για τους οποίους ο κατακλυσμός σήμαινε απλώς πως είχαν μετοικίσει από μια πεδινή παραγκούπολη σε μια ορεινή. Ο Ν έιθαν δεν ενδιαφερόταν να δώσει όνομα σ' εκείνη την πό λη γύρω από το Πρότζεκτ Σίτι. Ό σ ο ι ζούσαν εκεί, την ονόμαζαν Πιζαρόπολη. «Ξέρεις», είπε ο Μπεντζ, «υπάρχουν άνθρωποι που χάρηκαν ό ταν ο Λάμοκσον μπήκε στη μέση και αγόρασε το Κούσκο. Η κυ βέρνηση διαλυόταν εξαιτίας των πλημμύρων, της ξηρασίας που α κολούθησε όταν τελείωσε το νερό των παγετώνων των Άνδεων οι οποίοι έλειωσαν κι εξαφανίστηκαν, καθώς και εξαιτίας των συνο ριακών διαφορών με τον Ισημερινό και τη Χιλή. Επικρατούσε χά ος, συγκρούσεις, μαζικές μεταναστεύσεις και απόλυτη απουσία ου σιαστικής δημοκρατίας. Ο ι άνθρωποι ήταν ευχαρίστως πρόθυμοι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
317
να αλλάξουν πολλά άχρηστα αφεντικά με ένα και ικανό, ειδικά ό ταν ο Νέιδαν άρχισε να δίνει τόσες υποσχέσεις σχετικά με το πόσο δα φρόντιζε την Πιζαρόπολη. Οπότε, υπάρχει σ' αυτούς τους ανδρώπους μια διάχυτη εντύπωση προδοσίας, Αίλι, αφού στρατιώτες προσπαδούν να τους κρατήσουν μακριά από χωράφια με μη βρώ σιμα σπαρτά». «Κι αυτήν εδώ τη ζημιά την έκανε μια βόμβα καυσίμων;» Ο νεαρός μειδίασε. «Είναι μια ευρηματική χρήση των ίδιων μας των καυσίμων. Προσπαδώ να εμποδίσω αυτό το συμβάν να μετα τραπεί σε ένα είδος πολέμου με τις δυνάμεις αστυνόμευσης». «Αργότερα σήμερα δα πετάξω στην Τιτικάκα μαζί με τον Νέιδαν. Θ έλεις να του μιλήσω σχετικά;» «Αυτό δα μπορούσε να βοηδήσει. Ο λόγος του Νέιδαν είναι ακόμα νόμος». Την κοίταξε. «Πηγαίνεις εκεί για να μιλήσεις στην Κρίς, υποδέτω». «Ναι, αυτό σκεφτόμουν να κάνω». «Σε στέλνει η μαμά;» «Ό χι». Η Λίλι μόρφασε. «Για την ακρίβεια, μάλιστα, με κατη γόρησε πως ανακατεύομαι». «Και πράγματι, αυτό κάνεις». «Δεν πρέπει να διαλυδούμε σαν οικογένεια. Η Κρις προσπαδεί να φτιάξει τη ζωή της κι αυτό, ασφαλώς, είναι σωστό να το κάνει. Μα, σε τελευταία ανάλυση, εμείς δεν έχουμε παρά ο ένας τον άλλο». «Με το "εμείς" δεν εννοείς μόνο την οικογένεια», είπε ο Μπεντζ. «Εννοείς και τους φίλους σου, τους όμηρους. Πάντα σε τραβού σαν κοντά τους». «Κι αυτούς σαν οικογένειά μου τους βλέπω», του είπε η Λίλι. «Το ξέρεις αυτό». «Ναι. Πάντως, αναρωτιέμαι μήπως η Κρίστι δεω ρεί -δ εν ξέ ρ ω - ότι όλοι τούτοι μπαίνουν ανάμεσά μας». Η Λίλι συνοφρυώδηκε, αναρωτούμενη αν ο Μπεντζ προσπαδούσε να της πει κάτι. «Υπάρχει πρόβλημα με τον Πιρς; Αυτό εν νοείς;» Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Απλώς, δεν είμαι σίγουρος τι πρό-
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
318
κειται να βρεις μέσα στο κεφάλι της Κρις όταν...» Μ ια οδόνη κολ λημένη στο μανίκι της στολής του έγινε ροζ και αναβόσβησε· τη χτύπησε με το δάχτυλο και διάβασε ένα κυλιόμενο κείμενο. «Πρέ πει να φύγω. Έχουμε προβλήματα σε μια άλλη πειραματική καλ λιέργεια της Πιζαρόπολης». «Θέλεις να έρδω μαζί σου;» «Ό χι. Εσύ πρέπει να προλάβεις την πτήση με τον Νέιδαν. Να δώσεις στην Κρις την αγάπη μου. Πες της πως συμφωνώ μαζί σου ότι πρέπει να τηλεφωνήσει στη μαμά, πράγμα που πιθανώς να την πεισμώσει ακόμα περισσότερο και να κάνει το αντίθετο. Και πες σ' αυτόν τον τύπο από τη φυλή των Κέτσουα με τον οποίο συζεί, τον Ολαντάι, πως μου χρωστάει ένα ποτήρι τσίτσα». «Θα το φροντίσω». «Πρέπει να τρέξω». Και με τα λόγια αυτά, αφού έδωσε εντολή σε έναν από τους αστυνομικούς να τη συνοδεύσει έξω από την Πιζαρόπολη, χάθηκε στους ελικοειδείς δρόμους της παραγκούπόλης.
50 Στο αεροπλάνο του Νέιθαν, η Λίλι πέταξε πάνω από την πόλη του Κούσκο. Κοιτάζοντας κάτω, είδε την παλιά πόλη με τους τρούλους, τους Θόλους και τα καμπαναριά, που ξεφύτρωναν από μια θάλασσα κόκκινων κεραμιδιών. Πέρα από τον ενισχυμένο φράχτη που πε ριτριγύριζε ολόκληρη την πόλη, είδε τον καφετί λεκέ της παραγκούπολης καθώς και την αγροτική ζώνη πέρα απ' αυτήν με τις ξε ρολιθιές, τις σειρές από λεύκες, τους κατακίτρινους αγρούς και τις διάσπαρτες κουκκίδες, οι οποίες ήταν αγελάδες και λάμα που έ βοσκαν υπομονετικά. Κι ακόμα πιο μακριά ο θόλος του ολοκαί-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
319
νουργιου πυρηνικού αντιδραστήρα έλαμπε κάτω από τον ήλιο. Καθώς το αεροπλάνο έπαιρνε ύψος η πόλη χάθηκε σε μια από τις εσοχές ενός τοπίου βουνοκορφών και οροπεδίων, ντυμένων με χαμηλά σύννεφα που έμοιαζαν φτιαγμένα από καπνό. Ήταν οι Άνδεις, ο δεύτερος υψηλότερος και μεγαλύτερος ορεινός όγκος στον κόσμο μετά τα Ιμαλάια, και το μεγαλείο τους παρέμενε ακό μη ανίκητο από τα νερά. Καθώς διέσχιζαν την οροσειρά, πέταξαν πάνω από μια πολύχρωμη κουρελού καλλιεργειών, παραλληλό γραμμων χωραφιών κριθαριού και καλαμποκιού οροθετημένων από δεντροστοιχίες ψηλών ευκαλύπτων και από φραγκοσυκιές. Τα υψίπεδα εκείνα είχαν για πρώτη φορά διευθετηθεί σε πεζούλες και καλλιεργηθεί από τους Ίνκας πριν εξακόσια χρόνια και συνέχιζαν να παράγουν ακόμη πατάτες, ενώ κοπάδια από λάμα και άλπακα τριγυρνούσαν ελεύθερα. Κοιτάζοντας ανατολικά, της φάνηκε πως διέκρινε τη θάλασσα από σύννεφα που κάλυπτε τον νέο Αμαζόνιο Ωκεανό, το τροπικό δάσος που είχε πια βυθιστεί και σάπιζε κάτω από μια αλμυρή θά λασσα ηλικίας μόλις μερικών ετών. Ο Πιρς Μίκελμας καθόταν μπροστά της. Η Λίλι έβλεπε το πί σω μέρος του προσεχτικά ξυρισμένου κεφαλιού του, καθώς εκεί νος καθόταν με ίσια πλάτη στο κάθισμά του. Είχε αποφασίσει να πάει μαζί με τη Λίλι για να «ξεκαθαρίσει τα πράγματα», όπως το είχε ο ίδιος θέσει, και η Λίλι δεν κατάφερε να τον μεταπείθει. «Είναι εκπληκτικό τι κατάφεραν να κάνουν οι Ίνκας εδώ», μουρ μούρισε ο Νέιθαν. Καθόταν πλάι στη Λίλι και κοιτούσε πάνω από τον ώμο της. «Θέλω να πω, η αυτοκρατορία τους κράτησε μόνο με ρικές δεκαετίες. Κι όμως, οι Ίνκας έχτισαν σπουδαία πράγματα με μεγάλη ταχύτητα και άφησαν το σημάδι τους. Όπως οι Ρωμαίοι». «Κι όπως εσύ, Νέιθαν;» «Μη ζορίζεις την τύχη σου, Μπρουκ. Ν αι, όπως κι εγώ. Μερι κοί από μας έχουμε βλέμμα που διαπερνά τους αιώνες. Νομίζω πως αυτό το είχε πει ο Τσόρτσιλ». Κοίταξε το βασίλειό του και το λα μπερό ηλιόφωτο εκεί ψηλά που βρίσκονταν, φώτισε το σαρκώδες πρόσωπό του.
320
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με επαγγελματικό τρόπο κοντά στην όχθη της Τιτικάκα, στα όρια μιας άσχημης αλλά λειτουργικής κωμόπολης η οποία ονομαζόταν Πούνο, ήταν κάποτε κέντρο εξόρυξης αργύρου και τώρα η διοικητική πρωτεύουσα του οροπεδί ου. Η Λίλι και ο Πιρς αποβιβάστηκαν κάτω από έναν ακόμα πιο βαθυγάλαζο ουρανό. Το νερό της λίμνης ήταν ήρεμο εκείνη τη μέρα, τυρκουάζ και ε πίπεδο μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι. Το φως του ήλιου που έγερ νε προς τη δύση του αντανακλούσε πάνω στις κίτρινες καλαμιές. Στον ορίζοντα η Λίλι διέκρινε μια οδοντωτή σειρά κορυφών καλυμ μένων από παγετώνες και σύννεφα που είχαν ανεβεί από χαμηλό τερο υψόμετρο, σωρείτες οι οποίοι είχαν δημιουργηθεί πιο χαμηλά από εκείνο το σώμα νερού. Ήταν ένα θέαμα το οποίο η Λίλι έβρι σκε πάντα εκπληκτικό, μια τεράστια λίμνη μήκους επτακοσίων χι λιομέτρων γεμάτη νησιά και ψαρόβαρκες, να αιωρείται τρεις χι λιάδες μέτρα ψηλά στον ουρανό. Μ α ακόμα κι εκεί είχαν συγκε ντρω θεί πρόσφυγες, ακόμα κι εκεί είχε δημιουργηθεί μια παραγκούπολη γύρω από την ακτή, άνθρωποι οι οποίοι κατοικούσαν μέσα σε πρόχειρες καλαμένιες καλύβες ή αναποδογυρισμένες βάρ κες και ζούσαν από τα ψάρια που έπιαναν κι από τις πατάτες που καλλιεργούσαν σε άθλια κομμάτια αποψιλωμένου εδάφους - ί σως κάποιοι να εξέτρεφαν και μερικά άλπακα. Ο Νέιθαν, αφού περπάτησε πέντε λεπτά για να ξεμουδιάσει, επέστρεψε στο αεροπλάνο του με τον Βιλέγκας και τους δικούς του και απογειώθηκε για να συναντήσει τους εισβολείς Βρετα νούς και το αεροπλανοφόρο τους. Μερικά λεπτά αργότερα ένα αυτοκίνητο της εταιρείας ήρθε να πάρει τον Πιρς και τη Λ ίλι, ένα αργό ανοιχτό όχημα που κινούνταν με ηλεκτρισμό. Η τελευταία γνωστή τοποθεσία όπου ζούσε η Κρίστι Κέστορ ήταν στα Ίσλας ντε λος Ούρος, τα Νησιά των Ούρος. Το αυτοκί νητο τους μετέφερε ως ένα σημείο της όχθης από το οποίο έπρε πε να πάρουν πλεούμενο για να φτάσουν στα νησιά, ένα ακόμη σκάφος της AxysCorp με το λογότυπο της εταιρείας κολλημένο πάνω στο σκαρί του.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
321
Τα «νησιά» ήταν τεχνητά, απλές σχεδίες από καλάμια. Πάνω στο μεγαλύτερο υπήρχε ένα είδος χωριού, με καλοφτιαγμένες κα λαμένιες καλύβες. Βάρκες με κουπιά άραζαν στη σπογγώδη ακτή του νησιού. Επικρατούσε μια ελαφριά μυρωδιά σαπίλας και μια εντονότερη οσμή από τα ψάρια που κρέμονταν σε σειρές για να ξεραδούν κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Το σκάφος της AxysCorp με το σύγχρονο πλαστικό σκαρί, έμοιαζε εντελώς εξωγήινο. Η Κρίστι στεκόταν πάνω στο νησί της, περιμένοντας τη δεία της. Είκοσι χρονών πια και βαδιά μαυρισμένη, φορούσε μάλλινο μαν δύα με ζωηρά χρώματα και στρογγυλό καπέλο. Ένας νεαρός στε κόταν πλάι της· ήταν πιο κοντός απ' αυτήν, με βαδυκάστανο δέρμα και μαύρα μάτια, και φορούσε το ίδιο πολύχρωμα μάλλινα ρούχα. Όπως κι ο Μπεντζ, έτσι κι η Κρίστι είχε αλλάξει πολύ από τότε που ζούσε στο Φούλχαμ. Το Φούλχαμ, όμως, είχε χαδεί πια και κανείς δεν δα ανέφερε ποτέ ξανά το όνομα του. Εκείνη η λίμνη-αετοφωλιά ήταν η πραγματικότητα και η Κρίστι ήταν ένας άλλος άνδρωπος. Καδώς η βάρκα πλησίαζε, η Κρίστι έτρεξε προς το μέρος της. «Γεια σου, Αίλι! Άσε με να σε βοηδήσω. Το περπάτημα είναι λίγο δύσκολο μέχρι να το συνηδίσεις». Είχε δίκιο. Ή ταν δύσκολο για τη Αίλι να βγει στο νησί από τη βάρκα που σκαμπανέβαζε, καδώς τα καλάμια υποχωρούσαν κά τω από τα πόδια της κάνοντας την ισορροπία της αβέβαιη. Η Λίλι δυμήδηκε τη στιγμή που είχε επιβιβαστεί στο Τεργέστη μαζί με τη Θάντι Τζόουνς, πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια. Ο Πιρς ακολούδησε, αρνούμενος νευρικά κάδε βοήδεια. Πα ρά την επιμονή του να έρδει μαζί της, έδειχνε πολύ δυστυχισμένος που βρισκόταν εκεί. Ο νεαρός φίλος της Κρίστι άπλωσε το χέρι. «Ώστε εσύ είσαι η δεία Α ίλι! Έλα να σου δείξουμε το καινούργιο μας σπίτι! Δεν έ χουμε και πολλούς επισκέπτες». Τα Αγγλικά του ήταν καλά, με μια αμυδρή προφορά την οποία η Αίλι δυμόταν. «Σε λένε Ολαντάι, έτσι δεν είναι;» είπε η Αίλι. «Συναντηδήκαμε κάποτε στο Κούσκο». Την κοίταξε με βλέμμα κενό και αχνό χαμόγελο. «Κόσκο», είπε.
322
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Εμείς το λέμε Κόσκο. Αυτό πλησιάζει περισσότερο την αυθεντική προφορά των Ίνκας». «Το όνομα της πόλης», είπε ο Πιρς σφιγμένα, «δεν είναι πια Κόσκο ή Κούσκο, αλλά Πρότζεκτ Σίτι». Ο Ολαντάι γύρισε προς το μέρος του, χωρίς να χάσει το αδιά φορο χαμόγελό του. Αντάλλαξαν χειραψία, μα η έκφραση του Πιρς ήταν εχθρική. Προχώρησαν προς μια καλύβα, που είχε καλαμένιους τοίχους και άλλα καλάμια απλωμένα πάνω από μια σκουριασμένη, τσίγκινη οροφή. Ή ταν προφανές ότι πουλιά έκαναν τις φωλιές τους στη στέγη, απ' όπου ξεφύτρωνε μια μικρή δορυφορική κεραία. Στο εσωτερικό, ο χώρος ήταν εντυπωσιακά μεγάλος και καθα ρός. Κουβέρτες κάλυπταν τους τοίχους κι ένα είδος μάλλινου χαλι ού ήταν απλωμένο στο πάτωμα. Υπήρχαν κιβώτια και μπαούλα, κα θώς και κάποια πιο σύγχρονα αντικείμενα, όπως νάιλον υπνόσακοι τυλιγμένοι σε μια γωνία. Η Λίλι διέκρινε κάποια απομεινάρια από την παλιά ταυτότητα της Κρίση: τον υπολογιστή χειρός πάνω στον οποίο έκανε κάποτε τα μαθήματά της και έγραφε το λεύκωμά της, το παλιό ροζ σακίδιο που κρεμόταν από έναν τοίχο, ακόμα και το ταλαιπωρημένο αρκουδάκι της στημένο σε μια γωνία. Η Λίλι μύρι σε ψητό κρέας. Υποπτευόταν πως ήταν ινδικό χοιρίδιο. Κάθισαν όλοι ανακούρκουδα στο πάτωμα. Ο Ολαντάι έβαλε νε ρό να βράσει σε μια χύτρα πάνω από ένα γκαζάκι. «Ώστε αυτό είναι το σπίτι σου», είπε η Λίλι. «Για την ακρίβεια, είναι το σπίτι των γονιών μου», απάντησε ο Ολαντάι. «Σε μας εδώ, είναι έθιμο δυο σύντροφοι να μένουν στην κατοικία των γονιών του ενός ή του άλλου πριν από τον γάμο». Η Κρις χαμογέλασε αβέβαια στη Λίλι. «Και δεν θα ήταν πολύ πρακτικό να μείνουμε μαζί με τη μητέρα μου, σωστά;» «Καλά θα ήταν να το κάνεις εσύ πρακτικό», είπε ο Πιρς. «Γι' αυτό ήρθαμε, άλλωστε». «Πιρς», είπε η Λίλι ευγενικά. Ύστερα γύρισε προς τον Ολαντάι. «Σ' ευχαριστούμε για το καλωσόρισμα». «Είναι πράγματι ένας ευγενικός οικοδεσπότης», είπε η Κρις μει-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
323
λίχια . «Ο κανόνας εδώ είναι να μιλούν όλοι τη γλώσσα Κέτσουα». Τα Κέτσουα ήταν η γλώσσα των Ίνκας. «Αυτή ήταν η αληθινή γλώσσα του Περού, προτού αυτό ονομα στεί Περού», είπε ο Ολαντάι. Έριξε το βραστό νερό σε μια τσαγιέ ρα και μετά έφερε φλιτζάνια, γεμίζοντάς τα με ένα πράσινο τσάι. «Μα εσύ δεν είσαι καθαρόαιμος Κέτσουα, έτσι δεν είναι;» εί πε ο Πρις απότομα. «Ό λοι εδώ είμαστε ανακατεμένοι τώρα πια», είπε η Κρις σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. «Όπως και παντού αλλού, υποθέτω. Ο ι ψαράδες ζουν σ' αυτό τον τόπο γενιές και γε νιές. Αλλά τώρα έχουμε μια εισροή πεδινών, που έρχονται από την ακτή. Ύστερα είναι και οι μπάρμπαρος». Αυτοί ήταν Αμερινδοί από τα δάση του Αμαζόνιου, μερικοί από τους οποίους είχαν κατορθώσει να κρατήσουν σε απόσταση τη δυ τική κουλτούρα στη διάρκεια των μακρών αιώνων του αποικισμού και της βιομηχανικής εκμετάλλευσης. Ανήκαν σε φυλές με ονόμα τα όπως Μ άσο Πίρο, Άγουα και Κορούμπο. Τώρα που τα νερά του κατακλυσμού έγλειφαν ήδη τους πρόποδες των Άνδεων, είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα μέρη τους και να ανεβούν μέσα από το δάσος των σύννεφων μέχρι εκείνο το εχθρικό οροπέδιο. Μ αζί τους είχαν έρθει και άλλοι κάτοικοι του δάσους, πουλιά, φί δια και πίθηκοι, αν και λίγοι είχαν γλυτώσει τελικά από τους αν θρώπους, με αποτέλεσμα τα βουνά να γίνονται μάρτυρες της εξά λειψης πολλών ζωικών ειδών. «Είναι περίεργοι τύποι αυτοί οι μπάρμπαρος», είπε η Κρις. «Δεν έχουν ιδέα τι σημαίνει χρήμα, ούτε μιλούν άλλες γλώσσες από τις δικές τους. Δεν ξέρουν καν σε ποια χώρα βρίσκονται». Η Λίλι έγνεψε καταφατικά. «Ο Νέιθαν στέλνει εθνογράφους και ανθρωπολόγους. Ακόμα και οι γλώσσες τους είναι άγνωστες, σε κάποιες περιπτώσεις. Και διατρέχουν τον κίνδυνο λοιμώξεων: ένα απλό κρυολόγημα μπορεί να τους σκοτώσει». «Ό λοι έχουν ανακατευτεί», είπε η Κρις. «Ινδιάνοι των τροπι κών δασών με αστούς που ίσως ήταν δικηγόροι, λογιστές ή προ γραμματιστές πριν από ένα-δυο χρόνια...»
324
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Αίλι σκέφτηκε πως τέτοιες εκλάμψεις έκαναν την ανιψιό της να μοιάζει με τον αδελφό της - και για τούτο ένιωθε πως η Κρις σπαταλούσε τον χρόνο της σ' εκείνη την πανέμορφη, απομονωμέ νη λίμνη. Στο μεταξύ, ο Πιρς εξακολουθούσε να είναι θυμωμένος. «Τίπο τε απ' όλ' αυτά δεν κάνει τούτον εδώ αυθεντικό γηγενή», είπε δεί χνοντας με το δάχτυλο. «Ολαντάι! Το όνομα με το οποίο γεννήθη κες, ήταν Χοσέ Χεσούς ντε λα Μαρ». Ο Ολαντάι σήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Μπορεί, δεν θέ λω όμως να πεθάνω με αυτό το όνομα». «Τι όνομα είναι το Ολαντάι; Ξέρεις, Κρις;» «Ναι, είναι...» «Ο Ολαντάι ήταν ο μεγάλος στρατηγός που δημιούργησε την αυτοκρατορία των Ίνκας για λογαριασμό του Παχακουτέκ», είπε ο Πιρς. «Δεν πρόκειται για ιδιαίτερα συγκαλυμμένη επιλογή, έτσι, Χοσέ; Και ποιο είναι τώρα το όνειρό σου; Ν α ανακτήσεις τη χώ ρα για λογαριασμό των Ίνκας;» Ο Ο λαντάι χαμογέλασε. Η Α ίλι σκέφτηκε πως ο φίλος της Κρις στην πραγματικότητα διασκέδαζε με τις αδέξιες λεκτικές επιθέσεις του Πιρς. «Δεν θα ήταν καλύτερα αν οι Ευρωπαίοι δεν είχαν έρθει ποτέ εδώ; Ή αν οι Ίνκας είχαν σφάξει τον Πιζάρο και τους ιερούς τραμπούκους του; Θ α ζούμε τώρα σε παραγκουπόλεις κι εσείς θα παράγετε βιοκαύσιμα για να κινείτε τα αυτοκίνητά σας, ενώ ολόκληρος ο κόσμος πνίγεται εξαιτίας των βιομηχανικών σας υπερβολών που συνεχίζονται εδώ κι αιώνες ολόκληρους;» «Αρκετά», είπε η Αίλι κοφτά. «Για όνομα του Θεού, Πιρς, τι σ' έχει πιάσει;» Ο Πιρς έμεινε στη θέση του. «Δεν είμαι εγώ το πρόβλημα. Αυ τός είναι. Αυτός ο κουφιοκέφαλος νεαρός ήρωας, που έχει κάνει την Κρις να τσιμπήσει όπως το ψάρι το αγκίστρι». Η Κρις άστραψε και βρόντησε: «Μη μιλάς έτσι για μας, σταφι διασμένε γερο-ηλίθιε! Ποιος νομίζεις πως είσαι, ο πατέρας μου;» Ο Πιρς φάνηκε να πληγώνεται απίστευτα. Μα πριν προλάβει να
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
325
απαντήσει, η Α ίλι πετάχτηκε όρθια, τον έπιασε από τον ώμο και τον τράβηξε. «Βγες έξω». «Δεν τελείωσα...» «Ασφαλώς και τελείωσες. Περίμενέ με έξω!» Ο Πιρς συνέχισε να αγριοκοιτάζει τον Ολαντάι. Ξαφνικά, κάτι φάνηκε να σπάει. Έκανε μεταβολή και, σπρώχνοντας, βγήκε από την καλύβα. Η Λίλι ξανακάδισε ξεφυσώντας. «Λυπάμαι για ό,τι έγινε». «Δεν έπρεπε να τον φέρεις εδώ», είπε η Κρις κάπως πιο ήρεμη. «Δεν μπορούσα να τον σταματήσω». «Ούτε κι εσύ έπρεπε να είχες έρθει». Η Κρις ήταν ολοφάνερα θυμωμένη και τα μάγουλά της φλογίζονταν κατακόκκινα κάτω από το μαύρο καπέλο της. «Μου φτάνει η μάνα μου σε αυτή την υπό θεση. Δεν μπορείτε απλώς να δεχτείτε πως έτσι επέλεξα να ζήσω τη ζωή μου;» Σ' αυτό το σημείο είχε κάποιο δίκιο. Μ α στη συνέχεια η Λίλι ξανακοίταξε τον Ολαντάι, ο οποίος την παρατηρούσε ψυχρά. Έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο από την τσέπη της και το έδωσε στην Κρίστι. «Πάρε το. Δεν απαντούσες στο παλιό». Η Κρις χαμογέλασε. «Βρίσκεται στον πάτο της λίμνης». «Σε παρακαλώ! Δεν χρειάζεται να το χρησιμοποιείς. Απλά έχε το. Άφηνε την Αμάντα να σου στέλνει κανένα μήνυμα... Την τιμω ρείς φριχτά αν ξεκόψεις εντελώς απ' αυτήν, Κρις. Κι εξάλλου κά ποιες φορές συμβαίνουν απρόοπτα, αγάπη μου. Πίστεψέ με, θα έρθει ώρα που θα θέλεις να μας μιλήσεις». Η Κρις δίστασε για αρκετές στιγμές. Ύστερα άπλωσε το χέρι, πήρε το τηλέφωνο και το έχωσε στο ροζ σακίδιό της. Η Λίλι είδε τον Ολαντάι να παρατηρεί την κίνησή της και ανα ρωτήθηκε αν θα άφηνε την Κρις να κρατήσει το τηλέφωνο κι αν ήταν αυτός που είχε πετάξει το παλιό στη λίμνη. «Μάλλον δεν έχω κι άλλη επιλογή», είπε η Κρις. «Αν δεν πά ρω το τηλέφωνο, ο Πιρς πιθανώς θα με συλλάβει και θα με πάει πίσω με πλαστικές χειροπέδες. Αυτός ο άνθρωπος θέλει να ασκεί
326
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
συνεχώς έλεγχο». Έσφιξε τις γροθιές της. «Ανακατεύεται σε όλα. Νιώ θω λες κι είναι από πάνω μου από τότε που γεννήθηκα. Μ α κάρι να μ' άφηνε στην ησυχία μου». «Αυτό δεν γίνεται», είπε ο Ολαντάι. «Ούτε και πρόκειται να γί νει. Δεν μπορεί να αλλάξει αυτό που του συμβαίνει». Η Κρις γύρισε και τον κοίταξε γεμάτη έκπληξη. «Γιατί το λες αυτό;» Ο Ολαντάι χαμογέλασε. «Επειδή είναι ερωτευμένος μαζί σου. Δεν το βλέπεις;» Η Κρις γέλασε. Ό μ ω ς το γέλιο της έσβησε και το πρόσωπό της μαλάκωσε από την έκπληξη. Η Λίλι συνειδητοποίησε πως κι ο Μπεντζ το είχε καταλάβει αυ τό. Τούτο υπονοούσε στην Πιζαρόπολη. Η ίδια, όμως, δεν το είχε αντιληφθεί ποτέ ως τότε. Αισθάνθηκε μια βαθιά, ψυχρή, άγρια έκ πληξη και μια αίσθηση προδοσίας κάπου βαθιά στα σωθικά της. Ο Πιρς ξαναμπήκε βίαια στην καλύβα, κρατώντας στο χέρι το κινητό του. «Μα το Θεό, Πιρς», είπε η Λίλι. «Διαλέγεις κι εσύ τις στιγμές!» Ο Πιρς την κοίταξε με απλανές βλέμμα, ύστερα την Κρις, που αρνήθηκε να του ανταποδώσει τη ματιά, και τέλος το τηλέφωνό του. «Λυπάμαι», είπε. «Για ποιο πράγμα;» «Ο Νέιθαν έδωσε εντολή στο αεροπλάνο να επιστρέφει. Θ α σε πάρει μαζί του πίσω. Κι εσένα, Κρις, αν...» «Παράτα με!» είπε θυμωμένα η Κρις. «Πρόκειται για τον Μπεντζ», είπε ο Πιρς διατακτικά. «Συνέβη κάτι. Άλλη μια επίθεση σε ένα χωράφι βιοκαυσίμων. Η αστυνομία άνοιξε πυρ, αυτός προσπάθησε να παρέμβει...» Η Λίλι κατάλαβε. Είχε κατορθώσει να σώσει τον Μπεντζ από τη συνείδησή του τουλάχιστον δυο φορές στο παρελθόν, μια στο Γκρίνγουιτς και μια δεύτερη στο Ντάρτμουρ. Αλλά εκείνη τη φορά δεν είχε βρεθεί κοντά του. «Είναι νεκρός;» Η Κρις έτρεξε κοντά στον Πιρς. «Είναι νεκρός;»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
327
51 ΜΑΡΤΙΟΣ 2025 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Η διαδικτυακή κάμερα εστιάστηκε πάνω στο στρογγυλό πρό σωπο του μικρού Τζον Ό τζολα. Ή ταν έξι χρονών μα έδειχνε πο λύ μικρότερος, περίπου τριών, επειδή η ανάπτυξή του είχε παρε μποδιστεί από την έλλειψη τροφής. Τα άκρα του έμοιαζαν με ξερόκλαδα και η κοιλιά του ήταν πρησμένη κάτω από τα πεταγμένα πλευρά. Τον κρατούσε στην αγκαλιά του μια εθελόντρια της Χρι στιανικής Βοήθειας, η οποία δεν είχε φαγητό για να του δώσει, ε κεί, στο στρατόπεδο προσφύγων του Τέσο της Ουγκάντα. Τα πελώ ρια, φωτεινά μάτια του Τζον, που παρέμεναν ορθάνοιχτα παρά τις μύγες που έπιναν τα δάκρυά του, έμοιαζαν να κοιτάζουν τον θεα τή μέσα από την κάμερα. Ο Τζον ήταν ένα θέαμα το οποίο θα μπορούσε κανείς να δει οποιαδήποτε στιγμή από το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1960 κι ύστερα. Η σύντομη ζωή του ήταν μια μόνιμη οδύνη. Λ ίγοι επι σκέπτες σε κείνο τον ιστότοπο της υπηρεσίας εθελοντών άντεχε να παρακολουθήσει περισσότερο από μερικές στιγμές. Ό μ ω ς τώρα κάτι είχε τραβήξει την προσοχή του Τζον· το κε φάλι του γύρισε πλάγια, πάνω στην αγκαλιά της εθελόντριας. Κι εκείνη κοιτούσε προς το ίδιο μέρος, προς κάτι πολύ πιο αξιοπερίερ γο από ένα ακόμη πεινασμένο παιδί. Το στρατόπεδο βρισκόταν εκεί από αρκετά χρόνια - αλλά τούτη η χρονιά ήταν διαφορετική. Τούτη τη χρονιά υπήρχαν πλημμύρες κα τά μήκος ενός κομματιού της Αφρικής που ξεκινούσε από το Σαχέλ κι έφτανε στο Κέρας, από τη Σενεγάλη, τη Μαυριτανία, το Μάλι και τη Μπουρκίνα Φάσο στα δυτικά μέχρι την Κένυα, το Σουδάν και την Αιθιοπία στα ανατολικά, δηλαδή σε μερικές από τις πιο φτωχές χώρες της ηπείρου. Από παλιά το διαθέσιμο φαγητό ήταν ελάχιστο και τώρα εξαιτίας των πλημμυρών οι τοπικοί αγρότες που είχαν απομείνει δεν μπορούσαν να σπείρουν την ετήσια σοδιά, την
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
328
ταπιόκα, το κεχρί και το αράπικο φιστίκι. Ο ι πλημμυρισμένοι δρό μοι εμπόδιζαν οποιαδήποτε προσπάθεια βοήθειας. Καθώς τα νερά των πλημμυρών μόλυναν πηγές και πηγάδια, τα κρούσματα διάρ ροιας και ελονοσίας αυξάνονταν γοργά. Ο Τζον δεν είχε ακόμα γεννηθεί το 2007, όταν ξέσπασε σ' εκεί νο το κομμάτι της Αφρικής η τελευταία μεγάλη πλημμύρα εξαιτίας του φαινομένου Λα Νίνα στον Ειρηνικό. Το 2007 τα νερά είχαν τε λικά αποτραβηχτεί, μα με τις καινούργιες πλημμύρες συνέχιζαν να υψώνονται. Ο Τζον κοιτούσε την οικογένεια που μόλις είχε μπει στο στρα τόπεδο. Ή ταν όλοι τους ντυμένοι κομψά, τα δυο παιδιά με ανθε κτικά της AxysCorp, η γυναίκα με ένα φαρδύ φόρεμα, αν κι ήταν όλοι τους σκονισμένοι από το μακρύ ταξίδι. Ο άνδρας μάλιστα φορούσε κοστούμι - τόσο ξαφνική ήταν η φυγή της οικογένειας από τη βουλιαγμένη πόλη του Κίτγκαμ. Βρήκαν έναν άδειο χώρο στο έδαφος και κάθισαν. Η γυναίκα εξέτασε τα ματωμένα πόδια της και μετά προσπάθησε να φροντίσει τα παιδιά της. Ο άνδρας με το κοστούμι στράφηκε προς τους εθελοντές. Ά πλωσε τα χέρια του σε χούφτες. «57/ vous plait ? Σας παρακαλώ;»
52 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025
Ο Γκάρι περίμενε τη Θάντι Τζόουνς στον περιμετρικό χώρο καρα ντίνας που κύκλωνε το Κάντιλακ Σίτι. Την εντόπισε πίσω από την τε λευταία πύλη. Ο ι φρουροί Σεμινόλε, του Μοναχικού Ελαφιού, έλεγ ξαν ξανά και ξανά τα έγγραφά της, τα αποτυπώματα των δακτύ λων και την ίριδά της.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
329
Είχε να τη δει πέντε χρόνια. Θ α έπρεπε να ήταν πια σαραντάρα. Ψηλή, λεπτή, νευρώδης, με τα σκούρα μαλλιά της κουρεμένο πο λύ κοντά, ήταν ντυμένη με μια χιλιομπαλωμένη αλλά ακόμη ανθεκτι κή γαλάζια φόρμα της AxysCorp. Η μόνη της αποσκευή ήταν ένα μικρό πάνινο σακίδιο. Κολλημένη για μια ολόκληρη εβδομάδα στη διαδικασία καραντίνας του Κάντιλακ Σίτι, φαινόταν να έχει χά σει πια την υπομονή της. Τελικά, απρόθυμα, ο ινδιάνος φρουρός της άνοιξε την πύλη. Ό ταν είδε τον Γκάρι να την περιμένει, η Θάντι χαμογέλασε πλατιά και άρχισε να τρέχει. «Εδώ σαπίζεις, λοιπόν!» του είπε. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω!» Ό τα ν αγκαλιάστηκαν μύρισε επάνω της το αντισηπτικό της καραντίνας, αλλά του φάνηκε πως διέκρινε και μια βαθύτερη, γήινη, μεταλλική μυρωδιά - ένα χαρμά νι, σκέφτηκε αφήνοντας τη φαντασία του να πετάξει, μαζεμένο απ' όλα τα μέρη στα οποία είχε περάσει η Θάντι, από την Ευρασία και την Αφρική, την Αυστραλία, τη Βόρεια και Νότια Αμερική, γιο να παρακολουθήσει από κοντά έναν κόσμο που πλημμύριζε. Αφού την άφησε, γύρισαν και περπάτησαν προς την πόλη των αντίσκηνων πηγαίνοντας στο σπίτι του Γκάρι. «Καλωσόρισες στο Κάντιλακ Σίτι, λοιπόν», της είπε. «Ναι, ωραίο καλωσόρισμα!» Ο Γκάρι σήκωσε τους ώμους. «Λυπάμαι, μα αυτοί είναι οι νό μοι του Μοναχικού Ελαφιού». «Μοναχικού Ελαφιού; Α, μιλάς για τον τοπικό ισχυρό άνδρα. Φαίνεται πως ζούμε πια σ' έναν κόσμο που κυβερνούν ισχυροί». «Απ' ό,τι ακούω, υπάρχουν πολλοί χειρότεροι από το Μοναχι κό Ελάφι». «Μιλάμε για αληθινή πόλη». «Πράγματι. Αν και το περίφημο Ράντσο Κάντιλακ βρίσκεται έναδυο χιλιόμετρα προς τα κει», έδειξε ανατολικά, «με όλα αυτά τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα... Από διοικητικής άποψης, είμαστε έ να προάστιο του Αμαρίλο».
330
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Γκάρι την οδήγησε στην καρδιά της πόλης των αντίσκηνων, κατά μήκος ενός χωματόδρομου που περνούσε ανάμεσα σε τοίχους από πανί. Η Θάντι κοιτούσε γύρω της με διαπεραστικό και αναλυ τικό βλέμμα. Ήταν αργά το απόγευμα μιας ανοιξιάτικης μέρας στο Πανχέιντλ και το τοπίο πέρα από τον φράχτη ξανοιγόταν επίπεδο, άδειο ό πως ήταν πάντοτε, με διάσπαρτες μερικές αντλίες και αγροικίες καδώς και τα φώτα μακριών κωμοπόλεων. Μ έσα στα όρια του φράχτη με τα συρματοπλέγματα, τα παρατηρητήρια και τις περι πόλους των Σεμινόλε, οι ταλαιπωρημένες σκηνές ήταν συγκεντρω μένες η μια πλάι στην άλλη, ενώ τα μεγάλα αντίσκηνα των δημό σιων εγκαταστάσεων δέσποζαν πάνω απ' όλα. Σε μια από τις πύλες είχε σταματήσει μια εφοδιοπομπή από φορτηγά, φορτωμένα με ξυ λεία ανασυρμένη από τις βυθισμένες πεδιάδες. Το ξύλο παρέμενε πάντα ένα σπάνιο αγαθό. Η σχολική μέρα είχε τελειώσει, μα οι περισσότεροι ενήλικες δούλευαν ακόμα. Μέσα στις σκηνές έφεγγαν ηλεκτρικές λάμπες και παντού απλώνονταν μυρωδιές μαγειρεμένου φαγητού -ρύζι, φα σόλια και σ ό για - ενώ ακούγονταν αδύναμες φωνές από ραδιό φωνα και τηλεοράσεις. Κάποιοι κουβέντιαζαν στα Αγγλικά και στα Ισπανικά. Υπήρχαν εδώ πολλοί Τεξανοί, αλλά και δείγματα κα τοίκων απ' όλα τα μέρη των βυθισμένων ανατολικών ΗΠΑ, με προφορές που κυμαίνονταν από τις ένρινες της Αλαμπάμα, της Τζόρτζια και της Φλόριντα, μέχρι μερικές κοφτές Βοστονέζων και Νεοϋορκέζων. Εκείνη τη μέρα ο Γκάρι τα έβλεπε όλα αυτά μέσα από τα μάτια της Θάντι και, όπως συνέβαινε συχνά όταν ήταν παρούσα εκείνη, ένιωθε κατά παράξενο τρόπο σαν να βρισκόταν σε θέση άμυνας. Γνώριζε τη βασική γνώμη που είχε σχηματίσει η Θάντι γι' αυτόν, δηλαδή πως θα έπρεπε να βρίσκεται έξω στον κόσμο και να κάνει επιστημονικές μελέτες όπως η ίδια, αντί να κρύβεται σ' ένα μέρος σαν κι εκείνο. Άθελά του, άρχισε να λέει: «Το Μ οναχικό Ελάφι κάνει τα πά ντα σύμφωνα με το γράμμα του νόμου. Έχει κρατήσει αυτό το μέρος
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
331
σε λειτουργία εδώ και χρόνια και μαζί του κρατάει κι όλους εμάς ζωντανούς». «Ένας επίγειος παράδεισος», είπε η Θάντι ξερά. «Ό χι ακριβώς», απάντησε εκείνος πειραγμένος. «Είχαμε κι εμείς τα προβλήματά μας...» Στη διάρκεια της μεγάλης μετεγκατάστασης η οποία είχε ξεσπά σει στις ανατολικές ΗΠΑ, τα χρήματα για βοήθεια που εκταμίευε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση συνήθως κατέληγαν σε συμβουλευτι κές και πολυεθνικές εταιρείες για να προωθηθούν εκτεταμένα προ γράμματα Πράσινων Ζωνών, ώστε να δημιουργηθούν βιομηχανίες που θα παρήγαγαν αγαθά τα οποία κάποια μέρα, θεωρητικά του λάχιστον, θα μεταφέρονταν στην υπόλοιπη κοινωνία. Στο μεταξύ, όμως, αν δεν ήσουν εκατομμυριούχος, οι δυνατές επιλογές περιο ρίζονταν σε πρόχειρες πόλεις-στρατόπεδα, όπου τουλάχιστον είχε κανείς μια οροφή πάνω από το κεφάλι του και ίσως κάποιες βα σικές ευκολίες όπως αποχετευτικό σύστημα, ή σε παραγκουπόλεις χτισμένες γύρω από τις Πράσινες Ζώνες, όπου δεν υπήρχαν ούτε καν αυτές οι ευκολίες. Τέτοια μέρη δεν υφίσταντο από νομική άπο ψη, αφού ήταν όλα «προσωρινά» από τη φύση τους, αν και μερι κά συνέχιζαν να διατηρούνται εδώ και χρόνια. Το Μ οναχικό Ελάφι είχε την ικανότητα, τα λεφτά και τις δια συνδέσεις ώστε να ανατρέψει στη συγκεκριμένη περιοχή ένα μέρος αυτής της κατάστασης. Είχε μεταφέρει χρήματα και πόρους στο Κάντιλακ Σίτι και χρησιμοποίησε τις δεξιότητες των ίδιων των προ σφύγων για να δημιουργήσει ένα μέρος στο οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν - μάλιστα η ίδια η πράξη της ανασύστα σης είχε λειτουργήσει ψυχοθεραπευτικά. «Πίστεψέ με, εκτιμώ πολύ τις προσπάθειες του Μοναχικού Ελα φιού γ ι' αυτήν εδώ τη γωνιά μας». «Πάντως έχει δίκιο για την καραντίνα», είπε η Θάντι. «Συναντώ σε κάθε βήμα λοιμούς. Παντού έχουν ξεσπάσει χολέρα και τυφο ειδής πυρετός, καθώς και πιο εξωτικές αρρώστιες: Σαρς, ιός του Δυτικού Νείλου, Ασθένεια του Λάιμ, Έμπολα, ακόμα και βουβω νική πανώλη - επίσης καινούργιες ασθένειες για τις οποίες δεν υ
332
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πάρχει ακόμη όνομα και περνούν από το ένα ζωικό είδος στο άλ λο. Τουλάχιστον εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχει ακόμα μια υποδομή ικανή να παράγει αντιβιοτικά και ένα εκπαιδευμένο προ σωπικό για να τα μεταχειρίζεται. Ο μεγάλος φόβος είναι αυτός μιας πανδημίας, γρίπης για παράδειγμα. Τότε 8α αρχίσουμε όλοι να ψο φάμε σαν τις μύγες». «Μερικοί μιλούν για βιολογική τρομοκρατία». Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Ίσως να συμβαίνει και κάτι τέ τοιο. Δεν πιστεύω πως έχει σημασία. Σίγουρα είναι αποτέλεσμα του τεράστιου ανακατέματος του κόσμου εξαιτίαςτου κατακλυσμού. Η βιόσφαιρα υποφέρει σε θεμελιώδες επίπεδο και ολόκληρα οικοσυ στήματα καταρρέουν. Η ισορροπία κι αυτού ακόμα του μικροβιακού κόσμου έχει διασαλευτεί». Σταμάτησαν μπροστά στη σκηνή του Γκάρι. Ήταν ένα τετράγω νο πράγμα, σταθεροποιημένο στο έδαφος με σκοινιά και πασάλους που δεν είχαν μετακινηθεί εδώ και χρόνια. Στο εσωτερικό έ καιγε μια λάμπα. «Σπίτι μου - σπιτάκι μου!» είπε ο Γκάρι. Αισθανόταν πως έπρεπε να την προετοιμάσει. «Άκου, Θάντι, το Μοναχικό Ελάφι θα έρθει να σε συναντήσει σε μια ώρα. Θέλει ν' ακούσει πρώτα την ανα φορά σου, πριν αποφασίσει πώς θα αντιδράσει σ' αυτήν μπροστά σε μια δημόσια συγκέντρωση». «Είναι λογικό». Χτύπησε τον ιμάντα στον ώμο της. «Ό σο βρι σκόμουν στην καραντίνα, είχα καιρό να το σκεφτώ». «Η αλήθεια είναι πως δεν τον ξέρω τόσο καλά όσο ο Μάικλ. Μέσω του Μ άικλ προσκλήθηκες εδώ. Ενημερωνόμαστε, ασφαλώς, για την εξέλιξη των πλημμύρων και την παγκόσμια κατάσταση από τις κυβερνητικές υπηρεσίες στο Ντένβερ, μα η κυβέρνηση έχει τη δική της ατζέντα, η οποία είναι, σε γενικές γραμμές, να πείθει τους ανθρώπους να κάθονται στα σπίτια τους και να μην μετακινούνται εκτός κι αν είναι απολύτως αναγκαίο. Ό λ ο ι ξέρουν πως πρέπει να βλέπουν με αρκετή επιφύλαξη όσα λέει η κυβέρνηση». «Και το Μ οναχικό Ελάφι πιστεύει πως έρχονται χειρότερα». «Αυτό προσπαθεί να διερευνήσει».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
333
«Κοίτα, είμαι έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. Μ ην ανησυχείς, όλα δα πάνε μια χαρά. Αν και δεν δα έχουμε πολλά γέλια! Θ α μ' αφήσεις να μπω, λοιπόν; Έχω πεδυμήσει πολύ την Γκρέις». Στο κέντρο της σκηνής η οροφή βρισκόταν αρκετά ψηλά, ώστε να τους επιτρέπεται να στέκονται όρδιοι. Μ ια μοναδική ηλεκτρική λά μπα ενίσχυε το λιγοστό φως της μέρας που περνούσε μέσα από τα τοιχώματα της σκηνής -το Κάντιλακ Σίτι είχε τη δική του γεν νήτρια- και κυριαρχούσε η μυρωδιά καφέ. Το ίδιο το ρόφημα ήταν άδλιο, μα ο Μ άικλ συνήδιζε να κρατά πάντα μια καφετιέρα ζεστή για να διώχνει τις χειρότερες οσμές. Ο Μ άικλ Θ άρλεϊ καδόταν στο αγαπημένο του πτυσσόμενο κάδισμα, παρακολουδώντας τις κυβερνητικές ειδήσεις σε μια οδόνη χειρός. Η Γκρέις ήταν ζαρωμένη πάνω σε δυο απλωμένους υπνό σακους, πίνοντας αναψυκτικό από ένα τσίγκινο ποτήρι και δουλεύ οντας κάποια σχολική εργασία σε έναν υπολογιστή χειρός. Σηκώδηκαν και οι δυο μόλις η Θάντι μπήκε στη σκηνή. Ο Γκάρι είδε πως τα μάτια της Θάντι γούρλωσαν όταν η Γκρέις σηκώδηκε. Αν και ήταν μόλις δέκα χρονών ήταν το ίδιο ψηλή με τους ενήλικες, μια κι είχε πάρει το ύψος της μητέρας της. Καλοξυρισμένος, ο Μ άικλ φορούσε σκούρο παντελόνι, δερμά τινα παπούτσια κι ένα λευκό πουκάμισο ανοιχτό στον λαιμό, με χα λαρωμένη γραβάτα. «Χαίρομαι που σε συναντώ επιτέλους από κοντά». «Σωστά το είπες». «Με την ευκαιρία, τι κάνει η Έλενα;» ρώτησε ο Γκάρι. «Παραμένει μια μελαγχολική Ρωσίδα. Την τελευταία φορά που την είδα, ήταν στο Γκουτζαράτ». «Γκουτζαράτ;» ρώτησε ο Μάικλ. «Εκεί όπου τα νερά του κόλπου της Βεγγάλης, αφού πρώτα ει σέβαλαν στο Μπανγκλαντές και στη βόρεια Ινδία, βγήκαν στην Αραβική Θάλασσα. Η Ινδία μετατράπηκε σε νησί, βλέπεις, και τού το είναι ένα ακόμη σημαντικό υδρολογικό γεγονός. Δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω κοντά στην Έλενα».
334
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Θ α ήθελες κάτι να πιεις; Έχουμε νε ρό, ανακυκλωμένο και φιλτραρισμένο, και ένα πράγμα που περ νάει για καφές. Μπορεί πάλι να θέλεις λίγο από το αναψυκτικό της Γκρέις, το οποίο κατασκευάζεται εδώ στην πόλη». «Κάντιλακ Σίτι Κόλα!» Η Θάντι χαμογέλασε στην Γκρέις προ σπαθώντας να την κερδίσει, μα εκείνη κοίταξε αλλού. «Δοκίμασα λίγη στην καραντίνα. Ξέρετε ότι παρασκευάζουν ακόμα Κόκα Κό λα και Πέπσι στο Ντένθερ; Ο Θ εός να ευλογεί την Αμερική! Ό χ ι, ευχαριστώ, προτιμώ το νερό». «Τα ανακυκλωμένα ούρα μας έχουν περισσότερο ανθρακικό απ' αυτό το πράγμα. Άσε με να πάρω το σακίδιό σου για να καθίσεις...» Ενώ εκείνος ασχολιόταν με τούτο, η Θάντι πλησίασε την Γκρέις, η οποία την άφησε να την αγγίξει φιλικά στον ώμο. «Πο-πο, πώς μεγάλωσες!» «Ώστε ήξερες τη μαμά μου». Η προφορά της Γκρέις ήταν πε ρίπλοκη. Μιλούσε Αμερικάνικα με έντονη την τεξανή προφορά που είχε αποκτήσει στον καταυλισμό, αλλά με τη βρετανική, σωστή γραμματική του Μάικλ. Κάτω απ' όλ' αυτά η φωνή της έκανε κά ποια τσακίσματα, απομεινάρι του καιρού που είχε περάσει κοντά στους Σαουδάραβες. «Την είχα γνωρίσει μόνο μέσα από το διαδίκτυο. Λυπάμαι γι' αυτό που συνέβη». «Δεν τη θυμάμαι». Η Γκρέις κοίταξε τον Γκάρι. «Έχω να κάνω την εργασία μου. Μπορώ να πάω στην Κάρεν;» Ο Μ άικλ συνοφρυώθηκε, φέρνοντας ένα φλιτζάνι νερό στη Θάντι. «Αυτό δείχνει αγένεια. Είναι ανάγκη να φύγεις τώρα αμέσως;» Η Θάντι χαμογέλασε και έκανε χώρο για να περάσει η Γκρέις. «Τράβα, κορίτσι μου! Έτσι κι αλλιώς, εμείς έχουμε να μιλήσουμε για δουλειές εδώ. Κάνε την εργασία σου». «Ευχαριστώ», είπε η Γκρέις. Έσφιξε τον υπολογιστή στο στήθος της και βγήκε έξω βιαστικά, κλείνοντας το κάλυμμα της σκηνής πί σω της. Ο ι ενήλικες κάθισαν σε ελαφρά, πτυσσόμενα καθίσματα. Η Θάντι ή-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
335
πιε το νερό της και ο Γκάρι δέχτηκε μια κούπα καφέ από τον Μάικλ. Η Θάντι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό της σκηνής, το ινδιάνικο χαλί που ήταν απλωμένο πάνω στο χοντρό ύφασμα που κάλυπτε το έδαφος, τα πλαστικά μπαούλα και ντουλάπια, τους υπνόσακους, τη μικρή περιοχή μαγειρέματος με το ηλεκτρικό μάτι και τον φούρ νο, καθώς και τον μικρό εσταυρωμένο που ο Μάικλ πάντα είχε κρε μασμένο στον κεντρικό πάσαλο, σύμβολο της επιφυλακτικής επι στροφής του στον καθολικισμό. «Καλωσόρισες στο γιουρτ μας, λοιπόν», είπε ο Μ άικλ με τον στε γνό, εγγλέζικο τρόπο του, παρακολουθώντας τη με το βλέμμα του. «Έχω δει και χειρότερα». «Βάζω στοίχημα γ ι' αυτό. Οπωσδήποτε, το γεγονός πως δεν χρειάστηκε να μετακινηθούμε εδώ και χρόνια, είναι καλό. Έχουμε ριζώσει πια». Η Θάντι χαμογέλασε πλατιά. «Κι ορίστε λοιπόν που είσαι τώ ρα ντυμένος με πουκάμισο και γραβάτα, έτοιμος για την καθημε ρινή δουλειά σου καθώς φαίνεται». «Στο Μοναχικό Ελάφι αρέσει μια δόση τυπικότητας. Διοικεί μια ολόκληρη πόλη. Αν και, ευτυχώς, δεν επιμένει στο σακάκι. Έχω φτάσει σε μια ανώτερη βαθμίδα της ιεραρχίας, σε κάτι ισοδύναμο με το αξίωμα του αντιδημάρχου». «Ανώτερη;» Εκείνος χαμογέλασε. «Πάνω από μένα υπάρχουν μόνο ινδιάνοι της φυλής Σεμινόλε. Το να φτάσεις ως εκεί, μετράει για ανώτερο αξίωμα». «Εγώ είμαι ένας ταπεινός τεχνικός», είπε ο Γκάρι. «Κυρίως ερ γάζομαι στη συλλογή ξυλείας και στα προγράμματα ανακύκλωσης. Αλλά χρησιμοποιώ και τις επιστημονικές μου γνώσεις. Κάνω ένα είδος πρόγνωσης καιρού για την πόλη». Η Θάντι τον κοίταξε επίμονα. Ο Γκάρι αισθάνθηκε κάπως αμή χανα. Ίσως τα λόγια του να τον είχαν κάνει να φανεί υπερβολικά ενθουσιώδης. Η Θάντι ήπιε λίγο από το νερό της. «Όπως και να 'ναι, χαί(χ>μαι πολύ που γνώρισα την Γκρέις».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
336
«Πέρασε δύσκολα», είπε ο Μάικλ. «Μέχρι τα πέντε της μεγάλω σε κοντά στην οικογένεια του πατέρα της ή τουλάχιστον κάποιο πα ρακλάδι της. Ήταν μια εξαιρετικά πλούσια οικογένεια. Είχε νταντά δες και υπηρέτριες. Την κακόμαδαν υπερβολικά. Μετά, ο Γκάρι κι εγώ την πήραμε μαζί μας. Μάλλον είμαστε παράξενο ζευγάρι». «Έτσι δα έλεγα κι εγώ», είπε η Θάντι. «Είμαι εντυπωσιασμένη». «Εντυπωσιασμένη;» Η Θάντι γύρισε και κοίταξε τον Γκάρι. «Ξέρεις, Μπόιλ, πριν έρδω δεν καταλάβαινα γιατί έμενες εδώ. Υπάρχουν τόσες επιστημονι κές έρευνες που μπορούν να γίνουν εκεί έξω. Τώρα όμως καταλα βαίνω. Έμεινες για την Γκρέις». Ο Γκάρι έγνεψε και η αμυντική του στάση υποχώρησε. «Ήμουν κοντά τη στιγμή που γεννήδηκε, μέσα σ' εκείνο το κελάρι. Δεν δέλω παρά να είμαι μαζί της. Δεν επιδυμώ τίποτα περισσότερο από να τη δω να μεγαλώνει». «Έκανες τη σωστή επιλογή, φίλε». Κάποιος ξερόβηξε βαριά απ' έξω. Στην πόλη των αντίσκηνων, ο ήχος αυτός εξυπηρετούσε σαν κουδούνι εξώπορτας. Ο Γκάρι σηκώδηκε. «Έχουμε παρέα».
53 Το Μοναχικό Ελάφι ήρδε μόνος, αν και ο Γκάρι υποπτευόταν πως δα είχε έναν-δυο σωματοφύλακες που δα τον περίμεναν έξω από τη σκηνή, στις σκιές του σούρουπου. Η Θάντι σηκώδηκε να του σφί ξει το χέρι. Ο Σεμινόλε ήταν πιο κοντός απ' ό,τι δα περίμενε κανείς. Φορού σε ένα συνηδισμένο πουκάμισο και παντελόνι από σκληρό συνδε τικό ύφασμα. Ήταν γύρω στα εξήντα, με δέρμα σκούρο μα όχι υ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
337
περβολικά ρυτιδιασμένο, ενώ τα μαύρα μαλλιά του ήταν κοντά και γκριζαρισμένα. Έμοιαζε περισσότερο με ισπανόφωνο επιχειρηματία παρά με ινδιάνο φύλαρχο. Ο Μ άικλ έβαλε φρέσκο καφέ για όλους. Το Μοναχικό Ελάφι ή πιε μια γουλιά από τον δικό του, πιθανώς από ευγένεια· ήταν συ νηθισμένος σε καλύτερη ποιότητα. Αυτός κι η Θάντι κουβέντιασαν λίγη ώρα για διάφορα θέματα. Η Θάντι μίλησε για την καταγωγή της, την καριέρα της πριν ξεκινήσουν οι πλημμύρες και τι είχε κά νει από τότε, δηλαδή τα δεδομένα που είχε συλλέξει απ' ολόκλη ρο τον κόσμο. Ο Γκάρι κατάλαβε πως ο ένας προσπαθούσε να ζυ γιάσει τον άλλο. «Ζητώ συγγνώμη για τις υπεκφυγές», είπε τελικά το Μοναχικό Ελάφι. «Δεν τις συνηθίζω. Σε γενικές γραμμές, προτιμώ να μπαίνω πάντα κατευθείαν στο θέμα». Η προφορά του ήταν βοστονέζικη. «Αυτό διακρίνει πάντα έναν πολυάσχολο άνθρωπο». «Ξέρω πως θα πρέπει να ακούσω προσεκτικά όσα έχεις να μου πεις. Ξόδεψα μια μικρή περιουσία από τη βοήθεια της κυβέρνησης για να σε φέρω εδώ, επειδή ο Γκάρι μου είπε πως είσαι η καλύτε ρη στον τομέα σου. Ζούμε σε έναν κόσμο ψεμάτων, άρνησης ή με θοδευμένης άγνοιας. Το πρόβλημά μου είναι ότι θα πρέπει να κρί νω όσα μου λες όχι μόνο από το περιεχόμενο των λόγων σου μα κι από τη γνώμη που θα σχηματίσω για σένα». «Είμαι αυτή που είμαι», απάντησε η Θάντι στον ίδιο τόνο και ο Γκάρι διαισθάνθηκε πως ήταν έτοιμη να παρεξηγηθεί. «Αυτό θέλω να διακρίνω κι εγώ». Το Μ οναχικό Ελάφι έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Από την άλλη, αναρωτιέμαι τι γνώμη θα σχηματίσεις εσύ για μένα. Έχεις δει τον κόσμο. Περίμενες ότι δα ε πέστρεφες στην Αμερική και θα έβρισκες τον φίλο σου τον Γκάρι να ζει σε κάποιον καταυλισμό που διοικεί ένας Ινδιάνος;» Ο Γκάρι είχε ξαφνιαστεί στην αρχή, μαθαίνοντας πως το Μ ο ναχικό Ελάφι και η φυλή του προτιμούσαν να χρησιμοποιούν αυ τό τον όρο. Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Γιατί να μην το περιμένω; Ό λο ι έχουμε ανακατευτεί τόσο πολύ, τώρα πια».
338
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Η φυλή μου ζούσε ανατολικά, στη Φλόριντα. Ήμασταν ανάμε σα στους πρώτους που αντιμετώπισαν τους Ευρωπαίους αποίκους στη Βόρεια Αμερική. Όπως φαντάζεσαι, δεν ήταν μια ευχάριστη συνύπαρξη. Καταδιωχτήκαμε στους βάλτους της Φλόριντα μέχρι που κοντέψαμε να εξαφανιστούμε. Ό μ ω ς επιζήσαμε από τις διώξεις, τους λοιμούς, τις απόπειρες γενοκτονίας, τις γενιές και γενιές δια κρίσεων. »Ύστερα, προς το τέλος του εικοστού αιώνα, έγινε ένα θαύμα. Εξαιτίας των τυχερών παιχνιδιών γίναμε πλούσιοι - πολύ πλούσιοι. Τα χρήματα μας έδωσαν εξουσία. Ξαναπήραμε πίσω, για παρά δειγμα, τα ιερά εδάφη μας τα οποία είχαν σημαδευτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από καταστροφική εκμετάλλευση και ξεκινήσαμε ένα πρόγραμμα αναβίωσης της γλώσσας μας. Το ίδιο έγινε και με άλλες φυλές στη χώρα. Προκλήθηκε καινούργια ένταση ανάμεσα σ' εμάς και τους λευκούς, όπως κι ανάμεσά μας, μεταξύ των πολ λών διαφορετικών εθνών μας. Μα θα φτάναμε, πιστεύω, σε ένα νέο σημείο ισορροπίας - έναν τρόπο για να ζήσουμε σε μια νέα εποχή». «Και τότε ήρθε ο κατακλυσμός», είπε η Θάντι. «Και τότε ήρθε ο κατακλυσμός. Και πάλι, ήμασταν από τους πρώ τους που χτυπήθηκαν, τους πρώτους που έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να χάσουν τις ζωές τους. Αλλά το χρήμα παραμένει ακόμα χρήσιμο, έτσι δεν είναι; Ο Θ εός μου χάρισε σο φία, πιστεύω, και το χρήμα μου έδωσε τη δύναμη να αγοράσω ό,τι έπρεπε να αγοράσω. Γη. Σκηνές. Χημικές τουαλέτες». Χαμογέλα σε πλατιά. «Κάποτε οργάνωνα φεστιβάλ μουσικής. Ξέρω πώς να βολεύω χιλιάδες ανθρώπους σ' ένα χωράφι. Δεν διαφέρει και πο λύ απ' αυτό εδώ. Ένα Γούντστοκ μέσα στον κατακλυσμό. »Να 'μαστέ, λοιπόν: επιβιώνουμε εκεί που άλλοι έχασαν τα πά ντα ή πνίγηκαν επειδή δεν έδειξαν αρκετή αποφασιστικότητα. Και τώρα πρέπει να δείξω αποφασιστικότητα ακόμα μια φορά». «Πράγματι». «Πολλοί από την οικογένειά μου πιστεύουν πως και για τον κα τακλυσμό φταίνε οι λευκοί - πως αν είχαν μείνει στις πατρίδες τους τίποτε απ' όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Πιστεύεις πως αυτό είναι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
339
αλήθεια και πως υπεύθυνος είναι ο ανθρώπινος παράγοντας;» Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Δεν υπάρχουν ακόμη αδιάσει στες αποδείξεις. Τα πράγματα αλλάζουν πολύ γρήγορα· είμαστε πολύ λίγοι και οι παρατηρήσεις που πρέπει να γίνουν πάρα πολλές. Έχω το προαίσθημα πως ποτέ δεν θα μάθουμε όλη την αλήθεια. Όπως και να 'ναι, τι σημασία έχει; Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα αυτής της παγκόσμιας αρρώστιας, είτε κατανοούμε τα αίτιά της είτε όχι. «Σωστά». Το Μ οναχικό Ελάφι ένωσε τις άκρες των δαχτύλων του. «Έχω πρόσβαση σε κάποιες εμπιστευτικές πληροφορίες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Μου έχουν πει πως η μέση άνοδος της στάθμης των θαλασσών φτάνει πια τα διακόσια μέτρα». «Χοντρικά, έτσι είναι». «Τι γίνεται λοιπόν στον κόσμο, Θάντι Τζόουνς; Πες μου τι βλέ πεις». Εκείνη έγνεψε κι ύστερα ξετύλιξε μια οθόνη. Ο παγκόσμιος χάρτης είχε αλλάξει. Στη Ν ότια Αμερική, οι πλημμύρες είχαν αποσπάσει μεγάλα κομμάτια από το γνώριμο κωνικό σχήμα της ηπείρου. Η λεκάνη του Αμαζονίου είχε μετατραπεί σε μια κλειστή θάλασσα που έγλειφε τους πρόποδες των Άνδεων. Στα βόρεια οι πεδινές Βενεζουέλα και Κολομβία είχαν εξαφανιστεί και στα νότια μια άλλη τεράστια θά λασσα είχε εισχωρήσει από τις εκβολές του Ρίο ντε λα Πλάτα πνί γοντας την Ουρουγουάη, την Παραγουάη και τη δυτική Αργεντι νή κι απειλώντας να αποκόψει τη ραχοκοκκαλιά των Άνδεων από το οροπέδιο της Βραζιλίας. Καθώς η δυτική και βόρεια Αφρική πλημμύριζε, πολλοί κατέφευ γαν στα υψίπεδα του Νότου. Η Πρετόρια μεταμορφωνόταν σε έναν κυρίαρχο τοπικό παράγοντα. Η Αυστραλία είχε χαθεί, με μόνη εξαίρεση κάποια ψηλότερα σημεία στα δυτικά της ηπείρου και μερικά βουνά. Στην Ευρώπη τεράστιοι πληθυσμοί συνέχιζαν να φεύγουν μα κριά από τη βόρεια πεδιάδα, πλημμυρίζοντας τα ψηλότερα εδάφη του Νότου και του Βορρά, την Ισπανία, τις μεσογειακές χώρες, τις
340
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Άλπεις και τη Σκανδιναβία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούσε ακόμα μόλις και μετά βίας από μια νέα έδρα στη Μαδρίτη, προ σπαθώντας να αντιμετωπίσει την ατέλειωτη κρίση που προκαλούσαν τα ποτάμια των προσφύγων, οι ελλείψεις σε τρόφιμα, γη και πόσιμο νερό, καθώς και οι ασθένειες. «Αλλά το πραγματικό πεδίο μάχης είναι η Ευρασία», είπε η Θάντι. «Δεν έχουμε ικανοποιητικά στοιχεία από το έδαφος και οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες μας προέρχονται απ' όσους δορυφόρους λειτουργούν ακόμα. Γνωρίζουμε πως η ευρωπαϊκή Ρωσία έχει χα θεί, πλημμυρισμένη από τη Βαλτική μέχρι βαθιά στη Σιβηρία, με μό νη εξαίρεση τα Ουράλια. Έτσι υπήρξε μια τεράστια μετακίνηση πλη θυσμών ανατολικά και νότια, προς το Καζακστάν και τη Μογγολία. Στο μεταξύ, η πεδινή Κίνα έχει πλημμυρίσει ανατολικά από το Πε κίνο και την Καϊφένγκ ως την Τσανγκσά, και οι πρόσφυγες μετα κινούνται από εκείνα τα μέρη προς τα βουνά. Ο ι Ρώσοι και οι Κι νέζοι βρίσκονται αντιμέτωποι στη Μ ογγολία. Δεν νομίζω πως ξέ ρει κανένας τι γίνεται εκεί - ακόμα και οι ίδιες οι κυβερνήσεις τους, στο μέτρο που λειτουργούν ακόμη. »Σε γενικές γραμμές, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Μέχρι σήμερα έχουμε χάσει περίπου το είκοσι τοις εκατό της παλιάς ξη ρός και σ' αυτή κατοικούσε το μισό περίπου του παγκόσμιου πλη θυσμού». Το Μ οναχικό Ελάφι έγνεψε. «Και η Βόρεια Αμερική;» Εκείνη εμφάνισε κι άλλους χάρτες. «Στα δυτικά οι παράκτιες πε ριοχές έχουν χαθεί και η θάλασσα έχει περάσει από τον κόλπο του Σαν Φραντσίσκο στην κοιλάδα του Σακραμέντο. Ό μω ς η πραγ ματική ζημιά έχει γίνει στα ανατολικά. Κοιτάξτε τον χάρτη! Μπορεί τε να δείτε ότι χάσαμε ένα κομμάτι ξηράς που εκτεινόταν από τον Κόλπο του Μεξικού μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού, δηλαδή από τη Λουιζιάνα και το Αρκάνσας μέχρι το Λιτλ Ροκ στα βόρεια, κι από τον Μισισιπή, την Αλαμπάμα και την Τζόρτζια μέχρι την Ατλάντα στον Βορρά. Η Φλόριντα έχει εξαφανιστεί κι αυτή, ασφαλώς». «Ξέρω για τη Φλόριντα». «Η Βόρεια και η Νότια Καρολίνα έχουν βυθιστεί δυτικά μέχρι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
341
τη νοητή γραμμή της Σάρλοτ. Η ανατολική ακτή, βέβαια, βρίσκεται εξ ολοκλήρου κάτω από το νερό, ενώ η Βιρτζίνια, η πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, η Βαλτιμόρη, η Φιλαδέλφεια και η Νέα Υόρκη έχουν όλες χαθεί. Η θάλασσα εισχωρεί πια βαθιά στη λεκάνη του Μισισιπή, πέρα από το Σεν Λούις· πολύ σύντομα το Σικάγο θα απει λείται και από τον Ν ότο και από τον Βορρά με την άνοδο της στάθμης των Μεγάλων Λιμνών, με αποτέλεσμα μια καινούργια θάλασσα να κόψει τη χώρα στη μέση». Ακόμα κι έτσι, η Αμερική συνέχιζε να επιβιώνει, σε σύγκριση μά λιστα με άλλες χώρες. Μ εγάλο μέρος των χαμένων πεδινών της ανατολής ήταν το πιο πυκνοκατοικημένο και εύφορο έδαφος, μα στα δυτικά υπήρχε άφθονος χώρος. Οι Μεγάλες Πεδιάδες -η Ντα κότα, η Μοντάνα και το Γουαϊόμινγκ- κάλυπταν μια περιοχή με γαλύτερη από τη Γαλλία, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες μαζί, ενώ πριν φτάσουν οι πρόσφυγες κατοικούσαν εκεί λιγότερο από τρία εκατομμύρια άνθρωποι. Κι έτσι η κυβέρνηση προσπαθούσε να δει πέρα από τις άμεσες ανάγκες, εφαρμόζοντας ένα μεγάλο πρόγραμ μα κατασκευών και μετεγκατάστασης. Η κυβέρνηση είχε μεταθέ σει συμβούλους από την Υπηρεσία Ανοικοδόμησης και Σταθερο ποίησης του υπουργείου Οικονομικών, η οποία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, απέκτησε εμπειρία στην ανοικοδόμηση χωρών που είχαν πληγεί από φυσικές καταστροφές ή πολέμους. Τώρα η εξειδίκευαη αυτή επέστρεψε στη χώρα, ενώ πόροι δεσμεύονταν από τα απομεινάρια του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Στα επόμενα λίγα χρό νια ολόκληρες πόλεις θα γεννιόντουσαν στα οροπέδια, έχοντας την υποστήριξη της αγροτικής και βιομηχανικής ενδοχώρας. «Είναι ένα απίστευτο σχέδιο», είπε η Θ άντι. «Σαν αστραπιαίο πρόγραμμα μεταμόρφωσης ενός ξένου πλανήτη» «Και απίθανα χρηματικά ποσά θα πάνε σε τσέπες εταιρειών», είπε ο Μάικλ. «Πράγματι, μα τουλάχιστον το σχέδιο είναι εμπνευσμένο». Το Μοναχικό Ελάφι έγνεψε. «Βραχυπρόθεσμα, όμως, τι θα γί νει με το Τέξας; Τι θα γίνει μ' εμάς;» Η Θάντι διέγραψε μια καμπύλη στον χάρτη. «Αυτήν τη στιγμή η
342
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
απειλή γίνεται κρίσιμη σε μια νοητή γραμμή που κατεβαίνει νότια, από το Ντάλας-Φορτ Γουόρθ, το Γουέκο, το Τεμπλ και το Ό σ τιν μέχρι το Σαν Αντόνιο. Σύντομα όλοι οι πληθυσμοί που κατοικούν εκεί 8α είναι αναγκασμένοι να μετακινηθούν. Δυο εκατομμύρια άν θρωποι από το Σαν Αντόνιο, για παράδειγμα, σχεδόν ένα εκα τομμύριο από το Όστιν. Υπάρχουν έξι εκατομμύρια στην αστική πε ριοχή του Ντάλας-Φορτ Γουόρθ, η οποία είναι η τέταρτη σε μέγε θος μητροπολιτική ζώνη των ΗΠΑ...» «Τόσοι άνθρωποι... Κι όλοι θα έρθουν προς τα δω». «Γι' αυτό μπορείς να βάλεις και στοίχημα». Το Μ οναχικό Ελάφι χαμογέλασε. «Δεν παίζω ποτέ τυχερά παι χνίδια. Απλώς παίρνω τα κέρδη από αυτά. Έχω ακούσει πως η κυ βέρνηση ήδη σκέφτεται να απαλλοτριώσει εκτάσεις στο Πανχέιντλ για να τακτοποιήσει τα αναμενόμενα κύματα των προσφύγων. Θα φέρουν και στρατό». «Το ίδιο άκουσα κι εγώ». «Οι ομοσπονδιακοί θα μας αδειάσουν εδώ το μισό Ντάλας. Θ α μετατρέψουν το μέρος σε παραγκούπολη. Κι ύστερα θα μας πνί ξουν ακόμα περισσότερες ορδές προσφύγων». «Πρέπει να ετοιμάζεστε γ ι' αυτά», είπε η Θάντι στον ίδιο τόνο. Το Μοναχικό Ελάφι έγνεψε καταφατικά. «Είναι ξεκάθαρο. Τα κα ταφέρναμε καλά εδώ. Τώρα, όμως, θα πρέπει να μετακινηθούμε». Ο Γκάρι τον κοίταξε έκπληκτος. «Να μετακινηθούμε; Ολόκλη ρη η πόλη;» «Τούτος ο τόπος βρίσκεται πολύ κοντά στην ανθρώπινη πλημ μυρίδα. Πρέπει να αποτραβηχτούμε πιο μακριά από την παραλία». Ενώ το Μ οναχικό Ελάφι συζητούσε λεπτομέρειες με τη Θάντι, ο Γκάρι σκεφτόταν όσα είχαν συζητηθεί. Η μετακίνηση της πόλης φάνταζε αδύνατη. Ταυτόχρονα φαινόταν καλύτερη επιλογή από το να καθίσουν εκεί και να περιμένουν μέχρι τα εκατομμύρια των κατοίκων του Ντάλας ν' αρχίσουν να βγαίνουν από τα φαράγγια. Αυτή, βέβαια, ήταν η εγωιστική σκοπιά ενός αν θρώπου με γεμάτη κοιλιά, πόσιμο νερό διαθέσιμο κι ένα μέρος για
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
343
να κοιμηθεί, ο οποίος περιφρονεί εκείνους που δεν τα έχουν. Ο Γκάρι σκέφτηκε τη θέση του. Έπρεπε να πάρει την Γκρέις και τον Μ άικλ μακριά από κει πριν καταφτάσουν οι πρόσφυγες. Αυτό ήταν το τελικό εξαγόμενο. Από την άλλη, του φαινόταν προτιμό τερο να συμμετάσχει στην απίθανη μετακίνηση του Μοναχικού Ε λαφιού, παρά να την κάνει μόνος του φτιάχνοντας μια δική του ομάδα τριών ταλαίπωρων προσφύγων. Αν αυτό δεν τους έβγαινε, ίσως θα έπρεπε να πάνε μόνοι τους σε μεγαλύτερο υψόμετρο, δυ τικά, προς τα Βραχώδη Ό ρ η . Ίσως πάλι έπρεπε να δεχτεί την πα λιά πρόσκληση της Λίλι Μπρουκ και να πάνε στις Άνδεις... Ο Μ άικλ τον ατένιζε σοβαρός, κάνοντας τους δικούς του κρυ φούς συλλογισμούς. Ο Γκάρι έστρεψε ξανά την προσοχή του στην κουβέντα. «Έχεις δει πολλή φρίκη», έλεγε το Μοναχικό Ελάφι στη Θάντι. «Πληθυσμούς σε κατάσταση φυγής. Ολόκληρα οικοσυστήματα να καταστρέφονται. Μ α θα πρέπει να είδες και θαυμαστά πράγματα». «Αυτό είναι αλήθεια. Ό λ ο ς ο κόσμος έχει μεταμορφωθεί και μετατραπεί σε κάτι καινούργιο. Αρμένισα με πλοίο πάνω από τη Βόρεια Αμερικανική Θάλασσα - εννοώ τις βυθισμένες ανατολικές πολιτείες. Ο πλανήτης ξαναγυρίζει σε μια μορφή όμοια με αυτήν της Κρητιδικής εποχής, λίγο πριν πέσει ο αστεροειδής που εξόντω σε τους δεινόσαυρους, δηλαδή σε έναν κόσμο ρηχών θαλασσών. Τα νέα οικοσυστήματα του ρηχού νερού ίσως δεν προλάβουν να προσαρμοστούν, πριν πνιγούν κι αυτά με τη σειρά τους. Δεν ξέ ρουμε τι θα ακολουθήσει στη συνέχεια». «Γιατί δεν ξέρουμε; Πόσο ψηλά μπορεί να φτάσει το νερό; Η κυβέρνηση δεν διαθέτει κάποιες προβλέψεις ή, αν έχει, δεν θέλει να τις δημοσιοποιήσει». «Οι κυβερνήσεις που υπάρχουν ακόμα δεν διαθέτουν αξιόπιστα μοντέλα, τουλάχιστον γνωστά σε μένα. Ακόμα και στο Ντένβερ, δεν θέλουν να δουν κατάματα τις χειρότερες πιθανότητες - να κοιτάξουν ένα μέλλον που δεν 9α μπορούν να το διαχειριστούν. Ό λ α κατα λήγουν σ' ένα πρόβλημα οπτικής, ακριβώς όπως οι παλιές διαμά χες σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Ο ι κυβερνητικοί σύμβουλοι
344
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αρνούνται τον κατακλυσμό επειδή αυτό θέλουν να ακούνε οι πο λιτικοί, ακόμα κι όταν τα νερά γλείφουν τα πόδια τους. Και η άρ νηση ισοδυναμεί με κακή επιστήμη». «Ποια είναι, λοιπόν, η καλή επιστήμη;» «Τα δεδομένα είναι ασαφή», είπε η Θάντι. «Ανέκαθεν ήταν. Θ ο λώνονται από τοπικές εξάρσεις, εστίες, άλλα φαινόμενα. Μην παίρ νεις όσα λέω τοις μετρητοίς...» «Δεν είμαι ηλίθιος, δεσποινίς Τζόουνς», είπε το Μοναχικό Ελά φι ψύχραιμα. «Πες μου τι πιστεύεις». «Η άνοδος της στάθμης των θαλασσών συνεχίζει να επιταχύνε ται», είπε εκείνη ωμά. «Φαίνεται πως καταλήγουμε σε μια μακρο πρόθεσμη άνοδο. Τα τελευταία πέντε χρόνια η άνοδος παραμένει αρκετά κοντά σε μια εκθετική αύξηση της τάξης του δεκατέσσερα τοις εκατό κατ' έτος. Αλλά η αύξηση ανατοκίζεται». Εκείνος μόρφασε. «Διοικώ καζίνα. Αντιλαμβάνομαι τι σημαίνει ανατοκισμός. Αυτό σημαίνει πως η άνοδος θα διπλασιάζεται κά θε πέντε χρόνια. Κι αν αυτό συνεχιστεί...» «Μπορείς να κάνεις την άθροιση». Κούνησε το βαρύ κεφάλι του κι ένωσε πάλι τις άκρες των δαχτύλων του. Δεν φαινόταν τόσο σοκαρισμένος όσο θα περίμενε ο Γκάρι. «Τότε θα πρέπει να κάνω τα σχέδιά μου σε αυτήν τη βάση». «Έτσι Θα έλεγα κι εγώ. Έχω μια πιο λεπτομερή αναφορά στον φορητό υπολογιστή μου». Εκείνος έγνεψε απορριπτικά. «Αργότερα. Έχεις παιδιά, δόκτορ Τζόουνς;» «Όχι». «Αν είχες, τότε θα ήταν δυσκολότερο για σένα να παρακολου θείς τα βάσανα του κόσμου». «Έτσι φαντάζομαι κι εγώ. Ελπίζω, πάντως, πως κάνω καλά τη δουλειά μου ακόμα κι έτσι όπως είμαι». «Ναι. Εγώ, όμως, έχω παιδιά. Και η δουλειά μου είναι διαφο ρετική. Έχω καθήκοντα...» Συνέχισαν να μιλούν. Το σκοτάδι έπεσε και η λάμψη της λάμπας γέμισε τη σκηνή. Ο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
345
Μ άικλ έφτιαξε κι άλλο καφέ. Μετά από μια ώρα, ο Γκάρι άρχισε να αναρωτιέται πότε 8α έτρωγαν. Ύστερα από δυο ακόμη ώρες η Γκρέις πήρε τον Γκάρι στο κινη τό του, για να του πει πως θα έμενε όλη τη νύχτα στη φίλη της την Κάρεν.
54 ΙΟΥΝΙΟΣ 2029 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Η κάμερα της αδελφής Μαρίας Ασάμπτα, κρατημένη με τρεμάμενο χέρι, έδωσε μια ζωντανή εικόνα του πλήθους του συγκεντρω μένου γύρω από τα μνημειώδη ερείπια των ανακτόρων των Ρω μαίων αυτοκρατόρων, στον Λόφο του Παλατινάτου. Κατά διαστή ματα, καθώς η κάμερα κουνιόταν σαν τρελή, μπορούσες να δεις φευγαλέα την υπόλοιπη Ρώμη πλημμυρισμένη. Η πανάρχαια πόλη είχε για άλλη μια φορά περιοριστεί στους επτά λόφους, από τους οποίους είχε αρχικά ξεπηδήσει. Η ιταλική αστυνομία, τοποθετημένη γύρω από το Παλατινάτο, παρακολουθούσε με νευρικότητα. Η μακρά εμπειρία τους είχε δι δάξει πως οι πιστοί δεν είχαν πάντα ευγενική συμπεριφορά και μια έφοδος ή, ακόμα περισσότερο, μια πρόκληση πανικού θα μπορού σε να ήταν καταστροφική. Σε μέρες όπως εκείνη, άλλωστε, υπήρχε πάντα η πιθανότητα τρομοκρατικής ενέργειας. Ο θόρυβος του ελικοπτέρου ακούστηκε πάνω από το πλήθος. Η κάμερα της αδελφής Μ αρίας στράφηκε ψάχνοντας και δί νοντας μια θαμπή εικόνα των ερειπίων και του γαλάζιου ιταλικού ουρανού. Ύστερα εντόπισε το ελικόπτερο, το οποίο είχε στα δια κριτικά του έναν συνδυασμό των χρωμάτων της ιταλικής αστυνο μίας και του παπικού κίτρινου.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
346
Το ελικόπτερο κατέβασε έναν θαλαμίσκο στο ανάκτορο των Φλαβίων. Ό τα ν ο θαλαμίσκος σηκώθηκε ξανά, όλοι είδαν τον Ά γιο Πατέρα να ανεβαίνει στον ουρανό, περιτριγυρισμένος από καρ δινάλιους και άνδρες της προσωπικής του φρουράς. Τα ράσα του είχαν ένα εκτυφλωτικό λευκό χρώμα και τα χέρια του ήταν σηκω μένα σε στάση ευλογίας. Ένα μεγάλο μουρμουρητό ακούστηκε από το πλήθος, περισσότερο βογγητό παρά κραυγή, ενώ το μικρόφωνο της κάμερας έπιασε την αδελφή Μ αρία να μουρμουρίζει γρήγορες προσευχές στα Ιρλανδικά. Ο ι φήμες έλεγαν πως ο πάπας θα επέστρεφε για την ώρα στην πατρίδα του, την Αμερική, απ' όπου θα συνέχιζε να απευθύνεται στο παγκόσμιο ποίμνιό του μέσω των σύγχρονων επικοινωνιών. Μα όλοι στο Παλατινάτο γνώριζαν πως εκείνη ήταν η μέρα που οι πά πες θα εγκατέλειπαν οριστικά τη Ρώμη, καθώς το Βατικανό είχε ήδη χαθεί μαζί με δυο χιλιετίες ταραγμένης ιστορίας. Το ελικόπτερο ανέβηκε στον ουρανό και έστριψε με κατεύθυνση τη φουσκωμένη θάλασσα, όπου ένα αμερικανικό αεροπλανοφόρο περίμενε για να παραλάβει τον Άγιο Πατέρα. Ο ι αστυνομικοί άρχι σαν να κινούνται μέσα στα πλήθη, προσπαθώντας να επιταχύνουν τη διάλυσή τους. Κάποιος φώναξε με τραχιά αυστραλέζικη προφορά: «Τώρα έχει σειρά η Μέκκα!»
55 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2031
Η Αμάντα έστειλε ένα αυτοκίνητο για να φέρει τη Λίλι από την άλ λη άκρη του Κούσκο στο σπίτι της. Η Λίλι το περίμενε με αγωνία. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της Λίλι. Ήταν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΙ
347
μια από τις λιμουζίνες του Ν έιδαν Λάμοκσον που χρησιμοποιού σαν ως καύσιμο υδρογόνο, ολοκαινούργια, αεροδυναμική, με ό μορφη μυρωδιά στο εσωτερικό της. Ξεκίνησε και πάλι αδόρυβα. Είχαν περάσει έντεκα χρόνια από τότε που ήρδαν στο Πρότζεκτ Σίτι και έξι χρόνια από τον δάνατο του Μπεντζ. Η Λίλι σπάνια έ βλεπε την αδελφή της από κοντά. Η ένταση ανάμεσα στην Αμάντα και τον Πιρς είχε γίνει αφόρητη μετά τον φόνο του Μπεντζ. Και η παράξενη εμμονή του Πιρς με την Κρίστι, ολοφάνερη στη Λίλι από τη στιγμή που ο Ολαντάι την είχε παρατηρήσει πριν από τόσα χρό νια, δεν είχε σβήσει, πράγμα που δεν βοηδούσε επίσης την κατά σταση. Τώρα η Κρίστι είχε επικοινωνήσει με τη μητέρα και τη δεία της και είχε ζητήσει κι από τις δύο να έρδουν στην Τσοσίκα, όπου ο Ολαντάι, όπως έμαδε η Λίλι προς μεγάλη της έκπληξη, εργαζόταν στο πρόγραμμα του Λάμοκσον με την ονομασία Κιβωτός Τρία. Η Λίλι ένιωδε πως δεν μπορούσε να αδιαφορήσει απέναντι σε μια τέτοια πρόσκληση. Πίστευε πως και η Αμάντα δα ένιωδε ακριβώς το ίδιο. Έτσι της τηλεφώνησε, προτείνοντας να το συζητήσουν. Έ νιωσε μια αμυδρή έκπληξη όταν η αδελφή της συμφώνησε να τη συναντήσει. Αν μη τι άλλο, το αυτοκίνητο ήταν άνετο. Από μια άποψη αντι προσώπευε τον πυρήνα του οράματος του Λάμοκσον για το Πρό τζεκτ Σίτι, ένα όραμα που επιτέλους είχε αρχίσει να πραγματοποιεί ται κάπου μια δεκαετία μετά την ίδρυση της πόλης. Ο ι δυο πυ ρηνικοί σταδμοί, οι ανεμογεννήτριες και οι ηλιακοί συσσωρευτές μετέτρεπαν το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο, τα οποία χρησί μευαν ως καύσιμα στα αγροτικά οχήματα της πόλης και στα λιγο στά ιδιωτικά αυτοκίνητα, που τα ίδια τους τα ντεπόζιτα ουσιαστι κά εξυπηρετούσαν ως κινητές αποδήκες ενέργειας. Το αυτοκίνητο ήταν το σύμβολο ενός νέου τρόπου ζωής, με συστήματα τα οποία ήταν καλά διανεμημένα και προσαρμοσμένα, ανδεκτικά, μακρόβια, καδαρά, χωρίς περιττά στοιχεία ή απόβλητα. Αυτό ήταν το όνει ρο, τουλάχιστον. Η Αμάντα ζούσε συνεχώς μέσα σε τούτη την εσωστρεφή, στα-
348
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τική, τεχνολογική Ουτοπία. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι της και, ό ταν έπρεπε να παραβρεθεί σε κάποια εκδήλωση, τότε έμπαινε κα τευθείαν σε μια από τις λιμουζίνες του Βιλέγκας, αποφεύγοντας να αναπνεύσει τον υγρό, βρομερό και γεμάτο διοξείδιο του άνθρακα αέρα της πόλης. Το σίγουρο ήταν πως ποτέ δεν είχε δει τα περίχω ρα του Πρότζεκτ Σίτι, τις παραγκουπόλεις όπως η Πιζαρόπολη ή τη δυστυχία των χαοτικών περιοχών που βρίσκονταν εντελώς έξω από την επικράτεια του Νέιθαν. Ό τα ν έφτασε στο μικρό ανάκτορο του Βιλέγκας, η Λίλι αισθάνθηκε μια παράξενη απροθυμία να βγει από το αυτοκίνητο. Ο υπηρέτης τη συνάντησε στην πόρτα και τη συνοδέυσε μέσα στο πρώην ξενοδοχείο. Το κλιματιστικό είχε αφαιρεθεί από την αμερι κανική πρεσβεία της Λίμα και η δροσιά του ήταν άγρια μα καλοδε χούμενη. Η Λίλι, αφού έβγαλε το καπέλο και το ανακλαστικό της πόντσο, καθάρισε στον καθρέφτη πλάι στην είσοδο το αντηλιακό από το πρόσωπό της, προσπαθώντας να αφαιρέσει το ελαιώδες υλικό από τις ρυτίδες που βάθαιναν στο πενηνταπεντάχρονο μέτωπό της. Ο υπηρέτης περίμενε. Ο Χόρχε βρισκόταν στην υπηρεσία της Αμάντα εδώ και χρόνια. Ετοιμαζόταν να κάνει διατριβή πάνω στη νανοτεχνολογία, στο τεχνολογικό κολέγιο του Νέιθαν, και είχε μάλλον υπερβολικά πολλά προσόντα για να στέκεται και να παίρ νει παλτά επισκεπτών. Αν όμως ήσουν πλούσιος, μπορούσες να διαλέξεις όποιον ήθελες από τα κύματα των προσφύγων που συ νέχιζαν να καταφθάνουν από τις κοιλάδες· υπήρχαν πανέξυπνοι και πανέμορφοι άνθρωποι που θα έκαναν πολύ χειρότερες δουλειές για να εξασφαλίσουν μια θέση σε ψηλότερο έδαφος. Ο Χόρχε την οδήγησε στο μεγάλο καθιστικό, το σαλόνι του πα λιού ξενοδοχείου με τον τοίχο από την εποχή των Ίνκας, όπου η Λ ίλι βρήκε την Αμάντα καθισμένη σε έναν δερμάτινο καναπέ. Η αδελφή της φορούσε ένα σύνολο με φαρδύ παντελόνι, είχε τα πό δια διπλωμένα κάτω από το κορμί της και κρατούσε στο χέρι ένα ποτήρι. Η μεγάλη τηλεόραση πλάσματος έδειχνε μια σαπουνόπε ρα, μέρος της ατέλειωτης σειράς δραματικών σίριαλ με σενάρια
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
349
γραμμένα από υπολογιστές, τις οποίες μετέδιδε η τηλεοπτική υπη ρεσία του Πρότζεκτ Σίτι μεταγλωττισμένες στα Αγγλικά, τα Ισπανικά ή τα Κέτσουα, ανάλογα με τις προτιμήσεις των τηλεθεατών. Ήταν ένα από τα πολλά στρατηγικά κόλπα που χρησιμοποιούσε ο Νέιθαν για να αναισθητοποιήσει τον στριμωγμένο πληθυσμό του. Η Αμάντα δεν σηκώθηκε. Απλώς σήκωσε το μισογεμάτο πο τήρι της. «Κάθισε. Πιες κάτι. Ο Χόρχε θα σου φέρει ό,τι θέλεις. Αυ τή η βότκα από πατάτες δεν είναι κι άσχημη, έτσι κι αποκτήσεις κά ποια ανοσία». Αυτά τα λόγια, τουλάχιστον, έδειχναν κάτι από την παλιά Αμάντα. «Φέρε μου ένα απ' αυτό που πίνει κι εκείνη, σε παρακαλώ». Ο Χόρχε υποκλίθηκε και αποσύρθηκε. Η Λ ίλι κάθισε επιφυλακτικά στην άκρη κάποιου από τους με γάλους καναπέδες της αίθουσας. Η Αμάντα συνέχισε να παρακολουθεί τη σαπουνόπερα. Αν και ήταν πια πάνω από πενήντα χρονών, η Λίλι θεωρούσε πως παρέ μενε ακόμη πανέμορφη, λεπτή, μ' εκείνη τη λυγεράδα που οι άνδρες έβρισκαν πάντα τόσο ελκυστική. Μ α η πικρία την είχε ποτίσει από τη στιγμή που ο Μπεντζ σκοτώθηκε στην Πιζαρόπολη, μια πί κρα που ήταν εμφανής στην ένταση γύρω από τα μάτια της, στο σούφρωμα των χειλιών της. Το δωμάτιο με τα γυαλιστερά δέρματα και το αστραφτερά ξύ λινο δάπεδο ήταν διακοσμημένο με αντικείμενα λεηλατημένα από τις βυθισμένες πόλεις. Ο Χουάν Βιλέγκας, σαν καθολικός, είχε δημιουργήσει μια θαυμάσια συλλογή από εκκλησιαστικά σκεύη, αποθηκευμένα σε προθήκες από αλεξίσφαιρο γυαλί, μια σειρά από δισκοπότηρα παρατεταγμένα σαν έπαθλα αθλητικών αγώνων. Ο ι φήμες έλεγαν πως είχε βάλει να αφαιρέσουν ολόκληρη την είσο δο από τον καθεδρικό ναό της Λίμα. Ο Χόρχε επέστρεψε με το ποτό της Λίλι και μετά αποσύρθηκε. Η Λίλι ήπιε μια γουλιά· ήταν πολύ δυνατό. «Λοιπόν», είπε η Λίλι αβέβαια. «Πού είναι σήμερα ο Χουάν;» Η Αμάντα έκανε μια χειρονομία και η ένταση της τηλεόρασης χαμήλωσε. «Έχει βγει με την Ιερή Φρουρά. Θ α επιστρέφει σύντο-
350
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
μα». Κοίταξε τη Λίλι. «Δεν έχεις αλλάξει και πολύ, ε; Λίγο πιο ψη μένη, μόνο». «Ευχαριστώ». «Είσαι χλομή, πάντως». «Φταίει η αντηλιακή κρέμα και το καπέλο. Κάνει πολλή ζέστη εκεί έξω, Αμάντα». «Γι' αυτό κι εγώ δεν βγαίνω ποτέ έξω. Εργάζεσαι ακόμα με τα γενετικά τροποποιημένα σπαρτά;» «Με αυτά και γενικότερα με το αγροτικό πρόγραμμα του Νέι8 α ν ...»
Μίλησε για τα τρέχοντα σχέδια του Νέιθαν, καθώς οι επιστήμονές του πάσχιζαν να λύσουν το πρόβλημα της λιγοστής διαθέ σιμης καλλιεργήσιμης γης. Ο ι νέες ποικιλίες καλαμποκιού και ρυ ζιού ήταν ανθεκτικές στην ξηρασία και πιο θρεπτικές από τις παλιότερες. Η πιο ριζοσπαστική τεχνική ήταν η μετατροπή των μονο ετών φυτών σε πολυετή: ποικιλίες σταριού, κριθαριού και καλα μποκιού που δεν χρειάζονταν σπορά. Αυτό θα εξοικονομούσε πολλή δουλειά, ενώ τα μόνιμα συστήματα ριζών θα έφταναν βα θύτερα από των κανονικών φυτών, αναζητώντας θρεπτικά συστα τικά και καθαρό νερό τα οποία σπάνιζαν πια στην επιφάνεια. Η Αργεντινή και το Μ εξικό ήταν πάντα πρωτοπόροι στην καλλιέργεια τέτοιου είδους γενετικά μεταλλαγμένων φυτών ακόμα και πριν από τον κατακλυσμό, κι έτσι δεν ήταν δύσκολο να στρατολογηθούν γε νετιστές για τέτοιου είδους δουλειά. Υπήρχε επίσης ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα προσαρμογής. Καθώς η στάθμη των θαλασσών ανέβαινε, ήταν λες και η καλλιερ γήσιμη γη βρισκόταν πάνω σε έναν ανελκυστήρα που κατέβαινε. Για την ώρα, οι γεωπόνοι καλλιεργούσαν σπαρτά κατάλληλα για ορεινό κλίμα. Στο μέλλον όμως, εφόσον οι οικολογικές ζώνες με ταφέρονταν προς τα πάνω, ίσως θα έπρεπε να αρχίσουν να καλ λιεργούν διαφορετικά είδη σιτηρών, κατάλληλων για χαμηλότερο υψόμετρο. Ό λ α αυτά ήταν παράξενα και τρομακτικά ακόμα και στη σκέψη, μα ο Νέιθαν επέμενε πως έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για όλα.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
351
Η Λίλι προσπάδησε να πει στην Αμάντα πόσο όμορφο ήταν να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε πράσινα, αναπτυσσόμενα φυτά ακόμα και σε μια τόσο παράξενα ερημική ύπαιδρο. Υπήρχαν πια πολύ λίγα οικόσιτα ζώα· εκτρέφονταν κότες και χοίροι καταναλώνοντας την άχρηστη φυτική ύλη, έτσι ώστε η χρή ση της γης να μεγιστοποιείται αποτελεσματικά, μα τα γελάδια, τα πρόβατα, ακόμα και τα ντόπια λάμα και άλπακα είχαν δεωρηδεί υπερβολικά κοστοβόρα. Δεδομένου ότι αυτό φαινόταν να ισχύει σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν ήταν εκπληκτικό πως πολλά είδη εξα λείφονταν ακόμα και μεταξύ των εξημερωμένων ζώων. Η Αμάντα την άκουγε, μα προφανώς δεν έβρισκε τα λόγια της αδελφής της ενδιαφέροντα και η προσοχή της αποσπάστηκε πάλι από τις τρεμάμενες εικόνες των ηδοποιών της σαπουνόπερας. Η Λίλι σταμάτησε να μιλάει και ήπιε λίγη από τη βότκα. Μετά, είπε: «Η Κρίστι, λοιπόν...» Η Αμάντα σήκωσε τα φρύδια της. «Θέλει κάτι. Τούτος είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο επικοινωνεί μαζί μου. Πρέπει να βασίζομαι στις αναφορές της αστυνομίας της AxysCorp για να μάδω τι σκαρώνει. Ο Χουάν έχει πρόσβαση στο ποινικό μητρώο της. Είναι εκπληκτικό πόσα μπορείς να μάδεις για τους ανδρώπους με αυτό τον τρόπο». «Έλα τώρα!» είπε η Λίλι. «Η Κρίστι δεν είναι κανένας εγκλη ματίας». «Ίσως όχι, μα τον περασμένο μήνα εκείνο το αγόρι της, ο Κέτσουα, γλύτωσε παρά τρίχα μια καταδίκη επειδή εμπόδισε τη με ταφορά φορτίων πατάτας από την περιοχή της λίμνης Τιτικάκα. Πό σο ηλίδιος είναι! Χρειάστηκε να βάλω μέσο τον Χουάν για να τον μεταδέσουμε στην Τσοσίκα, στο σχέδιο Κιβωτός. Διαφορετικά, δα τον εξόριζαν». Εξορία σήμαινε έξωση απ' όλες τις κοινότητες των Άνδεων που βρίσκονταν άμεσα ή έμμεσα κάτω από τον έλεγχο του Νέιδαν, άρα και κατάληξη σε ένα εξώτερο σκότος χάους, πείνας, καταδίωξης και αρρώστιας. «Και, βεβαίως, αυτός πήρε την Κρίστι μαζί του. Ακόμα κι αν
352
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τον εξόριζαν, εκείνη 8α τον ακολουθούσε. Δεν 8α είχε κι άλλη επι λογή. Ο Χουάν 8α φρόντιζε γ ι' αυτό. Είναι έθερμος υποστηρικτής της Νέας Διαθήκης, ξέρεις. Ό λ α είναι πια γι' αυτόν άσπρο ή μαύ ρο. Αν ο Ολαντάι δεν είχε δείξει κάποια απομεινάρια λογικής και δεν είχε κάνει πίσω, δεν 8α κατάφερνα να πείσω τον Χουάν να σώ σει ούτε αυτόν, ούτε την Κρίστι. Και για ποιο λόγο, άλλωστε, να έκανε κάτι τέτοιο;» Ήπιε μια γερή γουλιά από τη βότκα της και μετά ακούμπησε το ποτήρι στο μπράτσο της πολυθρόνας της. Από το πουθενά, ο Χόρχε εμφανίστηκε με ένα καινούργιο, γεμάτο ποτήρι, με το οποίο α ντικατέστησε επιδέξια το προηγούμενο· η υγρασία συσωρρευόταν πάνω στο παγωμένο κρύσταλλο. «Αυτήν τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά», είπε η Λίλι. «Θέλω να πω, επικοινώνησε και μαζί μου. Ίσως έχει άλλου είδους νέα. Ίσως πάλι απλά να θέλει να μας δει». «Ονειρεύεσαι!» «Ας πάμε μαζί», είπε η Λίλι ορμητικά. «Πρέπει να κατεβώ στην ακτή αύριο. Ετοιμάζουν ακόμα μια κατάδυση στη Λίμα. Ο Σάντζεϊ Μακντόναλντ υποτίθεται πως θα είναι εκεί, κάνοντας επιστημονικές παρατηρήσεις για λογαριασμό του Νέιθαν». «Ποιος;..» «Είναι ένας κλιματολόγος. Ζούσε στο Λονδίνο. Συνεργάτης της Θάντι Τζόουνς, η οποία γνώριζε τον Γκάρι. Απ' όσο ξέρω, ο Γκάρι ζει ακόμα με την Γκρέις κάπου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μ ε λίγη τύχη, ο Σάντζεϊ θα έχει νέα τους να μας πει». Για άλλη μια φορά το βλέμμα της Αμάντα επέστρεψε στους πρωταγωνιστές της σαπουνόπερας. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, έδειχνε όλο και λιγότερο ενδιαφέρον για τις σχέσεις της Λίλι με τους ομήρους της Βαρκελώνης. Από την πλευρά της, όμως, καθώς η δική της οικογένεια διαλυόταν γύρω της, η Λίλι ένιωθε να δένε ται περισσότερο με κείνους με τους οποίους είχε μοιραστεί την αιχμαλωσία της. «Άσε κατά μέρος όλα αυτά», είπε η Λίλι. «Ό ταν επιστρέφω, ας πάμε να δούμε την Κρίστι μαζί».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
353
«Εσύ, εγώ και ο Μίκελμας, εννοείς». «Ο Πιρς είναι ο σύντροφός μου», είπε η Λίλι. «Νοιάζεται για μένα». «Είναι ένας μανιακός που "νοιάζεται" για την Κρίστι». «Είναι μια απλή ανοησία. Μ ια αδυναμία. Κάτι το οποίο ο Πιρς μπορεί να ελέγχει». Έλεγε πράγματι την αλήθεια- ήταν ένα πράγμα για το οποίο κι ο ίδιος ο Πιρς μισούσε τον εαυτό του. Η Λίλι είχε ξεπεράσει από καιρό τη δική της αλλόκοτη και πα ράξενη ενόχληση για τα συναισθήματα που έτρεφε ο Πιρς για την Κρίστι. Ήξερε πως ο Πιρς ποτέ δεν την είχε αγαπήσει, ούτε και επρόκειτο να την αγαπήσει- στην πραγματικότητα, μάλιστα, είχε αρ χίσει να πιστεύει πως ο Πιρς δεν είχε αγαπήσει ποτέ ως τότε καμιά γυναίκα, παρά τον γάμο του που είχε καταλήξει σε διαζύγιο και ρς δυοτρεις αποτυχημένες σχέσεις του. Για κάποιο λόγο, πιθανώς εξαιτίας όλων αυτών των δύσκολων χρόνων, είχε αποκτήσει μια ευμονή για την Κρίστι, ένα κορίτσι που μετά βίας γνώριζε. Αλλά ο Πιρς ήταν πια πενήντα πέντε χρονών και η Κρίστι μόνο είκοσι έξι. Ένας τέτοιος έρωτας των ηλικιωμένων για τους νέους μοιάζει με πένθος. "Αν εγώ μπορώ να το αντέχω, μπορείς κι εσύ, Αμάντα", είπε από μέσα της. Παρ' όλ αυτά, ήξερε πως το πρόβλημα της Αμάντα με τον Πιρς δεν ήταν μόνο η ιδιαίτερη εμμονή του για την Κρίστι. Ό χ ι, το πρό βλημα ήταν πως η Αμάντα τον θεωρούσε υπεύθυνο για τον θάνα το του Μπεντζ, ο οποίος είχε βρεθεί ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά εκείνη τη μέρα στην Πιζαρόπολη. Ο Πιρς ήταν τυπικά υπεύ θυνος για την επιχείρηση ασφάλειας. Ή ταν μια ευθύνη την οποία αποδεχόταν πλήρως, αν και το λάθος δεν ήταν δικό του από ηθι κής άποψης. Ό λ α αυτά, βέβαια, δεν μετρούσαν καθόλου για την Αμάντα. «Κοίτα, ο Πιρς δεν είναι κακός άνθρωπος. Έχει επωμιστεί εξί σου μεγάλες ευθύνες με τον καθένα εδώ. Ό λ ο ι έχουμε τις αδυνα μίες μας και όλοι κάνουμε λάθη». Η Αμάντα μόρφασε και έστρεψε το κεφάλι αλλού. «Ο Χουάν δεν κάνει λάθη - ή δεν πιστεύει ότι κάνει. Αυτήν τη στιγμή είναι έξω
354
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
με την Ιερή Φρουρά και περιπολεί στους ανατολικούς λόφους ψά χνοντας για πρόσφυγες». Κα8ώς η άνοδος της στάθμης των θαλασσών συνεχιζόταν έχο ντας φτάσει πια στο απίστευτο ύψος των τετράκοσίων μέτρων, η ροή των προσφύγων ήταν ακατάπαυστη. Έτσι ο Νέιθαν είχε δημιουρ γήσει την Ιερή Φρουρά, σκληροτράχηλες και βαριά οπλισμένες μονάδες που έβγαιναν στο χάος, κάνοντας οτιδήποτε χρειαζόταν για να αναχαιτίσουν τα κύματα των προσφύγων. Πολλοί από τους άνδρες της φρουράς είχαν στρατολογηθεί στην Πιζαρόπολη - οι απελπισμένοι φτωχοί πάλευαν για να κρατήσουν όσα είχαν. «Είναι μια σκληρή δουλειά», είπε η Αίλι. «Εγώ δεν θα μπορού σα να την κάνω». «Αυτό είναι το πρόβλημα», είπε η Αμάντα. «Ούτε και ο Χουάν μπορεί - ή δεν μπορούσε μέχρι που έμπλεξε με τους οπαδούς της Νέας Διαθήκης. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, είναι ένας άνθρωπος με συνείδηση. Έχει ανάγκη να βρει έναν τρόπο για να δικαιολογήσει όσα κάνει». Η Αίλι ήξερε τη θεωρία: Αν ο Θ εός παραβίασε τη συμφωνία που είχε κάνει με τον Νώε μετά τον βιβλικό κατακλυσμό -«Δεν δα ξαναγίνει ποτέ πια κατακλυσμός για να φδείρει τη γη», Γένεσις 9, 11- αυτό μπόρεσε να συμβεί μόνο επειδή οι άνθρωποι την παρα βίασαν πρώτοι. Ήταν όμως δυνατόν ο Θ εός να επιθυμεί να τιμω ρήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα; Ασφαλώς, εκείνοι που φάνη καν αρκετά σοφοί ώστε να μετακινηθούν σε ψηλότερα εδάφη από νωρίς, ήταν ένα είδος εκλεκτών, διαλεγμένων μέσα από το κοπά δι των αμαρτωλών, και είχαν καθήκον να κρατηθούν στη ζωή για την εποχή που 9α ακολουθούσε τον κατακλυσμό. Αντίστοιχα, όσοι δεν είχαν φανεί αρκετά φρόνιμοι ώστε να προετοιμαστούν, είχαν αποδείξει την αδυναμία τους μα και τον αμαρτωλό χαρακτήρα τους. Έτσι, οι εκλεκτοί στα ψηλά είχαν ιερό καθήκον να μείνουν ζωντα νοί και να κρατήσουν τις θέσεις τους. «Έγιναν συσκέψεις σχετικά με αυτό», είπε η Αμάντα παίζοντας με μια μπούκλα από τα μαλλιά της. «Έλαβαν μέρος επιχειρηματίες όπως ο Χουάν, αλλά και στρατιωτικοί, γιατροί και ιερείς. Έπρεπε να
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
355
φροντίζω για τα ποτά και τους μεζέδες ενώ εκείνοι συζητούσαν πε ρί του ποιοι είναι οι καλύτεροι τρόποι ώστε να θερίζουν τους πρό σφυγες με τα πολυβόλα, καθώς και περί της ηθικής δικαιολόγησης αυτού του ξεβοτανίσματος». «Ξεβοτανίσματος;» «Είχαμε εδώ κι έναν γιατρό που μίλησε για "απόπτωση", ένα φαινόμενο του σώματος κατά το οποίο άρρωστα κύτταρα αυτοκτονούν, για να κάνουν χώρο στα υγιή. Είναι αρκετά περίπλοκο από θεωρητικής άποψης. Έχουν γράψει ολόκληρες μελέτες για να δι καιολογήσουν όσα κάνουν - μπορείς να τις διαβάσεις και στο δια δίκτυο, αν θέλεις». «Μα το Θεό, Αμάντα, δεν ξέρω πώς τα αντέχεις όλ' αυτά». Η Αμάντα αγρίεψε ξαφνικά. «Τα σιχαίνομαι, αν θες να ξέρεις. Το ίδιο δεν κάνεις κι εσύ; Μισώ το καθετί σχετικά με τη ζωή μας εδώ πάνω. Ζούμε πίσω από τοίχους, πίσω από συρματοπλέγματα και πολυβολεία, ενώ όλοι οι άλλοι λιμοκτονούν. Ο Νέιθαν ασχολείται με τα τρελά του σχέδια, τα τεχνητά σιτηρά του, τα υποθα λάσσια ορυχεία του και την ηλίθια Κιβωτό του. Άνθρωποι σαν τον Χουάν, οι οποίοι κάποτε διέθεταν μια αξιοπρέπεια, τώρα τρελαίνο νται αργά εξαιτίας όσων είναι αναγκασμένοι να κάνουν για να επιβιώσουν. Κι εγώ έχω έναν γιο νεκρό και μια κόρη που δεν μου μιλάει παρά μόνο όταν με χρειάζεται για να μην μπει φυλακή. Τα σιχαίνομαι όλα τούτα. Η ζωή μου πήρε την κάτω βόλτα από τότε που ο Τζέρι μας παράτησε και από τότε συνεχίζει να χειροτερεύει. Ό τα ν μεγαλώναμε στο Φούλχαμ, ποτέ δεν θα μπορούσα να φα νταστώ πως θα φτάναμε μέχρι εδώ». «Πράγματι». Η Λίλι ένιωσε την επιθυμία να πάει κοντά της και να την παρηγορήσει. Αλλά η Αμάντα κοίταζε αλλού. Η Λίλι σηκώθηκε, αφήνοντας κάτω το ποτό της. «Πρέπει να ε τοιμαστώ για το ταξίδι μου στη Λίμα. Θ α σε καλέσω μόλις επι στρέφω. Και θα πάμε να δούμε την Κρίστι μαζί, εντάξει;» «Ό ,τι πεις». Η Αμάντα ήπιε μια γουλιά και, με μια χειρονομία, έκανε τις φωνές των πρωταγωνιστών της σαπουνόπερας να δυ ναμώσουν και να γεμίσουν εκκωφαντικά το άδειο δωμάτιο.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
356
56 Μ ε λίγη πίεση από τον Πιρς, η Αίλι εξασφάλισε θέση σε ένα ελι κόπτερο ανεφοδιασμού που δα πήγαινε στη Λίμα. Η ακτή ήταν καλυμμένη από τη χαμηλή, επίμονη ομίχλη που οι κάτοικοι της Λίμα αποκαλούσαν κάποτε γκαρούα κι έτσι το ελικό πτερο χαμήλωσε στα τυφλά. Ξαφνικά, η περίπλοκη ορθογώνια υ περδομή μιας εξέδρας άντλησης πετρελαίου ξεπρόβαλε από την ομίχλη. Ο Λάμοκσον είχε στήσει εκείνη την παλιά εξέδρα πάνω από την καρδιά της βυθισμένης πόλης, ως βάση για τις συνεχιζόμενες επιχειρήσεις ανάσυρσης που διεξήγαγε. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε στο πάνω κατάστρωμα της εξέ δρας και η Λίλι κατέβηκε. Ανακάλυψε πως μπορούσε να περπατήσει ως την άκρη της πλατ φόρμας, η οποία ήταν περιτριγυρισμένη από κουπαστή και πλεξιγκλάς. Η θάλασσα, γκρίζα και φουρτουνιασμένη, απλωνόταν μέ χρι τον κρυμμένο από την γκαρούα ορίζοντα. Νόμιζες πως βρισκό σουν στο μέσο του ωκεανού. Στην πραγματικότητα, όμως, στεκό ταν πάνω ακριβώς από την καρδιά μιας μεγαλούπολης απ' την ο ποία δεν είχε απομείνει κανένα ίχνος. Κάποιος υπάλληλος της AxysCorp ήρθε τρέχοντας να την προϋ παντήσει, ένας πρόθυμος νεαρός που είχε πάρει οδηγίες από τον Πιρς. Ο Σάντζεϊ βρισκόταν στην εξέδρα, μα τώρα επέβλεπε την αποστολή κάποιου βαθυσκάφους στη Λίμα κι έτσι είχε στη διάθε σή της περίπου μια ώρα. Ο νεαρός προσπάθησε να την πείσει να κατεβούν κάτω, εκεί όπου θα ήταν ασφαλέστερη, θα μπορούσε να φάει κάτι, ακόμα και να πιει μια μπίρα ή να δει τηλεόραση. Εκεί νη αρνήθηκε. Είχε ανάγκη τον καθαρό αέρα. Αφού πήρε ένα βαρύ πανωφόρι για να ρίξει πάνω από τη φόρμα της κι ένα φλιτζάνι κα φέ, απομακρύνθηκε από τον συνοδό που της είχε φορτώσει ο Πιρς κι άρχισε να τριγυρίζει στην πλατφόρμα άντλησης. Προσπέρασε διάφορους μηχανισμούς που έμοιαζαν με γλυ πτά τοποθετημένα σε υπαίθριο χώρο και τα φρόντιζαν μηχανικοί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
357
με πλαστικά κράνη και φόρμες. Αναγνώρισε κάποιες από τις ερ γασίες που γίνονταν εκεί. Ο ι περισσότερες από τις επιχειρήσεις ανάσυρσης διενεργούνταν τηλεκατευθυνόμενα, με γερανούς που κατέβαζαν μέχρι τα βυθισμένα κτήρια ρομποτικές μηχανές με αρ θρωτά άκρα και εξοπλισμό κοπής. Ακόμα και μετά από χρόνια συστηματικής λεηλασίας η Λίμα, όπως και όλες οι άλλες χαμέ νες πόλεις του κόσμου, παρέμενε κι αυτή ένα εκπληκτικό ορυ χείο αγαθών. Ο Λάμοκσον, βέβαια, σκεφτόταν πάντοτε πιο μπροστά από τους άλλους κι έτσι πάνω στην εξέδρα ήταν εγκατεστημένα περισσότερο εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα. Ο ι ερευνητές του τον είχαν εντ με ρώσει πως υπήρχε χρυσός, ψευδάργυρος, χαλκός, άργυρος και μόλυβδος κάτω από τον βυθό του ωκεανού, πρώτες ύλες που θα βοηθούσαν στην μακροπρόθεσμη επιβίωση του πολιτισμού. Ο ι ε πιστήμονες ήξεραν πού να ψάξουν: στις μεγάλες ηφαιστειακές ε ναποθέσεις που ονομάζονταν «σουλφίδια του βυθού» και είχαν δημιουργηθεί από υδροθερμικές ρωγμές, σημεία όπου το νερό κυ κλοφορούσε μέσα από βαθιά ρήγματα του πετρώδους βυθού, διαλύοντας τα μέταλλα καθώς περνούσε μέσα από τον βράχο και δη μιουργώντας κωνικούς μαύρους κρατήρες. Έτσι ο Λάμοκσον είχε ξεκινήσει μια επιχείρηση εξόρυξης από τον βυθό. Άλλες ομάδες ειδικών προσπαθούσαν να εντοπίσουν υποβρύ χια κοιτάσματα πετρελαίου. Η εκμετάλλευση του βυθού ήταν κάτι που αντιμετωπιζόταν αρνητικά κατά το παρελθόν εξαιτιάς της ζημιάς που ο θόρυβος, τα ιζήματα και η αναταραχή του νερού μπορούσε να προκαλέσει στα εύθραυστα θαλάσσια οικοσυστήματα. Τώρα πια κανείς δεν νοιαζόταν για όλ' αυτά - τουλάχιστον κανείς που να ήταν σε θέση να αστυνομεύσει. Η Λίλι παρατηρούσε μια καινούργια ρομποτική μηχανή ανάσυρσης να χαμηλώνει δίπλα της, όταν ο Σάντζεϊ εμφανίστηκε κοντά της. «Λίλι! Τι ζητάει μια στεριανή σαν κι εσένα πάνω σ' αυτό rov σκουριασμένο κουβά;» Όπως συνήθως όταν συναντούσε κάποιο πρόσωπο από το πα ρελθόν, η Λίλι ένιωθε να πνίγεται από ένα έντονο συναίσθημα, ένα
358
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
περίεργο είδος λαχτάρας. Άρπαξε τον Σάντζεϊ και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. «Χαίρομαι τόσο που σε ξαναβλέπω». Εκείνος ανταπέδωσε το αγκάλιασμά της αρκετά ευγενικά. Κο ντός και γεροδεμένος, ο Σάντζεϊ ήταν ντυμένος με μια συνηθισμέ νη φόρμα της AxysCorp και δεν φανέρωνε τα σαράντα πέντε χρό νια του παρά μόνο στο γκρίζο των γενιών του. «Θέλεις να κατεβούμε στο εσωτερικό της εξέδρας; Υπάρχουν σαλόνια και μπαρ. Έτσι θα γλυτώσεις κι απ' αυτό τον άνεμο, αν το θέλεις». «Εσύ, θα το ήθελες;» «Η αλήθεια είναι πως βρίσκομαι στην αίθουσα ελέγχου εδώ και ώρες αναπνέοντας τσιγαρίλα, ξεθυμασμένη μπίρα και την κα κοσμία που προκαλεί το μάσημα των φύλλων κόκας. Θ α προτι μούσα τον καθαρό αέρα, αν αντέχεις». «Τότε ας περπατήσουμε». Συνέχισαν μαζί τον αργόσυρτο περίπατο της Λίλι στο κατάστρω μα. Ο Σάντζεϊ τη ρώτησε για την Αμάντα κι ύστερα μίλησε για τα παιδιά του και τις μητέρες τους που ζούσαν στο σκοτικό αρχιπέ λαγος, όπου μια απίστευτη, νέα, αμφίβια κοινωνία είχε αρχίσει να δημιουργείται από τις σκοτσέζικες φάρες, τα κλαν. Ο Σάντζεϊ είπε πως η αποστολή του βαθυσκάφους, που είχε μόλις ολοκληρωθεί, είχε πάει αρκετά καλά. «Αν και τώρα πια σπά νια χρειάζεται να κατεβώ στον βυθό ο ίδιος, δόξα στον Γκανές γι' αυτό. Να, δες το σκάφος!» Έδειξε ένα άχαρο σκάφος που κρεμό ταν από τον γερανό στάζοντας νερά· έμοιαζε κατά περίεργο τρόπο σαν συμβατικό υποβρύχιο κομμένο στα δύο, με αρθρωτά άκρα, κά μερες και παράθυρα να γεμίζουν τη διατομή. «Είναι ένα COMRA. Το έχει κατασκευάσει η Κινεζική Υπηρεσία Θαλάσσιων Ορυκτών Πόρων». «Κινέζικο σχέδιο;» «Ο Λάμοκσον το αγόρασε πανάκριβα για λογαριασμό της AxysCorp - παρέχοντας επίσης πολυτελείς βίλες στο Πρότζεκτ Σίτι για το πλήρωμα και τους μηχανικούς του. Ήταν ένα από τα πιο σύγ χρονα επιτεύγματα την εποχή πριν από τον κατακλυσμό. Η κατά-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
359
δύση στη Λίμα πάει καλά. Έχουμε φτάσει στο κέντρο γύρω από την Πλάζα Μ αγιόρ και στα καταστήματα στο Μιραφλόρες. Το Σαν Ισίδρο, το εμπορικό κέντρο, είναι αρκετά προσβάσιμο. Παράλληλα, έχουμε συλλέξει χρήσιμα επιστημονικά δεδομένα. Στην πραγματι κότητα, την αποστολή την πλήρωσε μια κοινότητα των Κέτσουα που βρίσκεται κάπου στις Άνδεις. Θ έλουν να ανασύρουν δικά τους πράγματα». Αυτό της κέντρισε την περιέργεια κι αναρωτήδηκε αν όλα τούτα είχαν κάποια σχέση με τον Ολαντάι, μα δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα η εκμετάλλευση των αγαθών της βυθισμένης Λίμα. «Έμαθα νέα από τον Γκάρι Μπόιλ», είπε ο Σάντζεϊ. «Μέσω της Θάντι Τζόουνς, να υποθέσω; Έχω χρόνια να μάθω κάτι γ ι' αυτόν». «Δεν είναι και σε μέρος απ' το οποίο να μπορεί να στέλνει εύ κολα καρτ-ποστάλ...» «Πού βρίσκεται;» «Αυτό είναι το ζήτημα. Δεν βρίσκεται πουθενά...» Της εξήγη σε πως ο Γκάρι ήταν μέλος μιας νομαδικής κοινότητας χιλιάδων ατόμων, που περιπλανιόταν στις ασφυκτικά πια γεμάτες κόσμο δυ τικές Πολιτείες των ΗΠΑ. «Είναι στον δρόμο εδώ και χρόνια, Λίλι. Από τότε που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον καταυλισμό τους στο Αμαρίλο, δεν έχουν βρει ακόμα μόνιμο τόπο εγκατά στασης». Ο Σάντζεϊ σήκωσε τους ώμους. «Απ' ό,τι ακούω, τα ί δια συμβαίνουν παντού. Τεράστιοι πληθυσμοί βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση και πηγαινοέρχονται σε μια αναζήτηση χώρου για να ζήσουν». «Ο Γκάρι έχει ακόμα την Γκρέις μαζί του;» «Απ' ό,τι λέει η Θάντι, ναι. Μ αζί τους είναι κι ο Μ άικλ Θάρλεϊ». «Η Γκρέις θα πρέπει να είναι πια δεκάξι χρονών». «Πράγματι. Και, σύμφωνα με τη Θάντι, είναι μια πολύ δύστρο πη έφηβη». «Φυσιολογικό το βλέπω», είπε η Λίλι με βεβαιότητα. «Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι γ ι' αυτούς!» «Εσείς οι επιζώντες από τη Βαρκελώνη διατηρείτε ακόμα έναν
360
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δεσμό μεταξύ σας, έτσι δεν είναι; Ο Γκάρι είναι καλά, πάντως. Μάλ λον 8α ήδελε κι αυτός να βρει κάποιον τρόπο για να βοηθήσει ε
σένα». Συμφώνησαν να συζητήσουν περισσότερο πάνω στο θέμα αρ γότερα. Η Λίλι του είπε πως σκόπευε να επισκεφθεί την Κιβωτό Τρία του Λάμοκσον για να δει την Κρίστι. Προσφέρθηκε να πάρει τον Σάντζεϊ μαζί της. «Θα μου άρεσε αυτό. Κιβωτός Τρία; Αναρωτιέμαι τι σκαρώνει πάλι ο Νέιθαν». «Θα δεις· ό,τι τέλος πάντων υπάρχει για να δεις. Ό χ ι, δηλα δή, πως μας τα αποκαλύπτει όλα». Τη λοξοκοίταξε. «Δεν σε βλέπω και πολύ άνετη με το ζήτημα». Η Λίλι σκέφτηκε πριν μιλήσει. «Αποφεύγω να αναμειγνύομαι στα πιο εξωτικά από τα σχέδια του Νέιθαν. Τα προγράμματά του υπέρτεχνολογίας έχουν κάτι το ανισόρροπο. Μ ια εμμονή, αν με κατα λαβαίνεις. Προσπαθεί να κυριαρχήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μέσω της τεχνολογίας, ενώ παντού γύρω μας...» Έδειξε τον γκρί ζο ωκεανό, που τα κύματά του κυλούσαν πάνω από τα βυθισμένα απομεινάρια της Λίμα. «Καταλαβαίνω», είπε ο Σάντζεϊ σκεφτικά. «Όμως, κάτι τέτοιες στιγμές είναι που χρειαζόμαστε μεγάλους οραματιστές όπως ο Νέιθαν Λάμοκσον. Γιατί το βέβαιο είναι πως έχουμε ανάγκη από με γάλες λύσεις». Χαμογέλασε. «Ο παραλογισμός αποτελεί μια εξελι κτική λύση έσχατης ανάγκης. Αλλά μην το πεις αυτό στον Νέιθαν. Καλύτερα να πάω να τελειώσω με το πλήρωμα του COMRA. Θ α σε συναντήσω στο ελικοδρόμιο». «Εντάξει». Καθώς εκείνος της γύριζε την πλάτη, η Λίλι φώναξε: «Με την ευκαιρία, είπες πως μια ομάδα Κέτσουα χρηματοδότησε την κατάδυση. Τι ακριβώς έψαχναν;» «Οδήγησαν ένα ρομπότ μέσα στον καθεδρικό ναό». Μειδίασε. «Ανέβασαν ένα φέρετρο. Τα οστά του Πιζάρο!»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
361
57 Η Τσοσίκα, χίλια μέτρα πάνω από το παλιό επίπεδο της θάλασ σας, ήταν κάποτε για τους κατοίκους της Λίμα ένα 8έρετρο της ενδοχώρας. Ο ποταμός Ριμάκ περνούσε απ' αυτήν, μα το τοπίο πέ ρα από την αρδευόμενη κοιλάδα ήταν έρημος και οι πλαγιές του βουνού αποτελούνταν από γυμνή πέτρα, ξασπρισμένη από τον ή λιο. Ένας πρόχειρος οικισμός από παράγκες είχε στηθεί γύρω από την παλιά πόλη, για να στεγάσει τους εργάτες του Νέιθαν. Η Αίλι και ο Σάντζεϊ περπάτησαν στην παραγκούπολη, οδηγούμενοι από ένα δορυφορικό σύστημα πλοήγησης που ήταν ραμμένο στη φόρ μα της Αίλι. Αναζητούσαν την καλύβα που η Κρίστι μοιραζόταν με τον Ολαντάι. Ή ταν αργά το απόγευμα. Ήταν ακόμα μια φτωχογειτονιά σε έναν κόσμο από φτωχογει τονιές, όπου σε πρόχειρα κτισμένες καλύβες καζάνια έβραζαν, παιδιά έπαιζαν και σκυλιά κοιμόντουσαν μέσα στη ζέστη. Παντού ήταν διάχυτη η μυρωδιά του υπονόμου. Και πάνω απ' όλ' αυτά ξε χώριζε το περίγραμμα κάποιου πλοίου, οι λεπτές γραμμές ενός σκά φους αρκετά μεγάλου ώστε να χαρακτηριστεί κρουαζιερόπλοιο, μέσα σ' έναν σκελετό από σκαλωσιές. «Δεν το πιστεύω!» είπε ο Σάντζεϊ. «Αυτό το πράγμα πρέπει να έχει μήκος τριακόσια μέτρα! Θυμάμαι πως το αποκάλεσες "Κιβω τός Τρία", μα τούτο δα μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, κάτι με ταφορικό, μια τράπεζα σπέρματος ίσως ή μια αποθήκη κατεψυγμένων ζυγωτών. Δεν πίστευα πως θα ήταν ένα πραγματικό, αναθε ματισμένο πλοίο! Βρισκόμαστε ένα χιλιόμετρο πάνω από το παλιό ύφος της θάλασσας. Πώς σχεδιάζει ο Ν έιθαν να καθελκύσει τού το το πράμα;» Η Αίλι δεν είχε ιδέα. «Ή το πλοίο θα πάει στη θάλασσα, ή η θάλασσα θα έρθει στο πλοίο - πάντως το θέαμα θα είναι εντυ πωσιακό, δεν νομίζεις;» «Το περίγραμμα αυτής της μπανιέρας μου θυμίζει κάτι. Δεν εί μαι, βέβαια, ναυπηγός. Ίσως να μου έρθει αργότερα στον νου».
362
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Έβγαλε ένα παλιό κινητό και άρχισε να ψάχνει στη μνήμη του. «Ο Ν έιδαν το κατασκευάζει σε συνεργασία με μια κοινοπρα ξία». «Κοινοπραξία ποιων; Ατόμων σαν τον ίδιο;» «Κάτι τέτοιο, μ' όλο που ο Νέιδαν δεν το αποκαλύπτει», παρα δέχτηκε εκείνη. «Ακόμα κι οι πάμπλουτοι, δεν βρίσκουν πια μέρη για να δημιουργήσουν Πράσινες Ζώνες. Αναζητούν, λοιπόν, δια φορετικές λύσεις». «Υποδέτω πως υπάρχουν κι άλλες κιβωτοί, εφόσον αυτή έχει τον αριδμό τρία». «Δεν ξέρω». Ο Σάντζεϊ δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από το σκάφος. «Δεν πιστεύω αυτό που βλέπω. Ένα πλοίο στα μισά της οροσειράς των Άνδεων! Ο τύπος τελικά πρέπει να είναι τρελός!» To GPS της Λίλι ήχησε. Είχαν φτάσει στο καλύβι που η Κρίστι μοιραζόταν με τον Ολαντάι. Η Αμάντα δα έπρεπε να ήταν ήδη εκεί αφού ο Χόρχε, ο υπηρέτης της Αμάντα, στεκόταν έξω από την παράγκα εντυπωσιακός, με κουστούμι και γραβάτα· φαινόταν εντε λώς ανεπηρέαστος από τη βρομιά γύρω του. Η Λίλι έριξε μια ματιά στον Σάντζεϊ. «Τα πράγματα ίσως αγριέ ψουν τώρα». «Αυτά έχουν οι οικογένειες». «Ναι. Έλα, λοιπόν, να τελειώνουμε». Η καλύβα ήταν ένα κουτί με κομμάτια πλαστικού για τοίχους και οροφή, γεμάτο με παλιοπράματα, στοίβες ρούχων, ένα κρεβάτι, έ να τραπέζι, ντουλάπια. Παρ' ότι υπήρχαν παράδυρα και ρωγμές, κι ενώ ένας ανεμιστήρας λειτουργούσε παίρνοντας ενέργεια από κά ποια αδέατη πηγή, και πάλι η ζέστη ήταν σχεδόν ανυπόφορη. Το αρκουδάκι που ήταν τοποδετημένο πάνω σ' ένα ντουλάπι, αποτε λούσε ένα μικρό αναμνηστικό του χαμένου παρελδόντος. Σε κείνο το μικροσκοπικό καλύβι του ενός δωματίου, τέσσερις άνδρωποι ήταν κολλημένοι στις γωνίες, καδισμένοι όσο το δυνα τόν πιο μακριά ο ένας από τον άλλο: Ο Πιρς, η Αμάντα, ο Ολα-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
363
ντάι και η Κρίστι. Η Αμάντα φορούσε το ταγιέρ της με το μαύρο παντελόνι και η Κρίστι ένα βρόμικο αλλά πολύχρωμο φόρεμα από μάλλινο υφαντό. Ο Πιρς και ο Ο λαντάι φορούσαν φόρμες της AxysCorp, μοιάζοντας περίεργα μεταξύ τους καδώς κοιτούσαν ο ένας τον άλλο από τις άκρες της διαγώνιου του δωματίου. Κανείς δεν μιλούσε την ώρα που η Λίλι και ο Σάντζεϊ μπήκαν μέσα. «Θυμάστε τον Σάντζεϊ Μακντόναλντ από το Λονδίνο;» είπε η Λίλι. Κανένας δεν απάντησε. Ο Σάντζεϊ δεν φάνηκε να ενοχλείται. Έγνεψε με το κεφάλι σε όλους και κάδισε πάνω σ' ένα αναποδογυρισμένο πλαστικό κιβώ τιο, ψάχνοντας εικόνες κλασικών πλοίων στη μνήμη του κινητού του. «Έχω την εντύπωση πως φτάσαμε στη μέση ενός καυγά», είπε η Λίλι. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι», είπε η Αμάντα απότομα. «Ή στη μέση ενός ανέκδοτου». «Οχ, μαμά!» έκανε η Κρίστι. «Πάντως, έχασες το καλύτερο μέρος του αστείου», είπε η Αμά ντα. «Κρίστι, γιατί δεν λες στη Λίλι αυτό που μου είπες κι εμένα;» Αβέβαιη, απελπισμένη, πεισματάρα, η Κρίστι έριξε μια λοξή ματιά στη Λίλι. «Παντρευόμαστε», είπε. «Σύμφωνα με τις παραδό σεις του λαού του Ολαντάι». «Είναι έγκυος», είπε ο Πιρς. «Αυτό μας είπε. Έγκυος. Από αυ τό τον άνδρωπο. Ήταν ολοφάνερο πως δεν άντεχε να βλέπει τον Ολαντάι, ούτε καν να αναφέρει το όνομά του. Σφιγμένος, ακίνητος, αποστεωμένος, ο Πιρς φαινόταν περισσότερο εύδραυστος από ποτέ στα μάτια της Λίλι, που διέκρινε τώρα πόσο βαριά φαινόταν η Κρίστι, με την κοιλιά φουσκωμένη κάτω από τα φαρδιά μάλλινα ρούχα της. Ο Ολαντάι ήταν πια τριάντα χρονών· ο λαιμός του ήταν πα χύτερος, το δέρμα του αδρότερο. Η αγορίστικη όψη του είχε χαδεί εντελώς, μα παρέμενε υπεροπτικός όπως πάντα. Χαμογελούσε. Η Λίλι ξεφύσηξε και κάδισε κάτω κι αυτή. «Ώστε γ ι' αυτό μας κάλεσες εδώ, Κρις».
364
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Είστε η οικογένειά μου», είπε η Κρις. «Είσαι η θεία μου». Πή ρε μια ανάσα. «Κι αυτή είναι η μάνα μου. Ή θελα να σας το πω από κοντά. Έλπιζα πως θα χαιρόσασταν μαζί μου». «Να χαρούμε!» είπε απότομα η Αμάντα. «Αχ, αναθεματισμένη μικρή ανόητη!» «Η οικογένεια του Ολαντάι χάρηκε. Η μητέρα του...» «Για όνομα του Θεού, Κρίστι - χέστηκα γ ι' αυτό το κοπάδι ψει ριάρηδες βοσκούς!» Ο Ολαντάι αγριοκοίταξε την Αμάντα. «Στη δική μου πολιτιστι κή παράδοση», είπε, «οι εραστές συζούν πριν από τον γάμο. Είναι μια περίοδος που ονομάζουμε σιρβινακούι, που σημαίνει "να υπη ρετούμε ο ένας τον άλλο". Παντρευόμαστε μόνο όταν η γυναίκα έχει συλλάβει παιδί και έχουμε κι οι δυο αποδείξει πως μπορούμε να αποκτήσουμε γερούς απογόνους. Σύμφωνα με τη δική μου πα ράδοση, τα πάντα στη σχέση μας έγιναν με αξιοπρέπεια και τιμή». Ο Πιρς σηκώθηκε όρθιος. «Ό λα αυτά είναι... είναι απαράδε κτα». Βγήκε έξω, σκύβοντας για να περάσει από τη χαμηλή είσοδο. Η Αμάντα αγριοκοίταξε την Κρίστι. «Τι πρέπει να κάνω για να τα παρατήσεις όλ' αυτά; Μήπως 9ες να μιλήσω στον Χουάν ή στον Νέιθαν; Μήπως πρέπει να βάλω να συλλάβουν αυτό τον κλόουν που σε γκάστρωσε;» «Οχ, μαμά...» Η Αμάντα σηκώθηκε και πλησίασε την κόρη της. «Τι θα έλεγες για μια αναγκαστική έκτρωση; Θ α μπορούσα να το κάνω, ξέρεις!» «Μαμά, έχω κλείσει τους εφτά μήνες!» «Νομίζεις πως έχει σημασία; Δεν μιλώ για κανένα δημόσιο νο σοκομείο. Χρειάζεται μόνο μια κουβέντα μου στον Νέιθαν. Αυτό θέλεις;» Η Κρίστι γύρισε το πρόσωπο αλλού. Ο Ολαντάι σηκώθηκε για να την προστατέψει. Η Λίλι πετάχτηκε κι εκείνη όρθια, προσπα θώντας να μπει ανάμεσά τους πριν ξεσπάσει βία. Ο Σάντζεϊ, καθισμένος στη γωνιά του και κοιτάζοντας την οθό νη του κινητού του, ξέσπασε ξαφνικά σε γέλια. «Το ήξερα πως εί χα δει κάπου αυτό το σκαρί. Είναι το Κουίν Μέρι. Ο Νέιθαν Λά-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
365
μοκσον ξαναφτιάχνει το Κουίν Μέρι πάνω στις αναθεματισμένες Άνδεις! Ω , Γκανές, σ' ευχαριστώ που με κράτησες ζωντανό να ro δω κι αυτό!»
58 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2031
Ο Γκάρι έβαζε αδιάκοπα το ένα πόδι μπροστά στ' άλλο πάνω στη ραγισμένη, σκονισμένη άσφαλτο. Η δεκαεξάχρονη Γκρέις περπα τούσε πλάι του λεπτή, ευθυτενής, σχεδόν άγρια. Ανάμεσά τους έ σπρωχναν το καρότσι του σούπερ-μάρκετ όπου βρισκόταν η ακί νητη μορφή του Μ άικλ Θάρλεϊ. Ο Μ άικλ κοιμόταν ανήσυχα κά τω από ένα πλαστικό πανί, διπλωμένος μέσ' στο μεγάλο μεταλλι κό καρότσι. Μπροστά τους και πίσω τους οι άλλοι έσερναν τα βήματά τους, μια σειρά που απλωνόταν για χιλιόμετρα. Ο ι φρουροί του δη μάρχου περπατούσαν παράλληλα με την κεντρική φάλαγγα, κρα τώντας επιδεικτικά τα δίκαννα και τα πιστόλια τους. Γύρω τους, η επίπεδη έκταση των Μεγάλων Πεδιάδων απλωνόταν μέχρι τον ο ρίζοντα. Ή ταν η Πόλη των Οδοιπόρων, μια πόλη σε κίνηση. Ο κόσμος ήταν περπάτημα. Η ζωή ήταν περπάτημα. Ο Γκάρι περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του σε κάτι σαν ζάλη. Ό σ ο η πεζοπορία δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη χανόταν στον αργό ρυθμό της, το απαλό ταρακούνημα του κορμιού του, τις κι νήσεις των μυών. Έβαζε το ένα πόδι μπροστά από τ' άλλο, λειώ νοντας τα νιάτα του σ' εκείνη την τρομερή πεδιάδα που προκαλούσε δέος και απλωνόταν σε μια ολόκληρη ήπειρο. Ο Γκάρι με ρικές φορές σκεφτόταν πως τούτη η μετακίνηση ήταν μια καρμική
366
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αντίδεση απέναντι στα υπόγεια της Βαρκελώνης και πως τα χρό νια του περιορισμού εξισορροπούνταν τώρα από τα χρόνια της απεραντοσύνης, με την πεδιάδα κάτω από τα πόδια του και τον αχανή ουρανό πάνω από το κεφάλι του. Κάδε πρωί, μετά από ένα-δυο χιλιόμετρα, οι μυς του ζεσταίνο νταν και το μυαλό του πλανιόταν μακριά, σαν ένα αερόστατο που του είχες κόψει τα σκοινιά. Στα τριάντα εννιά του χρόνια φαινόταν να έχει αποβάλει τόσα πολλά, την έμμονη αναζήτησή του για κά ποιο νόημα στο παρελδόν, τους φόβους του για το τι δα γινόταν αυτός, η Γκρέις και ο Θάρλεϊ. Τίποτε απ' όλα αυτά δεν είχε σημα σία, όταν το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να περπατάς βά ζοντας το ένα πόδι μπροστά στο άλλο, κινούμενος αργά προς ένα πραγματικό μέλλον. Κάδε τόσο, όμως, ερχόταν στα σύγκαλά του. Εδώ και πολύν καιρό, είχε αποβάλει από πάνω του κάδε γραμ μάριο περιττού λίπους. Τα πέλματά του έμοιαζαν με δερμάτινα μα ξιλάρια, ενώ οι μυς των ποδιών και των γλουτών του ήταν σκλη ροί σαν πέτρα. Ο ι μπότες του ήταν τόσο φδαρμένες, μαλακές και γυαλισμένες, ώστε είχαν γίνει μέρος του δέρματός του. Φορούσε την παλιά του φόρμα της AxysCorp, αν και το ύφασμα ήταν τόσο πολύ ξεδωριασμένο ώστε είχε πάρει το χρώμα της σκόνης. Στην πλάτη του κρεμόταν το σακίδιό του που περιείχε μια δεύτερη φόρ μα, τη μοναδική αλλαξιά του, εσώρουχα πλυμμένα τόσες φορές ώστε είχαν γίνει διάφανα και τον υπόλοιπο ελαφρύ εξοπλισμό του - πλαστικά σανδάλια, ένα ασημόχρωμο πόντσο που τον προστά τευε από τη βροχή ή τις ακτίνες του ήλιου, έναν λεπτό μα ζεστό υπνόσακο και φουσκωτό υπόστρωμα γ ι' αυτόν, κομμάτια της λυό μενης σκηνής τους, εξοπλισμό μαγειρέματος. Κουβαλούσε επίσης κρεμασμένα πάνω του και κάποια πράγματα που δεν χωρούσαν στο σακίδιο, ελαφρύ φτυάρι και αξίνα, καδώς κι ένα δεύτερο πιο βαρύ σακίδιο περασμένο στη μέση του, φορτωμένο τρόφιμα και παγούρια με νερό. Ό λ α εκείνα τα υλικά είχαν ξεχωρίσει από μόνα τους στα ατέ λειωτα χρόνια της πεζοπορίας, επιβιώνοντας μέσω μιας δαρβινι-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
367
κής διαδικασίας επιλογής με βάση τη χρησιμότητα, την ανδεκτικότητα και το μικρό βάρος τους, ενώ κάποια άλλα είχαν καταστρα φεί ή αποδειχτεί πολύ βαριά και δύσχρηστα. Επρόκειτο για προϊό ντα ενός πολιτισμού που είχε πια σχεδόν χαδεί, και όλα ήταν με απερίγραπτο τρόπο πολύτιμα. Τούτος ήταν ο λόγος, άλλωστε, που ο Θ άρλεϊ είχε μπλέξει τόσο άσχημα πριν από λίγες μέρες. Δεν επιτρεπόταν με τίποτα ν' αφήσεις να σου κλέψουν τις μπότες σου, ακόμα κι αν έπρεπε να τις υπε ρασπιστείς με κίνδυνο της ζωής σου. Η περιοχή τούτη δεν ήταν όπως η Αϊόβα απ' όπου είχαν πε ράσει τον καιρό του δερισμού, μια χώρα που έσφυζε από ζωή, με κόκκινους αχυρώνες να ξεχωρίζουν λαμπεροί ανάμεσα σε κίτρι νους και πράσινους αγρούς, λαμπερούς πύργους υδροδότησης, πελώριους ανελκυστήρες σιτηρών. Υπήρχε εκεί πάντα η ελπίδα να βρεις δουλειά, αφού κανένας πια δεν διέδετε βενζίνη. Τα μεγάλα αγροτικά μηχανήματα στέκονταν άψυχα και η συλλογή των καρ πών έπρεπε να γίνει από ανδρώπους και ζώα. Στη Νεμπράσκα δεν υπήρχε παρά μόνο κενό, μια πεδιάδα που εκτεινόταν ατέλειωτα. Ο ι πόλεις δεν ήταν παρά μικροί οικισμοί με έναν κεντρικό δρόμο, χωρίς πολλά κτήρια πέρα από σιταποδήκες, άδεια βενζινάδικα και εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα. Ο ι διαφημιστικές πινακίδες είχαν γραμμένα επάνω τους με μπογιά ανελέητα προει δοποιητικά μηνύματα: ΟΧΙ ΕΔΩ ΤΡΟΦΗ. ΟΧΙ ΕΔΩ ΒΕΝΖΙΝΗ. ΠΥΡΟ ΒΟΛΟΥΜΕ. ΠΡΟΧΩΡΗΣΤΕ. ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΚΥΛΙΑ. Στην ύπαιδρο ανά μεσα στις κωμοπόλεις οι δρόμοι ήταν άδειοι, αν εξαιρέσουμε κά ποιο τροχόσπιτο ή κανένα 4X4 που κάποιος από τους πρώτους πρό σφυγες είχε εγκαταλείψει όταν ξέμεινε από βενζίνη. Ο πληδυσμός είχε φύγει από την ύπαιδρο, με εξαίρεση εκείνους που έβρισκαν ευκολότερο να ζουν σε βάρος των περαστικών παρά να παράγουν κάτι οι ίδιοι. Τελικά, ο Θ άρλεϊ είχε πέσει κι αυτός δύμα. Κι έτσι, εξαιτίας του φορτίου του Θ άρλεϊ, εκείνη τη μέρα ο νους του Γκάρι δεν μπορούσε να πετάξει. Το καρότσι του σούπερμάρκετ, που είχε ταξιδέψει ήδη πολύ μακριά από το κατάστημα στο οποίο κάποτε ανήκε, τους το είχε δανείσει ο δήμαρχος. Ή ταν ίσα
368
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αρκετά μεγάλο για να χωράει τον Μ άικλ με τα αδύνατα πόδια του μαζεμένα στο στήθος του, να τραντάζεται κάθε φορά που οι μι κρές ρόδες σκόνταφταν κάπου. Ο ι μπότες του Μάικλ, μετά από δι κή του απαίτηση, ήταν χωμένες κάτω από το κορμί του. Ο Μ άικλ είχε κινδυνέψει να σκοτωθεί για τούτα τα αναθεματισμένα πράμα τα και δεν είχε καμιά διάθεση να τα χάσει. Ο Γκάρι μοιραζόταν το σπρώξιμο του καροτσιού με την Γκρέις. Μ α αυτού του είδους η οδοιπορία τον έκανε να χάνει τον ισόρ ροπο ρυθμό του και, καθώς τα χιλιόμετρα περνούσαν, μπορούσε πια να νιώσει την ασυμμετρία στο βάδισμα να βασανίζει τους γο φούς και την πλάτη του. Ομολόγησε στον εαυτό του πως σιχαι νόταν τούτη την κατάσταση, ειδικά όσο η ατέλειωτη μέρα συνεχι ζόταν και οι πόνοι του κορμιού του δυνάμωναν. Προς τα μέσα του απογεύματος ήταν ήδη τόσο άσχημα, ώστε ένιωσε ανακούφιση όταν το F-15 πέρασε σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια τους. Ό λ ο ι έσκυψαν και παραπάτησαν. Ο Γκάρι άφησε το χερούλι και το καρότσι βγήκε από την άσφαλτο. Ο Θ άρλεϊ τραντάχτηκε, βογγώντας μέσα στον πονεμένο ύπνο του. Η φάλαγγα σταμάτησε άτακτα και μουρμουρητά αντικατέστησαν τον σταθερό ήχο των βη μάτων. «Ουάου!» έκανε η Γκρέις. Έβγαλε το φθαρμένο κασκέτο του μπέιζμπολ και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Το αερο πλάνο έμοιαζε με λαμπερό πετράδι, καθώς χανόταν πετώντας πά νω από τη σκούρα λωρίδα του δρόμου. «Από πού λες να ήταν; Από το Ντένβερ ή το Σολτ Λέικ Σίτι;» Ο Γκάρι μούγκρισε: «Απ' όσο ξέρω, οι Μορμόνοι δεν έχουν ακόμη αποκτήσει πολεμική αεροπορία». Αμέσως θύμισε στον εαυ τό του πως οι πληροφορίες του δεν ήταν πάρα πολλές και πως το αεροπλάνο έδειχνε αντίκα. Η Γκρέις κοίταξε τον Θάρλεϊ. Είχε ξαναβυθιστεί στον ύπνο. Τα σάλια του κυλούσαν στη χλομή σάρκα του αδύνατου μάγουλου. «Μπλιάχ», έκανε η Γκρέις με έναν μορφασμό· μερικές φορές έδει-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
369
χνε πολύ νεότερη από τα δεκάξι της χρόνια. Έσκυψε, όμως, και του σκούπισε το στόμα με τον γιακά της φόρμας του. Ύστερα έβγαλε ένα παγούρι από το σακίδιό της για να του δώσει νερό. Ο Γκάρι βγήκε από τον δρόμο, στο ξερό χορτάρι του λιβαδι ού. Ένας φρουρός τον αγριοκοίταξε, μα δεν έκανε καμιά κίνηση να επέμβει. Κοιτάζοντας κατά μήκος της φάλαγγας, ο Γκάρι προσπάδησε να διακρίνει τι συνέβαινε στην κορυφή της. Οχήματα με στρατιωτικό λα δ ί χρώμα είχαν παραταχτεί πάνω στον δρόμο φράζοντάς τον και μια πελώρια αστερόεσσα κρεμόταν άψυχη μέσα στην άπνοια. «Μπλόκο», μουρμούρισε. «Καλά το κατάλαβες», είπε ο φρουρός. Από την κορυφή της φάλαγγας άρχισαν να ακούγονται σφυρί χτρες, που τις χρησιμοποιούσαν οι αξιωματούχοι του δημάρχου. «Ος εδώ ήταν για σήμερα!» φώναζαν οι φρουροί κατά μήκος της φάλαγγας. «Διαλύστε τη φάλαγγα και βγείτε όλοι έξω από τον δρόμο!» Στον δρόμο φάνηκε να έρχεται ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, από το οποίο εκφωνούνταν μέσω ενός αντηχείου οι εντολές της βρα διάς: «Τα επίθετα Ε ως F στους βόθρους, τα επίθετα I έως Κ στην αναζήτηση νερού! Αναφερθείτε στους φρουρούς για προσωπικά ζητήματα! Ε ως F στους βόθρους...» Η φάλαγγα χωρίστηκε δεξιά κι αριστερά από τον άξονα του δρόμου και άνθρωποι απομακρύνθηκαν, αρχίζοντας να τριγυρί ζουν μέσα στη σκόνη. Σακίδια ρίχτηκαν στο έδαφος και τα κομ μάτια των λυόμενων σκηνών βγήκαν έξω: μουσαμάδες, αρθρωτά στηρίγματα και σκοινιά. Απρόθυμοι άνδρες και γυναίκες ξεχώρι σαν από το πλήθος κουβαλώντας φτυάρια και αξίνες, έτοιμοι για την αγγαρεία του σκαψίματος των βόθρων εκείνης της νύχτας. Ο Γκάρι βοήθησε την Γκρέις να σπρώξουν το καρότσι τους έξω από τον δρόμο. Απομακρύνθηκαν κάπου πενήντα μέτρα, μέ χρι που βρήκαν έναν καθαρό χώρο. Η Γκρέις έριξε τον πλαστικό μουσαμά τους στο έδαφος και ξεφόρτωσε τον Θ άρλεϊ από το κα ρότσι. Αποστεωμένος καθώς ήταν από το τόσο περπάτημα, ήταν
370
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τόοο ελαφρύς ώστε μπορούσε να τον κουμαντάρει μόνη της. Ο Γκάρι έβγαλε το κινητό του. Πίεσε το πλήκτρο ενεργοποίη σης φοβισμένα, μορφάζοντας καθώς είδε τη μοναδική γραμμή, που έδειχνε πόσο χαμηλά είχε πέσει η μπαταρία. Μ α το άφησε σε λειτουργία ακουμπώντας το στην κουβέρτα πλάι στον Θάρλεϊ, αφήνοντάς το να κάνει τις συνδέσεις του, να εντοπίσει πού βρίσκο νταν και να δεχτεί τα όποια μηνύματα. Ο ήλιος βρισκόταν ακόμα ψηλά· αυτό ήταν ένα πλεονέκτημα της απρόβλεπτης στάσης, που γινόταν νωρίτερα απ' ό,τι κανόνιζε συνήθως ο δήμαρχος. Έτσι ο Γκάρι έβγαλε τον ηλιακό βραστήρα από το σακίδιό του και άρχισε να τον στήνει. Δεν υπήρχαν καύσι μα για ν' αναφτεί φωτιά. Μ ερικές φορές ο Γκάρι νόμιζε πως ολό κληρη η ήπειρος της Βόρειας Αμερικής είχε αποψιλωθεί εντελώς και κάθε είδους ξύλο είχε καεί από τα σύννεφα των ανθρώπινων ακριδών, που σάρωναν επί χρόνια την επιφάνειά της. Έτσι, ο ηλια κός βραστήρας ήταν πολύτιμος εξοπλισμός. Ή ταν ένα φουσκωτό παραβολικό κάτοπτρο με κούφια στηρίγματα, που μπορούσες να το φουσκώσεις με λίγες κοφτές ανάσες και να το τοποθετήσεις πά νω από μια μικρή συρμάτινη βάση. Αν το διευθετούσες σωστά, στραμμένο προς τον ήλιο σαν ασημένιο ηλιοτρόπιο, μπορούσες να βράσεις ένα μικρό δοχείο νερού πάνω στο συρμάτινη βάση ό που εστιάζονταν οι ακτίνες. «Νομίζω πως είναι εντάξει», είπε η Γκρέις. «Δεν έχει χάσει άλ λο αίμα και η πληγή του δεν έχει ξανανοίξει». Ο Γκάρι μόρφασε. «Αυτό είναι καλό». Στην πραγματικότητα ή ταν ένα θαύμα, αν σκεφτόταν κανείς πως η μόνη περίθαλψη που είχε δεχτεί ο Μ άικλ για ένα τραύμα το οποίο σε καλύτερες εποχές θα τον είχε οδηγήσει στη μονάδα εντατικής θεραπείας, ήταν μο νάχα οι πρώτες βοήθειες από τον Γκάρι και την Γκρέις. «Ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί λίγο», είπε η Γκρέις. «Με τά, θα προσπαθήσουμε να τον ταϊσουμε». «Εντάξει. Αργότερα θα πάω μπροστά στη φάλαγγα να δω αν μπορούμε να εξασφαλίσουμε επίσκεψη γιατρού. Ο Γκάρι, αφού έψαξε στο σακίδιό του για να βγάλει τσάι και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
371
τσίγκινα κύπελλα, έλεγξε τα τρόφιμά τους. Ή ταν προμήθειες ταξι διώτη, σκληρές στο μάσημα μα που δεν χαλούσαν εύκολα: ξερα μένο κρέας κουνελιού, κομμάτια σκληρού άζυμου ψωμιού που έ ψηναν οι κινητοί φούρνοι της πόλης και αποξηραμένα φρούτα, σταφίδες και βερίκοκα. Η Γκρέις είδε πως ο Γκάρι είχε ενεργοποιήσει το τηλέφωνό του. «Πού βρισκόμαστε, λοιπόν;» Εκείνος το πήρε και αναζήτησε το GPS. «Μερικά χιλιόμετρα βό ρεια του Λίνκολν. Δεν νομίζω πως 8α προλαβαίναμε να φτάσου με εκεί μέχρι το πέσιμο της νύχτας. Αύριο, σίγουρα. Ό λ α εξαρτώνται από το πόσο 8α μας καθυστερήσει το μπλόκο». Τέτοιου είδους μπλόκα αποτελούσαν σημαντικό πρόβλημα. Ο δήμαρχος είχε διαπραγματευτεί την παραμονή τους σε ανοιχτό έδαφος βόρεια του Λίνκολν για λίγες εβδομάδες το λιγότερο, με κατάλυμα, τροφή και νερό σαν αντάλλαγμα της εργασίας τους στα αντιπλημμυρικά έργα και στα έργα κατασκευής λιμανιού κοντά στην πόλη της Νεμπράσκα, καθώς και δουλειά στα χωράφια. Οι οδοιπόροι δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν πολλές προμήθειες και τα τρόφιμά τους τέλειωναν. Μ ια καθυστέρηση μιας-δυο ημερών θα προκαλούσε αληθινή λιμοκτονία. Ο Γκάρι δεν μπορούσε να κά νει τίποτα γ ι' αυτό. Έβγαλε τις μπότες και τις κάλτσες του, κάτι που ήταν πάντα μια σημαντική στιγμή της μέρας. Ξετρύπωσε τα πλαστικά σανδάλια που φορούσε όσο έμεναν κατασκηνωμένοι. Ήταν ανοιχτά και μα λακά, έτσι ώστε τα πόδια του να έχουν χώρο για να αναπνεύσουν και να χαλαρώσουν. Έκρυψε τις μπότες του κάτω από μια κου βέρτα κι ύστερα έβγαλε σουγιά και λίμα, σκοπεύοντας να ξύσει το σκληρό δέρμα στις φτέρνες του. Σαν στρατιώτης, σκέφτηκε αφηρημένα, ίσως σαν τους τύπους στο μπλόκο μπροστά τους και σαν κάθε πεζικάριος από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Πάντα φρόντιζες τα πόδια σου. «Ονειροπολείς», είπε η Γκρέις. «Σβήσε το τηλέφωνό σου». «Ναι». Το σήκωσε απρόθυμα ψηλά. Η μικρή του οθόνη έφεγ γε σαν παράθυρο προς έναν καλύτερο τόπο. Αυτή ήταν η μονά-
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
372
δική του δυνατότητα σύνδεσης με τον κόσμο πέρα από την κινού μενη πόλη, με την οικογένειά του για την οποία δεν είχε μάθει τί ποτα από τότε που πέδανε η μητέρα του, με τους συναδέλφους του επιστήμονες και τη Λίλι από τη Βαρκελώνη. Είχε φορτιστή, μα δεν έβρισκε ρεύμα για να τον χρησιμοποιήσει. Η καρδιά του είχε ρα γίσει όταν αναγκάστηκε ν' ανταλλάξει τη φορητή ηλιακή μπαταρία του με τρόφιμα, τότε που η πόλη πέρασε τη χειρότερη περίοδό της, παγιδευμένη από μια θύελλα σκόνης κάπου κοντά στο Ντοτζ Σίτι. Πολύ σπάνια συναντούσαν κάποια κοινότητα που διέθετε ρεύμα από τον ήλιο, τα βιοκαύσιμα, τον άνεμο ή τη γεωθερμία και τότε μπορούσε να φορτίσει τη μπαταρία του κινητού του με αντάλλαγ μα χειρωνακτικές εργασίες. Αλλά είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φόρτιση και τα λίγα δευτερόλεπτα ή λεπτά της κά θε μέρας που επέτρεπε στον εαυτό του να ανοίγει τη συσκευή, αδέι αζαν σταθερά τη μπαταρία. Κράτησε τον αντίχειρά του πάνω στο πλήκτρο ενεργοποίησης. Εκείνη τη στιγμή, όμως, η οθόνη ζωντάνεψε από ένα μήνυμα. «Μην το σβήνεις! Έρχομαι να σε βρω». Ή ταν από τη Θάντι Τζόουνς.
59 Ένα τζιπ εμφανίστηκε στον δρόμο. Ή ταν ανοιχτό, το οδηγούσε κάποιος τύπος με στολή κι είχε τη Θάντι και μια άλλη γυναίκα στο πίσω κάθισμα. Το τζιπ ήταν ηλικίας τουλάχιστον δεκαπέντε ή εί κοσι ετών και φαινόταν πολύ παλιότερο. Προφανώς, ο στρατός εί χε ακόμα πρόσβαση στη βενζίνη. Ο ι άνθρωποι κοιτούσαν έκπλη κτοι. Πέρα από τα μικρά ηλεκτρικά αυτοκίνητα της πόλης, σπάνια έβλεπε πια κανείς κινούμενο όχημα.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
373
Ο Γκάρι ενθουσιάστηκε. Είχε να δει τη Θάντι πέντε ή έξι χρό νια, από τότε που είχε έρθει στην Κάντιλακ Σίτι να συναντηθεί με το Μοναχικό Ελάφι. Ήξερε πως η Θάντι περιπλανιόταν στις ακτές της εσωτερικής θάλασσας της Αμερικής, που ολοένα και μεγάλωνε, μελετώντας τον σχηματισμό της και συμβουλεύοντας την κυβέονηση στο Ντένβερ σχετικά με την πλευσιμότητά της, την οικολο γία της και άλλα ζητήματα. Περίμενε μάλιστα πως θα συναντιόταν μαζί της στο Λίνκολν, αν η κινούμενη πόλη έφτανε μέχρι εκεί. Μσ τώρα αποδεικνυόταν πως εκείνη ήταν που είχε έρθει να τον βρει. Το αυτοκίνητο σταμάτησε πλάι στον μικρό καταυλισμό του Γκάρι. Ο Γκάρι μπορούσε να το μυρίσει, να μυρίσει το καουτσούκ των ελαστικών του, το καύσιμό του και το πνιγηρό καυσαέριο από την εξάτμισή του - ήταν οι μυρωδιές της παιδικής του ηλικίας. Η Θάντι κατέβηκε από το τζιπ και ήρθε με μεγάλα βήματα προς το μέρος του. Έπρεπε να ήταν πια σαράντα πέντε χρονών, ίσως και περισσότερο. Παρ' ότι τα κοντοκουρεμένα μαλλιά της είχαν πια γκριζάρει και το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο και σκληρό, σχε δόν αρρενωπό, κινούνταν με δύναμη και χάρη. Ό τα ν τον αγκά λιασε σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω από το στήθος του, αισθάνθηκε τα πλευρά του να συνθλίβονται. «Μα το Θεό, Θάντι, κρατιέσαι σε φόρμα!» Εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω δίχως να τον αφήσει. «Το ίδιο κι εσύ. Είναι η ζωή που ζούμε τώρα πια. Η παγκόσμια εξάλειψη των ειδών εξαφάνισε και τον τεμπέλη του καναπέ». Ο ι σύντροφοί της την ακολούθησαν. Η λεπτή κατάξανθη σαραντάρα που ήρθε να σταθεί δίπλα στη Θάντι με σοβαρή έκφρα ση, ήταν η Έλενα Αρτέμοβα. Η Ρωσίδα οικολόγος ήταν ακριβώς όπως τη θυμόταν ο Γκάρι από τότε που τη γνώρισε, πριν από τό σα χρόνια, στον δρόμο τους προς την Κασπία Θάλασσα. Αν μη τι άλλο, η ομορφιά της έμοιαζε να τονίζεται ακόμα περισσότερο από τις ρυτίδες γύρω από το στόμα και τις λίγες ασημένιες τρίχες στα μαλλιά της. Ό τα ν στάθηκε δίπλα στη Θάντι τα μπράτσα τους ακούμπησαν, μα η Θάντι δεν τραβήχτηκε· και οι δυο τους δεν φαί νονταν ν' αντιλαμβάνονται την επαφή των χεριών τους.
374
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ξέρεις», είπε ο Γκάρι, «αυτό που μου έχει μείνει από σας τις δυο είναι ότι μαλώνατε συνέχεια. Τότε, στην ντάντσα της Μαύρης Θάλασσας...» «Αυτά συμβαίνουν με τις λεσβίες. Γυναίκες δίχως άντρες, ε, φιλαράκο;» Τα λόγια αυτά τα είχε πει ο στρατιωτικός που τις συ νόδευε. Ήταν γεροδεμένος, κοντός και τετράγωνος. Έφερε γαλό νια λοχία και το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο κάτω από κράνος και μεγάλα, σκονισμένα γυαλιά ήλιου. «Είσαι ο Γκάρι Μπόιλ, σωστά; Δεν 8α με δυμάσαι». Έβγαλε το κράνος του, έτριψε το κεφάλι του με τις κοντές γκρίζες τρίχες και μετά τράβηξε τα γυαλιά από τη μύ τη του. Ή ταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία της παρέας - ίσως γύρω στα εξήντα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Γκάρι. Είχε δια περαστικά γαλάζια μάτια σε ένα ηλιοκαμένο πρόσωπο, μα το ασπράδι των ματιών του ήταν κοκκινισμένο και η σαρκώδης μύτη του ήταν σημαδεμένη από άλικα αιμοφόρα αγγεία. «Στο Τεργέστηδεν δυμάσαι;» «Ο Γκόρντο!» είπε ο Γκάρι, που ξάφνου τον δυμήδηκε. «Ο Γκόρντο Τζέιμς Αλόνζο». «Ο ίδιος». Χτύπησε τα γαλόνια στο μανίκι του. «Λοχίας Αλόνζο, τώρα πια. Κατατάχτηκα ξανά, όταν οι Μορμόνοι άρχισαν να που λάνε τσαμπουκά. Μπορεί να έχω γεράσει, μα δεν γινόταν να απορρίψουν έναν αστροναύτη». Έριξε μια ματιά στον μακρύ καταυ λισμό, στους ανδρώπους που έσκαβαν το χώμα. «Και μάλλον δεν υ πάρχουν εδώ γύρω διαστημόπλοια για να οδηγήσω, έτσι δεν είναι;» «Όχι», είπε η Θάντι. «Πολύ γρήγορα δα υπάρχει στο Λίνκολν λιμάνι για ποντοπόρα πλοία. Ένα λιμάνι στη Νεμπράσκα! Και μόνο τούτη η σκέψη, κάνει το μυαλό να δολώνει. Γκάρι, χάρη στον Γκόρ ντο καταφέραμε να έρδουμε εδώ και να σε βρούμε. Δεν είμαι σί γουρη πως πρόκειται να φτάσετε πολύ γρήγορα στο Λίνκολν». «Γιατί όχι;» «Επειδή ετοιμάζεται πόλεμος», είπε ο Γκόρντο. «Δεν δα μας καλέσετε να περάσουμε; Χρειάζεται λίγη επίδειξη προδυμίας για φιλοξενία, φιλαράκο. Δεν έχεις τίποτα να πιούμε; Ο Γκόρντο μπήκε στον χώρο του μικρού καταυλισμού του Γκάρι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
375
ρίχνοντας ματιές στον Θάρλεϊ, την Γκρέις και τον εξοπλισμό τους. Η Γκρέις καθόταν πλάι στον Θάρλεϊ, αβέβαιη για το τι έπρεπε να κάνει· πάντα ήταν επιφυλακτική απέναντι στους ξένους και ο Γκάρι είδε πως η λαβή του μαχαιριού της ξεπρόβαλλε από τη ζώνη της. Προς μεγάλη ανακούφιση του Γκάρι, ο Γκόρντο δεν έδειξε ιδι αίτερο ενδιαφέρον για την Γκρέις. Ίσως προτιμούσε τις μεγαλύτε ρες γυναίκες, όπως η Έλενα. Ο Γκάρι κινήθηκε βιαστικά, απλώνοντας κι άλλες από τις κου βέρτες τους στο σκονισμένο έδαφος και τοποθετώντας πάνω τυ λιγμένους υπνόσακους για να καθίσουν οι επισκέπτες. Τους έδειξε τον ηλιακό βραστήρα. «Μπορούμε να σας φτιάξουμε αφεψήματα. Τσάι, αν δεν σας πειράζει που είναι πολυβρασμένο. Διαφορετικά, έχουμε μόνο νερό. Το φιλτράρουμε αρκετά καλά». Κοίταξε τον Γκόρντο. «Αλκοόλ δεν υπάρχει, δυστυχώς». Ο Γκόρντο γρύλλισε. Έβγαλε ένα μεταλλικό παγούρι από μια πίσω τσέπη του, ξεβίδωσε το καπάκι και ήπιε μια γουλιά. Το άπλω σε προς το μέρος του Γκάρι. «Θέλεις;» Ο Γκάρι το κοίταξε με πόθο· μπορούσε να μυρίσει το ουίσκι από μακριά. Έγνεψε όμως αρνητικά. «Μ άλλον όχι. Ό τα ν αρχί σαμε την πεζοπορία, μου πήρε αρκετό χρόνο για να απαλλαγώ από ένα πάθος που δεν ήξερα πως είχα. Πιθανώς δεν είναι καλή ιδέα να ξαναρχίσω, έτσι δεν είναι;» Η Θάντι και η Έλενα μπήκαν στον χώρο του καταυλισμού και κάθισαν κάτω ανακούρκουδα, πλάι- πλάι. «Δεν πρόκειται να σας γίνουμε βάρος», είπε η Θάντι. «Βλέπουμε πως έχετε προβλήματα. Θ α μείνουμε ως το πρωί, αν δεν σας ενοχλούμε. Φέραμε δικά μας πράγματα, με το τζιπ του Γκόρντο. Μ ια σκηνή, κάποια άλλα εφό δια. Θ α πάρω το τσάι σας, Γκάρι, μα αργότερα θα γίνετε εσείς οι καλεσμένοι μας». «Το κέρασμα από μένα», είπε ο Γκόρντο σηκώνοντας και πάλι το παγούρι. «Από μένα και τον Θ είο Σαμ». Η Θάντι γύρισε προς την Γκρέις. «Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, κού κλα μου. Θ α ήσουν κάπου δέκα χρονών όταν συναντηθήκαμε τε λευταία φορά».
376
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Γκρέις γύρισε το κεφάλι αλλού, δείχνοντας επιμελώς αδιά φορη. Ο Γκάρι ήξερε αυτή την έκφραση. Η μικρή ένιωθε πάντα άβολα όταν εμφανίζονταν απομεινάρια του παρελθόντος. Προτι μούσε να ζει στο παρόν, σ' εκείνο τον σκονισμένο κόσμο των στρα τοπέδων και της αδιάκοπης πορείας, των πρόχειρων βόθρων και των ληστών - τον μοναδικό κόσμο που είχε ποτέ γνωρίσει πέρα από εκείνα τα παράξενα πρώτα της χρόνια, όταν ήταν όμηρος της σαουδαραβικής βασιλικής οικογένειας. Η Έλενα σηκώθηκε και κοίταξε πιο προσεκτικά τον Θάρλεϊ, ο ο ποίος κοιμόταν κάτω από την κουβέρτα του. «Αυτός ο άνθρωπος...» «Είναι ο Μ άικλ Θάρλεϊ», είπε ο Γκάρι. «Κάποτε ήταν υπάλλη λος της βρετανικής κυβέρνησης και είχε αγωνιστεί για να βοηθή σει την Έλεν και την Γκρέις». «Είναι τραυματισμένος», είπε η Έλενα. Σήκωσε την κουβέρτα με προσοχή για να εξετάσει το τραύμα του Μάικλ. «Πέσαμε σε ληστές», είπε ο Γκάρι. «Πριν δυο μέρες, μερικές δε κάδες χιλιόμετρα πριν φτάσουμε εδώ. Περπατούσαμε από το λιβά δι προς τους αμμόλοφους της Νεμπράσκα». «Θα πρέπει να ήθελαν κάτι πάρα πολύ», είπε ο Γκόρντο. Ο Γκάρι μειδίασε βιασμένα. «Τις μπότες του. Αυτό ήταν όλο. Εκείνος αντιστάθηκε». «Και τις κράτησε», είπε η Γκρέις. «Πράγματι. Αλλά τραυματίστηκε». Το μαχαίρι του ληστή δεν είχε μπει πολύ βαθιά στην κοιλιά του Μ άικλ. Ή ταν ένα πλάγιο σκίσιμο, όχι ένα κάρφωμα που θα μπο ρούσε να αποβεί μοιραίο. Η πληγή ήταν καθαρή, μα είχε μεγάλο μήκος και ο Μ άικλ έχασε πολύ περισσότερο αίμα απ' όσο είχε την πολυτέλεια να χάσει στην κατάσταση αδυναμίας που βρισκόταν. Ο Γκάρι δεν κατάφερε να βρει γιατρό κι έτσι αυτός κι η Γκρέις έπρεπε να κάνουν μόνοι τους ό,τι μπορούσαν. Ο Γκάρι είχε κρα τήσει κολλημένα τα δυο κομμάτια της σκισμένης σάρκας και η Γκρέις τα είχε ράψει με ένα κομμάτι της πετονιάς τους, πολύτιμου υλικού που είχαν βρει σε κάποιο παραβιασμένο κατάστημα αθλη τικών ειδών, εκατοντάδες χιλιόμετρα πίσω τους. Μ ε τα λεπτότερα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
377
δάχτυλά της και την υγιέστερη όρασή της, η Γκρέις τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από τον Γκάρι σε τέτοιου είδους δουλειές· πάντα η Γκρέις ήταν εκείνη που μπάλωνε τα ρούχα τους. Δεν είχαν στη διάθεσή τους αναισθητικό, ούτε απολυμαντικό πέρα από νερό που έβρασαν στον ηλιακό βραστήρα. Πάντως, τα είχαν καταφέρει. Η Έλενα έγνεψε με σοβαρότητα. «Ήταν απαραίτητο. Κάνατε καλή δουλειά. Ζούμε πια σ' έναν κόσμο στον οποίο είναι συνηθι σμένο πράγμα ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι να κάνει σωτήριες χει ρουργικές επεμβάσεις σε τραυματίες». «Κάνουμε ό,τι το καλύτερο μπορούμε», είπε ο Γκάρι αυστηρά, νιώθοντας λες και του ασκούσαν κριτική. Η Γκρέις σηκώθηκε απότομα. «Γκάρι, θα πάω να βρω τους φί λους μου». «Εντάξει, καλή μου, αν το θέλεις». Είπε ο Γκάρι. «Μα δεν είναι ανάγκη να...» «Και βέβαια είναι! Έτσι θα μπορέσετε κι εσείς να κουβεντιά σετε όσο χρειάζεται. Καταλαβαίνω πως αυτό θέλετε». Έφυγε κατευθυνόμενη προς το πίσω μέρος της φάλαγγας, στην άλλη μεριά απ' αυτή όπου βρισκόταν το μπλόκο. «Ζητώ συγγνώμη», είπε ο Γκάρι. «Νομίζω πως τα ίδια έκανε και την προηγούμενη φορά που μας επισκέφθηκες». «Μην απολογείσαι», είπε η Θάντι. «Έχει κότσια. Για ποιο λόγο να κάθεται μ' εμάς τους παλιόγερους; Βί, Γκόρντο, μπορείς να φέ ρεις κανέναν από τους στρατιωτικούς γιατρούς να εξετάσει τον Μάικλ;» «Αποκλείεται», είπε ο Γκόρντο κουνώντας το κεφάλι πέρα-δώθε. «Απαγορεύεται αυστηρά από τον κανονισμό να προσφέρεται βοήθεια σε ασθενή ή τραυματία πρόσφυγα». Η Έλενα αναστέναξε. «Ο στρατός έχει την καλύτερη περίθαλψη. Ακριβώς ό,τι γινόταν και στη ρωμαϊκή εποχή. Και το καλύτερο φα γητό». «Ναι, αυτό είναι αλήθεια». «Έλα τώρα, μεγάλε!» επέμενε η Θ άντι. «Τι ω φελεί να είσαι
378
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αστροναύτης αν δεν μπορείς να πιέσεις λίγο τα πράγματα; Άντε, κάν' το!» Ο Γκόρντο φάνηκε να εκνευρίζεται. Σηκώθηκε όμως, πήγε στο τζιπ και μίλησε στον ασύρματο. Η Θάντι έκλεισε το μάτι πονηρά στον Γκάρι. «Νομίζει πως εί ναι ακόμα γκόμενος». «Ναι», είπε η Έλενα. «Και φαίνεται να πιστεύει πως όλες οι γυ ναίκες της Γης τον βρίσκουν ακαταμάχητο. Κάποτε κόλλησε ακό μα και σ' εμένα. Μ ε αποκάλεσε "τζιβιτζιλού". Χρειάστηκε μια γρο θιά στ' αρχίδια για να ξεκολλήσει από πάνω μου». «Πρέπει να ξέρεις πώς να του φερθείς», είπε η Θάντι. «Οφεί λω πάντως να παραδεχτώ ότι είναι χρήσιμος». Το νερό στην τσαγιέρα έβρασε. Ο Γκάρι έριξε μέσα μερικά φύλ λα, ανακάτεψε, και γέμισε με το αφέψημα τσίγκινα ποτήρια. Έβγα λε από το σακίδιό του ξεραμένο κρέας αγριοκούνελου και το το ποθέτησε στα λεπτά πλαστικά πιάτα τους. Ο Γκόρντο επέστρεψε. Στάθηκε λίγο πίνοντας μια γουλιά από το φλασκί του και παρατηρώντας τον μακρύ καταυλισμό κατά μή κος του δρόμου, με το ελεύθερο χέρι του σφιγμένο γροθιά στη μέ ση του. «Χριστέ μου», είπε. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ζείτε κάτω απ' αυτές τις συνθήκες! Περιπλανώμενοι αλήτες που σέρνεστε στη σκόνη. Είναι αλήθεια πως υπάρχουν γυναίκες που γέννησαν τα παιδιά τους στον δρόμο; Ό τι γκαστρώθηκαν, φούσκωσαν και γεννοβόλησαν στη διάρκεια της πορείας;» «Ωραία περιγραφή, κλόουν!» είπε η Θάντι. «Κοίτα, μπορεί να μετακινούμαστε συνέχεια, μα η ζωή συνεχίζε ται», είπε ο Γκάρι. «Και για τους περισσότερους ανθρώπους, ζωή σημαίνει παιδιά. Σε κάθε περίπτωση, δεν περιπλανιόμαστε όπως τύχει. Είμαστε οργανωμένοι. Αυτό μπορείς να το δεις. Είμαστε μια μετακινούμενη πόλη. Διαθέτουμε δήμαρχο τον οποίο έχουμε εκλέ ξει, έστω κι αν η ψηφοφορία έγινε με ανάταση των χεριών. Έχου με αστυνομία, ιατρική περίθαλψη και ανταλλάσσουμε αγαθά με άλ λες κοινότητες. Ό τα ν σταματάμε οργανωνόμαστε, σκάβουμε βό-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
379
θρους, τοποθετούμε φρουρούς. Έχουμε ιερείς κάδε δόγματος, ι μάμηδες και ραδινούς. Βοηθάμε ο ένας τον άλλον· θάβουμε τους νεκρούς μας· φροντίζουμε τα παιδιά μας. Και δεν μπλέκουμε οε φασαρίες. Ο πρώτος δήμαρχος ονομαζόταν Μοναχικό Ελάφι, ένας Ινδιάνος Σεμινόλε...» «Τον θυμάμαι», είπε η Θάντι. «Ένας ολοφάνερα ευφυέστατος τύπος». «Τον σκότωσε ένας ελεύθερος σκοπευτής, όμως το σύστημα που δημιούργησε διατηρείται. Δεν είμαστε ζητιάνοι. Είμαστε περιπλανώμενοι εργάτες. Εργαζόμαστε, με αντάλλαγμα κατάλυμα ή τρο φή. Μ ' όλο που οι συνθήκες δεν είναι ιδανικές, δεν πρόκειται να ισχύουν για πάντα. Αναζητάμε κάποιο μέρος για να ριζώσουμε. Μέχρι να το βρούμε, θα συνεχίζουμε να μετακινούμαστε. Μ ια πόλη περιπλανώμενων εργατών, αλλά παρ' όλα αυτά πόλη». Η Θάντι λοξοκοίταξε την Έλενα καθώς ο Γκάρι έλεγε αυτά τα λόγια και εκείνος κατάλαβε τι ακριβώς σκεφτόταν. Η εσωτερική θάλασσα που είχε σαρώσει τη Βόρεια Αμερική από τα ανατολικά, την έγλειφε τώρα μέχρι μια γραμμή που διέτρεχε από Βορρά προς Νότο τη Βόρεια και Νότια Ντακότα, διερχόμενη από την Ομάχα, τη Γουιτσίτα και το Οκλαχόμα Σίτι, και κα τεβαίνοντας μέχρι τον Κόλπο του Μεξικού. Ανατολικά απ' αυτή την ακανόνιστη ακτογραμμή, με μόνη εξαίρεση κάποια απομεινάρια των Απαλλάχιων Ορέων, δεν απέμενε έως την παλιά ακτή του Ατλαντικού τίποτα από τις ηπειρωτικές Ηνωμένες Πολιτείες - τίποτ' άλλο εκτός από θάλασσα. Ακόμα και στην Αμερική, ο χώρος της στεριάς τελείωνε. «Σας διώχνουν από παντού», είπε η Έλενα. «Αυτό είναι αλήθεια. Σε κάποιο μέρος που φτάσαμε, ο δήμαρ χος κινητοποίησε την εθνοφρουρά εναντίον μας. Είπε πως μας άξι ζε να πεθάνουμε». «Ήταν άνδρας ο δήμαρχος; Μ όνο ένας άνδρας θα άφηνε ένα παιδί να πεθάνει αβοήθητο». Υπήρξαν και τόποι τους οποίους οι ίδιοι είχαν απορρίψει, ως ακατάλληλους για παραμονή. Ο ι ολοκαίνουργιες πόλεις της ομο-
380
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σπονδιακής κυβέρνησης στις Μ εγάλες Πεδιάδες, που είχαν γίνει γνωστές ως «Φρίντμανμπουργκ», είχαν αποδειχτεί παιδικές χαρές των μεγάλων επιχειρήσεων και περιοχές για πλούσιους, πειράματα πάνω στον ώμο καπιταλισμό. Παραγκουπόλεις είχαν ως συνήθως δημιουργηδεί γύρω από τις περίκλειστες Πράσινες Ζώνες, ζώντας με τα σκουπίδια αλλοτινών εποχών ή προσφέροντας φτηνά εργα τικά χέρια στις κεντρικές πόλεις. Ό μω ς, όπως είχε ακούσει ο Γκάρι, εδώ και έναν χρόνο τα πράγματα είχαν αρχίσει ν' αλλάζουν. Τώρα πια δεν ήταν μόνο οι άστεγοι άποροι που μαζεύονταν στις φτωχογειτονιές, μα και πολλοί προερχόμενοι από την παλιά μέση αστική τάξη των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν καταλήξει κι αυτοί να ζουν σε παράγκες από χαρτόνι όπως κι οι υπόλοιποι. Πάντα υ πήρχε αντίθεση από Θρησκευτικές και πολιτικές ομάδες, μα κι άλ λους, στον τρόπο λειτουργίας των πόλεων «Φρίντμανμπουργκ» και στην κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων πάνω σ' αυτές. Κι έτσι τώρα οι πρώην δικηγόροι, οικονομολόγοι και εκπαιδευτικοί, που ζούσαν στις παραγκουπόλεις, άρχισαν να αρθρώνουν φωνή και να πιέζουν την εκλεγμένη κυβέρνηση. Ταυτόχρονα η δύναμη των επιχειρήσεων είχε αρχίσει να ξεφτίζει καθώς τα περίπλοκα διεθνή δίκτυα πληροφοριών, χρήματος και πρώτων υλών πάνω στα οποία βασίζονταν, άρχιζαν τελικά να καταρρέουν. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν εξαντλημένη μετά από τόσα χρόνια κρίσεων, αποστραγγισμένη εξαιτίας των χρημάτων που εί χε αναγκαστεί να ξοδέψει για να σώσει τους πολίτες της από τις πλημμύρες, ενώ την ίδια στιγμή η φορολογική της βάση εξαφανι ζόταν. Τώρα, κάτω από τις έντονες πιέσεις, είχε τελικά συγκεντρώ σει τους απαραίτητους πόρους ώστε να μπορέσει να ενεργήσει. Στο μεταξύ οι κάτοικοι των Φρίντμανμπουργκ, άγρια εθνικιστές, εί χαν οργανώσει μονάδες εθνοφρουρών με τεθωρακισμένα και πο λεμικά αεροσκάφη. Ο ι υπερπλούσιοι το έβαζαν στα πόδια, αλλά δεν υπήρχε παρά ένας ολοένα συρρικνούμένος αριθμός περίκλει στων περιοχών στις οποίες ήταν δυνατόν να καταφύγουν. Ο Νέιθαν Λάμοκσον περιμάζευε μερικούς απ' αυτούς στο Πρότζεκτ Σίτι, ξεπληρώνοντας παλιά χρέη- πάντα έλεγε πως είχε εγκαταλείψει τις
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
381
Ηνωμένες Πολιτείες επειδή περίμενε ακριβώς τέτοιες καταστάσεις. Ό λ α τούτα, όμως, δεν βοηθούσαν σε τίποτα τον Γκάρι και τους άλλους. Η Πόλη των Οδοιπόρων βρισκόταν πολύ μακριά από τις πόλεις των πλουσίων, ακολουθώντας τον δικό της σκονισμένο δρόμο. «Για ποιο λόγο γίνονται τα μπλόκα;» ρώτησε ο Γκάρι τον Γκόρντο. «Για τους πρόσφυγες;» Ο Γκόρντο έγνεψε αρνητικά. Δάγκωσε ένα κομμάτι ξεραμένο κρέας κουνελιού και μίλησε μασώντας. «Δεν είναι αυτό. Είναι οι α ναθεματισμένοι οι Μορμόνοι. Μαλώνουν για την εθνική οδό Γ80...» Ο Γκάρι είχε ακούσει κάποιες φήμες. «Τι σχέση έχουν οι Μορμό νοι με όλα αυτά;» «Η Γιούτα βρίσκεται αρκετά ψηλά, οπότε έχει διατηρηθεί σχεδόν ανέπαφη», είπε η Θάντι. «Είναι αυτάρκεις εκεί πάνω. Τώρα, η κοι νότητα των Μορμόνων διαθέτει κάποιους πολύ θερμοκέφαλους αρ χηγούς. Δεν αναγνωρίζουν ό,τι κι αν κάνει γι' αυτούς η κυβέρνηση του Ντένβερ. Πρώτα άρχισαν να σταματούν όλους τους πρόσφυγες στα σύνορα της πολιτείας, με εξαίρεση όσους είναι Μορμόνοι ή έχουν διάθεση να προσηλυτιστούν. Ύστερα σταμάτησαν εντελώς να πληρώνουν φόρους. Ό τα ν το Ντένβερ έστειλε την αστυνομία, το FBI και τελικά τον ίδιο τον στρατό, οι Μορμόνοι αντεπιτέθηκαν». «Πόλεμος αυτονομίας, που προκλήθηκε από διαφωνία πάνω» σ' ένα φορολογικό ζήτημα», είπε η Έλενα. «Η αμερικανική ιστορία επαναλα μβάνετα ι». «Έφτιαξαν δικό τους στρατό, οι γαμημένοι!», είπε ο Γκόρντο. «Οι Στρατιώτες του Αγγέλου Μορόνι». Κι έτσι, όταν φάνηκε πως θα ξεσπούσε κανονικός πόλεμος, παρουσιάστηκα κι εγώ να καταταγώ»». «Και γίνεται πόλεμος για μια εθνική οδό;» «Δεν είναι μια απλή εθνική οδός». Η Θάντι άρχισε να σχεδιά ζει ένα χάρτη πάνω στην άμμο. «Στο Λίνκολν υπάρχει το τέρμα της διαπολιτειακής οδικής αρτηρίας που παραμένει πάντα ζωτικής ση μασίας και κάποτε διέσχιζε την ήπειρο απ' άκρη σ' άκρη, από το Σαν Φραντσίσκο μέχρι το Νιου Τζέρσεϊ. Σωστά; Διατηρείται ακόμα κατά το μεγαλύτερο μέρος της από τα δυτικά του σημείου όπου
382
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
βρισκόμαστε, δηλαδή από το Λίνκολν της Νεμπράσκα, μέχρι τα Βραχώδη Ό ρ η κι από κει ως τους λόφους πάνω από τον κόλπο του Σαν Φραντσίσκο». «Ανατολικά από δω, όμως, το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται πια κάτω από το νερό», είπε η Έλενα. «Το Λίνκολν είναι το νέο τέρμα της». «Η κυβέρνηση στο Ντένβερ σκέφτεται με ποιον τρόπο 8α χρη σιμοποιήσει τούτη τη θάλασσα και τη νέα ακτογραμμή», είπε ο Γκόρντο. «Μιλώ για εμπόριο και μετακίνηση στρατιωτικών δυνά μεων. Ένα λιμάνι στο τέρμα της διαπολιτειακής οδικής αρτηρίας 8α ήταν ιδανικό για το εμπόριο, τη μετακίνηση στρατευμάτων και όλα τα παρόμοια. Το πρόβλημα είναι...» Ο Γκάρι ολοκλήρωσε για λογαριασμό του: «Το πρόβλημα εί ναι πως το Σολτ Λέικ Σίτι έχει την ίδια ιδέα». «Ακριβώς», είπε η Θάντι. «Οι Μορμόνοι έστησαν ένα στρατό πεδο έξω από το Λίνκολν. Και ο αστροναύτης μας από δω, μαζί με τα φιλαράκια του από τον στρατό, έχουν αποκλείσει την περιο χή. Απ' ό,τι ακούω, βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις κι ίσως υ πάρχει ακόμα ελπίδα να αποφευχθεί η σύγκρουση». «Πρόκειται για μια ελπίδα που δεν συμμεριζόμαστε όλοι μας», μούγκρισε ο Γκόρντο. «Πολλοί από μας απλά θέλουμε να διαλύσουμε τους Μορμόνους και να τελειώνουμε». Βίδωσε το μεταλλι κό παγούρι του και το έχωσε στην πίσω τσέπη του. «Θα στήσω τη σκηνή μας. Κυρία Μπρέζνιεφ, θέλετε να μου δώσετε ένα χεράκι;» Η Έλενα, αφού τον αγριοκοίταξε, σηκώθηκε, ξεσκονίστηκε και τον ακολούθησε μέχρι το τζιπ. Ο Γκάρι με τη Θάντι έμειναν καθισμένοι. «Ό λες αυτές οι στρα τηγικές προβλέψεις... Σχέδια πολέμου και παιχνίδια εξουσίας. Αλλά η θάλασσα συνεχίζει ν' ανεβαίνει...» Ή ταν το ίδιο ζήτημα που οι κλιματολόγοι έθεταν μεταξύ τους γύρω από τις φωτιές εδώ και δε καπέντε χρόνια. Καθώς η άνοδος της στάθμης των νερών πλησίαζε τα τετρακό σια μέτρα, κάπου σαράντα τοις εκατό της ξηρός που υπήρχε πριν από τον κατακλυσμό είχε πια χαθεί, στερώντας τον ζωτικό χώρο από
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
383
τουλάχιστον το εβδομήντα τοις εκατό του ανθρώπινου πληθυσμού - από τεσσερα δισεκατομμύρια ανθρώπους. Κι εκτός από την τρο μακτική πληθυσμιακή μετατόπιση που προκαλούσε ο κατακλυσμός υπήρχε και μια ολόκληρη σειρά από τεκτονικά φαινόμενα, εκρήξεις ηφαίστων, σεισμοί, τσουνάμι, καθώς τεράστιες μάζες νερού βάραι ναν πάνω στις βυθιζόμενες χώρες. «Ύστερα είναι και κι οι αλλαγές του κλίματος», είπε η Θάντι. «Μέσω πλήθους ανακυκλιζόμενων διαδικασιών εκλύεται διοξείδιο του άνθρακα και άλλα αέρια του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, ενώ συνεχίζεται η καταστροφή των μηχανισμών που θα μπορού σαν να τα απομακρύνουν. Ακόμα κι αν η άνοδος της στάθμης των νερών σταματούσε αύριο, οι μεταβολές αυτές θα συνεχίζονταν. Δεν ξέρουμε πού θα καταλήξουν όλα τούτα. Σίγουρα δεν θα είναι κά τι που το έχουμε ξαναδεί». «Πάντως, είναι βέβαιο ότι η άνοδος της στάθμης των θαλασ σών δεν πρόκειται να σταματήσει». «Ό χι. Και σίγουρα θα γίνουν πολλοί πόλεμοι σαν κι αυτόν που απειλείται εδώ. Ό λ ο περισσότερες συγκρούσεις για μικρά κομμά τια ψηλότερου εδάφους. Ο καθένας μας θα πρέπει να διαλέξει την πλευρά με την οποία θα πολεμήσει». Κοίταξε τους κατασκηνωτές της πόλης γύρω της. «Μια ομάδα τέτοιου μεγέθους, δεν θα είναι βιώσιμη για πολύ ακόμα». «Το ξέρω». «Αποφασίσατε πού θα πάτε, εσύ κι η Γκρέις» Εκείνος την κάρφωσε με το βλέμμα του. «Εσύ;» «Δυτικά», του απάντησε εκείνη αμέσως. «Δυτικά, στο Ντένβερ. Είναι η ψηλότερη πρωτεύουσα πολιτείας, έδρα της ομοσπονδια κής κυβέρνησης, πιθανώς η ισχυρότερη εστία πολιτισμού υψηλής τεχνολογίας που έχει απομείνει στον κόσμο. Μ άλλον εκεί είναι το κατάλληλο μέρος για να καταφύγει κανείς». «Το μέρος απ' όπου μπορεί να προέλθει λύση σε όλα αυτά». Εκείνη μόρφασε. «Δεν πιστεύω πια σε καμιά λύση. Το μόνο που θέλω είναι ένας τόπος όπου να μπορώ να κάνω ζεστό μπάνιο για όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό ακόμα. Εσύ;»
384
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Δίστασε να της απαντήσει. «Είχα κάποιες αραιές επαφές με τη Αίλι Μπρουκ. Έχουμε μια ανοιχτή πρόσκληση να πάμε να ζήσουμε μαζί της, στο οχυρό του Ν έιδαν Λάμοκσον πάνω στις Άνδεις». «Στο Πρότζεκτ Σίτι». Η Θάντι μειδίασε. «Ναι. Κοίτα, ξέρω πως ο Λάμοκσον είναι τρελάρας, αλλά είναι επίσης σκληροτράχηλος και επινοητικός τύπος, πρόθυμος να μας προστατέψει - εννοώ εμάς, την ομάδα των ομήρων. Έχει κρατήσει αυτήν τη γραμμή εδώ και δεκαπέντε χρόνια κι η Λίλι με τον Πιρς παραμένουν αρκετά κοντά του. Νομίζω πως θα δοκιμάσω να φτά σω εκεί». Η Θάντι συνοφρυώθηκε. «Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να τα ξιδέψεις νότια. Μέσω του Μεξικού και του Παναμά...» «Δεν φαντάζομαι πως θα είναι εύκολο. Μ α δεν υπάρχουν πια εύκολες λύσεις, έτσι δεν είναι;» «Ό χι, δεν υπάρχουν. Έλα, ας βοηθήσουμε εκείνους τους δυο ηλίθιους να στήσουν τη σκηνή». Έστησαν τη σκηνή. Ο Γκόρντο άφησε τον Γκάρι να φορτίσει το κι νητό του από μια μπαταρία στο τζιπ. Ένας στρατιωτικός γιατρός ήρθε να κοιτάξει το τραύμα του Μάικλ· καθάρισε την πληγή και α ντικατέστησε τα ράμματα με ένα πλαστικό επίθεμα, λέγοντας στην Γκρέις πως έκανε καλή δουλειά. Ο Μάικλ, στη διάρκεια της δια δικασίας, παρέμεινε αναίσθητος. Καθώς η νύχτα έπεφτε, ο Γκόρντο έστησε μια γκαζιέρα και εκεί μαγείρεψαν κοτόπουλο, χοιρινό και προτηγανισμένα λαχανικά, όλα από στρατιωτικές προμήθειες. Ο Γκάρι είχε χρόνια να φάει τόσο καλό φαγητό. Η Γκρέις γύρισε πίσω με μια φίλη. Άκουγαν μουσική από ακου στικά συνδεδεμένα με ένα ραδιοφωνάκι που δεν χρειαζόταν ρεύμα. Τα κορίτσια τραγουδούσαν, μαζί με τη φωνή στ' ακουστικά: «Σ'
αγαπώ πιο πολύ κι απ' το κινητό μου! / Είσαι ο Άγγελός μου κι η τηλεόρασή μου , / σ ' αγαπώ πιο πολύ κι από το κινητό μου...» Η κυβέρνηση του Ντένβερ μετέδιδε τραγούδια μέσω του συ στήματος των δορυφόρων που διατηρούσε ακόμα, αλλά κανείς δεν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
38.5
έγραφε πια μουσική και δεν άκουγες τίποτα που να μην ήταν του λάχιστον δεκαπέντε ή είκοσι ετών παλιό. Στον Γκάρι έλειπε πολύ η μουσική. Ό ντας από παλιά μούσικόφιλος, όταν γλύτωσε από τα υ πόγεια της Βαρκελώνης πέρασε πολύ χρόνο προσπαθώντας να ενημερωθεί για τις πρόσφατες δουλειές των αγαπημένων του πα λιών συγκροτημάτων, καταβροχθίζοντας μαζί και ό,τι καλύτερο παραγόταν από τα καινούργια. Τώρα πια τίποτε απ' όλ' αυτά δεν ήταν δυνατόν. Ο Γκάρι αναρωτιόταν τι καταλάβαιναν τα κορίτσια από τους στίχους που επαναλάμβαναν, τις φράσεις που με τόση άνεση ανσφέρονταν σ' έναν χαμένο κόσμο. Όπως και να 'ναι τις ζήλευε, επειδή, αν μη τι άλλο, ανακάλυπταν καινούργια πράγματα. Τα κορίτσια άρχισαν να αυτοσχεδιάζουν χορευτικές κινήσεις και οι μεγάλοι τις συνόδευαν με παλαμάκια. Ο Γκόρντο εμφάνισε ένα μπουκάλι με κρασί, από το οποίο η Θάντι και η Έλενα δέχτη καν να πιούν λίγο. Ακόμα κι ο Γκάρι έκανε μια υποχώρηση. Η Γκρέις ήπιε μια γουλιά, το πρώτο της αλκοόλ απ' όσο τουλάχιστον ήξερε ο Γκάρι, μα δήλωσε πως το έβρισκε πικρό. Συνέχισαν να μιλούν κουτσοπίνοντας ήρεμα, ενώ τα αστέρια έ βγαιναν πάνω από τις Μεγάλες Πεδιάδες. Γύρω στα μεσάνυχτα έγινε μια μικρή φασαρία, όταν η Έλενα πετάχτηκε όρθια κατηγο ρώντας τον Γκόρντο πως της είχε βάλει χέρι. Αποδείχτηκε πως ή ταν η Θάντι, που είχε κάνει φάρσα. Ύστερα αποσύρθηκαν στις σκηνές τους. Η Γκρέις και ο Γκάρι, κουβαλώντας τον Μ άικλ, χώθηκαν στον μικρό πορτοκαλή θόλο που κουβαλούσαν από κοινού σε κομμάτια επί τόσα χρόνια, ενώ ο Γκόρντο με τις γυναίκες μπήκε στη μεγάλη, ανθεκτική, λαδιά στρα τιωτική σκηνή που είχαν δανειστεί για τη νύχτα. Ή ταν γύρω στις τρεις το πρωί, όταν ο Γκάρι ξύπνησε από το θόρυβο ενός αεροπλάνου που πετούσε χαμηλά. Βγήκε σκουντουφλώντας από τη σκηνή και είδε πως ο Γκόρντο και η Θάντι βρίσκονταν ήδη έξω. Ο Γκόρντο φορούσε το παντελό νι του, έχοντας το βλέμμα στραμμένο ψηλά. Τα αεροπλάνα περνού σαν μουγκρίζοντας και τα φώτα τους έμοιαζαν με κινούμενους α-
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
386
στερισμούς. Ο Θόρυβος ήταν κάτι περισσότερο από δυνατός· ή ταν εκκωφαντικός. «Δικά μας;» ούρλιαζε ο Γκάρι στον Γκόρντο. « Ό χ ι, διάολε! Είναι Μ ιγκ, ρωσικής κατασκευής. Γαμημένοι Μορμόνοι!» Άρπαξε το μπουφάν του και άρχισε να αποσυναρμο λογεί τη σκηνή του. Ο Γκάρι κοίταξε τη Θάντι τελευταία φορά. «Ντένβερ, λοιπόν». «Πρότζεκτ Σίτι. Θ α το Θυμάμαι», του απάντησε εκείνη. Ακούσε μια έκρηξη σαν μπουμπουνητό. Κοίταξε νοτιοανατολι κά, προς το Λίνκολν. Σφαίρες φωτιάς άνθισαν μέσ' στη νύχτα. «Γαμώ το!» είπε ο Γκόρντο. Έριξε τα πράγματα στο πίσω μέρος του τζιπ και κάθισε στο τιμόνι. «Εδώ φτάσαμε τελικά», προσέθεσε κι έβαλε μπροστά τη μηχανή. «Εμφύλιος πόλεμος για μια μισοβυΘισμένη διαπολιτειακή οδό. Ξέρετε, απόψε Θα μπορούσα να πετώ για τον Άρη. Η ΝΑΣΑ έχει σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα εκτόξευσης. Θα μπορούσα να βρίσκομαι κι εγώ στο διαστημόπλοιο, δεν είμαι ακόμα τόσο γέρος...» Κοίταξε τα αστέρια και γκάζωσε τη μηχανή. «Θα ανεβείτε εσείς οι δυο λεσβίες ή Θα περιμένω κι άλλο;»
60 ΜΑΙΟΣ 2034 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Το βίντεο στην ιστοσελίδα Toodlepip.com ήταν αμφιλεγόμενο. Δεν μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος για την ακριβή σειρά των γεγονότων στο Θολό πανόραμα των σπασμένων και μισολειωμένων πολικών πάγων, κάτω από έναν μολυβένιο ουρανό, με τις Θα μπές μορφές των ανθρώπων και τη μικρή αρκούδα που προσπα θούσε να βρει την ισορροπία της.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
387
Ο κατακλυσμός προκαλούσε ένα κύμα εξαφάνισης ειδών, που εντεινόταν ολοένα και περισσότερο. Σε όλο τον κόσμο τα ζώα α ναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τους βιοτόπους τους οι οποίοι εξα φανίζονταν, ή σφαγιάζονταν όταν ανταγωνίζονταν τους ανθρώπους για τα λιγοστά ψηλά σημεία της ξηρός που είχαν απομείνει. Τα που λιά ήταν πιο ευκίνητα, μα ο τρόπος ζωής τους ο σχετιζόμενος με την κατασκευή της φωλιάς και την τροφή ήταν ανέκαθεν ευάλωτος· υπέ φεραν ήδη από το ξεκίνημα του κατακλυσμού, όταν η έφηβη τότε Κρίστι παρατηρούσε μείωση στους πληθυσμούς τους στους κήπους. Επίσης, καθώς οι κλιματικές ζώνες μετατοπίζονταν ή βυθίζονταν, η βλάστηση έπρεπε να μετακινηθεί ή να υποκύψει· οι αλλαγές έρχο νταν πολύ γρηγορότερα από τον κύκλο ζωής των περισσότερων δέ ντρων και τα δάση που καίγονταν ή βούλιαζαν δεν αντικαθιστούνταν από άλλα. Ακόμα και ο κόσμος των μικροβίων άλλαζε, προκαλώντας καινούργιες επιδημίες που μάστιζαν την ανθρωπότητα. Ό μ ω ς οι περισσότερες απ' αυτές τις εξαφανίσεις δεν γίνονταν καν αντιληπτές· τα είδη ζωής στις παράκτιες περιοχές και στα ρηχά νερά, για παράδειγμα, χάνονταν σχεδόν αθέατα. Το ιδιαίτερο χα ρακτηριστικό του συγκεκριμένου ιστότοπου ήταν πως παρουσίαζε εικόνες από τις οριακές στιγμές τούτων των εξαφανίσεων· εικόνες των τελευταίων αντιπροσώπων ενός είδους ενώ υπέκυπταν στο σκο τάδι, που μεταδίδονταν ανώνυμα στους εναπομείναντες συνδρο μητές του ιστότοπου σε περίκλειστες Πράσινες Ζώνες σε ολόκλη ρο τον κόσμο. Μερικές από τις εικόνες δεν ήταν ιδιαίτερα θεαματι κές. Ήταν δύσκολο για ανθρώπους που δεν ήταν οικολόγοι να πεν θήσουν για την καταστροφή ενός κοραλλιογενούς υφάλου. Μ α τα χαριτωμένα θηλαστικά ήταν πάντα μια διαφορετική ιστορία. Ο ι πολικές αρκούδες πρωταγωνιστούσαν ανέκαθεν στις αφίσες των αγώνων κατά της παγκόσμιας υπερθέρμανσης του πλανήτη, η οποία είχε ξεκινήσει πολύ πριν από την καταστροφή. Τώρα, παντού γύρω από τον Αρκτικό Ωκεανό, η Toodlepip και διάφορες οργα νώσεις περίμεναν με άγχος ή ανυπομονησία την ώρα που οι πο λικές αρκούδες θα έβγαιναν από τη χειμέρια νάρκη τους, ένα κρί σιμο σημείο για την επιβίωση αυτών των ζώων. Εφόσον οι πάγοι
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
388
έλειωναν, οι μητέρες αρκούδες δεν 8α μπορούσαν να πιάσουν τις μικρές φώκιες, από το κρέας των οποίων εξαρτιόνταν μετά από τη χειμέρια νάρκη τους. Κι αν οι μητέρες δεν δα έτρωγαν, τότε τα μι κρά τους 8α λιμοκτονούσαν και όλα θα τελείωναν. Ο ι περισσότεροι ειδικο ί συμφωνούσαν πως η τελευταία άγρια πολική αρκούδα ήταν ένα τρισάθλιο, λιμασμένο κουτάβι με γούνα κατακίτρινη από τα ούρα της νεκρής μητέρας του. Μ ια και οι ζω ολογικοί κήποι είχαν προ πολλού εγκαταλειφθεί ως ακριβή πολυ τέλεια, αυτό το τελευταίο ελεύθερο ζώο ήταν πιθανότατα και το τε λευταίο του είδους του εν ζωή πάνω σε ολόκληρο τον πλανήτη, κι έτσι οι αρκούδες θα ακολουθούσαν τους ελέφαντες, τις τίγρεις και πολλά, πολλά ακόμα είδη στο τελικό τους καταφύγιο, σε τράπεζες γονιδίων και γονιμοποιημένων ωαρίων. Αυτό που δεν ξεκαθαρίστηκε από το βίντεο της Toodlepip ήταν αν το κουτάβι πέθανε από φυσικά αίτια ή αν το σκότωσε ο Εσκιμώος κυνηγός που είχε οδηγήσει το κινηματογραφικό συνεργείο σε κείνο το μακρινό σημείο του αρκτικού κύκλου, στον Καναδά. Ακό μα και τούτο, ήταν από μόνο του μια ενδιαφέρουσα είδηση, δηλαδή ότι ο τελευταίος Εσκιμώος είχε σκοτώσει την τελευταία αρκούδα. Έγινε τόση συζήτηση για το γεγονός, ώστε έφτασε μέχρι τις περι λήψεις των δελτίων ειδήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο.
61 ΙΟΥΝΙΟΣ 2035 Το ελικόπτερο της AxysCorp κατέβηκε από έναν αγριεμένο ουρανό. Υπήρχε ένα ελικοδρόμιο που το περίμενε στη σχεδία της Νάζκα, σημαδεμένο με ζωηρή κίτρινη μπογιά πάνω σε μια ασφυκτικά γε μάτη επιφάνεια η οποία σκαμπανέβαζε ανεπαίσθητα. Το σκάφος
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
289
κάθισε προσεκτικά. Η Λίλι, που το παρακολουθούσε από τη σχε δία κι ήξερε πως στους πιλότους της εταιρείας δεν άρεσε καθόλου να καθίζουν τα σκάφη τους πάνω στις πόλεις-σχεδίες, μπορούσε να διακρίνει την απροθυμία τους στον τρόπο που τα πιλοτάριζαν. Μ όλις η μηχανή έσβησε και οι έλικες άρχισαν να κόβουν τα χύτητα, ο Χουάν Βιλέγκας κατέβηκε σκυφτός σέρνοντας ένα κιβώ τιο πίσω του. Ο πιλότος, θυμίζοντας έντομο με τα γυαλιά ήλιου που φορούσε, παρέμεινε στην ασφάλεια της γυαλιστερής φούσκας του πιλοτηρίου του· ούτε καν έλυσε τη ζώνη του. Η Λίλι έτρεξε με το κεφάλι χαμηλωμένο κι έπιασε το κιβώτιο για να βοηθήσει τον Χου άν. Ο Βιλέγκας παραπάτησε πάνω στην ασταθή επιφάνεια. Το κι βώτιο δεν ήταν βαρύ, αλλά ήταν ογκώδες και δύσχρηστο. Προχώ ρησαν μαζί μέχρι την άκρη του ελικοδρόμιου. Η Λίλι σκέφτηκε πως ήταν δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι που έσερναν αποσκευές πάνω σ' εκείνη την ανώμαλη, φουσκωμένη επιφάνεια τη στρωμένη με πλα στικούς τάπητες. «Σ' ευχαριστώ», είπε ο Βιλέγκας με συναίσθημα. «Δεν περίμενα πως η επιφάνεια του νησιού θα ήταν τόσο ασταθής». «Μια χαρά τα πας», είπε η Λίλι και το εννοούσε. Ή ταν πια πε νήντα επτά χρονών, μόλις δυο χρόνια νεότερος από την ίδια. Τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά του είχαν ασπρίσει και φορούσε μια φόρμα της AxysCorp ταλαιπωρημένη, μπαλωμένη όσο αυτή που φορούσε κι η Λίλι, όχι πια ένα καλοσιδερωμένο κοστούμι. Παράμενε όμως ακόμα πανέμορφος, σκέφτηκε η Λ ίλι νιώ θοντας ένα σπάνιο τσίμπημα ζήλιας. «Πάντως, ήρθες εδώ. Πολλοί από τους κατοίκους του Πρότζεκτ Σίτι δεν πατούν ποτέ το πόδι τους στις πόλεις-σχεδίες». Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Το ξέρω. Να το πεις στον πιλότο μου». Η σχεδία σκαμπανέβασε πάλι κάνοντας και τους δύο να τρεκλίσουν, έτσι ώστε η Λίλι παραλίγο να ρίξει το κιβώτιο. «Η κα ταιγίδα πλησιάζει», είπε ο Βιλέγκας. Κοίταξε προς τα δυτικά, προς τον Ειρηνικό Ωκεανό με ανήσυχο βλέμμα. «Τη βλέπαμε από το ελι κόπτερο σαν ένα παραπέτασμα από μαύρα σύννεφα. Ο ι μετεωρολόγοι την είχαν προβλέψει από μέρες. Κι όταν το κύμα φτάσει εδώ,
390
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
αυτό 8α είναι το τέλος της Ν άζκα. Είσαι σίγουρη πως η σχεδία 8α αντέξει;» «Ό σο γίνεται να είμαι. Η καλύβα της Μ αρίας είναι εκεί κάτω - εννοώ τη Μ αρία Ράμος, τη δήμαρχο. Είναι το καλύτερο μέρος για να εξασφαλίσουμε τον εξοπλισμό». «Εσύ οδηγείς». Συνέχισαν τη μεταφορά. Η Λίλι είχε αναμειχθεί στην κατασκευή της σχεδίας, διευθύνοντας μια ομάδα μηχανικών της AxysCorp. Ο σκελετός της σχεδίας, το ποθετημένος σε μια μεγάλη απλωσιά στην καρδιά της παλιάς πό λης, είχε βάση ελαστικά και βαρέλια βενζίνης πάνω στα οποία εί χαν απλωθεί δοκάρια αρπαγμένα από κατεστραμμένα σπίτια. Ό λ α αυτά είχαν σκεπαστεί από πλαστικούς μουσαμάδες και επε ξεργασμένα αυλακωτά φύλλα σίδηρου, οτιδήποτε δεν θα διαλυό ταν εύκολα. Παράγκες και καλύβες είχαν κατασκευαστεί από πε ταμένα υλικά και είχαν δεθεί με σκοινιά γεμίζοντας την πλατιά ρά χη της σχεδίας, μοιάζοντας με βατράχια γραπωμένα πάνω σε κορ μό. Μ ια σημαία με κόκκινο σταυρό ανέμιζε πάνω από κάποια με γαλύτερη παράγκα, το ιατρικό κέντρο, ενώ υπήρχαν κι ορισμένες κάπως πιο εξελιγμένες κατασκευές, ένας ιστός μεταδόσεων, κε ραίες και μια ανεμογεννήτρια. Ό τα ν πριν από δύο χρόνια είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα, η θά λασσα βρισκόταν ακόμα μακριά και τα κύματά της έσκαγαν πολύ πιο κάτω από το υψόμετρο όπου βρισκόταν η Νάζκα. Φαινόταν τό τε γελοίο να κατασκευάζει κανείς μια σχεδία εκεί, τόσο ψηλότερα από τη στάθμη των νερών. Μ α μετά από είκοσι χρόνια πλημμύρας το ύψος της στάθμης αυτής, πλησιάζοντας τα οκτακόσια μέτρα πά νω από την αρχική επιφάνεια της θάλασσας, ανέβαινε με τον απί στευτο ρυθμό των εκατό μέτρων κατ' έτος, ενώ κι αυτός ο ρυθμός αυξανόταν ολοένα. Ξαφνικά λοιπόν το νερό, φτάνοντας ακόμα και σ' εκείνη την ορεινή περιοχή, είχε ήδη αρχίσει με την τεράστια και ανελέητη δύναμή του να σηκώνει τη σχεδία από το έδαφος της πό λης που την είχε γεννήσει.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
391
Ο τόπος ήταν γεμάτος κόσμο που αγωνιούσε καθώς πλησίαζε η ώρα της τελικής εκκένωσης. Άνθρωποι έτρεχαν όλο άγχος φορ τωμένοι στρώματα, σεντόνια και κουβέρτες, μπόγους με ρούχα, πα νέρια γεμάτα τρόφιμα, κατσαρόλες και τηγάνια, έπιπλα, κουβάρια κλωστής και σύρματος, φτυάρια, αξίνες, οτιδήποτε Θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, όταν η σχε δία θα βρισκόταν ολομόναχη στη μέση του ωκεανού. Έφτασαν στην κατοικία της Μ αρίας Ράμος και άφησαν κάτω το κιβώτιο. Η Αίλι προχώρησε προς τη χοντροφτιαγμένη πόρτα. «Μαρία! Η Αίλι είμαι. Φέραμε τον εξοπλισμό της AxysCorp». Ενώ περίμεναν, ο Βιλέγκας κοίταξε γεμάτος περιέργεια τις λε πτομέρειες εκείνης της κατοικίας της κτισμένης πάνω στη σχεδία. Ο δημαρχιακός οίκος ήταν απλώς μια ακόμα παράγκα, φτιαγμένη από φύλλα σίδερου και πόρτες παρμένες από κάποιο εγκαταλειμ μένο κτήριο. Κότες και γουρούνια κινούνταν ανήσυχα μέσα σε κλου βιά φτιαγμένα από πλαστικό πλέγμα. Πλατιά δοχεία ήταν δεμένα με σκοινιά πάνω στην οροφή, για να συγκεντρώνουν το νερό της βροχής. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν βιαστικοί, ενήλικες και παι διά, φορτώνοντας πράγματα κι εκεί όπως και σε κάθε άλλο σημείο. Η Αίλι αναγνώριζε στο περίπου τα παιδιά και τα εγγόνια της Μ α ρίας. Συνεργαζόταν με αυτήν τη γυναίκα εδώ και χρόνια. Ένα παιδί πέρασε από μπροστά τους, ξαφνιάζοντας τον Βιλέγκας. Ήταν μια κοπελλίτσα όχι μεγαλύτερη από πέντε χρονών, αλ λά κουβαλούσε πάνω στο κεφάλι της ένα ψάθινο πανέρι γεμάτο ρούχα. Υπήρχαν πολλά παιδιά τριγύρω, μωρά μα και νήπια που οι γονείς τους τα μετέφεραν μέσα σε θήκες στις πλάτες τους. «Ο Ν έιθαν θα απογοητευτεί που τα προγράμματα ελέγχου των γεννήσεων και οι διαλέξεις του περί "οικειοθελούς περιορισμού" δεν έπιασαν τόπο», είπε ο Βιλέγκας. Η Αίλι μούγκρισε. «Φαίνεται πως όταν απειλήσαι κυριαρχούν βαθύτερα ορμέμφυτα». «Μάλλον έτσι είναι. Λέγεται πως μετά από κάθε πόλεμο ο πλη θυσμός αυξάνεται κατακόρυφα. Και τι είναι αυτό αν όχι ένας πλα νήτης σε πόλεμο; Ο Ν έιθαν θα έπρεπε να πει στα άτομα του στε-
392
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νού του κύκλου να βγουν από το τεχνολογικό οχυρό τους και να ρίξουν μια καλή ματιά σε όσα συμβαίνουν εδώ έξω» Πράγμα που, προς τιμή του, έκανε κι ο ίδιος ο Χουάν. Κα9ώς τα χρόνια περνούσαν, η Λίλι είχε αρχίσει να διακρίνει επάνω του δυνάμεις που δεν είχε αντιληφθεί στον δανδή της καλής κοινω νίας που είχε πρωτοσυναντήσει. Ο Χουάν θεωρούσε πάντα τον εαυτό του βαρύνουσα μορφή της κοινωνίας του, ανεξάρτητα από το πατρονάρισμα του Ν έιθα ν και τη συμπεριφορά του. Ό σ ο για τη χριστιανική του πίστη, η οποία είχε περάσει από την σκληρή φά ση της Νέας Διαθήκης, εκφραζόταν τώρα πιο γενναιόδωρα. Είχε γίνει ένας χρήσιμος σύμμαχος της Λίλι στην αυλή του Νέιθαν. Και παρά τα περιστασιακά τσιμπήματα ζήλιας, χαιρόταν που ο Χουάν είχε φέρει ένα είδος σταθερότητας τα τελευταία χρόνια στην πά ντα ταραχώδη ζωή της αδελφής της. Η Μ αρία βγήκε από το σπίτι της. Φορούσε ένα ξεθωριασμένο μάλλινο φόρεμα, το πρόσωπό της ήταν βρόμικο κι έδειχνε κουρα σμένη και με τεντωμένα νεύρα. «Ώστε ήρθες, τελικά», είπε στη Λίλι. «Όπως το είχα υποσχεθεί. Από δω ο Χουάν Βιλέγκας· Χουάν, η Μαρία· είναι...» «Σε ξέρω», είπε η Μ αρία λοξοκοιτάζοντάς τον. «Κάποτε ήσουν συνεχώς στις σελίδες των κοσμικών περιοδικών. Ήσουν ένας πλέιμπόι. Έβγαινες με τραγουδίστριες και τενίστριες». Τα Αγγλικά της ήταν καλά, με μια ελαφριά ισπανική και ντόπια προφορά. Ο Χουάν σήκωσε τους ώμους αμήχανα. «Πάει πολύς καιρός από τότε. Ή ταν ένας διαφορετικός κόσμος». «Αυτό είναι αλήθεια. Πάντως, είναι προφανές πως καταφέρ νεις να επιβιώνεις, έτσι δεν είναι;» «Όπως κι εσύ», είπε εκείνος ευγενικά. Μ ια αύρα φυσούσε ανάμεσα στα τεντωμένα σκοινιά και μερι κές σταγόνες βροχής έπεσαν πάνω στον πλαστικό μουσαμά κάτω από τα πόδια τους. Κοίταξαν προς τα δυτικά, εκεί όπου μόλις για μια στιγμή το φως του ήλιου κατάφερε να διαπεράσει τα σύννεφα της καταιγίδας. Η Μ αρία παραμέρισε μια γκριζόμαυρη τούφα μαλ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
393
Χιών από το μέτωπό της και, όταν το φως έλουσε το πρόσωπό της, αποκάλυψε μια πανέμορφη πενηντάρα γυναίκα με κάτι ινδιάνικο στην όψη παρά το χριστιανικό της όνομα. Μ α τα μαύρα μάτια της πρόδιδαν ένταση και τα γεμάτα χείλη της ήταν σουφρωμένα. Η Λίλι τα είχε προσέξει όλα αυτά ήδη όσο Βρισκόταν στις Άνδεις. Η Μ αρία ανήκε σε μια γενιά που είχε ζήσει μια τεράστια μετεγκατάσταση. Αναγκασμένη να εγκαταλείψει τη Λίμα τότε που ήταν νέα, ήρθε εκεί για να φτιάξει το καινούργιο της σπίτι και εί χε αντέξει μισή ζωή εξαντλητικής δουλειάς για την μετατροπή άγο νων εδαφών σε καλλιεργήσιμα. Τώρα η θάλασσα σκέπαζε χωρά φια που είχαν εκχερσωθεί μόλις πριν λίγα χρόνια και η Μαρία έ πρεπε να μετακινηθεί ξανά. Ή ταν κάτι που οι άνθρωποι δυσκο λεύονταν να υποφέρουν. Ο ι πιο ηλικιωμένοι ένιωθαν εξουθενω μένοι, ανίκανοι να αντέξουν έναν ακόμα ξεριζωμό. Ο ι νέοι, από την πλευρά τους, δεν έδειχναν καμιά διάθεση να εγκαταλείψουν τη μο ναδική πατρίδα που είχαν γνωρίσει και κατηγορούσαν τους μεγα λύτερους για τη σπατάλη η οποία προκάλεσε εκείνη την παγκόσμια καταστροφή. Ακόμα και τώρα, που το τεράστιο έργο της τελικής εκ κένωσης ξετυλιγόταν, ξεσπούσαν οικογενειακές έριδες, διαζύγια, αυτοκτονίες, φόνοι. «Η καταιγίδα πλησιάζει», είπε η Μ αρία. «Καλύτερα να φύγετε πριν μας χτυπήσει». Η Λίλι ένιωθε ασαφώς πληγωμένη από αυτό τον απότομο απο χαιρετισμό. «Σας φέραμε το συνηθισμένο πακέτο της AxysCorp. Μ ια συσκευή δορυφορικής πλοήγησης. Πενήντα κινητά τηλέφω να...» Ή ταν όλα προϊόντα των εργοστασίων υψηλής τεχνολογίας του Πρότζεκτ Σίτι, προορισμένα να αντέχουν στην ταλαιπωρία και στον χρόνο, αν και πολλά απ' αυτά ήταν συναρμολογημένα από κομμάτια παλιότερων μηχανημάτων που είχαν διασωθεί. Ήταν το συνηθισμένο δώρο του Ν έιθα ν Λάμοκσον σε κάθε καινούργια πλωτή κοινότητα, ένας τρόπος για να διατηρεί επαφή μαζί τους, ίσως και να ασκεί κάποιον έλεγχο επάνω τους. Η Μ αρία έριξε μια ματιά μέσα στο κιβώτιο. «Ευχαριστούμε», είπε ανέκφραστα.
394
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ελπίζω πως θα διατηρήσουμε επαφή, Μ αρία. Διαθέτουμε ένα πρόγραμμα δρομολογίων των ελικοπτέρων. Αν υπάρξουν επείγο ντα περιστατικά και ιατρικές ανάγκες, το Πρότζεκτ Σίτι μπορεί να σας βοηθήσει...» «Αυτή η σχεδία δεν θα μπορούσε να κατασκευαστεί χωρίς τις συμβουλές των μηχανικών σας, Λίλι», παραδέχτηκε η Μ αρία. «Ό μω ς, ας μη λέμε ψέματα ο ένας στον άλλο. Η AxysCorp εν θαρρύνει τις κοινότητες που βυθίζονται να κατασκευάσουν σχεδίες, επειδή διαφορετικά όλοι μας θα γινόμασταν πρόσφυγες και θα πλημμυρίζαμε τα υψίπεδά σας. Και τι θα συνέβαινε τότε;» «Έλα τώρα, Μ αρία! Γνωρίζεις πώς είναι τα πράγματα. Έχου με ήδη ξεπεράσει τη Θεωρητική χωρητικότητα του υπάρχοντος ε δάφους. Πρέπει να βρούμε λύσεις». «Ξέρω, ξέρω. Μ α δεν υπάρχει χώρος για μια ακόμη κωμόπο λη, μια ακόμα οικογένεια - ένα ακόμα παιδί;» «Ό λοι πρέπει να πάρουμε αποφάσεις», είπε ο Βιλέγκας. Η Μ αρία σήκωσε τους ώμους. «Πράγματι». Ακολούθησε άλ λη μια ριπή ανέμου και περισσότερες σταγόνες βροχής. Το χρυ σαφένιο φως έσβησε, τα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και η σχεδία σκαμπανέβασε ξανά ανήσυχα κάτω από τα πόδια τους. Ο Χουάν κοίταξε τη Λ ίλι. «Θα ήταν φρόνιμο να επιστρέφουμε, πριν ο πιλότος χάσει την ψυχραιμία του και φύγει χωρίς εμάς». «Φύγετε, φύγετε», είπε η Μ αρία και τους γύρισε την πλάτη. Η σχεδία σκαμπανέβαζε συνεχώς πια, με αποτέλεσμα ο Χουάν να πέσει μπρούμυτα όταν σκόνταψε σε ένα πλαστικό σκοινί. Ο ι κάτοι κοι της Νάζκα έτρεχαν μαζεύοντας μέσα τα παιδιά, δένοντας τα τε λευταία ελεύθερα αντικείμενα. Μέχρι οι δυο να φτάσουν στο ελι κόπτερο, ο άνεμος φυσούσε μανιασμένα και η βροχή έπεφτε βαριά. Ο ι έλικες του ελικοπτέρου γύριζαν ήδη και μέσ' από το μουσκεμέ νο του πιλοτήριο ο πιλότος τούς έκανε νόημα να βιαστούν. Μ όλις ο Χουάν έκλεισε την πόρτα, ο πιλότος γκάζωσε τη μη χανή και το ελικόπτερο σηκώθηκε. Η αργή κίνηση της σχεδίας αντικαταστάθηκε από ένα πιο απότομο τράνταγμα καθώς οι έλικες
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
395
του ελικοπτέρου δάγκωναν τον ταραγμένο αέρα της καταιγίδας. 'Οταν το σκάφος βούτηξε κι έστριψε βόρεια, η Λίλι κοίταξε από ψηλά τη σχεδία της Νάζκα. Ήταν μια ετοιμόρροπη κατασκευή, που υψωνόταν ανάμεσα στις οροφές των σπιτιών και των πλημμυρι σμένων δρόμων εκείνης της παλιάς, ξασπρισμένης από τον ήλιο αποικιακής πόλης. Η επιφάνειά της ήταν φορτωμένη με παράγκες και ανεμογεννήτριες, ενώ κάδε επίπεδη οροφή της γυάλιζε από τα δοχεία και τους κουβάδες συλλογής του βρόχινου νερού. Χώμα ήταν απλωμένο στο κέντρο της σχεδίας πάνω σε ένα στρώμα από πέτρες, ένας χλομός καφετής λεκές που έμελλε να γίνει πλωτό χω ράφι. Η Λίλι σκέφτηκε πως σχεδόν όλα τα υλικά της σχεδίας προϋπήρχαν του κατακλυσμού, περιττά αλλά άφδαρτα σκουπίδια που ήταν τώρα δεμένα μεταξύ τους ώστε να δημιουργήσουν εκείνη την καινούργια πατρίδα, η οποία ανυψωνόταν σαν όνειρο πάνω από την πόλη που πνιγόταν. Τότε η δάλασσα άρχισε να φουσκώνει, ψηλά κύματα ήρδαν από τα δυτικά και η σχεδία αναδεύτηκε. Η Λίλι είδε σκοινιά να κόβο νται, κομμάτια της υπερδομής να σπάζουν και να ξεκολλούν, ανδρώπους να επιχειρούν βιαστικές επιδιορδώσεις. Μα το ελικόπτε ρο κινήδηκε βόρεια και η σχεδία με τη βυδιζόμενη πόλη χάδηκαν. Καδώς ο πιλότος βρήκε πιο ήρεμο αέρα, η σιγουριά του με γάλωσε. Μετά από λίγα λεπτά πτήσης, έδειξε κάτω. «Είναι η τελευ ταία σας ευκαιρία να τα δείτε», φώναξε στους επιβάτες. Η Λίλι κοίταξε. Κάπου είκοσι πέντε χιλιόμετρα μακριά από τη Νάζκα, πετώντας βορινά για να ξεφύγουν από το μέτωπο της κα ταιγίδας, περνούσαν πάνω από μια πεδιάδα που κάποτε δα έπρε πε να ήταν άνυδρη και έρημη, μα τώρα πλημμύριζε από γκρίζο δαλασσινό νερό. Ο Χουάν έσκυψε από πάνω της για να δει. «Τα πελώρια σχέ δια στο έδαφος της Νάζκα. Η αρχική τους ανακάλυψη έγινε από αεροπλάνα, ξέρεις. Τα έχεις δει;» «Με έχει φέρει ο Νέιδαν απ' αυτά τα μέρη μια-δυο φορές». Ή ταν η πάμπα, κάποτε μια από τις πιο άνυδρες ερήμους "ου κόσμου. Στους αρχαίους κατοίκους της χρησίμευε σαν τεράστιο
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
396
μπλοκ ιχνογραφίας και τα σχέδιά τους, τα οποία είχαν δημιουργή σει μετακινώντας τις πέτρες ώστε να αποκαλυφθεί το πιο ανοιχτόχρωμο έδαφος από κάτω τους, είχαν διατηρηθεί εξαιτίας της με γάλης ξηρότητας. Ό μω ς τώρα πια τίποτα δεν δα απέμενε από τα παράξενα, με ηλικία παραπάνω από μια χιλιετία γεωμετρικά σχέ δια που είχαν χαραχτεί στο έδαφος - από τον πίθηκο, την αράχνη, το λουλούδι και τα περίτεχνα πουλιά· όλα σβήνονταν από το αλ μυρό νερό του ωκεανού. «Άλλος ένας θησαυρός της ανθρωπότητας χάνεται», είπε ο Χουάν ανέκφραστα. Το ελικόπτερο σηκώθηκε ακόμα ψηλότερα. Κοιτάζοντας πίσω προς τα νοτιοδυτικά, η Λίλι μπορούσε να δει τον φουρτουνιασμένο Ειρηνικό να ανεβαίνει στις Άνδεις. Έβλεπε ωκεανό και στα βόρεια και στα ανατολικά, μια θάλασσα πιο ήρεμη, γκρίζα σαν ατσάλι, προέκταση του Ατλαντικού που είχε κυριεύσει την ηπείρο και τώρα έγλειφε τα βουνά. Ο Ειρηνικός και ο Ατλαντικός ήταν κι οι δυο ορα τοί με μια ματιά. Παντού κατά μήκος των νέων ακτογραμμών, στα ανατολικά και δυτικά των βουνών, οι σχεδίες συσσωρεύονταν σαν φαντάσματα των πόλεων που βρίσκονταν ήδη κάτω από το νερό. Ο Χουάν Βιλέγκας έγειρε πίσω στο κάθισμά του και έκλεισε τα μάτια του.
62 «Είμαι σίγουρος», είπε ο Ντομίνγκο Πράντο. Περπατώντας μπρο στά από τον Γκάρι, με την Γκρέις πίσω τους, άνοιγε δρόμο μέσα στις πράσινες σκιές του παναμέζικου δάσους. Είχε στα χέρια τη ματσέτα του και στη ζώνη του παντελονιού το περίστροφό του, χω μένο κάτω από το κρεμασμένο στην πλάτη του σακίδιο. Ο Ντο-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
397
μίνγκο ήταν γύρω στα σαρανταπέντε, κάπως μεγαλύτερος από τον Γκάρι. Ήταν γεροδεμένος αλλά λεπτός και βάδιζε στην κατηφοριά με μεγάλες, άνετες δρασκελιές. Ο Γκάρι σκέφτηκε πως μετά από τόσα χρόνια πεζοπορίας όλοι ήταν λεπτοί στην καλύτερη περίπτω ση και αποστεωμένοι στη χειρότερη. Αν κι ήταν ακόμα μόλις δέ κα το πρωί, ο Ντομίνγκο είχε μουσκέψει με τον ιδρώτα του την πλάτη του πουκαμίσου και το γείσο του ταλαιπωρημένου ψάθινου καπέλου του, ακόμα και τον μουσαμά του σακιδίου του. Ιδροκο πούσε όπως και τη στιγμή που ο Γκάρι τον είχε πρωτοσυναντήσει, εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα και πολλά χρόνια πριν. «Πες μου γιατί είσαι σίγουρος», φώναξε η Γκρέις. «Επειδή ξέρω αυτό τον τόπο. Τον Παναμά, τη ζώνη της διώρυ γας. Κάποτε ήμουν δασοφύλακας στο εθνικό πάρκο Τσάνγκρες, που βρισκόταν από την κολομβιανή πλευρά της διώρυγας, ανατο λικά της λίμνης Αλαχουέλα. Θ α δεις. Αμα περάσουμε από εκεί, θα σας οδηγήσω καλά. Ξέρω το μέρος σαν την τσέπη μου». «Ασφαλώς», είπε ο Γκάρι. «Όπως ξέρεις και τη Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαντόρ, την Ονδούρα και τη Νικαράγουα...» «Έι», έκανε ο Ντομίνγκο και γύρισε χαμογελώντας πονηρά προς τον Γκάρι. Το πρόσωπό του ήταν τόσο σκοτεινό μέσ' τις πράσινες σκιές, ώστε η έκφρασή του μόλις και μετά βίας φαινόταν. «Σας απογοήτευσα ποτέ;» «Μ ας απογοητεύεις κάθε μέρα, φιλαράκο», είπε ο Γκάρι πι κρόχολα. Στα λόγια του υπήρχε μια δόση αλήθειας και μια δόση ψέματος. Καθώς κινούνταν νότια διασχίζοντας τις δύο αμερικανικές ηπεί ρους, οι περιπλανώμενοι εργάτες είχαν γρήγορα μάθει πως χρει άζονταν οδηγούς. Δεν μπορούσες πια να βασίζεσαι στους πολύ τιμους παλιούς χάρτες που η δήμαρχος κουβαλούσε στο κλειδω μένο μπαούλο της· ακόμα και τα στοιχεία των δορυφόρων που παρείχε ένα ολοένα και πιο προβληματικό δίκτυο δεν ήταν πια αρ κετά, επειδή ο κόσμος άλλαζε συνεχώς καθώς η θάλασσα κατέ τρωγε την ξηρά στα χαμηλότερα τμήματά της. Ύστερα υπήρχαν και θέματα πολιτικής. Καθώς κατευθύνονταν
398
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νότια σε ό,τι είχε απομείνει από τις ΗΠΑ, πέρασαν σύντομα τα σύ νορα των δυο Χίγο-πολύ κρατικών οντοτήτων που διέθεταν κυβερ νήσεις σε λειτουργία, τα λείψανα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης που ήταν ακόμα περιχαρακωμένη στο Ντένβερ και τον θανάσιμο αντίπαλό της, τη μορμονική διοίκηση της Γιούτα. Ο νόμος εφαρμο ζόταν ή αποσπασματικά ή καθόλου. Σε ορισμένα μέρη μπορούσες να εργαστείς με αντάλλαγμα ένα κομμάτι γης όπου θα σου επιτρε πόταν να κατασκηνώσεις, τροφή και καθαρό νερό. Σε άλλα μέρη κοινότητες ληστών δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να λυμαίνονται τους περαστικούς πρόσφυγες - αν και η Περιπλανώμενη Πόλη, η οποία διέθετε ακόμη χίλιους κατοίκους, αποδεικνυόταν συνήθως αρκετά μεγάλη ώστε να αποτρέπει όλους τους επιδρομείς εκτός από τους πιο αποφασισμένους. Ο κόσμος ήταν μια κουρελού ευ καιριών και απειλών, που άλλαζε μορφή συνεχώς. Χρειαζόταν λοι πόν κάποιος που να γνωρίζει καλά την κάθε περιοχή. Ο Ντομίνγκο Πράντο είχε προσκολληθεί στην Περιπλανώμενη Πόλη κοντά στα σύνορα του Μεξικού. Υπήρχαν και χειρότεροι απ' αυτόν. Γνώριζε, στ' αλήθεια, πολλά πράγματα για τις περιοχές της Κεντρικής Αμερικής. Έκανε λάθη, βέβαια, κυρίως εξαιτίας της συ νήθειάς του να επιμένει με πείσμα σε κάθε άποψή του αντί να πα ραδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις την άγνοιά του. Αν μη τι άλ λο, όμως, ήταν πραγματικά λάθη ή αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Γκάρι. Ποτέ δεν μιλούσε για το παρελθόν του και για το πώς έχασε την όποια ιδιαίτερη πατρίδα του, ούτε και είχε πει ποτέ αν είχε γυναί κα ή παιδιά. Υπήρχαν πάμπολλοι άνθρωποι σαν κι αυτόν στον κό σμο, ξεμοναχιασμένοι, επιζώντες ενός πνιγμένου παρελθόντος. Το μόνο που ζητούσε για την καθοδήγηση που προσέφερε, ήταν φα γητό και μια ευκαιρία για ταξίδι και περιπέτεια. Χωμένοι σ' εκείνο το δάσος, όπως και να 'ναι, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εμπιστευθούν τον Ντομίνγκο, και έτσι συνέχιζαν. Κάτι σύρθηκε μέσα στη βλάστηση ξαφνιάζοντας τον Γκάρι κάποιο πόσουμ, ίσως. Ένα πουλί φτερούγισε κρώζοντας από πά νω τους, μια αστραπιαία πινελιά χρώματος. Δεν είχε ιδέα τι πλά σματα ήταν εκείνα. Βρίσκονταν στη διώρυγα του Παναμά, σε ένα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
3(?9
μέρος όπου οι δυο ήπειροι είχαν συγκρουστεί μόλις τρία εκατομ μύρια χρόνια πριν και όπου οικοσυστήματα τα οποία παρέμεναν χωρισμένα από την εποχή της διάσπασης των υπερηπείρων είχαν συναντηθεί ξανά. Τούτο ονομαζόταν «Μεγάλη Αμερικανική Ανταλ λαγή». Το αποτέλεσμα, εκεί, στη γέφυρα ανάμεσα στους δυο κό σμους, ήταν εξωτικό και άγνωστο στα μάτια του Γκάρι. Το τροπι κό δάσος έμοιαζε με καθεδρικό ναό, με τα πράσινα φυλλώματα σαν βιτρό και το φιλτραρισμένο φως να λάμπει πάνω σε δέντρα λε πτά σαν γοτθικούς κίονες. Την περισσότερη ώρα όλη του η προ σοχή ήταν στραμμένη στο πού πατάει τα πόδια του. Μ α ήταν τανέμορφα, όλα πραγματικά πανέμορφα. Ακούσε κάπου πίσω του ένα πιο ανεπαίσθητο θρόισμα. Ήταν ομάδες της φρουράς της δημάρχου, που τους παρακολουθούσαν από απόσταση. Ποτέ δεν ταξίδευες μόνος. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, βρέθηκαν έξω από τη ζούγκλα. Και ο Γκάρι συνειδητοποίησε πως εκείνη τη μέρα ο Ντομίγκο είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος του. Στέκονταν μπροστά σε μια απέραντη υδά τινη επιφάνεια. Η πλαγιά κατηφόριζε μέχρι το νερό, μόλις δέκα ή είκοσι μέτρα πιο κάτω από το σημείο όπου βρίσκονταν. Μπορούσε να δει κανείς την πλημμυρισμένη ζούγκλα· το πράσινο χαλί της, κατακερματισμένο, κάλυπτε την πλαγιά μέχρι που έφτανε στο νερό και κάποια δέντρα που ζούσαν ακόμα ξεπρόβαλλαν από την επιφάνειά του. Πέρα απ' αυτό η θάλασσα απλωνόταν μπροστά τους γκρίζα και ήρεμη, μέ χρι το σημείο όπου υψώνονταν κάποιοι πράσινοι λόφοι χιλιόμετρα μακριά τους προς τα βορειοανατολικά. Στον ακάλυπτο χώρο η ζέστη ήταν έντονη. Αποσύρθηκαν σε μια μικρή σκιά σκουπίζοντας τα μέτωπά τους, χαλαρώνοντας τα πουκάμισά τους, απομακρύνοντας μουσκεμένα υφάσματα από τη σάρκα τους. «Γαμώ το», είπε ο Ντομίνγκο. Κάθισε κάτω σκουπίζοντας τον ιδρώτα με το χέρι του. «Λοιπόν, τι είν' αυτό;» είπε η Γκρέις.
400
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Η ζώνη της διώρυγας», απάντησε ο Ντομίγκο. Έκανε μια χει ρονομία. «Κοιτάζουμε προς τα βορειοανατολικά, έτσι δεν είναι; Στο σημείο αυτό ο ισθμός» -μετά βίας μπόρεσε να προφέρει τη λέξη«κάνει μια παράκαμψη. Συνδέει τη Βόρεια με τη Νότια Αμερική, αλλά εδώ σχηματίζει μια καμπύλη προς τα βορειοανατολικά για καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα. Έτσι έχουμε τον Ατλαντικό στα δυ τικά μας, εκεί κάτω, και τον Ειρηνικό στα ανατολικά μας. Ο λό κληρη η περιοχή μεταμορφώθηκε με το άνοιγμα της διώρυγας, η οποία ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό κανάλι. Ήταν ένα είδος υγρής γέφυρας, με χωριστές δεξαμενές που σήκωναν η καθεμιά με τη σειρά της τα καράβια κι από τις δυο πλευρές. Εκεί κάτω ήταν η λίμνη Γκατούν, η οποία δημιουργήθηκε από ένα φράγ μα προς την πλευρά του Ατλαντικού». Ο Γκάρι έριξε μια ματιά στην κατηφοριά. «Αυτή δεν είναι η λί μνη Γκατούν. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για κάποιο πλημ μυρισμένο κομμάτι της ενδοχώρας. Στη χειρότερη περίπτωση, η θάλασσα έφτασε μέχρι εδώ». «Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε πρόβλημα», είπε ο Ντομίνγκο. «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ανακαλύψουμε τι ακριβώς συμ βαίνει», είπε η Γκρέις. Σηκώθηκε όρθια, έφτιαξε το πανάρχαιο καπέλο του μπέιζμπολ στο κεφάλι της και κατηφόρισε προσεχτικά την πλαγιά προς την κατεύθυνση του νερού. Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά, δημιουργώντας εκτυφλωτικές ανα λαμπές στην επιφάνεια του νερού. Από το σημείο που στεκόταν ο Γκάρι έβλεπε το εκτυφλωτικό φως να τυλίγει τη σιλουέτα της Γκρέις, κάνοντάς τη να φαίνεται λεπτότερη και ψηλότερη απ' ό,τι ήταν. Τα μπράτσα της ήταν γυμνά και μπορούσε να διακρίνει τους νευρώδεις δικεφάλους της. Ήταν πια είκοσι χρονών· μια δύσκολη έφηβος που είχε μεταμορφωθεί σε δυνατή γυναίκα. Δεν θα μπο ρούσε κανείς να την πει όμορφη, τουλάχιστον όχι με τη συμβατική έννοια της ομορφιάς. Πάντως ο Γκάρι διέκρινε ομορφιά στην υ γεία, στη δύναμη και στους τρόπους της, ένα είδος πρωτόγονης ομορφιάς που ταίριαζε με τον κόσμο όπου είχε μεγαλώσει - τον κόσμο στον οποίο ήταν πρόσφυγας από την ηλικία των πέντε ετών.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
401
Παρατηρώντας τη, ο Γκάρι ένιωσε υπερήφανος. Δεν 8α κατάφερναν εντέλει να την προστατέψουν από τον κατακλυσμό - αυ τός κι ο Μ άικλ Θάρλεϊ, ο καημένος ο Μ άικλ ο οποίος πέθανε μα κριά από την πατρίδα του, από τις μαχαιριές που είχε δεχτεί στη Νεμπράσκα. Ό μ ω ς είχαν καταφέρει να την οδηγήσουν στην ενηλικίωση κάνοντάς τη σίγουρη, ικανή, υγιή, εφοδιασμένη για έναν επικίνδυνο κόσμο, ψυχικά υγιή. Σίγουρα υπήρχαν πολύ χειρότερες μοίρες για μια νεαρή γυναίκα που μεγάλωνε σε τούτη την κατα κερματισμένη εποχή. Εκείνη στο μεταξύ έφτασε κάτω. Έσκυψε, έβαλε το χέρι της στο νερό που κυμάτιζε κι έφερε τη χούφτα στο στόμα της. Έφτυσε αμέ σως. «Αλμυρό», είπε. «Αυτό ήταν, λοιπόν», είπε ο Ντομίνγκο πικρόχολα. «Το πιο θαυμαστό μηχανικό επίτευγμα της ανθρωπότητας χάθηκε! Έσβη σε σαν κάστρο από άμμο σε μια παραλία». «Και ο ισθμός κόπηκε», είπε ο Γκάρι. «Η Βόρεια και η Νότια Αμερική χώρισαν πάλι για πρώτη φορά εδώ και τρία εκατομμύρια χρόνια. Είναι εκπληκτικό, αν το καλοσκεφτεί κανείς». Ο Ντομίνγκο σήκωσε το φρύδι ειρωνικά. «Το πρόβλημα εί ναι», είπε με πρακτικό ύφος, «πως αν θέλουμε να φτάσουμε στους φίλους μας στην Άνδεις θα πρέπει να διασχίσουμε τη θάλασοα. Αλλά πώς;» «Τι θα έλεγες αν περνούσαμε με πλοίο;» Η Γκρέις στάθηκε όρ θια και έδειξε ανατολικά, προς την ακτή των στενών. Ένα σκάφος βρισκόταν πιο πέρα στο νερό, ένα ταλαιπωρημέ νο καΐκι με γυαλιστερό κατάρτι, δεμένο χαλαρά σε κάποιο ετοιμο θάνατο δέντρο.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
402
63 Κάποιος τους φώναξε από το σκάφος: «Πόσοι είσαστε;» Ο Γκάρι λοξοκοίταξε τον Ντομίνγκο. «Αμερικάνικη προφορά. Από τη Φλόριντα ίσως;» «Μπορεί». Ο Γκάρι έκανε τα χέρια του χωνί και απάντησε: «Εδώ, τρεις! Υπάρχουν κι άλλοι στο δάσος». Ακολούθησε μια μικρή περίοδος σιωπής. Κατόπιν η φωνή είπε: «Σας σημαδεύω από δω. Και κάποια από τα παλληκάρια μου βρί σκονται από πάνω σας και σας σημαδεύουν στην πλάτη. Εντάξει;» «Εντάξει». Πάντα αυτό συνέβαινε όταν συναντούσες ξένους, στην καλύ τερη περίπτωση. Επίδειξη δύναμης, όπλων και πολεμιστών που μπορεί και να μην υπήρχαν. Αν κανείς ήταν άτυχος, δεχόταν μια σφαίρα πριν καν αντιληφθεί πως κάποιοι βρίσκονταν γύρω του. «Τι θέλετε;» «Να περάσουμε απέναντι», απάντησε ο Ντομίνγκο. Έδειξε με το χέρι. «Πέρα από τη διώρυγα, προς το Ντάριεν». «Θέλουμε μόνο να περάσουμε», φώναξε ο Γκάρι. «Πάμε για το Περού». «Για το Περού, ε;» «Ναι. Δεν έχουμε πρόθεση να μείνουμε εδώ». Ακολούθησε ένα ακόμα μεγαλύτερο διάστημα σιωπής. Μετά ο Γκάρι είδε μια λέμβο να κατεβαίνει στο νερό, με τη βοήθεια σκοι νιών και τροχαλιών. «Θα έρθω να το κουβεντιάσουμε. Να θυμά στε πως σας σημαδεύουμε. Αυτός είναι ο τόπος μου και τον ξέρω πολύ καλύτερα από σας». Ο Γκάρι άπλωσε τα χέρια. «Δεν είμαστε απειλή για σας». Δυο άνδρες κατέβηκαν από μια ανεμόσκαλα στη βάρκα. Ο ένας κινιόταν λίγο πιο μουδιασμένα από τον άλλον. Κωπηλάτησαν με κοφτές κινήσεις, καλύπτοντας τις λίγες εκατοντάδες μέτρα που
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
403
τους χώριζαν από την ακτή. Ο Γκάρι, η Γκρέις και ο Ντομίνγκο κατέβηκαν την πλαγιά και ακολούθησαν την ακτογραμμή για να συναντήσουν τη λέμβο καθώς πλησίαζε. Εκείνη άραξε σε ένα ση μείο το οποίο, όπως μπορούσε να δει ο Γκάρι, είχε καθαριστεί από σπασμένους κορμούς και σαπισμένα ξύλα ώστε να είναι κα τάλληλο για τέτοιου είδους προσεγγίσεις στη στεριά. Ο ι δυο άνδρες μέσα στη βάρκα έμοιαζαν μεταξύ τους: ήταν και οι δυο μαύροι, με τετράγωνα πρόσωπα και αδρά χαρακτηρι στικά· φορούσαν παντελόνια και σακάκια από ανθεκτικό ύφασμα τζιν και ταλαιπωρημένα καπέλα, ξεθωριασμένα από την αλμύρα. Το πρόσωπο του μεγαλύτερου σε ηλικία άνδρα ήταν παραμορφω μένο από ένα ρυτιδιασμένο συνοφρύωμα. Ο Γκάρι υπέθεσε πως ήταν πατέρας και γιος. Ο πατέρας (ραινόταν άοπλος, μα ο γιος κρατούσε ένα είδος αυτόματου όπλου κι έμεινε πίσω, μακριά σπό τους νεοφερμένους. Είχε την κάννη στραμμένη προς το έδαφος. Ο Γκάρι προχώρησε μπροστά με το χέρι απλωμένο. «Με λένε Γκάρι Μπόιλ». Ο μεγαλύτερος άνδρας έπιασε το χέρι και το έσφιξε. «Σαμ Μουρ. Αυτός είναι ο γιος μου ο Τομ». Ο νεαρός έγνεψε. Ο Ντομίνγκο πασπάτεψε προσεχτικά τους ιμάντες του σακιδί ου του. «Μπορώ; Θέλω να βγάλω δώρα για να σας δώσω». Ο Μ ουρ τους αγριοκοίταξε περισσότερο και ο νεαρός έκανε μια απειλητική κίνηση με το αυτόματο. Άφησαν, πάντως, τον Ντο μίνγκο να κατεβάσει το σακίδιο από την πλάτη του. Έβγαλε δυο Κόκα Κόλες διαίτης, το συνηθισμένο δώρο των οδοιπόρων προς Αμερικανούς. «Ένα δείγμα φιλίας», είπε. Ο Μουρ ήταν πάντα επιφυλακτικός, αλλά πήρε το ένα κουτάκι κι έδωσε το άλλο στον γιο του. «Γαμώ το, έχω πολλά χρόνια να δω τέτοιο πράγμα! Πόσο παλιό είναι;» «Τα φτιάχνουν ακόμα στο Ντένβερ», είπε ο Γκάρι. «Για φαντάσου!» Ο Μ ουρ άνοιξε το κουτάκι και αφουγκράστηκε το σφύριγμα του ανθρακικού. «Θα έπρεπε να ήταν παγω μένη, όμως». Ήπιε μια γερή γουλιά από το αναψυκτικό.
404
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Το αγόρι πάλεψε να ανοίξει το κουτί, έχυσε αναψυκτικό στο πρόσωπό του καθώς προσπαθούσε να πιει κι ύστερα πήρε μια ξινισμένη έκφραση. Στο μεταξύ, ο Μ ουρ είχε αδειάσει το δικό του κουτί. «Καλό ήταν, π' ανάθεμά με!» Ζούληξε το κουτάκι και το πέταξε στο νερό. «Τώρα πια δεν νοιαζόμαστε μπας και ρυπάνουμε το περιβάλλον! Θυμάστε όλα αυτά τα μεγάλα λόγια, παιδιά; Ώ σ τε δώρα, ε; Λ οι πόν, Γκάρι Μπόιλ, ποιος είσαι και τι ζητάς;» Ο Γκάρι του είπε πως ήταν ανιχνευτές μιας μεγαλύτερης ομά δας ταξιδιωτών. «Οι υπόλοιποι βρίσκονται ακόμα στο δάσος». «Πηγαίνετε με τα πόδια;» «Ναι, εκτός από κάποια καρότσια που έχουμε και τα παρόμοια». «Ερχόσαστε από μακριά;» Ο Γκάρι λοξοκοίταξε την Γκρέις. «Εξαρτάται από το πού θα πεις πως ήταν η αφετηρία μας. Θ α έλεγα πως ήταν το Λίνκολν της Νεμπράσκα. Από κει και πέρα κινούμαστε συνεχώς προς τα νότια». Ο Μ ουρ σφύριξε. «Και πάτε στο Περού, ε; Κατά μήκος της ραχοκοκκαλιάς της Αμερικής». «Ναι, αυτό κάνουμε». «Κάποτε, σαν ήμουν νέος, ταξίδεψα με το αυτοκίνητο στον Παναμερικανικό Αυτοκινητόδρομο από το Λαρέντο του Τέξας μέσω της Κεντρικής και της Ν ότιας Αμερικής μέχρι την Παραγουάη. Σπουδαίο ταξίδι! Και το μόνο κομμάτι που έπρεπε να κάνουμε με τα πόδια ήταν εκεί πέρα». Έδειξε με τον αντίχειρα την άλλη άκρη του ισθμού. «Το Κενό του Ντάριεν, ογδόντα χιλιόμετρα ζούγκλας. Βγαίνοντας στην άλλη μεριά, νοικιάσαμε αυτοκίνητο και μπήκαμε στην Κολομβία». «Ο αυτοκινητόδρομος είναι πια στο μεγαλύτερο μέρος του πλημμυρισμένος», είπε ο Ντομίνγκο. «Αναγκαστήκαμε να περά σουμε από ψηλότερα εδάφη. Δεν ήταν εύκολο». «Κι εσύ;»ρώτησε ο Γκάρι. «Είπες πως μεγάλωσες εδώ;» «Ναι. Ο παππούς μου ήταν ταξιδιωτικός πράκτορας στη ζώνη της διώρυγας. Μ α μετακομίσαμε στη Φλόριντα το 2000, όταν η ιδιοκτησία της διώρυγας πέρασε στο κράτος του Παναμά. Επέστρε-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
405
ψα με συμβόλαιο και τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα όσο φαντάζονταν όλοι πως 8α πήγαιναν άμα οι ντόπιοι 8α αναλάμβα ναν τον έλεγχο, ώσπου τελικά εγκαταστάθηκα πάλι εδώ». Γύρισε το κεφάλι. «Τομ, φέρε λίγο νερό για τους ανθρώπους». Ο Τομ, αφού κοίταξε με δυσπιστία τους νεοφερμένους, πήγε στη λέμβο κρατώντας χαλαρά το αυτόματο όπλο και επέστρεψε με μια αρμαθιά κρεμασμένων από λουριά παγουριών, που έδωσε στον Γκάρι. Ο Γκάρι τα μοίρασε στους άλλους και ήπιε με ευγνωμοσύ νη καθαρό νερό. «Κι έμεινες εδώ όταν ξέσπασαν οι πλημμύρες», είπε. «Δεν είχα και πού αλλού να πάω. Αυτό είναι το σπίτι μας, για μένα και την οικογένειά μου. Ό τα ν η θάλασσα άρχισε να ανε βαίνει πάνω από τις χαμηλότερες δεξαμενές και η διώρυγα γαμήθηκε για τα καλά, οι Παναμέζοι την εγκατέλειψαν. Θ α μπορούσαν να την κρατήσουν σε λειτουργία για πολύ καιρό ακόμα, μα μόλις την εγκατέλειψαν χωρίς συντήρηση δεν χρειάστηκε πολύ για να καταρρεύσει». Έδειξε πάνω από τον ώμο του προς την περιοχή του Ντάριεν. «Υπήρχε ένα μεγάλο φράγμα εκεί πάνω, που ονομαζόταν Μάντεν και που έκλεινε τον ποταμό Τσάγκρες δημιουργώντας τη λίμνη Αλαχουέλα. Ό τα ν το φράγμα κατέρρευσε, ένας αληθινός κατα κλυσμός χτύπησε την κοιλάδα και τα νερά χύθηκαν στη λίμνη Γκατούν». Έδειξε το βυθισμένο τοπίο. «Η Γκατούν ξεχείλισε με τη σει ρά της κι έτσι τελικά και το δικό της φράγμα έσπασε προς την με ριά του Ατλαντικού. Τότε ο ποταμός Τσάγκρες πέρασε μέσα από τα χαλάσματα και βρήκε την παλιά του κοίτη, επιστρέφοντας στη θάλασσα από την πλευρά του Ειρηνικού. »Μετά η θάλασσα υψώθηκε περισσότερο, καλύπτοντας τα πά ντα. Τώρα δεν μπορείς πια να καταλάβεις τι υπήρχε εδώ. Είναι κρί μα. Από την άλλη, έπρεπε πάντα να αγωνιζόμαστε σκληρά για να εμποδίσουμε τη ζούγκλα να επιστρέψει. Ο πατέρας μου έλεγε πως η διώρυγα ήταν μια πληγή που η Γη διαρκώς προσπαθούσε να γιατρέψει». «Και τώρα ζεις από το σκάφος σου;»
406
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ψαρεύουμε. Εγώ κι η οικογένειά μου, τα αγόρια μου». Τα μά τια του μισόκλεισαν γεμάτα ακόμα με καχυποψία. «Υπάρχουν μπόλικοι από μας εδώ γύρω. Καΐκια, σχεδίες και σπίτια χτισμένα στην ακτή. Προσέχουμε ο ένας τον άλλο». «Είμαι βέβαιος». «Τι ζητάτε, λοιπόν; Πέρασμα στην απέναντι μεριά του στενού;» «Ναι, αυτό, αν γίνεται. Είμαστε όμως πολλοί». Και πάλι εκείνος συνοφρυώθηκε καχύποπτα. «Πόσοι, δηλαδή;» «Χίλιοι». Το στόμα του Μ ουρ άνοιξε από την έκπληξη. «Χίλιοι; Μ ε κο ροϊδεύεις;» «Κάποτε ήμασταν πολύ περισσότεροι». Η Πόλη των Οδοιπόρων είχε ακόμα πληθυσμό δεκάδων χιλιάδων όταν είχαν ξεκινήσει τη μεγάλη πορεία τους από το Λίνκολν προς τα νότια, αν και πολλοί είχαν ακολουθήσει τα χνάρια της Θάντι Τζόουνς προς το Ντένβερ ενώ άλλοι προσπάθησαν να βρουν κα ταφύγιο στη Γιούτα. Καθώς κινούνταν νότια, όλο περισσότεροι εγκατέλειπαν την ομάδα όταν έβρισκαν κάποιο μέρος για να μεί νουν μόνιμα, συχνά ακολουθώντας παρακλάδια της Παναμερικανικής Εθνικής Οδού. Από την άλλη, πάλι, κάποιοι καινούργιοι προ σχώρησαν στην Πόλη των Οδοιπόρων, άνθρωποι ξεσπιτωμένοι ή απλά ανικανοποίητοι, αναζητώντας ένα είδος τάξης σε κείνη την έ ξοδο τον πλανόδιων εργατών. Πολλοί είχαν γεννηθεί, πολλοί είχαν πεθάνει. Αργά, με το πέ ρασμα των χρόνων, ο αριθμός είχε λιγοστέψει. Μ α υπήρχαν ακό μα πάνω από χίλιοι, μια κινητή πόλη η οποία κυβερνιόταν πάντα από τη δήμαρχο, την οργανωμένη διοίκησή της και τη φρουρά της, με τους γιατρούς και τις καθημερινές αγγαρείες της, πάντα κυνη γώντας το όραμα του Γκάρι για το Πρότζεκτ Σίτι, μια πόλη στην κορυφή του κόσμου όπου θα υπήρχε χώρος για όλους. «Μάλλον δεν είναι εύκολο να ζήσουν τόσοι άνθρωποι στο α ναθεματισμένο δάσος», είπε ο Μουρ. «Και χίλιοι είναι κάτι παρα πάνω απ' όσους χωράει η βάρκα μου».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
407
«Θα τα καταφέρεις», είπε ο Ντομίνγκο. «Πενήντα, ίσως και εκα τό κάδε φορά. Δεν είναι και τόσο μακριά. Μπορείς να κάνεις τα δρομολόγια!» Η καχυποψία του Μ ουρ αντικαταστάδηκε από υπολογισμούς. «Ίσως και να μπορούσα. Μ α γιατί να θελήσω να κάνω κάτι τέτοιο;» Ο Γκάρι διατήρησε τη φωνή του ευγενική και την έκφρασή του χαλαρή. «Δεν περιμένουμε φιλανθρωπία. Θ α πληρώσουμε». «Με τι; Με Κόκα Κόλες;» Ο Μ ουρ γέλασε «Ναι», είπε ο Γκάρι με ειλικρίνεια. «Κι έχουμε κι άλλα αγαθά. Διαφορετικά, θα δουλέψουμε. Είμαστε χίλιοι κι έχουμε γνώσεις και εργαλεία». Κοίταξε γύρω του. «Θα μπορούσαμε να μεταμορ φώσουμε αυτό το μέρος για σας. Να το προετοιμάσουμε για το μέλλον. Πρέπει να σκεφτείτε όσα θα ακολουθήσουν. Κάποτε ήμουν κλιματολόγος. Ξέρω για τι πράγμα μιλάω. Μπορούμε να σας προ σφέρουμε μια ελπίδα επιβίωσης, για όταν η στάθμη των θαλασ σών θα ανεβεί περισσότερο». Κοίταξε ψηλά. «Για παράδειγμα να φτιάξουμε αποβάθρες ψηλότερα, στα εκατό ή στα διακόσια μέτρα από δω... Έτσι ώστε να είναι έτοιμες όταν η θάλασσα θα φτάσει σ' αυτό το ύψος». Ο Μ ουρ φαινόταν αβέβαιος, μια έκφραση που ο Γκάρι γνώ ριζε καλά - ακόμα και τώρα ο άνθρωποι δεν ήθελαν να πιστέψουν στον κατακλυσμό. «Νομίζεις πως τα νερά θα ανεβούν μέχρι εκεί;» «Ασφαλώς. Χρειάζεσαι ένα σχέδιο για τότε, έτσι δεν είναι; Άσε μας να σε βοηθήσουμε». Ο Μ ουρ τον ξανακοίταξε με υπολογιστικό βλέμμα. Πλησίασε πιο κοντά, ώστε ο γιος του να μην ακούει. «Θα σου πω τι χρεια ζόμαστε: Γυναίκες. Συζύγους για τ' αγόρια μου. Καταλαβαίνεις;» Έριξε μια λοξή ματιά στην Γκρέις. »Δυο από τ' αγόρια μου είναι ακόμα πολύ μικρά, μα ίσως έχε τε ένα-δυο κοριτσόπουλα που να μπορείτε να τα αφήσετε εδώ για να ωριμάσουν, σαν να λέμε. Θ α απαλλαγείτε κιόλας απ' αυτά. Ή, αν δεν γίνεται αυτό...» κούνησε το κεφάλι του. «Λίγη διασκέδα ση. Είμαστε κάπως απομονωμένοι εδώ πέρα. Καταλαβαίνετε τι εννοώ;»
408
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Δεν διακινούμε πόρνες, ούτε και πουλάμε ανθρώπους», είπε ο Γκάρι σταράτα. «Εγώ έχω το σκάφος που χρειάζεστε, μου φαίνεται». «Κι εμένα μου φαίνεται», είπε ο Ντομίνγκο χαμογελώντας πλα τιά, «πως εμείς είμαστε χίλιοι κι εσείς μια χούφτα άνθρωποι. Θ α μπορούσατε να σκοτώσετε τους τρεις μας, ίσως και δέκα φορές τόσους, μα στο τέλος θα χάσετε κι εσείς τις ζωές σας. Και το καΐκι σας». Ο Μ ουρ έκανε ένα βήμα πίσω. «Ώστε αυτό ήταν το παιχνίδι σας; Είχες πει πως δεν θα μας απειλήσετε». «Αυτά είπαμε ψέματα», είπε ο Ντομίνγκο. Ο Γκάρι είπε αυστηρά: «Δεν είμαστε ληστές. Θέλουμε να α νταλλάξουμε πράγματα ή να εργαστούμε, Σαμ. Είμαστε περιπλανώμενοι εργάτες». «Ο προ-προ-προπάππους μου ήταν περιπλανώμενος εργάτης την εποχή της μεγάλης ύφεσης». «Ναι. Δεν είναι κάτι ατιμωτικό. Η κατακλείδα πάντως είναι πως δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συνεχίσουμε», είπε απροσδό κητα η Γκρέις. «Πρέπει να περάσουμε το στενό». Ο Μ ουρ την κοίταξε. «Αυτό σημαίνει πως πρέπει να δεχτώ να συνεργαστώ μαζί σας». «Θα σου κάνουμε καλή προσφορά», είπε ο Γκάρι. «Όμως, ναι, είσαι αναγκασμένος να συνεργαστείς μαζί μας». «Λυπάμαι, φιλαράκο», είπε ο Ντομίνγκο. «Σκέψου πως τα πράγ ματα θα μπορούσαν να είναι χειρότερα». Ο Μ ουρ φάνηκε να αποδέχεται την πραγματικότητα. «Εντάξει, λοιπόν. Ελάτε αύριο να συζητήσουμε τους όρους και να κάνουμε κάποιο χρονοδιάγραμμα. Αλλά πρέπει να ξέρετε και κάτι ακόμα». «Σαν τι, δηλαδή;» Ο Μ ουρ έδειξε προς τη μεριά του Ντάριεν. «Είναι σκληρά αυ τά τα μέρη. Πάντα ήταν. Τώρα κυριαρχούν οι ιθαγενείς, οι παραστρατιωτικοί και μια ομάδα μαρξιστών από κείνους που είχαν κά νει παλιά το κίνημα στην Κολομβία. Δεν θα σας άρεσε να βρεθείτε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
409
«Παίρνω υπ' όψη μου όσα είπες. Θ α πληρώσουμε για οποια δήποτε βοήθεια μας προσφέρεις». «Ωραία. Αύριο, λοιπόν». Ο Μουρ κι ο γιος του έκαναν μετα βολή και επέστρεψαν στη λέμβο τους. Ο Γκάρι ξεφύσησε δυνατά. «Δεν μ' αρέσει καθόλου ο τρόπος σου, Ντομίνγκο». «Είσαι υπερβολικά καλός, φίλε. Δεν λες που σήμερα δεν πυ ροβόλησαν κανέναν! Αυτό κι αν είναι θετικό αποτέλεσμα!» Ο Γκάρι κοίταξε την κατηφοριά και το μοναχικό σκάφος, που ήταν δεμένο στο μισοβυθισμένο δέντρο. «Δεν υπάρχει πια Πανα μάς, λοιπόν. Ξέρεις, μερικοί γεωλόγοι πίστευαν πως η δημιουργία του ισθμού αποτέλεσε το πιο σημαντικό γεωλογικό γεγονός ατό την εποχή του αφανισμού των δεινοσαύρων. Άλλαξε τις ροές των θαλάσσιων ρευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Αντί για τα παλιά ρεύματα του ισημερινού και τις ανταλλαγές υδάτων μεταξύ του Ει ρηνικού και του Ατλαντικού, υπήρχαν πια τεράστια ρεύματα από τον ένα πόλο προς τον άλλο. Δημιουργήθηκαν οι πάγοι στους πό λους και ξεκίνησαν οι Εποχές των Παγετώνων. Χωρίς το πιο ψυ χρό κλίμα που μας ανάγκασε να κατεβούμε από τα δέντρα και να ζήσουμε στις σαβάνες, ίσως να μην υπήρχε ανθρωπότητα. Κι όλα αυτά εξαιτίας ενός ξύσματος γης. Και να που τώρα χάθηκε πάλι κάτω από τα κύματα κι όλα πρόκειται ν' αλλάξουν». Μ α η Γκρέις τον κοιτούσε με απλανές βλέμμα. Ούτε ο Ντομίνγκο νοιαζόταν έστω κι ελάχιστα για τα παγκόσμια ωκεάνια ρεύματα. «Ελπίζω να πάρουν τα κορίτσια και να αφήσουν τις Κόκα-Κόλες», κάγχασε. «Εμένα τουλάχιστον μου αρέσει πολύ η Κόκα-Κόλα και δεν θέλω να δώσουμε αυτές που έχουμε! Είναι αμαρτία να σκέφτομαι κάτι τέτοιο;» Σκαρφάλωσαν πάλι προς τα δέντρα και τη σχετική δροσιά του δάσους.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
410
64 Αργότερα την ίδια μέρα κατά την οποία η Λίλι επισκέφθηκε για τε λευταία φορά τη σχεδία της Νάζκα, ο Ν έιθαν Λάμοκσον έκανε αυτό που ονόμασε «πάρτι διάβασης του ισημερινού» στην Τσοσίκα, σε ένα σαλόνι του ημιτελούς ακόμη πλοίου του. Η Λίλι ήταν εξουθενωμένη μετά το ταξίδι στη Νάζκα. Αλλά δεν ήταν ένα γε γονός από το οποίο θα μπορούσες να ξεφύγεις, αν είχες τόσο στε νή σχέση με τον Ν έιθαν όσο αυτή. Ο Ν έιθαν παρίστανε τον οικοδεσπότη κάτω από έναν πελώριο διαδραστικό χάρτη του κόσμου, που έπιανε ολόκληρο τοίχο και που έδειχνε ξανά και ξανά τη θάλασσα να υψώνεται και τις ηπείρους να βουλιάζουν. Η Λίλι, όσο πιο κομψή κατάφερνε να είναι μέσα σε γυναικεία ρούχα, στεκόταν νιώθοντας άβολα και κρατώντας ένα ποτήρι φρούιτ παντς στο χέρι. Ο Χουάν Βιλέγκας ήταν εντυπωσια κός με το καλοραμμένο κουστούμι του, το ίδιο και η Αμάντα στο πλευρό του. Πάντα λεπτή και κομψή με τον εύθραυστο τρόπο της, η Αμάντα παρέμενε πανέμορφη στα πενήντα πέντε της. Μερικές φορές η Λίλι σκεφτόταν πως η αδελφή της ομόρφαινε περισσότε ρο όσο γερνούσε και πως, παρ' όλο που έβαφε τα μαλλιά της, της πήγαιναν οι ρυτίδες στο μέτωπο και γύρω από τα μάτια καθώς κι η κάπως χαλαρωμένη σάρκα του λαιμού της. Ο Ν έιθαν είχε βάλει ένα κουαρτέτο εγχόρδων να παίζει χα λαρωτικά κλασικά κομμάτια. Ο ι μουσικοί είχαν αντληθεί από τα ρεύματα των προσφύγων και οι ικανότητές τους εντοπίστηκαν και δοκιμάστηκαν από την αποτελεσματική προσωπική υπηρεσία του Νέιθαν. Αν είχες υπομονή, μπορούσες να ανακαλύψεις ανθρώπους με οποιαδήποτε δεξιότητα ήθελες στα πλήθη που εμφανίζονταν από το χαμηλότερο υψόμετρο. Από τα διαφανή φινιστρίνια που υπήρχαν στον τοίχο του μισο τελειωμένου σαλονιού μπορούσε κανείς να δει την Τσοσίκα και τη μεγάλη παραγκούπολη των εργατών, που ερχόταν σε σκυθρωπή αντίθεση με τη λαμπερή ατμόσφαιρα πάνω στο πλοίο. Η Λίλι ήξε-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
411
ρε καλά τι μουρμούριζε ο κόσμος σχετικά με τη μεγαλειώδη τρέ λα του Νέιδαν. Στη δεκαετία του 1930 το αρχικό Queen M ary εί χε απορροφήσει το βιομηχανικό δυναμικό εξήντα βρετανικών κω μοπόλεων και είχε κατασκευαστεί σε ένα ναυπηγείο που μετρούσε ήδη δεκαετίες εμπειρίας. Ο Ν έιδαν ήταν αναγκασμένος να κατα σκευάσει όχι μόνο το πλοίο του μα και ολόκληρη τη ναυπηγική βιο μηχανία από την αρχή, με αποτέλεσμα να στραγγίζει όλες τις πρώ τες ύλες και τις τεχνολογικές δυνατότητες του Περού για να τα κα ταφέρει. Η ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Η Λίλι πήρε το δάρρος να το αναφέρει στον Νέιδαν. «Είμαστε τόσο κουρασμένοι Νέιδαν. Ψόφιοι. Φταίει η ακατάπαυστη πίεση των γεγονότων, όπως καλά ξέρεις». «Η κατάσταση είναι ανελέητη, ε;» Ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το ποτό του, ουίσκι από βύνη με νερό. «Όμως, τι στο διάολο, αυ τό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να περνάμε καλά! Γι' αυτό δίνω αυτά τα πάρτι-ορόσημα. Κάδε φορά που έχουμε κάτι για να γιορ τάσουμε, ας το ρίξουμε έξω!» Χαμογέλασε άδελά της· για μια στιγμή ο Νέιδαν ακούστηκε σαν τυπικός Λονδρέζος της παλιάς εποχής. «Εντάξει, Νέιδαν, αν και ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω ποιο ορόσημο γιορτάζουμε σή μερα. «Τη "διάβαση του ισημερινού"; Ποιου ισημερινού;» Εκείνος μειδίασε. «Θα κάνω την επίσημη αναγγελία αργότερα, αλλά μιας κι είσαι εσύ... Σύμφωνα με τους επιστήμονες, σήμερα είναι η μέρα που η δάλασσα προσπέρασε σε ύψος τα οχτακόσια μέτρα πάνω από την αρχική της στάδμη. Ξέρουμε βέβαια και οι δυο μας πως τέτοιου είδους στοιχεία είναι πάντα υποδετικά. Η μέ τρηση της ανόδου της στάδμης γίνεται όλο και πιο προβληματική, καδώς οι δορυφόροι καταστρέφονται ο ένας μετά τον άλλο. Εξάλ λου, τα επίσημα υψομετρικά στοιχεία ήταν πάντα χάλια. Σήμερα πή γες στη Νάζκα που μόλις βυδίστηκε, κι αυτή υποτίδεται πως βρι σκόταν σε υψόμετρο εξακοσίων μέτρων, σωστά; Παρ' όλ'αυτά οι επιστήμονες λένε πως φτάσαμε στα οκτακόσια μέτρα σήμερα, άρα η Ν άζκα βρισκόταν σε υψόμετρο οκτακόσιων μέτρων. Καταλα-
412
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
βαίνεις τώρα γιατί λέω πως περάσαμε κάτι σαν ισημερινό;» Εκείνη έγνεψε. «Επειδή τα οκτακόσια μέτρα είναι ακριβώς το όριο του πενήντα τοις εκατό». «Ακριβώς. Σήμερα είναι η μέρα που χάσαμε το πενήντα τοις ε κατό από την παλιά ξηρά του πλανήτη. Βέβαια, το ποσοστό της επιφάνειας που χάθηκε είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερο - μας μένουν η Γροιλανδία και η Ανταρκτική, έρημοι από πάγο που ξεπροβάλλουν άχρηστες πάνω από τα κύματα, επίσης έχουμε τις οροσειρές... Πάντως πρόκειται για το πενήντα τοις εκατό. Γύ ρω στα πέντε έκτα του ανθρώπινου πληθυσμού έχουν ξεσπιτωθεί ή είναι νεκροί. Τι χάλι! Στην υγειά μας». Ήπιε κι άλλο ουίσκι. «Καμιά φορά γίνεσαι ένας πολύ σκληρόκαρδος μπάσταρδος, Νέιθαν». «Έτσι λες; Ίσως απλώς να έχω κι εγώ κουραστεί. Κοίταξε τον γαμημένο τον χάρτη!» Έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του. Η παρουσίαση των δεδομένων στον τοίχο σταμάτησε στο ύ ψος των οκτακόσιων μέτρων. Ο χάρτης ήταν τώρα ως επί το πλείστον γαλάζιος, με τα περιγράμματα των παλιών ηπείρων διαγεγραμμένα με πιο ανοιχτόχρωμη απόχρωση - ήταν η νέα υφαλοκρη πίδα, γεμάτη από βυθισμένες κοιλάδες, ερήμους, δάση και πολι τείες. Ο ι Άνδεις έμοιαζαν με μια αλλόκοτη πινελιά κατά μήκος της δυτικής ακτής της Ν ότιας Αμερικής. «Κοίτα τι έχει απομείνει», είπε ο Νέιθαν. «Στη Βόρεια Αμερική διατηρούνται μόνο οι πολιτείες των Βραχωδών Ορέων από το Ν έο Μ εξικό μέχρι το Κολοράντο, τη Γιούτα και το Όρεγκον. Στην Αφρική κυριαρχεί μια μεγάλη καταβύθιση από τα νοτιοδυτικά προς τα βορειοανατολικά, από την οποία γλυτώνουν η Νότια Αφρική και τα ανατολικά κράτη, από την Τανζανία και την Κένυα μέχρι την Αιθιοπία. Στην Ασία έχουμε τα Ιμαλάια, τη Μ ογγολία, τα κράτη της κεντρικής Ασίας κι όλα τούτα αποτελούν εμπόλεμη ζώνη όπου αλέθονται ανθρώπινες ζωές σαν σε κρεατομηχανή. Πέ ρα απ' αυτά δεν απομένει τίποτα εκτός από μερικές διάσπαρτες βουνοκορφές και υψίπεδα στη Βρετανία, την Αυστραλία, την Ινδία και την Ινδονησία. Η Ευρώπη έχει λίγο-πολύ εξαφανιστεί, με εξαί-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
413
ρεση τις Άλπεις. Η Ρωσία έχει χαθεί όλη, εκτός από τα Ουράλια». «Βουνοκορφές και μερικά υψίπεδα», επανέλαβε η Λίλι. «Παίρνουμε ακόμα μηνύματα. Υπάρχουν ραδιοφανοί στα ψη λότερα μέρη. Που να με πάρει ο διάολος, δεν είχα ούτε καν ακού σει τα περισσότερα από αυτά τα μέρη πριν αρχίσουν να επικοινω νούν το ένα με το άλλο πάνω από τον παγκόσμιο ωκεανό». Τη λο ξοκοίταξε. «Να σου πω κάτι. Η ισπανική πόλη με το μεγαλύτερο υψόμετρο ονομάζεται Ά6ιλα. Μπορείς να φανταστείς τι έγινε;» «Για πες μου εσύ». «Λάβαμε ένα μήνυμα από κει. Ό τα ν η Μαδρίτη εκκενώθηκε, η ισπανική κυβέρνηση κατέρρευσε και διαδραματίστηκε μια τελευ ταία σύγκρουση για την κατάληψη της εξουσίας. Η φράξια που <ατάφερε να μείνει στην κορυφή ήταν οι Πατέρες των Εκλεκτών!» «Θα αστειεύεσαι». Εκείνος έγνεψε αρνητικά. «Ζητούσαν βοήθεια. Έχουν ακούσει πως προστατεύω εσένα και τους άλλους. Ίσως πίστευαν πως δια τηρείτε ακόμα μ' αυτούς κάποια συναισθηματική επαφή». Γέλασε. «Ο Πιρς και οι υπόλοιποι σε παρακαλούν να τους συγχωρέσεις». Η Λίλι είχε απομείνει έκπληκτη. «Τι ζητάνε;» Ο Ν έιθαν σήκωσε τους ώμους του. «Τα συνηθισμένα. Ένα μέ ρος στα ψηλά. Αμφιβάλλω αν Θα μπορούσαμε έτσι κι αλλιώς να τους βοηθήσουμε. Αλλά εσύ αποφασίζεις. Τι λες;» Εκείνη έμεινε για λίγο σκεφτική. «Με κρατούσαν μέσα σε υπό γεια επί χρόνια. Σκότωσαν έναν από τους συντρόφους μου, βία σαν μια φίλη μου και μας άφησαν να πεθάνουμε. Να πάνε να γαμηθούνε!» «Να πάνε να γαμηθούνε!» Ο Ν έιθαν σήκωσε το ποτήρι <αι ήπιε κάνοντας αυτή την πρόποση. Ύστερα κοίταξε πάλι τον χάρτη. «Θα περάσει αρκετός ακόμα καιρός μέχρι να μας τελειώσει η ξη ρά. Η Λάσα στο Θ ιβέτ είναι κτισμένη σε ύψος τεσσάρων χιλιάδων μέτρων. Η Λα Παζ είναι σχεδόν το ίδιο ψηλά... Από την άλλη, νο μίζω πως οι πόλεμοι σύντομα θα λήξουν. Σε καθεμιά από τις ση μαντικές ψηλές περιοχές που έχουν γλυτώσει, στην Αμερική, την Αφρική, τα Ιμαλάια, σύντομα ο έλεγχος Θα περάσει στα χέρια με-
414
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ρικών ισχυρών κυβερνήσεων ή προσώπων. Θ α υπάρξει κάποιου είδους τάξη. Ίσως να σταματήσουν και οι θάνατοι. Επίσης, πλη σιάζουμε στο τέλος της αρπακτικής μανίας των πολυεθνικών επι χειρήσεων. Τα πράγματα έχουν καταρρεύσει τόσο πολύ ώστε είναι αδύνατον να συντηρηθούν άλλο. Ό σ ο ι επιζήσουν από τους πλού σιους, θα είναι εκείνοι που φάνηκαν αρκετά προνοητικοί ώστε να έχουν μετατρέψει ήδη τα πλούτη τους σε ισχύ και ασφάλεια. »Ξέρεις, υπάρχουν κάποιοι που λένε πως αυτή η παγκόσμια κα τάρρευση είναι καλό πράγμα. Ή , τουλάχιστον, έτσι θα φανεί μα κροπρόθεσμα. Ίσως ο πολιτισμός μας να είχε γίνει υπερβολικά πε ρίπλοκος σαν ώριμο δάσος όπου κάθε κομματάκι γης έχει καταλη φθεί, κάθε μετατρέψιμο κομμάτι ύλης έχει μετατραπεί σε βιομάζα και τα δέντρα, τα σκουλήκια, τα έντομα, όλα είναι μπερδεμένα σε έναν περίπλοκο ιστό αλληλεξάρτησης όπου το ένα ζει σε βάρος του άλλου. Υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις μέγιστη αποτελεσματικότητα μα ελάχιστη ελαστικότητα. Έτσι, όταν έρθει η κρίση με τη μορφή φωτιάς, σεισμού ή ξηρασίας, οι θάνατοι είναι αμέτρητοι. Ό μ ω ς ό,τι επιβιώνει γίνεται δυνατότερο, πιο προσαρμόσιμο και ρωμαλέο». «Χμ, δεν είμαι σίγουρος πως αυτός είναι ένας κατάλληλος πα ραλληλισμός, Νέιθαν. Ό π ω ς και να 'ναι, δεν μπορώ να σε φα νταστώ να ασπάζεσαι την προοπτική της πλήρους εξαφάνισης των πάντων. Βάζω στοίχημα πως το μυαλό σου πάει μπροστά. Πάντα πήγαινε πιο μπροστά». Τη λοξοκοίταξε. «Η αλήθεια είναι πως πάντα έχω ένα εναλλα κτικό σχέδιο. Υποθέτω πως με ξέρεις πια καλά. Κι όταν δεν έχω σχέδια, έχω επιλογές. Όπως το ότι κατάφερα να αγοράσω την τράπεζα σπόρων Σβάλμπαρντ από τους Νορβηγούς λίγο πριν η κυβέρνησή τους καταρρεύσει». «Τι τράπεζα είν' αυτή;» «Είναι ένα πρόγραμμα που εκπονήθηκε για την περίπτωση με γάλης καταστροφής, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ένα παγκόσμιο σχέδιο για τη δημιουργία μιας τράπεζας σπόρων με τρία περίπου εκατομμύρια δείγματα, που κατασκευάστηκε σε βάθος εκατό μέτρων στο εσωτερικό ενός βουνού, πάνω σε κάποιο νορβηγικό νησί.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
415
Ή ταν έξυπνα σχεδιασμένη. Ακόμα κι αν το ρεύμα κοβόταν, το μέ ρος δα παρέμενε σε χαμηλή θερμοκρασία λόγω του κρύου εδά φους. Μ α δεν είχαν προβλέψει τον ερχομό του κατακλυσμού». «Και πού είναι τώρα οι σπόροι;» Ο Ν έιδαν χαμογέλασε πλατιά και έδειξε κάτω. «Στο αμπάρι». «Εδώ, στο πλοίο;» «Ωραία λεπτομέρεια, δεν νομίζεις;» «Εντάξει, δα το χάψω κι αυτό. Ό τα ν τα νερά αποτραβηχτούν, ο Ν έιδαν Λάμοκσον δα παίξει τον Τζόνι τον Μηλοσποριά και δα ξαναγεμίσει με φυτά τον κόσμο. Τι άλλο; Δώσε μου ακόμα ένα πρωτοσέλιδο!» «Βιολογικά όπλα με εξειδικευμένη δράση σε συγκεκριμένες αν θρώπινες ράτσες». Αυτό τη σοκάρισε. «Χριστέ μου, τι λες τώρα, Νέιδαν;» Εκείνος κοίταξε έξω από το παράθυρο τους εργάτες μέσα οτις παράγκες τους. «Είχα μια ομάδα ειδικών που ασχολούνταν με το πρόβλημα εδώ και χρόνια. Μ ια φαρμακογονιδιακή εφαρμογή, ό πως την αποκαλούν. Αν αντιμετωπίσουμε μεγάλο πρόβλημα, δέλω να είμαι σίγουρος πως εγώ και οι δικοί μου δα επιβιώσουμε». «Είσαι πραγματικά τρελός». «Ό λοι το λέτε αυτό», της απάντησε ατάραχος. «Ό μω ς όλοι με ακολουθήσατε από το Σάουδεντ μέχρι αυτό το αναθεματισμένο μέρος και κανείς σας δεν πείνασε ούτε μια μέρα. Ποιος είναι τρε λός, λοιπόν; Εύχομαι να μη χρειαστεί ποτέ να χρησιμοποιήσω τέ τοια όπλα. Αλλά δεν δα συγχωρούσα τον εαυτό μου αν δεν ήμουν προετοιμασμένος για οτιδήποτε μπορώ να προβλέψω. Ό λ α αυτά, ασφαλώς, στα λέω εμπιστευτικά». Εκείνη τη στιγμή ο Πιρς πλησίασε τον Νέιδαν. Ή ταν ντυμένος με μια βρόμικη φόρμα εργασίας και φαινόταν τόσο παράταιρος σ' εκείνο το λαμπερό σαλόνι όσο κι ένας αλήτης σε ανάκτορο. «Έ χουμε πρόβλημα στην Ορόγια», είπε. «Γαμώ το!» έκανε ο Νέιδαν. «Το χρειαζόμαστε αυτό το χυτήριο». «Ένα ελικόπτερο περιμένει». Ο Πιρς έριξε μια λοξή ματιά στη Λίλι. «Καλύτερα να έρθεις».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
416
«Γιατί; Είναι μπλεγμένος ο Ολαντάι;» Ο Πιρς δεν απάντησε. «Θα βρω την Αμάντα», είπε η ΛίΧι κι άνοιξε δρόμο μέσ' από το πλήθος.
65 Ο ι εγκαταστάσεις των χυτηρίων δέσποζαν στην κοιλάδα Λα Ορόγια. Τα βουνά που περιέβαλλαν την κοιλάδα, δημιουργούσαν μια φυσική λεκάνη η οποία εμπόδιζε τους ανέμους να διαλύσουν τη μολυσμένη ατμόσφαιρα κι έτσι το χημικό νέφος κρεμόταν βαρύ πάνω από την κωμόπολη, ορατό από χιλιόμετρα μακριά. Καθώς το ελικόπτερο πλησίαζε, έβλεπαν τις στήλες του λευκού καπνού να σηκώνονται από τις καμινάδες ψηλά στον καθαρό ουρανό. Η γύ ρω περιοχή είχε μετατραπεί σε μια βρομερή βιομηχανική ζώνη, σημαδεμένη από χωματερές και χνάρια οχημάτων. Ό τα ν προσγειώθηκαν, ο Ολαντάι χαιρέτησε τον Πιρς με αυτο πεποίθηση. Ο Ολαντάι είχε μαζί του τον ιδιωτικό στρατό του, άνδρες ντυμένους σαν Ίνκας και οπλισμένους με τουφέκια. Αδιαφό ρησε για την ομάδα των στρατιωτών της AxysCorp, που ακολου θούσαν τον Πιρς και που διέθεταν εντυπωσιακό οπλισμό. Πίσω από τον Ολαντάι, καθισμένοι στο χώμα σε σκυθρωπές, επάλληλες σει ρές, ήταν οι εργάτες που είχαν μπλοκάρει την παραγωγή του χυτη ρίου. Η Λίλι σκέφτηκε πως ο Ολαντάι έδειχνε εντυπωσιακός. Ήταν στα τριάντα πέντε του, ένας άνδρας στην ακμή της ηλικίας του. Φο ρούσε στολή ευγενούς των Ίνκας: φτερά στα μαλλιά του που είχε δεμένα αλογοουρά, από ένα πελώριο και περίτεχνο χρυσό σκου λαρίκι στον λοβό του κάθε αφτιού και χιτώνα από βαμμένο μαλλί βικούνια, κεντημένο με κάποιο είδος εραλδικού συμβόλου.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
417
Η Κρίστι στεκόταν στο πλευρό του, επίσης με ρούχα από μαλ λ ί βικούνια και το παιδί τους στα χέρια της. Ο Μ άνκο, το τετρά χρονο αγόρι τους, κατά το ήμισυ ινδιάνος Κέτσουα, ήταν πια α(> κετά μεγάλο ώστε να δυσκολεύεται να το κρατήσει. Παρά τις μοτιές λαχτάρας που της έριχνε η Αμάντα, η Κρίστι φερόταν σαν να ανήκε εκεί, στο πλευρό του άνδρα της. Αγνοώντας τον Ολαντάι και κρατώντας αρκετή απόσταση από την Κρίστι, ο Πιρς πλησίασε τους εργάτες και τις οικογένειές τους που ήταν καθισμένοι στο έδαφος. Έβαλε τα χέρια στους γοφούς και μίλησε με καθαρή, κοφτή γλώσσα. Δυο στρατιώτες της AxysCorp βγήκαν μπροστά για να μεταφράζουν στα Ισπανικά και στα Κέτσουα. «Ακούστε: όλα αυτά είναι περιττά και δεν βοηθούν κονέναν. Ξέρω πως δυσκολεύεστε εδώ πάνω, μα τα πράγματα είναι γενικά δύσκολα για όλους μας. »Κι αυτό που κάνετε είναι πολύ σημαντικό». Έδειξε με το χέρι το χυτήριο που θα έβγαινε εκτός λειτουργίας όταν η ομάδα δια χείρισης της AxysCorp, η οποία το διοικούσε, θα ξέμενε από έτοι μη πρώτη ύλη. «Εσείς που επεξεργάζεστε το αρσενικό, τον μόλυ βδο, το κάδμιο και τον χαλκό, είστε ένας βασικός κρίκος στη βιο μηχανική υποδομή του Πρότζεκτ Σίτι και των τόπων γύρω απ' αυ τό. Χωρίς εσάς, ο πολιτισμός υψηλής τεχνολογίας που καταφέρα με να διατηρούμε μέχρι τώρα θα πάψει να υπάρχει. Έτσι, απλά. Κι αν αυτό συμβεί, θα μας επηρεάσει όλους. Τώρα που μιλάμε, στην άλλη άκρη του κόσμου γίνεται η τελική μάχη για την Ιερουσαλήμ ανάμεσα σε χριστιανούς, Εβραίους και μουσουλμάνους. Για όπλα τους έχουν ρόπαλα και κομμάτια μπάζα από τα κατεστραμμένα ιε ρά μνημεία. Αυτό θέλετε να δείτε κι εδώ;» Μ ια από τις γυναίκες σηκώθηκε όρθια. Κρατούσε στα χέρια ένα παιδί περίπου δύο χρονών. Το παιδί κρεμόταν άψυχο και το κε φάλι του πηγαινοερχόταν σαν εκκρεμές. «Μ όλυβδος στο μωρό», είπε μιλώντας Αγγλικά με βαριά προφορά. «Σε κόκκαλα, συκώτι, νεφρά, εγκέφαλο. Ο ι γιατροί λένε», τσίμπησε το πόδι του παιδιού, «πως δεν αισθάνεται πόδια και χέρια. Ο ύτε μιλάει. Μ όλυβ δος στο μωρό».
418
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Είμαι σίγουρος πως υπάρχει αντιμετώπιση: διαλύματα, φίλτρα, μάσκες προσώπου...» «Υπήρχαν προβλήματα ρύπανσης ακόμα και πριν από τον κα τακλυσμό», είπε ο Ολαντάι, «όταν τούτο το μέρος ήταν ιδιοκτησία μιας αμερικανικής εταιρείας, πριν ο Ν έιθαν Λάμοκσον το αγορά σει. Ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Λάμοκσον ήρθε στο Περού: για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις που βρίσκο νταν από πριν σε αυτό το μεγάλο υψόμετρο. Καλά δεν τα λέω Πιρς; Πριν από τον κατακλυσμό, τουλάχιστον, συνήθιζαν να εκπέ μπουν τους χειρότερους ρύπους τους μόνο τις νύχτες και τις συν νεφιασμένες μέρες. Τώρα πια δεν τους νοιάζει· δεν υπάρχουν νό μοι, ούτε διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος, ούτε κυβέρνη ση για να εμποδίσει την AxysCorp να ρυπάνει όσο θέλει». Ο Πιρς προσπάθησε να τον διακόψει, μα ο Ολαντάι τον εμπόδισε φωνάζοντας δυνατότερα. «Και ο πληθυσμός που μολύνεται είναι τώρα πια πολύ μεγαλύτερος, με τους πρόσφυγες από τα πεδινά να πλημ μυρίζουν την κοιλάδα και να ζητιανεύουν δουλειά...» Ενώ λογομαχούσαν, η Λίλι πλησίασε την Κρίστι. «Δεν θα έπρε πε να είσαι εδώ», της είπε. «Ο Ολαντάι τα 'χει κάνει μαντάρα» «Είναι αρχηγός», είπε εκείνη με πίστη. «Οι Ο ρόγιος τον σέ βονται. Ό λ ο ι στις κοιλάδες των υψιπέδων τον σέβονται, όλοι μέ χρι το Πούνο, ακόμα κι οι μιγάδες και οι Ισπανοί». Στα τριάντα της τώρα πια, πέρα από κάποια αχνή προφορά στη φωνή της δεν έμοι αζε στο ελάχιστο με τη μικρή Εγγλέζα που είχε φτάσει κάποτε για πρώτη φορά σ' εκείνα τα μέρη. Η Αμάντα με δυσκολία άντεχε να αντικρίσει κατάματα την κόρη της και τον εγγονό της. «Είσαι ηλίθια, το ίδιο κι αυτός». Φορούσε ακόμα το μαύρο φόρεμα που είχε βάλει για το πάρτι του Νέιθαν, κάτω από ένα αδιάβροχο πανωφόρι και έχοντας παράταιρες γαλότσες στα πόδια. «Και νομίζεις πως μιλώντας μας με αυτό τον τρόπο βοηθάς σε τίποτα, μαμά;» είπε η Κρίστι μέσ' από τα δόντια. «Άκουσέ με. Εσύ, ο Πιρς, η Λίλι και ο Λάμοκσον θα πρέπει να αντιμετωπίσετε πιο σοβαρά τα συναισθήματα των ανθρώπων εδώ πάνω. Τι νομίζετε
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
419
πως 8α κάνετε - πως είναι δυνατόν να εξαναγκάσετε με την απει λή των όπλων τους ανθρώπους εδώ να εργαστούν στη χαλυβουρ γία και τα άθλια ορυχεία του Πούνο; Πόσο νομίζετε πως θα κρα τήσει κάτι τέτοιο;» Η Λίλι αισθανόταν εντελώς απελπισμένη μέσα σ' εκείνο το σκη νικό: τον βρομερό αέρα, τους ανθρώπους που κάθονταν στο χώ μα, το άτονο, άρρωστο παιδί. Ή ταν το είδος των τόπων το οποίο, ασυναίσθητα ή όχι, απέφευγε από τότε που εργαζόταν για την AxysCorp. «Δεν είναι περίεργο που οι άνθρωποι έλκονται από τα λόγια του Ολαντάι, αφού είναι υποχρεωμένοι να ζουν κάτω από τέτοιες συνθήκες». «Πράγματι», είπε η Κρίστι θριαμβευτικά. «Και ο Ολαντάι αντιπροσωπεύει την ιστορία, Λίλι, που γ ι' αυτούς τους ανθρώπους είναι κάτι δικό τους. Παρ' όλες τις προσπάθειες των Ισπανών και των άλλων αποίκων, είναι μια ιστορία η οποία δεν έσβησε ποτέ. Ο Ολαντάι με αποκαλεί ακίλα του». «Δηλαδή;» «Εκλεγμένη σύζυγό του. Ιερή του σύντροφο, όπως ήταν οι παρ θένες Εστιάδες στην αρχαία Ρώμη». Κούνησε το παιδί μέσα στα χέρια της. «Αν και δεν είμαι τόσο παρθένα πια... Ίσως να γίνω και κόγια, σύζυγος ενός αυτοκράτορα». «Ιερή σύντροφος και σύζυγος αυτοκράτορα!» είπε η Αμάντα. «Για όνομα του Θεού, Κρίστι, πόσο ηλίθια μπορεί να είσαι;» Ξέσπασε φασαρία. Κάποιος σηκώθηκε και προσπάθησε να ρί ξει μια γροθιά στον Πιρς. Ο ι φρουροί της AxysCorp πετάχτηκαν για να τον προστατέψουν και ο Ολαντάι με τους άνδρες του όρμησαν κι εκείνοι προς το σημείο της συμπλοκής. Η Λίλι έτρεξε βιαστικά, ελπίζοντας ότι θα τους χώριζε πριν αρχίσουν οι πυροβολισμοί.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
420
66 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Η Κιβωτός Τρία, του Νέιδαν, ήταν το αποτέλεσμα ενός προ γράμματος χρηματοδοτούμενου από μια παγκόσμια οργάνωση παρόμοιων με αυτόν ιδιωτών, μια μετεξέλιξη της παλιάς λέσχης LaRei των υπερπλουσίων, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει ένα δίκτυο μέσω του οποίου μοιράζονταν φυσικούς πόρους και πληροφορίες. Ακριβώς όπως ο Ν έιδαν υποστηριζόταν από τους όμοιούς του, έ τσι κι αυτός υποστήριζε άλλες πρωτοβουλίες. Η Κρίστι, περίεργη να μάδει περισσότερα για την Κιβωτό Τρία και για τ' άλλα προ γράμματα της LaRei που εξελίσσονταν σε ολόκληρο τον κόσμο, προσπάδησε να διεισδύσει στα πληροφορικά συστήματα του Νέιδαν για να αναζητήσει στα εσωτερικά του κανάλια ειδήσεων ψήγ ματα πληροφοριών. Το ενδιαφέρον της τράβηξε μια ροή πληροφοριών από κάποια βάση αστρονομικών παρατηρήσεων σε μια κορυφή των χιλιανών Άνδεων με το όνομα Σέρο Πατσόν. Εκεί ψηλά στον καδαρό αέρα τρία μεγάλα τηλεσκόπια λειτουργούσαν από τις αρχές του αιώνα, οι Νότιοι Δίδυμοι, το SOAR και το πελώριο Μέγα Πανοπτικό Τηλε σκόπιο Επισκόπησης, το οποίο μπορούσε να ελέγξει ολόκληρο τον ουρανό αρκετές φορές την εβδομάδα. Καδώς η τοποδεσία εκείνη βρισκόταν σχετικά κοντά στην έδρα του Νέιδαν, αυτός ανέλαβε να στέλνει προμήδειες και υλικά στους αστρονόμους, κάνοντας ολοένα αναπροσαρμογές και αυτοσχεδιασμούς καδώς οι πλημ μύρες έπνιγαν τους πεδινούς δρόμους, τα αεροδρόμια και τις σι δηροδρομικές γραμμές. Μ α η Κρίστι, η οποία ενδιαφερόταν περισσότερο για τις άλλες δύο Κιβωτούς, δεν ασχολήδηκε πολύ με τις εικόνες των βαριά ντυμένων αστρονόμων που εργάζονταν κάτω από έναν εντυπω σιακό ουρανό, πλαισιωμένοι από χιονοσκέπαστες κορυφές. Αναρωτήδηκε για μια στιγμή, όμως, για ποιον λόγο αυτή η οργάνω-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
421
ση των υπερπλουσίων, σε μια εποχή παγκόσμιου κατακλυσμού, α φιέρωνε πόρους στην έρευνα του ουρανού.
67 ΙΟΥΛΙΟΣ 2035 «Ονομάζομαι Γκάρι Μπόιλ». «Λυπάμαι, φίλε, αλλά δεν είσαι σε κανένα κατάλογο που έχω». «Γνωρίζω τον Νέιδαν Λάμοκσον. Μ ε βοήθησε - όταν ήμουν όμηρος στη Βαρκελώνη. Μ ας έσωσε και υποσχέθηκε να μας υπο στηρίζει...» Ο φρουρός, που μασούσε κόκα με το πρόσωπό του κρυμμένο πίσω από πελώρια γυαλιά ήλιου, φαινόταν πολύ νέος για να έχει ακουστά τον Γκάρι ή ακόμα και τη Βαρκελώνη. Ο φράχτης που φρουρούσαν αυτός και οι σύντροφοί του είχε ύψος τρία μέτρα κι ήταν φτιαγμένος από συμπαγή μπλοκ μπετόν, με συρματόπλεγμα στην κορυφή και διάσπαρτα πολυβολεία. Α πλωνόταν από τη μια πλευρά του πεντακάθαρου ορίζοντα των Άνδεων μέχρι την άλλη. Ή ταν τα σύνορα του Πρότζεκτ Σίτι, της αυτοκρατορίας του Λάμοκσον. Και ήταν απαγορευμένη περιοχή για τον Γκάρι Μπόιλ. Βρίσκονταν μόνοι στο απέραντο άδειο τοπίο, η εμπροσθος>υλακή της Πόλης των Οδοιπόρων με επικεφαλής τον Γκάρι, την Γκρέις και τον Ντομίνγκο, κι απέναντι τους είχαν τους φρουρούς της AxysCorp που είχαν βγει από τα τείχη τους για να μιλήσουν μαζί τους, ενώ παρακολουθούσαν νωθρά και μια χούφτα ντόπιοι νεαροί, ντυμένοι με πολύχρωμα μάλλινα πόντσο. Ζαλισμένος από το υψόμετρο, ο Γκάρι ένιωθε απελπισία. Η μπαταρία του κινητού του ήταν άδεια εδώ και μήνες. Αν οι φρουροί δεν τον άφηναν να
422
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
περάσει, δεν 8α είχε κανένα τρόπο να επικοινωνήσει με τη Α ίλι. «Είμαι ο Γκάρι Μπόιλ! Γνωρίζω τη Λίλι Μπρουκ. Κι αυτή είναι η Γκρέις, η Γκρέις Γκρέι! Διασχίσαμε δυο ηπείρους για να φτάσου με μέχρι εδώ. Το περπάτημα αυτό έφαγε χρόνια από τη ζωή μου. Είμαι σαράντα τριών χρονών! Ολόκληρη την αναθεματισμένη ζωή μου περπατάω! Τώρα φτάσαμε εδώ και χρειαζόμαστε βοήθεια». Ένιωθε μια αστεία επιθυμία να βάλει τα κλάματα. «Ακου, άνθρωπε, βλέπεις την κατάστασή μας». Ο Γκάρι ανα ρωτήθηκε πώς ο φρουρός είχε καταφέρει να αποκτήσει την προ φορά του Μπρούκλιν, αφού δεν θα έπρεπε να ήταν παραπάνω από πέντε χρονών όταν η Νέα Υόρκη βυθίστηκε. «Δεν έχουμε χώρο για άλλους. Και σίγουρα δεν έχουμε χώρο για σας. Το ότι μπορείς να λες μερικά ονόματα δεν σημαίνει τίποτα. Ο κύριος Λάμοκσον εί ναι διάσημος σε ολόκληρο τον κόσμο κι έτσι ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί πως τον ξέρει». Έσκυψε προς τον Γκάρι. «Και άκου κι αυτό το άλλο που θα σου πω. Ακόμα κι αν εσύ κι η φιλενάδα σου από δω είσαστε πράγματι κολλητοί με τον κύριο Λάμοκσον και μπορούσες να το αποδείξεις, και πάλι δεν θα αφήναμε με κανέναν τρόπο να μπει μέσα όλος αυτός ο στρατός από αλήτες». «Αν απλώς μετέφερες το μήνυμα στη Λίλι Μπρουκ...» «Όχι». Ο φρουρός άρχισε να φωνάζει ασκώντας την εξουσία του. «Δεν είμαι κανένας παρατρεχάμενός σου! Εσύ θα μεταφέρεις το μήνυμά μου στη "δήμαρχό" σου! Ν α της πεις πως αν δεν πά ρει από δω τους χίλιους κώλους σας, θα σας κάνουν άλλοι να τους πάρετε». Κοίταξε τον Γκάρι από πάνω μέχρι κάτω περιφρο νητικά μέσ' από τα γυαλιά του. «Σε προειδοποίησα. Έχετε σαρά ντα οχτώ ώρες. Κατάλαβες;» Έκανε μεταβολή και ξαναπέρασε στη μέσα πλευρά του τείχους, από την πύλη που του την κρατούσαν α νοιχτοί άλλοι μπράβοι της AxysCorp. Ξαφνικά ο Γκάρι ένιωσε εξουθενωμένος. Ο κόσμος κιτρίνισε γύρω του. Έσκυψε, ένιωσε τον σφυγμό να χτυπάει στ' αφτιά του και προσπάθησε να κάνει εμετό. Η Γκρέις του χάιδεψε την πλάτη. Ο Ντομίνγκο κάθισε στις φτέρ νες του δίπλα του.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
423
«Τουλάχιστον προσπάθησες», είπε η Γκρέις. «Φταίει αυτό το αναθεματισμένο υψόμετρο», είπε ο Γκάρι. «Δεν μπορώ να σκεφτώ κανονικά». Κάθισε στο χορταριασμένο έδαφος κοιτάζοντας το τείχος που τον έκλεινε έξω από την πόλη. «Κανείς δεν πρόκειται να σε κατηγορήσει, φίλε μου», είπε ο Ντομίνγκο. «Ο Νέιθαν παραβίασε την υπόσχεση που μου είχε δώσει», είπε ο Γκάρι. «Αυτό σημαίνει πως κι εγώ παραβιάζω την υπόσχεσή μου προς όλους εσάς, προς τη δήμαρχο και τους χίλιους ανθρώπους που περπάτησαν μέχρι εδώ μαζί μου». Η Γκρέις κοίταξε το τείχος με απλανές βλέμμα. «Εμένα δεν με νοιάζει που θα συνεχίσουμε να περπατάμε», είπε. «Πέρασα όλη τη ζωή μου περπατώντας. Δεν νομίζω πως πίστεψα ποτέ πραγματικά ότι θα σταματούσαμε εδώ». «Ακούσε», είπε ο Ντομίνγκο με φανερή αγωνία γέρνοντας προς τον Γκάρι. «Μη σκέφτεσαι τις υποσχέσεις που παραβιάστηκαν. Α κόυσες τι είπε ο ηλίθιος με το όπλο. Α ς υποθέσουμε πως κατα φέρνεις να μπεις μέσα και να επικοινωνήσεις με αυτήν τη Λίλι ή τον Λάμοκσον. Αν επιμείνουμε, ίσως βρούμε τον τρόπο. Α ς υπο θέσουμε πως σ' αφήνουν να περάσεις - εσένα, την Γκρέις και μια χούφτα άλλους. Κι ας υποθέσουμε πως είναι όπως τα λέει ο φρου ρός. Ίσως επιτρέψουν σ' εσένα να μείνεις, αλλά θα πρέπει να ας>ήσεις τους υπόλοιπους πίσω σου». Ο Γκάρι σκέφτηκε πως ίσως τελικά ο Ν έιθαν Λάμοκσον να του ζητούσε πράγματι κάτι τέτοιο. Μ α είχε κάνει την επιλογή του ήδη εδώ και χρόνια, όταν, ακόμα και σε πολύ δύσκολες στιγμές, δεν είχε δεχτεί να εγκαταλείψει την Πόλη των Οδοιπόρων. «Ό χι. Ή όλοι μας ή κανένας», είπε. Η Γκρέις σήκωσε τους ώμους. «Τότε, μάλλον κανένας μας. Μπο ρεί να είμαστε χίλιοι, αλλά δεν είμαστε και κανένας στρατός». «Υπάρχουν όμως στρατοί σ' αυτό τον τόπο». Ο Γκάρι γύρισε, ακόμα καθισμένος. Είδε μάλλινο παντελόνι, μτότες, μια μορφή να στέκεται από πάνω του. Κάποιος από τους ντό-
424
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πιους, ένας Κέτσουα, του είχε μιλήσει. Ο Γκάρι προσπάθησε να σηκωθεί μα τρέκλισε και η Γκρέις βιάστηκε να τον κρατήσει. Ο Κέτσουα θα έπρεπε να ήταν γύρω στα τριάντα με τριάντα πέ ντε. Δεν ήταν ψηλός αλλά είχε δυνατό πρόσωπο, ή μάλλον περισ σότερο υπεροπτικό παρά δυνατό. Φορούσε έναν μάλλινο χιτώνα με ζωηρά χρώματα. Πελώρια χρυσά σκουλαρίκια τραβούσαν προς τα κάτω τους τρυπημένους λοβούς των αφτιών του. Πίσω του υπήρχαν και άλλοι νεαροί, παρόμοια ντυμένοι, που παρακολουθούσαν τη σκηνή επιφυλακτικά. Φορούσαν πόντσο παρ' ότι η μέρα ήταν ζεστή, έτσι ώστε ο Γκάρι αναρωτήθηκε αν από κάτω έκρυβαν όπλα. «Ποιος είσαι;» «Με λένε Ολαντάι». Χαμογέλασε. «Το όνομά μου δεν σου λέει τίποτα. Δεν πειράζει. Μ α το δικό σου λέει κάτι σ' εμένα, Γκάρι Μπόιλ». Γύρισε προς την Γκρέις. «Κι εσύ είσαι η κόρη της Έλεν Γκρέι, έτσι;» Μ ε μια ασυναίσθητη κίνηση, ο Ντομίνγκο στάθηκε ανάμεσα στον Ολαντάι και την Γκρέις. «Ξέρεις για μας; Πώς; Είσαι από το Πρότζεκτ Σίτι, ένας από τους ανθρώπους του Λάμοκσον;» «Εντελώς το αντίθετο. Ποτέ δεν έχω δει από κοντά τον Νέιθαν Λάμοκσον. Αλλά έχω γνωρίσει κάποιους από τους ομήρους, τον Πιρς Μίκελμας και τη Αίλι Μπρουκ». «Σοβαρά; Πώς κι έτσι;» «Η Κρίστι Κέστορ είναι γυναίκα μου». Ο Γκάρι τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. «Η Κρίστι...» Θ υ μήθηκε την ανιψιό της Αίλι, που τελευταία φορά την είχε δει όταν ήταν ακόμα παιδί στο Λονδίνο και που, καθώς υπενθύμισε στον εαυτό του, θα έπρεπε κι αυτή να έχει περάσει τώρα τα τριάντα. «Τι ήταν αυτό που είπες περί στρατών;» Τα μάτια του Ο λαντάι μισόκλεισαν. «Ο Λάμοκσον σας απέ κλεισε από την πόλη. Το ίδιο έκανε και σ' εμάς, τους Κέτσουα. Μ α ς εκμεταλλεύτηκε για μια ολόκληρη γενιά, ενώ αυτός έμενε κλεισμένος στα ανάκτορά του και κατασκεύαζε το γελοίο πλοίο του στην κορυφή των βουνών. Εδώ, σ' αυτήν τη γη που κάποτε ήταν δική μας, υποφέρουμε από τον τελευταίο σπασμό της δυτι-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
425
κής αποικιοκρατίας. Μ α οι καιροί αλλάζουν. Μ ια ύστατη μάχη πλησιάζει, μια τελική αναμέτρηση πριν η θάλασσα μας σκεπάσει όλους». Ο Γκάρι είχε μπερδευτεί από εκείνο τον εξωτικό νεαρό άνδρα και το κεφάλι του γύριζε εξαιτίας των αναφορών στη Λίλι και την Κρίστι. «Μα τι διάβολο λες; Για ποιο πλοίο μιλάς;» Ο Ολαντάι έδειξε το τείχος. «Δεν υπάρχει τώρα πια χώρος για τέτοιου είδους σύνορα. Ή ρθε ο καιρός να διορθώσουμε τις αδι κίες. Δεν πρόκειται για εκδίκηση, αλλά για καθαρή απονομή δ ι καιοσύνης». Ο Ντομίνγκο τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. «Και πώς σκο πεύεις να δώσεις αυτήν τη μάχη, βουνήσιε; Μήπως πετώντας ακό ντια καβάλα σε λάμα;» Ο Ολαντάι γύρισε να τον κοιτάξει και ο Γκάρι διαισθάνθηκε μια σιωπηλή σύγκρουση ανάμεσά τους, έναν αγώνα για κυριαρ χία. «Ό χι ακόντια», είπε τελικά ο Ολαντάι. «Θα σας πω ένα πράγ μα, το οποίο μπορείτε να μεταφέρετε στην κουρασμένη σας δήμαρ χο. Έχουμε αυτόματα Καλάσνικοφ· ΑΚ47. Τα βγάλαμε από μια κρυψώνα που υπήρχε στη Λίμα, τη βυθισμένη μας πρωτεύουσα. Χρησιμοποιήσαμε τα υποβρύχια του ίδιου του Λάμοκσον για να το πετύχουμε, ακριβώς κάτω από τη μύτη του. Έχουμε όπλα και πυρομαχικά. Έτσι θα δώσουμε τη μάχη μας. Ίσως να μπορούσαμε να νικήσουμε και χωρίς εσάς, αν και αριθμητικά δεν είμαστε ισχυ ροί. Μ α εσείς, που ήρθατε από το πουθενά περπατώντας μέχρι εδώ, είστε για μας μια ευκαιρία. Μ ε τη βοήθειά σας θα νικήσου με τον Λάμοκσον, τους φρουρούς της AxysCorp και το Πρότζεκτ Σίτι, την τεχνολογική Ουτοπία του». «Δεν ήρθαμε εδώ για κάτι τέτοιο», είπε ο Γκάρι. «Ό χι, μα αυτό βρήκαμε», είπε ο Ντομίνγκο ξαφνικά anoq>aσισμένος. «Κάθε φορά που τα βρίσκαμε δύσκολα ως τώρα, συ νεχίζαμε να περπατάμε. Εδώ είναι το τέρμα του ταξιδιού. Πάντα το ήξερες πως θα καταλήγαμε σε κάτι τέτοιο, όταν η στεριά θα τέλειωνε και οι άνθρωποι θα στριμώχνονταν όλο και περισσότε ρο, σαν τα κατσίκια σε μια βουνοκορφή. Ακόυσες τι είπε ο φρου-
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
426
ρός. Αν μας διώξουν κι από εδώ, δεν δα έχουμε πουδενά αλλού να πάμε. Πρέπει να αποφασίσουμε. Θ α πολεμήσουμε ή δα πεδάνουμε». Ο Γκάρι κοίταξε τον Ολαντάι κι ύστερα είπε: «Εγώ δεν πρό κειται να μεταφέρω τέτοιο μήνυμα στη δήμαρχο». «Θα το κάνω εγώ», είπε ο Ντομίνγκο. «Στο κάτω-κάτω δεν μπο ρούμε να αποφασίσουμε εμείς για λογαριασμό των άλλων». Λο ξοκοίταξε τον Ολαντάι. «Είσαι έτοιμος να έρδεις μαζί μας;» Ο Ολαντάι χαμογέλασε. «Περίμενα τούτην τη μέρα σε όλη τη ζωή μου». Ο Γκάρι κοίταξε την Γκρέις. Η έκφρασή της ήταν ανεξιχνίαστη. Ξαφνικά το στομάχι του άρχισε πάλι να ανακατεύεται και το κε φάλι του να πονάει, καδώς το υψόμετρο τον επηρέαζε και πάλι. Έ σκυψε ακουμπώντας τα χέρια πάνω στα γόνατά του, ενώ η Γκρέις του έτριβε την πλάτη.
68 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Ο ι σχεδίες έπλεαν κατά μήκος των πλημμυρισμένων παρυφών των Άνδεων. Κανείς δεν ήξερε πόσες ήταν τώρα πια, πόσοι άνδρωποι πάσχιζαν να επιβιώσουν στον κόρφο της δάλασσας. Ο Ν έιδαν Λάμοκσον τοποδέτησε στρατεύματα κατά μήκος της ολοένα μετατοπιζόμενης ακτογραμμής, σε μια προσπάδεια να τις παρεμποδίσει ν' αράζουν. Ποτέ δεν υπήρχε έλλειψη εδελοντών για αυτή την υπηρεσία. Έστελνε μάλιστα και πλοιάρια στις σχεδίες. Τα πλοιάρια μετέ φεραν γιατρούς, όχι όμως για να φροντίσουν τους ασδενείς. Ο Νέιδαν είχε από καιρό αρχίσει να ξεδάβει παλιές σκέψεις και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
427
μεθόδους για τη μείωση του πληθυσμού. Ακόμα και πριν ξεκινή σει ο κατακλυσμός, υπήρχαν αντιλήψεις περί ανάγκης εξάλειψης του ανθρώπινου γένους, μεταξύ εκείνων οι οποίοι πίστευαν πως η ανθρωπότητα είχε γίνει στην πραγματικότητα μια μάστιγα και πως το μοναδικό καθήκον που της απέμενε ήταν να επαναφέρει τη Γη στην προανθρώπινη κατάστασή της με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πριν αποσυρθεί αθόρυβα στο σκοτάδι της λήθης. Ο Λάμοκσον ι σχυριζόταν πως εκεί υπήρχε μια ορθολογική μέθοδος που θα βοηθούσε στην αποδοχή της επερχόμενης καταβύθισης των πά ντων. Έτσι, οι γιατροί στα πλοιάρια ήταν «ιεραπόστολοι αυτοκτο νίας», εκπαιδευμένοι να διδάσκουν τους πρόσφυγες πώς να απο δεχτούν τη μοίρα τους. Ή ταν άλλωστε εξοπλισμένοι με τα κατάλ ληλα φάρμακα για τούτο τον σκοπό. Άλλοι ιεραπόστολοι, οι οποίοι δεν βρίσκονταν κάτω από την αι γίδα του Λάμοκσον, πηγαινοέρχονταν κι αυτοί ανάμεσα στις απο κομμένες μεταξύ τους κοινότητες των σχεδιών. Μ ια βενζινάκατος μετέφερε έναν ιεροκήρυκα, ο οποίος ανεβοκατέβαινε την ακτή q>u>νάζοντας με ένα μεγάφωνο. «Έτσι είναι να ζεις σε έναν κόσμο ό που ο Θ εός επεμβαίνει!» φώναζε. Η ανθρωπότητα είχε επιστρέφει στον καιρό της Παλαιός Διαθήκης. Ο Ν έιθαν σκεφτόταν να του κλείσει το στόμα, μα τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο ιε ροκήρυκας έκανε το ίδιο αποτελεσματική δουλειά με τους για τρούς του. Ο πληθυσμός των σχεδιών δεν ήταν σταθερός. Μερικές σχε δίες διαλύονταν, ενώ κάποιες επιτίθονταν και κούρσευαν άλλες. Ορισμένες πάλι χάνονταν στον ορίζοντα, ακολουθώντας μια μοίρα που κανείς πάνω στην ξηρά δεν ενδιαφερόταν να φανταστεί. Ό μ ω ς πάντα εμφανίζονταν νέες από τις πόλεις που βυθίζονταν. Η Κρίστι παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Αποκλεισμένη οπό το Κούσκο εδώ και χρόνια, αναρωτιόταν αν υπήρχε κανείς εκεί που να νοιάζεται όσο η ίδια σχετικά με το πόσο θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
428
69 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2035
Ο ετερόκλητος στρατός του Ολαντάι έσπασε την αντίσταση του Πρότζεκτ Σίτι και μπήκε στην πόλη από τον εξωτερικό περίβολο κο ντά στο αεροδρόμιο. Ο ι δυνάμεις εισβολής δεν διέθεταν θωρακισμένα ή βαριά όπλα. Ήταν όμως πολυάριθμες, αποτελούμενες από τους Κέτσουα και άλ λους εκτοπισμένους των υψιπέδων, έναν μεγάλο αριθμό ανικανο ποίητων φτωχών της Πιζαρόπολης και εκατοντάδες μάχιμους ενή λικες από την Πόλη των Οδοιπόρων. Διέθεταν επίσης άφθονα Καλάσνικοφ και πολλά πυρομαχικά. Λίγοι σκοτώθηκαν στην άτακτη ανταλλαγή πυρών γύρω από το αεροδρόμιο. Ο ι δυνάμεις του Νέιθαν ήταν πολύ καλά οχυρω μένες για να πληγούν από τη χοντροκομμένη στρατηγική του Ολαντάι, παρ' ότι από την άλλη πλευρά φαίνονταν απρόθυμες να χρη σιμοποιήσουν τα βαριά όπλα που σίγουρα κατείχαν. Ό τα ν η σύ γκρουση τέλειωσε, οι επαναστάτες προσπέρασαν αφήνοντας ένα σημαντικό τμήμα των δυνάμεων του Λάμοκσον ακινητοποιημένο, ταμπουρωμένο στο κεντρικό κτήριο του αεροδρομίου. Ο Ολαντάι παρουσίασε το αδιέξοδο αυτό ως νίκη, επειδή άφηνε εκείνο τον τομέα του Κούσκο εν πολλοίς ανυπεράσπιστο. Ύστερα οδήγησε τον στρατό του από τα νοτιοανατολικά μέσα στην πόλη. Ο ι εισβολείς προχώρησαν στον φαρδύ και έρημο δρόμο που ονο μαζόταν Λεωφόρος του Ή λιου και που, σύμφωνα με τους παλιούς χάρτες στην οθόνη την προσκολλημένη στο μανίκι του Γκάρι, διέ σχιζε το παλιό κέντρο του Κούσκο. Ο ι επαναστάτες χωρίστηκαν σε δυο φάλαγγες οι οποίες προ χωρούσαν από τα δυο πεζοδρόμια κάτω από την κάλυψη των κτη ρίων, μένοντας μακριά από το κέντρο του δρόμου όπου θα ήταν ευάλωτοι στα πυρά ελεύθερων σκοπευτών. Αυτές οι στοιχειώδεις
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
429
στρατιωτικές τακτικές είχαν διδαχτεί στον Ολαντάι από μια χού φτα βετεράνων στρατιωτικών, που ζούσαν ανάμεσα στους κατοί κους της Πόλης των Οδοιπόρων. Μ α η απειρία φαινόταν στον φο βισμένο και νευρικό τρόπο με τον οποίο οι εισβολείς κολλούσαν σε κατώφλια, χώνονταν πίσω από ανεπαρκή σημεία κάλυψης και κοιτούσαν τρομαγμένα τις σκιές και τον ουρανό. Ο ι περισσότεροι κρατούσαν Καλάσνικοφ, όπλα τα οποία χειρίζονταν με μια προχει ρότητα που τρόμαζε τον Γκάρι. Η δήμαρχος της Πόλης των Οδοιπόρων, η Τζάνετ Θόρσον, ήταν μια σκληροτράχηλη πενηντάρα που καταγόταν από τη Μινεσότα. Ή ταν κοντή, δυνατή, επιφυλακτική, με γκριζόξανδα μαλλιά. Περπατούσε μαζί με τον Γκάρι στην οπισθοφυλακή του στρατού του Ολαντάι. Φορούσαν και οι δυο τις παλιές φόρμες της AxysCorp, οι οποίες παρέμεναν τα πιο εύχρηστα και ανθεκτικά ρούχα, λε ρωμένες σκόπιμα ώστε να προσφέρουν κάποιο καμουφλάζ. Ήταν ό,τι πλησιέστερο είχαν σε στρατιωτικές στολές - ρούχα η αγορά των οποίων είχε κάνει κάποτε τον Ν έιθαν Λάμοκσον λιγάκι πλου σιότερο και που τώρα τα φορούσε ένας στρατός που κινούνταν εναντίον του. Κανείς από τους δυο δεν κρατούσε όπλα, πέρα από πιστόλια χωμένα μεσ' από τις φόρμες τους. Δεν διέθεταν θωράκιση, αλεξίσφαιρα γιλέκα ή κράνη και ο Γκάρι, ο οποίος δεν ήταν στρατιωτικός, αισθανόταν πολύ ευάλωτος. «Γαμώ το, αυτά τα παιδιά έχουν δίκιο να φοβούνται», είπε η Τζάνετ Θόρσον. «Ας το παραδεχτούμε, όλοι μας έχουμε ξεσυνη θίσει τις πόλεις. Μερικά από τα παλληκάρια μας δεν έχουν βρε θεί ποτέ σε παρόμοιο περιβάλλον στη διάρκεια της νεαρής ζωής τους. Υποθέτω πως πρωτάρηδες είναι και οι περισσότεροι απ' αυ τούς τους ντόπιους». Ο Γκάρι φανταζόταν πως κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια. Αλήθευε επίσης πως το Κούσκο ήταν η πιο λειτουργική πόλη που προσω πικά ο ίδιος είχε δει τα τελευταία χρόνια. Τα κτήρια ήταν σχετικά άθικτα και η επιφάνεια των δρόμων συντηρημένη. Υπήρχαν ακό μα και καταστήματα σ' εκείνη τη μεγάλη λεωφόρο, κλεισμένα και σφραγισμένα τη συγκεκριμένη στιγμή μα προφανώς ακόμη σε λει-
430
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τουργία. Πουθενά δεν έβλεπαν ψυχή, ούτε ενήλικα, ούτε παιδί, ούτε καν έναν σκύλο. Ακόμα και τα πουλιά είχαν σωπάσει. «Υποθέτω πως κι η ίδια η πόλη καθρεφτίζει τη θέληση του Νέιθαν Λάμοκσον», είπε. «Θέληση, πειθαρχία και ισχύς που εφαρ μόζονται επί δεκαετίες». «Ναι», μούγκρισε η Θόρσον, «μαζί ασφαλώς με τα λεφτά που κατόρθωσε να ρουφήξει ενώ όλος ο κόσμος πήγαινε κατά διαόλου. Βέβαια, διακρίνω πράγματι πειθαρχία και πρόβλεψη. Γι' αυτό και ετούτη η γαλήνη μου προκαλεί ανησυχία». Έδειξε πάνω σε έναν στύλο μια κάμερα παρακολούθησης, που μετακινιόταν αθό ρυβα στρεφόμενη προς τον προελαύνοντα στρατό. «Μας βλέπουν. Νομίζω πως ο Νέιθαν Λάμοκσον ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Θα πρέπει να έχει προβλέψει πως μια τέτοια μέρα θα ερχόταν και πως ο εργάτες στις παραγκουπόλεις και στα βουνά, που σπαταλούν τις ζωές τους για χάρη της πολύτιμης πόλης του, θα ξεσηκώνονταν έστω κι αν εμείς οι Οδοιπόροι γίναμε ο μπαλαντέρ στην τράπου λα. Ό χ ι, τα έχει προβλέψει όλα· πρέπει να είναι προετοιμασμένος. Νομίζω πως μπαίνουμε σε κάποιο είδος παγίδας», είπε σκυθρω πά. «Μια παγίδα που δεν έχει κλείσει ακόμα». Καθώς προχωρούσαν, οι ομάδες της εμπροσθοφυλακής συνά ντησαν και άλλες αμυντικές οχυρωμένες θέσεις σε διασταυρώσεις της Λεωφόρου του Ήλιου με τους κάθετους δρόμους που ονομά ζονταν Λεωφόρος Πατσακουτέκ, βόρεια του σιδηροδρομικού σταθ μού, και Λεωφόρος Γκαρθιλάσο, μερικά οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα. Σε κάθε σταμάτημα ο Γκάρι, ο οποίος βρισκόταν καμιά εκατοστή μέτρα πίσω από τους πρώτους, άκουγε το κροτάλισμα των όπλων, κραυγές και ουρλιαχτά πριν δοθεί το σήμα η φάλαγ γα να προχωρήσει ξανά. Προφανώς, η αντίσταση του Νέιθαν μέ σα στην πόλη δεν ήταν ισχυρότερη από εκείνη του αεροδρομίου. Ό τα ν ο Γκάρι πέρασε κι αυτός από τις διασταυρώσεις είδε τα απομεινάρια από συρματοπλέγματα, διαλυμένα οδοφράγματα και πολυβολεία φτιαγμένα από σάκους άμμου και τεμάχια μπετόν. Στη διασταύρωση με την Γκαρθιλάσο είδε κι έναν νεκρό, κάποιον άνδρα που φορούσε μια ζωηρόχρωμη γαλάζια φόρμα της AxysCorp
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
431
η οποία φαινόταν λες και μόλις είχε βγει από το εργοστάσιο. Φο ρούσε λευκό κράνος και είχε στο μπράτσο του γαλόνια λοχία. Ή ταν πεσμένος στο κράσπεδο του δρόμου με τα μέλη του τεντω μένα σαν κούκλας κι ένας σκούρος κόκκινος λεκές ήταν απλωμέ νος στην πλάτη του. Ή ταν το πρώτο πτώμα που έβλεπε ο Γκάρι εκείνη τη μέρα. Είχε δει πάμπολλους νεκρούς όλον αυτό τον και ρό που ζούσε στην Πόλη των Οδοιπόρων, μάλιστα αρκετούς βί αιους θανάτους, αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμα να το συνηθίσει. Η φάλαγγα σταμάτησε ξανά. Ήρθε διαταγή να ταμπουρωθούν. Ό λ ο ι αναζήτησαν καταφύγιο, όχι μόνο από τα πυρά των ελεύθε ρων σκοπευτών αλλά κι από τον ήλιο, σε εισόδους και σοκάκια. Πόρτες έσπασαν και παράθυρα θρυμματίστηκαν καθώς οι εισβο λείς άρπαζαν ό,τι μπορούσαν από τα καταστήματα και τις κατοι κίες, τα γραφεία και τις εκκλησίες. Ο Γκάρι άκουσε διαμαρτυρίες ότι δεν υπήρχε πουθενά φαγητό ή νερό. Η δήμαρχος, λέγοντας στον Γκάρι πως σκόπευε να προχωρή σει μπροστά και να δει τι γινόταν, τον άφησε. Ο Γκάρι περπάτησε καμιά εικοσαριά μέτρα πιο πίσω για να συναντήσει την Γκρέις, η οποία βρισκόταν μαζί με τον Ντομίνγκο. Η Γκρέις φαινόταν να νιώθει περισσότερη δυσφορία από νευρικότητα. Ο Ντομίνγκο έ μοιαζε με πειρατή, χαμογελώντας πλατιά καθώς κρατούσε αγκα λιά το Καλάσνικόφ του, το οποίο είχε γυαλίσει μέχρι που άστραφτε κάτω από το καθαρό φως των Άνδεων. Φορούσε ένα αρπαγ μένο περιδέραιο, μια σειρά από μεγάλα κομμάτια ακουαμαρίνας, τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του σαν μπαντάνα. «Είσαι πραγματικά μαλάκας, Ντομίνγκο», είπε ο Γκάρι με μια ελαφριά αηδία. Ο Ντομίνγκο γέλασε. «Τούτη είναι μια μέρα για μαλάκες. Τι γί νεται τώρα, ω μεγάλε και όχι μαλάκα λευκέ;» «Η δήμαρχος πήγε μπροστά. Μ άλλον ο Ολαντάι σχεδιάζει την επόμενη κίνησή του. Ελάτε, θα την ακολουθήσουμε». Έπιασε το χέρι της Γκρέις. «Είμαστε απλοί πεζικάριοι», είπε ο Ντομίνγκο. Ο Γκάρι κούνησε το κεφάλι σκεφτικά. «Έχουμε φίλους σ' αυ-
432
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τή την πόλη. Θ α κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μειώσουμε τον αριθμό των νεκρών». Ο Ντομίνγκο υποκλίθηκε. «Αν είναι έτσι, σε ακολουθώ». Κρατώντας την Γκρέις από το χέρι και ακολουθούμενος από τον Ντομίνγκο, ο Γκάρι προχώρησε μέχρι που έφτασε κοντά στη δήμαρχο. Βρίσκονταν σε μια μεγάλη διασταύρωση, πλάι στο παρκάκι το οποίο υπήρχε κοντά από μια μεγαλόπρεπη εκκλησία. Μπροστά σ' εκείνο τον οικοδομικό όγκο, ο Ολαντάι έκανε πο λεμικό συμβούλιο. Φορούσε τη στολή ευγενούς των Ίνκας, φανταχτερό μάλλινο χιτώνα και παντελόνι, ενώ τα χρυσά σκουλαρίκια του άστραφταν στον ήλιο. Στο κεφάλι φορούσε μια χρυσή περικεφαλαία αρπαγμένη από κάποια ιδιωτική συλλογή, σε μια από τις αιφνιδια στικές επιδρομές που είχε κάνει στο Κούσκο πριν από εκείνη τη μα ζική επίθεση. Στεκόταν ευθυτενής με το πρόσωπό του σκούρο και περήφανο, αφού τούτη ήταν η μέρα της αποθέωσής του. Η δήμαρχος Θόρσον στεκόταν μπροστά στον Ολαντάι γεμάτη αμφιβολία ακούγοντας τις συζητήσεις του με τους υποτιθέμενους στρατηγούς του, αν και στην πραγματικότητα και τούτοι δεν ήταν παρά νταήδες και ταραχοποιοί οι οποίοι είχαν προστρέξει στο πλάι του Ολαντάι από τις ορεινές κοινότητες, τα αγροκτήματα και τα ορυ χεία, με σκοπό να λύσουν παλιές διαφορές. Υπήρχαν ακόμα και με ρικοί από τους εκτοπισμένους, που ζούσαν στις σχεδίες έξω από τις ακτές. Η ομάδα στεκόταν γύρω από ένα ξύλινο κιβώτιο που έμοια ζε με φέρετρο και που είχαν μεταφέρει εκεί με κάρο. Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους ήταν και κάποιος που ο Γκά ρι δεν αναγνώριζε, με στολή της AxysCorp που έμοιαζε καινούργια. Είχε ηλικία γύρω στα τριάντα και ήταν υπέρβαρος, κάτι ασυνήθι στο εκείνη την εποχή. Είχε παραφουσκωμένο πρόσωπο γεμάτο κα κία και στεκόταν νευρικά πλάι στον Ολαντάι. Η Κρίστι ήταν κι αυτή εκεί. Ο μικρός της γιος φορούσε φτερά στα μαλλιά του και τη στολή πρίγκιπα των Ίνκας. Κρατούσε το χέ ρι της μητέρας του και με το δάχτυλο σκάλιζε το μικρό ρουθούνι του. Ο Γκάρι έπαθε το μεγαλύτερο σοκ του ως εκείνη τη στιγμή της μέρας, όταν είδε την Κρίστι Κέστορ στο πλάι ενός ανθρώπου όπως
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
433
ο Ολαντάι. Βλέποντας επίσης πως φορούσε στην πλάτη της ένα ροζ πλαστικό σακίδιο, παράταιρο ανάμεσα σε όλα εκείνα τα πράγματα των Ίνκας, ο Γκάρι Θυμήθηκε αμυδρά πως η Κρίση το κουβαλούσε όταν ήταν ακόμα μια μικρή, έξυπνη, Λονδρέζα μαθήτρια. «Ποιο είναι το σχέδιο, λοιπόν;» ρώτησε ο Γκάρι τη Θόρσον. «Ο Ολαντάι έχει φυτέψει κατασκόπους στο Πρότζεκτ Σίτι», είπε εκείνη. «Σαν αυτό τον χοντρό, προφανώς. Ο Αάμοκσον και οι α νώτεροι αξιωματικοί του έχουν οχυρωθεί σε ένα στάδιο μερικά τε τράγωνα προς τα εκεί». Έδειξε βορειοανατολικά, κατά μήκος της κάθετης λεωφόρου. Ο Γκάρι σκέφτηκε πως εκεί θα έπρεπε να βρίσκονται και η Λίλι με τον Πιρς. Πόσο παράξενη θα ήταν αυτή η συνάντηση! «Θα τους πολιορκήσουμε, λοιπόν;» «Ναι. Αν και ο Ολαντάι πιστεύει πως έχει τον τρόπο για να μπει. Στο μεταξύ, θέλει να κάνει εδώ κάποια τελετή». «Τελετή των Ίνκας, εννοείς;» Ο Γκάρι κοίταξε γύρω του τις σιω πηλές προσόψεις των κτηρίων που τους περιτριγύριζαν, τους άδει ους δρόμους. Ακούσε το μακρινό βούισμα ενός ελικοπτέρου. « Ό σο περισσότερο μένουμε εδώ, τόσο πιο ευάλωτοι γινόμαστε. «Είναι ολοφάνερο. Αλλά τον ξέρεις τον Ολαντάι. Κοίτα αυτούς τους τύπους! Ο ι περισσότεροι δεν σκέφτονται καν. Είναι παραπεταμένοι, υποδουλωμένοι στον Αάμοκσον, πρόσφυγες όπως όλοι μας. Ειδικά οι άνθρωποι από τις σχεδίες δεν έχουν τίποτα να χά σουν. Αυτή είναι η ώρα τους, η ευκαιρία τους να χτυπήσουν κάτι, οτιδήποτε. Θ α έλεγα πως τα σημερινά γεγονότα έχουν να κάνουν εξίσου με την τεστοστερόνη όσο και με τον ζωτικό χώρο». «Η κρίση σου είναι αυστηρή». Το πρόσωπό της ήταν σκληρό. «Είμαστε εδώ για να μεγιστοποι ήσουμε τα δικά μας κέρδη. Δεν χρωστάμε τίποτα στον Νέιθαν Αά μοκσον». Ο χοντρός τριαντάρης ξεμάκρυνε από τον κύκλο του Ολαντάι και πλησίασε τον Γκάρι. «Σε ξέρω», είπε. «Είσαι ο Γκάρι Μπόιλ. Ένας από τους ομήρους της Βαρκελώνης». Ο Γκάρι τον κοίταξε έκπληκτος. «Έχουμε γνωριστεί;»
434
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ήμουν παιδί όταν σώθηκες. Ίσως να μη με θυμάσαι. Είμαι ο Χάμοντ Λάμοκσον». Ο Γκάρι διέκρινε αμέσως την ομοιότητα με τον Νέιθαν, η ο ποία βασάνιζε τη μνήμη του. Ο Χάμοντ είχε ακόμα και κάποια ίχνη από τη λονδρέζικη προφορά του πατέρα του στη φωνή του. «Πο πο! Ναι, ασφαλώς σε θυμάμαι. Τι γυρεύεις εδώ;» «Με τους εχθρούς της AxysCorp, εννοείς; Μ άλλον δεν ξέρεις τον πατέρα μου καλά. Το παιχνίδι τέλειωσε γ ι' αυτόν. Θα δικαστεί από τη νέα συνταγματική κυβέρνηση του Κόσκο». «Δίκη, ε; Κι εσύ θα είσαι μάρτυρας κατηγορίας;» Το πρόσωπο του Χάμοντ ήταν γεμάτο αγανάκτηση και οργή. «Δεν ξέρω τι πιστεύεις εσύ για τον Νέιθαν Λάμοκσον. Δεν μ' ενδιαφέρει. Ω ς πατέρας είναι σκέτη καταστροφή. Πέρασε όλη του τη ζωή ταπεινώνοντάς με, μειώνοντάς με, περιθωριοποιώντας με». Ο Γκάρι μπορούσε να φανταστεί πως κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια. «Ίσως πίστευε πως έτσι θα σε σκληραγωγούσε». «Τα κατάφερε, όπως (ραίνεται». «Η Λίλι Μπρουκ και ο Πιρς Μίκελμας βρίσκονται εδώ;» ρώτη σε ο Γκάρι. «Είναι ακόμα ζωντανοί; Δεν κατάφερα να επικοινωνή σω μαζί τους όταν φτάσαμε στην περιοχή». «Ναι, βεβαίως και ζουν. Παραμένουν ακόμα ευνοούμενοι του πατέρα μου. Ενώ εγώ είμαι απλά ένας επιβάτης στο όχημα. Πάντα βρισκόταν πιο κοντά σ' εσάς τους ομήρους, απ' ό,τι σ' εμένα». Στράβωσε τη μύτη περιφρονητικά. «Σας έχει σαν κατοικίδια ζώα». Ο Γκάρι αισθάνθηκε να σοκάρεται από την πικρία του Χάμοντ. «Είσαι γιος του. Θυμάμαι πως ο Ν έιθαν έλεγε πως ό,τι κάνει, το κάνει για σένα και τα εγγόνια του». «Εγγόνια! Α, ναι! Θ α έπρεπε να δεις την ψυχρή σκύλα που μου διάλεξε για να του γεννήσω εγγόνια. Δεν του έκανα όμως τη χάρη». «Δεν μπορώ να πιστέψω πως σκοπεύεις να τον προδώσεις». «Δες με για να πιστέψεις». Και με τα λόγια αυτά ο Χάμοντ επέ στρεψε στην ομάδα των Κέτσουα, ενώ ο Ολαντάι ξεκινούσε την τελετή του.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
435
Ο Ολαντάι σκαρφάλωσε πάνω στο κιβώτιο που έμοιαζε με φέρε τρο. Τα μουρμουρητά και οι συζητήσεις γύρω του έπαψαν. «Φτάνουμε λοιπόν στο τέλος του παιχνιδιού», είπε ο Ολαντάι. «Θα είναι η τελευταία μας αναμέτρηση με τον Νέιθαν Λάμοκοον και το ξέπλυμα του λεκέ της αποικιοκρατίας. Είναι πρέπον να ετοι μαστούμε για την τελευταία μάχη εδώ, σ' αυτό το ιστορικό ση μείο». Έδειξε με το χέρι. «Εδώ είναι ο Κορικάντσα, ο Ναός του Ή λιου - ο πιο σημαντικός τόπος λατρείας της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Επτακόσια φύλλα χρυσού κάλυπταν κάποτε τους τοίχους του. Ο ι μουμιοποιημένοι, νεκροί αυτοκράτορες κάθονταν σε θρόνους από χρυσάφι και ασήμι. Εδώ όπου βρισκόμαστε ήταν ο προθάλα μος, γεμάτος χρυσά αγάλματα που εικόνιζαν πανέμορφες γυναί κες, λάμα, δέντρα, λουλούδια - ακόμα και χρυσές πεταλούδες. Ο ι Ισπανοί σύλησαν τον ναό αναζητώντας μονάχα χρυσάφι, αδια φορώντας για τους Ίνκας και τους θεούς τους και τελικά μετέτρε φαν ό,τι απέμεινε σε χριστιανική εκκλησία. »Όμως τώρα ο ήλιος των Ίνκας ανατέλλει ξανά». Σήκωσε τη στρατιωτική μπότα του και χτύπησε με δύναμη το σκέπασμα του φερέτρου. Το καπάκι θρυμματίστηκε. Ο Ολαντάι έβαλε το χέρι μέ σα και έβγαλε ένα συνονθύλευμα από κόκκαλα, σπασμένα και σκο νισμένα, συνδεδεμένα μεταξύ τους με κομμάτια σύρματος ώστε να μη διαλύεται ο σκελετός. Ο Ολαντάι έπιασε το κρανίο, που τα σα γόνια του κρέμονταν ορθάνοιχτα, και έκανε τα κόκκαλα να κρο ταλίσουν στον αέρα. «Ιδού ο Πιζάρο! Ιδού ο Πιζάρο!» Ένα τρομερό μουγκρητό βγήκε από τα στόματα των οπαδών του. Δυο άνδρες ύψωσαν ένα αυτοσχέδιο ικρίωμα καμωμένο από πασσάλους αντίσκηνων και μια θηλιά περάστηκε γύρω από ιο ν λαιμό του Ισπανού κατακτητή, που ήταν νεκρός εδώ και πεντακό σια χρόνια, με τα οστά του κιτρινισμένα και μισοθρυμματισμένα. Ενώ σήκωναν τον σκελετό ψηλά, μπροστά στους ογκώδεις τοί χους του ναού, η δήμαρχος Θόρσον μουρμούρισε: «Ο Θ εός να μας λυπηθεί όλους».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
436
70 Η Λίλι σκέφτηκε πως είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που το Εστάδιο Ουνιβερσιτάριο του Κούσκο χρησιμοποιήθηκε τε λευταία φορά για τους σκοπούς για τους οποίους σχεδιάστηκε αρ χικά. Τώρα το γήπεδο ήταν γεμάτο από σκηνές και χημικές τουα λέτες. Το χορτάρι ήταν πατημένο και κομμένο από τα ελαστικά των οχημάτων, όπου δεν ήταν καλυμμένο από σανίδες. Είχαν συγκε ντρωθεί αποθέματα τροφίμων και νερού, οι πύλες ήταν κλειστές και οι γερανογέφυρες, που κάποτε σήκωναν τηλεοπτικές κάμερες, είχαν μετατραπεί σε πολυβολεία. Παρ' ότι ο ιδιωτικός στρατός του Λάμοκσον δεν διέθετε ιδιαίτερο βαρύ οπλισμό, το γήπεδο ήταν πε ριτριγυρισμένο από μικρά πυροβόλα. Εδώ ο Νέιθαν Λάμοκσον θα έδινε τη μάχη του. Από τη στιγμή που έφτασαν οι πληροφορίες για την εμφάνιση του ετερόκλητου στρατού του Ολαντάι, ο Λάμοκσον είχε θέσει σε εφαρμογή μια τα κτική καμένης γης. Αποσύρθηκε σε κείνο το ήδη προετοιμασμένο οχυρό με δυο χιλιάδες ανθρώπους, τους πιο έμπιστους φρουρούς του, τους στενότερους συμβούλους και υποστηρικτές του, οποιονδήποτε του ήταν πολύτιμος και αφοσιωμένος. Το υπόλοιπο Πρότζεκτ Σίτι είχε εκκενωθεί, με τους πολίτες είτε κλεισμένους σε εκκλησίες και κελάρια, είτε στην Τσοσίκα, όπου κάποιοι θα έμεναν στη μισο τελειωμένη Κιβωτό. Στη συνέχεια η πόλη είχε αδειάσει από κάθε εί δους προμήθειες. Ο Ν έιθαν ήταν πεισμένος πως οι επαναστάτες θα διαλύονταν μόλις τους χτυπούσε η πείνα και η δίψα. Στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν παράξενη. Ο ουρανός από πά νω είχε ένα λαμπερό γαλάζιο χρώμα και ο ήλιος, χαμηλά εκείνη τη χειμωνιάτικη μέρα, έριχνε ένα χρυσαφένιο φως κάνοντας τα γυα λισμένα όπλα να αστράφτουν. Τα μουρμουρητά χιλιάδων ανθρώ πων μέσα σ' αυτό το αντηχείο έδιναν την εντύπωση ενός πλήθους φιλάθλων. Ό λ α αυτά έκαναν τη Λίλι να νιώθει ιδιαίτερα ευδιάθετη, σαν να ήταν Σάββατο απόγευμα στο Λονδίνο και να είχε πάει τα ανίψια της σε αγώνα ποδοσφαίρου, στο Φούλχαμ ή στο Κουίνς
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
437
Παρκ Ρέιντζερς. Ό μ ω ς ένα διαφορετικό είδος αγώνα ήταν προγραμματισμένο για τούτην τη μέρα. Ο ίδιος ο Λάμοκσον βρισκόταν στο κέντρο του γηπέδου, όπου κάποτε αγωνίζονταν ποδοσφαιρικές ομάδες. Καθόταν στον ήλιο σε μια πτυσσόμενη πολυθρόνα και γυαλιά ήλιου κάλυπταν το πρό σωπό του. Βέβαια, περιτριγυριζόταν από φρουρούς και βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα απόσταση από δυο ελικόπτερα με τον λογότυπο της AxysCorp, που ακουμπούσαν στο χορτάρι. Ο Πιρς ήταν μαζί του, ενώ ο Χουάν Βιλέγκας με την Αμάντα κάθονταν λίγο πιο πί σω, μαζί με τον ΣάντζεϊΜακντόναλντ. Αν και σπάνια μιλούσε, ο Πιρς είχε την αφηρημένη όψη κάποιου που άκουγε μια ντουζίνα συζη τήσεις ταυτόχρονα, πιθανώς μέσα από μια στρατιωτική παραλλαγή Αγγέλου. Άλλοι σύμβουλοι πηγαινοέρχονταν, μάλιστα ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματικοί του Νέιθαν, πληροφορώντας τον για τις διαθέσεις των επαναστατών. Ο Νέιθαν έδειχνε ψύχραιμος μέσα σ' όλη αυτή την ένταση, σαν σκηνοθέτης σε κάποιο απίθανο κινημα τογραφικό συνεργείο. Καθώς η Λίλι πλησίαζε, ο Σάντζεϊ σηκώθηκε και πλησίασε προς το μέρος της μικροκαμωμένος, αποφασισμένος, νευρικός, με ανα κατεμένο γένι. «Λίλι, δόξα το Θ εό! Υπάρχουν νέα. Μιλούσα με τη Θάντι, στο Ντένβερ». Αυτό τράβηξε την προσοχή της. «Με τη Θάντι;» «Ένας επικοινωνιακός δορυφόρος βρέθηκε στην κατάλληλη θέ ση και επικοινωνήσαμε. Ο ρυθμός ανόδου των θαλασσών άρχισε πάλι να αυξάνει». Η άνοδος ακολουθούσε επί χρόνια την εκθετική καμπύλη της Θάντι, διπλασιάζοντας λίγο-πολύ τον ρυθμό της κάθε πέντε χρό νια. Μ α η ακριβέστερη πραγματικότητα ήταν πάντα πιο ακανόνι στη και αβέβαιη. «Μάλλον θα άνοιξε κι άλλη υπόγεια θάλασσα», είπε η Λ ίλ ι. «Κάτι τέτοιο. Ουσιαστικά επαληθεύονται οι αναφορές που εί χαμε από την Τσοσίκα. Συνέβησαν πλημμύρες κάτω από την πό λη. Ίσως η Κιβωτός Τρία του Ν έιθαν να αποπλεύσει γρηγορότε ρα απ' ό,τι περιμέναμε. Α λλά η Θ άντι δεν μου είπε μόνο αυτό.
438
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Έχει βρει μια θέση στους κυβερνητικούς κύκλους του Ντένβερ». Η Λίλι χαμογέλασε. «Το περίμενα αυτό από τη Θάντι. «Και ανακάλυψε...» «Ώστε αποφάσισες τελικά να φανερωθείς, Μπρουκ». Ο Νέιθαν είχε εντοπίσει τη Λίλι και προχωρούσε προς το μέρος τους. Ταραγμένος, ο Σάντζεϊ αναγκάστηκε να διακόψει τη συζήτηση. «Αργότερα», ψιθύρισε η Λίλι και μετά γύρισε προς τον Νέιθαν. Κάποτε θα την ενοχλούσαν τα λόγια του, αλλά με τα χρόνια είχε μάθει να αντέχει τις προσβολές του. «Ξέρεις πού ήμουν, Νέιθαν. Έκανα τον γύρο του σταδίου». «Και;» Σήκωσε τους ώμους της. «Την ξέρεις την κατάσταση. Το στάδιο είναι ασφαλές, όλες οι μονάδες βρίσκονται στις θέσεις τους καλά εξοπλισμένες και εφοδιασμένες. Ο ι επαναστάτες είναι κι αυτοί στις θέσεις τους». Είχε κοιτάξει από τις γερανογέφυρες των τηλεοπτικών συνεργείων τον βρόμικο στρατό τον συγκεντρωμένο από τον Ολαντάι, ένα πλήθος που είχε περικυκλώσει το στάδιο. Έμοιαζαν με φιλάθλους που περίμεναν να μπουν σε αθλητικό αγώνα, σε έναν τελικό κυπέλλου. Μ α οι συνηθισμένοι φίλαθλοι δεν λεηλατούσαν με θόρυβο τις γύρω κατοικίες, ούτε έριχναν πυροβολισμούς προς τη μεριά του σταδίου. «Ώστε είμαστε πολιορκημένοι», είπε ο Ν έιθαν ατάραχα. «Να πάνε να γαμηθούν!» «Είναι κι ο ίδιος ο Ολαντάι εδώ», είπε η Λίλι λοξοκοιτάζοντας την Αμάντα. «Δεν είναι δυνατόν να τον μπερδέψεις με άλλον, α φού κυκλοφορεί με τα φτερά των Ίνκας και τη χρυσή του περικεφα λαία. Η Κρίστι είναι μαζί του. Και το παιδί». Ύστερα παραδέχτηκε: «Ένας ελεύθερος σκοπευτής θα μπορούσε να τον σκοτώσει. Δεν χρειάζεται καν στόχαστρο». Η Αμάντα γύρισε το κεφάλι αλλού με το πρόσωπο κατάχλομο, τα μάτια της σκοτεινιασμένα. Ο Χουάν έπιασε το χέρι της στο δι κό του. Ο Ν έιθαν έγνεψε αρνητικά. «Ό χι. Τον θέλω ζωντανό ώστε να μπορέσει να παραδοθεί. Αυτός είναι ο πιο σωστός τρόπος για να
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΙ
439
βγούμε από την κρίση». Χάρισε στη Λίλι ένα από τα σκληρά του χαμόγελα. «Εξάλλου, ανήκει στην οικογένειά σου». «Σκάσε πια, Νέι9αν!» είπε η Λίλι απότομα. «Μιλώντας για οι κογένειες, είδαν και τον γιο σου εκεί έξω». Ακούγονταν ήδη φή μες πως ο Χάμοντ είχε πάει με το μέρος των επαναστατών. Τώρα ήταν σειρά του Ν έι8αν να γυρίσει αλλού το πρόσωπο. «Στο διάολο κι αυτός! Τα παλληκάρια μου έχουν εντολές να τον προστατέψουν. Ό τα ν όλα αυτά ξεδυμάνουν, δα συνέλδει. Θα τον αναγκάσω να φάει λίγα σκατά κι αυτό δα είναι όλο». «Να ξεδυμάνουν», επανέλαβε η Λίλι. «Είσαι πολύ σίγουρος γι' αυτό, ε;» «Γιατί όχι;» Ο Πιρς μπήκε στη μέση. «Τα είχαμε προβλέψει όλα αυτά, Λίλι. Το ξέρεις καλά». Το Πρότζεκτ Σίτι προετοιμαζόταν εδώ και εβδομάδες για την επί δεση του Ολαντάι, βάζοντας σε εφαρμογή σχέδια που είχαν εκπονηδεί επί μήνες και χρόνια για τυχόν περίπτωση ξεσηκωμού. Ο ι ενισχύσεις που είχαν πάρει οι επαναστάτες από την Πόλη των Ο δοιπόρων ήταν απλά μια επιπλοκή. Ο Ν έιδαν διέταξε μηδενική α ντίσταση, καμιά μάχη αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν, ενώ επίσης εί χε απαγορεύσει τη χρήση βαριών όπλων ή ναρκών εκτός κι αν αυ τό γινόταν απολύτως απαραίτητο. Ή δελε να διατηρήσει την πόλη του άδικτη, όπως έλεγε. Η Λίλι ήταν ανάμεσα στους λίγους που γνώριζαν πως ο Ν έιδαν διέδετε κι ένα εναλλακτικό σχέδιο. Τον αγριοκοίταξε. «Δεν χρειάζεται λοιπόν καταφυγή σε ακραίες λύσεις, Νέιδαν». «Ό χι, παρεκτός κι αν οι καταστάσεις αλλάξουν», της απάντησε ήρεμα. Μ ια κραυγή διαπέρασε τον αέρα σαν σάλπισμα. Ο Νέιδαν σηκώδηκε όρδιος. Η Αμάντα γραπώδηκε από το μπράτσο του Χουάν. Η Λίλι άκουσε το κροτάλισμα όπλων που ο πλίζονταν. Ακούστηκε ένας ήχος σαν μακρινός κεραυνός και κά ποιοι ζάρωσαν τρομαγμένοι. Η Λίλι στράφηκε ολόγυρα, αναζητώ ντας με το βλέμμα την πηγή της κραυγής και του ήχου.
440
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ξαφνικά, στρατιώτες της AxysCorp βγήκαν τρέχοντας από τις σήραγγες από τις οποίες κάποτε οι παίκτες έβγαιναν στο γήπεδο. Καπνός ξεχύθηκε πίσω τους. Τους κυνηγούσαν άνθρωποι που έ βγαιναν κι αυτοί από τις σήραγγες, ένα ετερόκλητο πλήθος που το αποτελούσαν κυρίως άνδρες αλλά και γυναίκες, ακόμα και μερικά παιδιά. Ο ι άνδρες φορούσαν ζωηρόχρωμους μάλλινους χιτώνες και μανδύες. Ό λ ο ι ήταν οπλισμένοι, ακόμα και τα παιδιά, και η Λίλι αναγνώρισε τη θανάσιμη, απλή μορφή των Καλάσνικοφ. Το οχυρό του Λάμοκσον είχε παραβιαστεί· έτσι απλά. Ο ι στρατιώτες της AxysCorp ταμπουρώθηκαν πίσω από σάκους άμμου και χημικές τουαλέτες. Ξεκίνησαν ανταλλαγές πυρών, πα ντού ακουγόταν ο κοφτός ήχος πιστολιών, το κροτάλισμα αυτό ματων. Ο ι πρώτες σφαίρες βρήκαν τον στόχο τους και κάποιοι συσπάστηκαν σαν μαριονέτες προτού σωριαστούν στο έδαφος. Οι στρατιώτες γύρω από τον Λάμοκσον παρατάχτηκαν με τα όπλα επ' ώμου. Η Λίλι άκουσε τον ήχο από τις έλικες των ελικοπτέρων, που έσκιζαν τον αέρα. Στο στάδιο επικράτησε πανδαιμόνιο. Ο ι στασιαστές συνέχιζαν να ξεχύνονται μέσα από τις σήραγγες, ενώ οι άνδρες της Axys Corp προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί και να πάρουν θέσεις μάχης. Ακολούθησε η έφοδος από μια ομάδα ανδρών ντυμένων με φανταχτερές στολές των Ίνκας. Άνοιξαν δρόμο μέσα από τις γραμ μές της AxysCorp πηγαίνοντας κατευθείαν προς τον Λάμοκσον και τους ανθρώπους του. Ο Πιρς ούρλιαξε διαταγές και οι στρα τιώτες της AxysCorp ανταποκρίθηκαν, παρατάχτηκαν και πυροβό λησαν. Αρκετοί από τους Ίνκας έπεσαν, μα οι υπόλοιποι ανταπέ δωσαν τα πυρά. Η Λίλι άκουσε μια ριπή να σφυρίζει δίπλα στ' αφτί της. Ρίχτη κε στο έδαφος. «Κάτω! Πέστε κάτω!» Το μουγκρητό των μηχανών δυνάμωσε. Η Λίλι σπαρτάρισε κοι τώντας γύρω της. Από τον κύκλο των ανθρώπων του Νέιθαν, που είχαν κολλήσει στο έδαφος σαν βλαστάρια καλαμποκιών στην ανε-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
441
μοδύελλα, ένα από τα ελικόπτερα σηκωνόταν. Είδε μια σφαίρα να χτυπάει το κύτος του κάνοντας ένα βαδούλωμα στη δωράκισή του, αλλά το σκάφος σηκώδηκε ομαλά και σε λίγες στιγμές ο Νέιδαν Λάμοκσον είχε ήδη εξαφανιστεί στον ουρανό. Το δεύτερο ελικό πτερο βρισκόταν ακόμα στο έδαφος, μα οι έλικές του ήδη περι στρέφονταν όλο πιο γοργά. Ό λ ο ι είχαν πέσει στο έδαφος, όλοι εκτός από την Αμάντα, όπως συνειδητοποίησε με φρίκη η Αίλι. Η Αμάντα στεκόταν όρδια κι έμοιαζε απορημένη. Φώναζε ξα νά και ξανά το όνομα της κόρης της: «Κρίση! Κρίς!» Ο Χουάν Βιλέγκας, που είχε κι αυτός πέσει μπρούμυτα, την τρά βηξε από το χέρι. «Αμάντα, για όνομα του Θεού...» Το μέτωπό της εξερράγη και κοκκινόμαυρο αίμα μαζί με ιστούς τινάχτηκαν μπροστά στο πρόσωπό της. Για ένα δευτερόλεπτο στάδηκε ακίνητη, τρέμοντας. Μετά σωριάστηκε άψυχη στο έδαφος. Η Αίλι σηκώδηκε στα γόνατα και σύρδηκε προς την αδελφή της μέσα στη φασαρία του ελικοπτέρου, των κραυγών και των πυρο βολισμών. «Αμάντα!» Ο Πιρς Μίκελμας όρμησε προς το μέρος της και την έριξε μπρούμυτα με ένα μαρκάρισμα του ράγκμπι. Η Αίλι πάλεψε να του ξεφύγει. «Άφησέ με!» Ο Πιρς την κράτησε κάτω. «Είναι πολύ αργά γι' αυτήν». Έσφιξε τη γροδιά της και τον χτύπησε στο πρόσωπο, μα και πάλι εκείνη δεν τον άφηνε. «Παλιοκαδίκι, Πιρς! Άχρηστη ήταν η άμυνά σου! Δεν κράτησε ούτε πέντε λεπτά». «Άκουσέ με. Απλά άκουσέ με!» φώναξε εκείνος για να ακουστεί μέσα στον δόρυβο. «Δεν καταλαβαίνεις τι έγινε; Προδοδήκαμε». «Από ποιον;» «Από τον Χάμοντ Λάμοκσον. Ήταν καταστροφή που δεν τον κυ νηγήσαμε να τον βγάλουμε από τη μέση όταν αυτομόλησε. Πρόδωσε τον ίδιο του τον πατέρα - έδωσε στον Ολαντάι τα σχέδια του σταδίου, της στρατηγικής μας, και τέλος τον έμπασε από τις πύλες». «Τότε όλα τέλειωσαν». «Όχι». Κούνησε το κεφάλι πέρα-δώδε σαν να προσπαδούσε να καδαρίσει το μυαλό του. «Η πόλη χάδηκε, ασφαλώς. Ο Νέιδαν
442
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ήδη έφυγε. Λέγε ό,τι θέλεις γ ι' αυτόν, μα είναι αποφασιστικός. Και το δεύτερο ελικόπτερο απογειώνεται σε μερικά λεπτά». «Και πάει πού;» «Στην Κιβωτό της Τσοσίκα, νομίζω. Εκεί υπάρχει ακόμα δυνα τότητα για άμυνα. Μπορούμε να πάμε κι εμείς μ' αυτό, εσύ κι εγώ. Ό μ ω ς μου ανέθεσε να διεκπεραιώσω πριν μια αποστολή». «Να κάνεις τι;» «Να του πάω τον Χάμοντ». «Θα αστειεύεσαι». «Ό χι. Ξέρω τον Νέιθαν: το αίμα νερό δεν γίνεται. Ο Χάμοντ βρίσκεται ήδη στο στάδιο μαζί με τους στασιαστές. Ο Ολαντάι έχει το πλεονέκτημα της έκπληξης, μα δεν διαθέτει εκπαιδευμένες στρατιωτικές μονάδες. Μ ια χούφτα από εμάς θα μπορέσουν να περάσουν, να αιχμαλωτίσουν τον Χάμοντ και να σιγουρευτούν πως ο Ολαντάι θα πεθάνει. »Άκουσέ με, Λίλι. Αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα. Η Κρίστι είναι εδώ μαζί με τον γιο της. Πιστεύω πως είναι με τον Ολαντάι - του λάχιστον θα πρέπει να βρίσκονται κάπου κοντά του. Δεν μπορείς να κάνεις πια τίποτα για την Αμάντα. Αν όμως θέλεις να σώσεις την κόρη της...» Η Λίλι δεν δίστασε. «Πάμε». Της άρπαξε το χέρι. «Περίμενε. Πάρε αυτά». Έβγαλε μια χού φτα ελαφριές αντιασφυξιογόνες μάσκες από την τσέπη του και τις ταρακούνησε ώστε να ξεδιπλωθούν και να πάρουν σχήμα. «Φό ρεσε μία. Έτσι κι αλλιώς εμείς θα είμαστε ασφαλείς, αφού το φυ λετικό βιολογικό όπλο του Ν έιθαν ενεργεί μόνο πάνω στη ράτσα των Κέτσουα, μα...» «Ο Νέιθαν δεν θα έκανε κάτι τέτοιο!» Ο Πιρς έδειξε ψηλά. «Το κάνει ήδη». Κοιτάζοντας προς τα πάνω, η Λίλι είδε πως το ελικόπτερο που είχε σηκωθεί στον αέρα εξαπέλυε ένα κιτρινωπό αέριο. Εκείνο, βα ρύτερο από τον αέρα, κατέβηκε γρήγορα στο έδαφος. Το ελικό πτερο πήρε κλίση και έκανε κύκλους, απλώνοντας το αέριο σε ολόκληρο το στάδιο.
443
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
«Γαμώ το!» είπε η Αίλι. Φόρεσε τη μάσκα. «Είδες; Πάρε άλλη μία! Η Κρίστι κανονικά έχει ανοσία. Μ α ο μικρός...» Σαν γιος του Ολαντάι, ο Μάνκο ήταν κατά το ήμισυ Κέτσουα. «Εντάξει». Μ ια ομάδα στρατιωτών της AxysCorp σηκώθηκαν όρθιοι και προσπέρασαν τρέχοντας τον Πιρς και τη Λίλι κατευθυνόμενοι προς τους επαναστάτες, ουρλιάζοντας μέσα από τις δικές τους αντιασφυξιογόνες μάσκες και ρίχνοντας με τα όπλα τους. «Αυτό είναι το σύνθημα», ούρλιαζε ο Πιρς. «Έλα!» Τη σήκωσε όρθια. Τραβώντας το περίστροφο από τη θήκη το J, εκείνη ακολούθησε τρεκλίζοντας τους στρατιώτες κι αφήνοντας τον Πιρς να τη σέρνει από το μπράτσο.
71 Ο ι στασιαστές μπορεί να ήταν πολυάριθμοι, μα ουσιαστικά ήταν ένας όχλος. Κακά εκπαιδευμένοι, οι περισσότεροι απ' αυτούς δεν είχαν καμιά αίσθηση τάξης και πειθαρχίας. Και τώρα που οι ηγέ τες τους από τη φυλή των Κέτσουα έπεφταν πνιγμένοι από το κίτρι νο αέριο που γέμιζε τα πνευμόνια τους, ο πανικός άρχισε να εξα πλώνεται ακόμα κι ανάμεσα σ' εκείνους που είχαν ανοσία στη συ γκεκριμένη φυλετική τοξίνη. Ο λόχος της AxysCorp διαπέρασε τον όχλο σαν αιχμή βέλους που διαπερνά σάρκα, αφήνοντας πίσω του ένα μονοπάτι από νε κρούς και τραυματίες. Η Λίλι, ακολουθώντας βιαστικά τον λόχο, έβλεπε πως πολλοί από τους νεκρούς φορούσαν απομεινάρια δυ τικών ρούχων, ακόμα και ταλαιπωρημένες φόρμες με το λογότυ πο της AxysCorp. Ο ι περισσότεροι ήταν πολίτες της Πόλης των
444
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Οδοιπόρων, Αμερικανοί συμπατριώτες του πατέρα της, αποκομμέ νοι μακριά από την πατρίδα τους όπως κι η ίδια. Δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει τον Ο λαντάι, από τη χρυσή περικεφαλαία του και τα περήφανα πλουμιστά φτερά των Ίνκας. Ό λ ο ι όσοι βρίσκονταν γύρω του είχαν πέσει αργοπεθαίνοντας από ασφυξία ενώ οι πρησμένες γλώσσες τους προεξείχαν από τα στόματά τους, μα ο ίδιος στεκόταν ανεπηρέαστος, με το ΑΚ47 να φτύνει φωτιά, μέχρι που οι άνδρες της AxysCorp τον έριξαν κά τω και του πήραν το όπλο από τα χέρια. Δυο ακόμα φρουροί της εταιρείας σήκωσαν τον Χάμοντ Λάμοκσον όρθιο. Προσπαθούσε να κρυφτεί ανάμεσα στα πτώματα των Κέτσουα. Εκεί ήταν κι η Κρίστι γονατισμένη στο έδαφος, σφίγγοντας τον γιο της στην αγκαλιά της. Η Λίλι έτρεξε κοντά της με τη μάσκα. «Φόρεσέ του αυτό, Κρίστι - κάνε το!» Η Κρίστι γύρισε και την κοίταξε, με τα μάτια γουρλωμένα από το σοκ. Πάντως πήρε τη μάσκα και, με τρεμάμενα χέρια, την πέ ρασε στο κεφάλι του αγοριού κι έσφιξε τον ελαστικό ιμάντα της. «Λίλι, τι συμβαίνει; Ο ι άνθρωποι άρχισαν ξαφνικά να πεθαίνουν». «Είναι τα γονοφυλετικά, βιολογικά όπλα του Νέιθαν», είπε η Λίλι σκυθρωπά. «Μια τοξίνη που στοχεύει αποκλειστικά τη φυλή των Κέτσουα. Υποτίθεται πως είναι θανάσιμη ακόμα κι αν η κα ταγωγή σου απ' αυτούς περιορίζεται στο ένα τέταρτο. Εσύ κι εγώ δεν κινδυνεύουμε, μα ο γιος σου...» «Αυτό είναι τερατώδες», ξέσπασε η Κρίστι. «Περισσότερο από ένα ΑΚ47; Κοίτα, πρέπει να έρθεις μαζί μου. Η μητέρα σου...» «Στο διάβολο να πάει!» Κοίταξε τον Ολαντάι, που έστεκε ανά μεσα σε δυο φρουρούς με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του με πλαστικές χειροπέδες. «Γιατί το αέριο δεν έβλαψε τον Ολαντάι;» Μ ε το πρόσωπο στραμμένο κατευθείαν στο πρόσωπο του Ολαντάι, ο Πιρς τον κοίταξε σαρκαστικά. «Ίσως επειδή ο ήρωας των Ίνκας δεν είναι και τόσο καθαρόαιμος όσο θα ήθελε να πιστεύ ουμε, Κρίστι. Είχα προσπαθήσει να στο πω εδώ και πολύ καιρό». Ο ι μύες στα μπράτσα του Ο λαντάι σφίχτηκαν πιεζόμενοι από τις
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
445
χειροπέδες του. «Ίσως χαράμισες τη ζωή σου για ένα ψέμα». «Αρκετά». Η Λίλι έπιασε το μπράτσο του Πιρς. «Δεν πάω πουθενά», είπε η Κρίστι. «Και βέβαια θα έρθεις», είπε κοφτά η Λίλι και σήκωσε με τη βία την ανιψιό της όρθια. «Λίλι...» Γύρισε. Ήταν ο Γκάρι Μπόιλ, που βρισκόταν κι αυτός εκεί, δε μένος με πλαστικές χειροπέδες όπως ο Ολαντάι. Πλάι του ήταν μια πιο ηλικιωμένη γυναίκα, κοντή και σκληροτράχηλη, επίσης δεμένη. Παρά το χάος γύρω της, η Λίλι έτρεξε προς τον Γκάρι και τον αγκάλιασε. Μύριζε χώμα, κορδίτη, αίμα. «Χριστέ μου, χαίρομαι που σε βλέπω. Ακόμα και κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο ι σκοποί μάς ειδοποίησαν πως έρχονται προς τα εδώ εργάτες της Πόλης των Οδοιπόρων, μα δεν ήξερα αν ήσουν ακόμα μαζί τους. Δεν με άφη ναν να προσπαθήσω να επικοινωνήσω μαζί σου. «Λίλι, αυτή είναι η δήμαρχος Θόρσον, της Πόλης των Ο δοι πόρων». Η Λίλι κοίταξε τη γυναίκα, η οποία της ανταπέδωσε περήφανα το βλέμμα. «Ντρέπομαι που δεν σας δεχτήκαμε εδώ». «Δεν ήταν δικό σου λάθος», είπε η Θόρσον ήρεμα. «Δεν απο φασίζεις εσύ, έτσι δεν είναι; Εξάλλου, το παιχνίδι τέλειωσε υπέρ σας». «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Πιρς. Διέταξε τους στρατιώτες της AxysCorp να βγάλουν τις χειροπέδες από την Θόρσον και τον Γκάρι. «Κοιτάξτε: ο Λάμοκσον εγκαταλείπει το Πρότζεκτ Σίτι. Ν ο μίζω πως από την αρχή αυτή ήταν η πρόθεσή του, να διατηρήσει την πόλη σώα μέχρι τη στιγμή που η θάλασσα θα έφτανε στην Κι βωτό του. Το Πρότζεκτ Σίτι εξυπηρέτησε τον σκοπό του, δηλαδή να κατασκευάσει την Κιβωτό για λογαριασμό του. Δεν ξέρω τι είδους διακυβέρνηση πρόκειται να αναδυθεί τώρα εδώ. Υποπτεύομαι πως ο Λάμοκσον δεν ενδιαφέρεται πια. Έχουμε ακουστά για σας, για την Πόλη των Οδοιπόρων. Πιστεύω πως θα μπορούσατε να προ σφέρετε μια υπεύθυνη...» «Δεν ξέρετε τίποτα για μας», του είπε η Θ όρσον σαρκαστικά.
446
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Εμπρός λοιπόν. Τρέχα ξοπίσω από τον φεουδάρχη σου! Εμείς θα τα βγάλουμε πέρα με το χάος που άφησε πίσω του». Ο Πιρς μόρφασε, αλλά υποχώρησε. «Ό ,τι πεις. Α ίλι, πρέπει να φύγουμε. Έχουμε στα χέρια μας τον Χάμοντ. Το ελικόπτερο θα σηκωθεί σε μερικά λεπτά είτε εμείς είμαστε εκεί είτε όχι. Γκάρι...» Ο Γκάρι έγνεψε αρνητικά. «Τώρα πια αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι. Ο ι Οδοιπόροι. Θ α μείνω. Ό μω ς, πάρτε μαζί σας την Γκρέις». Κοίταξε γύρω του. «Την ποια;» είπε η Λίλι. «Την Γκρέις;» Μ ια νεαρή γυναίκα ξεπρόβαλε από το πλήθος των αιχμαλώ των στασιαστών, δεμένη με χειροπέδες όπως κι οι άλλοι. Ή ταν ολόιδια η Έλεν Γκρέι. Κοίταζε τη Λ ίλι με γουρλωμένα μάτια. Η καρδιά της Λ ίλι έλειωσε. Δεν είχε ιδέα πως η Γκρέις βρισκόταν εκεί. «Θα είναι ασφαλής μαζί σου», είπε ο Γκάρι. «Ασφαλέστερη, σε κάθε περίπτωση, αν βρίσκεται κοντά στον Λάμοκσον. Μπορεί να είναι μπάσταρδος, μα είναι ξύπνιος και ξέρει να επιβιώνει». «Γκάρι...» «Φύγετε!» «Εμπρός», είπε ο Πιρς. Σήκωσε το όπλο του και οδήγησε τους υπόλοιπους προς τον Ν έιθαν και το ελικόπτερο. Η Λίλι έπιασε την Γκρέις από το μπράτσο. Εκείνη ήταν απρό θυμη, μα την ακολούθησε μουδιασμένα. Η Κρίστι αντιστάθηκε πε ρισσότερο, αλλά η Λ ίλι δεν της άφησε περιθώρια επιλογής. Α πλώς την έσυρε μαζί της. Ο ι άνδρες της AxysCorp ακολούθησαν εφαρμόζοντας μια στρατηγική υποχώρησης, παίρνοντας μαζί τους τον Ολαντάι και τον Χάμοντ. Καθώς έτρεχαν, η Κρίστι προστάτευε το κεφάλι του γι ου της με το μπράτσο της. Η Λίλι θυμήθηκε πως η Κρίστι δεν ήξε ρε τίποτα για τον θάνατο της μητέρας της. Η Λίλι κοίταξε πίσω. Ο Γκάρι είχε ήδη χαθεί μέσα στη σύγχυ ση. Είχαν περάσει μόνο λίγα λεπτά μαζί - την πρώτη φορά εδώ και χρόνια που τον έβλεπε. Κόντευαν να φτάσουν στο ελικόπτερο, που οι έλικές του μεγά-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
447
λωναν με το κροτάλισμά τους ακόμα περισσότερο τη φασαρία στο στάδιο, όταν ο Σάντζεϊ ήρδε σκουντουφλώντας προς το μέρος της Λίλι. «Λίλι! Πρέπει να σου μιλήσω - δεν πρόλαβα όταν ο Νέιδαν...» «Τι είναι, Σάντζ;» «Ό ταν η Θάντι επικοινώνησε μαζί μου, μίλησε για τη στάδμη των Θαλασσών και για την Κιβωτό». «Ποια Κιβωτό; Την Τρία, το σκάφος του Νέιδαν;» «Ό χι, άκουσέ με, την Κιβωτό Ένα. Αυτήν που κατασκευάζουν στο Κολοράντο. Όπως λέει η Θάντι, τούτη είναι η μόνη ελπίδα τε λικά. Τελικά!.. Είπε πως έπρεπε να μάδεις κι εσύ. Προσπάδησε να το πει στον Γκάρι...» Ακούστηκαν φωνές. Η Λίλι γύρισε. Ο Ολαντάι ξέφυγε από τους φρουρούς και στράφηκε απότο μα. Η Λίλι είδε πως είχε ένα όπλο στα δεμένα πίσω από την πλά τη του χέρια, ένα περίστροφο που μάλλον έκρυβε κάτω από τον χιτώνα του. Πυροβόλησε στα τυφλά, σημαδεύοντας τον Πιρς. Ο Σάντζεϊ ούρλιαζε και έπεσε· το κορμί του κινήδηκε για λίγο σπασμωδικά. Το στήδος του είχε ανοίξει μέχρι το κόκκαλο και μα τωμένες μάζες αναδεύονταν στο εσωτερικό του. Ο Πιρς σήκωσε ένα περίστροφο και πυροβόλησε τον Ολαντάι εξ επαφής στο κεφάλι. Ο Κέτσουα σωριάστηκε νεκρός. Η Κρίση ούρ λιαζε κλείνοντας τα μάτια του γιου της. Ο Πιρς χαμήλωσε το όπλο του. «Ήταν κάτι που έπρεπε να είχα κάνει εδώ και πολύ καιρό». «Σάντζεϊ!» ούρλιαζε η Λίλι. Προσπάδησε να τρέξει κοντά του· φαινόταν ακόμη ζωντανός, προσπαδούσε να αναπνεύσει. Ο Πιρς, όμως, την τράβηξε μαζί του. «Δεν έχουμε άλλο χρόνο!» Την έσπρωξε προς την ανοιχτή καταπακτή του ελικοπτέρου κι εκεί κάποιοι άνδρες της AxysCorp την τράβηξαν μέσα. Η Κρίστι και ο γιος της ρίχτηκαν δίπλα της μαζί με την Γκρέις, τον Χάμοντ, τον Πιρς και μερικούς άλλους. Το ελικόπτερο ανυψώδηκε με τόση φόρα ώστε η Λίλι κατρα<ύλησε στο πάτωμα. Δεν ήταν δεμένη με ζώνη ασφαλείας, δεν καδόταν καν σε κάδισμα. Βρέδηκε να κοιτάζει έξω από την ανοιχτή
448
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
καταπακτή το έδαφος που ξεμάκραινε από κάτω της. Είδε τον Σάντζεϊ ξαπλωμένο μέσα στα αίματα, σαν νεοσσό που είχε πέσει από τη φωλιά του. Ορκίστηκε πως 8α ειδοποιούσε την οικογένειά του στη Σκοτία, τα παιδιά του. Πιο πέρα, ο κύκλος των στρατιωτών της AxysCorp προσπαδούσε ακόμη να υπερασπίσει το μικρό κομμάτι γης που ο εργοδότης τους είχε ήδη εγκαταλείψει. Καθώς ανέβαιναν όλο ψηλότερα, το εσωτερικό του σταδίου αποκαλύφθηκε στα μάτια της. Παντού άνθρωποι μάχονταν και πέθαιναν μέσα σε ένα σύννεφο τοξικού αερίου και καπνού όπλων, πο λεμώντας για το δικαίωμα ύπαρξης πάνω σε κείνο το απομεινάρι ξηράς που ολοένα και λιγόστευε. Το ελικόπτερο πήρε ακόμα πε ρισσότερο ύψος και το στάδιο χάθηκε μεσ' στο χαλί από οροφές με κόκκινα κεραμίδια του Κούσκο, ενώ μάχες συνεχίζονταν να διε ξάγονται στις πλατείες και στους δρόμους. Ή ταν μια ολόκληρη πόλη, κι ο Λάμοκσον την είχε εγκαταλείψει αφού πια είχε εξυπη ρετήσει τον σκοπό της. Η Λίλι κοίταζε από ολοένα ψηλότερα, μέχρι που το Κούσκο χάθηκε μαζί με το οροπέδιο του στη ράχη των βου νών που τα έγλειφε η θάλασσα. Η Γκρέις, δεμένη ακόμα με τις χειροπέδες, καθόταν σαν χαμέ νη. "Η Κιβωτός Ένα", σκέφτηκε η Λίλι κοιτάζοντας τη νεαρή γυ ναίκα. "Αυτό είναι. Ό ,τι κι αν συμβεί, η Γκρέις πρέπει να βρίσκε ται ανάμεσα στους επιβάτες. Ο Σάντζεϊ έχασε τη ζωή του για να μου δώσει την πληροφορία. Πρέπει να την πάω εκεί". Η Κρίστι συνερχόταν τώρα από το σοκ. Κοίταζε γύρω της σαν τρελή. «Πού είναι η μάνα μου; Είναι σ' αυτό το ελικόπτερο; Πού
είναι η μάνα μου;»
ΤΕΣΣΕΡΑ
2035-2041 ΜΕΣΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 2010: 800-1800
Αποτελέσματα της ανόδου της στάθμης των θαλασσών κατά 1000 μ.
72 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2035 Μ έσ α στο χάος της επιβίβασης στην Κιβωτό Τρία ο Πιρς ανέδεσε στη Λίλι τη φροντίδα της Γκρέις Γκρέι, της Κρίστι και του Μάνκο. Τους είχαν οριστεί για κατοικία αριδμημένες καμπίνες στο λε γόμενο κεντρικό κατάστρωμα, τρεις ορόφους κάτω από τη γέφυ ρα. Αφού τους πέρασαν βιαστικά μέσα από τις ταραχές της Τσοσίκα και τα νερά των πλημμυρών, τους ανέβασαν στο πλοίο από μια παράπλευρη σκάλα και τους άφησαν σε ένα είδος σαλονιού στο Κατάστρωμα Α, το οποίο, όπως τους είπε ο Πιρς, βρισκόταν έναν όροφο κάτω από το κεντρικό κατάστρωμα, όπου έπρεπε να πάνε μόνοι τους. Ο Πιρς έδωσε στη Λίλι κάρτες εισόδου και με τά έφυγε για να βοηδήσει στην επιβίβαση άλλων επιβατών. Η Λίλι απέμεινε σε μια παράλογη κατάσταση. Μετά από τέτοια αιματοχυσία, τον χαμό του Πρότζεκτ Σίτι και τον απότομο τερματι σμό τόσων ετών δουλειάς και καδημερινότητας, είχε ξαφνικά βρεδεί να τριγυρνάει στα τυφλά σε ένα υπερπλήρες, μισοτελειωμένο κρουαζιερόπλοιο αναζητώντας τη σκάλα προς το κεντρικό κατά στρωμα. Κρατούσε σφιχτά την Γκρέις και την Κρίστι από το χέρι, ενώ η Κρίστι με τη σειρά της κρατούσε τον Μάνκο και όλοι μαζί προχωρούσαν στον λαβύρινδο των διαδρόμων του πλοίου. Η Κιβωτός ήταν γεμάτη πλήδη, φασαρία και σύγχυση. Το πλή ρωμα με τις καλοφτιαγμένες στολές της AxysCorp, οι περισσότε ροι νεαροί και μάλιστα Κέτσουα, φόρτωναν προμήδειες, σάκους με σιτηρά, μπούτια σφαγμένων ζώων, ανώνυμα κομμάτια εξοπλι σμού τυλιγμένα σε ειδικό πλαστικό με κυψελίδες. Μερικά φορτία δεν ήταν βαριά, κι έτσι είχαν σχηματιστεί ανδρώπινες αλυσίδες που
454
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τα περνούσαν από τον ένα στον άλλο φέρνοντάς τα βαθιά στο ε σωτερικό του πλοίου. Ύστερα ήταν και οι επιβάτες, οι τελευταίοι που είχαν εγκαταλείψει το Πρότζεκτ Σίτι και τις καταρρέουσες κοι νότητες του Ν έιθαν στις Ανδεις, γεμίζοντας τους διαδρόμους με παιδιά και μπόγους. Ό λ ο ι ήταν βρόμικοι, ιδρωμένοι, μερικοί ματω μένοι από τις μάχες στο Κούσκο και τις ταραχές στην Τσοσίκα. Τη σύγχυση μεγάλωναν τα σκυλιά και οι γάτες που είχαν φέρει πάνω στο πλοίο· κυριαρχούσαν ειδικά τα γαβγίσματα των σκύλων. Το πλοίο ταρακουνιόταν και έγερνε τρίζοντας, καθώς η θάλασσα, που ήδη πλημμύριζε την Τσοσίκα, άρχιζε να το ανασηκώνει από τον χώ ρο ναυπήγησής του. Η Γκρέις και η Κρίστι δεν προκάλεσαν προβλήματα στη Λίλι· απλώς την ακολουθούσαν όπου τους πήγαινε. Έχοντας κι οι δυο τους περάσει τα τελευταία χρόνια σε αντίσκηνα και καλύβες, ήταν κι αυτές αποπροσανατολισμένες μέσα στα σωθικά εκείνου του α νήσυχου, χαλύβδινου κήτους κι αυτό βόλευε τη Λίλι μια χαρά. Επιτέλους η Λίλι ανακάλυψε τη σκάλα, απ' όπου ανέβηκαν στο κεντρικό κατάστρωμα. Ήταν πιο ήσυχα εκεί, όντας ένα τμήμα του πλοίου που ο Ν έιθαν είχε κρατήσει για τα άτομα του στενού του κύκλου· είχε την όψη ξενοδοχείου. Ό τα ν η Λίλι διάβασε τις πινα κίδες στις πόρτες, δεν δυσκολεύτηκε να καταλάβει το σχέδιο του χώρου. Οδήγησε βιαστικά τις δυο νέες γυναίκες μέσω των δια δρόμων. Ο ι πόρτες απείχαν πολύ η μια από την άλλη· εκείνα τα δωμάτια ή σωστότερα οι σουίτες έπρεπε να ήταν πολύ μεγάλα. Τα φινιρίσματα ήταν καλύτερα εδώ, τα χαλιά πιο παχιά και κρυμμέ νες ηλεκτρικές λάμπες έριχναν ένα απαλό φως στην οροφή. Από την άλλη, το πλοίο δεν έπαυε να τραντάζεται και να τρίζει· δεν άφηνε κανέναν να ξεχάσει έστω και για μια στιγμή την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Έφτασε στα δωμάτιά τους και έβγαλε τις κάρτες εισόδου που της είχε δώσει ο Πιρς. Τις έδειξε στην Κρίστι και στην Γκρέις. «Αυ τές είναι προσωρινές. Αργότερα, οι κλειδαριές θα συνδυαστούν με τα δεδομένα του DNA σας και άλλους προσωπικούς δείκτες. Εγώ θα είμαι στο δωμάτιο που βρίσκεται στο τέλος του διαδρό
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
455
μου». Έδειξε προς την πόρτα ενός δωματίου που η ίδια δεν το εί χε επισκεφδεί ακόμα. Άνοιξε την πόρτα γρήγορα και έσπρωξε την Γκρέις στο δωμάτιο. «Θα έρθω να σε δω σε ένα λεπτό», της είπε. Έκλεισε την πόρτα και πέρασε ξανά την κάρτα στην υποδοχή, κλειδώνοντάς την απ' έξω. Μετά, προσπαθώντας να (ράνει ευγενική, πέρασε τα χέρια της γύρω από την Κρίστι και τον γιο της και τους οδήγησε στο δικό τους δωμάτιο. Κλότσησε την πόρτα ώστε να κλείσει πίσω της και την κλείδωσε επιδέξια χωρίς να γίνει αντιληπτή. Ο θόρυβος απ' έξω έσβησε. Ξαφνικά βρέθηκαν σε βαθιά σιωπή. Ίσως οι τοίχοι της καμπίνας να διέθεταν ηχομόνωση. Βρίσκονταν σε ένα είδος καθιστικού με ξύλινη επένδυση στους τοίχους και λάμπες που έβλεπαν προς τα πάνω κι έριχναν μια απα λή ακτινοβολία στη γυψωμένη οροφή. Ένα παχύ χαλί ήταν απλω μένο κάτω από τα πόδια τους. Τα έπιπλα έδειχναν σύγχρονα, κα ναπές και πολυθρόνες μπροστά σε μια μεγάλη τηλεόραση τοίχου. Ενδιάμεσες πόρτες αποκάλυπταν πίσω τους ένα υπνοδωμάτιο με μεγάλο διπλό κρεβάτι και στο πλάι του κρεβατάκι για παιδί, καθώς κι ένα μπάνιο όπου το φως κάποιας λάμπας αλογόνου έφεγγε πά νω σε γυαλισμένα πλακάκια. Η Αίλι σκέφτηκε πως παντού γύρω της επικρατούσε μια αίσθηση αληθινής πολυτέλειας, όπως στα σπίτια των πολύ πλουσίων στο Κούσκο. Στο υπνοδωμάτιο υπήρχε ένας δικτυωτός σάκος γεμάτος πλαστικά παιχνίδια, στρατιώτες, ζωάκια, μπάλες και παζλ, ζωηρόχρωμα αντικείμενα που προφανώς είχαν ανασυρθεί από τη Λίμα ή την Αρεκουίπα. Στο μέσο όλων αυτών, ο Μ άνκο στεκόταν κρατώντας το χέρι της μητέρας του. Φορούσαν ακόμη τις στολές των Ίνκας, τα πολύχρω μα μάλλινα ρούχα με τα εραλδικά σχέδια, τα οποία ήταν πια λε κιασμένα από αίμα και μύριζαν ελαφρά κορδίτη. Άφηναν σκονισμέ νες πατημασιές πάνω στο καινούργιο χαλί. Έμοιαζαν εντελώς πα ράταιροι μέσα στην καμπίνα, σαν μια σουρεαλιστική πινελιά από άλλον κόσμο. «Ο Πιρς είπε πως υπάρχουν ρούχα για σας στις ντουλάπες», είπε η Λίλι. «Μάλλον έχουν σκεφτεί τα πάντα. Κοιτάξτε, παιχνίδια!»
456
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Προσπάθησε να χαμογελάσει για χάρη του μικρού. Ο Μάνκο α πλώς την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Η ΛΓλι θύμισε στον εαυ τό της πως εκείνο το δυστυχισμένο αγοράκι είδε μόλις πριν λίγο να σκοτώνουν τον πατέρα του μπροστά στα ίδια του τα μάτια. Η Κρίστι είχε ακόμα στην πλάτη το μικρό της ροζ σακίδιο. Το κατέβασε, έψαξε μέσα κι έβγαλε το ταλαιπωρημένο της παλιό αρ κουδάκι. Το έδωσε στον Μάνκο, ο οποίος το γράπωσε και μετά άρχισε να βυζαίνει τον αντίχειρά του. «Νομίζεις πως θα είστε εντάξει;» ρώτησε η Λίλι. «Εντάξει;» Η Κρίστι την κοίταξε με κενό βλέμμα. «Ό λα χάθηκαν. Ό λ η μου η ζωή. Ό λ α όσα είχα χτίσει μαζί με τον Ολαντάι στην Τιτικάκα. Ό λ α όσα είχαμε σχεδιάσει και ονειρευτεί. Ό λ α απλά χά θηκαν. Ο σύζυγός μου πυροβολήθηκε μπροστά στα μάτια του παι διού του». Αφηρημένα ακούμπησε το χέρι της πάνω στο μέτωπο του Μάνκο. «Η μητέρα μου σκοτώθηκε κι αυτή. Εντάξει; Ό χ ι, Λ ί λι, δεν νομίζω πως θα είμαι εντάξει». «Κοίτα, Κρις, τώρα πια απομείναμε μονάχα εμείς. Είμαστε οι μό νοι στην οικογένεια. Εσύ, εγώ κι ο Μάνκο. Είχαμε τις διαφορές μας, μα...» Η Κρίστι γέλασε σαρκαστικά. «Διαφορές! Βρισκόμαστε σε α ντίπαλα στρατόπεδα σ' έναν πόλεμο!» «Δεν τον επέλεξα εγώ αυτό τον πόλεμο». «Ό χι. Εσύ δεν θα έκανες κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι; Εσύ ήσουν πάντα η ίδια θεία Λίλι. Πάντα στην απέξω. Ποτέ δεν έπαιρνες θέ ση, ούτε και αναλάμβανες ευθύνες. Πάντα όμως ανακατευόσουν στις ζωές των άλλων. Μ ε απήγαγες...» «Σε έσωσα». «Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Αν δεν πρόσεξες, η δική μου παρά ταξη νίκησε. Ακόμα και χωρίς τον Ολαντάι, θα μπορούσα να πάω και να ζήσω με την οικογένειά του. Είναι οι συγγενείς του Μάνκο. Θ α συνέχιζα τη ζωή μου όπως την ήξερα». "Θ α γύριζες πίσω για να πνιγείς", σκέφτηκε η Λίλι απελπισμέ να. «Κρις, πρέπει να μιλήσουμε». «Σήκω φύγε!» είπε η Κρίστι απορριπτικά. Ήταν ίδια η μητέρα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
457
της, η Αμάντα σε στιγμές πείσματος, το ίδιο σφίξιμο των χειλιών, η ίδια γωνία του κεφαλιού, το ίδιο ανυποχώρητο βλέμμα. Η καρδιά της Λίλι ράγισε. Γύρισε για να φύγει. «Λίλι. Κάτι ακόμα». «Ναι;» «Κράτα τον μακριά μου». «Ποιον;» «Τον Πιρς. Δεν με νοιάζει πόσο μεγάλο ή μικρό είναι το αναθεματισμένο πλοίο του Νέιθαν. Κράτα τον μακριά μου». Η Λίλι έφυγε χωρίς να πει άλλη λέξη. Μ όλις βρέθηκε έξω στον διάδρομο, κοντοστάδησε ακουμπώντας πάνω στον τοίχο. Δεν είχε σταματήσει να κινείται από τη στιγμή που το ελικόπτερο τους είχε αδειάσει στην Τσοσίκα. Ένιωθε λαχανια σμένη, εξουθενωμένη. Τα πόδια της έτρεμαν, το κεφάλι της την πονούσε, ο σφυγμός χτυπούσε στ' αφτιά της. Κατέρρεε από την κού ραση της ημέρας, τη μάχη, το σοκ των τόσων θανάτων. "Είμαι πο λύ γριά για όλ' αυτά", σκέφτηκε. Δεν της είχε μείνει καν καιρός να σκεφτεί την Αμάντα, που μέσα στην ατυχία της είχε φάει μια τυχαία σφαίρα. Η αδελφή της ήταν νε κρή και μια έντονη, περίπλοκη, διαφορετική, ημιτελής ζωή είχε τερ ματιστεί σε μια στιγμή από ένα κομμάτι μολυβιού. Η Λίλι ένιωθε ακρωτηριασμένη. Θ α το πλήρωνε αργότερα, όταν τελικά θα έπαυε να κινείται. Μ α πρώτα είχε ένα τελευταίο καθήκον να εκπληρώσει. Χτύπησε την πόρτα της Γκρέις και μετά χρησιμοποίησε την κά ρ τα εισόδου για να μπει. Η σουίτα της Γκρέις ήταν παρόμοια με κεί νη της Κρίστι. Η Γκρέις καθόταν σε μια καρέκλα με όρθια πλάτη στην άκρη της λες και φοβόταν μήπως τη λερώσει. Δεν είχε αλ λάξει ρούχα· ήταν το ίδιο σκονισμένη με την Κρίστι. Πάντως, είχε βγάλει τις μπότες της και τις είχε αφήσει πλάι στην πόρτα. Η Λίλι κάθισε επιφυλακτικά απέναντι της. «Θα πρέπει να είναι όλα πολύ παράξενα για σένα μετά από τόσα χρόνια στην Πόλη των Οδοιπόρων». «Δεν έχω δει τέτοιο δωμάτιο από τότε που ήμουν πέντε χρο-
458
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νών. Και δεν Θυμάμαι και πολλά απ' αυτό». Ή ταν κλεισμένη στον εαυτό της, με τα χέρια σφιγμένα σε γροδιές και πιεσμένα πάνω στους μηρούς της. Η προφορά της ήταν ένα παράξενο μείγμα. «Δεν χρειάζεται να φοβάσαι». Η Γκρέις απλά την κοίταξε και η Αίλι αναρωτήδηκε πόσο συχνά στη ζωή της είχε ακούσει παρόμοιες διαβεβαιώσεις. «Έβγαλα τις μπότες μου», είπε η Γκρέις. «Το πρόσεξα». «Πάντα με έβαζαν να το κάνω αυτό, τότε. Η οικογένεια του πα τέρα μου στα ανάκτορα. Ό τα ν ερχόμουν από το παιχνίδι, από τους κήπους... Το δυμάμαι καλά αυτό». «Μπορείς να φοράς τις μπότες σου όσο σου αρέσει εδώ». Η Λίλι έκανε μια χειρονομία. «Αυτό το μέρος είναι δικό σου. Υπάρχουν ρούχα στις ντουλάπες για ν' αλλάξεις. Κι αν δεν σου αρέσουν...» «Ο Γκάρι με έσπρωξε σε σένα λες και παρέδιδε δέμα». «Είμαι σίγουρος πως δεν το εννοούσε έτσι». «Ήμουν μαζί του εδώ και δεκαπέντε χρόνια. Κι ύστερα με πέ ρασε σ' εσένα, σ' αυτό εδώ το μέρος». Κοίταζε τη Λίλι, όχι δυμωμένη μα απορημένη. «Ξέρω για τη Βαρκελώνη. Ό τι εσύ, ο Γκά ρι και η μητέρα μου ήσασταν όμηροι». «Ναι. Το ίδιο ήσουν κι εσύ. Γεννήδηκες όμηρος». «Το ξέρω. Κι εσείς περνούσατε από τη μια ομάδα στην άλλη σαν μάρκα καζίνου, σαν τρόπαιο. Το ίδιο έκανες σήμερα και σ' εμένα». «Θέλαμε μόνο το καλύτερο για σένα», είπε η Λίλι απελπισμέ να. «Προσπαδήσαμε να σε σώσουμε. Αυτό ήταν το μόνο που δέλαμε. Δεν δα πάδεις κανένα κακό εδώ. Είσαι ασφαλής, Γκρέις, στο ορκίζομαι». Αλλά το βλέμμα της Γκρέις παρέμενε απλανές, σαν να κοιτού σε μέσα της. Η Λίλι σηκώδηκε. Φτάνοντας στην πόρτα, κοίταξε πίσω της. Η Γκρέις δεν είχε κινηδεί από την καρέκλα της - καδόταν ολομόνα χη στο σιωπηλό και άσκοπα πολυτελές δωμάτιο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
459
73 Η Λίλι έκανε μια βόλτα στο πλοίο μόνη, αποφεύγοντας τους αν θρώπους. Παντού επικρατούσε η μυρωδιά του πριονιδιού, της λάκας, της μπογιάς και των καινούργιων μοκετών. Τα πατώματα ήταν καλυμ μένα από συνδετικό ελαστικό, λινόλεουμ ή από ψάδες. Μ ερικοί τοίχοι ήταν βαμμένοι ή καλυμμένοι από ξύλινη επένδυση, διακο σμημένοι με γεωμετρικά σχέδια και αδέξιες τοιχογραφίες. Χρόνια αφότου κατασκευάστηκε η καρίνα του στα μισό μιας βουνοπλα γιάς των Άνδεων, το πλοίο δεν είχε τελειώσει και η Λίλι, καδώς προσπερνούσε γυμνά ατσάλινα τοιχώματα, υπολόγιζε πως ίοως το πενήντα τοις εκατό του εσωτερικό εξοπλισμού δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Η Λίλι δεν είχε ποτέ βρεθεί πάνω σ' αυτό το πλοίο του Νέιθαν, το πιο εντυπωσιακό από τα πολλά του προγράμματα. Ή ταν άραγε τούτο το τεράστιο μισοτελειωμένο σκάφος πράγματι η καλύτερη δυνατή χρήση για όλους εκείνους τους πόρους που είχε επιτάξει; Η Λίλι μέχρι τότε είχε αποφύγει την αντιπαράθεση γύρω απ' o j t o το ζήτημα, μένοντας μακριά από το πλοίο. Τελικά αποδειχτηκε τω ς είχε πέσει έξω, όπως κι άλλες φορές με τον Νέιθαν. Ευχόταν να είχε δεχτεί την πρότασή του για ξεναγήσεις και εκπαίδευση· μιο τέ τοια πείρα της θα αποδεικνυόταν τώρα χρήσιμη. Μ ε δυσκολία κατόρθωσε να βρει τον δρόμο και να επιστρέφει στο δωμάτιό της. Έβγαλε τη βρόμικη φόρμα της και έκανε ένα ντους. Στη βρύ ση υπήρχε δυνατότητα επιλογής θαλασσινού νερού, κάτι που δεν είχε δει ποτέ πριν. Υποθέτοντας πως αυτό θα ζόριζε λιγότερο τα συστήματα του καραβιού, πάτησε το κουμπί για θαλασσινό νερό. Ή ταν ζεστό παρ' ότι παράξενα οξύ και η μυρωδιά της αλμύρας της θύμισε τις μέρες που περνούσε παιδί στην ακροθαλασσιά Έ μεινε κάτω από τη ντουζιέρα για πολλή ώρα. Ύστερα ξέπλυνε το αλάτι με ένα σύντομο ντους κρύου γλυκού νερού.
460
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Καθώς στέγνωνε, συνειδητοποίησε πως δεν άντεχε να συναντή σει κανέναν, ούτε τον Πιρς, ούτε την Γκρέις ούτε την Κρίστι, σί γουρα όχι τον Νέιδαν. Η μέρα εκείνη είχε ήδη διαρκέσει πολύ για όλους. Αν και ήταν ακόμα νωρίς, κλείδωσε την πόρτα της. Εξερεύνησε το δωμάτιο. Περιελάμβανε επίσης μια μικρή εσοχή όπου υπήρχαν καφετιέρα με καφέ και ένας μικροσκοπικός φούρ νος μικροκυμάτων, σχεδόν κανονική κουζινούλα. Κατ' απίστευτο τρόπο, υπήρχε και μίνι-μπαρ. Στην πραγματικότητα βρισκόταν πά νω σε ένα πλωτό ξενοδοχείο, εδώ, στην άκρη του κόσμου. Ανα ρωτήθηκε πόσο θα μπορούσε να κρατήσει κάτι τέτοιο. Δοκίμασε την τηλεόραση. Έδειχνε ένα θολό κανάλι ειδήσεων της αμερικανικής κυβέρνησης, το οποίο εξέπεμπε από το Ντένβερ. Εκτός από το ζωντανό πρόγραμμα υπήρχε δυνατότητα επιλογής κι νηματογραφικών ταινιών, όπου συμπεριλαμβάνονταν τίτλοι οι οποί οι έφταναν πίσω ως και τη δεκαετία του 1930, τότε που είχε καθελκυστεί το πρωτότυπο του Κιβωτός Τρία. Έριξε μια φευγαλέα μα τιά στον Κίνγκ Κόνγκ και στο Things to Come. Τα ασπρόμαυρα φιλμ είχαν υποστεί ψηφιακή επεξεργασία. Ό μω ς είχε χάσει το ενδιαφέ ρον της για τον κινηματογράφο όταν σταμάτησαν να γυρίζονται και νούργιες ταινίες και όλα τα υπάρχοντα φιλμ πάλιωσαν απελπιστι κά, καθώς έδειχναν έναν εξωπραγματικό κόσμο που δεν είχε πια καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Έκλεισε την τηλεόραση. Έφαγε ένα κομμάτι σοκολάτα και μετά άδειασε τα μικρά μπουκαλάκια του τζιν που υπήρχαν στο μίνι-μπαρ. Πριν αποκοιμηθεί, δεν ήταν σίγουρη αν έκλαιγε ή όχι. Το άλλο πρωί ο Πιρς ήρθε να τη βρει. Της είπε πως είχαν μια ώρα περίπου διαθέσιμη μέχρι να ξεκινήσει κάποια τελετή για το παρθενικό ταξίδι του Κιβωτός Τρία, στην οποία θα προεξήρχε ο Νέιθαν. «Η συμμετοχή είναι βεβαίως υποχρεωτική». Στο μεταξύ, προσφέρθηκε να την ξεναγήσει πάνω στο πλοίο. «Καλωσόρισες στο καινούργιο σου σπίτι» «Καλωσόρισα στο τρελάδικο να λες καλύτερα», είπε εκείνη κο φτά, ζαλισμένη από το μεθύσι, θλιμμένη.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
461
«Ο καδένας μας δα πρέπει να το κρίνει μόνος αυτό». Έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είσαι καλά;» «Λειτουργώ ακόμα». «Αυτό είναι το μόνο στο οποίο μπορεί να ελπίζει κανείς», είπε ο Πιρς ξερά. «Έλα! Θ α έχεις μια εμπειρία VIP...» Πήγαν στη μεγάλη σκάλα η οποία διαπερνούσε τα πάνω κα ταστρώματα σαν το φρεάτιο ανελκυστήρα σε ορυχείο. Ανέβηκαν μέχρι το ψηλότερο κατάστρωμα. Ή ταν και το μικρότερο σε επιφά νεια, αφού τα πάνω επίπεδα του πλοίου ήταν κατασκευασμένα κλι μακωτά. Εκεί βρισκόταν η γέφυρα, μια ευρύχωρη αίδουσα σε σχήμα πο λυβολείου, με παράδυρα διακοσμημένα με βιτρό. Γύρω από τη βάση τριών πανύψηλων κόκκινων φουγάρων ήταν συγκεντρω μένα διάφορα χρηστικά τμήματα, κάνοντας το μέρος να μοιάζει με μικρή βιομηχανική μονάδα. Δίσκοι ραντάρ περιστρέφονταν. Πάνω από τα κεφάλια τους υπήρχαν μεγάλοι ηλιακοί συσσωρευτές που μπορούσαν να στραφούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο, σαν στάρια, και που οι επιφάνειές τους άστραφταν στον ήλιο. Η Λίλι περπάτησε μέχρι την άκρη του καταστρώματος και κοί ταξε προς την κατεύδυνση της ακτής. Βρίσκονταν μόνο μισό χι λιόμετρο ή και ακόμα λιγότερο από το σημείο όπου τα νερά έγλει φαν τις οροφές της Τσοσίκα. Μπορούσε να ακούσει πυροβολι σμούς, μα η μάχη που είχε συνοδεύσει την ευσπευσμένη αναχώ ρηση της Κιβωτού είχε ήδη τελειώσει. Κάποιες από τις σχεδίες που υπήρχαν έξω από την ακτή πλησίασαν την Κιβωτό και μερικές μικρές βενζινάκατοι πηγαινοέρχονταν με δόρυβο αναζητώντας αδύναμα σημεία, αλλά επειδή σίγουρα φοβόντουσαν τον οπλισμό της καμιά τους δεν ήρδε πολύ κοντά. Ο Πιρς είδε την έκφρασή της. «Ο Νέιδαν έχει εγκαταστήσει ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο στο καράβι. Δεν δα μας ενοχλήσουν». «Αυτοί οι άνδρωποι κατασκεύασαν το πλοίο για λογαριασμό του Νέιδαν και τώρα τους εγκαταλείπει». Ο Πιρς σήκωσε τους ώμους. «Πληρώδηκαν. Τους έτρεφε και τους προσέφερε κατάλυμα επί χρόνια. Ξέρεις, δεν υπάρχει νόημα
462
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στο να συζητάμε την ηθική αυτών των θεμάτων. Ο ι καιροί είναι ανελέητοι, Λίλι». Συνέχισαν να περπατούν. Ο Πιρς έδειχνε, κατά περίεργο τρόπο, να ανήκει σε κείνη την μετενσάρκωση του κρουαζιερόπλοιου του μεσοπολέμου. Πάντα έμοιαζε με τον Ντέιβιντ Νίβεν, σαν ένα απομεινάρι μιας πιο κομ ψής εποχής. Δεν έδειχνε κανένα σημάδι ψυχικού επηρεασμού από τη μάχη της προηγούμενης μέρας, η οποία ευκολότατα θα μπο ρούσε να είχε τερματίσει τη ζωή του, ούτε κι από το γεγονός πως είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο. Η Λίλι αναρωτιόταν πώς αντανακλούνταν όλα αυτά στο δικό της πρόσωπο. Ο Πιρς έφτασε στο κατάστρωμα που ονόμασε κατάστρωμα άθλησης. «Στο παλιό πλοίο συναντούσες εδώ τύπους να αθλούνται παίζοντας τένις και τα λοιπά. Ό χ ι τώρα πια, όμως. Το σημείο αυ τό χρησιμεύει σε άλλα πράγματα. »Πάντως, ο Νέιθαν έκανε κάθε προσπάθεια να ναυπηγήσει το πλοίο με τρόπο ώστε να μοιάζει στο Queen M ary της Cunard όσο περισσότερο γινόταν - δηλαδή όπως ήταν το σκάφος όταν καθελκύστηκε το 1936. Είχε χρησιμεύσει ως μεταγωγικό στρατευ μάτων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου και μετά το εσωτερικό του ανακαινίστηκε· η μορφή του μετά τον πόλεμο διέ φερε σε κάποιες λεπτομέρειες. Βεβαίως, τούτο εδώ είναι σύγχρονο σκάφος - στην πραγματικότητα ένα φαινομενικό αντίγραφο του πα λιού Queen M ary κατασκευασμένο με σύγχρονες μεθόδους και υλικά, όπως για παράδειγμα μια επικάλυψη του κύτους που επι διορθώνεται μόνη της και προπέλες που ελαχιστοποιούν την ανά γκη για νεωδόχο». «Και πυρηνικό αντιδραστήρα στο μηχανοστάσιο», είπε εκείνη. «Αυτό τουλάχιστον έχω ακούσει. «Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο. Τον αφαίρεσε ο Νέιθαν από ένα πυ ρηνικό υποβρύχιο». Κοίταξε τα τρία κόκκινα φουγάρα, σκιάζοντας τα μάτια με τα χέρια του. «Ακόμα κι αυτά εκεί πάνω είναι μόνο για διακόσμηση». «Και οι ηλιακοί συσσωρευτές;» «Είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να διπλώνουν όμορφα σε περί-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
4ό3
πτώση καταιγίδας. Ο Ν έιθαν σκοπεύει να παραμείνει ως επί το πλείστον σε τροπικά νερά, άρα 8α υπάρχει άφθονος ήλιος. Αυτό 8α μας επιτρέψει να διατηρήσουμε για πολύ τα αποθέματά μας οε ουράνιο, πάντα υποθέτοντας πως ο ανεφοδιασμός 8α είναι δύ σκολος». «Ανεφοδιασμός; Μ α σε τι κόσμο νομίζει ο Ν έιθαν πως ζει; Πι στεύει πως 8α τριγυρνά μέσα σε ένα κρουαζιερόπλοιο και 8α αγο ράζει αποθέματα ουρανίου; Και γιατί να κατασκευάσει ένα αντί γραφο του αναθεματισμένου Queen Mary, Ό λ α αυτά είναι μη πραγματιστικά, Πιρς». Την κοίταξε στα μάτια. «Είναι;» Κατέβηκαν μια σκάλα και βρέθηκαν στο κατάστρωμα ηλιοθε ραπείας. Εκεί ακολούθησαν έναν πλατύ διάδρομο γύρω από τις κουπαστές του καταστρώματος. Σωσίβιες λέμβοι κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους. Διέθεταν λευκές καρίνες κι εντελώς σύγ χρονο σχεδίασμά που περιελάμβανε γυαλιστερές υπερκατασκευές από κέβλαρ, κουτιά πρώτων βοηθειών και εντυπωσιακές ηλεκτρι κές μηχανές. Προσπέρασαν ένα γυμναστήριο και ένα γήπεδο του σκουός. «Γήπεδο του σκουός! Για όνομα του Θεού, Πιρς». «Θα χρειαστούμε άσκηση. Ο Ν έιθαν έχει προσέξει ώστε ο αριθμός των επιβαινόντων να είναι περιορισμένος. Τρεις χιλιάδες συνολικά, δυο χιλιάδες επιβάτες και χίλιοι πλήρωμα. Θ α σου δο θεί η ευκαιρία να χρησιμοποιήσεις το γήπεδο. Έχουμε σκεφτεί ένα σύστημα κρατήσεων». «Είσαι για γέλια, το ξέρεις αυτό, Πιρς; Μετά απ' όλα όσα έγι ναν, εσύ μιλάς για σκουός. Είσαι για γέλια». «Ίσως μπορούσαμε να διοργανώσουμε και πρωτάθλημα», εί πε εκείνος μειλίχια. Στην πρύμνη του πλοίου, στο συγκεκριμένο κατάστρωμα, υπήρ χε ένα εστιατόριο. Ήταν κομψό, με το εξωτερικό του βαμμένο λευ κό και όταν η Λίλι κοίταξε μέσα είδε τραπέζια και πίστα χορού σε μια αίθουσα γεμάτη καμπύλες, ξύλινα πλαίσια και χρώμιο. Ό μω ς ήταν μισοτελειωμένη, τα τραπέζια ήταν ακόμα σκεπασμένα με πλα
464
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στικά, το πάτωμα αγυάλιστο και μια τοιχογραφία με μορφές χο ρευτών ημιτελής. «Αυτή είναι η ψησταριά της βεράντας!» είπε ειρωνικά ο Πιρς. «Υπήρχε και στο παλιό πλοίο - ένα μέρος για να δεις τους άλλους και να σε δουν. Ο Ν έιδαν έκανε μεγάλες προσπάθειες για τη σω στή αντιγραφή του». «Νομίζω πως ξέχασα να πάρω μαζί μου τη βραδινή τουαλέτα μου». «Υπάρχουν τουαλέτες διαθέσιμες. Τον ξέρεις τώρα τον Νέιθαν. Θέλει να υλοποιεί τα όνειρά του με κάθε λεπτομέρεια». «Ο Ν έιθα ν γεννήθηκε στις εκβολές του Τάμεση. Τι μπορεί να ξέρει για τα κρουαζιερόπλοια της δεκαετίας του 1930;» «Μπορεί να φαντασιώνεται ελεύθερα, υποθέτω», είπε ο Πιρς. «Δεν λένε πως ο πεινασμένος στον ύπνο του καρβέλια ονειρεύεται;» Κατέβηκαν μια σκάλα για να φτάσουν στο κατάστρωμα περι πάτου. Άλλος ένας ξύλινος διάδρομος, μήκους μισού χιλιομέτρου όπως είπε ο Πιρς, διέτρεχε την περιφέρεια του καταστρώματος. Της Λίλι της φάνηκε σαν πίστα για αγώνες δρόμου. Προχώρησαν και περιπλανήθηκαν σε πελώριες αίθουσες. Το σαλόνι πρώτης θέ σης ήταν ένας τεράστιος, διακοσμημένος χώρος που έμοιαζε με σάλα ξενοδοχείου. Δέσποζε μια γιγάντια τοιχογραφία που παρίστανε δυο κομψούς μονόκερους να μονομαχούν. Πόρτες οδη γούσαν στην αίθουσα χορού με τις χρυσές και ασημένιες κορνί ζες και το ξύλινο πάτωμα, στο μπαρ και στο «καπνιστήριο», όπως το αποκάλεσε ο Πιρς, μια απομίμηση λονδρέζικης λέσχης με ξύλι νες επενδύσεις στους τοίχους, θολωτή οροφή και τζάκι». «Αυτό είναι απίστευτο», είπε η Λίλι. «Πού θα βρούμε ξύλα για να κάψουμε στο τζάκι;» «Αχ, δεν είναι εκεί το ζήτημα. Είναι κι αυτό μόνο διακοσμητικό». Πέρασαν από ένα παρατηρητήριο και ένα αντλιοστάσιο, ημιτε λή αλλά γεμάτα διακοσμήσεις. Το παρατηρητήριο φάνηκε ελκυστι κό στη Λίλι, μια αίθουσα της οποίας ο καμπυλωτός σχεδιασμός ταίριαζε με τη λειτουργία της. Στο αντλιοστάσιο δέσποζε ένας πί νακας της Παρθένου με το Βρέφος, απομίμηση εκείνου που υπήρ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
465
χε και στο αρχικό πλοίο· η Παναγία ήταν περιτριγυρισμένη από άκρα άστρου πυξίδας και Βρισκόταν ανάμεσα σε όργανα πλοήγησης. Το πλοίο ήταν μεγάλο, μα δεν μπορούσες να περπατήσεις για πολύ δίχως να συναντήσεις τοίχο ή κουπαστή και ήδη η Λίλι άρ χισε να το νιώθει παραφορτωμένο, ασφυκτικό, στατικό. Η ημιτελής χλιδή του της φαινόταν εξωπραγματική μετά την αιματηρή εμπει ρία της προηγούμενης μέρας. Κι όμως, παρά τη σουρεαλιστική αί σθηση Βρίσκονταν στο εκπληκτικό πλοίο του Νέιθαν, ζώντας για άλλη μια φορά μέσα στα όνειρά του όπως ακριβώς είχε γίνει και στις Άνδεις. Αφού επέστρεψαν στην κεντρική σκάλα κατέβηκαν πιο κάτω, προσπερνώντας το κεντρικό κατάστρωμα και τα καταστρώματα A και Β - τα χαμηλότερα καταστρώματα έφταναν μέχρι το G πριν κατεΒεί κανείς στα μηχανοστάσια, τα αμπάρια και τις αποθήκες στην κοιλιά του πλοίου. Σταμάτησαν στο κατάστρωμα C και ο Πιρς την οδήγησε στο εστιατόριο, μια τεράστια σάλα με θολωτή, πανύψηλη οροφή. Χωριζόταν από κίονες σε έναν σηκό και πλάγια κλιτή, σαν εκκλησία. Σε κάποιον τοίχο δέσποζε ένας τεράστιος διακοσμητκός χάρτης του Ατλαντικού. Παρ' όλ' αυτά, μια πλαϊνή είσοδος άνοι ξε για να αποκαλύψει την τρισάθλια και αποπνικτική κουζίνα, ενώ μια κοπέλα της φυλής των Κέτσουα τους προσπέρασε κουβαλώ ντας ένα σακί με ρύζι. «Εδώ ήταν ο μεγαλύτερος κλειστός κοινόχρηστος χώρος στο αρχικό πλοίο», είπε ο Πιρς. «Αρκετά μεγάλος ώστε να μπορεί να χωρέσει και τα τρία πρωτοπόρα, ποντοπόρα πλοία του Κολόμβου. Για φαντάσου το! Επίσης, υπάρχει μια πισίνα στο κατάστρωμα D από κάτω και χαμάμ δίπλα στο νοσοκομείο...» «Αρκετά, Πιρς! Θεέ μου!» «Οι χρήσεις των χώρων του πλοίου σίγουρα θα αλλάξουν. Έ χουμε καιρό να το δουλέψουμε. Το ίδιο το πλοίο θα ξαναφτιάχνεται ολοένα καθώς θα πλέουμε. Διαθέτουμε εξοπλισμό και γι' αυτό». «Θα ξαναφτιάχνεται; Και πού θα βρίσκετε τις πρώτες ύλες;» Εκείνος χαμογέλασε. «Θα δεις. Είναι μια από τις εκπλήξεις του
466
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Νέιθαν. Είμαστε αποφασισμένοι, ό,τι κι αν σκέφτεσαι εσύ γ ι' αυ τό». Σήκωσε τα χέρια του. «Τούτος είναι ο κόσμος μας: το πλοίο, η θάλασσα όπου πλέουμε, ο αέρας και οτιδήποτε μπορούμε να πάρουμε από αυτές τις πηγές είναι και τα μόνα που έχουμε. Σε έναν τέτοιο κλειστό κόσμο, θα πρέπει να ακολουθούνται κάποιοι κανόνες αν θέλουμε να επιβιώσουμε». «Έλεγχος της αύξησης του πληθυσμού, για παράδειγμα». «Ασφαλώς. Και θα ξεκινήσουμε με τον καθορισμό αυτών των κανόνων». «Θα την ευχαριστηθείς μια τέτοια δουλειά, έτσι δεν είναι; Να αποφασίζεις για το πώς θα ζουν οι άλλοι». «Κάποιος πρέπει να αναλάβει την πρωτοβουλία», μουρμούρι σε ο Πιρς. Κοιτάζοντάς τον εξεταστικά, η Λ ίλι διέκρινε το παράδοξο με τον Πιρς. Είχε ομολογουμένως περάσει πιο δύσκολα από τους άλ λους στη Βαρκελώνη. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, στα πενήντα εννιά του, φαινόταν να απολαμβάνει τον καινούργιο περιορισμό του. Ήταν σαν εκπλήρωση των φαντασιώσεων ενός νευρωτικού, σκέφτηκε η Λίλι, ένας πρώην αιχμάλωτος που επιστρέφει στο κλου βί του ως δεσμοφύλακας. «Ξέρεις, αυτό το πλοίο είναι όλα όσα δεν θέλω. Μ ια τρέλα! Ένας μεγαλειώδης παραλογισμός. Γι' αυτό έμεινα μακριά από τα παρανοϊκά σχέδια του Ν έιθαν όλα αυτά τα χρόνια». «Περίμενε μέχρι ν' ακούσεις όσα έχει να πει ο Νέιθαν για τον εαυτό του», απάντησε εκείνος ήρεμα. «Και περίμενε μέχρι να ολο κληρωθεί ο εξοπλισμός του πλοίου. Νομίζω πως θα εντυπωσια στείς». Κοίταξε το ρολόι του. «Έλα! Δεν πρέπει να αργήσουμε στο πάρτι του αφεντικού».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
467
74 Το πάρτι του Ν έιδαν για το παρδενικό ταξίδι του πλοίου έγινε ατο κατάστρωμα ηλιοδεραπείας, στο σημείο όπου ήταν ζωγραφισμέ νο ένα πελώριο Η το οποίο σημάδευε τον χώρο ενός ελικοδρομί ου. Σερβιτόροι κυκλοφορούσαν μοιράζοντας ποτήρια σαμπάνιας. Η Αίλι πήρε ένα και ήπιε. Δεν της άρεσε ιδιαίτερα η σαμπάνια, μα ήταν πια κάτι πολύ σπάνιο. Το ανδρακικό και το αλκοόλ της τη βοήδησε να ξεπεράσει τη ζαλάδα που της είχε προκαλέσει το τζιν από το μίνι μπαρ της καμπίνας της. Από το σημείο όπου στεκόταν έβλεπε μεγάλο μέρος του πλοίου, τα κλιμακωτά του καταστραυατα και τη σειρά των διακοσμητικών φουγάρων. Έμοιαζε με μείγμα παλιού ξενοδοχείου και μισοτελειωμένου εμπορικού κέντρου. Δυ σκολευόταν να πιστέψει πως βρισκόταν πραγματικά πάνω σε εκεί νο το πράγμα που έπλεε και πως ίσως ήταν καταδικασμένη να πε ράσει εκεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της. Ο ι καλεσμένοι στο πάρτι ήταν λίγοι, μόνο οι πιο στενοί συνερ γάτες του Νέιδαν, ανάμεσά τους η Λίλι και ο Πιρς. Καδώς και υ πασπιστές του όπως ο Χουάν Βιλέγκας. Ο Βιλέγκας φορούσε μαύ ρα εκείνη τη μέρα - η σύντροφός του, η Αμάντα, είχε πεδάνει μό λις την προηγούμενη ημέρα και η Λίλι τον είδε να ρίχνει μια δλιμμένη ματιά προς το μέρος της. Για πολλοστή φορά η Λίλι σκέφτηκε πως η αδελφή της δεν είχε κάνει λάδος επιλογή· ο Βιλέγκας πραγματικά νοιαζόταν για την Αμάντα. Η Γκρέις Γκρέι στεκόταν πλάι στον Βιλέγκας, φορώντας ένα καλοφτιαγμένο λευκό φόρεμα. Δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για το περιβάλλον. Ακόμα κι όταν το βλέμμα της πέρασε πάνω από τη Λίλι, δεν έδειξε κανένα σημάδι αναγνώρισης. Η Λίλι αισδάνδηκε ένα τσίμπημα άγχους, ένα προαίσδημα ενοχής. Είχε ορκιστεί να προστατεύει την Γκρέις. Μήπως είχε ήδη παραβεί την υπόσχεσή της φέρνοντάς την μέσα σ' εκείνο το πλοίο; Εκεί ήταν και ο Χάμοντ Λάμοκσον, ο οποίος έδειχνε να νιώδει ακόμα πιο άβολα απ' ό,τι συνήδως πριν. Είχε τα μάτια στραμμένα
468
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κάτω, τα χέρια του σφιγμένα σε γροδιές. Φορούσε όμως κο στούμι όπως ο πατέρας του και μπορούσε κανείς να διακρίνει μια επιφανειακή ομοιότητα μεταξύ τους, μ' όλο που ο Χάμοντ ήταν πιο χοντρός και μελαχρινός. Τα χέρια του πάντως δεν ήταν δεμένα, αν και δυο αγριωποί φρουροί της AxysCorp στέκονταν πίσω του. Η Λίλι αναρωτιόταν ανήσυχα τι σχεδίαζε ο Νέιδαν για τον γιο του τη μέρα εκείνη. Ο Ν έιδαν χτύπησε το κρυστάλλινο ποτήρι του και ξερόβηξε. «Σας ευχαριστώ όλους που ήρδατε. Ό χ ι δηλαδή πως είχατε και περιδώρια επιλογής!» Επρόκειτο για μια από τις χαρακτηριστικές επιδετικές του αποστροφές, που τάραζαν όσους εξαρτιόντουσαν από αυτόν - η αντίδραση των παρευρισκόμενων ήταν ένα νευρικό μουρμουρητό. «Πρώτα δα πρέπει να σας πω ότι είχαμε κάποιες ει δήσεις από το Ντένβερ. Δεν ήμαστε οι μόνοι που πολεμήσαμε. Η Ιερουσαλήμ χάδηκε κάτω από τα κύματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ήταν ήδη ερειπωμένο, ασφαλώς, όμως χδες τα νερά έκλεισαν από πάνω της. Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος του Πολέμου του Αβραάμ, όπως και κάδε άλλου είδους πολέμων για τη διεκδίκηση της Ιε ρουσαλήμ. Πολέμων που φτάνουν μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή. Η δάλασσα έσβησε τον πόλεμο όπως η πλημμυρίδα σβήνει τη φωτιά μιας κατασκήνωσης στην παραλία. »Αυτό δα συμβαίνει από εδώ και εμπρός σε ολόκληρο τον κό σμο. Οι δάλασσες υψώνονται παραπάνω από εκατό μέτρα ετησίως. Εκατό μέτρα! Ο ι ανδρώπινες κοινωνίες δα δεχτούν τρομερή πίε ση. Κυβερνήσεις, εταιρείες και πολιτισμοί ολόκληροι δα ραγίσουν και δα καταρρεύσουν κάτω από αυτή την πίεση. »Γι' αυτό και κατασκεύασα το πλοίο», συνέχισε βηματίζοντας πέρα-δώδε. «Πρώτα απ' όλα για καταφύγιο. Το σκεφτόμουν σαν ένα μέρος όπου να μπορούμε να ζήσουμε, εάν αναγκαζόμασταν να εγκαταλείψουμε τις Άνδεις. Αυτό τουλάχιστον το πετύχαμε, έτσι δεν είναι;» »Μα έχω κι άλλους στόχους. Θέλω να φέρω ελπίδα». Έδειξε με το χέρι το κατάστρωμα, τα φουγάρα που υψώνονταν πάνω από τα κεφάλια τους. «Ό ταν ήμουν μικρό παιδί, είχα δει το παλιό
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
469
Queen Mary κολλημένο με τσιμέντο στην αποβάθρα του στο Λονγκ Μπιτς. Μπορεί να είναι ακόμα εκεί, παγιδευμένο και πνιγμένο από τη θάλασσα. Αγάπησα αυτό το πλοίο από την πρώτη στιγμή». Ώ σ τε αυτό είναι, σκέφτηκε η Λίλι. Νοσταλγία μιας παιδικής πε ριπέτειας. «Γι' αυτό και το ξανάφτιξα με αυτή την καινούργια μορφή. Ιο Queen M ary ήταν το αποκορύφωμα της ναυπηγικής παράδοσης της Βρετανίας, η οποία φτάνει στον 19ο αιώνα, στον μηχανικό Μπράνελ, μα και ακόμα πιο παλιά. Ο ι άνθρωποι τότε είχαν μα γευτεί από το πλοίο, την κατασκευή του, την καθέλκυσή του, τα κατορθώματά του, τα ρεκόρ που έσπασε. Ήταν ένας τεχνολογικός θρίαμβος για την εποχή του, κάτι σαν διαστημικός πύραυλος. Και είναι πανέμορφο, ένα ζευγάρωμα τέχνης και μηχανικής - συνδυα σμός που χάσαμε κάπου στον δρόμο. »Τούτος ήταν ο λόγος που θέλησα να κατασκευάσω ένα όμορ φο πλοίο να μας πάρει από δω, όχι απλά μια μπανιέρα, μια ακό μα άθλια σχεδία. Ό λ α τα άλλα αναθεματισμένα υπερωκεάνια έ χουν από καιρό ξεμείνει από βενζίνη και μετατράπηκαν σε πλωτά κέντρα προσφύγων. To Queen M ary αντιπροσωπεύει τον κολο φώνα της εποχής της, τον τεχνολογικό πολιτισμό που μας γέννη σε. Τώρα επέστρεψε και ξεκίνησε ήδη το ταξίδι του, μ' όλο που έλ πιζα ότι θα είχαμε στη διάθεσή μας άλλον ένα χρόνο πριν το καθελκύσω, στην εκατοστή του επέτειο. Καθώς θα αρμενίζουμε γύ ρω στον πλανήτη, θέλω αυτό το πλοίο να αντιπροσωπεύει την ελ πίδα στα μάτια εκείνων που το βλέπουν, μια έμπνευση πολιτισμού που θα απευθύνεται προς όλες τις άθλιες κοινότητες των σχεδιών οι οποίες πλέουν στο νερό και προς τους τελευταίους πρόσφυγες που πνίγονται στην ξηρά, την ελπίδα πως μια τέτοια ομορφιά θα μπορέσει κάποια μελλοντική στιγμή να επιστρέφει, όταν αυτός ο αναθεματισμένος κατακλυσμός επιτέλους θα τελειώσει. «Προσπαθώ να μη βάλω τα γέλια», ψιθύρισε η Λίλι στον Π ιρ;. «Πάντα έβλεπες με επιφύλαξη τις φ ιλοδοξίες του Νέιθαν», μουρμούρισε ο Πιρς. «Μην ξεχνάς, όμως, πως...» «Είμαι πάνω στο πλοίο του. Ξέρω, ξέρω».
470
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ύστερα ο Νέιδαν αποκάλυψε το σημαντικότερο κίνητρό του για την κατασκευή του πλοίου. «Το έφτιαξα για τον γιο μου», είπε, χωρίς να κοιτάξει προς το μέρος του Χάμοντ. «Είναι ο μόνος συγγενής μου που ζει ακόμα. Είναι η τράπεζα όπου βρίσκονται αποθηκευμένα τα γονίδια και τα όνειρά μου». Γύρισε τελικά προς τον Χάμοντ, ο οποίος τον αγριο κοίταξε. «Τα έκανα όλα για σένα, Χάμοντ. Πάντα ήταν για σένα, και το ξέρεις. Ακόμα κι όταν σε αρνιόμουν, έφευγα μακριά σου, σε τιμωρούσα ή σου μιλούσα απότομα, ήταν πάντα για το δικό σου καλό. Ό λ η μου τη ζωή σου το έλεγα τούτο. Βαδιά μέσα σου το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;» Ο Χάμοντ συνέχισε να τον αγριοκοιτάζει. »Μα εσύ με πρόδωσες». Ο Νέιδαν μιλούσε σιγανά. Ό λ ο ι πά νω στο κατάστρωμα είχαν σωπάσει και έτσι κάδε λέξη του ακουγόταν καδαρά. «Συμμάχησες με τους εχδρούς μου, αυτό τον ηλίδιο τον Ολαντάι. Τους βοήδησες να μπουν στο Πρότζεκτ Σίτι. Ο ι ενέργειές σου είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή όσων μου πή ρε είκοσι χρόνια να φτιάξω. Κι όμως, ξέρεις τι πρέπει να κάνω παρ' όλ' αυτά; Πρέπει να σε συγχωρήσω. Γονάτισε μπροστά μου, γιε μου». Ο Χάμοντ δεν κινήδηκε. Η Λίλι είδε πως τα χέρια του ανοιγόκλειναν και οι παχείς μύες του αναδεύονταν σπασμωδικά. Ο Ν έιδ α ν έγνεψε στους φρουρούς του. Ο ένας έβγαλε το γκλομπ και χτύπησε τον Χάμοντ στο πίσω μέρος των ποδιών. Εκεί νος μούγκρισε από τον πόνο και τα πόδια του δίπλωσαν, αναγκάζοντάς τον να πέσει σε μια άβολη γονατιστή στάση. Ο ι φρουροί ήρδαν δεξιά κι αριστερά του και τον γράπωσαν από τους ώμους, κρατώντας τον σ' αυτήν τη δέση. «Μπροστά σε όλους», είπε ο Νέιδαν, «μπροστά στους πιο στε νούς μου φίλους, δα πρέπει να εξαγνιστείς, γιε μου. Πρέπει να σε ακούσω να ζητάς συγγνώμη δημόσια και ολοκληρωτικά». Χαμογέ λασε. «Αν έρδεις μαζί μου, δα έχεις τα πάντα. Ό τα ν πεδάνω, όλα δα γίνουν δικά σου. Μ ια πριγκίπισσα δα μεταφέρει τα γονίδιά μου, τα γονίδιά μας, στα παιδιά της». Στο σημείο αυτό έριξε μια περίερ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
471
γη ματιά στην Γκρέις. Ένα καμπανάκι συναγερμού χτύπησε στο κε φάλι της Λίλι. »Αλλά πρέπει να διατηρήσω την εξουσία μου. Αν επιμείνεις στην προδοσία σου δεν μου χρησιμεύεις πια σε τίποτα και τότε, γιε μου, 8α καταλήξεις στα ψάρια». Έριξε μια ματιά προς το μέρος της θά λασσας. «Τι προτιμάς, λοιπόν; Αγάπη ή μίσος; Ζωή ή θάνατο;» Ο Χάμοντ προσπάθησε να κοιτάξει αλλού, μα ένας από τους φρουρούς τον γράπωσε από το πιγούνι και του ανασήκωσε το κε φάλι. Πατέρας και γιος αλληλοκοιτάχτηκαν. Η Λίλι σκέφτηκε πως ήταν μια εξαιρετική στιγμή, ένα καθαρά προσωπικό δράμα. Ο Χάμοντ έσπασε. «Πολύ καλά», είπε μέσ' από τα δόντια, με το σαγόνι του παγιδευμένο στη χούφτα του φρουρού. «Δεν άκουσα;» Ο Ν έιθαν έκανε νόημα στον φρουρό να αφή σει το σαγόνι του γιου του. «Πολύ καλά. Ζητώ συγγνώμη. Ζητώ συγγνώμη για την προδο σία μου. Κέρδισες». «Ναι, αυτό έγινε, έτσι δεν είναι;» Ο Ν έιθαν μειδίασε κι έκανε ένα βήμα πίσω. Ο ι φρουροί άφησαν τον Χάμοντ. Έσκυψε μπροστά τρίβοντας το πίσω μέρος των ποδιών του. Ο Νέιθαν στράφηκε στους άλλους. «Τώρα που αυτό τέλειωαε κι είμαστε πάλι μια οικογένεια, μπορούμε να συνεχίσουμε την κρου αζιέρα μας. Την κρουαζιέρα ολόκληρης της ζωής μας... Χα χα!..» Η Λίλι αισθάνθηκε μάλλον παρά άκουσε τις μηχανές ν' ανά βουν, καθώς μια βαθιά δόνηση ταρακούνησε τα καταστρώματα. Κοιτάζοντας προς την ακτή είδε πως είχαν αρχίσει να ξεμακραί νουν κι η Κιβωτός να σκίζει τα νερά. Η μπουρού του καραβιού αντήχησε, μια βαθιά μπάσα νότα που έμοιαζε με μυκηθμό φάλαι νας. Πουλιά σηκώθηκαν σε σύννεφο από τη βυθιζόμενη Τσοσίκα. Ο Ν έιθαν ύψωσε το ποτήρι του και χειροκροτήματα ακούστη καν από την πλευρά των φίλων του. Ο Χάμοντ σηκώθηκε αργά όρθιος.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
472
75 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2035 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Η πρώτη καταγραφή που έκανε η Κρίστι στο λεύκωμά της κα τά τη διάρκεια του ταξιδιού της Κιβωτού Τρία έγινε ανήμερα Χρι στούγεννα του 2035, τα πρώτα Χριστούγεννα που περνούσαν στη θάλασσα. Μέχρι τότε, από τον θάνατο του Ολαντάι και της μητέ ρας της εκείνη την καταστροφική αυγουστιάτικη ημέρα, δεν είχε βρει το κουράγιο να αγγίξει τον υπολογιστή της. Ο Ν έιθαν έκανε μια προσπάθεια να γιορτάσουν τα Χριστού γεννα στο εστιατόριο με ένα μεγάλο πάρτι για τα εκατοντάδες παι διά του πλοίου. Ύστερα η Κρίστι διοργάνωσε για τον Μάνκο το δικό τους μικρό πάρτι μέσα στην καμπίνα τους, με σερπαντίνες και έναν πολεμιστή Ίνκα, ένα παιχνίδι που είχε φτιάξει μόνη της, μια κούκλα κατασκευασμένη με ύφασμα από τα παλιά τους ρούχα από μαλλί βικούνια. Επέτρεψε και στη Αίλι να δει τον εγγονό της αδελ φής της. Η Αίλι έφερε γλυκά. Η Κρίστι κατέγραψε μερικές από ε κείνες τις στιγμές, ώστε ο Μάνκο να μπορεί να τις διαβάζει μελ λοντικά. Της φαινόταν αγένεια να μην το κάνει. Συνέλαβε τη Α ίλι να κοιτάζει τον υπολογιστή χειρός και το παλιό ροζ σ ακίδιό της, που το είχε φέρει μαζί της από το Λον δίνο και που αργότερα είχε ρισκάρει τη ζωή της για να το αρ πάξει κάτω από τη μύτη του Γουέιν στο Ντάρτμουρ. Το σακίδιο και το περιεχόμενό του σήμαιναν πολλά για την Κρίστι, από απόψεις τις οποίες δεν ένιωθε άνετα να αναλογίζεται. Ο μικρός της σάκος με τα ενθύμια ήταν ο τελευταίος κρίκος που την ένωνε με το απώτατο παρελθόν της. Τον είχε πάρει μαζί της στο Κούσκο εκείνη τη μοιραία μέρα του Αυγούστου. Γιατί να το έχει κά νει αν δεν διαισθανόταν ήδη, βαθιά μέσα της, πως κάποια μέρα θα συνέβαινε ακόμα μια διάσπαση με το παρελθόν της; Υποπτευόταν πως η Αίλι σκεφτόταν τα ίδια πράγματα. Η Κρίστι έκλαψε εκείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων, όπως δεν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
473
είχε κλάψει από τον Αύγουστο. Έκλαψε για τον Μάνκο και τον χα μό του Ολαντάι, έκλαψε για την υπεροψία και την ανοησία που τον είχαν σκοτώσει, πράγμα που η ίδια ήξερε από την αρχή πως 8α συνέβαινε. Και έκλαψε για το Λονδίνο, για το πόσο μακριά είχε φτάσει και για το γεγονός πως δεν δα ξαναγύριζε ποτέ πια πίσω'.
76 ΜΑΡΤΙΟΣ 2036
Η Λίλι βγήκε στο κατάστρωμα περιπάτου. Ή ταν επτά και μισή το πρωί. Η μέρα ήταν συννεφιασμένη, γκρίζα, βροχερή αλλά όχι κρύα και η Κιβωτός σκαμπανέβαζε ελαφρά σε μια θάλασσα γκρίζα σαν ατσάλι. Το πλοίο ήταν σε κίνηση· μέσα από την ανεπαίσθητη δό νηση του πατώματος, μπορούσε να νιώσει τις προπέλες να περι στρέφονται. Ο Πιρς ήρθε να τη συναντήσει. Φορούσε μια ελαφριά φόρμα με τα μανίκια κατεβασμένα. Έδωσε στη Λίλι ένα καπέλο του μπέιζμπολ, το οποίο κάποτε είχε σκούρο μπλε χρώμα μα τώρα πια ήταν ξεθωριασμένο, σχεδόν γκρίζο. Το πήρε από τα χέρια του απρόθυμα. «Είναι ανάγκη; Ποτέ δεν μου άρεσαν τα καπέλα - το κεφάλι μου δεν έχει το κατάλληλο σχή μα, βλέπεις». «Η βροχή ξεπερνά το ένα χιλιοστό την ώρα». «Για όνομα του Θεού, Πιρς, είμαστε καλυμμένοι. Τη βλέπω τη βροχή, μα δεν φυσάει καθόλου. Είμαστε εντελώς στεγνοί εδώ από κάτω». «Είναι ο κανονισμός του πλοίου. Ό ξινη βροχή. Τα ξέρεις, τώρα. Καλύτερα ένα καπέλο παρά ένα καμένο κεφάλι. Τις κακές σου έχεις σήμερα», είπε καλοδιάθετα.
474
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Εκείνη γρύλλισε. «Η μέρα είναι χάλια. Ολόκληρος ο κόσμος εί ναι γκρίζος. Έλα, λοιπόν, ας τελειώνουμε». Φόρεσε το καπέλο. Περπάτησαν πλάι-πλάι. Ο Πιρς ρύθμισε το ρολόι του και ξεκίνη σαν δεξιόστροφα τον συνηθισμένο τους γύρο του καραβιού, με έ να ρυθμό όχι υπερβολικά γρήγορο. Τα αθλητικά παπούτσια τους η χούσαν πάνω στο γυαλισμένο ξύλο του πατώματος. Πάντα ο Πιρς ήταν εκείνος που έλεγχε το ρολόι, ασφαλώς, εκείνος που κρα τούσε τον ρυθμό και τον έλεγχο· η Λίλι είχε πάψει προ πολλού να μαλώνει μαζί του για όλ' αυτά. Προσπέρασαν δυο άλλους περιπατητές που η Λίλι τους γνώ ριζε αμυδρά - μετά από τόσους μήνες στη θάλασσα «γνώριζε αμυδρά» όλους τους ανθρώπους πάνω σ' εκείνο το πλωτό χωριό. Η Λίλι και ο Πιρς ελάττωσαν ταχύτητα καθώς πλησίαζαν τους περι πατητές, οι οποίοι έγνεψαν και χαμογέλασαν. Ήταν μια συμπεριφο ρά που μείωνε τις τριβές και που ο Ν έιθαν πάντα ενθάρρυνε, μια τυπική ευγένεια που θύμιζε στη Λίλι την Ιαπωνία, έναν τόπο επίσης με μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού. Ό τα ν έφτασαν στην πρύμνη η Λίλι είδε το μακρύ αυλάκι που άφηνε πίσω του το πλοίο, μια λεωφόρο η οποία έκοβε στη μέση τον ωκεανό. Πήραν στροφή στην πρύμνη και άρχισαν να επιστρέφουν από τη δεξιά πλευρά του πλοίου, προσπερνώντας τον διάδρομο που οδη γούσε στην ενεργειακή μονάδα του ΜΩΘΕ. Αυτή ήταν μια σχεδία στο νερό, την οποία το πλοίο έσερνε πλάι στο αεροδυναμικό πλευ ρό του. Η Λίλι εργαζόταν στον ΜΩΘΕ. Ήταν υπεύθυνη εκεί. Κα θώς είδε ότι δεν είχε πάρει φωτιά, ούτε βούλιαζε, ικανοποιήθηκε που η σχεδία θα μπορούσε να περάσει άλλη μια ώρα δίχως την επίβλεψή της. «Έχεις καμιά ιδέα για το πού βρισκόμαστε;» ρώτησε τον Πιρς. Είχε προ πολλού χάσει το ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες των πε ριπλανήσεων της Κιβωτού. «Στη Βόρεια Θάλασσα. Κατευθυνόμαστε νότια, προς την ολ λανδική ακτή. Μετά θα μπούμε στην Ευρώπη. Θ α εισέλθουμε στην κοιλάδα του Ρήνου και θα πλεύσουμε προς την Ελβετία. Εκεί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
475
ίσως δούμε κάποια αλλαγή στο σκηνικό». Της έριξε μια λοξή ματιά. «Δεν είσαι η μόνη που ανυπομονεί να πατήσει το πόδι σε στεριά». Λες και για να αποδειχτούν όσα έλεγε, πέρασαν το σημείο απ' όπου είχαν ξεκινήσει. Ο γύρος του καταστρώματος ήταν μια από σταση μικρότερη από μισό χιλιόμετρο κι ακόμα και με τον αργό ρυθμό τους τον είχαν καλύψει μέσα σε λίγα λεπτά. Ξεκίνησαν πά λι για να ολοκληρώσουν τον συνήθη αριθμό των περιφορών τους. Ο Πιρς είχε λαχανιάσει. «Σήμερα δυσκολεύομαι». «Ίσως είναι το διοξείδιο του άνθρακα». Η ακατάπαυστη άνοδος του επιπέδου του διοξειδίου του άν θρακα στην ατμόσφαιρα ήταν μια από τις επιβεβαιωμένες συνέ πειες του κατακλυσμού, αν και δεν υπήρχε κανένας μετεωρολόγος πάνω στο πλοίο για να τους εξηγήσει τη σχέση. Πέρα από την αύ ξηση της θερμοκρασίας που προκαλούσε, η όξινη βροχή έκαιγε τα φύλλα των φυτών στους κήπους του πλοίου και στο μικρό αγρό κτημα, διέβρωνε τους ηλιακούς συσσωρευτές και μερικές φορές ενοχλούσε ακόμα και την ανθρώπινη σάρκα στα απροστάτευτα μέ-
ρητπς· «Οι νέοι δεν φαίνονται να ενοχλούνται απ' αυτό», είπε ο Πιρς. «Αλλά οι νέοι ποτέ δεν ενοχλούνται από τίποτα». «Πράγματι. Δεν αναρωτιέσαι γιατί το κάνουμε αυτό εσύ κι εγώ, Πιρς; Να βαδίζουμε πάντα σε αυτή την ίδια ηλίθια διαδρομή; Εί μαστε δέσμιοι της συνήθειας. Χριστέ μου, φτάσαμε στο σημείο να περπατούμε κάθε φορά προς την ίδια κατεύθυνση, δεξιόστροφα». Ο Πιρς αναστέναξε. «Μην αρχίσεις τις αναλύσεις, σε παρα καλώ». «Θα πρέπει να το δεις κατάματα, Πιρς. Περάσαμε πέντε χρόνια κλεισμένοι σε υπόγεια. Τώρα είμαστε πάλι περιορισμένοι και αυτό που κάνουμε είναι να τρέχουμε γύρω-γύρω, λες και ελέγχουμε τα όρια του κλουβιού μας». «Ίσως απλώς θέλουμε να κρατήσουμε τη φόρμα μας». «Η Κρίστι λέει πως έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερη ψυχο θεραπεία, όταν επιστρέψαμε από τη Βαρκελώνη». Ο Πιρς ρουθούνισε ενοχλημένα. «Εγώ θυμάμαι ότι τότε το Λον
476
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
δίνο ήταν όλη την ώρα πλημμυρισμένο. Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία για πολύωρες συνεδρίες στον καναπέ, έτσι δεν είναι;» «Μπορεί όχι, μα...» «Δεν είμαστε εμείς οι προβληματικοί, Αίλι. Δεν είμαστε εμείς οι ψυχωτικοί, αν και περάσαμε τόσον καιρό αλυσοδεμένοι σε σώ ματα καλοριφέρ. Ο κόσμος φταίει. Ο κόσμος είναι ψυχωτικός. Θέ λω να πω, έτσι φανταζόσουν ότι 8α ζούσες τα γεράματά σου; Ε ξάλλου, για να σου μιλήσω ειλικρινά Αίλι, είσαι ένα από τα πιο λογικά άτομα που ξέρω πάνω σ' αυτό το πλοίο. Αν άρχισες κι εσύ να τρελαίνεσαι, πάμε όλοι χαμένοι». «Ίσως». Δεν της φαινόταν πως ήταν τόσο λογική όταν έμενε ξύ πνια στο κρεβάτι της μέχρι το ξημέρωμα, ολομόναχη, αφουγκραζόμενη τα βαθιά βογγητά του πλοίου που άνοιγε ακατάπαυστα δρό μο μέσα στον παγκόσμιο ωκεανό, ο οποίος ολοένα βάθαινε. Κοιτάζοντας προς τα πίσω μετά από επτά μήνες ταξιδιού, διαπί στωνε ότι οι πρώτες μέρες και εβδομάδες ήταν εκπληκτικές. Η έντονη κοινωνική ζωή των ανώτερων στρωμάτων του Πρότζεκτ Σίτι είχε μετεμφυτευτεί στην Κιβωτό - εύθραυστη, κουτσομπολίστικη, κόπους απελπισμένη, σαν να επρόκειτο απλούς για μια εξωτική κρουαζιέρα. Στο μεγάλο εστιατόριο σερβίρονταν δείπνα των τεσσάρων πιάτων κάθε βράδυ και το κουαρτέτο εγχόρδων των προ σφύγων μουσικών, που είχε περιμαζέψει ο Νέιθαν, έπαιζε στο μπαρ της βεράντας. Η Αίλι σκέφτηκε μελαγχολικά πως τον πρώτο εκείνο καιρό η Αμάντα θα βρισκόταν πραγματικά στο στοιχείο της. Ό μω ς εκείνο το επίχρισμα πολυτέλειας δεν κράτησε για πολύ. Η Αίλι διατηρούσε πάντα τη σουίτα της, μα είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που κάποιος είχε έρθει να της γεμίσει ποτά το μίνι μπαρ. Τώρα πια, μάλιστα, το χρησιμοποιούσε σαν ντουλάπι για τις κάλτσες της. Το ανέκαθεν τεχνητό φράγμα μεταξύ «επιβατών» και «πληρώματος» είχε σπάσει στη διάρκεια ενός κωμικοτραγικού συμβάντος, κατά το οποίο ο Ν έιθα ν προσπάθησε να τιμωρήσει έναν από τους μαγείρους επειδή άφησε έγκυο μια επιβάτη. Ό λ ο ι τους ανήκαν τώρα στο πλήρωμα κι όλοι εργάζονταν.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
477
Καθώς οι σχέσεις των μελών του πληρώματος μεταξύ τους ξε καθάριζαν, οι εσωτερικές λειτουργίες του σκάφους αναδιοργανώ θηκαν. Ο Ν έιθαν είχε δώσει εντολή να κρατηθούν για αναψυχή και εξάσκηση κάποιοι χώροι, όπως ο διάδρομος του καταστρώ ματος, μα άλλοι είχαν παραδοθεί σε λειτουργίες ζωτικής σημα σίας όπως η αφαλάτωση. Μ ια από τις πισίνες χρησιμοποιούνταν πια ως χώρος εξαγω γής ορυκτών από το θαλασσινό νερό. Ηλεκτρικό ρεύμα διαπερ νούσε το νερό, για να συσσωρευτούν πάνω σε ένα μεταλλικό πλέγμα τα μέταλλα που ήταν διαλυμένα μέσα του. Καθώς το νερό ήταν γεμάτο ανθρακικό ασβέστιο, απομεινάρι των κελυφών μικρο σκοπ ιώ ν θαλασσινών πλασμάτων, μπορούσε να εξαχθεί απ' αυ τό ένα είδος τσιμέντου. Υπήρχε επίσης και μαγνήσιο, σε αναλογία ενός κιλού ανά τόνο θαλασσινού νερού. Σχέδιο του Νέιθαν ήταν να χρησιμοποιεί όλα αυτά τα υλικά για να συντηρεί το ίδιο το πλοίο. Για τη Αίλι ήταν πραγματικό θαύμα να βλέπει όλες αυτές τις ουσίες να δημιουργούνται από το τίποτα· δεν είχε ιδέα πως το θαλασσινό νερό ήταν τόσο πλούσιο. Ο δικός της ΜΟΘΕ ήταν ένα πείραμα για την εξαγωγή ενέρ γειας από το νερό. «ΜΟΘΕ» ήταν τα αρχικά των λέξεων ΜεΓατροπέας Ωκεανικής Θερμικής Ενέργειας. Υπήρχε μια διαφορά θερ μοκρασίας της τάξης μερικών δεκάδων βαθμών μεταξύ της ζεστής επιφάνειας της θάλασσας και των βαθών, όπου η θερμοκρασία ήταν μόλις λίγους βαθμούς πάνω από το μηδέν: όπως ήταν πάντα σκοτεινά εκεί κάτω, έτσι ήταν και κρύα. Ο προορισμός του ΜΩΘΕ ήταν να εξάγει χρήσιμη ενέργεια από αυτήν τη διαφορά θερμο κρασίας. Η σχεδία βρισκόταν στην κορυφή ενός στελέχους, το οποίο βυθιζόταν παραπάνω από ένα χιλιόμετρο στα νερά του ωκε ανού. Η ζεστή επιφάνεια του νερού ψυχόταν ελαφρά, το κρύο νε ρό στα βαθιά ζεσταινόταν λίγο, με αποτέλεσμα η ροή της θερμότη τας ανάμεσά τους να μπορεί να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης. Η διαφορά θερμοκρασίας ήταν μεγαλύτερη στη ζέστη των τροπι κών, όπου ο Ν έιθαν έλπιζε πως θα μπορούσε να αρμενίζει με την Κιβωτό του για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου.
478
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Υπήρχε και ένα παράλληλο κέρδος στο ανακάτεμα των πλού σιων σε θρεπτικά συστατικά βαθύτερων νερών με εκείνων της επι φάνειας. Γύρω από τον ΜΩΘΕ τα φύκια τρέφονταν και αναπαράγονταν φρενιασμένα. Αυτά τα φύκια τα συνέλεγαν, ειδικά το είδος που ονομαζόταν σπιρουλίνα, αφού επρόκειτο για φυτά που σχε δόν ολόκληρη η ουσία τους ήταν βρώσιμη. Τίποτα δεν πήγαινε χα μένο από μέρη όπως τα φύλλα, οι κορμοί ή τα βλαστάρια. Βεβαί ως, η πρωτεΐνη από τα φύκια χρειαζόταν ιδιαίτερη επεξεργασία για να μπορεί να χωνευτεί από τους ανθρώπους. Κάτι ακόμη πιο εξωτικό συνέβαινε στο παλιό «μπαρ της βερά ντας», στο κατάστρωμα περιπάτου. Η πίστα χορού είχε καλυφθεί και το μπαρ είχε μετατραπεί σε εργαστήριο, όπου οι υποτακτικοί επιστήμονες του Ν έιθαν προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μια ριζοσπαστικά νέα μορφή ηλιακού συσσωρευτή. Ο ι ηλιακοί συσ σωρευτές στο κατάστρωμα άθλησης της Κιβωτού ήταν συνηθι σμένοι, πολυμερή καλυμμένα από τιτάνιο, και είχαν αποδοτικότητα δέκα τοις εκατό, μα τα φύκια μπορούσαν να παγιδεύσουν κα τά τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης μέχρι και το ενενήντα επτά τοις εκατό της ηλιακής ενέργειας που δέχονταν. Ο ι βιολόγοι-μηχανικοί του Ν έιθαν έλπιζαν να δημιουργήσουν καταπράσινους ηλιακούς συσσωρευτές, σαν φύλλα, καλυμμένους με τα μόρια χρω στικής που παγίδευαν την ηλιακή ενέργεια και που βρίσκονταν στα κύτταρα των φυκιών. Ο Ν έιθαν πίστευε πως μακροπρόθεσμα αυ τές οι καινούργιες συστοιχίες ηλιακών συσσωρευτών, με τη βοήθεια του ΜΩΘΕ, θα ανεξαρτητοποιούσαν το πλοίο από το ουράνιο που χρησιμοποιούσε ο πυρηνικός αντιδραστήρας του. Και σ' έναν κό σμο όπου το ηλιόφωτο ήταν η πιο εύκολα προαβάσιμη πηγή ενέρ γειας, τούτη η νέα τεχνολογία θα είχε τεράστια εμπορική αξία. Μ α ο Ν έιθαν είχε στον νου του σκοπούς σημαντικότερους από το εμπόριο. Ό λ α εκείνα τα σχέδιά του ήταν πλευρές ενός μεγα λύτερου οράματος. Κανείς δεν περίμενε πως το ταξίδι εκείνο θα κρατούσε για πά ντα - αργά ή γρήγορα η νέα Κιβωτός θα άραζε στο Αραράτ της. Και στο μεταξύ ο Ν έιθαν ήθελε να κάνει την πλωτή του πολιτεία
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
479
εντελώς ανεξάρτητη από την ξηρά. Θ α μπορούσε να τρέφεται από τη θάλασσα και να μαζεύει πόσιμο νερό από τη βροχή. Μ ε τον ΜΩΘΕ και τους ηλιακούς συσσωρευτές του ήθελε να συλλέγει χρήσιμη ενέργεια από τη θάλασσα και τον ήλιο, ενώ με το θα λάσσιο τσιμέντο του και το μαγνήσιο έλπιζε να συντηρεί το ίδιο το σκαρί του πλοίου, χωρίς ανάγκη ανεφοδιασμού από τη στεριά. Η Λίλι φανταζόταν μια μέρα του μέλλοντος κατά την οποία κάθε κομ μάτι του πλοίου θα είχε φθαρεί και θα είχε αντικατασταθεί από υ λικά που θα είχαν εξαχθεί από τη Θάλασσα. Θ α ήταν η απόλυτη αντίδραση στον κατακλυσμό και στη ζημιά που προκάλεσε αυτός στις ανθρώπινες φιλοδοξίες. Η Λίλι παραδεχόταν πως, παρ' όλα τα ελαττώματά του, ο Νέιθαν ήταν μεγαλοφυϊα στην πρόβλεψη. Ίσως ο κόσμος να χρειαζό ταν τέτοιους οραματιστές, όπως έλεγε κάποτε και ο Σάντζεϊ Μακντόναλντ. Συχνά αναρωτιόταν πόσον καιρό θα είχε επιζήσει, χω ρίς την προστασία που της προσέφερε ο Ν έιθαν από τότε που την έσωσε από τη Βαρκελώνη. Ασφαλώς, αυτό δεν σήμαινε απαραίτητα πως θα έβγαινε τελι κά αληθινό το όνειρό του για το ακατάπαυστο ταξίδι της πλωτής πολιτείας στη θάλασσα, αφού μάλιστα ούτε κι η πόλη του στις Άνδεις είχε γλυτώσει τελικά από την οριστική δοκιμασία της. Συμπλήρωσαν τους συνηθισμένους είκοσι γύρους τους, μια από σταση περίπου οκτώ χιλιομέτρων. Στον τελευταίο γύρο η Κρίστι βγήκε και περίμενε τη Λίλι, ακουμπώντας στην κουπαστή. Η Λίλι σταμάτησε δίπλα της. Η Κρίστι άφησε τη θεία της να ξελαχανιάσει. Ο Πιρς μπήκε μέσα αποζητώντας την καμπίνα του κι ένα ντους - με θαλασσινό νερό, αφού αυτό ήταν πια η μοναδική επιλογή. Η Κρίστι δεν του μίλησε, ούτε καν γύρισε να τον κοιτά ξει. Είχε φέρει μαζί της δυο φλιτζάνια με υποκατάστατο καφέ. Η Λίλι ήπιε με ευγνωμοσύνη παρ' ότι θα προτιμούσε σκέτο πόσιμο νερό, ακόμα κι αυτό που μύριζε ελαφρά από χημικά και που προ ερχόταν από τις μονάδες αφαλάτωσης του πλοίου, οι οποίες λει τουργούσαν με την αρχή της αντίστροφης ώσμωσης.
480
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Εκείνο το πρωί η Κρίστι ήταν έτοιμη για δουλειά. Πάνω από τη συνηθισμένη φόρμα της AxysCorp φορούσε μια ελαφριά προστα τευτική στολή με κουκούλα και γυαλιά κι είχε χοντρά γάντια χω μένα στη ζώνη της. Εργαζόταν σε μια μονάδα που είχε ως βάση της την αίθουσα χορού και που επεξεργάζονταν τα κελύφη από κα βούρια, γαρίδες και αστακούς για τη χιτΓνη τους, μια ουσία την οποία χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατο της κυτταρίνης για την παρασκευή χαρτιού και χαρτονιού. Ή ταν ένα από τα ευφυέστερα σχέδια του Νέιθαν, ένα προϊόν της ακατάπαυστης αναζήτησης τρό πων ώστε η Κιβωτός και οι επιβάτες της να συνεχίσουν να υπάρ χουν. Θ α μπορούσαν να πουλούν χαρτί από κελύφη οστρακόδερ μων και σε άλλες πλωτές κοινωνίες. Η Αίλι βέβαια σκεφτόταν πως αυτή η ιδέα δεν ήταν εξίσου καλή με τα μικρά εργαστήρια οπτικής, που ο Ν έιθαν είχε στήσει σε διάφορα σημεία του πλοίου και που κατασκεύαζαν φακούς για γυαλιά όρασης. Ο ι άνθρωποι αυτά θα τα είχαν ανάγκη πολύ καιρό αφότου θα έπαυαν να χρησιμοποιούν τη γραφή. «Δεν σε περίμενα», είπε η Αίλι, που είχε αρχίσει να συνέρχεται. «Τι συμβαίνει, λοιπόν; Είναι καλά ο Μάνκο;» Η Κρίστι στραβομουτσούνιασε. «Αυτό το κωλόπαιδο είναι βά σανο τέτοια ώρα το πρωί». Κάποιες φορές, κυρίως όταν έβριζε, οι λονδρέζικες ρίζες της Κρίστι εμφανίζονταν κάτω από το αμυδρό αμερικάνικο επίχρισμα που είχε αποκτήσει. «Είναι στην Παιδική Χαρά. Είναι καλύτερα όταν δεν ταξιδεύουμε και μπορεί να πάει για κολύμπι. Μ α θα πρέπει πρώτα να τον εξαντλήσω κάθε μέρα, πριν καταφέρω να τον στείλω στο σχολείο... Αίλι, ήρθα να σε βρω για τί... Σκέφτηκα πως θα ήθελες να ξέρεις». «Να ξέρω τι;» «Το είπαν στις ειδήσεις του πλοίου. Ο ραδιοφανός στην κορυ φή του Σκάφελ χάθηκε στη διάρκεια της νύχτας». «Ω». Η κορυφή Σκάφελ στην Κούμπρια ήταν το ψηλότερο ση μείο της Αγγλίας. «Αλλά τα ουαλικά βουνά και τα σκοτσέζικα υψί πεδα πρέπει να υπάρχουν ακόμα». «Ναι, και σύμφωνα με τις ειδήσεις είναι γεμάτα συμμορίες. Η
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
481
Βρετανία βρίσκεται ακόμα εκεί, μα και το τελευταίο εκατοοτό της Αγγλίας έχει χαδεί. Δεν είναι απίστευτο;» «Ναι, είναι. Κι ήμασταν εκεί όταν ξεκίνησαν όλα». Η Κρίστι χαμογέλασε. «Ό ταν ήρδες να μας σώσεις και τους τρεις από το Γκρίνγουιτς». «Τα καταφέρνατε αρκετά καλά κι από μόνοι σας. Και τώρα ε μείς οι δυο φτάσαμε μέχρι το τέλος». «Η μαμά μας είχε πάει μερικές φορές στις λίμνες της Κούμπρια». «Θυμάμαι τις κάρτες που μου είχατε στείλει». «Ό μω ς ποτέ δεν ανεβήκαμε στην κορυφή του Σκάφελ». «Η ορειβασία δεν ήταν η αγαπημένη ασχολία της μαμάς σου, σωστά,» «Πώς να ανεβεί με κείνα τα τακούνια;» Η Λίλι γέλασε. Ξαφνικά λαχτάρησε να αγκαλιάσει την ανιψιό της, αυτή την πληγωμένη τριαντάχρονη, με μια παρόρμηση από τομη και δυνατή. Μ α ήξερε πως δεν έπρεπε και πως η επαφή που είχε επιτευχδεί ήταν αρκετή για την ώρα. Το πρόβλημα που υπήρχε ανάμεσά τους ήταν ο Πιρς. Ακριβώς όπως η μητέρα της ποτέ δεν τον είχε συχωρέσει για τον δάνατο του Μπεντζ, έτσι κι η Κρίστι ποτέ δεν τον συγχώρεσε που είχε σκο τώσει τον Ολαντάι. Παρ' ότι η Λίλι είχε προσπαδήσει να της αλ λάξει γνώμη, η Κρίστι ήξερε καλά πόση ικανοποίηση είχε πάρει ο Πιρς από τον δάνατο του αντιζήλου του. Το είχε δει στο πρόσωπο του, στα μάτια του, την ώρα που τραβούσε τη σκανδάλη. Είχε μά λιστα, όπως φαινόταν, αρχίσει να δεωρεί υπεύδυνο τον Πιρς και για τον δάνατο της μητέρας της. Σε οποιαδήποτε άλλη εποχή, η Κρίστι δα μπορούσε να φύγει μακριά από τον Πιρς. Αλλά τώρα ήταν κι οι δυο σε ένα πλεούμε νο που (ραινόταν πολύ μικρό όταν το μοιραζόσουν με κάποιον που μισούσες. Έτσι, σκέφτηκε η Λίλι, η Κιβωτός έμοιαζε με έναν ολό κληρο κόσμο υπό κλίμακα. «Πάει λοιπόν η Αγγλία», είπε η Κρίστι. «Τώρα καιρός για δου λειά». Άφησε τη Λίλι να τη φιλήσει στο μάγουλο. Ύστερα χώρισα/
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
482
για να πιάσουν δουλειά. Η Λίλι πήγε στην καμπίνα της να αλλάξει και η Κρίση κατευθύνθηκε προς την αίθουσα χορού, όπου τα νεκρά οστρακόδερμα της μέρας εκείνης ήταν έτοιμα για επεξεργασία.
77 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2036 Μ ε μεγάλη προσοχή, η Κιβωτός πλησίασε τις ακτές τις Ευρώ πης. Σκοπός του Ν έιθα ν ήταν να φτάσει στην Ελβετία, όπου έλ πιζε να δημιουργήσει εμπορικές σχέσεις με το πλησιέστερο πράγ μα σε λειτουργική εθνική κυβέρνηση που είχε απομείνει στη δυ τική Ευρώπη. Μετά σκόπευε να κινηθεί ανατολικά, προς τα υψί πεδα της κεντρικής Ασίας. Τελικός προορισμός του ήταν το Ν ε πάλ: η πύλη προς το οροπέδιο του Θιβέτ, ένας τόπος με τον ο ποίο πίστευε πως θα μπορούσε να έχει ικανοποιητικές δοσοληψίες. «Είναι το πιο εκτεταμένο οροπέδιο του κόσμου», δήλωσε. «Και αποτελεί κομβικό σημείο για το μέλλον της ανθρωπότητας. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να φτάσουμε εκεί». Τα νέα από την πε ριοχή ήταν αποσπασματικά, από τότε που είχαν λάβει αναφορές για έναν καταστροφικό τριμερή πόλεμο ανάμεσα στην Κίνα, τη Ρω σία και την Ινδία για τον έλεγχο του πολύτιμου οροπεδίου - έναν πόλεμο που υπήρχαν φήμες ότι είχε μετατραπεί σε πυρηνικό πριν τελειώσει. Αρκετοί από το πλήρωμα ανησυχούσαν για ό,τι θα έ βρισκαν εκεί, ακόμα και για το αν θα κατόρθωναν να φτάσουν. Κάτι τέτοιο, βέβαια, βρισκόταν ακόμα μακριά στο μέλλον. Το πλοίο μπήκε από τον ωκεανό στις εκβολές του Βεστερσέλντε. Συσκευές σόναρ και ραντάρ έλεγχαν το βυθισμένο τοπίο κάτω από την πλώρη, ενώ το εσωτερικό κύκλωμα τηλεόρασης μετέδιδε έντονα επεξεργασμένες εικόνες στην καμπίνα της Λίλι: ένα αμυ-
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
483
δρό χαλί σπιτιών, δρόμων και σιδηροτροχιών. Βρίσκονταν στην Ολλανδία, της οποίας τα φράγματα και τα κανάλια είχαν τελικά σκεπαστεί μετά από αιώνες αντίστασης και βυθίζονταν αργά κάτω από ένα στρώμα λάσπης. Το ύψος του νερού είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε το βυθισμένο τοπίο να στερείται πια το φως, εξαιτίας του υδάτινου όγκου από πάνω του. Αν στεκόσουν στους βυθισμέ νους δρόμους του Άντβερπ ή του Άρνεμ, δεν θα μπορούσες να δεις την καρίνα τις Κιβωτού να περνά σαν ελλειψοειδές σύννεφο πάνω από το κεφάλι σου. Πάντα ήξερες πότε περνούσες πάνω από σημεία που κάποτε ανήκαν στην ξηρά. Πουλιά έπεφταν στο πλοίο κατά κοπάδια, σπί νοι, ψαρόνια και κοράκια, πουλιά της ξηρός που είχαν στερηθεί τις περιοχές τους. Τα παιδιά κέρδιζαν επιπλέον μερίδες τροφής, βγαίνοντας στο κατάστρωμα και διώχνοντας μακριά τα πουλιά με σκούπες. Επιπλέον, ένα λεπτό επίστρωμα πετρελαίου και σκουπιδιών κάλυπτε την επιφάνεια των νερών, διαρρέοντας ακόμα από τις βυθισμένες πόλεις. Μ εγάλο μέρος των σκουπιδιών ήταν ζωη ρόχρωμο πλαστικό, άφθαρτο όπως τη μέρα που παρασκευάστηκε ή μάζες σαπισμένου χαρτονιού, ή γκρίζα υπολείμματα τροφίμων. Γλάροι εμφανίζονταν από το πουθενά και βουτούσαν στα σκουπί δια. Κάποιες φορές διέκρινες πιο σκούρα και ογκώδη σχήματα, πρησμένα λείψανα που είχαν απελευθερωθεί από τους απρομελέ τητους υποβρύχιους τάφους τους και που αναδύονταν στην επιφά νεια για να επιπλεύσουν ανάμεσα στα άχρηστα σκουπίδια. Ο Μάνκο και τ' άλλα παιδιά πάντα παρακαλούσαν να τα αφήσουν να κολυμπήσουν ανάμεσα σε τούτους τους τόσο ενδιαφέρο ντες επιπλέοντες θησαυρούς. Γι' αυτά, που είχαν γεννηθεί μια δε καετία ή και περισσότερο μετά το ξεκίνημα του κατακλυσμού, αντι κείμενα όπως τα αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικών και οι πλα στικές συσκευασίες γευμάτων για φούρνους μικροκυμάτων απο τελούσαν εξωτικά θαύματα. Ένα τέτοιο κολύμπι δεν ήταν βέβαια ασφαλές, ακόμα κι αν το πλοίο δεν βρισκόταν σε κίνηση. Η Κιβωτός πέρασε νοτιοανατολικά, διασχίζοντας τα γερμανικά σύνορα. Όπου ήταν δυνατόν, η Κιβωτός ακολουθούσε τις πορείες
484
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
των ποταμών των κοιλάδων που παρέμεναν ακόμα σκαμμένες στο βυθισμένο τοπίο, ενώ κάθε τόσο το πλοίο σταματούσε για να γί νει μια χειροκίνητη βυθομέτρηση με την πανάρχαια μέθοδο της καταβύθισης ενός βαριδιού. Ο Ν έιθαν απαιτούσε πάντα την πιο μεγάλη προσοχή στην πλοήγηση και δεν εμπιστευόταν ποτέ από λυτα τα ηλεκτρονικά συστήματα. Ο ι επιβάτες μπορούσαν να σβήνουν από τους διαδραστικούς χάρτες τις πόλεις πάνω από τις οποίες περνούσαν: Ντούισμπουργκ, Ντίσελντορφ, Κολονία. Ό τα ν πια έφτασαν στην περιοχή της Βόνης, έπλεαν πάνω από το έδαφος όπου ήταν σκαμμένη η κοιλάδα του Ρήνου. Ο πλοηγός κρατούσε το καράβι σταθερά στο κέντρο της κοιλάδας. Ανατολικά και δυτικά, απομεινάρια ψηλότερου εδάφους ξεφύτρωναν πάνω από τα κύματα, βουνοκορφές που είχαν μετα τραπεί σε χαμηλά νησιά. Η Λίλι είδε απομεινάρια του αστικού το πίου της κάποτε πυκνοκατοικημένης δυτικής Ευρώπης, σπίτια που κάλυπταν τα νησιά σαν κοράλλια, εργοστάσια και μονάδες παρα γωγής ρεύματος, πυλώνες και τηλεφωνικούς στύλους, ορισμένες φορές και τη λάμψη μιας σύγχρονης κατασκευής όπως ένα εμπο ρικό κέντρο. Το πλήρωμα στη γέφυρα του πλοίου ερευνούσε πά ντα με τηλεσκόπια και κιάλια, και κάποτε-κάποτε μια ομάδα πήγαι νε με λέμβο για μια επιτόπια εξερεύνηση. Κάθε που ηχούσε η μελαγχολική μπουρού του πλοίου, ο βαθύς μπάσος ήχος της χανό ταν στη θάλασσα χωρίς αντίλαλο. Ποτέ δεν έπαιρναν απάντηση και μόνο τα πουλιά φτερούγιζαν πάνω από τις νησίδες σε μεγάλα σύννεφα. Τελικά η Κιβωτός έφτασε στην καρδιά της Ελβετίας. Η Κιβωτός αγκυροβόλησε κάπου πάνω από τα πλημμυρισμένα απομεινάρια της Γενεύης. Βορειοδυτικά δέσποζε μια νέα αλμυρή λίμνη που είχε δημιουργηθεί από τις παλιές λίμνες του Νεσατέλ και της Γενεύης, κι αυτή η ίδια δεν ήταν παρά ένας ακόμη κόλπος της απίστευτα διευρυμένης Βόρειας Θάλασσας. Μ ια αντιπροσωπεία βγήκε στην ξηρά για να συναντήσει εκ προσώπους της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και των καντονίων,
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
485
σε κάποια ορεινή κοινότητα που ονομαζόταν Νέα Γενεύη. Φτιαγ μένη αρκετά πάνω από τη στάθμη των νερών, ήταν ένας προσω ρινός καταυλισμός αποτελούμενος από αντίσκηνα και παράγκες από αντιπλημμυρικές ράμπες και σκουριασμένο σίδερο. Ωστόσο, δεν έπαυε να είναι μια κοινότητα σε ομαλή λειτουργία. Ο ι Ελβετοί ήταν σε δέση να διαπραγματευτούν με τον Νέιδαν και να εξετά σουν τις εμπορικές προτάσεις του. Μερικά από τα καντόνια των ο ρεινών περιοχών δεν είχαν επηρεαστεί άμεσα από τον κατακλυ σμό και οι Ελβετοί είχαν γρήγορα οργανωθεί για να κρατήσουν σε απόσταση τα αμέτρητα κύματα των πεινασμένων προσφύγων που έφταναν από τα πεδινά της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιτα λίας. Ο Ν έιθαν σκόπευε να κάνει τους Ελβετούς μόνιμους εμπο ρικούς εταίρους. Ή θελε μάλιστα να τους προτείνει να οργανώσει με την Κιβωτό του για λογαριασμό τους κάποιες επιχειρήσεις α νέλκυσης. Η Λίλι δεν συμμετείχε στην επίσημη αντιπροσωπεία, αλλά της δόθηκε η ευκαιρία να βγει για λίγο στην ξηρά. Μετά από οκτώ μή νες στη θάλασσα, της φαινόταν ιδιαίτερα παράξενο να πατά πά νω στη στεριά και να μη νιώθει τον κόσμο να ταλαντεύεται κάτω από τα πόδια της. Η λίμνη έμοιαζε με καθρέφτη με βαθύ μπλε χρώμα και περιτριγυριζόταν από βουνά τα οποία απλώνονταν στον ορίζοντα, με το περίγραμμά τους ακόμη αδρό και ζωηρό, παρ' όλο που είχαν χάσει πια τα περισσότερα από τα χιόνια τα οποία σκέπαζαν κάποτε τις πλαγιές τους. Η Λίλι σκεφτόταν πως αν κάποιος δεν είχε γνωρίσει την Ελβετία παλιότερα δεν θα κατα λάβαινε πως κάτι πήγαινε στραβά στο σκηνικό, πως κάτι είχε αλ λάξει, πως την ίδια ώρα στον βυθό κάτω από τα νερά της λαμπε ρής εκείνης λίμνης σάπιζαν ολόκληρες πόλεις. Σ' εκείνο το τοπίο η Κιβωτός έπλεε σαν παιχνίδι, λαμπυρίζονΓας κάτω από το δυνατό ηλιόφωτο. Το πλοίο είχε τις ομορφιές του τού την τη μέρα, με τα κλιμακωτά καταστρώματα και τα ζωηρόχρωμα φουγάρα να καθρεφτίζονται στα νερά. Μ ε τη συνήθη του επιδειξιομανία, ο Ν έιθαν είχε βάλει να σημαιοστολίσουν το πλοίο απ' άκρη σε άκρη. Κάτι τέτοιες στιγμές, η Λίλι μπορούσε να διακρίνει
486
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
φευγαλέα την παράφρονη ιδιοφυία του οράματος του Νέιθαν. Σ' αυτό τον βουλιαγμένο κόσμο, ενώ είχαν εξαλειφδεί τόσα και τό σα από τα επιτεύγματα της ανθρωπότητας, η Κιβωτός έμοιαζε με επισκέπτη από μιαν άλλη εποχή, όχι με ποντοπόρο πλοίο αλλά με χρονομηχανή. Ο Πιρς ήταν εκ των πραγμάτων ο αρχηγός της αντιπροσωπείας. Ο Ν έιθαν είχε στείλει μαζί και τον γιο του τον Χάμοντ, ντυμένο με κοστούμι και γραβάτα. Ή ταν μέρος της προσπάθειας του Ν έιθαν να ξανακερδίσει τον αποξενωμένο γιο του, μετά την προδοσία και την ταπείνωση της προηγούμενης χρονιάς. Ο Αίλι θεωρούσε πως ο Χάμοντ είχε αρχίσει να τα βρίσκει σιγά-σιγά με τον πατέρα του. Ό μ ω ς μια δόση πικρίας παρέμενε ριζωμένη μέσα του για πάντα, σαν σπόρος σφηνωμένος ανάμεσα στα δόντια του. Πιο πολύ την είχε ταράξει το γεγονός πως ο Ν έιθαν Λάμοκσον έδωσε εντολή να συνοδεύει σ' εκείνη την έξοδο τον Χάμοντ η Γκρέις. Ο Ν έιθαν επιθυμούσε ολοφάνερα να δει τον Χάμοντ να βρει μια γυναίκα και να δημιουργήσει οικογένεια. Πίστευε πως μια κα τάλληλη σχέση θα τον ηρεμούσε και θα επέτρεπε στα γονίδια του Νέιθαν να επιβιώσουν στο μέλλον. Ο Χάμοντ είχε απορρίψει τις υπο ψήφιες που του είχε παρουσιάσει ο πατέρας του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μ α από την αρχή του ταξιδιού, ο Ν έιθαν είχε το βλέμμα στραμμένο στην Γκρέις Γκρέι. Ίσως ήταν γ ι' αυτόν ένας τρόπος να συνδέσει τα δυο αγαπημένα του ζητήματα, τον γιο του και την ευ ρύτερη οικογένεια των πρώην ομήρων, τους οποίους προστάτευε εδώ και δυο δεκαετίες. Κι όπως έβλεπε η Λίλι, ο Χάμοντ δεν έδει χνε αυτήν τη φορά αδιάφορος, εχθρικός στην ιδέα να αποκτήσει την Γκρέις. Αλλά η Γκρέις δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με τον Χάμοντ. Η ιδιόρρυθμη ζωή της στην Πόλη των Οδοιπόρων την είχε κάνει μονόχνωτη και απόμακρη κι η Λίλι πίστευε πως σχεδόν σίγουρα ήταν ακόμη παρθένα. Ό τα ν αναγκαζόταν να βρεθεί κοντά στον πεζό και άπληστο Χάμοντ, κλεινόταν ακόμα περισσότερο στον εαυ τό της.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
487
Η ΑΓΧι δεν ήδελε να εναντιωδεί στον Νέιδαν, ούτε καν στον Χάμοντ. Από την άλλη, αισδανόταν ως καδήκον της να φροντίζει την Γκρέις. Προσπάδησε να μιλήσει για όλα αυτά στον Πιρς. Εκείνος, όντας πολύ πιο ικανός πολιτικός από τη ΑΓΧι, της έλεγε μόνο πως τα πράγματα ήταν «περίπλοκα». Πάντως, η Λ ίλι δεν έβλεπε ότι η Γκρέις δα μπορούσε να πάδει κανένα ιδιαίτερο κακό σε κείνη την έξοδο στην ξηρά, αφού αυ τή κι ο Χάμοντ δα βρίσκονταν πάντα με κόσμο όσο δα ήταν μα ζί. Έτσι επέστρεψε στο πλοίο και συνέχιζε τη δουλειά της, μ' όλο που η έγνοια της για την Γκρέις τη σιγόψηνε στο πίσω μέρος του μυαλού της. Κι έπειτα, εικοσιτέσσερις ώρες μετά την αποβίβασή τους, ο Πιρς της τηλεφώνησε. Η Γκρέις το είχε σκάσει και είχε εξαφανιστεί στη Νέα Γενεύη. «Λίλι, μάλλον φαίνεται πως περίμενε αυτή την ευκαιρία για να ξεφύγει από τον Χάμοντ. Το πρόβλημα είναι πως αν οι Ελβετοί τη βρουν πριν από μας, δα την πετάξουν στη λίμνη. Έχουν πολύ σκλη ρούς νόμους για τους πρόσφυγες». «Έρχομαι», είπε η Λ ίλι κλείνοντας το τηλέφωνο. «Γαμώ το, γαμώ το!» Ο ι Ελβετοί βρήκαν γρήγορα τη Λίλι, μα την παρέδωσαν στο πλή ρωμα της Κιβωτού. Πέρασαν μήνες στη διευρυμένη λίμνη της Γενεύης κάνοντας εμπόριο, ασκούμενοι, ανακαινίζοντας το πλοίο. Ό λ ο ν εκείνο τον καιρό η Γκρέις παρέμενε περιορισμένη στην Κιβωτό, φρουρούμενη από άνδρες της AxysCorp, έτσι ώστε η Λίλι δυμήδηκε τη Βαρ κελώνη.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
488
78 ΙΟΥΝΙΟΣ 2037 Από τη Γενεύη η Κιβωτός προχώρησε προσεχτικά μέχρι τις πηγές του Δούναβη, στο Ντοναουσίνγκεν. Από εκεί οι πλοηγοί οδήγη σαν το πλοίο ανατολικά κατά μήκος της βυθισμένης κοιλάδας του ποταμού, μέσω της νότιας Γερμανίας και της Αυστρίας, διασχίζο ντας τις τοποθεσίες του Ουλμ, του Ρέγκενσμπουργκ, του Λιντς και της Βιέννης. Την κάδε πόλη σημάδευε η συνηθισμένη θάλασσα σκουπιδιών και πρησμένων κουφαριών, καθώς και ένα συνονθύ λευμα πλωτών κοινοτήτων που λιμοκτονούσαν και μάχονταν με τα θαλασσοπούλια για την εξασφάλιση κάποιων απομειναριών τρο φής. Η Λίλι σκέφτηκε πως ήταν ένα λυπηρό τέλος για την Ευρώπη. Ο Ν έιθαν λίγο-λίγο άρχισε να κάνει πιο αυστηρά τα μέτρα ασφά λειας στο πλοίο. Διέταξε να αποφεύγουν τις τοποθεσίες των με γάλων πόλεων και έβαλε καθ' όλο το εικοσιτετράωρο περιπόλους ενόπλων πάνω στο κατάστρωμα. Οποιαδήποτε ομάδα έβγαινε με λέμβο στην ξηρά, έπρεπε να είναι βαριά οπλισμένη. Η διάθεση όλων πάνω στο πλοίο έγινε τεταμένη, φοβισμένη, νευρική. Ήταν μια ανακούφιση όταν η Κιβωτός διέσχισε την τοποθεσία της Βουδαπέστης και κινήθηκε νότια, προς τα χαμηλότερα εδάφη της ουγγρικής πεδιάδας. Ο ι πόλεις εκεί βρίσκονταν σε μεγάλο βά θος και δεν είχαν αφήσει κανένα σημάδι της ύπαρξής τους στην επιφάνεια της ήρεμης θάλασσας. Πέρα από το Βελιγράδι, η Κιβω τός έπρεπε να περάσει μέσα από μια σχετικά στενή κοιλάδα όπου ο Δούναβης διέτρεχε παλιότερα τα σύνορα της Ρουμανίας. Κάποι ες κοινότητες επιζούσαν στα Καρπάθια Ό ρ η στον Βορρά, όπως μπορούσε να καταλάβει κανείς από τις στήλες καπνού που σηκώ νονταν στον ουρανό, αλλά τα ραδιοσήματα του Νέιθαν δεν πή ραν καμιά απόκριση. Ήδη, σχεδόν δυο χρόνια από τότε που η Κιβωτός άφησε την Τσοσίκα, στο πλοίο είχαν συσσωρευτεί αρκετά προβλήματα. Τα προγράμματα του ΜΟΘΕ, των πειραμάτων θαλάσσιων καλλιερ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
489
γειών, ακόμα και των μονάδων παραγωγής τσιμέντου από τη θά λασσα αποδεικνύονταν δύσχρηστα και προβληματικά, ενώ οι πε ριορισμένες εγκαταστάσεις του πλοίου δεν κατάφερναν ποτέ να καλύψουν τη ζήτηση για ανταλλακτικά. Η Λίλι πίστευε πως χωρίς τα ανταλλακτικά που είχαν αποκτήσει στην Ελβετία, πολλά συστή ματα 8α είχαν πάψει να λειτουργούν. Ακόμα κι έτσι, κάποια μέρη του πλοίου έπρεπε να διαλυθούν για να βρεθούν ανταλλακτικά, εσωτερικά χωρίσματα να αφαιρεθούν ώστε να χρησιμοποιηθούν στις επιδιορθώσεις του κύτους και των κυριότερων διαφραγμάτων. Το πλοίο άρχισε να παίρνει μια όψη βρομιάς και αποσύνθεσης. Η Κιβωτός πέρασε μια έκταση νερού που κάποτε ήταν η Βλαχία και μετά αρμένισε πέρα από τη βρόμικη περιοχή η οποία σημάδευε το βυθισμένο Βουκουρέστι. Μ όλις πέρασαν την παλιά ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ο Νέιθαν έδωσε εντολή να ρίξουν άγκυρα και μετά ξεκίνησε λεπτομερή εξέταση κάθε λειτουργίας του πλοίου. Στη διάρκεια της ανάπαυλας, η συζήτηση σχετικά με το μέλλον του πλοίου εντάθηκε. Το μεγάλο κεντρικό εστιατόριο χρησίμευε σαν αίθουσα συνεδριάσεων για τα εβδομαδιαία «κοινοβούλια», όπως τα αποκαλούσε ο Νέιθαν, όπου ο καθένας από τους υφι σταμένους του μπορούσε να θέσει οποιοδήποτε θέμα τον απα σχολούσε. Στις συνεδριάσεις αυτές ο Χουάν Βιλέγκας ήταν ο ιε ραρχικά ανώτερος όλων όσων αντιδρούσαν στο αμετάβλητο και φονταμενταλιστικό όραμα του Ν έιθαν για το μέλλον. «Ας είμαστε ρεαλιστές, Νέιθαν», είπε ο Βιλέγκας. «Έχουμε σιοιχειώδεις ανάγκες. Φρέσκα λαχανικά καλλιεργημένα στην ξηρά και σπόρους, αν είναι δυνατόν να τους εξασφαλίσουμε. Ακόμα και χώ μα. Βασικές προμήθειες κάθε είδους. Και οτιδήποτε μπορούμε να βρούμε που να βοηθά στη συντήρηση του πλοίου». «Ό χι. Την ξέρεις τη φιλοσοφία μου, Χουάν», είπε ο Νέιθαν. «Αν επιστρέφουμε στο άρμεγμα της ξηράς με κάθε ευκαιρία που μας δίνεται, ποτέ δεν θα απογαλακτιστούμε απ' αυτήν. Εκείνο που χρει αζόμαστε είναι ανθρώπους: μηχανικούς, βιολόγους, γιατρούς. Οραματιστές που θα σπρώξουν μπροστά το μεγάλο σχέδιο της ανε ξαρτησίας από τη στεριά».
490
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Τα οράματα δεν τρώγονται! Τα όνειρα δεν επιπλέουν! Και δεν έχουμε ανάγκη από περισσότερους ανθρώπους. Ακριβώς το αντί θετο χρειαζόμαστε. Χρειαζόμαστε λιγότερους! Πρέπει να βρούμε τρόπους να μειώσουμε το πλήρωμα. Είδες τους αριθμούς και αντι λαμβάνεσαι πως οι βασικές μας προμήθειες δεν γίνεται πια να καλύψουν την εσωτερική κατανάλωση...» Έβγαλε έναν υπολογιστή χειρός που είχε ηλικία είκοσι ετών και άρχισε να ελέγχει τους πί νακες στην οθόνη. Ό μ ω ς ο ΝέιΘαν Λάμοκσον αρνιόταν να δώ σει προσοχή στα δεδομένα και ο Βιλέγκας εξοργιζόταν ολοένα πε ρισσότερο. Ενώ βρίσκονταν στη θάλασσα και αφότου ξεπέρασε το δικό του σοκ μετά τα γεγονότα που σχετίζονταν με την εγκατάλειψη του Πρότζεκτ Σίτι, ο Βιλέγκας είχε αποκτήσει μια ιεραρχική ανωτερότη τα ανάμεσα στους βαρόνους που περιτριγύριζαν τον Νέιθαν. Ο Βιλέγκας ήθελε να τελειώσουν το ταξίδι όσο το δυνατόν γρηγο ρότερα, πριν τους συμβεί κάποιο τρομερό ατύχημα, πράγμα που ήταν βέβαιος πως τελικά θα συνέβαινε. Ο Ν έιθαν επιθυμούσε το ταξίδι να κρατήσει για πάντα. Καθώς ο καιρός περνούσε, οι δια φορές τους γίνονταν ανυπέρβλητες. Η Αίλι σκεφτόταν πως ο Βιλέγκας και ο Ν έιθαν έμοιαζαν με δυο δεινόσαυρους, τους τελευ ταίους του είδους τους, που έρχονταν σε αντιπαράθεση. Μετά από μια συνεδρίαση η οποία παραλίγο να καταλήξει σε στάση, ο Νέιθαν άρχισε πια να κουβαλά παντού μαζί του έμπιστους φρου ρούς της AxysCorp με τα πιστόλια τους ορατά στις θήκες. Ήταν τυπικό για τον Ν έιθαν να προσπαθεί πάντα να πετύχει συμβιβασμούς. Η Λίλι, που ανήκε ακόμα στον στενότερο κύκλο του έστω και μόνο χάρη της Γκρέις, διέκρινε αυτή την υπόνοια της αλλαγής στον τόνο της φωνής του ή σε κείμενα ενημερώσεων, που ο Ν έιθα ν ζητούσε κατά καιρούς να ετοιμαστούν. Δεν ήταν ακόμα έτοιμος να εγκαταλείψει το όνειρό του για μια πλωτή πόλη, μα είχε αρχίσει να αποδέχεται το γεγονός πως, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, θα χρειάζονταν υποστήριξη από την ξηρά. Αλλά ή ταν επίσης χαρακτηριστικό του Ν έιθαν πως αρνιόταν να μοιραστεί με τους περισσότερους ανώτερους αξιωματικούς του αυτές τις με
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
491
ταβολές στον τρόπο σκέψης του και ιδιαίτερα με τον πιο σημαντι κό ανταγωνιστή του, τον Χουάν Βιλέγκας. Στο μεταξύ, η Λίλι είχε να ασχοληθεί με τα δικά της σοβαρά προβλήματα. Ή ρθε μια μέρα που η Γκρέις αρνήθηκε να φάει. Η Λίλι βασα νιζόταν από ενοχές. Είχε πει στην Γκρέις πως έκανε απεργίες πεί νας τον καιρό που ήταν αιχμάλωτη των Πατέρων των Εκλεκτών, στα υπόγεια της Βαρκελώνης. Η ίδια είχε βάλει την ιδέα στο μυα λό της Γκρέις. Έτσι η Γκρέις, καθώς ήταν τώρα κι αυτή αιχμάλω τη σε ένα κελί αν και πλοίου, είχε αποφασίσει κάτω από την πίε ση του Ν έιθαν να τη μιμηθεί. Ό μ ω ς ο Ν έιθαν δεν είχε διάθεση να υποχωρήσει μπροστά σε μια απλή απειλή αυτοκτονίας. Απείλησε να βάλει τους γιατρούς του να ταϊσουν την Γκρέις με τη βία, αν θα χρειαζόταν κάτι τέτοιο για να μείνει ζωντανή. Η Λίλι πέρασε πολύ χρόνο μαζί με την Γκρέις προσπαθώντας να βρει μια άκρη, έναν τρόπο για να την κά νει να υποχωρήσει με τη θέλησή της. Η άνοδος της στάθμης των νερών ξεπέρασε το ένα χιλιόμετρο, ένα τρομερό και ανεπιθύμητο όριο. Υπήρχαν κάποιες εξάρσεις και κάποιες περίοδοι υποχώρησης, αλλά και πάλι τίποτα δεν έδειχνε πως οι υπολογισμοί της Θάντι για εκθετικό διπλασιασμό της ανό δου κάθε πέντε χρόνια θα διαψεύδονταν. Ωστόσο, κανείς δεν μι λούσε για αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα. Η Κιβωτός έπλευσε νότια περνώντας πάνω από την Κωνστα ντινούπολη και τη Θάλασσα του Μαρμαρά, κι από εκεί στα Δαρ δανέλια και στο Αιγαίο. Κατόπιν πέρασαν το Σουέζ και έβαλαν ρό τα για την Ερυθρά θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό. Ύστερα στράφηκαν βορειοανατολικά, ώστε να διασχίσουν την Ινδία ακολουθώντας τις κοιλάδες των ποταμών με κατεύθυνση τα σύνορά της με το Νεπάλ. Το μεγαλύτερο μέρος της Ινδίας ήταν βα θιά βυθισμένο και τα νερά δεν ήταν πουθενά απαλλαγμένα από τη νεκρή οργανική ύλη, τις πετρελαιοκηλίδες, τις νησίδες των ά φθαρτων πλαστικών σκουπιδιών που στροβιλίζονταν αργά από τα
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
492
νωδρά ρεύματα, και τα πτώματα, πρησμένα και γυμνά, που είχαν αναδυδεί σαν μπαλόνια από τα σαπισμένα ερείπια του βυδού. Δ ι σεκατομμύρια ζούσαν κάποτε εκεί και δισεκατομμύρια δα είχαν πεδάνει. Η Αίλι ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν η ξηρά φάνηκε στον βο ρινό ορίζοντα, οι πρόποδες των Ιμαλαϊων, με τις κορυφές πέρα ο δοντωτές και καφετιές. Είχαν φτάσει στο Νεπάλ.
79 Βγήκαν από την Κιβωτό στην ξηρά χρησιμοποιώντας ένα από τα τεδωρακισμένα οχήματα του πλοίου, που χρησιμοποιούσε ως καύ σιμο το υδρογόνο. Η Αίλι κατευδύνδηκε προς το Κατμαντού μαζί με τον Νέιδαν, τον Πιρς και μερικούς μπράβους της AxysCorp. Ο Χουάν Βιλέγκας έμεινε πίσω για να δ ιο ικ εί το πλοίο. Ακολούδησαν στενούς, ελικοειδείς δρόμους που ανέβαιναν καταπράσινους λόφους. Σε μικρά, ασφυκτικά γεμάτα χωριά, οι άνδρωποι τους κοιτούσαν απαδώς καδώς περνούσαν. Κάδε τόσο η δέα άνοιγε μπροστά τους και η Αίλι μπορούσε να δει τις ψηλότε ρες κορυφές στον Βορρά. Ο ι κορυφές εκείνες δεν γυάλιζαν λευκές, όπως στις φωτογραφίες των καρτ ποστάλ. Τώρα καστανός γυμνός βράχος σημάδευε τις πλαγιές των βουνών μέχρι τις κορυφές τους. Πριν φτάσουν στο Κατμαντού, σταμάτησαν σε ένα στρατιωτικό μπλόκο. Απειλητικά βαριά όπλα ήταν στραμμένα εναντίον τους από τα γύρω φυλάκια. Ένας ευγενικός νεαρός που φορούσε πορτο καλί μπλούζα, τους συστήδηκε. Εκπροσωπούσε τον Πρασάντ Ντέουμπα, ο οποίος ήταν γνωστός του Νέιδαν. Ζήτησε συγγνώμη για τα μέτρα ασφάλειας. Ακολούδησαν σκληρές διαπραγματεύσεις, που τις διεξήγε ο Πιρς.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
493
Η Αίλι έμεινε στο τεθωρακισμένο, επειδή δεν ήθελε να μπλέξει σε όλα αυτά. Ο ι Νεπαλέζοι φρουροί την κοιτούσαν με πρόσωπα σκληρά και ανέκφραστα. Έδειχναν καλά εκπαιδευμένοι και κρα τούσαν τα όπλα τους με αυτοπεποίθηση. Η Λίλι θυμήθηκε πως οι Γκούρκας, ένα από τα καλύτερα σώματα του βρετανικού στρατού επί δεκαετίες, προέρχονταν από το Νεπάλ. Προφανώς η εκπαίδευ ση και η παράδοση είχαν περάσει κάπως και στους καινούργιους. Κάποιοι από τους νεαρούς είχαν στο πρόσωπο ουλές που έμοια ζαν να προκλήθηκαν από εγκαύματα ακτινοβολίας. Στο τέλος κλείστηκε μια συμφωνία. Ο ι φρουροί της AxysCorp δεν θα εξαναγκάζονταν να παραδώσουν τα όπλα τους, αλλά θα έπρεπε να συνεχίσουν τον δρόμο τους κάτω από ένοπλη επιτήρη ση. Συνέχισαν, λοιπόν, με αμίλητους ένστολους στρατιώτες που έμοιαζαν με Γκούρκας καθισμένους στο πίσω μέρος του τεθωρα κισμένου φορτηγού κρατώντας τα δικά τους όπλα στην αγκαλιά, ενώ πίσω τους ακολουθούσαν δυο νεπαλέζικα στρατιωτικά τζιπ. Το Κατμαντού ξάφνιασε τη Λίλι όταν έφτασαν εκεί. Ήταν μια με γάλη πόλη που κάποτε φιλοξενούσε ένα εκατομμύριο ψυχές και ίσως τόσοι κατοικούσαν ακόμα εκεί - ένα μεγάλο αστικό κέντρο κτισμένο περισσότερο από χίλια τετρακόσια μέτρα πάνω από το ύψος της θάλασσας. Στον ορίζοντα δέσποζαν οι κορυφές, οι ο ποίες παρέμεναν ακόμη οι ψηλότερες του κόσμου. Ο ευγενικός νε αρός του Ντέουμπα χρησίμευε ως ξεναγός, δείχνοντας τα αξιο θέατα. Δρόμοι με λεπτεπίλεπτες παγόδες στις άκρες τους ήταν γε μάτοι με πεζούς, ποδηλάτες και κάτι περίεργα τρίκυκλα αυτοκίνη τα. Άγιοι άσκητές ζούσαν ακόμα στα κελιά τους κοντά στο μεγάλο σύμπλεγμα των ναών πλάι στο ποτάμι, ενώ στην απέναντι όχθη οι κογένειες συγκεντρώνονταν πάντα γύρω από τον λιγδερό καπνό νεκρικών πυρών. Ο τόπος, προφανώς, είχε αποκτήσει κατά τους τελευταίους καιρούς απίστευτα πλούτη. Ανάμεσα στους ναούς, ινδουιστικούς και βουδιστικούς, υπήρχαν σύγχρονα κτήρια, οικοδομικά τετράγω να με γυάλινες οικοδομές και βίλες, ιδιωτικές κατοικίες που απλώ νονταν πίσω από αυτόματες πύλες. Ο ι άνθρωποι στους δρόμους,
494
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
οι οποίοι είχαν εξευγενισμένα ινδικά χαρακτηριστικά, φορούσαν ακριβά ρούχα. Ακόμα και οι ζητιάνοι που κάδονταν στην άκρη του δρόμου με τα χέρια απλωμένα για φαγητό καδώς περνούσε το φορτηγό, φορούσαν καλοφτιαγμένα αν και σκονισμένα ρούχα. Μ ερικοί φορούσαν ακόμα και κοσμήματα, που άστραφταν στους λαιμούς τους. «Δεν μπορείς να φας διαμάντια», είπε ο νεαρός οδηγός τους. Προσπέρασαν τη βασιλική κατοικία, φυλαγμένη από σκαλισμέ νους πέτρινους ελέφαντες. Μ ια μπάντα έπαιζε στον δρόμο. «Ανάδεμά με!» είπε ο Νέιδαν. «Πίπιζες!» Ο Πρασάντ Ντέουμπα, ο εμπορικός συνεργάτης του Νέιδαν, τους υποδέχτηκε στο σπίτι του. Ή ταν στην πραγματικότητα ένα συ γκρότημα καινούργιων κτιρίων, μια μεγαλοπρεπής βίλα στην καρ διά της παλιάς πόλης. Η Λίλι σκέφτηκε πως η οχύρωσή της ήταν πιο εντυπωσιακή κι από εκείνη των συνόρων της χώρας. Ο Ντέου μπα τους προσέφερε τσάι και γλυκό, κατά τη βρετανική συνήδεια, καδώς κι ένα ποτό από γάλα γιακ. «Είναι σπάνιο και πολύτιμο, ει δικά τώρα που οι Ρώσοι έφαγαν όλα τα γιακ!» «Βάζω στοίχημα πως κατόρδωοες να βγάλεις κέρδος ακόμα κι απ' αυτό, παλιόσκυλο Πρασάντ!» φώναξε ο Νέιδαν με ένα γρύλλισμα δαυμασμού. «Θα είστε τυχεροί αν κάνετε οποιαδήποτε δοσο ληψία μαζί του χωρίς να σας πάρει και τα βρακιά σας», είπε στους συντρόφους του. Ο Ντέουμπα χαμογέλασε, μα η Λίλι είδε πως τα μάτια του πα ρέμεναν ψυχρά. Δεν δα τον ξεγελούσαν ποτέ τέτοιες μικρές φιλο φρονήσεις. Ο Πρασάντ Ντέουμπα ήταν ολοφάνερα επιχειρηματίας τον παλιό καιρό. Κόντευε τα εξήντα και είχε τις πλατιές χειρονομίες, το γρήγο ρο χαμόγελο και το διαπεραστικό βλέμμα ενός επαγγελματία πουλη τή. Φορούσε δυτικό κουστούμι πολύ καλά φροντισμένο και τα μαλ λιά του ήταν κολλημένα με ζελέ πάνω στο κεφάλι του. Η προφορά του ήταν καδαρή, σχεδόν τέλεια βρετανική. Είχε σπουδάσει στην Αγγλία. Ο Ν έιδα ν έκανε την κίνησή του. Δεν έψαχνε πια για εμπορι
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
495
κούς συνεργάτες, όπως είχε κάνει στην Ελβετία. Αυτό που ζητού σε, όπως δήλωσε, ήταν καταφύγιο. «Κοίτα, Πρασάντ, καταλαβαίνεις πώς έχουν τα πράγματα. Υπάρ χει η Κιβωτός Τρία- ήρθες και την επισκέφδηκες, ήσουν επίτιμος κα λεσμένος μας και κάναμε φοβερό φαγοπότι στο εστιατόριο...» Ο Ντέουμπα έγνεψε με το κεφάλι. «Ήταν ευχαρίστησή μου». «Είναι ένα θαυμάσιο πλοίο και πιθανόν να κρατήσει χρόνια, δε καετίες. Ίσως όμως δεν μπορέσει να αντέξει για πάντα. Χρειαζόμα στε βοήθεια από την ξηρά. Το παραδέχομαι». Έδειξε με το χέρι τη βίλα του Ντέουμπα, τη σάλα υποδοχής όπου κάθονταν, πολυτελούς επιπλωμένη και με υπηρέτες που έστεκαν αμίλητοι στις γωνίες. «Και δεν φαντάζομαι καλύτερο μέρος από αυτό και καλύτερο συνεργάτη από σένα. Αυτό που χρειάζομαι να κάνεις είναι μια επαφή με την κυβέρνησή σου, τους μαοϊστές που τώρα πια διαφεντεύουν τη χώ ρα σου. Έχουμε πολλά να σας προσφέρουμε». Αρχισε να απαριθ μεί τις δυνατότητες της Κιβωτού, την πυρηνική μονάδα, τον πρωτο πόρο ΜΩΘΕ και τον κατασκευαστικό εξοπλισμό. Το πλοίο ήταν μια πλωτή πόλη γεμάτη από τα πιο πρόσφατα τεχνολογικά επιτεύγματα. »Ύστερα είναι και οι άνθρωποί μου, μηχανικοί και γιατροί, τε χνίτες και ναυτικοί». Ο Ντέουμπα σήκωσε το χέρι. «Η ερώτησή μου θα είναι απλή. Είναι και η μόνη πληροφορία που θα ζητήσει η κυβέρνηση από ε σάς. Πόσοι είστε;» «Τρεις χιλιάδες», απάντησε ήρεμα ο Πιρς. «Σ' αυτούς περιλαμ βάνεται και το μη παραγωγικό ποσοστό, οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά, οι ανάπηροι, οι άρρωστοι. Μπορώ να δώσω ακριβείς αριθμούς». Ο Ντέουμπα έγνεψε. «Τρειςχιλιάδες!» είπε μελαγχολικά. Σίγου ρα θα έχετε δει την ακτογραμμή που αλλάζει διαρκώς και τις σχε δίες των προσφύγων οι οποίες μαζεύονται γύρω της σαν φύκια». «Η Κιβωτός δεν είναι σχεδία», είπε ο Νέιθαν, που είχε αρχίσει να εκνευρίζεται. «Ό λα ξεκίνησαν πριν οι περισσότεροι από μας μάθουν για τον κατακλυσμό: ήταν μια αργή ροή προσφύγων που έρχονταν από τα σύνορά μας με την Ινδία. Τότε, βέβαια, δεν τους ονομάζαμε πρό
496
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σφυγες. Ήταν πλούσιοι, οι οποίοι συνέρρεαν από τις παράκτιες πό λεις της Ινδίας και είχαν πρόσβαση στις καλύτερες επιστημονικές πληροφορίες και προγνώσεις. Ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί. Προ σπαθούσαν να γλυτώσουν από τους τοπικούς πολέμους και τις τα ραχές τις οποίες προκαλούσαν οι πλημμύρες βραχυπρόθεσμα, με μόνο τους στόχο να διατηρήσουν μακροπρόθεσμα τον άνετο τρόπο διαβίωσής τους. Ήρθαν εδώ με χρήματα σκοπεύοντας να αγορά σουν ακίνητα και οικόπεδα στις ψηλότερες επαρχίες μας. »Ό σοι τους πούλησαν γη, πλούτισαν κι αυτοί πολύ γρήγορα. Παραδέχομαι πως διέκρινα νωρίτερα από τους περισσότερους κα τά πού φυσάει ο αέρας. Αγόρασα μια μεγάλη έκταση για ψίχου λα, πριν την πουλήσω με τεράστιο κέρδος σε πλούσιους Ινδούς. Το αποτέλεσμα ήταν η τελευταία έκρηξη ευημερίας του εικοστού πρώτου αιώνα, ένας οικοδομικός οργασμός σε αυτή την πόλη. Μ ια χώρα η οποία ήταν ανάμεσα στις φτωχότερες του κόσμου, έγινε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα από τις πλουσιότερες, με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Ό λ α εξαιτιάς του υψομέτρου της. Εγώ προσωπικά χρησιμοποίησα τα πλούτη μου για να αγο ράσω και να θωρακίσω αυτό εδώ το μέρος - το οχυρό μου». «Φέρθηκες σοφά». «Ναι. Γιατί στη συνέχεια το ρυάκι έγινε χείμαρρος, καθώς όλοι όσοι είχαν λιγότερες δυνατότητες άρχισαν να έρχονται προς τα εδώ. Η μεσαία τάξη της Ινδίας, του Πακιστάν και του Μπαγκλαντές, θα λέγαμε. Κι αυτοί παρέδωσαν τα πλούτη τους για ένα μικρό κομ μάτι της χώρας μας. Πολλοί δικοί μας πλούτισαν ακόμα περισσό τερο, τουλάχιστον σε χαρτονομίσματα, τραπεζικούς λογαριασμούς και χρυσό, μα για αντάλλαγμα έχασαν το πιο πολύτιμο αγαθό τους, την ίδια τους τη γη. »Κι άλλοι συνέχισαν να έρχονται, πρόσφυγες από τις πεδιάδες της Ινδίας, εκατομμύρια πια σε συνεχή κίνηση, οι φτωχοί, οι εκτο πισμένοι, οι απελπισμένοι, λεφούσια από τις βυθιζόμενες επαρχίες του Ουτάρ, του Πρανές και του Μπιχάρ. Δεχτήκαμε μερικούς, δη μιουργώντας προσφυγικούς καταυλισμούς. Ήμασταν πλούσιοι και φιλάνθρωποι. Ό μ ω ς κάθε προσπάθεια ακυρωνόταν από τον τε
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
497
ράστιο όγκο των μετακινούμενων πληθυσμών. Η κυβέρνηση προ σπάθησε να κλείσει τα σύνορα, μα έχουν μεγάλο μήκος και δύ σκολα φυλάγονται. Έτσι, τελικά δημιουργήθηκαν διάδρομοι». «Διάδρομοι;» ρώτησε ο Πιρς. «Επιτρέψαμε στους πρόσφυγες να περνούν με ασφάλεια μέσω του Νεπάλ σε ακόμα ψηλότερα σημεία, στα διάσελα του Θιβέτ. Εμείς οι Νεπαλέζοι αποτελούσαμε πάντα ένα εμπορικό σταυροδρό μι ανάμεσα στην Ινδία και στο Θιβέτ». Ο Πιρς συνοφρυώθηκε. «Και μετά; Τι απέγιναν οι πρόσφυγες;» «Α...» Ο Ντέουμπα άπλωσε τα χέρια και χαμογέλασε. «Αυτό είναι ευθύνη της κυβέρνησης του Θιβέτ». Η Λίλι δυσκολευόταν να παραβλέψει τη συμπεριφορά του, τα λόγια του και να σκεφτεί τις επιπτώσεις όσων μόλις είχε πει. «Αυτό θα πρέπει να συνεχίστηκε για χρόνια. Ο λόκληρες επαρχίες της Ινδίας άδειαζαν κι οι πληθυσμοί τους περνούσαν μέσα από τη χώ ρα σας. Ό λ α τούτα πρέπει να είχαν ένα κόστος». «Ασφαλώς», είπε με άνεση ο Ντέουμπα. «Έγιναν ταραχές για την τροφή -ό λο ι αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να φάνε όσο βρίσκο νταν στα εδάφη μ α ς- μέχρι που τελικά ξέσπασε μια πραγματική επανάσταση. Ίσως να ακούσατε γι' αυτήν. Ο ι μαοϊστές επαναστά τες, οι οποίοι επί δεκαετίες αποτελούσαν μια ενοχλητική παρουσία στις ορεινότερες περιοχές, κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη λαϊ κή αναταραχή για να ρίξουν την κυβέρνηση. Τώρα πια πρέπει να ακούμε ατέλειωτες διαλέξεις πάνω στη φιλοσοφία του μεγάλου ηγέτη», είπε μεγαλόθυμα. »Αλλά πέρα απ' αυτό δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα. Ο ι μαοϊστές διατήρησαν τους παλιούς δημόσιους υπαλλήλους, ακόμα και τους υφυπουργούς και τώρα κυκλοφορούν οι ίδιοι με τις παλιές κυβερνητικές λιμουζίνες. Διατήρησαν ακόμα και τη μο ναρχία, το σύμβολο του έθνους. Από την άλλη, οι μαοϊστές κατά φεραν να διατηρήσουν έναν παραγωγικό διάλογο με τους o j o i ούς τους στο Θ ιβέτ, με τους οποίους μοιράζονται ένα είδος κοι νής ιδεολογίας». »Και ασφαλώς, εν τέλει, το ποτάμι των προσφύγων από την
498
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ινδία στέρεψε, παρ' ότι ακόμα αφήνουμε μερικούς σκόρπιους να περνούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο». «Σκόρπιους σαν κι εμάς», είπε ο Πιρς βλοσυρά. «Πράγματι. Παρ' όλο που με τον φίλο μου τον Ν έιθαν κάνα με καλές δουλειές στο παρελθόν, πρέπει να σας πω ότι τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Γνωρίζω ακριβώς ποια θα είναι η απά ντηση της κυβέρνησης. Δεν πρόκειται να σας διώξουν χωρίς κου βέντα, αλλά θα ορίσουν ένα ποσοστό. Τριακόσιους, ας πούμε, δηλαδή το δέκα τοις εκατό. Θ α είναι οι πιο καλοί από τους για τρούς, τους μηχανικούς σας κι όλα τ' άλλα επαγγέλματα. Αυτοί θα γίνουν δεκτοί στην ξηρά. Δεν επιτρέπονται παιδιά, μια κι έχου με ήδη αρκετά από δαύτα. Ο ι υπόλοιποι θα πρέπει να συνεχίσουν το ταξίδι τους». Ο Ν έιθαν είχε πια αγριέψει κανονικά. «Δηλαδή, θα κορφολο γήσεις το πλήρωμά μου και μετά θα μου πεις να πάω να γαμηθώ; Τι είδους συμφωνία είναι αυτή;» Ο Ντέουμπα κούνησε το κεφάλι λυπημένα. «Δεν είναι δικοί μου οι όροι, φίλε μου. Είναι οι όροι της κυβέρνησης. Η χώρα μας είναι γεμάτη». Ο Νέιθαν συγκρότησε τον θυμό του. «Έλα τώρα, Πρασάντ! Σε ξέρω καλά. Είναι κάποιο παιχνίδι που παίζεις; Γιατί αν χρειάζεσαι κάτι...» Ο Ντέουμπα πήρε μια έκφραση σχεδόν οίκτου. «Κοίταξε γύρω σου, Νέιθαν. Τι έχεις που θα μπορούσα να θέλω από σένα;» Ο Ν έιθαν σηκώθηκε όρθιος. «Ωραία, λοιπόν. Τι θα έλεγες τό τε να περάσουμε μέσ' από τη χώρα μέχρι τα σύνορα με το Θιβέτ;» «Αυτό μπορώ σίγουρα να το κανονίσω». «Και τι ζητάς ως τίμημα;» «Ένα είδος διοδίων. Δεν πρόκειται να καταστραφείς οικονομι κά. Φοβάμαι, βέβαια, πως το ταξίδι θα γίνει κυρίως με τα πόδια. Μπορώ ασφαλώς να σου νοικιάσω αχθοφόρους και τα παρόμοια. Δεν έχουμε έλλειψη από χειρώνακτες! Ό μ ω ς θα πρέπει να προ χωρήσεις μπροστά και να κανονίσεις μόνος σου τη διέλευσή σας από τα σύνορα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
499
Η Αίλι άγγιξε το μπράτσο του Νέι9αν. «Θεωρείς πως αυτό εί ναι καλή ιδέα;» «Είναι μια λύση», είπε ο Νέιθαν, ο οποίος εμφανώς προσπαθούσε να ηρεμήσει. «Ίσως να μπορούμε να κάνουμε δουλειά με τους Κινέζους, αν δεν γίνεται μ' αυτούς εδώ». Ο Ντέουμπα έκανε καδησυχαστικές χειρονομίες. «Στην πραγ ματικότητα η διδετιανή κυβέρνηση δεν είναι πια κινεζική με την αυ στηρή έννοια της λέξης... Θ α χρειαστούν είκοσι τέσσερις ώρες για να οργανώσω το ταξίδι. Στο μεταξύ, σε παρακαλώ να δεχθείς τη φιλοξενία μου για χάρη της παλιάς μας γνωριμίας». Ο Ν έιδαν τον αγριοκοίταξε και μετά μαλάκωσε ελαφρά. «Ας πάει στο διάολο! Εντάξει, λοιπόν. Πρέπει να χέσω, να πλυδώ και να ξυριστώ. Κοίτα εδώ, Πρασάντ, ακόμα δεν αποδέχτηκα την άρνη σή σου. Είμαστε αξιοπρεπείς, επινοητικοί, νομιμόφρονες άνδρωποι και δα αποτελέσουμε πλεονέκτημα για τη χώρα σου». «Είμαι σίγουρος πως αυτό είναι αλήδεια», είπε ο Ντέουμπα ή ρεμα, «και μακάρι να περνούσε από το χέρι μου να σας βοηδήοω. Στο μεταξύ, ελάτε! Θ α σας πάω στα δωμάτιά σας». Ο Πιρς και η Αίλι σηκώδηκαν αβέβαιοι. Η Λίλι ένιωδε ταπει νωμένη από αυτή την άμεση απόρριψη. Ταπεινωμένη και τρομοκρα τημένη. Ακολούδησαν τον Ντέουμπα έξω από τη σάλα της υποδοχής, έχοντας υποτακτικούς του στο κατόπι τους.
80 Πριν ξεκινήσουν το άλλο πρωί, ο Ν έιδαν επισκέφδηκε την ομάδα του φροντίζοντας να ελέγξει αν όλοι είχαν πάρει τα φάρμακα κα τά της ακτινοβολίας, που τους είχαν δοδεί από τη φαρμακαποδήκη
500
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
της Κιβωτού. Η Αίλι σκέφτηκε πως δεν ήταν και ο πιο ευχάριστος τρόπος ξυπνήματος. Ένας άλλος από τους έξυπνους νεαρούς του Πρασάντ Ντέουμπα, ο οποίος έμοιαζε Κινέζος στην καταγωγή, ανέλαβε να τους οδηγήσει μέχρι τα σύνορα με το Θιβέτ. Τις πρώτες ώρες ταξίδευαν με αυτοκίνητο. Ύστερα, πολύ γρήγορα για τη Λίλι, ο δρόμος τέλειωσε και η ομάδα συνέχισε με τα πόδια: ήταν οι τρεις τους από την Κιβωτό, μερικοί φρουροί της AxysCorp, ο οδηγός του Ντέουμπα και μερικοί ντόπιοι που κουβαλούσαν τις αποσκευές τους, νευ ρώδεις νέοι που είχαν δεμένα με λουριά στην πλάτη και στο μέ τωπο πελώρια καλάδια από μπαμπού. Η πορεία ήταν μια σταδερή ανάβαση, ατέλειωτες ώρες που δια κόπτονταν μόνο από καταβάσεις σε πράσινες κοιλάδες, οι οποίες κατέληγαν, εκνευριστικά, σε ακόμα περισσότερη ανάβαση. Η Λίλι είχε προσπαδήσει να διατηρεί τη φόρμα της στο πλοίο με το καδημερινό της τρέξιμο γύρω από το κατάστρωμα μαζί με τον Πιρς και με ώρες στα μηχανήματα και τους διαδρόμους του γυμναστη ρίου. Μ α είχε χρειαστεί μόνο μισή μέρα εκείνης της κουραστικής ανάβασης για να βρεδεί στα όρια αυτής της φόρμας, να πονέσουν τα πόδια, η πλάτη και τα πνευμόνια της και να δυμηδεί, εν τέλει, πως ήταν εξήντα ενός χρονών. Ο Νέιδαν, στα εξήντα εφτά πια, ήταν ο πιο αργός της ομάδας και δεν μπορούσε καν να κουβαλήσει το σα κίδιό του. Αλλά το πείσμα του ήταν τέτοιο ώστε δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει την προσπάδεια. Πάντα μπροστά τους, αιωρούμενες πέρα από τον ορίζοντα σαν όνειρο, ήταν οι λαμπερές κορφές των Ιμαλαϊων. Ο οδηγός που είχε αναλάβει τη Λίλι ονομαζόταν Τζανγκ Μπαχαντούρ. Περίπου τριάντα χρονών, ήταν αρρενωπός, δυνατός και προφανώς ικανοποιημένος από τη ζωή του. Φορούσε ένα λευκό φουλάρι γύρω από τον λαιμό του και κουβαλούσε ακούραστα ένα τεράστιο καλάδι γεμάτο με ανταλλάξιμα αντικείμενα, ρούχα, εξο πλισμό αντίσκηνου και τρόφιμα. «Κάποτε ήμουν δικηγόρος», είπε. «Είχα ειδικευτεί στην πνευμα τική ιδιοκτησία. Τώρα κουβαλώ σαράντα κιλά για δώδεκα ώρες χω
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
501
ρίς διακοπή. Ο ι καθηγητές μου δεν θα το πίστευαν!» Η έντονη προ φορά του πρόδιδε μια ινδική διάλεκτο που η Αίλι δεν αναγνώριζε. «Αισθάνομαι συνεχώς έτοιμη να ζαλιστώ από το ύψος και να πέσω κάτω», είπε η Λίλι. Ο Τζανγκ έγνεψε αρνητικά. «Αυτό είναι απίθανο στις μέρες μας, εκτός κι αν ανεβείς στις κορυφές. Έχουμε ουσιαστικά χάσει ένα χιλιόμετρο από το υψόμετρο χάρη στον κατακλυσμό και η ατμό σφαιρα έχει ανεβεί προς τα πάνω. Όπως βλέπεις, λοιπόν, ενώ το Καντμαντού ήταν κάποτε στα χίλια τετρακόσια μέτρα πάνω από τη θάλασσα, τώρα είναι μονάχα στα τετρακόσια - ένα τίποτα. »Δεν είναι το μεγάλο υψόμετρο αυτό που μας δυσκολεύει, στην πραγματικότητα, μα το χαμηλό. Πάρε την προηγούμενη γε νιά, τους γονείς μου για παράδειγμα. Ό τα ν κατέβαιναν στη θά λασσα έβρισκαν πάντα τον αέρα πολύ βαρύ, πολύ πλούσιο για το αίμα τους, πάθαιναν από την ανάποδη κάτι σαν την ασθένεια που προκαλεί το υψόμετρο. Η μητέρα μου πάντα έλεγε πως δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή ο αέρας την πίεζε στο πρόσωπο και την έπνιγε σαν μια κουβέρτα. Θ α ήταν δυνατόν να εγκλιματι στεί κανείς, μα χρειάζεται χρόνο. Τώρα τα ίδια πράγματα συμβαί νουν και στο σπίτι των γονιών μου, ο αέρας είναι πυκνός παντού». «Δεν προσαρμόζονται όλοι». Εκείνος σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Οι γέροι πεθαί νουν. Ο ι δικοί μου γονείς πέθαναν. Το ίδιο ισχύει και για τον κό σμο γύρω μας». Έδειξε τα βουνά στον ορίζοντα. «Καθώς η θά λασσα ανεβαίνει, απωθεί όλο και πιο ψηλά τις ζώνες της ζωής μεχρι που τελικά θα φτάσουν στις κορυφές των βουνών και, μην έχο ντας αλλού να πάνε, θα εξαφανιστούν. Είναι μια ιδιαίτερη, μαζική ε ξάλειψη αυτή που ζούμε, μια ολική καταστροφή». Η Λίλι τον λοξοκοίταξε. «Καταλαβαίνεις πολλά». «Για οδηγός ορειβασίας;» «Για δικηγόρος, αυτό ήταν που ήθελα να πω!» Ο Τζανγκ χαμογέλασε. «Τώρα πια, οι περισσότεροι πελάτες μου δεν έχουν ιδιαίτερη όρεξη να μιλήσουμε. Ό τα ν περπατάω, έχω ά φθονο χρόνο για να σκεφτώ».
502
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν κάτω από τ' αστέρια σε μια ατμό σφαιρα περισσσότερο δροσερή και καθαρή απ' οποιαδήποτε είχε δει ποτέ η Λίλι. Το άλλο πρωί έφτασαν σε μια γραφική γέφυρα που διέσχιζε κά ποια βαθιά κοιλάδα. Την ονόμαζαν Γέφυρα της Φιλίας κι όπως τους είπαν ήταν πια η μόνη διάβαση που συνέδεε το Νεπάλ και το Θ ι βέτ. Υπήρχε ένα από τα συνηθισμένα οδοφράγματα εκεί, με μια κόκ κινη σημαία με σφυροδρέπανο που ανέμιζε πάνω από μια εντυπω σιακή ερυθρή και χρυσαφιά κατασκευή. Το οδόφραγμα ήταν επαν δρωμένο από μια χούφτα στρατιώτες ντυμένους με καφετιές στολές. Τα πρόσωπά τους, σε αντίθεση με τα κατά βάση ινδικά των Νεπαλέζων, ήταν καθαρά μογγολικά. Η ομάδα του Νέιθαν και οι οδηγοί τους πέρασαν χωρίς μεγάλη φασαρία, καταβάλλοντας μόνο ένα μι κρό αντίτιμο σε νεπαλέζικο νόμισμα. Ο ι φρουροί τους έδωσαν να κα ταλάβουν πως αργότερα θα ακολουθούσε αυστηρότερος έλεγχος. Πέρασαν άλλη μια νύχτα στον δρόμο. Τελικά, στα μέσα μιας ακόμη μέρας σκληρής οδοιπορίας, άφη σαν πίσω τους τις πράσινες κοιλάδες και τις αναβάσεις κι έφτασαν σε οριζόντιο, καστανοκόκκινο έδαφος γεμάτο λιθάρια. Δεν υπήρ χαν δέντρα γύρω τους, μόνο συστάδες σκληρού χορταριού. Η Λ ί λι θυμήθηκε φωτογραφίες διαστημοπλοίων από την επιφάνεια του πλανήτη Άρη· εκείνο το μέρος είχε την ίδια ακριβώς σκουριασμέ νη, σκονισμένη, διαβρωμένη όψη. Ό τα ν σήκωσε το βλέμμα ψηλά, είδε μια σειρά από πρόποδες ορεινών όγκων, ανώμαλων και κα στανών, πάνω από τους οποίους υπήρχε μια οδοντωτή κορυφογραμμή ψηλότερων βουνών. Ή ταν ένα ουράνιο τοπίο στον ορίζο ντα, ένα εκπληκτικό θέαμα. Βρίσκονταν στο οροπέδιο του Θιβέτ. Η Λίλι δυσκολευόταν να πιστέψει πως είχε φτάσει εκεί, πως το πα ράξενο ταξίδι της την είχε φέρει από τα υπόγεια και τα κελάρια της Βαρκελώνης μέχρι τη στέγη του κόσμου. Αλλά το οροπέδιο διέτρεχε ένα φράγμα, ένα τείχος του Βερο λίνου φτιαγμένο από μπλοκ τσιμέντου, συρματόπλεγμα και πολυ βολεία. Πέρα απ' αυτό η Λίλι διέκρινε διάσπαρτες κοινότητες α πλωμένες σε κείνη την ψηλή, χέρσα γη, συστάδες αντίσκηνων και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
503
καλυβιών, καθώς και λιγοστές στήλες καπνού που σηκώνονταν μέ σα στην καθαρή άπνοια. Ο Τζανγκ τράβηξε το λευκό φουλάρι του ώστε να καλύψει το στόμα του. Λοξοκοίταξε τη Α ίλι. «Ραδιενεργά κατάλοιπα από τις βόμβες», είπε. «Η μητέρα μου με έβαζε πάντα να το φοράω». «Είχες έξυπνη μητέρα». Αγκομαχώντας από την κούραση, ο Ν έιδαν οδήγησε την ομά δα του προς την μεγάλη, επιβλητική πύλη του τείχους. Ο ι Νεπαλέζοι οδηγοί τους ήταν τώρα αμίλητοι, ακόμα και ο Τζανγκ, και απέ φευγαν να κοιτάξουν κατάματα τους φρουρούς που τους ά γ ρ ιο κοίταζαν από τα πολυβολεία. Πριν φτάσει στην πύλη, η ομάδα ενώθηκε με μια σειρά αχθο φόρων που έρχονταν από την πεδιάδα πλησιάζοντας την πύλη από διαφορετική κατεύθυνση. Ή ταν φορτωμένοι το ίδιο βαριά με τους οδηγούς του Νέιθαν, κουβαλώντας στις πλάτες τους παραγεμισμέ να καλάθια από μπαμπού. Ένοπλοι άνδρες βάδιζαν πλάι τους, Κι νέζοι αν έκρινες από την όψη τους, σαν σκυλιά που οδηγούν ένα κοπάδι. Καθώς οι φορτωμένοι άνθρωποι περπατούσαν, ακούγονταν μελαγχολικά κουδούνια. «Κάποτε τα κουδούνια αυτά κρέμονταν από τους λαιμούς γιακ», μουρμούρισε ο Τζανγκ στη Α ίλι. Ό τα ν οι Ρώσοι, οι Κινέζοι και οι Ινδοί ήρθαν εδώ για να μαλώσουν ποιος θα πάρει αυτό τον τόπο, έφαγαν όλα τα γιακ ή τα σκότωσαν με τις βόμβες τους. Τώρα τα κουδούνια τα φορούν άνδρες και γυναίκες». «Είναι σκλάβοι αυτοί οι άνθρωποι;» Ο Τζανγκ σήκωσε τους ώμους. «Τι νόημα έχει η λέξη; Πάρα πολλοί άνθρωποι, πολύ λίγος χώρος και τροφή. Ό σ ο ι κατέχουν τα ψηλότερα εδάφη, κάνουν ό,τι τους αρέσει». Στην πύλη, οι φρουροί άφησαν τη φάλαγγα των αχθοφόρων να περάσει, αλλά σταμάτησαν την ομάδα του Νέιθαν. Ο νεαρός βοηθός του Ντέουμπα μίλησε με έναν διοικητή σε χειμαρρώδη Κι νεζικά, μα οι φρουροί δεν έδειχναν καμιά διάθεση να σηκώσουν την μπάρα. Μετά από μισή περίπου ώρα ένας ηλικιωμένος άνδρας βγήκε α
504
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πό την πύλη, Ευρωπαίος ντυμένος με μαοϊκή στολή αν και φτιαγμέ νη από καλής ποιότητας ύφασμα. Τον ακολουθούσαν υπασπιστές. «Επιτέλους», μουρμούρισε ο Νέιθαν. Προχώρησε μπροστά με σιγουριά. «Χάρι! Χάρι Σίξσμιθ, παλιόσκυλο!«Χαιρέτησε τον Σίξσμιθ ακριβώς όπως είχε κάνει με τον Πρασάντ Ντέουντα. Η Αίλι σκέφτηκε πως ο Ν έιθεν είχε δοσοληψίες με τύπους παρόμοιους σαν κι αυτούς σε ολόκληρο τον πλανήτη. «Παλιόσκυλο!» Ο Σίξσμιθ αντάλλαξε χειραψία μαζί του. «Χαίρομαι που σε βλέ πω, Νέιθαν. Πόσος καιρός πάει από τότε που ειδωθήκαμε για τε λευταία φορά;» Η προφορά του ήταν καλλιεργημένου Βρετανού της ανώτερης τάξης. Ήταν ψηλός και καλοδιατηρημένος, ίσως κοντά στην ηλικία του Νέιθαν, μα η Λίλι δεν μπορούσε να διαβάσει την έκφρασή του. Σίγουρα δεν ήταν χαρούμενος που έβλεπε τον Νέιθαν. Άρχισαν να συζητούν στα Αγγλικά, με κάποιον να μεταφράζει στα Κινέζικα για τους υπασπιστές του Σίξσμιθ. «Ο Χάρι είναι ένας ακόμα επιχειρηματίας, συνεργάτης του Νέιθαν», ψιθύρισε ο Πιρς στη Λίλι. «Κάποτε είχε την έδρα του στο Χονγκ Κονγκ, μα μετακινήθηκε στην ενδοχώρα όταν οι Βρετανοί πα ρέδωσαν την πόλη. Ένας Εγγλέζος που ανέβηκε ψηλά στην Κίνα. Αυτός και ο Νέιθαν έβγαλαν μια περιουσία από την εκμετάλλευση ακινήτων στη διάρκεια της οικονομικής έκρηξης στην Κίνα. Λέγεται επίσης πως ο Χάρι συνεργάστηκε με την κυβέρνηση παρέχοντάς της υπηρεσίες συμβούλου για την κατάπνιξη αντιδράσεων από τους δυσάρεστη μένους». «Ωραίος τύπος! Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τι λένε». «Μάλλον εγώ ακούω καλύτερα», είπε ο Τζανγκ. «Ο φίλος του κυρίου Λάμοκσον επιμένει πως το Θ ιβέτ δεν είναι κατάλληλο μέ ρος για να φέρετε τους δικούς σας. Προσπαθεί να τον μεταπείθει, αν και προσωπικά ο ίδιος ο Χάρι θα κέρδιζε πολλά από την με τοικεσία σας». «Και γιατί υποστηρίζει κάτι τέτοιο;» μουρμούρισε ο Πιρς. Ο Τζανγκ τον κοίταξε με απλανές βλέμμα. Μ α πριν προλάβει να απαντήσει, το ασύρματο τηλέφωνο του Πιρς ήχησε και εκείνος α πομακρύνθηκε μιλώντας ήρεμα στο ακουστικό.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
505
«Πες μου», είπε η Λίλι στον Τζανγκ. «Το μέρος αυτό ήταν πολεμική ζώνη», είπε ο Τζανγκ. «Το ξέρετε τούτο. Ένας πόλεμος μεταξύ Ρώσων, Κινέζων και Ινδών διεξήχθη για τον έλεγχο της περιοχής, όταν έγινε πια ξεκάθαρο πόσο μεγά λος 8α ήταν ο κατακλυσμός. Χρησιμοποιήθηκαν πυρηνικά όπλα. Ο ι ντόπιοι, Νεπαλέζοι και Θιβετιανοί, βρέθηκαν στο μέσο μιας τρι πλής εισβολής και έπρεπε να βρουν τρόπους για να επιβιώσουν, γιατί αλλιώς θα εξαφανίζονταν. Ο ι απώλειες σε ζωές ήταν τερά στιες. »Τελικά, μέσα απ' όλα αυτά επικράτησε μια καινούργια παρά ταξη, σκληροπυρηνικά μαοϊκή, κατά βάση κινεζική μα όχι εξαρτη μένη από την κυβέρνηση του Πεκίνου. Ο ι μαόίστές έχουν τη στή ριξη Ρώσων, Ινδών, Δυτικών όπως βλέπετε - ακόμα και κάποιων Νεπαλέζων, των πρώην εχθρών τους. Από τη στιγμή που κέρδισε την εξουσία, η κυβέρνηση αυτή διεξάγει εκστρατεία εναντίον των ανθρώπων στον χώρο που ελέγχει. Εκκαθαρίσεις. Προγράμματα προπαγάνδας. Ό λ α σε μια περιοχή χέρσα από το υψόμετρο και δη λητηριασμένη από την ακτινοβολία. »Έτσι, οι μαόίστές μπορούν να επιβάλλουν οποιουσδήποτε ό ρους θελήσουν σε όσους έρχονται εδώ. Ο Χάρι Σίξσμιθ λέει στον κύριο Λάμοκσον πως αν θέλει να φέρει εδώ το πλήρωμα της Κι βωτού του, θα πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα». Η Λίλι πήγε πιο κοντά για να ακούσει. Ο Λάμοκσον προσπα θούσε να διαπραγματευτεί με όπλο την τεχνολογία, τις εξελιγμέ νες του τεχνικές παραγωγής, τη νορβηγική τράπεζα σπόρων. Ο Σίξσμιθ έλεγε πως οι μαόίστές δεν νοιάζονταν στο ελάχιστο για τράπεζες σπόρων. Το τίμημα έπρεπε να είναι ναρκωτικά, όπλα και γυναίκες. Και «παρίες». «Παρίες;» επανέλαβε γεμάτη απορία η Λίλι. «Υπάρχουν φήμες πως τώρα πια στους πρόσφυγες επιβάλλεται ένα ακόμα πιο ακραίο καθεστώς», είπε ο Τζανγκ. «Ο τόπος αυτός είναι φτωχός, γεμάτος ανθρώπους. Πώς να χορτάσουν όλοι αυ τοί;» Την κοίταξε με σταθερό βλέμμα. «Ανθρωποφαγία; Είχαμε ακουστά για κάτι τέτοιο. Απεγνωσμέ
50ό
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
νες κοινότητες, αποκλεισμένες σε νησίδες μεγάλου υψόμετρου». «Δεν υπάρχει καμιά απόγνωση εδώ ανάμεσα στους κυβερνώντες. Ο ι μαοϊστές έχουν δανειστεί αντιλήψεις για τις κοινωνικές κόστες από τους Ινδούς, ώστε να διαθέτουν θεωρητική κάλυψη. Ε δώ, η εκτροφή ανθρώπων είναι συστηματική». Η Αίλι κοίταξε έκπληκτη τον Σίξσμιδ. «Τζανγκ, γιατί δεν μας εί πες τίποτε απ' όλα αυτά πριν έρθουμε εδώ;» «Δεν ρωτήσατε. Είμαι ένας απλός οδηγός. Όπως και να 'ναι, μάλλον δεν θα το πιστεύατε αν δεν το ακούγατε με τ' αφτιά σας». «Εσύ όμως το 'ξερες». Χαμογέλασε. «Εμείς οι Νεπαλέζοι φανταζόμαστε πώς θα είναι το μέλλον. Η θάλασσα υψώνεται με ρυθμό πάνω από εκατό μέτρα τον χρόνο. Το Κατμαντού βρίσκεται πια μονάχα τετρακόσια μέτρα πάνω από το νερό. Πού θα πάμε σε τέσσερα χρόνια από τώρα ή έστω σε πέντε ή έξι; Ίσως να στέκομαι κι εγώ εδώ με το φουλάρι της μάνας μου στο στόμα, ικετεύοντας να μπω σε αυτή την ιδεο λογική Ουτοπία». Ο Ν έιθαν απομακρύνθηκε από τον Χάρι Σίξσμιδ. «Ούτε να 'βλεπες τον Χριστό σε ποδήλατο!» είπε εξοργισμένος. «Ακούσαμε αρκετά», είπε ο Πιρς σκυθρωπά. «Ο Χάρι ρισκάρισε τη ζωή του για να έρθει ως εδώ και να μας προειδοποιήσει», είπε ο Νέιθαν. «Και θα ρισκάρει πάλι το τομάρι του για να πείσει τους φρουρούς να μας αφήσουν να φύγουμε ζω ντανοί. Δεν είχα ποτέ φανταστεί κάτι τέτοιο». Ή ταν κάτωχρος, έ τρεμε και οι μύες στα μάγουλά του κινούνταν σπασμωδικά. Κοίτα ξε το ξερό έδαφος και τα βουνά γύρω του. «Ίσως εδώ να παιχτεί η τελευταία πράξη στο έργο της ανθρωπότητας. Ο ι τελευταίοι επιζώντες θα μαλώνουν για μερικά ανθρώπινα κόκκαλα, ενώ η θά λασσα θα γλείφει τα πόδια τους. Χριστέ μου... Τέλος πάντων, δεν μπορούμε να μείνουμε εδώ». «Νέιθαν», είπε ο Πιρς. «Έλαβα μήνυμα. Υπάρχει πρόβλημα στην Κιβωτό. Ένα είδος ανταρσίας. Έγινε απόπειρα να προκληθούν ζη μιές στο πλοίο ώστε να αναγκαστούμε να βγούμε στη στεριά».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
507
«Με σπρώχνουν να πράξω πράγματα που δεν 8έλω. Τι κάνει αυτό το αρχίδι ο Βιλέγκας για όλα τούτα;» Το πρόσωπο του Πιρς σκοτείνιασε. «Σύμφωνα με τον καπετά νιο, αυτός είναι ο αρχηγός των στασιαστών». «Χριστέ μου! Χριστέ μου!» Ο Νέιθαν κούνησε απελπισμένα το κεφάλι. Φάνηκε απόλυτα εξουθενωμένος καθώς παρέμεινε για μια στιγμή με τους ώμους καμπουριασμένους και το κεφάλι σκυφτό, σαν να μην μπορούσε να κάνει ούτε ένα βήμα πια. Μ α ύστερα όρ θωσε το ανάστημα, κοίταξε γύρω του λες και προσπαθούσε να προσδιορίσει πού βρισκόταν και προς τα πού έπρεπε να πάει. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Πιρς, βάλε αυτούς τους γαμημένους α χθοφόρους πάλι στη γραμμή». Απομακρύνθηκε με μεγάλες δρα σκελιές. Καθώς απομακρυνόταν, ο Πιρς πλησίασε τη Λίλι. «Ό λο το ο ροπέδιο μοιάζει με στρατόπεδο συγκέντρωσης», είπε. «Είναι χειρό τερο κι απ' όσα είχαν κάνει οι Ναζί». «Ο κόσμος γνωρίζει τόση φρίκη, Πιρς. Εμείς γλυτώσαμε κά μποση απ' αυτήν. Πνιγμούς, λιμοκτονία, αρρώστιες, την απόλυτη απόγνωση». «Αυτό είναι αλήθεια». «Γιατί, όμως; Γιατί εμείς;» Ο Πιρς γύρισε και την κοίταξε. «Ήταν το δυνατό χέρι του Λαμοκσον και η τυφλή τύχη που μας οδήγησε κάτω από την προ στασία του. Αν δεν είχαμε γλυτώσει, δεν θα είμαστε τώρα εδώ να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις, έτσι δεν είναι;» Η Λίλι κοίταξε προς το τείχος των μαόίστών. Ο ι μεγάλες πύ λες άνοιξαν για να επιτρέψουν στον Χάρι Σίξσμιθ να περάσει μέσα. Ένας δρόμος οδηγούσε πέρα από τις πύλες, ανάμεσα σε ασβε στωμένα κτήρια με άσπρες οροφές. Δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν πάσσαλοι, πάνω στους οποίους ήταν τοποθετημένο από ένα αν θρώπινο κρανίο δίχως το κάτω σαγόνι του.
ΣΤΕΦΕ Ν ΜΠΑΞΤΕΡ
508
81 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2037 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Η άνοδος της στάθμης των νερών πάνω από το ένα χιλιόμε τρο φάνηκε να αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τον κατακλυσμό το πλήρωμα της Κιβωτού. Τη χρονιά αφότου η Κιβωτός έφυγε από το Νεπάλ, οι θάλασ σες σηκώθηκαν άλλα εκατόν πενήντα μέτρα. Το πλήρωμα παρακο λουθούσε τους διαδραστικούς χάρτες του ΝέιΘαν κι έβλεπε έναένα όλο και περισσότερα φώτα να σβήνουν. Η Τεχεράνη. Η Καμπραμούρα, η τελευταία πόλη της Αυστραλίας. Ο ι μεγάλες πόλεις της νότιας Αφρικής όπως η Χαράρε και η Πρετόρια είχαν κι αυτές αρχίσει να απειλούνται. Ακόμα και πόλεις της Νότιας Αμερικής ό πως το Καράκας. Ο ι ειδησεογραφικές υπηρεσίες του Νέιθαν πά νω στο πλοίο δέχονταν ακόμη μηνύματα απ' όπου μπορούσαν, κυρίως από το Ντένβερ και από άλλες κοινότητες σε μεγάλο υψό μετρο που επιβίωναν ακόμη. Μ α τα μέλη του πληρώματος ασχο λούνταν πια λιγότερο με τις εικόνες ανθρώπινου πόνου, τις ακατάπαυστες μεταναστεύσεις, τις πλωτές αποικίες και τους μικρούς πο λέμους, εστιάζοντας την προσοχή τους περισσότερο σε υψομετρι κά δεδομένα και γενικές, γραφικές απεικονίσεις των τρομερών γε γονότων που εκτυλίσσονταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Καθώς πλη σίαζε στην τελική φάση του, ο κατακλυσμός είχε γίνει μια αφηρημένη έννοια στον νου των ανθρώπων, κάτι που σχετιζόταν μόνο με αριθμούς και αποτρόπαια όρια. Η Λίλι Μπρουκ και ο Πιρς Μίκελμας έκαναν ένα είδος ιδιωτικής αγρυπνίας όταν ο ραδιοφανός από την Άβιλα χάθηκε, η Ισπανία σίγησε και οι Πατέρες των Εκλεκτών νικήθηκαν οριστικά.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.509
82 ΜΑΙΟΣ 2038
Η πλώρη της Κιβωτού άνοιξε αυλάκι στην κρούστα που κάλυπτε τη θάλασσα. Η Λίλι στεκόταν μαζί με τον Πιρς στο μπροστινό κατάστρωμα, παρακολουθώντας. Ήταν σαν να βρίσκονταν σε ένα παγοθραυ στικό, που άνοιγε δρόμο μέσα από τους πάγους του Αρκτικού Κύ κλου. Μ ε τη διαφορά ότι η κρούστα του ωκεανού δεν ήταν από πάγο, αλλά από σκουπίδια. Η Λίλι κρατούσε ένα ζευγάρι μικρά κιά λια και μ' αυτά μπορούσε να δει πως η βρομιά στην επιφάνεια ή ταν ένα συνονθύλευμα από πλαστικά δίχτυα, μπουκάλια αναψυκτι κών, πλαστικά περιτυλίγματα πακέτων μπίρας, καπάκια σκουπιδοτενεκέδων, σακούλες του σούπερ-μάρκετ, κομμάτια από πλαστικά είδη συσκευασίας. Κάτω από το φως που χτυπούσε το νερό τα χρώματα ήταν λαμπερά, κόκκινο, πορτοκαλί, έντονο μπλε, τεχνη τά χρώματα που χαρακτήριζαν έναν κόσμο ο οποίος είχε πια χα θεί. Η Λίλι νόμιζε ότι μυρίζει κάτι σαν μπόχα σαπίλας, μούχλας και αποσύνθεσης, μα σκέφτηκε ότι πιθανώς ήταν μονάχα η φαντασία της- τόσο μακριά από την ξηρά, τίποτα δεν θα είχε γλυτώσει οπό τα αχόρταγα σαγόνια της θάλασσας πέρα από το αχάλαστο <αι βιολογικά άχρηστο πλαστικό. Σκαμπανεβάζοντας ανεπαίσθητα στα κύματα του ωκεανού τα σκουπίδια απλώνονταν μέχρι τον ορίζοντα, ως το σημείο όπου έ πλεε ένας μικρός, άθλιος στολίσκος από βάρκες. Πέρα απ' αυτόν, μαύρα σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά στον ουρανό. Ο ήλιος βρισκόταν ψηλά και η θάλασσα ήταν ζεστή. Η Κιβωτός είχε φτάσει στον Ειρηνικό, ανάμεσα στη Χαβάη και την Καλιφόρνια. Ήταν το μέσο της Υποτροπικής Δίνης του Βόρειου Ειρηνικού, ένας πελώριος στρόβιλος θαλάσσιων ρευμάτων τόσο δυνατός, ώστε α κόμα και η καταβύθιση της ξηράς δεν τον είχε επηρεάσει ιδιαίτερα. Ήταν το μέρος στο οποίο κατέληγαν οριστικά όλα τα σκουπίδια απ' όλους τους υπονόμους, απ' όλα τα ποτάμια κι όλες τις θάλασσες.
510
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Ο σκουπιδοτενεκές του πλανήτη, διαμέτρου δυο χιλιάδων χι λιομέτρων», είπε η Λίλι. «Ναι», είπε ο Πιρς. Κοιτούσε κι εκείνος προς τη θάλασσα, με την πεταχτή του μύτη ξεφλουδισμένη από τον ήλιο και την χιλιομπαλωμένη φόρμα της AxysCorp βρόμικη και ξεθωριασμένη. «Αυτό που βλέπουμε, βέβαια, δεν είναι το σύνολο των σκουπιδιών, ούτε καν ένα μεγάλο μέρος τους. Το πλαστικό το ίδιο είναι άφθαρτο, αλλά μια πλαστική σακούλα μπορεί να κομματιαστεί, να κουρελιαστεί, να πολτοποιηθεί και να διαβρωθεί μέχρι να γίνει κομ ματάκια. Τελικά μετατρέπεται σε ένα σύννεφο σωματιδίων σχεδόν αόρατο μεσ' στο νερό, περνώντας μέσα από τα στομάχια των ψα ριών και βγαίνοντας πάλι έξω, χωρίς ποτέ να μειωθεί ο αρχικός του όγκος ή να απορροφηθεί. Σχεδόν όλο το πλαστικό που παρήγαγε η ανθρωπότητα από τη δεκαετία του 1950, ένα δισεκατομ μύριο τόνοι, υπάρχει ακόμα κάπου πάνω στον πλανήτη». «Εκπληκτικό! Ξεπέρασε σε διάρκεια ζωής τον πολιτισμό που το δημιούργησε». «Αυτό ήταν εύκολο. Σίγουρα θα ξεπεράσει και την ανθρωπότη τα. Ίσως σε ένα εκατομμύριο χρόνια να παρουσιαστεί κάποιο μα μούνι που να μπορεί να το φάει. Πόσο μεγάλη θα ήταν η συνει σφορά του στη βιόσφαιρα!» «Κι εμείς πλέουμε στο μέσο όλου αυτού του πολτού». «Η ανάγκη, χρυσή μου!» είπε ο Πιρς. «Η ανάγκη!» Κοίταξε γύρω της. Η Κιβωτός συνοδευόταν από διάφορα σκά φη, έναν μικρό στόλο ιστιοφόρων, πλοιαρίων που κινούνταν με η λιακή ενέργεια, σχεδιών που είχαν συναρμολογηθεί από σκουπίδια, παλιές σαμπρέλες και κομμάτια σκουριασμένου σίδερου, αρμενί ζοντας με τη βοήθεια κουρελιασμένων κουβερτών και σεντονιών. Μερικά από τούτα τα σκάφη ήταν τόσο τρισάθλια ώστε μετά βίας ξεχώριζαν από τα σκουπίδια μέσα στα οποία έπλεαν, λες κι είχαν δημιουργηθεί από συμπυκνώσεις τους. «Θα μπορούσαμε να ζήσουμε και χωρίς τη συνοδεία τους», εί πε. «Μας ακολουθούν όπως οι γλάροι τη φάλαινα. Μου προκαλούν αμηχανία».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
511
«Δεν ακολουθούν εμάς, αλλά τον τυφώνα». Ο Πιρς έδειξε τον μαύρο λεκέ στον ορίζοντα. Είχε δίκιο. Καθώς το νερό ζεσταινόταν ο ωκεανός γινόταν λι γότερο γόνιμος, τα ψάρια και το πλαγκτόν λιγόστευαν και τα νερά της επιφάνειας νέκρωναν. Ό τα ν όμως ένας τυφώνας ανάδευε τα νερά πάνω από τα οποία περνούσε ανασύροντας τα πιο βαθιά και ψυχρά στρώματα, που ήταν πιο πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, τότε το πέρασμά του μπορούσε να δημιουργήσει μια σύντομη άν θηση της ζωής. Έτσι τα πλοία και οι σχεδίες, ακόμα και η πελώ ρια Κιβωτός, ήταν αναγκασμένα να ακολουθούν στο κατόπι των καταιγίδων για τα κοπάδια των ψαριών που έφερναν αυτές σιην επιφάνεια. Ή ταν ένα επικίνδυνο εγχείρημα. Τα θερμότερα νερά δημιουρ γούσαν πιο ισχυρές καταιγίδες και η απώλεια τόσης ξηράς έδινε στους τυφώνες μεγαλύτερο χώρο για να παίξουν. Ένας τυφώνας ήταν ένας οργισμένος και αναξιόπιστος παροχέας τροφής. Ο Πιρς πήρε τα κιάλια από τα χέρια της Αίλι και σάρωσε τον ορίζοντα. «Τι ακριβώς ψάχνεις;» τον ρώτησε εκείνη. «Καμιά κούκλα Μπάρμπι για να συμπληρώσεις τη συλλογή σου;» «Αν 8ες να ξέρεις, ψάχνω για το Νιου Τζέρσι». Ή ταν ένα από πυρηνικά υποβρύχια που λειτουργούσαν ακόμα κάτω από την αι γίδα της κυβέρνησης του Ντένβερ και περιπολούσε στον παγκόσμιο ωκεανό. «Λάβαμε ένα σήμα νωρίτερα· δοκιμάσαμε να το χαιρετί σουμε μέσω σόναρ, μα δεν πήραμε απάντηση. Υπάρχει τόση δρα στηριότητα στη Δίνη, ώστε ήταν αναμενόμενο η κυβέρνηση να στρέ ψει την προσοχή της προς τα δω». «Δεν αποκλείεται ν' αρχίσουν να μας φορολογούν για τα σκου πίδια που μαζεύουμε», είπε η Αίλι. «Ίσως ο Ν έιθαν να έχει να πει κάτι για όλ' αυτά», μουρμού ρισε ο Πιρς με τα κιάλια κολλημένα ακόμα στα μάτια του. Η Κιβωτός πλησίασε τον στολίσκο των σκαφών στην καρδιά της ηπείρου των σκουπιδιών. Η βαθιά δόνηση του καταστρώματος ε-
512
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
λαπώδηκε, καθώς οι τουρμπίνες έκοβαν ταχύτητα. Η Λίλι άκουσε κροτάλισμα αλυσίδων τη στιγμή που οι άγκυρες έπεφταν και αισδάνδηκε ένα ελαφρύ τράνταγμα καθώς το πλοίο σταματούσε, απαλλασσόμενο από την τρομερή δύναμη της αδράνειας. Ό τα ν το πλοίο έμεινε ακίνητο, η Λίλι άκουσε μια ενισχυμένη φωνή που μούγκριζε μέσω κάποιου είδους τηλεβόα: «...με τάξη. Επαναλαμβάνω, εσείς από το μεγάλο, λαμπερό κρουαζιερόπλοιο κι από τις σχεδίες, δώστε προσοχή, παρακαλώ! Μ ην προσπαθήσετε να ρίξετε δίχτυα στο πλαστικό, να το περιμαζέψετε, να το ξεδιαλέ ξετε ή να το ανασύρετε με οποιονδήποτε τρόπο. Το πλαστικό είναι ιδιοκτησία της κοινότητας. Μπορείτε να διαπραγματευτείτε την αγ ορά επεξεργασμένου υλικού από την κοινοπραξία των τρατών. Ο ποιαδήποτε απόπειρα για την ανάσυρση πλαστικού χωρίς άδεια, θα αντιμετωπιστεί με θανάσιμη βία. Σας παρακαλώ, σεβαστείτε τους νόμους και τα έθιμά μας και ακολουθήστε την τακτική διαδικασία μας. Επαναλαμβάνω...» Μ ια απίστευτα ενισχυμένη φωνή ήταν η απάντηση από την Κι βωτό. «Εδώ Ν έιθαν Λάμοκσον της AxysCorp, από την Κιβωτό Τρία. Μπορώ να ρωτήσω ευγενικά ποιος στο διάολο είσαι, ποιος σε έχει ορίσει και για λογαριασμό ποιων μιλάς,». Η απόκριση ήρθε αγέρωχα: «Μπορείς να με αποκαλείς μπόση, κύριε Λάμοκσον. Το όνομά μου δεν έχει σημασία. Εργάζομαι για λογαριασμό των αδειούχων κατόχων τρατών που ζουν στη Δίνη. Μ ε έχουν διορίσει έτσι ώστε εγώ και οι αστυνομικές δυνάμεις μου να διατηρούμε την τάξη για το κοινό καλό». «Να διατηρείτε την τάξη! Είμαστε όλοι σ' ένα σκουπιδότοπο κι εσύ είσαι ο μπόσης των ποντικών, έτσι; Άκου, φιλαράκο, θα πρέ πει να επιπλέουν ένα εκατομμύριο τόνοι πλαστικού εδώ γύρω. Για ποιον λόγο να σε πληρώσω;» «Θα πληρώσετε για τις υπηρεσίες ανάσυρσης, διαλογής, συσκευασίας και φόρτωσης, κύριε Λάμοκσον. Αν δεν σας αρέσουν οι υπηρεσίες μας, μπορείτε να πάτε αλλού». Ο Ν έιθαν σώπασε. Η Λίλι μπορούσε σχεδόν να νιώσει την ορ γή του στον άδειο αέρα. Ο «μπόσης» ξανάρχισε τη στομφώδη του
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
513
αγόρευση σχετικά με την τακτική διαδικασία. Μετά από λίγη ώρα στη φωνή του απάντησαν άλλες φωνές που μιλούσαν στα Ισπανι κά, τα Κινέζικα, τα Ρώσικα, τα Μαλαισιανά και τα Γιαπωνέζικα. Ο ι μηχανές της Κιβωτού δεν ξαναπήραν μπροστά. Παρά τα με γάλα λόγια του, ο Ν έιθαν δεν σκόπευε να φύγει. Η μόνη αποτελεσματική δύναμη επιβολής που είχε απομείνει στον παγκόσμιο ωκεανό ήταν το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ, πάντα κατά πολύ ισχυρότερο απ' όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις του κόσμου μαζί. Σκάφη επιφάνειας που λειτουργούσαν ακόμα, παρέμεναν στις ακτογραμμές των συρρικνωμένων Ηνωμένων Πολιτειών λειτουργώ ντας ως πλωτές βάσεις, βοηθώντας στις εκκενώσεις, προφυλάσσοντας τις ακτές από ανεπιθύμητους μετανάστες. Μ όνο τα πυρη νικά υποβρύχια περιπλανιόντουσαν στον παγκόσμιο ωκεανό, μα κι εκείνα σπάνια επενέβαιναν σε διαφωνίες που δεν αφορούσον άμεσα τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Στο κενό που είχε δημιουργηθεί η μόνη εξουσία ήταν τα τοπικά αφεντικά, όπως εκείνοι οι αυτό κλητοι ελεγκτές της θάλασσας των πλαστικών σκουπιδιών. Ο Νέιθαν δεν ήταν σε Θέση να τους αψηφήσει. Όπως ο κάθε άστεγος αλήτης, είχε κι αυτός ανάγκη τα σκουπί δια. Ήδη μικρότερα σκάφη άνοιγαν δρόμο μέσα από τη μάζα των σκουπιδιών, σχεδίες, τράτες και μαούνες-εργαστήρια που έπλεαν προς την Κιβωτό για να πουλήσουν τα εμπορεύματα τους. Μ ερι κές σχεδίες ήταν ιδιαίτερα μεγάλες με τμήματα λαμπερού πράσι νου στις πλάτες τους, πλεούμενα αγροκτήματα γύρω από τα οποία φτερούγιζαν πουλιά. Το πλήρωμα της Κιβωτού έριξε ανεμόσκαλες και οι τροχαλίες κατέβασαν λέμβους στο βρόμικο νερό. Σύντομα θα άρχιζαν οι εμπορικές ανταλλαγές. Ένα μικρό χέρι τράβηξε τη Λίλι από το πόδι. «Θεία Λίλι, η μα μά λέει πως μπορώ να πάω να κολυμπήσω». Η Λίλι κοίταξε προς τα κάτω. Ή ταν ο Μ άνκο, εφτά ετών πια και πολύ χαριτωμένος. Τελικά, κατά περίεργο τρόπο, είχε βγει ξαν θός, μια ακόμα απόδειξη πως ο πατέρας του ο Ολαντάι δεν ήταν καθαρόαιμος Ινδιάνος Κέτσουα. Ό πω ς τα περισσότερα παιδιά που μεγάλωναν πάνω στο πλοίο, ήταν πολύ μαυρισμένος από τον
514
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ήλιο. Ξυπόλυτος, ντυμένος με κουρελιασμένο σορτς και ένα πανάρχαιο αντίγραφο ποδοσφαιρικής φανέλας, ήταν γεμάτος ανήσυχη ενέργεια. Κάδε φορά που το σκάφος έριχνε άγκυρα και με την προϋπόδεση πως η δάλασσα ήταν σχετικά ασφαλής, οι μεγάλοι επέτρε παν στα παιδιά να κολυμπήσουν. Τώρα πια που και η τελευταία πι σίνα του πλοίου είχε μετατραπεί σε δεξαμενή ηλεκτρόλυσης, δεν εί χαν την ευκαιρία να κάνουν μπάνιο αλλού. Ό μω ς εκείνη η δάλασ σα ήταν βρόμικη και γεμάτη πλεούμενα. «Δεν είμαι σίγουρη, Μάνκο. Πραγματικά σε αφήνει η μαμά σου;» Εκείνος σούφρωσε τα χείλη. Είχε το πείσμα του πατέρα του και της γιαγιάς του. «Δεν δα σου έλεγα ψέματα! Η μαμά λέει πως αν με πας εσύ δεν δα έχω πρόβλημα». Η Αίλι αναστέναξε. «Έτσι σου είπε, ε;» Ή ταν η τυπική συμπε ριφορά της Κρίστι, που δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί τον Μάνκο με αυτό τον τρόπο για να κερδίσει ακόμα μια φτηνή νίκη εναντίον της δείας της. Τώρα η Αίλι είχε να διαλέξει ανάμεσα στο να απογοη τεύσει τον ανιψιό της ή να περάσει ώρες μέσα σε μια στολή από καουτσούκ, σε μια δάλασσα γεμάτη από σκατά. Ο Πιρς σήκωσε το ένα φρύδι. Έδειχνε να το διασκεδάζει. «Ό λα δα πάνε καλά, Αίλι. Δεν βλέπει πως οι δύτες καδαρίζουν τα νερά;» Η Αίλι κοίταξε κάτω. Μ ια ομάδα δυτών από την Κιβωτό είχε βουτήξει στο νερό και δημιουργούσε έναν περίβολο με σκοινιά κρα τημένα από πορτοκαλιές σημαδούρες, απελευδερώνοντας από τα σκουπίδια μια έκταση νερού. Άλλοι δύτες βουτούσαν στα βαδιά οπλισμένοι με ψαροντούφεκα, για να κρατούν σε απόσταση οποι αδήποτε απειλή, ανδρώπινη ή μη. «Θα φορέσω τη στολή μου», υποσχέδηκε ο Μανκο. «Και τα φίλτρα για τη μύτη! Ο , σε παρακαλώ, Αίλι! Η μαμά δεν μ' αφήνει να πάω αν δεν έρδεις κι εσύ». «Πάρε». Ο Πιρς της πέταξε ένα ραδιοτηλέφωνο. «Θα είμαστε σε επαφή». «Ευχαριστώ», είπε η Α ίλι αναστενάζοντας. «Τι στην ευχή, λοι πόν! Άντε, πάμε».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
515
Ο Μάνκο έτρεξε προς τις σκάλες που οδηγούσαν στο δωμάτιο με τις στολές. Η Λίλι τον ακολούθησε, προσπαθώντας να μη δώσει στον Πιρς την ικανοποίηση να διακρίνει την απροθυμία της.
83 Η Λ ίλι, αφού ντύθηκε η ίδια κι έντυσε και τον Μ άνκο με στολές κατάδυσης από καουτσούκ, παρά τις διαμαρτυρίες του πέρασε πολλά λεπτά ελέγχοντάς τες. Ο ι στολές κατάδυσης ήταν αντικεί μενα που φθείρονταν γρήγορα και όφειλε κανείς να είναι προσε κτικός. Μετά έθαλε τον Μ άνκο να φορέσει ένα πορτοκαλί σωσίβιο-ζώνη, αν και ο μικρός επέμενε πως «αυτή ήταν για μωρά». Ύστερα γύρισαν στο κατάστρωμα και κατέβηκαν από μια ανε μόσκαλα που κρεμόταν από το κεντρικό ιστίο μέχρι το νερό. Ο Μάνκο βούτηξε από ύψος τουλάχιστον έξι σκαλιών κι άρχισε να πλατσουρίζει μαζί με τα άλλα παιδιά, που κολυμπούσαν ήδη σκού ζοντας. Η Λίλι κατέβηκε πιο προσεκτικά και πάτησε σε ένα μικρό φου σκωτό, που ένας δύτης κρατούσε σταθερό για να τη βοηθήσει και που έπλεε στα σκουπίδια λίγο πιο έξω από τον περίκλειστο χώρο με τις σημαδούρες. Μ όλις μπήκε μέσα, η Λίλι έβαλε μπροστά την ηλεκτρική εξωλέμβιο για να απομακρυνθεί μερικά μέτρα. Η πλίόρη του μικρού σκάφους παραμέρισε μπουκάλια αναψυκτικών, σα κούλες και ένα επικάλυμμα βρομιάς. Παρ' ότι κανένα από κείνα τα σκουπίδια δεν έπρεπε να ήταν νεότερο των είκοσι χρονών, τα περισσότερα έμοιαζαν λες κι είχαν βγει από το εργοστάσιο μόλις την προηγούμενη μέρα. Τώρα που είχε κατεβεί και ανακατευτεί με το απέραντο σκουπιδαριό, ανακάλυψε πως δεν μύριζε πια τίποτα εκτός από τα αλμυρά φύκια που ήταν μπλεγμένα σ' αυτό.
516
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Άφησε το φουσκωτό να παρασυρθεί. Έβρισκε το ρυθμικό σκα μπανέβασμα των κυμάτων και το γλείψιμο του νερού σχεδόν ηρεμιστικό. Παρακολουθούσε τα παιδιά να παίζουν κάτω από την πε λώρια γκρίζα καρίνα του πλοίου. Κάποια είχαν μαζί τους μια μπά λα και την πετούσαν πέρα-δώθε ουρλιάζοντας, μαλώνοντας για τους κανόνες του παιχνιδιού. Άλλα όμως, μαζί μ' αυτά κι ο Μάνκο, απλώς κολυμπούσαν ή βουτούσαν κάτω από το νερό για πολλή ώρα· βουτιές που θα ήταν πιο μεγάλες αν τα σωσίβια δεν τα έ σπρωχναν στην επιφάνεια. Ήταν κοινή παρατήρηση πως η και νούργια γενιά παιδιών, τα μικρότερα από τα οποία δεν είχαν πατή σει ποτέ το πόδι τους στη στεριά, ελκύονταν από τη θάλασσα και τα αμέτρητα μυστήρια των βυθών που τα περιέβαλλαν. Ο Νέιθαν ανησυχούσε για τον εργατικό ζήλο εκείνων των ονειροπόλων παι διών του ωκεανού, τα οποία κανονικά θα γίνονταν το επόμενο πλή ρωμα της Κιβωτού όταν το τωρινό γερνούσε και δεν μπορούσε πια να υπηρετήσει. Η Αίλι κοίταξε κατά μήκος του σκαριού της Κιβωτού. Έμοιαζε να πλέει δίπλα σε έναν απότομο γκρεμό. Παντού σε όλο το μήκος του πλοίου μπουκαπόρτες είχαν ανοίξει, ανεμόσκαλες είχαν κρεμα στεί και μικροί γερανοί είχαν τεθεί σε χρήση, καθώς οι ρακοσυλ λέκτες πλησίαζαν προσεχτικά για να εμπορευτούν. Η Αίλι σκέφτηκε πως όλα αυτά έμοιαζαν με σκηνή από κινηματογραφική ταινία, σαν ιθαγενείς των νησιών της Ν ότιας Θάλασσας που έρχονταν να προσφέρουν κοχύλια σε κάποιο πολεμικό πλοίο. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα το χαριτωμένο στο εμπόριο που γινό ταν εκεί. Επρόκειτο για ζήτημα επιβίωσης κι από τις δυο πλευρές. Η Κιβωτός χρειαζόταν τα προϊόντα εκείνης της έκτασης σκουπιδιών που είχε το μέγεθος του Τέξας. Δεν της είχαν επιτρέψει να α ράξει σε κανένα λιμάνι, από τότε που είχε βρεθεί στο Νεπάλ. Έ τσι, έπρεπε να βασίζεται αποκλειστικά στους δικούς της πόρους και στα προϊόντα της θάλασσας. Τα εργαστήρια του Ν έιθαν που παρήγαγαν τσιμέντο και μαγνήσιο ίσα που λειτουργούσαν. Μέρος του τσιμέντου χρησίμευε για να μπαλωθούν ρήγματα του σκάφους αλλά και για την κατασκευή διαχωριστικών στο εσωτερικό του. Μα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
517
δεν υπήρχε δυνατότητα παραγωγής πλαστικού ή διαφόρων με τάλλων, αλουμινίου, χάλυβα ή σιδήρου. Έτσι η μεγαλόπρεπη Κι βωτός ήταν αναγκασμένη να ανταλλάσσει πόσιμο νερό, Θαλάσ σιο τσιμέντο, φακούς γυαλιών οράσεως ή επισκέψεις στους οδο ντογιατρούς του πλοίου με πλαστικά δίχτυα ψαρέματος και σα κούλες με κομμάτια πολυστυρένιου. Η διάθεση στο καράβι ήταν πολύ κακή μετά την επίσκεψη στο Νεπάλ. Ο Ν έιθαν είχε προσπαθήσει να κρατήσει μυστικά όσα συνέβησαν στο Θιβέτ, μα ασφαλώς τα νέα είχαν διαδοθεί στα μέλη του πληρώματος της Κιβωτού. Αντιμετώπιζαν πια τον εφιάλτη που βασάνιζε τους περισσότερους νοήμονες ενήλικες, από τη στιγμή που είχε ξεκινήσει ο κατακλυσμός: το απόλυτο τέλος που ίσως κά ποια στιγμή να ερχόταν για όλους. Η επίσκεψη στο Θιβέτ είχε γκρε μίσει τα σχέδια του Νέιθαν. Η Κιβωτός έφυγε από το Νεπάλ απεί ραχτη, μα χωρίς κάποιον προορισμό το ταξίδι είχε γίνει άσκοπο. Στο μεταξύ, στον παγκόσμιο ωκεανό που ολοένα μεγάλωνε υ πήρχαν καινούργιοι κίνδυνοι, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Πε λώριες εκρήξεις μεθανίου, το οποίο απελευθερωνόταν από τα πα γωμένα, βουλιαγμένα εδάφη, μπορούσαν να στείλουν αφρίζουσες ενώσεις στην επιφάνεια γεμίζοντας τον αέρα με μια βαριά μπόχα, θανάσιμη αν γινόταν πολύ δυνατή, ή ακόμα και να δημιουργήσουν ρουφήχτρες ικανές να βυθίσουν ένα πλοίο. Καθώς το βάρος του νερού πίεζε τη βυθισμένη ξηρά, συνέβαιναν σεισμοί και τεράστιες κατολισθήσεις, τρομερά φαινόμενα τα οποία δημιουργούσαν τσουνάμι και στροβίλους και γίνονταν ακόμα πιο έντονα αν τύχαινε να πλέεις οπουδήποτε κοντά στις παλιές βυθισμένες ηπείρους. Στην κορυφή της διοικητικής ιεραρχίας της Κιβωτού οι σχέσεις ήταν έτοιμες να καταρρεύσουν, καθώς ο Νέιθαν, ο Χάμοντ και ο Χουάν Βιλέγκας ήταν παγιδευμένοι σε ένα τρίγωνο αμοιβαίας α ντιπάθειας. Σε μια αναμενόμενη γ ι' αυτόν απόφαση, ο Νέιθαν δεν είχε κάνει το προφανές, δηλαδή να πετάξει τον Βιλέγκας στη θά λασσα μετά την απόπειρα ανταρσίας στο Νεπάλ. Ο Νέιθαν φαι νόταν να αντιμετωπίζει την προδοσία ως πρόκληση και όχι ως τέρ μα. Ο Βιλέγκας είχε γλυτώσει τη ζωή και τη δουλειά του, αναμφί
518
ΙΤΕΦ ΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
βολα αφού πρώτα είχε δεχτεί κάποια κρυφή, προσωπική ταπείνω ση. Ό μ ω ς η ΛίΧι δεν είχε δει τον Ν έιδαν και τον Βιλέγκας να α νταλλάσσουν ούτε μια κουβέντα από τότε, πέρα από τις τυπικές συζητήσεις στη γέφυρα ή στα «κοινοβούλια». Η Αίλι είχε αρχίσει να πιστεύει πως η Κιβωτός εξέφραζε με τυ πικό τρόπο όλα τα ελαττώματα του Νέιδαν. Πάντα κυνηγούσε το όραμά του ακολουδώντας τις μεγάλες παρορμήσεις του, μα δεν κατόρδωνε ποτέ να σχεδιάσει κάτι ολοκληρωμένο. Το πλοίο δεν είχε ποτέ λειτουργήσει με τον πρακτικό και από πολλές απόψεις δυνατό τρόπο που δα μπορούσε ίσως να το καταστήσει πραγματικά αύταρκες στα χρόνια ή τις δεκαετίες που δα ακολουδούσαν. Κολλημένος σε ένα όνειρο συνέχειας του πολιτισμού, ο Νέιδαν είχε προτιμήσει το στυλ και την εμφάνιση, αφήνοντας τη λειτουργικότητα σε δεύτε ρη μοίρα. Και τώρα να το αποτέλεσμα, εκείνο το γελοίο αντίγραφο του Queen M ary να δεσπόζει πάνω από σχεδίες οι οποίες ζούσαν από τη δάλασσα των σκουπιδιών, τρώγοντας με σταδερό ρυδμό τον ίδιο του τον εαυτό για να παραμείνει ζωντανό, σαν ένα λιμασμένο σώμα που καταβροχδίζει τα ίδια τα εσωτερικά του όργανα. Και καδώς ο κόσμος γινόταν ολοένα πιο επικίνδυνος, καδώς τα υλικά του πλοίου φδείρονταν, το ίδιο φδειρόταν και το ηδικό όσων ήταν στριμωγμένοι επάνω του, περιτριγυρισμένοι από τη βρομιά, τον κίνδυνο και την αχανή δάλασσα... Ένας αλμυρός άνεμος ανάδεψε τα μαλλιά της. Κοίταξε βό ρεια, προς το χαμηλό βαρομετρικό που έμοιαζε με σκοτεινή ταινία στον ορίζοντα. Τα σύννεφα είχαν πράγματι πυκνώσει ακόμα πε ρισσότερο; Σε μια τέτοια περίπτωση... Το τηλέφωνό της ήχησε. Το έβγαλε από τη στολή της και το ά νοιξε. «Πιρς;» «Αίλι, γύρνα αμέσως πίσω!» Ακούσε ένα βαδύ βουητό, ένα μούγκρισμα αφρισμένου νερού. Το κύτος του πλοίου την προσπέρασε και το φουσκωτό της σκα μπανέβασε. Ήταν απίστευτο, μα ενώ η ίδια, τα παιδιά και οι δύτες βρίσκονταν ακόμα στο νερό, οι προπέλες της Κιβωτού είχαν αρ χίσει να γυρίζουν.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
519
«Πιρς! Τι στο διάβολο συμβαίνει; Φταίει η καταιγίδα;» «Δεν είναι αυτό. Άρπαξε τον Μάνκο και ανέβα επάνω, αμέσως! Έχουμε πρόβλημα. Νομίζω...» Μ ια βενζινάκατος την προσπέρασε, γκρίζα σαν τη Θάλασσα. Τα κύματα που προκάλεσε παραλίγο να αναποδογυρίσουν το φουσκω τό. Η Αίλι αναγκάστηκε να γραπωθεί από τα πλαϊνά για να μην πέ σει στη Θάλασσα και το τηλέφωνο της ξέφυγε από τα χέρια. Προ σπάθησε να το πιάσει μέσα στο νερό που πλημμύρισε το φουσκωτό. Η βενζινάκατος έκανε έναν απότομο κύκλο, ψεκάζοντας με αφρούς το σκαρί της Κιβωτού. Στη Αίλι φάνηκε πως άκουσε παιδιά να ουρλιάζουν. Μετά, δύτες βούτηξαν από τη βενζινάκατο στη Θά λασσα, τέσσερις στον αριθμό. Κρατούσαν όπλα, μεγάλους σω λήνες που έμοιαζαν με μπαζούκας. Ένας απ' αυτούς άρχισε να ρί χνει πριν ακόμα βρεΘεί στο νερό και η Αίλι άκουσε σφαίρες να σφυρίζουν ενώ βυθίζονταν. Ο ι δύτες της AxysCorp πάσχιζαν να ανασυνταχθούν και να αντιδράσουν. Η Αίλι είδε μονοπάτια τα ραγμένου νερού, σαν αυτά που θα δημιουργούσαν μικροσκοπικές τορπίλες, να διαπερνούν τα σώματα μερικών δυτών της AxysCorp, οι οποίοι σπαρτάρισαν και πέθαναν χύνοντας κατακόκκινο αίμα. Κάποιοι πυροβολισμοί ακούστηκαν από το πλήρωμα του Νέιθαν που έριχνε από τα καταστρώματα μα, αν δεν τύχαινε να εντοπί σουν κάποιον πειρατή έξω από το νερό, δεν είχαν πολλά περιθώ ρια να τον πετύχουν. Παντού γύρω από το κύτος του πλοίου όλο περισσότερα πει ρατικά σκάφη πλησίαζαν και πλήθος δύτες με τα παράξενα όπλα τους βουτούσαν στο νερό. Η Αίλι απλώς παρακολουθούσε, σαν απόπληκτη από την αιφ νιδιαστική επίθεση και από την αποτελεσματικότητα των όπλων των πειρατών. Ήξερε πως οι τεχνικοί του Ν έιθαν είχαν ασχοληθεί με τα προβλήματα της υποθαλάσσιας μάχης. Μπορούσες, για παρά δειγμα, να στείλεις έναν παλμό πεπιεσμένου αερίου στο νερό και η σφαίρα θα τραβούσε τον αέρα μαζί της, γλιστρώντας ως τον στόχο της. Μπορούσες πάλι να χρησιμοποιήσεις το ίδιο το νερό, στέλνοντας παλμούς υψηλής πίεσης που κινούνταν τόσο δυνατά
520
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ώστε να δημιουργούν σπηλαίωση, όγκους ατμού χαμηλής πίεσης που 8α διαπερνούσαν τη θάλασσα σαν πίδακας από το πιο θανά σιμο νεροπίστολο του κόσμου... Μ α όλα αυτά βρίσκονταν ακόμα σε πειραματικό στάδιο. Ο ι δύτες της AxysCorp δεν είχαν τρόπο να απαντήσουν σε αυτή την επίθεση μη διαθέτοντας κανένα λειτουργικό όπλο εκτός από ψαροντούφεκα, που Θύμιζαν τόξα και βέλη απέναντι σε αρκεβούζια, σαν τους Ίνκας ενάντια στους Ισπανούς. "Εφησυχάσαμε", σκέφτηκε η Λίλι. "Δεν είμαστε αρκετά σκληροί για να ανταγωνιστού με έναν κόσμο θαλάσσιων ρακοσυλλεκτών και τώρα θα πληρώ σουμε το τίμημα". Μετά άκουσε μια κραυγή, μια κραυγή παιδική. Βγήκε αμέσως από το σοκ της. Ήταν η φωνή του Μάνκο. Στο εσωτερικό της περιμέτρου με τις σημαδούρες κι ενώ οι δύ τες μάχονταν στα σύνορά της, τα παιδιά προσπαθούσαν να βγουν από το νερό γραπωμένα από μια ανεμόσκαλα που κάποιοι ναύτες ήδη ανέβαζαν στο κατάστρωμα. Ένα αγόρι τσαλαβουτούσε ακόμα στο νερό, αγωνιζόμενο να φτάσει την ανεμόσκαλα που βρισκόταν πια πολύ ψηλά. Ήταν ο Μάνκο. Δεν φορούσε το σωσίβιό του. Προ φανώς το είχε βγάλει για να μπορεί να βουτάει πιο άνετα. Η Λίλι δεν το σκέφτηκε καθόλου. «Κρατήσου! Έρχομαι!» Έβα λε μπροστά τη μηχανή του φουσκωτού και όρμησε στη θάλασσα, σκορπίζοντας ολόγυρα κομμάτια ζωηρόχρωμων σκουπιδιών. Αν θα κατάφερνε να περάσει από το περίφραγμα με τις σημαδούρες, τότε θα έφτανε στον Μ άνκο και θα τον τραβούσε στο σκάφος. Μ ε τά, αν γλύτωναν, θα μπορούσε να κατευθυνθεί από την άλλη πλευ ρά της Κιβωτού... Η ριπή των σφαιρών κέντησε το φουσκωτό κατά μήκος του. Δί χως δεύτερη σκέψη, η Λ ίλι έπεσε στο νερό, διαπέρασε τη λεπτή κρούστα των σκουπιδιών και βρέθηκε κάτω από την παγωμένη επι φάνεια, με το κεφάλι της γεμάτο από τους θορύβους της θάλασσας. Την άλλη στιγμή χτυπήθηκε. ΑισθάνΘηκε τη σφαίρα να μπαίνει στο πόδι της λίγο πιο πάνω από τον αστράγαλο, να διαπερνά τη σάρκα της και να βγαίνει πάλι τρυπώντας τη στολή. Δεν ήξερε αν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
521
η σφαίρα είχε προελθεί από τους πειρατές ή από τους δικούς της. Το τραύμα δεν την πονούσε. Απλά ένιωσε το μέρος παγωμένο. Κι άλλες σφαίρες διαπέρασαν το φουσκωτό, το οποίο έπλεε σαν σκιά από πάνω της, και έσκισαν το νερό όπως θαλασσοπούλια που δουτούσαν. Η Λίλι βούλιαζε. Αισθάνδηκε το νερό να μπαίνει στ' αφτιά της, το αλάτι να τσούζει τα μάτια της και να εισχωρεί στο στόμα της αλμυρό, ματωμένο. Δεν βρισκόταν πολύ κάτω α ιό την επιφάνεια και το φως ήταν δυνατό. Είδε ένα πλαστικό κύπελ\ο που είχε επάνω του τον λογότυπο κάποιου αναψυκτικού να περι στρέφεται στο νερό μπροστά στο πρόσωπό της, πιο άφθαρτο κι από τις πυραμίδες, άσκοπο και πανέμορφο. Έτρεμε μ' αυτό τον εφιάλ τη από τη στιγμή που είχε πρωτοπλατσουρίσει στο πλημμυρισμένο Λονδίνο, τον εφιάλτη από τον οποίο είχε προσπαθήσει να ξεφύγει ανεβαίνοντας σε βουνά και επιβιβαζόμενη στο αναθεματισμένο κρουαζιερόπλοιο. Τελικά το νερό την είχε αρπάξει, την είχε σκεπά σει και τώρα βυθιζόταν αργά σε έναν αχανή ωκεανό. Μάνκο. Έπρεπε να τον βρει. Τσαλαβούτησε, ρούφηξε νερό, πνί γηκε, έβηξε, ρούφηξε κι άλλο. Αισθάνθηκε κάτι να της καίει το στή θος. Ή ταν νερό στα πνευμόνια της. Χτύπησε χέρια και πόδια προ σπαθώντας να κάνει απλωτές, μα το τραυματισμένο της πόδι την γέμιζε πόνο όταν προσπαθούσε να το κινήσει. Κάτι με έντονο πορτοκαλί χρώμα βρισκόταν μπροστά της - ένα σωσίβιο. Δεν ξεχώριζε πόσο μακριά της ήταν. Άπλωσε το χέρι και το άρπαξε. Την τράβηξε προς τα πάνω σαν αερόστατο. Προσπα θώντας να μην εισπνεύσει νερό ξανά, κοίταξε προς την επιφάνεια αναζητώντας το πλοίο. Διέκρινε αμυδρά τις έλικες που περιστρέ φονταν· έπρεπε να μείνει μακριά τους για να μην την παρασύρουν και την κομματιάσουν. Τελικά βγήκε στην επιφάνεια ξεροκαταπίνοντας και φτύνοντας νε ρό μέσα σε έναν ορυμαγδό από κραυγές, πυροβολισμούς, τον Νέιθαν να ουρλιάζει στον τηλεβόα, το βαθύ βουητό των ελίκων. Τα κύ ματα της σκέπασαν το πρόσωπο και βυθίστηκε ξανά. Μ α ξαναβγήκε στην επιφάνεια βήχοντας και φτύνοντας νερό, ενώ το στήθος της πονούσε. Αυτήν τη φορά έμεινε έξω γραπωμένη από το σωσίβιο.
522
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Είδε την περίβολο με το σκοινί και τις πορτοκαλιές σημαδούρες. Είχε αποκοπεί από το πλοίο. Πέρασε πάνω από το σκοινί, κλο τσώντας το δυνατά παρά τον πόνο στο πόδι της. Είδε ένα κορμί από κάτω της, ένα μικρό σώμα που κατέβαινε χωρίς αντίδραση στα σκοτάδια του βυθού. Θ α έπρεπε να ήταν ο Μάνκο. Βούτηξε πά λι χτυπώντας το νερό με χέρια και πόδια, κυνηγώντας τον. Κατάφερε να περάσει τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του και να φέρει το μικρό του πρόσωπο πάνω στο στήδος της. Το παιδί ήταν άτονο και δεν ανέπνεε. Κλότσησε ξανά ουρλιάζοντας μέσα στο νερό από τον πόνο στο πόδι της, βγάζοντας φυσαλλίδες αέρα. Είδε μια λάμψη βαδιά κάτω από την καρίνα του κρουαζιερόπλοιου. Ή ξερε τι σήμαινε και τι είχε κάνει ο Νέιθαν. Προσπάθη σε να κολυμπήσει πάλι, να απομακρυνθεί. Ύστερα το ωστικό κύμα τη χτύπησε, ένα ασημένιο τείχος που σάρωσε το νερό και την ίδια, ενώ ένας τρομερός θόρυβος δια περνούσε το πονεμένο στήθος της και μετέτρεπε το μυαλό της σε χυλό. Ή ταν η ακουστική νάρκη του Νέιθαν, ένα από τα τελευταία όπλα του ύστατης ανάγκης, μια φούσκα πλάσματος υψηλής πίεσης που δημιουργούσε ένα ισχυρό ωστικό κύμα. Ο καλός γέρο-Νέιθαν ήταν πάντα προνοητικός. Ο Θόρυβος συνεχιζόταν ακατάπαυστα σαν μυκηθμός δεινοσαύρου. "Κολύμπα και κράτα τον Μ άνκο! Κολύμπα, κολύμπα, κολύ μπα..." Βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Ρούφηξε σπασμωδικά τον αέρα, το αλμυρό νερό μπήκε στα μάτια της κι ένα θανατερό κρύο απλώθη κε στο πόδι της. Περιτριγυριζόταν από σκουπίδια, πλεούμενα, κάτι που έμοιαζαν με πτώματα, καθώς και σακουλάκια από τσιπς, προφυλακτικά και πάνες. Η Κιβωτός απομακρυνόταν σαν γκρίζο σύννεφο. Λίγο πιο μα κριά πολλές βενζινάκατοι μούγκριζαν, γρήγορες και θανάσιμες. Πίσω από όλα μαζευόταν το χαμηλό βαρομετρικό της καταιγίδας. Είδε βάρκες να απομακρύνονται απ' αυτό, σαν νιφάδες σκουπιδιών στο ταραγμένο νερό μιας λιμνούλας. Αισθάνθηκε μια επιθυμία να γελάσει. Αν δεν τη σκότωναν οι κακοί, θα τη σκότωνε η καταιγίδα.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
523
Ένα νέο κύμα τη χτύπησε από τα δεξιά. Βγήκε ξανά στην επιφάνεια βήχοντας, σφίγγοντας ανήμπορα τον Μάνκο στο στήθος της. Και τότε κατάλαβε πως υπήρχε μια καινούργια μορφή στη θά λασσα μαζί της: ένα πελώριο μαύρο πτερύγιο όπως αυτό κάποιου καρχαρία, με νερά που κυλούσαν από πάνω του. Μ α δεν ήταν πτε ρύγιο. Ή ταν πυργίσκος υποβρυχίου. Άνθρωποι βγήκαν από τη μπουκαπόρτα και στάθηκαν πίσω από ένα παραπέτασμα πλεξιγκλάς. Ένας απ' αυτούς έγνεψε και μια ενισχυμένη από μεγάφωνο φωνή ακούστηκε να λέει: «Γεια σου, Αίλι. Τι εμφάνιση κάνω, ε; Αυτό είναι που λένε, οπό μηχανής δεός, έτσι δεν είναι;» Αναγνώρισε αμέσως την αργόσυρτη προφορά. Ή ταν η Θάντι Τζόουνς. Ο κόσμος αναδιπλώθηκε, χάθηκε, και η Λίλι βυθίστηκε σ' ένα σκοτάδι βαθύτερο από εκείνο της θάλασσας.
84 ΙΟΥΝΙΟΣ 2038 Η Λίλι συνήλθε σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου. Ό λ α της ήταν γνώριμα, το κρεβάτι, η επίπλωση, τα ιατρικά όρ γανα, το συνηθισμένο ιατρικό περιβάλλον. Μ όνο που οι τοίχοι ήταν χαλύβδινοι. Τα ταλαιπωρημένα βιβλία τσέπης στο ράφι πλάι στο κρεβάτι της κρατιόντουσαν στη θέση τους με έναν ξύλινο πήχη. Ακουγόταν κάποιο σταθερό βουητό σαν από τεράστιες μηχανές. Δεν ήταν σίγουρη για το πού βρισκόταν, μα ένιωθε μια αόρι στη ασφάλεια. Βυθίστηκε ξανά σε λήθαργο. Ό τα ν συνήλθε και πάλι, ανακάλυψε πως είχε από πάνω της έναν
524
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στρατιωτικό γιατρό με μπλε στολή. «Καλωσόρισες στο πυρηνικό υποβρύχιο Νιού Τζίροι», της είπε. Ή ταν γύρω στα πενήντα, ένας παχουλός, χαμογελαστός άνδρας που είχε μια έντονη τεξανική προ φορά και της δημιουργούσε αίσθηση σιγουριάς. Της είπε πως την είχαν σε ένα είδος ατομικού θαλάμου. «Κοίτα, δεν είναι τίποτα πε ρισσότερο από μια αποθήκη. Κοιμόμαστε ανά εννιά σ' αυτό το πλοίο. Πίστεψέ με, δεν θα ήθελες με τίποτα να αναρρώνεις μαζί με μια παρέα στρατιωτικών που ροχαλίζουν σαν βόδια». «Ο Μ άνκο...» Η φωνή της ήταν ένας βραχνός ψίθυρος. «Ο μικρός; Είναι μια χαρά. Πολύ καλύτερα από σένα, μάλιστα! Ξεκουράσου τώρα». Την επόμενη φορά που συνήλθε, η Θάντι Τζόουνς βρισκόταν από πάνω της. Στα πενήντα της η Θάντι ήταν ακόμα μια λεπτή, ψηλή, όμορφη γυναίκα, με τα γκριζαρισμένα μαλλιά της μακριά και δεμένα πίσω σε κότσο. Φορούσε μπλε φόρμα και αθλητικά παπούτσια όπως κι ο στρατιωτικός γιατρός· φαινόταν πως αυτή ήταν η συνηθισμένη στολή εκεί μέσα. Έσκυψε πάνω από την κουκέτα της Λίλι και την έσφιξε στην α γκαλιά της. «Γεια!» «Είμαστε σε υποβρύχιο, σωστά;» «Ναι. Και μάλλον είναι καλύτερο από το Τεργέστη, δεν νομίζεις;» «Ο καφές, πάντως, δεν είναι καλύτερος», ψιθύρισε η Λίλι. Η Θάντι γέλασε. Η Λίλι λαχταρούσε να τη ρωτήσει για την Κιβωτό Ένα, ό,τι κι αν είχε συμβεί, καθώς και για τα μυστηριώδη λόγια του Σάντζεϊ που συνέδεαν τη Θάντι μαζί της και που βασάνιζαν το μυαλό της Λίλι εδώ και χρόνια. Δεν είχε θελήσει να το συζητήσει μέσω ασυρμά του. Τώρα, είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μ α η Θ άντι επέμενε πως η Λ ίλι έπρεπε να ξεκουραστεί. «Ο γιατρός λέει πως το πρόβλημά σου δεν είναι μόνο η σφαίρα, αν και προκάλεσε ένα διαμπερές τραύμα, ούτε το γεγονός πως κόντε ψες να πνιγείς. Είναι που έχεις περάσει τα εξήντα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
525
«Δεν είσαι κι εσύ κανένα ξεπεταρούδι». «Ο γιατρός Μ όρτον λέει πως έπαδες εξάντληση. Έχεις καταρρεύσει σωματικά, Α ίλι. Μ άλλον η δουλειά πλάι στον Ν έιδαν Λάμοκσον παραείναι σκληρή». Μέσα στην ηρεμία του υποβρυχίου που τη διέκοπτε μόνο το σταδερό βουητό των μηχανών, κάτω από το φως του φδορίου, η Α ίλι έφερε στον νου της την Κιβωτό Τρία, τη μόνιμα τεταμένη ατμόσφαιρα μεταξύ των αρχηγών, την αργή φδορά ολόκληρου του πλοίου, την ολοένα αυξανόμενη αίσδηση πως ήταν όλοι τους παγιδευμένοι σε μια κρουαζιέρα προς το πουδενά. «Σκληρή;.. Ναι, μάλλον αυτό είναι». «Κοίτα, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς. Επικοινωνήσαμε με τον Νέιδαν. Του είπαμε πως είσαι καλά - το ίδιο καλά είναι και η Κιβωτός, αν δες να ξέρεις. Ο Νέιδαν λέει πως απώδησαν τους πει ρατές χωρίς ιδιαίτερες απώλειες». «Ο Ν έιδαν σίγουρα δα ισχυριζόταν κάτι τέτοιο, ό,τι κι αν δα συνέβαινε». «Σε κάδε περίπτωση, εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα τώρα πια. Δεν στάδηκε δυνατόν να σε πάμε πίσω στην Κιβωτό, γιατί επι κράτησε ένα χάος μετά την πειρατική επίδεση και την καταιγίδα. Ακολουδούμε τη πορεία μας και δα περάσει κάμποσος χρόνος πριν διασταυρωδούμε ξανά με τη ρότα της Κιβωτού». «Κάμποσος; Δηλαδή πόσον καιρό ήμουν αναίσδητη;.. Η Κρίστι! Η ανιψιό μου. Η μητέρα του Μάνκο! Πρέπει να της μιλήσω». «Θα το κανονίσω. Πάντως, ξέρει πως ο Μάνκο είναι καλά· την ενημέρωσε ο Νέιδαν. Για την ώρα, λοιπόν, απλώς ηρέμησε». Η Θάντι σηκώδηκε και κινήδηκε προς την πόρτα. «Κοιμήσου, διάβα σε, ανάρρωσε, δες τηλεόραση. Δεν δα σου λείψει τίποτα. Ένα πυ ρηνικό υποβρύχιο, βέβαια, δεν είναι και το πιο συναρπαστικό μέ ρος στον κόσμο!» «Φρόντισε τον Μ άνκο για λογαριασμό μου!» Η Θάντι χαμογέλασε πλατιά. «Εντάξει - όχι δηλαδή πως το χρειάζεται».
526
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Αίλι έχασε τον λογαριασμό των ημερών που πέρασε σε ημιληθαργική κατάσταση. Προσπάθησε να παρακολουθήσει τηλεόραση στη μεγάλη οθό νη πλάσματος που υπήρχε στην καμπίνα της. Σύνέχιζε όμως να μην αντέχει τις παλιές ταινίες. Το πλήρωμα μετέδιδε διαρκώς σκηνές από τη ζωή του υποβρυχίου σε ένα είδος κλειστού εσωτερικού κυ κλώματος κι εκεί μπορούσες να τους δεις να ασχολούνται με την πάλη ή το πόκερ, να διαβάζουν τα ημερολόγιά τους ή να χαζεύουν κόμιξ και εικονογραφημένα. Τα περισσότερα απ' αυτά που έκαναν, έμοιαζαν να είναι παρεϊστικα αστεία ενός πληρώματος που απο τελούνταν κυρίως από μεσόκοπους άνδρες, οι οποίοι γνωρίζονταν πολύ καλά μεταξύ τους και λάβαιναν ελάχιστα νέα από τον έξω κόσμο. Για τη Λίλι, δεν σήμαιναν τίποτα. Δοκίμασε να διαβάσει τα βιβλία που βρίσκονταν στο ράφι πά νω από το κρεβάτι της. Ήταν κυρίως μυθιστορήματα, κιτρινισμένες εκδόσεις τσέπης. Η σύγχρονη μυθοπλασία δεν της έλεγε τίποτα, αφού «σύγχρονη» σήμαινε την περίοδο πριν από την πλημμύρα και κάθε υπόθεση που γινόταν εκεί για τον κόσμο είχε αποδειχτεί λαν θασμένη. Βρήκε πάντως μερικά ιστορικά μυθιστορήματα αναφερόμενα σε κόσμους οι οποίοι είχαν χαθεί πολύ πριν τον δικό της, καθώς και παλιότερα «κλασικά» έργα. Υπήρχαν τα άπαντα του Ντίκενς και για λίγο η Λίλι χάθηκε μέσα στις περίπλοκες ιστορίες μιας χαμένης Αγγλίας. Υπήρχε επίσης μια αστρονομική εφημερίδα, δηλαδή πίνακες με τις πορείες των άστρων και τις εκλείψεις μέχρι το τέλος του αιώνα. Βιβλίο για ναυτικούς. Μερικές φορές έβρισκε την άσκοπη ουράνια ακρίβεια των αστρονομικών πινάκων πιο παρηγορητική ακόμα κι από τον Ντίκενς. Ο ι μηχανές δονούνταν και τα φώτα ποτέ δεν τρεμόσβηναν. Α ι σθανόταν προστατευμένη. Κάποτε-κάποτε ένιωθε στον λήθαργο της την κουκέτα της να γέρνει, καθώς το υποβρύχιο έκανε τους ελιγ μούς του. Αυτός ήταν κι ο λόγος για τον ξύλινο πήχη μπροστά στο ράφι με τα βιβλία. Ο Μάνκο την επισκέφθηκε. Όπως αποδείχτηκε, τις πρώτες μέ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
527
ρες μετά τη διάσωσή τους είχε μείνει κοντά στην κοιμισμένη ΛίΧι. Μετά από τόσον καιρό μέσα στην Κιβωτό τα καινούργια πρόσωπα τον τρόμαζαν κι έτσι έμενε προσκολλημένος στο μόνο γνώριμο. Ο ι γιατροί το αποδέχτηκαν τούτο κι έβαλαν ένα ράντζο γ ι' αυτόν στο δωμάτιο της Λίλι, εγκαθιστώντας ακόμα και μια μικρή χημική τουαλέτα ώστε να μη χρειάζεται να βγαίνει έξω τη νύχτα. Μ α σύντομα άρχισε να κυκλοφορεί. Κατά βάθος, δεν τον ενο χλούσε καδόλου που βρισκόταν μέσα σε υποβρύχιο. Λόγω της Κι βωτού, είχε συνηθίσει να ζει σε ένα περιβάλλον με μηχανές στη μέ ση της θάλασσας. Έπιασε φιλίες με το πλήρωμα. Του βρήκαν μια παιδική μπλε φόρμα και του έδωσαν ένα κόκκινο καπέλο του μπέιζμπολ με το σήμα του υποβρυχίου για να φοράει. Η Αίλι έμαθε πως μόνο ο καπετάνιος είχε κανονικά το δικαίωμα στο μεγαλείο ενός κόκκινο καπέλου, άρα το δώρο αποτελούσε μεγάλη τιμή. Μετά από μια περίπου εβδομάδα, οι γιατροί επέτρεψαν στη Λίλι να βγει από το κλουβί της. Της έδωσαν αθλητικά παπούτσια και μπλε φόρμα και η Θάντι άρχισε να την παίρνει μαζί της σε ήπιους περιπάτους. Το εσωτερικό του υποβρυχίου ήταν γεμάτο διαδρόμους, έντονα φωτισμένους από λάμπες φθορισμού. Η καμπύλη των τοιχωμάτων που ήταν φτιαγμένα για να αντέχουν την πίεση, ήταν εμφανής. Η οροφή ήταν ένα συνονθύλευμα από αγωγούς, σωλήνες και καλώ δια, ενώ οι τοίχοι ήταν γεμάτοι με πίνακες οργάνων. Επρόκειτο για θορυβώδες μέρος και οι φωνές του πληρώματος αντηχούσαν στους χαλύβδινους τοίχους παρ' ότι σκεπάζονταν από τις κραυγές ενός συστήματος μεγαφώνων, τα οποία μετέδιδαν εντολές ως επί το πλείστον ακατανόητες για τη Λίλι. Της προκάλεσε έκπληξη το γε γονός πως οι περισσότερες πόρτες ήταν ορθογώνιες και έμοιαζαν συνηθισμένες, σε αντίθεση με τις καμπυλωτές μπουκαπόρτες με τα χερούλια-τροχούς που έβλεπε μικρή στα κινηματογραφικά έργα με υποβρύχια. Η Θάντι της είπε πως υπήρχαν μονάχα μια-δυο υδατο στεγείς πόρτες μέσα στο σκάφος, οι οποίες χώριζαν μεγάλα τμή ματα του υποβρυχίου, μα κι αυτές ήταν κυκλικές και όχι ωοειδείς. Το Νιου Τζέρσι είχε μήκος εκατόν εβδομήντα πόδια και πλάτος
528
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σαράντα δύο -το Πολεμικό Ν αυτικό των ΗΠΑ χρησιμοποιούσε ακόμα πόδια και ίντσες-, ήταν δηλαδή ένα μεγάλο υποβρύχιο, μα μπορούσες να περπατήσεις από τη μια άκρη του μέχρι την άλλη μέσα σε μερικά λεπτά. Παρά το καλλιτεχνικό βάψιμο των χώρων, επικρατούσε μια συνεχής αίσθηση κλειστοφοβίας και δεν μπορού σες στιγμή να ξεχάσεις πως βρισκόσουν στα σωθικά μιας μηχανής. «Ελπίζω ο Μάνκο να μη σας δημιουργεί προβλήματα». «Οι άνδρες είναι ενθουσιασμένοι μαζί του». «Το υποθέτω. Είναι όμως συνηθισμένος στην άπλα της Κιβωτού. Και πέφτει για κολύμπι κάθε φορά που σταματάμε. Θ α πρέπει να χτυπιέται μέσα σ' αυτό το κονσερβοκούτι, σαν σφήκα σε γυάλινο βάζο». Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Μην ανησυχείς γ ι' αυτό. Υπάρ χουν χώροι άθλησης. Μηχανήματα ασκήσεων όπως διάδρομοι και ποδήλατα, συστήματα εικονικής πραγματικότητας όπου μπορείς να παίξεις τένις κ.λπ.. Ό λ ο ι αυτοί εδώ τον έχουν εξαντλήσει στο παιχνίδι. Πρέπει να σε ενημερώσω πως από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη γέφυρα, ζητάει συνεχώς να τον αφήσουν να οδη γήσει το σκάφος. Το τιμόνι είναι γ ι' αυτόν ένα τζόιστικ, όπως στα ηλεκτρονικά παιχνίδια». «Θα μας έβαζε να πηδάμε έξω από το νερό όπως οι σολομοί, αν του δινόταν η ευκαιρία». Η Θάντι γέλασε. «Υπάρχουν εξομοιωτές, ένα μεγάλο εκπαιδευ τικό πρόγραμμα στην αίθουσα ψυχαγωγίας. Τον αφήνουμε να ασχολείται εκεί. Μην ανησυχείς γ ι' αυτόν. Ο κυβερνήτης μου είπε πως Θα φροντίσει προσωπικά ώστε ο Μάνκο να περάσει καλά». «Ευχαρίστησέ τον εκ μέρους μου». Η Θάντι της είπε πως τούτο ήταν ένα υποβρύχιο τύπου Οχάιο, το οποίο είχε ναυπηγηθεί πολύ πριν από τον κατακλυσμό. Αρχικά μετέφερε πυρηνικούς πυραύλους Trident και μετά είχε μετασκευα στεί σε τύπο SSGN, με σκοπό να εκτοξεύει τηλεκατευθυνόμενους πυραύλους και άλλα συμβατικά όπλα: πυραύλους Tomahawk, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, διάφορα συστήματα ανίχνευσης. Τα πυρηνικά υποβρύχια, σχεδιασμένα για ταξίδια που θα κρα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
529
τούσαν μήνες με ελάχιστο ανεφοδιασμό και επισκευές, συνέχιζαν να περιπολούν στον κόσμο. Συνήθως χρησίμευαν στο να διατηρεί ται επαφή με τις διάσπαρτες κοινότητες που αποτελούσαν τα τελευ ταία καταφύγια της ανθρωπότητας - και να προστατεύουν τα συμ φέροντα τον ΗΠΑ. Τα υποβρύχια ήταν εξοπλισμένα, μερικά από αυ τά μετέφεραν ακόμα πυρηνικές κεφαλές και το πλήρωμα είχε ενερ γό δράση, κυρίως συνοδεύοντας νηοπομπές ή απωθώντας από πειρες βίαιης απόβασης στην ακτογραμμή των ΗΠΑ. Αλλά οι πι θανότεροι εχθροί βρίσκονταν μακριά από τα απομεινάρια των η πειρωτικών ΗΠΑ και η κυβέρνηση του Ντένβερ σπάνια επενέβαινε σε διαμάχες τρίτων. Ο ι μέρες κατά τις οποίες οι ΗΠΑ φέρονΓαν ως παγκόσμιος αστυνόμος είχαν περάσει προ πολλού. Τα υποβρύχια χρησίμευαν επίσης σαν πλωτά εργαστήρια για επιστήμονες όπως η Θάντι, για ωκεανογράφους, κλιματολόγους και βιολόγους, οι οποίοι μελετούσαν έναν κόσμο που άλλαζε γορ γά - ακόμα και για ιστορικούς ή ανθρωπολόγους που κατέγραοαν τη μοίρα των λειψάνων της ανθρωπότητας. «Την καταγράφουν, για να βρουν ποιοι την καταγραφή;» μού γκρισε η Λίλι. «Δεν κάνουμε ποτέ τέτοιου είδους ερωτήσεις». Το πλήρωμα ήταν εκατόν σαράντα ναύτες και δεκαπέντε αξιω ματικοί, όλοι άνδρες, κι υπήρχαν επίσης μια χούφτα επιβάτες, άνδρες και γυναίκες, που οι περισσότεροι ήταν επιστήμονες όπως η Θάντι. Ό λ ο ι φορούσαν την ομοιόμορφη μπλε φόρμα και τα μα λακά αθλητικά παπούτσια, μόνο που οι αξιωματικοί φορούσαν χα κί ζώνες αντί για μαύρες και είχαν διάσημα του βαθμού τους ατα πέτα τους. Ο ι περισσότεροι φορούσαν καπέλα του μπέιζμπολ, ξε θωριασμένα ενθύμια ομάδων που είχαν προ πολλού διαλυθεί. Η παράδοση απαιτούσε οι ναύτες σε ένα τέτοιο σκάφος vc εί ναι νέοι, μα στο Νιου Τζέρσι λίγοι είχαν ηλικία κάτω από τριάντα, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος να είναι τα σαράντα πέντε με πενή ντα χρόνια. Η Θάντι είπε πως η στρατολόγηση στο πολεμικό ναυ τικό είχε μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Καθώς τα πλοία και τα υπο βρύχια πλησίαζαν στο τέλος του λειτουργικού τους βίου, το ναυ
530
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τικό απλώς κρατούσε τους άνδρες μέχρι να συνταξιοδοτηθούν μα ζί με τα σκάφη τους. Μ α κι οι ίδιοι οι άνδρες δεν ήθελαν να ζουν πουθενά αλλού· πού θα έβρισκαν πάνω στη Γη, άλλωστε, καλύτε ρο περιβάλλον από εκείνο; Το σκάφος (ραινόταν στενόχωρο για τη Λίλι, μα ήταν αρκετά ευρύχωρο για να επικρατεί μια τυπική ευγένεια· καθώς αυτή και η Θάντι περνούσαν, οι άνδρες, χαμογελώντας, τους έκαναν χώρο να περάσουν. Ό λ α ήταν άψογα καθαρά και καλά φωτισμένα. Μ ια κι όλοι φορούσαν την ίδια μπλε φόρμα κι όλοι είχαν περίπου την ίδια ηλικία, το περιβάλλον ήταν κάπως αλλόκοτο, σαν να βρί σκονταν σε κάποιο νοσοκομείο ή ίδρυμα. Καθώς περπατούσαν στους διαδρόμους και η Λίλι ξανάβρισκε αργά τις δυνάμεις της, κι ενώ έφευγε ο πόνος από το πόδι της που γιατρευόταν, άρχισαν να μιλούν η κάθε μια για τη ζωή της όπως είχε εκτυλιχτεί μετά την τελευταία τους συνάντηση. Η Θάντι πάντα προσπαθούσε να διατηρεί επαφή με όσους γνώ ριζε τον παλιό καιρό, το ολοένα και συρρικνούμενο δίκτυο των επι στημόνων, συμπεριλαμβανομένου και του Γκάρι Μπόιλ ο οποίος άντεχε ακόμα στις Άνδεις, καθώς και με την κοινότητα της Κιβω τού του Νέιθαν. Ό τα ν η Θάντι είχε προσέξει πως η πορεία του Νιου Τζέρσι επρόκειτο να διασταυρωθεί με εκείνη της Κιβωτού, είχε πείσει τον κυβερνήτη να κάνει μια μικρή παράκαμψη· η Κιβωτός ήταν ένα αρκετά σημαντικό σκάφος και ενδιέφερε την κυβέρνηση του Ντένβερ. Δεν ήταν λοιπόν σύμπτωση που η Θάντι και το υπο βρύχιο είχαν εμφανιστεί την ώρα που εμφανίστηκαν, μα σίγουρα ήταν μεγάλη τύχη για τη Λίλι. Η Θάντι άκουσε τις διηγήσεις της Λίλι σχετικά με το ταξίδι της Κιβωτού, τις πλωτές κοινότητες των γέρικων σκαφών και των μισοδιαλυμένων σχεδιών, καθώς και ό,τι ήξερε για το κτηνώδες κα θεστώς του Θιβέτ. Την ενθάρρυνε να τις επαναλάβει στους ανθρω πολόγους που βρίσκονταν στο υποβρύχιο. «Τα πράγματα πάνε τώρα καλύτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεγάλο μέρος της Γιούτα έχει πια πλημμυρίσει κι έτσι οι Μορμόνοι βγήκαν από τη μέση. Υπάρχει βέβαια ακόμα η αδυσώπητη πίεση
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
531
των προσφύγων από τα χαμηλότερα υψόμετρα, που προσπαθούν να φτάσουν στα τελευταία απομεινάρια ψηλού εδάφους. «Δεν είναι δυνατόν να τους δεχτείτε όλους». «Ό χι, αυτό δεν γίνεται. Δεν έχουμε ακόμα καταπέσει στον βαρβαρισμό του Θιβέτ, πάντως ασκούμε πολύ αυστηρό έλεγχο στα σύ νορά μας, Αίλι. Παίρνουμε τους γιατρούς, τους μηχανικούς και άλ λους τέτοιους, αν έχουν κάποιον τρόπο να αποδείξουν τα προσόντα τους - μα κι αυτοί σπανίζουν πια αφού τα πανεπιστήμια έχουν κλεί σει πριν από τόσον καιρό. Τους άλλους τους διώχνουμε». «Πόσο μπορεί να κρατήσει; Ακόμα και το Ντένβερ 8α σκεπα στεί τελικά από τα νερά». «Είναι κάτι για το οποίο αποφεύγουμε να συζητάμε. Ίσως όμως να μην φτάσουμε ως εκεί, τουλάχιστον όλοι μας». Η Αίλι γύρισε και την κοίταξε. «Ο Σάντζεϊ είχε πει κάτι για μια
Κιβωτό Ένα». Η Θάντι έγνεψε. «Του είπα να σε ενημερώσει, εφόσον μπορού σε. Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να σου στείλω τέτοια νέα μέσω του Νέιδαν... Ό τα ν βρίσκομαι στο Ντένβερ, συνεχώς ακούω φή μες για κάποιο πρόγραμμα της ύστατης στιγμής. Τις αποκαλούν Κι βωτούς. Υποτίδεται πως είναι ένα άκρως απόρρητο πρόγραμμα, αλλά διαρρέουν πληροφορίες γιατί μιλάνε οι μηχανικοί και οι επι στήμονες που εργάζονται σ' αυτό. Κάποτε είχε αναμειχδεί σε τού το και ο Νέιδαν». «Έτσι εξηγείται η ονομασία Κιβωτός Τρία». «Ν αι. Νομίζω πως ξεκίνησε σαν μια πρωτοβουλία των υπερπλουσίων, από μέλη ενός παγκόσμιου δικτύου που αναζητούσαν φιλόδοξες λύσεις στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας ώστε να σώ σουν τα τομάρια τους. Μοιράζονταν ιδέες, επιστήμονες, πόρους. Η κυβέρνηση του Ντένβερ έχει αναλάβει από καιρό τις επιχειρήσεις τους στο έδαφος των ΗΠΑ και το πρόγραμμα συνεχίζεται. Έτσι α κούω, τουλάχιστον». «Τι είναι λοιπόν η Κιβωτός Ένα;» «Δεν ξέρω. Ό ,τι κι αν κάνουν στο Ντένβερ, πάντως, καλό δα είναι να τα πάει πιο καλά μακροπρόδεσμα από τα προγράμματα
532
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
του Νέιθαν Λάμοκσον. Θυμήθηκα την υπόσχεσή σου στους άλ λους όμηρους της ομάδας σου και στην κόρη της Έλεν Γκρέι. Ο Γκάρι έδωσε την ίδια υπόσχεση». «Ναι, η Γκρέις. Βρίσκεται στην Κιβωτό Τρίο». «Δεν έχω ιδέα πώς δα βάλεις την Γκρέις στην Κιβωτό Ένα, ό,τι κι αν είναι αυτή. Ίσως όμως δα μπορούσα να διερευνήσω το ζήτη μα. Έχω γνωριμίες στο Ντένβερ». Η Αίλι κράτησε την ανάσα της επιλέγοντας τα λόγια της προ σεχτικά, μη θέλοντας να σβήσει εκείνη την τρεμάμενη φλόγα ελ πίδας. «Θα είναι μεγάλη πρόκληση». «Μου αρέσουν οι προκλήσεις». Πέρασαν μέρες. Η Αίλι δεν ήταν σίγουρη αν ήταν ξύπνια ή αν ο νειρευόταν. Ανακάλυψε πως διάβαζε κείμενα του Ντίκενς μέχρι που κάποια φράση ή αξιομνημόνευτη εικόνα τής θύμιζε κάτι, οπότε κα ταλάβαινε πως είχε διαβάσει την ίδια σελίδα και την προηγούμενη μέρα. Σταδιακά όμως, μέρα με τη μέρα, αισθανόταν πιο δυνατή στο μυαλό όσο και στο σώμα. Μ όλις άρχισε να νιώθει νευρικότητα, η Θάντι την προσκάλεσε να δει από κοντά τον τόπο της δουλειάς της. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο επιστημονικό εργαστήριο, σε ένα κομ μάτι του χώρου για τους πυραύλους. Υπήρχε ένα καλά εξοπλισμέ νο εργαστήριο βιολογίας με γυάλινα δοχεία και σωλήνες, σωλη νάκια και ηλεκτρονικές συσκευές που η Αίλι δεν αναγνώριζε. Στο τμήμα για τη γεωλογία και την υδρολογία ήταν αποθηκευμένοι μι κροί πυρήνες του θαλάσσιου βυθού, καθώς και μικροσκοπικά δείγ ματα θαλασσινού νερού από τους ωκεανούς που συνεχώς άλλα ζαν, όλα τακτοποιημένα σε ράφια. Η Α ίλι Θυμήθηκε τότε που πή γε με τη Θάντι στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσει εκείνη στην επι τροπή IPCC τα στοιχεία που είχε συγκεντρώσει, μια επίσκεψη που έγινε πριν από είκοσι ολόκληρα χρόνια. Το καμάρι όλων ήταν ο χώρος παρατηρήσεων σε ώρα ταξιδιού, ένα δωμάτιο χωρισμένο με παραπέτασμα και φωτισμένο μόνο από χαμηλό κόκκινο φωτισμό. Ό σ ο ι δούλευαν εκεί μέσα σε σχεδόν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
533
απόλυτη σιωπή, ήταν κυρίως επιστήμονες, βοηδούμενοι από κά ποιους ειδικευμένους του πληρώματος, για παράδειγμα χειριστές σόναρ. Ήταν μεσόκοποι άνδρες κι όλοι γύρισαν να κοιτάξουν μό λις η Λίλι και η Θάντι μπήκαν μέσα, ενοχλημένοι από το φως που ήρθε μαζί τους. Ύστερα ξανάπιασαν τη δουλειά τους, η οποία aqx> ρούσε την παρακολούθηση των οθονών και παρατηρήσεις που γί νονταν είτε προφορικά σε μικρόφωνα, είτε σε σημειωματάρια φτιαγμένα από χαρτί θαλασσινών κελυφών παραγωγής της Κιβω τού, όπως είδε η Λίλι με μεγάλη ευχαρίστηση αλλά και έκπληξη. «Επιτέλους», είπε με έναν ψίθυρο. «Κόκκινα φώτα, ήχοι από σό ναρ, τύποι σκυμμένοι πάνω από οθόνες! Τέτοια ήθελα να δω. Ό πως στο Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη». «Σκάσε και πρόσεξε! Το υποβρύχιο διαθέτει τους απαραίτητους αισθητήρες». Η Θάντι έδειξε οθόνες που έγραφαν BQQ-6, BQR-19, BQS-13. «Είναι ενεργά σόναρ τοποθετημένα στην πλώρη και μη χανισμοί πλοήγησης. Για τα συγκεκριμένα ταξίδια, αυτά ενισχιίονται από ακόμα πιο εξελιγμένα επιστημονικά όργανα. Έχουμε επί σης εξοπλισμό που έλκουμε πίσω μας, ρομποτικά οχήματα, ενώ στην επιφάνεια μας ακολουθούν διάφορα σκάφη και ΜΕΑ». Η Λίλι υπέθεσε τι σήμαινε το τελευταίο ακρωνύμιο: «Μη Επαν δρωμένα Αεροσκάφη». «Ναι. Διαθέτουμε προγράμματα για τη μέτρηση της πίεσης, της θερμοκρασίας, της πυκνότητας και των χημικών ουσιών, την δυ νατότητα καταγραφής σε διάφορα μήκη κύματος, επίσης έχουμε ρα ντάρ και σύνδεση με το δορυφορικό δίκτυο πλοήγησης που υπάρ χει ακόμα. Μπορούμε να συνθέσουμε μια πολύ καλή εικόνα του περιβάλλοντος. Κοίτα αυτό!» Έδειξε μια οθόνη που παρουσίοζε κάτι σαν χάρτη με τεχνητά χρώματα, ένα αρχιπέλαγος διάσπαρ των νησιών μεσ' στον τεράστιο ωκεανό. Ένα μικρό πράσινο φως που αναβόσβηνε, δήλωνε τη θέση του Νιου Τζέροι, όπως υπέθετε η Λίλι. «Αυτό σ' έφερα να δεις. Το βυθισμένο τοπίο. Σκέφτηκα πως θα σ' ενδιέφερε». «Γιατί; Πού βρισκόμαστε;» «Στη Βρετανία».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
534
85 Η Θάντι έδειξε στη Λίλι ένα κάθισμα και της έδωσε καφέ σε πορσελάνινο φλιτζάνι. Ό ,τι είχε απομείνει από τη Βρετανία ήταν μερικά σκόρπια νησιά εκεί όπου κάποτε βρισκόταν η Σκοτία - οι κορυφές των βυθισμένων βουνών της. «Το Μπεν Νέβις ξεπροβάλλει ακόμα από τη θάλασσα. Η Αγγλία έχει προ πολλού χαθεί όπως και όλη η Ο υαλία - ακόμα και το Σνόουντον βρίσκεται πια σε καμιά διακοσαριά μέτρα βάθος». «Η Βρετανία; Αλλά εσείς με περιμαζέψατε στον Ειρηνικό. Ποια είναι η ταχύτητα του υποβρυχίου;» «Κάπου είκοσι κόμβους σε κανονικό ρυθμό». «Μα πόσον καιρό έσερνα τα πόδια μου σαν ζόμπι;» «Περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι. Ρώτα τον γιατρό...» Κοίταξαν πάνω από τους ώμους των χειριστών τις οθόνες, που έδειχναν εξωτερικές εικόνες μέσω καμερών τοποθετημένων γύρω από το κύτος. Το νερό ήταν θολό, γεμάτο από επιπλέοντα κομματά κια τα οποία κάποιες στιγμές έλαμπαν με έντονα, αφύσικα χρώματα, άφθαρτα πλαστικά σκουπίδια που γέμιζαν τη θάλασσα. Ήταν ακό μα πρωί, ο ήλιος βρισκόταν ψηλά και τα σωματίδια στο νερό αντα νακλούσαν το φως, δημιουργώντας μακριές ακτίνες που έμοιαζαν να παιχνιδίζουν στο εσωτερικό ενός πελώριου καθεδρικού ναού. Ήταν πανέμορφες, καθώς οι οθόνες του σκάφους τις απεικόνιζαν με τα αληθινά τους χρώματα στο φόντο του ωκεάνιου, βαθιού μπλε. Ακόμα πιο μακριά, τόσο ώστε μόλις ήταν ορατή, η Λίλι διέκρινε μια λοφοπλαγιά με ίχνη ορθογωνίων γραμμών που ίσως κάποτε ήταν όρια χωραφιών, καθώς και ογκώδη κτήρια δίχως στέγες. «Αυτό το ονομάζουμε ζώνη φωτός», είπε η Θάντι. «Πρόκειται για τα ανώτερα θαλάσσια στρώματα. Το νερό δεν είναι και τόσο δια φανές· το ενενήντα εννιά τοις εκατό του ηλιακού φωτός σταματά μόλις στα εκατόν πενήντα μέτρα βάθος. Από κει και πέρα επικρα τεί μόνιμο σκοτάδι».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
535
«Μα ο κατακλυσμός έχει ανεβάσει τη στάθμη ένα χιλιόμετρο». «Και κάτι παραπάνω». «Άρα το μεγαλύτερο μέρος της Βρετανίας δεν είναι απλά βυ θισμένο, αλλά βρίσκεται στο σκοτάδι». «Έχει καμιά διαφορά;» ρώτησε η Θάντι ευγενικά. Μ ια μορφή πέρασε αστραπιαία μπροστά από το οπτικό πεδίο κάποιας οδόνης, κάνοντας τον χειριστή να τιναχτεί προς τα πίσω. «Τι ήταν αυτό, φώκια;» ρώτησε η Αίλι. «Ό χι... Μπίλι, μπορείς να το ξαναδείξεις σε αργή κίνηση;» Αποδείχτηκε πως ήταν ένα παιδί, ένα αγόρι που φορούσε μο νάχα σορτς και που το λεπτό κορμί του κολυμπούσε γλιστρώντας πλάι στο κύτος του υποβρυχίου. Δεν δα ήταν παραπάνω από οκτώ ή εννιά χρονών, και μάλιστα γύρισε κι έγνεψε προς την κάμερα. «Τον μπασταρδάκο! Επισκέπτης από κάποια σχεδία που βρί σκεται από πάνω μας. Μ άλλον είναι οικογένεια ψαράδων». «Για φαντάσου! Και σε τι βάδος βρισκόμαστε;» «Στα πενήντα μέτρα», είπε ένας χειριστής. Η Θάντι χαμογέλασε πλατιά. «Αυτό δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν παιδιά που μας ακολουθούν μέχρι τα εκατό μέτρα κι έχω ακούσει φήμες για καταδύσεις σε ακόμα μεγαλύτερα βαδη. Αυτό συμβαίνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα παιδιά ανακαλύπτουν από μόνα τους τεχνικές αναπνοής και τις μεταδίδουν στους συνομηλίκους τους μέσω ασύρματων δικτύων, φτάνοντας όλο και πιο βαθιά. Αυτές οι επισκέψεις είναι άκακες. Έχουμε και λιγότερο ευπρόσδεκτες βίζιτες, ανθρώπους που προσπαθούν να καταστρέψουν τα εξωτερικά όρ γανα του σκάφους, ακόμα και να προσκολλήσουν νάρκες-πεταλίδες στο κύτος». Το παιδί στην παγωμένη εικόνα της οδόνης θύμιζε στη Αίλι τον Μ άνκο, έναν επίσης φανατικό κολυμβητή. «Ο κόσμος είχε ήδη πλημμυρίσει πριν ακόμα γεννηθούν αυτά τα παιδιά. Ο ωκεανός εί ναι το μόνο που έχουν». «Εφόσον μένουν μακριά από τα επιστημονικά όργανά μου, μπο ρούν να παίζουν τον Υδατάνθρωπο όσο τους αρέσει», είπε η Θάντι αυστηρά.
536
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Η Λίλι παρακολουθούσε τους χάρτες καθώς το υποβρύχιο έστρι βε νότια και άρχιζε να διασχίζει τη Βρετανία κατά μήκος. «Θα παρακάμψουμε τα βουνά της ανατολής», είπε η Θάντι, «θα διασχίσουμε τις εκβολές του Φορθ πάνω από το Εδιμβούργο κι από κει θα ακολουθήσουμε την ανατολική πλευρά της χώρας, περνώντας πάνω από τους λόφους του Λάμερμουιρ. Τώρα πια κι αυτοί βρίσκονται εκατοντάδες μέτρα κάτω από την επιφάνεια. Τί ποτα δεν πρόκειται να εμποδίσει την πορεία μας. Ύστερα θα περά σουμε τα σύνορα της Αγγλίας στους λόφους του Σέβιοτ. Υπάρχει κάποιο νόημα σ' αυτό το ταξίδι, Λίλι. Χαρτογραφούμε την τοπο γραφία της χώρας μελετώντας πώς αυτή αλλάζει βαθμηδόν ενώ οι μάζες του νερού τη βαραίνουν, καταγράφοντας τους σεισμούς και τις κατολισθήσεις καθώς το ισοστατικό φορτίο μετακινείται. Είναι μέρος μιας παγκόσμιας απεικόνισης που ελπίζουμε πως θα μας βοηθήσει να προβλέψουμε μελλοντικούς σεισμούς, άρα και τσουνάμι». Το υποβρύχιο κατέβηκε πιο βαθιά και το λαμπερό φως από ψη λά γρήγορα μετατράπηκε σε σκοτάδι, καθώς οι αχτίνες του «καθε δρικού ναού» θάμπωναν. Τελικά, κάπου κάτω από τα διακόσια μέ τρα βάθος, εξωτερικά φώτα που ήταν τοποθετημένα στο κύτος του υποβρυχίου άναψαν αποκαλύπτοντας μια αραιή διάταξη ζωντανών όντων. Η Λίλι είδε πλάσματα όπως ψάρια, μέδουσες και χέλια. Ή ταν αδύνατον για τη Λίλι να πιστέψει πως ουσιαστικά κρεμόταν στον πρώην ουρανό της νότιας Σκοτίας πετώντας μ' ένα υποβρύχιο, πε ριτριγυρισμένη απ' όλα εκείνα τα πλάσματα που κολυμπούσαν. «Βρισκόμαστε σε μέσο βάθος», μουρμούρισε η Θάντι. «Δεν υ πάρχει ηλιακό φως εδώ κάτω, άρα η φωτοσύνθεση είναι αδύνα τη. Έτσι δεν μπορούν να ζήσουν φυτά, μονάχα ζώα και βακτήρια. Χωρίς χλωρίδα, τα πλάσματα αυτά δεν έχουν να φάνε τίποτε άλ λο παρά το ένα τ' άλλο. Έχουν αναπτύξει κάθε είδους μεθόδους για να αποφεύγουν τους εχθρούς τους - κάποια, για παράδειγμα, είναι αθέατα. Το νερό είναι γεμάτο από ζελατινώδη πλάσματα και υπάρ χει ακόμα κι ένα αόρατο χταπόδι. Έι, κοίτα αυτό εκεί!» Έδειξε ένα ψάρι που δεν φαινόταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό. «Είναι ένα ακτινοπτε
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
537
ρύγιο. Πιστεύεται πως το είδος του περιλαμβάνει τα πιο πολυάριθ μα σπονδυλωτά του κόσμου». «Αλήθεια;» «Δεν το είχες ακούσει ποτέ αυτό, έτσι δεν είναι; Λίλι, στον ωκε ανό παιζόταν πάντα τούτο το παιχνίδι. Πιθανώς υπάρχουν είδη ζωής εδώ κάτω, που δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί. Μ όλις στη δεκαετία του 1970 ανακαλύψαμε στα υδροθερμικά ρήγματα βιό σφαιρες εντελώς ανεξάρτητες από το ηλιακό φως, ενώ μονάχα κα τά τη δεκαετία του 1980 εντοπίσαμε στους πίδακες μεθανίου διά φορες κοινότητες χημοσυνθετικών πλασμάτων. Τι άλλο να υπάρχει εδώ κάτω; Ποιος ξέρει; Εμείς, τουλάχιστον, είναι σίγουρο πως δεν πρόκειται να μάθουμε ποτέ. Η δίκιά μου είναι πιθανότατα η τελευ ταία γενιά που θα έχει το προνόμιο να διενεργεί επιστημονικές έ ρευνες με αυτό τον τρόπο. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα ξαναγυρίσουν στην καταγραφή των διαφόρων ειδών μεδουσών». Γέλασε άκεφα. «Έι, Μπιλ, μπορείς να σβήσεις τα φώτα; Για να δούμε τη βιοφωταύγεια». «Ασφαλώς». Ο ι χειριστές πάτησαν κάποια πλήκτρα και οι εικόνες στις οθό νες βυθίστηκαν στο σκοτάδι, το οποίο στη συνέχεια αναβαθμί στηκε σε γκρίζο χρώμα. Το κοκκινωπό φως της καμπίνας παρατη ρήσεων θάμπωσε επίσης περισσότερο. «Είναι δύσκολο να δεις, μέχρι να συνηθίσεις», είπε η Θάντι. «Και η ζωή εδώ κάτω είναι αραιή... Εκεί πέρα! το βλέπεις αυτό;» Η Λίλι διέκρινε κάποια σκόρπια φώτα, σαν υποβρύχιο παιχνίδι που το παράσερναν τα ρεύματα. Ήταν πολύ αχνά για να διακρί νει τα χρώματά τους. Ύστερα εμφανίστηκε ένα πιο εντυπωσιακό θέαμα, μια γαλάζια σπείρα που λαμπύριζε κίτρινη. «Είναι σιφονοφόρα», είπε η Θάντι. Ένα είδος αποικίας, εκατο ντάδες τσούχτρες κρεμασμένες από έναν κεντρικό μίσχο. Χρησιμο ποιούν τα φωσφορίζοντα πλοκάμια τους για να ελκύουν τα θύμα τά τους. Πιστεύεται πως το ογδόντα τοις εκατό των ειδών σε αυ τά τα μεσαία βάθη διαθέτουν βιοφωσφορισμό. Τον χρησιμοποιείς για να προσελκύσεις τροφή...»
538
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Και μεγάλα αρπακτικά, ασφαλώς...» «Μερικά είδη χρησιμοποιούν φώτα ώστε να ελκύουν μεγαλύ τερα αρπακτικά, που δα διώξουν μακριά τους δικούς τους κυνη γούς. Υπάρχουν πολλές περίπλοκες στρατηγικές». Η Αίλι είδε ένα πράγμα σαν μέδουσα, φωτισμένο από δικό του φασματώδες φως, τη μια να διαστέλλεται και την άλλη να συστέλ λεται σαν ένα συννεφάκι καπνού. Ήταν πραγματικά πανέμορφο. «Στην πραγματικότητα, τα είδη εξαφανίζονται κι εδώ», είπε η Θάντι. «Καδώς ο πλανήτης δερμαίνεται, μειώνεται ο όγκος των με γάλων ψυχρών ρευμάτων που έρχονται από τους πόλους και χύνο νται στα ελαφρύτερα και ζεστότερα νερά, στα χαμηλότερα γεωγρα φικά πλάτη. Αυτή η μετατόπιση κάποτε μετέφερε οξυγόνο στους βυδούς στηρίζοντας τη ζωή. Τα πάντα εδώ κάτω ασφυκτιούν και λιμοκτονούν. Τούτο όμως έχει συμβεί κι άλλες φορές στο παρελδόν. Το αρχείο των απολιδωμάτων αποκαλύπτει πως υπήρξαν πα ρόμοιες περίοδοι υπερβολικής δερμοκρασίας πριν από ενενήντα και πριν από εξήντα εκατομμύρια χρόνια. Οπότε, μια εξαφάνιση ειδών είναι ταυτόχρονα και ευκαιρία για κάτι καινούργιο...» Ταξιδεύοντας σταδερά προς τα νότια, προσπέρασαν ένα βουνό που αποκάλεσαν Σέβιοτ και βρισκόταν στο Νορδάμπερλαντ, ένα παλιό ηφαίστειο που η κορυφή του ήταν κάποτε κάπου εννιακόσια μέτρα πάνω από τη στάδμη της δάλασσας. Η ζωή συνωστιζόταν γύρω από τις πλαγιές του βουνού που τις είχε κάποτε ανασκάψει ο πάγος, ένα πλήδος ψαριών και ζελατινόμορφών πλασμάτων τα οποία κολυμπούσαν πάνω από την κορυφή του. Στη Αίλι φάνηκε πως διέκρινε κι έναν καρχαρία. «Ένας ωκεανογράφος δα αποκαλούσε το Σέβιοτ δαλάσσιο ό ρος», είπε η Θάντι. «Τα δαλάσσια ρεύματα ωδούνται προς τις πλα γιές και την κορυφή του. Αυτό προκαλεί μια περιδίνηση του νερού από πάνω του, η οποία αποκαλείται Κύτταρο Τέιλορ και έχει σαν αποτέλεσμα την ανταλλαγή δρεπτικών συστατικών και την επιβίω ση διαφόρων μορφών ζωής. Αναζωογονεί την οικολογία της πε ριοχής και επίσης προσφέρει καλή ψαριά». Πράγματι, ένας από τους χειριστές επιβεβαίωσε πως υπήρχαν
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
539
σχεδίες με κοινότητες ανθρώπων, που έπλεαν στην επιφάνεια από πάνω τους. «Μπορείς ακόμα να διακρίνεις από ψηλά την τοπογραφία των βυθισμένων χωρών, εξαιτιάς των ψαράδικων στόλων που μαζεύ ονται πάνω από τις λοφοκορφές», είπε η Θάντι. «Ένας καρχαρίας κολυμπάει πάνω από το Νορθάμπερλαντ», είπε η Αίλι με δέος. «Είναι πράγματι κάτι που μέχρι πρότινος θα φαινόταν ασυνήθι στο», παραδέχτηκε η Θάντι. Το Νιου Τζίροι γλίστρησε ακόμα πιο βαθιά στο νερό. Σαράντα ή πενήντα χιλιόμετρα νοτιότερα από το Σέβιοτ, περίπου στο ύψος του Νιουκάστλ, μια κάμερα στο πλάι του υποβρυχίου κατέγραψε κάποια λοφογραμμή στο τοπίο, η κορυφή της οποίας σημαδευό ταν από μια σειρά πολύχρωμων σπόγγων. Η Θάντι έδωσε μια γροθιά στον αέρα. «Χα! Καλά το είχα κα ταλάβει! Ξέρεις τι είναι αυτό;» «Για διαφώτισέ με!» «Είναι το Τείχος του Αδριανού. Βρισκόμαστε κοντά στο οχυρό που ονομαζόταν Χάουζστεντς. Το μεγαλύτερο μέρος του βυθού σπς βυθισμένες στεριές αποτελείται από ασβεστολιθικά ιζήματα, έδα φος αηδιαστικό για τη θαλάσσια ζωή. Κάποια ζωικά είδη, πάλι, προτιμούν τον γυμνό βράχο κι αναζητούν κορυφογραμμές και πλα γιές όπου τα ιζήματα δεν επικάθονται. Κοράλλια, θαλάσσιες ανε μώνες, κάποια είδη από αστερίες, ασκίδια, κρινοειδή. Άρα λοιπόν υπάρχει ένα ολόκληρο καρναβάλι από πλάσματα που αποικίζουν την κορυφογραμμή, καθώς και τις πέτρες του ίδιου του ρωμαϊκού τείχους». Το χαμόγελό της πλάτυνε. «Ακόμα και κάτω από τις πα ρούσες συνθήκες είναι ένα εντυπωσιακό θέαμα, δεν νομίζεις;» «Επιδειξία!» Η Αίλι και η Θάντι έκαναν διάλειμμα για να φάνε και να κοιμη θούν. Η Αίλι ένιωθε πάντα έκτοτε να ελκύεται από το παρατηρητή ριο, εκείνη τη μυστηριώδη κυψέλη με τον κόκκινο φωτισμό και την ήρεμη θέαση μέσω των οθονών, που έμοιαζαν σαν παράθυρα σε έναν κόσμο ο οποίος διαρκώς άλλαζε. Σημείωνε την πορεία τους
540
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
καθώς έπλεαν προς τα Πένινς, μια οροσειρά που διέτρεχε τη ραχοκοκκαλιά της Βυθισμένης χώρας. Έκαναν παράκαμψη για να περάσουν πάνω από τα κουφάρια του Λιντς, του Μπράντφορντ και του Μάντσεστερ, πόλεων οι οποίες κάποτε έλαμπαν από τις υψι καμίνους της Βιομηχανικής επανάστασης και που τώρα είχαν σκε παστεί από το σκοτάδι της αβύσσου. Το Νιου Τζέρσι συνέχισε να πλέει, κατευθυνόμενο προς τα πεδινά της νότιας Αγγλίας. Πάνω από το Νότινγκχαμ, η Θάντι έδειξε στη Λίλι το βίντεο ενός πλάσματος που είχαν πρόσφατα παρατηρήσει και που το είχαν εντοπίσει τα φώτα του υποβρυχίου. Έμοιαζε με βάζο λουλουδιών ή γλάστρα, με γραμμές γεμάτες από αγκάθια. «Κρίμα που δεν το είδες σε ζωντανή εικόνα... Είναι ένα καλαμάρι-βρικόλακας». «Τι πράγμα;» «Είναι ένα πραγματικό απομεινάρι άλλης γεωλογικής εποχής σαν τον κοιλάκανθο, το ψάρι-απολίθωμα που τελικά αποδείχτηκε πως δεν ήταν καθόλου απολίθωμα. Ανακαλύπτεις απολιθώματα τέ τοιων πλασμάτων σε πετρώματα μεγάλου βάθους, ηλικίας διακοσίων εκατομμυρίων ετών. Βρισκόμαστε τώρα σε ένα επίπεδο με ε λάχιστο οξυγόνο, Λίλι, κάπου στα πεντακόσια μέτρα βάθος. Εδώ κάτω δεν μπορούν να επιβιώσουν και πολλά ζώα». «Εκτός από πλάσματα όπως αυτό το καλαμάρι-βρικόλακας». «Ναι. Πρόκειται για ένα περίεργο είδος καλαμαριού. Για να αποφύγεις τα αρπακτικά, απλώς κρύβεσαι σε βάθη όπου κανείς άλ λος δεν μπορεί να αναπνεύσει. Και όταν παρουσιάζονται μαζικές εκλείψεις ειδών, τότε οι απόγονοί σου μπορούν να καλύψουν το κε νό». Η Θάντι κούνησε το κεφάλι με δέος. «Το να βλέπεις ένα τέτοιο πλάσμα, είναι σαν να ανακαλύπτεις έναν ζωντανό δεινόσαυρο. Μ α κάρι να το έβλεπες σε ζωντανή εικόνα. Νομίζεις πως ο Μάνκο θα ενδιαφερόταν;» «Θα μπορούσες να δοκιμάσεις να του το δείξεις». Μ α ο Μάνκο δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου. Στα Μίντλαντς, το Λέιτσεστερ και το Νορθχάμπτον, η βυθισμέ νη χώρα βρισκόταν σε βάθος εφτακοσίων ή οχτακοσιών μέτρων. Η Θάντι ενθουσιαζόταν πάρα πολύ όταν εντόπιζε διάφορα εξωτικά εί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
541
δη ζωής να έρπουν στα «ασβεστολιθικά ιζήματα», που τώρα κάλυ πταν τους δρόμους και τους αγρούς της κεντρικής Αγγλίας. Ένα απ' αυτά ήταν μια θαλάσσια αράχνη με κιτρινωπά πόδια, που η Θάντι έλεγε πως είχαν άνοιγμα είκοσι εκατοστών. «Πανίδα της Ανταρκτικής στο Λεϊτσεστερσάιρ! Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι έφτασαν τόσο βόρεια μέσα σε λίγα μόλις χρόνια!» Κατά αξιοθαύμαστο τρόπο, όπως έμαθε η Λίλι, οι πεδιάδες της νότιας Αγγλίας βρίσκονταν τώρα βαθύτερα απ' ό,τι ήταν η uq)aλοκρηπίδα της ηπειρωτικής Ευρώπης πριν από τον κατακλυσμό. Έτσι, οι ζωικές μορφές που κατοικούσαν στην παλιά υφαλοκρηπί δα γύρω από τη Βρετανία, δεν μπορούσαν πια να επιβιώσουν εκεί. Η υφαλοκρηπίδα της Ανταρκτικής βρισκόταν ανέκαθεν βαθύτερα από τις άλλες. Ολόκληρη η ήπειρος είχε καταβυθιστεί από παλιά στο σώμα της Γης από το βάρος του επικαλύμματος πάγου ύψους χιλιομέτρων που κουβαλούσε στην πλάτη της και έτσι οι ζωικές μορφές είχαν εκεί προσαρμοστεί σε μεγαλύτερα βάθη. Τώρα τού τα τα πολικά πλάσματα αποικούσαν καινούργια οικοπεριβάλλοντα, όπως το Λεϊτσεστερσάιρ και το Νορθχαμπτονσάιρ. Ο τελικός προορισμός του ταξιδιού ήταν το Λονδίνο. Σε βάθος μεγαλύτερο των χιλίων μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, όμως, η πόλη ήταν υπερβολικά βαθιά για να τη φτάσει το Νιου Τζέρσι, το οποίο διέθετε κύτος που άντεχε σε πίεση βάθους μέχρι εξακοσίων μέτρων. Έτσι οι επιστήμονες σχέδιαζαν να στείλουν κά τω τηλεκατευθυνόμενα ρομποτικά οχήματα, αυτοκινούμενες εξέδρες φορτωμένες με καμέρες, φώτα και όργανα μέτρησης της θερμο κρασίας, της πίεσης, της αλατότητας και άλλων παραμέτρων, ενώ το Νιου Τζέρσι θα παρέμενε πάνω από τους δρόμους της πόλης σαν πολεμικό αερόστατο. Τη μέρα της προσχεδιασμένης αποστολής του στολίσκου των τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων, ο αξιωματικός υπηρεσίας έκανε μια σχετική αναγγελία μέσω του εσωτερικού συστήματος επικοινω νιών. Στα μέλη του πληρώματος επικρατούσε μεγάλος ενθουσια σμός, παρ' ότι συνήθως συμπεριφέρονταν λες κι ο κόσμος έξω ατό
542
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
τα καμπυλωτά τοιχώματα του υποβρυχίου τους απλώς δεν υπήρ χε. Τώρα, η μοίρα μιας μεγάλης πόλης όπως το Λονδίνο δεν μπο ρούσε παρά να εξάπτει τη φαντασία. Ο κυβερνήτης κανόνισε οι ει κόνες που 9α στέλνουν τα οχήματα να αναμεταδίδονται στις επί πεδες οθόνες του εστιατορίου και αλλού. Ακόμα κι ο Μάνκο έδει ξε ενδιαφέρον, μ' όλο που δεν πολυκαταλάβαινε τι συνέβαινε, κι έτσι πήγε μαζί με τη Λίλι στην καμπίνα παρατηρήσεων. Η Θάντι σταμάτησε τη Λίλι πριν μπουν μέσα. «Άκου, Λίλι. Στά θηκα τυχερή». «Σχετικά με τι;» «Ανακάλυψα πληροφορίες για την Κιβωτό Ένα». «Πες μου, λοιπόν». «Έχει κάποια σχέση με το Πάικς Πικ - και τη βάση της Πολεμι κής Αεροπορίας των ΗΠΑ εκεί. Υπάρχει κάποιο κέντρο επιχειρήσε ων στο Άλμα του Κολοράντο, που τυχαίνει να είναι η πόλη με το μεγαλύτερο υψόμετρο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Διαθέτω κάποια στοιχεία επειδή έχουν αναμειχτεί εκεί μερικοί φίλοι μου από τη ΝΟΑΑ. Προφανώς πρόκειται για πολύ μεγάλο πρόγραμμα». «Δηλαδή, τι είναι τούτη η Κιβωτός; Ένα ακόμα πλοίο; Υποβρύ χιο; καταφύγιο;» «Δεν ξέρω. Κανένας δεν μιλάει. Ο ι διαρροές έγιναν επειδή α ναζητούν πλήρωμα. Αναζητούνται άτομα μέσω σκληρής επιλογής προσόντων και φαίνεται ότι πρέπει να έχεις δυο τουλάχιστον ντοκτορά για να είσαι απλός υποψήφιος. Επίσης ζητούν μοναχικούς ανθρώπους, δίχως οικογένεια και παιδιά. Αλλά δέχονται εγκύους, τουλάχιστον άμα είναι στους πρώτους μήνες της κύησης». «Γ ιατί;» «Για λόγους γενετικής ποικιλομορφίας, φαντάζομαι. Για να επι τευχθεί όσο δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλία, δεδομένου του περιο ρισμένου αριθμού του πληρώματος. Α ν είναι μια γυναίκα έγκυος, κουβαλά μέσα της και τα γονίδια του πατέρα». «Και πώς μπορώ να βάλω την Γκρέις σ' αυτό το πρόγραμμα;» «Δεν έχω ιδέα. Θ α σου πω πάντως σε ποιον θα απευθυνόμουν εγώ, αν ήμουν στη θέση σου».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
543
«Σε ποιον;» «Στον Ν έιθαν Λάμοκσον. Αν μπορεί κάποιος να κινήσει τα νή ματα ώστε να γίνει κατορθωτό κάτι τέτοιο, αυτός είναι ο Νέιθαν». "Ίσως", σκέφτηκε η Λίλι. Τότε, βέβαια, στην εξίσωση θα έμπαι νε και ο Χάμοντ, ο γιος του Νέιθαν. Δεν θα τον έβαζε πρώτο στη σειρά, μπροστά από την Γκρέις, για κείνο το θαυμαστό καταφύγιο; Σκέφτηκε γρήγορα κι είπε: «Μπορείς να με βοηθήσεις να επικοινω νήσω με την Κιβωτό Τρία; Θ α προσπαθήσω να μιλήσω απευθείας στην Γκρέις. Και θα πρέπει να επιστρέφω κι η ίδια στην Κιβωτό». Η Θάντι έσφιξε τα χείλη της. «Αυτό εξαρτάται από τον κυβερ νήτη και τις διαταγές που έχει πάρει. Η συνάντηση μπορεί να ατέχει μήνες». «Το ξέρω. Όποτε μπορέσεις». Ο Μπιλ φώναξε από την καμπίνα παρατηρήσεων: «Παιδιά,, η παράσταση αρχίζει».
86 Η καμπίνα παρατηρήσεων ήταν γεμάτη κόσμο. Ο κυβερνήτης, ο ύπαρχος και άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί είχαν έρθει να δουν ζω ντανά εκείνη τη ρομποτική αποστολή. 'Οταν η πόρτα έκλεισε και μοναδικός φωτισμός απέμεινε το θαμπό κόκκινο φως, η Λίλι ένιω σε να πνίγεται κάπως από τα αθέατα κορμιά γύρω της. Το μικρό χέρι του Μάνκο χώθηκε στο δικό της. «Γαμώ το», είπε ο Μπιλ. «Να το!» Τραγούδησε τη μελωδία του Μπιγκ Μπεν. «Ντινγκ, ντονγκ, ντινκ, ντονγκ...» Ό λ ο ι κάρφωσαν το βλέμμα στις οθόνες. Νόμιζες ότι το τηλεκατευθυνόμενο όχημα πετούσε κατά μήκος της κοίτης του Τάμεση, ακολουθώντας το ρεύμα του. Πολλές γέ
544
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
φυρες βρίσκονταν ακόμα στη 8έση τους, μα η ίδια η κοίτη ήταν άδεια κι ο ποταμός είχε χα θεί ή, μάλλον, φαινόταν σαν να είχε φουσκώσει τόσο πολύ ώστε είχε πνίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η Λίλι διέκρινε σειρές από βουναλάκια που θα έπρεπε να ήταν αυτο κίνητα, ακινητοποιημένα και καλυμμένα από ιζήματα. Τα πάντα ή ταν σκεπασμένα με μια λασπερή γλίτσα που έσβηνε τα χρώματα και απάλυνε κάθε περίγραμμα, κρύβοντας τις λεπτομέρειες. Στα αριστερά οι ισχυροί προβολείς των τηλεκατευθυνόμενων οχημάτων αποκάλυψαν μυτερά ερείπια, έναν ραγισμένο πύργο που έμοιαζε με γιγάντιο σταλαγμίτη. Ήταν το ανάκτορο του Γουέστμινστερ, έδρα του βρετανικού κοινοβουλίου για αιώνες. Το όχημα απομακρύνθηκε από τον ποταμό και έπλευσε πάνω από τη βορινή όχθη του. Ακολούθησε το Γουάιτχολ και τελικά βγήκε στην πλα τεία Τραφάλγκαρ. Τα κρατικά κτήρια έμοιαζαν, μέσ' στην πανταχού παρούσα λάσπη, με προεξοχές από κρουσταλιασμένο ψαμμίτη. Το άγαλμα του Νέλσονα στεκόταν ακόμα περήφανο πάνω στη στήλη του, που ήταν σκεπασμένη από σφουγγάρια και φύκια. Το τηλεκα τευθυνόμενο όχημα κατέβηκε μέχρι το πλακόστρωτο της πλατείας. Η λάσπη ήταν πηχτή εκεί και υπήρχε εντυπωσιακή αφθονία ζωής. Η Θάντι μίλησε με ενθουσιασμό. «Μην ξεχνάς πως εδώ κάτω δεν υπάρχει φυτική ζωή, μονάχα ζώα και βακτήρια. Έτσι το "δά σος" που βλέπεις είναι στην πραγματικότητα ζώα, θαλάσσιες ανε μώνες, κοράλλια, σωληνοσκώληκες. Αυτά που "βόσκουν" είναι θαλάσσια αγγούρια και αχινοί». Η Λίλι θυμήθηκε τη στιγμή που στάθηκε στην πλατεία μαζί με τον Πιρς και τους άλλους, λίγο αφότου η καταιγίδα είχε πια πλημ μυρίσει το Λονδίνο. Τώρα τα πλάσματα του βυθού, μορφές ζωής εντελώς άγνωστες στη Λίλι, σέρνονταν και αγωνίζονταν στη λάσπη. Το τηλεκατευθυνόμενο όχημα σηκώθηκε σαν ελικόπτερο επιστρέφοντας στην κοίτη του ποταμού και μετά έγειρε μπροστά ακο λουθώντας το παλιό ρεύμα. Στη Γέφυρα του Πύργου, η Θάντι έβα λε το πλήρωμα να το σταματήσει και να σβήσει τους προβολείς. Μ ετά από λίγα λεπτά το γνώριμο περίγραμμα της γέφυρας έγινε ορατό, φωτισμένο από ζώα με βιοφωταύγεια που είχαν κολλήσει
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
545
στις πέτρες του ή κολυμπούσαν μέσ' από τα σπασμένα του παρά θυρα. Έβλεπες πως η γέφυρα είχε απομείνει ανυψωμένη όταν εγκαταλείφθηκε, ως ένα είδος χαιρετισμού. Ήταν μια παράξενη, μα γική σκηνή, λες κι η γέφυρα ήταν στολισμένη με χριστουγεννιάτι κα λαμπάκια. Το τηλεκατευθυνόμενο όχημα, ακολουθώντας το παλιό ρεύμα του ποταμού, κινήθηκε πάνω από το Γουάπινγκ και το Μπερμποντσέι, κατευθυνόμενο προς το Γκρίνγουιτς. Στα αριστερά το φως από τους προβολείς του καθρεφτιζόταν πάνω στα σπασμένα τζά μια των πανύψηλων κτηρίων του Σίτι. Μετά το όχημα σηκώθηκε ψηλότερα και έκανε μια περιστροφή, μεταδίδοντας μια πανοραμι κή θέα. Η μεγάλη υφαλοκρηπίδα του Λονδίνου απλωνόταν μέχρι εκεί όπου έφτανε το φως, με τους χαμηλούς λόφους της σκεπα σμένους από βουναλάκια τα οποία κάποτε ήταν σπίτια και εκκλη σίες, καταστήματα και σχολεία - έργο αιώνων που τώρα σάπιζε στη λάσπη. Κάθε λίγα λεπτά ένα από τα άλλα τηλεκατευθυνόμενα οχήματα έμπαινε στο οπτικό τους πεδίο, κινούμενο διερευνητικά σαν εξωγήινος εξερευνητής. «Έι, εκεί κάτω είναι ο Θ όλος!» είπε η Θάντι. Η Λίλι μισόκλεισε τα μάτια για να δει καλύτερα. Ο Θ όλος είχε προ πολλού καταρρεύσει και το εύθραυστο υλικό από το οποίο ήταν κατασκευασμένος είχε συνθλιφτεί και σαπίσει. Μ α το κυκλι κό περίγραμμα που όριζε την τοποθεσία του ήταν ακόμη καθαρό σαν σεληνιακός κρατήρας και μπορούσες να δεις τα απομεινάρια των κατασκευών στο εσωτερικό του, τις αίθουσες συναυλιών και τον εξωτερικό κύκλο καταστημάτων κι εστιατορίων. Η Λίλι σκέφτηκε να πει στον Μάνκο πως κάποτε είχε έρθει σ' εκείνο το πα ράξενο μέρος για να βρει τη μητέρα του, τον θείο και τη γιαγιά του, κατεβαίνοντας με ένα ελικόπτερο το οποίο πετούσε πολύ χα μηλότερα από το σημείο όπου μπορούσε να κατεβεί το Νιου Τζέρσι. Αλλά δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια. Στην πλατεία ακριβώς έξω από τον Θ όλο, κοντά στην είσοδο του σταθμού του μετρό που ονομαζόταν Ν ορθ Γκρίνγουιτς, υπήρ χε δραστηριότητα, κινήσεις που σήκωναν ένα σύννεφο άχρωμης
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
546
θολούρας. Ο Μπιλ χτύπησε με το δάχτυλο την οθόνη. «Κοιτάχτε τα πώς τρώνε!» «Πάντα συμβαίνει κάτι τέτοιο γύρω από το κουφάρι μιας φά λαινας. Στα βαθιά νερά όλοι αναζητούν απεγνωσμένα θρεπτικές ουσίες και κάποιο καλό, παχύ πτώμα μπορεί να θρέψει ένα οικο σύστημα για καιρό». «Εδώ δεν πρόκειται για φάλαινα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Λίλι ανήσυχα. «Μάλλον όχι», είπε ο Μπιλ. «Το έχω δει και σ' άλλες πόλεις αυτό. Πιθανόν να κατέρρευσε κάποιος σταθμός του μετρά και τα συσσωρευμένα πτώματα να βγήκαν έξω. Σ' αυτά τα βάθη, διατη ρούνται επί χρόνια. Πρώτα έρχονται οι καρχαρίες και οι σμέρνες, αναζητώντας σαπισμένη σάρκα και κόκκαλα. Μετά έρχονται τα σαλιγκάρια, τα σκουλήκια και τα οστρακόδερμα, και τέλος τα στρείδια και τα μύδια, που τους αρέσουν τα σουλφίδια της απο σύνθεσης. Άμα ανοίξει ένας μεγάλος τάφος, μπορεί να κρατήσει για μήνες. Μ ιλάμε για λυσσασμένη πείνα!» Η Αίλι κρατούσε τον Μάνκο κοντά της, κλείνοντας τα αφτιά του με τις παλάμες της.
87 ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2039 Από το λεύκωμα της Κρίστι Κέστορ: Το Νιου Τζέροι ξανασυνάντησε την Κιβωτό τον Ιούλιο του 2039, λίγο παραπάνω από έναν χρόνο μετά τη διάσωση της Αίλι και του Μάνκο από την πειρατική επιδρομή. Η Κρίστη είχε μια συγκινητι κή συνάντηση με τον γιο της. Μετά απ' αυτά, η Κρίση ένιωθε ακόμα πιο μπερδεμένα συναι σθήματα για τη Αίλι. Της όφειλε ευγνωμοσύνη επειδή είχε σώσει
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
547
τον Μάνκο από τον πνιγμό και επειδή τον φρόντιζε τόσον καιρό στο υποβρύχιο. Από την άλλη, η Κρίστι ζήλευε. Η Λ ίλι είχε τον Μάνκο αποκλειστικά δικό της επί έναν ολόκληρο χρόνο της νεα ρής ζωής του. Είχε επιστρέφει πίσω μεγαλύτερος, λίγο πιο ήρεμος, ψηλότερος, πιο έμπειρος, αλλαγμένος. Και η Κρίστι δεν είχε μοιρα στεί αυτές τις αλλαγές μαζί του. Του έδειξε τις σημειώσεις που εί χε κρατήσει στον υπολογιστή χειρός τους μήνες που εκείνος ήταν μακριά της, μα εκείνος δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον. Ο Ν έιθαν έπεισε τον κυβερνήτη του Νιου Τζέρσι να μείνει για λίγες εβδομάδες μαζί τους. Επέτρεψε στο πλήρωμα του υποβρυ χίου να ανεβεί στην Κιβωτό για ξεκούραση και αναψυχή, διοργανώνοντας με την ευκαιρία εορτασμούς σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια του υποβρυχίου καθώς και για την τέταρτη επέτειο από την καθέλκυση της Κιβωτού. Την τελευταία νύχτα της επίσκεψης του Τζέρσι, ο Νέιθαν έκανε ένα πάρτι στο εστιατόριο μόνο για τους ανώτερους αξιωματικούς και για μερικούς ιδιαίτερους προσκε κλημένους. Το πλήρωμα του υποβρυχίου ήταν εντυπωσιακό με τις λευκές στολές του, ενώ το πλήρωμα του Νέιθεν τον έκανε περή φανο φορώντας τις καλύτερες δικές του στολές που απέμεναν, μα ζί με σμόκιν και βραδινές τουαλέτες. Στο μέσο όλων αυτών, ο Νέιθαν εντυπώσιασε τους πάντες όταν σηκώθηκε όρθιος στη σκηνή και ανακοίνωσε πως ο γιος του Xcμοντ αρραβωνιαζόταν την Γκρέις Γκρέι. Η Κρίστι, έκπληκτη με όλα αυτά κι η ίδια, κατέγραψε τις αντι δράσεις των παρευρισκόμενων: υπεροπτική ικανοποίηση από τον Χάμοντ, ένα είδος αποδοχής αναμεμειγμένης με σύγχυση που συν νέφιαζε το χλομό πρόσωπο της Γκρέις - και μια έκφραση ψυχρής ικανοποίησης στο βλέμμα της Λίλι.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
548
88 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2041 Η Κιβωτός Τρίο άνοιγε προσεχτικά δρόμο στα 8ολά και γεμάτα σκουπίδια νερά που κάλυπταν τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πο λιτειών. Η καπετάνιος Σουάρεζ οδήγησε το πλοίο της πάνω από τη βυ θισμένη ακτογραμμή, περίπου στη θέση του προ πολλού βυθισμέ νου Σαν Ντιέγκο και από εκεί κινήθηκε ανατολικά ακολουθώντας την κοιλάδα του ποταμού Τζίλα, λίγο-πολύ παράλληλα με τα σύ νορα ΗΠΑ-Μεξικού. Προορισμός της ήταν τα στενά ανάμεσα στο οροπέδιο του Κολοράντο προς τον Βορρά και τη Σιέρα Μάντρε προς τον Νότο, μια καινούργια θαλάσσια περιοχή που είχε ανοί ξει ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό. Ήταν ένα κανάλι που οι ναυ τικοί αποκαλούσαν Στενά του Ελ Πάσο. 'Οταν θα περνούσαν από κει και θα βρίσκονταν κάπου πάνω από το Τέξας, η Κιβωτός θα στρεφόταν βόρεια και θα έπλεε παράλληλα με την ανατολική ακτή του αρχιπελάγους των Βραχωδών Ορέων κατευθυνόμενη προς το Κολοράντο, όπου θα συναντιόταν με το Νιου Τζέρσι. Τα νερά έφταναν πια σε ύψος χίλια οκτακόσια μέτρα πάνω από την αρχική στάθμη τους. Δεν είχε απομείνει και πολλή από τη Βό ρεια Αμερική, εκτός από νησιά και οροπέδια που αποτελούσαν απομεινάρια των πολιτειών των Βραχωδών Ορέων, από το Αϊντάχο μέχρι την Αριζόνα κι από τη Νεβάδα μέχρι το Κολοράντο. Ο πλους τους ήταν αργός και διατακτικός. Η Λίλι ήξερε πως ο Νέιθαν γνώ ριζε καλά πόσο επικίνδυνα ήταν τα ρηχά νερά του Βορειοαμερικανικού Αρχιπελάγους, ειδικά από τότε που η πόλη του Ντένβερ είχε τελικά βυθιστεί και ό,τι απέμενε από την ομοσπονδιακή κυβέρ νηση, η οποία είχε εξαναγκαστεί σε καινούργια μετεγκατάσταση, άρχισε να χάνει τον έλεγχο πάνω στις μάζες που συσσωρεύονταν σε όσα υψίπεδα είχαν γλυτώσει. Η καπετάνιος Σουάρεζ είχε μάθει να κυβερνάει πλοία στην α νοιχτή θάλασσα. Ή ταν επικεφαλής της πειρατικής ομάδας της Δί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.549
νης που είχε επιτεθεί στην Κιβωτό, πριν τη στρατολογήσει ο Νέιθαν με μια από τις τυπικές στρατηγικές κινήσεις του οι οποίες στό χευαν στον προσεταιρισμό του εχθρού. Στη Σουάρεζ δεν άρεσε καθόλου το γεγονός πως πλησίαζε τόσο κοντά στην ξηρά, που πά ντοτε περιβαλλόταν από πλοία, σχεδίες ή ακόμα και ολόκληρες πλωτές πόλεις. Δεν της άρεσε να πλέει στη λασπουριά, η οποία αναδυόταν ακόμα αφρίζοντας στην επιφάνεια από τις βυθισμένες πόλεις που βρίσκονταν εκατοντάδες μέτρα κάτω από την καρίνα της. Και, ως πρώην πειρατής, σίγουρα δεν της άρεσε καθόλου η ιδέα πως θα συναντούσαν ξανά το Νιου Τζέρσι. Καθώς όμως αυ τό ήταν το σχέδιο, όπως όλοι οι έμπιστοι του Νέιθαν υπάκουσε τε λικά στις εντολές του. Το πλοίο δεν έμοιαζε πια τόσο πολύ με το λαμπερά βαμμένο υπερωκεάνιο που είχε καθελκυστεί από το ορεινό ναυπηγείο του στις Άνδεις πριν από έξι χρόνια. Ήταν σημαδεμένο, χιλιομπαλωμένο, με το εξωτερικό του ξεκοιλιασμένο, το σκαρί και τα καταστρώματά του γεμάτα όπλα. Η Αίλι είχε καταφέρει να κρατήσει την καμπίνα της στο κατάστρωμα περιπάτου. Πολύ πριν φτάσει το με σημέρι της κάθε μέρας, συνήθως είχε ήδη εξουθενωθεί από τη ζέ στη. Καθόταν λοιπόν στην καμπίνα της -τώ ρα πια δεν υπήρχε κλι ματισμός- και παρακολουθούσε την πορεία του πλοίου σε μια επί πεδη οθόνη στον τοίχο, τμήμα του συστήματος ενδοεπικοινωνίας που είχε φροντίσει ο Ν έιθαν να εγκαταστήσει στο πλοίο. Καθώς το πλοίο συνέχιζε την αργή πορεία του, η Γκρέις απέ κτησε τη συνήθεια να πηγαίνει να κάθεται μαζί της. Η Γκρέις ήταν τριών μηνών έγκυος, κουβαλώντας μέσα της το παιδί του Χάμοντ, και βασανιζόταν από τους πρωινούς εμετούς. Φαινόταν πως το μόνο που ήθελε ήταν ένα μέρος με σχετική δρο σιά, όπου δεν θα την ενοχλούσε κανένας. Η Αίλι την έκανε να αι σθάνεται πάντα ευπρόσδεκτη και την εφόδιαζε με νερό, καρπούς και ξερά ψάρια. Δεν περίμενε φιλία από την Γκρέις, πολύ λιγότερο συγχώρεση για τον ρόλο που είχε παίξει στον γάμο της με τον Χά μοντ Λάμοκσον, μια ενέργεια η οποία θα πρέπει να φαινόταν ως τρομερή προδοσία από μέρους μιας γυναίκας η οποία είχε υπο-
550
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σχεδεί να προστατεύει την Γκρέις από κάδε κακό. Η Λίλι αρκούνταν σε ό,τι μπορούσε να πάρει. Η σιωπηλή συντροφιά της Γκρέις της ήταν αρκετή. Παρόμοιες σχέσεις εξελίσσονταν παντού πάνω στο πλοίο που αργοσάπιζε. Έπρεπε να τα πας καλά με τον διπλανό σου ή να τον ξεφορτωδείς· δεν υπήρχε χώρος για να ξεφύγεις. Η Γκρέις γύρισε και την κοίταξε. «Τι είπες;» «Τίποτα». Η Λίλι δεν είχε καταλάβει πως μίλησε φωναχτά. «Με συγχωρείς». Ήταν εξήντα πέντε ετών, όχι ιδιαίτερα μεγάλη ηλικία για την περίοδο πριν τον κατακλυσμό, μα μετά από είκοσι πέντε χρόνια προσφυγιάς φαινόταν και ένιωδε πολύ μεγαλύτερη. Μ ερι κές φορές σκεφτόταν πως τα πάντα διαλύονταν πάνω της και τα όρια ανάμεσα στη σκέψη και τον λόγο γίνονταν ασαφή. «Απλά πα ραμιλούσα». «Ο χάρτης έχει πάλι πρόβλημα». Η Λίλι κοίταξε την οδόνη. Στο κέντρο της εμφανιζόταν μια σύνδετη εικόνα του αρχιπελάγους των δυτικών ΗΠΑ δημιουργημένη από φωτογραφίες δορυφόρων, με το περίγραμμα της παλιάς ηπει ρωτικής ακτογραμμής προβεβλημένο επάνω της και τη δέση της Κιβωτού σαν μια λαμπερή πράσινη κουκίδα. Το σύστημα παρέμε νε ακόμα αρκετά "έξυπνο", κι αν έστρεφες το δάχτυλο προς τις μι κρές λεζάντες της οδόνης εκείνες μεγάλωναν για να σου αποκαλύψουν ποιο μέρος κοιτούσες. Η Λίλι είχε μάδει να αναγνωρίζει την περίπλοκη κλειστή δάλασσα που είχε δημιουργηδεί πάνω από τη μεγάλη έρημο του Σολτ Λέικ και η οποία κάλυπτε το Σολτ Λέικ Σίτι και το μεγαλύτερο μέρος της Γιούτα, καδώς και το μπερδεμέ νο συνονδύλευμα από νησίδες και ορμίσκους που είχε δημιουργηδεί μετά την πλημμύρα της κοιλάδας του ποταμού Κολοράντο, του Γκραν Κάνιον και των γύρω περιοχών. Η ξηρά που υπήρχε ακόμα, ιδωμένη από το διάστημα, είχε μια γκριζοπράσινη χροιά, το χρώμα της συγκεντρωμένης ανδρωπότητας, των άδλιων πόλεών της και των αυτοσχέδιων χωραφιών της. Ήταν παράξενο να σκέφτεται κα νείς πως τίποτε δεν υπήρχε στις δύο Αμερικές πέρα από εκείνη τη σειρά των νησιών, τη Σιέρα Μάντρε η οποία απλωνόταν νότια και
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
55]
ένα μέρος από το οροπέδιο των Ανδεων στη ραχοκοκκαλιά της Ν ό τιας Αμερικής, δηλαδή μονάχα οι ψηλότερες οροσειρές του Βορ ρά και του Νότου, που έμοιαζαν με σκιές των χαμένων ηπείρων. Η προβολή του χάρτη τρεμόπαιξε ξανά καθώς οι επεξεργαστές έχαναν την επαφή και την ξανάβρισκαν πάλι, αργοκίνητοι μετά από χρόνια ζέστης και αλμυρού θαλασσινού αέρα. Η Γκρέις αναστέναξε: «Δεν καταλαβαίνω γιατί τα βλέπουμε όλα αυτά. Ο ι χάρτες είναι για ανθρώπους σαν κι εσένα, που θυ μούνται πώς ήταν κάποτε τα πράγματα. Για τα παιδιά δεν έχουν καμιά σημασία». Χάιδεψε νωθρά την κοιλιά της. «Μπορεί να φτιάξουν κι αυτά τους δικούς τους χάρτες, κάποτε», είπε η Λ ίλι. «Χάρτες που να δείχνουν θαλάσσια ρεύματα, ίσως. Δίνες». «Δεν χρειάζεσαι χάρτη για τη θάλασσα...» Η τεταμένη τους συζήτηση διακόπηκε. Η Λίλι παρατήρησε πως αυτό γινόταν συχνά τον τελευταίο και ρό. Έκανε τόση ζέστη ώστε κανείς δεν είχε διάθεση να σκεφτεί ή να μιλήσει, λες κι ήταν όλοι μόνιμα εξαντλημένοι. Μιλούσες λίγο και μετά σταματούσες. Ο ι σκέψεις τους πλανήθηκαν και πάλι εδώ κι εκεί. Ο χάρτης επανήλθε. Ο ι δυο τους κάθισαν και παρακολούθησαν αμίλητες το γενναίο πράσινο σημάδι της Κιβωτού να κινείται αργά ανατολικά, μέσα από τα επικίνδυνα νερά των στενών του Ελ Πάαο.
89 Η Κιβωτός αγκυροβόλησε μερικά χιλιόμετρα ανατολικά των βυθι σμένων πόλεων Κολοράντο Σπρινγκς και Πουέμπλο. Ήταν συνηθι σμένη η τακτική να παραμένουν μακριά από την ακτή. Σε τέτοια από-
552
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
στάση λίγες από τις άθλιες βάρκες, μαούνες και σχεδίες που στοίχειωναν κάδε ακτογραμμή, δα μπορούσαν να φτάσουν στο πλοίο. Τη μέρα που ακολούδησε την άφιξη της Κιβωτού, ο πυργίσκος του Νιου Τζέρσι αναδύδηκε ομαλά από το νερό. Ένας ιστός ση μαίας σηκώδηκε στον αέρα και μια γενναία αστερόεσσα ξεδιπλώδηκε. Κάποιο φουσκωτό σκάφος ρίχτηκε στο νερό και πλησίασε την Κιβωτό. Έφερε πάνω του αξιωματικούς και ειδικευμένους υπαξιωματικούς, ντυμένους με καλοσιδερωμένες λευκές στολές και δίκοχα. Η Λίλι δεν ξαφνιάστηκε όταν είδε τη Θάντι ανάμεσά τους με ένα πορτοκαλί σωσίβιο. Καδώς το φουσκωτό πλησίαζε, ο Νέιδαν ήρδε και στάδηκε στο κατάστρωμα περιπάτου μαζί με την καπετάνιο Σουάρεζ, τον Πιρς και τη Λίλι, την Γκρέις και τον Χάμοντ, όλους ντυμένους με φόρμες τόσο καδαρές όσο μπορούσε να τις βγάλει το μοναδικό πλυντή ριο της Κιβωτού που λειτουργούσε ακόμα. Η Λίλι λοξοκοίταξε την Γκρέις. Ένιωδε την επιδυμία να την προειδοποιήσει ώστε να ρίξει μια τελευταία ματιά στην Κιβωτό και να την αποχαιρετίσει. Ό μ ω ς ήξερε πως δεν έπρεπε να πει τίποτε σχετικά με όσα επρόκειτο να συμβούν εκείνη τη μέρα. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που η Θάντι ψάρεψε τη Λ ί λι και τον Μάνκο από τα νερά της Δίνης και σχεδόν δυο χρόνια από τότε που το Νιου Τζέρσι τήρησε την υπόσχεση και ξανάφερε τη Λίλι και τον Μάνκο στην Κιβωτό. Η Λίλι διατηρούσε επικοινω νία με τη Θάντι και μιλούσαν σχετικά με το ασαφές σχέδιο που εί χαν σκαρώσει οι δυο τους τότε. Ή ταν ένα σχέδιο για το οποίο κα νείς από τους άλλους δεν γνώριζε τίποτα, ούτε ο Νέιδαν, ούτε α κόμα κι η ίδια η Γκρέις. Μ έχρι το τέλος εκείνης της μέρας όπως σκεφτόταν η Λίλι με ένα αμυδρό τρέμουλο ενδουσιασμού, αν όλα πήγαιναν καλά, ίσως η αγωνία της να έπαιρνε τέλος και να μπο ρούσε να ησυχάσει. Το φουσκωτό πλησίασε πιο κοντά. Τα μέλη του πληρώματος σή κωσαν τα βλέμματα προς τη Σουάρεζ και τους άλλους. Επικρατού σε μια απτή ατμόσφαιρα πρόκλησης. «Κοιτάξτε τα πουκάμισά τους», γρύλλισε ο Νέιδαν. «Μα το
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
553
Χριστό, είναι σιδερωμένα». Μύρισε τις μασχάλες του και τα σαρ κώδη ρουθούνια του συσπάστηκαν. «Όποια κι αν είναι η συμφω νία που μαγειρεύεις με αυτούς τους μαλάκες, το καλό που σου θέ λω να αξίζει, Λίλι». «Σίγουρα θα αξίζει», του υποσχέθηκε η Λίλι. «Δεν το πιστεύω πως ανεμίζουν ακόμα αυτή την αναθεματισμέ νη σημαία! Θέλω να πω, πόσες αμερικανικές πολιτείες διαθέτουν πια έστω κι ένα ίχνος ξηρός πάνω από τα κύματα; Θ α έπρεπε να είχαν αφήσει μονάχα πέντε-έξι αστέρια και να πετούσαν όλα τα άλ λα. Και τι είδους πολεμικό ναυτικό είναι αυτό, που διαθέτει μονά χα ένα σκάφος;» « Ό λο ι μας είμαστε προσκολλημένοι στο παρελθόν», είπε ο Πιρς. Ενώ ο Νέιθαν, που είχε πια περάσει τα εβδομήντα, μετατρεπόταν από τα χρόνια σε έναν ρυτιδιασμένο, κακότροπο γέρο, ένα είδος Γουόλτερ Ματάου, ο Πιρς ήταν ακριβώς το αντίθετο στα εξήντα πέντε του, δηλαδή ακόμα πιο ευθυτενής απ' ό,τι παλιά, με φωνή ακόμα πιο κοφτή. «Αν δεν διατηρήσουμε ζωντανό το πα ρελθόν, τότε τι άλλο μας απομένει;» Η Γκρέις ζάρωσε τη φακιδωτή μύτη της. «Το μέλλον, μήπως;» Το φουσκωτό πλεύρισε την Κιβωτό και ο Ν έιθαν κατέβηκε από μια ανεμόσκαλα για να επιβιβαστεί. Η Σουάρεζ και ο Πιρς έμει ναν στο πλοίο, παρακολουθώντας τους άλλους να κατεβαίνουν. Μερικά παιδιά εμφανίστηκαν κολυμπώντας από την άλλη άκρη του πλοίου. Είχαν κατορθώσει με κάποιον τρόπο να κατεβούν από την Κιβωτό και να βουτήξουν στο νερό. Το πλήρωμα του υποβρυχίου τα κοιτούσε επιφυλακτικά. Τα παιδιά έμοιαζαν με ενυδρίδες που γλι στρούσαν στο νερό, υδρόβια πλάσματα γυμνά και ηλιοκαμένα, ένα ζωικό είδος εντελώς αλλιώτικο από τους δύσκαμπτους ανθρώπους με τις στρατιωτικές στολές που βρίσκονταν στο φουσκωτό. Ο Ν έιθαν και ο Χάμοντ αντάλλαξαν χειραψία με τους ανώτε ρους αξιωματικούς. Η Λίλι αγκάλιασε τη Θάντι. Σε αντίθεση με τη Λίλι, η οποία ένιωθε τα χρόνια να τη βαραίνουν, η Θάντι δεν φαι νόταν να έχει γεράσει ούτε μια μέρα, λες και η ηλικία της είχε στα ματήσει την πορεία της.
554
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Αφού το πλήρωμα τους μοίρασε σωσίβια, το φουσκωτό έκανε μεταβολή και τράβηξε για την ακτή μακριά στα δυτικά. Η Λ ίλι εί δε πως επρόκειτο να τους συνοδεύσουν άλλα δυο φουσκωτά από το υποβρύχιο. Μπορούσε να καταλάβει το γιατί. Τα νερά κοντά στην ακτή ήταν μαύρα από τα πλεούμενα. Η Θάντι έριξε μια ματιά στην Κιβωτό και την πλοίαρχο Σουάρεζ. «Δεν το πιστεύω πως ο Νέιδαν πήρε στη δούλεψή του αυτή την ανα θεματισμένη γυναίκα! Και πως την έκανε και κυβερνήτη! Προσπά θησε να τον βυθίσει στη Δίνη και πιθανώς θα τα είχε καταφέρει αν δεν είχε εμφανιστεί το Νιου Τζέρσι». «Έτσι είναι ο Νέιθαν», είπε η Λ ίλι. «Ό ταν σε νικάει, σε αφο μοιώνει. Τον έχω δει να το κάνει πολλές φορές». Έριξε μια λοξή ματιά στον Χάμοντ, που ήταν πια τριάντα πέντε χρονών και σκυ θρωπός, καθισμένος με σφιγμένο κορμί πλάι στην Γκρέις. «Το 'χει κάνει ακόμα και με τον ίδιο του τον γιο». «Σπουδαία στρατηγική, να περιβάλλεις τον εαυτό σου με αν θρώπους που σου κρατούν κακία». «Είναι ένα είδος δαρβινισμού, νομίζω. Πρέπει να είσαι δυνα τός για να επιβιώσεις κοντά του». Η Θάντι έγνεψε. «Όπως και να 'ναι, εσείς όλοι φαίνεται πως επιβιώσατε μέχρι τώρα». «Ναι... Ό μ ω ς ο Ν έιθαν δεν θα τα καταφέρνει για πάντα, ού τε και η Κιβωτός του πρόκειται να ζήσει για πολύ ακόμα. Γι' αυτό τον λόγο...» Η Θάντι σκέπασε το χέρι της Λίλι με το δικό της. «Ξέρω. Κοίτα, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για να κανονίσω αυτό που ήθελες. Υπάρχει τουλάχιστον μια ελπίδα πως θα πραγματοποιηθεί με λίγη τύχη, καλή θέληση και φαντασία απ' όλες τις πλευρές. Θ α πρέπει να περιμένουμε και να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα...» Σώπασαν, επειδή πλησίαζαν την ακτή. Έφτασαν κάπου πάνω από τα πλημμυρισμένα απομεινάρια της πό λης Πουέμπλο. Η Λίλι διέκρινε ήδη βουνά να ξεπροβάλλουν πάνω από τον δυτικό ορίζοντα. Ήταν γυμνά, καστανά, έχοντας στερηθεί
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
555
τον πάγο που τα κάλυπτε μέχρι μόλις λίγα χρόνια πριν· τα όρια του χιονιού βρίσκονταν τώρα πια κάπου πάνω από τις κορυφές τους, σε ένα εντελώς Θεωρητικό επίπεδο της ατμόσφαιρας. Καδώς πλησίαζαν στην ξηρά, προσπερνούσαν τις πλωτές κοι νότητες που παρασύρονταν από τα νερά. Τα φουσκωτά πλησίασαν το ένα το άλλο για προστασία και κάποιοι ναύτες σηκώθηκαν όρ θιοι επιδεικνύοντας τα όπλα τους, πιστόλια και κλομπ. Υπήρχαν βάρκες και καΐκια κάθε μεγέθους, επίσης πολλές σχεδίες συναρμολογημένες από τα σκουπίδια των βυθισμένων πόλεων. Μ ια οι κογένεια, μάλιστα, ζούσε πάνω σε κάτι που έμοιαζε με τεράστια διαφημιστική πινακίδα, τα φανταχτερά πλαστικά χρώματα της ο ποίας διαφήμιζαν ακόμα μια μάρκα λουκάνικων. Έβλεπες πολύ λί γα άτομα γεροντικής ηλικίας σε αυτά τα σκάφη, μερικά στην ηλι κία της Αίλι και τα πάντα γύρω βρομούσαν από μια μπόχα υπο νόμων. Καθώς τα φουσκωτά περνούσαν, παιδιά έτρεχαν στις ά κρες των σχεδιών με τα χέρια απλωμένα. Η Αίλι διέκρινε τις φου σκωμένες κοιλιές τους, απελπιστικό σημάδι υποσιτισμού. «Θεέ μου!» είπε ο Χάμοντ. «Εδώ είναι ζωολογικός κήπος! Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους;» «Δεν έχουμε τη δυνατότητα» είπε η Θάντι. «Εννοώ το Πολεμικό Ναυτικό και την κυβέρνηση. Είναι αδύνατον να βοηθήσουμε τους πάντες τώρα πια». «Ένας συρφετός άχρηστων», είπε ο Ν έιθαν γρυλλίζοντας. «Αν φτιάξεις μια σχεδία, μπορείς να βγεις στα ανοιχτά και να πιάσεις όσα ψάρια θέλεις. Αν μένεις τόσο κοντά στη ξηρά, το μόνο που θα βρίσκεις θα είναι ό,τι ξεδιαλέγεται από τα βαθιά. Αξιοθρήνητοι». «Δεν είναι όλοι τόσο σκληροί όσο εσύ, Νέιθαν», μουρμούρισε η Αίλι. «Τότε να πάνε όλοι στο διάολο». Η Αίλι διέκρινε πως ο Χάμοντ κοιτούσε τον Ν έιθαν με το πρό σωπο μαυρισμένο από την απέχθεια. Η ακτή, μια βραχώδης πλαγιά η οποία ξεπρόβαλλε απότομα από το νερό, ήταν περιτριγυρισμένη από συρματόπλεγμα και τσιμε ντένια αντικείμενα που έμοιαζαν με στελέχη αντιαρματικής οχύρω
556
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
σης. Στρατιώτες με ξεθωριασμένες λαδιές στολές περιπολούσαν στα όρια, κρατώντας κλομπ με τα οποία προφανώς απωθούσαν οποιονδήποτε προσπαθούσε να αποβιβαστεί. Φορούσαν κράνη που έγραφαν «Εθνική Ασφάλεια». Η Λίλι σκέφτηκε πως οι ενέργειές τους ήταν η τελευταία έκφραση της ιστορικής λειτουργίας εκείνου του στρατιωτικού σώματος. Κοιτάζοντας κατά μήκος της ακτής, ωστόσο, είδε πως άλλοι στρατιώτες και εργάτες με πολιτικά μετακινούσαν το φράγμα ξαναφτιάχνοντάς το πιο πίσω, υποχωρώντας ολοένα μπροστά σε μια θά λασσα η οποία τώρα πια υψωνόταν γύρω στο ένα μέτρο τη μέρα. Τα φουσκωτά κατέληξαν σε έναν δρόμο ο οποίος έβγαινε μέσα από τη θάλασσα. Οι στρατιώτες μετακίνησαν συρματοπλέγματα και πλάκες τσιμέντου για να τους αφήσουν να αράξουν και μετά τρά βηξαν το φουσκωτό έξω από το νερό, πάνω στην άσφαλτο. Η ομά δα αποβιβάστηκε επιφυλακτικά. Ο Χάμοντ προσπάθησε επιδεικτικά να βοηθήσει τη σύζυγό του, μα η Γκρέις αρνήθηκε. Η Λίλι στάθηκε ευθυτενής πάνω στην ανηφορική επιφάνεια του δρόμου και ανοιγόκλεισε τα δάχτυλα των ποδιών της, ελέγχοντας την ισορροπία της. Η Θάντι τους οδήγησε σ' ένα μικρό κομβόι ηλεκτρικών αυτο κινήτων, τα οποία έφεραν τα σήματα της Εθνικής Ασφάλειας, του στρατού και του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ. Ο ι άνθρωποι της Κιβωτού μπήκαν στα οχήματα κάπως μουδιασμένα. Η Λίλι δεν κατάφερνε να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε βρεθεί μέσα σε αυτοκίνητο, ακόμα και σ' ένα ταλαιπωρημένο ηλεκτρικό τζιπ όπως εκείνο. Η Θάντι είπε πως θα πήγαιναν μερικά χιλιόμετρα στην ενδοχώρα, μέχρι μια παλιά κωμόπολη ορυχείων που ονομαζόταν Κριπλ Κρικ, ένα κέντρο της περιοχής, όπου θα συναντούσαν εκεί νους που τους περίμεναν. Καθώς απομακρύνονταν από την ακτή, η Θάντι έδειχνε στη Λίλι τα αξιοθέατα. «Εκεί είναι η κορυφή Πάικς. Το Κριπλ Κρικ βρίσκε ται στη νοτιοδυτική πλευρά της». «Είχα καιρό να βγω στη στεριά», είπε η Λ ίλι. «Αυτές οι σχε δίες, οι πεινασμένοι άνθρωποι... Δεν ήξερα πως τα πράγματα ή ταν τόσο άσχημα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
557
Η Θάντι μούγκρισε. «Θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα. Μ άλλον είναι δραματικότερα στην κεντρική Ασία. Στην Αμερική η τραγωδία εξελίσσεται πιο αργά. Παρ' όλη την ταλαιπωρία, την α νισότητα και τις παρανομίες των πολυεθνικών, οι Αμερικανοί έ χουν δώσει τον καλύτερο εαυτό τους. Έφτιαξαν μια πατρίδα στις Μεγάλες Πεδιάδες μέσα σε μια δεκαετία, ένα ολοκαίνουργιο έθνος και μετά, στην επόμενη δεκαετία, αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν ξανά». «Όπως τα κάστρα στην άμμο της παλίρροιας. Τα χτίζεις και με τά από λίγο πρέπει να τα ξαναφτιάξεις από την αρχή». «Κάπως έτσι». Συνέχισαν να ανεβαίνουν σε μεγαλύτερο υψόμετρο. Ξεθωρια σμένες πινακίδες έδειχναν πως αυτός ήταν κάποτε ο Αυτοκινητό δρομος 67. Ο δρόμος στένεψε κι έγινε ένα στενό πέρασμα μέοα από τα βουνά. Κάποιες στιγμές η Θέα προκαλούσε ίλιγγο. «Τα πράγματα καταρρέουν», είπε η Θάντι. «Η κυβέρνηση έχει στρέψει τους πόρους της σε μερικά ειδικά προγράμματα που προ σπαθεί να συντηρήσει. Κατά τα άλλα, πριν διαλυθεί εντελώς, α πλά προσπαθεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να προετοιμαστούν για την επόμενη φάση». «Σχεδίες». «Ναι. Δεν υπάρχει και τίποτε άλλο που να μπορεί να γίνει». Πλησίαζαν την κωμόπολη. Ο Ν έιθ α ν έγειρε προς το μέρος τους από το πίσω κάθισμα. «Ειδικά προγράμματα!» γρύλλισε. «Τι είδους προγράμματα;» «Αυτά ήρθαμε να συζητήσουμε, Νέιθαν», είπε η Λίλι κι ύστε ρα γύρισε να κοιτάξει τη Θάντι. Η Θάντι σήκωσε τους ώμους. «Δεν θα είναι μυστικό για πολύ ακόμα. Πες του». «Μιλάμε για προγράμματα όπως η Κιβωτός Ένα», είπε η Λίλι στον Νέιθαν.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
558
90 Το Κριπλ Κρικ ήταν ένας φτωχός οικισμός που έγινε για σύντο μο διάστημα πλούσιος, όταν ανακαλύφθηκε χρυσός στο Πάικς Πικ κατά τη δεκαετία του 1890. Ό τα ν ο χρυσός μετά από χρό νια εξαντλήθηκε, το μέρος μεταβλήθηκε σε τουριστικό αξιοθέα το. Τώρα η καρδιά της πόλης διέθετε μια σειρά από κτήρια με προσόψεις που θύμιζαν σκηνικό ταινίας γουέστερν και κάποτε ήταν καταστήματα τα οποία πουλούσαν δώρα και παγωτά. Μ ια ξεθωριασμένη πινακίδα υποσχόταν περιήγηση στο χρυσωρυχείο της Μ όλι ΚαΘλίν. Σήμερα στην εποχή του κατακλυσμού, ένας άθλιος καταυλισμός από σκηνές και παράγκες απλωνόταν πολύ πέρα από το κέντρο της παλιάς πόλης, μια αχανής κοινότητα προσφύγων που ζούσαν γαντζωμένοι στην πλαγιά του βουνού. Ο ι άστεγοι έμεναν στο κέ ντρο της πόλης, στους δρόμους, στους χώρους στάθμευσης και μπροστά από άχρηστευμένα βενζινάδικα. Η ομάδα της Θάντι οδηγήθηκε σε ένα επιστρατευμένο εστια τόριο που κάποτε ανήκε στην αλυσίδα Dennys. Ένας νεαρός στρα τιώτης ήταν τοποθετημένος μπροστά στην πόρτα και το παράθυρο ήταν γεμάτο με επιγραφές που έλεγαν πως το μέρος προοριζόταν για την αποκλειστική χρήση του στρατιωτικού προσωπικού των ΗΠΑ και των ομοσπονδιακών αξιωματούχων. Τα καταλύματα των άστεγων, που έμοιαζαν με φωλιές, έφταναν μέχρι την πόρτα. Περ νώντας ανάμεσα σε σωρούς από καραβόπανο και πλαστικό, η Λίλι πρόσεχε να μην πατήσει κανένα ν. Στο εσωτερικό το εστιατόριο ήταν καθαρό και λειτουργικό, αν και άχρωμο. Καθισμένος μόνος σ' ένα τραπέζι, κρατώντας μια πορσελάνινη κούπα με καφέ, βρισκόταν ο Γκόρντον Τζέιμς Αλόνζο. Μ όλις τους είδε να μπαίνουν, σηκώθηκε. Ο Νέιθαν, όπως πάντα, ανέλαβε πρωτοβουλία. Προχώρησε κατευθείαν προς τον Γκόρντο και του έσφιξε το χέρι. «Γκόρντο, παλιόσκυλο! Έχω χρόνια να σε δω».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
559
Ο Γκόρντο αγκάλιασε τον Νέιθαν. «Ναι, και μου χρωστάς τον τελευταίο μου μισθό, κάθαρμα!» Ο πρώην αστροναύτης έπρεπε να είχε πια περάσει τα εβδομή ντα, όπως υπολόγιζε η Αίλι, μα παράμενε ευθυτενής, γυμνασμένος και απειλητικά εντυπωσιακός όπως πάντα. Τα γαλάζια μάτια του έλαμπαν ακόμα. Είχε πια χάσει όλα τα μαλλιά του και το κεφάλι του ήταν γυαλιστερό και καστανό σαν μοσχοκάρυδο, ένα αβγό σκαλισμένο σε ξύλο. Φορούσε μια φρεσκοσιδερωμένη στολή της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ. Κάθισαν στο τραπέζι του Γκόρντο, ο Νέιθαν, η Λίλι, ο Χάμοντ, η Γκρέις και η Θάντι. Ο ι άνδρες από το πλήρωμα του Νιου Τζίρ οι, που συνόδευαν τη Θάντι, κάθισαν αλλού και έβγαλαν τα δίκοχά τους. Ένας νεαρός στρατιώτης ήρθε και προσέφερε σε όλους καφέ και παξιμάδια. Καθώς ο Νέιθαν έκανε τις συστάσεις, η Λίλι δοκίμασε τον καφέ. Ήταν αρωματικός και φρέσκος, ο καλύτερος που είχε πιει εδώ και χρόνια. «Να ευχαριστείς τον Ψυχρό Πόλεμο για τον καφέ», μουρμού ρισε η Θάντι. «Δεν κατάλαβα». «Είναι ένα αστείο εις βάρος μου, δεσποινίς Μπρουκ», είπε ο Γκόρντο. «Εργαζόμουν στον σταθμό της Πολεμικής Αεροπορίας του όρους Σεγιέν και πιο συγκεκριμένα στη διεύθυνση. Εκεί υπήρ χαν κέντρα προειδοποίησης αεροπορικών και πυραυλικών επιθέ σεων, ένα κέντρο διαστημικού ελέγχου κι ένα σωρό άλλες εγκατα στάσεις, όλα θαμμένα κάτω από τσιμεντένια μπλοκ και χαλύβδινους τοίχους σε βάθος επτακοσίων μέτρων μέσα στο βουνό. Ό τα ν ο Ψυχρός Πόλεμος καταλάγιασε, η βάση τέθηκε σε κατάσταση ή πιας επιφυλακής κάτω από τις διαταγές της NORAD, δηλαδή της Βορειοαμερικανικής Διοίκησης Αεροδιαστημικής Άμυνας». «Ξέρω τι είναι η NORAD», είπε η Λίλι εκνευρισμένα. «Κάποτε δούλευα κι εγώ για την Πολεμική Αεροπορία, Γκόρντο». «Ζητώ συγγνώμη. Λοιπόν, όταν ξεκίνησε ο κατακλυσμός η βά ση ενεργοποιήθηκε ξανά, ώστε να αντιμετωπίσει θέματα ασφάλει ας που είχαν προκύψει από τη νέα κατάσταση. Τελικά ενεργοποιή
560
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
θηκα κι εγώ ο ίδιος που Χέει ο λόγος, δηλαδή με πήραν από τον στρατό, με ξανάφεραν στην Πολεμική Αεροπορία και με τοποθέ τησαν εδώ. Τώρα όλοι μας προσπαθούμε να καταναλώσουμε απο θέματα καφέ, φασολιών και γλυκών ηλικίας εβδομήντα ετών, που ήταν αποθηκευμένα στα πυρηνικά καταφύγια». «Ο Γκόρντο παίζει σημαντικό ρόλο στην Κιβωτό Ένα», είπε η Θάντι. Ο Γκόρντο έριξε ματιές γύρω του. «Δεν αναφέρουμε ποτέ αυτό το όνομα. Η κωδική ονομασία είναι Νεβρώδ». «Νεβρώδ, λοιπόν». Ο Ν έιθαν κοίταξε εξεταστικά τον Γκόρντο. «Αναμείχθηκα όταν συλλάβαμε για πρώτη φορά το σχέδιο Κιβωτός. Ήταν μια ιδέα που κάποιος έριξε στο LaRei, τη λέσχη των υπερπλουσίων. Αυτά είναι πια παλιά ιστορία. Πάντως όλοι προτείναμε σχέδια, τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τον κατακλυσμό και υποστηρίζαμε ο ένας τον άλλον για να τα πραγματοποιήσουμε. Ό λ α είχαν πάντα μια ανα θεματισμένη μυστικότητα. Εγώ έφτιαξα την Κιβωτό Τρία και ποτέ δεν ανακάλυψα τι ήταν οι άλλες Κιβωτοί ή πού κατασκευάζονται. Κατόπιν το πρόγραμμα το ανέλαβε ολοκληρωτικά η ομοσπονδια κή κυβέρνηση και είχα ακόμα λιγότερες ευκαιρίες να μάθω τι γι νόταν. Τα ίδια συμβαίνουν και τώρα, έτσι δεν είναι; Οπότε, δεν πρόκειται να μας πεις τι είναι αυτό το Σχέδιο Νεβρώδ, Γκόρντο». «Είναι απόρρητο, κύριε». Ο Νέιθαν γύρισε και κοίταξε τη Θάντι. «Τότε γιατί βρισκόμαστε εδώ;» Το βλέμμα της Θάντι ήταν επιφυλακτικό. «Ξέρω περισσότερα απ' όσα θα έπρεπε για το Σχέδιο Νεβρώδ. Μη με κοιτάζεις έτσι, Γκόρντο! Δουλεύω χρόνια για λογαριασμό του στρατού. Αν έχεις τα μάτια και τ' αφτιά σου ανοιχτά, μαθαίνεις πολλά. Ό ,τι έχει απομείνει από τον στρατό των ΗΠΑ, σκαρώνει κάτι βαθιά στην καρ διά του όρους Σεγιέν. Δεν θα πω τι νομίζω πως είναι. Μπορεί όμως να αναρωτηθείς γιατί επέλεξαν αυτό τον συγκεκριμένο άν θρωπο για σύμβουλο. Ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο. Πρόκειται για σχέδιο που έχει στόχο του τη σωτηρία ορισμένων ανθρώπων. Ε
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
561
νός μικρού αριθμού, επιλεγμένου για τη γενετική ποικιλομορφία τους και τις δεξιότητες τους». «Να τους σώσουν από τι;» ρώτησε απότομα ο Νέιθαν. «Από τη χειρότερη περίπτωση». Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Η οποία είναι;» «Η εξαφάνιση του ανθρώπινου γένους», απάντησε εκείνη. Τα λόγια αυτά σταμάτησαν τη συζήτηση. Εξαφάνιση. Ή ταν πάντα μια απειλή και στη συνέχεια μια ολοένα αυξανόμενη πιθανότητα, καθώς ο κατακλυσμός συνεχιζόταν αδυ σώπητα και η δυνατότητα της ανθρωπότητας να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του είχε καταρρεύσει. Η πτώση του πολιτισμού ήταν γε γονός, μα αν τα νερά σκέπαζαν όλη την ξηρά, αν δεν υπήρχαν πια πέτρες για να χτυπηθούν μεταξύ τους ώστε να αναφτεί φωτιά, αν δεν υπήρχε σαβάνα για να κατοικήσει ένα περιπλανώμενο πρωτεύ ον θηλαστικό, τότε τι θα γινόταν; Ή ταν μια λέξη που κανείς δεν χρησιμοποιούσε, λες κι αν την πρόφερε θα προκαλούσε το ίδιο το γεγονός που φοβόταν. Αλλά η Λ ίλι ήξερε πως η σκέψη ήταν φωλιασμένη στο μυαλό όλων των κατοίκων του πλανήτη που μπορούσαν να σκεφτούν κάπως σο βαρά. Η Λίλι παρακολούθησε με το βλέμμα τον Νέιθαν. Καταλάβαι νε τι σκεφτόταν. Μετά από τόσα χρόνια, τον ήξερε απέξω κι ανα κατωτά. Αν η ανθρωπότητα απειλούνταν με εξαφάνιση, τότε το Σχέ διο Νεβρώδ ίσως ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσουν στο μέλ λον τα γονίδια κάποιου - και πιο συγκεκριμένα τα δικά του. Αυτό μονάχα σκεφτόταν ο Νέιθαν. Η Λίλι έλπιζε πως η αποκάλυψη του προγράμματος Νεβρώδ θα προωθούσε την εξέλιξη των γεγονότων, δηλαδή πως ο ανελέη τος χαρακτήρας του Ν έιθαν θα τον έσπρωχνε να σκαρώσει και νούργια σχέδια. Αν κατόρθωνε να συμμετάσχει σε αυτά τα σχέ δια, η Λίλι θα πετύχαινε και τους δικούς της σκοπούς. Στο μεταξύ, ο Γκόρντον Αλόνζο είχε συνοφρυωθεί. «Τι γίνεται εδώ πέρα; Η κυρία Τζόουνς μου είχε πει πως απλώς επρόκειτο να
562
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
συζητήσουμε μια δωρεά προς το πρόγραμμα. Δωρεά από εσάς, κύριε Λάμοκσον». «Αυτό πρώτη φορά το ακούω», είπε ο Ν έιδαν κοιτάζοντας τη Λίλι και τη Θάντι. «Γκόρντο, νομίζω πως οι κυρίες μάς έστησαν τούτο δω το σκηνικό. Από την άλλη, για τι είδους δωρεά μιλάς; Δεν πιστεύω να εννοείς λεφτά!» «Όχι λεφτά, Νέιδαν», είπε η Λίλι ευγενικά. «Κάτι πολυτιμότερο. Σπόρους. Ζυγωτά. Το νορβηγικό σου αρχείο που βρίσκεται στο αμπάρι της Κιβωτού Τρία». Ή ταν ο δησαυρός που ο Νέιδαν προ στάτευε όλα αυτά τα χρόνια, ενώ ο κόσμος κατέρρεε γύρω του και το κρουαζιερόπλοιό του μεταμορφωνόταν σε πολεμικό. «Και για τί να τα χαρίσω;» ρώτησε ο Νέιδαν. Η Λίλι διέκρινε πως είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. «Α, το πιασα. Δεν πρόκειται για δωρεά, αλλά για εξαγορά». Ο Γκόρντο άργησε περισσότερο να καταλάβει. «Εξαγορά ποιου πράγματος;» «Γκόρντο», είπε η Θ άντι. «Εγώ κι η Λίλι τα μαγειρέψαμε όλα αυτά. Κοίτα, να τι ακριβώς πιστεύω. Η Κιβωτός Ένα χρειάζεται αυτό που διαδέτει ο Ν έιδαν: το βασικό γενετικό απόδεμα για το ξαναχτίσιμο του κόσμου. Είναι κάτι που τα κυβερνητικά προγράμ ματα των ΗΠΑ δεν πρόλαβαν να εξασφαλίσουν. Ξέρω πως ασκείς επιρροή πάνω στο πρόγραμμα, μεγάλη επιρροή. Υπάρχει ένας κα τάλογος υποψηφίων για το πλήρωμα, έτσι δεν είναι; Μπορείς να σβήσεις κάποια ονόματα, αν μιλήσεις στο κατάλληλο αφτί. Αυτό ί σως δεν είναι και τόσο δύσκολο. Το πιο σημαντικό είναι πως εσύ προσωπικά έχεις πιδανότητες να βάλεις μερικούς καινούργιους στον κατάλογο». Τα μάτια του Γκόρντο στένεψαν. «Ώστε αυτό ήταν! Σε αντάλ λαγμα για ένα ψυγείο γεμάτο σπόρους και έμβρυα γουρουνιών, ο Νέιδαν δέλει να εξαγοράσει μια δέση στο Νεβρώδ». Ο Ν έιδαν σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Έι, μη με κοιτάς με αυτό το βλέμμα! Δεν ήρδα εδώ για να εξαγοράσω τίποτα». Παρά τού τη την αντίδραση, τραβηγμένος από την προοπτική μιας συμφω νίας, παρακολουδούσε προσεχτικά τις αντιδράσεις του Γκόρντο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.563
«Ας δέσουμε ωστόσο το ζήτημα σε μια υποθετική βάση. Αν ο Νεβρώδ πράγματι υπάρχει κι αν έχεις στ' αλήθεια μέσο, πιστεύεις πως θα μπορούσες να κάνεις ό,τι είπε η Θάντι;» Ο Γκόρντο σήκωσε τους ώμους. «Θα μπορούσα ίσως να πε ράσω κάποια συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων εκεί. Και σ' αυ τήν δεν περιλαμβάνεσαι εσύ, Νέιθαν. Υπάρχουν διάφορα προαπαιτούμενα που πρέπει να πλήρεις, όπως το να είσαι αρκετά νέος για να αποκτήσεις παιδιά. Αυτό σε αποκλείει». Σφίχτηκε ανεπαίσθητα. «Όπως κι εμένα, άλλωστε». Η Γκρέις μίλησε για πρώτη φορά. «Εργάζεσαι σε ένα πρόγραμ μα διάσωσης ξέροντας πως δεν πρόκειται να συμπεριληφθείς σε αυτό;» «Πρόκειται για κάτι που το ονομάζουμε καθήκον, κυρία», είπε εκείνος. Η Θάντι κοίταξε τη Λίλι και κούνησε σκεφτικά το κεφάλι. Υπάρ χει τίποτα πιο τυπικό από έναν ήρωα αστροναύτη; Η Λίλι, πάντως, αισθάνθηκε συγκινημένη. Στο μεταξύ, οι σκέψεις του Ν έιθαν κάλπαζαν. «Πράγματι, δεν είμαι εγώ κατάλληλος. Ό μ ω ς ο Χάμοντ...» Χτύπησε τον γιο του στον ώμο. «Ο Χάμοντ είναι μόνο τριάντα πέντε ετών. Τον Χάμοντ θα μπορούσατε να τον πάρετε, έτσι δεν είναι;» Το ογκώδες πρόσωπο του Χάμοντ πήρε μια έκφραση που προ ερχόταν από ένα καταπληκτικό μείγμα συναισθημάτων: ανακού φιση, αφού θα γλύτωνε από έναν κίνδυνο τον οποίο δεν διέθετε αρκετή φαντασία για να έχει καλοσυλλογιστεί μέχρι εκείνη τη στιγ μή, μα και αγανάκτηση επειδή ο πατέρας του αποφάσιζε ξανά να κανονίσει τη ζωή του. Το πρόσωπο του Γκόρντο συσπάστηκε. «Είναι πιθανόν...» «Ό χι!» είπε κοφτά η Λίλι. Ό λ ο ι στράφηκαν προς το μέρος της. Έγειρε μπροστά, ενώ η καρδιάς της χτυπούσε δυνατά. Εκεί ήταν η ουσία του πράγματος, η ουσία ολόκληρης της ζωής της κατά μία άποψη, από τότε που είχε γλυτώσει από τη Βαρκελώνη. «Ό χι τον Χάμοντ. Την Γκρέις. Στείλε την Γκρέις, Νέιθαν! Αυτή είναι που πρέ πει να σώσεις».
564
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Ν έιθαν κατάλαβε αμέσως πού το πήγαινε η Λ ίλι. «Σωστά. Κι έτσι 8α εκπληρώσεις την υπόσχεσή σου προς την Έλεν μετά από τόσα χρόνια. Εσείς πάντα έχετε τον νου σας στις μέρες που ζήσατε σ' εκείνα τα γαμημένα υπόγεια, έτσι δεν είναι; Πάντα εκεί καταλήγει το κάθε τι για σας». Η Λίλι σήκωσε τους ώμους. «Εσύ μας ξέρεις καλύτερα απ' ό λους». «Ωραία, λοιπόν! Μ α γιατί να κάνω κάτι τέτοιο; Γιατί ν' αφήσω τον ίδιο μου τον γιο έξω από το καταφύγιο, ό,τι στο διάολο κι αν είναι αυτό, και να βάλω τούτη δω στη θέση του;» «Επειδή κουβαλάει μέσα της το παιδί του Χάμοντ». Έδειξε την κοιλιά της Γκρέις. «Και τα δικά σου γονίδια μαζί του, Νέιθαν». Η Θάντι λοξοκοίταξε τον Γκόρντο. «Στην πραγματικότητα είναι καλύτερη υποψήφια από τον Χάμοντ, κατά τα κριτήρια του Νεβρώδ. Δεν διαθέτει επιστημονικές γνώσεις, αλλά έχει επιδείξει ατομικές δεξιότητες επιβίωσης που ο Χάμοντ, για να μιλήσουμε ειλικρινά, δεν είχε ποτέ. Επίσης, με μια έγκυο γυναίκα έχετε δυο άτομα στην τιμή του ενός και δυο σειρές γονιδίων - διπλάσια γενετική ποικιλομορφία. Θ α γίνει ευκολότερα δεκτή». Η Γκρέις έδειχνε εντελώς εξουθενωμένη από το σοκ. «Εσύ το σχεδίασες αυτό», είπε στη Λίλι αγγίζοντας την κοιλιά της. «Εσύ κα νόνισες την παντρειά μου με τον Χάμοντ, ακόμα και τον χρόνο της εγκυμοσύνης μου, ώστε να μπω σε αυτή την Κιβωτό. Το σχέδιαζες εδώ και χρόνια!» «Και μ' εμένα τι γίνεται;» είπε απότομα ο Χάμοντ. «Γιατί πρέπει να αφήσω κάτι τέτοιο να συμβεί; Αν σε πιέσω, μπαμπά, ξέρω πως θα μου δώσεις τη θέση. Ξέρω πως θα το κάνεις. Γιατί να βοηθή σω αυτήν, ξέροντας πως εγώ δεν πρόκειται να γλυτώσω;» «Επειδή έτσι δεν θα λησμονηθείς», είπε ο Γκόρντο Αλόνζο. Μετά απ' αυτό και για αρκετή ώρα κανείς δεν μίλησε. Η Λίλι ένιωθε την απόφαση να υλοποιείται στον αέρα. Αισθάνθηκε βαθιά ανακούφιση. "Τα κατάφερα, Έλεν!" σκέφτηκε. "Μ ετά από τόσον καιρό, τήρησα την υπόσχεσή μου".
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
565
Ο Γκόρντο σηκώθηκε. «Θα πρέπει να το διαλύσουμε. Έχω πολλά να συζητήσω με τους ανώτερους μου αν, επαναλαμβάνω: αν μπο ρέσω να πετύχω κάτι». «Ξέρω πως δεν πρόκειται να αποκαλύψεις τίποτα για τη φύση του ίδιου του προγράμματος, Γκόρντο», είπε η Θάντι. «Γιατί όμως του δόθηκε το όνομα Νεβρώδ;» Εντελώς ευθυτενής, έριξε το βλέμμα προς το μέρος της. «Μάλ λον δεν ήσουν καλή στα Θρησκευτικά, στο σχολείο. Γένεσις, κε φάλαιο 10, στίχοι 8 έως 10: "Κι ο Χους γέννησε τον Νεβρώδ. Αυ
τός ήταν ο πρώτος κραταιός πάνω στη γη ... και η αρχή της βα σιλείας του ήταν η ΒαΒυλών και η Ορέχ και η Αρχάδ και..."» «Βαβυλών; Η Βαβέλ;» «Ήταν μόνο μια γενιά μετά τον Κατακλυσμό του Νώε. Κεφάλαιο 11, στίχος 4: "και είπαν: ελάτε να οικοδομήσουμε για μας πόλη και
πύργο, που η κορυφή του να φτάνει έως τον ουρανό"». «Πάντως, ο Θ εός τους καταράστηκε ενώ έκτιζαν τον πύργο». «Ναι, αλλά γιατί; 1 1 ,6 : "Κι αν πέτυχαν σαν αρχή να φτιάξουν
αυτό, τότε δεν θα δυσκολευτούν να πράξουν οτιδήποτε κι αν απο φασίσουν''. Τούτο είπε ο Θ εός για την ανθρωπότητα. Μ ας φοβή θηκε, γι' αυτό μας καταράστηκε. Έχουμε τον στίχο γραμμένο σε με γάλα πανό στον τοίχο, ώστε να δίνουμε κίνητρο στους εργάτες:
"Κι αν πέτυχαν σαν αρχή να φτιάξουν αυτό, τότε δεν θα δυσκο λευτούν να πράξουν οτιδήποτε κι αν αποφασίσουν'1». «Σοβαρά;» είπε η Θάντι. «Δηλαδή προκαλείτε τον Θεό;» «Γιατί να μην το κάνουμε;» Το ασύρματο τηλέφωνο του Ν έιθαν χτύπησε. Ύστερα χτύπησε το τηλέφωνο της Αίλι και μετά του Χάμοντ. Ή ταν ο Πιρς, ο οποίος τηλεφωνούσε από την Κιβωτό Τρία. Το πλοίο δεχόταν επίθεση.
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
566
91 Ο Γκόρντο και η Θάντι πήραν στα γρήγορα ένα ελικόπτερο για να τους μεταφέρει πίσω στην ακτή. Καθώς το σκάφος κατέβαινε στο Κριπλ Κρικ, σκόρπισε κάποια από τα πιο εύθραυστα καταλύ ματα που γέμιζαν τους στενούς δρόμους. Μ α οι πρόσφυγες δεν έδειξαν να φοβούνται. Η Λίλι υπέθεσε πως η περιοχή κοντά στο NORAD ήταν ένα από τα λίγα μέρη του πλανήτη όπου τα ελικό πτερα ήταν ακόμα ένα συνηθισμένο θέαμα. Επιβιβάστηκαν βιαστικά. Η Γκρέις έμεινε πίσω μαζί με τον Γκόρντο Αλόνζο για να οδηγηθεί στο πρόγραμμα Νεβρώδ, στην Κιβωτό Ένα, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό. Η Λίλι ήξερε πως μέχρι εκεί ήταν και πως δεν θα έβλεπε την Γκρέις ποτέ ξανά. Η Γκρέις έκλαιγε. Δεν πρόλαβαν καν να αποχαιρετιστούν - έτσι κι αλλιώς ο θό ρυβος του ελικοπτέρου θα έπνιγε τα λόγια τους. Η Λίλι ψιθύρισε: «Συγχώρα με». Μετά η Θάντι τράβηξε τη Λίλι στο ελικόπτερο, ο Γκόρντο Αλόνζο έπιασε το μπράτσο της Γκρέις και το έδαφος απο μακρύνθηκε από κάτω τους, μετατρέποντας το πρόσωπο της Γκρέις σε μια κουκκίδα Η αίσθηση της πτήσης πλημμύρισε τη Λίλι. Είχε ξεχάσει πότε εί χε πετάξει για τελευταία φορά. Στον νου της ήρθε ένας χείμαρρος αναμνήσεων, η μυρωδιά του δέρματος, του καναβάτσου και του πε τρελαίου, η έντονη δόνηση των περιστρεφόμενων ελίκων. Από ψηλά, η Λίλι έβλεπε πως η Κιβωτός Τρία έγερνε στο πλάι. Κα πνός έβγαινε από το μηχανοστάσιο και πετρέλαιο χυνόταν στην ε πιφάνεια του ωκεανού. Η γέφυρα είχε μετατραπεί σε χαλάσματα και πυρκαγιά απλωνόταν στο κατάστρωμα άθλησης. Η Λίλι μπορού σε να δει τις σωσίβιες λέμβους να κατεβαίνουν, τα πορτοκαλιά σκάφη να αιωρούνται κρεμασμένα από τους γερανούς τους. Σχεδίες και πλοιάρια είχαν μαζευτεί, σαν καρχαρίες γύρω από μια πληγωμένη φάλαινα. Κι άλλα πλησίαζαν, ένας στόλος από προχειροφτιαγμένα σκάφη που κατευθύνονταν προς το χτυπημένο
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
567
πλοίο. Το μέγεθος της καταστροφής ήταν τέτοιο, ώστε γινόταν ο
ρατό από χιλιόμετρα μακριά. «Μάλλον τορπιλίστηκε». Ο Ν έιθαν γύρισε προς τη Θάντι. «Γιατί δεν έκανε τίποτα το αναθεματισμένο σου υποβρύχιο;» «Κάνει κάτι τώρα», είπε η Θάντι. Έδειξε μια λεπτή μορφή. «Το Νιου Τζέρσι πάει τουλάχιστον να πάρει την τράπεζα των σπόρων σου, Νέιθαν». Ένας αξιωματικός του υποβρυχίου είπε στον Νέιθαν: «Να εί στε σίγουρος πως θα σώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους από τους ανθρώπους σας, κύριε». Καθώς το ελικόπτερο κατέβαινε, η Λίλι είδε πως οι πρώτοι από τις σχεδίες επιτίθονταν στο πλήρωμα πάνω στις ανεμόσκαλες και στο κατάστρωμα περιπάτου. Σκέφτηκε τον Πιρς, την Κρίστι, τον Μάνκο και όλους τους άλλους για τους οποίους νοιαζόταν εκεί κάτω, στον μόνο κόσμο που γνώριζε κατά τα τελευταία χρόνια. "Κι εγώ;" αναρωτήθηκε. "Πού θα ζήσω τώρα; Σε κάποια παράγκα στην πλαγιά ενός βουνού; Σε καμιά σχεδία;" «Κατέβασέ μας, γαμώ το!» Ο Ν έιθαν κρεμόταν από την ανοι χτή πόρτα του ελικοπτέρου, κρατώντας ένα πιστόλι στο χέρι.
ΠΕΝΤΕ
2041-2052 ΜΕΣΗ ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΣΤΑΘΜΗΣ ΤΟΝ ΘΑΛΑΣΣΩΝ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ 2010: 1800-8800 μ.
92 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2041 Ο Νέιθαν και ο Χάμοντ μετέφεραν μόνοι τους τον Πιρς έξω από τα χαλάσματα της Κιβωτού. Ή ταν άτονος στα μπράτσα τους, ψηλός, εύθραυστος, με τα μακριά του πόδια διπλωμένα σαν γρύλλου, τα οστεώδη χέρια του να κρέμονται από τα μανίκια. Ο ι Λάμοκαον αναγκάστηκαν να περπατήσουν πάνω στο αρχιπέλαγος από σω σίβιες λέμβους και σχεδίες, μερικές από τις οποίες ήταν φουσκω τά της Κιβωτού και άλλες πρόχειρα φτιαγμένες από κομμάτια του ναυαγίου. Τα γεμάτα κόσμο πλεούμενα σκαμπανέβαζαν καθώς πα τούσαν πάνω τους και ήταν Θαύμα που δεν κατέληξαν στο νερό, οι δυο τους και ο άνδρας που μετέφεραν. Ό μ ω ς συνέχισαν. Η Λίλι, η Κρίστι και ο Μ άνκο είχαν μια σωσίβια λέμβο δική τους, χιλιομπαλωμένη αλλά ακόμα σε λειτουργία. Ο Μάνκο και η Κρίστι είχαν λουφάξει κάτω από το σκέπαστρο της βάρκας, που έμοιαζε με αντίσκηνο. Το ταλαιπωρημένο ροζ σακίδιο της Κρίστι βρισκόταν στα πόδια της, έτοιμο να την ακολουθήσει σε μια ακόμα φάση της ζωής της. Ο Μάνκο, δέκα χρονών πια, είχε γουρλωμένα τα μάτια. Ήταν γυμνός πέρα από το μαγιό του, το μεγάλο σωσίβιό του και το πολύτιμο κόκκινο καπέλο του μπέιζμπολ που του είχαν χαρίσει στο Νιου Τζέροι. Η Κρίστι τον έσφιγγε πάνω της και όταν οι πυροβολισμοί ή οι κραυγές δυνάμωναν, του έκλεινε τ' αφτιά με τα χέρια της και κολλούσε το πρόσωπό του πάνω στο στήθος της. Ο ι Λάμοκσον έφτασαν στη βάρκα της Λίλι. Ακούμπησαν τροσεχτικά τον Πιρς στη σεντίνα. «Τον βρήκαμε στο κατάστρωμα περι πάτου», είπε ο Νέιθαν, λαχανιασμένος και κάθιδρος. «Ήταν αναί σθητος. Του φορέσαμε το σωσίβιο και τον φέραμε εδώ».
574
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Χάμοντ στεκόταν απλώς όρδιος τρίβοντας τον ώμο του, με το πρόσωπο συνοφρυωμένο. Ήταν κι ο ίδιος τραυματισμένος. Κάδε τόσο κοιτούσε προς την ακτή, εκεί όπου είχαν αφήσει την Γκρέις μαζί με το αγέννητο παιδί του. «Κάνατε ό,τι έπρεπε», είπε η Α ίλ ι. Πέταξε στον Ν έιδα ν μια μπουκάλα νερό από το μικρό απόδεμα πρώτης ανάγκης που διέδετε η λέμβος. Εκείνος ήπιε μια μεγάλη γουλιά κι έριξε κάμποσο πά νω στο κεφάλι του, πριν δώσει το μπουκάλι στον Χάμοντ. Η Λίλι μόρφασε λίγο μπροστά σ' εκείνη τη σπατάλη, μα δεν ήταν ώρα να το κάνει ζήτημα. Κοίταξε τον πεσμένο Πιρς. Κειτόταν στο γεμάτο νερά πάτωμα της λέμβου, αφού δεν υπήρχε άλλο μέρος για να τον ακουμπήσουν. Κάδισε δίπλα του και πήρε το κεφάλι του στα γόνατά της. Η Κρίστι έμενε στη δέση της ατενίζοντας το χλομό, ακίνητο πρό σωπο του Πιρς. «Ίσως δα ήταν καλύτερο να μην τον κουνάς». «Κοίτα κάτω από το σωσίβιό του!» μούγκρισε ο Χάμοντ. Η Λίλι έσκυψε μπροστά, άνοιξε το φερμουάρ του σωσιβίου και αποκάλυψε μια άσχημη πληγή, τη φόρμα του Πιρς και την ξεσκι σμένη σάρκα ανακατεμένα μέσα σε μια λίμνη μισοπηγμένου αί ματος. «Θεέ μου!» «Νομίζω πως τον πυροβόλησαν από πίσω», είπε ο Χάμοντ ψύ χραιμα. «Δείχνει για τραύμα εξόδου της σφαίρας». «Έπεσε πολεμώντας», είπε ο Νέιδαν. «Πάντα το ήξερα πως αυ τό δα συνέβαινε». «Υπάρχει κάποιος γιατρός εδώ κοντά; Ο δόκτωρ Πόρτερ ή ο δόκτωρ Σμιντ;» «Δεν έχω ιδέα», είπε ο Νέιδαν. «Και δεν βλέπω κανέναν τρόπο για να το ανακαλύψουμε αυτήν τη στιγμή. Λυπάμαι, μικρή, - ό,τι κάνεις μόνη σου!» Ξαφνικά, φάνηκε να τον εγκαταλείπει κάδε δύ ναμη. «Χριστέ μου!» Δίπλωσε στα δύο και κάδισε στο φουσκωτό πλευρό της λέμβου, σκουπίζοντας το μέτωπο με την ανάστροφη του χεριού του. «Θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Παραμένουν ακό μα αρκετοί στο ναυάγιο. Είμαι εξουδενωμένος. Δώσε μου ένα λε πτό να συνέλδω λίγο, γιε μου».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
575
Ο Χάμοντ σήκωσε τους ώμους. Ανέκαθεν στη σκιά του Νέιθαν, ούτε και τώρα θα πήγαινε πουθενά χωρίς τον πατέρα του. Η Λίλι στράφηκε προς την ανιψιό της. «Κρις, η βάρκα διαθέτει κουτί πρώτων βοηθειών. Κοίτα σ' εκείνη τη θήκη πίσω σου! Μπο ρείς να μου το δώσεις;» Η Κρίστι έμεινε για μια στιγμή ακίνητη, συνεχίζοντας να κρατά τον γιο της στην αγκαλιά της. Ύστερα μετακινήθηκε για να πιάσει το κουτί. «Ίσως δεν πρέπει να ξοδέψεις τα υλικά του. Δεν ξέρου με αν θα χρειαστούμε αργότερα ό,τι υπάρχει εκεί μέσα». Ασφαλώς είχε δίκιο. Καθώς η Κιβωτός βυθιζόταν και οι άν θρωποι που επέβαιναν σ' αυτήν ήταν μάλλον αδύνατον να πάρουν άδεια για να εγκατασταθούν στο Κολοράντο, ενώ μάλιστα το Νιου Τζέρσι είχε αποφασίσει να μείνει μακριά από κάθε ανάμειξη στη μάχη, δεν θα έβρισκαν μέρος να πάνε, κανένα μέρος να αράξουν, ούτε καν για να βγουν από εκείνη τη βαρκούλα. Η Λ ίλι έδιωξε από το μυαλό της αυτήν τη σκέψη. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Η Κρίστι της έδωσε το κουτί και η Λίλι το άνοιξε. «Ό χι». Ένιωσε ένα άγγιγμα στον καρπό της, κρύο και υγρό. Ή ταν ο Πιρς. Τα μάτια του είχαν ανοίξει και την κοιτούσαν με το πρόσωπό του ανάποδα σε σχέση με τη θέση εκείνης, το στόμα του στραβωμένο από τον πόνο. Νόμιζες ότι ένας πεθαμένος επέσιρεφε στη ζωή. «Πιρς!» «Η Κρίστι έχει δίκιο. Το ξέρεις και το ξέρω». Η φωνή του έβγαι νε ασαφής σαν γαργάρισμα, ενώ ακόμα κι η αναπνοή φαινόταν να του προκαλεί πόνο. «Είμαι εξήντα πέντε χρονών, για όνομα του Θεού!» «Το ίδιο κι εγώ». Η Λίλι άρχισε να ξετυλίγει μια γάζα. «Δείξε λογική, Λίλι! Αυτό είναι διαταγή, να το ξέρεις!» Η Λίλι γέλασε βεβιασμένα. «Έχεις να μου δώσεις διαταγή από τότε που ήμασταν στη Βαρκελώνη». «Σε παρακαλώ! Κάνε το για χάρη μου». Η Λίλι δίστασε. Ύστερα έσπρωξε με ένα γνέψιμο το τσαντάκι των πρώτων βοηθειών προς το μέρος του Νέιθαν. Στα μουλωχτά, έξω
576
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
από το οπτικό πεδίο του Πιρς, ο Ν έιθαν ετοίμασε μια σύριγγα μορφίνης. «Πώς είναι το πλοίο και το πλήρωμα;» ρώτησε ο Πιρς. «Το πλοίο το χάσαμε». Η Λίλι σήκωσε το βλέμμα. Ο ωκεανός ήταν γεμάτος πορτοκαλιές βάρκες από την Κιβωτό. Τα σκάφη των επιτιθέμενων, πιο κακοφτιαγμένα, κινούνταν ανάμεσα στο πλήθος σαν πτερύγια καρχαριών και μικρές μάχες διεξάγονταν παντού. Ό μω ς η Λίλι έβλεπε πως ένας-ένας οι επιτιθέμενοι αποτραβιόντου σαν και οι επιζώντες της Κιβωτού έριχναν πλαστικά σκοινιά για να φέρουν τις λέμβους πιο κοντά τη μια στην άλλη. Στο μεταξύ η Κιβωτός βυθιζόταν μέσα σε μια αναβράζουσα κηλίδα πετρελαίου. «Μάλλον οι περισσότεροι κατέβηκαν», είπε η Λίλι. «Αν και δεν υπάρχει τρόπος να τους μετρήσουμε τώρα». Ο Ν έιθαν κάρφωσε τη σύριγγα στο πόδι του Πιρς, πάνω από το παντελόνι του. Εκείνος δεν φάνηκε να νιώθει τη βελόνα. Προ σπαθώντας να κρύψει την πράξη του από τον πληγωμένο, ο Νέιθαν είπε: «Θα τους μετρήσουμε αργότερα, όταν οι μαλάκες που το έκαναν αυτό πάρουν ό,τι ήθελαν και την κοπανίσουν. Ελπίζω να είναι περήφανοι για τους εαυτούς τους. Έστειλαν ένα τεράστιο πλοίο στον βυθό της θάλασσας μαζί με τον πυρηνικό αντιδρα στήρα του, ένα σκάφος που θα μπορούσε να αντέξει για δεκαετίες ακόμα, μόνο και μόνο για μερικά κομμάτια ξύλου, χάλυβα και πλα στικού, που θα τους χρησιμέψουν στο φτιάξιμο μερικών ακόμα από τις σκατένιες, μικρές σχεδίες τους. «Οι Αμερικανοί», είπε ο Πιρς σιγανά. «Το υποβρύχιο. Δεν μπο ρούσαν να βοηθήσουν;» «Αρνήθηκαν», είπε η Λίλι. «Η Θάντι μίλησε με τον κυβερνήτη». «Δεν συμμετέχουν στις διαμάχες», είπε ο Νέιθαν. «Μόνο έτσι μένεις ζωντανός πλέοντας τόσα άσκοπα χρόνια στη θάλασσα. Αυ τά, λοιπόν, με το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ... Τέλος πάντων, ό,τι έγινε-έγινε. Πάντα το ήξερα πως θα ερχόταν μια τέτοια μέρα, που θα χάναμε την Κιβωτό. Τώρα ήρθε η στιγμή για την επόμενη φά ση· αυτό είναι όλο.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
577
«Ποια είναι η επόμενη φάση;» ρώτησε η Κρίστι. Ο Νέιδαν έδειξε τα συντρίμμια που επέπλεαν. «Σχεδίες, ασφα λώς. Επιβίωση στην ανοιχτή δάλασσα. Και οι πρώτες ύλες που χρειαζόμαστε γ ι' αυτές, μας περιμένουν εδώ μπροστά μας». Έδει ξε προς το μέρος της Κιβωτού. «Πάντα τα κανόνιζα έτσι ώστε το πολύτιμο υλικό μας να επιπλεύσει εάν χάναμε ξαφνικά το πλοίο. Μ ιλάω για φύκια. Άλγες, γενετικά τροποποιημένες από τα παιδιά των εργαστηρίων της Κιβωτού. Από τα φύκια μπορείς να πάρεις αλγινικό οξύ, με το οποίο είναι δυνατόν να φτιάξεις γαλακτώματα και ίνες... Υλικό για σχεδίες που δα φυτρώσουν μέσα από τη δόλασσα - απλώς δα πρέπει να το αφήσεις να επιπλεύσει. Θ α δείτε». Σηκώδηκε όρδιος κάνοντας τη λέμβο να τραμπαλιστεί ελαφρά. «Στο μεταξύ, δα πρέπει να επιστρέφουμε. Έλα, παλληκάρι μου». Στράφηκε και προχώρησε ξανά πίσω, προς το κέντρο των δια σκορπισμένων σκαφών, το νεκροταφείο της Κιβωτού του, περνώ ντας από την μια σχεδία στην άλλη μεσ' στην γενική ταραχή. Ο Χάμοντ τον ακολούδησε απρόδυμα, μορφάζοντας από τον πόνο στον πληγωμένο ώμο του. «Ξόδεψαν το νερό μας», είπε η Κρίστι. «Τώρα δεν μας μένει ού τε σταγόνα πάνω σ' αυτή την αναδεματισμένη βάρκα». «Θα βρούμε αλλού νερό», είπε η Λίλι, αν και δεν ήταν τόσο σίγουρη. «Ίσως να βρέξει». «Δεν πρόκειται να βρέξει σήμερα», μουρμούρισε ο Πιρς. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα και κοιτούσαν τον ουρανό. «Θυ μάσαι πώς έβρεχε όταν βγήκαμε από τα υπόγεια εκείνου του καδεδρικού ναού, και πώς έβρεχε στο Λονδίνο...» «Θυμάμαι». Η Κρίστι πήρε το κουτί των πρώτων βοηδειών, το έκλεισε και το έχωσε πίσω στη δέση του. Ο Πιρς έστρεψε το κεφάλι και την κοίταξε, απλώνοντάς της το χέρι. «Έλα, Κρις», ψιδύρισε η Λίλι. «Πάρε το χέρι του, έστω και για μια στιγμή». Αλλά η Κρίστι περιορίστηκε να στρέψει το κεφάλι του γιου της μακριά από το δέαμα του ετοιμοδάνατου ανδρώπου.
578
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Πιρς άντεξε όλη τη μέρα, μέχρι που νύχτωσε. Καθώς το φως χανόταν, ο Μάνκο άρχισε να διαμαρτύρεται πως πεινούσε και διψούσε, μα τελικά αποκοιμήθηκε. Η Κρίστι τον κρα τούσε πάντα στην αγκαλιά της στη σκιά του καλύμματος και σύ ντομα σκοτείνιασε τόσο ώστε η ΑΓΧι δεν μπορούσε να διακρίνει κανέναν από τους δυο τους. Ο Ν έιθαν δεν επέστρεψε στη βάρκα. Η Αίλι καθόταν εκεί κρα τώντας το κεφάλι του Πιρς. Δεν υπήρχαν ούτε φεγγάρι, ούτε σύν νεφα. Τα αστέρια ήταν καταπληκτικά, λάμποντας σε έναν ουρανό από τον οποίο η ρύπανση που προκάλεσε η ανθρωπότητα είχε εξα φανιστεί σχεδόν εντελώς. Η Αίλι είχε περάσει χρόνια πάνω σ' ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας, μα δεν είχε δει ποτέ έτσι λαμπερά τα αστέρια, αφού πάνω στην Κιβωτό υπήρχαν πάντα κάποια φώ τα που θάμπωναν τη λάμψη τους. Γύρω από τη βάρκα επικρατούσε ησυχία, που την έσπαγαν μό νο το απαλό γλουγλούκισμα των κυμάτων, κάποια μουρμουρητά κι ένα κλάμα κάπου μακριά. Ή ταν μια νύχτα ανάπαυσης, μια νύ χτα που σίγουρα πολλοί θα εύχονταν να μην τέλειωνε, εφόσον την επόμενη μέρα θα ξεκινούσε ένας καινούργιος αγώνας. Για την ώρα, όμως, επικρατούσε ησυχία. Ο Πιρς ξύπνησε ακόμα μια φορά μέσα στο σκοτάδι. «Την έχεις;» «Τι να έχω, Πιρς;» «Για το πρόσωπό μου, ξέρεις. Μήπως επιστρέφουν». Προσπά θησε να μετακινηθεί και τα χέρια του σηκώθηκαν αδύναμα. «Πρέ πει να μου έπεσε στο πάτωμα». «Η πετσέτα σου;» «Την έχεις;» Η Κρίστι είχε ένα φουλάρι γύρω από τον λαιμό, που το χρησι μοποιούσε για να προστατευτεί κάπως από τον ήλιο στη διάρκεια της μέρας. Το έβγαλε και της το έδωσε. Η Αίλι το άπλωσε πάνω στο πρόσωπο του Πιρς. Εκείνος αναστέναξε κι απέμεινε ασάλευτος.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
579
93 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2043
Η Κρίστι πέδανε. Ήταν κάτι που έφαγε, κάτι από τη θάλασσα που δεν ήταν τόσο γνώριμο κι ακίνδυνο όσο φαινόταν. Επρόκειτο για μια συνηθισμέ νη αιτία θανάτου στις σχεδίες. Ή ταν στα τριάντα οκτώ. Είχε ζήσει πάνω στις σχεδίες για δυο χρόνια, μετά από τότε που βυθίστηκε η Κιβωτός. Ο Μάνκο, ορφανεμένος σε ηλικία δώδεκα ετών, ήταν απαρη γόρητος. Η Κρίστι κρατούσε ακόμα το μικρό ροζ παιδικό σακίδιό της από το Λονδίνο και η Λ ίλι το έψαξε. Μέσα βρήκε μερικά φτηνά πλα στικά κοσμήματα, τον υπολογιστή χειρός της Κρίστι και το πανάρχαιο αρκουδάκι της. Η Λίλι αποφάσισε να κρατήσει τον υπολο γιστή. Έδωσε στον Μάνκο το αρκουδάκι, μα ήταν πολύ μωρουδίστικο για να τον ενδιαφέρει και δεν το ήθελε. Το περιδέραιο από χάντρες που έμοιαζαν με κεχριμπάρι, όμως, ο μικρός το πήρε και το φόρεσε τυλιχτό γύρω από τον καρπό του. Η Κρίστι δεν είχε συμφιλιωθεί με τη θεία της ούτε καν την τε λευταία στιγμή. Ό τα ν έμαθε τι είχε συμβεί στο Κριπλ Κρικ, η Κρίστι δεν μπόρεσε να αποδεχτεί πως η Λίλι είχε πασχίσει τόσο για να εξασφαλίσει μια θέση στην Κιβωτό Ένα, ό,τι κι αν ήταν αυτή, όχι για τον Μάνκο το ίδιο της το αίμα, αλλά για την Γκρέις, ένα λείψανο από τα χρόνια της ομηρίας της. Μ άταια η Λίλι είχε προ σπαθήσει να την πείσει πως πιθανότατα δεν θα έπαιρναν τον Μάν κο έτσι κι αλλιώς, αφού ο ΝέιΘαν δεν θα υποστήριζε μια τέτοια προσπάθεια. Το γεγονός ήταν πως η Λίλι δεν είχε καν προσπαθή σει, κι αυτό η Κρίστι το θεωρούσε προδοσία. Μ ε τον ένα ή τον άλλο τρόπο η αιχμαλωσία της Λίλι είχε μπει ανάμεσά τους κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της Κρίστι, και τώρα την ακολουθούσε και στον θάνατό της.
580
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Εκείνη τη νύχτα, ενώ ο Μάνκο κοιμόταν, η Λίλι έριξε μια ματιά στον υπολογιστή. Διέθετε μια λειτουργία ημερολογίου, αλλά όχι δορυφορική ή ραδιοφωνική σύνδεση. Περιείχε επίσης μια εκτεταμένη βάση δε δομένων, που η Κρίστι αποκαλούσε «λεύκωμα». Η Λίλι θυμόταν πως είχε ξεκινήσει αυτές τις καταγραφές στην τραπεζαρία της μη τέρας της, στο Φούλχαμ, γράφοντας μια παρατήρηση σχετικά με κάποιον ηλικιωμένο άνδρα που δεν μπορούσε να παρακολουθή σει ποδόσφαιρο εξαιτίας των πλημμυρών στο Πιτερμπόροου. Αυ τό το κομμάτι βρισκόταν ακόμα εκεί. Η Λίλι κοίταξε κι άλλα. Ό λ α είχαν επιλεχθεί με πολύ κριτικό μάτι και τα σχόλια ήταν γραμμένα με μια γοργή χάρη. Σε πιο καλή εποχή, η Κρίστι ίσως να γινόταν συγγραφέας ή δημοσιογράφος. Τα τελευταία δυο χρόνια μετά τη βύθιση της Κιβωτού και τη μεταφορά τους στις σχεδίες η πρό σβαση της Κρίστι στις παγκόσμιες ειδήσεις είχε χαθεί, με εξαίρε ση κάποιες αποσπασματικές πληροφορίες που άκουγε από τους χειροκίνητους ασύρματους του Νέιθαν. Από την άλλη, περιέργως, ο δικός της κόσμος διευρύνθηκε καθώς οι κοινότητες των σχεδιών διέσχιζαν τους ωκεανούς του κόσμου, ενώνονταν ή διασπείρονταν ανταλλάσσοντας ειδήσεις, κάποιες από τις οποίες είχε καταγράψει στον υπολογιστή της. Μ ε περιέργεια, η Λίλι αναζήτησε την τελευταία καταγραφή της Κρις. Ή ταν μια φήμη, γραμμένη από την Κρίστι πριν μερικές εβδο μάδες. Η γυναίκα που την είχε διηγηθεί, μιλούσε για κάποια βρα διά μόλις μερικούς μήνες αφότου η Λίλι άφησε την Γκρέις στο Κολοράντο. Η φήμη προερχόταν από τις κοινότητες που έπλεαν στον ωκεανό ανατολικά των Βραχωδών Ορέων. Κάποια νύχτα μια γυ ναίκα, ενώ έκανε πλεξούδες τα μαλλιά της μεγαλύτερης κόρης της πάνω στη σχεδία τους, είδε ένα φως να μετακινεί τις σκιές μπροστά στα πόδια της. Στην αρχή της φάνηκε πως ήταν κάποια φωτοβο λίδα. Σήκωσε το κεφάλι να κοιτάξει. Διέκρινε ένα λαμπερό σημάδι φωτός να σηκώνεται στον δυτι κό ουρανό, αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή στήλη καπνού. Κα θώς ανυψωνόταν, διέγραψε στον ουρανό μια αρμονική καμπύλη.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.581
Ύστερα στ' αφτιά της έφτασε ο ήχος, ένα απαλό μουγκρητό σαν αυτό κάποιας πολύ μακρινής καταιγίδας. Η σπίθα του φωτός χά θηκε στον ουρανό. "Η Γκρέις", σκέφτηκε αμέσως η Λίλι. "Η Γκρέις". Τι άλλο δα μπορούσε να ήταν; Έψαξε βιαστικά τη βάση δεδομένων. Ή ταν μονάχα μια φήμη που η Κρίστι είχε ακούσει από κάποια γυναίκα ξένης ομάδας σχεδιών, η οποία με τη σειρά της το είχε μάθει από κάποιαν άλλη κ.λπ. Δεν ήταν εύκολο να επαληθευτεί. Δεν αναγραφόταν καν το όνο μα της πληροφοριοδότη. Η Λίλι ποτέ δεν θα σιγουρευόταν απο λύτως πως ήταν αλήθεια. Διάβαζε την καταγραφή ξανά και ξανά, προσπαθώντας να αποσπάσει περισσότερες πληροφορίες από τις λιγοστές λέξεις, μέχρι που ο Μάνκο τη φώναξε μέσα στον ύπνο του. Αργότερα, παρακινημένη από την περιέργειά της, κοίταξε την προτελευταία καταγραφή. Ή ταν μια είδηση που προερχόταν από το απομεινάρι των ΗΠΑ κι είχε μεταδοθεί με τον ασύρματο. Σύμ φωνα με αυτήν, πιστευόταν πως το είδος των αλόγων είχε πια εξα φανιστεί. Το πρωί η Λίλι φρόντισε το πτώμα όσο καλύτερα μπορούσε. Έχω σε το αρκουδάκι μέσα στο σακίδιο, που το πέρασε γύρω από τον λαιμό της Κρίστι. Κατόπιν, με τη βοήθεια κάποιων, μετέφερε το σώμα της Κρίστι στην άκρη της σχεδίας. Έμεναν τώρα πια πάνω σε μια μεγάλη κα τασκευή, σε μια σχεδία με μήκος σχεδόν εκατό μέτρων, ένα πλε ούμενο χωριό το οποίο ζούσε κυρίως από τα γενετικά τροποποιη μένα φύκια του Νέιθαν. Αν εξαιρέσουμε το σακίδιό της, η Κρίστι παραδόθηκε στη θάλασσα γυμνή. Κάθε ρούχο ήταν πολύτιμο. Έ πρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν την αντίθεση ορισμένων συνεπι βατών της σχεδίας, των νεότερων, που δεν πίστευαν στη χρησι μότητα της ταφής στη θάλασσα. Δεν είχαν σημειωθεί ακόμα κρού σματα κανιβαλισμού, αλλά κάθε πτώμα, όπως και το σώμα της Κρίστι, αντιπροσώπευε έναν πολύτιμο πόρο που δεν έπρεπε να χαθεί στο νερό. Αυτή ήταν η άποψή τους, μα η Λίλι τους ικέτεψε να κά
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
582
νουν τα στραβά μάτια τούτην τη φορά και, εφόσον η Λίλι ανήκε στους πρεσβύτερους της Κιβωτού, δεν επέμεναν. Δεν έπρεπε καν να ξοδέψει βαρίδια για να βάλει στο σώμα. Ο τάφος της Κρίστι 8α ήταν τα κοφτερά δόντια της Θάλασσας. Έτσι η Λίλι και ο Μάνκο απέμειναν μόνοι οι δυο τους. Ήταν ξέ νοι μεταξύ τους, γιατί ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους. Μάλω ναν και έκλαιγαν.
94 ΜΑΡΤΙΟΣ 2044 Ό τ α ν η έκλειψη ολοκληρώθηκε και η σκιά της Γης κάλυψε εντε λώς το πρόσωπο της Σελήνης, το συγκλονιστικό κόκκινο χρώμα του αίματος απλώθηκε παντού. Η Λίλι μπορούσε να ακούσει τα επιφωνήματα από τις σχεδίες, μια έκφραση δέους από τα πλήθη και παιδιά να λένε «Κοίτα εκεί!» σε πολλές διαφορετικές γλώσσες. Το πορτοκαλί φως του κρυμμένου φεγγαριού έλουσε το υψωμένο πρόσωπο του Μάνκο, κάνοντάς το να γυαλίζει σαν νόμισμα. Κα θώς το φεγγαρόφωτο έσβηνε από τον ουρανό, τα άλλα αστέρια αποκαλύφθηκαν με πιο λαμπερό τον Δία, τον βασιλιά των πλα νητών. Η Λίλι προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν η θέα από το φεγγάρι, ο ενιαίος ωκεανός μιας μεταλλαγμένης Γης που θα έλα μπε κάτω από το φεγγαρόφωτο, απεριόριστος από τον ένα πόλο μέχρι τον άλλο με μόνη εξαίρεση κάποιες διάσπαρτες βουνοκορ φές, γεμάτος μικροσκοπικές σχεδίες, βάρκες, νησίδες σκουπιδιών και ανθρώπους που έστρεφαν τα βλέμματα προς τον ουρανό. Η ίδια η Λ ίλι, πάντως, ένιωθε να ηρεμεί μπροστά σε αυτό το υπο θετικό θέαμα της Γης.
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.583
Μ α είχε δουλειά να κάνει, γνώσεις να περάσει στο κεφάλι του δεκατριάχρονου Μάνκο. Άλλαξε δέση για να κάδεται πιο άνετα πλάι στον Μάνκο, πά νω σε ένα κομμάτι πλαστικού καναβάτσου που διέσωσαν από την Κιβωτό και που είχαν απλώσει πάνω στο κολλώδες πάτωμα της σχεδίας το καμωμένο από το αλγινικό οξύ των φυκιών. «Και τώρα, Μάνκο, δα πρέπει να προσέξεις ιδιαίτερα την ώρα κατά την οποία η σκιά της Γης αγγίζει τα όρια του σεληνιακού δί σκου, δηλαδή όταν η Σελήνη μπαίνει ή βγαίνει από τον κώνο της σκιάς. Κι αυτό, επειδή μπορείς να καταγράψεις τον χρόνο τούτης της διαδικασίας με ακρίβεια δευτερολέπτου». Έγραψε στον υπο λογιστή χειρός της Κρίστι, για να αποδείξει καλύτερα τα λόγια της. «Και τότε σημειώνεις τον χρόνο, κάπως έτσι...» «Το φως είναι περίεργο», είπε εκείνος. «Δεν μοιάζει καδόλου με φεγγαρόφωτο». «Ό χι. Κι αυτό συμβαίνει επειδή δεν είναι κανονικό φεγγαρό φωτο. Το φεγγαρόφωτο προέρχεται από το φως του ήλιου που πέ φτει πάνω στο πρόσωπο της Σελήνης. Στη διάρκεια μιας έκλειψης, το μόνο φως που δέχεται το φεγγάρι προέρχεται από τη Γη και φτάνει σ' αυτό αφού διαχυδεί μέσα από τη γήινη ατμόσφαιρα. Γι' αυτό είναι κόκκινο. Είναι σαν όλες οι ανατολές και τα ηλιοβασι λέματα του πλανήτη να πέφτουν ταυτόχρονα πάνω στο φεγγάρι...» Ο Μάνκο δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται. Μα και της ίδιας της Αίλι η φωνή την πρόδιδε. Διψούσε. Για ό νομα του Θεού, ήταν εξήντα οχτώ χρονών και από τρία χρόνια ζούσε πάνω σε μια σχεδία της οποίας οι πλαστικοί κουβάδες πό σιμου νερού έμεναν άδειοι για πολλές μέρες. Ο λαιμός της είχε δικαίωμα να πονάει. Μπορούσες βέβαια να αποσπάσεις λίγη υ γρασία από τα ψάρια αν ρουφούσες ωμά τα μάτια τους ή τον υγρό νωτιαίο μυελό τους, πράγμα που παιδιά σαν τον Μάνκο δεν είχαν κανένα πρόβλημα να κάνουν. Ό μ ω ς κάτι τέτοιο πάντα αήδιαζε τη Αίλι και της άφηνε μια αλμυρή, λιπαρή γεύση που ήταν σχεδόν χει ρότερη κι από την ίδια τη δίψα. Προσπάδησε να συγκεντρωδεί.
584
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Αγωνιζόταν να χώσει στο νεαρό κεφάλι του Μάνκο τη μέθοδο που είχε επινοήσει για να υπολογίζει το γεωγραφικό μήκος. Επειδή η ακριβής χρονομέτρηση ήταν ουσιαστική, ο υπολογι σμός του γεωγραφικού μήκους θα ήταν μια μεγάλη πρόκληση για το μέλλον, όταν όλα τα ρολόγια πάνω στη Γη θα σταματούσαν να δουλεύουν. Είχε μαζί της μια παλιά αστρονομική εφημερίδα, εν θύμιο από το Νιου Τζέρσι, με χρονισμένες προβλέψεις των σελη νιακών εκλείψεων όπως τις έβλεπε κανείς από το Γκρίνγουιτς, για κάθε έτος μέχρι το 2100. Μ ια ηλιακή έκλειψη γινόταν ορατή από ένα ολόκληρο ημισφαίριο του πλανήτη. Το μόνο που είχες να κά νεις ήταν να σημειώνεις την ημερομηνία -ήξερε από τον υπολογιστή χειρός της Κρίστι πως εκείνο το βράδυ ήταν 13 Μαρτίου 2044-, οπότε αν εντόπιζες τη στιγμή της έκλειψης και την συνδύαζες με τη σωστή πρόβλεψη της εφημερίδας, τότε θα γνώριζες και τον ακρι βή χρόνο στο Γκρίνγουιτς τη συγκεκριμένη στιγμή. Κι αν ήξερες αυτό, τότε το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να κοιτάξεις τα αστέ ρια από πάνω σου και να υπολογίσεις πώς τούτα φαίνονταν σε σχέση με τη θέση των αστεριών που η εφημερίδα έδειχνε εκείνη τη στιγμή στους ουρανούς πάνω από το Λονδίνο. Έτσι, λοιπόν, μπορούσες να υπολογίσεις σε ποιο σημείο της καμπύλης της υ δρογείου βρισκόσουν... Ακόμα και στη Λίλι, όλα αυτά φαίνονταν τρομερά περίπλοκα. «Δεν καταλαβαίνω ποια σημασία έχει», είπε ο Μάνκο. «Το γε ωγραφικό μήκος, ναι, το καταλαβαίνω, για να ξέρουμε πόσο μα κριά βρισκόμαστε από τον ισημερινό...» «Πλάτος», είπε εκείνη σιγανά. «Αυτό που λες είναι το γεωγρα φικό πλάτος. Το μήκος είναι...» «Το πλάτος είναι εύκολο». Έδειξε προς τον πολικό αστέρα. «Εξαρτάται από το πόσο ψηλά είναι αυτό εκεί το άστρο. Το πλάτος έχει σημασία». Και πράγματι, τούτο ήταν σωστό. Ή ταν καλύτερα να μένεις κοντά στον ισημερινό όπου σπάνια έφταναν οι μεγάλοι τυφώνες, αλλά καλό ήταν επίσης να κινείσαι και λίγο βόρεια ή νό τια απ' αυτόν, γιατί οι καταιγίδες ανάδευαν τα νερά πάνω από τα οποία περνούσαν και οι ψαριές ήταν πλουσιότερες. «Ποιος νοιά
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
.585
ζεται για το γεωγραφικό μήκος; Ποια η διαφορά; Είναι όλα τα ίδια γύρω, μονάχα νερό, όσο ανατολικά ή δυτικά κι αν πας. Α ς τούμε, πού βρισκόμαστε τώρα που μιλάμε;» «Περίπου εβδομήντα πέντε μοίρες ανατολικά. Κάπου στον Ινδι κό Ωκεανό». «Και λοιπόν; Ποιος νοιάζεται; Τι σημαίνει ινδικός;» «Από την Ινδία. Από έναν τόπο που ονομαζόταν Ινδία. Το ζή τημα είναι πως...» «Μπορώ τώρα να πάω να δω την Άνα; Θ α της πω για την έκλειψη, το γεωγραφικό πλάτος και το πώς το λένε!» «Μήκος». «Τέλος πάντων, αυτό». Και με τούτα τα λόγια ο Μάνκο απομακρύνθηκε περπατώνισς με χάρη, φορώντας μόνο ένα κουρελιασμένο σορτς. Τα πόδια του πλατάγιζαν πάνω στο πάτωμα της σχεδίας. Δεν νοιαζόταν καθό λου για το θαυμαστό υπόστρωμα του Νέιθαν, ένα καθημερινό θαύμα αυτοσυντήρησης που όλοι θεωρούσαν δεδομένο και οι πε ρισσότεροι από τους νεότερους ούτε κατά διάνοια καταλάβαιναν την αξία του ή έστω το πρόσεχαν. Έφτασε στην άκρη της σχεδίας, γλίστρησε στο φεγγαροφωτισμένο νερό και απομακρύνθηκε κολυμπώντας. Η Λίλι ακούσε το βήξιμο του Ν έιθαν πολλή ώρα πριν τον δει να ξεπροβάλει από το σκοτάδι. Ο Νέιθαν την πλησίασε κουτσαίνοντας· τα τελευταία χρόνια τον βα σάνιζε η αρθρίτιδα, την οποία απέδιδε στην υγρασία της θάλασσας. «Πού στο διάολο είναι ο Μάνκο; Νόμιζα πως ήταν ώρα σχολείου». Η Λίλι τακτοποίησε μια στοίβα από κουβέρτες· εκείνος κάθισε επάνω τους μορφάζοντας από τον πόνο. «Τα ξέρεις τώρα τα παι διά, Νέιθαν. Δεν μπορείς να τα κρατήσεις ακίνητα. Η Άνα δεν εί ναι και κακό παιδί, άλλωστε. Έχεις γνωρίσει τους γονείς της; Ρώ σοι, που έφτασαν στις δυτικές ΗΠΑ όταν τα νερά έπνιξαν τη "Μ η τέρα Πατρίδα". Δύσκολοι καιροί. Η Άνα δεν θυμάται τίποτα απ' όλ' αυτά, ασφαλώς».
586
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
«Έχω την εντύπωση πως το μόνο που θέλουν αυτά τα παιδιά είναι να κολυμπούν και να πηδιούνται όλη τη μέρα. Μερικά αρπά ζουν ψάρια με τα δόντια, ξέρεις. Απίστευτο θέαμα!» «Ίσως να...» «Θα πρέπει να τα διδάξουμε», επέμεινε εκείνος χτυπώντας την παλάμη του στο πάτωμα. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα παιδιά μας να μεταμορφωθούν σε γαμιόλες φώκιες! Πρέπει να μάθουν να υπολογίζουν το γεωγραφικό μήκος. Πρέπει να διδαχτούν να δια βάζουν, να γράφουν και να μετρούν. Πρέπει να μάθουν πως ζουν πάνω σε μια γαμημένη μπάλα που περιφέρεται στον ουρανό. Για τί αλλιώς, σε μια γενιά από τώρα, δεν θα χρησιμοποιούν τις σελη νιακές εκλείψεις σου για να υπολογίζουν το γεωγραφικό μήκος, αλλά θα τρέμουν κάτω από το διάπυρο μάτι του Θεού». «Ξέρω, ξέρω...» «Αυτός ο αναθεματισμένος μικρός, ο Μάνκο, έχει γίνει χειρό τερος από τότε που πέθανε η μάνα του. Μπορεί να λες ό,τι θες για την Κρίστι, κι εκείνη άλλωστε είχε πολλά να πει εναντίον μου, μα ήταν καλή μάνα και αυστηρή». Η Λίλι αγρίεψε. «Νομίζεις λοιπόν πως μ' αρέσει αυτή η δου λειά; Μ α το Χριστό, Νέιθαν, κοντεύω τα εβδομήντα! Αν μπορού σα να ξαναφέρω τη μάνα του πίσω, θα το έκανα αμέσως. Κι εσύ, νομίζω, δεν έκανες και πολύ καλή δουλειά με τον Χάμοντ». Αμέσως μόλις μπόρεσε μετά τη βύθιση της Κιβωτού, ο Χάμοντ επίταξε δυο-τρεις σωσίβιες λέμβους και τράβηξε προς τον Νότο, ελπίζοντας καθώς έλεγε να βρει κανένα κομμάτι γης στις Άνδεις. Ο πατέρας του δεν ήθελε να τον αφήσει. Την ώρα της αναχώρησής του, ήρθαν στα χέρια. Τώρα, όμως, ο Ν έιθαν δεν φαινόταν να ανησυχεί για τέτοιες αντεγκλήσεις. Έγειρε προς τη Λίλι και της είπε ψιθυριστά, αν και δεν ήταν κανείς εκεί κοντά για να τον ακούσει: «Μια που ανέφερες τον Χάμοντ, πήρα σήμερα μήνυμά του». Κρατούσαν επαφή μέσω των μικρών ασυρμάτων που διατηρούσε ακόμη ο Νέιθαν, οι οποίοι λειτουργούσαν με ηλιακούς συσσωρευτές. «Μου έστειλε νέα σχε τικά με την Κηλίδα».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
587
Η Κηλίδα ήταν ένα αρκετά μόνιμο σύστημα καταιγίδων που τριγυρνούσε τους τροπικούς της Γης, τρεφόμενο από την ανεβασμένη θερμοκρασία του αέρα, ανεμπόδιστο από την ξηρά η οποία πε ριόριζε παλιότερα τέτοια φαινόμενα. Το αποκαλούσαν Κηλίδα, για τί έτσι πιστευόταν πως δα έμοιαζε από το διάστημα αν κάποιοι δο ρυφόροι λειτουργούσαν ακόμα - μια μόνιμη καταιγίδα στη Γη, σαν τη Μεγάλη Κόκκινη Κηλίδα του Δία. Ο Ν έιδαν ανέφερε κά ποιες συντεταγμένες. Ήταν χρήσιμο να γνωρίζεις πού βρίσκονταν η Κηλίδα και οι μόνιμες καταιγίδες γύρω της, ώστε να μπορείς να αποφύγεις την καταστροφικότητά τους αλλά και να εκμεταλλεύεσαι τα ανακατεμένα και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά νερά που άφη ναν στο πέρασμά τους. «Είχε νέα από την Άλμα», είπε ο Νέιδαν. «Ή, μάλλον, δεν είχε καδόλου». «Την Άλμα του Κολοράντο;» Ήταν η πόλη των ΗΠΑ με το με γαλύτερο υψόμετρο. «Τι έγινε;» «Γκλουγκ, γκλουγκ, γκλουγκ», έκανε ο Νέιδαν. «Θεέ μου!» Η Αίλι προσπάθησε να θυμηθεί πώς ήταν οι μικρές πόλεις των ΗΠΑ - το κέντρο τους, τα εμπορικά έξω από την πόλη, τα σχολεία, τα βενζινάδικα και τα προάστια. Είχαν πια χαθεί όλα, είχαν σβήσει πιο οριστικά από κάθε χαμένη αυτοκρατορία του πα ρελθόντος. Η ατέλειωτη λιτανεία των απωλειών γινόταν ολοένα και πιο δύ σκολο να συλληφθεί. Η θάλασσα ήταν πια τόσο ψηλά ώστε ακό μα και οι ορεινές πόλεις των Άνδεων είχαν αφανιστεί: η Μπογκο τά, το Κίτο, η Λα Παζ. Και πριν από αυτές χάθηκε η Αυστραλία, η πρώτη ήπειρος που εξαφανίστηκε εντελώς από το πρόσωπο της Γης. Η Αίλι είχε σημειώσει τη μέρα στο πρόχειρο ημερολόγιό της, όταν υπολόγισε πως η Θάλασσα σκέπασε τελικά την κορυφή του όρους Κοσκιούσζκο στη Νέα Νότια Ο υαλία, ύψους δυο χιλιάδων διακοσίων είκοσι οκτώ μέτρων, το ψηλότερο σημείο της νησιωτι κής ηπείρου. Η Αίλι είχε τραγουδήσει σιγανά το «Βαλς της Ματίλντα», αποχαιρετώντας την Αυστραλία... Δεν άκουγε πια τι της έλεγε ο Νέιδαν. Όπως πάντα, παρασυ
588
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
ρόταν από τις ονειροπολήσεις της. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί ξανά. Ο Νέιθαν κουνιόταν αργά μπρος-πίσω συνεχίζοντας να μιλάει με τον τρόπο που πάντα συνήθιζε, περιγράφοντας το όραμά του για το μέλλον. «Πρέπει να συνεχίσουμε τη μόρφωση αυτών των παι διών. Είναι οι κληρονόμοι ενός πολιτισμού σαράντα χιλιάδων ε τών. Στο παρελθόν, ο κόσμος που δημιουργούσαν οι άνθρωποι βρισκόταν γύρω σου, κτήρια, βιβλία και μηχανές, κι αυτός σε δια μόρφωνε. Τώρα όλα τούτα χάθηκαν, έσβησαν, κι έμειναν μόνο όσα υπάρχουν εδώ». Χτύπησε με το δάχτυλο τον κρόταφό του, πάντως πολύ προσεχτικά εξαιτίας του καρπού του που πονούσε από την αρθρίτιδα. «Δεν πρόκειται μονάχα για έναν κατακλυσμό. Είναι μια τεράστια συλλογική αμνησία. Γι' αυτό, βέβαια, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, όμως πρέπει να μάθουν. Κι αυτά δεν μαθαίνουν. Δεν ακούνε. Δεν τηρούν το πρόγραμμα που τους έχουμε ορίσει...» Η Αίλι άκουγε τέτοια παράπονα συχνά, κι όχι μονάχα από το στόμα του Νέιθαν. Ο ι πιο συνηθισμένοι άνθρωποι, από την πλευ ρά τους, παραπονιόντουσαν πως τα παιδιά δεν έδιναν καμιά ση μασία στους περιπλανώμενους ιερείς, ιμάμηδες και ραβίνους που περιφέρονταν στις πλωτές κοινότητες. Τα παιδιά, που απέρριπταν το πρακτικό όραμα του Νέιθαν για τον κόσμο, αναζητούσαν επίσης αλλού και τους θεούς τους, στα αχανή ύδατα που κυριαρχούσαν στον κόσμο τους. «Σε κάθε περίπτωση, ο κατακλυσμός δεν είναι παρά ένας α κόμη κλιματικός σπασμός, ένα μονάχα από μια μεγάλη σειρά πα ρομοίων φαινόμενων», μουρμούρισε ο Νέιθαν. «Πριν από πέντε εκατομμύρια χρόνια το κλίμα της Αφρικής ψύχρανε και τα δάση της εξαφανίστηκαν. Ο ι προπάτορές μας ξεκόλλησαν απ' αυτά και άρχισαν να εξελίσσονται προσαρμοζόμενοι σε ανοιχτό έδαφος. Οι χιμπατζήδες έμειναν στα απομεινάρια του δάσους και, ξέρεις κά τι, βρίσκονταν ακόμα εκεί όταν τα γαμημένα νερά σηκώθηκαν και τους έπνιξαν. Η Γη μας γέννησε και στη συνέχεια μας επεξεργάστη κε με σκληρή αγάπη. Αυτή η καινούργια υδάτινη εποχή, η Υδρόκαινος, αποτελεί απλώς μια ακόμη σκληρή επεξεργασία, και θα την
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
589
ξεπεράσουμε βγαίνοντας πιο έξυπνοι και πιο δυνατοί από ποτέ. Εί μαστε παιδιά της Υδροκαίνου. Ναι, μ' αρέσει αυτό...» Κοίταξε γύ ρω του σαν να έψαχνε κάποιον να καταγράψει τη φράση. «Ανα θεματισμένες μαϊμούδες -γ ια τα παιδιά μιλάω - μονάχα κολυμπά νε!..» Τα μάτια του έκλειναν λες και πήγαινε ν' αποκοιμηθεί καθώς μιλούσε, ενώ κουνούσε το κορμί δύσκαμπτα μπρος και πίσω. Ήταν εβδομήντα τριών χρονών. «Νέιθαν, ίσως θα έπρεπε να πας να πλαγιάσεις». «Μονάχα κολυμπάνε...» Ένα φως έλαμψε στον ουρανό. Η Λ ίλι σήκωσε το βλέμμα πι στεύοντας πως ήταν το τέλος της έκλειψης, όταν το λαμπερό ηλιόφωτο θα χτυπούσε και πάλι απρόσκοπτα την όψη της Σελήνης. Μα η Σελήνη βρισκόταν ακόμα κρυμμένη στη σκιά της Γης, στρογγυ λή και σκοτεινή όπως πριν. Ή ταν ο Δίας. Ο Δ ίας έλαμπε σαν μια κουκκίδα φωτός, αλΚά πολύ λαμπρότερος απ' ό,τι συνήθως, αρκετά λαμπρός ώστε να δη μιουργεί έντονες, διακριτές σκιές στα γυαλιστερά φύκια που αποτε λούσαν το υπόστρωμα της σχεδίας. Μ ετά το φως μειώθηκε, σαν κάτι φωτεινό να είχε περάσει από μπροστά του και τώρα να χα νόταν στην απόσταση. Σύντομα ο Δ ίας έλαμπε μόνος του όπως και πριν. "Ή ταν η Κιβωτός", σκέφτηκε αμέσως η Λίλι. "Η Κιβωτός με την Γκρέις". Τι άλλο θα μπορούσε να ήταν; Ύστερα μια ασημένια φλούδα εμφανίστηκε στην περιφέρεια του φεγγαριού, καθώς τα σεληνιακά βουνά πλημμύριζαν από ηλιόφωτο. Γρήγορα τα μάτια της Λίλι θάμπωσαν και ο Δίας χάθηκε από το οπτικό πεδίο της. Δεν θα ήταν ποτέ σίγουρη. «Σ' έφερα μέχρι εδώ, έτσι δεν είναι; Σε κράτησα ζωντανή». «Ναι, Νέιθαν». Έριξε μια κουβέρτα γύρω από τους ώμους του καθώς εκείνος κουνιόταν και μουρμούριζε σχετικά με την εξέλιξη, το πεπρωμένο και τα παιδιά, ένας γέρος διπλωμένος στα δυο από τον πόνο των αρθριτικών του. «Ναι, πράγματι το κατάφερες αυτό». Αν όμως ήταν στ' αλήθεια η Κιβωτός Ένα, σκέφτηκε η Λ ίλι, ίσως το πλήρωμά της να είχε σχεδιάσει την ώρα της παράξενης
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
590
αναχώρησης προς το διάστημα, γνωρίζοντας πως σε ένα μεγάλο μέρος της σκοτεινής πλευράς της Γης μάτια θα ήταν στραμμένα προς το σημείο της έκλειψης, προς αυτό το θέαμα στον ουρανό. Θα ήταν σπουδαίο κόλπο, ένας καταπληκτικός τρόπος για να πουν αντίο. «Σε κράτησα ζωντανή. Πρέπει να προσαρμοστούμε. Ο ι μαϊμού δες, εννοώ τα παιδιά, πρέπει να μάθουν...»
95 ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2048 Ο Γκάρι Μπόιλ ήρθε να επισκεφθεί τη Αίλι πάνω στη σχεδία της που λικνιζόταν αργά. Η Λίλι περπάτησε μέχρι την άκρη της και πα ρακολούθησε τη βάρκα να πλησιάζει. Ο Γκάρι κι ένας πιο νέος άνδρας που ήταν μαζί του, τραβούσαν δυνατά τα κουπιά. Έρχονταν από κάτι που έμοιαζε με αραιό αρχι πέλαγος χαμηλών, πράσινων νησιών. Στην πραγματικότητα ήταν οι κορυφές του Κολεγκιέιτ, μιας οροσειράς των Βραχωδών Ορέων· ήταν οι ψηλότερες κορυφές των ΗΠΑ εκτός από κάποια βουνά στην Αλάσκα. Τώρα τα πελώρια εκείνα όρη μόλις και μετά βίας ξεπρόβαλλαν από το νερό, που υψωνόταν αδιάκοπα. Παιδιά από τις σχεδίες κολυμπούσαν γύρω από τη βάρκα του Γκάρι. Μ ε τα μικρά κορμιά τους θύμιζαν θαλάσσια λιοντάρια, κα θώς βουτούσαν και ξεπρόβαλλαν ξανά από το νερό τραγουδώντας ακατάπαυστα ένα δίχως νόημα πια τραγούδι που είχαν κάπου ακού σει: «Σου γελώ πιο πολύ από το γέλιο μου, είσαι ο αγελός μου, εί σαι η τιφίμου, σου γελώ πιο πολύ από το γέλιο μου...» Ένα από τα παιδιά ήταν ο Μπόρις, γιος του Μάνκο και της Ανα, που αν και δεν ήταν ακόμα ούτε δυο χρονών κολυμπούσε το ίδιο επιδέξια με
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
591
τους υπόλοιπους. Η Άνα στεκόταν κοντά στο νερό και χτυπούσε τα χέρια της, προσπαθώντας να τον κάνει να γυρίσει πίσω. Ο Γκάρι και ο σύντροφός του έφεραν τη βάρκα στο πλάι του α κανόνιστου άκρου της σχεδίας και βγήκαν μουδιασμένα έξω. Η Λίλι έδωσε το χέρι στον Γκάρι, περισσότερο ως ένδειξη τρυφερό τητας παρά για να τον βοηθήσει, και εκείνος την πήρε σφιχτά στην αγκαλιά του. Την άφησε να τον οδηγήσει στο κέντρο της σχεδίας. «Πω-πω, τι είναι αυτό το υλικό, καουτσούκ;..» Η γλιστερή επι φάνεια της σχεδίας, κατασκευασμένη από φύκια, ήταν η τελευταία κληρονομιά του Λάμοκσον και άντεχε ακόμα, τρία χρόνια αφότου μια λοίμωξη των πνευμόνων είχε σκοτώσει τον ίδιο τον Νέιδαν. «Είναι γενετικά τροποποιημένο; Πραγματικά εντυπωσιάστηκα!» Κάθισαν μαζί στο μικρό καλύβι από πλαστικό και καναβάτσο ό που έμενε η Λίλι, μερικές φορές μαζί με τον Μάνκο ή τον Μπόρις αλλά σπάνια με την Άνα, η οποία προτιμούσε να κατοικεί με τη δι κή της οικογένεια. Η Λίλι έδωσε στον Γκάρι νερό και ξεραμένο ψά ρι, καρυκευμένο με λίγο από το πολύτιμο πιπέρι που είχε κατορθώ σει να αγοράσει από ένα μεγάλο πλωτό αγρόκτημα στο μέσο του Ειρηνικού. «Πρέπει να δεις αυτά τα αγροκτήματα, Γκάρι! Κρεμαστοί κήποι και σιντριβάνια, ανεμογεννήτριες και ηλιακοί συσσωρευτές, όλα στη μέση του ωκεανού. Έχουν κότες σε κοτέτσια βιδωμένα στους τοίχους και λαχανικά που μεγαλώνουν σε παλιά ελαστικά φορτη γών. Ακόμα κι ο Ν έιθαν θα εντυπωσιαζόταν». Ο Γκάρι, που την άκουγε ευγενικά, ήταν πενήντα έξι. Υπήρχαν ακόμα πάνω του απομεινάρια του αγοριού που η Λίλι είχε γνωρί σει κάποτε. Κρατιόταν σε φόρμα, παλιότερα σαν επιστήμονας-ερευνητής που βρισκόταν πάντα στην ύπαιθρο και πάντα εν κινήσει, και στη συνέχεια σαν πρόσφυγας που γυρνούσε εδώ κι εκεί για τό σα πολλά χρόνια. Από αυτή την άποψη, δεν είχαν αλλάξει και πολ λά πράγματα στη ζωή του. Ή ταν σχετικά καλοντυμένος. Ενώ η Λί λι κυκλοφορούσε με τα απομεινάρια μιας φόρμας της A xysC op, χιλιοπλυμένα και χιλιομπαλωμένα, ο Γκάρι φορούσε πουκάμισο και
592
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
παντελόνι που έδειχναν μόλις ελαφρά ξεθωριασμένα, προφανώς αρπαγμένα πρόσφατα από κάποια βυθισμένη αμερικανική πόλη. Αλλά τα μαλλιά του είχαν αραιώσει πολύ και γκριζάρει, ενώ το βλέμμα του πρόδιδε ένα είδος μελαγχολικής κούρασης. Υπήρχε και μια αυλακιά στον κρόταφό του, ουλή από κάποια σφαίρα* αρνιόταν να μιλήσει γ ι' αυτό. Ο Γκάρι είχε ζήσει για δεκαετίες στις κοινότητες των Άνδεων, στο μέρος όπου η Πόλη των Οδοιπόρων τερμάτισε το μακρύ τα ξίδι της. Στο τέλος, όμως, καθώς τα πράγματα άρχιζαν να καταρ ρέουν κι εκεί, αποφάσισε να επιστρέφει στην πατρίδα του, σε ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει από τις ΗΠΑ, και μετά από μια μο ναχική θαλασσινή οδύσσεια είχε καταλήξει στο Κολοράντο. Και τώρα βρισκόταν εδώ. Έσκυψε μπροστά και της έπιασε τα χέρια. Ο ι σχεδίες μπορούσαν να ταξιδέψουν αν και με κάποια δυ σκολία, εφόσον διέθετες πηδάλιο και πανιά για να εκμεταλλευτείς τον άνεμο. Μετά τον θάνατο του Νέιθαν, η Λίλι είχε κληρονομή σει τα προσωπικά αγαθά του, συμπεριλαμβανομένων και των πο λύτιμων ασυρμάτων του. Τους είχε χρησιμοποιήσει για να εντοπί σει τον Γκάρι, τότε που εκείνος επέστρεψε στη Βόρεια Αμερική. Κι όταν αυτός της εξήγησε πόσο σημαντική θα ήταν η χρονιά που ερ χόταν, η Λίλι αισθάνθηκε την ανάγκη να ταξιδέψει με τη σχεδία και να τον αναζητήσει. Ο ι υπόλοιποι της είχαν κάνει το χατίρι. Δεν τους ένοιαζε ιδιαίτερα πού βρίσκονταν, αρκεί να είχαν καλή ψαριά. «Ζείτε μια ζωή πολύ πιο εξωτική απ' οτιδήποτε έχω ζήσει εγώ μέχρι σήμερα», της είπε. «Πώς περνάτε τη μέρα σας;» «Ψαρεύουμε», είπε η Λίλι. «Συλλέγουμε νερό. Φροντίζουμε τις σχεδίες. Κάνουμε κάποιο εμπόριο. Κυρίως κολυμπάμε και πηδιό μαστε». Αυτό τον έκανε να γελάσει. «Για μένα ισχύει κάμποσο το πρώτο και καθόλου το δεύτερο», προσέθεσε η Λίλι. «Γεννούν παιδιά, ξέρεις, σε όλο και μικρότερες ηλικίες. Ο Μ άνκο και η Ανα, για παράδειγμα, ήταν μόλις δεκάξι όταν γεννήθηκε ο μικρός Μπόρις. Ο ι μητέρες γεννούν μέσα στο νερό. Ο Μ άνκο και η Άνα δεν μοιάζουν ιδιαίτερα σ' εσένα και σ'
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
593
εμένα, μα η καινούργια γενιά των παιδιών όπως ο Μπόρις δεν έ χουν πια καμιά σχέση μαζί μας. Δεν έχουμε τίποτα το κοινό, ούτε καν αναμνήσεις για να μοιραζόμαστε. Αυτός είναι κι ο μεγαλύτερος φόβος μου. Τους Χέω ένα σωρό ιστορίες, λοιπόν. Τους μιλώ για την καταγωγή τους». Κουβέντιασαν για άλλους φίλους, τη Θάντι, την Έλενα και τη διασκορπισμένη κοινότητα των επιστημόνων, που έκαναν και τώρα εξ αποστάσεως συνάξεις με τη βοήθεια όσων ασύρματων είχαν γλυτώσει, προσπαθώντας ακόμα να καταγράφουν την απίστευτη μεταμόρφωση που περνούσε ο πλανήτης. Μίλησαν για τον Νέι8αν, που είχε ξεψυχήσει μακριά από τον γιο του, και για τους ομή ρους, τον Πιρς και την Έλεν, ακόμα και για τον Τζον Φόρσοου, ο οποίος είχε πεθάνει στη Βαρκελώνη χωρίς να προλάβει να δει τον κατακλυσμό. Μ ίλησαν επίσης και για την Γκρέις. Ο Γκάρι ήξερε ακόμα λι γότερο πράγματα από τη Λίλι σχετικά με την Κιβωτό Ένα. Η Λίλι είχε από καιρό αποδεχτεί πως δεν 8α μάθαινε ποτέ τι απέγινε η κό ρη της Έλεν. Συζήτησαν για τη χρονιά που ερχόταν. «Θα είναι μια τέλεια χρονιά για όσους απολαμβάνουν τις καταστροφές», είπε ο Γκάρι. «Μέσα στους επόμενους δώδεκα μήνες 8α χάσουμε μια ολόκληρη σειρά ηπείρους. Τον Ιανουάριο 8α βυθιστεί ολόκληρη η Ευρώπη, όταν καλυφθεί από τα νερά και το όρος Ελμπρούς στη Ρωσία. Τον Μ άιο είναι σειρά της Αφρικής, όταν 8α πνιγεί το Κιλιμάντζαρο. Ύ στερα 8α χαθούν και οι ΗΠΑ, με εξαίρεση μερικές βουνοκορφές στην Αλάσκα. Την επόμενη χρονιά 8α αφανιστεί η Νότιος Αμερική, ακόμα και οι Άνδεις, κι έτσι δεν 8α απομείνει ούτε ίχνος ξηρός από τις παλιές Δυτικές χώρες...» Η Λίλι δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν ήξερε καλά-καλά πότε 8α είχαν Ιανουάριο και ποιος μήνας ήταν τώρα. Στη θάλασσα χά νεις την αίσθηση του χρόνου. «Αναρωτιέμαι πώς 8α μετράμε τον χρόνο όταν χαθεί η ξηρά. Ίσως με τα πιο σπουδαία γεγονότα απ' αυτά που ζούμε. Έχω ακούσει τον Μάνκο και την Άνα να μιλούν για "τη χρονιά του μεγάλου κύματος"».
594
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Ο Γκάρι έσκυψε μπροστά γεμάτος ενδιαφέρον. «Ποιου μεγά λου κύματος;» Η Αίλι περιέγραψε το κύμα, έναν τεράστιο παλμό στο νερό που 8α έπρεπε να είχε ύψος εκατό μέτρα και απλωνόταν κατά μήκος του ωκεανού από τον έναν ορίζοντα μέχρι τον άλλο. Τους είχε προκαλέσει αναταραχή στις σχεδίες και τρόμο. Ευτυχώς, οι σχεδίες βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή σε βαθιά νερά και το κύμα δεν τις εί χε σκεπάσει. Απλώς ανέβηκαν μέχρι την κορυφή του και μετά ξαναχαμήλωσαν με ομαλό τρόπο από την άλλη του πλευρά. Ο Γκάρι έγνεψε. «Μου φαίνεται πως πρόκειται για ένα πλανη τικό κύμα. Η θεωρία των υδάτινων πλανητών προβλέπει τέτοια φαι νόμενα. Είναι ένα κύμα πλανητικής κλίμακας, ένας κυματισμός που κάνει τον κύκλο των δίχως όρια θαλασσών του πλανήτη ξανά και ξανά». «Επειδή δεν υπάρχει τίποτα να το σταματήσει». «Σωστά. Ίσως όλα να ξεκίνησαν από κάποιον υποβρύχιο σεισμό ή κατολίσθηση. Το βάρος του νερού που πιέζει την ξηρά, συνεχίζει να προκαλεί γεωλογικές αναταράξεις. Το βλέπουμε στους σεισμογράφους, μα συνήθως δεν μπορούμε να ξέρουμε τι ακριβώς συμ βαίνει. Δεν μπορούμε πια, όπως καταλαβαίνεις, να κατεβούμε εκεί κάτω για να εξετάσουμε το φαινόμενο». «Υδάτινοι πλανήτες;» «Ναι. Είχαμε εντοπίσει μερικούς στον ουρανό, τότε που δια θέταμε ακόμα τηλεσκόπια ικανά να εντοπίζουν πλανήτες. Ό τα ν κά τσεις και το σκεφτείς, ένας κόσμος σαν τη Γη με μείγμα ωκεανών και ξηράς θα πρέπει να είναι σπάνιος. Πλανήτες που αποτελούνται μόνο από πέτρα όπως η Αφροδίτη ή ο Ερμής, ή μόνο από νερό όπως ο Τιτάνας, φεγγάρια με παγωμένους ωκεανούς βάθους εκα τοντάδων χιλιομέτρων πάνω σε έναν βραχώδη πυρήνα, θα πρέπει να είναι πιο συνηθισμένοι. Πάντως βλέπουμε τώρα χαρακτηριστι κά των ωκεάνιων πλανητών να παρουσιάζονται εδώ στη Γη, όπως τα πλανητικά κύματα και οι μόνιμες καταιγίδες με ισχύ τυφώνων, σαν την Κηλίδα, καθώς και ένα απλούστερο σύστημα κυκλοφορίας των νερών σε παγκόσμιο επίπεδο».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
595
«Και τι γίνεται με τη ζωή;» Ο Γκάρι χαμογέλασε. «Σωστά, τι γίνεται μ' αυτήν; Άκουσέ με, έχω μια δική μου θεωρία σχετικά με το πού πάμε. Μ ην επαναλάβεις πουθενά τα λόγια μου. Η Θάντι θα με σκότωνε αν μπορού σε να με ακούσει». «Μα το Χριστό, δεν κρίνω τώρα κάποια διατριβή, οπότε πες μου ελεύθερα!» «Υπάρχουν προηγούμενα αυτής της κατάστασης. Την εποχή της Παγγαίας, πριν από διακόσια εκατομμύρια χρόνια, όταν όλες οι ήπειροι ήταν ενωμένες σε μία, υπήρχε ένας ημιπαγκόσμιος ωκεα νός που έμοιαζε περίπου με αυτόν που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Ο κατακλυσμός έκανε άνω κάτω τον βιολογικό κύκλο του άν θρακα... » 0 άνθρακας απορροφιόταν από τον αέρα μέσω των φυτών στην ξηρά και στη θάλασσα, με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, και στη συνέχεια απελευθερωνόταν ξανά στην ατμόσφαιρα μέσω της αναπνοής των ζωντανών οργανισμών και της αποσύνθεσης των νεκρών. »Πριν από τον κατακλυσμό, σ' αυτό τον κύκλο του άνθρακα κυ ριαρχούσε η ζωή της ξηρός, τα πράσινα φυτά που ζούσαν πάνω της, μα τώρα χάσαμε ολόκληρο τούτο τον γιγάντιο μηχανισμό μαζί με τη στεριά. Χάσαμε επίσης και έναν δεύτερο μηχανισμό, ο οποί ος όφειλε τη λειτουργία του στη διάβρωση των επιφανειακών πε τρωμάτων - το διοξείδιο του άνθρακα διαλυόταν στο νερό, η όξινη βροχή κατέτρωγε τα πετρώματα και τα λοιπά. Αυτό το τελευταίο αποτελούσε βέβαια το ένα χιλιοστό του βιολογικού κύκλου, αλλά σε μέγιστη χρονική κλίμακα είναι αποτελεσματικό, ή μάλλον ήταν. »Το χειρότερο είναι πως ακόμα και στις θάλασσες οι μηχανισμοί απορρόφησης καταρρέουν. Η θερμοκρασία, που ανεβαίνει συνε χώς, μειώνει την αποτελεσματικότητα του φυτοπλαγκτόν. Η αυξα νόμενη οξύτητα των ωκεανών δεν βοηθάει κι αυτή καθόλου - διο ξείδιο του άνθρακα και νερό μας δίνουν ανθρακικό οξύ. Επίσης, δεν έχουμε πια τα κρύα πολικά ρεύματα να εισδύουν κάτω από τα ζεστά νερά στα χαμηλότερα γεωγραφικά πλάτη μεταφέροντας οξυ
596
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
γόνο και θρεπτικά συστατικά στα κατώτερα στρώματα της θάλασ σας. Γι' αυτό πολλαπλασιάζονται τόσο πολύ τα φύκια μετά από το πέρασμα μιας καταιγίδας: γίνεται κάποιο παροδικό και τοπικό α νακάτεμα των υδάτων». «Αυτό το ξέρουμε», είπε η Λίλι. «Απ' αυτό ζούμε». «Χάσαμε όλους αυτούς τους μηχανισμούς απορρόφησης, ενώ την ίδια στιγμή είχαμε μια μαζική έκλυση διοξειδίου του άνθρακα στον αέρα από τις πυρκαγιές και από το σάπισμα της βλάστησης των βυθισμένων περιοχών. Είναι σαν να κάψαμε με μια μοναδική φωτιά οτιδήποτε πράσινο υπήρχε πάνω στον πλανήτη. »Έτσι, τώρα τα πράγματα πρόκειται να αλλάξουν. Η Γη είναι έ να σύστημα ροών ύλης και ενέργειας, ένα σύστημα ανάδρασης». «Η Γαία», ψιθύρισε η Λίλι. «Αυτή είναι η ιδέα. Η μεγαλύτερη πίεση που είχε δεχτεί μέχρι τώρα, ήταν μια αργή αύξηση της θερμοκρασίας του ήλιου - η ενέργεια που εξαπολύει ο ήλιος πάνω στη Γη έχει αυξηθεί περίπου κατά το ένα τρίτο από την εποχή που γεννήθηκε η ζωή επάνω της. Τα συστήματα της Γαίας, λοιπόν, αναπροσαρμόζονταν αυτόματα για να διατηρήσουν μια ομαλή θερμοκρασία στην επιφάνεια, μια θερμοκρασία που, παρ' ότι ανέβαινε, επέτρεπε στη ζωή να διατη ρηθεί. Τον πρώτο καιρό απελευθερωνόταν στον αέρα μεθάνιο, ένα ακόμη αέριο του θερμοκηπίου, με αποτέλεσμα η θερμοκρασία να παραμένει υψηλή. Κάπου δυο δισεκατομμύρια χρόνια πριν, η ενέρ γεια που εξέπεμπε ο ήλιος έγινε η βέλτιστη για τη ζωή πάνω στη Γη. Από τότε, όσο η θερμοκρασία ανεβαίνει, η Γαία χρειάζεται όλο πε ρισσότερη δροσιά και ο κυριότερος τρόπος για να το κάνει είναι να απορροφά διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα και να το απο θηκεύει σε πετρώματα, καθώς και σε ορυκτά απολιθώματα όπως το πετρέλαιο και ο λιθάνθρακας». Η Λίλι κατένευσε. «Ό σο λιγότερα αέρια του θερμοκηπίου υ πάρχουν, τόσο λιγότερη θερμότητα παγιδεύεται». «Ακριβώς. Ό μ ω ς ο μηχανισμός αυτός πλησιάζει στα όρια των δυνατοτήτων του. Η δεξαμενή διοξειδίου του άνθρακα της ατμό σφαιρας είναι, ή μάλλον ήταν, αρκετά άδεια. Η Γαία ήταν ήδη γριά,
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
597
ακόμα και πριν από τον κατακλυσμό, και ο καυτός ήλιος τη ζορί ζει πολύ. «Κάποιοι από εμάς πιστεύουν πως οι Εποχές των Παγετώνων ήταν ένα είδος πειράματος για να δημιουργηδεί μια νέα σταθερή κατάσταση. Ο ι Εποχές των Παγετώνων ήταν δύσκολες για τους ανθρώπους. Μ α από την πλευρά της Γαίας, αν παραδώσεις τα ψη λότερα γεωγραφικά πλάτη στον πάγο χάνεις ένα ποσοστό της πα ραγωγικής σου επιφάνειας, αλλά αντανακλάς πολύ περισσότερο ηλιόφωτο. Στο μεταξύ, η ζωή μπορεί να ανθίζει στα δροσερά με σαία πλάτη και γενικά στα τμήματα της ξηράς που βρίσκονται πιο κοντά στο επίπεδο της θάλασσας. Και οι ωκεανοί είναι πολύ πιο γόνιμοι όταν το νερό είναι δροσερότερο - στη Γαία αρέσει η δρο σιά. Έτσι ο μηχανισμός λειτουργούσε. Ό μ ω ς φαινόταν καθαρό ως μια ύστατη προσπάθειά της. »Και τώρα ξαφνικά η Γαία βρίσκεται να είναι σκεπασμένη από νερό, πολύ ζεστή, με πολύ υψηλά επίπεδα διοξειδίου του άνθρα κα. Είναι πάλι κάτω από πίεση, μια πίεση που πιθανώς δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της». «Αυτό έλεγε κι η Θάντι. Πίεση». «Ναι, αλλά ξέρουμε πως στη Γη αρέσει να εφευρίσκει σταθερές καταστάσεις, όπου όλοι οι γεωλογικοί, κλιματικοί και βιολογικοί κύκλοι συνεργάζονται. Τα τελευταία δυο εκατομμύρια χρόνια περνούσε διαδοχικά από εποχές παγετώνων σε θερμότερες μεσοπαγετώδεις περιόδους. Τώρα η Γαία φτάνει σε ένα νέο σημείο στα θερότητας και ισορροπίας, κατά το οποίο θα έχουμε πολύ μεγαλύ τερο επίπεδο διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και πολύ υψηλότερη παγκόσμια θερμοκρασία. Ό λ η αυτή η ζέστη θα προκαλεί διαρκώς καταιγίδες και θα ανακατεύει τη θάλασσα, υποστηρί ζοντας τη ζωή με την ανάδευση των θρεπτικών συστατικών και πρ»οσφέροντας έναν νέο μηχανισμό απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα. Έτσι θα έχουμε πάλι μια ισορροπημένη κατάσταση, αν και με υψηλότερα ποσοστά διοξειδίου του άνθρακα απ' ό,τι παλιά. «Κατάλαβα. Νομίζω. Δηλαδή, δεν χρειαζόμαστε την ξηρά;» «Ό χι. Θ α υπάρχει μια ολοκαίνουργια κατάσταση ισορροπίας
598
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
πάνω σε μια ζεστή υδάτινη Γη, γεμάτη καταιγίδες. Από μια άποψη, μπορείς να πεις πως αυτός ήταν ο Λόγος για τον οποίο οι δεξαμε νές νερού βαθιά κάτω από την επιφάνεια έπρεπε να ανοίξουν τώ ρα, ώστε να ελευθερώσουν το νερό και να καταστήσουν δυνατή αυ τήν τη νέα φάση, αφού οι παλιές μέθοδοι με τους παγετώνες και τις μεσοπαγετώδεις περιόδους είχαν αρχίσει να αποτυγχάνουν. Ξέρεις κάτι; Έκανα μερικούς υπολογισμούς, έτσι στα πρόχειρα. Υπολόγισα πως με έναν τέτοιον συνδυασμό ίσως η συνολική βιο μάζα πάνω στη Γη να γίνει μεγαλύτερη απ' ό,τι πριν. Ουσιαστικά, ο πλανήτης θα βγει από τούτη την περιπέτεια υγιέστερος». «Χωρίς χώρο για μας, όμως». «Δεν είναι απαραίτητο να ισχύει αυτό. Υπάρχουν άφθονα ψά ρια στη θάλασσα, αν είμαστε αρκετά έξυπνοι ώστε να μάθουμε να τα πιάνουμε. Έτσι κι αλλιώς όλη αυτή η ιστορία ποτέ δεν γινόταν α ποκλειστικά για μας, έτσι δεν είναι; Πάντα όλα γίνονταν για τη Γη, η οποία τώρα μεταμορφώνεται όπως είχε συμβεί και στο παρελθόν. Ακόμα κι αν της δώσαμε εμείς την κλοτσιά στον κώλο, που την έσπρωξε να ξεκινήσει την όλη διαδικασία». Η Λίλι κοίταξε τα παιδιά που έπαιζαν στη θάλασσα. «Ο πολι τισμός μας χάθηκε. Ό λ α όσα δημιουργήσαμε. Αλλά κοίτα αυτά τα παιδιά που κολυμπάνε! Αυτά δεν νοιάζονται αν έχει βυθιστεί το Σμιθσόνιαν ή αν το διαδίκτυο έχει χαθεί για πάντα». «Ναι», μουρμούρισε ο Γκάρι. «Κι ακόμα κι αν χαθούμε, ξέρεις, θα είναι ένα καλό τέλος. " Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται, και η γη εις τον αιώνα έστηκε"· Εκκλησιαστής 1,4». Χαμογέλασε. «Η Θάντι ήταν αυτή που με έκανε ν' αρχίσω να διαβάζω τη Βίβλο, μα ούτε αυτό να της το πεις». «Εσύ τι θα κάνεις; Ό τα ν η Βόρεια Αμερική βυθιστεί εντελώς, θα έρθεις μαζί μας;» «Μάλλον όχι», είπε εκείνος παιδιάστικα, σαν να μην είχε αρνηθεί τίποτα περισσότερο από ένα δεύτερο ποτήρι νερού. «Νομίζω πως τέλειωσα με τις περιπλανήσεις. Και υπάρχουν άνθρωποι εκεί πέρα για τους οποίους νοιάζομαι».
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
599
Η Αίλι χαμογέλασε. «Πάντα φρόντιζες τους άλλους. Αν δεν ήσουν εσύ, η Γκρέις δεν θα είχε γλυτώσει. Από την άλλη, δεν μπο ρώ να σε φανταστώ να τα παρατάς. Είσαι μονάχα πενήντα έξι. Θ α σου δώσω λίγο από το φύκι-σχεδία του Ν έιθαν για να καλλιερ γήσεις». «Ευχαριστώ». Φ αινόταν ανήσυχος. «Πάντως, Α ίλι, τα φύκια από μόνα τους δεν αρκούν. Κάποια στιγμή θα σας τελειώσουν άλ λα πράγματα. Το πλαστικό, οι νάιλον πετονιές, όλα τα υπόλοιπα». «Ξέρουμε πως οι σχεδίες δεν πρόκειται να κρατήσουν για πά ντα. Κάθε τόσο μας χτυπά μια καταιγίδα που δεν μπορούμε να α ποφύγουμε, και τότε χάνουμε μερικές σχεδίες. Και υπάρχουν ακό μα πειρατές εκεί έξω. Είναι μια κατάσταση σταθερής φθοράς». «Δεν σε ανησυχεί αυτό;» Εκείνη σήκωσε τους ώμους της. «Τι μπορούμε να κάνουμε, δη λαδή;» «Πρόκειται για τραγωδία», είπε ο Γκάρι. «Λίγο χρόνο θέλαμε ακόμα». Κοίταξε προς τον απέραντο ουρανό. «Σε πενήντα χρόνια θα διαθέταμε σταθμούς ενέργειας σε τροχιά, ορυχεία στους αστε ροειδείς και στη Σελήνη, και δεν θα είχαμε ανάγκη τις αναθεματι σμένες ηπείρους. Τέλος πάντων». «Ναι». Στάθηκαν όρθιοι, βοηθώντας ο ένας τον άλλον. Κρατημένοι από το μπράτσο, περπάτησαν μέχρι την άκρη της σχεδίας όπου ο φί λος του Γκάρι τον περίμενε πλάι στη βάρκα τους. Έκανε ταχυδα κτυλουργικά κόλπα με νομίσματα για ένα κοπάδι παιδιών, μερικά από τα οποία ήταν μέσα στο νερό και άλλα έξω απ' αυτό. Έδει χναν να έχουν μαγευτεί. «Ξέρω πού θα πάτε στη συνέχεια», είπε ο Γκάρι στη Αίλι. «Έτσι λες;» «Υπάρχει μόνο ένα μέρος για να πας, τελικά, ένα τελευταίο θέ αμα για να δεις, έτσι δεν είναι; Έχετε μερικά χρόνια ακόμα περι θώριο». Την αγκάλιασε για άλλη μια φορά και κατέβηκε στη βάρ κα του. Άρχισαν να τραβούν τα κουπιά και η βάρκα ξεμάκρυνε». «Να ξέρεις πως εκείνη τουλάχιστον θα βρίσκεται εκεί».
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
600
«Ποια;» Ο Γκάρι αναγκάστηκε να φωνάξει για να ακουστεί. «Η μεγα λύτερη τουρίστρια καταστροφών. Η Θάντι Τζόουνς! Δώσε της την αγάπη μου αν τη δεις». Η βάρκα απομακρύνθηκε, κατευθυνόμενη προς τα σχεδόν βυ θισμένα Βραχώδη Ό ρ η. Τα παιδιά της σχεδίας πλατσούριζαν και έπαιζαν ξοπίσω της, ζητώντας νομίσματα. Η Αίλι άκουσε τη λεπτή φωνή της Άνα να φωνάζει στον μικρό Μπόρις να επιστρέφει.
96 ΜΑΙΟΣ 2052
Ο Μπόρις ήταν πια έξι χρονών. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα ένα κομμάτι βράχου που προεξείχε από τη θάλασσα. Έβλεπες κάθε τόσο τέτοιου είδους προεξοχές να ξεπροβάλλουν. Δεν είχε ποτέ πα τήσει πάνω σε κάποια από αυτές. Και γιατί να ήθελε κάτι τέτοιο; Δεν ήταν σχεδία, δεν πήγαινε πουθενά, δεν μπορούσες να τη φας, άρα σε τι χρησίμευε; Το μόνο ασυνήθιστο πράγμα με τον συγκε κριμένο βράχο ήταν πως είχε μια σημαία στην κορυφή του, κατακόκκινη, με ένα χαριτωμένο μικρό χρυσάφι σχέδιο στη γωνία της. Μ α ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον. Αλλά ο πατέρας του, ο Μάνκο, του είχε πει πως έπρεπε να δεί ξει ενδιαφέρον, επειδή ενδιέφερε τη γιαγιά Α ίλ ι. Ο πατέρας του τού έδειξε κι άλλους που επίσης ενδιαφέρονταν. Είχαν έρθει πολ λές σχεδίες για να πλεύσουν γύρω από τον βράχο, μια σύναξη στη θάλασσα, όλοι άγνωστοι που πλησίαζαν ταυτόχρονα εκείνο το μέρος. Αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι είχαν έρθει εκεί, τότε τελικά θα υπήρχε κάτι που άξιζε να δει κανείς. Η Αίλι ήταν καθισμένη στη θέση της, κάτω από την κουβέρτα
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
601
της. Ή ταν εβδομήντα έξι ετών, μια ηλικία που η ίδια θεωρούσε «απίστευτη». Τον περισσότερο χρόνο κοιμόταν. Ό τα ν ήταν ξύπνια παρακολουθούσε τον βράχο να πλησιάζει, ένα άστρο σκοτεινιάς μέσα στον αστραφτερό ωκεανό, κι ο Μπόρις την άκουγε υπά κουα τη γιαγιά Α ίλι, να του μιλάει για τις παράξενες εποχές που ο κόσμος ήταν μονάχα πέτρα και σχεδόν καθόλου θάλασσα, και κανένας δεν κολυμπούσε ή δεν έτρωγε ψάρια εκτός κι αν το ήθε λε. Κατά καιρούς, του έλεγε, ο συγκεκριμένος βράχος είχε διά φορα ονόματα, παλιότερα λεγόταν Τσού-μου-λανγκ-μα και αργό τερα Έβερεστ. Και ήταν ξεχω ριστός επειδή ήταν ο μοναδικός βράχος που απέμενε να προεξέχει από τον ωκεανό σε όλο τον κόσμο. Αυτό εντυπώσιασε τον Μπόρις λιγάκι, παρ' ότι, από την άλλη μεριά, τι τρομερό υπάρχει σ' αυτό; Ακόμα κι όταν ο βράχος θα χανόταν κάτω από το νερό, μπορούσες πάντα να βουτήξεις και να κολυμπήσεις μέχρι εκεί, αν ήθελες να τον δεις. Κι έτσι ανεχόταν τις αγκαλιές, τα χάδια και τα παινέματα με την ελπίδα πως θα έπαιρ νε κάποιο δωράκι, ένα κομμάτι ξεραμένο ψάρι ή κανένα νόμισμα. Άλλωστε αγαπούσε πολύ τη γριά Αίλι, πραγματικά, κι όχι μονάχα για τα δώρα που του έκανε. Μετά από λίγη ώρα, η Αίλι αποκοιμιόταν πάλι παραμιλώντας. Λ ίγο σάλιο έσταζε από το στόμα της. Ο Μπόρις έμενε κοντά της και μερικές φορές τής το σκούπιζε. Μ ια σχεδία πλησίασε, μεγαλύτερη από τη δική τους, πλέοντας πά νω σε χοντρές μαύρες σαμπρέλες και κινούμενη με τη βοήθεια ενός κουρελιασμένου πανιού που χτυπούσε στον άνεμο. Ο ι άνθρωποι πάνω σ' εκείνη τη σχεδία ήταν ντυμένοι με τις ίδιες ξεθωριασμένες μπλε φόρμες που φορούσε πάντα κι η γιαγιά Αίλι. Ό μ ω ς ο Μπόρις ενδιαφερόταν πολύ περισσότερο για τα παιδιά, που είδε να παίζουν πάνω στην άλλη σχεδία. Είχαν μια σαμπρέλα κρεμασμένη από ένα σκοινί. Μπορούσες να σκαρφαλώσεις σ' εκεί νο το πράγμα και να κουνηθείς πέρα-δώθε επάνω του, ακόμα και να περάσεις πηδώντας από μέσα σαν να κολυμπάς στον αέρα.
602
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
Κάποιοι από τους επιβάτες ήρδαν από την άλλη σχεδία και πλησίασαν τη Α ίλι. Έσκυψαν από πάνω της και χαμογέλασαν. Η Λίλι αναδεύτηκε και μετά, αντικρίζοντας τον κύκλο των προ σώπων, μόρφασε. «Como se llama usted? M e puede ayudar, por favor? M e llamo...« «Λίλι! Λίλι, ησύχασε! Εγώ είμαι». Η Λίλι άνοιξε τα μάτια κι ύστερα τα μισόκλεισε. «Θάντι; Θάντι Τζόουνς... Και η Έλενα! Είναι υπέροχο που σας ξαναβλέπω. Πά ντα χαιρόμουν που εσείς οι δυο βρήκατε η μια την άλλη. Δεν εί ναι εύκολο να βρεις κάποιον στον κόσμο μας. Έρχεστε από το υποβρύχιο;» «Το Νιου Τζέραι; Ό χ ι. Μ ας έδιωξαν απ' αυτό όταν ανέλαβαν την εξουσία οι φράξιες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, στη διάρ κεια της τελικής εκκένωσης. Τη δέση μας πήραν βουλευτές με τις γυναίκες, τα παιδιά και τις ερωμένες τους. Τώρα ζούμε κι εμείς σε σχεδία, όπως κι εσύ. Δεν έχω ιδέα τι απέγινε το Νιου Τζέρσι». Η Θάντι και η Έλενα έσκυψαν να δουν τον Μπόρις. Η Θάντι ήταν σκουρόδερμη και ψηλή, η Έλενα πιο κοντή και ξανδιά. Ήταν κι οι δυο μεγάλες μα όχι τόσο πολύ όσο η Λίλι, όχι τόσο ώστε να μην μπορούν πια να περπατήσουν. Η Θάντι χάιδεψε τα μαλλιά στο παι δί. «Κι εσύ δα πρέπει να είσαι ο Μπόρις. Δεν είναι γλυκούλης;» Η Λίλι είπε: «Είναι μισός Ρώσος, ένα τέταρτο Άγγλος κι ένα τέ ταρτο Κέτσουα - αν πιστέψουμε όσα ισχυριζόταν ο Ολαντάι για τον εαυτό του». «Βάζω στοίχημα πως δα ήταν περήφανος αν έβλεπε τον εγγονό του, σ' όποια φυλή κι αν ανήκε». «Έχεις κανένα νόμισμα;» ρώτησε ο Μπόρις. «Ξέρεις να κάνεις μαγικά κόλπα;» «Μην ενοχλείς τις κυρίες, Μπόρις», είπε η Λίλι. Ένας άνδρας προχώρησε μπροστά. «Γεια σου, Λίλι Μπρουκ». «Τζανγκ - Τζανγκ Μπόχαντουρ, εσύ δεν είσαι; Βρε που να με πάρει! Είσαι ακόμα ομορφόπαιδο». «Κι εσύ είσαι το φως των ματιών μου, Λίλι Μπρουκ». «Ψεύτη!»
ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ
603
«Εργάζεται πια για λογαριασμό μας, Αίλι», είπε η Θάντι. «Αυ τός κι ο γιος του». «Σαν οδηγός ορειβασίας; Δεν άσκησες ποτέ πια το δικηγορι κό επάγγελμα, ε;» «Κανείς δεν χρειάζεται πια δικηγόρους». Έδειξε προς τον βρά χο. «Να, κοίτα εκεί! Κατά κακή μου τύχη, χάνεται και το τελευταίο βουνό και κανένας δεν θα χρειάζεται πια ούτε οδηγούς ορειβα σίας! Πάλι μένω άνεργος». «Θα επιζήσεις, αφού επιβίωσες κι από το στρατόπεδο συγκέ ντρωσης στο οποίο είχε μεταμορφωθεί το Θιβέτ. Πάντα το ήξερα πως θα τα κατάφερνες. Μ α τώρα χάθηκε κι αυτό, έτσι δεν είναι; Χά θηκε μαζί με τα πάντα και καλά ξεκουμπίδια! Έζησες για να δεις κι αυτό, λοιπόν, τα νερά να σκεπάζουν την ίδια τη στέγη του κόσμου». «Είμαι ευλογημένος...» Η Λίλι χλόμιασε και έσφιξε το στήθος της. Η Θάντι την κοίτα ξε ανήσυχη. Η Άνα, η μητέρα του Μπόρις, ήρθε να σταθεί πλάι στη Λίλι όπως έκανε σε παρόμοιες στιγμές και χάιδεψε τα γκρίζα μαλ λιά της. «Τόσες πολλές απορίες», είπε η Αίλι ψιθυριστά. «Το ξέρω, Λ ίλι», είπε η Θ άντι γονατίζοντας μπροστά της και κοιτάζοντάς την. «Ίσως θα έπρεπε να ξεκουραστείς τώρα». Κάπου αντήχησε ένα σήμαντρο, σε κάποια άλλη σχεδία, και ο ήχος του απλώθηκε πάνω από το νερό. «Ήρθε η ώρα!» άρχισαν να φωνάζουν κάποιοι από σχεδία σε σχεδία. «Ήρθε η ώρα!» Ό λο ι από τις σχεδίες γύρισαν να κοιτάξουν τον βράχο στον ωκεανό. Ο Μπόρις κοίταξε κι αυτός. Είδε πως το νερό υψωνόταν, ακό μα και την ώρα που η Θάντι μιλούσε με τη γιαγιά του. Ήδη δεν είχε απομείνει και πολύ από τον βράχο, μόνο μερικές προεξοχές που έγλειφε η θάλασσα. "Μ α είναι μονάχα ένας βράχος", σκέφτηκε ο Μπόρις ενοχλημένα. Η μητέρα του τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι. Εκείνος ευχόταν ο βράχος να σκεπαστεί γρήγορα, ώστε να βουτήξει πάλι για κολύμπι. «Απορίες», επανέλαβε η Λίλι ξεροκαταπίνοντας. Έκανε νόημα στη Θάντι να έρθει πιο κοντά. «Άκου. Είδα τον Γκάρι. Συναντηθή-
604
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κάμε. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Μου είχε πει πως 8α σ' έβρισκα εδώ σήμερα. Σου στέλνει την αγάπη του». Η Θάντι τη φίλησε στο μάγουλο. «Ευχαριστώ». «Έχει μια θεωρία σχετικά με τη ζωή σε έναν υδάτινο πλανήτη. Μ ε καταιγίδες κι άλλα τέτοια. Μ ια νέα κατάσταση ισορροπίας». Η Θάντι ρουθούνισε. «Ό λο μαλακίεςλέει αυτός ο Γκάρι! Από δω και τριάντα χρόνια, δεν ασχολήθηκε πια με την αληθινή επι στήμη. Πάντως τον αγαπώ πολύ». «Νομίζεις όμως πως αυτό που λέει είναι δυνατόν; Έτσι θα είναι το μέλλον; Γι' αυτό έγιναν όλα; Για να βρει η Γη έναν καινούργιο τρόπο να συντηρήσει τη ζωή;» «Δεν ξέρω», της είπε η Θάντι. «Κανένας από μας δεν ξέρει». Το μεγάλο σήμαντρο αντήχησε ξανά και ακόμα κι ο Μπόρις γύ ρισε για να κοιτάξει τον βράχο. «Να και κάτι άλλο», είπε η Λίλι τραβώντας το μανίκι της Θάντι. «Κάτι άλλο. Μ ε κρατά άγρυπνη τις νύχτες. Βέβαια, πολλά πράγμα τα με κρατούν άγρυπνη τις νύχτες. Θάντι, ταξίδεψα με την Κιβωτό Τρίο. Είδα την κιβωτό Ένα να απογειώνεται ή έτσι τουλάχιστον μου φάνηκε. Ό μω ς...» Μ ια ριπή ανέμου έστειλε τα κύματα να σκάσουν πάνω στον βράχο και για μια στιγμή αυτός σκεπάστηκε από το νερό. Ακόμα κι η σημαία βράχηκε. Το κύμα τραβήχτηκε και ο βράχος βγήκε ξα νά στον αέρα, αλλά ήταν πια μούσκεμα και προφανώς δεν θα ξε πρόβαλλε για πολλή ακόμη ώρα έξω από την επιφάνεια. Ακόμα ένα κύμα έσκασε. Ο βράχος δεν ξαναφάνηκε. Πνιγμέ νες ζητωκραυγές ακούστηκαν από τις σχεδίες. Η στιγμή πέρασε. Η μικρή σύναξη από σχεδίες άρχισε να δια σκορπίζεται. Ό λ ο ι άρχισαν να μιλούν για σημαντικά πράγματα, όπως το ψάρεμα και το αν θα έβρεχε εκείνη τη μέρα, γυρίζοντας τις πλάτες τους στον βράχο. Ο Μπόρις κοιτούσε την κούνια της σα μπρέλας, ανυπομονώντας να πάει στην ξένη σχεδία να τη δοκι μάσει. Ή ταν το πιο θαυμαστό πράγμα που είχε δει ποτέ. Η γιαγιά Λ ίλι τραβούσε ακόμα το μανίκι της Θάντι. «Όμως», ψιθύρισε, «όμως, Θάντι, τι είναι η Κιβωτός Δυο;»
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ό π ω ς σημειώνεται στο κεφάλαιο 34, οι παραδόσεις σχετικό με κατακλυσμούς φτάνουν στον Νώε και ακόμα πιο πίσω, κι έχουν συ νεχιστεί μέχρι σήμερα με ιστορίες όπως το A ll Aboard for Ararat, του X.T. Γουέλς (1940) και το The Second Deluge, του Γκάρετ Σέρ βις (1912). Ο κατακλυσμός είναι ένας από τους αρχετυπικούς μύ θους του πολιτισμού μας. Ό μ ω ς υπάρχουν ενδείξεις πως οι άνθρωποι ίσως πραγματικά να έζησαν τεράστιες πλημμύρες κατά το παρελθόν. Για παράδειγμα, όταν οι πάγοι στους πόλους υποχώρησαν πριν από είκοσι χιλιά δες χρόνια, η φουσκωμένη θάλασσα διαπέρασε το φυσικό φράγ μα στα στενά του Βοσπόρου και πλημμύρισε τη σημερινή Μαύρη Θάλασσα μέσα σε λίγα χρόνια (βλ.: Noah's Flood, W illiam Ryan και W alter Pitman, εκδ. Simon and Schuster, 1998). Ίσως οι θρύ λοι μας περί κατακλυσμού να είναι απομεινάρια αληθινών ψυχικών τραυμάτων του παρελθόντος. Στο μεταξύ υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως ο μανδύας, το πετρώδες στρώμα στο βάθος της Γης, μπορεί πράγματι να περιέχει δεξαμενές νερού πολύ μεγαλύτερες από τους υπάρχοντες ωκεανούς (βλ.: Α.Β. Thompson, "W ater in the Earth's Upper Mantle", Nature, t . 358, σελ. 295-302, 1992). Πρόσφατα δυο Αμερικανοί επιστή μονες ισχυρίστηκαν πως με τη βοήθεια σεισμικών κυμάτων ανα κάλυψαν έναν ωκεανό παγιδευμένο σε πορώδη πετρώματα, βαθιά κάτω από το Πεκίνο [New Scientist, 10 Μαρτίου 2007), ενώ επι στήμονες από το Τόκιο έχουν παρατηρήσει απορρόφηση νερού σε σημεία επαφής των τεκτονικών πλακών (Science, 8 Ιουνίου 2007). Νέες θεωρίες, που δείχνουν πως πλανήτες οι οποίοι βρίσκονται ακόμα πολύ κοντά στα μητρικά αστέρια τους Θα μπορούσαν να δια θέτουν τεράστιες ποσότητες νερού, αναφέρθηκαν στο 37ο Σελήνια-
60ό
ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ
κό και Πλανητικό Επιστημονικό Συνέδριο, που έγινε στο Τέξας τον Μάρτιο του 200ό. Ο Τζέιμς Λάβλοκ, στο Gaia: A New Look at Life on Earth (OUP, 1979) προτείνει τη θεωρία πως η Γη μπορεί να γίνει καλύτερα κα τανοητή ως ένα αυτορρυδμιζόμενο σύστημα από υλικά, χημικά και βιολογικά στοιχεία, ένα σύστημα με αρκετές διαφορετικές σταθερές καταστάσεις. Η καινούργια, σταθερή κατάσταση ενός θερμού, πλημμυρισμένου πλανήτη γεμάτου καταιγίδες (κεφ. 95) είναι μια δική μου θεωρία, αν και μπορεί κανείς να τη συνάγει από τις συν θήκες που επικρατούσαν στη Γη όταν στον πλανήτη κυριαρχούσαν μια μοναδική υπερήπειρος κι ένας παγκόσμιος ωκεανός (βλ.: Super continent, Ted Nield, Granta, 2007). To πόσο ευάλωτη είναι η Μεγάλη Βρετανία στις πλημμύρες έχει αναφερθεί στο πρόγραμμα Foresight, το οποίο κατάρτισε το Γρα φείο Επιστήμης και Τεχνολογίας (Future Flooding, 2004, www. foresight.gov.uk). Η περιγραφή της πλημμύρας του Λονδίνου που δίνεται εδώ, βασίζεται πολύ ελεύθερα στα γεγονότα των μηνών Ιανουάριου - Φεβρουάριου 1953, τα οποία οδήγησαν τελικά στην κατασκευή του Φράγματος του Τάμεση. Το πιο πρόσφατο «Στρα τηγικό σχέδιο αντίδρασης για πλημμύρες στο Λονδίνο» παρου σιάστηκε από την ομάδα μελέτης London Resilience Partnership τον Μάρτιο του 2007 (www.londonprepared.gov.uk/downloads/ flood;response;plan.pdf). Είμαι βαθιά ευγνώμων στον Μάλκολμ Μπερκ της εταιρείας Sharperston Systems (www.sharperstonsystems.com) για τη βοήθειά του στην έρευνά μου και για την κατάρτιση των χαρτών που παρουσιά ζονται σε αυτό το βιβλίο. Οποιαδήποτε λάθη ή ανακρίβειες, αποτελούν αποκλειστικά δι κή μου ευθύνη. Το βιβλίο αυτό αφιερώνεται στη M a ry Jane Shepherd το γένος Ramsey.
Στέφεν Μπάξτερ Νορδάμπερλαντ, Ιανουάριος 2008
Αποτελέσματα της ανόδου της στάθμης των θαλασσών κατά 2000 μ.