Κάνε την εγγραφή σου στο dioptra.gr και απόκτησε πρόσβαση σε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ και ΔΩΡΑ.
Samuel Bjørk
ΠΑΓΩΜΕΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Μετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Διόπτρα
Τίτλος Πρωτοτύπου: DET HENGER EN ENGEL ALENE I SKOGEN © Samuel Bjørk, 2013 • © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ, 2015 • Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με το Ahlander Agency. Η μετάφραση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη της NORLA Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ISBN: 978-960-364-891-8 ηλεκτρονική έκδοση: Μάιος 2015 μεταφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη • επιμέλεια - διόρθωση: Κυριάκος Αθανασιάδης • σχεδιασμοσ εξωφύλλου-Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα Εκδόσεις Διόπτρα • ΕΔΡΑ: Αγ. Παρασκευής 40, 121 32 Περιστέρι • Τηλ.: 210 380 52 28, Fax: 210 330 04 39 • ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Στοά του Βιβλίου • Πεσμαζόγλου 5, 105 64 Αθήνα • Τηλ.: 210 330 07 747 • www.dioptra.gr • e-mail:
[email protected] •
[email protected]
Στις 28 Αυγούστου 2006, στο μαιευτήριο του Νοσοκομείου Ρινγκερίκε, στο Χένεφος, ήρθε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Η μητέρα, μια εικοσιπεντάχρονη νηπιαγωγός ονόματι Καταρίνα Ούλσεν, υπέφερε από αιμορροφιλία και πέθανε κατά τον τοκετό. Η μαία και οι νοσηλευτές που παρευρίσκονταν κατά τη διάρκεια της γέννας θα περιγράψουν αργότερα το μωρό ως εξαιρετικά όμορφο. Ήταν –λένε– ήσυχο και ιδιαιτέρως έξυπνο, με ένα βλέμμα που έκανε όσους δούλευαν εκείνο το βράδυ στην κλινική να νιώσουν ένα ιδιαίτερο δέσιμο μαζί του. Κατά την άφιξή της στο νοσοκομείο, η Καταρίνα Ούλσεν είχε καταχωρίσει τον πατέρα ως «αγνώστων στοιχείων». Τις ημέρες που ακολούθησαν, ο διευθυντής του νοσοκομείου σε συνεργασία με την Υπηρεσία Μέριμνας του Δήμου Ρινγκερίκε κατάφεραν να εντοπίσουν τη γιαγιά της μικρής, που κατοικούσε στην Μπέργκεν. Η γυναίκα αγνοούσε ότι η κόρη της ήταν έγκυος και, σαν να μην έφτανε αυτό, όταν πήγε στο νοσοκομείο ανακάλυψε ότι το νεογέννητο είχε εξαφανιστεί από το μαιευτήριο. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, η Αστυνομία του Ρινγκερίκε ξεκίνησε εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό του βρέφους, δίχως όμως αποτέλεσμα. Δύο μήνες αργότερα, στο κέντρο του Χένεφος ανακαλύφθηκε το πτώμα του Σουηδού νοσοκόμου Γιοακίμ Βίκλουν. Ο νεαρός είχε κρεμαστεί. Στο πάτωμα, κάτω από το σώμα του, βρέθηκε ένα δακτυλογραφημένο σημείωμα. Έγραφε: «Συγγνώμη». Το κοριτσάκι δεν βρέθηκε ποτέ.
Περνά, περνά η Λίζα πάει στο σχολειό μες στο νέο φόρεμα ένα, ένα, δυο! Περνά, περνά η Λίζα πάει στο σχολειό ένα, ένα, δύο, τι χοροπηδητό!
ΜΕΡΟΣ 1
1 Ο Βάλτερ Χένρικσεν καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και προσπαθούσε απεγνωσμένα να καταπιεί έστω και μια πιρουνιά από το πρωινό που του είχε σερβίρει η γυναίκα του. Αυγά με μπέικον. Ρέγγες, καπνιστό λουκάνικο και φρεσκοφουρνισμένο ψωμί. Ένα φλιτζάνι τσάι από βότανα του κήπου τους, του κήπου για τον οποίο άλλωστε και είχαν αγοράσει τούτο εδώ το σπίτι, μακριά από το κέντρο του Όσλο, δίπλα στη δασώδη περιοχή της Εστμάρκα. Ώστε να μπορούν να κάνουν υγιεινή ζωή. Να πηγαίνουν βόλτα στο δάσος. Να έχουν κι έναν μικρό λαχανόκηπο. Να μαζεύουν μούρα και μανιτάρια και, αν μη τι άλλο, να αφήνουν ελεύθερη τη σκυλίτσα τους, ένα κόκερ σπάνιελ που ο Βάλτερ Χένρικσεν δεν άντεχε να το βλέπει, εν αντιθέσει με τη γυναίκα του, που το λάτρευε, και που για χάρη της είχε κι αυτός συμφωνήσει σε όλα τούτα. Κατάπιε μια μπουκιά ψωμί με ρέγγα και πάλεψε ενάντια στο σώμα του που ήθελε να τα ξαναβγάλει όλα έξω. Ήπιε μια μεγάλη γουλιά χυμό πορτοκάλι κι έβαλε τα δυνατά του να χαμογελάσει, παρόλο που το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Το πάρτι της εταιρείας το προηγούμενο βράδυ δεν είχε πάει κατά το δοκούν: για μια ακόμη φορά, ο Βάλτερ δεν τα κατάφερε να κρατηθεί μακριά από το αλκοόλ. Οι ειδήσεις ακούγονταν στο βάθος, καθώς ο Βάλτερ προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει το πρόσωπο της γυναίκας του. Τη διάθεσή της. Κατά πόσο ήταν ξύπνια όταν αυτός έπεσε στο κρεβάτι τα χαράματα – πότε ακριβώς δεν ήξερε, αλλά ήταν αργά, πολύ αργά, ίσα-ίσα που θυμόταν να βγάζει τα ρούχα του. Τη θυμόταν, αμυδρά, να κοιμάται, και τον εαυτό του να σκέφτεται Ευτυχώς, πριν λιποθυμήσει εντέλει πάνω στο υπερβολικά σκληρό
10/487
στρώμα που εκείνη επέμενε να αγοράσουν λόγω των προβλημάτων που είχε τώρα τελευταία με τη μέση της. Ο Βάλτερ ξερόβηξε, σκούπισε το στόμα του με μια πετσέτα και χάιδεψε την κοιλιά του, δείχνοντας ότι είχε δήθεν απολαύσει το πρωινό, ότι είχε μείνει ικανοποιημένος. «Έλεγα να βγάλω βόλτα τη Λέιντι», είπε, προσποιούμενος ένα χαμόγελο. «A, ναι, καλή ιδέα», έγνεψε καταφατικά η γυναίκα του, λίγο ξαφνιασμένη· παρόλο που σπάνια το συζητούσαν, ήξερε πολύ καλά ότι ο σύζυγός της δεν πολυσυμπαθούσε την τρίχρονη σκυλίτσα τους. «Μήπως να την έβγαζες και λίγο παραπέρα αυτή τη φορά; Όχι μόνο το γύρο του σπιτιού;» O Βάλτερ έψαξε το πρόσωπό της για δείγματα παθητικής επιθετικότητας, αυτής της συμπεριφοράς που επιδείκνυε όποτε ήταν δυσαρεστημένη μαζί του –ένα χαμόγελο που δεν ήταν χαμόγελο, για παράδειγμα, μα κάτι εντελώς διαφορετικό–, αλλά δεν βρήκε τίποτα· η γυναίκα του δεν ήταν δυσαρεστημένη, άρα δεν είχε παρατηρήσει τίποτε χθες το βράδυ. Φτηνά την είχε γλιτώσει, δόξα τω Θεώ. Τέρμα όλα αυτά, είπε στον εαυτό του. Από εδώ και πέρα θα κάνεις μόνο υγιεινή ζωή. Και κομμένα τα εταιρικά πάρτι. Κομμένα. «Έλεγα να την πάω μέχρι το Μαριντάλεν, να παίρναμε το μονοπάτι για τη λίμνη Νταουσόεν». «Τι τέλεια ιδέα», χαμογέλασε εκείνη. Χάιδεψε το κεφάλι της σκυλίτσας, τη φίλησε στο μέτωπο και την έξυσε πίσω από το αυτί. «Θα πάτε βόλτα με τον μπαμπά, ε, το ξέρεις; Θα περάσετε τέλεια, ναι, τέλεια θα περάσετε, τι ωραία που θα περάσει το τζουτζούκι μου, το τζουτζουκάκι μου, είσαι το τζουτζουκάκι μου, ε, το ξέρεις;»
Η βόλτα στο Μαριντάλεν εξελίχτηκε όπως όλες οι άλλες –οι εξαιρετικά ελάχιστες– που ο Βάλτερ έβγαζε τη σκύλα τους βόλτα. Ποτέ του δεν συμπάθησε τα σκυλιά. Δεν ήξερε τίποτε για δαύτα. Κι αν ήταν στο χέρι του, θα εξαφάνιζε όλους τους σκύλους από προσώπου γης. Εκνευριζόταν μ’ αυτή την ηλίθια σκύλα που του τραβούσε το λουρί για να πάει πιο γρήγορα. Ή για
11/487
να σταματήσει. Ή για να πάει προς άλλη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελε αυτός. Με τα πολλά, βγήκαν στο μονοπάτι που οδηγούσε στη λίμνη. Εδώ τουλάχιστον μπορούσε να την αφήσει ελεύθερη. Γονάτισε και προσπάθησε να τη χαϊδέψει λίγο στο κεφάλι, να φανεί φιλικός καθώς της έλυνε το λουρί. «Έτσι, άντε τράβα τώρα, τρέχα λίγο». Η σκυλίτσα τον κοίταξε με το χαζό της βλέμμα και έβγαλε έξω τη γλώσσα της. Ο Βάλτερ άναψε τσιγάρο και για μια στιγμή ένιωσε κάτι σαν αγάπη για το ζωάκι. Δεν έφταιγε αυτό. Καλό ήταν, μωρέ. Άσε που ο πονοκέφαλος είχε αρχίσει να υποχωρεί κάπως — ο φρέσκος αέρας τού έκανε καλό. Από εδώ και πέρα θα τα συμπαθούσε τα σκυλιά. Ω, τι έξυπνο σκυλάκι! Τι ωραία που ήταν, τελικά, να περιπλανιούνται οι δυο τους στο δάσος. Είχαν γίνει σχεδόν φίλοι τώρα· και πόσο έξυπνη και υπάκουη ήταν, ναι, ναι, τι ξύπνιο σκυλάκι! Χωρίς λουρί, κι όμως, δες που περπατούσε ήρεμα μαζί του στο μονοπάτι! Εκείνη τη στιγμή, το κόκερ σπάνιελ άρχισε να τρέχει. Πετάχτηκε από το μονοπάτι και χώθηκε στο δάσος. Σκατά. «Λέιντι!» Ο Βάλτερ Χένρικσεν στάθηκε στο μονοπάτι και φώναξε για λίγο, αλλά μάταια. Πέταξε το τσιγάρο του, έβρισε από μέσα του κι άρχισε να σκαρφαλώνει στην πλαγιά προς την κατεύθυνση όπου είχε εξαφανιστεί ο σκύλος. Μερικές εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα, κοκάλωσε. Η σκυλίτσα καθόταν σε ένα ξέφωτο, ήρεμη, πάνω στο χώμα. Και μόνο τότε αντιλήφθηκε ο Βάλτερ το κοριτσάκι που κρεμόταν από το δέντρο. Tαλαντευόμενο πάνω από το χώμα. Με τη σάκα του στην πλάτη. Και μ’ ένα σημείωμα κρεμασμένο γύρω από το λαιμό του: Ταξιδεύω Ασυνόδευτος /η. Ο Βάλτερ Χένρικσεν έπεσε στα γόνατα και, αυτομάτως, έκανε κάτι που ήθελε να κάνει από την πρώτη στιγμή που ξύπνησε εκείνο το πρωί. Έκανε εμετό. Και ξέσπασε σε κλάματα.
2 Η Μία Κρούγκερ ξύπνησε από τις φωνές των γλάρων. Θα ’πρεπε να ’χε πια συνηθίσει τα κρωξίματά τους –είχαν περάσει τέσσερις ολόκληροι μήνες αφότου αγόρασε αυτό το σπίτι καταμεσής της θάλασσας–, αλλά η πόλη δεν έλεγε να βγει από μέσα της. Στο διαμέρισμα στο Τούρσχοβ, στην οδό Βογκστγκάτε, είχε πάντα φασαρία: λεωφορεία, τραμ, περιπολικά, ασθενοφόρα· μα ποτέ δεν την είχαν ξυπνήσει οι ήχοι τους, ήταν λες και την ηρεμούσαν. Αυτοί οι γλάροι όμως… όχι, δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις φωνές τους. Ίσως γιατί όλα τα άλλα ήταν σιωπηλά τριγύρω – ποιος ξέρει; Τεντώθηκε προς τη μεριά του ρολογιού πάνω στο κομοδίνο, μα δεν κατάφερε να δει τι ώρα ήταν. Λες και οι δείκτες δεν ήταν πια εκεί, λες και τους σκέπαζε ομίχλη· δέκα και τέταρτο, μία και μισή, ή κάτι παρά είκοσι πέντε; Τα χάπια που είχε πάρει αποβραδίς δούλευαν ακόμα. Καθησυχαστικά, καταπραϋντικά, μούδιαζαν τις αισθήσεις της. Να μην καταναλώνονται μαζί με αλκοόλ. Ποιος νοιάζεται; Εξάλλου, της έμεναν μόνο δώδεκα ημέρες πριν πεθάνει, δώδεκα σταυροί ακόμα στο ημερολόγιο της κουζίνας, δώδεκα ανοιχτές διαδρομές. Δώδεκα ημέρες. 18 Απριλίου. Ανακάθισε στο κρεβάτι, φόρεσε το ζεστό παραδοσιακό της πουλόβερ και πήγε τρεκλίζοντας μέχρι το σαλόνι. Τα χάπια τής τα είχε γράψει ένας συνάδελφος. Ένας φίλος από αυτούς που σου επιβάλλονται, που απαιτούν να σε βοηθήσουν να ξεχάσεις, να προσαρμοστείς, να προχωρήσεις. Ένας ψυχολόγος της αστυνομίας – ή μήπως ήταν ψυχίατρος; δεν θα ’πρεπε να ’ναι ψυχίατρος για να μπορεί να γράφει συνταγές;
13/487
Εν πάση περιπτώσει, η Μία είχε πρόσβαση σε ό,τι ήθελε. Ακόμα κι εδώ έξω, παρόλο που οι μετακινήσεις απαιτούσαν πια πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια. Να ντυθεί. Να βάλει μπρος τη μηχανή της βάρκας. Να υπομείνει το ψύχος τα δεκαπέντε λεπτά που της έπαιρνε να φτάσει απέναντι, στην αποβάθρα. Να βάλει μπρος το αμάξι. Να οδηγήσει τα σαράντα λεπτά που απαιτούνταν μέχρι το Φίλαν, το κέντρο της γύρω περιοχής –ο Θεός να το κάνει κέντρο, αλλά τέλος πάντων εκεί ήταν το φαρμακείο, στο εμπορικό κέντρο Χιούρτεν–, και ύστερα να πάει να προμηθευτεί και αλκοόλ από παραδίπλα. Οι συνταγές ήταν σαφέστατες, σταλθείσες από το Όσλο. Apodorm, Vival, Lamictal, Citalopram. Άλλα απ’ τον ψυχίατρο, άλλα απ’ τον παθολόγο. Ήταν όλοι τους τόσο εξυπηρετικοί, τόσο φιλικοί, Μην πάρετε πάρα πολλά, πρέπει να προσέξετε, μα η Μία Κρούγκερ δεν το ’χε σκοπό να προσέξει. Δεν είχε έρθει εδώ έξω για να γίνει καλύτερα. Είχε έρθει εδώ για να εξαφανιστεί. Δώδεκα ημέρες ακόμα. 18 Απριλίου. Η Μία Κρούγκερ έβγαλε από το ψυγείο ένα μπουκάλι αφρώδες μεταλλικό νερό Φάρις, φόρεσε τα ρούχα της και κατέβηκε στην παραλία. Κάθισε σ’ ένα βράχο, έσφιξε το μπουφάν πάνω της και πήρε τα πρώτα χάπια της ημέρας. Απομεινάρια μες στην τσέπη του παντελονιού. Χρώματα διάφορα. Δεν ήταν και πολύ σίγουρη τι έπαιρνε σήμερα, το κεφάλι της ήταν θολό ακόμα, αλλά δεν είχε καμία σημασία. Τα κατέβασε με μια γουλιά νερό και τέντωσε τα πόδια της προς τα κύματα. Γύρισε και κοίταξε τις γαλότσες της. Της φάνηκαν παράλογες, λες και δεν ήταν τα δικά της πόδια αυτά μα κάποιου άλλου, κάπου εκεί μπροστά της, και μια στάλα μακριά. Γύρισε και κοίταξε τη θάλασσα. Κι αυτή ήταν άνευ νοήματος, μα η Μία πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει να κοιτάζει, με το βλέμμα καρφωμένο στον μακρινό ορίζοντα, σε κείνο το άγνωστο νησάκι που διαφαινόταν εκεί πέρα. Είχε διαλέξει τυχαία αυτό το μέρος. Χίτρα: ένα νησάκι στο νομό της νότιας Τρόνελαγκ. Βασικά, θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε· το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει ολομόναχη. Είχε αφήσει το μεσίτη να διαλέξει. Πούλα το διαμέρισμά μου και δώσ’ μου κάτι άλλο. Εκείνος την είχε κοιτάξει μ’ ένα βλέμμα ειρωνικό, λες και ήταν τρελή, λες και ήταν ηλίθια, μα στο τέλος δεν έδωσε δεκάρα τσακιστή· χρήματα θα ’βγαζε. Το ευγενικό του χαμόγελο
14/487
ψέλλισε, Θα το κανονίσω, θέλετε να το πουλήσετε άμεσα; Ψάχνετε κάτι ιδιαίτερο; Φιλική συμπεριφορά, μα η Μία είχε κοιτάξει μες στα μάτια του και είχε αηδιάσει στη θέα τους, στο ψεύτικο και πρόστυχο βλέμμα του. Ανέκαθεν μπορούσε να μαντέψει τι είχαν μέσα τους οι άνθρωποι τριγύρω της. Και τώρα είχε απέναντί της το γλοιώδες αυτό πλάσμα με το κοστούμι και τη γραβάτα. Όχι, δεν της είχε αρέσει αυτό που είχε δει. Πρέπει να το χρησιμοποιήσεις αυτό το ταλέντο, το ’χεις που το ’χεις! Δεν καταλαβαίνεις; Πρέπει να το χρησιμοποιήσεις, να κάνεις κάτι – και να λοιπόν τι θα το κάνεις! Σιγά μην το χρησιμοποιούσε. Όχι πια. Ποτέ πια. Μόνο αυτή η σκέψη την ηρεμούσε. Από τότε που είχε μετακομίσει εδώ έξω, στη Χίτρα, ένιωθε εξαιρετικά ήρεμη. Ο μεσίτης είχε κάνει καλή δουλειά. Τόσο που του έστειλε ένα φιλικό χαιρετισμό με τη σκέψη της. Η Μία Κρούγκερ σηκώθηκε απ’ τα βράχια και ανέβηκε το μονοπάτι προς το σπίτι. Είχε έρθει η ώρα για το πρώτο ποτό της ημέρας. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν, είχε έρθει ωστόσο. Είχε αγοράσει μπουκάλια ακριβά, τα είχε παραγγείλει από πριν· ίσως και να επρόκειτο για αντίφαση: γιατί να αγοράσει κάτι τόσο ακριβό, ενώ της έμενε τόσο λίγος χρόνος; Και γιατί όχι; Γιατί το ’να; Γιατί τ’ άλλο; Είχε πάψει να σκέφτεται έτσι καιρό τώρα. Άνοιξε ένα μπουκάλι Αρμανιάκ του 1965 (Domaine de Pantagnan, Labeyrie, διάβασε στην ετικέτα) και γέμισε κατά τα τρία τέταρτα ένα άπλυτο φλιτζάνι τσάι από τον πάγκο της κουζίνας. Ένα Αρμανιάκ των εκατό ευρώ σε ένα άπλυτο φλιτζάνι. Βλέπεις πόσο με νοιάζει; Νομίζεις στ' αλήθεια πως με νοιάζει; Χαμογέλασε αμυδρά στον εαυτό της, έβγαλε κι άλλα χάπια από την τσέπη του παντελονιού και πήρε πάλι το δρόμο για την παραλία. Για μια ακόμα φορά έστειλε με το μυαλό της έναν φιλικό χαιρετισμό στο μεσίτη με τα κατάλευκα δόντια. Αν είχε διαλέξει ένα μέρος για να ζήσει, πάλι εδώ θα ήταν. Φρέσκος αέρας, θέα στην ανοιχτή θάλασσα, η γαλήνη που απλωνόταν κάτω από τ’ άσπρα σύννεφα. Η Μία δεν είχε ρίζες στην Τρόνελαγκ, μα το νησί τής είχε αρέσει από τη στιγμή που πρωτοπάτησε το πόδι της. Είχε ελάφια εδώ πέρα, αμέτρητα ελάφια, κι αυτό την είχε συναρπάσει, την έκανε να νιώθει πως ήταν κάπου αλλού, στην Αλάσκα, ή ότι έπαιζε σε κάποια κινηματογραφική ταινία. Όμορφα ζώα, που κάποιοι
15/487
επέμεναν να τα πυροβολούν. Η Μία Κρούγκερ είχε μάθει να πυροβολεί στην Αστυνομική Ακαδημία, μα δεν της άρεσαν τα όπλα. Ο άνθρωπος δεν παίζει με όπλα, τα όπλα χρησιμοποιούνται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο και, κατά προτίμηση, ούτε και τότε. Το κυνήγι ελαφιών στη Χίτρα επιτρεπόταν από τον Σεπτέμβριο ως τον Νοέμβριο, και μια μέρα, καθώς πήγαινε στο φαρμακείο, είχε πέσει πάνω σε μια ομάδα κάτι νεαρών που προσπαθούσαν να δέσουν ένα ελάφι στη σχάρα του αυτοκινήτου τους. Ήταν Φλεβάρης, εκτός σεζόν, και για μια στιγμή η Μία σκέφτηκε να σταματήσει, να καταγράψει τα ονόματά τους, να τους αναφέρει και να τους τιμωρήσει όπως τους άξιζε, μα δάγκωσε απλώς τα χείλη της και τους άφησε στην ησυχία τους. Μια φορά αστυνομικός, πάντα αστυνομικός. Ή μήπως όχι; Όχι. Όχι πια. Στο διάολο πια. Δώδεκα μέρες ακόμα. 18 Απριλίου. Ήπιε και την τελευταία γουλιά Αρμανιάκ, έγειρε το κεφάλι πίσω, ακούμπησε στα βράχια κι έκλεισε τα μάτια της.
3 Ο Χόλγκερ Μουνκ στεκόταν και ίδρωνε στις αφίξεις του αεροδρομίου Βάρνες του Τροντχάιμ, περιμένοντας να παραλάβει το νοικιασμένο του αυτοκίνητο. Το αεροπλάνο είχε, ως συνήθως, καθυστερήσει να προσγειωθεί λόγω ομίχλης στο Γκαρντεμούεν του Όσλο, και ο Χόλγκερ έφερε στο μυαλό του τον ερευνητή Ίαν Φρέντρικ Βίμπορ, που είχε περιέργως αυτοκτονήσει στην Κοπεγχάγη όταν επέκρινε τα σχέδια επέκτασης του κυρίως αεροδρομίου λόγω καιρικών συνθηκών. Ακόμα και τώρα, δεκαοχτώ χρόνια μετά, του ήταν αδύνατον να ξεχάσει την υπόθεση: το υπερβολικά μεγάλο σώμα του ερευνητή, το υπερβολικά μικρό παράθυρο του ξενοδοχείου, την απουσία εξηγήσεων, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή: ακριβώς πριν παρθεί από τη Βουλή η απόφαση για την επέκταση του αεροδρομίου. Γιατί είχαν αρνηθεί οι δανέζικες και οι νορβηγικές Αρχές να ερευνήσουν το ζήτημα όπως έπρεπε;… Ο Χόλγκερ Μουνκ έβγαλε από το μυαλό του αυτές τις σκέψεις μόλις άκουσε την ξανθιά κοπέλα πίσω από τον πάγκο της εταιρείας Europcar να βήχει ελαφρά, υποδηλώνοντας ότι είχε έρθει η σειρά του. «Μουνκ», είπε ξερά. «Έχω κράτηση». «Μάλιστα. Ώστε για εσάς χτίζεται ολοκαίνουριο μουσείο στο Όσλο», είπε το κορίτσι με την πράσινη στολή, κλείνοντάς του το μάτι. Ο Μουνκ άργησε να πιάσει το αστείο. «Ή μήπως δεν είστε εσείς ο ζωγράφος;» χαμογέλασε το κορίτσι, συνεχίζοντας να πληκτρολογεί διάφορα στον υπολογιστή εμπρός του. «Πώς; Όχι, όχι, δεν είμαι ο ζωγράφος», είπε ο Μουνκ κοφτά. «Ούτε καν της οικογενείας». Αν ήμουν, σιγά μη βρισκόμουν τώρα εδώ, με τέτοια
17/487
κληρονομιά, σκέφτηκε ο Μουνκ, και το κορίτσι τού έδωσε να υπογράψει ένα χαρτί. Ο Χόλγκερ Μουνκ σιχαινόταν τα αεροπλάνα, και ως εκ τούτου η διάθεσή του ήταν κάπως ριγμένη. Όχι επειδή φοβόταν ότι θα έπεφταν – το χόμπι του ήταν τα μαθηματικά και γνώριζε ότι οι πιθανότητες να πέσει ένα αεροπλάνο ήταν μικρότερες απ’ ό,τι να σε χτυπήσει κεραυνός δύο φορές την ίδια μέρα· όχι, ο Χόλγκερ Μουνκ σιχαινόταν τα αεροπλάνα διότι σχεδόν αδυνατούσε να χωρέσει στα καθίσματά τους. «Λοιπόν», χαμογέλασε απαλά το κορίτσι με την πράσινη στολή δίνοντάς του τα κλειδιά. «Είναι ένα μεγάλο, ωραιότατο Βόλβο V70, όλα πληρωμένα, απεριόριστη μίσθωση και χιλιόμετρα, μπορείτε να το παραδώσετε όπου και όποτε θέλετε, καλό σας ταξίδι». Μεγάλο; Κι αυτό αστείο ήταν ή ήθελε απλώς να τον καθησυχάσει; Ορίστε το μεγάλο σας αυτοκίνητο, θα το χρειαστείτε γιατί έχετε παχύνει τόσο πολύ, που ούτε τις μύτες των ποδιών σας δεν μπορείτε πια να δείτε. Ο Χόλγκερ Μουνκ γύρισε και κοίταξε την αντανάκλασή του στα μεγάλα τζάμια κατά την έξοδό του από την αίθουσα αφίξεων, κατευθυνόμενος προς το πάρκιγκ. Ίσως είχε έρθει η ώρα. Ν’ αρχίσει λίγο να γυμνάζεται. Να τρώει πιο υγιεινά. Να χάσει μερικά κιλά. Τέτοιες σκέψεις έβαζε με το μυαλό του τώρα τελευταία. Για διάφορους λόγους. Είχε πάψει από καιρό να παίρνει στο κατόπι τους εγκληματίες – είχε άλλους, υφισταμένους, που μπορούσαν να τρέξουν στη θέση του. Αλλά δεν έφταιγε αυτό, όχι· τις τελευταίες εβδομάδες ο Χόλγκερ Μουνκ είχε γίνει κάπως ματαιόδοξος. Ποπό, Χόλγκερ, καινούριο πουλόβερ; Ποπό, Χόλγκερ, καινούριο σακάκι; Ποπό, Χόλγκερ, κούρεψες το μούσι σου; Ξεκλείδωσε το Βόλβο, ακούμπησε το τηλέφωνό του στην ειδική θήκη και το άνοιξε. Φόρεσε τη ζώνη και οδήγησε προς το κέντρο του Τροντχάιμ. Άρχισαν να καταφθάνουν διάφορα μηνύματα. Ο Μουνκ αναστέναξε. Μία ώρα είχε κλείσει το κινητό του και να τα πάλι: ποτέ δεν γλιτώνεις από τον έξω κόσμο. Δεν έφταιγε μόνο η πτήση που του είχε χαλάσει τόσο τη διάθεση, η αλήθεια να λέγεται. Του έφταιγαν πάρα πολλά τον τελευταίο καιρό. Στη δουλειά και στο σπίτι. Ο Χόλγκερ γλίστρησε τα δάχτυλά του πάνω στην οθόνη του κινητού του. Τον είχαν υποχρεώσει να το αγοράσει γιατί ήταν,
18/487
λέει, υψηλής τεχνολογίας και οι αστυνομικοί έπρεπε να ήταν μες στα πράγματα, ακόμα και στο Χένεφος, όπου είχε περάσει τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες της ζωής του. Στο αστυνομικό τμήμα του Ρινγκερίκε. Εκεί είχε αρχίσει την καριέρα του, εκεί είχε επιστρέψει. Εξαιτίας της υπόθεσης στο Τρίβαν. Οχτώ κλήσεις από τα Κεντρικά στην Γκρένλαν. Δύο από την πρώην σύζυγο. Μία από την κόρη. Δύο από το γηροκομείο. Και αμέτρητα μηνύματα. Ο Χόλγκερ Μουνκ αποφάσισε να αγνοήσει για λίγο ακόμα τον έξω κόσμο και άνοιξε το ραδιόφωνο. Βρήκε το Τρίτο Πρόγραμμα, κατέβασε το παράθυρο και άναψε τσιγάρο. Το τσιγάρο ήταν η μοναδική του αδυναμία –μαζί με το φαΐ–, αλλά αυτό ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Στιγμή δεν σκέφτηκε να κόψει το κάπνισμα, όσοι νόμοι και αν περνούσαν, όσες ταμπέλες κι αν υπήρχαν, σαν κι αυτήν, ας πούμε, που δέσποζε στο ταμπλό του νοικιασμένου αυτοκινήτου του: ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ. Του ήταν αδύνατον να σκεφτεί χωρίς τσιγάρο. Κι ένα πράγμα αγαπούσε μοναχά στον κόσμο τούτο: να σκέφτεται· να χρησιμοποιεί το μυαλό του. Σκασίλα του το σώμα, έτσι και δούλευε ο εγκέφαλος. Στο ραδιόφωνο έπαιζε τον Μεσσία του Χέντελ· δεν ήταν από τα αγαπημένα του, αλλά δεν βαριέσαι. Του άρεσε περισσότερο ο Μπαχ, του άρεσε η μαθηματική μουσική, όχι όλοι αυτοί οι αισθηματίες συνθέτες: η αρία πολεμοκαπηλεία του Βάγκνερ, ο ιμπρεσιονιστικός, συναισθηματικός κόσμος του Ραβέλ. Ο Μουνκ κατέφευγε στην κλασική μουσική για ν’ απαλλαγεί από όλα αυτά τα ανθρώπινα συναισθήματα. Πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα αν οι άνθρωποι ήταν μαθηματικά… Χάιδεψε στιγμιαία τη βέρα του και σκέφτηκε την πρώην γυναίκα του, τη Μαριάνε. Δέκα χρόνια είχαν περάσει και δεν την είχε βγάλει ακόμα. Άραγε τι να ’χε κάνει εκείνη με τη δικιά της; Όχι. Για το γάμο, ναι. Προφανώς. Για το γάμο ήθελε να μιλήσουν: είχαν μια κόρη, τη Μίριαμ, που θα παντρευόταν. Έπρεπε να συζητήσουν τα πρακτικά. Αλλά τίποτε άλλο. Ο Χόλγκερ Μουνκ πέταξε το τσιγάρο του απ’ το παράθυρο και άναψε καινούριο.
19/487
Δεν πίνω καφέδες, δεν πίνω αλκοόλ. Του κερατά, μου επιτρέπεται να καπνίζω, δεν μου επιτρέπεται; Ο Χόλγκερ Μουνκ είχε μεθύσει μία και μοναδική φορά στη ζωή του, στην ηλικία των δεκατεσσάρων, με το λικέρ τσέρι του μπαμπά στο εξοχικό στο Λάρβικ, κι από τότε δεν είχε ξαναγγίξει αλκοόλ. Δεν το είχε ανάγκη. Δεν το επιθυμούσε. Γιατί να καταστρέψει τα εγκεφαλικά του κύτταρα; Δεν θ’ άφηνε να του συμβεί κάτι τέτοιο. Καπνός, λοιπόν. Ή μήπως και ένα μπέργκερ; Έκανε δεξιά σ’ ένα βενζινάδικο Σελ δίπλα στο μοτέλ Σταβ και παρήγγειλε ένα μενού με μπέικον μπέργκερ· το έφαγε με θέα το φιόρδ του Τροντχάιμ, καθισμένος έξω, σ’ ένα παγκάκι. Αν ζητούσες απ’ τους συναδέλφους του να περιγράψουν τον Χόλγκερ Μουνκ με τρεις λέξεις, δύο από αυτές θα ήταν σπασίκλας. Ίσως η τρίτη να ήταν έξυπνος, ή ακόμα και ευγενέστατος. Αλλά σπασίκλας, σίγουρα. Σπασίκλας στο τετράγωνο. Ένας χοντρός, συμπαθής σπασίκλας, που δεν άγγιζε ποτέ του το ποτό, και αγαπούσε τα μαθηματικά, την κλασική μουσική, τα σταυρόλεξα και το σκάκι. Ολίγον βαρετός, ίσως, αλλά εξαιρετικός ερευνητής. Και δίκαιος αρχηγός. Από την άλλη, δεν έβγαινε ποτέ έξω για μπίρες· και είχε να βγει ραντεβού αφότου τον παράτησε η γυναίκα του για ένα δάσκαλο από το Χούρουμ, που είχε διακοπές δυο μήνες το χρόνο και δεν χρειαζόταν ποτέ να σηκωθεί και να φύγει καταμεσής της νύχτας χωρίς να εξηγεί πού πάει και τι κάνει. Κανείς δεν είχε καλύτερα ποσοστά διαλεύκανσης εγκλημάτων από τον Χόλγκερ Μουνκ· το ήξεραν όλοι. Το ήξερε και ο ίδιος. Και όλοι τον συμπαθούσαν. Να τον, όμως, που είχε επιστρέψει στο Χένεφος. Δεν σε υποβιβάζω, σε μεταθέτω. Αν θες τη γνώμη μου, καλά θα κάνεις να είσαι ευγνώμων που έχεις ακόμα τη δουλειά σου. Παραλίγο να παραιτηθεί εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έξω από το γραφείο του Μίκελσον στα Κεντρικά στην Γκρένλαν. Μα συγκρατήθηκε. Τι άλλο να πήγαινε να κάνει; Το σεκιουριτά; Ο Χόλγκερ Μουνκ ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο και ακολούθησε τον αυτοκινητόδρομο Ε6 προς το Τροντχάιμ. Άναψε καινούριο τσιγάρο και μπήκε στον περιφερειακό της πόλης, με κατεύθυνση νότια. Το αμάξι είχε GPS, αλλά το είχε σβηστό. Ο Μουνκ ήξερε πού πήγαινε. Μία Κρούγκερ.
20/487
Σκέφτηκε γλυκά την παλιά του συνάδελφο. Αλλά, εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το τηλέφωνο. «Μουνκ». «Πού διάολο είσαι;» Ήταν ο Μίκελσον στην άλλη άκρη της γραμμής. Νεύρα τεντωμένα, ένα βήμα πριν την καρδιακή προσβολή. Ως συνήθως. Ήταν πραγματικό μυστήριο πώς αυτός ο άνθρωπος είχε καταφέρει να επιζήσει δέκα χρόνια τώρα στην καρέκλα του αρχηγού στην Γκρένλαν. «Στο αμάξι είμαι, εσύ πού διάολο είσαι;» απάντησε ο Μουνκ κοφτά. «Στο αμάξι; Πού στο αμάξι; Έφυγες;» «Δεν έφυγα απλώς. Μόλις προσγειώθηκα. Νόμιζα ότι το ήξερες. Τι θες;» «Να τσεκάρω αν κάνεις όσα συμφωνήσαμε». «Έχω μαζί μου το φάκελο και σκοπεύω να τον παραδώσω, αν αυτό εννοείς», ξεφύσησε ο Μουνκ. «Ήταν πραγματικά ανάγκη να με στείλεις εδώ πάνω γι’ αυτό το πράγμα; Και ούτε μια προσφορά σε αντάλλαγμα; Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την τοπική αστυνομία;» «Ξέρεις πολύ καλά γιατί βρίσκεσαι εκεί πάνω», είπε ο Μίκελσον. «Κι αυτή τη φορά θέλω να κάνεις ακριβώς ό,τι είπαμε». «Καταρχήν», είπε ο Μουνκ πετώντας τη γόπα του από το παράθυρο, «δεν σου χρωστάω καμιά χάρη. Κατά δεύτερον, δεν σου χρωστάω καμία χάρη. Και, κατά τρίτον, εσύ φταις που δεν χρησιμοποιώ πια το μυαλό μου όπως θα ’πρεπε, οπότε κλείσ’ το καλύτερα. Ξέρεις τι σόι υποθέσεις έχω πια, Μίκελσον; Θες να μάθεις; Θες να μάθεις με τι μαλακίες ασχολούμαι;» Για μια στιγμή επικράτησε σιγή στην άλλη άκρη της γραμμής. Ο Μουνκ χαμογέλασε σιωπηλά. Ένα πράγμα σιχαινόταν ο Μίκελσον: να του ζητάνε χάρες. Ο Μουνκ ήξερε ότι ο Μίκελσον είχε τσαντιστεί, και χαιρόταν που το παλιό του αφεντικό αναγκάστηκε να το βουλώσει, χαιρόταν που δεν πήγαιναν όλα έτσι όπως τα ’θελε. «Κάνε αυτό που σου είπα. Τίποτε άλλο». «Aye aye, sir!» μειδίασε ο Μουνκ, κάνοντας μια μικρή χαιρετούρα στον εαυτό του μες στο αμάξι. «Μη με ειρωνεύεσαι, Μουνκ. Και πάρε με να μου πεις όταν έχεις νέα». «Εντάξει. Α, και κάτι ακόμα…»
21/487
«Τι;» γρύλισε ο Μίκελσον. «Αν συμφωνήσει, είμαι κι εγώ μέσα. Τέρμα το Χένεφος. Και θέλω και το παλιό γραφείο, στη Μάριμπουεσγκάτε. Θα δουλεύουμε εκτός σπιτιού. Και θέλω και την ίδια ομάδα, όπως παλιά. Οκέι;» Σιωπή. Ύστερα ήρθε η απάντηση: «Δεν υπάρχει περίπτωση, Μουνκ. Είναι εντελώς ανέφικτο. Είναι…» Ο Μουνκ χαμογέλασε και έκλεισε το τηλέφωνο πριν ο Μίκελσον προλάβει να πει τίποτε άλλο. Ξανάναψε τσιγάρο, άνοιξε πάλι το ραδιόφωνο και διάλεξε την έξοδο προς το Ορκάνγκερ.
4 Η Μία Κρούγκερ ξάπλωνε στον καναπέ δίπλα στο τζάκι, κουκουλωμένη με την κουβέρτα. Στο όνειρό της είχε δει τη Σίγκρι και είχε ξυπνήσει με την αίσθηση ότι η δίδυμη αδελφή της βρισκόταν ακόμα εκεί. Στο σπίτι τους. Εν ζωή. Ότι ήταν οι δυο τους πάλι μαζί, όπως πάντα. Η Σίγκρι και η Μία. Η Μία και η Σίγκρι. Οι Διόσκουροι από το Όσγκορστραν, γεννημένες με δύο λεπτά διαφορά, η μία ξανθιά, η άλλη μελαχρινή, τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες. Το μόνο που ήθελε η Μία ήταν να ξαναβυθιστεί στο όνειρό της, να ξαναβυθιστεί στη Σίγκρι, μα ανάγκασε τον εαυτό της να σηκωθεί και να πάει μέχρι την κουζίνα. Έπρεπε να τσιμπήσει κάτι λίγο για πρωινό. Για ν’ αντέξει το στομάχι στο αλκοόλ. Αν συνέχιζε έτσι, μπορεί και να πέθαινε πριν της ώρας της, πράγμα ανεπίτρεπτο. 18 Απριλίου. Δέκα ημέρες ακόμα. Ήθελε να τα καταφέρει, ν’ αντέξει δέκα μέρες ακόμα. Πίεσε τον εαυτό της να φάει δυο παξιμάδια και σκέφτηκε να πιει κι ένα ποτήρι γάλα, αλλά κατέληξε να πιει νερό. Δυο ποτήρια νερό και δύο χάπια. Από την τσέπη του παντελονιού. Ποια απ’ όλα, δεν είχε σημασία. Ένα λευκό κι ένα γαλάζιο σήμερα. ΣΙΓΚΡΙ ΚΡΟΥΓΚΕΡ Αδελφή, φίλη και κόρη 11 Νοεμβρίου 1979 - 18 Απριλίου 2002 Αγαπήθηκε πολύ, μας λείπει βαθιά
23/487
Η Μία Κρούγκερ ξανακάθισε στον καναπέ, μέχρι που ένιωσε ότι τα χαπάκια άρχισαν να κάνουν τη δουλειά τους. Να τη μουδιάζουν. Σαν να απλωνόταν μία μεμβράνη μεταξύ της ίδιας και του υπόλοιπου κόσμου. Το είχε ανάγκη. Τρεις εβδομάδες είχε ν’ αντικρίσει τον εαυτό της και τώρα έπρεπε να το υπομείνει εκ νέου. Να κάνει ντους. Στο μπάνιο του επάνω ορόφου. Το είχε αποφύγει για όσο το δυνατόν περισσότερο· δεν ήθελε να δει τον εαυτό της στον μεγάλο καθρέφτη που ο προηγούμενος ένοικος είχε τοποθετήσει στο μπάνιο. Είχε σκοπό να βρει ένα κατσαβίδι. Να αφαιρέσει αυτή τη δυστυχία από τον τοίχο. Αρκετά άρρωστη ένιωθε ήδη, δεν χρειαζόταν και επιβεβαίωση από πάνω. Μα δεν είχε δύναμη να κάνει τίποτα. Μόνο να καταπίνει χάπια. Και αλκοόλ. Χρόνια τώρα έπαιρνε Βάλιουμ: ένα χαμόγελο μες στις φλέβες της, μια γλυκιά προστασία από κάθε λόγχη που τη σημάδευε καιρό τώρα. Πήρε θάρρος και ανέβηκε τις σκάλες. Άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και σχεδόν σοκαρίστηκε βλέποντας την αντανάκλασή της στον καθρέφτη. Δεν ήταν αυτή. Κάποια άλλη ήταν. Η Μία Κρούγκερ ήταν ανέκαθεν λεπτή, μα τώρα φαινόταν πραγματικά άρρωστη. Υπήρξε μονίμως υγιής. Μονίμως δυνατή. Τώρα δεν είχε μείνει τίποτα από εκείνην. Τίποτα. Έβγαλε το πουλόβερ και το τζιν της και στάθηκε μπροστά από τον καθρέφτη. Το εσώρουχό της ίσα που έστεκε πάνω της. Δεν υπήρχε ίχνος κρέατος γύρω από την κοιλιά και τα ισχία της. Χάιδεψε προσεκτικά τα πλευρά της, που προεξείχαν πεντακάθαρα· τα μέτρησε ένα-ένα. Πίεσε τον εαυτό της να πλησιάσει τον καθρέφτη, να πλησιάσει κοντά-κοντά, να δει το βλέμμα της στη σκουριασμένη ασημί επιφάνεια. Πάντα της έλεγαν πόσο όμορφα μπλε μάτια είχε. Κανείς δεν έχει μάτια πιο νορβηγικά από τα δικά σου, Μία, της είχε πει κάποτε κάποιος, και θυμήθηκε πόσο περήφανη είχε νιώσει· μάτια νορβηγικά, πόσο ωραία της ακουγόταν τότε! Τότε που τη χωρούσε ο κόσμος, που δεν ήταν ακόμα διαφορετική. Η Σίγκρι ήταν πάντα η πιο όμορφη από τις δυο τους· λες γι’ αυτό να είχε κολακευτεί τόσο πολύ; Ολοζώντανα μπλε μάτια. Δεν είχε μείνει πια τίποτα από τη ζωντάνια τους. Έμοιαζαν νεκρά. Πεθαμένα. Χωρίς λάμψη, χωρίς ζωή, γεμάτα κόκκινο εκεί όπου κάποτε έλαμπε το λευκό. Έσκυψε και βρήκε στην τσέπη του παντελονιού άλλα δυο χάπια, έβαλε το στόμα της κάτω απ’ το τρεχούμενο
24/487
νερό και τα κατάπιε. Στάθηκε ξανά μπροστά από τον καθρέφτη και προσπάθησε να ισιώσει την πλάτη της. Μικρή μου Ινδιάνα, της έλεγε κάποτε η γιαγιά της. Αν εξαιρούσε κανείς τα μπλε της μάτια, θα μπορούσε όντως να ήταν μια μικρή Ινδιάνα. Σιου ή Απάτσι ή ίσως Κάιογουα. Ως παιδί τη συνάρπαζαν οι Ινδιάνοι, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία με ποιανού το μέρος ήταν. Οι καουμπόηδες ήταν οι κακοί. Οι Ινδιάνοι οι καλοί. Πώς είσαι σήμερα, Μία, Κόρη του Φεγγαριού; Η Μία ακούμπησε την παλάμη της πάνω στον καθρέφτη, στο ύψος του προσώπου, και σκέφτηκε τη γιαγιά της. Στάθηκε και κοίταξε προσεκτικά τα μακριά μαλλιά της. Μαλακά, κατάμαυρα μαλλιά, που ακουμπούσαν πάνω στους εύθραυστους ώμους της. Χρόνια είχαν να μακρύνουν τόσο πολύ. Είχε αρχίσει να τα κόβει κοντά από τότε που μπήκε στην Αστυνομική Ακαδημία. Δεν πήγαινε στο κομμωτήριο, κουρευόταν σπίτι, μόνη της, έπαιρνε το ψαλίδι και τα έκοβε. Για να δείξει ότι δεν είχε ανάγκη να δείχνει όμορφη, να φτιάχνεται, να στολίζεται. Δεν βαφόταν. Έχεις φυσική ομορφιά, μικρή μου Ινδιάνα, είχε πει κάποτε η γιαγιά, μια νύχτα που έπλεκε τα μαλλιά της εγγονής μπροστά στο τζάκι, στο Όσγκορστραν. Κοίτα τι όμορφα βλέφαρα που έχεις, τι ωραίες βλεφαρίδες! Σ’ έχει βάψει η ίδια η φύση. Δεν χρειάζεται να βάφεσαι επιπλέον. Να ξέρεις, δεν φτιαχνόμαστε για τ’ αγόρια. Αυτά θα ’ρθουν όταν είναι να ’ρθουν. Οι Ινδιάνοι, η γιαγιά. Το μάθημα των νορβηγικών στο σχολείο. Τα αγαπημένα της πράγματα. Η Μία ένιωσε μια ξαφνική ναυτία. Τα χάπια: δεν έφερναν μόνο γαλήνη και χαλάρωση. Πού και πού έφερναν κι άλλα. Δεν πρόσεχε ποτέ τι χάπια συνδύαζε. Στηρίχτηκε με το ένα χέρι στον τοίχο, μέχρι να περάσουν τα χειρότερα, και ύστερα ξανασήκωσε το βλέμμα της και ανάγκασε τον εαυτό της να ξανακοιταχτεί στον καθρέφτη. Να δει τον εαυτό της. Μια τελευταία φορά. 18 Απριλίου. Δέκα ημέρες ακόμα. Δεν την ένοιαζε και πολύ πώς θα ήταν – εκείνη, η τελευταία της στιγμή. Αν θα πονούσε. Αν θα της ήταν δύσκολο να παραδοθεί. Δεν πίστευε σ’ αυτές τις ιστορίες που έλεγαν ότι η ζωή περνά ολόκληρη μπροστά από τα μάτια σου την ώρα που πεθαίνεις. Μα κι αν, πάλι, ήταν αλήθεια; Δεν είχε σημασία. Η ιστορία της ζωής της ήταν γραμμένη πάνω στο σώμα της. Την έβλεπε στον
25/487
καθρέφτη του μπάνιου της. Μια Ινδιάνα με μάτια νορβηγικά. Με μακριά μαύρα μαλλιά, που κάποτε κούρευε μονάχη της, και που τώρα έπεφταν κυματιστά πάνω στους ισχνούς, λευκούς ώμους της. Χτένισε τα μαλλιά της πίσω απ’ το ένα αυτί και κοίταξε προσεκτικά την ουλή δίπλα στο αριστερό της μάτι. Μια τομή τριών εκατοστών, ένα ανεξίτηλο σημάδι. Ένας ύποπτος, μια δολοφονία, μια ανάκριση. Ένα νεαρό κορίτσι από την Ουκρανία, πνιγμένο στον ποταμό Άκερ. Η Μία, αδύναμη και απρόσεχτη, δεν είχε δει το μαχαίρι και ίσα που πρόλαβε να το αποφύγει πριν τυφλωθεί. Για αρκετούς μήνες αργότερα φορούσε μπάλωμα στο μάτι. Έπρεπε να είναι ευγνώμων στους γιατρούς του νοσοκομείου Ούλεβολ: έβλεπε ακόμα και από τα δυο της μάτια. Σήκωσε το αριστερό της χέρι μπρος στον καθρέφτη και είδε το δάχτυλο που έλειπε. Άλλος ένας ύποπτος, σε μια μικρή φάρμα έξω από το Μος. Προσοχή, σκύλος. Το ροτβάιλερ είχε πηδήξει να την αρπάξει απ’ το λαιμό, μα η Μία πρόλαβε και έβαλε μπροστά το χέρι της. Είχε νιώσει τα δόντια του γύρω απ’ τα δάχτυλά της, τον πανικό που απλώθηκε σε όλο της το κορμί τα λίγα δευτερόλεπτα που της πήρε να βγάλει το πιστόλι από τη θήκη και να πυροβολήσει στο πρόσωπο τη σκύλα που γρύλιζε. Κατέβασε το βλέμμα της και κοίταξε το μικρό τατουάζ που διαφαινόταν ανάμεσα στο εσώρουχο και το ισχίο: μια πεταλούδα. Δεκαεννιά χρονών και ελεύθερη στην Πράγα. Είχε γνωρίσει έναν Ισπανό – μια καλοκαιρινή αγάπη. Είχαν πιει πάρα πολλή Μπετσέροβκα κι όταν ξύπνησαν είχαν ο καθένας τους κι από ένα τατουάζ. Το δικό της ήταν μια μικρή, μοβ, χρυσοπράσινη πεταλούδα στο ισχίο. Η Μία σχεδόν χαμογέλασε. Είχε σκεφτεί να την αφαιρέσει πολλές φορές, νιώθοντας αμηχανία απέναντι σ’ αυτή τη νεανική της χαζομάρα, μα δεν το έκανε· και τώρα πια δεν είχε σημασία. Χάιδεψε το μικρό ασημένιο βραχιόλι στον δεξιό της καρπό. Ήταν το δώρο που είχαν λάβει οι δύο αδελφές για το χρίσμα τους, μετά την εκκλησία. Ένα παιδικό βραχιόλι: μια καρδούλα, μια άγκυρα κι ένα γράμμα. Μ για εκείνην, Σ για τη Σίγκρι. Εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε η γιορτή και οι καλεσμένοι γύρισαν σπίτια τους, είχαν καθίσει μαζί στο κοριτσίστικο δωμάτιό τους στο Όσγκορστραν και η Σίγκρι τής είχε προτείνει, άξαφνα, να τα ανταλλάξουν. Θες το δικό μου να πάρω το δικό σου; Έκτοτε η Μία δεν είχε βγάλει ποτέ το ασημένιο της βραχιόλι.
26/487
Τα χάπια άρχισαν να τη ζαλίζουν ακόμα περισσότερο· αδυνατούσε σχεδόν να δει τη μορφή της στον καθρέφτη. Το σώμα της έμοιαζε με φάντασμα, αποκομμένο από εκείνη. Μια ουλή στο αριστερό μάτι. Ένα μικρό δάχτυλο που του έλειπαν οι δύο φάλαγγες. Μια τσέχικη πεταλούδα πάνω από το εσώρουχο. Ισχνά χέρια, ισχνά πόδια. Μια Ινδιάνα με θλιμμένα, σχεδόν νεκρά, μπλε μάτια. Δεν άντεξε άλλο. Πήρε το βλέμμα της από τον καθρέφτη, μπήκε τρεκλίζοντας στο ντους και στάθηκε κάτω από το ζεστό νερό μέχρι που εκείνο πάγωσε. Απέφυγε να κοιταχτεί στον καθρέφτη καθώς έβγαινε από το μπάνιο. Κατέβηκε γυμνή μέχρι το σαλόνι και σκουπίστηκε μπροστά στο τζάκι, που κανείς δεν είχε ανάψει. Μπήκε στην κουζίνα και έβαλε ένα ακόμα ποτό. Βρήκε κάτι χάπια σ’ ένα συρτάρι. Τα μασούλησε καθώς ντυνόταν. Ένιωσε τον εαυτό της βαρύ από την υπνηλία. Καθαρή εξωτερικά και, πολύ σύντομα, κι από μέσα. Φόρεσε ένα σκουφί κι ένα μπουφάν και βγήκε από το σπίτι. Ξανακατέβηκε στην παραλία. Κάθισε στα βράχια κι άφησε το βλέμμα της να χαθεί στον μακρινό ορίζοντα. Εξωσκόπηση. Τι ήταν αυτό, να δεις; Α, ναι, ένα φεστιβάλ· ένα αντι-φεστιβάλ νορβηγικών ταινιών, που το έκαναν κάτι διάσημοι, με σκοπό ν’ αλλάξουν, λέει, τον νορβηγικό κινηματογράφο. Η Μία Κρούγκερ λάτρευε το σινεμά, αλλά αδυνατούσε να δει πώς οι νορβηγικές ταινίες είχαν αλλάξει προς το καλύτερο μόνο και μόνο αποφεύγοντας την ενδοσκόπηση. Κάθε φορά που κάποιος κακομοίρης ή καμιά κακομοίρα προσπαθούσε ν’ απεικονίσει στο πανί κάποιον αστυνομικό, η Μία θλιβόταν τόσο πολύ, που σηκωνόταν συχνά και έφευγε από την αίθουσα, σε συμπαράσταση κυρίως των ηθοποιών που τους έμελλε να ξεστομίζουν τέτοιες γελοίες ατάκες και να κάνουν χίλια δυο άσχετα πράγματα κατ’ ένδειξιν του σκηνοθέτη. Το έβρισκε πραγματικά δυσάρεστο. Για να μην πούμε, ομφαλοσκοπικό. Η Μία Κρούγκερ χαμογέλασε απαλά και ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι που είχε πάρει μαζί της. Δίκιο είχε πριν: αν δεν ερχόταν μέχρι εδώ για να πεθάνει, θα μπορούσε κάλλιστα να ζήσει εδώ έξω τη ζωή της. 18 Απριλίου.
27/487
Η ιδέα τής είχε έρθει ξαφνικά, σαν αποκάλυψη, και έκτοτε όλα είχαν βρει το δρόμο τους. Η Σίγκρι βρέθηκε νεκρή στις 18 Απριλίου του 2002. Σε ένα υπόγειο στο Τέγιεν του Όσλο, πάνω σ’ ένα σάπιο στρώμα, με μια βελόνα καρφωμένη στο χέρι. Δεν είχε καν προλάβει να χαλαρώσει τη ζώνη γύρω από το μπράτσο της: πέθανε κατευθείαν από υπερβολική δόση, μια κι έξω. Σε δέκα μέρες θα συμπληρώνονταν δέκα ακριβώς χρόνια από το θάνατό της. Η μικρούλα, γλυκιά, όμορφη Σίγκρι, νεκρή από υπερβολική δόση ηρωίνης σ’ ένα άθλιο υπόγειο. Μια εβδομάδα πριν, η Μία την είχε πάρει από την κλινική αποτοξίνωσης στο Βαλντρές. Πόσο καλά φαινόταν η Σίγκρι μετά από τέσσερις εβδομάδες στη φάρμακλινική! Με τα μάγουλα κόκκινα, με το γέλιο ξανά στα χείλη! Στο αυτοκίνητο, καθώς επέστρεφαν στο Όσλο, η Μία ένιωσε σαν να είχαν γυρίσει πίσω στα παλιά: γελούσαν και έπαιζαν οι δυο τους όπως και τότε, στον κήπο τους στο Όσγκορστραν. «Εσύ θα ’σαι η Χιονάτη κι εγώ η Ωραία Κοιμωμένη». «Μα εγώ θέλω να είμαι η Ωραία Κοιμωμένη, γιατί πρέπει να ’μαι πάντα η Χιονάτη;» «Γιατί έχεις μαύρα μαλλιά, Μία». «Α, γι’ αυτό;…» «Ε, φυσικά. Δεν το ’χεις καταλάβει;» «Όχι». «Τι χαζή που είσαι!» «Δεν είμαι χαζή! Είμαι;…» «Όχι, δεν είσαι». «Και γιατί πρέπει πάντα να παίζουμε τη Χιονάτη και την Ωραία Κοιμωμένη; Για να κοιμόμαστε για εκατό χρόνια περιμένοντας τον πρίγκιπα να έρθει να μας ξυπνήσει; Ούτε διασκεδαστικό είναι, ούτε κι έρχεται ποτέ κανείς – μόνες μας είμαστε!» «Α, μια μέρα θα έρθει, Μία, να μου το θυμηθείς. Μια μέρα θα έρθει». Στην περίπτωση της Σίγκρι, ο πρίγκιπας ήταν ένας μαλάκας από το Χόρτεν. Το έπαιζε μουσικός, είχε κι ένα συγκροτηματάκι, αλλά δεν έπαιζαν ποτέ τους: κάθονταν μόνο στο πάρκο και κάπνιζαν φούντα ή έπαιρναν σπιντ ή χτυπούσαν τριπάκια. Αυτός. Αυτός ο καταραμένος, κοκαλιάρης,
28/487
ψωνισμένος λούζερ. Ούτε τ’ όνομά του δεν μπορούσε να προφέρει η Μία· στη σκέψη του και μόνο ένιωθε ναυτία, έπρεπε να σηκωθεί όρθια και να πάρει ανάσα. Πήρε το μονοπάτι πλάι στα βράχια, προσπέρασε το λεμβοστάσιο και κάθισε στην αποβάθρα. Μπορούσε να δει την κίνηση των ανθρώπων απέναντι, στην ηπειρωτική χώρα. Τους ανθρώπους που συνέχιζαν να κάνουν ό,τι κάνουν οι άνθρωποι. Τι ώρα να ’ταν; Μισόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε τον ουρανό. Γύρω στις δώδεκα, μάντεψε, ή στη μία· έτσι τής φάνηκε από τον ήλιο. Ήπιε ακόμα μια γουλιά από το μπουκάλι κι άρχισε να νιώθει τα φάρμακα να δρουν, ν’ αρχίζουν να τη μουδιάζουν, να την κάνουν αδιάφορη προς τον γύρω κόσμο. Κρέμασε τα πόδια της στο κενό και γύρισε το πρόσωπο προς τον ήλιο. Μάρκους Σκουγκ. Η Σίγκρι ήταν δεκαοχτώ ετών, ο μαλάκας είκοσι δύο. Ο μαλάκας είχε μετακομίσει στο Όσλο και είχε αρχίσει να συχνάζει στην πιάτσα της Πλάτα. Λίγους μήνες αργότερα τον ακολούθησε και η Σίγκρι. Τέσσερις εβδομάδες αποτοξίνωσης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Μία έπαιρνε την αδελφή της από μια κλινική, αλλά τα πάντα έμοιαζαν διαφορετικά τούτη τη φορά. Είχε κίνητρο. Όχι μόνο εκείνο το χαμόγελο που έχουν τα πρεζόνια μετά από τη διαμονή τους σε κλινικές, όταν σε γεμίζουν ψέματα, ψέματα, ψέματα, περιμένοντας πώς και πώς να βγουν έξω για να ξαναχτυπήσουν. Όχι: η Μία είχε δει στο βλέμμα της αδελφής της κάτι καινούριο. Έμοιαζε πιο σίγουρη, σχεδόν ο παλιός, καλός της εαυτός. Η Μία σκεφτόταν τόσο πολύ την αδελφή της όλα αυτά τα χρόνια, που το κρανίο της είχε σχεδόν λιώσει. Γιατί η Σίγκρι; Μήπως είχε βαρεθεί; Μήπως έφταιγαν η μαμά και ο μπαμπάς; Μήπως αυτός ο καταραμένος κοκαλιάρης μαλάκας; Μήπως ο έρωτας; Η μαμά μπορεί να ήταν αυστηρή, αλλά μέχρις ενός σημείου. Ο μπαμπάς ήταν τόσο καλοσυνάτος, κι αυτό σήμαινε πολλά. Η Εύα και ο Κίρε Κρούγκερ είχαν υιοθετήσει τα δίδυμα λίγο μετά τη γέννησή τους. Είχαν έρθει σε συμφωνία με τη βιολογική τους μητέρα πριν τη γέννα: ήταν πολύ μικρή, ολομόναχη, δεν μπορούσε, δεν ήθελε και δεν υπήρχε περίπτωση να τα κρατήσει. Και, για το άτεκνο ζευγάρι των Κρούγκερ, τα κορίτσια ήταν μάννα εξ ουρανού, ακριβώς ό,τι αποζητούσαν – πραγματική ευδαιμονία.
29/487
Εκείνη, η μαμά, η Εύα Κρούγκερ, ήταν δασκάλα στο δημοτικό στο Όσγκορ. Εκείνος, ο μπαμπάς, ο Κίρε Κρούγκερ, ήταν ιδιοκτήτης του χρωματοπωλείου Ούλε Κρούγκερ & Υιοί στο κέντρο του Χόρτεν. Για χρόνια έψαχνε η Μία να βρει τους λόγους για τους οποίους η Σίγκρι κατάντησε τοξικομανής, αλλά δεν έβρισκε ποτέ τίποτα. Μάρκους Σκουγκ. Αυτός έφταιγε. Μόνο μια βδομάδα αφότου επέστρεψε σπίτι από το Βαλντρές… Πόσο καλά είχαν περάσει στο διαμέρισμα της οδού Βογκτς! Η Σίγκρι και η Μία. Η Μία και η Σίγκρι. Η Χιονάτη και η Ωραία Κοιμωμένη. Οι Διόσκουροι. Η Μία είχε πάρει μερικές μέρες άδεια από τη δουλειά της, πρώτη φορά σε τόσα χρόνια. Μέχρι που, ένα βράδυ, βρήκε ένα σημείωμα στον πάγκο της κουζίνας: Πρέπει να πάω να μιλήσω με Μ. Επιστρέφω σύντομα, Σ. Η Μία Κρούγκερ σηκώθηκε από την προβλήτα και σύρθηκε με βήματα βαριά μέχρι το σπίτι. Είχε ήδη αρχίσει να τρεκλίζει. Ώρα για τα επόμενα χάπια. Και για ένα ακόμα ποτό.
5 O Xόλγκερ Μουνκ κουράστηκε να οδηγεί και βγήκε από το δρόμο να κάνει ένα διάλειμμα. Βρήκε έναν άδειο σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών και κατέβηκε από το αμάξι για να τεντώσει μια στάλα τα πόδια του. Δεν του έμενε πολύ ακόμα, λίγα χιλιόμετρα μόνο για το τούνελ της Χίτρα, αλλά δεν υπήρχε λόγος να βιαστεί. Για κάποιο λόγο, ο άνθρωπος που θα τον πήγαινε στο νησί με τη βάρκα δεν μπορούσε να τον παραλάβει πριν τις δύο. Ο Χόλγκερ Μουνκ δεν ρώτησε γιατί. Ο τοπικός χωροφύλακας, με τον οποίο είχε έρθει σε επαφή, δεν του είχε φανεί και πολύ ξύπνιος. Όχι ότι ήταν προκατειλημμένος απέναντι στους συναδέλφους του της επαρχίας, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ο Χόλγκερ Μουνκ είχε συνηθίσει σε άλλους ρυθμούς στο Όσλο. Και, όπως και να το κάνουμε, το αστυνομικό τμήμα του Ρινγκερίκε δεν ήταν και το πιο πολυσύχναστο της χώρας. Ο Μουνκ έβρισε από μέσα του και σκέφτηκε με μίσος τον Μίκελσον, μα ύστερα το μετάνιωσε. Δεν έφταιγε εκείνος. Όταν αρχίζουν οι εσωτερικές έρευνες, κάτι πρέπει ν’ αλλάξει στην Υπηρεσία, το ήξερε καλά αυτό. Μα και πάλι… Ο Μουνκ κάθισε σ’ ένα παγκάκι κι άναψε καινούριο τσιγάρο. Η άνοιξη είχε έρθει νωρίς στην Τρόνελαγκ φέτος. Τα δέντρα είχαν πράσινα φυλλαράκια και το χιόνι είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Όχι ότι είχε ιδέα πότε ερχόταν συνήθως η άνοιξη εδώ πάνω· το είχε ακούσει απλώς στο τοπικό ραδιόφωνο. Είχε κάνει διάλειμμα από τη μουσική για ν’ ακούσει τα νέα. Να μάθει αν είχαν καταφέρει να το κρατήσουν μυστικό, ή αν κάποιος ηλίθιος στα Κεντρικά είχε δώσει την υπόθεση σε κάποιον πεινασμένο δημοσιογράφο με χοντρό πορτοφόλι. Ευτυχώς, τίποτα. Τίποτα για το κοριτσάκι που είχε βρεθεί κρεμασμένο από ένα δέντρο στο Μαριντάλεν.
31/487
Το τηλέφωνο φώναζε και έσκουζε κατά τη διάρκεια ολόκληρης της διαδρομής, αλλά ο Χόλγκερ δεν απάντησε σε κανέναν. Δεν του άρεσε να μιλάει ή να στέλνει μηνύματα οδηγώντας. Είχε δει πολλούς ανθρώπους να βγαίνουν από το δρόμο ή να χτυπούν κάποιον μόνο και μόνο επειδή αποσπάστηκε η προσοχή τους για λίγα δευτερόλεπτα. Και, συν τοις άλλοις, δεν είχε λόγους να βιάζεται. Ωραία ήταν και η ησυχία. Δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά καμιά φορά καταντούσε κουραστική όλη αυτή η δουλειά. Και τα οικεία, μικρά περιστατικά. Δεν τον πείραζε να επισκέπτεται τη μητέρα του στο γηροκομείο. Ούτε τον πείραζε που βοηθούσε την κόρη του στις προετοιμασίες του γάμου της. Και ούτε φυσικά είχε τίποτα εναντίον του χρόνου που περνούσε με τη Μαριόν, την εγγονή του, που είχε γίνει μόλις έξι ετών. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, κάτι δεν τραβούσε πια. Η Μαριάνε και ο Χόλγκερ. Ποτέ δεν φαντάστηκε ότι τα πράγματα θα άλλαζαν. Ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά, είχε την αίσθηση ότι κάτι μέσα του είχε σπάσει τόσο πολύ που ποτέ δεν θα έγιανε ξανά… Απομάκρυνε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του και κοίταξε το κινητό. Ακόμα δυο αναπάντητες από τον Μίκελσον. Ο Χόλγκερ ήξερε τι ήθελε, δεν υπήρχε λόγος να τον ξανακαλέσει. Ένα ακόμα μήνυμα από τη Μίριαμ, την κόρη του, κοφτό και απρόσωπο ως συνήθως. Μερικές κλήσεις από τη Μαριάνε, την πρώην σύζυγό του. Ω, γαμώτο, ξέχασε να πάρει το γηροκομείο. Ήταν Τετάρτη. Έπρεπε να είχε καλέσει πριν καν μπει στο αυτοκίνητο. Βρήκε τον αριθμό, σηκώθηκε όρθιος και τέντωσε τα πόδια του. «Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν, ονομάζομαι Κάρεν, λέγετε, παρακαλώ». «Ναι, γεια σου, Κάρεν, εδώ Χόλγκερ Μουνκ». «Γεια σου, Χόλγκερ, τι κάνεις;» απάντησε η απαλή φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής, και ο Μουνκ κοκκίνισε λίγο. Περίμενε να το σηκώσει κάποια από τις μεγαλύτερες νοσοκόμες. Ποπό, Χόλγκερ, καινούριο πουλόβερ; Ποπό, Χόλγκερ, καινούριο σακάκι; Ποπό, Χόλγκερ, κούρεψες το μούσι σου; «Για την ώρα, μια χαρά», απάντησε ο Μουνκ. «Αλλά φοβάμαι πως χρειάζομαι τις υπηρεσίες σας». «Ω, σας ακούω λοιπόν, Χόλγκερ», γέλασε η γυναίκα απ’ το τηλέφωνο.
32/487
Γνωρίζονταν εδώ και αρκετά χρόνια. Η Κάρεν. Εργαζόταν στον οίκο ευγηρίας όπου η ηλικιωμένη του μητέρα είχε αρνηθεί αρχικά να ζήσει, μα όπου είχε πια εγκατασταθεί. «Τετάρτη και πάλι», αναστέναξε ο Μουνκ. «Και δεν θα τα καταφέρεις;» «Όχι, δυστυχώς», απάντησε εκείνος. «Είμαι εκτός πόλεως». «Το κατάλαβα», είπε η Κάρεν και γέλασε απαλά. «Θα κοιτάξω να δω μήπως μπορεί να την πάει κανείς με το αυτοκίνητο, αλλιώς θα καλέσω ταξί». «Προφανώς και θα το πληρώσω», απάντησε στα γρήγορα ο Μουνκ. «Μην ανησυχείς». «Σ’ ευχαριστώ, Κάρεν». «Παρακαλώ πολύ, Χόλγκερ. Φαντάζομαι ότι θα τα καταφέρεις την επόμενη Τετάρτη, ναι;» «Ναι, θα φροντίσω να τα καταφέρω». «Τότε θα τα πούμε την Τετάρτη;» «Ναι, είναι πολύ πιθανό», ξερόβηξε ο Μουνκ. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, να μου τη φιλήσεις». «Θα σου τη φιλήσω». Ο Μουνκ έκλεισε το τηλέφωνο και ξανακάθισε στο παγκάκι. Γιατί δεν της λες να βγείτε; Πόσο άσχημα να καταλήξει δηλαδή; Για έναν καφέ, για καμιά ταινία. Ε; Έβγαλε γρήγορα τη σκέψη απ’ το μυαλό του, ενώ ένα μέιλ κατέφθανε στο κινητό του. Δεν του άρεσαν αυτά τα καινούρια τηλέφωνα όπου όλα ήταν συγκεντρωμένα μαζί, σ’ ένα μέρος. Μα δεν θα έβρισκε ποτέ την ησυχία του; Του ταίριαζε η ησυχία. Άνοιξε τα μέιλ του και διάβαζε χαμογελώντας το μήνυμα του Γιούρι, ενός Ρώσου που είχε γνωρίσει διαδικτυακά εδώ και λίγα χρόνια στο φόρουμ του www.maths2.org, όπου μαζεύονταν όλοι οι σπασίκλες του κόσμου. Ο Γιούρι ήταν καθηγητής στο Μινσκ· λίγο παραπάνω από εξήντα χρονών. Δεν θα τον έλεγες και φίλο· δεν είχαν συναντηθεί ποτέ, μα είχαν ανταλλάξει ηλεκτρονικές διευθύνσεις και τα λέγανε πού και πού. Μερικές φορές μιλούσαν για σκάκι, άλλες αντάλλασσαν μικρές σπαζοκεφαλιές, όπως τώρα:
33/487
Σε μια δεξαμενή ρέει νερό. Το νερό διπλασιάζεται κάθε λεπτό. Η δεξαμενή γεμίζει σε μια ώρα. Πόση ώρα χρειάζεται για να γεμίσει μέχρι τη μέση; Γ. Ο Μουνκ άναψε καινούριο τσιγάρο και σκέφτηκε λίγο πριν βρει την απάντηση. Τι πλάκα! Τον πήγαινε τον Γιούρι. Είχε σκεφτεί μάλιστα να πάει να τον επισκεφτεί καμιά φορά – γιατί όχι, εδώ που τα λέμε; Δεν είχε πάει ποτέ του στη Ρωσία· γιατί να μη συναντήσει κάποιον που γνώριζε ήδη από το Ίντερνετ; Είχε κάνει πολλές τέτοιες γνωριμίες: τον mrmischigan40 από τις ΗΠΑ, τη margrete_08 από τη Σουηδία, τον Birrrdman από τη Νότιο Αφρική. Σπασίκλες, λάτρεις των μαθηματικών και του σκακιού, μα πάνω απ’ όλα άνθρωποι σαν και του λόγου του, οπότε ναι, γιατί όχι; Να κάνει ένα ταξιδάκι, να γνωρίσει νέους ανθρώπους, σωστά; Δεν τον πήραν δα και τα χρόνια. Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πάει ταξίδι, στο κάτω-κάτω; Είδε την αντανάκλασή του στην οθόνη του κινητού και το απίθωσε μπροστά του, πάνω στο παγκάκι. Πενήντα τεσσάρων ετών. Κατά τη γνώμη του, η ηλικία δεν εξέφραζε τον άνθρωπο. Ο ίδιος, ας πούμε, ένιωθε πολύ μεγαλύτερος από ό,τι ήταν. Δέκα χρόνια μεγαλύτερος απ’ ό,τι τη μέρα που η Μαριάνε τού είχε μιλήσει για το δάσκαλο από το Χούρουμ. Ο Χόλγκερ είχε προσπαθήσει να κρατήσει την ψυχραιμία του. Το υποψιαζόταν άλλωστε από πριν: οι εξαντλητικές ημέρες στη δουλειά, η αποχή του από την πραγματικότητα, ακόμα και τις σπάνιες φορές που βρισκόταν σπίτι του. Προφανώς κι όλα αυτά είχαν συνέπειες, αλλά αυτό; Και έτσι ξαφνικά; Εκείνο το απόγευμα η Μαριάνε ήταν εντελώς χαλαρή, σαν να είχε προετοιμάσει καλά τα όσα θα του έλεγε. Τον είχε γνωρίσει, λέει, σε ένα μάθημα. Βρίσκονταν σε επαφή έκτοτε. Τα αισθήματά τους φούντωσαν σιγά-σιγά. Βρέθηκαν και μερικές φορές στα κρυφά, κι εκείνη δεν ήθελε πια να ζει μες στο ψέμα. Ο Χόλγκερ Μουνκ δεν κατάφερε να κρατήσει τελικά την ψυχραιμία του. Εκείνος, που ποτέ του δεν είχε σηκώσει χέρι σε άνθρωπο, ξέσπασε σε φωνές και πέταξε το πιάτο του στον τοίχο. Άρχισε να ουρλιάζει και να την κυνηγάει. Ακόμα ντρεπόταν για λόγου του. Η κόρη τους, η Μίριαμ, είχε βγει τρέχοντας από το δωμάτιό της, κλαίγοντας. Ήταν δεκαπέντε χρονών τότε· τώρα, στα είκοσι πέντε της,
34/487
πήγαινε για γάμο. Δεκαπέντε χρόνια στο πλευρό της μάνας της. Καθόλου παράξενο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, πότε δηλαδή ήταν εκείνος σπίτι; Πότε ήταν δίπλα τους, τόσα χρόνια; Δεν είχε και πολλή όρεξη να απαντήσει στο μήνυμα της Μίριαμ· ήταν τόσο κοφτό, τόσο κρύο, τόσο αντιπροσωπευτικό της σχέσης τους. Δεν του έφτανε ο φάκελος που είχε στο αυτοκίνητο, θα ’χε να σκέφτεται κι αυτό τώρα; Μήπως μπορείς να μας δώσεις λίγα χιλιάρικα ακόμα; Αποφασίσαμε να καλέσουμε και τα ξαδέλφια. Μ. Ο γάμος. Φυσικά, έγραψε και έβαλε κι ένα χαμογελάκι, αλλά μετά το έσβησε. Είδε το μήνυμα να φεύγει σκεπτόμενος την εγγονή του, τη Μαριόν. Η Μίριαμ του το είχε πει ξεκάθαρα, αμέσως μετά τη γέννηση: δεν ήταν σίγουρη ότι του άξιζε να είχε επαφή με τη μικρή. Ευτυχώς, είχε αλλάξει γνώμη. Τις λίγες στιγμές με την εγγονή του τις περίμενε πώς και πώς τώρα πια. Αυτές τις ώρες με την υπέροχη, ειλικρινέστατη Μαριόν, μια πηγή φωτός στην καθημερινή ζωή που είχε σκοτεινιάσει για τα καλά μετά και τη μετάθεσή του στο Χένεφος. Με το διαζύγιο άφησε το σπίτι στη Μαριάνε. Του φάνηκε σωστή χειρονομία: η Μίριαμ δεν θα χρειαζόταν, έτσι, ν’ αλλάξει σχολείο, ούτε φίλους, ούτε ομάδα χάντμπολ. Αγόρασε για τον εαυτό του ένα μικρό διαμέρισμα στο Μπίσλετ, αρκετά κοντά, και αρκετά μακριά απ’ τη δουλειά του. Κράτησε το διαμέρισμα μετά τη μετάθεσή του, αλλά τώρα ζούσε σε μια μικρή γκαρσονιέρα στον περιφερειακό, κοντά στο αστυνομικό τμήμα του Χένεφος. Τα πράγματά του ήταν ακόμα σε κούτες. Δεν είχε πάρει πολλά μαζί του· περίμενε να γυρίσει σύντομα στην πόλη, όταν η υπόθεση θα καταλάγιαζε, μα είχαν περάσει σχεδόν δυο χρόνια κι ο Χόλγκερ έμενε ακόμα εκεί, μαζί με τις κούτες του και δίχως να νιώθει σπίτι του ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Κόψε την αυτολύπηση. Υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ τη δική σου.
35/487
Έσβησε τη γόπα του κι έφερε στο μυαλό του το φάκελο στο αυτοκίνητο. Κάποιος περαστικός είχε βρει ένα εξάχρονο κορίτσι κρεμασμένο από ένα δέντρο στο Μαριντάλεν. Χρόνια είχε να δει παρόμοιο περιστατικό. Δεν ήταν και πολύ περίεργο που τους είχε κόψει κρύος ιδρώτας στα Κεντρικά. Ξαναπήρε το κινητό του και απάντησε στο μήνυμα του Γιούρι: 59 λεπτά ;) Χ.Μ. Ο Μουνκ δεν το παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, αλλά ο φάκελος στο κάθισμα του συνοδηγού τον έκανε να τρέμει ολόκληρος. Έβαλε μπρος το αμάξι, ξαναβγήκε στην εθνική και συνέχισε το ταξίδι του προς τη Χίτρα.
6 Ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό είχε φορέσει για την περίσταση ένα ζιβάγκο. Παλιά, του άρεσε ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός του Όσλο –τόσο πλήθος αποτελούσε ιδανικό περιβάλλον για έναν άνθρωπο του επαγγέλματός του–, μα τώρα το μέρος είχε γεμίσει κάμερες ασφαλείας και δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να κρυφτείς. Είχε κι αυτός αρχίσει να κάνει συναντήσεις και συναλλαγές σε άλλους χώρους: σε κινηματογράφους, σε κεμπαπτζίδικα, σε μέρη όπου δεν ήταν εύκολο να σε εντοπίσουν αν τυχόν τούς τραβούσες την προσοχή – πράγμα σπάνιο πια για τον ίδιο, μιας και λειτουργούσε σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, καλύτερα να έχεις τα νώτα σου καλυμμένα. Ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό κατέβασε πιο χαμηλά το γείσο του καπέλου του και μπήκε στο σταθμό. Δεν είχε διαλέξει αυτός το σημείο συνάντησης, αλλά το ποσό ήταν μεγάλο, οπότε θα ακολουθούσε απλώς τις οδηγίες. Πώς τον είχε βρει ο πελάτης, ιδέα δεν είχε. Είχε λάβει MMS στο κινητό σήμερα: μια φωτογραφία, μια αποστολή και ένα ποσό. Και ύστερα έπραξε ως συνήθως: απάντησε ΟΚ χωρίς πολλά-πολλά. Ήταν περίεργη η αποστολή, δίχως αμφιβολία, αλλά είπαμε: τόσα χρόνια είχε μάθει να μην κάνει ερωτήσεις, μόνο να υπακούει και να πληρώνεται. Έτσι καθάριζε. Και γι’ αυτό και θεωρούνταν τόσο φερέγγυος εκεί έξω, στον κόσμο των σκιών. Και, παρόλο που οι αποστολές ολοένα και αραίωναν και τα ποσά ολοένα και λιγόστευαν, πού και πού του προσγειώνονταν κάτι μεγάλες δουλειές απ’ όπου έβγαζε τα σπασμένα. Όπως τώρα. Παράξενο αίτημα· πραγματικά περίεργο, αλλά καλοπληρωμένο. Κι αυτό ακριβώς πήγαινε να κάνει τώρα: να πληρωθεί.
37/487
Σακακιά, κομψό παντελόνι, καλογυαλισμένα παπούτσια, χαρτοφύλακας, ζιβάγκο, ακόμα κι ένα ζευγάρι γυαλιά-μαϊμού. Ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό έμοιαζε με το ακριβές αντίθετο του εαυτού του, κι αυτό ακριβώς ήταν το νόημα: στη δουλειά αυτή η αστυνομία μπορούσε να έρθει να σου ζητήσει εξηγήσεις οποιαδήποτε στιγμή, οπότε καλύτερα να είχες το κεφάλι σου ήσυχο. Έμοιαζε με λογιστή, ή με επιχειρηματία. Και, παρόλο που θα ξένιζε κάποιον, ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό ήταν σχετικά ματαιόδοξος με την εμφάνισή του. Δεν γούσταρε να τον περνούν για μέλος του τζετ σετ ή της ελίτ· του άρεσαν το σκληρό του παρουσιαστικό, τα τατουάζ και τα δερμάτινα σακάκια του. Ενώ τώρα, αυτό το βλαμμένο το παντελόνι τον έτριβε στον καβάλο και τον έκανε να αισθάνεται ηλίθιος. Με το ηλίθιο κοστούμι του και τα ηλίθια καφέ γυαλιστερά παπούτσια του. Δεν βαριέσαι. Το ποσό που τον περίμενε σε ένα από τα λόκερ του σταθμού άξιζε και με το παραπάνω. Ήταν άφραγκος καιρό τώρα και χρειαζόταν τα χρήματα. Πάρτι, αυτό θα έκανε. Μισοχαμογέλασε κάτω από τα ασυνήθιστα γυαλιά του και διέσχισε το σταθμό ήρεμα και προσεκτικά. Το πρώτο μήνυμα το είχε λάβει εδώ και περίπου ένα χρόνο, και έκτοτε είχαν καταφθάσει πολλά άλλα. Πάντα σε MMS: μια φωτογραφία, συν ένα ποσό. Την πρώτη φορά νόμιζε ότι κάποιος τού έκανε πλάκα, τόσο ιδιαίτερο και παράξενο ήταν εκείνο το αίτημα. Μα ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό το είχε φέρει εις πέρας. Και είχε πληρωθεί. Όπως και την επόμενη φορά. Και τη μεθεπόμενη. Και ούτω καθ’ εξής, ό,τι και να ήταν το αίτημα. Σταμάτησε στου Νάρβεσεν να πάρει εφημερίδα κι ένα πακέτο τσιγάρα. Μια τυπική ημέρα. Επιστροφή στο σπίτι. Τίποτε ασυνήθιστο για το λογιστή μας. Πήρε την εφημερίδα παραμάσχαλα και προχώρησε προς τα λόκερ του σταθμού. Κοντοστάθηκε έξω από την αίθουσα αποθηκεύσεως και έστειλε μήνυμα: Ήρθα. Περίμενε για την απάντηση, και την έλαβε σχεδόν αμέσως, όπως πάντα: το νούμερο του λόκερ και ο κωδικός του, με μήνυμα στο κινητό. Κοίταξε
38/487
τριγύρω του προσεκτικά μια-δυο φορές προτού μπει στην αίθουσα για να το εντοπίσει. Ένα καλό είχε ο σιδηροδρομικός σταθμός: σε απάλλασσε από όλα αυτά τα κλειδιά που έπρεπε ν’ αλλάξουν χέρια σε σκοτεινά σοκάκια και αδιέξοδα. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν ένας κωδικός. Ο άνθρωπος με το τατουάζ αετού στο λαιμό πάτησε τους αριθμούς στο πληκτρολόγιο και άκουσε ένα κλικ. Το ντουλάπι άνοιξε. Μέσα είδε τον γνωστό καφετή φάκελο. Τον έβγαλε από το λόκερ και προσπάθησε, αυτή τη φορά, να μην κοιτάξει τριγύρω του, να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο ύποπτη συμπεριφορά μπροστά στις κάμερες. Άνοιξε το χαρτοφύλακά του και άφησε το φάκελο να γλιστρήσει μέσα. Με ένα χαμόγελο, συνειδητοποίησε ότι ήταν πολύ πιο φουσκωμένος από άλλες φορές. Οι πρόσφατες αποστολές. Ναι… Ώρα για τον τελικό λογαριασμό. Εγκατέλειψε το χώρο αποθήκευσης, ανέβηκε τις σκάλες, διέσχισε την κεντρική αίθουσα του σταθμού, μπήκε στα Μπέργκερ Κινγκ και κλειδώθηκε στις τουαλέτες. Άνοιξε το χαρτοφύλακα και έβγαλε έξω το φάκελο· δεν μπορούσε να περιμένει. Όταν είδε τι περιείχε, χαμογέλασε πλατιά: όχι μόνο το συμφωνηθέν χρηματικό ποσό, σε χαρτονομίσματα των διακοσίων, όπως τα ζητούσε πάντα, αλλά και ένα μικρό σακουλάκι με λευκή σκόνη. Ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό άνοιξε το διαφανές σακουλάκι, δοκίμασε προσεκτικά το περιεχόμενο και χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο εντολοδόχος του, αλλά είχε προφανώς τις σωστές γνωριμίες και τις σωστές πληροφορίες: όσοι τον ήξεραν, γνώριζαν ότι είχε μεγάλη αγάπη στη λευκή αυτή σκόνη. Έβγαλε το τηλέφωνό του και πληκτρολόγησε μια σύντομη απάντηση: ΟΚ. Ευχαριστώ. Συνήθως δεν έλεγε ευχαριστώ. Μπίζνες έκανε, όχι προσωπικές σχέσεις. Αλλά αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Τέτοια εξτρά ανταμοιβή… Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα πριν λάβει την απάντηση: Στην υγειά σου.
39/487
Ο άντρας με το τατουάζ αετού στο λαιμό ξανάβαλε το φάκελο και το σακουλάκι στο χαρτοφύλακά του και, χαμογελώντας, ξαναγύρισε στην κεντρική αίθουσα αφίξεων του σταθμού.
7 Η Μία Κρούγκερ κάθισε πάνω στα βράχια μ’ ένα λευκό σκουφί σφηνωμένο γύρω από τα μακριά κατάμαυρα μαλλιά της και μια κουβέρτα σφιχτοδιπλωμένη γύρω της. Ήταν μεσημέρι. Στο φαρμακείο είχε ακούσει κάποιον να λέει ότι η άνοιξη ήρθε νωρίς φέτος στην Τρόνελαγκ, αλλά η Μία Κρούγκερ κρύωνε και δεν ένιωθε ακόμα αυτή τη ζέστη που έλεγαν. Έξι μέρες ακόμα. Έξι ανοιχτές διαδρομές στο ημερολόγιο της κουζίνας. Ένιωθε χαρούμενη. Ο θάνατος δεν είναι δα και τόσο επικίνδυνος. Ηρεμία: την ένιωθε ακόμα πιο έντονα τις τελευταίες ημέρες. Αυτή τη γνώση ότι σύντομα θα ξέφευγε από όλα. Βρήκε δυο χάπια στην τσέπη του αδιάβροχου μπουφάν της και τα κατέβασε με μια γουλιά από το μπουκάλι που είχε πάρει μαζί. Χαμογέλασε και κοίταξε προς τη θάλασσα. Μια ψαρόβαρκα γλιστρούσε πάνω στον ορίζοντα. Ο ήλιος του Απρίλη χρωμάτιζε τα σύννεφα και στραφτάλιζε πάνω στο νερό, πιο κάτω από τα βράχια. Η Μία σκεφτόταν διεξοδικά τις τελευταίες ημέρες· τους κοντινούς της ανθρώπους, όσους είχαν γίνει δικοί της άνθρωποι. Και τώρα είχε μείνει πια κατάμονη, και σύντομα δεν θα υπήρχε ούτε η ίδια σ’ αυτό τον πλανήτη. Σ’ αυτή την πραγματικότητα, όπως έλεγε η γιαγιά. Η Μία χαμογέλασε και ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’ το μπουκάλι. Η Σίγκρι ήταν πάντα η χαρά των ματιών τους. Η Σίγκρι με τα μακριά, ξανθά μαλλιά. Πρώτη στο σχολείο, έπαιζε φλάουτο και έπαιζε και χάντμπολ και ήταν φίλη με όλους. Τη Μία δεν την πείραξε ποτέ όλη αυτή η προσοχή που απολάμβανε η αδελφή της. Η Σίγκρι δεν τη χρησιμοποιούσε ποτέ αρνητικά, δεν είχε να πει κακή κουβέντα για κανέναν. Ήταν μόνο η υπέροχη
41/487
Σίγκρι. Αλλά τι ωραία που ήταν κι όταν η γιαγιά έπαιρνε τη Μία παράμερα και της έλεγε πόσο ιδιαίτερη ήταν! Είσαι πολύ ιδιαίτερο κορίτσι, το ξέρεις; Και τ’ άλλα παιδιά καλά είναι, αλλά εσύ ξέρεις πράγματα, Μία, έτσι δεν είναι; Μπορείς να δεις πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν, ε; Και, παρόλο που η γιαγιά δεν ήταν η πραγματική της γιαγιά, η Μία πάντα ένιωθε ότι κάτι δυνατό τις ένωνε. Κάποιος δεσμός· μια συγγένεια. Ίσως επειδή έμοιαζαν. Ίσως επειδή η γιαγιά τής φερόταν λες και ήταν φίλες, συνένοχες στη διαφορετικότητα. Η γιαγιά τής είχε διηγηθεί όλη της τη ζωή, δεν κρυβόταν πίσω απ’ το δαχτυλάκι της. Ότι η ίδια είχε γνωρίσει πολλούς άντρες κι ότι τους άντρες δεν έπρεπε να τους φοβάσαι γιατί στην πραγματικότητα ήταν ακίνδυνοι, σαν κουνελάκια. Και ύστερα είχε πει ότι μπορούσε να προβλέπει πράγματα· και ότι υπήρχαν περισσότερες από μία πραγματικότητες, και άρα ο θάνατος δεν ήταν για να τον φοβάσαι. Ο χριστιανισμός φταίει, έλεγε η γιαγιά, που μετέτρεψε το θάνατο σε κάτι δυσάρεστο, κάτι αρνητικό, για να πορευόμαστε όλοι υπό το φόβο του Κυρίου. Ο θάνατος είχε γίνει η Κόλαση ή ο Παράδεισος, το τέλος όλων, Αλλά ξέρεις κάτι, Μία μου; Η γιαγιά σου δεν είναι και τόσο σίγουρη ότι ο θάνατος είναι το τέλος όλων. Εγώ τουλάχιστον δεν φοβάμαι. Οι κακές γλώσσες του Όσγκορστραν έλεγαν ότι η γιαγιά ήταν μάγισσα, αλλά πολύ που την ένοιαζε. Η Μία καταλάβαινε και παρακαταλάβαινε γιατί τα έλεγαν όλα αυτά: είχε εκείνα τα γκρίζα μαλλιά κι εκείνα τα πεντακάθαρα, σχεδόν μπλε-μαύρα μάτια. Η γιαγιά δεν ήταν σαν τους άλλους. Στα μαγαζιά μιλούσε φωναχτά για τα πιο παράξενα πράγματα και συχνά καθόταν έξω στον κήπο της ολονυχτίς, κοιτάζοντας το φεγγάρι και γελώντας με τον εαυτό της. Έκανε πράγματα που οι άνθρωποι στο Μεσαίωνα αποκαλούσαν «μαγεία» και είχε πάρει από κοντά της και τη Μία, σαν να ήταν η μικρή μαθητευόμενή της. Η Μία αισθανόταν πολύ τυχερή: είχε μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον ήσυχο, με μια γλυκιά μητέρα και έναν καταπληκτικό πατέρα, και με τη γιαγιά της μόνο λίγα σπίτια παραπέρα. Μια γιαγιά που ήξερε, που είχε δει ποια πραγματικά ήταν η Μία, που της είχε εξηγήσει πόσο ιδιαίτερη ήταν. Στις μύτες των ποδιών σου, Μία, να το θυμάσαι: στις μύτες των ποδιών.
42/487
Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια της γιαγιάς στο νεκροκρέβατό της, λίγες λέξεις προς την πολύ ιδιαίτερη φίλη της. Η Μία σήκωσε το μπουκάλι προς τα ουράνια. Ο θάνατος δεν είναι και τόσο επικίνδυνος. Έξι ημέρες ακόμα. Τα χάπια που είχε βρει στο αδιάβροχο της έφερναν υπνηλία. Η Μία Κρούγκερ πήρε άλλα δύο και ξάπλωσε στα βράχια. Είσαι πολύ ιδιαίτερη, Μία. Το ξέρεις; Λες γι’ αυτό να διάλεξε να φοιτήσει στην Αστυνομική Ακαδημία; Για να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Ήταν κι αυτό ένα από τα πράγματα που σκεφτόταν έντονα τις τελευταίες ημέρες: οι επιλογές της. Αδυνατούσε πια να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ. Ο καιρός περνούσε. Και τα πράγματα έπαψαν να συμφωνούν μ’ αυτά που είχε στο κεφάλι της. Όλα άλλαξαν. Και η μικρούλα Σίγκρι έπαψε να είναι η ξανθούλα Σίγκρι και έγινε η τοξικομανής Σίγκρι – ένας εφιάλτης. Η μαμά και ο μπαμπάς έσβησαν εντός τους, αποκόπηκαν από τον κόσμο, αποκόπηκαν από τη Μία, αποκόπηκαν ο ένας από τον άλλον. Η Μία μετακόμισε στην πόλη, προσπάθησε να παρακολουθήσει ένα-δυο μαθήματα στο πανεπιστήμιο δίχως ενθουσιασμό, δεν τόλμησε καν να παρουσιαστεί στις εξετάσεις. Διάλεξε μετά την Αστυνομική Ακαδημία – ή μήπως την είχε διαλέξει η ίδια η Ακαδημία; Για να καθαρίσει τον κόσμο από ανθρώπους σαν τον Μάρκους Σκουγκ; Η Μία σηκώθηκε όρθια και πήγε τρεκλίζοντας μέχρι την αποβάθρα. Άδειασε με μια μεγάλη γουλιά το μπουκάλι και το έβαλε στην τσέπη του αδιάβροχού της. Βρήκε δυο χάπια ακόμα και τα κατάπιε έτσι, στεγνά. Οι γλάροι την είχαν εγκαταλείψει και ακολουθούσαν τώρα την ψαρόβαρκα, και ο μοναδικός ήχος πια ήταν τα κύματα που έσκαγαν απαλά στα βράχια. Τον πυροβόλησε. Τον Μάρκους Σκουγκ. Δυο φορές. Κατάστηθα. Ήταν ατύχημα. Είχαν βγει για μία άλλη αποστολή: κάποιο κορίτσι εξαφανίστηκε και είχαν κληθεί να καθαρίσουν οι Εσωτερικές Υποθέσεις, να μυριστούν μήπως έτρεχε τίποτα, όπως είχε πει και ο Χόλγκερ. Δεν φαίνεται
43/487
να ’χουμε και πολλά στοιχεία, Μία, μάλλον πρέπει να τα ανακαλύψουμε διά της οσφρήσεως. Ο Χόλγκερ Μουνκ. Η Μία Κρούγκερ σκέφτηκε τον παλιό της συνάδελφο με τρυφερότητα και κάθισε στην άκρη της αποβάθρας με τις μπότες της να κρέμονται στο κενό. Τι περίεργα που είχαν καταλήξει όλα. Εδώ είχε σκοτώσει ολόκληρο άνθρωπο και δεν υπήρξαν κακές συνέπειες. Οι κακές συνέπειες ήρθαν ως αποτέλεσμα όλων όσων συνέβησαν στη συνέχεια. Των δημοσιευμάτων στις εφημερίδες και του χαμού που έγινε στα Κεντρικά. Ο Χόλγκερ Μουνκ, ο επικεφαλής της μονάδας, που κάποτε είχε επιλέξει τη Μία από την Αστυνομική Ακαδημία κιόλας, μετατέθηκε. Κι αυτό την πονούσε βαθιά: το γεγονός ότι ο Χόλγκερ τελικά πλήρωσε για κάτι που είχε κάνει η ίδια. Παραδόξως, ο καθαυτός φόνος δεν την πονούσε καθόλου. Είχαν βγει για να ακολουθήσουν κάτι ίχνη που τους οδήγησαν στο Τρίβαν, σε κάτι τοξικομανείς –ή χίπηδες· οι άνθρωποι που έπαιρναν να παραπονεθούν πάντα δυσκολεύονταν να τους ξεχωρίσουν–, σε κάποιους τέλος πάντων που είχαν πάει και είχαν παρκάρει το τροχόσπιτό τους στο Τρίβαν κι ήταν όλο πάρτι και φασαρία. Ο Χόλγκερ σκέφτηκε πως ίσως και να έβρισκαν εκεί πάνω το κορίτσι που είχε εξαφανιστεί. Ότι βρήκαν κορίτσι, βρήκαν. Όχι όμως το κορίτσι που έψαχναν. Ένα άλλο βρήκαν, με θολά μάτια και με μια βελόνα καρφωμένη στο χέρι. Τη βρήκαν μέσα στο βρόμικο τροχόσπιτο και μαζί της, εντελώς χαμένο στο διάστημα, βρήκαν και τον Μάρκους Σκουγκ. Και τότε η Μία –σύμφωνα με την ερευνητική έκθεση– ενήργησε από αμέλεια και χρησιμοποίησε, ασκόπως, αντίποινα. Η Μία κούνησε το κεφάλι της σκεπτόμενη την ανήθικη συμπεριφορά της. Ο Χόλγκερ Μουνκ την είχε υποστηρίξει λέγοντας ότι ο Σκουγκ τής επιτέθηκε πρώτος. Βρήκαν κι ένα μαχαίρι κι ένα τσεκούρι στο τροχόσπιτο, αλλά η Μία ήξερε πολύ καλά τι είχε συμβεί: είχε εκπαιδευτεί αρκετά ώστε να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι σε ένα λιπόσαρκο πρεζόνι που κρατούσε μαχαίρι ή τσεκούρι· θα μπορούσε να τον είχε πυροβολήσει στο πόδι ή στο μπράτσο. Μα δεν το έκανε. Τον σκότωσε. Σε μια στιγμή μίσους, όταν ο κόσμος όλος χάθηκε ξαφνικά από το οπτικό της πεδίο. Δυο σφαίρες· στο στήθος.
44/487
Αν δεν υπήρχε ο Χόλγκερ Μουνκ, η Μία θα ήταν μέσα τώρα. Έβγαλε το άδειο μπουκάλι από την τσέπη του αδιάβροχου, καταβρόχθισε ό,τι σταγόνες είχαν μείνει και το σήκωσε για μια ακόμα φορά προς τον ουρανό. Δεν είχε καμία σημασία πια. Τα πάντα είχαν τελειώσει. Επιτέλους. Έξι ημέρες ακόμα. Δίπλωσε τα πόδια της στην αποβάθρα, ακούμπησε το μάγουλό της στις τραχιές σανίδες και έκλεισε τα μάτια.
8 Ο Τουμπίας Ίβερσεν έβαλε τα χέρια του στ’ αυτιά του μικρού του αδελφού ώστε να μην ακούει τους θορύβους που έφταναν από το κάτω πάτωμα. Συνήθως τέτοια ώρα ξεκινούσαν, όταν η μητέρα ερχόταν σπίτι από τη δουλειά και συνειδητοποιούσε ότι ο πατριός δεν είχε κάνει τίποτα. Ούτε είχε ταΐσει τα αγόρια, ούτε είχε τακτοποιήσει κάπως το σπίτι. Και ούτε είχε βρει επιτέλους δουλειά. Ο Τουμπίας προτιμούσε ο αδελφός του να μην ακούει τι γινόταν κι έτσι είχε επινοήσει ένα παιχνίδι: Θα σου κλείσω τ’ αυτιά κι εσύ θα μου λες τι βλέπεις με το μυαλό σου, εντάξει; «Ένα κόκκινο φορτηγό με φλόγες», χαμογέλασε ο μικρός, και ο Τουμπίας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και του χαμογέλασε. Πάμε πάλι. «Έναν ιππότη που παλεύει μ’ ένα δράκο», χαμογέλασε ο αδελφός του, και ο Τουμπίας έγνεψε ξανά. Ο θόρυβος από τον κάτω όροφο αυξήθηκε. Εξαγριωμένες φωνές αναρριχήθηκαν στους τοίχους και γλίστρησαν κάτω από το δέρμα του. Ο Τουμπίας δεν άντεχε όσα θα επακολουθούσαν, τα πράγματα που θα εκσφενδονίζονταν στους τοίχους, τα στόματα που θ’ άρχιζαν να ουρλιάζουν, και ίσως και άλλα, χειρότερα, κι έτσι αποφάσισε να πάρει τον μικρό και να βγούνε έξω. Έχωσε το στόμα του ανάμεσα στην παλάμη του και το αυτί του αδελφού του. «Πάμε έξω να πυροβολήσουμε τίποτα βουβάλια;» Ο μικρός του αδελφός χαμογέλασε και έγνεψε με το κεφάλι, ενθουσιασμένος.
46/487
Να πυροβολήσουν βουβάλια. Να τρέξουν μες στο δάσος σαν τους Ινδιάνους. Αυτό ήθελε να κάνει. Εδώ έξω δεν υπήρχαν πολλά παιδιά, κι έτσι ο Τουμπίας είχε συνηθίσει να κάνει παρέα με τον μικρό του αδελφό, παρόλο που ο ίδιος ήταν δεκατριών και ο μικρός εφτά. Ήταν αδύνατον να μένουν μέσα για πολύ κι έτσι προτιμούσαν να βρίσκονται έξω. Ο Τουμπίας βοήθησε τον μικρό να φορέσει το μπουφάν και τα παπούτσια του, μουρμουρίζοντας και τραγουδώντας του απαλά, και ύστερα κατέβηκε τις πίσω σκάλες του σπιτιού χτυπώντας με δύναμη τα πόδια του στα σανίδια. Ο μικρός τον κοίταξε με τα μάτια ορθάνοιχτα, ως συνήθως, ξέροντας ότι ο μεγάλος του αδελφός έσπαγε πολλές φορές πλάκα κάνοντας όλους αυτούς τους περίεργους ήχους – το έβρισκε φοβερά διασκεδαστικό. Τον αγαπούσε τρελά τον αδελφό του, λάτρευε να κάνουν μαζί όλα αυτά τα συναρπαστικά, περίεργα πράγματα που έκαναν. Ο Τουμπίας πήγε στο σπιτάκι του κήπου, πήρε ένα λεπτό σχοινί και ένα μαχαίρι, πήρε και τον μικρό του αδελφό μαζί και άρχισε να τρέχει μες στο δάσος. Είχαν μια κρυψώνα οι δυο τους, ένα ξέφωτο ανάμεσα στα έλατα, όπου είχαν κατασκευάσει μια πρόχειρη καλύβα: ένα μικρό σπίτι μακριά από το σπίτι τους. Φτάνοντας στην καλύβα, ο μικρός αδελφός κάθισε αμέσως στο παλιό στρώμα, πήρε στα χέρια του ένα κόμικ κι άρχισε μαγεμένος να κοιτάζει τις εικόνες κι αυτά τα συναρπαστικά, νέα γράμματα, αυτές τις νέες λέξεις που, μετά από πολύ αγώνα και βοήθεια απ’ το σχολείο και τον μεγάλο του αδελφό, είχε αρχίσει να καταλαβαίνει. Ο Τουμπίας έβγαλε το μαχαίρι, διάλεξε μια κατάλληλη γιδοϊτιά, την έκοψε από τη ρίζα της και της αφαίρεσε τη φλούδα από τη μέση. Εκεί στη μέση θα ήταν η λαβή. Η πρόσφυση ήταν καλύτερη όταν ο φλοιός είχε απογυμνωθεί και το ξύλο ξεραθεί λίγο. Ακούμπησε το ξύλο στα γόνατά του κι έδεσε το σχοινί στις άκρες του. Ιδού: ένα ολοκαίνουριο τόξο. Άφησε το τόξο στο έδαφος και σηκώθηκε πάλι για να βρει κατάλληλα υλικά για τα βέλη του. Δεν χρειαζόταν ιτιά πια, τα πάντα σχεδόν έκαναν· εκτός από το έλατο, που τα κλαδιά του ήταν πολύ χαλαρά. Επέστρεψε μ’ ένα μάτσο κλαδιά, ίσια και λεπτά, και άρχισε να τους αφαιρεί το φλοιό. Σύντομα είχε τέσσερα βέλη και τα απίθωσε στο κούτσουρο όπου καθόταν.
47/487
«Τουμπίας, τι λέει εδώ;» Ο μικρός αδελφός του βγήκε από το σπιτάκι με το κόμικ στα χέρια. «Κρυπτονίτης», εξήγησε ο Τουμπίας. «Δεν του αρέσει του Σούπερμαν», κούνησε ο μικρός το κεφάλι του. «Πολύ σωστά», είπε ο Τουμπίας και σκούπισε τις μύξες από τη μύτη του μικρού με το μανίκι απ’ το πουλόβερ του. «Πώς σου φαίνεται αυτό;» Ο Τουμπίας σηκώθηκε και ακούμπησε ένα βέλος στο σχοινί. Τέντωσε το τόξο και άφησε το βέλος να εκτοξευτεί ανάμεσα στα κλαδιά. «Τέλειο!» φώναξε ο μικρός. «Θα μου φτιάξεις και μένα ένα;» «Για σένα είναι», του έκλεισε το μάτι ο Τουμπίας. Ο μικρός κατακοκκίνισε και τα μάτια του έλαμψαν. Άρπαξε το τόξο, το τέντωσε όσο περισσότερο μπορούσε και κατάφερε να ρίξει το βέλος λίγα μέτρα μακρύτερα. Γύρισε και κοίταξε τον Τουμπίας, που κούνησε το κεφάλι του ενθαρρυντικά, Καλή βολή, και πήγε να μαζέψει το βέλος. «Μπορούμε να ρίξουμε στα χριστιανόπουλα;» τον ρώτησε ο μικρός όταν επέστρεψε. «Τι εννοείς;» είπε ο Τουμπίας, έκπληκτος. «Τα κορίτσια, τα χριστιανόπουλα, που μετακόμισαν στο δάσος. Μπορούμε να ρίξουμε σ’ αυτά;» «Δεν ρίχνουμε βέλη σε ανθρώπους», είπε ο Τουμπίας και πήρε από το μπράτσο τον μικρό του αδελφό, αποφασιστικά. «Κι εσύ πού ξέρεις γι’ αυτά τα κορίτσια;» «Μας το είπαν στο σχολείο», είπε ο μικρός. «Ότι ζουν κάτι χριστιανά κορίτσια, λέει, στο δάσος κι ότι τρώνε ανθρώπους». Ο Τουμπίας γέλασε χαμηλόφωνα. «Ναι, ήρθαν κάποιοι νέοι κάτοικοι στο δάσος, αυτό είναι αλήθεια», χαμογέλασε στον αδελφό του. «Αλλά δεν είναι επικίνδυνοι και δεν τρώνε ανθρώπους». «Γιατί δεν πάνε στο σχολείο μας;» ρώτησε ο μικρός με τα μάτια ορθάνοιχτα. «Αφού ζούνε εδώ». «Αυτό δεν το ξέρω», απάντησε ο Τουμπίας. «Αλλά νομίζω ότι έχουν δικό τους σχολείο».
48/487
Το πρόσωπο του μικρού σοβάρεψε. «E, τότε καλύτερα. Αφού δεν θέλουν να έρθουν στο δικό μας». «Πιθανόν», του έκλεισε το μάτι ο Τουμπίας. «Και πού θα σκοτώσουμε βουβάλια σήμερα;» συνέχισε και χάιδεψε τον μικρό στο κεφάλι. «Στο Ρούνβαν;» «Πιθανόν», έγνεψε ο μικρός, μιμούμενος τον αδελφό του. «Πιθανόν θα πάμε εκεί». «Ε, τότε να πάμε στο Ρούνβαν. Τι λες, θα πας να φέρεις το βέλος που έριξα εγώ πριν, ε; Τι λες, θα το βρεις;» Ο μικρός κατένευσε. «Πιθανόν θα το βρω», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο και χώθηκε στο δάσος.
9 Ο Χόλγκερ Μουνκ δεν αισθανόταν και πολύ καλά καθώς καθόταν στο μικρό μηχανοκίνητο σκάφος που τον πήγαινε από τη Χίτρα σ’ ένα ακόμα μικρότερο νησάκι, παραέξω στη θάλασσα. Δεν είχε πάθει ναυτία, όχι, ο Χόλγκερ Μουνκ αγαπούσε πολύ τη θάλασσα. Είχε μόλις κλείσει το τηλέφωνο, αφού χαιρέτησε τον Μίκελσον. Ο Μίκελσον του είχε ακουστεί περίεργα, δεν ήταν ο συνήθης τραχύς του εαυτός. Ήταν σχεδόν ταπεινός, είχε ευχηθεί στον Μουνκ καλή τύχη, ήλπιζε να έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Είχε πει ότι ήταν σημαντικό η Υπηρεσία να σταθεί σαν μια γροθιά απέναντι στην παρούσα κατάσταση, με ένα συναισθηματικό μπλα-μπλα διόλου συνηθισμένο από τον Μίκελσον – και του Μουνκ δεν του άρεσε καθόλου όλο αυτό. Ήταν προφανές ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι που ο Μίκελσον ήθελε να το κρατήσει μυστικό. Ο Μουνκ έσφιξε επάνω του το μπουφάν του και προσπάθησε ν’ ανάψει το τσιγάρο του καθώς το σκάφος γλιστρούσε απαλά προς την ανοιχτή θάλασσα. Ο νεαρός αναμαλλιασμένος καπετάνιος δεν ήταν αστυνομικός, μάλλον κάποιου είδους εθελοντής, και ο λόγος για τον οποίο δεν είχε μπορέσει να μεταφέρει τον Μουνκ στο νησί πριν τις δύο ήταν ακόμα ασαφής, αλλά ο Μουνκ δεν είχε μπει στον κόπο να ζητήσει εξηγήσεις. Του είχε απλώς απευθύνει έναν κοφτό χαιρετισμό φτάνοντας στην αποβάθρα, τον είχε ρωτήσει αν ήξερε κατά πού έπεφτε το νησί, και ο νεαρός αναμαλλιασμένος άντρας είχε γνέψει καταφατικά και του είχε δείξει τον ορίζοντα. Μόνο δεκαπέντε λεπτά με το σκάφος. Το παλιό σπίτι του Ρίγκμουρ, που ζούσε κάποτε εκεί με το γιο του. Ο γιος του είχε πια μετακομίσει στην Αυστραλία για κάποιο κορίτσι, και ο Ρίγκμουρ δεν είχε άλλη λύση από το να μετακομίσει στη Χίτρα και να πουλήσει το παλιό του
50/487
σπίτι σε κάποιον από τ’ ανατολικά, σε μια κοπέλα, δεν ήξερε και πολλά για δαύτην, την είχε δει μια-δυο φορές στο δρόμο για το Φίλαν, όμορφο κορίτσι, γύρω στα τριάντα, μακριά μαύρα μαλλιά, φορούσε μονίμως γυαλιά ηλίου, ήταν σίγουρος ο Χόλγκερ ότι ήθελε να πάει μέχρι εκεί; Ο νεαρός άντρας φώναξε τις τελευταίες λέξεις πάνω από το βρυχηθμό της μηχανής, αλλά ο Χόλγκερ Μουνκ, που δεν είχε πει λέξη αφότου άφησαν την ηπειρωτική χώρα, περίμενε σιωπηλός. Άφηνε τον νεαρό να μιλάει και για τρίτη φορά προφύλαξε το τσιγάρο με τις χούφτες του από τον αέρα και προσπάθησε να το ανάψει. Χωρίς αποτέλεσμα. Καθώς πλησίαζαν στο νησί, η ζαλάδα που ένιωσε μετά τη συνομιλία του με τον Μίκελσον εξαφανίστηκε. Συνειδητοποίησε ότι θα ξανάβλεπε πραγματικά τη Μία. Του είχε λείψει. Είχε να τη δει σχεδόν ένα χρόνο. Από το ψυχιατρείο. Ή τρελοκομείο, ή όπως τέλος πάντων το έλεγαν τώρα. Τότε δεν ήταν ο εαυτός της, του ήταν σχεδόν αδύνατον να επικοινωνήσει μαζί της. Είχε προσπαθήσει άλλες δυο φορές, μέσω τηλεφώνου και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά δεν είχε πάρει απάντηση, κι όταν είδε μπροστά του το πανέμορφο μικρό νησάκι κατάλαβε το γιατί. Δεν ήθελε να τη βρουν. Ήθελε να είναι μόνη της. Το σκάφος έπιασε σε μια μικρή αποβάθρα, και ο Μουνκ πήδηξε στη στεριά. Δεν ήταν τόσο εύκολο όσο δέκα χρόνια πριν, αλλά να που τελικά δεν ήταν και στην κακή κατάσταση που έλεγαν όλοι. «Να περιμένω εδώ ή θα με πάρεις τηλέφωνο να ’ρθω να σε πάρω;» ρώτησε ο νεαρός με το αναμαλλιασμένο κεφάλι, ελπίζοντας ίσως ότι θα του έλεγε να περιμένει, μήπως και γινόταν τίποτα συναρπαστικό. Τίποτα δεν συνέβαινε εδώ γύρω, φαίνεται. «Θα σε πάρω», είπε ο Μουνκ κοφτά και τον χαιρέτησε φέρνοντας το χέρι στο μέτωπο. Έκανε μεταβολή και κοίταξε προς το σπίτι. Κοντοστάθηκε για λίγο και περίμενε το σκάφος να εξαφανιστεί στην ανοιχτή θάλασσα, ξοπίσω του. Το μέρος ήταν υπέροχο. Είχε γούστο η Μία, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Είχε διαλέξει το τέλειο μέρος για να εξαφανιστεί. Ένα ολόκληρο δικό της νησάκι, σχεδόν στην άκρη της γης. Από την αποβάθρα, ένα μονοπατάκι οδηγούσε σε ένα μικρό, λευκό, ειδυλλιακό σπίτι. Ο Μουνκ δεν ήταν ειδικός σ’ αυτά, αλλά
51/487
του φαινόταν πως το μέρος είχε μάλλον χτιστεί τη δεκαετία του ’50, κάποιο εξοχικό που μετατράπηκε αργότερα σε μόνιμη κατοικία. Η Μία Κρούγκερ… Χαιρόταν που θα την έβλεπε. Θυμήθηκε τον καιρό που πρωτογνωρίστηκαν. Λίγο μετά τη δημιουργία μιας ειδικής ερευνητικής ομάδας, είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από τον Μάγκναρ Ίτρε, έναν παλιό του συνάδελφο και τότε πρύτανη της Αστυνομικής Ακαδημίας. Είχαν να μιλήσουν αρκετά χρόνια, μα ο παλιός του συνάδελφος δεν είχε όρεξη για ψιλοκουβέντα. Νομίζω ότι σου βρήκα κάποιαν για την ομάδα σου, του είχε πει, σχεδόν περήφανα, σαν μικρό παιδί που δείχνει στους γονείς του τη ζωγραφιά του. «Γεια σου, Μάγκναρ, πόσος καιρός πάει; Τι μου βρήκες, είπες;» «Σου βρήκα κάποιαν για την ομάδα σου. Πρέπει να τη γνωρίσεις». Ο Ίτρε μιλούσε τόσο γρήγορα, που ο Μουνκ δεν είχε πιάσει όλες τις λεπτομέρειες· αλλά η ιστορία ήταν, εν ολίγοις, η εξής: Στο δεύτερο έτος της σχολής, οι φοιτητές καλούνται να περάσουν ένα τεστ που ανέπτυξαν ερευνητές στο Ινστιτούτο Ψυχολογίας του UCLA στο Λος Άντζελες. Το τεστ, την κλινική ονομασία του οποίου ο Μουνκ δεν είχε συγκρατήσει, καλούσε τους φοιτητές να κοιτάξουν τη φωτογραφία ενός θύματος δολοφονίας, καθώς και άλλες φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος. Σκοπός ήταν οι φοιτητές ν’ αρχίσουν να μιλούν για τις φωτογραφίες, να πουν τι παρατηρούσαν, τι σκέφτονταν και τα λοιπά. Το τεστ τούς το παρουσίαζαν λες και ήταν εντελώς ασήμαντο, λες και ήταν ένα μικρό παιχνίδι, ώστε οι φοιτητές να μην αισθάνονται πίεση ή να μην κατανοούν ότι συμμετείχαν σε κάτι σημαντικό. «Δεν ξέρω πόσους περάσαμε από αυτό το τεστ, αλλά δεν έχουμε ξαναδεί τέτοια αποτελέσματα. Αυτό το κορίτσι είναι πραγματικά ξεχωριστό», του είχε πει ο Ίτρε, περήφανος και ενθουσιασμένος. Ο Χόλγκερ Μουνκ την είχε δει για πρώτη φορά σε ένα καφέ, σε μια άτυπη συνάντηση εκτός βάσης. Μία Κρούγκερ: είκοσι και κάτι, λευκό πουλόβερ, μαύρο στενό παντελόνι, κατάμαυρα, περίεργα κουρεμένα μαλλιά και τα πιο έντονα μπλε μάτια που είχε δει ποτέ του. Την είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά. Ήταν κάτι στον τρόπο που κινούνταν, στον τρόπο που μιλούσε. Στον τρόπο που τα μάτια της αντιδρούσαν στις ερωτήσεις που της
52/487
έκανε. Ήταν λες και το καταλάβαινε ότι είχε έρθει να την τεστάρει, κι όμως του απαντούσε ευγενικά, με μια λάμψη στο βλέμμα, σαν να έλεγε, Για τι με περνάς, για χαζή; Λίγες εβδομάδες αργότερα είχε περάσει να την πάρει από την Ακαδημία με τις ευλογίες του Ίτρε, που είχε κανονίσει όλα της τα χαρτιά. Δεν υπήρχε λόγος να κάθεται στα φοιτητικά έδρανα πια. Το κορίτσι αυτό είχε αποφοιτήσει προ πολλού. Ο Μουνκ χαμογέλασε στον εαυτό του και πλησίασε το σπίτι. Η εξώπορτα ήταν μισάνοιχτη, αλλά η Μία δεν φαινόταν πουθενά. «Μία; Είσαι εδώ;» Χτύπησε την πόρτα, τη μισάνοιξε, κι έκανε ένα-δυο προσεκτικά βήματα στο διάδρομο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι, παρόλο που είχαν συνεργαστεί για πολλά χρόνια και ήταν, θα έλεγες, στενοί φίλοι, δεν είχε πάει ποτέ στο σπίτι της. Ξάφνου, ένιωσε σαν εισβολέας κι έμεινε ακίνητος στο διάδρομο, πριν αποφασίσει διστακτικά να προχωρήσει. Χτύπησε μια άλλη μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε στο σαλόνι. Το δωμάτιο ήταν λιτά διακοσμημένο: ένα τραπέζι, ένας παλιός καναπές, μερικές ξύλινες καρέκλες, ένα τζάκι στη μια γωνία. Του φαίνονταν όλα τόσο παράξενα, λες και δεν είχε μπει σε σπίτι, μα σε καταφύγιο – δίχως φωτογραφίες, δίχως προσωπικά αντικείμενα. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως δεν ήταν εδώ; Μήπως ήρθε για λίγο και έφυγε, πήγε να κρυφτεί κάπου αλλού; «Μία; Είσαι εδώ;…» Ο Μουνκ προχώρησε προς την κουζίνα και κράτησε την ανάσα του. Στον πάγκο κάτω από ένα παράθυρο είδε μια μηχανή του καφέ, μία από αυτές τις τεράστιες μηχανές που έχουν στα μπαρ και τα καφέ, όχι σε σπίτια. Χαμογέλασε στραβά. Κατάλαβε ότι είχε έρθει στο σωστό μέρος. Η Μία Κρούγκερ δεν είχε πολλές αδυναμίες, αλλά ένα πράγμα δεν μπορούσε να στερηθεί: τον καλό καφέ. Πόσες φορές δεν είχε μυρίσει τον καφέ του στη δουλειά, σουφρώνοντας τη μύτη της; Πώς μπορείς και πίνεις αυτή την αηδία; Δεν αρρωσταίνεις; Ο Μουνκ πλησίασε τον πάγκο και χάιδεψε τη μεταλλική μηχανή. Ήταν κρύα. Είχε καιρό να χρησιμοποιηθεί. Αυτό δεν σήμαινε τελεσίδικα ότι είχε φύγει· η Μία θα μπορούσε να βρισκόταν όντως εκεί. Αλλά υπήρχε κάτι που δεν κολλούσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν αυτό, αλλά κάτι
53/487
του έφταιγε. Μην μπορώντας να αντισταθεί στον πειρασμό, άρχισε να ψάχνει στα ντουλάπια και στα συρτάρια. «Μία; Μία; Είσαι εδώ;»
10 H Μία Κρούγκερ πετάχτηκε από τον ύπνο της και ανακάθισε στο κρεβάτι. Κάποιος έχει μπει στο σπίτι. Δεν είχε ιδέα πώς είχε καταλήξει να κοιμάται στον επάνω όροφο, δεν θυμόταν να έχει ξαπλώσει, να έχει γδυθεί, δεν θυμόταν τίποτα – αλλά δεν είχε καμία σημασία τώρα. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι. Είχε ακούσει θόρυβο από την κουζίνα: μπουκάλια να ακουμπούν στο πάτωμα, βγαλμένα από κάποιο ντουλάπι. Γλίστρησε από το κρεβάτι, φόρεσε ένα τζιν και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι, κι έχωσε το χέρι στο συρτάρι με τα εσώρουχά της βγάζοντας ένα πιστόλι, ένα μικρό Γκλοκ 17. Δεν της άρεσαν τα πιστόλια, αλλά χαζή δεν ήταν. Ξυπόλυτη, διέσχισε το υπνοδωμάτιο στις μύτες των ποδιών, άνοιξε το παράθυρο και βγήκε στη στέγη του σπιτιού. Ένιωσε τον κρύο αέρα να φιλάει τους ώμους της και να την ξυπνάει απότομα. Πριν λίγο ήταν χαμένη. Στα όνειρα με τη Σίγκρι, σ’ ένα λευκοκίτρινο λιβάδι. Η Σίγκρι αναμαλλιασμένη, σαν από ταινία παιγμένη σε αργή κίνηση. Έλα, Μία, έλα. Η Μία έδιωξε ό,τι απέμενε στο σώμα της από τον ύπνο, έχωσε το πιστόλι στη ζώνη του παντελονιού, πήδηξε από τη στέγη και προσγειώθηκε απαλά στο γρασίδι, σαν γατί. Ποιος στο διάολο ήταν; Εδώ, στο σπίτι της; Τόσο μακριά απ’ τον πολιτισμό; Σύρθηκε μέχρι τη γωνία και έριξε μια κλεφτή ματιά από το παράθυρο του σαλονιού. Κανείς. Προχώρησε ήρεμα μέχρι την πίσω πόρτα – υπήρχε κι εκεί ένα παραθυράκι· ούτε εκεί κανείς. Έσπρωξε την πόρτα προσεκτικά και στάθηκε στο άνοιγμα για μερικές στιγμές, πριν προχωρήσει ξυπόλυτη στο διάδρομο. Στάθηκε πλάι στην πόρτα του σαλονιού, με την πλάτη στον τοίχο. Πήρε μια ανάσα. Ύστερα μπήκε μέσα, με το πιστόλι τεντωμένο μπροστά της.
55/487
«Έτσι καλωσορίζεις εσύ τους παλιούς σου φίλους;» Ο Χόλγκερ Μουνκ καθόταν στον καναπέ με τα πόδια στο τραπεζάκι κι ένα χαμόγελο στα χείλη. «Παλιομαλάκα», ξεφύσησε η Μία. «Θα μπορούσα να σε είχα σκοτώσει». «Μπα, δεν νομίζω». Ο Μουνκ χαμογέλασε πλατιά και σηκώθηκε όρθιος. «Είμαι μικροσκοπικός στόχος». Χτύπησε την κοιλιά του και γέλασε. Η Μία άφησε το πιστόλι στο περβάζι του παραθύρου και πήγε ν’ αγκαλιάσει τον παλιό της συνάδελφο. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι κρύωνε, έτσι ξυπόλυτη που ήταν, σχεδόν γυμνή, με τα χάπια της προηγούμενης νύχτας ακόμα μες στο σώμα της. Την είχαν κυριεύσει τα ένστικτά της. Κάθισε βαριά πάνω στον καναπέ και τράβηξε μια κουβέρτα πάνω της. «Είσαι καλά;» Η Μία κατένευσε. «Δεν ήθελα να σε τρομάξω. Σε τρόμαξα;» «Λίγο», είπε η Μία. «Συγγνώμη», απολογήθηκε ο Μουνκ. «Έφτιαξα τσάι, θες λίγο; Θα έφτιαχνα και καφέ, αλλά δεν ξέρω πώς λειτουργεί το διαστημόπλοιό σου». Η Μία χαμογέλασε. Είχε καιρό να δει το συνάδελφό της, μα το ύφος του είχε μείνει αναλλοίωτο. «Μια χαρά είναι και το τσάι», του χαμογέλασε. «Ένα λεπτάκι τότε», είπε ο Μουνκ με ένα πλατύ χαμόγελο και εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Η Μία κοίταξε τον παχύ φάκελο που ήταν ακουμπισμένος πάνω στο τραπεζάκι. Δεν είχε τηλέφωνο, δεν είχε Ίντερνετ, δεν είχε πρόσβαση σε εφημερίδες, αλλά δεν ήταν και δύσκολο να καταλάβει ότι κάτι είχε συμβεί εκεί πέρα, στον υπόλοιπο κόσμο. Κάτι σημαντικό. Τόσο σημαντικό ώστε ο Χόλγκερ Μουνκ να πάρει το αεροπλάνο, το αυτοκίνητο και μια βάρκα και να έρθει να τη βρει. «Να μπούμε κατευθείαν στο θέμα ή θες να τα πούμε λίγο πρώτα;» Ο Μουνκ χαμογέλασε κι άφησε το φλιτζάνι με το τσάι μπροστά της. «Δεν έχω και πολλά να σου πω, Χόλγκερ». Η Μία κούνησε το κεφάλι της πέρα-δώθε και ρούφηξε το τσάι της.
56/487
«Προφανώς, προφανώς», ξεφύσησε ο Μουνκ και κάθισε σε μια από τις ξύλινες καρέκλες. «Γι’ αυτό ήρθες εδώ πάνω, για να κρυφτείς, το καταλαβαίνω. Ούτε τηλέφωνο έχεις. Δεν είναι εύκολο να σε βρει κανείς». «Αυτό ήταν το θέμα», είπε η Μία ξερά. «Καταλαβαίνω, καταλαβαίνω», αναστέναξε ο Μουνκ. «Προτιμάς μήπως να φύγω;» «Όχι, κάτσε λίγο». Η Μία ένιωσε ξαφνικά μεγάλη κούραση. Και κλονισμένη. Αυτή που πάντα έμοιαζε σίγουρη για τον εαυτό της, αυτή που πάντα ήταν τόσο ήρεμη. Έψαξε τις τσέπες της, αλλά δεν βρήκε χάπια. Όχι ότι θα χαπακωνόταν παρουσία του Μουνκ, αλλά καλά θα ήταν να είχε μερικά. Κι ένα ποτό, εδώ που τα λέμε. «Τι λες λοιπόν;» ρώτησε ο Μουνκ και άφησε το κεφάλι του να γείρει ελαφρά στο πλάι. «Τι λέω για ποιο πράγμα;» «Θα του ρίξεις καμιά ματιά ή όχι;» Έγνεψε προς τη μεριά του φακέλου ανάμεσά τους. «Άσε καλύτερα», είπε η Μία και έσφιξε την κουβέρτα γύρω της. «Οκέι», είπε ο Μουνκ και έβγαλε το τηλέφωνό του. Πληκτρολόγησε τον αριθμό του νεαρού με την αναμαλλιασμένη κόμη. «Μουνκ εδώ, μπορείς να έρθεις να με πάρεις; Τελείωσα». Η Μία Κρούγκερ σήκωσε το κεφάλι της. Θεέ μου, ο Μουνκ δεν είχε αλλάξει καθόλου· ήξερε ακριβώς πώς να κάνει τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που ήθελε. «Είσαι μαλάκας». Ο Μουνκ έβαλε το χέρι μπροστά στο μικρόφωνο. «Τι είπες;» «Τι λογάς, Θεέ μου… Καλώς, θα ρίξω μια ματιά, αλλά τίποτα περισσότερο, εντάξει;» «Ξέχνα το, μην έρθεις, θα σε πάρω μετά». Ο Μουνκ έκλεισε το τηλέφωνο και πλησίασε στο τραπεζάκι. «Λοιπόν, πώς θες να γίνει η δουλειά;» ρώτησε με το χέρι του ακουμπισμένο στο φάκελο. «Θέλω ένα ζευγάρι κάλτσες κι ένα ζεστό πουλόβερ. Θα τα βρεις επάνω, στο υπνοδωμάτιο. Κι ύστερα θέλω ένα ποτό. Έχω ένα κονιάκ στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη».
57/487
«Άρχισες να πίνεις και αλκοόλ;» ρώτησε ο Μουνκ ενώ σηκωνόταν όρθιος. «Δεν σου πάει». «Α, και επίσης θα ήθελα να μη μιλάς, γίνεται;» είπε η Μία κι άνοιξε το φάκελο που είχε μπροστά της. Μέσα υπήρχαν είκοσι πέντε φωτογραφίες και μία αναφορά από τη σκηνή του εγκλήματος. Η Μία Κρούγκερ άπλωσε τις φωτογραφίες πάνω στο τραπεζάκι. «Τι λες; Πρώτες εντυπώσεις;» φώναξε ο Μουνκ από την κουζίνα. «Κατάλαβα γιατί ήρθες μέχρι εδώ», είπε χαμηλόφωνα. Ο Μουνκ επέστρεψε στο δωμάτιο, ακούμπησε το ποτό στο πάτωμα δίπλα της και ξαναέφυγε. «Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι, θα σου φέρω ό,τι μου ζήτησες και ύστερα θα πάω να καθίσω να χαζέψω τη θάλασσα, εντάξει;» Η Μία δεν άκουσε τι της είπε. Είχε ήδη αποκλείσει τον έξω κόσμο απ’ το κεφάλι της. Ήπιε μια βαθιά γουλιά από το ποτό της, πήρε και μια βαθιά αναπνοή και κάθισε να μελετήσει τις φωτογραφίες.
11 O Mουνκ κάθισε στα βράχια και χάζευε τον ήλιο να δύει στον ορίζοντα. Και νόμιζε ότι το Χένεφος ήταν ήσυχο, επειδή μπορούσε ν’ ακούσει τα πάντα όταν ξάπλωνε στο κρεβάτι του τα βράδια… όχι – τούτο εδώ ήταν το κάτι άλλο. Εδώ είχε πραγματική σιωπή. Και ομορφιά. Καιρό είχε ο Μουνκ να δει τέτοια θέα. Καταλάβαινε πολύ καλά γιατί η Μία είχε διαλέξει το συγκεκριμένο μέρος. Για την ηρεμία του. Και για τον καθαρό του αέρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα από τη μύτη. Ήταν πραγματικά το κάτι άλλο. Κοίταξε το ρολόι στο κινητό του τηλέφωνο. Δύο ώρες. Ήταν ήδη πολλές, αλλά έπρεπε να της δινόταν όλος ο χρόνος που θα της χρειαζόταν. Εξάλλου ο Χόλγκερ Μουνκ δεν είχε να πάει και πουθενά. Μήπως να έμενε εδώ έξω για τα καλά; Να τη μιμούνταν, να πετούσε τα τηλέφωνο, να έσβηνε τον έξω κόσμο, να ζούσε εντελώς ελεύθερος; Όχι, δεν γινόταν να ξεγράψει τη μικρή του Μαριόν. Οι άλλοι πολύ που τον ένοιαζαν. Αλλά όχι, όχι... Η συνείδησή του άρχισε να τον τρώει. Του καρφώθηκε στο μυαλό μια εικόνα της μητέρας του, που θα ερχόταν, λέει, να τον συναντήσει τσουλώντας πάνω στο αναπηρικό της καροτσάκι. Ήλπισε να πήγαν καλά τα πράγματα. Ήξερε ότι θα έπρεπε να βρίσκεται μαζί της. Τετάρτες πήγαιναν οι δυο τους μαζί στην εκκλησία. Γιατί έπρεπε να πάει η μητέρα του σώνει και καλά στην εκκλησία, ποτέ του δεν θα το καταλάβαινε· ο ίδιος δεν ήταν ιδιαιτέρως θρησκευόμενος, αλλά έπρεπε να ήταν μαζί της, στο τέλος-τέλος. Κι εκείνη ήταν αρκετά μεγάλη για ν’ αποφασίζει για τον εαυτό της, του άρεσε, δεν του άρεσε. «Χόλγκερ;» Οι σκέψεις του Χόλγκερ διακόπηκαν από τη φωνή της Μίας από το σπίτι. «Έτοιμη;»
59/487
«Νομίζω πως ναι». Ο Μουνκ σηκώθηκε στα γρήγορα, απομάκρυνε το μούδιασμα από το κορμί του και ανέβηκε με γοργό βήμα προς το σπίτι. «Τι νομίζεις;» «Νομίζω ότι χρειαζόμαστε φαγητό», του είπε η Μία. «Έφτιαξα σούπα». Ο Μουνκ μπήκε στο σαλόνι και κάθισε ξανά στην ξύλινη καρέκλα. Οι φωτογραφίες δεν βρίσκονταν πια απλωμένες πάνω στο τραπεζάκι· είχαν ξαναμπεί στο φάκελο. Η Μία μπήκε στο σαλόνι σιωπηλή και άφησε μια γαβάθα αχνιστή σούπα στο τραπεζάκι εμπρός του. Ήταν οφθαλμοφανές ότι σκεφτόταν ακόμα, ο Μουνκ το ήξερε καλά αυτό το βλέμμα της, ήταν χωμένη βαθιά μέσα της και δεν ήθελε να την ενοχλήσουν. Ο Μουνκ έφαγε τη σούπα του χωρίς να πει κουβέντα και την άφησε να τελειώσει και τη δική της, πριν ξεροβήξει προσεκτικά, λες και ήθελε να την ξυπνήσει. «Παουλίνε Ούλσεν. Παουλίνε… Πομπώδες όνομα για ένα εξάχρονο παιδάκι», είπε η Μία. «Λίνε», είπε ο Μουνκ. «Τι;» «Τη βάφτισαν σαν τη γιαγιά της, αλλά τη φώναζαν Λίνε». Η Μία τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που ο Χόλγκερ δεν κατάφερε να ερμηνεύσει. Ήξερε όμως ότι κάπου εκεί μέσα ήταν, καλά κρυμμένη. «Λίνε Ούλσεν», συνέχισε ο Μουνκ. «Ετών έξι, θα πήγαινε σχολείο το φθινόπωρο. Τη βρήκαν κρεμασμένη από ένα δέντρο στο Μαριντάλεν. Κάποιος περαστικός. Κανένα ίχνος σεξουαλικής βίας. Πέθανε από υπερβολική δόση μεθοεξιτάλης. Μια ταμπελίτσα γύρω από το λαιμό της, από τις νορβηγικές αερογραμμές, έγραφε Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Μια σχολική σάκα στην πλάτη, γεμάτη βιβλία, όχι δικά της φυσικά – όπως σου είπα, δεν είχε αρχίσει ακόμα το σχολείο. Κασετίνα, χάρακας, όλα τα βιβλία καπλαντισμένα με το χέρι, ούτε ένα δακτυλικό αποτύπωμα. Πάνω σε όλα τα βιβλία έγραφε “0x1ΓΒ” και όχι το δικό της όνομα. Τα ρούχα της ήταν καθαρά, φρεσκοσιδερωμένα, κανένα από αυτά δεν της ανήκε, σύμφωνα με τη μητέρα της, ήταν όλα ολοκαίνουρια». «Μια κούκλα», είπε η Μία. «Τι είπες;»
60/487
Η Μία γέμισε το ποτήρι της αργά, με γυάλινο βλέμμα. Είχε φέρει το μπουκάλι του κονιάκ από την κουζίνα και, ενώ αυτός έλειπε, το είχε σχεδόν αδειάσει. «Είναι τα ρούχα μιας κούκλας», συνέχισε η Μία. «Ολόκληρη στολή. Από πού προέρχονται;» Ο Μουνκ ανασήκωσε απολογητικά τους ώμους του. «Συγγνώμη, δεν ξέρω τίποτε παραπάνω απ’ όσα γράφει η αναφορά. Η υπόθεση δεν είναι δική μου». «Ο Μίκελσον σ’ έστειλε;» Ο Μουνκ κατένευσε. «Θ’ ακολουθήσουν κι άλλα», είπε η Μία χαμηλόφωνα. «Τι εννοείς;» «Θ’ ακολουθήσουν κι άλλα, αυτό το κορίτσι είναι μόνο η αρχή». «Είσαι σίγουρη;» Η Μία τον κοίταξε παραξενεμένη. «Συγγνώμη», είπε ο Μουνκ. «Έχει έναν αριθμό στο μικρό νυχάκι της», είπε η Μία κοφτά. Έβγαλε μια φωτογραφία από το φάκελο. Μια κοντινή φωτογραφία του αριστερού χεριού της μικρής. Την άφησε μπροστά στον Μουνκ κι έδειξε με το δάχτυλο. «Το βλέπεις; Έχει έναν αριθμό χαραγμένο στο νύχι του μικρού δαχτύλου του αριστερού χεριού. Μοιάζει με χαρακιά, αλλά δεν είναι. Είναι ο αριθμός ένα. Θ’ ακολουθήσουν κι άλλα». Ο Μουνκ έξυσε τα γένια του. Του φαινόταν σαν μια μικρή, απλή χαρακιά, αυτό έγραφε άλλωστε και η αναφορά, αλλά αποφάσισε να μην πει τίποτα. «Πόσα ακόμα;» ρώτησε και την άφησε να συνεχίσει. «Ίσως όσα και τα δάχτυλα». «Δέκα;» «Δεν μπορώ να πω. Ίσως». «Και είσαι σίγουρη; Ότι θ’ ακολουθήσουν κι άλλα, εννοώ». Η Μία τον ξανακοίταξε απορημένη και ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’ το κονιάκ της. «Η εκτέλεση έγινε με κλινική ακρίβεια. Ο δράστης δεν βιαζόταν. Εδώ που τα λέμε, δεν είμαι καν σίγουρη ότι πρόκειται για άντρα, θα μπορούσε βέβαια, αλλά τότε δεν είναι…»
61/487
«Τι;» «Δεν ξέρω. Συνηθισμένος. Αν είναι άντρας, δεν είναι ένας συνηθισμένος άντρας». «Πώς το εννοείς, σεξουαλικά;» «Κάτι δεν κολλάει, αλλά κολλάει, καταλαβαίνεις; Ναι, κολλάει αλλά όχι ακριβώς – κάτι δεν μου κολλάει, αλλά και μου κολλάει την ίδια στιγμή». Είχε ξαναγυρίσει στον κόσμο της, δεν ήταν μαζί του στο σαλόνι, είχε κρυφτεί ξανά μες στο κεφάλι της. Ο Μουνκ την άφησε να συνεχίσει δίχως να τη διακόψει. «Τι είναι η μεθοεξιτάλη;» Ο Μουνκ άνοιξε το φάκελο κι άρχισε να ψάχνει την αναφορά από τη σκηνή του εγκλήματος. Βρήκε αυτό που έψαχνε. Καλά το είχε καταλάβει, η Μία δεν την είχε διαβάσει, είχε δει απλώς τις φωτογραφίες, ως συνήθως. «Στην αγορά κυκλοφορεί με το όνομα Brevital Sodium. Αναισθητικό. Το χρησιμοποιούν οι αναισθησιολόγοι». «Αναισθητικό», είπε η Μία και εξαφανίστηκε ξανά μες στο μυαλό της. Ο Μουνκ λαχταρούσε να κάνει ένα τσιγάρο, αλλά δεν σηκώθηκε. Δεν ήθελε ν’ ανάψει εδώ μέσα, δεν ήθελε να την αφήσει, όχι τώρα. «Δεν ήθελε να τη βλάψει», είπε εκείνη ξαφνικά. «Τι εννοείς;» «Ο δράστης δεν ήθελε να τη βλάψει. Την έβαψε, την έπλυνε. Τη νάρκωσε. Δεν ήθελε να υποφέρει. Του άρεσε». «Του άρεσε;» Η Μία Κρούγκερ κατένευσε σιωπηλά. «Γιατί την κρέμασε από ένα σχοινάκι, από αυτό που παίζουν τα παιδιά;» «Γιατί θα ξεκινούσε το σχολείο». «Και η σάκα με τα βιβλία;» Τον κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι της έλεγε. «Για τον ίδιο λόγο». «Γιατί γράφει “0x1ΓΒ” στα βιβλία και όχι “Παουλίνε”;» «Δεν ξέρω», είπε η Μία ξεφυσώντας. «Αυτό είναι που δεν μου κολλάει. Όλα τα άλλα κολλάνε, αλλά αυτό όχι, δεν συμφωνείς;» Ο Μουνκ δεν απάντησε.
62/487
«H ετικέτα στο πίσω μέρος του φορέματος. Μ 10:14. Αυτό κολλάει», συνέχισε εκείνη. «Το κατά Μάρκον, 10,14: Άφετε τα παιδία ελθείν προς με». Ο Μουνκ ήξερε αυτή την πληροφορία από τα γραφόμενα στην αναφορά, η οποία ήταν ιδιαιτέρως λεπτομερής – αλλά, όσο να ’ναι, ναι: το νόημα της χαρακιάς στο δάχτυλο τους είχε διαφύγει. Η Μία κατένευσε. «Αλλά αυτό δεν είναι τόσο σημαντικό. Μ 10:14. Αηδίες. Υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό από αυτό». «Πιο σημαντικό κι από το όνομα στα βιβλία;» «Δεν ξέρω», είπε η Μία. «Ο Μίκελσον θέλει να επιστρέψεις». «Γι’ αυτή την υπόθεση;» «Να επιστρέψεις». «Άνευ ουσίας. Δεν πρόκειται να επιστρέψω». «Σίγουρα;» «Δεν πρόκειται να επιστρέψω!» φώναξε εκείνη ξαφνικά. «Δεν ακούς τι λέω; Δεν γυρνάω πίσω». Ο Μουνκ δεν την είχε ποτέ του ξαναδεί έτσι. Έτρεμε ολόκληρη, ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Σηκώθηκε όρθιος και πλησίασε τον καναπέ. Κάθισε δίπλα της και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της. Πήρε το κεφάλι της στην αγκαλιά του και χάιδεψε τα μαλλιά της. «Έλα, Μία, φτάνει τώρα. Φτάνει, ας σταματήσουμε. Σ’ ευχαριστώ». Η Μία δεν απάντησε, και ο Χόλγκερ ένιωσε το ισχνό κορμί της να τρέμει ολόκληρο στην αγκαλιά του. Δεν ήταν ο εαυτός της. Δεν την είχε ποτέ του ξαναδεί έτσι. Ποτέ πριν. Τη βοήθησε να σηκωθεί και ν’ ανέβει τις σκάλες. Την ακολούθησε στο υπνοδωμάτιο, την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και τη σκέπασε με το πάπλωμα. «Θέλεις να μείνω εδώ το βράδυ; Να καθίσω εδώ, δίπλα σου; Να κοιμηθώ στον καναπέ; Να σου φτιάξω πρωινό; Να δοκιμάσω να βάλω μπρος το διαστημόπλοιο και να σε ξυπνήσω μ’ ένα φλιτζάνι καφέ;» Η Μία Κρούγκερ δεν απάντησε. Το όμορφο κορίτσι που αγαπούσε ο Χόλγκερ Μουνκ ήταν ξαπλωμένο ακίνητο, σαν άψυχο, κάτω από τα
63/487
σκεπάσματα. Ο Χόλγκερ Μουνκ κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και σε λίγα λεπτά άκουσε την ανάσα της να ηρεμεί: την είχε πάρει ο ύπνος. Η Μία; Έτσι; Την είχε ξαναδεί σε περιόδους μεγάλης εξάντλησης και μελαγχολίας, αλλά ποτέ έτσι. Αυτό ήταν κάτι εντελώς άλλο. Την κοίταξε με ένα βλέμμα ζεστό, βεβαιώθηκε πως δεν κρύωνε και κατέβηκε τη σκάλα. Βρήκε το μονοπάτι που οδηγούσε στην αποβάθρα και έβγαλε το κινητό του από την τσέπη του μπουφάν. «Μίκελσον, λέγετε». «Εδώ Μουνκ». «Ναι;» «Δεν είναι καλά». Σιωπή από την άλλη άκρη. «Σκατά», ακούστηκε εντέλει. «Είπε τίποτα χρήσιμο; Κάτι που παραβλέψαμε;» «Θ’ ακολουθήσουν κι άλλα». «Τι εννοείς;» «Αυτό που είπα, θα έρθουν κι άλλα. Το κορίτσι έχει χαραγμένο στο νυχάκι της έναν αριθμό. Το παρέβλεψαν αυτό». «Διάολε», είπε ο Μίκελσον και σιώπησε ξανά. «Υπάρχει κάτι που μου κρύβεις;» ρώτησε ο Μουνκ. «Καλύτερα να γυρίσεις πίσω», είπε ο Μίκελσον. «Θα μείνω μέχρι αύριο. Με χρειάζεται». «Δεν εννοώ αυτό, εννοώ να γυρίσεις πίσω, να επιστρέψεις». «Θα ξαναφτιάξουμε την ομάδα;» «Ναι, μπορείς να έρθεις κατευθείαν εδώ. Θα κάνω διάφορα τηλεφωνήματα το πρωί». «Οκέι, θα τα πούμε αύριο βράδυ τότε, από κοντά», απάντησε ο Μουνκ. «Εντάξει», είπε ο Μίκελσον· και ύστερα πάλι τίποτα. «Όχι. Η Μία δεν θα έρθει», είπε ο Μουνκ, απαντώντας στην ερώτηση που πλανιόταν στον αέρα. «Είσαι σίγουρος;»
64/487
«Χίλια τα εκατό», απάντησε ο Μουνκ. «Στη Μάριμπουεσγκάτε, στα ίδια γραφεία;» «Είναι ήδη κανονισμένο», απάντησε ο Μίκελσον. «Η ομάδα υφίσταται ξανά, επισήμως. Μπορείς να διαλέξεις το πλήρωμα όταν επιστρέψεις». «Οκέι», απάντησε ο Μουνκ και έκλεισε αμέσως. Ένιωσε να τον κατακλύζει χαρά, αλλά δεν ήθελε να το καταλάβει ο Μίκελσον. Θα επέστρεφε σπίτι του. Στο Όσλο. Η ομάδα επαναλειτουργούσε. Είχε ξαναβρεί την παλιά του δουλειά. Αδυνατούσε όμως να χαρεί εντελώς. Δεν είχε ξαναδεί τη Μία Κρούγκερ σε τέτοια κατάσταση, σε τέτοια κατάπτωση, αλλά ούτε ήθελε να την πάρει μαζί του στο Όσλο. Στη σκέψη και μόνο του μικρού κοριτσιού κρεμασμένου στο δέντρο, ο έμπειρος ερευνητής Χόλγκερ Μουνκ ανατρίχιαζε ακόμα. Γύρισε το βλέμμα στον ουρανό. Η νύχτα είχε σκοτεινιάσει ακόμα περισσότερο. Τ’ αστέρια έλουζαν τη σιωπή μ’ ένα παγωμένο φως. Πέταξε το τσιγάρο του στο νερό κι επέστρεψε αργά-αργά στο σπίτι.
12 Ο Τουμπίας Ίβερσεν βρήκε ένα καινούριο κλαδί και κάθισε να σκαλίσει ακόμα ένα βέλος, ενώ περίμενε τον αδελφό του να επιστρέψει. Του άρεσε να χρησιμοποιεί το μαχαίρι. Του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο η λάμα χωνόταν στο δέντρο, πόσο απαλά έπρεπε να χώσει το μαχαίρι μεταξύ φλοιού και ξύλου για να μην κάνει εγκοπές στο βέλος. Τα χέρια του Τουμπίας Ίβερσεν έπιαναν· τους περισσότερους επαίνους τούς έπαιρνε στη χειροτεχνία. Εντάξει: και στα νορβηγικά. Του άρεσε πολύ να διαβάζει. Μέχρι τώρα διάβαζε σχεδόν αποκλειστικά λογοτεχνία του φανταστικού, μα η καινούρια του, κουλ δασκάλα των νορβηγικών, η Εμίλιε, με το δυνατό της γέλιο και τις φακίδες της, που δεν έμοιαζε με δασκάλα μα με μεγάλο κορίτσι, έκανε πολύ κουλ μάθημα, εντελώς διαφορετικό απ’ τους υπόλοιπους που έκαναν… εδώ που τα λέμε, ούτε που θυμόταν τι έκαναν εκείνοι. Η Εμίλιε του είχε φτιάξει ολόκληρη λίστα με βιβλία που έπρεπε να διαβάσει. Είχε σχεδόν τελειώσει τον Άρχοντα των Μυγών, ένα από τα βιβλία στη λίστα της, κι ανυπομονούσε μάλιστα να γυρίσει σπίτι να διαβάσει και το υπόλοιπο στο κρεβάτι του. Ή, μάλλον, ανυπομονούσε να διαβάσει στο κρεβάτι του, κι όχι τόσο να γυρίσει σπίτι. Ο Τουμπίας Ίβερσεν ήταν μόνο δεκατριών ετών, αλλά μέσα του ήταν πολύ μεγαλύτερος, είχε ζήσει πράγματα που τα παιδιά κανονικά δεν θα έπρεπε να ζουν. Πολλές φορές είχε θελήσει να σηκωθεί να φύγει, να μαζέψει τα λίγα του υπάρχοντα στη σάκα του σχολείου και να φύγει από το σκοτεινό εκείνο σπίτι, αλλά δεν τα κατάφερνε. Και πού θα πήγαινε; Είχε μαζέψει λίγα χρήματα, από τα γενέθλια, τα Χριστούγεννα και κάτι τέτοια, αλλά δεν του έφταναν να πάει πουθενά. Ούτε μπορούσε ν’ αφήσει τον μικρό του αδελφό· ποιος θα τον πρόσεχε αν όχι ο ίδιος; Προσπάθησε να μη σκέφτεται άλλο αυτά τα πράγματα, έχωσε τη λεπίδα του μαχαιριού μαλακά κάτω από το
66/487
φλοιό της ιτιάς και κατάφερε να κόψει μια ολόκληρη λωρίδα δίχως σταματημό. O μικρός του αδελφός δεν ερχόταν. Ο Τουμπίας έριξε μια ματιά προς το δάσος χωρίς ν’ ανησυχεί και πολύ· ο αδελφός του ήταν ένα αγόρι γεμάτο περιέργεια: κατά πάσα πιθανότητα, είχε ανακαλύψει τίποτα παράξενα μανιτάρια ή κάποια μυρμηγκοφωλιά. Μπορούμε να ρίξουμε στα χριστιανόπουλα; Ο Τουμπίας χαμογέλασε απαλά. Τυπικά νήπια: τόσο αθώα, δεν ήξεραν τίποτα κι έλεγαν ό,τι τους καπνίσει, χωρίς να βουτήξουν τη γλώσσα τους στο μυαλό, όχι σαν στην τάξη του Τουμπίας, ή στο σχολειό του, όπου έπρεπε να προσέχεις τα λόγια σου μην και σε εξοστρακίσουν. Ο Τουμπίας το είχε δει το έργο πολλές φορές. Ακριβώς όπως και στον Άρχοντα των Μυγών. Έτσι και έδειχνες αδυναμία, γινόσουν αμέσως θήραμα. Το κουλ χόμπι της εποχής ήταν τα σπορ. Ευτυχώς που ο Τουμπίας ήταν αθλητικό παιδί, έτρεχε γρήγορα, πηδούσε ψηλά, μακριά, και είχε καλή τεχνική με την μπάλα στο ποδόσφαιρο. Το πρόβλημά του ήταν τα ρούχα. Ένα-δυο από τα καινούρια αγόρια που είχαν έρθει στο σχολείο του από την πόλη φορούσαν διαφορετικά ρούχα, είχαν άλλες συνήθειες, περισσότερα χρήματα. Τώρα έπρεπε όλοι να φοράνε Αντίντας ή Νάικι ή Πούμα ή Ρίμποκ, και ο Τουμπίας είχε ακούσει διάφορα σχόλια για τα βλαχοπάπουτσά του κι επειδή το σορτσάκι, η φόρμα και το παλιό κοντομάνικο μπλουζάκι που φορούσε δεν είχαν επάνω τίποτα μάρκες ή λογότυπα. Ευτυχώς υπήρχε και κάτι που μετρούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, κι αυτό ήταν κατά πόσο άρεσες στα κορίτσια. Αν άρεσες στα κορίτσια, τότε αυτό μετρούσε πολύ παραπάνω και από τα σπορ και από το σχολείο και από το ποια τραγούδια γούσταρες· και ο Τουμπίας Ίβερσεν άρεσε πολύ στα κορίτσια. Όχι μόνο επειδή ήταν όμορφος, αλλά και επειδή ήταν συμπαθέστατος. Κι έτσι δεν είχε σημασία αν τα παπούτσια ποδοσφαίρου του είχαν μόνο μία ρίγα ή φθαρμένα κορδόνια. Τα χριστιανόπουλα… Οι φήμες είχαν εξαπλωθεί μεμιάς: κάποιοι είχαν μετακομίσει στο παλιό αγρόκτημα στο Λιτγιόνα, που ήταν εγκαταλελειμμένο εδώ και καιρό, το είχαν ανακαινίσει και ήταν εντελώς διαφορετικό τώρα, και όλοι το θεωρούσαν πολύ μυστήριο όλο αυτό. Έλεγαν ότι ήταν Φίλοι του Σμιθ, αυτής της προτεσταντικής αίρεσης, ή κι ότι δεν ήταν, ή ότι ήταν
67/487
κάποτε Φίλοι του Σμιθ αλλά αποφάσισαν ότι οι Φίλοι του Σμιθ δεν ήταν αρκετά καλοί και ίδρυσαν τη δική τους θρησκεία, ή κάτι τέτοιο. Όλοι νόμιζαν ότι κάτι ήξεραν για το αγρόκτημα, αλλά εντέλει κανείς δεν γνώριζε τίποτα, μόνο ότι τα παιδιά που ζούσαν εκεί δεν πήγαιναν σχολείο κι ότι μιλούσαν συνέχεια για τον Θεό και τον Χριστό και κάτι τέτοια, πράγμα που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι αλήθεια. Ο Τουμπίας ήταν κατενθουσιασμένος· πίστευε ότι με το που θ’ άρχιζαν να σχολιάζουν ξανά τα ρούχα του, ή αν τον αποκαλούσαν φτωχό, θα μπορούσε απλώς να γυρίσει την κουβέντα στα χριστιανόπουλα και, φαπ, όλοι θα ξεχνούσαν τις μάρκες και τα σχετικά. Είχε μάλιστα πει ψέματα ότι είχε δει τα κορίτσια μια μέρα μετά το γυμναστήριο, μόνο και μόνο για να κάνει τους δυο συμμαθητές του από την πόλη να το βουλώσουν, και τα ’χε καταφέρει: το βούλωσαν. Είχε βρει και ολόκληρη ιστορία για τα κορίτσια αυτά, με τα οποία δεν είχε καμία σχέση, ούτε γνώμη: ότι είχαν περίεργα ρούχα, λέει, και σχεδόν νεκρά μάτια, και ότι τον είχαν διώξει με το που τον είχαν δει – τι ηλίθια ιστορία, αλλά τι να έκανε κιόλας; Ο Τουμπίας άφησε κάτω το μαχαίρι και κοίταξε το ρολόι του. Ο αδελφός του έλειπε αρκετή ώρα τώρα, και είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Δεν ήταν ότι είχαν να επιστρέψουν σπίτι, δεν τους πίεζε ο χρόνος, κανείς δεν νοιαζόταν πότε έφευγαν ή πότε επέστρεφαν. Πάνω απ’ όλα, ο Τουμπίας ήλπιζε να είχε μείνει τίποτα στο ψυγείο, ώστε να μπορέσει να ταΐσει τον μικρό του αδελφό. Γιατί, κατά τα άλλα, ήξερε να τα κάνει σχεδόν όλα μόνος του. Ήξερε ν’ αλλάζει σεντόνια, να βάζει πλυντήριο, να φτιάχνει τη σχολική σάκα του μικρού, σχεδόν τα πάντα, μόνο στο φαγητό δεν τα κατάφερνε γιατί δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα δικά του χρήματα για να ψωνίσει φαγητό, το θεωρούσε άδικο, αλλά τις περισσότερες φορές υπήρχαν ελάχιστα υλικά στα ντουλάπια της κουζίνας, καμιά στιγμιαία σούπα ή λίγο ψωμί μόνο, λίγη μαρμελάδα και τέτοια. Γενικά, τα κατάφερνε καλά. Έχωσε το ραβδί στο χώμα δίπλα στο κούτσουρο και σηκώθηκε όρθιος. Αν ήταν να πάνε να κυνηγήσουν βουβάλια στο Ρούνβαν, καλά θα έκαναν να ξεκινούσαν τώρα. Προτιμούσε να βάζει τον αδελφό του για ύπνο πριν τις εννιά, τις καθημερινές τουλάχιστον. Και για το καλό του αδελφού του και για το δικό του: μοιράζονταν το δωμάτιο στη σοφίτα, και ο Τουμπίας
68/487
απολάμβανε τις λίγες ώρες που ξέκλεβε για τον εαυτό του κάτω από το πορτατίφ με το βιβλίο στο χέρι, όταν ο αδελφός του είχε πια αποκοιμηθεί. «Τούρμπεν!» Ο Τουμπίας μπήκε στο δάσος προς την κατεύθυνση όπου είχαν χαθεί το βέλος και ο αδελφός του. Ο αέρας είχε πάρει λίγο να σηκώνεται και τα φύλλα τριγύρω θρόιζαν. Δεν φοβόταν, είχε έρθει εδώ πολλές φορές, ολομόναχος, με δυνατούς ανέμους και κακοκαιρία, του άρεσε να βλέπει τη φύση να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο και να τινάζει τα πράγματα τριγύρω του, αλλά ο αδελφός του θα μπορούσε να έχει τρομοκρατηθεί. «Τούρμπεν! Πού είσαι;» Ξαφνικά ένιωσε ενοχές που είχε πει αυτά που είχε πει για τα κορίτσια των χριστιανών. Είχε πει ψέματα, είχε πλάσει την ιστορία στα αποδυτήρια. Αποφάσισε ότι μια μέρα θα έβγαινε για αποστολή, σαν τα αγόρια στον Άρχοντα των Μυγών, που δεν είχαν ενήλικες τριγύρω τους. Θα έβγαινε κρυφά από το σπίτι, θα είχε πακετάρει λίγο φαγητό, θα έπαιρνε μαζί του το φακό και θα πήγαινε μέχρι το Λιτγιόνα. Ήξερε πώς. Να δει αν έστεκαν όλα όσα έλεγαν για το καινούριο αγρόκτημα και το φράχτη του και τα λοιπά. Συναρπαστικό και εκπαιδευτικό: να λοιπόν που καταλάβαινε τι του έλεγε ο παλιός δάσκαλός του των νορβηγικών, ότι έπρεπε να κυνηγούν το συναρπαστικό και το εκπαιδευτικό, να κοντοστέκονται, να σιωπούν και να αφουγκράζονται, μόνο που στο μάθημά του δεν περνούσαν την ώρα κάνοντας ούτε συναρπαστικά, ούτε εκπαιδευτικά πράγματα, το θυμόταν αυτό. Και ύστερα θυμήθηκε κάτι που είχε πει κάποτε ο παππούς ενώ οδηγούσαν το παλιό, κόκκινο Βόλβο, Δεν ταιριάζει σ’ όλους να κάνουν παιδιά, ορισμένοι άνθρωποι δεν θα ’πρεπε να ’ναι γονείς. Του είχε εντυπωθεί αυτό του Τουμπίας – μήπως ίσχυε και για τους δασκάλους άραγε; Ότι δεν τους ταίριαζε και γι’ αυτό μερικοί είχαν τόσο θλιμμένα πρόσωπα κάθε φορά που έμπαιναν για μάθημα; Τις σκέψεις του διέκοψε ένα δυνατό θρόισμα στους θάμνους. Απ’ το πουθενά εμφανίστηκε ο μικρός του αδελφός, με μια περίεργη έκφραση στο πρόσωπο κι έναν μεγάλο, υγρό λεκέ στο μπροστινό μέρος του παντελονιού του. «Τούρμπεν, τι συμβαίνει;»
69/487
Ο μικρός τον κοίταξε με μάτια θολά. «Ένας άγγελος κρέμεται μόνος στο δάσος». «Τι εννοείς;» «Ένας άγγελος κρέμεται μόνος στο δάσος». O Tουμπίας αγκάλιασε τον μικρό του αδελφό και ένιωσε πως το αγόρι έτρεμε. «Βρήκες τίποτα, Τούρμπεν;» «Όχι. Κρέμεται εκεί μέσα». «Μπορείς να μου δείξεις πού;» Ο μικρός σήκωσε το βλέμμα του προς τον Τουμπίας. «Δεν έχει φτερά, αλλά είμαι σίγουρος ότι είναι άγγελος». «Δείξε μου», είπε ο Τουμπίας σοβαρά και έσπρωξε τον μικρό του αδελφό μπροστά, ανάμεσα στα έλατα.
13 Η Μία Κρούγκερ καθόταν στα βράχια και χάζευε το ηλιοβασίλεμα για τελευταία φορά. 17 Απριλίου. Μία ημέρα ακόμα. Αύριο θα συναντούσε ξανά τη Σίγκρι. Ένιωθε κουρασμένη. Όχι επειδή της έλειπε ύπνος: κουρασμένη με τα πάντα. Με τη ζωή. Με την ανθρωπότητα. Με όλα όσα είχαν συμβεί. Πριν ο Χόλγκερ έρθει να της δείξει τις φωτογραφίες του φακέλου, είχε καταφέρει να βρει για λίγο την ησυχία της. Αλλά, μόλις εκείνος έφυγε, την είχε κατακυριεύσει πάλι αυτό το τρομερό συναίσθημα. Κακία. Ήπιε μια γουλιά από το μπουκάλι που είχε φέρει μαζί της και τράβηξε το σκουφί της προς τα κάτω. Είχε αρχίσει να πέφτει κρύο· η άνοιξη τελικά δεν είχε έρθει νωρίς, απλώς τους είχε ξεγελάσει όλους. Η Μία χαιρόταν που είχε φέρει μαζί της το ποτό για να ζεσταθεί. Δεν είχε σχεδιάσει ακριβώς έτσι την τελευταία της μέρα. Στην πραγματικότητα, είχε σχεδιάσει να νιώσει όσο περισσότερα μπορούσε. Τις τελευταίες αυτές είκοσι τέσσερις ώρες της ζωής της. Πουλιά, δέντρα, νερό, φως. Να πάρει μια μέρα ρεπό από την αυτoθεραπεία των φαρμάκων για να μπορέσει να νιώσει τα πράγματα γύρω της, τον εαυτό της, μια τελευταία φορά. Δεν κύλησαν όμως έτσι τα πράγματα. Μετά την αναχώρηση του Χόλγκερ, η ανάγκη της να μη νιώθει τίποτα έγινε ακόμα μεγαλύτερη. Είχε πιει ακόμα περισσότερο. Είχε πάρει ακόμα περισσότερα χάπια. Ξυπνούσε δίχως να έχει καταλάβει ότι είχε κοιμηθεί. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να μην ενοχληθεί από το περιεχόμενο του φακέλου – μια ηλίθια υπόσχεση, προφανώς... Και πότε κατάφερε να προστατευτεί από τέτοιου είδους πράγματα; Αυτή η δουλειά της ήταν… ήταν δουλειά για άλλους, όχι για τη Μία Κρούγκερ. Οι υποθέσεις
71/487
τής έπεφταν πάντα βαριές. Την άγγιζαν βαθιά μες στην ψυχή, λες και ήταν δική της πραγματικότητα, λες και το θύμα ήταν η ίδια. Απαχθείσα, βιασμένη, ξυλοκοπημένη με σιδερολοστούς, καμένη με αποτσίγαρα, δολοφονημένη με υπερβολική δόση ναρκωτικών, έξι ετών μόνο, κρεμασμένη από ένα δέντρο μ’ ένα παιδικό σκοινάκι. Γιατί δεν ήταν γραμμένο το δικό της όνομα στα σχολικά βιβλία; Ενώ όλα τα άλλα ήταν σχεδιασμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια; Γιατί; Διάολε. Είχε προσπαθήσει να ξεχάσει την εικόνα του μικρού κοριτσιού πάνω στο δέντρο, αλλά δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό της. Όλα έμοιαζαν προσχεδιασμένα. Θεατρικά. Σχεδόν σαν ένα παιχνίδι. Κάτι σαν… σαν μήνυμα. Αλλά μήνυμα σε ποιον; Σ’ αυτόν που θα την έβρισκε; Στην αστυνομία; Προσπάθησε να θυμηθεί αν είχε ποτέ εμπλακεί σε υποθέσεις όπου εμφανίζονταν τα αρχικά ΓΒ ή ο πολλαπλασιασμός του μηδέν με το ένα, αλλά μάταια. Μάλιστα, αυτό ακριβώς ήταν παλιά το δυνατό της σημείο, αλλά φαίνεται όχι πια. Μα και πάλι: κάτι υπήρχε εδώ, κάτι που δεν μπορούσε να αντιληφθεί επαρκώς, κι αυτό την εκνεύριζε. Η Μία είδε τον ήλιο να βουλιάζει στη θάλασσα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Ένα μήνυμα. Ναι. Αλλά σε ποιον; Στην αστυνομία; Για κάποια παλιά υπόθεση; Κάποια άλυτη υπόθεση; Δεν είχε και πολλές άλυτες υποθέσεις στο βιογραφικό της. Ευτυχώς. Αν και υπήρχαν μερικά θέματα που είχαν μείνει στο γκρίζο. Μια πλούσια γηραιά κυρία που είχε βρεθεί νεκρή σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Μπουγκσταβάιεν και, ενώ η Μία ήταν σίγουρη ότι στη δολοφονία της εμπλεκόταν κάποιος από τους κληρονόμους, δεν είχαν βρεθεί διόλου αποδεικτικά στοιχεία. Όχι, δεν μπορούσε να θυμηθεί να συνδέεται με κείνη την υπόθεση τίποτα σε μηδέν ή ένα, ή σε ΓΒ. Κάτι χρόνια πριν, είχε επίσης βοηθήσει την αστυνομική διεύθυνση του Ρινγκερίκε σε μια υπόθεση εξαφάνισης. Ένα μωρό είχε εξαφανιστεί από το μαιευτήριο, ένας Σουηδός είχε επωμιστεί την ευθύνη και αυτοκτόνησε, αλλά το μωρό δεν βρέθηκε ποτέ. Η υπόθεση είχε μπει στο ράφι, παρόλο που η Μία είχε λόγους να την κρατήσει ανοιχτή. Ούτε εδώ υπήρχε κάποιο μηδέν ή ένα, απ’ ό,τι θυμόταν. Παουλίνε. Ετών έξι. Έξι χρόνια δεν είχαν περάσει από τότε που
72/487
εξαφανίστηκε το μωρό; Η Μία άδειασε το μπουκάλι και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στον ορίζοντα, προσπαθώντας να κοιτάξει εντός της. Και προς τα πίσω. Έξι χρόνια πίσω. Κάτι υπήρχε εκεί. Μπορούσε σχεδόν να το αγγίξει. Αλλά όχι να το πιάσει. Γαμώτο. Η Μία έψαξε στις τσέπες του παντελονιού της για παραπάνω χαπάκια, αλλά δεν βρήκε ούτε ένα. Είχε ξεχάσει να πάρει μαζί της κι άλλα. Βρίσκονταν όλα πάνω στο τραπεζάκι του καφέ τώρα. Όλα όσα της είχαν μείνει. Αρκετά δηλαδή. Έτοιμα για χρήση. Είχε τελικά αποφασίσει να περιμένει μέχρι το πρωί, μέχρι να χαράξει. Καλύτερα να αναληφθώ στο φως, είχε σκεφτεί. Αν ταξιδέψω στο σκοτάδι, μπορεί να καταλήξω στο σκοτάδι, αλλά πολύ που την ένοιαζε. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να περιμένει το ρολόι να δείξει μεσάνυχτα. Να περάσει από τις 17 στις 18 του Απρίλη. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Δεν το είχε φανταστεί έτσι το τέλος. Σηκώθηκε και πέταξε το άδειο μπουκάλι στη θάλασσα. Ύστερα το μετάνιωσε· δεν έπρεπε να ρίχνει σκουπίδια, της είχε γίνει βίωμα από την παιδική της ηλικία. Ο όμορφος κήπος τους. Η μαμά κι ο μπαμπάς. Η γιαγιά. Θα ’πρεπε να ’χε γράψει ένα μήνυμα και να το ’βαζε στο μπουκάλι. Να έκανε κάτι όμορφο την τελευταία ώρα της ζωής της πάνω στη γη. Να βοηθούσε ένα συνάνθρωπό της που είχε ανάγκη. Να επέλυε κάποιο ζήτημα. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι, αλλά δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της. Έμεινε να στέκεται με τα χέρια γύρω από το σώμα της, και να κρυώνει, πάνω στα βράχια. 0x1ΓΒ. 0x1ΓΒ. 0x1ΓΒ. Παουλίνε. Όχι, όχι Παουλίνε. 0x1ΓΒ. ΌχιΓΒ. Όχι, ρε γαμώτο! Η Μία Κρούγκερ ξύπνησε ξαφνικά. Το κεφάλι, τα πόδια, τα χέρια, το αίμα, η ανάσα, οι αισθήσεις της. 0x1ΓΒ. Φυσικά. Φυσικά. Φυσικά. Ω, Θεέ μου, γιατί δεν το ’χε καταλάβει νωρίτερα; Έκανε μπαμ. Ήταν φως φανάρι. Έτρεξε μέχρι το σπίτι, σκόνταψε στα σκοτεινά, όμως ξανασηκώθηκε και μπήκε απότομα στο σαλόνι χωρίς καν να κλείσει την πόρτα πίσω της. Χώθηκε στην κουζίνα. Γονάτισε κάτω
73/487
από το νεροχύτη κι άρχισε να ψάχνει στα σκουπίδια στο ντουλάπι. Εδώ δεν το πέταξε; Ε; Το κινητό τηλέφωνο που της είχε αφήσει. Σε περίπτωση που αλλάξεις γνώμη. Βρήκε το κινητό στα σκουπίδια κι άρχισε να ψάχνει για το χαρτάκι που το συνόδευε. Ένα κίτρινο αυτοκόλλητο χαρτάκι με το πιν και τον αριθμό του Χόλγκερ. Ξαναμπήκε στο σαλόνι, δεν μπορούσε να περιμένει άλλο, άνοιξε το τηλέφωνο. Πληκτρολόγησε τον κωδικό με τρεμάμενα δάχτυλα. Φυσικά. Φυσικά! Προφανώς και κάτι δεν κολλούσε. Και όλα έπρεπε να κολλάνε. Όλα. Και τώρα κολλούσαν. 0x1ΓΒ. Φυσικά. Τι χαζή που ήταν. Η Μία κάλεσε τον αριθμό του Χόλγκερ και περίμενε με ανυπομονησία να απαντήσει. Το τηλεφώνημα πέρασε στον τηλεφωνητή, αλλά εκείνη ξαναπήρε από την αρχή. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι που άκουσε την κουρασμένη του φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής. «Μία;» χασμουρήθηκε ο Χόλγκερ. «Το βρήκα», ξεφώνησε η Μία ανυπόμονα. «Τι βρήκες; Τι ώρα είναι;» «Ποιος χέστηκε τι ώρα είναι, το βρήκα». «Τι βρήκες;» «Το 0x1ΓΒ». «Σοβαρά τώρα; Πες μου». «Νομίζω ότι το ΓΒ παραπέμπει στον Γιουάκιμ Βίκλουν, το Σουηδό από την υπόθεση στο Χένεφος κάτι χρόνια πριν. Τον θυμάσαι;» «Φυσικά», μουρμούρισε ο Μουνκ. «Και το 0x1», συνέχισε η Μία, «δεν είναι αριθμός, δεν σημαίνει μηδέν επί ένα, σημαίνει όχι. “Όχι Γιουάκιμ Βίκλουν”. Δεν είναι ο Γιουάκιμ Βίκλουν. Είναι ο ίδιος άνθρωπος, Χόλγκερ. Από την υπόθεση του Χένεφος». Ο Μουνκ παρέμεινε σιωπηλός για πολλή ώρα. Η Μία νόμισε ότι μπορούσε σχεδόν ν’ ακούσει τα γρανάζια μες στο κεφάλι του. Ήταν προφανώς πολύ τρελό για να ’ναι αληθινό, αλλά τι να κάνουμε, έτσι ήταν. «Δεν με πιστεύεις;» ρώτησε η Μία. «Εμένα μου ακούγεται άρρωστο», είπε ο Μουνκ τελικά. «Το χειρότερο όμως είναι ότι νομίζω ότι μπορεί και να ’χεις δίκιο. Τι θα γίνει, θα έρθεις εδώ κάτω λοιπόν;»
74/487
«Ναι», απάντησε η Μία. «Αλλά μόνο γι’ αυτή την υπόθεση. Μετά, τέρμα. Έχω άλλα πράγματα να κάνω». «Προφανώς. Όπως θες», είπε ο Μουνκ. «Γυρίσαμε στη Μαρίμπουεσγκάτε;» «Ναι». «Θα πάρω το αεροπλάνο το πρωί». «Ωραία. Τα λέμε λοιπόν». «Θα τα πούμε, ναι». «Να προσέχεις όταν θα οδηγείς προς την πόλη, οκέι;» «Πάντα προσέχω, Χόλγκερ». «Ποτέ σου δεν προσέχεις, Μία». «Άντε γαμήσου, Χόλγκερ». «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Μία. Χαίρομαι που θα σ’ έχουμε μαζί μας. Τα λέμε αύριο». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και παρέμεινε να στέκεται μ’ ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό της. Πήγε ήρεμα μέχρι το σαλόνι και κοίταξε όλα τα χάπια που είχε απλώσει στο τραπεζάκι. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Σκέφτηκε την αδελφή της, σχεδόν απολογούμενη. Η Σίγκρι έπρεπε να περιμένει λίγο ακόμα. Η Μία Κρούγκερ είχε κάτι να διευθετήσει πρώτα.
ΜΕΡΟΣ 2
14 O Γκάμπριελ Μερκ στεκόταν γεμάτος ανησυχία και περίμενε να περάσουν να τον πάρουν στο πεζοδρόμιο της Μάριμπουεσγκάτε. Νόμιζε ότι τα Κεντρικά της αστυνομίας ήταν κάτω, στην Γκρένλαν, ότι εκεί θα συναντιούνταν, αλλά τελικά είχε κάνει λάθος. Είχε λάβει ένα σύντομο SMS: Ραντεβού στη Μάριμπουεσγκάτε. Θα περάσουμε να σε πάρουμε στις 11. Χωρίς αποστολέα. Τίποτα. Πολύ περίεργο. Ολόκληρη η τελευταία εβδομάδα ήταν περίεργη, για την ακρίβεια, και τρόπον τινά αστεία, και ο Γκάμπριελ Μερκ δεν είχε καταλάβει ακόμα σε τι πράγμα είχε μπλέξει. Δουλειά ήταν. Η πρώτη του. Οι σχέσεις με το αφεντικό, η σχέση με την ομάδα, όλα… όλα αυτά. 'Ηταν η πραγματικότητα. Το να ξυπνάς κάθε μέρα νωρίς το πρωί. Το να είσαι μέλος μιας κοινότητας. Όχι ακριβώς ό,τι θα περίμενε κανείς από έναν εικοσιτετράχρονο. Στον Γκάμπριελ Μερκ άρεσε να μην κοιμάται τις νύχτες, όταν ο υπόλοιπος κόσμος κοιμόταν. Σκεφτόταν πολύ καλύτερα τότε. Με το σκοτάδι έξω από τα παράθυρα και μοναδικό φως τις διάφορες οθόνες μες στην γκαρσονιέρα. Στην γκαρσονιέρα του. Ναι, τέλος πάντων. Ο Γκάμπριελ Μερκ δεν ήθελε να παραδέχεται ότι έμενε ακόμα στο παιδικό του δωμάτιο. Εντάξει, είχε τη δικιά του είσοδο και το δικό του μπάνιο, αλλά έμενε ακόμα μαζί με τη μάνα του. Όχι και πολύ ροκ εν ρολ κατάσταση, και προφανώς κάτι που ποτέ δεν ανέφερε όταν γνώριζε νέους ανθρώπους ή όταν συναντούσε παλιούς γνωστούς του από το σχολείο. Απαπά. Ήξερε φυσικά ότι πολλοί χάκερ έκαναν ακριβώς το ίδιο: ζούσαν στο πατρικό τους. Αλλά και πάλι… Τώρα θα άλλαζαν τα πράγματα. Ξαφνικά. Ίσως θα γίνονταν όλα πολύ γρήγορα. Ή μήπως περίμενε κάτι τέτοιο όλη του τη ζωή; Την είχε γνωρίζει
77/487
διαδικτυακά πριν εφτά μήνες, και η κοπέλα ήταν ήδη έγκυος. Και τώρα θα μετακόμιζαν μαζί, στο δικό τους διαμέρισμα, και να τον τώρα εδώ να περιμένει στη μέση του δρόμου έχοντας αρχίσει να εργάζεται για την αστυνομία. Ο Γκάμπριελ Μερκ δεν είχε νιώσει ποτέ του ιδιαιτέρως επιτυχημένος, αν εξαιρούσε κανείς τους υπολογιστές· δεν είχε καταφέρει και πολλά στη ζωή του. Στο σχολείο ήταν μοναχικός τύπος. Κοκκίνιζε όταν τα κορίτσια τον πλησίαζαν θέλοντας να τον προσκαλέσουν σε κάτι. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του σχολείου, όταν οι άλλοι ξεσάλωναν πίνοντας μέχρι λιποθυμίας στο Τρίβαν, εκείνος έμενε όλη την ώρα στο σπίτι του. Είχε γραφτεί σε κάτι μαθήματα πληροφορικής για το φθινόπωρο, αλλά δεν πάτησε ποτέ του στο πανεπιστήμιο. Τι να πήγαινε να ’κανε; Τα ήξερε όλα από πριν. Κοίταξε νευρικά τριγύρω του. Δεν φαινόταν κανείς ακόμα. Μήπως του έκαναν πλάκα; Για τη δουλειά στην αστυνομία; Στην αρχή νόμιζε ότι του έκανε πλάκα κάποιος φίλος του από το Διαδίκτυο. Ήξερε έναν-δυο που έβρισκαν κάτι τέτοιες φάσεις απίστευτα αστείες. Να γαμάνε τις ζωές των ανθρώπων. Να χακάρουν ιατρικά περιοδικά. Δικηγορικά γραφεία. Να στέλνουν μηνύματα σε διαφόρους από τους λογαριασμούς των κοριτσιών τους, λέγοντας ότι και καλά ήταν έγκυοι. Να παραποιούν πιστοποιητικά πατρότητας. Να σπέρνουν την καταστροφή. Ο Γκάμπριελ Μερκ δεν ήταν τέτοιου είδους χάκερ, αλλά ήξερε πολλούς που ήταν. Θα μπορούσαν να τον δουλεύουν όντως· αλλά δεν το πίστευε πραγματικά. Ο τύπος που τον είχε πάρει τηλέφωνο ακουγόταν πολύ αξιόπιστος. Είχε βρει το όνομά του από το GCHQ στην Αγγλία, τη Βρετανική Υπηρεσία Αντικατασκοπείας. ΜΙ-6: Υπηρεσία Πληροφοριών. Ο Γκάμπριελ Μερκ είχε απλώς κάνει ό,τι είχαν κάνει κι άλλοι τόσοι γνωστοί του: είχε λύσει έναν κώδικα που είχε κάποιος ποστάρει στο Διαδίκτυο το προηγούμενο φθινόπωρο. Can you crack it? Για τους απλούς ανθρώπους ήταν φαινομενικά άλυτος. Εκατόν εξήντα ζεύγη αριθμογραμμάτων και ένα χρονόμετρο με αντίστροφη μέτρηση για το σασπένς της υπόθεσης. Δεν ήταν ο πρώτος που τον έλυσε, αλλά δεν απείχε και πολύ. Ο πρώτος ήταν ένας Ρώσος, ένας μπλακ χατ χάκερ, που είχε μεταφράσει τον κώδικα λίγες ώρες μόνο αφότου είχε αναρτηθεί ονλάιν. Ο Γκάμπριελ Μερκ ήξερε πολύ καλά ότι ο Ρώσος δεν είχε λύσει μόνος του τον
78/487
κώδικα, είχε απλώς χακάρει προς τα πίσω, μπαίνοντας μέσα στην ιστοσελίδα, την canyoucrackit.co.uk, και βρίσκοντας τη διεύθυνση html που θα έπρεπε να ήταν η απάντηση – αρκετά διασκεδαστικό από μόνο του, αλλά καθόλου δύσκολο ομολογουμένως. Ο Γκάμπριελ Μερκ είχε συνειδητοποιήσει αμέσως ότι επρόκειτο για γλώσσα μηχανής, την X86, με τον αλγόριθμο RC4. Δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο: όποιος είχε φτιάξει τον κώδικα είχε ενσωματώσει και μια σειρά εμποδίων – είχε κρύψει, ας πούμε, ολόκληρο μπλοκ δεδομένων στο αρχείo PNG, δηλαδή στο ίδιο το εικονίδιο του κώδικα. Δεν έφτανε, άρα, να αποκρυπτογραφήσεις τους αριθμούς. Ναι, τέλος πάντων, του είχε πάρει μερικές νύχτες να το λύσει. Φάση είχε πάντως. Η απάντηση δεν ήταν εξίσου διασκεδαστική, αλλά οκέι. Η όλη φάση έκανε μπαμ για κόλπο δημοσίων σχέσεων της GCHQ. Ήταν ένα τεστ, μια προσφορά εργασίας. Αν καταφέρετε να λύσετε αυτό τον κώδικα, τότε είστε ικανοί να δουλέψετε μαζί μας. Είχε υποβάλει το όνομά του και πώς βρήκε τη λύση, πιο πολύ για πλάκα. Και είχε λάβει την απάντηση ότι, ναι, απάντησε μεν σωστότατα, δυστυχώς όμως μόνο Βρετανοί υπήκοοι μπορούσαν να πάρουν αυτή τη δουλειά. Έκτοτε ο Γκάμπριελ Μερκ δεν το είχε ξανασκεφτεί, μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο την προηγούμενη Παρασκευή. Και τώρα ήταν Πέμπτη κι αυτός στεκόταν ήδη με τον υπολογιστή του παραμάσχαλα και περίμενε να συναντήσει ποιος ξέρει ποιον για να κάνει ποιος ξέρει τι. Για να δουλέψει για την αστυνομία. «Ο Γκάμπριελ Μερκ;» Ο Γκάμπριελ αναπήδησε ξαφνιασμένος και έκανε μεταβολή. «Παρακαλώ;» «Γεια χαρά, με λένε Κιμ». Ο άντρας που του συστήθηκε του έτεινε το χέρι. Ο Γκάμπριελ δεν είχε ιδέα από πού είχε εμφανιστεί ο τύπος· έμοιαζε πολύ συνηθισμένος, ίσως γι’ αυτό. Μάλλον περίμενε να δει τίποτα φάρους ή σειρήνες, κάποιον ένστολο, κάτι ξεχωριστό τέλος πάντων, μα ο άντρας που στεκόταν τώρα μπροστά του θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε. Ήταν σχεδόν αόρατος. Συνηθισμένο παντελόνι, συνηθισμένα παπούτσια, συνηθισμένο πουλόβερ, σε χρώματα
79/487
που δεν ξεχώριζαν καθόλου από το πλήθος – και τότε ο Γκάμπριελ κατάλαβε ότι ακριβώς αυτό ήταν το νόημα. Μυστική αστυνομία. Ήταν εκπαιδευμένος να είναι αόρατος. Να μην ξεχωρίζει. Να εμφανίζεται ξαφνικά από το πουθενά. «Ακολούθησέ με, πάμε λίγο πιο κάτω», είπε ο άντρας που τον έλεγαν Κιμ, προσπέρασε τον Γκάμπριελ, διέσχισε το δρόμο και μπήκε σε μια κίτρινη πολυκατοικία. Ο αστυνομικός έβγαλε μια κάρτα για την εξώπορτα και πληκτρολόγησε έναν κωδικό. Η πόρτα ξεκλείδωσε. Ο Γκάμπριελ ακολούθησε τον άντρα μέχρι το ασανσέρ. Κι εδώ η ίδια διαδικασία· έπρεπε να έχεις κάρτα και για το ασανσέρ. Ο Γκάμπριελ κοντοστάθηκε και παρατήρησε λίγο τον άντρα στα κρυφά, καθώς εκείνος πληκτρολογούσε τον κωδικό του ασανσέρ. Δεν ήξερε τι να πει, ή αν έπρεπε να πει κάτι. Δεν είχε ξαναδουλέψει για την αστυνομία. Ούτε είχε ξαναπάρει ανελκυστήρες με κωδικούς. Ο αστυνομικός που τον έλεγαν Κιμ έμοιαζε πολύ ήρεμος, λες κι όλα αυτά ήταν καθημερινά πράγματα για εκείνον: να συλλέγει τους νέους του συναδέλφους από το δρόμο, να πληκτρολογεί κωδικούς σε ασανσέρ. Είχαν το ίδιο ύψος, αλλά ο αστυνομικός είχε πιο στιβαρή κοψιά· κάτω από την όλη του αορατότητα, έμοιαζε καλογυμνασμένος. Είχε κοντά, μαλακά μαλλιά και ήταν αξύριστος. Ο Γκάμπριελ δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν εκούσιο ή όχι. Δεν τολμούσε να κοιτάξει και πολύ γύρω του, αλλά είδε με την άκρη του ματιού του τον αστυνομικό να καταπνίγει ένα μικρό χασμουρητό. Δύσκολη μέρα, φαίνεται. Ίσως και δύσκολη υπόθεση. Το ασανσέρ σταμάτησε στον τέταρτο και ο αστυνομικός βγήκε έξω πρώτος. Ο Γκάμπριελ τον ακολούθησε κατά μήκος ενός μακριού διαδρόμου, μέχρι που έφτασαν σε μια άλλη πόρτα με κάρτα και κωδικό. Δεν υπήρχε καμιά πινακίδα που να υποδηλώνει το οτιδήποτε. Ούτε ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, ούτε το όνομα κάποιας επιχείρησης. Πλήρης ανωνυμία. Ο άντρας άνοιξε μια τελευταία πόρτα, και έφτασαν. Το γραφείο δεν ήταν μεγάλο, αλλά ήταν άνετο και φωτεινό. Μερικά τραπέζια ήταν τοποθετημένα μαζί σε μια ανοιχτή αίθουσα, ενώ κάποια άλλα γραφεία φαίνονταν εδώ κι εκεί, χωρισμένα από τον υπόλοιπο χώρο με τζαμαρία, μερικά με τις κουρτίνες τραβηγμένες.
80/487
Κανείς δεν έδωσε σημασία στους νεοφερμένους· όλοι ήταν απασχολημένοι με τη δουλειά τους. Ο Γκάμπριελ ακολούθησε τον αστυνομικό μέσα στο χώρο και έφτασαν σ’ ένα από τα μικρά γραφεία με τζαμαρία. Θα έμοιαζε σαν έκθεμα εκεί πέρα, αλλά θα είχε τουλάχιστον το δικό του γραφείο. «Αυτό εδώ είναι δικό σου», είπε ο Κιμ και παραμέρισε για να περάσει ο Γκάμπριελ στο δωμάτιο. Ήταν αραιοεπιπλωμένο. Ένα γραφείο, μία λάμπα, μία καρέκλα. Όλα έμοιαζαν καινούρια. «Είχες υποβάλει κατάλογο σχετικά με το τι εξοπλισμό χρειάζεσαι, δεν είχες;» Ο Γκάμπριελ κατένευσε. «Και ήταν ένα γραφείο και μια λάμπα απ’ το ΙΚΕΑ». Για πρώτη φορά, ο αστυνομικός που λεγόταν Κιμ φάνηκε να εκφράζει κάποιου είδους συναίσθημα. Του έκλεισε το μάτι και τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Ε, όχι ακριβώς, ήταν και... και διάφορα άλλα…» είπε ο Γκάμπριελ. «Σε δουλεύω! Οι πληροφορικάριοι έρχονται, θα σ’ έχουν έτοιμο μες στη μέρα. Κανονικά θα έπρεπε να σε ξεναγήσω και να σε γνωρίσω στους πάντες, αλλά θα έχουμε ενημέρωση σε πέντε λεπτά και άρα δεν χρειάζεται. Καπνίζεις;» «Αν καπνίζω;» «Ναι, τσιγάρα, ξέρω γω;» «Έεε… όχι». «Καλά κάνεις. Δεν έχουμε και πολλούς κανόνες εδώ μέσα, αλλά ένας είναι ο πιο σημαντικός. Όταν ο Χόλγκερ Μουνκ είναι στη βεράντα και καπνίζει, μόνο ο Χόλγκερ Μουνκ είναι στη βεράντα και καπνίζει. Τότε ο Χόλγκερ Μουνκ σκέφτεται, και δεν πρέπει να τον ενοχλούμε. Οκέι;» Ο αστυνομικός τράβηξε τον Γκάμπριελ έξω από το μικρό γραφείο του και του έδειξε προς το τέλος του διαδρόμου. Ο Γκάμπριελ είδε έναν άντρα, προφανώς τον Χόλγκερ Μουνκ, το αφεντικό. Αυτός που είχε πάρει τηλέφωνο και μετά από δέκα λεπτά είχε πει, αβίαστα, Προσλάβετέ τον. Στην αστυνομία. Δεν ενοχλούμε το αφεντικό όταν καπνίζει, όχι. Ο Γκάμπριελ δεν είχε έτσι κι αλλιώς καμία όρεξη να ενοχλήσει κανέναν, ούτε να κάνει
81/487
οτιδήποτε άλλο πλην αυτού ακριβώς που θα του ζητούσαν. Ξαφνικά, πήρε το μάτι του το κορίτσι που καθόταν και μιλούσε με τον Χόλγκερ έξω στη βεράντα. «Οχ, διάολε», του ξέφυγε. Νόμιζε πραγματικά ότι το είχε πει από μέσα του, αλλά ο Κιμ γύρισε και τον κοίταξε. «Τι;» «Η Μία Κρούγκερ δεν είναι αυτή;» «Τη γνωρίζεις;» «Τι; Όχι ακριβώς, αλλά έχω… Ναι. Ναι, την έχω ακουστά». «Και ποιος δεν την έχει», γέλασε απαλά ο Κιμ. «Η Μία είναι ικανότατη, δεν υπάρχει αμφιβολία. Είναι εντελώς ξεχωριστή». «Αληθεύει ότι δεν φοράει ποτέ τίποτε άλλο εκτός από λευκό και μαύρο;» Ο Γκάμπριελ είχε κάνει την ερώτηση χωρίς καν να το σκεφτεί, είχε νικήσει η περιέργεια, αλλά μετάνιωσε αμέσως. Ερασιτέχνης. Άσχετος. Είχε ήδη ξεχάσει ότι είχε έρθει στη δουλειά. Ο Κιμ πρέπει να τον θεώρησε θαυμαστή της ή κάτι τέτοιο, που κατά κάποιο τρόπο ήταν αλήθεια, αλλά και πάλι ο Γκάμπριελ δεν ήθελε να φανεί έτσι μπροστά σ’ ένα συνάδελφο την πρώτη κιόλας μέρα στη δουλειά. Ο Κιμ τον κοίταξε προσεκτικά πριν απαντήσει. «Ναι, δεν θυμάμαι να την έχω δει να φοράει άλλα χρώματα, γιατί;» Ο Γκάμπριελ κοκκίνισε και κοίταξε για μια στιγμή το πάτωμα. «Ε, να, τίποτα, κάτι που διάβασα στο Ίντερνετ». «Δεν πρέπει να πιστεύεις όσα διαβάζεις», του χαμογέλασε ο Κιμ και έβγαλε ένα φάκελο από την τσέπη του μπουφάν του. «Ορίστε η κάρτα σου, ο κωδικός είναι τα γενέθλιά σου. Η αίθουσα συναντήσεων είναι η τελευταία αίθουσα στο βάθος του διαδρόμου. Θα ξεκινήσουμε ακριβώς σε περίπου πέντε με δέκα λεπτά, να είσαι στην ώρα σου». Ο Κιμ τού έκλεισε το μάτι, ξαναχτύπησε τον Γκάμπριελ στον ώμο και τον άφησε μόνο του στο μικρό του γραφείο. Ο Γκάμπριελ δεν ήξερε τι στο καλό έπρεπε να κάνει. Να σταθεί, να καθίσει, να το βάλει στα πόδια και να ξεχάσει την όλη φάση; Να βρει μια άλλη δουλειά, κάτι άλλο να κάνει; Ένιωθε σαν ψάρι έξω απ’ το νερό. Και πώς
82/487
στο καλό ήταν δυνατόν να συναντηθούν ακριβώς σε περίπου πέντε με δέκα λεπτά; Άνοιξε το φάκελο και, προς μεγάλη του έκπληξη, είδε μια φωτογραφία του πάνω στην κάρτα. Γκάμπριελ Μερκ Τμήμα Ανθρωποκτονιών Ένιωσε ξαφνικά να τον πλημμυρίζει περηφάνια. Μυστικές πόρτες. Μυστικοί κωδικοί. Ειδικές μονάδες. Και ήταν κι αυτός μαζί τους; Και η Μία Κρούγκερ στη βεράντα; Αποφάσισε να πάει στην αίθουσα συναντήσεων σε λίγα λεπτά. Καλά θα έκανε να έρχεται νωρίς, να είναι πάντα στην ώρα του, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό εδώ πάνω, στο μυστικό αυτό γραφείο.
15 Ο χοιροτρόφος Τομ Λάουριτζ Λάρσεν από το Τάνγκεν είχε αρχικά εναντιωθεί στην ιδέα του Διαδικτύου. Όταν όμως ο νεαρός του αντικαταστάτης, ο Γιούνας, μετακόμισε στη φάρμα, απαίτησε από τον εξηντάχρονο κτηνοτρόφο να βάλει Ίντερνετ, αλλιώς δεν θα δούλευε στα χωράφια. Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν εκνευρίστηκε προφανώς –εκνευριζόταν γενικά, δεν υπήρχαν και πολλά πράγματα που τον χαροποιούσαν– και να που τώρα είχε αρπάξει κι αυτή την αρρώστια στα πνευμόνια. Αναρρωτική άδεια; Τι σόι ανοησίες ήταν αυτές, γαμώτο του; Κανείς στην οικογένειά του δεν είχε ποτέ αρρωστήσει, τι βλακείες έλεγε κι αυτός ο γιατρός; Είναι δυνατόν να πίστευε πραγματικά πως δεν μπορούσε να διευθύνει το ίδιο του το αγρόκτημα; Τρεις γενιές χοιροτρόφων στο Τάνγκεν και κανείς τους δεν είχε πάρει ποτέ ούτε αναρρωτική άδεια, ούτε αναρρωτικό επίδομα από το κράτος, ούτε τα είχε παρατήσει. Μα τότε είχαν ξαναρχίσει οι λιποθυμίες, από το πουθενά, συχνά πυκνά, εδώ κι εκεί. Την τελευταία φορά που λιποθύμησε άφησε την πόρτα του χοιροστασίου ανοιχτή κι όταν συνήλθε είδε πάνω απ’ το κεφάλι του μαζεμένους όλους τους γείτονες: τα γουρούνια είχαν ξεφύγει και είχαν κατέβει στο χωριό, κι ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση, που την επομένη κιόλας αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τις συμβουλές του γιατρού, να πάει για εξετάσεις πέρα στο νοσοκομείο στο Χάμαρ, να πάρει αναρρωτική άδεια και να ψάξει για αντικαταστάτη μέσω του ΟΑΕΔ. Ο αντικαταστάτης του, ένας δεκαεννιάχρονος από το Στάνγκε, ήταν λαμπρός εργάτης. Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν τον είχε συμπαθήσει μεμιάς. Δεν ήταν από εκείνους τους χαζοαγρότες που ήταν ακαμάτηδες· τα χέρια του μικρού έπιαναν πραγματικά. Από την άλλη όμως, υπήρχε κι αυτό το
84/487
Ίντερνετ – κι ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν δεν πίστευε στο Ίντερνετ. Αναγκάστηκε να το εγκαταστήσει όμως, λόγω του δεκαεννιάχρονου ενοίκου του. Κάτι έτρεχε μ’ ένα κορίτσι στα δυτικά, απ’ ό,τι φαίνεται, και τα τηλεφωνήματα κόστιζαν πολύ, ενώ το να μιλάς στο Ίντερνετ ήταν δωρεάν, άσε που έβλεπες τον άλλον «λάιβ» κι ένας Θεός ξέρει τι άλλο. Τέλος πάντων, η εταιρεία Τελενούρ είχε στείλει έναν τύπο από το Χάμαρ, έναν τεχνικό ηλεκτρονικών υπολογιστών, και τελικά η φάρμα τους είχε συνδεθεί με το Διαδίκτυο εδώ και μερικούς μήνες. Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν έβαλε άλλο ένα φλιτζάνι καφέ και μπήκε στον ιστότοπο της Αγροτικής Ένωσης. Είχαν αναρτήσει ένα φοβερά ενδιαφέρον άρθρο, το είχε δει στα γρήγορα το προηγούμενο βράδυ, αλλά ήθελε να το ξαναδιαβάσει. Αναφερόταν σε μια στατιστική της Νόρσβιν, του Συνεταιρισμού Νορβηγών Χοιροτρόφων. Από το 2007, ένας στους τέσσερις χοιροτρόφους στο νομό του Χέντμαρκ είχε βάλει λουκέτο· η δουλειά δεν απέφερε πια κέρδη. Όσοι απέμεναν, έτρεφαν κατά μέσο όρο 53,2 χοιρομάνες, ενώ την προηγούμενη χρονιά μόνο 51,1. Δεν χρειαζόταν να είσαι δα και ιδιοφυία για να καταλάβεις τι συνέβαινε: οι μεγάλες φάρμες μεγάλωναν, και οι μικρές εξαφανίζονταν. Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν σηκώθηκε να ξαναβάλει καφέ, μα κοντοστάθηκε στο παράθυρο της κουζίνας με το φλιτζάνι στο χέρι. Ο Γιούνας εμφανίστηκε από το πουθενά, από τη μεριά του αχυρώνα, λες και τον κυνηγούσαν. Τι πρόβλημα είχε τώρα αυτό το παιδί; Ο Λάρσεν πήγε προς την πόρτα και μόλις που πρόλαβε να βγει στη σκάλα πριν το αγόρι τον φτάσει, ιδρωμένο από την κορυφή ως τα νύχια και χλωμό, με βλέμμα πανικόβλητο, λες κι είχε δει φάντασμα. «Τι στο καλό έπαθες, μωρέ;» είπε ο Λάρσεν. «Η-η-η… η-η-η… κρ-κρ-κριστ…» Ο νεαρός δεν κατάφερνε να μιλήσει. Έδειχνε και χειρονομούσε λες κι ήταν τρελός. Τράβηξε τον Λάρσεν έξω με τις παντόφλες, με το φλιτζάνι του καφέ ακόμα στο χέρι, και δεν τον άφησε μέχρι που μπήκαν στον αχυρώνα και πλησίασαν τους κάδους. Η θέα που περίμενε το χοιροτρόφο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν ήταν τόσο αποτρόπαια, που και μήνες αργότερα θα
85/487
δυσκολευόταν να περιγράψει τι ακριβώς είχε δει. Το φλιτζάνι τού γλίστρησε από τα χέρια, μα ούτε που ένιωσε το καυτό υγρό να του καίει τα πόδια. Στο πάτωμα του κάδου είδε μια χοιρομάνα του, την Κριστίνε, νεκρή. Όχι ολόκληρη. Μόνο το σώμα της. Κάποιος της είχε κόψει το κεφάλι. Με ηλεκτρικό πριόνι. Ο λαιμός ήταν κομμένος απ’ άκρη σ’ άκρη. Το γουρούνι δεν είχε κεφάλι. Μόνο σώμα. «Πάρ’ το χωροφύλακα», είπε ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν στο νεαρό αγόρι, και ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόταν να λέει πριν ξαναλιποθυμήσει. Κι αυτή τη φορά, όχι εξαιτίας των πνευμόνων του.
16 Η Σάρα Κίεσε καθόταν και περίμενε όλο εκνευρισμό στην αίθουσα αναμονής του δικηγορικού γραφείου στο Τέγιεν. Είχε δηλώσει σαφέστατα στο δικηγόρο ότι δεν ήθελε να έχει σχέση με την κληρονομιά του συζύγου της. Τι σόι κληρονομιά να ήταν εξάλλου; Κι άλλα εξώγαμα; Κι άλλες κλήσεις από δικαστικούς κλητήρες που απειλούσαν να της πάρουν τα πράγματα; Η Σάρα Κίεσε άψογη δεν ήταν, αλλά σε σύγκριση με τον προσφάτως αποθανόντα σύζυγό της ήταν ένας άγγελος. Τι λάθος έκανε που ’χε μείνει έγκυος απ’ αυτό τον ηλίθιο! Ντροπή και τότε, ντροπή και τώρα. Κι όχι μόνο είχαν παιδί μαζί, αλλά τον είχε παντρευτεί κιόλας! Θεέ μου, πόσο ηλίθια μπορεί να ήταν! Την είχε ρίξει με τις κολακείες του. Η Σάρα Κίεσε θυμόταν ακόμα την πρώτη φορά που τον είχε είδε στο παμπ στην Γκρένλαν. Δεν της είχε αρέσει με την πρώτη, αλλά στάθηκε αδύναμη. Την είχε κεράσει μπίρες, ποτά… Διάολε, πόσο ηλίθια ήταν… Αλλά ευτυχώς είχαν τελειώσει όλα πια. Κι όσο για την κόρη της, θα την αγαπούσε πάντα, δεν είχε σχέση μ’ αυτόν το μαλάκα. Ερχόταν και ποτέ σπίτι ο μαλάκας; Μόνο για να πάρει χρήματα, για να της δανειστεί λεφτά για τις εκάστοτε απατεωνιές του. Τεχνίτης υποτίθεται ότι ήταν, αλλά εργαζόταν και πουθενά; Όχι. Είχε δική του επιχείρηση; Όχι. Τίποτα. Όλο σχέδια και φιλοδοξίες ήταν και το μόνο που κέρδιζε ήταν λίγες κορόνες από δω κι από κει σε διάφορες μικροδουλειές. Κι ύστερα γυρνούσε σπίτι κουβαλώντας μυρωδιές άλλων γυναικών. Και με τη μυρωδιά τους πάνω του, δίχως να κάνει ούτε ένα μπάνιο τουλάχιστον, ερχόταν και χωνόταν κάτω από το καθαρό, φρεσκοπλυμένο πάπλωμά της. Στη σκέψη αυτή η Σάρα Κίεσε ένιωθε ακόμα αναγούλα· ευτυχώς είχαν τελειώσει πια όλα αυτά. Γιατί εκείνος γκρεμοτσακίστηκε από τον δέκατο όροφο μιας οικοδομής κοντά στην Όπερα. Είχε πάει να κάνει κάνα μεροκάματο από εκείνα που συνήθιζε,
87/487
ανασφάλιστη νυχτερινή εργασία. Η Σάρα Κίεσε χαιρόταν όταν σκεφτόταν πόσο άσχημα πρέπει να έπεσε από τον δέκατο όροφο της οικοδομής. Πέταξε απ’ τη χαρά της μαθαίνοντας τα νέα. Πενήντα μέτρα ελεύθερη πτώση, μιλάμε για πολύ πράγμα, θα πρέπει να τον είχε πιάσει τρελός πανικός. Πόση ώρα να ’πεφτε άραγε; Οχτώ, δέκα δευτερόλεπτα; Τι ωραία! Κοίταξε εκνευρισμένη το ρολόι της αίθουσας αναμονής και ύστερα την πόρτα του γραφείου. Όχι, όχι, όχι, είχε πει όταν έλαβε το τηλεφώνημα, δεν θέλω να έχω καμία σχέση μ’ αυτόν το μαλάκα, αλλά ο άθλιος δικηγόρος του επέμενε. Κωλοαπατεώνες, όλοι τους. Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναφήσει άντρα να την πλησιάσει. Εκτός κι αν ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Μπα, ούτε καν αυτόν. Τέρμα οι άντρες. Είχε την κόρη της, είχαν το νέο τους διαμέρισμα στην Καρλ Μπέρνερ, όλα ήταν τέλεια. Μόνο η δικιά της μυρωδιά κάτω απ’ το πάπλωμα, όχι άλλα πενήντα φτηνιάρικα αρώματα μαζί με βρόμικα χνώτα. Πώς στον άνεμο αφέθηκε να πέσει τόσο χαμηλά; Δεν είχε πει όχι; Αυτό δεν της έμαθαν στο μάθημα που ακολούθησε μέσω ΟΑΕΔ; Πώς να λέει όχι. Όχι. Πώς να θέτει τα δικά της όρια, πώς να είναι η καλύτερη φίλη του εαυτού της, πώς να μη χρειάζεται κανέναν άλλον. Όχι, όχι, όχι, όχι. «Σάρα; Γεια! Ευχαριστώ που ήρθες». Ο άθλιος δικηγόρος με το λιγδιασμένο, χτενισμένο προς τα πίσω μαλλί, έβγαλε το κεφάλι του από την πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει στο γραφείο. Της θύμιζε ποντίκι: αδύναμα, μικροσκοπικά μάτια και ώμοι σκυφτοί. Όχι ποντίκι, αρουραίο. Έναν άθλιο, δειλό αρουραίο των αποχετεύσεων. «Είπα όχι», είπε η Σάρα. «Το ξέρω», χαμογέλασε ο γλοιώδης αρουραίος. «Σου είμαι όμως βαθύτατα ευγνώμων που έκανες τον κόπο να έρθεις. Απ’ ό,τι φαίνεται…» Ξερόβηξε απαλά. «Έεε… παρέβλεψα κάτι όταν ήταν να μοιραστεί η κληρονομιά. Μια μικρή λεπτομέρεια μόνο, δικό μου λάθος, δεν λέω». «Κι άλλες ειδοποιήσεις πληρωμών; Δικαστικές κλήσεις, τι;» είπε η Σάρα και κάθισε μπροστά στο γραφείο του. «Χαχά, όχι, όχι», έβηξε ξανά ο αρουραίος και ακούμπησε τις άκρες των δαχτύλων του μεταξύ τους. «Αυτό εδώ».
88/487
Άνοιξε ένα συρτάρι, έβγαλε από μέσα ένα στικάκι και το άφησε μπροστά της. «Τι είναι αυτό;» «Για σένα», είπε ο αρουραίος. «Μου το είχε δώσει εδώ και καιρό και μου ζήτησε να σου το παραδώσω». «Και γιατί δεν το έδωσε κατευθείαν σε μένα;» Ο αρουραίος τής χαμογέλασε ελαφρά. «Ίσως επειδή την τελευταία φορά που ήρθε στο διαμέρισμά σου του έχωσες ένα καυτό σίδερο στο πρόσωπο;» Η Σάρα χαμογέλασε από μέσα της. Είχε μπει στο διαμέρισμά της απροειδοποίητα. Εμφανίστηκε σαν τον Φαντομά στο σαλόνι. Ήθελε να την πιάσει με το καλό, να το παίξει ευγενής, όπως έκανε πάντα όταν ήταν να της ζητήσει κάποια χάρη. Το σίδερο τον είχε βρει στο έκπληκτο πρόσωπό του με φοβερή δύναμη. Δεν το περίμενε. Σωριάστηκε στο πάτωμα. Μετά απ’ αυτό, δεν ξαναφάνηκε ο μαλάκας – ούτε και την ξαναενόχλησε άλλη φορά. «Ήθελα να σου το δώσω καιρό τώρα, αλλά προέκυψαν δουλειές», είπε ο αρουραίος, σχεδόν απολογητικά. «Θες να πεις ότι σου είχε υποσχεθεί να σε πληρώσει για να μου το παραδώσεις, αλλά τώρα πάπαλα τα λεφτά, ε;» είπε η Σάρα. Ο δικηγόρος χαμογέλασε. «Ορίστε. Και τώρα είμαστε εντάξει, όπως και να ’χει». Η Σάρα Κίεσε πήρε το στικάκι, το έβαλε στην τσάντα της και σηκώθηκε να πάει προς την πόρτα. Ο αρουραίος μισοσηκώθηκε από τη σκονισμένη του καρέκλα και ξερόβηξε. «Μάλιστα. Και δεν μου λες, Σάρα, είσαι καλά κατά τα άλλα; Ε; Όλα καλά;» «Τράβα πηδήξου», είπε η Σάρα Κίεσε και έφυγε απ’ το γραφείο μην κλείνοντας καν την πόρτα πίσω της. Στο δρόμο προς το καινούριο της διαμέρισμα στις εργατικές πολυκατοικίες της Καρλ Μπέρνερ, σκέφτηκε πολλές φορές να πετάξει το στικάκι στα σκουπίδια. Στα τσακίδια κι αυτό, στα τσακίδια κι αυτός. Αλλά δεν το έκανε για κάποιο λόγο. Όχι επειδή ήταν περίεργη –χεσμένο το είχε το περιεχόμενό του–, αλλά επειδή ήταν η ίδια καθωσπρέπει: αρουραίος μεν,
89/487
δικηγόρος δε· μαλάκας μεν, είχε μια τελευταία επιθυμία δε. Δώσε αυτό το στικάκι στη Σάρα, μόνο στη Σάρα. Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος, μπήκε μέσα, άνοιξε τον υπολογιστή. Άντε να τελειώνουμε και με δαύτο. Το μαύρο λάπτοπ άρχισε να ξυπνάει. Έχωσε το στικάκι στην υποδοχή και αντέγραψε το περιεχόμενο στην επιφάνεια εργασίας: ένα και μοναδικό αρχείο με το όνομα Sarah.mov. Βίντεο. Οκέι. Δηλαδή έπρεπε να δει την ασχημόφατσά του για άλλη μία φορά. Ακόμα και νεκρός δεν την άφηνε στην ησυχία της. Έκανε διπλό κλικ πάνω στο αρχείο για να ξεκινήσει. Το είχε φιλμάρει ο ίδιος. Με μια μικρή κάμερα. Ίσως και με το κινητό του, ποιος ξέρει. Το άσχημο πρόσωπό του μπροστά στο φακό. Το βλέμμα του όμως ήταν διαφορετικό· δεν το είχε ξαναδεί έτσι. Έμοιαζε κατατρομαγμένος. «Σάρα, δεν έχω πολύ χρόνο, αλλά πρέπει να σ’ το πω, πρέπει να το πω σε κάποιον, γιατί τα πράγματα δεν είναι καθόλου καλά». Γύρισε την κάμερα και τράβηξε λίγο τον περίγυρό του. «Μου πρόσφεραν μια δουλειά κι ήρθα κι έχτισα αυτό εδώ. Είμαι εδώ έξω, στη…» Θόρυβος ξαφνικά, σαν ένα δυνατό ξύσιμο, λες και είχε βάλει το χέρι του πάνω στο μικρόφωνο του τηλεφώνου. Η Σάρα δεν καταλάβαινε τι έλεγε. Ο πρώην σύζυγός της συνέχισε να φιλμάρει τριγύρω του, με τρεμάμενα χέρια, ενώ μιλούσε βραχνιασμένα. Είχε χτίσει, λέει, κάτι. Τι είχε χτίσει; «…και φοβάμαι γιατί τι είναι αυτό που έχτισα τελικά; Βλέπεις τι σου λέω; Είμαι βαθιά κάτω από το έδαφος. Νόμιζα ότι πρόκειται για καταφύγιο, ή κάτι τέτοιο, αλλά δεν είναι, να, δες αυτή την μπουκαπόρτα…» Η φωνή ξαναχάθηκε μέσα στο θόρυβο, ενώ εκείνος ξαναγύρισε να τραβήξει βίντεο γύρω του. Βρισκόταν σε κάτι που έμοιαζε πράγματι με υπόγειο καταφύγιο. «…κι όχι, δεν μ’ αρέσει καθόλου όλο αυτό, κάτι περίεργο τρέχει εδώ πέρα, κάτι συμβαίνει. Κοίτα εδώ, ας πούμε. Κοίτα. Είναι κάτι για ν’ ανεβοκατεβάζεις πράγματα, σαν παλιός ανελκυστήρας τροφίμων, ή…» Ο πρώην σύζυγός της αναπήδησε ξαφνικά και κοίταξε τριγύρω του. Η όλη φάση θύμιζε στη Σάρα μια ταινία που είχε δει πριν χρόνια, το Blair Witch Project, όπου κάτι νεαροί έτρεχαν από εδώ κι από εκεί μες στο δάσος τρομοκρατημένοι, φιλμάροντας τους εαυτούς τους.
90/487
«…και το ξέρω, γαμώτο, νιώθω ότι κάτι πρόκειται να μου συμβεί. Το νιώθω. Έχεις μήπως ιδέα πόσο μπλεγμένος είμαι; Μπορείς να καταγράψεις αυτά που σου λέω, Σάρα; Πού είμαι και πώς βρήκα αυτή τη δουλειά; Και να πας να τα πεις όλα στην αστυνομία έτσι και μου συμβεί τίποτα; Πήρα τη δουλειά από έναν τύπο που…» Θόρυβος ξανά. Η Σάρα Κίεσε δεν άκουγε λέξη απ’ όσα της έλεγε ο μαλάκας ο νεκρός πρώην άντρας της, έβλεπε μόνο τα κατατρομαγμένα μάτια του και το στόμα του που έτρεμε και φλυαρούσε. Αυτό κράτησε περίπου ένα λεπτό. Και ύστερα το βίντεο σταμάτησε. Και ποια πήδηξες για να πάρεις αυτή τη δουλειά; Ή μήπως η δουλειά ήταν το γαμήσι; Εγώ, πάντως, λεφτά δεν είδα. Εσύ μια χαρά τα τσέπωσες μάλλον. Το βιντεάκι ήταν πραγματικά άβολο, μα η Σάρα ήξερε ότι δεν έπρεπε ν’ ανακατευτεί. Μέχρι και πλάκα θα μπορούσε να της κάνει ο μαλάκας, να ήταν ένα απ’ αυτά τα μαλακισμένα αστεία του. Είχε μάθει να μην πιστεύει τίποτε απ’ όσα της έλεγε ο πρώην άντρας της, χρόνια τώρα. Η Σάρα διέγραψε το βίντεο από τον υπολογιστή, έβγαλε το στικάκι, το πέταξε στα σκουπίδια, πήρε τη σακούλα και την πέταξε έξω, στον κάδο των αχρήστων. Ορίστε. Τώρα το σπίτι ήταν πάλι καθαρό. Κι αυτή μόνη της. Δίχως ίχνος δικό του. Σύντομα θα επέστρεφε και η κόρη της από το σχολείο. Η ζωή ήταν ωραία. Σ’ αυτό το διαμέρισμα, τις αποφάσεις τις έπαιρνε η Σάρα. Βγήκε στο μπαλκόνι και άναψε τσιγάρο. Ακούμπησε τα πόδια της στο τραπέζι, χαμογέλασε και έκλεισε τα μάτια για να απολαύσει μια χαραμάδα ανοιξιάτικο ήλιο που είχε ξεμυτίσει από τα σύννεφα. Δική της ήταν η ζωή. Κανενός άλλου. Επιτέλους.
17 Ο Γκάμπριελ Μερκ ήταν έτοιμος να σηκωθεί για να πάει στην αίθουσα συνεδριάσεων, όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. «Ναι;» αποκρίθηκε. «Γεια σου, Γκάμπριελ». Στο δωμάτιο μπήκε ο Χόλγκερ Μουνκ. Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο Γκάμπριελ έγνεψε εν είδει χαιρετισμού και έσφιξε τη μεγάλη, ζεστή παλάμη που του προσφέρθηκε. «Χμμμ… ναι», είπε ο Χόλγκερ και έξυσε λίγο το κεφάλι του. «Βλέπω ότι δεν έχεις παραλάβει όσα χρειάζεσαι ακόμα, ε;» «Όχι», είπε ο Γκάμπριελ. «Αλλά, έεε… ο…» «Ο Κιμ;» «Ναι, ο Κιμ είπε ότι ο εξοπλισμός θα έρθει σήμερα». «Καλώς, καλώς», είπε ο Χόλγκερ Μουνκ και έξυσε απαλά τη γενειάδα του. «Είχαμε ένα άλλο αγόρι που έκανε προηγουμένως τη δουλειά σου, αλλά υπέκυψε στον πειρασμό. Κρίμα, αλλά τι να κάνουμε;» Ο Γκάμπριελ αναρωτήθηκε αν έπρεπε να ρωτήσει σε τι πειρασμό είχε ενδώσει ο προκάτοχός του, μα άλλαξε γνώμη. Κάτι στα μάτια του Μουνκ, κάτι που είχε παρατηρήσει και στο βλέμμα του άλλου, του Κιμ, ένα βλέμμα βαρύ, σοβαρό, μαρτυρούσε ότι οι σκέψεις του ήταν αλλού. «Ζητώ συγγνώμη για την ανορθόδοξη μέθοδο της πρόσληψής σου. Συνήθως συναντώ αυτοπροσώπως όσους προσλαμβάνω, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε χρόνος, δυστυχώς». «Κανένα πρόβλημα», είπε ο Γκάμπριελ.
92/487
«Μας ήρθες με πολύ καλές συστάσεις», κούνησε το κεφάλι του ο Μουνκ και χτύπησε τον Γκάμπριελ στον ώμο. «Για μια ακόμη φορά, συγγνώμη για το όλο άγχος. Είμαστε λίγο… χμμμ… σε ενημέρωσε ο Κιμ;» Ο Γκάμπριελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Οκέι, θα σε βάλουμε στη ρουτίνα σιγά-σιγά. Διάβασες τις εφημερίδες σήμερα;» «Διαδικτυακά», είπε ο Γκάμπριελ. «Βρήκες τίποτα ειδήσεις που σου τράβηξαν την προσοχή;» «Τα δυο κορίτσια που ψάχνουν όλοι;» Ο Μουνκ κατένευσε. «Η Μία κι εγώ θα ενημερώσουμε όλη την ομάδα συντόμως, αλλά σ’ το λέω τώρα για να ξέρεις για τι μιλάμε. Είχες ποτέ στο παρελθόν εργασιακή εμπειρία με την αστυνομία;» Ο Γκάμπριελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Μη σε νοιάζει και πολύ. Σε διάλεξα επειδή είσαι ικανός», συνέχισε ο Μουνκ. «Όπως σου είπα, αν υπήρχε χρόνος θα σε είχαμε στείλει για εκπαίδευση, κάτι σαν ταχύρρυθμη φοίτηση στην Αστυνομική Ακαδημία, αλλά δεν προλαβαίνουμε. Πρέπει να μαθαίνεις τα πάντα όπως σου ’ρχονται· κι αν δεν καταλαβαίνεις κάτι, να έρχεσαι να με ρωτάς. Οκέι;» «Ναι, φυσικά», είπε ο Γκάμπριελ. «Καλώς…» μουρμούρισε ο Μουνκ, λίγο χαμένος μες στις σκέψεις του ξανά. «Και τι σκέφτηκες, παρεμπιπτόντως;» «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Γκάμπριελ. «Όταν διάβασες τα νέα σήμερα το πρωί», είπε ο Μουνκ. «Α, μάλιστα», απάντησε ο Γκάμπριελ και κοκκίνισε λίγο, νιώθοντας ότι έπρεπε να είχε καταλάβει τι τον ρωτούσε το νέο του αφεντικό. «Ό,τι σκέφτηκαν και όλοι οι άλλοι, υποθέτω. Σοκαρίστηκα φυσικά. Την παρακολουθούσα την υπόθεση. Ήλπιζα να βρεθούν τα κοριτσάκια ζωντανά». Ο Γκάμπριελ έφερε στο νου του τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Παουλίνε και Γιουχάνε: βρέθηκαν νεκρές… Σαν δυο κούκλες κρεμασμένες από δέντρα… Οικογένειες σε βαθύ πένθος… Ένα λευκό Σιτροέν…
93/487
Έχετε δει αυτά τα ρούχα… «Αυτό εννοούσατε;» «Τι;» Ο Μουνκ είχε ξεχαστεί πάλι, το βλέμμα του ήταν αλλού χαμένο. «Να σας πω κι άλλα;» «Όχι, φτάνει, καλώς», απάντησε ο Μουνκ κι ακούμπησε το χέρι πάνω στον ώμο του νεαρού, πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Ή μάλλον ναι, για πες μου κι άλλα». Ο Μουνκ έκανε νόημα στον Γκάμπριελ να καθίσει, ενώ ο ίδιος έμεινε να στέκεται. Ακούμπησε την πλάτη του απαλά πάνω στον γυάλινο τοίχο, δίπλα στην πόρτα. «Ναι, δεν ξέρω τι να πω», είπε ο Γκάμπριελ. «Όταν ξύπνησα το πρωί, ήμουν ένας συνηθισμένος τύπος… δεν ήξερα ότι θα δούλευα σ’ αυτή την υπόθεση». Οι λέξεις είχαν περίεργη γεύση μες στο στόμα του. Θα δούλευε. Σ’ αυτή την υπόθεση. Μια υπόθεση φόνων. Οι εφημερίδες ήταν γεμάτες ρεπορτάζ, τα τηλεοπτικά κανάλια το ίδιο, όλοι μιλούσαν για την ανεύρεση των δύο κοριτσιών που είχαν εξαφανιστεί εδώ και μερικές εβδομάδες και τις έψαχνε όλη η Νορβηγία. Ήταν προφανές ότι η αστυνομία είχε πολύ περισσότερες πληροφορίες από όσες παρουσίαζε, αλλά τώρα έψαχναν να βρουν κάποιον που να είχε ξαναδεί τα ρούχα των κοριτσιών. Τα ρούχα που τα είχαν ντύσει. Κουκλόρουχα. Δυο λέξεις κρύβονταν πίσω απ’ όλα αυτά, δυο λέξεις που ακόμα δεν λέγονταν, γιατί εδώ ήταν Νορβηγία, δεν ήταν Αμερική, ούτε άλλες χώρες όπου συμβαίνουν κάτι τέτοια. Κατά συρροήν. Κανείς δεν το έλεγε, μα όλοι το σκέφτονταν. «Σκέφτηκα ότι πρόκειται για τον ίδιο δολοφόνο», είπε ο Γκάμπριελ. «Μάλιστα, για προχώρα». «Σκέφτηκα ότι όλο αυτό το πράγμα δεν είναι και πολύ νορβηγικό». «Πολύ σωστά. Παρακάτω;» «Σκέφτηκα ότι χαίρομαι πολύ που δεν είναι τα παιδιά κάποιου γνωστού μου», είπε ο Γκάμπριελ. Ο Μουνκ τού έκανε νόημα να συνεχίσει. «Βρήκα πολύ ενδιαφέρον ότι και τα δύο κορίτσια θα πήγαιναν για πρώτη φορά σχολείο αυτό το φθινόπωρο. Στην αρχή λοιπόν σκέφτηκα ότι ίσως εμπλέκεται κάποιος δάσκαλος. Ύστερα σκέφτηκα ότι ίσως να εξαφανιστούν
94/487
κι άλλα κορίτσια. Ύστερα σκέφτηκα ότι, αν εγώ είχα μια κόρη έξι ετών, θα την πρόσεχα σαν κόρη οφθαλμού αυτή τη στιγμή». «Τι είπες;» είπε ο Μουνκ, και ήταν σαν να ξύπνησε ξαφνικά. «Αν είχα μια κόρη έξι ετών, θα την πρόσεχα σαν κόρη οφθαλμού». «Όχι, πριν από αυτό». «Ότι ίσως να εξαφανιστούν κι άλλα κορίτσια;» «Όχι, πιο πριν». «Ότι ίσως σε όλο αυτό να εμπλέκεται κάποιος δάσκαλος». «Χμμμ…» έκανε ο Μουνκ και ξαναέξυσε απαλά τη γενειάδα του. Προχώρησε προς την πόρτα. «Μάλιστα. Και δεν μου λες, είσαι καλός στην κωδικοποίηση;» Ο Γκάμπριελ χαμογέλασε ελαφρά. «Νόμιζα ότι γι’ αυτό με προσλάβατε». «Ναι, για την ώρα», χαμογέλασε ο Μουνκ. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε ένα χαρτί που είχε κάτι γραμμένο επάνω του. «Αυτό εδώ δεν είναι προτεραιότητα, προσωπική δουλειά είναι, αλλά σκεφτόμουν μήπως θα μπορούσες να με βοηθήσεις έτσι κι αλλιώς». Ο Μουνκ τού έδωσε το χαρτί. «Έχω ένα μάτσο σπασικλάκια για φίλους και τους αρέσει να με προκαλούν. Ένας τους μου ’στειλε αυτό εδώ, αλλά δεν κατάφερα να το λύσω». Ο Γκάμπριελ κοίταξε το χαρτί που του είχε μόλις δώσει ο Μουνκ: bwlybjlynwnztirkjao=5 «Καταλαβαίνεις τι είναι;» είπε ο Μουνκ, όλος περιέργεια. «Όχι με την πρώτη ματιά», μουρμούρισε ο Γκάμπριελ. «Προσπαθώ να το λύσω εδώ και μέρες», αναστέναξε ο Μουνκ. «Αλλά νομίζω ότι μάλλον θα τα παρατήσω. Για κοίτα αν μπορείς να βρεις τίποτα. Εκνευρίζομαι πολύ όταν οι φίλοι μου καταφέρνουν να μου τη φέρουν». Ο Μουνκ γέλασε χαμηλόφωνα και χτύπησε ξανά τον Γκάμπριελ στον ώμο. «Αλλά δεν αποτελεί προτεραιότητα, εντάξει; Είναι προσωπικό ζήτημα». «Κανένα πρόβλημα», κατένευσε ο Γκάμπριελ.
95/487
Ο Μουνκ ξαναγύρισε προς την πόρτα κι αυτή τη φορά πρόλαβε να εξαφανιστεί ξοπίσω της πριν επιστρέψει και ξαναχώσει το κεφάλι του μέσα: «Η πλήρης ενημέρωση αναβάλλεται για μια ώρα περίπου, οκέι;» «Κανένα πρόβλημα», κατένευσε ξανά ο Γκάμπριελ και κάθισε να μελετήσει το πρόβλημα που ήταν γραμμένο στο χαρτί του Μουνκ.
18 Ο Μπένγιαμιν Μπάκε δεν έκρυψε την απογοήτευσή του καθώς διάβαζε το σημερινό φύλλο της εφημερίδας VG. Ούτε μία αναφορά στο όνομά του. Η εφημερίδα παρουσίαζε τους πιο καλοντυμένους Νορβηγούς της χρονιάς, κι ενώ πέρυσι τον είχαν βάλει στο νούμερο τρία, λίγο πίσω από τον τραγουδιστή Μόρτεν Χάρκετ και τον συγγραφέα Άρι Μπεν, φέτος δεν ήταν καν στη λίστα. Τι στο διάολο; Ο ηθοποιός χτύπησε δυνατά το χέρι του στον τοίχο του καμαρινιού του, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Και πόνεσε και έκανε και θόρυβο. Πολύ σύντομα, η Σουζάνε, η βοηθός σκηνοθέτη, έχωσε το κεφάλι της μέσα: «Όλα καλά, Μπένγιαμιν; Χτύπησε κανείς;» Ο Μπένγιαμιν Μπάκε έχωσε το χέρι που πονούσε στην τσέπη του και φόρεσε το καλύτερό του χαμόγελο. Ηθοποιός δεν ήταν; «Όλα φίνα! Από το καμαρίνι του Τρον-Έσπεν δεν ακούστηκε;» «Καλά», χαμογέλασε η Σουζάνε. «Πρόβα σε δεκαπέντε. Πράξη τρίτη, απ’ την αρχή». «Να είναι ή να μην είναι κανείς ακριβής; Να το ερώτημα ποιο είναι», είπε ο Μπένγιαμιν και της έκλεισε το μάτι. Η βοηθός σκηνοθέτη χαχάνισε λίγο κι έφυγε. Ναι, έλειπε από τη λίστα κι αυτό ήταν σκέτη Κόλαση. Πέρυσι ήταν μέσα – τι πήγε λάθος φέτος; Είχε προσέξει ιδιαιτέρως το ντύσιμό του. Μέχρι και υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων είχε προσλάβει· κι ένα στυλίστα για να τον βοηθάει με κάτι τέτοια. Για να φαίνεται ωραίος. Για να βγαίνει φωτογραφία στις κατάλληλες περιστάσεις. Και από τις σωστές γωνίες. Αναστέναξε και ξανακάθισε μπροστά στον καθρέφτη του. Δεν είχε αλλάξει και πολύ μέσα σ’ ένα χρόνο. Μερικές μικρές ρυτίδες μόνο γύρω από τα μάτια. Ένα
97/487
ανεπαίσθητο σπάσιμο. Έσκυψε μπροστά να δει καλά τη γραμμή τριχοφυΐας των μαλλιών του. Δεν φαινόταν στα καλά της, είχε υποχωρήσει αρκετά χιλιοστά από την τελευταία φορά που την είχε ελέγξει. Χτένισε τα μαλλιά του λίγο στο πλάι· καλύτερα έτσι. Έκανε μερικές ασκήσεις φωνητικής, να ζεσταθεί ο λαιμός. Σούφρωσε τα χείλη του μπροστά στον καθρέφτη. Δούλευε στο Εθνικό Θέατρο εδώ και κοντά οχτώ χρόνια. Ένα αστέρι γεννιέται, είχε γράψει τότε η εφημερίδα Νταγκμπλάντε, μετά την ερμηνεία του στο Περιμένοντας τον Γκοντό του Μπέκετ, στο ρόλο του Εστραγκόν. Έκτοτε του είχαν δοθεί κυρίως πρωταγωνιστικοί ρόλοι, ειδικά τα πρώτα εκείνα χρόνια. Είχε παίξει τον Ρωμαίο, τον Πέερ Γκιντ. Και τώρα ανέβαζαν τον Άμλετ στην κεντρική σκηνή, και ο Μπένγιαμιν είχε ελπίσει ότι θα έπαιρνε για μια ακόμη φορά τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Αλλά του δόθηκε ο ρόλος του Οράτιου. Ο Άμλετ, φυσικά, είχε δοθεί στον Τρον-Έσπεν. Ο Μπένγιαμιν δεν μπορούσε να καταλάβει το γιατί· ο ίδιος ήταν πολύ καλύτερος ηθοποιός. Ω, κύριέ μου… Πόσο λίγο του ταίριαζε. Να παίζει τη σκιά του Τρον-Έσπεν. Τον αναθεματισμένο τον Οράτιο, που κανείς δεν τον εμπιστευόταν, που μόνο ο Άμλετ τού μιλούσε. Να στέκεται εκεί και να σκύβει το κεφάλι και ν’ αντιμετωπίζει τον Τρον-Έσπεν σαν βασιλιά. Όχι, καθόλου δεν του άρεσε. Ο Μπένγιαμιν Μπάκε σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το κορμί του στον καθρέφτη. Μια χαρά φαινόταν. Έφτιαξε και λίγο η διάθεσή του. Όλη η γυμναστική που έκανε τον τελευταίο καιρό είχε φέρει αποτέλεσμα. Και η γιόγκα. Και οι θεραπείες για το δέρμα είχαν βοηθήσει, δεν έβλεπε πουθενά ούτε μισό στίγμα. Ξανακάθισε στην καρέκλα του και συνέχισε να ζεσταίνει τη φωνή του, καθώς μια φωνή από τη σκηνή έτριξε μέσω της ενδοεπικοινωνίας: «Είμαστε έτοιμοι για πρόβα της τρίτης πράξης. Άμλετ. Πράξη τρίτη, από την αρχή, σε πέντε λεπτά». Ο Μπένγιαμιν Μπάκε σταμάτησε τις φωνητικές ασκήσεις, βγήκε από το καμαρίνι του και προχώρησε προς την κεντρική σκηνή.
19 Ο Γκάμπριελ Μερκ καθόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας συνεδριάσεων και περίμενε να ξεκινήσει η ενημερωτική συνάντηση. Είχε γνωριστεί με όλους, είχαν σφίξει χέρια, είχαν χαιρετιστεί, και είχε ήδη ξεχάσει τα ονόματα των περισσοτέρων. Ο ένας ήταν ο Κιμ, που τον είχε μαζέψει από το δρόμο· ήταν μία με μακριά ξανθά μαλλιά, που την έλεγαν Ανέτε· και ύστερα ήταν κάτι νεότεροι άντρες, τρεις τον αριθμό, τα ονόματα των οποίων δεν θυμόταν· κι ένας μεγαλύτερος σε ηλικία, μικροσκοπικός, που τον έλεγαν… Λούντβιγκ, ίσως. Ο Χόλγκερ Μουνκ μπήκε στην αίθουσα, ακολουθούμενος κατά πόδας από τη Μία Κρούγκερ. Η Μία κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά-μπροστά, ενώ ο Χόλγκερ άνοιξε τον προβολέα και τον ένωσε με τον φορητό του υπολογιστή. «Μάλιστα», είπε. «Χαιρετώ. Σήμερα κάνουμε την πρώτη μας ενημέρωση με παρόντες όλους σας, έχουμε πλήρη απαρτία δηλαδή, γιατί είναι ανάγκη. Βλέπω κάποια καινούρια πρόσωπα, καλώς ήρθατε, όσοι βρίσκονται από πριν εδώ ας βοηθήσουν να ενσωματώσουμε τους νέους μας συναδέλφους στην ομάδα, ώστε να μπορέσουμε να πάρουμε όσο περισσότερα γίνεται ο ένας από τον άλλο. Έχουν περάσει ήδη δέκα ημέρες από τότε που βρήκαμε την Παουλίνε Ούλσεν και οχτώ αφότου βρήκαμε τη Γιουχάνε Λάνγκε. Έχοντας κατά το παρελθόν κρατήσει τα χαρτιά μας κλειστά απέναντι στα ΜΜΕ, αποφασίσαμε εντέλει να τα χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας αυτή τη φορά. Όπως, είμαι σίγουρος, έχετε ήδη όλοι σας δει, δημοσιεύσαμε σήμερα φωτογραφίες των φορεμάτων που φορούσαν τα δύο κορίτσια».
99/487
Ο Χόλγκερ έκανε μια μικρή παύση και κοίταξε το ακροατήριό του. Ο Γκάμπριελ Μερκ νόμισε πως διέκρινε ένα χαμόγελο πίσω από το σοβαρό του βλέμμα. «Στην πραγματικότητα, θα έπρεπε να γιορτάζουμε το γεγονός ότι επιστρέψαμε πάλι στα λημέρια μας, τη Μαρίμπουεσγκάτε», είπε ο Μουνκ κοφτά, «αλλά έχουμε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνουμε, όπως ξέρετε, οπότε ας αφήσουμε τα πανηγύρια γι’ αργότερα». Ο Γκάμπριελ κοίταξε στα γρήγορα τριγύρω στην αίθουσα. Παρόλο που η ατμόσφαιρα ήταν σοβαρή, είδε στα πρόσωπα χαμόγελα και βλέμματα ικανοποίησης. Αναμφίβολα, η συμμορία ήταν πανευτυχής που ξανασυναντιόταν. «Μερικοί από εσάς βρίσκονται μαζί μας από την αρχή, άλλοι όμως ήρθαν τώρα, και έτσι ήθελα να ενημερώσω τους πάντες για τα πάντα. Να πω μόνο ότι η ενημέρωση αυτή υπάρχει και σε μορφή αρχείου PDF στο σέρβερ, θα την ανεβάσουμε κατά τη διάρκεια της ημέρας. Θέλω επίσης να σας ζητήσω να μοιράζεστε ό,τι πληροφορίες έχετε με τον ίδιο τρόπο, ανεβάζοντάς τες δηλαδή στο σέρβερ. Ό,τι βρίσκετε να το ανεβάζετε, ό,τι κι αν είναι, για να έχουμε όλοι πρόσβαση στα πάντα. Τα πράγματα κυλούν πιο γρήγορα έτσι και θα μας είναι και πιο εύκολο να γράφουμε αναφορές». O Mουνκ πάτησε ένα κουμπί στον υπολογιστή και η πρώτη διαφάνεια του Power Point εμφανίστηκε στην οθόνη. Δεν ήταν οι φωτογραφίες που είχαν δοθεί στη δημοσιότητα, των δύο φορεμάτων· ήταν φωτογραφίες των δύο κοριτσιών, ντυμένων με τα φορέματα αυτά, και κρεμασμένων το καθένα από το δέντρο του. Ο Γκάμπριελ Μερκ δεν είχε δει ποτέ του παρόμοιο θέαμα και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πού είχε εμπλακεί. Δεν επρόκειτο για κινηματογραφική ταινία. Δεν ήταν ειδήσεις στην τηλεόραση. Ήταν η πραγματικότητα. Τα δυο κοριτσάκια δεν υπήρχαν πια. Κάποιος τούς είχε κλέψει τη ζωή, στην κυριολεξία. Δεν ανέπνεαν πια, δεν θα ξαναμιλούσαν πια, δεν θα ξαναχαμογελούσαν. Δεν θα πήγαιναν ποτέ στο σχολείο. Ο Γκάμπριελ Μερκ προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος, και να κοιτάξει τις φωτογραφίες, παρά τον κόμπο στο στομάχι του. Ξεχώριζε που ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, αν λιποθυμούσε κιόλας στην πρώτη τους συνάντηση, δεν θα έδινε και πολύ ελπιδοφόρο σημάδι.
100/487
«Παουλίνε Ούλσεν και Γιουχάνε Λάνγκε», είπε ο Μουνκ. «Έξι χρονών. Θα άρχιζαν σχολείο το φθινόπωρο. Η Παουλίνε αγνοείτο εδώ και τέσσερις εβδομάδες. Η Γιουχάνε εδώ και τρεις». Νέα διαφάνεια, χάρτες. «Η Παουλίνε εξαφανίστηκε από το Εκκλησιαστικό Νηπιαγωγείο του Σκέγιεν. Βρέθηκε στο Μαριντάλεν. Η Γιουχάνε από το Νηπιαγωγείο Λίλε Έκεμπαρ και βρέθηκε στο δάσος Κρουκσκούγκεν, κοντά στην εθνική οδό Χαντελαντσβάιεν. Η ώρα του θανάτου τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς, αλλά τα πάντα δείχνουν ότι τα κορίτσια κρατήθηκαν αιχμάλωτα πριν τους φορέσουν τα φορεματάκια τους και τα βρούμε όπως τα βρήκαμε». Ο Μουνκ πάτησε ξανά ένα πλήκτρο. Νέα εικόνα. Ο Γκάμπριελ δεν άντεχε να κοιτάξει· γύρισε το βλέμμα στο πάτωμα, ανάμεσα στα παπούτσια του. Ο Χριστός και η Παναγία. Σε τι είχε δεχτεί να συμμετάσχει; Τα κορίτσια ήταν νεκρά. Δολοφονημένα. Θύματα κάποιου γκροτέσκου παιχνιδιού. Ευχήθηκε να βρισκόταν στο κρεβάτι του. Ένιωσε λες και η ζωή του ολόκληρη είχε αλλάξει μέσα σε λίγα μόλις λεπτά. Ευχόταν να μην είχε δει ποτέ του αυτές τις φωτογραφίες. Να μην ήξερε ότι υπήρχαν τέτοιου είδους άνθρωποι, άνθρωποι που έκαναν τέτοια πράγματα. Ένιωσε ξαφνικά ένα βάρος απίστευτο να κάθεται πάνω στην καρδιά του. Μια θλίψη που δεν είχε ποτέ του φανταστεί. Ήξερε ότι τέτοια πράγματα συνέβαιναν, αλλά στην πραγματικότητα δεν το ήξερε. Όλο αυτό ήταν εξωπραγματικό. Όχι, ήταν υπερβολικά πραγματικό, διαολεμένα πραγματικό, ήταν αυτό που ήταν. Ο Γκάμπριελ πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί, προσπάθησε να παραμείνει απολύτως ακίνητος. «Δεν υπάρχουν σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης», συνέχισε ο Μουνκ. «Τα δύο κορίτσια ήταν φρεσκοπλυμένα, τα νύχια τους κομμένα και καθαρά, τα μαλλιά τους χτενισμένα. Είχαν και τα δυο μια ταμπελίτσα των αεροπορικών γραμμών Norwegian γύρω από το λαιμό τους, που έγραφε Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Και τα δυο είχαν στην πλάτη τους σχολικές τσάντες. Και τα δυο δολοφονήθηκαν με υπερβολική δόση αναισθητικών. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για τον ίδιο εκτελεστή και ότι οι απαγωγές και οι δολοφονίες ήταν πολύ καλά προσχεδιασμένες. Η Παουλίνε βρέθηκε από έναν περαστικό ονόματι Βάλτερ Χένρικσεν – τον έχουμε στο
101/487
αστυνομικό μητρώο, αλλά για άσχετα πράγματα· για δύο κλήσεις για οδήγηση σε κατάσταση μέθης εδώ και λίγα χρόνια, δεν συνάδουν λόγοι να τον θεωρήσουμε ύποπτο. Τη Γιουχάνε τη βρήκαν δυο αδέλφια, ο Τουμπίας και ο Τούρμπεν Ίβερσεν, δεκατριών και εφτά χρονών αντιστοίχως. Ο πατριός των αγοριών, Μίκαελ Φρανκ, είναι επίσης γνωστός μας, έχει περάσει έξι μήνες στη στενή για μικροαπατεωνιές, αλλά και πάλι δεν έχουμε λόγο να τον υποψιαζόμαστε. Από συνεντεύξεις που διεξαγάγαμε στις γύρω περιοχές, δεν βρήκαμε τίποτε ιδιαίτερο, εκτός από τη θέαση ενός αυτοκινήτου που μπορεί να αποδειχτεί ή όχι σημαντική, ενός λευκού Σιτροέν άγνωστης χρονιάς και άγνωστου μοντέλου». Ο Μουνκ πάτησε το πλήκτρο και στην οθόνη εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες από τις εφημερίδες. Ήπιε μια γουλιά ανθρακούχο μεταλλικό νερό και συνέχισε: «Τα φορέματά τους είναι αντιγραφές φορεμάτων από κούκλες, ειδικά κατασκευασμένα ώστε να χωράνε σε παιδιά. Εάν ο δολοφόνος τα έραψε μόνος του, πολύ πιθανόν να μη μας οδηγήσουν πουθενά, αλλά μπορούμε να ελπίζουμε ότι ο δολοφόνος, ή η δολοφόνος, ανέθεσε τη δουλειά σε κάποιον άλλον, σε κάποιον που δεν ήξερε τη μελλοντική χρήση τους. Γι’ αυτό λοιπόν κι εμείς απευθυνθήκαμε εχθές στις εφημερίδες, με την ελπίδα ότι κάποιος θα τα αναγνωρίσει. Αλλά ακόμη τίποτα. Σωστά, Ανέτε;» Ο Μουνκ γύρισε προς τη μεριά της ξανθιάς κοπέλας. «Τίποτα», είπε η Ανέτε. «Βέβαια είναι ακόμα εξαιρετικά νωρίς». «Προφανώς», κατένευσε ο Μουνκ. «Για όσους δεν το ξέρουν, η Ανέτε είναι ο σύνδεσμός μας με τα Κεντρικά, κάθε επικοινωνία περνάει από τα χέρια της, οπότε δεν πρόκειται να έχουμε διαρροές από εδώ. Αυτό είναι το νόημα του να κρυφτούμε εδώ κάτω, έτσι δεν είναι, Κιμ;» «Για να μπορείς εσύ να καπνίζεις στη βεράντα;» Αδύναμα γέλια από την ομήγυρη. «Ναι, Κιμ, γι’ αυτό. Και πού ’σαι; Πρόσεχε μη σε χτυπήσει η πόρτα καθώς θα φεύγεις, ε; Σοβαρά τώρα, και θέλω να το υπογραμμίσω αυτό όσο δεν πάει, δεν μιλάμε σε κανέναν. Ούτε με δημοσιογράφους. Ούτε με συναδέλφους από τα Κεντρικά. Ούτε με συγγενείς, φίλους, συζύγους,
102/487
γκόμενους, γκόμενες, συγκατοίκους, ερωμένες, εραστές, και στην περίπτωσή σου, Κιμ, ούτε με το σκύλο σου». Γελάκια πάλι. Ο Γκάμπριελ Μερκ κοίταξε γύρω του· του ήταν αδύνατον να καταλάβει πώς γινόταν να γελάνε τέτοιες ώρες, αλλά μετά μπήκε στο νόημα: τι άλλο να έκαναν, δηλαδή; Αποστασιοποίηση. Έπρεπε να κρατηθούν συναισθηματικά αποστασιοποιημένοι. Αλλιώς θα θόλωναν και δεν θα έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Να μην αισθάνεσαι πολλά. Να μην μπλεχτείς συναισθηματικά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να γελάσει κι αυτός λίγο, δίχως να βγάλει άχνα. «Εμείς ξέρουμε», συνέχιζε ο Μουνκ. «Και ό,τι ξέρουμε το κρατάμε για τον εαυτό μας. Θα έχουμε όση βοήθεια χρειαζόμαστε, εφόσον μιλήσουμε πρώτα στην Ανέτε. Ασχέτως του τι θέλετε, ό,τι και να είναι αυτό, ρωτάτε την Ανέτε. Έχουμε απεριόριστους πόρους, που θα μας τους παρέχουν μέσω της Ανέτε». «Τι σημαίνει απεριόριστους;» ρώτησε ο Κιμ. «Εννοώ, δίχως όρια», είπε ο Μουνκ. «Υπερωρίες, αυτοκίνητα, τεχνολογία, προσωπικό… Αυτή η υπόθεση δεν αποτελεί προτεραιότητα μόνο για εμάς και τα Κεντρικά, αποτελεί υπόθεση όλης της χώρας. Παίρνουμε εντολές από την κορυφή – και προφανώς δεν εννοώ τον Μίκελσον». «Από τον Υπουργό Δικαιοσύνης δηλαδή;» ρώτησε ένας από τους άντρες του οποίου το όνομα ο Γκάμπριελ δεν πολυθυμόταν. Είχε ξυρισμένο κεφάλι και έμοιαζε λίγο τρομαχτικός. Θα μπορούσε ανετότατα να παίζει τον κακοποιό σε κινηματογραφική ταινία. «Μεταξύ άλλων», κατένευσε ο Μουνκ. «Από τον Πρωθυπουργό;» επέμεινε ο άντρας. «Το Γραφείο του Πρωθυπουργού είναι ενήμερο, ναι», είπε ο Μουνκ. «Δεν έχουμε εκλογές σε λίγους μήνες;» χαμογέλασε πλατιά ο άντρας με το ξυρισμένο κεφάλι. «Πάντα έχουμε εκλογές, Κάρι», χαμογέλασε ο Κιμ. Κάρι. Ώστε έτσι τον έλεγαν. Σαν το μπαχαρικό. «Τα σχόλιά σας περί Πρωθυπουργού τα έχω γραμμένα ξέρετε πού», είπε Μουνκ, απότομα. «Τα δυο αυτά κορίτσια θα μπορούσαν να είναι κόρες σας,
103/487
και προφανώς δεν είμαστε οι μόνοι που νιώθουμε έτσι, όλη η χώρα νιώθει έτσι. Κοιτάξτε στο Ίντερνετ, στις ειδήσεις, είμαστε μια χώρα που θρηνεί, είμαστε μια χώρα σε κατάσταση σοκ. Δεν λύνουμε την υπόθεση για χάρη των οικογενειών τους, έχουμε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, οι άνθρωποι είναι τρομοκρατημένοι. Τις γράφω εκεί που δεν πιάνει μελάνι τις πολιτικές σου απόψεις, Κάρι. Το ότι έχουμε ολόκληρη κυβέρνηση να μας υποστηρίζει σημαίνει ότι έχουμε απεριόριστους πόρους. Δεν είναι δουλειά μας να διερευνούμε πολιτικά κίνητρα, δουλειά μας είναι να πιάσουμε το δολοφόνο, με πιάνεις;» Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων. Ο τύπος που τον έλεγαν Κάρι δεν είπε τίποτα, έσκυψε μόνο λίγο το κεφάλι και άρχισε να στριφογυρίζει τα δάχτυλα στην ποδιά του. Ο Γκάμπριελ δεν είχε ξαναδεί τον Μουνκ να εξάπτεται έτσι. Από το τηλέφωνο, και στο γραφείο προηγουμένως, ήταν ήρεμος και ευγενής, χαλαρός, σαν ένα τεράστιο αρκουδάκι. Τώρα έμοιαζε περισσότερο με παιδί. Σκοτεινό βλέμμα, σκοτεινοί στόχοι. Άρχισε σιγά-σιγά να καταλαβαίνει γιατί ο Μουνκ ήταν αρχηγός εδώ μέσα και κανείς άλλος. «Όπως όλοι έχετε καταλάβει, η Μία είναι ξανά μαζί μας», συνέχισε ο Μουνκ, στο γνωστό του τέμπο τώρα. «Γεια και πάλι», είπε η Μία Κρούγκερ, που είχε παραμείνει αμίλητη καθ’ όλη την παρουσίαση, μα που τώρα σηκώθηκε όρθια και πλησίασε την οθόνη. Διάσπαρτα χειροκροτήματα και σφυρίγματα από τους παρισταμένους. «Σας ευχαριστώ, χαίρομαι που επέστρεψα». Ο Γκάμπριελ κοίταξε τη Μία λίγο στα κρυφά· δεν τολμούσε να την κοιτάξει στα ίσια, φοβόταν ότι θα κολλούσε και θα χάζευε. Η συνεδρίαση του έπεφτε πολλή: πρώτα η Παουλίνε και η Γιουχάνε κρεμασμένες από τα δέντρα και τώρα η Μία Κρούγκερ σε απόσταση μερικών μέτρων μόνο μπροστά του. Ο Γκάμπριελ Μερκ δεν ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που γούσταρε τρελά τη Μία Κρούγκερ. Υπήρχαν ολόκληρες Σελίδες αφιερωμένες σε κείνην στο Facebook. Ίσως όχι πια, αλλά τότε, παλιά, υπήρχαν. Μάλιστα, ο Γκάμπριελ Μερκ είχε σκεφτεί να κάνει like σε μερικές από αυτές, αλλά ως χάκερ ήξερε ότι όλες αυτές οι διαδικτυακές κινήσεις ήταν ανιχνεύσιμες μέχρι και στην παραμικρή τους λεπτομέρεια, και ήταν πολύ προσεκτικός με το τι
104/487
έκανε και τι δεν έκανε στο Διαδίκτυο. Οι φήμες ήθελαν τη Μία Κρούγκερ να έχει πυροβολήσει τον εραστή της αδελφής της, ένα τζάνκι, σκοπίμως. Οι εφημερίδες ασχολήθηκαν μ’ αυτή την ιστορία για λίγες εβδομάδες, μέχρι που επισκιάστηκε από άλλα γεγονότα. Η τελική έκθεση είχε αποφανθεί ότι η Μία Κρούγκερ δεν είχε πράξει τίποτε μεμπτό, αλλά εκείνη είχε διαλέξει να εξαφανιστεί για λίγο καιρό έτσι κι αλλιώς. Το ισχνό κορίτσι με τα κατάμαυρα μαλλιά φορούσε ένα ασπρόμαυρο ζιβάγκο και στενό, μαύρο παντελόνι με φερμουάρ στους μηρούς. Έμοιαζε κουρασμένη, με το βλέμμα θαμπό, και ήταν πολύ πιο λεπτή απ’ ό,τι στις φωτογραφίες των εφημερίδων. Μία, η Κόρη του Φεγγαριού. Έτσι την αποκαλούσαν στο Ίντερνετ. Από κάποιο παλιό κόμικ που ο Γκάμπριελ ήταν πολύ μικρός για να το έχει διαβάσει· ήξερε όμως ότι το έλεγαν Το Ασημένιο Βέλος. Ένας από τους χαρακτήρες ήταν μια πανέμορφη Ινδιάνα, η Κόρη του Φεγγαριού, με την οποία πρέπει να ήταν κρυφά ερωτευμένα όλα τα αγοράκια τη δεκαετία του ’80. Και, παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσε να μην την κοιτάξει τώρα. Η Μία Κρούγκερ! Δεν υπήρχαν και πολλοί διάσημοι αστυνομικοί επιθεωρητές στη Νορβηγία, ίσως γι’ αυτό. Μια όμορφη, νέα, ταλαντούχα, γαλανομάτα Νορβηγίδα που έμοιαζε με Ινδιάνα, εμπλεκόμενη σ’ ένα μεγάλο σκάνδαλο: τέλειο θέμα για τις εφημερίδες. Ξαφνικά, τη λυπήθηκε λίγο. Έμοιαζε τόσο κουρασμένη. Τα αδύναμα πόδια της χώνονταν μέσα στις μεγάλες, βαριές μπότες μοτοσικλετιστή που φορούσε. Οι πόρπες τους κουδούνιζαν ακόμη και με το λίγο που κουνιόταν. Είχε ένα ασημένιο βραχιόλι γύρω από τον ένα της καρπό και ένα δερμάτινο λουράκι δεμένο γύρω απ’ τον άλλο. Στα φόρουμ του Διαδικτύου ο Γκάμπριελ είχε διαβάσει διάφορες ιστορίες γι’ αυτά τα δύο. Το ασημένιο βραχιόλι ήταν, λέει, δώρο της αδελφής της, που είχε πεθάνει από υπερβολική δόση. Οι φήμες έλεγαν ότι το λουράκι το είχε πάρει από έναν Λετονό, ύποπτο για τη δολοφονία ενός κοριτσιού που το είχε φέρει στη Νορβηγία για να το εκδίδει. Ήταν στην αρχή της καριέρας της, και ο Λετονός είχε καταφέρει να την κάνει να τον λυπηθεί. Τον είχε αφήσει να καθίσει στην ανάκριση χωρίς χειροπέδες. Της είχε επιτεθεί μ’ ένα κοπίδι που είχε κρύψει στην μπότα του. Η Μία, γεμάτη αίματα στο πρόσωπο, είχε καταφέρει να τον εξουδετερώσει και ύστερα χρησιμοποίησε το κοπίδι για να
105/487
κόψει το λουράκι από τον καρπό του. Και τώρα το φορούσε στο δικό της χέρι, για να θυμάται να μη δείχνει αδυναμία. Παραλίγο να χάσει το μάτι της εκείνη τη μέρα. Ο Γκάμπριελ μπορούσε να δει την ουλή από τη θέση του. Φήμες και ιστορίες. Δεν ήξερε αν ίσχυε τίποτε από όλα αυτά, αλλά ότι ήταν συναρπαστικά, ήταν. Και με το παραπάνω. Και να την τώρα που στεκόταν μπροστά του. Και ήταν και συνάδελφοι. Η Μία Κρούγκερ, με το ένα χέρι να αγκαλιάζει το σώμα της, μίλησε χαμηλόφωνα και προσεκτικά. Ο Γκάμπριελ έπρεπε να τεντωθεί προς τα εμπρός για να την ακούσει. «Τα περισσότερα τα ξέρετε. Αλλά ας δούμε και μερικά πράγματα που δεν ξέρετε, πράγματα που θεωρώ σημαντικά». Η Μία πάτησε ένα πλήκτρο στον υπολογιστή του Χόλγκερ και μια νέα φωτογραφία έκανε την εμφάνισή της. «Τα κορίτσια είχαν στην πλάτη τους κρεμασμένη μία σχολική τσάντα όταν βρέθηκαν. Στις τσάντες μέσα υπήρχαν βιβλία. Σχολικά. Στην πρώτη τους σελίδα είχαν και τα δύο γραμμένο από κάτι. Στα βιβλία της Γιουχάνε Λάνγκε έγραφε “Γιουχάνε”. Στα βιβλία της Παουλίνε, αντιθέτως, έγραφε “0x1ΓΒ”». Νέα φωτογραφία. «Γιατί;» Η Μία Κρούγκερ μειδίασε. «Σ’ ευχαριστώ, Κάρι, για τη μονίμως ιώβεια υπομονή σου. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Άσε τη Μία να μιλήσει», είπε ο Μουνκ, εκνευρισμένος. «Λοιπόν, στα βιβλία της Γιουχάνε έγραφε “Γιουχάνε”. Στα βιβλία της Παουλίνε έγραφε “0x1ΓΒ”. Όπως βλέπετε, τίποτε σ’ αυτή την υπόθεση δεν είναι τυχαίο. Όλα μοιάζουν σχεδιασμένα μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια. Ο δράστης ήξερε τι έκανε, ήξερε τα ονόματα των κοριτσιών, υπάρχουν λόγοι να πιστεύουμε ότι τις παρακολουθούσε πολύ πριν τις απαγάγει, θα επανέλθουμε σ’ αυτό βέβαια, αλλά…» Η Μία Κρούγκερ κοντοστάθηκε, έβηξε ελαφρά και έσφιξε το μπράτσο γύρω από το σώμα της. Ο Μουνκ σηκώθηκε και της προσέφερε μια γουλιά από το ανθρακούχο νερό του. Η Μία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα: «Όπως όλοι ξέρετε, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι δύο υποθέσεις είναι συνδεδεμένες, αλλά έχουμε επίσης λόγους να πιστεύουμε ότι είναι
106/487
συνδεδεμένες και με μια άλλη υπόθεση, μια υπόθεση που δεν καταφέραμε να επιλύσουμε πριν μερικά χρόνια». Ξαναπάτησε ένα πλήκτρο στον υπολογιστή. «Το 2006, ένα μωρό εξαφανίστηκε από το νοσοκομείο του Χένεφος. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο σουηδικής υπηκοότητας νοσοκόμος Γιουάκιμ Βίκλουν βρέθηκε κρεμασμένος στο διαμέρισμά του. Στο πάτωμα από κάτω του βρέθηκε ένα σημείωμα, γραμμένο σε γραφομηχανή, με το οποίο αναλάμβανε την ευθύνη για την απαγωγή του μωρού. Το μωρό δεν βρέθηκε ποτέ. Και η υπόθεση μπήκε στο ράφι». Η Μία Κρούγκερ ξανασταμάτησε. Αυτή τη φορά ήπιε μια γουλιά νερό. Δεν ήταν σε φόρμα, ήταν πια οφθαλμοφανές. Το συνήθως ευθυτενές αυτό κορίτσι έτρεμε ελαφρά, φαινόταν να έχει πρόβλημα να κάνει το μυαλό της να δουλέψει. «Ο Χόλγκερ κι εγώ», συνέχισε, μετά από μια μικρή παύση για να πάρει ανάσες, «είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι το όνομα στα βιβλία της Παουλίνε είναι ένα μήνυμα από το δολοφόνο. Τι σχέση έχει ακριβώς με την υπόθεση της εξαφάνισης του μωρού δεν μπορώ να σας πω, αλλά νομίζουμε ότι το ΓΒ σημαίνει Γιουάκιμ Βίκλουν και ότι οι αριθμοί 0x1 παραπέμπουν, πολύ απλά, στο “όχι”». Χαμηλά μουρμουρητά ακούστηκαν από την αίθουσα. Ήταν εμφανές ότι όλοι εκεί μέσα σέβονταν τη Μία Κρούγκερ και το μυαλό της. Ο Μουνκ ξανασηκώθηκε: «Αυτό σημαίνει ότι η υπόθεση του Χένεφος ξανανοίγει, ό,τι ξέρουμε από τότε θα το επανεξετάσουμε, όλες τις συνεντεύξεις, όλες τις παρατηρήσεις, όλα τα ονόματα που συνδέονται με την υπόθεση. Θα τα ξαναδούμε. Λούντβιγκ, θέλω να αναλάβεις εσύ αυτή την ευθύνη, μιας και ήσουν και παλιά μαζί μας, και να πάρεις μαζί σου τον Κάρι, που δεν ήταν. Παλιό και νέο βλέμμα μαζί, νομίζω ότι θα βγει σε καλό». Ο μεγαλύτερος άντρας, που τον έλεγαν Λούντβιγκ, όσο και ο μικρότερος, ο Κάρι, o ετοιμόλογος πολιτικός σχολιαστής με το ξυρισμένο κεφάλι, κατένευσαν. «Αυτή λοιπόν είναι η μία πτυχή· Χένεφος, 2006. Η δεύτερη πτυχή είναι τα δύο φορέματα. Η Ανέτε συντονίζει ό,τι συμβουλές και στοιχεία καταφθάνουν από τα Κεντρικά και τα παρουσιάζει στη Μία και σε μένα. Πιθανοί ύποπτοι…» Ο Χόλγκερ κοίταξε το κοινό. «Κίρε;»
107/487
Ένας ψιλόλιγνος άντρας με κοντά μαύρα μαλλιά και μεγάλα γυαλιά σήκωσε το βλέμμα από τις σημειώσεις του. «Έεε… ναι. Το ’χουμε αναλάβει εγώ και ο Τρουν αυτό, αλλά η λίστα δεν είναι μεγάλη. Έχουμε μέχρι στιγμής διάφορους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, περιπτώσεις κακοποίησης. Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι και πολύ σίγουρος τι ακριβώς ψάχνουμε. Δεν έχουμε δει τίποτα παρόμοιο στο παρελθόν. Τίποτα. Εγώ, πάντως, όχι. Φτιάξαμε κάτι καταλόγους με συναδέλφους από την Ευρώπη, ιδιαίτερα από το Βέλγιο, που έχουν τα ονόματα όλων όσων είχαν σχέση με τον Μαρκ Ντιτρού, αλλά και πάλι, όσο σοβαρή κι αν ήταν εκείνη η υπόθεση, δεν συγκρίνεται μ’ αυτό που έχουμε τώρα στα χέρια μας. Για να πω την πάσα αλήθεια, οι άνθρωποι εκεί κάτω κουνάνε το κεφάλι τους κάθε φορά που τους ρωτάμε, αλλά εμείς φυσικά συνεχίζουμε να ψάχνουμε, δεν γίνεται αλλιώς». «Καλώς», έγνεψε ο Μουνκ. «Ναι, ξέχασα να πω ότι παραλάβαμε έναν νέο επεξεργαστή βάσης δεδομένων, ο οποίος θα ενεργοποιηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ό,τι εισάγουμε μέσα, ονόματα, παρατηρήσεις, ό,τι να ’ναι, θα διασταυρώνεται αμέσως με όλες τις άλλες διαθέσιμες βάσεις δεδομένων, τις δικές μας και των άλλων, κι αν κάποιος έχει πρόβλημα στο να τον χρησιμοποιήσει, να πάει να βρει τον Γκάμπριελ Μερκ, το καινούριο μας σπασικλάκι. Γνωριστήκατε όλοι με τον Γκάμπριελ;» Ο Γκάμπριελ τινάχτηκε μόλις άκουσε τ’ όνομά του. Σήκωσε το βλέμμα και είδε την ομήγυρη να γυρίζει και να τον κοιτάζει. «Γεια χαρά, Γκάμπριελ», είπε κάποιος. «Γεια σας», απάντησε εκείνος, λίγο νευρικά. Ένιωθε ότι είχε επιστρέψει στα μαθητικά θρανία. Ότι έπρεπε να σηκωθεί στον πίνακα, να πει ετούτο κι εκείνο, αλλά ευτυχώς τη γλίτωσε. Δεν είχε ιδέα για ποια βάση δεδομένων μιλούσε ο Χόλγκερ Μουνκ. Ο Μουνκ τον κοίταξε και του έκλεισε το μάτι. «Δεν πρόλαβα να σ’ το πω, αλλά θα σ’ το εξηγήσω μετά, οκέι;» «Οκέι», κατένευσε ο Γκάμπριελ και χάρηκε που η Μία Κρούγκερ ξαναπήρε το βήμα. «Δεν ξέρω πόσοι από εσάς γνωρίζετε γι’ αυτό εδώ». Υπολογιστής, πλήκτρο. «Αλλά ανακαλύψαμε έναν αριθμό χαραγμένο στο μικρό νύχι του αριστερού χεριού της Παουλίνε. Τον αριθμό ένα. Όπως βλέπετε…»
108/487
–καινούρια φωτογραφία στην οθόνη– «…η Γιουχάνε είχε ακριβώς το ίδιο, τον αριθμό δύο, δύο χαρακιές, χαραγμένο στο αριστερό της νυχάκι». «Διάολε», ακούστηκε αυθόρμητα από τον Λούντβιγκ, τον μεσήλικα με τα στρογγυλά γυαλιά. «Ακριβώς», είπε η Μία και τον κοίταξε. «Τι; Τι “διάολε”;» ρώτησε ο Κάρι. «Θα έχουμε κι άλλα», είπε η Ανέτε. Σιωπή μες στην αίθουσα. «Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι η Παουλίνε και η Γιουχάνε ήταν μόνο τα δύο πρώτα θύματα. Κι ότι θα ακολουθήσουν κι άλλα. Δυστυχώς». Ο Μουνκ ξαναπήρε το λόγο: «Και άρα είμαστε ιδιαιτέρως προσεκτικοί με τις περιπτώσεις εξαφάνισης. Κοριτσάκια έξι ετών, ακόμα κι αν λείπουν μόνο για μισή ώρα, πρέπει να έχουν την απόλυτη προσοχή μας, οκέι;» Όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους καταφατικά. «Και τώρα πρέπει να κάνω ένα τσιγάρο, οπότε κάντε διάλειμμα δέκα λεπτών και ξανασυναντιόμαστε εδώ μετά». Ο Μουνκ ψάρεψε ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του μπουφάν του και βγήκε στη βεράντα να καπνίσει, ακολουθούμενος από τη Μία. Ο Γκάμπριελ δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν του έφταναν οι φωτογραφίες των δύο κοριτσιών, ακολουθούσαν κι άλλα; Πήρε βαθιές ανάσες από την κοιλιά για να κατεβάσει τους σφυγμούς του και μετά βγήκε στο διάδρομο να πάρει έναν καφέ.
20 Ο Λούκας καθόταν στο συνηθισμένο στασίδι του στην εκκλησία, μια ελαφρώς υπερυψωμένη καρέκλα στον τοίχο, με θέα προς τον άμβωνα και το εκκλησίασμα. Ο Πάστορας Σίμουν είχε πάρει τη θέση του μπροστά στον άμβωνα, μα δεν άρχιζε ακόμα την ομιλία του. Έμοιαζε να σκέφτεται κάτι σημαντικό. Ο Λούκας και το υπόλοιπο εκκλησίασμα περίμεναν σιωπηλά· ούτε κιχ δεν ακουγόταν μες στη μεγάλη λευκή αίθουσα. Είχαν όλοι αγωνία να ακούσουν τα λόγια του Πάστορα, λόγια που έβγαιναν απ’ την καρδιά. Ο ασπρομάλλης ιερέας φημιζόταν για την παύση που έκανε πριν ξεκινήσει, ερχόταν σε επαφή με τον Κύριο τότε, άνοιγε τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ Θεού, ιδίου και εκκλησιάσματος, απελευθέρωνε το χώρο απ’ ό,τι θα μπορούσε να εμποδίσει το διάλογο με τα ουράνια. Η λειτουργία γινόταν όμορφη, αγγελική σχεδόν, σαν διαλογισμός. Αυτά σκεφτόταν ο Λούκας καθώς καθόταν ήρεμα και περίμενε, με τα χέρια διπλωμένα στην αγκαλιά του. Ο Λούκας είχε τεράστια αδυναμία στις ομιλίες του Πάστορα Σίμουν. Την πρώτη φορά, τον είχε ακούσει να μιλάει κατά τύχη, σε μια κατασκήνωση στη νότια Νορβηγία, δώδεκα χρόνια πριν. Η ανάδοχη οικογένειά του τον είχε στείλει διακοπές με τους γείτονες· δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να τον πάρει μαζί της. Ο Λούκας δεν θυμόταν πού θα πήγαιναν, στο Νότο κάπου, δεν έχει σημασία. Δεκαπεντάχρονος τότε, ένιωσε πολύ άβολα φτάνοντας στην κατασκήνωση, τα πάντα τού φαίνονταν παράξενα. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Όλη του τη ζωή άβολα ένιωθε. Μπαινόβγαινε σε σπίτια ανάδοχων οικογενειών από τότε που η Πρόνοια τον είχε πάρει με το ζόρι απ’ το κανονικό του σπίτι. Έκτοτε, δεν είχε στεριώσει πουθενά. Ούτε στο σχολείο. Δεν είχε πρόβλημα με τα μαθήματα, με τους συμμαθητές του είχε πρόβλημα.
110/487
Και με τους δασκάλους του. Με τους ανθρώπους γενικά. Ο Λούκας κοίταξε με θαυμασμό τον Πάστορα Σίμουν, που παρέμενε με τα μάτια κλειστά και τις παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό. Ένιωσε μια ζέστη. Μια λαμπερή θερμότητα κι ένα απαλό, καθαρό φως να πλημμυρίζει το σώμα του και να του προσφέρει ασφάλεια. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είχε νιώσει έτσι, σε κείνη την κατασκήνωση στη νότια Νορβηγία. Στην αρχή ήταν σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Νόμιζε ότι όλοι γύρω τού έκρυβαν κάτι. Γεμάτος ανασφάλεια, φοβερά ανήσυχος, είχε άρχισε ν’ ακούει πάλι φωνές μες στο κεφάλι του, και οι φωνές τού έλεγαν να κάνει πράγματα που δεν λέγονται φωναχτά. Και τότε, λες και τον φώτισε ο ίδιος ο Θεός, βρέθηκε μπροστά σε μια σκηνή, στην άκρη-άκρη της κατασκήνωσης. Μια λωρίδα φωτός ξέφευγε από τις λευκές της τέντες, και ένας ψίθυρος, μια φωνή απαλή, όχι κραυγαλέα –δεν του άρεσαν οι κραυγές–, ένας απαλός ψίθυρος, χαμηλόφωνος, σε ξένη γλώσσα, γλιστρούσε από μέσα. Sequere via ad caelum. H μαλακή, ευγενής φωνή έφτανε στ’ αυτιά του· το μαγνητικό φως τον καλούσε κοντά του. Sequere via ad caelum. Ακολουθήστε το δρόμο του ουρανού. Μετά από λίγο μπήκε στη σκηνή, μαγεμένος απ’ τις φωνές, τη ζεστασιά και το φως. Κι εκεί μέσα, πάνω στο βάθρο, στη μέση της τέντας, γνώρισε για πρώτη φορά το σπινθηροβόλο βλέμμα και τη δυνατή φωνή του Πάστορα Σίμουν. Και, από τότε, ο Λούκας είχε σωθεί. Κοίταξε το εκκλησίασμα που περίμενε ακόμα σιωπηλό τον Πάστορα να ξεκινήσει την ομιλία του. Αναγνώριζε όλα τα πρόσωπα. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της Εκκλησίας εδώ και πολλά χρόνια, αλλά κανείς τους τόσο πολλά όσο ο ίδιος ο Λούκας. Δεν ξαναγύρισε σπίτι μετά το καλοκαίρι εκείνο. Κανείς δεν τον αναζήτησε, εξάλλου. Και τώρα, δώδεκα χρόνια αργότερα, είχε αναρριχηθεί στην ιεραρχία, ήταν είκοσι εφτά ετών και το δεξί χέρι του Πάστορα. Δεύτερος τη τάξει. Βοηθούσε τον ιερέα σε όλα του τα καθήκοντα, είτε ιδιωτικά, είτε απέναντι στο εκκλησίασμα. Βρήκε το νόημα της ζωής δουλεύοντας για τον Πάστορα και δεν υπήρχε τίποτα που δεν θα έκανε για χάρη του. Η ζωή του δεν μετρούσε μπροστά στον Πάστορα, κι αν μια μέρα έπρεπε να πεθάνει για χατίρι του, θα το έκανε με μεγάλη του χαρά. Γιατί ο θάνατος δεν ήταν θάνατος, ο θάνατος ήταν ένα βήμα κοντύτερα στον
111/487
Παράδεισο. Ο Λούκας έπνιξε ένα μικρό χαμόγελο κι ένιωσε τη ζέστη και το φως να ξαναπλημμυρίζουν το κορμί του. Καιρό είχε ν’ ακούσει φωνές μες στο κεφάλι του. Μερικές φορές μπορεί να έλεγαν κάτι, αλλά όχι συχνά πια, και ποτέ απαιτητικά όπως όταν ήταν νεότερος. Τότε οι φωνές, ειδικά οι κραυγές, του έλεγαν να κάνει πράγματα που οι άνθρωποι δεν έπρεπε να κάνουν. Εκείνος προσπαθούσε να πει όχι, μα οι φωνές δεν τα παρατούσαν. Τι να ’κανε κι αυτός; Περίμενε να σταματήσουν, ελπίζοντας για το καλύτερο. Μια φορά, του πέρασε από το μυαλό ότι οι φωνές και οι ψίθυροι ήταν σαν τον Θεό και τον Διάβολο. Ο Πάστορας Σίμουν τού είχε εξηγήσει ότι το ένα δεν υπήρχε δίχως το άλλο. Ότι το σύμπαν και οι δύο πόλοι της αιωνιότητας ήταν πράγματα αδιαίρετα. Και ότι δεν έπρεπε να φοβάται το Κακό, γιατί υπήρχε πάντα ο δρόμος του φωτός. Και όποιος διολίσθαινε και υπάκουε στις εντολές του Διαβόλου δεν τελούσε αμαρτία αιώνια, αποδείκνυε απλώς ότι ο Θεός υπήρχε κι ότι καμιά φορά έβαζε τον Διάβολο να σου μιλά για να σε δοκιμάσει. Όπως και να ’χε, ευτυχώς που οι φωνές, και ειδικά οι κραυγές, δεν του μιλούσαν πια παρά μόνο αραιά και πού. Deo sic per diabolum. O δρόμος του Θεού μέσω του διαβόλου. Ο Λούκας γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν το επίσημο κήρυγμα της Εκκλησίας. Οι μη μυημένοι δεν καταλάβαιναν από τέτοια πράγματα. Έπρεπε να είσαι Εκλεκτός για να καταλάβεις. Οι μη μυημένοι ήταν προς χρήσιν, όπως το εκκλησίασμα που καθόταν τώρα εμπρός του με ευλαβική σιγή. Οι Εκλεκτοί όμως είχαν αξία. Αυτοί που καταλάβαιναν πραγματικά τι σήμαινε ο Δρόμος του Φωτός. Και ο Λούκας ήταν ένας από αυτούς. Βραδιά αμύητων απόψε. Ο Λούκας ανυπομονούσε να έρθει το Σαββατοκύριακο. Θα πήγαιναν και πάλι στο δάσος. Μαζί με τους υπόλοιπους Εκλεκτούς. Ο Λούκας δεν καταλάβαινε γιατί ο Πάστορας Σίμουν επέμενε να τηρούνται αυτές οι ερασιτεχνικές συναντήσεις –είχαν τόσα σημαντικότερα καθήκοντα να φέρουν εις πέρας–, αλλά δεν είχε το θάρρος να διαφωνήσει. Ο Πάστορας συνομιλούσε με τον Θεό και ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει και πώς να το κάνει. Lux domus. Το Σαββατοκύριακο λοιπόν. Μέχρι τότε ο Λούκας έπρεπε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, να
112/487
μην αναστενάξει, να αφήσει και πάλι τη θερμότητα και το φως να κατακλύσουν το κορμί του. Ο Πάστορας Σίμουν άνοιξε επιτέλους το στόμα του και, ξαφνικά, η αίθουσα γέμισε με τον Θεό. Το εκκλησίασμα, καθηλωμένο στις καρέκλες του, αφέθηκε στην ευδαιμονία. Ο Λούκας την είχε ξανακούσει αυτή την ομιλία· ήταν γραμμένη ειδικά για τους μη μυημένους, ήταν ωραία μα απλοϊκή, και άρχισε να αδημονεί ξανά για το Σαββατοκύριακο. Lux domus. Ένα ακόμα βήμα κοντύτερα στον ουρανό. Έκλεισε τα μάτια, άφησε τις λέξεις του ιερέα να κατακλύσουν το κορμί του και, σε λίγο, η ομιλία είχε τελειώσει και ο Πάστορας στεκόταν ήδη στην έξοδο της αίθουσας, σφίγγοντας τα ευγνώμονα χέρια ανθρώπων που έσκυβαν το κεφάλι τους ευλαβικά καθώς έβγαιναν έξω. Κάποια στιγμή έφυγαν όλοι και έμειναν μόνοι οι δυο τους, στη μεγάλη, κατάλευκη αίθουσα. Ο Λούκας ακολούθησε τον Πάστορα στο γραφείο του και τον βοήθησε να βγάλει το άμφιό του. Γύρισε την πλάτη, μην τον δει μόνο με τα εσώρουχα, και τον βοήθησε να φορέσει το κοστούμι του, τα καθημερινά του ρούχα. Έπειτα, του έφερε ένα φλιτζάνι φρέσκο καφέ. Δεν είπε λέξη, μέχρι που ο Πάστορας κάθισε στην καρέκλα πίσω από το μεγάλο του γραφείο και έκανε νόημα πως ο Θεός δεν βρισκόταν πια μες στο δωμάτιο και ότι μπορούσαν επιτέλους να μιλήσουν σαν άνθρωποι. «Μας έστειλαν νέο όνομα», ξερόβηξε ο Λούκας, ήρεμα, και εμφάνισε το φάκελο που είχε κρυμμένο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του κατά τη διάρκεια όλης της τελετής. «Α, ναι;» Ο Πάστορας κοίταξε τον Λούκας και ύστερα πήρε στα χέρια του το φάκελο. Μέσα, υπήρχε ένα και μοναδικό φύλλο χαρτί. Ο Λούκας δεν γνώριζε τι έγραφε, μόνο ότι περιείχε ένα όνομα. Δεν μπορούσε να ξέρει ποιο, το όνομα προοριζόταν μόνο για τον Πάστορα Σίμουν. Η δική του δουλειά ήταν απλώς να μεταφέρει το φάκελο, να μην τον ανοίξει, να γίνει ο αγγελιαφόρος, ο άγγελος της είδησης. Ως συνήθως, ο Πάστορας παρέμεινε σιωπηλός. Διάβασε το όνομα, δίπλωσε το χαρτί και κλείδωσε το φάκελο στο χρηματοκιβώτιο κάτω από το τραπεζάκι, δίπλα στο παράθυρο.
113/487
«Σ’ ευχαριστώ, Λούκας. Θέλεις τίποτε άλλο;» Ο Πάστορας γύρισε και τον κοίταξε με το φιλικό και φωτεινό του βλέμμα. Χαμογέλασε και ο Λούκας. «Όχι, τίποτα. Ή μάλλον, ναι, έχει έρθει ο αδελφός σας». «Ο Νιλς; Είναι εδώ;» Ο Λούκας κατένευσε. «Ήρθε λίγο πριν τη λειτουργία. Του ζήτησα να περιμένει στον κήπο». «Καλώς, Λούκας, καλά έκανες. Πες του να έρθει μέσα». Ο Λούκας υποκλίθηκε και βγήκε να φέρει τον επισκέπτη. «Γιατί άργησες τόσο; Σου είπα ότι είναι σημαντικό». Ο Νιλς, ο αδελφός του Σίμουν, ήταν κι αυτός υψηλά ιστάμενος στην Εκκλησία. Ο Λούκας τον είχε πρωτοσυναντήσει σε κείνη τη σκηνή στην κατασκήνωση, αλλά, μολονότι είχαν ίδια χρόνια υπηρεσίας, ο Νιλς δεν βρισκόταν σε τόσο υψηλό πόστο όσο ο Λούκας. Όταν ο Λούκας είχε αναγορευτεί δεύτερος στην ιεραρχία, είχαν υπάρξει διάφοροι ψίθυροι και μουρμούρες· πολλοί θεωρούσαν ότι αυτή η θέση ανήκε δικαιωματικά στον Νιλς. Όπως πάντα όμως, κανείς δεν τολμούσε να αντιμιλήσει στον Πάστορα Σίμουν. Όπως και να ’χε, σ’ αυτόν εδόθη το κλειδί των ουρανών, τι να κάνουμε τώρα; «Ξέρεις ότι είναι σημαντικό για τον Πάστορα να βοηθά τους μη μυημένους. Μπορείς να περάσεις τώρα, σε περιμένει». «Lux domus», μουρμούρισε ο αδελφός. «Lux domus», απάντησε χαμογελώντας ο Λούκας και του έδειξε το δρόμο. Ο Πάστορας σηκώθηκε όρθιος καθώς μπήκαν μέσα. Ο επισκέπτης υποκλίθηκε και πλησίασε τον μεγάλο του αδελφό. Του φίλησε το χέρι και τα δυο του μάγουλα. «Κάθισε, κάθισε, αδελφέ μου», είπε ο Πάστορας και ο ίδιος ξανακάθισε πίσω από το γραφείο του. Ο Νιλς έριξε μια γρήγορη ματιά στον Λούκας. «Να φύγω;» ρώτησε ο Λούκας αμέσως. «Όχι, όχι, μείνε», είπε ο Πάστορας με μια αόριστη χειρονομία, σημάδι ότι ήθελε ο Λούκας να καθίσει. Ήταν ένας από τους Εκλεκτούς, δεν υπήρχε λόγος να φύγει από το δωμάτιο.
114/487
Ο Λούκας ένιωσε τον αδελφό να εκνευρίζεται μ’ αυτή την απόφαση, μα δεν είπε τίποτα. «Πώς πάτε εκεί πάνω;» ρώτησε ο Πάστορας, όταν και οι τρεις τους είχαν πια καθίσει. «Όλα καλά», απάντησε ο αδελφός. «Και ο φράχτης;» «Είναι κατά το ήμισυ έτοιμος». «Θα γίνει όσο ψηλός είπαμε;» «Ναι». «Και γιατί δεν είσαι εκεί πάνω τώρα;» «Τι εννοείς;» «Γιατί είσαι εδώ, ενώ έχεις δουλειά εκεί πάνω;» Ο Νιλς ξαναγύρισε και κοίταξε τον Λούκας. Ήταν λες και δεν τολμούσε να μιλήσει παρουσία του. «Το ποίμνιο μειώθηκε κι άλλο», μουρμούρισε εντέλει, με το κεφάλι του σκυφτό, λες και ντρεπόταν. «Τι εννοείς “μειώθηκε”;» «Είχαμε ένα ατύχημα με ένα από τα μικρά». «Τι εννοείς “ατύχημα”;» «Ένα ατύχημα. Ένα… ένα παραστράτημα. Αλλά όλα είναι εντάξει τώρα». «Με ποιον;» «Με τη Ρακέλ». «Την καλή μας Ρακέλ; Τη Ρακέλ μου;» Ο αδελφός κατένευσε με το κεφάλι ακόμα πιο σκυμμένο. «Ένα βράδυ το ’σκασε. Αλλά επέστρεψε τώρα». «Κι όλα είναι εντάξει;» «Όλα είναι εντάξει τώρα, ναι». «Και τότε σε ξαναρωτώ, αδελφέ μου: γιατί είσαι εδώ και όχι εκεί πάνω, ενώ έχεις τόση δουλειά να κάνεις;» Ο Νιλς σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε τον Πάστορα, τον μεγάλο του αδελφό. Παρόλο που είχε περάσει τα πενήντα, έμοιαζε με μικρό παιδάκι που το ’χε μόλις κατσαδιάσει ο πατέρας του. «Μου ζήτησες να σε κρατώ ενήμερο, γι’ αυτό». «Εφόσον όλα είναι εντάξει, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα, έτσι δεν είναι;»
115/487
Ο Νιλς κούνησε το κεφάλι του υπάκουα. «Ίσως θα ήταν ευκολότερο αν είχαμε τηλέφωνο», είπε προσεκτικά, μετά από μια μικρή παύση. Ο Πάστορας ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας του και έφερε μαζί τις άκρες των δαχτύλων του. «Έχεις κι άλλες τέτοιες απόψεις και ιδέες; Δεν είσαι ευχαριστημένος με όσα σου ’δωσε ο Θεός;» «Όχι, όχι… δεν το εννοούσα έτσι, έλεγα μόνο…» Ο Νιλς μπέρδεψε τα λόγια του και κατακοκκίνισε. Ο Πάστορας κούνησε ήρεμα το κεφάλι του, και μια σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο. Δεν ήταν παράξενο όλο αυτό για τον Λούκας, ο Λούκας ήξερε, ήταν συνεχώς δίπλα στον Πάστορα. Μα ήταν πολύ άβολο για τον Νιλς· ίσως και να του άξιζε κιόλας: πώς τολμούσε να αμφισβητήσει τις εντολές του Πάστορα; Ο μικρός αδελφός σηκώθηκε εσπευσμένα όρθιος, με το βλέμμα ακόμα καρφωμένο στο πάτωμα. «Θα έρθετε το Σάββατο;» «Θα έρθουμε το Σάββατο». «Εντάξει, τότε θα τα πούμε εκεί», είπε και βγήκε από το δωμάτιο. «Lux domus», είπε ο Λούκας όταν μείνανε και πάλι οι δυο τους, όπως του άρεσε, όπως το προτιμούσε. Ο Πάστορας χαμογέλασε και γύρισε να τον κοιτάξει. «Θεωρείς ότι πράξαμε σωστά;» «Σαφώς», απάντησε ο Λούκας. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος πια», είπε ο Πάστορας και ξανάφερε μαζί τις άκρες των δαχτύλων του. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σας πω», είπε ο Λούκας. «Τι;» «Το ξέρετε ότι δουλειά μου είναι να σας προσέχω». «Αυτή είναι η δουλειά σου, Λούκας; Αυτή είναι;» Ο Λούκας κοκκίνισε λιγάκι. Ήξερε τον Πάστορα πολύ καλά. Ήξερε τη φωνή του, ήξερε ότι τον επαινούσε. «Δεν ξέρω κατά πόσο το γνωρίζετε, αλλά έχουμε ένα πρόβλημα με το εκκλησίασμα». «Ναι; Μ’ αυτούς εδώ;» «Ναι, με τους μη μυημένους». «Και ποιο είναι αυτό το πρόβλημα;»
116/487
«Δεν είναι πρόβλημα αυτό καθαυτό, εσείς θα αποφασίσετε αν είναι δηλαδή, εγώ βρίσκομαι απλώς εδώ για να σας λέω ό,τι βλέπω και για να σας προσέχω». «Ναι, μου το είπες αυτό, Λούκας, και το εκτιμώ, αλλά τι συμβαίνει;» Ο Λούκας ξερόβηξε λίγο πριν συνεχίσει. «Ένα από τα τακτικά μέλη μας έχει… ατυχείς διασυνδέσεις». Ο Πάστορας κούνησε το κεφάλι του. «Μη μιλάς με γρίφους, Λούκας. Πες το να τελειώνουμε. Τι εννοείς;» «Μια γηραιά κυρία σε αναπηρικό καροτσάκι. Φοράει γυαλιά. Κάθεται συνήθως πίσω-πίσω». «Η Χίλντουρ;» Ο Λούκας κατένευσε. «Ωραία, και τι της συμβαίνει;» «Είναι η μητέρα του Χόλγκερ Μουνκ». «Ποιανού;» «Του Χόλγκερ Μουνκ. Του αστυνομικού». «Α, αστυνομικός είναι; Δεν το ήξερα». Ο Λούκας αιφνιδιάστηκε λίγο, αλλά δεν είπε τίποτα. Ήξερε πολύ καλά ότι ο Πάστορας γνώριζε ποιος ήταν ο Χόλγκερ Μουνκ. «Η Χίλντουρ είναι η μητέρα του», επανέλαβε. «Και γιατί αποτελεί πρόβλημα αυτό για εμάς;» «Ήθελα μόνο να το ξέρετε, αυτό είναι όλο». «Αναφέρεσαι στο περιεχόμενο του φακέλου από την προηγούμενη φορά;» Ο Λούκας κατένευσε προσεκτικά. «Σ’ ευχαριστώ, Λούκας. Αλλά δεν νομίζω ότι πρέπει να ανησυχούμε για τον Χόλγκερ Μουνκ. Έχουμε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε αυτή τη στιγμή, τι λες κι εσύ;» «Έχουμε, ναι», είπε ο Λούκας και σηκώθηκε όρθιος. «Lux domus, φίλε μου», χαμογέλασε φιλικά ο Πάστορας. «Lux domus», απάντησε και ο Λούκας με χαμόγελο. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση και βγήκε από το γραφείο του Πάστορα Σίμουν χωρίς δεύτερη λέξη.
21 Η Μία Κρούγκερ καθόταν στο γραφείο της και χάιδευε τα χαπάκια που είχε στην τσέπη του παντελονιού της. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι δεν θα έπαιρνε χάπια μαζί της, ότι θα τ’ άφηνε όλα στο σπίτι στη Χίτρα, μέχρι να τελειώσει με τις δουλειές της εδώ, μέχρι να τα χρειαστεί ξανά, αλλά δεν είχε τηρήσει την υπόσχεσή της. Έβαλε μερικά στην τσέπη της, για κάθε ενδεχόμενο. Σκέφτηκε πώς θα ήταν να έπαιρνε μερικά τώρα. Ένιωθε μέσα της μαχαιριές, παντού. Είχε ξεχάσει πώς ήταν να ζει κανείς στην πραγματικότητα. Την είχε σπρώξει μακριά της. Ήταν έτοιμη να τελειώνει μια και καλή μ’ όλα αυτά, κι ύστερα εμφανίστηκε ο Μουνκ και τα κατέστρεψε όλα. Η Μία Κρούγκερ δεν είχε βάλει σταγόνα αλκοόλ στο στόμα της εδώ και τέσσερις μέρες, από τότε που επέστρεψε στο Όσλο. Είχε μπει αρκετές φορές στον πειρασμό να κάνει επιδρομή στο μίνι μπαρ του δωματίου της στο ξενοδοχείο, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί. Ο Χόλγκερ τής είχε κρατήσει ένα κρατικό διαμέρισμα, αλλά εκείνη επέμενε να μείνει σε ξενοδοχείο, ήθελε να πληρώσει από την τσέπη της. Δεν ήθελε να επιστρέψει. Δεν επρόκειτο να επιστρέψει. Ένα απρόσωπο δωμάτιο ξενοδοχείου έφτανε και περίσσευε. Ένας χώρος μεταβατικός. Μία αίθουσα αναμονής. Δεν ήθελε να πλησιάσει πολύ την καθημερινότητα. Μόνο τούτην εδώ την υπόθεση. Και ύστερα πάλι πίσω. Στη Χίτρα. Στη Σίγκρι. Είχε ψάξει να βρει μια νέα ημερομηνία με συμβολική σημασία. Η 18η Απριλίου, η επέτειος των δέκα χρόνων, είχε περάσει πια. Η επόμενη ήταν τα γενέθλιά τους. 11 Νοεμβρίου. Θα γίνονταν τριάντα τριών ετών. Ο Νοέμβριος όμως της φαινόταν μακριά, πολύ μακριά. Έπρεπε να βρει κάτι άλλο. Ίσως και να μη χρειαζόταν, βέβαια. Θα μπορούσε να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Το σημαντικό ήταν ότι θα συνέβαινε. Ότι θα
118/487
ξέφευγε. Από τους ανθρώπους. Έχωσε το χέρι της στην τσέπη κι έβαλε ένα χάπι πάνω στη γλώσσα της. Άλλαξε γνώμη. Το έφτυσε. Το ξαναέβαλε στην τσέπη. «Κάτι βρήκαμε σε σχέση με τα ρούχα». Ξαφνικά, η Ανέτε έκανε την εμφάνισή της στο γραφείο. «Τι;» «Βρήκαμε στοιχεία για τα κουκλόρουχα των κοριτσιών». «Κιόλας;» «Αμέ», χαμογέλασε η ξανθιά κοπέλα κουνώντας ένα σημείωμα που είχε στο χέρι της. «Πήρε τηλέφωνο η Γιένι, από το Εργαστήρι της Γιένι στη Σανβίκα. Ζήτησε συγγνώμη που δεν είχε πάρει νωρίτερα, αλλά μόλις τώρα διάβασε τις εφημερίδες. Τι λες, πάμε να δούμε τι γίνεται;» «Φυσικά. Ο Μουνκ πού είναι;» «Έπρεπε να πάει την εγγονή του στον παιδικό σταθμό. Η μαμά της είχε πρόβα νυφικού». «Κοίτα να δεις, υπάρχουν και τέτοια». «Ναι, δεν λες τίποτα», χαμογέλασε η Ανέτε. «Για να πω τη μαύρη αλήθεια, δεν θα χαιρόμουν αν ήμουν στη θέση της. Γάμος; Δεν είναι ξεπερασμένα αυτά τα πράγματα;» «Τον λάθος άνθρωπο ρωτάς», χαμογέλασε με τη σειρά της η Μία. «Εγώ δεν τα μπορώ αυτά, δεν τα αντέχει ο οργανισμός μου». Σηκώθηκε όρθια και φόρεσε το μαύρο δερμάτινο μπουφάν της. «Θα οδηγήσεις εσύ ή εγώ;» ρώτησε η Ανέτε κουνώντας ένα ζευγάρι κλειδιά μπροστά της. «Καλύτερα εσύ, νομίζω», της έκλεισε το μάτι η Μία και την ακολούθησε στο γκαράζ. Είχαν συνεργαστεί με την Ανέτε πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά δεν είχαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Η Μία δεν ήξερε γιατί· δεν είχε πρόβλημα με την Ανέτε. Ήταν πανέξυπνη και πάντα χαρωπή. Πτυχιούχος νομικής, πραγματικά ταλαντούχα και τέλεια υπάλληλος των Εσωτερικών Υποθέσεων. Έφταιγε περισσότερο το γεγονός ότι η Μία δεν είχε στενές σχέσεις με τους συναδέλφους της γενικά. Πλην του Χόλγκερ Μουνκ φυσικά, αλλά αυτό ήταν άλλο ζήτημα. Και με ποιον είχε στενές σχέσεις πια; Με τους φίλους της από
119/487
το Όσγκορστραν είχε να μιλήσει χρόνια ολόκληρα. Από τότε που πέθανε η Σίγκρι, κλειδώθηκε στον εαυτό της. Μήπως δεν είχε πράξει σωστά; Μήπως θα μπορούσε να την ικανοποιήσει μια ζωή εκτός Υπηρεσίας; Μπα, δεν είχε πια σημασία. Θα έλυνε την υπόθεση και θα επέστρεφε στη Χίτρα. Θα επέστρεφε στη Σίγκρι. Χάιδεψε το Σ που είχε στο βραχιολάκι της. Ένιωσε ασφάλεια. «Δεν μίλησα εγώ μαζί της, μου το σφύριξαν από τα Κεντρικά. Αλλά νομίζω ότι πετύχαμε τον σωστό άνθρωπο». «Ήξερε για τους αριθμούς στην ετικέτα;» Η Ανέτε κατένευσε και άλλαξε λωρίδα. «Το κατά Μάρκον, 10:14, Άφετε τα παιδία ελθείν προς με. Λες να είναι κανένας μουρλός θρησκόληπτος;» «Είναι πολύ νωρίς για να ξέρουμε», είπε η Μία και φόρεσε τα γυαλιά ηλίου της. Το φως ήταν πολύ δυνατό εκεί έξω. Ίσως οι άλλοι να χαίρονταν τον ανοιξιάτικο, χαλαρό αυτό ήλιο, αλλά όχι η Μία. Ήταν λες και το σώμα της δεν άντεχε κανένα αισθητηριακό ερέθισμα. Είχε προσπαθήσει να παρακολουθήσει τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ, μα την έπιασε πονοκέφαλος. Μέχρι που ζήτησε από τον Χόλγκερ να απενεργοποιήσει το ραδιόφωνο στο γραφείο της… Συνέχισαν να οδηγούν στην Ντραμενσβάιεν σε απόλυτη σιωπή. Η Μία κατάλαβε την περιέργεια της Ανέτε, παρόλο που εκείνη προσποιούνταν φιλική αδιαφορία. Το ίδιο είχαν κάνει και οι υπόλοιποι. Με τα ευγενικά τους χαμόγελα και το αδιάκριτο βλέμμα τους. Όχι τόσο αυτοί που την ήξεραν καλά –ο Κάρι, ο Κιμ, ο Λούντβιγκ–, ή μάλλον ακόμα κι αυτοί. Πώς είσαι; Πώς πέρασες; Είσαι εντάξει τώρα, Μία; Ακούσαμε ότι τρελάθηκες. Ότι ξύρισες τα μαλλιά σου. Ότι προσπάθησες να αυτοκτονήσεις σ’ ένα νησάκι καταμεσής της θάλασσας. Με την άκρη του ματιού της είδε την Ανέτε να της ρίχνει μια κλεφτή ματιά. Το αυτοκίνητο ήταν γεμάτο ανείπωτες ερωτήσεις, όπως και τα γραφεία στη Μάριμπουεσγκάτε, αλλά η Μία δεν είχε δύναμη για τέτοια τώρα. Αποφάσισε ότι θα επανόρθωνε αργότερα. Ίσως να έβγαιναν για μια μπίρα, να τα πούνε. Ίσως και όχι. Γιατί όχι; Γιατί ναι; Έλα, Μία, έλα. Γιατί είσαι εκεί έξω, μοναχή;
120/487
Με του που πήραν τη στροφή προς τη Σανβίκα, άρχισε να βρέχει. Έπεφτε απαλά στο παρμπρίζ, αλλά η Μία δεν έβγαλε τα γυαλιά της. Έκλεισε τα μάτια πίσω από τα σκούρα τζάμια και αφουγκράστηκε τους ήχους της βροχής, τις σταγόνες στο παρμπρίζ, το βόμβο της μηχανής. Για μια στιγμή έγινε πάλι έντεκα ετών, καθισμένη στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μπαμπά, ένα Σάββατο που γυρνούσαν σπίτι από το Χόρτεν, όπου είχαν πάει για μια αγοραπωλησία χρωμάτων. Μύρισε τη μυρωδιά του, άκουσε τη φωνή του να σιγοτραγουδά, είδε τα δερμάτινά του γάντια να κρατούν το τιμόνι, ή μάλλον το ένα γάντι, το ένα χέρι, πιο χαλαρό, αφού η μαμά δεν ήταν στο αυτοκίνητο και οδηγούσε πιο άνετα. Τι λες, τραγουδάμε, Μία; Ναι, ναι, το Κοίτα, Κοίτα! Κοίτα με πώς οδηγώ, όσο εσύ καλά κι εγώ, μοιάζουμε εμείς οι δυο, κοίτα, κοίτα εδώ! Πάλι! Πάλι; Ναι! Η Μία χαμογέλασε πίσω από τα σκούρα της γυαλιά και ένιωσε στο στομάχι της αυτό το γαργαλητό που ένιωθε μικρή, την ανατριχίλα που την έκανε να κοκκινίζει. Πόσο απλά ήταν κάποτε τα πράγματα! Τώρα είχαν φύγει όλοι. Και ήταν μόνη της, ξανά. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, και η Μία βγήκε απ’ τις σκέψεις της. «Φτάσαμε», είπε η Ανέτε και κατέβηκε. Η Μία άφησε τα γυαλιά της στο ταμπλό και την ακολούθησε. Η βροχή είχε σταματήσει πάλι, μια τοπική καταιγίδα ήταν μόνο, και ο γλυκός, ανοιξιάτικος ήλιος ξαναξεμύτισε πίσω από τα σύννεφα δείχνοντας το δρόμο προς μια μικρή, εξωτερικά βαμμένη κίτρινη βιοτεχνία στο κέντρο της Σανβίκα. Στο παράθυρο έγραφε Το Εργαστήρι της Γιένι. Πίσω από την πόρτα ήταν κρεμασμένη μια παλιομοδίτικη ταμπελίτσα που έγραφε ΚΛΕΙΣΤΟΝ. Η Μία χτύπησε την πόρτα και, σύντομα, εμφανίστηκε πίσω από την κουρτίνα ένα, γλυκό μα ανήσυχο, ηλικιωμένο πρόσωπο. «Μάλιστα;» είπε η κυρία χωρίς ν’ ανοίξει.
121/487
«Μία Κρούγκερ, από την Αστυνομία του Όσλο, Τμήμα Ανθρωποκτονιών», είπε η Μία και κόλλησε αμέσως την ταυτότητά της στο τζάμι της πόρτας για να καθησυχάσει την ηλικιωμένη γυναίκα. «Αστυνομία;...» είπε εκείνη και κοίταξε νευρικά τις δύο γυναίκες. «Μάλιστα», απάντησε απαλά η Μία. «Μήπως θα μπορούσαμε να περάσουμε;» Ήταν προφανές ότι η γλυκιά γηραιά κυρία είχε υποστεί ένα κάποιο σοκ με τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, διότι της χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να καταφέρει να ανοίξει την πόρτα. Τα γέρικα, τρεμάμενα δάχτυλά της δυσκολεύονταν να στρίψουν το κλειδί, αλλά εντέλει τα κατάφεραν. Η Μία μπήκε αργά μέσα στο κατάστημα και ξαναέδειξε την αστυνομική της ταυτότητα. Η γυναίκα ξανάκλεισε την πόρτα και κλείδωσε. Πήγε και στάθηκε στο μέσο της πολύχρωμης αίθουσας χωρίς να ξέρει ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. «Είστε η Γιένι;» ρώτησε η Μία. «Μάλιστα, με συγχωρείτε, ξέχασα τους τρόπους μου. Ποπό, τα έχω εντελώς χαμένα σήμερα. Γιένι Μίντχουν λέγομαι», είπε η γυναίκα και πρότεινε το κομψό της χέρι προς τη Μία. «Δικό σας είναι το εργαστήρι;» είπε η Ανέτε και κοίταξε τριγύρω. Δύο κούκλες στη βιτρίνα φορούσαν χειροποίητα ρούχα. Οι τοίχοι και τα ράφια ήταν γεμάτα από ρούχα που η Γιένι είχε προφανώς φτιάξει η ίδια. Τραπεζομάντιλα, φορέματα, ένας τοίχος γεμάτος παπλώματα: το κατάστημα απέπνεε αέρα παραδοσιακής δεξιοτεχνίας. «Από το 1972», κατένευσε η ηλικιωμένη γυναίκα. «Ο σύζυγός μου κι εγώ ανοίξαμε μαζί το κατάστημα, αλλά αυτός δεν βρίσκεται πια εν ζωή. Έφυγε το ’89. Εκείνος ήθελε να το αποκαλέσουμε Εργαστήρι της Γιένι, ενώ εγώ προτιμούσα να το λέμε Εργαστήρι της Γιένι και του Άριλ, αλλά επέμενε, οπότε…» Κόμπιασε και στάθηκε πάλι λίγο αμήχανα. «Εσείς ράψατε αυτά τα φορέματα;» Η Μία έβγαλε τις φωτογραφίες που είχε στην εσωτερική της τσέπη και τις άφησε πάνω στον πάγκο. Η Γιένι φόρεσε τα γυαλιά της, που κρέμονταν από ένα κορδονάκι γύρω από το λαιμό της, και κοίταξε στα γρήγορα τις φωτογραφίες πριν γνέψει
122/487
θετικά. «Ναι, εγώ τα έραψα και τα δύο. Τι είναι αυτό το πράγμα; Τι συμβαίνει; Μήπως έχω μπλέξει σε μπελάδες; Έκανα τίποτα κακό;» «Απολύτως τίποτε, κυρία Γιένι, δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι κάνατε κάτι κακό. Για ποιον τα ράψατε;» ρώτησε η Μία. Η ηλικιωμένη μοδίστρα πέρασε πίσω από τον πάγκο και πήρε ένα κλασέρ, που ήταν ακουμπισμένο σε ένα από τα ράφια. «Είναι όλα εδώ μέσα», είπε και χτύπησε με το δάχτυλό της το εξώφυλλο. «Τι είναι εκεί μέσα;» «Όλες οι παραγγελίες. Καταγράφω τα πάντα. Μεγέθη, υφάσματα, τιμές, ημερομηνίες παράδοσης – είναι όλα εδώ». «Θα σας πείραζε να τα πάρουμε μαζί μας;» ρώτησε η Μία. «Όχι, όχι, βεβαίως, να πάρετε ό,τι θέλετε. Είναι τρομερό, ποπό… όχι, δεν είμαι σίγουρη ότι… ναι, ήρθε ένας γείτονας και μου έφερε τις εφημερίδες…» «Ποιος παρήγγειλε αυτά τα φορέματα;» «Ένας άντρας». «Έχετε το όνομά του;» «Όχι, δεν ρωτώ ποτέ ονόματα. Απλώς ήρθε με τις φωτογραφίες του. Φωτογραφίες από κούκλες. Είπε ότι ήθελε να του ράψω ολόιδια φορέματα σε παιδικά μεγέθη». «Δεν είπε για ποια ακριβώς χρήση τα ήθελε;» «Όχι, και άλλωστε ούτε εγώ τον ρώτησα. Αν το ήξερα, αν είχα ιδέα τι…» Η Γιένι Μίντχουν έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της. Χρειάστηκε να καθίσει. Η Ανέτε εξαφανίστηκε στο πίσω δωμάτιο και εμφανίστηκε ξανά κρατώντας ένα ποτήρι νερό. «Σας ευχαριστώ…» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα με τρεμάμενη φωνή. «Πότε λάβατε αυτή την παραγγελία;» «Εδώ κι ένα χρόνο περίπου. Το προηγούμενο καλοκαίρι. Την πρώτη απ’ όλες». «Γιατί, υπήρξαν κι άλλες;» «Ω, ναι, ναι», κατένευσε η Γιένι. «Ήρθε στο μαγαζί πολλές φορές. Πάντα καλοπληρωτής. Πάντα ευχαριστημένος. Ποτέ δεν υπήρξε πρόβλημα. Ποτέ δεν είχαμε ζήτημα με τα χρήματα». «Πόσα φορέματα του ράψατε;»
123/487
«Δέκα». Η ηλικιωμένη γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα. Η Ανέτε κοίταξε τη Μία και σήκωσε το ένα της φρύδι. Θ’ ακολουθήσουν κι άλλα. Δέκα. Δέκα φορέματα. «Πότε τον είδατε τελευταία φορά;» είπε η Ανέτε φιλικά. «Δεν πάει πολύ καιρός… ναι, δεν πάει πολύς. Εδώ κι ένα μήνα ίσως; Ναι, έτσι νομίζω. Στα μέσα Μαρτίου. Ήρθε να παραλάβει τα τελευταία δύο κομμάτια». «Μπορείτε να μας περιγράψετε πώς έμοιαζε; Θα τα καταφέρετε;» «Εντελώς συνηθισμένος». «Τι σημαίνει εντελώς συνηθισμένος για εσάς;» «Να, ήταν πολύ καλοντυμένος. Φορούσε ωραία ρούχα. Κοστούμι, καπέλο. Κομψά, φρεσκογυαλισμένα παπούτσια. Όχι πολύ ψηλός, ίσως όσο και ο Άριλ, ο σύζυγός μου, ένα εβδομήντα πέντε ίσως; Κάτι τέτοιο, πάνωκάτω. Ούτε λεπτός, ούτε χοντρός. Συνηθισμένος». «Είχε καθόλου προφορά;» «Πώς; Ναι, είχε». «Από πού νομίζετε ότι ήταν; Από την ανατολική Νορβηγία; Μιλούσε σαν εμάς;» είπε η Ανέτε. «Ω, ναι, Νορβηγός ήταν. Από το Όσλο. Γύρω στα σαράντα πέντε, ίσως, ε; Ένας εντελώς συνηθισμένος άνθρωπος. Συμπαθέστατος. Και με πολύ όμορφα ρούχα. Δεν μπορούσα να φανταστώ… θέλω να πω… αν ήξερα ότι…» «Μας βοηθάτε πολύ, κυρία Γιένι», είπε η Μία και χάιδεψε απαλά το χέρι της ηλικιωμένης γυναίκας. «Αυτά που μας είπατε θα βοηθήσουν πολύ. Τώρα θέλω να σκεφτείτε λίγο πιο προσεκτικά. Υπήρχε κάτι επάνω του που ξεχώριζε; Κάτι που σας έκανε εντύπωση;» «Όχι, δεν μου έρχεται κάτι. Α, εννοείτε το τατουάζ του;» Η Ανέτε ξανακοίταξε τη Μία και χαμογέλασε ανάλαφρα. «Είχε τατουάζ;» Η γυναίκα κατένευσε. «Εδώ», είπε και ακούμπησε το λαιμό της. «Συνήθως φορούσε ζιβάγκο και τότε δεν φαινόταν, αλλά μια φορά δεν φορούσε ή, τέλος πάντων, δεν ήταν τραβηγμένο μέχρι επάνω, είχε χαλαρώσει μια σταλίτσα, αν με καταλαβαίνετε». Η γυναίκα τράβηξε λίγο το γιακά της μπλούζας της για να δείξει τι εννοούσε.
124/487
«Ήταν μεγάλο τατουάζ;» ρώτησε η Ανέτε. «Ω, ναι, ήταν μεγάλο. Κάλυπτε σχεδόν από εδώ ως εδώ…» «Και τι σχέδιο είχε; Το είδατε;» «Ω, ναι, ένας αετός ήταν». «Είχε ένα τατουάζ αετού στο λαιμό του;» Η Γιένι κατένευσε προσεκτικά. «Στείλ’ το μέσα. Κατευθείαν», είπε η Μία. Η Ανέτε κατένευσε, έβγαλε το τηλέφωνό της και βγήκε στο δρόμο για να τηλεφωνήσει. «Σας βοήθησα καθόλου;» Η ηλικιωμένη γλυκιά γυναίκα κοίταξε τη Μία με κόκκινα μάτια. «Θα… θα μπω φυλακή;» Η Μία τής χάιδεψε τον ώμο. «Όχι, δεν θα πάτε φυλακή. Αλλά θα πρέπει να μας συνοδεύσετε μέχρι την πόλη μια μέρα, ώστε να σας πάρουμε επίσημη κατάθεση. Δεν χρειάζεται να έρθετε τώρα, σύντομα όμως, εντάξει;» Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε τη Μία στην εξώπορτα. Η Μία έβγαλε μια καρτ βιζίτ από την πίσω τσέπη του τζιν της και της την έδωσε. «Αν θυμηθείτε τίποτε άλλο, πάρτε με τηλέφωνο, εντάξει;» «Θα σας πάρω. Αλλά δεν θα έχω τρεξίματα, θα έχω;» «Όχι, με τίποτα», χαμογέλασε η Μία. «Σας ευχαριστούμε για τη βοήθειά σας ήδη». Βγήκε στο δρόμο και άκουσε την πόρτα να κλειδώνει πίσω της. Την κακομοίρα. Είχε πραγματικά τρομοκρατηθεί. Η Μία είδε το πρόσωπο της ηλικιωμένης γυναίκας να τις χαζεύει πίσω από την κουρτίνα και ευχήθηκε να μην έμενε μόνη της όλη την υπόλοιπη ημέρα, να είχε να τηλεφωνήσει σε κάποιον. Γύρισε προς την Ανέτε τη στιγμή που εκείνη έκλεινε το τηλέφωνο. «Μίλησες με τον Χόλγκερ;» «Όχι, δεν το σηκώνει. Βρήκα όμως τον Κιμ. Θα το τρέξει αυτός». «Καλώς», είπε η Μία. Οι δυο τους ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και διέσχισαν ξανά την πόλη, με ταχύτητα.
22 O Χόλγκερ Μουνκ καθόταν στην Πέπες Πίτσα στη Στούρτινγκς Γκάτα και έκανε εισαγωγικά μαθήματα στο χτένισμα κούκλας. Μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό με τη Μαριόν, ή μάλλον μόλις είχε τελειώσει εκείνος το φαγητό, γιατί η Μαριόν μόνο έπαιζε και έπινε αναψυκτικό. Δεν μπορούσε να της το στερήσει, δεν μπορούσε να αντισταθεί στα γλυκά της ματάκια και την παρακλητική φωνούλα της, προς μεγάλη απελπισία της κόρης του. Είχε πλημμυρίσει τη Μαριόν με δώρα από την ημέρα που γεννήθηκε: αρκουδάκια, κούκλες. Το δωμάτιό της έμοιαζε με κατάστημα παιχνιδιών. Κάποια στιγμή, η Μίριαμ πάτησε πόδι και του είπε να σταματήσει. Προσπαθούσαν να μεγαλώσουν ένα ανεξάρτητο, λογικό κορίτσι, όχι ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο. «Παππού, κοίτα! Monster High!» «Monster τι;» «Monster High! Εκεί πάνε σχολείο! Αυτός εκεί είναι ο Τζάκσον Τζέκιλ, που είναι αγόρι. Κοίτα τι ωραίο κίτρινο πουκάμισο φοράει, ναι; Είναι επειδή είναι τέρας. Μπορούμε να τον πάρουμε;» «Δεν νομίζω ότι μπορούμε να ψωνίσουμε σήμερα, Μαριόν. Ξέρεις τι λέει η μαμά. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι τα γενέθλιά σου». «Μα αυτά είναι σ’ ένα τρισεκατομμύριο μέρες! Άσε που οι κανόνες της μαμάς δεν μετράνε όταν είμαι μαζί σου». «Α, ναι; Ποιος σ’ το είπε αυτό;» «Εγώ το λέω. Τώρα». «Σοβαρά;» «Αμέ. Μπορώ ν’ αποφασίζω γιατί είμαι έξι και θα πάω σχολείο στο Λίλεμπορ και κανείς δεν μπορεί ν’ αποφασίσει για μένα, εγώ αποφασίζω!»
126/487
Σε ποιον είχε μοιάσει, να δεις; Γλυκιά και καλή, αλλά απίστευτα πεισματάρα και ισχυρογνώμων. «Κοίτα! Η Ντρακουλόρα! Κοίτα, παππού, η Ντρακουλόρα! Και η Φράνκι Στάιν! Η Φράνκι Στάιν, παππού! Έλα, παππού, μπορούμε να πάρουμε κάποια;» Όπερ και εγένετο. Δύο κούκλες. Ο Τζάκσον Τζέκιλ και η Φράνκι Στάιν. Δύο παιδιά σε κάποιο λύκειο τεράτων για το οποίο ο Χόλγκερ Μουνκ δεν είχε ιδέα – όχι ότι είχε καμία σημασία. Σημασία είχαν το χαμόγελό της και το ζεστό, μαλακό κορμάκι της που κρεμόταν από το λαιμό του. Ποιος νοιάζεται σε ποιο σχολείο πάνε οι κούκλες της κι αν η μαμά θα εκνευριζόταν στο σπίτι; «Ο Τζάκσον Τζέκιλ θέλει να τα φτιάξει με τη Φράνκι Στάιν, αλλά αυτή δεν θέλει, γιατί είναι από αυτά τα κορίτσια που έχουν τη μύτη στο ταβάνι και ξέρουν τι θέλουν». «Ανεξάρτητη, εννοείς;» Η Μαριόν γύρισε και τον κοίταξε με λαμπερά, γαλάζια μάτια. «Ναι, αυτό εννοώ». Ο Χόλγκερ χαμογέλασε πίσω από τη γενειάδα του. Ήταν λες και άκουγε τη φωνή της κόρης του. Η μικρούλα Μαριόν ήταν ακριβές αντίγραφο της Μίριαμ, και κάτι παραπάνω. Ο Χόλγκερ Μουνκ θυμήθηκε την πρώτη μέρα της Μίριαμ στο σχολείο. Πόσο περήφανος ήταν! Το κοριτσάκι του είχε μεγαλώσει, θα έκανε τα πρώτα βήματά του στον κόσμο. Πόσο γλυκιά ήταν με τις κοτσίδες της και τα νέα της ρουχαλάκια και τη σάκα της στην πλάτη! Ήταν ενθουσιασμένη αλλά και φοβισμένη λίγο με όλα αυτά τα νέα πράγματα. Είχαν σταθεί με τη Μαριάνε έξω από το προαύλιο να τη δουν να μπαίνει μέσα· είχαν υποσχεθεί να μην τη συνοδεύσουν, έτσι έπρεπε να γίνει, καλύτερα τα παιδιά να είναι μόνα τους πρώτη μέρα στο σχολείο. H Mίριαμ τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι, δεν ήθελε να τον αφήσει. Ήταν ακόμα το κοριτσάκι του μπαμπά. Πότε πρόλαβε και έγινε δεκαπέντε, με βαρύ μακιγιάζ και δυνατή μουσική πίσω από κλειστές πόρτες; Πού πήγε το κοριτσάκι του μπαμπά; Για να μη μιλήσει γι’ αυτά που ακολούθησαν, όταν είχε ήδη πατήσει τα είκοσι πέντε πια – α, πώς πέρασαν έτσι γρήγορα όλα αυτά τα χρόνια; Το κοριτσάκι που κάποτε του κρατούσε το χέρι με μανία, τρομοκρατημένο απ’ τ’ άλλα παιδάκια, είχε πάει τώρα να δοκιμάσει το
127/487
νυφικό της για να παντρευτεί έναν πρόσφατα αποφοιτήσαντα γιατρό από το Φρέντρικστα, τον Γιουχάνες, ένα αγόρι σχεδόν αντιπαθές... Ο Χόλγκερ Μουνκ ξαναγύρισε την προσοχή του στην εγγονή του, που νόμιζε ακόμα ότι ο παππούς της ήταν ο καλύτερος παππούς του κόσμου και ήθελε συνέχεια αγκαλιές και να κάθεται στα πόδια του. «Τώρα όμως θα είσαι εσύ ο Τζάκσον Τζέκιλ, ενταξει;» είπε η Μαριόν. «Τι είπες, κορίτσι μου;» «Τώρα θα είσαι εσύ ο Τζάκσον Τζέκιλ, κι εγώ θα είμαι η Φράνκι Στάιν». «Δεν θες λίγη πίτσα ακόμα;» «Η Φράνκι Στάιν δεν θέλει να φάει άλλο, κάνει δίαιτα. Πάρε την κούκλα, παππού». Ο Χόλγκερ πήρε απρόθυμα την κούκλα από το τραπέζι και προσπάθησε να αγνοήσει τα μηνύματα που κατέφθαναν συνεχώς στο κινητό του. Το είχε πάρει απόφαση, ήταν ξεκάθαρη επιλογή: δεν θα ξαναέκανε το ίδιο λάθος. Όταν ήταν με τη Μαριόν, θα ασχολούνταν μόνο με τη Μαριόν, τελεία και παύλα. Οι υπόλοιποι ας περίμεναν. «Ε, πες κάτι, παππού!» είπε η Μαριόν ανυπόμονα και ισορρόπησε τη λεπτή τερατοκούκλα της πάνω στο τραπέζι, ανάμεσα στα αποφάγια. «Και τι να πω, δηλαδή;» «Α, δεν ξέρω, εσύ θ’ αποφασίσεις. Δεν ξέρεις να παίζεις, παππού;» «Γεια!» είπε ο Χόλγκερ Μουνκ με διαφορετική φωνή απ’ τη δικιά του, προσπαθώντας να γίνει ο Τζάκσον Τζέκιλ και ελπίζοντας να μην τον άκουγαν οι διπλανοί. «Γεια σου, Τζάκσον, τι θες;» είπε η Μαριόν, με την κουκλίστικη φωνή της. «Θες να πάμε σινεμά;» «Ναι, γιατί όχι; Τι παίζει;» «Την Πίπη τη Φακιδομύτη». «Μα αυτό είναι για παιδιά», αναστέναξε η Φράνκι Στάιν. «Και μην αλλάζεις τη φωνή σου, παππού!» «Συγγνώμη», είπε ο Χόλγκερ και χάιδεψε τα μαλλιά της μικρής. «Εντάξει, δεν πειράζει», έγνεψε το κοριτσάκι. «Εσύ είσαι πάρα πολύ μεγάλος, παππού. Δεν καταλαβαίνεις τι κάνουμε εμείς οι νέοι».
128/487
Η μικρή πήρε και τις δύο κούκλες και του έδειξε πώς έπρεπε να είχε γίνει ο διάλογος, αν ήταν πιο καλός στα παιχνίδια: «“Γεια σου, Φράνκι”. “Γεια σου, Τζάκσον”. “Θες να πάμε στο χορό του σχολείου την Παρασκευή;” “Ναι, θέλω, αλλά δεν είναι ραντεβού, είμαστε μόνο φίλοι, εντάξει;” “Δε θα με φιλήσεις δηλαδή;” “Όχι, δεν θα σε φιλήσω, θα σου δώσω μόνο μια αγκαλιά”. “Μπορώ να έχω και τώρα μία;” “Οκέι”». Η Μαριόν ακούμπησε τις δύο κούκλες μεταξύ τους. Ο Χόλγκερ άδραξε την ευκαιρία για να κοιτάξει στα κρυφά το τηλέφωνό του. Μια κλήση και ένα μήνυμα από την Ανέτε. Ο Κιμ είχε στείλει δύο. Και ο Κουρτ Έρικσεν, ο δικηγόρος του, τον είχε πάρει πολλές φορές. Τι στο καλό ήθελε κι αυτός; Η Μαριόν ήταν απασχολημένη με το παιχνίδι της, και ο Χόλγκερ βρήκε ευκαιρία να διαβάσει τα μηνύματά του: Βρήκαμε τη μοδίστρα. Και τον αγοραστή. Ένας άντρας με τατουάζ αετού στο λαιμό. Μίλησα με Κιμ. Πάρε με τηλ. Κιόλας! Η καρδιά του αστυνομικού χτύπησε δυνατά μες στο στήθος του Χόλγκερ Μουνκ. Κοίτα να δεις, τα ΜΜΕ μπορούν ν’ αποδειχτούν και χρήσιμα ώρες-ώρες· είχαν πέσει διάνα με την πρώτη. Κοίταξε στα γρήγορα και το μήνυμα του Κιμ: Νομίζω ότι κάτι βρήκα για το τατουάζ. Ο Κάρι ξέρει ποιος είναι. Πάρε με. Και μετά: Λαμβάνεις; «Έι, πού είναι η Μαριόν;»
129/487
Ο Χόλγκερ επέστρεψε στην πραγματικότητα απότομα και βρέθηκε να κοιτάζει το ελαφρά εκνευρισμένο πρόσωπο της κόρης του. «Γεια σου, Μίριαμ. Η Μαριόν; Ήταν…» Η Μαριόν δεν ήταν στην καρέκλα της. «Ήταν εδώ στο…» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Η Μίριαμ είχε ήδη κάνει μεταβολή, να πάει να φέρει τη Μαριόν που είχε μπει πιο μέσα στο εστιατόριο και έπαιζε με τις κούκλες της. «Δεν είπαμε να μην αγοράζουμε πολλά πράγματα;» είπε η Μίριαμ όταν επέστρεψαν στο τραπέζι. «Ναι, αλλά…» «Μάζεψε τα πράγματά σου, Μαριόν, πάμε σπίτι». «Κιόλας; Μα ο παππούς κι εγώ θα πηγαίναμε να πάρουμε παγωτό!» «Μια άλλη φορά θα πάτε. Πάμε τώρα». Η Μίριαμ άρχισε να μαζεύει τα πράγματα της κόρης της. Ο Χόλγκερ σηκώθηκε γρήγορα να βοηθήσει. «Πώς πήγε λοιπόν με το νυφικό; Όλα καλά;» «Δεν ήταν έτσι όπως το είχα φανταστεί...» ξεφύσησε η Μίριαμ. «Αλλά έχουν ράφτες και μπορούν να το αλλάξουν. Απλώς ελπίζω να προλάβουν να το ετοιμάσουν στην ώρα του». «Ναι, πριν τις 12 Μαΐου». «Δεν είναι σίγουρο, δυστυχώς. Έλα, Μαριόν, πρέπει να φύγουμε, ο μπαμπάς έχει παρκάρει παράνομα. Πες γεια στον παππού». «Γεια σου, παππού», χαμογέλασε το κοριτσάκι και του έκανε μια μεγάλη αγκαλιά. «Προπονήσου λίγο για να παίξουμε την επόμενη φορά, εντάξει;» «Το υπόσχομαι», χαμογέλασε ο Χόλγκερ. «Θα έρθεις μόνος σου;» είπε η Μίριαμ. «Τι;» «Στο γάμο, λέω. Θα έρθεις μόνος ή θα συνοδεύεσαι;» Αν θα συνοδευόταν στο γάμο; Δεν του είχε περάσει καν απ’ το μυαλό. Χωρίς να ξέρει γιατί, σκέφτηκε αστραπιαία την Κάρεν. Από τον οίκο ευγηρίας. Που χαιρόταν κάθε φορά που τον έβλεπε. Αλλά… να πάνε σε γάμο στο πρώτο τους ραντεβού; Όχι, θα ήταν μέγα λάθος.
130/487
«Θα έρθω μόνος μου», απάντησε ο Χόλγκερ. «Δεν θες να πάρεις μαζί σου τη Μία; Δεν επέστρεψε; Θα ήθελα να έρθει. Προσπάθησα να την πάρω τηλέφωνο, αλλά το κινητό της είναι εκτός λειτουργίας». Να πάρει μαζί του τη Μία· ούτε αυτό τού είχε περάσει από το μυαλό. Ήξερε βέβαια ότι η Μία και η Μίριαμ συμπαθούσαν πολύ η μία την άλλη. «Πήρε καινούριο τηλέφωνο», είπε ο Χόλγκερ. «Αλλά, ναι, μπορώ να τη ρωτήσω, δεν είναι κακή ιδέα». «Καλώς, τότε θα τη βάλω στη λίστα», είπε η Μίριαμ και χαμογέλασε λιγάκι, πριν ξαναγίνει ο συνήθης, σοβαρός της εαυτός. «Α, και κάτι ακόμα. Μπορεί ο Γιουχάνες κι εγώ να πρέπει να κατέβουμε στο Φρέντρικστα το επόμενο Σαββατοκύριακο, θα μπορούσες μήπως να κρατήσεις εσύ τη Μαριόν, σε παρακαλώ;» «Βεβαίως». «Γύρισες στο διαμέρισμά σου; Το έκλεισες το σπίτι στο Χένεφος;» «Ναι, επέστρεψα. Μπορεί άνετα να μείνει μαζί μου ολόκληρο το Σαββατοκύριακο, θα είναι τέλεια». «Οκέι, θα μιλήσουμε». Η Μίριαμ οδήγησε τη Μαριόν προς τον έξοδο. «Γεια, παππού!» «Γεια σου, Μαριόν!» Ο Χόλγκερ Μουνκ χαιρετούσε μέχρι που η πόρτα έκλεισε ξοπίσω τους και ύστερα πήγε να πληρώσει το λογαριασμό. Έξω στο δρόμο, δεν έβλεπε την ώρα να κάνει τα τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνει. Είχε περάσει υπερβολικά πολύ χρόνο εκτός πραγματικότητας. Είχαν στοιχεία για τα φορέματα! Στοιχεία! Ο Κιμ σήκωσε το τηλέφωνο με το πρώτο χτύπημα: «Ναι; Παρακαλώ;» «Τι έχουμε;» είπε ο Μουνκ κοφτά. «Η Ανέτε και η Μία βρήκαν τη μοδίστρα. Μια ηλικιωμένη κυρία στη Σανβίκα». «Και;» «O αγοραστής είναι ένας άντρας γύρω στα σαράντα πέντε, με τατουάζ αετού στο λαιμό. Αγόρασε δέκα».
131/487
«Δέκα φουστάνια;» «Ω, ναι». Σκατά. «Και ξέρουμε ποιος είναι;» «Ο Κάρι νομίζει ότι ξέρει ποιος είναι. Δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρος φυσικά, αλλά πόσοι σαρανταπεντάρηδες έχουν ένα τεράστιο τατουάζ αετού στο λαιμό; Ταιριάζει και με το προφίλ του υπόπτου. Ρόγκερ Μπάκεν. Δεν τον έχουμε στα μητρώα μας, αλλά ο Κάρι τον είχε πετύχει μια φορά, όταν δούλευε για το Ναρκωτικών». «Τι τύπος είναι;» «Κούριερ. Πηγαινοφέρνει πακέτα, ξέρεις». «Ταιριάζει γάντι, δηλαδή». «Έτσι φαίνεται». «Διεύθυνση έχουμε;» «Ένας ξενώνας στην Γκρένλαν, τελευταία γνωστή διεύθυνση. Αν πρόκειται για τον ίδιο Ρόγκερ Μπάκεν». «Στείλαμε κανέναν;» «Η Μία και η Ανέτε είναι ήδη εκεί». «Θα ’μαι κι εγώ εκεί σε πέντε λεπτά», είπε ο Χόλγκερ και έκλεισε το τηλέφωνο.
23 H Mία κράτησε ανοιχτή την πόρτα για την Ανέτε και ύστερα την ακολούθησε μέσα στο σκοτεινό λόμπι. Είχε δει πολλούς ξενώνες στη ζωή της, κι αυτός δεν διέφερε από τους υπόλοιπους: η ίδια γλοιώδης αίσθηση απελπισίας κρεμόταν από τους τοίχους. Μια στάση πριν το τέρμα. Εδώ προσάραζες αν δεν σε ήθελε πια κανείς στον κόσμο. «Παρακαλώ;» Η Ανέτε φώναξε πάνω από τον πάγκο στο ξεθωριασμένο λόμπι, αλλά δεν πήρε απάντηση. «Γιατί δεν μπαίνουμε κατευθείαν μέσα;» Η Μία πλησίασε μια πόρτα που έμοιαζε να οδηγεί στα επάνω πατώματα. Τράβηξε το χερούλι, μα ήταν κλειδωμένη. «Νομίζω ότι πρέπει να μας ανοίξουν», είπε η Ανέτε και ξανακοίταξε πίσω από τη ρεσεψιόν. «Έτσι δεν γίνεται σ’ αυτά τα μέρη; Κάποιος πρέπει να ελέγχει ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει, όχι;» Η Μία Κρούγκερ κοίταξε τριγύρω της. Το λόμπι ήταν λιτά διακοσμημένο. Ένα μικρό τραπέζι· δυο ξύλινες καρέκλες· ένας ξερός φοίνικας στη γωνία. «Είναι κανείς εδώ;» ξαναφώναξε η Ανέτε. «Αστυνομία! Ακούει κανείς;» Μια πόρτα ακούστηκε να ανοίγει πίσω από τον πάγκο, και ένας λεπτός, ηλικιωμένος άντρας ξεπρόβαλε από πίσω της. «Τι θέλετε;» «Αστυνομία. Τμήμα Ανθρωποκτονιών», είπε η Μία και άφησε την ταυτότητά της πάνω στον πάγκο. Ο ηλικιωμένος, αδύνατος άντρας την κοίταξε γεμάτος αμφιβολία. Κοίταξε επισταμένως τη φωτογραφία της Μία και ύστερα έφαγε την τελευταία μπουκιά μιας φέτας ψωμιού που κρατούσε στο χέρι του. «Μάλιστα. Λοιπόν;» είπε και καθάρισε τα δόντια του με το δάχτυλό του. «Πώς μπορώ να βοηθήσω;»
133/487
«Ψάχνουμε έναν άντρα ονόματι Ρόγκερ Μπάκεν», είπε η Ανέτε. «Μπάκεν. Χμμμ…» έκανε εκείνος και κοίταξε μέσα σ’ ένα βιβλίο που είχε μπροστά του. «Ρόγκερ Μπάκεν», είπε η Μία ανυπόμονα. «Γύρω στα σαράντα πέντε, έχει ένα μεγάλο τατουάζ με έναν αετό στο λαιμό». «Α, αυτός», είπε ο αδύνατος άντρας και ξανακαθάρισε τα δόντια του με το δάχτυλο. «Πολύ φοβάμαι ότι ήρθατε αργά». «Τι εννοείτε;» Ο άνδρας μειδίασε. Έμοιαζε να χαίρεται που έφερνε όλο εμπόδια στις δύο αστυνομικίνες. Προφανώς δεν ήθελε και πολλά πάρε-δώσε με την αστυνομία. «Μας άφησε εδώ κι ένα μήνα περίπου». «Σας άφησε;» «Πέθανε. Καπούτ. Αυτοκτόνησε», είπε ο ηλικιωμένος και κάθισε σε μια καρέκλα πίσω από τον πάγκο. «Αστειεύεστε;» είπε η Μία εκνευρισμένη. «Παρεμπιπτόντως, όλα καλά εδώ; Δεν φαντάζομαι να βρω πράγματα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν στα δωμάτια αν ψάξω, ε; Απαγορεύονται τα ναρκωτικά, το ξέρετε;» Ο άντρας ξανασηκώθηκε, με ένα ακόμα μεγαλύτερο χαμόγελο στο πρόσωπο και διάθεση να βοηθήσει. «Όχι, την αλήθεια λέω. Αυτοκτόνησε, πήδηξε από τη στέγη, μια κι έξω, κατευθείαν στην άσφαλτο. Αν μιλάμε φυσικά για τον ίδιο άνθρωπο». «Για τον Ρόγκερ Μπάκεν μιλάω εγώ. Σαρανταπεντάρης. Τατουάζ στο λαιμό». «Ναι, έτσι ήταν ο Ρόγκερ», έγνεψε ο άντρας. «Τραγική ιστορία, αλλά όχι και η πρώτη φορά που συμβαίνει. Τι να κάνεις; Έτσι είναι η ζωή. Γι’ αυτά τα παιδιά τουλάχιστον, έτσι είναι». «Πώς συνέβη;» ρώτησε η Ανέτε. «Πήδηξε από το μπαλκόνι της κοινόχρηστης αίθουσας στον όγδοο». «Υπάρχει μπαλκόνι εκεί πάνω; Τι σόι σύστημα είναι αυτό;» Ο άντρας ανασήκωσε απλώς τους ώμους. «Και τι θέλετε να κάνουμε; Να κλειδώσουμε τα παράθυρα; Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν για τη ζωή τους, ακόμα κι αν δεν ανήκουν στα ανώτατα κοινωνικά στρώματα. Διαφωνείτε;»
134/487
Η Μία αποφάσισε να μην ενοχληθεί από το σαρκασμό του. «Μπορούμε να δούμε το δωμάτιό του;» «Συγγνώμη, αλλά ζει ήδη κάποιος άλλος εκεί μέσα. Υπάρχει ολόκληρη λίστα αναμονής για να έρθει κανείς σε μας, μπορεί να περιμένει μήνες ολόκληρους». «Δεν είχε οικογένεια; Δεν ήρθε κανείς να παραλάβει τα πράγματά του;» «Κανείς», είπε ο άντρας. «Ειδοποιήσαμε την αστυνομία και ήρθε κάποιος και τον μάζεψε. Ελάχιστοι εδώ μέσα έχουν οικογένειες. Κι αν έχουν, δεν θέλουν να τους ξέρουν». «Έχετε ακόμα τα πράγματά του;» «Βρίσκονται σε μια κούτα στο υπόγειο, απ’ όσο ξέρω». «Ευχαριστώ», είπε η Μία ανυπόμονα. «Δεν κάνει τίποτα». Η Μία χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της πάνω στον πάγκο. Είχε τελείως ξεχάσει πώς ήταν όλο αυτό: να είσαι αστυνομικός στην πρωτεύουσα. Να είσαι ένας άνθρωπος ανάμεσα σε άλλους. Της έλειπε το σπίτι της. Το νησί. Η θέα στην ανοιχτή θάλασσα. Έλα, Μία, έλα. Έλα. «Ήταν προκαταβολικό το “ευχαριστώ”», είπε εντέλει. «Ε;» «Επειδή θα φέρετε τα πράγματά του και θα μας τα παραδώσετε, χωρίς να χρειαστεί να φάμε όλη τη μέρα μας στο περίμενε». Ο αδύνατος άντρας κατένευσε ξινά και ξαναβγήκε αργά από την πίσω πόρτα. «Τι κόπανος…» μουρμούρισε η Μία. «Δεν είσαι καλά;» ρώτησε η Ανέτε. «Τι εννοείς;» «Δεν συνηθίζεις να τσαντίζεσαι με κάτι τέτοιους τύπους». «Κοιμήθηκα στραβά», είπε η Μία απολογητικά. Και, εκείνη τη στιγμή, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο Χόλγκερ Μουνκ. «Τι έχουμε;» είπε ξεφυσώντας και πλησιάζοντας τον πάγκο. «Άσχημα νέα». «Τι έγινε;»
135/487
«Ο Ρόγκερ Μπάκεν αυτοκτόνησε εδώ κι ένα μήνα», αναστέναξε η Ανέτε. «Πριν την εξαφάνιση της Παουλίνε;» Η Μία κατένευσε. «Γαμώτο!» βρόντηξε ο Χόλγκερ. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Κοίταξε για μια στιγμή την οθόνη και ύστερα αποφάσισε να το σηκώσει. Ο αδύνατος άντρας εμφανίστηκε ξανά, κουβαλώντας μια κούτα. «Ορίστε, αυτά εδώ είχε μόνο». Άφησε την κούτα μπροστά τους, πάνω στον πάγκο. «Υπάρχει κανένα κινητό εδώ μέσα στην κούτα; Κάποιος υπολογιστής;» Ο άντρας ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν ξέρω, δεν έψαξα». Η Μία έβγαλε μία κάρτα από την πίσω τσέπη του παντελονιού της και την άφησε πάνω στον πάγκο. «Θα πάρουμε την κούτα μαζί μας», είπε. «Αν έχετε ερωτήσεις, μπορείτε να με βρείτε σ’ αυτό τον αριθμό». «Τι διάολο;!» Η Μία και η Ανέτε έκαναν απότομα μεταβολή, έκπληκτες από το ξαφνικό ξέσπασμα του Χόλγκερ στο τηλέφωνο. Εκείνος έκλεισε το κινητό του και τις ξαναπλησίασε, με μια βλοσυρή έκφραση στο πρόσωπο. «Αυτά είναι όλα;» ρώτησε γνέφοντας προς την κούτα. «Ναι». «Θα την πάρουμε μαζί μας». «Με ποιον μιλούσες;» ρώτησε η Μία από περιέργεια. «Με το δικηγόρο μου». «Προβλήματα;» «Πρέπει να περάσω από κει, θα σας βρω στο γραφείο». Ο Χόλγκερ Μουνκ έβαλε το τηλέφωνο στην τσέπη του μοντγκόμερί του και κράτησε ανοιχτή την πόρτα για τις δύο συναδέλφους του.
24 Ο Λούκας κάθισε στο ποδήλατό του κι ένιωσε τον υπέροχο ανοιξιάτικο αέρα να του χαϊδεύει το πρόσωπο. Είχε καλή διάθεση σήμερα· είχε ξυπνήσει νωρίς, είχε φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του, την πρωινή του προσευχή και τις δουλειές του σπιτιού. Δική του ήταν η ευθύνη να κρατά την εκκλησία καθαρή και τακτοποιημένη, μια ευθύνη σημαντική. Λάθος· η πρωινή προσευχή δεν ήταν καθήκον: η πρωινή προσευχή ήταν χαρά. Συνήθως προσευχόταν με το που ξυπνούσε, ενώ ήταν ακόμη στο κρεβάτι, παρόλο που ήξερε ότι ήταν ορθότερο να πλένεται πρώτα και να τελειώνει με το πρωινό του. Αλλά δεν τα κατάφερνε· ένιωθε τόσο όμορφα να μιλά με τον Θεό. Ένιωθε τόσο όμορφα που ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις άνοιγε τα μάτια του. Άρχιζε πάντα την προσευχή του ευχαριστώντας τον Θεό που προστάτευε τους δικούς του ανθρώπους: τον Πάστορα Σίμουν, όλους εκεί πάνω στο βουνό. Πού και πού σκεφτόταν ότι ίσως να έπρεπε να αναφέρει και την παλιά του οικογένεια στις ευχαριστίες του, η αλήθεια όμως ήταν ότι δεν θυμόταν καλά-καλά ούτε τα πρόσωπά τους. Ούτε της πρώτης του οικογένειας, που τον είχε δώσει για υιοθεσία, ούτε και της ανάδοχης, που δεν τον είχε νοιαστεί. Δεν ήταν θυμωμένος μαζί τους, γιατί να είναι; Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. Αυτό ήταν πολύ απλό για τον Λούκας. Αν δεν είχε μεγαλώσει όπως μεγάλωσε, δεν θα ’χε πάει ποτέ του κατασκήνωση στο Νότο, ούτε θα είχε συνάψει τη σχέση που είχε με τον Θεό και τον Πάστορα Σίμουν. Ο Λούκας χαμογέλασε πλατιά και έκανε πετάλι με περισσότερη δύναμη. Γιατί να ήταν δυσαρεστημένος με οτιδήποτε; Δεν υπήρχε λόγος. Η ζωή του ήταν πλήρης. Τέλεια. Γέλασε λίγο, συνωμοτικά, και μουρμούρισε μια μικρή προσευχή. Ένα ευχαριστώ. Δόξα τω Θεώ για τα πουλιά στα δέντρα και γι’ αυτόν το δρόμο. Δόξα τω Θεώ για την άνοιξη και
137/487
για όλες τις εποχές. Δόξα τω Θεώ που μου έδωσε αξία, που μου γνώρισε τον Πάστορα Σίμουν, που ξυπνώ κάθε μέρα το πρωί γεμάτος χαρά και κοιμάμαι γεμάτος χαρά. Αυτό το τελευταίο το φώναξε με δύναμη, και ένιωσε ξανά το φως και τη ζεστασιά ν’ απλώνονται στο κορμί του. Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα του στη Μαριντάλενσβάιεν, πολύ κοντά του, ένας από αυτούς τους άθεους κακομοίρηδες που δεν είχαν σκοπό στη ζωή τους παρά να βιάζονται συνεχώς. Ο Λούκας αγωνίστηκε να κρατήσει το ποδήλατο σε ισορροπία, αλλά δεν πειράχτηκε. Είχε καιρό ν’ αφήσει τον εαυτό του να επηρεαστεί από αυτούς τους ειδωλολάτρες, τους παρακατιανούς. Δεν υπήρχε λόγος. Στην αρχή τούς λυπόταν που δεν είχαν την τύχη του, αλλά κάποια στιγμή σταμάτησε. Ο καθείς διαλέγει τη ζωή που θέλει. Το κλειδί της ευτυχίας βρίσκεται στα χέρια σας, φτάνει μόνο να το δείτε, συνήθιζε να λέει ο Πάστορας Σίμουν. Ήταν μία από τις αγαπημένες ρήσεις του Λούκας, δεν χόρταινε ν’ ακούει τον Πάστορα από τον άμβωνα. Κανείς δεν μπορεί να σας βλάψει, εκτός και αν του το επιτρέψετε. Πρέπει πάντα να κάνετε ό,τι νομίζετε πως δεν μπορείτε να κάνετε. Ο πόνος είναι ένα φυτό που επιζεί μόνο αν το ποτίζεις: εσείς θ’ αποφασίσετε αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει. Ο Λούκας χαμογέλασε ξανά. Ο Πάστορας είχε πολλές παρόμοιες ρήσεις. Ήταν σε άμεση επικοινωνία με τον Θεό. Ο Λούκας είχε υπάρξει μάρτυρας αυτού του γεγονότος, δεν ήταν ψέματα. Πολλές φορές κιόλας. Τον είχε δει συχνά, τον ίδιο τον Θεό, μες στο δωμάτιο. Δόξα τω Θεώ που μ’ έκανε καθαρό. Δόξα τω Θεώ για τ’ αγριολούλουδα στην άκρη του δρόμου. Δόξα τω Θεώ για τους ψιθύρους. Δόξα τω Θεώ για τις κραυγές. Δόξα τω Θεώ που μου έδωσε μια ζωή πλήρη και ολοκληρωμένη. Ο Λούκας κατέβηκε από το ποδήλατο, το ακούμπησε στο στήριγμά του και κάθισε σε μια πέτρα. Συνήθιζαν να συναντιούνται σε διάφορα μέρη, και τούτη εδώ η έξοδος από τον αυτοκινητόδρομο ήταν ένα από αυτά. Όχι ότι είχαν συναντηθεί πολλές φορές· αυτή θα ήταν η… κάτσε να δεις, η όγδοη φορά. Η γυναίκα στο αυτοκίνητο. Η προηγούμενη φορά ήταν πριν λίγες μόνο εβδομάδες. Συνήθως πάρκαρε, κατέβαζε το παράθυρο, του έδινε το φάκελο και έφευγε πάλι, χωρίς κουβέντα. Την τελευταία φορά ήταν διαφορετικά: είχε βγει από το αυτοκίνητο, είχε ανάψει τσιγάρο και είχαν μιλήσει λίγο – τίποτε σημαντικό, για τον καιρό και τα λοιπά.
138/487
Ο Λούκας δεν ήξερε πόσο χρονών ήταν η γυναίκα· ίσως τριάντα, εκεί γύρω πάντως. Ήταν πάντα καλοντυμένη, με μπότες και παλτό ή κάποιο καλό σακάκι, και φορούσε ένα πολύ έντονο κόκκινο κραγιόν. Είχε όμορφο χαμόγελο. Τα μαλλιά της ήταν μακριά και σκούρα, η μύτη της ολόισια και φορούσε μονίμως γυαλιά ηλίου, είχε δεν είχε ήλιο. Η γυναίκα δεν ανήκε στους Εκλεκτούς, ο Λούκας ήταν σίγουρος. Το καταλάβαινες από τον τρόπο που ντυνόταν. Κραγιόν και μπότες και γυαλιά ηλίου και πού και πού κανένα τσιγάρο: στην Αγία Γραφή θα τη θεωρούσαν πόρνη· αλλά, όπως είχε πει και ο Πάστορας Σίμουν, Καμιά φορά, ο δρόμος του φωτός περνά από το σκοτάδι. Κατά κάποιο τρόπο, ο Λούκας ένιωθε ότι ταίριαζαν οι δυο τους, αυτός κι εκείνη, αυτός από τη μια μεριά, εκείνη από την άλλη. Αγγελιαφόροι και οι δύο. Τους συνέδεσε ο Θεός για χάρη Του. Ο Λούκας σηκώθηκε, τέντωσε τα χέρια του στον αέρα και κλότσησε μια πετρούλα από το πάρκιγκ προς το δάσος. Σιγοτραγούδησε λιγάκι. Είχε αρχίσει να τραγουδάει συχνά τώρα τελευταία, όχι δυνατά, ψιθυριστά μόνο, σαν μια μελωδική Θεία λειτουργία μες στο στόμα: Μμμμμμ… Κοίταξε τον ήλιο που είχε ξεμυτίσει. Είδε ένα σκιουράκι να πηδάει από το ένα δέντρο στο άλλο. Δόξα τω Θεώ για τα σκιουράκια και για όλα τα ζώα με τα οποία μας ευλόγησε. Ο Λούκας θα έκλεινε τα είκοσι εφτά αυτό το φθινόπωρο, αλλά μέσα του ένιωθε πολύ πιο νέος. Ήταν λες και ο χρόνος δεν υπήρχε. Ένιωθε ότι δεν είχε ηλικία. Ο Θεός δεν είχε ηλικία. Ο χρόνος δεν είχε ούτε αρχή ούτε τέλος. Αυτά ήταν για τους μη-μυημένους. Γι’ αυτούς που χρησιμοποιούσαν ρολόγια και τηλέφωνα και βιάζονταν να προχωρήσουν παραπέρα. Η αιωνιότητα έχει ήδη αρχίσει. Θυμόταν πολύ καλά την πρώτη φορά που ο Πάστορας είχε ξεστομίσει αυτή τη φράση, την τρίτη μέρα της κατασκήνωσης, τρεις μέρες αφότου είχε σωθεί, τρεις μέρες αφότου είχε γνωρίσει τον Θεό. Η αιωνιότητα έχει ήδη αρχίσει. Σιγοτραγούδησε και πάλι, κοιτάζοντας ξανά τα δέντρα. Μια κίσσα κάθισε σε ένα δέντρο και έκραξε. Λίγο πιο μέσα, ένας δρυοκολάπτης σφυρηλατούσε με το ράμφος του έναν κορμό. Το προηγούμενο Σάββατο είχε δει μια κουκουβάγια, στο σπίτι στο δάσος. Lux domus. Σε πολλούς δεν άρεσαν οι κουκουβάγιες, τις θεωρούσαν κακό σημάδι, αλλά ο Λούκας ήξερε καλύτερα. Το Σαββατοκύριακο ήταν όσο
139/487
ικανοποιητικό το περίμενε, ίσως και περισσότερο. Η Νιλς είχε κάνει καλή δουλειά εκεί πάνω στο δάσος. Ήταν πραγματικά ένας μικρός Παράδεισος. Ένα αυτοκίνητο μπήκε στο πάρκιγκ και σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του. Δεν ήταν ίδιο με την προηγούμενη φορά, αλλά ήταν εκείνη, την αναγνώρισε μέσ’ απ’ το τζάμι. Τα μακριά σκούρα μαλλιά της πιασμένα σε αλογοουρά, το κραγιόν της. Δεν φορούσε γυαλιά αυτή τη φορά. Φαινόταν πως δεν είχε σκοπό να βγει από το αμάξι. Του έκανε απλώς νόημα να πλησιάσει, κατέβασε το παράθυρο και του προσέφερε το φάκελο. Κοίταξε λίγο νευρικά τριγύρω της, λες κι έτρεχε κάτι. Λες και βιαζόταν και ήθελε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο Λούκας άπλωσε το χέρι να πάρει το φάκελο, κι εκείνη τη στιγμή εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, για πολύ λίγο, πριν ξαναστραφεί προς το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Η καρδιά του Λούκας αναπήδησε μες στο στήθος του. Είχε διαφορετικό χρώμα σε κάθε μάτι. Το ένα ήταν καστανό. Το άλλο μπλε. Ο Λούκας δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα σ’ όλη του τη ζωή. Έμεινε να κοιτάζει, με το φάκελο στο χέρι, μην μπορώντας να πει κουβέντα, και, για πρώτη φορά εδώ και πάρα, πάρα πολύ καιρό, ένιωσε έναν τρόμο να κατακλύζει το σώμα του, σαν σταλαγματιές από βαθύ σκοτάδι μέσα στο φωτεινό του αίμα. Η γυναίκα με τα ετερόχρωμα μάτια σήκωσε το τζάμι, ξαναβγήκε ήρεμα στο δρόμο και εξαφανίστηκε, όσο γρήγορα είχε έρθει.
25 Η Μία Κρούγκερ έσυρε τη μεγάλη χάρτινη κούτα μες στο προσωπικό της γραφείο και έκλεισε την πόρτα. Σιγή βασίλευε, μιας και στο συνήθως πολυσύχναστο γραφείο τους δεν υπήρχε ψυχή. Η Ανέτε είχε φύγει για να βοηθήσει σε κάτι την κόρη της και θα περνούσε αργότερα. Δεν χρειάζεται να ξανάρθεις, της είχε πει η Μία, μπορούσε να προχωρήσει την υπόθεση και μόνη της. Η Ανέτε είχε νιώσει ενοχές, όπως όλοι όσοι συνθλίβονται ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια, αλλά η Μία την καθησύχασε λέγοντας πως, αν χρειαζόταν κάτι, θα την έπαιρνε τηλέφωνο. Η αλήθεια ήταν ότι της άρεσε να δουλεύει μόνη. Της ήταν πιο εύκολο να σκέφτεται. Να βυθίζεται στην υπόθεση. Να βρίσκει τους συνδετικούς κρίκους. Δεν είχε τίποτα εναντίον της Ανέτε, ούτε ενάντια στους υπόλοιπους συναδέλφους της, όλοι έκαναν άψογα τη δουλειά τους, μα καμιά φορά μαζεύονταν υπερβολικά πολλοί άνθρωποι τριγύρω της και δεν άφηναν το μυαλό της να δουλέψει όπως θα ’πρεπε. H Μία κουβάλησε την κούτα μέχρι την αίθουσα συνεδριάσεων και την ακούμπησε πάνω σε ένα τραπέζι. Κάθισε και κοίταξε τον ένα τοίχο: ο Λούντβιγκ είχε αναρτήσει, όπως το συνήθιζε, αυτοκόλλητα χαρτάκια και σημειώσεις, ονόματα και ερωτηματικά. Παουλίνα και Γιουχάνε. Φορέματα; Ποιος; Σ’ αυτό είχαν μια απάντηση για την ώρα, ακόμα κι αν δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια χαρτόκουτα που είχε αφήσει πίσω του ένας άντρας με τατουάζ αετού στο λαιμό. Άνοιξε την κούτα και άρχισε ν’ αδειάζει το περιεχόμενό της πάνω στο τραπέζι. Δεν υπήρχαν πολλά πράγματα. Μερικές φωτογραφίες, η μία ενός σκύλου, ενός γκόλντεν ριτρίβερ. Ύστερα, ένας που είχε πάει για ψάρεμα· το πρόσωπό του δεν φαινόταν, μόνο ο τεράστιος σολομός που κρατούσε στα χέρια του. Ένα αυτοκίνητο. Καλά, ποιος κουβαλάει φωτογραφίες του αυτοκινήτου του; σκέφτηκε η Μία και
141/487
συνέχισε να ψάχνει. Κάτω από μια στοίβα λογαριασμούς, βρήκε αυτό που έψαχνε: έναν φορητό υπολογιστή και ένα iPhone. Προσπάθησε να ενεργοποιήσει το τηλέφωνο. Είχε μείνει από μπαταρία. Έψαξε στην κούτα να βρει το φορτιστή, αλλά δεν βρήκε τίποτα, ούτε καν καλώδιο για τον υπολογιστή· προσπάθησε να ανάψει το λάπτοπ, αλλά κι αυτό ήταν νεκρό από μπαταρία. Η Μία πήγε στο γραφείο της να πάρει τον δικό της φορτιστή, όταν άκουσε ένα θόρυβο από πιο κάτω στο διάδρομο. Ώστε δεν είχαν πάει όλοι σπίτια τους. Το νέο τους σπασικλάκι ήταν ακόμα εκεί, πώς τον έλεγαν να δεις; Γκάμπριελ; Ναι, Γκάμπριελ. Η Μία εκνευρίστηκε που το μυαλό της δεν δούλευε ακόμα όπως θα ’πρεπε. Η διατροφή με χάπια και αλκοόλ τής είχε αφήσει κατάλοιπα, της προξενούσε ναυτίες και ζαλάδες, δεν είχε όρεξη να φάει και οι σκέψεις της δεν είχαν μια σωστή, λογική σειρά. Προχώρησε στο διάδρομο, προς το γραφείο του Γκάμπριελ, και αποφάσισε να αρχίσει ξανά να γυμνάζεται, έστω και ελαφριά. Πριν από όλα αυτά ήταν εξαιρετικά γυμνασμένη. Πολύ πριν όλα αυτά. Αναρωτήθηκε αν ο Τσεν βρισκόταν ακόμα στο Όσλο. Πιθανόν. Αλλά ήταν θυμωμένος μαζί της. Ή μήπως ήταν εκείνη θυμωμένη μαζί του; Δεν θυμόταν πια. Κράτησε μία νοητική σημείωση: Να τηλεφωνήσω στον Τσεν. Ν’ αρχίσω γυμναστική. Ν’ αρχίσει το αίμα να κυλάει και πάλι στους μυς. Ν’ αρχίσει το μυαλό να δουλεύει ξανά. «Έι, εδώ είσαι ακόμα;» Η Μία έχωσε το κεφάλι της στο γραφείο του μικρού, χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Ο νεαρός με τα ξανθά μαλλιά αναπήδησε. «Οχ, δεν σε άκουσα», της είπε απολογητικά. Η Μία νόμισε ότι είδε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν. «Συγγνώμη, εγώ φταίω», του χαμογέλασε. «Αναρωτιόμουν απλώς αν θα μπορούσες να με βοηθήσεις σε κάτι». «Φυσικά», κατένευσε ο Γκάμπριελ. «Μπορώ μόνο να συνδέσω αυτά εδώ πρώτα;» Της έδειξε ένα μάτσο καλώδια πεταμένα στο πάτωμα. «Με την ησυχία σου», είπε η Μία. «Νόμιζα ότι η αστυνομία είχε ειδικούς», είπε ο Γκάμπριελ χαμογελώντας και γονάτισε κάτω από το τραπέζι με τα καλώδια στο χέρι. «Αλλά αυτοί που ήρθαν να συνδέσουν τα καλώδια ήταν άσχετοι».
142/487
«Μη με ρωτάς εμένα, δεν πολυκαταλαβαίνω από τέτοια. Θα είμαι στο δωμάτιο Χένεφος». «Οκέι, έρχομαι αμέσως». Επιστρέφοντας, η Μία σταμάτησε στο γραφείο της και πήρε τα καλώδια του φορητού της υπολογιστή και του iPhone της. Ποιος έχει φωτογραφίες του αυτοκινήτου και του σκύλου του; Η Μία δεν είχε καμιά φωτογραφία στο γραφείο της. Είχε βάλει όλα της τα πράγματα σε μια αποθήκη πριν μετακομίσει στο νησί. Είχε προπληρώσει για τρία χρόνια φύλαξης. Μα δεν ήθελε να σκέφτεται τα πράγματά της τώρα. Τις φωτογραφίες, τους γονείς της, τη Σίγκρι. Έβγαλε από το μυαλό της αυτές τις σκέψεις και πήγε προς την αίθουσα συνεδριάσεων. Έβαλε τον υπολογιστή και το τηλέφωνο του Ρόγκερ Μπάκε να φορτίζουν και βγήκε στη βεράντα του Μουνκ για να πάρει λίγο φρέσκο αέρα. Το σκοτάδι της νύχτας είχε αρχίσει να πέφτει επάνω από την πόλη και έκανε ψύχρα. Έσφιξε γύρω της το δερμάτινο μπουφάν και αναπόλησε το μάλλινο σκουφί της. Γιατί έκανε έτσι; Σαν γκρινιάρικο παιδί; Γιατί παραπονιόταν τόσο, αυτή που δεν είχε γκρινιάξει ούτε μια φορά στη ζωή της; Για κάποιο λόγο, ένιωσε την ανάγκη να κάνει ένα τσιγάρο. Δεν είχε καπνίσει ποτέ στη ζωή της, αλλά εδώ έξω έμοιαζε μια τόσο φυσική χειρονομία. Καπνίζω για να σκεφτώ, έλεγε ο Χόλγκερ. Τι να του συνέβη κι αυτουνού; Κοίταξε το ρολόι του τηλεφώνου της: είχαν περάσει δύο ώρες από τότε που έφυγε να πάει στο δικηγόρο του. Ευχήθηκε να μην έτρεχε τίποτε σοβαρό, είχε τόσα άλλα πράγματα στο κεφάλι του κι αυτός. «Μία;» Ο Γκάμπριελ εμφανίστηκε από την αίθουσα συνεδριάσεων. Η Μία ξαναμπήκε μέσα. Ξαφνικά ένιωσε ενοχές για το αγόρι, που ήταν νέο στη δουλειά, νέο στην αστυνομία. Άραγε τον είχε ενημερώσει κανείς; Του είχαν εξηγήσει τι έπρεπε να κάνει; «Πώς τα πας λοιπόν, Γκάμπριελ;» τον ρώτησε και κάθισε στο μεγάλο τραπέζι. Ο νεαρός χάκερ κοίταξε τριγύρω, και κατόπιν στο πάτωμα… Φάνηκε σαν να ξανακοκκίνισε. Ορίστε μια πραγματικά ευαίσθητη ψυχή, σκέφτηκε η Μία και έβγαλε από την τσέπη να του προσφέρει μια καραμέλα για το λαιμό. «Μια χαρά είμαι, ναι».
143/487
«Συνήθισες κάπως; Χρειάζεσαι τίποτα;» «Συνέδεσα και τα τελευταία, μόλις. Εντάξει φαίνονται. Πρέπει το πρωί να πάω στα Κεντρικά. Εκπαίδευση. Με κάποιον Μέλερ;» «Μέλερ Φίμπεν», είπε η Μία. «Καλός είναι». «Σούπερ», κατένευσε ο Γκάμπριελ. «Βασικά, δεν έχω ξαναμπεί σε τέτοιες βάσεις δεδομένων, φάση θα ’χει να δω πώς λειτουργούν». Η Μία χαμογέλασε απαλά. «Είσαι χάκερ και δεν έχεις ξαναμπεί στις βάσεις δεδομένων μας; Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Ούτε καν στην Ιντερπόλ; Έλα τώρα, αποκλείεται». Ο Γκάμπριελ κατακοκκίνισε, μην ξέροντας τι να πει. «Δεν ξέρω…» «Έλα, σε δουλεύω, χαλάρωσε. Νοιάστηκα, νομίζεις. Σου φαίνεται να μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο;» Η Μία τού έκλεισε το μάτι και του προσέφερε κι άλλη καραμέλα. Ο Γκάμπριελ πήρε θάρρος και κάθισε σε μια καρέκλα. Η Μία θα μπορούσε να τον συμπαθήσει τον μικρό. Ήταν έξυπνος και καλός. Ευγενικός και ντροπαλός. Της έκανε καλό να έχει τέτοιους ανθρώπους γύρω της. Ένιωθε ήδη λίγο καλύτερα. Το μυαλό της λειτουργούσε πάλι – όχι στο μάξιμουμ, αλλά κάπως. «Σε τι χρειάζεσαι βοήθεια;» «Εκεί», είπε η Μία και του έδειξε τον φορητό υπολογιστή και το κινητό που φόρτιζαν. «Ποιανού είναι;» «Του Ρόγκερ Μπάκεν. Του τύπου που παρήγγειλε τα φορέματα των δύο κοριτσιών». «Του τύπου με το τατουάζ;» ρώτησε ο Γκάμπριελ. «Ακριβώς, σου το είπαν;» Ο Γκάμπριελ μειδίασε. «Έχω όλα τα τηλεφωνήματα, τα μηνύματα και τις συζητήσεις που γίνονται στον υπολογιστή μου. Έρχονται κατευθείαν σε μένα». Η Μία έφαγε κι άλλη καραμέλα. «Οπότε, οπότε; Έχουμε τίποτα νέο;» Ο Γκάμπριελ την κοίταξε παραξενεμένος. «Εμένα ρωτάς; Εγώ πρώτη φορά τα βλέπω», της χαμογέλασε.
144/487
«Κι εγώ έχω να έρθω εδώ πολύ καιρό», του έκλεισε εκείνη το μάτι. «Σοβαρά μιλάς τώρα; Όλες τις συζητήσεις κι όλα τα μηνύματα; Τα έχεις όλα;» «Ω, ναι, τα πάντα», επιβεβαίωσε ο Γκάμπριελ. «Άσε που υπάρχει πομπός σε όλα τα τηλέφωνα και μπορώ να βλέπω ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται ο καθένας. Ασφάλεια και υπερεπικοινωνία». «Κοίτα να δεις, πρακτικότατο». «Εντελώς», είπε ο νεαρός. «Δηλαδή, αν πάρει ο Κάρι τηλέφωνο το βράδυ σε γκέι ροζ γραμμή, μπορούμε ν’ ακούσουμε τι έλεγε την επομένη, ξέρω γω;» Ο Γκάμπριελ την κοίταξε ξαφνιασμένος, δεν ήξερε αν του έκανε πλάκα ή όχι. «Θεωρητικά, ναι», είπε και ξανακοκκίνισε. «Πλάκα σού κάνω». Η Μία σηκώθηκε και τον χτύπησε απαλά στον ώμο. Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε κι εκείνος, πλησίασε τον υπολογιστή και το κινητό, κάθισε στο πάτωμα και τα άνοιξε και τα δυο. Καθισμένος οκλαδόν, τα κοιτούσε να ξυπνούν σιγά-σιγά από το λήθαργό τους. Πρώτο ενεργοποιήθηκε το iPhone και ζήτησε πιν. Ο υπολογιστής ξύπνησε λίγο αργότερα και ζήτησε κι αυτός κωδικό πρόσβασης. «Είναι εύκολο να μπούμε μέσα;» «Ναι». «Μπορείς να μπεις;» «Ναι». «Άντε λοιπόν». «Οκέι». Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε, έφυγε και επέστρεψε από το γραφείο του κρατώντας ένα στικάκι. Η Μία κάθισε αναπαυτικά και παρακολουθούσε τον νεαρό χάκερ να επιτίθεται στον υπολογιστή. «Εδώ μέσα έχω ένα πρόγραμμα που λέγεται Ophcrack», είπε ο Γκάμπριελ και έβαλε το στικάκι στην ειδική θύρα του υπολογιστή. Πάτησε το κουμπί μέχρι ο υπολογιστής να ξανασβήσει. Ύστερα τον ξανάναψε. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να αλλάξω τη σειρά εκκίνησης, ώστε ο υπολογιστής να διαβάσει πρώτα το στικάκι, πριν προλάβει να διαβάσει τον σκληρό δίσκο, κατάλαβες;»
145/487
H Μία έγνεψε καταφατικά. Δεν ήταν και ιδιοφυΐα στα ηλεκτρονικά, αλλά μέχρι εδώ καταλάβαινε. Ο Γκάμπριελ έσβησε τον υπολογιστή και μετά τον ξανάναψε. «Έτσι, τώρα που θα ξανανάψει, θα διαβάσει πρώτα το στικάκι και θα μπει στο Ophcrack». H Mία χάζευε τον Γκάμπριελ που εργαζόταν. «Να, δες, αυτός ο υπολογιστής έχει δύο χρήστες, τον Ρόγκερ και τη Ράντι». «Ποια είναι η Ράντι;» Ο Γκάμπριελ ανασήκωσε τους ώμους. «Μήπως η φιλενάδα του;» «Θύμισέ μου να το τσεκάρουμε, σε παρακαλώ. Ράντι». «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ. «Ποιον κωδικό πρόσβασης να σπάσω πρώτα;» «Πρώτα του Ρόγκερ». «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ και κοίταξε την οθόνη. «Κοίτα εδώ, αυτές τις στήλες. Λέει: LM Pw1 και LM Pw2. Αν ο κωδικός είναι πάνω από εφτά χαρακτήρες, και συνήθως είναι, οι πρώτοι εφτά εμφανίζονται στη στήλη LM Pw1 και οι υπόλοιποι στη στήλη LM Pw2. Τώρα θα διαλέξω το χρήστη». Ο Γκάμπριελ διάλεξε το χρήστη με το όνομα Ρόγκερ και πάτησε ένα κουμπί στο πρόγραμμα. Κρακ. «Κι έτσι βγαίνει από μόνο του». Η Μία περίμενε με αγωνία για λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να τρέξει το πρόγραμμα. Μάνι-μάνι, δυο κωδικοί εμφανίστηκαν στην οθόνη εμπρός τους: «FordMustang67». Το αυτοκίνητο της φωτογραφίας. Ακόμα κι αν δεν είχε τη βοήθεια αυτής της μικρής ιδιοφυΐας, ίσως να είχε καταφέρει να βρει και μόνη της το συνθηματικό. Προφανώς όχι μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλλά γιατί όχι; «Και μπορεί οποιοσδήποτε να το κάνει αυτό;» ρώτησε η Μία γεμάτη περιέργεια. «Το Ophcrack είναι freeware, υπάρχει δηλαδή ελεύθερο στο Διαδίκτυο, οπότε, αν ξέρεις τι ψάχνεις, ο καθένας μπορεί να το κατεβάσει και να το χρησιμοποιήσει, ναι», είπε ο Γκάμπριελ και έσβησε τον υπολογιστή. Ενώ εμφανίστηκε ξανά η οθόνη για log in και ο Γκάμπριελ πήγαινε να γράψει τον κωδικό πρόσβασης, χτύπησε το κινητό της Μία. Στην οθόνη έγραφε Χόλγκερ Μουνκ. Η Μία βγήκε στη βεράντα για να μιλήσει. «Μία. Παρακαλώ».
146/487
«Έλα, Μία, ο Χόλγκερ είμαι». «Πού είσαι;» «Στο αμάξι. Πρέπει να σου μιλήσω για κάτι». «Πες μου ενώ οδηγείς». «Όχι απ’ το τηλέφωνο. Πάμε για μια μπίρα;» «Θα πιεις εσύ μπίρα;» «Όχι, εγώ δεν θα πιω μπίρα, αλλά πρέπει να μιλήσουμε. Είναι προσωπικό το ζήτημα. Δεν έχει σχέση με τη δουλειά. Εσύ μπορείς να πιεις μπίρα αν θες, εγώ θα πάρω μεταλλικό νερό». «Οκέι», είπε η Μία. «Πού θα συναντηθούμε;» «Στη δουλειά είσαι;» «Ναι». «Στο Καφέ Γιουστίσεν σε λίγα λεπτά;» «Οκέι, Χόλγκερ. Τα λέμε εκεί». «Καλώς», είπε ο Χόλγκερ και έκλεισε το τηλέφωνο. Πολύ περίεργο. Ο Χόλγκερ ποτέ του δεν είχε πρόβλημα να μιλήσει από το τηλέφωνο, σκέφτηκε η Μία. Και ύστερα θυμήθηκε αυτό που της είχε μόλις πει ο Γκάμπριελ. Τα τηλέφωνά τους είχαν κοριούς, τους άκουγαν οι ίδιοι τους οι συνάδελφοι – γι’ αυτό. Ευχήθηκε για μια ακόμη φορά να μην είχε συμβεί τίποτα κακό. «Δυστυχώς πρέπει να βγω έξω για λίγο», είπε η Μία στον Γκάμπριελ όταν επέστρεψε από τη βεράντα. «Οκέι», κατένευσε εκείνος. «Μπήκα στον υπολογιστή. Να μπω και στο iPhone;» «Σούπερ, αν μπορείς», χαμογέλασε η Μία. «Θα μείνεις εδώ μέχρι αργά;» «Θα μείνω λίγο ακόμα», είπε εκείνος. «Προτιμώ να δουλεύω τη νύχτα έτσι κι αλλιώς, κι έχω και διάφορα πράγματα που χρειάζεται να στήσω ακόμα εδώ γύρω». «Εάν βρεις τίποτε θεαματικό, πάρε με τηλέφωνο, οκέι; Αν όχι, θα τα πούμε αύριο». «Κανένα πρόβλημα», είπε ο Γκάμπριελ. «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια», είπε η Μία.
147/487
Κι έπειτα κατέβηκε τις σκάλες, έσφιξε το μπουφάν γύρω της και βγήκε στην οδό Μέλεργκατα.
26 Ο Χόλγκερ Μουνκ καθόταν στην αυλή κάτω από ένα θερμαντικό σώμα. Είχε μόλις ανάψει τσιγάρο και ασχολούνταν με το τηλέφωνό του, στέλνοντας μηνύματα. Μόλις το είχε κλείσει όταν εμφανίστηκε η Μία. «Γεια σου, Μία». «Γεια, Χόλγκερ». «Σε πειράζει να καθίσουμε έξω; Παρήγγειλα ήδη». «Εννοείται», είπε η Μία και πήρε μια καρέκλα. Τα βράδια στο Όσλο στα τέλη του Απρίλη είναι ακόμα κρύα για να πίνεις μπίρες έξω, αλλά η ζέστη που εξέπεμπε το θερμαντικό σώμα πάνω στο τραπέζι βοηθούσε πολύ. Η Μία ήξερε ούτως ή άλλως ότι δεν είχε νόημα να κάθεται σε εσωτερικούς χώρους με τον Χόλγκερ: εκείνος ήθελε να καπνίζει όλη την ώρα. Βρήκε μια κουβερτούλα, σκέπασε τα πόδια της και προσπάθησε να καθίσει όσο πιο άνετα μπορούσε. «Τι παρήγγειλες;» «Ένα ανθρακούχο νερό και ένα ανοιχτό σάντουιτς για μένα και μια μπίρα για σένα, δεν ήξερα αν ήθελες τίποτε άλλο». «Όχι, ευχαριστώ, μια μπίρα φτάνει και περισσεύει», είπε η Μία. Ο Χόλγκερ κοίταξε τη ρουστίκ και ευχάριστη αυλή του καφέ Γιουστίσεν. «Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που ήρθα εδώ». «Κι εγώ», είπε η Μία. Ήξεραν καλά ποια ήταν αυτή η τελευταία φορά, αλλά κανείς τους δεν ήθελε να την αναφέρει. Έφτανε ένα νεύμα, μια ματιά. Κάθονταν εδώ, στο ίδιο αυτό τραπέζι, λίγα χρόνια πριν, ενώ ξεδιπλωνόταν η υπόθεση της ανάρμοστης συμπεριφοράς της. Η Μία είχε ήδη πάρει την κάτω βόλτα, και ο Χόλγκερ ήταν ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μπορούσε να μιλήσει.
149/487
Τους είχε ανακαλύψει ένας φωτορεπόρτερ της εφημερίδας Νταγκμπλάντε, είχε αρχίσει να βγάζει φωτογραφίες, δεν τους άφηνε σε ησυχία. Ο Χόλγκερ, ευγενικά μεν αποφασιστικά δε, τον είχε πετάξει έξω. Η Μία χαμογέλασε σκεπτόμενη το περιστατικό. Τι ιπποτικό εκ μέρους του! Τον είχε ανάγκη τότε. Και τώρα είχε έρθει η δική του σειρά να ζητήσει τη βοήθειά της. «Δεν θέλω να δραματοποιήσω το ζήτημα, απλώς προτιμούσα να μη σου τα πω από το τηλέφωνο. Δεν είναι τίποτε σοβαρό, τίποτε πιο σημαντικό από την υπόθεσή μας, αλλά, τέλος πάντων, ήθελα απλώς να ζητήσω τη συμβουλή σου», είπε ο Χόλγκερ. Μία σερβιτόρα ήρθε να τους αφήσει την παραγγελία τους. Ένα αφρώδες μεταλλικό νερό και σάντουιτς με γαρίδες για τον Χόλγκερ, μια μπίρα για τη Μία. «Και πείτε μου αν χρειαστείτε τίποτε άλλο», είπε το κορίτσι και εξαφανίστηκε. «Και, παρεμπιπτόντως, δεν γιορτάσαμε ακόμα το γεγονός της επιστροφής μας», χαμογέλασε ο Χόλγκερ και σήκωσε το ποτήρι του. «Στην υγειά μας». «Εις υγείαν», είπε η Μία και ήπιε μια γουλιά από την μπίρα της. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά τη βρήκε εξαιρετική. Το αλκοόλ την άγγιξε ακριβώς εκεί όπου έπρεπε. Έπρεπε να προσέξει λίγο, το ήξερε, αλλά καλά έκανε και έπινε λιγάκι τώρα. Έπρεπε να χαλαρώσει. Ο Χόλγκερ έτρωγε τις γαρίδες του χωρίς μιλιά. Όταν τελείωσε, έσπρωξε το πιάτο του στην άκρη και άναψε τσιγάρο. «Βρήκαμε τίποτε στα πράγματα του Μπάκεν;» «Έναν υπολογιστή και ένα iPhone», είπε η Μία. «Ωραία. Κάτι ενδιαφέρον εκεί μέσα;» «Δεν ξέρω ακόμα. Έχω βάλει τον Γκάμπριελ να τα κοιτάξει». «Πώς σου φαίνεται αυτός;» Η Μία ανασήκωσε τους ώμους και ήπιε ακόμα μια γουλιά μπίρα. «Δεν έχουμε μιλήσει και πολύ, αλλά μοιάζει καλός τυπάκος. Μικρός πολύ, αλλά δεν σημαίνει κάτι αυτό». «Έχω ένα καλό προαίσθημα», είπε ο Χόλγκερ και φύσηξε τον καπνό του στον αέρα. «Καλά κάναμε και προσλάβαμε κάποιον απέξω, κάποιον με
150/487
καινούριο βλέμμα, που δεν έχει καταστραφεί ακόμα από την αστυνομία. Πρέπει να εκσυγχρονιστούμε λίγο, δεν νομίζεις;» «Πολύ πιθανόν», είπε η Μία. «Εν πάση περιπτώσει, μοιάζει να ξέρει τι κάνει». Ο Χόλγκερ χαμογέλασε. «Χαχά, από ικανότητες δεν πάει καθόλου πίσω, όχι. Βρήκα το όνομά του απ’ την MI-6 στο Λονδίνο, είχε λύσει εκείνο τον κώδικα, ξέρεις, εκείνον το γρίφο που είχαν δημοσιεύσει πέρυσι». Η Μία ανασήκωσε τους ώμους της δείχνοντάς του πως δεν ήξερε. «Όχι, όχι, σωστά, εσύ ήσουν εκτός κυκλοφορίας τον τελευταίο καιρό. Δεν μου λες, ξέρεις ποιον έχουμε πρωθυπουργό τουλάχιστον;» Η Μία ανασήκωσε ξανά τους ώμους. «Γιατί; Έχει καμιά σημασία;» Ο Χόλγκερ Μουνκ γέλασε λίγο και έκανε νόημα στη σερβιτόρα. «Θα θέλατε κάτι;» τους χαμογέλασε το κορίτσι. «Νομίζω ότι έχω ανάγκη από μία μηλόπιτα με παγωτό. Μια μπίρα ακόμα;» Η Μία κατένευσε. «Μηλόπιτα και μπίρα, λοιπόν», είπε το κορίτσι και έφυγε. «Τέλος πάντων, ξέρει να πετυχαίνει στόχους, είναι επαγγελματίας, μένει μόνο να δούμε αν του ταιριάζει να γίνει αστυνομικός». «Και σε ποιον ταιριάζει;» χαμογέλασε η Μία. «Σωστά, σωστά...» είπε ο Χόλγκερ. «Τέλος πάντων, εγώ πάντως πετάω τη σκούφια μου που επέστρεψα στην πόλη και χαίρομαι πολύ που είσαι κι εσύ εδώ. Μίλησα με τον Μίκελσον. Αυτή η υπόθεση τους έχει τρελάνει όλους. Ξέρεις τώρα, ζήτημα εθνικής ασφαλείας, η φήμη της αστυνομίας… Νομίζω ότι υπάρχει φοβερή πίεση από τα υψηλά κλιμάκια για να τη λύσουμε μια ώρα αρχύτερα. Απ’ το Υπουργείο παίρνουν καθημερινά για να ενημερωθούν». «Δεν πειράζει, ας κουραστεί κι ο Μίκελσον λίγο», είπε η Μία. Άδειασε το μισόλιτρο ποτήρι της μπίρας της και έβγαλε μια καραμέλα για το λαιμό. Η σερβιτόρα ήρθε με τη μηλόπιτα του Χόλγκερ και την καινούρια μπίρα. Η Μία περίμενε να φάει πρώτα λίγο ο Χόλγκερ πριν πιει κι άλλο. Δεν ήθελε να φανεί ότι λαχταρούσε το αλκοόλ. Δεν είχε έρθει για να μεθύσει, είχε έρθει
151/487
για να μιλήσουν. «Λοιπόν», ξεκίνησε να λέει, «ο δικηγόρος. Σωστά; Έτσι δεν μου είπες;» «Ναι, γαμώτο μου», αναστέναξε ο Χόλγκερ. «Δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Σου είπα, δεν είναι τίποτε φοβερό, αλλά, τέλος πάντων, τον τελευταίο καιρό γίνονται πολλά μαζεμένα. Η Μίριαμ παντρεύεται και…» «Κοίτα να δεις, τι καλά, δεν είχα ιδέα!» Η Μία ένιωσε πραγματικά μεγάλη χαρά. Τη συμπαθούσε τρομερά τη Μίριαμ. Είχαν αλληλοσυμπαθηθεί με το που πρωτοσυναντήθηκαν. Ήξερε επίσης ότι η σχέση της με τον πατέρα της δεν ήταν και η καλύτερη, αλλά πάντα θεωρούσε ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα έφτιαχναν – θα έπαιρνε απλώς λίγο χρόνο. «Ναι, αμέ, υπέροχο δεν είναι;» είπε ο Χόλγκερ. «Να υποθέσω ότι είναι ακόμα με τον Γιουχάνες; Τελείωσε τις σπουδές του στην ιατρική;» Ο Χόλγκερ κατένευσε. «Κάνει το αγροτικό του τώρα. Εδώ κι ένα χρόνο είναι στο Ούλεβολ». «Ποπό, τύχη βουνό. Οι περισσότεροι φεύγουν συνήθως για επαρχία». «Ναι, ναι, το αγόρι με το κοκαλάκι της νυχτερίδας», χαμογέλασε στραβά ο Χόλγκερ. «Τέλος πάντων, καλώς έχουν τα πράγματα. Καλό παιδί. Ας ελπίσουμε ότι λίγη από την τύχη του θ’ αγγίξει και τη Μίριαμ». «Τι εννοείς;» Ο Χόλγκερ Μουνκ αναστέναξε. «Δεν ξέρω… Στην αρχή ήθελε να σπουδάσει αγγλική φιλολογία, ύστερα δεν ήθελε. Ύστερα ήθελε, λέει, να γράψει λογοτεχνία, αλλά ούτε αυτό καρποφόρησε». «Δεν είχε ξεκινήσει, νομίζω, να πηγαίνει σε μια σχολή δημοσιογραφίας;» Ο Χόλγκερ κατένευσε κι έφαγε ακόμη μια μπουκιά μηλόπιτα. «Ναι, έχει σχεδόν τελειώσει τώρα, αλλά αποφάσισε να κάνει ένα διάλειμμα να το σκεφτεί, λέει. Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς κάνει». «Νομίζω ότι πρέπει να χαλαρώσεις λίγο», είπε η Μία και ήπιε μια γουλιά από την μπίρα της. «Χώρισες με τη Μαριάνε όταν η Μίριαμ ήταν δεκαπέντε ετών. Στα δεκαεννιά της έγινε μητέρα. Τι ακριβώς περιμένεις δηλαδή; Δώσ’ της λίγο χρόνο».
152/487
«Ίσως να ’χεις δίκιο· ναι, έχεις δίκιο», ξεφύσησε ο Χόλγκερ και άναψε τσιγάρο. «Συνέβη τίποτα με τη Μίριαμ, Χόλγκερ;» «Τι; Όχι, γιατί ρωτάς;» «Δεν ξέρω, τις είκοσι ερωτήσεις δεν παίζουμε;» είπε η Μία χαμογελώντας. «Τι εννοείς;» «Δεν πρέπει να κάνω είκοσι ερωτήσεις για να μαντέψω για ποιο πράγμα θες να μου μιλήσεις; Έτσι δεν πάει το παιχνίδι;» Ο Χόλγκερ έσκασε στα γέλια. «Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, ε; Τα λες όλα χύμα, ούτε σεβασμός, ούτε τίποτα! Αφεντικό σου είμαι, το ξέρεις; Δεν σου ’χουν πει ότι πρέπει να το βουλώνεις και να κάνεις ό,τι λέω;» «Κάπως πρέπει να ξεχωρίζω κι εγώ», χαμογέλασε η Μία. «Να, είναι λίγο προβληματικό το όλο ζήτημα, δεν ξέρω πώς να σ’ το θέσω ακριβώς. Είμαι φοβερά εκνευρισμένος». «Έλα λοιπόν, πες μου», είπε η Μία. «Οκέι», είπε ο Χόλγκερ και ρούφηξε βαθιά το τσιγάρο του. «Γνωρίζεις τη μητέρα μου, σωστά;» «Ναι, τι έπαθε;» «Ξέρεις ότι την πήγα σ’ έναν οίκο ευγηρίας εδώ και λίγα χρόνια, ε;» «Ναι, και λοιπόν; Δεν είναι καλά;» «Όχι, όχι, καλά είναι. Τα πόδια της έχουν γίνει κάπως άκαμπτα και πρέπει να κυκλοφορεί με αναπηρικό καροτσάκι, αλλά δεν είναι αυτό». «Μήπως δεν περνάει καλά εκεί μέσα;» «Στην αρχή δεν της άρεσε, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα. Ανακάλυψε ότι υπήρχαν κι άλλοι στη θέση της, έκανε φίλες, ολόκληρη συμμορία, οπότε όχι, δεν είναι αυτό… Είναι ότι τώρα στα ξεκούδουνα μας έγινε χριστιανή». «Τι εννοείς; Χριστιανή-χριστιανή; Άρχισε δηλαδή να πιστεύει στον Θεό;» Ο Χόλγκερ κατένευσε. «Τώρα σοβαρά; Παρόλο που είχατε μεγαλώσει ως άθεοι;» «Ναι, αυτό είναι που μου φαίνεται τόσο περίεργο, δεν την είχα ακούσει ποτέ να μιλάει για τη θρησκεία, για τίποτε απ’ όλα αυτά, μα άλλαξε ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη. Άρχισε να πηγαίνει σε συγκεντρώσεις, πάει κάθε
153/487
βδομάδα σε μια εκκλησία μαζί με κάτι φίλες της από το γηροκομείο και τέτοια». «Ίσως φταίει η ηλικία», είπε η Μία. «Τι ξέρουμε εμείς για τα γηρατειά; Εννοώ, μπορεί να είσαι σε φόρμα και τα λοιπά, αλλά πώς να χωνέψεις ότι έχεις λιγότερα χρόνια μπροστά σου απ’ ό,τι ξοπίσω σου; Δεν ξέρω. Ίσως να βοηθάει αυτό. Η πίστη σε κάτι». «Ναι, μέχρις ενός σημείου. Στην αρχή το είδα κι εγώ σαν κάτι ακίνδυνο, να σου πω. Είναι ογδόντα χρονών, σκέφτηκα, μπορεί ν’ αποφασίσει η ίδια για τον εαυτό της, αλλά…» Ο Χόλγκερ κοντοστάθηκε. «Αλλά τι;» «Τίποτε, απλώς είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ ό,τι περίμενα. Γι’ αυτό με πήρε ο Κουρτ τηλέφωνο». «Ο δικηγόρος;» Ο Χόλγκερ έγνεψε καταφατικά. «Και τι τρέχει;» Ο Χόλγκερ έσβησε το τσιγάρο του και άναψε καινούριο. «Αποφάσισε, λέει, ν’ αφήσει όλη την οικογενειακή κληρονομιά στην Εκκλησία της». «Σκατά». «Ακριβώς». Ο Χόλγκερ άνοιξε διάπλατα τα χέρια του με απελπισία. «Και τι κάνω εγώ τώρα;» «Μιλάμε για πολλά πράγματα;» «Όχι, δεν είναι τόσο πολλά… μα όπως και να ’χει… Τέλος πάντων, είναι το διαμέρισμα στη Μαγιόρστουα, το εξοχικό στο Λάρβικ. Κι έχει και αρκετά χρήματα στο λογαριασμό της στην τράπεζα, έχει να τα ακουμπήσει από τότε που πέθανε ο μπαμπάς. Δεν με νοιάζουν για μένα τα λεφτά, απλώς σκεφτόμουν ότι θα έφταναν πέρα από μένα, στη Μαριόν, καταλαβαίνεις. Ότι θα την εξασφάλιζα, πώς το λένε; Θα με κληρονομούσε». Η Μία καταλάβαινε. Ο Χόλγκερ είχε μια όμορφη, σχεδόν ανθυγιεινή σχέση με την εγγονή του. Η Μία ήταν σίγουρη ότι, αν κάποιος του ζητούσε να κόψει το χέρι του για χάρη της, θα το έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και χωρίς αναισθητικό. Ορίστε ένα χέρι! Μήπως θέλετε και το δεύτερο; «Γαμώτο, τι κρίμα». «Ακριβώς, και τώρα πώς να το φέρω βόλτα όλο αυτό;»
154/487
«Δεν ξέρω, γαμώτο, δεν είναι απλό». «Το καταλαβαίνω ότι πρόκειται μόνο για λεφτά κι ότι ένας Θεός ξέρει με πόσο πιο σημαντικά πράγματα έχουμε να ασχοληθούμε. Δυο εξάχρονα κορίτσια είναι νεκρά και οχτώ ακόμα φουστανάκια κυκλοφορούν εκεί έξω. Σκέτος εφιάλτης, διάολε, δεν τολμώ καν να το σκεφτώ. Κυκλοφορώ και ανησυχώ συνέχεια, δεν κοιμάμαι, περιμένω μόνο να χτυπήσει το τηλέφωνο να μου πουν ότι βρήκαν κι άλλο κορίτσι. Καταλαβαίνεις;» Η Μία κατένευσε. Ακριβώς έτσι αισθανόταν κι εκείνη. «Γι’ αυτό δεν θέλω να σηκώνω τα τηλέφωνα. Αν το δει κανείς από μακρινή σκοπιά, είναι σκέτη σαχλαμάρα. Αν δεν υπήρχαν όλα τα άλλα, νομίζω ότι θα περνούσα το χρόνο μου κάνοντας άλλα πράγματα απ’ το να προσπαθώ να πιάσω αυτό το καθίκι». «Αν είναι μόνο ένα», είπε η Μία. «Νομίζεις ότι μπορεί και να είναι παραπάνω από ένας;» «Δεν ξέρω, αλλά πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι και γι’ αυτή την πιθανότητα, δεν πρέπει;» «Ναι, φυσικά». Ο Χόλγκερ σώπασε για μια στιγμή· συλλογίστηκε τα λόγια της Μία. «Δεν μπορείς απλώς να της μιλήσεις;» «Τι;» «Με τη μάνα σου. Να της πεις ό,τι μου είπες τώρα. Για τη Μαριόν και τα λοιπά». «Ναι, για τ’ όνομα του Θεού, φυσικά και έχεις δίκιο», αναστέναξε ο Χόλγκερ. «Απλώς είναι τόσο πεισματάρα, γαμώτο μου... Έχω καμιά φορά την εντύπωση ότι με εκδικείται επειδή δεν την άφησα να αποφασίσει εκείνη αν θα έμενε ή αν θα έφευγε από το σπίτι». «Παραλίγο να κάψει ολόκληρη την πολυκατοικία, Χόλγκερ, έπρεπε να μετακομίσει». «Ναι, το ξέρω, αλλά και πάλι…» Η Μία τον λυπήθηκε, έτσι όπως ήταν περιτριγυρισμένος από ισχυρογνώμονες γυναίκες όλων των ηλικιών και υπερβολικά ευγενής από μεριάς του. Ο Χόλγκερ δεν συμμεριζόταν την άποψή της, είχε τρομερές τύψεις μετά το διαζύγιό του. Η Μία είχε προσπαθήσει πολλές φορές να του
155/487
εξηγήσει ότι δεν έφταιγε εκείνος, ότι ήταν επιλογή της Μαριάνε, αλλά δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτε. «Νομίζεις ότι υπάρχουν πολλοί;» «Πίσω από τις δολοφονίες;» Ο Χόλγκερ κατένευσε. «Στην πραγματικότητα, όχι». «Συμφωνώ. Αλλά πρέπει να είμαστε ανοιχτοί σε όλα τα ενδεχόμενα, όπως είπες». «Νιώθω λίγο…» είπε η Μία, αλλά σταμάτησε. «Λίγο τι;» «Δεν ξέρω, λίγο εκτός. Δεν καταφέρνω να μπω μες στην υπόθεση. Δεν βλέπω το σχέδιο. Υπάρχει κάτι από πίσω, το ξέρω, φωνάζει, είναι οφθαλμοφανές, αλλά εγώ δεν το βλέπω, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις». «Θα σου ’ρθει», είπε ο Μουνκ κατευναστικά. «Έλειπες τόσο καιρό. Αυτό είναι όλο». «Ίσως. Ίσως…» είπε η Μία αργά-αργά. «Ας το ελπίσουμε. Για να είμαι ειλικρινής, νιώθω λίγο σκουριασμένη. Πιάνω να λυπάμαι τον ίδιο μου τον εαυτό, ξανασκέφτομαι την παιδική μου ηλικία, αποσυντονίζομαι. Δεν τα συνηθίζω εγώ κάτι τέτοια. Δεν μου αρέσω καθόλου όταν είμαι έτσι. Αν δεν καταφέρω να ξυπνήσω, θέλω θα με βγάλεις από την υπόθεση. Εντάξει; Μου το υπόσχεσαι;» «Σε χρειάζομαι, Μία», είπε ο Μουνκ. «Υπάρχει λόγος για τον οποίο ήρθα να σε βρω». «Για να σε βοηθάω με τα οικογενειακά σου προβλήματα;» «Άντε πηδήξου, Μία». « Άντε πηδήξου εσύ, Χόλγκερ. Μια χαρά ήμουν εκεί πάνω». Χαμογέλασαν και αντάλλαξαν φιλικές ματιές που δεν χρειάζονταν περαιτέρω εξηγήσεις. Ο Χόλγκερ άναψε τσιγάρο, ενώ η Μία έπινε την μπίρα της κι έσφιγγε την κουβερτούλα γύρω της. «Το Χένεφος συνέβη το 2006, σωστά;» «Τον Σεπτέμβρη», συμπλήρωσε ο Χόλγκερ. «Γιατί;» «Αν το μωρό είχε επιζήσει, θα άρχιζε τώρα σχολείο, το σκέφτηκες αυτό;»
156/487
«Μου πέρασε απ’ το μυαλό», είπε ο Χόλγκερ. «Μ’ έκανε να το σκεφτώ κάτι που είπε ο Γκάμπριελ». «Τι είπε;» «Κάτι για ένα δάσκαλο. Ότι θα μπορούσε, λέει, ο δράστης να είναι δάσκαλος, κάτι τέτοιο». «Δεν είναι κακή ιδέα, ίσως και να ’χει λίγο αστυνομικό αίμα μέσα του τελικά». «Νομίζεις ότι δεν ζει;» ρώτησε ο Χόλγκερ. «Τι εννοείς;» «Εννοώ αυτό που είπες· είπες, Αν είχε επιζήσει. Το μωρό που εξαφανίστηκε. Δεν το βρήκαμε ποτέ. Θα μπορούσε να ζει τώρα». «Όχι», είπε η Μία. «Τόσο σίγουρη είσαι;» «Δεν ζει». «Ναι, ούτε εγώ το πιστεύω, αλλά υπάρχει ακόμα μια μικρή πιθανότητα, όχι;» «Δεν ζει», επανέλαβε η Μία. «Πώς σου φαίνεται η θεωρία περί δασκάλου;» «Δεν είναι κακή ιδέα, ας την έχουμε στα υπ’ όψιν». Ο Χόλγκερ κατένευσε και έριξε μια ματιά στο τηλέφωνό του. «Πρέπει να φύγω, έχω να συμπληρώσω κάτι αναφορές πριν κοιμηθώ. Ο Μίκελσον γκρινιάζει». «Νομίζεις ότι η Ανέτε θα τους αντέξει όλους αυτούς εκεί πέρα;» «Η Ανέτε κάνει ό,τι μπορεί». Ο Χόλγκερ σηκώθηκε όρθιος και έβγαλε απ’ το μοντγκόμερι το πορτοφόλι του. «Εγώ θα πληρώσω», επέμεινε η Μία. «Είσαι σίγουρη;» «Εννοείται. Σύντομα δεν θα ’χετε φράγκο στην οικογένεια, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω». «Χαχά», της έκλεισε το μάτι ο Χόλγκερ. «Έχουμε πλήρη ενημέρωση αύριο πρωί-πρωί;» «Δεν το ’χω σκεφτεί, πρέπει να δω τι θα βρούμε στον υπολογιστή και το iPhone».
157/487
«Θα σε ενημερώσω», είπε η Μία. «Καλώς. Τα λέμε». Η Μία έμεινε να κάθεται στο τραπέζι με το ποτήρι της μπίρας μπροστά της. Πολύ θα ήθελε μια μπίρα ακόμα, αλλά δεν ήξερε κατά πόσο έπρεπε ή μπορούσε να υποκύψει. Τελικά, το ότι έμενε σε ξενοδοχείο είχε αποδειχτεί η καλύτερη λύση: πήγαινε για ύπνο νωρίς και είχε και καθαρά σεντόνια. Χτύπησε τις άκρες των δαχτύλων της στο ποτήρι και άρχισε να ξαναγυρνάει την υπόθεση στο μυαλό της, μήπως και ξυπνήσει το κεφάλι της. «Κάτι άλλο θα θέλατε;» Η σερβιτόρα είχε επιστρέψει, πάλι με το χαμόγελο στα χείλη. «Ναι, μία ακόμα μπίρα, παρακαλώ. Και ένα σφηνάκι λικέρ τζίντζερ». «Έγινε», είπε το κορίτσι και έφυγε. «Μία;» Ένα γνωστό και συγχρόνως άγνωστο πρόσωπο έκανε την εμφάνισή του πίσω από την καύτρα ενός τσιγάρου. Μία κοπέλα στην ηλικία της πλησίασε το τραπέζι. «Τι έγινε, δεν με αναγνωρίζεις; Η Σουζάνε είμαι. Από το Όρσγκορστραν!» Η νεοφερμένη έσκυψε και έκανε στη Μία μια μεγάλη αγκαλιά. Για τον Θεό! Η Σουζάνε Χβαλ. Που έμενε λίγα σπίτια πιο πέρα, στον ίδιο δρόμο. Ένα χρόνο μικρότερη από τις δίδυμες. Ήταν κάποτε καλές φίλες οι τρεις τους, τον παλιό εκείνο καιρό. «Γεια σου, Σουζάνε! Συγγνώμη, σκεφτόμουν τη δουλειά». «Μην ανησυχείς. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Να κάτσω μαζί σου;» «Φυσικά, εννοείται». «Για φαντάσου!» γέλασε η Σουζάνε. «Πόσο καιρό βρίσκεσαι εδώ;» «Πάρα πολύ». Η παλιά της φίλη καθόταν και κοιτούσε τη Μία με ένα πλατύ χαμόγελο χαραγμένο στο στόμα. «Έχω να σε δω από… ναι, ναι, από τότε που σε είδα στην εφημερίδα – πειράζει που σ’ το λέω;» «Όχι, προς Θεού, κανένα πρόβλημα», χαμογέλασε η Μία. «Πώς τα πας; Με κείνη την υπόθεση και τα παρατράγουδά της;» «Την έκανα για διακοπές».
158/487
«Ελπίζω να μην ενοχλώ τώρα». «Όχι, μην ανησυχείς, μην ανησυχείς καθόλου», είπε η Μία και της έδειξε την καρέκλα που είχε μείνει κενή μετά την αποχώρηση του Χόλγκερ. Είχε σκεφτεί τη Σουζάνε πολλές φορές κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, ειδικά μετά το θάνατο της Σίγκρι. Είχαν συναντηθεί στην κηδεία αλλά όχι έκτοτε. Δεν είχαν καν επικοινωνήσει, τους έπεφτε βαρύ. Αλλά τώρα χαιρόταν που έβλεπε την παλιά της φίλη. Η σερβιτόρα επέστρεψε με την μπίρα και το λικέρ Ράτζεπουτζ. «Θα πάρετε κάτι;» Η Σουζάνε κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Έχω πάρει ήδη μια μπίρα. Είμαι εδώ με κάποιον από τη δουλειά». Το τελευταίο το ψιθύρισε στη Μία, με περηφάνια στη φωνή της. «Έχεις μετακομίσει λοιπόν στην πόλη;» ρώτησε η Μία. «Ναι, εδώ και τέσσερα χρόνια». «Τι καλά, και τι δουλειά κάνεις;» «Δουλεύω στο Εθνικό Θέατρο», χαμογέλασε η Σουζάνε. «Ποπό, συγχαρητήρια». Η Μία θυμόταν αμυδρά έναν ερασιτεχνικό θίασο στο Χόρτεν. Η Σουζάνε λαχταρούσε να την πάρει να παίξουν μαζί τους, μα δεν τα κατάφερνε. Στη Μία δεν άρεσε καθόλου να βρίσκεται στη σκηνή, αρρώσταινε μόνο και μόνο στη σκέψη. «Είμαι απλή βοηθός σκηνοθέτη, αλλά δεν πειράζει, χαίρομαι πάρα πολύ! Σύντομα θα έχουμε πρεμιέρα, ανεβάζουμε τον Άμλετ. Σκηνοθετεί ο Στάιν Βίνγκε. Νομίζω ότι θα είναι μια καταπληκτική παράσταση. Πρέπει να ’ρθεις. Έχω έξτρα εισιτήρια για την πρεμιέρα. Κάνεις κέφι;» Η Μία χαμογέλασε απαλά. Ναι, την αναγνώριζε τη Σουζάνε τώρα. Το γεμάτο ενέργεια, φιλικό αυτό κορίτσι που όλοι συμπαθούσαν. Το ζεστό της βλέμμα· ήταν πολύ δύσκολο να της αρνηθείς οτιδήποτε. «Μπορεί», κατένευσε η Μία. «Έχω πάρα πολλή δουλειά για την ώρα, αλλά ίσως ξεκλέψω λίγο χρόνο». «Θεέ μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» γέλασε η Σουζάνε. «Πάω να φέρω την μπίρα μου, οκέι; Οι ηθοποιοί είναι τόσο απασχολημένοι έτσι κι αλλιώς, που χαμπάρι δεν θα πάρουν ότι λείπω».
159/487
«Ναι, πήγαινε», είπε η Μία χαμογελώντας. «Περίμενέ με εδώ, μη φύγεις». Η Σουζάνε έσβησε στα γρήγορα το τσιγάρο της και μπήκε με γοργά πηδηματάκια στο εστιατόριο για να φέρει την μπίρα της.
27 Ο Τουμπίας Ίβερσεν είχε βάλει το ξυπνητήρι για τις έξι. Ξύπνησε με τον πρώτο χτύπο. Έσκυψε γρήγορα πάνω από το κομοδίνο και έκλεισε το ξυπνητήρι μην τυχόν και ο διαπεραστικός του ήχος ξυπνήσει και κανέναν άλλο στο σπίτι. Ο μικρός του αδελφός, ο Τούρμπεν, έλειπε. Είχε περάσει τη νύχτα σε ένα συμμαθητή του. Ο Τουμπίας γλίστρησε από το κρεβάτι και ντύθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Είχε ετοιμάσει τα πάντα εδώ και καιρό, σχεδίαζε το ταξίδι αυτό μέρες τώρα. Ο μικρός του σάκος ήταν πακεταρισμένος και έτοιμος στα πόδια του κρεβατιού. Δεν ήξερε πόσο καιρό θα έλειπε, γι’ αυτό είχε πακετάρει λίγα παραπάνω πράγματα, για να είναι σίγουρος. Είχε τη σκηνούλα του, τον υπνόσακό του, ένα γκαζάκι και λίγα τρόφιμα, μαχαίρι, έξτρα κάλτσες, ένα παραπάνω πουλόβερ σε περίπτωση που έκανε κρύο, την πυξίδα του κι έναν παλιό χάρτη που είχε βρει στο περίπτερο. Είχε διάθεση εκστρατείας και ανυπομονούσε να φύγει από το σπίτι. Τις πρώτες ημέρες μετά την ανεύρεση του κοριτσιού που είχαν βρει κρεμασμένο στο δάσος, ο Τουμπίας και ο αδελφός του ένιωθαν κάπως καλύτερα όταν βρίσκονταν στο σπίτι. Η μαμά και ο πατριός τους δέχονταν συνεχώς επισκέψεις, κυρίως από αστυνομικούς γεμάτους ερωτήσεις, και είχαν και οι δυο καταχαρεί – μέχρι και το σπίτι καθάρισαν, το σαλόνι ήταν άλλο πράγμα, μοσχοβολούσε καθαριότητα. Τον αντιμετώπιζαν και κάπως σαν ήρωα, έλεγαν πόσο έξυπνος ήταν, πόσο σωστά είχε ενεργήσει. Ο Τουμπίας ένιωθε αμήχανα, δεν είχε συνηθίσει τέτοια εγκώμια. Οι αστυνομικοί βρίσκονταν στο κτήμα τους για πολλές ημέρες, όχι τις νύχτες φυσικά, αλλά έμεναν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Είχαν περικυκλώσει την περιοχή με ερυθρόλευκες πλαστικές κορδέλες που έγραφαν
161/487
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ, για να κρατήσουν μακριά τους περίεργους. Και οι περίεργοι ήταν πολλοί· και απ’ το χωριό και από αλλού. Πιο κάτω στο δρόμο είχαν παρκάρει τα οχήματα των τηλεοπτικών σταθμών, μέχρι και ελικόπτερα πετούσαν στον ουρανό. Είχαν μαζευτεί ένα μάτσο δημοσιογράφοι και φωτογράφοι, και πολλοί από αυτούς ήθελαν να μιλήσουν στον Τουμπίας. Στις ημέρες που ακολούθησαν την ανακάλυψη του πτώματος, το τηλέφωνο δεν είχε πάψει να χτυπάει. Η μητέρα του είχε μιλήσει με κάποιον που της είχε προσφέρει πολλά λεφτά, αν άφηνε τα παιδιά να δώσουν, λέει, συνέντευξη, αλλά η αστυνομία είχε πει όχι, το είχε απαγορεύσει κατηγορηματικά, και ο Τουμπίας πολύ το χάρηκε. Τα άλλα παιδιά είχαν ήδη αλλάξει τη συμπεριφορά τους απέναντί του στα διαλείμματα. Τα περισσότερα, ιδίως τα κορίτσια, έβρισκαν πολύ κουλ το όλο ζήτημα, είχε γίνει σχεδόν διάσημος. Μερικά αγόρια όμως, ειδικά τα δυο νέα, που είχαν έρθει από την πόλη, είχαν ζηλέψει τόσο πολύ που είχαν αρχίσει να σπέρνουν κακίες από δω κι από κει. Ο Τουμπίας ζήτησε στο τέλος από τη μητέρα του δυο μέρες άδεια από το σχολείο, γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν αρχίσει να έρχονται και δημοσιογράφοι, να παίρνουν φωτογραφίες την ώρα που έπαιζε ποδόσφαιρο, ή να του φωνάζουν να έρθει να τους μιλήσει μέσα από τα κάγκελα. Φυσικά δεν έκανε τίποτα τέτοιο, η αστυνομία τού είχε εξηγήσει ότι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν για όσα είχε δει, και ο Τουμπίας ήθελε να υπακούσει την αστυνομία. Είχαν ψάξει εξονυχιστικά όλο το δάσος, φορώντας τις λευκές πλαστικές τους στολές. Ο Τουμπίας καθόταν σε μια καρέκλα στην αυλή και τους παρακολουθούσε: ο μοναδικός που του επιτρεπόταν. Ακόμα και τα κανάλια NRK και TV2 και όλοι οι υπόλοιποι έπρεπε να στέκονται στο δρόμο, πίσω από τα οδοφράγματα, και να φωνάζουν κάθε φορά που κάποιος περνούσε από δίπλα τους. Αλλά αυτός είχε βρει το κορίτσι και ήξερε και την περιοχή απέξω κι ανακατωτά. Και, ακόμα, είχε γνωριστεί και με τους αστυνομικούς. Με έναν που τον έλεγαν Κιμ και με έναν άλλον που τον έλεγαν Κάρι και με μία που την έλεγαν Ανέτε. Και με τον αρχηγό, που είχε γενειάδα και τον έλεγαν Χόλγκερ. Αυτός, ο αρχηγός, δεν είχε εμφανιστεί και πολύ, μια φορά μόνο, αλλά αυτός ήταν που είχε έρθει να του κάνει ερωτήσεις κι αυτός ήταν που του είχε πει ότι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν για ό,τι είχε δει. Κατά τα άλλα, περισσότερο
162/487
είχε μιλήσει με τον Κιμ, ή ίσως με τον Κάρι. Ο Τουμπίας τούς κατασυμπάθησε και τους δύο. Δεν του συμπεριφέρονταν σαν μικρό παιδί, μα σαν να ήταν σχεδόν ενήλικας. Συχνά έβγαιναν από το δάσος και πήγαιναν μέχρι την αυλή του κτήματος για να τον ρωτήσουν διάφορα: Σύχναζε πολύς κόσμος στο δάσος; Ποιος είχε χτίσει την καλύβα; Μπορούσε να τους πει λίγα πράγματα για τους γείτονες; Θυμόταν να έχει δει τίποτα ύποπτο; Τέτοιου είδους ερωτήσεις. Το πρώτο βράδυ είχαν μαζί τους και μία ψυχολόγο, με την οποία ο Τουμπίας μπορούσε να μιλήσει αν ήθελε, κι έτσι κι αυτός της μίλησε, λέγοντας ότι όλα ήταν καλά και ότι δεν είχε πάθει τίποτε από την ανακάλυψη του μικρού κοριτσιού, και δεν έλεγε ψέματα, γιατί πέρασαν μέρες πριν να συνειδητοποιήσει και ο ίδιος τι ακριβώς είχε συμβεί. Τότε το κατάλαβε. Καθόταν στα σκαλιά και, ξαφνικά, συνειδητοποίησε τι είχε δει. Όλα είχαν γίνει στ’ αλήθεια. Κατάλαβε ότι το κοριτσάκι στο δέντρο, που την έλεγαν Γιουχάνε, είχε κι αυτή μπαμπά και μαμά, μια αδελφή, θείες και θείους και παππούδες και φίλες και γείτονες, και ότι τώρα δεν υπήρχε πια, και ότι κανείς τους δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ του. Και ότι κάποιος την είχε σκοτώσει επειδή έτσι ήθελε, λίγο παρακάτω από το σπίτι του. Και τότε ο Τουμπίας είχε αρχίσει να τρέμει στη σκέψη ότι θα μπορούσε ίσως να βρισκόταν αυτός τώρα κρεμασμένος από το δέντρο, ή ο μικρός του αδελφός. Είχε νιώσει τα μέσα του να πονάνε απελπισμένα, είχε νιώσει την ανάγκη να πάει στο κρεβάτι του και να ξαπλώσει, κι εκείνο το βράδυ είχε δει φοβερούς εφιάλτες: ότι κάποιος τον έπνιγε μ’ ένα σχοινάκι και μετά τον κρεμούσε από ένα δέντρο και τον τρυπούσε με βέλη μυτερά, κι ενώ άκουγε τον Τούρμπεν να φωνάζει βοήθεια, δεν μπορούσε να λυθεί, έμενε κρεμασμένος, με την ανάσα του κομμένη. Ο Τουμπίας είχε ξυπνήσει καταϊδρωμένος, με το κεφάλι κολλημένο στο μαξιλάρι. Οι αστυνομικοί δούλευαν στο αγρόκτημα για αρκετές ημέρες και, όταν τελείωσαν ό,τι είχαν να κάνουν, σηκώθηκαν και έφυγαν. Έβγαλαν και τις κορδέλες και τα εμπόδια απ’ το δρόμο, και τότε οι δημοσιογράφοι πήγαν μέχρι το σπίτι και χτυπούσαν τα κουδούνια, αλλά η μητέρα του δεν τους άφησε να μπούνε μέσα. Πολύ θα το ’θελε, ο Τουμπίας ήταν σίγουρος· ορισμένοι από αυτούς θα πλήρωναν καλά, αλλά ο αρχηγός αστυνομικός, ο
163/487
Χόλγκερ, με τη γενειάδα και τα καλοσυνάτα μάτια, ήταν πολύ αυστηρός σ’ αυτό το ζήτημα... Ο Τουμπίας σχεδίαζε αυτό το ταξίδι καιρό και είχε έρθει επιτέλους η κατάλληλη στιγμή. Αυτός δεν χρειαζόταν να πάει σχολείο και ο μικρός του αδελφός έλειπε απ’ το σπίτι. Ντύθηκε όσο πιο ήσυχα μπορούσε, κρέμασε στην πλάτη τη σάκα του και βγήκε κρυφά από την πίσω πόρτα, αθόρυβα. Είχε ξανανέβει στο Λιτγιόνα και ήξερε το δρόμο. Το χάρτη και την πυξίδα τα είχε πάρει μόνο για καλό και για κακό. Μπορεί να έπαιρνε καμιά λάθος στροφή, ποιος ξέρει; Σπίρτα, πήρε σπίρτα; Έβγαλε την τσάντα του και κοίταξε στην πλαϊνή θήκη. Ναι, εκεί ήταν. Τα σπίρτα ήταν πολύ σημαντικά. Τις νύχτες έκανε παγωνιά χωρίς φωτιά. Όχι ότι σχεδίαζε να λείπει όλη τη νύχτα, αλλά μπορεί και να συνέβαινε κι αυτό. Ίσως και να μην επέστρεφε ποτέ. Ίσως να χανόταν απλώς στο δάσος και να μη γύριζε ποτέ ξανά στο θλιβερό του σπίτι. Για φαντάσου! Να εξαφανιζόταν. Κουτί θα τους ερχόταν. Βλακείες… Ο αδελφός του θα γύριζε το πρωί σπίτι και ο Τουμπίας λάτρευε να είναι με τον αδελφό του. Αλλά του άρεσε που είχε και για λίγο την ελευθερία του τώρα. Ο Τουμπίας ξανακρέμασε την τσάντα του στην πλάτη και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ο φρέσκος ανοιξιάτικος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο μόλις κατέβηκε στην αυλή. Περπάτησε γρήγορα και χώθηκε στο δάσος. Πήρε άλλο μονοπάτι απ’ το συνηθισμένο του, όχι προς το καλυβάκι τους, εκεί όπου είχαν βρει το κορίτσι· δεν ήθελε να το σκέφτεται όλο αυτό τώρα, δεν ήθελε να ξαναφοβηθεί, έπρεπε να φανεί δυνατός, ήταν ελεύθερος και πήγαινε για εξερεύνηση, δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ακολούθησε το ρυάκι ώσπου έφτασε στο μονοπάτι που ακολουθούσαν τα κοπάδια οι αγελάδες· μπορούσε να το πάρει για να μπει αρκετά μέσα στην ενδοχώρα. Μετά από περίπου μιας ώρας περπάτημα, έβγαλε την τσάντα του και έφαγε πρωινό. Το φαγητό ήταν σημαντικό και στο σπίτι δεν είχε θελήσει να κάνει φασαρία στην κουζίνα. Η ατμόσφαιρα ήταν ξηρή και ωραία στο δάσος, είχε αρκετό καιρό να βρέξει. Κάθισε στον κορμό ενός δέντρου και απόλαυσε τη θέα ενώ καταβρόχθιζε δυο φέτες ψωμί και λίγο χυμό από το μπουκαλάκι που είχε πάρει μαζί του. Του άρεσε η άνοιξη. Του άρεσε να βλέπει το χειμώνα να υποχωρεί. Ήταν σαν... ναι, σαν μια νέα ευκαιρία, νέες πιθανότητες για νέα
164/487
πράγματα, για έναν κόσμο διαφορετικό. Σκεφτόταν πολύ συχνά ότι την Πρωτοχρονιά θα έπρεπε κανονικά να τη γιόρταζαν την άνοιξη όχι στα μέσα του χειμώνα! Μετά την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου, όλες οι μέρες ήταν ίδιες, ενώ την άνοιξη, όλα άλλαζαν. Έβγαιναν νέα φυλλαράκια στα δέντρα, σε υπέροχα πράσινα χρώματα, τα λουλούδια και τα φυτά ξεπετάγονταν από το έδαφος στο δάσος, τα πουλιά επέστρεφαν να τραγουδήσουν μέσα στα κλαδιά. Ο Τουμπίας τελείωσε το πρωινό του και άρχισε να ανεβαίνει πιο ψηλά στην πλαγιά του λόφου. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να πάει να μάθει κι άλλα για τα χριστιανόπουλα, να σταματήσει να λέει ψέματα, να μάθει τι πραγματικά συνέβαινε, και ορίστε: επιτέλους το έκανε. Μετάνιωνε λίγο για το γεγονός ότι δεν είχε πάρει μαζί το βιβλίο του, θα ήταν ωραία να μπορούσε να κατασκηνώσει το βράδυ, να καθίσει δίπλα στη φωτιά και να διαβάσει καταμεσής του δάσους. Διάβαζε το επόμενο βιβλίο από τη λίστα της Εμίλιε τώρα, είχε τελειώσει τον Άρχοντα των Μυγών, που το είχε καταβροχθίσει. Δεν ήταν πολύ σίγουρος ότι είχε κατανοήσει τα πάντα, αλλά δεν είχε σημασία. Ήταν ωραίο βιβλίο. Το ευχαριστήθηκε. Το καινούριο του βιβλίο δεν ήταν εύκολο. Λεγόταν Στη Φωλιά του Κούκου και η γλώσσα του ήταν πιο ενήλικη και η Εμίλιε του είχε πει ότι, αν το έβρισκε πολύ δύσκολο, μπορούσε να το αντικαταστήσει με κάποιο άλλο, αλλά ο Τουμπίας ήθελε να προσπαθήσει να το τελειώσει. Μέχρι στιγμής ήταν πολύ συναρπαστικό. Ήταν η ιστορία ενός Ινδιάνου, του Τσιφ Μπρόμντεν, που είχε εισαχθεί σε ένα νοσοκομείο από όπου δεν μπορούσε να φύγει. Η διευθύντρια του νοσοκομείου ήταν μια απίστευτα αυστηρή γυναίκα, μια πραγματική μάγισσα. Ο Τσιφ Μπρόμντεν έκανε στα ψέματα ότι ήταν κωφάλαλος, ότι δεν μπορούσε ν’ ακούσει και να μιλήσει, γιατί… γιατί… ο Τουμπίας δεν ήταν και πολύ σίγουρος γιατί το έκανε αυτό ο Ινδιάνος, αλλά το βιβλίο ήταν συναρπαστικό έτσι κι αλλιώς. Έπρεπε να το είχε πάρει μαζί του. Τι χαζομάρα. Από την κορυφή του λόφου κοίταξε τη θέα της διαδρομής. Μπορούσε να ξεχωρίσει το Λιτγιόνα εκεί κάτω, στον ορίζοντα. Είχε μια-δυο ώρες ακόμα δρόμο, και θα έφτανε. Ο Τουμπίας ένιωθε μεγάλη χαρά, αλλά ένιωθε και κάτι στο στομάχι του να τον γαργαλάει. Μιλούσαν όλοι τόσο πολύ γι’ αυτούς τους χριστιανούς, αλλά κανείς τους δεν τους είχε γνωρίσει. Κι αν ήταν
165/487
επικίνδυνοι; Ή μάλλον, όχι επικίνδυνοι, αλλά αν δεν τους άρεσαν οι επισκέψεις; Κι από την άλλη, αν ήταν πάρα πολύ καλοί άνθρωποι; Ίσως να τον υποδέχονταν με ανοιχτές αγκάλες, ίσως να τον κερνούσαν κοτόπουλο, αναψυκτικά, ίσως να έκανε πολλούς καινούριους φίλους και να ήθελε να μείνει μαζί τους, και ίσως να έφερνε και τον Τούρμπεν μετά, και ίσως όλα να έφτιαχναν επιτέλους, από τη μια στιγμή στην άλλη. Ίσως, επίσης, να ήταν προτιμότερο να μην τους εμφανιζόταν με τη μία. Ποτέ δεν ξέρεις. Ίσως να κατασκήνωνε λίγο πιο μακριά, να έχει θέα. Να τους χαζέψει πρώτα με τα κιάλια του, ας πούμε, με στολή παραλλαγής, να τους κατασκοπεύσει λίγο, ε; Περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Χαμογέλασε. Καλή ιδέα αυτή η τελευταία. Να στήσει τη σκηνή του εκεί απ’ όπου θα μπορούσε να τους κατασκοπεύσει. Έπρεπε να είχε πάρει μαζί και το βιβλίο του, έπρεπε να το ’χε κάνει, αλλά ήταν πολύ αργά τώρα για να γυρίσει πίσω. Θα έπρεπε να γίνει Ινδιάνος. Ο Τσιφ Μπρόμντεν σε μυστική αποστολή. Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει λίγο, ο ήλιος βγήκε πίσω από ένα σύννεφο, σαν να του φώτιζε σχεδόν το δρόμο: καλό σημάδι. Ο Τουμπίας έβγαλε το μπουφάν του, το έχωσε στην τσάντα του και συνέχισε το δρόμο του μες στο δάσος. Το φράχτη δεν τον είδε παρά μόνο όταν έφτασε λίγα εκατοστά μακριά του. Ήταν χαμένος στις σκέψεις του, στις φαντασιώσεις του περί σκηνής και στολής παραλλαγής. Παλιά, το κτήμα δεν ήταν περιφραγμένο, είχε μάλιστα ένα πολύ καλό μέρος για να κατασκηνώνεις και να κατασκοπεύεις. Τώρα τελευταία ο δήμος είχε, λέει, πουλήσει το κτήμα και τη γύρω περιοχή. Προηγουμένως ήταν κέντρο απεξάρτησης ναρκομανών, ένα παλιό αγρόκτημα όπου μπορούσαν να ξεφύγουν από την πόλη και να ασχοληθούν με αγροτικές εργασίες και τέτοια, και να βρίσκονται στο δάσος γιατί μάλλον τους έκανε καλό. Αλλά κάποια στιγμή τα λεφτά του δήμου μειώθηκαν, ή διάλεξαν να τα ξοδέψουν κάπου αλλού, και, ναι, ο Τουμπίας δεν ήξερε ακριβώς τι συνέβη, αλλά το κέντρο για τους ναρκομανείς έκλεισε. Και έμεινε άδειο κι έρημο για κάποιο καιρό. Και τώρα το είχαν αγοράσει κάτι χριστιανοί. Ο Τουμπίας είχε ξανανέβει εδώ πάνω άλλες δυο φορές, μια φορά όταν ήταν ακόμα κέντρο απεξάρτησης και μια φορά όταν ήταν άδειο. Είχαν έρθει μαζί με τον Γιουν-Μαριούς, τον πρώην κολλητό του, που δυστυχώς είχε
166/487
μετακομίσει στη Σουηδία με τη μητέρα του στα μέσα της πρώτης γυμνασίου –τέλος πάντων, άσχετο–, και είχαν βρει ένα γαμάτο μέρος να κατασκοπεύουν, ένα ύψωμα κοντά στο κτήμα με σούπερ θέα μέσα στο κτήμα. Όμως δεν θυμόταν να υπήρχε φράχτης και τώρα παραλίγο να ’πεφτε πάνω του. Ένα συρματόπλεγμα σαν απ’ αυτά που στην κορυφή έχουν αγκαθωτό σύρμα και είναι απροσπέλαστα. Ο Τουμπίας έκανε γρήγορα μερικά βήματα πίσω και στάθηκε στη σκιά των δέντρων κοιτάζοντας με περιέργεια το ξαφνικό αυτό εμπόδιο. Δεν είχε αγκαθωτό συρματόπλεγμα στην κορυφή, αλλά ήταν πολύ ψηλό. Πολύ ψηλότερό του τουλάχιστον, δυο φορές το μπόι του. Η περίφραξη έμοιαζε ολοκαίνουρια, λες και την είχαν μόλις στήσει. Ο Τουμπίας σήκωσε το βλέμμα στην κορυφή και κοντοστάθηκε σκεπτόμενος. Θα μπορούσε να σκαρφαλώσει, μα θα τον έβλεπαν. Μπορούσε να δει το μικρό αγρόκτημα εκεί μέσα, στο βάθος· κάτι περίεργο είχαν κάνει και εκεί κάτω, δεν ήταν όπως παλιά, είχαν χτίσει καινούρια κτίρια. Είχαν χτίσει παραδίπλα και πιο πάνω, και δεν έμοιαζε πια με μικρό αγρόκτημα, περισσότερο με… με εκκλησία, ίσως. Κάτι τέτοιο. Υπήρχε κάτι σαν καμπαναριό και κάτι άλλο παραδίπλα – θερμοκήπιο ήταν; Σκίασε τα μάτια του, αλλά δεν μπορούσε να δει τόσο μακριά. Υπήρχε μεγάλη απόσταση ανάμεσα στο φράχτη και τα χτίσματα, και δεν υπήρχαν και πολλά μέρη να κρυφτεί κανείς. Το ύψωμα από το οποίο μπορούσε κανείς να κατασκοπεύει άφοβα ήταν από την άλλη μεριά του κτήματος. Για να το φτάσεις, έπρεπε να ακολουθήσεις γύρω-γύρω αυτό τον καινούριο φράχτη. Θα ήταν πολύ πιο σύντομο να σκαρφαλώσει και να κόψει από μέσα, αλλά, επανεξετάζοντας το ύψος, αποφάσισε ότι δεν άξιζε τον κόπο. Όχι επειδή πίστευε ότι όσοι κατοικούσαν στο κτήμα δεν ήταν καλοί· αλλά τέλος πάντων. Τι θα τους έλεγε αν τον έπιαναν; Άσε που το κοριτσάκι είχε βρεθεί κρεμασμένο απ’ το λαιμό όχι και πολύ μακριά από εδώ, οπότε ας φύλαγε τα ρούχα του να ’χε τα μισά. Θα μπορούσε να ξαναγυρίσει σπίτι, βέβαια, υπήρχε κι αυτή η επιλογή. Είχε δει ορισμένα πράγματα τώρα. Είχαν χτίσει ένα νέο σπίτι, είχαν σηκώσει φράχτη. Κάτι σαν χριστιανική κατασκήνωση, ας πούμε. Δεν υπήρχε τίποτε συγκλονιστικό να μεταφέρει. Ο Τουμπίας σκέφτηκε για μια στιγμή να επιστρέψει σπίτι του, αλλά η περιέργειά του νίκησε το φόβο. Ωραία θα ήταν
167/487
να είχε κάτι να διηγηθεί. Ίσως να κατάφερνε να δει κάποιον απ’ αυτούς που έμεναν εδώ μέσα. Ο Τουμπίας ξαναμπήκε λίγο μες στο δάσος, έτσι ώστε να τον κρύβουν τα δέντρα, αλλά να μπορεί να βλέπει και το φράχτη. Ο συντομότερος δρόμος έμοιαζε να είναι από τ’ αριστερά, μπορούσε να δει την άκρη του φράχτη από εκεί, ενώ από τα δεξιά δεν μπορούσε, δεν ήξερε πόσο μακριά εκτεινόταν η περίφραξη. Ο Τουμπίας φόρεσε την κουκούλα του φούτερ του, ζυγίζοντας τις επιλογές του. Ένιωσε ασφαλής κρυμμένος μες στην κουκούλα του. Και ένιωσε να τον συνεπαίρνει η όλη υπόθεση: ήταν πράκτορας σε μυστική αποστολή. Με μαχαίρι και φακό στο σακίδιό του και με ένα μυστήριο να λύσει. Έσκυψε για να μη φαίνεται και ακολούθησε γύρω-γύρω το φράχτη μες στο δάσος. Κινούνταν όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, λίγο-λίγο τη φορά. Έσκυβε, έτρεχε μερικές δεκάδες μέτρα μες στο δάσος και ύστερα έπεφτε πάλι στο έδαφος για να δει μέσα από το φράχτη. Κανείς. Κάποιος είχε σκάψει μια τρύπα από τη μέσα μεριά. Είδε ένα όχημα, ένα τρακτέρ παρκαρισμένο λίγο παραπέρα. Επανέλαβε τους ελιγμούς του. Έσκυψε, έτρεξε σκυφτός λίγα μέτρα, βρήκε ένα κατάλληλο μέρος και σωριάστηκε μπρούμυτα πάνω στα χορτάρια. Αυτή τη φορά μπορούσε να δει καλύτερα μέσα. Ναι, ήταν ένα θερμοκήπιο, με τζάμια, δυο θερμοκήπια μάλιστα, αρκετά μεγάλα. Ο Τουμπίας ήξερε ότι τα παιδιά που έμεναν εδώ μέσα δεν πήγαιναν σχολείο. Ίσως να μην πήγαιναν καν στα μαγαζιά. Ίσως καλλιεργούσαν το δικό τους φαγητό ώστε να μη χρειαστεί να βγουν ποτέ τους από κει. Έβγαλε τα κιάλια από την τσάντα του. Κοίταξε προς το θερμοκήπιο· το είδε καθαρά τώρα. Και το τρακτέρ. Ένα παλιό πράσινο τρακτέρ μάρκας Μάσεϊ Φέργκιουσον. Ο Τουμπίας ένιωσε ξαφνικά τους σφυγμούς του να ανεβαίνουν· ένας άνθρωπος εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο. Ένας άντρας. Όχι, μια γυναίκα. Φορούσε ένα γκρίζο φόρεμα και είχε κάτι λευκό στο κεφάλι της. Πήγαινε στο θερμοκήπιο. Εξαφανίστηκε. Ο Τουμπίας σάρωσε όλο το κτήμα με τα κιάλια προσπαθώντας να δει και άλλα, αλλά πάλι δεν κουνιόταν τίποτα. Άφησε τα κιάλια να κρέμονται από το λαιμό του και σηκώθηκε όρθιος. Αποφάσισε να διανύσει μια ακόμα μεγαλύτερη απόσταση αυτή τη φορά – δεν μπορούσε να περιμένει να φτάσει μέχρι το ύψωμα, ο φόβος του είχε εξαφανιστεί εντελώς και είχε αντικατασταθεί από μια φοβερή
168/487
περιέργεια. Ξαναξάπλωσε στα χορτάρια με το που είδε την πόρτα του θερμοκηπίου ν’ ανοίγει και κάποιον να βγαίνει έξω – όχι, δύο να βγαίνουν έξω αυτή τη φορά. Να ’ταν η ίδια γυναίκα; Με ποιον άλλον; Κοίταξε γρήγορα με τα κιάλια του για να δει καλύτερα. Ένας άντρας. Μια γυναίκα κι ένας άντρας. Ο άντρας φορούσε κι αυτός γκρίζα ρούχα, αλλά το κεφάλι του ήταν γυμνό. Ίσως μόνο οι γυναίκες να έπρεπε να φορούν καπέλα. Ωραία ιστορία, ε; Όλες οι γυναίκες φοράνε λευκά καπέλα αλλά οι άντρες τίποτα. Μπα, ίσως και όχι. Και, στο κάτω-κάτω, τι μ’ αυτό; Έπρεπε να πλησιάσει κι άλλο. Ακόμα δεν είχε δει τίποτα. Ο Τουμπίας μόλις είχε σηκωθεί όρθιος, έτοιμος για το επόμενο σκέλος της διαδρομής, όταν ανακάλυψε το κορίτσι. Ήταν τόση η έκπληξή του, που ξέχασε να πέσει στο έδαφος και να κρυφτεί, παρά έμεινε να στέκεται εκεί, μπροστά της, αδυνατώντας να κουνηθεί. Το κορίτσι θα μπορούσε να ήταν στην ηλικία του, ίσως και λίγο μικρότερη. Ήταν ντυμένη όπως η γυναίκα του θερμοκηπίου, με ένα γκρίζο, χοντρό, μάλλινο φόρεμα και ένα λευκό πανί στο κεφάλι. Ήταν γονατισμένη σε ένα παρτέρι. Έμοιαζε να ξεριζώνει κάτι αγριόχορτα. Ένα παρτέρι με καρότα ίσως, ή με μαρούλια, ή κάτι τέτοιο, δεν μπορούσε να καταλάβει. Ο Τουμπίας έσκυψε και κάθισε ανακούρκουδα, να φαίνεται λιγότερο. Το κορίτσι σηκώθηκε και τέντωσε την πλάτη της. Ξεσκόνισε απαλά τα γόνατά της. Έμοιαζε κουρασμένη. Δεν απείχαν πολύ οι δυο τους, ίσως δέκα μέτρα, όχι παραπάνω. Ο Τουμπίας κράτησε την αναπνοή του καθώς το κορίτσι ξανακάθισε και άρχισε πάλι να ξεριζώνει. Έπιασε το λαιμό της και σκούπισε το μέτωπό της. Ο Τουμπίας ξέχασε πέρα για πέρα ότι ήταν κατάσκοπος, ότι έπρεπε να προσέχει. Το κορίτσι φαινόταν κουρασμένο. Και διψασμένο. Πόσο επικίνδυνο ήταν να τη ρωτήσει αν ήθελε κάτι να πιει; Είχε ένα μεγάλο μπουκάλι νερό στο σακίδιό του. Ο Τουμπίας ξερόβηξε λίγο. Το κορίτσι συνέχισε το ξερίζωμα χωρίς ν’ αντιδράσει. Ο Τουμπίας κοίταξε γρήγορα τριγύρω του και βρήκε στο χώμα κάτι ξερά κουκουνάρια. Πέταξε το ένα προσεκτικά, αλλά δεν έφτασε στο φράχτη. Μισοσηκώθηκε και πέταξε και το άλλο, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Πέτυχε διάνα, καταμεσής του συρματοπλέγματος, και ήταν λες και ο φράχτης άρχισε να τραγουδά, και ο Τουμπίας το μετάνιωσε αμέσως και ρίχτηκε στα χορτάρια και έμεινε όσο πιο ακίνητος μπορούσε.
169/487
Όταν ξανακοίταξε προς το φράχτη, το κορίτσι στεκόταν σχεδόν από πίσω. Είχε ακούσει τον ήχο και τώρα έβλεπε και τον Τουμπίας. Ο Τουμπίας είδε τα μάτια της. Τον κοιτούσαν καταπρόσωπο. Έβαλε το δάχτυλό του μπροστά απ’ το στόμα. Σσσσσσσσς. Το κορίτσι έμοιαζε έκπληκτο, μα είδε το δάχτυλό του και δεν είπε τίποτα. Κοίταξε τριγύρω της. Πρώτα απ’ τη μια μεριά, μετά απ’ την άλλη. Ύστερα, του έγνεψε προσεκτικά. Ο Τουμπίας κοίταξε τριγύρω και κατόπιν σύρθηκε μέχρι το φράχτη. Άνοιξε το σακίδιο, έβγαλε το μπουκάλι με το νερό, το πέρασε κάτω από το φράχτη και σύρθηκε πίσω στην κρυψώνα του. Το κορίτσι με το γκρίζο φόρεμα ξανακοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχε ψυχή. Σηκώθηκε απότομα, έτρεξε προς το μπουκάλι με το νερό, το σήκωσε στα γρήγορα, το έκρυψε κάτω απ’ το φουστάνι της και γύρισε στο παρτέρι. Ο Τουμπίας την είδε να ξεβιδώνει το καπάκι και να πίνει σχεδόν όλο το μπουκάλι. Πρέπει να διψούσε πάρα πολύ. Το κορίτσι με το λευκό κάλυμμα στο κεφάλι κοιτούσε τριγύρω συνεχώς. Έμοιαζε νευρική. Λες και φοβόταν πως θα ερχόταν κάποιος. Ο Τουμπίας ξεθάρρεψε και σύρθηκε μέχρι το φράχτη. Το κορίτσι πλησίασε λίγο, αργά-αργά, κοιτώντας συνεχώς πάνω απ’ τον ώμο της. Ο Τουμπίας μπορούσε τώρα να δει πιο καθαρά το πρόσωπό της. Είχε μάτια γαλανά και πολλές φακίδες. Το περίεργο σκουφί της και το βαρύ της φόρεμα την έκαναν να μοιάζει με μεγάλη γυναίκα, αλλά δεν ήταν. Αν φορούσε κανονικά ρούχα, θα έμοιαζε με τα υπόλοιπα κορίτσια της τάξης του. Το κορίτσι έτεινε το μπουκάλι προς το μέρος του, σαν να ρωτούσε: Το θέλεις πίσω; Ο Τουμπίας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Το κορίτσι γονάτισε και έβγαλε κάτι από την τσέπη του ρούχου της. Ήταν ένα μπλοκάκι και ένα μολύβι. Έγραψε κάτι στο χαρτί και το δίπλωσε προσεκτικά. Ξαφνικά σηκώθηκε και με μικρά, γρήγορα βηματάκια έφτασε στο φράχτη. Πέρασε το χαρτί από μέσα, κοίταξε ανήσυχα τριγύρω και γρήγορα-γρήγορα επέστρεψε στη θέση της και ξανάρχισε το ξεχορτάριασμα. Ο Τουμπίας σύρθηκε μέχρι το φράχτη και πήρε το χαρτί. Επέστρεψε, το άνοιξε. Έγραφε: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Κοίταξε το κορίτσι και χαμογέλασε. Προσπάθησε να βρει έναν τρόπο να πει «παρακαλώ» χωρίς να μιλήσει, αλλά δεν ήταν εύκολο. Το κορίτσι κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της κι έγραψε κάτι. Ξαναπλησίασε το φράχτη κι αυτή τη φορά δεν έκοψε το φύλλο, μα άφησε ολόκληρο το μπλοκάκι και το μολύβι δίπλα στο χαρτί. Ο Τουμπίας
170/487
ξανασύρθηκε μέχρι το φράχτη, πήρε το μπλοκ και το μολύβι και επέστρεψε σερνόμενος στην κρυψώνα του. ΜΕ ΛΕΝΕ ΡΑΚΕΛ, έγραφε στο μπλοκάκι. ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ. ΠΩΣ ΣΕ ΛΕΝΕ; O Τουμπίας κοίταξε το κορίτσι. Δεν της επιτρεπόταν να μιλήσει; Τι σόι κανόνας ήταν πάλι και τούτος; Και γιατί διψούσε τόσο πολύ; Και γιατί ήταν εδώ έξω μόνη της; Ο Τουμπίας σκέφτηκε καλά και της απάντησε: ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΟΥΜΠΙΑΣ. ΕΔΩ ΜΕΝΕΙΣ; ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΕΙΣ; Πλησίασε το φράχτη, άφησε το μπλοκάκι, επέστρεψε. Εδώ μένεις; Τι χαζή ερώτηση, προφανώς και έμενε εδώ πέρα, αλλά τι άλλο να έγραφε κι αυτός; Το κορίτσι χαμογέλασε όταν είδε τι της είχε γράψει και του απάντησε στα γρήγορα. Συνέχισε να είναι προσεκτική. Κοίταξε πολλές φορές τριγύρω πριν αποφασίσει να ξαναπεράσει το μπλοκάκι από το φράχτη. ΕΔΩ ΖΩ. LUX DOMUS. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ (ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΙΛΑΩ). Προσπάθησε να του πει και κάτι άλλο με τα χέρια όταν τον είδε να έχει διαβάσει το σημείωμα, λες και ήθελε να του εξηγήσει και άλλα, μα δεν τα κατάφερε. Ο Τουμπίας τής χαμογέλασε και απάντησε: ΜΕΝΩ ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΕΙΤΟΝΕΣ. Σχεδίασε ένα μικρό χαμόγελο. Και ύστερα έγραψε: ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ LUX DOMUS; Το κορίτσι ξαναπήρε το μπλοκάκι και χαμογέλασε. Αφού σιγουρεύτηκε εκ νέου ότι δεν την έβλεπε κανείς, έγραψε την απάντησή της, έτρεξε στο φράχτη, άφησε το σημειωματάριο και ξανάτρεξε πίσω στο παρτέρι. LUX DOMUS = ΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ. ΕΙΣΑΙ ΠΟΛΥ ΚΑΛΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΒΟΗΘΑΣ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. Ο Τουμπίας παραξενεύτηκε λίγο με το τελευταίο της μήνυμα. Σιγά τη βοήθεια που της είχε δώσει. Λίγο νεράκι μόνο. Αναρωτήθηκε τι να της απαντήσει. Οι λέξεις τού φαίνονταν τόσο σημαντικές τώρα, τώρα που δεν του επιτρεπόταν να τις πει φωναχτά. Έπρεπε να σκεφτεί πολύ-πολύ προσεκτικά. Δάγκωσε λίγο το μολύβι και ύστερα αποφάσισε τι ήθελε να γράψει. ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΒΟΗΘΕΙΑ; έγραψε και έχωσε το σημειωματάριο μέσα από το φράχτη. Ξαφνικά, κάτι κινήθηκε από τη μεριά του σπιτιού. Το κορίτσι κοίταξε νευρικά πάνω από τον ώμο της και έγραψε στα γρήγορα μια απάντηση. Έσκισε το χαρτί και το δίπλωσε, όπως είχε κάνει και την πρώτη φορά. Διάφοροι άνθρωποι έρχονταν προς το μέρος της, αρκετοί μάλιστα· είχαν βγει όλοι μαζί από το σπίτι, λες και είχαν τελειώσει από την εκκλησία. Το
171/487
κορίτσι σηκώθηκε γρήγορα και του πέταξε το χαρτί μέσα από το φράχτη. Ο Τουμπίας άκουσε τις φωνές τους. Τη φώναζαν: «Ρακέλ!» Το κορίτσι με το γκρίζο φόρεμα σηκώθηκε από τη θέση της αργά-αργά και ξεσκόνισε το φόρεμά της. Δεν μπορούσε πια να δει τα μάτια της· του είχε γυρίσει την πλάτη. Το κορίτσι σήκωσε το σκεπάρνι από το χώμα και άρχισε να προχωρά αργά προς τις φωνές. Ο Τουμπίας παρέμεινε ακίνητος· δεν τολμούσε να κουνηθεί μέχρι να εξαφανιστεί το πλήθος. Το κορίτσι πήγε μαζί τους μέσα σε ένα από τα θερμοκήπια. Ο κήπος ήταν άδειος. Ο Τουμπίας βγήκε από την κρυψώνα του και άρπαξε το τελευταίο κομμάτι χαρτί. Το έχωσε στην τσέπη του και δεν το ξαναέβγαλε πριν κρυφτεί καλά-καλά, παραμέσα στο δάσος. Ένιωσε τα δάχτυλά του να τρέμουν καθώς το ξεδίπλωνε. Πήρε μια μικρή τρομάρα όταν είδε τι του είχε γράψει: ΝΑΙ. ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ. ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Ξαναπήγε προσεκτικά και σκυφτά κοντά στο φράχτη. Είχε ησυχία. Δεν ήξερε τι να κάνει. Έλεγε ότι είχε βγει σε μυστική αποστολή, αλλά φυσικά τότε ήταν όλα ένα ανόητο παιχνίδι μες στο κεφάλι του. Αλλά δεν ήταν έτσι. Ήταν… η πραγματικότητα. Το κορίτσι με το γκρίζο φόρεμα υπήρχε. Και ήταν τόσο διψασμένο και δεν του επιτρεπόταν να μιλάει. Και τώρα του είχε ζητήσει να τη βοηθήσει. Ο Τουμπίας έβαλε το σάκο του στην πλάτη και ξεκίνησε να περπατάει προς το ύψωμα, εκεί απ’ όπου θα είχε καλή θέα.
28 Η Μία Κρούγκερ ξύπνησε με την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιος μες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Μην μπορώντας να ανοίξει εντελώς τα μάτια της, παρέμεινε ξαπλωμένη μέσα σε μια ομίχλη, μισοκοιμισμένη-μισοξύπνια. Ανάγκασε τα βλέφαρά της να ανοίξουν αρκετά ώστε να σιγουρευτεί ότι ήταν ολομόναχη. Όχι. Δεν υπήρχε κανείς άλλος, ήταν μόνη. Μια καταθλιπτική σκέψη, αυτή ήταν πια η ζωή της. Ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και μια υπόθεση προς επίλυση. Δεν έκανε καμία διαφορά. Όλα αυτά εξάλλου ήταν προσωρινά. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Σύντομα θα έφευγε, έτσι κι αλλιώς. Γιατί να αγχώνεται; Γιατί να σκέφτεται; Γιατί το ’να; Γιατί τ’ άλλο; Για κάποιο λόγο είχε ένα φοβερό πονοκέφαλο. Μετά από τέτοια πρόσληψη φαρμάκων τους τελευταίους έξι μήνες, περίμενε ότι θα είχε πάθει ανοσία σε κάτι τέτοιους παιδαριώδεις πόνους. Είχαν μείνει λίγο παραπάνω απ’ ό,τι περίμενε με τη Σουζάνε και η συζήτηση είχε τραβήξει εις μάκρος και είχε πιει παραπάνω απ’ όσο άντεχε. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να ξαναχαθεί στο όνειρό της. Ονειρευόταν τον Ρόγκερ Μπάκεν. Στεκόταν, λέει, γυμνός πάνω στη στέγη του ξενώνα στο κέντρο. Το τατουάζ με τον αετό δεν βρισκόταν πια στο λαιμό του: τον σκέπαζε ολόκληρο. Κάτι προσπαθούσε να της πει, της φώναζε, αλλά εκείνη δεν τον άκουγε, ο θόρυβος της κίνησης του δρόμου ήταν πολύ δυνατός και υπήρχε και κάποιος που της μιλούσε συνεχώς μες στο αυτί. Προσπάθησε να γυρίσει να δει ποιος της μιλούσε, ποιος της ψιθύριζε όλες αυτές τις περίεργες προτάσεις που δεν καταλάβαινε, μα δεν υπήρχε κανείς. Ο Ρόγκερ Μπάκεν κουνούσε τα χέρια του, ήθελε να την κάνει να καταλάβει οπωσδήποτε, αλλά εκείνη δεν άκουγε. «Έλα εδώ!» του είχε
173/487
φωνάξει. «Κατέβα κάτω». Κι έτσι ο Ρόγκερ Μπάκεν πήδηξε στο κενό. Και, σιγά-σιγά, πλανήθηκε στον αέρα προς το μέρος της. Το τατουάζ του είχε απλωθεί τριγύρω, κάλυπτε το κορμί του και εξείχε στον αέρα τριγύρω του. Τα χέρια του είχαν γίνει φτερά. Τα πόδια του, νύχια αρπακτικού. Απ’ το πρόσωπό του εξείχε ένα ράμφος. Και, λίγο πριν τη χτυπήσει στο κεφάλι με κείνο το μυτερό ράμφος, ο Ρόγκερ Μπάκεν χτύπησε τα φτερά του με δύναμη και πέταξε μακριά. Δεν είχε καταλάβει τι της έλεγε. Ύστερα, η εικόνα του νεκροταφείου. Η ταφόπλακα της Σίγκρι. Κάποιος άρχισε και πάλι να της ψιθυρίζει στο αυτί, μια ακατανόητη φωνή. Οι καμπάνες της εκκλησίας άρχισαν να χτυπούν από μακριά. Σ’ ένα νησί. Οι καμπάνες της Χίτρα. Μεταλλικοί ήχοι της αιωνιότητας, στο κινητό τηλέφωνο μέσα στην τσέπη του παντελονιού της δίπλα στο κρεβάτι. Τεντώθηκε μισοκοιμισμένη προς τον ήχο, πάτησε την οθόνη και άρχισε να μιλάει χωρίς να έχει ξυπνήσει ακόμα: «Ναι, Μία εδώ». «Συγγνώμη, σε ξύπνησα». Ήταν ο Γκάμπριελ Μερκ. Ο καινούριος. Ο γλυκούλης που κοκκίνιζε. Ο χάκερ. «Όχι», είπε η Μία και ανακάθισε στο κρεβάτι. «Τι ώρα είναι;» «Εννιά». «Για δες, νωρίς-νωρίς μου είσαι στη δουλειά, ε;» Η Μία ξύπνησε για τα καλά τώρα. Το όνειρο είχε χαθεί. Το δωμάτιο ξεπήδησε ξεκάθαρα μπροστά της. «Δεν πήγα σπίτι». «Ποπό, δηλαδή μετακόμισες ήδη σε μας;» Ο Γκάμπριελ γέλασε απαλά. «Ε, όχι, αλλά ναι, λίγο ίσως. Είχα πολλά να κάνω. Ένιωθα κάπως υπεύθυνος». «Το ξέρω», είπε η Μία. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άνοιξε τις περσίδες. Μια νέα, ανοιξιάτικη μέρα στο κέντρο του Όσλο. Τα παιδιά στο πάρκο Σπικερσούπα. Οι συνταξιούχοι της οδού Καρλ Γιουχάν. Ο βασιλιάς στο παλάτι του. Οι πολιτικοί στο κοινοβούλιο. Όλοι έκαναν τις καθημερινές τους δουλειές, και ήταν δική της ευθύνη να τους εξασφαλίσει τη δυνατότητα να συνεχίσουν να τις κάνουν. Ήξερε πάρα πολύ καλά τι εννοούσε ο νεοπροσληφθείς τους χάκερ.
174/487
«Πρέπει να κοιμάσαι και λίγο, πού και πού». «Μια χαρά είμαι για την ώρα», είπε ο Γκάμπριελ. «Γενικά, είμαι συνηθισμένος να δουλεύω νύχτα. Δεν θέλεις να μάθεις τι βρήκα;» «Εννοείται», είπε η Μία και ξανάκλεισε τις περσίδες. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη ν’ αντιμετωπίσει τη μέρα. Ήθελε να ξαναπέσει για ύπνο. Τι της φώναζε ο Ρόγκερ Μπάκεν από τη στέγη; «Κοίτα, δεν είμαι στην πραγματικότητα αστυνομικός», είπε ο Γκάμπριελ απολογητικά. «Οπότε δεν ξέρω τι είναι σημαντικό και τι δεν είναι». «Μην ανησυχείς», χασμουρήθηκε η Μία. «Πες μου μονάχα τι βρήκες». «Οκέι», ξεκίνησε ο Γκάμπριελ. «Θυμάσαι ότι ο υπολογιστής είχε δύο χρήστες, ε;» «Τον Ρόγκερ και τη Ράντι». «Ναι, τον Ρόγκερ και τη Ράντι. Και υπάρχει κάτι περίεργο εδώ». «Τι;» «Ας πάρουμε πρώτα τον Ρόγκερ. Καμία έκπληξη, ουσιαστικά. Δεν χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή και τόσο συχνά, δεν ήταν τυπικός χρήστης». «Τυπικός;» «Ξέρεις τι εννοώ, δεν χρησιμοποιούσε τον υπολογιστή όπως τον χρησιμοποιούν οι περισσότεροι». «Πώς τον χρησιμοποιούσε δηλαδή;» «Για να στέλνει μέιλ. Για να ψάχνει αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες. Τέτοια». «Σε ποιον έστελνε μέιλ; Τίποτα ενδιαφέρον;» «Μπα. Δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου προσωπικά μέιλ, από ανθρώπους που ήξερε και λοιπά. Παρήγγειλε κάτι καταλόγους με μοτοσικλέτες. Λογαριασμοί, ηλεκτρονικά τιμολόγια. Διαφημίσεις. Μίζερη ζωή, αν κρίνουμε από τα μέιλ του τουλάχιστον». «Δεν ζουν όλοι τις ζωές τους στο Διαδίκτυο, Γκάμπριελ», είπε η Μία. «Όχι, σωστά, αλλά και πάλι. Είναι περίεργο που δεν υπάρχει τίποτα εδώ μέσα, αλλά τέλος πάντων, δεν είναι αυτό το πιο ενδιαφέρον». «Περιμένεις δυο δευτερόλεπτα;» «Οκέι».
175/487
Η Μία έβαλε το τηλέφωνο σε αναμονή και σήκωσε το τηλέφωνο του ξενοδοχείου που ήταν πάνω στο κομοδίνο. Κάλεσε τη ρεσεψιόν και παρήγγειλε πρωινό στο δωμάτιο. Είχε σκεφτεί να φάει στο εστιατόριο την προηγουμένη, αλλά προτίμησε να το αποφύγει. Υπερβολικά πολλοί άνθρωποι τριγύρω. «Έλα, εδώ είμαι», είπε μετά. «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ. «Λοιπόν, θα ελέγξω και το χρήστη Ρόγκερ, αλλά πρέπει να σου πω τι βρήκα στον άλλο λογαριασμό». «Της Ράντι;» «Ναι». «Ποια είναι αυτή τελικά;» «Αυτό είναι το περίεργο». «Τι δηλαδή;» Ο Γκάμπριελ σώπασε για μια στιγμή. «Νομίζω ότι πρέπει να το δεις κι η ίδια, αλλά εγώ είμαι σχεδόν σίγουρος ότι πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο». «Τι εννοείς;» «Ο Ρόγκερ και η Ράντι. Είναι ο ίδιος άνθρωπος». «Ο Ρόγκερ Μπάκεν ήταν δύο άνθρωποι;» «Ναι, ή μάλλον όχι. Ή μάλλον ναι. Του άρεσε να… να το παίζει γυναίκα». «Με δουλεύεις τώρα». «Όχι, αλήθεια είναι». «Κι εσύ πώς το ξέρεις;» «Στο λογαριασμό του Ρόγκερ, είναι άντρας. Έχει φωτογραφίες από μοτοσικλέτες και αυτοκίνητα, έχει πάει για ψάρεμα και πίνει αρκετά. Στο λογαριασμό της Ράντι, είναι άλλος άνθρωπος. Είναι γυναίκα. Οι σελιδοδείκτες του στο Ίντερνετ παραπέμπουν σε μπλογκ για πλέξιμο και εσωτερική διακόσμηση. Έχει φωτογραφίες του που είναι ντυμένος με γυναικεία ρούχα. Απ’ ό,τι φαίνεται, ζούσε δύο ζωές». «Και είσαι σίγουρος για όλα αυτά;» Ο Γκάμπριελ ακούστηκε να αναστενάζει από την άλλη άκρη της γραμμής. «Το ξέρω ότι δεν είμαι αστυνομικός, αλλά νομίζω ότι μπορώ να καταλάβω αν ένας άντρας ντύνεται με γυναικεία ρούχα ή όχι». «Συγγνώμη», είπε η Μία. «Συγγνώμη. Απλώς μου ακούγεται παράξενο».
176/487
«Συμφωνώ», είπε ο Γκάμπριελ. «Αλλά έτσι έχουν τα πράγματα. Εκατό τοις εκατό. Θα το δεις και μόνη σου όταν έρθεις στο γραφείο». «Θα είμαι εκεί σε λίγο», είπε η Μία. «Και με το τηλέφωνο τι έγινε;» «Περίεργα τα πράγματα κι εκεί». «Δηλαδή;» «Τα περισσότερα μηνύματα έχουν διαγραφεί και δεν έχει καλέσει κανέναν αριθμό. Δεν ξέρω τι ακριβώς έκανε ο τύπος, αυτό που ξέρω είναι ότι έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μείνει κρυμμένος ή να σβήσει, τέλος πάντων, τα ίχνη του». «Εκτός από τις φωτογραφίες που έχει ντυμένος γυναίκα». «Ναι, εκτός από αυτές. Αλλά αυτές είναι στον υπολογιστή». «Είπες ότι έχουν σβηστεί σχεδόν όλα τα μηνύματα. Θες να πεις ότι υπάρχουν μερικά;» «Ναι, έχω μερικά. Αινιγματικά, αλλά τέλος πάντων». «Για πες». «Τώρα;» «Ναι, τώρα». Η Μία χαμογέλασε από μέσα της. «Οκέι». Ο Γκάμπριελ ξερόβηξε. «Είναι τρία τα μηνύματα. Όλα με ημερομηνία 20 Μαρτίου». «Τη μέρα που πέθανε». «Τότε πέθανε;» «Ναι, για λέγε λοιπόν». Ένα χτύπημα στην πόρτα. Η Μία φόρεσε μια ρόμπα του ξενοδοχείου και παρέλαβε το πρωινό της. «Οκέι, το πρώτο λοιπόν», είπε ο Γκάμπριελ. «Από ποιον είναι;» «Αποστολέας ανώνυμος». «Πώς είναι δυνατόν αυτό; Γίνεται να αποκρύψεις το νούμερό σου όταν στέλνεις μηνύματα;» «Ναι, φυσικά, δεν είναι και πολύ δύσκολο», απάντησε ο Γκάμπριελ. «Ίσως να γέρασα, αλλά για πες, σε παρακαλώ, πώς το κάνεις αυτό;» ρώτησε η Μία και ρούφηξε λίγο καφέ.
177/487
Ήταν απαίσιος. Η Μία δεν άντεξε και τον έφτυσε αμέσως. Έβρισε από μέσα της που δεν μπορούσαν να φτιάξουν έναν καφέ της προκοπής. Ούτε η ομελέτα με μπέικον της γέμιζε και τόσο το μάτι. «Τα στέλνεις μέσω Διαδικτύου. Μέσω Txtemnow.com ας πούμε. Υπάρχουν πολλοί ιστότοποι στους οποίους δεν χρειάζεται να γραφτείς. Απλώς γράφεις το νούμερο και στέλνεις το μήνυμα κι αυτό στέλνεται, με μια μικρή διαφήμιση ίσως, γιατί έτσι βρίσκουν τα λεφτά οι άλλοι για να συντηρούν την ιστοσελίδα». «Και τι έλεγε το μήνυμα;» «Τρία είπαμε ότι είναι». «Πες μου και τα τρία». «Δεν είναι πολύ σοφό να πετάς κοντά στον ήλιο». «Τι;» Η Μία δεν μπορούσε να φάει τίποτα. Πήγε και κάθισε πάλι πάνω στο περβάζι του παραθύρου. «Δεν είναι πολύ σοφό να πετάς κοντά στον ήλιο. Αυτό είναι το πρώτο μήνυμα». «Και τι απάντησε;» «Τίποτα δεν απάντησε. Δεν μπορείς να απαντήσεις σε μηνύματα που δεν έχουν αποστολέα». Η Μία ξανακάθισε στο κρεβάτι και ακούμπησε το κεφάλι της στον τοίχο. Ο πονοκέφαλος είχε υποχωρήσει λίγο. Να πετάει κανείς κοντά στον ήλιο. Το τατουάζ με τον αετό. Φτερά. Ο Ίκαρος και τα φτερά του, ο Ίκαρος που πέταξε κοντά στον ήλιο κι έλιωσαν τα φτερά του. Ύβρις. Αλαζονεία. Ο Ρόγκερ Μπάκεν είχε κάνει κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. «Είσαι ακόμα εκεί;» «Ναι. Συγγνώμη, Γκάμπριελ, κάτι σκεφτόμουν». «Θες ν’ ακούσεις το επόμενο;» «Ναι, ρίξ’ το». «Who’s there?» «Αυτό είναι, στ’ αγγλικά;» «Ναι. Και το επόμενο;» «Ναι». «Bye, bye, birdie».
178/487
Η Μία έκλεισε τα μάτια της, αλλά δεν της ερχόταν τίποτα. Who’s there? Bye, bye, birdie; Δεν της έλεγαν απολύτως τίποτε αυτά τα δύο. Ξανασηκώθηκε από το κρεβάτι και μπήκε στο μπάνιο. Κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη και δεν της άρεσε καθόλου αυτό που είδε. Έμοιαζε κουρασμένη. Σχεδόν νεκρή. Σαν φάντασμα. Έσκυψε και άρχισε να γεμίζει με νερό την μπανιέρα. «Μία, εκεί είσαι;» «Ναι. Συγγνώμη και πάλι, Γκάμπριελ. Προσπαθώ να σκεφτώ αν τα δύο τελευταία σημαίνουν κάτι». «Και;» «Τίποτε ακόμα. Έλα, θα είμαι εκεί σε λίγο, οκέι;» «Μια χαρά, εδώ θα είμαι κι εγώ». «Καλώς, Γκάμπριελ. Έκανες τέλεια δουλειά». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Κατέβασε το τηλέφωνο από το περβάζι του παραθύρου και προσπάθησε να φάει λίγο πρωινό. Δεν κατέβαινε με τίποτα. Δεν βαριέσαι. Θα έπαιρνε έναν καφέ κι ένα κουλούρι από το Κάφεμπρενερίε. Who’s there? Bye, bye, birdie. Η Μία γδύθηκε και μπήκε στην μπανιέρα. Το ζεστό νερό τύλιξε το σώμα της και την ελάφρυνε. Ωραία ήταν που βγήκαν έξω με τη Σουζάνε εχθές. Πολύ ωραία, για την ακρίβεια. Είπαν να ξανασυναντηθούν κιόλας, έτσι δεν είπαν; Η Μία δεν πολυθυμόταν, στο τέλος ήταν πραγματικά μεθυσμένη. Ακούμπησε το κεφάλι στην άκρη της μπανιέρας και έκλεισε τα μάτια. Who’s there? Bye, bye, birdie. Τίποτε φοβερό, τίποτε φοβερό – αλλά ήταν κάτι.
29 Η Σεσίλιε Μίκλε είχε κοιμηθεί τόσο βαριά, που της ήταν σχεδόν οδυνηρό να ξυπνήσει. Τεντώθηκε να κλείσει το ξυπνητήρι από καθαρά αντανακλαστικά, αλλά αυτό για κάποιο λόγο δεν χτύπησε. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της· της ήταν αδύνατον. Το σώμα της ήταν τόσο βαρύ, τόσο ζεστό και ωραίο, που ένιωθε λες και ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα μαλακό σύννεφο, κάτω από άλλα υπέροχα συννεφάκια. Τράβηξε το πάπλωμα πιο σφιχτά γύρω της και γύρισε μπρούμυτα. Έχωσε το πρόσωπο στο μαξιλάρι της. Προσπάθησε ν’ ακούσει το σώμα της. Κοιμήσου, κοιμήσου. Ξέχνα τι σου λέει το μυαλό και η συνείδησή σου. Έχεις ανάγκη από ύπνο, κοιμήσου, Σεσίλιε, κοιμήσου. Τα χάπια τής τα είχε γράψει ο γιατρός της. Η Σεσίλιε δεν ήθελε, δεν είχε πάρει ποτέ στη ζωή της υπνωτικά. Δεν της άρεσαν τα φάρμακα. Της άρεσε να είναι παρούσα. Δεν της άρεσε η ιδέα ότι κάτι άλλο είχε τον έλεγχο του κορμιού της. Η Σεσίλιε Μίκλε ήθελε να έχει τα πράγματα υπό τον έλεγχό της. Τέντωσε για άλλη μια φορά το χέρι έξω από το πάπλωμα, σε μια αντανακλαστική κίνηση για να κλείσει το ξυπνητήρι, αλλά εκείνο πάλι δεν χτύπησε. Ένα μικροσκοπικό κομμάτι του μυαλού της αναρωτήθηκε γιατί, αλλά αναγκάστηκε αμέσως να σωπάσει από τα υπόλοιπα που δεν έδιναν δεκάρα, καθώς βρίσκονταν υπό την επίδραση των φαρμάκων. Έσφιξε τριγύρω της το πάπλωμα και απόλαυσε το βάρος του κεφαλιού της στο απαλό μαξιλάρι. «Δεν σ’ τα συνιστώ, σ’ τα επιβάλλω», είχε πει ο γιατρός της. «Θα πάρεις αυτά τα χάπια γιατί χρειάζεσαι ύπνο, πάση θυσία. Χρειάζεσαι ύπνο. Πόσες φορές πρέπει να σ’ το πω για να το καταλάβεις;» Ο καλύτερος γιατρός του κόσμου. Που τώρα τελευταία τής είχε γίνει απαραίτητος, αν και λιγάκι αυστηρός. Να προσέχεις τον εαυτό σου, να
180/487
προσέχεις τον εαυτό σου. Δεν ήταν το φόρτε της αυτό, να προσέχει τον εαυτό της. Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου, της έλεγαν πάντα, αλλά δεν της ήταν τόσο εύκολο, ούτε απλό. Είχε μεγαλώσει με μια μητέρα που δεν πρόσεχε ποτέ τον εαυτό της, δίνοντας πάντα προτεραιότητα στις ανάγκες των άλλων, μια συνήθεια που τελικά δεν της ήταν εύκολο να αποδιώξει. Σκοτούρες, σκοτούρες… Γι’ αυτό δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ούτε που θυμόταν πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί ένα βράδυ ολόκληρο. Οι νύχτες της ήταν πολύ ανήσυχες: λίγες ώρες ηρεμίας, ύστερα άγχος, τηλεόραση αργά τη νύχτα, ένα φλιτζάνι τσάι και ίσως κι ένας μικρός υπνάκος για λίγη ώρα πριν το ξυπνητήρι χτυπήσει στις έξι και τέταρτο το πρωί. Υπήρχαν πάντα τόσο πολλές σκοτούρες, και η Σεσίλιε ήταν από τους ανθρώπους που ανησυχούσαν περισσότερο από τους άλλους. «Άδικα ανησυχείς», της έλεγε ο άντρας της συχνά, όπως τότε που αγόρασαν το διαμέρισμα στο Σκίλερι. «Δεν είναι πολύ ακριβό;» «Θα τη βρούμε τη λύση», είχε πει ο σύζυγός της, και την είχαν όντως βρει· όλα είχαν πάει καλά, ειδικά από τη στιγμή που εκείνος είχε πιάσει δουλειά στη Βόρεια Θάλασσα. Έξι εβδομάδες στη θάλασσα, έξι εβδομάδες στο σπίτι. Της έλειπε πολύ ο άντρας της τις εβδομάδες εκείνες, αλλά τα λεφτά ήταν απίστευτα πολλά. Κι όταν με το καλό επέστρεφε, ήταν σπίτι όλη την ώρα. Τον αγαπούσε πάρα πολύ τον άντρα της η Σεσίλιε Μίκλε. Ήταν τέλειος· δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερο φίλο και εραστή. Δεν ήταν σαν πολλούς από τους συντρόφους του στη Βόρεια Θάλασσα, που επέστρεφαν στο σπίτι με γεμάτο πορτοφόλι και έβγαιναν τσάρκες στην πόλη. Έξι βδομάδες στην πλατφόρμα, έξι βδομάδες μεθυσμένοι. Όχι, όχι ο δικός της, ο δικός της σύζυγος όταν ήταν σπίτι, σπίτι. Τελεία και παύλα. Η Σεσίλιε τέντωσε τα χέρια προς το ταβάνι και κατάφερε ν’ ανοίξει τα μάτια της. Παρέμεινε ξαπλωμένη, να νιώσει λίγο το σώμα της. Ήταν μουδιασμένη, μα εξακολουθούσε να νιώθει υπέροχα· είχε κοιμηθεί όλη νύχτα, το δέρμα της ήταν ζεστό, το κορμί της μαλακό, γαλήνιο. Δεν είχε δει
181/487
ούτε όνειρα, όπως συνήθιζε τώρα τελευταία, όνειρα βίαια και πυρετώδη. Απόψε δεν είδε τίποτε, πραγματικά τίποτε. Πλήρης ανάπαυση. Ξύπνησε τώρα και κοιτώντας τριγύρω το σκοτεινό υπνοδωμάτιο άρχισε ν’ ανησυχεί και πάλι. Μα τι ώρα ήταν; Τεντώθηκε προς το πορτατίφ. Το πορτατίφ δεν άναβε. Γιατί ήταν τόσο σκοτεινά; Και κρύα; Μήπως είχε πέσει το ρεύμα; Η Σεσίλιε Μίκλε πάτησε το κουμπάκι που φώτιζε το ξυπνητήρι της και σοκαρίστηκε όταν είδε τι ώρα ήταν. Δέκα παρά τέταρτο; Θεέ μου, έπρεπε να είχε ξυπνήσει ώρες τώρα! Η Καρουλίνε έπρεπε να βρισκόταν ήδη στο νηπιαγωγείο. Η Σεσίλιε τίναξε τα πόδια της από το κρεβάτι και κάθισε στο πλάι, με το κεφάλι στα δυο της χέρια. Το ένιωθε βαρύ σαν μολύβι. Ίσαίσα που κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά. Σηκώθηκε τρεκλίζοντας και πήγε ως το διακόπτη δίπλα στην πόρτα. Προσπάθησε ν’ ανάψει το φως, αλλά δεν άναβε. Το σπίτι ήταν κρύο και ασυνήθιστα σιωπηλό. Η Σεσίλιε πήγε ψηλαφιστά μέχρι το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Το ανοιξιάτικο φως μπήκε στο δωμάτιο και της επέτρεψε να δει τριγύρω. Βγήκε με βαριά βήματα στο διάδρομο. Έπρεπε να ξυπνήσει την Καρουλίνε. Τα πόδια της ήταν ασήκωτα, λες και δεν την κρατούσαν όπως προχωρούσε στον σκοτεινό διάδρομο. Είχε ξεχάσει να φορέσει τις κάλτσες της, και το πάτωμα ήταν παγωμένο. Προχώρησε τοίχο-τοίχο προς το δωμάτιο της Καρουλίνε. «Καρουλίνε;» Η φωνή της ήταν ισχνή, αδύναμη. Δεν ήθελε να την ξυπνήσει κιόλας. «Καρουλίνε, ξύπνησες;» Καμία απάντηση από το δωμάτιο της μικρής. Δέκα παρά τέταρτο; Από πότε κοιμόταν η Καρουλίνε τόσο πολύ; Συνήθως σηκωνόταν από μόνη της στις εφτά, ή τότε ξυπνούσε τέλος πάντων. Της άρεσε να σέρνει τα ποδαράκια της μέχρι το κρεβάτι των γονιών της αγκαλιά με το ζωάκι της. Ήταν η ωραιότερη ώρα της ημέρας τότε. Ήσυχα, πρωί-πρωί στο κρεβάτι, με την Καρουλίνε και με το αρκουδάκι της. «Καρουλίνε;» Η Σεσίλιε προχώρησε ψηλαφιστά, τα μάτια της είχαν σιγά-σιγά αρχίσει να συνηθίζουν το σκοτάδι. Ξαφνικά, ένιωσε κάτι υγρό και κολλώδες καταγής. Τι στο καλό; Σταμάτησε και σήκωσε το ένα της πόδι. Ακούμπησε προσεκτικά την πατούσα της. Κάτι αηδιαστικό υπήρχε στο πάτωμα. Μα δεν
182/487
είχε μόλις χθες καθαρίσει; Η Σεσίλιε προχώρησε προσεκτικά πάνω στο κολλώδες δάπεδο και μπήκε στο δωμάτιο της κόρης της. Πάτησε το διακόπτη, αλλά το φως δεν άναψε. «Καρουλίνε;» Διέσχισε γρήγορα το πάτωμα και άνοιξε τις κουρτίνες. Το φως μπήκε στο δωμάτιο, και τότε ήταν που η Σεσίλιε Μίκλε άρχισε να πανικοβάλλεται. «Καρουλίνε;» Δεν πίστευε στα μάτια της. Η Καρουλίνε δεν ήταν στο κρεβάτι της. Στο πάτωμα υπήρχαν αίματα. Δεν γινόταν να γίνεται αυτό το πράγμα, δεν ήταν ξύπνια. Είχε πατήσει τα αίματα. Άρα ονειρευόταν ακόμα. Κοιμόταν ακόμα. Δεν έπρεπε να είχε πάρει τα υπνωτικά χάπια, όσο κι αν επέμενε ο γιατρός της. Η Σεσίλιε Μίκλε έμεινε να στέκεται μες στο παιδικό δωμάτιο, περιμένοντας να ξυπνήσει. Δεν της άρεσε αυτό το όνειρο. Η Καρουλίνε δεν ήταν στο κρεβάτι της. Η ώρα ήταν δέκα παρά τέταρτο. Στο πάτωμα υπήρχαν αίματα. Το ρεύμα είχε κοπεί. Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Άρχισε ν’ ανατριχιάζει κάτω από το φούτερ της. Ήθελε να ξυπνήσει αμέσως. Τώρα θα χτυπήσει το ξυπνητήρι, τώρα, τώρα θα χτυπήσει, σκέφτηκε και δάγκωσε τα χείλια της. Όνειρο είναι, ένα όνειρο. Η Σεσίλιε Μίκλε ήταν σε κατάσταση σοκ. Δεν άκουσε καν το τηλέφωνο που χτυπούσε, κάπου μες στο σπίτι.
30 H Μία Κρούγκερ καθόταν δίπλα στο παράθυρο της Κάφεμπρενερίε στη Στούργκατα και έπινε τον δεύτερο καφέ κορτάδο της ημέρας. Είχε φάει ένα μπισκότο και είχε πιει χυμό πορτοκάλι. Ο πονοκέφαλος ήταν απίστευτος, όμως σιγά-σιγά ένιωθε το σώμα της να ξυπνάει μετά τη βραδιά ξεφαντώματος με τη Σουζάνε. Συνήθως απέφευγε να διαβάζει εφημερίδες, αλλά αυτή τη φορά, άγνωστο γιατί, είχε πάρει μία, παρά το απωθητικό της πρωτοσέλιδο. Δολοφονίες Ανηλίκων, έτσι είχαν αποφασίσει όλοι να τις αποκαλούν. Η Μία σιχαινόταν όταν τα μίντια το έκαναν αυτό, όταν έβαζαν ταμπέλες και τίτλους σε υποθέσεις δολοφονιών ή εξαφανίσεων ή σε ταραχές ή πολέμους ή σε οτιδήποτε, τέλος πάντων. Δεν καταλάβαιναν τι αντίκτυπο είχε αυτό στους αναγνώστες τους; Δεν καταλάβαιναν ότι έτσι σκορπούσαν το φόβο ανάμεσα στους ανθρώπους, τους τρομοκρατούσαν; Άι στο διάολο πια. Γιατί δεν υπήρχαν νόμοι να το απαγορεύουν; Κυρώσεις; Και, στο κάτωκάτω, δεν καταλάβαιναν όλοι αυτοί οι πνευματικοί νάνοι ότι προσέφεραν στο δράστη ακριβώς αυτό που αποζητούσε; Την προσοχή του κόσμου; Δεν το καταλάβαιναν; Ότι αυτό έψαχναν τέτοιου είδους τύποι; Παντού έβλεπες Δολοφονίες Ανηλίκων και Δολοφονίες Ανηλίκων. Καμιά φορά αναρωτιόταν πού τα ’βρισκαν αυτά οι δημοσιογράφοι: συνεντεύξεις με γείτονες, με φίλους, με το προσωπικό του νηπιαγωγείου. Η αστυνομία δεν έχει κανένα στοιχείο. Αυτό πού το βρήκαν πάλι; Μια φωτογραφία της Παουλίνε στην παραλία και μια από τα γενέθλιά της, μαζί με την οικογένεια. Μια φωτογραφία της Γιουχάνε την ώρα που έκανε πατινάζ και μια στην πισίνα με τον παππού. Η Μία κούνησε πέρα-δώθε το κεφάλι της, μα δεν μπορούσε να αγνοήσει τις εφημερίδες. Κανείς ύποπτος. Μία χώρα πενθεί. Φωτογραφίες από την κηδεία. Φωτογραφίες από λουλούδια και κεριά στις
184/487
σκηνές του εγκλήματος. Επιστολές και χαιρετισμοί στα κορίτσια. Παιδιά που έκλαιγαν. Μεγάλοι που έκλαιγαν. Έσπρωξε τις εφημερίδες στο πλάι και τελείωσε τον κορτάδο της τη στιγμή ακριβώς που χτύπησε το τηλέφωνό της. «Μία, λέγετε». «Ο Χόλγκερ είμαι. Πού βρίσκεσαι;» «Στην Κάφεμπρενερίε στη Στούργκατα. Τι συμβαίνει;» «Έχουμε νέα εξαφάνιση». Η Μία ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν της και βγήκε από την πόρτα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. «Είσαι στο γραφείο;» «Στο δρόμο, με το αυτοκίνητο». «Πέρνα να με πάρεις από το 7-Eleven στην οδό Πλέενς». «Οκέι». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και με γρήγορα βήματα έφτασε στην πλατεία Γιουνγκστόργκε. Γαμώτο. Το νούμερο τρία. Τρεις χαρακιές στο μικρό δαχτυλάκι. Όχι, γαμώτο, όχι αυτή τη φορά. Το ήξεραν. Το περίμεναν. Αλλά όχι άλλες. Όχι άλλες χαρακιές. Η Μία δεν ήξερε ποιο ήταν το νέο αυτό κοριτσάκι, μα υποσχέθηκε στον εαυτό της, καθώς άνοιγε δρόμο μες στο πλήθος που κατέβαινε την Τούργκατα, ότι θα την έβρισκαν τη μικρή πριν να ’ταν πολύ αργά. Έστριψε στη γωνία της Γιουνγκστόργκε την ίδια στιγμή που το μαύρο Άουντι του Χόλγκερ Μουνκ κατέβαινε την οδό Πλέενς. Η Μία χώθηκε στη θέση του συνοδηγού και κλείδωσε την πόρτα. «Πού πάμε;» ρώτησε λαχανιασμένη. «Στο Ντίζεν», είπε ο Μουνκ κοφτά. «Στην Ντίζενβάιεν. Το μήνυμα έφτασε πριν δέκα λεπτά. Αντρέα Λινγκ. Ετών έξι. Δεν ήταν στο κρεβάτι της όταν ξύπνησε ο πατέρας της». Ο Μουνκ προσάρμοσε το φάρο στη σκεπή του αυτοκινήτου και πάτησε το γκάζι. «Τώρα ξύπνησε αυτός;» Η Μία κοίταξε την ώρα στο τηλέφωνό της. «Έτσι φαίνεται», μουρμούρισε ο Μουνκ. «Είναι κανείς εκεί πέρα;» «Ο Κιμ και η Ανέτε. Και ο Κάρι είναι καθοδόν». Ο Μουνκ κορνάρισε εκνευρισμένος στο τραμ και σ’ έναν-δυο περαστικούς που βάδιζαν με το πάσο τους. «Μαλάκες».
185/487
«Από το σπίτι εξαφανίστηκε;» Ο Μουνκ κατένευσε. «Περίεργο. Τα άλλα δύο κοριτσάκια εξαφανίστηκαν από το νηπιαγωγείο». «Έλα, φύγετε απ’ τη μέση, γαμώτο μου!» Ο Μουνκ ξανακορνάρισε, κατάφερε να ξεφύγει από την κίνηση και πήρε το δρόμο για τη διασταύρωση Σίνσεν. «Μόνο ο μπαμπάς ήταν σπίτι; Η μαμά πού είναι;» «Δεν ξέρω», μουρμούρισε ο Μουνκ. Χτύπησε το τηλέφωνό του και ο Μουνκ το σήκωσε. Η φωνή του ήταν απότομη. Δεν ήταν στις καλές του σήμερα. «Ναι; Σκατά. …Ναι, αποκλείστε την περιοχή. Και πάρτε τη Σήμανση να έρθουν αμέσως. …Τι; Χέστηκα! Έχουμε προτεραιότητα. …Φυσικά και το θεωρούμε σαν σκηνή του εγκλήματος. Θα ’μαστε εκεί σε πέντε». Έκλεισε και κούνησε το κεφάλι του. «Η Ανέτε;» «Ο Κιμ». «Τι βρήκαν;» «Αίματα». «Αίματα;» Ο Μουνκ κατένευσε έντονα. «Ίσως να μην είναι ο δράστης μας», είπε η Μία. «Η μέθοδός του είναι εντελώς διαφορετική». «Έτσι λες;» Το είπε χωρίς να την κοιτάζει. Ένα εξάχρονο κορίτσι εξαφανίζεται από το δωμάτιό της στο Ντίζεν. Η Μία έβγαλε μια καραμέλα από την τσέπη του μπουφάν της. Τι νόημα είχε να εύχεσαι αυτή η περίπτωση να μην είχε σχέση με τις άλλες; Τρεις χαρακιές στο αριστερό νυχάκι. Όχι, γαμώτο, όχι αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά θα τα κατάφερναν. Ο Μουνκ πάτησε άλλη μια φορά την κόρνα για δυο κωλόπαιδα που δεν έβρισκαν το λόγο να επιταχύνουν το βήμα τους, παρόλο που έβλεπαν τον μπλε φάρο του αστυνομικού να πλησιάζει. «Της μικρής ήταν το αίμα;» ρώτησε η Μία.
186/487
«Δεν ξέρω ακόμα, η Σήμανση έρχεται». «Έμαθες τα τελευταία νέα για τον Μπάκεν;» «Για τον τύπο με το τατουάζ; Ναι. Ρόγκερ και Ράντι. Λίγο απ’ όλα. Τι λες, τραβεστί;» «Έτσι φαίνεται;» «Δεν χρειαζόμαστε και τέτοια τώρα, δεν τα χρειαζόμαστε». Το τελευταίο σχόλιο δεν πήγαινε στη Μία. Ο Μουνκ το μουρμούρισε στον ίδιο του τον εαυτό καθώς έσφιγγε τα δόντια και ανέβαινε την Τρονχαϊμσβάιεν προς το Ντίζεν. Προς την Ντίζενβάιεν. Κόκκινα μικρά σπιτάκια στη σειρά, σπιτάκια που είχαν ξυπνήσει σε μια μέρα εντελώς έξω απ’ τα συνηθισμένα. «Τι ξέρουμε λοιπόν;» ρώτησε ο Μουνκ με το που βγήκε απ’ το αυτοκίνητο. «Αντρέα Λινγκ, έξι ετών. Εξαφανίστηκε από το δωμάτιό της. Έχουμε αίματα από τη σκάλα μέχρι και το υπνοδωμάτιο. Αίμα και στο κρεβάτι». Ο Κιμ έξυσε το κεφάλι του με πολύ σοβαρό ύφος. «Πού είναι ο πατέρας;» «Στο σαλόνι», έδειξε ο Κιμ. «Τα έχει εντελώς χαμένα». «Έχει έρθει γιατρός;» Ο Κιμ κατένευσε και του έδειξε το δρόμο προς την πόρτα του σπιτιού. Δεν πρόλαβαν να διασχίσουν το μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι, και η Ανέτε πετάχτηκε μπροστά τους, με το τηλέφωνο στο χέρι, φανερά αναστατωμένη. «Έχουμε κι άλλη». «Τι;» είπε ο Μουνκ. «Εξαφάνιση;» Η Ανέτε έγνεψε καταφατικά. «Μόλις ήρθε μήνυμα. Καρουλίνε Μίκλε. Έξι ετών. Εξαφανίστηκε από το δωμάτιό της στο σπίτι της στο Σκίλερι». «Διάολε», είπε ο Μουνκ. «Βρέθηκαν αίματα;» ρώτησε η Μία. Η Ανέτε κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Οκέι», είπε ο Μουνκ. «Εσείς οι δυο φύγετε για Σκίλερι. Ο Κιμ κι εγώ θα μείνουμε εδώ. Πάρτε μερικούς της Σήμανσης μαζί σας». «Έχουν ήδη φύγει για το Σκίλερι», είπε η Ανέτε.
187/487
Ο Μουνκ γύρισε και κοίταξε τη Μία. Δεν είπε τίποτε, αλλά εκείνη ήξερε τι σκεφτόταν. Δύο την ίδια μέρα; Δύο ταυτόχρονα; «Θα πάμε με το δικό μου», είπε η Ανέτε και προσπέρασε τρέχοντας τη Μία προς το κόκκινο Πεζό που ήταν παρκαρισμένο δίπλα στο πεζοδρόμιο.
31 Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Αφτενπόστεν, Μίκελ Βολ, είχε μόλις ανεβάσει ένα άρθρο του στο Ίντερνετ και ήταν ιδιαιτέρως ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Τα γεγονότα έτρεχαν τόσο γρήγορα, που μόλις και μετά βίας προλάβαινε να διορθώσει τα άρθρα του πριν ανέβουν διαδικτυακά. Ξανακοίταξε το άρθρο μια-δυο φορές· όλα μια χαρά, ούτε λάθη ούτε τίποτα – ευτυχώς. Το τελευταίο αντίο στην Παουλίνε. Είχε πάει στην κηδεία της εχθές με δύο συναδέλφους. Εκείνοι είχαν το κεντρικό άρθρο της εφημερίδας και η δική του δουλειά ήταν να βρει μια διαφορετική οπτική γωνία. Συνήθως δούλευαν ο καθένας ξεχωριστά, οι της τυπωμένης και οι της ψηφιακής έκδοσης, αλλά όχι σ’ αυτή την υπόθεση: Δουλεύουμε όλοι για όλους, για το καλύτερο αποτέλεσμα, αυτό ήταν το σύνθημά τους τώρα και είχε δει πως και ο ανταγωνισμός έκανε το ίδιο. Η εκκλησία του Σκέγιεν ήταν γεμάτη ανθρώπους μέχρι έξω. Κατ’ επιθυμίαν της οικογένειας, οι δημοσιογράφοι έπρεπε να περιμένουν έξω, αλλά δεν είχαν υπακούσει όλοι. Ο Μίκελ Βολ είχε δει πολλούς συναδέλφους του από άλλες εφημερίδες να κάθονται στην εκκλησία ανάμεσα σε συγγενείς, γείτονες και φίλους. Ναι, δούλευαν σε μια αδίστακτη βιομηχανία, μα δεν γινόταν αλλιώς. Η Αφτενπόστεν είχε στήσει μια πολύ καλή ομάδα γι’ αυτή την υπόθεση. Έξυπνοι τύποι. Έμπειροι δημοσιογράφοι. Δεν συζητούσαν ανοιχτά το όλο θέμα, αλλά υπήρχε μια σιωπηρή συναίνεση να κρατηθούν χαμηλά οι τόνοι. Να μην υπερβάλλουν με το ζήτημα. Να προσέξουν. Να μη χώσουν τα βρόμικα, περίεργα χέρια τους σε βαθιές πληγές, όπως έκαναν ορισμένοι ανταγωνιστές τους. Στον Μίκελ Βολ είχε προσφερθεί μια καινούρια δουλειά πριν λίγους μήνες. Πλησίαζε τα σαράντα και δούλευε για την Αφτενπόστεν δώδεκα
189/487
χρόνια τώρα, η καινούρια δουλειά ακουγόταν συναρπαστική κι ένας Θεός ξέρει πότε ξανά θα δεχόταν τέτοια πρόταση, αλλά ήταν χαρούμενος τελικά που είχε αρνηθεί. Το τελευταίο αντίο στην Παουλίνε. Είχε πάρει συνέντευξη από μια φίλη της μικρής από το νηπιαγωγείο, καθώς και από τους γονείς της. Λίγο οριακό ίσως, αλλά είχε πείσει τον εαυτό του ότι το ρεπορτάζ ήταν θεμιτό. Είχε να κάνει με την υπόθεση. Έδειχνε βαθιά θλίψη για την απώλεια του κοριτσιού. Είχε βγάλει μια φωτογραφία της φίλης της ενώ εκείνη έκλαιγε κρατώντας ένα μπουκέτο λουλούδια και μια ζωγραφιά που έδειχνε την Παουλίνε, όμορφη και χαμογελαστή. Άνετα εντός Κώδικα Δεοντολογίας. Ή μήπως όχι; Ο Μίκελ Βολ αναστέναξε και τέντωσε τα χέρια του. Είχε να κοιμηθεί καλά από τότε που βρήκαν τα κορίτσια. Μήπως είχε αρχίσει να χάνει την κριτική του ικανότητα; Θα είχε γράψει κάτι τέτοιο δέκα χρόνια πριν; Πέντε χρόνια πριν; Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πάρει ένα φλιτζάνι καφέ. Γινόταν χαμός στα γραφεία της εφημερίδας. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που είχαν δει κάτι τέτοιο, αν είχαν ποτέ δει κάτι τέτοιο. Ένας κατά συρροήν δολοφόνος που έντυνε κοριτσάκια λες κι ήταν κούκλες και τα κρεμούσε από δέντρα μαζί με τις σχολικές τους σάκες. Κούνησε το κεφάλι του και ήπιε μια γουλιά καφέ. Του φαινόταν απίστευτη αυτή η ιστορία. Λες και είχε βγει κατευθείαν από κάποιο σίριαλ της τηλεόρασης, ή λες και συνέβαινε στις ΗΠΑ τουλάχιστον – δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τη Νορβηγία. Ο Μίκελ Βολ λίγο έλειψε να μην καταφέρει να κρατήσει την ψυχραιμία του όταν είδε όλον αυτό τον κόσμο να βγαίνει από την εκκλησία: το μικρό, λευκό φέρετρο· τα θλιμμένα πρόσωπα. Όλον αυτό τον πόνο. Το τελευταίο αντίο στην Παουλίνε. Είχε ευχηθεί να τα καταφέρει· και, ναι, τα είχε καταφέρει, είχε συγκρατήσει την ψυχραιμία του και, ναι, το άρθρο ήταν καθ’ όλα εξαιρετικό. «Μας ξαναφώναξαν». Η Σίλιε έχωσε το κεφάλι της στο δωμάτιο ψυχαγωγίας. «Πού;» Ο Μίκελ ακούμπησε το φλιτζάνι του στον πάγκο και ακολούθησε τη νεαρή δημοσιογράφο στο διπλανό δωμάτιο. Κάθονταν και άκουγαν τις ραδιοφωνικές εκπομπές της αστυνομίας είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο πια. Δεν ήθελαν να χάσουν ούτε λέξη.
190/487
«Στο Σκίλερι». «Κι άλλο κορίτσι;» «Δεν ξέρουμε ακόμα», είπε η Σίλιε και δυνάμωσε το ραδιόφωνο. «Τι έχουμε;» Ο Γκριν μπήκε στο δωμάτιο, αξύριστος και λιγότερο ροδαλός απ’ ό,τι συνήθως. Ο αρχισυντάκτης έμοιαζε να μην έχει κοιμηθεί κι αυτός τον τελευταίο καιρό. «Αρκετές μονάδες κατευθύνονται στο Σκίλερι». «Στο Σκίλερι; Στην Ντίζενβάιεν δεν πήγαιναν;» «Και στα δύο μέρη». «Στο Ντίζεν;» ρώτησε ο Μίκελ Βολ· δεν τον είχαν ενημερώσει οι συνάδελφοί του. «Εδώ και λίγα λεπτά», επιβεβαίωσε ο Γκριν. «Ο Έρικ με τον Τόβε βρίσκονται ήδη εκεί». Γύρισε στη Σίλιε. «Έχουμε ακριβή διεύθυνση στο Σκίλερι;» «Οδός Βέλντιν Ούσενς. Κοντά στο σχολείο». «Θα πάω εγώ», είπε ο Μίκελ. «Τέλεια», απάντησε ο Γκριν. «Όμως θέλω συνεχή ενημέρωση, οκέι;» Ο Μίκελ Βολ έτρεξε πίσω στο γραφείο του κι άρπαξε τα πράγματά του. «Φωτογράφο έχουμε;» φώναξε ο Γκριν μέσα στην αίθουσα. «Ο Τρουρ Έσπεν είναι ελεύθερος». «Όχι, τον έστειλα στο Ντίζεν». «Πάρτε τη Νίνα», είπε ο Μίκελ Βολ καθώς έτρεχε προς την εξώπορτα. «Πείτε της να μας βρει εκεί». Πήρε το ασανσέρ για το ισόγειο, βγήκε έξω στην πιάτσα των ταξί και μπήκε σε ένα. Έβγαλε το κινητό του και κάλεσε τον Έρικ Ρένινγκ, το συνάδελφό του στο Ντίζεν. «Έρικ, λέγετε». «Τι συμβαίνει;» «Μας έχουν αποκλείσει εδώ πάνω. Γίνεται ένας μικρός χαμός. Απ’ ό,τι τουλάχιστον φαίνεται, κανείς δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει». «Μόνο εμείς είμαστε εκεί πάνω;»
191/487
«Θα ’θελες». O συνάδελφός του χαχάνισε απαλά. «Όλος ο θίασος έχει έρθει. Μία! Μία!» Ο συνάδελφος έφυγε από τη γραμμή για λίγο, ύστερα ξαναγύρισε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μίκελ Βολ. «Μόλις έφτασαν ο Μουνκ με την Κρούγκερ. Οπότε έχουμε έρθει στο σωστό μέρος. Μία! Μία!» Ο συνάδελφος ξανάφυγε από τη γραμμή, αυτή τη φορά για τα καλά. Ο Μίκελ Βολ γύρισε προς τον ταξιτζή και του ζήτησε να πατήσει λίγο το γκάζι. Ήλπιζε να ήταν από τους πρώτους που θα εμφανίζονταν στο Σκίλερι, ότι οι υπόλοιποι δεν είχαν πάρει ακόμα χαμπάρι την τελευταία κλήση της αστυνομίας. Προσπάθησε να ξανακαλέσει το συνάδελφό του, αλλά δεν πήρε απάντηση. Ο Χόλγκερ Μουνκ και η Μία Κρούγκερ! Κάτι μεγάλο συνέβαινε στο Ντίζεν… Ο Μίκελ Βολ έφτασε στην οδό Βέλντιν Ούλσεν στο Σκίλερι και ανακάλυψε ότι η αστυνομία είχε ήδη αποκλείσει την περιοχή. Πλήρωσε τον ταξιτζή, πετάχτηκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος. Είχαν βάλει ήδη εμπόδια. Όλο κάτι τέτοια συνέβαιναν τελευταία. Παρόλο που παρακολουθούσαν τη συχνότητα της αστυνομίας, πάντα έφταναν πολύ αργά στον τόπο του εγκλήματος. Είχε ακούσει κι άλλους να το σχολιάζουν. Είμαστε τόσο αργοί πια; Οι φήμες έλεγαν ότι η αστυνομία είχε βρει κάτι καινούριο, χρησιμοποιούσε άλλους διαύλους επικοινωνίας, μα για την ώρα κανείς δεν είχε ανακαλύψει τι ήταν. Ο Μίκελ Βολ κατάφερε να φτάσει μέχρι το μπλόκο και βρήκε ένα συνάδελφο από την εφημερίδα VG. «Τι συνέβη;» «Δεν ξέρω ακόμα». Ο δημοσιογράφος της VG άναψε τσιγάρο κι έδειξε προς τη μεριά του δρόμου. «Νομίζω ότι είναι το τρίτο ή το πέμπτο σπίτι, από εκείνα εκεί τα κίτρινα. Κανένα απ’ τα μεγάλα ονόματα δεν έχει έρθει ακόμα, μόνο κάτι στρατιωτάκια τους. Δεν ξέρω τι συμβαίνει». Ο Μίκελ Βολ κοίταξε τριγύρω. Όλο και κατέφθαναν κι άλλοι στην περιοχή. Είδε τους τηλεοπτικούς σταθμούς NRK και TV2. Έγνεψε προς τους δημοσιογράφους της εφημερίδας Νταγκζαβίζεν. Και τότε χτύπησε το τηλέφωνό του. «Μίκελ, λέγετε».
192/487
«Εδώ Γκριν. Έχουμε τίποτε;» «Τίποτε ακόμα, αλλά είναι όλοι εδώ». «Γαμώτο, τόσο αργοί έχουμε γίνει πια;» είπε ο Γκριν εκνευρισμένος. «Ξέρω, ξέρω. Κι εγώ αυτό σκέφτηκα. Πρέπει να το ψάξουμε», είπε ο Βολ. Ο Γκριν σώπασε από την άλλη άκρη της γραμμής. Στον αρχισυντάκτη δεν άρεσε να του λένε τι να κάνει. «Ο Μουνκ και η Κρούγκερ είναι στο Ντίζεν», είπε ο Μίκελ, προσπαθώντας να προχωρήσει τη συζήτηση. Δεν ήθελε να τον πάρει στραβά ο Γκριν· είχε δει ανθρώπους να το παθαίνουν, και δεν ήταν καθόλου ωραίο θέαμα. Δεν είχε καμιά όρεξη να υποβιβαστεί και να καλύπτει γατοεπιδείξεις στη Σανβίκα. «Η Κρούγκερ μόλις έφυγε από εκεί», είπε ο Γκριν. «Λένε ότι έρχεται σε σας». «Βρήκες τη Νίνα;» «Ναι, έρχεται κι αυτή. Έχω τον Έρικ στην άλλη γραμμή, σε ξαναπαίρνω». «Οκέι», είπε ο Μίκελ και έκλεισε. Ξαναπλησίασε τα οδοφράγματα και προσπάθησε να ζυγίσει την κατάσταση με το μάτι. Η αστυνομία είχε αποκλείσει όλο το δρόμο, όχι μόνο ένα σπίτι. Ο Μουνκ με την Κρούγκερ ήταν στο Ντίζεν και η Κρούγκερ ίσως να ερχόταν προς τα εδώ. Κάτι σοβαρό συνέβαινε. Κι άλλα κοριτσάκια. Δύο μαζί ίσως; Το πρωί θα είναι πρωτοσέλιδο, χίλια τα εκατό. Κοίταξε τριγύρω, μήπως και βρει κάποιο μέρος για να χωθεί, να περάσει κάπως μέσα. Κάτι θα υπήρχε. Επέστρεψε στο μέρος όπου τον είχε αφήσει το ταξί. Να σταθεί εδώ ή να προσπαθήσει να πάει γύρω-γύρω; Τις σκέψεις του διέκοψε το τηλέφωνο. Αριθμός με απόκρυψη. «Μίκελ, λέγετε». Σιωπή από την άλλη μεριά. «Εδώ Μίκελ Βολ, ποιος είναι;» Έβαλε το χέρι του πάνω στο άλλο του αυτί για ν’ ακούσει καλύτερα. Είχαν πλακώσει πολλοί τώρα, η περιοχή είχε γεμίσει αυτοκίνητα και περίεργους περαστικούς. «Δεν είναι άδικο;»
193/487
Μια περίεργη φωνή στο αυτί του. Ασαφής, λίγο παραμορφωμένη, δεν καταλάβαινε ποιος ήταν. «Ποιος είναι;» επανέλαβε. «Δεν είναι άδικο;» ξαναείπε η φωνή. Ο Βολ απομακρύνθηκε από το πλήθος, διέσχισε το δρόμο, βρήκε ένα κάπως πιο ήσυχο μέρος και στάθηκε εκεί. «Τι είναι άδικο;» ρώτησε. Ησυχία από το άλλο άκρο. «Με ακούτε;» Ο Βολ άρχισε να εκνευρίζεται. «Όποιος και να ’σαι, δεν έχω ώρα για τέτοια τώρα». «Δεν είναι άδικο;» είπε ξανά η ίδια, παράξενη φωνή. «Ποιο πράγμα είναι άδικο; Ποιος είναι στο τηλέφωνο, παρακαλώ;» «Πολύ άδικο να στέκεσαι τόσο απόμερα τώρα», είπε η φωνή. Την ίδια στιγμή, τον προσπέρασε ένα κόκκινο Πεζό. Ο Μίκελ είδε μέσα τη Μία Κρούγκερ με μια συνάδελφό της. Το Πεζό κατευθύνθηκε ίσια πάνω στα οδοφράγματα και σταμάτησε μπροστά σ’ ένα φρουρό. «Σκατά», είπε ο Μίκελ. Πού είναι η φωτογράφος; Πρέπει να τα τραβήξει όλα αυτά! «Πάρε να ενοχλήσεις κάποιον άλλον», μούγκρισε στο τηλέφωνο. «Είμαι απασχολημένος». Πήγε να κλείσει το κινητό του, όταν ξαφνικά η περίεργη φωνή τού ξαναμίλησε: «Αυτό είναι το νούμερο τρία». «Τι εννοείς;» «Αυτό είναι το νούμερο τρία», επανέλαβε η φωνή. «Τη λένε Καρουλίνε. Θέλεις ακόμα να κλείσεις;» Ο Μίκελ Βολ ξαφνικά κατάλαβε. «Ποιος στο τηλέφωνο;» «Ο Ντόναλντ Ντακ. Ποιον περίμενες;» είπε η φωνή. «Όχι, εννοώ…» Η φωνή ακούστηκε να γελάει. «Συνεχίζεις να θες να πάρω κάποιον άλλο; Τον Τένιν στην Νταγκμπλάντε; Τον Ρούουντ στη VG; Κάποιον άλλο ίσως; Ποιον;» «Όχι, όχι… έεε... όχι», είπε ο Μίκελ Βολ. «Εδώ, εδώ είμαι εγώ». Απομακρύνθηκε κι άλλο από το πλήθος. «Καλύτερα έτσι», είπε η φωνή. Ο Μίκελ έβγαλε το σημειωματάριο και το στιλό από την τσέπη του.
194/487
«Θες να γίνουμε φίλοι;» ρώτησε η παραμορφωμένη φωνή. «Ίσως», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Ίσως;» «Ναι, θέλω να γίνουμε φίλοι», είπε ο Μίκελ. «Πού είναι η Καρουλίνε;» «Εσύ πού νομίζεις ότι είναι η Καρουλίνε;» «Είναι… είναι το νούμερο τρία;» «Όχι, η Καρουλίνε είναι το νούμερο τέσσερα. Η Αντρέα ήταν το τρία. Δεν σε ενημέρωσαν; Δεν πήγες στην Ντίζενβάιεν;» Κάτι έτρεχε πάλι στα μπλόκα. Κι άλλο αμάξι. Η Σήμανση. «Πώς ξέρω ότι…;» «Πώς ξέρεις τι;» είπε η φωνή. «Ότι…» Ο Μίκελ δεν μπορούσε να ολοκληρώσει τη φράση του. Το μέτωπό του έκαιγε, οι παλάμες του ήταν ιδρωμένες. «Δεν είναι πολύ γλυκά όταν κοιμούνται;» είπε η φωνή. «Ποια;» «Τα μικρά παιδιά». «Πώς ξέρω ότι δεν μου κάνεις πλάκα;» «Θες να σου στείλω δαχτυλάκι με το ταχυδρομείο;» Ο Μίκελ Βολ πάγωσε ολόκληρος. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. «Όχι, με τ…τ…τίποτα», τραύλισε. Η φωνή ξαναγέλασε χαμηλόφωνα. «Πρέπει να θέτετε τις σωστές ερωτήσεις», είπε η φωνή. «Τι εννοείς;» «Στη συνέντευξη Τύπου, γιατί δεν ρωτάτε τα σωστά πράγματα;» «Τι πρέπει να ρωτήσουμε;» είπε ο Βολ. «Γιατί έσταζε έτσι το γουρούνι στο πάτωμα;» είπε η φωνή. «Γιατί τι; Τι είπες;» Ο Μίκελ προσπάθησε απελπισμένος να ξαναπιάσει το σημειωματάριό του χωρίς να του φύγει το τηλέφωνο απ’ το χέρι. «Τικ-τακ», είπε η παραμορφωμένη φωνή, και η γραμμή έκλεισε.
32 Ο Χόλγκερ Μουνκ έβγαλε τα λεπτά λαστιχένια γάντια του και βγήκε στη βεράντα να καπνίσει. Τι ξεκίνημα κι αυτό στη μέρα, διάολε. Δεν είχε κοιμηθεί καλά το προηγούμενο βράδυ, ίσα-ίσα που είχε πέσει στο κρεβάτι. Δεν είχε καταφέρει να μιλήσει στη μάνα του για την κληρονομιά και είχε και την εντύπωση ότι τελικά αυτό ήταν που τον κράτησε ξάγρυπνο, παρόλο που είχε άλλα, πολύ σημαντικότερα πράγματα στο μυαλό του. Δυο κορίτσια την ίδια μέρα; Άναψε τσιγάρο και κοίταξε μέσα απ’ το παράθυρο. Οι της Σήμανσης μάζευαν τα πράγματά τους και ο πατέρας της μικρής είχε μεταφερθεί στα Κεντρικά, στην Γκρένλαν. Δεν είχαν ακόμα εντοπίσει τη μητέρα· ο πατέρας ήταν σε κατάσταση σοκ και είχε μεγάλο πρόβλημα να μιλήσει. Απ’ ό,τι φαινόταν, οι δυο τους δεν ήταν πια μαζί, είχαν χωρίσει, κι αυτή ήταν η εβδομάδα που η μικρή έμενε στον μπαμπά της, η μαμά είχε πάει στο εξοχικό με κάτι φίλες και δεν είχε σήμα. Το παράθυρο της μπαλκονόπορτας ήταν σπασμένο. Υπήρχαν αίματα στο πάτωμα, στα σκαλοπάτια και στο δωμάτιο της μικρής. Της Αντρέα. Κάποιος είχε μπει και την είχε πάρει από το δωμάτιό της. Ο Μουνκ πήρε μια βαθιά ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο του και προσπάθησε να καταπολεμήσει τον πονοκέφαλο που ένιωθε να κοντοζυγώνει. Κάλεσε στο τηλέφωνο τη Μία. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα πριν απαντήσει. «Τι τρέχει εκεί πάνω;» ρώτησε ο Μουνκ. «Καρουλίνε Μίκλε, έξι χρονών, την πήραν απ’ το δωμάτιό της». «Σημάδια διάρρηξης;» «Κανένα. Το κλειδί ήταν κάτω απ’ το πατάκι». Θεέ μου. Ο Μουνκ αναστέναξε. Κάτω απ’ το πατάκι. Πώς είναι δυνατόν; «Αίματα;»
196/487
«Ναι, υπάρχουν αίματα στο διάδρομο και στο δωμάτιό της». «Οι γονείς της;» «Σεσίλιε και Γιουν-Έρικ Μίκλε. Δεν έχουμε τίποτα σχετικό μ’ αυτούς. Εκείνος δουλεύει σε πλατφόρμα στη Βόρεια Θάλασσα, προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μαζί του. Εκείνη είναι δασκάλα». «Δασκάλα;» «Ναι, αλλά δεν είναι αυτή. Έχει υποστεί φοβερό σοκ. Τη στείλαμε στο νοσοκομείο Ούλεβολ. Δεν ήξερε καν πού βρισκόταν. Επέμενε ότι δεν είχε ώρα να μας μιλήσει, έπρεπε, λέει, να πάει την Καρουλίνε στο νηπιαγωγείο». «Μάλιστα», είπε ο Μουνκ. «Παίρνουμε σβάρνα τους γείτονες τώρα, να δούμε μήπως είδε κανείς τίποτα». «Ναι, κι εδώ τα ίδια», είπε ο Μουνκ. «Συναγερμός ΑΛΦΑ1 και σ’ αυτό;» O Mουνκ έγνεψε καταφατικά, ξεχνώντας πως μιλούσε στο τηλέφωνο. «Χόλγκερ;» «Τι; Ναι, τους θέλω όλους έξω. Όλους. Παντού. Κι όταν λέω όλους, εννοώ τους πάντες. Σε κάθε αρτηρία που βγάζει από την πόλη. Μέχρι και στο πιο μικρό μονοπάτι. Οκέι;» «Κανένα πρόβλημα», είπε η Μία και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Χόλγκερ τράβηξε άλλη μια μεγάλη τζούρα απ’ το τσιγάρο του. Ο πονοκέφαλος άρχισε να απλώνεται ταχύτατα τώρα. Λίγο νερό· έπρεπε να πιει κάτι. Και να φάει. Το τηλέφωνό του ξαναχτύπησε. «Μουνκ, λέγετε». «Ο Γκάμπριελ Μερκ είμαι. Μήπως παίρνω σε λάθος στιγμή;» «Εξαρτάται από το τι έχεις να μου πεις», είπε ο Μουνκ κοφτά. «Θυμάστε το θέμα που μου αναθέσατε; Ιδιωτικά;» Ο Μουνκ έτριψε το μέτωπο με την παλάμη του. «Την αποκρυπτογράφηση», είπε ο Γκάμπριελ. Ο Μουνκ έψαξε λίγο με το μυαλό του πριν θυμηθεί. Τον μαθηματικό γρίφο που δεν είχε καταφέρει να λύσει. Που του είχε στείλει η Σουηδέζα στο Διαδίκτυο. «Το βρήκες;» Ο Μουνκ ξαναμπήκε στο σπίτι προσέχοντας να μην πατήσει τα αίματα ή να μην αγγίξει τίποτα. Η Σήμανση δεν είχε τελειώσει ακόμα τη δουλειά της.
197/487
«Νόμιζα ότι είχα καταλάβει περί τίνος επρόκειτο, αλλά χρειάζομαι περισσότερα». «Τι εννοείς περισσότερα;» «Να τα πούμε καλύτερα αργότερα; Αν θέλετε;» «Όχι, πες μου τώρα». Ο Μουνκ βγήκε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού και άναψε καινούριο τσιγάρο. Είχαν μετακινήσει τα οδοφράγματα ακόμα πιο κάτω στο δρόμο. Οι δημοσιογράφοι ήταν σε αρκετή απόσταση. Όσο πιο μακριά γινόταν. Ο Μουνκ φοβόταν να ενημερώσει τον Μίκελσον. Δύο νεκρά παιδιά και κανένας ύποπτος. Και τώρα άλλα δύο, εξαφανισμένα. Στα Κεντρικά θα γινόταν της τρελής. «Είναι ένας Γκρόνσφελντ, νομίζω», είπε ο Γκάμπριελ από την άλλη άκρη της γραμμής. «Ένας τι;» «Ένας κρυπταλγόριθμος Γκρόνσφελντ. Ένας κώδικας. Είναι παραλλαγή του κρυπτογράμματος Βιζενέρ, αλλά περιέχει αριθμούς αντί για γράμματα. Όμως χρειάζομαι κι άλλα. Έχετε κι άλλα;» Ο Μουνκ δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί. «Κι άλλα; Δεν ξέρω. Τι δηλαδή;» «Κι άλλα γράμματα, κι άλλους αριθμούς. Ο Γκρόνσφελντ δουλεύει όταν και τα δύο μέρη, αποστολέας και παραλήπτης, έχουν τον ίδιο συνδυασμό γραμμάτων και αριθμών. Αλλιώς είναι αδύνατον να τον λύσεις». «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι», είπε ο Μουνκ καθώς ο Κιμ έμπαινε από την πόρτα. «Τα λέμε αργότερα». «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ και έκλεισε το τηλέφωνο. «Τίποτα;» ρώτησε ο Μουνκ τον Κιμ. Ο Κιμ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Οι περισσότεροι λείπουν στις δουλειές τους, οπότε πρέπει να ξαναπεράσουμε το απόγευμα». «Μα τίποτα; Γαμώτο, δεν μπορεί, κάποιος θα είδε κάτι». «Κανείς ακόμα». «Ξαναπήγαινε να ρωτήσεις», είπε ο Μουνκ. «Μα μόλις…» «Είπα, πήγαινε να τους ξαναρωτήσεις!»
198/487
Ο νεαρός αστυνομικός κατένευσε και βγήκε πάλι από την πόρτα. Ο Μουνκ μόλις είχε ξαναμπεί στο σπίτι, όταν πήρε τηλέφωνο η Μία. «Ναι;» «Γυναίκα είναι», είπε εκείνη κοφτά. Το κατάλαβε από τη φωνή της. Κάτι είχαν βρει. «Υπάρχουν μάρτυρες;» «Ένας συνταξιούχος από την απέναντι μεριά του δρόμου. Πάσχει από αϋπνίες. Χάζευε απ’ το παράθυρό του, ήταν λέει γύρω στις τέσσερις το πρωί. Είδε κάποιον να ψάχνει στο γραμματοκιβώτιο. Βγήκε να τσεκάρει τι έπαιζε». «Δεν μασάει ο παππούς». «Καθόλου». «Και τι είδε;» «Της φώναξε. Κι αυτή εξαφανίστηκε». «Και είναι σίγουρος ότι πρόκειται για γυναίκα;» «Εκατό τοις εκατό. Την είδε από λίγα μέτρα απόσταση». «Διάολε». «Σ’ το ’πα εγώ, δεν σου το ’πα;» είπε η Μία ενθουσιασμένη. «Το ήξερα». «Το ήξερες, ναι. Έχεις μαζί σου το συνταξιούχο;» «Θα τον πάρουμε μαζί μας, ναι». «Τα λέμε στο γραφείο σε δέκα;» «Έγινε», είπε η Μία και έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Μουνκ παραλίγο ν’ αρχίσει να τρέχει. Μια γυναίκα! Έφτασε στο αυτοκίνητό του, κάθισε γρήγορα πίσω από το τιμόνι και πέρασε τα οδοφράγματα. Μια βροχή από φλας έσκασε πάνω του όταν προσπέρασε το μεγάλο πλήθος των δημοσιογράφων και των ρεπόρτερ. Τώρα υπήρχε τουλάχιστον κάτι για βορά στα όρνια. Μια γυναίκα. Ο Μουνκ τοποθέτησε το φάρο στη σκεπή του αμαξιού και οδήγησε γρήγορα πίσω στο κέντρο της πόλης.
ΜΕΡΟΣ 3
33 Ο Νορβηγός βετεράνος του Αφγανιστάν Τουμ-Έρικ Σορλίε καθόταν στο παράθυρο όταν δύο περιπολικά σταμάτησαν κάτω από το σπίτι του και οι αστυνομικοί άρχισαν να στήνουν οδοφράγματα. Πήρε τα κιάλια από το τραπεζάκι και ρύθμισε τους φακούς μέχρι να εστιάσει καθαρά. Παρακολουθούσε τη ραδιοφωνική συχνότητα της αστυνομίας ολημερίς, ως συνήθως, και ήξερε ότι κάτι έτρεχε. Πρώτα είχαν σκοτωθεί τα δύο κοριτσάκια· μόλις είχαν εξαφανιστεί άλλα δύο· και τώρα η αστυνομία είχε αποφασίσει να κλείσει όλες τις εξόδους της πόλης. Ρύθμισε την εστίαση ξανά. Ένοπλοι αστυνομικοί, με κράνη, πολυβόλα: MP-5, το ήξερε αυτό το όπλο, το είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος πολλές φορές. Χέκλερ & Κοκ ΜΡ-5. Οι ένοπλοι αστυνομικοί έστησαν μπλόκο και άρχισαν να σταματούν τ’ αυτοκίνητα. Ευτυχώς για τους οδηγούς, ήταν νωρίς μες στη μέρα. Η ουρά εκτεινόταν προς την κατεύθυνση του κέντρου και όχι προς τα έξω. Άφησε κάτω τα κιάλια του και δυνάμωσε τον ήχο των ειδήσεων. Η τηλεόραση ήταν μονίμως ανοιχτή. Και ο υπολογιστής. Και το ραδιόφωνο στις συχνότητες της αστυνομίας. Τα νέα. Του άρεσε να τα παρακολουθεί, να μένει ενήμερος. Ήταν ο τρόπος του να αισθάνεται ζωντανός, τώρα που δεν ήταν πλέον ο ίδιος στο κέντρο των εξελίξεων. Ο Λεξ, ο σκύλος του, ξύπνησε στο καλάθι του και ήρθε προς το μέρος του με ελαφριά, γρήγορα βηματάκια. Κάθισε στα πόδια του, με το κεφάλι στο πλάι και τη γλώσσα έξω. Το τσοπανόσκυλο ήθελε βόλτα. Ο Τουμ-Έρικ Σορλίε χάιδεψε το μικρό κουτάβι στο κεφάλι και προσπάθησε να παρακολουθήσει την οθόνη. Έβλεπε TV2. Ένας ρεπόρτερ καθόταν με το μικρόφωνο στο χέρι μπροστά στην κάμερα. Από πίσω του, ένα συγκρότημα κατοικιών στο Σκίλερι. Αστυνομικά οδοφράγματα. Από εκεί είχε εξαφανιστεί
201/487
το ένα κοριτσάκι. Το είχε ακούσει πριν μία ώρα. Ο Σορλίε σηκώθηκε και πήρε το κουτάβι από το κολάρο. Το οδήγησε στις σκάλες, βγήκαν στον κήπο και το έδεσε στο μακρύ σύρμα της αυλής, για να μπορεί να τρέχει. Δεν μπορούσε να το βγάλει βόλτα τώρα. Είχε πονοκέφαλο. Είχε σκοτεινιάσει πια όταν η αστυνομία απομάκρυνε τα οδοφράγματα στον κεντρικό δρόμο. Όλη μέρα ήταν εκεί. Που σήμαινε ότι κάποιος στο Υπουργείο είχε τελικά ανοίξει το κρατικό πουγκί. Ο Τουμ-Έρικ έτρωγε το βραδινό του μπροστά στην τηλεόραση. Ένα σκίτσο εμφανίστηκε στην οθόνη. Μια γυναίκα. Ένας αυτόπτης μάρτυρας την είχε δει στο Σκίλερι. Καλή τύχη, σκέφτηκε ο Τουμ-Έρικ Σορλίε. Έμοιαζε σαν μια οποιαδήποτε γυναίκα, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Μετά, αποσπάσματα από μια συνέντευξη Τύπου. Μια αστυνομική εισαγγελέας. Τα κορίτσια που εξαφανίστηκαν. Κανένα ίχνος. Δύο επιθεωρητές του Ανθρωποκτονιών που έμπαιναν σ’ ένα αμάξι. Ένας άντρας με γενειάδα και μπεζ καμπαρντίνα. Ένα κορίτσι με μακριά μαύρα μαλλιά. Και οι δυο είχαν βλέμματα που σε διαπερνούσαν. Ο άντρας με την καμπαρντίνα έκανε νόημα με το χέρι του στους δημοσιογράφους να μην τον πλησιάζουν. Ουδέν σχόλιο. Κατέβασε τον ήχο της τηλεόρασης και σηκώθηκε να βάλει καφέ. Τι ήταν αυτός ο θόρυβος από έξω; Ήταν κανείς στον κήπο; Φόρεσε ένα ζευγάρι παπούτσια και βγήκε στην αυλή. Το κουτάβι δεν ήταν δεμένο στο λουρί του. «Λεξ;» Πήγε γύρω απ’ το σπίτι, στην πίσω μεριά, και έπαθε σοκ μόλις είδε τη μηλιά. Κάποιος είχε σκοτώσει το σκύλο του και τον είχε κρεμάσει απ’ το λαιμό μ’ ένα σχοινάκι.
34 Η Μία Κρούγκερ διέσχισε το δρόμο και άρχισε ν’ ανεβαίνει την Τέγιενγκατα. Βρήκε μια καραμέλα στην τσέπη της και προσπάθησε να αποφύγει να κοιτάξει τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Πέρασε από ένα ακόμα περίπτερο που εξέθετε τη ζωή της φαρδιά-πλατιά. Ακόμα κανένα στοιχείο για τη μυστηριώδη γυναίκα. Το σκίτσο της αστυνομίας ήταν πρωτοσέλιδο, το σκίτσο της γυναίκας που είχε δει ο συνταξιούχος γείτονας. Το σκίτσο δεν είχε πρόβλημα· ούτε η κατάθεση του αυτόπτη μάρτυρα. Το πρόβλημα ήταν ότι θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε γυναίκα. Την πρώτη κιόλας ημέρα είχαν δεχτεί εννιακόσια τηλεφωνήματα. Οι άνθρωποι έπαιρναν για να καταγγείλουν τη γειτόνισσα, τη συνάδελφο, τις ξαδέλφες τους, μια τύπισσα που είχαν δει στην ουρά των εισιτηρίων την προηγουμένη. Οι γραμμές της αστυνομίας είχαν πάρει φωτιά, αναγκάστηκαν να τις κατεβάσουν για να πάρουν μια ανάσα. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο χρόνος αναμονής στο τηλέφωνο ήταν ακόμα και δύο ώρες. Έχετε δει την Καρουλίνε και την Αντρέα; Νέα πρωτοσέλιδα, νέες φωτογραφίες των κοριτσιών, μεγάλες, εκτεθειμένες παντού, σαν να τη χλεύαζαν. Ούτε τη δουλειά σου δεν μπορείς να κάνεις πια. Δικιά σου ευθύνη είναι όλο αυτό. Αν τα κορίτσια πεθάνουν, εσύ θα φταις. Και γιατί ξαφνικά όλο αυτό το αίμα; Η Μία Κρούγκερ δεν καταλάβαινε. Δεν της κολλούσε. Δεν έδενε με τα υπόλοιπα. Είχαν ελέγξει το αίμα και δεν ανήκε σε κανένα από τα κορίτσια. Δεν ήταν καν ανθρώπινο. Ήταν χοιρινό. Ο δράστης τούς χλεύαζε, αυτό έκανε. Αυτός ή αυτή. Η Μία Κρούγκερ δεν ήταν πια σίγουρη για τίποτα. Υπήρχε κάτι που δεν κολλούσε με τη γυναίκα απ’ το Σκίλερι, με το σκίτσο της αστυνομίας. Είχε την αίσθηση ότι επρόκειτο για
203/487
κάποιο παιχνίδι. Κοίτα πόσο εύκολο μου είναι! Μπορώ να κάνω ό,τι γουστάρω. Εγώ κερδίζω. Και εσείς χάνετε. Η Μία έσφιξε γύρω της το μπουφάν και ξαναδιέσχισε το δρόμο. Όσο για το λευκό Σιτροέν, δεν είχαν βρει απολύτως τίποτε. Ούτε από τη λίστα των πιθανών υπόπτων, ούτε από πουθενά. Ο Λούντβιγκ με τον Κάρι είχαν κάνει καταπληκτική δουλειά στην υπόθεση του Χένεφος· το ένα γραφείο στη Μαρίμπουεσγκάτε ήταν καλυμμένο από την οροφή ως το πάτωμα με φωτογραφίες και σημειώσεις, αλλά και πάλι δεν είχαν βρει τίποτε. Αν μη τι άλλο, έπρεπε να ελέγξουν οχτακόσιους εξήντα υπαλλήλους. Στο νοσοκομείο δούλευαν σχεδόν εννιακόσιοι άνθρωποι. Για να μη μιλήσουμε για όσους είχαν ελεύθερη πρόσβαση στους χώρους: ασθενείς, επισκέπτες, συγγενείς. Χιλιάδες άνθρωποι. Ούτε η παρακολούθηση είχε αποδώσει. Δεν υπήρχαν παλιά κάμερες ασφαλείας στη μαιευτική πτέρυγα, μόνο στην έξοδο του κτιρίου. Η Μία θυμόταν να περνά ώρες μπροστά στην οθόνη ελέγχοντας τα βίντεο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τίποτε. Κούτες ολόκληρες γεμάτες ανακρίσεις, σημειώσεις. Από γιατρούς, νοσοκόμους, ασθενείς, φυσιοθεραπευτές, κοινωνικούς λειτουργούς, οικογένειες, υπαλλήλους στη ρεσεψιόν, προσωπικό καθαρισμού. Μόνο η ίδια είχε μιλήσει με εκατό περίπου ανθρώπους. Όλοι τους έδειχναν εξίσου απελπισμένοι. Πώς μπορούσε να είχε συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο; Πώς γίνεται να μπεις μέσα σ’ ένα μαιευτήριο και να βγεις με ένα μωρό στην αγκαλιά χωρίς να σε δει κανείς, απολύτως κανείς; Θυμόταν ακόμα τους ανθρώπους, τσούρμο-τσούρμο, έξω από το αστυνομικό τμήμα, να χαίρονται με την είδηση ότι ο νεαρός Σουηδός είχε αυτοκτονήσει, έχοντας μ’ αυτό τον τρόπο «ομολογήσει» το έγκλημά του. Η υπόθεση στη συνέχεια μπήκε στο ράφι. Την είχαν αποσιωπήσει, με άλλα λόγια. Ντροπή, ντροπή για το κράτος. Μόνο και μόνο για να τελειώνουν και για να πάνε παρακάτω... Η Μία Κρούγκερ διέσχισε ξανά το δρόμο και μπήκε μέσα σε μια αυλή. Είχε να περάσει από εδώ πολύ καιρό, αλλά το μέρος έστεκε ακόμα. Η ανώνυμη πράσινη πόρτα, κρυμμένη σε κάποια αόρατη γωνιά της πόλης. Χτύπησε και περίμενε κάποιον να της ανοίξει. Οι οικογένειες των θυμάτων και οι φίλοι τους είχαν αποφασίσει να προσφέρουν αμοιβή για πληροφορίες. Ο Μουνκ και η Μία είχαν διαφωνήσει με την ιδέα, λέγοντας ότι θα
204/487
αυξανόταν κατακόρυφα ο αριθμός των μη σοβαρών τηλεφωνημάτων και οι άνθρωποι που είχαν πραγματικές πληροφορίες να προσφέρουν δεν θα έβρισκαν ελεύθερη γραμμή, αλλά εκείνοι είχαν ήδη πάρει την απόφασή τους σε συνεργασία με τους δικηγόρους τους. Ό,τι ήταν να γίνει ας γινόταν, λοιπόν. Ίσως και να έβγαινε κάτι από όλο αυτό. Ίσως το κατάλληλο χρηματικό ποσό να έβγαζε ορισμένους ανθρώπους από τη σιωπή τους. Ένα μικρό παραθυράκι άνοιξε στην πόρτα, και το πρόσωπο ενός άντρα φάνηκε από πίσω. «Ναι;» «Μία Κρούγκερ», είπε η Μία. «Είναι εδώ ο Τσάρλι;» Το παραθυράκι ξανάκλεισε. Πέρασαν δύο λεπτά. Ο άντρας επέστρεψε. Άνοιξε την πόρτα και της έκανε νόημα να περάσει. Ήταν νέος αυτός ο φρουρός, η Μία δεν τον είχε ξαναδεί. Τυπική επιλογή του Τσάρλι: ένας μποντιμπιλντεράς ψηλός και τετράγωνος, με μπράτσα μεγαλύτερα από τους μηρούς της, γεμάτα τατουάζ. «Από εδώ», έγνεψε ο άντρας και της έδειξε παραμέσα. Ο Τσάρλι Μπριν στεκόταν πίσω από την μπάρα και χαμογέλασε όταν την είδε. Ήταν ο παλιός καλός Τσάρλι. Λίγο μεγαλύτερος ίσως, με βλέμμα κάπως κουρασμένο, αλλά εξίσου ζωηρός όπως παλιά. Φορούσε βαρύ μακιγιάζ και ένα φωτεινό πράσινο φόρεμα με πούλιες. Γύρω απ’ το λαιμό του είχε περασμένο ένα μάλλινο μακρύ γουνάκι. «Η Κόρη του Φεγγαριού!» γέλασε ο Τσάρλι και βγήκε πίσω από τον πάγκο για να την αγκαλιάσει. «Απίστευτος καιρός έχει περάσει! Τι κάνεις, κορίτσι;» «Καλά είμαι», απάντησε η Μία και κάθισε. Λίγος κόσμος υπήρχε στο μαγαζί. Έξι-εφτά τύποι, οι περισσότεροι ντυμένοι γυναίκες. Με λεοπάρ κολάν και ψηλά τακούνια. Με λευκά φορέματα και μακριά μεταξωτά γάντια. Στου Τσάρλι ήσουν ό,τι σου ’κανε κέφι, κανέναν δεν ενοχλούσες. Τα φώτα ήταν χαμηλά· η ατμόσφαιρα ήρεμη· το τζουκμπόξ στη γωνία έπαιζε Εντίθ Πιάφ. «Φαίνεσαι σκατά», είπε ο Τσάρλι κουνώντας το κεφάλι του. «Θες μια μπίρα;» «Πήρες άδεια πώλησης αλκοολούχων;»
205/487
«Όχι, αλλά του πούστη, κορίτσι, τόσα και τόσα ακούμε εδώ μέσα έτσι κι αλλιώς!» είπε ο Τσάρλι και της έκλεισε το μάτι πιάνοντας ταυτόχρονα να γεμίζει ένα ποτήρι μπίρα. «Θες ένα μικρό ή…;» «Αναρωτιέμαι τι μπορεί να σημαίνει ένα μικρό τέτοια ώρα εδώ μέσα...» χαμογέλασε η Μία και ήπιε μια γουλιά απ’ την μπίρα της. «Ό,τι λαχταράει η καρδούλα σου σημαίνει», είπε ο Τσάρλι και σκούπισε τον πάγκο μπροστά της. «Μπα», είπε εκείνη. «Δεν είναι τόσο συναρπαστικά εδώ μέσα όπως παλιά. Μεγαλώνουμε, Τσάρλι». Εκείνος τίναξε το πράσινο γουνάκι γύρω από το λαιμό του και τεντώθηκε για να πιάσει ένα μπουκάλι από το ράφι. «Θες και λίγο Γιάγκερ;» Η Μία κατένευσε και έβγαλε το σκουφί και το μπουφάν της. Ήταν ωραία εδώ μέσα, είχε ζέστη. Και ήταν ωραία να κρύβεσαι και λίγο από τον κόσμο. Εδώ ερχόταν και περνούσε τις ώρες της όταν η υπόθεσή της είχε γίνει πρωτοσέλιδο σ’ όλες τις εφημερίδες. Είχε μπει στο μπαρ μια φορά κατά τύχη και είχε νιώσει αμέσως σαν στο σπίτι της. Δεν υπήρχαν αδιάκριτα βλέμματα· μόνο ηρεμία και ασφάλεια, σαν σε μια μικρή οικογένεια. Όλα αυτά έμοιαζαν τώρα τόσο απόμακρα, λες και ανήκαν σε κάποια άλλη ζωή. Δεν αναγνώριζε πια τους θαμώνες, τους άντρες που, ντυμένοι γυναίκες, κάθονταν στους καναπέδες απέναντί της, στον κόκκινο τοίχο. Ο Τσάρλι βρήκε δυο ποτήρια και σέρβιρε και στους δυο τους από ένα Γιαγκερμάιστερ. «Στην υγειά σου, γλυκιά μου. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». «Κι εγώ», χαμογέλασε η Μία. «Δεν φαίνεσαι ούτε στάλα μεγαλύτερη», είπε ο Τσάρλι. Έπιασε το πιγούνι της και την κοίταξε καλά-καλά. «Κοίτα ζυγωματικά, κορίτσι! Δεν έπρεπε να ’σαι μπατσίνα, μοντέλο έπρεπε να ’σαι. Αλλά, σοβαρά τώρα, δεν κάνεις λίγο πιο υγιή ζωή; Για το δέρμα σου το λέω. Και επιτρέπεται να φοράς και λίγο μακιγιάζ, ε; Παρόλο που είσαι κορίτσι. Ορίστε, σ’ τα ’πα τώρα. Η μαμά Τσάρλι είναι πάντα ειλικρινής», είπε, κλείνοντας το μάτι και χαμογελώντας απαλά. «Ευχαριστώ», χαμογέλασε και η Μία και άδειασε το Γιάγκερ της. Ο λαιμός της ζεστάθηκε όμορφα.
206/487
«Τσάρλι; Ένα ποτήρι σαμπάνια μπορούμε να έχουμε;» «Τι έχω πει να μη φωνάζουμε, Λίντα;» Ο Τσάρλι πήγε σε έναν από τους άντρες που κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι. Φορούσε ένα μίνι ροζ φόρεμα, μπότες, γάντια και ένα μαργαριταρένιο κολιέ γύρω από το λαιμό. Έμοιαζε σαρανταφεύγα, αλλά κουνούσε το σώμα και τα χέρια του σαν πεντάχρονο κορίτσι. «Έλα, μωρέ Τσάρλι. Μη γίνεσαι έτσι». «Βρίσκεσαι σε σοβαρό χώρο, γλυκιά μου, όχι σε μπουρδέλο του Άμστερνταμ. Να φέρω κι άλλα ποτήρια;» «Όχι, όχι, έχουμε ήδη», χαχάνισε ο άντρας που τον έλεγαν Λίντα. «Πόσο χωριό…» αναστέναξε ο Τσάρλι και γύρισε το βλέμμα στο ταβάνι. Έφερε ένα μπουκάλι σαμπάνια από το πίσω δωμάτιο και το άφησε πάνω στο τραπέζι. Έπειτα το άνοιξε με έναν δυνατό ήχο, προς τέρψη φυσικά των κοριτσιών, που άρχισαν αμέσως να γελούν και να χειροκροτούν. «Που λες», είπε ο Τσάρλι μόλις επέστρεψε στο μπαρ, «νομίζαμε ότι σε χάσαμε, ξέρεις». «Οι φήμες περί θανάτου μου είναι λιγάκι παρατραβηγμένες», είπε εκείνη. «Λίγο ρουζ και λίγο φον ντε τεν και θα σε πίστευα», είπε ο Τσάρλι. «Ουπς, σόρι, αυτό ήταν αγένεια. Ήταν μεγάλη αγένεια!» Ο Τσάρλι Μπριν έσκυψε πάνω από το μπαρ και της έκανε μια μεγάλη αγκαλιά. Η Μία χαμογέλασε με την ψυχή της. Είχε περάσει πολύ καιρός από την τελευταία φορά που την είχε αγκαλιάσει ένας αρκούδος ντυμένος γυναίκα. Τι ωραία που ήταν! «Ήμουν αγενής; Μα μοιάζεις τόσο όμορφη. Σαν ένα εκατομμύριο κορόνες». «Εντάξει», γέλασε η Μία. «Δύο εκατομμύρια!» «Φτάνει τώρα, Τσάρλι». «Δέκα εκατομμύρια! Θες κι άλλο Γιάγκερ;» Η Μία κατένευσε. «Για πες λοιπόν», είπε ο Τσάρλι όταν είχαν και πάλι αδειάσει τα ποτήρια τους.
207/487
«Χρειάζομαι μια μικρή βοήθεια», είπε η Μία, βγάζοντας μια φωτογραφία από την εσωτερική τσέπη του μπουφάν της και γλιστρώντας την πάνω στον πάγκο. Ο Τσάρλι έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά και κράτησε τη φωτογραφία κάτω από ένα κερί. «Η Ράντι, ναι», κατένευσε. «Κάτι μου ’λεγε ότι θα ’χε σχέση με σένα όλο αυτό. Τι τραγική ιστορία». «Ερχόταν συχνά εδώ ο τύπος; Σόρι, εννοώ η τύπισσα». Ο Τσάρλι έβγαλε τα γυαλιά του και ξανάσπρωξε τη φωτογραφία προς το μέρος της. «Ναι, η Ράντι ερχόταν εδώ», είπε. «Ανά περιόδους. Άλλες φορές ερχόταν συχνά, ύστερα περνούσαν ολόκληροι μήνες και δεν τη βλέπαμε. Ο Ρόγκερ ήταν από αυτούς τους τύπους που, πώς να το πω, δεν ήταν και πολύ άνετος μες στο ίδιο του το πετσί. Νομίζω ότι προσπαθούσε να μη γίνεται Ράντι, αλλά ξέρεις πώς είναι τώρα, δεν αντέχεται στο τέλος. Της ζητούσαμε πού και πού να φύγει, ενοχλούσε τους άλλους πελάτες, καταλαβαίνεις». «Γιατί λες;» «Γιατί πήδηξε απ’ τη στέγη;» Η Μία κατένευσε. Ο Τσάρλι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν μπορώ να φανταστώ. Ο κόσμος είναι πολύ σκληρός, αυτό ξέρω μόνο. Εδώ κανονικός είσαι και είναι δύσκολο. Πόσο μάλλον όταν η κοινωνία σε βλέπει με έναν τρόπο και το σώμα σου λέει το αντίθετο». «Κανείς δεν είναι τόσο κανονικός όσο εσύ», είπε η Μία και σήκωσε την μπίρα της από τον πάγκο. Ο Τσάρλι χαχάνισε. «Εγώ, καλέ; Θεούλη μου, εγώ τα έλυσα αυτά εδώ και τριάντα χρόνια, αλλά δεν είναι όλοι έτσι ξέρεις. Ενοχές, ντροπές, ό,τι θες κυκλοφορεί. Εδώ έχουμε βάλει Ίντερνετ στα τηλέφωνα και στέλνουμε οχήματα στον Άρη, αλλά διανοητικά και συναισθηματικά ζούμε ακόμα στο Μεσαίωνα, τα ξέρεις όλα αυτά». «Τα ξέρω;» ρώτησε η Μία. «Ναι, ξύπνια είσαι, γι’ αυτό σε πάω τόσο πολύ. Και όμορφη, βοηθάει κι αυτό, αλλά πάνω απ’ όλα ξύπνια, δεν χρειάζεται να σου εξηγώ τα πάντα. Θα μπορούσες μέχρι και πρωθυπουργός να γίνεις, Μία. Να διδάξεις ένα-δυο πράγματα σ’ αυτή τη χώρα». «Δεν θα ’βγαινε σε καλό, νομίζω».
208/487
«Ίσως. Παραείσαι καλή». Ο Τσάρλι γέλασε και σέρβιρε και στους δυο τους από ένα Γιάγκερ ακόμη. «Ερχόταν πάντα μόνη της;» «Ποια; Η Ράντι;» Η Μία κατένευσε. «Ως επί το πλείστον. Καμιά φορά έφερνε μαζί της και καμιά φίλη της, αλλά δεν της μίλησα ποτέ». «Άντρα;» «Όχι, γυναίκα». «Πώς έμοιαζε;» «Σκληρή. Επιβλητική. Σκούρα μαλλιά, σε σφιχτή αλογοουρά. Ένα βλέμμα… παράξενο». «Τι εννοείς, παράξενο;» «Είχε διαφορετικό χρώμα ματιών». «Για δες…» Ο Τσάρλι κατένευσε. «Ένα μπλε κι ένα καστανό. Έμοιαζε λίγο φοβιστική. Κρύα. Σοβαρή. Να σου πω την αλήθεια, χάρηκα όταν έπαψε να τη φέρνει μαζί του. Την έβλεπα και μου σηκωνόταν η τρίχα». «Πότε έγιναν όλα αυτά;» «Α, ξέρω κι εγώ;» Ο Τσάρλι πήρε ένα πανί και άρχισε να σκουπίζει τον πάγκο. «Μερικούς μήνες πριν σταματήσει να έρχεται, κάτι τέτοιο. Παρεμπιπτόντως, εσύ πού ήσουν;» «Κάπου εκτός πολιτισμού». «Χαίρομαι που επέστρεψες λοιπόν. Μου έλειψες, κορίτσι». Ο Τσάρλι τής έκλεισε το μάτι και σήκωσε το σφηνάκι του. «Τι λες, να πετάξω έξω τους πελάτες; Για να πιούμε ένα κανονικό ποτό, σαν τις παλιές, καλές μέρες;» «Μια άλλη φορά, Τσάρλι». Η Μία φόρεσε το μπουφάν της. «Έχω πάρα πολλά να κάνω αυτή τη στιγμή». Βρήκε στην τσέπη της ένα στιλό και έγραψε το νούμερό της σε μια χαρτοπετσέτα. «Πάρε με αν σκεφτείς τίποτε άλλο, οκέι;» Ο Τσάρλι έσκυψε πάνω από τον πάγκο και τη φίλησε σταυρωτά. «Να μη μου χάνεσαι, ναι;» «Το υπόσχομαι», χαμογέλασε η Μία.
209/487
Φόρεσε καλά-καλά το σκουφί της και βγήκε έξω, στη βροχερή βραδιά. Έψαξε να βρει ταξί, αλλά του κάκου. Δεν βαριέσαι, δεν βιαζόταν. Δεν την περίμενε κανείς στο δωμάτιό της. Φόρεσε και την κουκούλα της και άρχισε σιγά-σιγά ν’ ανηφορίζει προς το κέντρο, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο Γκάμπριελ Μερκ. «Έλα», είπε η Μία. «Γεια, ο Γκάμπριελ είμαι. Έχεις λίγο χρόνο;» «Φυσικά», απάντησε εκείνη. «Είσαι ακόμα στο γραφείο;» «Ναι». «Δεν είναι σωστό να ’σαι εκεί είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, δεν άκουσες τι είπε ο Χόλγκερ;» «Ναι, ναι, το ξέρω, αλλά είχα κάτι πράγματα ακόμα να διευθετήσω». Ο Γκάμπριελ ακουγόταν κουρασμένος. «Έχεις τίποτα νέα;» «Ναι, έχω. Σκέφτηκα ότι δεν μπορεί, κάποιος τρόπος θα υπάρχει να ανακτήσει κανείς τα σβησμένα μηνύματα. Κι έτσι πήρα τηλέφωνο ένα φίλο μου, έναν κολλημένο με την Apple». «Και;» «Μια χαρά. Τα βρήκα». «Όλα όσα είχε στο τηλέφωνό του;» «Ω, ναι». «Διάολε, μπράβο!» είπε η Μία. «Και τι έχουμε;» «Και καλά και κακά νέα. Βρήκα τα διαγραφέντα μηνύματα, αλλά δεν ήταν και τόσο πολλά. Το τηλέφωνο ήταν σχετικά καινούριο. Γίνεται ένας χαμός εδώ μέσα και δεν τολμώ να σ’ τα διαβάσω φωναχτά, μπορείς να τα δεις αύριο;» «Φυσικά. Ούτε αυτά είχαν αποστολέα;» «Όχι, έχω το νούμερο». «Ποιανού είναι;» «Δεν ξέρω. Δεν είναι κοινοποιημένο. Γι’ αυτό σε πήρα τηλέφωνο. Πρέπει να χακάρω πολλές βάσεις δεδομένων για να μάθω σε ποιον ανήκει». «Για πόσες βάσεις δεδομένων μιλάμε;» Για μια στιγμή έπεσε σιωπή. «Για όσες χρειαστεί».
210/487
«Και λοιπόν;» «Ε, δεν επιτρέπεται. Πρέπει να ζητήσουμε άδεια». «Μίλησες με τον Χόλγκερ;» «Δεν το σηκώνει». «Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε η Μία. «Προχώρα». «Σίγουρα;» «Ναι». «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ. «Θα το κάνεις τώρα;» «Έλεγα να πάω να κοιμηθώ». «Όπως θες, κι αύριο πρωί καλά είναι». «Ή μπορώ να το κάνω και τώρα». «Και τώρα καλά είναι. Εγώ ξύπνια είμαι». «Μια χαρά». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και συνέχισε να περπατά προς το κέντρο. Οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι. Έβλεπε μέσα από τα παράθυρα τους ανθρώπους, το φως από τις οθόνες των τηλεοράσεων. Το δωμάτιό της στο ξενοδοχείο τής φάνηκε ξαφνικά λιγότερο ελκυστικό από πριν. Δεν είχε λόγο να πάει εκεί. Έτσι κι αλλιώς, δεν επρόκειτο να την πιάσει ο ύπνος. Καλύτερα να έπινε μια μπίρα ακόμα. Μήπως και κατάφερνε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο στο καφέ Γιουστίσεν. Η Μία παρήγγειλε μια μπίρα και βρήκε να κάτσει σε ένα τραπεζάκι σε μια ήσυχη γωνία. Έβγαλε ένα στιλό κι ένα χαρτί και έμεινε να κοιτάζει το λευκό φύλλο μπροστά της. Τέσσερα εξάχρονα κορίτσια. Η Παουλίνε, η Γιουχάνε, η Καρουλίνε και η Αντρέα. Έγραψε τα ονόματά τους στην κορυφή της σελίδας. Παουλίνε: εξαφανίστηκε από το νηπιαγωγείο της· βρέθηκε στο Μαριντάλεν. Γιουχάνε: εξαφανίστηκε από το νηπιαγωγείο της· βρέθηκε στη Χαντελαντσβάιεν. Καρουλίνε και Αντρέα: εξαφανίστηκαν από τα σπίτια τους. Πού βρέθηκαν; Δεν έβλεπε καμία σύνδεση. Η απάντηση ήταν αλλού. Ρόγκερ Μπάκεν / Ράντι. Μηνύματα. Δεν είναι πολύ σοφό να πετάς κοντά στον ήλιο. Who’s there? Bye, bye, birdie. Το πρώτο μήνυμα. Ο Ίκαρος. Είχε κάνει κάτι που δεν έπρεπε να κάνει. Το δεύτερο μήνυμα. Who’s there? Δεν
211/487
υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από αστεία που άρχιζαν κάπως έτσι; Knock, knock. Who’s there? Doris. Doris who? Doris locked, that’s why I’m knocking. Δεν έβγαινε νόημα. Bye, bye, birdie. Απλό: ένα μιούζικαλ που άρεσε πολύ στους γκέι. Το τατουάζ με τον αετό. Αντίο, πουλάκι. Η Μία ένιωσε μια άσχημη γεύση στο στόμα και παρήγγειλε ένα ακόμα Γιαγκερμάιστερ για να τη διώξει. Το αλκοόλ τής έκανε καλό. Είχε αρχίσει να την πιάνει λίγο· της ήταν πιο εύκολο να σκεφτεί τώρα. Έβγαλε άλλο ένα χαρτί και το τοποθέτησε δίπλα στο πρώτο. Σάκες. Βιβλία. Χαρτιά. Τα ονόματα στο εξώφυλλο. Ρούχα για κούκλες. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Το ταμπελάκι… Είναι το ίδιο, έγραψε ξαφνικά. Αυτό στέκει. Αίμα από γουρούνι. Who’s there? Αυτό δεν στέκει, έγραψε από κάτω. Δύο απ’ το νηπιαγωγείο. Δύο απ’ το σπίτι. Δέκα φορέματα. Μια γυναίκα. Η Μία παρήγγειλε κι άλλη μπίρα. Άρχισαν να της έρχονται ιδέες τώρα. Το κεφάλι της καθάρισε. Τραβεστί. Μια γυναίκα. Φύλο. Παιχνίδι με τα φύλα; Αβεβαιότητα ως προς το φύλο; Ντροπή. Ενοχή. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Τα πρώτα σύμβολα είχαν δώσει μία σαφή εικόνα: σάκα· ταμπελίτσα· ρουχαλάκια κούκλας. Τα υπόλοιπα δεν κολλούσαν με τα προηγούμενα. Τι ήταν, μήπως ήταν πλάκα; Αίμα από γουρούνι; Who’s there? Έβγαλε ακόμη ένα χαρτί και το έβαλε δίπλα στα άλλα δύο. Κατέβασε την μπίρα της και παρήγγειλε άλλη μία. Κάτι υπήρχε εδώ πέρα, κάτι, κάτι είχε βρει. Έγραψε ΓΥΝΑΙΚΑ στην κορυφή της τρίτης κόλλας. Χένεφος. Μαιευτική κλινική. Έπλυνε και χτένισε τα κορίτσια. Αναισθητικό. Φροντίδα. Νοσοκόμα; Το σκίτσο της αστυνομίας. Έμοιαζε με άλλες, έμοιαζε με πολλές. Αόρατη; Πώς μπορείς να κρυφτείς μέσα στον κόσμο; Άφησε λίγο κενό κι έγραψε από κάτω. Κρύα. Σοβαρή. Ετεροχρωμία στα μάτια. Ένα καστανό, ένα γαλάζιο. Σχιζοφρένεια; Ένα στο Μαριντάλεν. Ένα στη Χαντελανσβάιεν. Δάσος. Κρυφτό. Πρέπει να ψάξουμε. Να δουλέψουμε. Να κυνηγήσουμε. Εκτεθειμένο μα κρυφό. Θέλει να εκθέσει ό,τι έχει κάνει αλλά όχι τόσο εμφανώς ώστε να μην ψάξουμε. Αίμα από γουρούνι; Who’s there? Γιατί τέτοια καθαριότητα στην αρχή; Σοβαρό; Γιατί τέτοια ακαθαρσία μετά; Μησοβαρό; Η Μία παρήγγειλε κι άλλη μπίρα, έβγαλε άλλο ένα χαρτί. Κάτι άρχιζε να κινείται τώρα, κάτι υπήρχε. Μπορούσε σχεδόν να το αγγίξει, αλλά δεν το έφτανε. Περηφάνια. Κοιτάξτε με. Κοιτάξτε τι έκανα. 0x1ΓΒ. Δεν μπορείτε να κάνετε τίποτε, κι εγώ θα σας το αποδείξω. Εγώ εναντίον σας.
212/487
Ένα παιχνίδι. Γιατί τόσο καθαρά στην αρχή και μετά ακάθαρτα; Αίματα; Αίματα από γουρούνι; Κινηματογραφικό. Θεατρικό. Απάτη. Αγνόησέ τη. Κάτι μέσα της είχε λυθεί τώρα, μια χιονοστιβάδα σκέψεων που δεν έλεγε να σταματήσει. Αυτό είναι. Απάτη. Αγνόησέ το. Η Μία άρχισε να γράφει ολοένα και πιο γρήγορα, ξεχνώντας την μπίρα της. Αγνόησέ το. Δεν μετράνε όλα. Όχι τα κινηματογραφικά. Όχι τα θεατρικά. Είναι ανέντιμα. Απάτη. Δεν κολλάνε. Κοίτα μόνο αυτά που κολλάνε. Αυτά που είναι αλήθεια. Ποιο σύμβολο δείχνει τι; Ποιο να πάρουμε υπόψη και ποιο όχι; Αυτό είναι το παιχνίδι; Αυτό είναι το παιχνίδι. Η Μία χαμογέλασε, αλλά δεν το κατάλαβε ότι χαμογελούσε. Είχε ξεφύγει τώρα, είχε χωθεί βαθιά μες στο κεφάλι της. Η πόλη τριγύρω είχε εξαφανιστεί. Το καφέ είχε εξαφανιστεί. Το τραπέζι, η μπίρα, όλα είχαν εξαφανιστεί. Ένα σχοινάκι, ναι. Σχολικές σάκες, ναι. Ρούχα για κούκλες, ναι. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η, ναι. Αναισθητικό, ναι. Αίμα από γουρούνι, όχι. Απάτη. Bye, bye, birdie, όχι, μη σημαντικό. Να πετάς κοντά στον ήλιο, όχι, μη σημαντικό. Who’s there? «Μία;» Η Μία αναπήδησε τόσο πολύ, που παραλίγο να πέσει από την καρέκλα της. Κοίταξε έκπληκτη τριγύρω της, δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. «Συγγνώμη, σ’ ενοχλώ;» Η Μία άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα. Στις μπίρες της. Στο χώρο. Η Σουζάνε στεκόταν μπροστά στο τραπέζι της, με τα μαλακά της μαλλιά, το βρεγμένο της σακάκι κι ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη. «Έι, συμβαίνει κάτι;» «Μπορώ να καθίσω; Βλέπω ότι δουλεύεις. Δεν θα σε ενοχλήσω καθόλου». Η Μία δεν πρόλαβε να απαντήσει. Η Σουζάνε έβγαλε το σακάκι της και χώθηκε στην καρέκλα σαν βρεγμένη γάτα. «Κάθισε», είπε η Μία. «Τι, βρέχει έξω;» «Και έξω και μέσα», αναστέναξε η Σουζάνε και έχωσε το πρόσωπό της στις παλάμες της. «Δεν ήξερα πού να πάω, σκέφτηκα ότι μπορεί να σε πετύχαινα εδώ πέρα».
213/487
«Εδώ είμαι, ναι», είπε η Μία. «Θες μια μπίρα;» Η Σουζάνε κατένευσε σιωπηλά. Η Μία σηκώθηκε και πήγε στο μπαρ. Παρήγγειλε δυο μπίρες και δυο Γιαγκερμάιστερ και γύρισε στο τραπέζι. «Βιβλίο γράφεις;» ρώτησε η Σουζάνε και χαμογέλασε πονεμένα πίσω από τα τσουλούφια της. «Όχι, δουλειά είναι μόνο», είπε η Μία. «Σωστά, γιατί αυτό εκεί είναι κλεμμένο», είπε η Σουζάνε και έδειξε ένα από τα χαρτιά. Who’s there? «Κλεμμένο; Τι εννοείς; Από πού είναι;» «Είναι ο πρώτος στίχος από τον Άμλετ του Σαίξπηρ». Η Σουζάνε χτένισε τα μαλλιά πίσω από τ’ αυτιά της και ήπιε μια γουλιά μπίρα. «Είσαι σίγουρη;» Η Σουζάνε γέλασε απαλά. «Σιγουρότατη. Βοηθός σκηνοθέτη δεν είμαι του λόγου μου; Δεν είναι υποχρεωτικό να ξέρω το κείμενο;» «Ναι, δεν το εννοούσα έτσι», είπε η Μία. «Εννοώ, σοβαρά τώρα;» Η Σουζάνε ξερόβηξε λίγο και μεταμορφώθηκε ξαφνικά στη θεατρική Σουζάνε από το Όσγκορστραν: «Who’s there? Nay, answer me, stand and unfold yourself. Long live the king!» Ήπιε κι άλλη γουλιά απ’ την μπίρα της και φάνηκε ξαφνικά να ντρέπεται. «Αυτό δεν είναι πραγματικό, μπορούμε να το αγνοήσουμε», είπε η Μία χαμηλόφωνα. «Τι;» είπε η Σουζάνε. «Τίποτα, τίποτα. Τι συνέβη; Πες μου. Γιατί είσαι τόσο λυπημένη;» Η Σουζάνε αναστέναξε για άλλη μια φορά. Ξανάβαλε τα μαλλιά πίσω απ’ τ’ αυτιά της. «Τίποτα, τα γνωστά. Μια απ’ τα ίδια. Είμαι ηλίθια». Μόνο τότε κατάλαβε η Μία ότι η φίλη της είχε ήδη πιει πολύ. Τις ξέφευγαν οι λέξεις της και δεν μπορούσε να φέρει εύκολα το ποτήρι στο στόμα. «Ηθοποιοί. Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τους ηθοποιούς», είπε. «Σου λένε σ’ αγαπώ και την επομένη το παίρνουν πίσω κι ύστερα σ’ το ξαναλένε, κι όταν τους πιστεύεις πάνε και κοιμούνται με τις μικρές από το συνεργείο φωτισμού. Είναι σωστά πράγματα τώρα αυτά;»
214/487
«Δύο πρόσωπα», είπε η Μία. «Δεν είναι εύκολο να ξέρεις ποιο είναι το αληθινό». Δύο πρόσωπα; Παιχνίδι με τα φύλα; Ένας ηθοποιός; «Ανέντιμα καθίκια», είπε η Σουζάνε, αρκετά φωναχτά. Η φωνή της απλώθηκε στο καφέ, κι ένας απ’ τους πελάτες γύρισε και τις κοίταξε. «Θα περάσει, δεν θα περάσει;» είπε η Μία και ακούμπησε το χέρι πάνω στο μπράτσο της φίλης της. «Πάντα περνάει. Κι ύστερα ξανά τα ίδια. Σαν κυκλικός χορός, σαν τον Πέερ Γκιντ του Ίψεν. Γύρω-γύρω όλοι, και, ξαφνικά, πάει η ζωή σου, τέλειωσε, κι η αγάπη δεν σ’ έχει βρει». «Έλα, έχεις μεθύσει», είπε η Μία και της χάιδεψε το μπράτσο. «Χαζομάρες λες. Τι λες, να σε πάω να κοιμηθείς;» Η Μία είχε αρχίσει και η ίδια να μεθάει. Τελείωσε την μπίρα της κοιτάζοντας τη Σουζάνε να προσπαθεί να πιει τη δική της. «Πάντα μόνη μου καταλήγω σπίτι…» είπε η Σουζάνε και σκούπισε ένα δάκρυ. Το τηλέφωνο της Μία χτύπησε. Ήταν ο Γκάμπριελ Μερκ. Η Μία γύρισε και κοίταξε τη Σουζάνε. «Σήκωσέ το», έγνεψε εκείνη. «Για τον Θεό, δεν έγινε και τίποτα, θα γκρινιάξω λίγο και θα μου περάσει». «Σίγουρα;» «Φυσικά, για όνομα του Θεού». Η Μία πήρε το τηλέφωνο και βγήκε στην πίσω αυλή. «Ναι;» «Ο Γκάμπριελ είμαι». «Για πες». «Κι άλλο αδιέξοδο». «Δεν βρήκες τίποτα;» «Πώς, ο αριθμός ανήκει σε κάποια Βερόνικα Μπάκε». «Εξαιρετικά, Γκάμπριελ. Ποια είναι αυτή;» «Βασικά, ποια ήταν αυτή. Η Βερόνικα Μπάκε ήταν ενενήντα τεσσάρων ετών όταν πέθανε το 2010».
215/487
«Πώς είναι δυνατόν αυτό;» «Από γηρατειά, υποθέτω». «Προφανώς. Εννοώ, πώς είναι δυνατόν το τηλέφωνό της να έχει χρησιμοποιηθεί πριν δυο μήνες, αφού αυτή πέθανε το 2010;» «Δεν ξέρω, Μία. Είμαι πτώμα πια. Δεν σκέφτομαι καθαρά. Έχω να κοιμηθώ σχεδόν τριάντα ώρες». «Άντε, πήγαινε για ύπνο. Θα τα πούμε το πρωί». Έκλεισε το τηλέφωνο και ξαναμπήκε μέσα. Η Σουζάνε δεν ήταν πια καθισμένη στο τραπέζι τους, στεκόταν στο μπαρ και ταλαντευόταν μπροςπίσω, προσπαθώντας να πείσει τον μπάρμαν ότι ήταν αρκετά νηφάλια για να πάρει άλλη μια μπίρα, μα εκείνος δεν έδειχνε να πείθεται. Η Μία μάζεψε τα χαρτιά της, φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν της και τη συνόδευσε έξω από το καφέ. «Δεν έχω μεθύσει...» μουρμούρισε η Σουζάνε. «Νομίζω ότι θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε», είπε η Μία. Πέρασε το χέρι της γύρω από τη φίλη της και προχώρησε προσεκτικά μαζί της κατά μήκος των υγρών δρόμων, μέχρι το δωμάτιο του ξενοδοχείου.
35 Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι στεκόταν μπροστά από έναν καθρέφτη στο μπάνιο της. Άνοιξε το ντουλαπάκι και έβγαλε τους φακούς. Μπλε σήμερα· μπλε μάτια στη δουλειά. Όχι ένα κι ένα. Όχι στη δουλειά. Στη δουλειά δεν ήταν ο εαυτός της. Στη δουλειά κανείς δεν γνωρίζει ποια είμαι. Κι αυτή δεν ήταν η πραγματική δουλειά της, ήταν; Μόνο απέξω. Μόνο για τους άλλους. Έπιασε τα μαλλιά της σε μια σφιχτή αλογοουρά και έσκυψε προς τον καθρέφτη. Τοποθέτησε τους φακούς προσεκτικά στα μάτια της και ανοιγόκλεισε μια-δυο φορές τις βλεφαρίδες της. Έσκασε ένα ψεύτικο χαμόγελο και παρατήρησε τον εαυτό της. Γεια, είμαι η Μάλιν. Είμαι η Μάλιν Στολτζ. Δουλεύω εδώ. Νομίζετε ότι με ξέρετε, αλλά δεν έχετε ιδέα. Δείτε πόσο έξυπνα ξέρω να ψεύδομαι, να χαμογελώ! Να προσποιούμαι ότι ενδιαφέρομαι για όσα λέτε. Όχι, μη μου πείτε, ο σκύλος σας είναι άρρωστος; Εύχομαι περαστικά, γρήγορα! Ένα ποτήρι χυμό πρέπει να τον πάρετε, κυρία Ούλσεν. Σύντομα θα σας πάω και στο κρεβάτι σας, καλό θα σας κάνει, τα καθαρά σεντόνια είναι το ωραιότερο πράγμα. Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι βγήκε από το μπάνιο και μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε τα ρούχα της δουλειάς. Λευκά ρούχα· σωστός κανόνας. Με την ίδια στολή γινόμαστε όλοι αόρατοι. Τα μάτια της μόνο να μην είχαν διαφορετικό χρώμα. Και τώρα δεν είχαν. Ήταν μπλε. Γαλανά. Μάτια νορβηγικά. Όμορφα μάτια. Μάτια συνηθισμένα. Σαν σάντουιτς σε καντίνα. Μα, ναι, συμφωνώ απολύτως. Έπρεπε να χάσει, εγώ πάντως δεν την ψήφισα, δεν ξέρει να χορεύει. Νεκρά πρόσωπα. Άδεια. Άδεια. Άδειες λέξεις. Στόματα που κινούνται και βλέμματα νεκρά. Σοβαρά είπε κάτι τέτοιο; Ο σύζυγός σας είναι αυτός; Θεέ και Κύριε. Ναι, είμαι στο Facebook. Καφές. Οχτώ η ώρα. Νυχτερινές βάρδιες, καμιά φορά. Το
217/487
αυτοκίνητο το παρκάρω στο γκαράζ. Αλλά αυτή δεν είναι η πραγματική δουλειά μου. Δεν είναι η πραγματικότητα; Όχι, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι βγήκε στο διάδρομο, βρήκε την τσάντα και το παλτό της και κατέβηκε τις σκάλες προς το αυτοκίνητό της. Έβαλε μπρος τη μηχανή και άνοιξε το ραδιόφωνο. Είχαν εξαφανιστεί και δεν υπήρχε κανείς να τα βρει; Δεν μπορούν να κάνουν όλοι παιδιά. Ποιος διαλέγει ποιος μπορεί και ποιος όχι; Άλλοι χάνουν τα παιδιά τους. Ποιος αποφασίζει ποιος θα χάσει το παιδί του και ποιος όχι; Αυτή δεν ήταν η πραγματική της δουλειά. Όχι αυτή. Κανείς δεν ξέρει ποια είναι η πραγματική της δουλειά. Πώς· κάποιος όντως ξέρει, αλλά δεν το λέει παραέξω. Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι άλλαξε σταθμό στο ραδιόφωνο. Τα ίδια και τα ίδια παντού. Τα κορίτσια εξαφανίστηκαν και κανείς δεν ήξερε πού ήταν. Πού είναι τα κορίτσια; Ζουν ακόμα; Τις κλείδωσε κανείς πουθενά; Πόσα κορίτσια χρειάζεται κανείς; Πόσα παιδιά θα έχει ο καθένας; Ναι, 2,3: αυτός δεν είναι ο μέσος όρος; Ο κανόνας; Ο άνθρωπος που δεν έχει παιδιά δηλαδή δεν είναι κανονικός; Κι αν δεν μπορεί να κάνει παιδιά; Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι διέσχιζε προσεκτικά το κέντρο οδηγώντας. Έχει σημασία να οδηγεί κανείς προσεκτικά αν θέλει να περάσει απαρατήρητος. Έτσι και σταματήσουν το αυτοκίνητο, μπορεί να ανακαλύψουν ότι δεν είναι δικό σου. Ότι δεν σε λένε Μάλιν Στολτζ. Ότι σε λένε κάπως αλλιώς. Δεν είναι καλό αυτό. Κάλλιο αργά, λοιπόν. Καμιά φορά μπορείς να κρυφτείς μέσα στον κόσμο – στη δουλειά, ας πούμε. Ορισμένοι πιστεύουν ότι για να βρεις δουλειά πρέπει να σπουδάσεις. Δεν αληθεύει. Μόνο χαρτιά χρειάζεσαι. Και τα χαρτιά πλαστογραφούνται εύκολα. Μόνο συστάσεις χρειάζεσαι – και οι συστάσεις πλαστογραφούνται εύκολα. Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι βγήκε από την Ντράμενσβάιεν και κατευθύνθηκε προς το λευκό πέτρινο κτίριο. Πάρκαρε το αυτοκίνητό της και ανέβηκε προς την είσοδο. Οχτώ παρά δέκα. Εάν έρχεσαι στην ώρα σου, όπως πρέπει, κανείς δεν σου κάνει ερωτήσεις. Μπήκε από την είσοδο και προχώρησε στα αποδυτήρια του προσωπικού. Κρέμασε το παλτό και την τσάντα της στο φωριαμό και ξανακοιτάχτηκε στον
218/487
καθρέφτη. Έχω δύο μπλε μάτια. Είμαι ένα κοριτσάκι με μπλε μάτια. Κι αυτό είναι ένα παιχνίδι. Η πραγματική μου δουλειά είναι άλλη. Εφόσον κανείς δεν λέει τίποτε, τα πράγματα πάνε μια χαρά. Καμιά φορά μπορείς να κρυφτείς χωρίς να κρύβεσαι, να κρυφτείς μέσα στον κόσμο. Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι τέντωσε το λαιμό της και μπήκε στο δωμάτιο υπηρεσίας. «Γεια σου, Μάλιν». «Γεια σου, Εύα». «Πώς πάει;» «Τέλεια πάει. Εσύ;» «Δύσκολη νύχτα. Η Χέλεν Ούλσεν αρρώστησε πάλι και έπρεπε να καλέσουμε ασθενοφόρο». «Αμάν, ελπίζω να είναι καλά». «Καλά πήγε, ναι. Θα επιστρέψει σήμερα». «Μπράβο. Μπράβο. Και ο σκύλος σου τι κάνει;» «Καλύτερα είναι. Δεν ήταν τόσο σοβαρό όσο νομίζαμε». Δεν είμαι εγώ άρρωστη. Εσύ είσαι. «Ποιος έχει υπηρεσία σήμερα;» «Εσύ, η Μπιργκίτε και η Κάρεν». Εσύ είσαι άρρωστη. Όχι εγώ. «Τι είναι αυτό;» Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι κοίταξε το σημείωμα πάνω στην καφετιέρα: Ο Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν γιορτάζει τα 10 του χρόνια! «Α ναι, πλάκα θα έχει. Θα έχουμε πάρτι την Παρασκευή». «Ω Θεέ μου, τι ωραία!» «Ναι, θα έρθεις;» «Φυσικά. Φυσικά και θα έρθω». Είστε όλοι σας άρρωστοι. Αυτή εδώ δεν είναι η πραγματικότητα.
219/487
«Κάποιες μάλιστα σκεφτόμαστε να πάμε και σε άφτερ μετά. Τι λες, θα έρθεις;» «Σίγουρα. Θεούλη μου, τι ωραία! Να φέρω τίποτα;» «Μίλα με την Μπιργκίτε, αυτή τα κανονίζει όλα». «Ωραία, αυτό θα κάνω». «Ανυπομονώ!» «Κι εγώ». «Καλή δουλειά, Μάλιν». «Ευχαριστώ, καλή επιστροφή εύχομαι. Φιλιά στον σύζυγο». «Ευχαριστώ, θα του τα δώσω». Η γυναίκα με το ένα μπλε και το ένα καστανό μάτι έβαλε ένα φλιτζάνι καφέ και κάθισε να προσποιηθεί ότι διαβάζει εφημερίδα.
36 Η Μία Κρούγκερ καθόταν στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου, στην αίθουσα του πρωινού, φορώντας γυαλιά ηλίου. Είχε έναν φοβερό πονοκέφαλο και δεν θυμόταν πολλά-πολλά από το προηγούμενο βράδυ. Είχε συνοδεύσει τη Σουζάνε στο ξενοδοχείο, αλλά κάπως είχαν καταφέρει να βρουν στο δρόμο ακόμα ένα μπαρ. Πού ήταν, να δεις;… Η Μία άδειασε το ποτήρι της με το χυμό πορτοκάλι και ανάγκασε τον εαυτό της να καταπιεί λίγες φέτες μπέικον. Ένιωθε μια παιδιάστικη ναυτία και είχε την εντύπωση ότι μετάνιωνε για αρκετά χθεσινοβραδινά συμβάντα. Λες να είχε καλέσει τον Χόλγκερ στο τηλέφωνο μεθυσμένη; Κάτι βαθιά μέσα της έλεγε ναι, ότι μάλλον ήθελε σώνει και καλά να του πει τι είχε ανακαλύψει, ότι δεν βάσταξε να περιμένει. Τέλος πάντων… Η Σουζάνε βγήκε από την τουαλέτα και σύρθηκε σχεδόν μέχρι το τραπέζι τους. Ήταν σε χειρότερη κατάσταση από τη Μία, έμοιαζε πως μόλις τώρα είχε νιώσει κάπως νηφάλια. «Πρέπει να το κόψουμε αυτό», ξεφύσησε η Σουζάνε, λες και ήταν στο μυαλό της Μία. Προσγειώθηκε στην καρέκλα της με το κεφάλι στα χέρια. «Εννοείται», είπε η Μία. «Κακές παρέες». «Είμαι κακή παρέα;» είπε η Σουζάνε. «Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό, περιτριγυριζόμαστε από κακές παρέες, δεν φταίμε εμείς», χαμογέλασε η Μία. «Ηθοποιοί. Εγωκεντρικές μαϊμούδες, ρε συ. Ποιος τους χέζει, τελικά; Αιμομικτική κωλοσυμμορία. Κοιμούνται ο ένας με τον άλλον, μιλάνε ο ένας για τον άλλον και νομίζουν ότι ο κόσμος χέστηκε για το ποιος πήρε ποιο ρόλο και για το τι λέει ο ένας για το τι λέει ο άλλος για το τι λέει ο τρίτος για το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης κοιμήθηκε με δαύτην κι όχι με την άλλη». «Σήκω και φύγε», είπε η Μία γελώντας πίσω απ’ τα γυαλιά της.
221/487
«Ναι, ρε συ. Ναι, ρε γαμώτο! Κοιτάξτε με! Κοιτάξτε με, πηγαίνω ακόμα στο δημοτικό!» Η Μία είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο εχθές, που η μόνη της επιθυμία σήμερα ήταν να κλειστεί στο δωμάτιό της και να ξαναπέσει με τα μούτρα στη δουλειά. Αυτό της άρεσε πραγματικά να κάνει. Να χάνεται στην υπόθεση που δούλευε. Να χάνεται βαθιά μέσα της. Ένιωθε σαν στο σπίτι της εκεί, ένιωθε… καλά. «Γαμώτο, έχουμε κοστούμια/σκηνικά στις δώδεκα. Το ξέχασα εντελώς». «Κοστούμια/σκηνικά;» «Πρώτη πρόβα κοστουμιών και σκηνικών και τα λοιπά και τα λοιπά». Η Μία κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε το ρολόι της. «Θα προλάβεις, δέκα και μισή είναι μόνο». «Γιατί έγραφες τον πρώτο στίχο του Άμλετ στα χαρτιά σου εσύ;» «Δουλειά έκανα», είπε η Μία. «Δεν μπορώ να σου πω». «Καταλαβαίνω», είπε η Σουζάνε. «Απλώς το βρήκα λίγο περίεργο». «Ίσως και να είναι», είπε η Μία. «Έχει να κάνει με τα κορίτσια που εξαφανίστηκαν;» «Σουζάνε, δεν μπορώ να σου πω». «Είπα σε κάποιον απ’ το θέατρο ότι σε ξέρω, πειράζει;» ρώτησε η Σουζάνε φευγαλέα. «Όχι, γιατί να πειράζει; Αλλά πώς κι έτσι;» «Έχουμε στη θεατρική ομάδα ένα κορίτσι. Την Περνίλε Λιν. Παίζει την Οφηλία. Ένα από τα κορίτσια που εξαφανίστηκαν είναι ανιψιά της. Είναι συντετριμμένη». «Λογικό», είπε η Μία. «Ναι, η Αντρέα. Καταλαβαίνεις;» «Δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο, Σουζάνε». «Ναι, φυσικά. Απλώς το βρήκα κάπως περίεργο». «Τι εννοείς;» «Να, το ότι εξαφανίστηκε λίγο πριν ανεβάσουμε την παράσταση κι ότι εσύ καθόσουν και έγραφες τον πρώτο στίχο του Άμλετ στα χαρτιά σου. Είπα μήπως είχαν καμία σχέση αυτά τα δύο».
222/487
Η Μία χαμογέλασε απαλά και ακούμπησε το χέρι της στο χέρι της φίλης της. «Ας μη μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό, έχετε ήδη αρκετά δράματα εκεί πέρα. Πρόκειται για σύμπτωση, οκέι;» «Οκέι», έγνεψε καταφατικά η Σουζάνε. «Ανάθεμά το το ποτό, μόνο ανησυχία φέρνει». «Δεν λες τίποτα», χαμογέλασε η Μία. «Δεν πρόκειται να ξαναπιώ ποτέ μου». «Ναι, ναι, κι εγώ αυτό λέω κάθε φορά», γέλασε η Σουζάνε. «Αλλά, με το που νιώθω καλύτερα, τα ξεχνάω όλα – δεν είναι περίεργο;» «Ναι, πολύ περίεργο!» γέλασε η Μία. «Ουφ, πρέπει να φύγω», είπε η Σουζάνε και σηκώθηκε όρθια. «Πρέπει να περάσω απ’ το σπίτι ν’ αλλάξω πριν την πρόβα. Αλλιώς θα με κοιτάζουν όλοι στραβά που πήγα στη δουλειά με τα ίδια ρούχα. Και μετά θ’ αρχίσουν να ψάχνουν τριγύρω να δουν ποιος άλλος δεν πήγε σπίτι του, κατάλαβες;» «Κατάλαβα…» Σηκώθηκε όρθια κι έκανε μια αγκαλιά στη Σουζάνε. «Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθειά σου», είπε η Σουζάνε. «Θα τα πούμε σύντομα, ε;» «Ναι, αμέ!» είπε η Μία. «Αλλά όχι για μπίρες. Για τσάι, ας πούμε». «Οκέι», χαμογέλασε η Σουζάνε. Η ξανθιά φίλη της βρήκε την τσάντα της και βγήκε από το εστιατόριο του ξενοδοχείου, προσπαθώντας να φαίνεται όσο πιο νηφάλια ήταν δυνατόν.
37 Ο Χόλγκερ Μουνκ καθόταν έξω από το γραφείο του Μίκελσον στα Κεντρικά, εκνευρισμένος. Τσαντιζόταν που είχε δώσει το οκέι στην παρακολούθηση όλων των τηλεφωνημάτων, γιατί τώρα ξαφνικά οι πάντες ζητούσαν ιδιωτικές συναντήσεις, τετ-α-τετ. Δεν είχε ώρα για τέτοια. Τα κορίτσια ήταν ακόμα ζωντανά, και σύντομα δεν θα ’ταν. Έτσι είχαν τα πράγματα. Εάν επρόκειτο φυσικά για τον ίδιο δράστη. Η μέθοδος της δουλειάς της ήταν λίγο διαφορετική, είχε αποκλίσεις από την αρχική, αλλά έτσι ήταν η δολοφόνος. Μια γυναίκα. Μια γυναίκα για την οποία δεν είχαν κανένα στοιχείο. Χιλιάδες τηλεφωνήματα και δεν κατέληξαν πουθενά. Που-θε-νά. Αν μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η μαρτυρία του συνταξιούχου ήταν αξιόπιστη. Ότι έμοιαζε αξιόπιστος, έμοιαζε. Ένας συνταξιούχος. Μια γυναίκα. Μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών. Γύρω στο ένα κι εβδομήντα. Μαλλιά πιεσμένα κάτω από καπέλο. Ίσια μύτη, μπλε μάτια, μικρό στόμα. Θα μπορούσε να είναι οποιαδήποτε. Όμως πού τις κρατούσε κρυμμένες τις μικρές; Μήπως ήταν ήδη νεκρές; Ο Μουνκ έβγαλε από την τσέπη του μια τσίχλα και άρχισε να χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλά του στην καρέκλα. Είχε συμφωνήσει με τη Μία να πάνε από το γηροκομείο για να δει γρήγορα τη μάνα του, μόνο και μόνο για να το βγάλει αυτό από τη μέση, αλλά τώρα αναρωτιόταν μήπως έπρεπε να το ακυρώσει. Πραγματικά, δεν είχε ώρα. Ειδικά αν έπρεπε να χάσει τη μισή του μέρα σε άσκοπες συναντήσεις σαν και τούτη. Να πεταχτεί μέχρι το γηροκομείο, να της μιλήσει, να ξαναφύγει. Έπρεπε να πάει, έπρεπε να τελειώνει μ’ αυτό πριν να ’ναι αργά. Πριν η οικογενειακή περιουσία πέσει στα χέρια κάποιου τσαρλατάνου που υποσχόταν αιώνια ζωή αν του έδινες
224/487
ό,τι είχες και δεν είχες. Κοίταξε την ώρα στο τηλέφωνό του και εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο. Η Αντρέα και η Καρουλίνε είχαν εξαφανιστεί. Είχαν εξαφανιστεί εν ώρα δικής του υπηρεσίας μάλιστα, αφότου είχε αναλάβει αυτός την υπόθεση. Σύντομα, κάποιος θα τις νάρκωνε, θα τις έπλενε, θα τις έντυνε με ρουχαλάκια για κούκλες και θα τις κρεμούσε από ένα δέντρο με μια σχολική σάκα στην πλάτη. Αν δεν προλάβαινε να τις βρει ο ίδιος πρώτα. Ο Χόλγκερ ένιωθε παγιδευμένος στην ομίχλη. Δεν ήξερε πια πού έπρεπε να ψάξει, ποιο έπρεπε να είναι το επόμενό του βήμα. Ο Ρόγκερ Μπάκεν, το τραβεστί. Αυτή η κατεύθυνση είχε αρχίσει να θολώνει. Η Μία τον είχε πάρει εν τω μέσω της νυκτός, εντελώς μεθυσμένη, έπρεπε οπωσδήποτε κάτι να του πει, κάτι είχε ανακαλύψει, έλεγε, αλλά μασούσε τα λόγια της τόσο πολύ που ο Χόλγκερ τής ζήτησε απλώς να πάει για ύπνο. Άκου εκεί, να παρακολουθούνται τα τηλέφωνα. Όχι, όχι, δεν ήταν σωστό. Έπρεπε να μιλήσει στον Γκάμπριελ. Να του πει αν γινόταν να σβήσει τις συνομιλίες που ήταν καθαρά ιδιωτικές. Να μην έμπαιναν στις επίσημες αναφορές. Σαν τη συνομιλία που είχε με τη Μία το προηγούμενο βράδυ. «Χόλγκερ, πέρνα μέσα». Ο Μίκελσον έμοιαζε ανήσυχος· μπορούσες να μετρήσεις τις ρυτίδες στο μέτωπό του μία-μία. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε μόλις ο Μουνκ κάθισε. «Όπου ήμασταν κι εχθές», απάντησε εκείνος. «Δεν έχουμε κανένα στοιχείο για τη γυναίκα του σκίτσου, συνεχίζουμε να ψάχνουμε, αλλά η υπόθεση μοιάζει να έχει κολλήσει». «Έχουμε το συναγερμό σε επίπεδο ΑΛΦΑ1 και δεν έχουμε κανένα στοιχείο για τα κορίτσια; Πώς γίνεται αυτό;» Ο Μουνκ ένιωσε ξαφνικά ότι ξαναβρέθηκε στα θρανία. Στο γραφείο του διευθυντή, για να φάει τιμωρία. Δεν το άντεχε καθόλου αυτό, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα. «Ούτε εγώ το καταλαβαίνω. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μοιάζει πολύ καλά σχεδιασμένο. Αν το άφηνε στην τύχη, θα την είχαμε πιάσει εδώ και καιρό». «Δεν μου φτάνει αυτό, δεν μου φτάνει καθόλου», γρύλισε ο Μίκελσον. «Γι’ αυτό με κατέβασες ως εδώ;» απάντησε ο Μουνκ ξερά. «Θα μπορούσες να με κατσαδιάσεις κι από το τηλέφωνο».
225/487
«Όχι, ναι, συγγνώμη». Ο Μίκελσον έβγαλε τα γυαλιά του και έτριψε τα μάτια του. Καθόλου καλό σημάδι. Κάτι έτρεχε. «Με πιέζουν από πάνω», είπε και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Από πού; Από το Δικαιοσύνης;» «Έχει σημασία;» «Κάνουμε ό,τι μπορούμε». «Ναι, τους το εξήγησα, αλλά δεν είναι αυτό». «Ποιο είναι το πρόβλημα τότε;» ρώτησε ο Μουνκ. Είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. Είχε πολύ σημαντικότερα πράγματα να κάνει, διάολε. «Έχει να κάνει με τη Μία», είπε ο Μίκελσον και κοίταξε τον Μουνκ. «Τι συμβαίνει με τη Μία;» «Ε…» Ο Μίκελσον ξανάβγαλε τα γυαλιά του. «Τη θεωρούν πολύ μεγάλο ρίσκο. Μου ζήτησαν να τη βγάλω από την υπόθεση». «Να τη βγάλεις; Μα καλά, είστε ηλίθιοι; Μόλις τη φέραμε! Εκείνη δεν ήθελε να ’ρθει, θυμάσαι; Δεν ήθελε, και την πείσαμε εμείς να έρθει. Γιατί είμαστε κωλοεγωιστές. Και τώρα μου λες να τη στείλω πίσω; Ούτε στον αιώνα τον άπαντα». «Έλα τώρα, Μουνκ. Δεν το εννοούσα έτσι». «Και πώς το εννοούσες δηλαδή;» «Εννοούσα…» Ο Μίκελσον ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. Οι ρυτίδες στο μέτωπό του έγιναν ακόμα πιο βαθιές. «Δεν έχω καιρό για τέτοια», είπε ο Μουνκ και σηκώθηκε όρθιος. «Κάπου εκεί έξω κρατούνται δυο κοριτσάκια αιχμάλωτα, και το μόνο που κάνει το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι να αμολάει πορδές σαν κι αυτή; Λες και δεν έχουμε άλλα πράγματα να σκεφτούμε!» «Να προσέχεις, σε παρακαλώ, πώς μιλάς, Μουνκ. Στη δουλειά σου βρίσκεσαι». «Δεν το βουλώνεις, Μίκελσον; Η Υπηρεσία μάς μάρανε; Η φήμη της Υπηρεσίας; Γι’ αυτό ανησυχούμε; Γι’ αυτό καίγεται το Υπουργείο; Και τι έχει να πει το Υπουργείο για όλες τις φορές που η Μία τσακίστηκε να διασφαλίσει τη φήμη μας; Ε, Μίκελσον; Θυμάσαι τον Ρώσο διπλωμάτη που είχε χόμπι να σκοτώνει πουτάνες; Ποιος, θαρρείς, έσωσε τη φήμη της Υπηρεσίας τότε; Εσύ; Εκεί ήσουν; Τους δυο συνταξιούχους που τους
226/487
λήστεψαν και τους σκότωσαν στο σπίτι τους στο Κούλσος; Τους θυμάσαι; Μήπως εσύ έλυσες την υπόθεση; Για πες μας, τι γνώμη έχει το Υπουργείο για εκείνη την υπόθεση;» Ο Μουνκ κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Ξέρω πολύ καλά πόσα έχει προσφέρει η Μία στην Υπηρεσία», είπε ο Μίκελσον. «Η πατρίδα την ευχαριστεί· αυτό θες ν’ ακούσεις; Ευχαριστούμε, ευχαριστούμε, η Νορβηγία σάς ευχαριστεί! Άλλαξαν όμως οι καιροί. Σκέψου τον Μπιορν Ντάλι, τον Βέγκαρ Ούλβαν. Υπέροχοι σκιέρ. Μετάλλια να φάν’ κι οι κότες. Αλλά όχι πια, ε; Δεν τους έχουμε πια στη γραμμή της εκκίνησης, τους έχουμε; Με πιάνεις;» «Μα τον Θεό», αναστέναξε ο Μουνκ, «όχι, δεν σε πιάνω. Δεν έχω ιδέα τι θες να πεις. Τι σχέση έχουν δυο σκιέρ με όλα αυτά; Μήπως τα ’χεις χάσει εντελώς; Μιλάμε για νεκρούς εδώ πέρα, Μίκελσον, όχι για ενήλικες άντρες με κολάν που συναγωνίζονται ποιος θα βγει πρώτος τρέχοντας πάνω σε σανίδες. Για νεκρούς. Δυο κοριτσάκια έξι ετών. Εσύ με πιάνεις;» Ο Μουνκ άρπαξε το πόμολο της πόρτας. Ήταν έξω φρενών. «Οκέι, οκέι», είπε ο Μίκελσον. «Δεν το εννοούσα έτσι. Μπορεί να συνεχίσει για την ώρα, αλλά, όταν η όλη υπόθεση κλείσει, πάει, έφυγε. Καταλαβαίνεις, Μουνκ; Τελείωσε τότε η Μία, ό,τι κι αν γίνει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό. Και…» –ο Μίκελσον άνοιξε ένα συρτάρι και έβγαλε από μέσα μια καρτ βιζίτ– «…πρέπει να πάει να δει αυτόν εδώ». Έδωσε στον Μουνκ την καρτ βιζίτ. «Έναν ψυχίατρο;» Ο Μίκελσον κατένευσε. «Εντολή από το Υπουργείο». «Άντε γαμήσου, Μίκελσον. Γιατί δεν μου το ’πες πριν πάω να την πάρω απ’ το νησί της;» Ο Μίκελσον άνοιξε διάπλατα τα χέρια του. «Ήταν πολιτικό το θέμα». «Να τη χέσω εγώ την πολιτική». Ακούμπησε την κάρτα πάνω στο γραφείο του Μίκελσον. «Δεν πρόκειται να πάει σε ψυχολόγο». «Ψυχίατρο». «Κόφ’ το, το ίδιο είναι. Έχει δουλειά, δεν μπορεί. Αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη, σ’ το ’χω ήδη πει». «Δεν είναι στο χέρι σου», είπε ο Μίκελσον.
227/487
Ο αστυνομικός διευθυντής άνοιξε το λάπτοπ του και έπαιξε ένα ηχητικό αρχείο. Ο Μουνκ αναγνώρισε τις φωνές αμέσως. Ήταν το τηλεφώνημα που είχε με τη Μία το προηγούμενο βράδυ: – Μουνκ, λέγετε. – Χόλγκερ! Χόλγκερ, Χόλγκερ καλέ μου! – Μία; Εσύ είσαι; Τι ώρα είναι; – Δεν είναι πραγματικό, ένα παιχνίδι είναι! Ο Ρόγκερ Μπάκεν είχε ένα μπλε κι ένα καστανό μάτι. Έλα, Σουζάνε. Ναι, ναι, ξάπλωσε. Θα σε βοηθήσω να βγάλεις τα ρούχα σου. Ακούς τι σου λέω, Χόλγκερ; Η τρεμάμενη φωνή της Μία. Ο Μουνκ αναστέναξε και ο Μίκελσον έκλεισε το αρχείο. «Δεν χρειάζεται να πω τίποτε άλλο». «Ήταν μεθυσμένη, οκέι;» «Δεν μου λες, τι νομίζεις ότι θα γινόταν αν έπεφτε αυτό εδώ στα χέρια των εφημερίδων;» Ο Μίκελσον έγειρε πίσω, στην πλάτη της καρέκλας του. «Οκέι», είπε ο Μουνκ. «Θα τη στείλω να δει τον ψυχίατρο, εντάξει; Τελειώσαμε;» «Τελειώσαμε, ναι», είπε ο Μίκελσον. Ο Μουνκ άρπαξε την καρτ βιζίτ από το τραπέζι και βγήκε από το γραφείο χωρίς άλλη κουβέντα.
38 H Mία στεκόταν στο πεζοδρόμιο έξω από το ξενοδοχείο, μετανιωμένη που είχε δεχτεί να συνοδεύσει τον Μουνκ στον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν. Μετά το πρωινό είχε ξαναπέσει κατευθείαν στο κρεβάτι της. Νιώθοντας ενοχές, προφανώς· αλλά ήταν και τρομερά κουρασμένη. Τα χάπια της Χίτρα βάραιναν ακόμα το κορμί της. Και το μυαλό της δεν σταματούσε ποτέ να δουλεύει, δεν σιωπούσε στιγμή, είτε κάτω από το πάπλωμα, είτε στο αυτοκίνητο, είτε στο γραφείο – δούλευε συνεχώς· δεν μπορούσε να ξεφύγει από τις σκέψεις της. Για μια στιγμή ονειρεύτηκε ότι είχε επιστρέψει στο νησί της. Στην ανατολή του ήλιου πάνω από τη θάλασσα. Χρειαζόταν ύπνο. Ήταν πολύ αργά. Τι την ήθελε κι αυτός μαζί του για να μιλήσει με τη μάνα του, μόνος του δεν μπορούσε; Βρήκε μια καραμέλα στην τσέπη της και αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο και να βρει μια δικαιολογία. Μα ήταν ήδη αργά. Έβρισε από μέσα της και μπήκε στο Άουντι που μόλις είχε σταματήσει μπροστά της στο πεζοδρόμιο. O Xόλγκερ Μουνκ δεν φαινόταν και τόσο χαρούμενος, αλλά η Μία δεν τολμούσε να ρωτήσει γιατί. «Πρέπει να πας να αγοράσεις ένα ακόμα κινητό», είπε ο Μουνκ. «Γιατί;» είπε εκείνη και έχωσε την καραμέλα στο στόμα της. «Με πήρες τηλέφωνο χθες το βράδυ». «Ω, γαμώτο, το υποψιάστηκα». «Ήσουν τύφλα, ε;» «Ήμουν με μια παλιά μου φίλη από το Όσγκορστραν». «Κατάλαβα», είπε ο Μουνκ. «Το ξέρεις ότι τα τηλέφωνά μας παρακολουθούνται;»
229/487
Η Μία δεν απάντησε. Προσπάθησε να θυμηθεί τι στο καλό μπορούσε να του είχε πει, μα δεν τα κατάφερνε, ήταν αδύνατον. Αλλά δεν είχε και σημασία. «Τι βρήκες λοιπόν;» ρώτησε ο Μουνκ. «Ο Ρόγκερ Μπάκεν είχε μια φίλη. Μια φίλη με την οποία έβγαιναν έξω όταν γινόταν Ράντι». «Την ξέρουμε;» Η Μία κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι, αλλά πάσχει από ετεροχρωμία στα μάτια». «Ετεροχρωμία στα μάτια; Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μουνκ με περιέργεια. «Εννοώ ότι έχει ένα μπλε κι ένα καστανό μάτι. Είναι έμφυτο χαρακτηριστικό». «Και λες να έχει σχέση με μας αυτό;» «Αν μη τι άλλο, πρέπει να δοκιμάσουμε όλες τις πιθανότητες, δεν νομίζεις;» «Συμφωνώ απολύτως». Ο Μουνκ κατέβασε το παράθυρο και άναψε τσιγάρο. Η Μία δεν άντεχε τη μυρωδιά του καπνού μες στο αυτοκίνητο, ειδικά στην κατάσταση που βρισκόταν σήμερα, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Μουνκ φαινόταν κουρασμένος. Σαν να έλειπε, κατά κάποιο τρόπο. «Τίποτε άλλο;» «Ναι», είπε η Μία. «Ο Γκάμπριελ κατάφερε να αποσπάσει ένα νούμερο από το κινητό του Μπάκεν». «Ναι, το έμαθα», είπε ο Μουνκ. «Βερόνικα Μπάκε. Πέθανε το 2010». «Βρήκαμε τίποτα γι’ αυτήν;» «Τίποτε φοβερό. Η τελευταία της διεύθυνση ήταν στη Βίκα, όπου ζούσε με το δισέγγονό της, κάποιον Μπένγιαμιν Μπάκε, ηθοποιό του θεάτρου. Τον ξέρεις;» «Όχι». «Του Εθνικού Θεάτρου. Ο τύπος του ανθρώπου που φιγουράρει στα κουτσομπολίστικα περιοδικά. Διασημότητα, ξέρεις τώρα». Η Μία σκέφτηκε για λίγο. Το μυαλό της κολλούσε σήμερα, λες και ήταν από σιρόπι. Για μια ακόμη φορά αποφάσισε να σταματήσει το ποτό. Μέχρι
230/487
να έκλεινε αυτή η υπόθεση. Αν έκλεινε ποτέ. Ένιωσε κουρασμένη. Εκνευρίστηκε που είχε αφήσει τη Σουζάνε να τη διακόψει. Έπρεπε να ’χε συνεχίσει να ξεψαχνίζει τα στοιχεία της. Ήταν στον σωστό δρόμο. Είχε βρει κάτι, ακόμα κι αν ακόμα δεν μπορούσε να το αδράξει. «Κάποιος χρησιμοποιεί το τηλέφωνό της εδώ και δύο χρόνια. Πρέπει μάλιστα να έχει πληρώσει κι όλους τους λογαριασμούς ώστε να μη διακοπεί η σύνδεση, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μία. «Ναι, μόνο έτσι». «Κι άρα… ποιος νομίζεις; Ο δισέγγονός της που είχε και πρόσβαση στους λογαριασμούς; Ο ηθοποιός;» «Πολύ πιθανόν. Προσπάθησα να τον βρω σήμερα, αλλά είχε πρόβα, λέει. Πρέπει να μιλήσουμε μαζί του το συντομότερο δυνατόν». «Πώς πάει ο καρκίνος των πνευμόνων;» είπε η Μία και κατέβασε το παράθυρό της. «Μην αρχίζεις, οκέι;» γρύλισε ο Μουνκ. «Δεν πίνω αλκοόλ, δεν…» «…πίνεις ούτε καφέ, άρα δικαιούσαι κι εσύ ένα τσιγαράκι, ε; Το ξέρω», γέλασε η Μία. «Προς τι η καλή διάθεση;» «Τίποτα», είπε η Μία. «Νομίζω ότι βρήκα κάτι». «Τι;» Ο Μουνκ έστριψε από την Ντράμενσβάιεν στη Χόβικβάιεν και άρχισε να ανηφορίζει. «Ξέρεις όλους τους συμβολισμούς, ε;» συνέχισε η Μία. «Ναι, δηλαδή;» «Δεν συμφωνείς ότι είναι λίγο αντικρουόμενοι;» «Πιθανόν», είπε ο Μουνκ. «Δικά σου χωράφια είναι αυτά». «Έλα τώρα, Χόλγκερ, μιλάω σοβαρά». «Το ξέρω, αλλά δεν μπορώ να ακολουθήσω όλες τις στροφές που παίρνει το μυαλό σου. Θα ζαλιστώ». Τις τελευταίες λέξεις τις μουρμούρισε καθώς πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από τον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν. «Άντε να δούμε…» αναστέναξε, έσφιξε τα δόντια και έκανε το σταυρό του. Δεν πολυχαιρόταν για την επερχόμενη συζήτηση. «Έλα, καλά θα πάει», είπε εκείνη. «Χαλάρωσε».
231/487
«Χρειάζομαι ένα τελευταίο τσιγάρο», είπε ο Μουνκ και βγήκε από το αυτοκίνητο. Η Μία τον ακολούθησε, βγάζοντας τα σκούρα της γυαλιά. Ένιωθε καλύτερα τώρα. Και ήταν όμορφα εδώ πάνω στο Χόβικ. Τελικά καλά έκανε και είχε έρθει. «Δοκίμασέ με λοιπόν», είπε ο Μουνκ ανάβοντας το τσιγάρο του. «Τώρα;» «Ναι, γιατί όχι; Πες μου τι έχεις στο μυαλό σου». «Οκέι», είπε η Μία και έκατσε στο καπό. «Ποιο ήταν το πρώτο σημάδι που μας άφησε ο δολοφόνος;» «Γυναίκα δεν κυνηγάμε;» «Χέσ’ το αυτό τώρα, ποιο ήταν το πρώτο σημάδι;» Ο Μουνκ ανασήκωσε τους ώμους. «Τα φορέματα;» «Όχι». «Οι σάκες;» «Όχι». «Μ 10:14, Άφετε τα παιδία ελθείν προς με;» «Όχι». «Ε, ποιο ήταν;» Ο Μουνκ αναστέναξε και πήρε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. «0x1ΓΒ», είπε η Μία. «Και γιατί ήταν αυτό το πρώτο;» «Γιατί δεν κολλάει. Όλα τα άλλα κολλάνε, σωστά; Είναι μέρος ολόκληρου προφίλ, αλλά δεν είναι αυτό που πρέπει να κοιτάξουμε. Πρέπει να κοιτάξουμε εκτός». «Δηλαδή;» ρώτησε ο Μουνκ με αναπτερωμένο τώρα πια το ενδιαφέρον του. «Τι είναι λοιπόν το πρώτο πράγμα που δεν κολλάει με τα υπόλοιπα;» «Το όνομα στα βιβλία;» «Ακριβώς. Ένα σαφές μήνυμα, όχι;» «Ποιανού πράγματος;» «Επίγνωσης, Χόλγκερ, επίγνωσης. Έλα τώρα!» «Επίγνωσης;»
232/487
«Όχι, δεν λέω τίποτε άλλο», ξεφύσησε η Μία. Ο Χόλγκερ πήρε άλλη μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του και φύσηξε τον καπνό προς τον ανοιξιάτικο ήλιο. «Οκέι. Επίγνωσης λοιπόν...» είπε. «Δηλαδή, όλα τα άλλα σημάδια κολλάνε. Το πλύσιμο. Τα φουστάνια. Οι σχολικές σάκες. Ενώ το 0x1ΓΒ γράφτηκε από κάποιον με επίγνωση; Κάποιον που ήξερε; Επίτηδες δηλαδή; Από κάποιον… πολύ προσεκτικό;» «Μπράβο, Χόλγκερ». Η Μία χτύπησε παλαμάκια ειρωνικά. «Ναι, ναι, οκέι, δεν έπεσα όμως εντελώς έξω, σωστά;» «Οκέι. Και τι σημαίνει 0x1ΓΒ;» «Χένεφος». «Σωστά. Και ποιο ήταν το δεύτερο σημάδι;» «Το αίμα του γουρουνιού;» «Όχι, αυτό ήταν το τρίτο». «Ποιο ήταν το δεύτερο;» «Θυμάσαι τα μηνύματα στο κινητό του Ρόγκερ Μπάκεν;» «Ναι;» «Ποιο απ’ όλα δεν κολλούσε;» «Γιατί, κολλούσαν τα άλλα;» «Έλα, μωρέ Χόλγκερ, τώρα! Ο Ίκαρος που πέταξε πολύ κοντά στον ήλιο. Το τατουάζ με τον αετό. Το Bye, Bye, Birdie είναι μιούζικαλ που γουστάρουν οι γκέι άντρες. Όλα κολλάνε. Αλλά το Who’s there δεν κολλάει. Είναι στην απέξω». «Αυτό ήταν το δεύτερο σημάδι; Το Who’s there;» Η Μία κατένευσε. «Και τι σημαίνει αυτό;» «Δεν είμαι και πολύ σίγουρη, αλλά χθες το βράδυ έμαθα ότι είναι ο πρώτος στίχος από τον Άμλετ του Σαίξπηρ». Ο Μουνκ άναψε κι άλλο τσιγάρο και κοίταξε νευρικά προς τη μεριά της εισόδου. Η Μία παραλίγο να σκάσει στα γέλια. Ολόκληρος άντρας, αρχηγός ειδικής αστυνομικής ομάδας, και είχε πρόβλημα να αντιμετωπίσει τη μάνα του. «Και ο Άμλετ που ανεβαίνει όπου να ’ναι στο Εθνικό Θέατρο; Το τηλέφωνο της Βερόνικας Μπάκε; Ο δισέγγονος; Εκεί πρέπει να ψάξουμε;»
233/487
«Δεν είμαι σίγουρη...» είπε η Μία, συνοφρυωμένη. «Ας πούμε ότι βρήκα για τι πρέπει να ψάξουμε, αλλά όχι για ποιο λόγο πρέπει να το ψάξουμε. Μέχρι εδώ έχω φτάσει». «Και το αίμα του γουρουνιού είναι το τρίτο σημάδι;» Η Μία έγνεψε καταφατικά. «Και σημαίνει τι;» «Μόλις τώρα δεν σου είπα ότι μέχρι εδώ έχω φτάσει;» είπε η Μία και έβαλε στο στόμα της μια καραμέλα. «Τι λες, θα μπούμε μέσα ή θα φάμε τη μέρα μας εδώ έξω; Αν βαρεθούμε, μπορούμε να πάμε να βαρέσουμε κανένα μπαλάκι του γκολφ εδώ δίπλα, στο Μπάλερι». Η Μία έδειξε μια ταμπέλα στην απέναντι μεριά του δρόμου. «Τι εννοείς;» είπε ο Μουνκ. «Αστείο όνομα, δεν βρίσκεις; Μπάλερι Γκολφ Κλαμπ». Ο Μουνκ κούνησε το κεφάλι του πέρα-δώθε, δίχως να καταλαβαίνει γιατί η Μία είχε τόσο καλή διάθεση, δίχως να καταλαβαίνει το αστείο, δίχως να βρίσκει όσα περνούσε αυτή τη στιγμή αστεία. Έσβησε το φρεσκοαναμμένο τσιγάρο του, την προσπέρασε και ανέβηκε τα σκαλιά. Μπήκε στο γηροκομείο.
39 Ο Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν ήταν για ευκατάστατο κόσμο, δεν χωρούσε αμφιβολία. Δυτικά προάστια, τι τυπικό, σκέφτηκε η Μία με το που μπήκαν μέσα στο φωτεινό, μεγάλο φουαγιέ. Με την πρώτη ματιά, ο χώρος έμοιαζε πεντακάθαρος. Πλυμένος, περιποιημένος, με καινούρια έπιπλα, μοντέρνα φωτιστικά να κρέμονται από την οροφή, πρωτότυπες γκραβούρες στους τοίχους. Η Μία αναγνώρισε πολλούς καλλιτέχνες. Η μητέρα της, η Εύα, ενδιαφερόταν πολύ για την τέχνη και έσερνε τις κόρες της από δω κι από κει σε ό,τι εκθέσεις υπήρχαν, όταν το μπορούσε. Στους τοίχους ήταν κρεμασμένες φωτογραφίες από διάφορες δραστηριότητες. Πιο εκεί, μια ολόκληρη βιτρίνα γεμάτη κύπελλα. Εκδρομές εντός και εκτός Νορβηγίας. Τουρνουά μπριτζ. Μπόουλινγκ. Παρόλο που το μέρος ήταν ένα είδος έσχατης κατοικίας, τίποτε εκεί μέσα δεν μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Στον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν, αν δεν κολυμπούσες στη Νεκρά Θάλασσα ή αν δεν έπαιρνες το πρώτο βραβείο στην καλλιέργεια κολοκύθας, δεν σε άφηναν να πεθάνεις. «Ευχήσου μου καλή τύχη», ξεφύσησε ο Χόλγκερ και προχώρησε κατά μήκος ενός διαδρόμου. Ιδιωτικό δωμάτιο, μάντεψε η Μία. Με δικό του μπάνιο, τηλεόραση, ραδιόφωνο και υπηρεσία σίτισης είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Εδώ μέσα, κανείς ηλικιωμένος δεν έμενε δίχως φαγητό ή νερό ή δίχως να του αλλάξουν τις πάνες μέρες ολάκερες. Η Μία κάθισε σε μια πολυθρόνα και βρήκε ένα περιοδικό. Εξήντα και Πάνω, Το περιοδικό για τα καλύτερά σας χρόνια. «Πώς λίγη άσκηση προλαμβάνει την άνοια». «Το κραγιόν της Τόπεν Μπεκ ταιριάζει με το αμάξι της». H Μία αναρωτήθηκε τι θα σκεφτόταν η γιαγιά της γι’ αυτό το μέρος, γι’ αυτού του είδους τα περιοδικά, και
235/487
χαμογέλασε. Άφησε στο πλάι το περιοδικό και έσκυψε να πάρει ένα άλλο, όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω σε ένα δίπλωμα κρεμασμένο στον τοίχο. Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν. Χριστουγεννιάτικο Τουρνουά Κανάστα, 2009. Νικητής: Βερόνικα Μπάκε. Η Μία πετάχτηκε όρθια και πλησίασε την κορνίζα. Όντως, έγραφε «Βερόνικα Μπάκε». Πρέπει να επρόκειτο για τον ίδιο άνθρωπο. Πήγε στον γυάλινο πάγκο στο τέλος της αίθουσας και χτύπησε ένα καμπανάκι. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, μια νοσοκόμα έκανε την εμφάνισή της από κάποιο δωμάτιο πίσω από τον πάγκο. «Γεια σας, μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» Η νοσοκόμα ταίριαζε με το υπόλοιπο γηροκομείο. Μειλίχια, όμορφη, με κόκκινα μαγουλάκια. Ίσως να διάλεγαν επί τούτου ανθρώπους που ταίριαζαν με την εσωτερική διακόσμηση, σκέφτηκε η Μία. Εδώ πάνω στο Χόβικ, δεν υπήρχαν σκυμμένες, κουρασμένες πλάτες που κάπνιζαν στριφτά τσιγάρα σε κάποια γωνιά. Το κορίτσι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι στην ηλικία της. Ήταν επιβλητική στο ύψος, όμορφη, με έντονα μπλε μάτια, με τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα σφιχτά σε μια αθλητική αλογοουρά. «Το όνομά μου είναι Μία Κρούγκερ», είπε η Μία. Πήγε να βγάλει την αστυνομική της ταυτότητα, μα άλλαξε γνώμη. «Εγώ είμαι η Μάλιν, καλή σας ημέρα. Ποιον ψάχνετε;» ρώτησε το χαμογελαστό κορίτσι. «Βρίσκομαι εδώ μ’ ένα φίλο, τον Χόλγκερ Μουνκ. Έχει έρθει να επισκεφτεί τη μητέρα του». «Α, τη Χίλντουρ, ναι», χαμογέλασε το κορίτσι με τα μπλε μάτια. «Καλή γυναίκα». «Εντελώς», κατένευσε η Μία. «Μου κίνησε απλώς την περιέργεια εκείνο το δίπλωμα που έχετε κρεμασμένο εκεί κάτω. Λέει ότι η φίλη της Χίλντουρ, η Βερόνικα, είχε κερδίσει το Τουρνουά Κανάστα». «Ναι, πράγματι», αποκρίθηκε η κοπέλα χαμογελώντας. «Έχουμε τουρνουά κάθε Χριστούγεννα, νομίζω ότι η Βερόνικα είχε κερδίσει τα τελευταία τρία χρόνια, πριν φύγει». «Δεν έχω παίξει ποτέ μου κανάστα», είπε η Μία.
236/487
«Ούτε εγώ», της έκλεισε το μάτι το ήρεμο κορίτσι. «Αλλά αρέσει στους ηλικιωμένους». «Αυτό είναι που μετράει», χαμογέλασε η Μία. «Να, ένα πράγμα ήθελα να ρωτήσω, και συγγνώμη που ρωτάω κιόλας, δεν είμαι σίγουρη ότι επιτρέπεται να μου απαντήσετε, αλλά το όνομα Μπάκε; Λέτε να είχε καμιά συγγένεια με τον, ξέρετε ποιον, αυτό τον όμορφο ηθοποιό;» «Τον Μπένγιαμιν Μπάκε;» «Ναι, αυτόν!» Η κοπέλα με τα μπλε μάτια την κοίταξε καλά-καλά. «Χμμμ… μπορεί και να μου επιτρέπεται να σας πω», χαμογέλασε. «A!» κούνησε το κεφάλι η Μία. «Την επισκεπτόταν συχνά; Τον έχετε δει; Είναι εξίσου ωραίος και στην πραγματικότητα;» Το κορίτσι με την αλογοουρά χαμογέλασε. «Δεν ερχόταν και τόσο συχνά, μόνο μια-δυο φορές το χρόνο. Και, μεταξύ μας, στην τηλεόραση δείχνει πιο ωραίος». Χαχάνισε λίγο. «Μη μου πείτε», της έκλεισε το μάτι η Μία. «Θα θέλατε μήπως λίγο καφέ για να μην περιμένετε έτσι; Είναι η ώρα μου για μεσημεριανό και μπορώ να σας φτιάξω ένα φλιτζάνι». «Όχι, δεν χρειάζεται, σας ευχαριστώ», είπε η Μία και επέστρεψε στην πολυθρόνα της. Το κορίτσι με τα μπλε μάτια ξαναχαμογέλασε και εξαφανίστηκε πάλι στα μέσα δωμάτια. Μια μικρή τηλεόραση έπαιζε στη μια μεριά της αίθουσας. Η Μία έψαξε να βρει το τηλεκοντρόλ· ήταν δίπλα στην οθόνη. Είχαν προγραμματίσει νέα συνέντευξη Τύπου για το μεσημέρι. Η Μία Κρούγκερ πολύ χαιρόταν που την είχε γλιτώσει. Τα μίντια: είχε τεταμένη σχέση με τους δημοσιογράφους, δεν ένιωθε ποτέ άνετα κοντά τους. Ο άνθρωπος έπρεπε να είχε δύο πρόσωπα: να μη λέει ποτέ τι πραγματικά σκέφτεται, μόνο αυτό που έπρεπε. Δεν της ταίριαζε καθόλου αυτό το μοντέλο. Της άρεσε να είναι ειλικρινής. Όπως και στο θέατρο: σε άλλους άρεσαν τα φώτα και η προσοχή, άλλοι προτιμούσαν να περνούν απαρατήρητοι. Δυνάμωσε λίγο τον ήχο και το γύρισε στο NRK. Δολοφονίες ανηλίκων. Οι τίτλοι εδώ δεν ήταν τόσο κραυγαλέοι όσο σε άλλα Μέσα, αλλά ήταν εκεί, στην οθόνη. Αμείλικτοι. Η Μία Κρούγκερ κούνησε το κεφάλι της
237/487
και δυνάμωσε κι άλλο τον ήχο. Δυο παρουσιαστές στο στούντιο και ένας ρεπόρτερ στα σκαλιά μπροστά στα Κεντρικά της αστυνομίας, στην Γκρένλαν. Η συνέντευξη Τύπου μόλις είχε αναβληθεί. Η Μία ξανάκλεισε την τηλεόραση, βγήκε έξω στα σκαλιά και πήρε στο τηλέφωνο τον Γκάμπριελ. «Έλα». «Γιατί αναβλήθηκε η συνέντευξη; Συνέβη τίποτα;» «Όχι, θα ξεκινήσουμε σε λίγο». «Οκέι, ποιος θα μιλήσει σήμερα; Η Ανέτε;» «Ναι, έτσι νομίζω, μαζί με την αστυνομική εισαγγελέα. Με τα κοντά μαλλιά». «Τη Χίλντε». «Ίσως». «Βρήκες τίποτε άλλο για τη Βερόνικα Μπάκε;» «Θα ’πρεπε;» «Όχι, αλλά κάτι βρήκα εγώ», είπε η Μία. «Μπορείς να το τσεκάρεις;» Ο Γκάμπριελ αναστέναξε. «Φυσικά». «Τι συμβαίνει;» «Τι τι συμβαίνει;» «Συμβαίνει κάτι;» «Όχι, όχι. Μάλλον ναι, πέσανε πολλά μαζί και…» «Και τι;» «Όχι, τίποτα. Η κοπέλα μου είναι έγκυος». «Α! Συγχαρητήρια!» «Ναι, ευχαριστώ, έεε… τι θες να ελέγξω;» «Δεν είμαι και πολύ σίγουρη, μια διαίσθηση έχω μόνο. Θα ήθελα να έχω πρόσβαση στην… στην τέτοια του Οίκου Ευγηρίας Χόβικβάιεν, στην πώς τη λένε…;» «Λίστα αναμονής; Θες να κρατήσεις θέση;» «Για δες, πολυβόλο είσαι σήμερα, τόση ξινίλα πια!» γέλασε η Μία. «Συγγνώμη», αναστέναξε ο Γκάμπριελ, «είμαι λίγο στραβός σήμερα». «Και θα την πληρώσω δηλαδή εγώ επειδή η γκόμενά σου έμεινε έγκυος;» είπε παιχνιδιάρικα η Μία. «Μόνος σου τα κατάφερες».
238/487
«Δεν λες τίποτα… Δεν μου λες, είναι σύνηθες να θέλει διάφορα άσχετα πράγματα μες στη νύχτα;» «Τι είδους πράγματα;» «Παγωτό μηχανής, ας πούμε». «Έχω ακούσει φήμες ότι οι έγκυοι έχουν διάφορες περίεργες επιθυμίες», είπε η Μία. «Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να βρει κανείς παγωτό μηχανής μες στη νύχτα;» Η Μία έσκασε στα γέλια. «Ναι, ναι, χαχά», ειρωνεύτηκε ο Γκάμπριελ. Πραγματικά δεν είχε διάθεση. «Λοιπόν. Το προσωπικό θέλω, τέτοια πράγματα. Επισκέπτες νοσοκόμους και τα λοιπά». «Επισκέπτες;» «Πώς τους λένε όταν μένεις σπίτι σου; Οικιακές νοσοκόμες; Αποκλειστικές;» «Ναι, ξέρω τι εννοείς. Αποκλειστικές νοσόκομες και κοινωνικούς λειτουργούς τούς λέμε». «Αυτό. Μπορείς να το ψάξεις;» «Είναι νόμιμο;» «Όχι». «Ελπίζω να με υποστηρίξεις αν με πιάσουν και μου την πούνε για όλα αυτά, ε;» «Έμαθα ότι παρακολούθησες το μάθημα του Φίμπεν». «Όντως», είπε ο Γκάμπριελ. «Φυσικά και αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη», είπε η Μία. «Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν, πάμε. Χρειάζεσαι μήπως τη διεύθυνση;» «Όχι, θα τη βρω. Ψάχνω για κάτι συγκεκριμένο;» «Δεν ξέρω, μια διαίσθηση έχω, όπως σου είπα. Η μητέρα του Μουνκ και η Βερόνικα Μπάκε ήταν στο ίδιο γηροκομείο. Θέλω να πω… δεν αξίζει να το ελέγξουμε;» «Τι; Η μητέρα του Μουνκ;» «Έλα, τι έγινε, φωνάζω και μας ακούνε;»
239/487
«Ω γαμώτο, πρέπει να πω ψέματα και για τον Μουνκ τώρα;» αναστέναξε ο Γκάμπριελ. «Υποθέτω ότι δεν ξέρει τίποτα για όλο αυτό, έτσι;» «Ξύπνιος είσαι τελικά», είπε η Μία. «Λοιπόν, πρέπει να κλείσω τώρα. Πότε έχουμε πλήρη ενημέρωση;» «Στις τρεις». «Σούπερ. Τα λέμε». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και την ίδια στιγμή είδε τον Μουνκ να βγαίνει στο κεφαλόσκαλο. Πήγε να τον πλησιάσει, αλλά σταμάτησε μόλις είδε ότι δεν ήταν μόνος. Μια νοσοκόμα με την ίδια λευκή στολή όπως της κοπέλας με τα μπλε μάτια στεκόταν δίπλα του. Όμορφη και λεπτή, με μακριά, κυματιστά, χρυσοκόκκινα μαλλιά. Η νοσοκόμα γέλασε δυνατά και άγγιξε τον Μουνκ, που έμοιαζε με έφηβο, με τα κόκκινα μάγουλά του και με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Η Μία έβγαλε μια καραμέλα και τη στριφογύρισε προσεκτικά στο στόμα της. Ο Μουνκ και η νοσοκόμα με τα κοκκινωπά μαλλιά αντάλλαξαν μερικές λέξεις ακόμα και ύστερα εκείνη τον ξανάγγιξε και εξαφανίστηκε μες στο κτίριο. «Πώς πήγε;» ρώτησε η Μία όταν ο Μουνκ έφτασε στο αυτοκίνητο. «Μην τα ρωτάς», είπε ο Μουνκ και άναψε τσιγάρο. «Αυτή ποια ήταν;» «Ποια;» «Εσύ ποια λες;» Ο Μουνκ μπήκε στο αμάξι δίχως να σβήσει το τσιγάρο του. «Α, αυτή. Μάλιστα... Αυτή είναι η Κάρεν, ναι, έτσι νομίζω ότι τη λένε. Δουλεύει με τη μητέρα μου. Θα πρέπει μόνο να…» Ο Μουνκ έβαλε μπρος το αμάξι και άρχισαν να κατεβαίνουν τη Χόβικβάιεν. «Ναι; Τι θα πρέπει να;» «Έχουμε τίποτα καινούριο;» είπε ο Μουνκ αλλάζοντας θέμα συζήτησης. «Συνέντευξη Τύπου έχουμε, τώρα». Ο Μουνκ άνοιξε το ραδιόφωνο. Ακούστηκε η φωνή της Ανέτε. Τίποτε καινούριο, συνεχίζουμε να ψάχνουμε. Θα θέλαμε πληροφορίες. Δεν είχαν βρει τίποτε καινούριο, όμως ο κόσμος απαιτούσε αυτές τις συνεντεύξεις Τύπου. Η Μία γύρισε και κοίταξε τον Μουνκ, που έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να του πει ότι η Βερόνικα Μπάκε είχε
240/487
μοιραστεί τον ίδιο οίκο ευγηρίας με τη μητέρα του, αλλά το απέφυγε. Για την ώρα. Ο Γκάμπριελ είχε αναλάβει την υπόθεση, και το κεφάλι του Μουνκ έμοιαζε έτοιμο ν’ ανατιναχθεί. «Πρέπει να πας σε ψυχολόγο», είπε ο Μουνκ ξαφνικά, με το που μπήκαν στην Ντράμενσβάιεν. «Ορίστε;» Ο Μουνκ έβγαλε μια επαγγελματική κάρτα από την τσέπη του σακακιού του και της την έδωσε. «Πρέπει να πας σε ψυχολόγο». «Ποιος το λέει αυτό;» «Ο Μίκελσον». «Τι στο διάολο;» «Μη με κοιτάς εμένα. Άκουσαν τη συνομιλία που είχαμε εχθές το βράδυ. Σκέφτηκαν ότι δεν είσαι και εντελώς στα καλά σου». «Καλά θα κάνουν να το ξεχάσουν», γρύλισε η Μία. «Αυτό είπα κι εγώ». «Τότε συμφωνούμε». Η Μία άνοιξε το ντουλαπάκι και πέταξε μέσα την καρτ βιζίτ χωρίς να της ρίξει ούτε μια ματιά. «Τι θράσος, Θεέ μου». «Καλά, τι περίμενες;» «Λίγο σεβασμό, γαμώτο μου». «Ναι, καλή τύχη με δαύτο», αναστέναξε ο Μουνκ. «Τι λες, σταματάμε για ένα μπέργκερ;» «Ναι, αμέ», είπε η Μία. Ο Μουνκ βρήκε μια έξοδο και σταμάτησε σε ένα βενζινάδικο ακριβώς τη στιγμή που άρχισε να βρέχει.
40 Η βροχή έπεφτε έξω από τα παράθυρα των γραφείων της εφημερίδας Αφτενπόστεν στο κτίριο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Είχαν μαζευτεί όλοι στο γραφείο του Γκριν για να παρακολουθήσουν τη συνέντευξη Τύπου που είχε μεν ανακοινωθεί για τις δώδεκα, αλλά είχε αναβληθεί για δέκα περίπου λεπτά. Παρόντες ήταν ο Μίκελ Βολ, η Σίλιε Ούλσεν και ο Έρικ Ρένιν, καθώς κι ο ίδιος ο αρχισυντάκτης Γκριν – και, παρόλο που δεν του άρεσε να σκέφτεται έτσι, για πρώτη φορά ο Μίκελ Βολ καθόταν στην καλύτερη θέση, στη δερμάτινη καρέκλα δίπλα του. Κάτι είχε συμβεί από τη στιγμή εκείνου του τηλεφωνήματος στο Σκίλερι: ο Βολ είχε ανέβει στην ιεραρχία. Ήταν ξαφνικά το κέντρο του κόσμου. Ο Γκριν χαμήλωσε τον ήχο της τηλεόρασης και γύρισε να μιλήσει στους παρευρισκομένους γύρω από το τραπέζι. Είχαν καταφέρει να το κρατήσουν μυστικό. Ότι ο δράστης είχε επικοινωνήσει μαζί τους. Δεν είχαν κάνει καμία αναφορά. Ακόμα. Αυτό συζητούσαν τώρα. Να το ανακοινώσουν; Κι αν ναι, πώς; «Εγώ λέω να περιμένουμε», είπε η Σίλιε και δάγκωσε το μήλο της. «Επειδή…;» είπε ο Γκριν. «Επειδή δεν ξέρουμε αν θα εξαφανιστεί όταν το αποκαλύψουμε». «Εγώ λέω να το πούμε, τι στο διάολο;» είπε ο Έρικ. Ο εικοσιεξάχρονος υπερταλαντούχος δημοσιογράφος ήταν εδώ και λίγα χρόνια, από το διορισμό του και μετά, το τρομερό παιδί του Γκριν, και η καρέκλα στην οποία καθόταν τώρα ο Μίκελ ήταν συνήθως δική του. Αν ο μικρός τον ζήλευε ή τον φθονούσε, το έκρυβε πολύ καλά. Καθόταν ήρεμος, με τα πόδια ανοιχτά και με μια λαστιχένια μπαλίτσα για το στρες ανάμεσά τους, που, κάθε λίγο, την έσφιγγε.
242/487
«Και τι μας λέει ότι δεν θα πάρει τη VG αύριο το πρωί, ή την Νταγκμπλάντε απόψε;» συνέχισε ο Έρικ. «Έχουμε ολόκληρο λαβράκι στα χέρια μας, η ώρα είναι τώρα». Ο Μίκελ Βολ χαμογέλασε χλιαρά. Ο Έρικ είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί τη λέξη λαβράκι πολύ συχνά, από τότε που είχε κερδίσει το ετήσιο βραβείο ερευνητικού ρεπορτάζ για μια σειρά άρθρων πάνω στους απόκληρους του Όσλο. «Και τότε γιατί δεν τους πήρε εκείνους πρώτα;» αντιπαρέβαλε η Σίλιε. Η Σίλιε και ο Έρικ ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Εκείνη είκοσι και κάτι, φωνακλού, με σκουλαρίκι στα χείλη και σαφές αριστεροφιλελεύθερες θέσεις, σε σχέση τουλάχιστον με τη γραμμή της Αφτενπόστεν. Εκείνος αντίθετα ήταν ήρεμος, ισορροπημένος, συνήθως κουστουμαρισμένος, εύγλωττος, κελεπούρι για κάθε πεθερά, με ζεστό χαμόγελο και λάμψη στα μάτια. Όταν υπήρχαν διαφωνίες στο γραφείο, ήταν συνήθως μεταξύ των δυο τους. Ο Μίκελ Βολ ήταν περισσότερο δημοσιογράφος παλαιάς κοπής. Με το μπλοκάκι και το χαρτί στο χέρι, και συγκεντρωμένος στα δικά του, ποτέ του δεν είχε γράψει για κάτι ή για κάποιον που δεν γνώριζε ή δεν είχε αντιμετωπίσει. Τώρα έκανε όλο δελτία Τύπου και κανένα γρήγορο τηλέφωνο, ή καμιά φορά ούτε κι αυτό. Κι όσο για το ντύσιμό του, δεν ήταν ούτε σαν της Σίλιε, ούτε σαν του Έρικ. Ήταν κάπου ανάμεσα. Μήπως ήταν βαρετός; Το ’χε σκεφτεί κι αυτό μια-δυο φορές. Ότι έπρεπε να βγει και να πάει στα μαγαζιά να ψωνίσει καινούρια ρούχα που –να δεις πώς το έλεγαν τα περιοδικά που είχε η αδελφή του σπίτι της–, α ναι: που υπογράμμιζαν την προσωπικότητά του. Ποτέ του δεν είχε τέτοια. Τα ρούχα της ντουλάπας του κρέμονταν εκεί μέσα τα τελευταία δέκα χρόνια. Υπήρχε κάτι σε όλο αυτό που δεν ήξερε πώς ακριβώς να το εξηγήσει, αλλά ήταν σαν μια μάταιη, εγωιστική περιβολή, ασχέτως στιλ, που δεν ταίριαζε σε ένα τόσο σοβαρό επάγγελμα σαν το δικό του. Ποιος νοιαζόταν; Εξάλλου αυτόν είχε πάρει στο τηλέφωνο ο/η δολοφόνος. Κανέναν άλλον. «Αυτό λέμε», έλεγε ο Έρικ. «Πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία». «Έλα, ρε Έρικ, τώρα, αυτού του τύπου η παθητική-επιθετική επιχειρηματολογία είναι για μας τις γυναίκες, εντάξει;»
243/487
«Είμαι εγώ παθητικός-επιθετικός;» «Χριστέ μου, έλεος…» «Εσύ τι λες, Μίκελ;» είπε ο Γκριν και γύρισε προς το μέρος του. Οι άλλοι δύο σιώπησαν. Για μια φορά, όλοι ήθελαν να ακούσουν τι θα έλεγε ο Μίκελ Βολ. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά ο μυστηριώδης άνθρωπος που του είχε τηλεφωνήσει λες και του είχε κάνει χάρη. «Δεν ξέρω ακριβώς», ξερόβηξε ο Μίκελ. «Από τη μία νομίζω ότι πρέπει να το βγάλουμε στη φόρα, το θεωρώ σημαντικό». «Αποκλειστικότητα!» παρενέβη ο Έρικ και άφησε τη λαστιχένια μπαλίτσα του επάνω στο τραπέζι. «Μόνοι μας. Κανείς άλλος. Εγώ ψηφίζω “φύγαμε”!» «Από την άλλη όμως», συνέχισε ο Μίκελ, «θα ήταν χαζό να κάναμε μιαδυο αποκλειστικότητες και να χάσουμε, έτσι, ως αποτέλεσμα την επαφή μας. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να βοηθήσουμε». Απόλυτη σιγή έπεσε στο δωμάτιο. «Να βοηθήσουμε;» είπε η Σίλιε. «Να πάμε δηλαδή στους μπάτσους;» «Στην αστυνομία», αναστέναξε ο Γκριν. «Δεν κάνουμε ταξική πάλη εδώ μέσα. Στην Αφτενπόστεν γράφουμε». «Και δεν μπορούμε να λέμε “μπάτσους” δηλαδή;» Η Σίλιε γύρισε το βλέμμα στο ταβάνι και δάγκωσε άλλη μια μπουκιά από το μήλο της. «Τέλος πάντων», είπε ο Γκριν. «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά». «Και τι είναι αυτό;» είπε ο Έρικ. «Αν θα πάμε στην αστυνομία να τους πούμε τι ξέρουμε». «Και τι θα καταφέρουμε έτσι;» διαμαρτυρήθηκε ο Έρικ. «Καταρχάς δεν έχουμε τίποτε απτό, τίποτε που να τους χρησιμεύει. Μπορεί να χρησιμεύσει όμως σ’ εμάς, διαφωνείτε;» «Δεν συνηθίζω να λέω τέτοια πράγματα, αλλά αυτή τη φορά συμφωνώ με τον Έρικ. Λέω να μην πάμε στους μπάτσους», συμφώνησε η Σίλιε. «Στην αστυνομία», είπε ο Γκριν. «Πραγματικά δεν έχουμε κάτι που μπορεί να τους χρησιμεύσει. Όχι ακόμα». «Ακριβώς», είπε ο Έρικ.
244/487
«Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορούμε και να το βγάλουμε στη φόρα. Αν το αποκαλύψουμε τώρα, ποιος ξέρει τι άλλο χάνουμε; Και, συν τοις άλλοις, έχουν περάσει τρεις μέρες ήδη. Μπαγιάτικα νέα θα σερβίρουμε;» «Όχι, δεν είναι έτσι», διέκοψε ο Έρικ. «Τα νέα είναι φρέσκα, διάολε!» «Σουτ! Τώρα ξεκινούν», είπε ο Γκριν και δυνάμωσε τον ήχο της τηλεόρασης. Τη συνέντευξη Τύπου σήμερα την παρουσίαζαν η Ανέτε Γκούλι και η αστυνομική εισαγγελέας Χάιντι Σίμουνσεν. «Η Γκούλι και η Σίμουνσεν…» αναστέναξε ο Έρικ και αγκάλιασε ξανά την μπαλίτσα του. «Πότε θα στείλουν τον Μουνκ ή την Κρούγκερ; Γουστάρω να ξανακάνω άρθρο για την Κρούγκερ». «Χα!» γέλασε η Σίλιε με χλευασμό. «Όλοι ξέρουμε τι θες να κάνεις με την Κρούγκερ. Άρθρο; Δεν νομίζω». «Σουτ!» ξανάπε ο Γκριν και δυνάμωσε κι άλλο τον ήχο. Η Ανέτε Γκούλι μόλις είχε καλωσορίσει τους παρευρισκόμενους στη συνέντευξη Τύπου, όταν ξαφνικά χτύπησε το τηλέφωνο του Μίκελ Βολ. Σιγή έπεσε στην αίθουσα. Άγνωστος αριθμός. «Άσ’ το να χτυπήσει δυο φορές!» «Σήκωσέ το!» Είχαν μιλήσει ταυτόχρονα ο Έρικ και η Σίλιε. Ο Γκριν έβαλε την τηλεόραση στη σίγαση και μουρμούρισε στον Μίκελ Βολ, Βάλ’ το στην ανοιχτή ακρόαση. Ο Μίκελ ανακάθισε στην καρέκλα του, καθάρισε το λαιμό του και σήκωσε το τηλέφωνο. «Ναι, Μίκελ Βολ εδώ, από την Αφτενπόστεν». Ένας θόρυβος, σαν ξύσιμο στο ακουστικό. Δεν μπορούσαν να ακούσουν κανέναν στην άλλη άκρη της γραμμής, καμιά φωνή, τίποτε. «Εδώ Βολ, από την Αφτενπόστεν, λέγετε;» Και πάλι τίποτε. Μόνο παράσιτα. «Ομιλείτε, παρακαλώ!» είπε ο Έρικ ανυπόμονα. Ο Γκριν και η Σίλιε γύρισαν το βλέμμα στο ταβάνι. «Σκάσε…» ψιθύρισε ο Γκριν πάνω από το τραπέζι.
245/487
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα. Και ύστερα ακούστηκε η παραμορφωμένη μεταλλική φωνή: «Αχά, ώστε δεν είμαστε μόνοι, ε;» Ακόμα και ο Έρικ το βούλωσε τώρα· κάθισε γρήγορα-γρήγορα κι άρχισε να πιέζει το λαστιχένιο του μπαλάκι, με τα μάτια ορθάνοιχτα. Μάλλον είχαν πιστέψει ότι επρόκειτο για φάρσα. Ναι, πήρε τηλέφωνο ο δολοφόνος, εμένα μου λες. Ήταν το όνειρο όλων των δημοσιογράφων, και η τιμή είχε γίνει στον Βολ; Κι όμως, δεν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία τώρα. Ήταν αλήθεια. Η Σίλιε έφτυσε προσεκτικά το μήλο της και το άφησε πάνω στο τραπέζι. «Όχι», είπε ο Βολ. «Είσαι σε ανοιχτή ακρόαση». «Για δες τιμή», είπε η μεταλλική φωνή σαρκαστικά. «Η Αφτενπόστεν ακούει τους αναγνώστες της… Δεν πειράζει, το προτιμώ έτσι, όσο περισσότεροι αναλάβουν την ευθύνη, τόσο το καλύτερο». «Ποια ευθύνη;» ξερόβηξε ο Μίκελ Βολ. «Θα έρθουμε και σ’ αυτό», είπε η φωνή. «Νόμιζα ότι θα είχατε πάει στη συνέντευξη Τύπου. Δεν είχατε να κάνετε ερωτήσεις;» «Γιατί έσταξε το γουρούνι στο πάτωμα;» είπε ο Βολ, νευρικά. «Τι έξυπνο αγόρι! Το θυμάσαι, βλέπω», είπε η φωνή. «Ξέρω τη δουλειά μου. Δεν πρόκειται να κάνω ερωτήσεις που ούτε έχω σκεφτεί, ούτε εγκρίνω». Γύρισε και κοίταξε τον Γκριν, που άρχισε να κουνάει μανιωδώς το κεφάλι του εννοώντας ότι είχε δώσει τη λάθος απάντηση. Έπρεπε να πάνε με τα νερά του, όχι εναντίον του, έτσι δεν τα είχαν συμφωνήσει από πριν; Σιγή από την άλλη άκρη. «Δημοσιογραφική ακεραιότητα», γέλασε η φωνή, μετά από μια μεγάλη παύση. «Ναι», είπε ο Μίκελ. «Τι γλυκός που είσαι», είπε χλευαστικά η φωνή. «Όλοι ξέρουν ότι δεν υπάρχει δημοσιογραφική ακεραιότητα. Μόνο εσείς τα πιστεύετε αυτά. Δεν πήρατε χαμπάρι ότι οι δημοσιογράφοι ήρθαν τελευταίοι σε κείνη την έρευνα που έγινε πέρυσι; Ποια επαγγέλματα εμπιστεύεστε περισσότερο; Σας πέρασαν και οι δικηγόροι και οι διαφημιστές, ακόμα και οι πωλητές
246/487
αυτοκινήτων. Σας διέφυγε μήπως;» Η μεταλλική φωνή ξαναγέλασε, σχεδόν εγκάρδια αυτή τη φορά. Ο Έρικ Ρένινγκ κούνησε το κεφάλι του και έδειξε με το δάχτυλο το τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι. Ο Γκριν τον κοίταξε και συνοφρυώθηκε. «Αλλά δεν σας πήρα γι’ αυτό», είπε η φωνή παγωμένα. «Γιατί πήρες;» ρώτησε ο Μίκελ Βολ. «Για δες, έξυπνος που είσαι απόψε! Μόνος σου τη σκέφτηκες αυτή την ερώτηση;» «Σταμάτα να έχεις αυτό το υφάκι», είπε ξαφνικά ο Έρικ, μην μπορώντας άλλο να συγκρατηθεί. «Πώς ξέρουμε ότι δεν είσαι κάποιος γελοίος που γουστάρει να κάνει πλάκες;» Το πρόσωπο του Γκριν είχε γίνει σαν ντομάτα. Ανίκανος να συγκρατηθεί, έχωσε μια κλοτσιά στον Έρικ κάτω από το τραπέζι. Όλοι σιώπησαν, αλλά η φωνή συνέχισε: «Καλή ερώτηση», είπε η φωνή ξερά. «Με ποιον έχω την τιμή να συνομιλώ;» «Με τον Έρικ Ρένινγκ», είπε ο Έρικ. «Για δες, τον Έρικ Ρένινγκ που πήρε το βραβείο καλύτερης ερευνητικής δημοσιογραφίας το 2011; Συγχαρητήρια!» «Ευχαριστώ», είπε ο Έρικ. «Πώς αισθάνεσαι που γράφεις για τους απόκληρους και μετά πας σπίτι σου στο Φρόγκνερ να πιεις Σαρντονέ στην μπανιέρα με τα αιθέρια έλαια; Δημοσιογραφική ακεραιότητα είναι κι αυτό;» Ο Έρικ κάτι πήγε να πει, μα συγκρατήθηκε. «Αλλά να ξέρεις, Ρένινγκ, βασικά έχεις δίκιο. Πώς ξέρεις ότι είμαι αυτός που λέω ότι είμαι; Θες να παίξουμε ένα παιχνίδι;» «Τι παιχνίδι;» έβηξε ο Έρικ. «Το λέω Είμαι στις Ειδήσεις, θες;» Απόλυτη σιγή είχε πέσει στην αίθουσα. Κανείς δεν τολμούσε να πει τίποτα. «Να σας εξηγήσω τους κανόνες;» είπε η μεταλλική φωνή. «Συνήθως εσείς μεταδίδετε τα νέα. Φαντάζομαι ότι καταντάει βαρετό πού και πού. Τι λέτε λοιπόν να γίνεται εσείς τα νέα αυτή τη φορά; Δεν θα ήταν ενδιαφέρον;»
247/487
«Πού το πας;» πετάχτηκε ο Μίκελ Βολ. «Εσείς θ’ αποφασίσετε», είπε η φωνή. «Τι θ’ αποφασίσουμε;» «Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει». Οι τέσσερις δημοσιογράφοι αντάλλαξαν ματιές. «Τι θες να πεις;» Η φωνή γέλασε χαμηλόφωνα. «Εσείς τι λέτε ότι θέλω να πω; Δεν έχω ακόμα αποφασίσει. Την Αντρέα ή την Καρουλίνε; Αποφασίστε εσείς. Δεν είναι τρομερά ευγενικό εκ μέρους μου; Να σας αφήσω να αποφασίσετε;» «Δ…δεν το εννοείς», είπε η Σίλιε. «Ποπό, έχουμε και κορίτσι στην παρέα, τι ωραία! Εσύ πάλι ποια είσαι;» «Η Σ…Σ…Σίλιε Ούλσεν», τραύλισε η Σίλιε, με απόλυτη σοβαρότητα. «Πώς σου φαίνεται το όλο ζήτημα, Σίλιε Ούλσεν;» ρώτησε η φωνή. «Ποιο όλο ζήτημα;» Η φωνή ξαναγέλασε λίγο. «Με τη γυναίκα. Το πιστεύεις;» «Ναι», είπε η Σίλιε προσεκτικά. Η φωνή ξέσπασε σε γέλια. «Αχ, πόσο αφελείς είστε! Είναι τόσο απλό. Τόσο απίστευτα απλό. Προσωπικά, βαρέθηκα. Πραγματικά βαρέθηκα, περίμενα λίγη παραπάνω αντίσταση. Μίκελ, πες μου εσύ, το πιστεύεις κι εσύ αυτό με τη γυναίκα;» «Ναι», είπε ο Μίκελ, μετά από μια μικρή παύση για να σκεφτεί. «Έλα τώρα, είναι δυνατόν να είμαι καλύτερος απ’ όλους σας; Μια γυναίκα; Ένας συνταξιούχος, λέει, είδε μια γυναίκα. Κι αν ήταν τραβεστί; Κάποιος που το είχε σχεδιάσει ώστε να μοιάζει με γυναίκα; Έρικ, με πιάνεις; Πού λες να μπορεί να φτάσει ένας από τους απόκληρούς σου για χίλιες κορόνες, ε; Λες να μπορεί να φορέσει μια κουκούλα και να εμφανιστεί καταμεσής ενός δρόμου στο Σκίλερι μες στο βράδυ και να τριγυρνάει από δω κι από κει, έτσι άσκοπα; Τι λες, μπορεί; Εσύ, Έρικ, θα το έκανες αν ήσουν απόκληρος της κοινωνίας;» «Δεν είσαι γυναίκα, αυτό θες να μας πεις;» είπε ο Έρικ μειλίχια. «Αχ, Θεέ μου, είστε πιο ηλίθιοι απ’ ό,τι περίμενα», είπε η φωνή παγωμένα. «Και είχα πιστέψει σε σας, πραγματικά. Αλλά δεν έχει σημασία. Οκέι, ακούστε πώς θα το κάνουμε. Έχετε ένα λεπτό για να μου πείτε ένα
248/487
όνομα. Αντρέα ή Καρουλίνε. Όποια διαλέξετε θα πεθάνει σήμερα το βράδυ. Η άλλη θα ζήσει. Θα επιστρέψει σπίτι της μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εάν δεν μου πείτε ένα όνομα, θα πεθάνουν και οι δύο. Για μένα δεν κάνει καμία διαφορά. Μία ζει. Μία πεθαίνει. Εσείς επιλέγετε. Καταλάβατε τους κανόνες;» «Μα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» ξέσπασε ο Γκριν. «Θα σας ξαναπάρω σε ένα λεπτό. Καλή τύχη». «Ό…ό…όχι», ψέλλισε η Σίλιε. «Τικ-τακ», είπε η φωνή και έκλεισε το τηλέφωνο.
41 Ο Λούκας βρισκόταν στον Παράδεισο. Έτσι ένιωθε τουλάχιστον. Ανυπομονούσε εδώ και μέρες γι’ αυτή την τρίτη εξόρμηση στο κτήμα στο δάσος. Lux Domus, Οίκος του Φωτός, ή, όπως προτιμούσε να το αποκαλεί ο Πάστορας Σίμουν, Porta Caeli: η Πύλη του Ουρανού. Ήταν δυνατόν να υπήρχε κάτι τόσο όμορφο; Porta Caeli, η Πύλη του Ουρανού. Ένιωθε το κορμί του μουδιασμένο όλη μέρα και τώρα, τώρα που είχαν πια φτάσει τόσο κοντά στον Παράδεισο, δεν μπορούσε να ησυχάσει και πίεζε τον εαυτό του να παραμείνει γαλήνιος. Και καθόταν φαινομενικά ήρεμα σε ένα κάθισμα δίπλα στο παράθυρο, ενώ ο Πάστορας διάβαζε στα παιδιά. Το μήνυμα το είχε λάβει ο Πάστορας αυτοπροσώπως, από τον Θεό. Να χτίσει αυτό το μέρος. Μια νέα Κιβωτό. Όχι για ζώα αυτή τη φορά, μα για τους Εκλεκτούς. Τους μυημένους. Τον Οίκο του Φωτός. Την Πύλη του Ουρανού. Την Ημέρα της Κρίσεως, αυτοί μόνο θα κέρδιζαν τη Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς άλλος. Σαράντα άνθρωποι όλοι κι όλοι. Υπήρχαν και άλλες Κιβωτοί ανά τον κόσμο, έτσι είχε μηνύσει ο Θεός στον Πάστορα, αλλά δεν γνώριζαν πού. Τους έφτανε το ότι υπήρχαν. Θα συναντούσαν τους υπόλοιπους Εκλεκτούς στον ουρανό, όταν ερχόταν εκείνη η ώρα. Στον ουρανό, στο Βασίλειο του Κυρίου, εκεί που στα ποτάμια έτρεχε γάργαρο, γαλαζοπράσινο νερό και που τα πάντα ήταν χτισμένα από χρυσό, πάνω σε ένα χαλί ολόλευκων νεφών. Στην αιωνιότητα. Για τους Εκλεκτούς. Για πάντα. Ο Λούκας έκλεισε τα μάτια και άφησε τη φωνή του Πάστορα να κυλήσει εντός του. Τη φωνή του Θεού: γιατί αυτό ήταν. Τα παιδιά, είχε πει ο Θεός, τα παιδιά είναι τα πιο σπουδαία απ’ όλα, τα καθαρά παιδιά, ήταν σημαντικό αυτό, τα παιδιά που ήταν εξαγνισμένα, αγνά, άδολα, όπως στην κοιλιά της
250/487
μάνας τους και όχι βρόμικα όπως εδώ, σε τούτο τον κόσμο. Έπρεπε να είναι καθαρά, έπρεπε να εξαγνιστούν. Ακόμα και μέσα απ’ τη φωτιά. Την πυρά της Κόλασης. Ο Πάστορας μιλούσε με μειλίχια, απαλή φωνή, αποφασιστικά, σαν το δεξί χέρι του Θεού, σκληρό απέξω και μαλακό από μέσα. Νερό έρρεε τώρα μέσα στο κεφάλι του Λούκας, δροσερά, γάργαρα ποτάμια μέσα σε δάση καταπράσινα και σε λιβάδια λευκά μπρος από το ολόχρυσό του σπίτι. «Παιδιά μου, θα φανερωθώ ενώπιόν σας για να οδηγήσω τους ανθρώπους από το σκότος στο φως», είπε ο Πάστορας ήρεμα. «Θα σας αποκαλύψω την αλήθεια της Κολάσεως για να μετανοήσετε, για να σωθείτε από το δρόμο του κακού πριν να ’ναι αργά. Εγώ, ο Κύριος υμών Ιησούς Χριστός, θα πάρω τις ψυχές από τα σώματά σας και θα τις στείλω στην Κόλαση. Και θα σας χαρίσω οράματα του Παραδείσου και της Αποκαλύψεως». Ο Πάστορας σίγησε για μια στιγμή και κοίταξε το εκκλησίασμά του. Του άρεσε αυτή η χειρονομία. Να τους κοιτάζει στα μάτια. Ήταν σημαντικό. Για να μπορούν όλοι να δουν ότι πίσω από το βλέμμα του κρυβόταν το βλέμμα του Θεού. Ο Λούκας άνοιξε τα μάτια και χαμογέλασε. Το σπίτι του θα ήταν δίπλα στο σπίτι του Πάστορα, έτσι είχε πει ο Θεός. Και δεν θα υπήρχαν πολλά παιδιά· μόνο οχτώ. Τα είχε επιλέξει και τα οχτώ ο Πάστορας. Πέντε κορίτσια και τρία αγόρια, αγνά σχεδόν όλα τους. Λίγες λέξεις από τη φιλική φωνή του Πάστορα και θα ήταν έτοιμα. Ο Λούκας κοίταξε τριγύρω του μήπως και μπορέσει να αναγνωρίσει εκείνο το ξεχωριστό παιδί που το έλεγαν Ρακέλ. Τα παιδιά δεν ξεχώριζαν, αυτό ήταν το νόημα, Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον Θεό, αλλά στο τέλος την κατάλαβε. Γαλανά μάτια, φακίδες παντού. Μα τους είχε δημιουργήσει μερικά προβληματάκια. Ο Λούκας δεν καταλάβαινε γιατί τόση φασαρία εκ μέρους του Πάστορα γι’ αυτό το κορίτσι. Τι την έκανε τόσο ξεχωριστή; Αν ήθελε να ξεφύγει από τον Οίκο του Φωτός και να ζήσει στην Κόλαση, με γεια της με χαρά της. Γιατί να ξοδεύουν το χρόνο τους για δαύτην; Δεν υπήρχαν άλλοι, κατάλληλοι υποψήφιοι στο εκκλησίασμα; Όλα αυτά δεν τα έλεγε φωναχτά, βεβαίως. Ο Πάστορας πάντα ήξερε τι έκανε. Και, στ’ αλήθεια, γιατί σκεφτόταν τώρα τέτοια πράγματα; Ο Λούκας κούνησε το κεφάλι του στη σκέψη της ίδιας του της βλακείας και ξανάκλεισε
251/487
τα μάτια. Η φωνή του Πάστορα κύλησε πάλι εντός του. Έσφιξε τα χείλη, όπως πάντα, για να μην του ξεγλιστρήσει ούτε ένα μουγκρητό. «Ένα βράδυ, ενώ προσευχόμουν στο σπίτι μου, με επισκέφθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός», είπε ο Πάστορας. «Προσευχόμουν στο Άγιο Πνεύμα ημέρες ολόκληρες και, ξάφνου, ένιωσα τον Θεό να μπαίνει μέσα μου. Η δύναμη και η δόξα Του γέμισαν το σπίτι μου. Ένα λαμπρό φως με αγκάλιασε και μια αίσθηση πληρότητας με συνεπήρε. Το φως ερχόταν κατά κύματα, κύματα που κυλούσαν και εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο, το ένα πάνω στο άλλο. Ένα θέαμα απίστευτο. Και, τότε, ο Κύριος άρχισε να μου μιλά. Και μου είπε: “Είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Κύριός σου, και ήρθα να σου πω πώς να προετοιμάσεις τους αγίους για τον ερχομό Μου και πώς να φέρεις πολλούς άλλους στο δρόμο το σωστό. Η δύναμη του σκότους είναι πραγματική και η Κρίση Μου δίκαιη. Τέκνον Μου, θα σε πάρω μαζί Μου στην Κόλαση, και μαζί με το Άγιο Πνεύμα θα σου δείξω πράγματα να πεις στον κόσμο. Θα σου φανερωθώ πολλές φορές. Θα πάρω την ψυχή σου από το σώμα σου και θα σε συνοδεύσω ως την Κόλαση”. “Κύριε και Θεέ μου”, φώναξα, “τι θες να κάνω για Σένα;” Όλη μου η ύπαρξη ήθελε να φωνάξει προς Εκείνον, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την παρουσία Του. Ήταν η πιο όμορφη, γαλήνια, χαρούμενη και δυνατή αγάπη που ένιωσα ποτέ μου. Άνοιξα το στόμα μου και άρχισαν από μέσα μου να ρέουν έπαινοι προς τον Θεό. Ήθελα να Του προσφέρω τη ζωή μου όλη, για να τη χρησιμοποιήσει και να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία. Το ήξερα ότι ήταν όντως ο Ιησούς, ο Υιός του Θεού, εκεί μαζί μου – με είχε φωτίσει το Άγιο Πνεύμα. “Άκου, τέκνον Μου”, μου είπε ο Ιησούς, “ήρθα για να σε πάρω μαζί Μου στην Κόλαση, να γίνεις μάρτυς, να περιγράψεις στους άλλους πώς είναι, για να οδηγήσεις τους χαμένους από το σκότος στο φως του ευαγγελίου του Χριστού!” Και αμέσως η ψυχή μου έφυγε από το σώμα μου. Και υψώθηκα με τον Ιησού πάνω από το σπίτι μου, στον ουρανό». Ο Πάστορας σηκώθηκε και έκανε νόημα στα παιδιά να σηκωθούν επίσης. Στάθηκαν σε έναν κύκλο καταμεσής του δωματίου. Ο Πάστορας έκανε νόημα στον Λούκας να έρθει να σταθεί μαζί τους. Ο Λούκας σηκώθηκε απαλά από την καρέκλα του και ήρθε και κράτησε τα χέρια δύο παιδιών. «Ας προσευχηθούμε», είπε ο Πάστορας και έσκυψε το κεφάλι.
252/487
Το δωμάτιο γέμισε μουρμουρητά: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η Βασιλεία Σου, γενηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανώ και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών. Και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Ότι Σου εστίν η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν». «Αμήν», είπε ο Λούκας άλλη μια φορά, μη θέλοντας να πάψει. Porta Caeli. Η Πύλη του Ουρανού. Και είχαν επιτέλους φτάσει. Έμενε μόνο να προετοιμαστούν για την Ημέρα της Κρίσεως, που σύντομα θα ερχόταν. Ο Πάστορας άνοιξε την πόρτα και άφησε τα παιδιά να φύγουν. Όλα, εκτός από τη Ρακέλ. Ήθελε πάντα να μιλάει περισσότερο στη Ρακέλ. Μήπως επειδή ήταν το απολωλός πρόβατο; Προφανώς γι’ αυτό. Το πρόβατο και το κοπάδι. Για μία ακόμη φορά, ο Λούκας ένιωσε ενοχές που είχε αμφιβάλει για την επιλογή του Πάστορα. «Νομίζω ότι η Ρακέλ χρειάζεται λίγη ώρα μόνη της με τον Θεό και μαζί μου», είπε ο Πάστορας και έγνεψε στον Λούκας να τους αφήσει μόνους. Ο Λούκας κατένευσε με χαμόγελο και βγήκε από το δωμάτιο. «Σε παρακαλώ, βεβαιώσου ότι δεν θα μας ενοχλήσει κανείς. Έτσι, Λούκας;» «Βεβαίως», είπε ο Λούκας και υποκλίθηκε. Έκλεισε την πόρτα απαλά ξοπίσω του. Το σκοτάδι είχε αρχίσει τώρα να πέφτει, μπορούσε να δει τα άστρα τ’ ουρανού. Χαμογέλασε πλατιά και ένιωσε τη γνώριμη ζέστη να του γεμίζει το κορμί. Εκεί θα πήγαιναν. Στα ουράνια. Αχ, πόσο αδημονούσε! Τόσο πολύ χαιρόταν, που του ήταν δύσκολο να εξηγήσει πόσο! Ένα σταθερό, μεγάλο, υπέροχο αίσθημα ζεστασιάς τον τύλιξε γύρω-γύρω και απλώθηκε μέσα του απ’ την κορυφή ως τα νύχια. Γαλαζοπράσινα ποτάμια. Σπίτια από χρυσό. Μα ήταν πραγματικά δυνατόν; Ήταν δυνατόν να είναι τόσο τυχερός; Ο Λούκας σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος, χαμογέλασε πλατιά και άρχισε να σιγομουρμουρίζει έναν καινούριο ύμνο που μόλις είχε μάθει.
42 Ήταν αδιαμφισβήτητα το μεγαλύτερο λεπτό σε όλη τη ζωή του Μίκελ Βολ. Και, μαζί, το συντομότερο. Το συντομότερο και το μεγαλύτερο λεπτό. Ήταν λες και ο χρόνος είχε σταματήσει. Και, την ίδια στιγμή, λες και γλιστρούσε μέσ’ από τα δάχτυλά του. Ο χρόνος είχε αποκτήσει νέο νόημα. Δεν είχε κανένα νόημα. Τα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα τα σπατάλησαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Ο Μίκελ κοίταζε τη Σίλιε που είχε μείνει μ’ ανοιχτό το στόμα και μάτια που είχαν μόλις, λες, δει ούφο. Η Σίλιε κοίταζε τον Γκριν απελπισμένα, σαν νεαρός αμνός που αναζητούσε ανέλπιδα παρηγοριά σε κάποιον μεγαλύτερο, γιατί ο Γκριν, ο συνήθως πολυμήχανος αρχισυντάκτης, είχε κολλήσει το βλέμμα του στο τηλέφωνο πάνω στο τραπέζι και ύστερα στον Μίκελ Βολ, που με τη σειρά του κοίταζε τώρα τον Έρικ Ρένινγκ. Ο Έρικ είχε κοκαλώσει. Είχε μείνει ακίνητος. Ούτε μια έκφραση δεν περνούσε από το πρόσωπό του. Η λαστιχένια μπάλα του είχε μείνει μετέωρη, σφηνωμένη στη μια του παλάμη. Το στόμα του ήταν μισάνοιχτο, κοκαλωμένο στη μέση κάποιου πνευματώδους ή σαρκαστικού σχολίου που δεν είχε προλάβει να εκφραστεί και υπαναχωρούσε τώρα πάλι στο εσωτερικό του λαιμού του. Και οι τέσσερίς τους είχαν μείνει άναυδοι. Παγωμένοι. Σοκαρισμένοι. Αυτά ήταν τα πρώτα πέντε δευτερόλεπτα. Τα επόμενα πέντε ήταν ακριβώς το αντίθετο. Όλοι άρχισαν ξαφνικά, ταυτόχρονα, να μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο. Σαν τέσσερα παιδιά που βρέθηκαν σε κάποια σήραγγα και είχαν ανακαλύψει ότι ένα τρένο ερχόταν καταπάνω τους και δεν μπορούσαν να το αποφύγουν, έπρεπε μόνο ν’ αρχίσουν να τρέχουν, να τρέχουν, ενώ όλοι γνώριζαν ότι αυτό ήταν λάθος φριχτό, μα έτρεχαν από ένστικτο. Λόγια, λόγια που εκτοξεύονταν τυχαία τριγύρω στο δωμάτιο:
254/487
«Θεέ μου!» «Πρέπει να διαλέξουμε!» «Θεέ μου!» «Κι αν δεν είναι μπλόφα;» «Νομίζω ότι θα ξεράσω». «Σκατά, μα είναι δυνατόν να…» «Κι αν δεν διαλέγαμε;» «Θεέ μου!» «Πρέπει να διαλέξουμε!» «Δεν μπορούμε να διαλέξουμε!» «Δεν είναι δυνατόν». «Γκριν;» «Μίκελ;» «Τι θα κάνουμε;» «Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε ένα παιδί». «Νομίζω ότι θα ξεράσω. Δεν αισθάνομαι καλά, δεν αισθάνομαι καλά». «Μπορούμε να γλιτώσουμε ένα παιδί». «Έρικ;» «Σίλιε;» «Τι θα συμβεί αν δεν διαλέξουμε;» «Θα πεθάνουν και τα δυο». «Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε ένα κοριτσάκι». «Θεέ μου». «Μπορούμε να σώσουμε όμως ένα». «Θεέ μου». «Τι θα κάνουμε;» «Θεέ μου». Είχαν περάσει τώρα είκοσι δευτερόλεπτα. Το ρολόι στο γραφείο δεν είχε δείκτη δευτερολέπτων. Συνέχιζε να δείχνει δώδεκα και δεκαέξι. Το ρολόι ήταν άχρηστο. Του έλειπαν τα δευτερόλεπτα. Ήταν το μόνο πράγμα που χρειάζονταν τώρα, ούτε τις ώρες, ούτε τα λεπτά, μόνο τα δευτερόλεπτα. Τα επόμενα δέκα αναλώθηκαν στο να βρουν πόση ώρα τούς είχε απομείνει. Ο πανικός είχε αρχίσει να απλώνεται παντού μέσα στην αίθουσα.
255/487
«Πόση ώρα έχει περάσει;» Η Σίλιε ήταν κατάχλωμη. «Πόση ώρα έχουμε ακόμα;» Ο Γκριν είχε σηκωθεί και στεκόταν με τα χέρια ακουμπισμένα στο τραπέζι. «Κανείς δεν κράτησε την ώρα;» Ο Μίκελ Βολ κοίταξε το τηλέφωνό του, το ρολόι στον τοίχο, αυτό που του έλειπε ο δείκτης των δευτερολέπτων και που, άρα, ήταν εντελώς άχρηστο. Τέσσερα παιδιά στις ράγες του τρένου μέσα σε μια σήραγγα, να νιώθουν τη δόνηση της αμαξοστοιχίας που χιμούσε καταπάνω τους. «Δεν θα φάμε χρόνο να μάθουμε πόσο χρόνο έχουμε!» Ο Έρικ είχε σηκωθεί όρθιος τώρα και βαρούσε τη γροθιά του στο τραπέζι. Μια, δυο, τρεις φορές. «Δεν θα φάμε χρόνο να μάθουμε πόσο χρόνο έχουμε!» Ο Γκριν είχε πάρει τα χέρια απ’ το τραπέζι και τραβούσε τα μαλλιά του. «Πόση ώρα έχουμε;» Όλο αυτό πήρε δέκα δευτερόλεπτα. Είχαν περάσει τριάντα τώρα. «Πρέπει να σκεφτούμε!» φώναξε ο Έρικ. «Όχι να μιλάμε όλοι μαζί!» «Δεν μιλάμε όλοι μαζί!» φώναξε η Σίλιε. «Πρέπει ν’ αποφασίσουμε!» φώναξε ο Μίκελ Βολ. «Τι θα κάνουμε;» φώναξε ο Γκριν, συνεχίζοντας να τραβάει τα μαλλιά του. «Ηρεμήστε, όλοι σας!» φώναξε ο Έρικ. «Θα ηρεμήσουμε!» φώναξε η Σίλιε. Είχαν περάσει σαράντα δευτερόλεπτα ήδη. Τα είκοσι τελευταία τούς είχαν φανεί σαν λεπτό ολόκληρο, ή σαν μια ώρα. Σαν ολόκληρη χρονιά. Οι δείκτες είχαν σταματήσει και, συνάμα, έτρεχαν σαν τρελοί. Τελικά ήταν ο Έρικ που είπε πρώτος κάτι λογικό: «Θα ψηφίσουμε». «Τι;» «Τσιμουδιά δεν θέλω. Θα ψηφίσουμε τώρα. Χέρια ψηλά όσοι θέλουν να κάνουμε κάτι». Ο Έρικ σήκωσε το χέρι του. Ο Γκριν σήκωσε το χέρι του. Ο Μίκελ Βολ σήκωσε το χέρι του χωρίς να έχει ιδέα γιατί, από καθαρά αντανακλαστικά. Το αριστερό χέρι της Σίλιε έμεινε πάνω στο τραπέζι. Είχαν περάσει σαράντα εννέα δευτερόλεπτα. «Τρία προς ένα».
256/487
«Μα…» είπε η Σίλιε, αλλά ο Έρικ δεν την άκουγε. «Χέρια ψηλά όσοι ψηφίζουν να σωθεί η Καρουλίνε». «Δηλαδή να πεθάνει η Αντρέα;» τσίριξε πνιχτά η Σίλιε. «Χέρια ψηλά!» φώναξε ο Έρικ. Είχαν περάσει πενήντα τρία δευτερόλεπτα. «Χέρια ψηλά αν θέλετε να σωθεί η Καρουλίνε!» ξαναφώναξε ο Έρικ, γεμάτος απελπισία – το τρένο τους είχε φτάσει, ήταν ο μόνος τρόπος να ξεφύγουν – ή να το σταματήσουν, ή να εκτροχιαστούν. Σήκωσε το χέρι του και κοίταξε τον Γκριν. Ο Γκριν τον μιμήθηκε και κοίταξε απελπισμένα τη Σίλιε. «Όχι», έσκουξε η Σίλιε. «Όχι, όχι, όχι». Πενήντα εφτά δευτερόλεπτα. Ο Γκριν και ο Έρικ στέκονταν όρθιοι με το χέρι στον αέρα. Κοιτούσαν και οι δυο τους τον Μίκελ Βολ. «Ναι ή όχι;» φώναξε ο Έρικ. Ο Μίκελ Βολ προσπάθησε να σηκώσει το χέρι του, αλλά του ήταν αδύνατον. Ήταν ασήκωτο. Ποτέ του δεν το είχε ξανανιώσει τόσο βαρύ. Δεν τον υπάκουε. Ή τον υπάκουε. Το μυαλό του δεν καταλάβαινε τη διαφορά. Πενήντα εννέα δευτερόλεπτα. «Πάμε ξανά!» ούρλιαξε ο Έρικ. «Θα σώσουμε ή δεν θα σώσουμε την Καρουλίνε;» «Θα σκοτώσουμε την Αντρέα», έσκουξε η Σίλιε. «Όχι, όχι!» «Πάνω ή κάτω;» φώναξε ο Γκριν. Τρίχες από τα μαλλιά του υπήρχαν στο χέρι που είχε υψώσει στον αέρα ο αρχισυντάκτης. Ο Μίκελ Βολ προσπάθησε για μία ακόμα φορά να σηκώσει το χέρι του, αλλά αυτό παρέμεινε κολλημένο στην αγκαλιά του. Και τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Σιγή έπεσε στο δωμάτιο. Είχε περάσει ένα ολόκληρο λεπτό. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ο Μίκελ Βολ έμεινε να το κοιτάζει. Δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. Δεν έβλεπε μπροστά του. Θα μπορούσε να βρίσκεται οπουδήποτε. Στο φεγγάρι, για παράδειγμα. Δεν ήξερε τι να κάνει. Τελικά, ο Έρικ Ρένινγκ έσκυψε και πάτησε το κουμπί. «Γεια σας και πάλι», είπε η μεταλλική φωνή.
257/487
Απόλυτη σιγή γύρω από το τραπέζι. «Είμαι πολύ περίεργος», είπε η φωνή. «Τι αποφασίσατε;» Κανείς δεν έβγαλε μιλιά. «Είστε εκεί;» ρώτησε η φωνή. Η Σίλιε κοίταξε τον Γκριν που κοίταξε τον Έρικ που κοίταξε τον Μίκελ Βολ που κοίταξε τα δάχτυλά του. Η μεταλλική φωνή γέλασε ψυχρά. «Τι έγινε, σας κόπηκε η μιλιά; Πρέπει να πάρω μια απάντηση. Ο χρόνος κυλά. Τικ-τακ». Ο Έρικ Ρένινγκ ξερόβηξε. «Ε…» «Την Αντρέα;» είπε ψυχρά η φωνή. «Ή την Καρουλίνε; Ποια θα στείλετε σπίτι της; Ένα κορίτσι θα πεθάνει, ένα θα ζήσει. Τόσο δύσκολο είναι πια;» «Θα ζήσουν και τα δύο!» έσκουξε η Σίλιε ξαφνικά. Η μεταλλική φωνή έσκασε στα γέλια. «Όχι, όχι, δεσποινίς Ούλσεν. Δεν ήταν αυτοί οι κανόνες. Ένα θα πεθάνει, και το άλλο θα ζήσει. Εσείς αποφασίζετε ποιο ζει και ποιο πεθαίνει. Δεν σας αρέσει που αποφασίζετε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει; Δεν νιώθετε κάπως σαν μικροί θεοί; Δεν είναι ωραία να είσαι παντοδύναμος, Ρένινγκ;» Σιωπή ξαναπλώθηκε σ’ όλη την αίθουσα. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν. Το μυαλό του Μίκελ Βολ είχε πάψει να λειτουργεί. Η Σίλιε έσφιγγε απελπισμένα το κορμί της. Ο Γκριν στεκόταν όρθιος με τα δυο του χέρια στον αέρα. Ο Έρικ Ρένινγκ άνοιξε το στόμα του και πήγε κάτι να πει. «Καλώς», είπε ψυχρά η φωνή. «Τότε θα πεθάνουν και οι δύο. Κρίμα, αλλά, αν αυτό θέλετε, δεν πρόκειται να σας χαλάσω το χατίρι. Χάρηκα για το παιχνίδι». «Όχι!» ούρλιαξε η Σίλιε και άρπαξε το τηλέφωνο και με τα δυο της χέρια, σε μια απέλπιδα, τελευταία προσπάθεια να εμποτίσει με ανθρώπινη λογική την ψυχρή, μεταλλική συσκευή. Αλλά ήταν πολύ αργά. Η φωνή είχε εξαφανιστεί.
43 H Μία Κρούγκερ καθόταν στη βεράντα των καπνιστών και παρακολουθούσε τον Μουνκ να καταστρέφει τα πνευμόνια του. Μόλις είχαν τελειώσει με τη σημερινή ενημέρωση, και ο Μουνκ είχε ιδιαιτέρως κακή διάθεση. «Μα είναι δυνατόν;» επαναλάμβανε ξανά και ξανά, τρίβοντας τα μάτια του. Κανείς της ομάδας δεν είχε κοιμηθεί καλά την τελευταία εβδομάδα, αλλά ο Μουνκ έμοιαζε να έχει κοιμηθεί λιγότερο απ’ όλους. Η Μία περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να του πει τι είχε στο μυαλό της. Δίστασε λίγο. Δεν ήταν και πολύ σίγουρη. Μια εικασία ήταν μόνο. Μια διαίσθηση που ολοένα και δυνάμωνε κατά τη διάρκεια της ημέρας. «Μα είναι δυνατόν;» είπε ξανά ο Μουνκ, ανάβοντας καινούριο τσιγάρο με τη γόπα του προηγούμενου. «Τι έχεις στο μυαλό σου;» ρώτησε η Μία και έβγαλε μια καραμέλα από την τσέπη της. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μουνκ και την κάρφωσε άγρια με το βλέμμα. Έπειτα, σαν να ξύπνησε και να συνειδητοποίησε σε ποιον μιλούσε, μαλάκωσε. «Τα πάντα έχω», απάντησε και ξανάτριψε τα μάτια του. «Κάποιος πρέπει να τα είδε. Δυο κοριτσάκια έξι ετών εξαφανίζονται και μετά τίποτα;» «Ούτε η αμοιβή βοήθησε;» «Καθόλου, γαμώτο. Πεντακόσια χιλιάρικα! Πεντακόσια! Νόμιζα ότι κάποιος θα έβγαινε να μιλήσει». «Θα το πάμε στο εκατομμύριο;» Ο Μουνκ κατάνευσε. «Ναι, θα το ανακοινώσουμε αύριο το πρωί. Μόνο να ελπίζουμε μπορούμε». «Κι αν μπλοκάρουν τις γραμμές όλοι οι τρελοί του κόσμου;»
259/487
«Είναι ένα ρίσκο που πρέπει να πάρουμε…» αναστέναξε ο Μουνκ και πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του. «Μίλησες με τον Μπένγιαμιν Μπάκε;» Η Μία έγνεψε καταφατικά. «Θα τον συναντήσω στις τέσσερις και μισή, στο θέατρο. Είχε μόνο μισή ώρα. Εκτός από τις πρόβες του Άμλετ παίζει και στο παιδικό, στο Κάριους και Μπάκτους. Θες να έρθεις;» Ο Μουνκ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, πήγαινε εσύ. Πού ζει; Στο διαμέρισμα της προγιαγιάς του; Αυτός παραλαμβάνει τους λογαριασμούς; Ξέρεις τι να ρωτήσεις τώρα». «Ναι, ναι, κανένα πρόβλημα», είπε η Μία. «Μα έλεος όμως!» φώναξε ο Μουνκ. «Κάποιος πρέπει να είδε κάτι! Κάποιον να μπαινοβγαίνει σ’ ένα αυτοκίνητο ή σ’ ένα σπίτι, ας πούμε. Σ’ ένα υπόγειο – κάτι! Δεν θα φάνε τα κορίτσια; Δεν παρατήρησε κανείς κάποιον να ψωνίζει πιο πολύ από το συνηθισμένο; Κάποιον που…» Ο Μουνκ σταμάτησε και κόλλησε το βλέμμα στο τσιγάρο του. «Είναι πολύ καλά σχεδιασμένο. Χρειαζόμαστε και λίγη τύχη. Το ξέρεις, ε;» είπε η Μία απαλά. «Υπερβολικά καλά σχεδιασμένο, γαμώτο μου, ε;...» ξεφύσησε ο Μουνκ. «Ναι, δυστυχώς», κατένευσε η Μία. «Ίσως εδώ και χρόνια». «Και ξέρουμε τι σημαίνει αυτό: τα κορίτσια δεν επιζούν αν δεν τα βρούμε σύντομα». Η Μία δεν απάντησε. Γύρισε και κοίταξε κάτω, στο δρόμο. Καμιά φορά τούς ζήλευε αυτούς εκεί κάτω. Τους κανονικούς ανθρώπους. Με τα περίπτερά τους και τα καταστήματα παπουτσιών τους. Που δεν έπρεπε να ασχολούνται με τέτοια πράγματα. Βρήκε άλλη μια καραμέλα στην τσέπη της και την έβαλε στο στόμα. «Πρέπει κάτι να σου πω», είπε στον Μουνκ. «Λέγε». Η Μία σκέφτηκε για λίγο, προσπαθώντας να βρει τις κατάλληλες λέξεις. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Μουνκ παραξενεμένος. «Νομίζω ότι εμπλέκεσαι κι εσύ στην υπόθεση, Χόλγκερ», είπε η Μία. «Τι εννοείς, εμπλέκομαι στην υπόθεση;» «Νομίζω ότι είσαι μέρος του σχεδίου». «Τι σκατά κάθεσαι και λες, Μία;»
260/487
Τους διέκοψε ένας νευρικός Γκάμπριελ Μερκ, που έβγαλε το κεφάλι του στη βεράντα. «Συγγνώμη που σας διακόπτω, αλλά…» «Τι θες;» του γρύλισε ο Μουνκ. «Ε, τίποτα, μόνο να… Έεε… Μία, βρήκα… θυμάσαι εκείνες τις πληροφορίες που μου είχες ζητήσει χθες το βράδυ; Τι θες να τις κάνω;» «Θέλω να δώσεις όλα τα ονόματα στον Κιμ και στον Λούντβιγκ και να τους πεις να τα αντιπαραβάλουν με την υπόθεση του Χένεφος. Έχω την αίσθηση ότι κάτι τρέχει εκεί πέρα». «Έγινε», είπε ο Μερκ και έκλεισε την πόρτα χωρίς να ρίξει ούτε ματιά στον Μουνκ. «Τι στο διάολο εννοείς όταν λες ότι είμαι κι εγώ μέρος του σχεδίου;» είπε ο Μουνκ. «Πιστεύω», είπε η Μία, «ότι έχει να κάνει με σένα». «Με μένα;» Η Μία κατένευσε. «Έτσι πιστεύω». Η συζήτησή τους ξαναδιακόπηκε, αυτή τη φορά από την Ανέτε Γκούλι, που δεν χτύπησε καν την πόρτα. «Πρέπει να έρθεις μέσα», είπε στον Μουνκ. «Τι τρέχει;» «Έχουμε μια σημαντική εξέλιξη. Μόλις μας πήρε τηλέφωνο ένας δικηγόρος…» –κοίταξε ένα αυτοκόλλητο χαρτάκι που κρατούσε στο χέρι– «ονόματι Λίβουλ. Εκπροσωπεί την Αφτενπόστεν. Επικοινώνησε, λέει, μαζί τους ο δολοφόνος». «Άι στο διάολο!» φώναξε ο Μουνκ. Σηκώθηκε όρθιος και έσβησε το τσιγάρο του. «Πότε;» «Αρκετές φορές, απ’ ό,τι φαίνεται. Εδώ και μερικές μέρες. Τελευταία φορά, σήμερα το πρωί». «Και τώρα μας παίρνουν τηλέφωνο;» εξερράγη ο Μουνκ. «Τώρα; Πόσο μαλάκες μπορεί να είναι;» «Προφανώς χρειάζονταν χρόνο για να πάρουν συμβουλές από κάποιο δικηγόρο». «Ηλίθιοι! Ηλίθιοι! Πού είναι;» «Στο κτίριο του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Μας περιμένουν. Έχω καλέσει αμάξι».
261/487
Ο Μουνκ στράφηκε προς τη Μία. «Θα έρθεις;» Η Μία κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Έχω να δω τον Μπένγιαμιν Μπάκε». «Α, ναι, σωστά». Την κοίταξε με ένα βλέμμα στενό, παράξενο. «Θα το συζητήσουμε αργότερα, κατά προτίμηση αμέσως μετά. Δεν μπορώ να καταλάβω τι μου λες». «Θα τα πούμε στο Γιουστίσεν μετά, ναι;» πρότεινε η Μία. «Καλώς», απάντησε ο Μουνκ και έτρεξε πίσω από την Ανέτε, στο εσωτερικό του κτιρίου.
44 Όταν η Μία έφτασε στο Εθνικό Θέατρο, είδε τον Μπένγιαμιν Μπάκε να την περιμένει καθισμένος στα σκαλιά του κτιρίου. Έμοιαζε νευρικός· κοίταξε το ρολόι του, ψαχούλεψε το κινητό του, άναψε τσιγάρο, χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του στο μηρό του, κοίταξε τριγύρω λες και ανησυχούσε μήπως και τον έβλεπε κάποιος. Δεν είναι και το καλύτερο μέρος για να κρυφτεί κανείς, σκέφτηκε η Μία και στάθηκε πίσω από το άγαλμα του Ερρίκου Ίψεν, να τον παρατηρήσει για μια στιγμή ανενόχλητη. Τον είχε ξαναδεί κάπου, αλλά της πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί πού. Όχι στα κουτσομπολίστικα περιοδικά, αυτά δεν τα διάβαζε ούτε όταν πήγαινε στον οδοντίατρο. Δεν είχε κάτι εναντίον τους, απλώς δεν την ενδιέφερε καθόλου το περιεχόμενό τους. Φυσικά και την είχαν πλησιάσει εκείνη την περίοδο που γινόταν χαμός γύρω από το πρόσωπό της, αλλά τους είχε κόψει το βήχα. Η αληθινή ιστορία της Μία Κρούγκερ. Κάτι τέτοιο είχε πει ο δημοσιογράφος που της είχε τηλεφωνήσει. Παρεμπιπτόντως, μετράνε ως δημοσιογράφοι όλοι αυτοί; Πώς είναι δυνατόν; Είσαι δημοσιογράφος αν γράφεις για τα βυζιά της μιας και της άλλης ή για το πώς πέρασε ο τάδε τις διακοπές του Πάσχα; Δεν θα ’πρεπε να υπάρχουν κανόνες για κάτι τέτοια; Τέλος πάντων, τους είχε απορρίψει ευγενικά, παρόλο που της είχαν προσφέρει διάφορα, Ένα ωραίο ταξιδάκι στους Τροπικούς για σένα και το αγόρι σου; Δεν είσαι με κανέναν τώρα; Η Μία γέλασε λίγο και δάγκωσε το μήλο που είχε αγοράσει από του Νάρβεσεν λίγο πιο πάνω στο δρόμο. Άκου ταξιδάκι στους Τροπικούς. Τίποτα καλύτερο δεν μπορούσαν να βρουν; Κι έπρεπε εκείνη ν’ αποκαλύψει την προσωπική της ζωή για ένα ταξιδάκι; Ο Μπένγιαμιν Μπάκε καθόταν με το τσιγάρο στο στόμα και το ένα μάτι του κλειστό, πληκτρολογώντας στο κινητό του. Έβαλε το τηλέφωνο στην
263/487
τσέπη του, τριγύρισε το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλά του, και ύστερα ξανάπιασε το τηλέφωνο κι άρχισε πάλι να πληκτρολογεί. Και, ξαφνικά, της ήρθε: Εξωσκόπηση. Από εκεί τον θυμόταν. Τον είχε δει σε μια ταινία. Έπαιζε τον επιθεωρητή. Θα μπορούσε να ήταν εκείνη, δηλαδή όχι εκείνη-εκείνη, ο Κάρι ή ο Κιμ ας πούμε, ένας άντρας επιθεωρητής που δεν ήταν αρχηγός, αλλά υφιστάμενος. Ο ρόλος δεν του πήγαινε, του ήταν άβολος. Η Μία έφαγε και την τελευταία μπουκιά του μήλου της, πέταξε το κοτσάνι στον κάδο απορριμμάτων και πλησίασε τα σκαλιά. Ο Μπένγιαμιν Μπάκε σηκώθηκε όρθιος μόλις την είδε και την πλησίασε με ένα πλατύ χαμόγελο στο στόμα. «Γεια σου Μία, χαίρομαι που σε γνωρίζω», είπε και της έσφιξε το χέρι. «Γεια», είπε εκείνη, λίγο έκπληκτη που της συμπεριφέρθηκε λες και την ήξερε ήδη. Ίσως έτσι έκαναν οι άνθρωποι του σιναφιού του. Εμείς που βγαίνουμε στην τηλεόραση και στις εφημερίδες είμαστε όλοι στο ίδιο τσουβάλι, είμαστε μία κοινότητα και αλληλοϋποστηριζόμαστε. Η Μία διαφωνούσε καθέτως, αλλά αποφάσισε να προσποιηθεί. «Έχω κλείσει τραπέζι στο Τεάτερκαφέεν, έκανα καλά;» είπε ο Μπένγιαμιν και έσβησε το τσιγάρο του. «Σαφώς», είπε η Μία. «Δεν νομίζω όμως να πάρει πολλή ώρα». «Κι εγώ το ελπίζω», της έκλεισε το μάτι ο Μπένγιαμιν και την πήρε απαλά απ’ το μπράτσο. «Αλλά πρέπει οπωσδήποτε να βάλω κάτι στο στόμα μου. Όλο το πρωί είχα πρόβες και μετά έχω μια παιδική παράσταση και ύστερα πάλι πρόβες βραδιάτικα». «Ποπό», είπε η Μία. «Εγώ δεν πεινάω, αλλά μπορώ να σε βλέπω να τρως». «Χαχά, εντάξει τότε, έγινε», χαμογέλασε ο Μπένγιαμιν και της έκανε νόημα να διασχίσουν το δρόμο. Προφανώς ο Μπένγιαμιν Μπάκε μίλησε και στην υπεύθυνη του Τεάτερκαφέεν στον ενικό, συζητώντας μαζί της ακατάπαυστα μέχρι που κάθισαν στο ρεζερβέ τραπέζι τους δίπλα στο παράθυρο. Στο τέλος, της συνέστησε και τη Μία, και η κοπέλα φάνηκε αμήχανη που έπρεπε να της σφίξει το χέρι και να επαναλάβει το μικρό της όνομα. Η Μία γέλασε λίγο από μέσα της με όλους αυτούς τους ενικούς και τα μικρά ονόματα. Προφανώς
264/487
κάποια μέθοδος κατάκτησης ήταν όλο αυτό, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο Μπένγιαμιν Μπάκε το έκανε συνειδητά ή όχι. Ίσως έτσι να γίνονταν τα πράγματα στα δικά του τα λημέρια. Τα πάντα ήταν προσωπικά, οικεία. Εμείς γνωριζόμαστε, παίζουμε στην ίδια ομάδα, εμένα να διαλέξεις για το ρόλο, η δουλειά μου είναι. Τελικά, ήταν πραγματικός γυναικάς. Η Μία ευχόταν η Σουζάνε να μην ήταν τόσο ανόητη ώστε να έτρωγε τα μούτρα της γι’ αυτό τον τύπο. Ευχόταν με όλη της την καρδιά να μην ήταν αυτός για τον οποίο έκλαιγε. Αλλά μπα, δεν θα ’ταν. Στη Σουζάνε άρεσαν οι μεγαλύτεροί της άντρες, μόνο αυτοί οι άντρες τής ταίριαζαν. Όχι αυτά τα παιδαρέλια. Η Μία ήταν σχεδόν σίγουρη ότι ο Μπένγιαμιν Μπάκε μπορούσε έτσι και ήθελε να παίξει και το ρόλο του δυνατού, του άντρα που σε φροντίζει. Αλλά τώρα ήταν περισσότερο στο ρόλο τού –πώς να το πει;– αθώου παιδιού. «Πρέπει να πω πως εξεπλάγην όταν με πήρες τηλέφωνο», είπε ο Μπένγιαμιν, αφού έδωσε την παραγγελία του. «Με τι έχει να κάνει η όλη υπόθεση;» Η Μία έκρυψε ένα χαμογελάκι· είχε χρησιμοποιήσει σχεδόν την ατάκα της ταινίας όπου είχε παίξει. «Θέμα ρουτίνας είναι», είπε και ήπιε λίγο νερό. «Πάμε λοιπόν», είπε ο Μπένγιαμιν Μπάκε. Χάιδεψε τα μαλλιά του και της έκλεισε το μάτι. Ήταν σκέτο φλερτ, ω ναι. Η Μία υπενθύμισε στον εαυτό της να ζητήσει απ’ τη Σουζάνε να μείνει μακριά του την επόμενη φορά που θα την έβλεπε. «Έχει να κάνει με την προγιαγιά σου, τη Βερόνικα Μπάκε». «Σοβαρά;» είπε ο Μπένγιαμιν και σήκωσε το ένα φρύδι. «Η προγιαγιά σου δεν είναι; Βερόνικα Μπάκε, οδός Χανστέενσγκάτε, αριθμός 20. Πέθανε πριν δύο χρόνια». «Σωστά», είπε ο Μπένγιαμιν. «Εκεί ζούσε μέχρι το θάνατό της;» «Όχι, όχι», είπε ο Μπένγιαμιν. «Ζούσε για χρόνια σε ένα γηροκομείο». «Στον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν;» «Ναι, σωστά. Μα τι συμβαίνει, τέλος πάντων;» «Ποιος κατοικεί τώρα στην οδό Χανστέενσγκάτε, αριθμός 20;» «Δικό μου είναι το διαμέρισμα. Μένω εκεί εδώ και εφτά χρόνια».
265/487
«Από τότε που έφυγε η προγιαγιά σου από το σπίτι, με άλλα λόγια;» «Ναι». «Το κληρονόμησες; Στο όνομά σου είναι;» «Όχι, στο όνομα του πατέρα μου. Μα τι ακριβώς τρέχει; Γιατί με ρωτάς όλα αυτά τα πράγματα, Μία;» Ξανά το μικρό της όνομα. Προσπαθούσε να τη βάλει να κάνει την κουβέντα πιο προσωπική, να του έλεγε τι πραγματικά σκεφτόταν. Εξαιρετική τεχνική· έπρεπε να τη θυμάται. «Όπως είπα και πριν, είναι θέμα ρουτίνας», είπε η Μία και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. «Σε ποια θεατρική παράσταση παίζεις;» «Τι; Ε, στον Άμλετ», είπε ο Μπένγιαμιν Μπάκε. «Στις πρόβες είμαστε. Τώρα παίζω σε ένα παιδικό, αλλά κάνω πρόβες και για ένα καταπληκτικό, φοβερό έργο, μιας νέας Νορβηγίδας θεατρικής συγγραφέως, είκοσι δύο ετών είναι μόνο, εκπληκτικά ταλαντούχα, είμαστε μια ομάδα που σπεύσαμε να τη βοηθήσουμε pro bono, αν με καταλαβαίνεις, τι χρήματα να βγάλεις άλλωστε απ’ αυτό, ωμό έργο, απ’ τους δρόμους κατευθείαν στο σανίδι». «Καταλαβαίνω», είπε η Μία. «Πού έρχονταν τα γράμματά της;» «Ποιανής;» «Της Βερόνικας Μπάκε». «Τα γράμματά της; Δηλαδή;» «Θέλω να πω, λάμβανε το ταχυδρομείο στο σπίτι της, ή μάλλον στο σπίτι σου, ή αλλού;» Ο Μπένγιαμιν Μπάκε έμοιαζε μπερδεμένος. «Ε, τα περισσότερα έρχονταν στο σπίτι. Τι σόι γράμματα εννοείς; Μερικά έρχονταν σε μένα και τα έστελνα στο γηροκομείο, ή τα έπαιρνα μαζί μου όταν πήγαινα να την επισκεφτώ. Για τι σόι γράμματα μιλάμε;» Η Μία έβγαλε ένα χαρτί από την τσέπη του μπουφάν της και το έσπρωξε προς τη μεριά του πάνω στο τραπέζι. «Αυτός εδώ είναι ο αριθμός του κινητού της;» Ο Μπένγιαμιν κοίταξε το χαρτί και φάνηκε να μπερδεύεται ακόμα περισσότερο. «Τώρα δεν καταλαβαίνω απολύτως τίποτα». «Αυτό το νούμερο, λέω. Ήταν δικό της;»
266/487
«Η προγιαγιά μου δεν είχε κινητό τηλέφωνο», είπε ο Μπένγιαμιν. «Τα σιχαινόταν τα κινητά. Και τι να το κάνει δηλαδή, αφού όλοι τους είχαν προσωπικές γραμμές εκεί πάνω;» Η Μία ξαναπήρε το χαρτί και το έβαλε πίσω στην τσέπη της. «Ευχαριστώ», είπε και σηκώθηκε όρθια. «Αυτό ήθελα μόνο να μάθω. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για το χρόνο σου». «Τι; Αυτό ήταν όλο;» είπε ο Μπένγιαμιν Μπάκε, σχεδόν απογοητευμένος. «Ναι… ή μάλλον όχι, κάτι ακόμα», είπε η Μία και ξανακάθισε. «Ποιος την κληρονόμησε;» «Την προγιαγιά μου; Ο πατέρας μου», είπε εκείνος. «Δεν ξέρω αν ξέρεις, αλλά… πώς να σ’ το πω, μήπως η προγιαγιά σου άφησε την περιουσία της σε κάποια Εκκλησία;» Ο Μπένγιαμιν Μπάκε δεν μίλησε. Έβαλε μια οδοντογλυφίδα στο στόμα του και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Πρέπει να απαντήσω;» είπε εντέλει. «Όχι, δεν χρειάζεται», είπε η Μία και του χάιδεψε το χέρι. «Δουλεύω απλώς σε μια μεγάλη υπόθεση και, να, προέκυψε κάπως το όνομά της, και… δεν πρέπει να σ’ τα λέω όλα αυτά τώρα, Μπένγιαμιν, αλλά…» –έσκυψε λίγο προς το μέρος του– «…αλλά είμαστε τόσο κοντά στην επίλυση της υπόθεσης, κι αν μπορούσες να με βοηθήσεις, θα μπορούσα ίσως να την κλείσω ακόμα και σήμερα το βράδυ». «Μεγάλη υπόθεση;» ψιθύρισε ο Μπένγιαμιν, σκύβοντας κι αυτός πιο κοντά της. Η Μία κατένευσε και έφερε το δάχτυλό της στο στόμα. Ο Μπένγιαμιν έγνεψε καταφατικά. Ανακάθισε και ξεκίνησε πάλι το ηθοποιηλίκι. «Θα μείνει μεταξύ μας, έτσι;» είπε και κοίταξε τριγύρω. «Εννοείται», ψιθύρισε η Μία. Ο Μπένγιαμιν ξερόβηξε απαλά. «Ο πατέρας μου είναι εξαιρετικά υπερήφανος άνθρωπος. Οπότε... έτσι και έβγαινε παραέξω…» «Θα μείνει μεταξύ μας», του έκλεισε το μάτι η Μία. «Κάναμε μια διευθέτηση», είπε γρήγορα ο Μπένγιαμιν. «Τι είδους διευθέτηση;» «Είχε αλλάξει τη διαθήκη της λίγο πριν το θάνατό της». «Κι έδινε την περιουσία της στην Εκκλησία;»
267/487
«Ναι, τα πάντα». «Αλλά εσείς το σταματήσατε;» Εκείνος κατένευσε. «Πήγε ο πατέρας μου και επισκέφτηκε την Εκκλησία. Τους απείλησε ότι θα τους πήγαινε στα δικαστήρια. Τους προσέφερε ένα χρηματικό ποσό. Κι έτσι τελείωσε». «Πόσο μεγάλο;» «Αρκετά μεγάλο…» μουρμούρισε ο Μπένγιαμιν. Η Μία κοίταξε προσεκτικά τον νεαρό ηθοποιό. Έμοιαζε ειλικρινής και αθώος, αλλά παρέμενε ηθοποιός. Είχε πρόσβαση στο τηλέφωνο της Βερόνικας Μπάκε και μόλις πριν λίγο είχε πει ότι έκανε πρόβες για την παράσταση του Άμλετ. Who’s there? Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τον πήγαινε μέσα για περαιτέρω ανάκριση, αλλά αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να στείλει ένα περιπολικό να τον παρακολουθεί. Θα ανακάλυπταν σύντομα αν ο Μπένγιαμιν Μπάκε ήταν αυτό που παρουσίαζε. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε και του έσφιξε ξανά το χέρι. «Με βοήθησες πολύ». Σηκώθηκε όρθια και κούμπωσε το φερμουάρ του δερμάτινου μπουφάν της. «Αυτό ήταν; Δεν θέλεις να φας τίποτα;» «Όχι, ευχαριστώ. Τα λέμε, Μπένγιαμιν». «Θα τα ξαναπούμε, Μία. Θα τα ξαναπούμε». Η Μία φόρεσε το σκουφί της και βγήκε από το Τεάτερκαφέεν χαμογελώντας.
45 Ο Τουμπίας Ίβερσεν έγινε μια μικρή μπαλίτσα προσπαθώντας να συρθεί στην άκρη του μικρού υψώματος. Από εκεί θα είχε καλή θέα προς το κτήμα στο δάσους. Είχε στήσει τη σκηνή του πίσω από κάτι δέντρα, από όπου δεν θα τον έβλεπε κανείς. Εκεί μέσα είχε βγάλει και τη νύχτα. Χθες είχε σκοπό να επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά μετά τη συνάντησή του με το κορίτσι με το γκρίζο φόρεμα ένιωθε ότι έπρεπε να παραμείνει εκεί γύρω. Ρακέλ. Αυτό ήταν τ’ όνομά της. Του είχε γράψει και σημείωμα: του είχε ζητήσει να τη βοηθήσει. Ήταν πολύ πιο σημαντικό να παραμείνει στο δάσος, παρά να επιστρέψει στο σκοτεινό του σπίτι, όπου κανείς δεν χαμογελούσε. Ο Τουμπίας ήταν μόνο δεκατριών ετών, αλλά ένιωθε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν πολύ μεγαλύτερος, εδώ και καιρό. Είχε ζήσει πράγματα που κανένα παιδί δεν έπρεπε να είχε ζήσει, αλλά δεν είχε καμιά σημασία πια – εδώ έξω ήταν κύριος του εαυτού του. Σύρθηκε μέχρι την άκρη του υψώματος και έβγαλε τα κιάλια του. Ησυχία επικρατούσε στην αυλή του αγροκτήματος. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν, αλλά δεν έπρεπε να ήταν και πολύ περασμένη, γιατί δεν είχε ξημερώσει εντελώς ακόμα. Τώρα μπορούσε να δει ξεκάθαρα διάφορα πράγματα που χθες το βράδυ τα είχε δει μονάχα φευγαλέα. Ναι, έχτιζαν διάφορα κτίρια· δεν υπήρχε αμφιβολία. Παντού υπήρχαν οικοδομικά υλικά, σανίδες διαφόρων μεγεθών, σακιά που μάλλον περιείχαν τσιμέντο γιατί υπήρχε και μια μπετονιέρα εκεί δίπλα κι ένα μικρό τρακτέρ κι ένας μικρός εκσκαφέας. Υπήρχαν εφτά σπίτια εκεί κάτω στο δάσος, όλα τους κατάλευκα. Ένα κεντρικό σπίτι, μια μικρή εκκλησία με σταυρό στη στέγη και δύο θερμοκήπια. Μετά, άλλα τρία σπιτάκια και ένα υπόστεγο. Το προηγούμενο βράδυ, ο Τουμπίας είχε στηθεί ακριβώς στο ίδιο μέρος λίγο πριν βραδιάσει,
269/487
για να παρατηρήσει με τα κιάλια του τι γινόταν. Είχε κάνει ένα μικρό σκίτσο της περιοχής: πού βρίσκονταν τα χτίσματα, το χωράφι, οι σωροί της άμμου, το μεγαλύτερο φορτίο με τις σανίδες, η είσοδος. Ο ψηλός φράχτης είχε μπαλώματα και περιτριγύριζε όλη την περιοχή. Υπήρχε μόνο μία είσοδος, απ’ ό,τι μπορούσε να δει, κάτι σαν πύλη. Δεν μπορούσε να δει αν ήταν κλειδωμένη ή όχι, αλλά έβλεπε ότι ήταν κλειστή. Το προηγούμενο βράδυ είχε δει έναν άντρα να την ανοίγει, κι ένα μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο, ένα Λαντρόβερ ίσως ή ένα Χόντα CR, να μπαίνει στο κτήμα. Ο Τουμπίας ήξερε κάτι λίγα από αυτοκίνητα. Δεν τον ενδιέφεραν υπερβολικά –προτιμούσε τα παπάκια και τις μοτοσικλέτες, ειδικά τις κρος, που ήταν και οφ ρόουντ–, αλλά κάτι λίγα τα ήξερε. Στο αυτοκίνητο μέσα ήταν δύο άντρες, και τους είχαν υποδεχτεί λες και ήταν ο βασιλιάς ή ο πρωθυπουργός: ένας νεαρός με κοντά ξανθά μαλλιά, που ήταν υπηρέτης ή φρουρός ή κάτι τέτοιο, γιατί είχε πεταχτεί πρώτος από το αμάξι για ν’ ανοίξει την πόρτα του άλλου, και ένας μικρόσωμος ηλικιωμένος άντρας με πολλά κατάλευκα μαλλιά και ένα κοντάρι, σαν τον Γκάνταλφ στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Όλοι στο αγρόκτημα είχαν βγει από τα σπίτια τους για να υποκλιθούν στους νεοφερμένους και μερικοί πλησίασαν και χαιρέτησαν τον άντρα με τα πολλά κατάλευκα μαλλιά. Ύστερα πήγαν όλοι μαζί στο μεγάλο κτίριο με το σταυρό στην κορυφή. Μετά είχε πέσει το σκοτάδι και ο Τουμπίας δεν μπόρεσε να δει τίποτε άλλο. Υπήρχαν φώτα στα παράθυρα των σπιτιών, αλλά τον εμπόδιζε να δει μέσα κάτι που έμοιαζε με τζάμι αλλά δεν ήταν, κάτι σαν αδιαφανές γυαλί – ο Τουμπίας δεν ήξερε πώς το έλεγαν. Είχε καθίσει να φάει το ψωμί του και να ζεστάνει λίγη σούπα στο γκαζάκι μες στη σκηνή του. Ήταν πολύ προσεκτικός, ήξερε ότι δεν έπρεπε να χρησιμοποιεί γκαζάκια μέσα στη σκηνή, αλλά δεν ήθελε ν’ ανάψει φωτιά έξω, μπορεί κάποιος να τον έβλεπε. Συν τοις άλλοις, είχε δει στην τηλεόραση να το κάνει κι ένας από τους εξερευνητές των πόλων, ο Μπόργκε Άουσλαν, που είχε ανάψει γκαζάκι μέσα στη σκηνή του γιατί είχε πάρα πολύ κρύο έξω ή πολικές αρκούδες ή κάτι άλλο, δεν είχε σημασία τέλος πάντων. Στην αρχή δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σκεφτόταν συνέχεια το κορίτσι. Ήταν τόσο διαφορετικό από τα κορίτσια της τάξης του… Δεν είναι εύκολο να είσαι κορίτσι στις μέρες μας, είχε πει η Εμίλιε, η δασκάλα των νορβηγικών,
270/487
το είχαν συζητήσει και στην τάξη μια μέρα: γιατί μερικά κορίτσια φορούσαν τόσο λίγα ρούχα; Η Εμίλιε είχε κλέψει μια ολόκληρη ώρα από τα νορβηγικά και από τα βιβλία για να τους μιλήσει για τέτοιου είδους πράγματα, για το γεγονός ότι τα κορίτσια μακιγιάρονταν υπερβολικά ή άφηναν υπερβολικά γυμνές τις κοιλιές τους ή φορούσαν πάρα πολύ κοντές φούστες. Η Εμίλιε τους είχε πει ότι ήταν σημαντικό να μην ξεχνούν ότι ήταν μόνο δεκατριών ετών, αλλά κι ότι τις καταλάβαινε, γιατί αυτά έβλεπαν στην τηλεόραση, γυναίκες που φορούσαν μόνο εσώρουχα και κάλτσες για να τραγουδήσουν. Και μετά είχαν θέσει κάποιους κανόνες για το τι επιτρεπόταν και τι όχι, και τα πράγματα είχαν καλυτερέψει κάπως, αλλά τα κορίτσια συνέχιζαν να φοράνε εντελώς διαφορετικά ρούχα από τη Ρακέλ. ΒΟΗΘΗΣΕ ΜΕ. ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. Φαινόταν φοβισμένη. Πραγματικά φοβισμένη. Όχι όπως όταν έπαιζαν με τον αδελφό του τους Ινδιάνους και κυνηγούσαν, τάχα, βουβάλια. Δεν υπήρχαν βουβάλια· ούτε Ινδιάνοι υπήρχαν. Ενώ όλο αυτό ήταν πραγματικότητα. Αυτός ήταν ο Τουμπίας, και εκείνη η Ρακέλ. Και ήταν πραγματικά φοβισμένη, κι αυτός ήταν τώρα εδώ για να τη βοηθήσει. Ο Τουμπίας Ίβερσεν έβαλε ένα κλαδάκι στο στόμα του και, δαγκώνοντάς το, έφερε στα μάτια του τα κιάλια για να δει αν είχε ξεχάσει να σημειώσει κάτι στο χθεσινοβραδινό του σκίτσο. Κοίταξε μέσα από τα κιάλια του την πύλη και εστίασε όσο πιο πολύ μπορούσε. Η πύλη ήταν κατασκευασμένη από το ίδιο υλικό με το φράχτη, κάποιο είδος συρματοπλέγματος, και άνοιγε προς τα μέσα. Έμοιαζε να έχει κάτι σαν αλυσίδα στη μέση και ίσως και λουκέτο. Ο Τουμπίας άφησε τα κιάλια πάνω στα χορτάρια και άνοιξε το τάπερ που είχε στο μπουφάν του. Είχε βάλει μέσα δυο φέτες ψωμί –τις είχε ξεχωρίσει από χθες το βράδυ–, μία με κατσικίσιο σκούρο τυρί και μία με σαλάμι. Έφαγε αυτή με το τυρί και ήπιε λίγο από το μπουκάλι με το νερό που είχε γεμίσει στο ρεματάκι καθώς ανέβαινε στο ύψωμα. Έπρεπε να σχεδιάσει τις επόμενές του κινήσεις· ήταν πολύ σημαντικές. Καταρχάς, έπρεπε να πάρει μια γενική εικόνα της περιοχής. Το είχε δει να το κάνουν σε μια ταινία κάποτε: ήταν κάποιος που ήθελε να ληστέψει μια τράπεζα, ψέματα, ένα καζίνο στο Λας Βέγκας. Είχε
271/487
ένα σωρό χάρτες και σχέδια κι ένα σωρό συναντήσεις για να συζητήσει τη ληστεία. Ο Τουμπίας είχε χάρτη. Τώρα χρειαζόταν μόνο ένα σχέδιο. Ο Τουμπίας ήταν έτοιμος να φάει και τη φέτα με το σαλάμι, όταν ξαφνικά κάτι συνέβη στο κτήμα. Μια πόρτα άνοιξε απότομα και μια φιγούρα πετάχτηκε τρέχοντας έξω. Ένα κορίτσι με γκρίζο φόρεμα. Η καρδιά του αναπήδησε. Η Ρακέλ. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη μεριά του φράχτη, εκεί όπου είχαν συναντηθεί την προηγουμένη. Έτρεξε, σκόνταψε στο φόρεμά της, έπεσε και ξανασηκώθηκε. Σήκωσε το φόρεμα να μην μπλέκεται στα πόδια της, αλλά δεν μπορούσε να πάει πιο γρήγορα. Από πίσω της, από την πόρτα από όπου είχε βγει, βγήκαν τέσσερις, όχι, πέντε άντρες και άρχισαν να τρέχουν ξοπίσω της. Ο Τουμπίας ένιωσε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή μες στο στήθος του και αδυνατούσε να κρατά σταθερά τα κιάλια του. Η Ρακέλ γύρισε να κοιτάξει πίσω της και ξαναέπεσε. Οι άντρες την πλησίασαν, δεν απείχαν πολύ, ο Τουμπίας τούς είδε να κουνάνε τα χέρια τους και να φωνάζουν κάτι. Η Ρακέλ πλησίασε στο φράχτη και, φτάνοντας, έδωσε έναν πήδο και άρχισε ν’ ανεβαίνει· μα δεν ήταν τόσο εύκολο. Οι τρύπες στο συρματόπλεγμα ήταν μικρές και το βαρύ της φόρεμα δεν βοηθούσε. Οι άντρες την πλησίασαν με γρήγορα βήματα, και, ξαφνικά, ο ένας τους έφτασε το φράχτη και της άρπαξε το πόδι. Την τραβούσε τώρα προς τα κάτω, ενώ εκείνη χτυπιόταν και ούρλιαζε. Την έπιασαν και την τράβηξαν πίσω στο σπίτι. Και ύστερα όλα πάλι ησύχασαν. Ο Τουμπίας ένιωσε ξαφνικά παγωνιά. Όχι τριγύρω του, μα μέσα του. Οι σκέψεις έτρεχαν μες στο μυαλό του, και είχε λαχανιάσει παρόλο που ήταν εντελώς ακίνητος. Τι στο καλό; Τι στο καλό συμβαίνει εκεί κάτω; Πετάχτηκε απότομα όρθιος. Δεν υπήρχε χρόνος για σχέδια. Ούτε καν για να μαζέψει τα πράγματά του. Γύρισε γρήγορα στη σκηνή του, πήρε μαζί του το μαχαίρι και το χάρτη που είχε σχεδιάσει και άρχισε να κατεβαίνει το ύψωμα προς τη μεριά του κτήματος.
46 Η Μία καθόταν στο Καφέ Γιουστίσεν λαχταρώντας μια μπίρα, μα παρήγγειλε τελικά ένα ανθρακούχο μεταλλικό νερό. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο Χόλγκερ. Σωριάστηκε με κομμένη την ανάσα στο κάθισμα απέναντί της. «Τι έγινε;» ρώτησε η Μία. «Ο δολοφόνος επικοινώνησε με την Αφτενπόστεν εδώ και μερικές μέρες. Πήρε κάποιο δημοσιογράφο ονόματι Μίκελ Βολ. Με παραμόρφωση στη φωνή. Του έδωσε πληροφορίες για την Καρουλίνε». «Και γιατί δεν μας το είπαν;» «Γιατί είναι μαλάκες εγωίσταροι και τους νοιάζει μόνο να πουλάνε φύλλα. Γι’ αυτό, για τι άλλο;» Ο Μουνκ ήταν εμφανώς οργισμένος. «Και τι κάνουμε λοιπόν;» «Δεν είμαι σίγουρος…» μουρμούρισε εκείνος. «Ο δικηγόρος ήταν ξεκάθαρος ότι δεν είχαν κάνει κάτι λάθος κι ότι δεν μπορούμε να τους κατηγορήσουμε για τίποτα». «Ναι, αλλά μπορούμε να τους φέρουμε μέσα για ανάκριση, ρε γαμώτο, δεν μπορούμε;» είπε η Μία. «Ο Μίκελσον είπε ότι θα το σκεφτεί, αλλά μάλλον εννοούσε ότι αρκετά τους ανέκρινα ήδη». «Μα είναι δυνατόν;» «Κωλοπολιτικοί», γρύλισε ο Μουνκ. «Νοιάζονται μόνο για την πάρτη τους και για την καριέρα τους». Παρήγγειλε ένα ανοιχτό σάντουιτς με γαρίδες και μια κόκα-κόλα και έβγαλε το σακάκι του. «Έχουμε τίποτε λοιπόν;» «Μια προφορική αναφορά μόνο. Θα στείλουν τη γραπτή αύριο».
273/487
«Τίποτε χρήσιμο;» «Τίποτε αποκαλυπτικό, όχι», είπε ο Μουνκ κουνώντας το κεφάλι. «Τι έγινε με τον Μπάκε;» «Διάνα», είπε η Μία. «Δηλαδή;» «Δηλαδή νομίζω ότι εμπλέκεσαι». Ο Μουνκ την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Το ξανάπες αυτό, δεν καταλαβαίνω όμως τι εννοείς». «Εννοώ ότι νομίζω ότι έχει να κάνει με σένα». Ο Μουνκ παρέλαβε το φαγητό του και ήπιε μια γουλιά κόκα-κόλα. «Είναι λίγο δύσκολο να σ’ το εξηγήσω. Όπως σου είπα, έχω απλώς μια διαίσθηση». «Απόδειξέ το μου», είπε ο Μουνκ. «Οκέι. Λοιπόν... Ο δολοφόνος μάς υποδεικνύει το Χένεφος και το μωρό που χάθηκε. Ποιος ήταν υπεύθυνος σε κείνη την υπόθεση;» «Εγώ», είπε ο Μουνκ. «Σωστά. Ύστερα, είναι ο Άμλετ», συνέχισε η Μία. «Ποια είναι η υπόθεση του Άμλετ;» «Είναι μια ιστορία αγάπης;» «Για όνομα του Θεού, Χόλγκερ, αυτό είναι το Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Ο Άμλετ, λέμε». «Εσύ σπούδασες φιλολογία, όχι εγώ». «Τρεις διαλέξεις όλες κι όλες σε δύο εξάμηνα και καθόλου εξετάσεις δεν αντιστοιχούν ακριβώς σε σπουδές…» μουρμούρισε η Μία. «Τέλος πάντων, δεν ξέρω και πολλά από Σαίξπηρ», ξεφύσησε ο Μουνκ. «Οκέι, δεν έχει σημασία. Εκδίκηση. Ο Άμλετ είναι μια ιστορία εκδίκησης. Και πολλών άλλων πραγμάτων βέβαια, αλλά το βασικό νόημα είναι αυτό». «Οκέι. Εξαφανίζεται το μωρό. Την ευθύνη την έχω εγώ. Ο Σουηδός αυτοκτονεί. Βάζουμε την υπόθεση στο ράφι. Το μωρό δεν βρίσκεται ποτέ. Πιθανόν και να έχει πεθάνει. Ο δολοφόνος θέλει να μας πει ότι δεν το έκανε ο Σουηδός». «0x1ΓΒ».
274/487
«Μάλιστα. Και ύστερα κολλάει κάπου ο Άμλετ. Και πρόκειται για εκδίκηση, λες;» «Κάτι τέτοιο». «Και λοιπόν; Οκέι, το καταλαβαίνω μέχρι εδώ, αλλά… Οκέι, οκέι. Το μωρό εξαφανίζεται, οκέι. Η ευθύνη είναι δική μου, οκέι. Ο Άμλετ, η εκδίκηση, οκέι. Αλλά γιατί να σκοτώσει τα κορίτσια; Τι σχέση έχουν τα κορίτσια με όλο αυτό; Δεν το βρίσκεις κάπως φλου, Μία;» Η Μία ήπιε μια γουλιά μεταλλικό νερό και σκέφτηκε για λίγο. «Η προγιαγιά του Μπένγιαμιν Μπάκε». «Η Βερόνικα Μπάκε. Τι τρέχει μ’ αυτήν;» «Ζούσε στο ίδιο γηροκομείο με τη μητέρα σου. Πώς σου φαίνεται αυτό;» Ο Μουνκ γούρλωσε τα μάτια του. «Σοβαρά; Πού το ξέρεις;» «Το ανακάλυψα τις προάλλες. Αυτή τη στιγμή ο Λούντβιγκ αντιπαραβάλλει όλους τους υπαλλήλους, τους ενοίκους, γενικά όλα τα ονόματα που σχετίζονται με το γηροκομείο, με την υπόθεση Χένεφος. Δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπός μας είναι ο Μπένγιαμιν Μπάκε, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα μηνύματα στάλθηκαν από το παλιό τηλέφωνο της προγιαγιάς του. Ίσως και από κάποιον στο γηροκομείο. Ή μήπως μας ξεγέλασαν; Πρέπει να παραδεχτώ, πάντως, ότι δεν είμαι και πολύ σίγουρη αυτή τη στιγμή. Είπα στον Λούντβιγκ να κοιτάξει να δει τι μπορεί να βρει». «Και;» «Ακόμα τίποτα. Α, και το γηροκομείο δεν είναι το μοναδικό κοινό σημείο μεταξύ της μητέρας σου και της Βερόνικας Μπάκε». «Τι άλλο κοινό έχουν;» «Εκείνη την Εκκλησία». «Και η Βερόνικα ήταν μέλος;» «Όχι μόνο αυτό, αλλά ήθελε να τους δώσει και όλη την οικογενειακή τους περιουσία». «Τι;» «Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω; Καταλαβαίνεις;» «Μπράβο, Μία…» μουρμούρισε ο Μουνκ. «Καλή δουλειά». Ξαναγύρισε στις σκέψεις του. Προσπάθησε να χωνέψει όσα είχε ακούσει. «Γιατί όμως;» ρώτησε η Μία.
275/487
«Ναι, γιατί;» «Όχι, ούτε εγώ ξέρω, μα δεν μου φαίνεται για σύμπτωση. Ποιος είναι ο κοινός παρανομαστής, Μουνκ;» «Η Εκκλησία». «Ακριβώς». «Μα…» είπε απορημένος ο Μουνκ. «Ξέρω, ούτε εγώ το καταλαβαίνω πέρα για πέρα. Είναι τρομερά μπλεγμένο το κουβάρι. Είναι λες και θέλουν να μας κάνουν να τα χάσουμε. Υπάρχουν ένα εκατομμύριο αδιέξοδα. Θα ακουστεί περίεργα, το ξέρω, αλλά έχει γίνει πολύ καλή δουλειά. Και από τη μεριά του δολοφόνου επίσης. Κι εγώ το ίδιο ακριβώς θα έκανα». Ο Μουνκ τη στραβοκοίταξε. «Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Αν ήμουν στη θέση του. Με όλα αυτά τα σύμβολα και την αλλαγή στη μεθοδολογία. Μας έχει βάλει να τριγυρνάμε στα τυφλά, να τρέχουμε μια από δω και μια από κει, λες και παίζουμε τένις». «Τένις;» «Στο τένις, αυτός που κάνει το σερβίς έχει πάντα το πλεονέκτημα. Εφόσον πιέζεις συνεχώς τον αντίπαλο ώστε να μπορεί μόνο να αποκρούσει την μπάλα και τίποτε περισσότερο, έχεις τον πλήρη έλεγχο. Αν δεν κάνεις λάθος, κέρδισες». «Και, δηλαδή, ο δολοφόνος έχει το σερβίς;» «Ναι». «Δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω απολύτως τον παραλληλισμό σου», αναστέναξε ο Μουνκ. «Οι φόνοι είναι σαν παιχνίδι τένις;» «Φυσικά και καταλαβαίνεις, παλιοκερατά. Απλώς δεν θες να μου το αναγνωρίσεις. Θα προτιμούσες να το είχες σκεφτεί μόνος σου». «Ε, ναι, τα κάνω αυτά». Ο Μουνκ τής έκλεισε το μάτι, έφαγε την τελευταία μπουκιά από τις γαρίδες του και σκούπισε τη γενειάδα του από τις μαγιονέζες. «Πρέπει να κάνω τσιγάρο». «Πρέπει ν’ αρχίσω το κάπνισμα», αναστέναξε η Μία. «Κουράστηκα να τρέχω πίσω από την ανάγκη σου για νικοτίνη όλη την ώρα». «Συγγνώμη», είπε ο Μουνκ χωρίς να το εννοεί και προπορεύτηκε προς την πίσω αυλή.
276/487
«Ξέρω ότι φλυαρώ, ότι είναι σαν να ψαχουλεύω στα τυφλά», είπε η Μία και κάθισε κάτω από το θερμαντικό σώμα, «αλλά, γαμώτο μου, κάτι πρέπει να κάνουμε». «Ναι, πάμε για ρακέτες», της έκλεισε το μάτι ο Μουνκ. «Άντε παράτα μας, Χόλγκερ», χαμογέλασε εκείνη. «Εντάξει, κόβω τις αθλητικές αναλογίες, αλλά καταλαβαίνεις τι θέλω να πω». «Χάος, αυτό θες να πεις». «Ακριβώς». «Το χάος είναι καλύτερη περιγραφή τού τι συμβαίνει από ό,τι είναι το τένις». «Καλά, καλά», είπε η Μία. «Ας πούμε, λοιπόν, χάος». «Υπάρχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ χάους και τένις. Το τένις είναι παιχνίδι ακριβείας». «Κι αυτό εδώ δεν είναι;» Ο Μουνκ άναψε τσιγάρο. «Σε ένα βαθμό, ναι, είναι». «Βλέπεις λοιπόν; Δίκιο είχα». «Το χάος είναι καλύτερο». «Ω Θεέ μου, τι παιδί που γίνεσαι». «Πώς ληστεύεις μια τράπεζα χωρίς να σε πάρουν χαμπάρι;» «Ανατινάζεις ένα κτίριο στην απέναντι μεριά του δρόμου, ξέρω», αναστέναξε η Μία. «Συγγνώμη», χαμογέλασε ο Μουνκ και έτριψε τα μάτια του. «Ήταν μια πολύ κουραστική εβδομάδα. Και τσαντίστηκα τόσο πολύ μ’ αυτόν το δικηγόρο σήμερα. Ο κόσμος είναι ώρες-ώρες τόσο ευθυνόφοβος, διάολε… Τέλος πάντων. Πώς λες λοιπόν να προχωρήσουμε με την όλη υπόθεση;» «Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω κι εγώ». «Με την Εκκλησία, ίσως;» «Έτσι λέω». «Εσύ κι εγώ, αύριο πρωί, νωρίς-νωρίς;» «Ω, ναι». «Ο Γκάμπριελ είναι στο γραφείο;» «Κατά πάσα πιθανότητα».
277/487
«Στείλ’ του μήνυμα να τσεκάρει την όλη συμμορία ώστε να ξέρουμε λίγα πράγματα πριν πάμε να τους βρούμε. Δεν θυμάμαι πώς λέγονται, αλλά εδρεύουν κάπου στην Μπόγκεριβάιεν, στο Μπόλερ». «Οκέι», είπε η Μία και έβγαλε το τηλέφωνό της. «Παρεμπιπτόντως», είπε ο Μουνκ και άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Τι είπες μόλις τώρα;» «Για το τένις;» «Ναι, αν έχεις το σερβίς, κερδίζεις;» «Αν δεν κάνεις λάθος, ναι…» Σώπασαν και οι δύο και αλληλοκοιτάχτηκαν. «Δεν είναι κακή η σκέψη σου», είπε ο Μουνκ. «Καθόλου», είπε η Μία. «Τότε, να ασκήσουμε εμείς πίεση», είπε ο Μουνκ. «Έγινε, εντάξει. Θα σκεφτώ τι μπορώ να κάνω», κατένευσε η Μία. «Μπράβο. Για να έχω κι εγώ μια ιδέα για το ποιοι είναι αυτοί οι θεόμουρλοι που θέλουν τα λεφτά μου». Ο Μουνκ σηκώθηκε όρθιος. «Φεύγεις κιόλας;» «Έχω τη Μαριόν απόψε. Ο γάμος, ξέρεις τώρα. Έχουν πολλά να διευθετήσουν». «Σωστά», είπε η Μία. «Να μου φιλήσεις τη Μίριαμ». «Έγινε». Ο Μουνκ έσβησε το τσιγάρο του και έφυγε από το καφέ. Η Μία σκέφτηκε να παραγγείλει μια μπίρα, αλλά πήρε τελικά νερό. Έβγαλε το στιλό και τα χαρτιά της και τα άπλωσε πάνω στο τραπέζι όπως έκανε όταν προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της. Παλιά, τα έβλεπε όλα ξεκάθαρα, πολύ πιο έντονα· στα καλύτερά της έκλεινε απλώς τα μάτια και έβλεπε την όλη υπόθεση να ξεδιπλώνεται μπροστά της. Είχε περάσει πολύς καιρός όμως από τότε. Το συμβάν στο Τρίβαν. Οι μήνες στη Χίτρα. Ήταν λες και είχε πέσει ένα πέπλο μπροστά στους αμφιβληστροειδείς της, λες και μια ομίχλη είχε απλωθεί γύρω από τα κύτταρα του εγκεφάλου της. Της είχαν πει να ξεκουραστεί. Να ξεκουραστεί βαθιά και για πολύ καιρό. Να μη δεχτεί κανενός είδους πιέσεις. Και εκείνη ανταποκρίθηκε ναρκώνοντας τον εαυτό της μέχρι –σχεδόν– θανάτου. Και τώρα πλήρωνε το τίμημα… Άρχισε να
278/487
γράφει στα χαρτιά που είχε μπροστά της, προσπαθώντας ν’ αφήσει το στιλό να κάνει όλη τη δουλειά. Να βρει ένα κάποιο σχέδιο, ένα κάποιο σύστημα μέσα σ’ αυτή την τρέλα. Πονούσε μόνο και μόνο που σκεφτόταν. Δυο κορίτσια είχαν πεθάνει. Δυο άλλα είχαν εξαφανιστεί. Και η ευθύνη ήταν δική της. Και ο Μουνκ; Κάποια σχέση είχε όλο αυτό με τον Μουνκ. Ήταν σίγουρη. Ή δεν ήταν; Της ήταν τόσο εύκολα όλα αυτά παλιότερα· τώρα, της φάνταζαν σχεδόν αδύνατα. Δεν έπρεπε να δεχτεί να φύγει από το νησί της. Έπρεπε να είχε ακολουθήσει το σχέδιό της. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Έγραψε τα ονόματα στην κορυφή του φύλλου. Παουλίνε. Γιουχάνε. Καρουλίνε. Αντρέα. Έξι ετών. Θα άρχιζαν σχολείο το φθινόπωρο. Το Κατά Μάρκον, 10:14. Άφετε τα παιδία ελθείν προς με. Σχοινάκι. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Στα δέντρα. Δάσος. Καθαρά ρούχα. Πλυμένα σώματα. Σαίξπηρ. Άμλετ. Σχολικές σάκες. Σχολικά βιβλία. Κάτι σαν να ερχόταν τώρα. 0x1ΓΒ. Χένεφος. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Το μωρό δεν βρέθηκε ποτέ. Έλα, Παουλίνε, έλα. Έλα, Γιουχάνε, έλα. Έλα, Καρουλίνε, έλα. Έλα, Αντρέα, έλα. Η Μία ταράχτηκε ξαφνικά από τη σερβιτόρα που στεκόταν εμπρός της. Γαμώτο. Βρισκόταν σε καλό δρόμο. Είχε μπει βαθιά μέσα στην υπόθεση, εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται. Εκεί όπου δεν είχε φτάσει εδώ και πολύ καιρό. «Χρειάζεστε τίποτα;» «Ναι, πιάσε μου μια μπίρα», μουρμούρισε η Μία εκνευρισμένη. «Και ένα λικέρ Ράτζεπουτζ. Δύο λικέρ Ράτζεπουτζ». Λίγη βοήθεια δεν έβλαπτε· για να μπορέσει να ξαναβουτήξει στα βαθιά, εκεί όπου της άρμοζε να βρίσκεται.
47 Η Μία Κρούγκερ ήταν μεθυσμένη, μα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε πιει πάρα πολύ. Είχε πιει πολύ λίγο. Το δωμάτιο έμοιαζε πιο ψυχρό και απρόσωπο από ποτέ. Τα καθαρά σεντόνια, άλλοτε παρήγορα, έμοιαζαν τώρα εχθρικά. Έμενε σε ξενοδοχείο για να μη θυμάται τίποτα και κανέναν, αλλά τώρα της έλειπε το σπίτι της. Ένα σπίτι. Η οικειότητα. Η ασφάλεια. Κάποιος να την προσέχει. Ίσως ο Μίκελσον να ’χε δίκιο, ίσως να χρειαζόταν να πάει σε ψυχολόγο. Μπορεί να έπρεπε να κάνει και εισαγωγή. Ισορροπούσε στην άκρη του γκρεμού πολύ καιρό τώρα. Είχε συνέλθει για λίγο, είχε δει τα πράγματα θετικά, είχε νιώσει κάπως δυνατή, μα να που τώρα έπεφτε πάλι σε φαύλο κύκλο. Το κορμί της στριφογύριζε στο μεγάλο κρεβάτι. Έπρεπε να είχε συγκρατηθεί. Να μην έπινε. Ήταν εμφανές πια, δεν έπρεπε να πίνει. Κανείς δεν έπρεπε να πίνει. Καλά δεν τα ’χε καταφέρει; Είχε μπει στο νόημα της υπόθεσης, εκεί όπου της άρμοζε, πίσω από το φαίνεσθαι των πραγμάτων. Η ειδικότητά της ήταν. Να βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Μην πιέζεσαι. Χαλάρωσε. Κάνε κάνα ταξίδι. Κρύψου σε κάποιο νησί. Ξέχνα τον κόσμο. Τα έκανες όλα αυτά. Αλλά όχι, η πραγματικότητα έπρεπε να της ξαναχτυπήσει την πόρτα. Το Κακό έπρεπε να την ξαναενοχλήσει. Οι γλάροι να γίνουν αυτοκίνητα· τα αστέρια, φανάρια του δρόμου και επιγραφές νέον. Ένιωθε τόσο ευαίσθητη τώρα. Το δέρμα της ήταν σχεδόν διάφανο. Αυτή, που είχε υπάρξει τόσο δυνατή. Δεν έπρεπε να είχε πιει. Δεν έπρεπε να είχε πιει, γαμώτο! Κανείς δεν πρέπει να πίνει τελικά. Η Μία περπάτησε ξυπόλυτη πάνω στο πάτωμα και βρήκε σε μια καρέκλα το παντελόνι της. Τα χάπια ήταν ακόμα μες στην τσέπη της. Πήρε ένα και ξαναγύρισε στο παράθυρο. Το κατάπιε με λίγο νερό. Γύρισε και κοίταξε τα
280/487
φανάρια μέχρι που δεν μπορούσε πλέον να δει από πού έρχονταν τα χρώματα. Χώθηκε μέσα στο κρύο της κρεβάτι και ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι… Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που την είχε πάρει πάλι ο ύπνος. Έκανε ό,τι μπορούσε για να το αγνοήσει. Χαλάρωσε. Προσποιήσου όσο πιο καλά μπορείς. Το τηλέφωνο έπαψε να χτυπάει. Κανείς δεν την έψαχνε. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Ξανασταμάτησε. Το κορμί της, βαρύ σαν μολύβι, ανάμεσα στα λευκά σεντόνια. Την τρίτη φορά που χτύπησε, δεν μπόρεσε να το αγνοήσει. «Μία». Ήταν ο Μουνκ. «Τι ώρα είναι;» μουρμούρισε η Μία. «Πέντε». «Τι τρέχει;» «Βρήκαν τα κορίτσια». «Τι;» «Θα σε πάρω απέξω απ’ το ξενοδοχείο. Να ’σαι έτοιμη σε δέκα. Έχουμε μακρύ δρόμο μπροστά μας». «Διάολε», άκουσε η Μία τη φωνή της να λέει. «Κατεβαίνω».
48 Ο Τουμπίας Ίβερσεν κάθισε πίσω από ένα δέντρο και περίμενε να σκοτεινιάσει. Είχε φάει την τελευταία του φέτα ψωμί εδώ και πολλή ώρα και είχε αρχίσει να πεινάει, αλλά δεν μπορούσε να γυρίσει σπίτι τώρα, είχε πολύ πιο σημαντικά πράγματα να κάνει. Το σχέδιο έλεγε να επιχειρήσει να μπει πρώτα από την πύλη, αλλά ήταν αδύνατον. Ήταν κλειδωμένη με αλυσίδα και φαινόταν από παντού. Η ομάδα τον αντρών είχε τραβήξει τη Ρακέλ μέσα σε ένα από τα σπιτάκια και από εκείνη τη στιγμή και μετά το κτήμα ήταν ήσυχο. Μια-δυο φορές βγήκε μόνο κάποιος από την εκκλησία και πήγε μέχρι το θερμοκήπιο, μα κατά τα άλλα δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτα. Η περιοχή έμοιαζε σχεδόν εγκαταλειμμένη. Σαν νεκροταφείο. Ο αέρας φυσούσε ανάμεσα στα δέντρα από πάνω του. Ο Τουμπίας έσφιξε γύρω του το μπουφάν και ξανάβγαλε τα κιάλια. Μήπως έπρεπε να γυρίσει σπίτι έτσι κι αλλιώς; Να επικοινωνήσει με την αστυνομία; Αφού τους είχε δει να την αρπάζουν. Δεν ήταν δυνατόν να μπορούσαν να κάνουν κάτι τέτοιο, ήταν; Δεν την είχαν πειράξει, την είχαν απλώς μεταφέρει σε άλλο μέρος. Σαν άτακτο παιδί που δεν ήθελε με τίποτα να υπακούσει. Είχε η αστυνομία εντάλματα για τέτοια πράγματα; Στις αμερικάνικες ταινίες, είχε. Δεν μπορούσες, ας πούμε, να μπεις στο σπίτι του άλλου και να ψάξεις δίχως ένταλμα. Ο Τουμπίας δεν ήξερε αν ίσχυε αυτό και στη Νορβηγία, αλλά ίσως και να ίσχυε. Ξαφνικά, δεν ένιωθε πια τόσο σίγουρος. Όλο αυτό είχε ξεκινήσει σαν παιχνίδι. Θα ανέβαινε να ρίξει μια ματιά μόνο. Μια μικρή αποστολή. Ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι θα συναντούσε κάποιον που θα χρειαζόταν τη βοήθειά του. Σκέφτηκε τον μικρό του αδελφό που θα είχε επιστρέψει σπίτι τώρα και θα αναρωτιόταν πού βρισκόταν ο Τουμπίας. Τη μαμά του και τον πατριό του που δεν θα ’ξεραν τι να του απαντήσουν. Δεν
282/487
του άρεσε η ιδέα ότι ο μικρός του αδελφός ήταν στο σπίτι ενώ εκείνος απουσίαζε. Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει. Άλλωστε, δεν το γνώριζε αυτό το κορίτσι, ίσως απλώς να ήταν άτακτη. Ίσως να ήταν σαν την Έλιν, την περυσινή του συμμαθήτρια, που είχε μπει στο γραφείο του Διευθυντή και είχε κλέψει χρήματα και είχε δαγκώσει έναν καθηγητή στο χέρι όταν την είχε πιάσει να καπνίζει στο προαύλιο στο διάλειμμα. Του Τουμπίας τού είχε φανεί πολύ ευγενική –ή ίσως να ήταν ευγενική μόνο μαζί του–, αλλά μετά είχε αποβληθεί και δεν την είχε ξαναδεί. Θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Ίσως υπερέβαλλε. Πόσες φορές δεν του είχε πει η μητέρα του να σταματήσει να φαντασιώνεται πράγματα; Δεν κάνει καλό να ονειροπολείς. Δεν κάνει καθόλου καλό. Και είχε αρχίσει να πέφτει και κρύο τώρα. Υποτίθεται ότι είχε μπει η άνοιξη, αλλά τα βράδια δεν το αισθανόσουν ακόμα. Ο Τουμπίας εκνευρίστηκε που δεν είχε πάρει μαζί όλα του τα πράγματα. Η σκηνή και ο υπνόσακος και η τσάντα του βρίσκονταν ακόμα στο ύψωμα όπου είχε περάσει τη νύχτα. Ούτε το φακό του δεν είχε πάρει μαζί. Πόσο βλάκας μπορεί να ήταν; Πού έχεις το κεφάλι σου; έλεγε συχνά η μάνα του. Κούφιο είναι εκεί μέσα; Πόσο βλάκας ήταν. Ντράπηκε πολύ τώρα. Σύντομα θα νύχτωνε και τότε θα ήταν αργά να πάει να πάρει τα πράγματά του. Πολύ αργά για να ξαναπεράσει μέσα από το δάσος χωρίς να χαθεί. Αν πήγαινε τώρα, θα προλάβαινε να πάει να τα πάρει τουλάχιστον. Και μετά μπορούσε να γυρίσει και στο σπίτι, εφόσον θα ’χε και το φακό του. Αυτό ήταν το σωστό. Να πάει να πάρει τα πράγματά του. Να γυρίσει σπίτι. Στον μικρό του αδελφό. Ο Τουμπίας σηκώθηκε και έβγαλε το κεφάλι του από την κρυψώνα του ακριβώς τη στιγμή που μια από τις πόρτες άνοιξε και κάτι φάνηκε να κινείται. Έφερε γρήγορα τα κιάλια στα μάτια του και έμεινε ακίνητος. Δυο άντρες βγήκαν από ένα σπίτι με μια φιγούρα ανάμεσά τους. Η Ρακέλ. Αυτή ήταν. Κάτι φορούσε στο κεφάλι της. Της είχαν φορέσει κουκούλα! Οι δυο άντρες την κρατούσαν από τα μπράτσα, ένας από αριστερά, ένας από δεξιά, και την τραβούσαν μαζί τους· εξαφανίστηκαν για λίγο πίσω από το κτίριο της εκκλησίας και ύστερα ξαναφάνηκαν πιο πέρα. Ο Τουμπίας ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν σαν κινηματογραφική ταινία. Την είχαν πιάσει, της είχαν δέσει τα χέρια και της είχαν φορέσει μια κουκούλα στο
283/487
κεφάλι. Οι δύο άντρες προχώρησαν προς τη μεριά της κρυψώνας του, με το κορίτσι ανάμεσά τους. Πέρασαν το τρακτέρ και το μικρό υπόστεγο, το χωράφι και… τι έκαναν τώρα; Ο Τουμπίας σηκώθηκε κι έτρεξε πιο κοντά στο φράχτη. Οι δυο άντρες είχαν σταματήσει. Ο ένας έσκυβε πάνω από το έδαφος. Κάτι έκανε – ο Τουμπίας δεν μπορούσε να δει τι. Και ξαφνικά η Ρακέλ δεν ήταν πια εκεί, είχε εξαφανιστεί. Είχαν μείνει μόνοι τους οι δύο άντρες, που επέστρεφαν τώρα στο σπίτι. Ο Τουμπίας πήρε μια απόφαση στα γρήγορα. Είχε σκεφτεί να περιμένει μέχρι να νυχτώσει, αλλά δεν υπήρχε πια χρόνος για χάσιμο. Σύρθηκε μέχρι το φράχτη και άρχισε να σκαρφαλώνει. Δεν επιτρεπόταν να κάνεις τέτοια πράγματα στους άλλους. Δεν είχαν δικαίωμα να είναι τόσο κακοί, ό,τι και να τους είχε κάνει – κανείς μεγάλος δεν επιτρεπόταν να κάνει τέτοια πράγματα. Ο Τουμπίας είχε ξαναβρεί το θάρρος του. Ήταν θυμωμένος. Άρπαζε το συρματόπλεγμα, γλιστρούσε τα δάχτυλά του μες στις τρύπες, κατάφερε να χώσει μέσα τις άκρες των παπουτσιών του και, πριν καλά-καλά το καταλάβει, είχε σκαρφαλώσει τον ψηλό φράχτη και είχε πηδήξει από την άλλη μεριά. Κοντοστάθηκε να πάρει μια ανάσα και κοίταξε τριγύρω. Ησυχία επικρατούσε παντού. Το χώμα ήταν κρύο και υγρό από κάτω του. Πού την είχαν πάει; Την είχαν σύρει σ’ ένα μέρος κάπου στο κέντρο του αγροκτήματος και ύστερα εκείνη είχε εξαφανιστεί. Ο Τουμπίας έπρεπε κανονικά να φοβάται, αλλά όχι, δεν ένιωθε φόβο. Οργή ένιωθε. Οργή απέναντι σ’ όλους τους μεγάλους που σήκωναν χέρι σε παιδί. Τα παιδιά έπρεπε να είναι ελεύθερα. Να παίζουν. Να νιώθουν ασφάλεια. Όχι να στέκονται με σκυμμένο το κεφάλι στην κουζίνα και να τους λένε ότι είναι ηλίθια. Αυτό πονάει. Πονάει να σου κρατάνε τα χέρια. Πονάει να μην μπορείς να αντιμιλήσεις γιατί δεν ήξερες τι θα πάθαινε ο μικρός σου αδελφός έτσι και έλεγες κάτι λάθος. Ο Τουμπίας έσκυψε και σύρθηκε κατά μήκος της αυλής. Ο άντρας είχε σκύψει πάνω από το χώμα σε μια απόσταση εκατό περίπου μέτρων από εκεί όπου βρισκόταν. Εκεί είχε εξαφανιστεί η Ρακέλ. Γιατί έκαναν οι άνθρωποι παιδιά αν δεν είχαν όρεξη να είναι καλοί μαζί τους; Μια μέρα, μετά το μάθημα των νορβηγικών, η Εμίλιε τον είχε ρωτήσει πώς είχε αποκτήσει τα σημάδια που είχε στο λαιμό του. Γιατί ήταν μελανιασμένα τα μπράτσα του;
284/487
Μπορείς να μου μιλήσεις, του είχε πει. Ήταν πολύ ευγενική μαζί του, του είχε χαϊδέψει τον ώμο. Μπορείς να μου πεις, μη φοβάσαι. Αλλά εκείνος δεν είχε πει τίποτα. Δεν ήταν δικό της το λάθος, εκείνη να βοηθήσει ήθελε. Αλλά πού να ξέρει πώς είχαν τα πράγματα; Δεν θα τον περίμενε εκείνη στο σπίτι όταν θα γύριζε, όταν θα μάθαιναν οι άλλοι ότι είχε μιλήσει. Όχι, όχι, τα πράγματα τότε θα ήταν πολύ χειρότερα. Ήξερε καλά πόσο χειρότερα θα ήταν: αφόρητα. Έπρεπε να αντισταθεί. Να σιγουρευτεί ότι δεν θα συνέβαινε το ίδιο και στον μικρό του αδελφό. Να αντέξει τις κατσάδες. Κούφιο είναι το κεφάλι σου; Είσαι εντελώς βλαμμένο; Ο Τουμπίας έσκυψε πάνω από το βρεγμένο χορτάρι και έγινε μια μικρή, μικρή μπαλίτσα. Τα γόνατά του βράχηκαν, αλλά δεν είχε σημασία. Θα το άντεχε, ήταν σκληρός. Έπρεπε απλώς να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Να μην αντιμιλήσει· αυτό έκανε πάντα τα πράγματα χειρότερα. Να γνέψει καταφατικά. Να σκύψει το κεφάλι. Να πει ναι. Μα δεν φοβόταν. Δεν φοβόταν πια. Της είχαν φορέσει μια κουκούλα στο κεφάλι. Δεν είχαν το δικαίωμα. Δεν είχαν το δικαίωμα οι μεγάλοι να κάνουν τέτοια πράγματα σε παιδιά. Σύρθηκε προσεκτικά προς τα εμπρός, σταματώντας πού και πού για να βλέπει ότι όλα πήγαιναν καλά, ότι δεν άνοιγε καμιά πόρτα, ότι κανείς δεν τον είχε πάρει χαμπάρι. Σε πέντε χρόνια θα γινόταν δεκαοχτώ. Στα δεκαοχτώ οι άνθρωποι αποφάσιζαν πια μόνοι τους. Μπορούσαν να φύγουν, να ζήσουν μόνοι τους, να βρουν ίσως καμιά δουλειά, να πάρουν ίσως μαζί και τον μικρό τους αδελφό, παρόλο που θα ήταν μόνο δώδεκα τότε. Όλα καλά στο σπίτι, Τουμπίας; Μπορείς να πεις στη μητέρα σου να έρθει στη συνάντηση γονέων και κηδεμόνων; Θα ήθελα να της μιλήσω. Έχει να έρθει σε συνάντηση πολύ καιρό και είναι σημαντικό να έρθει, μπορείς να της το πεις; Χτύπησες το χέρι σου; Τι συνέβη με το αυτί σου; Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι, Τουμπίας; Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη, το ξέρεις αυτό, ε; Ο Τουμπίας είχε φτάσει στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η Ρακέλ. Είχε νυχτώσει για τα καλά τώρα. Η εκκλησία υψωνόταν προς τον ουρανό, το καμπαναριό της τεντωνόταν προς τα άστρα και το φεγγάρι. Σαν σε παλιά ταινία τρόμου, στον Φρανκενστάιν ή στον Δράκουλα ή σε κάποια από αυτές. Θα μπορούσε να είναι τρομοκρατημένος, αλλά δεν ήταν. Ήταν οργισμένος.
285/487
Είχε δει το βλέμμα της κάτω από το λευκό σκουφάκι. Εκείνοι ήταν μεγάλοι άνθρωποι, κι αυτή ένα μικρό παιδί. Δεν είχαν δικαίωμα να είναι κακοί με τα παιδιά. Ο Τουμπίας μετάνιωσε για μια ακόμη φορά που δεν είχε πάρει μαζί του το φακό. Του ήταν δύσκολο να διακρίνει το χώμα μπροστά του. Το φεγγάρι έφεγγε λίγο, αλλά σκιαζόταν κάθε λίγο και λιγάκι από σύννεφα. Ο Τουμπίας δεν ήταν χαζός. Δεν γινόταν να είχε εξαφανιστεί. Κάπου έπρεπε να υπήρχε κάποια τρύπα, μια καταπακτή, κάτι τέτοιο. Τι είδους άνθρωπος ρίχνει ένα παιδί σε μια τρύπα στο χώμα; Ο Τουμπίας έπεσε στα τέσσερα και άρχισε να ψηλαφεί το έδαφος τριγύρω. Ξαφνικά, ένα φως άναψε μέσα στην εκκλησία. Ο Τουμπίας αντέδρασε ενστικτωδώς: ξάπλωσε αμέσως μπρούμυτα στο υγρό χορτάρι. Μύρισε το χώμα και το γρασίδι. Παρέμεινε έτσι ακίνητος για λίγη ώρα, αλλά κανείς δεν φάνηκε. Σίγα-σιγά, πήρε θάρρος και σηκώθηκε στα τέσσερα. Το φως από τα παράθυρα του έδινε καλύτερη ορατότητα. Μια καταπακτή στο έδαφος. Αυτό αναζητούσε. Αλλιώς δεν ανοίγει η γη να σε καταπιεί. Δεν του πήρε πολλή ώρα να τη βρει. Ήταν φρέσκια, καινούρια, κάτι ελαφριές σανίδες τοποθετημένες μαζί, γύρω στο ένα μέτρο μήκος, χωμένες κατευθείαν στο έδαφος: μια καταπακτή. Ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Όχι και πολύ μεγάλο, ένα μικρό λουκέτο ήταν, χρυσαφί, σαν αυτό που χρησιμοποιούσε ο γυμναστής για τις μπάλες ώστε κανείς να μην τις πάρει από το φωριαμό δίχως την άδειά του. Ο Τουμπίας κοίταξε ξανά τριγύρω του. Δεν υπήρχε κανείς. Άκουσε φωνές από την εκκλησία, τραγούδια, κάποιος εκεί μέσα τραγουδούσε. Μάλιστα. Τραγουδούσαν. Στον Θεό ή σε ό,τι άλλο ήθελαν, τέλος πάντων. Άρα δεν ήξεραν ότι ήταν εδώ έξω. Ότι υπήρχε κάποιος που ήθελε να τη βοηθήσει. Να παραβιάσει το λουκέτο. Να την απελευθερώσει. Ο Τουμπίας χαμογέλασε σχεδόν. Ο γυμναστής ποτέ δεν είχε καταλάβει πώς εξαφανίζονταν οι μπάλες. Δεν ήξερε πόσο εύκολο ήταν να παραβιάσεις ένα λουκέτο. Ο Τουμπίας το είχε κάνει άπειρες φορές. Σχεδόν όλα τα αγόρια της τάξης ήξεραν να ανοίγουν λουκέτα. Ήταν πιο εύκολο κι απ’ το να αντιγράψεις στα διαγωνίσματα. Έφτιαχναν κάτι μικροεργαλεία στο μάθημα της χειροτεχνίας, όταν ο δάσκαλος έβγαινε έξω να καπνίσει. Το μόνο που χρειαζόσουν ήταν ένα κομμάτι μέταλλο, μια μεταλλική λίμα για τα νύχια, ας πούμε, από εκείνες που χρησιμοποιούσαν τα κορίτσια. Έπρεπε να
286/487
κόψεις την άκρη με ένα ειδικό κοπίδι και ύστερα να τη λιμάρεις ώστε να γίνει πολύ-πολύ λεπτή στην άκρη. Υπήρχαν και διάφορα κόλπα φυσικά, έπρεπε κάποιος να σ’ τα δείξει, αλλά από τη στιγμή που το μάθαινες ήταν πανεύκολο. Ο Τουμπίας έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη του μπουφάν του και βρήκε το εργαλειάκι του. Κράτησε το λουκέτο έτσι ώστε το μεγαλύτερο άνοιγμα να είναι από τη δεξιά πλευρά. Έχωσε μέσα το εργαλειάκι του και έσπρωξε τη μύτη του δυνατά προς τα αριστερά, μέχρι να νιώσει ότι κλείδωνε πάνω στο εσωτερικό μέταλλο. Γύρισε το λουκέτο ανάποδα, το τράβηξε προς το μέρος του, πίεσε προς τα μέσα και ύστερα γύρισε το εργαλείο απότομα προς τα δεξιά. Ο Τουμπίας άκουσε ένα μικρό κλικ και ένιωσε το λουκέτο να ανοίγει. Μια σκάλα. Μια μεγάλη σκάλα κατέβαινε προς το βάθος της καταπακτής. Ο Τουμπίας έχωσε το κεφάλι του προσεκτικά μες στο άνοιγμα και ψιθύρισε: «Ρακέλ; Ρακέλ; Είσαι εδώ;…»
49 Όταν η Μία βγήκε στο πεζοδρόμιο, ο Μουνκ την περίμενε ήδη έξω από το ξενοδοχείο. Μπήκε μέσα στο μαύρο Άουντι και προσπάθησε να διατάξει το σώμα της να ξυπνήσει. Το χάπι που είχε πάρει έπιανε ακόμα, της έφερνε λήθαργο. Ούτε ο Μουνκ έμοιαζε να έχει κοιμηθεί και πολύ. Φορούσε τα ίδια ρούχα με χθες. Καφέ κοτλέ σακάκι με δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες και ένα πουκάμισο με λεκέδες. Είχε μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια και βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο. Η Μία τον λυπήθηκε. Του χρειαζόταν πραγματικά μια σχέση, μια γυναίκα στη ζωή του. Κάποιος να τον φροντίζει, όπως αυτός φρόντιζε πάντα τούς γύρω του. «Πού πάμε;» ρώτησε η Μία. «Στο κάστρο του Ίσεγκραν». «Πού είναι αυτό;» «Στο Φρέντρικστα». Στο Φρέντρικστα; Η Μία αιφνιδιάστηκε. Τα άλλα δύο κορίτσια είχαν ανακαλυφθεί στα περίχωρα του Όσλο. Στο δάσος. Οπότε ο δολοφόνος είχε αλλάξει και πάλι τη μέθοδό του. «Ποιος τα βρήκε;» τον ρώτησε. «Δυο λυκειάκια», είπε ο Μουνκ. «Η περιοχή είναι περιφραγμένη, αλλά αυτά είχαν μπει μέσα κρυφά, ποιος ξέρει γιατί, για να φασωθούν, ξέρω γω;» «Βρίσκεται κανείς εκεί κάτω;» «Η τοπική αστυνομία. Ο Κάρι και η Ανέτε είναι στο δρόμο κι όπου να ’ναι θα φτάσουν». Η Μία κοίταξε το ρολόι στο ταμπλό. 05:15. Έξω ήταν ακόμα νύχτα. «Και τι έχουμε βρει μέχρι τώρα;» «Και τα δύο κορίτσια βρίσκονταν στο έδαφος. Δίπλα σε ένα κοντάρι». «Ένα κοντάρι;»
288/487
Ο Μουνκ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τι σόι κοντάρι;» «Ξύλινο. Με μια γουρουνοκεφαλή επάνω». «Συγγνώμη;» «Αυτό που σου είπα. Τα δυο κορίτσια βρίσκονταν στο γρασίδι, και ανάμεσά τους ήταν ένα ξύλινο κοντάρι με μια γουρουνοκεφαλή». «Πραγματική γουρουνοκεφαλή;» Ο Μουνκ έγνεψε πάλι καταφατικά. «Ο Χριστός και η Παναγία», είπε η Μία. «Τι νομίζεις ότι μπορεί να σημαίνει;» Ο Μουνκ άναψε το καλοριφέρ και πήρε το τούνελ του Δημαρχείου για να βγει από την πόλη. «Μια γουρουνοκεφαλή στημένη σε κοντάρι;» «Ναι». «Δεν ξέρω», απάντησε η Μία. Η ζέστη στο αμάξι τής έφερνε υπνηλία. Χρειαζόταν καφέ, αλλά δεν ήθελε να ζητήσει από τον Μουνκ να σταματήσουν. «Κάτι δεν πρέπει να σημαίνει;» «Ο Άρχοντας των Μυγών», είπε η Μία χαμηλόφωνα. «Τι;» «Ένα βιβλίο, ο Άρχοντας των Μυγών. Κάτι παιδιά βρίσκονται αποκλεισμένα σ’ ένα έρημο νησί χωρίς καθόλου ενήλικες. Νομίζουν ότι στο νησί κατοικεί ένα τέρας. Μπήγουν μια γουρουνοκεφαλή πάνω σε ένα κοντάρι εν είδει θυσίας». «Θεέ μου», είπε ο Μουνκ. «Εμείς είμαστε δηλαδή το τέρας;» «Θα μπορούσε». «Εκεί μέσα έχω κάτι καραμέλες Φίσερμαν’ς Φρεντς», είπε ο Μουνκ και έδειξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. «Και λοιπόν;» «Πάρε μία», είπε και διέσχισε την Ντράμενσβάιεν. Η Μία εκνευρίστηκε λίγο, αλλά της πέρασε γρήγορα. Άνοιξε το ντουλαπάκι και το πακέτο με τις καραμέλες για το λαιμό. Πήρε δύο και έχωσε τις υπόλοιπες στην τσέπη του δερμάτινου μπουφάν της.
289/487
«Γιατί, διάολε, στο Φρέντρικστα;» μουρμούρισε ο Μουνκ. «Δεν κολλάει καθόλου. Και γιατί τόσο φανερά;» «Είμαστε πολύ αργοί», είπε η Μία και έβγαλε το τηλέφωνό της. «Τι εννοείς;» «Ο δολοφόνος θέλει να μας δείξει ότι δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας». «Θεέ μου…» βόγκηξε ο Μουνκ. Η Μία βρήκε το τηλέφωνο του Γκάμπριελ στον κατάλογο. «Γκάμπριελ, λέγετε». «Γεια, η Μία είμαι, είσαι στη δουλειά;» «Ναι...» αναστέναξε ο Γκάμπριελ στην άλλη άκρη της γραμμής. «Μπορείς να μου βρεις ορισμένα πράγματα για το κάστρο του Ίσεγκραν στο Φρέντρικστα;» «Τώρα;» «Ναι. Πηγαίνουμε τώρα εκεί με τον Μουνκ. Βρήκαν τα δυο κορίτσια». «Το άκουσα». Σιωπή από την άλλη άκρη της γραμμής. Η Μία άκουγε τον Γκάμπριελ που πληκτρολογούσε. «Βρήκες τίποτα;» «Τι ακριβώς ψάχνω;» «Οτιδήποτε». «Για να δούμε…» είπε ο Γκάμπριελ και χασμουρήθηκε. «Κάστρο του Ίσεγκραν. Οχυρό σε ένα νησάκι στο Φρέντρικστα. Χωρίζει το δέλτα του ποταμού Γκλόμα στα δύο. Χτίστηκε στα τέλη του 13ου αιώνα από τον Γιάρλεν του Μπούργκαρσίσελ, όποιος και να ’ναι αυτός. Κατασκευασμένο από πέτρες και ξύλα. Καταστράφηκε το 1287 από κάποιο βασιλιά. Ξαναχτίστηκε τον 17ο αιώνα. Ο Πέτερ Βέσελ Τούρντενσιολ το χρησιμοποιούσε ως βάση κατά τη διάρκεια του Μεγάλου Βόρειου Πολέμου, ό,τι και να ’ναι αυτός. Το όνομα Ίσεγκραν σημαίνει… περίμενε… οι μελετητές διαφωνούν εδώ πέρα λίγο, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να προέρχεται από το γαλλικό “Ile Grand”, ήτοι το Μεγάλο Νησί. Βοηθούν καθόλου όλα αυτά;» «Δεν νομίζω», είπε η Μία. «Δεν έχεις τίποτε άλλο; Απ’ τις μέρες μας; Πώς χρησιμοποιείται σήμερα;»
290/487
«Περίμενε λίγο». Η Μία κράτησε το τηλέφωνο μεταξύ αυτιού και ώμου και έβαλε άλλη μια καραμέλα στο στόμα της. Μπορούσε ακόμα να μυρίσει το αλκοόλ στο πίσω μέρος του λαιμού της. «Δεν βρίσκω και πολλά πράγματα. Φωτογραφίες γάμων. Εκδρομές για ηλικιωμένους». «Αυτό είναι όλο;» «Ναι. Όχι, περίμενε, κάτι βρήκα». Σιωπή. «Τι βρήκες;» «Δεν ξέρω αν βοηθάει, αλλά το 2013 θα εγκαινιαστεί εκεί πέρα ένα μνημείο. Όχι μες στο κάστρο αλλά στο μονοπάτι δίπλα στο ποτάμι, απέναντι από το κάστρο». «Τι σόι μνημείο;» «Ονομάζεται Οι Μητέρες του Μουνκ. Είναι ένα χάλκινο άγαλμα της μητέρας και της θείας του ζωγράφου Έντβαρντ Μουνκ». «Μάλιστα…» μουρμούρισε η Μία. «Βοήθησα καθόλου;» «Πολύ, Γκάμπριελ, να ’σαι καλά». Πήγε να κλείσει το τηλέφωνο, αλλά ο Γκάμπριελ την πρόλαβε: «Είναι και ο Μουνκ μαζί σου;» «Ναι». «Πώς είναι η διάθεσή του;» «Έτσι κι έτσι, γιατί;» «Μπορώ να του μιλήσω;» «Οκέι». Η Μία έδωσε το κινητό στον Μουνκ. «Ναι, εδώ Μουνκ». Οι Μητέρες του Μουνκ. Είχε δίκιο λοιπόν. «Ναι, το καταλαβαίνω», είπε ο Μουνκ στο τηλέφωνο. «Αλλά μην αγχώνεσαι. Όπως σου είπα, είναι κάτι εντελώς προσωπικό, έχουμε άλλα, πιο σημαντικά πράγματα να ασχοληθούμε. ...Τι; Ναι, μπορείς να τρελαθείς μ’ όλα αυτά, δεν λέω. ...Τι; Ναι, μου το έστειλε μια φίλη διαδικτυακά. Από τη
291/487
Σουηδία. ...Τι; Τη λένε margrete_08. Αλλά μην αγχώνεσαι. Ναι, ναι, το καταλαβαίνω. Τα λέμε αργότερα». Ο Μουνκ γέλασε λίγο και επέστρεψε το τηλέφωνο στη Μία. «Τι έγινε;» «Τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι δικά μου». «Καλός είναι, μωρέ», είπε η Μία. «Ποιος; Ο Γκάμπριελ; Ναι, πολύ καλός. Τον συμπαθώ. Χαίρομαι που επιλέξαμε σωστά αυτή τη φορά». Η Μία έβαλε στο στόμα της ακόμα μια καραμέλα για το λαιμό και κατέβασε λίγο το παράθυρό της. «Σου είπε τίποτα; Για το κάστρο;» «Ω, ναι», είπε η Μία και του μετέφερε όσα της είχε πει ο Γκάμπριελ. «Διάολε…» μουρμούρισε ο Μουνκ. «Έχει να κάνει με μένα λοιπόν, ε; Εγώ φταίω που πέθαναν τα κοριτσάκια». Ο Μουνκ σφάλισε στιγμιαία τα μάτια του και βάρεσε το χέρι του στο τιμόνι. «Δεν είμαστε εντελώς σίγουροι», είπε η Μία. «Πόση ώρα έχουμε μέχρι να φτάσουμε;» «Μιάμιση ώρα», είπε ο Μουνκ. «Νομίζω ότι θα την πέσω για λίγο». «Απατεώνισσα», είπε ο Μουνκ. «Κοιμήσου λίγο και για μένα».
50 Ο ήλιος μόλις είχε πάρει να ανατέλλει όταν έφτασαν στα μπλόκα της αστυνομίας. Ο Μουνκ έδειξε την ταυτότητά του και πήρε το οκέι να προχωρήσει από έναν νεαρό αστυνομικό με ατημέλητα μαλλιά, που φαινόταν πως μόλις είχε ξυπνήσει. Πάρκαραν το αυτοκίνητο έξω από ένα μικρό κόκκινο σπίτι, το Καφέ Γκαλέιεν, και συνάντησαν τον Κάρι, που τους οδήγησε πιο πέρα, κατά μήκος του παλιού πέτρινου τοίχου. Από την απέναντι μεριά του ποταμού, η Μία μπορούσε να ξεχωρίσει το παραποτάμιο μονοπάτι, όπου θα στήνονταν τα χάλκινα αγάλματα της μητέρας και της θείας του Έντβαρντ Μουνκ. Της Λάουρα Κατρίνε Μουνκ και της Κάρεν Μπιέλστα. Η Μία ήξερε πολλά πράγματα για τον Έντβαρντ Μουνκ· οι περισσότεροι κάτοικοι του Όρσγκορστραν ήξεραν. Ήταν όλοι τους υπερήφανοι για το χωριουδάκι τους, επειδή εκεί έζησε ο Έντβαρντ Μουνκ. Παρόλο που, τότε, οι κυρίες του Όρσγκορστραν γυρνούσαν τα ομπρελίνα τους προς τη μεριά του κάθε φορά που έβλεπαν τον άσχημο καλλιτέχνη, για να μην τον βλέπουν. Πόσο κλασικό, σκέφτηκε η Μία, ενώ ξεχώριζε τώρα τη λευκή πλαστική σκηνή που είχαν στήσει οι υπάλληλοι της Σήμανσης. Τότε τον μισούσαν, αλλά το έχουμε ξεχάσει όλοι αυτό. Έτσι δεν γίνεται με όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες σ’ αυτή τη χώρα; Πρέπει πρώτα να πεθάνουν για να τους εκτιμήσουμε. Συνειδητοποίησε ότι αυτή η σκέψη δεν ήταν δική της, αλλά της μητέρας της. Η τέχνη και η λογοτεχνία είχαν περίοπτη θέση στο πατρικό της. Καθόταν συχνά στο τραπέζι της κουζίνας και άκουγε τη μητέρα της να αφηγείται ιστορίες, λες και ήταν στο σχολείο. Η Σίγκρι και η Μία ήταν οι μαθήτριές της, με τα μπολάκια τους με τη βρόμη πάνω στο τραπέζι, και η μαμά Εύα ήταν η ενθουσιώδης δασκάλα.
293/487
O Kάρι φαινόταν περίεργα ανήσυχος και μιλούσε καθ’ όλη τη διαδρομή προς τη σκηνή. Ο έμπειρος αστυνομικός έδινε στην αρχή την εντύπωση ενός ψυχρού και σκληρού ανθρώπου, με το ξυρισμένο του κεφάλι και το μυώδες κορμί του, αλλά η Μία ήξερε ότι ήταν υπερβολικά ικανός και ότι είχε μεγάλη καρδιά, παρόλο που πολλές φορές έμοιαζε και συμπεριφερόταν σαν μπουλντόγκ. «Δυο μαθητές του λυκείου. Τελειόφοιτοι. Από το Λύκειο Γκλέμεν. Τα ’χαν εντελώς χαμένα και τους στείλαμε σπίτι τους. Δεν μπορούσαν καν να μιλήσουν. Δεν έχω ξαναδεί τόσο νηφάλιους τελειόφοιτους. Νομίζω ότι, στη θέα και μόνο των κοριτσιών, εξατμίστηκε όλο το αλκοόλ που είχαν μέσα τους». «Οι γείτονες είδαν τίποτε;» ρώτησε η Μία. «Δεν ξέρουμε ακόμα», είπε ο Κάρι. «Η αστυνομία του Φρέντρικστα πηγαίνει τώρα από πόρτα σε πόρτα. Αλλά πολύ αμφιβάλλω αν θα βρούμε κάτι». «Γιατί;» είπε η Μία. «Είσαι σοβαρή;» Ο Κάρι μειδίασε. «Ο δράστης μας δεν είναι κάνας της πλάκας». Έφτασαν στη σκηνή τη στιγμή που από μέσα έβγαινε ένας ηλικιωμένος άντρας ντυμένος με μια ολόσωμη πλαστική λευκή στολή. Η Μία εξεπλάγη που είδε το οικείο του πρόσωπο. Είχε δουλέψει αρκετές φορές στο παρελθόν με τον ιατροδικαστή Ερνστ Χιούγκο Βικ, αλλά νόμιζε ότι είχε πάρει σύνταξη εδώ και καιρό. «Μουνκ, Μία, γεια σας». Ο Βικ έγνεψε και στους δυο τους καθώς τον πλησίασαν. «Γεια σου, Ερνστ», είπε ο Μουνκ. «Σε κατέβασαν από το Όσλο γι’ αυτό;» «Όχι…» αναστέναξε ο Βικ. «Είχα έρθει να κρυφτώ στο εξοχικό μου μπας και με αφήσουν ήσυχο, αλλά σιγά μην τα κατάφερνα». «Τι βρήκαμε;» ρώτησε η Μία. Ο Βικ έβγαλε τα πλαστικά του γάντια και κατέβασε την κουκούλα του. Άναψε τσιγάρο και κλότσησε τη λάσπη από τις μπότες του. «Δεν τις άφησαν εδώ πέρα πολύ πριν τις βρούνε. Το πολύ πριν από μία ώρα, θα έλεγα». «Και η ώρα του θανάτου;»
294/487
«Το ίδιο», είπε ο Βικ. «Τις σκότωσε εδώ πέρα;» «Έτσι φαίνεται», είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Αλλά δεν μπορώ να είμαι σίγουρος πριν τις πάμε στο νεκροτομείο. Δεν είναι απίστευτο, Μουνκ; Πρέπει να είναι από τα πιο παράξενα πράγματα που έχω δει ποτέ μου. Σοβαρά». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Μία. «Χμμμ…» έκανε ο Βικ και ρούφηξε το τσιγάρο του. «Τι εννοώ. Εννοώ ότι είναι πολύ καθαρή για να είναι τελετουργική δολοφονία. Τα κορίτσια είναι πλυμένα, χτενισμένα. Στολισμένα. Με τις σάκες τους, με τα πάντα. Και ύστερα, έχουμε αυτή τη γουρουνοκεφαλή. Εννοώ ότι… Ω, ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω. Πηγαίνετε καλύτερα να ρίξετε μια ματιά και μόνοι σας, εγώ πρέπει οπωσδήποτε να πάρω μια ανάσα». Ο ηλικιωμένος άντρας έχωσε τα χέρια του στις τσέπες και προχώρησε προς το πάρκιγκ. Ο Μουνκ κι η Μία φόρεσαν τις λευκές στολές που τους περίμεναν και μπήκαν στη σκηνή. Η Καρουλίνε Μίκλε ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Φορούσε ένα κίτρινο κουκλίστικο φόρεμα. Η σάκα της ήταν τοποθετημένη δίπλα στα πόδια της. Η Αντρέα Λιν βρισκόταν λίγα μέτρα παραπέρα, με τα χέρια στο στήθος, σταυρωμένα, και τη σάκα της δίπλα στα λευκά της παπούτσια. Και τα δυο κορίτσια είχαν γύρω από το λαιμό τους ένα ταμπελάκι σαν κι αυτό της Παουλίνε και της Γιουχάνε: Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Ήταν μια σκηνή σχεδόν θρησκευτική, με εκείνη την απαίσια γουρουνοκεφαλή ανάμεσά τους. Η Μία Κρούγκερ φόρεσε τα λεπτά πλαστικά της γάντια και έσκυψε πάνω από την Αντρέα. Σήκωσε το μικρό λευκό χεράκι της και εξέτασε τα νύχια της. «Τρία», επιβεβαίωσε. Ακούμπησε το χέρι προσεκτικά στο έδαφος και πήγε στη μεριά της Καρουλίνε. «Τέσσερα». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του Μουνκ. Ο Μουνκ κοίταξε την οθόνη και ύστερα πάτησε Απόρριψη. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. «Άι στο διάολο», είπε και ξαναπάτησε το κόκκινο κουμπάκι. «Μη μιλάς έτσι», είπε η Μία γνέφοντας προς τη μεριά των κοριτσιών και σηκώθηκε όρθια.
295/487
«Συγγνώμη», είπε ο Μουνκ, ενώ το τηλέφωνό του χτυπούσε για τρίτη φορά. Ξαναπάτησε το κόκκινο κουμπί, και, σχεδόν αμέσως, άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο της Μία. Ο Μουνκ είδε το όνομα του Γκάμπριελ στην οθόνη. «Ο Γκάμπριελ;» ρώτησε χαμηλόφωνα. Η Μία κατένευσε και απέρριψε την κλήση. «Αυτός έπαιρνε κι εσένα;» Ο Μουνκ έγνεψε καταφατικά, ενώ το τηλέφωνο της Μία ξαναχτυπούσε. Βγήκε από τη σκηνή για να του μιλήσει. «Ελπίζω να είναι πολύ σημαντικό αυτό που έχεις να μας πεις», γρύλισε η Μία. Ο Γκάμπριελ ακουγόταν αναστατωμένος, με σχεδόν κομμένη την ανάσα. «Πρέπει να μιλήσω αμέσως στον Μουνκ», είπε λαχανιασμένα. «Είναι απασχολημένος, τι συμβαίνει;» «Αποκρυπτογράφησα το μήνυμα», ψέλλισε ο Γκάμπριελ. «Τι σόι μήνυμα;» «Το μήνυμα του μέιλ. Ένας γρίφος ήταν. Κρυπτογραφημένο μήνυμα. Από τη margrete_08. Τον έλυσα. Κρυπταλγόριθμος Γκρόνσφελντ. Τον αποκρυπτογράφησα». «Και δεν μπορεί να περιμένει;» αναστέναξε η Μία. «Όχι, με τίποτα, με τίποτα!» Ο νεαρός χάκερ σχεδόν φώναζε τώρα στο τηλέφωνο. «Ε, τι να σου πω τώρα; Ποιο είναι το μήνυμα;» Ο Γκάμπριελ σώπασε για μια στιγμή, λες και δεν τολμούσε να αποκαλύψει τι είχε βρει. «Γκάμπριελ;» είπε η Μία ανυπόμονα. «Τικ τακ μικρούλα Μαριόν = 5». «Τι;» «Τικ τακ η μικρούλα Μαριόν είναι το νούμερο πέντε». «Ω γαμώτο», φώναξε η Μία και έτρεξε στη σκηνή για να βρει τον Χόλγκερ Μουνκ.
ΜΕΡΟΣ 4
51 Η Μίριαμ Μουνκ καθόταν στο πίσω κάθισμα του Άουντι του Χόλγκερ Μουνκ και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα συναισθήματά της. Φορούσε ένα σκούφο τραβηγμένο χαμηλά στα αυτιά της και μεγάλα γυαλιά ηλίου, όπως είχε ο απαιτήσει ο πατέρας της. Η Μαριόν ήταν ξαπλωμένη στο κάθισμα δίπλα της, κουλουριασμένη κάτω από μία κουβέρτα που την έκρυβε εντελώς. Πριν λίγες ημέρες, ο πατέρας της Μίριαμ την είχε ξυπνήσει με ένα τηλεφώνημα για να της πει να κλειδώσει όλες τις πόρτες, να μην ανοίξει σε κανέναν και να μη στείλει επ’ ουδενί τη Μαριόν στο νηπιαγωγείο. Τι εννοείς να μην τη στείλω στο νηπιαγωγείο; Για τ’ όνομα του Θεού, Μίριαμ, κάνε ό,τι σου λέω! Προφανώς και κάτι τέτοιο είχε ήδη περάσει απ’ το μυαλό της. Η Μίριαμ Μουνκ δεν ήταν χαζή, το αντίθετο· στο σχολείο ήταν από τα πιο έξυπνα κορίτσια της τάξης. Όλα αυτά που στα άλλα παιδιά φάνταζαν δύσκολα, σε κείνη φαίνονταν απίστευτα απλά. Τα ποτάμια της Ασίας. Οι πρωτεύουσες της Νότιας Αμερικής. Κλάσματα. Άλγεβρα. Αγγλικά. Νορβηγικά. Είχε από μικρή μάθει τον εαυτό της να σωπαίνει, να μη δείχνει όσα καταλαβαίνει, να μην είναι πρώτη στα διαγωνίσματα, να μην πολυσηκώνει το χέρι της. Είχε και συναισθηματική νοημοσύνη. Από το να φαντάζει η εξυπνότερη, η Μίριαμ Μουνκ προτιμούσε να έχει φίλους. Προφανώς και είχε περάσει από το μυαλό της αυτή η ιδέα: η Μαριόν θα άρχιζε σχολείο το φθινόπωρο και ο παππούς ήταν ο αρχηγός της ομάδας που ερευνούσε την υπόθεση. Η Μίριαμ Μουνκ δεν ήταν ανόητη. Ήταν όμως πεισματάρα. Σιγά μη φοβόταν. Σιγά μην άλλαζε τη ζωή της για χάρη κάποιου τρελού. Προφανώς και είχε λάβει ορισμένες προφυλάξεις – ποιος δεν είχε; Είχε αρνηθεί να αφήσει τη Μαριόν να πάει σε δύο πάρτι γενεθλίων, προς
298/487
μεγάλη απογοήτευση της μικρής. Είχε μάλιστα πάρει την πρωτοβουλία να κανονίσει μια συνάντηση μεταξύ του προσωπικού του νηπιαγωγείου και όσων γονέων είχαν κοριτσάκια που θα άρχιζαν σχολείο το φθινόπωρο. Ορισμένοι γονείς πήραν απαλλαγή για τα παιδιά, φοβούμενοι να τα στείλουν στο νηπιαγωγείο· άλλοι ζητούσαν να κλείσει το νηπιαγωγείο· άλλοι ήθελαν να είναι μαζί με τα παιδιά τους, κι αυτό είχε δημιουργήσει μια χαοτική κατάσταση προς στιγμήν, αλλά η Μίριαμ κατάφερε να τους καθησυχάσει. Τους εξήγησε ότι ήταν σημαντικό να συνεχίσουν να ζουν τη ζωή τους όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Κυρίως για χάρη των παιδιών τους. Κι όμως, στο πίσω μέρος του μυαλού της μια μικρή, άσχημη φωνή ψιθύριζε συνεχώς: Εσύ είσαι η πιο ευάλωτη. Εσύ πρέπει να φοβάσαι πιο πολύ. Να λοιπόν που είχε συμβεί κι αυτό. Η Μίριαμ τύλιξε την κουβέρτα πιο σφιχτά γύρω από την κόρη της, που κοιμόταν βαθιά. Έξω ήταν σκοτάδι, και το μαύρο Άουντι κυλούσε ήρεμα στους σχεδόν άδειους δρόμους. Η Μίριαμ Μουνκ δεν ήταν φοβισμένη· ανήσυχη όμως ήταν. Και λυπημένη. Και εκνευρισμένη. Και θυμωμένη. «Όλα καλά εκεί πίσω;» Η Μία Κρούγκερ γύρισε και την κοίταξε. Δεν είχαν εξηγήσει στη Μίριαμ γιατί την πήγαιναν από δω κι από κει, τρίτη φορά μέσα σε δύο ημέρες, αλλά δεν χρειαζόταν: το ήξερε από μόνη της. «Μια χαρά», είπε η Μίριαμ. «Πού πάμε αυτή τη φορά;» «Σ’ ένα διαμέρισμα που μας παραχωρούν», είπε ο πατέρας της και την κοίταξε από τον καθρέφτη. «Δεν νομίζετε ότι είναι ώρα να μου πείτε τι ακριβώς συμβαίνει;» ρώτησε η Μίριαμ. Προσπάθησε να ακουστεί πολύ αυστηρή, μα ήταν απελπιστικά κουρασμένη. Είχε κοιμηθεί ελάχιστα τις τελευταίες μέρες. «Για το καλό σας είναι», είπε ο πατέρας της και την κοίταξε πάλι μέσα απ’ τον καθρέφτη. «Την απείλησε ο δράστης; Ή το κάνετε όλο αυτό για να έχετε το κεφάλι σας ήσυχο; Τι έγινε; Έχω δικαίωμα να ξέρω τι συμβαίνει». «Είστε ασφαλείς εφόσον κάνεις ό,τι σου λέω», είπε ο πατέρας της και πέρασε μια διασταύρωση με κόκκινο. Η Μίριαμ ήξερε πολύ καλά τι γινόταν όποτε ο πατέρας της έπαιρνε ξεκάθαρες αποφάσεις, κι έτσι δεν ξαναρώτησε. Ένιωσε ξαφνικά
299/487
δεκατεσσάρων ετών. Τότε ο μπαμπάς παραήταν αυστηρός, αλλά με τα χρόνια μαλάκωσε. Στα δεκατέσσερα ήταν αδύνατον να μιλήσεις μαζί του. Όχι, Μίριαμ, δεν μπορείς να πας έτσι στο σχολείο, αυτή η φούστα είναι πολύ κοντή. Όχι, Μίριαμ, πρέπει να είσαι σπίτι μέχρι τις δέκα. Όχι, Μίριαμ, δεν μ’ αρέσει που τα έχεις μ’ αυτό τον Ρόμπερτ, δεν είναι καλή παρέα. Μια εφηβεία διαφεντευμένη ως προς την κάθε της λεπτομέρεια από έναν παρανοϊκό μπαμπά-αστυνομικό. Στο σχολείο βέβαια όλο αυτό τής είχε δώσει αξιοπιστία: όσοι τα έβρισκαν σκούρα στο σπίτι κέρδιζαν τη συμπάθεια των σχολικών συμμοριών. Συν τοις άλλοις, ήταν πάντα εύκολο να ξεγελάσεις τους γονείς σου, ακόμα κι αν ήταν αστυνομικοί. Κάποια στιγμή, ο πατέρας της άρχισε να έρχεται σπίτι σπάνια, οπότε τελείωσαν και οι τριβές. Και η μητέρα της; Ήταν κι αυτή πολύ απόμακρη. Θεέ μου, πώς γίνεται μεγάλοι άνθρωποι, και δη γονείς, να μη συνειδητοποιούν ότι τα παιδιά τους καταλάβαιναν πάντα τι έτρεχε; Η Μίριαμ τα είχε χαλάσει με τον Ρομπ πολύ πριν το σπίτι της μετατραπεί σε Κόλαση. Πριν η μάνα της –που ήταν τόσο καθωσπρέπει, ώστε να μπορείς να ρυθμίζεις το ρολόι σου σύμφωνα με τις συνήθειές της– αρχίσει να συναντιέται «με μια φίλη της». Πριν αρχίσει να λαμβάνει τόνους τηλεφωνήματα που ήταν όλα «λάθος αριθμός». Έλεος. «Κοιμάται;» Η Μία Κρούγκερ ξαναγύρισε προς τα πίσω και κοίταξε τη Μαριόν, που ήταν κουλουριασμένη κάτω απ’ την κουβέρτα της. Η Μίριαμ κατένευσε. Ανέκαθεν συμπαθούσε τη Μία. Ήταν ο τρόπος που σε νοιαζόταν – και ήταν χαρισματική, απέπνεε μια λάμψη. Ίσως να ήταν απόμακρη και παράξενη ώρες-ώρες, αλλά ποτέ απέναντι στη Μίριαμ. Της θύμιζε λίγο τον εαυτό της· ίσως γι’ αυτό και να τη συμπαθούσε τόσο πολύ: έξυπνη και δυνατή, μα πού και πού ευάλωτη. «Ο πατέρας σου έλαβε ένα κωδικοποιημένο μήνυμα μέσω Διαδικτύου», είπε η Μία. «Μία!» γρύλισε ο πατέρας της, αλλά η Μία συνέχισε: «Αυτή που το έστειλε παρουσιαζόταν ως Σουηδή μαθηματικός, με το όνομα Μαργκρέτε. Όταν το αποκωδικοποιήσαμε, καταλάβαμε ότι ήταν άμεση απειλή εναντίον της Μαριόν». Η Μίριαμ έβλεπε το πρόσωπο του πατέρα της να κοκκινίζει ολοένα και περισσότερο. «Σοβαρά;» είπε. Εξεπλάγη που ένιωθε περισσότερη
300/487
περιέργεια παρά θυμό. «Και πόσο καιρό την ήξερες, μπαμπά; Μέσω Διαδικτύου, θέλω να πω». Ο πατέρας της δεν απάντησε. Το στόμα του ήταν σφιγμένο και οι αρθρώσεις των δαχτύλων του λευκές πάνω στο τιμόνι. «Σχεδόν δύο χρόνια», είπε η Μία. «Δύο χρόνια; Δύο χρόνια;» Η Μίριαμ δεν πίστευε στ’ αυτιά της. «Επικοινωνείς μ’ αυτό τον άνθρωπο εδώ και δυο χρόνια, μπαμπά; Είναι αλήθεια; Ερχόσουν σε επαφή με το δολοφόνο εδώ και δυο χρόνια και δεν είχες ιδέα;» Ο πατέρας της δεν απάντησε. Είχε γίνει κατακόκκινος. Πάτησε δυνατά το γκάζι. «Δεν μπορούσε να το ξέρει», είπε η Μία. «Ονλάιν, οι άνθρωποι είναι ανώνυμοι. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε». «Φτάνει, Μία!» μούγκρισε θυμωμένα ο πατέρας. «Τι;» είπε η Μία. «Μπορεί η Μίριαμ να ξέρει κάτι. Αν ο δολοφόνος επικοινωνεί μαζί σου τόσα χρόνια, ίσως να έχει επικοινωνήσει και μαζί της. Πρέπει να ξέρουμε, δεν πρέπει;» Ο Χόλγκερ Μουνκ πάτησε ξαφνικά το φρένο και βγήκε από το δρόμο. «Εσύ, μείνε εδώ», είπε αυστηρά στην κόρη του από τον καθρέφτη. «Εσύ, βγες έξω». «Έλα, Χόλγκερ, τώρα», είπε η Μία. «Έξω! Βγες έξω απ’ τ’ αμάξι!» Η Μία έβγαλε τη ζώνη της και βγήκε διστακτικά από το αυτοκίνητο. Ο Μουνκ άνοιξε την πόρτα του και την ακολούθησε στο πεζοδρόμιο. Η Μίριαμ δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά ήταν εμφανές ότι εκείνος ήταν έξω φρενών. Κουνούσε τα χέρια του και έμοιαζε να ουρλιάζει. Η Μία κάτι προσπαθούσε να του πει, αλλά εκείνος δεν την άφηνε να μιλήσει. Είχε χώσει το δάχτυλό του στο πρόσωπό της και για μια στιγμή η Μίριαμ νόμισε ότι θα τη χαστουκίσει. Ο πατέρας της έβριζε, έβριζε, έβριζε, και στο τέλος η Μία έπαψε να μιλάει. Έγνεφε μόνο καταφατικά. Οι δυο αστυνομικοί επέστρεψαν στο αμάξι και ξανακάθισαν στις θέσεις τους. Το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από το πεζοδρόμιο, αλλά η συζήτηση είχε πια πάψει. Ένταση κυριαρχούσε στο αμάξι. Η Μίριαμ θεώρησε προτιμότερο να μην πει
301/487
κουβέντα. Δύο χρόνια! Ο πατέρας της βρισκόταν σε επικοινωνία με τη φόνισσα δύο ολόκληρα χρόνια. Καθόλου περίεργο που ήταν εξοργισμένος. Κάποιος τον είχε πιάσει κορόιδο. Και είχαν πεθάνει και τέσσερα κοριτσάκια. Μήπως το πέμπτο ήταν η Μαριόν; Αυτό έλεγε το μήνυμα; Γι’ αυτό είχαν έρθει έτσι ξαφνικά να την πάρουν, στα καλά καθούμενα; Η Μίριαμ σκέπασε καλύτερα την κόρη της και τη χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, ενώ το μαύρο Άουντι γλιστρούσε μες στη νύχτα προς κάποιο μυστικό κρησφύγετο, σε μια τοποθεσία κρυφή και άγνωστη.
52 Η Μία στεκόταν στο πεζοδρόμιο έξω από την γκρίζα πολυκατοικία στο δυτικό Όσλο και είχε την αίσθηση ότι κάποιος την κοιτούσε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι· από την πρώτη στιγμή που επέστρεψε στην πόλη είχε την αίσθηση ότι την παρακολουθούσαν. Το απέδωσε σε καθαρή παράνοια, ίσως εντέλει κάτι απολύτως φυσιολογικό στην κατάστασή της. Το θέμα ήταν να μην επιτρέψεις ποτέ να σε ταρακουνήσει. Δεν ήταν ότι ένιωθε νευρικότητα, όχι. Αλλά, γαμώτο… Κοίταξε τριγύρω της και δεν είδε κανέναν. Οι γύρω δρόμοι ήταν εντελώς βουβοί. Είχαν μεταφέρει τα κορίτσια σε ένα λευκό διαμέρισμα στο Φρόγκνερ. Λευκό, με την έννοια του μη καταχωρισμένου, του αόρατου· του μη καταγεγραμμένου στα επίσημα αρχεία. Το προηγούμενο βράδυ τις είχαν φιλοξενήσει σε ένα άλλο διαμέρισμα, στα ανατολικά, αλλά ο Μουνκ δεν ένιωθε ασφαλής εκεί κάτω, προτιμούσε να φύγουν. Το τωρινό διαμέρισμα χρησιμοποιούταν αποκλειστικά για πολιτικούς και άλλους υψηλά ιστάμενους επισκέπτες που είχαν ανάγκη προστασίας, αλλά ο Μουνκ είχε καταφέρει να χτυπήσει και να ανοίξει διάφορες πόρτες χωρίς πολλή-πολλή φασαρία. Όσο λιγότεροι εμπλέκονταν, τόσο το καλύτερο. Είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικά παρανοϊκός. Και η Μία τον κατανοούσε. Πλήρως. Η Μία βρήκε μια καραμέλα στην τσέπη της και κοίταξε το δρόμο· μια αριστερά, μια δεξιά. Κανείς. Ούτε ένα αυτοκίνητο. Ούτε το παιδί που μοίραζε τις εφημερίδες. Ήταν ολομόναχη και σχεδόν σίγουρη ότι κανείς δεν είχε δει τα κορίτσια να μπαίνουν στο διαμέρισμα. Λίγα λεπτά αργότερα, ο Μουνκ βγήκε στο πεζοδρόμιο, άναψε τσιγάρο και έστρωσε με το χέρι τα μαλλιά του. «Συγγνώμη», είπε η Μία.
303/487
«Όχι, γαμώτο, δικό μου λάθος ήταν», είπε ο Μουνκ. «Θέλω μόνο… ξέρεις τώρα». «Όλα καλά», είπε εκείνη. «Μόνοι μας είμαστε;» «Έτσι νομίζω. Δεν έχω δει κανέναν, τουλάχιστον. Όλα εντάξει εκεί πάνω;» Ο Μουνκ πήρε μια βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του και σήκωσε το βλέμμα στον δεύτερο όροφο. «Μια χαρά. Η Μίριαμ μου κρατάει μούτρα, αλλά την καταλαβαίνω. Ελπίζω να καταλαβαίνει κι αυτή ότι το μόνο που θέλω είναι να τις βοηθήσω». «Φυσικά και το καταλαβαίνει», είπε η Μία. «Ίσως όχι εκατό τα εκατό αυτή τη στιγμή, αλλά θα σε ευγνωμονεί όταν τελειώσουν όλα αυτά». «Μπα, δεν ξέρω. Έπρεπε να της πω να ακυρώσει το γάμο της». «Να ακυρώσει το γάμο;» «Ακριβώς». «Δύσκολο αυτό», είπε η Μία. «Εκατό άνθρωποι στην ίδια εκκλησία; Και όλοι συνδεδεμένοι με μένα; Δεν γίνεται να πάρουμε τέτοιο ρίσκο», είπε ο Μουνκ. Παιχνίδι είναι. Ο δολοφόνος μάς παίζει. Η δολοφόνος μάς παίζει. Πώς ληστεύεις μια τράπεζα; Ανατινάζοντας το απέναντι κτίριο. Ο δολοφόνος ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Η δολοφόνος ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Το παιχνίδι δεν περιοριζόταν στα τέσσερα κορίτσια. Στα δέκα κορίτσια. Κάποιος παρακολουθούσε τον Μουνκ εδώ και χρόνια. Ήξερε ακριβώς πού τον πονούσε. Ήξερε πώς να σπείρει τη μεγαλύτερη σύγχυση, το χάος, το φόβο… Η Μία είχε κοιμηθεί τέσσερις ώρες όλες κι όλες τα τελευταία τρία μερόνυχτα, και η κούραση είχε αρχίσει να την καταβάλλει. Αδυνατούσε να σκεφτεί καθαρά. «Ποιος είναι στο γραφείο;» είπε ο Μουνκ όταν ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο. «Ο Λούντβιγκ, ο Γκάμπριελ και ο Κάρι, νομίζω». «O Μίκελσον θα με βγάλει απ’ την υπόθεση», είπε ο Μουνκ και άναψε κι άλλο τσιγάρο, χωρίς να κατεβάσει τα παράθυρα. «Πώς το ξέρεις;»
304/487
«Εσύ δηλαδή τι θα ’κανες στη θέση του;» Την κοίταξε με ένα βλέμμα κενό. «Θα σ’ έβγαζα απ’ την υπόθεση». «Ακριβώς», είπε ο Μουνκ και έστριψε το τιμόνι προς τη Μάριμπουεσγκατα. «Εσύ;» «Τι εννοείς;» «Είναι εύλογο το ερώτημα. Η υπόθεση είναι φοβερά φορτωμένη. Ο δολοφόνος κυνηγάει εσένα, προσωπικά. Μπορείς να είσαι αντικειμενικός; Ψύχραιμος; Δεν νομίζω». «Εσύ τώρα με ποιανού το μέρος είσαι, για να ’χουμε καλό ρώτημα;» ρουθούνισε ο Μουνκ. «Με το δικό σου, φυσικά», είπε η Μία. «Αλλά ξέρω ότι η ερώτηση αυτή θα τεθεί κάποια στιγμή, δεν υπάρχει περίπτωση να την αποφύγεις». «Είναι προσωπικό πια το ζήτημα», είπε ο Μουνκ με τα μάτια μισόκλειστα. «Όποιος απειλεί την οικογένειά μου, το πληρώνει ακριβά». «Ορίστε». «Τι;» «Ένα τέτοιο σχόλιο να σου ξεφύγει μπροστά στον Μίκελσον, και γεια σας». Η Μία πέρασε το δάχτυλό της από τη μια άκρη του λαιμού της στην άλλη, αντί άλλης επεξήγησης. «Χα», είπε ο Μουνκ. «Και ποιον θα βάλει δηλαδή στη θέση μου;» «Τον Βένγκορ». «Έλα τώρα». «Τον Κλόκερβολ». «Τι στο διάολο, Μία; Με ποιανού το μέρος είσαι;» «Εγώ οφείλω να σ’ το πω, Χόλγκερ. Υπάρχουν κι άλλοι. Μπορείς, αν θες, να αποχωρήσεις». Ο Μουνκ γρύλισε λίγο πριν απαντήσει: «Εσύ τι θα ’κανες στη θέση μου; Αν ήταν οι δικοί σου άνθρωποι;» «Ξέρεις πολύ καλά». «Πώς δεν ξέρω. Άρα, τέρμα η συζήτηση». «Δεν πρέπει να πας να κοιμηθείς λίγο;»
305/487
«Προφανώς, αλλά δεν γίνεται», αναστέναξε ο Μουνκ και άνοιξε επιτέλους το παράθυρο. «Στείλε μήνυμα να είναι όλοι στο γραφείο σε μία ώρα. Όσοι δεν έρθουν να ψάξουν να βρουν αλλού δουλειά. Απόψε παίζονται όλα για όλα. Θα σηκώσουμε κάθε πέτρα, κάθε βραχάκι, μέχρι να βρούμε αυτή την αναθεματισμένη κατσαρίδα· και μετά ας πεθάνω». Η Μία κατένευσε και έβγαλε το τηλέφωνό της.
53 «Τι έχουμε;» είπε ο Μουνκ όταν μαζεύτηκαν όλοι στην αίθουσα συνεδριάσεων. «Και μη μου πείτε ότι δεν έχουμε τίποτα, γιατί είναι αδύνατον. Κάποιος θα έχει δει κάτι. Ξέρω ότι δουλεύετε νυχθημερόν, αλλά από εδώ και στο εξής θα δουλεύουμε όλοι το διπλάσιο. Ποιος θα ξεκινήσει; Λούντβιγκ;» Η Μία έριξε μια ματιά τριγύρω στο δωμάτιο. Ένα μάτσο κουρασμένα πρόσωπα κοιτούσαν μια αυτήν, μια τον Μουνκ· ήταν σχεδόν ανυπόφορο να τους βλέπεις. Είχαν ρίξει τόσες ώρες δουλειά τις τελευταίες εβδομάδες και παρ’ όλ’ αυτά δεν είχαν καταφέρει σχεδόν τίποτα. Ο Κάρι είχε αφήσει γένια. Ο Γκάμπριελ Μερκ ήταν κατάχλωμος, με τεράστιους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του. «Έχουμε αντιπαραβάλει όλα τα ονόματα από τον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν με την υπόθεση Χένεφος. Για την ώρα δεν έχουμε βρει τίποτα, αλλά συνεχίζουμε να ψάχνουμε». «Να συνεχίσετε, μπορεί κάτι να βρείτε», είπε ο Μουνκ. «Οι υπόλοιποι;» «Εγώ ήλεγξα το ιστορικό αυτής της Εκκλησίας για την οποία μιλούσαμε», είπε ο Γκάμπριελ. Ο Μουνκ έριξε μια απότομη ματιά στη Μία, που απλώς ανασήκωσε τους ώμους και έγνεψε καταφατικά. Δεν είχαν κάνει καλή δουλειά μ’ αυτή τη θρησκευτική οργάνωση· είχαν ξεκινήσει υπερβολικά αργά το ξεψάχνισμά της. Για την ακρίβεια, ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν, όταν ανακάλυψαν τα κορίτσια στο Ίσεγκραν και τις απειλές κατά της Μαριόν· και εκεί παρακωλύθηκε το ζήτημα. «Τι βρήκες;»
307/487
«Περιέργως, λίγα πράγματα», είπε ο Γκάμπριελ. «Αυτοαποκαλούνται Εκκλησία του Μαθουσάλα, αλλά δεν βρήκα καμία επιχείρηση ή θρησκευτική οργάνωση καταχωρισμένη επισήμως με αυτό το όνομα. Δεν έχουν ούτε ιστοσελίδα ούτε τίποτα. Είτε δεν έχουν πάρει χαμπάρι ότι έχουμε μπει από καιρό στην εποχή της πληροφορίας, είτε το κάνουν επίτηδες. Τι απ’ τα δυο, δεν ξέρω». «Αυτά μόνο;» «Όχι, στην επίσημη διεύθυνσή τους φιγουράρει και ένα όνομα». Ο Γκάμπριελ έριξε μια ματιά στις σημειώσεις του. «Κάποιος Λούκας Βάλνερ. Κάθισα και τον έψαξα, αλλά δεν εμφανίστηκε σε κανένα μητρώο». «Οκέι», είπε ο Μουνκ και έξυσε τη γενειάδα του. «Εγώ που έχω πάει μέχρι εκεί πολλές φορές θυμάμαι δύο τύπους: έναν μεγαλύτερο σε ηλικία με άσπρα μαλλιά και έναν με κοντά ξανθά μαλλιά, γύρω στα είκοσι πέντε. Ψάξε ακόμα πιο βαθιά και κάν’ το ταχύτατα. Ο δολοφόνος μάς έχει απ’ το λαιμό, είναι πολύ σημαντικό να ξαναμπούμε στον σωστό δρόμο. Η μητέρα μου συνήθιζε να πηγαίνει σε διάφορες συναντήσεις εκεί πέρα, οπότε θα δω τι μπορώ να μάθω κι από εκείνην. Έγινε;» «Ναι, θα το αναλάβω αμέσως μόλις τελειώσουμε από εδώ», είπε ο Γκάμπριελ. «Ωραία. Οι υπόλοιποι;» ρώτησε τους παρισταμένους. «Παρακολουθούμε τον Μπένγιαμιν Μπάκε, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι εμπλέκεται στην υπόθεση», είπε ο Κίρε. «Οκέι», είπε ο Μουνκ. «Έχουμε αρκετούς διαθέσιμους πόρους, οπότε συνεχίστε να τον παρακολουθείτε μέχρι να σιγουρευτούμε. Τι άλλο;» «Προσπάθησα να εντοπίσω ποιος βρίσκεται πίσω από το λογαριασμό margrete_08», είπε ο Γκάμπριελ. «Είναι διεύθυνση Hotmail και πρωτοανοίχτηκε…» –κοίταξε το iPad που είχε μπροστά του– «…στις 2 Μαρτίου του 2010, λίγες μέρες πριν λάβετε το πρώτο μέιλ. Σωστά;» Ο Γκάμπριελ κοίταξε τον Μουνκ, που έμοιαζε να ντρέπεται. Όχι μόνο εμπλεκόταν το όνομα της μητέρας του στην όλη υπόθεση, αλλά ο δολοφόνος είχε επικοινωνήσει και προσωπικά μαζί του. Και τον είχε ξεγελάσει. Η Μία τον ήξερε τόσο καλά, που μπορούσε να μαντέψει τι συνέβαινε εκείνη τη
308/487
στιγμή πίσω από το ρυτιδιασμένο κούτελό του. Τον είδε που προσπαθούσε να συγκρατηθεί να μη δώσει την εντύπωση ότι το έπαιρνε προσωπικά. «Σωστά», είπε τελικά ο Μουνκ. «Ο λογαριασμός έχει χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για να σταλούν μέιλ σε εσάς. Έχει, δε, χρησιμοποιηθεί από διάφορες διευθύνσεις IP». «Στα νορβηγικά, παρακαλώ», χασμουρήθηκε ο Κάρι. «Διευθύνσεις IP: διευθύνσεις πρωτοκόλλου Ίντερνετ. Κάθε μηχάνημα που μπαίνει στο Διαδίκτυο έχει τη δική του διεύθυνση, που δηλώνει πού βρίσκεται. Σε ποια χώρα, σε ποιο νομό, σε ποιον πάροχο». «Την ακριβή του θέση;» ρώτησε ο Μουνκ. «Ακριβώς», επιβεβαίωσε ο Γκάμπριελ και ξανακοίταξε τις σημειώσεις του. «Όπως είπα και πριν, έχει χρησιμοποιηθεί από διάφορες τέτοιες διευθύνσεις. Είναι όλες σε Μπέργκερ Κινγκ. Στην οδό Καρλ Γιούχαν, στο στάδιο Ούλεβολ και στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Από φορητά μηχανήματα. Αδύνατον να εντοπιστούν, βασικά. Έστειλα ping, αλλά δεν πήρα απάντηση, οπότε είτε δεν είναι πια συνδεδεμένα με το Διαδίκτυο, είτε ο χρήστης τα έχει πετάξει. Πολύ πιθανόν, εδώ που τα λέμε, εγώ αυτό θα έκανα». «Έχουν Ίντερνετ τα Μπέργκερ Κινγκ;» είπε ο Κάρι. «Έχουμε λάβει λίγο λιγότερες από δύο χιλιάδες κλήσεις», είπε η Ανέτε, αδιαφορώντας για τον κουρασμένο της συνάδελφο. «Τις περισσότερες με αφορμή το σκίτσο της γυναίκας από το Σκίλερι. Πολύ λυπάμαι, αλλά ακόμα δεν έχουμε στα χέρια μας τίποτε απτό. Το σκίτσο είναι πολύ γενικό, μοιάζει με χιλιάδες ανθρώπους. Κι όσο για την αμοιβή… ξέρετε τι γίνεται μ’ αυτό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσοι άνθρωποι με ύποπτες γειτόνισσες λαχταρούν ένα εκατομμύριο κορόνες». Ο Μουνκ χάιδεψε τη γενειάδα του. «Και από τη λίστα των πιθανών υπόπτων του Κάρι;» Ο Κάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τι στο διάολο! Κάποιος θα ξέρει κάτι! Κάποιος θα ’χει δει κάτι! Κάποιος θα ’χει ακούσει κάτι!» Η Μία γύρισε και κοίταξε τον Μουνκ προειδοποιητικά. Ηρέμησε. Ήξερε πολύ καλά πόσο φιλόδοξη ήταν αυτή η ομάδα· υπήρχαν πάντα κάποιοι που
309/487
ήθελαν να πάνε παρακάτω σ’ αυτό το επάγγελμα, και ο Μίκελσον είχε άμεση επικοινωνία με πολλούς από αυτούς. Η Μία ξερόβηξε και σηκώθηκε όρθια. Πήγε προς το μαυροπίνακα, για να τραβήξει την προσοχή των άλλων μακριά από τον Μουνκ. «Δεν ξέρω αν έχετε λάβει όλες τις πληροφορίες», είπε, «οπότε θα τις επαναλάβω εκ νέου. Δεν είναι όλα συγκεκριμένα στοιχεία, μερικά από αυτά τα έχω μόνο στο μυαλό μου, άλλα είναι απλώς μια διαίσθηση που έχω, μα θέλω να με βοηθήσετε, να μου πείτε τι σκέφτεστε, τι αισθάνεστε, τι πιστεύετε, τι ξέρετε. Τίποτα δεν θα θεωρηθεί χαζό· οτιδήποτε σκεφτείτε μπορεί να μας βοηθήσει. Εντάξει;» Η Μία κοίταξε τριγύρω της. Ήταν όλοι τους σιωπηλοί. Και όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω της. «Όπως τα βλέπω εγώ, τα πράγματα έχουν ως εξής: Το 2006, κάποιος απήγαγε ένα μωρό από το νοσοκομείο του Χένεφος. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για να απαγάγει κανείς ένα μωρό. Ο ένας λόγος είναι ο εκβιασμός, αλλά ποτέ δεν ζητήθηκαν χρήματα, οπότε μπορούμε να τον ξεχάσουμε. Ο δεύτερος λόγος είναι να θέλει κανείς πραγματικά ένα μωρό. Εγώ αυτό πιστεύω. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να έχουν ένα μωρό. Από την αρχή πίστευα, ή μάλλον ένιωθα, ότι ο δράστης ήταν γυναίκα. Μια γυναίκα που ήθελε μωρό. Ας ακολουθήσουμε αυτή τη σκέψη λοιπόν να δούμε πού θα βγάλει. Αυτή η γυναίκα έχει πρόσβαση στο μαιευτήριο. Όπως είδαμε και τότε, είναι τελικά πολύ εύκολο να κλέψει κανείς ένα μωρό, πολύ πιο εύκολο απ’ όσο νομίζουμε. Ειδικά αν είναι ορφανό. Οπότε η γυναίκα κλέβει το μωρό, γίνεται ένας τεράστιος χαμός μετά, όλοι ψάχνουν, οι γιατροί, εμείς, οι πάντες. Τίποτα. Η γυναίκα βρίσκει έναν αποδιοπομπαίο τράγο, τον Γιουάκιμ Βίκλουν. Αυτός αυτοκτονεί· της έρχεται κουτί. Σε όλους έρχεται κουτί. Η νεκροψία στο πτώμα του Σουηδού τι δείχνει; Ναι, ναι, όπως το φανταστήκατε: δεν έγινε ποτέ καμία νεκροψία. Είχε κρεμαστεί, είχε ομολογήσει, οπότε η υπόθεση έκλεισε. Αντίο και στα σπίτια σας». Πήρε μια ανάσα και ήπιε λίγο ανθρακούχο νερό. Δεν είχε σχεδιάσει τι θα τους έλεγε, μιλούσε στον εαυτό της τώρα. «Συνειδητοποιώ εκ των υστέρων ότι, αν είχε γίνει διεξοδική νεκροψία, μπορεί να βρίσκαμε σημάδια από κάποια βελόνα στο λαιμό του Σουηδού.
310/487
Πανέξυπνο, ε; Μια ένεση με υπερβολική δόση αναισθητικού στο λαιμό, ακριβώς κάτω από το σχοινί, είναι εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί αν δεν υποψιάζεται κανείς δολοφονία. Τέλος πάντων, μια θεωρία είναι μόνο... Έχουμε λοιπόν μια γυναίκα. Μ’ ένα μωρό. Μια γυναίκα που ξέρει να χρησιμοποιεί σύριγγες και έχει πρόσβαση σε αναισθητικές ουσίες». «Μια νοσοκόμα;» ρώτησε ο Λούντβιγκ. «Πολύ πιθανόν», είπε η Μία και συνέχισε: «Αλλά εμείς δεν βρήκαμε κανέναν ύποπτο ανάμεσα στο νοσηλευτικό προσωπικό του Χένεφος. Οπότε μένουμε με μια γυναίκα που έχει κλέψει ένα μωρό. Τα μίντια παύουν να γράφουν για την υπόθεση. Εμείς τα έχουμε παρατήσει. Αλλά, ξαφνικά, κάτι πάει στραβά. Ίσως το μωρό πεθαίνει. Το μωρό πεθαίνει, κι εκείνη αποφασίζει να μας εκδικηθεί. Εμείς φταίμε που το μωρό πέθανε. Έπρεπε, σκέφτεται, να την είχαμε βρει. Έπρεπε να είχαμε σώσει το μωρό. Και ο Μουνκ είναι υπεύθυνος. Αρχίζει, λοιπόν, να καταδιώκει τον Μουνκ». Η Μία ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της και ήπιε άλλη μια γουλιά νερό. Δεν ακουγόταν κιχ. Όλοι ήξεραν ποιο ήταν το ταλέντο της. Κανείς δεν ήθελε να τη διακόψει τώρα που είχε πάρει μπρος. «Αυτή η γυναίκα είναι πανέξυπνη», συνέχισε η Μία. «Κι ας μοιάζει σχιζοφρενής. Θεωρεί ηθικό το να κλέβει κανείς ένα μωρό και δεν έχει κανένα πρόβλημα να διαπράξει φόνο. Όλα αυτά της φαίνονται νόμιμα και ηθικά, οπότε πρέπει να έχει βιώσει κάτι, κάτι…» Δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις. «Δεν ξέρω τι ακριβώς θα μπορούσε να είναι, αλλά πρέπει να ήταν κάτι μεγάλο. Έχει καθαρό μυαλό και δεν έχει καθαρό μυαλό την ίδια στιγμή. Εν πάση περιπτώσει, δεν βλέπει τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που τον βλέπουμε εμείς. Ήταν τρελή και παλαβή για εκείνο το μωρό, και το μωρό τής πέθανε. Πιθανόν. Αν ζούσε, θα πήγαινε πρώτη φορά σχολείο αυτό το φθινόπωρο. Μα το παιδί είναι νεκρό. Νομίζω ότι έτσι σκέφτεται. Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Θυμάστε την ταμπελίτσα; Τα κορίτσια πηγαίνουν ταξίδι. Ναι, για ταξίδι πρόκειται. Και το Κατά Μάρκον, 10:14, Άφετε τα παιδία ελθείν προς με. Τα κορίτσια θα αναληφθούν εις τους ουρανούς». Η Μία μονολογούσε ολοένα και περισσότερο τώρα. Οι κόμποι του μυαλού της είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν· οι σκιές είχαν αρχίσει ν’ απομακρύνονται.
311/487
«Η γυναίκα αυτή είναι απίστευτα τρυφερή απέναντι στα παιδιά. Αγαπάει τα παιδιά. Θέλει να τα προστατεύσει. Τα πλένει, χτενίζει τα μαλλιά τους. Δεν θέλει να πονούν. Δύο πράγματα, λοιπόν». Η Μία έβηξε ελαφρά. Ήταν εξαντλημένη τώρα, μα έπρεπε να συνεχίσει. «Δύο πράγματα. Αυτό είναι το περίεργο. Όλο αυτό το χάος, τα σημάδια… Στην αρχή δεν καταλάβαινα, υπήρχαν τόσο πολλές παγίδες, τόσα στοιχεία, υποδείξεις, δεν καταλάβαινα στην αρχή, αλλά νομίζω ότι υπάρχουν δύο τινά. Το ένα είναι τα κορίτσια. Το μωρό δεν πρέπει να είναι μόνο του. Ναι, ναι, ναι. Δικό της λάθος ήταν που πέθανε το μωρό. Αυτή ήταν η αιτία. Θέλει να επανορθώσει. Να του βρει φιλενάδες. Αλλά ήταν και δικό μας λάθος. Έπρεπε να την είχαμε σταματήσει. Όχι, γαμώτο, μου έφυγε πάλι». «Δύο πράγματα», είπε φιλικά ο Κάρι. «Α, ναι, ευχαριστώ. Δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι σκοτώνει τα κορίτσια ώστε το μωρό της, που τώρα θα ήταν έξι ετών, να μη μείνει μόνο του στον ουρανό. Το δεύτερο είναι ότι θέλει να χτυπήσει τον Μουνκ. Είναι εμφανές πια. Αλλά γι’ αυτό μπερδευτήκαμε κι εμείς τόσο πολύ. Γι’ αυτό ήταν τόσο μπλεγμένα τα πράγματα. Πρέπει να τα δούμε ξεχωριστά, παρόλο που εκείνη μπλέκει τα δύο αυτά κίνητρα για να μας μπερδέψει. Ένα: σκοτώνει κορίτσια για να μην είναι μόνο του στον ουρανό το κορίτσι που έκλεψε. Δύο: θέλει να χτυπήσει την αστυνομία με κάθε κόστος, θέλει να εκδικηθεί, θέλει να κάνει τον Μουνκ να πονέσει. Εκείνη ευθύνεται κατά κάποιο τρόπο για το θάνατο του μωρού, αλλά κατηγορεί τον Μουνκ. Νομίζω…» Η Μία Κρούγκερ σώπασε ξαφνικά. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να προφέρει εκείνες τις τελευταίες λέξεις. «Τι νομίζεις, Μία;» της συμπαραστάθηκε ο Μουνκ. «Θέλει να την πιάσουμε», είπε η Ανέτε. «Τι εννοείς;» ρώτησε ο Μουνκ. «Θέλει να την πιάσουμε», επανέλαβε η Ανέτε. «Μας δείχνει ακριβώς τι κάνει. 0x1ΓΒ. Τα κορίτσια στο κάστρο. Το τηλεφώνημα στους δημοσιογράφους. Θέλει να την πιάσουμε, αυτό δεν θέλει, Μία;» Η Μία έγνεψε καταφατικά. «Σωστά», είπε μετά. «Καλά το είπες. Θέλει να την πιάσουμε. Το λαχταράει, σχεδόν δεν κρατιέται. Μας δείχνει όλο και πιο πολλά πράγματα. Θέλει να αναληφθεί κι αυτή στους ουρανούς. Θέλει να
312/487
πάει να βρει το μωρό της. Θέλει να…» Η Μία δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Εξαντλημένη, ακούμπησε στο μαυροπίνακα και προσπάθησε να αναπνεύσει. Ο Μουνκ έτρεξε κοντά της και έβαλε το χέρι του στον ώμο της. «Είσαι καλά;» Η Μία κατένευσε σιωπηλά. «Γαμώτο, κάτι μου θυμίζει όλο αυτό», είπε ο Μουνκ και γύρισε προς τους υπόλοιπους. «Εντάξει. Μια γυναίκα. Το πιστεύω. Μου ακούγεται σωστό. Ποια γυναίκα έχουμε λοιπόν στα υπ’ όψιν μας;» «Τη γυναίκα με το διαφορετικό χρώμα ματιών», είπε ο Λούντβιγκ. «Στην Εκκλησία ανήκει κι αυτή;» ρώτησε ο Κάρι. «Όχι, στο προσωπικό του Οίκου Ευγηρίας Χόβικβάιεν», είπε ο Γκάμπριελ. Η Μία κοίταξε προς τη μεριά όπου καθόταν ο Λούντβιγκ Γκρενλίε. «Κάτι; Κάποια σχέση; Με το τηλέφωνο της Βερόνικας Μπάκε ίσως;» «Δυστυχώς τίποτε ακόμα. Το ψάχνουμε», είπε ο Γκρενλίε. «Ω, διάολε. Ω, διάολε!» είπε η Μία ξαφνικά. «Ποπό, είμαι τόσο αργή». «Τι έγινε;» «Ο Τσάρλι. Ο Τσάρλι Μπριν». «Ποιος;» είπε ο Μουνκ. «Ένας φίλος. Έχει ένα κλαμπ για τρανς στο Τέγιεν. Αυτός ήταν που μου μίλησε γι’ αυτήν. Για τη γυναίκα με την ετεροχρωμία στα μάτια. Την έχει δει πολλές φορές. Διάολε! Πόσο αργή μπορεί να είμαι, πια;» «Πηγαίνετε και φέρτε τον για ανάκριση», είπε ο Μουνκ. «Πρέπει να τη βρούμε αυτή τη γυναίκα. Ποιος ξέρει, μπορεί να είναι και η γυναίκα από το σκίτσο, αυτή που είδε ο μάρτυράς μας στο Σκίλερι. Υπεραισιόδοξη σκέψη, δεν λέω, αλλά γιατί όχι; Θα βάλουμε τον Τσάρλι να δει όλους όσους έχουμε κατά νου, όλους όσους θα μπορούσαν να είχαν πρόσβαση στους λογαριασμούς του κινητού της Βερόνικας Μπάκε μετά το θάνατό της, όλες τις νοσοκόμες στο γηροκομείο και όλους όσους έχουν σχέση με τη θρησκευτική οργάνωση. Και, αν μας υποδείξει κάποια, τότε φέρνουμε και το συνταξιούχο για αναγνώριση». Η σύσκεψη τελείωσε, και όλοι κατευθύνθηκαν προς τα πόστα τους.
313/487
Βγαίνοντας από την πόρτα, η Ανέτε σταμάτησε τη Μία. «Είσαι σίγουρη για όλο αυτό;» τη ρώτησε χαμηλόφωνα. «Για ποιο πράγμα;» «Για την όλη θεωρία. Δεν βρίσκεις τον Μουνκ λίγο εκνευρισμένο; Θέλω να πω, εδώ απειλείται η ίδια του η εγγονή. Εμπλέκεται η μάνα του. Δεν θα ’πρεπε να κάνει ένα μικρό διάλειμμα; Ν’ αφήσει άλλον να κάνει κουμάντο;» «Ο Χόλγκερ ξέρει τι κάνει», είπε η Μία κοφτά. «Το ελπίζω», απάντησε η Ανέτε.
54 «Πώς σου φαίνομαι;» είπε ο Τσάρλι και γύρισε προς τη μεριά της Μία, στο υπνοδωμάτιο. Είχε διαλέξει ένα παλιό φλοράλ γιαγιαδίστικο φόρεμα, λαμέ ασημένιες μπότες μέχρι το γόνατο, λευκά γάντια ως τους αγκώνες και ένα πράσινο γουνάκι για το λαιμό. «Καλά, δεν έχεις καμιά νορμάλ μπλούζα, ένα νορμάλ παντελόνι;» αναστέναξε η Μία. «Μα, χρυσή μου, μη μου καταπατάς την ελευθερία της έκφρασης! Είμαι καλλιτέχνης, ένας περιπλανώμενος διανοούμενος, δεν το καταλαβαίνεις;» «Εντάξει, εντάξει, Τσάρλι, το ξέρω…» Ο Τσάρλι άρχισε να ψάχνει πάλι μες στην ντουλάπα του, κάνοντας ολόκληρο θέμα για το πόσο δύσκολη ήταν η ζωή γι’ αυτόν. «Το βρήκα!» φώναξε μετά από λίγα δευτερόλεπτα και έκανε μεταβολή, με ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. «Ο Κύριος Φρόιντ!» «Ο κύριος ποιος;» Ο Τσάρλι χτύπησε παλαμάκια και άρχισε να χοροπηδάει πάνω-κάτω σαν μικρό κορίτσι. «Ο Κύριος Φρόιντ! Έχει να εμφανιστεί πολύ καιρό. Από την επιθεώρηση Και Τώρα Αλλάζουμε! του 2004. Το ξέρεις αυτό το κλαμπ για σουίνγκερς και τρανς, που…» «Τελείωνε», είπε η Μία. «Δεν χρειάζεται να μάθω την ιστορία της ζωής σου. Άντε, γίνε Μίστερ Φρόιντ να τελειώνουμε. Στα γρήγορα όμως, ναι;» Ο Τσάρλι έβγαλε μία μεγάλη τσάντα με κοστούμια από την ντουλάπα και χώθηκε στο μπάνιο. Ξαναβγήκε ντυμένος σωστός γόης, με μαύρο κουστούμι, ροζ γραβάτα και λουστρινένια παπούτσια. Ήταν κάτι μεταξύ του Τζέιμς Μποντ και του διάσημου τηλεοπτικού χαρακτήρα Έγκον Ούλσεν. «Πώς με βλέπεις;» Ο Τσάρλι χαμογέλασε και έκανε ακόμα μια στροφή.
315/487
«Άψογος», είπε η Μία. «Είμαι αρκετά ανδροπρεπής τώρα;» «Πολύ. Οι κυρίες στο γηροκομείο μπορεί και ν’ αρχίσουν να σου πετάνε λουλούδια». «Λες;» χαχάνισε ο Τσάρλι. «Φυσικά», χαμογέλασε η Μία. «Έλα, φύγαμε». Ο Τσάρλι την ακολούθησε στο περιπολικό που τους περίμενε. Στο δρόμο προς το Χόβικ, η Μία αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να του υπενθυμίσει ότι δεν πήγαινε να δώσει παράσταση, αλλά να δει τα αρχεία με τις φωτογραφίες του νοσηλευτικού προσωπικού. Αποφάσισε όμως να μην πει τίποτα. Είχαν πάρει τηλέφωνο από πριν. Φυσικά και υπήρχαν φωτογραφίες όλου του προσωπικού. Οι καινούριοι κανονισμοί ασφαλείας απαιτούσαν φωτογραφική ταυτότητα από τους πάντες: έκανε τη ζωή ευκολότερη. Ο Χόλγκερ Μουνκ στεκόταν έξω από το γηροκομείο και τους περίμενε να έρθουν. Ο Τσάρλι υποκλίθηκε και τον χαιρέτησε ευγενικά. «Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω», είπε ο Μουνκ και χαμογέλασε απαλά. «Ωραίο κοστούμι». «Σας ευχαριστώ», είπε ο Τσάρλι και ξαναϋποκλίθηκε. «Σας εξήγησε η Μία τι θα κάνουμε;» «Είμαι σε μυστική αποστολή, σωστά;» έκλεισε το μάτι ο Τσάρλι. «Πολύ σωστά. Σας χρειαζόμαστε να δείτε μερικές φωτογραφίες στον υπολογιστή, να μας πείτε μήπως και αναγνωρίζετε τη φίλη του Ρόγκερ Μπάκεν». «Μα, ναι», έγνεψε καταφατικά ο Τσάρλι. «Ένα μάτι μπλε και ένα καστανό. Το ήξερα ότι είχε κατιτί μυστηριώδες αυτή η κοπέλα». «Μισό λεπτό, δεν είπαμε εμείς κάτι τέτοιο», είπε ο Μουνκ. «Θέλουμε απλώς να τη βρούμε και να της μιλήσουμε, αυτό μόνο». «Κατάλαβα, κατάλαβα», είπε ο Τσάρλι και του ξανάκλεισε το μάτι. «Πολύ μυστική αποστολή». Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του κτιρίου, και από μέσα βγήκε η γυναίκα με την οποία μιλούσε ο Χόλγκερ στις σκάλες την προηγούμενη φορά.
316/487
«Αυτή είναι η Κάρεν Νίλουν», είπε ο Χόλγκερ. Η γυναίκα, που έμοιαζε κοντά στα σαράντα, ήταν λεπτή, με μακριά, ξανθοκόκκινα μαλλιά και όμορφο χαμόγελο. Ο Τσάρλι έσκυψε και της έσφιξε το χέρι. «Από εδώ ο Τσάρλι, ήρθε να μας βοηθήσει. Κι από εδώ η Μία, η συνάδελφός μου». Η Μία έσφιξε και αυτή με τη σειρά της το χέρι της κοπέλας. «Χάρηκα πολύ», χαμογέλασε η Κάρεν. «Προσπάθησα να επικοινωνήσω με την Καριάνε, αλλά δεν σηκώνει το τηλέφωνο. Είναι λίγο αυστηρή με τα ωράρια· όταν έχει άδεια, έχει άδεια». Η Μία δεν ρώτησε, αλλά υπέθεσε ότι η Καριάνε ήταν η διευθύντρια του γηροκομείου. «Δεν πειράζει να ρίξουμε εμείς μια ματιά, ναι;» ρώτησε ο Χόλγκερ. «Όχι, όχι, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα», χαμογέλασε η Κάρεν. «Χαίρομαι που μπορώ να βοηθήσω». Η Μία συνέχιζε να παραμένει σιωπηλή. Είχε ανησυχήσει λίγο για την όλη γραφειοκρατία. Χρειάζονταν άδεια, και η έκδοσή της έπαιρνε χρόνο, αλλά υπέθεσε ότι ο Χόλγκερ τα είχε κανονίσει όλα κάτω από το τραπέζι· τον ήξεραν εδώ πέρα. «Τέλεια», είπε ο Χόλγκερ. «Τι λέτε, πάμε μέσα;» Ακολούθησαν την Κάρεν μέσα στο κτίριο και μπήκαν σε ένα γραφείο. Ο Τσάρλι προχωρούσε σαν το παγόνι μες στους διαδρόμους, κάνοντας απαλές υποκλίσεις από δω κι από κει. «Ιδού», είπε η Κάρεν και έδειξε έναν υπολογιστή πάνω σε ένα τραπέζι. Ξαφνικά, φάνηκε λίγο ανήσυχη. «Ο υπολογιστής είναι κοινός για όλους τους υπαλλήλους και κανείς ένοικος δεν έχει πρόσβαση σ’ αυτό το δωμάτιο, αλλά δεν πειράζει που θα τον χρησιμοποιήσετε… Αφ’ ης στιγμής είστε η αστυνομία, θέλω να πω…» Η Κάρεν κοίταξε τον Χόλγκερ, που έγνεψε καταφατικά, ήρεμα-ήρεμα. Η Μία έπνιξε ένα χαμόγελο. «Μια χαρά θα πάνε όλα, Κάρεν», είπε ο Χόλγκερ και τη χάιδεψε απαλά στον ώμο. «Αναλαμβάνω προσωπικά την ευθύνη, δεν έχεις να ανησυχείς για τίποτα».
317/487
«Εντάξει τότε», χαμογέλασε η Κάρεν. «Απλώς, να, η Καριάνε είναι αυστηρή πού και πού. Αλλά είναι και καλό αφεντικό, ναι». Το τελευταίο το είπε γρήγορα-γρήγορα, λες και δεν ήθελε να νομίζουν ότι μίλησε άσχημα. «Όπως είπαμε: αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη», της χαμογέλασε ο Μουνκ και τράβηξε μια ακόμα καρέκλα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή για να καθίσει και ο Τσάρλι. «Προτιμάτε να μείνω μαζί σας;» ρώτησε η Κάρεν; «Ναι, σε παρακαλώ, μείνε αν μπορείς. Σε περίπτωση που έχουμε ερωτήσεις». «Κανένα πρόβλημα», είπε η Κάρεν. «Θα σερβίρουμε μεσημεριανό σε λίγο, αλλά όχι ακόμη». «Σούπερ», είπε ο Χόλγκερ και κάθισε στην καρέκλα δίπλα στον Τσάρλι. Πήρε το ποντίκι και έκανε κλικ στο φάκελο που τους είχε υποδείξει η Κάρεν. «Στο φάκελο πλοηγούμαστε με το ποντίκι;» ρώτησε. «Όχι, χρησιμοποίησε απλώς τα βελάκια», είπε η Κάρεν και έδειξε το πληκτρολόγιο. Ο Χόλγκερ πάτησε το βελάκι, και η πρώτη φωτογραφία εμφανίστηκε στην οθόνη. Όνομα: Μπιργκίτε Λουντάμο. «Όχι», είπε ο Τσάρλι με πολύ σοβαρό ύφος, για να δείξει ότι έπαιρνε τη δουλειά του εξίσου σοβαρά. O Χόλγκερ ξαναπάτησε το πλήκτρο. Αυτή τη φορά εμφανίστηκε η φωτογραφία μιας κοπέλας με το όνομα Γκιρού Ούλσεν. «Όχι», ξαναείπε ο Τσάρλι. «Πόσοι υπάλληλοι υπάρχουν;» ρώτησε η Μία. «Έχουμε πενήντα οχτώ ενοίκους και είκοσι δύο, όχι, είκοσι τρεις υπαλλήλους. Ορισμένοι από αυτούς δουλεύουν φουλ τάιμ, άλλοι παρτ τάιμ, ενώ έχουμε και μια λίστα με προσωπικό για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως περιπτώσεις ασθενείας και τα λοιπά». «Και είναι όλοι εδώ, στο αρχείο;» «Ναι, ναι, εδώ είναι καταχωρισμένοι οι πάντες», είπε η Κάρεν. «Όχι», είπε ο Τσάρλι βλέποντας την τρίτη φωτογραφία. Ο Χόλγκερ Μουνκ ξαναπάτησε το πλήκτρο. Αυτή τη φορά εμφανίστηκε μία Μάλιν Στολτζ στην οθόνη.
318/487
«Αυτή είναι», είπε ο Τσάρλι. «Είσαι σίγουρος;» ρώτησε η Μία. «Εκατό τοις εκατό». «Μα δεν έχει διαφορετικό χρώμα ματιών». «Αυτή είναι», είπε ο Τσάρλι, επιτακτικά. Η Μία έβρισε από μέσα της. Το είχε γνωρίσει αυτό το κορίτσι. Ήταν το κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά με το οποίο είχε μιλήσει την πρώτη φορά που είχε έρθει εδώ πάνω, όταν περίμενε τον Χόλγκερ. «Την ξέρεις, Κάρεν;» ρώτησε ο Χόλγκερ. «Ναι, φυσικά», είπε η Κάρεν και για πρώτη φορά έμοιαζε κάπως φοβισμένη. «Έκανε κάτι;» «Δεν ξέρουμε ακόμα», είπε ο Χόλγκερ και σημείωσε τη διεύθυνση που εμφανιζόταν στην οθόνη. «Πόσο καλά την ξέρετε;» ρώτησε η Μία. «Αρκετά καλά», είπε η Κάρεν. «Ή, μάλλον, μόνο μέσω της δουλειάς. Είναι πανέξυπνη. Τη συμπαθούν όλοι οι ένοικοί μας». «Έχετε πάει σπίτι της;» «Όχι, δεν έχω πάει. Δεν μπορείτε να μου πείτε γιατί την ψάχνετε; Φοβάμαι λίγο τώρα…» Η Κάρεν κοίταξε τον Μουνκ, που σηκώθηκε να την καθησυχάσει. «Κάρεν, μην ανησυχείς καθόλου, είναι απλώς μάρτυρας σε μια υπόθεση». «Ουφ…» αναστέναξε η Κάρεν και κούνησε το κεφάλι της. «Απλή μάρτυρας». «Πήραμε τη διεύθυνσή της;» είπε η Μία. Ο Μουνκ κατένευσε πάνω από τον ώμο της Κάρεν και έδωσε στη Μία το χαρτί. Της έκανε νόημα να βγει έξω και να τηλεφωνήσει, για να μην ανησυχήσει περισσότερο την Κάρεν. Ο Τσάρλι καθόταν στην καρέκλα του και έμοιαζε λιγάκι απογοητευμένος. «Αυτό ήταν όλο;» «Αυτό ήταν όλο», είπε ο Μουνκ. «Μπράβο, Τσάρλι». «Καλή δουλειά, Τσάρλι», είπε η Μία και βγήκε γρήγορα έξω να τηλεφωνήσει στον Κάρι.
319/487
«Ναι;» «Έχουμε όνομα και διεύθυνση», είπε στο τηλέφωνο η Μία. Της ήταν δύσκολο να κρύψει τον ενθουσιασμό της. «Μάλιν Στολτζ. Γεννηθείσα το 1977. Μακριά κατάμαυρα μαλλιά. Γύρω στο 1,70 και στα 65 κιλά». Του έδωσε τη διεύθυνση που έγραφε στο χαρτί. «Αυτή είναι;» είπε ο Κάρι. «Ναι, την αναγνώρισε με την πρώτη ματιά». Άκουσε τον Κάρι να φωνάζει διαταγές προς τους άλλους στο γραφείο, πριν επιστρέψει στη γραμμή. «Φεύγουμε αμέσως. Θα τα πούμε εκεί». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και έφαγε μια καραμέλα. Της είχε μιλήσει! Ήταν δίπλα της. Δεν είχε πάρει χαμπάρι. Τότε είχε μπλε μάτια. Προφανώς φορούσε φακούς. Γαμώτο, ήταν δυνατόν να είχε πέσει σε τέτοιο λήθαργο; Ο Τσάρλι βγήκε έξω ακολουθούμενος από τον Μουνκ και την Κάρεν, που έμοιαζε ακόμα αναστατωμένη. «Θα σε πάρω τηλέφωνο», είπε ο Μουνκ και της έσφιξε το χέρι. «Ευχαριστούμε για τη βοήθεια, Κάρεν», είπε η Μία. «Παρακαλώ πολύ», είπε η γυναίκα με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά και προσπάθησε να χαμογελάσει, δίχως επιτυχία. «Λοιπόν; Αυτό ήταν όλο;» ξαναείπε ο Τσάρλι, εμφανώς απογοητευμένος. «Μια χαρά τα πήγες, Τσάρλι», είπε η Μία. Ο Μουνκ αποχαιρέτησε τη νοσοκόμα ακόμα μια φορά και έτρεξε προς το αυτοκίνητό του. «Μία, θα έρθεις μαζί μου;» «Ναι», απάντησε εκείνη και τον ακολούθησε. «Κι εγώ; Τι θα γίνει με μένα;» είπε ο Τσάρλι και άπλωσε τα χέρια του στον αέρα. «Θα σε πάει σπίτι αυτός», είπε η Μία και έδειξε τον αστυνομικό που τους είχε φέρει με το περιπολικό. «Ούτε ένα φλιτζάνι καφέ να μην πιούμε;…» «Την επόμενη φορά!» φώναξε η Μία και μπήκε στο αμάξι. Ο Μουνκ πάτησε το γκάζι και βγήκε στη Χόβικβάιεν τόσο γρήγορα, που τα λάστιχα στρίγγλισαν στην άσφαλτο.
55 Η Μάλιν Στολτζ είχε κοιμηθεί άσχημα. Είχε δει παράξενα όνειρα. Ότι είχε έρθει, λέει, ένας άγγελος να την πάρει. Ότι είχαν τελειώσει όλα. Δεν χρειάζεται να το κάνω αυτό πια, είχε σκεφτεί στον ύπνο της, ή μάλλον το είχε ονειρευτεί, ήταν λίγο μπερδεμένη για το ποιος ήταν ο ονειρικός και ποιος ο πραγματικός της εαυτός. Όπως και να ’χε, ο άγγελος είχε έρθει. Ένας υπέροχος λευκός θηλυκός άγγελος. Ο άγγελος της είχε απλώσει το χέρι και της είχε πει να τον ακολουθήσει. Ότι μπορούσε να εγκαταλείψει τον κόσμο τώρα. Ότι δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτε άλλο πια. Και η Μάλιν Στολτζ είχε νιώσει τέτοια ευφροσύνη, που είχε ξυπνήσει από τη χαρά της και δεν είχε μπορέσει να ξανακοιμηθεί μετά. Σήμερα είχε διαφορετικό χρώμα ματιών. Ένα καστανό και ένα μπλε. Αυτή ήταν στην πραγματικότητα. Από μικρή την κορόιδευαν για τα μάτια της. Μόνο οι γάτες έχουν διαφορετικό χρώμα ματιών. Κωλόγατα. Ούτε καν από εκείνες τις γλυκές γάτες. Κεραμιδόγατα ήταν. Από αυτές που τους πέφτει η γούνα γιατί κουβαλούν τόσες αρρώστιες. Ο γιατρός τής είχε πει ότι ήταν συνηθισμένο. Ετεροχρωμία. Όχι, δεν ήταν συνηθισμένο. Δεν ήταν συνηθισμένο, αλλά όχι και τόσο ασυνήθιστο όσο νόμιζαν πολλοί. Ο γιατρός τής είχε εξηγήσει ότι επρόκειτο για γενετική ανωμαλία. Όχι· όχι ανωμαλία· αν τα γονίδια άλλαζαν στην πρώιμη εμβρυϊκή κατάσταση ώστε να προκληθεί μετάλλαξη, τότε μπορούσε το γονίδιο που κωδικοποιεί το μπλε χρώμα να διεισδύσει σε ένα άτομο που κανονικά θα είχε δύο καστανά μάτια. Μία μετάλλαξη ήταν. Μία μεταλλαγμένη. Ναι, ο γιατρός τής είχε πει επίσης ότι ήταν μεταλλαγμένη. Ότι ήταν μία μεταλλαγμένη με δύο διαφορετικά μάτια και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ήταν ο εαυτός της. Έπρεπε να είναι κάποια άλλη. Αυτό είχε πει ο γιατρός. Ή… ή μήπως το είχε διαβάσει αυτή κάπου; Όχι, ο γιατρός δεν είχε πει τίποτα
321/487
τέτοιο. Το είχε διαβάσει μόνη της, στο Διαδίκτυο. Ή στο Science Illustrated, το περιοδικό. Ο γιατρός είχε αυτό το περιοδικό στο γραφείο του. Όταν πήγε να δει αν μπορούσε να κάνει παιδιά. Ο γιατρός τής είχε πει ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, γιατί ήταν μία μεταλλαγμένη. Ότι δεν έπρεπε να είναι ο εαυτός της, αλλά κάποια άλλη, εντελώς διαφορετική. Παρόλο που πολλοί διάσημοι είχαν διαφορετικό χρώμα ματιών. O Νταν Άκροϊντ. Ο Ντέιβιντ Μπάουι. Η Τζέιν Σέιμουρ. Ο Κρίστοφερ Γουόκεν. Κανείς απ’ αυτούς δεν χρειαζόταν να γίνει κάποιος άλλος, αν και μερικοί άλλαξαν το όνομά τους. Η Μάλιν Στολτζ ονειρεύτηκε ότι την πήρε ένας άγγελος, ότι δεν χρειαζόταν, λέει, να κάνει πια τίποτε άλλο και ότι χάρηκε τόσο πολύ που είχε ξυπνήσει. Μετά απ’ αυτό, δεν ξανακοιμήθηκε. Είχε καθίσει για ώρες μπροστά στον καθρέφτη στο μπάνιο. Ο γιατρός τής είχε δώσει χάπια. Της είχε πει ότι δεν ήταν κανονική. Ότι ήταν μεταλλαγμένη και ότι έπρεπε να παίρνει αυτά τα χάπια. Στη Μάλιν δεν άρεσαν τα χάπια. Τα έπαιρνε μόνο μερικές φορές, όταν άκουγε φωνές, αλλά όχι αρκετά συχνά ώστε να γίνει κανονική. Η Μάλιν Στολτζ στάθηκε μπροστά στο καλοριφέρ. Πεινούσε. Είχε να φάει ώρα πολλή και είχε κοιμηθεί άσχημα. Είχε επίσης ξεχάσει να αγοράσει αυγά, αν και τα είχε γράψει στη χθεσινή λίστα. Ήταν καλή στο να προσποιείται. Ήταν καλή στο να γίνεται κάποια άλλη, μια ξένη. Όσο δεν ήταν ο εαυτός της, όλα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν δύσκολο να έβρισκες δουλειά αν δεν ήσουν ο εαυτός σου. Ξαναμπήκε στο μπάνιο, μα δεν κατάλαβε γιατί· ξαναπήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Το ρολόι δίπλα στο παράθυρο έδειχνε οχτώ. Σήμερα δεν θα πήγαινε στη δουλειά κι αυτό ήταν καλό γιατί είχε κοιμηθεί άσχημα. Η Μάλιν Στολτζ αποφάσισε να ντυθεί και να πάει στο σουπερμάρκετ. Ήταν εύκολο να πας στο σουπερμάρκετ, εφόσον έβρισκες τα ρούχα σου. Τα σουπερμάρκετ άνοιγαν νωρίς. Ήταν εύκολο να ψωνίζεις αυγά, εφόσον θυμόσουν να τα βάλεις στο καλάθι, να τα πληρώσεις και να τα πάρεις μαζί σου μέσα σε μια πλαστική σακούλα. Η Μάλιν Στολτζ μπήκε στο υπνοδωμάτιο για να βρει τα ρούχα της, αλλά όταν άνοιξε την πόρτα η ντουλάπα ήταν γεμάτη γαλακτοκομικά προϊόντα. Γάλα, βούτυρο, κρέμα. Έκλεισε πάλι την πόρτα και συνειδητοποίησε ότι ήταν στο σουπερμάρκετ. Μύριζε ξινίλα. Ήταν πάρα πολύ νωρίς και οι άνθρωποι είχαν κοιμηθεί
322/487
άσχημα και γι’ αυτό μύριζε έτσι. Η Μάλιν Στολτζ είχε ονειρευτεί ότι ένας άγγελος είχε έρθει, λέει, να την πάρει και της είχε πει ότι δεν χρειαζόταν να βρίσκεται πια σε τούτο τον κόσμο, αλλά να που τώρα ήταν στο σουπερμάρκετ και έπρεπε να ψωνίσει αυγά, γιατί πεινούσε. Δεν ήταν όλες οι μέρες τόσο άσχημες. Υπήρχαν πράγματα που έκανε για να καλυτερεύσουν. Το να είναι ο εαυτός της, όπως ήταν σήμερα, δεν βοηθούσε, αλλά τώρα έπρεπε να συνεχίσει, να συνεχίσει, γιατί σήμερα είχε ρεπό και πεινούσε. Είχε καιρό να πάρει ρεπό. Ήταν έξυπνη, είχε δουλέψει πολύ, είχε υπάρξει η ευγενική και κανονική Μάλιν Στολτζ με ίδιο χρώμα και στα δυο της μάτια. Σύντομα δεν θα ήταν πια η Μάλιν Στολτζ, θα ήταν κάποια άλλη· και ανυπομονούσε. Έκλεισε την πόρτα του ψυγείου με τα γαλακτοκομικά προϊόντα και βρήκε το μέρος όπου ήταν τα αυγά. Έβαλε τέσσερις δωδεκάδες στο καλάθι της. Το καλάθι ήταν μπλε, ήταν οφθαλμοφανές. Αν έκλεινε το καστανό της μάτι. Αν έκλεινε το γαλάζιο της μάτι, το καλάθι ήταν καφέ. Δεν ήταν έτσι στην πραγματικότητα, αλλά όλα γίνονται αν προσποιείσαι. Τέσσερις δωδεκάδες αυγά είναι σαράντα οχτώ αυγά. Προσπάθησε να θυμηθεί τι άλλο είχε στη λίστα της, αλλά δεν μπορούσε. Α, ναι, ψωμί. Πήγε στα ράφια του ψωμιού και διάλεξε μια φρατζόλα ολικής αλέσεως. Το σουπερμάρκετ συνέχιζε να βρομοκοπάει και έπρεπε να κρατάει τη μύτη της. Το καλάθι με τα αυγά ήταν πολύ βαρύ για να το κρατήσει με το ένα χέρι. Και το αγόρι στο ταμείο βρομοκοπούσε. Η κάρτα της είχε λεφτά. Το μηχάνημα τη δέχτηκε. Είχε αρχίσει να βρομοκοπάει πραγματικά τώρα μες στο σουπερμάρκετ. Μόλις που πρόλαβε να βάλει τα αυγά μέσα σε μια πλαστική σακούλα και να βγει τρέχοντας στον καθαρό αέρα, πριν όλο το κατάστημα σαπίσει ξοπίσω της. Κάθισε για μια στιγμή στα σκαλιά, μέχρι να καθαρίσει πάλι ο αέρας, και ύστερα πήρε τη σακούλα στο δεξί της χέρι και ξεκίνησε για το σπίτι.
56 Ο Μουνκ μόλις είχε παρκάρει σε μικρή απόσταση από την πολυκατοικία με θέα στην είσοδο του κτιρίου, όταν χτύπησε το τηλέφωνο της Μία. «Ναι;» «Εδώ Κάρι». «Είναι σπίτι;» «Όχι, δεν απαντάει κανείς, σας περιμέναμε. Μας βλέπετε;» Η Μία κοίταξε πάνω-κάτω το δρόμο και είδε το μεγάλο Άουντι. «Ναι». «Τι κάνουμε;» Η Μία κοίταξε τον Μουνκ. «Να μπούμε μέσα;» Ο Μουνκ κούνησε το κεφάλι του. «Πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν ξέρουμε αν αυτή η γυναίκα έχει κάνει κάτι κακό. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι γνώριζε τον Ρόγκερ Μπάκεν και ότι πιθανόν να είχε πρόσβαση στο τηλέφωνο της Βερόνικας Μπάκε. Δεν μπαίνω εκεί μέσα βασισμένος σε υποψίες μόνο». «Όχι, ας περιμένουμε λίγο», είπε η Μία στο τηλέφωνο. «Έχουμε ομάδες σε όλες τις εισόδους;» «Ναι». «Στείλε τον Κιμ», είπε ο Μουνκ χαμηλόφωνα. «Στείλτε τον Κιμ», είπε η Μία στο τηλέφωνο. «Να δει αν μπορεί να μπει μέσα μέσω κάποιου γείτονα». «Οκέι», είπε ο Κάρι. Σε λίγο, η πίσω πόρτα του μεγάλου Άουντι άνοιξε και είδαν τον Κιμ να πηγαίνει προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Χτύπησε ένα-δυο κουδούνια, πριν η πόρτα ανοίξει. Έπειτα, εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του κτιρίου. «Μπήκε μέσα», είπε ο Κάρι.
324/487
«Το είδα», είπε η Μία. Όλο αυτό το είχαν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Κατά την εκπαίδευσή τους, και στην πραγματικότητα. Ένας ή δύο μέσα, οι υπόλοιποι έξω, εποχούμενοι ή πεζοί. Κάποιος χτύπησε το τζάμι της Μία. Εκείνη το κατέβασε. Ο Κίρε έχωσε από το παράθυρο μια μικρή τσάντα και ξανάφυγε. Η Μία την άνοιξε και έδωσε το δεύτερο ακουστικό στον Μουνκ. «Είμαστε συνδεδεμένοι», είπε η Μία και έκλεισε το τηλέφωνο. «Κιμ, μ’ ακούς;» «Ναι, ακούω». «Τι βλέπεις;» «Την πόρτα του υπογείου. Ασανσέρ. Σκάλες». «Ανέβα με τις σκάλες στον τρίτο». «Οκέι». Περίμεναν με αγωνία τον Κιμ να ξαναμιλήσει. «Έφτασα». «Στη σωστή πόρτα;» «Μ. Στολτζ», απάντησε ο Κιμ. «Χτύπα το κουδούνι». Περίμεναν λίγα δευτερόλεπτα ακόμη. «Δεν απαντάει κανείς, να μπω μέσα;» Η Μία και ο Μουνκ αλληλοκοιτάχτηκαν. «Ναι», είπε ο Μουνκ. Η Μία κατάλαβε ότι σκεφτόταν το ίδιο πράγμα για το οποίο είχε αναρωτηθεί η Ανέτε: κατά πόσο ο Μουνκ, που εμπλεκόταν τόσο πολύ στην υπόθεση, μπορούσε να πάρει τις σωστές αποφάσεις. «Είμαι μέσα», είπε ο Κιμ. «Τι βλέπεις;» Σιωπή για μια στιγμή. «Ω Θεέ μου…» είπε μετά ο Κιμ. «Τι συμβαίνει;» είπε ο Μουνκ, πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Είναι που… είναι το… Πρέπει να το δείτε αυτό. Από κοντά». «Τι συμβαίνει;» Ο Μουνκ φώναζε τώρα, αλλά ο Κιμ δεν απαντούσε πια.
57 Η Μάλιν Στολτζ συνήλθε ξαφνικά και ανακάλυψε ότι κρατούσε μια πλαστική σακούλα στο χέρι. Είχε πάει στο σουπερμάρκετ. Δεν θυμόταν να έχει βγει έξω. Κοίταξε τριγύρω της. Ναι, είχε βγει· είχε βγει. Βρισκόταν έξω. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ότι είχε ονειρευτεί κάτι πολύ περίεργο. Ένας άγγελος είχε έρθει, λέει, να την πάρει. Θα έφευγε πια από εδώ πέρα, ακριβώς έτσι όπως το είχε σχεδιάσει. Αλλά μετά από αυτό δεν θυμόταν πολλά. Άνοιξε τη σακούλα και κοίταξε μέσα. Τέσσερις δωδεκάδες αυγά και ένα ψωμί. Ω, Θεέ μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που της συνέβαινε κάτι τέτοιο, αλλά ο φόβος παρέμενε αναλλοίωτος. Μια μέρα είχε ξυπνήσει και ήταν στο τραμ. Μια άλλη, είχε πιάσει τον εαυτό της να μπαίνει στη δημοτική πισίνα στο Τέγιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε σ’ ένα παγκάκι. Ίσως έπρεπε να ξαναπάει στο γιατρό. Σιχαινόταν να πηγαίνει στο γιατρό, αλλά ίσως είχε έρθει πια η ώρα. Τα μπλακάουτ είχαν αρχίσει να γίνονται ολοένα και πιο συχνά, ειδικά τις ημέρες που δεν ήταν στη δουλειά. Στη δουλειά όλα πήγαιναν καλά, αλλά όταν έπρεπε να μείνει σπίτι και να είναι ο εαυτός της ήταν πολύ δύσκολο. Ανυπομονούσε να τελείωναν όλα αυτά. Σύντομα. Σύντομα θα ξεκουραζόταν. Σύντομα δεν θα χρειαζόταν πια να είναι η Μάλιν Στολτζ. Ούτε η Mέκεν Στούρβικ. Ούτε η Μάριτ Στούλτενμπαρ. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο δρόμο για το σπίτι, μα το μυαλό της ήταν γεμάτο εικόνες. Συγκεντρώθηκε λοιπόν στην πλαστική σακούλα. Ψηλάφισε το πλαστικό. Ήταν πραγματικό; Ναι, πραγματικό ήταν. Κοίταξε τα ρούχα της. Δυο ίδια παπούτσια. Μπράβο. Παντελόνι. Για δες. Κοντομάνικο από μέσα, και ένα ελαφρύ πουλόβερ από πάνω. Μια χαρά είχε ντυθεί. Δεν είχε βγει έξω γυμνή. Είχε ντυθεί σαν άνθρωπος. Κρύωνε λίγο, αυτό ήταν μόνο, αλλά πάντως ήταν ντυμένη.
326/487
Έτριψε τα χέρια της πάνω στο κορμί της να ζεσταθεί και προσπάθησε ξανά να φέρει στο νου της τη διαδρομή, να σκεφτεί πώς έπρεπε να γυρίσει από το παγκάκι στο σπίτι της. Ξανακοίταξε την πλαστική σακούλα. Σουπερμάρκετ. Είχε πάει στο σουπερμάρκετ Ρέμα. Από το σουπερμάρκετ έπρεπε να περάσει από την πιτσαρία. Κοίταξε τριγύρω της και είδε μια ταμπέλα νέον στη γωνία: Πιτσαρία Μιλάνο. Ήξερε το δρόμο από εκεί. Στο περίπου. Σηκώθηκε γρήγορα από το παγκάκι και διέσχισε το δρόμο. Κρύωνε τώρα. Έπρεπε να πάει στο σπίτι της όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν ήθελε να κρυώσει. Αν κρύωνε, θα έπρεπε να λείψει από τη δουλειά. Ήταν πολύ αυστηροί μ’ αυτό. Οι ηλικιωμένοι είναι αδύναμοι, δεν έπρεπε να τους μεταφέρει μικρόβια. Έφτασε στην πιτσαρία και στάθηκε να βρει το επόμενο σημείο αναφοράς. Ο μονόδρομος. Πρέπει να πας αντίθετα. Μπες στο δρόμο με τη στρογγυλή κόκκινη πινακίδα με τη λευκή γραμμή στη μέση. Βρήκε την πινακίδα και προχώρησε προς τα μέσα. Ξαφνικά σταμάτησε. Κάτι δεν της ταίριαζε. Κάτι… δεν ήταν σωστό. Δεν ήταν όπως συνήθως τριγύρω. Όπως τα άλλα πρωινά. Δεν υπήρχαν άνθρωποι στο πάρκο. Δεν υπήρχαν άνθρωποι μέσα στα αυτοκίνητα να περιμένουν κάτι, κοιτάζοντας τριγύρω. Στη αρχή, η ιδέα τής ήρθε σιγά στο μυαλό. Σιγά-σιγά. Και, ξαφνικά, κατάλαβε. Παράτησε την πλαστική σακούλα στην άσφαλτο, έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει.
58 Η Σάρα Κίεσε βρισκόταν έξω από ένα πέτρινο κτίριο στη Μάριμπουεσγκάτε και περίμενε κάποιαν Ανέτε. Είχε προσπαθήσει να πάρει τηλέφωνο εδώ και πολλές ημέρες, αλλά οι γραμμές ήταν πάντα κατειλημμένες. Έχετε καλέσει τη Γραμμή Πληροφοριών της Αστυνομίας του Όσλο. Όλοι οι εκπρόσωποί μας είναι αυτή τη στιγμή απασχολημένοι. Παρακαλώ, περιμένετε. Στο τέλος είχε καταφέρει να πιάσει γραμμή. Μετά από προσπάθεια τριών ημερών, είχε αποφασίσει να μην τα παρατήσει, να είναι υπομονετική και να περιμένει σαράντα ολόκληρα λεπτά· στο τέλος είχε πάρει προτεραιότητα. Περίμενε τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής να είναι φιλική, αλλά δεν ήταν. Η γυναίκα ακουγόταν εκνευρισμένη. Σχεδόν σαν να έλεγε, Τι θες; Η Σάρα Κίεσε ένιωσε λες και είχε κάνει κάτι λάθος. Ότι η γυναίκα νόμιζε πως είχε πάρει για τα χρήματα. Αλλά δεν είχε πάρει γι’ αυτό. Δεν την ένοιαζαν τα χρήματα. Ένα εκατομμύριο κορόνες σε όποιον μπορεί να προσφέρει πληροφορίες που θα βοηθήσουν στην επίλυση της υπόθεσης. Είχε διαβάσει για την αμοιβή στην εφημερίδα και τότε μόνο της κατέβηκε η ιδέα. Ο άντρας της είχε πεθάνει εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Είχε πέσει από ύψος πενήντα σχεδόν μέτρων από μια αφύλαχτη οικοδομή. Η Σάρα Κίεσε χαιρόταν που είχε πεθάνει. Ήταν ένας απαίσιος άνθρωπος. Είχε καταστρέψει τη ζωή της. Δεν ήθελε να έχει καμία σχέση μαζί του. Ούτε στην κηδεία του είχε πάει. Όλες αυτές οι μυρωδιές των άλλων γυναικών, τα χρήματα που εξαφανίζονταν από το πορτοφόλι της, από το κουτί στο ψυγείο, τα χρήματα με τα οποία έπρεπε να πληρωθούν οι λογαριασμοί. Η απογοήτευση στα μάτια της κόρης τους όταν μια φορά γύρισε σπίτι και δεν ήθελε ούτε να παίξει μαζί της, ούτε καν να της μιλήσει. Ένα στικάκι που της
328/487
έδωσε ο δικηγόρος του, που περιείχε ένα θολό βίντεο κάποιου πράγματος που ο σύζυγός της είχε χτίσει. Ένα υπόγειο δωμάτιο. Το είχε ξεχάσει. Το είχε βγάλει απ’ το μυαλό της. Είχε τη δική της ζωή τώρα. Είχε αγοράσει ένα καινούριο διαμέρισμα. Ήταν ευτυχισμένη για πρώτη φορά. Μα να που εκείνος είχε επανεμφανιστεί. Το βίντεο από το στικάκι, αυτό που είχε πετάξει στα σκουπίδια. Υπήρχε ολόκληρη αμοιβή: ένα εκατομμύριο κορόνες! Ίσως και να ’χε πει ψέματα στην ξινή γυναίκα στο τηλέφωνο. Ίσως γι’ αυτό να είχε τηλεφωνήσει. Η αμοιβή δεν ήταν που την κινητοποίησε εξάλλου; Ο άντρας της φαινόταν τρομοκρατημένος στο βίντεο. Ποιος, αυτός, που συνήθως ήταν τόσο σκληρός. Η φωνή του έτρεμε απ’ το φόβο. Της είχε πει να πάει στην αστυνομία αν του συνέβαινε κάτι. Είχε χτίσει ένα υπόγειο δωμάτιο, κάπου, με ένα αναβατόριο για φαγητό και έναν ανεμιστήρα. Κι εκείνη είχε πετάξει το βίντεο γιατί δεν ήθελε να είχε καμία σχέση μαζί του. Ήθελε να διαγράψει τα πάντα. Δεν τον ήθελε πια μες στο κεφάλι της, τον είχε σβήσει. Μέχρι που διάβασε τις εφημερίδες πριν από μια βδομάδα. Ένα εκατομμύριο κορόνες αμοιβή σε όποιον θα έδινε πληροφορίες για την υπόθεση. Παουλίνε, Γιουχάνε, Αντρέα, Καρουλίνε. Και τότε, ξαφνικά, της είχε έρθει η ιδέα. Ο άντρας της είχε χτίσει το δωμάτιο όπου κρατούσαν φυλακισμένα τα κοριτσάκια. Η Σάρα Κίεσε βρήκε μια τσίχλα μες στην τσάντα της και κοίταξε τριγύρω. Της είχαν ζητήσει να περιμένει εδώ, στο πεζοδρόμιο. Νόμιζε ότι τα Κεντρικά της αστυνομίας ήταν στην Γκρένλαν, αλλά μάλλον είχε κάνει λάθος. Ή μάλλον όχι, απλώς υπήρχαν και άλλα μέρη. Ξαφνικά, άνοιξε μια πόρτα, και μια ψηλή γυναίκα με ξανθά μαλλιά και πολλές φακίδες έκανε την εμφάνισή της. «Η Σάρα Κίεσε;» «Ναι…;» «Γεια, είμαι η Ανέτε», είπε η αστυνομικίνα και της έδειξε την ταυτότητά της. «Συγγνώμη που δεν σας κάλεσα πιο νωρίς», είπε η Σάρα απολογούμενη. «Οι γραμμές ήταν όλες κατειλημμένες και… δεν ήμασταν και πολύ φίλοι με τον άντρα μου, οπότε…»
329/487
«Μην το σκέφτεστε», είπε η αστυνομικίνα με τις φακίδες. «Χαίρομαι που ήρθατε. Έχετε μαζί σας τον υπολογιστή που σας είπα;» «Ναι», κατένευσε η Σάρα και της έδειξε την τσάντα της. «Μπράβο. Ακολουθήστε με, παρακαλώ». Η αστυνομικίνα τής έδειξε το δρόμο προς μια πόρτα στο κίτρινο πέτρινο κτίριο και πέρασε την κάρτα της στο μηχάνημα αναγνώρισης. Στο ασανσέρ δεν αντάλλαξαν κουβέντες. Η γυναίκα που την έλεγαν Ανέτε ήταν πολύ πιο φιλική από τη γυναίκα στο τηλέφωνο. Η Σάρα πολύ χάρηκε, νόμιζε ότι θα της έβαζαν τις φωνές. Γιατί είχε αργήσει να μιλήσει. Γιατί της έβαζαν τις φωνές όλη της τη ζωή. Δεν άντεχε άλλο πια. «Από εδώ», της χαμογέλασε η Ανέτε και προπορεύτηκε στο διάδρομο. Έφτασαν μπροστά σε μια κλειστή πόρτα. Η Ανέτε πέρασε την κάρτα της από το μηχάνημα ανίχνευσης και η πόρτα άνοιξε. Μπήκαν σε μια μεγάλη, ευάερη, σύγχρονη αίθουσα γραφείων. Η ατμόσφαιρα ήταν πυρετώδης, άνθρωποι έτρεχαν από δω κι από κει και τα τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς. «Εδώ», χαμογέλασε η αστυνομικίνα με τις φακίδες και της έδειξε ένα γραφείο πίσω από ένα γυάλινο χώρισμα. Ένας νεαρός με κοντά πεταχτά μαλλιά καθόταν με την πλάτη του σε μια σειρά από οθόνες υπολογιστών. Η όλη εικόνα έμοιαζε με κινηματογραφική ταινία: οθόνες και σέρβερ και καλώδια κι ένα σωρό λαμπάκια που αναβόσβηναν και, γενικά, τεχνολογία, τεχνολογία, τεχνολογία παντού. «Από εδώ ο Γκάμπριελ Μερκ», είπε η Ανέτε. «Γκάμπριελ, να σου γνωρίσω τη Σάρα Κίεσε». Ο νεαρός σηκώθηκε και της έσφιξε το χέρι. «Γεια σας, κυρία Κίεσε». «Γεια…» είπε η Σάρα. «Παρακαλώ, καθίστε», είπε η Ανέτε και κάθισε κι αυτή σε μια καρέκλα. «Μπορείτε να μας ξαναπείτε ό,τι είπαμε και πριν;» «Φυσικά», ξερόβηξε η Σάρα. Εξήγησε στα γρήγορα όσα είχαν συμβεί. Το θάνατο του συζύγου της. Το δικηγόρο. Το στικάκι. Το βίντεο. Το δωμάτιο που είχε χτίσει. Το πόσο θυμωμένη ήταν. Το ότι μόλις πρόσφατα συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό μπορεί να είχε σχέση με τα κορίτσια. «Και διαγράψατε το βίντεο από τον υπολογιστή σας;» ρώτησε ο νεαρός.
330/487
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Χαζομάρα έκανα;» «Ε, θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν δεν το είχατε κάνει, αλλά θα το βρούμε. Τον έχετε μαζί σας;» Η Σάρα Κίεσε έβγαλε το λάπτοπ από την τσάντα της και το έδωσε στον νεαρό. «Και φαντάζομαι ότι δεν έχετε το στικάκι…» «Όχι, το πέταξα στα σκουπίδια». «Αυτό δυστυχώς δεν μπορώ να το βρω, χαχά», είπε ο νεαρός και της έκλεισε το μάτι. Η Σάρα χαμογέλασε αχνά. Τι ευχάριστα που ήταν εδώ μέσα! Ένιωθε ανακουφισμένη. Φοβόταν ότι θα ήταν πολύ αυστηροί μαζί της, ότι θα της φώναζαν όπως η γυναίκα στο τηλέφωνο. «Θα προτιμούσα να σας πάρουμε γραπτή κατάθεση. Θα σας πείραζε;» ρώτησε η Ανέτε. «Όχι», είπε η Σάρα. «Θα θέλατε λίγο καφέ, ίσως;» «Ναι, έναν καφέ θα τον ήθελα, ευχαριστώ». Η αστυνομικίνα με τις φακίδες χαμογέλασε και βγήκε από το δωμάτιο.
59 Μετά την πρωινή προσευχή, ο Πάστορας Σίμουν είχε έρθει να πει στον Λούκας ότι θα περνούσαν μαζί αυτή την ημέρα. Ο Λούκας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μαζί; Οι δυο τους, μόνοι; Ο Λούκας καταχάρηκε. Βρισκόταν πάντα στο πλευρό του Πάστορα Σίμουν, αλλά ο Πάστορας ήταν μονίμως απασχολημένος –συνήθως με το να μιλάει με τον Θεό, ή με το να κηρύττει το Λόγο του Κυρίου σε διάφορους αποστάτες που τον είχαν ανάγκη– και έτσι ο Λούκας έφερνε εις πέρας διάφορα άλλα σημαντικά καθήκοντα, όπως το να πλένει τα πατώματα ή τα ρούχα, ή να αλλάζει τα σεντόνια του Πάστορα. Ένα βράδυ, μερικά χρόνια πριν, ο Πάστορας τον είχε αποκαλέσει τον πιο κοντινό του άνθρωπο, τον δεύτερο τη τάξει, και έκτοτε ο Λούκας στεκόταν στο πλευρό του Πάστορα νιώθοντας δέκα πόντους ψηλότερος, με την πλάτη ίσια και το κεφάλι ψηλά. Ένα πράγμα τού είχε λείψει μόνο, όχι ότι θα παραπονιόταν ποτέ γι’ αυτό στον Πάστορα· μα, αν του επιτρεπόταν να ζητήσει κάτι, ήταν να μπορούσε να στέκεται στο πλευρό του Πάστορα και στα πιο ιερά ζητήματα. Κι αυτό ακριβώς εννοούσε ο Πάστορας Σίμουν όταν του μίλησε σήμερα το πρωί· ο Λούκας το είχε δει στα μάτια του. Σήμερα, Λούκας, θα είμαστε οι δυο μας, εσύ κι εγώ. Αυτό εννοούσε. Σήμερα θα χειροτονούνταν. Θα μάθαινε τα μυστικά, θα άκουγε τον Θεό να του μιλάει. Ήταν πια σίγουρος. Είχαν φύγει από το κτήμα, από την Porta Caeli, μετά την προσευχή και το πρωινό. Οι γυναίκες στο κτήμα ήξεραν πραγματικά να μαγειρεύουν. Ο Λούκας ήταν πολύ υπερήφανος που ο Πάστορας είχε διαλέξει τόσο ικανές γυναίκες· δεκαπέντε γυναίκες, υπάκουες στο Λόγο του Κυρίου, που ήξεραν να μαγειρεύουν, που ήξεραν να πλένουν τα σπίτια και τα ρούχα, που έπιαναν τα χέρια τους. Τέτοιου είδους γυναίκες χρειάζονταν τώρα που θα πήγαιναν
332/487
στους ουρανούς. Όχι επηρμένες γυναίκες που δεν ήξεραν παρά να χαζεύουν τηλεόραση και να βάφονται σαν πόρνες και να περιμένουν από τους άντρες να κάνουν όλες τις δουλειές. O Λούκας έβαλε μπρος το αυτοκίνητο και βγήκε από την πύλη. Ο Θεός τούς είχε δώσει υπέροχο καιρό, ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, και με κάθε λεπτό που περνούσε ο Λούκας σιγουρευόταν γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Σήμερα θα χειροτονούνταν. Ο Πάστορας είχε κάνει διάφορες νύξεις, και ο ίδιος ο Λούκας τον είχε ακούσει να μιλάει με τον Θεό γι’ αυτό. Ένιωθε λίγες ενοχές που κρυφάκουγε, αλλά ήταν αναπόφευκτο: ο Πάστορας συνήθιζε να μιλάει με τον Θεό στο δωμάτιό του, και ο Λούκας φρόντιζε να καθαρίζει το πάτωμα έξω από το γραφείο κάθε φορά που άκουγε από μέσα φωνές. Έτσι, μπορούσε να γεμίζει με το Λόγο του Κυρίου χωρίς να πράττει κάτι παράνομο. Το δίπλωμα της οδήγησής του το είχε πληρώσει ο Πάστορας. Βέβαια, ο Πάστορας είχε πληρώσει για οτιδήποτε του ανήκε: ένα μαύρο κοστούμι για επίσημες περιστάσεις, ένα λευκό κοστούμι για τη λειτουργία, τρία ζευγάρια παπούτσια. Και ένα ποδήλατο. Και για το φαγητό του, φυσικά, και για το δωμάτιο στη σοφίτα της εκκλησίας. Για τα πάντα. Ο Πάστορας ήταν πλούσιος. Ο Θεός τού είχε δώσει λεφτά. Ο Πάστορας δεν ήταν από εκείνους που δεν πίστευαν στο χρήμα. Υπήρχαν πολλοί που έλεγαν τέτοια, ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζεται χρήματα αν έχει τον Θεό, αλλά ο Πάστορας ήξερε: Στον επόμενο κόσμο δεν θα χρειαζόμαστε χρήματα, θα μας προσέχει ο Κύριος, αλλά αυτός ο κόσμος έχει άλλους κανόνες. Ο Λούκας δεν διάβαζε εφημερίδες ούτε έβλεπε τηλεόραση, ήξερε όμως πολύ καλά ότι ο κόσμος αυτός ήταν χτισμένος με χρήματα. Μερικοί ήταν φτωχοί και μερικοί πλούσιοι. Οι φτωχοί είχαν συνήθως τιμωρηθεί από τον Θεό, για πολλούς, διαφορετικούς λόγους. Μπορεί να ήταν ομοφυλόφιλοι ή ναρκομανείς, πόρνες ή βλάσφημοι απέναντι στον Θεό, τον Ιησού, ή τους γονείς τους. Καμιά φορά, ο Θεός τιμωρούσε ολόκληρες χώρες ή ηπείρους, με πλημμύρες ή ξηρασίες ή άλλες τέτοιες καταστροφές, αλλά και κάνοντάς τες τρομερά φτωχές. Αυτό δεν σήμαινε, φυσικά, ότι όλοι οι πλούσιοι είχαν λάβει τα χρήματά τους από τον Θεό, αυτό το ήξερε ο Λούκας. Ορισμένοι είχαν κλέψει τα χρήματά τους από τον Θεό. Ήταν ηλίου φαεινότερο: τα λεφτά ανήκαν
333/487
στον Θεό, και όποιος είχε υπερβολικά πολλά χωρίς να τα έχει λάβει από τον Κύριο, σε αντίθεση με τον Πάστορα Σίμουν, ήταν ανέντιμος και έπρεπε να τιμωρηθεί. Ο Λούκας οδήγησε προς την κατεύθυνση που του υπέδειξε ο Πάστορας Σίμουν. Δεν κατέβηκαν προς τα γραφεία τους: πήραν το δρόμο για το δάσος. Έφτασαν ψηλά, σε μια μικρή λιμνούλα. Ο Λούκας πάρκαρε το αυτοκίνητο και ακολούθησε τον Πάστορα σε έναν πάγκο δίπλα στο νερό. Τον κοίταξε κρυφά. Τα λευκά πλούσια μαλλιά του ήταν σαν κεραίες· σαν αγγελικές κεραίες για να επικοινωνεί με τον Θεό. Ο ήλιος είχε φτάσει στο ζενίθ του και έφεγγε ακριβώς πίσω από το κεφάλι του Πάστορα. Το δέρμα του Λούκας ανατρίχιασε. Τα δάχτυλά του μούδιασαν. Του ήταν σχεδόν αδύνατον να μείνει ακίνητος. Το χαμόγελό του ήταν λες και είχε αγκαλιάσει το κεφάλι του. «Βλέπεις τον Διάβολο μες στο νερό;» είπε ο Πάστορας δείχνοντας τη λίμνη. Ο Λούκας κοίταξε το νερό, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Το νερό ήταν μαύρο και ακίνητο, δεν υπήρχε ούτε ρυτίδα στην επιφάνειά του. Μπορούσε ν’ ακούσει τα πουλάκια να τιτιβίζουν στο δάσος τριγύρω τους. Δεν έβλεπε πουθενά σημάδια του Διαβόλου. «Πού;» είπε ο Λούκας και κοίταξε ακόμη πιο προσεκτικά. Δεν ήθελε να πει όχι, θα ακουγόταν ηλίθιο. Ίσως επρόκειτο για τεστ. Ένα τεστ για να δει ο Πάστορας εάν ήταν έτοιμος να χειροτονηθεί. «Εκεί έξω», είπε ο Πάστορας και ξανάδειξε. Ο Λούκας συνέχιζε να μη βλέπει τίποτα. Δεν ήθελε να πει ψέματα, δεν ήθελε να πει όχι, συνέχιζε να προσπαθεί να τον δει. Κοίταζε, ξανακοίταζε, σφάλισε τα μάτια του με την ελπίδα ότι ο Διάβολος θα πεταγόταν μπροστά του – μα τίποτα. «Δεν τον βλέπεις, τον βλέπεις;» είπε εντέλει ο Πάστορας. «Όχι…» είπε ο Λούκας γεμάτος ντροπή και έσκυψε το κεφάλι. «Θες να τον δεις;» Ο Λούκας περίμενε να του βάλει της φωνές επειδή δεν έβλεπε καλά· ο Πάστορας τα έκανε πού και πού αυτά σε όσους δεν ήταν κοντά στον Θεό. Μα εκείνος δεν σήκωσε καν τη φωνή του. Είπε μόνο ήρεμα: «Πιστεύω σε
334/487
σένα, Λούκας». Η φωνή του ήταν ζεστή. Και γαλήνια. «Αλλά δεν μπορούμε να έχουμε πλάι μας ανθρώπους που δεν μπορούν να δουν τον Διάβολο, γιατί, αν δεν βλέπεις τον Διάβολο, τότε δεν μπορείς να δεις ούτε και τον Θεό». Ο Λούκας έσκυψε το κεφάλι ακόμα πιο χαμηλά και κατένευσε σιωπηλά. «Θες να έρθεις μαζί μας στους ουρανούς, δεν θέλεις;» «Μάλιστα, φυσικά…» μουρμούρισε ο Λούκας. «Θες να σου δείξω;» χαμογέλασε ο Πάστορας. «Τι να μου δείξετε;» «Τον Διάβολο», είπε ο Πάστορας με ένα πλατύ χαμόγελο. Ο Λούκας και χάρηκε και φοβήθηκε την ίδια στιγμή. Φυσικά και ήθελε να τον δει, αλλά είχε ακούσει τόσο πολλά για τον Διάβολο, που δεν ήταν και πολύ σίγουρος αν ήταν έτοιμος να τον συναντήσει. «Βγάλε τα ρούχα σου και μπες μες στο νερό», είπε ο Πάστορας ήρεμα. Ο Λούκας αιφνιδιάστηκε. Δεν έκανε ζέστη. Είχε φτάσει σχεδόν η άνοιξη, τα δέντρα τριγύρω φορούσαν όμορφα, φρέσκα, πράσινα φυλλαράκια, αλλά ο αέρας ήταν ακόμα ψυχρός. Το νερό ήταν σίγουρα παγωμένο. «Τώρα», είπε ο Πάστορας και συνοφρυώθηκε. Ο Λούκας σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να γδύνεται. Στάθηκε γυμνός μπροστά στον Πάστορα, με το ισχνό, λευκό κορμί του να τρέμει μες στον ψυχρό αέρα. Ο Πάστορας τον κοίταξε καλά-καλά χωρίς να πει τίποτε. Από την κορυφή ως τα νύχια. Ο Λούκας ένιωσε μια έντονη ανάγκη να κρύψει τη γύμνια του, ένιωθε άβολα, μα συνειδητοποιούσε πως όλα αυτά ήταν μέρος της μύησης. Έπρεπε να τα περάσει για να φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο μύησης, έπρεπε να ανεχτεί πράγματα που του ήταν ακόμα και άβολα. «Τώρα, μπες στο νερό», είπε ο Πάστορας Σίμουν και του έδειξε τη λίμνη. Ο Λούκας κατένευσε και πήγε μέχρι την όχθη. Έβαλε μέσα το δάχτυλο του ενός ποδιού και το ξανάβγαλε γρήγορα. Το νερό ήταν παγωμένο. Ένα μεγάλο πουλί πήδηξε από ένα δέντρο και πέταξε προς τα σύννεφα. Ο Λούκας αγκάλιασε το σώμα του και ευχήθηκε να μπορούσε να πετάξει κι αυτός. Για να πετούσε κατευθείαν στον Θεό και να έμενε μαζί του για πάντα. Όχι ότι δεν ήθελε να μπει στην Κιβωτό· προφανώς και ήθελε να μπει στην Κιβωτό μαζί με τους άλλους Εκλεκτούς του Θεού ανά τον κόσμο, αλλά αν μπορούσε να πετάξει δεν θα χρειαζόταν να κάνει τέτοια πράγματα για να τον πάρουν
335/487
μαζί τους στην Κιβωτό. Γύρισε και κοίταξε τον Πάστορα, που καθόταν ακίνητος στον πάγκο. Ο Λούκας το πήρε απόφαση στα γρήγορα και έκανε μερικά βήματα μες στα παγωμένα νερά. Άρχισε να πονάει. Ένιωθε λες και πατούσε παγάκια. Θέλησε να ρωτήσει τον Πάστορα πόσο έπρεπε να μείνει εκεί μέσα, μα ο Πάστορας δεν είπε τίποτα. Είχε σηκωθεί όρθιος και στεκόταν στην όχθη της λίμνης, λίγα μέτρα μακριά του, με τον ήλιο ακόμα σαν φωτοστέφανο γύρω από τα πυκνά άσπρα του μαλλιά. «Βλέπεις τον Διάβολο;» ρώτησε ο πάστορας. «Ό…ό…όχι», είπε τρέμοντας ο Λούκας. Πίεσε τον εαυτό του να προχωρήσει πιο βαθιά. Ένιωσε το παγωμένο νερό να αγκαλιάζει το σώμα για το οποίο δεν μιλούσαν, πήγε ακόμα ένα βήμα πιο πέρα, μέχρι που το νερό τού έφτασε μέχρι τη μέση. «Τον βλέπεις τώρα;» ρώτησε ο Πάστορας. Η φωνή του Πάστορα δεν ήταν πια τόσο ήπια, είχε ψυχράνει τώρα, είχε γίνει πάγος, πάγος, σαν το νερό. Ο Λούκας δεν ένιωθε άλλο το σώμα του, ήταν λες και είχε εξαφανιστεί από το μούδιασμα. Έσκυψε το κεφάλι και αποκρίθηκε αρνητικά. Ένιωθε πραγματικά άχρηστος. Δεν μπορούσε να δει τον Διάβολο. Δεν έβλεπε τίποτα. Μήπως δεν του άξιζε τελικά να πάει στον ουρανό; Μήπως έπρεπε να παραμείνει εδώ, στη γη, μαζί με τις πόρνες και τους κλέφτες, και να καεί αργά και βασανιστικά, ώστε η σάρκα του να τσουρουφλιζόταν και να ξεκολλούσε από τις αρθρώσεις του, ενώ οι άλλοι θα εισέρχονταν στο Αιώνιο Βασίλειο του Κυρίου; Ο Πάστορας κινήθηκε απότομα, μπήκε στο νερό με μεγάλα βήματα, και ο Λούκας ένιωσε ένα παγωμένο χέρι να τον αρπάζει απ’ τον αυχένα. Προσπάθησε να απελευθερωθεί, αλλά ο Πάστορας ήταν πολύ δυνατός. Ο Πάστορας άρχισε να πιέζει το σβέρκο του προς τα κάτω, και ξαφνικά ο Λούκας βρέθηκε με το κεφάλι κάτω από το νερό. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Πανικοβλήθηκε και άρχισε να χτυπάει από δω κι από κει τα χέρια του. Έπρεπε να πάρει αέρα. Μα ο Πάστορας δεν τον άφηνε. Τον πίεζε κι άλλο, κι άλλο μέσα στο νερό. «Βλέπεις τον Διάβολο;» άκουγε τη φωνή του Πάστορα να του φωνάζει από έξω.
336/487
Ο Λούκας άνοιξε τα μάτια και ξαφνικά ένιωσε το σώμα του να χαλαρώνει εντελώς. Θα πέθαινε. Το ένιωθε. Ήταν η ώρα του να πεθάνει. Γι’ αυτό τον είχε φέρει ο Πάστορας εδώ, στο δάσος. Σ’ αυτή τη λίμνη. Όχι για να τον χειροτονήσει: αλλά για να πεθάνει. Ο Λούκας προσπάθησε να απελευθερωθεί μια τελευταία φορά, όμως δεν είχε καμιά ελπίδα. Ο Πάστορας ήταν σχεδόν σαν δαιμονισμένος. Η παλάμη του δεν ήταν χέρι ανθρώπινο, μα λαβή σιδερένια. Ο Λούκας άρχισε να βλέπει φωτάκια να αναβοσβήνουν μπροστά στα μάτια του. Τα πνευμόνια του ούρλιαζαν για οξυγόνο, αλλά δεν μπορούσε ν’ απελευθερωθεί. Ήταν βυθισμένος στο νερό, στερημένος από κάθε δύναμη να αποφασίσει ο ίδιος για τη ζωή του. Για να κινηθεί. Για να αναπνεύσει… Και το νερό είχε πάψει πια να είναι παγωμένο. Ήταν τώρα ζεστό. Και το σώμα του θερμότερο. Μπορούσε να δει τα δάχτυλά του να κουνιούνται κάπου εκεί μπροστά του. Ο Πάστορας συνέχισε να φωνάζει, αλλά ο Λούκας δεν άκουγε πια τι έλεγε. Δεν ήξερε πόση ώρα ήταν κάτω απ’ το νερό, γιατί ο χρόνος δεν ήταν πια χρόνος, ήταν μόνο η αιωνιότητα. Θα πέθαινε τώρα, είχε έρθει η ώρα να πεθάνει. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να αντιστέκεται. Ξαφνικά, από το πουθενά, το κεφάλι του τραβήχτηκε έξω απ’ το νερό, στον παγωμένο αέρα. Ο Λούκας άρχισε να βήχει ακατάληπτα, το πρωινό που είχε φάει του βγήκε από το στόμα, και τα πνευμόνια του λες και πήγαιναν να σκάσουν. Ο Πάστορας τον τράβηξε γυμνό ως την ακτή. Ο Λούκας, ξαπλωμένος, προσπαθούσε να αναπνεύσει. Δεν αισθανόταν το σώμα του. Ο Πάστορας γονάτισε δίπλα του και χάιδεψε τα βρεγμένα του μαλλιά. Ο Λούκας γύρισε και τον κοίταξε με μεγάλα, σοκαρισμένα μάτια. «Είδες τον Διάβολο;» χαμογέλασε ο Πάστορας. Ο Λούκας κατένευσε. Κατένευσε τόσο έντονα, που ο αυχένας του παραλίγο να σπάσει. «Ωραία», χαμογέλασε τότε ο πάστορας και του χάιδεψε αργά το μάγουλο. «Τώρα είσαι έτοιμος».
60 Η Μία Κρούγκερ μπήκε στο διαμέρισμα της Μάλιν Στολτζ και κατάλαβε γιατί ο Κιμ είχε αντιδράσει όπως είχε αντιδράσει. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο πολλούς καθρέφτες στη ζωή μου», είπε ο Κιμ, κατάπληκτος ακόμα. «Καταλαβαίνεις γιατί τρόμαξα όταν μπήκα εδώ μέσα;» Η Μία κατένευσε. Το διαμέρισμα της Μάλιν Στολτζ έμοιαζε με αίθουσα κατόπτρων σε τσίρκο. Παντού υπήρχαν καθρέφτες. Κάθε εκατοστό του διαμερίσματος ήταν καλυμμένο με καθρέφτες. Από τη σκεπή ως το πάτωμα· σε όλα τα δωμάτια. Περίμεναν από έξω για μία ώρα, αλλά κανείς δεν είχε εμφανιστεί. Η απόφαση να μπουν μέσα ανήκε στον Μουνκ. Η Μία δεν συμφωνούσε εντελώς, αλλά δεν είχε πει τίποτα. Αυτός ήταν ο αρχηγός. Θα μπορούσαν να περιμένουν στο αμάξι λίγο παραπάνω· αυτό θα ήταν το καλύτερο. Τώρα, είχαν αποκαλυφθεί. Ο Μουνκ είχε διατάξει να ψαχτεί όλο το διαμέρισμα. Μύριζε αστυνομία από χιλιόμετρα μακριά. Δεν υπήρχε περίπτωση η Μάλιν Στολτζ να επέστρεφε πια στο διαμέρισμά της. Η Μία το ήξερε· και ο Μουνκ το ήξερε· και, παρ’ όλ’ αυτά, το είχε διατάξει. Μήπως η Ανέτε είχε δίκιο; Μήπως ο Μουνκ δεν ήταν αντικειμενικός; Με τη Μίριαμ και τη Μαριόν κρυμμένες σε ένα λευκό διαμέρισμα στο Φρόγκνερ; Με τη μάνα του εμπλεκόμενη μ’ αυτή την Εκκλησία; «Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Κιμ. Η Μία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν είχε ποτέ της ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όπου κι αν γυρνούσε, έβλεπε τον εαυτό της. Ένιωσε μια έντονη δυσφορία, αλλά δεν υπήρχε μέρος να ξεκουράσει το βλέμμα της, ήταν αδύνατον να ξεφύγει από την εικόνα της. Έμοιαζε εξαντλημένη. Δεν ήταν ο εαυτός της. Το αλκοόλ και τα χάπια είχαν αφήσει τα σημάδια τους στο δέρμα
338/487
της και στα συνήθως καταγάλανα μάτια της. Η Μία δεν ήταν ματαιόδοξος άνθρωπος, αλλά δεν της άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπε. Άσε που είχαν χάσει και τη Μάλιν Στολτζ. Ο Μουνκ μπήκε στην κουζίνα και δεν έμοιαζε καθόλου ικανοποιημένος. Αναστέναξε βαριά και στάθηκε αμήχανα μπροστά στο ντυμένο με καθρέφτες ψυγείο. Ήταν φανερό πως ούτε εκείνος ήταν συνηθισμένος να στέκεται μπροστά στην αντανάκλασή του. Η Μία τον είδε να κοιτάζεται στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν. «Έστειλα σήμα προς όλους», είπε ο Μουνκ μετά από λίγο. «Έχουμε ανθρώπους στα δύο αεροδρόμια, στον σιδηροδρομικό σταθμό, και αυτοκίνητα όπου χρειάζεται. Αλλά κάτι μου λέει ότι μας ξεγέλασε ξανά». Ο Μουνκ έξυσε λίγο τη γενειάδα του και κοίταξε ξανά το πρόσωπό του στον καθρέφτη. «Τι σκατά συμβαίνει εδώ μέσα, Μία;» Η Μία ανασήκωσε τους ώμους. Είχε επίγνωση ότι την περίμεναν να τους εξηγεί τέτοιου είδους πράγματα, αλλά αυτή τη στιγμή δεν είχε ιδέα. Ένα διαμέρισμα γεμάτο καθρέφτες; Σε ποιον άρεσε να κοιτάζεται στον καθρέφτη όλη την ώρα; Σε κάποιον που φοβόταν μην τυχόν εξαφανιστεί; Που έπρεπε να βλέπει τον εαυτό του συνεχώς για να πιστέψει ότι υπήρχε; Μια-δυο φευγαλέες ιδέες περνούσαν όντως από το μυαλό της, αλλά τίποτε ξεκάθαρο. Ήταν φοβερά κουρασμένη. Έπνιξε ένα χασμουρητό. Χρειαζόταν οπωσδήποτε έναν ύπνο, έστω και σύντομο. Από όποια γωνία και να κοιτούσε πια, ήταν ολοφάνερο: χρειαζόταν ξεκούραση. Ο επικεφαλής της ομάδας αναζήτησης, ένας κοντοπίθαρος άντρας γύρω στα πενήντα, το όνομα του οποίου η Μία δεν θυμόταν, μπήκε από την πόρτα της κουζίνας. «Βρήκατε τίποτα;» ρώτησε ο Μουνκ γεμάτος προσδοκία. «Τίποτα», είπε ο κοντοπίθαρος άντρας. «Δηλαδή;» «Δηλαδή τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα. Καμιά φωτογραφία. Κανένα προσωπικό αντικείμενο. Κανένα σημείωμα γραμμένο στο χέρι. Καμιά εφημερίδα. Κανένα φυτό. Μόνο λίγα ρούχα στην ντουλάπα και μακιγιάζ στο μπάνιο. Είναι λες και δεν μένει εδώ».
339/487
Η Μία ξαφνικά σκέφτηκε το σπίτι στη Χίτρα. Και η ίδια είχε κάνει ακριβώς το ίδιο. Κανένα προσωπικό της αντικείμενο δεν υπήρχε εκεί. Μόνο ρούχα, αλκοόλ και μια μηχανή του καφέ. Πόσο μακρινά τής φαίνονταν τώρα όλα αυτά. Μια αχνή ανάμνηση, κι ας είχαν περάσει τρεις εβδομάδες όλες κι όλες από τότε που χαιρετούσε τους ουρανούς, έτοιμη να αποχωρήσει μια για πάντα. Έλα, Μία, έλα. Έλα. «Δεν μένει εδώ», είπε η Μία. «Τι είπες;» είπε ο Μουνκ. Η Μία άρχισε να νιώθει πραγματική εξάντληση τώρα, αλλά προσπάθησε να μαζέψει ό,τι δύναμη της απέμενε. «Δεν μένει εδώ. Η Μάλιν Στολτζ μένει εδώ, αλλά η Μάλιν Στολτζ δεν είναι αυτή. Αυτή μένει αλλού». «Τι εννοείς;» είπε ο Κιμ. «Δεν είναι η Μάλιν Στολτζ;» «Δεν υπάρχει καμία Μάλιν Στολτζ καταχωρισμένη πουθενά. Είναι ψεύτικο το όνομα», είπε ο Μουνκ εκνευρισμένος. «Και πού μένει δηλαδή;» είπε ο Κιμ. «Κάπου αλλού, δεν καταλαβαίνεις;» γάβγισε ο Μουνκ. Ήταν εμφανές πια ότι η Μία δεν άντεχε άλλο. «Δεν υπάρχει μέρος να κρύψει τα κορίτσια εδώ», είπε. Κάθισε στο τραπέζι. Ήταν τόσο εξαντλημένη, που δεν μπορούσε να μείνει άλλο όρθια. Τα μάτια της έτσουζαν. Ένιωθε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως από αυτό το διαμέρισμα, προτού τη διαλύσουν οι καθρέφτες. «Εδώ μένει η Μάλιν Στολτζ. Αλλά η γυναίκα που ψάχνουμε δεν είναι η Μάλιν Στολτζ. Έχει τα προσωπικά της πράγματα σε κάποιο άλλο μέρος. Όπου μπορεί να είναι ο εαυτός της. Όπου κρατάει και τα κορίτσια. Σε κάποιο εξοχικό ή σε κάποιο απομακρυσμένο σπίτι. Μπορείς να ανακαλέσεις τις ομάδες από τα αεροδρόμια, δεν πρόκειται να φύγει από τη χώρα». «Πώς το ξέρεις αυτό;» είπε ο Μουνκ. «Της αρέσει να είναι εδώ», απάντησε η Μία. «Μη με ρωτάς γιατί». «Θ’ αφήσω τα μπλόκα στους δρόμους», είπε ο Μουνκ. «Και πρέπει να ξαναπάμε στο γηροκομείο. Κάποιος εκεί πάνω κάτι πρέπει να γνωρίζει για τη Μάλιν». Γύρισε προς τη μεριά του Κιμ. «Θα το οργανώσεις εσύ; Ανακρίσεις και τα λοιπά;»
340/487
Ο Κιμ κατένευσε. «Πρέπει να κοιμηθώ έστω και για λίγο...» μουρμούρισε η Μία. «Πήγαινε σπίτι, θα σε κρατώ ενήμερη». «Κι εσύ πρέπει να κοιμηθείς λίγο». «Θα ’μαι εντάξει εγώ, να μην ανησυχείς», είπε ο Μουνκ εκνευρισμένος. «Να τα μαζέψουμε δηλαδή;» ρώτησε ο κοντοπίθαρος αστυνομικός. «Όχι», είπε η Μία. «Γιατί όχι;» «Γιατί κάτι λείπει. Υπάρχει κάπου ένα μέρος όπου κρύβει πράγματα». «Μα ψάξαμε παντού», είπε ο κοντοπίθαρος άντρας εκνευρισμένος με το σχόλιο, που υπονοούσε ότι δεν ήξερε να κάνει τη δουλειά του. Τη Μία δεν την ένοιαζε πια να παριστάνει την ευγενή, ήταν πτώμα: «Βρείτε τους φακούς», είπε. «Τι;» «Φοράει φακούς επαφής. Αφού άφησε το μακιγιάζ και τα ρούχα της, πρέπει να έχει αφήσει και τους φακούς της». «Πού το ξέρεις ότι χρησιμοποιεί φακούς;» ρώτησε ο κοντοπίθαρος αστυνομικός. Αυτό που ήξερε η Μία ήταν ότι ο τύπος είχε αρχίσει να την κουράζει. «Την έχω δει με δυο μπλε μάτια. Άλλοι την έχουν δει με άλλο χρώμα ματιών. Κάπου εδώ μέσα υπάρχουν οι φακοί επαφής της. Αν τους βρούμε, ίσως βρούμε και τίποτε άλλο». «Μα ψάξαμε…» προσπάθησε να ξαναπεί ο άντρας. «Ψάξτε κι άλλο!» γρύλισε ο Μουνκ. «Μα, πώς…;» «Οι φακοί φυλάσσονται σε ψυχρό μέρος», είπε η Μία. «Αγγίξτε τους καθρέφτες». «Μα…» «Ξεκινήστε από το μπάνιο», είπε η Μία. «Συνήθως εκεί δεν φυλάμε τους φακούς; Αφήστε τους καθρέφτες. Εννοώ, ψηλαφίστε τους καθρέφτες, γαμώτο!» Η Μία σηκώθηκε και για μια στιγμή έχασε τον έλεγχο. Τα γόνατά της λύγισαν, μα ευτυχώς ο Κιμ πρόλαβε να την αρπάξει πριν βρεθεί στο πάτωμα.
341/487
«Μία;» «Μία, είσαι καλά;» φώναξε και ο Μουνκ. Η Μία ξαναβρήκε τις αισθήσεις της και στηρίχτηκε όρθια. Δεν της άρεσε να φαίνεται αδύναμη. Ποτέ μπροστά στους συναδέλφους της. Ποτέ. Σκατά. Πήγε τρεκλίζοντας προς την πόρτα του διαμερίσματος και ένιωσε καλύτερα με το που βγήκε στο διάδρομο. Ένα διαμέρισμα γεμάτο καθρέφτες. Όλοι οι τοίχοι, απ’ το ταβάνι ως το πάτωμα, μόνο καθρέφτες – τι σόι άνθρωπος θα έκανε κάτι τέτοιο; Η Μία Κρούγκερ κατέβηκε τρεκλίζοντας τις σκάλες και έβαλε έναν αστυνομικό να την πάει σπίτι. Σπίτι. Τι διάολο σημαίνει «σπίτι»; Δεν ήταν αυτό το σπίτι της. Δεν είχε σπίτι. Ζούσε σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Όσλο, είχε τα πράγματά της σε μια αποθήκη και της ανήκε ένα σπιτάκι στη Χίτρα. Αυτή ήταν τώρα. Αυτό. Ένα τίποτα. Γι’ αυτό της ήταν τόσο δύσκολο να αντικρίσει τον εαυτό της σ’ όλους εκείνους τους καθρέφτες. Έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι. Κοιμήθηκε με τα ρούχα.
61 «Μαμά, τι κάνεις;» Η Μαριόν Μουνκ κοιτούσε τη μαμά της που καθόταν στον καναπέ δίπλα στο παράθυρο. Είχαν πει στη Μίριαμ να κρατάει τις κουρτίνες μονίμως κλειστές, αλλά εκείνη δεν άντεχε άλλο. Ήθελε να ρίξει μια ματιά έξω, να νιώσει ότι υπήρχε κι άλλος κόσμος. «Χαζεύω λίγο έξω, αγάπη μου, γιατί σηκώθηκες;» Η Μαριόν πλησίασε τη μαμά της και κάθισε στην αγκαλιά της. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ». «Πρέπει να κοιμηθείς όμως, το ξέρεις», είπε η Μίριαμ και χάιδεψε τα μαλλιά της κόρης της. «Ναι, μα δεν μπορώ. Κι αν δεν με έπαιρνε ο ύπνος;» ρώτησε η Μαριόν με το κεφάλι της ελαφρά στο πλάι. «Κι αν δεν με παίρνει ο ύπνος, θες να πεις;» είπε η Μίριαμ και χαμογέλασε. Τώρα τελευταία η κόρη της είχε γίνει μια πρόωρα ανεπτυγμένη μικρή παραπονιάρα. Και η Μίριαμ έτσι ήταν, λέει, στην ηλικία της. Πεισματάρα και ιδιότροπη. Αλλά και πολύ πιο ώριμη από την ηλικία της. Η Μίριαμ αναστέναξε και ξανάκλεισε τις κουρτίνες. Είχε επίτηδες ξεχάσει πολλά από την παιδική της ηλικία. Μετά το διαζύγιο, πολλά πράγματα σβήστηκαν από μόνα τους, λες και δεν είχαν συμβεί. Η μαμά και ο μπαμπάς παίρνουν διαζύγιο. Ήταν δεκαπέντε ετών, αμφέβαλλε για τα πάντα, σκεφτόταν ότι μια ζωή τής έλεγαν ψέματα. Είχε θυμώσει. Είχε οργιστεί, κυρίως με τον πατέρα της. Χόλγκερ Μουνκ, επιθεωρητής του Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Ήταν τόσο περήφανη γι’ αυτόν κάποτε! Ο μπαμπάς μου είναι αστυνομικός. Θα βάλει το μπαμπά σου φυλακή, αν κάνει τίποτα κακό. Την είχε πληγώσει τόσο
343/487
πολύ όμως. Είχε αναγκάσει τη μητέρα της να βρει άλλον άντρα, έναν άντρα με τον οποίο εκείνη δεν είχε καμία σχέση. Μπορεί να μεγάλωσε πια, μα το κουβαλούσε ακόμα μέσα της. Κάποτε ήταν τόσο κοντά οι δυο τους, λες και υπήρχαν μόνο εκείνοι, η Μίριαμ και ο μπαμπάς. Η αλήθεια ήταν ότι ήθελε να πάψει να του κρατάει μούτρα καιρό τώρα. Ήθελε να χωθεί δίπλα του και να του πει, Συγγνώμη, μπαμπά, με συγχωρείς που ήμουν τόσο αυστηρή μαζί σου. Μα δεν τα κατάφερνε. Πεισματάρα. Πεισματάρα και ιδιότροπη. Όμως είχε έρθει πια η ώρα. Σύντομα· σύντομα θα του μιλούσε. «Ναι, αυτό. Αν αυτό όμως, μαμά;» «Κοίτα, Μαριόν, πρέπει να πας στο δωμάτιό σου και να προσπαθήσεις να σε πάρει ο ύπνος, μπορείς;» «Μα είναι τόσο δύσκολο!» είπε το μικρό ξανθό κοριτσάκι. «Σκέφτομαι συνέχεια την Ντρακουλόρα και τη Φράνκι Στάιν, που είναι μόνες στο σπίτι». Μάλιστα. Σκεφτόταν τις κούκλες που της είχε αγοράσει ο παππούς πριν από λίγες ημέρες. «Α, μην ανησυχείς, μια χαρά θα είναι». «Πού το ξέρεις;» «Μίλησα με τον μπαμπά χθες και μου είπε ότι ήταν μια χαρά. Του είπαν να σου στείλει χαιρετίσματα». Η Μαριόν χαμογέλασε αχνά. «Τώρα λες ψέματα, μαμά». «Όχι, δεν λέω ψέματα, γιατί το λες αυτό;» χαμογέλασε η Μίριαμ. «Γιατί δεν μιλάνε οι κούκλες μου, ντε!» «Δεν μιλάνε όταν παίζεις μαζί τους;» «Οχ, μωρέ μαμά, η δικιά μου φωνή είναι, δεν την ακούς;» «Η δικιά σου είναι;» είπε η Μίριαμ και γέλασε σαν να είχε εκπλαγεί. «Η δικιά σου; Κι εγώ που νόμιζα ότι μιλούσαν…» Η Μαριόν γέλασε. «Ξεγελιέσαι πολύ εύκολα, μαμά!» «Εγώ;» «Ναι, ναι, εσύ». «Μ’ έχεις ξεγελάσει δηλαδή πολλές φορές;» «Αμέ, καλά δεν το κάνω;» Η Μαριόν άρπαξε την κουβέρτα που βρισκόταν στον καναπέ και την τύλιξε γύρω της. Ακούμπησε το κεφαλάκι της στο στήθος της μαμάς της. Η Μίριαμ ένιωσε τους χτύπους της καρδούλας της μέσα από το ύφασμα.
344/487
«Πότε μ’ έχεις ξεγελάσει δηλαδή;» «Όταν λέω ότι βούρτσισα τα δόντια μου, ας πούμε». «Και δεν τα βουρτσίζεις;» «Ναι, αλλά όχι και τόσο καλά». «Δηλαδή, άμα σε ρωτήσω αν βούρτσισες τα δόντια σου καλά, εσύ δεν τα έχεις βουρτσίσει καλά;» «Όχι!» χαχάνισε το κοριτσάκι. «Πώς δηλαδή τα βουρτσίζεις;» «Ε, μισοκαλά». Η Μίριαμ χαμογέλασε και χάιδεψε τα ξανθά μαλλιά της κόρης της. «Μου φαίνεται ότι χρειάζεσαι κούρεμα». «Εννοείς στο κομμωτήριο;» Η Μίριαμ κατένευσε. «Ναι! Ναι, θέλω πολύ! Πάμε αύριο;» «Όχι, όχι αύριο. Όταν ξαναπάμε σπίτι». «Και πότε θα πάμε σπίτι πάλι;» Η κόρη της την κοίταξε παρακλητικά. «Δεν ξέρω, καρδούλα μου. Όταν πει ο παππούς ότι μπορούμε να πάμε». «Θα έχουμε καινούριο σπίτι όταν πάμε σπίτι;» Η Μίριαμ κοίταξε την κόρη της παραξενεμένη. «Τι εννοείς;» «Να, όπως αυτό το Move that bus!» «Ποιο λεωφορείο, καρδιά μου; Τι εννοείς;» «Δεν ξέρεις; Είναι όταν κάποιος στην τηλεόραση που έχει πολύ άσχημο σπίτι τον στέλνουν μακριά ενώ εκείνοι του φτιάχνουν ένα καλύτερο και μεγαλύτερο σπίτι και μετά αυτός έρχεται πίσω και στέκονται στο λεωφορείο και φωνάζουν, Move that bus! Και τότε βλέπουν το καινούριο σπίτι πίσω από το λεωφορείο και αρχίζουν όλοι να φωνάζουν και να κλαίνε. Εγώ θέλω το δωμάτιό μου να είναι ροζ, όλο ροζ, μ’ ένα κρεβάτι στον ουρανό, γίνεται;» «Ένα ουράνιο κρεβάτι;» «Ναι!» «Θα δούμε. Και πού την είδες αυτή την εκπομπή εσύ;» «Στον παππού». «Εσύ και ο παππούς βλέπετε το αμερικάνικο Με το Δεξί;» «Δεν ξέρω πώς το λένε, βρε μαμά».
345/487
Η Μίριαμ είχε ξεκαθαρίσει πολύ καλά στον πατέρα της ποια προγράμματα επιτρέπονταν και ποια δεν επιτρέπονταν στη Μαριόν, αλλά προφανώς εκείνος παρίστανε τον κουφό. Από πότε έβλεπε ο πατέρας της τέτοιες εκπομπές; Δεν μπορούσε καν να τον φανταστεί να χαζεύει τέτοιου είδους πράγματα. «Έχεις δει πολλές εκπομπές σαν κι αυτήν μαζί με τον παππού;» «Α, δεν μπορώ να σου πω». «Γιατί, καλέ;» «Γιατί πίνουμε κόκα-κόλα όταν βλέπουμε τηλεόραση και αυτό είναι το μικρό μας μυστικό. Το δικό μου και του παππού. Και κανείς δεν πρέπει να λέει τα μυστικά του, αυτό λέει ο νόμος». «Σωστά, σωστά, δεν μπορείς να πεις τίποτα». Η Μαριόν έτριψε το πρόσωπό της στο λαιμό της μαμάς της και έκλεισε τα μάτια. Πήγε να βάλει τον αντίχειρά της στο στόμα, αλλά σταμάτησε στο μέσο της κίνησης και ακούμπησε πάλι το χέρι στην κοιλιά της. Έξυπνο κορίτσι. Είχαν προσπαθήσει πολύ καιρό τώρα να την κάνουν να σταματήσει να πιπιλάει το δάχτυλό της. Δεν ήταν εύκολο. Αλλά μάλλον τα κατάφεραν. Η Μίριαμ τύλιξε την κουβέρτα σφιχτά γύρω από την κόρη της και την τράβηξε ακόμα πιο κοντά της. «Μαμά;» «Δεν είπαμε να πέσεις για να κοιμηθείς;» «Δεν μπορώ να κοιμηθώ όταν μιλάω, τι λες τώρα;» είπε η Μαριόν, πολύ σοβαρά. «Σωστά, δεν έχεις άδικο», γέλασε η Μίριαμ. Χαζομάρα, προφανώς. Το να γελάσει. Όσο της απαντούσε, τόσο θα συνέχιζε η μικρή· αλλά η Μίριαμ δεν μπορούσε να αντισταθεί. Η αλήθεια ήταν ότι χαιρόταν που η κόρη της ήταν ξύπνια. Το διαμέρισμα ήταν άδειο και σιωπηλό όταν πήγαινε για ύπνο. «Τι ήθελες να με ρωτήσεις;» «Γιατί δεν είναι εδώ ο μπαμπάς;» Η Μίριαμ δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Ο Γιουχάνες δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν. Για λόγους ασφαλείας. Αν ήσουν ικανός να κρεμάς κοριτσάκια από δέντρα, τότε θα έβρισκες τον τρόπο να κάνεις τον Γιουχάνες να μιλήσει
346/487
και να σου πει πού κρύβονταν η γυναίκα και η κόρη του. Σκέφτηκε το σύντροφό της με θαλπωρή. Ο πατέρας της ήταν υπερβολικά αυστηρός. Ο γάμος ακυρώθηκε παρόλο που εκείνη προσπάθησε να του αντιπαραβάλει χίλια δυο επιχειρήματα. Στο τέλος, φυσικά, ενέδωσε. Άλλο έλεγε η λογική και άλλο το συναίσθημα. Δεν γινόταν να γεμίσουν ολόκληρη εκκλησία τώρα. Θα ήταν φοβερά επικίνδυνο. Οικογένεια, φίλοι… Καθόλου φρόνιμο. Αφού η Μαριόν ήταν το νούμερο πέντε… Τικ τακ η μικρούλα Μαριόν είναι το νούμερο πέντε. Ο πατέρας είχε εκνευριστεί απίστευτα με τη Μία, αλλά η Μίριαμ της ήταν ευγνώμων που της το μαρτύρησε. Καλύτερα να ξέρεις τι συμβαίνει, παρά να πορεύεσαι στα τυφλά. «Γιατί δεν απαντάς, μαμά;» «Ο μπαμπάς είναι στη δουλειά, αλλά σ’ αγαπάει πολύ, να το ξέρεις αυτό». «Του μίλησες στο τηλέφωνο;» «Φυσικά». «Κι εγώ γιατί δεν του μίλησα;» «Γιατί κοιμόσουν». «Αφού δεν κοιμόμουν!» «Εγώ νόμιζα ότι κοιμόσουν». «Δεν είναι το ίδιο, μαμά! Την επόμενη φορά να έρθεις να δεις, δεν κοιμόμουν!» Η Μίριαμ χαμογέλασε ξανά. «Θα έρθω, αγάπη μου, θα έρθω». «Εντάξει», είπε η Μαριόν. Η μικρή πέταξε από πάνω της την κουβέρτα και σηκώθηκε όρθια. «Τώρα νομίζω ότι θα πάω να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου». «Μπράβο, Μαριόν μου. Θέλεις να έρθω μέχρι επάνω;» «Δεν είμαι μωρό, καλέ μαμά», συνοφρυώθηκε η Μαριόν. «Ξέρω πολύ καλά πού είναι». Η Μίριαμ γέλασε απαλά. «Τι έξυπνη που είσαι! Άντε, κάνε στη μαμά μια αγκαλιά για καληνύχτα». Η μικρούλα έσκυψε προς τα εμπρός και έκανε μια μεγάλη αγκαλιά στη μάνα της. «Να θυμάσαι ότι το δωμάτιό μου πρέπει να είναι ροζ, μ’ ένα κρεβάτι στον ουρανό. Move that bus!»
347/487
«Θα τους το πω», χαμογέλασε η Μίριαμ και φίλησε την κόρη της στο μάγουλο. «Καληνύχτα!» «Καληνύχτα!» Η Μαριόν, με το νυχτικό της, πήγε με γοργά βηματάκια προς τη σκάλα. Η Μίριαμ σηκώθηκε από τον καναπέ και μπήκε στην κουζίνα να φτιάξει λίγο τσάι. Άκουσε τον ήχο ενός μηνύματος στο κινητό και έτρεξε πίσω στο σαλόνι, να δει ποιος ήταν: Συγγνώμη, Μίριαμ, αλλά πρέπει να σας ξαναμετακινήσουμε απόψε. Κάτι συνέβη, θα σου πω μετά. Στέλνω κάποιον αμέσως τώρα να σας πάρει. ΟΚ; Μ. Τι σκατά; Τώρα; Η Μαριόν μόλις είχε πάει στο κρεβάτι της. Κοίτα να δεις. Ευτυχώς δεν ήταν βαριά, μπορούσε να τη σηκώσει και να τη μεταφέρει. Κάτι συνέβη; Τι δηλαδή; Απάντησε στο μήνυμα: ΟΚ :) Βγήκε στο διάδρομο και πήρε τη βαλίτσα τους. Δεν είχαν και πολλά πράγματα μαζί τους. Δυο αλλαξιές και για τις δυο τους. Από καλλυντικά, μόνο τα απαραίτητα. Της πήρε μόνο δέκα λεπτά όλα κι όλα να πακετάρει τα πάντα. Πήρε το φλιτζάνι με το τσάι της από την κουζίνα και ξανακάθισε στον καναπέ. Αναρωτήθηκε τι να συνέβαινε. Το πρώτο διαμέρισμα ήταν μικρό, χωρίς τηλεόραση, ένα δωμάτιο μόνο· η Μίριαμ είχε τρελαθεί, ήταν κλειστοφοβικό. Αυτό εδώ ήταν πολύ μεγαλύτερο, με πολυτελή διακόσμηση. Χρησιμοποιούνταν μόνο από σημαντικούς επισκέπτες που δεν έπρεπε να εμφανιστούν παραέξω. Ανώνυμο· τέλειο αν ήθελες να κρατήσεις μακριά τους περίεργους δημοσιογράφους. Όπως του λόγου της. Άραγε γι’ αυτό να είχε παρατήσει τη σχολή δημοσιογραφίας; Γιατί είχε απαξιώσει το επάγγελμα του δημοσιογράφου; Μήπως γιατί ήθελε να κάνει κάτι πιο
348/487
χρήσιμο; Να βοηθάει ανθρώπους; Όχι, όχι, δεν ήταν αυτό. Μια χαρά ήταν η δημοσιογραφία. Ούτε ήξερε από πού της είχε κατέβει αυτή η ιδέα. Υπήρχαν διαφορετικά είδη δημοσιογράφων, όπως υπήρχαν διαφορετικά είδη δασκάλων και διαφορετικά είδη πολιτικών. Άλλοι έγραφαν για διασημότητες. Άλλοι αποκάλυπταν αδικίες. Τέτοια δημοσιογράφος ήθελε να γίνει και η Μαριόν: να αγωνίζεται για κάτι· να χρησιμοποιεί τις ικανότητές της για να εκπαιδεύει τους ανθρώπους, όχι να τους ταΐζει αναισθητικές κοτσάνες τύπου ποιος είναι καλύτερα ντυμένος και τι φαγητό τρώνε οι διάσημοι τα Χριστούγεννα. Μόλις είχε τελειώσει το τσάι της, όταν χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Η Μίριαμ πετάχτηκε όρθια και πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. «Ναι;» «Γεια, είστε έτοιμες;» «Έτοιμη είμαι, έλα επάνω». Πάτησε το κουμπί της πόρτας και πήγε να φορέσει τα παπούτσια της. Έβγαλε τη βαλίτσα στο διάδρομο και φόρεσε το μπουφάν της. Ευχήθηκε η Μαριόν να μην ξυπνούσε τώρα που θα τη μετέφεραν. Μετά θα γκρίνιαζε και μπορεί να μην ξανακοιμόταν. Η πόρτα χτύπησε προσεκτικά. Η πόρτα, όχι το κουδούνι. Έξυπνοι άνθρωποι, σκέφτηκε η Μίριαμ, ξέρουν ότι υπάρχει ένα παιδάκι που μπορεί να κοιμάται εδώ μέσα. Πήγε ν’ ανοίξει. Είδε μια μορφή να στέκεται στην πόρτα. Με ένα… ένα είδος μάσκας. Και περούκα. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η μορφή κόλλησε ένα πανί στο πρόσωπό της. Το τελευταίο που άκουσε η Μίριαμ ήταν: «Καληνύχτα». Ύστερα λιποθύμησε.
62 Η Μία Κρούγκερ καθόταν δίπλα στο παράθυρο στην Κάφεμπρενερίε παλεύοντας να ξυπνήσει. Είχε κοιμηθεί με το που έπεσε στο κρεβάτι, με ρυθμισμένο το ξυπνητήρι, μην μπορώντας να επιτρέψει στον εαυτό της περισσότερες από λίγες ώρες ύπνου. Το σώμα της βέβαια δεν ενέκρινε, ήθελε μόνο να επιστρέψει στο κρεβάτι, κάτω από τα σεντόνια, στον κόσμο των ονείρων. Έπνιξε ένα χασμουρητό και πήρε στο τηλέφωνο τον Κιμ Κούλσε. «Κιμ στο τηλέφωνο, λέγετε;» «Βρήκαμε τίποτε από τους υπαλλήλους του γηροκομείου;» «Όχι», ξεφύσησε εκείνος. «Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς δεν είχε πολλάπολλά με τη Μάλιν Στολτζ. Πρέπει να ήταν αρκετά μονήρης άνθρωπος». «Ακόμη εκεί είσαι;» «Όχι, κατεβαίνουμε τώρα. Πρέπει να επικοινωνήσουμε με τις υπαλλήλους που δεν έχουν βάρδια σήμερα. Μήπως και μας πούνε τίποτα αυτές». «Να με κρατάς ενήμερη, οκέι;» «Εννοείται». Η Μία έπνιξε άλλο ένα χασμουρητό και πήγε να παραγγείλει ακόμα έναν καφέ. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσει: ο καφές. Πολύς καφές. Μήπως και ξαναέρθει το κεφάλι της στα ίσια. Για να τεθεί το σώμα της σε λειτουργία. Είχε ονειρευτεί έναν ολόκληρο λαβύρινθο από καθρέφτες· δεν μπορούσε να βρει διέξοδο, ήταν παγιδευμένη, σε πλήρη σύγχυση. Κουβαλούσε ακόμη αυτό το συναίσθημα μέσα της. Παρήγγειλε έναν διπλό εσπρέσο και ήταν έτοιμη να πάει ξανά πίσω στη θέση της δίπλα στο παράθυρο, όταν ξαφνικά
350/487
αντιλήφθηκε δύο γυναίκες που είχαν μια οικεία αλλά αρκετά έντονη συνομιλία σε ένα τραπέζι δίπλα στον πάγκο του καφέ. Αδύνατον να μην ακούσει αυτά που έλεγαν: «Προσπαθήσαμε τα πάντα, αλλά δεν γινόταν», είπε η μία. «Ποπό, ποιος δεν μπορούσε τελικά; Εσύ ή ο άντρας σου;» είπε η άλλη. «Δεν μάθαμε ποτέ», είπε η πρώτη. «Τι τρομερό πράγμα, βρε παιδί μου…» είπε η δεύτερη. «Ναι, αν δεν υπήρχε η ομάδα υποστήριξης, δεν θα το ’χα ξεπεράσει ποτέ. Κι εκείνος δεν… δεν ήθελε καν να το συζητήσει», είπε η πρώτη. «Και τώρα σκέφτεστε να υιοθετήσετε;» «Εγώ το λαχταράω, αλλά εκείνος δεν νομίζω ότι το θέλει. Ούτε γι’ αυτό έχουμε ουσιαστικά μιλήσει». «Τι χαζομάρα. Τι κακό κάνει να βοηθήσεις ένα παιδάκι που δεν έχει έτσι κι αλλιώς γονείς; Win-win κατάσταση δεν είναι;» «Ναι, αυτό λέω κι εγώ, αλλά…» «Με συγχωρείτε», τις διέκοψε η Μία πλησιάζοντας το τραπέζι τους. «Δεν θέλω να σας ενοχλήσω, αλλά έτυχε ν’ ακούσω τι συζητούσατε». Οι δύο γυναίκες την κοίταξαν καλά-καλά. «Θέλω να πω… ποια ομάδα υποστήριξης;» είπε η Μία. «Τι είδους ομάδα υποστήριξης είναι αυτή;» Η πρώτη γυναίκα έμοιαζε λίγο εκνευρισμένη, αλλά της απάντησε έτσι κι αλλιώς: «Μια ομάδα υποστήριξης για γυναίκες που δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Γιατί ρωτάτε;» «Μια φίλη μου…» ξεκίνησε να λέει η Μία, αλλά άλλαξε γνώμη. «Εγώ… εγώ δεν μπορώ να κάνω παιδιά, δυστυχώς». «Αχ, Θεούλη μου…» είπε η πρώτη γυναίκα και άλλαξε συμπεριφορά· δεν ήταν πια εκνευρισμένη· έπαιζαν στην ίδια ομάδα, ανήκαν στο ίδιο κλαμπ. «Εδώ στο Όσλο είναι;» ρώτησε η Μία. «Ναι, στο Μπόλερ», κατένευσε η γυναίκα. «Υπάρχουν κι άλλες τέτοιες ομάδες;» ρώτησε η Μία, με την περιέργεια να χρωματίζει τη φωνή της. «Ναι, υπάρχουν αρκετές, νομίζω. Πού μένετε;» «Σας ευχαριστώ πολύ», είπε η Μία. «Θα τις δοκιμάσω».
351/487
«Παρακαλώ, να είστε καλά», είπε η γυναίκα. «Έχετε σκεφτεί να υιοθετήσετε;» «Το σκέφτομαι κι αυτό», είπε η Μία και πήρε τον καφέ της από τον πάγκο. «Σας ευχαριστώ». «Πρέπει να είμαστε μαζί, να είμαστε ενωμένες», της έκλεισε το μάτι η γυναίκα. «Δίκιο έχετε». Η Μία έκλεισε κι αυτή το μάτι και πήγε τον καφέ της πίσω στη θέση της. Χτύπησε το τηλέφωνό της. «Εδώ Μία, λέγετε παρακαλώ». «Ο Λούντβιγκ είμαι, είσαι απασχολημένη;» «Όχι». «Βρήκαμε κάτι. Για την Εκκλησία». «Τι;» «Τους έχουμε στο αρχείο. Καταγεγραμμένη καταγγελία. Από το Κέντρο Φροντίδας Βέλβεν στο Χένεφος». «Για προχώρα». «Η Εκκλησία, απ’ ό,τι φαίνεται, το ’χει ξανακάνει. Να παίρνει τις κληρονομιές ηλικιωμένων ανθρώπων». «Στο Χένεφος;» «Ναι, τρεις φορές. Όλες καταγγέλθηκαν και όλες επιλύθηκαν μέσω συμβιβασμού». Η μονάδα φροντίδας στο Χένεφος. Το γηροκομείο στο Χόβικ. Κάποια σχέση θα υπήρχε. «Μπορείς να μου φτιάξεις μια λίστα με τους υπαλλήλους της μονάδας για το χρονικό διάστημα που μας ενδιαφέρει;» «Έγινε», είπε ο Λούντβιγκ. «Και μπορείς, σε παρακαλώ πάρα πολύ, να τσεκάρεις και κάτι για χάρη μου;» «Τι;» «Μπορείς να δεις αν υπήρχε κάποια ομάδα υποστήριξης άκληρων οικογενειών στο Χένεφος την εποχή που εξαφανίστηκε το μωρό;» «Φυσικά. Θα το κάνω αύριο πρωί-πρωί, μόλις ανοίξουν οι υπηρεσίες». «Τέλεια. Τίποτε καινούριο για τη Μάλιν Στολτζ;» «Παραμένει εξαφανισμένη δίχως ίχνος».
352/487
«Θα τη βρούμε». «Αν κάποιος μπορεί να τη βρει, είσαι εσύ», είπε ο Λούντβιγκ. «Σ’ ευχαριστώ, Λούντβιγκ». «Χαρά μου». «Τα λέμε το πρωί». «Το πρωί λοιπόν». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο, ήπιε τον καφέ της μονορούφι, φόρεσε το δερμάτινο μπουφάν της και βγήκε από το καφέ με ένα χαμόγελο στα χείλη.
63 Η Μία Κρούγκερ μόνο οίκτο μπορούσε να νιώσει για τον Χόλγκερ Μουνκ, έτσι όπως καθόταν δίπλα της ενώ οδηγούσαν προς τις εγκαταστάσεις της Εκκλησίας στο Μπόλερ. Είχαν δουλέψει μαζί σε άπειρες υποθέσεις, αλλά ποτέ της δεν θυμόταν να τον έχει δει τόσο καταβεβλημένο. Καθόταν σιωπηλός στο διπλανό της κάθισμα, με ένα τσιγάρο στο στόμα και με τα μάτια κολλημένα στο παρμπρίζ. Το βλέμμα του ήταν κενό, σχεδόν παρατημένο. Τα βάσανα αιωρούνταν σαν βαρύ σύννεφο πάνω από τον συνήθως γαλήνιο επιθεωρητή. Η υπόθεση είχε εισβάλει βαθιά μες στην προσωπική του ζωή. Είχαν απειλήσει τη μικρούλα Μαριόν. Η Μάλιν Στολτζ είχε καταφέρει να χτυπήσει τον Χόλγκερ Μουνκ εκεί που τον πονούσε. Και τόσο δραστικά, που πια δεν έβλεπε καθαρά. «Τίποτε νέα από το γηροκομείο;» τον ρώτησε η Μία ήρεμα. Ο Μουνκ κούνησε πεισματικά το κεφάλι του. «Η Μάλιν Στολτζ φαίνεται ότι είχε δύο ζωές», είπε. «Την ήξεραν βέβαια στη δουλειά, αλλά κανένας δεν επικοινωνούσε μαζί της όταν είχε ρεπό». «Μίλησες με τη μητέρα σου;» Η Μία ήξερε ότι ήταν ευαίσθητο ζήτημα, μα έπρεπε να λυθεί· υπήρχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα αυτή τη στιγμή. Ο Μουνκ κούνησε το κεφάλι του. «Ο άντρας που ηγείται της Εκκλησίας είναι ένας τύπος ονόματι Πάστορας Σίμουν». Ο Μουνκ ίσα-ίσα κατάφερε να προφέρει το όνομά του. Φαινόταν εντελώς αλλού. Ίσως η Ανέτε να είχε δίκιο τελικά: ίσως παραήταν μπλεγμένος στην όλη υπόθεση. Η Μία ήταν διατεθειμένη να συμφωνήσει αυτή τη στιγμή. «Αυτό μόνο; Επίθετο δεν έχει;»
354/487
Ο Μουνκ ξεφύσησε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πάστορας Σίμουν, αυτό. Ζήτησα από τον Γκάμπριελ να κοιτάξει μήπως βρει τίποτα για λόγου του». «Κι αυτός ο Λούκας Βάλνερ; Η μητέρα σου ξέρει ποιος είναι;» Ο Μουνκ κατένευσε. «Είναι ο βοηθός αυτού του Σίμουν». «Και τους έχει γνωρίσει και τους δύο;» Η Μία ήξερε ότι ο Μουνκ δεν ήθελε να απαντήσει, έπρεπε όμως να τον ρωτήσει. «Από απόσταση, ναι», είπε ο Μουνκ απότομα και άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου. Πέταξε το τσιγάρο του και άναψε αμέσως καινούριο. Έφτασαν στο λευκό κτίριο της Εκκλησίας. Αν η Μία δεν ήξερε τη διεύθυνση, θα νόμιζε ότι είχαν κάνει λάθος. Από έξω, τίποτε δεν δήλωνε ότι το κτίριο προοριζόταν για χώρος λατρείας· έμοιαζε με αποθήκη ή ίσως με κάποιο δημόσιο κτίριο. Πέρασαν την πύλη και έφτασαν στην πόρτα, και τότε μόνο πείστηκε ότι είχαν έρθει στο σωστό μέρος. Δίπλα στην είσοδο υπήρχε μία μικρή ταμπέλα που έγραφε ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΜΑΘΟΥΣΑΛΑ. Επάνω ήταν χαραγμένος ένας μικρός σταυρός. Ο τόπος φαινόταν έρημος, εγκαταλελειμμένος. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και πουθενά δεν υπήρχαν σημεία ζωής. Ο Μουνκ κατέβηκε τις σκάλες και προχώρησε σε ένα χαλικόστρωτο μονοπάτι που οδηγούσε στο πίσω μέρος του κτιρίου. Η Μία έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά χτύπησε το τηλέφωνό της. Για μια στιγμή είπε να μην το σηκώσει, σκεπτόμενη ότι δεν έπρεπε να αφήσει μόνο του τον Μουνκ στην κατάσταση που βρισκόταν, αλλά η ομάδα λειτουργούσε σε κατάσταση έκτακτου συναγερμού και έπρεπε ν’ απαντήσει. Κοίταξε την πλάτη του μοντγκόμερι να εξαφανίζεται στη γωνία του κτιρίου και πίεσε το πράσινο κουμπί της απάντησης. «Μία εδώ, λέγετε». «Η Μία Κρούγκερ;» Η φωνή τής ήταν άγνωστη. «Ναι, ποιος είναι;» «Δεν είναι εύκολο να σας βρει κανείς», είπε η φωνή. «Α, ναι; Ποιος είναι στο τηλέφωνο, παρακαλώ;» είπε η Μία.
355/487
«Συγγνώμη που ενοχλώ», είπε ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής. «Έχω προσπαθήσει αρκετές φορές να σας πετύχω, αλλά, όπως σας είπα, δεν είναι τόσο απλό». Η Μία ακολούθησε τον Μουνκ γύρω από το κτίριο και τον είδε να κοιτάζει μέσα από ένα παράθυρο. «Και τι θα θέλατε;» είπε η Μία ανυπόμονα. «Ονομάζομαι Άλμπερ Βολ», απάντησε ο άντρας. «Είμαι νεωκόρος στην εκκλησία του Μπόρε». Στο Μπόρε. Εκεί όπου ήταν θαμμένη όλη η οικογένειά της. «Μάλιστα…;» «Όπως σας είπα, συγγνώμη για την ενόχληση», είπε ο νεωκόρος. «Συνέβη κάτι;» Ο Μουνκ απομακρύνθηκε από το παράθυρο και έστριψε στην άλλη γωνία, γύρω από το κτίριο της Εκκλησίας του Μαθουσάλα. «Ναι. Το ανακαλύψαμε πριν από μία εβδομάδα και μας φάνηκε πολύ παράξενο. Δεν ξέραμε τι ακριβώς να κάνουμε, εκτός, φυσικά, από το να επικοινωνήσουμε μαζί σας». «Μα τι συνέβη;» Η Μία ακολούθησε τον Μουνκ και τον είδε να στέκεται μπροστά από ένα παράθυρο στο πίσω μέρος του κτιρίου. «Είχαμε μία βεβήλωση, ξέρετε», είπε ο νεωκόρος. «Τι;» είπε η Μία. «Βεβήλωση; Τι σόι βεβήλωση;» «Να, είναι λίγο... λίγο παράξενο», προσπάθησε να μιλήσει ο άντρας. «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο μοναδικός τάφος που βεβηλώθηκε ήταν της αδελφής σας». Η Μία Κρούγκερ σταμάτησε απότομα και έπαψε να παρακολουθεί τι έκανε ο Μουνκ. «Ο τάφος της Σίγκρι;» «Ναι, δυστυχώς», είπε απολογητικά ο νεωκόρος. «Κανείς άλλος τάφος». «Και… βεβηλώθηκε; Πώς βεβηλώθηκε;» «Δεν ξέρω πώς ακριβώς να σας το πω», είπε ο άντρας. «Βρίσκω το όλο ζήτημα… πώς να το πω… πολύ άβολο. Κάποιος έσβησε το όνομα της αδελφής σας». «Το έσβησε; Πώς το έσβησε;»
356/487
«Το μουτζούρωσε με σπρέι. Στην αρχή νομίζαμε ότι επρόκειτο για κάποιον… απλό βανδαλισμό, συμβαίνει καμιά φορά εδώ γύρω, με όλα αυτά τα απαίσια παλιόπαιδα που κυκλοφορούν. Αλλά συνειδητοποιήσαμε ότι αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν… διαφορετικά… Κι αυτό είναι το περίεργο». Η Μία προσπάθησε να εντοπίσει τον Μουνκ, αλλά αυτός δεν φαινόταν πουθενά. «Τι εννοείτε, διαφορετικά;» «Είχαν γράψει το όνομά σας επάνω». «Τι;» «Κάποιος είχε σβήσει το όνομα “Σίγκρι” και είχε γράψει “Μία”». Μια σουβλιά αγωνίας διαπέρασε τη Μία και εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδε τον Μουνκ να έρχεται προς το μέρος της στρίβοντας τη γωνία. Της έκανε νόημα να επιστρέψουν στο αυτοκίνητο. «Έχετε καθόλου τη δυνατότητα να περάσετε από εδώ;» ρώτησε ο νεωκόρος. Ο Μουνκ έδειξε το ρολόι του και της ξανάκανε νόημα εκνευρισμένος, καθώς επέστρεφαν στο Άουντι. «Θα προσπαθήσω να έρθω το συντομότερο δυνατόν», είπε η Μία και έκλεισε το τηλέφωνο. «Μα τι κάνεις;» φώναξε ο Μουνκ. «Το μέρος μοιάζει άδειο. Πρέπει να στείλουμε σήμα ν’ αρχίσουν να ψάχνουν γι’ αυτό τον Λούκας και για τον Πάστορα». «Τι;» είπε η Μία, αφηρημένη. Κάποιος είχε πάει στον τάφο της Σίγκρι. «Πρέπει να στείλουμε εντολή αναζήτησης!» επανέλαβε ο Μουνκ, εκνευρισμένος. «Πρέπει να βρούμε αυτούς τους ηλίθιους και να τους φέρουμε για ανάκριση». Ο Μουνκ έβαλε μπρος τη μηχανή και βγήκε στην κατηφόρα της Μπόγκεριβάιεν ξανά. Η Μία αναρωτήθηκε αν έπρεπε να του μιλήσει για τη συνομιλία που μόλις είχε στο τηλέφωνο, όταν χτύπησε το κινητό του. Η συζήτηση κράτησε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα. Όταν ο Χόλγκερ το ξανάκλεισε, το πρόσωπό του ήταν ακόμα πιο χλωμό απ’ ό,τι προηγουμένως. «Τι;» ρώτησε η Μία, ανήσυχα.
357/487
Ο Μουνκ αδυνατούσε σχεδόν να μιλήσει. Ήταν λες και έπρεπε να πιέσει τις λέξεις να βγουν από τα χείλια του. «Από το γηροκομείο ήταν. Η μητέρα μου δεν είναι καλά. Πρέπει να πάω εκεί αμέσως». «Όχι, γαμώτο…» είπε η Μία. «Θα σε αφήσω στο κέντρο. Στείλε εσύ, σε παρακαλώ, σήμα να τους αναζητήσουν». «Εντάξει», κατένευσε η Μία. Προσπάθησε να βρει κάτι να του πει, να του δείξει πως τον νοιαζόταν, μα δεν βρήκε τίποτα. Ο Μουνκ έβαλε το φάρο, πάτησε το γκάζι και ξεχύθηκε προς το κέντρο της πόλης.
ΜΕΡΟΣ 5
64 Η Εμίλιε Ίζακσεν ανέβαινε με το αυτοκίνητό της την ανηφόρα της Ρίνβολβάιεν. Ήταν καινούρια στην περιοχή, έμενε στο Χένεφος λιγότερο από ένα χρόνο, και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι μάλλον θα είχε κάνει πιο γρήγορα αν είχε πάρει τη Χάντελανσβάιεν μέχρι την Γκάμλε Ρίνβολβάι· εκεί κατευθυνόταν. Η Εμίλιε Ίζακσεν ήταν δασκάλα νορβηγικών και είχε πολλούς μαθητές από τη γύρω περιοχή, λίγα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο του Όσλο. Έβαλε δευτέρα και άρχισε ν’ ανηφορίζει τη στριφογυριστή Γιέρμουνμπουβάιεν. Η Εμίλιε Ίζακσεν ήξερε από το λύκειο ότι θα γινόταν δασκάλα. Είχε βρει την πρώτη της δουλειά με το που αποφοίτησε από την παιδαγωγική ακαδημία. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, την είχε ερωτευτεί. Τη δουλειά της. Πολλοί από τους καθηγητές στο σχολείο την είχαν πλησιάσει, θέλοντας να της δώσουν καλοπροαίρετες συμβουλές. Πως ήταν σημαντικό να φροντίζει και λίγο τον εαυτό της, να μην κουβαλάει πολλή δουλειά στο σπίτι, να μη δένεται πολύ με τους μαθητές της. Αλλά η Εμίλιε Ίζακσεν δεν λειτουργούσε έτσι. Γι’ αυτό και βρισκόταν στο αυτοκίνητό της τώρα δα. Ο Τουμπίας Ίβερσεν. Της είχε τραβήξει την προσοχή από την πρώτη στιγμή αυτό το αγόρι. Το καλό, μικρό, λεπτό αγόρι με τα ανοιχτά μάτια. Κάτι είχε αυτό το παιδί, κάτι που η Εμίλιε δεν μπορούσε να το προσδιορίσει. Ήταν δημοφιλής μαθητής, αλλά, όχι, δεν είχε σχέση αυτό. Δεν το είχε καταλάβει από την αρχή – της ήρθε αργότερα: η μητέρα του δεν ερχόταν ποτέ στις συναντήσεις γονέων και κηδεμόνων. Ούτε ο πατριός του. Δεν απαντούσαν σε επιστολές. Δεν απαντούσαν στα τηλεφωνήματα. Δεν μπορούσε με τίποτε να επικοινωνήσει μαζί τους. Και κάποια στιγμή η Εμίλιε είχε αρχίσει να διακρίνει μώλωπες·
360/487
στο πρόσωπο, στα χέρια του. Δεν ήταν γυμνάστρια, δεν είχε δει το σώμα του, αλλά είχε υποψίες ότι ήταν μελανιασμένος και αλλού. Είχε μιλήσει λίγο με το γυμναστή, αλλά εκείνος ήταν παλαιάς κοπής και θεωρούσε ότι τα παιδιά έπεφταν και χτυπούσαν, ειδικά τα αγόρια της πρώτης γυμνασίου, και τι ήθελε να πει δηλαδή; Η Εμίλιε είχε προσπαθήσει να ρωτήσει τον ίδιο τον Τουμπίας μετά, προσεκτικά: Ήταν καλά; Πώς πήγαιναν τα πράγματα στο σπίτι; Αλλά το αγόρι δεν ήθελε να το συζητήσει. Εκείνη όμως το είχε δει στα μάτια του. Κάτι δεν πήγαινε καλά… Και μπορεί οι άλλοι δάσκαλοι να κρύβονταν πίσω από το δάχτυλό τους και να μην ήθελαν να εμπλακούν στην προσωπική ζωή των μαθητών τους και τα λοιπά και τα λοιπά, όμως η Εμίλιε Ίζακσεν δεν ήταν τέτοιος τύπος. Ο Τουμπίας έλειπε από το σχολείο εδώ και μία εβδομάδα. Είχε προσπαθήσει να τον βρει στο τηλέφωνο, αλλά κανείς δεν το σήκωνε. Ρώτησε από δω και από κει κι έμαθε ότι ούτε ο αδελφός του είχε έρθει στο σχολείο μια βδομάδα τώρα. Είχε πρώτα αποταθεί στον Συμβουλευτικό Σταθμό Νέων της περιοχής, χωρίς να πει ονόματα. Τι συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Πώς προχωρά κανείς; Είχε πάρει διάφορες αόριστες συμβουλές, αλλά κανείς δεν ήθελε να της πει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει. Δεν υπήρχαν, λέει, αποδεικτικά στοιχεία. Έπρεπε να προχωρήσει πολύ προσεκτικά. Η Εμίλιε Ίζακσεν τα ’χε ξανακούσει όλα αυτά· και, όχι, δεν ήθελε να σταματήσει. Πόσο κακό μπορούσε να κάνει δηλαδή; Ήθελε να του δώσει απλώς τις σημειώσεις για τα μαθήματα που είχε χάσει. Να μιλήσει λίγο στη μητέρα του. Να κανονίσει μια συνάντηση με τους γονείς του. Θα μπορούσε κάλλιστα να πάει στο σπίτι του, μιας και η μητέρα του φαινόταν να δυσκολεύεται να έρθει εκείνη στο σχολείο. Ανορθόδοξο φυσικά, αλλά η Εμίλιε Ίζακσεν ήταν πεπεισμένη ότι δεν πείραζε να περνούσε από το σπίτι. Θα ήταν ευγενική· δεν θα κατηγορούσε κανέναν και για τίποτα. Να βοηθήσει ήθελε μόνο. Πολύ πιθανόν τα πράγματα να ήταν εντάξει. Ίσως τα αγόρια να είχαν πάει διακοπές δίχως να ενημερώσουν το σχολείο. Ίσως να ήταν και τα δυο τους άρρωστα· κυκλοφορούσε μια ανοιξιάτικη γρίπη μεταξύ μαθητών και καθηγητών. Χίλιοι δυο οι λόγοι… Προχώρησε στην Γκάμλε Ρίνβολβάι μέχρι που βρήκε τη διεύθυνση. Μήπως δεν ήταν η σωστή; Είδε μόνο ένα δρόμο που ανέβαινε στο βουνό.
361/487
Αλλά το ταχυδρομικό κουτί στο δρόμο έγραφε επάνω ΙΒΕΡΣΕΝ/ΦΡΑΝΚ. Αποφάσισε να παρκάρει στον κεντρικό και να ανέβει με τα πόδια το υπόλοιπο. Το σπίτι ήταν κόκκινο και μικρό, με κάτι άλλα κτιριάκια τριγύρω. Ίσως τον παλιό καιρό να ήταν ένα μικρό αγρόκτημα· τώρα υπήρχαν απλώς περισσότεροι αποθηκευτικοί χώροι. Τριγύρω της είδε αρκετά κουφάρια αυτοκινήτων και στοίβες από σκουπίδια –ναι, σκουπίδια– εδώ κι εκεί. Προχώρησε μέχρι την εξώπορτα του σπιτιού και χτύπησε. Καμία απάντηση. Ξαναχτύπησε την πόρτα και άκουσε βήματα να σέρνονται στο πάτωμα από μέσα. Η πόρτα άνοιξε και ένα μικρό αγόρι με βρόμικο πρόσωπο βγήκε στο πεζούλι. «Παρακαλώ;» είπε το αγοράκι. «Γεια σου», είπε η Εμίλιε και έσκυψε για να μη φαίνεται ψηλή. «Εσύ είσαι ο Τούρμπεν;» Ο μικρός κατένευσε. Είχε μαρμελάδες στο πρόσωπο και τα χέρια του ήταν βρόμικα. «Είμαι η Εμίλιε, η δασκάλα του Τουμπίας, ίσως με έχεις ακουστά». Ο μικρός κατένευσε. «Εσύ που σε συμπαθεί», είπε ο Τούρμπεν και έξυσε λίγο το κεφάλι του. «Τι ωραία! Αναρωτιόμουν, ξέρεις, πού είναι ο Τουμπίας. Είναι εδώ;» «Όχι», είπε το αγόρι. «Είναι η μαμά σου ή ο πατριός σου εδώ;» «Όχι», ξανάπε το αγόρι, που κόντευε να βάλει τα κλάματα. «Είσαι μόνος στο σπίτι δηλαδή;» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Δεν υπάρχει άλλο φαγητό», είπε θλιμμένα. «Πόσο καιρό είσαι μόνος σου;» «Δεν ξέρω». «Πόσες νύχτες έχουν περάσει, θυμάσαι; Πόσες φορές σκοτείνιασε;» Το αγόρι σκέφτηκε για λίγο. «Έξι ή εφτά», είπε. Η Εμίλιε Ίζακσεν έγινε έξαλλη, αλλά δεν το έδειξε. «Έχεις καμιά ιδέα για το πού μπορεί να είναι ο Τουμπίας;» Ο μικρός κατένευσε. «Έχει πάει στα κορίτσια των χριστιανών». «Και πού είναι αυτό;»
362/487
«Επάνω, στο δάσος, στο Λιτγιόνα. Πάμε εκεί και κυνηγάμε βουβάλια. Είμαι πολύ καλός». «Τι ωραία! Πάω στοίχημα ότι περνάτε τέλεια. Πώς ξέρεις ότι είναι εκεί;» «Γιατί μου έγραψε ένα χαρτί και το άφησε στο μυστικό μας μέρος». «Έχετε και μυστικό μέρος;» Ο μικρός χαμογέλασε. «Ναι, μόνο εμείς το ξέρουμε». «Τι ωραία! Μπορείς να μου δείξεις το χαρτί;» «Ναι, αμέ. Θες να έρθεις μέσα;» Η Εμίλιε το σκέφτηκε. Δεν είχε δικαίωμα να μπει μέσα. Δεν μπορούσε να μπει στο σπίτι κάποιου άλλου δίχως την άδειά του. Κοίταξε τριγύρω της. Δεν υπήρχε ψυχή. Το αγόρι ήταν ολομόναχο εδώ και μία εβδομάδα, και στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε φαγητό. Έπρεπε να υπάρχουν και κάποια όρια! «Φυσικά και θέλω», χαμογέλασε η Εμίλιε Ίζακσεν και ακολούθησε το αγόρι στο εσωτερικό του σπιτιού.
65 Ο Χόλγκερ Μουνκ στεκόταν έξω από το δωμάτιο της μητέρας του στον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν, μην μπορώντας να σκεφτεί καθαρά. Τον είχαν βρει πολλά τώρα τελευταία· πάρα πολλά. Η απειλή κατά της Μαριόν. Το διαμέρισμα όπου έπρεπε να τις κρύψει. Είχαν βρει τη Μάλιν Στολτζ. Είχαν χάσει τη Μάλιν Στολτζ. Ο Μίκελσον τον είχε πάρει άπειρες φορές τηλέφωνο. Δεν το είχε σηκώσει. Ο Χόλγκερ Μουνκ κάθισε σε μια καρέκλα και τέντωσε τα πόδια του. Ξαφνικά ένιωσε μια άσχημη μυρωδιά και εξεπλάγη όταν κατάλαβε ότι ήταν δική του. Είχε αποκοιμηθεί για λίγες ώρες στην καρέκλα του γραφείου του. Δεν είχε αλλάξει ρούχα. Έτριψε το πρόσωπό του, δυσκολευόμενος να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Ευτυχώς που η μητέρα του έμενε σ’ αυτό εδώ το κέντρο. Είχε άμεση πρόσβαση σε γιατρούς. Για την ώρα, δεν χρειάστηκε καν να τη μεταφέρουν από το δωμάτιό της. Ήταν εντάξει. Δεν ήταν τελικά τόσο σοβαρό όσο αρχικά φαινόταν. Ευτυχώς. Ο Χόλγκερ Μουνκ έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε τη Μίριαμ, αλλά εκείνη δεν απάντησε. Κούνησε το κεφάλι του και ξαναδοκίμασε, χωρίς αποτέλεσμα. Κλασικά… Τι πεισματάρικο αυτό το κορίτσι! Της είχε υποσχεθεί ότι θα της πήγαινε φαγητό, καθαρά ρούχα, λίγα παιχνίδια της Μαριόν, αλλά έπρεπε να βρίσκεται εδώ πέρα τώρα. Της έστειλε μήνυμα να τον πάρει τηλέφωνο και έβαλε το κινητό του πίσω στην τσέπη του μοντγκόμερι. Είχε ζέστη σήμερα. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Έπρεπε να βγάλει το παλτό του, αλλά μύριζε ολόκληρος. Σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Έβαλε το στόμα κάτω από τη βρύση και ήπιε λίγο νερό. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και δεν του άρεσε αυτό που είδε. Φαινόταν εξαντλημένος. Το διαμέρισμα της Μάλιν Στολτζ ήταν γεμάτο καθρέφτες, από
364/487
το πάτωμα ως το ταβάνι. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο πράγμα. Ποιος ζει έτσι; Εδώ αυτός δεν άντεχε εκεί μέσα παραπάνω από πέντε λεπτά. Μάλιν. Μίριαμ. Μαριόν. Μίκελσον. Μουνκ. Πολλά Μ έπεσαν. Προσπάθησε να σκεφτεί όπως η Μία για μια στιγμή. Μόνο Μ, λοιπόν; Λες να σήμαινε τίποτα; Βγήκε στο διάδρομο και ξανακάθισε στην καρέκλα. Μόνο Μ, ε;… Ω, μαλακίες. Ίσως ο Μίκελσον να είχε δίκιο. Ίσως έπρεπε να αποσυρθεί για λίγο. Ν’ αφήσει κάποιον άλλον να αναλάβει την υπόθεση. Το μυαλό του δεν λειτουργούσε όπως θα ’πρεπε. Του άρεσε δεν του άρεσε, η Μάλιν Στολτζ τούς κρατούσε στο χέρι. Αν ήταν όντως αυτό τ’ όνομά της. Τους είχε χτυπήσει εκεί όπου τους πονούσε περισσότερο: στην προσωπική τους ζωή. Στην προσωπική του ζωή. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πια καθαρά. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει συναίσθημα και λογική. Σκέφτηκε να βγει να κάνει κανένα τσιγάρο, μα διάλεξε αντ’ αυτού μια καραμέλα για το λαιμό. Τέσσερα κοριτσάκια νεκρά, και η οικογένειά του στο στόχαστρο. Τουλάχιστον είχαν μια ύποπτη τώρα. Και δεν είχαν εξαφανιστεί άλλα κοριτσάκια. Κάτι ήταν κι αυτό. Σύντομα θα τελειώσει, σκέφτηκε και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Θα τη βρούμε, και τέλος. Δεν το κατάλαβε, αλλά τα βλέφαρά του πήγαιναν να κλείσουν. Το συνειδητοποίησε όταν άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο γιατρός μαζί με την Κάρεν, που τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο. Ο Μουνκ σηκώθηκε απότομα. «Πώς είναι;» «Μια χαρά», είπε ο γιατρός. «Και το εννοώ. Δεν της βρήκα απολύτως τίποτε, ήταν απλώς λιγάκι κουρασμένη. Ίσως να σηκώθηκε πολύ απότομα από το κρεβάτι, ποιος ξέρει. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν κάτι ανησυχητικό. Είναι μια χαρά». Ο Μουνκ ξεφύσησε βαριά. «Μπορώ να τη δω;» «Της έδωσα κάτι για να κοιμηθεί, οπότε καλύτερα να την αφήσετε να ηρεμήσει. Το απόγευμα ίσως». «Ευχαριστώ», είπε ο Μουνκ και έσφιξε το χέρι του γιατρού. «Ποιος είναι ο επόμενος;» είπε ο γιατρός απευθυνόμενος στην Κάρεν. «Ο Τόρκελ Μπίνε», είπε η Κάρεν. «Παραπονέθηκε για τα φάρμακά του. Μένει στο τέλος του διαδρόμου. Ελάτε, θα σας δείξω». Η Κάρεν χαμογέλασε απαλά στον Μουνκ και ακολούθησε το γιατρό προς το βάθος του διαδρόμου.
365/487
Ο Μουνκ σηκώθηκε και βγήκε έξω. Άναψε τσιγάρο και πήρε τηλέφωνο τον Γκάμπριελ Μερκ. «Παρακαλώ;» «Ο Χόλγκερ είμαι». «Πού είστε;» «Στο γηροκομείο, έπρεπε να διευθετήσω κάτι προσωπικό, πού βρισκόμαστε;» «Βρήκα το βίντεο από τον υπολογιστή της Σάρα Κίεσε. Είναι λίγο κατεστραμμένο, ο ήχος δηλαδή, αλλά λέω να βάλω ένα φιλαράκι που ξέρει από τέτοια να το φτιάξει. Πειράζει;» «Προχώρα», είπε ο Μουνκ. «Θα τον πάρω αμέσως», είπε ο Γκάμπριελ. Ο Μουνκ έκλεισε και κάλεσε αμέσως τη Μία. Δεν το σήκωνε. Την ξαναπήρε, αλλά πάλι δεν πήρε απάντηση. Τι τρέχει πια μ’ αυτά τα πεισματάρικα κορίτσια, γαμώτο; σκέφτηκε, και της έστειλε μήνυμα: Πάρε με! Κάλεσε τον Λούντβιγκ. Τουλάχιστον αυτός απάντησε αμέσως: «Μάλιστα;» «Ο Μουνκ είμαι, χρειάζομαι μια χάρη». «Μετά χαράς». «Μπορείς να στείλεις κάποιον στο διαμέρισμα στο Φρόγκνερ μαζί με διάφορα πραγματάκια για τη Μίριαμ και τη Μαριόν;» «Εννοείται. Τι πραγματάκια;» «Θα σου στείλω μια λίστα με SMS. Φρόντισε να πάει κάποιος που εμπιστεύεσαι, οκέι;» «Έγινε, κανένα πρόβλημα». «Ωραία. Κι εσύ…» «Ναι;»
366/487
Προς στιγμήν ο Μουνκ ξέχασε τι ήθελε να πει. Έτριψε τα μάτια του. Έπρεπε να ξεκουραστεί λίγο, δεν επιτρεπόταν να είναι σε τέτοια κατάσταση. «Έχουμε κανένα νέο σχετικά με τη Μάλιν Στολτζ;» ρώτησε τελικά. «Ακόμα τίποτα. Φύγαμε από τα αεροδρόμια και τον σιδηροδρομικό σταθμό. Να συνεχίσουμε τα μπλόκα;» Ο Μουνκ σκέφτηκε τι του είχε πει η Μία. Ότι δεν επρόκειτο να φύγει. Ότι ήθελε να πάει στο σπίτι της. Ένα διαμέρισμα γεμάτο καθρέφτες. Ο Μουνκ ανατρίχιασε· δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά αυτό τον είχε ταρακουνήσει λίγο. «Όχι, πες τους να φύγουν». «Εντάξει», είπε ο Λούντβιγκ. «Στείλατε σήμα αναζήτησης για τους τύπους από την Εκκλησία;» «Βεβαίως», είπε ο Λούντβιγκ. «Μπράβο». Ο Μουνκ έκλεισε το τηλέφωνο, πέταξε το τσιγάρο του και ήταν έτοιμος να ανάψει καινούριο, όταν η Κάρεν ήρθε και τον βρήκε στα σκαλοπάτια. «Είσαι εντάξει, Χόλγκερ;» Η κοπέλα με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά τον κοιτούσε ανήσυχη. «Ναι, Κάρεν, εντάξει είμαι». «Δεν μου φαίνεσαι και πολύ καλά. Οκέι, μπορεί να είσαι, αλλά μάλλον χρειάζεσαι ξεκούραση, ε;» Τον συνόδευσε μέχρι το πάρκιγκ. Στάθηκε δίπλα του. Ο Μουνκ μπορούσε να μυρίσει το άρωμά της. Τον κατέκλυσε ένα παράξενο συναίσθημα· δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, μα ύστερα το κατάλαβε: η Κάρεν τον νοιαζόταν· τον φρόντιζε. Πόσος καιρός είχε περάσει… Συνήθως ήταν ο ίδιος ο Χόλγκερ Μουνκ που φρόντιζε για όλους τους άλλους. «Είσαι απασχολημένος;» ρώτησε η Κάρεν. «Πάντα», χαμογέλασε ο Μουνκ και έβηξε ελαφριά. «Δεν μπορείς να κλέψεις λίγη ώρα;» «Τι εννοείς;» «Έλα», είπε η Κάρεν και άρπαξε το μανίκι του μοντγκόμερι. «Πού πηγαίνουμε;» «Σουτ», είπε εκείνη. Τον τράβηξε στις σκάλες, μέσα στο κτίριο, στο διάδρομο, και τέλος σε ένα δωμάτιο που ήταν άδειο.
367/487
«Δεν έχω ώρα για τέτοια», είπε ο Μουνκ, αλλά η Κάρεν έφερε το δάχτυλο στα χείλη. «Το βλέπεις το κρεβάτι;» Του έδειξε ένα φρεσκοστρωμένο κρεβάτι κάτω από το παράθυρο. Ο Μουνκ κατένευσε. «Και την πόρτα; Τη βλέπεις;» Ο Μουνκ κατένευσε ξανά. «Λοιπόν. Εγώ λέω να κάνεις πρώτα ένα ντους. Και μετά να πέσεις να κοιμηθείς. Θα σε ξυπνήσω σε μια ώρα. Κανείς δεν θα σε ενοχλήσει». «Όχι, δεν…» «Για να σου πω την αλήθεια, τα χρειάζεσαι και τα δύο», είπε η Κάρεν και ζάρωσε λίγο τη μύτη της. «Θα βρεις πετσέτες μες στο μπάνιο», του είπε. «Μία ώρα, εντάξει;» Η Κάρεν τού έκανε μια αγκαλιά και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντάς του το μάτι. Μια ωρίτσα μόνο. Δεν κάνει κακό. Είναι καλό για το μυαλό μου. Και για το σώμα μου. Για όλους. Ο Μουνκ έστειλε ένα κοφτό μήνυμα στον Λούντβιγκ με όλα όσα χρειάζονταν η Μαριόν και η Μίριαμ, ξέχασε το ντους, έπεσε στο κρεβάτι με τα ρούχα και έκλεισε τα μάτια του.
66 Η Μαριόν Μουνκ ξύπνησε και δεν καταλάβαινε πού βρισκόταν. Συνήθως ξυπνούσε στο σπίτι της, αλλά αυτό δεν συνέβαινε τις τελευταίες μέρες· τώρα πια ξυπνούσε όλο σε κάτι περίεργα μέρη. Σε ένα μικρό διαμέρισμα. Σε ένα μεγάλο διαμέρισμα. Τώρα, κάπου αλλού. «Μαμά;» είπε προσεκτικά, αλλά κανείς δεν απάντησε. Ανακάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε τριγύρω. Το δωμάτιο ήταν ωραίο. Ήταν προφανώς κάποιο παιδικό δωμάτιο, ενώ τα άλλα μέρη όπου είχε πάει ήταν μόνο για μεγάλους· ούτε παιχνίδια είχαν ούτε τίποτα. «Μαμά;» επανέλαβε ενώ σηκωνόταν από το κρεβάτι, κοιτάζοντας τριγύρω. Οι τοίχοι ήταν λευκοί, κατάλευκοι, τόσο λευκοί που σχεδόν την τύφλωναν, και δεν υπήρχαν παράθυρα. Η Μαριόν λυπήθηκε λίγο το κοριτσάκι που έμενε εδώ, χωρίς παράθυρα· πρέπει να βαριόταν πολύ. Απ’ το υπνοδωμάτιό της στο Σάγκενε, έβλεπε χίλια δυο ενδιαφέροντα πράγματα. Αυτοκίνητα και περίεργους ανθρώπους και τέτοια. Το κοριτσάκι που έμενε εδώ δεν μπορούσε να δει τίποτα. Το άλλο περίεργο ήταν ότι δεν υπήρχε πόρτα στο δωμάτιο. Στη μια γωνιά υπήρχε ένα γραφειάκι. Με λαμπατέρ. Και ένα μπλοκ ζωγραφικής με μερικά μολύβια. Και η μαμά τής είχε υποσχεθεί ένα τέτοιο γραφείο όταν θ’ άρχιζε το σχολείο, κι αυτό ήταν σύντομα, ναι, ήταν πολύπολύ σύντομα. Στον ένα τοίχο κρέμονταν κάτι χαρτονάκια με γράμματα. Στο ένα υπήρχε το γράμμα Α και δίπλα του η εικόνα ενός αχλαδιού. Μετά το B κι ένα βάζο. Το επόμενο γράμμα δεν το θυμόταν, α ναι, το Γ, το θυμήθηκε τώρα και ήξερε και την εικόνα, στη μαμά δεν άρεσαν, αλλά ο παππούς την άφηνε να τρώει: γλυκά. Δεν ήξερε να διαβάζει πολύ, μερικές λέξεις μόνο. Μαμά.
369/487
Μήλο. Τόπι. Πίτα. H μαμά τής είχε μάθει κι ένα τραγουδάκι με την αλφαβήτα, πλάκα είχε, και της έλεγε ότι έτσι θα μάθαινε τα γράμματα. Άλφα-βήτα. Ήξερε τι σήμαινε αυτό. Η μαμά έλεγε ότι έπρεπε, λέει, να μάθει να διαβάζει, και το είχε σκεφτεί κι αυτή να μάθει να διαβάζει, αλλά μετά σκέφτηκε ότι θα πήγαινε σχολείο και τι θα έλεγε τότε ο δάσκαλος αν ήξερε να διαβάζει ήδη και μετά δεν είχε τι να της μάθει, και δεν είχε τίποτα άλλο να μάθει και βαριόταν, ε; Καλύτερα να περίμενε λοιπόν. Ήξερε να κολυμπάει. Δεν ήξεραν πολλά παιδάκια να κολυμπούν. Και μπορούσε να κάνει ποδήλατο σχεδόν χωρίς βοηθητικές. Μόνο αυτή μπορούσε να κάνει ποδήλατο έτσι. Όλα μαζί θα τα μάθαινε; Μόνο τώρα συνειδητοποίησε η Μαριόν ότι δεν φορούσε τα δικά της ρούχα. Περίεργο δεν ήταν; Αφού πριν φορούσε το γαλάζιο της νυχτικό, το θυμόταν! Αυτό με την τρύπα, που η μαμά ήθελε να το πετάξει, αλλά η Μαριόν δεν ήθελε, της άρεσε να βάζει το δάχτυλο στην τρύπα και να πιάνει το ύφασμα, κοιμόταν πιο εύκολα έτσι, τώρα που είχε σταματήσει να βυζαίνει τον αντίχειρά της. Στην αρχή ήταν πολύ παράξενο, της έλειπε ο αντίχειρας, είχε πει ψέματα στη μαμά και στον μπαμπά μερικές φορές, είχε βάλει το δάχτυλο στο στόμα χωρίς να τους το πει. Αλλά μετά ο Κρίστιαν στο νηπιαγωγείο είχε πει ότι μόνο τα μωρά έβαζαν το δάχτυλο στο στόμα κι έτσι σταμάτησε κι αυτή να το βάζει. Αφού δεν ήταν πια μωρό! Τα μωρά δεν κολυμπάνε! Ούτε οι συμμαθητές της κολυμπούσαν, χα! Αλλά δεν ήταν παράξενο, γιατί κανένας τους δεν πήγαινε τόσο συχνά στην πισίνα του Τέγιεν όσο εκείνη και η μαμά. Δεν είχε δει πότε κανέναν τους εκεί. Κοίταξε τον εαυτό της και χαχάνισε λίγο. Ήταν λες και ήταν Απόκριες. Τις Απόκριες, στο νηπιαγωγείο, η Μαριόν ήθελε να πάει ντυμένη Φράνκι Στάιν, αλλά η μαμά δεν συμφωνούσε κι έτσι πήγε ντυμένη καουμπόι. Κορίτσι καουμπόι. Η άλλη επιλογή ήταν πριγκίπισσα, αλλά η μαμά είχε πει ότι ήταν σημαντικό να καταλάβει ότι τα κορίτσια δεν έκαναν μόνο κοριτσίστικα πράγματα, θυμόταν να μιλάνε πολύ γι’ αυτό με τον μπαμπά. Για το πλύσιμο των πιάτων και την ηλεκτρική σκούπα και το κάθισμα της τουαλέτας και άλλα πράγματα, ήταν σημαντικά πράγματα αυτά. Κι έτσι είχε πάει ντυμένη καουμπόι, με πιστόλι και μουστάκι και τα λοιπά. Τέλειο ήταν! Όχι σούπερ, αλλά τέλειο. Τώρα φορούσε ένα φουστάνι του παλιού καιρού και της ήταν
370/487
δύσκολο να κουνηθεί εκεί μέσα, ήταν πολύ μεγάλο, τεράστιο. Τότε ήταν που είδε και τις κούκλες στο ράφι. Υπήρχαν πέντε κούκλες, με τα πόδια τους να κρέμονται από το ράφι. Δεν ήταν καινούριες κούκλες, δεν ήταν κουλ, δεν ήταν σαν την Ντρακουλόρα, ήταν παλιές κούκλες, με σκληρά λευκά πρόσωπα, σαν τις κούκλες που είχε η γιαγιά στη σοφίτα. Μια απ’ αυτές μάλιστα φορούσε ακριβώς τα ίδια ρούχα με την ίδια. Ένα κατάλευκο φόρεμα γεμάτο διάφορα πράγματα, μπανέλες, δαντέλες, πώς τα λέγαν αυτά. Η Μαριόν κατέβηκε από το κρεβάτι και πήρε την κούκλα στα χέρια της. Είχε ένα χαρτί γύρω από το λαιμό της. Η Μαριόν ήξερε τι έγραφε το χαρτί. Έγραφε ΜΑΡΙΟΝ. Το όνομά της. Το ήξερε τ’ όνομά της. Μπορούσε να το διαβάσει και να το γράψει. Το έγραφε και στο μέρος της, εκεί όπου κρεμούσε τα ρούχα της στο νηπιαγωγείο. Κοίταξε τις άλλες κούκλες, που είχαν κι αυτές φορέματα και χαρτάκια γύρω από το λαιμό τους. Μερικά ονόματα μπορούσε να τα διαβάσει, ας πούμε το ΓΙΟΥΧΑΝΕ, γιατί ήταν κι ένα κοριτσάκι μ’ αυτό το όνομα στο νηπιαγωγείο. Είχε τη διπλανή της θέση. «Μαμά;» είπε η Μαριόν, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά. Κανείς δεν απάντησε. Ίσως να ήταν στην τουαλέτα, ή κάπου αλλού. Η Μαριόν ήθελε κι εκείνη να κάνει πιπί της. Πού ήταν η τουαλέτα; Πλησίασε κάτι που έμοιαζε με πόρτα, κάτι σχισμές στον τοίχο, δίχως πόμολο. Χάιδεψε τις σχισμές με τα δαχτυλάκια της, αλλά τίποτα δεν άνοιξε. «Μαμά;…» Έπρεπε σύντομα να πάει στην τουαλέτα, οπωσδήποτε έπρεπε. Και, έπειτα… το κοριτσάκι που έμενε εδώ είχε ένα χαρτί που έγραφε το όνομά της. Πολύ περίεργο, ε; Ίσως να ήταν πολύ ευγενική. Ίσως να ήξερε ότι θα ερχόταν η Μαριόν να μείνει λίγο εδώ και γι’ αυτό είχε φτιάξει ένα χαρτί για να της πει ότι χαιρόταν που θα έπαιρνε το δωμάτιό της, για να της πει Καλώς ήρθες! όπως έγραφε και το πατάκι στο σπίτι των γειτόνων, Καλώς ήρθατε! Καλώς ήρθες στο σπίτι μου, γιατί εγώ μένω εδώ. Μπορείς να ζωγραφίσεις ή να μάθεις τα γράμματα, αν θες. Αλλά έπρεπε πραγματικά να κάνει πιπί της τώρα. «Μαμά!» φώναξε, όσο πιο δυνατά μπορούσε. Η φωνή της απλώθηκε στο δωμάτιο και έφτασε ξανά στ’ αυτιά της. Μα όχι, όχι, έπρεπε να κάνει πιπί της!
371/487
Ξαφνικά, κάτι συνέβη στον τοίχο. Ένας βόμβος, κάτι σαν τρίξιμο. Κι ύστερα ξανά σιωπή και μετά πάλι ο ίδιος ήχος, όλο και πιο κοντά, λες και κάποιος χτυπούσε δυο καπάκια μεταξύ τους – το είχαν κάνει και στο νηπιαγωγείο όταν έπαιζαν την ορχήστρα με ό,τι είχαν βρει μέσα στην αίθουσα. Η Μαριόν έμεινε να στέκεται και να κοιτάζει με περιέργεια τον τοίχο, από εκεί όπου ερχόταν ο ήχος. Υπήρχε μια λαβή στον τοίχο. Άπλωσε το χέρι της και τράβηξε τη λαβή. Είδε ένα κενό που φαινόταν να μπορεί ν’ ανοίξει κι άλλο. Η Μαριόν το άνοιξε και αναπήδησε όταν είδε τι υπήρχε εκεί μέσα, φοβήθηκε, άρχισε να νιώθει περίεργα κάτω από το δέρμα της. Εκεί μέσα υπήρχε μια μικρή μαϊμού. Από αυτές που τους τραβάς ένα κορδόνι και μετά χτυπάνε τα μικρά πιατάκια που κρατάνε στα χέρια τους. Υπήρχε ένα χαρτί δίπλα στη μαϊμού. Περίμενε να σταματήσει η μαϊμού να παίζει και μετά έβαλε το χέρι της και πήρε το χαρτί. Υπήρχαν μόνο τρία γράμματα γραμμένα επάνω. Τ. Αυτό το καταλάβαινε. Ζ. Κι αυτό, ήταν το γράμμα του Ζαχαρία, που δούλευε στο νηπιαγωγείο. Α. Κι αυτό το καταλάβαινε. Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει πιπί της τώρα. Κοίταξε το χαρτί και προσπάθησε να διαβάσει αυτό που έγραφε. Τ-Ζ-Α. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε. «Μαμά! Πρέπει να κάνω πιπί μου!» Φώναξε δυνατά, αλλά κανείς δεν απάντησε. Δεν μπορούσε να τα κρατήσει άλλο. Σήκωσε το βαρύ της φόρεμα. Φορούσε περίεργα εσώρουχα, πολύ-πολύ μεγάλα. Κοίταξε τριγύρω της στο δωμάτιο. Εκεί, κάτω από το γραφείο. Κατέβασε το βρακάκι της όσο πιο γρήγορα μπορούσε και κάθισε κι έκανε πιπί της στο σκουπιδοτενεκέ.
67 Η Μία Κρούγκερ πάρκαρε και προχώρησε με τα πόδια τα τελευταία μέτρα μέχρι την εκκλησία του Μπόρε. Το λευκό πέτρινο κτίριο έλαμπε όμορφο μπροστά της, αλλά την έκανε να νιώθει άβολα. Τέσσερις κηδείες στην ίδια εκκλησία. Τρεις τάφοι στο ίδιο κοιμητήριο. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα άντεχε να τα ξαναδεί όλα αυτά. Γι’ αυτό και το είχε αναβάλει τόσο καιρό. Και, τώρα, κάποιος είχε έρθει και είχε βεβηλώσει τον τάφο της Σίγκρι. Την είχε αναγκάσει να επιστρέψει στο νεκροταφείο πριν να είναι εκείνη έτοιμη. Η Μία έψαξε να βρει το νεωκόρο, που της είχε υποσχεθεί ότι θα τη συναντούσε, αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Αναγκάστηκε να πάει, σχεδόν με το ζόρι, μόνη μέχρι τους τάφους. Στο δρόμο προς το κοιμητήριο είχε σταματήσει για να αγοράσει λουλούδια. Νόμιζε ότι δεν θα τα κατάφερνε. Η μυρωδιά των λουλουδιών τής έφερνε ναυτία. Λουλούδια. Ένα σπίτι γεμάτο λουλούδια. Φίλοι και γείτονες που είχαν έρθει να συλλυπηθούν. Αυτό της είχε μείνει μόνο. Τρεις ταφόπλακες· και ένα σπίτι γεμάτο λουλούδια. Είχε πουλήσει μετά και τα δύο σπίτια. Και το δικό τους και της γιαγιάς. Δύο υπέροχα σπίτια καταμεσής του Όσγκορστραν, κοντά στο σπίτι όπου είχε ζήσει κάποτε ο Έντβαρντ Μουνκ. Ήταν η οικογενειακή της κληρονομιά. Μα δεν το άντεχε, δεν μπορούσε να τα κρατήσει. Ήθελε μόνο να ξεχάσει. Πέρασε δίπλα από μια βρύση με ένα πράσινο κουβαδάκι δίπλα της. Ντράπηκε λίγο. Τρεις τάφοι. Τέσσερα μέλη της οικογένειάς της. Η Σίγκρι, η γιαγιά, ο μπαμπάς και η μαμά. Εδώ ήταν όλη της η οικογένεια, κι αυτή δεν είχε έρθει ούτε μια φορά να φροντίσει τους τάφους τους. ΣΙΓΚΡΙ ΚΡΟΥΓΚΕΡ
373/487
Αδελφή, φίλη και κόρη 11 Νοεμβρίου 1979 - 18 Απριλίου 2002 Αγαπήθηκε πολύ, μας λείπει βαθιά Ήταν ακριβώς όπως της το είχε περιγράψει ο νεωκόρος. Κάποιος είχε σβήσει το όνομα της Σίγκρι και είχε γράψει από πάνω το δικό της. Δεν άντεξε άλλο. Έκανε μεταβολή, κλότσησε το κουβαδάκι, έπεσε στα γόνατα και ξέσπασε σε κλάματα. Όλα όσα κρατούσε μέσα της από καιρό ξεχύθηκαν μεμιάς. Είχε πολύ καιρό να κλάψει, δεν τολμούσε ν’ αφεθεί σ’ αυτό το ακραίο συναίσθημα. Κάθισε στο χώμα, με τα δάκρυα να κυλάνε ποτάμι από τα μάτια της. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Σίγκρι, γλυκιά μου, όμορφη, υπέροχη Σίγκρι. Και τι κατάφερε η Μία σκοτώνοντας ένα πρεζόνι; Τίποτα. Έσπειρε ακόμα περισσότερη θλίψη. Κι άλλο σκοτάδι. Δεν το ήθελε. Δεν ήθελε να τον πυροβολήσει. Πραγματικά δεν το ήθελε, πραγματικά. Έπρεπε να είχε τιμωρηθεί. Δεν της άξιζε να ζει. Το ήξερε τώρα, της άξιζε να πεθάνει. Όλα αυτά τα χρόνια ένιωθε ενοχές, δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις να το πει, αλλά να που οι λέξεις έρχονταν τώρα: ήταν ένοχη. Ήταν ένοχη που ζούσε ακόμα. Έπρεπε να βρίσκεται μαζί με την οικογένειά της. Εκεί μόνο ανήκε. Μαζί με τη Σίγκρι. Κι όχι εδώ, σ’ αυτό τον κωλοπλανήτη όπου το κακό και ο εγωισμός κατέκλυζαν τα πάντα. Δεν είχε νόημα να αγωνίζεται πια, να προσπαθεί να καταλάβει, να κάνει το καλό. Ο κόσμος ήταν ένας σκουπιδότοπος. Οι άνθρωποι ήταν σάπιοι μέσα τους. Δεν υπήρχε τίποτα γι’ αυτήν εδώ. Κάποιος είχε γράψει το όνομά της στην ταφόπλακα. Την κυνηγούσε κανείς; Την ήθελε κανείς νεκρή; Προφανώς και είχε εχθρούς, κανείς αστυνομικός με τη δική της φήμη δεν ήταν χωρίς εχθρούς, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί κάποιον συγκεκριμένα. Ήταν πολύ περίεργο να βλέπει το όνομά της γραμμένο στην ταφόπλακα, αλλά το αίσθημα του θυμού για τη βεβήλωση του τάφου της Σίγκρι ήταν πολύ μεγαλύτερο. Έβρισε από μέσα της τον άγνωστο δράστη, σηκώθηκε και σκούπισε τα δάκρυά της. Καθάρισε τα φύλλα και τα κλαδιά, έβαλε τα λουλούδια στο βάζο, προσπάθησε να ομορφύνει το μέρος. Έβαλε τα δάχτυλά της στο
374/487
έδαφος και έσκαψε λίγο, ώστε να φαίνεται πιο φρέσκο το χώμα· καλύτερα έτσι. Πήγε παραπέρα και βρήκε μια τσουγκράνα. Έβγαλε το δερμάτινο μπουφάν της και το φούτερ της. Έβαλε τα μανίκια του φούτερ στον κουβά με το νερό και προσπάθησε να σβήσει το όνομά της από την ταφόπλακα. Δεν έβγαινε, ήταν γραμμένο με σπρέι. Έπρεπε να μιλήσει σε κάποιον, να τους πει να το αφαιρέσουν το συντομότερο δυνατόν. Σιχαινόταν να το βλέπει γραμμένο εκεί πάνω, να τη χλευάζει. Να χλευάζει και τις δυο τους. Καθάρισε ό,τι είχε μείνει από τα πεσμένα φύλλα και τα κλαδάκια περιμένοντας το νεωκόρο. Έπρεπε να είχε έρθει πολύ πιο πριν· ήταν ήδη αργά. Άρχισε να μουρμουρίζει, Συγγνώμη, συγγνώμη, Σίγκρι, συγχώρεσέ με, μέσα απ’ τα σφιγμένα της χείλη, προσπαθώντας να συγκρατήσει ξανά τα δάκρυά της. Πίσω από το βάζο είδε ένα μικρό, στρογγυλεμένο κουτάκι, κίτρινο και πλαστικό, σαν αυτά που έχουν μέσα τους τα αυγά Κίντερ. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια της, πήγε μέχρι τον κοντινότερο κάδο απορριμμάτων και το πέταξε μέσα. Επέστρεφε στον τάφο, όταν κοντοστάθηκε. Είναι δυνατόν; Όχι, δεν είναι δυνατόν. Έκανε απότομα μεταβολή και επέστρεψε στον κάδο, έχωσε το χέρι της μέσα και έβγαλε το μικρό πλαστικό κουτάκι. Το πίεσε και το άνοιξε. Υπάρχει ένα χαρτάκι εδώ μέσα. Τα δάχτυλά της έτρεμαν καθώς ξεδίπλωνε το χαρτί: Τζα! Μία, τι έξυπνη που είσαι. Αλλά όχι όσο θα ’πρεπε. Νομίζεις ότι αυτός είναι ο σωστός τάφος, αλλά δεν είναι. Με βλέπεις, Μία; Ε; Με βλέπεις τώρα; Η Μία πετάχτηκε απότομα και άρχισε να τρέχει προς το αυτοκίνητο για να βρει το τηλέφωνό της. Είχε εκατό αναπάντητες κλήσεις, αλλά δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί με καμιά τους τώρα. Σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα απ’ το πρόσωπό της. Και κάλεσε τον Μουνκ.
68 Ο Λούντβιγκ Γκρενλίε βγήκε στη βεράντα όπου κάπνιζε συνήθως ο Μουνκ για να πάρει λίγο αέρα. Ξεφύσησε και τέντωσε το κορμί του. Ήταν κουρασμένος, αλλά δεν έπρεπε να παραπονιέται. Υπήρχαν άλλοι στην ομάδα που, τώρα τελευταία, είχαν δουλέψει τις διπλάσιες ώρες από τον ίδιο. Ο Λούντβιγκ Γκρενλίε κόντευε τα εξήντα και είχε αρχίσει να του φαίνεται, παρόλο που κανείς δεν το ομολογούσε δυνατά. Είχε μια μακρά και αξιόπιστη καριέρα. Κανείς δεν παραπονιόταν που δεν μπορούσε πια να δουλεύει είκοσι ώρες την ημέρα. Μα δεν ήταν τόσο η σωματική κούραση που τον είχε καταβάλει τώρα: ήταν η ψυχολογική πίεση. Ποτέ δεν ησύχαζαν τα πράγματα, πάντα κάτι συνέβαινε. Εφόσον κυκλοφορούσε ελεύθερη μία κατά συρροήν δολοφόνος, κανείς δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Ένα γνωστό του όνομα εμφανίστηκε στην οθόνη. «Εδώ Γκρενλίε, λέγετε, παρακαλώ;» είπε ο Λούντβιγκ και τέντωσε λίγο την πλάτη του. «Γεια σου, Λούντβιγκ, εδώ Χιελ». «Γεια σου, Χιελ, βρήκατε τίποτα;» Ο Χιελ Μάρτινσεν ήταν παλιός του συνάδελφος. Είχαν δουλέψει πολλά χρόνια μαζί στα Κεντρικά, αλλά, εν αντιθέσει με τον Μουνκ, ο Μάρτινσεν είχε επιλέξει εκούσια την υποβάθμισή του. Ήθελε να ηρεμήσει λίγο. Να βρει κι αυτός μια γυναίκα. Ζήτησε να μεταφερθεί στο αστυνομικό τμήμα του Ρίνγκερίκε. Ο παλιός του συνάδελφος είχε επιλέξει σοφά. Ακουγόταν ήρεμος από το τηλέφωνο, ευδιάθετος. «Ναι, αμέ, βεβαίως και βρήκαμε». «Βρήκατε ομάδα υποστήριξης άτεκνων γυναικών;»
376/487
«Ακριβώς», είπε ο Μάρτινσεν. «Οι ίδιες θέλουν ν’ αποκαλούνται “ομάδα συζητήσεων”. Η Χάιντι δουλεύει στα κεντρικά των εθελοντών εδώ στο Ρίνγκερίκε, κι αυτή ήταν που μου το σφύριξε». Η Χάιντι ήταν η γυναίκα που είχε κάνει τον Μάρτινσεν να απαρνηθεί την πόλη. Ο Λούντβιγκ είχε σκεφτεί κι αυτός μια-δυο φορές να αποχαιρετήσει το άγχος της πρωτεύουσας και να βρει μια δουλειά σε καμιά κωμόπολη. Δεν το ’χε κάνει ακόμα και του έμεναν μόνο λίγα χρόνια μέχρι να πάρει σύνταξη. «Αφορά την περίοδο 2005-2007. Αυτές δεν είναι οι χρονιές που σας ενδιαφέρουν;» «Πολύ σωστά, ναι», είπε ο Λούντβιγκ. «Έχετε και λίστα με ονόματα;» «Ακόμα καλύτερα, μπορώ να σου βρω φωτογραφίες όλων των μελών, με τα ονόματα βεβαίως και τα λοιπά». «Μπράβο, Χιελ, τέλεια δουλειά», είπε ο Λούντβιγκ και πήγε στο γραφείο του. «Θα μου τα στείλεις με φαξ;» Το μετάνιωσε αμέσως. «Με φαξ, Λούντβιγκ;» γέλασε ο Μάρτινσεν. «Γιατί, μέιλ δεν έχεις;» «Ναι, φυσικά, αυτό εννοούσα». «Θα βρω κάποιον να τις σκανάρει και θα σ’ τις στείλω το συντομότερο δυνατόν». «Τέλεια, Χιελ, πολύ καλή δουλειά», επανέλαβε ο Λούντβιγκ. «Τι έγινε, τη λύνετε την υπόθεση;» είπε ο Μάρτινσεν, πιο σοβαρά τώρα. «Οι άνθρωποι έχουν αρχίσει και μιλάνε, ξέρεις. Έχουν αρχίσει και, πώς να το πω… και αμφιβάλλουν». «Θα την πιάσουμε», είπε ο Λούντβιγκ και αμέσως σκέφτηκε ότι δεν έπρεπε να ’χε ανοίξει το στόμα του. «Θα την πιάσετε; Ποια, τη Στολτζ; Αυτή στις φωτογραφίες που μας στείλατε; Αυτήν ψάχνετε;» «Δεν ξέρουμε ακόμα», απάντησε ο Λούντβιγκ και ύστερα το ξανασκέφτηκε. «Δεν μου λες, είναι κι αυτή στις φωτογραφίες που έχεις;» «Δεν ξέρω, μπορεί, δεν τις έχω δει. Η Χάιντι πετάχτηκε στο κέντρο εθελοντών για να τις φέρει, επιστρέφει τώρα. Ρούνε! Δουλεύει το σκάνερ μας;» φώναξε ο Χιελ Μάρτινσεν προς κάποιον άλλο στο γραφείο του. Πήρε απάντηση και επανήλθε στη συνομιλία: «Αν η Χάιντι έχει δίκιο και βρούμε τα στοιχεία, θα τα έχεις μέχρι το τέλος της ημέρας».
377/487
«Άψογα», είπε ο Λούντβιγκ. Με το που έκλεισε το τηλέφωνο, εμφανίστηκε ο Γκάμπριελ Μερκ: «Έχεις μιλήσει με τον Μουνκ ή με τη Μία;» ρώτησε. «Πριν από λίγο μίλησα με τον Μουνκ, αλλά η Μία δεν το σηκώνει. Τι συμβαίνει;» «Ήθελα απλώς να τους πω ότι μάλλον θα έχουμε σωστό ήχο στο βίντεο μέσα στην ημέρα. Το έστειλα σ’ ένα συνάδελφο που ξέρει να καθαρίζει τους θορύβους». «Ωραία», είπε ο Λούντβιγκ και ξαφνικά θυμήθηκε τι του είχε ζητήσει ο Μουνκ. «Να σου πω, μήπως παρεμπιπτόντως χρειάζεσαι λίγο φρέσκο αέρα;» «Δηλαδή;» «Η κόρη του Μουνκ χρειάζεται να της πάμε στο διαμέρισμα κάτι πραγματάκια. Μπορείς να τα πας εσύ;» «Οκέι», είπε ο Γκάμπριελ. «Τι πραγματάκια;» «Περίμενε να δω», είπε ο Λούντβιγκ και κοίταξε το κινητό του, για να βρει τη λίστα που του είχε στείλει ο Μουνκ.
69 Η Εμίλιε Ίζακσεν δεν πίστευε στα μάτια της όταν μπήκε στο σπιτάκι. Ο διάδρομος ήταν θεοσκότεινος και γεμάτος τόσο πολλά σκουπίδια, που ήταν σχεδόν δύσκολο να περπατήσεις. Ούτε το υπόλοιπο σπίτι ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Αποφάγια, ξεχειλισμένα τασάκια, σακούλες σκουπιδιών που κανείς δεν είχε πετάξει. Η Εμίλιε λίγο έλειψε να κλείσει τη μύτη της από τη βρόμα. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της για να μην ανησυχήσει το αγοράκι ακόμα περισσότερο· είχε περάσει ήδη πάρα πολλά: μια ολόκληρη εβδομάδα ολομόναχο σ’ αυτόν το σκουπιδότοπο, χωρίς φαΐ και χωρίς κανέναν να τον προσέχει. Η Εμίλιε Ίζακσεν ήταν έξαλλη, αλλά κατάφερνε ακόμα να χαμογελά. «Θες να δεις το μυστικό μας μέρος;» της είπε ο Τούρμπεν. Έμοιαζε τρισευτυχισμένος που είχε έρθει κάποιος να τον επισκεφτεί. Όταν άνοιξε την πόρτα, ήταν σχεδόν σοκαρισμένος, φοβισμένος, με κάτι τεράστια, υγρά μάτια. Είχε μαλακώσει κάπως τώρα. «Αμέ», του χαμογέλασε η Εμίλιε και ακολούθησε το αγοράκι στη σκάλα. Ο επάνω όροφος ήταν εξίσου χάλια με το ισόγειο. Η Εμίλιε δεν άντεχε άλλο. Πήγαινε πάρα πολύ όλο αυτό. Η φτώχεια ήταν ένα πράγμα, μα αυτό εδώ ήταν… ήταν κάτι άλλο. Μόνο όταν μπήκαν στο υπνοδωμάτιο των αγοριών ένιωσε ότι είχε μπει σε σπίτι. Μύριζε καθαριότητα εκεί μέσα· το δωμάτιο ήταν φωτεινό και τακτοποιημένο. «Κρύβουμε πράγματα στο στρώμα, μην τυχόν και ’ρθουν οι κακοί», χαμογέλασε ο Τούρμπεν και γονάτισε μπροστά στο κρεβάτι. Άνοιξε το φερμουάρ στο πλάι του λεπτού στρώματος και το σήκωσε για να δει η Εμίλιε. «Αυτό είναι το σημείωμα του Τουμπίας;» έδειξε εκείνη.
379/487
«Ναι!» είπε ο Τούρμπεν ενθουσιασμένος. «Μπορώ να το δω;» «Ναι, αμέ». Έβαλε ένα από τα βρόμικα χεράκια του μες στο μυστικό μέρος και της έδωσε το χαρτί: Πάω να κατασκοπεύσω τα κορίτσια των χριστιανών. Θα επιστρέψω σύντομα. Τουμπίας. «Ξέρεις πότε το έγραψε;» Ο μικρός σκέφτηκε λίγο. «Μμμμμμόχι. Αλλά πρέπει να το έγραψε πριν γυρίσω σπίτι, γιατί ήταν εδώ όταν ήρθα». Η Εμίλιε δεν μπορούσε παρά να χαμογελάσει. «Σωστή η σκέψη σου. Πότε γύρισες σπίτι;» «Μετά το ματς». «Ποιο ματς; Θυμάσαι;» «Ναι, έπαιζε η Λίβερπουλ με τη Νόριτς, το είδαμε με τον Κλας, η τηλεόρασή τους παίζει ποδόσφαιρο, όχι μόνο τον τελικό, ό,τι ποδόσφαιρο θες. Ο Κλας κι εγώ είμαστε Λίβερπουλ. Κερδίσαμε». «Το Σάββατο ήταν αυτό;» «Μάλλον…» είπε ο Τούρμπεν και έξυσε το κεφάλι του. Ο μικρός ήταν βρόμικος παντού και μύριζε. Χρειαζόταν ένα μπάνιο, καθαρά ρούχα, φαγητό, φρεσκοπλυμένα σεντόνια. Σήμερα ήταν Παρασκευή. Το αγόρι είχε μείνει ολομόναχο στο σπίτι από το προηγούμενο Σάββατο. Η Εμίλιε, μπερδεμένη, κάθισε στο πάτωμα του υπνοδωματίου. Τι θα έκανε; Δεν μπορούσε να αφήσει το αγοράκι εδώ πέρα μόνο του. Ούτε μπορούσε να το πάρει μαζί της στο σπίτι, μπορούσε; «Θες να δεις τι άλλο έχουμε στο μυστικό μας μέρος;» χαμογέλασε ο Τούρμπεν. Ήταν λες και φοβόταν ότι η Εμίλιε θα έφευγε τώρα που της έδειξε αυτό που ήθελε. «Ναι, πολύ θέλω. Αλλά ξέρεις κάτι, Τούρμπεν;» «Τι;» «Ο Τουμπίας δεν γύρισε σπίτι από τότε που βρήκες το χαρτί, σωστά;»
380/487
«Ναι, κανείς δεν γύρισε σπίτι». «Πήρε κανείς τηλέφωνο;» Το αγόρι κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Το τηλέφωνο δεν δουλεύει. Όταν σηκώνω το ακουστικό, δεν ακούω τίποτα. Και τα κινητά τηλέφωνα είναι πανάκριβα, το ξέρεις;» Η Εμίλιε έγνεψε καταφατικά και χάιδεψε τα μαλλιά του αγοριού. «Ναι, είναι πολύ ακριβά, αλλά και ούτε τα χρειάζεσαι». «Και ο Τουμπίας αυτό λέει». «Ποια είναι τα κορίτσια των χριστιανών;» «Δεν τα ξέρουμε, έτσι τα λέμε», απάντησε το αγοράκι με πολλή σοβαρότητα. «Άλλοι λένε ότι τρώνε ανθρώπους, αλλά δεν είναι έτσι. Όμως δεν πηγαίνουν στο σχολείο μας, έχουν δικό τους σχολείο». Η Εμίλιε Ίζακσεν ήξερε, όπως και οι υπόλοιποι, για τους νέους κατοίκους του δάσους. Τους είχαν συζητήσει στην αίθουσα προσωπικού. Τα περισσότερα ήταν κουτσομπολιά βεβαίως· κανένα από τα παιδιά τους δεν είχε εγγραφεί στο σχολείο, κι έτσι δεν τους έπεφτε λόγος. «Δηλαδή έφυγε για να πάει εκεί το Σάββατο κι από τότε δεν τον έχει δει κανείς;» «Δεν ξέρω αν πήγε το Σάββατο. Η Λίβερπουλ νίκησε τρία μηδέν. Ο Λουίς Σουάρες έκανε χατ-τρικ, ξέρεις τι είναι το χατ-τρικ; Γιατί δεν έχουν όλες οι τηλεοράσεις ποδόσφαιρο; Έχεις καθόλου φαγητό να μου δώσεις; Μ’ αρέσει πολύ η πίτσα». «Θες να φας πίτσα;» «Ναι, πολύ!» κούνησε το κεφάλι του καταφατικά ο Τούρμπεν. «Αλλά να σου δείξω κάτι πρώτα». «Εντάξει», χαμογέλασε η Εμίλιε. «Αυτή εδώ είναι μια πέτρα που έπεσε κατευθείαν από το φεγγάρι», είπε ο Τούρμπεν και της έδειξε μια μαύρη πέτρα με μια τρύπα στη μέση. «Την έχουμε κρατήσει γιατί μπορεί να την ξαναχρειαστούνε και τότε θα έχουμε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, γιατί τότε θα ξαναβάλουνε την πέτρα στο φεγγάρι κι εμείς θα δούμε και τους ανθρώπους που ζουν εκεί. Πες, δεν είναι τέλειο;» «Ναι, τέλειο είναι», συμφώνησε η Εμίλιε, λίγο ανυπόμονα.
381/487
Ο Τουμπίας Ίβερσεν είχε εξαφανιστεί εδώ και εφτά ημέρες και κανείς δεν είχε ειδοποιηθεί. Δεν τολμούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί στο αγόρι που είχε συμπαθήσει τόσο πολύ τον τελευταίο χρόνο. «Αυτές είναι απόρρητες πληροφορίες για έναν αστυνομικό που ξέρουμε εγώ και ο Τουμπίας. Μπορούμε να του τηλεφωνήσουμε όποτε θέλουμε, άμα χρειαζόμαστε κάτι κι άμα βρεθούμε στο Όσλο. Γιατί είμαστε ήρωες, το ξέρεις αυτό;» «Ναι, το άκουσα αυτό», είπε η Εμίλιε, ξαναχαϊδεύοντας το κεφάλι του Τούρμπεν. Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα μαλλιά του. Χρειαζόταν πραγματικά ένα γερό πλύσιμο. Και φαγητό. Και κάποιον να του μιλήσει. Τα δύο αδέλφια είχαν βρει το δεύτερο θύμα σ’ αυτή την αλλόκοτη υπόθεση δολοφονιών ανηλίκων που είχε κατακλύσει τα μίντια. Είχαν μάλιστα συγκαλέσει και συνάντηση στο γυμναστήριο την επομένη, υπήρχαν και πολλοί ψυχολόγοι παρόντες, ώστε τα παιδιά να μιλήσουν για ό,τι είχε συμβεί, εάν τυχόν ήθελαν. «Τον λένε Κιμ, να, το γράφει εδώ», έδειξε ο Τούρμπεν γεμάτος περηφάνια. Της έδωσε μια καρτ βιζίτ και της το ξανάδειξε. «Κ-Ι-Μ, Κιμ, σωστά;» «Πολύ σωστά, Τούρμπεν, μπορείς να το διαβάσεις;» «Φυσικά και μπορώ», χαμογέλασε το αγοράκι. Η Εμίλιε κοίταξε την κάρτα: Κιμ Κούλσε, Τμήμα Ανθρωποκτονιών, Ειδική Ομάδα «Ξέρεις τι, Τούρμπεν;» είπε η Εμίλιε και σηκώθηκε όρθια. «Τι;» «Νομίζω ότι έχει έρθει η ώρα να πάμε να φάμε πίτσα». «Ναι!» Το μικρό αγόρι δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει. «Αλλά νομίζω πως πρώτα πρέπει να πας να κάνεις ένα μπάνιο και να φορέσεις καθαρά ρούχα, ε; Μπορείς να το κάνεις μόνος σου ή θες να σε βοηθήσω;»
382/487
«Πφ! Φυσικά και μπορώ και μόνος μου!» είπε εκείνος και έκανε να φύγει. «Αυτά εκεί είναι τα ρούχα μου», είπε και έδειξε τα τρία χαμηλότερα ράφια της συρταριέρας. «Ωραία», χαμογέλασε η Εμίλιε. «Μπορείς να βρεις τι θες και μετά να μπεις για ντους; Ώστε να πάμε να φάμε μετά πίτσα;» «Αμέ!» είπε χαμογελώντας ο Τούρμπεν και γονάτισε μπροστά στο συρτάρι του βγάζοντας από μέσα ό,τι χρειαζόταν. «Εγώ θα βγω έξω να κάνω ένα τηλεφώνημα, εντάξει;» «Δεν θα φύγεις όμως, ε;...» Το αγόρι την κοίταξε με μάτια γεμάτα ανησυχία. «Όχι, όχι», είπε η Εμίλιε. «Σίγουρα;» «Σίγουρα, Τούρμπεν». Του ξαναχάιδεψε τα μαλλιά. «Θα τα καταφέρεις μόνος σου στο μπάνιο;» «Ναι», είπε ο Τούρμπεν και βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο να μπει στο μπάνιο. Η Εμίλιε δεν ήθελε να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν το λουτρό του σπιτιού. Δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο μέσα της όλη αυτή την απελπισία που ένιωθε. Τα δυο αδέλφια ζούσαν σε άθλιες συνθήκες, χωρίς κανένας να τα φροντίζει. Περίμενε ν’ ακούσει το νερό να τρέχει στο μπάνιο και ύστερα βγήκε στην αυλή για να τηλεφωνήσει. «Αστυνομικό Τμήμα Ρίνγκερίκε, λέγετε, παρακαλώ». «Γεια σας, ονομάζομαι Εμίλιε Ίζακσεν και είμαι δασκάλα στο σχολείο του Χένεφος. Θέλω να αναφέρω μία εξαφάνιση, παρακαλώ». «Περιμένετε λίγο», είπε η φωνή. «Σας συνδέω αμέσως». Η Εμίλιε περίμενε με ανυπομονησία, αλλά πράγματι τη συνέδεσαν αμέσως. «Εδώ Χολμ, σας ακούω». Η Εμίλιε ξανασυστήθηκε και εξήγησε περί τίνος επρόκειτο. «Και οι γονείς τους πού βρίσκονται;» ρώτησε ο άντρας στο τηλέφωνο. «Δεν γνωρίζω. Βρήκα μόνο στο σπίτι τον μικρό της οικογένειας, έχει μείνει ολομόναχος εδώ και μία εβδομάδα».
383/487
«Και το αγόρι για το οποίο μας καλέσατε, ο… ο Τουμπίας, έτσι δεν είπατε;» «Ίβερσεν. Τουμπίας Ίβερσεν». «Πότε τον είδαν για τελευταία φορά;» «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά άφησε ένα σημείωμα που βρέθηκε το περασμένο Σάββατο. Ότι είχε πάει, λέει, στο δάσος για να δει ένα… χμμμ… μία θρησκευτική οργάνωση που αγόρασε το παλιό κέντρο αποτοξίνωσης εκεί πάνω, ίσως έχετε ακούσει κι εσείς κάτι». «Μάλιστα», είπε ο αστυνομικός. Η γραμμή σιώπησε για λίγο. Ο αστυνομικός μάλλον είχε απομακρυνθεί από το ακουστικό· ίσως συζητούσε με κάποιο συνάδελφο. «Και άρα έχουμε ένα αγόρι που πιστεύετε ότι έχει εξαφανιστεί και που οι γονείς του έχουν εξαφανιστεί κι αυτοί, σωστά;» είπε τελικά ο Χολμ. Η Εμίλιε άρχισε να τον αντιπαθεί σιγά-σιγά. «Ναι, σωστά», είπε κοφτά. «Και πώς ξέρετε ότι το αγόρι δεν είναι με τους γονείς του;» «Δεν το ξέρω». «Δηλαδή θα μπορούσαν να είναι μαζί». «Όχι, αφού ο μικρός έχει πάει στο δάσος». «Ποιος το λέει αυτό;» είπε η φωνή. «Αφού άφησε σημείωμα στον αδελφό του!» Ο άντρας στο τηλέφωνο αναστέναξε. «Δεν μπορώ να καταχωρίσω κανέναν ως εξαφανισθέντα αν δεν…» «Ακούστε με λίγο», είπε η Εμίλιε, που είχε χάσει πια την υπομονή της. «Είμαι εδώ πέρα με ένα αγόρι εφτά ετών που έχει μείνει ολομόναχο στο σπίτι του για μια ολόκληρη εβδομάδα. Ο αδελφός του έχει εξαφανιστεί. Οι γονείς είναι επίσης εξαφανισμένοι. Κι εσείς μου λέτε ότι δεν μπορείτε να…» Σταμάτησε. Ένιωθε το θυμό της να θέλει να ξεσπάσει. Έπρεπε να συγκρατηθεί, να μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί του. «Όχι, φυσικά και μπορούμε, το έχω ήδη καταγράψει, ώστε να δούμε τι πρέπει να κάνουμε αύριο. Θα μπορούσατε να έρθετε από το τμήμα κατά τη διάρκεια της ημέρας; Σας είναι δυνατόν;»
384/487
«Αύριο;» φώναξε η Εμίλιε. «Θ’ αφήσετε ένα αγόρι που έχει χαθεί στο δάσος εδώ και μία εβδομάδα να περάσει ακόμα μια νύχτα εκεί μέσα; Κι αν του έχει συμβεί τίποτα;» «Ναι, σας καταλαβαίνω, αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Θέλω να πω, αν οι γονείς έχουν φύγει διακοπές και τον έχουν πάρει μαζί τους;» «Και θα άφηναν τον εφτάχρονο γιο τους μόνο στο σπίτι, κύριέ μου;» «Έχουμε δει πολύ χειρότερα», είπε ο αστυνομικός. «Θα κρατήσω το νούμερό σας και θα το ψάξω και θα σας ξαναπάρω εγώ, εντάξει;» «Να το κάνετε», γρύλισε η Εμίλιε και έκλεισε το τηλέφωνο.
70 Ο Γκάμπριελ Μερκ στάθηκε στο πεζοδρόμιο έξω από την ωραία πολυκατοικία στο Φρόγκνερ, προσπαθώντας να βρει απαντήσεις σε διάφορα ερωτήματα. Ήταν εκνευρισμένος με τον Λούντβιγκ που τον είχε στείλει εδώ πέρα – δεν είχε καταλάβει ότι έπρεπε να πάει να ψωνίσει από το σουπερμάρκετ. Όχι ότι ήταν και ο πρώτος τη τάξει στην Υπηρεσία, μόλις είχε ξεκινήσει να δουλεύει προφανώς, αλλά έπρεπε τώρα να τρέχει να κάνει και τέτοιες δουλειές; Δεν υπήρχαν άλλοι να τις κάνουν; Είχε τόσα άλλα, σημαντικότερα πράγματα να τον περιμένουν. Ξανακοίταξε το κτίριο και χτύπησε άλλη μια φορά το κουδούνι. Καμία απάντηση και πάλι... Ήταν μια πολύ όμορφη πολυκατοικία. Στην καλύτερη γειτονιά του κέντρου. Με μεγάλα παράθυρα, με βεράντες που έβλεπαν στο πάρκο. Ο Γκάμπριελ Μερκ σκέφτηκε την κοπέλα του και το ανθρωπάκι που κουβαλούσε στην κοιλιά της. Στην αρχή ήταν πολύ ανήσυχος με το όλο ζήτημα. Και πού θα έμεναν; Και πώς θα πλήρωναν τους λογαριασμούς όταν γεννιόταν το μικρό; Υπήρχαν τόσα πράγματα που έπρεπε ν’ αγοράσουν. Ένιωθε ηλίθιος όταν σκεφτόταν πόσο ανίδεος ήταν· δεν ήξερε τίποτε από παιδιά. Κούνιες και καροτσάκι και… δεν υπήρχε τέλος. Αλλά τέρμα οι σκοτούρες τώρα. Τώρα είχε δουλειά. Από το πουθενά. Και γαμάτη δουλειά, συν τοις άλλοις. Πραγματική δουλειά. Ποτέ του δεν πίστευε ότι θα ένιωθε έτσι. Η αστυνομία ήταν –πώς να το πει;– ο εχθρός, κατά κάποιο τρόπο. Για τους υπόλοιπους χάκερ που ήξερε, σίγουρα. Άσ’ τους να λένε. Αυτοί δεν είχαν γνωρίσει τη Μία Κρούγκερ. Ούτε τον Χόλγκερ Μουνκ. Ούτε τον Κάρι, την Ανέτε, τον Λούντβιγκ, τον Κιμ και τους υπόλοιπους. Δεν ήξεραν πώς ήταν να έχεις συναδέλφους. Πώς ήταν να έρχεσαι στη δουλειά, να είσαι κομμάτι κάτι μεγαλύτερου, πώς σου χαμογελούσαν και σε χαιρετούσαν οι άνθρωποι, πώς ήταν να είσαι μέλος
386/487
μιας ομάδας, να ξέρεις ότι σε συμπαθούν, ότι επικροτούν αυτό που κάνεις. Ο Γκάμπριελ Μερκ ένιωθε ότι βρισκόταν στο κέντρο των γεγονότων. Ποτέ του δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στις ειδήσεις και τα γεγονότα, αλλά τώρα, που είχαν άμεση σχέση με τη δουλειά του, τα πράγματα είχαν αλλάξει. Άσε δε τον εξοπλισμό που του είχαν δώσει οι πληροφορικάριοι από την Γκρένλαν: σούπερ. Ποτέ του δεν θα μπορούσε να τα αγοράσει μόνος του όλα αυτά. Τις πρώτες μέρες ένιωθε λες και ήταν ένα μικρό παιδί την παραμονή των Χριστουγέννων. Ξαναχτύπησε το κουδούνι ακόμα μια φορά και σκέφτηκε τι θ’ αγόραζε με τα λεφτά που θα έβγαζε. Το δικό του διαμέρισμα. Προφανώς όχι σ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, αλλά γιατί όχι κάτι ωραίο στην άλλη μεριά της πόλης; Ναι, προφανώς δεν θα είχε κήπο και τα λοιπά, αλλά θα ήταν δικό του· η ιδέα και μόνο τον χαροποιούσε αφάνταστα. Θα είχε το δικό του ταμπελάκι στην πόρτα. Εδώ ζουν ο Γκάμπριελ και η Τούβε και… ναι, το όνομα του μωρού δεν το είχαν συζητήσει ακόμα. Ήταν έτοιμος να ξαναχτυπήσει ακόμη μια φορά, όταν η πόρτα άνοιξε και βγήκε έξω μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ο Γκάμπριελ της χαμογέλασε, της κράτησε την πόρτα και πέρασε στο διάδρομο της πολυκατοικίας. Ανέβασε τις πλαστικές σακούλες στον δεύτερο όροφο. Ο Λούντβιγκ τού είχε πει ότι ήταν το διαμέρισμα στο βάθος του διαδρόμου. Σκέφτηκε να χτυπήσει το κουδούνι, αλλά συνειδητοποίησε ότι η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. «Ε, συγγνώμη!» φώναξε προσεκτικά. «Είναι κανείς εδώ;» Καμία απάντηση. «Είναι κανείς εδώ;» επανέλαβε και έσπρωξε απαλά την πόρτα ν’ ανοίξει. Μπήκε μέσα κουβαλώντας τις σακούλες. «Είναι κανείς εδώ; Με έστειλε ο Χόλγκερ Μουνκ να φέρω κάτι πράγματα». Τότε ήταν που ανακάλυψε το σώμα. Τι στο διάολο; Πέταξε τις σακούλες, πήρε την Άμεσο Δράση και γονάτισε δίπλα στη σωριασμένη στο πάτωμα κοπέλα.
71 Η Μία Κρούγκερ οδηγούσε πολύ πιο γρήγορα από το επιτρεπόμενο όριο, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να προλάβει. Είχε κάνει λάθος, αυτό είχε κάνει. Λάθος Μουνκ! Η δολοφόνος δεν κυνηγούσε τον Χόλγκερ. Την ίδια κυνηγούσε. Έβρισε από μέσα της και προσπέρασε ένα φορτηγό. Ίσαίσα που πρόλαβε να ξαναμπεί στη λωρίδα της πριν τη φτάσουν τα αυτοκίνητα από το αντίθετο ρεύμα. Άκουσε την κόρνα του φορτηγού να ουρλιάζει και χρησιμοποίησε κι αυτή τη δική της σαν απάντηση, πριν πατήσει ακόμα περισσότερο το γκάζι. Ο λάθος Μουνκ! Όχι ο Χόλγκερ, αλλά ο Έντβαρντ. Ο Έντβαρντ Μουνκ. Το Όρσγκορστραν. Αυτή ήταν. Η Μία Κρούγκερ. Αυτή ήταν ο στόχος. Όχι ο Χόλγκερ. Τι ντροπή! Να κάνει τέτοιο λάθος. Γαμώτο! Γαμώτο! Γιατί δεν σήκωνε ο Μουνκ το τηλέφωνο; Προσπέρασε άλλο ένα αμάξι, ένα ΙΧ αυτή τη φορά, έστριψε το τιμόνι με το ένα χέρι και ξαναμπήκε στη λωρίδα της, πάλι παρά τρίχα. Στήριξε το τηλέφωνο μεταξύ αυτιού και ώμου και προσπάθησε ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τη ραδιοφωνική συχνότητα της αστυνομίας, μα άλλαξε γνώμη. Ποτέ δεν ξέρεις ποιος κρυφακούει· δεν ήθελε κανείς ν’ ακούσει αυτά που είχε να του πει. Ήταν έτοιμη να ξανακαλέσει τον Μουνκ, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της. Ήταν ο Γκάμπριελ. «Πού είναι ο Μουνκ;» ρώτησε η Μία. «Εσύ που είσαι!» είπε ο Γκάμπριελ. «Έρχομαι, πού είναι ο Μουνκ;» «Δεν ξέρω, γαμώτο!» είπε ο Γκάμπριελ. «Δεν απαντάει. Σκατά, σκατά!» Μόνο τότε κατάλαβε η Μία ότι ο Γκάμπριελ ήταν εκτός εαυτού. «Τι συνέβη;»
388/487
«Η Μαριόν εξαφανίστηκε». «Όχι, Θεέ μου». «Α…αλήθεια είναι…» Ο Γκάμπριελ σχεδόν τραύλιζε. «Ανέβηκα στο διαμέρισμα να φέρω κάτι πράγματα και τη βρήκα στο πάτωμα». «Ποια;» «Την κόρη του». «Τη Μίριαμ;» «Ναι». Όχι, γαμώτο. Όχι, γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο. «Είναι εντάξει;» Η Μία ξαναβγήκε στο αντίθετο ρεύμα. Προσπέρασε τρία άλλα αυτοκίνητα και στη συνέχεια ξαναμπήκε στη λωρίδα της. «Αναπνέει, ναι, αλλά κοιμάται». Αναισθητικό. Μα φυσικά: όταν τους έλεγε ότι έπρεπε να υπήρχε φρουρός από έξω είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, δεν την άκουγαν. «Και κανένα ίχνος της Μαριόν;» «Τίποτα», είπε ο Γκάμπριελ, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Το τηλέφωνο του Χόλγκερ παρακολουθείται; Την τελευταία φορά που μιλήσαμε πήγαινε στο γηροκομείο. Η μητέρα του είχε πάθει κάτι». «Η μητέρα του;» ρώτησε ο Γκάμπριελ. «Ξέχνα το τώρα, πρέπει να επικοινωνήσω αμέσως μαζί του». «Δεν είμαι στο γραφείο», είπε ο Γκάμπριελ. «Είμαι στο Φρόγκνερ». «Ε, πήγαινε λοιπόν!» είπε η Μία και κόρναρε σ’ ένα μοτοσικλετιστή που πήγαινε με το πάσο του μπροστά της. «Προσπ… βιντ… θορύβ…» «Σε χάνω!» είπε η Μία, «Ξαναπές το». Κατάφερε να περάσει και τη μοτοσικλέτα. Ξαναπάτησε το γκάζι. «Προσπαθούμε να καθαρίσουμε το βίντεο από τους θορύβους», επανέλαβε ο Γκάμπριελ. «Ωραία, πότε θα το έχουμε;» «Με το που ετοιμαστεί». «Δηλαδή πότε;» Ήταν εκνευρισμένη πια, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν έφταιγε ο Γκάμπριελ. Αυτός καλά την είχε κάνει τη δουλειά του. «Δεν ξέρω πότε ακριβώς», είπε ο Γκάμπριελ.
389/487
«Πήγαινε στο γραφείο και πάρε με από κει». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και κάλεσε τον Λούντβιγκ. «Πού στο καλό είσαι;» της είπε εκείνος. «Έχει γίνει χαμός εδώ κάτω, τα ’μαθες;» «Ναι, τα ’μαθα, πού είναι ο Χόλγκερ;» «Δεν έχω ιδέα, δεν το σηκώνει, είσαι μακριά;» «Σε είκοσι λεπτά με μισή ώρα το πολύ θα είμαι εκεί», είπε η Μία. «Σκατά, με ακούς; Σκατά έχουν γίνει όλα. Όλα!» Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Είχαν τη Μαριόν υπό φύλαξη, υποτίθεται, και τώρα είχε εξαφανιστεί. Έκλεισε με τον Λούντβιγκ και κάλεσε τις πληροφορίες. Είχε αρχίσει να βρέχει. Οι σταγόνες έπεφταν με δύναμη στο παρμπρίζ και μείωναν την ορατότητα ολοένα και πιο πολύ. Η Μία έβαλε τους υαλοκαθαριστήρες στο φουλ χωρίς να μειώσει την ταχύτητά της. «Πληροφορίες 1881». «Μπορείς, παρακαλώ, να με συνδέσετε με τον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν;» «Θέλετε να σας πω τον αριθμό;» «Όχι, γαμώτο μου, συνδέστε με κατευθείαν!» γάβγισε η Μία και πάτησε φρένο συνειδητοποιώντας ότι ήταν επικίνδυνα κοντά στην άκρη του δρόμου. Πήρε απίστευτα πολλή ώρα ν’ απαντήσουν. Μια αιωνιότητα σχεδόν. «Οίκος Ευγηρίας Χόβικβάιεν, ομιλείτε με την Μπιργκίτε». «Ναι, γεια σας, εδώ Μία Κρούγκερ. Μήπως είναι εκεί ο Χόλγκερ Μουνκ;» «Ήταν εδώ πριν από λίγο». «Αλλά δεν είναι εκεί τώρα;» «Όχι, δεν τον βλέπω». Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο. «Είναι εκεί η Κάρεν;» «Ναι, εδώ είναι. Μισό λεπτό». Πέρασαν ένα εκατομμύριο δευτερόλεπτα. Η Μία ήθελε να ουρλιάξει μες στο ακουστικό. Έπρεπε να βάλει τους υαλοκαθαριστήρες σε ακόμα μεγαλύτερη σκάλα για να βλέπει από το παρμπρίζ.
390/487
Άλλο ένα εκατομμύριο δευτερόλεπτα πέρασαν πριν απαντήσει επιτέλους η Κάρεν: «Παρακαλώ; Κάρεν εδώ». «Γεια σου, Κάρεν, η Μία Κρούγκερ είμαι». «Γεια σου, Μία, χαίρομαι που σε ξανακούω». «Έχεις δει καθόλου τον Χόλγκερ σήμερα;» «Ναι, ήταν εδώ προηγουμένως. Η μητέρα του αρρώστησε, αλλά ευτυχώς δεν ήταν τίποτα σοβαρό. Ο γιατρός τής έδωσε κάτι για να κοιμηθεί και…» «Σούπερ, ευχαριστώ», την έκοψε η Μία. «Δεν είναι εκεί ακόμα;» «Όχι, έφυγε». «Πού πήγε;» «Δεν ξέρω. Ήταν πάρα πολύ κουρασμένος. Του είπα να…» Η Μία έβρισε από μέσα της, δεν είχε ώρα για τέτοια. «…οπότε τον ξύπνησα μια ώρα αργότερα. Ούτε τότε έμοιαζε καλά, αλλά…» «Αλλά δεν ξέρεις πού έχει πάει;» «Όχι, κάποιος τον πήρε τηλέφωνο και έφυγε τρέχοντας. Ούτε γεια δεν είπε», είπε η Κάρεν. «Οκέι», είπε η Μία. «Ευχαριστώ». «Μία;» είπε η Κάρεν όταν η Μία πήγαινε να κλείσει το τηλέφωνο. «Ναι;» «Δεν ξέρω αν είναι σημαντικό, αλλά είναι εδώ το αυτοκίνητό της». «Ποιανής;» «Της Μάλιν. Της Μάλιν Στολτζ. Το αυτοκίνητό της είναι παρκαρισμένο απέξω». Έβρεχε τόσο πολύ πια, που η Μία έπρεπε αναγκαστικά να κόψει ταχύτητα. Οι σταλαγματιές έπεφταν στο τζάμι σχεδόν σαν χαλάζι. Είδε τα αυτοκίνητα μπροστά της να φρενάρουν, τα κόκκινα φώτα τους να λάμπουν μέσα από το παρμπρίζ. Άφησε το γκάζι και πήρε μια ανάσα. Ο Χόλγκερ είχε λάβει ένα τηλεφώνημα. Από ποιον; Κάποιος τον πήρε τηλέφωνο, κι αυτός είχε φύγει τρέχοντας. Ο Χόλγκερ δεν έτρεχε ποτέ του. Ούτε γεια δεν είχε πει. Απλώς έτρεξε. Τι στον άνεμο είχε κάνει τον Χόλγκερ Μουνκ να τρέξει; Η δολοφόνος.
391/487
Προφανώς. Η Μαριόν είχε εξαφανιστεί. Και η δολοφόνος είχε πάρει τηλέφωνο τον Χόλγκερ. Ο Χόλγκερ από την πλευρά του δεν είχε καλέσει κανέναν της ομάδας. Είχε απλώς αρχίσει να τρέχει χωρίς να πει ούτε γεια. Η Μαριόν. Για κανέναν άλλον δεν θα έτρεχε. Η Μαριόν. «Μία; Είσαι εκεί;» «Συγγνώμη, Κάρεν, τι μου είπες;» «Μπα, μάλλον δεν είναι σημαντικό, μπορούμε να τα πούμε και αργότερα». «Πώς! Τι είπες; Το αμάξι της…;» «Ναι, είναι στο πάρκιγκ. Δεν ξέρω αν σημαίνει τίποτε, αλλά…» «Τι αμάξι είναι;» «Ένα λευκό Σιτροέν». Λευκό Σιτροέν. Η Μία κοίταξε έξω από το παράθυρο. Προσπάθησε να καταλάβει πού βρισκόταν. Στο Σλέπεντεν. Δεν ήταν και πολύ μακριά. «Έρχομαι από εκεί», είπε. «Είναι κλειδωμένο;» «Δεν ξέρω», είπε η Κάρεν. «Αλλά μπορεί τα κλειδιά να βρίσκονται στο ντουλάπι της στα αποδυτήρια του προσωπικού. Είναι λίγο αφηρημένη, ξεχνάει πράγματα, νομίζω ότι έτσι είχε πει…» «Ωραία, Κάρεν», τη διέκοψε η Μία. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να δεις αν μπορείς να τα βρεις; Θα είμαι εκεί στο άψε-σβήσε». Έκλεισε το τηλέφωνο και πήρε την Ανέτε. «Ανέτε στο τηλέφωνο. Λέγετε, παρακαλώ». «Η Μία είμαι». «Επιτέλους! Μα πού ήσουν πια;» «Στο Όρσγκορστραν. Ο Μουνκ δεν πήρε τηλέφωνο;» «Όχι. Τα έμαθες;» «Ναι, γαμώτο». «Ναι, ρε γαμώτο… Έχει έρθει και ο Μίκελσον. Γίνεται της τρελής». Τον Μίκελσον και τις απόψεις του τις είχε γραμμένες αυτή τη στιγμή η Μία. «Και ποιος κάνει κουμάντο τώρα;» ρώτησε, ψάχνοντας την έξοδο. «Ο Μίκελσον». «Μα δεν ξέρει τίποτα, Ανέτε! Τίποτα! Πρέπει να αναλάβεις εσύ!»
392/487
«Μα τι θες να κάνω; Και πού είσαι εσύ, εδώ που τα λέμε;» «Λίγο έξω από το Χόβικ. Βρήκαμε το αμάξι της Μάλιν Στολτζ, έχουμε τίποτα καινούριο για δαύτην;» «Όχι, τίποτα. Πες μου τι θες να κάνω». «Πήγαινε στον Γκάμπριελ και βρείτε από τις συντεταγμένες πού διάολο έχει τραβηχτεί το βίντεο. Και πες του να εντοπίσει το κινητό του Μουνκ. Νομίζω ότι μπορεί να τον πήρε τηλέφωνο η δολοφόνος και ότι έχει πάει να τη βρει». «Οκέι», είπε η Ανέτε. «Τίποτε άλλο;» «Πρέπει να…» Η Μία βρήκε την έξοδο για το Χόβικ και έστριψε το τιμόνι. Η μπόρα φάνηκε να κοπάζει λίγο· τώρα πια μπορούσε να δει κάπως προς τα πού πήγαινε. «Πρέπει…;» Η Μία δεν συνέχισε τη σκέψη της. «Γαμώτο! Γαμώτο! Τίποτε, Ανέτε, τίποτε. Σιγουρέψου απλώς ότι το βίντεο θα φτιαχτεί το συντομότερο δυνατόν. Και βρείτε τον Μουνκ». «Οκέι, οκέι», είπε η Ανέτε. «Α, ναι, ο Λούντβιγκ έχει κάτι για σένα». «Τι;» «Μια φωτογραφία. Κάποιας ομάδας συζήτησης, λέει, στο Χένεφος». Σούπερ. Μαντεύει, στοχεύει, πετυχαίνει. «Πες του να τη στείλει στο τηλέφωνό μου». «Εντάξει». «Αλλά δεν έχουμε τίποτε για τη Στολτζ, ε;» «Τίποτε». «Εντάξει, θα είμαι εκεί σε λίγο. Θα σε πάρω αν προκύψει κάτι με το αυτοκίνητο». Η Μία έκλεισε το τηλέφωνο και μπήκε στο πάρκιγκ του γηροκομείου.
72 Ο Λούκας καθόταν στον πάγκο δίπλα στο νερό καλυμμένος με μια κουβέρτα. Φορούσε στεγνά ρούχα τώρα, αλλά η θερμοκρασία του σώματός του δεν είχε ανέβει ακόμη σε κανονικά επίπεδα. Ο Πάστορας Σίμουν τον είχε κρατήσει με το ζόρι μες στο νερό. Παραλίγο να πνιγεί. Ο Πάστορας τον είχε ρωτήσει αν μπορούσε να δει τον Διάβολο, αλλά δεν μπορούσε· και τότε ο Πάστορας τον έχωσε στο νερό. Ο Λούκας ήταν πολύ μπερδεμένος. Από τη μία τον κράταγε μες στο νερό για να μη βγει, κι από την άλλη είχε κουβαλήσει μαζί του στεγνά ρούχα. Τα είχε στο αυτοκίνητο. Μαζί με μια κουβέρτα. Δηλαδή ο Πάστορας το είχε σχεδιάσει όλο αυτό. Γιατί; Ο Πάστορας Σίμουν γύρισε από το αμάξι κουβαλώντας ένα τάπερ με φαγητό και ένα θερμός. Κάθισε στον πάγκο δίπλα στον Λούκας. Φέτες ψωμί με κατσικίσιο τυρί. Άνοιξε το θερμός και έριξε ζεστό κακάο στην κούπα. «Πιες, φάε», είπε ο Πάστορας. Ο Λούκας ήπιε μια γουλιά κακάο και ένιωσε τη ζεστασιά να απλώνεται στο λαιμό του. Έφαγε το ψωμί με το τυρί προσεκτικά, ενώ ο Πάστορας τον κοίταζε αμίλητος. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος μπροστά του στον πάγκο και τον κοίταζε με ένα βλέμμα ζεστό και μειλίχιο. Ο Λούκας ήταν ακόμα λίγο θυμωμένος, αλλά ένιωθε πολύ καλύτερα από πριν. Ο Πάστορας δεν τον έχασε από τα μάτια του ούτε λεπτό. Συνήθως δεν τον κοιτούσε· κοιτούσε πάνω από το κεφάλι του, τον ουρανό ή κάπου αλλού, αλλά ποτέ αυτόν, ποτέ στα ίσια, όπως τώρα. Σιγά-σιγά, η ζέστη επέστρεψε στο κορμί του Λούκας. Προσπάθησε να αντιγυρίσει το βλέμμα του Πάστορα, μα δεν τα κατάφερνε. Έφαγε όλο το ψωμί και το τυρί και ήπιε τρεις κούπες κακάο. Μόνο τότε άρχισε ο Πάστορας να μιλάει.
394/487
«Ο Θεός έστειλε τον Ιησού, τον Υιό Του το μονογενή, στον κόσμο για να επωμιστεί τις αμαρτίες των ανθρώπων», είπε. «Οι άνθρωποι μπορούσαν να Τον σώσουν, μα επέλεξαν να σώσουν το ληστή Βαραββά». Ο Λούκας κατένευσε αδύναμα. «Και τι μας λέει αυτό για τους ανθρώπους;» ρώτησε ο Πάστορας. Ο Λούκας δεν απάντησε. Δεν ήθελε να απαντήσει λάθος και να έπρεπε να ξαναβουτήξει κάτω από το νερό. Ένιωθε πως το κορμί του άρχιζε πάλι να πανικοβάλλεται. «Ότι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν το καλό τους», είπε ο Πάστορας. «Ότι δεν πρέπει να επιτρέπουμε στους ανθρώπους να αποφασίζουν από μόνοι τους. Το καταλαβαίνεις αυτό, Λούκας;» Ο Λούκας κατένευσε. Τα είχαν ξανασυζητήσει αυτά. Οι άνθρωποι ήταν χαζοί. Δεν ήξεραν ποιο ήταν το συμφέρον τους. Γι’ αυτό και ο Θεός είχε διαλέξει μόνο μερικούς για να ανέβουν στους ουρανούς. Μόνο τους ιδιαίτερους. Τους εκλεκτούς. Αυτούς που είχαν καταλάβει. Σαράντα από όλη την ανθρωπότητα. Και μερικούς ακόμη, από άλλα μέρη του κόσμου, που θα τους συναντούσαν αργότερα. Ο Πάστορας Σίμουν τον κοίταξε κατάματα και πήρε το χέρι του. «Εγώ είμαι ο Θεός», είπε ο Πάστορας. Ο Λούκας ένιωσε το σώμα του να πλημμυρίζει από ζέστη. Άρχισε να καίγεται μέσα του, περισσότερο από ποτέ. Από τα πέλματα στους αστραγάλους και από τους αστραγάλους στους μηρούς, στο στομάχι, στο λαιμό – ακόμη και το πρόσωπό του είχε αρχίσει να καίει τώρα, μέχρι τ’ αυτιά του. «Εγώ είμαι ο Θεός», είπε ο Πάστορας. «Και εσύ είσαι ο Υιός μου». Ο Λούκας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Είσαι ο Υιός μου, Λούκας, είσαι ο νέος Ιησούς». Ο Λούκας ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Ο Πάστορας ήταν ο Θεός. Φυσικά. Τώρα έβγαζε νόημα. Όταν μιλούσε με τον Θεό κλεισμένος στο γραφείο του, μιλούσε στον εαυτό του. Ο Πάστορας ήταν ο Θεός. Και ο ίδιος, ο Λούκας, ήταν ο Υιός του Θεού. «Πατέρα…» είπε ο Λούκας ευλαβικά, και υποκλίθηκε. «Υιέ μου», είπε ο Πάστορας και ακούμπησε το χέρι στο κεφάλι του.
395/487
Ο Λούκας ένιωσε τη ζέστη από το χέρι του Θεού να του καίει τα μαλλιά. «Πέρασες τη δοκιμασία», είπε ο Πάστορας. «Άφησες τη ζωή σου στα χέρια μου. Και εύχομαι τώρα να με εμπιστευτείς. Θα μπορούσα να σε είχα σκοτώσει, μα δεν το έκανα. Γιατί έχεις σημαντικά καθήκοντα να εκτελέσεις προτού πάμε στον οίκο μας». «Στον οίκο μας;» ρώτησε ο Λούκας απαλά. «Στους ουρανούς», του χαμογέλασε ο Πάστορας. «Είμαι... είμαι στ’ αλήθεια ο νέος Ιησούς;...» ψέλλισε ο Λούκας. Ο Πάστορας έγνεψε καταφατικά. «Εδώ και είκοσι εφτά χρόνια σε έστειλα στη Γη». Ο Λούκας δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Μα βεβαίως. Έτσι εξηγούνταν όλα. Γι’ αυτό δεν είχε γονείς! «Και σε ξαναβρήκα…» είπε ο Λούκας, ευλαβικά. «Με ξαναβρήκες», χαμογέλασε ο Πάστορας. «Μα ο πρώτος Ιησούς κατάφερε σπουδαία πράγματα. Εγώ τι έχω κάνει;» είπε ο Λούκας. «Θα κάνεις», είπε ο Πάστορας. «Σήμερα». «Σήμερα;» είπε ο Λούκας, συγκινημένος. Ο Πάστορας του χαμογέλασε και πήγε στο αυτοκίνητο. Επέστρεψε κρατώντας ένα μικρό πακέτο, που το άφησε προσεκτικά πάνω στον πάγκο. «Για μένα είναι;» «Άνοιξέ το». Ο Λούκας άνοιξε το πακέτο με τρεμάμενα χέρια. Τα μάτια του γούρλωσαν μόλις είδε τι είχε μέσα. «Ένα πιστόλι;» Ο Πάστορας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τι θα το κάνω;» Ο Πάστορας έσκυψε προς το μέρος του και πήρε το χέρι του. «Την προηγούμενη εβδομάδα ήρθε στον Οίκο του Φωτός ένας εισβολέας». «Ποιος;» «Ένα αγόρι, σταλμένο από τον Διάβολο». Ο Λούκας ένιωσε την οργή να φουντώνει μέσα του. Ο Διάβολος είχε στείλει ένα αγόρι να τους αποτρέψει από το ταξίδι τους. Το ήξερε· ο Νιλς και ο Πάστορας ήταν τόσο σιωπηλοί τον τελευταίο καιρό.
396/487
«Ευτυχώς όμως, εγώ είμαι πιο δυνατός από τον Διάβολο», είπε ο Πάστορας. «Εγώ τον ξέρω, αλλά αυτός δεν με ξέρει». Προφανώς, σκέφτηκε ο Λούκας. Deo sic per diabolum. O δρόμος του Θεού μέσω του Διαβόλου. Να κατανοήσεις τον Διάβολο. Για να τον γνωρίσεις. Αυτό εννοούσε ο Πάστορας. «Και πού είναι αυτό το αγόρι τώρα;» «Παγιδευμένο στο καταφύγιο». «Και τι θα κάνουμε;» «Θα τον σκοτώσεις», είπε ο Πάστορας. Ο Λούκας κοίταξε το πιστόλι εμπρός του και κατένευσε αργά-αργά. «Υπάρχει μόνο ένα μικρό πρόβλημα». «Ποιο πρόβλημα;» «Έχει παγιδεύσει τη Ρακέλ. Τη Ρακέλ μου». «Τι Διάβολος!…» ρουθούνισε ο Λούκας. «Γι’ αυτό πρέπει να είσαι προσεκτικός. Σκότωσε το αγόρι, αλλά μη βλάψεις τη Ρακέλ. Τη χρειάζομαι τη Ρακέλ μου στους ουρανούς». «Θα κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου». Ο Λούκας υποκλίθηκε και φίλησε το χέρι του Πάστορα. Ο Πάστορας σηκώθηκε όρθιος. Ο Λούκας έβαλε το πιστόλι πάλι μέσα στο πακέτο και το πήρε μαζί του στο αυτοκίνητο. «Όταν πάμε στους ουρανούς, θα μπορέσεις κι εσύ να έχεις τη δική σου Ρακέλ», είπε ο Πάστορας. «Ναι;» «Βεβαίως», έγνεψε ο Πάστορας καταφατικά. «Ξέρεις τα αγγελάκια που κρεμάστηκαν στα δέντρα;» «Τα κορίτσια για τα οποία μιλάνε όλοι;» «Ναι», είπε ο Πάστορας. «Θα μας συναντήσουν εκεί πάνω. Μπορείς να διαλέξεις ένα από αυτά». Ένα κοριτσάκι; Μα δεν ήθελε κορίτσι. Του έφτανε ο Θεός. Τι να το έκανε το κορίτσι; Ο Λούκας δεν είπε τίποτε, δεν ήθελε να πάει κόντρα στον
397/487
Πάστορα. Φόρεσε τη ζώνη του, έβαλε μπρος τη μηχανή και οδήγησε το αυτοκίνητο ήρεμα προς το δάσος, προς το κτήμα τους.
73 Ο Κιμ Κούλσε καθόταν πίσω-πίσω στην αίθουσα συνεδριάσεων και άκουγε τους μύδρους που εκτοξεύονταν πριν καν αρχίσει η ενημέρωση. Όχι γι’ αυτόν, αλλά για τον Μουνκ και τη Μία. Και κανείς από τους δυο τους δεν ήταν εκεί. Ίσως αυτό να έφταιγε: έτσι και ήταν εκεί, ίσως να μπορούσαν να απαντήσουν στις ερωτήσεις του Μίκελσον. Με τη Μία δεν τα είχαν καταφέρει να επικοινωνήσουν όλη μέρα, αλλά τουλάχιστον ήξεραν πού βρισκόταν, μόλις είχε μιλήσει με την Ανέτε: επέστρεφε, λέει, από το Όσγκορστραν. Όμως με τον Μουνκ δεν είχε μιλήσει κανείς. Ο Κιμ Κούλσε αναστέναξε και χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά του στην επιφάνεια του τραπεζιού. Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Μίκελσον να πηγαινοέρχεται πέρα-δώθε μπροστά από το τραπέζι, με ρυτίδες να αυλακώνουν το μέτωπο πάνω από τα γυαλιά του και τα χέρια του πίσω από την πλάτη. Σαν καθηγητής. Κι αυτοί ήταν οι μαθητές του και έπρεπε να τιμωρηθούν. Γύρισε και κοίταξε τον Κάρι, που ψέλλισε σιωπηλά τη λέξη Μαλακίες και γύρισε να κοιτάξει το ταβάνι. Ο Κιμ γύρισε αλλού, για να μη σκάσει στα γέλια, αλλά συμφωνούσε εκατό τοις εκατό. Είχαν απίστευτα πολλά να κάνουν· ούτε ένας στην ομάδα δεν είχε χρόνο να ανασάνει. Ακόμα και ο Λούντβιγκ, που σύντομα θα συνταξιοδοτούνταν, στριφογύριζε στην καρέκλα του σαν ανυπόμονο μικρό παιδί. Απ’ όλους πιο ανήσυχος ήταν ο Γκάμπριελ Μερκ: τον είχαν πάρει με το ζόρι απ’ το γραφείο του, όπου μιλούσε στο Skype με ένα συνάδελφο που καθάριζε το θόρυβο από το βίντεο της Κίεσε. Ο νεαρός πήγαινε μπρος-πίσω πάνω στην καρέκλα του, έτοιμος να εκραγεί. «Λοιπόν;» ρώτησε ο Μίκελσον και γύρισε προς την ομήγυρη. «Όλοι εδώ;»
399/487
Κανείς δεν απάντησε. Αν ο Μίκελσον ήταν ο καθηγητής, τότε αυτοί ήταν οι άτακτοι μαθητές που είχαν τοποθετηθεί στο ίδιο τμήμα επειδή δεν σέβονταν την εξουσία. Το δωμάτιο ήταν πραγματικό ναρκοπέδιο. Μπορούσες να κόψεις τον εκνευρισμό με το μαχαίρι. «Μπορεί κάποιος να με ενημερώσει;» Ο Μίκελσον έσπρωξε τα γυαλιά του πιο πάνω στη μύτη του και κοίταξε συνοφρυωμένος τριγύρω του. Καμία απάντηση. Η επανάσταση των μαθητών εναντίον του καθηγητή καλά κρατούσε· παιδιάστικο, ναι, αλλά τι να κάνεις; Μες στην αίθουσα υπήρχαν μερικοί από τους πιο αφοσιωμένους φίλους και συναδέλφους του Χόλγκερ Μουνκ και της Μία Κρούγκερ· κανείς δεν είχε την παραμικρή όρεξη να τους καταγγείλει σαν αναξιόπιστους. «Πού είναι ο Χόλγκερ Μουνκ;» ρώτησε ο Μίκελσον. «Πού είναι η Μία Κρούγκερ;» Εντέλει, σηκώθηκε όρθια η Ανέτε για να του απαντήσει. «Δεν έχουμε καθόλου νέα του Μουνκ», είπε ήρεμα. «Και μόλις μίλησα με τη Μία». «Πού είναι;» «Έρχεται εδώ». «Και ο Μουνκ;» «Δεν έχουμε νέα του εδώ και ώρα, αλλά η Μία έχει μια θεωρία», είπε η Ανέτε. «Φυσικά και έχει μια θεωρία», είπε ο Μίκελσον σαρκαστικά, χωρίς να πάρει απάντηση από το κοινό. «Και τι λέει αυτή η θεωρία;» «Ότι η δολοφόνος κάλεσε τον Μουνκ στο τηλέφωνο», είπε η Ανέτε. «Ότι του είπε να τη συναντήσει ολομόναχος, κι αυτός πήγε». «Μα τα τηλέφωνα παρακολουθούνται. Τι το επιβεβαιώνει αυτό το πράγμα;» είπε ο Μίκελσον. «Τίποτε», απάντησε ο Γκάμπριελ Μερκ. «Και στη συνέχεια το τηλέφωνο απενεργοποιήθηκε». «Θα μπορούσε η δολοφόνος να επικοινώνησε μαζί του με άλλον τρόπο, δεν θα μπορούσε;» ρώτησε ο Λούντβιγκ Γκρενλίε προσεκτικά. «Πώς δηλαδή;» είπε ο Μίκελσον. «Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά έχει, ας πούμε, Ίντερνετ και μέιλ στο τηλέφωνό του. Και στους προσωπικούς λογαριασμούς, αυτούς που είναι διαδικτυακοί,
400/487
του τύπου Gmail και τα λοιπά, εμείς δεν έχουμε πρόσβαση». Ο Γκρενλίε γύρισε και κοίταξε τον Γκάμπριελ Μερκ, ξέροντας πολύ καλά ότι ανήκε σε άλλη γενιά αστυνομικών και ελπίζοντας να μην έκανε λάθος. «Τι; Παρακολουθούνται όλες οι κινήσεις μας στο Ίντερνετ; Ελπίζω όχι», είπε ο Κάρι σαρκαστικά. Μερικοί χαχάνισαν. «Όχι, δεν έχουμε πρόσβαση σε τέτοιους λογαριασμούς», είπε ο Γκάμπριελ Μερκ. «Θα μπορούσε επομένως να έχει όντως λάβει ένα τέτοιο μήνυμα», είπε η Ανέτε. «Κάτι που να του υποδείκνυε ότι έπρεπε να συναντηθούν μόνοι τους κάπου». Ο Μίκελσον ξεφύσησε. «Έτσι δουλεύουμε εμείς;» Κοίταξε την ομήγυρη, χωρίς να λάβει την απάντηση που ήθελε. «Έτσι δουλεύουμε;» ξαναείπε, λίγο πιο δυνατά αυτή τη φορά. «Όχι, δεν δουλεύουμε έτσι εμείς – εμείς είμαστε ομάδα. Ο-μά-δα. Δεν έχουμε ούτε χώρο ούτε καιρό για σόλο παραστάσεις. Εδώ ξεχνάμε τον εαυτό μας και δουλεύουμε όλοι μαζί. Καθόλου περίεργο που δεν έχετε ακόμη αποτελέσματα». «Μια χαρά αποτελέσματα έχουμε», ξερόβηξε ο Λούντβιγκ και σηκώθηκε όρθιος. Στον Κιμ άρεσε πολύ ο Γκρενλίε· είχε ακριβώς ό,τι χρειαζόταν για να είναι μέρος της ειδικής αυτής ομάδας. Πράγμα σπάνιο, μάλιστα. Πολλοί είχαν περάσει από την ομάδα κατά καιρούς, λίγοι όμως ταίριαζαν με το κλίμα. Κανείς δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποια ακριβώς ήταν τα θεμιτά χαρακτηριστικά: δεν είχαν να κάνουν με ικανότητες, ηλικία, παρελθόν, ειδικότητα· ήταν κάτι σαν χημεία. Μια κοινή, άρρητη κατανόηση. Έτσι δουλεύουμε, και έτσι δεν δουλεύουμε. Πολλοί ικανότατοι συνάδελφοί του είχαν περάσει από την ομάδα χωρίς ποτέ να νιώσουν σαν στο σπίτι τους. Που δεν ανέχονταν τη φάτσα του Μουνκ. Που θεωρούσαν τη Μία περισσότερο και από υπερτιμημένη. Ο Κιμ είχε δουλέψει μαζί τους πολλά χρόνια. Και δεν θα άλλαζε τη δουλειά του με τίποτα στον κόσμο. Ο Λούντβιγκ Γκρενλίε έκανε στον Μίκελσον μια σύντομη περίληψη του τι ακριβώς είχαν ανακαλύψει και τι απτά αποτελέσματα είχαν: Για τη Μάλιν Στολτζ. Για το διαμέρισμα που ήταν γεμάτο καθρέφτες. Για τη σχέση του
401/487
Οίκου Ευγηρίας Χόβικβάιεν με την ομάδα υποστήριξης άτεκνων γυναικών του Χένεφος. Για το βίντεο της Σάρα Κίεσε που, αν ο Μίκελσον δεν επέμενε να τους είχε να στέκονται εδώ πέρα λες και ήταν τίποτα σχολιαρόπαιδα, θα μπορούσε ήδη να τους είχε αποκαλύψει την τοποθεσία όπου η Μάλιν Στολτζ κρατούσε φυλακισμένη τη Μαριόν Μουνκ. «Μάλιστα, μάλιστα…» είπε ο Μίκελσον και έσπρωξε τα γυαλιά του στη θέση του. «Και πού βρισκόμαστε τώρα;» «Μπορώ να φύγω εγώ;» Ο Γκάμπριελ Μερκ είχε πάρει το λόγο. Ο Κιμ Κούλσε μειδίασε. Τον συμπαθούσε αυτόν το νεαρό. Είχε εμφανιστεί από το πουθενά και μέσα σε λίγο μόλις διάστημα είχε γίνει σημαντικό μέλος της ομάδας. Σπεσιαλιτέ αλά Μουνκ. Έτσι είχε τσιμπήσει ο Μουνκ και την Κρούγκερ. Οι φήμες έλεγαν ότι η Μία δεν είχε καν τελειώσει την Αστυνομική Ακαδημία. «Γιατί;» είπε ο Μίκελσον και σούφρωσε τα φρύδια του. «Αν ο Μουνκ έχει πάει να βρει τη δολοφόνο, δεν πρέπει να ξέρουμε πού βρίσκεται;» είπε ο Γκάμπριελ Μερκ. «Καθαρίζουμε το βίντεο, έχω ένα φίλο που είναι ειδικός σε τέτοια. Και σύντομα θα ξέρουμε τις συντεταγμένες της περιοχής. Εδώ σπαταλώ το χρόνο μου, ενώ στο γραφείο μου έχω να κάνω πολλή δουλειά». Ο Κιμ γέλασε από μέσα του. Όταν είχε παραλάβει τον Μερκ από το πεζοδρόμιο, ο νεαρός ήταν σαν μικρό κοτοπουλάκι. Και τώρα ήταν λες και δούλευε μια ζωή για την ομάδα. «Κι εσύ ποιος είσαι, μου θυμίζεις;» είπε ο Μίκελσον και έβγαλε τα γυαλιά του. «Ο Γκάμπριελ», είπε ο Μερκ. «Πόσο καιρό δουλεύεις για την αστυνομία, είπες;» «Δύο εβδομάδες», απάντησε ο Μερκ ανέκφραστα. «Εγώ είκοσι χρόνια», είπε ο Μίκελσον και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Νομίζω ότι ξέρω πολύ καλύτερα από σένα πότε σπαταλάει κανείς το χρόνο του εδώ μέσα». Η προσπάθεια σαρκασμού δεν βρήκε ευήκοα ώτα. Ο Κιμ είδε τον Κάρι να κλείνει το μάτι στον Γκάμπριελ Μέρκ, που απλώς ανασήκωσε τους ώμους του.
402/487
«Ανέτε;» είπε ο Μίκελσον αναζητώντας υποστήριξη. «Ο Γκάμπριελ έχει δίκιο», είπε η Ανέτε και σηκώθηκε όρθια. «Το βίντεο της Κίεσε είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να είναι η πρώτη μας προτεραιότητα. Μπορεί ο Μουνκ να διάλεξε να μας κρατήσει εκτός γιατί του έδωσε κάποιο τελεσίγραφο η Στολτζ· είναι κατανοητό. Τη λατρεύει την εγγονή του. Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα έκανα». Ο Κιμ είδε το πρόσωπο του Μίκελσον να αλλάζει χρώμα. Έκανε λάθος αν νόμιζε ότι είχε σύμμαχο την Ανέτε Γκούλι. Ο Κάρι έκλεισε το μάτι στον Κιμ, κι αυτός ανταπέδωσε με ένα χαμόγελο. «Μάλιστα…» είπε ο Μίκελσον εκνευρισμένος και ξεφύλλισε κάτι χαρτιά που είχε μπροστά του. «Και τι κάνουμε λοιπόν τώρα;» Ο Κιμ Κούλσε είχε βάλει το κινητό του στο αθόρυβο, αλλά η δόνηση δούλευε ακόμα. Ξαφνικά, η συσκευή χοροπήδησε επάνω στο τραπέζι. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένας άγνωστος αριθμός. «Ναι;» είπε ο Μίκελσον θυμωμένος, κοιτάζοντάς τον. «Πρέπει να το πάρω», είπε ο Κιμ και σηκώθηκε όρθιος. «Τώρα;» «Ναι», απάντησε ο Κιμ. «Λοιπόν…» είπε ο Μίκελσον. Ο Κιμ βγήκε από το δωμάτιο και δεν άκουσε τη συνέχεια. Μπήκε στην κουζίνα για να βάλει καφέ. «Κιμ Κούλσε, λέγετε;» Η φωνή μιας γυναίκας στην άλλη άκρη της γραμμής: «Γεια σας, ονομάζομαι Εμίλιε Ίζακσεν». «Γεια σας. Τι θα θέλατε;» Ο Κιμ άνοιξε την πόρτα του ψυγείου και βρήκε το γάλα. Αν υπήρχε ένα πράγμα για το οποίο συμφωνούσαν με τη Μία Κρούγκερ, ήταν ότι ο καφές της δουλειάς δεν πινόταν με τίποτα σκέτος, κατευθείαν από την καφετιέρα. «Βρήκα την κάρτα σας μέσα σε ένα στρώμα», είπε η φωνή. «Και δεν ξέρω ακριβώς τι πρέπει να κάνω. Ίσως μπορείτε να με βοηθήσετε». «Πολύ πιθανόν. Τι ακριβώς βοήθεια χρειάζεστε;» είπε ο Κιμ και έβαλε λίγο γάλα στον καφέ του.
74 Ο Τουμπίας έδωσε την κουβέρτα στη Ρακέλ και έσβησε το φακό. Το καταφύγιο βυθίστηκε στο σκοτάδι, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Έπρεπε να σώσουν την μπαταρία, έπρεπε τα μάτια τους να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Ο Τουμπίας δεν ήξερε πόσο καιρό ήταν παγιδευμένοι σ’ αυτό το υπόγειο – υπολόγιζε γύρω στις τέσσερις με πέντε ημέρες. Είχε ανοίξει την καταπακτή, είχε κοιτάξει κάτω, είχε ψιθυρίσει το όνομα της Ρακέλ –του κοριτσιού που μόλις είχε γνωρίσει, του κοριτσιού πίσω από το φράχτη, του κοριτσιού που χρειαζόταν τη βοήθειά του–, και τότε κάποιος είχε έρθει και τον είχε σπρώξει από πίσω. Είχε τρομοκρατηθεί και είχε χτυπήσει πέφτοντας κατά μήκος μιας μικρής σκάλας μες στη μαύρη τρύπα. Προσγειώθηκε άτσαλα πάνω στο μπετονένιο πάτωμα· ευτυχώς όχι με το κεφάλι ή με τα χέρια του, αλλά στο πλάι. Η σκάλα είχε κόψει κάπως την πτώση του και δεν πονούσε πάρα πολύ, μόνο στη λεκάνη λίγο και στο πόδι. «Μήπως να προσπαθήσουμε άλλη μια φορά να ανοίξουμε την καταπακτή;» ρώτησε το κορίτσι που το έλεγαν Ρακέλ με μια αδύναμη φωνίτσα μες στο σκοτάδι. Ίσα-ίσα που τα κατάφερνε να τη διακρίνει ο Τουμπίας, κι ας μην καθότανε πολύ μακριά του. «Δεν νομίζω ότι έχει νόημα», της είπε. Δεν ήθελε ν’ ακούγεται αρνητικός, αλλά είχε ήδη προσπαθήσει πολλές φορές· τελευταία φορά πριν από μία ώρα. Είχε ανέβει τα σκαλιά και είχε σπρώξει την καταπακτή με τους ώμους του με όλη του τη δύναμη, αλλά αυτή ούτε που κουνήθηκε· ήταν κλειδωμένη απέξω και, αφού το λουκέτο δεν ήταν απ’ τη μεριά τους, δεν είχε καμία σημασία που είχε ακόμα το εργαλείο του μαζί.
404/487
Ευτυχώς, όμως, είχαν λίγο φαγητό. Και μια κουβέρτα. Κι ένα φακό, παρόλο που έπρεπε να τον χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν λιγότερο, για να σώσουν τις μπαταρίες. Βρίσκονταν σε ένα καταφύγιο. Το κορίτσι που το έλεγαν Ρακέλ τού είχε εξηγήσει τα πάντα: είχε κατέβει εδώ κάτω πολλές φορές. Εδώ μέσα συνήθιζαν να κλειδώνουν τα άτακτα παιδιά, τα ανυπάκουα. Συνήθως δεν κάθονταν εδώ κάτω τόσο καιρό, ανάλογα βέβαια με το τι είχαν κάνει. Έπεφτε πολλή τιμωρία σ’ αυτό το κτήμα, αυτό κατάλαβε ο Τουμπίας. Το να μη μιλάς για μια εβδομάδα ήταν μία από αυτές. Γι’ αυτό και η Ρακέλ είχε χρησιμοποιήσει τα φύλλα απ’ το μπλοκάκι της. Μπορούσε να μιλήσει, δεν είχε χάσει τη φωνή της όπως αρχικά νόμιζε ο Τουμπίας. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κωφάλαλη, όπως ο Τσιφ Μπρόμντεν στη Φωλιά του Κούκου. Αλλά εκείνη μια χαρά μπορούσε να μιλήσει και, από τη στιγμή που κάποιος τον είχε σπρώξει εκεί μέσα, μαζί της, εκείνη δεν είχε βάλει γλώσσα μέσα της. Στον Τουμπίας άρεσε να ακούει τη φωνή της. δεν μιλούσε σαν τα άλλα κορίτσια που ήξερε, σαν τα παιδιά στο σχολείο, που χαχάνιζαν συνεχώς ή έλεγαν βλακείες. Η Ρακέλ μιλούσε προσεγμένα, σαν να ήταν ενήλικη. Ήξερε και πού βρίσκονταν διάφορα πράγματα μες στο καταφύγιο. Υπήρχαν τρόφιμα σε κουτιά, μεγάλες κανάτες με νερό, κάνιστρα με βενζίνη, κουτιά με ρούχα, βασικά ό,τι θες υπήρχε, μόνο μπαταρίες δεν είχαν βρει – αλλά κάπου θα υπήρχαν και μπαταρίες, αν ήξερες πού να ψάξεις. Ο Τουμπίας είχε ξαναμπεί σε καταφύγιο. Είχαν ένα στο σχολείο και τους είχαν κατεβάσει μέσα σαν μέρος κάποιας άσκησης. Η πολιτική άμυνα είχε ενεργοποιήσει τις σειρήνες κάπου στο Χένεφος και έπρεπε όλοι να μπουν σε μια σειρά και να κατέβουν στο καταφύγιο και να προσποιηθούν ότι γινόταν πόλεμος. Στο καταφύγιο, όμως, του σχολείου υπήρχαν μόνο κάτι παλιά στρώματα και μερικά μπαστούνια του χόκεϊ· όχι σαν εδώ, που υπήρχαν σχεδόν τα πάντα. Τις πρώτες μέρες ο Τουμπίας φοβόταν, αλλά τώρα περίμενε απλώς να τους απελευθερώσουν. Τόσες μέρες εδώ κάτω και τίποτε επικίνδυνο δεν είχε συμβεί. Στο τέλος σε βγάζουν πάντα έξω, του είχε πει η Ρακέλ, απλώς καμιά φορά παίρνει λίγο παραπάνω. Πάνω απ’ όλα ο Τουμπίας ανησυχούσε για τον αδελφό του. Ο Τούρμπεν πρέπει να φοβήθηκε πολύ όταν επέστρεψε σπίτι τους και δεν τον βρήκε εκεί. Του είχε αφήσει ένα σημείωμα, ευτυχώς, το είχε κρύψει μες στο στρώμα του κρεβατιού του, που
405/487
άνοιγε με φερμουάρ, στο μυστικό τους μέρος. Πάω να κατασκοπεύσω τα κορίτσια των χριστιανών, θα επιστρέψω σύντομα. Αυτό είχε γράψει. Ήλπιζε ότι κάπως θα βοηθούσε. «Δεν νομίζω πια ότι υπάρχει Θεός», είπε η Ρακέλ και του κράτησε το χέρι. Ο Τουμπίας είχε κρατήσει κι άλλες φορές το χέρι κάποιου κοριτσιού, αλλά τώρα ήταν πολύ διαφορετικά. Στη Ρακέλ άρεσε να του πιάνει το χέρι και να το κρατάει για πολλή ώρα. Και στον Τουμπίας άρεσε να της κρατάει το χέρι. Τα δάχτυλά της ήταν μαλακά και ζεστά, κι όταν καθόταν δίπλα του μπορούσε να νιώσει τη θαλπωρή του σώματός της. Τι ωραία που ήταν να κάθονται έτσι μαζί! Πολύ θα ήθελε να κάθονται έτσι συνέχεια, αν φυσικά δεν ήταν φυλακισμένοι κάτω από τη γη. «Εγώ δεν πιστεύω στον Θεό», είπε ο Τουμπίας, για άλλη μια φορά. Είχαν μιλήσει γι’ αυτό το θέμα πολλές φορές. Ήταν πολύ σημαντικό για τη Ρακέλ. Να μιλάει με τον Θεό. Καμιά φορά ένιωθε ότι μιλούσε μάλλον με τον εαυτό της, αλλά προσπαθούσε να απαντήσει όσο πιο καλά μπορούσε. «Γιατί, αν υπήρχε Θεός, τότε δεν θ’ άφηνε τους ανθρώπους να κάνουν άσχημα και λάθος πράγματα, συμφωνείς;» Η Ρακέλ κάθισε ακόμα πιο κοντά του και του αγκάλιασε το χέρι. Αγκάλιασε κι εκείνος το δικό της. Πού και πού το έκαναν αυτό. Όλα θα πάνε καλά. Είμαστε μαζί. «Συμφωνώ», είπε ο Τουμπίας, παρόλο που ο ίδιος δεν ανησυχούσε για το αν υπήρχε Θεός ή όχι. Στο σχολείο είχε μάθει ότι υπήρχαν πολλοί θεοί, ότι οι άνθρωποι πίστευαν σε διαφορετικά πράγματα, αλλά αυτό δεν ήταν το αγαπημένο του μάθημα και δεν το είχε σκεφτεί καθόλου το ζήτημα, μέχρι τώρα. «Και σε τι πρέπει να πιστέψει ο άνθρωπος αν έχει πάψει να πιστεύει στον Θεό;» ρώτησε η Ρακέλ. «Στον Σούπερμαν;» είπε ο Τουμπίας, κάνοντας χιούμορ· κάτι τέτοια έλεγε και στον αδελφό του όταν ήταν αναστατωμένος, αστεία πράγματα, για να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. «Σε ποιον;» είπε η Ρακέλ.
406/487
Ναι, ήταν κι αυτό… Η Ρακέλ γνώριζε πολύ λίγα πράγματα. Δεν είχε ακουστά κανέναν. «Σε έναν άντρα που είναι φοβερά δυνατός και μπορεί να πετάξει». «Μα κανείς δεν μπορεί να πετάξει!» είπε η Ρακέλ, έκπληκτη. «Όχι, δεν μπορεί να πετάξει, γιατί… γιατί δεν είναι πραγματικός, είναι ο χαρακτήρας από ένα κόμικ». «Κι εμείς έχουμε κόμικ με τον Ιησού», είπε η Ρακέλ και σώπασε για λίγο. Ο Τουμπίας τη λυπόταν. Όχι ότι αυτός είχε και πολλά πράγματα· άλλοι στην τάξη του είχαν ό,τι μπορείς να φανταστείς, και υπολογιστή και iPad και iPhone και όλα τα καινούρια πράγματα, αλλά τουλάχιστον στο σπίτι είχαν τηλεόραση και εικονογραφημένα περιοδικά και βιβλία. Η Ρακέλ ούτε αυτά δεν είχε. «Πότε λες να μας αφήσουν να φύγουμε; Ποιο είναι το περισσότερο που έχει μείνει κανείς εδώ κάτω;» «Δεν ξέρω ακριβώς», είπε η Ρακέλ. «Ένα κορίτσι που την έλεγαν Σάρα είχε μείνει εδώ κάτω δύο εβδομάδες νομίζω, αλλά δεν ήταν εδώ όταν ήρθα εγώ». «Τι είχε κάνει;» «Λένε ότι προσπάθησε να ξεφύγει». «Όπως εσύ;» «Ναι». Έκανε κρύο τώρα στο υπόγειο. Ίσως να είχε πέσει η νύχτα έξω· ίσως γι’ αυτό. Ο Τουμπίας πήρε ένα κομμάτι της κουβέρτας και σκέπασε τους ώμους του. Η Ρακέλ πήγε ακόμα πιο κοντά του και τον τύλιξε με την υπόλοιπη κουβέρτα. Κάθισαν αμίλητοι έτσι για λίγο, ο ένας κολλητά με τον άλλο κάτω από το σκέπασμα, ενώ κρατούσαν σφιχτά τα χέρια τους. Η Ρακέλ ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του και μετά από λίγο ο Τουμπίας άκουσε την ανάσα της να βαραίνει. Την είχε πάρει ο ύπνος. Ο Τουμπίας κάθισε ακίνητος για να μην την ξυπνήσει και έκλεισε τα μάτια του. Σύντομα, είχε αποκοιμηθεί κι αυτός. Όχι βαριά, όπως στο κρεβάτι του· μισοκοιμόταν μόνο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αποκοιμηθεί κανονικά, μέχρι που τον ξύπνησε ένας δυνατός θόρυβος. Ξύπνησε απότομα και είδε την καταπακτή ν’ ανοίγει.
407/487
Επιτέλους, σκέφτηκε, καθώς το φως από ένα φακό έπεσε πάνω στη σκάλα. Ο Τουμπίας Ίβερσεν ξύπνησε το κορίτσι με τα όμορφα δάχτυλα και σηκώθηκε από το πάτωμα.
75 Η βροχή είχε σταματήσει όταν η Μία πάρκαρε μπροστά από τον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν. Βγήκε από το αυτοκίνητο και ανέβηκε τα σκαλιά, βλέποντας τα μαύρα σύννεφα να γλιστρούν προς τη μεριά του κέντρου. Η Κάρεν στεκόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν όταν μπήκε μέσα. Στο ίδιο μέρος όπου στεκόταν και η Μάλιν Στολτζ την ημέρα που η Μία είχε ανακαλύψει το βραβείο χαρτοπαιγνίου της Βερόνικα Μπάκεν στον τοίχο. Θεέ μου, πόσο αργόστροφη ήταν! Χαμπάρι δεν είχε πάρει. Δεν είχε καταλάβει ότι η Μάλιν Στολτζ αυτήν κυνηγούσε. Τον Μουνκ, ναι, αλλά τον άλλο Μουνκ! Τον Έντβαρντ Μουνκ. Γι’ αυτό είχε τοποθετήσει και τα πτώματα στο κάστρο του Ίσεγκραν. Απέναντι από τη μητέρα του Μουνκ. Και η Μία ήταν μπλεγμένη στην υπόθεση του Χένεφος. Γι’ αυτό να την κυνηγούσε άραγε; Επειδή ήταν γυναίκα; Και γυναίκα και αστυνομικός; Τι δεν είχε καταλάβει; Ότι έπρεπε να είχε βρει το μωράκι επειδή ήταν κι αυτή γυναίκα; Δεν μπορούσε πια να σκεφτεί καθαρά. Το ταξίδι μέχρι το κοιμητήριο της είχε κλέψει ό,τι δυνάμεις τής είχαν απομείνει. Η γιαγιά ήταν νεκρή. Ο μπαμπάς ήταν νεκρός. Η μαμά ήταν νεκρή. Η Σίγκρι ήταν νεκρή. Κι αυτή είχε μείνει μόνη της. Η Μία ανυπομονούσε να τελειώσουν όλα αυτά. Μερικές φορές στη Χίτρα αμφέβαλλε αν είχε κάνει τη σωστή επιλογή – να αυτοκτονήσει, να εγκαταλείψει αυτό τον κόσμο. Δεν έπρεπε να είχε φύγει απ’ το νησί. Έφερε στο μυαλό της την εικόνα από τα χάπια που ήταν απλωμένα και την περίμεναν στο τραπεζάκι του σαλονιού. Ανυπομονούσε. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Να βρει όμως πρώτα τη Μαριόν. Να μαζέψει ό,τι δυνάμεις τής είχαν απομείνει και να βρει το χαμογελαστό κοριτσάκι, τη χαρά των ματιών του Χόλγκερ Μουνκ. Το κοριτσάκι που οι πάντες λάτρευαν. Να βρει τη Μάλιν
409/487
Στολτζ. Σκέφτηκε για λίγο τον Μουνκ, που είχε λάβει ένα τηλεφώνημα και ύστερα εξαφανίστηκε. Ευχόταν να ήταν καλά. Ίσως να είχε καταφέρει να πιάσει τη Μάλιν. Ίσως και να είχε βρει το εγγονάκι του. Η Μία προσπάθησε να χαμογελάσει αχνά. Δεν ήθελε να φανεί τι μαινόταν μέσα της. «Γεια σου, Κάρεν». «Γεια σου, Μία». «Καλά έκανες και πήρες, σ’ ευχαριστώ πολύ. Και συγγνώμη αν ήμουν λίγο… λίγο αγενής στο τηλέφωνο, γίνεται ένας μικρός χαμός στη δουλειά». «Συνέβη τίποτα;» ρώτησε η Κάρεν με ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία. Της αρέσει ο Χόλγκερ, σκέφτηκε η Μία. Ήταν πλέον φανερό. «Όχι, όχι, το συνηθισμένο άγχος, ξέρεις», είπε. «Μήπως βρήκες τα κλειδιά;» «Ναι, εδώ είναι», είπε η Κάρεν. «Μισό λεπτό να φορέσω ένα μπουφάν». Εξαφανίστηκε μες στο πίσω δωμάτιο και ξαναφάνηκε φορώντας το μπουφάν της. «Είναι εδώ πέρα πολύ καιρό;» ρώτησε η Μία. «Δεν ξέρω», είπε η Κάρεν και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει μέχρι την έξοδο, προς το πάρκιγκ. «Κατέβηκα το πρωί να πετάξω τα σκουπίδια, δεν το κάνω εγώ κανονικά, αλλά τι να γίνει αν πέφτει πολλή δουλειά… και το είδα. Δεν ξέρω πόσο καιρό βρίσκεται εδώ». «Γιατί δεν έφυγε με το αυτοκίνητό της;» ρώτησε η Μία. «Δεν ξέρω, δεν καταλαβαίνω», είπε η Κάρεν ελαφροπατώντας προς το πάρκιγκ. Στις μύτες των ποδιών σου, Μία, στις μύτες των ποδιών. Οι τελευταίες λέξεις που της είχε απευθύνει η γιαγιά της στο νεκροκρέβατό της. Η Κάρεν ήταν στην ηλικία της, ίσως λίγο μεγαλύτερη, αλλά έμοιαζε πολύ πιο υγιής. Νεότερη. Ευτυχέστερη. Δεν είχε ούτε μία ρυτίδα. Δεν κουβαλούσε το βάρος του κόσμου στις πλάτες της. Ήταν νοσοκόμα σε έναν οίκο ευγηρίας. Καμία σχέση με μια εξαντλημένη επιθεωρητή του Ανθρωποκτονιών. Η Μία ήταν έτοιμη. Το ένιωθε σε όλο της το κορμί. Είχε προσπαθήσει να το κρατήσει μέσα της τόσο καιρό: Μία, η Κόρη του Φεγγαριού. Ολομόναχη στον κόσμο. Το είχε καταλάβει στο κοιμητήριο. Δεν γινόταν να το παλέψει άλλο. Ξανάγινε ο εαυτός της και χαμογέλασε στην όμορφη νοσοκόμα. Ο
410/487
Μουνκ και η Κάρεν. Ευχόταν να δούλευε το μεταξύ τους ειδύλλιο. Θα ήταν πολύ ωραίοι μαζί. Πραγματικά τους άξιζε. «Αυτό είναι», είπε η Κάρεν και έδειξε στη Μία το λευκό Σιτροέν που ήταν παρκαρισμένο σε μια γωνία. «Κι αυτά είναι τα κλειδιά», της χαμογέλασε. Η Μία ξεκλείδωσε το αμάξι και κοίταξε στην καμπίνα. Με την πρώτη ματιά τίποτα δεν υποδήλωνε ότι κοιτούσε το αυτοκίνητο μίας κατά συρροήν δολοφόνου. Τα πάντα έμοιαζαν φυσιολογικά. Ένα ποτήρι από τα Μακντόναλντ’ς. Μια εφημερίδα. Η Μία πήγε γύρω-γύρω και ξεκλείδωσε το πορτμπαγκάζ. Τίποτε περίεργο κι εκεί. Ένα φωσφοριζέ προειδοποιητικό τρίγωνο. Ένα ζευγάρι μπότες. Τι περίμενε δηλαδή; Ότι η Στολτζ θα άφηνε στο αμάξι μερικά από τα πράγματα των κοριτσιών; Ήταν πολύ έξυπνη για να κάνει κάτι τέτοιο. Κυνική. Ψυχρή. Χρόνια ολόκληρα το σχεδίαζε. Δεν θα άφηνε αποδεικτικά στοιχεία στο Σιτροέν. Μέχρι και στον τάφο της Σίγκρι είχε πάει. Στη σκέψη αυτή, η Μία θύμωσε. Ένιωσε το κινητό της να δονείται στην τσέπη της. Έβαζε στοίχημα: η φωτογραφία από τον Λούντβιγκ. Είχε δίκιο. Μια ομάδα υποστήριξης άτεκνων γυναικών. Να που είχε μαντέψει και κάτι σωστά. Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσέπη της και άνοιξε το μήνυμα του Λούντβιγκ. Ναι. Μια φωτογραφία. Η ομάδα από το Χένεφος. Χριστουγεννιάτικη Συνάντηση, 2005. Έξι γυναίκες όλες κι όλες, χαμογελαστές μπροστά σε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Την αναγνώρισε αμέσως. Η Μάλιν Στολτζ. Όχι με διαφορετικό χρώμα ματιών: με δυο μπλε μάτια. Με φακούς επαφής. Η Μία μεγάλωσε λίγο τη φωτογραφία. Η Μάλιν Στολτζ. Τι περίεργο. Έμοιαζε τόσο συνηθισμένη. Ένα ολωσδιόλου συνηθισμένο κορίτσι που ήθελε να κάνει παιδιά και δεν μπορούσε. Χαμογελαστή, με το χέρι της γύρω από τη μέση της διπλανής της γυναίκας. Της διπλανής γυναίκας; Η Μία μεγέθυνε κι άλλο τη φωτογραφία για να δει καλύτερα. Τι στο διάολο; Έκανε μεταβολή, μα ήταν ήδη αργά. Η γυναίκα της φωτογραφίας. Η γυναίκα πίσω της. Ένιωσε τη σύριγγα να της τρυπά το λαιμό και το πίσω μέρος του κεφαλιού της να χτυπάει στη λαμαρίνα του πορτμπαγκάζ.
411/487
«Μέτρα ανάποδα από το δέκα», της χαμογέλασε η Κάρεν. «Αυτό δεν λένε οι νοσοκόμες; Αντίστροφα, αρχίζοντας από το δέκα. Και μετά κοιμάσαι. Πλάκα δεν έχει; Δέκα, εννιά, οχτώ…» Η Μία Κρούγκερ είχε χάσει τις αισθήσεις της πριν φτάσουν καν στο έξι.
ΜΕΡΟΣ 6
76 Στην Ανέτε Γκούλι δεν άρεσε η φωνή που ακουγόταν από την αίθουσα συνεδριάσεων. Ο Μίκελσον είχε έρθει και είχε αναλάβει την υπόθεση με το έτσι θέλω, αλλά δεν είχε επαρκή γνώση των λεπτομερειών ώστε να εμπνεύσει την ομάδα. Η Ανέτε Γκούλι άρχισε να εκνευρίζεται. Έπρεπε να προχωρήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν, δεν είχαν ώρα τώρα να ενημερώνουν και τον Μίκελσον, γαμώτο, για όλα όσα δεν ήξερε. Και πού στο καλό ήταν επιτέλους κι αυτή η Μία; Πριν από λίγο δεν είχαν μιλήσει; Και γιατί είχε ο Μουνκ κλειστό το τηλέφωνό του; Γιατί μπορεί να είχε πάει να συναντήσει τη δολοφόνο, ναι, οκέι, αλλά γιατί να κλείσει το τηλέφωνό του; Πώς θα τον εντόπιζαν τώρα; Ή μήπως δεν ήθελε να τον εντοπίσουν;… Τα στριφογύριζε όλα αυτά στο μυαλό της και δεν έβρισκε άκρη μ’ αυτά που του είχε πει ο Κιμ. «Και πρέπει να το κάνεις τώρα;» ρώτησε ο Μίκελσον. «Λες και δεν έχουμε σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε». Ο Κιμ ξεφύσησε. «Έχουμε, αλλά μπορεί οι δύο υποθέσεις να σχετίζονται». «Α, ναι; Και πώς δηλαδή;» ρώτησε ο Μίκελσον. Η Ανέτε συγκρατήθηκε για να μην πει τίποτα. Ο Μίκελσον δεν ήταν ενημερωμένος, για όνομα του Θεού. «Ο Τουμπίας Ίβερσεν είναι το αγόρι που βρήκε τη Γιουχάνε», εξήγησε ο Κιμ. «Και τώρα έχει εξαφανιστεί. Μόλις μίλησα με τη δασκάλα του και δεν τον έχει δει κανείς εδώ και μία εβδομάδα. Και έγραψε στον αδελφό του και ένα σημείωμα, ότι θα πήγαινε σε κάποια θρησκευτική σέκτα στο δάσος». «Θα μπορούσε να ήταν σύμπτωση», είπε ο Μίκελσον.
414/487
Η Ανέτε δεν άντεξε άλλο. «Ή όχι», ξερόβηξε και πήρε το λόγο. «Εάν υπάρχει κάποια σέκτα κοντά στο μέρος όπου βρήκαμε τη Γιουχάνε, πρέπει οπωσδήποτε να την ελέγξουμε. Εξάλλου, διερευνούμε μια Εκκλησία που είναι μάλλον μπλεγμένη σε όλα αυτά – δεν ξέρουμε ακόμα πώς ακριβώς, μα κάτι συμβαίνει μ’ αυτή την οργάνωση». Ο Μίκελσον την κοίταξε σκεφτικός. «Εντάξει», είπε στο τέλος. «Αλλά μη σου φάει πολύ χρόνο. Και να έχεις το τηλέφωνό σου ανοιχτό σε περίπτωση που σε χρειαστούμε». «Καλώς», κατένευσε ο Κιμ. Χαιρέτισε στρατιωτικά και βγήκε από την αίθουσα. Την ώρα που έκλεινε την πόρτα πίσω του, έκλεισε το μάτι στην Ανέτε, ευχαριστώντας την. Η Ανέτε συμπαθούσε τον Κιμ Κούλσε. Εδώ που τα λέμε, η Ανέτε συμπαθούσε όλη την ομάδα· προφανώς και ο Μουνκ είχε τα ελαττώματά του, αλλά ήξερε να διαλέγει ανθρώπους να τον στηρίζουν. Ποτέ πριν δεν είχε συνεργαστεί η Ανέτε με μια τόσο συνεκτική και ενθουσιώδη ομάδα. Καλά, όχι και τόσο ενθουσιώδη αυτή τη στιγμή… Ο Μίκελσον μπορεί να ήταν άψογο αφεντικό για τα Κεντρικά της Γκρένλαν, αλλά δεν έκανε για αρχηγός ομάδας, ούτε για επιθεωρητής: δεν είχε τις απαραίτητες κοινωνικές δεξιότητες· δεν είχε μακριές κεραίες. Η συνήθως εμπνευσμένη της ομάδα έμοιαζε ότι θα έδινε και την ψυχή της ακόμα για να γλιτώσει από την αίθουσα συνεδριάσεων. Πράγμα καθόλου περίεργο: είχαν ένα εκατομμύριο πράγματα να κάνουν, και ο χρόνος τελείωνε. Κανείς δεν είχε αναφερθεί στο διαμέρισμα, στη Μαριόν και στη Μίριαμ. Η Μαριόν είχε εξαφανιστεί δίχως ίχνη. Η Ανέτε σκέφτηκε τον Μουνκ. Ίσως να βρισκόταν εκεί τώρα. Μόνος του, δίχως ενισχύσεις, να παίζει τη ζωή του κορόνα-γράμματα. Αλλά ήταν τουλάχιστον εκεί. Αν ήταν εκεί δηλαδή. Αλλά πού αλλού να ήταν; Η Ανέτε δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο. «Λοιπόν. Και πού είμαστε σε σχέση με τη Μαριόν Μουνκ;» ρώτησε ο Μίκελσον ενώ χτύπησε το τηλέφωνο της Ανέτε. Την κοίταξε αγριεμένος. «Από τα Κεντρικά», είπε εκείνη. «Πρέπει να το σηκώσω». Βγήκε από το δωμάτιο. «Ανέτε στο τηλέφωνο, λέγετε». «Γεια, είμαι η Χίλντε Μιρ. Έχω κάποιον στο τηλέφωνο που θέλει να σου μιλήσει».
415/487
«Εμένα προσωπικά;» «Όχι, αλλά έναν από εσάς. Προσπάθησα να καλέσω τον Μουνκ και τη Μία, αλλά δεν απαντούν». Η Μία γιατί δεν απαντάει; Πού στο καλό είναι; «Είμαι πολύ απασχολημένη αυτή τη στιγμή, μόνο αν είναι πολύ σημαντικό». «Ω, νομίζω ότι είναι σημαντικότατο». «Γιατί, ποιος είναι;» «Η Μάλιν Στολτζ». Παραλίγο να της πέσει το τηλέφωνο από το χέρι. «Τι είπες;» «Είπα ότι έχω εδώ τη Μάλιν Στολτζ». Η Ανέτε εξεπλάγη τόσο πολύ, που ξέχασε ν’ απαντήσει. Έκλεισε το τηλέφωνο και έτρεξε μες στην αίθουσα συνεδριάσεων. «Έχουμε τη Στολτζ!» φώναξε. «Τι;» είπε ο Μίκελσον. «Πώς είναι δυνατόν;» «Είναι στα Κεντρικά! Κάρι, μαζί μου!» «Φύγαμε», είπε ο Κάρι και άρπαξε το μπουφάν του.
77 Ο Χόλγκερ Μουνκ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. Είχε φοβερό πονοκέφαλο και το στόμα του ήταν κατάξερο. Κοίταξε, μπερδεμένος, τριγύρω του. Ένα νοσοκομειακό δωμάτιο. Κλινικά καθαρό. Το γηροκομείο. Ήταν ακόμη στον Οίκο Ευγηρίας Χόβικβάιεν. Τι διάολο; Σηκώθηκε γρήγορα, αλλά αναγκάστηκε να ξανακαθίσει. Το δωμάτιο στριφογύριζε τριγύρω του. Το παράθυρο: έξω ήταν σκοτάδι. Νύχτα; Ήταν νύχτα! Είχε κοιμηθεί όλη τη μέρα. Σ’ ένα κρεβάτι στο γηροκομείο Χόβικβάιεν, με τα ρούχα. Έψαξε τις τσέπες του, μα δεν έβρισκε το τηλέφωνό του. Διάολε! Τι είχε συμβεί; Πού ήταν η Κάρεν; Δεν είχε πει ότι θα τον ξυπνούσε; Προσπάθησε να ξανασηκωθεί, κι αυτή τη φορά τα κατάφερε. Πήγε τρεκλίζοντας ως την πόρτα και πάσχισε να την ανοίξει. Μάταια· ήταν κλειδωμένη από έξω. Ψηλάφισε μήπως και βρει το σύρτη από μέσα, μα δεν υπήρχε. Κάποιος τον είχε κλειδώσει. Γιατί, γιατί; Ο Μουνκ άρχισε να νιώθει τον πανικό να φουντώνει μέσα του όταν συνειδητοποίησε επιτέλους τι είχε συμβεί. Όχι! Όχι, γαμώτο, όχι! Χτύπησε τη βαριά του γροθιά στην πόρτα και άρχισε να φωνάζει με μανία: «Ε! Βοήθεια!» Βαρούσε τώρα την πόρτα γεμάτος απελπισία, προσπαθώντας να καθαρίσει το μυαλό του. «Είναι κανείς εκεί έξω;» Ξανάψαξε στις τσέπες του. Στο μοντγκόμερι και στο παντελόνι του. Πήγε τρεκλίζοντας πάλι πίσω στο κρεβάτι και άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα σεντόνια. Το τηλέφωνό του δεν υπήρχε πουθενά.
417/487
Η πόρτα άνοιξε ξοπίσω του και μια άγνωστή του νοσοκόμα έχωσε το κεφάλι της στο δωμάτιο. Τον κοίταξε με βλέμμα τρομοκρατημένο. «Εσείς ποιος είστε; Τι δουλειά έχετε εδώ;» «Ονομάζομαι Μουνκ, του Τμήματος Ανθρωποκτονιών, από την Αστυνομία του Όσλο», της είπε τραυλίζοντας και την έσπρωξε για να περάσει. «Έχεις δει την Κάρεν;» «Την Κάρεν;» είπε η τρομοκρατημένη νοσοκόμα. «Τελείωσε η βάρδια της, έφυγε». «Πρέπει να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας», της είπε ο Μουνκ και τρέκλισε προς τη μεριά της ρεσεψιόν. «Έι! Περιμένετε, δεν μπορείτε να…» «Μουνκ. Αστυνομία. Η μητέρα μου μένει εδώ!» επανέλαβε ο Μουνκ, άρπαξε το τηλέφωνο… και έμεινε να στέκεται με το ακουστικό στο χέρι, σε σύγχυση. Ανάθεμα την τεχνολογία, δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε έναν αριθμό απέξω. Πήρε τις πληροφορίες και ζήτησε να τον συνδέσουν με τα Κεντρικά της Αστυνομίας στην Γκρένλαν. Κάποιος απάντησε με τα πολλά, και του ζήτησε να τον συνδέσει με την ομάδα του. Ο Λούντβιγκ σήκωσε το τηλέφωνο. «Γκρενλίε εδώ, λέγετε». «Ο Μουνκ είμαι». «Έλα, Χόλγκερ, γαμώτο μου, πού είσαι;» «Δεν έχω ώρα για τέτοια, είναι η Μία εκεί;» «Όχι, είναι έξω». «Τι εννοείς έξω; Πού σκατά έξω;» «Εννοώ, όχι εδώ», είπε ο Λούντβιγκ. «Τι στο διάολο!» είπε ο Μουνκ. «Ο Γκάμπριελ;» «Μουνκ;» είπε ο Λούντβιγκ. «Δώσ’ μου τον Γκάμπριελ, πρέπει να εντοπίσει το τηλέφωνό της, δώσ’ τον μου!» «Μουνκ;» είπε ο Λούντβιγκ. «Τι στο διάολο θες, Λούντβιγκ, δώσ’ μου τον Γκάμπριελ, γαμώτο!» «Η εγγονή σου εξαφανίστηκε», είπε ο Λούντβιγκ απ’ την άλλη μεριά της γραμμής. Ο Μουνκ σώπασε.
418/487
«Η Μαριόν, η εγγονή σου, εξαφανίστηκε», επανέλαβε ο Λούντβιγκ. «Κάποιος την απήγαγε από το διαμέρισμα. Αλλά μην ανησυχείς, Μουνκ, έχουμε τη Μάλιν Στολτζ. Παραδόθηκε από μόνη της. Μ’ ακούς; Έχουμε τη Μάλιν Στολτζ. Την ανακρίνουν η Ανέτε με τον Κάρι. Όλα θα πάνε καλά». Ο Μουνκ ξυπνούσε σιγά-σιγά τώρα. Σαν αρκούδα από χειμερία νάρκη. «Δεν είναι αυτή…» μούγκρισε. «Τι εννοείς;» Ξαφνικά, όλα μπήκαν στη θέση τους. «Στείλε ένα αμάξι». «Μα, Μουνκ…» «Στείλε ένα αμάξι, λέμε!» φώναξε στο ακουστικό. «Ναι, αλλά πού είσαι, λέμε;» φώναξε και ο Λούντβιγκ. «Α, συγγνώμη, συγγνώμη…» είπε ο Μουνκ νιώθοντας το κορμί του να τρέμει ολόκληρο. «Στο γηροκομείο στο Χόβικ. Στείλε ένα αμάξι, σε παρακαλώ, Λούντβιγκ. Δεν μπορώ να οδηγήσω. Στείλε ένα…» Κατέβασε το ακουστικό και λιποθύμησε μες στο σκοτάδι.
78 Ανακούφιση και ενθουσιασμός κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα στην υπερσύγχρονη αίθουσα ανακρίσεων στα υπόγεια των Κεντρικών. Τόσο καιρό την έψαχναν. Πρώτα ως άγνωστο πρόσωπο, μια κατά συρροήν δολοφόνο που δεν γνώριζε κανείς· ύστερα σαν το κορίτσι με τα ετερόχρωμα μάτια, που κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα καλυμμένο με καθρέφτες. Και τώρα ήταν εδώ. Σε ένα μέτρο απόσταση. Η Ανέτε την παρατηρούσε στα κρυφά ενόσω ο Κάρι τής σέρβιρε ένα ακόμη ποτήρι νερό. Η Μάλιν Στολτζ· η Ανέτε δεν ήξερε ακριβώς τι περίμενε, αλλά όχι πάντως αυτό: μια κοπέλα κατάχλωμη και αδύναμη. Μακριά, μαύρα μαλλιά, πρόσωπο χλωμό. Ισχνά δάχτυλα που ίσα-ίσα κατάφερναν να σηκώσουν το ποτήρι του νερού μέχρι τα ξερά της χείλη. «Ευχαριστώ», ψιθύρισε η Μάλιν Στολτζ και έσκυψε πάλι το κεφάλι της. Η Ανέτε άρχισε να τη λυπάται. «Έχεις δικαίωμα να ζητήσεις δικηγόρο, το γνωρίζεις αυτό;» είπε ο Κάρι και ξανακάθισε. Η Μάλιν Στολτζ κούνησε το κεφάλι της προσεκτικά. «Δεν τον χρειάζομαι…» είπε αδύναμα. «Ίσως θα ήταν φρόνιμο, όμως», αντέτεινε η Ανέτε. Η Μάλιν Στολτζ γύρισε και την κοίταξε. Ένα καστανό και ένα μπλε μάτι, που έμοιαζαν να ’χουν χάσει κάθε θέληση για ζωή. «Δεν τον χρειάζομαι», επανέλαβε και πέρασε το λεπτό της χέρι μέσα από τα μαλλιά της. «Θα σας πω ό,τι ξέρω». «Η ύποπτη παραιτείται από κάθε δικαίωμα σε νομική συνδρομή», είπε ο Κάρι στο μικρόφωνο πάνω στο τραπέζι. «Είσαι σίγουρη;» είπε η Ανέτε.
420/487
Η Μάλιν Στολτζ ξανακούνησε το κεφάλι της καταφατικά, εξίσου προσεκτικά με την προηγούμενη φορά. Ήταν τόσο εύθραυστη. Η Ανέτε δεν πίστευε στα μάτια της: ήταν σχεδόν διάφανη, σαν γυαλί. Είχε την εντύπωση ότι, αν σήκωνε έστω και λίγο τη φωνή της, ή αν χτυπούσε τα δάχτυλά της, η Μάλιν Στολτζ θα έσπαγε σε χίλια δυο κομμάτια. «Θα σας πω ό,τι γνωρίζω», είπε η Στολτζ. «Αλλά υπάρχει κάποιος που πρέπει να καλέσω στο τηλέφωνο». «Ποιον θέλεις να καλέσεις;» ρώτησε ο Κάρι κοφτά. Η Ανέτε τού έκανε νόημα να ηρεμήσει. Δεν υπήρχε λόγος να γίνεται επιθετικός. Η Μάλιν Στολτζ ήταν ήδη αρνάκι. «Είμαι άρρωστη», είπε η Μάλιν. «Πάσχω από μία ασθένεια. Θα ήθελα να καλέσετε το γιατρό μου, παρακαλώ. Γίνεται;» Η Μάλιν κοίταξε ξανά την Ανέτε με παρακλητικό βλέμμα. «Φυσικά», κατένευσε εκείνη. «Ποιο είναι το νούμερό του;» «Το έχω στο μυαλό μου», είπε η Μάλιν. Ο Κάρι έσπρωξε ένα σημειωματάριο και ένα στιλό προς το μέρος της. Ένας ήχος ξεπήδησε από το τηλέφωνό του. Ο Κάρι κοίταξε το μήνυμα που είχε μόλις λάβει, ενώ η Μάλιν έγραφε το νούμερο σε ένα φύλλο χαρτί. Σήκωσε τα φρύδια του και έδωσε το τηλέφωνο στην Ανέτε. Το μήνυμα ήταν από τον Λούντβιγκ: Έρχεται ο Μουνκ. Η Ανέτε χαμογέλασε και του επέστρεψε το τηλέφωνο. Ο Μουνκ επέστρεφε. Επιτέλους. Η Ανέτε πήρε το σημειωματάριο από τη Μάλιν Στολτζ και το πέρασε στον Κάρι. «Θα τηλεφωνήσεις εσύ;» Ο Κάρι έγνεψε καταφατικά και βγήκε από το δωμάτιο. «Μήπως θες κι άλλο νερό;» ρώτησε η Ανέτε όταν έμειναν μόνες τους στο δωμάτιο. «Όχι, ευχαριστώ», είπε η Στολτζ αδύναμα και έσκυψε πάλι το κεφάλι της. «Από τι αρρώστια πάσχεις;»
421/487
«Δεν ξέρουν ακριβώς», είπε η Μάλιν, «αλλά είναι μες στο κεφάλι μου. Το μυαλό μου δεν είναι υγιές. Καμιά φορά δεν ξέρω ποια είμαι. Αλλά δεν ξέρουν να μου πουν από τι πάσχω ακριβώς». «Πού είναι η Μαριόν Μουνκ;» είπε η Ανέτε. «Ποια;» Η Μάλιν Στολτζ την κοίταξε με βλέμμα απορημένο. «Η Μαριόν Μουνκ. Το κοριτσάκι που πήρες από το διαμέρισμα. Πού την έχεις;» «Ποιο;» είπε η Στολτζ ξανά. Έμοιαζε πραγματικά έκπληκτη. «Ξέρεις γιατί βρίσκεσαι εδώ, σωστά;» «Φυσικά», είπε η Μάλιν. «Γιατί είσαι εδώ;» «Γιατί κοροϊδεύαμε τους ηλικιωμένους», είπε η Μάλιν αδύναμα. Ήταν σειρά της Ανέτε να εκπλαγεί. «Τι εννοείς;» Η Μάλιν σήκωσε το κεφάλι της. «Ξεγελούσαμε τους ηλικιωμένους. Δεν ήταν η Εκκλησία, μόνο εμείς ήμασταν. Η Κάρεν κι εγώ. Θέλαμε να βγάλουμε λεφτά. Κι εγώ ήθελα να υιοθετήσω ένα παιδάκι. Δεν είναι εύκολο όταν είσαι μόνη σου. Ούτε υγιές. Ξέρεις πόσο ακριβό και δύσκολο είναι να υιοθετήσεις ένα παιδί;» Τώρα η Ανέτε δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα. «Είσαι άρρωστη αυτή τη στιγμή, Μάλιν;» «Τι; Είμαι;» Η Μάλιν Στολτζ ανασήκωσε το κεφάλι της με ένα τράνταγμα και κοίταξε τριγύρω της. «Είσαι η Μάλιν τώρα, ή μήπως κάποια άλλη;» «Δεν με λένε Μάλιν», είπε η Στολτζ. «Πώς σε λένε;» «Με λένε Μάικεν Στούρμπεργκε», είπε η Μάλιν Στολτζ. «Και τότε γιατί αυτοαποκαλείσαι Μάλιν;» «Ήταν ιδέα της Κάρεν», είπε το ισχνό κορίτσι. Μάικεν Στούρμπεργκε. Η Ανέτε ήταν πραγματικά έκπληκτη, αλλά δεν ήθελε να το δείξει. Ο Κάρι ξαναμπήκε στο δωμάτιο. «Μόλις μίλησα με το γιατρό σου. Είπε να σου δώσω χαιρετισμούς και ότι έρχεται αμέσως».
422/487
Η όποια επιθετικότητα του είχε φύγει εντελώς. Και δεν υπήρχε κανένας λόγος να επανέλθει, διότι, έτσι όπως καθόταν σκυφτή μπροστά τους, η Ανέτε είχε αρχίσει πραγματικά να αμφιβάλλει εάν όντως ήταν αυτός ο άνθρωπος που έψαχναν. Εκτός εάν ήταν άσος στο να λέει ψέματα – πράγμα πιθανόν. Μόλις είχε παραδεχτεί ότι έπασχε από κάτι. Ότι πού και πού δεν ήταν ο εαυτός της. Μα η Ανέτε είχε γνωρίσει πολλούς ψεύτες κατά τη διάρκεια της καριέρας της, και, αν η Μάλιν Στολτζ ανήκε στην παρέα τους, τότε ήταν εξαιρετικά ικανή. Η Ανέτε σταμάτησε το μαγνητοφωνάκι και ζήτησε συγγνώμη για λίγο. Τράβηξε τον Κάρι έξω από το δωμάτιο και άφησε τη Μάλιν Στολτζ μόνη της στην αίθουσα ακροάσεων. «Τι είπε ο γιατρός;» «Αλήθεια λέει», είπε ο Κάρι. «Μπαινοβγαίνει σε κλινικές και ιδρύματα από τότε που ήταν μικρή. Αν ο άνθρωπος με τον οποίο μίλησα είναι όντως γιατρός, η υπόθεση είναι τόσο περίπλοκη που πια δεν πρόκειται να πιστέψω σε τίποτα». «Σου είπε περί τίνος πρόκειται;» «Υπάρχει το ιατρικό απόρρητο, αλλά μπορούσε τέλος πάντων να επιβεβαιώσει ότι είναι για τα λουριά». «Κάρι…» «Καλά, καλά. Ψυχικά ασθενής. Ανοησίες, Ανέτε. Εδώ η τύπισσα έχει σκοτώσει τέσσερα κοριτσάκια και μου λες εμένα να προσέχω τι λέω;» «Πρέπει να τσεκάρουμε αν ο γιατρός είναι ό,τι ισχυρίζεται ότι είναι. Και να βάλουμε κάποιον να δει αν έχουμε τίποτα για κάποια Μάικεν Στούρμπεργκε». «Ποια είναι αυτή;» Η Ανέτε έγνεψε προς τη μεριά της αίθουσας. «Η Στολτζ;» «Αυτό λέει. Πήγαινε τσέκαρέ το, οκέι;» «Οκέι…» είπε ο Κάρι. Η Ανέτε επέστρεψε στο δωμάτιο και ξαναπάτησε το μαγνητοφωνάκι: «Παρασκευή 4 Μαΐου 2012, ώρα 22:40. Ομιλεί η αστυνομική εισαγγελέας Ανέτε Γκούλι, η οποία ανακρίνει την ύποπτη Μάλιν Στολτζ».
423/487
«Μάικεν Στούρμπεργκε», τη διόρθωσε η Στολτζ, μα ούτε η ίδια φαινόταν πια πολύ σίγουρη. «Πώς προτιμάς να σου απευθύνομαι;» τη ρώτησε η Ανέτε φιλικά. «Ως Μάικεν… νομίζω…» είπε η Μάλιν. «Ας πούμε λοιπόν Μάικεν. Θες λίγο νερό ακόμα, Μάικεν;» «Όχι, ευχαριστώ, εντάξει είμαι». «Γνωρίζεις γιατί βρίσκεσαι εδώ, Μάικεν;» «Ναι. Γιατί η Κάρεν κι εγώ εξαπατούσαμε τους ηλικιωμένους. Και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό». «Δεν βρίσκεσαι γι’ αυτό εδώ, Μάικεν». «Όχι;» Η πρώην Μάλιν Στολτζ και νυν Μάικεν Στούρμπεργκε την κοίταξε παραξενεμένη. «Είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις δικηγόρο;» «Ναι. Είμαι σίγουρη. Αλλά γιατί είμαι εδώ λοιπόν;» «Είσαι ύποπτη για τη δολοφονία τεσσάρων κοριτσιών ηλικίας έξι ετών και για την απαγωγή της εξάχρονης Μαριόν Μουνκ». «Ω… όχι, όχι, όχι». Η Μάικεν σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και έδειξε με το δάχτυλο την Ανέτε. «Όχι, όχι, όχι… ω, όχι, όχι, όχι». «Πρέπει να ξανακαθίσεις κάτω, Μάικεν». «Όχι, όχι, όχι…. όχι, όχι, όχι. Το ξέρεις, το ξέρεις ότι δεν έχω καμία σχέση με όλο αυτό, το ξέρεις. Όχι, όχι, όχι». Η Ανέτε καταράστηκε από μέσα της την ώρα και τη στιγμή που της είχαν βγάλει τις χειροπέδες. Η Μάικεν Στούρμπεργκε φαινόταν ικανή να αυτοτραυματιστεί ανά πάσα στιγμή. «Μπορείς να καθίσεις κάτω, Μάικεν;» «Δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό το πράγμα». «Μπορείς να καθίσεις κάτω, Μάικεν;» «Μ’ αυτό… όχι, όχι, όχι. Το ξέρεις. Δεν είμαι εγώ». «Αν καθίσεις κάτω, θα μπορέσω να σε ακούσω, εντάξει;» είπε η Ανέτε με ένα φιλικό χαμόγελο και με το χέρι δίπλα στο κουμπί κάτω από το τραπέζι. Δεν ήθελε να φωνάξει τους φρουρούς· μόνο εάν γινόταν απολύτως απαραίτητο.
424/487
Η Μάικεν Στούρμπεργκε την κοίταξε για μια στιγμή και αποφάσισε να ξανακαθίσει στην καρέκλα της. «Μάικεν;» «Ναι;» «Ας πούμε ότι ξεχνάμε για λίγο ό,τι σου είπα πριν, εντάξει;» «Εντάξει», είπε η Μάικεν και σκούπισε ένα δάκρυ. «Πες μου και άλλα γι’ αυτό που έλεγες». «Για τους γέρους;» είπε η Μάικεν και κάθισε πιο βολικά. «Ποιοι είναι οι γέροι;» «Στο γηροκομείο», είπε η Μάικεν αδύναμα. «Γνωριστήκαμε με την Κάρεν στο Χένεφος. Σε μια ομάδα συζητήσεων για άτεκνους. Γίναμε φίλες. Αυτή σκέφτηκε το κόλπο. Ήξερε, λέει, κάποιον». «Ποιον;» «Έναν παπά. Ή μάλλον δεν ήταν παπάς στην αρχή, νομίζω ότι πουλούσε αυτοκίνητα, αλλά έγινε παπάς και έπαιρνε τα χρήματα των ανθρώπων που πήγαιναν να πεθάνουν». «Τις κληρονομιές εννοείς;» Η Μία είχε μιλήσει στην ομάδα για την Εκκλησία που είχε προσπαθήσει να ξεγελάσει τη μητέρα του Μουνκ και να καρπωθεί την κληρονομιά της. Η Μάικεν Στούρμπεργκε έγνεψε καταφατικά. «Για κάθε όνομα που του δίναμε, παίρναμε κι εμείς λεφτά. Δηλαδή…» «Δηλαδή;» Η Μάικεν δίστασε λίγο. «Δηλαδή από γέρους που ξέραμε ότι σε λίγο καιρό θα... θα πήγαιναν στον ουρανό…» Φαινόταν πραγματικά να ντρέπεται τώρα. Είχε πλέξει τα δάχτυλά της αναμεταξύ τους και τα έσφιγγε. «Και πόσο καιρό κράτησε όλο αυτό;» Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στην αίθουσα ο Κάρι. Η Ανέτε πάτησε το μαγνητόφωνο: «Ώρα 22:57. Ο επιθεωρητής Γιουν Λάρσεν μόλις μπήκε στο δωμάτιο. Η ανάκριση της Μάλιν Στολτζ, της Μάικεν Στούρμπεργκε, συνεχίζεται». Κοίταξε τον Κάρι, που κούνησε θετικά το κεφάλι του. «Στέκουν όλα», είπε εκείνος κοφτά. «Ποια είναι λοιπόν η Κάρεν;» είπε η Ανέτε. «Δεν ξέρετε την Κάρεν;» είπε η Μάικεν.
425/487
«Ποια Κάρεν;» είπε ο Κάρι. «Όχι, δεν ξέρουμε την Κάρεν», είπε η Ανέτε. «Την ξέρω εγώ την Κάρεν», είπε ο Μουνκ, που μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα. Η Ανέτε ούτε που είχε ακούσει την πόρτα να ανοίγει. «Ώρα 22:59. Ο αρχηγός της ειδικής ομάδας, Χόλγκερ Μουνκ, μόλις μπήκε στην ανακριτική αίθουσα», είπε η Ανέτε στο μικρόφωνο. «Πού είναι η Κάρεν;» ρώτησε ο Μουνκ και κάθισε στην άκρη του τραπεζιού. Η Μάικεν Στούρμπεργκε έμοιαζε να ντρέπεται απίστευτα μετά την άφιξη του Μουνκ. Διότι γνωρίζονταν. Η Μάικεν ήταν μέρος της προσπάθειας να υποκλέψουν την κληρονομιά του. «Συγγνώμη, Χόλγκερ», μουρμούρισε η Μάικεν και έριξε το βλέμμα στην ποδιά της. «Ήθελα μόνο ένα μωρό. Γιατί να μην έχω κι εγώ ένα μωρό; Όλοι οι άλλοι έχουν». «Δεν πειράζει, Μάλιν», είπε ο Μουνκ ήρεμα και την ακούμπησε στον ώμο. «Θέλω μόνο να μάθω είναι πού είναι η Κάρεν». «Μάικεν», είπε η Ανέτε. «Τι;» είπε ο Μουνκ και γύρισε προς το μέρος της. Η Ανέτε είχε ξαναδεί το αφεντικό της κουρασμένο, αλλά ποτέ έτσι. Ίσαίσα που μπορούσε να συγκρατήσει το βλέμμα του. Αν δεν ήξερε ότι ο Χόλγκερ δεν έπινε, θα νόμιζε ότι ήταν τύφλα στο μεθύσι. «Μάικεν Στούρμπεργκε», είπε ο Κάρι και έγνεψε ήρεμα προς την πλευρά της κοπέλας. «Μάικεν; Εντάξει, Μάικεν», είπε ο Μουνκ. «Πού είναι η Κάρεν;» «Α, όχι, όχι, όχι», είπε η Μάικεν και άρχισε να κουνιέται μπρος-πίσω στην καρέκλα της. «Μουνκ;» είπε η Ανέτε, αλλά εκείνος δεν έμοιαζε να την ακούει. «Πρέπει να μάθω πού βρίσκεται η Κάρεν, το καταλαβαίνεις; Πρέπει να μου πεις. Τώρα!» Ο Μουνκ έσκυψε μπροστά και άρπαξε τον ώμο της ισχνής κοπέλας. Η Μάικεν Στούρμπεργκε αντέδρασε ενστικτωδώς, καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια. «Όχι, όχι, όχι». «Μουνκ», είπε η Ανέτε αυστηρά.
426/487
«Πού είναι η Κάρεν;» φώναξε ο Μουνκ και ταρακούνησε την κοπέλα. «Μουνκ!» φώναξε πάλι η Ανέτε. «Πού είναι η Κάρεν;» Ο Μουνκ άρπαξε τη Μάικεν και από τους δυο ώμους και την ταρακούνησε βίαια. Η Ανέτε πήγε να σηκωθεί, αλλά την πρόλαβε ο Κάρι. Ο κοντόχοντρος αστυνομικός άρπαξε τον Μουνκ με τα δυνατά του μπράτσα και τον έβγαλε με το ζόρι από την αίθουσα ανακρίσεων. «Είσαι εντάξει, Μάικεν;» είπε η Ανέτε όταν έμειναν ξανά μόνες τους στο δωμάτιο. Το λεπτοκαμωμένο κορίτσι την κοίταξε με τρομοκρατημένα μάτια και κατένευσε αργά-αργά. «Πάω να μιλήσω στους άλλους δύο και θα ξανάρθω αμέσως, εντάξει;» Η Μάικεν Στούρμπεργκε κούνησε και πάλι το κεφάλι της θετικά. «Και… ξέρεις κάτι;» Η Μάικεν την ξανακοίταξε. «Τι;» «Όλα θα πάνε καλά. Σε πιστεύω, εντάξει;» Η Μάικεν σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της και κατένευσε απαλά. «Ευχαριστώ». Η Ανέτε χαμογέλασε, την ακούμπησε στον ώμο και ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο. «Τι έχεις πάθει, Χόλγκερ;» τον ρώτησε. Έξω στο διάδρομο, ο Κάρι κρατούσε ακόμα τον Μουνκ σφιχτά. «Συγγνώμη…» ψέλλισε ο Μουνκ. «Η Κάρεν έχει τη Μαριόν. Έχει το κορίτσι μου. Η Κάρεν έχει τη Μαριόν». «Ηρέμησε», είπε ο Κάρι. «Βάλε τη Μάικεν σ’ ένα κελί», είπε η Ανέτε στον Κάρι, ήρεμα. «Θα πάρω εγώ τον Χόλγκερ». Ο Κάρι κατένευσε διστακτικά και εντέλει χαλάρωσε τη λαβή του γύρω από το ανοιχτό καφετί μοντγκόμερι του Μουνκ. Ξαναμπήκε στην αίθουσα ανακρίσεων και τους άφησε μόνους στο διάδρομο. «Είσαι εντάξει, Χόλγκερ;» είπε η Ανέτε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του αφεντικού της. «Έχει το κοριτσάκι μου», είπε ο Μουνκ. «Ποια είναι η Κάρεν;» ρώτησε η Ανέτε ήρεμα.
427/487
«Μια νοσοκόμα στο γηροκομείο», μούγκρισε ο Μουνκ. «Έχει το κοριτσάκι μου, Ανέτε. Το κορίτσι μου». «Θα τη βρούμε», είπε η Ανέτε, την ώρα που χτυπούσε το τηλέφωνό της. «Ανέτε. Λέγετε;» «Δώσ’ μου τον Χόλγκερ», ακούστηκε ο Γκάμπριελ Μερκ με κομμένη την ανάσα από την άλλη άκρη της γραμμής. Το τηλέφωνο πέρασε στον Μουνκ. «Ναι;» Ο Μουνκ άκουσε προσεκτικά και έκλεισε το τηλέφωνο σχεδόν αμέσως. «Το βίντεο της Κίεσε. Έχουμε τις συντεταγμένες από το GPS. Πάρε τον Κάρι κι ελάτε, οκέι;» Ο Χόλγκερ Μουνκ άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, χωρίς να περιμένει καν απάντηση.
79 Η Μία Κρούγκερ ξύπνησε με τον ήχο των γλάρων. Ή έτσι νόμιζε. Είχε επιστρέψει στο νησί της. Στο σπίτι που είχε αγοράσει για να απομονωθεί. Για να ξεφύγει από τους ανθρώπους. Για να ξεφύγει από τον εαυτό της. Είχε φαρμακωθεί εκουσίως, και παραλίγο να πεθάνει εκουσίως. Η θάλασσα· ο αέρας· τα πουλιά· η ησυχία. Θα πήγαινε στη Σίγκρι. Ήταν πολύ δύσκολο να είναι πια μόνη. Όλη της η οικογένεια είχε χαθεί· όλοι τους ήταν νεκροί. Δεν αντέχεται να μην έχεις κάποιον να σε καταλαβαίνει. Η Σίγκρι πάντα την καταλάβαινε. Η υπέροχη, όμορφη, θαυμάσια Σίγκρι της. Ούτε ν’ ανοίξει το στόμα της δεν χρειαζόταν παλιά η Μία. Καταλαβαίνω, Μία. Χωρίς καν ν’ ανοίξει το στόμα της. Α! τα γεμάτα θαλπωρή και καλοσύνη μάτια της, τα ξανθά μαλλιά της… Και τώρα ήταν ολομόναχη. Χωρίς ασφάλεια, χωρίς γαλήνη. Μόνο αυτό το σπίτι με τους γλάρους είχε μείνει. Η σκληρή, έξυπνη, ιδιαίτερη Μία Κρούγκερ, η Κόρη του Φεγγαριού, η Ινδιάνα με τα αστραφτερά γαλάζια μάτια, μία από τους καλύτερους αστυνομικούς επιθεωρητές της χώρας. Ένα κουρασμένο τέρας σε ένα έρημο νησί. Η Μία ένιωθε το στόμα της ξερό. Προσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια της, αλλά ήταν δύσκολο. Μετάβαση σε αργή κίνηση από τον κόσμο των ονείρων στην πραγματικότητα. Μουσική υπόκρουση. Ένα ραδιόφωνο. Η μουσική σταμάτησε. Η Μία ξαναπροσπάθησε ν’ ανοίξει τα μάτια της, μα τα βλέφαρά της ήταν βαριά, όλο της το σώμα ήταν βαρύ, δεν μπορούσε να κουνήσει. Η Μία Κρούγκερ γλίστρησε αργά πάλι μέσα στο όνειρο. Ο καφές ήταν έτοιμος. Απέξω ακουγόταν ο ήχος του πλοίου στην κουζίνα στη Χίτρα. «Έι, Μία».
429/487
Η Μία άνοιξε τα μάτια της και είδε την Κάρεν Νίλουν να στέκεται εμπρός της. Η κοκκινόξανθη γυναίκα χαμογέλασε και της πρότεινε ένα μπουκάλι νερό. «Θες κάτι να πιεις; Πρέπει να διψάς λυσσαλέα». Η Μία ξαφνικά θυμήθηκε, το σώμα της τραβήχτηκε απότομα, προσπάθησε ν’ απελευθερωθεί. Είχε κάτι μπροστά στο στόμα. Τα χέρια της ήταν κολλημένα σε μια καρέκλα. Τα… τα πόδια. Τα πόδια της επίσης. Ακίνητα. Οι κινήσεις της γίνονταν αυτόματα, από το σώμα, όχι από το μυαλό, σαν μυϊκές συσπάσεις πανικού, αλλά δεν είχε διαφορά. Το μόνο που μπορούσε να κουνήσει ήταν το κεφάλι της. «Τι πλάκα που έχεις!» γέλασε η Κάρεν και κούνησε το μπουκάλι με το νερό μπροστά της. «Θα συνεχίσεις για πολύ ακόμα; Έχεις πολύ γέλιο έτσι όπως κάνεις, πρέπει να ξέρεις». Η Μία ένιωσε τον πανικό να καταφθάνει, μα κατάφερε να ηρεμήσει. Τον έσπρωξε μακριά της. Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες κατευθείαν από το στομάχι και κοίταξε τριγύρω της. Με το βλέμμα της αστυνομικού. Ήταν σε ένα μικρό σπιτάκι. Τα κουφώματα ήταν λευκά. Και παλιά. Ήταν στην εξοχή. Στα παράθυρα υπήρχαν πλαστικές μεμβράνες. Μπορούσες να δεις προς τα έξω, αλλά δεν μπορούσαν να σε δουν από έξω. Θερμότητα και τρίξιμο αναδύονταν από πίσω της. Ένας φούρνος; Όχι, ο ήχος πρόδιδε κάτι ανοιχτό: ένα τζάκι. Ένας καναπές. Ένα τραπέζι. Σε στιλ δεκαετίας τού ’60. Ένα μάλλινο ριχτάρι στο πάτωμα. Πολυχρωμία. Μια πόρτα προς τα αριστερά. Ένα παλιό ψυγείο. Μια κουζίνα. Μια ακόμη πόρτα. Μισάνοιχτη. Ένα ζευγάρι βρόμικες μπότες. Ένα παραδοσιακό, μάλλινο, νορβηγικό πουλόβερ. Ένα αδιάβροχο μπουφάν. «Είδες τι ωραία που είναι εδώ μέσα;» είπε η Κάρεν και ακούμπησε το μπουκάλι στο πάτωμα. «Θες να σου πω και παραμύθια;» Η Μία προσπάθησε να μιλήσει, αλλά από το λαιμό της βγήκε μόνο ένα γουργουριστό γρύλισμα. Το στόμα της ήταν κλεισμένο με αυτοκόλλητη ταινία. Πίεσε τη γλώσσα της πάνω στα χείλη και ένιωσε τη γεύση της κόλλας.
430/487
«Αν θες να πιεις κάτι, μη φωνάξεις», είπε η Κάρεν. «Είμαστε πολύ μακριά από άλλους ανθρώπους, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν. Αλλά δεν θέλω να ξυπνήσεις το παιδί». Υπήρχε μια τηλεόραση μπροστά της. Όχι, δεν ήταν τηλεόραση, ήταν μια οθόνη. Συνδεδεμένη με υπολογιστή. Ένα πληκτρολόγιο. Ένα ποντίκι. Η Κάρεν ακούμπησε την οθόνη. «Βλέπεις; Κοιμάται. Πρέπει να κάνουμε ησυχία. Σσσσσς…» Η Κάρεν Νίλουν χαμογέλασε και έφερε το δείκτη της μπροστά στα χείλια. Η εικόνα καθάρισε σιγά-σιγά και στην οθόνη εμφανίστηκε ένα κοριτσάκι που κοιμόταν. Η Μαριόν. Σε ένα λευκό δωμάτιο κάπου. Η γωνία θέασης της εικόνας ήταν από ψηλά, η κάμερα πρέπει να βρισκόταν σε κάποια γωνιά της οροφής. «Δεν είναι γλυκιά;» χαμογέλασε η Κάρεν. Η νοσοκόμα κάθισε στο τραπέζι και χάιδεψε προσεκτικά την οθόνη. «Δεν πρέπει να ξυπνάμε τα παιδιά όταν κοιμούνται». Η Κάρεν έκανε ένα βήμα και, με μια απότομη κίνηση, ξεκόλλησε την ταινία από το πρόσωπο της Μία. Η Μία πήρε μια βαθιά ανάσα και έβηξε. Ένιωθε ζαλάδα. H σύριγγα στον αυχένα. Ένιωσε ότι ήθελε να ξεράσει. «Έλα, πιες λίγο», είπε η Κάρεν και έβαλε το μπουκάλι στα χείλη της Μία. Η Μία κατάφερε να πιει λίγο νερό. Το υπόλοιπο κύλησε στο λαιμό, στο φούτερ, στην κοιλιά, στους μηρούς της. «Μπράβο το κορίτσι μου», είπε η Κάρεν και σκούπισε το στόμα και το πιγούνι της Μία με τη ράχη του χεριού της. «Τι της έκανες;» έφτυσε η Μία. Η φωνή της ήταν παράξενη, σαν σκουριασμένη. «Έλα τώρα, τι είναι αυτά που λες;» είπε η Κάρεν με χαμόγελο. «Φυσικά και δεν της έχω κάνει τίποτα. Ότι θα τη σκοτώσω, θα τη σκοτώσω. Αλλά δεν της έχω κάνει τίποτα». «Άντε γαμήσου», γρύλισε η Μία και την έφτυσε. Η Κάρεν πήδηξε στο πλάι και απέφυγε να βραχεί. «Μα τι στο διάολο, Μία; Θες να σου ξανακολλήσω την ταινία ή θα συμπεριφερθούμε σωστά;»
431/487
Η Μία ένιωσε το θυμό να την πνίγει ξαφνικά, αλλά πάλεψε να κρατήσει την ψυχραιμία της. «Θα συμπεριφερθώ σωστά», είπε χαμηλόφωνα. «Συγγνώμη». «Α, μπράβο. Καλύτερα τώρα», χαμογέλασε η Κάρεν και ξανακάθισε. «Γιατί εμένα;» ρώτησε η Μία. «Πφφφ… κατευθείαν στο ψητό, ε; Δεν είναι λίγο βαρετό έτσι;» γέλασε η Κάρεν. «Να μην παίξουμε λίγο πρώτα; Μου αρέσει τόσο πολύ να παίζω. Είναι ωραία τα παιχνίδια, δεν βρίσκεις; Εσένα δεν σου αρέσει να παίζεις, Μία; Κόρη του Φεγγαριού; Ωραίο όνομα. Μια μικρή, φυλακισμένη Ινδιάνα. Πολύ κατάλληλο όνομα, υπέροχο». Η Μία δεν είπε τίποτε. Έκλεισε τα μάτια και άφησε το κεφάλι της να πέσει στο στήθος της. Η Κάρεν σηκώθηκε και την πλησίασε. «Μία; Μία; Αχ, δεν πρέπει να ξανακοιμηθείς, θα παίξουμε τώρα». Η Μία άνοιξε τα μάτια της και έφτυσε την Κάρεν κατευθείαν στο πρόσωπο. Η κοκκινόξανθη γυναίκα δεν το περίμενε αυτό, και η συμπεριφορά της άλλαξε απότομα, σε κλάσματα δευτερολέπτου. Το χαμόγελό της χάθηκε. Τα μάτια της πήραν φωτιά. «Παλιοπουτάνα». Η Κάρεν Νίλουν σήκωσε το χέρι της και χτύπησε τη Μία στο πρόσωπο. Με δύναμη. Η Μία τινάχτηκε προς τα πίσω και έχασε για λίγο την επαφή της με τον κόσμο. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια της, το γκροτέσκο χαμόγελο της Κάρεν είχε ξαναεμφανιστεί. «Θες λίγο κέικ;» χαμογέλασε η Κάρεν και έγειρε στο πλάι το κεφάλι της. «Το έφτιαξα ειδικά για σένα». «Ποια στο διάολο είσαι, επιτέλους;» «Δεν χρειάζεται να βρίζεις», είπε η Κάρεν. «Δεν υπάρχει λόγος. Είναι κανόνας. Να το επαναλάβουμε; Ότι αυτός είναι κανόνας του παιχνιδιού;» Η Μία συγκρατήθηκε και έγνεψε καταφατικά. Ξανακοίταξε γύρω της. Με το βλέμμα της αστυνομικού, αυτή τη φορά. Ήταν φυλακισμένη. Μακριά από ανθρώπους. Ήταν δεμένη. Ο μόνος τρόπος, επομένως, για να ξεφύγει ήταν να παίξει το παιχνίδι. «Είναι καλός κανόνας», είπε χαμηλόφωνα και προσπάθησε να χαμογελάσει.
432/487
«Μπράβο», είπε η Κάρεν και χτύπησε παλαμάκια. «Ποια θα ξεκινήσει; Να ξεκινήσω εγώ;» Η Μία κατένευσε. «Σ’ αυτό το σπίτι μεγάλωσα», είπε η Κάρεν. «Εγώ, η μαμά μου, η αδελφή μου κι αυτός του οποίου το όνομα δεν λέμε». «Ο πατέρας σου;» ρώτησε η Μία. «Το όνομά του δεν το λέμε», χαμογέλασε η Κάρεν και κάθισε πάλι πάνω στο τραπέζι. «Σειρά σου». «Εγώ μεγάλωσα στο Όσγκορστραν», είπε η Μία. «Με την αδελφή μου, τη μαμά μου και το μπαμπά μου. Ζούσαμε σ’ ένα λευκό σπίτι, κοντά στο σπίτι του Έντβαρντ Μουνκ. Δίπλα μας έμενε και η γιαγιά μου». «Βαρετό!» είπε η Κάρεν χαμογελώντας. «Μη σκοτώνεις τη φάση. Αυτά τα ξέραμε κι από πριν. Πες κάτι καινούριο. Να πω εγώ;» Η Μία κατένευσε. «Η μαμά μου δούλευε στο νοσοκομείο του Χάμαρ. Πήγαινα μαζί της στη δουλειά. Μου έδειχνε τα πάντα. Είχε τα πιο απαλά μαλλιά του κόσμου. Εγώ της τα βούρτσιζα. Η αδελφή μου ήταν πολύ μικρή. Μια μέρα, η μαμά δεν γύρισε από τη δουλειά. Όλοι φυσικά ξέραμε τι είχε συμβεί, αλλά η αστυνομία δεν έκανε τίποτα. Δεν το βρίσκεις περίεργο; Ότι ζούμε σε μια χώρα όπου η αστυνομία δεν κάνει τίποτα;» Η Κάρεν χαμογέλασε και έβαλε τα μαλλιά πίσω από τ’ αυτιά της. Κοίταξε φευγαλέα το ταβάνι, λες και σκεφτόταν κάτι. Στο νοσοκομείο του Χάμαρ. Άρα βρίσκονταν κάπου κοντά στο Χάμαρ. Ο πατέρας είχε σκοτώσει τη μητέρα. Και η αστυνομία δεν είχε κάνει τίποτα. Από εκεί, λοιπόν, πήγαζε όλο το μίσος εναντίον της αστυνομίας. «Επιτρέπονται ερωτήσεις;» είπε η Μία. «Τα πάντα επιτρέπονται», γέλασε η Κάρεν. «Σ’ αυτό το παιχνίδι, τα πάντα επιτρέπονται!» «Εκτός από το να βρίζουμε», είπε η Μία και χαμογέλασε βεβιασμένα, ελπίζοντας να φαινόταν ειλικρινής. «Ακριβώς», ρουθούνισε η Κάρεν. «Αυτό δεν μας αρέσει». «Πώς την ονόμασες;» είπε η Μία. «Ποια;»
433/487
«Το κοριτσάκι από το μαιευτήριο». Η Κάρεν δεν χαμογελούσε πια. «Μαργκρέτε». «Ωραίο όνομα», είπε η Μία. «Ναι, δεν είναι;» «Όντως, πολύ ωραίο. Το δωμάτιό της ήταν αυτό;» Έγνεψε προς τη μεριά της οθόνης. «Ναι», απάντησε η Κάρεν θλιμμένα. «Ή μάλλον όχι, δεν ήταν τόσο ωραίο. Εκεί ήταν, αλλά το ανακαίνισα. Το παλιό ήταν… ήταν τόσο θλιβερό». «Τι της συνέβη;» «Α, όχι, όχι, σειρά μου τώρα». Η Μία τράβηξε το βλέμμα της από την οθόνη. Δεν μπορούσε να κοιτάζει. Η Μαριόν βρισκόταν εκεί κάτω, ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι, ντυμένη με ένα λευκό, δαντελένιο φόρεμα. «Έγιναν κομμάτια τα μέσα του, κομμάτια και αίμα», χαμογέλασε η Κάρεν. «Ποιανού;» «Αυτού που δεν λέμε το όνομά του. Του έβαλα ποντικοφάρμακο στο φαΐ. Έπρεπε να μαγειρέψω και για τους τρεις μας, όταν η αστυνομία είπε ότι η μαμά εξαφανίστηκε από μόνη της. Πλάκα είχε να το βλέπεις. Που πέθαινε, εννοώ. Μαζί το είδαμε, η αδελφή μου κι εγώ. Αιμορραγούσε από το στόμα, από παντού. Ήταν πολύ διασκεδαστικό. Σχεδόν πανηγυρικό. Λες και ήταν Χριστούγεννα». «Πού τον θάψατε;» είπε η Μία και προσπάθησε να μην κοιτάζει την οθόνη. Συγκεντρώσου, Μία, συγκεντρώσου. «Ακριβώς πίσω από το αποχωρητήριο», χαμογέλασε η Κάρεν. «Βρόμα, βρόμα, σκέτη αηδία! Στο καταλληλότερο μέρος. Είσαι σίγουρη ότι δεν θέλεις κέικ;» «Ίσως αργότερα», χαμογέλασε και η Μία. «Είναι πολύ καλό», είπε η Κάρεν και χάθηκε στις σκέψεις της για μια στιγμή. «Και η Μάλιν Στολτζ;» «Τη Μάικεν εννοείς;»
434/487
«Η κοπέλα με τα δύο διαφορετικά μάτια; Η Μάλιν;» «Η Μάικεν», έγνεψε καταφατικά η Κάρεν. «Την κακομοίρα τη Μάικεν. Είναι θεοπάλαβη, το ξέρεις; Αλλά κερδίσαμε ένα σωρό λεφτά μαζί». Αργά-αργά, η Μία άρχισε να καταλαβαίνει πώς ακριβώς είχαν τα πράγματα. «Μέσω της Εκκλησίας;» Η Κάρεν Νίλουν χαμογέλασε και ξαναχτύπησε παλαμάκια. «Τι έξυπνη που είσαι, Μία, τι έξυπνη! Δεν θα πιστέψεις πόσο εύκολο είναι να πείσεις ηλικιωμένες γυναίκες να γράψουν ξαφνικά όλη τους την περιουσία στον Ιησού, όταν ξέρουν ότι θα πεθάνουν σύντομα». Γέλασε απαλά. «Εκείνοι έπαιρναν το εξήντα τοις εκατό, εμείς το σαράντα. Δίκαιη μοιρασιά, δεν νομίζεις; Μιλάμε για πολλάαα λεφτά, Μία. Ξέρεις για πόσο πολλά λεφτά μιλάμε;» «Όχι», είπε η Μία. «Πολλά», της έκλεισε το μάτι η Κάρεν. «Ας πούμε ότι κανονικά δεν μένω εδώ». «Αλλά δεν ήξερε για τη Μαργκρέτε, ναι; Oύτε για τα άλλα κορίτσια». «Α, όχι!» γέλασε η Κάρεν. «Η Μάικεν μπορεί να είναι τρελή, πέραν πάσης αμφιβολίας, αλλά είναι πολύ ευαίσθητη για τέτοια πράγματα. Ενώ αυτό τον ηλίθιο το φίλο της, τον Ρόγκερ Μπάκεν, μπορούσα άνετα να τον χρησιμοποιήσω. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα, πράγμα αστείο στο κάτω-κάτω. Κάτι τέτοιοι άνθρωποι είναι πάντα τόσο αδύναμοι, τόσο εύπιστοι». «Ποπό, για δες σχέδιο», είπε η Μία. «Να συνεργαστείτε με την Εκκλησία. Πραγματικά έξυπνο, μπράβο. Μπράβο σε όλους σας». «Ναι, δεν ήταν;» είπε η Κάρεν περήφανα. «Και τι έγινε τελικά με κείνην;» επέμεινε η Μία. «Με ποια;» «Με τη Μαργκρέτε, το μωρό». Η Κάρεν σώπασε για λίγο πριν απαντήσει. «Με χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Έσπασα το πόδι μου και τα δυο μου χέρια», είπε τελικά και έσφιξε τα χείλη της. «Έμεινα κατάκοιτη στο νοσοκομείο». «Για πολύ;»
435/487
Η Κάρεν κατένευσε αργά-αργά. «Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω κιόλας», συνέχισε έχοντας ξαναφορέσει το χαμόγελό της. «Τους ηλικιωμένους, λέω. Που δίνουν τα λεφτά τους. Είναι ξαπλωμένοι εκεί ολομόναχοι, το σώμα τους δεν δουλεύει πια. Αρχίζουν και σκέφτονται τη ζωή τους και μετανιώνουν για πολλά. Ω, πώς μετανιώωωνουν, Μία. Τους έχω δει. Τους έχω ακούσει να μιλούν. Σκέφτονται όλα όσα θα μπορούσαν να είχαν κάνει διαφορετικά. Ότι δεν φρόντισαν αρκετά τους ανθρώπους γύρω τους. Ότι δεν έκαναν αρκετά πράγματα για τον εαυτό τους. Ότι δεν ταξίδεψαν αρκετά, δεν έπαιξαν αρκετά, δεν εξερεύνησαν τον κόσμο αρκετά. Είναι τρομοκρατημένοι – όλοι τους. Βλέπεις το φόβο στο βλέμμα τους. Μερικοί είναι ακραίοι, Μία, πρέπει να τους δεις. Είναι πανικοβλημένοι. Θα ήθελαν άλλη μια προσπάθεια. Θέλουν να αγοράσουν άλλη μια ευκαιρία. Δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις, εδώ που τα λέμε. Πώς είναι να ξέρεις ότι θα πεθάνεις, Μία;» «Θα με σκοτώσεις;» ρώτησε η Μία. Η Κάρεν την κοίταξε με περιέργεια. «Ναι, προφανώς. Γιατί με ρωτάς;» «Γιατί εμένα;» «Ακόμα δεν το κατάλαβες; Κι εγώ που νόμιζα ότι ήσουν έξυπνη…» «Όχι, δεν το καταλαβαίνω», είπε η Μία χαμηλόφωνα. «Όχι, δεν το καταλαβαίνεις γιατί εγώ είμαι πιο έξυπνη από σένα». Η Κάρεν χαμογέλασε θριαμβευτικά και χτύπησε παλαμάκια, παιδιάστικα, για ακόμα μία φορά. «Σκότωσα ένα σκύλο, το ξέρεις; Για να έχουν τα κορίτσια να παίζουν με κάτι. Δεν είναι πολύ γλυκό εκ μέρους μου;» «Δεν το ήξερα αυτό, όχι», μουρμούρισε η Μία. «Γιατί είσαι χαζή, γι’ αυτό», χαμογέλασε η Κάρεν Νίλουν. «Ναι, είσαι πιο έξυπνη από μένα». «Είμαι, ναι». «Γιατί λοιπόν θα με σκοτώσεις;» «Δεν ξέρεις; Πραγματικά δεν ξέρεις;» χαμογέλασε πλατιά η γυναίκα με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά. «Όχι». «Να σ’ το πω;» «Ναι».
436/487
«Επειδή σκότωσες την αδελφή μου», είπε η Κάρεν και εξαφανίστηκε στην κουζίνα.
80 Η Λιβ-Χέγκε Νίλουν πρωτοσνίφαρε κόλλα όταν ήταν δεκατριών χρονών, σ’ ένα σοκάκι στο Χάμαρ. Είχε παρατήσει το σχολείο από καιρό, δεν της άρεσε καθόλου· τα μαθήματα δεν της ταίριαζαν, ούτε και οι άνθρωποι εκεί. Κανείς εξάλλου δεν νοιαζόταν για το πού γυρνούσε. Μόνο η αδελφή της η Κάρεν τη νοιαζόταν κάποτε, ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερή της, πάντα την πρόσεχε όταν μεγάλωναν στο Τάνγκεν, στο μικρό σπιτάκι τους μακριά απ’ τους ανθρώπους. Ο πατέρας ήταν ένας τύραννος. Η σωματική και η ψυχική κακοποίηση ήταν καθημερινό φαινόμενο για τις δύο αδελφές και τη μητέρα τους, η οποία στο τέλος εξαφανίστηκε από προσώπου γης. Η μικρή ΛιβΧέγκε είχε γίνει μάρτυρας πραγμάτων που το μυαλό και το κορμί της δεν μπορούσαν να αντέξουν. Το βουτηγμένο στην κόλλα ύφασμα ήταν ένας τρόπος απόδρασης από την πραγματικότητα. Όσο η Κάρεν ήταν παρούσα, τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Πήγαινε πιο εύκολα σχολείο, νοιαζόταν για τον εαυτό της, πίστευε ότι θα μπορούσε στο τέλος να τα καταφέρει, να νιώσει καλά. Αλλά η Κάρεν είχε αλλάξει. Μετά το χαμό και των δυο γονιών τους, είχε γίνει σχεδόν άλλος άνθρωπος. Θύμωνε με το παραμικρό. Ξεσπούσε στα γέλια ξαφνικά με πράγματα που δεν ήταν αστεία. Η ΛιβΧέγκε θυμόταν μια φορά που ένα πουλάκι είχε πέσει στο τζάμι του παραθύρου στο σαλόνι. Η Λιβ-Χέγκε είχε πιάσει το πουλάκι και το είχε βάλει σε μια χαρτόκουτα με βαμβάκι, προσπαθώντας να το κρατήσει ζωντανό. Μια μέρα είχε γυρίσει σπίτι από το σχολείο και έκπληκτη είχε βρει τη μεγάλη της αδελφή στην κουζίνα πάνω από μια κατσαρόλα βραστό νερό, να στέκεται και να παρακολουθεί το πουλάκι να σκούζει ενώ το έβραζε ζωντανό. Είχε γυρίσει και είχε κοιτάξει τη Λιβ-Χέγκε με ένα πλατύ χαμόγελο. Λες και χαιρόταν που πέθαινε το πουλάκι. Η μητέρα τους δούλευε στο νοσοκομείο
438/487
του Χάμαρ και η μεγάλη της αδελφή, η Κάρεν, είχε την ευκαιρία να πηγαίνει μαζί της στη δουλειά. Η μαμά δεν ήξερε ότι η Κάρεν έκλεβε φάρμακα. Μια μέρα που ήταν μόνες στο σπίτι, η Κάρεν είχε δείξει στη Λιβ-Χέγκε την τσάντα που είχε στη σοφίτα: σύριγγες και αμπούλες και μπουκαλάκια κι ό,τι μπορείς να φανταστείς, ένα σωρό περίεργες ετικέτες. Η Λιβ-Χέγκε δεν μπορούσε να φανταστεί τι τα ήθελε όλα αυτά η αδελφή της, αλλά πολύ πιθανόν να τα ήθελε για να σκοτώσει κάποιον. Γιατί στην Κάρεν άρεσε να σκοτώνει. Η Λιβ-Χέγκε έπρεπε να ξεχάσει. Το ύφασμα με την κόλλα ήταν μονάχα η αρχή σε ένα ταξίδι που είχε έναν και μόνο προορισμό. Στην αρχή, η ΛιβΧέγκε πήγαινε από το Τάνγκεν μέχρι το Χάμαρ με οτοστόπ, αλλά το σταμάτησε κι αυτό κάποια στιγμή: δεν γύριζε πια καθόλου στο σπίτι της. Σνίφαραν κόλλα στα ερείπια του ναού των Βίκινγκ, στο Ντομχιρχεόντεν, και ύστερα έπεφταν για ύπνο στους τριγύρω θάμνους. Έπαιρναν πόπερς, φάρμακα για την καρδιά, και κοιμόνταν σε παγκάκια και κάτω από σκάλες. Έκλεβαν για να φάνε και περνούσαν την περισσότερη ώρα ψάχνοντας να βρουν κάτι για την ντάγκλα τους. Όσο πιο πολύ ντάγκλαρε η Λιβ-Χέγκε, τόσο πιο δύσκολο ήταν να παραμείνει νηφάλια. Τα πρώτα χρόνια σνίφαραν και χαπακώνονταν με κάποιο μέτρο, ίσως μια-δυο φορές την εβδομάδα, αλλά μετά έπεσε με τα μούτρα σε έναν καταστροφικό φαύλο κύκλο απ’ όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει. Η Λιβ-Χέγκε ένιωθε να την κυνηγούν όλα όσα είχε ζήσει πιο μικρή, η παντελής έλλειψη αγάπης από τη ζωή της, ο μόνιμος φόβος του τι θα συνέβαινε: δεν είχε καμία ευκαιρία να σχετιστεί με την πραγματικότητα όπως οι άλλοι άνθρωποι. Να έχει μια καλή, ασφαλή ζωή. Ένα σπίτι, μια δουλειά, μια οικογένεια. Παιδιά. Διακοπές. Καμία ελπίδα. Η Λιβ-Χέγκε Νίλουν είχε μόνο ένα σκοπό στη ζωή της: την επόμενη δόση της. Και ύστερα την επόμενη. Είχε εραστές, μα τίποτε σημαντικό. Έναν τύπο από δω που της πρόσφερε ένα κρεβάτι και χασίς, έναν τύπο από κει που την άφηνε να κάνει μπάνιο και να πιει αλκοόλ. Και ύστερα γνώρισε τον Μάρκους Σκουγκ. Η Λιβ-Χέγκε είχε κοιμηθεί σε ένα αμάξι κι όταν ξύπνησε βρισκόταν στο Όσλο. Κάποιος έπρεπε να πάει να φέρει σταφ από την πόλη, σπιντ ή κάτι άλλο, και σε ένα διαμέρισμα στην Γκρένλαν εμφανίστηκε ξαφνικά εκείνος. Η Λιβ-Χέγκε τον ερωτεύτηκε με τη
439/487
μία. Έγιναν ζευγάρι. Ο Μάρκους Σκουγκ την εισήγαγε στην ηρωίνη, κι από τότε η Λιβ-Χέγκε είχε δύο έρωτες στη ζωή της. Η ηρωίνη τής πήγαινε γάντι. Καμία σχέση με την κόλλα κι όλες αυτές τις βρομιές που είχε βάλει μέσα της. Αυτά μπορεί να την απομάκρυναν από την πραγματικότητα, αλλά την αρρώσταιναν και την έκαναν σαν ζόμπι. Η ηρωίνη ήταν άλλο πράγμα. Ο Μάρκους Σκουγκ τής είχε κάνει την πρώτη ένεση μια καλοκαιρινή μέρα δίπλα στον ποταμό Άκερ, και η Λιβ-Χέγκε δεν πίστευε τι ζούσε. Ήταν λες και το κορμί της βρισκόταν από πάντα σε ένταση και τώρα, ξαφνικά, επιτέλους, γαλήνευε. Τα αιχμηρά αγκάθια της ζωής, η τσουχτερή της δυστυχία, μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε ένα μεγάλο χαμόγελο. Ένα μεγάλο, πανέμορφο χαμόγελο με ροζ συννεφάκια ατέλειωτης ομορφιάς. Οι άνθρωποι ήσαν καλοί. Ο κόσμος ήταν υπέροχος. Για πάντα. Από εκείνη τη στιγμή, έγιναν αχώριστοι. Ένα τέλειο ουράνιο τρίγωνο. Ο Μάρκους, η Λιβ-Χέγκε και η ηρωίνη. Περιπλανήθηκαν· έζησαν λίγο από εδώ, λίγο από εκεί. Ο Μάρκους ήξερε πολύ κόσμο, κι έτσι έγινε κι αυτός ντίλερ και γνώρισε άλλους τόσους. Οι ντίλερ ήταν οι διασημότητες του υποκόσμου, περιβάλλονταν μονίμως από έναν κύκλο γνωστών και αγνώστων, και, παρόλο που ο Μάρκους λειτουργούσε μόνο στο επίπεδο του δρόμου, τα είχε πάει μια χαρά. Τώρα ήταν πια φθινόπωρο, είχαν αράξει με το τροχόσπιτό τους κάπου στο Τρίβαν κι έκαναν λίγο παραπάνω θόρυβο παρτάροντας, με πολλή κόκα και πολύ σπιντ και ίσως με λίγο παραπάνω ηρωίνη απ’ ό,τι θα ’πρεπε, έτσι θυμόταν η Λιβ-Χέγκε. Μια χαρά ήταν τα πράγματα. Η Λιβ-Χέγκε ξαναχτύπησε μια ένεση. Οι φίλοι που είχαν έρθει για το πάρτι είχαν επιστρέψει στο κέντρο κι έμειναν πάλι οι τρεις τους στο τροχόσπιτο. Ο Μάρκους και η Λιβ-Χέγκε… και ο υπέροχος, υγρός χρυσός που σύντομα θα ξανακυλούσε στις φλέβες της. «Μπορείς να με φτιάξεις;» Η Λιβ-Χέγκε κοίταξε παρακλητικά τον Μάρκους Σκουγκ που γύριζε κύκλους γύρω από τον εαυτό του μες στο μικρό τροχόσπιτο. Μόλις είχε σνιφάρει δύο μιξ γραμμές, σπιντ και κοκαΐνη μαζί, και είχε ανάψει. Μιλούσε με τον εαυτό του και τα μάτια του ήταν μεγάλα σαν πιατέλες.
440/487
«Μάρκους;» ξανάπε η Λιβ-Χέγκε. «Θα μου χτυπήσεις μια ένεση;» Η ΛιβΧέγκε τράβηξε το μανίκι του πουλόβερ της και ακούμπησε το μπράτσο της στο γκρίζο τραπεζάκι από φορμάικα. «Γάμα μας, ρε Λιβ-Χέγκε, κάν’ το μόνη σου, εγώ πρέπει να σ’ το κάνω πάντα;» γρύλισε ο Μάρκους Σκουγκ ετοιμάζοντας δυο νέες γραμμές πάνω στο τραπέζι. «Μα μου αρέσει όταν το κάνεις εσύ», είπε η Λιβ-Χέγκε. «Έλα, κάν’ το…» «Άι γαμήσου, μωρή, που όλο γκρινιάζεις, τι σκατά θέλω και πηδάω το πτώμα σου, γαμώτη μου; Να το κάνω; Γιατί να το κάνω, ρε Λιβ-Χέγκε; Σε τι ακριβώς συνεισφέρεις εσύ δηλαδή;» Η Λιβ-Χέγκε κοίταξε γεμάτη ντροπή το πάτωμα και τέντωσε το λαστιχάκι γύρω από το μπράτσο της. Ο Μάρκους έσκυψε και σνίφαρε και τις δύο γραμμές, μία σε κάθε ρουθούνι. «Α, ναι, ναι, ναι, αυτό είναι. Αυτό είναι, μάνα μου, τώρα γίνεται κάτι, ναι». Ξέσπασε στα γέλια και χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο. Η Λιβ-Χέγκε αναπήδησε, έχασε σχεδόν τη φλέβα απ’ τη βελόνα, αλλά αυτή μπήκε τελικά. Η ζέστη άρχισε να ρέει στο σώμα της. Επιτέλους. Ροζ σύννεφα. Ατέλειωτες παραλίες. Μόλις είχε αφήσει τη βελόνα στο πάτωμα, όταν χτύπησε η πόρτα του τροχόσπιτου. «Έι!» Η φωνή μιας γυναίκας. «Τι στο διάολο;» είπε ο Μάρκους. Προσπάθησε να δει έξω από την κουρτίνα, αλλά είχε ξεχάσει ότι στα παράθυρα είχαν μόνο χαρτόνια: τους ήταν αδύνατον να δουν έξω από το βρόμικο τροχόσπιτο. «Αστυνομία!» Αντρική φωνή αυτή τη φορά. «Τι σκατά;» είπε ο Μάρκους κι άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι από το σταφ. «Λιβ-Χέγκε; Βοήθησέ με!» Αλλά η Λιβ-Χέγκε δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να μετακινηθεί έστω και λίγο. Είχε ένα τεράστιο χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπό της και βάδιζε ολοταχώς προς τα ωραιότερα μέρη του μυαλού της. Δεν θυμόταν τι ακριβώς συνέβη ή πώς συνέβη, αλλά ξαφνικά μια αστυνομικίνα βρέθηκε να στέκεται μέσα στο τροχόσπιτο.
441/487
«Μία Κρούγκερ, από το Ανθρωποκτονιών. Ψάχνουμε ένα κορίτσι, το έχετε δει;» «Ναι, η Πία είναι», χαμογέλασε η Λιβ-Χέλγκε όταν είδε τη φωτογραφία. «Σκάσε!» φώναξε ο Μάρκους. «Μα αφού είναι η Πία, Μάρκους. Τυφλός είσαι;» «Είπα, σκάσε», ξαναφώναξε ο Μάρκους Σκουγκ. «Μάρκους;» ρώτησε η αστυνομικίνα ξαφνικά. «Μάρκους Σκουγκ;» «Τι συμβαίνει, Μία;» φώναξε ένας άλλος αστυνομικός από έξω. «Έλα, ρε, κοίτα να δεις. Η Μία Κρούγκερ! Χρόνια και ζαμάνια…» είπε ο Μάρκους. Η αστυνομικίνα που την έλεγαν Μία έμοιαζε να έχει δει φάντασμα. «Τι κάνει η αδελφή σου;» γέλασε ο Μάρκους. Οι δυο τελευταίες γραμμές μόλις είχαν αρχίσει να πιάνουν τόπο, το στόμα του ήταν μια τεράστια, ανοιχτή τρύπα, όλο δόντια και γέλιο. «Α, ναι, μωρέ, τα τίναξε, σωστά. Ναι, ναι, αυτό έκανε, δεν άντεξε την πίεση, χαχά. Ναι, αυτό συμβαίνει σε μικρά όμορφα κοριτσάκια από καλές οικογένειες. Δεν αντέχουν στα σκατά, παραήταν στρέιτ, χαχά». Η Λιβ-Χέγκε δεν είχε δει ότι η αστυνομικίνα είχε τραβήξει πιστόλι, αλλά να που είχε τραβήξει λοιπόν, μες στο μικρό τους τροχόσπιτο. Η Λιβ-Χέγκε δεν ήταν εκεί· καθόταν σε μια βουνοκορφή και τους κοίταζε από ψηλά. Όλα ήταν ωραία και καλά. Ο αέρας φυσούσε ολόφρεσκος ανάμεσα στα μαλλιά της. Στο δωμάτιο μακριά της, εκεί όπου η ίδια δεν ήταν, ο Μάρκους είχε αρπάξει μια σύριγγα από το τραπέζι. Από το στόμα του έβγαιναν αφροί. Κρατούσε τη σύριγγα με το ένα χέρι και γελούσε άγρια προς την αστυνομικίνα. «Δεν θες κι εσύ λίγο, Μία; Ε; Είσαι σίγουρη ότι δεν θες μια γεύση; Η αδελφή σου ήθελε παραπάνω απ’ ό,τι άντεχε, ρε. Ποπό, τι αδύναμο μουνάκι που ήταν, ρε συ, η φτωχούλα, μικρούλα Σίγκρι, χαχά». Από την υπέροχη βουνοκορφή όπου καθόταν, η Λιβ-Χέγκε έβλεπε πεντακάθαρα τι συνέβαινε. Ήταν λες και είχε πάει σινεμά. Ο Μάρκους έβηξε ένα φλέμα και έφτυσε την αστυνομικίνα προσπαθώντας, την ίδια στιγμή, να την καρφώσει με τη σύριγγα. Η αστυνομικίνα πήδηξε προς τα πίσω και το πιστόλι εκπυρσοκρότησε. Η βουνοκορφή έγινε ηφαίστειο, βρυχήθηκε από
442/487
κάτω της. Το όπλο βρόντηξε δύο φορές. Ο Μάρκους Σκουγκ πετάχτηκε προς τα πίσω μες στο δωμάτιο και έμεινε ακίνητος, γεμάτος αίματα, στο πάτωμα. Η Λιβ-Χέγκε Νίλουν συνήλθε δύο εβδομάδες αργότερα, δύο εβδομάδες σκληρής αποχής, σε ένα εντελώς άγνωστό της δωμάτιο. Στο πλάι της καθόταν η Κάρεν. Δεν είχε κουνηθεί για μία ολόκληρη εβδομάδα. Την είχαν δέσει στο κρεβάτι, και η Λιβ-Χέγκε Νίλουν δεν είχε ξαναζήσει ποτέ στη ζωή της κάτι παρόμοιο. Ζούσε στην Κόλαση. Ήταν λες και κάθε κύτταρο του σώματός της είχε ξυπνήσει και ούρλιαζε βρίζοντας. Ένα δισεκατομμύριο χανγκόβερ την ίδια στιγμή και κάτι κραυγές λες κι είχε μπει μέσα της ο Διάβολος. Ήταν δεμένη σφιχτά στο κρεβάτι, στο λευκό δωμάτιο, μέχρι να τελειώσουν όλα. Με την Κάρεν μονίμως δίπλα της. Η αδελφή της την έπλενε, την τάιζε, της κρατούσε το χέρι, την ηρεμούσε. Είχε φύγει, μα να που είχε ξαναγυρίσει. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κάποια στιγμή πήγε μόνη της στο μπάνιο και κάθισε και έφαγε το φαγητό της στο τραπέζι ολομόναχη. Η Κάρεν δεν την εγκατέλειψε ούτε δευτερόλεπτο. Ύστερα, πήρε άδεια να πάει στον κήπο. Να καθίσει στο γρασίδι. Να δει τον ήλιο και τα δέντρα. Η Κάρεν χαμογελούσε τώρα. Η Λιβ-Χέγκε δεν είχε δει την Κάρεν να χαμογελά ούτε μια φορά τόσα χρόνια, αλλά τώρα η αδελφή της φαινόταν ευτυχισμένη. Αυτό που δεν ήξερε η Κάρεν Νίλουν ήταν ότι η Λιβ-Χέγκε δεν είχε καμία πρόθεση να παραμείνει εν ζωή. Είχε χάσει ό,τι αγαπούσε. Τους δυο της έρωτες: τον Μάρκους Σκουγκ και την ηρωίνη. Τι να της πει πια αυτός ο κόσμος; Τίποτα. Μία εβδομάδα αργότερα, την πρώτη φορά που της δόθηκε άδεια για να πάει βόλτα μόνη της, ανέβηκε όσο πιο ψηλά μπορούσε σε ένα έλατο στο δάσος και έδεσε ένα σχοινί γύρω από το λαιμό της. Και πήδηξε προς την ελευθερία.
81 «Λυπάμαι πάρα πολύ», είπε η Μία. «Α, δεν πειράζει. Τη σκότωσες και τώρα θα πεθάνεις κι εσύ. Μία σου και μία της, ε;» Η Κάρεν χαμογέλασε και χάιδεψε τη Μία στο χέρι. Ξαναμπήκε στην κουζίνα και βγήκε μ’ ένα κομμάτι κέικ σοκολάτα. «Θες λίγο κέικ;» Η Μία κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μα πρέπει να φας λιγάκι, είναι πολύ καλό, συνταγή της μαμάς μου». Η Μία κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή στο τραπέζι. Η Μαριόν Μουνκ ήταν ξαπλωμένη ακίνητη στο κρεβάτι του υπογείου. Ξαφνικά, η Μία διέκρινε μια μικρή κίνηση. Ευτυχώς. Το κοριτσάκι απλώς κοιμόταν. Η Κάρεν Νίλουν χαμογέλασε και χάιδεψε την οθόνη με το ένα δάχτυλο. «Όμορφη δεν είναι;» Η Μία κατένευσε προσεκτικά. «Ανυπομονώ να την πλύνω και να τη φροντίσω». Η Κάρεν χαμογέλασε στη Μία. «Είναι σημαντικό τα παιδιά να είναι καθαρά, δεν είναι;» Η Μία άρχισε να φοβάται. Μέχρι τώρα είχε καταφέρει να διατηρήσει την ψυχραιμία της, αλλά να που είχε αρχίσει να φοβάται τώρα. Ο φόβος του κακού. Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τέτοια μάτια. Ήταν λες και η γυναίκα δίπλα της είχε πλήρη επίγνωση του τι έβλεπε και του τι έκανε, αλλά δεν είχε την παραμικρή ενσυναίσθηση, δεν ένιωθε καθόλου την αγωνία των κανονικών ανθρώπων. «Θες να μάθεις τι θα γίνει τώρα; Θες να παίξουμε αυτό το παιχνίδι;» χαμογέλασε η Κάρεν και σηκώθηκε. «Δεν μπορούμε να παίξουμε τίποτε άλλο;» ρώτησε η Μία. Έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσει χρόνο. Και για την ίδια, αλλά κυρίως για τη
444/487
Μαριόν. Σκέφτηκε τον Μουνκ: πώς θα αντιδρούσε αν έχανε την εγγονή του. Δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί, της ήταν αδύνατον. «Και σαν τι θες, δηλαδή, να παίξουμε;» είπε η Κάρεν χαμογελώντας. «Οτιδήποτε», είπε η Μία προσπαθώντας να ανταποδώσει το χαμόγελο. «Γιατί δεν μιλάμε για τη Μαργκρέτε;» Η Κάρεν ξαφνικά σοβάρεψε. Συνοφρυώθηκε και σταύρωσε τα μπράτσα της στο στήθος. Η Μία προσπάθησε απελπισμένα να καταλάβει τι γινόταν μες στο κεφάλι της, πώς λειτουργούσε το μυαλό της, να βρει κάποια αδυναμία – αλλά δεν μπορούσε να τη διαβάσει. «Η Μαργκρέτε είναι μια χαρά», τιτίβισε η Κάρεν και χαμογέλασε ξανά. «Πηγαίνει σχολείο στον ουρανό και έχει τέσσερις συμμαθήτριες και πολύ σύντομα θα έχει πέντε. Και μια δασκάλα επίσης». «Συμμαθήτριες;» είπε η Μία, προβληματισμένη. «Ε, ναι, αφού σύντομα θα πάνε κι αυτές σχολείο, δεν το κατάλαβες;» Τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν στο μυαλό της Μία: Ταξιδεύω Ασυνόδευτος/η. Οι σάκες. Τα σχολικά βιβλία. Το σχοινάκι. Η Κάρεν Νίλουν είχε τη στρεβλή ιδέα να φτιάξει μια σχολική τάξη στον ουρανό, και η δασκάλα θα ήταν η ίδια. Έτσι εξηγούνταν όλα εκείνα που λίμναζαν στο κεφάλι αυτής της ψυχοπαθούς. Η Μία ένιωσε ξαφνικά ενοχές: γιατί δεν το είχε καταλάβει πιο πριν; Ίσως τότε η Μαριόν να είχε γλιτώσει τη φυλάκιση στο μικρό υπόγειο δωμάτιο του εξοχικού σπιτιού του τρόμου. «Κι έχει και ένα σκύλο», συνέχισε η Κάρεν. «Ένα μικρό, γλυκό λυκάκι με το οποίο τρελαίνεται να παίζει. Κοίτα τι χαρούμενη που είναι, Μία, κοίτα!» Η Κάρεν έδειξε το ταβάνι και στάθηκε να το κοιτάζει με ένα ανόητο χαμόγελο στο πρόσωπό της. «Έρχεται η μαμά, Μαργκρέτε, σε λίγο θα είναι εκεί». Η Κάρεν χαιρέτησε κι έστειλε ένα φιλί στον ουρανό. «Γιατί δέκα φορέματα και μόνο πέντε κορίτσια;» πέταξε η Μία. «Τι;» είπε η Κάρεν. «Παρήγγειλες δέκα φορέματα, αλλά θα έχεις μόνο πέντε κορίτσια». «Κανένα κοριτσάκι δεν πρέπει να έχει μόνο ένα φόρεμα. Εσύ ένα φόρεμα είχες μόνο στο Όρσγκορστραν; Όταν έπαιζες με τη μικρούλα Σίγκρι;»
445/487
Η Μία δάγκωσε τα χείλη της όταν άκουσε το όνομα της αδελφής της. Ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα της, αλλά κατάφερε να τον κατευνάσει. «Θα είναι λοιπόν μόνο πέντε;» ρώτησε χαμογελαστή. «Ναι», είπε η Κάρεν με μια ρυτίδα στο μέτωπο, σκεπτόμενη ίσως αν θα έπρεπε να σκοτώσει και άλλα. «Καλύτερα μια μικρή τάξη, ώστε να μπορούν να ακούγονται όλες. Δεν νομίζεις ότι είναι σημαντικό να σε βλέπουν και να σε ακούν; Θα μπορούσαν να είναι δέκα βέβαια, αλλά τι νομίζεις εσύ; Πέντε φτάνουν, ή όχι;» «Πέντε φτάνουν, βέβαια», είπε η Μία. «Μπράβο σου. Πολύ σωστά το σκέφτηκες». «Βρίσκεις;» είπε η Κάρεν ξαφνιασμένη. «Ω, ναι, απολύτως», απάντησε η Μία. «Και η ιδέα σου είναι πάρα πολύ καλή και το σχέδιο εξαιρετικό. Πώς δηλαδή θα πήγαινε μόνη της σχολείο η Μαργκρέτε, ε; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα». «Ε, ναι!» είπε η Κάρεν και ξανακάθισε στο τραπέζι. «Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω». «Πολύ σωστά το σκέφτηκες», είπε η Μία. «Και το εκτέλεσες και σωστά· θέλω να πω, δεν πήραμε χαμπάρι, μας ξεγέλασες πέρα για πέρα, είσαι πανέξυπνη». «Είμαι, δεν είμαι;» χαμογέλασε πλατιά η Κάρεν και χτύπησε παλαμάκια. «Ναι, η εξυπνότερη που έχω συναντήσει», συμφώνησε η Μία. «Το σχεδίαζα εδώ και πολύυυ καιρό», είπε η Κάρεν. «Πάρα πολύ προσεκτικά. Και ύστερα αποδείχτηκε τόσο εύκολο! Ήταν τόσο εύκολο, μα τόσο εύκολο, ενώ εσείς ήσασταν εντελώς λάθος. Αχ! πέρασα καταπληκτικά παίζοντας. Εσύ;» «Ναι, ήταν πολύ διασκεδαστικό», χαμογέλασε η Μία. «Και τώρα φτάσαμε σχεδόν στο τέλος. Θα είναι τέλεια», αναστέναξε η Κάρεν. «Τώρα, θα πεθάνουμε όλοι… και, μετά, τέλος». «Ναι, ωραία θα είναι», είπε η Μία, ενώ οι σκέψεις στο μυαλό της έτρεχαν ασυγκράτητες. «Και τώρα, Κάρεν; Ποιος θα πεθάνει πρώτος τώρα;» «Πρώτα εσύ», είπε η Κάρεν. «Και μετά η Μαριόν. Ή μάλλον, για περίμενε. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα». «Όχι;» είπε η Μία. «Δεν έχεις έτοιμο σχέδιο; Περίεργο αυτό για σένα».
446/487
«Το ξέρω», γέλασε η Κάρεν. «Αλλά δεν μπορώ ν’ αποφασίζω για τα πάντα, υπάρχουν και μερικά πράγματα που εξαρτώνται από την τύχη». «Σαν ποια;» «Είχα έναν τύπο που με βοηθούσε», είπε η Κάρεν και ξανακάθισε. «Μα οι άντρες είναι ηλίθιοι, ψέματα;» «Βλαμμένοι είναι», είπε η Μία. «Ακριβώς, εντελώς βλάκες. Αλλά αυτός εδώ ήταν άσ’ τα να πάνε. Πραγματικά βλαμμένος, καταλαβαίνεις τι εννοώ, βλαμμένος πραγματικά», γέλασε η Κάρεν. «Ποιος ήταν αυτός;» «Α, ένας άσχετος τύπος, πώς τον έλεγαν να δεις… Βίλιαμ, ναι. Ήταν παντρεμένος, αλλά με γούσταρε. Θεέ μου, πόσο απλοϊκοί είναι οι άντρες! Με βοήθησε να χτίσω το δωμάτιο. Δεν ήθελα να έχω το παλιό δωμάτιο. Ήθελα καινούριο». «Επειδή ζούσε η Μαργκρέτε στο παλιό;» «Ακριβώς. Και δεν το ήθελα πια». «Σε καταλαβαίνω». «Και έτσι ήρθε και με βοήθησε και ύστερα κάναμε και κάτι αστείο». «Τι δηλαδή;» Η Κάρεν δεν κρατιόταν πια. Άρχισε να χαχανίζει σαν σχολιαρόπαιδο. «Τραβήξαμε ένα βίντεο!» είπε ξεκαρδισμένη. «Ένα βίντεο;» «Ναι, με το κινητό του τηλέφωνο. Θεέ μου, πόσο γέλασα μετά!» Το βίντεο της Κίεσε. Δεν ήταν πραγματικό. Η Μία προσπάθησε να μη φανερωθεί. «Τι είδους βίντεο δηλαδή;» «Εκείνος έκανε λες και ήταν τρομοκρατημένος», συνέχισε η Κάρεν να γελάει. «Και έδωσε τις λάθος συντεταγμένες – επίτηδες! Σαν GPS, ξέρεις, απ’ αυτό που έχουν τα αυτοκίνητα». «Ναι;» «Ναι, αμέ, είπε λάθος συντεταγμένες, δεν είναι αστείο;» «Πάρα πολύ αστείο», είπε η Μία, μην μπορώντας να χαμογελάσει άλλο. «Και τι συντεταγμένες έδωσε δηλαδή;»
447/487
«Χαχά! Ε, αυτό είναι το αστείο», χαχάνισε η Κάρεν. «Τις συντεταγμένες ενός σπιτιού λίγο πιο πέρα από εδώ. Τι αστείο που είναι! Καλά, δεν το παραλάβατε το βίντεο;» Η Κάρεν την πλησίασε, ξαφνικά εντελώς σοβαρή, και τη χάιδεψε με ένα παγωμένο χέρι. «Νομίζεις ότι με κοροϊδεύεις, Μία; Γελάς λες και είμαστε φίλες. Για ηλίθια με περνάς;» Η Μία ένιωσε τα παγωμένα της δάχτυλα πάνω στα μάτια και στα χείλη της. «Το λάβατε το βίντεο, δεν το λάβατε; Από τη γυναίκα του;» Η Μία κατένευσε αδύναμα. «Δεν είμαι χαζή, Μία, να το ξέρεις αυτό. Δεν με ξεγελάς εμένα. Μίλα μου ξεκάθαρα. Γιατί σας πήρε τόσο πολύ χρόνο η φάση με το βίντεο; Περίμενα ότι θα το είχατε μυριστεί εδώ και καιρό». Η Μία άρχισε να νιώθει ναυτία. Η Κάρεν χάιδευε το πρόσωπό της με τα παγωμένα της δάχτυλα λες και ήταν τυφλή και προσπαθούσε να την ψηλαφίσει. «Τι συνέβη, Μία;» Η Μία είχε μεγάλο πρόβλημα· δυσκολευόταν να κρατήσει την ψυχραιμία της. Πάνω απ’ όλα ήθελε να γυρίσει και να δαγκώσει τα δάχτυλα του άρρωστου αυτού πλάσματος. Αλλά δεν το έκανε. «Χεσμένο το είχε το βίντεο η γυναίκα του. Εδώ και λίγες μέρες μόνο εμφανίστηκε στα γραφεία μας», είπε η Μία, ήρεμα. «Αχά», χαμογέλασε η Κάρεν. «Δεν τον γούσταρε καθόλου τον τύπο, ε;» Η Μία δεν της απάντησε. «Την καταλαβαίνω πολύ καλά», γέλασε η παρανοϊκή γυναίκα με τα ξανθοκόκκινα μαλλιά. «Ένα όρθιο γουρούνι ήταν και του λόγου του. Αλλά… αλλά το έχετε τώρα, ναι; Σωστά; Δεν το έχετε;» Η Μία κατένευσε προσεκτικά. «Ωραία. Τότε μπορούμε να καθίσουμε και να περιμένουμε μέχρι να γίνει μπουμ!» είπε η Κάρεν με ένα πλατύ χαμόγελο και ξανακάθισε στο τραπέζι. «Είναι λοιπόν εδώ κοντά κι αυτό;» ρώτησε η Μία. «Ναι, δεν είναι τέλειο; Ώστε να μπορούμε να το ακούσουμε, ίσως και να δούμε και λίγο, ε;»
448/487
Η Κάρεν σηκώθηκε και εξαφανίστηκε από μπροστά της. Η Μία ένιωσε την παγωνιά που αφήνει πίσω του το Κακό. Στράφηκε και κοίταξε πάλι την οθόνη. Κλονίστηκε όταν κατάλαβε ότι η Μαριόν πήγαινε να ξυπνήσει. Όχι, όχι, Μαριόν, κάτσε ακίνητη. «Εσύ, ας πούμε», είπε τότε μια ψιθυριστή φωνή στο αυτί της, «εσύ δεν θ’ ακούσεις κανένα μπαμ». Η Κάρεν τής χάιδευε το μάγουλο. «Εσύ θα πεθάνεις τώρα. Δεν είναι ωραία;» Η Μία έκανε μια τελευταία, απελπισμένη προσπάθεια να λυθεί, αλλά ήταν αδύνατον. Δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Ένιωθε την οργή μέσα της να φουντώνει και δεν μπορούσε να τη σταματήσει. Το κορμί της λες και θα έσκαγε. «Μαλακισμένη θεότρελη!» ούρλιαξε με απόγνωση. «Έλα, έλα τώρα, Μία, πρόσεχε τη γλώσσα σου», της έκλεισε ψύχραιμα το μάτι η Κάρεν. Η Μία ένιωσε ξανά την αυτοκόλλητη ταινία να της κλείνει το στόμα· τη γεύση της κόλλας πάνω στα χείλη της. Δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Πανικός. Μην πανικοβάλλεσαι. Να αναπνέεις ήρεμα, από τη μύτη. Μην ξυπνάς, Μαριόν, μην την αφήσεις να σε δει, κάτσε ακίνητη. Είναι παγίδα, Χόλγκερ. Μη στείλεις κανέναν σε κείνο το σπίτι. Έχει σκεφτεί τα πάντα. Μην αφήσεις κανέναν να μπει μέσα, Χόλγκερ. Μην μπεις μέσα. Μη στείλεις μέσα τον Κιμ, ούτε τον Κάρι, ούτε τον Λούντβιγκ, ούτε τον Γκάμπριελ ή την Ανέτε, μην τους στείλεις μέσα, θα τους χάσουμε, Χόλγκερ. Η Μία ένιωσε έναν οξύ πόνο στο δεξί της χέρι. Γύρισε να κοιτάξει και είδε πως η Κάρεν τής είχε χώσει μια ενδοφλέβια βελόνα. Η Μία άκουσε την ψυχοπαθή κοκκινομάλλα να χαρχαλεύει κάτι από πίσω της και να κρεμάει μια πλαστική σακούλα από κάπου… και τότε άρχισε να νιώθει κάτι να ρέει μέσα της. Έτσουζε, έκανε τις φλέβες της να μουδιάζουν και να παγώνουν. «Έτσι…» είπε η Κάρεν και ξανακάθισε πάνω στο τραπέζι. «Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να παίξουμε άλλο, αλλά καλύτερα να πεθάνεις τώρα. Προτιμώ να μείνω λίγο μόνη μου με τη Μαριόν. Πρέπει να μείνουμε λιγάκι μαζί, μόνες, πριν ταξιδέψουμε εγώ κι εκείνη. Δεν μπορούμε να σ’ έχουμε στα πόδια μας». Χαχάνισε. «Φαντάζεσαι τι πλάκα θα έχει όταν καταλάβουν ότι πέθανες λίγα μόνο σπίτια πιο πέρα; Αν επιζήσουν για να το μάθουν, δηλαδή. Τέλος πάντων, όσοι επιζήσουν. Ποιος λες να επιζήσει, Μία; Ο Μουνκ; Ο Κιμ;
449/487
Αυτός ο Λάρσεν που νομίζει ότι είναι κάποιος σπουδαίος; Πλάκα δεν θα ’χει όταν το μάθουν;» Η Μία γρύλισε κάτι πίσω από την αυτοκόλλητη ταινία. Η ψυχοπαθής δολοφόνος δεν ζούσε στην πραγματικότητα, δεν καταλάβαινε ότι η Μία δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Κάρεν χτύπησε ρυθμικά τα δάχτυλά της στο τραπέζι δίπλα της. Άρχισε να κάνει κάτι περίεργους ήχους με το στόμα. Έξυσε το πρόσωπό της. Σηκώθηκε όρθια. Βγήκε από την οπτική γωνία της Μία. Επανεμφανίστηκε κρατώντας ένα δίκαννο κυνηγετικό όπλο. Άνοιξε την καραμπίνα στη μέση και κοίταξε εάν υπήρχαν φυσίγγια στις δύο κάννες. Την ξανάκλεισε και την άφησε δίπλα της, πάνω στο τραπέζι. «Αυτός το όνομα του οποίου δεν λέμε τρελαινόταν να πυροβολεί ζώα», είπε και ξαναξύστηκε στο πρόσωπο. «Σ’ αυτό μοιάζουμε. Και στους δυο μας άρεσε να σκοτώνουμε πράγματα. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις διάφορα πράγματα να πεθαίνουν, ε, Μία; Ειδικά όταν παύουν να αναπνέουν. Όταν φεύγουν για αλλού». Η Κάρεν σηκώθηκε και βγήκε στο διάδρομο. Η Μία άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει. Λίγος φρέσκος αέρας έφτασε μέχρι το δωμάτιο. Το ρεύμα του αέρα ξαναχάθηκε. Και η Κάρεν ξαναγύρισε. «Δεν πρόκειται να σε πυροβολήσω με την καραμπίνα, κακώς το νομίζεις αυτό, Μία. Δεν νομίζω ότι θ’ αρέσει στα κορίτσια να έχουν μια δασκάλα δίχως πρόσωπο, εσύ τι λες; Όχι, όχι, την καραμπίνα την έχω μόνο για την περίπτωση που κάποιος έρθει. Πρέπει πάντα να προσέχει κανείς, έτσι δεν είναι, Μία μου;» Η Μία αισθάνθηκε πάλι ένα τσίμπημα στη ράχη του χεριού της. Κάτι σχεδόν μεταλλικό εισχωρούσε στο αίμα της. Είχε αρχίσει να έχει προβλήματα όρασης, να μη βλέπει καθαρά. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οθόνη. Η Μαριόν δεν ήταν πια εκεί, είχε φύγει. Είχε πάει η Κάρεν στο υπόγειο; Τι είχε κάνει στο κοριτσάκι; Η Κάρεν κούνησε το κεφάλι της και χαμογέλασε. «Και τα πράγματα που πέφτουν είναι ωραία. Αυτός ο βλάκας που έφτιαξε το βίντεο έπεσε άψογα! Για μια στιγμή, νόμιζα ότι θα πετούσε. Σαν τον Ρόγκερ Μπάκεν. Ο Ρόγκερ μέχρι και φτερά είχε. Ήταν τέλειο να το βλέπεις. Εσένα σου αρέσει, Μία; Όταν σκοτώνεις;»
450/487
Η Μία λιποθύμησε για μια στιγμή, αφήνοντας πίσω της το κακό αυτό δωμάτιο, και ύστερα τινάχτηκε και πάλι, ξυπνώντας. Η Κάρεν είχε φτιάξει μια βαλίτσα. «Κι εγώ που ήμουν τόσο σίγουρη ότι ήξερες», είπε η Κάρεν. «Ότι ήξερες γιατί». Η Μία μπορούσε πια να δει τη Σίγκρι. Ντυμένη το λευκό της φόρεμα. Να τρέχει μες στο λιβάδι σε αργή κίνηση. Έλα, Μία, έλα. Έλα. «Ο Μάρκους Σκουγκ…» συνέχισε η Κάρεν. «Δεν ήταν ξύπνια η αδελφή μου, όχι, ξύπνια δεν θα την έλεγες, αλλά ήταν καλός άνθρωπος. Δεν ήταν δικό της το λάθος. Εκείνος δεν ήταν καλά. Αλλά τι να περιμένει κανείς από τους άντρες; Δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι. Η αδελφή μου αυτοκτόνησε αφού τον πυροβόλησες. Δεν πήρε υπερβολική δόση, όχι – κρεμάστηκε. Η υπερβολική δόση θα ήταν πολύ καλύτερη, ε, Μία; Όπως έκανε η Σίγκρι. Μια χαρά δεν πέθανε εκείνη; Αντί να πηδήξει από ένα δέντρο μ’ ένα σχοινί γύρω απ’ το λαιμό;» Η Κάρεν γύρισε και κοίταξε την πόρτα. Ξανάξυσε λίγο το πρόσωπό της. «Ναι, ναι, η αγάπη αυτά κάνει, και τα λοιπά και τα λοιπά. Μα τι ξέρω εγώ από αυτά;» Η Μία δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο ανοιχτά τα μάτια της. Δεν ένιωθε πια τα χέρια και τα πόδια της. Η Κάρεν σηκώθηκε από το τραπέζι. Την πλησίασε και της χάιδεψε το μάγουλο. «Καλό ταξίδι, Μία, Κόρη του Φεγγαριού». Στο λιβάδι, η Σίγκρι άρχισε να τρέχει προς τη Μία. Σταμάτησε μπροστά της και την κοίταξε παραξενεμένη. Χαιρέτησε την αδελφή της. Έλα, Μία, έλα. Έλα. Έρχομαι, Σίγκρι, περίμενε. Να είμαι εγώ η Ωραία Κοιμωμένη κι εσύ η Χιονάτη; Ναι, Σίγκρι, να είσαι. Έλα, Μία, έλα πια! Έρχομαι, Σίγκρι, έρχομαι, έρχομαι τώρα! Η Μία έχασε τις αισθήσεις της. Και ακολούθησε το λευκό φόρεμα της αδελφής της που κυμάτιζε ανάμεσα στα χρυσαφιά στάχυα στο λιβάδι.
82 «Δέλτα 1, ακούει;» Ο Μουνκ άφησε το κουμπί της ενδοσυνεννόησης περιμένοντας την απάντηση. «Εδώ Δέλτα 1, όβερ». «Εδώ 9. Πού βρίσκεστε, Δέλτα 1, όβερ;» Ο Μουνκ κοίταξε τον Κιμ που καθόταν με το Γκλοκ του στην αγκαλιά. Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο και φαινόταν αποφασισμένος και έτοιμος. Ο Κάρι καθόταν στο πίσω κάθισμα, κι αυτός με το γιλέκο του και μ’ ένα πιστόλι στο χέρι. Είχαν ανέβει τον δασικό δρόμο με σβηστά τα φώτα και επιτέλους μπορούσαν να ξεχωρίσουν το σπίτι, λίγο πιο πέρα. «Εδώ Δέλτα 2. Τοποθεσία εθεάθη, απόσταση σαράντα μέτρα, τέσσεραμηδέν. Ουδείς στόχος, 9, όβερ». «Δέλτα 1, εδώ 9. Παραμείνετε στις θέσεις σας, μην πυροβολείτε μέχρι νεωτέρας. Ελήφθη, Δέλτα 1; Όβερ». «Εδώ Δέλτα 1. Ελήφθη, 9, όβερ». «Απόλυτο σκοτάδι…» ψιθύρισε ο Κάρι και έσκυψε μπροστά στο κάθισμά του. Ο Μουνκ έβγαλε τις διόπτρες νυκτός και κοίταξε το παλιό ερειπωμένο κτίριο που υψωνόταν μπροστά τους. Τίποτε δεν μαρτυρούσε ότι το σπίτι ήταν κατοικημένο. Προφανώς αυτό ήταν και το ζητούμενο. Οι συντεταγμένες που εμφανίζονταν στο βίντεο τους είχαν οδηγήσει εδώ. Ο Μουνκ σκέφτηκε με ευγνωμοσύνη τον Γκάμπριελ Μερκ που, με τη βοήθεια ενός φίλου, είχε καταφέρει να βρει την τοποθεσία σε χρόνο-ρεκόρ. Το αγόρι είχε αποδειχτεί πραγματική αποκάλυψη. Ο Μουνκ πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας: «Δέλτα 2, εδώ 9, ακούει;»
452/487
«Εδώ Δέλτα 2, όβερ». «Η θέση σας; Όβερ». «Εδώ Δέλτα 2. Έχουμε δυο άνδρες πίσω από το σπίτι, ανατολικά. Τρεις μπροστά στην είσοδο, βορειοδυτικά. Έτοιμοι στη θέση μας, στα εκατόν πενήντα μέτρα, δεκαπέντε-μηδέν, όβερ». «Δέλτα 2, εδώ 9, περιμένετε περαιτέρω διαταγές, όβερ και άουτ». «Περίεργο δεν είναι που δεν υπάρχει ούτε ένα φως;» είπε ο Κιμ Κούλσε και πήρε τις διόπτρες νυκτός από τον Μουνκ. «Ίσως να λείπει αυτή», είπε ο Κάρι. «Ίσως να είναι στο υπόγειο», είπε ο Μουνκ. Ξαναπήρε τα κιάλια από τον Κιμ και τα έστρεψε προς το σπίτι. Τρεις μονάδες, όλες στις θέσεις τους. Δύο από τα ΕΚΑΜ –μία με σκοπευτές ακριβείας και μία άμεσης δράσης–, καθώς και μία μονάδα εξουδετέρωσης. Συν τον Μουνκ, τον Κιμ και τον Κάρι. Ο Μουνκ έδωσε πίσω τα κιάλια και χαμογέλασε αχνά. Ο Λούντβιγκ και ο Γκάμπριελ επέμεναν να έρθουν μαζί τους. Κι εντάξει ο Λούντβιγκ, ήταν αστυνομικός χρόνια τώρα, αλλά και ο Γκάμπριελ; Ο μικρός μόλις είχε αφήσει τις σφεντόνες, αλλά είχε κότσια. Πραγματική επιτυχία της ομάδας του, ο Μουνκ ήταν σίγουρος πια. Από την άλλη, προφανώς και τους είχε απαντήσει να κάτσουν στ’ αυγά τους. Ήταν ήδη αρκετοί εκεί πέρα. Έφταναν και περίσσευαν. «Ξέρουμε αν έχει και τη Μία;» ρώτησε ο Κιμ. «Δεν το ξέρουμε, αλλά το ξέρουμε – σωστά;» είπε ο Κάρι. «Βρήκαμε το αυτοκίνητό της έξω από το γηροκομείο», είπε ο Μουνκ. «Και η τελευταία εκπομπή από το τηλέφωνό της ήταν κάπου στην Ντράμενσβάιεν». «Θα το πέταξε απ’ το παράθυρο», γρύλισε ο Κάρι. «Τι έγινε με το αγόρι, βρήκατε τίποτα; Τον Ίβερσεν εννοώ», είπε ο Μουνκ. Ο Κιμ είχε πάει να διευθετήσει μόνος την υπόθεση και μόλις που είχε προλάβει να επιστρέψει και να μπει στην ομάδα που είχε ανεβεί ως εκεί. «Μίλησα με τη δασκάλα του, την Εμίλιε Ίζακσεν», είπε. «Πανέξυπνη γυναίκα. Με έντονη κοινωνική συνείδηση. Να ’χαμε κι άλλες τέτοιες… Το αγόρι έχει εξαφανιστεί. Οι γονείς του έχουν εξαφανιστεί. Η δασκάλα μόλις
453/487
είχε πάρει τον μικρό του αδελφό από το σπίτι. Ο πιτσιρίκος είχε να φάει εδώ και μία εβδομάδα. Της ζήτησα να μην κάνει τίποτε άλλο μόνη της, αλλά πολύ αμφιβάλλω ότι θα με ακούσει. Είμαι σίγουρος ότι έχει ήδη ξεκινήσει να πάει να τον βρει από μόνη της». «Μίλα με τον Λούντβιγκ και πείτε στο Χένεφος να στείλουν κάποιον εκεί πάνω», είπε ο Μουνκ. «Το έχω κάνει ήδη», είπε ο Κιμ. Ο Μουνκ κατένευσε επιδοκιμαστικά. Αν υπήρχε κάποιος που μπορούσε να εμπιστευτεί, αυτός ήταν ο Κιμ Κούλσε. Αντιθέτως, του Κάρι έπρεπε να του τραβάς συνέχεια το αυτί. Κι ενώ ο Κιμ καθόταν ακίνητος στο μπροστινό κάθισμα, ο Κάρι δεν μπορούσε να σταθεί ήσυχος εκεί πίσω. «Τι κάνουμε λοιπόν;» είπε ο Κάρι και ξανάσκυψε ανάμεσα στους δυο μπροστινούς επιβάτες. «Περιμένουμε», είπε ο Μουνκ. «Τι περιμένουμε; Η βρομοστρίγγλα έχει τη Μία εκεί πέρα, κι ένας Θεός ξέρει τι της κάνει! Δεν θα μπούμε μέσα να την τσακώσουμε;» «Κάρι…» είπε ο Κιμ, προσπαθώντας να τον κατευνάσει. «Ξέρω πολύ καλά τι ρίσκο υπάρχει», είπε ο Μουνκ. «Είναι και η εγγονή μου εκεί μέσα», είπε και κοίταξε τον Κάρι με ένα βλέμμα που δεν σήκωνε παρεξήγηση. Ο Κάρι κατένευσε απολογητικά και ξανακάθισε καλά στο πίσω κάθισμα. Η Μαριόν είναι εκεί μέσα. Ο Μουνκ σοβάρεψε. Δεν έπρεπε να πέσει στην παγίδα τώρα, δεν έπρεπε να μπει στο ρόλο του παππού. Ο Μίκελσον επέμενε να βγει ο Μουνκ από την ομάδα, ν’ αφήσει κάποιον άλλον να κάνει τη δουλειά, μα ούτε μπουλντόζα δεν μπορούσε να του κόψει τώρα τη φόρα. Ξανάβαλε τα κιάλια μπροστά στα μάτια του και κοίταξε το σκοτεινό σπίτι. «Πόση ώρα περιμένουμε;» είπε ο Κάρι, ανυπόμονα, από το πίσω κάθισμα. «Κάρι…» είπε ξανά ο Κιμ. «Όχι, δίκιο έχει», είπε ο Μουνκ πεισμωμένος. «Δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε άλλο». Ξαναπάτησε το κουμπί. «Δέλτα 2, εδώ 9, ακούει;» «Εδώ Δέλτα 2, όβερ».
454/487
«Δέλτα 2, εδώ 9, ετοιμαστείτε για έφοδο». «Εδώ Δέλτα 2, ελήφθη, όβερ και άουτ». Ο Μουνκ έλεγξε ότι το Γκλοκ του ήταν απασφαλισμένο και έκανε νόημα στους άλλους δύο. «Είμαστε έτοιμοι;» Ο Κιμ έγνεψε καταφατικά. «Πανέτοιμοι», είπε ο Κάρι. Ο Μουνκ άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και βγήκε από το Άουντι όσο πιο ήσυχα μπορούσε.
83 Η Μαριόν Μουνκ ξύπνησε πάλι με κείνη την παράξενη γεύση στο στόμα. Είχε δει τόσο όμορφα όνειρα! Ότι ήταν, λέει, σπίτι, ότι η μαμά κι ο μπαμπάς ήταν εκεί κι ότι όλα ήταν όπως συνήθως. Άνοιξε τα μάτια της και ανακάλυψε ότι βρισκόταν ακόμα στο μικρό, λευκό, κρύο δωμάτιο. Φορώντας το ίδιο χαζό, ογκώδες φόρεμα. Έγινε ένα κουβάρι κάτω από το λεπτό πάπλωμα και έβαλε τα κλάματα. Δεν ήξερε πια πόσο καιρό ήταν εκεί· ήταν δύσκολο να υπολογίσει, γιατί κανείς ποτέ δεν έσβηνε το φως. Είχε ψάξει να βρει το διακόπτη, μα δεν υπήρχε πουθενά διακόπτης· μόνο κρύοι τοίχοι· ούτε παράθυρο, ούτε πόρτα. Η Μαριόν είχε κλάψει τόσο πολύ, που δεν είχε άλλα δάκρυα. Είχε χτυπήσει τα χεράκια της στους τοίχους, είχε φωνάξει, είχε κλάψει, μα κανείς δεν είχε εμφανιστεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί. Αφού πάντα έρχονταν όταν έκλαιγε. Η μαμά ή ο μπαμπάς· πάντα έρχονταν! Όπως τότε που είχε πυρετό και ονειρεύτηκε ότι ο Γουίνι το Αρκουδάκι είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα τεράστιο τέρας και πήγαινε να τη φάει. Τότε είχαν έρθει και η μαμά και ο μπαμπάς, αμέσως κιόλας. Μα τώρα… κανείς… Σ’ αυτό το δωμάτιο δεν υπήρχε κανείς να τη φροντίζει. Ήταν κατάμονη. Η Μαριόν Μουνκ έβαλε το δάχτυλο στο στόμα κι έγινε μια μικρή μπαλίτσα. Είχε σταματήσει αυτό το συνήθειο καιρό τώρα, αλλά να που το ξανάρχιζε. Ακούμπησε τη γλώσσα της στον αντίχειρα και ένιωσε ασφάλεια, θαλπωρή. Βύζαξε το δάχτυλό της. Κάτι περίεργο υπήρχε στο νύχι της. Έβγαλε τον αντίχειρα από το στόμα της και τον κοίταξε παραξενεμένη. Κάποιος είχε χαράξει το νυχάκι της. Ήταν μια χαρακιά, σαν γράμμα κεφαλαίο, σαν το πρώτο γράμμα στο όνομα της φίλης της της Βίβιαν από το νηπιαγωγείο: V. Είχε ένα V στον αντίχειρά της. Η Μαριόν ξανάβαλε τον αντίχειρα στο στόμα κι εξερεύνησε με τη γλώσσα της τη χαρακιά.
456/487
Την πρώτη ώρα είχε καθίσει να σχεδιάσει. Ή μάλλον είχε προσπαθήσει να σχεδιάσει· δεν ήταν και τόσο εύκολο τελικά. Δεν είχε σε κανέναν να δείξει το σχέδιό της, έτσι μόνη της όπως ήταν εδώ μέσα. Είχε σχεδιάσει τη μαμά και το μπαμπά και τον παππού. Ύστερα είχε σχεδιάσει μια υπερηρωίδα. Η υπερηρωίδα ήταν μια γυναίκα με την οποία μπορούσε να μιλήσει και που θα την πρόσεχε· και μετά από αυτό ένιωθε λίγο πιο καλά που ήταν μέσα στο λευκό δωμάτιο. Και δεν υπήρχαν μέρες στο λευκό δωμάτιο. Στο σπίτι υπήρχε πάντα το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ, και ήταν εύκολο να ξέρει κανείς πότε γίνονταν διάφορα πράγματα· αλλά εδώ μέσα ήταν αδύνατον. Ήταν φωτεινά όλη την ώρα και δεν ακούγονταν ήχοι από πουθενά. Εκτός από όταν ερχόταν το φαγητό στο άνοιγμα στον τοίχο. Στο άνοιγμα όπου είχε δει εκείνη τη μαϊμού. Το φαγητό ερχόταν σπάνια και δεν ήταν πολύ καλό, αλλά η Μαριόν το έτρωγε όλο γιατί πεινούσε πάρα πολύ. Πού και πού ερχόταν και λίγος χυμός, αλλά συνήθως μόνο νερό. Δεν της άρεσε να τρώει, γιατί μετά έπρεπε να πάει τουαλέτα. Και δεν υπήρχε τουαλέτα στο δωμάτιο, μόνο το καλάθι των αχρήστων, κι αυτό βρομούσε, βρομοκοπούσε πολύ όλη την ώρα. Η Μαριόν είχε φτιάξει ένα καπάκι από χαρτόνι, από το πίσω μέρος του μπλοκ ζωγραφικής, και ύστερα είχε πάψει να μυρίζει τόσο πολύ, αλλά και πάλι έτρεμε κάθε φορά που έπρεπε να πάει γιατί είχαν αρχίσει και μαζεύονταν πολλά εκεί μέσα και ήταν αηδιαστικό. Αν και το δωμάτιο είχε φως όλη την ώρα, δεν της ήταν δύσκολο να κοιμηθεί. Πολύ περίεργο, πραγματικά. Κάθε φορά γινόταν ακριβώς το ίδιο: αφού είχε φάει, κοιμόταν. Χωρίς να νιώθει κουρασμένη. Ήταν λες και το ίδιο το φαγητό την έκανε να κοιμάται. Λες και ήταν μαγικό, ας πούμε. Θυμόταν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, που μεταμορφωνόταν παράξενα κάθε φορά που έτρωγε και κάτι: είχε γίνει μεγάλη, είχε γίνει μικρή, είχε βρει μαγικό φαγητό. Μπορούσε το φαγητό να είναι μαγικό; Αφού δεν ήταν νόστιμο. Η Μαριόν έγλειψε τη χαρακιά στο νύχι της και ξαφνικά άκουσε πάλι κάτι να κουνιέται πίσω από τον τοίχο. Μπρρρ, βρρρ, ερχόταν πάλι το μαγικό φαγητό, κατέβαινε μέσα από τον τοίχο. Η Μαριόν σηκώθηκε και πήγε προς την καταπακτή. Στάθηκε μπροστά της και περίμενε το φαγητό να προσγειωθεί. Αναγνώριζε πια τους ήχους: μπρρρ, βρρρ, μπρρρ, βρρρ, και
457/487
μετά κλονκ. Τότε μπορούσε ν’ ανοίξει και να πάρει το φαΐ. Συνήθως ήταν πουρές πατάτας και καρότα κι αυτά τα πράσινα πράγματα που δεν της άρεσαν. Κουνουπίδι. Όχι, μπρόκολο. Ποτέ δεν ερχόταν πίτσα ή λουκάνικα ή ντοματόσουπα, ποτέ δεν έρχονταν τ’ αγαπημένα της φαγητά. Η Μαριόν στεκόταν και περίμενε ν’ ακούσει το κλονκ, συνεχίζοντας να βυζαίνει τον αντίχειρά της. Ποτέ δεν είχε ακούσει το ασανσέρ να ξανανεβαίνει επάνω, ήταν πολύ περίεργο. Κατέβαινε, εκείνη έπαιρνε το φαγητό, το έτρωγε, και ύστερα το ασανσέρ ξανακατέβαινε. Χωρίς να έχει ανέβει. Μήπως δεν το άκουγε επειδή κοιμόταν; Μάλλον αυτό ήταν. Το μαγικό φαγητό την κοίμιζε, και τότε ήταν που το ασανσέρ ανέβαινε πάλι επάνω μέσα από τον τοίχο, ενώ εκείνη κοιμόταν. Αυτό γινόταν μάλλον, ναι. Kλονκ, έκανε το ασανσέρ. Η Μαριόν Μουνκ άνοιξε την καταπακτή για να δει τι φαγητό είχε αυτή τη φορά. Είδε κι ένα μπουκάλι με χυμό – ωραίο ήταν αυτό. Αλλά το φαγητό φαινόταν απαίσιο. Κάτι κομμάτια πατάτας, και πάλι αυτά τα πράσινα πράγματα. Μπρόκολο. Πήρε το μπουκάλι και το πιάτο από το ασανσέρ και πήγε και κάθισε στο σκαμπό δίπλα στο γραφείο. Τσίμπησε το φαγητό της με το πιρούνι που είχε έρθει. Δεν είχε καμία όρεξη να το φάει. Το μόνο που είχε όρεξη να κάνει ήταν να κλάψει. Να μη φάει τίποτα, μόνο να κλάψει. Ένιωσε τα μάτια της να δακρύζουν και πάλι, αλλά έσφιξε τα χείλη της. Δεν είχε νόημα να κλαίει. Όχι σ’ αυτό το δωμάτιο. Σ’ αυτό το δωμάτιο κανείς δεν ερχόταν. Όσο και να ’κλαιγε. Μα δεν τα κατάφερε να κρατηθεί. Κάθισε στο σκαμπό της, με το πιρούνι στο χέρι, και είδε τα δάκρυα να κυλούν στο πιάτο μπροστά της. Τι θα γινόταν αν δεν έτρωγε το φαγητό της; Δεν ήξερε πώς της κατέβηκε αυτή η ιδέα, αλλά να που ξαφνικά ήταν μες στο μυαλό της. Τι θα γινόταν αν δεν έτρωγε το φαγητό της; Ε; Θα παρέμενε ξύπνια; Θα άκουγε άραγε το ασανσέρ να ξανανεβαίνει; Κοίταξε γρήγορα το άνοιγμα στον τοίχο. Πώς της κατέβηκε αυτή η ιδέα; Από το πουθενά, κατευθείαν μες στο κεφάλι της. Ήταν μια καταπληκτική ιδέα! Δεν θα έτρωγε το φαγητό και θα έβλεπε το ασανσέρ να ανεβαίνει πάλι επάνω! Σηκώθηκε γρήγορα και πήγε προς το άνοιγμα. Κοίταξε μέσα. Τάχα να χωρούσε; Σε τόσα μέρη είχε κρυφτεί! Μια φορά που έπαιζαν κρυφτό, είχε πάει και είχε κρυφτεί στο ντουλάπι με τις κατσαρόλες στην κουζίνα, και κανείς δεν την είχε βρει. Στο τέλος έπρεπε
458/487
εκείνη να βγει έξω! Και το ντουλάπι με τις κατσαρόλες ήταν πραγματικά στενό, κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα, είχαν όλοι εντυπωσιαστεί! Θα ξεγελούσε το ασανσέρ, ναι! Θα έκανε ότι δήθεν έτρωγε το φαγητό της, θα το έριχνε στο σκουπιδοτενεκέ-τουαλέτα, θα έβαζε στη γωνία το πιάτο της μαζί με τα άλλα και θα ξάπλωνε στο κρεβάτι. Και το ασανσέρ θα ανέβαινε επάνω ενώ κοιμόταν. Ή, μάλλον, ενώ θα έκανε ότι κοιμόταν. Η Μαριόν στάθηκε με την πλάτη στο ασανσέρ και σήκωσε το πιάτο από το τραπέζι. Ήταν πολύ σημαντικό να μην τη δει το ασανσέρ, να μην καταλάβει τι έκανε, για να μην αλλάξει γνώμη. Σήκωσε προσεκτικά το καπάκι του σκουπιδοτενεκέ και άδειασε στα γρήγορα το φαγητό της. Ξανάκατσε κάτω και κοίταξε την καταπακτή στον τοίχο. «Ποπό, τώρα φούσκωσα», είπε δυνατά και χάιδεψε το στομάχι της. Το ασανσέρ δεν έκανε τίποτα. Άρα, δεν είχε καταλάβει. «Ποπό, νυστάζω τώρα», είπε η Μαριόν και έκανε ότι χασμουριόταν πολύ. Άφησε το πιάτο της στο σωρό με τα υπόλοιπα και πήγε στο κρεβάτι της. Ξάπλωσε έτσι ώστε να βλέπει το ασανσέρ και έκλεισε τα μάτια της. Έμεινε ακίνητη, με το δάχτυλο στο στόμα. Ήταν πολύ έξυπνη ιδέα αυτό, να μείνει ακίνητη. Εκείνη τη φορά που είχε κρυφτεί στο ντουλάπι με τις κατσαρόλες, είχε μείνει ακίνητη σαν ποντικάκι και είχε περάσει πολλή ώρα. Τόση πολλή, που στο τέλος η μαμά και ο μπαμπάς είχαν αρχίσει να τη φωνάζουν. Η Μαριόν έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και περίμενε, ακίνητη, να ακούσει το ασανσέρ να ανεβαίνει. Τίποτε. Ήξερε ότι ήταν λίγο ανυπόμονη. Δεν ήταν σαν τότε που είχε κρυφτεί στο ντουλάπι με τις κατσαρόλες. Τότε ήξερε ότι υπήρχε κάποιος εκεί έξω, κάποιος που την αναζητούσε. Που θα χαιρόταν αν την έβρισκε. Εδώ δεν ερχόταν κανείς. Ένιωσε πάλι τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια της, αλλά κατάφερε να τα συγκρατήσει. Όταν κλαις, πάει να πει ότι δεν κοιμάσαι. Θα το καταλάβαινε το ασανσέρ. Έχωσε το δάχτυλο ακόμα πιο βαθιά στο στόμα και προσπάθησε να σκεφτεί κάτι άλλο. Όταν είχε κρυφτεί στο ντουλάπι, είχε φτιάξει ολόκληρο παιχνίδι στο μυαλό της. Μια μικρή ιστορία. Μια ιστορία από το Monster High, μια ολόδική της ιστορία που δεν την είχε δει στην τηλεόραση, μια ιστορία που βρήκε μέσα στο κεφάλι της. Και τότε ο χρόνος είχε περάσει φσσστ, χωρίς κανένα πρόβλημα. Προσποιήθηκε ότι ήταν η Ντρακουλόρα και ότι είχε, λέει, ξεχάσει
459/487
να διαβάσει τα μαθήματά της. Ήταν πολύ χαζό, γιατί σύντομα θα ερχόταν ο δάσκαλος, και τότε εκείνη έπρεπε να του πει ότι δεν είχε διαβάσει και δεν ήθελε να πει κάτι τέτοιο. Η Ντρακουλόρα μπορεί να φαινόταν σκληρή, αλλά ήθελε να είναι καλή μαθήτρια· μπορεί οι άλλοι να μην το πίστευαν, αλλά η Ντρακουλόρα αυτό ήθελε. Αλλά τώρα το είχε ξεχάσει, είχε ξεχάσει να διαβάσει τα μαθήματά της. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε, απλώς το είχε ξεχάσει. Είχε τόσα πολλά άλλα να κάνει! Η Μαριόν ήταν έτοιμη να αρχίσει να σκέφτεται γιατί η Ντρακουλόρα είχε ξεχάσει να διαβάσει τα μαθήματά της, όταν ξαφνικά άκουσε το ασανσέρ να κινείται. Μπρρρ, βρρρ. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πετάχτηκε από το κρεβάτι και έτρεξε προς την καταπακτή. Την άνοιξε απότομα και χώθηκε μέσα στο άνοιγμα στον τοίχο. Το ασανσέρ ήταν πολύ μικρό, και στην αρχή το πόδι της δεν έμπαινε μέσα. Η Μαριόν ήταν μέσα στο ασανσέρ και το ασανσέρ ανέβαινε σιγά-σιγά, αλλά το πόδι της ήταν ακόμα στο δωμάτιο! Με ένα τράνταγμα, λύγισε το γόνατό της, τράβηξε το πόδι της και το έβαλε μέσα. Ήταν μέσα στο ασανσέρ! Μέσα στο ασανσέρ! Και το ασανσέρ ανέβαινε προς τα πάνω! Το ασανσέρ έτριζε και βογκούσε καθώς ανέβαινε μέσα από τον τοίχο, και η Μαριόν δεν έβλεπε τίποτα. Μαζεύτηκε όσο περισσότερο μπορούσε και ξέχασε εντελώς ότι φοβόταν το σκοτάδι. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή μες στο στηθάκι της· ήταν λες και δεν τολμούσε να αναπνεύσει. Μπρρρ, βρρρ. Το ασανσέρ πήγαινε όλο και πιο αργά τώρα, όλο και πιο αργά, και, ξαφνικά, κλονκ. Το ασανσέρ σταμάτησε. Το ασανσέρ σταμάτησε και δεν είχε καταλάβει ότι η Μαριόν ήταν μέσα του! Η Μαριόν έσκυψε προσεκτικά προς την καταπακτή και, προς μεγάλη της χαρά, εκείνη άνοιξε. Η Μαριόν Μουνκ βγήκε από το άνοιγμα και στάθηκε όρθια με μια έκφραση έκπληξης ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Βρισκόταν σε ένα καθιστικό. Σε ένα σπίτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της. Ούτε εδώ υπήρχαν παράθυρα… ή, μάλλον, είχαν κουρτίνες μπροστά τους. Στη μέση του δωματίου, δίπλα σε ένα τραπέζι, καθόταν μια κυρία. Σε μια καρέκλα. Η Μαριόν κοίταξε τριγύρω της και πλησίασε διστακτικά την κυρία. Τα μάτια της ήταν κλειστά και είχε μια γκρίζα ταινία πάνω στο στόμα της. Ένα καλώδιο έμπαινε μέσα της, με νερό ή κάτι άλλο· ξεκινούσε από μια σακούλα. Η Μαριόν αναγνώρισε την κυρία με την πρώτη, την είχε δει πολλές
460/487
φορές. Ήταν η φίλη του παππού, η Μία. Αυτή που έμοιαζε με Ινδιάνα. Της άρεσε η Μία. Η Μία πάντα έκανε πλάκα μαζί της, της έλεγε πόσο γλυκιά είναι, της έδινε πάντα ωραία πραγματάκια όταν δεν τους έβλεπε ο παππούς. Και τώρα ήταν πεθαμένη. Ήταν πεθαμένη σε μια καρέκλα με μια ταινία στο στόμα. Η Μαριόν Μουνκ έμενε ακίνητη και μπερδεμένη, ενώ κοιτούσε μανιωδώς τριγύρω της. Είδε ένα διάδρομο, με παπούτσια και μπότες, σαν αυτόν που είχαν στο σπίτι. Και μια πόρτα. Μια εξώπορτα. Η Μαριόν πλησίασε προσεκτικά την πόρτα. Αυτά τα χαζορούχα δεν την άφηναν να περπατήσει εύκολα και έκαναν και χαζοθορύβους. Να ανοίξει την πόρτα ή να μην την ανοίξει; Ποιος ξέρει τι υπήρχε από πίσω; Σ’ αυτό το σπίτι που όλα ήταν τόσο περίεργα;… «Σταμάτα!» Η Μαριόν Μουνκ αναπήδησε όταν άκουσε την τσιριχτή και παράξενη φωνή μιας κυρίας ξοπίσω της. «Σταμάτα! Σταμάτα!» Η Μαριόν άρπαξε το πόμολο, άνοιξε την πόρτα και βούτηξε μες στο σκοτάδι, τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
84 Η Καριάνε Κούλστα σιχαινόταν να πουλάει λαχνούς. Η πώληση των λαχνών ήταν πραγματικά το χειρότερο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Το δεκατετράχρονο κορίτσι είχε σκεφτεί να παραιτηθεί από τους Προσκόπους μόνο και μόνο λόγω αυτών των ηλίθιων λαχνών. Δεν την πείραζε να κάνει πράγματα για να κερδίζει χρήματα, όχι, και πέτρες είχε μαζέψει, και φράουλες είχε μαζέψει, και απ’ όλα. Μόνο αυτούς τους παλιολαχνούς δεν άντεχε. Γιατί η Καριάνε Κούλστα ήταν ντροπαλή· και γι’ αυτό δεν της άρεσε να πουλάει λαχνούς. Γιατί έπρεπε να χτυπάει τα κουδούνια και να μιλάει σε ανθρώπους. Η Καριάνε Κούλστα έσφιξε επάνω της το μπουφάν της και προχώρησε προς τη φάρμα του Τομ Λάουριτζ Λάρσεν. Ευτυχώς ήξερε ότι μπορούσε να βασιστεί στον Λάρσεν – όλα καλά θα πήγαιναν. Ο χοιροτρόφος μπορεί να ήταν περίεργος, αλλά ήταν πάντα καλοσυνάτος· και η Καριάνε τού είχε μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Την τελευταία φορά, μάλιστα, είχε αγοράσει σχεδόν όλους τους λαχνούς της. Ίσως να ήταν εξίσου τυχερή και αυτή τη φορά. Η Καριάνε Κούλστα άνοιξε την πόρτα και μπήκε στην αυλή. Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν είχε γίνει διάσημος από τότε που κάποιος είχε αποκεφαλίσει ένα από τα γουρούνια του. Το είχε γράψει και η Χάμαρ Αρμπάιντερμπλα, η εφημερίδα. Πολλές φορές μάλιστα. Το ’γραψε και το ξανάγραψε. Πρώτα όταν χάθηκε το κεφάλι και μετά όταν το ξαναβρήκαν. «Τοπικό γουρούνι σε παλούκι, στην υπόθεση με τις Δολοφονίες Ανηλίκων». Αυτό έγραφε· και είχε και μια φωτογραφία του Λάρσεν με τον αντικαταστάτη του. Η Καριάνε Κούλστα ήξερε τα πάντα για τα κοριτσάκια που είχαν εξαφανιστεί· είχε διαβάσει κάθε λέξη που είχαν γράψει οι εφημερίδες. Είχαν
462/487
μάλιστα κάνει και διάφορες συγκεντρώσεις γι’ αυτό το θέμα, πρώτα στο σχολείο, ύστερα στους Προσκόπους και ύστερα και στο πολιτιστικό κέντρο της κοινότητας, όπου είχαν συγκεντρωθεί όλοι, όχι μόνο όσοι είχαν κόρες που θα ξεκινούσαν το σχολείο το φθινόπωρο, σχεδόν όλο το χωριό. Είχαν ανάψει κεράκια για τα νεκρά κορίτσια, και η ίδια η Καριάνε είχε βοηθήσει να φτιάξουν ένα γκρουπ στο Facebook σε ένδειξη συμπαράστασης. Ήταν πολύ εύκολο να φτιάχνεις γκρουπ στο Facebook, το έκανες απ’ τον υπολογιστή στο σπίτι σου και δεν χρειαζόταν να μιλήσεις σε κανέναν, όχι όπως τώρα. Πλησίασε το σπίτι και χτύπησε την πόρτα. Είχε αρχίσει να βραδιάζει έξω, αλλά η κουζίνα είχε φως. Ακουγόταν και μουσική από το σπίτι, άρα κάποιος ήταν μέσα. Ξαναχτύπησε την πόρτα, και η πόρτα άνοιξε. Η Καριάνε πήρε μια βαθιά ανάσα και συγκεντρώθηκε, προσπαθώντας να χαμογελάσει. «Παρακαλώ;» είπε ο Λάρσεν και την κοίταξε. «Α, πάλι λαχνούς πουλάτε;» Ουφ, ευτυχώς, δεν χρειαζόταν να πει τίποτα. «Ναι», έγνεψε καταφατικά, ανακουφισμένη. «Έλα, έλα μέσα», είπε ο Λάρσεν και κοίταξε το σκοτάδι που έπεφτε ξοπίσω της. «Είσαι έξω μόνη σου τέτοια ώρα;» τη ρώτησε όταν είχαν μπει στην κουζίνα. «Ναι», κατένευσε η Καριάνε ντροπαλά. «Και γιατί πουλάτε λαχνούς αυτή τη φορά;» Ο Τομ Λάουριτζ Λάρσεν είχε ήδη βγάλει το πορτοφόλι του και το κρατούσε στο χέρι. «Θέλουμε να πάμε εκδρομή στη Σουηδία». «Α, τι ωραία. Πολύ καλά θα είναι». «Ναι, έτσι νομίζω κι εγώ», κατένευσε η Καριάνε ευγενικά. «Κοίτα να δεις, του λόγου μου δεν έχω και πολλή τύχη», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Λάρσεν βγάζοντας ένα χαρτονόμισμα των εκατό από το πορτοφόλι του, «αλλά πρέπει να στηρίζουμε τη νεολαία μας, δεν πρέπει;» «Ευχαριστώ», χαμογέλασε η Καριάνε. «Είναι είκοσι κορόνες ο λαχνός και μπορείτε να κερδίσετε ένα καλάθι με φρούτα και καφέ και κάτι πράγματα που έχουμε φτιάξει εμείς».
463/487
«Α, ποτέ μου δεν κερδίζω, αλλά θα αγοράσω έτσι κι αλλιώς», χαμογέλασε ο Λάρσεν και έκλεισε το μάτι απαλά. «Διαθέτω μόνο ένα κατοστάρικο όμως, συγγνώμη». Εκατό κορόνες. Πέντε λαχνοί. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να συνεχίσει απόψε. Γιατί το είχε αναβάλει τόσο καιρό; Το μπλοκ των λαχνών έπρεπε να επιστραφεί στο Σώμα την επόμενη μέρα, και η Καριάνε είχε πολλούς ακόμα απούλητους λαχνούς. «Πώς, πώς», είπε, «μια χαρά είναι κι αυτό». Ο Λάρσεν τής έδωσε το κατοστάρικο και πήρε τους λαχνούς που του έκοψε. «Να προσέχεις!» της είπε λίγο ανήσυχος όταν εκείνη είχε βγει ξανά έξω. Ο Λάρσεν κοίταξε το σκοτάδι ξοπίσω της και σούφρωσε τη μύτη. Προφανώς και κάτι είχε συμβεί μέσα του μετά την εξαφάνιση της γουρουνοκεφαλής. Δεν ήταν τόσο ανήσυχος την τελευταία φορά που τον είχε δει. Η Καριάνε Κούλστα διέσχισε την αυλή και βγήκε από την πύλη της φάρμας. Πήρε το δρόμο προς τα πάνω, προς τη γέφυρα Βικ, και ήταν έτοιμη να τα παρατήσει και να πάει σπίτι, και να ξεχάσει και τους λαχνούς και τα πάντα, όταν ξαφνικά έγινε μάρτυρας μιας απίστευτης σκηνής. Στην αρχή δεν κατάλαβε τι είχε δει. Δεν ήταν δυνατόν! Βρισκόταν στο Τάνγκεν, στο πιο βαρετό μέρος του κόσμου, εδώ που ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι στην απέναντι μεριά του δρόμου. Η Καριάνε δεν ήξερε ποιος ζούσε εκεί, νόμιζε ότι το σπίτι ήταν άδειο· κανείς δεν είχε δει ποτέ κανέναν να μπαίνει ή να βγαίνει από εκεί μέσα. Τώρα, η πόρτα του ήταν ορθάνοιχτη και ένα μικρό κοριτσάκι κατέβαινε γρήγορα τις σκάλες. Το κοριτσάκι φορούσε ένα παράξενο φουστάνι και φώναζε με όλη του τη δύναμη. Η Καριάνε Κούλστα το αναγνώρισε αμέσως: το είχε δει σε όλες τις εφημερίδες. Είχαν τη φωτογραφία της στο γκρουπ τους στο Facebook. Ήταν το κοριτσάκι νούμερο πέντε. Η Μαριόν Μουνκ. Η Καριάνε έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κοκαλωμένη. Το κοριτσάκι κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και έπεσε αμέσως μόλις πάτησε τα χαλίκια. Ξοπίσω της πετάχτηκε μια γυναίκα που έτρεχε να τη φτάσει με μεγάλα βήματα. Η Μαριόν σηκώθηκε όρθια, κοίταξε πίσω της, ούρλιαξε και άρχισε να τρέχει πάλι. Η γυναίκα ξοπίσω της ήταν πολύ πιο γρήγορη. Την έφτασε
464/487
με μια δρασκελιά, έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα της μικρής και την τράβηξε πίσω στο σπίτι, κλείνοντας την πόρτα. Και ύστερα – σιωπή. Η Καριάνε Κούλστα ήταν σοκαρισμένη. Οι λαχνοί, τα λεφτά και το τηλέφωνό της της είχαν φύγει από τα χέρια και είχαν πέσει στο χώμα. Έσκυψε στα γρήγορα, άρπαξε το τηλέφωνο και πίεσε 1-1-2 με τρεμάμενα δάχτυλα. Την Άμεσο Δράση.
85 Ο Λούκας άφησε το πιστόλι στο έδαφος και έβαλε το κλειδί στο λουκέτο. Έκανε ψύχρα τώρα, και ο Λούκας ένιωθε τον κρύο βραδινό αέρα στο σβέρκο του. Άνοιξε το λουκέτο και σήκωσε τη βαριά ξύλινη καταπακτή. Έριξε φως στο σκοτεινό υπόγειο δωμάτιο. Το φως γλίστρησε πάνω στη σκάλα και στο μπετονένιο πάτωμα, λίγα μέτρα πιο πέρα. Έχωσε το πιστόλι στη ζώνη του παντελονιού του και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Το αγόρι και η Ρακέλ κάθονταν καλυμμένοι με μια κουβέρτα όταν τους αντίκρισε. Έριξε πάνω τους το φως του φακού και ύστερα το κατέβασε, βλέποντάς τους να κλείνουν τα μάτια τους από την ισχυρή δέσμη του φωτός. «Είμαι ο Ιησούς», είπε ο Λούκας κάνοντας τη φωνή του όσο πιο ήρεμη μπορούσε. «Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να σας κάνω κακό». Φώτισε τριγύρω το δωμάτιο και βρήκε αυτό που έψαχνε: ένα πλαστικό κάνιστρο που στεκόταν μπροστά σε ένα ράφι με χαρτόκουτες. Το αγόρι και η Ρακέλ τον πλησίασαν διστακτικά. «Μπορούμε να φύγουμε;» ρώτησε το αγόρι. «Ναι, μπορείτε να φύγετε», είπε ο Λούκας. «Στην ευχή του Θεού. Η πόρτα είναι ανοιχτή». Γύρισε και κοίταξε τα μάτια του αγοριού, καθώς εκείνο περνούσε δίπλα του μες στο κρύο υπόγειο δωμάτιο. «Ευχαριστώ», είπε το αγόρι και ακούμπησε το χέρι του προσεκτικά στο μπράτσο του Λούκας. «Είμαι ο Ιησούς», επανέλαβε ο Λούκας χαμογελώντας και έριξε το φως πάνω στα σκαλιά, για να δουν η Ρακέλ και το αγόρι πού έπρεπε να πατήσουν. Περίμενε να βγουν και οι δύο από την καταπακτή και ξανάριξε το φως του φακού στο ράφι. Βρήκε το κάνιστρο. Ήταν βαρύ, αλλά κατάφερε να το
466/487
σηκώσει μέχρι τα σκαλιά και να το ανεβάσει επάνω, με το φακό υπό μάλης. Έκλεισε την καταπακτή και στάθηκε να χαζέψει για μια στιγμή τ’ αστέρια. Σπάνια είχε δει πιο όμορφο θέαμα. Όλο το στερέωμα έλαμπε από χαρά και ελπίδα. Ο Λούκας χαμογέλασε ζεστά και προχώρησε παραπέρα. Ο Πάστορας στεκόταν μες στο ναό, μπροστά από την Αγία Τράπεζα στο βάθος, με την πλάτη γυρισμένη. Έκανε μεταβολή μόλις άκουσε τον Λούκας να μπαίνει μέσα. «Πώς πήγε;» χαμογέλασε και άρχισε να βαδίζει προς τον Λούκας με ανοιχτά τα χέρια. Σταμάτησε σοκαρισμένος καταμεσής της εκκλησίας μόλις είδε τι κρατούσε ο νεαρός στο χέρι. Ο Λούκας είχε βγάλει το πιστόλι από τη ζώνη του παντελονιού του και σημάδευε τον Πάστορα στο στήθος. «Λούκας, τι… τι κάνεις;» «Ήρθα για να σε σώσω», χαμογέλασε ο Λούκας και προχώρησε αργά προς τη μεριά του Πάστορα. «Τι θες να πεις, γιε μου;» είπε ο ασπρομάλλης Πάστορας και έσφιξε τα δόντια του. «Έλα σε μένα, γιε μου. Δώσ’ μου το πιστόλι. Δεν ξέρεις τι κάνεις». Άπλωσε τα χέρια του προς τη μεριά του ξανθού άντρα. «Σώπα, σώπα…» είπε ο Λούκας και τα μάτια του γυάλιζαν τώρα. «Δεν έχεις καταλάβει;» «Τ…τι να κ…καταλάβω;…» ψέλλισε ο Πάστορας. «Ότι σε έκλεψε ο Διάβολος». «Μη λες ανοησίες, γιε μου», είπε ο ασπρομάλλης άντρας, νευρικά. «Όχι», είπε ο Λούκας, με απόλυτη σοβαρότητα. «Ο Διάβολος έχει μπει μέσα σου, αλλά δεν είναι αργά. Εγώ ήρθα στον κόσμο για να σε σώσω. Αυτό είναι το κάλεσμά μου». «Μα τι στο διάβολο εννοείς, Λούκας;…» είπε ο Πάστορας. «Βλέπεις τι εννοώ;» κατένευσε ο Λούκας. «Ο Διάβολος σου πήρε την καρδιά. Μιλάει μέσω εσού. Δεν κάνουμε τέτοια πράγματα στα παιδιά. Δεν κάνουμε τέτοια πράγματα στους ανθρώπους. Τους βοηθάμε, δεν τους πληγώνουμε. Αυτή είναι η βουλή του Κυρίου. Δεν είναι δικό σου το λάθος. Δεν φταις εσύ. Ο Διάβολος σε ξεγέλασε, σε ανάγκασε να τον δεχτείς μέσα σου. Σου πήρε την ψυχή. Σε έκανε να θέλεις το κακό των άλλων. Όλα θα πάνε καλά, πατέρα, μην ανησυχείς. Μπορούμε να αναληφθούμε στους
467/487
ουρανούς ακόμη και σήμερα. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε άλλο. Ας αναληφθούμε, λοιπόν, στους ουρανούς μαζί». «Δώσε μου το πιστόλι, ανάθεμά σε…» φώναξε ο Πάστορας απεγνωσμένα· μα ήταν αργά. Ο Λούκας πάτησε τη σκανδάλη και πυροβόλησε τον ασπρομάλλη άντρα δύο φορές στο στήθος, πριν αφήσει το πιστόλι να γλιστρήσει στο πάτωμα του ναού. Ο Πάστορας τινάχτηκε προς τα πίσω και έπεσε ανάσκελα, ψυχορραγώντας. Ο Λούκας άνοιξε το κάνιστρο και άρχισε να αδειάζει το περιεχόμενό του στους τοίχους της εκκλησίας. Δούλευε με το πάσο του. Δεν υπήρχε βία. Η μυρωδιά της βενζίνης άρχισε ν’ απλώνεται μες στη μικρή αίθουσα. Ο Πάστορας Σίμουν, ανάσκελα στο πάτωμα, με το στόμα μισάνοιχτο, κοίταζε τον Λούκας με βλέμμα πανικοβλημένο, με σπασμούς στο σώμα, κρατώντας το στήθος του με χέρια άκαμπτα. Τι ομορφιά, σκέφτηκε ο Λούκας όταν είδε το νωπό αίμα να χαράζει μικρά ρυάκια πάνω στο φρεσκοκαθαρισμένο πάτωμα. Άδειασε το υπόλοιπο του κανίστρου στην Αγία Τράπεζα και επέστρεψε στον Πάστορα, που κρατούσε τώρα το λαιμό του προσπαθώντας κάτι να πει· αλλά το μόνο που ακουγόταν ήταν υγρά γουργουρίσματα. «Μη φοβάσαι», είπε ο Λούκας γονατίζοντας και χάιδεψε τα λευκά μαλλιά του Πάστορα. Ξανασηκώθηκε όρθιος και έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα. Ήλεγξε ότι δούλευε. Κοίταξε τη φλογίτσα που έκαιγε εμπρός τους. Ξεκίνησε από τη μία γωνία. Η βενζίνη έπιασε αμέσως. Πήγε στην άλλη γωνία, ακούμπησε τη φλόγα στο πάτωμα, άναψε τη βενζίνη, προχώρησε παρακάτω, έκανε το ίδιο, και ξανά και ξανά, μέχρι που όλο το κατάλευκο δωμάτιο γέμισε καιόμενο φως. Πέταξε τον αναπτήρα μακριά του, επέστρεψε στον Πάστορα, γονάτισε δίπλα του και πήρε το χέρι του. Η εκκλησία καιγόταν ολάκερη τώρα, οι κουρτίνες, οι τοίχοι, το δάπεδο, η Αγία Τράπεζα – τα πάντα είχαν παραδοθεί στις φλόγες. Ο Λούκας χαμογέλασε και άρχισε να μουρμουρίζει μια μελωδία. Χάιδεψε απαλά το λευκό κεφάλι του Πάστορα. «Βλέπεις τον Διάβολο; Φεύγει από μέσα σου τώρα. Όμορφα δεν είναι;» χαμογέλασε.
468/487
Ο Πάστορας τον κοίταξε γεμάτος φρίκη. Το σώμα του έτρεμε. Το αίμα του έρρεε από τις τρύπες στο στήθος του. Οι φλόγες έφτασαν στη στέγη. Παρανάλωμα. «Θα τα πούμε στον οίκο μας, πατέρα», χαμογέλασε ο Λούκας. Και έκλεισε τα μάτια.
86 Ο Χόλγκερ Μουνκ προχώρησε σιγά-σιγά προς το παλιό σπιτάκι, με μια αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Τα παράθυρα ήταν θεόκλειστα. Η στέγη είχε μια μεγάλη τρύπα. Το σπίτι έμοιαζε ακατοίκητο εδώ και χρόνια, σάμπως έτοιμο να καταρρεύσει. Ήταν δυνατόν να βρισκόταν εκεί μέσα η Κάρεν; Σε κείνο το ερείπιο; Περίεργο. Όσο πιο πολύ πλησίαζαν στο σπίτι, τόσο πιο πολύ αισθανόταν ο Μουνκ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Δέλτα 1, Δέλτα 2, εδώ 9», ψιθύρισε στην ενδοεπικοινωνία και ένιωσε την ίδια στιγμή το τηλέφωνό του να δονείται στην τσέπη του. «Έχετε τίποτα;» «Αρνητικό», ακούστηκε μια χαμηλή φωνή στο αυτί του. Ο Μουνκ έβλεπε τον Κάρι λίγα μέτρα μακριά του, με το πιστόλι του σε ετοιμότητα. Ο συνάδελφός του ανασήκωσε σιωπηλά τους ώμους κοιτάζοντάς τον: Τι περιμένουμε; Το σπίτι φαινόταν πραγματικά ακατοίκητο. Μήπως είχε χτίσει κάποιον άλλο χώρο, αλλού; Εκείνο το δωμάτιο που είχαν δει στο βίντεο της Κίεσε… Στο βίντεο, φαινόταν πολύ μικρό. Θα μπορούσε βέβαια να υπήρχαν πολλά τέτοια δωμάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά και πάλι… Προσπάθησε απεγνωσμένα να πάρει μια απόφαση. Δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Η Κάρεν είχε τη Μαριόν. Είχε και τη Μία. Έπρεπε οπωσδήποτε να κάνουν κάτι. Μπορεί να ήταν ήδη πολύ αργά. Ήδη πολύ αργά. Δεν τολμούσε να σκεφτεί τις συνέπειες του «πολύ αργά». Για τη Μίριαμ, για τη Μαριάνε, για όλους. Για όλη την ομάδα. Για τον ίδιο. «Εδώ Δέλτα 1», ακούστηκε μια χαμηλή φωνή στο αυτί του. «Είμαστε εν αναμονή, 9, και έτοιμοι για έφοδο με δικό σου σινιάλο, όβερ;»
470/487
Ο Κάρι ξανασήκωσε τους ώμους, σχεδόν αγανακτισμένος τώρα. Φαινόταν έτοιμος για όλα, και, αν ο Μουνκ δεν έδινε το οκέι, ήταν ικανός να μπει στο σπίτι ολομόναχος. Ο Μουνκ γονάτισε με το ένα πόδι στο έδαφος, λίγα μόνο μέτρα μακριά από το σπίτι, και προσπάθησε να ζυγίσει καλύτερα την κατάσταση, νιώθοντας για δεύτερη φορά το κινητό να δονείται στην τσέπη του. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Δεν ήταν σωστό. Εντάξει να χτίζεις ένα μικρό, υπόγειο δωμάτιο, αλλά ολόκληρη κατοικία; Γιατί να κάνει κανείς κάτι τέτοιο; Δεν ήταν πολύ πιο απλό να διαμορφώσεις απλώς το υπόγειο ενός σπιτιού που δεν ήταν έτοιμο να καταρρεύσει; «9;…» ακούστηκε στο αυτί του. Ήταν και άλλοι ανυπόμονοι τώρα, όχι μόνο ο Κάρι. Όλη η ομάδα στεκόταν στις μύτες των ποδιών της. Το τηλέφωνό του δονήθηκε ξανά στην τσέπη του, σαν ένα άγριο σμήνος σφηκών. Τι στο διάολο πια; Έβγαλε το τηλέφωνό του προσεκτικά από την τσέπη του παντελονιού και του έριξε μια γρήγορη ματιά, ενώ προσπαθούσε να κρύψει το φως της οθόνης με το άλλο του χέρι, για να μη φαίνεται. Είχε δύο αναπάντητες κλήσεις από τον Λούντβιγκ Γκρενλίε και ένα μήνυμα που τώρα έλαμπε πάνω στην οθόνη του τηλεφώνου: Λάθος μέρος!!! Μάρτυρας είχε οπτική επαφή με Μαριόν αλλού!!! Πάρε τηλέφωνο!!! «Δέλτα 1 και 2, εδώ 9», είπε ο Μουνκ γρήγορα και αποφασιστικά. «Έχουμε νέα τοποθεσία. Ανασυνταχθείτε αμέσως και περιμένετε νέες πληροφορίες. Επαναλαμβάνω, άκυρη η έφοδος, έχουμε νέα τοποθεσία, ανασυνταχθείτε, αναμένετε νέες οδηγίες. Όβερ και άουτ». Σηκώθηκε όρθιος και πήγε τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε πίσω στο αυτοκίνητο, τηλεφωνώντας την ίδια στιγμή στον Λούντβιγκ Γκρενλίε.
87 Η Εμίλιε Ίζακσεν οδηγούσε το αμάξι της σε έναν στενό, ανηφορικό χωματόδρομο που οδηγούσε μέσα στο δάσος. Είχε ζυγίσει εκτενώς τα υπέρ και τα κατά –είχε άλλωστε υποσχεθεί στον Τούρμπεν πίτσα–, αλλά το μικρό αγόρι φαινόταν ευχαριστημένο με τη σοκολάτα και την μπανάνα που είχε βρει στην τσάντα της. Η Εμίλιε δεν ήξερε γιατί, αλλά είχε την αίσθηση ότι το ζήτημα ήταν επείγον. Ο Τουμπίας έλειπε μια ολόκληρη εβδομάδα. Είχε πάει σε κάποια θρησκευτική σέκτα στο δάσος, στα «κορίτσια των χριστιανών» –έτσι τα είχε αποκαλέσει ο Τούρμπεν–, και η Εμίλιε δεν άντεχε να σκέφτεται ότι βρισκόταν κάπου εκεί μέσα, ότι μπορεί να χρειαζόταν βοήθεια αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Έπρεπε να κάνει κάτι, ακόμα κι αν ήταν μάταιο, αφού δεν ήξερε πού ακριβώς έπεφτε αυτό το μέρος. Αλλά είχε εκνευριστεί με την αργή ανταπόκριση της αστυνομίας και είχε αποφασίσει να πάρει την υπόθεση στα χέρια της – και να λοιπόν γιατί ο Τούρμπεν καθόταν δίπλα της τώρα, με ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη και σοκολάτες γύρω από το στόμα, μοιάζοντας ευχαριστημένος. Ποτέ της δεν είχε αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο. Αυτά τα δύο αγόρια χρειάζονταν οπωσδήποτε ένα νέο σπίτι. Ό,τι και να γινόταν. Δεν ήταν αυτός τρόπος να συμπεριφέρεται κανείς σε παιδιά. Η Εμίλιε Ίζακσεν ήταν τόσο θυμωμένη, που ήθελε να χτυπήσει το γροθιά της στο τιμόνι· μα συγκρατήθηκε για χάρη του μικρού αγοριού. Ήταν και λίγο αβέβαιη για το κατά πόσο είχε κάνει τη σωστή επιλογή, όμως… Έξω είχε πέσει το σκοτάδι. Τα φώτα των προβολέων του αυτοκινήτου της ήταν το μοναδικό φως τριγύρω, ο δρόμος ήταν φιδογυριστός, μέσα σε πυκνό δάσος, κι αν κατά τύχη ξεπεταγόταν κανένας τάρανδος μπροστά στο αυτοκίνητο, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβει να φρενάρει εγκαίρως. Προσπαθούσε λοιπόν να
472/487
οδηγεί όσο πιο προσεκτικά μπορούσε. Το αυτοκίνητο προχωρούσε αργά στο χωματόδρομο, και, λες και δεν έφτανε η ήδη μειωμένη της ορατότητα, μικρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν στο παρμπρίζ. Παιδική Πρόνοια. Δεν ήξερε και πολλά γι’ αυτές τις διαδικασίες, προφανώς θα έπρεπε να γράψει διάφορα γράμματα, θα καλούσαν τους γονείς να καταθέσουν, θα έπαιρνε καιρό μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα, μια μακρά, γραφειοκρατική διαδικασία, μια δίκη πιθανόν, δεν μπορούσες να πάρεις έτσι τα παιδιά από τους γονείς τους, θα τους έλειπαν, αλλά – αλλά τι γινόταν σ’ αυτή την περίπτωση, σε περιπτώσεις που ήταν αδύνατον να επικοινωνήσεις με τους γονείς; Είχε μια φίλη που δούλευε στην Πρόνοια, την Ανιέτε, είχαν γνωριστεί στο γυμναστήριο και είχαν πιει και έναν καφέ μαζί μια-δυο φορές. Αποφάσισε να την πάρει μετά τηλέφωνο, να τη ρωτούσε ποια ήταν η κατάλληλη αντιμετώπιση. Φτάνει να έβγαινε από αυτό τον κωλόδρομο. Άρχισε να βρέχει δυνατά τώρα, και της ήταν, πια, πολύ δύσκολο να δει μπροστά από το παρμπρίζ. Δεν ήξερε καν πόσο μακριά βρίσκονταν. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει. Άλλωστε, είχε ένα αγοράκι στο αμάξι. Καλύτερα να κατέβαιναν από το βουνό. Να άφηνε την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της, να έψαχναν εκείνοι τον Τουμπίας, ενώ εκείνη θα μεριμνούσε για τον Τούρμπεν. Να προσέφερε στο αγόρι φαγάκι και ένα ζεστό κρεβάτι. Να έπαιρνε τηλέφωνο την Πρόνοια. Να ξεκινούσε τις διαδικασίες για να βρουν τα δυο αγόρια μια καλή ανάδοχη οικογένεια, με φερέγγυους και υπεύθυνους ενήλικες που θα τα αγαπούσαν και θα τα φρόντιζαν, όπως πρέπει κανείς να φροντίζει τα παιδιά. Έψαχνε από δω κι από κει να βρει ένα μέρος για να κάνει αναστροφή, όταν δυο φιγούρες εμφανίστηκαν από το πουθενά, στη μέση του δρόμου, πιασμένες χέρι με χέρι, τυφλωμένες από το φως των προβολέων. Ο Τουμπίας. Η Εμίλιε Ίζακσεν νόμισε ότι η καρδιά της θα σταματούσε επιτόπου μόλις είδε τα δυο παιδιά να πετάγονται φοβισμένα από τα φώτα του αυτοκινήτου και να τρέχουν να χωθούν μες στο δάσος. Πάτησε απότομα το φρένο, τράβηξε το χειρόφρενο και πετάχτηκε έξω στη βροχή με τη μηχανή να δουλεύει. «Τουμπίας!» φώναξε.
473/487
Κανένας ήχος από πουθενά. Μόνο η βροχή που έπεφτε βαριά στην άσφαλτο και ακουγόταν σαν δυσοίωνο ταμπούρλο πάνω στο καπό. «Τουμπίας!» φώναξε ξανά, ενώ το νερό κυλούσε στο πρόσωπό της. «Η Εμίλιε είμαι! Μη φοβάσαι! Μπορείς να βγεις έξω. Όλα είναι εντάξει. Ήρθα για να σε βρω! Τουμπίας! Τουμπίας; Είσαι εκεί;» Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα που στην Εμίλιε φάνηκαν ολάκερη αιωνιότητα, και ύστερα κάτι σαν να κουνήθηκε πίσω από κάτι κλαδιά, όχι πολύ μακριά της. Δύο έκπληκτα πρόσωπα εμφανίστηκαν προσεκτικά ανάμεσα στα δέντρα. «Εμίλιε;…» είπε ο Τουμπίας μαζεμένα και την πλησίασε αργά-αργά. «Ναι!» του χαμογέλασε η Εμίλιε. «Είσαι καλά, Τουμπίας; Είσαι εντάξει;» Το όμορφο αγόρι φαινόταν εξαντλημένο και μπερδεμένο· μα ήταν τουλάχιστον ζωντανό. Ευτυχώς. Ευτυχώς. «Αυτή είναι η Ρακέλ», είπε ο Τουμπίας και έδειξε το κορίτσι που κρυβόταν από πίσω του. Το κορίτσι, που φορούσε ένα μεγάλο, βαρύ, γκρίζο φόρεμα από μαλλί και ένα λευκό σκουφάκι, λες και είχε βγει από άλλον αιώνα, στεκόταν τρέμοντας πίσω από τον Τουμπίας και δεν τολμούσε καν να εμφανιστεί. «Χρειάζεται βοήθεια», είπε ο Τουμπίας, και μόνο τότε κατάλαβε η Εμίλιε πόσο κουρασμένο ήταν το αγόρι· το βλέμμα του ξέφευγε, τα πόδια του σχεδόν δεν τον κρατούσαν. «Μπείτε μέσα», είπε η Εμίλιε και άνοιξε την πίσω πόρτα. «Τουμπίας!» φώναξε ο Τούρμπεν όταν είδε τον αδελφό του να χώνεται εξαντλημένος στο αυτοκίνητο. Ο μικρούλης έβγαλε τη ζώνη του εν ριπή οφθαλμού και πετάχτηκε στο πίσω κάθισμα να αγκαλιάσει σφιχτά τον αδελφό του. Θεέ μου, τι είχαν τραβήξει αυτά τα παιδιά; «Είστε όλοι καλά;» είπε η Εμίλιε όταν είχαν προχωρήσει λίγο στο δρόμο. Είδε το βλέμμα του Τουμπίας στον καθρέφτη. Το αγόρι έμοιαζε ακόμα κάπως ζαλισμένο, αλλά φαινόταν ότι σιγά-σιγά, ασχέτως του τι φρικαλεότητες μπορεί να είχε ζήσει, άρχιζε να καταλαβαίνει ότι βρισκόταν επιτέλους σε ασφαλές μέρος.
474/487
«Εντάξει είμαστε…» είπε ο Τουμπίας με τρεμάμενη φωνή. «Θα… θα μας βοηθήσετε;» Κοίταξε την Εμίλιε μέσα από τον καθρέφτη. «Εννοείται», είπε εκείνη αποφασιστικά. «Όλα θα πάνε καλά, Τουμπίας. Όλα. Σ’ το υπόσχομαι». Η Εμίλιε Ίζακσεν άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα τολμούσε στον στενό χωματόδρομο. Πήραν το γυρισμό για την πόλη.
88 Για δεύτερη φορά μέσα σε μία ώρα, ο Χόλγκερ Μουνκ βρέθηκε με ένα ζευγάρι κιάλια μπροστά στα μάτια του και με τα ΕΚΑΜ έτοιμα να κάνουν έφοδο – αυτή τη φορά στο σωστό μέρος. Εγγυημένα. Ένα κορίτσι είχε δει τη Μαριόν· την είχε δει να βγαίνει τρέχοντας από αυτό εδώ το σπίτι. Και είχε δει και μια γυναίκα να την αρπάζει ξανά. Την Κάρεν Νίλουν. Το κορίτσι έμενε στη γειτονιά και ήξερε μια χαρά τι έλεγε, δεν υπήρχαν άλλα ερωτηματικά. Και το προαίσθημά του, που τον είχε κάνει να νιώθει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το άλλο σπίτι, τώρα τον έκανε να νιώθει ότι βρίσκονταν στο σωστό μέρος. Ήταν ένα παλιό κόκκινο σπίτι, καταπονημένο αλλά κατοικήσιμο. Ένα αδύναμο φως έφεγγε από τα παράθυρα, λες και ήταν επενδυμένα με ειδικό φιλμ, ώστε κανείς να μην μπορεί να δει μέσα. Μια αδύναμη στήλη καπνού έβγαινε από την τούβλινη καμινάδα της σκεπής. Ένα ειδυλλιακό μικρό οίκημα στην εξοχή. Από έξω. Όμως όλοι όσοι στέκονταν τώρα από έξω ήξεραν ότι από μέσα ήταν μια άλλη ιστορία. Μέσα ήταν η Κάρεν Νίλουν, που είχε δολοφονήσει τέσσερα εξάχρονα κορίτσια και είχε καταστρέψει τις ζωές αθώων γονιών, παππούδων, θείων, φίλων, γειτόνων, προκαλώντας τους ακραίο πόνο, πόνο που ποτέ τους δεν θα ξεχνούσαν. Ο Μουνκ ένιωθε το μίσος να φουντώνει μέσα του. Το μέτωπό του ήταν ζεστό, τα χέρια του ιδρωμένα. Προσπάθησε να συγκρατηθεί. Επαγγελματίας είσαι. Μην κάνεις τίποτε απερίσκεπτο. Η Κάρεν είχε τη Μαριόν. Η Μαριόν ήταν ζωντανή. Εν πάση περιπτώσει, ήταν ζωντανή πριν από λιγότερο από μία ώρα. Ο Χόλγκερ Μουνκ δεν τολμούσε καν να αναρωτηθεί αν τυχόν ήταν και η Μία αιχμάλωτη εκεί μέσα και τι θα μπορούσε να της είχε συμβεί κι εκείνης.
476/487
Ήταν σημαντικό να δράσουν γρήγορα, αλλά όχι βιαστικά. Έπρεπε πρώτα να αποκτήσουν μια γενική εικόνα της κατάστασης. Έπρεπε να μπουν πρώτα όλες οι ομάδες στη θέση τους. Ο Μουνκ έριξε μια γρήγορη ματιά προς το δρόμο, όπου ήταν σταματημένα τρία ασθενοφόρα, με τα φώτα όλα σβηστά, μην και ανησυχήσουν τον περίγυρο. Ο Κάρι καθόταν ανυπόμονος στο πίσω κάθισμα και χτυπούσε το πιστόλι του στο μηρό του. Ο Κιμ Κούλσε καθόταν ως συνήθως σαν στήλη άλατος στη θέση του συνοδηγού, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα που πολύ γρήγορα θα έπρεπε να γκρεμίσουν. «Δέλτα 1, εδώ 9, ακούει;» «Εδώ Δέλτα 1, είμαστε σε θέση αναμονής, 9, όβερ». «Δέλτα 2, εδώ 9, ακούει;» «Εδώ Δέλτα 2, χρειαζόμαστε λίγα λεπτά ακόμα, 9, όβερ». «Δέλτα 2, εδώ 9, ελήφθη, είμαστε σε αναμονή, όβερ». «Τι σκατά συμβαίνει πάλι;» είπε ο ανυπόμονος Κάρι από το πίσω κάθισμα. «Είμαστε σε αναμονή», είπε ο Μουνκ κοφτά. «Τι αναμονή; Κι άλλη αναμονή; Είναι η Μία εκεί μέσα, γαμώτο!» Ο φαλακρός αστυνομικός δεν μπορούσε να κάτσει άλλο ήσυχος. Χτυπούσε το μηρό του με τα δάχτυλα σαν ταμπούρλο και τα μάτια του είχαν γίνει μικρά, γεμάτα θυμό. «Περιμένουμε τη Δέλτα 2, να συνταχθεί όπως πρέπει», είπε ο Μουνκ όσο πιο ήρεμα μπορούσε. «Ηρέμησε, Κάρι», είπε ο Κιμ και συνέχισε να κάθεται σαν τον Βούδα στο μπροστινό κάθισμα. «Δεν με χέζετε λέω εγώ;» ακούστηκε ξαφνικά από το πίσω κάθισμα. Συνέβησαν όλα τόσο γρήγορα, που ο Μουνκ δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Ο Κάρι είχε ανοίξει ήδη την πίσω πόρτα και κατευθυνόταν προς το σπίτι. Ο Μουνκ άνοιξε εσπευσμένα την πόρτα του ακολουθούμενος από τον Κιμ, που βγήκε τρέχοντας από το αυτοκίνητο. Ήθελε να φωνάξει, αλλά δεν έπρεπε να το διακινδυνεύσει. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο. Έτρεξε με όση ταχύτητα του επέτρεπε το χοντρό του σώμα κατά μήκος του χωματόδρομου, πέρασε την πόρτα του κήπου, διέσχισε το πλακόστρωτο
477/487
μονοπάτι και έφτασε στις σκάλες τη στιγμή που ο Κάρι γύριζε το χερούλι και έμπαινε στο σπίτι. Και τότε όλα άρχισαν να παίζουν σε αργή κίνηση. Ο Μουνκ είδε το έκπληκτο βλέμμα της Κάρεν. Την είχαν καταλάβει εξ απήνης. Ήταν ολοφάνερο πως δεν τους περίμενε, παρ’ όλ’ αυτά πρόλαβε να στρέψει το κυνηγετικό της όπλο ενάντια στον Κάρι, που πετάχτηκε αμέσως στο πλάι για να αποφύγει τους πυροβολισμούς. Τον πέτυχε; Ηλίθιε Κάρι! Ηλίθιε Κάρι! Η κοκκινόξανθη γυναίκα στεκόταν τώρα ακριβώς μπροστά του. Το χέρι της κρατούσε τόσο σφιχτά την καραμπίνα της, που οι κλειδώσεις της ήταν κατάλευκες. Σε αργή κίνηση ακόμα, φάνηκε να ανοίγει το στόμα της θέλοντας να πει κάτι, την ίδια στιγμή που το δάχτυλό της κουλουριαζόταν γύρω από τη σκανδάλη – αλλά εδώ κάπου τελείωσε η αργή κίνηση για τον Χόλγκερ Μουνκ. Σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε δύο φορές. Μία φορά στο λαιμό. Και μία ακόμα, κατευθείαν στην καρδιά. Η Κάρεν Νίλουν τινάχτηκε προς τα πίσω και έπεσε, άψυχη, στο πάτωμα, ενώ το αίμα κάλυπτε το στήθος και τα χέρια της. Και τότε ήταν που ο Χόλγκερ είδε τη Μία. Καθόταν δεμένη σε μια καρέκλα στον ένα τοίχο, με το στόμα της κλεισμένο με αυτοκόλλητη ταινία. Στο χέρι της, μια πεταλούδα ήταν συνδεδεμένη με έναν ορό. Γαμώτο. Γαμώτο, γαμώτο, γαμώτο. Ο Χόλγκερ Μουνκ στεκόταν σε πλήρη παράλυση καταμεσής του δωματίου, μπροστά στην άψυχη συνάδελφό του, χωρίς να καταλαβαίνει αυτούς που χιμούσαν μέσα στο σπίτι ξοπίσω του. Τον Κιμ. Την ομάδα Δέλτα. Το γιατρό, τους νοσοκόμους. Στεκόταν εκεί, αμίλητος, κοιτάζοντας τους ανθρώπους που του φαίνονταν να βρίσκονται μίλια μακριά να σηκώνουν τη Μία από την καρέκλα και να τη μεταφέρουν στο ασθενοφόρο. Δεν είδε τον Κάρι που σηκώθηκε από το πάτωμα κρατώντας με το ένα χέρι το μπράτσο του και κατέβηκε, υποστηριζόμενος, τις σκάλες. Ο Χόλγκερ Μουνκ δεν είχε επαφή με το περιβάλλον μέχρι που ο Κιμ στάθηκε ξάφνου δίπλα του με μια τρεμάμενη μικρή φιγούρα στα χέρια του.
478/487
Η Μαριόν. Ήταν ζωντανή. Σε κακή κατάσταση μεν, αλλά ανέπνεε. «Ένα ασθενοφόρο!» ούρλιαξε ο Χόλγκερ Μουνκ και βοήθησε τον Κιμ να κατεβάσουν το κοριτσάκι του από τις σκάλες. «Ένα γιατρό! Χρειαζόμαστε ένα γιατρό!» Αυτή τη φορά τα ασθενοφόρα δεν έμειναν σιωπηλά. Μια θορυβώδης πομπή από μπλε φώτα και σειρήνες άφησε πίσω της το σπίτι και κατευθύνθηκε με πλήρη ταχύτητα προς τον αυτοκινητόδρομο Ε6, μες στη νύχτα.
ΜΕΡΟΣ 7
89 Η αίθουσα αναμονής έξω από την Εντατική του νοσοκομείου Ούλεβολ ήταν κατάμεστη. Μια νοσοκόμα είχε βγει αρκετές φορές να τους ζητήσει να περιμένουν κάπου αλλού, αλλά ο Μουνκ την έδιωχνε με μια κίνηση του χεριού. Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα ήταν τεταμένη. Ο Γκάμπριελ Μερκ καθόταν σε μια καρέκλα με τα χέρια μπλεγμένα, χωρίς καμιά οικεία οθόνη τριγύρω του, και κοιτούσε σαν χαμένος στο κενό. Η Ανέτε και ο Λούντβιγκ κάθονταν στον μοναδικό καναπέ, έχοντας κάνει χώρο για τον Κιμ και τον Κίρε. Όλη η ομάδα είχε κατακλύσει τη μικρή αίθουσα, με μάτια ανήσυχα και σοβαρά. Κανείς τους δεν έλεγε πολλά. Η Ανέτε μόλις είχε βγει έξω να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον Μίκελσον. Μπαίνοντας ξανά μέσα, είχε κλείσει το μάτι στον Μουνκ, και ο Μουνκ είχε κουνήσει το κεφάλι του σε ένδειξη κατανόησης, χαμογελώντας πολύ αχνά, πριν να τον καταπιεί ξανά η βαριά ατμόσφαιρα της αίθουσας αναμονής. Ο Κάρι έφερνε βόλτες στο δωμάτιο μη θέλοντας να καθίσει κάτω, μην μπορώντας να κάνει το μικρό, γεμάτο ένταση κορμί του να ηρεμήσει λίγο. «Μα τι στο διάολο», είπε και τέντωσε απότομα το καλό του χέρι. «Δηλαδή τι πρέπει να κάνει κανείς για να του πούνε κάτι εδώ μέσα;» «Κάτσε κάτω», είπε η Ανέτε. «Δεν μπορούμε να μάθουμε τίποτα αν δεν υπάρχει τίποτα να μας πουν, εντάξει;» «Διάολε!» είπε ο Κάρι και συνέχισε τα πάνω-κάτω και τα γύρω-γύρω πάνω στο δάπεδο από λινέλαιο. «Θέλει κανείς καφέ;» είπε ο Λούντβιγκ και σηκώθηκε. Το πρόσωπο του έμπειρου αστυνομικού ήταν σκοτεινιασμένο και η σοβαρότητα της κατάστασης του βάραινε τους ώμους. Ένα-δυο χέρια σηκώθηκαν ψηλά. Ο Λούντβιγκ κατένευσε και εξαφανίστηκε στο διάδρομο.
481/487
Η Μίριαμ μπήκε από την πόρτα. Ο Μουνκ σηκώθηκε να τη χαιρετήσει και να την αγκαλιάσει. «Όλα καλά;» Η κόρη του κατένευσε και έσφιξε απαλά το χέρι του. «Καλά είμαι. Πολύ καλά… τώρα…» Είδε τον Κιμ που καθόταν στον καναπέ και έτρεξε να τον αγκαλιάσει από το λαιμό. «Ευχαριστώ», του είπε και σκούπισε ένα δάκρυ από το μάγουλό της. «Χριστέ και Παναγία, δεν χρειάζεται», είπε ο Κιμ. «Τη δουλειά μου έκανα». «Όχι, το εννοώ. Ευχαριστώ. Ευχαριστώ…» είπε η Μίριαμ και του έκανε άλλη μια αγκαλιά. Ύστερα πήγε στον Κάρι και έκανε ακριβώς το ίδιο. Ο Κάρι έμοιαζε αμήχανος που είχε βρεθεί ξαφνικά στο κέντρο της προσοχής. Έγνεψε φιλικά προς τη Μίριαμ και την αγκάλιασε κι αυτός με τη σειρά του. «Η μικρή είναι εντάξει;» ρώτησε ο Μουνκ πλησιάζοντας την κόρη του. «Η Μαριόν είναι μια χαρά», απάντησε εκείνη και σκούπισε άλλο ένα δάκρυ από το μάγουλό της. «Είναι με τον Γιουχάνες. Ήταν κουρασμένη αλλά απίστευτα εύστροφη. Με ρώτησε και τι κάνεις». Ο Μουνκ χαμογέλασε. «Έχουμε νέα για τη Μία;» τον ρώτησε έπειτα η Μίριαμ με σοβαρό ύφος. «Όχι», είπε εκείνος και ένιωσε πάλι τα μάτια του να τσούζουν. Μια γιατρός εμφανίστηκε στο διάδρομο με ένα μάτσο χαρτιά στο ένα της χέρι. «Ο Γιουν Λάρσεν;» ρώτησε την ομήγυρη. «Κάρι;» είπε η Ανέτε και του έδειξε τη γιατρό. «Τι;» είπε ο Κάρι. «Σε ζητούν». Ο Κάρι γύρισε και κοίταξε. «Ο Γιουν Λάρσεν;» είπε ξανά η γιατρός και κοίταξε τα χαρτιά της. «Μάλιστα, εγώ είμαι», είπε ο Κάρι και έτεινε το χέρι του για χειραψία. Το άλλο το κρατούσε σφιχτά πάνω στο σώμα του. «Να σας ρίξουμε μια ματιά;» «Όχι, όχι, καλά είμαι», είπε ο Κάρι και προσπάθησε να τη διώξει με το καλό του χέρι.
482/487
Ο Μουνκ κοίταξε αυστηρά το συνάδελφό του, που ακόμα δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα ίσια. Ο Κάρι είχε σχεδόν καταστρέψει την επιχείρηση και είχε θέσει τη ζωή όλων τους σε κίνδυνο με την εξωφρενική του συμπεριφορά, μα όλα αυτά έπρεπε τώρα να περιμένουν, δεν είχαν πια σημασία, η επίπληξη θα ερχόταν αργότερα. Ο Μουνκ γύρισε και κοίταξε την πόρτα. Κανένα σημάδι, ακόμη, από την Εντατική. «Νομίζω ότι καλό θα ήταν να σας ρίξουμε μια ματιά», είπε η γιατρός και χαμογέλασε στον Κάρι. Ο Κάρι ξεφύσησε και ακολούθησε απρόθυμα τη γιατρό στο διάδρομο. «Να με κρατάτε ενήμερο!» φώναξε και κούνησε το δάχτυλο αυστηρά με το καλό του χέρι. «Ενημέρωση το βράδυ;» ρώτησε η Ανέτε και κοίταξε τον Μουνκ. «Όχι, όχι, είμαστε σε αναμονή», είπε ο Μουνκ και χάιδεψε τη γενειάδα του. Την ίδια στιγμή, άνοιξε η πόρτα της Εντατικής και ένας γιατρός ήρθε προς το μέρος τους. «Οι συγγενείς της Μία Κρούγκερ;» Ένα δάσος χέρια σηκώθηκαν στον αέρα ταυτόχρονα. «Πώς είναι;» ρώτησε ο Μουνκ και προχώρησε προς το γιατρό. «Η ζωή της κρεμόταν από μια κλωστή. Αλλά είναι καλύτερα τώρα». Μια απίστευτη ανακούφιση πλημμύρισε την αίθουσα. Ο Γκάμπριελ σηκώθηκε και αγκάλιασε την Ανέτε. Ο Κιμ χαμογέλασε πλατιά. «Μπορούμε να τη δούμε;» ρώτησε ο Μουνκ. «Είναι εξαντλημένη», είπε ο γιατρός. «Αλλά μπορώ να σας επιτρέψω μια σύντομη επίσκεψη». «Έρχομαι αμέσως», είπε ο Μουνκ. Έβγαλε το μοντγκόμερί του, το έδωσε στη Μίριαμ και ακολούθησε το γιατρό στην Εντατική. Η Μία ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι με τα μάτια κλειστά, σαν να κοιμόταν. «Σύντομη επίσκεψη», υπενθύμισε αυστηρά ο γιατρός και έφυγε. Ο Μουνκ πλησίασε προσεκτικά το κρεβάτι και ακούμπησε το χέρι της. Η Μία άνοιξε τα μάτια της αργά-αργά και χαμογέλασε αδύναμα όταν τον είδε. «Πήγες να καπνίσεις;» τον ρώτησε απαλά. «Δεν έχω καπνίσει εδώ και λίγο καιρό», της χαμογέλασε ο Μουνκ.
483/487
«Μπράβο», είπε η Μία και ξανάκλεισε τα μάτια της. Ο Μουνκ τής κράτησε το χέρι απαλά. «Την πιάσαμε;» ρώτησε η Μία αδύναμα. «Την πιάσαμε». «Και η Μαριόν;» «Η Μαριόν είναι μια χαρά», είπε ο Μουνκ. Η Μία ξανάνοιξε τα μάτια της και χαμογέλασε προσεκτικά. «Ναι;» «Ναι», κούνησε το κεφάλι του ο Μουνκ. Είδε το σώμα της ξαφνικά να χαλαρώνει. Το χέρι της αφέθηκε εντελώς στο δικό του και το κεφάλι της βυθίστηκε κι άλλο στο μαξιλάρι. «Θα έρθεις να με επισκεφτείς λοιπόν;» τον ρώτησε απαλά. «Πού; Στη Χίτρα;» Η Μία κατένευσε αργά-αργά. «Στις διακοπές, ίσως», είπε ο Μουνκ. «Αλλά νομίζω ότι πρέπει να μείνεις εδώ. Χρειάζομαι κάποιον να μου κάνει παρέα». «Οκέι», είπε η Μία και έκλεισε τα μάτια της. Ο γιατρός έχωσε το κεφάλι του από την πόρτα και έδειξε τον καρπό του. Ο Μουνκ στράφηκε, τον είδε και έκανε νόημα πως κατάλαβε. Κι όταν γύρισε να ξανακοιτάξει τη Μία, εκείνη είχε πια αποκοιμηθεί. ΤΕΛΟΣ
Μια συνωμοσία για το μεγαλύτερο έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας. Ένα μονοπάτι ενώνει όλες τις κουκκίδες. Και μόνο ένας άνθρωπος μπορεί να το διασχίσει.
Το κορίτσι βγήκε μέσα από το δάσος μισοπεθαμένο. Η ιστορία που διηγήθηκε ήταν απίστευτη. Αλλά αληθινή. Κάθε λέξη φρικιαστική.
Βρόμικα παιχνίδια, θρησκευτικές διαφορές, επισφαλείς τεχνολογικές εξελίξεις και επικίνδυνα συμφέροντα συνθέτουν ένα καλογραμμένο, χορταστικό θρίλερ.