Nicolae Tonitza (1886 - 1940) Ή Νίνα στα. πρά.σινα Λάδι σε χαρτόνι 0,593 χ 0,490 Μουσείο Zambaccian
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΓΝΑΤΙΑ ΑΡ. 7 ΣΕΙΡΑ Α. ΑΡ. 3
ΡΑΝΑ:Ι'Τ ISTRATI/NEPANTZOfAA
'Ί'πεύθυνος έκδότης, Γ ιωργος Κ άτος 'Ί'πεύθ υνος πιεστηρίου, Δημήτρης Μπουρης 'Ί'πεύθυνος βιβλιοδετείου, Γ ιωργος Δεληδημητρίου Μακέτες, Δημήτρης Κ αλοκυρης Γενικη έπιμέλεια, Νίκος Ύ φαντίδης
panait istrati ΝΕΡΑΝΤΖΟΥΛΑ ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ
ΤΑΣΟΥ ΛΑΖΑΡΙΔΗ
ΕΓΝΑΤΙΑ,1971
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΌ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΡΩΤΟ
Πέρασαν πολλα χρόνια άπο τότες πού ζησα στην 'Αλεξάντρεια, κάμποσους λιόλουστους χειμώνες. Και μ ' δλο που οί άναμνήσεις έΥείνης της έποχης δεν εΙναι πολυ χαρούμενες, πώς να μη μ αγεύομαι, πώς να μην άγαλλιάζω άπ' τις σπάνιες έκείνες στιγμες που άναποδογυρίζουν την κούπα της όδύνης και μας ποτίζουν χ αρά, τόσο που ή καρδια πάει να σπάσει ; Και μ α το ναί, στην πολυδάσανη ζωή μου, γνώρισα και τέτοιες στιγμές. , (ο χειμωνιάτικος ηλιος της Αλεξάντρειας, ό με σογειακος της ηλιος μου τις χάρ ιζε. Γ ια χάρη του, για χάρη της Μεσόγειος και της πε&υμιας πού 'χα για τη ζωή, δεχόμουνα το άψυ πιοτο της πίκρας που με κερνουσε ή μοίρα στο ΊJδιο ποτήρι. ΤΟ δεχόμουνα γιατι ενιω&α πως ή ζωη λυτρώνει έκείνους, που ά πλώνουν το χέρ ι μ ονάχα προς τον ηλιο. Με λίγες ώρες φωτερες μου πλέρωνε ή μοίρα μια μέρα δουλειας χωρις γ λύκα, μά 'γω εκανα πιο εντο νη τη δόση τούτη της εύτυχίας, αύξ άνοντας &ελημα τικα το πιοτο της πίκρας στερή&ηκα ενα σωρο άνα γκαία και χρειαζούμενα πράγματα, για να δροσίσω καλύτερα τα μ άτια μ ου, στο φέγγος που πλημμυρά ει, στον ούρανο που &αμπώνει και στην ξ απλωμένη Μεσόγειο. Κοντολογίς, ημουν κακος έργάτης. Πα ρατούσα τη δουλειά μου χωρις καμια δικαιολογία, μόλις μ ια μύγα με περ ίπαιζε, κα&ως -μπορούσε αύτη ν' άπολα6αίνει τον ηλιο. , με την καρ δ ια' γιοματη " απ" αυτη" την λ ιποΤοτες, ψυχία, που οί αν&ρωποι χ αίρονται να τιμωρούν, ε"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
9
φευγα ... εφευγα, γισμάτσς λευτερια κι άδεισς ά πο ελπί δα. τα πόδια μσυ, 6αρεια κι αυτα ά πο τόση ά κρι6σ πλερωμένη ευτυχί α, μέ φερναν πάντα στα περί χωρα της 'Αλεξάντρειας, στο Ράμλε, ό παυ&ε οί 'Αφρικά νικες φσινικιές, ά γναντεύσυν πάν' άπ' τη Με.σόγεισ, τις ά δερφές τσυς, τις σκαλωμένες στις Κυανες ' Α κτές, στα Εύρωπαί· κα Ράμλε.ΤΌ 'ίδιο πέλαγΟ' τις χα δεύει και τις χτυπάει. <ο ηλιος, ά νσιχτσχέρης κα&ως τον ξέρσυμε, τις λσύζει με τις ϊδιες ό ρμητικες ά χτί δες. Στο Ράμλε ύπάρχσυν μεγαλόπρεπα χτήρια, κα &ως σε κά&ε μαγικη χώρα, οπσυ σί πλσύσισι ζητάνε ν' ά πομσναχιαστσυν για να χωνέψσυν μόνοι τσυς , u την καχεκτικη " χαρα τσυς. Μα .. εσ, ' ΤΟ' ' Θ ' Ι!. λ'επσντας τσυς να 6αρυ&υμσυνε τόσΟ' ά ξισλύπητα πάνω στις ταράτσες, σα γεύσνται το μι'σητό τσυς τί πστα, κατα λά6αινα, γιατι ή ζωη ητανε τόσΟ' αύστηρη με την ά χαριστί α της, σ' ενα φτωχο σπως εγω και τσ/ψσυσα, , , � φτωχσς, " γω σ να σιμωνω σε τσυτες τις ταρατσες σΙ!. 'ζσνταν οι πλσυσισι, πσυ στσιuα στσυς ' " τσπσυς αυτσυς σπσυ ό ναργιλες κι ό καφές, τα γλυκά μσυ τα πά&η, πλερώνσνταν με τψες ά πρόσιτες για το πσυγγί μσυ. Μα τί πστε ά π' δσα πεθύμησα στη ζωη μσυ δε στά&η κε ά σί μωτσ· πσλλες φσρες πλέρωσα τις χαρές μσυ με το αΤμα, το νόμισμα αυτο πσυ οί Τράπεζες ά γνσ συνε και πστε δε &α λυπη&ω γι αύτό, γιατι τέτσια η' λσυτρα μεσ' τΟ' φως, πσυ με καναν ικανσ ν ταν τα ά ντέξω τα σκστάδια της ύπαρξής μσυ. ,
,
,
-
,
,
•
"
�,
"
,
-
"
,
f:
"
Για ενα καφε κι ενα ναργιλέ, στο Ράμλε της ' Α λεξάντρειας η στη μεγάλη πρσκυμαί α της Σμύρνης, για μια ωρα ονεί ρσυ παναπεί, πσύ 'τανε ζωή μσυ σ λη τη μέρα, κάπστες κι σλη τη 6δσμάδα, εκαμνα πάν, τσν ' τα σα -Q' ΤΟ' ' Ρσυμανσ, ' αγαυσ πσυ 'λ"εει ΤΟ' δ ημστικο , , τραγσύδι: Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
10
'Όλα του καλοκαιριου τα κέρδη τά ' φαγα μονοβραδις σιμά της. Μα 'λιστα ξ'δ ' , δ ωσεις ' " -Q' ο ευα' πρεπει να πο λλ' α, αν υες νά ' χεις πολλά. Κι αύτο γί νεται αύτόματα, ά πο μό νο του &αρρείς και χωρις κόπο κανένα. Μα το ζήτη μα δεν είναι τουτο. Δεν ά γαπας το φως, χωρις ν' ά γαπας σύγκαιρα και ταυς ά ν&ρώπους. 'Όχι δλους τα υς ά ν&ρώπους ά νεξαί ρετα. Κανεις δεν τους ά γαπα δλους, μήτε κι ό Χριστος τους ά γάπησε g"VaL ά νόητα. ' Αγαπάμε δτι μας μοιάζει σ' απειρες ο ψεις ά γαπάμε σύμφωνα με τις πε&υμιές μας. , , , ' μια , Ρ'αμλε, σε "Εν' απογιομα, , στο ταρατσα στοιβαγμένη ά πό ' να ά διάντροπο ά ν&ρωποσωρό, είδα ε ναν αν&ρωπο. Με είδε κι αύτός. Kι εύ&Uς ψυχανεμί στηκα τι ζητουσε ' κεί, τι κοιτουσε, τι αΙσ&άνονταν. Και ' κείνος δμοια ενιωσε δλα τουτα για μένα και πο, '" τις ξ' , λ' υ καλ' υτερα' μαντεψαμε μεσ αστερες ματιες μας την χρωματια τω ν πό&ων μας το &άμα της ό , , μας. μοιοτητας Αύτο δε συμ6αί νει, να πείς πάντα. Συχνα διατι μόντας τους ά ν&ρώπους, επεσα εξω στα μισά, μα ποτε σ' δλα. Μα δσο ά πατουμαι, τόσο αύτο ά ξί ζει, γιατι εδω δε μπορεί να πρόκειται, παρα για την 0μορφη τη ζωή, την κα&άρια σα το νερο της πηγης και ισχυρη σα τον κεραυνό. ' Αγαπω τον αν&ρωπο, δταν κλεί νει 6α& εια μέσα &έ του, ά πο γενν εσιμιου του, το πά&ος της φιλί ας. 'Αγαπω τη γυναίκα δταν το αΤμα της κοχλάζει ά π' το ερωτικο πά&ος. Παραδί νομαι σ' αύτους χωρις παζάρια. Αύτο κοστί ζει ά κριβά, μά ποτες οί ά πογο ητέψεις που δoκ�μασα δε λιγόστεψαν, μη δε &α λιγο στέψουν το ποσο τω ν πε&υμιω ν μου. Με τη λύσσα του παίχτη, αναζητω παντου την τύ' πεχη μου. Παι 'ζω παντα , -Q ' υανασιμα παιγνι 'δια, γιατι Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
11
ριφρονώ την τσιγγουνιά. 'Άμα άπατη-&ώ, δε χάνω τίποτες χαμένος εΙν' ό 6λλος. Δε χάνεις σα δίνεσαι όλάκαιρος. ΕΙσαι σα τον 11λιο που ξοδεύεται, γιατΙ παρ�δίνεται χωρΙς επιφύ λαξη, χωρΙς εκλογή. Κι οχι σα τους πάγους που λυ ώνουν πάλι μόνοι τους. Μα σα κερδίζω κατακτώ ε να -&ησαυρό. Μιλώ για το πάίtoς της φιλίας, γιατΙ το πάίtoς το ερωτικο είναι σα την ά-στραπή· β ίαιο καΙ χωρΙς διάρκεια. Ν α, , πως 'εΙν'Ι"η παστα μου και" πως εκεινη � , π" αγαπώ. Δεν εΤμαι χολιασμένος. Μήτε κι οί κ αλοί μου φ ί λοι. Κι ό Μάρκος, που τον ενιωσα καΙ μ' ενιωσε σε λιγότερο χρόνο άπ' δσο μας χρειάστηκε για να κα πνίσουμε τους ναργιλέδες μ ας, τη μ έρ α εκείνη, στο Ράμλε, ό Μάρκος στά{}ηκε ό πιο εύτυχ �σμένoς άπ' δλους. � o κουτός! Θέλησε στην άρχη ν' άντισταίtεί. 'Ωσ τόσο ενιωσε πως ηταν άνώφελο, γιατΙ ή άνάγκη ν' άγαπας καΙ νά ' μπιστεύεσαι τα ονειρά σου, εΙναι πιο δυνατη στους ίt ε ρμoυς άνίtρώπoυς, άπ' τη σεμνότη τα που 'σ' άναγκάζει να κρύβεις τΙς πληγές σου. 'Ή ίtελε νά 'ναι επιφυλακτικός, σαν ανίtρωπoς του κό σμου, σα κακομοίρης ανθ'ρωπος του κόσμου, που μα σουλάει χορτάρι, πίνει νερό, κάνει ερωτα σα μα λάκιο καΙ κρύβει δλους τους πόνους του. ΚαΙ ' κείνο τ' άπόγιομα της αξέχαστης συνάντησής μας, ό Μάρ κος με προσπέρασε, σοβαρός, χωρΙς να μ ου δώσει το ελάχιστο κουράγιο καΙ προχώρησε ... Σαν ανθ'ρωπος του κόσμου. ΤΟ λυκόσκυλό του τον περ ίπαιζε με την ξέχειλη χαρά του· του ζητουσε ενα λιίtάρι να του ρ ίξει μα κριά, μ ακρια οσο μπορουσε. � o Μάρκος σκεφτικός, με τα χέρια δεμένα π�σώπλατα, λ ίγο σκυφτός, βολ τάριζε στην άκρογιαλια καΙ δεν άποκρ ίνονταν στην άγάπη του καλύτερου φίλου του. Δε με ξεγέλασε ή αδιαφορία αύτή. Τον άκολού{}ησα πολυ ωρα άπο ,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
12
" Ι l ' μελετωντας ' δ ιακριτικος, μακρια, προσεκτικα το προσωπο του φίλου που επρεπε ν' αδράξω. Και μια μέ ρ α σου τον τσάκωσα. Πώς ; Αύτο είν' αδιάφορο. Και τώρ α ξεχάστε με μένα. Δε {}α γίνει πια λό γος για την αφεντιά μου. 'Ακουστε την Ιστορία αύ τή, πού γινε σε κάποιες γωνιες της γης, που οί πε ρισσότεροι απο σάς δε {}ά 'χουν μήτε ακουστά. Είναι ή ίστορ ία που μου δ ιηγή{}ηκε ό αν&ρωπος που ανακάλυψα σε μ ια εξέδρα, στο Ράμλε της Ά λεξάντρειας, ενας αv{}ρωπος που αγαπουσα χωρις να ξέρω το γιατι και που μου σπάραζε την καρδια μέ ' κείνο το εϋftυμo ρωμαίικο τραγούδι :
Κάτω στο γ ιαλό, κάτω στο περιγιάλι, Ν εραντζούλα φουντωτή. Π λέναν κι άπλωναν Ν εραντζούλα φουντωτή.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ Θ ά ' μουνα πια δεκάξ ι χρονω, οταν ό πατέρας μου αγόρασε ενα σπιτάκι της 'Εοραίικης, στη Βράιλα. Μετακομίσαμε στο αψε σιοησε την αλλη κιόλας μ έ ρα. 'Ήξερα πώς, κα&ως πάντα, το σπίτι αύτο δε &α το ο αστούσαμε πολυ καιρό, γιατι ό πατέρας μ ου αλ λο δ εν εκ ανε παρα ν' αγοράζει σαραοαλιασμένα σπί τια, να τα έπιδιορ&ώνει και να τα πουλάει σ' οποιον λάχει. Αύτόταν περίπου το έπάγγελμά του και μάλι στα πολυ κερδ οφόρο. Και της μ άνας μου ή δουλειά, δ ιόλου να πείς κουραστική, ηταν ν' ακομπανιάρει τον πατέρα μ ου στ' ατέλειωτα παζαρέματα, την ωρα που μια δούλα φρόντιζε για το σ ιγύρ ισμα κι εψαλε τα μ ύρια οσα στους έργάτες που έπισκεύαζαν το σπίτι. Και μέσ' σ ' αυτούς, ή δ ική μου δουλεια ηταν, να τρέχω στο καπηλιΟ. της γειτονιας, να φέρνω μποτί λιες κρασι για τους δ ικούς μου και τους πελάτες τους, που το «ρουφουσ αν» κανονικα κι ολο μ ίλαγαν για « οικίας προς πώλησιν» και « οικίας δ ι' αγοράν» . Για να δ ιασκεδάζω, λοιπόν, έγω ό καλός σου, ερι χνα ασοέστες μέσ' το, πιάτο της δούλας μας κι άλάτι μέ σ' το σου οα των χτιστάδων κι ολος ό κόσμος φουρ κίζονταν· ετσι γίνονταν οσο νά 'ναι κάποια ποικιλία μέ<σα σ' δλη αυτη την ανακατωσούρ α. Συνάμα μου αρεζε να γυρ (ζω στους δρόμους και ν' αμολάω τους μεγάλους , αετο ύς μου, ξεσκούφωτος, με το πουκάμι σο ανοιχτο ίσαμε τον αφαλΟ. και πάντα μ ονάχος. Μάλιστα μονάχος και μη σας παραξενέοει, γ ιατι ' μ δλο που δεν ημουνα δειλός, μήτε αγρ ιος, να πείς, φοΟόμουνα τις πέτρες που σφεντονουσαν τα χαμίνια, Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 14
,"
" τη μ ε, ρα που' μια πετρα με" χτυπησε στο, κεφα' λ ι και' μου τό σπασε. Γι' αύτο το λόγο κι ϋστερα μάλιστα re. ' " , τελευταια ' μας μετακομιση στον ευραια" κομα απ την ικο μαχαλά, οαστήχτηκα μακρια απ' τα παιδια της καινούριας μας γειτονιάς. Αύτα αν και ηταν tE οραιόπουλα - που σημαίνει : δειλα κι άκίνδυνα δε τους ελειπαν οί εύκαιρίες να μου σπάσουν το κε φάλι, γιατι άκρtοως έξαιτίας της δειλίας τους, τα μικρα Ρουμανάκια, δε δίσταζαν νά 'ρ{}ουν 'ίσαμ' αύ του και να τους οαρέσουν μέσ' τα 'uδια τους τα σπί τια. Με τους κόρφους και τις τ'σέπες γιομάτες μυτε ρ α χαλίκια, χύνονταν στους δρόμους κι άπ' το πρωι μέχρι το οράδυ, τα χαλίκια δ ιάγραφαν εύ&είες και καμπύλες στο λουλακι ούρανό. Πολλες φορες τα δε χόσουν πάν' απ' το φράχτη, μέσ' την είρηνικη αύλή σο υ. Γ' Cl _υε' λοντας και" μη, να, στε, ι αυτο αναγκαστηκα, ρη{}ώι, τότες μιαν εύχαρίστηση, που δοκίμαζα στις συχνες έκείνες μετακομίσεις, να σεριανίζω στους δρόμους, να γνωρ ίζω τΟ'υς τόπους, να ολέπω και "ούριους άν&ρώπους και να μ α{}αίνω καινούρ ιες συν ή{}ε ιες. ΙΩστόσο άντις για τη χαρα τούτη, με ορηκε μια απροσμόνητη απασχόληση - δροσια στη δ ίψα μου για την 'Αγάπη. Στους μ αχαλάδες αύτούς, οί αύλες χωρίζονται με μαντρόγυρους απο παλια άρια σανίδια. Μπορείς να 6λέπεις μια χαρα στου γειτόνου σου και κα{}ως οί 'ίδιοι εΙναι πολυ περίεργοι και πολυ λίγο εύγενικοί, κοιτάζουνε πάντα με την εύκολία τους. Αύτο εκανα καί ' γώ, άκολου{}ώντας πιστα το παράδειγμ α των μεγάλων, που δε τό ' χαν τίποτες, σα τό φερνε ή πε ρίσταση να σε φτύσουν στα μούτρα 11 να σου δείξουν εναν άσπρουλιάρικο πισινό, μέσ' απ' τις χαραμάδες. 'Εγώ, ουτε εδειχνα τίποτες, μήτε εΙχα κανέναν για να φτύσω. 'Απεναντίας, χ αιρόμουνα κά{}ε μέρα ολέ ποντας, δεξια στην αύλή μας, ενα κορίτσι δεκατεσαπ
"
"
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
15
σάρω δεκαπέντε χρονώ που πηγαινόφερνε πάντα, σα ψάρι στον ποταμο και δε γνοιαζόταν να δεί τι πε &uμια πού 'χα να κάμω καί 'γω το ίδιο. Μ' αύτη η ταν κορίτσι και κα&ως σκυλίτ'σα που δε φοοάται τα δ αγκώματα τών σερνικών, δμοια και 'κείνη δε φο t>όταν τις πετριες τών άγοριών. (τα 'ίδ ια αύτα άγό ρ ι α σα γίνουν αντρες, χάνουνε και τούτο τον άν&ρω πισμο και δε τό 'χουν σε τίποτες να χτυπήσουν γυναί κα Οαρεμένη ) . "Ήταν μελαχροινή, μακρομαλλούσα σα τσιγγάνα. (Η οαρειά της πλεξούδα χτενισμένη με φροντισιά. ΤΟ μούτρο της, μ ακρουλο σαν αυγό, πολυ σοοαρό, με μεγάλα διαπερα,στικα μ άτια και ' , παντα πλυμενο και ... χει'λ ια μπουμπουκιασμενα, ηταν κα&αρό, κα&ως τα χέρια, οί γάμπες και τα πόδια της. Και πώς να μην είναι κα&αρή, άφοϋ είχε να κά μει με τα νερά; 'Απ' την αυγή, δτι ξθμυτουσε ό η λιος, φορτωμένη δυο ντενεκέδες, πηγαινορχόταν άπ' το πηγάδι της γειτονιάς στα σπίτια και προμή&ευε νερό, γ ια μια πεντάρα στηt>όλτα και με τον δρο να 'ναι οί κουοάδες γιομάτοι 'ίσαμε τ' άφρόχειλο. Για ν' άντέχει στο οάρος και να μη μπλέκονται τα πόδια της, οαστουσε κρεμασμένους τους κάδους σ' ενα ξύ λινο στεφάνι, που μέσα του Οάδ ιζε. Μ' άκόμα κι ε τσι, πάλι φαίνεται νά 'ταν ή δουλεια κουραστική, γιατι συχνα την εολεπα με το μ ούτρο ζαρωμένο, το στόμα πικραμένο, το κατωχείλι κρεμασμένο, ίδρωμέ νη, μ α ποτες &λ�μμένη, ποτες Οαριεστημένη. Μόλις άπό&ετε χάμου το φορτιό της, γελαστη πάντα, ηταν ετοιμη για τσαχπινιά. 'Όχι για άνόητες τ'σαχπινιες με τα παtδια της γειτονιάς - οχι να σάς χαρώι μα μοναχή της στην αυλή, με τα ομορφά της τα σκυ λάκια, που επλυνε και στόλιζε με χίλιες κορδελίτσες πλουμιστες κι άδιάκοπα τα μ άλαζε και τα χαδολο γούσε. Κι δταν πια χόρταινε τα σκυλάκια της και δεν είχε αλλη δουλεια τη μέρα που τραοουσε; την ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
16
,
εχανα. Για &ρες πολλες δε την ξανά6λεπα. Σα γύ� ριζε, με το πρόσωπο πλημμυρισμένο εκσταση, αρπα ζε τους κάδους της κι ετρεχε στη δουλειά της την τέλευε και μετα ξαπλώνονταν στον �σκιo μιανης μου ριάς και ξανάπιανε να φροντίζει τους σκύλους της, με μια τρυφερότητα όλότελα μητρική. Κανεις σιμά της. Καμια κηδεμονία. Μήτε συγγε νείς, μήτε φωνές, μήτε 6λαστήμιες. Μόνο να της ζη τουνε νερό, να της ζητούνε νερό . . . Ή νύχτα τη σκέπαζε, αύτην και τα ζώα της, μ' ενα ψί&υρο χαδευτικό, καλώντας την να ήσυχάσει. ΤΟ πρωι την ε6λεπες να στραταρίζει μέσ' το στε φάνι, με τα χέρια και το λαιμο τανισμένα, μ ε τις χούφτες σφιγμένες πάνω ,στα ξυλόχερα τών κου6ά δων της και με το κατωχείλι να τρεμουλιάζει, να τρεμουλιάζει. "Τστερα, είχε σειρα το παιγνίδ ι τών σκύλων, οί ξαφνικες έξ αφανί,σεις της κι ό χαρούμε νος γυρισμός. 'Ό λ' αύτα τά 6λεπα κάποιο καλοκαί ρι, στις άρχες τών διακοπών. - Μητερα e.. , , ποιο' "ναι κεινο το, κοριτσι που, κουυαλάει νερό; - Μια όρφανή. - Και πώς τηνε λένε; - Σάματις ξέρω. . . Κανεις δε ξέρει γιόκα μου. τη λένε Σακαγκίτσα. Μια όρφανή . . . Πού 'ρ1tε τώρα κι ενα χρόνο, ό Θεος ξέρει άπο, πού . . . που πάντα άρνή&ηκε να πεί τ' ονομά της και τ' ονομα τών γονιών της. που ή Στάμα, ή γρια άρχόντισσα είχε περιμαζέψει κι ό κό σμος την ελεγε νεροκου6αλήτρα . Αύτα ηταν δλα κι δλα πού ξερε ό κό σμος γι' αύ το το κορ ίτσι. Και μόλις χόρτασε την ψυχρη του πε ριέργεια - ό κόσμος λέω - 6άφτισε την καινου ριοφερμένη Σακαγκί'τσα, της Θστρεψε την πλάτη και τρά6ηξε για τις δουλειές του, να 1tησαυρίσει, ν' ά πο{}ηκέψει' δουλειες «δια οικίας προς πώλησιν» και Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
17
, " δ "Ι αγοραν». «οικιας 'Έρμε κόσμε. ΚαΙ 'συ ερμε αν&ρωπε του κόσμου. Πόσο σάς λυπάμαι. Συναντάτε στο δρόμο σας ενα άνftρώπινo πλάσμα με τΙς μ ασέλες βουλωμένες, μου διασμένες άπ' τα πάγη της ζωης κι αντις να το σκε πάσετε με τη ζέστα σας, με τον εύρύχωρο αν&ρωπι σμό σας, το ρωτάτε σαν ανακριτές. - Πές μας αγνωστε, τώρ α που σε πετύχαμε στο δρόμο μας, ποιος εΙσαι, που&' ερχεσαι, τΙ σκέφτεσαι για λόγου μας και τι λογαριάζεις να κάμεις μαζί μας; Κι ό δυστυχης που δε μπορεί να ξεσφίξει τις μ α σέλες του, για να σάς άπαντήσει σταράτα, σάς κοι τάζει, δλο σάς κοιτάζει ... ΚαΙ βιαστικοι δπως εΙστε, του γυρνάτε την πλάτη, του κολνάτε, σα ρετσινιά, ενα παρατσούκλι, κα&ως δένουν ενα τρύπιο ντενεκε στην ούρα ένος ψωρόσκυλου και τραβάτε για τις «οίκίας προς πώλησιν» και κάτι τέτοια. Τραβάς, έσύ, ερμε κόσμε καί 'συ μαζί, ερμε αν &ρωπε του κόσμου. "Αχ, πόσο σάς λυπαμαι.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 18
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΡΙΤΟ
Μια μέρα που ζύγωσα στο μαντρόγυρο, ή μονα χούλα μου �ρ&ε απροσδόκητα να μου πεί για μεγάλη μου εκπληξη. - Γιατί, αγόρι, δεν παίζεις παρα μονάχα στην αυ' λη' ; " Α, τι χαρα που μου κανε αυτο το δείγμα της φι λίας ! ΙΗ καρδιά μου χτυπουσε να σπάσει. 'Ένιωσα τα μάγουλά μου να πυρώνουνε και μη δρίσκοντας λόγο να πω" χαμήλωσα τα δλέφαρα. Στέκονταν όρ&ή, στην (ίλλη πλευρα του φράχτη, ένώ χάδευε τ' αγαπημένο της σκυλί, το Λέων, που κρατουσε πάνω στο στη{}ος της κι ελεγε γλυκά, γλυ κά : ' - ... Γ ιατι, ; γιατ ,ι ; . . . Μ αρκο. Σκίρτησα και κατόρ {} ωσα να τραυλίσω. " μ ε λενε ' Μ αρκο ' ' - �ερεις... .... , ξ ερεις πως ; - " Α κουσα να" σε φωνα' ζουν "ετσι . . . Πρoσπά{tησα να πάρω κουράγιο, για να την κοι τάξω {}αρρετα Όσο γίνεται στα μ άτια και της εΙπα. - Και σένα πώς σε λένε; , , ' ΙΟλ'οτε λ α ξ εγνοιαστα μ απαντησε. -Σακαγκίτσα. Σα να μου κάρφωσαν μαχαίρ ι στην κ αρδιά, εκα να μεταδολη κι ετρεξα μακριά, να κλάψω. Δέχονταν -, σακαγκίησυχα το τρομερο σούκλι ", αυτο ,παρατ' , � , ζ 'Όσα. Μ' αυτο τ ονΟ'μα φωνα αν τ ωραιοτερο κοριτσι τών παιδικών μου χρόνων. - Και τι εχει να κάμει αυτό ; μου λεγε την (ίλλη μέρα, σα της μολόγησα το {}υμό και την αγανάκτη,
"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 19
σή μΟ'υ. Τι εχει να κάμει αύτό ; 'Ότι είναι κανεις εί ναι. . . "Τστερα γλυκαίνΟ'ντας τ η φωνή της. - ... Είμαι 'γω για σένα Σακαγκίτσα . . . - Για μένα. " Ω, για μένα, Οχι. 'Έογαλα ενα σανίδι, πέρασα άπ' τ' ανΟ'ιγμα και την εσφιξα στον κόρφΟ' μΟ'υ. Το κΟ'ρμί της ηταν σκλη ρο σα πέτρα. Μια μυρΟ'υδια αγαπημένης σάρκας μΟ'υ χύ{} ηκε μέσ' τις φλ8δες ητανε σαν αρωμα ένος καρ πΟ'υ ξωτ ικΟ'υ πΟ'υ γεύεσαι για πρώτη φΟ'ρά. την αφησα γρήγΟ'ρα και ξαναπέρασα στην αύλή μΟ'υ. Τότες κΟ'ιταχτήκαμε στα μάτια, ωρα πΟ'λύ. τα δικά της ηταν όλάνΟ'ιχτα και &ά λεγες, ξαφνιασμέ να. Τ'Ο μΟ'υτράκι της, όλότελα άτάραχΟ' ησυχΟ' κι α παλαγμένΟ' άπο κά-&ε συγκίνηση. 'Εγώ ... εγω ημΟ'υν χωρις πνΟ'ή. Γύρω μας κανείς. 'ΈρημΟ'ς ό δρόμΟ'ς. Αύτα γινόντΟ'υσαν ενα &ερμο δειλινο τ' ΑύγΟ'ύ στΟ'υ, την ωρα πΟ'υ Ο'ί νΟ'ικΟ'κυραίΟ'ι της γειτΟ'νιάς κΟ'ι μόντΟ'υσαν μακάρια, άφΟ'υ διωξαν τις μύγες και χα μήλωσαν τα διχτάτα των παρα&υριων. την ερχόμενη Οδαμάδα, εγιν' ενα επεισόδιΟ', πΟ'υ με οΟ'ή&ησε να κερδ ίσω την καρδια της φίλης μΟ'υ. "Ήταν πρωί. Ό ηλιΟ'ς οτι είχε άν6δει δυο κΟ'ντά ρια κι αύτη ετρεχε γενναία μέσ' την ξ ύλινη μπαλάν τζα της, κΟ'υοαλώντας το κρεμασμένΟ' κατωχείλι και τΟ'υς γιΟ'μισμένΟ'υς ϊσαμε τ' άφρόχειλΟ' ντενεκέδες νε ρό. την ωρα αύτή, εγω ε.πα�ζα τον άετό μΟ'υ στο δρό μΟ', κΟ'ντα στο σπίτι μΟ'υ. Ό άετος πετΟ'υσε ψηλα καί 'γω δώστΟ'υ κι δλΟ' άμΟ'λΟ'υσα καλούμπα, να δω να χά νεται, 'ίσαμε πΟ'υ να γίνει μια κΟ'υκίδα στον κατακά&α ΡΟ' 'κείνΟ' το πρωι Ο'ύρανό. Δεν εδλεπα, δεν αχΟ'υγα, παρα το φλατάρισμα τΟ'υ κΟ'ντραρισμένΟ'υ αγερα, πάνω οΟ'υηχτάρια τ' άετΟ'υ μΟ'υ. Είχα το νΟ'υ μΟ'υ , :)στα " , � " ι απ περ τΟ'ν κΟ'σμΟ', μακρια, απ ΤΟ' μαχα λ α' μΟ'υ δ ωσμένΟ'ς στο παιγνίδι μΟ'υ δταν μια μακρινη κραυγη Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 20
' μ
εκανε να τιναχτώ' ηταν ή φωνη της φίλης μου. Στο πάνω μέρος του δρόμ ου, είχε παρατήσει χά μω τΟ'υς ντενεκέδες της, χτυπου,σε τα χέρια, ξεφώνι ζε κι ετρεχε κατα μ ένα μ' δλη της τ11 δύναμη, σαν ά πελπισμένη κάνοντάς μου σημάδια. 'Ενστιχτώδικα, κοίταξ α πίσω μου κι είδα εν' άμάξ ι με δυο αλογα, να σιμώνει καλπάζοντας, ενώ στη μέση του δρόμου το μικρο σκυλί, ό Λέων, φευγάτο , ά π' την α'όλη της κυρας του εξυνε ησυχα τ' αύτί του άνυποψίαστο για τον κίνδυνο. Μια στιγμη να δ ίσταζα, itά Όλεπε ή μικρη φίλη μου να κομματιάζεται άπ' τις σιδερένιες ρόδες του κάρου, το καλύτερό της σκυλί. Χωρις να σκεφτώ, ό καλός σου, ,άφήνω τον άετό μου, που την άλλη κιόλας στιγμη χάνεται στα σύγνε φα κι όρμώ κάτ' άπ' τις ρόδες. Τραδώ το σκυλί, το σώζω άπ' το itάνατο, μα ό τρόμος πες και τα πέταλα τών 'άφηνιασμένων άλόγων, με συνεπαίρνουν και τώ ρα δρ ίσκομαι, πεταμένος σα σκουφος, κατάχαμα, .CL. ' , " τις σκονες , μεσ λ ιπουυμισμενος. Σα συνηρitα, κόσμος πολυς είναι μαζεμένος γύρω μου. Μου τρίδουνε τα τσακισμένα πλευρα με σπίρτο κ αι με μαλάζουν. ΤΌυς άκούω που μουρμουρ ίζουν. "Τστερα ό καitένας ,σκόρπισε στη δουλειά του καί 'γω μπόρεσα να φτάσω στο φράχτη, δπου ή φιλενάδα μου με πρόσμενε, με το σκυλι στην άγκαλιά. Μου τον πέ ρ ασε άπ' τ' άνοιγμα, μα πέρνοντάς τον τρόμαξα' τόσο χλωμή 'ταν ή' οψη της μικρούλας μου. Γ , " την ρωτησα. - ιατι, σαι Χ λ ωμη; - Σου τον χ αρ ίζω, είπε με λίγο δισταγμό. Θα ξέρεις να τον άγαπας δπως του πρέπει; - Ν αί, πολύ. � ' " , , - Κ αι, τ "ι σαι ικανος να καμεις γ ια" κεινο π αγαπας; - τα πάντα. - 'Αλήitε ια. Μου τ' άπόδειξ ες. Είμαι κουτή . . . Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
21
συμπάftα με. Και τη φορα τούτη, πέρασε 'κείνη άπ' τ' ανοιγμα, μου πηρε το κεφάλι μ έσ' τα χέρια της και μου φίλησε ι τα'δυο' μ αγου ι λ α σταυρωτα. Αύτα �ταν τα πρώτα και τα τελευταια ερωτικα φιλια που στη ζωή μου σλη, δε μου κόστισαν παρα ' πονο λ ιγο ι ι Τ' α"λλ α, ο"λ α τ ' α"λλα . . . μ α' στα' π λευρα. γιατί να προχωρώ τόσο γρήγορα; ΤΟ χτύπημά μου ώστόσο με κράτησε πολλες μέρες στο κρεδάτι. Ή κυρα του Λέων και της καρδιάς μου, θρχονταν κα{}' άπόγιομα να με δει και να χαδέψει το " ιι , σκυλ ,ι της πανω απ ωρα. Θά δινα σλη μου την άνωφέλευτη ύγεία, για να μακρίνω σλη αύτη την εύτυχία που μου λαχε. Θέ μου, εύλογημένο νά 'ναι το εργο σου. Σε λέμε αδικο, ι γιατι ,μαστε η λη.\ ιυιοι, μ α σχωρα μας και μη γνοιαζ εσαι για τη μίζερη κρίση μας. Για ενα μόνο είναι να λυπάσαι : που δε σκέφτηκες να δάλεις αλλη μια καρ δια στη 1tέση του φτωχου μυαλου. Τ - Μ αρκο, μου- ειπε η� φι'λη μου μια" μερα που" κα, _<ι ';" ' f!. ' υονταν στο κρευατι μου' ηταν μ ια" απο, ,κεινες τις μέρες τ' Αύγούστου, τις πλούσιες σε ηλιο, κουνούπια και Ψιλη σκόνη. Μάρκο, είσαι ζηλιάρης; ΤΟ πρόσωπό της, να το πει, εγινε τόσο χλωμό, σσο , " τη, στιγμη' που" αποχωρι'ζονταν το' σκυλ'ι που\ ειχα σωσει. - Ζηλιάοης; είπα. Γιατί με ρωτάς; Και γιατί , , � , , αυτη η αγωνια; - Γιατι σ' άγαπώ, εσένα, εσένα κι εναν αλλο • ι αΚΟΗα. tH καοδιά μου σκίρτησε' το κρεδάτι αρχισε να φέρνει κύκλους, σπως ό ρούφουλας στα δαλτονέρια ι κατω . . . ' δΙ , - και, τους ι αγαπω υο. συνεl'ισε, κα- Ν αι,ι σαc:; ftως ενα μονάχο' καftως άγαπώ το Λέων. Ν α πως •
"
"
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
22
'
άγαπω. Δε πρέπει να 'μου κακιώνεις, ετσι είναι . . . και με φίλησε παράφορα, μα {}ά 'ταν προτιμότερο να μου δινε μια κατακέφαλα. 'Ένιωσα πως δεν επρεπε να παραπονε{} ω , γιατί 'χα να κάνω μ' ενα ισχυρο πλάσμα και ταυτόχρονα μ' ε να γερο άντίπαλο και πως μόνο δείχνοντας μεγαλύ τερη γενναιότητα άπ' αύταυς {}α μπορουσα να παλαί ψω και να βαστάξω τη &έση μου. Τά νιωσα αύτά. (ο χρόνος μου δωσε δίκιο. Π ικρο δ ίκιο . . . , είν" ο α"λλος σου ; τη" ρωτησα πνιγμενα. - Π οιος - Θα τονε δείς αμα πάμε να πη!δ ήξουμε το χαντάκι στις φουντωτες νεραντζουλες. - Σε ποιές ; Τί; Φουντωτες νεραντζουλες ; Τί {}α πεί αύτό ; Μιλουσα έλληνικα μα δε μπορουσα να καταλάβω τι σήμαινε αύτό. Βάλ{}ηκε να γελά, μ' ενα γέλιο σκαστό, ενα γέλιο άργυρόηχο μ ε{}υστικό, που μονοστιγμις ξέχασα το κα κό μου. Κι ό Λέων ξέχασε το κακό του. Κι οί τρείς 12 ' ' ' μας κυλ ιστηκαμε πανω στο, κρευατι γελουσαμε, α' ληχτούσαμε και δαγκωνόμαστε, σα τρ ία εύτυχισμένα ζωάκια. - πες ομορφή μου . . . ομορφή μου, Νεραντζού λα . . . - Μ ε λες Νεραντζούλα ; φώναξε ξ αφνιασμένη. - Ναί, μά . . . r ' - Δ 'εν ειναι και, τουτο σα" το Σ ακαγκιτσα ; Q' ' -να ' - "Ο χι, οχι, Ν εραντζουλ α φουντωτη, πει- : � , " ' � _<1. ' , ' δ εντρι ανυισμενο και ωραιο. Αυτο σαι" συ για μενα. Μικρη Νεραντζούλα, ή μ ικρή μου q;ουντωτη Νεραν τζούλα. Αύτό 'ναι το γύρισμα ένος έλληνικοϋ τρα γουδιοϋ, π ' άκουσες και το ξ αναλες σα παπαγάλος. Πές μου που 'ναι αύτο το χαντάκι που πηδάς; 'Εκει κατ ω οι ερ' «ου" λ ιτσα καλ ιμερεσκε». ' - Σ την γάτες ξέσκαψαν σλο το δρόμο, άπ' τη μ ι' ακρη στην άλλη, για να βάλουν σωληνες να φέρουν το νερο ,
,
-
"
,
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
23
,
,
,
μέσ' τα σπίτια. Λένε πως στου νομάρχη εφτασε κιό λας. Πηγαίνουν στον τοίχο γυρ ίζουν μ ια κάνουλα, που τηνε λένε βρύση και το νερο - ακου πράματα τρέχει μοναχό του. Πώς {}ά &ελα να το δώ' το πι στεύεις ; ΤΟ νερο του Δούναβη ν' άνεβαίνει όλομόνα χο στο σπίτι, ε; Δεν ηξερα μήτε ' γώ, αν ό Δούναβης άνέβαινε Τι οχι όλομόναχος στις κουζίνες χαι στα μαγειρια και δε πίστευα στην ίστορία τούτη για τη βρύση που καρφώνουν στον τοίχο, σα βρασμένο μ ακαρόνι, που � , , τη, γυρι'ζουνε και" τιναζε ι το" νερο ακαταπαυστα, τιναζει το νερο ετσι που μπορεί να σω{} εί ό Δούναβης και να χυ&εί μέσ' την κάμαρη. " Ολ' αύτα είναι για τα μ ικρα παιδιά, που τα σκαρώνουν στο αψε - σβησε οί παραμυ{tάδες ... Μα δε μ ' εγνοιαζε κι οϋτε που έπέμενα βέβαια. "Κ να μόνο πίστευα και συλλογιόμουν' πως ή Ν εραν τζούλα μου άγαπουσε ενα ρωμιόπουλο, σ' αύτη ΤΙ1ν «οϋλιτσα καλιμέρεσκε», πού 'χαν ξεσκάψει οί αν&ρω ποι του δήμου, πως έκεί κάτω ετρεχε κά&' άπόγιομα και πω ς πάντα γύρ ιζε 'κεί{}ε χαρούμενη, ,άνάπαρτη, κόκκινη σα παπαρούνα. ΤΙ ετρεχε 'κεί κάτω ; Ποιό ' ταν τ' ,άγόρι που μου περνε τη μισή μου φ ίλη ; 'Ένα τρυπάνι μου τριβέλιζε την κα ρδιά. 'Ένας ά6άσταχτος πόνος. Θά &ελα να σκοτώσω τον άντίζη λο τουτο, μα δεν ηξερα να μαλώνω, μήτε να πετώ πέτρες. την κοιτουσα κατάματα. - Φίλησες τον αλλον, κα{}ως έμένα; - Ν αί, τον φίλησα, μα αύτος είναι αλλο κι αλλο 'σύ. Δε πρέπει να κακοκαρδ ίζεις, ελα νά τονε δείς . . . - Να δώ πιόνε ; ' , 1' - Τον , Π αμεινωντα, τoιv α''λλο για. . . Ε ιναι τοσο καλός. Θα δ είς, {}α τον άγαπήσεις κι έλόγου σου. '
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ (Η νύχτα κατέβαινε γλυκά, ϋστερ' άπο μια μέρα
καρωμένη άπο τρομερη ζέστη. Κλείσαμε μέσα το Λέων μαζι με τ' αλλα δυο κου τάβια και πήραμε το δρόμο για την « οϋλιτσα καλι μέρεσκε». Στο δρόμο, ή δροσισμένη πάχνη πασπάλιζε τα γυμνά μας πόδια τά γλυφε -&αρρείς με δροσάτα χείλια. 'Όλα τα χαμίνια �ταν ε'ξω και μας καλου σαν στις συντροφιές τους. Μα δε δ ώσαμε προσοχη γιατι μας κατείχαν αλλ α αΙσ&ήματα. Με την ακρη του ματιου μου τη σαΙτευα· εδειχνε ξέγνοιαστη, ησυχη σαν αρνί. ΤΟ στα-&ερο βημα της, ή γαλήνη του προσώπου της, τα μπράτσα της, στέρια σα δυο γερα φίδια, ατσαλωμένα απ' την αμάχη με τη δουλειά, που κρέμονταν .αναπαυμένα κι δλο 'κεί νο το κορμι το ζυμωμένο απ' τον αχάρ ιστο μόχ-&ο, με τρόμαζαν και με μάγευαν. Δύσκολα κρατουσα την ξέχειλη, την αναβρυσμένη πε&υμια να τη δαγκώσω, να την κάνω να ξεφωνίσει στις αγριες δοντιές μου. Γιατί, γιατί Θέ μου, να μου πεί πως αγαπουσε εναν αλλονε; Αύτον τον αλλο δε τον αντεχα. Έρωτικε εγωισμέ! Πρέπει, τί απ' τα δυό, να σε καταριέμαι για να σε βλογώ; Σήμερα που απ' την κορφη του οουνου μου, μπορω. να πικάζω δλο το κα κο κι δλο το καλο της ζωης, αναρωτιέμαι αν ή ζωη μπορουσε να στα-&εί, χωρις εσένα, χω ρις εσένα σφά χτη ερωτικε εγωισμέ. ΕΙχε νυχτωσει πια" για κα λ α' σα" φτασαμε στο δ ρο'μο που εμεναν οί 'Έλληνες. ΤΟ σκαμένο χαντάκι ατέ λειωτο, εχασκε μπρός μας. Κανένα, μητένα φανάρι. '
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
,
25
I2 .Q ' 12 " χωματα στα " χει, υαυεια Μ' ια μ αυρη σκισμη" με υουνα
λια της, που άπλώνονταν σε δυο παράλληλους στί χους και χάνονταν μέσ' τη μυστηριακη νύχτα, κα{}-ως ό δρόμος της μοίρας μας. 'Αρια πετρελαιοφάναρα, ξεχύνανε κάπου - κάπου ενα άμυδρο φως, {}-αμπό, φυ ματικό, κα{}ως προαισftήματα, ένω ζερ6όδεξα τα σπί τια παραταγμένα {}-αρρείς για έπι{}-εώρηση, προχω ροϋσαν τό 'να πίσ' άπ' τ' αλλο στον ίδιο δικό μας 6ηματισμό. Κυριευμένος άπό 'να φό60, ενα φό60 αλογο, αρ παξ α τη Νεραντζούλα απ' τους ωμους, την εσφιξα πάνω στο στη{}-ος μ ου καΙ της είπα. - Τί γυρεύεις έδω ; Τινάχτηκε απότομα άπο πάνω μου και με μάτια " " το, χαντακι, ' , , χωσμενα μεσ απαντησε α' δ ιαφορα. " ' - Δ'ε ξ ερω. . . Μ' αρεσει. - Να φύγουμε, της ψι{}-ύρισα, κα{}-ως την τρα60ϋσα άπ' το μπράτσο. 'Έλα. Ν α φύγουμε και ξέ χασε τον τόπο τοϋτο. Ν α μη ξ αναγυρίσεις . . . ' , ,<\.v,"κε. Σ ωπασε και, δ ε' κινηυ Τότες, {}-υμαμαι, πως της ε-"ραξα προφητικά : , , " δ' 12 ' αν ' - Θ ... α' το, πλ ερωσεις ακρωα, ε σταματησεις, να μοϋ το {}-υμασαι . . . Οί ρωμιοί 'ναι έπικίνδυνοι. .... . , ' �,σε να, σωπαινει �ακo λ ουυ, και' να" με σφι, γγει, κοιτώντας τη σκισμή, που αρχισε τώρα να πλαταίνει, μαύρη σα κατράμι . ..... , , μαζ ι,' " .Q πο λλ'ες φωνες σηκωυηκαν, �αφνoυ, φωνες μέσ' το σκοτάδι, μακριά. <Ένα τσοϋρμο παιδια τρα γουδουσαν κι' δλο μας ζύγωναν και μαζι ζύγωνε κι .Q' ζ ' , , και" τα λογια ' ο σκοπος καυαρι αν. "Ενιωσα τοτες πως το κορμι της φίλης μου σκιρτοϋσε' τό ζωσαν ξ αφνι, κα, τιναγματα. Κ,ατω στο, φια λ ο," κατω στο, περιγια' λ ι, Νεραντζούλα φουντωτή. Π λέναν κι απλωναν, Ν εραντζούλα φουντωτή. <
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
26
, , ' ξ εφυγε ' ' ιμ η α• π, Ν α' τ .ακουσε μ ε' δ υνα ι καλ α' - καλ α, τα χέρ ια μ ου, που τη δέναν στη μ έση κι αρχισε να τρέχει και να πηδά πάν' άπ' τα χαντάκια, άπ' τη μ ι α πλευρα στην αλλη, φιδωτά, όλοένα προχωρώντας προς τους τρ αγουδ ιστες και κράζοντας κ ά{}ε φορα που πήδ αγε το μαγεμ ένο χαντάκι . - Νερ αντζούλα φουντωτή. Νερ αντζούλα φουν τωτή ... "Εμεινα καρφωμένος στη {}έση μ ου κι άκολού {}ησα Ό σο μου ησαν μπορετό, μ ε τη ματι ά, τ' άλαφρο φάν τασμα της Ν εραντζούλας μου. 'Έ πειτα β ασίλεψε σιγ αλι α' -Q υαν α' σιμ η γ ι α την ΨUxη, μ ου κι ακουσ α μ , α" � νακούφιση, ϋστερα 'πο λίγο, την άγαπη μ ένη φωνη να ' ι , το, σκοτα' δ ι . σκι'ζ' ει , "ιδ ια με' χελιδ ον ' - Μ αρκο, ε"λα . " Ελ . α Μ α' ρκο ... Μοναστραπις μ ου 'ρ{}ε να πάρω των ό ματιων μ ου και να φύγω, να μή τηνε ξ αναδω πι ά, μ α ή προστα γη της μ οίρ ας εΙναι άνέλεη και ύποτάχτηκα σ' αύτή· δυο χέρ ια μαλακα με σπρώχναν και μ ου ψι{}ύρ �ζαν _CΙ , � ι" : πηγα ινε, πηγ μευυστ ικα, στ' αυτ αινε σε" κει,νη που, σε καλεί. π ηγα ... Σα γητεμένος. 'Ένα μ ικρο φανάρ ι και δυο σι λουέτες, του Π α μεινώντα και της Ν εραντζούλας, τινάχτηκαν ,μ έσ' άπ' το σκοτάδ ι κι ϋστερα , μι α είκοσαρ ι α βήματα πιο πί σω κι αλλα φανάρ ι α κι αλλες σιλουέτες μ ι α δεκαρι α ρωμ ιόπουλα , ίσαμ ε δεκαπέντε χρονω κι Όλα τους , ια ταλ αντευον' ξ υπο' λητα και' ξ εσκουφωτα. Τα' φαναρ ταν στα χέρ ια τους και πρόσεξ α πως ηταν καμωμένα άπο μεγάλα καρπούζια φαγωμένα με το κουτάλι και γ ιο μ άτα λογις - λογις τρύπες : στρόγγυλες, τετράγω νες, τρίγωνες, όχτάγωνες, όπου{}ε περνουσε το φως ένος κερ ιου, καρφωμένου στον πάτο τ' άδειανου καρ πουζιου. Πολλα φανάρ ια , εΙχαν μ ι α έπιπλέον πολυ τέλεια· ηταν καλυ μ ένες οί τρύπες τους μ ε πολύχρ ωμα τσιγ αρόχαρτα. "
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
27
, _<1 'Η α' Μ ο' λις πλησι' ασα, ο Π αμε ινωντας σταυηκε. κoλoιr1Hα εκανε το 'ίδ ιο, διατηρώντας την ιδ ι α άπό σταση. Κατάλαοα πως είχα να κάι μ ω μ ε τον άρχηγό. " Ολοι οί ρωμιοι γεννιουνται καπετάνιο ι . Σήκωσε το καρπουζοφάναρό του και φώτισε μια στιγμη τα πρόσωπά μας, ενω πλάι μας, μ ε τα χέρ ι α δεμένα πίσω, στέκονταν ή Νεραντζούλα, σιωπηλή. ΤΟ πρόσωπο του Π αμεινώντα, λιγνο και οασανι σμένο, είχε άπο l μ ιας άρχης τη συμπά&ειά μου. Δε του λειπε άκό μ α ή ειλ ικρ ίνεια. 'Ήταν ενας ολάμης, λίγο μεγαλύτερός μ ου και πιο δSΜένoς. 'Η ρωμαίικη ξ ιπασια που τόσο περιφρονουσα, δε φαίνονταν πάνω του. Μου δωσε το χέρι μ ε μ ια κοφτη κίνηση και μου μ ίλησε με μ ια φωνη μ πάσα, όλότελα άντρική. - Καλησπέρα, Μάρκο. Καλωσόρισες σΤ11 γειτο νιά μ ας. 'Η Νεραντζούλα μ ας (τη λέγανε κιόλας NεραYΤIζoύλα) εχει να λέε ι πως είσαι γενναίο πα ιδί. Είμαι και 'γώ. Είνα ι κι αύτή. Θα δούμ ε πως &α ξε τελέψουμ ε με μ ια γενναία που άγαπουνε δυο γενναίο ι ' . . πα.- μ ε τωρα , , !ι , � , ' Αλλ α. να, και, τους αγαπαε ι κι αυτη. τρ αγουδίσου μ ε και να γλεντίσουμε ολο ι άντάμα. Ξέ ρεις, &αρρώι, έλληνικά. Και χωρις να προσμένει άπόκριση, μπηκε μ προστά ρης στ' άλητόπουλα - ή Ν εζαντζούλα στη μ έση μας χεραγκα λι α' - και" προστα ξ ε. ' ι α. "Εν, δ υο,' τρ ι, α. - " Ε , παλικαρ •
'
Κάτω στο γ ι αλό, κάτω στο περ ιγ ι άλι . . . Περπατούσα μ ε μ ε οημ α ρυftμ ικό, μ ε λαστιχαρ ι' ι χαρα. ' , κορ μ ια, , πλημμυρ ισμενο , ' Ο Π αμεινωνσμενα τας με το κεφάλι άναγερτό, σκέπαζε ολες τις φωνες με τη γλυκεια φωνή του, ετσι που &άρρεσα οτι το χαντάκι που άκολου{tούσαμε, είχε γίνει λιγότερο σκο τεινό, σα να τό 'χε φέξει ενα άλλόκοσ μ ο φως. , ' _<1 , , μεινα 'Η Ν εραντιζου' λ α κα"ι γω, μ ε 12υυυισμενοι στην Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 28
πρωτινη, σιωπηΙ μας κι αυτη' δ'εν ητ -;' αν α' δ ιαφορη, ι γιατι ενιω'ltα το' κορμί της να πάλετα ι, κα&ως χορδη αρ πας, που ρογο6ιλιάζουνε τα δάχτυλα . Ή πλεξούδα της καμπάνιζε σε κά'lt ε 6ημα στην πλάτη της, ένω τ' άρ ιστερό της χέρι μού τσιμπούσε το μπράτσο. Δεν ημουνα πια πονε μ ένος. Λογάριαζα πως 'lta μπορούσα να 6άλω κάτω αύτον τον Π αμ εινώντα , που τρ αγουδουσε καλά, καλύτερ α άπ' δλους και μ ας εκα νε να στρ αταρ ίζουμ ε σα φουσάτο. Κι ένω άναρωτιό μουνα πως 'lt a τελέψει ή Όρ αδια αύτή, ποιο τέλος τάχα 1ta της λάχει, ή φίλη που συντρόφευε το πα ιχνίδι μας, ξέφυγε αξ αφνα άπ' τα χέρια που τη δέναν, αρ χισε τους πήδους πάν' άπ' το χαντάκι και χά1tηκε μέσ' τη νύχτα, μαζι με το γύρισμα του τραγουδιού της. ,
Ν ερ αντζούλα φουντωτή, Νερ αντζούλα φουντωτή . . . - κάπου, κα1t ω ς περνούσε σα φτερο μπρος , � , ,Κάπου απ τ αναμ ενα φαναρ ια ο �σκιoς της αχνοφα ινονταν μια στιγμη κι ϋστερα , ϋστερ α τη χάσαμε και δε την ξ ανάδαμε πιά. 'Έμ εινα σαν άλλοπαρμένος. (ο Παμεινώντας η συχος, διόλου ξ αφνιασμένος άπ' τ' άλλόκοτα τούτα φερσίματα της μικρούλας μας, μού 'πε πιάνοντάς μου το χέρι. - Καληνύχτα, Μάρκο. Δε 'lta ξ ανάρ'ltει άπόψε. Αυτη ' ι , να ι δ α ιμονας . . . πηρ α το δρό μ ο τού γυρισμού μοναχος και 'ιtλψ μ ένος. Μα μ όλις εφτασα στο φράχτη, με κυρίεψε μια άκατανίκητη πε1tυ μια νά τηνε δω. (Η ' μ�κρή της κάμ αρη, στο Όά'ltος της αύλης, ηταν όρ1tάνοιχτη. ΤΌ φεγγάρι πλημμύρ ιζε φως το. κοιμισμέ νο πρόσωπο της Ν εραντζούλας που κρ ατουσε στην άγκαλιά της το Λέων, ένω τ' αλλα δυο σκυλιά, ΌρίΙ
J
�
"
ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
29
:J
Ι
σκονταν κουλουριασμένα στα πόδια της. " Ενιωσα μ ια γλυκεια ταραχη όπως πρόβαλαν μέσ' άπ' τ' άνά κατα ρουχα τα λευκά της γόνατα. 'Ωστόσο, γιομάτος συστολή, προχώρησα νυχοπατώντας κ ι ,άπ6&εσα άπα λα τα χείλια μ ου στο φωτολουσμ ένο της μέτωπο. ' Δ'ε ξ υπνησε. Δ'ε ταρακουνη'.q.", υ ιι κε δ ιο' λ ου. 'Εγω' ο" μ ως δεν εκλεισα μ άτι όλη έκείνη την άτέλειωτη νύχτα .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
30
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΠΕΜΠ ΤΟ
tH παιδικη ήλικία και μάλιστα οί αρχες της εφη βικης, είναι στα3μος της ζωης, που κανεις δε κατα λ αβαίνει, μήτε οί γονιοι που τις ζησαν μήτε κι οί σύ ζυγοι, που δε τις καταλαβαίνουν πιότερο απ' τους εργένηδες - κι αυτο είναι ευτύχημα, γιατι ή ζωη -&ά 'ταν τρομερα μονοκόμματη· ή παιδικη ήλικία, ή εφη βική, ή αντρ ικη και τα γερατιά, είναι τέσσερες ζωές, τέσσερες τρόποι ζωης. Β άζοντας τον ενα να κυλήσει κάτω aπ' τον τροχο του αλλου, εΙναι σα να τους σκο τώνεις σλους. Ξέρω σήμερα, πως ό χυμος της ζωης, που τρέχει μέ,σ' τις φλέβες μας, ανάλογα με το χαρακτηρα του κα-&ένα, κηρύχνει το δικαίωμά του να φανερω-&εί απ' τη στιγμη που αρχηνάμε ν' αναπνέουμε και πως εΙ ναι όλότελα ξένος μέ 'κείνο που όνομάζουμε σωστό, λογική, φρονιμάδα. tH λογικη αυτη ύπάρχει μέσ' τον Δημιουργό. "Αν μπορουμε 'μείς να ύποταχτουμε 11 όχι, αυτο εΙν' σλο κι δλο. Αύτο είναι ή μο ίρ α. Έτσε λιμιζ πο·ίλε ιτί*, λένε στην 'Ανατολή. Κι ηταν γραμμένο στο μέτωπο της Ν εραντζούλας και στο δικό μου νά ' μ αστε σύμφωνοι στην όρμη κι αντί&ετοι στην αγάπη. tH φτωχή μου ή φρόνηση μ' όρμήνεψε τη νύχτα 'κείνη της αγρύπνιας, να κόψω τις σχέσεις με τους <Έλληνες, με τον αρχηγό τους, με τα τραγούδια τους και με το σκοτεινό τους χαντάκι. 'Ήμουν aποφασι σμένος να μη ξαναπατήσω το πόδι μου σ' αυτη την «οϋλιτσα καλιμέρεσκε» μα λογάριαζα χωρις τον Παμεινώντα, που την αλλη κιόλας μέρα το πρωί, μου Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
31
κουοαλήaηκε αρον - αρον, για να μου μιλήσει για ε να γοητευτικο κατόρaωμα. ,...." ;' ' e. ' "Ε" λ οιπον, - �ερεις το, Μ'ιου ; μου ειπε σουαρα. ή Νεραντζούλα, μου πιπιλάει τ' αυτιά, πως τάχα αύ τος είν' ό πρώτος κι ό καλύτερος στο. πέταμα του αε του. Κανείς, λέει, δε μπορεί να τονε νικήσει. Κι αυ το μα την πίστη μου δε μπορώ να το χωνέψω, σχι. 'Εσύ ; 'Έγινα κόκκινος σα παπαρούνα, απ' το {}υμό, σαν εμαitα δτι ή Νεραντζούλα itαύμαζε αλλονε για τους αετούς του. Έγω είχα απ' αύτους δσους η&ελες, σ' δλα τα μεγέaη κι ό μεγαλύτερός μου απο χαρτι ντου πλαρ ισμένος μ ε πανί, ηταν πέντε πιitαμες πιο αψη λος απο μένα. Κανεις δεν η�ξ ερε σαν και μένα να τους σιάχνει τόσο στέριους και ζυγιασμένους. Κανεις δε μπορουσε να με νικήσει στο μπλέξ ιμο. Ό Παμεινώντας, που είχε ακούσει να μ ιλάνε για τις ζημιες που κάναν οί δικοί μου αετοί, με κέντρvζε να μετρη&ώ με αντίπαλο ίσάξ ιό μου, το Μίου. ΤΌ κανε ύστερ600υλα, ύπολογ ίζοντας πως ita νικη&ώ, για να με ταπεινώσει μπροστα στη φίλη μ ας κι αύτο &έλησα να το μάitω. - ΙΗ Νεραντζούλα δε μου 'πε ποτες πως aεωρεί το Μίου καλύτερό μου, είπα δη&εν αδιάφορος. - Θα στο πεί αν τύχει και τη ρωτήσεις. . . Ε:ίμαστε μπροστα στην πόρτα μου. Ι Η Ν εραντζού λ α δπου νά 'ταν τέλευε τις πρωινες Οόλτες της. Περ νουσε και ξαναπερνουσε με τα μάγουλα ξαναμένα σα μελωμένοι γυαρμάδες, με τον ηλιο που χρύσιζε τα μ αλλιά της κι αλλους δυο. ηλιους, να τρέμουν στην έπιφάνεια του νερου, που κρουστάλιαζε στους ντενε κέδες της. Σε κά&ε πέρασμα, το αλαφρό της ολεφά ρ ισμα σήμαινε : εφτασα. - Θα τη χρειαστουμε, αν παραιογουμε με το Μί ου, μου 'πε ό Π αμεινώντας. Ξαφνιάστηκα. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 32
" ,� -Θ e. '" ε' λ εις να" με υοηυ ιισεις ; τον ρωτησα. - Φυσικά, εκανε. Και το Μ ίου τονε 60η-θ-άνε μεγάλοι κιόλας αντρες που τού δ ίνουν ενα χεράκι για , αετο, του. να, ξ επετα' ξ ει τον - Και γιατι -θ-α τη χρειαστούμε ; Αύτή 'ναι κορ ί τσι... - Ν αί, κορίτσι 'ναι, παραδέχτηκε, μα μπορεί να σπάσει τα μούτρα πολλών άγοριών σαν έμένα και σέ να. Δεν εχει παρα να γιομίσει την ποδιά της χαλίκια , , δ'ε μποκαι να" τα πετα' ξ ει. 'Απο" κατο" ·μετρα, κανεις ρεί να την παραΟγεί. 'Ενώ αυτή, μπορεί να σε ορεί κατακέφαλα και μόνο ,μ ε τ' άριστερό της χέρι. ΤΟ ξέ ρουν ολοι κι οπου φύγει φύγει . . . κορίτσι, λές, μ' αυ' , τη" ναι δ αιμονας σωστος. 'Απ' τις φάμπρ ικες τού λιμανιού, σφύριξε μεση μέρι. δταν ξετέλεψε ή Νεραντζούλα τη δουλειά της κι �ρ-θ-ε λ αχανιασμένη. Μας ΟΟωσε δυο, φιλικα μπα τσάκια κι ετρεξε να ταισει τα σκυλάκια της. Κρατού σε 'να δέμα παραμάσκαλα. - ΕΙναι λουκάνικα, ψωμι και κρασί. Θα παμε μετα να φάμε εξω στην έξοχή. Τ' άπόγιομ α δεν εχει στραταρ ίσματα. (ο Π αμεινώντας την κοίταξε μ' ενα ολέμμα άνή συχο και κούνησε το κεφάλι. - Δε στά λεγα, εΙπε. Αύτή, μωρε μάτια μου, εΙ ναι ζουρλη για τα σίδερα. Σκοτώνεται δλη μέρα στα θ-ελήματα και μετα τα σπέρνει στο δρόμο, σα κου κιά. . . Κι ένώ ξέρει καλα πώς, εχω 'γω πάντα λεφτά, γιατι σουφρώνω άπ' το γέρο μου, δταν κερδίζει στα χαρτια και γυρίζει τα ξημερώματα μπουχτισμένος σα ζώο. - Αύτή 'ναι δική σου δουλειά, τού 'πα έρε-θ-ισμέ νος, μα δε -θ-έλω να της κολνας τέτοια παρανόμια : δαίμονας, ζουρλη και τα τέτοια. ΕΙναι 'να γενναίο � , ι , και, δυστυχισμενο κοριτσι, που" μ αρεσει πολυ' . . . ' Κ αι' μενα. , , - " Α, σ" αρsσει πολυ... ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
33
Με κοίταξε μ' ενα ύφος άμήχανο κι ύστερα αρχι σε να ξύνει τα γόνατά του που του τά ' φαγαν οί τσου κνίδες. 'Εγώ, γύρισα κι ετρεξ α να φέρω άπ' τον άχερώ να το μεγάλο μου άετό, γιατι μόλις σηκώΌηκε άερά κι. !Η Νεραντζούλα εφτασε 'κείνη ΤΙ1 στιγμή, καλο χτενισμένη και ντυμένη τα σκολιανά της, ομορφη 0σο ποτες αλλοτες και περιχυμένη μ ια μυρουδια μενε ξέ. Χτυπουσε χάμω τα πόδια της, σα φοραδίτσα ξε καπίστρωτη, πριν μας φτάσει άκόμα κι είχε ενα ύ φος αυστηρης δασκάλας. Ν ά τηνε δώ ετσι ομορφη και ξελογιάστρα, 11μουν ίκανός να σκοτώσω, οχι μόνο τον Π αμεινώντα μα ' μου ακομα , - που' λεει Ν 0" Ο λογος. και, τους ' δ ικους ' μίζω πως αύτο Ό ά κανε κι ό Παμεινώντας γιατι την ετρωγε κυριολεκτικα με τα μάτια. - Που πας, Μάρκο, μ ' αυτο το σκιάχτρο ; με ρώ τησε, δείχνοντάς μου τον άετο που κρατουσα άπ' τις μάνες. Θαρρείς κι ηταν ή καρδιά μου ζύμη με μαγιά, την ενιωσα να φουσκώνει μέ<σ' το στηΌος μου. " � ' να" τον μπλ εςω με" το Μ 'ιου, εκανα η- Π αω ρωικά. - Με το Μ ίου, άλή&εια ; Τ' άποφάσισες ; λέει λί γο ξ αφνιασμένη και με κοιτάει στα μάτια, δαΌειά, δπως κοιτας τον πάτο ένος πηγαδιου. ' ' , - Ν αι,' τ " αποφασισα, λ εω. α' Ο Π αμεινωντας πο δω, λέει, πως εχει το Μίου καλύτερό μου . . . - Κι έγω τον εχω, είπε κοφτά. Μα δεν εχει να κάμει ... Ρίξε πρώτα τον άετο του Μ ίου καί. .. " , - Κ αι" τι; εκανε ' ο' Π αμεινωντας. ξ αναμενος - Αυτό 'ναι δική μου δουλειά, τον εκοψε ή Νεραντζούλα. Τραδήξαμε για το μαχαλα του Μίου, όπου&ε άρ χ ίζει ενα άκαλλιέργητο χωράφι. Μ εσοδρομις ό Πα μεινώντας, πετάχτηκε μια στιγμη να φωνάξει τους �
,ς.
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
34
συντρόφους του ναρ&ουν κι αύτοι στο χωράφι. Σαν ελειψε, είπα στη φίλη μου, κα{}ως τΙ; ς εσφιγ γα το χέρι. - 'Αγάπα μονάχα 'μένα Νεραντζούλα. Θέλω νά 'σαι μονάχα δική μου. Κατάδική μου. Με χάδεψε άπαλα με τα κοντηλάτα της δ άχτυλα κι απάντησε. - Δε πρέπει νά 'σαι ζηλιάρης, Μάρκο. Είναι κου το νά 'σαι ζηλιάρης. 'Όχι, δε & έλω νά 'σαι . . . Κοίτα ξε μ όνο να νικήσεις το Μ ίου και τότες . . . Χαμογέλασε και ξετέλειωσε τη φράση της, κα&ως κλωτσουσε το χώμα. - . . . και τότες &α σε φιλήσω δυνατά, πολυ δυ νατά. Γιατι τάχα επρεπε πρώτα να νικήσω το Μ ίου, για να με φιλήσει μετα ή Νερ αντζούλα, νά, τι δε μπο ρουσα να καταλάβω. Ι (ο ΜΙιου και" τα δυο' μεγαλυτερα α' δερφια Ι του, ητ ταν ξαχουστοι για την άφοβία τους. Πηγαίνοντας να ταυς ρίξεις τον άετό τους άχόμα και μέσα στους νόμιμους κανονισμους του παιχνιδιου, �ταν σα να πή γαινες φυρ ί φυρι να φας της χρονιάς σου. Μα ή φρόνηση δε φελα, οταν ή Νεραντζούλα στό ταξε να σε φιλήσει δυνατα και ή ύπόσχεση αύτη άξ ίζει τον κίνδυνο και το πι&ανο ξυλοφόρτωμα. Κι σπως ε'ίμαστε δυο για να πολεμίσουμε κι ηξερε τΙ μας περίμενε στ' άπόκοτο αυτο τόλμημα, ή καλή μας φιλενάδα, ή σκορποχέρα, τό βρε σωστο και δί κιο, στο γευμα μ ας άπάνω στα χόρτα, να μας δώσει και τους δυο μια μικρη προκαταβολή. 'Όχι, να πείς, σπουδαία πράματα . . . Ν ά, μας άγκάλιασε ταυς λαι μους άπο πίσω και φίλησε τον καθένα μας στο μηλίγ γι, χωρις πονηριά, λίγο ζαλισμένη είν' ή άλή&εια άπ' το κρασάκι, που το κατεβάσαμε μ' άπανωτες ποτη ριές, σχεδον ξεροσφύρι. Θαρρώ, πως είναι περιτο να πώ, πως ό κα&ένας μας δε τό 6ρε άπαραίτητο να φιDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 35
λήσει και τον αλλο και χλώμιασε. Αύτη το παρατήρησε και μας εΙπε. - Δε πρέπει να {}υμώνετε ... ΕΙναι άνόητο ... Δ ιάοασα, κα{}ως σε οιολίο, στα μάτια του φίλου. - Και 'συ {}υμώνεις σα την όνοματίζω δαίμονα. �H Νεραντζούλα λίγο την ενοιαζε 'κείνη τη στιγμη τι συλλογιόμασταν, μας αφησε να πιστεύουμε δτι {}έμε, αρπαξε τον άετό μου και πiiγε παρέκει στο ξέφωτο, να τον πετάξει. Με το πρώτο τρά6ηγμα ό άετος πηρε ϋψος, πέρ νοντας μαζί του τα εικοσι μέτρα της ούρας του. "Ε κανε μια δυο λίγα σκέρ-υσα - οπως φίδι που ξεπε τιέται μέσ' άπ' το καλά{}ι σε γητευτικο σουραύλισμα - κα{}ως (lμολουσε καλούμπα ή Νεραντζούλα κι ϋ στερα ηρ-ltε και καρφώ·{}ηκε στη μετόπη τ' ούρανου. 'Όλοι οί ανεργοι ξεπετάχτηκαν στις πόρτες τους κι ολοι τους -ltαυμάζανε την καπατσοσύνη αύτουνου, που άμολουσε τον ,άετό, μέσα κιόλας στην περιοχη του Μίο υ. Π ετάχτηκα και στά{}ηκα πλάι της. Τραοούσε δσο μια άγκρισμένη γελάδα και δεν ύπηρχε φό'οος να κά νει τουμπες. Και νάσου ό Μίου 6γαίνει με τ' άηδόνι του. Ρί χνει μια κλεφτη ματια στον ούρανό, μια -ltολη ματιά, και το ϋφος του δείχνει πως είναι άπο-ltαρρημένος. 'Ένα παιδι τρέχει να του κρατήσει κεφάλι. - Φεύγα, του λέει ό Μίου με κακία. ΤΟ παιδι φεύγει κι ό Μίου προσπα-ltεί μονάχος να ύψώσει τον άετό του, ομως αύτος είναι 6αρ υς και πέφτει σα σΟουνιά. -, την επα{}ες Μίου, του φωνάζει ενας αν{}ρωπος άπο την πόρτα του. Βρηκες το μάστορή σου. τα σκουλαρ ίκια μου τον περγελουν -ltαρ ρείς, δυ ναμώνουν το χαρτοπάλεμά τους και ξυπνάνε άπ' το μεσημεριανό τους ολη τη γειτονιά. Οί γυναίκες στρα οολαιμιάζουν να κοιτάνε τον άετό μου, που κατουDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 36
, ο"λ ο τον , ' κοσμο. ραει - Αύτος εΙναι του Μάρκου, φωνάζουν τα χαμί νια. του Μάρκου άπ' την (Εβραίικη ... - Στάσου και &α δείς, γρυλίζει ό Μίου μέσ' άπ' τα δόντια του που φεγγρ ίζουν σα σκυλόδοντα απ' το μ ίσος - και στο τρ ίτο τράβηγμα - καταφέρνει να πετάξει την μπαλωμένη του βάρκα κι αμέσως μετά, ξαναμπαίνει στην αυλή του και σφαλνα την πόρτα. 'Εκεί τα τρ ία αδέρφια ita πέσουν μέχρις ένός. . . "'Αι! Χρόνια παιδικά . . . Χρόνια παιδικά. (Η ίστο ρ ία αύτη του αετού, κα&ως κι δλες οί ίστορίες που ita δέσουν τις σελίδες τουτουνου του βιβλίου, itά 'ναι το μέλι της κερήitρας, για ν' αχνoμεftύσω στη itύμη: σή σας, χρόνια παιδικά. 'Έχω ανάγκη να σε ξανα' ' , Q - ' ζησω, ζυγωνει και, παι δ ικη' η' λ ικια, γιατι, ο, υανατος χτές, ακόμα ημουν παιδ ί. Γιατι ή παιδικη ήλικία να μη μ ακραίνει ώς το σύνορο της ζωης ; Γιατι μονο μιας γ ίνεται κανεις βαρύς, ύπολογιστικος και προ πάντων φρόνημος ; Τι φελα ή φρονημάδα; ΤΙ μας δ ίνει αντάλλαγμα ή μιζέρια αύτη που μας κυριεύει; (Η προσβολη μας κεντρίζει. (Η αίσχρότητα μας τα πεινώνει. Λ ίγος {}υμος ψυχώνει μια στιγμη το α{μα ., -Q ' -Q Μ ια' μας, ωσπου να, ' ρυει πα' λ ι να' ξ αναυυμωσουμε. πεitυμια ανικανοποίητη όργώνει τα μέτωπά μας άπο ,, , , ' �/ , , ΙL t , εγνοιες. Κ αι" παν απ ο λ' αυτα, οπως ο πεστρατους τεινος του 'Ιώβ πάνω απ' τις κοπριές, ό έφιάλτης πώς ita &ησαυρίσουμε, πώς ν' αύγατίσει το εχει μ ας χρυσα αύγά, για νά 'χουμε να ζήσουμε χίλια χρόνια καλοπερνώντας. Νεραντζούλα. Καλή, αλέκιαστη γυναικούλα με � -
Πόσο λίγο γνοιαζόσουν για τΟ'υς κινδύνους που ζώνανε τα it α ρρετά μας ξεφαντώματα, πόσο λίγο γνοιαζόσουν εσυ κι αυτος ό παλιόφιλος. Πόσο λίγο , και" γω. Μου ταξες ενα φιλι δυνατό, πρι να γνωρίσεις τη δύναμη ένος φιλιου και για τίμημα δρισες να ταπει, ' νωσω το' Μ ιου, ενα μορτη πουΙ , ταν �ικανος να' ξ εκοι, , λιάσει και τους τρείς μας. Χάδευες, Νεραντζούλα, δυο άγαπητικους άντάμα κι αυτοι κατσούφιαζαν, άντις να κινήσουν να κάμουν κουρνιαχτο και μπούλμπερη την Πολιτεία. Και 'μείς σε νιώ&αμε άόριστα γυναίκα, μ ια ύποψία πές, αύγη ένος ηλιου αγνωστου άκόμα, μα που μάντευε ή καλή μας i tέληση, φλογερά. " Εφαστε παι δ ια,' μικρη, μου Ν εραντζου' λ α, μικρη' μου φουντωτη Νεραντζούλα. Στο μπλέξ ιμο. Στην άμάχη. 'Απο μ ιας άρχης φάνηκε ή ύπεροχή μου. (ο σπάγ γος του Μίου εκαμνε μ ια μπόσικη κοιλιά, ή ουρα η' ηταν -Q ' κι ο � αετος " ?' τανε, λ ,ιγη, το" πεταγμα δεν σταuερο , " , εκαμνε σκερτσα, ετοιμ ος να παρει τουμπα και" να πε," " " ορτυκι. ' ' μου, σει μ ε το κεφα λ ι, σα' χτυπημενο (ο δ ικος , άντί&ετα, πετουσε μια χαρά' διακόσια τόσα μέτρα , , ' σπαγγος, καλ οκερωμενος, τεντωνε που" πηγαινε να, σπάσει - μια άιιυδρη γραμμη που ξεκινουσε άπ' τα χέρια μου κι άπόληγε στον ουρανό. ετσι που μποοουl' ' λ α μο λυυωσει, e. ' σα να" μασω τα" συγνεφα - ειχε ο'λ οτε , , _<1 ' e. πειuηνιoς υπακουος τοστο" χερι μου και' τραυουσε ' αε " ' _CΙ ' που σο δ υνατα, υα' με" σηκωνε σα" φροκα λ ο στον ρα, αν ηΙλ Ουν δέκα κιλα λαφρύτερος. 'Ήμουν τόσο , " , ' _CΙ στιφουσκωuενος απο περηφανια που" προσμ ενα καuε γμη ν' ,άπαλλαχτω άπ' το βάρος μου και να χυμήξω , " , μεσ τα συγνεφα. "Ητανε Κυριακη" απογιομ , ' πορτες , α. Σ' ο" λ ες τις " , μαζ ωμενοι ανυρωποι, καuονταν ιιπροσ τα, τσιμεντε' .Q , " .Q νια σκαλοπάτια. Πολλοι ξεφώνιζαν. Ι:Ι
t:
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
38
- Μπράβο Μάρκο ! - Βρηκες το μάστορή σου Μ ίου. ΙΗ Νεραντζούλα με{}ουσε άπ' το -&έαμα και πήγαι νε να κατουρη-&εί άπ' τη χαρά της. Κι ό Νώντας, βέ βαια, φώναζε, πρόσταζε, φουσκωμένος σα δ ιάνος και γενναίος σα ναύαρχος. ΙΟλοένα τρέχοντας ώς την , ' κι υστερα σε μενα, κατα'σκοπευε τ πορτα του- Μ ιου ατιμα καμώματα τών άντιπάλων μας και μου φερνε ε'ίδηση. - τΟ'υς ατιμους, γρύλιζε. Τ'ρ αβουνε κι οί τρείς, λες κι εΙναι τράτα. 'Ένας βλάμης εΙν' ετοιμος να σκαλώσει στα κεραμ ίδια του γείτονα και να κόψει το σπάγγο, σα χρειαστεί - το νου σου ... " Τστερα γυρ ίζοντας αυστηρα προς την παρέα του. , ' - "Ε" του λ ογου σου, Μ αυρι'δ η και' συ Γερασιμε. 'Εδ ω - ρε, ... ο ι ηλιος μας φλόγιζε δυνατα κι άπ' ά�oρμή του κι άπ' άφορμη της Ν εραντζούλας ενιω-&α την καρδιά ' μου να, μπαμπακια'ζ ει και' να' λ ιωνει. Τύλιξ α το σπάγγο στον καρπό μου κι εβαλα χωνι το δ εξ ί μου χέρ ι στο στόμα. - 'Έ, Μ ίου, οί δυό μας τώρα να λογαρ ιαιστουμε, -&έλεις ; - της μάνα σου ό κώλος, ηρ-&ε ή άπάντηση. Μια στριγγλια μαστίγωσε τον άέρα κι ακουσα τη , Ν εραντζου' λ α ν" αποσωνει. " - Ατιμε, και την εΙδα μαζι με τ' αλλα παιδιά, να σαρώνει ολο το χωράφι με τα χέρια της και να μα' , , ο"λ α τα' χα λ 'ικια' γιομισε την ζ ωνει , πο δ ια της μ "ε τα , " ιl ' ' ει''' δ α να' καμνει κεντηματα, τις τσεπες κι υστερα την σωρους σ' 01.0 το δρόμο που - & α πέρναγε για το γυ ρισμό, γιατι μόνο ενας Θεος ηξερε πως {}α φεύγαμε. 'Εγώ, έτοιμαζόμουν για τη μεγάλη έπί&εση κι αρχι, ' ι!. ' σα να' ζυγωνω σιγα σιγα" σα καυουρας. ΤΟ πάλαιμα δε βάσταξε ποληώρα, γιατι ό Μ ίου φουρκισμένος, οπως ηταν, επεσε σε μια παγίδα που Ι:Ι
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 39
"
"
'
'
τού στησα' τράβηξα τΟν άετό μου κά{}ετα στο σπάγ γο του, στην καλύτερη &έση για να σε χτυπήσει ό άν τίπαλος. (ο Μίου, ύπολογ ίζοντας στο βάρος του άε τού του πού ' ταν πολυ πιο μεγάλος καί ' πομένως πιο β αρυς άπ' τον δικό μου, λογάριασε να με τουμπάρει κι αρχισε να τραβα, μ ' άλη&ινη λύσσα. (ο κουτεντές, ξέχασε πως δεν εκαμνα κοιλιά' μπορουσα να τραβή ξω το σπάγγο μου και να τον κάνω άλύγιστο σαν ά τ-σ άλι. Τράβηξε. Έγω χαλάρωνα. Τράβηξε γερα και του καμε μια καμπούρα. Έγω χαλάρωνα πάντα κι οταν εΤδα το Μίου να φτάνει στην κορφή, τον καμάκωσα. - Τράβα, Νώντα. Βοή{}α δω, πριν άμολύσει . . . Στη στιγμη κατάλαβε το τέχνασμα και &έλησε να χαλαρώσει, μα ηταν άργα πια γιατι κατάφερα να τον πιάσω άπ' το λαρύγγι. ΤΟ πλη&ος ξεφώνιζε. - 'Αργά, πολυ άργα Μίου. Στην εφερε. - Θα σε τουμπάρει. Τ' άηδόνι σου &α φιλήσει την ούρά του. Πραγματικά, ετσι άδυσώπητα καμακωμένος ό ά ετός του εχανR την ισορροπία του, εμπλεξε με την 011ρ ά του κι αρχισε να φέρνει τούμπες, κρεμασμένος σα κουρέλι. Τώρα πια χρειαζόμουν να τρα,βήξω. Δεν ύπηρχε φόβος να ξανασηκω&εί... Και νάτα μας, στην κορφη της σκεπης κι οί δυο όρ{}οί, ένω την ίδια στιγμη ενας μόρτης - ό ατιμος - ηταν σκαλωμένος στα κεραμίδια ετοιμος να κόψει το σπάγγο μου κι απλωνε ()ιαστικα τα χέρια. Μα χαμένος κόπος, γ ιατί 'χαμε μια φίλη που τη λέγαν Ν εραντ'ζούλα' μ ε μια μονάχα σφεντονιά, βρη' ' λ α και" παρτον κατω. κε το' φιλ αρακο κατακεφα - Τράβα Ν ώντα . . . - Τράβα Μάρκο . . . - Τράβα Νεραντζούλα. . . ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
40
"Ας τραδουμε σσο το πλη&ος φωνάζει για χάρη μας κι οί συντρόφοι μας κρατούνε τα πόστα γερά. Μπούμ, κρότος φοδερός. Οί δυο άετοί, μεγάλοι σα ξυλομένες πόρτες, πέφτουνε πάνω στη στέγη με τα κόκκινα κεραμίδια και τα σαρώνουν μαζί τους, ό σπάγγος του Μίου σπάει με τα τραδήγματά μας, τρι άντα μέτρα περίπου πάν' άπ' τη γη. Οί μπλεγμένοι άετοί, σπάγγοι, ούρές, πέφτουν λεία στα χέρια μας. - Ν α φύγουμε γρήγορα. - ΤΟ νου σας, φωνάζει κάποιος. Σας κυνηγουνε με τα κουζινομάχαιρα . . . - Μίου, Μ ίου, εκραξε μ ι α γυναίκα, πας ν α κά νειςΠφονικο Ι , , , για παιδιάτικα καμώματα . . . ' δυνο. Κ ι αν απ τους ωμους μας ει" δ αμε τον ' κιν ένω άπασχολημένοι έγω κι ό Ν ώντας με το πλιάτσι κό μ ας, δε μπορούσαμε να κάμουμε τίποτες, εΙδα τη Νεραντζούλα ν' άντιμετωπίζει μ ονάχη της τα τρία άδέρφια, που μας κοιτούσαν με μάτια πλημμυρισμέ να χολη κι αΙμα. , Τ α, χα λ 'ικια, χα λ α' ζ ι, σφεντονιστηκαν απ τ αριστερό της χέρι το άλά&ευτο κ αι δάρεσαν τους δ ιω χτες μας. Με τη δοή&εια των συντρόφων μας, με τη γρηγοράδα της Ν εραντζούλας και το διαδολικό της σημάδι, τα τρ ία άδέρφια λαδώ1tηκαν, μα πιότερο τώ ρ α άγκρισμένοι - το αΙμα έρε{Ηζει τους ταύρους " τα λ ωαρια και, πεισμωνανε και αψη' q; ουσανε σχεδ ον -Q ' τα χαλίκια και προσπα&ούσανε με κά&ε 1tυσία να μας " ζυγ ω, σουνε κορμι' με" κορμι. 'ι'Ηταν μεγα' λ οι αντρες κι αν ιι ας επιαναν ζωη στα κατσικουούλαρά "I ac:. Μά, ή Νεραντζούλα πολεμουσε ήρωικα και μ' άπίστευτη ψυχραιμ ί α, ωσπου εΙδαν κι άπόειδαν οί μόρταροι, τραιδήχτηκαν πίσ' άπό 'να πηγάδι και δάλ&ηκαν να πλένουν τις πληγές τους. , " ποδ ια γ ια" την «ου"λιτσα καΤοτες το, υα � ' λ αμε στα λιμέρεσκε» σπου μας πρόσμενε &ρ ιαμδευτικη ύποδοχή. - Ζήτω, ζήτω σας. Μπράδο Νεραντζούλα, μπρά"
,
,
,
"
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 41
"
,
60 Μάρκο. Μπρά60 άρχηγέ μας . . . Μ ε τον άετό, τ ο τρόπαιό μας στη ρ άχη του Ν ών τα, με τη Νεραντζούλα στη μέση χεραγκαλια και ταυς 6λάμηδες πίσω στην άράδα, γυρίσαμε με το τρα γούδι. , Κ ατω στο, για λ ο," κατω στο, περιγια' λ ι, Ν εραντζούλα φουντωτή ... , Ν α ,�σκε, Ν εραντζ ου' λ α φουντωτη, " μα να, που, φτα' νει ό ίδιοκτήτης της άφανισμένης σκεπης, μ ενα σπα σμένο κεραμίδι στο χέρι, μαζι με τον πατέρα μου. Κα λουνε και τον πατέρα του Ν ώντα ν' άκούσει τα κα τορ&ώματα του κανακάρη του. Κι οί τρείς φωνάζουν μαζί, 6α6υλωνία σωστή, ουρλιάζουν, τρώνε τα κα πέλα τους κι εΙναι ετοιμοι να πιαστουν στα χέρια. Στο τέλος καλά κακα άποζημιώνεται ό αν&ρωπος και φεύγει ξερογλύφοντας την οργή του, άνάμεσα άπο δυο χαλασμένα δόντια. Ξαπλώσαμε δλη έκείνη τη μέρα να καρδαμώσου με, σαν άκαμάτηδες γα'ίδάροι και τ' αλλο 6ράδυ εί μαστε πρό&υμοι να ξαναρχίσουμε το έλληνολατινικό μας γλέντι, με παρελάσεις, τραγούδια, καρπουζοφά ναρα και με τη ζαλωμένη Νεραντζούλα, που ξέφρε νη πιά, πηδάει λυσσασμένη το χαντάκι, μοιράζει όρ μητικα φιλια στους δυο άγαπητικους της καρδιας της και συνάμα τους μαχαιριάζει, τους πληγώνει και τους , τοσο , που' κατσουφια' ζουνε α' ξ ιοπονετα, δυο, " απο, ,κει' , νο το, l2.υρα' δυ και μετα. Μά, ή Νεραντζούλα τίποτες δε 6λέπει, δε ψυχα νεμίζεται, δε νιώ&ει. 'Ακούοντας τη φωνη της μοί ρας της, οπως άσκητης το ,άπό60υο του κόσμου, παρατα μεσοστρατις τους δυο &ανάσιμους άντίπα λους νταγιαντίζει τα φιδωτά της πηδήματα και 6υ &ίζεται κατάκορφα στα σκοτάδια, με το γύρισμα του τραγουδιου της. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
42
Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή ... Με τον άετό μου στον
.
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
43
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΕΚΤΟ
Κολυμπούσαμε σα ψάρ ια οπως καταλαδαίνετε, μια κι είμαστε γεννήματα του ίδιοιυ του Δούναδη. Κι έδώ fχoυμε μ ια ί:στορία λαμπρή, πλούσια σε τρυφερες α ναμνήσεις, σε φώς, δ ιάστημα και πικρο ζεχύρι. Κολυμπούσαμε ολοι' μα αύτο δε σημαίνει . . . ποιος ί ε ν' ό κιοτης απ' τ11 Βράιλα, που δε μπηκε στον πει ρ ασμο να περάσει απ' το. Καταγκάτς στο Γετκέτ ; Ν α διασχ(σεις τον ποταμο - με τους πέντε γνω' " τροπους κολυμπηματος ' ι!. στους : σα ψαρι, σα' υατραχι, ανάσκελα, πετονια και μ' αφρούς, ν' αγγίζεις με τη φτέρνα τη λάσπη του αντίπερα οχτου και να γυρ ίζεις με σερπετάδα, ε, αύτο δ α δεν μπορουσε να το κάμει οποιος κι Οποιος. Μα αύτο ηταν μια σφοδρη πε&υμιά, που δασάν�ζε πιότερα τους μικρους και γι' αύτο α κρ ιδώς κά{)-ε καλοκαίρι, τ' άπλωμένα κι άσπλαχνα πλοκάμια του μέγα Δούναδη, άδράχναν κατα προτί μηση, τα κορμια που παραδίνονταν με πά&ος στα νε ρά του, μα αδύναμα ν' αντιστα&ουν στην όργισμένη του όρμή. 'Ένα γιουσουρούμι, ανάκατου και &λιδε' , ρου' - παιδ ια' α' δυνατα, ξ ανυα, � , παχια, , σταρατα, με λ αχροινα και πάει λέγοντας. Και μάτια μεγάλα, τσί νουρα μακριά, δλέφαρα που πια δε &' αντιλάμπιζαν τον ηλιο του κόσμου, δ ε {)-' άντίκρ �ζαν τον κακο Δού ναδη, μήτε τις ώραίες αγαπητικιές, που πρόσμεναν σε κάποιο σταυροδρόμι, διαλεγμένο απ' την αδιάφο ρη μο ίρα. τα κορμια τουτα, τα {)-ρεμένα με πολέντα και φλο, πευυμιες, Α ' � , γερες τ , ανασερναν ,α" π" τον ποταμο," σα φαν" καποτες , ' , " ' ζ εστα, ταριστικες αρ' υe. υλες, καποτες ακομα "
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 44
γαλάζια και ξεσκισμένα άπ' τους άχινούς. Μια μά να με το μουτρο φαγωμένο άπ' το μόχ&ο, μια άδερ φη άφανισμένη άπο μπεκρη αντρα, βρίσκονταν πάν τα στΟν οχτο, μόνιμη σιμαδούρα, για να ζεστάνουν με τα φιλιά τους και τα δ άκρυα το μικρο κουφάρι, πού 'χε άγαπήσει και δο&εί στο Δούναβη. Τύχαινε κάποτες, για μεγάλη χαρα των φίλων κι άκόμα των χειρότερων έχ{tρων, να γλυτώνει κανεις διαιJoλάκoς. Τον άδράχναν άπ' τα μαλλια στο τρίτο άνέιJασμα και τον ιJγάναν στην oχ{tη, κα{tως πακέτο παραμάσχαλα. 'Εκεί τον αρπαζε κάποιος άπ' τους άστράγαλους, τον γύριζε άνακούρκουδα, ωσπου να ξεράσει το νερο πού 'χε πιεί. "Αρχιζε να συνεφέρνει και τότες, το ξ αναζωντα νεμένο κουτάβι, ρωτούσε ξέψυχα. - Που ιJρ ίσκoυμε ; Τί γένηκε ; - Π αραλίγο να περάσης το ΔoύναιJη, του άποσώναν. Ν αί, κολυμπούσαμε ολοι. 'Ένα μέρος της ζωης μας το περνουσαμε μεσ το νερο, αντρες κι αγορια και κάμποσα ιJήματα παρέκει οί γυναίκες και τα κορ ί υσια - τα {tηλυκα δπως τά λεγαν. Και μια μέρα , Σεπτέμ ιJρης μήνας ηταν, ϋστερα ά πο χίλιες προσπά{tειες και τερτίπια να με φιλιώ,σει με το Νώντα , ηρ&ε και με βρηκε στΟν ίσκιο μιας ιτιας και μου πε. - " Αν σ' άντροκ αλέσει ό Νώντας να περάσετε πηγαιμο κι έρχομο μη δεχτείς. Αύτος μπορεί, μά 'σiι {}α πνιγείς ... κι αύτο άπσζητα. Δε μίλησα γιατι κατα ιJά{tος {tιX πε{}υμουσα να πε {tάνω για δαύτην, για να της άποδείξω την άγάπη μου. Να το κατάλαιJε ; Δε μπορω να πω. Κι δ μως ή τρυφερότητά της για μένα ηταν φως φανάρι. Και κά τι σκοτεινό. Κάτι άμφίιJoλo και συμπαγες {tιX διαπερ νουσε το κεφάλι του αλλου, άπ' την ωρα που ή Ν ε,
,
,
"
"
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 45
'f
"
,
ραντζούλα �ρ3ε να με ειδοποιήσει τόσο κα3αρά. , (ο Νώντας μας είδε που μιλούσα μ ε και πλησίασε μ α' 6ε' 6 αια, πο' δ ια. Με κοίταξε χλωμός, αδυνατισμένος απ' τον πόνο. - Ξέρεις Μάρκο ; "Ενας απ' τους δυό μας πρέπει να λείψει. Κι ϋστερα κοφτά. - Θες να διαλέξει ό Δούνα6ης ; Κούνησα το κεφάλι αποφασισμένος. - Ν α διαλέξει ό Δούνα6ης, είπα. (Η Νεραντζούλα δάγκωσε τα τραγανά της χείλια, ετσι που να μ ατώσoιrνε. τα χείλια που δε &' αξιονό μ oιrνα ποτες να φιλήσω σα τους μεγάλους. - Θά 'ρ&ω και 'γω μαζί σας, είπε και μας κοί ταξε με κακία. ' Β ασι λ ικη' δ ιαταγη, ' που' λενε, ' και" τα σκυ λ ια' δ εμενα. τη δεχτήκαμε 60υ6ά. " Ί'στερα σα νά νιωσα οτι κάπου εδωι 6ασιλεύει ό ηλιος, ρίχτηκα πάνω της, την αγκάλιασα με την πα ρ αφορα της απελπισίας και τη φίλησα. Κόλλησε πά νω μ ου, το ασ6ηστο τούτο κάμα κι ϋστερα χά&ηκα με μια 60υτιά, σπάζοντας την ύδάτινη επιφάνεια. 'Ήμουνα 6έ6αιος οτι &α πνιγόμουν στον ερχομο και γι' αύτο στην αρχη ημουν ησυχος και οί άπλωτές μου �ταν μετρημένες κι άργές. Αύτο με ξεκούραζε και δεν εκανα σπατάλη δύναμης. Είναι κανεις ησυχος οταν εχει μιαν άδύνατη ελπίδα ' να, ζησει. Δ εν εμα&α ποτες τί γένηκε μεταξύ τους, οταν επε σα μέσ' τα κύματα. 'Όταν ξαναηρ&α στην επιφάνεια, είδα το Νώντα να κολυμπα λίγα μέτρα πίσω μου, μα ταυτόχρονα είδα κάτι ακόμα - τη Νεραντζούλα τη στιγμη πού παιρνε &Π' τα χέρια ένος παιδιού μιαν &πο , , , , , κεινες τις χοιρινες φουσκες, που χρησιμοποιουν σα μ α&αίνουν κολύμπι. την ξεφούσκωσε και την εκρυψε στον κόρφο της. Λίγο ύστερότερ α άπαλοπλέαμε άρμοDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 46
,
t
_
,
,
"
νικα κι ο ι τρεις, πανω στο φεγγερο προσωπο του ποταμοϋ . Θα μας επαιρνες για τρείς καλους φίλους που δια σκεδάζουν. Ι Ωστόσο ό λόγος ηταν για ftάνατο. Τώρα, που τ' άναftυ μαμαι, δ ε μπορώ να βαστάξω τα γέλια, " , , , για κεινα τα νεανικα καμωματα. Και με το δ ίκιο μου. tO Νώντας, σίγουρος πως fta πνιγόμουνα, ητανε σοβαρος σα δήμιος. 'Αργόιτερα ί:5μαftα πως ό φόβος ' του ητανε 'ξαιτίας της φρίκης της Κόλασης μ αλλα λόγια με δολοφονοϋ·σε και στον ουρανο το' κρίμα αυ το πλερώνεται με ΤΊιν αΙώνια πυρά. Γ ι' αυτο το λόγο τραγικα άγωνιώντας, άνάμεσα στον πόftο να ξεμπερ δέψει μια και καλΊΙ άπο μένα και στη φροντίδα για μια καλη ftέση στον Παράδεισο, κολυμποϋσε ό δόλιος σε κοχλαστο νερό. Κυλιότανε σα οαρέλι, αλλαζε διαρ κώς τρόπο κολυμπήματος, κοίταζε μ' άπόγνωση τον ουρανο που εφτυνε φωτια και φλόγες. Μά 'γω εμενα άπορεμένος και δε καταλάβαινα τί σήμαιναν αυτα τα καμώματα. , tH Ν εραντζου'λ α με τ au ,Q. λητικο' της παραστημα, ξανοιγόταν πιο γρήγορα, πότε κάνοντας άνάσκελα, πότε κολυμπώντας μ' άπλωτές. Μα ξ αφνικα στεκό ταν άκίνητη κι αφηνε να την περάσει ό Νώντας, ϋστε ρα σα σίμωνα, μοϋ καμνε κάτι άλλόκοτες γκριμάτσες και μοϋ δειχνε κρυφα την ξανεμισμένη φούσκα. Με τις γκριμάτσες της, πού ftελαν να με στανιώ σουν να πάρω κουράγιο, ftαρροϋσα πως με μάλωνε έπειδη δέχτηκα τον άγώνα αυτο και ξανοίχτηκα στον κίνδυνο. Νόμιζα πως μοϋ λεγε : τόσο το χειρότερο για σένα, αν πνιγείς έγω νίπτω τας χείρας μου. Κι άπομακρινόμουν ό άτός σου με μια εκφραση που την εκανε εξω φρενών : καλά, εγνοια σου, fta πεftάνω 'γω ακαρδη και {}α μείνεις με τον αλλονε. 'Όσο για την ξανεμ ισμέVΙl φούσκα, την ωρα έκείτη δε μποροϋσα να νιώσω τί σήμ αινε. "
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
>
47
_
Σε λίγο φτάσαμε μπρος το Γκετκέτ, αγγίξαμε με το πόδι το αμμόλασπο της Ντοβρουτσας και ξαναρι χτήκαμε στο νερό, λοξεύοντας πάντα απ' τα ρεύματα. , , ' ' τα, πραματα ηταν Μ α' τωρα Τ οντι, ... ζορικα. ε'ξ αντλημένος ϋστερ' απο τόση προσπά{}εια, ενιω{}α πως {}α έγκαταλειφτω κι ό {}άνατος μου 'ρ{}ε καταπρόσωπο και με περγελουσε. , " Α Χ, και ποσο U' -Qλ ωερο " ναι, πο" σο αυασταχτο Ι!. ' Ι!. να πε{} αίνεις σαν αγαπας. Μ' δλο το νερο του Δούναβη, ενιω{}' ακόμα πάνω στα χε�λια 'μου τα χείλια της Ν εραντζούλας, το φιλι που μ' άφησε να πάρω, το φιλι που μου δωσε. " Οχι, δεν η&ελα πια να πε{}άνω. 'Ή{}ελ' ακόμα τα φιλιά της. Μα πως μου φαινόταν να μακραίνει ή οχ{}η του Καταγκάτς ! τα φλογισμένα μου μάτια μόλις την ξέ κριναν. . . Μολύβι, τα πόδια μου, μολύβι τα χΘρια μου. ΤΟ κορμ ί μου άρχισε να μουδιάζει, - αν μ1liορουσα τουλάχιστο να κάνω ανάσκελα ν' ανασάνω. Δεν ε :vιω{}α πια οϋτε τη διαφορα των ρευμάτων που περ νούσαμε., Κι ή καρδιά μου, να χτυπα όλοένα, όλοέ, 3 ι!. 'ζουνε, σα, μπουρου, . . . να . . . και τ αυτια' μου να' υουι Κ ι ή οχ{}η του Καταγκάτς να μακραίνει, να μα κραίνει, {}αρρείς, καρυδότσουφλο που τό περναν τα κύματα, στα λευκα λοφία τους. " Α , Ν ώντα, 'συ {} α γλυκαίνεις τ ο κορμί σου μ ε τη Νεραντ,ζούλα μου. Το ξερ α 'γώ. Τό ξερα 'γω αλη{}ινά. Μά, που 'ναι ή α γάπη μου νά τηνε δω στερνη φορά ; Ό γαλάζιος {}όλος στριφογυρίζει, πηγαινοφέρνει, &ά λεγες πως ό Δούναβης ανεβαίνει καλεσμένος στον ούρανό. Βλέπω, κα{}ως μέσ' απο τουλπάνι, το Νώντα που φεύγει με το μισο κορμι εξω άπ' το νερό. Και ξ άφνου, νιώ&ω τη Νεραντζούλα να με σφίγ γει μ ε τα χέρ ια της, να με ψηλαφάει χαμηλα στην κοι λιά, στο στη{}ος κι ϋστερα - μα τί 'ναι αύτο φούσκα, μια μεγάλη φούσκα, μου αναβαστα άπο κά"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
48
τω το κορμί. , ΝΑ � , Ι _Cl , τι' ανασα, σωυηκα, μ εσωσε ... Τώρα καταλαβαίνω τη σημασία της γκριμάτσας και της φούσκας. Μα πως την φούσκωσε ; Και γιατ ί φεύγει ό Ν ώντας ; , ' " , , λεει, - Σ α' φτασεις ' σκαστην στη, 'στερ ια, μεσ το νερό, να μη μάflει πώς τονε γελάσαμε. Με τα λόγια αυτά, χυμάει μπρος σα δελφίνι. την ίδια στιγμη ακούω το Νώντα να ξεφωνίζει σε μια βάρκα που περνού'σε στ' ανοιχτά. - 'Έεε βαρκάρη ... Βάρκααα. 'Ένας μας πνίγε' ται. Β ιασου, τρε' ξ ε, στο' Θ '"' εο. ' Καfi'ως το πρόσχαρο δελφίνι, που χα(ρεται με σβέλ τα παιγνιδίσματα μπρος στα καράβια που μπαίνουν στον κόρφο, δμοια ή Νεραντζούλα βάλfi'ηκε ν' αναγαλ λιάζει μ ε το fi'ρ ίαμδό της πάνω στο fi'civato, ακούον τας τις απελπισμένες φωνες τού συντρόφου μ ας. Κλο τσούσε το νερό, χτυπούσε παλαμάκια, ανασκωνόταν κάνοντας σα φώκια, εφερνε τούμπες, εκανε μ ακρο βούτια, ' Α ξεφώνιζε, σφύριζε σα σειρήνα, και που ηταν. ναπαμένος και πλημμυρισμένος χαρά, εσκασα τη φούσκα, τινάχτηκα πάνω στην οχflη, την εφτασα κι αρχισα να περιπαvζω με την παλάμη ανοιχτη δ ί πλα στη μύτη, τον βαρκάρη που ετρεξε για βοήfi'ειά μου. Τότες, ,αλήflεια, τά χασε ό Νώντας κι εμεινε α λαλος. Και χ ω ρίσαμε πάλι αντίπαλοι· ώστόσο ή φί λη μ ας, μας περίπαvζε και τους δυο κι ετρεχε στα ρού χα της, τραγουδώντας το γύρ ισμά της. !Jf
Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή ...
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 49
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΙΗ πρώτη 6δομάδα του Σεπτέμ6ρη, είναι ή 6δο μάδα τώιν οψιμων μούρων, που κάftε άπόκοτο παιδι της Β ράιλας ξεκινάει να γυρέψει, στους άπέραντους 6άλτους του Δέλτα, μακριά, πολυ μ ακριά, κατα την Καροτ(σκα, εκεί οπου ό γενναίος Δούνα6ης είναι μό νος αύτος κύριος κι άφέντης. Είναι δύσκολο να τα γευτείς τα μούρα αύτά, γιατι ό Π λάστης άπολησμό νησε την εύτυχία τών δειλών εκείνων άνftρ ώπων που κατοικουνε στον πυκνο 6άτλο κι δ6αλε στη σκέπη της άν&ρώπινης κακίας την άν&ρώπινη αύτη λαιμαργία. Μα το παιδι είναι ό μέγας σπάταλος της ζωης και τίποτες δε μπορεί να γλυτώσει τΟν πό&ο του. Σ' αύτο ό Θεος σχωρνα τα πάντα. Κάποτες ομως δε σχωρνα και τιμωράει σκληρα οπως μόνο ό Θεος ξέρει. την άλλη μέρα οτι 'χα συνέρ&ει άπ' τη σκληρη δο κιμασία, με τον ύγρο &άνατο, κ α&όμουν με το κεφάλι άκουμπισμένο στα γόνατα της Νεραντζούλας, ενώ τα χέρια της περιπλεγμένα μέσ' τη χαίτη μου, με χά δευαν. - "Ακουσε, Μάρκο, μου λέει σε μια στιγμη σο' , . . 10 Ν ωνe. ' ''Α κουσε κα λ α" και μην , .. εισαι κακος. υαρα. τας ... - Για ονομα τού Θεού, ξεφώνισα όργισμένος. Θ α τελειώσεις μ ε το Νώντα οταν χαδεύεις το Μάρκο και με το Μάρκο δταν χαδεύεις το Νώντα ; Δυο σπα&ια δε χωρουνε στο �διo {}ηκάρι. Τ ινάχτηκα άπότομα άπ' τ' άγκάλιασμά της, μ α μ ε Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 50
αδραξε άπ' τα μαλλια και μου ξ αναπηρε το κεφάλ ι στα χέρια. 'Ο Μ' ' - Α σε τα' Q.υηκαρια, Ν ω' αρκο, κ ι ακουσε... ' ντας φαγώνεται άπ το μετανιωμό του γιατι {}έλησε " δ ρα ... να, σε, πνι'ξ ει αναν - Και τώρα {}έλε ι να με πνίξει παλικαρίσια, για να έξιλεω{}εί... Q , . ' ' Κ αρο- παε , ι στην - . . . και, τωρα λ ει να' μας υε τίσκα, να φαμε τα μούρα της άλεπους, του λύκου και της Ν αγκάτζας - τα ξέρεις ; τα μεγάλα τα μούρα, τα μαύρα σα τα μάτια σου . . . Κι ολα κρουστα άπ' τη δ n Q . " , ' . . . καυως αυτο. ροσου' λ α . . . και' γ λυκα' καυως Και με φίλησε σα μεγάλη. "Ί' στερα για να μη μ ' άφήσει ν' άποκρ ι{}ώ, εοαλε άπαλα πάνω στα χείλια μου πότε τό 'να μάτι, πότε τ ' αλλο, άνοιγοσφαλνώντας Ι , , �, _ τα μ ακρια της υσινουρα που τ αγγιγμα τους μου σταματουσε την καρδιά. Μ' Δε μπόρεσα να μιλήσω. ενα φύλλο πού πεσε άπ' τη γέρικη μουρια που μας σκέπαζε, μου φραξε το στόμα, άφου το φίλησε πρώτα κι ϋστερ α ' ξακο λού{}ησε. - . . . Δε πρέπει ν' άρνη&είς. 'Έχω τρελη πε{}υ μια να γευτώ τα μούρα αύτα τών άγριμιών. Και ξέ ρεις πως μια πε {}υμια που δε χορταίνεις μπορεί να σου κάμει μεγάλο κακό, γιατι καμια πε3υμια δεν εΙ ναι άπο δικου μας. 'Έχουν να λένε πως στΟν καιρο τών Τούρκων μια γυναίκα γκαστρωμένη εκοψε μια σταφυλόρογα άπό 'να τσαμι που οί ύπηρέτες φέρνανε πάνω σ' άσημένιο δίσκο στον άφέντη τους, ενα κακο ό πασά. Ό πασας σα τό μα&ε λύσσαξε, άντίχρ ιστος, κι Θδωσε διαταγη να φέρουν έμπρός του τη φτωχη γυναίκα, της ανοιξε την κοιλια με τη χατζάρα κι ολοι εΙδαν τη ρόγα του σταφυλιου στο στόμα του παιδ ιου. Άπο τότες οί πασάδες ο ρμήνεψαν τους αντρες να κάνουν τις πε&υμι ε ς τών γυναικών, γιατι δεν ερχον ται άπο δικου τους. Βλέπεις ; Και μπορεί έγω να μην "
,
"
ι
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 51
εΙμαι άκόμα γυναίκα, μα -&α γίνω κι ετσι κάνει το ίδιο. Ναί, Μάρκο, είναι σχεδΟν το ίδιο - δεν εΙναι ; Κι ϋστερα, αν είσαι καλός, -&' άφήσεις το Νώντα ν' άποδείξει πως είναι κι αύτος αξιος να κάμει κάτι τις. Ν ιώ-&ει τον έαυτό του ταπεινωμένο και ίtέλει να μας δείξει τί καλΟς καραβοκύρης πού 'ναι. Θα παμε δλη ή παρέα με το καικι τους, ναί ; Θα κάμει τον καπετάνιο και -&α μας ξ αφνιάσει δλους. Σύμφωνοι, ε; Δε -&α γελάσεις. "Αν κι ημoυν άξιoίtρήνητoς κι εξαντλημένος κι όλοφάνερα άδικημένος άπ' αύτη τη μοιρασιά, πήγα στα μούρα. Κι ό κακομο ίρης ό Νώντας ητανε το ιδιο άξιολύπητος σαν και ' μένα και με βεβαίωσε χίλιες φο ρες πως δεν ητανε κακος ανίtρωπoς. Τό ξερα. 'Ό μ ως χαιρετηίtήκαμε λίγο ψυχρά. Μπήκαμε στο καράβι του, ενα παλιοσαράβαλο πού κανε νερα άπ' δλες τις μεριές. 'Έπρεπε να τ' άδειά ζουμε χωρις άναπαμό, αν δε -&έλαμε να μπατάρουμε. Αύτο 'τανε δουλεια έφτα μύξ ικων που άποτελουσαν το πλήρωμα του ναύαρχου Π αμεινώντα, έφτα παλικα ριών γρουσούζικων, κακομα{}ημένων και κουρελ(δι κων. Καταλάβαινες άπ' τις τρύπες τών παντελονιών τους, που ηταν πολλες σαν ελΌετικο τυρί, το εχει του ναυαρχείου, μα ή παιδικη ήλικία δεν εχει παρα μιαν άβάσταχτη δυστυχία' να πηγαίνει στο σχολειό. Με τη ιJoή&εια του Θεου, τους εσωζε άπ' αύτη την κόλαση ό Δούναβης, που πάνω του τα πουλάκια μας μπορου σαν να περπατήσουν ορ1t ια, 'ίδια κα-&ως ό Χριστός, που τους κληρονόμησε την ά&λιότητα. �H Νεραντζούλα ηταν ξέφρενη άπ' τη χαρά. 'Όλα μας εδειναν ύπόσχεση για ενα ξεφάντωμ α που εμελλε να μ ε ίνει άλησμόνητο, με τον γλυκο αύτο καιρό, που εμο ιαζε -&ερινός, λες κι είχε προηγη&εί καταιγίδα. Κα -&ένας ητανε στο πόστο του κι αύτη μας ζάλιζε πη δώντας άπ' την πρύμνη στην πλώρη κι άπ' την πλώρη στην πρύμνη, σα να πηδουσε πάνω άπ' το χαντάκι, Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 52
τραγουδώντας τ' άλησμόνητο εκείνο, Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή . .. Θα μας μπατάρεις το καράβι, της εκραζε ό Νώντας, που ταξ ίδευε με γιομάτα πανιά. Βέβαιος πως κoυμαντάρ�ζε σωστο καράβι και στε ναχωρημένος γιατι του λείπανε τα κιάλια, στεκόταν όρ&ός, στο τουρκέτο του κ αραβιου ( φανταστικα τουρκέτο γιατι δεν ειχαμε εξαν ενα κατάρτι) άγνάν τευε τον όρίζοντα, με το χέρι άντήλιο και πρόσταζε " 12. , τον τιμονιερη. σουαρος - Το νου σου, Παπαγιάννη. Έ:κείνες οί μαουνες ερχονται καταπάνω μας. Κάνε λίγο ζερβά. Μπορεί να χτυπη{}ουμε και να μ ας 6λάψουνε . . . - Τί να μας βλάψουνε, καλέ ; ρώτησε πειραχτη κα ή Νεραντζούλα. Θέλεις να πείς δτι οί μαου-νες μπο ρουν να &ρυψαλιάσουν το σαράβαλό σου. Τ, , '3" ' " ετοια πειραγματα ειχε ν ακουει σ οn λο το' ταξ 'ιδι, ό καπεταν Νώντας, μα το σκουτι του καραβοκύρη τον προστάτευε άποστολικά. Είλικρινής, γιομάτος πί στη, ήρωικος κι ετοιμος για κά&ε {}υ σία, για την τιμη της μακρ ινης του πατρ uδας, που ελπιζε μια μέρα να την δοξ άσει. ΤΟ μουτρο του φαγωμένο άπ' τη φλόγα των πρώιμων πα&ων του που τον πυρπολου'σαν έ'σω τερικά, επαιρνε εναν λεβέντικο άέρα μόλις ηταν να ξε" Λ' , Σ ταυηκαμε , , τελ ειωσει καποιο χρεος. τυχεροι που καμια άπ' αύτες τις βάρκες τις φορτωμένες μεttυσμέ νους, που διασχίζανε τον ποταμό, σε άδιάκοπα πη γαινέλα, δεν ηρ{}ε να μας βρεί, γιατι διαφορετ ικα ό καπεταν Ν ώντας ηταν ετοιμος να ναυμαχήσει. Και σε λίγο να τΟν πειράζαμε για το κακο χάλι του κα ρ αβιου του, ελεγε πως εφταιγε ό Δούναβης που κά, ναμε νερα. 'Α πο' φυσικα, κανα, λ ια, που' , ναι για" το δ ε' λτα ο,ΤΙ ., Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 53
, , " Ι!. ' ' " ζε τα μονοπατια για το υOιrvo , Ο Ν ωντας, που' επαι στα δάχτυλα την τοπογραφία τού βάλτου, μας όδή γησε χωρις μανούβρες πολλές. Στάi}ηκε άληi}ινος Δον Κιχώτης και συνάμα Σάντσος Π άντσος, ϊδρω νε� ματώνονταν και τις κατακτυπούσε τις φτωχες i}λι μένες ίτιές, που επερνε για i}ανάσιμους έχ&ρούς, κα' κλ α' δ ους τους με" το κουπι·" τροματασπα' ζοντας τους ζοντάς μας, σε κά&ε σύνδεντρου το διάβα, με πιίtα νες συντυχιες λύκων που τού 'χαν κι αυτουνού χυ μ ή ξει κάποτες κι άπο τότες - το. πάi}η μα μ άi}ημα κρατούσε πάντα ενα μαχαίρ ι και τώρα επερνε τα μέ τρα του για. να. προφυλάξει τις ζωές μας. Μά, σύγκαιρα μας άπόδειχνε τη φρόνησή του, μαν τεύοντας κι άποφεύγοντας δλα τ' ά&έλητα προσαρά γματα, τις άπελπιστικες περιπλανήσεις που πα{}αίνου νε κι οί πιο καλοι βαρκάρηδες και κάμνουν συχνα τις πιο χαρούμενες συντροφιες να τελειώνουνε τις έκ δρομές τους με βλαση1μιες βαρειες και με κλάματα. Εϊχαμε φύγει πολυ μετα την άνατολη και πριν το μεσημέρι ό καπεταν Νώντας εριξε αγκυρα, μέσα σε βροχη συχαρ ίκια. Και το γλέντι άρχίνησε. Γλέντι. .. !Ο Θεος να σας φυλάει· γιατι ή κυρα Νεραντ,ζούλα, προi}υμοποιήi}ηκε να μας φαρμακώσει άπ' τη στιγμη που παη1'σ αμε στη στεριά· φ ίλησε το Ν ώντα μπρος στη μύτη μου, για να τον άνταμείψει για την γενναιότητά του· και για να μ η κακιώσω ό άτός μου, φίλησε και μένα κάτ' άπ' τη μύτη του Νών τα κ� ετσι δυσαρέστησε και τους δυό άντάμα. - " Αχ, μωρε Μάρκο, εκραξε ό φτωχος άμιρά λης αύτό 'ναι μ ια άρρώστεια που δε μπορεί να βα στάξει. Έγω λιώνω . . . 'Έκπληκτη για τη γκάφα της ή Νεραντζούλα, μ ας , ' λ εια. αποκρ ι',<)"., u ι ικε μ " αφε l' ' ' - Μ α' γιατι' .<\ καλ ος υυμωνετε ; " Ο ,τι καμω ειναι καμωμένο . . . t
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 54
πολυ σωστό, Νεραντζούλα μου' πολυ σω στό, μα μ ε δαιμονίζει, άπόσωσε μουγκρίζοντας ό , ' " τα υουρ ' Ν ωντας e. ' λ α κρατωντας υ ιικε μεσ και" χα � μεσοπάλαμα το κεφάλι του. 'Έφυγα και 'γω κατα το αλλο μέρος οί έφτά μας συντρόφοι �ταν κιόλας μακριά, γυρεύοντας μούρα. Αύτη δεν ,ακολούθησε κανένα μας, μα λίγο ύστε ρότερα την ακουσα μακριάitε, να τραγουδάει δυνα τά, τρώγοντας καρπούς. - Ν εραντ'ζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουν τωτή . . . , , καρ δ ια' ενος e. λτοτοπου, ' Β ρισκομαστε " που, υα στην άπλώνονταν σε πολλα τετραγωνικα χιλιόμετρα, μια εκταση αδιαπέραστη απο καταβολης κόσμου - χα μένη για το αβάρετο χέρι του αν{}ρώπου. Ό Δούνα βης σα τύραννος αφέντης την άπειλεί πάντα με τ' α δάμαστα κύματά του , την εποχη της μεγάλης φου σκονεριάς. 'Εδω, ό ούρανος φαίνεται τόσο αγριος, οσο κι ή γη . ή σιωπη 'σ' αλαφιάζει' ή απεραντοσύνη τούτη κά μει τη ζωη αβάσταχτη για τους itερμούς, στοργικους αν{}ρώπους. 'Ένα φύλλο που κουνιέται, ενα στάχυ που λικνίζεται, μ ια κραυγη γλάρου που σκίζει το διάστη μα, κάνει τον αν{}ρωπο να νιώitει πόσο λίγο πράμα αν τιπροσωπεύει στη γη. 'Εδώ ό ηλίitιος Β ασιλιας του πλανήτη μας, δεν περνά παρα με χίλιους πόνους, χί λιες πληγες κι αφάνταστη ταλαιπωρ ία. ' Εδώ άπ' την αγιούπα που καμπανίζει σαν αετος στο απειρο, ώς τα κουνούπια και τα ζωύφια που πληitύνονται κατα μυριάδες, τα πάντα κράζουνε στον περγελαστη της γήινης ζωης. ' - Μαζί μ ας δε &α καταλυ&είς. ΤΟ μελωδικο γύρισμα της Νεραντζούλας, αντη χούσε κα{}ως πάνω σε χάλκινο itόλο και ξάφνιασε ε να μπεκετσίνι που τσιμπολογουσε μούρα, δίπλα μου. 'Άφησα τον έαυτό μου να πάει κατα 'κείνη που μεDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 55
λωδούσε με τη γλυκειά μου, ,άγαπημένη φωνή. Κι ό Νώντας άπό 'κεί που δρίσκονταν, εκαμε το ιδιο κ ι άντάμα τα κεφάλια μας, φάνηκαν στο φράχτη ένος χωραφιού, σκεπασμένου άπο πελώρια καρπούζια. Μόλις μας είδε ή, Νεραντζούλα, γέλασε με τα μου� " > σου' δ ια μας, που' ταν με λ ανωμενα απ τα μ ουρα. Α υτή 'χε μελανωμένα μόνο τα χέρια. Ή καρδια ξεμολύδιασε άπ' τη χ αρά, μας εκαμε να ξεχάσουμε το κακό μας κι άφε{}ήκαμε να γελαμε . . . "Τστερα δείχνοντάς μας την καλύδα τού Ιδιοκτή τη τού μποστανιού, μας αδραξε άπ' τα χέρια καΙ μας εσυρε. - Π άμε να δούμε ποιος εΙναι ό μποστανυζής. ΤΗταν ενα ζευγάρι πενηντάρηδες, φτωχοΙ Ντο6ρουτσάνοι, μισαδούργαροι, μ ισοτσ(γγανοι, κου ρεληδες κι αγριοι κα{)ως ή γη που τους ε{}ρεφε. (Η γυναίκα δ ιατηρούσε τα σημά,δ ια μιας όμορφιας, που χά{}ΊΊκε νωρΙς καΙ σα μας εΙδε εδιωξε το σκύλο της μακρια κι ηρ{}ε να μας ρωτήσει αν {}έ λαμε να φα με καρπούζια. - 'Έχουμε πολυ καλά, μελωμένα, άπόσωσε κοι τώντας μας στ� μάτια. - "Οχι, άποκρ ωηκε ή Νεραντζούλα. "Ηρ {}αμε για μ ούρα. Φχαριστούμε. - " Ε, τότες, εΙπε ή γυναίκα, σα νά {}ελε να κά μει κάτι για μας όπωσδήποτε, τότες δ ω1σε μου το χέ ρι σου, όμορφούλα μου· ξέρω ν' άνοίγω τΙς μοίρες , δ ιαυα e. 'ζω . . . και, να, τις π η ρ ε το χέρι τηζ Ν εραντζούλας, κράτησε την πα λάμη άνοιχτη καΙ με τον δείχτη τού δικού της χερ ιού μελέτησε τΙς γραμμες καΙ τα νιτερέσα πάνω στο μι κρο χεράκι. "Τστερα, 11 μάντισσα πισωπάτησε άπό τομα κι εκραξε μ ' άλη{}ινο πόνο. - Μικρούλα μου . . . Π ωδάκι μου. ΕΙσαι καρπος τού ερωτα. (Η ζωή σου {}ά 'ναι τρομερη κι ή τύχη σου εΙναι δεμένη μ' ένος παιδιού που κρατάε ι άπ' τη '
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
56
,
ράτσα τού πατέρα σου. Πήγαινε, πήγαινε γιατι μού σφάζεις την κ αρδιά, ατυχο πουλί μου. Παράτησε το χέρι της φιλενάδας μ ας και γύρισε πίσω στην καλύοα της, ένω ή Νεραντζούλα εφευγε ' σα' λ α:φ ινα. τη φτάσαμε. - ΤΙ ράτσα εΙν' ό πατέρας σου, τη ρωτήσαμ ε κι οί δυα με μια φωνή,� - »Αστε με ησυχη, φώναξε ταραγμένη. Δε ξέ ρω 'γω πατέρα. Σας τό 'πα τόσες φορές. 'Άστε με ησυχη... και πηγε να κουοαριαστεί στον ίσκιο μιας ίτιας. "Αδικα την άκολου&ήσαμε καταπόδι' ποτες δεν είχε φανερωitεί τόσο κ ακή. Κι ένω προχωρούσαμε δειλά. - Πηγαίνετε στο διάλο 'σείς κι ή μάντισσά σας, εκραξε. Αύτο δα μας ελειπε, ή μάντισσά μας ... 10 Νώντας ξάπλωσε και κοιμή{}ηκε. Θέλησα να ξαπλώσω καί 'γώ, μα τα λόγια της Νεραντζούλας - πηγαίνετε στο διάλο, μοϋ σφυροκοπούσαν την καρδιά. Πρώτη φορα το στόμα της πού 'ταν γιομά το γλυκόλογα, πρώτη φορα τα μάτια; της' που μού μι λουσαν τρυφερά, με κεραυνώσανε με τέτοια ολαστή μια. Πηγαίνετε στο δ ιάλο, στο διάλο, στο δ ιάλο, στο. διά. . . Αύτη ή τόσο ντελικάτη, ή τόσο φίνα να ορί'ζει σα χωριάτης. Γ ευόμουνα με φαρμακωμένα χείλια τις itλίψεις τούτες τού ερωτα, κα&ισμένος άνακούρκουδα πλάι στο Νώντα, ένω σειράδιαζα κάτι χοντρα μούρα μέ σα σ' ενα μικρο καλά&ι που μόλις εΙχα πλέξει, δταν τ' άγαπημένα χέρια της Νεραντζούλας, φάνηκαν μπρος στα μάτια μου και κα1}ως με μαγεία σφούγγι σαν ολους τους πόνους. Στράφηκα και την κοιτούσα εύτυχισμένος. Καitισμένη πίσω μου, εκοοε άργα τα μούρα: άπ' τους ,οάτους πού 'χα άπο&έσει στα γόνατά Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
57
, , > _ το' κρε' <1. ' δ ιαζε συμμετρικα" στο καλ αυι, μου και τ αρα μ ασμένο άπ' το ζερβί μου χέρι που εΙχε λι&ώσει άπ' , , τη χαρα. - ΕΙναι για μένα Μάρκο ; . . . ψυ&ίρισε. Μάρκο . . . .. -<1...'. ' εισαι Γ ια' δ ικο' μου. Δ ε' υυμωσες καλε' μου, ε" ; Π οσο καλός. Πόσο σ' άγαπώ. Σχώρα με. Σχώρα με. ΙΗ άνάσα της μοϋ τσουρουφλοϋσε το πρόσωπο. Κόλλησα το μάγουλό μου στο ,στόμα της, μ ε το κε φάλι βαρυ σα καμπάνα. 10 Νώντας ξύπνησε. Θ' , , r_ " λα - , .... α χουμε τρικυμια, ειπε και" γυρ ισε ανασκε και 'β άζοντας δυο δάχτυλα 'στο στόμα σφύριξε οου νήσα ναι μαζευτοϋνε. Ξάπλωσα καί 'γω με τον '(διο τρόπο, ένώ αύτη στά&ηκε άνάμεσά μας, με το καλά&ι στο χέρι και ξ α νάρχισε να μας ποτίζει χολή, με καινούργια μέ&οδο. Πέρνοντας μούρα τα φιλοϋσε πρώτα ενα ενα κι ϋ στερα τά χωνε πότεl ,στο στόμα μου πότε στοϋ Ν ώντα τραγουδώντας κά&ε φορά.
Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή. Δε καταπίναμε μούρα, μα μεγάλα ,άναμένα κάρβουνα, ένώ αύτη άνυποψίαστη 'ξακολου&οϋσε. Ξάφνου ό Νώντας δεν αντεξε και ξέσπασε. - 'Αμαν Νεραντζούλα. 'Αμάν. . . Και σηκώ'&ηκε βλαστημώντας κ ι άφρ ίζοντας. - " Α, που να πέμψει ό Θεος μια τρικυμία να μ ας " � �I , ' πνι' ξ ει, πριν πεσει ο η λ ιος. . . 'Ε γω' λ ιωνω, νισαφι . . . τ Ι , , ' '1'' ' ' , ' Δ εν ηταν χρεια να ζητησει τρικυμια' ηταν μεσ τον άέρα.: Κι ελεγεςι πως ό Ν ώντας η&ελε να μας μπάσει στην καρδια τοϋ Δούναβη, τόσο γοργα κατέβαινε. Σ' ενα διχάλι τοϋ Ματκίν, ένώ σαν άστραπη περ νοϋσε ή ,βάρκα μας μπροστα άπ' την οχ&η τοϋ Γκετ κέν, οί ψαράδες μας εκραξαν. - Μη μπείτε στο Δούναβη. ΕΙναι &ολωμένος . . . \
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 58
Κανεις δε &α μπορέσει να σας σώσει . . . Κρατώντας τη λαγουδέρα, 60υΌός, τυφλος και ά νελέητος ό Ν ώντας, εt)αζε πλώρη για τη Βράιλα, έ ναι οί συντρόφοι του ξενέριζαν φουριόζοι, ύπάκουοι, δπως πρέπει σε πλήρωμα καραβιού, περήφανοι. tH Νεραντζούλα κα&ισμένη στην πλώρα, με τα χέρια ,στεφάνι δεμένα στα γόνατα, αγνάντευε ενα γύρο ά διάφ{) ρη σα &εά. 'Ήξερε πως ,ό Δούναβης ακόμη κ ι ανταριασμένος δ ε μπορούσε να την πνίξει. Κ ι ή ε γνοια για τους συντρόφους της, αν λάχει και ρωτή σεις. . . ε, ποιος ξέρει τι συμπόνια μπορεί να κρύβε ι ή καρδια μιας τέτοιας διαΌόλισσας. Έξάλλου ύπεύ &υνος για τις ψυχες που αρμενί,ζ ανε, ηταν δ καπεταν Ν ώντας, που ή γεναιότητά του συνέπαιρνε τόσο πο λυ τα παιδιά, που οσο ό κίνδυνος γινότανε πιο μεγά λος και φανερός, τόσο και περισσότερο με-&ούσανε και Ο'υρλιάζανε αλλοπαρμένα. - Ζήτω ή (Ελλάδα. Ζήτω ό (Ελληνικος στόλος, και πάντα να ξενερ ίζουν μ έσα σε σωστο ίδρομάνι. Μα σα φτάσαμε στη μέση τού ποταμού, τα πρά ματα σκούρηναν μονομιας, γιατι ενα κύμα σηκώ{}ηκε απάντεχα και καπέλωσε το αμοιρο σκαρί μας πλημ, , , � μυρισαμε στ αρμυρονερο . . . - llδυ& είτε, πρόσταξε ό Καπετάνιος, παρατών τας τη λαγουδέρα και πετώντας στο αψε σβησε τα ρούχα του. Ν α το πεί μόλις και πρόφτασε και την αλλη στι γμη το καράβι, κάνοντας ενα μεγάλο ρούφουλα πη ρε τα κάτω και βούλιαξε όλόσωμο. , " ' , , απ - Π ιαστε τα" χερια παν τις πλ ατες μ ας, ξ εφώνησε ή Νεραντζούλα στη συντροφιά, που πια δε συλλογιότανε τον έλληνικο στόλο. ΤΟ κύμα, βρωμισμένο απ' την αμμο, μας τύφλω σε μια στιγμη κι ϋστερα σμείξαμε και με κόκκινα φλο γισμένα μάτια, συνταχτήκαμε. τα παιδια γελούσαν και χαχάνυζαν· δεν ενιω&'αν τον κίνδυνο . . . '
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
59
Και στη στιγμη οί ούρανοι άνοιξ αν τους καταρ ράχτες τους κι ή &ύελλα ανακούφωσε μανιασμένη το Δούναβη. Δε μπορούσαμε πια να ξεκρ ίνουμε μια πι {tαμη πέρ α απ' τη μύτη μας. Βα{tεια νύχτα και νερο ' :t ' :t , _ , απ τη γη σαμε τον ουρανο. Κολυμπώντας μ ' δλες μου τις δυνάμεις, μακρια απ' τις άλλες δυο παρέες κι άπ' το βλάμη που επλεε μονάχος, ενιω&α κάμποση ωρα πάνω στη πλάτη μου τα χέρια των δύο μικρων συντρόφων που μ' εσφιγ γαν απελπισμένα, σάρκινες τανάλιες κ ι ϋστερα . . . ϋ στερα, μεγαλοδύναμε Θεέ, ξέφυγαν τ' αγκάλιασμά τους καΙ λευτέρωσαν το κορμί μου. Βούτηξα δσο μου 'ταν μπορετό, πάνω κάτω, ζερ βα δ εξιά, εχανα μακροβούτια και σε μια στιγμη ε λαμψε ή ,αλή&εια μέσα μου' δτι ό Θεος εχει ανάγκη κα{tαρες ψυχες για τα τάγματα των αγγέλων του, .. Στην ακτή, δπου απελπισμένοι άν&ρωποι πρόσμε ναν να μας μάσουν, σα φτάσαμε, τρείς γενναίες ψυ χές, μέσ' τις έφτά, όδοιπορουσαν κιόλας κατα το {tρό νο του Κυρ ίου. 'Όλ' αύτα γινότανε την πρώτη ·β δομάδ α τού Σε πτέμιβρη, δταν τα οψιμ α μούρα εΙναι η πιο πε&υμημέ νη λιχουδια για τ' ,απόκοτα παυδια της Βράιλας. Πη γαίνουν δλα χωρις να λογαριάζουν το {tάνατο, μα συχνα τα ψαρεύουν μέσ' το Δούναβη, με το μ ουσούδι , � " " " " " ακομα μαυρισμενο ως τ αυτια, απ το μοιραιο αυτο φρούτο των βάτων, το σταλτο μονάχα για τ' αγρί μια. ,
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 60
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο ΓΔΟΟ Φ&ινόπωρο, πλούσιο σε φύλλα μαραμένα ... 'Ο κτώβρης -&λιμένος σα την καρδιά μου. Φύλλα μ αρα μένα και -&λ ίψη , που το ξεροβόρι τα πηγαινοφέρνει μέσα σ' δλη την Πολιτεία. !Η Νεραντζούλα λίγο πιο β αρεια ντυμένη, δρομί ζει πάντα μέσ' το στεφάνι της, μ α οί ντενεκέδες δ εν είναι πια γιοματισμένοι άναλυτο άσήμι' δεν εΙναι πια ηλιοι που να τρεμουλιάζουνε μέσ' τους κάδους ό ού ρανος άλλαξσφόρεσε τα χειμωνιάτικά του. - Μάρκο, το χειμώνα αύτο -&α φάμε κολοκύ&α ξερή, ψημένη στο μαγγάλι μου . . . Μοιράζει, δπως άνέκα&ε, τ' άπογέματά της, αμα τελεύει την άγγαρεια της δουλειάς της, άνάμεσα στην «οϋλιτσα καλιμέρεσκε» και στην άφεντιά μου κα{}ως και τη φροντίδα για τα σκυλιά της, που με γάλωσαν τώρα κι είναι ώραία και παιγνιδιάρικα σα την κυρά τους . - Μάρκο, ελα να δείς πως ό Λέων πηδάει το χ αν τάκι μαζί μου . . . 'Άρχισαν να βάζουν σωληνες μολυ6ωτους και βvδώνουν τΟν ενα με τον αλλον. Τώρα πια είν' έπικίνδυνο το πήδημα, γιατι αν πέσεις μέσ' το χαντάκι μπορεί και να σκοτω-&είς. Μά 'γω δε φο6 0 υμαι και πηδάω πάντα. 'Έλα, καλέ μου, να δείς ... 'Ακούω την άκάματη γλωσσίτσα της, άφήνουμαι να μ ε χ αδεύει σα τα σκυλιά της " μα δε 'ίΟ κουνώ άπ' την κάμαρή μου , δε φεύγω πια άπ' το περιαύλι μου Κι ό Ν ώντα� δεν ερχεται πια να με δεί. Και των δυο νωιν μας ή κ �ρδια είναι σφαγμένη άπο τούτη τη μοι ρ ασιά. Αύτο πια δ ε μπορεί να βαστάξει έπάπειρο. 'Α. .
.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 61
πο μέρους μου &α πε{}υμουσα να πάρει τέλος αύτο το βάσανο. Κι δτι {} έλει ας βρέξει - που λένε. Και πηρε τέλος, μα οχι το σκληρο τέλος που ϋ φαινε ή όλόφλογη ζήλεια μου, Οχι. Μια μέρα τρομερη όχλαγωγη στο δρόμο· γυναί κες, παιδιά, σκυλιά, ούρλιάζαν δλα μαζί, σάμπως και εΙχε πέσει πανούκλα. "Ήταν οί μπόγιες με το άπαίσιο κλουβί τους κι οί χωροφύλακες που τους προστάτευαν άπ' το &υμο και τη μάνητα του κόσμου. Οί δυο άτσίγγανοι με τα εκ δ ικητικα μάτια και το σαρκαστικο γέλιο που ξέσκι ζε το πρόσωπό τους ϊσαμε τα μακρια τριχωτα αύτιά, και το μεγάλο ρ αβδί, με Τ11ν χάλκινη μαγγάνα στο χέ ρ ι, τρέχαν κα&ως διαΟόλοι, πετουσαν και -&ηλιάζανε τους λαιμους των αμοιρων ζώων, που δε φελουσε ν' άντιστα&ουνε. "Ετσι κρεμασμένος μέσ' το δ ίχτυ ό σκύ λος, πήγαινε να σμίξει με τους Cίλλoυς που ή άν&ρώ πινη βαρβαρότητα ( αύτη που επιγρ άφεται με μεγά λα ψηφεία ΠΡΟΝΟΙΑ) είχε συνάξει μέσ' το κλου Οί. "Ολοι πού 'χανε σκυλια ηταν εξω, μανιασμένοι, ετοιμοι ν' άρπαχτουν για καλά, μ11 δ ίνοντας δυάρα στο χωροφύλακα και την καραμπιστόλα του, που του οαρουσε το μερί. Κα&ένας εκραζε το σκύλο του, τον επαιρνε άγκαλια κι εφευγε σάμπως κρατουσε κανένα {}ησαυρό. - 'Έεεε, Σαγκακίτσα . . . ΤΟ νου σου στα σκυλια σου, φωνάζαν οί γειτόνοι. Μα που εΙναι ή Νεραντζούλα ; Τρέχω στον άχε ρώνα που φυλακvζει τα σκυλιά της. (ο Λέων λείπει. 'Επιστρέφοντας, οί μπόγιες εχουν φύγει και δε ξέρω αν τον αρπαξαν ( για να τόνε γδάρουν ζωντανο ) Τι μήπως είναι στο πηγ άδι Τι κάπου τέλος πάντων κο προσκυλάει. Π άω να τρελα {} ω. Δε ξέρω τί να κάνω, που, να πάω, δταν νάσου ή Νεραντζούλα. Είναι μονάχη, ό Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 62
Λέων δ εν είναι μαζί της 'οπως ελπιζα. 'Απο μ ακρια τη βλέπω νά 'ρχεται, μ' άδειαναυς ταυς κουβάδες στό 'να χέρι και στ' αλλο το ξύλινο στεφάνι, χαρού μενη που τέλεψε τη δουλειά της, μα ξ αφνικα τα μά τια της γουρλώνουνε τρομαγμένα, γιατι μονομιας κατάλαβε τι ετρεξε και χύνεται βολίδα κατα πάνω μου. - τα σκυλιά, πού είναι τα σκυλιά μου, ούρλιάζει. Που είναι τά .. - (ο Λέων λείπει. " Μ ανιασμενη πιοτερο παρα" μια 'Ω κυπετη, πιο λυσσασμένη άπο μια φουρτούνα, ή Νεραντζούλα χυμα να κυνηγήσει τους μπόγιες και κα&οδο μαζώνει τα πιο κοφτερα χαλίκια, πέτρες μυτερές, φονικές. Τρέ XCQ ξωπίσω της και μαζεύω κι ό άτός μου πέτρες. Ξέ ρω πως μονάχα μ' ενα καλο πετροπόλεμο μπορούμε να κάνουμΘ τους τσιγγάνους να το βάλουν στα πόδια. Τόντις, όρμηνεμένοι άπ' τους άν&ρώπους, που εί δαν να περνα το κλουβ ί, φτάνουμε τΟ. άπαί,σιο νεκρά μαξο, μ α που ; Φυσικα σ' αύτη την καταραμένη «o1J λιτσα καλψέρεσκε» με το χαντάκι και τΟν νεαρο "Ελληνά της πού 'να" εξω. Είδε κιόλας τον Λέων φυ λακισμένο, στις σιδερένιες άρπάγες και μας φωνά ζει. ' καταπανω ι , - Εl'ιναι μεσα, ειναι μεσα... Μ προς στο Τ μπόγια . . . Βροχη πέφτουν ο ί πέτρες. Σφεντοναμε κι οί τρείς μα το ζερβι χέρι της Νε ραντζούλας, είναι που τους βρίσκει κατακέφαλα. Τσιγγάνοι, άμαξας και χωροφύλακες, το. βάζουν στα πόδια οπως οπως, άναπoδoγυρ�ζoυμε το κλουβΙ καΙ λευτερώνουμε τα σκυλιά. 'Όταν ό χωροφύλακας γυρ ίζει μ' ένίσχυση, δε βρίσκει ψυχη να του πεί πως είμαστε κρυμένοι στο στάβλο του Ν ώντα, με τον Λέων στην άγκαλιά. Δυο d:Jρες μετα βγαίνουμε σα ποντικοί. .
"
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
63
,
Ό δρόμος ερημος το σούρουπο ανταρεμένο. τα τζάμια των σπιτιων εΙναι χρυσαφιά. 'Αδύναμα κρε μασμένα στα κλαρια των δένδρων, τα στερνα φύλλα της έποχης, φαίνονται σα δουτημένα στο αΙμα. Και το χαντάκι σκοτεινος κι ατέλειωτος τάφος, δέχεται χρυσαφιες ,αντιλαψιές, που χαλκοδάφουνε τα χείλια του και σε κάνουν να μαντεύεις τους αγωγους πού 'χει σαν εντερα δαitεια στα σωitικά του. , " χαι σφιγ'Η Ν εραντζου'λ α το" κοιταζ ει μ αγεμενη γει το σκυλι μέσ' τον κόρφο της. Θά λεγες πως -θ-έλει να δαμάσει την πε{tυ μια πού 'χει να πηδήξει. - Π άμε στα σπίτια μ ας, λέω σα να φοδάμαι κά τι αόρ ιστα. Και παίρνω το σύνορο του χωραφιου για να φύγω, μά 'κείνη δεν μ' ακολοu{tεί, ,αφ11νει χάμου το Λέων, φιλάει το Ν ώντα, πηδάει το χαντάκι, φιλάει έμένα και πάλι 'ξ αρχης. - Νεραντζούλα φουντωτή ... Γυρνά στο Ν ώντα, άπο κοντα ό Λεων. - Ν εραντζούλα φουντωτή . . . Κ ι όλοένα πιο γρήγορα, ενα φ ίλημ α σ α δ αγκανια σε μένα, αλλο στο Ν ώντα, με το σκύλο ξωπ(σω της και το Νερ αντζούλα φουντωτή, πάνω απ' το χαντά κι που εχασκε λυσσοδ6ντικο. ' ' Ν εραντ ' ζ ι μου. Κ α' λ ιο σκοτωσε - 'Α μ αν. ' 'Α μ αν με. Σκότωσέ με, κράζει ό αμοιρος αντίπαλος, χλω μος κι ακίνητος, μπρος στην πόρτα του. Δε προσμένω παρα να πηδήξει τούτη' τη φορα σε μένα, να την άρπάξω και να την σύρω κατα το σπίτι, μα την ίδια στιγμη που πάει να τιναχτεί, ό Λέων την ' άρπάζει απ' τον ποδόγυρο και μ ενα ξεφωνητο ή Νε ραντζούλα κυλά και κουτρουδαλιάζεται στΟν πάτο . . . 'Ένιωσα τον κόσμο ν α στριφογυρvζει, να στριφο γυρ ίζει σα σδούρα κι ϋστερα... ϋστερα ενα γαλαχτε ρο ερεδος ... ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 6 4
ΙΗ συνέχεια του κάζου τούτου, μου 'ρχεται �oλω μένη στο μυαλό, γιατΙ τρείς μέρες ό πυρετος καΙ το παραμιλητό, επλεξαν στο ίδιο φαντο την άλή&εια μ ε την φαντασία. Θυμαμαι μόνο πο)ς ακουσα γυναίκες να μοιρολο γ ανε κι εΙδα φανάρια καΙ σκιές ν' άναδεύονται, ύ στερα δυο μ άτια σφαλισμένα, ενα πρόσωπο κόκκινο, μ ατωμένο, μαλλια λασπωμένα καΙ μια τρύπα μεγά λη σα χωνί, σ' ενα κεφάλι λασπωμένο. "Ολ' αύτα ηταν της δμορφης μου Ν εραντζούλας, που εν' άμά ξ ι πήγαινε, τριπόδ ιζε δαρεια κατα το �λιδερo νοσο κομείο. ΤΗταν το τέλος μιας όδύνης. . . . . . καΙ ή άρχη μ ιας αλλης, πολυ πιο τρομερης, που δάστηξε πολλα χρόνια.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 65
Καστρινός, Καζαντζάκης, Ιστράτι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΜΕΡΟΣ ΔΕΤΤΕΡΟ
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Π ορτοκα'λ ια και' λεμο" - ονια ... ( Συμφορά μας, συμφορά! ) . Πορτοκάλια καΙ λε μόνια πουλούσαμε πέντε χρόνια τώρα, μ' ενα καρο, , " " " " " τσακι που σερνα γω απ το τιμονι κι εσπρωχνε απο πίσω ό Ν ώντας. 'Έσκυ()ε κ ι εσπρωχνε ετσι που ή ρ ά χη του, διάγραφε ενα τόξο' μια ()έργα που λυγίζει μα δε λέει να σπάσει ... Οί γονιοί μου πε\}αμένοι' Θεος σχωρέστους ... Π ε \}αμένοι κι οί γονιοΙ του Νώντα ... ΚαΙ μ' δλη μας την κληρονομιά, μ' δλα μας τα πλούτη καΙ τα εχει μας που χά{}ηκε, άνοιξε ή γης καΙ την κατάπιε άπ' καλα, ή μοίρα δεν τ' άρεσε αύτο κι ετσι πουλούσαμε τώρα πορτοκάλια καΙ λεμόνια, στους δρόμους της Βράιλας. Πουλούσαμε, λέω, πορτοκάλια καΙ λεμό νια, γιατΙ γυρεύαμ' άπελπισμένα τη Ν εραντϊζούλα μας που χάitηκε, άνοιξε ή γης καΙ την κατάπιε άπ' το νοσοκομείο την άλλη κιόλας μέρα της γ ιατρειας της, χωρΙς να μας πεί ενα γειά σας, χω ρΙς να μας άφήσει ενα itυμητικό. Δυο δεκάρες το πορτοκά - άλι μια δεκάρα το λε μό - όνι. ( Συμφορά μας, συμφορά! ) . Μέσα στΟν άνεμο μέ σα στη δροχη καΙ μέσα στη ζέστη. ΚαΙ πάντα τα μά τια μας να ψάχνουνε την κάιtε πόρτα, το κά\}ε παρα &ύρι που \}' άνοιγε, λέει, να κoρν�ζώσει το προσωπά κι της Νεραντζούλας. Πέντε χρόνια. Είμαστε πια άντρες σωστοί. Στα, , , " " " ρατοι' με μουστακια και γενια κατσαρα και κατα τ άλλα Οχι κακοκαμωμένοι. Μ α πόσο, πόσο κουρασμέDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 69
να τα μάτια μας! Θα μ ας επαιρνες για δυο καλογέ ρους, που ftλιμένα πείtυμoυν να επαναστατήσουν στο τάξ ιμό τους να μείνουν άγνοί. Π ορτοκα" - αλ ια και' λ εμο" - ονια. �Eκατo φορες οί πατουσες μας είχαν λαχπα τήσε ι μέσ' τις λάσπες, μέσ' τη σκόνη του tδιου πάντα τόπου, κάίtε οϋλιτσας κάftε δρόμου κάftε σο κακιου. Χ ίλιες φορες τα μάτια μας είχαν στραφεί στις ιδιες πόρτες, στα 'ίδια παραl:}ύρια. . . Σπίτια με πόρτες και με παραπόρτια με παραίtύρια και με σου, ' δ ες και' . . . και, . . . σπιτια , λ α κ ι" αυα /!. να, μυρ 'ζ ι ουν μουχ ραδιασμένα, κολλημένα σα σκυλια που πηδιουνται· κι αντρες και γυναίκες και κόσμος που μπαινόδγαινε κι εχασκε . . . " Ο λ ' αίrτά, και σπίτια και ανl:}ρωποι και μούχλα, μπορούσαν να χ αl:}ουνε χωρις να μ ας νοιάζει στα λιά, γ ιατι ψάχναμε κι άποζητούσαμε μόνο, ενα μό. νο· την ομορφή μας Νεραντζούλα. Δυο δεκάρες το πορτοκάλι. Μια δεκάρα το λεμό νι. ΤΟ καρότσι σταματάει· σταματάει και το στρίγ γλισμα που κάνουν οί ρόδες - το καρότσι ξ ανακυ λάει· ξαναρχίζει το στρίγγλισμα... �O Νώντας σπρώχνε ι άπο πίσω . . . χίλιες φορες τα στόματά μας την tδια μέρα λένε και ματαλένε το δάσανό μας. Πορ τοκάλια και λεμόνια. Δυο δεκάρες μ ια δεκάρα. Και καίtως νομίζουμε πάντα, πως ή Ν εραντζού λα κρύδεται πίσω άπο κανένα παραftύρι, ξαναρχί ζουμε κι οί δυο μαζί. Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι Νεραντζούλα φουντωτη πλέναν κι fiπλωναν Νεραντζούλα φουντωτή . . . Νεραντζούλα φουντωτή! Μπορείς ν ' άκους τ ο τρα γούδι τουτο και να μην άποκρίνεσα ι ; ΤΟ μπορείς ; Το δαστα ή καρδιά σου ; Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 70
- 'Α μ αν, Μ αρκο, αμ ' " αν. 'Εγω ' ερεψα. " Γιατι' ' " " κακο ναι το, κακο' μα π ιο κακο" σα λ ε 'ιπει ... Ν αί, ε ιχαμε γυρ ίσει όλη την Πολιτεία, άπ' τις πιο άρ ιστοκρατικες συνο ικίες, τις σιωπηλες και � χρες σα την καρδια των χορτασμένων άν&ρώπων που τις κατοικουνε ώς την πιο λα'ίκη γειτονιά, την πoλιr &όρυβη, την μυριόηχη και λερή, μα την πιο άν &ρώπινη, πιο νοιασμένη για το μυστήριο των δυο πουλητ άδ ων, που κράζουνε και -&ρηνουνε με τα μ άτια στα παρα -&ύρ ια σάμπως γυρεύουνε τις άρραβωνιαστι κές, που λακίσαν τη νύχτα του γ άμου. ( 'Ώ, κόσμε πα�αγνωρισμένε. Μονάχα 'συ μπορείς να μαντέψεις τις συμφορες μιας ψυχης άν&ρώπινης, γιατι μονάχα 'σένα σε παράδειραν ό λες οί συμφορες της ζωης. Πέρασες όλες τις δοκιμ ασίες και 'συ μό νο ξέρεις να πονας μ αζι με τους καταφρονεμένους ) . Μηχανικα τα χέρια μας μοιρ άζουνε λεμόνια, πορ τοκάλια και σωριάζουνε τις δεκάρες. . . Μ' άλι και τρισαλί, δεν εΙναι τουτος ό σκοπός μας ή σκέψη μας τ , ' ανεμοεινα ι μ ακρια' " τα κεφα' λ ια μας γυρ�'ζουνε σαν δείχτες και δε βλέπουμε, δεν εχουμε μ άτια να δουμε, τα χαμίν ια .που κλέβουν την πραμάτεια μ ας. Σβησαν όλα τα μίση που εΙχαν άνάψει αλλοτες οί άετοί μας. Καμια πέτρα δε μας πετουνε πιά. Κ ανεις δε μας προσέχει. 'Έχουμε καταντήσει δυο πρόβατα με μάτια ηρεμα μελαγχολικά' δυο μακρινες ζωες που ένεργουνε σα κουρντισμένες κ ι ι]δικα τα -&ηλυκα μας ζυγώνουν με το καρφωτό τους στη-&ος καΙ μας χα δ εύουν τα γένια' καμιά τους δε μπορεί ν' άντικατα στήσει τη Νεραντζούλα μας. -. Καλέ, Μάρκο .. - Κ αλέ, Ν ώντα .. . Κά-&ε βράδυ ξαπλωμένοι στα κρεβάτια μας, μέσ' το πυχτο σκοτάδι, με τρυφερους στεναγμούς, ξ αναρ χίζουμε τα αίώνια ρωτήματα. .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
71
- Π ώς, πώς μπόρεσε αύτη να μας άφήσει τόσΟ' απΟ'να; - ΠΟ'ϋ κρύοεται τάχα ; - Σε πΟ'ιόνε, Θέ μ Ο'υ χαρ(ζει ή Ν εραντζΟ'ύλα μας τη στΟ'ργη και τα φ ιλιά της ; - Λες να παντρεύτηκε ; ( "Αχ ! 'Αμάν! σώπα ) . - Νεράντζι. Ν εραντζώ. πΟ'υ εΙσαι άκριοα&ώ ρητη ; τα χέρια μας άπλώνΟ'νται ξερα σα καλάμια δαρ μένα στΟν ανεμα παυ φυσα μανάει στον κάμπΟ', άπλώ νανται σε μια στάση ίκεσίας και ύπέρτατης πρΟ'σμΟ' νfjς και λαχτάρας, να ψηλαφίσαυνε το άόρατΟ' τα οάνι, το '&λιοερο απειρα παυ κρύοει την εύτυχία μα ς . . . Ν α ί , ευτυχία και τών δυανώ μας, ταυ Ν ώντα και μένα, ή Ν εραντζαύλα μας. Γιατι τώρα πια δε &έμε τίπΟ'τες κι ας πεitυμήσα με κάπατε, ενα καιρο ξεχασμένα, πράματα παυ σε τα ράζΟ'υνε, σε σκατίζαυνε και σε κάναυνε να πυρώνεις άπ' το μ ί,σας. Σήμερα, ,άπ' τη μέρα παυ μας ελειψε κιόλας ή Ν ερανυζαύλα, παυ εκλεψε τις καρδιές μας και χά{}ηκε σα ριπίδι άνέμαυ, δε πεθυμΟ'υμε σήμερα παρα την φίλη με το αυστηρο πρόσωπα και την ήδα νικη άγνότητα, τη γυναίκα - φίλη παυ μ ας άγαπαϋσε με μια άγάπη παυ δ ε νιώ&αμε και ,δεν είχαμε μάτια να δαυμε πέρα άπ' τα ξ εγελαστικα φαινόμενα . . . tH άγάπη αυτή, ή γυναίκα - φίλη, το ξαφνιασμέ να� 'κείνα πρόσωπα και ή ήδανόχαρή της ά&ωότητα, δλ' ' '!' αυτα ηταν καμωμενα για την ευτυχια μας και τιπατες δεν μπαραϋσε να τ' ,άντικαταστήσει. Σαν ή γυναίκα μπαρεί νά 'ναι για σένα φίλΟ'ς, εΙ ναι ή πιο μεγάλη και ή πιο καλη σύζυγΟ'ς, πιο πλΟ'ύ σια κι άπ' την &ερμότερη ερωμένη και ξεπερνα χίλιες φορες την πιο τέλεια φιλία παυ αντρας μπαρεί νά 'χει γ ι' αλλΟ'ν αντρα, γιατι ή γυναίκα εΙναι πΟ'λυσύν&ετη '
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"
>
72
,
"
και μυριότροπη κα&ως ή γη που μας γλυκαίνει καΙ μας {tρέφει. . . Που 'ναι ή Νεραν-rζούλα μας, που, ν α πέσουμε στα πόδια της και να της πουμε ; - Φίλη, φίλη είρήνεψέ μας. Δώσε μας την ποδιά σου να την κάνουμε είκόνι σμα την μέρα και προσκεφάλι τη νύχτα. Θ α τη φι λουμε την μέρα κα&ως φ ιλουνε τ' αγια είκονίσματα. τη νύχτα &α σμί γουμε πάνω της τα μάγουλά μ ας, είρηνεμένοι αδερφικά. Γιατι είρηνέψαμε φίλη. Δώ σε μας την ποδιά σου. Ν αί. Έγω εσερνα απ' το τιμόνι, ό Νώντας εσπρω χνε ,άπο πίσω και φωνάζαμε αντάμα, - Π ορτοκα" - αλ ια και' λ εμο" - ονια. ( Συμφορά μας, συμ φορα τών φτωχών! ) . 'Έτσι έκατο φορες γυρ vζαμε όλάκαιρη την Πολι τεία όλάκαιρη έκτος ενα δ ρόμο η σωστότερα ενα κομμάτι δρόμο. Ή Βράιλα, που γόνιμη κι άπσίχαρη ξαπλώνεται , το' Δ ουναυη, Ι e. τον κι αγναντευει , " αγαπητικο, της, μ' εΙΙ να μάτι πότε { tερμό, πότε λιγωμένο, ή Βράιλα εχει ενα " κοσμο. Ε"ιναι σα" μ ι α " σχε'δ ιο, "ισως μονω δ ικο' στον 6 εντάλια όλότελα πες ανοιγμένη. 'Απ' τ ο χέρι πού 'ναι το κέντρο της, χύνονται όχτω δρόμοι καΙ δυο 60υλεδάρτα και σχηματίζουνε τόσα παρακλάδια, που το σώμα της άπλώνεται δ ίπλα στο Δούναδη, κα{tως πε&υμημένο δώρο. Και για να μη της λείπει τ ίποτα της καλης μας, τέσσερεις λεωφόροι κόδουνε την άρ μη τών δέκα τούτων πλοκαμιών που την σκίJζoυνε 0μοια κα&ως ή τραδέρσα την δεντάλια. Μακριοί, ατέλειωτοι, πηγαίνοντας άπο ποταμο σε ποταμό, πάντα με καμπύλες και φτάνοντας στα έ ξ ακόσια νούμερα, οί δρόμοι αίιτοι Sχoυν κα&ένας το, δικό του ονομα κι ας χωρ ίζονται άπ' τις λεωφό ρους σ' αλλους μακρύτερους. Ώστόσο ,ό κόσμος που Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
73
δεν άγαπα τη μονοτονία αύτή, υ άφτησε με το μυα λό του αύτα τα κομμάτια που χωρ ίζονται ετσι άπ' τις μεγάλες άρτηρ ίες κι εφτιαξε νέες συνοικίες, τους περίφημους μαχαλάδες μας τον τσιγγάνικο και τους λοιπούς. 'Ένας άπο 'κείνους τους μαχαλάδες που ποτε τα πόδια μας δεν είχαν πατήσει, λεγότανε χαντάκι, κομ μάτι της όδου 'Ενώσεως. Μοιραία όνόματα. Γιατι κα&ως το χαντάκι είναι χαντάκι άλη&ινο για τη γυ ναίκα που πάει να μαράνει τα νειάτα της στη δημο σια του Δουνα6έζικου τούτου λιμανιου, τ' ονομα πού 'χει ό δρόμος όλάκαιρος είναι ονομα ίστορικό. 'Εδω υρ ίσκονταν στα παλια το χαντάκι που ύπεράσπιζε την Πολιτεία στον καιρο των Τούρκων., Σαν εγινε ' 'Ενωσεως ' ' λω,, ' απ . το' ξ απ - ο, δ ος - υστερ ' δ ρομος μα της νέας Βράιλας, το παλιο χαντάκι όνομάστηκε Στράντα Ούνιρέι. Μα γιατι ή άν&ρώπινη μνήμη δε ,υ άστηξε τ' ονο μ α τουτο παρα μονάχα γι' αύτο το κομ μάτι του δρό μου, που φέγγει ΤΙ1 νύχτα με τα εκατό του κόκκινα φανάρια ; Γιατί : Στο χαντάκι, άγόρ ι, εχ&ροι και φίλοι μπένουν λεύτερα με πλερωμή. 'Ε κει δ α" σμιγουν, σκυ'λες και' σκυ'λοι Ι , , κ ι η τιμη ναι στην τιμη . . . �
,
έξηγουσ' ενα τραγούδι 'κείνου του καιρου. ΤΟ χαντάκι δεν εχει πια μητ' ενα τίμιο σπίτι. "0σο γιόμιζε σκύλες, οί σπιτονοικοκύρηδες πουλουσαν τα σπίτια τους στις τσατσάδες και στις νενέδες που πλήρωναν - δόξα τφ Θεφ - άκρ ιυά, γιατι ή υ ιο μηχανία των ντροπων που ,σμ ίγουνε και της τιμης πού 'ναι στην τιμή, λουλούδιζε πλάι στις αλλες υ ιο μηχανίες της σύγχρονης κοινωνίας, δπου τα πάντα σμίγουνε με την ϊδια άδ ιαντροπιά. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
74
Καμια φαμέλια τίμια πιά. Οί γονιοι το 6ε6αιώ νανε itλιμμένοι, πως τα παιδια που γεννιόντουσαν άπα νωρις πρώιμοι ά6ανστο δρόμο τούτο, γίνονταν , Ι{ ' " δ τα οροι και πρωαγωγοι. αι τα κοριτσια, κι αν παντρεύονταν τίμ ια, στους τρόπους και στα φερσίματά τους, δε ξ εχώριζαν διόλου άπο 'κείνες τις σκύλες γιατί : �,
"
'Απ' τα λουτρ α της Διάνας ώς τη φάμπρικα τού Μυλωνά μόνο τη φωνη της Στάνας άγροικάς - ελα κοντά. τα λουτρ α της Διάνας κι ό άλευρόμυλος τού Μυ λωνά, ηταν στις δυο άκρ ινες γωνιες τού χαντακιού, έκεί που σμιγε μ ε τις λεωφόρους Β ικτώρια και Γα λάτς . Ι , , � , , σταματουσαμε συχνα, παρεκει τ αΠ ερνουσαμε μάξ ι μας, μά . . . το μυαλό μας, τα μάτια μας, δλες μας οί αίσitήσεις, άναστατώνονταν με την αφραστη ιδέα, πως ή Νεραντζούλα μας, μπορούσε να βρίσκε ται στην κόλαση αύτή. Ποτές, μήτε ό Νώντας, μή τε 'γώ, τολμήσαμε ν' άρ&ρώσουμε την άνίερη αύτη λέξη. Λι&ωμένοι μπροστα στον εναν άπ' τους δυο πόρους τού δρόμου, κοιτάζαμε μια στιγμη τις παρέες, τα κορ ιτσια, που ταν ντυμενα ,σαν αποκριατικα και μαζεύονταν στις πόρτες, πετούσαν 6ραχνες κραυγες στους ,δ ια6άτες και τους τρα60ύσαν άπ' τα μπράτσα. ' Αμούστακοι Θφη60Ι, μεitυσμένoι, περνούσαν ά" " γκα λ ιασμενοι, σερνοντας τα σακακια τους μεσ τη , 1 ' ' " λ ιαζ αν σα' Λυκοι νηστικοι, ουρ λ ασπουρια' του- ,δ ρομου, τα μάτια τους κρέμονταν εξω άπο τις κόγχες τους σαν ξυλωμένα 'Κουμπια πανωφοριού κι άκολου&ουσε ενας άμοιρος τσιγγάνος, που γρατζούνιζε το 6 ιολί του μ' ενα με&υσμένο δοξάρι. Αύτοί 'ταν ίκανοι να ,
"
"
�
,
,
"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 75
,
ξεκο ιλ ι άσουν εναν άν&ρωπο, σε λ ιγότερη ώρ α άπ' δση &έλε ις ν' άνάψε ις ενα τσ ιγάρο. Κο ιτ άζαμε άπα μακρ ι α τη συμφορα αύτή, ϋστε ρ α κο ιταζόμαστε συναμεταξύ μας μέσ' τα μάτ ι α καΙ φεύγαμε σκυφτοΙ καΙ άλαλο ι .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
76
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΤΤΕΡΟ Μια μέρα - μια ό μορφη μέρα τού καλοκαιριού - κα&ως περνούσαμε μπροστα άπ' το χαντάκι με τα πορτοκάλια μας, ό ούρανος μας επεμψε τέτοιο ση μάδι που μας κάρφωσε στη γης και πια δε μπορέσα με να φύγουμε' δε μπορέσαμε πιά ... 'Ήτανε δράδυ. Διαδαίναμε μπρος άπ' τον άλευρόμυλο, την ώρα που μ ι α τσούρμ α σκύλοι και σκύλες ξ αναμένοι (ά λη&ινοι σκύλοι και σκύλες, τετράποδα) ξ εμπούκαρε άπ' το χαντάκι και χύμηξε στα πόδια μ ας και στ' ά μάξ ι μας. την ίδια στιγμή, ακουσα το Νώντα να φω νάζει με μια φωνη που δεν ηταν δική του, δεν ηταν αύτο άν&ρώπινη λαλιά. - Λέων, Λ έων... Στη φωνη αύτη που μ ' εκανε να σκιρτήσω κι όλο μου το πετσι να φρικιάσει, άποκρί&ηκε ενα χοντρο σουλούπι που τινάχτηκε άπ' τη συντροφιά, σα να τ' αρπαξε ενα χέρι άπ' τ' αυτί, μας ζύγωσε, εγλυψε διαστικα τα παντελόνια μας κ ι ϋστερα, χωρις ν' άρ γοπορήσει περ ισσότερο, χύ&ηκε πάλι να κυνηγήσει τ' αλλο του πά&ος. ... - ' Α μ αν, ' Ν ωντα ' ... ' Μ αρκο ' - 'Α μαν, - Λες νά 'ναι αύτό ; - 'Έ, τί ; ... ποιανού... Παρατήσαμε μεσοδρομις τΊ1ν πραμάτια μ ας στο διάλο τα πορτοκάλια και τα λεμόνια μας τα δί φορ α - και δαλ{}ήκαμε να τρέχουμε πίσω άπ' τους σκύλους, πιο λυσσασμένοι ,άπ' αύτούς, συχνα σκουνDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 77
τουφλώντας πάνω τους, ενώ, προσπα&ούσαν να ξε κολλήσουν και φέρναν δόλ τα το τετράγωνο που α ποτελουσαν οί λεωφόροι Γαλάτς, Κούξα, ό ναος της Θεομήτορος και ή όδΟς Καρόλ, ωσπου ενας μ αγα ζάτορας τους ερ ιξε μερικους κου6άδες νερο και τους σκόρπισε. - Λέων, Λέων, φωνάξαμε τότες. ΤΟ ζώο τίναξε Τ11ν 6ρεμένη του ρ άχη και λίγο α ποκαμωμένο, ηρ&ε να μας μυρίσει με περισσότερη προσοχη τη φορα αύτη μα χωρις καμια όρμή, σαν αφηρημένο, με το μνημονικό, &ά 'λεγες, &ολωμένο � ' " , , ..... , απ τ α πεντε χρονια που μας χωρισαν. - Ν ά 'ναι ό Λέων. . . Δεν ε'ίμαστε κ ι όλότελα σίγουροι. Οϋτε 11 τριχιά, οϋτε το 6λέμμα ηταν εκείνα που ξέραμε ... ( 'Ίσως και το σκυλι νά' κανε δμοιους συλλογισμούς ) . "Ύ'στερα αφησε να το χαδέψουμε, αδιάφορα, εχοντας στο νου του αλλα πράματα. " " � - Π αμε 'ξ ι κ ι απε να" παρουμε τ , αμα τ ακολ ου&ουμε, είπα στο φίλο μου. (Ως εκ &αύματος τ' άμάξ ι μας ηταν , ακόμα εκεί που τ' αφήσαμε, ;' μα τα τρακόσα πορτοκάλια και λε' , , , , " μονια που χε, ειχαν φυρανει κι απομειναν καμια σαρανταριά· οί διαυάτες υρίσκαν πως αύτο δε &ά 'χε καμια σημασία γ ια πουλητάδες δ αιμονισμένους σαν ελόγου μας ... Μα ή χασούρα αύτη λ ίγο μας σκότη σε. Οϋτε το χάσιμο του άμαξ ιου, που εμελλε να ,εξαφανι,στεί α πό 'κείνο το αλησμόνητο υράδυ, σάμπως ποτέ του να μην είχε ύπάρξει, μας ενοιαξε περισσότερο ... Γιατί, ακολου&ώντας το Λέων, της Ν εραντζούλας μας και που μας εφερνε γραμμη στο σπίτι της κυρας του, κοντέψαμε να πε&άνουμε, να πε&άνουμε κα&ως πε &αίνει κανεις σα μα&αίνει πως ή Νεραντζούλα του, Il ' t:f " ' " , , , ' υρισκεται σ ενα απ αυτα τα χαντακια που ναι γεμάτος ό κόσμος και πως αύτή - αύτη ή φίλη με το Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
78
αύστηρο πρόσωπο και την ήδονόχαρη άγνότητα εΙναι τώρα μια παστρικιά. Στην άρχη δε ξέρα,με τι να κάνουμε και τι να πι, Ι Ι , _<\ Ι στεψουμε... ' Α κο λουuουσαμε το σκυλ ι.' .. Βλ εποντας το να χώνεται μέσ' το χαντάκι πάψαμε πια να έλπί ζουμε. Ι Λ' ' ' Λ εων, r - Μπα. .. Δ'εν ειναι ο ο' εων μας ... Μα δε πάψαμε και το κυνηγητό μας, σέρνοντας τ' άμάξ ι μας με την λαφρωμένη - ας εΙναι καλα οί ανfi'ρωποι - πραμάτια του και ύπομένοντας τα δια σταυρούμενα πυρα τών κοριτσιών και τα τρυφερόλο γά τους που μ ας κάνανε να ντρεπόμαστε. 'Εξετάσαμε το σπίτι. '3'Ηταν το πιο πλούσιο μέσ' το χαντάκι. 'Όμορφο, με την περιποιημένη του πρό σοψη και σο6αρο με τα χαμηλωμένα του στόρια, μα το κόκκινο φανάρι δεν του λειπε 6έ6αια - ενα φα νάρι χρυσαφί. . . - Είναι πρώτης τάξεως, μουρμούρισε ό Ν ώντας. Ξέραμε πως το χαντάκι είχε δυο για τρία σπίτια αύτη ς της σειρας, που τα σύχναζαν άξιωματικοι του ναυτικου και αντρες καλα άποκαταστημένοι. Στα σπίτια αύτα τα κορίτσια �ταν λιγοστά, νέα και πολυ Ομορφα. Δε '6 γαίνανε ποτε στα παρα{}ύρια και στις πόρτες, �ταν σο6αρά. - Τί λες να κάνουμε Μάρκο ; - Μά . . . {}α φωνάξουμε, Ν ώντα. Με τα μάτια καρφωμένα πότε στα παρ α&ύρ ια, πότε στο λειψό μας έμπόρευμα, φωνάξαμε. - Π ορτοκα - α' λ ια και' λεμο' - ονια ... ( Συμφορά μας, συμφοράl ) . "Τστερα για μια στιγμη κοιταχτήκαμε στα μ άτια καί : Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περ ιγιάλι Νεραντζούλα φουντωτη Πλέναν Χ ιώτισσες, πλέναν παππαδοπουλες Ν εραντζούλα φουντωτή ... Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 7 9
Ι
Έγω δεν άποτολμούσα να κοιτάξω στα παραftύ ρ ια, μα ό Νώντας που τόλμησε πηρε το καψάλισμα της ντροπης. " ' ' ξ ε κλ εινοντας - ' Α μ α' - α" - αν. . . στενα τ α ματια και στηρίχτηκε με τη ράχη στο καροτσάκι γ ια να μην πέσει. την αλλη στtγμ11 ακουσα ενα παράftυρο ν' άνοί γει και μια φωV11 ομορφη, σχεδον γνωστή, μα {tαρ ρείς μέσ' άπ' τον τάφο να λέει : - " Α . . . 'σείς είστε, Μάρκο, Ν ώντα. Μπατε μέ σα . . . Και τ ο παρά&υρο ξ ανάκλεισε. Το 'στόρι ετρtξε πέφτοντας. Δεν είχα 'ίσαμε τότε δεί πολλά, οϋτε είχα άκού σει, μ ά . . . ό Θεος να φυλάει την άνftρώπινη καρδια ά πο τέτοιες δοκιμασίες. Χ ίλιες φορες ό &άνατος. Μ' ενα ,6ημα σα σε κηδεία, μπήκαμε στην αύλή, ϋστερα στο σπίτι, οπου μας ύποδέχτηκε ή Νεραν υζούλα μ ας μια γυναίκα ομορφη, με πενιουαρ και παντούφλες, ομορφη και πεντακά&αρη κα{tως παρ &ενικη ψυχή, ά&ώα στο 6λέμμα σα παιδι απραγο και όλότελα α6αφη. τα πλούσια μαλλιά της ηταν ή μό νη της κοκεταρία, που τά 'χε σηκώσει ψηλα ά λα όγ κρουάζ. Μας πρόσμενε στο κατώφλι τού πρo{tάλαμου, μας αδραξε το χέρι ζωηρα και μας τό σφvξε δυνατά. - Χρι'στε και Κύριε. (ο Μάρκος κι ό Π αμεινών τας . . . Και 'γω που σας {t αρρούσα πεftαμένους. Μά . . . γ ιατί κάνετε τέτοια μούτρα ; 'Ελατε παραμέσα. Θ ά 'χουμε να πούμε τόσα και τόσα ... Μωρε πως όμορφή νατε μ' αύτα τα γένια... μά, δε μ' άρέσει ό τρόπος που με κοιταται - τι τρέχει λοιπόν ; Μετα σέρνοντάς μας σχεδΟν ανοιξε άπότομα την πόρτα της σάλας κι εμπηξε μια φωνή. - "Ε, καφευζη. Τρείς καφέδες στο φτερο και τσι γάρα 6ασιλικα στην κάμαρή μου ... Και να μη μ' ένοDigitized by 10uk1s, Dec. 2009
80
χλήσει πια κανεις για σήμερα. Μ' ακουσες ; - Μά, κοπέλα μου . . . 'Απ' τη σάλα σπου τρείς ναύτες και τρείς κοπέλες πίναν τον καφέ τους, μια παχια νενέ, μια άλη&ινη τσατσά, μιαούρισε τα λόγια τούτα, που τά κοψε ή Ν εραντζούλα δαιμονισμένη. - Τί ; ΤΙ λές ; - Μα 'Ανικούστα . . . καλή μου ... δε μπορείς εσυ να πάς με τέτοιους . . . - . . . μ ε τέτοιους, τι μ ε τέτοιους μωρή; Και με μ ια κλοτσιά, ,άναποδογύρισε ενα τρ ίποδο, ρ ίχνοντας και &ρυψαλιάζοντας ενα υάζο άπο γνήσιο ίμά ρι. Ή τσατσα υάλθηκε να στενάζει. - 'Ανικα, ' 'Ανικουστα. ' , ',� Τρελ αυ ι ικες κοκονα μου ; Τί δ ιάυολο ! Δε μπορεί πια κανεις να σού μ ιλήσει; Νά, που υγαίνει σα πολυχαδεύεις τα παιδιά τούτα... 'Έτοιμη να τη σπαράξει, σα λιότισα, όλόλαμπρη μέσ' το itυμό της, ή Νεραντζούλα κοιτούσε μ' ενα μ άτι γιομάτο ,άστραπες τα κινήματα της πατρόνας που μάζευε άπο χάμου τα &ρύψαλα της πορσελάνης και τά ρ ιχνε στην άνοιχτη ποδια τού καφετζη. Α&ος εφυγε σκυφτός. Ή τσατσα ξ αναγύρισε στο σαλόνι, φουρκισμένη για καλά, μα άμίλητη. - 'Ελάτε μ αζί μου. Πόσο χαίρομαι που σάς ξ α νάδα, μας είπε πιάνοντάς μας άπ' τα χέρια εκείνη που τώρ α τη λέγανε Άνικούστα, στο σπίτι τούτο της πρώτης τάξεως οπου την ξ αναυρ ίσκαμε ϋστερα άπο πέντε χρόνια ψάξ ιμο. Χωρις να πούμε λέξη, περάσαμε ενα μακρυ διά δρομο, ϋστερα ενα μικρο δωμάτιο κι άπε σ' 5.λλο, που καθόλου, άπ' 'οσο ξέραμε, δε itύμιζε τη φ ρ ίκη ένος μπορντέλου. "Ή ταν τόσο ά&ώο κι άπλο'ίκό, τό σο παιδικο εκείνο που , υ λέπαμε στην τάξη και στην άταξ ία της κάμαρης αυτης, που άναρωτιόμουνα μπας και υρ ισκόμουνα στα υρόχια κανενος υραχνά. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 81
tH γύψινη όροφη ηταν σκεπασμένη μ ε γιρλάντες και με μεγάλα κλαρια ,αν&ισμένης ακακίας, που ή μυρουδιά της μ ας ζάλιζε. Πλη&ος αν&όσπορ α είχαν πέσει στο πάτωμα, μαραμένα και μελαγχολικα κι άλ λ α πάνω στα λουστραρ ισμένα επιπλα. ΤΟ κρεβάτι της στολισμένο, λες κι ηταν κρεβάτι μ ι ανης μεγάλης κούκλας μ' άντις για κούκλα ηταν ό Λέων itQOVLa σμένος, κουλουριασμένος ό Λέων σα πασάς. tΟλου &ε το ώραίο πάπλωμ α ηταν γιομάτο απ' τ' αχνάρια τών λασπωμένων του ποδιών. ΤΟ σκυλι μας κοίταξε με βλέμματα ερευνητικά, χτύπησε φιλικα την ούρά του στα κολτούκια του και πήδησε ανάλαφρα στα πόδια μας μπρός, να μας μυρίσει τώρα με δλη του την άνεση. - Τόνε γνωρίσατε αμέσως ; ρώτησε ή Νεραν τζούλα. Μά, στάf1ηκε αδύνατο να ξεσφίξουμε τα δόντια μ ας. Κοιταζόμαστε στα μάτια, ό ενας του άλλου, σαν ηλί&ιοι και γυρεύαμε μια λαγαρη σκέψη, μια διέξο δο, ενα λόγο. - "Ε, μα φίλοι. ΤΙ σας στεναχωρεί λοιπον τόσο ; Στα&ητε ισως αύτο σας γλυκάνει λιγάκι ... Και αγκαλιάζοντάς μας απ' το λαιμό, μας εδωσε του κα&ενος απόνα φιλι στο μάγουλο κι ϋστερα άρ χ ισε να πηδα πάνω σε δυο ντιβάνια, πού 'ταν στη μέ ση της κάμαρας δ ίπλα δ ίπλα, τραγουδώντας τ' αξέ χαστο εκείνο γύρισμα, κα&cOς παλιά, δπως άλλοτες πάνω απ' το χαντάκι που κόντεψε να της στοιχίσει τη ζωή. Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή ... Στην απρόσμενη αύτη ανα&ύμηση τωιν περασμέ νων ενα κυμα πικρού πόνου, φούσκωσε τα στή&εια μας τα χείλια μ ας πιάσαν να τρέμουν κι άφ{}ονα δάDigitized by 10uk1s, Dec. 2009
82
κρυα ανάβλυσαν και τινάχτηκαν ,απ' τα μάτια μας 'συντρ�βάνι. . . Μ' αυτη δεν εβλεπε τίποτα. Μεγάλη, ομορφη, κ αλοφτιαγμένη, απ' τα μακριά της πόδια ί σαμε τΊ1ν κορφή, πηδούσε αλάργα απ' τό 'να ντιβάνι στ' αλλο, δ είχνοντας ώς τα γόνατα τα πόδια της τα τορνεμένα, κουνώντας ταυς γοφΟ'υς και το πλούσιο στη&ος της - ή γυναίκα που πλάστηΚθ να βάζει τους αντρες να σκοτώνονται για χάρη της . . . Ό καφετζης μπηκε με τον ,αστραφτερο νικέλινο δ ίσκο του. Στρέψαμε πέρα και σφουγγ ίσαμε με την ανάστροφη τού χεριού τα μάτια. (Η Νεραντζούλα πηρε το δίσκο , " απ' τα χέρια του κι αύτος εφυγε· τον , , ,<ι ' " που ευα απΟυεσε σ ενα καρυδενιο ' τραπεζακι λ ε ανα" ι!. μεσα στα δυο ντιβάνια και σιμώνοντας μια πολυ&ρό να, κάθησε με τον καφε και το πιατάκι στο γόνατο πάνω. Τέλος, ησυχη, σοβαρή, αναψ' ενα τσιγάρο, ξεφύσηξε γαλάζιους ι%σανους και μ ας κοίταξε χα μογελώντας. 'Εμείς εϊμαστε ακόμα Ορ&ιοι. - 'Ελατε, είπε χτυπώντας τα δυό της χέρια στα ντιβάνια. 'Ελατε κατσούφηδες . . . 'Εδώ . . (ο ενας δε ξ ιά μου ό αλλος ζερβά, ό κα&ένας στη ίtέση του για να μην εχουμε πάλι γκρ ίνιες οπως τον καιρο τών μούρων. . . Μά, για ονομα του Θεού, πέστε κάτι, μι ληστε. . . Μπας κι ηπιατε τ' αμίλητο νερό ; Για μή πως και σας βούδανε ή ομορφιά μου κι ή γοητεί α μου. Δεν είμαι ,αλή&εια ομορφη ; π ως ενα χαλίκι ακουμπισμένο απ' τον Π λάστη σε μια κατηφοριά, σπρωχμένο τώρα ,απο ,αν&ρώπινο χέρι πέρνει τις κουτρουδάλες και πέφτει, ετσι σα μας ρώτησε με t11 γυναίκια κουτουράδα και φιλαρέσκεια αν είναι ομορφη, πήραμε να λέμε. - . . . 'Ό μορφη , μάτια μου, Ομορφη. - Νεραντζάκι γλυκο κα&ως τα ονειρα των παιδικών χρόνων. - Μα τι κρίμα· τέτοιος &ησαυρος αφανισμένος μεσ το χαντακι . . . ,
.
"
,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 83
- Μια τέτοια όμορφια άποριγμένη ,στα γουρού νια. - "Αχ, γιατι Κύριε, γιατι Νεραντζούλα, γιατι ή άμαρτία αύτή ... - Δεν ησουνα δα εύτυχισμένη ; Δεν είχες να δια λέξεις άνάμεσα σε δυο καρδιές, που το tδιο σ' άγα πουσαν ; 'Ακίνητη, καπνίζοντας το τσιγάρο της μ ε β α&ειες άνάσες, ή Νεραντζούλα μας ακουγε, μας κοίταζε με τις λιόμαυρες λαμπηitρεg, των ματιων της, και τα 6λέ φαρά της με τα τσίνουρα τα μακρια άνοιγοσφαλνου, σαν σάμπως τά τσουξε κάτι ξ ινό, χυμος πορτοκαλό φλοuδας. ΤΟ πρόσωπο δε μαρτυρουσε δμως το πα ρ αμικρό. Ή άναπνΟΙ1 σα νά 'χε σταματήσει. Μονά χα, τα ,δυο κοντηλάτα δάχτυλα, που ,β αστουσαν το τσιγάρο, άνέβαιναν κάπου κάπου κι αγγιζαν μ ια στι γμη τα χείλια. 'Έτσι μας αφησε να πουμε δλο τον πόνο μας ωσ που άδειάσαμε δλη μας την πίκρα. "Ί'στερα, άκίνητη πάντα, ,βλέποντάς μας σιωπηλούς, μουρμούρισε με μια φωνη ,άξεδιάκρ ιτη σχεδόν, μα κα&άρια και χω ρις συγκίνηση. - Έδω, φίλοι μου, δεν άγαπουνε 'κείνους πού 'ρχονται να σου, μιλήσουν τόσο παστρικα και τίμια. Δε μ ιλουν για σκοινι στο σπίτι του κρεμασμένου και κρεμασμένες κα&ως εϊμαστε 'μείς δεν εLμαστε δα και πε&αμένες. Και σα μιλατε κα&ως προλίγου είναι σα να μας κρεματε 'ξ αρχης γιατι να μη μας σχωρνατε το κουράγιο που itελήσαμε νά 'μαστε τέτοιες ; Κι αν ' είναι κανεις αραγες βέιΟαιος πως το &ελήσαμε μ ας τ' άφήσουμε αύτά. " Ας μιλήσουμε για κάτι αλλο . . . "Ας κάτσουμε κι ας είναι ασχημα. Π αντου είναι . . . Ή Νεραντζούλα μας πηρε ,άπ' τα χέρια, μας ε συρε κοντά της και μ ας '8βαλε να καitίσουμε στα δυο ντιβάνια. -
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 84
-
� � ' , Κ απνιστε, "Α Χ, ετσι ωραια... παρτε τον καφε 'σας . . . Καπνίζετε ακόμα, πίνετε ; 'Ένα λικέρ ; 'Ένα καλ?> κρασί ; Ν α πίνεις να φουμάρεις και να i t ωρας στα μάτια τΟν ανftρ ωπο π' αγαπας. Θέ μου. Μάρ κο . . . Νώντα, πως είστε σδησμένοι . . . Έγω επαitα και 'σείς {}έτε να πεftάνετε . . . - Κ αι 'μείς πάftαμε. - Πάftαμε πολλά, δε σώνουν. . . ' σας καημους , ; 'Ε- ' Α πο' τι παuατε , .c\' ; Γ ια' δ ικους γω δε συλλογιουμαι τΟ'υς δικούς μου, έγώ . . . 'Έσπρωξε πίσω την πολυftρόνα της και μας κοί ταξε με μια i t έρμη μέσ' τα μάτια, ωρα πολύ. . . Κα τόπι, σηκώftηκε, πήγε σ' ενα έρμάρι και γύρισε με μια μποτίλια κονιακ και τρία ποτηράκια. Καπνίσαμε, είπιαμε και κοιταχτήκαμε μέσ' τα μά τια. 'Ένιωitε δτι αρχίσαμε να συνη{}ίζουμε . . . < ο Ν ώντας ρώτησε μ ε μια φωVΗ που προσπα-θ-ου σε να κάνει να μην τρέμει. - 'Άκουσα να σε φωνάζουν Άνικούστα έδω. Εί ναι τ' αληitινό σου Όνομα ; <Η Νεραντζούλα μόλις τον ακουσε τινάχτηκε. - Τ' αλη{}ινό μου Όνομα . . . Δεν εχω 'γω αληftινο Όνομα. Μιλουσε κι ηταν τα μάτια της όλάνοιχτα, σπιlΗ ζανε. - Με φωνάζουν Όπως itένε. Σαγκακίτσα, Άνικουστα η και δ ιαφορετικα' κατα την καρ δ ια' και" το μέρος. Σείς με είπατε Νερ αντζούλα κι ή Νεραντζού λα αύτη του ιδιαδόλου τόσο με μέftυσε που κόντεψε να την πλερώσω με την ζωή μου την ίδια . . . Θέλησε να πεί κάτι ακόμα, μα ακούστηκαν 6ήμα τα υαρεια να ζυγώνουν στο δωμάτιό της και σώπα' , , η� πορτα. ΤΗταν η' χοντρη τσατσα. σε. Χτυπησε - Είπα, είπα και για τελευταία φορα λέω πως δ ε itέλω να μ ε ξαναενοχλήσουν για σήμερα, ξεφώνησε. - Καλά, καλά, είπε ή αλλη με πράα φωνη μπαί"
,
,
"
,
"
'
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
85
,
νοντας και κοιτάζοντάς μας ήλί&ια. Μα οί κύριοι � " το δ ικαιωe. ' ' ' εχω κι εγω 'Α νικουστα' �, κατα λ αυαινεις, μα να συλλογισΤώl το διάφορό μου. ' αυτο, η 'Ανικουστα, Μ προστα" στο δ ικαιωμα ' δ ε' μπορουσε νά 'ναι ή Νεραντζούλα μήτε 11 Σαγκακί τσα. Πέτρωσε αλλαλη, στη μέση της κάμαρας, ρί χνοντας αγριο βλέμμα στην τσατσά, που εκπροσω πουσε το διάφορο σ' δλο του το μεγαλείο. - Πόσο είναι ; ρώτησα. - Πέντε φράγκα την ωρα το ατομο, άποκρί&ηκε ή τσατσα με προ&υμία πριν καλα καλα τελειώσω. " ' ' ' και, γω πλ ερωσαμε χωρ,ις δ ευτερη ιο Ν ωντας κουβέντα και το βουνο της άσκήμιας εφυγε, ενώ τ' άκολου&ουσε με 'βλέμμα -& ολο ή αμοιρη 'Ανικούστα. Μόλις το τέρας ,άφανίστηκε, ή 'Ανικούστα κούνησε το κεφάλι -& λιμμένα και μονομιάς ξανάγινε ή Όμορ φή μας Νεραντζούλα. Με τα μπράτσα τεντωμένα κα -&ως φτερά, εκανε στροφη και ρίχτηκε πάνω στο κρε βάτι, δπου άμέσως τινάχτηκε κι ό Λέων. 'Απ' αύτη τη -&έση με τα μάτια καρφωμένα στη χιονάτη άκακία, την περιπλεμένη στην οροφή, χαδεύοντας με τό 'να χέρ ι το κεφάλι του ζώου και με τ' αλλο γράφοντας κορδελάκια και φ ιγουρες στον άέρα, ή Νεραντζού λα, αρχισε να μιλάει για την ϊδια με μια &έρμη πυ ρωμένου άτσαλιου. ' πρεπει , - "Ο χι, φι'λ οι μου. . . Μ αζ'ι σας δ εν να, 'μαι κακή . . . Τ' άλη&ινό μου Όνομα δε -& α το πώ μήτε σε σάς μήτε και στον ϊδιο το Θεο άκόμα σα &ά 'ρ-&ει ή ωρα εκείνη . . . ΤΟ άηδιάζω . . . Μου -&υμ ίζει παιδικα χρόνια αθλια κι άξ ιο&ρήνητα... "Αν κανεις -&α μου το ψι-&ύριζε στ' αύτί, -&α του 'καμνα κακο μ εγάλο γ ια το κακο που -&α μου 'κανε να το πεΙ , .. Κι αλλω- πως ' ' _ΙΙ , Μ α' κεινο - που' δ εν το' 'i:."εχασα... 'στε . . . υαρρω , , _ΙΙ 'λ ω να' σας " - που' υε μπορεσα να' ξ εχασω, κεινο κανω '3' να" νιωσετε ειναι τα, παι δ ικα' μου χρονια. Θ ,... α με κανει ϊσως αύτο αξ ια να συχωρε&ώ για δτι ύποφέρατε 'ξαι,
,
•
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 86
'
"
τίας μου και της άγάπης σας για μένα; Γιατί, πρέ πει να ξέρετε, δτ� τα πάντα' προέρχονται άπα την παι δικη ήλικία τα πάντα χτίζονται πάνω της τοϋολο το του,βλο {}αρρείς, εικόνα τΊιν εικόνα. Καλύτερα. ΕΙναι ή στιγμη που ή ζωη παρουσιάζεται στα ορ&άνοιχτα ματια μας, τα ματια που ναι χωρ ις μνη μη, γ ιατι τώρα δα μόλις ,άποχτουνε μνήμη. Κι αν, άλίμονο, παρουσιαστεί με Τ11ν οψη μιας στρίγγλας τρομερης, την άηδιάζουμε και γινόμαστε κακοί' την ,άντιγρά φουμε και προκαλουμε και ' μείς με τΊι σειρά μ ας άη δ ία σ' αλλους . . . Με την Οψη αυτη παρουσιάστηκε και στα δικά μου μάτια ή ζωή. Ή τρομερη στρ ίγγλα ηταν ή μάνα μου' 11 μ άνα που με γέννησε' μια (οορια άπο πλούσιους γονιούς, που μου κληρονόμησε τη μορφή της. Μα ουτε (Οδρια ηταν αύτή' μα μήτε Χριστιανή' μόνο νοιάζονταν και ζουσε για τους ερωτές της. Γ ι' αύτο καί τηνε διώξ αν άπ' το σπίτι της, που ηταν μέτρι οι αν&ρωποι κατα τα λεγόμενά της . . . Δεν της κάηκε καρφί, που λένε, γιατι χωρις αλλο ή μάνα μου δεν ηταν μέτριος αν&ρωπος. - ΤΙ οφελεί να ζείς, ελεγε συχνα στις κουδέντες της, με γειτόνισσες, τι δφελεί να ζείς σα χασμουριέ σαι ,δ ουλεύοντας, χασμουριέσαι γλεντώντας, χα σμουριέσαι άγαπώντανς ; - 'Αγγέλα, της ,άπάντησε μια μέρα ό σπιτονοι κοκύρης μ ας, δε πιστεύω πως οί γονιοί σου χασμου ριότανε οταν σε κάμανε, γ ιατι είσαι άλη{}ινη δ ιαΟό λισσα. - "Α, χωρις αλλο, κύριε Γρηγόρη, χω ρις αλλο Οχι. Μα τη μέρα 'κείνη ενα άπ' τα δύο κάμανε 11 σύγ καιρα μετρουσαν τα χρυσα που πιάσαν τη μέρα 11 ή μάνα μου, ή σκρόφα, αφησε τΟν κελάρη μας να την φιλήσει. Γι' αυτο έγω ημουνα σαν ξ ένη μέσ' το σπί τι. "Ολοι μου οί άδερφοι και οί ,άδερφάδες κοιμούν ταν Όρθιοι σα τα καδάκια στον κάμπο κι αυτο σημαί νει πως την ωρα που τους εσπερνε ό πατέρας μου ή ι
,
ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
"
87
"
,
μάνα μου επιανε μύγες . . . Ό σπιτονοικοκύρης μας είχε δίκιο σαν ελεγε οτι μάνα μου ηταν άλη{}ινη διαβόλισσα' ή μάνα μου δε ή χασμουρ ιότανε, δεν εχαφτε μύγες - που τέτοιο πρά μα. 'Όλο το χωριο είχε να το κάμει. Κι ολοι είχαν μαζί της άλισδερ ίσια, γιατί 'ταν άναγκασμένη να κερΜζει το ψωμί της με τον ϊδρο της, δπως ό σκού ληκας. Και τό καμε αύτο μ' εύχαρίστηση, τραγου δώντας όλημερίς. Ώστόσο, τη γυναίκα αύτη που 0λος ό κόσμος την άγαπούσε, εγω την ιάηδίαζα. Στα8ήκαμε ,εχl1ρες άπ' τη στιγμη που τα μάτια μου άντί κρισαν το μούτρο της κι εύτυς 'ξ αρχης μού άγρ ίεψε, γιατι ό ερχομός μου στον κόσμο σήμαινε ενα εμπόδιο σΤ11ν ξένοιαστη, τη ρέμπελη λευτεριά της. π οτες ή ' μάνα μου δεν μ είπε με τ' δνομά μου χωρις να το ζευγαρώσει με τα επίl1ετα κακομοίρα και συφορια σμένη. - Κόπιασε ,δω κακομοίρα να σε καl1αρίσω. Χ ά σου άπ' τα μάτια μου, συφορ ιασμένο, να μη σε 6λέ πω. Και πάντα σα μ' εκραζε 11 σα μ' εδιωχνε, πάντα είχαμε ξύλο, μπάτσους και μαλλιοτρα,6ήγματα. Σ' δλη μου την παιδικη ήλικία, οί μπλά6ες 60ύλες και τα μελανιάσματα iδεν ελειψαν άπ' το κορμί μου πα ρα μόνο για ν' άντικατασταi}ουνε άπο καινούργιες και ή μαλακή μ ου επιδερμίδα δε γλίτωσε μήτε μια μέρα. 'Όλ' αύτα γινόντουσαν μυστικά, κεκλεισμένων των {}υρων που λένε στα δικαστήρια κι άλ�μoνό μου σα λάχαινε να ξεφωνίσω. ''Ε, τότες πια είμαστε για νά ' μαστε ... Με ξάπλωνε χάμου φαρδια πλατιά, με καπάκωνε μ' ενα τρ ίχινο μαξιλάρι και πλέρωνα πο λυ άκρ�6α και με τόκο, την τόλμη μου να ξεφωνίσω για τα μητρικα τούτα χ άδια. - Σκύλα, οϋρλιαζε, ξεφ ωνίζεις για να {}αρρέσει ό κόσμος 'οτι σε δέρνω μα συ άρπάχτηκες, σοφρα' -Q στα , ' _<Ι ' , " τα, σπλ αχνα κιαρα, απ μου, xauιo; τ " αγκαuι Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 88
χωράφια. Κι αν �ες να ξέρεις, έγω για γούστο μου κοιμάμαι με τον πατέρα σου κι οχι για να φέρνω στΟν κόσμο μούμιες σαν έλόγου σου. Τον πατέρα μου . . . 'Ή&ελε να πεί τον έρωμένο της, �<;ι _ , Ι , αυτη, εζαιρετο χτηνος σαν παντρεμενο με τρια παιδιά. 'Όσο για την , ό μολογία πως πλάγιαζαν για γού στο τους κι οχι γ ια να φέρνουν στον κόσμο παιδιά, γ ι' αύτο ,δα ημουν απόλυτα σίγουρη. Αύτο γ ίνονταν μπρος στα ματια μου και στ αυτια μου συστηματικά· και δεν είχα καμια ορεξη να ταυς παραπoνε�ω, γιατι τίποτα στον κόσμο lδε με διασκέδαζε, δ ε με πλέρωνε το κακομεταχείρισμά μου, δσο αύτό τους το γούστο. Τόντι, αύτο δεν ηταν γούστο παρα λύσσα. Τεσσάρω χρονω, δε καταλάβαινα γρι απο τέτοια καμώματα και τρόμαζα σιωπώντας. Τίποτες 'έξάλ λου δε κατάλαβα ώς το τέλος ( το τέλος έκείνο που με ξάψνησε μόλις πάτησα τα δέκα ) αγνοώντας πάν τα το αν&ρώπινο πρόβλημα της λύσσας τους. Του λάχιστο εμα&α αργότερα πως δλο τούτο το νυχτερι νο πάλαιμα δε �α γκρέμιζε όλάκαιρο το σπίτι πάνω στο κρεβάτι μου και πως μπορούσα να βλέπω και ν' ακούω χωρις κανένα φόβο . Ή απειλΙ1 να μη δείξω τον τρόμο μου, να μ η κλάψω και να μη φωνάξω 6 0ή&εια, ηταν τα πρωτα αίσ&ήματα που δοκίμασα μέσ' την κούνια μου μ αζι με το πρωτο ξυλοφόρτωμα. Κι ένω τα μωρα μ α&αίνουν τις τρυφερες λέξεις μαμα και μπαμπά, έγω ακουσα την τρομερη τούτη άπειλη , ' . . Σ ω' . . Σ ουτ. ' 5l Σ ουτ. που, ακο τα, χτυπηματα. , λουυουσε πα γιατι {}α σε πνίξω, κακομοίρα. Συφοριασμένη. ΤΟ πρόσωπο πού σκυφτε πάνω μου και το στόμα που πρόφερνε τα λόγια αύτα ηταν της μάνας μου. (ο πα τέρας, για να μ ιλήσω και για την ,αφεντιά του, δε ζύγωνε στο κρεβάτι, οϋτε γ ια να με κακομεταχειρι στεί, οϋτε για να με προστατέψει η να με χαδέψει. Δεν υπαρχα γι' αύτόν, δπως δ εν υπαρχαν και τα νό μιμα παιδιά του. 'Αλίμονο, ηταν κι αύτός, άπ' την "
,
"
"
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
89
>
1
ι
πάστα της μάνας μου. Χωσμένη μέσα στα σεντόνια μου και δαστώντας την άναπνοή μου, τον εδλεπα να μπαίνει άργα τη νύχτα, δαρύς, γερός, &ψηλός, μου στακαλής, μελαχροινός, με ζαρωμένα φρύδ ια και με το καπέλο στραδά. Ή μάνα μου τον πρόσμενε με το κρύο ψητο και το κρασΙ στο. τραπέζι, άφου σιγύρι ζε και κατάσταινε το σπιτικό της. Αξαφνα, πηδου'" σε σα λιοπάρδαλης στο λαιμό του και τον δάγκανε ίσαμε που να ματώσει. Α υτος αφηνε το πρωτο μουγ γρητό, την δάγκανε με τη σειρά του και την εκαμνε να ουρλιάσει κι αυτή. Αυτό 'ταν το καλησπέρα τους, το φίλημα του καλωσηλ&ες. 'Αναλογίζομαι πως ϋ ϋστερ' άπ' τη λύτρωσή μου, δρηκα περσότερη λεπτό τητα στους τρόπους που εχουν οί ταυροι κι οί άγε λάδες αμα ερωτεύονται. Μα δω που τα λέμε, τόντι , -' " r , ;' " " � ο ι γονιοι μου ειχαν κατι απ την ομορφια κι απ τα φυσικα των ζώων κι Όλη τους την άφροντισιά. Στο φαγοπότι τους, ησαν σα τα γουρούνια, με τον τρόπο που μασουλουσαν τα φαγιά τους. "Τστερα, Όσο το κρασι τους άνέδαινε στο κεφάλι, τα μάτια τους στρογγύλευαν, γύρτωναν κι εφεγγαν, ύγρα κα&ως τ' άρσενικου ερε&ισμένου ζώου. Μα την πίστη μου, ηταν ώραία να τους δλέπεις, γιατι τόσο τον 'Ιούλη, Όσο και τον Δεκέμδρη, είχαν το συνή&ειο να γδύνουν ται τσιτσίδι. Κι αυτο μου κανε άλάλητη ευαρίστη ση' τόσο τα γλυπτά τους κορμια ηταν χαριτωμένα και στη μικρότερή τους κίνηση. 'Όλ' αυτά, τά δρι σκα άπλά, φυσικά, διασκεδαστικα κι εκανα δ ι άφο ρες πονηριες για να μη με πιάσουν να τους παρακο λου&ώl, μ' δλο που ποτες δε με πρόσεχαν. Γινόντου σαν λιγότερο άπλοι και πολυ πιο δίαιοι ϋστερ' άπ' το φαγοπότι, δταν δμοιοι με τους άγκρισμένους πε τεινούς, πέφτουν ό ενας πάνω στον αλλο με δαγκά μ ατα, τρέχαν σ' δλη την κάμαρη, κατρακυλουσαν τα επιπλα, γκρέμιζαν τις καρέκλες και πολεμουσαν ποι ος να δαγκάσει καλύτερα χω ρις να δ αγκω&εί, μ α >Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 90
{}αρρώ πως και στις δυο περ ιπτώσεις ή χαρά τους η ταν δμοια. (Ωστόσο, αμα της λάχαιναν συχνες άπο τυχίες κι ό άντίπαλός της την πετύχαινε άπανωτά, ή λύσσα της ηταν τόση που περ ίμενα να παλαιδώσει. Τότες είναι που ή δαγκαματια γίνονταν πιο τρομε ρ ιΊ· κι αιnος μούγγριζε με το λαιμο τανισμένο σα" Ε ταύ " ρος,, την αδραχνε, ΤΙ 1 σήκωνε και την εφερνε δόλτες " ' , ι παν απ τα μπρατσα του μεσ την καμαρα. τ-σι , , e ' l!.. ' , � , , να τους υ λεπω, τοσο ωρα ιους, τοσο συε λ τους και' καλοφτιαγμένους, αύτον με ΤΙ1ν σγουρη χαίτη, αύτη με τα ξέμπλεχτα μαλλια και τους δυο με τα κορμια γιομάτα μπλάδες δουλες, ηταν ή μόνη στιγμη που τους -άγαπουσα άλη&ινά. "Τστερα δε τους άγαπουσα αρρω αλλο. Σδηναν ΤΙ1 λάμπα και γρούζανε καθ-ως Μ ' στοι. Δε καταλάδαινα κι αύτο μ ενοχλουσε. α κι αλλη ενόχληση μου- δ ινε το τέλος αύτης της νυχτιά τικης περιπέτειας και τότες αρχιζα να τους περι φρο νώ. 'Ένας δαθ-υς στεναγμος κι ακουα τη φωνη της μάνας μου. - "Αχ, τι ζωή . . . τι ζωή . . . χόρτασα. Διάλεξε άγά πη μου, διάλεξε η αύΤΙ1ν η εμένα. Δε μπορεί πια να δαστάξει ετσι, {}α μου φύγει το μυαλό ... 'Ήταν το σύν&ημα. Συνήθ-ως σιωπουσαν πολυ 00ρα, ϋστερα : " Μ" - η με σχοτι'ζεις. . . Δ ε' μπορω να καμω οτι υα {}ελα. ΤΟ ξ έρεις καλά. " Q Κι άπο λόγο σε λόγο, νάτους Ορθ-ιους. Άνάφτουν, το φώς. Αύτος ντύνεται μπροσμούρης και κατσού φης. Αύτη με ΤΙ1ν πουκαμίσα, τον παρατηράει με περιπειράγματα, ωσπου ό πρώτος μπάτσος σκάζει στο μ άγουλό της και το δάφει ροδί. "Τστερα μια ό λάκαιρη ΟΟρα, τα χτυπήματα και οί δλαστήμιες μοι ρ άζονται ζυγιασμένα, μήτε δράμι λειψό, γιατι κι αύ τή 'ταν τολμηΡ11 και γεΡΙ1 ,άπο σκαριου της κι -ά π' τη δαριά της δουλειά. "Α, τ ' άπα ίσια μάτια, τα παρα' ''3'' , , , , μορφωμενα προσωπα. .. Τ'ι συχαμενα χτηνη ηταν το"
-
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 91
τες . . . Τρελη άπο φόβο συλλογιόμουνα την αύγή, δταν α'\Υτος εφευγε βροντώντας την πόρτα του ξοπί σω, τι ξύλο είχα να φ άω 'κείνη τη μέρα, έγώ, 'ξαι τίας της συφοράς τους . . . Τέτοια, σαν αγρ ιων ζώων, στάl}ηκε ή ζωή μου τα πρώτα χρόνια που δτι αρχι σα να νιώl}ω τον κόσμο. Στην άρχή, κά{}ε νύχτα, τραδουσα το μαρτύριο τουτο, ϋστερα δυο τρείς φο ρες τη βδομάδα κι άργότερα όλοένα πιο ,ά ριά, δσο τα μαλώματα και τα δ αρσίματα πλή{}αιναν. Ή μάνα μου είχε μι' αγρια ζήλεια, παl} ολογική. Για να ρ ίξει άρρώστειες άγιάτρευτες στην άντίπαλή της, που ηταν lομως νομ ιμη γυναικα τ αγαπητικου της, πετουσε κά{}ε γεμομεγγαλια στην αύλή της, δατράχια με το στόμα ρ αμένο, γιομάτο ύδράργυρο. Αύτη πάλι, ή γυναίκα του έρωμένου της, την έκδικιόταν τότες, πετώντας στα παραl} ύρια μας κοπρ ιές. ΤΟ πρωι η μουνα άναγκασμένη να δοη{}ήσω στο πλύσιμο της δρώμας τούτης, κλαίοντας άπο άηδία και συχασιά, " 5\ " , , καυως Κ αμια' φορα, με καταχερ ιαζε κι απο πανω. λάχαινε, παραμονεύοντας, ή μια την αλλη, να σμί ξουν μύτη με μύτη. Τότες πια ημαστε για νά ' μαστε. Μαζεύονταν ωσπου να πείς λούπινο, δλο τ ο χωριο να κάνει χάζι, γιατί, χω ρις πολλες ζημιές, μαλλιοτρα διόντουσαν και φτύνανε ή μια μέσ' τα μουτρα της άλλης. ΤΟ πανηγύρι ηταν ,άφάνταστο. Κι οί ανl}ρω ποι που ,ά γαπουσα:ν την μάνα μου για την άντροπρε πειά της, άναρωτιόντουσαν πώς μια Ό δρια μπορου σε νά 'χει συνή&ειες τόσο πρόστυχα ρουμάνικες. Κι δμως το μπορουσε, ξεπέφτοντας μέρα τη μέρα χα, , " τοσο που" ,στο τε' μη λοτερα, 'Ο'λ οενα και" πιο χαμη λ α, λος της κυρ ίεψε το μυαλΟ μια itρησκευτικη μανία και της το ξeδvδωσε πια lόλότελα. Ή κάμαρά μας πλημ μύρ ισε άπ' τις είκόνες ,δλων τών Ά γίων της όρitο δοξ ίας. Κερια και λαμπάδες καίγαν παντου. Σε λί γο παρουσιάστηκαν κ ι οί παπάδες στο σπίτι της 10δριάς. Κι ή 10δρια δαφτίστηκε τέλος, προσμένοντας �ι
,
"
ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 92
,
_
_
ή αμοιρη, μια αλλαγη στη στάση του χριστιανου ε ρωμένου της που περίπαιζε ολες αύτες τις παπαδί στικες ίστορίες. Μια αλλαγη γένηκε βέιβαια, μα αν τί{}ετη από 'κείνη που πρόσμενε. ΆπΟ. κα{} αρη και , , ' .δ ου λ ευτρα που\ ηταν η� μ ανα μου, καταντησε μια, '3" γρουσούζα και ftεοφοβούμενη, ρεμπέτα κι ακαμάτα. ΙΗ κακομοιριά .μας γρήγορα μ ας ανάγκασε να πιά σουμε τη νηστεία, που είναι τόσο συ μπαftητικη στους παπάδες, οταν πρόκειται Ο.μ ως για το ποίμνιό τους. 10 αγαπητικος ηρ{}ε ακόμα μια δυο φορές, εΙδε πως ή μάνα μου αρχ�ζε να γίνεται γυναίκα κα{}ως δλες οί γυναίκες κι αποτραβήχτηκε . . . 'Ήμουνα τότες έννια χρονώ. 'Αποχτηνωμένη απο την έγκατάλειψη, ή 0μορφη, πανέμορφη είν' αλΙ1ft εια, 'Αγγέλα του χτές, αλλο δεν εκανε τώρα παρα να τρέχει στους δ ρόμους και να παραφUλάει να περάσει ό καλός της και να τον παρακαλάει ftρηνητικα να ξανάρ{} ει μ ια φορ α α κόμ α, μια τουλάχιστο τελευταία φορά, ένώ έγω τρι γύριζα 'πα σπίτι σε σπίτι, κουρελού, βρώμικη, ζη τώντας ενα κομμάτι ψωμί. . . 'Ένα βράδυ τους επιασα να μιλανε στη γωνια ένας δρόμου. Αυτή 'ταν μεftυ σμένη. - 'Έλα αγάπη μου. 'Έλα γιατι {} α κρεμαστώ . . . Συμπονώντας αύτας της ελεγε τρυφερα κρατών τας της το χέρι. 'Αγγέλα. Μου σφάζεις την καρδιά, , - Κακόμοιρη .!\ ' ' ' μ α ληυεια, μυρ ιζεις ρακι" σα μπεκρου. . . και το σπιτι σου, είναι βρωμερό . . . Αύτο στά ftηκε σα καμουτσιά . . . τα κρύο ετσουζε για καλα και ή μ άνα μου αναψε τη φωτιά. 'Απ' το κρεβά τι μου κοιτώντας την κάμαρα, {} ά 'μουν εύτυχισμένη να τους δώ ν' αγαπιουνται πάλι, μ' ακριβώς ·έκείνο το βράδυ, ϋστερ α 'πο μια μεγάλη είρήνη, ή μάνα μου ' μ θδειρε χωρις λόγο κι αφορμή, για ψύλλου πήδημ α ' πές, και μ εβαλε να κοιμη{ } ώ μ' αδειανο στομάχι. Γι' αύτο ' βλέποντάς τους να χάφτουν μια ψητη ροδοκοκ"
"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 93
κινισμένη γαλοπούλα, που ή τσίκνα της άγκάλιασε δλη τΊ1ν κάμαρα, κατάπινα το σάλιο μου και τους μ ι σούσα ιοσαμε το {}άνατο . . . τους αμοιρους. Που να βάλω στο νου μου πως ό {}άνατος ηταν τόσο κοντά , " � ' " τους, πισ απ την πορτα τους παραμονευε. K αι' -
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 94
χτυπά στο κεφάλι. Μέσ' τη μ αύρη σιωπή, σηκώνομαι κι αφουγκράζομαι. Αότος ροχαλίζει πάντα, ή μάνα μου δε βγάζει αχνα' κι 11 ,αν&ρακια λάμπει όλοένα και πιο πολύ, γρ ίζει και βρωμάει ανυπόφορα. Δεν εχω πια Όρεξη να φάω μα να ξεράσω. Σ ιγα κατεβαίνω απ' το κρεβάτι, μ αζεύω τα ρουχα, ανοίγω και φεύγω απ' την κάμαρα με προφύλαξη, κλείνοντας πίσω μου την πόρτα για να μπορέσουν να κοιμη&ουν και να μη κρυ ώσουν, κα&ως συλλογιόμουνα τρέμοντας πως itιX με δείρει την αλλη μέρα αγριότερα απο κά&ε αλλη φο ' ρά. Μα δ εν μ εδειρε πιά, γιατι την αλλη μέρα ημουν ορφανή, γλυτωμένη απ' το itάνατο 'ξαιτίας της σκλη ρ άδας της μάνας μου, που μ' εβαλε να κοιμη&ώ νηστι κή. Τουλάχιστο αύτοι πέ&αναν χορτάτοι. . . "Ί'στερα απ' τη νύχτα που πέρασα στο χόρτο του στάβλου, το ' πρωι μαζι μ ενα νοικάρη, εμπαινα δειλα στην κάμαρά μας ή μάνα μου κι ό 'Έλληνάς της ήταν νεκροί. Κρουσμένοι . . . Λέγοντας την τελευταία λέξη της ίστορ ίας της, ή Νεραντζούλα, τινάχτηκε και πήδησε στη μέση της κάμαρας. - Κι δμως, εΙΠε. Πολλα itιX τους συχωρε&ουν, γ ια τι πολλα ,α γάπησαν. Και μας επιασε απ' το λαιμο και μας φ ιλουσε. - .. , itιX μου συχωρεitουν αραγες και μένα πολ λά; Ό Ν ώντας μ' αγριο {}'ώρη, είχε το νου του αλλού. Σκέφτονταν εκείνο που σκεφτόμουν καί 'γώ· τό 'πε με την ακρη τών μ ατιών του. - (ο πατέρας σου, λοl.Jtόν, ήταν 'Έλληνας ; (Η Νεραντζούλα, τινάχτηκε σα λαφίνα. - 'Έλληνας ; Δεν εΙΠα 'γω τέτοιο πραγμα. - Ναί, μπηκα στη μέση. Τό 'πες. (Η μ άνα μου κι ό 'Έλληνάς της ήταν νεκροί. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 95
- "Ε, και τι σας νοιάζει ' σας ; τσίριξε νευριασμέ . νη Α ύτο μα την πίστη μου μας ενοιαζε και πολυ μά λιστα. Κι αύτη τό ξερε σαν έμας, γιατι ή μάντισσα τών ,6αλτόνερων δια6άιζοντας τις γραμ μες τωιν χερι ών της, είχε πεί : (Η ζωή σου itά 'ναι τρομερη κι ή μ ο ίρα σου είναι δεμένη με αντρα που ·6αστα άπ' τη ρ άτσα τού πατέρα σου. (ο αντρας τούτος ηταν ό Νώντας. Αύτο συλλογιόμουν· αύτο συλλογιόταν καί 'κείνος τό 6λεπα στο μάτι του πού 'χε γ ίνει σκληρο γ ια μέ να και μού λεγε καitαρά : άπ' τους δυό μας, έγώ ' μαι άπ' τη ράτσα τού' πατέρα της κ ι ή μοίρα της Ν εραν τζούλας είναι lδεμένη με τη δ ική μου· είναι δική μου. Κατάλα6α πως άπό 'κείνη τη στιγμη και πέρα, ε πρεπε πια να μη λογαρ ιάζω την άγάπη τού φίλου μου . . . Πέντε χρόνια ένωμένοι μέσ' τον πόνο, δε μπο ρούσαμε πια νά ' μαστε μέσ' τη με&υστικη τούτη ήδο νη οπου το έρωτικο πάθος και ή άγνη φιλία χτυπι ούνται - και χωρ ίζουν τα νιτερέσα τους. (ο Νώντας ξ αναγ ινότανε ό άντίπαλος τωιν παιδικών μου χρόνων, οταν πρωτοσμείξαμε στα χείλια ένος χαντακιού που στά{}ηκε μοιραίο για τη Νεραντζούλα . . . Και σή μερα σ' ενα αλλο χαντάκι - το χαντάκι τών δημό σιων γυναικών της Βρ άιλα - μας ξ ανάσμειξε πάλι και τους τρείς. Για πόσο καιρό ; Με ποιο τρόπο ; Και γ ια ποιον άπ' τους τρείς το χαντάκι τούτο itά 'ταν ό σλε{}ρ ος ;
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 96
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Στέκαμε συλλογισμένοι ολοι άναμετρώντας την ά ουσσο της κοινης μοίρας μας, οταν ενα ξαφνικο τΟκ τοκ στην πόρτα μας ξάφνιασε. (Η Νεραντζούλα ξα νάνοιξε. (Η τρομερη τσατσα κορνίζωνε την πόρτα. - ΕΙναι ω-ρα, , ' μου πε-ρι" κυ-ριοι. Τ'ο παραδ ακι κα-λώ, εΙπε με τη μύτη, τονίζοντας τις λέξεις. Μπροστα σ' αύτο το άγριο κι άπροσδόκητο άνα&ύ μημα της πραγματικότητας ή Νεραντζούλα μαρμά ρωσε, λες κι ηταν ή πρώτη φορα που άκου ε κάτι τέ τοιο. Ψάξαμε γρήγορα τις τσέπες μας, πετάξαμε με μίσος τον παρά της και τη διώξ αμε. Βγηκε παίζον τας μέσ' την παλάμη τα λεφτά. (Η μέρα εσοησε σιγανά. (Η άγωνία μας κυρίεψε· μια όλάκαιρη ωρα κανείς μας δ εν πρόφερε λέξη. (Η Ν εραντζούλα στο ΚΡθοάτι της, ό Ν ώντας καί 'γω στα ντιοάνια μας, καπνίζαμε άπανωτα και άποφεύγα με να κοιταχτουμε μεταξύ μας. Τέτοια ηταν ή οαρυ &uμιά μας που ό Λέων άπελπισμένος χασμουρή{}ηκε , άνοίγοντας δυο μασέλες σωστο σπήλαιο και γάογισε γοερά. - Πήγαινε να περπατήσεις του 'πε ή κυρά του. (ο σκύλος, ενιωσε την προσταγη και πήδησε με τα δυό του πόδια στο πόμολο της πόρτας, που κού φωσε. 'Έχωσε το μουσούδι του και πέρασε Οξω . 'Ότι εΙχε ογεί οταν ενας κρότος άπο δεκανίκια που χτυπουσαν στο πάτωμα του διάδρομου, ηρ-&ε άπο την άνοιχτη πόρτα. (Η Νεραντζούλα άναψε την μεγάλη λάμπα του πετρελαίου, θστρεψε και ύποδέχτηκε τΟν κουτσό - ,άλη-&ινο φάντασμα. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 9 7
"'Ηταν ενας κοντός, νέος αντρας, που μπορουσε νά 'ναι στα χρόνια μας, μα που δεν ηταν παρά σκελε τός, με πετσι περγαμηνή, με δα{}ουλα μάτια - ώ ρ αία και ρεμδαστικά -, με μουστάκι λίγο παχύτε ρο άπ' τα γραφτά του φρύδια, μύτη διάφανη και χεί λη άπλωμένα πάνω σε μια ώραία δοντοστοιχεία, σα δδέλες πεινασμένες. - Λοιπον Αύρήλη ; εί'πε ή Νεραντζούλα, στοργι κή, δάζοντάς τον στην πολυ&ρόνα. Πέρασε ή ωρα σου εύχάριστα με την παρέα ; - Εύχάριστα. .. Δε διασκεδάζεις εύχάριστα σαν εΙσαι σαν και 'μένα με παρέα άν&ρώπους που εχουν μονάχα σπλάχνος γ ια μένα . . . Κι ετσι λέγοντας ερι χνε πάνω μας τα ξαφνιασμένα του μάτια. (Η Νεραντζούλα στά{}ηκε πάνω του και εί'πε. - Αύτοί 'ναι δυο φίλοι, δυο παλιοι φίλοι που δε {}υμασαι πιά, μα {}α τους γνωρίσεις άμέσως αν σου πω πως είναι ό Μάρκος και ό Νώντας τα δυο καλα παιδια που έρχόντουσαν και με δλέπανε Κυριακη και Πέμπτη στο νοσοκομείο, δταν εσπασε το κεφάλι μου. Στα λόγια αύτα το πρόσωπο του κουτσου εγινε σοδαρο και είλικρινα πονεμένο. - " Α, εκανε, {}υμαμαι. Για χατήρι μου παράτη σες αύτους τους δυο φίλους . .. Τώρα... άφηστε με ... Δε πρόσμενα αύτο το ξαφνικό. Ούτε ' μείς το προσμέναμε. τουτος ό άνάπηρος για χατήρι του μας είχε παρατήσει ή Νεραντζούλα ; Για τί; (ο πό{}ος μας να μά&ουμε ηταν ζωγραφισμέ νος στις ματιές μας το πρόσωπό της εδειχνε ζωηρη συγκίνηση και τα χείλη της πηρε να τρεμουλιάζουν έκεί λίγο. 'Έκλεισε τα μάτια με μια κουρασμένη κί νηση. Βοή&ησε τΟν Αύρήλη να πάει στην πόρτα που .,.. " , , tf ' " ηταν ακομα ανοιχτη, οταν φαντης μπαστουνι, προ6αλε στο πλαίσιό της ή φοδερη τσατσά. - 'Έτσι, λοιπόν, παιδιά μου, γλεντανε με την πόρDigitized by 10uk1s, Dec. 2009
98
τα ανοιχτη, μιαουρισε. - Τί τρέχει; Φόρο itές ; ρώτησε ό Ν ώντας με μια φωνη πνιγμένη. - Πές το κι ετσι, εκανε με μια γκριμάτσα, που itιX την επαιρνες και για χαμόγελο. Δυο ώρες τώρα δεν σας ένόχλησα . . . Ή Νεραντζούλα εογαλε μ ι α κραυγη ζώου που το σφάζουν, παράτησε τον κουτσο και χmtηκε στο συρ τάρι του κομό, αδραξε xaitE λογης χρυσαφικα και τα πέταξε στα μουτρα της πατρόνας. - Κόπιασε, ορωμερη γουρούνα. Χόρτασε άπο λεφτά, κι ασε μας ησυχους ώς αύριο το πρωί. . . Και ξαναπιάνοντας άπ' το χέρι τον Αύρήλη, αντιπέρασε. tH τσατσα χλόμιασε και στηρίχτηκε στο τελάρο της πόρτας. - " Α, τουτο εΙναι το φχαριστω. Κανεις ποτε δε τόλμησε να με πεί ορωμερη γουρούνα. Κι αν ξέρατε πως ημουν και πως είμαι καλη για τούτο το παιδί. Χωρις έμένα it a 'ταν σήμερα σκουπιδιαρού ... Θέ μου ! Δικαίωμά μου είναι να γυρέψω τα διάφορά μου. Μου χρωστα ενα σωρο λεφτά, τόσο σπάταλη που εΙναι... Κύριε, Κύριε. Τί ντροπής. Μαζέψαμε τα χρυσαφικα που εΙχε σκορπίσει στο πάτωμα ή Νεραντζούλα και δώσαμε στη γενναιόδω ρη τσατσα ενα κατοστάρικο. Πήγαινε, κυρά μου και μη ξανάρ&εις, της εΙπα. Τί εκανε λέει; μη ξανάρ&εις ; αναφώνησε σα νά 'χε σπυρι στον πισινο και της το ζουλίξαμε. Μ' ενα κατοστάρικο itέτε να μου πιάσετε το καλύτερό μου κορίτσι; Κάτω στο σαλόνι εΙναι τρείς καitως πρέπει ' , Q 'λουν. ΕΤ ,ιναι τακτικοι' πελατες της, κυριοι που" τη -υε δεν πανε παρα μόνο μ' αύτήν. Κι είναι πελάτες καλοί, με γερη τσέπη οχι σα και λόγου σας. - Μα κυρά μου, δεν είμαστε 'μείς πελάτες. ' ' ; Τ οτες Δ'εν εΙστε πελ ατες τ τι, ειστε ; 'Α γαπητικοι' ,
,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
99
μήπως; "Α, όλα κι δλα. Έγω τέτοια δε τα δέχουμαι " το" σπιτι μου ... και, ·δ υο' μα, λ ιστα. "Α , οχι. " "'Α στε μεσ τα χωρατά. ΚαΙ σα {}έτε την 'Ανικούστα... ας μοϋ πλερώσει πρώτα τΙς τέσσερις χιλιάδες που μοϋ χρω στα κι ϋστερα στο χέρι της εΙναι να πάει οπου της καπνίσει ... Κι εφυγε οροντώντας πίσω της την πόρτα. Μείναμε μονάχοι, ό Ν ώντας καί 'γώ, κοιτώντας ό ενας τον αλλο άποσΟολωμένοι . . . - Τέσσερις χιλιάδες φράγκα . . . - Τέσσερ ις φορες χίλια ... Καημένη 'Ανικούστα. - Καλή μου Νεραντζούλα. - ποτε δε {}α μπορέσουμε να πλερώσουμε τόσα λεφτά. - Κι αν πουληftοϋμε άκόμα. - Κι δμως κάτι πρέπει να κάνουμε, Μάρκο. - Κι δμως κάτι ft ιX κάνουμε, Ν ώντα. την έποχη έκείνη διακόσια ναπολεόνια, δεν τά 'χε κανεΙς στην τσέπη του. Κι οϋτε καί 'μείς τά 'χαμε βέοαια κι ας είχαμε περιουσία άκίνητη ... Μας εφτα νε να ζοϋμε, μα οχι με ε'ξοδα έκατο φράγκα την μέρα που &έλαμε για την τσατσα να μας άφήνει ησυχους με την Νεραντζούλα μας, την 'Ανικούστα της, που κα{}ως πρέπει κύριοι προσμένανε στο σαλόνι. - Έγω δεν το κουνάω άπο δώ, εΙΠε ό Ν ώντας χουφτιάζοντας το μαχαίρι που εΙχε χωσμένο στο ζω νάρι του. ΧωρΙς χρονοτριοη άποφασίσαμε να πουλήσουμε ό κα&ένας το εχει του, να πλερώσουμε τα χρέη της Νε ρ αντζούλας, να τη λευτερώσουμε άπο το χαντάκι κι ϋστερα ...
100
ξέρεις να ξομπλιάζεις τη σκληρη πραγματικότητα. Γιατί 'ταν φανερο πως τη μέρα που ή Ν εραντζού λα {}ά 'ταν λεύτερη, δε {}α μπορούσαμε νά 'χουμε καΙ την πίτα άφάγωτη καΙ το σκύλο χορτάτο, που λέει ή παροιμία. Μ' αλλ α λόγια, δε {} α μπορούσαμε να μοι ραστοϋμε δυο αν&ρωποι μια γυναίκα τίμια. Μ' άκό μα δε Όρισκόμαστε στη μέρα έκείνη κι ώστόσο είμαστε εύτυχισμένοι που μπορούσαμε νά 'μαστε με τη φίλη μας, να τη Όλέπουμε καΙ να την άκοϋμε. - 'Ώ, εκανε ή Νεραντζούλα μπαίνοντας, εΙμαι σίγουρη πως αύτη σας εΙΠε πως της χρωστώ τάχα τέσσερις χιλιάδες. 'Έτσι το λέει σ' δλο τΟν κόσμο καΙ κα{}ένας της δ ίνει δυο τρ ία ναπολεόνια για να λιγο στέψει το χρέος μου, μα το χρέος μου ώστόσο δε λι γοστεύει. Έγω το ξέρω . . . Είναι άλή&εια, μοϋ δάνει σε κάμποσα λεφτουδάκια τη στιγμη πού, άπλο'ίκή, πί στευα στη γενναιοδωρία τοϋ κόσμου . . . " Τστερα δεν ηταν για μένα παρα για τον αμοιρο τον Α ύρήλη που ελπιζα να γιάνω. " Αχ, πόσο με &λίΌει ή ίστορία αύ τή (ο αμοιρος Αύρήλης που είδατε, επαf}ε κι αύτος μια συμφορα σα τη δική μου. 'Έπεσε κι αύτος στο χαντάκι έκείνο της δημαρχίας, ενα χρόνο πρΙν άπο μένα κι άπ' το πέσιμο έκείνο τοϋ 'μεινε ή ήμιπληγία κι έξον αύτοϋ εΙναι καΙ φf}ισικος άπο γεννησιμιοϋ του . Μα τί εύτυχισμένο πλάσμα! π οτες δε φωνάζει, δε ' δ'ε κατσουφια' ζ ει. Τ Ηταν ο• πιο, συμπαπαραπονιεται, f}ητικoς αρρωστος στο χειρουργικό μας τμημα, ώστό σο εκανε δλο το νοσοκομείο να γελα καΙ ύπηρετοϋσε δλους που τοϋ ζητοϋσαν κάτι κι ας ηταν παραλυτι κός. Σέ 'κείνον που εΙχε κρεμασμένο το χέρι του, πή γαινε πάντα να τοϋ δώσει τα τσιγάρα του, στον αλ λον που ητανε στο γύψο εδεινε το φαί, τον σκούπιζε , τον εξυνε, στους άγράμματους κρατοϋσε την άλληλο γραφία που εφερνε δάκρυα αν ηf}ελε να συγκινήσει κανένα συγγενη η γεννοϋσε τρελα γέλια άμα επρεπε ...
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 101
να δώσει {}άρρος στους γέρους έκεί κάτω. Τέλος 0ταν κανεις κατάδικος εΙχε ανάγκη άπο κάτι τί, πάλι ό Αύρήλης, ό κουτσός, επαιρνε τις πατερίτσες και δώ στου να τρέχει στο γειτονικο περίπετρο. �Ήταν απα" , στον , , γορεμενο μα ποιος μπορουσε να ναι αυστηρος αξ ιαγάπητο Αυρήλη ; 'Απ' τον πρωτο γιατρό, τους νοσοκόμους ώς τον μάγειρα, δλος ό κόσμος τον αγα πούσε. - Αύ-ρή-λη .. . ξεφώνιζε ή νοσοκόμα. ΤΟ νούμε ρο 7 , δε {}έλει να κάμει το νερό του. Πήγαινε να τον κάμεις να κάμει. Δ'εν ηταν , φουσκα, , " ΤΗταν μο' '1" να, του παει την οχι. νο να μιμη&εί ό Αύρήλης τον κύριο οικονόμο, οταν εΙναι στις κακές του. (ο οικονόμος αύτος τού νοσο κομείου ηταν το πιο δύστροπο πλάσμα τού κόσμου μα ι ' ζονκαι" το πιο, πλ ουσιο σε, νευρ ικα, "τικ. ι Τ α" παντα ταρα " ' " � " ταν απανω του' τ αυτια, η μυτη, ματια, σαγονι, χειλια, d)μοι, ίσαμε κι αύτο το πετσι τού κεφαλιού του. Μια κακοκεφια τά κανε δλα να ταράζονται τρελα κι οταν ή κακοκεφια γίνονταν {}υμός, ε, τότες πια δεν είχαμε ταραχή, μα σωστο χορό. Συχνα κι ή γλώσσα του παρουσιάζονταν στην πόρτα της, οπως ελεγε ό Αύρήλης, που μόνος αύτος ηξερε ν' αντιγράφει τΟν διασκεδαστικο οικονόμο, τον πατέρα των ασ&ενωιν, τον αιώνια δυσαρεστημένο απο την ύπηρεσία, μα στο δ ά{}ος αγα{}ο αν&ρωπο. Και τόντι, οταν πολυ σπάνια ό Αύρήλης άποφάσιζε να μιμη{}εί τον αρχοντά μας, αρρωστοι και νοσοκόμοι μαζεύονταν όλόγυρά του ε να κύκλο, σκούζαν άπ' τα γέλια και τέλος λέγανε ξε ψυχισμένοι άπ' τα χαχανητά. - Μα την πίστη μου, κατουρή&ηκα άπ' τα γέλια. Μα ό Αύρήλης μας εκαμε δουλειες που δεν το μπο ρουσε αλλος κανείς. Ξέρετε πως στα νοσοκομεία ή τροφη πέφτει λίγη, ιδίως στους αρρώστους πού 'ναι στα χειρουργικά. Γι' αύτο ό Αύρήλης που κα{}άριζε μονάχος του τα μισα χόρτα του νοσοκομείου, δ ιασκε"
-
-
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
102
,
δάζοντας συνάμα και τους μαγείρους, μας εφερνε στο λεφτο δτι &έλαμε για να γλυκάνουμε την πείνα μας οντας στην κουζίνα καitως στο σπίτι του και παραμε ρ ίζοντας τις λιχουδιες που κλέιδει το προσωπικο κάτω άπ' τη μύτη της διεύ&υνσης και τα στερεί άπ' τους άρρώστους. Μας τα μοίραζε χωρις προτίμηση, άπο φεύγοντας να φέρνει ζήλεια. �Ήταν δίκαιος σκέφτον ταν δλους τους δυστυχισμένους και γι' άπόδειξη, να ενα περιστατικό. 'Ένα βράδυ μεταφέρανε μ αζι με το κρεβάτι του στο νεκρικο itάλαμο, εναν φτωχο χωριά τη που τον νόμιζαν έτοιμοitάνατο. ΕΙχε λιγο{}υμήσει ό αν&ρωπος. Βάλανε εναν νυχτοφύλακα στο προσκε φάλι του, εναν έσταυρωμένο στο στηitος του και τον μπιστευτήκανε στις φροντCδες του Κυρίου μακρια άπ' τους άρρώστους που μπορουσε να τρομάξει με τον έπι&ανάτιο ρόγχο του. - Δεν itcl ξημερωitεί, εΙπε ή νοσοκόμος μας. Βρε το φoιrιeαρά. Ό Αυρήλης δεν ηταν σίγουρος και πηγε κατα τα μεσάνυχτα να δεί τον ξεγραμμένο. Μα - άκουστε να γελάσετε - ό πε&αμένος εΙχε άναστηitεί και πρώτη του κουβέντα ηταν να ζητήσει λιγάκι λαχαναρμά. - Ψωφω για λαχαναρμά, φώναξε στον Αύρύ λη, που εφυγε σαιτα να του φέρει όλόκληρο σκουτέ λι, τον σέρβιρε και ξ αναπλάγιασε χωρις να τον πά ρει κανεις μυρουδιά. 'Αλίμονο. Ή ίστορία αύτη εΙχε συνέχεια itλιβε ρη κι άστεία συνάμα· γιατι πρωι πρωί, πηγαίνοντας ό νοσοκόμος να δεί τον πεitαμένο του, για να τον με ταφέρει στο νεκροσκοπείο, τον κουτούλησε δτι ανοιγε την πόρτα. - 'Ακόμα λίγη λαχαναρμά, καλέ μου κύριε, πα ρ ακάλεσε ό πεitαμένος. " e. λ ε στα" ποδ ια, εσκισε (ο νοσοκομος το, υα το, νοσοκομείο και την αύλη ούρλιάζοντας άπ' τΟν τρόμο του και δε σταμάτησε παρα στο σπίτι του, όπου{}ε δε itέ'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
103
λησε πια να γυρίσει να ξαναπιάσει δουλειά. 'Απο τό τες ό άν&ρωπος αύτος κυριεύτηκε απο μια ύποχον τρικη μελαγχολία και δεν εΙναι παρα φόρτωμα στους δ ικούς του, ώστόσο ό χωριάτης που παρα λίγο να πάει στα {tυμαράκια εΙναι γερος και άβλαβος καΙ τρώει λαχαναρμα δταν του ' ρ1tει κέφι. την ίστορία αύτη δμως ,άκολού&ησε μια άλλη, πιο παράδοξη που εκανε τον Αύρήλη διάσημο. Το νοσοκομείο εχει ενα τμημα για τους τρελους κι ετυχε ενας απ' αύτους να γ ίνει μανιακός. 'Αποφάσισαν να τΟν μεταφέρουν σε είδικη κλινική, μα οί δυο φύλακες που ηταν νά τονε δέσουν, δεν κοτουσαν να τον ζυγώσουν γιατι απειλου σε πως &α σκοτώσει δλους τους δράκους, με μια σι δερένια μπάρα που εΙχε ξυλώσει απ' το παρά1tυρo. � o Αύρήλης εκανε ξαφνικα την έμφάνισή του κι ΟΟειξε στον τρελο δπως τα παιδια δείχνουν μέσα σε σπιρτο κούτι τις χρυσόμυγες, ενα χρυσο σειρίτι που βαστου σε πάντα στην τσέπη του. Μπροστα στον ά1tλιο αύτΟν κουτσο που πηγαινοφερνε πανω στις πατεριτσες του, ό τρελΟς στά{tηκε ξαφνιασμένος κι άφησε να του φύ� , γει απ τα χερια η μπαρα. - Δε 1tέλεις φίλε μου, να σου βάλω τούτο το βρα χιόλι ; εΙπε ό Αύρήλης άνεμίζοντας το χρυσο γαλο νάκι. - Βραχιόλι; εκανε ό τρελός. Βέβαια και 1tέλω βραχιόλι, μα τουτοι οί δράκοι 1tέλουνε να με φάνε. - Δε 1ta. σε φάνε αμα εχεις το χρυσο τουτο βρα χιόλι. Φέρε τα χέρια σου. Ό τρελος σίμωσε ύπάκουος με τα χέρια άπλωμέ να. Ό Αύρήλης του πέρασε με γλύκα τις χειροπέδες και του εΙπε. - Τώρα 1ta. φύγουμε απ' αύτους τους δράκους. 'Έλα μαζί μου. "'Εχω έ'ξω τ ' άμάξ ι μου και περιμέ νει. Αύτα εγιναν δσο διαρκεί ενα βλεφάρισμα. "
,
"
�
,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
104
,
,
- Κι αν ό τρελος σού κατέοαζε καμια με τη μπά ρα; - ''''Ι σως μού καμνε καλό, μού άποκρί{}ηκε τ ο ά μοιρο παιδί. Ή άπάντηση αύτη με εΙχε λυπήσει. Κατάλαοα πως δεν ηταν τόσο εϋ&υμος δσο φαίνονταν. Κι άπο τότε άγάπησα τον Αύρήλη σαν άδερφο και δέ{}ηκα μαζί του δπως το άμόνι με το σφυρί. 'Ανοίξαμε τις καρ διές μας ό ενας στον αλλο, διηγη{}ήκαμε την παιδική μας ζωή. "Όπως έγω δεν εΙχε γονιούς, μήτε κανένα που να τον άγαπα. - Σε τούτο το νοσοκομείο η σε άλλα {}α περάσω την ύπόλοιπη ζωή μου, άναστέναξε μια μέρα. Αχ, πόσα δάκρυα χύσαμε άντάμα, μακρια ,άπο κά {}ε μάτι και πόσο ή ίδέα πως {}α χωριστούμε μας εκα νε δυστυχισμένους. Τότες συμφωνήσαμε μια νύχτα, " , , " " ν αφησουμε το νοσοκομειο και να μπουμε στο κοσμο. - Θα ζητιανέψω. Δε {}α πε{tάνoυμε δα κι' άiτ' την πείνα, ελεγε. - Καί 'γω εχω κάτι λίγα λεφτα στην πάντα και χέρια γερά, πρόσ&ετα . - Θα ,ζήσουμε σαν ,άδερφος μ' άδερφή· δεν εΙν' ετσι άδερφούλα ; - Ναι Αύρήλη. Με φώναζε άδερφούλα κι άκόμα ετσι με φωνάζει, γιατι στο νοσοκομείο δπως παντού στη Βράιλα, κα νεις δεν εμα&ε ποτε πια εΙμαι μια και δεν εχω κα{}ό λου χαρτιά. Κι ενα οράδυ σα σοήσαν δλα τα φώτα, συρ{}ήκαμε σα δυο σκιες τοίχο τοίχο, περάσαμε άπ' το χάλασμα τού παλιού φράχτη που ζώνει το νοσο κομείο και ογήκαμε χωρις να μας πάρουν μυρουδιά. Σας αφηνα με μεγάλη μου {}λίψη, μ' δλο που ημουνα σίγουρη πως ή άγάπη τού Αύρήλη, ηταν πιο όμορφη άπ' τη δική σας, άγάπη άδερφική, όλότελα άδιάφορη για γυναίκα κι άγνη δπως εμεινε μέχρι σήμερα. Σας ηξερα οίαιους, ετοιμους να σκοτω{}είτε 'ξαιτίας μου. Ν
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 105
Θα μού 'ταν δύσκολο να διαλέξω εναν άπ' τους δυό σας. Αύτο &uμίζει τΟ'υς πουλητάδες γυαλικών στιι; λαϊκες άγορές : διαλέγετε και παίρνετε. Γι' αύτο ξε χώρισα τΟν Αύρήλη, παιδι άδύναμο, δ ίχως στήριγ μ α, καταδικασμένο να 'ζεί διαρκώς περιστοιχισμένο άπο λευκους τοίχους που ,άναδίνουνε την χαρακτηρι στικη μυρουδια της άλισίδας και τού ίώδιου. Και πιστεύοντας πως σάς κάνω καλό, διαλέγοντας άνάμε σα σε δυο μαχαίρια ενα τρίτο, χά-θ ηκα μέσ' τον κόσμο , Α υρη ' ' λη... Τ'ον κοσμο. Σταυ ' <\.v, , ιικε κα λ'ος μαζ ι' μου, με, τον γ ιατί να μη το παραδεχτώ ; ''Η σα {}έτε στάθηκε ετσι δπως εΙναι, Όπως τον δλέπουμε, Όπως δε μπορεί πα ρα νά 'ναι, άφού τα πάντα εξαρτιούνται άπ' τις ά παιτήσεις πού ' χουμε άπ' τη ζωή. Κι ενας {}εας μόνο το ξέρει τί πε3υμιες σού 'χα 'κείνη την έποχή. Είμα στε τότε ,στο Γαλάτσι ,Όπου γεννή3ηκα. 'Εκεί 'χαμε κ αταφύγει. Μια φιλενάδα της μάνας μου, καλη μο δίστρα, μάς περιμάζεψε καί ' γω μπορούσα να δγάζω το ψωμί μας δοη3ώντας την. 'Ήτανε μοναχη στΟν κόσμο, άχαμνή, συχνα {}λιμμένη μα άγα{}η στο δά{}ος. τ ο Αύρήλης γένηκε διασκεδαστικος σύντροφός της στο ντόμινο . Ό Λέων, πού 'χα πάρει μαζί μου, την δ ιασκέδαζε. Κι οί τρείς μας καταφέραμε λίγο κ αιρο να κάνουμε λίγο χαρούμενη τη ζωη της ξυνισμένης τούτης γεροντοκόρης. Μα πόσο δαρετο εΙναι να φτιά νεις την εύτυχία σ' ενα φίλο που {}λίδεται με το πα ρ αμικρό. Και στη φτώχεια και στον πλούτο, δεν ύ πάρχει κάτι να σού κάνει μεγαλύτερη άηδία Όσο ό σύντροφος που κ ατσουφιάζει, Όταν τΟν παρατήσεις ενα λεφτο για να κα{}αρ ίσεις τη μύτη σου. τ ο άγα {}ος Αύρήλης, ή άνεξάντλητη αύτη πηγη να διασκε δάζει τους αλλους, μού λεγε, ϋστερ' άπό 'να χρόνο διαμoVΗ στο σπίτι της «δεσποινίδος » Κατερίνας. - Στο νοσόκομείο οί αρρωστοι μένουν τουλάχι στο στα κρεδάτια τους, όξω άπ' το νοσοκομείο εΙσαι ύποχρεωμένος να τους ,δαστάς τα χέρια. Δεν εΙναι ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
106
" δ ιο' λου ευχαριστο αυτο , , ... Στο τέλος του δεύτερου χρόνου, ηξερα πια να δ ιευ ftύνω το μικρο μοδιστράδικο της «δεσποινίδος» Κα τερίνας, που δεν εκανε τώρα αλλη δουλειά, παρα να ξεφωνίζει αχ! και βάχ! σ' δλους τους τόνους της μουσικης κλίμακας και σ' δλες τις γωνιες του σπιτιου. Αύτο εΙχε -άρχίσει να μας γίνεται άβάσταχτο' ό Αύ ρήλης εχανε το κέφι του . . . Εϊχαμε κι οί δυο πατήσει τα δεκαεφτα και ό γενναίος φίλος πολεμουσε με ζηλο να βρεί μιαν -άσχολία που να κερδ ίζει για να βγάλε ι το ψωμί του. Καταστάλαξε έκεί που πάντα τον εσπρω χνε το πάitος του. Στη ζωγραφική. τα πορτρα ίτα κι οί άκουαρέλες του, βρίσκαν άγοραστές. - 'Ελεημοσύνη σ' εναν άνάπηρο, ελεγε. Δε γνώριζα το Γαλάτσι γιατί 'χα φύγει με τη μάνα μου σαν ημουν εξ ι χρονω, μα ό Αύρήλης ε'ξυ πνος και άγαπητος καftως ηταν, κατάφερε γρήγορα , ' " ' " , , , ,� e.. να τον αγαπησουν και να τον υοηυ 'ισουν μερικοι απ τους πρώτους του τόπου. Και σκεφτόμαστε πια ν' άφήσουμε το itλιβερο έκείνο μαγγανοπήγαδο και να τραβήξουμε σ' αλλους δρόμους «όλομόναχοι», σταν ξ αφνικα ενας ·στρόβιλος χύμηξε μέσα στο σπιτικό μας και μας συνεπηρε δλους άνάκατα. (ο στρόβιλος a-U\ '3" τος ηταν ο κ ο σ μ ο ς ο κοσμος με την ομορφη και τη στραβή του οψη, ό κόσμος με το καλό και το κακό του, ετσι ϊδια κι άπαράλαχτα -σπως εΙναι. Π αρουσιά στηκε μια μέρα με το πρόσωπο μιας πλούσιας και κα λοσυστημένης πελάτισσας, μιας κυρίας κομψης με -σότριβης, φορτωμένης διαμαντικα και γενναιόδωρης, τόσο που σου φερνε δάκρυα στα μάτια. 'Ώσπου ν' άναπεταρ ίσεις τα βλέφαρα, παράγγειλε τέσσερα φο ρέματα, δε καταδέχτηκε να παζαρέψει και τα προπλή ρωσε σλα μάλιστα να της ζητήσουμε, δ, και χωρις " � ' καιι ... e. λη πως το χαμε συνηυεια, μια μικρη προκαταυο - Ποιό 'ναι τ' ομορφο αύτο παιδί; ρώτησε την δεσποινίδα, ματιάζοντάς με άνάμεσα -άπο γυριστα �
ι
,
�
ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 107
,
"
"
,
τσίνορα δαμμένα με ρ ίμελ. "Α, καλή μου κυρία. Μια δρφανούλα, άνηψιά μου ... Π ως τηνε λένε ; , Ανικούστα. Περνώντας με γι' άνηψιά της ή δεσποινίδα Κα τερίνα, ελεγε ψέμματα με γνώση της, μα για τ' ονο μά μου «Άνικούστα», ή καλή της πίστη ηταν &ύμ α μιας άστείας σύγχυσης, γιατι εχοντας δέκα χρόνια να με δεί και μη κρατώντας στο νοϋ, παρα τ' ονομα της , μητέρας μου, εκραξε χτυπώντας το μέτωπο μόλις μ αντικρυσε. - ., Αχ ! Θέ μου ! Είσαι ' σύ! Άνικούστα. Βαστώντας τα γέλοια μου, εύχαριστή&ηκα άπ' το καινούριο τοϋτο παρανόμι κι αφησα να με φωνάζουν ετσι. - Λοιπόν, δεσποινις Άνικούστα, άπόσωσε ή γεν ναιόδωρη πελάτισσα, αν πετύχετε τα φορέματα {}α σας άνταμείψω και με το παραπάνω ... Και στρέφοντας στον Αύρήλη και στη ζωγραφική του. - "Αχ, τί ταλέντο που εχει ό νέος αύτός! Τί τα λέντο ! Είναι κι αύτος συγγενής σας δεσποινις Κα τερίνα ; - Ν αί, ναι κυρία το τσαμένο· άνιψίδι μου δρφα νο κι αύτό, για να μη πω και για το σημάδια.σμ ά του. - Δε γιατρεύεται ; - 'Αλίμονο. . . - ποτε μ η λέτε ετσι. Θ α πρέπει να τ ο πατε σε καλους γιατρούς, στο Βουκουρέστι. Και ή καλη κυρία διαλέγοντας 6αρεσιάρικα μερι κα σχέδια, εδωσε στον Αύρήλη ενα ποσο τόσο μεγάλο, που ενα λεφτο γάζωνα δεξια κι άριστερά, στα κου τουρού, άφηρημένη. - Τί καρδιά! Τί καρδιά! ξεφώνιζε ή δεσποινlς .
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 108
Κατερίνα, σαν εφuγε ή παράδοξη κυρία. Αύτό, παι διά μου, εΙναι ή τύχη σας. Σε σας χρωστώ το {}άμα τουτο, σε σας, γιατι εγω ποτέ μου δε γνώρισα τέτοια τύχη. Κι εχω το προαίσδημα πως αύτη ή κυρία Πα δλικ {}α φέρει άλλαγη στη ζωή μας. , " το καλ ο,' υειτσα, - Φτ ανει ' -Q ' φωναξ ε να ναι προς ό Αύρήλης άνοίγοντας την άγκαλιά του. "Ισως τελέ ψει ό κα{}ένας μας με γάμο και χορέψουμε το χορο του Ήσαία. - Μα την πίστη μου δε {} α μου κακοφαίνονταν, δω πΟ'υ τα λέμε' {} α μπορουσα άκόμα να κάνω εναν αν&ρωπο εύτυχισμένο και μ' ορεξη {}α περιόριζα την περηφάνια μου . .,Αμοιρη δεσποινις Κατερίνα . . . Συλλογιόμουνα τα λόγια της άργότερα, δταν πια είχαμε κατρακυλήσει τελειωτικά... Δε περνα άτιμώρητη ή περηφάνια στη ζωη και κανένα δεν κάνεις εύτυχισμένο τη μέρα που δεν εχεις να δώσεις. ΤΟ σύκο που στέκει περήφανο στην κορφη της συκιας, δπου κανένα χέρ ι δε φτάνει να το κόψει και κανένα στόμα δε μπορεί να το φάει τότες πού 'ναι μελωμένο, ξεραίνεται, μαραίνεται καΙ πε&αίνει κοιτώντας τους ούρανούς. Δίνε. Δ ίνε, εΙναι ή μεγάλη χαρα της ζωης. Προπάντων δίνε εγκαιρα, κά&ε πραμα στην ωρα του. Δίνει γέλιο καΙ κλάμα άν τάμα. ιησε τη χαρα και τον πόνο. Αρπαξε στο διά δα της την άχτίδα της ζωης που τρέχει, δείξε τα γε ρα δόντια στο γέλιο, αμα ύγραίνονται τα μάτια. Κι ϋστερα, ϋστερα κλάψε γοερά, με την καρδια χορτα σμένη άπο χαρά. Κλάψε σήμερα . . . κλάψε κι ϋστερα γέλα... !Η Νεραντζούλα στά{}ηκε, ξαφνικά, με τα μάτια καρφωμένα στο Νώντα. Τότες παρατήρησα πως ό φίλος μου εΙχε ενα δλέμμα τρελου και πως εσφιγγε σατανικα τΙς μασέλες του που κροταλουσαν. ΤΗταν άργά' δλο το σπίτι κοιμόταν κι ή σιωπη μου πάγωνε τα κόκκαλα. ,
,
<Ι
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 109
- Ξακολού{}ησε, καλή μου, εΙπα. - "Όχι, άποκρί-θηκε αύτη γλυκά. Ό Π αμεινώντας με κάνει να φοδαμαι. �O άλλος εκανε μια γκριμάτσα, ενα μειδίαμα που μ' εκανε και μένα να φοδη&ώ. - Δεν εΙναι τίποτα μωρε Νεραντζάκι.. . Τράδα ίσαμε το τέλος, τώρα ... - Δεν εχει τέλος, ψι&ύρισε αύτή. Κείνο που ακολούθησε εΙναι μια ίστορία γοργη και συνη&ισμένη, καθως δλων τών κοριτσιών. - �H κυρία lΙαδλικ ξανάρ&ε συντροφεμένη &ΠΟ δυο άντρες που ηξεραν την τέχνη να πάρουν τα μυαλα τών κοριτσιών. Φαίνεται πως δεν παίζαν μ αζί μας, , ετσι για να περναει η ωρα, γιατι το χαν παρει κι αύτοι με τα σωστά τους και ύπόφεραν και ξόδιαζαν τα λεφτά τους κι εδειχναν δλο τους το πά&ος ... Ολη αύτη ή ίστορία στάθηκε ακαταλαδίστικη για μένα. Δεν αγαπούσα κανένα τους, ή δεσποινις Κατερίνα τους αγαπούσε και τους δυο και ή κυρία Παδλικ α γαπούσε δλο τον κόσμο. <Όσο για τον Αύρήλη, αύ τος πια μπορούσε ν' ,αγοράζει σωληνάρια μπλαν ντ' αρζαν και δερμιγιον και καρμίνιο κι ενα σωρο άλλα πράγματα χρήσιμα για την τέχνη του και να κάνει οσες ζωγραφιες ηθ'ε λε κι αύτοι πάντα ηταν ετοιμοι να τους μοσχοπληρώσουν. Κι ετσι μια μέρα νάμας δλους μια παρέα που φεύγουμε για το Βουκουρέστι, δπου οί ντόκτορες θα τον γιάτρευαν τον Αύρήλη, χω ρις άλλο. Τόντις, τον εδαλαν σ' ενα μεγάλο νοσοκο μείο. Τρείς μηνες τονε φέρναν δωι&ε κεί&ε, τον πι λάτευαν, ωσπου στο τέλος τον άφησαν να δγεί χωρις άλλη καλητέρεψη, έξσν δυο δεκανίκια καινούρια αν τις για τα παλιά. Στο διάστημα αύτό, σ ' έμας όξω, μας τάζανε λαγους με πετραχίλια, μας πήγανε και είδαμε τα πάντα, έπισκεφτήκαμε δλη την πόλη. "Ε κλεινα τα μάτ ια μου μπρος στην άπάτη, που άρχισα να καταλαδαίνω, ηπια και με τις δυό μου χούφτες το "
"
'
�
t:1
"
,
"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 110
, ι "t!. ε"λεγα : νεχταρ που, εορισκα και, με' κ λ ειστα" τα ματια "Έτσι, τουλάχιστο, -&α γνωρ ίσω τα πάντα, -&α γευτώ τα πάντα, δε -&ά 'χω πια τίποτες να πε{}υμίσω καΙ δε -&α γίνω ποτες -&λιμμένη καΙ άσχημη σα τη δεσποινίδα Κατερίνα. Ή δεσποινΙς Κατερίνα δεν εκλεισε καν τα μάτια, μα τ' άνοιξε πλειότερο, άνώφελα, ζητών τας για σύζυγο τον ενα άπ' τους δυο μνηστηρες, ύπο λόγισε, λογάριασε, κατσούφιασε, ωσπου κατάληξε να βρε-&εί στο τέλος μονάχη μέσα σε μια κάμαρα δεύτε ρης κατηγορ ίας ξενοδοχείου. 'Όσο για μένα, 'ξακο λού{}ησα τον ίδιο δ ρόμο, γιατΙ δε βρέ{}ηκε ενας άν -&ρωπος να μου δώσει μια στάλα κουράγιο, να με γκαρδιώσει για μια τίμια δουλεια καΙ να με σπρώξει να ξαναπιάσω τη βελόνα καΙ τη δαχτυλη{}ρα μου. 'Ακόμα καΙ τώρα κάνω έκείνο που μ ' άρέσει κι όχι έκείνο που άηδιάζω. Ξακoλoυ-&oίrν να μου δ ίνουν καΙ δ ίνω καί ' γω σα να βρίσκομαι στις πρώτες μου άκόμα όρμές. 'Έτσι -&α το τραβήξω ώς τη μέρα που -&ά 'χω τα πάντα δοσμένα και τη ζωή μου μαζί. Στο περουζένιο φως της -&ερινης αύγης που άρχισε να μπαμπακιάζει στα παρά{}υρα, ό Νώντας παρουσί ασε μια νεκρικη κατατομή. ΤΟ ξεραμένο στόμα του ηταν μισάνοιχτο. τα μάτια άκίνητα, δπως δλο το κορμί, φάνταζαν νεκρά. τα ρου-&ούνια εΙχαν κολλή σει. ΤΟ γένι και τα μαλλιά του άκόμα, που ηταν τόσο λαμπερα άλλοτες, εΙχαν πάνω τους κάποιο πράγμα άχνό. (Η Νεραντζούλα χύμηξε στο λαιμό του κ αι τον ά γκάλιασε. - 'Έλα, άστα τώρα άδέρφι μου... ας τα ξεχά σουμε. Δές, εφεξε. Θα κοιμη-&ουμε λίγο, έσείς πάνω στα ντιβάνια, έγω στο κρεβάτι μαζι με το Λέων, τον παιδικό μας φίλο. "Ί'στερα, κα{}ως εΙναι σωστό, -&αρ-&εί κι ή σειρά μου να σας άκούσω να μου πείτε, " πονους και" τις χαρες , να, μου- πειτε και" σεις τους σας. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 111
Μπ ρός ! Κα{},ω ς τΟν σκούντησε ή φίλη μας, ό Νώντας, κα τάχλωμος, ταλαντεύτηκε, κα{}ως κούκλα ξύλινη. Αύ τη δε το πρόσεξε, ηρ&ε καΙ σε μένα να μοϋ κάνει τα ίδια χάδια. "Τστερα χαρούμενη, άνασηκώνοντας ώς τα χιονάτα γόνατα τη φούστα της, αρχισε να πηδάε ι στα δυο ντιβάνια καΙ να μας μοιρ άζει φιλια στο κά{}ε πήδημα. Ν εραντζούλα φουντωτή, Ν εραντζούλα φουντωτή . . . Μα στο τέταρτο πήδημα, τ ότες που γύριζε τη ρά χη της στον 'Έλληνα καΙ χύμηξε κατα το ντιβάνι μου, μια τρομερη κραυγη άντήχησε σ' δλάκαιρο το σπίτι Ο καΙ μόλ ις πρ όφτασα να πιά σω στα χέρ ια μου την μορφή μας Νεραντζούλα' μαχαιρωμένη' μαχαιρωμέ νη άπό 'κείνον που της είχε γράψει ή μοίρα, άπ ' το φτωχο Π αμεινώντα, τον 'Έλληνα.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
112
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ' περασανε . . . 'ο χτω' χρονια, υe.. αρια, , ' ' 'ο χτω ' χρονια
άπ' δλη αύτη Τ11 ν αίσθηματικη ίστορ ία . . . Και πόσο -& ά � ελα τώρα ν α μου ηταν δολετο να κλαφτω λίγο. Ν α κλαφτω, ναΙ Ν α &ρηνίσω, σα ρη μοπούλι. Ν α πω πως είμαι ενας φτωχος αν&ρωπος φορτωμένος το δαρυ πλουτο που κανεις δ εν έπι&υμα. "Ασωτος και ξεθ εωτικος �ησαυρός ... 'Ένα όλάκαι ρο μεταλείο, άγάπη που μαραίνεται κάτω άπ' το λι σγάρι του σκαφτια, γιατι άργεί να την ξ ε-&άψει, άργεί να την άποκαλύψει στον ηλιο, να πάρει δύναμη άπ' τη ζωη που είναι πλημμυρ ισμένη στο φως. ' ' " που, εχε' .Q ' ανυρωπακη "Ε , κακομοιροι δες. Μ αλ ακια τε μονάχα αισθήσεις για να γεύεστε την άκύμαντη εύ τυχία σας που δε γνοιάζεστε για την άπεραντοσύνη του ό.)κεανου, μηδε για το μεγαλείο της ζωης που ό ηλιος δε σας κεντάει διόλου και ή τρικυμία δε σας συγκινεί. " Αν ό Θεος σας εδωσε καρδια και μυαλό, αύτο τό καμε άκρ ιδως για ν' άποδείξει πως αύτο δε σημαίνει τίποτ' αλλο παρα πως είναι σωτήριο να νι ώθει κανεις Τ11ν πυρα της & εϊκης του ειρωνείας μ αζι με το μπάρσαμο της άπέραντης μεγαλοψυχίας του. Μαλάκια. 'Αξ ιο&ρήνητοι άν&ρωπάκηδες. 'Ένα τί ποτες να σας άγγίξει σας κάνει ν' άρνη&είτε το τί ποτες που είστε κιόλας . . . Σε σας τα πάντα εΙναι φό δος - κι 11 χαρα κι ό πόνος . . . Καμιά σας χαρούμενη κραυγη δε φτάνει στους ούρανούς. Κανένα μουγγρη τό σας δεν άντιλαλεί στην Cίιδυσσo. Στερημένοι άπα μια οψη που νά 'χει στόμα και να μ ιλα, τυφλοι τόσο που να μην άναγνωρ ίζεστε, αν είστε εύτυχισμένοι, Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 1 1 3
μαλάκια ... μα άναρωτιέμαι αν ή σωφροσύνη σας εΙ ναι μια άναπηρία της καρδιάς η μια πληγη της κε φάλας σας. ' Αλίμονό σας, άνl}ρωπάκιδες. Δυο χρόνια ϋστερ ' άπο το δράμα του χαντακιου, εltαψα έδώ στην ' Αλεξάντρεια, το α&λιο κουφάρι δ που εΙχε φωλιάσει ή μεγάλη καρδια του φίλου και του αγνωστου καλλιτέχνη που στά-θηκε ό Αύρήλης, ό κουτσός. Γιατί, ή μαχαιρια που προοριζότανε για τη Νε ραντζούλα, τη δέχτηκε κατάστηl}α ό Αύρήλης. Αύτος εΙναι που επεσε για να μη σηκω&εί. Αύτή, άφου ζυ γιάστηκε άνάμεσα ζωη και & άνατο, πηρε άπάνω της, ξέχασε το κακο που της εγινε και δήλωσε μπροστα στους δικαστες του Νώντα, που ηρ-θ ιιν να την άνα κρίνουν στο κρεβάτι άπάνω, J'[(�)ς αύτη ηταν ύπεύ-
{tυνη.
- Έγω τον έρέ&ισα, ρωτηστε το Μάρκο. Δε πρέ πει να διηγάσαι τα έρωτικά σου κατορl} ώ ματα σε 'κεί νους που σ' άγαπάνε και δε πρέπει να φιλάς σύγκαι ρ α δυο έρωμένους. Μα τί &έτε! "Αν ημουν έγω τόσο σοφή, δε &ά ' μουν πια έγώ. Κι εΙμαι είΥ'ι<. αριστημένη που εΙμαι ετσι - τόσο το χειρότερο για μένα. 'Όταν τη φέραν σ' άντιπαράσταση με το δράστη - που σύραν άλυσοδεμένο στο νοσοκομείο - ή Νε ραντζούλα εκαμε κάτι καλύτερο· φίλησε τα δεμένα χέρια του δήμιού της και του ' πε μπρος στη δικαιο σύνη. - Σχώρα με . . . Δεν άμφέβαλα ποτε πως μ' άγα πουσες τόσο πολύ. Μα ό αμοιρος δεν εΙχε σχεδΟν άνάγκη να λαφρω &εί άπ' το ϊδιο το {}ύμα, άπο το βάρος του κακουργή ματός του· ή ίατροδικαστικη τον κήρυξε άνεύ&υνο. ' ι ι �
'
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 1 14
πά{t ος, ό Π αμεινώντας ξέσπασε σε δ άκρυα και γονα τ (ζοντας στα πόδια του κρεβατιου, τραύλισε τον σύν τομο τουτο {tρηνο, που μέλλονταν να μουρμουρίζει σ' δλη την κατοπινή του ζωή. Ί ' ' - 'Α μαν μπρε. μπρε. μπρε. Ί 'Α μαν ' Ί 'Α μαν Ό Ν ώντας μπορουσε άκόμα να κλαίει. Ό Αύρήλης δε μπορουσε πιά. ΤΗταν άπό 'κεί νους που τα δάκρυά τους χύνονται μέσ' την καρδιά, τη Οόσκουν, την τρυγουν. ΤΟ κατάλαβα άμέσως, κι άκoλoύ{tησα μιαν εύχη της Ν εραντζούλας, πού 'ταν συνάμα και δική μου ευχή. την ήμέρα που μου έπιτρέψανε να τη δω στο νοσο κομείο, ή πρώτη της σκέψη ηταν για τον άνάπηρο. - 'Αγάπα τον Αύρήλη, καλέ μου Μάρκο ... Στά σου άδερφός του. Είναι ερμος στον κόσμο. Σου ζητω " ' " , " t:' " " να κανεις γ ι αυτον πιοτερα απ οσα εκαμες για τη ι ι μαμα Ι Ιλεανα. Συγκινητικη έπανάλειψη της ϊδιας γενναίας παρά κλησης, που μου ' χε κάνει πέντε χρόνια πρ ίνο "Ί' στερα άπο το πέσιμό της στο χαντάκι, δπου & σπασε το κεφάλι της, με φώναξε κοντά της δταν μπό ρεσε να μου μ ιλήσει και με σβησμένη φωνη μου 'χε πεί. - Μάρκο, στο νούμερο τρία της ΙΕβραίικης, στο βά{}ος της αύλης, πα{tαίνει μια ερμη γριά· ή μάμα ΙΙλεάνα. Οί γειτόνοι, της κάμουν δτι μπορούν και κά ποιοι της δίνουν να φάει, μ α ή μάμα ΙΙλεάνα καίγε ται άπο μια παράξενη άρρώστεια πού τηνε κάνει να τρώει δλη την ωρα και να πίνει χωρις τελειωμό, σα νερoφ�δα. Πίνει δυο κουβάδες νερο τη μέρα. Πήγαι νε Μάρκο, δώστης να φάει και προπάντων πήγαινέ , , , ' " , ι της νερο. . . Δ'ε ζερω " γ ω τ ,ι _υCΙ" απογινω, μα συ, αν μ άγαπας, μη ξεχάσεις ποτε τη μάμα ΙΙλεάνα. 'Έκαμα άφοσιωμένα την παραγγελία της, μα ή διαβητικη πέ{} ανε, άλίμονο, ένωι ή φίλη μας ήταν ά κόμα στο νοσοκομείο. <- ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 115
Τώρ α, με τα ίδια τούτο χείλια, τα καψαλισμένα άπ' τΟν πυρετό, ζητούσε Όοή-θ-εια για τον Αυρήλη. την εΙχε πια κερδίσει Τ11 Όοή&ειά μου και μάλιστα μια Όοή&εια άδερφική' νιώ-θ-αμε, ό Αυρήλης καί ' γώ, τσυς έαυτούς μας ένωμένους για τη ζωή, για μια ζωη που δε μπορούσε πια να ταυτιστεί οϋτε με της Ν εραν τζούλας οϋτε με του Νώντα γιατι εκείνοι ηταν πια άναγκασμένοι να πορευτούνε το δρόμο που τους χά ρ αξε ή αίχμη ένος μαχαιρ ιού, Όαμμένου με αίμα. Ό Νώντας εΙχε ά&ωω&εί, χάνοντας τα συλο'ίκά του, κι ή Νεραντζούλα πού ' ταν γυναίκα, επερνε το χέρι τού πιο ίσχυρου. Τό ' κανε αυτο φιλώντας το χέρι που της εΙχε λαδώσει. Καταλάδαμε ' μείς και ,άπομακρυν&ήκCXr, , " με απ τη σκηνη. 'Έφερα τον Αυρήλη στην Α'ίγυπτο, για την ύγεία του, για τη δική μας, λογαριάζοντας πως ετσι -θ- α σω νόντουσαν κάποιες ψυχές. ' Απο τότες που ταξ ιδεύω στον κόσμο, εχω συχνα άκούσει πως για τον εξαιρετικο αντρα ή γυναίκα εΙ ναι μια κατάρα και πως μονάχα δυο αντρες άγαπη μένοι, -θ-ά ' ταν ίκανοι να πραγματοποιήσουν μεταξύ τους την πλέρια ευτυχία' αυτοι μονάχοι -θ-α μπορου σαν να κάμουν μια άν&' ρωπότητα εξ αίσια. (ο πλά στης λοιπον της ζωης είναι ενας ήλί-θ-ιος. (ο σαρκι κος ερωτας της γυναίκας, μαζι μ ' οτι πα&ητικο προσ φέρει στο σμάρι των αίσ&ήσεών μας, δεν εΙναι παρα μ ια πλάνη, αν είναι ,άλή&εια πώς, στο τέλος της άν &ρωπότητας, ή ζωη -θ-α φυτρώνει μέσ' άπο τη ζέστα της κοπριάς. (Ωστόσο, ύπάρχει σ ' αυτο ανοσμο τέλος της άντρι κης στοργης, κάτι άπ' την κοινή μας πε-θ-υμιά, που πασκίζει να πραγματοποιήσει μιαν άρμονία άνάμεσα στο καταστροφικο σαρκικο πά-θ-ος και στην άνώτατη φιλία. (Η φιλία μεγαλώνει άπάνω στη στα&ερότητα, στο σοζύγιασμα, στη διάρκεια' και γι' αυτη ή άπιDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 116
στία και ή ζήλεια, εΙναι πράγματα άκατανόητα· δσο περσότερο άθ-ροίζονται τόσο περσότερο άξίζει. Του ταντίο, ή σάρκα, δταν άγαπα, εΙναι έγωιστικη και δε δέχεται τρ ίτους, δ ε δέχεται ενα μοιράδι άπ' τον τεμαχισμό της, ωσπου να πλήξει και να κουραστεί, παίρνοντας δλο άπ' την ίδια τροφή. Πως να μονιάσουμ ε τον αντρα και τη γυναίκα; Πως να πλάσουμ ε την πλέρια ευτυχία ; <Ένα πραγμα εΙναι σίγουρο· δσο για την άνώτατη φιλία το ίδανικο ita μπορουσε να πραγμ ατοποιηθ-εί μοναδικα άπο έρω τευμένους φίλους, αν ό αντρας κι ή γυναίκα ita μπο ρουσαν να παραμείνουν φίλοι κι έρωτευμένοι σύγκαι ρα. Μιλάω για τα πλάσματα που φλέγονται άπό 'να πνευμα που ξεπερνάει τις αίσθ-ήσεις. Σύμφωνα με την πολυ πλατεια πείρα μου, αυτο το κατόρitωμα δε μπόρεσα ποτε να το πραγματόσω, παρα για πολυ σύντομες στιγμές, που στάitηκαν ώ ραίες καθ-ως φαντάσματα πυρετου. , " ' _<ι πηγα' ζει απ ' , το' lIιτσιο, e. ' Το, λ αυος που απ αυτο πασχει και το ίδιο το πνευμα, που δεν εΙναι παρα μια έξαιρετικη ίκανότητα να αίσθ-άνεσαι και ν' άγαπας σφοδρα και απαφτα. Κοντολογ ίς, το ι,δανικο αυτό, που να itέλουμε τη φιλία να δένεται με τη σάρκα μας και να κάνει μαζί ' ειναι ' δ εν , σκοτης τε' λ ειο νοικοκυριο, παρα" ευγενικος τ πός, που κανεις δε μπορεί να τον χαρεί όριστικά, χωρις να λυτρω&'εί άπ' τα πιο φλογερά του πάitη. Αυτο δε τό 'μα&α παρα πολυ άργότερα. "
,
10 Αυρήλης άγαπου'σε την γυναίκα δπως έγω κι δπως κάitε ανitρωπoς που δεν ευνουχίστηκε στα μι κράτα του, ουδε είδε το φως του κόσμου μέσα σε κα νένα ύπόνομο και πάνω άπ' δλα ηταν ό Αυρήλης ενας γκαρδιακος φίλος. 10 ερωτάς του για τη Νεραντζού λα τονε υοή&ησε να σταιtεί ίσαμε τότες με τέτοια αυτο itυσία. Κι αυτΊΙ άκριυως ή itυσία που την εΙχε ανετα Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 1 1 7
βαστάξει, τον γονάτισε ύστερα ' άπ' τη ματωμένη έκ δήλωση της άγάπης του Ν ώντα. - Ποτές μου δε πόνεσα, μου λεγε, βλέποντας ι " � " τη ζ ωη, να" κανει αυτη που, στο κατω Ι την Ανικουστα κάτω της γραφης δικαίωμά της �ταν. Μα {}α με σκό τωνε ή ιδέα πως ita μπορουσε ενας αντρας να ζητήσει με β ία για δική του μονάχα, να μας την πάρει όλά κερη καΙ να ύψω\}εί αύτη να παρ\}εί δλη. Αύτο με μα\}αίνει πως κι ή καλύτερη γυναίκα, καταχταται με τη χυδαία δύναμη παρα με τη στοργή. �Ωστόσo ό Αύρήλης παραλογιζόταν λίγο. ΓιατΙ μόνο που ό Ν ώντας είχε καταφέρει πραγματικα να μας πάρει όλάκερη για πάρτη του, ηταν ώστόσο άλή itεια, πως σύγκαιρα είχε ζαλιστεί άπο την ίδια του την τύχη καΙ πως τη Νεραντζούλα την εχανε όριστικα. �H Αίγυπτος, ή 'Αλεξάντρει α, ονειρα μαγεμένα τών παιδικών μας χρόνων, άνάβρυσαν με τ' άσύγκριτο πανόραμά τους μπρος στα μάτια μας τα itαμπωμένα άπ' τη itλίψη, κέντρ ισαν την μουχρωμένη ζωντάνια του Α ύρήλη καΙ τονε κάμαν ν' άποδώσει τΙς στερνές του φλόγες, που μέλλονταν να του φωτίσουν την τα φή. Μά, τουλάχιστο, είχε την εύτυχία να ζήσει ενα πραγματικο άντικατοπτρισμο καΙ να μη γνωρ ίσει την άτέλειωτη άγωνία. Χαρά μας. Στη γη τούτη της Αιγύπτου, μας δόitηκε να χα ρουμε καί 'μείς πρώτη φορά, τη μοναδικη ήδονη που ή γυναίκα φυλάει, γενναιόδωρος κλειδοκράτορας. Εύλογημένη νά 'σαι γυναίκα άνώνυμη, που ξέρεις να δ ίνεσαι για ενα τίποτες για ενα ειλικρινο γέλιο που σ' αρεσε' για ενα ευ\}υμο λόγο πού φτασε ώς την καρ διά σου' για ενα φλογισμένο βλέμμα που σου καψε τα μάτια. Εύλογημένες νά ' στε άδερφες της ' Αλε ξ άντρειας καΙ του Κάιρου άπροσποίητες έρωμένες που άπολησμονήσατε την άναπηρία ένος νέου άν\}ρώ που με itανατωμένη καρδια καΙ τον ποτίσατε μ ' αύτη ,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
118
,
την διάφανη χαρα που νόμισε πως ποτε δε {}-α γεύ ονταν. Ν ά 'στε εύτυχισμένες γυναίκες που δε ζητατε , " ' ' γυναικες που δ ινετε α' δ ιακοπα. . . Κ αι" να σας τιποτες, ανοίξει ό Θεος στην αλλη ζωη τις πόρτες του παρα δείσου του και να σας {}-ρονιάσει δεξ ιά του, γιατι δε ξέρω τίποτες που να σας περνα σ' άπλοχεριά. Δεν εΙχα τρόπο να πλερώσω άμάξ ι στον Αύρήλη, ' στΟν αχόρταστο Αύρήλη μου, που ετρεχε μ δλη τη λυπητερη γρηγοράδα τών δεκανικιών του προς το δ ιάστημα, στις χουρμαδιές, στους αμμόσωρους της έρήμου, στους μ ιναρέδες, στους αv{}-ρώπους και στα συμπαftητικα δικάμπουρα ζώα' μ α εΙχα δυο γερα πό δια μιαν αλύγιστη πλάτη και πανωκορφις μια καρδια φιλικιά' αύτα αρκουσαν για να σκώνω τΟν Αύρήλη κα{}-ως παιδί, να τον κα{tίζω στους ώμους μου, δπου εγινε το {}-άμα να ξεχάσω το βάρος τών συφορών που ζουλουσαν και τους δυό μ ας. 'Έτσι με μάτια όλάνοιχτα κι άπλωμένα χέρ ια και με γέλια φωναχτα που σβήναν τους λυγμούς μας, α πολησμονήσαμε την Βράιλα, για να ζήσουμε στην Αϊγυπτο. ποτες ϊσως ενας αν& ρωπος γερος δε γεύτηκε, δεν ενιωσε καλύτερα ,άπ' τον Αύρήλη, τον παραλυτικο και φισικό, τις καλλονες μιας -ftαυμαστης φύσης και τη γοητεία μιας αλήτικιας ζωης. ποτες καρδια δεν ε μα{}-ε καλύτερα άπ' τη δική του να έκτιμα την άπλο χερια ένος λαου φιλόξενου και νικημένου, ούτε να έπαναστατεί πιο φανερα ένάντια στΟν κατακτητή. ποτες α&λιότητα - που εφτανε να μοιράζουμε το ξεροκόμματό του - δε σπαταλή&ηκε άπο κανένα τόσο ανυπολόγιστα Ό σο ,απ' τον Αύρήλη σέ 'κείνους που {}-εωρουσε πιο δύστυχους άπ' αύτόν. ' 12. ' ' " ζε συχνα. , Τωρα u λε- " Α χ, ο' πο λ ιτισμος, . . . εκρα 1" r Θ' ' , πω' ειν ωραιος... .. α ταν κα λυτερα να, παραμεινει ό αν&ρωπος αγριος. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 119
Αύτος ό άγριάνftρωπoς, ό φελάχος, παρ' οτι ci{tλι ος που σού σκίζονταν ή καρδιά, εκρυβε στo στη�oς του το μόνο τεΚ�l1lΡΙO τού πολιτισμού π' άξ ίζει : την καλοσύνη. Μας την εδειχνε πέρνοντάς μας στη χω ματένια του καλύβα, στην εζμπα του και διανέμοντάς μας έκείνο πού 'χε : τα κουκιά του, το άράπικο φούλ. 'Ωστόσο ε'ίμαστε δυο ανιtρωποι τού πολιτισμού, πού τονε ζουλούσε, του πολιτισμού που καταδικάζει τους άνιtρώπους στην άιtλιότητα κι ϋστερα κρεμάει στη πόρτα τους τούτο τον άφορισμό : στο σπίτι τούτο ά παγορεύεται να γυρολογα και να ζητιανεύει. Μέσα σε δυο χρόνια άλήτικιας ζωης, τρέξαμε με τον Αύρήλη στους ωμους, το δρόμο της 'Αλεξάντρει ας ώς το Κάιρο και στη Μινιεχ της 'Άνω Αίγύπτου, όπού- ιtε μπαρκαριστήκαμε σε μια νταχαμπια και γυ ρ ίσαμε στην 'Αλεξ άντρεια τραβώντας το ρέμα τού ποταμού. Μπορεί κανεις να πεί πως το ταξ ίδι τούτο τραχυ για εναν φιt ι σικό, συντόμεψε ΤΙ1 ζωη τού φ ίλου, μα ξέρω πως τον εκα:νε να πε-ιtάνει δ ίχως �λίψη, την είχαμε νικήσει ξαφνικα και δίχως σχέδιο. 'Αφού τε λειώναμε κάιtε μέρα τα συνηltισμένα δέκα χιλιόμε τρα, άπό�ετα τον Αύρήλη στον ίσκιο μιας χουρμα διας, οπου περνούσε τον καιρό του ονειροπολώντας η ζωγραφίζοντας καί ' γω πήγαινα στο Νείλο να λου στω, να πλύνω τα ρούχα μας η να διασκεδάσω ψα ρεύοντας. - Μη πνιγείς, μού φώναζε, δε ft ιX μπορέσω να σ' άκολουftήσω. Τόντι, μια κι ητανε κατάχαμα δε ftιX μπορούσε να Οριtώσει. Γι' άποσκευες δεν είχαμε παρα δυο κουβέρτες, δυο πουκαμίσες και τα χρειαζούμενα για τη ζωγραφική του. Φίλος μ' άποσκευες ηταν μόλις σαρανταπέντε κι λα και τά 'χα στη ράχη μου. (ο Ρουμάνος στρατιώτης Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 120
σηκώνει ενα κιλο παραπάνω στα γυμνάσια. Χωρις φίλο κιόλας η φιλία. Λεφτα δε κρατούσα πάνω μου παρα οσο για να ζήσουμε μ ια οδομάδα μα ποτε κανεις δε μας πείρα ζε. Κάl}ε Κυριακη ό ταχυδρόμος της ' Αλεξάντρειας μας πρόσμενε κάπου στο δρόμο μ ας με κάποια παντα χούσα. Δεν ξοδεύαμε σχεδΟν τίποτες, έκτος στις πολιτείες. Στην ερημο ολοι οί φελάχοι συνορίζονταν ποιος να μας δώσει στρώμα και πιλάφι. Ό Αύρήλης τΟ'υς το πλέρωνε, δίνοντάς του σκίτσα άπ' τη ζωή τους το πία, ζώα, σκηνες και πορτραίτα. ' ' , Τ,"ι ωσχε' δ ια σκορπισαμε σ" αυτο" το δ ρ ομο. Π οσα ραίο εργο χάl}ηκε για πάντα. - Πώς χάitηκε, φώναξε μ ια μέρα που του τό 'πα. Οί χωρικοι αύτοι εΙναι πιο εύτυχισμένοι που ε, , χουν τα, σκιτσα , μου, παρα, οι� πονηροι, που, τ' αγοραζουν στους τόπους μας με σιχαμένη σπλαχνιά. �H ά ξία ένος εργου έξαρταται άπ' την εύτυχία που προ καλεί κι οχι άπ' την τιμη που τ' όρίζουν. Γυρ ίζοντας σΤΙ1ν 'Αλεξάντρεια οπου ελπιζε να ορεί άκόμα καλύτερα μηνύματα άπ' την ' Ανικούστα, ενα γρά'μ μα τον πληροφόρησε πως εΙχε 'ξαφανιστεί άπ' την Βράιλα, φεύγοντας με το Ν ώντα που εΙχε άπο ολακωitεί, τώρα και τρείς μηνες. Αύτό 'ταν κεραυνοΟόλο. Κλείστηκε μέσα, ου&ίστη κε κοιτώντας τα πορτραίτα της Νεραντζούλας, εγινε μελαγχολικος και μια οροχερη οραδια πέ&ανε, σε μια κρ ίση φοοερης αίμοραγίας. Μονάχος έγω άκολούl}ησα την προοοδιά μου.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
121
ΚΕΦΑΛ ΑΙΟ ΠΕΜΠΤ Ο Και τώρα, Μάρκο, να πού 'σαι μονάχος στην πά νω γη. 'Έλεγα στον έαυτό μου γυρ(ζοντας άπ' το κοιμη τήρι τών όρi}οδόξων, όπου 'χα &άψει εναν αν&ρωπο κι εναν καλλιτέχνη. 'Έναν αν&ρωπο κι εναν καλλιτέχνη. Συναντά κα νεις στη ζωη άπ' αύτα τα ζώα ; Πρωιτα εΙναι δύσκολο να μείνει κανεις καλος και τίμιος μέσα σ' ενα κόσμο οπου τα πάντα εΙναι δ ια φ&ορά. ΤΟ λέω χωρις μίσος . .. Ξέρω πως κανεις δε μπορεί να πηδήσει ψηλότερα άπο το γύρο του κα πέλλου του. 'Έπειτα τί &α πεί καλλιτέχνης ; ΕΙναι ό εννοούμε νος της τύχης που τον εκανε προικισμένο άπ' τη δύ ναμη να εξωτερικεύει τα αισ&ήματά του, καi}ως τ' άηδόνι που βγαίνει άπ' τη φωλιά του για να κελαη δήσει στο κλαρί. Δε βλέπω εδώ καμια άξ ία. (Η άξία &ά 'τανε αν εκαμνες με τα χέρια σου ποτες να δείς πώς γίνονται ενα ζευγάρι ποδήματα, τόσο φίνα, οσο εκείνα που βγαίνουν άπ' τα χέρια του καλου Π(Μϊου τση, άπο τριάντα χρόνων πείρα. 'Όχι, ειχαμε φτωχοι διάβολοι, λίγο η πολυ μά ταιοι . Μα άρχίζουμε νά 'μαστε αν&ρ ωποι και καλλιτέ χνες, οταν πονουμε μ' δλο τσν άν&ρώπινο πόνο, οταν τον εκφράζουμε με τα μέσα μας και πολεμουμε το κακο που εφερε στον κόσμο ό εγωισμός : ή τέχνη εΙ ναι ενας πόλεμος ενάντια στην άτέλειά μας. Και ύπάρχει μέσα σ' αύτον ενα μπάρσαμο για την Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 122
καρδιά μας, ενα μπάρσαμο που ξεπερνάει ολες τις γήινες χαρές, γιατι τίποτες δεν κάνει πιο λαφρια τη ζωή, οσο ή άπλοχεριά. 'Αλίμονο. Και τούτο το χάρισμα πρέπει να τό 'χεις άπο γεννησιμιού σου, γιατί, ένω οί ίκανότητές μας μ ας έπιτρέπουν να μονοπωλούμε τη γης, μονάχα ή καλωσύνη μπορεί να περιορίσει τη δία μας, ώς τη στιγμη που ή « δικαιοσύνη» fta. την περιορίσει καλύ τερα κι όρ ιστικά. Μονάχος τώρα, ημουνα πιο δυστυχισμένος, παρα τον καιρο που πουλούσα, στο πλάι τού Ν ώντα, λεμό νια και πορτοκάλια. Πλάσματα του Θεού γύρω μου ύπάρχανε, ναί, ό λάκαιρο πλη{}ο ς, μα τί να κάμεις με τούτους τους δ μοιούς σου, που σε κοιτουν σα δόδ ια, που σ' άκολου ftoiJv κάποτες κι ϋστερα σ' άφήσουνε να πέσεις μόλις ή ψυχή σου ,άρχίσει να δροσuζεται ; ΕΙχα να κάμω μ ' ,ολες τις τάξεις της κοινωνίας. 'Ήμουν είδικευμένος στην έκτίμηση των πολύτιμων πετραδιων και παντού με φωνάζανε για κάftε λογης ύπόftεση : πραγματογνωμοσύνες, άγορές, πουλήματα, άνταλλαγές. Στο καφενείο της πλατείας Μεχμετ - 'Α λη, οπου σύχναζα συνήιtως, έρχόμουνα σε στενη έ παφη με τον πιο πλούσιο καιtως και με τον πιο φτω χό, με τον πιο ε'ξυπνο καftως και με τον πιο άπλό. Κι άνοίγανε τα μάτια μου. Κι ακουα εναν ανftρωπo ώρες όλόκληρες. Και του μιλούσα και 'γώ. "Αν εΙχα δαλftεί να ζεστάνω μια πέτρα με τη φλόγα που άσώτεψα, ftέ λοντας να ftε ρμάνω άνιtρ ώπινους δράχους, ftά 'χα καταφέρει σπουδαιότερα πράγματα. Τίποτες. Πού ά Αύρήλης ; Πού ά Νώντας ; «ΆπόJ � � ' οπως ' . 'Α ποπειρες, πειρες ανυρωπων» κοντο λογις, συνήιtιζα να τους λέω άργότερα. Και άηδιασμένος να καίω ετσι μάταια το αγιο λά δ ι μου, γύριζα το �ράδυ σπίτι μου κι αρχιζα να ξε.,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 123
φυλλίζω το εργο του Αύρήλη, άπ' την ,αρχή του στο νοσοκομείο της Βράιλας, ϊσαμε τις τελευταίες σκη νες που σχεδίαζε μελαγχολικα απ' το παράitυρό του, κοιτώντας την κίνηση της άδου 'Αμανί&. 'Έτσι, πέρασα στην 'Αλεξάντρεια εξ ι χρόνια α, -Q ' κσμα, υστερ "" απ το υ'ανατο του. ,
�,
Μα μια μέρα - μια μέρα που δε βαστουσαν πια τα πόδια μου, έτοίμασα σιγα την βαλίτσα μου και τό βαλα στα πόδια. Για τη Ρουμανία. - Έμπρος Μάρκο . . . εΙπα στον έαυτό μου. Πάμε να ζήσουμε στ' αχνάρια του περασμένου. Π άμε να δροσίσουμε τα Όνειρά μας. "Ί'στερ' άπ' την είδηση που πληροφόρησε τον Au ρήλη για τη φυγή τους απ' τη Βράιλα, δεν ηξερα πια τίποτες για τη Νεραντζούλα και το Ν ώντα. Δεν εΙχα αλλωστε ποτες ζητήσει να μά-&ω. Τί &α ώφελουσε ; Νεκροί, δυο φορες νεκροί, εΙναι 'κείνοι που χάνον ται. πηρα το βαπόρι απ' την 'Αλεξάντρεια και πηγα γραμμη σΤΙ1ν Κωνσταντινούπολη, σπου ,άποφάσισα να σταματήσω μια βδομάδα για δουλειές. Και νά 'με. Καθ-ως παιδί. Σεργιάνισα λίγο, πότε δώ πότε 'κεί, γιατι ,αγαπώ αύτη την πόλη. ΕΙναι πια άπ' τις σπάνιες πολιτείες του κόσμου που δε στενα χωρά τον εύαίσ1tητο ανθ-ρωπο. ΕΙναι ενα τραγούδι χαρούμενο και &λιβερό, είλικρ ινο και στις δυο περι πτώσεις. Μονάχα ά Βόσπορος μπορεί να γρούζει με τέτοια ήρωικη άρμη ενα μέτριο τραγούδι· και στην πόλη ακους σε κά&ε σου βημα, τον πιο ώραίο, τον πιο τέλειο, τον πιο απερίγραφτο στεναγμο που μια λαβω μένη ΨUχη μπορεί να βγάλει· το περίφημο «αμαν μπρε» του Τούρκου και κά&ε 'Ανατολίτη που μιλάει τη γλώσσα του. Ν αί, αύτο τον αναστεναγμο τΟν ακους σε κά&ε βημα και σε κάνει πάντα να σκιρτήσεις γιατί 'ναι είDigitized by 10uk1s, Dec. 2009 124
λικρινijς, κα{}ως το μέτριο τραγούδι που ενας εύτυχι σμένος ,οαρκάρης ξεχύνει με πά{}ος άπάνω στο Βόσ πορο. 'Έτσι 'ναι , αύτή 'ναι ή Τουρκία. 'Αμαν μπρέ. Ή Σταμπουλ κι ή ψυχή της ... Βλέπεις, λόγου χάρη, δυο αντρες με φέσι κι εύρω πα'ίκα ρούχα να περπατάν άμίλητοι σε μια προκυ, , , " � μ αια, κυριευμενη απ το σουρουπο. - 'Αμαν μπρέ, ξεστομίζει ό ενας, ξέροντας ίσως το γιατί. Κι ό αλλος δείχνοντάς του άμέσως με το χέρι, άποσώνει. - . . . πόσο καλα τραγουδάει ό έρίφης, υζάνουμ. 'Α γαπώ πολυ τη Σταμπούλ. Και κα{}ως ημουνα ' κείνο το οράδυ κα{}ισμένος καΙ Qουφουσα τον καφε και τον ναργιλέ μου, άκούω ξ α φνικα πίσω μου. '! - 'Α μαν ' μπρε. Θαρρείτε πως τινάχτηκα. 'Όχι. Μα ή τριχιά μου σηκώ{}ηκε, κα{}ως σκαντζόχοιρος, γιατί 'ταν ό Π αμει νώντας που άναστέναξε. Στεκόταν όΡ'{}'ός, με τον ενα
ραντζούλα. Είναι 'κεί μέσα μα δε τη λένε πια παρα 'Ανικουστα ' «τωρα». Αύτο το «τώρα», ζύγιαζε πιο βαρια παρα χίλιες κρεμάλες. - Με ποιον μιλάς, Π αμεινώντα, άντήχησε πίσω μου μ ια φωνη τόσο γνωστη που τα πόδια μου ζορί στηκαν για να με βαστάξουν και τόσο σκοτεινη άπ' το «τώρα» του Ν ώντα, που δε μπορουσα να φύγω, να φύγω, να μη ξαναδώl την Σταμπουλ που τόσο άγαπουσα. (Η , " ' CC ' " ' 'Ανικουστα φανηκε και γω ."αναπεσα στο κα-&ισμά μου. Είχε ζήσει. Αύτο μονάχα μπόρεσα να δώ με μια ματιά, γιατί, βλέποντάς με της ξέφυγε μια κραυγη και χύ{}ηκε μέσα. πηγα κα&ως αύτόματο να τη βρώ έκεί που εκλαιγε με το πρόσωπο χωμένο μέσ' τις παλάμες, ξαπλωμένη πάνω στο «κρεβάτι της δουλειάς της». , .Q " ' ' cι. - ΕΙ. ναι α' ληυεια πως αυτος πευανε ; εσκουζε με, e .CΙ ' , λο. το, κεφα' λ ι υυυισμενο στο προσκεφα Πέ-&ανε, 'Ανίκουστα. Μια μονάχα φορα α ύτ ό ς. ,
"
,
Στο ξενοδοχείο, στο -&λιβερό μου δωμάτιο, δε μπό ρεσα να κλείσω μάτι δλη νύχτα. τα λόγια της Ν ε ρ αντζούλας που μου μ ίλησε για το Νώντα μου 'ρχονταν στο, νου ακαταπαυτα. «Δε πλάγιασε ποτες μαζί μου και σκέφτεται πάν τα πώς να με ύπερασπίσει να μη πηγαίνω με τους πε λάτες. Μά, κα&ως δεν είχε πια λεφτα να πλερώσει την τσατσά, δπως στη Βράιλα, του δ ίνω 'γώ. Τον άφήνουμε, βέβαια, να πιστεύει πως μ ' έμποδίζει να κάμνω το κακό, δπως λέει, μα δε μπορώ να κάμω ΟΤΙ -&έλω γιατι δε βλέπει πια τίποτες, τόσο εγινε ήλί-&ιος, με το αίώνιό του 'Αμαν μπρέ. -
,
,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
126
�o Ν ώντας εΙχε γ ίνει ήλί{}ιος, ελεγε ή ομορφή μας
Ν ερανvζoύλα. - Άμαν μπρέ, είπα κι εγώ. Σταμπούλ ... Σταμ πούλ ... της εΙχα ύποσχε&εί, αφου μου το ζήτησε, να πάω την αλλη μέρα το πρωί, μ' δλο που εΙχα πάρει την α πόφαση να φύγω και να μη τΟ'υς ξ αναδώ. Μα το ' πρωί, δε ξέρω τί τρομερη και δαιμονικη {}έληση μ εκαμε να κοιμη&ώ και να ξ αναξυπνήσω, παρα απ' τΟ'υς απανωτους χτύπους, που βαρουσαν την πόρτα μου. Ανοιξ α· ή Άνικούστα κι ό Νώντας. Πώς με ξετρύπωσαν δε ξέρω. Μα δεν ηταν και τόσο δύσκολο γιατι εμενα κοντά τους, εκεί στο Γα λατά. - 'Έτσι το κάνουν, ε; ξεφώνησε αύτη ν' ακούσει δλο το σπίτι. <Όλη τη νύχτα, λοιπόν, γύριζες. Ντύ&ηκα και βγήκαμε απ' το ξενοδοχείΟ. 'Όξω ή Άνικούστα &έλησε με κά&ε τρόπο να με σεργιανή σει στην Πόλη. Αφησα να με σέρνουν κα&ως πρό βατο που πάνε στο σφαγείο, χωρις ν' ακούω και να βλέπω τίποτες, παρα το Νώντα με τα κυριακάτικά του, που κινουσε όλονών την προσοχή, με το ϋφος συνταξ ιούχου, με τη βουβαμάρ α και το ήλί&ιο γέλιο του. Μια φορα μονάχα ανοιξε το στόμα του, πάνω στο τραπέζι για να σκούξει δπως ό γάιδαρος. - Μάρκο, δεν εΙναι γκιουζελ ή Άνικούστα; - Ναι φίλε μου · μα σώπα. - Γιατι του κάνεις αύτη την παρατήρηση ; μου {}ύμωσε ή Νεραντζούλα. Μ' αγαπά τόσο ό αμοιρος. - ΤΟ βλέπω, γι ' αύτο του λέω να μη το φωνάζει τόσο δυνατά. Αύτο &α μπορουσε να ξ αφνιάσει τους αν& ρώπους. Ν
Ν
Και τέλος, νά 'μαστε στα χείλια του κακου, εκει που μέλλονταν να πάρει τέλος ή {}έληση της μοίρας. Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
127
- " Ελα Μ αρκο, ι ι Θ ι ... α, κανουμε μια, μ ου- " πε κεινη. δ αρκάδα στο Βόσπορο' εΙναι τόσο ώραία τη νύχτα. Δέχτηκα άμέσως τόσο φοβό μ ουνα μ η 1tελήσει να πάμε σε κανένα 1tέαμα. Μπήκαμε μέσα χω ρΙς βαρ, 12. ' καρη. ' Ε γω' τραυουσα κουπι. (ο Βόσπορος ηταν γαλήνιος σα νεκροταφείο. Στο «Χρυσουν Κέρας» μ ικρα φωσάκια φεγγίζανε κα1tως ρυτιδωμένες ψυχές. Λίγες φωνές. Κα1tόλου τραγού δ ια. ΚανεΙς στεναγμός. Πήγαμε μακριά, σιωπηλοί. "Ήταν κα1tισμ ένοι οί δυό τους στι1ν πλώρη, άγκαλιασμένοι. (ο Ν ώντας την εσφιγγε δυνατα άπ' τη μέση, την εσφιγγε ... - Μόλις καΙ ξεχώρuζα τα πρόσωπά τους. - Μάρκο, εκανε 'κείνη, {} υμάσαι τουτο το τραγούδ ι ; ι
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι Ν εραντζούλα φουντωτή, Νεραντζούλα φουντωτή. Πλέναν Χιώτισσες, πλέναν παπαδοπουλες Νεραντζούλα φουντωτή ... - 'Α μαν ' μπρε,' εσκουξ α. Β οηυεια ' .Q ... Μα γύρα μας δεν ηταν ψυχη ζωντανή' πίσα άτέ λειωτη καΙ μ ακρια φωσάκια. - Γιατί, βοή1tεια, Μάρκο, ξαφνιάστηκε καΙ ση κώ1tηκε, είμαι σίγουρος νά 'ρ-1tει να μ ε φιλήσει. Δεν �Λανε παρα ενα βη μ α, μ έσ' τη βάρκα. Μ ' ενα κίνημα τού χεριου, σα το 1tερ ιστή, ό Πα μεινώντας της εζωσε τη μέση καΙ χά1tηκε μαζί της στη μαύρη πήχτρα. Φρόντισε να μη ξανανεβεί καΙ να χαρεί μ ονάχος την έκλεκτη της καρδιας του. "
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 1 28
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Β ΙΟΓΡΑΦΙΑ
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
Γεννήθηκε στη Β ράιλα της Ρουμανίας το 1 884. Ό πα τέρας του ήταν 'Έλληνας, Κεφαλονίτης στην καταγωγη και ή μητέρα του Ρουμάνα. Σ ε ήλικία δώδεκα χρονων εγκατα λείπει την μητέρα του και επι είκοσι συνεχη χρόνια περι πλανιέται στις χωρες της Μέσης Άνατολης απο την ύπερ βολικη ανάγκη να μάθει και ν' ,αγαπήσει. Κάνει δλα τα επαγ γέλματα για ν' αποχτήσει δλες τις εμπειρίες. Μπερδεύεται σ' επαναστατικα κινήματα. Σ υγχρόνως, μαθαίνει μοναχός του γαλλικά, J1iροσπαθεί να μάθει μονάχ,ος του τα ρωσικά. Μ' δλο που το εργο του πρωτογράφτηκε στα γαλλικά, δ Panaϊt Istrati, ανήκει στη Ρουμανία, απ' δπου εχει παρμέ νο και το περισσότερο ύλικο της δημιουργίας του. Ό Ρομαιν Ρολλαν που στο γεμάτο πάθος και δύναμη εργο του Istrati ανακαλύπτει τον «Γκόρκι των Βαλκανίων» γράφει γι' αυτόν : «. . Είναι ενας διηγηματογράφος γεννημένος, ενας διηγημα τογράφος της Άνατολης που μαγεύεται και συγκινείται απο τις ίδιες του τις διηγήσεις και τόσο πολυ παρασύρεται απ' αυτες που μια κι' αρχισε την ίστορία, κανένας δεν ξεύρει, ουτε αυτος ό ίδιος, αν θα διαρκέσει μια ωρα η χ ίλιες και μία νύχτες. Ό Δούναβης και οί έλιγμοί του . . . Αυτη ή μεγαλο φυια του διηγηματογράφου ειναι τόσον ακατάβλητη που στο γράμμα που εγραψε την παραμονη της αυτοκτονίας του δυο φορες διακόπτει τα απελπισμένα του παράπονα για να αφη γηθη δυο χιουμοριστικες ίστορίες της περασμένης του ζωης. Τον επεισα να γράψη ενα μέρος απ' τις διηγήσεις του' κι' ανέλαβε να γράψη ενα εργο μεγάλης πνοης, του οποίου δυο τόμοι εχουνε κιόλας γραφτεί. Μάς ξαναθυμίζει τη ζωή του, και το εργο, δπως ή ζωή του, θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο στη Φιλία : γιατι αυτη είναι, στον ανθρωπο αυ τόν, ενα πάθος ίερό. Σ' δλη τη δ ιάρκεια του δρόμου του, σταματά, στην ανάμνηση των προσώπων που συνάντησε' κα θένα εχει το αινιγμα της μοίρας του στο όποίο ζητά να διεισ δύση. Και κάθε κεφάλαιο τού μυθιστορήματος αποτελεί κι' ε να διήγημα. Τρία η τέσσερα απ' αυτα τα διηγήματα, στους τόμους που γνωρίζω, είναι εφάμιλλα των Ρώσων δασκάλων. Διαφέρουνε ,μ όνο στο ήθος και το φως, στη τόλμη τού πνεύ.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 131
ματος, στή τραγική ευθυμία στή χαρα τού δ ιηγηματογρά φου που λυτρώνη τήν καταπιεζομένη ψυχή . . . » (ΠΑΝΑ·Ι·Τ Ι Σ Τ ΡΑΤΙ, ΚΤΡΑ ΚΤΡΑΛΙΝΑ, μυθιστόρημα. Πρόλο γος: Ρομαιν Ρολλάν. Μετάφραση : Βαγγέλη Ε. Άγγελίνα. ΑΘΗΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΩΡΑ ) . Σ ' ενα ταξίδι του στή Ρωσία ό Ρanaϊt Istrati γνω ρίζει τον Ν ίκο Καζαντζάκη. Άπο τήν πρώτη στιγμή, οί δυο αντρες, συνδέονται με μια δυνατή φιλία. Ό μεγάλος Κρητι κος δάσκαλος, χαίρεται τον γεμάτο αυθορμητισμο και βι αιότητα χαρακτήρα τού «Παναγιωτάκη», συνεπαίρνεται, τον μεταφέρει στους ηρωές του. Γράφει γι' αυτόν : «Μέσα στον πολεμικο τούτον αγέρα τού στρατοπέδου που ανάπνεα ση) σημαιοστόλιστη Μόσχα, συνάντησα τον Παναιτ 'Ιστράτι. "Ί-Ι ταν κι αυτος &ΠΟ τους καλεσμένους της Ρουσίας στις με γάλες γιορτες της δεκαετηρίδας της 'Επανάστασης. Δεν τον είχα δεί ποτε με τα μάτια μου. Ε1χα διαβάσει μόνο τα γιο μάτα φλόγα κι αίμα κι ανθρώπινη κραυγη Πi(Xραμύθια του κι ηξερα την ηρωική, γιομάτη περιπέτειες ζωή του. Ό Γιώργης Β αλσαμής, λαθρέμπορος &ΠΟ η)ν Κεφαλο νιά, ανήσυχος, ΡΙψΌκίντυνος, κυριεμένος απο αγιάτρευτη κε φαλονίτικη αλητεία, γνώρισε στη Βραιλα τη Ζωίτσα 'Ιστρά τι, γερή, ομορφη, ισορροπημένη Ρουμάνα και γέννησε μαζί της ενα γιο πού, φυσικά, τονε βάφτισε Γεράσιμο. 'Αργότερα δμως τού 'βγαλαν κι ενα αλλο ονομα: Π(Χναγιωτάκη, Πα ναΙτ. Ό πατέρας πέθανε δταν ό Παναγιωτάκης τμαν ακόμα μωρό, κι ή μάνα - αγια, τρυφερή, δουλευταρου - επλενε καΙ ξενοδεύλευε ν' αναθρέψει το γιό της. Όνειρεύουνταν να τού μάθει γράμματα, να τον παντρέψει με μια καλη γυναι κούλα, να γίνει μια μέρα, αν θέλει ό Θεός, καλΟς νοικοκύρης Ρουμάνος. Μα οί φλέβες τού μικρού εβραζαν απο το δαιμονιακο κε φαλονίτικο αίμα. Άκόμα δώδεκα χρονων, αφηκε τη μάνα του κι αρχισε την αλητεία' πείνασε, αρρώστησε, κοιμήθηκε στους δρόμους, διάβηκε λαθρεμπορικά, κρυμμένος στ' αμπάρια, πί σω απο τα κάρα, κάτω απο τα βαγόνια, Όλους τους δρόμους της Αιγύπτου, Παλαιστίνης, Σ υρίας, Τουρκίας, 'Ελλάδας, 'Ι ταλίας, 'Ελβετίας. Τον καίει η αξεδίψαστη δίψα να ζήσει, να δεί, να χαρεί δλες τΙς χαρες καΙ τΙς πίκρες που μπορεί να δώσει η γης ετούτη στον ανθρωπο. Δ ιαβάζει μέσα στις αλήτικες πορείες του τη ρούσικη λογοτεχνία, ακούει στους καφενέδες ανατολίτικες ίστορίες καΙ παραμύθια της Χαλιμας. Δουλεύει για να κερδίσει ενα Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 132
ξεροκόμ;ματο ψωμί· γίνεται γκαρσόνι σε ταβέρνα, βοηθος σε καραμελά, εργάτης, χτίστης, σιδεράς, χαμάλης στα λιμά νια, σοβαντζής, και τέλος, στη Ν ίκαια της Γαλάζιας 'Α κτης, περιπλανώμενος φωτογράφος. Μια μέρα, το Γενάρη τού 1921, βαριέστισε πια να πεινάει και να βασανίζεται κι αποφάσισε να πετάξει απο πάνω του τη ζωή· παίρνει λοιπον το ξουράφι του και μπαί νει στο δημόσιο κηπο της Ν ίκαιας ν' αυτοχτονήσει. Πριν απο δυο χρόνια είχε γράψει ενα γράμμα απο εΟΙκοσι σελί δες στο Ρομαιν Ρολλάν, δπου τού εξιστοράει τη ζωή του, την πίκρα της ζωης του και τη λαχτάρα ν' ακούσει μια φι λικη φωνη και να σφίξει το χέρι ένος αληθ ινού ανθρώπου. Τούτο στάθηκε σε δλη τη ζωη τού 'Ιστράτι το μεγάλο πάθος : να βρεί ενα φίλο. Πάνω απο τον ερωτα της γυναί κας, πάνω απο τα πλούτη και τη δόξα, ή φιλία στη ζωΙ1 και στο εργο τού 'Ιστράτι παίζει τον πρωτο κυρίαρχο ρόλο. Να δοθεί σ' ενα φίλο, να τού δοθεί ενας φίλος, να επιχειρήσουν μαζι τη μεγάλη περιπέτεια της ζωης, αχώριστοι. Πολλες φορες είχε πέσει στη γλυκια παγίδα, μα οί φίλοι τον πρό δωκαν· κι εμεινε πάλι ό Παναιτ όλομόναχος ση1ν ανθρώπι νη ερημο. 'Έγραψε λοιπόν, απελπισμένος, στον πνευματικο πατέρα του, που μόνος αυτος στέκουνταν ορθ ιος, άγνός, μέ σα στα πάθη που καταξέσκιζαν κι εξευτέλιζ�ν την Ευρώπη· τού εξομολογιέται ό 'Ιστράτι δλη του τη ζωη και ζητάει ενα καλο λόγο βοήθε ια. Μα ό Ρομαιν Ρολλαν δεν απαντάει· απελπισμένος πια ό 'Ιστράτι παίρνει την απόφαση ν' αυτο χτονήσει. Κόβει το λαιμό του, κόσμος μαζεύεται, τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο, παλεύει με το θάνατο, σώζεται, κι υστερα απο δεκαπέντε μέρες, μεσοπεθαμένο, μεσογιατρφένο, τον πετούν οξω στο δρόμο. Είχαν βρεί στην τσέπη του μια επι στολη στην κσμμουνιστικη εφημερ ίδα ουμανιτέ, οπου χαι ρετούσε, λίγες ώρες πριν ν' αυτοχτονήσει, τη ρούσικη επα νάσταση και το νέο κόσμο που θα γεννιόταν απο τους ση μερινους πόνους της Ρουσίας. Μόλις βQέθηκε το γράμμα αυτό, ή γαλλικη αστυνομία εδωκε διαταγη να δ ιώξουν τον κοινωνικον αντάρτη &πο το νοσοκομείο. Πάλι στους δρόμους ό Παναιτ, μα τώρα πια ευτυχι σμένος- γιατί, επιτέλους, ελαβε απάντηση απο το Ρομαιν Ρολλάν : «ΔΕν ενδιαφέρουμαι γ ιατι είσαι δυστυχής, εγραφε ό καλοφαγωμένος αυτος κι άγνος ιδεολόγος, δεν ενδιαφέ ρουμαι γιατι είσαι δυστυχής, παρα γιατι λάμπει μέσα σου Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
133
ή θε'ίκια φλόγα της ψυχης. Μη μού γράφεις πια γράμματα, γράφε βιβλία». πηρε κουράγιο δ Παναιτ, τον περ ιμάζεψε στο Παρίσι ενας συμπατριώτης του παπουτσής, δ 'Ιονέσκου, τον εβαλε κάτω στο ύπόγειο τού μαγαζιού του, τού 'δωκε χαρτι και μελάνι κι ενα πιάτο φαι, κι δ Παναιτ αρχ ισε να γράφει. "Ί'στερα απο λίγους μηνες γεννήθηκε ή Κυρα - Κυραλίνα. 'Όλο πάθος, ξεγνοιασιά, αγάπη της ζωης αχαλίνωτη. Ή αγια πόρνη που ύπακούει στο θεό της δ ιασκεδάζοντας' που εχτελεί το χρέος της φιλώντας. Β ιβλίο ζεστό, σπαρταρ ιστό, δλο κέφι και χνούδι, σαν ανθρώπινο σώμα. Μέσα απο τα χάρτινα φραντσέζικα ρομάντσα, ή Κυρα - Κυραλίνα τινά χτηκε σα μια αληθ ινή, απο ζεστο λαρύγγι, κραυγή' Ό Ρο μαιν Ρολλαν χαιρετίζει τον 'Ιστράτι ώς τον «Γκόρκι τών Β αλκανίων» : «Διάβασα κι εμεινα κατάπληχτος &ΠΟ το ξέ σπασμα της μεγαλοφυΙας. 'Άνεμος φλογερος που φυσάει στην πεδιάδα. 'Εξομολόγηση ενος νέου Γκόρκι τών Βαλκανιων». ι
'Όταν χτύπησα την πόρτα της κάμαράς του στο ξε νοδοχείο Πασσάζ στη Μόσχα, αληθινα χαίρουμουν που θά ' βλεπα εναν «ανθρωπο». Είχα νικήσει τη δυσπιστία που με κυριεύει κάθε που πρόκειται να κάμω καινούρια γνωριμία, και πήγαινα σε τούτον εδώ τον 'Ιστράτι δλος εμπιστοσύνη. Κείτουνταν στο κρεβάτι αρρωστος, κι ώς με είδε, αναση κώθηκε, τινάχτηκε απάνω και' φώναξε χαρούμενος ελλη νικά : - Μωρέ, καλώς δρισες ! Καλώς δ ρ ισες, μωρέ ! Ή πρώτη επαφή, ή κρίσιμη, ηταν εγκάρδια. Κοίταζε δ ενας τον αλλον, σα να προσπαθούσε να μαντέψει' σα δυο μέρμηγκοι που ψηλαφούνται με τις αντένες τους. ΤΟ πρό σωπο τού 'Ιστράτι ήταν λιγνό, ηταν φαγωμένο, βαθια αύ λακωμένο, πολύπαθο' τα μαλλιά του ίσια, γυαλιστερα γκρί ζα, πέφταν ακατάστατα, σαν παιδιού, στο μέτωπό του, τα μάτια του ελαμπαν δλο περιπάθεια, μπερμπαντια και γλύκα και τα χείλια του κρέμουνταν τραγίσια και φιλήδονα. Φυ σιογνωμία βασανισμένου και φλεγόμενου Μακεδονίτη κομι τατζη. - Δ ιάβασα, μού 'πε, το λόγο πού 'βγαλες προ χτες στο Σ υνέδριο' μού αρεσε. Καλα τους τα κοπάνισες. ΟΙ κουτό φραγκοι ! θαρρούν πως με τα ειρηνιστικά τους κοντυλοφο ράκια θα σταματήσουν τον πόλεμο' η, κι αν ξεσπάσει δ πό λεμος, πως οί εργάτες, τάχατε φωτισμένοι &ΠΟ την προπαDigitized by 10uk1s, Dec. 2009
1 34
γάντα τους, θα σ ηκωθοϋν να πετάξουν τα δπλα ! 'Αρλούμ πες ! 'Αρλούμπες ! ΟΙ έργάτες, τους ξέρω καλά ! θα σου ρ θούν πάλι στο μακελιο και θα σκοτώνουν. Καλα του, τα λές· θέμε δε θέμε, καινούριος, παγκόσμιος πόλεμος θα: ξε σπάσει· ας είμαστε ετοιμοι ! Με κοίταξε κατάματα, Cίπλωσε το κοκαλιάρικο χέρι του, εσφιξε το γόνατό του. Γέλασε. Μού 'χαν πεί πως εΙσ αι, λέει, μυστικοπαθής. Μα έσυ 6λέπω τά 'χεις τετρακόσια και δε χορταίνεις με φρέσκο α γέρα. Αύτο δε θα πεί μυστικοπαθής, ε ; Ξέρω κι έγώ ; Λό για ! Λόγια ! Τον κακό τους τον καιρό ! Δώσε μου το χέρι σου ! Σφίξαμε τα χέρια γελώντας, πετάχτηκε 'μ' ενα σάλτο απο το κρε6άτι. 'Έχει κάτι απο τον αγριόγατο ό ανθρωπος αύτός, στις σ 6έλτες απότομες κίνησες, στο άρπαχτικο μάτι, στην αγρια χάρη. 'Άναψε το καμινέτο, ε6αλε το μπρίκι. - <Ένα μέτριο 6ραστό ! φώναξε τραγουδιστα σαν γκαρ σόνι. Θυμήθηκε την 'Ελλάδα, το κεφαλονίτικο αίμα του χο κλάκισε, αρχισε ό 'Ιστράτι να τραγουδάει κάτι παμπάλαια τραγουδάκια που τά 'χε ακούσει στον έλληνικο μαχαλα της Β ραίλας, στην τα6έρνα του κυρ ΛεωνΙδα. «Μιά πεταλούδα νά 'μουνα - νά πέταγα σιμά σου . . » Ή 'Ελλάδα ανέ6ηκε απο τα εγκατα τού σπλάχνου του στο φώς, ό πατέρας του μέσα του ανασταίνεται, λαχταρί ζει τώρα ό ασωτος γιος να γυρίσει στην 'Ελλάδα. 'Απότο μα, με κεφαλονίτικην όρμή, παίρνει την απόφαση : - Μωρέ, δώσε μου πάλι το χέρι σου ! 'Άκου : θα γυρ ίσω μαζί σου στην Έλλάδα ! Κουράστηκε, 6ήχει, ξαπλώνει πάλι στο κρε6άτι και ρουφάει πιπιλιστα τις τελευταίες στάλες τού καφέ του. Μιλούμε για το εργο του. Ό κύριος ΊΙρωας σε δλα του τα 6ι6λία, ό Άδρι�νoς Ζωγράφι, εΙναι ό ίδιος ό 'Ιστράτι. 'Ακούει στην αλητικη ζωή του ίστορίες ερωτα κι έλευτε ρ ίας και τις διηγιέται· θυμάται την παιδ ική του ήλικία, ανα στορ ιέται τις έφη6ικές του περιπέτειες καΑ τις διηγιέται. Παραδίνεται στη φιλία που τον aπατάει στη γυναίκα που ' θ' απατήσει, αναγαλλιάζει όταν σ υναντήσει μιαν ψυχη πού, μέσα στην αναντρία και στην προστυχια της σημερινης ζω ης, δεν το 6άζει κάτω, μα σηκώνει κεφάλι, 6άζει φωτια σε όλες τις έλπίδες και πυρπολεί αλάκερο τον κύκλο της μοίρας της. ό 'Αδριανος τέλος νικιέται, γιατι τα πάθη του είναι αχαλίνωτα και δεν κατορ θώνει να τα ύποτάξει σ ' ενα 6ιώσιμο .
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 135
ρυθμό. Οί επιθυμίες του είναι ακατάστατες, απειθάρχητες, ή καρδια ρέμπελη, ό νοϋς ανίκανος να ρυθμίσει το χάος. - Είσαι ό Άδριανος απαράλλαχτος ! τού 'πα γελώντας. Δεν είσαι επαναστάτης, σπως θαρρείς, είσαι μονάχα επα ναστατημένος. Ό επαναστάτης εχει σύστημα, τάξη, συνοχη στην ενέργειά του, χαλινάρι στην καρδιά του' .εσυ είσαι αν τάρτης. Δύσκολο πολυ να μείνεις σε μιαν ίδέα πιστός. Τώ ρα σμως που πάτησες στη Ρουσία πρέπει να βάλεις μέσα σου τάξη. Ν α πάρεις απόφαση, εχεις ευθύνη. - "Αφησέ με ! φώναξε ό 'Ιστ ράτι, σα να τον κρατούσα απο το λαιμό. Κι ϋστερα απο λίγο : - Είσαι 6έ6αιος ; ρώτησε με αγωνία. - Δ ιά6ασα το τελευταίο σου αρθρο στην ουμανιτέ, γ ιομάτο αγανάχτηση κι αηδία' όρκίζεσαι πως αποχαιρετάς το δυτικο πολιτισμο για πάντα, γιατι σαπίζει στην ατιμία και στην αδικία, και καταφεύγεις στη νέα Γης, σπου πια θα μείνεις να δουλέψεις. Αυτο μού αρέσει. - Γιατί σού αρέσει; Μπας κι είσαι και τού λόγου σου μαρξιστής ; - Μη φο6άσαι, τού αποκρίθηκα γελώντας. Μού αρέσει ή απόφασή σου αυτη γιατι είναι γενναία. τη στιγμη που άρχισες να θερίζεις και να τρως τους καρπους που νειρεύε ται κάθε γραφιας - δόξα, πλούτη, γυναίκες - εσυ φτύ νεις απάνω τους με αηδία και φεύγεις. Παρατάς σλες τις 60λικες μικρες 6ε6αιότητες και ρίχνεσαι σε νέα αλητικη περιπέτεια - στην α60λη 6ε6αιότητα της Ρουσίας. Να για τ ί μού αρέσεις ! Ό 'Ιστράτι είχε πάλι ανακαθίσει στο κρεβάτι κι ανα6ε κι εσ6ηνε τσιγάρα ανήσυχος. Κι εγω χαίρουμουν γιατι ε6αζα σε ταραχη τα αΙ:ματά του. 'Έλεγα, αυτο θα τού κάμει καλό. - Ό Ρουμάνος Άδριανος Ζωγράφι πέθανε, είπα με ' σα" να 'θ ελα να' τον πcιξ αφνικο" κεφι κι "επιασα χα δευτικα, ρηγορήσω, τον 'Ιστράτι απο το σκελεθρωμένο του μπρά τσο. Ό Ρουμάνος ' Αδριανος Ζωγράφι πέθανε, ζήτω ό Ρού σος μπολσε6ίκος 'Αδριανος Ζωγράφι ! Ν α φύγουμε πιά, Πα ναιτ, απο τους στενους μαχαλάδες της Β ραιλας, πλαντούμε, και ν' άμολήσουμε τον ηρωά μας στις απέραντες ρούσικες πεδιάδες ! Πλάτυνε ή ανησυχία κι ή ελπίδα τού κόσ 'μου, πλά τυνε κι ό Άδριανος Ζωγράφι. Ό μικρος ατομικος ρυθμος της ζωης του σμίγει με το μεγάλο παγκόσμιο ρυθμο της Ρου σίας κ ι αποχτάει, επιτέλους, συνοχη καΙ πίστη. Ή αψηλ11 ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
1 36
ισορρόπηση που μάταια τόσα χρόνια ζητούσε δ 'Αδριανός, που να μπορεί ν' άρμονίζει τη δύναμή του με την άλλοπρό σαλλη πεθυμιά του, τώρα πια ήρθε δ καιρος να πραγματο ποιηθεί· γ ιατΙ εχει τώρα θεμ έλια οχι την άσυνάρτητη μοίρα ένος ρέμπελου άτόμου παρα τΙς πυκνες σταθερες μάζες τε ράστιου λαού. - Φτάνει πιά ! φώναξε δ 'Ιστράτι νευρ ιασμένος. Φτάνει πιά ! Ποιος διάολος σ' εφερε ; Αυτα που λές, νύχτα μέρα έδώ στη Ρουσία τα συλλογίζουμαι, μα δε ρωτάς κι αν μπο ρώ ! Μού φωνάζεις : «Πήδα !» μα δε ρωτάς: μπορώ ; - Θα δούμε, μη νευριάζεις, Πανα·ίτάκη ! αποκρίθηκα η,συ χα. Δεν είσαι καΙ συ δ 'ίδιος περίεργος να δείς αν μπορείς η αν δεν μπορείς ; - Μα αυτο δεν είναι πα�χ,ν ίδι, πώς μιλάς ετσ ι ; Είναι ζωη η θάνατος. - Κι ή ζωη κι δ θάνατος είναι παιχνίδι, είπα καΙ σηκώ θηκα. Παιχνίδι, κι άπο μια τέτοια στιγμη έξαρτάται να το κερδίσουμε η να το χάσουμε. - Γιατί σηκώθηκες ; - Πρέπει να φύγω· φο60ύμαι σε κούρασα. - Δε θα πάς πουθενά ! Θα μείνεις να φάμε μαζΙ καΙ το άπόγεμα θα πOlμε κάπου μαζί. - Πού; - Θα δούμε τον Γκόρκι. Μού μήνυσε πως με περιμένει. Θα τον δώ σήμερα για πρώτη φορα τον ξακουσμένο αυτον «'Ιστράτι της Ευρώπης ! » είπε, κι ή φωνή του, πικαρισμέ νη, φανέρωνε παιδιάτικη ζήλια γ ια το μεγάλο του πρότυπο. Πήδ ηξε μεμιάς άπο το κρε6άτι, ντύθηκε, 6γήκαμε ε ξω. Με κρατούσε σφιχτα άπο το μπράτσο. - Θα γίνουμε φίλοι, μού 'λεγε, θα γίνουμε φίλοι, γιατΙ άρχίζω κιόλας να ν ιώθω την άνάγκη να σού δώσω μια γρο θια στα μούτρα. ΓιατΙ πρέπει να ξέρεις τούτο: Δεν μπο ρώ να νιώσω φιλία χωρΙς γροθιές. Πρέπει κάπου κάπου να μαλώνουμε, να σπάζουμε τα κεφάλια μας, το άκούς ; Αυτο θα πεί άγάπη. Μπήκαμε σ' ενα ρεστοράν, καθίσαμε. 'Έ6γαλε άπο ,το λαιμό του, δπου είχε κρφασμένο με σπάγγο, σα χα"ίμαλί, ε να μποτιλάκι λάδι καΙ περέχυσε το φαι του· υστερα ε6γα λε άπο την τσέπη τού γελέκου του ενα κουτάκι πιπέρι κι εριξε μπόλικο στην πηχτη κρεατόσουπα που μάς είχαν σερ6ίρει. - Λάδι καΙ πιπέρι ! είπε γλείφοντας τα χείλια του· δπως στη Β ραιλα Ι Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
137
� εσμι , 'ξ αμε '. είπα εγω ' " σηκωνοντας το γ ιοματο πο- Κ αλως τήρι· καλώς έσμίξωμε, δπως λέμε στην Κρήτη ! Φάγαμε με κέφι. Ό 'Ιστράτι σ ιγα σιγα θ υμόταν τα έλληνικά του και κάθε που ανασταίνουνταν μέσα του μια λέξη χτυπούσε τα χέρια του χαρούμενος σαν παιδί. - Καλώς τη ! Καλώς τη ! φώναζε σ111ν κάθε λέξη. Κα λώς τη ! Και πρώτα απ' δλα θυμήθηκε τις βρισιές, τις βλαστή μιες, τα βρωμόλογα. 'Έβλεπε το πρόσωπό μου να σκανταλί ζεται, κι αυτος σκούσε στα γέλια. Είχε δμως και το νού του· κάθε τόσο κοίταζε το ρολόΙ. 'Άξαφνα τινάχτηκε : - Είναι καιρός, είπε, παιμε ! Φώναξε το γκαρσόνι. πηρε τέσσερεις μποτίλιες καλο κρασι της 'Αρμενίας, γιόμωσε τις τσέπες τού παλτού του πακετάκια μεζέδες, ζακούτσκα, ξεχείλισε την ταμπακέρα του τσιγάρα και κινήσαμε. Ό 'Ιστράτι ήταν συγκινημένος· θά 'βλεπε για πρώτη φορα τον Γκόρκι ! Σ ίγουρα περίμενε αγκαλιάσματα, στρω μένο τραπέζι, δάκρυα και γέλια, «αναγνώριση αδερφών» κι Όλη Τ11 θολη ρομαντικη ατμόσφαιρα, τη γωμάτη καπνούς, φωνες κι έγκαρδιότητες, που τόσο αγαπούσε. - Πού θα σε περιμένει; ρώτησα. - Στο Γκόζισντατ (<<Κυβερνητικος 'Εκδοτ ικος Οίκος») . - Παναιτ, τού κάνω, είσαι συγκινημένος. Δεν αποκρίθηκε· ανοιξε το βημα νευριασμένος. Κόσμος πολυς στις μεγάλες αίθουσες τού Γκόζισντατ, μορφες απ' Όλες τις ράτσες της Σοβιετίας. Ό διευθυντης ήταν τότες ενας νέος Τάταρος, παχύς, με μαύρα καρα'μπο για γένια, με λαγγεμένα μάτια - σαν κάτι παχια ανθρω πόμορφα λιοντάρια σε ανατολίτικα ταπέτα. 'Ανεβαίνουμε τις σκάλες μαζι με τον 'Ιστράτ ι· κοιτάζω τον καινούριο φίλο μου με την κόχη τού ματιού και χαί ρουμαι να βλέπω το λιγνο μαντράχαλο κορμί του, τα έργα τικα πολυδουλεμένα χέρια του, τα μάτια του τ' αχόρταγα. - Παναιτ, ξανάπα με αδιάκρ ιτη έπιμονή, εισαι συγκι νημένος. - Ν αί, αποκρίθηκε βαριεστημένος, τ ί ρωτάς ; - Μπορείς, τώρα που θα δείς τον Γκόρκι, να κρατηθείς να μην αρχίσεις τ' αγκαλιάσματα και τις φωνές ; - 'Όχι ! αποκρ ίθηκε με θυμό. 'Όχι ! Δεν είμαι έγω 'Εγ γλέζος κρύος· είμαι Ρωμιός, Κεφαλονίτης, πόσες φορες να σού το πώ ; Φωνάζω, αγκαλιάζω, δίνουμαι. Τού λόγου σου κάνε τον 'Εγγλέζο . . Και να σού πώ, πρόστεσε ϋστερα απο ,
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 1 38
,
ενα δευτερόλεφτο, θα προτιμούσα νά 'μαι μοναχός' η συν τροφιά σου με νευριάζει. - Το ξέρω, εκαμα γελώντας, το ξέρω, μα να που δε θέ λω να χάσω το θέαμα : πως ό παγκόσμιος 'Ιστράτι συναν τάει τον Γκόρκι των Β αλκανίων. 'Ακόμα στέκουνταν ό λόγος μου, καΙ να ό Γκόρκι φά νηκε στο κεφαλόσκαλο, με κολλημένο το τσιγάρο στα χείλη. 'Ύ'ψηλος πολύ, χοντροκόκαλος, βουλιαγμένα μάγουλα, εξογ κωμένα ζυγωματικά, μπλάβα μικρα μάτια, θλιμμένα κι ανή συχα, χείλια απερίγραφτα πικραμένα. Ποτέ μου δεν είχα δεί σε χείλια ανθρώπου τόση πίκρα. Ό 'Ιστράτι, ευτυς ώς τον είδε, τον γνώρισε, ανέβηκε τρία τρ�']. τα σκαλοπάτια καΙ τού αρπαξε το χέρι. - Παναιτ 'Ιστράτι ! φώναξε ετοιμος να πέσει στους φα ρ διους ωμους του Γκόρκι. ' Ο Γκορκι ' " λ ωσε το χερι ησυχα κα;"ι κοιτα ξ ε μ ε' προαΠ σοχη τον 'Ιστράτι. ΤΟ πρόσωπό του καθόλου δε φανέρωσε, μήτε χαρα μήτε περιέργε�'J.. Κοίταζε τον 'Ιστράτι με προ σοχή, αμίλητος. Σε λίγο : - Πάμε μέσα, είπε. Μπηκε μπροστα με η;σ υχο μεγάλο βημα, κι ό 'Ιστράτι ακολουθούσε νευρ ικος καΙ ξεπρόβαιναν &ΠΟ τΙς τσέπες τού παλτού του οί λαιμοΙ απο τα τέσσερα μπουκάλια το κρασΙ κι οί μεζέδες. Καθίσαμε σ' ενα μικρο γραφείο γιομάτο κόσμο. Ό Γκόρκι δεν ιΊξερε Πλ'J.ρα ρούσικα. Με δυσκολία αρχισε η κου βέντα. 'Ο 'Ιστράτι τσάτρα πάτρα καΙ με μεγάλη συγκίνηση αρχισε να τού μιλάει. Δε θυμούμαι τί τού 'λεγε, μα δεν πειράζει' δ,τι είχε αξία ήταν η φλόγα της κουβέντας του, ό τόνος της φωνης, οί χειρονομίες του οί πλατιές, το φλε γόμενο μάτι. 'Ο Γκόρκι απαντουσε με ηρεμία, λιγόλογα, με γλυκια στρωτη φωνή, ακατάπαυτα ανάβοντας καινούρια ρούσικα τσιγάρα παπυρΟς. Μίλησε για την παιδική του ηλικία, πως ήταν εργάτης φούρναρης στο Ν ίζνι-Νόβγκοροντ, με τί λα χτάρα διάβαζε στο φως της λάμπας τού πετρελαίου 11 στο γάργαρο καλοκαιριάτικο φεγγάρι. ΤΟ πικραμένο χαμόγελό του εδινε στην η;συχη κουβέντα βαθια συγκεντρωμένη τραγικότητα. 'Ένιωθες ενα ανθρω πο που πολλα ύπέφερε καΙ πολλα ακόμα ύποφέρει, που είδε θεάματα τόσο αποτρόπαια, που τίποτε, μήτε οί σοβιετικες γ ιορτες 'Xι'J.l ζητωκραυγες μήτε οί τιμες κι οί δόξες δεν μπο"
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
�,
139
ρουν πια να εξαφανίσουν. Πίσω απο το γαλάζιο μάτι του, αναρροούσε γαλήνια κι αγιάτρευτη θλίψη. - 'Ο πιο μεγάλος δάσκαλός μου, ελεγε, στάθηκε δ Μπαλ ζάκ. Ό Μπαλζάκ ! Θυμούμαι, σα διάβαζα τα ραμάντσα του, σήκωνα τη σελίδα στο φώς, τΊ1ν κοίταζα κι ελεγα κατάπλη χτος: «Μα πού βρίσκεται λοιπον η τόση ζωντάνια κι ή τόση δύναμη που εχει ή σελίδα αυτή ; Πού κρύβεται το μεγάλο αυτο μυστικό ;» - Κ ι δ Ντοστογιέφσκι, δ Γκόγκολ ; ρώτησα εγώ. - 'Όχ ι ! 'Όχ ι ! Άπο tOiJ'i Ρούσους ενας μονάχα, δ Λέσκωφ, κανένας αλλος. Σ ώπασε λίγο : - Μα απ' δλ:χ πιο πάνω ή ζωή. "Υ'πόφερα πολύ, αγάπησα πολυ τον ανθρωπο που ύποφέρει. Τίποτα αλλο. Και σώπασε παρακολουθώντας με μεσόκλειστα μάτια το γαλάζιο καπνο τού τσιγάρου του. Ό Παναιτ εβγαλε τις μποτίλιες και τις απίθωσε στο τραπέζι. 'Έβγαλε και τους μεζέδες. Π:χκέτα, πακετάκια. Μα δεν είχε το κουράγιο να τ' ανοίξει. Κατάλαβε, δεν ταίριαζε, δεν είχε δημιουργηθεί ή αψόσφαιρα που ΊΊθελε. 'Άλλα πε ρίμενε, αλλου είδους συνάντηση κ ι αδέρφωση. Ν α πιούν και να φωνάξουν οί δυο τυραννισμένοι νικηφόροι αθλητές, να πουν μεγάλα λόγια, να χύσουν δάκρυα χαράς, να χορέψουν, πανηγυρίζοντας την αίματερη τελικη νίκη. Μα δ Γκόρι ήταν ακόμα βυθ ισμένος στην αθλησή του και σχεδΟν ακόμα χωρις ελπίδα. 'Έβλεπε το σοβιετικο θάμα τρογύρα του μα δεν τά 'χανε' το μάτι του εμενε λαγαρο και διαπεραστικό, αθόλωτο. Σ ηκώθηκε. Τον φώναξαν μερικοι νέοι, κλείστηκε μαζί τους στο δ ιπλ:χνο γραφείο. Σ υζητούσαν για κάποιο νέο πρό γραμ�α πνευματικ�ς προπαγάνδας - δμιλίες, περ ωδείες, ενα καινουριο περιοδικο ... Μείναμε μόνοι με τον ' Ιστράτι. - Παναιτι, είπα, πώς σού φαίνεται δ δάσκαλος ; Με σπασμωδικη κίνηση ανοιξε μια μποτίλια. - Δεν εχουμε ποτήρια, είπε, μπορείς να πιείς απο την μπoτίλιa ; - Μπορώ. πηρα την μποτίλια. - Σ την ύγειά σου, Παναιτ, είπα. Ό ανθρωπος εΙναι ενα ζώο της ερήμου. 'Άβυσσος γύρα απο τον κάθε ανθρωπο και γιοφύρι δεν ύπάρχει. Μην πικραίνεσαι, ΠαναΟίτάκι, δεν τό ' ξερε ς ; Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 140
- πιες γρήγορα, εκανε νευριασμένος. Να πιω κι έγώ. Δ ιψω. 'Ήπιαμε το αΛαφρο μυρωδάτο ναπαραούλι της 'Αρμε νίας. Σ φο ύγγιξε τα χείλια του. - Τό 'ξερα, αποκρίθηκε, μα πάντα μου το ξεχνω. - Αυτή 'ναι ή μεγάλη σου αξία, ΠαναΙτ. 'Αλίιμονο αν δεν τό 'ξερες' θά 'σουν ήλίθιος. 'Αλίμονο αν τό 'ξερες καΙ δεν το ξεχνούσες θά 'σουν κρ ύος κι αναίστητος. 'Ενώ τώρα είσαι αληθινος ανθρωπος - ζεστός, γ ιομάτος αντίφασες, ε να κουδάρι έλπίδες κι απογοήτεψες κι ϋστερα νέες πάλι έλ πί<δες - κι ετσι εως το θάνατο. ποτε ή λογικη δε θα σου σκοτώσει έσένα την καρδιά. - Πάμε τώρα' ειδαμε καΙ τον Γκόρκι. Πάει κι αυτό ! 'Έοαλε πάλι τΙς μποτίλιες στην τσέπη του, μαζέψαμε τα πακετάκια, φ ύ γαμε. Στο δρόμο μου κάνει: - Μου φάνηκε πολυ κρύος κι εσενα ; - 'Εμένα, πολυ πικραμένος. 'Απαρηγόρητος. ποτε δεν περίμενα τόσον πόνο. ποτε δεν είδα τέτοιο χαμόγελο. Πιο πι κρο κι απο την κραυγη κι απο το λυγ:μο κι απο το θάνατο. Ν ίκησε, εγραψε λαμπρα οι6λία, εγινε πλούσιος, δοξάστηκε, πηρε μιαν σμορφη γυναίκα, πριγκιπέσσα θαρρω, εκαιμε παι δια κι αγγόνια, καΙ τέλος - το σπουδαιότερο - είδε τ' σνειρο της ζωης του : λευτερώθηκε ή Ρουσία' κι Όλα αυτα δεν μπόρεσαν ν' αλαφρώσουν την καρδιά του. - "Ας φώναζε, ας επινε, ας εκλαιγε ν' αλαφρώσει ! μού γ κρισε δ Παναιτ αγαναχτισμένος. - 'Ένας έμίρης μουσουλμάνος, αποκρίθηκε, Όταν μια φο ρα σκοτώθηκαν οί δ ικοί του στον πόλεμο, εογαλε διαταγή, παράγγειλε σε Όλους τους αντρες της φυλης του : «Μην κλά ψετε, μη φωνάξετε - μην αλαφρώσει δ πόνος !» Αυτή 'ναι ή πιο περήφανη, αγρια πειθαρχία που μπορεί να έπιδάλει δ ανθρωπος στον έαυτό του. Γι' αυτο πολυ μού αρεσε δ Γκόρκι. Ό Παναιτ δε μίλησε. Κάτι μουρμού ρ ισε θυμωμένος καΙ με κοίταξε σχεδΟν με μίσος. Κ ι αξαφνα με αρπαξε απο το μπράτσο καΙ το χέρι του ετρεμ ε». Ν ΙΚΟΤ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, ΤΑΞΙΔΕ''ΥΌ Ν ΤΑΣ - ΡΟΤΣ ΙΑ. ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙ Σ ΕΛ. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ. Τ ΡΙΚΟΡΦΩΝ 8 Α ΘΗΝΑΙ ) . Ό Istrati, αυτος δ δαίμονας της αλητείας, θαμ πώνεται απ' την ακτινο60λία τού μεγάλου Κρητικού. Στο πρό σωπό του αναγνωρίζει τον πραγματικό, τον αληθινο φίλο, τον παίρνει ξοπίσω στο μεγάλο ταξίδι για να γνωρίσει μαζί του, -
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 141
τη Ρωσία, χαίρεται σα παιδΙ κι' επαινεί την μπολσεβίκικη νί κη κι' αργότερα απογοητευμένος απ' τη ζωη καΙ την αθλιό τητα τών Ρώσων χωρ ικών, .εξαπολύει δριμ-υ κατηγορώ ενάν τια στο «επαναστατικο μπολσεβίκικο θαύμα». Τον χειμώνα τού 1 9 2 7 , ό Panaϊt Istrati, ό συγγραφέας που τόσο ξάφνιασε καΙ που τόσο πολυσυζητήθηκε στον καιρό του, ερχεται στην Έλλάδα. Ό ακαδημα"ίκος κ. Πέτρος Χά ρης, που τον πρωτογνώρισε στη συγκέντρωση που οργάνωνε κάθε Πρωτοχρονια ή «'Ένωση Σ υντακτών», γράφει: « . . . . �Hταν χειμώνας τού 19 2 7 δταν ηρθε στην 'Αθήνα ό 'Ιστρά τι. Μα ηταν κ' ή εποχη που ό συγγραφέας της «Κυρα - Κυ ραλίνας» είχε γίνει θ ρύλος. Ή περιπέτεια της ζωης του, οί λογοτεχνικές του επιτυχίες, 11 ιδιορρυθμία του, προκαλούσαν την περιέργεια, προκαλούσαν καΙ πολλα καΙ ποικίλα σχόλια. Τον εγνώρισα κ' εγω απο κοντα την παραμονη της Πρωτο χρoνιι'iς εκείνου τού χ ρόνου. ΚαΙ δεν πρέπει να κρύψω την πρώτη μου εντύπωση: 'Ενοχλήθηκα &ΠΟ τους τρόπους του. 'Έφτασε με κάποια καθυστέρηση στη συγκέντρωση που ορ γάνωνε τότε κάθε παραμονη Πρωτoχρνoιι'iς ή «'Ένωση Σ υν τακτών», δηλαδη σε μια βραδινη καΙ εορτασΤΙΚ11 συγκέντρω ση, με τΙς μπόττες του, που θα τού ήταν απαραίτητες μόνο για τα χιόνια της Ρωσίας, καΙ με το ϋφος του, με τΙς κι νήσεις του, με τις κουβέντες του, εδειχνε στι εδαζε κάτω απ' αυτες τΙς μπόττες δλες τΙς συνήθειες της αστικης ζωης. ΤΟ σκαμένο πρόσωπό του απο τον πόνο κι' απο τη στέρηση, - δ λο γωνίες καΙ ρυτίδες, - μ' εφερνε κοντά του. 'Όλα τ' αλ λα μ' εδιωχναν, προκαλούσαν τη δυσπιστία μου. Κ ι' δταν την ανοιξη τού 1935 πέθανε κ' εγραψα μιαν ανάμνηση απο τον 'Ιστράτι, δεν μπόρεσα καΙ τότ'ε να παραμερίσω την πρώτη μου εντύπωση καΙ όμολόγησα στι κάθε φορα που διάβαζα ενα καινούριο βιβλίο του, προσπαθούσα να ξεχάσω τη νύχτα ε κείνη της Πρωτoχρoνιι'iς, για να χαρώ το αφηγηματικό του τάλαντο καΙ τΙς ώραίες ήθογραφικες σελίδες του. 'Απο την εποχη που ό ΡομαΙν Ρολλαν τον εβγαλε απο την αφάνεια, - γύρω στα 1 9 20, και τού εξασφάλισε το ενδιαφέρον τού μεγάλου αναγνωστικού κοινού, τις τελευταίες ήμέρες του που τΙς πέρασε ως στη Ρουμανία με πιστο σύν τροφο μιαν ώραία φοιτήτρια, ή δεύτερη αυτη ζωή του γνώ ρ ισε t'�ς πιο μεγάλες φουρτοϋνες καΙ απογοητεύσεις. 'Αλλα καΙ ή λογοτεχνικη εργασία του δε συναντούσε πάντα τον πρώ το ενθουσιασμό. Τον ανέβασαν στους ουρανούς. Οί 'ίδιοι 0μως ανθρωποι δεν εδίστασαν να τού αρνηθούν κάθε αξία. Ή γενικη επιδοκιμασία κράτησε λίγα μόνο χρόνια. 'Έπειτα -
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009 142
αρχισε ενας αγώνας που τον κούρασε πολύ, τον ετσάκισε, τον αηδίασε: Δεν είχε πια δλο τον κόσμο μαζί του. Ό μισος ήταν πάντα αντίπαλός του : οί αστοί, δταν εγινε ύμνητης των Σ ο βιέτ, οί αριστεροί, δταν εφυγε απογοητευμένος απο τη Ρωσία κ' εκαμε τη γνωστη πολεμική του. Σ το τέλος, εμεινε μόνο μ' εχθρούς. 'Ήταν προδότης καΙ για τΙς δυο παρατάξεις. ΚαΙ πoΛV λίγοι δεν είχαν ξεχάσει τον ενθουσιασμό τους για το τάλαντό του. 'Ωστόσο αυτο το τάλαντο επρεπε να εΊχαν προσέξει φί λοι κι' αντίπαλοί του π&ρ ισσότερο απ' τΙς ιδέες του, που δεν ήταν σταθερές, κι' ακόμα πιο πoΛV απο τα κηρύγματά του, που δεν επρεπε να τα παίρνουν πάντα στα σοβαρά. Ό 'Ι στράτι είχε αφηγηματικες ίκανότητες, που εθελγαν τον ανα γνώστη, που τού επρόσφεραν πρωτότυπες σελίδες καΙ τον ξε κoύραζ�ν απο τΙς αλλες μελέτες του, απο τα μυθ ιστορήματα καΙ τα διηγήματα των πεζογράφων με την περιορισμένη πεί ρα ζωης καΙ τη μ ικρη φαντασία. Αυτος είχε να δώσει και νούρια πράγματα, είχε να παρουσιάσει συν11θειες αγνωστες, - τα Β αλκάνια εξακολουθούν να είναι τόσο μακρυα απο την Ευρώπη ! - κι' δλα αυτα τα ίστορουσε με δικό του τρόπο, δηλαδη με άπλότητα καΙ ειλικρίνεια. ΚαΙ είχε δίκιο ό Ρουμάνος επίσης λογοτέχνης Περ. Μαρτινέγκου δταν εγραφε για τη φ ιλία του Ν ίκου Καζαν τζάκη με τον Πανl�Ιτ 'Ιστράτι: «Γνώριζε (ό 'Ιστράτι) τΙς δυνάμεις του, ηξερε πως πέρα απο το σύνορο της Β ρά'ίλας, της παιδικης ήλικίας καΙ των περ ιπλανήσεών του, δεν μπο ρουσε να δημιουργήσει τίποτα το βιώσιμο ώς αφηγητής». ΚαΙ είναι σωστη καΙ ή αλλη παρατήρησή του : «Κατάλαβα α μέσως δτι το βιβλίο αυτο (το «Τόντα - Ράμπα» του Καζαν τζάκη ) δεν ήταν ενα άπλΟ λογοτεχνικο επινόημα καΙ δεν δυ σκολεύτηκα ν' αναγνωρίσω στο πρόσωπο του 'Αζάντ τον ιδιο τον Παναιτ 'Ιστράτι με δλη την εκρηΚΤΙΚ11, απειθάρχιτη ιδιο συγκρασία του, ίκανο να ξεσπάσει σε ακράτητους ενθουσια σμούς, δμως κ' ετοιμο όποτεδήποτε να πέσει στα μεγαλύτερα σφάλματα». (Μια Πρωτοχρονια με τον Παναιτ 'Ιστράτι) . ( ΝΕΑ ΕΣ ΤΙΑ. 'Ιδρυτής: ΓΡΗΓΟ ΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΤ ΛΟΣ . Διευθυντής : ΠΕΤΡΟΣ ΧΑΡΗΣ . ΕΤΟΣ ΜΑ ' ΤΟΜΟΣ 8 10ς. ΤΕΤΧΟΣ 950 ) . 'Αθηναι, 1 Φεβρουαρίου 1967. ΤΟ 1 9 3 5 ό Panaϊt Istrati, πέθανε. Τ ο εργο του που τόσο συνετάραξε τον κόσμο ξεχάστηκε. 'Ένα αστέρ ι που με σουράνησε κι' ϋστερα χάθηκε στ' απέραντο απειρο. Μια φω νη γεμάτη πάθος για τον ανθρωπο καΙ τη φιλία σκεπάστηκε Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
143
απ' την όχλαγωγία των «ανθ ρωπάκηδων», ξεψύχησ ε. Τ' Ονο μά του δμως εμεινε σ φιχτα σ υνδεμένα με την πιο τέλεια δ ι ήγησ η , με το πάθος της αλητείας, καί μ ε τ' ανεκπλήρωτο Ο νειρο της πραγματικης φιλίας. "Ας θυμί'σ ο υμε μειρ ικα απ' τα εργα του : «' Ι στορίες τού 'Αντριεν Ζογκράφι - Ή Κυρα Κυ ραλίνα - Ό μπάρμπα 'Αγγελης - Οί Χα·ίντούκοι - Τ ' αγκάθια τού Μπαραγκαν - Ή Νεραντζούλα - Οί aποδη μίες μου - Προς την αλλη φλόγα) . Γ. Κ.
Digitized by 10uk1s, Dec. 2009
1 44
ΤΟ
Β Ι ΒΛΙΟ ΑΤΤΟ
ΤΤΠΩΘ Η Κ Ε Τ Ο Μ Α Ρ ΤΗ Τ Ο Τ 1 9 ί Ι ΣΕ ΓΙΑ
TI :L
2 . 0 ( )Ο
Α Ν ΤΙΤΤΠΑ
Ε ΚΔ Ο Σ Ε Ι Σ «Ε Γ Ν Α Τ Ι Α »
Β Ι Β ΛΙ Ο ΠΩΛΕΙΟ Ν
«ΓΩ Ν Ι Α
ΤΟΤ
Β Ι Β Λ Ι Ο Τ»
ΕΓΝΑΤΙΑ ί ί ΘΕΣ Σ ΑΛΟΝΙΚΗ
Η Ε Κ Τ ΤI l Ω Σ Η
Ε ΓΙ Ν Ε
Σ . Λ Λ Σ Κ Λ Ι" ΙΔ Η Σ
ΣΤΙΣ -
Π.
Β Α Λ Α Ω Ρ ΙΤ Ο Τ
Κ Α Ι Ο Ι ΤΣΙΓΚ ΟΓ Ρ ΑΦΙΕΣ
Ε Γ Κ Α Τ Α Σ ΤΑ Σ Ε Ι Σ Α Λ ΕΞΙ Α Δ Η Σ
14
Σ Τ Ο Ε Ρ ΓΑ Σ ΤΗ Ρ ΙΟ
Α Ρ Ι Σ Τ . ΠΑΤ ΛΙΔΗ &
Σ ΙΑ
Ο.Ε.
Α ΓΟ Ρ Α ΕΦΑ Ρ Μ Ο Σ ΤΙ Δ Η 1 3